You are on page 1of 424

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

ΕΠΙΔΗΜΙΑ

Αποσπάσματα από αρχαία Ελληνικά,Βυζαντινά και


θεολογικά κείμενα

Θεσσαλονίκη 2020
2
3

Εισαγωγικό σημείωμα

Σχετικές εργασίες, «Πανώλη, Χολέρα, πανούκλα, Λοιμός»,


επεξεργάζομαι με τίτλους, «Λοιμώδης νόσος-λοίμωξη». «Επιδημία».
Ανοσία, Θεραπεία, Μόλυνσις, Ψώρα, Λέπρα...
Έχω ήδη ανεβάσει στο Academia. Edu και στο Scrid. Com.
«Πνεύμων-πνευμονία», «Καρκίνος». «Φλεγμονή», «Οίδημα».
Ο πίνακας περιεχόμένων παραπέμπει στις αντίστοιχες σελίδες των
ενοτήτων και στο τέλος ευρετήριον λέξεων-εννοιών.

Επιδημία, ορισμός.

Από τη Βικιπαίδεια, Για την χρήση του όρου λοιμός ως μολυσματική


ασθένεια, δείτε: Πανώλη. Ως επιδημία (επί + δήμος) ή λοιμός,[1]
χαρακτηρίζονται οι εξάρσεις ασθενειών που εμφανίζονται σε έναν
ανθρώπινο πληθυσμό και δεδομένη χρονική περίοδο, σε βαθμό
μεγαλύτερο του αναμενόμενου. Μπορεί να περιορίζεται γεωγραφικά σε
ένα τόπο ή μια ολόκληρη χώρα. Στην περίπτωση που η επιδημία
εξαπλωθεί και εκτός των γεωγραφικών ορίων μιας χώρας, ορίζεται ως
πανδημία.

Η πανδημία, που προκύπτει από την σύνθεση των λέξεων παν (όλος) και
δήμος (πληθυσμός), είναι μια επιδημία λοιμωδών ασθενειών που
εξαπλώνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς σε μια μεγάλη περιοχή και
απειλεί το σύνολο του πληθυσμού. Μια επιδημική ασθένεια της οποίας ο
αριθμός των νέων κρουσμάτων παραμένει σταθερός με την πάροδο του
χρόνου (σταθερή επίπτωση) δεν θεωρείται πανδημία. Επιπλέον, οι
πανδημίες γρίπης γενικά δεν αφορούν την επανεμφανιζόμενη εποχική
γρίπη. Καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας έχουν παρατηρηθεί πολλές
πανδημίες, όπως πανδημίες ευλογιάς, φυματίωσης και πανώλης.

επιδημία θηλυκό (ιατρική, ζωολογία, βοτανική) λοιμώδης ασθένεια που


εξαπλώνεται σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού (ανθρώπων, ζώων ή
φυτών) μιας ευρύτερης περιοχής.
4

Αναφερόμενος στην ετυμολογία της λέξης πανδημία(pandemic) και την


ελληνική της προέλευση, o εκτελεστικός διευθυντής των Εκτάκτων
Προγραμμάτων Υγείας του ΠΟΥ, Μάικλ Ράιαν, μιλώντας σε
δημοσιογράφους, τόνισε ότι η πανδημία αναφέρεται σε περιπτώσεις που
θεωρείται ότι είναι πιθανόν να επηρεαστεί ολόκληρος ο πληθυσμός της
Γης και πιθανόν, ένα μέρος αυτού να ασθενήσει.Σύμφωνα με το λεξικό
της Κοινής Νεοελληνικής, ο ορισμός της «πανδημίας»: «επιδημία που
εξαπλώνεται σε όλη την έκταση μιας χώρας ή περιοχής, που προσβάλλει
το σύνολο του πληθυσμού της». Οι πανδημίες προκύπτουν από τις
επιδημίες, που είναι ξεσπάσματα ασθενειών περιορισμένα σε
συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Αντιθέτως, οι πανδημίες
εξαπλώνονται σε πολλές χώρες.

Περιεχομενα

Εισαγωγικό σημείωμα..............................................................................................................3
Επιδημία, ορισμός....................................................................................................................3
Χρονολογική ταξινόμηση αποσπασμάτων...............................................................................4
Αποσπάσματα από αρχαία Ελληνικά,Βυζαντινά και θεολογικά κείμενα...............................47
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ.........................................................................................................................418

Χρονολογική ταξινόμηση αποσπασμάτων

 1. Ξενοφών. Atheniensium respublica [Sp.] (5-4 B.C.) Ch. 1 sec. 18 l. 4

 ἄμεινον πράττει· ἔπειτα εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον


μισθοφοροῦν· ἔπειτα οἱ κήρυκες ἄμεινον πράττουσι διὰ τὰς
ἐπιδημίας τὰς τῶν συμμάχων. πρὸς δὲ τούτοις, εἰ μὲν μὴ
ἐπὶ δίκας ᾔεσαν οἱ σύμμαχοι, τοὺς ἐκπλέοντας Ἀθηναίων @1   (5)
ἐτίμων ἂν μόνους, τούς τε στρατηγοὺς καὶ τοὺς τριηράρχους
 
5

 2. Πλάτων. Parmenides (5-4 B.C.) Stephanus p. 127 sec. a l. 5

 ἐπειδὴ δὲ ἐκείνου ἀπηλλάγη οἵ τε ἀδελφοὶ ἔλεγον αὐτῷ


ὧν ἕνεκα παρεῖμεν, ἀνεγνώρισέν τέ με ἐκ τῆς προτέρας
ἐπιδημίας καί με ἠσπάζετο, καὶ δεομένων ἡμῶν διελθεῖν τοὺς    (5)
λόγους, τὸ μὲν πρῶτον ὤκνει—πολὺ γὰρ ἔφη ἔργον εἶναι—
ἔπειτα μέντοι διηγεῖτο. ἔφη δὲ δὴ ὁ Ἀντιφῶν λέγειν τὸν
 

 3. Αίλιος Ηρωδιανός. . De figuris [Sp.] (= Περὶ σχημάτων) (A.D. 2) P. 87 l. 4

     πρῶτος ὑπ’ ἀρνειοῦ λυόμην.


καὶ τὸ παρ’ Ἱπποκράτει, ἡ γυνὴ τοῦ κηπωροῦ πυ-
ρετὸς εἶχεν αὐτήν· διεσπαρμένας γὰρ ἐπιδημίας
ὑπομνήματος δίκην γράφων, εἰπὼν τὸ ἡ γυνὴ τοῦ   (5)
κηπωροῦ, ὡς ἀφ’ ἑτέρας ἀρχῆς τὸ πυρετὸς εἶχεν
 

 4. MAXIMUS Soph. Dialexeis (A.D. 2) Lecture 7 ch. 4 sec. c l. 2

 καὶ καταβὰς διὰ τῆς βασιλέως γῆς, καὶ τελευτήσας   (5)


(c) ἐκεῖ, καὶ ἱδρυθεὶς αὐτόθι, ἔφθειρε τὴν πόλιν. συνεπ-
ελάμβανεν δὲ τῇ τοῦ κακοῦ ἐπιδημίᾳ καὶ ἐκ Πελο-
(d) ποννήσου πόλεμος. Δῃουμένης δὲ τῆς γῆς, καὶ φθειρο-
μένης τῆς πόλεως, καὶ ἀναλισκομένων τῶν σωμάτων,
 

 5. CHARITON Scr. Erot. De Chaerea et Callirhoe (A.D. 2?) Book 2 ch. 3


sec. 1 l. 3

 (1)   Ὁ δὲ Λεωνᾶς, καιρὸν ἐπιτήδειον εὑρών, Διονυσίῳ λόγους προσή-


νεγκε τοιούτους· “ἐν τοῖς παραθαλασσίοις, ὦ δέσποτα, χωρίοις οὐ γέγο-
νας ἤδη χρόνῳ πολλῷ καὶ ποθεῖ τὰ ἐκεῖ τὴν σὴν ἐπιδημίαν. ἀγέλας
σε δεῖ καὶ φυτείας θεάσασθαι, καὶ ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν ἐπείγει.
(2) χρῆσαι καὶ τῇ πολυτελείᾳ τῶν οἰκιῶν ἃς σοῦ κελεύσαντος ᾠκοδομή-
 

 6. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 1 sec. 11 l. 8

 τεραι, παιδεύσαντος αὐτὰς τὴν ἐπὶ τῷ μέλιτι σοφίαν


τοῦ χρόνου. ἔχουσι δὲ καὶ μαντικῶς, ὥστε καὶ ὑετῶν
καὶ κρύους ἐπιδημίαν προμαθεῖν· καὶ ὅταν τούτων
τὸ ἕτερον ἢ καὶ ἀμφότερα ἔσεσθαι συμβάλωσιν, οὐκ
ἐπὶ μήκιστον ἐκτείνουσι τὴν πτῆσιν, ἀλλὰ περιπο-    (10)
 

 7. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 1 sec. 11 l. 13

 τῶνται τοῖς σμήνεσι, καὶ οἱονεὶ περιθυροῦσιν. ἐκ δὴ


τούτων οἱ μελιττουργοὶ οἰωνισάμενοι προλέγουσι τοῖς
6

γεωργοῖς τὴν μέλλουσαν ἐπιδημίαν τοῦ χειμῶνος. δε-


δοίκασι δὲ ἄρα οὐ τοσοῦτον τὸ κρύος αἱ μέλιτται,
ὅσον τὸν ὄμβρον τὸν πολὺν καὶ τὸν νιφετόν. ἐναν-    (15)
 

 8. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 1 sec. 52 l. 2

 τρόπου μισθὸν ἠνέγκατο.


(52)   Χελιδὼν δὲ ἄρα τῆς ὥρας τῆς ἀρίστης ὑποση-
μαίνει τὴν ἐπιδημίαν. καὶ ἔστι φιλάνθρωπος, καὶ
χαίρει τῷδε τῷ ζῴῳ ὁμωρόφιος οὖσα, καὶ ἄκλητος
ἀφικνεῖται, καὶ ὅτε οἱ φίλον καὶ ἔχει καλῶς, ἀπαλ-
 

 9. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 2 sec. 38 l. 19

 ἕτεραι τοὺς ἐξ Αἰθιοπίας κατὰ τὴν τοῦ Νείλου ἐπί-


κλυσιν ἀφικνουμένους ἀπαντῶσαι διαφθείρουσιν.
ἢ τί ἂν ἐκώλυσε διὰ τῆς ἐκείνων ἐπιδημίας τοὺς
Αἰγυπτίους ἀπολωλέναι;    (20)
(39)   Ἀκούω δέ τι καὶ γένος ἀετῶν, καὶ ὄνομα αὐτῷ
 

 10. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 2 sec. 43 l. 24

 οὖν τῆς Λιβύης πρόκεινται. εἶτα ὑποστρέφουσιν οὗ-


τοι, καὶ ἡγοῦνται τῆς πτήσεως τοῖς ἄλλοις. οἱ δὲ
ἥκοντες ἑορτὴν ὑπὲρ τῆς ἐπιδημίας τοῖς ἐν τῇ Λιβύῃ
παρέχουσι· σίνονται γὰρ οὐδὲ ἕν. παρελθόντες δὲ   (25)
ἐς τὰς νήσους, ἃς οἱ πρῶτοι θεασάμενοι τῶν ἄλλων
 

 11. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 5 sec. 13 l. 7

 λίτταις τὸ σμῆνος, ἐκπέμπουσιν ὥσπερ οὖν αἱ μέγι-   (5)


σταί τε καὶ πολυανδρούμεναι τῶν πόλεων. οἶδε δὲ
ἄρα ἡ μέλιττα καὶ ὑετοῦ ἀπειλοῦντος ἐπιδημίαν καὶ
σκληρὸν πνεῦμα ἐσόμενον. εἰ δὲ αὐτῇ παρὰ δόξαν
γένοιτο τὸ τοῦ πνεύματος, ὄψει φέρουσαν λίθον ἑκά-
 

 12. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 5 sec. 52 l. 12

 γονται, δῶρον τοῦτο ἴδιον λαχοῦσαι παρὰ τῆς φύσεως @1    (10)


εἰδέναι ποταμοῦ τοσούτου καὶ οὕτως ἐργατικοῦ τὴν
ἀνὰ πᾶν ἔτος ἐπιδημίαν, καὶ τὴν ἐξ αὐτοῦ κατά-
ληψίν τε καὶ λύμην φυλάττεσθαι. καὶ αἱ χελῶναι
δὲ καὶ οἱ καρκίνοι καὶ οἱ κροκόδειλοι τὰ ᾠὰ κατὰ τὴν
 
7

 13. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 6 sec. 3 l. 5

 κται. ὃ δὲ οὐκ εἶπον ἤδη, τοῦτο εἰρήσεται νῦν, καὶ


μάλα ἐν καλῷ. χειμῶνος μὲν ἀποτίκτει, καὶ φωλεύει @1
τεκοῦσα, καὶ ὑφορωμένη τοὺς κρυμοὺς τὴν ἐπιδημίαν   (5)
τοῦ ἦρος περιμένει, οὐδ’ ἂν πρὶν ἢ πληρωθῆναι
τρεῖς μῆνας ἐξαγάγοι ποτὲ τὰ βρέφη. ὅταν δὲ αἴσθη-
 

 14. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 6 sec. 19 l. 12

 οἴκους ἐξ οἴκων ἀμείβοντα, τὰ δὲ ἐν τοῖς λειμῶσι   (10)


κατᾴδει, οἱονεὶ πανηγυρίζοντα, καὶ βίον ὡς ἂν εἴ-
ποις ἀνθηρὸν καὶ ἁβρὸν διαιτώμενα τὴν ἦρος ἐπιδη-
μίαν μελῳδίαις ἔγωγ’ ἂν φαίην εὐφημεῖ. κύκνων
δὲ πέρι καὶ ὅτου θεῶν θεράποντές εἰσιν ἀνωτέρω
εἶπον. ἡ κίττα δ’ οὖν καὶ τῶν ἄλλων φωνημάτων   (15)
 

 15. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 7 sec. 7 l. 18

 πτέρυγας καὶ κροτῶν αὐτάς, ὅτι χειμὼν ἔσται κατέγνω


πρῶτος. κόραξ δὲ αὖ καὶ κορώνη καὶ κολοιὸς δείλης
ὀψίας εἰ φθέγγοιντο, χειμῶνος ἔσεσθαί τινα ἐπιδη- @1
μίαν διδάσκουσι. κολοιοὶ δὲ ἱερακίζοντες, ὡς ἐκεῖνος
λέγει, καὶ πετόμενοι πῆ μὲν ἀνωτέρω πῆ δὲ κατω-   (20)
τέρω, κρυμὸν καὶ ὑετὸν δηλοῦσι. κορώνη δὲ ἐπὶ
 

 16. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 7 sec. 7 l. 29

 τοῦ πελάγους ἐς τὴν γῆν σὺν ὁρμῇ πετόμενοι μαρ-


τύρονται χειμῶνα. ἐρίθακος δὲ ἐς τὰ αὔλια καὶ τὰ
οἰκούμενα παριὼν δῆλός ἐστι χειμῶνος ἐπιδημίαν
ἀποδιδράσκων. ἀλεκτρυόνες γε μὴν καὶ ὄρνιθες οἱ   (30)
ἠθάδες πτερυσσόμενοι καὶ φρυαττόμενοι καὶ ὑπο-
 

 17. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 7 sec. 8 l. 37

 ἰόντες χειμῶνος ἐμβολὴν μέλλοντος ὅτι πεφρίκα-    (35)


σι μαρτυροῦσι δι’ ὧν δρῶσι. λέοντος δὲ ἐν τοῖς
καρπίμοις χωρίοις ἐπιδημία αὐχμὸν δηλοῖ. σκιρ-
τῶντά γε μὴν τὰ ὑποζύγια καὶ βοῶντα τοῦ ἔθους
μᾶλλον νοτερὸν χειμῶνα ἐσόμενον δηλοῖ· εἰ δὲ καὶ
 

 18. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 7 sec. 9 l. 23


8

 ρον ἴσασιν οἱ ἱέρακες καὶ μάλα γε ἀκριβοῦσι τοῦτο,


καὶ τῆς παρ’ ἡλικίαν τροφῆς οὐκ ἂν ἅψαιντο. καθ’
ὥραν δὲ ἄρα καὶ ὀρτύγων αὐτοῖς ἐπιδημίαι γίνονται,
καὶ τῶν ἄλλων ὀρνίθων ἐπιφοιτῶσιν ἀγέλαι, καὶ
ἔχουσί γε οἱ ἱεροὶ ἐκεῖνοι καὶ ἐντεῦθεν θοίνην.    (25)
 

 19. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 9 sec. 13 l. 11

 ἄδειαν προελθόντες ἀλλήλων ἀπολαύουσιν.


  Ὅταν δὲ βάτραχοι γεγωνότερον φθέγγωνται καὶ   (10)
τῆς συνηθείας λαμπρότερον, ἐπιδημίαν δηλοῦσιν
ὑετοῦ.
(14)   Εἴ τις προσάψαιτο τῆς νάρκης ὅτι τὸ ἐκ τοῦ ὀνό-
 

 20. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 9 sec. 29 l. 9

 θρώπων ἐχθροί, ἀλλ’ οὐ τῶν ἐπιχωρίων καὶ συντρό-


φων, τῶν δὲ ξένων καὶ προσηκόντων οὐδὲ ἕν. καὶ
τιμῶνταί γε τὴν ἐπιδημίαν θανάτου αὐτοῖς.
(30)   Λέων ὅταν βαδίζῃ, οὐκ εὐθύωρον πρόεισιν, οὐδὲ
ἐᾷ τῶν ἰχνῶν ἑαυτοῦ ἁπλᾶ εἶναι τὰ ἰνδάλματα, ἀλλὰ
 

 21. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 9 sec. 42 l. 6

 γὰρ ἂν αὐτοὺς χειμῶνος ἀρχὴ καταλάβῃ, ἐνταῦθα


ἡσυχάζουσί τε καὶ ἀτρεμοῦσιν ἀγαπητῶς, καὶ κατα-    (5)
μένουσιν ἐς τὴν ἐπιδημίαν τῆς ἰσημερίας. καὶ τεκμη-
ριοῖ Ἀριστοτέλης τοῦτο. ὅτι δὲ τῷ ἑτέρῳ τῶν ὀφθαλ-
μῶν ὁρῶσι, τῷ δὲ ἄλλῳ οὐκέτι, καὶ Αἰσχύλος ὁμο-
 

 22. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 10 sec. 19 l. 9

 ται, οἱονεὶ τοῦ νέου ὕδατος ἄγγελοι, καὶ τὰς τῶν


Αἰγυπτίων ἀνηρτημένας γνώμας προευφραίνουσι κα-
λαῖς ἐλπίσι, τὴν ἐπιδημίαν τοῦ ῥεύματος πρῶτοι
συνιέντες καὶ θαυμαστῇ τινι φύσει προμαντευόμενοι    (10)
ἐκεῖνοί γε. ἤδη δὲ καὶ τοῦτο ὑπὲρ τῆς ἐς αὐτοὺς
 

 23. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 10 sec. 43 l. 5

 θαλάττης ἡπλωμένης καὶ λείας δίδωσι, καὶ ἁλιεύουσι


κατὰ τῆς τέως ἀρουμένης Αἰγύπτιοι, καὶ πλέουσι
σκάφαις ἐς ταύτην τὴν ὥραν καὶ τήνδε τὴν ἐπιδη-    (5)
μίαν τοῦ ποταμοῦ πεποιημέναις. εἶτα ὃ μὲν ὑπονο-
στεῖ καὶ ἐς τὰ ἑαυτοῦ μέτρα ὑποστρέφει τὰ ἐκ τῆς
9

φύσεως οἱ νενομισμένα, ἰχθῦς δὲ χῆροι τοῦ πατρὸς


 

 24. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 11 sec. 8 l. 2

 ἑαυτῶν σωτηρίαν τῷ θεῷ πιστεύουσαι αἱ ἔλαφοι.


(8)   Ἄνω που λέλεκταί μοι τὰς μυίας τὰς ἐν Ὀλυμ-
πίᾳ τῇ τῆς πανηγύρεως ἐπιδημίᾳ ἑκούσας ἀφίστασθαι
καὶ ὡς ἂν εἴποι τις μετὰ τῶν γυναικῶν ἐπὶ τὴν ἀντι-
πέρας ὄχθην τοῦ Ἀλφειοῦ ἀπιέναι. ἐν δὲ τῇ Λευ-
 

 25. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 11 sec. 10 l.


17

 φασὶ γὰρ Ἔπαφον μὲν ὀψὲ καὶ κάτω γενέσθαι, τὸν   (15)


δὲ Ἆπιν τὸν πρῶτον μυριάδας ἐτῶν παμπόλλας τὴν
ἐς ἀνθρώπους ἐπιδημίαν προειληφέναι. σημεῖα δὲ
αὐτοῦ καὶ γνωρίσματα λέγει μὲν καὶ Ἡρόδοτος καὶ
Ἀρισταγόρας, οὐχ ὁμολογοῦσι δὲ αὐτοῖς Αἰγύπτιοι·
 

 26. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 15 sec. 5 l. 6

 κλειαν καὶ Τίον καὶ Ἄμαστριν, πόλεις Ποντικάς. οὐ-


κοῦν οἱ τόνδε τὸν χῶρον πάντα οἰκοῦντες τὴν τῶν    (5)
θύννων ἐπιδημίαν ἴσασι κάλλιστα, καὶ μέντοι καὶ
ἀφικνοῦνται τηνικάδε τοῦ ἔτους, καὶ ὅπλα κατ’ αὐτῶν
εὐτρέπισται πολλά, ναῦς καὶ δίκτυα καὶ σκοπιὰ
 

 27. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 17 sec. 9 l. 6

 ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ἤνεγκεν ὁ χρόνος κράσει σωμάτων


οὐχ ὁμοίων ἑνωθέντας. καταλείπωμεν δὲ αὐτούς,   (5)
εἴτε ἐγένοντο ὄντως ἐπιδημίᾳ μιᾷ καὶ τῇ αὐτῇ, εἴτε
ἡ φήμη κηροῦ παντὸς οὖσα εὐπλαστοτέρα τε καὶ εὐ-
πειθεστέρα διέπλασεν αὐτούς, καὶ ἀνέμιξεν ἵππου
 

 28. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 17 sec. 17 l. 5

 λας λέγει πολλὰς καὶ ἵππων, καὶ κρείττονας ἀριθμοῦ


εἶναι. ἐπιλέγει δὲ ἄρα καὶ ἐκεῖνο, ἐν ὡρῶν τισι περι-
τροπαῖς μυῶν ἐπιδημίας γίνεσθαι πλῆθος ἄμαχον,   (5)
καὶ τὸ μαρτύριον ἐπάγει λέγων, τῶν ποταμῶν τῶν
ἀενάων σὺν πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερομένων, τοὺς δὲ καὶ
 

 29. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 17 sec. 27 l. 8


10

 τόλμαν ἀμάχων, ὑφ’ ὧν πανδημεί τε καὶ παγγενεὶ


διαφθαρέντες εἶτα ἐς τὸ παντελὲς ἀπώλοντο. λεόν-
των γὰρ ἀθρόων ἐπιδημία χρῆμα ἀπρόσμαχον.
(28)   Εὐφορίων δὲ ἐν τοῖς Ὑπομνήμασι λέγει τὴν
Σάμον ἐν τοῖς παλαιτάτοις χρόνοις ἐρήμην γενέσθαι·
 

 30. Κλαύδιος Αιλιανός. De natura animalium (A.D. 2-3) Book 17 sec. 40 l.


20

 ἦν παντελῶς ἄμαχον, καὶ διεφθείροντο ἡλικία πᾶσα,


εἶτα μέντοι τελευτῶντες ὑπ’ ἀπορίας τοῦ ἀμύνασθαι
τὴν καταβολὴν τῆς ἐπιδημίας τῆς προειρημένης ἐξέλι-   (20)
πον τὴν χώραν, καὶ ἐρήμην εἴασαν τὴν φίλην πρότερον
καὶ πατρίδα ἀρίστην· οὐχ ἁμαρτήσομαι δὲ ἴσως οὐδὲ
 

 31. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis) {2042.006} (A.D. 2-


3) Frag. 6 l. 21

 ὁτὲ δὲ τὸν ἄνθρωπον, ἑκατέρως αὐτὸ ἑρμηνευτέον. καὶ πρῶτόν


γε δεκτέον τὸ φῶς ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον κατὰ    (20)
τὸν ἐπιδημίας καιρόν, τὸν ἄνθρωπον ὄντα ἐν τῷ κόσμῳ, ὡς εἴρηται,
τὸ φῶς ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον ἐπὶ τῷ φωτίσαι τὸν ἄνθρωπον.
εἶτα τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν φωτίζει πάντα τὸν ἐρχόμενον εἰς τὸν
 

 32. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis) {2042.006} (A.D. 2-


3) Frag. 9 l. 15

 γραπται. αὐτὸς γοῦν περὶ ἑαυτοῦ ἐν τῷ προφήτῃ λέγει· «Πλήρης


«εἰμί». εἰκὸς δὲ εἰρῆσθαι τὴν λέξιν ταύτην καὶ διὰ τὸ θεωρηθησό-
μενον πρὸ τῆς τοῦ σωτῆρος ἐπιδημίας. ὁ διὰ Μωϋσέως νόμος τοὺς   (15)
ἁμαρτάνοντας ἐκόλαζεν, οὐδενὶ χαριζόμενος τὰ κατὰ παράβασιν αὐτοῦ
ἐπιτελεσθέντα. ἔτι μὴν ὁ νόμος οὗτος μυστηρίων τελετὰς δι’ εἰκό-
 

 33. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis) {2042.006} (A.D. 2-


3) Frag. 12 l. 10

 λεχθησομένοις. ἐπεὶ καὶ ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται μέχρις Ἰωάννου


παρείλκυσαν, ὡς αὐτὸν πέρας γεγονέναι τῆς παλαιᾶς γραφῆς, μεθ’
ἣν ἡ ἐπιδημία τοῦ σωτῆρος γέγονε, πάνυ συνᾳδόντως τὸ «Ὁ ὀπίσω   (10)
«μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν» εἴρηται. ἐπειδὴ γὰρ προ-
ανεφωνεῖτο ἡ τοῦ σωτῆρος κάθοδος ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προ-
 

 34. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis) {2042.006} (A.D. 2-


3) Frag. 18 l. 16
11

 ἀνενέργητον ἔχετε παρ’ ἑαυτοῖς, οὐδὲν πράττοντες ἢ νοοῦντες λο-


γικῶς. ταῦτα περὶ τῆς οὐσίας τοῦ λόγου εἰπὼν συνάπτει ἑξῆς καὶ   (15)
τὰ περὶ τῆς ἐπιδημίας αὐτοῦ, λέγων· «Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος»
μετὰ τὸν νόμον καὶ τοὺς προφήτας· ἐγὼ γάρ εἰμι σύμβολον καὶ
τέλος ἐκείνων. ἔρχεται δὲ ὀπίσω μου πληρῶν πάντα τὰ προφητευ-
 

 35. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis) {2042.006} (A.D. 2-


3) Frag. 46 l. 15

 «εἴρηνται ὑπὸ θεοῦ.» διὸ γέγραπται· «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως


«πάλαι ὁ θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχά-
«του τῶν ἡμερῶν ἐλάλησεν ἡμῖν, τοῖς κατὰ τὴν ἐπιδημίαν τυγχά-    (15)
«νουσιν, ἐν υἱῷ».⟧ ἀμέλει γοῦν ἃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε ταῦτα διδακτι- @1
κῶς τοῖς ἀνθρώποις ἐλάλει. ταῦτα δὲ ἐφαρμόζει τῇ οἰκονομίᾳ· περὶ
 

 36. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis) {2042.006} (A.D. 2-


3) Frag. 60 l. 7

 γὰρ ὁ σωτήρ· «Οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι    (5)


«καὶ ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ». ἀμέλει γοῦν πάντες οἱ
πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἠτιμάσθησαν ἐν τῇ Ἱερουσαλὴμ καὶ Ἰουδαίᾳ. αὕτη
γὰρ γῆ καὶ πατρὶς αὐτῶν· ὡς καθόλου τὸν σωτῆρα εἰπεῖν·⟧ «Ἱερου-
«σαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας, καὶ λιθοβο-
 

 37. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis) {2042.006} (A.D. 2-


3) Frag. 66 l. 11

 τόπου τηρήσεις ἀμφότερα, τῶν μὲν τοῦτο λεγόντων τῶν δὲ ἐκεῖνο,


καὶ σχίσματος γενομένου. τηρήσεις δὲ καὶ ἐν τῷ Ἡσαίᾳ προφη-   (10)
τεύοντι περὶ Χριστοῦ ἐπιδημίας ὅτι ἔρχεται ὀφθαλμοὺς τυφλῶν @1
ἀνοῖξαι. ἑξῆς δὲ ἔστιν ἰδεῖν καὶ τὸν ἀποκρινάμενον πῶς μὲν τοῖς
προτέροις πῶς δὲ τοῖς δευτέροις ἀποκρίνεται, τοῖς μὲν προτέροις
 

 38. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis) {2042.006} (A.D. 2-


3) Frag. 80 l. 18

 συνάγωγος· ὅθεν Μάρθα ὡς ὑποδεεστέρα ἔδραμε πρὸς τὸν Ἰησοῦν,


ἡ δὲ Μαρία ἀναμένει οἴκοι αὐτὸν ὑποδέξασθαι, ὡς χωρητικὴ τῆς
αὐτοῦ ἐπιδημίας. καὶ οὐκ ἂν ἐξῆλθε τοῦ ἑαυτῆς οἴκου, εἰ μὴ ἤκουσε
τῆς ἀδελφῆς λεγούσης· «Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε». καὶ
ἐγερθεῖσα οὐχ ἁπλῶς ἠγέρθη ἀλλὰ ταχύ, καὶ πεσοῦσα πρὸς τοὺς πόδας   (20)
 

 39. Ωριγένης. Frag. in evangelium Joannis (in catenis) {2042.006} (A.D. 2-


3) Frag. 113 l. 6
12

 γὰρ πρὸ Ἰωάννου προφῆται μάρτυρες γεγόνασι τοῦ φωτὸς ἐπὶ τῷ


τοὺς Ἑβραίους πιστεῦσαι δι’ αὐτῶν. ὁ δὲ Ἰωάννης μετ’ αὐτοὺς γε-    (5)
νόμενος τοῦ σωτῆρος τὴν ἐπιδημίαν μαρτυρεῖ ἐπὶ τῷ> οὐ τοὺς Ἑβ-
ραίους μόνους πιστεῦσαι ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐξ ἐθνῶν πάντας, καθώς
φησιν ὁ προφήτης· «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρ-
 

 40. Ωριγένης. In Jeremiam (homiliae 12-20) {2042.021} (A.D. 2-3) Homily


12 sec. 13 l. 35

 ἀκούσητε κεκρυμμένως, κλαύσεται ἡ ψυχὴ ὑμῶν ἀπὸ προσώπου


ὕβρεως». ὅσοι τὴν νηστείαν τὴν Ἰουδαϊκὴν ὡς μὴ νοοῦντες τὴν τοῦ
ἱλασμοῦ ἡμέραν τηρεῖτε [τὴν] μετὰ τὴν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιδημίαν,    (35)
οὐκ ἠκούσατε τοῦ ἱλασμοῦ κεκρυμμένως, ἀλλὰ φανερῶς μόνον· τὸ
γὰρ κεκρυμμένως ἀκοῦσαι τοῦ ἱλασμοῦ ἔστιν> ἀκοῦσαι, πῶς «προέθετο
 

 41. Ωριγένης. In Jeremiam (homiliae 12-20) {2042.021} (A.D. 2-3) Homily


14 sec. 12 l. 32

 ἀπ’ αὐτῶν. οὐκέτι σῴζεται διήγησις παρ’ αὐτοῖς νομικὴ ἢ προφη-    (30)
τική, ἀλλ’ εἰσὶν ἀναγινώσκοντες καὶ μὴ νοοῦντες· πεπλήρωται γὰρ
διὰ τὴν Χριστοῦ ἐπιδημίαν τὸ «εἶπον τῷ λαῷ ἐκείνῳ· ἀκοῇ ἀκούσετε
καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε. ἐπαχύνθη
γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου». πεπλήρωται καὶ τὸ εἰρημένον ὑπὸ
 

 42. Ωριγένης. In Jeremiam (homiliae 12-20) {2042.021} (A.D. 2-3) Homily


16 sec. 2 l. 25

 ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας», καὶ «ἔστησεν ἐπὶ πέτραν


τοὺς πόδας μου» ἐν τῷ ἐνάτῳ καὶ τριακοστῷ λέγεται Ψαλμῷ. τίς
ἡ ὀπὴ ἡ ἐν τῇ πέτρᾳ; ἐὰν ἴδῃς τὴν Ἰησοῦ ἐπιδημίαν, ὅλον αὐτὸν    (25)
νοήσας πέτραν, ὄψει τὴν ὀπὴν κατὰ τὴν ἐπιδημίαν αὐτοῦ, δι’ ἧς
ὀπῆς θεωρεῖται τὰ μετὰ τὸν θεόν. τοιοῦτον γὰρ νοεῖται ἐν τῷ «καὶ
 

 43. Ωριγένης. In Jeremiam (homiliae 12-20) {2042.021} (A.D. 2-3) Homily


16 sec. 2 l. 26

 τοὺς πόδας μου» ἐν τῷ ἐνάτῳ καὶ τριακοστῷ λέγεται Ψαλμῷ. τίς


ἡ ὀπὴ ἡ ἐν τῇ πέτρᾳ; ἐὰν ἴδῃς τὴν Ἰησοῦ ἐπιδημίαν, ὅλον αὐτὸν    (25)
νοήσας πέτραν, ὄψει τὴν ὀπὴν κατὰ τὴν ἐπιδημίαν αὐτοῦ, δι’ ἧς
ὀπῆς θεωρεῖται τὰ μετὰ τὸν θεόν. τοιοῦτον γὰρ νοεῖται ἐν τῷ «καὶ
ὄψει τὰ ὀπίσω μου».

 53. Ωριγένης. Scholia in Canticum canticorum {2042.076} (A.D. 2-3) Vol.


17 p. 268 l. 15
13

 δὲ καὶ ἐν κρίνοις, καὶ μέχρι παρέλθωσιν αἱ σκιαὶ


τοῦ βίου· κατὰ τὸ, ὡς σκιαὶ ἡμέραι ἡμῶν παρά-
γουσιν· ἴσως δὲ καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας αὐτοῦ, διὰ   (15)
νόμου καὶ προφητῶν, ἐν κρίνοις ἐποίμανεν ἔτι καύ-
σωνος ὄντος· μετὰ δὲ τὴν ἐπιδημίαν, ποιμαίνει μὲν,
 

 54. Ωριγένης. Scholia in Canticum canticorum {2042.076} (A.D. 2-3) Vol.


17 p. 268 l. 17

 γουσιν· ἴσως δὲ καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας αὐτοῦ, διὰ   (15)


νόμου καὶ προφητῶν, ἐν κρίνοις ἐποίμανεν ἔτι καύ-
σωνος ὄντος· μετὰ δὲ τὴν ἐπιδημίαν, ποιμαίνει μὲν,
ἀλλ’ οὐκ ἐν κρίνοις· ὡς γὰρ τῆς ἡμέρας διαπνευσάσης
εἴρηται τὸ, ἀγαπητοὶ, γινώσκετε ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν.
 

  

 61. Γρηγόριος Νύσσης. . Oratio catechetica magna {2017.046} (A.D. 4) sec.


18 l. 5

 σοφίᾳ τινὶ καὶ λόγῳ γενομένην τῷ κρείττονι. τοῖς γὰρ μὴ


λίαν ἀντιμαχομένοις πρὸς τὴν ἀλήθειαν οὐ μικρὰ τῆς θείας
ἐπιδημίας ἀπόδειξις ἡ καὶ πρὸ τῆς μελλούσης ζωῆς ἐν τῷ    (5)
παρόντι βίῳ φανερωθεῖσα, ἡ διὰ τῶν πραγμάτων αὐτῶν @1
φημὶ μαρτυρία. τίς γὰρ οὐκ οἶδεν ὅπως πεπλήρωτο κατὰ
 

 62. Γρηγόριος Νύσσης. . Oratio catechetica magna {2017.046} (A.D. 4) sec.


18 l. 33

 σώματος αἰκίας, καὶ τὴν ἐπὶ θανάτῳ ψῆφον, οὐκ ἂν ὑπο-


στάντες δηλαδὴ ταῦτα, μὴ σαφῆ τε καὶ ἀναμφίβολον τῆς
θείας ἐπιδημίας ἔχοντες τὴν ἀπόδειξιν. τὸ δὲ αὐτὸ τοῦτο
καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἱκανόν ἐστι σημεῖον εἰπεῖν τοῦ
παρεῖναι τὸν παρ’ αὐτῶν ἀπιστούμενον. μέχρι μὲν γὰρ   (35)
 

 63. Γρηγόριος Νύσσης. . De deitate filii et spiritus sancti {2017.062} (A.D. 4)


Vol. 46 p. 557 l. 1

 χθιζῆς πανδαισίας ἄβρωτόν τε καὶ ἀκατέργαστον;


Ἡ τῶν ἀποστολικῶν πράξεων ἱστορία τὴν ἐν Ἀθή- @1
(557) ναις ἐπιδημίαν τοῦ Παύλου διηγήσατο ἡμῖν, πῶς
εἰδωλομανοῦντος τοῦ τῇδε λαοῦ, καὶ ταῖς ἐπιβωμίοις
κνίσσαις προστετηκότος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν τῷ
 
14

 64. Γρηγόριος Νύσσης. . Encomium in sanctum Stephanum protomartyrem ii


{2017.064} (A.D. 4) Vol. 46 p. 728 l. 24

 ὕψους, κατὰ τὴν λέγουσαν περὶ αὐτοῦ προφητείαν,


Ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς Ἀνατολὴ ἐξ ὕψους, οὐ
μόνον οὐκ ἀπέκρυψε τοὺς πρὸ τῆς ἐπιδημίας αὐτοῦ
δίκην ἀστέρων ἀναλάμψαντας ἁγίους, καὶ προδρόμους   (25)
αὐτοῦ γενομένους, ἀλλὰ κἀκείνους λαμπροτέρους
 

 65. Γρηγόριος Νύσσης. . In sanctum Ephraim {2017.068} (A.D. 4) Vol. 46 p.


833 l. 40

 σαν, κἀκεῖνον τούτους διαπορθμεύοντα τῷ λαῷ. Ὃς


ὑπὸ τῆς διδασκούσῃς αὐτῷ σεπτῆς μυηθεὶς περι-
στερᾶς, τῆς τε ἐπιδημίας ᾔσθετο, καὶ Ἐφραῒμ αὐτὸν    (40)
εἶναι τὸν Σύρον ἐπέγνωκε. Καὶ δὴ πνευματικῆς ἐπι-
καίρου ἄμφω συναυλίας ἠξίωνται· οὕτως οὐκ ἐπι-
 

 66. Γρηγόριος Νύσσης. . Liber de cognitione dei (= Θεογνωσία) (Frag. ap.


Euthymium Zigabenum, Panoplia dogmatica) [Sp.] {2017.077} (A.D. 4) Vol.
130 p. 268 l. 24

 Καὶ αὖθις, οἱ περὶ τὸν Ἐζεκίαν, ἐφ’ οὗ τὰς ρπεʹ


χιλιάδας τῶν Ἀσσυρίων ὁ ἄγγελος ἀνεῖλε μιᾷ νυκτί.
Πρόδηλον οὖν, ὅτι φανερὰν ἐπιδημίαν Θεοῦ τὰ ῥή-
ματα μηνύουσι.    (25)

Ἡσαΐου.    

 67.Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 117 l. 29

 (117)   Καὶ εὐφρανθήτωσαν πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ    (27)


σὲ, εἰς αἰῶνα ἀγαλλιάσονται καὶ κατασκηνώσεις
ἐν αὐτοῖς. Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας
ηὐφράνθησαν οἱ τὴν αὐτοῦ καραδοκήσαντες ἐνανθρώ-    (30)
πησιν· ἥτις τοῖς προφήταις καὶ τοῖς νοοῦσι τὰ τού-
 

 68.Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 144 l. 45

 γουν θεοὺς, δῆλοι ἦσαν οὐδὲν ὑγιὲς φρονοῦντες περὶ


Θεοῦ. Ἄφρων οὖν ὄντως ὁ πρὸ τῆς τοῦ Σωτῆρος
ἐπιδημίας βίος. Εἴπερ ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυ-   (45)
ρίου, οὐκοῦν τῷ μὴ φοβεῖσθαι καὶ ἀθετεῖν ἀντίκει-
15

ται ἡ σοφία.
 

 69.Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 617 l. 22

 σαι ἐν ἀποκρύφοις ἄμωμον. Ἐξάπινα κατατοξεύσου-   (20)


σιν αὐτὸν, καὶ οὐ φοβηθήσονται.» Εἰ καὶ προῆγε τοῖς
χρόνοις εἰς τὴν σωτήριον ἐπιδημίαν ὁ Δαυῒδ, ἀλλ’ οὐκ
ἠγνόει τὰ εὐαγγελικὰ μαθήματα θείῳ Πνεύματι με-
μαθητευμένος· ᾔδει δὲ εὖ μάλα τὸ σωτήριον λόγιον
 

 70.Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 685 l. 43

 τελέσαντας, ἑξῆς βούλεται ὁδοποιεῖν, τουτέστι τὰς


παρὰ τῶν ἀνθρώπων ψυχὰς παρασκευάζειν, καθαράς
τε καὶ ἑτοίμους αὐτὰς ἀπεργάζεσθαι εἰς τὴν ἐπιδη-
μίαν τοῦ προδηλωθέντος Θεοῦ. Διό φησιν· «Ὁδοποιή-
σατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ δυσμῶν, Κύριος ὄνομα    (45)
αὐτῷ.» Κέκληκε δὲ τὸν Κύριον ἐνταῦθα καινοτέρᾳ
 

 71.Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 685 l. 55

 ἢ ἐν τῷ ἴα, ἐπιβεβηκέναι ἐπὶ δυσμῶν διδάσκει·


σημαίνει δὲ τὴν εἰς ἀνθρώπους αὐτοῦ πάροδον καὶ
τὴν ἔνσαρκον ἐπιδημίαν. Οὐ γὰρ τὸν ἐν μορφῇ Θεοῦ   (55)
Θεὸν Λόγον γυμνὸν ἐπιδείξας φώτων δίκην ἐξήστραψε
τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον, μορφὴν δὲ δούλου λαβὼν καὶ @1
 

 72.Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 692 l. 10

 γὰρ σχῆμα λαβὼν, καὶ δι’ ἀνθρωπείου σώματος ἀν-


δρισάμενος, ἐξήγαγε τῶν δεσμῶν τοὺς προλεχθέντας.
Ταῦτ’ ἦν τὰ κατορθώματα τῆς εἰς ἀνθρώπους ἐπιδη-    (10)
μίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, οἷς ἑξῆς εἴρηται· «Ὁμοίως
τοὺς παραπικραίνοντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν τάφοις.»
Ὅπερ ὁ Σύμμαχος ἡρμήνευσε λευκότερον, διασαφή-
 

 73.Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 981 l. 25

 ἡ πέτρα, ταῦτα πάντα παρέχων αὐτοῖς διὰ τῆς αὐτοῦ


διδασκαλίας, οὐ καθ’ ὃν χρόνον ἐπεδήμει μόνον, ἀλλὰ
καὶ πρὸ τῆς ἐνσάρκου ἐπιδημίας αὐτοῦ· ὡς ἐξ ἅπαν-   (25)
τος αὐτοὺς μὲν εἶναι ἀναπολογήτους, δικαίαν δὲ τὴν
τοῦ Θεοῦ κρίσιν μετὰ τὰ τοσαῦτα τὴν ἀποβολὴν αὐτῶν
 
16

 74.Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 984 l. 43

 οὐκ ἔγνωσαν, οὐδὲ συνῆκαν, ἐν σκότει διαπο-


ρεύονται. Ταῦτα δὲ καὶ εἰς τὸν καιρὸν τῆς πρώτης
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας ἀναφέροιτο ἂν, καθ’ ὃν
ἐν ταῖς συναγωγαῖς παραβάλλων τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους,
καὶ μέσος τῶν ἀρχόντων παριὼν, τὰς πρὸς αὐτοὺς   (45)
 

 75.Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 1020 l. 27

 ημαρτημένα συνεχώρησε. Ταῦτα δὲ πάντα τῇ τῶν    (25)


ἀνθρώπων γῇ, καὶ δηλαδὴ τοῖς κατοικοῦσιν αὐτὴν,
διὰ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας ὁ τῶν ὅλων Θεὸς
ἐδωρήσατο, καταπαύσας τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θυμὸν,
ὧν ἄξιοι τὸ πρὶν ἐτύγχανον οἱ τὴν γῆν οἰκοῦντες, ἅτε
 

 76.Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. (A.D. 4) Vol. 23 p. 1292 l. 17

 τοφόρον ὑπερεύχεσθαι τῶν ἠσθενηκότων. Ἄκουε λοι-    (15)


πὸν, ἐρῶ γὰρ διὰ βραχέων· πρὸ μὲν τῆς τοῦ Σωτῆ-
ρος ἐπιδημίας ἅπαντες ἦμεν ἐν ἁμαρτίαις, κατε-
κράτει τῆς ὑπ’ οὐρανὸν ὁ Σατανᾶς, οὐκ ἦν ὁ ποιῶν
χρηστότητα, οὐκ ἦν ἕως ἑνός· πάντες ἐξέκλιναν,
 

 77. EPIPHANIUS Scr. Eccl. Homilia in festo palmarum [Sp.] {2021.012}


(A.D. 4) Vol. 43 p. 433 l. 36

 τῆς παρούσης ἑορτῆς ἡ Δεσποτικὴ παρουσία· αὕτη


τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων ἡ ἐν Σιὼν πάλαι    (35)
καὶ νῦν ἐπιδημία· αὕτη τῆς παρούσης ἡμέρας ἡ
λαμπρὰ καὶ πάνδημος τοῦ ποιητοῦ τῶν ἁπάντων ἔλευ-
σις. Διὸ νῦν, ἀδελφοὶ, ὁ ὄχλος ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτὴν,
 

 78. EPIPHANIUS Scr. Eccl. Homilia in festo palmarum [Sp.] {2021.012}


(A.D. 4) Vol. 43 p. 436 l. 10

 των τοῦ θυσιαστηρίου.


  Οὕτω γὰρ ἐπετελεῖτο καὶ πάλαι ἡ ἐν Σιὼν τοῦ Δε-
σπότου μετὰ τοῦ πώλου ἐπιδημία· πάνδημος συμ-   (10)
φωνία, οἱ χοροὶ τῶν πατέρων, οἱ δῆμοι τῶν δικαίων,
τὰ πνεύματα τῶν προφητῶν, οἱ παῖδες τῶν Ἑβραίων,
 

 79. EPIPHANIUS Scr. Eccl. Homilia in divini corporis sepulturam [Sp.]


{2021.013} (A.D. 4) Vol. 43 p. 453 l. 44
17

 ὁ Χριστὸς οὐ δίκαιον κέκρικε τοῖς ἐπ’ αὐτοῦ καὶ μετ’


αὐτὸν τῆς οἰκείας μεταδοῦναι μόνοις φιλανθρωπίας·
ἀλλὰ καὶ τοῖς πρὸ τῆς αὐτοῦ ἐπιδημίας ἐν ᾅδῃ κατ-
εχομένοις, καὶ καθημένοις ἐν σκότει, σκιᾷ θανάτου.   (45)
Διὸ ἀνθρώπους μὲν ἐν σαρκὶ ὄντας διὰ σαρκὸς ἐμ-
 

 80.Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Julianum imperatorem 1 (orat. 4)


{2022.018} (A.D. 4) Vol. 35 p. 564 l. 16

 τοὺς πολλοὺς περὶ τούτων διανοούμενος, ὅτι τοῖς


Χριστιανῶν πράγμασι τὰ Ῥωμαίων συνηύξησε, καὶ   (15)
συνεισῆλθε τῇ ἐπιδημίᾳ Χριστοῦ τὸ κράτος, οὔπω
πρότερον τελείως εἰς μοναρχίαν νενικηκός·
καὶ διὰ τοῦτο πλέον ἐδόκει μοι περιέπειν εὖ ποιῶν τὰ
 

 81.Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Julianum imperatorem 2 (orat. 5)


{2022.019} (A.D. 4) Vol. 35 p. 692 l. 11

 ἄρτι τῶν κατὰ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ νεωτερισθέντων,


τὸν βασιλέα τοῦτο αὐτὸ παραιτησάμενος. Διττὸς δὲ    (10)
αὐτοῦ τῆς ἐπιδημίας ὁ λόγος· ὁ μὲν εὐπρεπέστερος,
καθ’ ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐκεῖσε παιδευ-
τηρίων· ὁ δὲ ἀποῤῥητότερος, 

 82.Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De dogmate et constitutione episcoporum (orat.


20) {2022.033} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1069 l. 11

 γενόμενοι· Ἀπολώλαμεν, ὦ γύναι, Θεὸν ἑωρά-


καμεν, ἢ, ὡς Πέτρος, ἀποπέμψασθαι τοῦ πλοίου   (10)
τὸν Ἰησοῦν, ὡς οὐκ ἄξιοι τοιαύτης ἐπιδημίας· ἢ, ὡς
ὁ ἑκατόνταρχος ἐκεῖνος, τὴν μὲν θεραπείαν ἀπαιτή-
σειν, τὸν θεραπευτὴν δὲ οὐκ εἰσδέξασθαι. Λεγέ-
 

 83.Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In laudem Athanasii (orat. 21) {2022.034} (A.D.


4) Vol. 35 p. 1117 l. 4

 ῥιπτουμένων τε καὶ ὑποῤῥιπτουμένων· ἐνταῦθα μό-


νον ἀτιμασθέντος τοῦ ὑψηλοῦ καὶ πολυτελοῦς, καὶ τὸ
ἴσον μὴ ἔχοντος. Εἰκὼν καὶ αὕτη τῆς ἐπιδημίας Χρι-
στοῦ, καὶ οἱ προβοῶντες, καὶ οἱ προχορεύοντες·    (5)
πλὴν ὅσον οὐ παίδων ὅμιλος μόνον τὸ εὐφημοῦν ἦν,
 

 84.Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In laudem Heronis philosophi (orat. 25)


{2022.038} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1225 l. 5
18

 τέραν ποιεῖν ἡμῖν τὴν ἅλω, καὶ τὴν ληνὸν πληρεστέ-


ραν. Διήγησαι καὶ τὴν ἡμετέραν κλῆσιν, καὶ τὴν ἄπι-
στον ἐπιδημίαν, ἣν οὐχ ὥστε συντρυφᾷν, ἀλλ’ ὥστε συγ-    (5)
κακοπαθεῖν, πεποιήμεθα· ἵνα τῶν δεινῶν μετασχόντες,
καὶ τῆς δόξης μετάσχωμεν. Τοῦτόν σοι τὸν λαὸν
 

 85.Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In theophania (orat. 38) {2022.046} (A.D. 4)


Vol. 36 p. 316 l. 2

 μὲν, Θεοφάνια· τῷ δὲ γεννᾶσθαι, Γενέθλια. @1


(316)   Δʹ. Τοῦτό ἐστιν ἡμῖν ἡ πανήγυρις, τοῦτο ἑορτά-
ζομεν σήμερον, ἐπιδημίαν Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους,
ἵνα πρὸς Θεὸν ἐνδημήσωμεν, ἢ ἐπανέλθωμεν
(οὕτω γὰρ εἰπεῖν οἰκειότερον), ἵνα τὸν παλαιὸν ἄν-
 

 86.Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sancta lumina (orat. 39) {2022.047} (A.D. 4)


Vol. 36 p. 344 l. 25

 Ἀπολώλαμεν, ὦ γῦναι. Θεὸν ἑωράκαμεν, ἐν φαν-


τασίᾳ Θεοῦ γενομένου· ἢ, ὡς Πέτρος, τοῦ πλοίου τὸν
Ἰησοῦν ἀποπέμψασθαι, ὡς οὐκ ἄξιοι τοιαύτης ἐπι-   (25)
δημίας. Πέτρον δὲ ὅταν εἴπω, τίνα λέγω; Τὸν κατὰ
κυμάτων πεζεύσαντα. Ἢ, ὡς Παῦλος, τὴν ὄψιν πλη-
γήσεσθαι, πρὶν καθαρθῆναι τῶν διωγμῶν, τῷ διωκο-
 

 87.Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sancta lumina (orat. 39) {2022.047} (A.D. 4)


Vol. 36 p. 353 l. 7

 προφήτου περισσότερος, ὅσῳ καὶ τὸν προφη-   (5)


τευόμενον εἶδες, ὁ Παλαιᾶς καὶ Νέας μεσίτης; Τί
τοῦτο; Τυχὸν ὁ τῆς ἐπιδημίας λόγος, καὶ τῆς σαρ-
κὸς, οὗ μηδὲ τὸ ἀκρότατον εὐδιάλυτον, μὴ ὅτι
τοῖς σαρκικοῖς ἔτι, καὶ νηπίοις ἐν Χριστῷ, ἀλλ’
 

 88.Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In pentecosten (orat. 41) {2022.049} (A.D. 4)


Vol. 36 p. 436 l. 15

 ιστάμενα. Τοσαῦτα περὶ τῆς ἡμέρας προδιαλεχθέν-


τες, ἐπὶ τὸ ἑξῆς τοῦ λόγου προΐωμεν.
  Εʹ. Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν, καὶ Πνεύματος ἐπι-   (15)
δημίαν, καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας, καὶ ἐλπί-
δος συμπλήρωσιν. Καὶ τὸ μυστήριον ὅσον! ὡς μέγα
τε καὶ σεβάσμιον! Τὰ μὲν δὴ σωματικὰ τοῦ
 
19

 89. Αθανάσιος θεολόγος. . Orationes tres contra Arianos (A.D. 4) Vol. 26 p.


133 l. 38

 γενητὰ ἔλεγε, Τοσούτῳ κρείττων γενόμενος τῶν


ἀγγέλων· ἀσύγκριτος γὰρ, μᾶλλον δὲ ἄλλο καὶ ἄλλο
ἐστίν· ἀλλὰ πρὸς τὴν ἔνσαρκον ἐπιδημίαν τοῦ
Λόγου βλέπων καὶ τὴν τότε παρ’ αὐτοῦ γενομένην
οἰκονομίαν, ἠθέλησε δεῖξαι οὐχ ὅμοιον εἶναι τοῦτον @1   (40)
 

 90. Αθανάσιος θεολόγος. . Orationes tres contra Arianos (A.D. 4) Vol. 26 p.


136 l. 32

 ἀληθινὸς ἐν τῷ Πατρὶ, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν αὐτῷ. Ὁ νό-   (30)


μος δὲ δι’ ἀγγέλων ἐλαλήθη, καὶ οὐδένα τετελείωκε
δεόμενος τῆς τοῦ Λόγου ἐπιδημίας, ὡς εἴρηκεν ὁ Παῦ-
λος. Ἡ δὲ τοῦ Λόγου ἐπιδημία τετελείωκε τὸ ἔργον
τοῦ Πατρός. Καὶ τότε μὲν ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Μωϋσέως
 

 91. Αθανάσιος θεολόγος. . Orationes tres contra Arianos (A.D. 4) Vol. 26 p.


136 l. 33

 μος δὲ δι’ ἀγγέλων ἐλαλήθη, καὶ οὐδένα τετελείωκε


δεόμενος τῆς τοῦ Λόγου ἐπιδημίας, ὡς εἴρηκεν ὁ Παῦ-
λος. Ἡ δὲ τοῦ Λόγου ἐπιδημία τετελείωκε τὸ ἔργον
τοῦ Πατρός. Καὶ τότε μὲν ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Μωϋσέως
ὁ θάνατος ἐβασίλευσεν· ἡ δὲ τοῦ Λόγου παρουσία   (35)
 

 92. Αθανάσιος θεολόγος. . Orationes tres contra Arianos (A.D. 4) Vol. 26 p.


289 l. 8

 ὄντα λαμβάνων. Ἀλλ’ οὐδὲ τὸν πρὸ τοῦ γένηται ὁ Λό-


γος σὰρξ χρόνον εἰπεῖν εὐαγὲς, ἵνα μὴ περιττὴ λοι-
πὸν αὐτοῦ ἡ ἐπιδημία φανῇ· τούτων γὰρ χάριν καὶ
ἡ ἐπιδημία ἐγένετο. Οὐκοῦν λείπει λοιπὸν εἰπεῖν,
ὅτι, ὅτε γέγονεν ἄνθρωπος, τότε ἔλαβε τὰ ἔργα· τότε    (10)
 

 93. Αθανάσιος θεολόγος. . Orationes tres contra Arianos (A.D. 4) Vol. 26 p.


289 l. 9

 γος σὰρξ χρόνον εἰπεῖν εὐαγὲς, ἵνα μὴ περιττὴ λοι-


πὸν αὐτοῦ ἡ ἐπιδημία φανῇ· τούτων γὰρ χάριν καὶ
ἡ ἐπιδημία ἐγένετο. Οὐκοῦν λείπει λοιπὸν εἰπεῖν,
ὅτι, ὅτε γέγονεν ἄνθρωπος, τότε ἔλαβε τὰ ἔργα· τότε    (10)
γὰρ αὐτὰ καὶ ἐτελείωσεν, ἰασάμενος τὰ τραύματα
 
20

 94. Αθανάσιος θεολόγος. . Orationes tres contra Arianos (A.D. 4) Vol. 26 p.


301 l. 44

 εἰρηκὼς, ἢ ὅτι Ποίημά εἰμι, οὐκ ἐξενίζοντο ἀκούον-


τες, οὐδὲ βλασφημίαν ἐνόμιζον τὰ τοιαῦτα ῥήματα,
εἰδότες καὶ ἀγγέλων ἐπιδημίαν γενομένην πρὸς τοὺς
πατέρας· ἀλλ’ ἐπειδὴ Υἱὸν ἑαυτὸν ἔλεγεν, ἐθεώ- @1   (45)
(304) ρουν μὴ κτίσματος εἶναι τὸ τοιοῦτον γνώρισμα, ἀλλὰ
 

 95. Αθανάσιος θεολόγος. . Orationes tres contra Arianos (A.D. 4) Vol. 26 p.


372 l. 28

 σου, ἵνα καὶ οὗτοι ἐν τούτῳ ἓν γένωνται, καὶ τελειω-


θῶσιν ἐν ἐμοί. Ἡ γὰρ τούτων τελείωσις δείκνυσιν
ἐπιδημίαν γεγενῆσθαι τοῦ σοῦ Λόγου· καὶ ὁ κόσμος
δὲ, βλέπων τούτους τελείους καὶ θεοφορουμένους,
πιστεύσει πάντως, ὅτι σύ με ἀπέστειλας, καὶ ἐπεδή-   (30)
 

 96. Αθανάσιος θεολόγος. . Epistulae quattuor ad Serapionem {2035.043}


(A.D. 4) Vol. 26 p. 552 l. 37

 ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν· καὶ    (35)


καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ·» καὶ τὰ ἄλλα,
ὅσα περὶ τῆς ἐπιδημίας αὐτοῦ γέγραπται; τῆς δὲ
ἐνσάρκου παρουσίας ἀπαγγελλομένης περὶ τοῦ Λόγου,
ποῖον χρὴ πνεῦμα κτιζόμενον νοεῖν, εἰ μὴ τὸ
 

 97. Αθανάσιος θεολόγος. . Epistulae quattuor ad Serapionem {2035.043}


(A.D. 4) Vol. 26 p. 556 l. 23

 σατο. Καὶ γὰρ ἐστερέωσε τὴν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σα-


λευθήσεται.» Τὸ ἄρα παρὰ τῷ προφήτῃ ῥητὸν τὴν
ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος σημαίνει, ἐν ᾗ καὶ ἡμεῖς ἀν-
εκαινίσθημεν, καὶ ὁ νόμος τοῦ πνεύματος ἀσάλευ-
τος διαμένει. Ἀλλ’ οἱ τῷ ὄντι τροπικοὶ, συνθέ-   (25)
 

 98. Αθανάσιος θεολόγος. . Epistula ad Maximum {2035.051} (A.D. 4) Vol. 26


p. 1089 l. 10

 ὀνομάζων, καὶ αὔξησιν, καὶ φαγεῖν, καὶ πιεῖν, καὶ


παθεῖν, ἵνα μὴ, τὰ ἴδια τοῦ σώματος ἀρνούμενος,
ἀρνήσηται τέλεον καὶ τὴν δι’ ἡμᾶς ἐπιδημίαν αὐτοῦ.    (10)
Καὶ ὥσπερ οὐκ ἀκολουθίᾳ φύσεως ἄνθρωπος γεγένη-
ται, οὕτως ἀκόλουθον ἦν σῶμα λαβόντα αὐτὸν δει-
 
21

 99. Αθανάσιος θεολόγος. . Epistula ad Marcellinum de interpretatione


Psalmorum {2035.059} (A.D. 4) Vol. 27 p. 12 l. 35

 μὲν Ἔσδρας ἀπόλυσιν τῆς αἰχμαλωσίας καὶ ἐπάνοδον


τοῦ λαοῦ, καὶ οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ καὶ τῆς πόλεως· οἱ
δὲ Προφῆται προφητείας περὶ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Σω-    (35)
τῆρος, ὑπομνήσεις τε περὶ τῶν ἐντολῶν, καὶ μέμψεις
κατὰ τῶν παραβαινόντων, καὶ προφητείας τοῖς ἔθνε-
 

 100. Αθανάσιος θεολόγος. . Epistula ad Marcellinum de interpretatione


Psalmorum {2035.059} (A.D. 4) Vol. 27 p. 13 l. 45

 αἱ φυλαὶ, αἱ φυλαὶ Κυρίου, μαρτύριον τῷ Ἰσραήλ.


  Τά τε τῶν Προφητῶν σχεδὸν ἐν ἑκάστῳ σημαί-
νει. Περὶ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας, καὶ ὅτι μὲν   (45)
Θεὸς ὢν ἐπιδημήσει, οὕτως φησὶν ἐν μὲν τῷ τεσσα-
ρακοστῷ ἐννάτῳ ψαλμῷ·

 101. Αθανάσιος θεολόγος. . Epistula ad Marcellinum de interpretatione


Psalmorum {2035.059} (A.D. 4) Vol. 27 p. 25 l. 24

 τὸν δέδωκεν, εἰς τὸ εἰδέναι τοὺς βουλομένους τὴν τοῦ


ποιεῖν δύναμιν. Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ πρὸ τῆς εἰς ἡμᾶς
αὐτοῦ ἐπιδημίας ἐνήχησε καὶ ἐν τοῖς ψάλλουσι
τοῦτο, ἵν’ ὥσπερ ἐν αὐτῷ τὸν ἐπίγειον καὶ οὐράνιον    (25)
ἄνθρωπον τυπῶν ἔδειξεν, οὕτω καὶ ἐκ τῶν Ψαλμῶν
 

 102. Αθανάσιος θεολόγος. . Expositiones in Psalmos (A.D. 4) Vol. 27 p. 69 l.


35

 ρίου ἐπ’ ἐσχάτῳ τῶν ἡμερῶν· δηλούσης τῆς λέξεως


ταύτης τὴν γενομένην αὐτοῦ φανέρωσιν, κατὰ τὴν
ἐπιδημίαν ἐπὶ συντελείᾳ τῶν αἰώνων· ἢ, ἐξ ὄρους    (35)
ἁγίου, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Ὄρος ἅγιον Θεοῦ ἡ ὑπερφυὴς
γνῶσις αὐτοῦ.
 

 103. Αθανάσιος θεολόγος. . Expositiones in Psalmos (A.D. 4) Vol. 27 p. 117


l. 56

 (117)   Καὶ ἔδωκάς μοι ὑπερασπισμὸν σωτηρίας. Ὑπερ-    (54)


ήσπισάς μου, φησὶ, διὰ τοῦ σωτηρίου σου. Τοῦτο   (55)
δέ ἐστιν ἡ τῆς οἰκονομίας ἐπιδημία @1
(120)   [Καὶ ἡ παιδεία σου ἀνώρθωσέ με. Παιδείαν τὴν
εὐαγγελικὴν λέγει· ἢ παιδείαν τὴν ἐκ νόμου φησὶ
 
22

 104. Αθανάσιος θεολόγος. . Expositiones in Psalmos (A.D. 4) Vol. 27 p. 396


l. 53

 λια ἔτη μία ἡμέρα λογισθείη ἐνώπιόν σου· μᾶλλον


μὲν οὖν μικρὸν ἡμέρας μόριον. Εἰκότως δὲ νυκτὶ
παρεικάζει τὸν πρὸ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Σωτῆρος και-
ρόν· ἅτε ὡς ἐν ἀωρίᾳ καὶ συγχύσει πάντων ἀνθρώ-
πων ὄντων, διὰ τὸ μήπω αὐτοῖς ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον    (55)
 

 105. Αθανάσιος θεολόγος. . Expositiones in Psalmos (A.D. 4) Vol. 27 p. 529


l. 11

   ἀλλὰ καὶ πολλοὺς τῶν ἐθνῶν βασιλεῖς φησι τῆς αὐ-


  τῆς ἀξιωθήσεσθαι χάριτος, ὅπερ μόνον μετὰ τὴν    (10)
  ἐπιδημίαν γεγένηται.
  Ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ
μου. Ταύτην τῷ πλουσίῳ δέδωκεν ὁ Σωτὴρ τὴν ἐν-
 

 106. Αθανάσιος θεολόγος. . Expositiones in Psalmos (A.D. 4) Vol. 27 p. 532


l. 12

   λαοῦ. Διὰ δὴ ταῦτα πάντα καὶ εἰς τὸ τέλος ἐπι-   (10)


  γέγραπται τῷ Δαυΐδ. Εἴπομεν δὲ πολλάκις, ὡς οἱ
  οὕτω τῶν ψαλμῶν ἐπιγραφόμενοι εἰς τὸν τῆς ἐπι-
  δημίας ἀναπέμπονται καιρόν.
  Κύριε, ἐδοκίμασάς με καὶ ἔγνως με. Ὡς θαῤῥῶν
βεβαίαν ἔχειν τὴν πίστιν τὴν εἰς Χριστὸν, καὶ ὡς    (15)
 

 107. Αθανάσιος θεολόγος. . Expositiones in Psalmos (A.D. 4) Vol. 27 p. 545


l. 10

 ἀμφοτέρων φησὶ λαῶν συναχθεῖσαν Ἐκκλησίαν ἔκ τε


τῶν ἐκ περιτομῆς καὶ τῶν ἐξ ἐθνῶν. Ἔργα δὲ αὐτοῦ,
ἂ πεποίηται ἐν τῇ ἐπιδημίᾳ φησί· πολυτρόπως δὲ   (10)
αὐτὰ ὑμνεῖ· δύναμιν, καὶ μεγαλοπρέπειαν, καὶ δό-
ξαν, καὶ ἁγιωσύνην, καὶ θαυμάσια· καὶ πάλιν δύνα-
 

 108. Αθανάσιος θεολόγος. . Epistula catholica [Sp.] {2035.065} (A.D. 4) Vol.


28 p. 84 l. 10

 εἶναι δύναται, μήτε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ποιήμασιν


ἐγκαταριθμεῖται. Θεοῦ τε ἐπιφάνειαν ὑπεδεξάμεθα, καὶ
οὐχὶ κτίσματος ἐπιδημίαν· οὐδὲ εἰς δούλου παρ-    (10)
ουσίαν πεπιστεύκαμεν, καὶ θεϊκοῦ Πνεύματος ὑπε-
δεξάμεθα, δι’ οὗ καὶ θεοποιούμεθα, καὶ Θεοῦ ναοὶ
 
23

 109. Αθανάσιος θεολόγος. . Homilia de passione et cruce domini [Sp.]


{2035.070} (A.D. 4) Vol. 28 p. 236 l. 22

 μνώθη. Καὶ τὸ παράδοξον καὶ μέγα γενόμενον ἐν τῇ    (20)


κτίσει· ἄνθρωποι μὲν γὰρ σπεύδουσιν ἀποθνήσκειν
εὐχόμενοι τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος· ὁ δὲ δείλαιος
διάβολος, ὁ πάλαι τοῦ θανάτου τὸ κράτος ἔχων, νῦν
φοβεῖται τὸν ἐρχόμενον, καὶ τὴν κρίσιν καταπτήσ-
 

 110. Αθανάσιος θεολόγος. . Sermo contra omnes haereses [Sp.] (A.D. 4) Vol.
28 p. 504 l. 12

 σθαι πρὸ τοσούτων γενεῶν, δεικτικῶς δεικνύοντες ὡς   (10)


παρόντα τὰ μέλλοντα. Ὁμοίως καὶ οἱ μεγάλοι εὐαγ-
γελισταὶ ἐπὶ τῇ ἐπιδημίᾳ τοῦ Λόγου, τὰ προκη-
ρυχθέντα διὰ τῶν προφητῶν βεβαιοῦσιν ἕκαστος τὴν
προσημασίαν ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις. Οἷον· ὁ μέγας προ-
 

 111. Αθανάσιος θεολόγος. . Sermo contra omnes haereses [Sp.] (A.D. 4) Vol.
28 p. 520 l. 22

 σκληρὸν καὶ ἀφιλάνθρωπον λέγεις; Καὶ οὗτος συνεκβαλλέσθω μετὰ τῶν


ἄλλων αἱρεσιαρχῶν.   (20)
  Εἴπωμεν καὶ πρὸς τὸν δείλαιον Φρύγα τὸν λέ-
γοντα μετὰ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδεδημη-
κέναι Μοντανὸν καὶ Πρίσκιλλαν. Ταῦτα γρεῶν πτύ-
σματα ἴσως ὡς κεκεπφωμένων. Πῶς δύναται μετὰ
 

 112. Αθανάσιος θεολόγος. . Sermo contra omnes haereses [Sp.] (A.D. 4) Vol.
28 p. 520 l. 25

 κέναι Μοντανὸν καὶ Πρίσκιλλαν. Ταῦτα γρεῶν πτύ-


σματα ἴσως ὡς κεκεπφωμένων. Πῶς δύναται μετὰ
τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος πάλιν προφήτης ἐπιδεδη-   (25)
μηκέναι; Οὐκ ἤκουσας, ὅτι ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται
ἕως Ἰωάννου; Ἄκουσον σὺ, λαὲ τοῦ Κυρίου.
 

 113. Αθανάσιος θεολόγος. . Sermo contra omnes haereses [Sp.] (A.D. 4) Vol.
28 p. 520 l. 31

 ἀποστέλλει σημάντορας λέγων· Ἰδοὺ ποίῳ σχήματι


μέλλω ἔρχεσθαι. Ἐὰν δὲ ἐπιδημήσῃ, καὶ ἐπιγνῶσι    (30)
τὴν ἐνσημανθεῖσαν ἐπιδημίαν, προσκυνοῦντες αὐτὸν,
οὐκ ἔτι χρεία τοῦ σημαίνοντος· αὐτοψὶ γὰρ ἑώρακα
αὐτὸν τὸν σημανθέντα. Ἐὰν δέ τις εἴπῃ ἐν αὐτῇ
 
24

 114. Αθανάσιος θεολόγος. . Sermo contra omnes haereses [Sp.] (A.D. 4) Vol.
28 p. 521 l. 39

 τοῦ, ἰδοὺ γὰρ τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ


παιδίου.» Ἰδοὺ πάντη μαρτυρεῖται ἐν ταῖς θείαις Γρα-
φαῖς περὶ τῆς ἐπιδημίας τοῦ ἀγαθοῦ καὶ φιλανθρώ-
που Θεοῦ Λόγου, ὅτι τέλειον τὸν ναὸν, ἄνθρω-    (40)
πον ἐφόρεσε γενόμενος ἄνθρωπος, ἵνα σωθῇ πᾶν τὸ
 

 115. Αθανάσιος θεολόγος. . Sermo contra omnes haereses [Sp.] (A.D. 4) Vol.
28 p. 524 l. 7

 πάλιν· «Παιδίον ἐγεννήθη·» καὶ πάλιν, ὅτι «Ἄν-    (5)


θρωπός ἐστι,» καὶ, «Τίς γνώσεται αὐτόν;» καὶ περὶ
τούτου ἐσήμανε δι’ ἑαυτοῦ ὁ Κύριος, ὅτι ἐν τῇ ἐπι-
δημίᾳ, μέλλοντος αὐτοῦ τοιαῦτα καὶ τηλικαῦτα ση-
μεῖα καὶ τέρατα ποιεῖσθαι ἐν Σαββάτοις, καὶ ἀντὶ τοῦ
εὐλογεῖν αὐτὸν, ὑποβαλλόμενοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου,    (10)
 

 116. Αθανάσιος θεολόγος. . Quaestiones ad Antiochum ducem [Sp.]


{2035.077} (A.D. 4) Vol. 28 p. 684 l. 32

 στοῦ οἰκονομίαν ἀμυδρῶς προεμήνυσαν. Καὶ γοῦν   (30)


τις τῶν παρ’ αὐτοῖς σοφῶν πρὸ πολλῶν τῆς Χριστοῦ
ἐπιδημίας χρόνων φησὶν, ὅτι Ἥξει ἡ νεᾶνις ἔχουσα
ἡμῖν οὐράνιον γόνον. Καὶ ἄλλος πάλιν ἔφρασεν οὕ-
τως· Ὀψέ ποτε ἐπὶ τὴν πολυσχεδῆ ταύτην κατέρχε-
 

 117. Αθανάσιος θεολόγος. . Quaestiones in scripturam sacram [Sp.]


{2035.080} (A.D. 4) Vol. 28 p. 748 l. 24

 ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπερ ἐστὶ τὸ σκοτεινὸν ὕδωρ. Ἀπὸ δὲ


τῆς τηλαυγήσεως αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ, ἢ ὡς ἀπὸ
τῆς διὰ σαρκὸς ἐπιδημίας αὐτοῦ ἔμπροσθεν αὐτοῦ αἱ
νεφέλαι, ἤγουν οἱ προφῆται, ἔπαυσαν καὶ ὑπεχώ-   (25)
ρησαν.
 

 118. Αθανάσιος θεολόγος. . Sermo contra Latinos [Sp.] {2035.083} (A.D. 4)


Vol. 28 p. 825 l. 13

 Πατρὸς τὸ Πνεῦμα, οὕτω καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἐκ


τοῦ Υἱοῦ. Καθάπερ δὲ καὶ τὴν ὑστέραν γέννησιν τοῦ
Υἱοῦ, εἴτουν ἐπιδημίαν τὴν πρὸς ἡμᾶς, οὐκ ἐκ τοῦ
Πατρὸς μόνον δοξάζομεν, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Πνεύματος.
Καὶ πειθέτω σε ἡ τοῦ ἀρχαγγέλου φωνὴ πρὸς Ἰωσὴφ    (15)
 
25

 119. Αθανάσιος θεολόγος. . De incarnatione contra Apollinarium libri ii [Sp.]


{2035.124} (A.D. 4) Vol. 26 p. 1097 l. 37

 γονεν· ἐντεῦθεν γὰρ αὐτὴν ἀνεστήσατο ὁ Λόγος, ἐξ    (35)


οὐρανῶν ἐπιδημήσας· οὐ προϋπάρξασαν τῆς τοῦ
Λόγου ἐπιδημίας, ἢ τῆς Θεοτόκου Μαρίας, μόνης
ἐκ τοῦ Ἀδὰμ καταγομένης, καὶ ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ
ἐκ τοῦ Δαβὶδ γενεαλογουμένης, σὺν τῷ Ἰωσὴφ τῷ
 

 120. Αθανάσιος θεολόγος. . De incarnatione contra Apollinarium libri ii [Sp.]


{2035.124} (A.D. 4) Vol. 26 p. 1112 l. 7

 γνώσεσθε, ὅτι εἷς ἐστιν ὁ Χριστὸς, καὶ Θεὸς καὶ ἄν-   (5)


θρωπος ὁ αὐτός· ἵνα τὸ διπλοῦν κήρυγμα τῆς αὐτοῦ
ἐπιδημίας εὐαπόδεικτον ἔχῃ τὴν πεισμονὴν τοῦ
τε πάθους καὶ τῆς ἀπαθείας. Ὡς ὅταν λέγει ὁ Ἀπό-
στολος· Ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ δοὺς ἑαυ-
 

 121. Αθανάσιος θεολόγος. . De incarnatione contra Apollinarium libri ii [Sp.]


{2035.124} (A.D. 4) Vol. 26 p. 1129 l. 3

 (1129) ἦν ἀνθρώποις τὴν καινότητα κατεργάσασθαι ἑαυ-


τοῖς χωρὶς Χριστοῦ, ἕπεται δὲ τῷ ἄγοντι τὸ ἀγόμενον·
τίς ἦν χρεία τῆς Χριστοῦ ἐπιδημίας;
  Μάταιοι δὲ καὶ οἱ λέγοντες, ὡς ἐπὶ ἕνα τῶν
προφητῶν ἐπιδεδημηκέναι τὸν Λόγον. Τίς γὰρ    (5)
 

 122. Αθανάσιος θεολόγος. . De incarnatione contra Apollinarium libri ii [Sp.]


{2035.124} (A.D. 4) Vol. 26 p. 1133 l. 19

 τοῦ σώματος ἐπιδείξεως, ἵνα ἑκάτεροι τὸ πᾶν τῆς


οἰκονομίας μυστήριον καταγγέλλωσι. Δῆλον γὰρ,
ὅτι ὁ προϋπάρχων Θεὸς Λόγος πρὸ τῆς ἐν σαρκὶ ἐπι-
δημίας οὐκ ἦν ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεὸς ἦν πρὸς τὸν    (20)
Θεὸν, ἀόρατος καὶ ἀπαθὴς ὤν.
  Οὔτε οὖν τὸ, Χριστὸς, ὄνομα δίχα τῆς σαρκὸς
 

 123. Αθανάσιος θεολόγος. . De incarnatione contra Apollinarium libri ii [Sp.]


{2035.124} (A.D. 4) Vol. 26 p. 1153 l. 37

 σέως περὶ Θεοῦ γράφοντος, ὅτι Ὁ Θεὸς ἡμῶν   (35)


πῦρ καταναλίσκον· περὶ δὲ τῆς ἐν σαρκὶ αὐτοῦ
ἐπιδημίας, προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν λέγει
ἀναστησόμενον τὸν Κύριον, καὶ τὴν ζωὴν ἐπὶ ξύ-
λου κρεμαμένην ὡσανεὶ τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, εἰς
 
26

 124. BASILIUS Caesariensis Theol. Homiliae super Psalmos (A.D. 4) Vol.


29 p. 213 l. 19

 λειον; οὐ μετανοίας τρόπον; οὐχ ὑπομονῆς μέτρα;


οὐχ ὅ τι ἂν εἴποις τῶν ἀγαθῶν; Ἐνταῦθα ἔνι
θεολογία τελεία, πρόῤῥησις τῆς διὰ σαρκὸς ἐπιδη-
μίας Χριστοῦ, ἀπειλὴ κρίσεως, ἀναστάσεως ἐλπὶς,    (20)
φόβος κολάσεως, ἐπαγγελίαι δόξης, μυστηρίων ἀπο-
καλύψεις· πάντα, ὥσπερ ἐν μεγάλῳ τινὶ καὶ κοινῷ
 

 125. BASILIUS Caesariensis Theol. Homiliae super Psalmos (A.D. 4) Vol.


29 p. 360 l. 27

 πᾶσιν ὁμοίως ἀνατέλλει, ἀλλὰ τοῖς ἔχουσιν ὀφθαλ-    (25)


μοὺς, καὶ ἐγρηγορόσι, καὶ ὑπ’ οὐδενὸς κωλύματος
ἀπολαύειν δυναμένοις τῆς τοῦ ἡλίου ἐπιδημίας· οὕτω
καὶ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος, Τὸ ἀληθινὸν φῶς, ὃ
φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κό-
 

 126. BASILIUS Caesariensis Theol. Homiliae super Psalmos (A.D. 4) Vol.


29 p. 377 l. 14

 τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν.


Πρόσωπον οἶμαι τὴν πεπαῤῥησιασμένην καὶ
φανερὰν τοῦ Κυρίου ἐπιδημίαν τὴν ἐπὶ τῆς κρίσεως
λέγεσθαι. Διὸ καὶ ὀφθαλμοὶ Κυρίου, ὡς ἔτι πόῤ-    (15)
ῥωθεν ἐπισκοποῦντος ἡμᾶς, ἐπιβλέπειν τὸν δίκαιον
 

 127. BASILIUS Caesariensis Theol. Homiliae super Psalmos (A.D. 4) Vol.


29 p. 380 l. 15

 ἄλλος παραπλήσιος ἐκείνῳ, δι’ ἀνδραγαθήματα καὶ


πράξεις ἀγαθὰς ἐγγὺς γίνεται τοῦ Θεοῦ. Ἄντικρυς
δὲ προφητείαν ἔχει ὁ λόγος τῆς ἐπιδημίας τοῦ Κυ-    (15)
ρίου, καὶ σύμφωνος τῷ προάγοντι. Ἐκεῖ μὲν γὰρ
ἐλέγετο· Πρόσωπον Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας
 

 128. BASILIUS Caesariensis Theol. Homiliae super Psalmos (A.D. 4) Vol.


29 p. 380 l. 21

 ἐπὶ ἀφανισμῷ πάσης πονηρίας γενήσεται· ἐνταῦθα


δὲ, Ἐγγὺς ὁ Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τὴν    (20)
καρδίαν, τὴν ἐπιδημίαν τὴν τοῦ Κυρίου τὴν ἐν
σαρκὶ προαγγέλλει, ἐγγίζουσαν ἤδη, καὶ οὐ μακρὰν
ἀφεστηκυῖαν. Καὶ τοῦτό σοι πιστὸν ἐκ τῆς Ἡσαΐου
 
27

 129. BASILIUS Caesariensis Theol. Homiliae super Psalmos (A.D. 4) Vol.


29 p. 405 l. 4

 τυπικοὺς ἀρχιερέας καὶ βασιλέας, ἐχρίσθη τῷ ἀλη-


θινῷ χρίσματι ἡ σὰρξ τοῦ Κυρίου, τῇ τοῦ ἁγίου
Πνεύματος εἰς αὐτὴν ἐπιδημίᾳ, ὅπερ ἀγαλλιάσεως
ἔλαιον προσηγόρευται. Ἐχρίσθη δὲ παρὰ τοὺς μετ-   (5)
όχους αὐτοῦ· τουτέστιν, ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους
 

 130. Δίδυμος Καίκος. Contra Manichaeos {2102.012} (A.D. 4) Vol. 39 p.


1096 l. 28

 σὰρξ ἁμαρτίας ἐστὶν ἡ ἐκ συνουσίας ἀνδρὸς καὶ γυ-


ναικὸς τεχθεῖσα, κακὸς ὁ γάμος· ἀκουέτωσαν, ὅτι
Πρὸ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας, τοῦ ἄραντος τὴν
ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι, ὥσπερ
τὰ ἄλλα μετὰ κακίας ἔπραττον, οὕτω καὶ τὸν γάμον   (30)
 

 131. Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (in catenis) {2102.014} (A.D. 4)


Vol. 39 p. 1121 l. 10

 σταυρὸν ὑπομείναντα Σωτῆρα δηλοῖ, συνεπίσκεψαι


καὶ μὴ θαυμάσῃς· οὐ γὰρ ἀμύητος ἦν ὁ Ἰὼβ τῆς
τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας, ὁ λέγων, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ   (10)
μέλλων τὸ μέγα κῆτος χειρώσασθαι.
  Στ. ζʹ. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ διάβολος τῷ Κυρίῳ,
 

 132. Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 2.8-27) [Sp.] (A.D. 4) Vol. 39 p. 721
l. 10

 Ἰσραηλῖται· οὕτω καὶ τὴν παρ’ ἐκείνοις ἡμέραν τῆς


Πεντηκοστῆς εἰς τιμὴν καὶ δόξαν τῆς σωτηρίου καὶ
σεπτῆς ἐπιδημίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν εἰκόνι    (10)
ἑορτάζοντες ἐτύγχανον. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ
μυστικῶς διὰ τῆς ἑορτῆς τῶν Σκηνοπηγιῶν τὰς συν-
 

 133. Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 2.8-27) [Sp.] (A.D. 4) Vol. 39 p. 748
l. 18

 τῆς θεότητος, καὶ βασιλείας, καὶ δόξης κοινωνίαν·


καὶ ἐν αὐτῷ χρισθῆναι, καὶ ἔχειν αὐτὸ μένον παρ’
αὐτῷ, καὶ δι’ ἑαυτοῦ προεξαγγεῖλαι τὴν ἐπιδημίαν
αὐτοῦ, καὶ τὴν ἰσοτιμίαν αὐτῷ ἀπονεῖμαι, ἣν καὶ ὁ
Ἀπόστολος ἐφύλαξεν, ἔτι δὲ καὶ κοινωνίαν καὶ ἑνό-   (20)
 
28

 134. Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 3) [Sp.] {2102.043} (A.D. 4) Vol. 39


p. 837 l. 4

 ἐξ ἀπείρου ὕψους ἑαυτὸν διὰ τοὺς ἰδίους δούλους


κενώσας, καὶ ἀνακαινίσας πάντα, καὶ ἀρχὴν κρείτ-
τονος βίου τῇ ἑαυτοῦ ἐπιδημίᾳ παρασχόμενος, καὶ
διὰ τοῦτο πρωτότοκος κληθεὶς, οὔ τί που τὴν θείαν   (5)
παρεβλάβη δόξαν· οὐδὲ γὰρ μειονεκτεῖσθαί πως, ἢ
 

 135. Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 3) [Sp.] {2102.043} (A.D. 4) Vol. 39


p. 889 l. 40

 ὅτι. Προειδὼς δὲ καὶ τὰ μέλλοντα, ὡς Θεὸς, καὶ ὅτι


μετὰ τὴν ἐν οὐρανοῖς ἄνοδον αὐτοῦ, καὶ τὴν τοῦ
ἁγίου Πνεύματος ἐπιδημίαν, ἔσονται πάλιν πλάνοι,   (40)
ὡς Σίμων, ὡς Μοντανὸς, ὡς Μανιχαῖος, προησφα-
λίσατο εἰπών· «Ὅταν ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, τὸ @1
 

 136. Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 3) [Sp.] {2102.043} (A.D. 4) Vol. 39


p. 977 l. 5

 ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς,» ἐδίδα-


ξεν, ὡς ὃν τρόπον τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἦν καὶ πρὸ
τῆς γνωστῆς αὐτοῦ ἐπιδημίας ἐν πᾶσιν, οὕ-    (5)
τω καὶ μετὰ τὴν ἀνάληψιν ὁ Υἱὸς, ἐν ἀπεριγράφῳ
μιᾷ θεότητι καὶ θελήσει τῶν ὑποστάσεων οὐσῶν, οὐκ
 

 137. Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 3) [Sp.] {2102.043} (A.D. 4) Vol. 39


p. 988 l. 19

 ἐλάμβανον Πνεῦμα ἅγιον.» Καὶ ὃν τρόπον ὁ Υἱὸς


ἀεὶ μὲν πανταχοῦ παρῆν, ὅμως δὲ μετὰ τὴν ἐν κόσμῳ
ἐπιδημίαν τελείως ἐπεγνώσθη καὶ ἐδοξάσθη οὕτω
καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἀεὶ μὲν πάντα ἐπλήρου καὶ   (20)
συνεῖχεν, μετὰ δὲ τὴν ἐν τῇ Πεντηκοστῇ ἐπιφοίτησιν
 

 138. EVAGRIUS Scr. Eccl. De malignis cogitationibus (sub nomine Nili


Ancyrani) {4110.022} (A.D. 4) Vol. 79 p. 1212 l. 54

 ποιοῦντος, τί δεῖ λέγειν; Ἐγὼ γὰρ δέδοικα καὶ γρά-


φειν περὶ αὐτοῦ, πῶς ἡ ψυχὴ τῆς οἰκείας ἐξίσταται  
καταστάσεως· παρὰ γὰρ τὸν καιρὸν τῆς ἐπιδημίας
αὐτοῦ, καὶ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν εὐλάβειαν @1    (55)
(1213) ἀποδύεται, καὶ τὴν ἁμαρτίαν, οὐχ ἁμαρτίαν εἶναι
 
29

 139. SOCRATES Scholasticus Hist. Εκκλησιαστική ιστορία. {2057.001} (A.D.


4-5) Book 2 ch. 37 l. 114

 πίστεως τοὺς χρόνους ἐσήμαινον· ἦσαν γὰρ καὶ πρὸ τούτων τῶν χρόνων
αὐτοὶ πιστοί· ἀλλὰ τῆς δι’ αὐτῶν ἀπαγγελίας ἦσαν οἱ χρόνοι. Ἡ δὲ
ἀπαγγελία προηγουμένως μὲν περὶ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν· ἐπακο-
λούθημα δὲ περὶ τῶν ἐσομένων τῷ Ἰσραὴλ καὶ τοῖς ἔθνεσι· καὶ ἦσαν οἱ   (115)
χρόνοι σημαινόμενοι οὐκ ἀρχὴ πίστεως, καθὰ προεῖπον, ἀλλ’ αὐτῶν τῶν
 

 140. SOCRATES Scholasticus Hist. Εκκλησιαστική ιστορία. {2057.001} (A.D.


4-5) Book 3 ch. 23 l. 54

 συνεγενόμην Ἀθήνῃσιν. Ἦλθε γὰρ κἀκεῖσε, ἄρτι τῶν κατὰ τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ νεωτερισθέντων, τὸν βασιλέα τοῦτο αὐτὸ παραιτησάμενος. Διττὸς δὲ
αὐτοῦ τῆς ἐπιδημίας ὁ λόγος· ὁ μὲν εὐπρεπέστερος, καθ’ ἱστορίαν τῆς
Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐκεῖσε παιδευτηρίων· ὁ δὲ ἀπορρητότερος καὶ οὐ πολλοῖς
(55)
γνώριμος, ὥστε τοῖς ἐκεῖ θύταις καὶ ἀπατεῶσι περὶ τῶν καθ’ ἑαυτὸν συγγε-
 

 141. Ιωάννης Χρυσόστομος. Adversus oppugnatores vitae monasticae (lib. 1-


3) {2062.003} (A.D. 4-5) Vol. 47 p. 380 l. 38

 ὑπὲρ ὧν τὴν ἀποδημίαν πεποίηνται κατωρθωκότες τύ-


χωσιν· ἄν τε πρὸ τούτου παραγένωνται, οὐ τοσαύτην
ἀπὸ τῆς ἐπιδημίας λαμβάνομεν τὴν ἡδονὴν, ὅσην ἀπὸ
τοῦ μάτην ἐπανελθεῖν τὴν ἀθυμίαν. Πῶς οὖν οὐκ
ἐσχάτης βλακείας τοσαύτην τοῖς πνευματικοῖς μὴ παρ-   (40)
 

 142. Ιωάννης Χρυσόστομος. De sancta pentecoste (homiliae 1-2) {2062.037}


(A.D. 4-5) Vol. 50 p. 463 l. 54

 νὸν, τὸν βασιλικὸν ἀνέλαβε θρόνον, τὴν ἐν δεξιᾷ τοῦ


Πατρὸς καθέδραν ἀπείληφε, καὶ σήμερον ἡμῖν τὴν
ἐπιδημίαν τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου χαρίζεται, καὶ δι’
αὐτοῦ τὰ μυρία ἡμῖν ἀπὸ τῶν οὐρανῶν ἀγαθὰ χορη-   (55)
γεῖ. Τί γὰρ, εἰπέ μοι, τῶν συνεχόντων, τὴν σωτηρίαν
 

 143. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Genesim (homiliae 1-67) {2062.112} (A.D.


4-5) Vol. 53 p. 181 l. 59

 σθαι τὸν λαὸν, οὐ μόνον οὐ κατηράσατο, ἀλλὰ καὶ προ-


εφήτευσε μεγάλα καὶ θαυμαστὰ πράγματα, οὐ περὶ τοῦ
λαοῦ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας.
Μὴ τοίνυν ξενίζου, εἰ καὶ νῦν ὁ Λάμεχ προσηγορίαν ἐπι-   (60)
θεὶς τῷ παιδὶ τοιαύτην ἐπιτίθησιν, ἀλλὰ τῷ Θεῷ λόγισαι
 
30

 144. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1-44)


{2062.156} (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 180 l. 13

 ταμιείοις ἀποκλείητε τοῖς ὑμετέροις, αὕτη δὲ ἀναγκά-


ζηται δαπανᾷν χηρῶν συλλόγοις, παρθένων χοροῖς,
ξένων ἐπιδημίαις , ἀποδημούντων ταλαιπωρίαις, δε-
σμωτῶν συμφοραῖς, ἀῤῥωστούντων καὶ λελωβημένων
ἀνάγκαις, ἑτέραις τοιαύταις προφάσεσι, τί δεῖ ποιεῖν;   (15)
 

 145. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1-44)


{2062.156} (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 235 l. 32

 σηται· μεριμνῶντες γὰρ αὐτοῦ τὴν παρουσίαν, ἔμελ-    (30)


λον διορθοῦν τὸ ἡμαρτημένον. Οὐδὲ γὰρ τὸ τυχὸν ἦν
ἡ Παύλου ἐπιδημία· καὶ τοῦτο δεικνὺς ἔλεγεν, Ὡς
μὴ ἐρχομένου δέ μου πρὸς ὑμᾶς, ἐφυσιώθησάν τι-
νες· καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν, Μὴ ὡς ἐν τῇ παρουσίᾳ
 

 146. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1-44)


{2062.156} (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 235 l. 39

 κατεργάζεσθε. Διὰ τοῦτο οὐδὲ ἁπλῶς ἐπηγγείλατο


ἥξειν, ἵνα μὴ ἀπιστήσωσι καὶ ῥᾳθυμότεροι γένωνται,
ἀλλὰ καὶ αἰτίαν τίθησι τῇ ἐπιδημίᾳ ἀναγκαίαν, λέ-
γων, ὅτι Τὰ λοιπὰ, ὡς ἂν ἔλθω, διατάξομαι· δεικνὺς    (40)
ὅτι ἡ τῶν λιπόντων διόρθωσις, εἰ καὶ μὴ ἐσπουδάκει
 

 147. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ii ad Corinthios (homiliae 1-30)


{2062.157} (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 409 l. 42

 φησὶ, παραγίνεσθαι ὑπερέθου, καὶ οὐκ ἔστι παρὰ    (40)


σοὶ Ναὶ ναὶ, καὶ Οὒ οὒ, ἀλλὰ νῦν ἃ λέγεις ἀνατρέ-
πεις μετὰ ταῦτα, ὥσπερ ἐπὶ τῆς σῆς ἐπιδημίας
ἐποίησας· οὐαὶ ἡμῖν, μήποτε καὶ ἐν τῷ κηρύγματι
τοῦτο γέγονεν. Ἵν’ οὖν μὴ ταῦτα ἐννοῶσι, μηδὲ
 

 148. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ii ad Corinthios (homiliae 1-30)


{2062.157} (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 410 l. 27

 ἀκινήτους φησὶ, καὶ οὐκ ἐγένετο Ναὶ καὶ Οὒ ἐν αὐ-   (25)


ταῖς. Τουτέστιν, Οὐ ποτὲ μὲν ἀληθῆ τὰ εἰρημένα,
ποτὲ δὲ ψευδῆ, καθάπερ ἡ ἐπιδημία ἡ ἐμὴ,
ἀλλ’ ἀεὶ ἀληθῆ. Καὶ πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῶν τῆς πί-
στεως δογμάτων καὶ τοῦ περὶ Χριστοῦ λόγου ἀγωνί-
 
31

 149. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ii ad Corinthios (homiliae 1-30)


{2062.157} (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 469 l. 46

 ἔχεις ἄνευ δοκιμῆς. Ἵνα γὰρ μὴ πάλιν εἰς τοσαύτην


ἐλθόντες ἐπιθυμίαν ἀλύωσι πρὸς τὴν μέλλησιν τῆς    (45)
ἐπιδημίας, ἐντεῦθεν ἤδη δίδωσιν αὐτοῖς τὸ κεφάλαιον
τῶν ἀγαθῶν. Τί δὲ τοῦτό ἐστι; Τὸ εὐαρέστους εἶναι.
Οὐδὲ γὰρ τὸ ἀπελθεῖν ἁπλῶς καλὸν, ἀλλὰ τὸ εὐ-
 

 150. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ii ad Corinthios (homiliae 1-30)


{2062.157} (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 549 l. 41

 ωρθώσαμεν. Εἰκὸς γὰρ ἐκείνους καὶ ἁπλῶς παρα-


γινομένους τοῖς τῶν ἀποστόλων μαθηταῖς, ἑαυτοῖς τὸ    (40)
πᾶν λογίζεσθαι, ἐκ τῆς ψιλῆς ἐπιδημίας. Ἀλλ’ οὐχ
ἡμεῖς οὕτως· οὐδ’ ἂν ἔχοι τις εἰπεῖν, ὅτι οὐ μέχρις
ὑμῶν ἰσχύσαμεν ἐλθεῖν, καὶ τῷ λόγῳ μόνον ἐκτείνο-
 

 151. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Psalmos 101-107 [Sp.] {2062.206} (A.D. 4-


5) Vol. 55 p. 665 l. 76

 Διδάσκονται δὲ καὶ πῶς εὔχεσθαι δεῖ, ὅπερ Ἰουδαῖοι μὲν


προσδοκῶσιν, ἡμεῖς δὲ πληρωθῆναι διὰ τῆς τοῦ Σωτῆρος   (75)
ἐπιδημίας φαμὲν, πάντων πανταχόθεν προσιόντων τῷ
σωτηρίῳ κηρύγματι, κρείττονά τε προσδεχομένων συνα-
γωγὴν ἐπὶ τὴν τῶν οὐρανῶν βασιλείαν, ἥτις ἀληθὴς οὖσα
 

 152. Ιωάννης Χρυσόστομος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] {2062.213}


(A.D. 4-5) Vol. 56 p. 322 l. 32

 ὃν καὶ Βουνὸν μαρτυρίου ἐκάλεσαν. Τότε συνήντησαν   (30)


τῷ Ἰακὼβ ἄγγελοι Θεοῦ. Ἀποστέλλει ὁ Ἰακὼβ πρὸς
τὸν Ἡσαῦ, ἀπαγγέλλων αὐτοῦ τὴν ἐπιδημίαν. Ὡς δὲ
ἦλθον οἱ ἀποσταλέντες, καὶ εἶπον ἔρχεσθαι τὸν Ἡσαῦ
μετὰ τετρακοσίων ἀνδρῶν, περίφοβος γενόμενος δεῖ-
 

 153. Ιωάννης Χρυσόστομος. Contra theatra [Sp.] {2062.217} (A.D. 4-5)


Vol. 56 p. 546 l. 22

 ἀγγέλων δι’ οἰκονομίαν χωρήσασα! Ὤφθη σοι Χριστὸς   (20)


ἐν ἀνθρώπου σχήματι, τῆς θείας αὐτοῦ καὶ σωτηρίου
ἐπιδημίας παραφαίνων σοι τὰ μυστήρια· ὅμως οὐκ ἔλαθέ
σε τοῦ παρόντος ἡ δόξα διὰ τὸ δουλικὸν σχῆμα. Εἶχες
γὰρ ὀφθαλμοὺς ἄλλους, οἷς Δεσπότης γνωρίζεται. Ἐπέ-
 
32

 154. Ιωάννης Χρυσόστομος. In decollationem sancti Joannis [Sp.]


{2062.224} (A.D. 4-5) Vol. 59 p. 490 l. 13

 Θεός. Σπεῦσον καὶ ποίησον ἐν πρώτοις ἐμοὶ, ἐπ’ ἐσχάτῳ


δὲ σεαυτῇ καὶ τοῖς τέκνοις σου. Σπεῦσον, ὡς Ἀβραὰμ
ἐν τῇ τῶν ἀγγέλων ἐπιδημίᾳ ἔσπευσεν ἐπὶ τοὺς βόας,
ἐπὶ τὸν μόσχον, ἵνα λάβῃ τὸν ἀμνόν· καὶ ὡς Σάῤῥα
ἔσπευσεν ἐπὶ τοὺς ἐγκρυφίας, ἵνα λάβῃ τὸν ἐν οὐρανοῖς   (15)
 

 155. Ιωάννης Χρυσόστομος. In exaltationem venerandae crucis [Sp.]


{2062.253} (A.D. 4-5) Vol. 59 p. 682 l. 17

 ἔτι γὰρ ἔσται Ἱερουσαλὴμ ἔχουσα τὰς λατρείας, οὔτε   (15)


ἐπιτελεσθήσεται ἑορτὴ ἐν αὐτῇ, τέλος εἰληφότων ἁπάν-
των μετὰ τὴν Χριστοῦ ἐπιδημίαν καὶ τὸ πάθος αὐτοῦ
καὶ τὴν οἰκονομίαν. Διὰ τοῦτο οὖν φησι· Μεταστρέψω
τὰς ἑορτὰς ὑμῶν εἰς πένθος, καὶ πάσας τὰς ᾠδὰς
 

 156. Ιωάννης Χρυσόστομος. De paenitentia (sermo 1) [Sp.] {2062.269}


(A.D. 4-5) Vol. 60 p. 681 l. 47

 μνήμης Θεοῦ ἰσχύν; εἶδες ἀλλοίωσιν ἀγαθήν; εἶδες μετ-   (45)


οικεσίαν ἐπαινουμένην; Ἀληθῶς Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις
τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, ἤγουν τῆς Χριστοῦ ἐπιδη-
μίας, ὅς ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρὸς, δι’ οὗ τὰ πάντα
ἐγένετο. Λοιπὸν καλῶς ἐν ἀρχῇ τοῦ λόγου εἶπον, ὅτι
πάντων τῶν καλῶν κάλλιον τὸ μνημονεύειν Θεοῦ. Ταύτης   (50)
 

 157. Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Exiit qui seminat [Sp.] {2062.314}


(A.D. 4-5) Vol. 61 p. 773 l. 47

 ἐποίησε τὴν εἰς τὸν Ἰησοῦν ὁμολογίαν, τὸν τὸ ἡμέτε-    (45)


ρον ὀστράκινον τοῦ σώματος σκεῦος ἐνδυσάμενον. Ὅτι
δὲ κεράμιον λέγει τὴν ἔνσαρκον τοῦ Χριστοῦ ἐπιδημίαν ὁ
θεῖος λόγος, ἄκουε. Ὅτε ἔμελλεν ἀπέρχεσθαι ἐπὶ τὸ πα-
θεῖν, λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Ποῦ θέλεις ποιῶ-
 

 158. THEODORETUS Scr. Eccl. et Theol. De incarnatione domini


{4089.021} (A.D. 4-5) Vol. 75 p. 1476 l. 5

 Πνεύματος, ταῦτα γῆν [cod. δὲ pro γῆν] καὶ θά-


λατταν ἐξεπαίδευσεν, ταῦτα καὶ βάρβαροι μετὰ τὴν
τοῦ Σωτῆρος αὐτῶν φιλοσοφοῦσιν ἐπιδημίαν, ταῦτα   (5)
ἠπειρῶται, ταῦτα οἱ στρατιῶται, ταῦτα οἱ τὰς
ἐσχατιὰς τῆς οἰκουμένης οἰκοῦντες.
 
33

 159. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales (epist. 1-30)


(A.D. 4-5) Vol. 77 p. 408 l. 28

 ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ· καὶ οὐδὲν ὑμᾶς


οὐ μὴ ἀδικήσει.» Τοῦτο πρὸς τοῖς ἄλλοις τῆς τοῦ
Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας κατόρθωμα. Τοιγαροῦν
πᾶσα μὲν ἐν γῇ σεμνότης πολιτεύεται· ὁ δὲ τῆς
ἀμαθίας ἐλήλαται σκότος. Καὶ τοῦτο τῇ τοῦ θείου    (30)
 

 160. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales (epist. 1-30)


(A.D. 4-5) Vol. 77 p. 432 l. 5

 τος τὸν σκοπὸν, ἴδωμεν ἀκριβῶς εἰ τοῦ πρέποντος ἡμῖν


ὁ λόγος διαμαρτήσεται, μῆνα τῶν νέων ἀποκαλῶν τὸν
καιρὸν τῆς ἐπιδημίας τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι-    (5)
στοῦ, ἐφ’ ᾧ δὴ σύμπαντας ἑορτάζειν ἀκόλουθον. Οἴχεται
μὲν γὰρ ἤδη πρὸς ἀπώλειαν ὁ δαίμων ἐκεῖνος ὁ ἀρχέ-
 

 161. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales (epist. 1-30)


(A.D. 4-5) Vol. 77 p. 472 l. 45

 φανὲς, ὡς ἡ πανεύφημος ἡμῶν ἑορτὴ, Νεομηνίαν


ὄντως ἀληθῆ, τὸν νέον ἡμῖν αἰῶνα τῆς τοῦ Σωτῆρος
ἐπιδημίας ἀναδεικνύουσα· «Ἐν ᾧ πάντα γέγονε και-   (45)
νὰ, καὶ τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν,» ὡς ὁ Παῦλός φησι,
Βοάτω τοιγαροῦν τῆς Ἐκκλησίας ἡ σάλπιγξ, καὶ
 

 162. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales (epist. 1-30)


(A.D. 4-5) Vol. 77 p. 477 l. 33

 ἴδοι πραγμάτων εἰκόνας, ἐν τοῖς λογίοις τοῦ Πνεύ-


ματος, ἐναργεστάτην ἐχούσας τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν
ἐπιδημίας τὴν γραφήν. Ἀλλ’ ἤδη μοι κατὰ νοῦν ποι-
κίλοι μὲν θεωρημάτων ἀνίσχουσι τρόποι, ἀνακινου-
μένῳ δὲ εἰς μνήμην τῆς ἁγίας Γραφῆς μυρίος μὲν   (35)
 

 163. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales (epist. 1-30)


(A.D. 4-5) Vol. 77 p. 485 l. 14

 πρὸς Ἀβραὰμ ὑπόσχεσιν, τὴν ἐπὶ τὸν  Ἰσαὰκ γενο-


μένην φημὶ, ἢ μόνης ἕνεκα τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν
ἐπιδημίας, ἐφ’ οὗ καὶ τὸ τῆς εὐλογίας συμπέρασμα
τρέχει. Αὐτὸ δὲ ὑμῖν τὸ θεῖον λόγιον παραθήσω,    (15)
διαγορεῦον ὧδε· «Εὐλογήσω δὲ αὐτὴν,» περὶ τῆς
 
34

 164. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales (epist. 1-30)


(A.D. 4-5) Vol. 77 p. 752 l. 46

 Φέρε δὴ οὖν κατ’ εὐθὺ τοῦ πρέποντος, τὴν τῶν νοη-


μάτων ἀποκομίζοντες δύναμιν, τοῖς ἐξ ἦρος ἀγαθοῖς    (45)
συμβαίνοντα τὰ διὰ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας
δεικνύωμεν κατορθώματα. Μονονουχὶ δὲ τοῖς ἐν
αἰσθήσει γραφόμενον τὸ τῆς θείας χάριτος κατ-
 

 165. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales (epist. 1-30)


(A.D. 4-5) Vol. 77 p. 833 l. 11

 (833)   δʹ. Τοῖς τοιούτοις ἡμᾶς μαθήμασιν εὐφρανθῆναι   (9)


ποιῶν, γέγονεν ἄνθρωπος ὁ μονογενὴς τοῦ Θεοῦ    (10)
Λόγος. Πρὸ μὲν γὰρ τῶν τῆς ἐπιδημίας καιρῶν,
ἀχλὺν ἔχοντες τὴν νοητὴν διετελοῦμεν ἐν κόσμῳ,
οὐκ εἴδησιν εὐσεβείας, οὐχ ἕτερόν τι τῶν ἄνωθεν
 

 166. Κύριλλος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales (epist. 1-30)


(A.D. 4-5) Vol. 77 p. 969 l. 9

 Ἰσραήλ ἐστι, καὶ κρίμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.» Νουμη-


νίαν δέ φασιν ἐν τούτοις τὸν νέον, καὶ οἷον ἀρτι-
θαλῆ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας καιρὸν,
«καθ’ ὃν τὰ ἀρχαῖα πάντα παρελήλακε, γέγονε δὲ   (10)
τὰ πάντα καινὰ,» κατὰ τὴν τοῦ θεσπεσίου Παύλου
 

 167. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate {4090.096} (A.D.


4-5) Vol. 68 p. 268 l. 47

 λης, τὴν δὲ νύκτα, φησὶν, ἐν στύλῳ πυρὸς, δεῖξαι    (45)


αὐτοῖς τὴν ὁδόν. Νύκτα μὲν ὀνομάζειν ἔθος τῇ θείᾳ
Γραφῇ, τὸν πρὸ τῆς ἐπιδημίας καιρὸν, καθ’ ὃν ἔτι
τυραννοῦντος τοῦ Σατανᾶ, κατεκράτει τῶν ἐπὶ τῆς
γῆς τῆς ἀγνωσίας ὁ σκότος· ἡμέραν δὲ αὖ, τῆς τοῦ
 

 168. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate {4090.096} (A.D.


4-5) Vol. 68 p. 268 l. 50

 τυραννοῦντος τοῦ Σατανᾶ, κατεκράτει τῶν ἐπὶ τῆς


γῆς τῆς ἀγνωσίας ὁ σκότος· ἡμέραν δὲ αὖ, τῆς τοῦ
Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας τὸν χρόνον, καθ’ ὃν πεφω-   (50)
τίσμεθα, τὰς τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας αὐγὰς εἰσ-
δεξάμενοι κατὰ νοῦν, καὶ τὸν τῆς δικαιοσύνης ἥλιον
 
35

 169. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate {4090.096} (A.D.


4-5) Vol. 68 p. 268 l. 54

 δεξάμενοι κατὰ νοῦν, καὶ τὸν τῆς δικαιοσύνης ἥλιον


τοῖς τῆς καρδίας ὄμμασι βλέποντες· καὶ μαρτυρήσει
λέγων ὁ Παῦλος περὶ τοῦ χρόνου τοῦ πρὸ τῆς ἐπιδη- @1
(269) μίας καὶ τοῦ κατ’ αὐτήν· «Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ
ἡμέρα ἤγγικεν· ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους,
καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς, ὡς ἐν ἡμέρᾳ
 

 170. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate {4090.096} (A.D.


4-5) Vol. 68 p. 465 l. 11

 ΠΑΛΛ. Πῶς δὴ φής;


ΚΥΡ. Οὐ γὰρ, ὦ Παλλάδιε, πέμπτος ἡμῖν ἀπαρι-   (10)
θμεῖται καιρὸς, ὁ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας;
ΠΑΛΛ. Συνίημι ὃ φὴς, ἀπό γε τῆς εὐαγγελικῆς
παραβολῆς. Ἐξεληλυθέναι γὰρ ἔφη Χριστὸς, τὸν
 

 171. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate {4090.096} (A.D.


4-5) Vol. 68 p. 493 l. 52

 ΚΥΡ. Τὸ Σάββατον, ὦ Παλλάδιε, τελευταία τῆς   (50)


ἑβδομάδος τυγχάνον ἡμέρα, κατασημήνειεν ἂν, οἶ-
μαί που, τὸν τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας
καιρὸν, ὃς πέφηνε μὲν ἐπὶ συντελείᾳ καὶ μονονουχὶ
πρὸς αὐταῖς ἤδη τοῦ παρόντος αἰῶνος δυσμαῖς, ἀρχὴ
 

 172. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate {4090.096} (A.D.


4-5) Vol. 68 p. 500 l. 57

 ηὐλόγησέ σε Κύριος ὁ Θεός σου, δώσεις αὐτῷ.» Τὸν    (55)


μὲν γὰρ ἄλλον ἅπαντα χρόνον, πρὸ τῆς τοῦ Σωτῆρος
ἡμῶν ἐπιδημίας, πνεύματι δουλείας ὁ Ἰσραὴλ κατ- @1
(501) εσφίγγετο, νόμῳ τῷ κολάζοντι καταζευγνύμενος.
Ἐπειδὴ δὲ ἐν ἐσχάτοις τοῦ αἰῶνος καιροῖς (τέθειται
 

 173. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate {4090.096} (A.D.


4-5) Vol. 68 p. 656 l. 53

 πρώτη, τοῦτ’ ἔστιν, ἡ νουμηνία· οὕτως καὶ ἀρχή τις


ὥσπερ αἰῶνος νέου, καὶ προεισβολὴ καινότητος χρό-
νων, ὁ τῆς ἐπιδημίας καιρός. «Καινὴ γὰρ κτίσις ἐν
Χριστῷ· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν.» Ἀναλάμπει δὲ
ὥσπερ ἡμῖν ὁ μετὰ τοῦτον αἰὼν, νῦν μὲν ὡς ἐν    (55)
 
36

 174. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate {4090.096} (A.D.


4-5) Vol. 68 p. 677 l. 36

 τον, καὶ ὡς ἐν τάξει νυκτὸς, τὴν ἐπισκήψασαν ταῖς


ἁπάντων καρδίαις κατασκεδαννύων ἀχλύν. Οὕτω γὰρ    (35)
ἡμῖν τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας τὸν καιρὸν καὶ ὁ
προφήτης παρεκάλει λέγων· «Τὸ πρωῒ εἰσακούσῃ
τῆς φωνῆς μου, τὸ πρωῒ παραστήσομαί σοι, καὶ
 

 175. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate {4090.096} (A.D.


4-5) Vol. 68 p. 681 l. 16

 εἰσῆλθον εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ, τὴν πίστιν οὐ


προσηκάμενοι. Σαββατισμὸς οὖν νοητὸς καὶ ἀληθὴς,    (15)
ὁ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας καιρός. Ἐν
ὀφθαλμοῖς δὲ Θεοῦ τῶν ἄρτων ἡ πρόθεσις, καὶ μὴν
καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς Ἰσραήλ. «Προθήσετε γὰρ, φησὶ, τῇ
 

 176. Κύριλλος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate {4090.096} (A.D.


4-5) Vol. 68 p. 713 l. 11

 ἀμνοὶ ἰσάριθμοι, χίμαροί τε οὐχ ἥττους, τῶν πιστευ-


όντων πληθὺν ὑπεμφαίνοντες, τὴν ὡς ἐν πέμπτῳ,   (10)
φημὶ, συνενηνεγμένην καιρῷ, καθ’ ὃν ἡ ἐπιδημία τοῦ
λέγοντος, «Ὅταν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω
πρὸς ἐμαυτόν.» Σημαίνεται δὲ τῶν πεπιστευκότων
 

 224. Κύριλλος. Frag. in Canticum canticorum {4090.102} (A.D. 4-5) Vol. 69


p. 1292 l. 30

 ἢ καὶ ἀπὸ τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων.


  Ἁγιάζεται τοίνυν ἡ τροφὴ τῆς νύμφης, συνευ-
ωχουμένου Χριστοῦ. Ἤγουν εὔχεται τὴν ἐπιδημίαν τοῦ   (30)
Σωτῆρος εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἡ Ἐκκλησία γενέσθαι,
κατὰ πρόνοιαν τοῦ διδόντος αὐτὸν τοῖς ἀνθρώποις,
 

 225. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 49 l. 23

 μᾶλλον τῆς ἀρχαίας ἐκείνης ἐπιεικείας ἀλογεῖν ἑλο-


μένη, καὶ θεμένη παρ’ οὐδὲν τὴν εἰς Θεὸν αἰδῶ, καὶ
ἀγάπησιν πρὸ μὲν τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας
προσκεκύνηκε τοῖς μὴ φύσει θεοῖς, τὸν ἕνα τε καὶ
ἀληθῶς Δεσπότην ταῖς εἰς τοῦτο πορνείαις ἐκτόπως   (25)
 

 226. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 49 l. 50


37

 πνεύμασι, καὶ τοῖς τῶν εἰδώλων θεραπευταῖς, ἐχρῆτο


ποιμέσι καὶ διδασκάλοις. Καὶ ταυτὶ μὲν, ὡς ἔφην,
πρὸ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας τῆς τῶν   (50)
Ἰουδαίων Συναγωγῆς τὰ ἐγκλήματα. Ἐπειδὴ δὲ τοῖς
ἐπὶ τῆς γῆς ἐπέλαμψεν ὁ Χριστὸς (ἐπέφανε γὰρ
 

 227. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 61 l. 53

 ἀπεοικὼς τῷ πρώτῳ, μᾶλλον δὲ καὶ ἐν αἰτίᾳ ἀπονοίας


μείζονι. Καὶ ἐκολάζοντο μὲν κατά γε τοὺς πρὸ τῆς
ἐπιδημίας καιροὺς ταῖς τῶν πολεμίων ἐφόδοις, πόλεων
ἐμπρησμοῖς, οἴκων ἀνατροπαῖς .......
Ταῦτα γὰρ ἔδρων ἐφιέντος Θεοῦ, Πέρσαι τε καὶ   (55)
 

 228. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 64 l. 46

 εἶ σύ· καὶ τῷ λίθῳ, Σὺ ἐγέννησάς με;» Ἔσται δὲ


καὶ ἑτέρως Ἰσραὴλ ὡς τερέβινθος, ἀποβεβληκυῖα τὰ   (45)
φύλλα. Πρὸ μὲν γὰρ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδη-
μίας, τὴν τοῦ νόμου τηροῦντες σκιὰν, προσεοίκεσαν
φυτοῖς, καρπὸν μὲν οὐκ ἔχουσι, πλὴν εὖ μάλα
περιηνθισμένοις ταῖς τῶν φύλλων ἐκβολαῖς. Ἐπειδὴ
 

 229. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 76 l. 24

 τὰ ἀπηχθημένα αὐτῷ· κἂν εἰ μηδὲν ἡγοῖντο τὸν


νόμον· κἂν εἰ αὐτὴν ἀτιμάζειν καὶ ἀπαράδεκτον
ποιοῖντο τὴν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν, ἤγουν τῆς
μετὰ σαρκὸς οἰκονομίας τὴν χάριν· ἀναγκαίως ὁ   (25)
προφήτης οὐχ ὧδε ἔχοντα τὸν τῶν ὅλων Θεὸν κατα-
 

 230. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 77 l. 3

 (77) πᾶν ὁτιοῦν τῶν κατεψεγμένων, καὶ πολλὴν ἔχοντας


ἐκ νόμου τὴν καταβοήν. Πρὸ μὲν γὰρ τῆς τοῦ Σω-
τῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας ὀλίγα πεφροντικότες τῆς εἰς
Θεὸν αἰδοῦς, καὶ τῆς δοθείσης αὐτοῖς διὰ Μωσέως
ἐντολῆς ἀλογήσαντες, πολυτρόπως ἡλίσκοντο· δεδρά-   (5)
 

 231. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 77 l. 17

 δαίας ἁπάσης τὴν ὑπὸ χεῖρα πληθὺν Οὐεσπασιανοῦ   (15)


τε καὶ Τίτου. Ἐξηγεῖται τοίνυν τὸ παρὸν ὁ λόγος
ἡμῖν τὰ πρὸ τῆς ἐπιδημίας τῆς Ἰουδαίων Συναγω-
γῆς πλημμελήματα· ταύτης ἕνεκα τῆς αἰτίας ἀνεῖ-
38

σθαί φησι, τοῦτ’ ἔστι, δεδόσθαι τοῖς ἐχθροῖς παρὰ Θεοῦ


 

 271. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 1405 l. 56

 ἡμέρας.
  Ἀνοσίους ὄντας ἐλέγχει τοὺς ἐξ Ἰσραὴλ, καὶ οὔτι   (55)
που μόνον κατὰ τὸν τῆς ἐπιδημίας καιρὸν, ἀλλὰ γὰρ @1
(1408) ἄνωθεν, καὶ οἷον ἐκ ῥίζης, καὶ ἐκ πατέρων οἱ τὸν
θεῖον αὐτοῦ παρωσάμενοι νόμον, καὶ μονονουχὶ τὸ
 

 272. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 1408 l. 55

 τὰς ἡμέρας.» Ἴσμεν δὲ, ὅτι πυρὸς ἐξάπτεσθαι μέλ-


λοντος προανίσχουσι καπνοί. Οὐκοῦν πρὸ μὲν τῆς τοῦ
Σωτῆρος ἐπιδημίας, ἐν μολυσμοῖς ὄντος τοῖς ἀρτίως   (55)
ἡμῖν εἰρημένοις τοῦ Ἰσραὴλ, καπνοί τινες ὥσπερ,
καὶ ἀρχαὶ τῆς θείας ὀργῆς ἀνεφαίνοντο. Ἐπειδὴ δὲ @1
 

 273. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 1420 l. 29

 Χριστοῦ. Ἐπισημήνασθαι δὲ ἀναγκαῖον, ὅτι ταῦτα


τινὲς τῶν ἐξηγητῶν ἀνάπτουσι τοῖς καιροῖς, οὐ τοῖς
τῆς ἐπιδημίας μᾶλλον, ἀλλὰ τοῖς ἐσομένοις μετὰ τὸν
αἰῶνα τὸν ἐνεστηκότα· ἔσεσθαι γὰρ τοὺς δικαίους ἐν   (30)
εὐφροσύνῃ καὶ χαρᾷ φησι, καὶ ἐν ἀτελευτήτοις τρυ-
 

 274. Κύριλλος. Σχόλια στον προφήτη Ησαΐα. (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 1421 l. 39

 Ἰσραὴλ, ἅτε δὴ προσκεκλημένος, καὶ κατά γε τὴν


νοητὴν Ἐκκλησίαν προειληφώς· Ἀλλ’ ἐν τῇ κλήσει,
φησὶ, τῇ διὰ Χριστοῦ, καὶ ἐν καιροῖς τῆς ἐπιδημίας,
οὔτε ἄωρος, οὔτε πρεσβύτης διαφορὰν ἕξουσι τὴν κατὰ   (40)
τοῦτο αὐτὸ πρὸς ἀλλήλους· πάντες γὰρ ἔσονται τέ-
 

 275. Κύριλλος. Commentarii in Lucam (in catenis) {4090.108} (A.D. 4-5)


Vol. 72 p. 532 l. 14

 μόνῳ λατρεύσεις.»—(B f. 47 b) Ἁπτόμενος


ὥσπερ τῶν σπλάγχνων αὐτοῦ, ταύτην παρεκόμισεν
εὐκαίρως τὴν ἐντολήν· πρὸ μὲν γὰρ τῆς ἐπιδημίας
αὐτοῦ, πᾶσαν ἐπλάνησε τὴν ὑπ’ οὐρανόν· αὐτὸς ἦν ὁ    (15)
πανταχοῦ προσκυνούμενος· ὁ δέ γε τοῦ Θεοῦ νόμος
 
39

 276. Κύριλλος. Commentarii in Lucam (in catenis) {4090.108} (A.D. 4-5)


Vol. 72 p. 705 l. 2

 διαρπάζεται. Τοῦτο ὡς ἐπ’ ἀνθρώπων εἴρηται τὸ @1


(705) παράδειγμα· πέπονθε δὲ αὐτὸ καὶ ὁ μισόκαλος διά-
βολος· ἦν μὲν γὰρ πρὸ τῆς Σωτῆρος ἐπιδημίας ἐν
ἰσχύϊ πολλῇ, τὰς ἀλλοτρίας ἀγέλας, δῆλον δὲ ὅτι τὰς  
τοῦ ἐπὶ πάντων Θεοῦ, συνελάσας ὥσπερ καὶ συν-
 

 277. Κύριλλος. Commentarii in Lucam (in catenis) {4090.108} (A.D. 4-5)


Vol. 72 p. 709 l. 25

 χνος ὑψοῦ καὶ ἐπὶ λυχνίαν ἀεὶ, ἵν’ εἴη τοῖς ὁρῶσι
χρήσιμος. Καὶ τί τὸ ἐντεῦθεν, περινοήσωμεν. Πρὸ
μὲν γὰρ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας κατ-    (25)
εσκότισε τὴν ὑπ’ οὐρανὸν ὁ τοῦ σκότους πατὴρ, τουτ-
έστιν ὁ Σατανᾶς, ἀχλύϊ τε νοητῇ τὰ πάντα κατεμε-
 

 278. Κύριλλος. Commentarii in Lucam (in catenis) {4090.108} (A.D. 4-5)


Vol. 72 p. 760 l. 7

 φορὰ, ὑετοῦ δίκην κατεμπίπτουσα τῶν ἑαλωκότων.   (5)


Ἔδει τὸν τῆς σωτηρίας μὴ ἀγνοῆσαι καιρόν. Οὗτος δὲ
ἦν, ὁ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας, καθ’ ἣν ἡ
τελειοτάτη γνῶσις τῆς εὐσεβείας εἰσβέβηκε· καθ’ ἣν
ἀνέλαμψεν ἡ χάρις δικαιοῦσα τὸν ἀσεβῆ. Καὶ οὐ διά
 

 279. Κύριλλος. Thesaurus de sancta consubstantiali trinitate (A.D. 4-5) Vol.


75 p. 213 l. 53

 καὶ τῆς τοῦ δούλου μορφῆς, οὔτε εἶχε τὸ ὄνομα, οὔτε


ἦν ὑψηλότερος κατὰ τὸν τῶν Ἀρειανῶν λόγον. Εἰ
γὰρ ἦν ταῦτα καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας, περιττός που
πάντως ἐστὶν ὁ τοῦ εἰληφέναι τι λόγος. Εἰ δὲ οὐκ
εἶχεν, ὅπερ οὐκ ἦν ἐγένετο. Τί οὖν ἦν πρὶν ταύτης @1    (55)
 

 280. Κύριλλος. Thesaurus de sancta consubstantiali trinitate (A.D. 4-5) Vol.


75 p. 216 l. 11

 ἑαυτὸν, ἀλλ’ ὅτε γέγονεν ἄνθρωπος, ἀνεστραμμένην


ὁρῶμεν τῶν πραγμάτων τὴν τάξιν. Αἱ μὲν γὰρ θεῖαι    (10)
Γραφαὶ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου γεγενῆσθαι
λέγουσιν ἐπὶ βελτιώσει τῆς σαρκὸς, καὶ ὅλης τῆς ἀν-
θρώπου φύσεως. Εἰ δὲ Θεὸς, καὶ Υἱὸς, καὶ Ὑψηλὸς
 
40

 281. Κύριλλος. Thesaurus de sancta consubstantiali trinitate (A.D. 4-5) Vol.


75 p. 216 l. 52

 Κύριος τῶν δυνάμεων, ἀλλ’ οὗτός ἐστιν ὁ πάλαι Κύ-   (50)


ριος τῶν δυνάμεων. Εἰ δὲ τοῦτο ὢν φαίνεται ὃ δὴ καὶ
νῦν ἐστι καὶ πρὸ τοῦ τῆς ἐπιδημίας καιροῦ, περιττὸν
ἂν εἴη λέγειν, μᾶλλον δὲ κινδύνου μεστὸν, τροπῆς
δεκτικὸν ὑπάρχειν τὸν Υἱόν· ἢ προαιρέσεως ἀγαθῆς @1
 

 282. Κύριλλος. Thesaurus de sancta consubstantiali trinitate (A.D. 4-5) Vol.


75 p. 284 l. 1

 λειοῖ, καὶ εἰς αὐτὰ κτίζεται, πρόδηλον δήπουθεν ὅτι-


περ οὐ τῆς οὐσίας τοῦ Λόγου σημαντικὸν ἂν εἴη τὸ, @1
(284) «ἔκτισε·» δηλοῖ δὲ μᾶλλον τὸν τῆς ἐπιδημίας και-
ρὸν, καθὸ σὰρξ γεγονὼς, ἐκτίσθαι λέγεται. Τότε γὰρ
καὶ ὁλόκληρα ποιήσας τὰ ἔργα τοῦ Πατρὸς, καὶ
 

 294. Κύριλλος. Contra Julianum imperatorem (libri iii-x) {4090.111} (A.D.


4-5) Book 9 column 996 l. 35

 δῶς, ὁ αὐτὸς δὲ νυνὶ παρ’ ἡμῖν νοητῶς καὶ πνευμα-


τικῶς, καὶ κατά γε τὸ ἀληθές. Καὶ καιρὸς μὲν τοῖς
αἰνίγμασι πρέπων ὁ πρὸ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδη-   (35)
μίας· τοῖς γε μὴν ἀληθεστέροις ὁ μετ’ ἐκεῖνον εἰσ-
βεβηκώς, καθ’ ὃν ἐπέλαμψεν ἡ ἀλήθεια. Ἔδει γάρ,
ἔδει διὰ μὲν τοῦ πανσόφου Μωσέως παιδοκομεῖσθαι
 

 295. Κύριλλος. Encomium in sanctam Mariam deiparam (homilia diversa 11)


{4090.117} (A.D. 4-5) Vol. 77 p. 1032 l. 18

 πατριαρχῶν ἰχνοπατουμένη ἁγιάζῃ. Εὐλογοῦνται γὰρ


ἀληθῶς καὶ αἱ πύλαι, καὶ αἱ ῥύμαι, καὶ οἱ λιμένες,
τῇ τῶν ἁγίων Πατέρων ἐπιδημίᾳ. Ὅπου γὰρ πολλοὶ
ποιμένες ἐλαύνουσιν, πολὺς γίνεται δι’ αὐτῶν ὁ τῆς
ἁγιωσύνης σύλλογος· καὶ μάλιστα οὗτοι οἱ φιλόθεοι   (20)
 

 301. Κύριλλος. Collectio dictorum veteris testamenti [Sp.] {4090.124} (A.D.


4-5) Vol. 77 p. 1192 l. 52

 τοῦ Κυρίου καιρός· διὰ τὸν σκότον τῆς πλάνης, καὶ    (50)
τὸν ἐπιπολάζοντα ζόφον τῶν παθῶν· ἡμέρα δὲ ὁ τῆς
ἐπιδημίας αὐτοῦ, καθ’ ὃν ἀνέτειλεν αὐτὸς ὁ ἥλιος τῆς
δικαιοσύνης, φωτίζων καὶ λαμπρύνων τὰς τῶν πι-
στευόντων ψυχάς. Λοιπὸν οὖν μὲν Ἰουδαίους ὡδήγει
 
41

 305. PROCLUS Phil. In Platonis Parmenidem {4036.008} (A.D. 5) P. 679 l.


14

 λῶς, ὥσπερ τὴν πρώτην, ἔπειτα τελείως. Δη-


λοῖ δὲ τὴν ἀτελῆ μέθεξιν, ὡς προείπομεν, ἡ
πρώτη ἐπιδημία· τὴν δὲ τελείαν ἡ ἀνα-
νέωσις ἐκείνης καὶ ὁ ἀναγνωρισμὸς, καὶ ὁ ἀσπα-   (15)
σμὸς τελευταῖος, ἕνωσιν καὶ συναφὴν ἀδιαίρετον
 

 306.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Catena in Canticum canticorum (A.D. 5-6)


P. 1549 l. 43

 πιστούμενον· ἀλλ’ αἱ μὲν νεάνιδες διὰ τοῦτο ἠγάπησάν


σε, ἐπειδὴ παρέλκυσάν σε ἐκ τῶν πατρικῶν κόλπων ἐπι-
δεόμεναι τῆς σῆς παρουσίας, μετὰ τὴν ἐκ τῆς ἐπι-
δημίας ὠφέλειαν, μετὰ τὴν τῶν θαυμάτων πεῖραν
ἐπιγνοῦσαί σου τὸ ὄνομα, καὶ ἀκολουθεῖν ὀπίσω σου   (45)
μετὰ τὴν τῆς εὐεργεσίας αἴσθησιν· ἐγὼ δὲ ἡ σοὶ
 

 307.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Catena in Canticum canticorum (A.D. 5-6)


P. 1549 l. 48

 μετὰ τὴν τῆς εὐεργεσίας αἴσθησιν· ἐγὼ δὲ ἡ σοὶ


μεμνηστευμένη ἤδη κατὰ τὴν σὴν ἐπιφοίτησιν, τῆς
ὀσμῆς τῶν μύρων σου καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἀντ-
ελαβόμην· καὶ τῶν ἀγαθῶν μαστῶν σου ὕστερον
γνωσθέντων πολλοῖς φθάσασα τὴν γνῶσιν τῇ χάριτι.   (50)
 

 308.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Catena in Canticum canticorum (A.D. 5-6)


P. 1564 l. 19

   Κυρίλλου. Ἤγουν ἀργύριον μὲν ἐν τῇ Γραφῇ


συνήθως, ἡ θεία διδασκαλία· χρυσίον δὲ τὰ θεῖα χα-
ρίσματα· πάντα δὲ πρὸ τῆς ἐπιδημίας Χριστοῦ,
ὁμοιώματα ἦν καὶ σκιὰ τῶν μελλόντων, κατὰ τὸν    (20)
Ἀπόστολον, ἀγαθῶν· ἀναστὰς δὲ Χριστὸς τὰ τέλεια
 

 309.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Catena in Canticum canticorum (A.D. 5-6)


P. 1576 l. 26

 ὑετὸν, καὶ τεκοῦσα τὴν ἀρετὴν, ἄνθει ἑαυτὴν παρα-


βάλλει πεδίου· δείκνυσι δὲ ὅσον ὠφέλησεν ἡ τοῦ Χρι-   (25)
στοῦ ἐπιδημία, ὅπου γε καὶ τὰς κοιλάδας τὰς ἀνεπι-
τηδείους πρὸς ἃ παντασπόρον, τοιούτων μεστὰς
ἔδειξεν ἀνθέων· κοιλάδα γὰρ λέγει τὴν ἀποκοιλαν-
 
42

 310.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Catena in Canticum canticorum (A.D. 5-6)


P. 1605 l. 20

 βολῆς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἡ συκῆ ἢν κόψαι διὰ τὸ


μὴ φέρειν καρπὸν ὁ οἰκοδεσπότης ἐκέλευσεν, τοὺς
τῆς μετανοίας ἐξήνθησεν ὀλύνθους, μετὰ τὴν ἐπι-   (20)
δημίαν Χριστοῦ, τὰ τῆς ἰδιωτικῆς διδασκαλίας δε-
ξαμένη κόπρια· καὶ ἡ ἄμπελος δὲ ἐκ τῆς ἀληθινῆς
ἀμπέλου μεταφυτευθεῖσα ἐκ τοῦ κυπρισμοῦ ἔδωκεν
 

 311.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Catena in Canticum canticorum (A.D. 5-6)


P. 1737 l. 38

   Κυρίλλου. Ἁγιάζεται τοίνυν ἡ τροφὴ τῆς Νύμ-


φης, συνευωχουμένου Χριστοῦ· ἤγουν εὔχεται τὴν
ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἡ Ἐκκλησία
γενέσθαι, κατὰ πρόνοιαν τοῦ διδόντος αὐτὸν τοῖς ἀν-
θρώποις, ἵνα θηλάσῃ τὴν Θεοτόκον.    (40)
 

 312.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Catena in Canticum canticorum (A.D. 5-6)


P. 1740 l. 43

   Ὁ μὲν νόμος ὑποστηρίζει τὸ ἡγεμονικὸν, τὸ δὲ


Εὐαγγέλιον τοῦ παντός ἐστι περιληπτικόν· ἢ εὐώνυ-
μος ἡ πρώτη ἐπιδημία, δεξιὰ δὲ ἡ δευτέρα· ἢ εὐώ-
νυμος ὁ παρὼν αἰὼν, τῷ μέλλοντι παραλαβὼν, εἰσ-
άγει εἰς τὰς ἄνω μονάς.    (45)
 

 313.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 1817 l. 22

 τῶν ἐναντίων πραγμάτων. Οὐ κατὰ ἔκστασιν δια-   (20)


νοίας, ὥς τινες ἔφασαν, τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ καλυ-
πτομένου παρὰ τοῦ πνεύματος, ὃ δὴ θείας ἐπιδημίας
ἀνάξιον, ἔκφρονα ποιεῖν καὶ μανίας ἐγγὺς τὸν Θεὸν
αὐτόν. Τελειωτικὸν γὰρ τὸ Θεῖον οἷς ἂν ἐγγένηται,
 

 314.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 1856 l. 51

 γὰρ τραφεῖσα θείῳ, πῶς ἐξεπόρνευσεν; πρῶτον


μὲν, πρὸς εἰδωλολατρείαν· μετὰ δὲ τὴν τοῦ Σωτῆ-   (50)
ρος ἐπιδημίαν, εἰς διδασκαλίαν [καὶ] ἐντάλματα
ἀνθρώπων. Αἰτία δὲ τῆς κατὰ ψυχήν τε καὶ σῶμα
πορνείας, ἀπιστία. Οὐδεὶς γὰρ Θεὸν πανταχοῦ παρ-
 
43

 315.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 1857 l. 27

   «Τίνα γὰρ τῶν προφητῶν οὐκ ἀπέκτειναν οἱ πατέ-   (25)


ρες ὑμῶν;» ὁ Στέφανος Ἰουδαίους ἐπωνείδισεν. Ἁρ-
μόσει δὲ μᾶλλον ἐπὶ τοῦ τῆς ἐπιδημίας ὁ λόγος και-
ροῦ· διὸ καὶ ὁ Σωτὴρ γενεὰν πονηρὰν καὶ μοιχαλίδα
τοὺς αὐτοὺς τούτους καλεῖ. Τοιγαροῦν ὁ προφήτης
 

 316.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 1877 l. 20

 ἀλλήλους μεμηνότων. Οὐκ ἂν γὰρ εὕροι τις τοιαύτην


εἰρηναίαν κατάστασιν, ὁποίαν ἐπὶ τῆς Ῥωμαίων
ἀρχῆς μετὰ τὴν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν, κατὰ ἔθνη   (20)
καὶ πόλεις τε καὶ ἀγρούς. Διό φησι, καὶ οὐ μὴ μά-
θωσιν ἔτι πολεμεῖν. Τὸ δὲ τῶν ἐλέγχων εὔχρηστον
 

 317.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 1909 l. 27

 μετὰ τὴν ἐκεῖθεν ἐπάνοδον· νῦν δὲ παντελῶς ἐκλε-   (25)


λοίπασιν.
  Εἰ δέ τις λέγοι καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἐπιλελοι-
πέναι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ οὐχ ἅπαντα· ἔτι γὰρ καὶ ὁ
νεὼς συνειστήκει, καὶ τὴν νομικὴν ἐτέλουν λατρείαν,
 

 318.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 1945 l. 22

 συμβέβηκεν μυσάντων τοὺς ὀφθαλμούς. Οὕτως   (20)


ἀκούων τις οὐκ ἀκούει, εἰ μὴ συνιῇ παρακούων·
ἃ δὴ γέγονεν αὐτοῖς ἐπὶ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας.
Παρόντα γὰρ αὐτὸν ὀφθαλμοῖς ὁρῶντες οὐκ ἔβλεπον,
τά τε μυστήρια τῆς βασιλείας διδάσκοντος οὐκ ἠνεί-
 

 319.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 1945 l. 30

 τοῦ προφήτου πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν λέγον· Πο-


ρεύθητι, καὶ εἶπον τῷ λαῷ τούτῳ,» καὶ τὰ ἑξῆς, εἰς
τὴν τοῦ Σωτῆρος ἀναφέρων ἐπιδημίαν τὸν λόγον.   (30)
Τοῦτο δὲ ἦν ἄρα καὶ μάλα σαφῶς, ὅπερ ἔφη Χρι-
στὸς, τοῖς ἐξ Ἰσραὴλ ἀπειθεῖν εἰρημένοις· «Μὴ
 
44

 320.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 1948 l. 13

 μονῶν ὀνειδίζεται· οὕτω καὶ νῦν οἱ μὲν τότε ζῶντες


ἐδείκνυντο· τὰ δὲ τῆς προφητείας, κατὰ τὴν τοῦ Σω-
τῆρος ἐπιδημίαν ἐξέβαινεν. Ἔστι δὲ καὶ συνήθης ὁ
τοιοῦτος λόγος ἡμῖν, ὃν ἀλλοιούμενόν τινες προσηγό-
ρευσαν. Τὸν αὐτὸν γὰρ καλοῦμεν χορὸν, καὶ ὅτε καθ’   (15)
 

 321.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 1961 l. 37

 θρώπων, ἢ τῇ λοιπῇ περὶ τὸν βίον ταπεινότητι, ὡς ἐκ   (35)


τῆς ἰδίας ἀναπλάσας καρδίας τὸν περὶ τῆς τοῦ Σω-
τῆρος ἐπιδημίας χρηματισμόν. Ὁ δὲ Ἄχαζ οὕτω
τοῦτον ἐδέξατο, ὡς Λαβὰν, ὡς Ἀβιμέλεχ, ὡς Να-
βουχοδονόσωρ, ὡς Φαραὼ, ὡς ὁ Καϊάφας· οὐ διὰ τὴν
 

 341.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 2153 l. 7

 νος. Τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ καὶ γνώσονται τὸν Κύ-   (5)


ριον ἐν τῷ τῆς θλίψεως καιρῷ, ὃν ἡμέραν ἐκάλεσε.
Τινὲς δὲ πρὸς αὐτὴν ὅλως τὴν ἐπιδημίαν τὸν λόγον
ἐξέλαβον. Τῆς γὰρ ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπὸ τῶν
δαιμόνων τυραννουμένης, φορτίῳ τε κακῶν συνεχο-
 

 342.Προκόπιος εκκλησιαστικός. Commentarii in Isaiam {2598.004} (A.D. 5-


6) P. 2157 l. 12

 ἐσόμενα διὰ τῶν ὅσον οὔπω μελλόντων πληροῦσθαι   (10)


πιστοποιεῖ. Τὰ μὲν γὰρ εἰρημένα χρηστὰ, τὴν τοῦ
Σωτῆρος ἐπιδημίαν ἀνέμενεν ἐπὶ νεφέλης κούφης
ἥξειν εἰς Αἴγυπτον μέλλοντος. Τὰ δὲ νῦν ἐπ’ αὐτῶν
τῶν τοῦ προφήτου χρόνων συμβέβηκεν. Ταῦτα δὲ
 

  

 359. Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Sacra parallela (recensiones secundum


alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod. Vat. gr.
1236) {2934.018} (A.D. 7-8) Vol. 96 p. 165 l. 4

 τηκοστὴ ὑποδέξεται, οὕτω τοῦ Πάσχα καθυβρισθέν-


τος; Ἡ Πεντηκοστὴ τοῦ Πνεύματος ἔσχε τοῦ ἁγίου
45

τὴν ἐναργῆ καὶ πᾶσι γνωρίμην ἐπιδημίαν, σὺ δὲ


προλαβὼν σεαυτὸν οἰκητήριον τοῦ ἀντικειμένου    (5)
ἐποίησας πνεύματι, καὶ γέγονας ναὸς εἰδώλων ἀντὶ
 

 360. Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.]


{2934.053} (A.D. 7-8) Vol. 95 column 477 l. 14

 τος, πᾶν τὸ σῶμα τῆς ἀθανασίας μετέλαβεν.


  «Ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ.»
  Τὸ ἄχρι νόμου, ἀντὶ τοῦ, ἕως τῶν τῆς ἐπιδημίας
καιρῶν· τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς, κατὰ τὸ γε-    (15)
γραμμένον. Λέγει οὖν, ὡς διὰ μὲν τοῦ Ἀδὰμ εἰσῆλ-
 

 361. Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.]


{2934.053} (A.D. 7-8) Vol. 95 column 477 l. 18

 γραμμένον. Λέγει οὖν, ὡς διὰ μὲν τοῦ Ἀδὰμ εἰσῆλ-


θεν εἰς τὸν κόσμον ἡ ἁμαρτία, ἔμεινεν δὲ μέχρι τῶν
καιρῶν τῆς ἐπιδημίας βασιλεύουσα, καταργεῖται δὲ
ὑπὸ Χριστοῦ.
  «Ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται, μὴ ὄντος νόμου.»   (20)
 

 362. Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.]


{2934.053} (A.D. 7-8) Vol. 95 column 712 l. 52

   Ἀντίθεσιν ἀνακύπτουσαν λύει. Εἰ οὐκ ἔστι, φησὶ,   (50)


παρὰ σοὶ τὸ Ναὶ, καὶ, Οὒ, ἀλλὰ ἃ νῦν λέγεις, ἀνα-
τρέπεις μετὰ ταῦτα, ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἐπιδημίας τῆς
σῆς ἐποίησας, οὐαὶ ἡμῖν μή ποτε καὶ ἐν τῷ κηρύ-
γματι τοῦτο γέγονεν. Ἵνα οὖν μὴ ταῦτα ἐννοοῦντες
 

 363. Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.]


{2934.053} (A.D. 7-8) Vol. 95 column 713 l. 28

 ἀκινήτους. Οὐ γὰρ ἐγένετο ἐν αὐτοῖς ναὶ καὶ οὐ,


τουτέστιν, οὐ ποτὲ μὲν ἀληθῆ τὰ εἰρημένα, ποτὲ
δὲ ψευδῆ, καθάπερ ἡ ἐπιδημία ἡ ἐμὴ, ἀλλ’ ἀεὶ
ἀληθῆ.
  Εἰ δὲ ἃ ὑπέσχετο, βέβαια, πολλῷ μᾶλλον αὐτὸς,    (30)
 

 364. Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.]


{2934.053} (A.D. 7-8) Vol. 95 column 732 l. 8

 παραπέμπει ταχέως. Ὅρα δὲ πῶς ἔκρυψεν τὰ λυ-


πηρὰ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου καὶ τῆς τελευτῆς,
46

καὶ τὰ σφόδρα ποθεινὰ ἀντέθηκεν, ἐπιδημίαν αὐτὰ


καλῶν πρὸς τὸν Κύριον, καὶ τὰ δοκοῦντα γλυκέα,
ἀφεὶς τὰ τῆς ζωῆς, ἀπὸ τῶν λυπηρῶν αὐτὰ ὠνόμασεν,   (10)
 

 365. Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.]


{2934.053} (A.D. 7-8) Vol. 95 column 948 l. 46

 λείαν καλεῖ.
  Σαββατισμὸς οὖν ἄρα νοητὸς καὶ ἀληθὴς, τῆς τοῦ    (45)
Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας καιρός.
  «Ὁ γὰρ εἰσελθὼν εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ, καὶ
αὐτὸς κατέπαυσεν ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὥσπερ ἀπὸ
 

 366. Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.]


{2934.053} (A.D. 7-8) Vol. 95 column 969 l. 22

   Ἀπεκρύπτετο ἐνταῦθα, φησὶν, ἡ προτέρα,    (20)


ἐπειδὴ οὕτως ἐνειστήκει αὐτῆς ὁ καιρός. Ἦν δὲ
οὗτος, ὁ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ καὶ ἐφα-
νερώθη.
  «Εἰς τὸν καιρὸν τὸν ἐνεστηκότα, καθ’ ὃν δῶρά τε
 

 367. Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.]


{2934.053} (A.D. 7-8) Vol. 95 column 976 l. 14

 φέρονται· τότε εἴρηκεν· Ἰδοὺ ἥκω.»


  Δείκνυσιν ἐκ Μαρτυρίας Παλαιᾶς, ὅτι ἀφ’ οὗ ἡ
ἐπιδημία Χριστοῦ, πέπαυται τὰ τῶν θυσιῶν, εἰ καὶ
δοκοῦσιν ἔτι προσφέρεσθαι. Ἀνεβάλλετο γὰρ πρὸς    (15)
ὀλίγον, εἶτα ἐπήγαγεν αὐτῶν τὸ τέλος.
 

 368. Ιωάννης Δαμασκηνός θεολόγος. Laudatio sanctae Barbarae {2934.060}


(A.D. 7-8) Vol. 96 p. 793 l. 10

 προσώπῳ διὰ τῶν εἰδώλων ἐνέπτυσεν. Πρὸς γὰρ τὸν δι’ αὐτῶν ἐνεργοῦντα καὶ
ἀπατῶντα ἀρχέκακον τοῦ
ἐμπτύματος τὴν ὕβριν ἐξέτεινεν, καὶ ἐξέπεμψεν, καὶ κατηκόντικεν.
  θʹ. Ἐπαναζεύξαντος δὲ τῆς ἐπιδημίας τοῦ ταύτης   (10)
γεννήτορος, καὶ ἐπὶ παραλλάξει τῆς ἑαυτοῦ διατάξεως
τοῖς οἰκοδόμοις χαλεπῄναντος καὶ ἀγανακτήσαντος
 

 369. THEODORUS STUDITES Scr. Eccl. et Theol. Homilia in nativitatem


Mariae (olim sub auctore Joanne Damasceno) {2714.001} (A.D. 8-9) Vol. 96
p. 688 l. 19
47

 χαῖα παρῆλθε (λελέχθω κἀνταῦθα), ἰδοὺ γέγονε τὰ


πάντα καινά. Οἴκου ἀρχὴ κατὰ ἀκριβεστάτην θεω-
ρίαν, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐπιδημίας
ἡ παροῦσα πανήγυρις προεκλάμπουσα.   (20)
  ϛʹ. Ἔχεις, ὦ φιλότης, τοῦ ζητουμένου τὴν λύσιν.
 

 370. GEORGIUS Monachus Chronogr. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 p. 600 l. 6

 Ὁ δὲ Σίλβεστρος ἔφη· «Καὶ πῶς οὐκ ἠκούσατε


τοῦ Δανιὴλ προλέγοντος φανερῶς καὶ τὸν καιρὸν καὶ   (5)
τὴν θείαν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν; φησὶ γὰρ ὁ
προσδιαλεγόμενος αὐτῷ ἄγγελος· «Οʹ ἑβδομάδες
συνετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν
 

 371.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 20 l. 16

 θει τῶν ἐν αὐτοῖς εἰσπλεόντων. καὶ κατεῖχε φόβος τὴν Βύ-


ζαντος οὐκ ἐλάχιστος διὰ τὸ ἀπαράσκευον ἐκ τῆς ἀπροόπτου    (15)
τοῦ ἔθνους ἐπιδημίας. ὅμως τὰ παρατυχόντα μακρὰ πλοῖα
καὶ λοιπὰς ἑτέρας ναῦς πολεμικὰς ὁ βασιλεὺς συστησάμενος,
καὶ πεζικῇ δυνάμει τοὺς παρακειμένους αἰγιαλοὺς συμπερι-
 

 372.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 23 l. 17

 ἑκάστῳ παρεῖχε τὸ ἐπικείμενον τοῦ καιροῦ, ἐπὶ τὰς πύλας   (15)


ὠθοῦντο τῆς πόλεως, ἄλλος ἄλλον προφθάνειν κατεπειγόμενοι.
μικρὸν δ’ ὕστερον ἡ τοῦ ἀποστάτου ἐπιδημία φοβερά τις καὶ
καταπληκτικὴ κατηγγέλλετο, ἵππῳ στρατιωτικῷ καὶ πεζικῷ δυ-
νάμει μὴ ἀποδέουσα πρὸς μάχην βασιλικήν.
 

 373.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 102 l. 19

 ἦν, καὶ πρὸς τῇ ἀποσκευῇ καὶ στρατιωτικὸν ἐκ τῆς ἑσπέρας


καὶ τῆς τῶν Καππαδοκῶν φθάσας προσυνελέξατο, καὶ Σκύθας
συνεκαλέσατο, καὶ πρὸ τῆς τούτων ἐπιδημίας μετὰ τῶν ἐν τῇ
βασιλείῳ μόνων αὐλῇ τῆς ὁδοῦ σπουδαίως ἐφήψατο. εἰ δὲ    (20)
καὶ αὐτὸς ὁ ταῦτα συγγράφων τῶν ἐκ προκρίσεως αὐτῷ συ-
 

 374.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 109 l. 11

 ὥρμησαν. καὶ ἐπείπερ εὗρον αὐτὴν οὐ πάνυ διὰ τῶν ἐντὸς


ἀντιμαχομένην (ἔφθησαν γὰρ οἱ Σαρακηνοὶ τῷ φόβῳ τῆς    (10)
βασιλικῆς ἐπιδημίας φυγαδείαν ἑλέσθαι πέραν τοῦ Εὐφράτου
ποταμοῦ), ταχὺ βιασάμενοι τὰς πύλας ἐντὸς εἰσεπήδησαν.
48

καὶ σιτίων μὲν καὶ τῆς ἄλλης διατροφῆς εἰς κόρον μετακο-
 

 375.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 128 l. 19

 ψαι, κἀκεῖνον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλεύουσαν, ὡς ἂν διανα-


παυθεὶς ὁ στρατὸς ἰσχυρότερος ᾖ πρὸς τὸ ἐπιὸν ἔτος, πολέ-
μου τυχὸν γενομένου ῥαγδαιοτέρου δι’ ἐπιδημίας τοῦ τῶν
ἀλλοφύλων ἐξάρχοντος.    (20)
  Ἐπεὶ δὲ τουτὶ τὸ ψήφισμα ἐκυρώθη, ἀνάμνησις γέγονε
 

 376.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 137 l. 9

 Τούρκους καταδραμεῖν καὶ κακῶσαι κατὰ τὸ ἐγχωροῦν. καὶ


γὰρ τὴν ἐπάνοδον δείσαντες οἱ πολέμιοι διὰ τὸ πυθέσθαι
περὶ τῆς τοῦ βασιλέως ἐπιδημίας, διὰ τῶν τῆς Σελευκείας
ὀρῶν ἐπορεύθησαν, καὶ εἰς τὴν τῆς Ταρσοῦ πεδιάδα κατη-    (10)
κοντίσθησαν. ἔνθα παρὰ τῶν Ἀρμενίων συγκυρηθέντες τὴν
 

 377.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 140 l. 22

 τερον, μὴ τὰς τοῦ χάσματος σήραγγας, ἐν ᾧπερ οἱ παραρ-   (20)


ρέοντες ποταμοὶ ἐκεῖσε χωνευόμενοι διὰ τῆς τοῦ ἀρχιστρα-
τήγου παλαιᾶς ἐπιδημίας καὶ θεοσημίας ὡς διὰ πρανοῦς
ἀστατοῦν τὸ ῥεῦμα καὶ λίαν εὐδρομοῦν ἔχουσι, τοὺς κατα- @1
(141) φυγόντας διατηρῆσαι καὶ ὑπαλύξαι τὸν κίνδυνον μελετῆσαι,
 

 378.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 185 l. 23

 περιμεῖναι καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ στρατοῦ, καὶ ἢ καταμαλάξαι


τὸν βάρβαρον ὑποσχέσεσιν ἐκ τῆς ὑπερθέσεως, ἢ περαιούμε-
νον ἐκ τῆς γεφύρας δέξασθαι ἀπαράσκευον, ἢ μετὰ τὴν ἐπι-
δημίαν τοῦ ἐπιλοίπου στρατεύματος μετὰ πλείονος τούτῳ τῆς @1
(186) παρασκευῆς ἐπελθεῖν. ὁ δὲ παρακούσας τῆς ἀρίστης ταυτησὶ
συμβουλῆς, καὶ τὸν ποταμὸν διαβὰς ἐπιπόνως διὰ τὸ τῆς
 

 379.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 186 l. 18

 καὶ πολλοῖς ἀνιαροῖς περιέβαλεν. ὡς δὲ προσηγγέλη τὸ τοι-


οῦτον ἀτύχημα τῷ τε κρατοῦντι καὶ τῷ δήμῳ παντί, πολλή
τις ἐνέσκηψε μέριμνα πᾶσι, τὴν τοῦ Φράγγου ἐπιδημίαν ὑπό-
πτιον ἐξ ἐπιβουλῆς ἔνδον οἰομένου τοῦ βασιλεύοντος. διὸ καὶ
καθίσας εἰς τὸν βασίλειον δίφρον, τοιάδε πρὸς τοὺς παρόν-   (20)
 

 380.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 239 l. 14


49

 ἀνωθούμενον. τῶν τοίνυν ἀνθρώπων οὕτως ἐχόντων γνώμης


καὶ προαιρέσεως, συνεπεψηφίζετο καὶ θεὸς ἄνωθεν, καὶ δε-
ξιὰ πάντα τούτῳ καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας θαυμαστὰ διετίθετο,
ὡς καὶ αὐτὴν τὴν μητέρα καὶ τοὺς συγγενεῖς ἅπαντας τοῦ   (15)
κρατοῦντος ἐκείνῳ τὴν βασιλείαν ἐπιτρέπειν συγκατατίθεσθαι,
 

 381.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 251 l. 15

 ἡμέραις πρὸ τῆς πόλεως στρατοπεδευσάμενοι πληροφορίαν


ἐδέξαντο. εἶχε γὰρ ἅπαντας ἔρως ἐπιμανὴς τοῦ Βοτανειά-
του, καὶ τὴν ἐκείνου βασίλειον ἐπιδημίαν ὡς ἐπιδημίαν θεοῦ    (15)
προσεδέχοντο.
  Μηδὲν δὲ τῶν ὧν ἤλπισεν ὁ τοῦ Βρυεννίου αὐτάδελ-
 

 382.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 251 l. 15

 ἡμέραις πρὸ τῆς πόλεως στρατοπεδευσάμενοι πληροφορίαν


ἐδέξαντο. εἶχε γὰρ ἅπαντας ἔρως ἐπιμανὴς τοῦ Βοτανειά-
του, καὶ τὴν ἐκείνου βασίλειον ἐπιδημίαν ὡς ἐπιδημίαν θεοῦ    (15)
προσεδέχοντο.
  Μηδὲν δὲ τῶν ὧν ἤλπισεν ὁ τοῦ Βρυεννίου αὐτάδελ-
 

 383.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 272 l. 6

 τόροις ἐπιστήσαντες, ὡς προείρηται, προσέμενον τῷ μεγάλῳ


τεμένει, καὶ ἐπιστολὰς τῷ Βοτανειάτῃ δουλικὴν ἐχούσας τὴν   (5)
ῥῆσιν ἀνέπεμπον, καὶ τὴν ἐπιδημίαν ὡς θεοῦ τῷ ὄντι ποθει-
νῶς ἐπετάχυνον. καὶ ἦσαν ἐπὶ τρισὶν ἡμέραις ἀβασίλευτον
τηροῦντες τὴν πόλιν καὶ ἄσυλον, καὶ τοῦτο μονονουχὶ ἐπιφω-
 

 384.Μιχαήλ Ατταλιάτης. (A.D. 11) P. 277 l. 12

 τοῦντο καὶ τὴν πόλιν ἐστεφάνουν καὶ τῆς προτέρας ἀνεκτῶντο    (10)
στυγνότητος, ὡς ἀνάπλασιν μιμεῖσθαι τὴν τοῦ θεοσδότου του-
τουὶ βασιλέως ἐπιδημίαν καὶ τὴν μεγαλουργίαν τῆς πράξεως.
τὸ δὲ πάντων θαυμασιώτερον, ὅτι μηδὲ τὸ παλάτιον εὗρεν,
ὃ πρὸ αὐτοῦ κατεῖχεν, ἄσυλον καὶ ἀπόρθητον, ἀλλ’ ἀποσεσυ-
 

 385. VITA ET MIRACULA NICONIS Hagiogr. Vita et miracula (e cod.


Kutlumus. 210) {5081.002} (A.D. 11-17) P. 188 l. 31

 Ἀμύκλιον φερούσης εἴχετο.


    24. Ὡς δ’ ἀκηκόασιν οἱ τῆς Λακεδαίμονος ἔποικοι τὴν ἐν Ἀμύ-   (30)
κλαις τούτου ἐπιδημίαν, μετὰ πλείονος ὅσης σπουδῆς οἵ τε προὔχοντες
καὶ ὁ λοιπὸς λαὸς ἀπνευστὶ ἐκεῖσε ἔθεον, ἄλλος ἄλλον προκαταλα-
50

βέσθαι φιλονεικοῦντες. Οἳ καὶ τοῖς ποσὶ τούτου προσπίπτοντες καὶ λι-


 

 386. Anna COMNENA Hist. Alexias {2703.001} (A.D. 11-12) Book 14 ch. 8
sec. 3 l. 11

 ἐπὶ τῶν τοῦ ἐμοῦ πατρὸς σκήπτρων τὴν πόλιν μεγαλόπολιν


ὡς ὄντως ἐτεκμηράμεθα. Ἐδυστύχει δὲ μετὰ τῶν ἄλλων @1   (10)
καὶ ἀσεβῶν ἐπιδημίᾳ πολλῶν. Ἀρμένιοί τε γὰρ διενείμαντο
τὴν πόλιν ταύτην καὶ οἱ λεγόμενοι Βογόμιλοι, περὶ ὧν
ὕστερον καὶ αὐτῶν καὶ τῆς τούτων αἱρέσεως ἐροῦμεν κατὰ
 

 387. Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist. et Scr. Rerum Nat. Epistulae {4145.002}


(A.D. 13-14) Epistle 24a l. 28

 μῶν καὶ γνῶσιν τῶν ὄντων ᾗ ὄντα ἐστί’, σφόδρα ἂν βάλοι κατὰ
σκοπόν· κινδυνεύω γὰρ καὶ νομίζειν καὶ λέγειν τὴν σὴν πρὸς ἡμᾶς
ἐπιφάνειαν ἐπιδημίαν εἰς ἀνθρώπους εἶναι σοφίας ἁπάσης, ψυχὴν καὶ
σῶμα προσειληφυίας καὶ συνδιαιτωμένης ἀνθρώποις, ἵνα σοφοὺς
ἀκροατὰς συνετίσῃ καὶ ἀκοὰς σωφρονίσῃ βεβήλους καὶ ὑπερόρια θείη   (30)
 

 388. Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist. et Scr. Rerum Nat. Epistulae {4145.002}


(A.D. 13-14) Epistle 24b l. 29

 τὴν ἀνωτάτω καὶ πρώτην σοφίαν καὶ ἐπιστήμην δηλοῖ, σφόδρα ἂν


βάλοι κατὰ σκοπόν· κινδυνεύω γὰρ καὶ νομίζειν καὶ λέγειν τὴν σὴν
πρὸς ἡμᾶς ἐπιφάνειαν ἐπιδημίαν εἰς ἀνθρώπους εἶναι σοφίας ἁπάσης,
ψυχὴν καὶ σῶμα προσειληφυίας καὶ συνδιαιτωμένης ἀνθρώποις, ἵνα   (30)
σοφοὺς ἀκροατὰς συνετίσῃ καὶ ἀκοὰς σωφρονίσῃ βεβήλους καὶ ὑπερ-
 

 389. Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist. et Scr. Rerum Nat. Epistulae {4145.002}


(A.D. 13-14) Epistle 61 l. 22

 ἡδέα τρυγῶν τε καὶ ἀφαιρούμενος, ὥσπερ εἴ τις ὑλοτόμος δρυὸς καλ-   (20)


λονὴν ἀφαιρεῖται πικρᾷ τῇ χειρί· τάχα δ’ ἂν καὶ ἀπηγορεύκειν, εἰ μή
τις ἐλπὶς αὖθις τῆς σῆς ἐπιδημίας τὴν ἡμετέραν ψυχὴν περιερχομένη
τε καὶ περιοδεύουσα, παρὰ τοσοῦτον ἀνάγει τῆς λύπης καὶ ἀναφέρειν
ποιεῖ, παρ’ ὅσον ἡδονῆς ἀνακίρνησι καὶ τἀμφίβολον ἐφαπλοῦσα ταλαν-
 

 390. Isidorus GLABAS Epist., Orat., Scr. Eccl. et Theol. Oratio ad


Thessalonicenses ii (e cod. Vat. gr. 651, fols. 97v-109r) {4413.004} (A.D. 14)
P. 579 l. 9

 μένου· οἷον ἡ ναῦς, καὶ ἤγγικε φαμέν, εἰ μέλλοι τῇ γῇ μεταμικρὸν προσορμί-


ζεσθαι, καὶ εἰ προσδεθείη τῇ γῇ μὴ δὲ βραχύ τι διϊσταμένη, πάλιν ἐπ’ αὐτῆς
ἐνίοτε χρώμεθα τῇ φωνῇ· ὁ μέν, οὖν, τὴν μεταμικρὸν ἐπιδημίαν διὰ τοῦ ἤγ-
51

γικεν ἐδήλου· ὁ δὲ σωτήρ, τὴν ἐπιστᾶσαν ἤδη διὰ τοῦ αὐτοῦ. Ἐπεὶ δὲ
καὶ   (10)
διὰ τὴν Ἰουδαίων ἄνοιαν, οὐ φανερῶς ἑαυτὸν ὁ Χριστὸς ἀπεκάλυπτεν, εἰ-
 

 391. SCHOLIA IN AESCHYLUM Schol. Scholia in Persas (scholia vetera)


(e cod. Mediceo 32.9) {5010.011} (Varia) Scholion 432 l. 3

 (432) (in fine paginae, post


v. 432 qui est extremus, scriptum) Ἴων ἐν ταῖς Ἐπι-
δημίαις παρεῖναι Αἰσχύλονἐν τοῖς Σαλαμινιακοῖς φησι.    (5)
(433) ἐφεξῆς λέγοιμι,

Αποσπάσματα από αρχαία Ελληνικά,Βυζαντινά και


θεολογικά κείμενα

Ομήρου Ιλιάδα Book 9, l. 64 8ος π. Χ.

καὶ βουλῇ μετὰ πάντας ὁμήλικας ἔπλευ ἄριστος.


οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται ὅσσοι Ἀχαιοί,
οὐδὲ πάλιν ἐρέει· ἀτὰρ οὐ τέλος ἵκεο μύθων.
ἦ μὲν καὶ νέος ἐσσί, ἐμὸς δέ κε καὶ πάϊς εἴης
ὁπλότατος γενεῆφιν· ἀτὰρ πεπνυμένα βάζεις  
Ἀργείων βασιλῆας, ἐπεὶ κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ' ἄγ' ἐγών, ὃς σεῖο γεραίτερος εὔχομαι εἶναι,
ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι· οὐδέ κέ τίς μοι
μῦθον ἀτιμήσει', οὐδὲ κρείων Ἀγαμέμνων.
ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος
ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος.
ἀλλ' ἤτοι νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ
δόρπά τ' ἐφοπλισόμεσθα· φυλακτῆρες δὲ ἕκαστοι
λεξάσθων παρὰ τάφρον ὀρυκτὴν τείχεος ἐκτός.
κούροισιν μὲν ταῦτ' ἐπιτέλλομαι· αὐτὰρ ἔπειτα
Ἀτρεΐδη σὺ μὲν ἄρχε· σὺ γὰρ βασιλεύτατός ἐσσι.
δαίνυ δαῖτα γέρουσιν· ἔοικέ τοι, οὔ τοι ἀεικές.
πλεῖαί τοι οἴνου κλισίαι, τὸν νῆες Ἀχαιῶν
ἠμάτιαι Θρῄκηθεν ἐπ' εὐρέα πόντον ἄγουσι·
πᾶσά τοί ἐσθ' ὑποδεξίη, πολέεσσι δ' ἀνάσσεις.
πολλῶν δ' ἀγρομένων τῷ πείσεαι ὅς κεν ἀρίστην

Ομήρου Ιλιάδα Book 24, l. 262 8ος π. Χ.

ἐννέα τοῖς ὃ γεραιὸς ὁμοκλήσας ἐκέλευε·


σπεύσατέ μοι κακὰ τέκνα κατηφόνες· αἴθ' ἅμα πάντες
Ἕκτορος ὠφέλετ' ἀντὶ θοῇς ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι.
52

ὤ μοι ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους


Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ' οὔ τινά φημι λελεῖφθαι,
Μήστορά τ' ἀντίθεον καὶ Τρωΐλον ἱππιοχάρμην
Ἕκτορά θ', ὃς θεὸς ἔσκε μετ' ἀνδράσιν, οὐδὲ ἐῴκει
ἀνδρός γε θνητοῦ πάϊς ἔμμεναι ἀλλὰ θεοῖο.
τοὺς μὲν ἀπώλεσ' Ἄρης, τὰ δ' ἐλέγχεα πάντα λέλειπται
ψεῦσταί τ' ὀρχησταί τε χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι
ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες.
οὐκ ἂν δή μοι ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε τάχιστα,
ταῦτά τε πάντ' ἐπιθεῖτε, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο;
 Ὣς ἔφαθ', οἳ δ' ἄρα πατρὸς ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν
ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν ἐΰτροχον ἡμιονείην  
καλὴν πρωτοπαγέα, πείρινθα δὲ δῆσαν ἐπ' αὐτῆς,
κὰδ δ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον ἡμιόνειον
πύξινον ὀμφαλόεν εὖ οἰήκεσσιν ἀρηρός·
ἐκ δ' ἔφερον ζυγόδεσμον ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ.
καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκαν ἐϋξέστῳ ἐπὶ ῥυμῷ
πέζῃ ἔπι πρώτῃ, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον,

Ομήρου Οδύσσεια Book 1, l. 194 8ος π. Χ.

ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον.


νηῦς δέ μοι ἥδ' ἕστηκεν ἐπ' ἀγροῦ νόσφι πόληος,
ἐν λιμένι Ῥείθρῳ, ὑπὸ Νηΐῳ ὑλήεντι.
ξεῖνοι δ' ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ' εἶναι
ἐξ ἀρχῆς, εἴ πέρ τε γέροντ' εἴρηαι ἐπελθὼν
Λαέρτην ἥρωα, τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε
ἔρχεσθ', ἀλλ' ἀπάνευθεν ἐπ' ἀγροῦ πήματα πάσχειν
γρηῒ σὺν ἀμφιπόλῳ, ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε
παρτιθεῖ, εὖτ' ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν
ἑρπύζοντ' ἀνὰ γουνὸν ἀλῳῆς οἰνοπέδοιο.
νῦν δ' ἦλθον· δὴ γάρ μιν ἔφαντ' ἐπιδήμιον εἶναι,
σὸν πατέρ'· ἀλλά νυ τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου.
οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀδυσσεύς,
ἀλλ' ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ,
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν,
ἄγριοι, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα.
αὐτὰρ νῦν τοι ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ
ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀΐω,
οὔτε τι μάντις ἐὼν οὔτ' οἰωνῶν σάφα εἰδώς.
οὔ τοι ἔτι δηρόν γε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης
ἔσσεται, οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἔχῃσι·

Ομήρου Οδύσσεια Book 1, l. 233 8ος π. Χ.

θῆκαν, ἐπεὶ σέ γε τοῖον ἐγείνατο Πηνελόπεια.


ἀλλ' ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον·
τίς δαίς, τίς δὲ ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ;
53

εἰλαπίνη ἦε γάμος; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν,


ὥς τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσι
δαίνυσθαι κατὰ δῶμα. νεμεσσήσαιτό κεν ἀνὴρ
αἴσχεα πόλλ' ὁρόων, ὅς τις πινυτός γε μετέλθοι.”
 τὴν δ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
“ξεῖν', ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς,
μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ' ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων
ἔμμεναι, ὄφρ' ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν·
νῦν δ' ἑτέρως ἐβόλοντο θεοὶ κακὰ μητιόωντες,
οἳ κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάντων
ἀνθρώπων, ἐπεὶ οὔ κε θανόντι περ ὧδ' ἀκαχοίμην,
εἰ μετὰ οἷσ' ἑτάροισι δάμη Τρώων ἐνὶ δήμῳ,
ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε.
τῶ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,  
ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ' ὀπίσσω.
νῦν δέ μιν ἀκλειῶς Ἅρπυιαι ἀνηρέψαντο·
οἴχετ' ἄϊστος ἄπυστος, ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε
κάλλιπεν· οὐδέ τι κεῖνον ὀδυρόμενος στεναχίζω

Ηρόδοτος ιστορίαι. Book 2, sec. 39, l. 7 5ου αιώνα π.Χ

καὶ ἔπειτα γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν δακτύ-


λιον· καὶ οὕτω ἀπάγουσι. Ἀσήμαντον δὲ θύσαντι θάνατος
ἡ ζημίη ἐπίκειται.  
 Δοκιμάζεται μέν νυν τὸ κτῆνος τρόπῳ τοιῷδε, θυσίη δέ
σφι ἥδε κατέστηκε. Ἀγαγόντες τὸ σεσημασμένον κτῆνος
πρὸς τὸν βωμὸν ὅκου ἂν θύωσι, πῦρ ἀνακαίουσι, ἔπειτα δὲ
ἐπ' αὐτοῦ οἶνον κατὰ τοῦ ἱρηίου ἐπισπείσαντες καὶ ἐπικα-
λέσαντες τὸν θεὸν σφάζουσι· σφάξαντες δὲ ἀποτάμνουσι
τὴν κεφαλήν. Σῶμα μὲν δὴ τοῦ κτήνεος δείρουσι, κεφαλῇ
δὲ κείνῃ πολλὰ καταρησάμενοι φέρουσι, τοῖσι μὲν ἂν ᾖ
ἀγορὴ καὶ Ἕλληνές σφι ἔωσι ἐπιδήμιοι ἔμποροι, οἱ δὲ
φέροντες ἐς τὴν ἀγορὴν ἀπ' ὦν ἔδοντο, τοῖσι δὲ ἂν μὴ
παρέωσι Ἕλληνες, οἱ δ' ἐκβάλλουσι ἐς τὸν ποταμόν. Κατα-
ρῶνται δὲ τάδε λέγοντες τῇσι κεφαλῇσι, εἴ τι μέλλει ἢ
σφίσι τοῖσι θύουσι ἢ Αἰγύπτῳ τῇ συναπάσῃ κακὸν γενέσθαι,
ἐς κεφαλὴν ταύτην τραπέσθαι. Κατὰ μέν νυν τὰς κεφαλὰς
τῶν θυομένων κτηνέων καὶ τὴν ἐπίσπεισιν τοῦ οἴνου πάντες
Αἰγύπτιοι νόμοισι τοῖσι αὐτοῖσι χρέωνται ὁμοίως ἐς πάντα
τὰ ἱρά, καὶ ἀπὸ τούτου τοῦ νόμου οὐδὲ ἄλλου οὐδενὸς
ἐμψύχου κεφαλῆς γεύσεται Αἰγυπτίων οὐδείς.

Aristophanes Comic., Pax Line 1098 5ος π. Χ.

{ΙΕ.} Ποῖον γὰρ κατὰ χρησμὸν ἐκαύσατε μῆρα θεοῖσιν;


{ΤΡ.} Ὅνπερ κάλλιστον δήπου πεπόηκεν Ὅμηρος·
«Ὣς οἱ μὲν νέφος ἐχθρὸν ἀπωσάμενοι πολέμοιο
54

Εἰρήνην εἵλοντο καὶ ἱδρύσανθ' ἱερείῳ.


Αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρ' ἐκάη καὶ σπλάγχν' ἐπάσαντο,
ἔσπενδον δεπάεσσιν, ἐγὼ δ' ὁδὸν ἡγεμόνευον·»
χρησμολόγῳ δ' οὐδεὶς ἐδίδου κώθωνα φαεινόν.
{ΙΕ.} Οὐ μετέχω τούτων· οὐ γὰρ ταῦτ' εἶπε Σίβυλλα.
{ΤΡ.} Ἀλλ' ὁ σοφός τοι νὴ Δί' Ὅμηρος δεξιὸν εἶπεν·
«Ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος,
ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος.»
{ΙΕ.} Φράζεο δή, μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας
ἰκτῖνος μάρψῃ –  
{ΤΡ.} Τουτὶ μέντοι σὺ φυλάττου,
ὡς οὗτος φοβερὸς τοῖς σπλάγχνοις ἐστὶν ὁ χρησμός.
Ἔγχει δὴ σπονδὴν καὶ τῶν σπλάγχνων φέρε δευρί.
{ΙΕ.} Ἀλλ' εἰ ταῦτα δοκεῖ, κἀγὼ 'μαυτῷ βαλανεύσω.
{ΤΡ.} Σπονδὴ σπονδή.
{ΙΕ.} Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων μοῖραν ὄρεξον.
{ΤΡ.} Ἀλλ' οὔπω τοῦτ' ἐστὶ φίλον μακάρεσσι θεοῖσιν·
ἀλλὰ τόδε πρότερον, σπένδειν ἡμᾶς, σὲ δ' ἀπελθεῖν.  

Απολλώνιος Ρόδιος. Argonautica Book 2, l. 1023 295 π.Χ.

αὐτοὶ μὲν στενάχουσιν ἐνὶ λεχέεσσι πεσόντες,


κράατα δησάμενοι· ταὶ δ' εὖ κομέουσιν ἐδωδῇ
ἀνέρας ἠδὲ λοετρὰ λεχώια τοῖσι πένονται.
 Ἱερὸν αὖτ' ἐπὶ τοῖσιν ὄρος καὶ γαῖαν ἄμειβον
ᾗ ἔνι Μοσσύνοικοι ἀν' οὔρεα ναιετάουσιν.
ἀλλοίη δὲ δίκη καὶ θέσμια τοῖσι τέτυκται·
ὅσσα μὲν ἀμφαδίῃ ῥέζειν θέμις ἢ ἐνὶ δήμῳ
ἢ ἀγορῇ, τάδε πάντα δόμοις ἔνι μηχανόωνται·
ὅσσα δ' ἐνὶ μεγάροις πεπονήμεθα, κεῖνα θύραζε
ἀψεγέως μέσσῃσιν ἐνὶ ῥέζουσιν ἀγυιαῖς·
οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐπιδήμιος, ἀλλὰ σύες ὥς
φορβάδες, οὐδ' ἠβαιὸν ἀτυζόμενοι παρεόντας,  
μίσγονται χαμάδις ξυνῇ φιλότητι γυναικῶν·
αὐτὰρ ἐν ὑψίστῳ βασιλεὺς μόσσυνι θαάσσων
ἰθείας πολέεσσι δίκας λαοῖσι δικάζει,
σχέτλιος· ἢν γάρ πού τι θεμιστεύων ἀλίτηται,
λιμῷ μιν κεῖν' ἦμαρ ἐνικλείσαντες ἔχουσιν.
 Τοὺς παρανισσόμενοι καὶ δὴ σχεδὸν ἀντιπέρηθεν
νήσου Ἀρητιάδος τέμνον πλόον εἰρεσίῃσιν
ἠμάτιοι, λιαρὴ γὰρ ὑπὸ κνέφας ἔλλιπεν αὔρη·

Πλούταρχος. 46-127 μ. Χ. 46-127 μ. Χ. Consolatio ad Apollonium [Sp.] (101f-122a)


Stephanus p. 117, sec. F, l. 6

ὅτι τὴν μοῖραν οὐκ ἔστιν ἐκφυγεῖν (πεπαιδευμένων


δ' ἐστὶν ἀνθρώπων προσειληφέναι ὅτι βραχὺν
55

χρόνον προειλήφασιν ἡμᾶς οἱ δοκοῦντες ἄωροι


τοῦ ζῆν ἐστερῆσθαι· καὶ γὰρ ὁ μακρότατος βίος
ὀλίγος ἐστὶ καὶ στιγμαῖος πρὸς τὸν ἄπειρον αἰῶνα)
καὶ ὅτι πολλοὶ τῶν ἐπὶ πλέον πενθησάντων μετ'
οὐ πολὺ τοῖς ὑπ' αὐτῶν κατοδυρθεῖσιν ἐπηκο-
λούθησαν, οὐδὲν ἐκ τοῦ πένθους ὄφελος περι-
ποιησάμενοι, μάτην δ' ἑαυτοὺς καταικισάμενοι
ταῖς κακουχίαις.
 Βραχυτάτου δὲ τοῦ τῆς ἐπιδημίας ὄντος ἐν τῷ
βίῳ χρόνου, οὐκ ἐν ταῖς αὐχμηραῖς λύπαις οὐδ'
ἐν τῷ κακοδαιμονεστάτῳ πένθει διαφθείρειν ἑαυ-
τοὺς δεῖ ταῖς ὀδύναις καὶ ταῖς τοῦ σώματος
αἰκίαις παρατεινομένους, ἀλλὰ μεταβάλλειν ἐπὶ
τὸ κρεῖττον καὶ ἀνθρωπικώτερον, πειρωμένους
καὶ σπουδάζοντας ἐντυγχάνειν ἀνδράσι μὴ τοῖς
συλλυπουμένοις καὶ διεγείρουσι τὰ πένθη διὰ
κολακείαν, ἀλλὰ τοῖς ἀφαιρουμένοις τὰς λύπας
διὰ τῆς γενναίας καὶ σεμνῆς παρηγορίας, ἐπακούον

Πλούταρχος. 46-127 μ. Χ. Regum et imperatorum apophthegmata [Sp.?] (172b-208a)

Stephanus p. 201, sec. A, l. 1

  ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντα,


      
πόλεων ἐθνῶν βασιλέων ἐπίσκοπον, ὡς εἰς Ἀλεξάν-
δρειαν ἧκε καὶ τῆς νεὼς ἀποβὰς ἐβάδιζε κατὰ τῆς κεφα-
λῆς ἔχων τὸ ἱμάτιον, ἠξίουν ἀποκαλύψασθαι παραθέοντες
οἱ Ἀλεξανδρεῖς καὶ δεῖξαι ποθοῦσιν αὐτοῖς τὸ πρό-
σωπον· τοῦ δ' ἀποκαλυψαμένου κραυγὴν καὶ κρότον
ἐποίησαν. τοῦ δὲ βασιλέως μόλις ἁμιλλωμένου βαδίζου-
σιν αὐτοῖς δι' ἀργίαν καὶ τρυφὴν τοῦ σώματος ὁ Σκι-
πίων ἀτρέμα πρὸς τὸν Παναίτιον ψιθυρίσας εἶπεν ‘ἤδη
τι τῆς ἐπιδημίας ἡμῶν Ἀλεξανδρεῖς ἀπολελαύκασι· | δι'
ἡμᾶς γὰρ ἑωράκασι τὸν βασιλέα περιπατοῦντα.’
 Συναπεδήμει δ' αὐτῷ φίλος μὲν εἷς φιλόσοφος
Παναίτιος, οἰκέται δὲ πέντε· καὶ τοῦ ἑνὸς ἀποθανόντος
ἐπὶ τῆς ξένης ἄλλον μὴ βουλόμενος πρίασθαι ἀπὸ Ῥώ-
μης μετεπέμψατο.
 Τῶν δὲ Νομαντίνων ἀμάχων εἶναι δοκούντων καὶ
πολλοὺς νενικηκότων στρατηγοὺς ὕπατον ἀπέδειξε Σκι-
πίωνα τὸ δεύτερον ὁ δῆμος ἐπὶ τὸν πόλεμον· ὡρμημένων
δὲ πολλῶν ἐπὶ τὴν στρατείαν καὶ τοῦτο διεκώλυσεν ἡ
σύγκλητος, ὡς ἐρήμου τῆς Ἰταλίας ἐσομένης, καὶ χρή
56

Πλούταρχος. 46-127 μ. Χ. Apophthegmata Laconica [Sp.?] (208b-242d)


Stephanus p. 232, sec. F, l. 9

Ἀθηναίων σφαττομένους ἔλεγεν ‘ἀνδρεῖοί γ' Ἀθηναῖοι’,


Λάκων ὑποτυχών ‘ἐν τῷ πίνακι’ εἶπε.
 Πρὸς δέ τινα προσιέμενον τὰς ἐκ διαβολῆς βλας-
φημίας Λάκων εἶπε ‘παῦσαι κατ' ἐμοῦ τὰ ὦτα χορ-
ηγῶν.’
 Πρὸς δὲ τὸν κολαζόμενον καὶ λέγοντα ‘ἄκων
ἥμαρτον’ εἶπέ τις ‘ἄκων τοίνυν καὶ κολάζου.’
 Ἰδών τις ἐν ἀποχωρήσει θακεύοντας ἐπὶ δίφρων
ἀνθρώπους ‘μὴ γένοιτο’ εἶπεν ‘ἐνταῦθα καθίσαι, ὅθεν
οὐκ ἔστινὑπεξαναστῆναι πρεσβυτέρῳ.’
 Χίων ποτὲ κατ' ἐπιδημίαν ἀπὸ δείπνου ἐμεσάν-
των ἐν τῷ ἐφορείῳ καὶ χεσάντων ἐπὶ τῶν δίφρων, ἔνθα
οἱ ἔφοροι ἐκάθηντο, | τὸ μὲν πρῶτον ἰσχυρῶς ἀνεζήτουν  
τοὺς ποιήσαντας μὴ πολῖται τυγχάνουσιν· ὡς δ' ᾔσθοντο
ὅτι Χῖοι ἦσαν, ἐκήρυξανὅτι τοῖς Χίοις ἐφιᾶσιν ἀσελ-
γαίνειν.
 Ἐπεὶ δέ τις τῶν ἀμυγδαλῶν τὰς σκληρὰς ἑώρα
διπλασίου πωλουμένας, ‘μὴ σπάνιοι’ ἔφη ‘οἱ λίθοι;’
 Τίλας τις ἀηδόνα καὶ βραχεῖαν πάνυ σάρκα εὑρὼν
εἶπε ‘φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο.’
 Ἰδών τις τῶν Λακώνων Διογένη τὸν κύνα περι

Πλούταρχος. 46-127 μ. Χ. Apophthegmata Laconica [Sp.?] (208b-242d)


Stephanus p. 233, sec. B, l. 4

 Τίλας τις ἀηδόνα καὶ βραχεῖαν πάνυ σάρκα εὑρὼν


εἶπε ‘φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο.’
 Ἰδών τις τῶν Λακώνων Διογένη τὸν κύνα περι-
λαμβάνοντα ἀνδριάντα χάλκεον, ψύχους ὄντος σφοδροῦ,
ἐπύθετο εἰ ῥιγοῖ· ἀρνησαμένου δέ, ‘τί οὖν’ ἔφη ‘μέγα
ποιεῖς;’
 Ὀνειδισθείς τις τῶν Μεταποντίων εἰς δειλίαν ὑπὸ
Λάκωνος, ‘ἀλλὰ μήν’ ἔφη ‘οὐκ ὀλίγα τῆς ἀλλοτρίας
ἔχομεν·’ ὁ δέ ‘οὐ μόνον ἄρα’ ἔφη ‘δειλοὶ ἀλλὰ καὶ
ἄδικοί ἐστε.’
 Κατ' ἐπιδημίαν τις ἐν Σπάρτῃ κρηπιδούμενος
ὀρθὸς ἐπὶ θατέρου σκέλους εἶπε πρὸς Λάκωνα ‘οὐκ ἂν
οἶμαί σε, ὦ Λάκων, τοσοῦτον χρόνον ἐπὶ τοῦ ποδὸς ὅσον
ἐγὼ στῆναι.’ καὶ ὃς ὑπολαβών ‘οὐ γάρ’ ἔφη· ‘τῶν
μέντοι χηνῶν οὐκ ἔστιν ὅστις οὔ.’
 Μεγαλυνομένου τινὸς ἐπὶ τῇ ῥητορικῇ τέχνῃ, εἶπέ  
τις Λάκων ‘ἀλλὰ νὴ τὼ σιὼ τέχνη ἄνευ τοῦ ἀληθείας
57

ἧφθαι οὔτε ἐστὶν οὔτε μήποτε γένηται.’


 Ἀργείου ποτὲ εἰπόντος ‘πολλοὶ τάφοι παρ' ἡμῖν
εἰσὶ Σπαρτιατῶν’, Λάκων εἶπεν ‘ἀλλὰ μὴν παρ' ἡμῖν
Ἀργείων οὐδὲ εἷς’, ὡς αὐτῶν μὲν πολλάκις Ἄργους ἐπι

Πλούταρχος. 46-127 μ. Χ. De genio Socratis (575a-598f)


Stephanus p. 597, sec. A, l. 3

τοῦ δὲ γραμματοφόρου φήσαντος ὑπὲρ [τῶν] σπουδαίων


αὐτῷ γεγράφθαι ‘τὰ σπουδαῖα τοίνυν εἰς αὔριον’ ἔφη.
καὶ τὴν μὲν ἐπιστολὴν ὑπέθηκεν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον,
αἰτήσας δὲ ποτήριον ἐκέλευσεν ἐγχεῖν καὶ τὸν Φυλλίδαν
ἐξέπεμπε συνεχῶς ἐπὶ θύρας σκεψόμενον εἰ τὰ γύναια
πρόσεισι. τοιαύτης δὲ τὸν πότον ἐλπίδος διαπαιδ-
αγωγησάσης προσμίξαντες ἡμεῖς καὶ διὰ τῶν οἰκετῶν εὐθὺς
ὠσάμενοι πρὸς τὸν ἀνδρῶνα μικρὸν ἐπὶ ταῖς θύραις ἔστημεν
ἐφορῶντες τῶν κατακειμένων ἕκαστον. | ἡ μὲν οὖν τῶν
στεφάνων καὶ τῆς ἐσθῆτος ὄψις παραλογιζομένη τὴν ἐπι-
δημίαν ἡμῶν σιγὴν ἐποίησεν· ἐπεὶ δὲ πρῶτος ὁ Μέλων
ὥρμησε διὰ μέσου τὴν χεῖρα τῇ λαβῇ τοῦ ξίφους ἐπι-
βεβληκώς, Καβίριχος ὁ κυαμευτὸς ἄρχων τοῦ βραχίονος
αὐτὸν παραπορευόμενον ἀντισπάσας ἀνεβόησεν ‘οὐ Μέλων
οὗτος, ὦ Φυλλίδα;’ τούτου μὲν οὖν ἐξέκρουσε τὴν ἐπι-
βο[υ]λὴν ἅμα τὸ ξίφος ἀνέλκων, διανιστάμενον δὲ χαλεπῶς
τὸν Ἀρχίαν ἐπιδραμὼν οὐκ ἀνῆκε παίων ἕως ἀπέκτεινε.
τὸν δὲ Φίλιππον ἔτρωσε μὲν Χάρων παρὰ τὸν τράχηλον,  
ἀμυνόμενον δὲ τοῖς παρακειμένοις ἐκπώμασιν ὁ Λυσί-
θεος ἀπὸ τῆς κλίνης χαμαὶ καταβαλὼν ἀνεῖλε. τὸν δὲ
Καβίριχον ἡμεῖς κατεπραΰνομεν ἀξιοῦντες μὴ τοῖς τυ

Πλούταρχος. 46-127 μ. Χ. Quaestiones convivales (612c-748d) Stephanus p. 731,


sec. A, l. 9

Εἰ δυνατόν ἐστι συστῆναι νοσήματα καινὰ καὶ δι' ἃς αἰτίας

Φίλων ὁ ἰατρὸς διεβεβαιοῦτο τὴν καλουμένην ἐλε-


φαντίασιν οὐ πρὸ πολλοῦ πάνυ χρόνου γνώριμον γεγονέ-
ναι· μηδένα γὰρ τῶν παλαιῶν ἰατρῶν τοῦ πάθους τούτου
πεποιῆσθαι λόγον, εἰς ἕτερα μικρὰ καὶ γλίσχρα καὶ δυσθεώ-
ρητα τοῖς πολλοῖς ἐνταθέντας.ἐγὼ δὲ καὶ μάρτυν αὐτῷ
58

παρεῖχον ἐκ φιλοσοφίας Ἀθηνόδωρον, ἐν τῷ προτέρῳ τῶν


Ἐπιδημιῶν ἱστοροῦντα πρῶτον ἐν τοῖς κατ' Ἀσκληπιάδην
χρόνοις οὐ μόνον τὴν ἐλεφαντίασιν ἀλλὰ καὶ τὸν ὑδροφό-
βαν ἐκφανῆ γενέσθαι. θαυμάζοντες οὖν οἱπαρόντες, εἰ
νέα πάθη τότε πρῶτον ἔσχεν ἐν τῇ φύσει γένεσιν καὶ
σύστασιν, οὐχ ἧττον ᾤοντο θαυμάσιον εἶναι τὸ λαθεῖν
τηλικαῦτα συμπτώματα χρόνον τοσοῦτον· ἐρρύησαν δέ
πως μᾶλλον οἱ πλείους ἐπὶ τὸ δεύτερον ὡς ἀνθρώπινον
μᾶλλον, ἥκιστα τὴν φύσιν ἔν γε τούτοις φιλόκαινον εἶναι
καὶ νέων πραγμάτων ὥσπερ ἐν πόλει τῷ σώματι δημιουρ-
γὸν ἀξιοῦντες.

Πλούταρχος. 46-127 μ. Χ. Frag. Frag. 20, l. 7

Πλούταρχος. 46-127 μ. Χ. Schol. in Arat. Phaen. 1094 – 1096:


      
 οὐδὲ μὲν ὀρνίθων ἀγέλαις ἠπειρόθεν ἀνήρ,
 ἐκ νήσων ὅτε πολλαὶ ἐπιπλήσσωσιν ἀρούραις
 ἐρχομένου θέρεος, χαίρει ...  
 Ξηρότεραι γὰρ αἱ νῆσοι τῶν ἠπείρων ὑπάρχουσαι, ὥς
φησιΠλούταρχος, θᾶττον καὶ ῥᾷον τοῦ αὐχμηροῦ
καταστήματος ἀντιλαμβάνονται. διὸ καὶ τὰ ὄρνεα φεύγει
καὶ ταῖς ἠπείροις ἐπιπελάζει· καὶ ἄχθεται μὲν ὁ γεωργὸς
τῇ τῶν ὀρνίθων ἐπιδημίᾳ τὸν αὐχμὸν ὑποπτεύων, χαίρει
δὲ ταῖς αὐταῖς ὄρνισιν ὁ αἰπόλος, ὅταν ἐν κόσμῳ καὶ
τεταγμέναι φέρωνται, ὡς πλείονος γάλακτος γενησομένου
διὰ τὸ ἔνθερμον εἶναι τὸν ἐνιαυτόν.
      
    

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 1, Kaibel paragraph 16, l. 3 τέλη 2ου αι. μ.Χ. - αρχές
3ου αι. μ.Χ.)

ἀνδρῶν. καὶ τοὺς μνηστῆρας δὲ ὑβριστὰς ὄντας καὶ


πρὸς ἡδονὰς ἀνειμένους οὔτε ἰχθῦς ἐσθίοντας ποιεῖ
οὔτε ὄρνιθας οὔτε μελίπηκτα, περιελὼν παντὶ σθένει
τὰς μαγειρικὰς μαγγανείας καὶ τά, ὡς ὁ Μένανδρός
φησιν (IV 206 M), ὑποβινητιῶντα βρώματα καὶ τὸ παρὰ
πολλοῖς λασταυροκάκαβον καλούμενον βρῶμα, ὥς φησι
Χρύσιπποςἐν τῷ περὶ καλοῦ καὶ ἡδονῆς, οὗ ἡ
κατασκευὴ περιεργοτέρα.
 Πρίαμος δὲ παρὰ τῷ ποιητῇ καὶ ὀνειδίζει τοῖς
υἱοῖς ἀναλίσκουσι τὰ μὴ νενομισμένα (Ω 262)·
  ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες.
  Φιλόχορος δὲ ἱστορεῖ (FHG I 394) καὶ κεκωλῦ-
σθαι Ἀθήνησιν ἀπέκτου ἀρνὸς μηδένα γεύεσθαι, ἐπι-
λιπούσης ποτὲ τῆς τῶν ζῴων τούτων γενέσεως.
 Ἑλλήσποντον δὲ Ὅμηρος ἰχθυόεντα προσαγορεύων
59

(Ι 360) καὶ τοὺς Φαίακας πλωτικωτάτους ποιῶν καὶ ἐν


τῇ Ἰθάκῃ εἰδὼς λιμένας πλείους καὶ νήσους προσεχεῖς
πολλάς, ἐν αἷς ἰχθύων ἐγίνετο πλῆθος καὶ ἀγρίων  
ὀρνίθων, καὶ εἰς εὐδαιμονίαν δὲ καταριθμῶν τὸ τὴν
θάλασσαν ἰχθῦς παρέχειν, ὅμως τούτων οὐδὲν οὐδένα
ποιεῖ προσφερόμενον· καὶ μὴν οὐδ' ὀπώραν

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 2, Kaibel paragraph 37, l. 18 τέλη 2ου αι. μ.Χ. -
αρχές 3ου αι. μ.Χ.)

Παρθένιος δὲ ἅβρυνά φησι συκάμινα, ἃ καλοῦσιν ἔνιοι


μόρα· Σαλαμίνιοι δὲ τὰ αὐτὰ ταῦτα βάτια· Δημήτριος
δὲ ὁ Ἰξίων τὰ αὐτὰ συκάμινα καὶ μόρα οἷον αἱμόροα
καὶ σύκων ἀμείνω. Δίφιλος δὲ ὁ Σίφνιος ἰατρὸς
γράφει οὕτως· ‘τὰ δὲ συκάμινα, ἃ καὶ μόρα λέγεται,
εὔχυλα μέν ἐστιν, ὀλιγότροφα δὲ καὶ εὐστόμαχα
καὶ εὐέκκριτα. ἰδίως δὲ τούτων τὰ ἔνωμα ἕλμινθας
ἐκτινάσσει.’ Πύθερμος δὲ ἱστορεῖ, ὥς φησιν Ἡγή-
σανδρος (om. FHG IV), καθ' αὑτὸν τὰς συκαμίνους
οὐκ ἐνεγκεῖν καρπὸν ἐτῶν εἴκοσι καὶ γενέσθαι ἐπιδη-
μίαν ποδαγρικὴν τοσαύτην ὥστε μὴ μόνον ἄνδρας τῷ
πάθει ἐνσχεθῆναι, ἀλλὰ καὶ παῖδας καὶ κόρας καὶ
εὐνούχους, ἔτι δὲ γυναῖκας. περιπεσεῖν δὲ οὕτω τὸ
δεινὸν καὶ αἰπολίῳ ὡς τὰ δύο μέρη τῶν προβάτων
ἐνσχεθῆναι τῷ αὐτῷ πάθει.
        ΚΑΡΥΑ. οἱ Ἀττικοὶ καὶ οἱ ἄλλοι συγγραφεῖς
κοινῶς πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν· Ἐπί-
χαρμος δὲ κατ' ἐξοχὴν (p 280 L) ὡς ἡμεῖς·  
  καπυρὰ τρώγων κάρυ', ἀμυγδάλας.
Φιλύλλιος (I 788 K)·

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 3, Kaibel paragraph 44, l. 34 τέλη 2ου αι. μ.Χ. -
αρχές 3ου αι. μ.Χ.)

καὶ Ἐπίχαρμος ἐν Ἥβας γάμῳ (p. 230 v. 3 L)·


  ὄστρεια συμπεφυκότα.
ὄστρεον δὲ ὡς ὄρνεον Πλάτων ἐν Φαίδρῳ (p. 250c)·
’ὀστρέου τρόπον, φησί, δεδεσμευμένοι,’ καὶ ἐν Τιμαίῳ  
(p. 92b)· ‘τὸ τῶν ὀστρέων γένος συμπάντων,’ ἐν δὲ τῷ
τῆς Πολιτείας δεκάτῳ ὄστρεια εἶπε (p. 611d)· ‘προς-
πεφυκέναι ὄστρειά τε καὶ φυκία.’ αἱ δὲ πελωρίδες
ὠνομάσθησαν παρὰ τὸ πελώριον. μεῖζον γάρ ἐστι
χήμης καὶ παρηλλαγμένον. Ἀριστοτέλης δέ φησι
καὶ ἐν ἄμμῳ αὐτὰς γίνεσθαι. τῶν δὲ χημῶν μνημο-
νεύει Ἴων ὁ Χῖος ἐν Ἐπιδημίαις (FHG II 47). καὶ
ἴσως οὕτως ὠνόμασται τὰ κογχύλια παρὰ τὸ κεχη-
60

νέναι.
 περὶ δὲ τῶν κατὰ τὴν Ἰνδικὴν γινομένων
ὀστρέων – οὐ γὰρ ἄκαιρον καὶ τούτων μνησθῆναι
διὰ τὴν τῶν μαργαριτῶν χρῆσιν – Θεόφραστος
μὲν ἐν τῷ περὶ λίθων γράφει οὕτως (c. 36)· ‘τῶν
θαυμαζομένων δὲ λίθων ἐστὶν καὶ ὁ μαργαρίτης κα-
λούμενος, διαφανὴς μὲν τῇ φύσει· ποιοῦσι δ' ἐξ αὐ-
τοῦ τοὺς πολυτελεῖς ὅρμους. γίνεται δὲ ἐν ὀστρέῳ
τινὶ παραπλησίῳ ταῖς πίνναις, πλὴν ἐλάττονι. μέγε

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 3, Kaibel paragraph 69, l. 13 τέλη 2ου αι. μ.Χ. -
αρχές 3ου αι. μ.Χ.)

Τηρεῖ ἐπίπλοιον εἴρηκεν (II 235 K). εἰς ἃ ἀποβλέψας


ὁ Κύνουλκος ‘λέγε ἡμῖν, ἔφη, ὦ σοφὲ Οὐλπιανέ,
εἴ που κεῖται οὕτως τὸ ἧπαρ ἐντετυλιγμένον.’ καὶ ὅς·
’ἐὰν πρότερον δείξῃς σὺ παρὰ τίνι ὁ ἐπίπλους εἴρη-
ται ἐπὶ τοῦ λίπους καὶ τοῦ ὑμένος.’ ἀντικορυσσομέ-
νων οὖν τούτων ὁ Μυρτίλος ἔφη· ‘ὁ μὲν ἐπίπλους
παρ' Ἐπιχάρμῳ ἐν Βάκχαις (p. 222 L)·
  καὶ τὸν ἀρχὸν ἐπικαλύψας ἐπιπλόῳ.
καὶ ἐν Θεαροῖς (p. 242)·
  ὀσφύος τε πέρι κἠπιπλόου.
καὶ ὁ Χῖος δὲ Ἴων ἐν ταῖς Ἐπιδημίαις (FHG II 47) ἔφη·
’τῷ ἐπίπλῳ ἐπικαλύψας.’ ἀπέχεις, φίλη κεφαλὴ Οὐλ-
πιανέ, τὸν ἐπίπλουν, ἵν' ἤδη ποτὲ αὐτῷ ἐντυλιχθεὶς
κατακαυθῇς καὶ πάντας ἡμᾶς ζητήσεων ἀπαλλάξῃς. τὸ
δὲ μαρτύριον τοῦ οὕτως διεσκευασμένου ἥπατος δίκαιος
εἶ σὺ ἀπομνημονεῦσαι, προειρημένου σοι πάλαι (p. 95a)
ὅτε περὶ τῶν ὠτίων καὶ ποδῶν ἐζητοῦμεν,ὅτι Ἄλε-
ξις ἐν Κρατείᾳ ἢ Φαρμακοπώλῃ εἴρηκε. πᾶσα δ' ἡ  
ἐκλογὴ χρησίμη οὖσα εἰς πολλά, ἐπεὶ τὰ νῦν διὰ μνή-
μης οὐ κρατεῖς, αὐτὸς ἐγὼ διεξελεύσομαι. φησὶ δ'
οὕτως ὁ κωμικός (II 335 K)·

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. τέλη 2ου αι. μ.Χ. - αρχές 3ου αι. μ.Χ.)

Book 13, Kaibel paragraph 81, l. 3

Ὑμέναιον γενέσθαι. Ἀντιγόνου δὲ τοῦ βασιλέως ἐρώ-


μενος ἦν Ἀριστοκλῆς ὁ κιθαρῳδός, περὶ οὗ Ἀντίγο-
νος ὁ Καρύστιος ἐν τῷ Ζήνωνος Βίῳ γράφει οὕτως
(p. 117 Wil)· ‘Ἀντίγονος ὁ βασιλεὺς ἐπεκώμαζε τῷ Ζή-
νωνι. καί ποτε καὶ μεθ' ἡμέραν ἐλθὼν ἔκ τινος πότου
καὶ ἀναπηδήσας πρὸς τὸν Ζήνωνα ἔπεισεν αὐτὸν συγ-
κωμάσαι αὑτῷ πρὸς Ἀριστοκλέα τὸν κιθαρῳδόν, οὗ
61

σφόδρα ἤρα ὁ βασιλεύς.’


         φιλομεῖραξ δὲ ἦν ὁ Σο-
φοκλῆς, ὡς Εὐριπίδης φιλογύνης. Ἴων γοῦν ὁ ποιητὴς
ἐν ταῖς ἐπιγραφομέναις Ἐπιδημίαις γράφει οὕτως
(FHG II 46)· ‘Σοφοκλεῖ τῷ ποιητῇ ἐν Χίῳ συνήντησα,
ὅτε ἔπλει εἰς Λέσβον στρατηγός, ἀνδρὶ παιδιώδει παρ'
οἶνον καὶ δεξιῷ. Ἑρμησίλεω δὲ ξένου οἱ ἐόντος καὶ προ-
ξένου Ἀθηναίων ἑστιῶντος αὐτόν, ἐπεὶ παρὰ τὸ πῦρ
ἑστεὼς ὁ τὸν οἶνον ἐγχέων παῖς .... ἐὼν δῆλος ἦν εἶπέ
τε· ‘βούλει με ἡδέως πίνειν;’ φάντος δ' αὐτοῦ ‘βραδέως
τοίνυν καὶ πρόσφερέ μοι καὶ ἀπόφερε τὴν κύλικα.’
ἔτι πολὺ μᾶλλον ἐρυθριάσαντος τοῦ παιδὸς εἶπε πρὸς
τὸν συγκατακείμενον· ‘ὡς καλῶς Φρύνιχος ἐποίησεν
εἴπας (fr. 2 B49)·  

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 13, Kaibel paragraph 83, l. 28 τέλη 2ου αι. μ.Χ. -
αρχές 3ου αι. μ.Χ.)

ἔδωκεν, φησί, στέφανονχρυσοῦν δάφνης, Ἐφεσίων


ἀνάθημα. οὗτος ὁ παῖς πρὸς Φίλιππον ἀχθεὶς ὑπὸ
τοῦ πατρὸς κἀκεῖ προαγωγευόμενος οὐδὲν λαβὼν ἀπε-
στάλη. τῷ Ἐπιλύκου τοῦ Ἀμφιπολίτου υἱῷ ὄντι καλῷ
Δαμίππῳ .... Πλεισθένους ἀνάθημα Ὀνόμαρχος ἔδωκε.
Φαρσαλίᾳ τῇ Θεσσαλίδι ὀρχηστρίδι δάφνης στέφανον  
χρυσοῦν Φιλόμηλος ἔδωκε, Λαμψακηνῶν ἀνάθημα. αὕτη
ἡ Φαρσαλία ἐν Μεταποντίῳ ὑπὸ τῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ
μάντεων, γενομένης φωνῆς ἐκ τῆς δάφνης τῆς χαλκῆς,
ἣν ἔστησαν Μεταποντῖνοι κατὰ τὴν Ἀριστέα τοῦ Προ-
κονησίου ἐπιδημίαν, ὅτ' ἔφησεν ἐξ Ὑπερβορέων παρα-
γεγονέναι, ὡς τάχιστα ὤφθη εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβαλοῦσα,
ἐμμανῶν γενομένων τῶν μάντεων διεσπάσθη [ὑπ'
αὐτῶν]. καὶ τῶν ἀνθρώπων ὕστερον ἀναζητούντων
τὴν αἰτίαν εὑρέθη διὰ τὸν τοῦ θεοῦ στέφανον ἀνῃρη-
μένη.’

Δημοσθένης 384-322 π. Χ. Orat., In Neaeram [Sp.] Section 36, l. 6 384-322 π. Χ.

ὑπ' ἐκείνου περὶ τὸ σῶμα κατεσκευασμένα ἱμάτια καὶ χρυσία,


καὶ θεραπαίνας δύο, Θρᾷτταν καὶ Κοκκαλίνην, ἀποδιδράσκει
εἰς Μέγαρα. ἦν δὲ ὁ χρόνος οὗτος ᾧ Ἀστεῖος μὲν ἦν ἄρχων
Ἀθήνησιν, ὁ καιρὸς δ' ἐν ᾧ ἐπολεμεῖθ' ὑμεῖς πρὸς Λακεδαιμο-
νίους τὸν ὕστερον πόλεμον. διατρίψασα δ' ἐν τοῖς Μεγά-
ροις δύ' ἔτη, τόν τ' ἐπ' Ἀστείου ἄρχοντος καὶ Ἀλκισθένους
ἐνιαυτόν, ὡς αὐτῇ ἡ ἀπὸ τοῦ σώματος ἐργασία οὐχ ἱκανὴν
62

εὐπορίαν παρεῖχεν ὥστε διοικεῖν τὴν οἰκίαν, (πολυτελὴς δ'


ἦν, οἱ Μεγαρεῖς δ' ἀνελεύθεροι καὶ μικρολόγοι, ξένων δὲ οὐ
πάνυ ἐπιδημία ἦν αὐτόθι διὰ τὸ πόλεμον εἶναι καὶ τοὺςμὲν
Μεγαρέας λακωνίζειν, τῆς δὲ θαλάττης ὑμᾶς ἄρχειν· εἰς δὲ
τὴν Κόρινθον οὐκ ἐξῆν αὐτῇ ἐπανελθεῖν διὰ τὸ ἐπὶ τούτῳ
ἀπηλλάχθαι ἀπὸ τοῦ Εὐκράτους καὶ τοῦ Τιμανορίδου, ὥστ'
ἐν Κορίνθῳ μὴ ἐργάζεσθαι), ὡς οὖν γίγνεται ἡ εἰρήνη ἡ ἐπὶ
Φρασικλείδου ἄρχοντος καὶ ἡ μάχη ἡ ἐν Λεύκτροις Θηβαίων
καὶ Λακεδαιμονίων, τότε ἐπιδημήσαντα Στέφανον τουτονὶ εἰς
τὰ Μέγαρα καὶ καταγόμενον ὡς αὐτὴν ἑταίραν οὖσαν καὶ
πλησιάσαντα αὐτῇ, διηγησαμένη πάντα τὰ πεπραγμένα καὶ
τὴν ὕβριν τοῦ Φρυνίωνος, καὶ ἐπιδοῦσα ἃ ἐξῆλθεν ἔχουσα
παρ' αὐτοῦ, ἐπιθυμοῦσα μὲν τῆς ἐνθάδε οἰκήσεως,

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci Book 1, ch. 7, sec. 1, l. 7 250 μ. Χ

όδου τὸ χρειῶδες πρὸς τὸν βίον πορίζονται, ἢ μεγάλων


μισθῶν τὴν εἰρήνην ἀντικαταλλάσσονται. ἅπερ ὁ Κό-
μοδος εἰδὼς καὶ τὸ ἀμέριμνον ὠνούμενος ἀφειδῶς τε ἔχων
χρημάτων, πάντα ἐδίδου τὰ αἰτούμενα.
 τῆς δὲ ἐξόδου διαγγελθείσης κίνησις δὴ μεγίστη κατα-
λαμβάνει τὸ στρατόπεδον, καὶ πάντες αὐτῷ συναπελθεῖν
ἤθελον, ὡςἂν ἀπαλλαγεῖεν μὲν τῆς ἐν τῇ πολεμίᾳ δια-
τριβῆς, ἀπολαύσειαν δὲ τῆς ἐν Ῥώμῃ τρυφῆς. ἐπειδὴ δὲ
διεφοίτησεν ἡ φήμη ἄγγελοί τε ἧκον κηρύττοντες τὴν
τοῦ βασιλέως ἄφιξιν, ὑπερήσθη τε ὁ Ῥωμαίων δῆμος
καὶ χρηστὰς εἶχεν ἐλπίδας νέου αὐτοκράτορος ἐπιδημίᾳ,  
πατρῴζειν τὸ μειράκιον ἡγούμενοι. ἀνύσας δὲ τὴν ὁδοι-
πορίαν ὁ Κόμοδος μετὰ νεανικῆς σπουδῆς καὶ διαδρα-
μὼν τὰς ἐν μέσῳ πόλεις, ὑποδεχθείς τε πανταχοῦ βα-
σιλικῶς καὶ δήμοις ἑορτάζουσιν ἐπιφανείς, ἀσπαστός τε
καὶ ποθεινὸς πᾶσιν ὤφθη. ὡς δὲ πλησίον ἐγένετο τῆς
Ῥώμης, πᾶσά τε ἡ σύγκλητος βουλὴ καὶ πανδημεὶ ὅσοι
τὴν Ῥώμην κατῴκουν ἄνθρωποι, μὴ κατασχόντες αὑτῶν
ἀλλ' ἕκαστος φθάσαι θέλων, δαφνηφόροι τε καὶ πάντα
ἐπιφερόμενοι ἄνθη τότε ἀκμάζοντα, ὡς ἕκαστος οἷός τε
ἦν, πόρρω τῆς πόλεως ὑπήντων,

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci Book 3, ch. 14, sec. 2, l. 1

αἴσχιστα σπουδαῖς, ἀλλὰ καὶ ἀεί τι καινὸν ἐξευρίσκον-


τες, δι' οὗ εὐφρανοῦσι μὲν ὃν ἐκολάκευον, λυπήσουσι
δὲ τὸν ἀδελφόν. ἤδη γοῦν τινὰς καὶ λαβὼν ἐπὶ τοιαύ-
ταις ὑπηρεσίαις ὁ Σεβῆρος ἐκόλασεν.
 ἀσχάλλοντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τῷ τοιούτῳ βίῳ τῶν παίδων
καὶ τῇ περὶ τὰ θεάματα ἀπρεπεῖ σπουδῇ ἐπιστέλλει ὁ
τῆς Βρεττανίας ἡγούμενος, στασιάζειν τοὺς ἐκεῖ βαρβά-
ρους φάσκων, καὶ κατατρέχοντας τὴν χώραν λείαν τε
63

ἀπάγειν καὶ πορθεῖν τὰ πλεῖστα· δεῖσθαι τοίνυν χειρὸς


πλείονος πρὸς βοήθειαν τοῦ τόπου ἢ βασιλικῆς ἐπιδη-
μίας. ὁ δὲ Σεβῆρος ἀσμένως ταῦτα ἀκούσας, φύσει μὲν
καὶ ἄλλως φιλόδοξος ὑπάρχων, καὶ μετὰ τὰς ὑπὸ ἀνατο-
λαῖς καὶ ἄρκτῳ νίκας καὶ προσηγορίας βουλόμενος καὶ
κατὰ Βρεττανῶν ἐγεῖραι τρόπαια, ἔτι δὲ καὶ τοὺς υἱεῖς
ἀπαγαγεῖν τῆς Ῥώμης θέλων, ὡς ἂν ἀνανήψειεν ἐν στρα-
τιωτικῷ βίῳ καὶ σώφρονι ἀπαχθέντες τῆς ἐν Ῥώμῃ τρυ-
φῆς καὶ διαίτης, ἐπαγγέλλει τὴν ἐς τὴν Βρεττανίαν ἔξο-
δον, πρεσβύτης τε ἤδη ὢν καὶ ὑπὸ τῆς ἀρθρίτιδος νόσου
κάμνων· ἀλλὰ τὰ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἔρρωτο ὑπὲρ πάντα
νεανίαν. τὰ πλεῖστα γοῦν καὶ φοράδην φερόμενος τῆς
ὁδοιπορίας εἴχετο, οὐδὲ πώποτε ἐπὶ πολὺ μένων ἀν

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci Book 3, ch. 14, sec. 4, l. 2

δον, πρεσβύτης τε ἤδη ὢν καὶ ὑπὸ τῆς ἀρθρίτιδος νόσου


κάμνων· ἀλλὰ τὰ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἔρρωτο ὑπὲρ πάντα
νεανίαν. τὰ πλεῖστα γοῦν καὶ φοράδην φερόμενος τῆς
ὁδοιπορίας εἴχετο, οὐδὲ πώποτε ἐπὶ πολὺ μένων ἀν-
επαύετο. ἀνύσας δὲ τὴν ὁδὸν ἅμα τοῖς παισὶ παντὸς
λόγου καὶ ἐλπίδος θᾶττον, τὸν ὠκεανὸν διαπλεύσας Βρετ-
τανοῖς ἐπέστη, τούς τε πανταχόθεν στρατιώτας ἀθροί-
σας καὶ δύναμιν πολλὴν ἀγείρας τὰ πρὸς τὸν πόλεμον
παρεσκευάζετο.
 οἱ δὲ Βρεττανοὶ τῇ τοῦ βασιλέως ἐκπλαγέντες αἰφνι-
δίῳ ἐπιδημίᾳ, δύναμίν τε ἀκούσαντες παμπλείστην ἐπ'
αὐτοὺς ἀθροισθεῖσαν, πρεσβείας ἔπεμπον περί τε εἰρή-  
νης διελέγοντο, ἀπολογεῖσθαί τε ἐβούλοντο πρὸς τὰ
προημαρτημένα. ὁ δὲ Σεβῆρος διατριβάς τε χρόνου ζη-
τῶν, ὡς ἂν μὴ πάλιν ἐς τὴν Ῥώμην ἐπείγοιτο, ἔτι δὲ
καὶ βουλόμενος προσκτήσασθαι τὴν κατὰ Βρεττανῶν
νίκην τε καὶ προσηγορίαν, τοὺς μὲν πρέσβεις αὐτῶν
ἀπράκτουςἀπέπεμψεν, εὐτρέπιζε δὲ τὰ πρὸς τὴν μάχην.
μάλιστα δὲ γεφύραις ἐπειρᾶτο διαλαμβάνειν τὰ ἑλώδη
χωρία, ὡς ἂν ἐπ' ἀσφαλοῦς βαίνοντες οἱ στρατιῶται
ῥᾳδίως τε αὐτὰ διατρέχοιεν καὶ ἐπ' ὀχυροῦ βήματος

Φίλων Ιουδαίος De Josepho Section 223, l. 1 25 π. Χ.

τῶν ἀδικημάτων κοινοπραγήσαντας; ἐκεῖνος μόνος, ἐπεὶ καὶ μόνος


ἔπραξε, κολαζέσθω. πυνθάνομαι μὲν οὖν, ὅτι πρὸ τῆς πόλεως καὶ
θάνατον ὡρίζετε κατὰ τοῦ ἁλόντος· ἐγὼ δ' ἕκαστα πρὸς τὸ ἐπιεικὲς
ἄγων καὶ ἡμερώτερον ἐπικουφίζω τὴν τιμωρίαν δουλείαν ὁρίσας ἀντὶ
θανάτου.” χαλεπῶς δὲ τὴν ἀπειλὴν φερόντων καὶ ἐφ' οἷς
ἐσυκοφαντοῦντο καταδυομένων ὁ τέταρτος καθ' ἡλικίαν – ἦν δὲ τολμητὴς
64

μετ' αἰδοῦς καὶ θαρραλέος, παρρησίαν τὴν ἄνευ ἀναισχυντίας ἐπιτετη-


δευκώς – προσελθών φησι· “δέομαι, δέσποτα, μὴ θυμῷ χαρίσασθαι
μηδ' ὅτι τέταξαι τὴν μετὰ βασιλέα τάξιν προκαταγνῶναι πρὸ τῆς ἀπο-
λογίας ἡμῶν. πυνθανομένῳ σοι κατὰ τὴν προτέραν ἐπιδημίαν περί τε
ἀδελφοῦ καὶ πατρὸς ἀπεκρινάμεθα· πατὴρ μέν | ἐστι πρεσβύτης, οὐ
χρόνῳ μᾶλλον γεγηρακὼς ἢ ταῖς ἐπαλλήλοις δυστυχίαις, ὑφ' ὧν γυμνα-
ζόμενος ἀθλητοῦ τρόπον ἐν πόνοις καὶ δυσκαρτερήτοις κακοπαθείαις  
διετέλεσεν· ἀδελφὸς δὲ κομιδῇ νέος ἐστίν, ἐκτόπως στεργόμενος ὑπὸ τοῦ
πατρός, ἐπειδὴ καὶ ὀψίγονός ἐστι καὶ δυεῖν γενομένων ὁμομητρίων
ἀπελείφθη μόνος, τοῦ πρεσβυτέρου βιαίως ἀποθανόντος. κελεύοντος
δὲ σοῦ ἐνθάδε τὸν ἀδελφὸν ἀγαγεῖν καὶ ἀπειλοῦντος, εἰ μὴ παραγένοιτο,
μηδ' ἡμῖν εἰς ὄψιν ἐλθεῖν ἔτι τὴν σὴν ἐπιτραπήσεσθαι, κατηφοῦντες
ἀπηλλαττόμεθα καὶ μόλις οἴκαδε ἐπανελθόντες ἐδηλοῦμεν τὰ ἀπὸ σοῦ
τῷ πατρί. ὁ δὲ κατ' ἀρχὰς μὲν ἀντέλεγε δεδιὼς σφόδρα περὶ τῷ

Φίλων ΙουδαίοςIn Flaccum Section 30, l. 3

εἴ πως οἷόν τε ἦν, ἅπαντας τοὺς ἐν τῇ πόλει λαθὼν ὑπεξελθεῖν· οὐ


γὰρ κατὰ θέαν ἀφῖκτο τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπιδεδημηκὼς αὐτῇ πρότερον,
ἡνίκα τὸν ἐπὶ Ῥώμης πλοῦν ἐστέλλετο πρὸς Τιβέριον, ἀλλ' ὁδῷ χρη-
σόμενος ἐπιτόμῳ τῆς οἴκαδε ἀφίξεως. οἱ δ' ὑπὸ φθόνου ῥηγνύμενοι
– βάσκανον γὰρ φύσει τὸ Αἰγυπτιακόν – καὶ τὰς ἑτέρων εὐτυχίας
ἰδίας ὑπελάμβανον εἶναι κακοπραγίας καὶ ἅμα διὰ τὴν παλαιὰν καὶ τρόπον
τινὰφύσει γεγενημένην πρὸς Ἰουδαίους ἀπέχθειαν ἤσχαλλον ἐπὶ τῷ
γεγενῆσθαί τινα βασιλέα Ἰουδαῖον οὐχ ἧττον, ἢ εἰ αὐτός τις ἕκαστος
βασιλείαν προγονικὴν ἀφῄρητο. καὶ τὸν ἄθλιον Φλάκκον πάλιν οἱ συν-
όντες ἀνηρέθιζον εἰς τὸν αὐτὸν ἐνάγοντες καὶ προκαλούμενοι
φθόνον, “σὴ κατάλυσίς ἐστι” φάσκοντες “ἡ ἐπιδημία τούτου· μείζονα
τιμῆς καὶ εὐδοξίας ὄγκον ἢ σὺ περιβέβληται· πάντας εἰς ἑαυτὸν ἐπιστρέ-
φει τὴν δορυφόρον τῶν σωματοφυλάκων στρατιὰν ὁρῶντας ἐπαργύροις  
καὶ ἐπιχρύσοις ὅπλοις διακεκοσμημένην. ἔδει γὰρ ἥκειν εἰς ἐπικράτειαν
ἑτέρου δυνάμενον πλῷ χρησάμενον εἰς τὴν οἰκείαν ἀσφαλῶς παραπεμ-
φθῆναι; καὶ γὰρ εἰ Γάιος ἐπέτρεπε, μᾶλλον δ' ἠνάγκαζεν, ἐχρῆν ἐκλιπαρή-
σαντα παραιτήσασθαι τὴν ἐνθάδε ἄφιξιν, ἵνα μὴ παρευημερηθεὶς ὁ τῆς
χώρας ἡγεμὼν ἀδοξῇ.” ταῦτα ἀκούων ἔτι μᾶλλον ἢ πρότερον ᾤδει καὶ
ἐν μὲν τῷ φανερῷ τὸν ἑταῖρον καὶ φίλον καθυπεκρίνετο διὰ τὸ
πέμψαντος φόβον, ἰδίᾳ δὲ ἐζηλοτύπει καὶ ἐξελάλει τὸ μῖσος καὶ πλαγίως
| αὐτὸν ὕβριζεν, ἐπειδήπερ ἄντικρυς οὐκ ἐθάρρει. τῷ γὰρ ἀργοῦντι καὶ

Ξενοφών. , Atheniensium respublica [Sp.] Ch. 1, sec. 18, l. 4 430-354 π. Χ.

νεῶν ἔκπλου διοικοῦσι τὰς πόλεις τὰς συμμαχίδας, καὶ τοὺς


μὲν τοῦ δήμου σῴζουσι, τοὺς δ' ἐναντίους ἀπολλύουσιν ἐν
τοῖς δικαστηρίοις· εἰ δὲ οἴκοι εἶχον ἕκαστοι τὰς δίκας, ἅτε
65

ἀχθόμενοι Ἀθηναίοις τούτους ἂν σφῶν αὐτῶν ἀπώλλυσαν


οἵτινες φίλοι μάλιστα ἦσαν Ἀθηναίων τῷ δήμῳ. πρὸς δὲ
τούτοις ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων τάδε κερδαίνει τῶν δικῶν Ἀθή-
νησιν οὐσῶν τοῖς συμμάχοις. πρῶτον μὲν γὰρ ἡ ἑκατοστὴ
τῇ πόλει πλείων ἡ ἐν Πειραιεῖ· ἔπειτα εἴ τῳ συνοικία ἐστίν,
ἄμεινον πράττει· ἔπειτα εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον
μισθοφοροῦν· ἔπειτα οἱ κήρυκες ἄμεινον πράττουσι διὰ τὰς
ἐπιδημίας τὰς τῶν συμμάχων. πρὸς δὲ τούτοις, εἰ μὲν μὴ
ἐπὶ δίκας ᾔεσαν οἱ σύμμαχοι, τοὺς ἐκπλέοντας Ἀθηναίων  
ἐτίμων ἂν μόνους, τούς τε στρατηγοὺς καὶ τοὺς τριηράρχους
καὶ πρέσβεις· νῦν δ' ἠνάγκασται τὸν δῆμον κολακεύειν τὸν
Ἀθηναίων εἷς ἕκαστος τῶν συμμάχων, γιγνώσκων ὅτι δεῖ
[μὲν] ἀφικόμενον Ἀθήναζε δίκην δοῦναι καὶ λαβεῖν οὐκ ἐν
ἄλλοις τισὶν ἀλλ' ἐν τῷ δήμῳ, ὅς ἐστι δὴ νόμος Ἀθήνησι·
καὶ ἀντιβολῆσαι ἀναγκάζεται ἐν τοῖς δικαστηρίοις καὶ
εἰσιόντος του ἐπιλαμβάνεσθαι τῆς χειρός. διὰ τοῦτο οὖν
οἱ σύμμαχοι δοῦλοι τοῦ δήμου τῶν Ἀθηναίων καθεστᾶσι μᾶλλον.

Phalaridis Epistulae, Epistulae Epistle 144, sec. 2, l. 6

γνωκας σεαυτοῦ, καὶ τὰς ὀλοφύρσεις οὐ μεταποιού-


μενος καὶ τοῦ σώζεσθαι προσποιῇ. χρὴ δὲ μὴ βαρύ-
τερον φέρειν τὴν τύχην· οὐ γὰρ ἀρετῆς τοῦτό γ'
ἄξιον, εἰ πρὸς τὸ πένθος ἀπαλλάξεις σαυτὸν καὶ
χρήσῃ ἀνηκέστῳ συμφορᾷ.
         ἀλλ' ἄγε, ὦ Νικό-
κλεις, μικρὸν ἀπὸ τῆς ἀνίας μεταστραφεὶς σκέψαι
τὸν ταλαίπωρον ἀνθρώπων βίον, οἵᾳ καθήρμοσται
τάξει. γεννᾶται ἕκαστος ἡμῶν ἐπὶ μυρίοις κακοῖς,
καὶ ταῦθ' ὅταν ἀνύσῃ, τῆς τοῦ ταλαιπωρεῖν ἀνεπαύ-
σατο ἐπιδημίας. τερπνὸν δὲ ἡγούμεθα τὸν βίον
τοιοῦτον ὄντα, παρ' ὅσον οὐδὲν θανάτου πείσεσθαι κά-
κιον ἠλπίκαμεν, καὶ τὸν τελευτήσαντα οἰκτιζόμενοι,
ὅστις πρῶτος ἄπεισιν, οὐκ ἄπωθεν ἑπόμενοι τούτῳ
λελήθαμεν ἑαυτοῖς ἐπιρριπτοῦντες τὰ δάκρυα. αὕτη
δίκη ἀνθρώπων, Νικόκλεις, καὶ ἐπὶ τοιούτῳ τέλει
ἅπαντες ἀνατρεφόμεθα, οὐδ' ἐστὶν ὅντινα τῶν γενο-
μένων ἕτερον ὑποδέξεται χρῆμα τυραννικώτερον. μοῖρα
τοῦτο παντὸς ἀνθρώπου, ὑπ' οὐδενὸς γοητευόμενον.
ὁρᾷς ἐμὲ τὸν μόναρχον, ὃν πάντες ἄνθρωποι βιαιό-
τατον ἀποφαίνονται; ταύτης, οὐδ' ἄν με δεινότερον

Γαληνός ιατρός. De temperamentis libri iii Kühn Vol. 1, p. 531, l. 6 (129 – 216 μ.Χ.)

τῆς τῆς ῥήσεως, εἰ πᾶσαν αὐτήν σοι παραγράψαιμι, τόνδε


τὸν τρόπον ἔχουσαν· ‘ἄνθρακες ἐν Κρανῶνι θερινοί. ὗεν
ἐν καύμασιν ὕδατι λάβρῳ δι' ὅλου. ἐγίνοντο δὲ μᾶλλον
νότῳ καὶ ὑπεγίνοντο μὲν ὑπὸ τὸ δέρμα ἰχῶρες. ἐγκατα-
λαμβανόμενοι δ' ἐθερμαίνοντο καὶ κνησμὸν ἐνεποίεον· εἶτα
66

φλύκταιναι ὥσπερ πυρίκαυστοι | ἐπανίσταντο καὶ ὑπὸ τὸ


δέρμα καίεσθαι ἐδόκεον’.
 Ἀλλ' ἐνταῦθα μὲν ὡς ἂν μιᾶς ὥρας μετακοσμηθείσης
ἧττον τὸ κακόν. εἰ δὲ δύο ἢ τρεῖς ὑπαλλαχθεῖεν ἢ καὶ
σύμπαν τὸ ἔτος ὑγρὸν καὶ θερμὸν γένοιτο, μέγιστον ἀνάγκη
συμπεσεῖν οὕτω λοιμόν, οἷον ἐν τῷ τρίτῳ τῶν Ἐπιδημιῶν
διηγεῖται. παραγράψω δὲ πρῶτα μὲν ἃ περὶ τῆς τῶν ὡρῶν
ἀκοσμίας εἶπεν, ἐφεξῆς δὲ καὶ τὰ περὶ τῆς ἐπιγενομένης
φθορᾶς τῶν ἀνθρώπων. ἐν ἅπασι δ' αὐτοῖς προσέχειν σε
τὸν νοῦν ἀκριβῶς ἀξιῶ καὶ σκοπεῖσθαι πρῶτον μέν, ὁποῖόν
τι πρᾶγμα θερμὴ καὶ ὑγρὰ κρᾶσίς ἐστιν, ὡς οὐδὲν ἦρι
παρόμοιον, εὐκράτῳ χρήματι· δεύτερον δ' ὡς ἀναγκαῖον ἐν
αὐτῇ σήπεσθαι πάντα. ἄρχεται μὲν οὖν ὁ Ιπποκράτης τῆς  
διηγήσεως ὧδε· ‘ἔτος νότιον, ἔπομβρον, ἄπνοια διὰ τέλεος’.
εἶτα τούτοις ἐπιφέρει τὰ κατὰ μέρος ἁπάσης τῆς καταστά-
σεως, ὄμβρους πολλοὺς ἐν θερμῇ καὶ νοτίᾳ καταστάσει

Γαληνός ιατρός. De temperamentis libri iii Kühn Vol. 1, p. 532, l. 3

τι πρᾶγμα θερμὴ καὶ ὑγρὰ κρᾶσίς ἐστιν, ὡς οὐδὲν ἦρι


παρόμοιον, εὐκράτῳ χρήματι· δεύτερον δ' ὡς ἀναγκαῖον ἐν
αὐτῇ σήπεσθαι πάντα. ἄρχεται μὲν οὖν ὁ Ιπποκράτης τῆς  
διηγήσεως ὧδε· ‘ἔτος νότιον, ἔπομβρον, ἄπνοια διὰ τέλεος’.
εἶτα τούτοις ἐπιφέρει τὰ κατὰ μέρος ἁπάσης τῆς καταστά-
σεως, ὄμβρους πολλοὺς ἐν θερμῇ καὶ νοτίᾳ καταστάσει
γενέσθαι γράφων, εἶτ' αὖθις ἐπὶ τέλει τὸν σύμπαντα λόγον
εἰς ἓν κεφάλαιον ἀγαγὼν οὕτω φησί· ‘γενομένου δὲ τοῦ
ἔτεος ὅλου | νοτίου καὶ ὑγροῦ καὶ μαλακοῦ’ τάδε καὶ τάδε
συνέπεσεν, ἃ σύμπαντα μὲν γράφειν ἐν τῷδε τῷ λόγῳ μακρόν.
ἔνεστι δὲ τῷ βουλομένῳ λαβόντι τὸ τρίτον τῶν Ἐπιδημιῶν
ἀναγιγνώσκειν τὰ κατὰ μέρος εἰς ἓν ἅπαντα κεφάλαιον
ἀναγόμενα, σηπεδόνα μεγίστην, ἧς καὶ αὐτῆς ὀνομαστὶ πολ-
λάκις ὁ Ιπποκράτης ἐπιμέμνηται, ποτὲ μὲν ὡδίπως λέγων·
’ἦν δὲ καὶ τὸ ῥεῦμα τὸ συνιστάμενον οὐ πύῳ ἴκελον, ἀλλὰ
σηπεδών τις ἄλλη καὶ ῥεῦμα πολὺ καὶ ποικίλον’· ποτὲ δὲ
πάλιν ὡδί· ‘καὶ ἐν αἰδοίοισιν ἄνθρακες οἱ κατὰ θέρος καὶ
ἄλλα, ἃ σῆψις καλέεται’, καὶ ὡς ἐκ τῆς σήψεως ταύτης
πολλοῖς μὲν βραχίων καὶ πῆχυς ὅλος ἀπερρύη, πολλοῖς δὲ
μηρὸς ἢ τὰ περὶ κνήμην ἀπεψιλοῦτο καὶ ποὺς ὅλος. ἀλλὰ
καὶ σαρκῶν καὶ ὀστῶν καὶ νεύρων ἐκπτώσεις ἐγίγνοντο με

Γαληνός ιατρός. Quod animi mores corporis temperamenta sequantur


Kühn Vol. 4, p. 803, l. 16

φύσει τῇ τοιαύτῃ καὶ τὸ ἄγρυπνον τά τε ἤθεα καὶ τὰς


ὀργὰς αὐθάδεας καὶ ἰδιογνώμονας τοῦ τε ἀγρίου μᾶλ-
λον μετέχοντας ἢ τοῦ ἡμέρου ἔς τε τὰς τέχνας ὀξυτέ-
ρους τε καὶ ξυνετωτέρους καὶ τὰ πολέμια ἀμείνονας
εὑρήσεις.’ ἐν τούτῳ πάλιν τῷ λόγῳ σαφῶς οὐ μόνον
67

τὰ ἤθη ταῖς τῆς χώρας κράσεσιν ἀκόλουθά φησιν


ὑπάρχειν ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰς τέχνας τοὺς μὲν ὀξυτέ-
ρους, τοὺς δ' ἀσυνετωτέρους γίγνεσθαι, τουτέστιν τοὺς
μὲν συνετωτέρους, τοὺς δ' ἀμβλυτέρους τε καὶ παχέας
τὴν διάνοιαν. οὐκέτ' οὖν δέομαι τῶν κατὰ τὸ δεύ-  
τερον καὶ ἕκτον τῶν ἐπιδημιῶν γεγραμμένων φυσιο-
γνωμονικῶν γνωρισμάτων ἁπάντων μνημονεύειν ἀλλ'
ἀρκέσει παραγράψαι παραδείγματος ἕνεκα τήνδε τὴν
λέξιν αὐτοῦ· ‘ᾧ ἂν ἡ φλὲψ ἡ ἐν ἀγκῶνι σφύζῃ, μανι-
κὸς καὶ ὀξύθυμος, ᾧ δὲ ἂν ἀτρεμέῃ, τυφώδης.’ κατὰ
δὲ τὴν ῥῆσιν ὁ λόγος ἐστὶ τοιοῦτος· ὧν ἀνθρώπων ἡ
κατὰ τὸν ἀγκῶνα ἀρτηρία σφο‖δροτάτην ποιεῖται κίνη-
σιν αὑτῆς, οὗτοι μανικοί εἰσι. φλέβας μὲν γὰρ καὶ
τὰς ἀρτηρίας ἐκάλουν οἱ παλαιοί,ὡς δέδεικται πολ-
λάκις, οὐδέπω δὲ πᾶσαν ἀρτηριῶν κίνησιν ὠνόμαζον
σφυγμὸν ἀλλὰ μόνον τὴν αἰσθητὴν [αὐτὴν]
Γαληνός ιατρός. De placitis Hippocratis et Platonis Book 6, ch. 3, sec. 32, l. 1

σθαι λόγον εἶχεν, εὔδηλόν ἐστιν ἅπασι τοῖς ἀνεγνωκόσι τὸ


σύγγραμμα. ζητεῖ γὰρ ἐν αὐτῷ φύσιν ἀνθρώπου τὴν ὡς
ἐκ στοιχείων, οὐ τὴν ἐξ ἀνατομῆς φαινομένην.  
         ἀλλ' ὅτι
μὲν οὐκ ἔστι γνήσιος οὔθ' Ἱπποκράτους οὔτε Πολύβου τῶν
εἰρημένων φλεβῶν ἡ ἀνατομή, καὶ πρὸ ἡμῶν μὲν ἑτέροις
ἀποδέδεικται καὶ ἡμεῖς δ' ἄν, εἰ θεὸς δοίη ποτὲ περὶ τῶν
γνησίων Ἱπποκράτους συγγραμμάτων πραγματεύσασθαι, διὰ
πλειόνων ἐπιδείξαιμεν ἥτις ἐστὶν Ἱπποκράτους γνώμη περὶ
φλεβῶν ἀρχῆς, ἣν ἔκ τε τοῦ περὶ τροφῆς ἔνεστι λαβεῖν καὶ
ἐκ τοῦ δευτέρου τῶν ἐπιδημίων. ἀλλὰ τοῦτο μὲν εἰσαῦθις
ἀναβεβλήσθω.  
   δεῖξαι γὰρ πρότερον ὃ λέγων ἀπέλιπον
ἔγνωκα, ὅτι κἀν τοῖς φυτοῖς μὲν ἀρχὴ καὶ γενέσεως καὶ
διοικήσεως τὰ μείζω σώματα τῶν μικροτέρων ὑπάρχει, οὐχ
ἥκισταδὲ κἀν τοῖς ζῴοις. ἐπάνειμι γὰρ αὖθις ὡς τὸν Πέ-
λοπα συγχωροῦντα τὸν ἐγκέφαλον ἁπάντων εἶναι τῶν νεύ-
ρων ἀρχήν. ὁμολογεῖ γοῦν καὶ αὐτὸς ἀπ' ἐγκεφάλου φυόμενα
δύο νεῦρα διασπείρεσθαι τοῖς κατ' ὀφθαλμοὺς μυσὶν ἐκ μιᾶς
καὶ παχείας ἐκφύσεως εἰς μικρὰ καὶ πολλὰ σχιζόμενα.  

Γαληνός ιατρός. De placitis Hippocratis et Platonis Book 6, ch. 8, sec. 45, l. 3

μαζον οἱ παλαιοὶ δέδεικται μὲν ἤδη πολλοῖς τῶν ἔμπροσθεν,


ἐπιδέδεικται δὲ καὶ πρὸς ἡμῶν ἑτέρωθι. νυνὶ δὲ τοσοῦτον
μόνον ὅσον εἰς τὰ παρόντα χρήσιμον ὑπομνήσω. τῆς κατὰ
τὸν ἀγκῶνα καὶ μάλιστα τὸν ἀριστερὸν ἀρτηρίας ὅταν ἡ
κίνησις ἐκ γενετῆς ὑπάρχῃ ταχεῖά τε ἅμα καὶ μεγάλη καὶ
εὔτονος, ἰσχυρὰν μὲν ἐνδείκνυται τὴν ἐν τῇ καρδίᾳ θυμοειδῆ
δύναμιν, ἀκμαῖον δὲ καὶ ζέον τὸ κατ' αὐτὴν θερμόν, ὅπερ
ὀνομάζειν μανιῶδές τε καὶ ὀξύθυμον ἔθος.  
68

        ὁ τοίνυν Ἱππο-


κράτης ὀνομάζων φλέβα τὴν ἀρτηρίαν ταύτην ὧδέ πως γρά-
φει κατὰ τὸ δεύτερον τῶν Ἐπιδημιῶν· “ᾧ δ' ἂν ἡ φλὲψ ἡ ἐν
ἀγκῶνι σφύζῃ μανικὸς καὶ ὀξύθυμος, ᾧ δ' ἂν ἀτρεμέῃ
τυφώδης.” ὅτι δὲ καὶ τὸ σφύζειν ὄνομα καὶ ὁ σφυγμὸς ἐπὶ
τῆς σφοδρᾶς εἰς τοσοῦτον τῶν ἀρτηριῶν κινήσεως, ὡς καὶ
πρὶν ἐπιλαβεῖν τὴν ἁφὴν αἰσθητὴν εἶναι τἀνθρώπῳ τὴν
κίνησιν, ὑπὸ τῶν παλαιῶν ἐλέγετο, καὶ δι' ἄλλων μὲν ἀπο-
δέδεικται καὶ νῦν δ' οὐχ ἥκιστα φαίνεται διὰ τῆς πρὸς τὸ
ἀτρεμέειν ἀντιθέσεως καὶ τὸν τυφώδη δέ, δηλονότι τὸν ἐναν-
τίον τῷ μανικῷ ἢ καὶ ὀξυθύμῳ καὶ ἀόργητον.  

Γαληνός ιατρός. De sanitate tuenda libri vi Kühn Vol. 6, p. 84, l. 6

λόγον· εἶθ' ἑξῆς ἑκάστῃ κατασκευῇ σώματος μοχθηρᾷ βίος ἐλεύθερος


μιγνύσθω· κἄπειθ' ἑξῆς ἀρίστῃ κατασκευῇ σώματος ἕκαστος τῶν ἐν
δουλείᾳ τινὶ βίων· ἐπὶ δὲ τοῖσδε τὰς μοχθηρὰς τῶν σωμάτων κατα-
σκευὰς ἐπαλλάξωμεν τοῖς μοχθηροῖς βίοις, εἰ μέλλει τέλειος ἡμῖν ὁ
λόγος ἔσεσθαι.
 Τίνα ποτ' οὖν προσήκει τίθεσθαι ἀρχὴν | τῆς ὑγιεινῆς πραγμα-
τείας τῷ κάλλιστά τε κατεσκευασμένῳ τὸ σῶμα καὶ τρίτης ἑβδομάδος
ἐτῶν ἀρχομένῳ καὶ μόνῃ σχολάζοντι τῇ τοῦ σώματος ἐπιμελείᾳ, τὰ
δ' ἄλλα πάντα πάρεργα τεθειμένῳ; ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ τὴν ὑφ'Ἱππο-
κράτους εἰρημένην ἔν τε τοῖς Ἀφορισμοῖς, ἔνθα γράφει «πόνοι σι-
τίων ἡγείσθωσαν», ἔν τε τῷ τῶν Ἐπιδημιῶν ἕκτῳ κατὰ τήνδε τὴν
ῥῆσιν· «πόνοι, σῖτα, ποτά, ὕπνοι, ἀφροδίσια, πάντα μέτρια». καὶ γὰρ
καὶ τὸ ποσὸν ἀφώρισεν ἅπασι, προσθεὶς τὸ κατὰ τὸ τέλος τῆς ῥήσεως
ὄνομα τὸ «μέτρια», καὶ τὸν καιρὸν ἐδίδαξε τῇ τάξει τοῦ λόγου. εἰς γὰρ
τὴν τῆς ὑγείας φυλακὴν ἄρχειν μὲν χρὴ τοὺς πόνους, ἕπεσθαι δὲ σι-
τία τε καὶ ποτά, εἶθ' ἑξῆς ὕπνους, εἶτα ἀφροδίσια τοῖς γε δὴ μέλλου-
σιν ἀφροδισίοις χρῆσθαι. τὰ μὲν γὰρ ἄλλα πάντα κοινὰ πάσης ἡλικίας
ἐστί, τὰ δ' ἀφροδίσια μόνης τῆς τῶν ἀκμαζόντων, ἡνίκαπερ αὐτῶν
καὶ ἡ χρεία, ὡς ταῖς γε πρόσθεν τε καὶ ὄπισθεν ἡλικίαις ἢ οὐδ' ὅλως
σπερμαίνειν ἢ οὐ γόνιμον σπερμαίνειν ἢ μοχθηρῶς γόνιμον ὑπάρχειν.
ἀλλὰ | γὰρ ὁ περὶ μὲν τῶν ἀφροδισίων λόγος εἰς τὴν οἰκείαν

Γαληνός ιατρός. De sanitate tuenda libri vi Kühn Vol. 6, p. 369, l. 14

ἧττον ἁμαρτάνειν εἰκός ἐστιν, ὅσοι διαφυλάττειν ἀξιοῦσιν ἅπαν ἔθος·


ὅσοι μέντοι νομίζουσι μηδὲν διαφέρειν εἰς ὑγείαν ἀγύμναστον ἢ γυ-
μνασθέντα προσαίρεσθαι σιτίον καὶ ὅσοι πάντας ἀξιοῦσι γυμνάζεσθαι,  
πλείω βλάπτουσι τῶν προειρημένων. αὐτῶν δὲ τούτων ἀλλήλοις παρα-
βαλλομένων ἧττον βλάπτουσιν οἱ πρὸ τῶν σιτίων ἀεὶ γυμνάζεσθαι
ἐθέλοντες. οἴονται δ' ἔνιοι καὶἹπποκράτηντοῦτο παραινεῖν «πό-
νους σιτίων ἡγεῖσθαι» κατὰ τοὺς Ἀφορισμοὺς εἰρηκότα, μὴ γινώσκον-
τες, ὡς περὶ τάξεως νῦν ὁ λόγος αὐτῷ ἐστι γυμνασίων καὶ σιτίων, οὐ
τοῦτο λέγοντι, ὡς ἐπὶ πάντων ἀνθρώπων ἄμφω χρήσιμ' ἐστίν, ἀλλ'
ὡς, ἐφ' ὧν συμφέρει γυμνάσια, προηγεῖσθαι χρὴ τῶν σιτίων. ὅτι δ'
69

οὐ πᾶσι συμφέρει, διά τε τῶν Ἐπιδημιῶν ἐδήλωσε σαφῶς, τὰς θερμὰς


φύσεις ἀξιῶν «ἐλιννύειν», ἔν τε τοῖς Ἀφορισμοῖς δυνάμει διὰ τοῦ δηλῶσαι
καθόλου τὸ «τὰ ἐναντία τῶν ἐναντίων ἰάματα» ὑπάρχειν. | δύναται δέ
ποτε καὶ διαφωνίας γενέσθαι φαντασία κατὰ τὰ τοιαῦτα παραγγέλ-
ματα, τινῶν μὲν ἅπασαν κίνησιν σύμμετρον τῷ κινουμένῳ σώματι γυ-
μνάσιον ὀνομαζόντων, ἐνίων δὲ τὴν σφοδροτέραν μόνην. ὥστε κατὰ
μὲν τὸ πρότερον σημαινόμενον ἅπαντας ἀνθρώπους δεῖσθαι γυμνα-
σίων, καὶ τοῦτο εὔδηλον παντί· κατὰ δὲ τὸ δεύτερον οὐκ ἀληθές. τῶν
γὰρ ἐν ταῖς εἱρκταῖς ὑγιαινόντων οὐκ ὀρθῶς μοι δοκοῦσιν ἔνιοι με-
μνῆσθαι· διαφθείρονται γὰρ οὗτοι πάντες ἐν τῷ χρόνῳ, κωλυόμενοι
παντάπασιν γυμνάζεσθαι·

Γαληνός ιατρός. De sanitate tuenda libri vi Kühn Vol. 6, p. 376, l. 6

διὸ καὶ φθάνειν χρὴ κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἦρος αἵματος ἀφαιρεῖν αὐτῶν
ἢ φλέβα τέμνοντα ἢ ἀποσχάζοντα τὰ σφυρά. μὴ βουλομένων δ' οὕτως
κενοῦσθαι, καθαρτέον ἐστὶ φαρμάκῳ ποικίλῳ, δυναμένῳ καὶ ξανθὴν
χολὴν ἕλκειν καὶ φλέγμα καὶ τῶν ὀρρωδῶν τι περιττωμάτων.
 ἃ δ' ἐπὶ τῶν γυμνασίων εἴρηται, ταῦτα κἀπὶ τῶν βαλανείων
εἰρῆσθαι χρὴ δοκεῖν. | καὶ γὰρ καὶ ταῦτα σφαλερά, πρὶν κενωθῆναι,  
κενωθεῖσι δὲ ὠφέλιμα, καὶ μάλισθ' ὅσων λουτρῶν οὐκ ἔστι πότιμον
ὕδωρ, ἀλλ' ἔχει τινὰ διαφορητικὴν δύναμιν. ὅ γε μὴν οἶνος ὅτι μὲν
ὠφελιμώτατός ἐστι ταῖς ξηραῖς καὶ ψυχραῖς φύσεσιν, εἴρηται πρόσθεν.
εἰ δὲ ταῖς θερμαῖς ἁπάσαις οὐκ οἰκεῖος, ἀλλ' ἄμεινον ἐπ' αὐτῶν ἐστιν
»ὕδωρ ποτόν», ὡς ἐν ταῖς Ἐπιδημίαις γέγραπται, σκεπτέον ἐφεξῆς. ἴσως
γάρ τινι δόξει παντάπασιν ἄτοπον εἶναι, νεανίσκον ἤτοι στρατιωτικὸν
ἢ ἀθλητικὸν ἤ τινα τῶν σκαπτόντων ἢ θεριζόντων ἢ ἀροτριώντων ἢ
ὅλως ὁτιοῦν ἔργον ἰσχυρὸν ἐργαζομένων ἐφ' ὕδατος μόνου διαιτᾶσθαι,
καὶ ταύτῃ σφάλλεσθαι τὸνἹπποκράτην περὶ τῶν θερμῶν κράσεων
ἁπλῶς ἀποφηνάμενον, ὡς ὑδροποσίας δεομένων. ἐμοὶ δ' οὐχ ἁπλῶς
Ιπποκράτης εἰρηκέναι δοκεῖ τοῦτο, ἀλλὰ περὶ τῆς ἄκρως θερμῆς φύ-
σεως κατὰ δυσκρασίαν δηλονότι τοιαύτης οὔσης, οὐ τῷ πλεῖστον ἔχειν
τὸ ἔμφυτον θερμόν, ὅπερ αὐξάνεσθαί φησιν ἐν τῷ τῶν ἀθλητῶν ἐπι-
τηδεύματι. ἀλλ' ὅ γε δύσκρατος θερμὸς οὔτ' | ἀθλητὴς οὔτε στρατιώτης
οὔτε τῶν κατὰ γεωργίαν ἢ πολιτείαν ἔργων ἀγαθὸς ἄν ποτε γένοιτο

Γαληνός ιατρός. De alimentorum facultatibus libri iii Kühn Vol. 6, p. 464, l. 10

εἰρημένων χυμῶν ἤτοι πρὸς ἔκκρισιν γαστρὸς ἢ πρὸς ἐπίσχεσιν ἑτοί-


μως διακείμενος, ὅταν ὅλα τὰ σώματα τῶν | εἰρημένων ἐδεσμάτων ἅμα
τοῖς ἰδίοις χυλοῖς εἰς τὴν κοιλίαν ἀφίκηται, συμμαχεῖ μὲν τοῖς τὴν
αὐτὴν δύναμιν ἔχουσιν, ἀντιπράττει δὲ τοῖς τὴν ἐναντίαν.
 ἔμπροσθεν μὲν οὖν αἰτίαι διτταὶ κατὰ γένος εἴρηνται τοῦ δια-
φόρως ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς σιτίοις τὰ κατὰ τὴν γαστέρα φαίνεσθαι διοι-
κούμενα· νυνὶ δὲ καὶ τρίτη τις εὕρηται πρός τε τῇ φυσικῇ διαθέσει
καὶ τοῖς ὑγροῖς τε καὶ στερεοῖς μέρεσι τῶν ἐσθιομένων· ἐσθιόμενα γὰρ
ἢ ἐδεστὰ καλεῖν ἢ τροφὰς οὐ διοίσει. καὶ γὰρ οὕτω καὶ τούτων οὐδὲν
ἧττον ὀνομάζουσιν αὐτὰ σιτία τε καὶ βρώματα, καθότι καὶἹπποκρά-
της ἐν Ἐπιδημίαις ἔγραψεν ὡδί· «Τὰ βρώματα καὶ τὰ πόματα πείρης
70

δεῖται, εἰ ἐπὶ τὸ ἴσον μένει.» καὶ πάλιν ἑτέρωθι· «Πόνοι, σιτία, ποτά,
ὕπνοι, ἀφροδίσια, πάντα μέτρια.» τῶν μὲν οὖν ὀνομάτων, ὡς ἀεὶ λέ-
γομεν, ἀμελεῖν χρὴ μὴ φροντίζοντας, ὅτῳ τις ἂν αὐτῶν χρήσαιτο,
συνήθων γε ὄντων ἅπασι τοῖς Ἕλλησι, τῆς δὲ τῶν πραγμάτων ἐπι-
στήμης ἀντιποιεῖσθαι προσήκει.  

Γαληνός ιατρός. De alimentorum facultatibus libri iii Kühn Vol. 6, p. 604, l. 9

γὰρ ἐν ταύταις ἔνιαι μὲν αὐστηραὶ μόνον ἢ στρυφναὶ φαίνονται, καθ-


άπερ γε τινὲς μὲν ὀξεῖαι, τινὲς δὲ γλυκεῖαι, τινὲς δ' ἐκ τῆς τούτων
μίξεως συγκείμεναι, καὶ τινὲς ὅλως οὐδεμίαν ἔχου|σαι τοιαύτην ἐπι-
κρατοῦσαν ποιότητα καὶ διὰ τοῦθ' ὑδατώδεις τε καὶ ἀβλαβεῖς οὖσαι.
τῶν μὲν οὖν ἀπίων ἡ χρῆσις ὁμοία κατὰ πᾶν ἐστι τῇ τῶν μήλων.
 αἱ ῥόαι δὲ τὰ μὲν ἄλλα παραπλησίως, οὐδέποτε δ' οὔτ' ὀπτῶν-
ται μετὰ σταιτὸς οὔθ' ἕψονται δι' ὕδατος ἢ ἐν ἀτμῷ. χυλὸν δ' ἔχουσι
πλείονα μήλων τε καὶ ἀπίων, ἔτι δὲ πρὸς τούτῳ τὴν γεῦσιν ἥδοντα
μᾶλλον τοῦ κατ' ἐκεῖνα χυλοῦ. γίγνονται δέ ποτε χρησιμώτεραι τῶν
καρπῶν ἐκείνων εἰς ἄλλα τέ τινα καὶ τὸ πρὸςἹπποκράτους εἰρη-
μένον ἐν τῷ Ἐπιδημιῶν δευτέρῳ κατὰ τήνδε τὴν ῥῆσιν· «γυνὴ ἐκαρ-
διάλγεε καὶ οὐδὲν καθίστη· πάλην ἐς ῥοιῆς χυλὸν ἀλφίτων ἐπιπάσσουσα
καὶ μονοσιτίη ἤρκεσε καὶ οὐκ ἀνήμεεν οἷα τὰ Χαρίωνος.» εὔδηλον οὖν,
ὅτι μοχθηρῶν χυμῶν τὰ κατὰ τὸ στόμα τῆς γαστρός, ὃ δὴ καὶ καρ-
δίαν ὀνομάζουσι, διαβρεξάντων ἡ γυνὴ ναυτιώδης τε καὶ καρδιαλγὴς  
ἦν· οὐδὲ γὰρ οὐδ' ἄλλο τι τὸ καρδιώσσειν ὄνομα σημαίνει τοῦ γιγνο-
μένου συμπτώματος ἐπὶ τῷ στομάχῳ δακνομένῳ. τοῦτον οὖν τὸν χυ-
μὸν ἐξήραινε μὲν τὸ ἄλφι|τον, ὁ δὲ τῆς ῥόας χυλὸς ἅμ' αὐτῷ λαμ-
βανόμενος ἐρρώννυε τὴν κοιλίαν, ὡς ἀποτρίψασθαι δυνηθῆναι τὸν ἐν
τοῖς χιτῶσιν αὐτῆς περιεχόμενον χυμόν.

Γαληνός ιατρός. De differentiis febrium libri ii Vol. 7, p. 274, l. 14

τοῖς γένεσι τῶν διαφορῶν ἥμαρτον οἱ πλεῖστοι τῶν ἰατρῶν,


ἤτοι πλεονάσαντες, ὡς καὶ τῶν ἀχρήστων μνημονεύειν, ἢ ἐλ-
λιπόντες, ὡς καὶ τῶν χρησίμων ἐνίας παρελθεῖν ἀλλὰ κατὰ
τὴν ἐν αὐτοῖς τοῖς γένεσι τομὴν εἰς τὰς οἰκείας διαφορὰς
ὡσαύτως ἐσφάλησαν. αὐτίκα γέ τοι τοῦ πρώτου τε καὶ
κυριωτάτου γένους τῶν διαφορῶν ἀπὸ τῆς τοῦ τεμνομένου
πράγματος οὐσίας λαμβανομένου, τινὰς μὲν τῶν ἰατρῶν ἔστιν
ἰδεῖν ὅλον παρελθόντας τὸ γένος τοῦτο· τινὰς δὲ ἤτοι
πλεονάσαντας, ἢ ἐλλιπόντας ἐν τῇ διαιρέσει, καίτοιγε Ἱππο-
κράτους ἄριστα πεποιημένου τὴν διαίρεσιν ἐν τῷ ἕκτῳ τῶν
ἐπιδημιῶν. ἔχει δὲ ἡ ῥῆσις ὧδε πυρετοὶ, οἱ μὲν δακνώδεες
τῇ χειρί οἱ δὲ πρηέες· οἱ δὲ οὐ δακνώδεες, ἐπαναδιδόντες
δέ· οἱ δὲ ὀξέες μὲν, ἡσσώμενοι δὲ τῆς χειρός· οἱ δὲ περικαέες
εὐθέως· οἱ δὲ διὰ παντὸς βληχροὶ, ξηροί· οἱ δὲ ἁλμυρώδεες·  
οἱ δὲ πεμφιγώδεες, ἰδεῖν δεινοί· οἱ δὲ πρὸς τὴν χεῖρα νοτιώ-
δεες· οἱ δὲ ἐξέρυθροι· οἱ δὲ ἔξωχροι· οἱ δὲ πελιοὶ, καὶ
τὰ ἄλλα τὰ τοιαῦτα. ἐναργέστατα γὰρ ἐν τούτοις ἀπό
71

τε τῆς οὐσίας τοῦ πράγματος ἅμα καὶ ἀπὸ τῆς διαγνώσεως


εἰς τὰς οἰκείας διαφορὰς ἐποιήσατο τὴν διαίρεσιν. ἡ μὲν γὰρ
οὐσία τῶν πυρετῶν ἐν τῷ γένει τῆς παρὰ φύσιν θερμότητος
αἱ διαφοραὶ δὲ τῆς θερμασίας, αἵ τε παρὰ τὸ μᾶλλον καὶ τὸ

Γαληνός ιατρός. De comate secundum Hippocratem liber Kühn Vol. 7, p. 662, l. 15

ἀποροῦντος φανερῶς τοῦἹπποκράτους καὶ μὴ τολ-


μῶντος ἀποφήνασθαι βεβαίως ὑπὲρ αὐτῶν, ὥσπερ ἀμέλει πολλάκις φαί-
νεται ποιῶν.
 ἀρκέσει δ' ἓν ἢ δύο παραδείγματα χάριν τοῦ μὴ διατρίβειν ἐπὶ
πλέον ἐν οὕτω σαφεῖ πράγματι. ἐν μὲν οὖν τῷ πρώτῳ τῶν Ἐπιδημιῶν
φησι· “μετὰ δὲ ταῦτα δυσεντεριώδεες ἐγένοντο· ἆρά γε, ὅτι οὔρησαν  
ὑδατώδεα; σκεπτέον.” ἐνταῦθα τὸ “σκεπτέον” προσκείμενον οὐδὲ τὸν
ἀναιδέστατον ἄλλως ἀκούειν ἐάσει τοῦ“ἆρα” συνδέσμου πλὴν ὡς
ἀπορητικοῦ·ὡς εὐλαβούμενος γάρ φησιν οὕτως. ἐν δὲ τῷ ἕκτῳ τῶν
Ἐπιδημιῶν “τὸμετ' οὔρησιν σύναγμα”, φησί, “παιδίοιςμᾶλλον·
ἆρά γε,ὅτι ἔνθερμα;” ἐν αὐτῷ δὲ τῷ Προρρητικῷ “ἐν φρενιτικοῖς
λευκὴ διαχώρησις κακόν· ἆράγε ἐπὶ τούτοις καὶ νωθρότης;” καὶ πά-
λιν | “ἀφωνίη πνεύματος ἐν τοῖς πνιγομένοις οὐ πρόχειρον πονηρόν.
ἆρά γε καὶ παρακρουστικοῖς οὐ τοιόνδε;” εἰ τοίνυν χρὴ κεφαλὴν ἐπι-
δοῦναι τῷ λόγῳ, καὶ μήτ' ἄλλος τις τῶν Ἑλλήνων οὕτως κέχρηται
τῷ “ἆρα” συνδέσμῳ μήθ'Ιπποκράτης αὐτός, ὡς ἐγὼ νῦν ἔδειξα,
μέμψαιτ' ἄν τις, οἶμαι, τοὺς ἐξηγησαμένους ὡς οὐκ ἀπορητικὸν σύνδεσμον.
      
 
Γαληνός ιατρός. In Hippocratis prorrheticum i commentaria iii Kühn Vol. 16, p. 820,
l. 8

 ὑφίστασθαι δή φησι τοῖς οὕτω διαχωρουμένοις ὑγροῖς οὖσινὑπο-


στάσεις ἰλυώδεις ὑποπελίους, ὅταν μοχθηρὰ διάθεσις ᾖ, καθ' ἣν
ἐκκρίνεται τὰ τοιαῦτα. καὶ τοὐπίπαν γε τοῖς τὰ τοιαῦτα διαχωροῦσι
τὸ | ἧπαρ πεπονθέναι φασὶ καὶ διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸν τὸν γραφέα προς-
τεθηκέναι τῇ ῥήσει·ἆρα ἐκ τῶν ὑποχονδρίων ὀδυνᾶται; δοκέω
δεξιόν. ἀεὶ μὲν γὰρ ἡπατικὰ τὰ τοιαῦτα διαχωρήματα, οὐ μὴν μετὰ
φλεγμονῆς ἀεὶ τοῦ σπλάγχνου, διότι τῷ λόγῳ προσέθηκε τὸν ἆρα
σύνδεσμον, ὡς οὐ δυνάμενος διατείνεσθαι, ὅτι τὸ δεξιὸν ὑποχόνδριον
ὀδυνᾶται τοῖς οὕτω πάσχουσινἀεί. ἀλλὰ καὶ τὸ τούτοις ἐφεξῆς
εἰρημένον τὸἐκχλοιοῦσθαι, προδήλως ἡπατικόν ἐστι σύμπτωμα, καθότι
δέδεικται διὰ τοῦ δευτέρου τῶν Ἐπιδημιῶν. μετὰ ταῦτα προσέγραψε
περὶ τῶνπαρ' ὦτα.
 φαίνεται δὲ ταύταις ἁπάσαις ταῖς ῥήσεσιν ἐπὶ συνδρομαῖς τισι
προγνώσεις αὐτῶν γράφειν καὶ τοῦτ' εἶναι μάλιστα [καὶ κατὰ τὴν]
προκείμενον αὐτῷ καὶ κατὰ τὴν ἐνεστῶσαν ῥῆσιν, ἀλλ' οὐκ ἐτόλμησεν
ἀποφήνασθαι περὶ αὐτῶν, καίτοι γε εἰωθὼς ἐπὶ τῶν κατὰ μέρος ὡς
καθόλου πολλάκις ἀποφάσεις γράφειν. ἀλλὰ νῦν γέ φησι καὶτὰ παρ'
ὦτα τούτοισιν ὀδυνώδεα ἐπ' ὀλίγον, ἐμφαίνων πάλιν ὡς ἑωρακὼς  
εἴη τινὰ τοιοῦτον ἄρρωστον, ἐφ' οὗ ὑπὸ τῆς φύσεως ὁρμή τις ἐγένετο
πρὸς γένεσιν πα|ρωτίδων, οὐ μὴν ἐξίσχυσέ γε ἀποθέσθαι ταύτῃ τὰ
λυποῦντα καὶ συνέβη τῷ νοσοῦντι κοιλίας καταρραγείσης ὀλεθρίως
72

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis prorrheticum i commentaria iii Kühn Vol. 16, p. 831,
l. 2

      
Ἆρά γέ εἰσι τὰ πρῶτα κεφαλαλγι-
κοί; ἆρά γε καὶ ἐφιδρῶσι τὰ ἄνω,ἤ τι καὶ ἐπιρριγέουσιν;
εἶτα καὶ κοιλίη καταρρήγνυται; καί τι κωματῶδες; ἆρά γε καὶ  
ὑδατώδεα οὖρα ἐναιωρεύμενα λευκοῖς καὶ ποικίλως ἔκλευκα
δυσώδεα ποιεῖ τὰ παρ' οὖς; ἆρά γε, οἷσι τὰ τοιαῦτα οὖρα,
στάξιες πυκναί; ἆρά γε καὶ γλῶσσα τούτοισι λείη; |
      
 Ἄν, ὡς ἔφην, ἄρξηταί τις τῆς προγνώσεως, ἀφ' ὧνἹπποκρά-
της ἔγραψεν ἐν τῷ Προγνωστικῷ καὶ ταῖς Ἐπιδημίαις ὑπὲρ πασῶν
ἀποστάσεων καθόλου, γενήσεται κἀκ τῶν νῦν εἰρημένων αὐτῷ τι εἰς
ἀσφαλεστέραν ἀπόφασιν ὠφελείας. ἐὰν γὰρ ἐλπίσῃς ἀπόστασιν ἔσεσθαι,
σκέπτου τὴν ῥοπὴν τῶν χυμῶνἐφ' ὅ τι μόριον ποιοῦνται, καὶ οὕτως
ἑκάστου τῶν περὶ τὴν κεφαλὴν συμπτωμάτων τὴν δύναμιν ἐκλογισά-
μενος ἧττόν τε καὶ μᾶλλον ἐλπίσεις ἔσεσθαι τὰς παρωτίδας. ἕνεκα
τοίνυν παραδείγματος οὐ χεῖρον ἐπ' αὐτῶν, ὧν νῦν προεχειρίσατο,
ποιήσασθαι τὸν λόγον.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 7, l. 5

τὴν γνώμην φυλάσσειν τοῦ συγγράμματος καὶ τὸ τὰ χρήσιμα διδάσκειν


τοὺς ἀναγνωσομένους αὐτοῦ τὰ ὑπομνήματα, διέφθειρε δὲ ἀμφοτέρας
ὁΚόιντος ἐν τῷ μὴ συνάπτειν τῇ καταστάσει τοῦ περιέχοντος
ἡμᾶς ἀέρος τὰ πλεονάσαντα νοσήματα, συνάπτεσθαι μὲν αὐτὰ βουλο-
μένου τοῦἹπποκράτους αὐτοῦ, προγνῶναι δ' ἐσόμενα καὶ κωλῦ-
σαι συνιστάμενα καὶ ἰᾶσθαι γενόμενα μὴ δυνησομένων ἡμῶν ἄνευ τοῦ
γνῶναι τὴν γενομένην ἐν τῷ σώματι διάθεσιν | ἐκ τῆς δυσκρασίας τοῦ
περιέχοντος. οὕτως γὰρ καὶ τῶν ἄλλων ἁπασῶν καταστάσεων τὰς
δυνάμεις αὖθις ἐξευρίσκειν δυνησόμεθα.
 ὅστις οὖν βούλεται μεγάλως εἰς τὴν τέχνην ἐκ τῆς ἀναγνώσεως
τῶνἘπιδημιῶν ὠφεληθῆναι, προαναγνῶναι τούτῳ βέλτιόν ἐστι τὸ
Περὶ φύσεως ἀνθρώπου καὶ τὸ Περὶ ὑδάτων καὶ ἀέρων καὶ τόπων,  
ἔτιτε τῶν Ἀφορισμῶν ἐκείνους, ἐν οἷς περὶ τῶν ὡρῶν διέρχεται
καὶ τὰς δυνάμεις διδάσκει τῶν ψυχρῶν καὶ θερμῶν καὶ ξηρῶν καὶ
ὑγρῶν καταστάσεων.καὶ ἀναγκαῖον δ' ἐστὶ πρὸς τοῖς εἰρημένοις
αὐτοῦ τὸ Προγνωστικὸν ἀνεγνωκέναι. οἷς γὰρ ἐδίδαξεν ἐν οἷς εἴρηκα
βιβλίοις ἀκολουθεῖπάντα τὰ κατὰτὰ τῶν Ἐπιδημιῶν γεγραμ-
μένα, πρῶτον μὲν ὅτι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ καὶ ξηροῦ καὶ ὑγροῦ
συμμετρία τίς ἐστι τῶν πρώτων σωμάτων ἡ ὑγεία, δεύτερον δὲ ὅτι
τὸ μὲν ἔαρ εὐκρατότατόν ἐστιν, ὅταν γε τὴν οἰκείαν κρᾶσιν φυλάττῃ,
καὶ διὰ τοῦτ' ἐν αὐτῷ πλεονάζει τὸ αἷμα,
73

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 7, l. 11

γνῶναι τὴν γενομένην ἐν τῷ σώματι διάθεσιν | ἐκ τῆς δυσκρασίας τοῦ


περιέχοντος. οὕτως γὰρ καὶ τῶν ἄλλων ἁπασῶν καταστάσεων τὰς
δυνάμεις αὖθις ἐξευρίσκειν δυνησόμεθα.
 ὅστις οὖν βούλεται μεγάλως εἰς τὴν τέχνην ἐκ τῆς ἀναγνώσεως
τῶνἘπιδημιῶν ὠφεληθῆναι, προαναγνῶναι τούτῳ βέλτιόν ἐστι τὸ
Περὶ φύσεως ἀνθρώπου καὶ τὸ Περὶ ὑδάτων καὶ ἀέρων καὶ τόπων,  
ἔτιτε τῶν Ἀφορισμῶν ἐκείνους, ἐν οἷς περὶ τῶν ὡρῶν διέρχεται
καὶ τὰς δυνάμεις διδάσκει τῶν ψυχρῶν καὶ θερμῶν καὶ ξηρῶν καὶ
ὑγρῶν καταστάσεων.καὶ ἀναγκαῖον δ' ἐστὶ πρὸς τοῖς εἰρημένοις
αὐτοῦ τὸ Προγνωστικὸν ἀνεγνωκέναι. οἷς γὰρ ἐδίδαξεν ἐν οἷς εἴρηκα
βιβλίοις ἀκολουθεῖπάντα τὰ κατὰτὰ τῶν Ἐπιδημιῶν γεγραμ-
μένα, πρῶτον μὲν ὅτι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ καὶ ξηροῦ καὶ ὑγροῦ
συμμετρία τίς ἐστι τῶν πρώτων σωμάτων ἡ ὑγεία, δεύτερον δὲ ὅτι
τὸ μὲν ἔαρ εὐκρατότατόν ἐστιν, ὅταν γε τὴν οἰκείαν κρᾶσιν φυλάττῃ,
καὶ διὰ τοῦτ' ἐν αὐτῷ πλεονάζει τὸ αἷμα, καθάπερ γε καὶ τὸμὲν
θέρος θερμότερον καὶ ξηρότερον τοῦ προσήκοντος, ὁδὲ χειμὼν
ὑγρότερος καὶ ψυχρότερος, ἀνώμαλον δὲ | τῇ κράσει τὸ φθινόπωρον,
ἐπικρατούμενον ὑπὸ τοῦ ξηροῦ τε καὶ ψυχροῦ, καὶ ὅτι πλεονάζει καθ'
ἑκάστην τῶν ὡρῶν εἷς τις χυμός, ὡς ὀλίγον ἔμπροσθεν εἶπον. ἐπὶ
δὲ τούτοις τρίτον τε καὶ τέταρτον ἐν ἐκείνοις τοῖς βιβλίοις ἐδι-
δάχθη, κατὰ μὲν τὸ Περὶ φύσεως ἀνθρώπου τῶν ἐπιδημίων

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 8, l. 5

βιβλίοις ἀκολουθεῖπάντα τὰ κατὰτὰ τῶν Ἐπιδημιῶν γεγραμ-


μένα, πρῶτον μὲν ὅτι τοῦ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ καὶ ξηροῦ καὶ ὑγροῦ
συμμετρία τίς ἐστι τῶν πρώτων σωμάτων ἡ ὑγεία, δεύτερον δὲ ὅτι
τὸ μὲν ἔαρ εὐκρατότατόν ἐστιν, ὅταν γε τὴν οἰκείαν κρᾶσιν φυλάττῃ,
καὶ διὰ τοῦτ' ἐν αὐτῷ πλεονάζει τὸ αἷμα, καθάπερ γε καὶ τὸμὲν
θέρος θερμότερον καὶ ξηρότερον τοῦ προσήκοντος, ὁδὲ χειμὼν
ὑγρότερος καὶ ψυχρότερος, ἀνώμαλον δὲ | τῇ κράσει τὸ φθινόπωρον,
ἐπικρατούμενον ὑπὸ τοῦ ξηροῦ τε καὶ ψυχροῦ, καὶ ὅτι πλεονάζει καθ'
ἑκάστην τῶν ὡρῶν εἷς τις χυμός, ὡς ὀλίγον ἔμπροσθεν εἶπον. ἐπὶ
δὲ τούτοις τρίτον τε καὶ τέταρτον ἐν ἐκείνοις τοῖς βιβλίοις ἐδι-
δάχθη, κατὰ μὲν τὸ Περὶ φύσεως ἀνθρώπου τῶν ἐπιδημίων νοσημάτων αἴτιον εἶναι
τὸ περιέχον, ἐν δὲ τῷ Προγνωστικῷ τῶν σημείων, δι' ὧν αἱ προγνώσεις γίνονται, ἥτις
ἑκάστου δύναμίς ἐστι κατά τε ποιότητα καὶ μέγεθος. ἀξιῶ δέ σε τὸν ἀναγνωσόμενον
τὴν προκειμένην πραγματείαν ὧν διῆλθον ἁπάντων πρόχειρον ἔχειν τὴν μνήμην,
ἵνα τοῖς ὑφ' ἡμῶν λεχθησομένοις ἀκολουθῇς ἑτοιμότερον. ἁπάντων
δὲ μάλιστα τὸ Περὶ ὑδάτων καὶ ἀέρων καὶ τόπων ἀνεγνωκέναι σε
βούλομαι, ὅπως ἴδῃς † ἐν οἷςΙπποκράτης αὐτὸς ἔγραψε
καὶ πιστώσομαι τὰ γένη τῶν νοσημάτων, ὧν διῆλθον,Ἱπποκράτει
διῃρημένα εἶναι οὕτως, αἴτιόν γε τὸν ἀέρατῶν ἐπιδημίων νοσημά-
των ἀποφαινομένῳ· κατὰ μὲν γὰρ τὸ Περὶ φύσεως ἀνθρώπου
74

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 9, l. 14

νότατόν ἐστι καὶ [ὅ τι] μάλιστα αὐτῷ πάντες χρεώμεθα· ἔστι δὲ


τοῦτο ὃ ἀναπνέομεν. φανερὸν γὰρ δή, ὅτι οὐ τὰ διαιτήματα ἑκάστου
ἡμέων ἐστὶν αἴτια τῆς νόσου, ὅτε ἅπτεται πάντων ἑξῆς καὶ τῶν νεω-
τέρων καὶ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν, ὁμοίως καὶ
τῶν θωρησσομένων καὶ τῶν ὑδροποτεόντων καὶ τῶν μάζαν ἐσθιόντων
καὶ τῶν ἄρτον σιτεόντων καὶ τῶν ὀλίγα ταλαιπωρεόντων καὶ τῶν
πολλὰ καμνόντων. οὐκοῦν οὐ τὰ διαιτήματα αἴτιαἂν εἴη γε, ὁκό-
ταν διαιτώμενοι πάντα τρόπον οἱ ἄνθρωποι ἁλίσκωνται ὑπὸ τῆς αὐ-
τέης νούσου. ὁκόταν δὲ αἱ νοῦσοι γίνωνται παντοδαπαὶ κατὰ τὸν
αὐτὸν χρόνον, δῆλον ὅτι τὰ διαιτήματα αἴτιά ἐστινἕκαστα ἑκάστοι-
σιν.” ἐν ταύτῃμὲν οὖν τῇ ῥήσει πάντων τῶνἐπιδημίων νοση-
μάτων αἰτίαν εἶναί φησιτὴν τοῦ περιέχοντος κρᾶσιν, ἐν δὲ τῷ
δευτέρῳ τῶνδε τῶνἘπιδημιῶν, ἔνθα φησίν, ὡς “οἱ ἐνΑἴνῳ
ἐν λιμῷ ὀσπριοφαγέοντες σκελέων ἀκρατέες ἐγένοντο, ἀτὰρ οἱ ὀρο-
βοφαγέοντες γονυαλγέες”, οὐ τὴν κατάστασιν, ἀλλὰ τὴν δίαιταν αἰ-
τιᾶται. δύναται δὲ ἐνίοτε καὶ ὕδατος μοχθηροῦ πόσις ἐργάσασθαι πάγ-
κοινον νόσημα καὶ ἱστορεῖται καὶ | τοῦτο γεγονὸς ἐπὶ στρατοπέδου
παντός, ὥσπερ γε καὶ διὰ τὴν τοῦ χωρίου φύσιν, ἔνθα πάντες
ὁμοῦ στρατοπεδευόμενοι διετέλεσαν,ἐνίοτε μὲν ἐξ ἑλῶν τε καὶ τελ-
μάτων κατ' αὐτὸ τοῦτο τὸ χωρίον ἢ πλησίον, ἐνίοτε δὲ ἐκ βαράθρων
τῶν καλουμένωνΧαρωνείωνὀλεθρίων πνευμάτων πλεοναζόντων.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 11, l. 14

θέρεος καὶ χειμῶνος.” ἀλλὰ μηδὲ τοῦτό σε παρέλθηι ἐν ταῖς προ-


γεγραμμέναις ῥήσεσιν εἰρημένον ἐν ἄλλοις τέ τισι τῶν Ἱπποκράτους,]
καὶ τοίνυν τὰ μὲν ἔνδημα νοσήματά ἐστιν, ὅσα πλεονάζει διὰ παν-
τὸς ἔν τινι χώρᾳ, [ἅπερ δὴ καὶ ἔνδημα προσαγορεύεται,] τῶν κοι-
νῶν πολλοῖς ὄντα καὶ αὐτά, καθάπερ καὶ ὁ λοιμός. ἔστι γὰρ καὶ
οὗτος ἐκ τῶν κοινῶν νοσημάτων, ὡς αὐτὸς αὖ καὶ περὶ τοῦδε σαφῶς
ἐδήλωσεν ἐν τῷ Περὶ διαίτης ὀξέων, [ὧδέ πως εἰπών· “ὅταν γὰρ μὴ
λοιμῶδες νόσου τρόπος τις κοινὸς ἐπιδημήσηι, ἀλλὰ σποράδες ὦσιν αἱ
νοῦσοι καὶ μὴ παραπλήσιαι αὐτέοισιν, ὑπὸ τούτων τῶν νοσημάτων οἱ
πλείους ἀπόλλυνται ἢ ὑπὸ τῶν ἄλλων τῶν συμπάντων.” δῆλον
οὖν] ὡς ἐκ τοῦ γένους τῶν ἐπιδημίων νοσημάτων, ὅσα κακο-
ηθέστατα γίνεται καὶ λοιμώδη καλεῖται· τὸ δὲ τῶν ἐπιδημίων ἐκ
τοῦ τῶν πανδήμων τε καὶ παγκοίνων γένους ἐστίν, ὃ ταῖς σποράδεσι
νόσοις ἀντιδιαιρεῖται· ταῦτα μὲν οὕτως αὐτὸςδιεῖλε καὶ ὠνόμασεν,
τοὺς λοιμοὺς | δὲ πάντες ἄνθρωποι καλοῦσί τε καὶ γινώσκουσιν ὄντας
75

ὀλέθρια νοσήματα καὶ πέμπουσί γε πολλάκις εἰς θεοὺς περὶ τῆς ἰάσεως
αὐτῶν πυνθανόμενοι. [οὐ μόνον δὲ ἐνταῦθα τὸ ἐπιδημήσειν γέγραφεν,  
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ Προγνωστικόν, ἐν ᾧ φησι· “χρὴ δὲ καὶ τὰς φορὰς
τῶν νοσημάτων τῶν ἀεὶ ἐπιδημεόντων ταχέως ἐνθυμέεσθαι καὶ μὴ
λανθάνειν τῆς τε ὥρης τὴν κατάστασιν.” ἐν αὐτοῖς δὲ τοῖς τῶν Ἐπι-
δημιῶν ποτὲ μέν ἐστιν ἀκοῦσαι λέγοντος αὐτοῦ· “

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 12, l. 9

τοῦ τῶν πανδήμων τε καὶ παγκοίνων γένους ἐστίν, ὃ ταῖς σποράδεσι


νόσοις ἀντιδιαιρεῖται· ταῦτα μὲν οὕτως αὐτὸςδιεῖλε καὶ ὠνόμασεν,
τοὺς λοιμοὺς | δὲ πάντες ἄνθρωποι καλοῦσί τε καὶ γινώσκουσιν ὄντας
ὀλέθρια νοσήματα καὶ πέμπουσί γε πολλάκις εἰς θεοὺς περὶ τῆς ἰάσεως
αὐτῶν πυνθανόμενοι. [οὐ μόνον δὲ ἐνταῦθα τὸ ἐπιδημήσειν γέγραφεν,  
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ Προγνωστικόν, ἐν ᾧ φησι· “χρὴ δὲ καὶ τὰς φορὰς
τῶν νοσημάτων τῶν ἀεὶ ἐπιδημεόντων ταχέως ἐνθυμέεσθαι καὶ μὴ
λανθάνειν τῆς τε ὥρης τὴν κατάστασιν.” ἐν αὐτοῖς δὲ τοῖς τῶν Ἐπι-
δημιῶν ποτὲ μέν ἐστιν ἀκοῦσαι λέγοντος αὐτοῦ· “ἐπεδήμησαν δὲ καὶ
δυσεντερίαι κατὰ θέρος πολλαί·” ποτὲ δὲ “καὶ ἄλλαι πυρετῶν ἐπεδή-
μησαν ἰδέαι”. “καὶ γὰρ ἄλλοις τὸ νόσημα ἐπιδήμιον ἦν.”]
 γέγραπται δὲ τοῦτο τοὔνομα τὸ “ἐπίδημον“ ἐν τισὶ μὲν τῶν
ἀντιγράφων διὰ τεσσάρων συλλαβῶν, τῆς τελευταίας ἐκ τοῦ μ καὶ ο
καὶ ν συνεστηκυίας, ἐν τισὶ δὲ διὰ πέντε, διά τε τοῦ μ καὶ ι κἄπειτα
καθ' ἑτέραν συλλαβὴν τὴν τελευταίαν τοῦ ο καὶ ν. μεμνῆσθαιδὲ
χρὴ τούτων εἰςτὸ τὰ μέλλοντα λέγεσθαι γιγνώσκειν, ὡς ἔνια μὲν
τῶν νοσημάτων κοινῇ πολλοὺς καταλαμβάνει, ἃ δὴ λέγεται κοινά,
ἔνια δ' ἕκαστον ἰδίᾳ, τὰ σποραδικὰ προσαγορευόμενα. τῶν δὲ κοινῶν
τὰ μὲν ἔνδημά [τε] ἐστι, | τὰ δὲἐπίδημά τε καὶἐπιδήμια, διὰ
τεττάρων ἢ πέντε συλλαβῶν, ὡς εἴρηται, γραφόμενα καὶ λεγόμενα.
τούτων δὲ τὰ χαλεπώτατα λοιμώδη καλεῖται, τὴν αἰτίαν ἐκ τῆς περὶ

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 13, l. 5

...ἀντιγράφων διὰ τεσσάρων συλλαβῶν, τῆς τελευταίας ἐκ τοῦ μ καὶ ο


καὶ ν συνεστηκυίας, ἐν τισὶ δὲ διὰ πέντε, διά τε τοῦ μ καὶ ι κἄπειτα
καθ' ἑτέραν συλλαβὴν τὴν τελευταίαν τοῦ ο καὶ ν. μεμνῆσθαιδὲ
χρὴ τούτων εἰςτὸ τὰ μέλλοντα λέγεσθαι γιγνώσκειν, ὡς ἔνια μὲν
τῶν νοσημάτων κοινῇ πολλοὺς καταλαμβάνει, ἃ δὴ λέγεται κοινά,
ἔνια δ' ἕκαστον ἰδίᾳ, τὰ σποραδικὰ προσαγορευόμενα. τῶν δὲ κοινῶν
τὰ μὲν ἔνδημά [τε] ἐστι, | τὰ δὲ ἐπίδημά τε καὶ ἐπιδήμια, διὰ
τεττάρων ἢ πέντε συλλαβῶν, ὡς εἴρηται, γραφόμενα καὶ λεγόμενα.
76

τούτων δὲ τὰ χαλεπώτατα λοιμώδη καλεῖται, τὴν αἰτίαν ἐκ τῆς περὶ


τὸν ἀέρα καταστάσεως ἔχοντα καὶ αὐτά, καθάπερ ὅλον τὸ γένος τῶν
ἐπιδημίων νοσημάτων. γέγραφε δὲ κατὰ τοῦτο τὸ βιβλίον καὶ
λοιμώδεις τινὰς καταστάσεις, ὥσπερ καὶ τὴν ἐν τῷ τρίτῳ[, διότι καὶ
τῷ γένει ὁ λοιμὸς ἐπιδήμιόν ἐστι νόσημα].
 ταῦτα μὲν οὖν ἄμεινόν ἐστι διωρίσθαιπρὸ τῆς μελλούσης ἔσε-
σθαι τῶν κατὰ μέρος ἐξηγήσεως. μετὰ ταῦτα δὲ εἰς ἐκείνην ἤδη τρέ-
ψομαι, τοσοῦτον ἔτι προειπών, ὅπερ καὶ ἐνἄλλοις πολλοῖς τῶν
ὑπ' ἐμοῦ γεγραμμένων βιβλίων εἰρῆσθαι φθάνει, προτρέποντός μου
γυμνάζεσθαι τοὺς ἐκμαθεῖν θέλοντας τὴν ἰατρικὴν τέχνην ἐν τοῖς κατὰ
μέρος αἰσθητοῖς, ὡς διαγινώσκειν αὐτούς, ἃ καθόλου προμεμαθήκασιν.
ταῦτα δὲ αὐτὰ τὰ κατὰ μέρος ἀρχὴν τῆςτῶν καθόλου συστάσεως
οἱ ἐμπειρικοί φασιν εἶναι, λέγοντες ἀληθῆ ἐκεῖνα τῶν θεωρημάτων

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 14, l. 12

καὶ τούτων τὴν ἀλήθειαν ὑπὸ τῆς πείρας βεβαιουμένην τε καὶ μαρτυ-  
ρουμένην. οὕτως γοῦν καίτοι τοῖς περὶ μεγεθῶνκαὶ ἀποστημάτων
ἡλίου καὶ σελήνης καὶ γῆς ἀποδεδειγμένοις ἤδη πιστεύοντες, ὅταν
πρὸς αἰσθητῶν τε πολλῶν ἄλλων, ὅσα κατὰ γεωμετρικοὺς λόγους
εὑρίσκεται, [ὅταν ὑπὸ]καὶ τῶν καταλελογισμένων ἐκλείψεων μαρ-
τυρῆται, βεβαιοτέραν ἴσχομεν τὴν πίστιν. ὅπου τοίνυν τὰ διὰ γεω-
μετρίας ἀποδειχθέντα πιστότερα γίνεται μαρτυρούμενα πρὸς τῶν κατὰ
μέρος ἀποβαινόντων καὶ πιστότερα γενόμεναμείζονα βεβαιότητ'
ἔχει, πολλῷδὴ μᾶλλον [ἢ] ὅσα † ὑπὸ τὴν κατὰ μέρος
πίστιν. ταῦτ' οὖνοὕτως ἡμεῖς ἐπιδειξόμεθα ἐν τοῖς τῶνἘπιδη-
μιῶν βιβλίοις γινόμενα. |       
Ἐν Θάσῳ φθινοπώρου περὶ ἰσημε-ρίην καὶ ὑπὸ πληιάδα ὕδατα πολλά, συνεχέα,
μαλθακῶς, ἐν νοτίοισι.       
 Ὅτι μὲν καὶ ἡ τοῦ χωρίου γνῶσις εἰς τὴν τῶν ἐπιδημίων νοση-
μάτων διδασκαλίαν ὠφέλιμός ἐστιν ὕστερον λέξω. νυνὶ δὲ τὴν λέξιν
αὐτὴν πρότερον ἐξηγήσομαι, τοῦ συγγραφέως εἰπόντοςπερὶ ἰσημε-
ρίην καὶ ὑπὸ πληιάδα. δυοῖν γὰρ οὐσῶνἰσημεριῶν καὶ δυοῖν
πλειάδων ἐπισημασιῶν, αὐτὸς ἐδήλωσεν, ὁποίαν αὐτῶν λέγει, προς

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 24, l. 12

τεῬωμαίων καὶΜακεδόνωνἈσιανῶν τε τῶν ἡμετέρων καὶ


πολλῶν ἄλλων ἐθνῶν. ὁπότ' οὖν εἴρηταί μοι ταῦτα κοινὰ τῶν ἐφεξῆς
λόγων ἁπάντων ὄντα, πάλιν ἐπὶ τὴν προκειμένην ἀνήξω ῥῆσιν, ἐν ᾗ
τῆς γενομένης ἐνΘάσῳ καταστάσεως ἀρχόμενος ἔφηφθινοπώ-
ρουπερὶ ἰσημερίην καὶ ὑπὸ πληιάδα πολὺν ὑετὸν γενέσθαι.
ὄντος γὰρτοῦ φθινοπώρου περὶ ἰσημερίην καὶ δυοῖν μηνῶν,
77

οὐκ εὐθέως ἀπ' ἀρχῆς συνεισέβαλεν ἡ εἰρημένη κατάστασις, ἀλλὰπερὶ  


τὴν ἰσημερίαν ἤρξατο καὶ παρέτεινεν ἄχρι πλειάδος δύσεως ἡμέ-
ραις ὡς πεντήκοντα.
Ἐν Θάσῳ φθινοπώρου. κατὰ μὲν οὖν τὸνΚόϊντον οὔθ' ἡ χώρα
συνενδείκνυταί τι πρὸς τὴν τῶνἐπιδημίων νοσημάτων πρόγνωσιν οὔθ'
ὅλως δυνατόν ἐστι τὰ γενησόμενα προγνῶναι, μόνον δὲδιαγνῶναι
τὸ γεγενῆσθαί τινα νοσήματα, διεφθαρμένης τῆς κατὰ φύσιν ἐν ταῖς
ὥραις κράσεως· ἐνίοτε δὲ καὶ τὴν ἰδέαν αὐτῶν οὐκ ἐκ μεθόδου λογι-
κῆς, ἀλλ' ἐκ πείρας μόνης φησὶν ἐγνῶσθαι. καὶ τάς γε τῶν δυσκρα-
σιῶν ἐπιπλοκάς, ἃς συνδρομὰς ὀνομάζουσινοἱ ἐμπειρικοὶ τῶν
ἰατρῶν, ἐξηγούμενοι τοὺς Ἀφορισμοὺς ἐκ | πείρας ἔλεγον εὑρῆσθαι τῶν-
δέ τινων νοσημάτων αἰτίας γινομένας, οἷον· “ὅταν μὲν ὁ χειμὼν
αὐχμηρὸς καὶ βόρειος γένηται, τὸ δὲ ἔαρ ἔπομβρον καὶ νότιον, κατὰ
τὸ θέρος ἔσονται πυρετοὶ ὀξεῖς καὶ ὀφθαλμίαι καὶ δυσεντερίαι.” καὶ
πάλιν· “ἢν μὲν ὁ χειμὼν ἔπομβρος καὶ νότιος γένηται,

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 27, l. 15

ἀθρόως καύματα μεγάλα μέχρις ἀρκτούρου, καθ' ὃν ὕδατα νότια μέχρι


τῆς ἰσημερίας. ταύτης οὖν τῆς καταστάσεως ἀνωμάλου γενομένης ὅμως
ἐπεκράτει τὸ ψυχρὸν καὶ ξηρόν. ἐν δὲ τῷ τρίτῳ τῶν βιβλίων τούτων
ἔγραψενἄλλην κατάστασιν, ἣν εἰς ἓν πάλιν ἀναγαγὼν κεφάλαιον
ἔφησεν· “ἔτος νότιον ἔπομβρον, ἄπνοια διὰ τέλεος.” ἄλλην δὲπά-
λιν ἐν τῷ δευτέρῳ κατάστασιν ἐν ἀρχῇ γράφων εἶπεν· “ἄνθρακες
ἐνΚρανῶνι θερινοί, ὗεν ἐν καύμασιν ὕδατι λάβρῳ διόλου, ἐγένοντο
μᾶλλον νότῳ.”ἐξ ὧνπεργιγνώσκομεν, ὅτι καὶ αὕτη θερμοτάτη
ἐστὶ καὶ ἀμέτρως ὑγρά, [ὡς] κατὰ μίαν ὥραν γενομένη, τὸ θέρος,
ὥσπερ καὶ ἡ κατὰ τὸ τρίτον βιβλίον ἐν ὅλῳ τῷ ἔτει. γεγραμμέναι δ'
εἰσὶ καὶ ἄλλαι καταστάσεις ἐν τοῖς τῶν Ἐπιδημιῶν βιβλίοις, ἃς οὐκ
εἶπενἐν τοῖς Ἀφορισμοῖς. ἀλλ' ὡς συνεχέστερόν τε τῶν ἄλλων
γινομένας τὰς τέσσαρας ἀρκούσας τε παραδείγματα γίγνεσθαι | μετὰ
τῆς ἐν τῷ Περὶ ὑδάτων καὶ ἀέρων καὶ τόπων αἰτιολογίας ἠξίωσεν
ἐν τοῖς Ἀφορισμοῖς γραφῆναι. ἀλλὰ καί, εἰ [μὴ] παρελελοίπει τελέως  
τὴν αἰτιολογίαν, ἡμεῖς ἂν αὐτὴν εὕρομεν ἐκ τῶν ἐν τοῖς Ἀφορισμοῖς
ὑπ' αὐτοῦ γεγραμμένων, ἱκανῶν ὄντων ἀνδρὶ λογικῷ πρὸς τὴν τῶν
εἰρημένων εὕρεσιν. ἐπίστασθαι γάρ σε χρὴ τοῦτο δεδειγμένον μὲν ὑφ'
ἡμῶν ἤδη πολλάκις ἐν πολλοῖς αὐτάρκως, εἰρησόμενον δὲ καὶ νῦν,
εἰς ὅσον ἀναγκαῖόν ἐστιν αὐτοῦ μνημονεύειν, ὡς τὰς κατὰ μέρος ἐν
ἁπάσαις τέχναις συμπλοκὰς αὐτῶν τῶν πραγμάτων ἀδύνατόν ἐστι δι'

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 30, l. 12

μένης τῆς ἐπὶ τὸ ψυχρότερον μεταβολῆς ἡ τῆς πλειάδος δύσις αἰσθη-


τὴν ἐργάζεται τὴν τροπὴν ἐντεῦθέν τε πάλινὁ χειμὼν ὁμοίως ἐπὶ
τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν ἀφικνεῖται, καί ποτε μὲν ὁμοία προσθήκη μέχρι
πλειάδος ἐπιτολῆς γίνεται, πολλάκις δ' αἰσθητὴ μέν τις ἐν τῷ περὶ τὴν
78

ἰσημερίαν χρόνῳ, σύμμετρος δέ. καὶ μέντοι καὶ μετὰ τὴν τῆς πλειάδος
ἐπιτολὴν αὐξάνεται τὸ θερμὸν καὶ τὸ ξηρὸν ἄχρι κυνὸς ἐπιτολῆς συμ-
μέτρως καὶ κατὰ βραχύ, ἐλθόντος τε τούτου γενήσεται νότια μὲν
ὀλίγα, ἐπ' αὐτοῖς δ' ὑετοὶ † ἐπίσης τοῖς ἐτησίοις πνεύμασιν ἄχρι τῆς
κατὰ τὸν ἀρκτοῦρον ἐπιτολῆς. καὶ τοίνυν ἥ τε πεῖρα καὶ ὁ λόγος
ἡμᾶς ἐδίδαξεν, ὅταν οὕτως αἱ ὧραι τοῦ ἔτους προέρχωνταί τε καὶ εἰς
ἀλλήλας μεταβάλλωσι, μήτε λοιμόν τινα μήθ' ὅλως ἐπιδήμια νοσήματα
γινόμενα, μόνας δὲ τὰς ὀνομαζομένας ὑπ' αὐτοῦ σποράδας νόσους,
τὰς κατὰ τὴν δίαιταν ἑπομένας. ἐπειδὴδὲ καθ' ἑκάστην τῶν ὡρῶν
ἴδιος μὲν ἐπικρατεῖ χυμός, ὡς αὐτὸς ἐδίδαξε, τοῦ μὲν χειμῶνος τὸ
φλέγμα, τοῦ δὲ ἦρος τὸ αἷμα, τοῦ δὲ θέρουςἡ πικρὰ χολή, φθινο-
πώρου δὲ ἡ ὀξεῖα, διὰ τοῦτο τοῖς κακῶς διαιτωμένοις οὐ | τὰ αὐτὰ
πλεονάζουσι νοσήματα κατὰ πάσας τὰς ὥρας, ἀλλὰὡς αὐτὸς ἐδί-
δαξε “τοῦ μὲν ἦρος τὰ μελαγχολικὰ καὶ τὰ μανικὰ καὶ ἐπιληπτικὰ
καὶ αἵματος ῥύσιες” καὶ τἄλλα, ὅσα τούτων ἐφεξῆς καταλέγει, τοῦ δὲ
θέρους † ἔτους ὁμοίως καὶ τοῦ φθινοπώρου, χειμῶνος δ' ἄλλα γινό-
μενα μὲν ἐκ τῶν κατὰ τὴν δίαιταν ἁμαρτημάτων, ὑπαλλασσόμενα δὲ
Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii
Kühn Vol. 17a, p. 36, l. 7

τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἐργάζεσθαι μέλλῃ τὰ ὑπ' αὐτοῦ δεδειγμένα νοσή-


ματα, καὶ τὴν παρὰ τῆς οἰκήσεως ἔνδειξιν λαβεῖν ὁμοίαν τῇ παρὰ τῆς
ἡλικίας τε καὶ τῆς φύσεως καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων καὶ τῆς ὅλης
διαίτης. τὰ μὲν γὰρ ὑγρὰ καὶ ψυχρὰ τῇ φύσεισώματα κατὰ τὰς
ἔξωθεν περιστάσεις ῥᾷον ἁλώσεται τοῖς ὑπὸ τῆς | ὑγρᾶς καὶ ψυχρᾶς
καταστάσεως ἐσομένοις νοσήμασι, τὰ δὲ ἐναντία δυσχερέστερον. ἐὰν
οὖν οἴκησις ὑγρὰ καὶ ψυχρὰ κατὰ τὸν ἑαυτῆς λόγον καὶ τὴν
κατάστασιν ἔχῃ τοιαύτην, ἕτοιμος τῶν οἰκείων τῇ καταστάσει νο-
σημάτων ἡ γένεσις ἔσται, συντελούσης τι καὶ τῆς οἰκήσεως, ὥσπερ γε
κἂν πάλιν ἡ ἀμέτρως θερμή ποτε γένοιτο καὶ ὑγρὰ κατάστασις,
οἵαν ἐν τῇ δευτέρᾳ τῶν Ἐπιδημιῶν ἔγραψεν ἐν ἀρχῇ λέγων· “Ἄν-
θρακες ἐν Κρανῶνι θερινοί· ὗεν ἐν καύμασιν ὕδατι λάβρῳ διόλου.”
συντελέσει δέ τι πρὸς τὴν τῶν εἰρημένων σηπεδονωδῶν νοσημάτων
γένεσιν ἡ χώρα μάλιστα μέν, ἐὰν κατ' ἄμφω δύσκρατος ᾖ, θερμοτέρα
καὶ ὑγροτέρα καθεστῶσα, συντελέσει δὲ κἂν κατὰ τὸ ἕτερον τούτων
[εἰ] ἀμέτρως ᾖ κεκραμένη, καθάπερ ἡΚρανὼν ἐν κοίλῳ καὶ μεσημ-
βρινῷ χωρίῳ κειμένη καὶ διὰ τοῦτο μάλιστα σηπεδονώδεσι νοσήμασι,
τοῖς ἄνθραξιν, ἁλοῦσα, πρὸς τοῖς ἄλλοις ἀτόποις ἔτι καὶ διὰ τὸ τὰ
βόρεια τῶν πνευμάτων ἀπεστράφθαι καύμασι καὶ ταῖς καλουμέναις
νηνεμίαις κατεχομένη.Κρανὼν μὲν οὖν τοιαύτη,Θάσος δὲ τοὔμ-
παλιν. ἔστραπται γὰρ πρὸς τὰ βόρεια καὶ ψυχρὰ

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 37, l. 10

κρὺς τῆς |Θρᾴκης κειμένη. γενομένης οὖν τῆς καταστάσεως ὅλης


ἐπὶ τὰ νότια καὶ μετ' αὐχμῶν, οὐκ ἦν εὐάλωτον τὸ χωρίον, ὅσον ἐφ'
ἑαυτῷ, τῇ καταστάσει. εἰ γὰρ μεσημβρινὸν ἦν ἔτι καὶ κοῖλον, ἐσχάτως
ἂν ἡ εἰρημένη κατάστασις ἐγεγόνει λοιμώδης αὐτῇ.  
79

Ὕδατα πολλά, συνεχέα μαλθακῶς.


      
 Τρισσῶςὕδατα γίνεταιπολλά, ποτὲ μὲν διὰ τὸν ὑετὸν αὐτὸν
ἀθρόως ἐκρηγνύμενον, ἐνίοτε δὲ τῷ μήκει τοῦ χρόνου, κἂν ψεκάδες
ὦσι μόναι καθ' ἑκάστην ἡμέραν γινόμεναι, καί ποτ' ἀμφοῖν ἅμα συν-
ελθόντων. ἔχεις δὲ αὐτῶν πάντων παραδείγματα γεγραμμένα κατὰ
τὰ τῶν Ἐπιδημιῶν βιβλία, τοῦ μὲν πρώτου τρόπου τὴν κατάστασιν,
ἧς ἄρχεται τόνδε τὸν τρόπον· “ἐνΘάσῳ πρὸ ἀρκτούρουὀλίγον
καὶ ἐπ' ἀρκτούρῳ ὕδατα πολλά,μεγάλα ἐν βορείοις·“ δηλοῖ γὰρ
τοῦτο τὸ “μεγάλα” πλῆθος ὕδατος ἀθρόου. τοῦ δὲ δευτέρου τρόπου
παράδειγμα τὸ νῦν εἰρημένον ἐστίν·ὕδα|τα πολλά, συνεχέα
μαλθακῶς· τὸ γὰρ πλῆθος αὐτῶν ἠθροίσθη διὰ τὸ συνεχῶς ἐν χρό-
νῳ πλείονι γενέσθαι καὶ μὴ καθάπαξ λάβρως ἐν ἑνὶ καιρῷ. τοῦ δὲ
τρίτου τρόπου παράδειγμά ἐστι τὸ κατὰ τὸ δεύτερον τῶν Ἐπιδημιῶν
ἐν ἀρχῇ γεγραμμένον· “ὗεν ἐν καύμασιν ὕδατι λάβρῳ διόλου.” τὸ μὲν
γὰρ “λάβρον” πρὸς τὸν προειρημένον τρόπον κοινόν ἐστι, τὸ δὲ
“διόλου” πρὸς τὸν δεύτερον. περὶ μὲν οὖν ἐκείνων τῶν καταστάσεων

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum primum epidemiarum commentarii iii Kühn


Vol. 17a, p. 162, l. 7

ἐν τούτῳ.παραπληγίας μὲν οὖνφησιν ἐν τῷχειμῶνι γενέ-


σθαι, τῆς κεφαλῆς δηλονότι πληγείσης ὑπὸ τῶν ἐν αὐτῷ γενομένων
ψυχρῶν πνευμάτων, καὶ μάλιστα ὅτι τὸ φθινόπωρον ὅλον
νότιον γενόμενον ἐθέρμηνέ τε καὶ ἠραίωσεν αὐτὴν ἅμα τῷ πληρῶ-
σαι. ἡ γὰρ οὕτω | προδιακειμένη πλεῖστα πάσχει κατὰ τὰ ψυχρὰ
καὶ βόρεια πνεύματα. οὐ μὴν ἄλλο γέ τι νόσηματὸν χει-
μῶνα παρελύπει, διότιξηρὸς ἦν. εἴρηται δὲ καὶ κατὰ τοὺς Ἀφο-
ρισμοὺς τοὺς αὐχμοὺς τῶν ἐπομβριῶν ὑγιεινοτέρους εἶναι. κατὰ μέν-
τοιταύτην τὴν κατάστασίν τινες διὰ τὰςπαραπληγίας ἀπέ-
θνῃσκον, αὐτοῦ τοῦ Ἱπποκράτους εἰπόντος·καὶ γὰρ ἄλλως
τὸ νόσημα ἐπιδήμιον ἦν,τουτέστιν ἐν ἴσῳ τῶν ξενιζόντων
διὰ τὴν παρὰ τὸ σύνηθες γενομένηνπαραπληγίαν. ἡ γάρ τοι συν-
ήθως γινομένη κατασκήπτει μὲν εἰς μέρους παράλυσιν, οὐ μὴν [ἀλλ']
ἀναιρεῖ γε τὸν ἄνθρωπον. ἀλλ' ἡ κατὰ τὴν προκειμένην κατάστασιν
ἐπιδημήσασα παραπληγία θανατώδης ἦν, ἅτε κατεψυγμένης
ἱκανῶς τῆς κεφαλῆς.
      

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum iii epidemiarum commentarii iii Kühn Vol.
17a, p. 584, l. 6

μενοι μετὰ κεφαλῆς, ὀσφύος, ὑποχονδρίου, τραχήλου ὀδύνης, ἀγρυ-


πνέοντες ἆρά γε φρενιτικοί; μυκτὴρ ἐν τούτοις ἀποστάζων ὀλέθριον,
ἄλλως τε καὶ τεταρταίοισιν ἀρχομένοισιν. κοιλίης περίπλυσις ἐξέρυ-
θροςκακὸν μὲν ἐν πᾶσιν, οὐχ ἥκιστα δὲ ἐπὶ τοῖς προειρημένοις.”
80

τοῦτο μὲν γὰρ ἡπατικόν ἐστι σύμπτωμα δυνάμενον μέν ποτε καὶ σὺν
τοῖς προει|ρημένοις γενέσθαι, καθάπερ εἰ καὶ πλευρῖτις ἢ περιπνευ-
μονία τοῖς κωματώδεσιν ἐκείνοις συνέπεσεν, οὐ μέντοι τῆς αὐτῆς δια-
θέσεως σημεῖον ὑπάρχον.
 εἰ δέ τις ἐθέλοι τά τ' ἐν τῷ Προρρητικῷ κακῶς εἰρημένα καὶ
τοὺς δι' ἀλλήλων ἐξηγουμένους τά τ' ἐν ἐκείνῳ τῷ βιβλίῳ γεγραμ-
μένα καὶ τοὺς ἐν τοῖς τῶν Ἐπιδημιῶν ἀρρώστους ἐλέγχειν, ἀναγνώτω
τὰ εἰς τὸ Προρρητικὸν ὑπομνήματα. ἐγὼ μὲν οὖν τοὺς ἐν τῷ πρώτῳ
τῶν Ἐπιδημιῶν βιβλίῳ γεγραμμένους ἀρρώστους ἐξηγησάμην ἔμπρο-
σθεν ἄνευ τῶν εἰς τοὺς μοχθηρῶς ἐξηγουμένους ἐλέγχων. ἐπεὶ δὲ  
πολλοὶ τῶν ἑταίρων ἠξίωσάν με καὶ ἐπ' ὀλίγων ἀρρώστων ἐπισημή-
νασθαι περὶ τῶν οὐκ ὀρθῶς ἐξηγουμένων, ἠναγκάσθην εἰς τρεῖς ἀρ-
ρώστους μόνους ἓν ἐξηγητικὸν βιβλίον ποιήσασθαι τὸ πρὸ τούτου.
νυνὶ δ' ἡγοῦμαι πάλιν ἄμεινον εἶναι κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐξη-
γεῖσθαι τοὺς ὑπολοίπους, ὅνπερ καὶ ἔμπροσθεν ἤδη τοὺς ἐν τῷ πρώτῳ
τῶν Ἐπιδημιῶν ἐξηγησάμην. κινδυνεύω γὰρ εἰς ἕτερον ἐμπεσεῖν ἔγ-
κλημα τῶν μισούντων μέγεθός τε καὶ μῆκος ὑπομνημάτων. |  
Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum iii epidemiarum commentarii iii Kühn Vol.
17a, p. 647, l. 8

αὐτοῦ παραγενήσομαι. πρῶτον μὲν οὖν ὅτι κατάστασιν οὐ μόνον τὴν


παρὰ φύσιν ἐν τῷ περιέχοντι κρᾶσιν, ἀλλὰ καὶ πᾶσαν ἰδέαν ἅπαντος
πράγματος οὕτως εἴωθεν ὀνομάζειν ἀναμνησθῶμεν· εἶθ' ὅτι κατὰ φύ-
σιν ἐστί τις ἑκάστῃ κρᾶσις τῶν ὡρῶν· | εἶθ' ὅτι διὰ τὴν εἰς τὸ παρὰ
φύσιν ἐκτροπὴν αὐτῶν ἐν τοῖς σώμασιν ἡμῶν γίγνεται τὰ νοσήματα.
σὺν τούτοις δ' ἀναμνησθῶμεν ὧν ἐν τοῖς Ἀφορισμοῖς ἔγραψεναὐτὸς
λέγων ὧδε· “τῶν δὲ καταστάσεων τοῦ ἐνιαυτοῦ τὸ μὲν ὅλον οἱ αὐχμοὶ
τῶν ἐπομβριῶνεἰσιν ὑγιεινότεροι καὶ ἧσσον θανατώδεες. νοσήματα
δὲ ἐν μὲν τῇσιν ἐπομβρίῃσιν ὡς τὰ πολλὰ γίνεται πυρετοί τε μακροὶ
καὶ κοιλίης ῥύσιες καὶ σηπεδόνες.” ἀναμνησθῶμεν δὲ καὶ ὧν εἰς τὴν  
ἀρχὴν τοῦ δευτέρου τῶν Ἐπιδημιῶν ἐξηγούμενος ἔγραψα.μὴ μεμνη-
μένος δέ τις ὧν εἶποναὖθις ἀναγνοὺς ἐπιμελῶς αὐτὰ πρὸς τὴν τῶν
νῦν προκειμένων ἐξήγησιν ἀφικνείσθω.
      
Κατάστασις. Ἔτος νότιον, ἔπομ-
βρον, ἄπνοια διὰ τέλεος.
      
 Ἐν μὲν τῷ πρώτῳ τῶν Ἐπιδημιῶνκαταστάσεις ἔγραψε τρεῖς,
ἐνταῦθα δὲ μίαν ταύτην, ἣν νῦν ἡμῖν ἐξηγεῖσθαι πρόκειται. καὶ μέντοι
κἀν τῷ δευτέρῳ τῶν Ἐπιδημιῶν εἰσί τινες | ἄλλαι γεγραμμέναι. ἀλλ'
οὐ δοκεῖ πρὸς ἔκδοσιν ἐκεῖνο καθάπερ τὸ πρῶτόν τε καὶ τὸ τρίτον

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum iii epidemiarum commentarii iii


Kühn Vol. 17a, p. 667, l. 7

ἀνομοιότητα, καθάπερ ὀλίγον ἔμπροσθεν εἴρηται. |  


Φθινώδεες πολλοί.
      
 Λέλεκταί μοι καὶ πρόσθεν, ὡς τοῦ καταρρυέντος ἐκ τῆς κεφαλῆς
81

εἰς τὴν φάρυγγα τὸ διὰ τοῦ λάρυγγος εἰς τὴν τραχεῖαν ἀρτηρίαν
ἀφικόμενον κατὰ τὸν πνεύμονα τὰς τοιαύτας διαθέσεις εἰργάσατο.
      
Τὰ μὲν ἐπιδημήσαντα νοσή-
ματα ταῦτα.
      
 Τῶν ἐπιδημίων νοσημάτων ἕν τι καὶ τὸ λοιμῶδές ἐστιν, ὡς
κἀν τῷ Περὶ διαίτης ὀξέων ἐλέγετο· “ὅταν γὰρ μὴ λοιμώδεος νούσου
τρόπος τις κοινὸςἐπιδημήσῃ, ἀλλὰ σποράδες ἔωσιν αἱ νοῦσοι.” οὐ
γὰρ δὴ νοσήματός τινος ὄνομά ἐστινἐπίδημον ἢ λοιμῶδες, ἀλλ'
ὅτιπερ ἂν ἅμα πολλοῖς ἐν ἑνὶ γένηταιχρόνῳ τε καὶ χωρίῳ, τοῦτ'
ἐπίδημον ὀνομάζεται. προσελθόντος δ' αὐτῷ τοῦ πολλοὺς ἀναιρεῖν,
λοιμὸς γίγνεται. |
      

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii vi


Kühn Vol. 17a, p. 797, l. 1

γράφθαι πρὸς ἔκδοσιν ὑφ'Ἱπποκράτους μόνα, τῶν δ' ἄλλων πέντε


τὸ μὲν πέμπτον τε καὶ ἕβδομον ἐναργῶς εἶναι νόθα, τὸ δ' ἕκτον
τοῦτο καὶ πρὸ αὐτοῦ τὸ δεύτερον, ἐξ ὧν αὐτὸςὁΙπποκράτης
ἑαυτῷ παρεσκευάσατο, φασὶν ὑπὸΘεσσαλοῦ τοῦ υἱέος αὐτοῦ συν-
τεθῆναι. καὶ τινὲς μὲν ἡγοῦνται καὶ αὐτόν τι παρεγγράψαι τὸν
Θεσσαλόν, τινὲς δὲ ἄλλους τῶν μετ' αὐτόν. ἐν μὲν οὖν τῷ πρώ-
τῳ καὶ τῷ τρίτῳ τῶν Ἐπιδημιῶν καταστάσεις γέ τινας γράφει τοῦ
περιέχοντος, ἐφ' αἷς τὰ ἐπιδημήσαντα νοσήματα γίγνεται (ταύτῃ γὰρ
ἐπ' αὐτῶν αὐτὸς φαίνεται τῇ λέξει χρώμενος καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὸ
ἐπίγραμμα τοῖς βιβλίοις τοῦτο ἐποιήσατο, τῶν ἐπι|δημίων νοσημάτων
διδασκαλίαςἐν αὐτοῖς γινομένης, οὐ τῶν αὐτοῦ τοῦἹπποκράτους
ἐπιδημιῶν, ἃς ἐποιεῖτο κατὰ τὰς πόλεις), ἐνταυθοῖ δὲ τοῦτο μὲν ὀλίγον
ἐστίν. τὸ δὲ πλεῖστον εἶδος τῆς διδασκαλίας ἀφορισμοί τινες εἶναι
φαίνονται, κατὰ περιγραφὴν ἕκαστος ἰδίαν γεγονότες. ὥστε δι' ἀπο-
ρίαν οἰκείας ἐπιγραφῆς καὶ ταῦτα τὰ δύο βιβλία συγχρήσασθαί φασι
τῇ τῶν “Ἐπιδημιῶν”, ὀλίγιστον ἔχοντα τὸ τῆς ἐπιγραφῆς οἰκεῖον.
ἐοικὸς δὲ αὐτοῖς ὅσον ἐπὶ τῷ χαρακτῆρι τῆς λέξεως τὸ τέταρτον ἀπο-  
λείπεται πάμπολυ τοῦ χρησίμου τῆς θεωρίας. ὅσοι δὲ ‘Θεσσαλοῦ κατα-
στάσεις’ ἐπέγραψαν τὸ προκείμενον βιβλίον τοῦτο, προδήλως ἥμαρτον.
ἀλλ' ἀρκεῖ νῦν μοι ταῦτα προειρῆσθαι, γεγραμμένων ἐνίοις τῶν

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii vi


Kühn Vol. 17b, p. 39, l. 4

γόγγρους ἢ τὸ ἀνάλογον, οἷον ἐλαία.” λέγουσι δ' ἔνιοι καὶ νῦν ἔτι
κατὰΘετταλίαν ἀκηκοέναι τινῶνγογγρώνας ὀνομαζόντων τὰς
τοιαύτας σκληρότητας, ὅταν ἐν τραχήλῳ συστῶσιν. οὐ μὴν τά γεφή-
ρεα λέγοντός τινος οὔτ' αὐτὸς ἤκουσα κατά τι τῶν ἐθνῶν οὔτε τινὸς
ἀκηκοότος ἐπυθόμην. καίτοι τινὲς τῶν ἐξηγητῶν φασι τὸνἹππο-
82

κράτην φήρεα καλεῖν τὰ ἐνΦηραῖς τῆςΠελοποννήσου πλεο-


νάζοντα. τινὲς δὲ διὰ τοῦ ε τὴν πρώτην συλλαβὴν γράφοντες ἅμα
τῷ φ δη|λονότιφέρεά φασιν αὐτὸν ὀνομάζειν τὰ ἐνΦεραῖς τῆς
Θετταλίας πολλάκις γινόμενα. τοῦ μέντοι τὰς προμήκεις ἐξοχὰς
ὀνομάζεινφήρεα μαρτύριον εἶναι δοκεῖ καὶ τὸ γεγραμμένον ἐν τῷ
τῶν Ἐπιδημιῶν ἑβδόμῳ κατὰ λέξιν οὕτως· “ἐπεδήμησαν βῆχες, μάλιστα
δὲ παιδίοις, τὰ παρὰ τὰ ὦτα πολλοῖσιν, οἷα τοῖς σατύροις.”
 τὸ δ' ἐπὶ τῇ τελευτῇ τῆς προκειμένης ῥήσεωςσυναίτιον καὶ
αἱ σκληρότητες τοιοῦτον σημαίνει· ταῖς τῶν εἰρημένων παθῶν
γενέσεσιν ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ συναίτιόν ἐστι καὶ ἡ σκληρότης τοῦ σώματος,
ἐν ᾧ συνίσταται τὰ πάθη, τουτέστιν ὅταν ὁ ἄνθρωπος ᾖ φύσει σκλη-
ρὸν ἔχων τὸ δέρμα. διὰ γὰρ τὴν αὐτὴν αἰτίαν τό τε ψυχρὸν αἴτιόν
ἐστι τῆς τῶν εἰρημένων παθῶν γενέσεως τό τε δέρμα τὸ σκληρόν. ὅτι
γάρ, ὡς αὐτὸς ἔφη, “τὸ ψυχρὸν δέρμα περισκληρύνει”, διὰ τοῦτο τὰ
τοιαῦτα πάθη γεννᾷ, διεξέρχεσθαι δι' αὐτοῦ τῶν ὑπ' αὐτῷ συναθροιζο-
μένων χυμῶν μὴ δυναμένων. οἷς οὖν ἐστι φύσει σκληρὸν τὸ δέρμα,

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii vi Kühn Vol.


17b, p. 311, l. t2

τίως” τὴν λέξιν ποιήσας τοιάνδε· “βρώματα τὰ μὲν ταχέως κρατεῖται,


τὰ δ' ἐναντίως.” ἡ γοῦν διάνοια καθ' ἑκατέραν λέξιν ἡ αὐτή. τὰ γὰρ
ἐσθιόμενα διαφέρειν ἀλλήλων φησὶ τῷτὰ μὲν ταχέως κρατεῖσθαι
ὑπὸ τοῦ σώματος,τὰ δὲ βραδέως. ἀκουστέον δὲκρατεῖσθαι τὸ
μεταβάλλεσθαι καὶ πέττεσθαι καὶ προστίθεσθαι καὶ ἐξομοιοῦσθαι τῷ σώ-
ματι. τῶν δὲ κατὰ μέρος ἐδεσμάτων τίνα μέν ἐστιταχέως πεττό-
μενα καὶ αἱματούμενα καὶ τρέφοντα, τίνα δὲβραδέως, [ἃ] ἐν τρισὶν
ὑπομνήμασιν, ἐν τοῖς Περὶ τῶν τῆς τροφῆς δυνάμεων διῆλθον ἀκριβῶς
ἅπαντα. |  
      

ΓΑΛΗΝΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΕΚΤΟΝ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΩΝ ΕΠΙΔΗΜΙΩΝ


 ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΚΤΟΝ

      
Σάρκες ὁλκοὶ ἐκ κοιλίης καὶ ἔξωθεν. δῆλον ἡ αἴσθησις, ὡς ἔκπνουν καὶ εἴσπνουνὅλον

τὸ σῶμα.        Ἕλκειν εἰς ἑαυτάς φησι τὰςσάρκας ἔκ τεκοιλίας καὶ


ἔξωθεν, ἐκ μὲν τῆςκοιλίας δηλονότι τὸν ἐκ τῶν σιτίων τε καὶ
ποτῶν χυλόν, ὑφ' οὗ τρέφονται,ἔξωθεν δ' οὐκέθ' | ὁμοίως δῆλόν
ἐστιν, εἴτε τροφὴν εἴτ' ἀέρα λέγει. δυνατὸν μὲν γὰρ καὶτὴν τροφὴν

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii vi Kühn Vol.


17b, p. 343, l. 1

καὶ διαφορεῖν αὐτόν ἐστιν ἱκανὴ καὶ πρὸς τούτῳ τὴν κρᾶσιν ὅληντοῦ
ἐγκεφάλου [σφοδροῖς ῥίγεσι]μεταβάλλειν τε καὶ ἀλλοιοῦν ἐπὶ τὸ
83

θερμότερονοὖσαν ἔμπροσθεν ὑγρὰν καὶ ψυχράν. [ἐνίοτε δὲ καὶ δ']  


ἐπὶ ταύτῃ γὰρ ὁ φλεγματώδης γεννᾶται χυμός. ἀλλὰ καὶ τοῖςσφοδροῖς
ῥίγεσι τῶν κατὰ τὸ σῶμα περιττωμάτων ἐκκρίσεις ἕπονται διὰ μὲν
τῶν ἱδρώτων ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, [σπασμοὺς]ἐνίοτε δὲ καὶ δι' [ἢ]
ἐμέτων ἢ γαστρὸς ἐπαγωγῆς, ὥστε καὶ διὰ τούτων ἐκκαθαίρεται, ὥσπερ
κἀν τοῖς Ἀφορισμοῖς ἔφη πυρετὸν ἐπὶ σπασμῷ βέλτιον γενέσθαι ἢ
σπασμὸν ἐπὶ πυρετῷ. σπασμὸς δ' ἐστὶ καὶ ἡ ἐπιληψία τοῦ παντὸς σώ- |
ματος. ἐν δὲτῷ πρώτῳ τούτων τῶν Ἐπιδημιῶν οὕτως ἔγραψεν·
“ἀσφαλέστατος δὲ πάντων καὶ ῥήϊστοςκαὶ μακρότατος ὁ τεταρταῖος.
οὐ γὰρ μόνος αὐτὸς ἐφ' ἑαυτοῦ τοιοῦτός ἐστιν, ἀλλὰ καὶ νοσημάτων
ἑτέρων μεγάλων ῥύεται.” πρόδηλον δ' ὅτι τοῖς ὑπὸτεταρταίου πυ-
ρετοῦ φθάνουσιν ἐνοχλεῖσθαι γενέσθαι τὴν ἐπιληψίαν ἀδύνατον. ὅπου
γὰρ καὶ οὖσαν ἤδητεταρταῖος πυρετὸς εἴωθε παύειν, πολὺ δή
που μᾶλλον οὐκ ἂν ἐπιτρέποι γενέσθαι τὴν μηδέπω πρόσθεν οὖσαν.
      

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Vol. 17b, p. 512, l. 4

δευτέρᾳ κατὰ συνέχειαν, ἐν τῇ περὶ κρισίμων ἡμερῶν πρα-


γματείᾳ λέλεκται. κατὰ δὲ τὸ παρὸν ἀρκεῖ καὶ χωρὶς τῆς
αἰτίας ἐπίστασθαι τὸ διὰ τῆς πείρας μαρτυρούμενον. καὶ
αὐτὸς δὲ ὁ Ιπποκράτης παμπόλλους ἀῤῥώστους κατὰ τὴν
τοιαύτην τάξιν τῶν κρισίμων ἐν τοῖς περὶ τῶν ἐπιδημιῶν
βιβλίοις ἔγραψεν κεκριμένους. λέγω δὲ τοιαύτην τάξιν,
ὥστε τὰς πρώτας ἑβδομάδας τρεῖς εἰς τὴν κʹ ἡμέραν περιά-  
γεσθαι, τὰς δ' ἐφεξῆς αὐταῖς τρεῖς εἰς τὴν μʹ. οὕτω δὲ
καὶ τὴν ξʹ καὶ τὴν πʹ ἕξομεν κρισίμους μεμαρτυρημένας
καὶ αὐτὰς τῇ πείρᾳ, καθότι κἀν τοῖς περὶ κρισίμων ἀπε-
δείξαμεν, παραγράψαντες τοὺς ἐν τοῖς τῶν ἐπιδημιῶν κε-
κριμένους κατὰ τὴν εἰρημένην τάξιν τῶν ἡμερῶν. ἐκείνους
μὲν οὖν τοὺς ἀῤῥώστους ἐνταῦθα περιγράφειν μακρὸν, ἀρ-
κέσει δὲ μόνον τὴν ἐκ τοῦ προγνωστικοῦ παραγρά-
ψαι ῥῆσιν, τόνδε τὸν τρόπον ἔχουσαν. οἱ πυρετοὶ κρίνον-
ται ἐν τῇσιν αὐτέῃσιν ἡμέρῃσι τὸν ἀριθμὸν, ἐξ ὧν τε πε-
ριγίνονται οἱ ἄνθρωποι καὶ ἐξ ὧν ἀπόλλυνται. οἵ τε γὰρ
εὐηθέστατοι τῶν πυρετῶν καὶ ἐπὶ σημείων ἀσφαλε-
στάτων βεβῶτες, τεταρταῖοι παύονται ἢ πρόσθεν. οἵ τε
κακοηθέστατοι καὶ ἐπὶ σημείων δεινοτάτοι γινόμενοι τε-
ταρταῖοι κτείνουσιν ἢ πρόσθεν. ἡ μὲν οὖν πρώτη ἔφοδος

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Vol. 17b, p. 709, l. 13

σμων καὶ τῶν νεύρων ἕλκεσθαι τοῖς σπονδύλοις, ἤτοι γε


εἰς τὸ ἐντὸς ἢ εἰς τὰ πλάγια, ἀναγκαῖόν ἐστιν· εἰ μὲν
84

κατὰ τὴν ἑτέραν ἀπόφυσιν τῶν νεύρων τὴν τάσιν συμβαίνῃ


γενέσθαι, πρὸς τὰ πλάγια, εἰ δὲ κατ' ἀμφοτέρας, εἰς τὸ
ἐκτός. ἐπὶ πλέον δὲ περὶ τούτων ἐροῦμεν ἐξηγούμενοι τὸ
περὶ τῶν ἄρθρων βιβλίον, ἔνθα τὰς διαστροφὰς τῆς ῥά-
χεως γίνεσθαί φησι, φυμάτων ἀπέπτων ἔνδον αὐτῆς συ-
στάντων. ἐν ἐκείνῳ μὲν οὖν τῷ βιβλίῳ καὶ τὰς κυφώσεις
ἔφη γίνεσθαι, τεινομένων ἔσω τῶν τοῦ σπονδύλου μορίων,
οὐ μόνον τὰς λορδώσεις τε καὶ σκολιώσεις. ἐν μέντοι τῷ
δευτέρῳ τῶν ἐπιδημιῶν καὶ νῦν προκειμένης κατὰ τὸν ἀφο-
ρισμὸν συνάγχης μνημονεύων ἔφη, ἦν δὲ τῶν συναγχικῶν
τὰ παθήματα τοιάδε. οἱ σπόνδυλοι τοῦ τραχήλου εἴσω ἔῤ-
ῥεπον καὶ ἔξωθεν ἦν δῆλος κοῖλον ἔχων ὁ τράχηλος καὶ
ἤλγεε ταύτῃ ψαυόμενος. ἐν τούτῳ μὲν οὖν τῷ λόγῳ μίαν
ἐδήλωσε διαστροφὴν τῶν σπονδύλων τὴν ἐπὶ τὰ ἔσω. κατὰ  
δὲ τὸν προκείμενον ἀφορισμὸν ὀνόματι γενικωτέρῳ κέχρη-
ται λέγων, ἢν ὁ τράχηλος ἐπιστραφῇ. τὸ γὰρ ἐπιστραφῇ
ῥῆμα τὴν ἐκτροπὴν τὴν εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἅπασαν δηλοῖ
τῆς τῶν σπονδύλων εὐθυωρίας. ἐν μὲν οὖν τῷ δευτέρῳ

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Vol. 17b, p. 710, l. 5

ρισμὸν συνάγχης μνημονεύων ἔφη, ἦν δὲ τῶν συναγχικῶν


τὰ παθήματα τοιάδε. οἱ σπόνδυλοι τοῦ τραχήλου εἴσω ἔῤ-
ῥεπον καὶ ἔξωθεν ἦν δῆλος κοῖλον ἔχων ὁ τράχηλος καὶ
ἤλγεε ταύτῃ ψαυόμενος. ἐν τούτῳ μὲν οὖν τῷ λόγῳ μίαν
ἐδήλωσε διαστροφὴν τῶν σπονδύλων τὴν ἐπὶ τὰ ἔσω. κατὰ  
δὲ τὸν προκείμενον ἀφορισμὸν ὀνόματι γενικωτέρῳ κέχρη-
ται λέγων, ἢν ὁ τράχηλος ἐπιστραφῇ. τὸ γὰρ ἐπιστραφῇ
ῥῆμα τὴν ἐκτροπὴν τὴν εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἅπασαν δηλοῖ
τῆς τῶν σπονδύλων εὐθυωρίας. ἐν μὲν οὖν τῷ δευτέρῳ
τῶν ἐπιδημιῶν προσέθηκε τῷ λόγῳ, καὶ ἤλγεε ταύτῃ ψαυό-
μενος, ἐνταυθὶ δ' οὐδὲν εἶπεν ὑπὲρ ἀλγήματος, καίτοι γε
ἀναγκαῖον ἄλγημα συνεῖναι τῇ κατὰ τὸν τράχηλον φλεγμονῇ.
πλὴν εἰ κἀνταῦθα τὴν δι' ὑπερβάλλουσαν ξηρότητα γιγνο-
μένην ὁλκὴν καὶ τάσιν καὶ διαστροφὴν τῶν μορίων ἐνδεί-
κνυται μόνην καὶ διὰ τοῦτο αὐτὸ θανάσιμον εἶναί φησι
τὸ σύμπτωμα, τοῦ ἑτέρου τοῦ κατὰ τὴν φλεγμονὴν συνι-
σταμένου μὴ πάντως ὄντος θανασίμου, καθάπερ τὸ πρότε-
ρον ἦν, τὸ μετὰ τοῦ πνίγεσθαι καὶ τοῦ καταπίνειν μόγις.
ἀλλ' ἐὰν δι' ὑπερβάλλουσαν ξηρότητα γεγονὸς ᾖ τὸ παρα-
στράφθαι τὸν τράχηλον καὶ τὸ καταπίνειν μόγις, ὀλέθριον

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Vol. 17b, p. 713, l. 4

δεμίαν ἐν αὐταῖς εἶναι διαφοράν. ἄμεινον μὲν γὰρ ἐκ τῶν


85

ἐναργῶς φαινομένων διδάσκεσθαι τὴν διαφορὰν, τὴν δ'


αἰτίαν τοῦ γιγνομένου κατὰ πολλὴν ἐπισκέπτεσθαι σχολὴν,
ὅπερ ἡμεῖς ἐποιήσαμεν ἐν τῇ τῶν κρισίμων ἡμερῶν πραγμα-
τείᾳ. τὸ μὲν εἰς τὴν χρείαν τῆς τέχνης διάφορον ἐν τοῖς
πρώτοις ὑπομνήμασι δύο διελθόντες, τὰς δ' αἰτίας
αὐτῶν ἐν τῷ τρίτῳ πειραθέντες ζητῆσαι. διαπεφώνηνται  
δ' ἱκανῶς αἱ νῦν εἰρημέναι κατὰ τὸν ἀφορισμὸν ἡμέραι,
γραφόντων αὐτὰς ἄλλων ἄλλως ὡς ἂν ἐθέλωσιν. ἀλλ' ἡμεῖς
γε κατὰ τὰ πρὸς αὐτοῦ τοῦ Ἱπποκράτους εἰρημένα διά τε
τοῦ προγνωστικοῦ καὶ τῶν ἐπιδημιῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ βιβλίου
τοῦ τῶν ἀφορισμῶν τὴν ἐξαρίθμησιν αὐτῶν ἐποιησάμεθα.
τὰς δὲ ῥήσεις ἐν αἷς ἔγραψε περὶ τούτων τῶν ἡμερῶν ὁ
Ιπποκράτης ἔν τε τῇ τῶν κρισίμων ἡμερῶν πραγματείᾳ
καὶ τῇ τῶν κρίσεων ἁπάσας ἔχεις ἠθροισμένας. νυνὶ δ'
ἀπὸ τῆς τρίτης ἤρξατο προλαμβανούσης τὴν τετράδα κατὰ
βραχὺ τὰ χρονιώτερα τῶν νοσημάτων καὶ μετὰ ταύτην ἔγρα-
ψε τὴν πέμπτην, ὑστερίζουσαν ἡμέραν μίαν τῆς τετάρτης.
οὕτω γὰρ σχεδὸν ἐν ἅπασι τοῖς ἀντιγράφοις εὑρίσκεται,
οὐκέτι γεγραμμένης τῆς τετάρτης ἡμέρας κατὰ τὸν ἀφορι-
σμόν. καίτοι δοκεῖ πρώτη κρίσιμος ὑπάρχειν αὕτη,

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Vol. 17b, p. 741, l. 5

Πυρέσσοντι ἢν μὴ ἐν περισσῇσιν ἡμέρῃσιν ὁ πυρετὸς ἀφῇ,


 ὑποτροπιάζειν εἴωθεν.
  Οὐκ οἶδ' εἰ τοῦτον τὸν ἀφορισμὸν Ιπποκράτης αὐτὸς
ἔγραψε καὶ μὴ τῶν παρεγγεγραμμένων ἐστίν. ἔν
τε γὰρ τῷ προγνωστικῷ τὰς κατὰ τετράδα τῶν κρισίμων
ἡμερῶν αὐξήσεις τε καὶ συνθέσεις ἐδίδαξε καὶ κατὰ τοῦτ'
αὐτὸ τὸ βιβλίον τῶν ἀφορισμῶν, ἔν τε ταῖς ἐπιδημίαις οὐ
μόνον ἐν τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ πολλοὺς οἶδε κρινομένους,
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν εἰκοστὴν καὶ τὴν τεσσαρακοστὴν καὶ ἑξη-
κοστὴν καὶ ὀγδοηκοστήν. κρίνει δ' αὐτῷ καὶ εἰκοστὴ τε-
τάρτη καὶ τριακοστὴ τετάρτη, ὀγδοηκοστή τε καὶ κατ' ἀρχὰς
εὐθέως ἡ τετάρτη. πῶς οὖν νῦν φησιν, εἰ μὴ ἐν περισσῇ ἡμέρᾳ
ὁ πυρετὸς παύσεται, μὴ γίνεσθαι πιστὴν τὴν κρίσιν. ἄμει-
νον οὖν ἀντὶ τοῦ ἐν περισσῇ ἡμέρᾳ, ἐν κριτικῇ γράφειν,
ὡς ἐνίοις ἔδοξε. πολλὰ μέντοι τῶν ἀντιγράφων πληθυντι-
κῶς τό τ' ἐν περισσῇσι καὶ τὸ ἡμέρῃσιν ἔχει γεγραμμένα.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Vol. 18a, p. 14, l. 9

καθάρσεως, ὡς αὐτὸς ἐν τῷ περὶ διαίτης ὀξέων ἐδίδαξεν.  


εἰ μέντοι μέτριον εἴη τὸ ἄλγημα καὶ προσέτι μηδὲ νυγμα-
86

τῶδες, οἷόν περ ἦν κατὰ τὸν ὑπεζωκότα, μήτε διατεῖνον πρὸς


ὑποχόνδριον ἢ κλεῖν, ἐγχωρεῖ καὶ τῶν σαρκωδῶν μορίων
ἐπὶ ταῖς πλευραῖς πεπονθότων αὐτὸ γίνεσθαι καὶ διὰ τοῦτο
μήτε κινδυνῶδες εἶναι μήτε μεγάλου δεῖσθαι βοηθήματος.
οὕτω δὲ καὶ καθ' ἕκαστον τῶν ἄλλων μορίων ἐπισκεπτέον
ἐστὶ τὸ μέγεθος τῆς ὀδύνης, οἷον ἐπὶ νεφρῶν, εἰ τύχοι τοῦ
σαρκώδους μὲν αὐτὸν φλεγμαίνοντος, ἔσται βαρεῖα ἡ ὀδύνη,
καθάπερ αὐτὸς ἐν ἐπιδημίαις εἶπε, τὴν οἷον βάρους τινὸς
ἐγκειμένου κατὰ τὸ χωρίον αἴσθησιν ἐπάγουσαν οὕτως ὀνο-
μάσας. τῶν δ' ἄλλων μερῶν τῶν κατὰ τοὺς νεφροὺς πα-
σχόντων ὀξεῖα ἡ ὀδύνη. λέγω δ' ἄλλα μέρη τόν τε περιέ-
χοντα χιτῶνα τούτων καὶ τὴν ἔνδον κοιλίαν καὶ τὰς εἰς
αὐτὴν περαινούσῃς ἀρτηρίας τε καὶ φλέβας καὶ
προσέτι τὰς ἐκφύσεις τῶν οὐρητήρων. οὕτως δ' ἔχει κἀπὶ
τοῦ ἥπατος, αὐτοῦ μὲν τοῦ σαρκώδους φλεγμαίνοντος ὀδύνη
γίνεται βαρεῖα, τοῦ δὲ περικειμένου χιτῶνος ἢ τῶν
ἀγγείων ὀξεῖα, καὶ αὐτῆς δὲ τῆς ὀξείας ἔνδειξιν φέρει τὸ μᾶλ-  
λον καὶ ἧττον τοῦ ποιοῦντος αἰτίου. χολώδης μὲν γὰρ καὶ

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum de articulis et Galeni in eum commentarii iv


Vol. 18a, p. 600, l. 4

πλέον σημαῖνον παρὰ τοῖς Ἴωσι τὸ μετεξετέρην τοῦ παρ'


ἡμῖν ἑτέρην· πολλάκις γὰρ αὐτῷ κέχρηται, καθάπερ καὶ τῷ
μετεξέτερον. δῆλον οὖν καὶ διὰ τοῦτο πάλιν ὅπερ ἡμῖν διὰ
τοῦ τινὲς μὲν εἰ καὶ νῦν οὖν οὐ καὶ μετεξετέρου τοιοῦτον
τὸ δῆλον. προειρηκὼς γὰρ ὅτι διὰ τὴν ἀργίαν αὐτοῖς τὸ
σκέλος γυιοῦται καὶ τάχα τινὰ παρακοῦσαι νομίσας, ὡς
ἅπασιν χρῆσιν τῶν μορίων οὐ τρόφιμον εἶναί φησι πᾶσαν,  
ἀλλά τινα ἐργάσασθαι λέγει τὴν σύμμετρον δηλονότι, καθάπερ
καὶ τἄλλα πάντα καθ' ὅλην τὴν ὑγιεινὴν δίαιταν, ὡς ἐν ἄλλοις
τέ τισιν ὑπ' αὐτοῦ λέλεκται τοῦτο καὶ δι' ἑνὸς κεφαλαίου
ἐν τῷ τῶν ἐπιδημιῶν ἕκτῳ, ἔνθα φησὶ, πόνοι, σιτία, ποτὰ,
ὕπνοι, ἀφροδίσια, πάντα μέτρα.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis prognosticum commentaria iii


Kühn Vol. 18b, p. 216, l. 3

βολῇ ἤδη ἐόντος γινόμεναι. εἰ γὰρ τὸ οἴδημα καὶ ἡ ὀδύνη


γίνοιτο τοῦ πτυέλου ἀντὶ ξανθοῦ πυώδους γενομένου καὶ
ἐκχωρέοντος ἔξω, οὕτως ἂν ἀσφαλέστατα ὅ τε ἄνθρωπος  
περιγένοιτο καὶ ἡ ἀπόστασις τάχιστα ἀνωδύνως ἂν παύσαιτο.
εἰ δὲ τὸ πτύελον μὴ ἐκχωρέοι καλῶς μηδὲ τὸ οὖρον ὑπό-
στασιν ἀγαθὴν ἔχον φαίνοιτο, κίνδυνος γενέσθαι χωλὸν τὸ
ἄρθρον ἢ πολλὰ πράγματα παρασχεῖν. |
87

      
 Ἐπὶ τῶν ἰσχυρῶν περιπνευμονιῶν ἀποστάσεις εἰς τὰ σκέλη γί-
νεσθαι πάντως μὲν ἀγαθόν ἐστιν, εἴ γε δὴ παντὸς μᾶλλον ἀληθὲς
ὑπάρχει τὸ κατὰ τὸ δεύτερον τῶν Ἐπιδημιῶν ὑπὲρ τῶν ἀγαθῶν ἀπο-
στάσεων εἰρημένον ‘ὡς ἄρισται πασῶν εἰσιν αἱ μάλιστα κάτω καὶ πορ-
ρωτάτω τῆς νόσου’, μᾶλλον δ' ὅταν ἅμα πέψει γένωνται. καὶ γὰρ καὶ
τοῦτο ἐπῄνεσεν ἐν τῷ πρώτῳ τῶν Ἐπιδημιῶν εἰπών· “πεπασμοὶ τα-
χυτῆτα κρίσιος, ἀσφάλειαν ὑγιεινὴν σημαίνουσιν”. ἐνδείκνυται δὲ τὴν
πέψιν ἥ τε μεταβολὴ τοῦ πτυέλου καὶ ἡ κένωσις ἄλυπός τε καὶ δαψι-
λὴς γινομένη. τοῦτο γὰρ ἐδήλωσεν εἰπὼν ἐπὶ τοῦ πτυέλου τοῦ ἐκχω-
ρέοντος ἔξω· εἰ δὲ καὶ χωρὶς τοῦ πεφθῆναι τὴν νόσον ἀπόστασις εἰς
τὰ σκέλη γένοιτο, ῥύσαιτο μὲν ἂν καὶ οὕτως ἐκ τοῦ κατὰ τὴν περι-
πνευμονίαν κινδύνου τὸν ἄνθρωπον. αὐτὸ δὲ τὸ ἄρθρον, εἰς ὃ κατ-
έσκηψε, δυσίατον ἕξει τὸ ἀπόσκημμα καὶ τάχα ἂν ἐνίοτε χωλανθείη

Γαληνός ιατρός. Linguarum seu dictionum exoletarum Hippocratis explicatio


Vol. 19, p. 70, l. 8

ἀθήρ: τό τε τῆς κριθῆς ὀξὺ, ὡς ἐν τῷ δευτέρῳ περὶ νού-


 σων τῷ μικροτέρῳ καὶ τοῦ ἐν τῇ ἀκίδι πώγωνος τὸ ἄκρον,
 ὡς ἐν τῷ πέμπτῳ τῶν ἐπιδημιῶν.
ἀθώρηκτος: ὁ μὴ μεθύων.
αἰγοκέρας: ὅπερ καὶ βουκέρας καὶ τῆλις.
Αἰγύπτιον ἔλαιον: ὅπερ αὐτοὶ καλοῦσι κίκινον. (οἱ μέντοι
 παλαιοὶ ἐκ τῆς κίκεως καὶ κίκινον.)
Αἰγύπτιον ἔλαιον λευκόν: τὸ ἀπὸ τῶν κρίνων σκευαζόμενον,
 ὅπερ καὶ κρίνινόν τε καὶ σούσινον ἔλαιον ὠνόμασται.
Αἰγύπτιον μύρον λευκόν: ὅπερ καὶ Μενδήσιον ὠνόμασται,
 σκευαζόμενον διά τε κρίνων καὶ ἀρωμάτων, διὰ τοῦτο καὶ  
 μύρον, οὐκ ἔλαιον προσαγορεύεται· τὸ δ' αὐτὸ καὶ κρι-
 νόμυρον καὶ σούσινον μύρον ὠνόμασται.

Γαληνός ιατρός. Linguarum seu dictionum exoletarum Hippocratis explicatio


Vol. 19, p. 73, l. 15

ἄκρητον: τὸ ἄκρατον· οὕτως γὰρ ὀνομάζεται πᾶν τὸ ἀμι-


 γὲς ἑτέρου καὶ τὴν αὐτοῦ φύσιν διασωζόμενον εἰλικρινῆ.
ἀκρητοχόλους: τοὺς ἄκρατον ἀθροίζοντας χολήν.
ἀκρητόχολον: οὕτως ὀνομάζει, ὅνπερ καὶ ἀκρόχολον.
ἄκριτον πάγος: τὸ οἷον ἀδιάκριτον· εἴρηται δὲ ἐν τῷ περὶ
 ἑβδομάδος ἐπὶ τοῦ μετὰ τὸν κόσμον ἤτοι ἀπείρου ἢ οἷον
 ἀδιατυπωτοῦ κενοῦ.
ἀκρόπλοα: τὰ ἐπιπολαίως, οἷον ἐπ' ἄκρου ἐμπλέοντα· οὕ-
 τως δὲ καὶ οἱ ἀκρόπλοοι.
ἀκροαπίς: γλῶσσα οὕτως εἴρηται ἐν τῷ ἑβδόμῳ τῶν ἐπιδη-
 μιῶν, ἡ οἷον ἄκρα ἑαυτῆς μὴ διατυποῦσα, τουτέστιν ἡ
 ἀδιάρθρωτος ὑπὸ δυσκινησίας.
88

ἀκροσαπές: τὸ ἐπιπολῆς μεταβεβληκός.  


ἀκρόψιλον: τὸ ἐπὶ τοῦ ἄκρου ψιλὸν, τουτέστι γυμνόν.
ἀλαΐα φθίσις: οὕτως ὠνόμασται ἐν τῷ περὶ τόπων τῶν
 κατὰ ἄνθρωπον ἡ οἷον τυφλὴ καὶ ἀόρατος.
Ἀλάπτης: ὁ ἐξ Ἀλάπτων· χωρίον δέ ἐστι τῆς Θράκης τὰ
 Ἀλαπτά.
ἀλάστορες: αὐτοί τε οἱ ἄνθρωποι οἱ τὰ ἄληστα ἐργασάμε-
 νοι, παρὰ τὸ τὰ τοιαῦτα ἁμαρτάνειν ἐφ' οἷς ἐστιν ἀλα-
 στῆσαι καὶ στενάξαι καὶ οἱ τιμωροὶ αὐτῶν δαίμονες.

Γαληνός ιατρός. Linguarum seu dictionum exoletarum Hippocratis explicatio


Vol. 19, p. 78, l. 18

 καλοῦνται ἀπὸ τοῦ περιλαμβάνειν ἐν κύκλῳ καὶ οἷον ἀμ-


 φιδεῖν.
ἀμφιδέξιος: ἡ οἷον ἀμφοτέρωθεν δεξιὰ, τουτέστιν ἡ ἀμφο-
 τέραις ταῖς χερσὶν ὡς δεξιᾷ χρωμένῃ. τοιοῦτος γὰρ καὶ
 ὁ παρὰ τῷ ποιητῇ περιδέξιος. οὕτως δὲ καὶ ὁ Ἱππῶ-
 ναξ ἔλεγεν·
  ἀμφιδέξιος γάρ εἰμι καὶ οὐχ ἁμαρτάνω.
 τινὲς δὲ ἀμφιδέξιον ἀκούουσιν οὐ καλῶς τὴν ἐν τοῖς δε-
 ξιοῖς μέρεσι τῆς μήτρας κυουμένην.
ἀμφιμήτριον σημεῖον: οὕτως ὠνόμακεν ἐν τῷ βʹ τῶν ἐπιδη-
 μιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων.  
ἀμῶς: κατά τινα τρόπον, ἔκ τινος μέρους, μετρίως.
ἀναγνῶναι: μεταπεῖσαι, μεταδίδαξαι.
ἀνάκαρ: εἰς τὸ ἄνω μέρος, ὥσπερ ἐπίκαρ ἐς τὸ κάτω
 ἐξ ὀρέων. ἀνακικίουσιν: ἀναπηδῶσιν.

Γαληνός ιατρός. Linguarum seu dictionum exoletarum Hippocratis explicatio


Vol. 19, p. 79, l. 17

ἀνακωχή: ἀνωχὴ, ἀναβάσταξις.


ἀναλδές: ἄτροφον, ἀναυξές.
ἀνάλμυροι: ἄναλοι ἢ οὐχ ἁλμυροί. Διοσκουρίδης οὕτως,
 διαιροῦντες δὲ ἀναγινώσκουσιν οἱ πολλοί.
ἄναλτον: τό τε χωρὶς ἁλῶν καὶ οὐχ ἁλμυρόν.
ἀναπλάξεις: διαπλάξεις.
ἀναπρῆσαι: ἀνατρῆσαι, ἐκτρῆσαι.
ἀνάῤῥινον: τὸ διὰ τῶν ῥινῶν παλίσσυτον ἰὸν, ἔνιοι δὲ διαι-
 ροῦσιν ἀνὰ ῥινὸν εἶναι ἀνὰ τὸ δέρμα.
ἄναυδος: διαλέγεσθαι ἀδύνατος. ἄφωνος δὲ ὁ φωνεῖν μὴ
 δυνάμενος. ἐν τῷ τρίτῳ τῶν ἐπιδημιῶν ἐφεξῆς ἀλλήλων  
 ἐπὶ Πυθίωνος εἴρηται. οὕτως ἔχει καὶ τὸ παρὰ τῷ
 ποιητῇ ἐπὶ τοῦ ἵππου.
  αὐδήεντα δ' ἔθηκε θεὰ λευκώλενος Ἥρῃ.
ἀναφέρειν: δηλοῖ ποτε καὶ τὸ ὑπολύζειν ἀναπνέοντα, ὡς ἐν
89

 τῷ πρώτῳ περὶ νούσων τῷ μικροτέρῳ, καὶ ἀναφέρειν


 ὥσπερ τὰ παιδία τὰ πεπαυμένα, κλαίοντά τε καὶ εἰς τὰς
 ῥῖνας ἀνέλκοντα τὸ πνεῦμα. τοῦτο ταὐτόν ἐστι τὸ πνεῦ-
 μα προσπίπτειν ἐν τῇ ἔξω φορῇ, ἔμπαλιν τῇ διπλῇ εἴσω
 ἐπανακλήσει.

Γαληνός ιατρός. Linguarum seu dictionum exoletarum Hippocratis explicatio


Vol. 19, p. 81, l. 15

ἀνεστραμμένα: ἀνατεταραγμένα, εἴρηται δὲ ἐπὶ οὔρων.


ἄνεως: ἄφωνος καὶ τὸν νοῦν ἐμπεπληγμένος.
ἀνήνιος: ἄλυπος καὶ ἀβλαβής.
ἀνηρείκτῳ: μὴ διῃρημένῳ εἰς λεπτὰ, ἀλλ' ἐξ ἄκρων κρί-
 μνων συγκειμένῳ.
ἄνθεα: οὐ μόνον ταῦτα τὰ εἰς τὰ στέφανα, ἀλλὰ καὶ τὰ
 ἄλλα πάντα οὕτως ὀνομάζει καὶ τὰ σπέρματα δὲ ὡσαύ-
 τως ἐνίοτε καλεῖ, ὥσπερ καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν γυναι-
 κείων, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐρυθήματα, ὡς ἐν κωακαῖς· καὶ πτύ-
 σματα δὲ ἀνθηρὰ τὰ ἐρυθρὰ καὶ ὕφαιμα λέγει ἐν τῷ
 στʹ τῶν ἐπιδημιῶν.
ἀνθίνην οἶνον: ἤτοι τὸν ἠνθισμένον ὀνομαζόμενον ἢ τὸν ἐκ
 τῶν ἀνθῶν ἡδυσμένον, ὥσπερ καὶ κυκεῶνα ἀνθινὸν ὠνό-
 μασεν ἐν τῷ δευτέρῳ περὶ νούσων τῷ μείζονι.  
ἀνθινὸν ἔλαιον: τὸ κρίνινον καὶ ἴρινον λέγεται, τὸ δὲ αὐτὸ
 καὶ σούσινον καλεῖται.
ἀνθινὸν μύρον: ὅπερ καὶ σούσινον μύρον καὶ κρίνινον μύ-
 ρον· διαφέρει δὲ τοῦ ἀνθινοῦ ἐλαίου τοῦ προγεγραμμέ-
 νου τῇ ποικιλίᾳ τῶν ἀρωμάτων.

Γαληνός ιατρός. Linguarum seu dictionum exoletarum Hippocratis explicatio


Vol. 19, p. 83, l. 8

 αὐτὸ τοῦτο ἐνίοτε καλεῖ, ὡς Διοσκουρίδης οἴεται, οὐ πάνυ


 δὲ σαφές ἐστιν.
ἀπαρτίως: ἀπηρτισμένως καὶ ἀκριβῶς. Διοσκουρίδης δὲ  
 ἔφη ὅτι καὶ πᾶν τὸ ἐναντίον δηλοῖ, ὡς ἐν τῷ περὶ διαί-
 της ὀξέων, ἐν οἷς φησι· καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπαρτίως
 ἐν τοῖσι τοιούτοισι καιροῖσι μεταβάλλουσιν εἰς τὰ ῥοφή-
 ματα· ἐμοὶ δὲ καὶ ταύτῃ δοκεῖ τὸ ἀπηρτισμένως τε καὶ
 ἀκριβῶς δηλοῦν· τῷ δὲ καὶ οἱ Ἀττικοὶ τὸν αὐτὸν τρό-
 πον χρῶνται τῷ ὀνόματι· μυρία δὲ παραδείγματα διὰ
 τῶν σμικρῶν ὑπομνημάτων ἔχεις.
ἀπεβράσσετο: ἐν τῷ πέμπτῳ τῶν ἐπιδημιῶν οὕτως Διοσκου-
 ρίδης γράφει, καί φησιν αὐτὸς δηλοῦσθαι τῷ ἀπεβράς-
 σετο τὸ ἀπεβήσσετο, τῶν ἄλλων σχεδὸν ἁπάντων ἀπε-
 βήσσετο γραφόντων· ὁ γάρ τοι Διοσκουρίδης οὗτος καὶ ὁ
 Ἀρτεμίδωρος καὶ ὁ ἐπικληθεὶς Καπίτων ἐκ τοῦ συνή-
 θους τοῖς ἄλλοις ὀνόματα πολλὰ μετεκόμισαν, οὐδὲν ἀλ-
90

 λοιότερον δηλοῦντα τῆς ἀρχαίας γραφῆς, ὧν ἀνάγκην ἔχο-


 μεν καὶ ἡμεῖς μνημονεύειν.
ἀπιλλήθη: συνεκλείσθη, ἴλλειν γὰρ τὸ συγκλείειν.
ἀπερχθῇ: ἀποκλεισθῇ.

Γαληνός ιατρός. Linguarum seu dictionum exoletarum Hippocratis explicatio Vol.


19, p. 141, l. 3

στεῖλαι: ἐπικαλύψαι, ἐπιχρῖσαι.


στενυγρῶσαι: στενῶσαι. τινὲς δὲ τῷ συναγαγεῖν τῶν ὑγρῶν
 τὰς διεξόδους καὶ ξηρᾶναι.
στηθοειδεῖ: μαχαιρίῳ σμιλίῳ.
στητῶδες: στεατῶδες.
στίον: ψηφὶς, λίθος. στίαι γὰρ αἱ παρὰ τῇ θαλάσσῃ ψη-
 φίδες, καὶ στιῶδες ἐντεῦθεν τὸ σκληρόν.
στίφραι: ξηραὶ, προσεσταλμέναι.  
στοίβης καρπόν: τὸ Ἱππόφεως σπέρμα.
στολιδωδέστερον: ῥυσσότερον.
στομάργου: ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν ἐπιδημιῶν ὁ Διοσκουρίδης
 οὕτως γράφει καὶ δηλοῦσθαί φησι τοῦ λαλοῦντος μανι-
 κῶς. οἱ δὲ ἄλλοι στυμάργου γράφουσι καὶ ὄνομα κύριον
 ἀκούουσι.
στόμβον: βαρύηχον, βαρύφθογγον.
στρεβλοί: οὓς καὶ στραβοὺς ὀνομάζουσι.
στρέφει: στρόφον παρέχει.
στρέφεται: τὸ οἷον ἐνοικεῖ, ἐν τῷ περὶ ἀέρων καὶ τόπων
 καὶ ὑδάτων.
στρογγύλον μήλην: τὴν σπαθομήλην.
στρογγύλου: τοῦ Μυρτιδάνου, αὐτὸς γὰρ οὕτως γράφει καὶ

Πλάτων. , Parmenides Stephanus p. 127, sec. a, l. 5

 Ἀλλ' οὐ χαλεπόν, ἔφη· μειράκιον γὰρ ὢν αὐτοὺς εὖ


μάλα διεμελέτησεν, ἐπεὶ νῦν γε κατὰ τὸν πάππον τε καὶ
ὁμώνυμον πρὸς ἱππικῇ τὰ πολλὰ διατρίβει. ἀλλ' εἰ δεῖ,
ἴωμεν παρ' αὐτόν· ἄρτι γὰρ ἐνθένδε οἴκαδε οἴχεται, οἰκεῖ δὲ
ἐγγὺς ἐν Μελίτῃ.
 Ταῦτα εἰπόντες ἐβαδίζομεν, καὶ κατελάβομεν τὸν Ἀν-
τιφῶντα οἴκοι, χαλινόν τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι·
ἐπειδὴ δὲ ἐκείνου ἀπηλλάγη οἵ τε ἀδελφοὶ ἔλεγον αὐτῷ
ὧν ἕνεκα παρεῖμεν, ἀνεγνώρισέν τέ με ἐκ τῆς προτέρας
ἐπιδημίας καί με ἠσπάζετο, καὶ δεομένων ἡμῶν διελθεῖν τοὺς
λόγους, τὸ μὲν πρῶτον ὤκνει – πολὺ γὰρ ἔφη ἔργον εἶναι –  
ἔπειτα μέντοι διηγεῖτο. ἔφη δὲ δὴ ὁ Ἀντιφῶν λέγειν τὸν
Πυθόδωρον ὅτι ἀφίκοιντό ποτε εἰς Παναθήναια τὰ μεγάλα
Ζήνων τε καὶ Παρμενίδης. τὸν μὲν οὖν Παρμενίδην εὖ
91

μάλα ἤδη πρεσβύτην εἶναι, σφόδρα πολιόν, καλὸν δὲ


κἀγαθὸν τὴν ὄψιν, περὶ ἔτη μάλιστα πέντε καὶ ἑξήκοντα·
Ζήνωνα δὲ ἐγγὺς τῶν τετταράκοντα τότε εἶναι, εὐμήκη
δὲ καὶ χαρίεντα ἰδεῖν, καὶ λέγεσθαι αὐτὸν παιδικὰ τοῦ
Παρμενίδου γεγονέναι. καταλύειν δὲ αὐτοὺς ἔφη παρὰ τῷ
Πυθοδώρῳ ἐκτὸς τείχους ἐν Κεραμεικῷ· οἷ δὴ καὶ ἀφικέσθαι

Πλάτων. , Epistulae [Dub.] Stephanus p. 330, sec. b, l. 8

μᾶλλον ἢ Δίωνα ἐβούλετό με καὶ φίλον ἡγεῖσθαι διαφερόντως


μᾶλλον ἢ 'κεῖνον, καὶ θαυμαστῶς ἐφιλονίκει πρὸς τὸ τοιοῦτον·
ᾗ δ' ἂν οὕτως ἐγένετο, εἴπερ ἐγίγνετο, κάλλιστα, ὤκνει
ὡς δὴ μανθάνων καὶ ἀκούων τῶν περὶ φιλοσοφίαν λόγων
οἰκειοῦσθαι καὶ ἐμοὶ συγγίγνεσθαι, φοβούμενος τοὺς τῶν
διαβαλλόντων λόγους, μή πῃ παραποδισθείη καὶ Δίων
δὴ πάντα εἴη διαπεπραγμένος. ἐγὼ δὲ πάντα ὑπέμενον,
τὴν πρώτην διάνοιαν φυλάττων ᾗπερ ἀφικόμην, εἴ πως
εἰς ἐπιθυμίαν ἔλθοι τῆς φιλοσόφου ζωῆς· ὁ δ' ἐνίκησεν
ἀντιτείνων.
 Καὶ ὁ πρῶτος δὴ χρόνος τῆς εἰς Σικελίαν ἐμῆς ἐπιδημίας
τε καὶ διατριβῆς διὰ πάντα ταῦτα συνέβη γενόμενος. μετὰ  
δὲ τοῦτο ἀπεδήμησά τε καὶ πάλιν ἀφικόμην πάσῃ σπουδῇ
μεταπεμπομένου Διονυσίου· ὧν δὲ ἕνεκα καὶ ὅσα ἔπραξα,
ὡς εἰκότα τε καὶ δίκαια, ὑμῖν πρῶτον μὲν συμβουλεύσας ἃ
χρὴ ποιεῖν ἐκ τῶν νῦν γεγονότων, ὕστερον τὰ περὶ ταῦτα
διέξειμι, τῶν ἐπανερωτώντων ἕνεκα τί δὴ βουλόμενος ἦλθον
τὸ δεύτερον, ἵνα μὴ τὰ πάρεργα ὡς ἔργα μοι συμβαίνῃ λεγό-
μενα. λέγω δὴ τάδε ἐγώ –  

Πλάτων. , Epistulae [Dub.] Stephanus p. 338, sec. e, l. 4

τινὲς ἄλλοι, παρακουσμάτων τινῶν ἔμμεστοι τῶν κατὰ φιλο-


σοφίαν· οἳ δοκοῦσί μοι Διονυσίῳ πειρᾶσθαι διαλέγεσθαι τῶν
περὶ τὰ τοιαῦτα, ὡς Διονυσίου πάντα διακηκοότος ὅσα διε-  
νοούμην ἐγώ. ὁ δὲ οὔτε ἄλλως ἐστὶν ἀφυὴς πρὸς τὴν τοῦ
μανθάνειν δύναμιν φιλότιμός τε θαυμαστῶς· ἤρεσκέν τε οὖν
ἴσως αὐτῷ τὰ λεγόμενα ᾐσχύνετό τε φανερὸς γιγνόμενος
οὐδὲν ἀκηκοὼς ὅτ' ἐπεδήμουν ἐγώ, ὅθεν ἅμα μὲν εἰς ἐπι-
θυμίαν ᾔει τοῦ διακοῦσαι ἐναργέστερον, ἅμα δ' ἡ φιλοτιμία
κατήπειγεν αὐτόν – δι' ἃ δὲ οὐκ ἤκουσεν ἐν τῇ πρόσθεν
ἐπιδημίᾳ, διεξήλθομεν ἐν τοῖς ἄνω ῥηθεῖσιν νυνδὴ λόγοις –  
ἐπειδὴ δ' οὖν οἴκαδέ τ' ἐσώθην καὶ καλοῦντος τὸ δεύτερον
ἀπηρνήθην, καθάπερ εἶπον νυνδή, δοκεῖ μοι Διονύσιος
παντάπασιν φιλοτιμηθῆναι μή ποτέ τισιν δόξαιμι κατα-
φρονῶν αὐτοῦ τῆς φύσεώς τε καὶ ἕξεως ἅμα καὶ τῆς διαίτης
ἔμπειρος γεγονώς, οὐκέτ' ἐθέλειν δυσχεραίνων παρ' αὐτὸν
ἀφικνεῖσθαι. δίκαιος δὴ λέγειν εἰμὶ τἀληθὲς καὶ ὑπομένειν,
92

εἴ τις ἄρα τὰ γεγονότα ἀκούσας καταφρονήσει τῆς ἐμῆς


φιλοσοφίας, τὸν τύραννον δὲ ἡγήσεται νοῦν ἔχειν. ἔπεμψε
μὲν γὰρ δὴ Διονύσιος τρίτον ἐπ' ἐμὲ τριήρη ῥᾳστώνης ἕνεκα
τῆς πορείας, ἔπεμψεν δὲ Ἀρχέδημον, ὃν ἡγεῖτό με τῶν ἐν

Διόδωρος Σικελός βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


Book 1, ch. 83, sec. 9, l. 2

εφέροντο σπουδὴν ἐκθεραπεύοντες τοὺς παρεπιδη-


μοῦντας τῶν ἀπὸ τῆς Ἰταλίας καὶ σπεύδοντες μη-
δεμίαν ἀφορμὴν ἐγκλήματος ἢ πολέμου δοῦναι διὰ
τὸν φόβον, ἀποκτείναντος Ῥωμαίου τινὸς αἴλουρον,
καὶ τοῦ πλήθους συνδραμόντος ἐπὶ τὴν οἰκίαν τοῦ
πράξαντος, οὔθ' οἱ πεμφθέντες ὑπὸ τοῦ βασιλέως
ἄρχοντες ἐπὶ τὴν παραίτησιν οὔθ' ὁ κοινὸς ἀπὸ
τῆς Ῥώμης φόβος ἴσχυσεν ἐξελέσθαι τῆς τιμωρίας
τὸν ἄνθρωπον, καίπερ ἀκουσίως τοῦτο πεπραχότα·
καὶ τοῦτ' οὐκ ἐξ ἀκοῆς ἡμεῖς ἱστοροῦμεν, ἀλλ'
αὐτοὶ κατὰ τὴν γεγενημένην ἡμῖν ἐπιδημίαν κατ'
Αἴγυπτον ἑορακότες. ἀπίστων δὲ φαινομένων πολ-
λοῖς τῶν εἰρημένων καὶ μύθοις παραπλησίων πολλῷ
παραδοξότερα φανήσεται τὰ μετὰ ταῦτα ῥηθησόμενα.
λιμῷ γάρ ποτε πιεζομένων τῶν κατ' Αἴγυπτόν φασι
πολλοὺς ἀλλήλων μὲν ἅψασθαι διὰ τὴν ἔνδειαν,
τῶν δ' ἀφιερωμένων ζῴων τὸ παράπαν μηδ' αἰτίαν
σχεῖν μηδένα προσενηνέχθαι. ἀλλὰ μήν γε καὶ καθ'
ἣν ἂν οἰκίαν εὑρεθῇ κύων τετελευτηκώς, ξυρῶνται
πάντες οἱ κατ' οἶκον ὄντες ὅλον τὸ σῶμα καὶ ποι-
οῦνται πένθος, καὶ τὸ τούτου θαυμασιώτερον,

Διόδωρος Σικελός βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) Book 5, chap58, sec. 1, l. 7

του τελευτὴν διεδέξαντο τὴν ἀρχὴν υἱοὶ τρεῖς, Λίν-


δος, Ἰάλυσος, Κάμειρος· ἐπὶ δὲ τούτων γενομένης
μεγάλης πλημυρίδος, ἐπικλυσθεῖσα ἡ Κύρβη ἔρημος
ἐγένετο, αὐτοὶ δὲ διείλοντο τὴν χώραν, καὶ ἕκαστος
ἑαυτοῦ πόλιν ὁμώνυμον ἔκτισε. κατὰ δὲ τούτους
τοὺς χρόνους Δαναὸς ἔφυγεν ἐξ Αἰγύπτου μετὰ
τῶν θυγατέρων· καταπλεύσας δὲ τῆς Ῥοδίας εἰς
Λίνδον καὶ προσδεχθεὶς ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων, ἱδρύ-
σατο τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν καὶ τὸ ἄγαλμα τῆς θεοῦ
καθιέρωσε. τῶν δὲ τοῦ Δαναοῦ θυγατέρων τρεῖς
ἐτελεύτησαν κατὰ τὴν ἐπιδημίαν τὴν ἐν τῇ Λίνδῳ,
αἱ δ' ἄλλαι μετὰ τοῦ πατρὸς Δαναοῦ εἰς Ἄργος
93

ἐξέπλευσαν. μικρὸν δ' ὕστερον τούτων τῶν χρόνων


Κάδμος ὁ Ἀγήνορος, ἀπεσταλμένος ὑπὸ τοῦ βασι-
λέως κατὰ ζήτησιν τῆς Εὐρώπης, κατέπλευσεν εἰς  
τὴν Ῥοδίαν· κεχειμασμένος δ' ἰσχυρῶς κατὰ τὸν
πλοῦν καὶ πεποιημένος εὐχὰς ἱδρύσασθαι Ποσειδῶ-
νος ἱερόν, διασωθεὶς ἱδρύσατο κατὰ τὴν νῆσον τοῦ
θεοῦ τούτου τέμενος καὶ τῶν Φοινίκων ἀπέλιπέ
τινας τοὺς ἐπιμελησομένους.

Διόδωρος Σικελός βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) Book 5, chap 77, sec. 5, l. 5

Δήμητραν μὲν γὰρ περαιωθεῖσαν εἰς τὴν


Ἀττικὴν ἐκεῖθεν εἰς Σικελίαν ἀπᾶραι, καὶ μετὰ
ταῦτ' εἰς Αἴγυπτον· ἐν δὲ τούτοις τοῖς τόποις μά-
λιστα τὸν τοῦ σίτου καρπὸν παραδοῦσαν καὶ τὰ
περὶ τὸν σπόρον διδάξασαν μεγάλων τιμῶν τυχεῖν
παρὰ τοῖς εὖ παθοῦσιν. ὁμοίως δ' Ἀφροδίτην ἐν-
διατρῖψαι τῆς μὲν Σικελίας περὶ τὸν Ἔρυκα, τῶν
δὲ νήσων περὶ Κύθηρα καὶ Πάφον τῆς Κύπρου,
τῆς δὲ Ἀσίας περὶ τὴν Συρίαν· διὰ δὲ τὴν ἐπι-
φάνειαν καὶ τὴν ἐπὶ πλέον ἐπιδημίαν αὐτῆς τοὺς
ἐγχωρίους ἐξιδιάζεσθαι τὴν θεόν, καλοῦντας Ἀφρο-
δίτην Ἐρυκίνην καὶ Κυθέρειαν καὶ Παφίαν, ἔτι δὲ
καὶ Συρίαν. ὡσαύτως δὲ τὸν μὲν Ἀπόλλωνα πλεῖ-
στον χρόνον φανῆναι περὶ Δῆλον καὶ Λυκίαν καὶ
Δελφούς, τὴν δ' Ἄρτεμιν περὶ τὴν Ἔφεσον καὶ τὸν
Πόντον, ἔτι δὲ τὴν Περσίδα καὶ τὴν Κρήτην· διό-
περ ἀπὸ τῶν τόπων ἢ πράξεων τῶν παρ' ἑκάστοις
συντελεσθεισῶν τὸν μὲν Δήλιον καὶ Λύκιον καὶ
Πύθιον ὀνομάζεσθαι, τὴν δ' Ἐφεσίαν καὶ Κρησίαν,
ἔτι δὲ Ταυροπόλον καὶ Περσίαν,

Διόδωρος Σικελός βιβλιοθήκη. (lib. 21-40) Book 31, ch. 18, sec. 2, l. 8

ἔν τινι τῶν κατὰ τὴν ὁδὸν πόλεων καταμεῖναι καὶ


τοὺς περὶ τὸν Ἀρχίαν μετ' αὐτοῦ.
            (Const. Exc. 2(1), p. 284.)
 Ὅτι ὁ Πτολεμαῖος ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου, ἐκ-
πεσὼν τῆς βασιλείας παρὰ τοῦ ἰδίου ἀδελφοῦ, ἐν  
ἰδιώτου σχήματι οἰκτρῷ κατήντησεν εἰς τὴν Ῥώ-
μην μετὰ σπάδωνος ἑνὸς καὶ τριῶν παίδων.
πεπυσμένος δὲ κατὰ τὴν πορείαν τὸ κατάλυμα τὸ
τοῦ Δημητρίου τοῦ τοπογράφου, πρὸς τοῦτον ζητή-
σας κατέλυσε πεφιλοξενημένον ὑπ' αὐτοῦ πλεονάκις
ἐν τῇ κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἐπιδημίᾳ· ᾤκει δὲ ἐν
ὑπερῴῳ στενῷ καὶ παντελῶς εὐτελεῖ διὰ τὸ μέγεθος
τῶν ἐν τῇ Ῥώμῃ μισθῶν. ὥστε τίς ἂν πιστεύσειεν
τοῖς ὑπὸ τῶν πολλῶν νομιζομένοις ἀγαθοῖς ἢ τοὺς
94

ὑπὲρ τὸ μέτριον εὐτυχοῦντας μακαριστοὺς ἡγή-


σαιτο; ὀξυτέραν γὰρ καὶ μείζονα μεταβολὴν τύχης
καὶ περιπέτειαν οὕτως ἀνέλπιστον οὐκ ἄν τις ἑτέραν
ῥᾳδίως εὕροι. οὐδεμιᾶς γὰρ αἰτίας ἀξιολόγου γενο-
μένης, τὸ τηλικοῦτο τῆς βασιλείας ἀξίωμα πρὸς
ἰδιωτικὴν ταπεινότητα τύχης ἐπεπτώκει, καὶ ὁ

Διόδωρος Σικελός βιβλιοθήκη. (lib. 21-40) Book 33, ch. 28b, sec. 3, l. 11

τε καὶ μέγεθος. καὶ θαυμάσαντες τὰ πλήθη τῶν


κατοικούντων τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ τῶν τόπων ἐπι-
τεύγματα διέλαβον μεγίστην ἡγεμονίαν δύνασθαι συ-
σταθῆναι, τυχούσης τῆς βασιλείας ταύτης ἀξίων
τῶν ἡγεμόνων.
 Οἱ μὲν οὖν πρεσβευταὶ κατασκεψάμενοι τὰ κατὰ  
τὴν Αἴγυπτον ἐπὶ Κύπρου κἀκεῖθεν ἐπὶ Συρίας τὴν
ἀναγωγὴν ἐποιήσαντο. καθόλου δὲ καὶ τὰ πλεῖστα
μέρη τῆς οἰκουμένης ἐπῆλθον, καὶ παρὰ πᾶσι
σώφρονα καὶ θαυμαστὴν ποιησάμενοι τὴν ἐπιδη-
μίαν μεγάλης ἀποδοχῆς ἔτυχον, καὶ μετ' εὐφημίας
ὑπὸ πάντων συμφωνουμένης ἐπανῆλθον. τῶν γὰρ
ἐχόντων τὰς ἀμφισβητήσεις οὓς μὲν διηλλάχεσαν
ἀλλήλοις, οὓς δ' ἐπεπείκεσαν τὰ δίκαια ποιῆσαι
τοῖς ἐγκαλοῦσι, τοὺς δὲ ἀναισχυντοῦντας διὰ τῆς
ἀνάγκης κατεστάλκεσαν, τοὺς δὲ δυσδιακρίτους
ἀνεπεπόμφεσαν ἐπὶ τὴν σύγκλητον. ὡμιληκότες δὲ
βασιλεῦσι καὶ δήμοις καὶ τὴν προϋπάρχουσαν
αὐτοῖς φιλίαν πρὸς ἅπαντας ἀνανεωσάμενοι πρὸς
εὔνοιαν τὴν ἡγεμονίαν ἐπηύξησαν, καὶ πάντες ταῖς
αἱρέσεσιν οἰκείως διατεθέντες ἐξαπέστειλαν πρες

Διόδωρος Σικελός βιβλιοθήκη. (lib. 21-40) Book 38/39, ch. 20, sec. 1, l. 10

χαιρόντων τῷ θανάτῳ αὐτοῦ.


 Ὅτι πολλῷ χρόνῳ τῆς Σικελίας ἀδικαιοδοτή-
του γενομένης, ὁ Πομπήιος δοὺς ἑαυτὸν ἐπὶ τὴν
δικαιοδοσίαν καὶ χρηματίζων περὶ τῶν δημοσίων
ἀμφισβητημάτων καὶ τῶν ἰδιωτικῶν συμβολαίων
οὕτως εὐστόχως καὶ ἀδωροδοκήτως ἐποιεῖτο τὰς
ἀποφάσεις ὥστε ὑπερβολὴν ἑτέρῳ μὴ ἀπολείπειν.
εἴκοσι δὲ καὶ δυεῖν ἐτῶν τὴν ἡλικίαν ὑπάρχων, καὶ
τῆς νεότητος προκαλουμένης ἐπὶ τὰς ἀλογίστους
ἡδονάς, οὕτως αὐστηρῶς καὶ σωφρόνως ἐποιήσατο
τὴν ἐπιδημίαν κατὰ τὴν νῆσον ὥστε πάντας τοὺς
κατὰ τὴν Σικελίαν καταπλήττεσθαι καὶ θαυμάζειν
τὴν ἀρετὴν τοῦ νεανίσκου.
          (Const. Exc. 2(1), pp. 324 – 325.)
 Ὅτι ὁ Σπάρτακος ὁ βάρβαρος εὐεργετηθεὶς
95

παρά τινος εὐχάριστος ἐφάνη πρὸς αὐτόν· αὐτο-


δίδακτος γὰρ καὶ παρὰ τοῖς βαρβάροις ἡ φύσις πρὸς
ἀμοιβὴν χάριτος τοῖς εὐεργέταις.
 Ὅτι ἡ διὰ τῶν ὅπλων νίκη κοινὴν ἔχει τοῖς
ἡγεμόσι καὶ τοῖς στρατιώταις τὴν εὐημερίαν, τὰ δὲ
διὰ τῆς στρατηγικῆς συνέσεως γινόμενα κατορθώ

Λουκιανός. Verae historiae Ch. 1, sec. 7, l. 12

γράμμασιν καταγεγραμμένην, ἀμυδροῖς δὲ καὶ ἐκτετριμμένοις,


λέγουσαν Ἄχρι τούτων Ἡρακλῆς καὶ Διόνυσος ἀφίκοντο. ἦν δὲ
καὶ ἴχνη δύο πλησίον ἐπὶ πέτρας, τὸ μὲν πλεθριαῖον, τὸ δὲ ἔλαττον
– ἐμοὶ δοκεῖν, τὸ μὲν τοῦ Διονύσου, τὸ μικρότερον, θάτερον δὲ
Ἡρακλέους. προσκυνήσαντες δ' οὖν προῇμεν· οὔπω δὲ πολὺ
παρῇμεν καὶ ἐφιστάμεθα ποταμῷ οἶνον ῥέοντι ὁμοιότατον μάλιστα  
οἷόσπερ ὁ Χῖός ἐστιν. ἄφθονον δὲ ἦν τὸ ῥεῦμα καὶ πολύ, ὥστε
ἐνιαχοῦ καὶ ναυσίπορον εἶναι δύνασθαι. ἐπῄει οὖν ἡμῖν πολὺ
μᾶλλον πιστεύειν τῷ ἐπὶ τῆς στήλης ἐπιγράμματι, ὁρῶσι τὰ
σημεῖα τῆς Διονύσου ἐπιδημίας. δόξαν δέ μοι καὶ ὅθεν ἄρχεται
ὁ ποταμὸς καταμαθεῖν, ἀνῄειν παρὰ τὸ ῥεῦμα, καὶ πηγὴν μὲν
οὐδεμίαν εὗρον αὐτοῦ, πολλὰς δὲ καὶ μεγάλας ἀμπέλους, πλήρεις
βοτρύων, παρὰ δὲ τὴν ῥίζαν ἑκάστην ἀπέρρει σταγὼν οἴνου
διαυγοῦς, ἀφ' ὧν ἐγίνετο ὁ ποταμός. ἦν δὲ καὶ ἰχθῦς ἐν αὐτῷ
πολλοὺς ἰδεῖν, οἴνῳ μάλιστα καὶ τὴν χρόαν καὶ τὴν γεῦσιν προς-
εοικότας· ἡμεῖς γοῦν ἀγρεύσαντες αὐτῶν τινας καὶ ἐμφαγόντες
ἐμεθύσθημεν· ἀμέλει καὶ ἀνατεμόντες αὐτοὺς εὑρίσκομεν τρυγὸς
μεστούς. ὕστερον μέντοι ἐπινοήσαντες τοὺς ἄλλους ἰχθῦς, τοὺς ἀπὸ
τοῦ ὕδατος παραμιγνύντες ἐκεράννυμεν τὸ σφοδρὸν τῆς οἰνοφαγίας.
 Τότε δὲ τὸν ποταμὸν διαπεράσαντες ᾗ διαβατὸς ἦν,

Λουκιανός. Verae historiae Ch. 2, sec. 10, l. 9

τε τῷ Φιλίππου καὶ Ἀννίβᾳ τῷ Καρχηδονίω, καὶ ἔδοξε προέχειν


ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ θρόνος αὐτῷ ἐτέθη παρὰ Κῦρον τὸν Πέρσην
τὸν πρότερον. τέταρτοι δὲ ἡμεῖς προσήχθημεν· καὶ ὁ μὲν ἤρετο τί
παθόντες ἔτι ζῶντες ἱεροῦ χωρίου ἐπιβαίημεν· ἡμεῖς δὲ πάντα ἑξῆς
διηγησάμεθα. οὕτω δὴ μεταστησάμενος ἡμᾶς ἐπὶ πολὺν χρόνον
ἐσκέπτετο καὶ τοῖς συνέδροις ἐκοινοῦτο περὶ ἡμῶν. συνήδρευον δὲ
ἄλλοι τε πολλοὶ καὶ Ἀριστείδης ὁ δίκαιος ὁ Ἀθηναῖος. ὡς δὲ ἔδοξεν
αὐτῷ, ἀπεφήναντο, τῆς μὲν φιλοπραγμοσύνης καὶ τῆς ἀποδημίας,
ἐπειδὰν ἀποθάνωμεν, δοῦναι τὰς εὐθύνας, τὸ δὲ νῦν ῥητὸν χρόνον
μείναντας ἐν τῇ νήσῳ καὶ συνδιαιτηθέντας τοῖς ἥρωσιν ἀπελθεῖν.
ἔταξαν δὲ καὶ τὴν προθεσμίαν τῆς ἐπιδημίας μὴ πλέον μηνῶν ἑπτά.
 Τοὐντεῦθεν αὐτομάτων ἡμῖν τῶν στεφάνων περιρρυέντων ἐλελύ-
μεθα καὶ εἰς τὴν πόλιν ἠγόμεθα καὶ εἰς τὸ τῶν Μακάρων συμ-
πόσιον. αὐτὴ μὲν οὖν ἡ πόλις πᾶσα χρυσῆ, τὸ δὲ τεῖχος περίκειται
σμαράγδινον· πύλαι δέ εἰσιν ἑπτά, πᾶσαι μονόξυλοι κινναμώμινοι·
τὸ μέντοι ἔδαφος τῆς πόλεως καὶ ἡ ἐντὸς τοῦ τείχους γῆ ἐλεφαν-
96

τίνη· ναοὶ δὲ πάντων θεῶν βηρύλλου λίθου ᾠκοδομημένοι, καὶ


βωμοὶ ἐν αὐτοῖς μέγιστοι μονόλιθοι ἀμεθύστινοι, ἐφ' ὧν ποιοῦσι
τὰς ἑκατόμβας. περὶ δὲ τὴν πόλιν ῥεῖ ποταμὸς μύρου τοῦ καλ-
λίστου, τὸ πλάτος πήχεων ἑκατὸν βασιλικῶν, βάθος δὲπέντε
ὥστε νεῖν εὐμαρῶς. λουτρὰ δέ ἐστιν αὐτοῖς οἶκοι μεγάλοι ὑάλινοι,

Λουκιανός. Symposium Section 7, l. 6

ἀλλὰ καὶ ὁ Ἐπικούρειος Ἕρμων παρῆν, καὶ εἰσελθόντα γε αὐτὸν


εὐθὺς ὑπεβλέποντο οἱ Στωϊκοὶ καὶ ἀπεστρέφοντο καὶ δῆλοι ἦσαν
ὥς τινα πατραλοίαν καὶ ἐναγῆ μυσαττόμενοι. οὗτοι μὲν αὐτοῦ
Ἀρισταινέτου φίλοι καὶ συνήθεις ὄντες παρεκέκληντο ἐπὶ δεῖπνον
καὶ ξὺν αὐτοῖς ὁ γραμματικὸς Ἱστιαῖος καὶ ὁ ῥήτωρ Διονυσό-
δωρος. διὰ δὲ τὸν νυμφίον τὸν Χαιρέαν Ἴων ὁ Πλατωνικὸς
συνειστιᾶτο διδάσκαλος αὐτοῦ ὤν, σεμνός τις ἰδεῖν καὶ θεοπρεπὴς
καὶ πολὺ τὸ κόσμιον ἐπιφαίνων τῷ προσώπῳ· Κανόνα γοῦν οἱ
πολλοὶ ὀνομάζουσιν αὐτὸν εἰς τὴν ὀρθότητα τῆς γνώμης ἀπο-
βλέποντες. καὶ ἐπεὶ παρῆλθεν ὑπεξανίσταντο πάντες αὐτῷ καὶ
ἐδεξιοῦντο ὥς τινα τῶν κρειττόνων, καὶ ὅλως θεοῦ ἐπιδημία τὸ
πρᾶγμα ἦν Ἴων ὁ θαυμαστὸς συμπαρών.
 Δέον δὲ ἤδη κατακλίνεσθαι ἁπάντων σχεδὸν παρόντων, ἐν
δεξιᾷ μὲν εἰσιόντων αἱ γυναῖκες ὅλον τὸν κλιντῆρα ἐκεῖνον ἐπ-
έλαβον, οὐκ ὀλίγαι οὖσαι, καὶ ἐν αὐταῖς ἡ νύμφη πάνυ ἀκριβῶς
ἐγκεκαλυμμένη, ὑπὸ τῶν γυναικῶν περιεχομένη· ἐς δὲ τὸ ἀντί-
θυρον ἡ ἄλλη πληθύς, ὡς ἕκαστος ἀξίας εἶχε. καταντικρὺ δὲ τῶν
γυναικῶν πρῶτος ὁ Εὔκριτος, εἶτα Ἀρισταίνετος. εἶτα ἐνεδοιά-
ζετο πότερον χρὴ πρότερον Ζηνόθεμιν τὸν Στωϊκὸν ἅτε γέροντα
ἢ Ἕρμωνα τὸν Ἐπικούρειον, ἱερεὺς γὰρ ἦν τοῖν ἀνάκοιν καὶ
γένους τοῦ πρώτου ἐν τῇ πόλει. ἀλλὰ ὁ Ζηνόθεμις ἔλυσε τὴν

Λουκιανός. Icaromenippus Section 22, l. 20

ἡμισείας ὢν ἀετός, τὸν δὲ ἀετὸν ἠπιστάμην ἐκ


παλαιοῦ συνήθη τῷ Διί· ὕστερον δὲ ἐλογισάμην
ὡς τάχιστα καταφωράσουσί με γυπὸς τὴν ἑτέραν
πτέρυγα περικείμενον. ἄριστον γοῦν κρίνας τὸ
μὴ παρακινδυνεύειν ἔκοπτον προσελθὼν τὴν
θύραν. ὑπακούσας δὲ ὁ Ἑρμῆς καὶ τοὔνομα
ἐκπυθόμενος ἀπῄει κατὰ σπουδὴν φράσων τῷ
Διί, καὶ μετ' ὀλίγον εἰσεκλήθην πάνυ δεδιὼς καὶ
τρέμων, καταλαμβάνω τε πάντας ἅμα συγκαθη-
μένους οὐδὲ αὐτοὺς ἀφρόντιδας· ὑπετάραττε γὰρ
ἡσυχῇ τὸ παράδοξον μου τῆς ἐπιδημίας, καὶ ὅσον
οὐδέπω πάντας ἀνθρώπους ἀφίξεσθαι προσεδόκων
τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπτερωμένους. ὁ δὲ Ζεὺς μάλα  
φοβερῶς, δριμύ τε καὶ τιτανῶδες εἰς ἐμὲ ἀπιδών,
φησί
97

Λουκιανός. Alexander Section 43, l. 13

που· ὁποίου τινὸς τὴν σύνεσιν, εἴσῃ ἀπὸ τῶν


ἐρωτήσεων. ἀνέγνων δὲ αὐτὸν χρυσοῖς γράμ-
μασιν γεγραμμένον ἐν Τίῳ, ἐν τῇ τοῦ Σακερδῶτος
οἰκίᾳ. “Εἰπὲ γάρ μοι,” ἔφη, “ὦ δέσποτα
Γλύκων, τίς εἶ;” “Ἐγώ,” ἦ δ' ὅς, “Ἀσκληπιὸς
νέος.” “Ἄλλος παρ' ἐκεῖνον τὸν πρότερον; πῶς
λέγεις;” “Οὐ θέμις ἀκοῦσαί σε τοῦτό γε.”
“Πόσα δὲ ἡμῖν ἔτη παραμενεῖς χρησμῳδῶν;”
“Τρίτον πρὸς τοῖς χιλίοις.” “Εἶτα ποῖ μετα-
στήσῃ;” “Ἐς Βάκτρα καὶ τὴν ἐκεῖ γῆν· δεῖ γὰρ
ἀπολαῦσαι καὶ τοὺς βαρβάρους τῆς ἐπιδημίας  
τῆς ἐμῆς.” “Τὰ δ' ἄλλα χρηστήρια, τὸ ἐν
Διδύμοις καὶ τὸ ἐν Κλάρῳ καὶ τὸ ἐν Δελφοῖς,
ἔχουσι τὸν πατέρα τὸν Ἀπόλλω χρησμῳδοῦντα,
ἢ ψευδεῖς εἰσιν οἱ νῦν ἐκπίπτοντες ἐκεῖ χρησμοί;”

Λουκιανός. De saltatione Section 41, l. 5

τῆς Ἑλένης ἁρπαγὴ καὶ ἡ στρατεία τῶν Διοσκούρων  


ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ τὸ Ἱππολύτου πάθος καὶ Ἡρα-
κλειδῶν κάθοδος· Ἀττικὰ γὰρ καὶ ταῦτα εἰκότως
ἂν νομίζοιτο.
 Ταῦτα μὲν τὰ Ἀθηναίων ὀλίγα πάνυ δείγματος
ἕνεκα ἐκ πολλῶν τῶν παραλελειμμένων διῆλθον.
ἑξῆς δὲ τὰ Μέγαρα καὶ Νῖσος καὶ Σκύλλα καὶ
πορφυροῦς πλόκαμος καὶ Μίνωος πόρος καὶ περὶ
τὴν εὐεργέτιν ἀχαριστία. οἷς ἑξῆς ὁ Κιθαιρὼν
καὶ τὰ Θηβαίων καὶ Λαβδακιδῶν πάθη καὶ Κάδμου
ἐπιδημία καὶ βοὸς ὄκλασις καὶ ὄφεως ὀδόντες καὶ
Σπαρτῶν ἀνάδοσις καὶ αὖθις τοῦ Κάδμου εἰς
δράκοντα μεταβολὴ καὶ πρὸς λύραν τείχισις καὶ
μανία τοῦ τειχοποιοῦ καὶ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ
τῆς Νιόβης ἡ μεγαλαυχία καὶ ἡ ἐπὶ τῷ πένθει
σιγὴ καὶ τὰ Πενθέως καὶ Ἀκταίωνος καὶ τὰ
Οἰδίποδος καὶ Ἡρακλῆς σὺν τοῖς ἄθλοις αὐτοῦ
ἅπασιν καὶ ἡ τῶν παίδων σφαγή.

Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Ars rhetorica [Sp.] Ch. 7, sec. 3, l. 37

καὶ τῶν ἀγωνοθετῶν καὶ τοῦ νόμου προκεχειρισμένῳ;


Εἰ δὲ δὴ καὶ ἀγωνοθέτης εἴη ὁ λέγων, πρὸς τούτοις
ἢ πρὸ ἁπάντων τούτων ἁρμόσει εἰπεῖν, ὅτιεἰ ὁ
διατιθεὶς τὸν ἀγῶνα οὐκ ὤκνησεν ἀγωνιστὴν καὶ
ἑαυτὸν καταστῆσαι καὶ ὑποβαλεῖν τῇ τῶν ἀκουόντων
κρίσει ἕνεκα τοῦ ἀγῶνος καὶ τοῦ ἔνδοξον καὶ μέγαν  
98

καὶ περισπούδαστον τοῦτον γενέσθαι, πολλῷ δήπου


ἀναγκαιότερον αὐτοῖςτοῖς ἀγωνιζομένοις καὶ κληρο-
νομεῖν μέλλουσι τῆς τοῦ ἀγῶνος δόξης. Τῷ δὲ ξένῳ
καὶ τοῦτο ἂν ἁρμόζοι λέγειν, ὅτι προσήκων αὐτῷ ὁ
λόγος διὰ τὴν ἐπιδημίαν καὶ τὴν μετουσίαν τῆς θέας·
οἱ γὰρ τῆς θέας μεταδόντες καὶ τοῦ λόγου τοῦ περὶ
αὐτῆς μετέδοσαν ἄλλως τε καὶ ἐπὶ τῷ ἐνδοξοτέραν
τὴν πανήγυριν γενέσθαι. καὶ ὅτι γνήσιος πολίτης
οὐχ ὁ ἐγγεγραμμένος μόνον, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον
ὁ εὔνους τῇ πόλει καὶ περὶ τὰ καλὰ μόνον τὰ τῆς
πόλεως σπουδάζων. εἰ δὲ δὴ καὶ μὴ πολίτης ὢν
ἐπείσθη τοῖς ἐπιτάξασι καθεῖναι ἑαυτὸν εἰς τὸν
ἀγῶνα, πολλῷ δήπου μᾶλλον τοῖς ἀθληταῖς σπουδα-
στέον περὶ αὐτὸν τοῖς ὡς ἂν εἴποι τις πολίταις τοῦ
ἀγῶνος οὖσι.
Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Ars rhetorica [Sp.] Ch. 8, sec. 14, l. 36

  Ἀργείων βασιλῆας ....


  ἀλλ' ἄγ' ἐγών, ὡς σεῖο γεραίτερος εὔχομαι εἶναι,
  ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι.
τήρει καὶ τὰ ὀνόματα· τὸ γὰρ ‘ἐξείπω’ ὥςπερ ἀπορρή-
του λόγου ἐξαγόρευσιν ἔχει.
   οὐδέ κέ τίς μοι
  μῦθον ἀτιμήσει, οὐδὲ κρείων Ἀγαμέμνων.
εἶτα πάλιν ἐπάγει τὸ σχῆμα ὡς διὰ κοινοῦ δόγματος
καθαπτόμενος τοῦ Ἀγαμέμνονος·
  ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος,
  ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος.  
εἶτα δείξας τῷ Ἀγαμέμνονι τὴν ὁρμὴν τοῦ λόγου τὸ
μὲν ἀποκαλύπτειν τὸν λόγον καὶ σαφῶς ἐλέγχειν αὐτὸν
παρίησιν, ἀποπέμπεται δὲ τοὺς νεωτέρους, ὡς ἂν μὴ
αἰσχύνοιτο ὁ Ἀγαμέμνων ἐκείνων ἀκουόντων ἐλεγ-
χόμενος·

Αριστοτέλης. Frag. varia Category 6, treatise title 36, Frag. 253, l. 21

λοῦν, ὡς ὁ αὐτὸςἈριστοτέλης φυλάξας λέγει· πετόμενος


δὲ ἐρωδιὸς τῆς θαλάττης εὐθὺ ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ ῥαγήσεσθαι
αἰνίττεται.
 3. εἰ δὲ εἴη χειμέρια, ᾄσασαγλαὺξ εὐδίαν μαντεύεται
καὶ ἡμέραν φαιδράν. ἐὰν δὲ εὐδία μὲν ᾖ, ἡ δὲ ὑπο-
φθέγγηται, χειμῶνα δεῖ προσδέχεσθαι.
 4.κόραξ δὲ ἐπιτρόχως φθεγγόμενος καὶ κρούων τὰς
πτέρυγας καὶ κροτῶν αὐτάς, ὅτι χειμὼν ἔσται κατέγνω πρῶτος.
κόραξ δὲ αὖ καὶ κορώνη καὶ κολοιὸς δείλης ὀψίας εἰ φθέγ-
γοιντο, χειμῶνος ἔσεσθαί τινα ἐπιδημίαν διδάσκουσι.
 5.κολοιοὶ δὲ ἱερακίζοντες, ὡς ἐκεῖνος λέγει, καὶ πετό-
μενοι πῆ μὲν ἀνωτέρω πῆ δὲ κατωτέρω, κρυμὸν καὶ ὑετὸν
δηλοῦσι.
99

 6.κορώνη δὲ ἐπὶ δείπνου ὑποφθεγγομένη, ἐς τὴν


ὑστεραίαν εὐδίαν παρακαλεῖ.  
 7. φανέντες δὲὄρνιθες πολλοὶ μὲν τὸ ἀριθμόν, λευκοὶ
δὲ τὴν χρόαν, χειμὼν ὅτι ἔσται πολὺς ἐκδιδάσκουσι.
 8.νῆτται δὲ καὶαἴθυιαι πτερυγίζουσαι πνεῦμα δη-
λοῦσιν ἰσχυρόν.

Αριστοτέλης. Frag. varia Category 6, treatise title 36, Frag. 253, l. 34

 6.κορώνη δὲ ἐπὶ δείπνου ὑποφθεγγομένη, ἐς τὴν


ὑστεραίαν εὐδίαν παρακαλεῖ.  
 7. φανέντες δὲὄρνιθες πολλοὶ μὲν τὸ ἀριθμόν, λευκοὶ
δὲ τὴν χρόαν, χειμὼν ὅτι ἔσται πολὺς ἐκδιδάσκουσι.
 8.νῆτται δὲ καὶαἴθυιαι πτερυγίζουσαι πνεῦμα δη-
λοῦσιν ἰσχυρόν.
 9.ὄρνιθες δὲ ἐκ τοῦ πελάγους ἐς τὴν γῆν σὺν ὁρμῇ
πετόμενοι μαρτύρονται χειμῶνα.
 10.ἐρίθακος δὲ ἐς τὰ αὔλια καὶ τὰ οἰκούμενα παριὼν
δῆλός ἐστι χειμῶνος ἐπιδημίαν ἀποδιδράσκων.
 11.ἀλεκτρυόνες γε μὴν καὶ ὄρνιθες οἱ ἠθάδες πτε-
ρυσσόμενοι καὶ φρυαττόμενοι καὶ ὑποτρύζοντες χειμῶνα
δηλοῦσιν.
 12. ἀπειλοῦσι δὲ καὶ πνεῦμα λουόμενοί γεὄρνιθες
καὶ ἀνέμων τινὰς ἐμβολὰς ὑποφαίνουσι. χειμῶνος δὲ ὄντος
ἐς ἀλλήλους ὄρνιθες πετόμενοι καὶ δι' ἀλλήλων θέοντες
σημαίνουσιν εὐδίαν. ὄρνιθες δὲ ἀθροιζόμενοι περί τε λίμνας
καὶ ποταμῶν ὄχθας χειμῶνα ἐσόμενον οὐκ ἀγνοοῦσι. πάλιν
τε ὄρνιθες οἱ μὲν θαλάττιοι καὶ οἱ λιμναῖοι ἐς τὴν γῆν
ἰόντες ὡς ἔσται χειμὼν πολὺς οὐκ ἀγνοοῦσιν, οἱ δὲ χερσαῖοι

Αριστοτέλης. Frag. varia Category 6, treatise title 36, Frag. 253, l. 63

ὁμολογεῖ. κοιμώμεναι δὲ ἀθρόαι αἱαἶγες τὰ αὐτὰ ὁμολογοῦσι.


 15.μύες δὲ ἐν τοῖς ἀρώμασι φαινόμενοι ὑετοῦ φυγὴν
διδάσκουσιν.  
 16.ἄρνες δὲ ἄρα καὶἔριφοι ἀλλήλοις ἐμπηδῶντές τε
καὶ ὑποσκιρτῶντες φαιδρὰν ἡμέραν ὁμολογοῦσιν.
 17.γαλαῖ δὲ ὑποτρίζουσαι καὶμύες ἐκείναις δρῶντες
τὰ αὐτὰ χειμῶνα ἔσεσθαι συμβάλλονται ἰσχυρόν.
 18.λύκοι δὲ φεύγοντες ἐρημίας καὶ εὐθὺ τῶν οἰκου-
μένων ἰόντες χειμῶνος ἐμβολὴν μέλλοντος ὅτι πεφρίκασι
μαρτυροῦσι δι' ὧν δρῶσι.
 19.λέοντος δὲ ἐν τοῖς καρπίμοις χωρίοις ἐπιδημία
αὐχμὸν δηλοῖ.
 20. σκιρτῶντά γε μὴν τὰὑποζύγια καὶ βοῶντα τοῦ
ἔθους μᾶλλον νοτερὸν χειμῶνα ἐσόμενον δηλοῖ· εἰ δὲ καὶ
ταῖς ὁπλαῖς κόνιν προσαναβάλλοι, ταὐτὰ ταῦτα δηλοῖ που.
100

 21.λαγῲ δὲ ἐν τοῖς αὐτοῖς χωρίοις ὁρώμενοι πολλοὶ


δηλοῦσιν εὐδίαν.
 Aelianus ib. 9, 13:
 22. ὅταν δὲβάτραχοι γεγωνότερον φθέγγωνται καὶ
τῆς συνηθείας λαμπρότερον, ἐπιδημίαν δηλοῦσιν ὑετοῦ.
    

Αριστοτέλης. Frag. varia Category 6, treatise title 36, Frag. 253, l. 72

 19.λέοντος δὲ ἐν τοῖς καρπίμοις χωρίοις ἐπιδημία


αὐχμὸν δηλοῖ.
 20. σκιρτῶντά γε μὴν τὰὑποζύγια καὶ βοῶντα τοῦ
ἔθους μᾶλλον νοτερὸν χειμῶνα ἐσόμενον δηλοῖ· εἰ δὲ καὶ
ταῖς ὁπλαῖς κόνιν προσαναβάλλοι, ταὐτὰ ταῦτα δηλοῖ που.
 21.λαγῲ δὲ ἐν τοῖς αὐτοῖς χωρίοις ὁρώμενοι πολλοὶ δηλοῦσιν εὐδίαν.

Αίλιος Ηρωδιανός De figuris (= Περὶ σχημάτων) [Sp.] P. 87, l. 4

  νεφεληγερέτα Ζεύς·
κλητικὴ γὰρ ἀντὶ ὀρθῆς κεῖται τῆς νεφεληγερέτης. τὴν
δὲ διάστασιν τῆς φράσεως οὕτως,
  οἱ δὲ δύο σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει·
ὡς ἀφ' ἑτέρας γὰρ ἀρχῆς ἐπὶ τετελεσμένῳ τῷ προτέρῳ
ποιησάμενος τὸν λόγον ἀπὸ ὀρθῆς ἤρξατο. τοιοῦτο δέ
τι κἀκεῖνο,  
  ἐλθόντες δὴ βαιὸν ἀπὸ σπείους τε καὶ ὕλης,
  πρῶτος ὑπ' ἀρνειοῦ λυόμην.
καὶ τὸ παρ' Ἱπποκράτει, ἡγυνὴ τοῦ κηπωροῦ πυ-
ρετὸς εἶχεν αὐτήν· διεσπαρμένας γὰρ ἐπιδημίας
ὑπομνήματος δίκην γράφων, εἰπὼντὸ ἡ γυνὴ τοῦ
κηπωροῦ, ὡς ἀφ' ἑτέρας ἀρχῆς τὸπυρετὸς εἶχεν
αὐτὴν ἐπήνεγκεν. ὅτι γὰρ οὕτως πως ὁ ἰατρὸς εἰς τὸ
τοιοῦτον σχῆμα κατῆλθε, δῆλον ἐκ τοῦ μηδέποτε λόγου
τελείου ἀπὸ τοῦ δὲ συνδέσμου ἀρχομένου. ἐκεῖνος ἐν
τῷ περὶ ἄρθρων ἔφη εἰσβάλλων οὕτως,ὦμον δ' ἔναρ-
θρον, ἕνα τρόπον οἶδα· καὶ γὰρ ἐνταῦθα ὡς ἐν
ὑπομνηματισμῷ, πεπονημένων αὐτῷ καὶ ἑτέρων ἔμπρο-
σθεν καὶ εἰς τοῦτο τὸ εἶδος, οὕτως ἤρξατο.
 Ἐν δὲ ἀριθμοῖς ἡ τῶν σχημάτων κατόρθωσις,

Στράβων Γεωγραφικά. Book 3, ch. 3, sec. 8, l. 6

βρους μέχρι Ὀυασκώνων καὶ τῆς Πυρήνης· ὁμοειδεῖς  


γὰρ ἁπάντων οἱ βίοι. ὀκνῶ δὲ τοῖς ὀνόμασι πλεονάζειν
φεύγων τὸ ἀηδὲς τῆς γραφῆς, εἰ μή τινι πρὸς ἡδονῆς
ἐστιν ἀκούειν Πλευταύρους καὶ Βαρδυήτας καὶ Ἀλλό-
101

τριγας καὶ ἄλλα χείρω καὶ ἀσημότερα τούτων ὀνόματα.


 Τὸ δὲ δυσήμερον καὶ ἀγριῶδες οὐκ ἐκ τοῦ πολε-
μεῖν συμβέβηκε μόνον ἀλλὰ καὶ διὰ τὸν ἐκτοπισμόν·
καὶ γὰρ ὁ πλοῦς ἐπ' αὐτοὺς μακρὸς καὶ αἱ ὁδοί, δυσε-
πίμικτοι δ' ὄντες ἀποβεβλήκασι τὸ κοινωνικὸν καὶ τὸ
φιλάνθρωπον. ἧττον δὲ νῦν τοῦτο πάσχουσι διὰ τὴν
εἰρήνην καὶ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἐπιδημίαν· ὅσοις δ' ἧτ-
τον τοῦτο συμβαίνει, χαλεπώτεροί εἰσι καὶ θηριω-
δέστεροι. τοιαύτης δ' οὔσης καὶ ἀπὸ τῶν τόπων λυ-
πρότητος ἐνίοις καὶ τῶν ὀρῶν, εἰκὸς ἐπιτείνεσθαι τὴν
τοιαύτην ἀτοπίαν. ἀλλὰ νῦν, ὡς εἶπον, πέπαυται πο-
λεμοῦντα πάντα· τούς τε γὰρ συνέχοντας ἔτι νῦν μά-
λιστα τὰ λῃστήρια Καντάβρους καὶ τοὺς γειτονεύοντας
αὐτοῖς κατέλυσεν ὁ Σεβαστὸς Καῖσαρ, καὶ ἀντὶ τοῦ
πορθεῖν τοὺς τῶν Ῥωμαίων συμμάχους στρατεύουσι
νῦν ὑπὲρ τῶν Ῥωμαίων οἵ τε Κωνιακοὶ καὶ οἱ πρὸς
ταῖς πηγαῖς τοῦ Ἴβηρος οἰκοῦντες Πληντουίσοι.

Στράβων Γεωγραφικά. Book 3, ch. 4, sec. 7, l. 6

εἰσὶ Χερρόνησός τε καὶ Ὀλέαστρον καὶ Καρταλίας· ἐπ'


αὐτῇ δὲ τῇ διαβάσει τοῦ Ἴβηρος Δέρτωσσα κατοικία.
ῥεῖ δὲ ὁ Ἴβηρ ἀπὸ Καντάβρων ἔχων τὰς ἀρχὰς ἐπὶ με-
σημβρίαν διὰ πολλοῦ πεδίου παράλληλος τοῖς Πυρη-
ναίοις ὄρεσι.
 Μεταξὺ δὲ τῶν τοῦ Ἴβηρος ἐκτροπῶν καὶ τῶν
ἄκρων τῆς Πυρήνης, ἐφ' ὧν ἵδρυται τὰ ἀναθήματα
τοῦ Πομπηίου, πρώτη Ταρράκων ἐστὶ πόλις, ἀλίμενος
μὲν ἐν κόλπῳ δὲ ἱδρυμένη καὶ κατεσκευασμένη τοῖς
ἄλλοις ἱκανῶς καὶ οὐχ ἧττον εὐανδροῦσα νυνὶ τῆς
Καρχηδόνος. πρὸς γὰρ τὰς τῶν ἡγεμόνων ἐπιδημίας
εὐφυῶς ἔχει, καὶ ἔστιν ὥσπερ μητρόπολις οὐ τῆς ἐν-
τὸς Ἴβηρος μόνον ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκτὸς τῆς πολλῆς. αἵ τε
Γυμνήσιαι νῆσοι προκείμεναι πλησίον καὶ ἡ Ἔβυσος,
ἀξιόλογοι νῆσοι, τὴν θέσιν εὔκαιρον τῆς πόλεως ὑπα-
γορεύουσιν. Ἐρατοσθένης δὲ καὶ ναύσταθμον ἔχειν
φησὶν αὐτήν, οὐδὲ ἀγκυροβολίοις σφόδρα εὐτυχοῦ-
σαν, ὡς ἀντιλέγων εἴρηκεν Ἀρτεμίδωρος.
 Καὶ ἡ σύμπασα δ' ἀπὸ στηλῶν σπανίζεται λιμέσι
μέχρι δεῦρο, ἐντεῦθεν δ' ἤδη τὰ ἑξῆς εὐλίμενα καὶ
χώρα ἀγαθὴ τῶν τε Λεητανῶν καὶ Λαρτολαιητῶν καὶ

Στράβων Γεωγραφικά. Book 5, ch. 3, sec. 5, l. 27

τὸν ἀπόπλουν πρὶν ἢ τοῦ ποταμοῦ ἅψασθαι, καὶ μέ-


ρους ἀποκουφισθέντος εἰσπλεῖ καὶ ἀνάγεται μέχρι τῆς
Ῥώμης, σταδίους ἑκατὸν ἐνενήκοντα. κτίσμα δ' ἐστὶ
τὰ Ὤστια Ἄγκου Μαρκίου. αὕτη μὲν ἡ πόλις τοιαύτη.
ἑξῆς δ' ἐστὶν Ἄντιον, ἀλίμενος καὶ αὐτὴ πόλις· ἵδρυ-
102

ται δ' ἐπὶ πέτραις, διέχει δὲ τῶν Ὠστίων περὶ διακοσί-


ους ἑξήκοντα σταδίους. νυνὶ μὲν οὖν ἀνεῖται τοῖς ἡγε-  
μόσιν εἰς σχολὴν καὶ ἄνεσιν τῶν πολιτικῶν, ὅτε λά-
βοιεν καιρόν, καὶ διὰ τοῦτο κατῳκοδόμηνται πολυτε-
λεῖς οἰκήσεις ἐν τῇ πόλει συχναὶ πρὸς τὰς τοιαύτας
ἐπιδημίας. καὶ πρότερον δὲ ναῦς ἐκέκτηντο καὶ ἐκοι-
νώνουν τῶν λῃστηρίων τοῖς Τυρρηνοῖς, καίπερ ἤδη
Ῥωμαίοις ὑπακούοντες. διόπερ καὶ Ἀλέξανδρος πρό-
τερον ἐγκαλῶν ἐπέστειλε, καὶ Δημήτριος ὕστερον,
τοὺς ἁλόντας τῶν λῃστῶν ἀναπέμπων τοῖς Ῥωμαίοις,
χαρίζεσθαι μὲν αὐτοῖς ἔφη τὰ σώματα διὰ τὴν πρὸς
τοὺς Ἕλληνας συγγένειαν, οὐκ ἀξιοῦν δὲ τοὺς αὐτοὺς
ἄνδρας στρατηγεῖν τε ἅμα τῆς Ἰταλίας καὶ λῃστήρια
ἐκπέμπειν, καὶ ἐν μὲν τῇ ἀγορᾷ Διοσκούρων ἱερὸν
ἱδρυσαμένους τιμᾶν οὓς πάντες σωτῆρας ὀνομάζου-
σιν, εἰς δὲ τὴν Ἑλλάδα πέμπειν τὴν ἐκείνων πατρίδα

Στράβων Γεωγραφικά. Book 5, ch. 3, sec. 5, l. 47

σιν, εἰς δὲ τὴν Ἑλλάδα πέμπειν τὴν ἐκείνων πατρίδα


τοὺς λεηλατήσοντας. ἔπαυσαν δ' αὐτοὺς Ῥωμαῖοι τῆς
τοιαύτης ἐπιτηδεύσεως. ἀνὰ μέσον δὲ τούτων τῶν πό-
λεων ἐστὶ τὸ Λαουίνιον, ἔχον κοινὸν τῶν Λατίνων ἱερὸν
Ἀφροδίτης· ἐπιμελοῦνται δ' αὐτοῦ διὰ προπόλων Ἀρ-
δεᾶται· εἶτα Λαυρεντόν. ὑπέρκειται δὲ τούτων ἡ Ἀρ-
δέα κατοικία Ῥουτούλων ἐν ἑβδομήκοντα σταδίοις ἀπὸ
τῆς θαλάττης. ἔστι δὲ καὶ ταύτης πλησίον Ἀφροδίσιον,
ὅπου πανηγυρίζουσι Λατῖνοι. Σαυνῖται δ' ἐπόρθησαν
τοὺς τόπους καὶ λείπεται μὲν ἴχνη πόλεων, ἔνδοξα δὲ
διὰ τὴν Αἰνείου γέγονεν ἐπιδημίαν καὶ τὰς ἱεροποιίας,
[ἃς] ἐξ ἐκείνων τῶν χρόνων παραδεδόσθαι φασί.
 Μετὰ δὲ Ἄντιον τὸ Κιρκαῖον ἐστὶν ἐν διακοσίοις
καὶ ἐνενήκοντα σταδίοις ὄρος νησίζον θαλάττῃ τε καὶ
ἕλεσι· φασὶ δὲ καὶ πολύρριζον εἶναι, τάχα τῷ μύθῳ
τῷ περὶ τῆς Κίρκης συνοικειοῦντες. ἔχει δὲ πολίχνιον
καὶ Κίρκης ἱερὸν καὶ Ἀθηνᾶς βωμόν, δείκνυσθαι δὲ
καὶ φιάλην τινά φασιν Ὀδυσσέως. μεταξὺ δὲ ὅ τε Στό-
ρας ποταμὸς καὶ ἐπ' αὐτῷ ὕφορμος. ἔπειτα προσεχὴς  
αἰγιαλὸς λιβί, πρὸς αὐτῷ μόνον τῷ Κιρκαίῳ λιμένιον
ἔχων. ὑπέρκειται δ' ἐν τῇ μεσογαίᾳ τὸ Πωμεντῖνον

Στράβων Γεωγραφικά. Book 12, ch. 2, sec. 3, l. 9

λαμβάνει τῶν ἀνατολῶν, εἶτ' εἰς τὴν μεσόγαιαν τε-


λευτᾷ.  Ἐν δὲ τῷ Ἀντιταύρῳ τούτῳ βαθεῖς καὶ στενοί
εἰσιν αὐλῶνες, ἐν οἷς ἵδρυται τὰ Κόμανα καὶ τὸ τῆς
Ἐνυοῦς ἱερὸν ἣν ἐκεῖνοι Μᾶ ὀνομάζουσι· πόλις δ'
ἐστὶν ἀξιόλογος, πλεῖστον μέντοι τὸ τῶν θεοφορήτων
103

πλῆθος καὶ τὸ τῶν ἱεροδούλων ἐν αὐτῇ. Κατάονες δέ


εἰσιν οἱ ἐνοικοῦντες, ἄλλως μὲν ὑπὸ τῷ βασιλεῖ τεταγ-
μένοι, τοῦ δὲ ἱερέως ὑπακούοντες τὸ πλέον· ὁ δὲ τοῦ
θ' ἱεροῦ κύριός ἐστι καὶ τῶν ἱεροδούλων, οἳ κατὰ τὴν
ἡμετέραν ἐπιδημίαν πλείους ἦσαν τῶν ἑξακισχιλίων,
ἄνδρες ὁμοῦ γυναιξί. πρόσκειται δὲ τῷ ἱερῷ καὶ χώρα
πολλή, καρποῦται δ' ὁ ἱερεὺς τὴν πρόσοδον, καὶ
ἔστιν οὗτος δεύτερος κατὰ τιμὴν [ἐν] τῇ Καππαδοκίᾳ
μετὰ τὸν βασιλέα· ὡς δ' ἐπὶ τὸ πολὺ τοῦ αὐτοῦ γέ-
νους ἦσαν οἱ ἱερεῖς τοῖς βασιλεῦσι. τὰ δὲ ἱερὰ ταῦτα
δοκεῖ Ὀρέστης μετὰ τῆς ἀδελφῆς Ἰφιγενείας κομίσαι
δεῦρο ἀπὸ τῆς Ταυρικῆς Σκυθίας, τὰ τῆς Ταυροπό-
λου Ἀρτέμιδος, ἐνταῦθα δὲ καὶ τὴν πένθιμον κόμην
ἀποθέσθαι, ἀφ' ἧς καὶ τοὔνομα τῇ πόλει. διὰ μὲν οὖν
τῆς πόλεως ταύτης ὁ Σάρος ῥεῖ ποταμός, καὶ διὰ τῶν

Στράβων Γεωγραφικά. Book 15, ch. 3, sec. 7, l. 10

πυρὶ καὶ σιδήρῳ διεπόρθησαν.


 Εἶτ' εἰς Πασαργάδας ἧκε· καὶ τοῦτο δ' ἦν βασί-
λειον ἀρχαῖον. ἐνταῦθα δὲ καὶ τὸν Κύρου τάφον εἶδεν
ἐν παραδείσῳ, πύργον οὐ μέγαν, τῷ δάσει τῶν δένδρων
ἐναποκεκρυμμένον, κάτω μὲν στερεὸν ἄνω δὲ στέγην
ἔχοντα καὶ σηκὸν στενὴν τελέως ἔχοντα τὴν εἴσοδον,
δι' ἧς παρελθεῖν εἴσω φησὶν Ἀριστόβουλος κελεύσαν-
τος τοῦ βασιλέως καὶ κοσμῆσαι τὸν τάφον· ἰδεῖν δὲ
κλίνην τε χρυσῆν καὶ τράπεζαν σὺν ἐκπώμασι καὶ
πύελον χρυσῆν καὶ ἐσθῆτα πολλὴν κόσμον τε λιθοκόλ-
λητον· κατὰ μὲν οὖν τὴν πρώτην ἐπιδημίαν ταῦτ'
ἰδεῖν, ὕστερον δὲ συληθῆναι, καὶ τὰ μὲν ἄλλα ἐκκομι-
σθῆναι τὴν δὲ κλίνην θραυσθῆναι μόνον καὶ τὴν
πύελον, μεταθέντων τὸν νεκρόν, δι' οὗ δῆλον γενέσθαι
διότι προνομευτῶν ἔργον ἦν, οὐχὶ τοῦ σατράπου, κα-
ταλιπόντων ἃ μὴ δυνατὸν ἦν ῥᾳδίως ἐκκομίσαι· συμ-
βῆναι δὲ ταῦτα, καίπερ φυλακῆς περικειμένης Μάγων,  
σίτισιν λαμβανόντων καθ' ἡμέραν πρόβατον, διὰ μη-
νὸς δ' ἵππον. ἀλλ' ὁ ἐκτοπισμὸς τῆς Ἀλεξάνδρου στρα-
τιᾶς εἰς Βάκτρα καὶ Ἰνδοὺς πολλά τε ἄλλα νεωτερισθῆ-
ναι παρεσκεύασε, καὶ δὴ καὶ τοῦθ' ἓν τῶν

Αίλιος Αριστείδης. Παναθηναϊκός Jebb p. 107, l. 13

κτῆμα ἑαυτῆς, διαρκῆ πρὸς εἰρήνην τε καὶ πόλεμον,


πρῶτον μὲν λόγους τε καὶ νόμων τάξιν καταδείξασα καὶ
πολιτείαν δυναστείας ἀπηλλαγμένην. ἀφ' ὧν μαθήματα πάντα  
εὑρέθη καὶ βίων παραδείγματα εἰσῆλθεν. αὖθις δὲ ὅπλων
τε χρῆσιν διδάξασα καὶ κοσμήσασα πρώτους ᾧ νῦν ἡμεῖς
ἐκείνην σχήματι, ἔτι δ' ἵππων ἁμιλλητηρίων καὶ πολεμι-
104

στηρίων ἔφηνεν ὀχήματα· καὶ ζεύγνυσιν ἐν τῇδε τῇ γῇ


πρῶτος ἀνθρώπων ὁ τῆσδε τῆς θεοῦ πάρεδρος ἅρμα τέ-
λειον σὺν τῇ θεῷ καὶ φαίνει πᾶσι τὴν τελείαν ἱππικήν.
ἐπὶ δὲ τούτοις χορεῖαι καὶ τελεταὶ καὶ πανηγύρεις ἐπε-
κράτησαν ἄλλαι δι' ἄλλων θεῶν ἐπιδημίας. ταῖς γὰρ
τιμαῖς τῶν θεῶν ἠκολούθει τὰ δῶρα διδόντων καὶ λαμ-
βανόντων ἐκ τῶν αὐτῶν τὰ ἐπιβάλλοντα ἑκατέροις. οὐ
μόνον δὲ ὑπὲρ τῆς πόλεως θεοὶ πρὸς ἀλλήλους ἤρισαν,
ἀλλὰ καὶ ὧν ἤρισαν πρὸς ἀλλήλους ἐν τῇδε τῇ πόλει τὰς
κρίσεις ἐποιήσαντο, πανταχόθεν πάντας ἀνθρώπους ἐπι-
στρέφοντες πρὸς τὴν πόλιν καὶ πάντων ἀρχὰς καὶ δείγματα
βουλόμενοι καταθέσθαι παρ' αὐτῇ, καθάπερ οἱ τοὺς
παῖδας προδιδάσκοντες, ἵν' ὥσπερ πανταχοῦ τῶν ἄκρων
προδιδαξάντων καλῶς ἔχει τοῖς ζηλοῦσιν, οὕτω κἀκεῖνοι
τέλειοι τὴν γιγνομένην ἀρετὴν ἀποβαῖεν,

Αίλιος Αριστείδης. Παναθηναϊκός Jebb p. 184, l. 28

δοίη τις αὐτῇ τῶν ὑπαρχόντων τῇ πόλει, φήμ' ἔγωγε


μάλιστ' ἂν οὕτω γενέσθαι καταφανὲς ὁπόσοις τισὶ τοῖς
κρείττοσιν ἡ πόλις ὑμῖν τὰς ἄλλας παρελήλυθεν. ἃ γὰρ  
ἐξαρκεῖ νειμαμένῃ τῇ Ἑλλάδι, ταῦτα μόνη συλλήβδην ἔχει.
καὶ τοίνυν ὥσπερ τοῖς ἅπασι τοσοῦτον περίεστιν, οὕτω
καὶ καθ' ἕκαστον αὖ πολλοῖς τοῖς εἰς ταυτὸν φέρουσιν
ἀγάλλεται.
 Οἷον τῶν μὲν θείων εὐθέως δύο μὲν τὰ πρῶτα καὶ
μέγιστα, ἥ τε ἐκ τῶν θεῶν τιμὴ καὶ ἡ περὶ τοὺς θεοὺς
σπουδή. τούτων δ' αὖ τῆς μὲν παρὰ τῶν θεῶν τιμῆς
πότερον τὰς ἐπιδημίας εἴποι τις, αἷς τὸ κοινὸν ἐτίμησαν,
ἢ τὰς τροφὰς αἷς ἔθρεψαν τοὺς ἐν τέλει καθάπερ παῖ-
δας ἑαυτῶν; ἢ τὰς δίκας ἃς ἐποιήσαντο; καὶ τῶν γε δι-
κῶν αὖ πότερον ἃς πρὸς ἀλλήλους περὶ τῆς πόλεως ἐποιή-
σαντο, ἢ τὰς ἐν τῇ πόλει πρὸς ἀλλήλους ὑπὲρ τῶν δια-
φόρων, ἢ τὰς ἀναμὶξ ἥρωσι καὶ θεοῖς ἐν θεοῖς δικασταῖς
ἐνταυθοῖ γενομένας; καὶ μὴν τῶν γε δωρεῶν ὡσαύτως οὐ
ῥᾴδιον τὴν μεγίστην εὑρεῖν. ἁμιλλάσθω δὲ καὶ περὶ τού-
των ἄλλη πρὸς ἄλλην πόλις, ἡ μὲν τοὺς Δήμητρος καρ-
ποὺς κομίζουσα, ἡ δὲ τοὺς τοῦ Διονύσου, καὶ τούτους
οὐ μόνον τοὺς ἀπὸ τῆς ἀμπέλου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων

Αίλιος Αριστείδης. Πρὸς Πλάτωνα ὑπὲρ τῶν τεττάρων Jebb p. 219, l. 29

τος ἦν. ἀναχωρησάντων δὲ τῶν Ἑλλήνων καὶ διαλυόντων


τὸν σύλλογον, ὡς εἶδον τὸ συμβαῖνον, κἀνταῦθα δὴ κα-
λῶς αὐτοὺς ἐξελεγξάντων ὡς οὐχ ἁπλῶς οὐδὲ πολιτικῶς
ἔχουσιν, οὐδ' ἐκεῖνα ἐπὶ πᾶσι δικαίοις ἐψηφίσαντο, ἀλλ'
ὑπ' ἐσχάτης ἀνάγκης τῶν πραγμάτων ἀγχόμενοι καὶ οὐ
πρὸς χάριν οὐδὲ πρὸς εὔνοιαν, τοσοῦτον ἁπάντων κατεγέ-
λασεν ὥστ' ἐν μὲν τῷ παραχρῆμα οὐδ' ὁτιοῦν ἐφρόντισε,
105

καταστάντων δὲ τῶν πραγμάτων ἦλθεν εἰς Λακεδαίμονα


ὥσπερ ἐπίτηδες. οὕτω φαῦλός τις ἦν τοὺς τρόπους καὶ
αὐτόχρημα διάκονος. Λακεδαιμόνιοι δὲ οὐ κατέσχον πρὸς
τὴν ἐπιδημίαν αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ παρόντα ἐτίμησαν ὡς
οὐδένα τῶν παρ' αὐτοῖς βασιλέων, καὶ ὡς ἀπῄει, προέ-
πεμψαν τριακοσίοις λογάσι τῶν νέων ἄχρι τῶν ὅρων τῆς
Λακωνικῆς, μόνον Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων καὶ τῶν πρό-  
τερον καὶ τῶν ὕστερον. τοσοῦτον αὐτοῖς ἔδοξεν ὑπὲρ ἅπαν-
τας ἀνθρώπους Θεμιστοκλῆς εἶναι. καίτοι ὅτε τῶν Ἑλλή-
νων οἱ κράτιστοι τὰ κατ' ἤπειρον οὐκ ᾐσχύνοντο προ-
πέμποντες ἐκεῖνον μέχρι τῶν ὁρίων τῆς χώρας τῆς ἑαυτῶν,
πῶς ἔνεσθ' ἡμῖν τῶν ὁπλιτῶν ἕνεκα ψέγειν; ἢ πῶς μὴ
ἐθέλειν ἐπαινεῖν, ὃν οἱ ἀντίπαλοι δοκοῦντες εἶναι καὶ ἄκον

Ion Phil., Poeta, Frag. Vol.-Jacobyʹ-F 3b,392,F, Frag. 4, l. 2

οὐ μέντοι ἐκεῖνό γε εἴρηκε, καθ' ἥντινα αἰτίαν Χῖοι τελοῦσιν ἐς Ἴωνας.


 ATHEN. 10, 28 p. 426 E: περὶ δὲ ταύτης κράσεως (scil. δύο πρὸς
πέντε ἢ ἕνα πρὸς τρεῖς) Ἴων ὁ ποιητὴς ἐν τῶι Περὶ Χίου φησὶν ὅτι †εὑρὼν ὁ
μάντις Παλαμήδην ἐμαντεύσατο πλοῦν ἔσεσθαι τοῖς Ἕλλησι πίνουσιν τρεῖς
πρὸς ἕνα κυάθους· οἱ δ' ἐπιτεταμένως χρώμενοι τῶι ποτῶι δύο οἴνου ἔπινον
πρὸς πέντε ὕδατος.
 ORION Etym. p. 94, 25 Sturz (Et. M. p. 569, 34): λόγχη· λόγ-  
χας τὰς μερίδας Ἴωνες λέγουσιν. Ἴων ἐν Χίου Κτίσει·«ἐκ τῆς Τέω λόγχης
λόγχας ποιεῖν πεντήκοντα».
 ATHEN. 3, 44 p. 93 A: τῶν δὲ χημῶν μνημονεύει Ἴων ὁ Χῖος
ἐν Ἐπιδημίαις.
 ATHEN. 3, 69 p. 107 A: καὶ ὁ Χῖος δὲ Ἴων ἐν ταῖς Ἐπιδημίαις
ἔφη·«τῶι ἐπίπλωι ἐπικαλύψας».
 ATHEN. 13, 81 p. 603 E – 604 D: φιλομεῖραξ δὲ ἦν ὁ Σοφοκλῆς,
ὡς Εὐριπίδης φιλογύνης. Ἴων γοῦν ὁ ποιητὴς ἐν ταῖς ἐπιγραφομέναις Ἐπιδη-
μίαις γράφει οὕτως·«Σοφοκλεῖ τῶι ποιητῆι ἐν Χίωι συνήντησα,
ὅτε ἔπλει εἰς Λέσβον στρατηγός, ἄνδρι παιδιώδει παρ' οἶνον
καὶ δεξιῶι. Ἑρμεσίλεω δὲ ξένου οἱ ἐόντος καὶ προξένου Ἀθη-
ναίων ἑστιῶντος αὐτόν, ἐπεὶ παρὰ τὸ πῦρ ἑστεὼς ὁ τὸν οἶνον
ἐγχέων παῖς ἐὼν δῆλος ἦν εἶπέ τε ‘βούλει με ἡδέως πίνειν;’
φάντος δ' αὐτοῦ, ‘βραδέως τοίνυν καὶ πρόσφερέ μοι καὶ ἀπό

Ion Phil., Poeta, Frag. Vol.-Jacobyʹ-F 3b,392,F, Frag. 5, l. 1

 ATHEN. 10, 28 p. 426 E: περὶ δὲ ταύτης κράσεως (scil. δύο πρὸς


πέντε ἢ ἕνα πρὸς τρεῖς) Ἴων ὁ ποιητὴς ἐν τῶι Περὶ Χίου φησὶν ὅτι †εὑρὼν ὁ
μάντις Παλαμήδην ἐμαντεύσατο πλοῦν ἔσεσθαι τοῖς Ἕλλησι πίνουσιν τρεῖς
πρὸς ἕνα κυάθους· οἱ δ' ἐπιτεταμένως χρώμενοι τῶι ποτῶι δύο οἴνου ἔπινον
πρὸς πέντε ὕδατος.
 ORION Etym. p. 94, 25 Sturz (Et. M. p. 569, 34): λόγχη· λόγ-  
χας τὰς μερίδας Ἴωνες λέγουσιν. Ἴων ἐν Χίου Κτίσει·«ἐκ τῆς Τέω λόγχης
λόγχας ποιεῖν πεντήκοντα».
 ATHEN. 3, 44 p. 93 A: τῶν δὲ χημῶν μνημονεύει Ἴων ὁ Χῖος
ἐν Ἐπιδημίαις.
106

 ATHEN. 3, 69 p. 107 A: καὶ ὁ Χῖος δὲ Ἴων ἐν ταῖς Ἐπιδημίαις


ἔφη·«τῶι ἐπίπλωι ἐπικαλύψας».
 ATHEN. 13, 81 p. 603 E – 604 D: φιλομεῖραξ δὲ ἦν ὁ Σοφοκλῆς,
ὡς Εὐριπίδης φιλογύνης. Ἴων γοῦν ὁ ποιητὴς ἐν ταῖς ἐπιγραφομέναις Ἐπιδη-
μίαις γράφει οὕτως·«Σοφοκλεῖ τῶι ποιητῆι ἐν Χίωι συνήντησα,
ὅτε ἔπλει εἰς Λέσβον στρατηγός, ἄνδρι παιδιώδει παρ' οἶνον
καὶ δεξιῶι. Ἑρμεσίλεω δὲ ξένου οἱ ἐόντος καὶ προξένου Ἀθη-
ναίων ἑστιῶντος αὐτόν, ἐπεὶ παρὰ τὸ πῦρ ἑστεὼς ὁ τὸν οἶνον
ἐγχέων παῖς ἐὼν δῆλος ἦν εἶπέ τε ‘βούλει με ἡδέως πίνειν;’
φάντος δ' αὐτοῦ, ‘βραδέως τοίνυν καὶ πρόσφερέ μοι καὶ ἀπό-
φερε τὴν κύλικα’. ἔτι πολὺ μᾶλλον ἐρυθριάσαντος τοῦ παιδός,

Ion Phil., Poeta, Frag. Vol.-Jacobyʹ-F 3b,392,F, Frag. 6, l. 3

 ORION Etym. p. 94, 25 Sturz (Et. M. p. 569, 34): λόγχη· λόγ-  


χας τὰς μερίδας Ἴωνες λέγουσιν. Ἴων ἐν Χίου Κτίσει·«ἐκ τῆς Τέω λόγχης
λόγχας ποιεῖν πεντήκοντα».
 ATHEN. 3, 44 p. 93 A: τῶν δὲ χημῶν μνημονεύει Ἴων ὁ Χῖος ἐν Ἐπιδημίαις.
 ATHEN. 3, 69 p. 107 A: καὶ ὁ Χῖος δὲ Ἴων ἐν ταῖς Ἐπιδημίαις
ἔφη·«τῶι ἐπίπλωι ἐπικαλύψας».
 ATHEN. 13, 81 p. 603 E – 604 D: φιλομεῖραξ δὲ ἦν ὁ Σοφοκλῆς,
ὡς Εὐριπίδης φιλογύνης. Ἴων γοῦν ὁ ποιητὴς ἐν ταῖς ἐπιγραφομέναις Ἐπιδη-
μίαις γράφει οὕτως·«Σοφοκλεῖ τῶι ποιητῆι ἐν Χίωι συνήντησα,
ὅτε ἔπλει εἰς Λέσβον στρατηγός, ἄνδρι παιδιώδει παρ' οἶνον
καὶ δεξιῶι. Ἑρμεσίλεω δὲ ξένου οἱ ἐόντος καὶ προξένου Ἀθη-
ναίων ἑστιῶντος αὐτόν, ἐπεὶ παρὰ τὸ πῦρ ἑστεὼς ὁ τὸν οἶνον
ἐγχέων παῖς ἐὼν δῆλος ἦν εἶπέ τε ‘βούλει με ἡδέως πίνειν;’
φάντος δ' αὐτοῦ, ‘βραδέως τοίνυν καὶ πρόσφερέ μοι καὶ ἀπό-
φερε τὴν κύλικα’. ἔτι πολὺ μᾶλλον ἐρυθριάσαντος τοῦ παιδός,
εἶπε πρὸς τὸν συγκατακείμενον· ‘ὡς καλῶς Φρύνιχος (III 561,
2 Bgk4)ἐποίησεν εἴπας ‘λάμπει δ' ἐπὶ πορφυρέαις παρῆισιν
φῶς ἔρωτος’. καὶ πρὸς τόδε ἠμείφθη ὁ Ἐρετριεὺς ⟦ἢ Ἐρυ-
θραῖος⟧, γραμμάτων ἐὼν διδάσκαλος· ‘σοφὸς μὲν δὴ σύ γε εἶ,

Ion Phil., Poeta, Frag. Vol.-Jacobyʹ-F 3b,392,F, Frag. 7, l. 1

τοῦ ἑαυτοῦ στόματος ἦγεν, ἵνα δὴ ἡ κεφαλὴ τῆι κεφαλῆι ἀσσο-


τέρα γένηται· ὡς δ' ἦν οἱ κάρτα πλησίον, περιλαβὼν τῆι χειρὶ
ἐφίλησεν. ἐπικροτησάντων δὲ πάντων σὺν γέλωτι καὶ βοῆι ὡς
εὖ ὑπηγάγετο τὸν παῖδα, ‘μελετῶ (εἶπεν) στρατηγεῖν, ὦ ἄνδρες,
ἐπειδήπερ Περικλῆς ποιεῖν μένμε ἔφη, στρατηγεῖν δ' οὐκ
ἐπίστασθαι. ἆρ' οὖν οὐ κατ' ὀρθόν μοι πέπτωκεν τὸ στρατή-
γημα;’ τοιαῦτα πολλὰ δεξιῶς ἔλεγέν τε καὶ ἔπρησσεν, ὅτε
πίνοι [ἢ πράσσοι]. τὰ μέντοι πολιτικὰ οὔτε σοφὸς οὔτε ῥεκτή-
ριος ἦν, ἀλλ' ὡς ἄν τις εἷς τῶν χρηστῶν Ἀθηναίων».
 SCHOL. M AISCHYL. Pers. 432: Ἴων ἐν ταῖς Ἐπιδημίαις παρεῖ-
ναι Αἰσχύλον ἐν τοῖς Σαλαμινιακοῖς φησίν.
 POLLUX 2, 88: παρὰ δ' Ἴωνι τῶι τραγικῶι ἐν τῶι ἐπιγραφομένωι
Συνεκδημητικῶι καὶ«σπανοπώγων» τις ὀνομάζεται.
107

 DIOG. LAERT. 2, 23: Ἴων δὲ ὁ Χῖος καὶ νέον ὄντα (scil. τὸν Σω-
κράτη) εἰς Σάμον σὺν Ἀρχελάωι ἀποδημῆσαι.
 LEX. SABBAIT. p. 1, 20 Pap – Ke: Ἴων εἴρηκεν«αὐτοφρόνων
καὶ ὁμοσπόνδων».
 PHOT. BEROL. p. 40, 23 Rei: .... ἀντὶ τοῦ Ἀθηναίας φασὶν  
ἀστὰς λέγεσθαι καὶ Ἀττικάς. πλὴν πολλή γε ἡ χρῆσις τῆς φωνῆς ἐπὶ τῶν γυ-
ναικῶν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, ὡς οἵ τε προειρημένοι ποιηταὶ

Ion Phil., Poeta, Testimonia Frag. 2, l. 16

 ἐνθάδε, τὸν Ἀοῖόν ποθ'· ὡς δ' ἦλθ', εὐθέως


 Ἀοῖον αὐτὸν πάντες ἐκάλουν ἀστέρα.  
 SCHOL. Ἴων ὁ Χῖος: διθυράμβων καὶ τραγωιδίας καὶ μελῶν ποιητής.
ἐποίησε δὲ ὠιδήν, ἧς ἡ ἀρχή‘ἀοῖον ἀεροφοίταν ἀστέρα μείνωμεν ἀελίου
λευκῆι πτέρυγι πρόδρομον’ [fr. 9 Diehl]. φαίνεται δὲ τετελευτηκὼς ἐκ
τούτων. παίζων οὖν ὁ Ἀριστοφάνης Ἀοῖον αὐτόν φησιν ἀστέρα κληθῆναι.
περιβόητος δὲ ἐγένετο. ἔγραψε δὲ καὶ κωμωιδίας καὶ ἐπιγράμματα καὶ παιᾶνας καὶ
ὕμνους καὶ σκολιὰ καὶ ἐγκώμια καὶ ἐλεγεῖα, καὶ καταλογάδην τὸν Πρεσβευτικὸν
λεγόμενον, ὃν νόθον ἀξιοῦσιν εἶναί τινες καὶ οὐχὶ αὐτοῦ. φέρεται δὲ αὐτοῦ καὶ
Κτίσις [Χίου] καὶΚοσμολογικὸς [d. i.Τριαγμός] καὶ Ὑπομνήματα [d. i.
Ἐπιδημίαι] καὶ ἄλλα τινά.  – καὶ πάνυ δόκιμος ἦν. φασὶ δὲ αὐτὸν ὁμοῦ διθύ-
ραμβον καὶ τραγωιδίαν ἀγωνισάμενον ἐν τῆι Ἀττικῆι νικῆσαι, καὶ εὐνοίας χάριν
προῖκα Χῖον οἶνον πέμψαι Ἀθηναίοις (Σωκράτους δὲ τοῦ φιλοσόφου ἔστιν εἰς
αὐτὸν λόγος λεγόμενος Ἴων). μέμνηται αὐτοῦ καὶ Καλλίμαχος ἐν τοῖς Χωλιάμβοις
[fr. 83 b Schn.], ὅτι πολλὰ ἔγραψε.
 SUID. Ἴων Χῖος. τραγικὸς καὶ λυρικὸς καὶ φιλόσοφος, υἱὸς Ὀρθομένους,
ἐπίκλησιν δὲ Ξούθου. ἤρξατο δὲ τὰς τραγωιδίας διδάσκειν ἐπὶ τῆςπβ ὀλυμπιά-
δος [452 – 449]. δράματα δὲ αὐτοῦιβ, οἱ δὲλ, ἄλλοι δὲμ φασίν. (οὗτος ἔγραψε
περὶ μετεώρων καὶ συνθέτους λόγους· ὃν παίζων Ἀριστοφάνης ὁ κωμικὸς Ἀοῖόν
φησι. οὗτος τραγωιδίαν νικήσας Ἀθήνησιν ἑκάστωι τῶν Ἀθηναίων ἔδωκε Χῖον
κεράμιον.)

Δίων Κάσσιος. Historiae Romanae Book 63, ch. 16, sec. 1, l. 1

ὡς μάλιστα χαίρειν, ὅτι ἔλεγεν ἀεί ποτε πρὸς αὐτόν “μισῶ σε,
Καῖσαρ, ὅτι συγκλητικὸς εἶ”· χρήσομαι γὰρ αὐτῷ τῷ λεχθέντι ὑπ'
αὐτοῦ ῥήματι. ἐτηροῦντο δὲ ἀκριβῶς καὶ τούτων καὶ τῶν ἄλλων
ἀεί ποτε καὶ αἱ ἔσοδοι καὶ αἱ ἔξοδοι τά τε σχήματα καὶ τὰ νεύ-
ματα καὶ τὰ ἐπιβοήματα, καὶ οἱ μὲν ἀεὶ συνόντες αὐτῷ καὶ σπου-
δαίως ἀκροώμενοι τορῶς τε ἐκβοῶντες ἐπῃνοῦντο καὶ ἐτιμῶντο, οἱ
δὲ λοιποὶ καὶ ἠτιμάζοντο καὶ ἐκολάζοντο, ὥστε τινὰς μὴ δυναμέ-
νους ἐπὶ πολὺ ἀντέχειν (πολλάκις γὰρ καὶ μέχρι τῆς ἑσπέρας ἐξ
ἑωθινοῦ παρετείνοντο) προσποιεῖσθαί τε ἐκθνήσκειν καὶ νεκρῶν
δίκην ἐκ τῶν θεάτρων ἐκφέρεσθαι.
 πάρεργον δὲ δὴ τῆς ἐπιδημίας τῆς ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐποιήσατο
τὸν ἰσθμὸν τῆς Πελοποννήσου διορύξαι ἐπιθυμήσας, καὶ ἤρξατο
τοῦ ἔργου καίπερ τῶν ἀνθρώπων ὀκνούντων· αἷμά τε γὰρ τοῖς
πρώτοις ἁψαμένοις τῆς γῆς ἀνέβλυσεν, καὶ οἰμωγαὶ μυκηθμοί τέ
τινες ἐξηκούοντο, καὶ εἴδωλα πολλὰ ἐφαντάζετο. λαβὼν δὲ αὐτὸς
δίκελλαν καί τι καὶ ἀνασκάψας ἔπεισε καὶ τοὺς ἄλλους ἀνάγκῃ αὐ-
108

τὸν μιμήσασθαι, καὶ πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων ἐπὶ τοῦτο τὸ ἔργον


καὶ ἐκ τῶν ἄλλων ἐθνῶν μετεπέμψατο.

Δίων Κάσσιος. Historiae Romanae (Xiphilini ep. ) Dindorf-Stephanus p. S179, l. 16

ἀεί ποτε πρὸς αὐτόν “μισῶ σε, Καῖσαρ, ὅτι συγκλητικὸς εἶ”· χρήσο-
μαι γὰρ αὐτῷ τῷ λεχθέντι ὑπ' αὐτοῦ ῥήματι. ἐτηροῦντο δὲ ἀκριβῶς
καὶ τούτων καὶ τῶν ἄλλων ἀεί ποτε καὶ αἱ εἴσοδοι καὶ αἱ ἔξοδοι τά
τε σχήματα καὶ τὰ νεύματα καὶ τὰ ἐπιβοήματα, καὶ οἱ μὲν ἀεὶ συν-
όντες αὐτῷ καὶ σπουδαίως ἀκροώμενοι τορῶς τε ἐκβοῶντες ἐπῃ-
νοῦντο καὶ ἐτιμῶντο, οἱ δὲ λοιποὶ καὶ ἠτιμάζοντο καὶ ἐκολάζοντο,
ὥστε τινὰς μὴ δυναμένους ἐπὶ πολὺ ἀντέχειν (πολλάκις γὰρ καὶ μέχρι
τῆς ἑσπέρας ἐξ ἑωθινοῦ παρετείνοντο) προσποιεῖσθαί τε ἐκθνήσκειν
καὶ νεκρῶν δίκην ἐκ τῶν θεάτρων ἐκφέρεσθαι. πάρεργον δὲ δὴ τῆς  
ἐπιδημίας τῆς ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐποιήσατο τὸν ἰσθμὸν τῆς Πελοποννήσου
διορύξαι ἐπιθυμήσας, καὶ ἤρξατο τοῦ ἔργου καίπερ τῶν ἀνθρώπων
ὀκνούντων· αἷμά τε γὰρ τοῖς πρώτοις ἁψαμένοις τῆς γῆς ἀνέβλυσεν,
καὶ οἰμωγαὶ μυκηθμοί τέ τινες ἐξηκούοντο, καὶ εἴδωλα πολλὰ ἐφαν-
τάζετο. λαβὼν δὲ αὐτὸς δίκελλαν καί τι καὶ ἀνασκάψας ἔπεισε καὶ
τοὺς ἄλλους ἀνάγκῃ αὐτὸν μιμήσασθαι, καὶ πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων
ἐπὶ τοῦτο τὸ ἔργον καὶ ἐκ τῶν ἄλλων ἐθνῶν μετεπέμψατο. ἔς τε
οὖν τἄλλα καὶ ἐς ταῦτα χρημάτων πολλῶν δεόμενος, καὶ μεγαλο-
πράγμων καὶ μεγαλόδωρος ὁμοίως ὤν, καὶ ἅμα φοβούμενος τοὺς
δυνατωτάτους μὴ ἐπίθωνταί οἱ τοιαῦτα ποιοῦντι, πολλούς τε καὶ
ἀγαθοὺς ἄνδρας ἔφθειρεν. ὧν ἐγὼ τοὺς μὲν ἄλλους ἐάσω (πᾶσί τε

Acta Petri, Martyrium Petri Section 40, l. 17

τήκοντα, ἐσμύρνισεν αὐτοῦ τὸ λείψανον, καὶ γεμίσας μάκτραν


λιθίνην τιμήματος πολλοῦ Ἀττικοῦ μέλιτος, ἐν τῷ ἰδίῳ αὐτοῦ
μνημείῳ κατέθετο αὐτό. Ὁ δὲ Πέτρος Μαρκέλλῳ ἐπιστὰς νυκτὸς
ἔλεγεν· Μάρκελλε, ἤκουσας τοῦ κυρίου λέγοντος· Ἄφετε τοὺς
νεκροὺς θάπτεσθαι ὑπὸ τῶν ἰδίων νεκρῶν; Τοῦ δὲ Μαρκέλλου
εἰρηκότος· Ναί, ὁ Πέτρος αὐτῷ εἶπεν· Ἐκεῖνα οὖν ἃ παρέσχου
εἰς τὸν νεκρόν, ἀπώλεσας· σὺ γὰρ ζῶν ὑπάρχων ὡς νεκρὸς
νεκροῦ ἐπεμελήθης. Ὁ δὲ Μάρκελλος διυπνισθεὶς τοῦ Πέτρου  
τὸν ἐμφανισμὸν τοῖς ἀδελφοῖς διηγήσατο καὶ ἦν ἅμα τοῖς ὑπὸ Πέτρου
στηριχθεῖσιν τῇ εἰς τὸν Χριστὸν πίστει, στηριζόμενος καὶ αὐτὸς
ἔτι μᾶλλον μέχρι τῆς ἐπιδημίας Παύλου τῆς εἰς Ῥώμην.
 Ὁ δὲ Νέρων γνοὺς ὕστερον τὸν Πέτρον ἀπηλλαγ-
μένον τοῦ βίου, ἐμέμψατο τῷ πραιφέκτῳ Ἀγρίππᾳ, ὅτι μὴ μετὰ
γνώμης αὐτοῦ ἀνῃρέθη. Ἐβούλετο γὰρ αὐτὸν περισσοτέρᾳ κολάσει
καὶ μεῖζον τιμωρήσασθαι· καὶ γάρ τινας τῶν πρὸς χεῖρα αὐτοῦ ὁ
Πέτρος μαθητεύσας ἀποστῆναι αὐτοὺς ἐποίησεν· ὡς ὀργίλως  
διακεῖσθαι καὶ χρόνῳ ἱκανῷ τῷ Ἀγρίππᾳ μὴ λαλῆσαι. Ἐζήτει
γὰρ πάντας τοὺς ὑπὸ τοῦ Πέτρου μαθητευθέντας ἀδελφοὺς ἀπολέσαι.
Καὶ ὁρᾷ νυκτός τινα μαστίζοντα αὐτὸν καὶ λέγοντα· Νέρων, οὐ
109

δύνασαι νῦν τοὺς τοῦ Χριστοῦ δούλους διώκειν ἢ ἀπολλύειν· ἀπέχου


οὖν τὰς χεῖρας ἀπ' αὐτῶν. Καὶ οὕτως ὁ Νέρων περίφοβος γεγονὼς

Pausanias Perieg., Graeciae descriptio Book 1, ch. 2, sec. 5, l. 17

ἐνταῦθά ἐστιν Ἀθηνᾶς ἄγαλμα Παιωνίας καὶ Διὸς καὶ


Μνημοσύνης καὶ Μουσῶν, Ἀπόλλων τε ἀνάθημα καὶ
ἔργονΕὐβουλίδου, καὶ δαίμων τῶν ἀμφὶ Διόνυσον
Ἄκρατος· πρόσωπόν ἐστίν οἱ μόνον ἐνῳκοδομημένον  
τοίχῳ. μετὰ δὲ τὸ τοῦ Διονύσου τέμενός ἐστιν οἴκημα
ἀγάλματα ἔχον ἐκ πηλοῦ, βασιλεὺς Ἀθηναίων Ἀμφι-
κτύων ἄλλους τε θεοὺς ἑστιῶν καὶ Διόνυσον. ἐνταῦθα
καὶ Πήγασός ἐστιν Ἐλευθερεύς, ὃς Ἀθηναίοιςτὸν
θεὸν ἐσήγαγε· συνεπελάβετο δέ οἱ τὸ ἐν Δελφοῖς
μαντεῖον ἀναμνῆσαν τὴν ἐπὶ Ἰκαρίου ποτὲ ἐπιδημίαν
τοῦ θεοῦ. τὴν δὲ βασιλείαν Ἀμφικτύων ἔσχεν οὕτως.
Ἀκταῖον λέγουσιν ἐν τῇ νῦν Ἀττικῇ βασιλεῦσαι πρῶτον·
ἀποθανόντος δὲ Ἀκταίου Κέκροψ ἐκδέχεται τὴν ἀρχὴν
θυγατρὶ συνοικῶν Ἀκταίου, καί οἱ γίνονται θυγατέρες
μὲν Ἕρση καὶ Ἄγλαυρος καὶ Πάνδροσος, υἱὸς δὲ Ἐρυ-
σίχθων· οὗτος οὐκ ἐβασίλευσεν Ἀθηναίων, ἀλλά οἱ
τοῦ πατρὸς ζῶντος τελευτῆσαι συνέβη, καὶ τὴν ἀρχὴν
τὴν Κέκροπος Κραναὸς ἐξεδέξατο, Ἀθηναίων δυνάμει
προύχων. Κραναῷ δὲ θυγατέρας καὶ ἄλλας καὶ Ἀτθίδα
γενέσθαι λέγουσιν· ἀπὸ ταύτης ὀνομάζουσιν Ἀττικὴν

Pausanias Perieg., Graeciae descriptio Book 7, ch. 19, sec. 1, l. 6

ζῴων, τὰ μὲν ὑπὸ τὴν πρώτην ὁρμὴν τοῦ πυρὸς


βιαζόμενα ἐς τὸ ἐκτός, τὰ δὲ καὶ ἐκφεύγοντα ὑπὸ
ἰσχύος· ταῦτα οἱ ἐμβαλόντες ἐπανάγουσιν αὖθις ἐς  
τὴν πυράν. τρωθῆναι δὲ οὐδένα ὑπὸτῶν θηρίων
μνημονεύουσιν.
 ἔστι δὲ ἐν τῷ μεταξὺ τοῦ ναοῦ τε τῆς Λαφρίας
καὶ τοῦ βωμοῦ πεποιημένον μνῆμα Εὐρυπύλου. τὰ δὲ
ὅστις τε ὢν καὶ καθ' ἥντινα αἰτίαν ἀφίκετο ἐς τὴν
γῆν ταύτην, δηλώσει μοι καὶ ταῦτα ὁ λόγος προδιηγη-
σαμένῳ πρότερον ὁποῖα ὑπὸ τοῦ Εὐρυπύλου τὴν ἐπι-
δημίαν τοῖς ἐνταῦθα ἦν τὰ παρόντα [τοῖς] ἀνθρώποις.
Ἰώνων τοῖς Ἀρόην καὶ Ἄνθειαν καὶ Μεσάτιν οἰκοῦσιν
ἦν ἐν κοινῷ τέμενος καὶ ναὸς Ἀρτέμιδος Τρικλαρίας
ἐπίκλησιν, καὶ ἑορτὴν οἱ Ἴωνες αὐτῇ καὶ παννυχίδα
ἦγον ἀνὰ πᾶν ἔτος. ἱερωσύνην δὲ εἶχε τῆς θεοῦ
παρθένος, ἐς ὃ ἀποστέλλεσθαι παρὰ ἄνδρα ἔμελλε.
λέγουσιν οὖν συμβῆναί ποτε ὡς ἱερᾶσθαι μὲν τῆς
θεοῦ Κομαιθὼ τὸ εἶδος καλλίστην παρθένον, τυγχά-
νειν δὲ αὐτῆς ἐρῶντα Μελάνιππον, τά τε ἄλλα τοὺς
110

ἡλικιώτας καὶ ὄψεως εὐπρεπείᾳ μάλιστα ὑπερηρκότα.


ὡς δὲ ὁ Μελάνιππος ἐς τὸ ἴσον τοῦ ἔρωτος ὑπηγάγετο

Φλάβιος Ιώσηπος. Antiquitates Judaicae Book 1, ch. 211, l. 3

αὐτοῦ κήδεσθαι, καὶ κατὰ τὴν συμμαχίαν τὴν ἐκείνου μεμενηκυῖαν


ἀνύβριστον κομίζεσθαι. τοῦ δὲ θεοῦ μάρτυρος ὄντος καὶ τοῦ τῆς
γυναικὸς συνειδότος ἔλεγε μηδ' ἂν ὀρεχθῆναι τὴν ἀρχήν, εἰ γαμετὴν
οὖσαν ἠπίστατο, ὡς ἀδελφὴν δὲ ἀγόμενον ἣν οὐκ ἠδίκουν. παρα-
καλεῖ τε πρᾴως ἔχειν πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν θεὸν εὐμενῆ ποιεῖν, παρ'
αὐτῷ τε μένειν βουλομένῳ πᾶσαν ἀφθονίαν ὑπάρξειν ἀπιέναι τε  
προαιρούμενον τεύξεσθαι πομπῆς καὶ πάντων ὅσων καὶ χρῄζων
πρὸς αὐτὸν ἀφίκοιτο. ταῦτ' εἰπόντος Ἅβραμος οὔτε τὴν συγγέ-
νειαν τῆς γυναικὸς ἐψεῦσθαι ἔλεγεν, ἀδελφοῦ γὰρ αὐτὴν εἶναι παῖδα,
καὶ δίχα τοιαύτης ὑποκρίσεως οὐκ ἀσφαλῆ τὴν ἐπιδημίαν ὑπολα-
βεῖν. ὅσα τε ἐπὶ τῷ μηδὲν αἴτιος τῆς νόσου γεγονέναι προθυμη-
θῆναι δ' αὐτοῦ περὶ τὴν σωτηρίαν, ἑτοίμως ἔφασκεν ἔχειν παρ'
αὐτῷ μένειν. καὶ Ἀβιμέλεχος τήν τε γῆν πρὸς αὐτὸν νέμεται καὶ
τὰ χρήματα, καὶ συντίθενται ἀδόλως πολιτεύσεσθαι ὑπέρ τινος
φρέατος ποιούμενοι τὸν ὅρκον, ὃ Βηρσουβαὶ καλοῦσιν· ὅρκιον δὲ
φρέαρ λέγοιτ' ἄν. οὕτω δ' ἔτι καὶ νῦν ὑπὸ τῶν ἐπιχωρίων ὠνό-
μασται.
 Γίνεται δὲ Ἁβράμῳ μετ' οὐ πολὺ καὶ παῖς ἐκ Σάρρας, ὡς
αὐτῷ ὑπὸ τοῦ θεοῦ προείρητο, ὃν Ἴσακον ὠνόμασε· τοῦτο γέλωτα
σημαίνει· διὰ μέντοι τὸ τὴν Σάρραν μειδιάσαι τέξεσθαι φήσαντος

Φλάβιος Ιώσηπος. Antiquitates Judaicae Book 8, ch. 102, l. 2

Ἱεροσόλυμα πᾶσιν ἀφίξεως ἑβδόμῳ μηνὶ μόλις συνίασιν, ὑπὸ μὲν


τῶν ἐπιχωρίων Ἀθύρει, ὑπὸ δὲ τῶν Μακεδόνων Ὑπερβερεταίῳ λεγο-
μένῳ. συνέδραμε δ' εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον καὶ ὁ τῆς σκηνοπηγίας
καιρὸς ἑορτῆς σφόδρα παρὰ τοῖς Ἑβραίοις ἁγιωτάτης καὶ μεγίστης.
βαστάσαντες οὖν τὴν κιβωτὸν καὶ τὴν σκηνήν, ἣν Μωυσῆς ἐπήξατο,
καὶ πάντα τὰ πρὸς τὴν διακονίαν τῶν θυσιῶν τοῦ θεοῦ σκεύη μετ-
εκόμιζον εἰς τὸν ναόν. προῆγον δὲ μετὰ θυσιῶν αὐτός τε ὁ βασι-
λεὺς καὶ ὁ λαὸς ἅπας καὶ οἱ Λευῖται σπονδαῖς τε καὶ πολλῶν ἱερείων
αἵματι τὴν ὁδὸν καταντλοῦντες καὶ θυμιῶντες ἀπειρόν τι θυμιαμά-
των πλῆθος, ὡς ἅπαντα τὸν πέριξ ἀέρα πεπληρωμένον καὶ τοῖς
πορρωτάτω τυγχάνουσιν ἡδὺν ἀπαντᾶν καὶ γνωρίζειν ἐπιδημίαν θεοῦ
καὶ κατοικισμὸν κατ' ἀνθρωπίνην δόξαν εἰς νεοδόμητον αὐτῷ καὶ
καθιερωμένον χωρίον· καὶ γὰρ οὐδ' ὑμνοῦντες οὐδὲ χορεύοντες ἕως
οὗ πρὸς τὸν ναὸν ἦλθον ἔκαμον. τούτῳ μὲν οὖν τῷ τρόπῳ τὴν
κιβωτὸν μετήνεγκαν. ὡς δ' εἰς τὸ ἄδυτον αὐτὴν εἰσενεγκεῖν ἔδει, τὸ
μὲν ἄλλο πλῆθος μετέστη, μόνοι δὲ κομίσαντες οἱ ἱερεῖς μεταξὺ τῶν
δύο Χερουβὶμ κατέθεσαν· αἱ δὲ τοὺς ταρσοὺς συμπλέξασαι, καὶ γὰρ  
οὕτως ἦσαν ὑπὸ τοῦ τεχνίτου κατεσκευασμέναι, τὴν κιβωτὸν ὡς ὑπὸ
σκηνῇ τινι καὶ θόλῳ κατεσκέπασαν. εἶχε δὲ ἡ κιβωτὸς οὐδὲν ἕτερον
111

ἢ δύο λιθίνας πλάκας, αἳ τοὺς δέκα λόγους τοὺς ὑπὸ τοῦ θεοῦ Μωυσεῖ
λαληθέντας ἐν Σιναίῳ ὄρει ἐγγεγραμμένους αὐταῖς ἔσωζον.

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 1, sec. 407, l. 3

σατο παρὰ τὰς Ἰορδάνου πηγάς· καλεῖται δὲ Πάνειον ὁ τόπος·


ἔνθα κορυφὴ μέν τις ὄρους εἰς ἄπειρον ὕψος ἀνατείνεται, παρὰ
δὲ τὴν ὑπόρειον λαγόνα συνηρεφὲς ἄντρον ὑπανοίγει, δι' οὗ βαρα-
θρώδης κρημνὸς εἰς ἀμέτρητον ἀπορρῶγα βαθύνεται πλήθει τε
ὕδατος ἀσαλεύτου καὶ τοῖς καθιμῶσίν τι πρὸς ἔρευναν γῆς οὐδὲν
μῆκος ἐξαρκεῖ. τοῦ δὲ ἄντρου κατὰ τὰς ἔξωθεν ῥίζας ἀνατέλλουσιν
αἱ πηγαί· καὶ γένεσις μέν, ὡς ἔνιοι δοκοῦσιν, ἔνθεν Ἰορδάνου, τὸ
δ' ἀκριβὲς ἐν τοῖς ἑξῆς δηλώσομεν.
 Ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ ἐν Ἱεριχοῖ μεταξὺ Κύπρου τοῦ φρουρίου
καὶ τῶν προτέρων βασιλείων ἄλλα κατασκευάσας ἀμείνω καὶ χρη-
σιμώτερα πρὸς τὰς ἐπιδημίας ἀπὸ τῶν αὐτῶν ὠνόμασεν φίλων.
καθόλου δὲ οὐκ ἔστιν εἰπεῖν ὅντινα τῆς βασιλείας ἐπιτήδειον τόπον
τῆς πρὸς Καίσαρα τιμῆς γυμνὸν εἴασεν. ἐπεὶ δὲ τὴν ἰδίαν χώραν
ἐπλήρωσεν ναῶν, εἰς τὴν ἐπαρχίαν αὐτοῦ τὰς τιμὰς ὑπερεξέχεεν
καὶ πολλαῖς πόλεσιν ἐνιδρύσατο Καισάρεια.

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 7, sec. 39, l. 3

ελθόντι Καισάρειαν Σίμων προσήχθη δεδεμένος· κἀκεῖνον μὲν εἰς


ὃν ἐπιτελεῖν ἐν Ῥώμῃ παρεσκευάζετο θρίαμβον προσέταξε φυλάττειν.
 Διατρίβων δ' αὐτόθι τὴν τἀδελφοῦ γενέθλιον ἡμέ-
ραν ἐπιφανῶς ἑώρταζε, πολὺ καὶ τῆς τῶν Ἰουδαίων κολάσεως εἰς
τὴν ἐκείνου τιμὴν ἀνατιθείς. ὁ γὰρ ἀριθμὸς τῶν ἔν τε ταῖς πρὸς
τὰ θηρία μάχαις καὶ τῶν καταπιμπραμένων ἔν τε ταῖς ἀλληλο-
κτονίαις ἀναιρουμένων πεντακοσίους ἐπὶ τοῖς δισχιλίοις ὑπερέβαλε.
πάντα μέντοι Ῥωμαίοις ἐδόκει ταῦτα μυρίοις αὐτῶν ἀπολλυμένων
τρόποις ἐλάττων κόλασις εἶναι. μετὰ τοῦτο Καῖσαρ εἰς Βηρυτὸν
ἧκεν· ἡ δ' ἐστὶν ἐν τῇ Φοινίκῃ πόλις Ῥωμαίων ἄποικος· κἀν-
ταῦθα χρονιωτέραν ἐποιήσατο τὴν ἐπιδημίαν πλείονι χρώμενος
τῇ λαμπρότητι περὶ τὴν τοῦ πατρὸς ἡμέραν γενέθλιον ἔν τε ταῖς
τῶν θεωριῶν πολυτελείαις καὶ κατὰ τὴν ἄλλην ἐπίνοιαν τῶν ἄλλων
ἀναλωμάτων. τὸ δὲ τῶν αἰχμαλώτων πλῆθος τὸν αὐτὸν τρόπον
ὡς πρόσθεν ἀπώλλυτο.
 Γενέσθαι δὲ συνέβη περὶ τὸν καιρὸν τοῦτον καὶ τοῖς ἐν
Ἀντιοχείᾳ τῶν Ἰουδαίων ὑπολειπομένοις ἐγκλήματα καὶ κίνδυνον
ὀλέθρου τῆς πόλεως ἐπ' αὐτοὺς τῶν Ἀντιοχέων ἐκταραχθείσης  
διά τε τὰς ἐν τῷ παρόντι διαβολὰς αὐτοῖς ἐπενεχθείσας καὶ διὰ
τὰ ὑπηργμένα χρόνῳ πρόσθεν οὐ πολλῷ, περὶ ὧν ἀναγκαῖόν ἐστι
διὰ συντόμων προειπεῖν, ἵνα καὶ τῶν μετὰ ταῦτα πραχθέντων

.-Γαληνός ιατρός. De causa affectionum P. 10, l. 21

ἀναδιδομένης (?), “πυρετὸς ἐκ τούτου γίγνεται”. ἐν δὲ τῷ αὐτῷ


112

καὶ (περὶ) τῶν ἀπὸ ἕλκους διδάσκει λέγων· “Καὶ πληρεύμεναι


φλέβες πόνον καὶ θέρμην τῷ ἕλκει παρέχουσιν. τὸ δὲ θερμαν-
θὲν καὶ τὸ ἄλλο σῶμα θερμαίνει καὶ ἡ θερμασίη οὕτως εἰς τὰ
ἕλκεα γίγνεται, καὶ ἡ ταλαιπωρίη ταὐτὸν ἐργάζεται”, δῆλον
ὅτι πληροῦσα φλέβας καὶ πόνον παρέχουσα. γράφει γὰρ ἐν τῷ
αὐτῷ οὕτως· “Ὁκόταν γὰρ οἱ ἄνθρωποι ταλαιπωρέωσιν,
οἷσιν ἂν μάλιστα τοῦ αἵματος (ταλαιπωρίη ᾖ), καταστηρίζεται
καὶ θερμαίνεται καὶ πόνος καὶ κόπος ἐκ τοιούτου γίγνεται”.
ὅτι δὲ οὐ μόνον ἀπὸ χολῆς καὶ φλέγματος γίγνονται πυρετοί,
διὰ τῆς δευτέρας Ἐπιδημίας σημαίνει ἐν τῷδε τῷ ῥητῷ. “Ἢν
ἄνθρωπον θέρμη ἔχῃ (μὴ) ἀπὸ χολῆς μηδὲ ἀπὸ φλέγματος,
ἀλλὰ κόπου, ἢ ἄλλως πυρεταίνῃ”, δῆλον ὅτι ἀπὸ ἕλκους ἤ
τινος τῶν τοιούτων. μαρτυρεῖ δὲ τοῖς λεγομένοις καὶ ἡ γυναι-
κεία φύσις, εἴ τις μὴ ἀποκαθαιρομένης ἢ διὰ τὸ ἐπελθεῖν
ἄχροα ὄντα τὰ λόχια. μαθεῖν δὲ ἔστιν ἐν Γυναικείοις καὶ Ἐπι-
δημίαις, (ὅτι) πυρετὸς γυναιξὶν ἐξ ἐποχῆς ἐμμηνίων συμβαίνει.
διὸ εἰπὼν μὲν καὶ πῶς ἀπὸ πνεύματος πυρετὸς ἐν τῷ Περὶ
φυσέων· τὸ γὰρ εἰσιὸν εἰς τὴν κοίλην μετὰ τῶν σιτίων πνεῦμα  
πλέον ἀθροισθὲν ἐγείρει τὸ πάθος λέγοντος αὐτοῦ· “

.-Γαληνός ιατρός. De causa affectionum P. 10, l. 27

αὐτῷ οὕτως· “Ὁκόταν γὰρ οἱ ἄνθρωποι ταλαιπωρέωσιν,


οἷσιν ἂν μάλιστα τοῦ αἵματος (ταλαιπωρίη ᾖ), καταστηρίζεται
καὶ θερμαίνεται καὶ πόνος καὶ κόπος ἐκ τοιούτου γίγνεται”.
ὅτι δὲ οὐ μόνον ἀπὸ χολῆς καὶ φλέγματος γίγνονται πυρετοί,
διὰ τῆς δευτέρας Ἐπιδημίας σημαίνει ἐν τῷδε τῷ ῥητῷ. “Ἢν
ἄνθρωπον θέρμη ἔχῃ (μὴ) ἀπὸ χολῆς μηδὲ ἀπὸ φλέγματος,
ἀλλὰ κόπου, ἢ ἄλλως πυρεταίνῃ”, δῆλον ὅτι ἀπὸ ἕλκους ἤ
τινος τῶν τοιούτων. μαρτυρεῖ δὲ τοῖς λεγομένοις καὶ ἡ γυναι-
κεία φύσις, εἴ τις μὴ ἀποκαθαιρομένης ἢ διὰ τὸ ἐπελθεῖν
ἄχροα ὄντα τὰ λόχια. μαθεῖν δὲ ἔστιν ἐν Γυναικείοις καὶ Ἐπι-
δημίαις, (ὅτι) πυρετὸς γυναιξὶν ἐξ ἐποχῆς ἐμμηνίων συμβαίνει.
διὸ εἰπὼν μὲν καὶ πῶς ἀπὸ πνεύματος πυρετὸς ἐν τῷ Περὶ
φυσέων· τὸ γὰρ εἰσιὸν εἰς τὴν κοίλην μετὰ τῶν σιτίων πνεῦμα  
πλέον ἀθροισθὲν ἐγείρει τὸ πάθος λέγοντος αὐτοῦ· “Ὅταν
οὖν τὸ σῶμα πλησθὲν τροφῆς καὶ πνεύματος ἔμπλεον γένηται,
τῶν σιτίων ἐγχρονιζομένων. ἐγχρονίζεται γὰρ διὰ τὸ πλῆθος
οὐ δυνάμενα διεξελθεῖν. ἐμφραχθείσης δὲ τῆς ἄνω κοιλίης εἰς
ὅλον τὸ σῶμα διέδραμον αἱ φῦσαι. προσπεσοῦσαι δὲ πρὸς τὰ
ἔναιμα μόρια τοῦ σώματος ἔψυξαν. τούτων δὲ τῶν τόπων
ψυχθέντων, ὁκόθεν αἱ πηγαὶ καὶ αἱ ῥίζαι τοῦ αἵματός εἰσιν,
διὰ παντὸς τοῦ σώματος ἡ φρίκη διῆλθεν.

.-Γαληνός ιατρός. De causa affectionum P. 13, l. 9

κύων τὸ ἄστρον ἐπιτέλλῃ, χολῆς κινηθείσης κατὰ τὸ σῶμα.


εὐθέως οὖν οἱ πυρετοὶ ἔχουσιν ἰσχυροὶ καὶ καῦμα λαμβάνει”  
113

τοὺς χολώδεας. καὶ πάλιν· “Ἢν δὲ τὴν τροφὴν ἀφέλῃ τοῦ


πυρετοῦ τὴν ἀπὸ τοῦ πόματος καὶ τῶν ῥοφημάτων, ἢ διὰ τὸν
πυρετὸν μὴ προσίξεται αὐτοῖς ὁ κάμνων, ἤδη ἀνάγκη
ἕλκειν ἐφ' ἑωυτὸ τῆς σαρκὸς λιπαρὴν ἰκμάδα. ὁκόταν δὲ τοῦτο
γένηται, πυρετός ἐστιν καυσώδης ἅτε ἔχων τροφὴν ἀπὸ τοῦ
λιπαροῦ τοῦ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ τὸ σῶμα ἀνέλκεται (?)
ἀφαιρούμενον τὸ ὑγρὸν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῷ πυρετῷ ἀποκ-
τείνει”· ἀλλὰ καὶ (ἀπὸ) πλήθους καῦσον συμβαίνειν ἀπο-
φαίνεται, γράφων ἐν τῇ ὀγδόῃ Ἐπιδημίᾳ· “Ἐνθερμότερον
φλέβιον αἵματος πλήθει ἀνίσχει τὸ καυσῶδες καὶ εὐθὺς ἀπο-
κρίνει”. ἐν δὲ τῷ Περὶ πτισάνης φησιν· “Καῦσος δὲ γίνεται,
ὁκόταν ἀναξηρανθέντα τὰ φλέβια ἐν θερινῇ ὥρῃ ἐπι-
σπάσηται δριμέας καὶ χολώδεας ἰχῶρας. ταῦτα πυρετὸς ἴσχει,
τό (τε) σῶμα ὥσπερ ὑπὸ [τε] κόπου ἐχόμενον κοπιᾷ καὶ ἀλγέει.
γίνεται δὲ ὡς τὸ πολὺ ἐκ πορίης μακρῆς, ὁκόταν ἀναξηρανθέντα
τὰ φλέβια ἐν θερινῇ ὥρῃ δριμέα καὶ θερμὰ ῥεύματα ἐπι-
σπάσηται”. ἡ δὲ ὁλοσχερὴς αἰτία καύσου ἐν τῷ Περὶ ἑβδομάδων
ἔχει οὕτω σαφής, καὶ περὶ ἀνέσεως μαθησόμεθα. “Ἀρχὴ
μὲν οὖν τῶν καυσωδέων πυρετῶν οἱ διψώδεές εἰσι πυρετοὶ  

.-Γαληνός ιατρός. De causa affectionum P. 16, l. 19

ἐπὶ τὰ αὐτὰ μέρη τοῦ σώματος οὔτε ἐν ἴσῳ χρόνῳ διαφορὰ


περιόδων ἐγένετο. ὁ μέντοι συνεχής, ἐπειδὴ πολλὰς ἔχει
προφάσεις ἀπὸ πλείστης χολῆς γινόμενος πολλὰ συντήκων
καὶ ἐπὶ πολὺ παραμένων πρὸ τοῦ τάξαι τῶν συντηγμάτων
συνελκομένων ἐπὶ τὴν σύνδοσιν ὑπὸ αὐτῶν τρεφόμενος οὐκ
ἐπίκαιρον ἔχων ἀνέσεως εὕρεσιν οὐκ ἐνδίδωσιν. γίγνεται δὲ
καὶ ἄλλῳ τρόπῳ περίοδος, ἐν ᾧ καὶ οἱ ἄτακτοι πυρετοί, ὅταν
τὰ ὑγρὰ μετάστασιν λάβωσιν, ἢ ἀπὸ τῶν κυρίων ἐπὶ τὰ ἄκυρα
καὶ ἀνάπαλιν ἤτοι ἀτάκτως, ἄστατα γὰρ ἐν ὑγροῖς, ἢ τετα-
γμένως. γίγνεται γάρ ποτε καὶ τεταγμένως μετάστασις. πείθει
δὲ ἡμᾶς ἐν τῇ ὀγδόῃ Ἐπιδημίᾳ λέγων· “Τὰ παρ' οὖς,
(οἷς) ἀμφὶ κρίσιν γιγνόμενα [ἢν] μὴ ἐκπυήσει, τουτέου λα-
πασσομένου, ὑποτρέχοντα ποιέεται. καὶ κατὰ λόγον (τῶν)
ὑποστροφέων τῆς ὑποστροφῆς γιγνομένης καὶ ῥῶσις. αἴρεται
γὰρ καὶ παραμένει ὥσπερ αἱ τῶν πυρετῶν ὑποστροφαί, ἐν
ὁμοίῃ περιόδῳ. τούτοις ἐλπὶς ἐς ἄρθρα ἀφίστασθαι.” ἥδε ἡ
λέξις αἰτίαν περιόδου ἐδίδαξεν καὶ ὑποστροφῆς. εἰ μὲν γὰρ
τυπικῷ κινήματι αἱ συνδόσεις ἐγίγνοντο, περίοδος φανήσεται. ἡ  
διὰ μακροῦ χρόνου μετάστασις καὶ ἐπὶ πολὺ παραμεμενηκυῖα,
εἶτα δὲ ἔκ τινος αἰτίας συνδεθείσης ὑποστροφὴ κληθήσεται,
ἥτις καὶ ἐξ ἐγκαταλειμμάτων γίνεται. “

.-Γαληνός ιατρός. De causa affectionum P. 17, l. 5

πασσομένου, ὑποτρέχοντα ποιέεται. καὶ κατὰ λόγον (τῶν)


ὑποστροφέων τῆς ὑποστροφῆς γιγνομένης καὶ ῥῶσις. αἴρεται
114

γὰρ καὶ παραμένει ὥσπερ αἱ τῶν πυρετῶν ὑποστροφαί, ἐν


ὁμοίῃ περιόδῳ. τούτοις ἐλπὶς ἐς ἄρθρα ἀφίστασθαι.” ἥδε ἡ
λέξις αἰτίαν περιόδου ἐδίδαξεν καὶ ὑποστροφῆς. εἰ μὲν γὰρ
τυπικῷ κινήματι αἱ συνδόσεις ἐγίγνοντο, περίοδος φανήσεται. ἡ  
διὰ μακροῦ χρόνου μετάστασις καὶ ἐπὶ πολὺ παραμεμενηκυῖα,
εἶτα δὲ ἔκ τινος αἰτίας συνδεθείσης ὑποστροφὴ κληθήσεται,
ἥτις καὶ ἐξ ἐγκαταλειμμάτων γίνεται. “Τὰ γὰρ ἐγκατα-
λιμπανόμενα μετὰ κρίσιν ὑποστροφώδεα”. οἱ μὲν πλανῆται
πυρετοὶ καὶ διὰ πλῆθος ὑγρῶν συμβαίνουσιν, ὡς ἐν Ἐπιδημίᾳ.
περίοδος γὰρ ἡ μὴ δυναμένη κρατεῖσθαι ὑπὸ τῆς δυνάμεως
πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως φερομένη πλανήτας εἰργάζετο πυρετούς,
οἳ γίνονται κατὰ Ἱπποκράτην καὶ ἀπ' ἀρκτούρου ἐπιτολῆς,
ἐπειδὴ μάχην ἔχει τῷ ψυχρῷ τὸ θερμὸν τά τε ἄλλα καὶ
γυναιξὶν μετὰ τόκον μὴ καθαρθείσαις. ἐν τῇ τρίτῃ Ἐπιδημίᾳ
[ἀποστάσεως] “Τῇ Ἱπποστράτου ἐκ τεταρταίου ἐνιαυσίου
ἀπεκορύφου ἀπὸ ψυχροῦ. εἶτα ἱδρὼς καὶ γυναικεῖα πλείω
κατέβη. τότε γὰρ ἐπεῖχεν ἢ ἑστάναι ἔδοξεν (ἀπόστασις)” ὡς
ἐν συντόμῳ εἰπεῖν τροπὴ περιέχοντος ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν
εἰς τὸ παρὰ φύσιν. ὅτι δὲ τὸ περιέχον αἴτιον, ἐν τῷ Περὶ

.-Γαληνός ιατρός. De causa affectionum P. 17, l. 10

τυπικῷ κινήματι αἱ συνδόσεις ἐγίγνοντο, περίοδος φανήσεται. ἡ  


διὰ μακροῦ χρόνου μετάστασις καὶ ἐπὶ πολὺ παραμεμενηκυῖα,
εἶτα δὲ ἔκ τινος αἰτίας συνδεθείσης ὑποστροφὴ κληθήσεται,
ἥτις καὶ ἐξ ἐγκαταλειμμάτων γίνεται. “Τὰ γὰρ ἐγκατα-
λιμπανόμενα μετὰ κρίσιν ὑποστροφώδεα”. οἱ μὲν πλανῆται
πυρετοὶ καὶ διὰ πλῆθος ὑγρῶν συμβαίνουσιν, ὡς ἐν Ἐπιδημίᾳ.
περίοδος γὰρ ἡ μὴ δυναμένη κρατεῖσθαι ὑπὸ τῆς δυνάμεως
πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως φερομένη πλανήτας εἰργάζετο πυρετούς,
οἳ γίνονται κατὰ Ἱπποκράτην καὶ ἀπ' ἀρκτούρου ἐπιτολῆς,
ἐπειδὴ μάχην ἔχει τῷ ψυχρῷ τὸ θερμὸν τά τε ἄλλα καὶ
γυναιξὶν μετὰ τόκον μὴ καθαρθείσαις. ἐν τῇ τρίτῃ Ἐπιδημίᾳ
[ἀποστάσεως] “Τῇ Ἱπποστράτου ἐκ τεταρταίου ἐνιαυσίου
ἀπεκορύφου ἀπὸ ψυχροῦ. εἶτα ἱδρὼς καὶ γυναικεῖα πλείω
κατέβη. τότε γὰρ ἐπεῖχεν ἢ ἑστάναι ἔδοξεν (ἀπόστασις)” ὡς
ἐν συντόμῳ εἰπεῖν τροπὴ περιέχοντος ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν
εἰς τὸ παρὰ φύσιν. ὅτι δὲ τὸ περιέχον αἴτιον, ἐν τῷ Περὶ
ἀνθρώπου φύσεως διδάσκει λέγων· “Αἱ δὲ νοῦσοι γίγνονται,
αἱ μὲν ἀπὸ (τῶν) διαιτημάτων, αἱ δὲ ἀπὸ τοῦ πνεύματος, ὃ
εἰσαγόμενοι ζῶμεν. τὴν δὲ διάγνωσιν χρὴ ἑκατέρων ὧδε ποιέε-
σθαι. ὅταν μὲν οὖν ὑπὸ ἑνὸς νοσήματος πολλοὶ ἄνθρωποι
ἁλίσκωνται κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, τὴν αἰτίαν χρὴ

.-Γαληνός ιατρός. De causa affectionum P. 18, l. 1

σθαι. ὅταν μὲν οὖν ὑπὸ ἑνὸς νοσήματος πολλοὶ ἄνθρωποι


ἁλίσκωνται κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, τὴν αἰτίαν χρὴ ἀνα-
115

τιθέναι τουτέῳ, ὅ τι κοινότατόν ἐστιν καὶ μάλιστα αὐτέῳ


πάντες χρεόμεθα. ἔστιν δὲ τοῦτο ὃ ἀναπνέομεν. φανερὸν
γὰρ δή, ὅτι τὰ διαιτήματα ἑκάστου ἡμῶν οὐκ αἴτιά ἐστιν,
(ὅτε) ἅπτεται πάντων ἡ νοῦσος ἑξῆς καὶ τῶν νεωτέρων
καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ὁμοίως καὶ τῶν θωρησσομένων καὶ τῶν
ὑδροποτεόντων. ὅταν δὲ νοῦσοι γένωνται παντοδαπαὶ κατὰ τὸν
αὐτὸν χρόνον, δῆλον ὅτι τὰ διαιτήματά ἐστιν αἴτια ἕκαστα
ἑκάστοισι”. εἶτα μικρὸν ἐπιφέρει λέγων· “Ὅταν δὲ νοσεύματος  
ἑνὸς ἐπιδημία καθεστήκῃ, δῆλον ὅτι οὐ τὰ διαιτήματα αἴτιά
ἐστιν, ἀλλὰ ὃ ἀναπνέομεν, τοῦτο αἴτιόν ἐστιν, καὶ δῆλον ὅτι
τοῦτο νοσερὴν ἔχον τὴν ἀπόκρισιν αἰτία”. τὴν αὐτὴν δὲ
αἰτίαν γράφει καὶ ἐν τῷ Περὶ φυσέων εἰπών· “Ἔστιν δὲ
δισσὰ εἴδεα πυρετῶν. ὁ μὲν κοινὸς ἅπασι καλεόμενος λοιμός,
ὁ δὲ διὰ πονηρὴν δίαιταν.” ἐπιφέρει μὲν οὖν· “Κοινὸς πυρετὸς
διὰ τοῦτο τοιοῦτός ἐστιν, (ὅτι) τὸ αὐτὸ πνεῦμα πάντες ἕλ-
κουσιν. ὁμοίως δὲ ὁμοίου τοῦ πνεύματος ὄντος τῷ σώματι
μιχθέντος ὅμοιοι καὶ (οἱ) πυρετοὶ γίνονται. (ἀλλ' ἴσως) φήσει
τις· δι' ἣν αἰτίαν οὐχ ἅπασι τοῖς ζῴοις, ἀλλ' ἔν τισι τῶν ζῴων
ἐμπίπτουσιν αἱ τοιαῦται νοῦσοι; διότι διαφέρει καὶ σῶμα

.-Γαληνός ιατρός. De causa affectionum P. 18, l. 18

κουσιν. ὁμοίως δὲ ὁμοίου τοῦ πνεύματος ὄντος τῷ σώματι


μιχθέντος ὅμοιοι καὶ (οἱ) πυρετοὶ γίνονται. (ἀλλ' ἴσως) φήσει
τις· δι' ἣν αἰτίαν οὐχ ἅπασι τοῖς ζῴοις, ἀλλ' ἔν τισι τῶν ζῴων
ἐμπίπτουσιν αἱ τοιαῦται νοῦσοι; διότι διαφέρει καὶ σῶμα σώ-
ματος καὶ φύσις φύσιος καὶ τροφὴ τροφῆς· οὐκοῦν ἅπασι
τοῖς ἔθνεσι τῶν ζῴων (ταὐτὰ) οὔτε ἀνάρμοστα οὔτε εὐάρ-
μοστά ἐστιν, ἀλλὰ ἕτερα ἑτέροις σύμφορα καὶ ἕτερα ἑτέροις
ἀξύμφορα. ὅταν οὖν ὁ ἀὴρ χρωσθῇ μιάσμασιν, ἃ τῇ ἀνθρω-
πίνῃ φύσει πολέμιά ἐστιν, ἄνθρωποί τε νοσέουσιν. αἱ μὲν
οὖν δημόσιαι τῶν νούσων εἴρηνται, καὶ δι' ὅτι καὶ οἷς καὶ
ὅκως καὶ ἀφ' οὗ.” ἔνεστιν δὲ καὶ ἀπὸ τῶν ἐπιδημίων μαθεῖν.
ἐνταῦθα μὲν γὰρ ἀὴρ λυπεῖ χρωσθεὶς μιαροῖς μιάσμασιν
εἴτ' (ἐξ) ἀπορροίας ἄστρων εἴτ' ἐξ ἀναθυμιάσεως εἴτ' ἐκ νεκρῶν
σαπέντων. ἐκεῖθεν δὲ οὐχ οὕτως. ἀλλ' ἕως ὅταν θέρος γέ-
νηται ἢ ψυχρὸς δι' ὅλου ἢ θερμὸς ἢ ὑγρὸς ἢ ξηρός. καὶ γὰρ
ὁ αὐχμός, νόσος, καὶ ἡ ἐπομβρία, νόσος. εἰ δὲ ἄνθρωπος
ὡρῶν ἐναλλαγῇ διὰ τὴν ἀταξίαν καὶ ὑπερβολὴν καὶ ἀτονίαν
καὶ τὴν ἔλλειψιν τούτων οἷον ἔαρος ἢ χειμῶνος μὴ γενομένου.
καὶ τί γάρ. ἔξεστιν διὰ τὰς τοιαύτας αἰτίας τῶν λοιμῶν ἱκανῶς
μανθάνειν, δι' ὀλίγων ἐπιμνησθέντα νῦν ἐν τῷ Περὶ νούσων

.-Γαληνός ιατρός. De humoribus liber Vol. 19, p. 491, l. 9

ἀνωφερὴς ἡ ξανθὴ, ὥσπερ οἱ ἕτεροι δύο χυμοὶ βα-


ρεῖς. τὸ δὲ αἷμα μεσάζει τῷ μετέχειν θερμότητος. ἔοικε  
δὲ τὴν ὑγίειαν χαρακτηρίζεσθαι τῇ τούτων ἰσότητί τε καὶ
116

συμμετρότητι. ἐνδεόντων δὲ αὐτῶν ἢ πληθυνόντων παρὰ


τὸ δέον ἢ ποσότητι ἢ ποιότητι ἢ τόπων μεταστάσει ἢ συμ-
πλοκῇ ἀτάκτῳ ἢ σήψει κακωθέντων αἱ νόσοι συμβαίνουσιν.
ὥσπερ καὶ λέγεται τὰς νόσους συμβαίνειν τῇ τῶν χυμῶν
ἀμετρίᾳ· καθὰ καὶ τὴν ὑγίειαν ἐπανέρχεσθαι ἀφαιρέσει καὶ
προσθέσει καὶ λεπτότητι καὶ παχύτητι τῶν χυμῶν καὶ ἁπλῶς
τῇ εὐκρασίᾳ καὶ συμμετρίᾳ αὐτῶν. ὡς ἐν τῷ ἕκτῳ τῶν
ἐπιδημιῶν τῷ Ἱπποκράτει ἄριστα λέγεται· χυμοὺς τοὺς μὲν
ἐξῶσαι, τοὺς δὲ εὐθεῖναι, λεπτῦναι κατακεράσαι τῇ μὲν,
τῇ δὲ μή. κατὰ γάρ τοι τὴν αἰτίαν τῶν παθῶν τὴν ἀκο-
λουθίην τῶν βοηθημάτων πορίζονται. χρὴ γὰρ ἀκριβῶς
εἶναι κεκραμένους ποιότητι καὶ ἴσους ποσότητι τοὺς χυμοὺς,
ἵν' ὑγίειά τε διαμένῃ καὶ μὴ οὖσα ἐπανελεύσηται. ὅθεν καὶ
τῆς ὀνομασίας ἔτυχον ὄντες χυμοὶ παρὰ τὸ χεῖσθαι ἅμα
λεγόμενοι. δῆλον γὰρ ὡς εἰ τοῦτο ὑγίεια, τὸ μὴ τοιοῦτο
νόσος ἂν εἴη, ὥσπερ καὶ δέδεικται. ἐπεὶ δὲ ἡ νόσος γένος  
εἰς διάφορα εἴδη διαιρουμένη, ἀνάγκη τὰς διαφορὰς ἀπό
τινων διαφορῶν αἰτιῶν προβαίνειν. αἰτία δὲ χυμοὶ καὶ

.-Γαληνός ιατρός. De humoribus liber Vol. 19, p. 493, l. 12

λάττεται δὲ τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος καὶ ἐν ταῖς νόσοις πρὸς


τὸ εἶδος τοῦ περιττεύοντος χυμοῦ, ὡς ἐπὶ τῶν παρακοπῶν.
ὅσαι γὰρ αὐτῶν εἰσιν ἐφ' αἵματος μετ' ᾠδῆς προσπίπτουσί
τε καὶ γέλωτος, ὅσαι δ' ἀπὸ ξανθῆς θρασύτεραι καὶ πι-
κρότεραι. διὰ τοῦτο καὶ Ιπποκράτης φησὶν, αἱ μὲν μετὰ
γέλωτος γινόμεναι παραφροσύναι ἀσφαλέστεραι, αἱ δὲ μετὰ
σπουδῆς ἐπισφαλέστεραι, σπουδὴν τὴν θρασύτητα λέγων.
ὅσαι δ' αὖ ἀπὸ μελαίνης σκυθρωπότεραι καὶ σιωπηλότεραι
καὶ ἀστειότεραι. ὅσαι δ' αὖ ἀπὸ φλέγματος ληρώδεις καὶ
ἀσταταίνουσαι. καὶ ἀλλαχῆ αὐτὸς μαρτυρεῖ, ὡς ἐν τῷ πρώτῳ
τῶν ἐπιδημιῶν φησι. Σειλήνου μὲν παρακόψαντος μετ'
ᾠδῆς καὶ γέλωτος. ἐπὶ δὲ Φιλίσκου ἐν τῇ τρίτῃ ἐπιδημίᾳ
γενέσθαι θρασεῖαν τὴν παρακοπήν· ἐξεμάνη γὰρ, φησὶ, περὶ
τὸ μέσον τῆς ἡμέρας. ξανθὴ γὰρ ἦν ἡ πρόφασις τῆς νό-
σου. ἐν Κυζικῷ δὲ τὰς Διδύμου θυγατέρας τικτούσας μα-
νῆναί φησιν, εἶναι δὲ σκύθρωπον καὶ δύσθυμον τὸ εἶδος
τῆς παρακοπῆς. σιωπῶσα γὰρ ἦν καὶ οὐδενὸς πυθομένη·  
μέλαινα δὲ ἦν αἰτία τῆς νόσου. Πιθίωνα δὲ τὸν παρὰ τὸ
τῆς γῆς ἱερὸν οἰκοῦντα λῆρον, γενέσθαι μανέντα.
φλεγματικὴ ἥδε ἦν ἐκείνῃ πρόφασις τοῦ πάθους. ἐπὶ τού-
τοις δεῖ καὶ τὸν θεραπεύσοντα τὰς ποικιλίας τῶν

.-Γαληνός ιατρός. De humoribus liber Vol. 19, p. 493, l. 13

τὸ εἶδος τοῦ περιττεύοντος χυμοῦ, ὡς ἐπὶ τῶν παρακοπῶν.


ὅσαι γὰρ αὐτῶν εἰσιν ἐφ' αἵματος μετ' ᾠδῆς προσπίπτουσί
τε καὶ γέλωτος, ὅσαι δ' ἀπὸ ξανθῆς θρασύτεραι καὶ πι-
κρότεραι. διὰ τοῦτο καὶ Ιπποκράτης φησὶν, αἱ μὲν μετὰ
117

γέλωτος γινόμεναι παραφροσύναι ἀσφαλέστεραι, αἱ δὲ μετὰ


σπουδῆς ἐπισφαλέστεραι, σπουδὴν τὴν θρασύτητα λέγων.
ὅσαι δ' αὖ ἀπὸ μελαίνης σκυθρωπότεραι καὶ σιωπηλότεραι
καὶ ἀστειότεραι. ὅσαι δ' αὖ ἀπὸ φλέγματος ληρώδεις καὶ
ἀσταταίνουσαι. καὶ ἀλλαχῆ αὐτὸς μαρτυρεῖ, ὡς ἐν τῷ πρώτῳ
τῶν ἐπιδημιῶν φησι. Σειλήνου μὲν παρακόψαντος μετ'
ᾠδῆς καὶ γέλωτος. ἐπὶ δὲ Φιλίσκου ἐν τῇ τρίτῃ ἐπιδημίᾳ
γενέσθαι θρασεῖαν τὴν παρακοπήν· ἐξεμάνη γὰρ, φησὶ, περὶ
τὸ μέσον τῆς ἡμέρας. ξανθὴ γὰρ ἦν ἡ πρόφασις τῆς νό-
σου. ἐν Κυζικῷ δὲ τὰς Διδύμου θυγατέρας τικτούσας μα-
νῆναί φησιν, εἶναι δὲ σκύθρωπον καὶ δύσθυμον τὸ εἶδος
τῆς παρακοπῆς. σιωπῶσα γὰρ ἦν καὶ οὐδενὸς πυθομένη·  
μέλαινα δὲ ἦν αἰτία τῆς νόσου. Πιθίωνα δὲ τὸν παρὰ τὸ
τῆς γῆς ἱερὸν οἰκοῦντα λῆρον, γενέσθαι μανέντα.
φλεγματικὴ ἥδε ἦν ἐκείνῃ πρόφασις τοῦ πάθους. ἐπὶ τού-
τοις δεῖ καὶ τὸν θεραπεύσοντα τὰς ποικιλίας τῶν νοσημά-
των προγινώσκειν τὰς αἰτίας αὐτῶν.

.-Γαληνός ιατρός. De victus ratione in morbis acutis ex Hippocratis sententia liber


Kühn Vol. 19, p. 183, l. 13

μηδενὶ χρῆσθαι (οὔτε γὰρ προσθετικὸν οὔτε βίαιον οὐδὲν ἐν τοῖς παρο-
ξυσμοῖς ἀξιοῖ παραλαμβάνεσθαι)· τάχα δὲ καὶ ὅταν φῇ· “τὰ κρινόμενα
καὶ τὰ κεκριμένα ἀρτίως μὴ κινέειν μηδὲ νεωτεροποιεῖν, μήτε φαρμα-
κίῃσι μήτ' ἄλλοισιν ἐρεθισμοῖσιν, ἀλλ' ἐᾶν.” ἱκανὸν ἔστωτὸ τοῦ παρο-
ξυσμοῦ κακόν, μὴ συνελθέτω δὲ τούτῳ καὶ τὸ ἀπὸ τῆςἀπειρίας τοῦ
τεχνίτου. ἀλλὰ περὶ μὲν τῶν ἐνδείξεων καὶ ὕστερον διασκεψόμεθα.
 Ἴδωμεν δὲ ἔπειτα τὰς διαφορὰς καὶ τὰς τοιαύτας τῶν και-
ρῶν. φαμέν, ὡς ἄρα τῶν νοσημάτων τὰ μὲν ὀξεῖς ἔχει φύσει τοὺς  
τέσσαρας καιρούς, τὰ δὲ [οὐδὲ] πάντας τοὺς τέσσαρας ἀναβεβλημένους,
ἔνια δ' αὐτῶν ἀμείβει τὴν βραδυτῆτα πρὸς τὸ τάχος, τὰ μὲν ἐν ἀρχῇ,
τὰ δ' ἐπὶ τέλος, τὰ δ' ὡς ἔτυχεν. προθεὶςγὰρ ἐν Ἐπιδημίᾳα
τὰς κατὰ σχήματα πυρετῶν διαφοράς, συνεχῶν, ἡμιτριταίων | ἢ ἀμφη-
μερινῶν, τεταρταίων, τῶν λοιπῶν,αὐταῖς λέξεσιν ἐπιφέρει ταῦτα·
“εἰσὶ δὲ [ταῦτα] τρόποι καὶ καταστάσιες καὶ παροξυσμοὶ τούτων
ἑκάστου τῶν πυρετῶν ὁμοίως ξυνεχέων καὶ διαλειπόντων. αὐτίκα
γὰρ ξυνεχὴς ἔστιν οἷσιν ἀρχόμενος ἀνθεῖ καὶ ἀκμάζει μάλιστα καὶ ἀν-
άγει ἐπὶ τὸ χαλεπώτερον, περὶ δὲ κρίσιν καὶ ἅμα κρίσει ἀπολεπτύνεται,
ἔστι δ' οἷσιν ἄρχεται μαλακῶς καὶ ὑποβρύχια, ἐπαναδιδοῖδὲ καὶ παρο-
ξύνεται καθ' ἡμέρην ἑκάστην, περὶ δὲ κρίσιν ἅλις ἐξέλαμψεν, ἔστι δ'
οἷσιν ἀρχόμενος πρηέως ἐπιδιδοῖ καὶ παροξύνεται καὶ μέχρι τινὸς ἀκμά-
σας πάλιν ὑφίησιν μέχρι κρίσεως καὶ περὶ κρίσιν. ξυμπίπτει δὲ ταῦτα

.-Γαληνός ιατρός. De victus ratione in morbis acutis ex Hippocratis sententia liber


Kühn Vol. 19, p. 190, l. 8

πευόμενα ἀκαίρως θεραπεύεται· ἀκαίρως δὲ ταύτῃ, ἐπεὶ ῥώμην ἴσχει


τὴν ἐπὶ τὸ κάκιον διὰ τὴν οὐκ ἐν καιρῷ θεραπείην. ὅσα δὲ ἑσπέρης,
118

ἤν τε μεσημβρίης ἤν τε τῆς νυκτὸς θεραπεύηται, ἀκαίρως. καὶ ἢν τοῦ |


ἦρος δέῃ θεραπευθῆναι,θεραπεύηται δὲ χειμῶνος, ἢ τοῦμὲν χει-
μῶνος δέῃ, τοῦ θέρεοςδὲ θεραπεύηται,ἢ ὅ,τι ἤδη δεῖ θερα-
πεύεσθαι, τοῦτο ἀναβάλληται, καὶ ὅ,τι ἀναβάλλεσθαι, ἤδη θεραπεύηται,
τὰ τοιαῦτα ἀκαίρως θεραπεύεται.” καὶ ταῦτα μὲν ἐν παρέργῳ τοῦ λόγου
τοῦ μέλλοντος εἰρήσθω.
 Βούλομαι δὲ ἤδη τὰ κυριώτερα γράφειν. ἔστι δὲ ταῦτα· τινὰς
διττοὺς ἐπίσταται καιροὺςΙπποκράτης , τοὺς μὲν τῶν ὅλων νοσημά-
των, τοὺς δὲ τῶν ἐπὶ μέρους παροξυσμῶν. λέγει γοῦν ἐν Ἐπιδημίαις,  
ὡς ἀναγκαία τεθεωρῆσθαι καὶ τῆς ὅλης νόσουκαὶ τῶν μερικωτέρων
παροξυσμῶν ἡ ἐπίδοσις καὶ χάλασιςὡς πλεῖστον ἀπεχούσης ἔτι τῆς
ἀκμῆς, πρὸς ἑκατέρους δ' ἀποβλέποντα τοὺς καιροὺς ἀεὶ προσφέρειν τὰ
βοηθήματα. καὶ τοῦτο ῥᾴδιον μὲν ἐπὶ πάντων διδάξαι· δειχθήσεται δ' ἐπὶ
τῆς τροφῆς. τροφὴ γὰρ τὸ κάλλιστον ἐν διαίτῃ βοήθημα· μόνον γοῦν τοῖς
λοιποῖς συγκρινόμενον ἰσοσθενεῖ, πρὸς δὲ καὶ καθέλκει τὰ πάντα. τούτου
μάρτυς ὢναὐτὸς φαίνεται ‘διαίτας’ καλέσας τὰς τροφάς. τῇ γὰρ τοῦ
παν|τὸς προσηγορίᾳ τὸ μέρος ἐκόσμησεν ἔστι δὲ πᾶς οὗτοςὁ λόγος
ἐναντιώτατος μὲντοῖς νεωτέροις, ἀκόλουθος δὲταῖς ὑποθέσεσι τῆς
ἰατρικῆς. ἀξιοῖ γὰρΙπποκράτης ἀπὸ τῶν πρώτων ἡμερῶν ἐπίστασθαι

.-Γαληνός ιατρός. De victus ratione in morbis acutis ex Hippocratis sententia liber


Kühn Vol. 19, p. 200, l. 8

τίνι μὲν μόνιμον, ἐν τίνι δ' εὐκεράϊστον ἡ δύναμις; διακρίνεις τὸν ἀπὸ
τῆς μεσημβρίας ἢ τὸν ἀπὸ τῆς ἄρκτου; | ὥστε μή μοι λέγε· ‘κἀγὼ βλέπω
τὴν δύναμιν.’ οὐ γὰρ οὕτως βλέπεις, ὡς ἐχρῆν· ὅπως δ' ἂν ἐπιβλέπῃς,
πρὸς τῷ μηδὲν λέγειν καινὸν ἀνατρέπεις σεαυτοῦ | τὰ καθολικά. τίς
οὖν ὁ τεχνικὸς λόγος; “συντεκμαίρεσθαι δὲ καὶ τὸν νοσέοντα καὶ τὴν
ἀκμὴν τῆς νόσου, καὶ πότερον ἐκεῖνος ἀπαυδήσει πρότερον καὶ οὐκ
ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ, ἢ ἡ νοῦσος πρότερον ἀπαυδήσει καὶ ἀπαμβλυνεῖται.”
 Ἐπιστάμενος δ', ὡς οὐ τοῦ τυχόντος ἰατροῦ ἀπὸ τῆς πρώτης
εἰσβολῆς τῶν νοσημάτων εἰδέναι τίνα μὲν ταχέως, τίνα δὲ βραδέως
ἀκμάζει, πολλὰς ἔδωκε τὰς εἰς τοῦτο ἀφορμὰς διὰ πασῶν μὲν τῶν
συντάξεων, μάλιστα δὲ καὶ διὰ τῆς δευτέρας Ἐπιδημίας εἰπών· “περὶ
τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων σκεπτέον, εἰ αὐτίκα ἀνθεῖ· δῆλον δὲ τῇ ἐπι-
δόσει.” γνώσῃ, φησί, αὐτὴν τὴν ἀκμὴν ἐγγὺς οὖσαν ἢ μακράν, ἐὰν
καλῶς ἐπισκοπήσῃς τὴν ἐπίδοσιν· τὰ μὲν γὰρ [ὀρθῶς] κατὰ μικρὸν
ἐπιδιδόντα βραδεῖαν, τὰ δὲ ταχέως ἐπαναβαίνοντα ταχεῖαν διδάσκει
τὴν ἀκμήν. “τὰς δ' ἐπιδόσιας τῇσι περιόδοισι· καὶ αἱ κρίσιες ἐντεῦθεν
δῆλοι.” διὰ μὲν τῆς ἐπιδόσεως γνωρίσεις τὴν ἀκμήν, τὴν δ' | ἐπίδοσιν
διὰ τῶν περιόδων. ἄλλο γὰρ τὸ καθ' ἡμέραν ἐπισημαίνεσθαι καὶ ἄλλο
τὸ παρὰ μίαν ἢ δύο. καὶτούτοις μὲν οὐκ ἠρκέσθη, προσέθηκε δὲ τὰ
τεχνικώτερα· “καὶ τοῖσιν ἐν τῇσι περιόδοισι παροξυσμοῖσιν” σκεπτέον,
“εἰ πρωϊαίτερον ἢ οὔ, καὶ εἰ πλείονα χρόνον ἢ οὔ, καὶεἰ μᾶλλον ἢ

.-Γαληνός ιατρός. De victus ratione in morbis acutis ex Hippocratis sententia liber


Kühn Vol. 19, p. 202, l. 9
119

οὔ.” ἔτι δ' ἐπιστάμενος, ὡς οὐκ ἐν τῷ μήκει μόνον τῶν παροξυσμῶν


καὶ τῇ βραχύτητί ἐστιν ἡ διαφορά, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ σφοδρότητι καὶ
ἀμυδρότητι, καὶ δυνατὸν ἐν ἴσῳ τῆς ἐπισημασίας διαστήματι | χαλεπώ-
τερόν τινα παροξυνθῆναι ἢ κουφότερον, διὰ τοῦτο προσέθηκε· “καὶ εἰ
μᾶλλον ἢ οὔ.” ὅταν ἴδῃς μεγάλα διαβαίνουσαν τὴν ἐπίδοσιν καὶ τὸν
ἑξῆς παροξυσμὸν ἀεὶ τοῦ προηγησαμένου πολλῷ μὲν ἐπιμηκέστερον,
πολλῷ δὲ χαλεπώτερον, γίνωσκε, ὅτι αὐτίκα ἀνθεῖ. “καὶ γὰρ | τῶν
παραχρῆμα ἀπολλυμένων διὰ τοῦτο ταχεῖαι αἱ κρίσιες, ὅτι ταχέες οἱ
πυρετοὶ καὶ ξυνεχέες καὶ ἰσχυροί.” ἐκ δὲ τῶν ἐναντίων τὸ ἐναντίον.
“ἴσως” γὰρ “καὶ ἄλλων πραγμάτων κοινῶν τὰ μὲν θᾶσσονβραχύτερα,
τὰ δὲ βραδύτερον μακρότερα.” οὐ μόνονδ' ἐν ταῖς Ἐπιδημίαις, ἀλλὰ
καὶ ἐν τοῖς Ἀφορισμοῖς δίδωσί σοι τὰς ἐφόδους, δι' ὧν τήν τε ἐγγὺς
οὖσαν ἀκμὴν τήν τε πόρρω προκαταλήψει· “τοὺς δὲ παροξυσμοὺς καὶ
τὰς καταστάσιας δηλώσουσιν αἱ νοῦσοι” (καὶ γὰρ τούτων αἱ μὲν ὀξεῖαι
φύσει, αἱ δὲ φύσει χρόνιαι) “καὶ αἱ ὧραι τοῦ ἔτεος·” ὅσαι γὰρ αὐτῶν
συλλαμβάνονται τοῖς νοσήμασιν, συμμαχοῦσαι ταχείας ποιήσονται καὶ
τὰς‘τῶν περιόδων πρὸς ἀλλήλας ἐπιδόσεις’ καὶ τὰς ἀκμάς. διόπερ
ἀναγκαῖον εἰδέναι “ἀγαθὸν ὅ τι κοινὸν ἐν τῇ καταστάσει ἢ ἐν τῇ νούσῳ.”
[καὶ τῇ περιόδῳ | πρὸς ἀλλήλας ἐπιδόσιες] ταῦτα κοινὰ ταῖς Ἐπιδη-
μίαιςκαὶ τοῖς Ἀφορισμοῖς. προσθήσει δέ σοι καὶ ἄλλην τινὰ περι-  
ουσίαν, δι' ἧς ἐπιστήσει τὴν ἀκμήν· “καὶ τοῖς ἐπιφαινομένοις·

.-Γαληνός ιατρός. De victus ratione in morbis acutis ex Hippocratis sententia liber


Kühn Vol. 19, p. 203, l. 2

“ἴσως” γὰρ “καὶ ἄλλων πραγμάτων κοινῶν τὰ μὲν θᾶσσονβραχύτερα,


τὰ δὲ βραδύτερον μακρότερα.” οὐ μόνονδ' ἐν ταῖς Ἐπιδημίαις, ἀλλὰ
καὶ ἐν τοῖς Ἀφορισμοῖς δίδωσί σοι τὰς ἐφόδους, δι' ὧν τήν τε ἐγγὺς
οὖσαν ἀκμὴν τήν τε πόρρω προκαταλήψει· “τοὺς δὲ παροξυσμοὺς καὶ
τὰς καταστάσιας δηλώσουσιν αἱ νοῦσοι” (καὶ γὰρ τούτων αἱ μὲν ὀξεῖαι
φύσει, αἱ δὲ φύσει χρόνιαι) “καὶ αἱ ὧραι τοῦ ἔτεος·” ὅσαι γὰρ αὐτῶν
συλλαμβάνονται τοῖς νοσήμασιν, συμμαχοῦσαι ταχείας ποιήσονται καὶ
τὰς‘τῶν περιόδων πρὸς ἀλλήλας ἐπιδόσεις’ καὶ τὰς ἀκμάς. διόπερ
ἀναγκαῖον εἰδέναι “ἀγαθὸν ὅ τι κοινὸν ἐν τῇ καταστάσει ἢ ἐν τῇ νούσῳ.”
[καὶ τῇ περιόδῳ | πρὸς ἀλλήλας ἐπιδόσιες] ταῦτα κοινὰ ταῖς Ἐπιδη-
μίαιςκαὶ τοῖς Ἀφορισμοῖς. προσθήσει δέ σοι καὶ ἄλλην τινὰ περι-  
ουσίαν, δι' ἧς ἐπιστήσει τὴν ἀκμήν· “καὶ τοῖς ἐπιφαινομένοις· οἷον ἐν
πλευριτικοῖσι πτύελον, αὐτίκα ἢν ἐπιφαίνηται ἀρχομένου, βραχύνει· ἢν
δὲ ὕστερον ἐπιφαίνηται, μηκύνει” (“πεπασμοὶ” γὰρ “ταχυτῆτα κρίσιος
καὶ ὑγείας ἀσφάλειαν σημαίνουσι”)· “καὶ οὖρα καὶ διαχωρήματα καὶ
ἱδρῶτες καὶ εὔκριτα καὶ δύσκριτα καὶ μακρὰ καὶ βραχέα [τ' ἀναβητικὰ]
τὰνοσήματα ἐπιφαινόμενα δηλοῖ.” ἔχεις, φησίν, ἀφθονίαν ἐντυγχάνων
μου ταῖς συντάξεσιν· καὶ οὐ μόνον ὀξεῖαν καὶ ἀναβεβλημένην ἀκμήν,
ἀλλὰ καὶ ἄλλα πολλὰ τῶν μελλόντων προσεπιγνώσῃ· μόνον πρόλαβε
καὶ πιστοῦ τοῦτο, ὅτι ‘τὸν ἰατρὸν ἄριστόν ἐστι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν’,
οὐ μόνον εἰς εὐδοξίαν, ἀλλὰ πολὺ πλέον εἰς θεραπείαν.

.-Γαληνός ιατρός. De victus ratione in morbis acutis ex Hippocratis sententia liber


120

Kühn Vol. 19, p. 218, l. 10

νονται, οἷον ἐξ ἀγρυπνίας, βάρους, δυσκινησίας, ὀνειρωγμῶν, ἀχροίας,


ἀνορεξίας, | τῶν ὁμοίων. ἐπὶ γὰρ τῶν ὀξέων μεγίστων ὑποκειμένων
πυρετῶν μεγάλα τὰ διαφέροντα τῶν παροξυσμῶν καὶ τῶν ἀνέσεών
ἐστιν, ὥστε καὶ τοῖς ἰδιώταις πολλάκις ὑποπίπτει· ἐπὶ δὲ τῶν χρονίων
βληχροὶ μὲν οἱ πυρετοὶ καὶ μόλις καταλαμβανόμενοι, κεκρυμμένοι δὲ
καὶ οἱ παροξυσμοὶ καὶ βράδιστα τὰ πλεῖστα ἐπιφερόμενοι, ὡς καὶ αὐτοὺς
διαλανθάνει τοὺς νοσοῦντας. ὅθεν ἀκριβὲς πάλιν σημεῖον τοῦ † καὶ δυ-
νάμενον τοῦ παρ' ὀλίγον ἐπιγινώσκειν διαφορὰς ἄνευ τοῦ
 Ἐπὶ δὲ τῶν ἀνενδότων πυρετῶν, οὓς καὶ συνόχους καλοῦμεν,
ἀκόλουθόν ἐστι κατὰ τὸν ὄρθρον διδόναι τροφήν. πολλαχοῦ γὰρ ἄλλῃ
καὶ ἐν Ἐπιδημίᾳ δευτέρᾳ ὡμοίωσεν ἐνιαυτῷ τὴν ἡμέραν, ὡς ἐοικέναι
τὸνμὲν ὄρθρον ἔαρι, τὸ δὲ μέσον ἡμέρας θέρει, τὸ δὲ ἀπὸ τούτου
φθινοπώρῳ, τὸ δὲ πρὸς νύκτα χειμῶνι. ὅθεν ὥσπερ φθινόπωρον τῶν  
ὡρῶν θανατωδέστατον, “ἦρ δὲ ὑγιεινότατον”, οὕτως | δείλη μὲν ὀχληρὸν
καὶ παροξυντικόν, ὄρθρος δὲ φιλανθρωπίας καὶ ῥᾳστώνης ποιητικόν.
“ὡς τοῦ ἐνιαυτοῦ περίοδον ἔχοντος τῶν νούσων, οἵηνἡ ἡμέρη τῆς
νούσου,οἷον τὸ δείλης παροξύνεσθαι, τοιοῦτον τῆς νούσου καὶ ἑκά-
στης καταστάσιος πρὸς ἀλλήλας.” διόπερ εἰ μηδὲν ἴχνος εἴη τῆς ἐπι-
δόσεως,πάντων τῶν τῆς ἡμέρας καιρῶνὁ μάλιστα τῷ ἔαρι τά τε
ἄλλα ὅμοιος πρὸς τὸ ὑγιεινὸν καὶ τῇ τοῦ ἀέρος εὐκρασίᾳ παρεοικὼς
(οὗτος δέ ἐστιν ὁ περὶ τὸν ὄρθρον) ἐπιτηδειότατον ἂν εἴη πρός τε

.-Γαληνός ιατρός. Definitiones medicae Vol. 19, p. 402, l. 10

χρονίοις ἡ ἐξ ἐπιτάσεως καὶ ἀνέσεως ἀπόδοσις.  


 σʹ. Ἀμφημερινός ἐστιν ὁ καθ' ἑκάστην ἡμέραν καὶ
νύκτα κατὰ τὸ πλεῖστον τῆς αὐτῆς ὥρας ἐπισημαίνων.
 σαʹ. Τριταῖός ἐστιν ὁ μίαν εἴτε ἡμέραν εἴτε νύκτα
ἐπισημαίνων, τῇ δὲ ἑξῆς διαλείπων καὶ διὰ τρίτης πάλιν γι-
νόμενος.
 σβʹ. Τεταρταῖός ἐστιν ὁ μίαν μὲν ἡμέραν ἤτοι νύκτα
ἐπισημαίνων, δύο δὲ διαλείπων ἡμέρας ἢ νύκτας, διὰ δὲ τῆς
τετάρτης πάλιν γινόμενος.
 σγʹ. Ἡμιτριταῖός ἐστιν ὃν ἡμεῖς λέγομεν κατὰ τὸν
παλαιὸν τὸν εἰρημένον ἐν τῷ πρώτῳ τῶν ἐπιδημιῶν πυρε-
τὸν συνεχῆ ὀξὺν, τὸ μὲν ὅλον οὐ διαλείποντα, μίαν δὲ κου-
φοτέραν καὶ μίαν βαρυτέραν ἐπιφέροντα. οἱ δὲ ἀπὸ τῆς
μεθόδου ἡμιτριταῖον μικρὸν τῶν δύο διαλειμμάτων ἔφησαν.
μέσον δὲ ἡμιτριταῖον καλοῦσι τῶν διαστημάτων τριῶν ἐφα-
πτόμενον. μέγα δὲ τῶν τεσσάρων ἐφαπτόμενον διαστημάτων.
 σδʹ. Πλανῆται πυρετοὶ καλοῦνται οἱ μὴ ὡρισμένως
μηδὲ εὐτάκτως, ἀλλ' ἀκαταστάτως γινόμενοι.
 σεʹ. Διαστολή ἐστιν ἄρσις καὶ οἷον ἐπανάστασις καρ-  
δίας καὶ ἀρτηριῶν καὶ ἐγκεφάλου καὶ μηνίγγων κατὰ μῆ-
κος καὶ πλάτος καὶ βάθος αἰσθητὴ πρὸς
121

Achilles Tatius Scr. Erot., Leucippe et Clitophon Book 4, ch. 12, sec. 2, l. 2

μέχρι θαλάσσης ῥέων, ἀλλὰ περισχίζεται ἄλλος ἄλλῃ κατὰ πόλεις,


καὶ εἰσὶν αἱ σχίσεις μείζονες τῶν παρ' Ἕλλησι ποταμῶν. τὸ δὲ
ὕδωρ πανταχοῦ μεμερισμένον οὐκ ἐξασθενεῖ, ἀλλὰ καὶ πλεῖται καὶ
πίνεται καὶ γεωργεῖται.
 Νεῖλος ὁ πολὺς πάντα αὐτοῖς γίνεται, καὶ ποταμὸς καὶ γῆ
καὶ θάλασσα καὶ λίμνη. καὶ ἔστι τὸ θέαμα καινόν, ναῦς ὁμοῦ καὶ
δίκελλα, κώπη καὶ ἄροτρον, πηδάλιον καὶ δρέπανον, ναυτῶν ὁμοῦ
καὶ γεωργῶν καταγωγή, ἰχθύων ὁμοῦ καὶ βοῶν. ὃ πέπλευκας, φυ-
τεύεις, καὶ ὃ φυτεύεις, τοῦτο πέλαγος γεωργούμενον.
         ἔχει γὰρ ὁ
ποταμὸς ἐπιδημίας· κάθηται δὲ αὐτὸν Αἰγύπτιος ἀναμένων καὶ ἀρι-
θμῶν αὐτοῦ τὰς ἡμέρας. καὶ ὁ Νεῖλος οὐ ψεύδεται, ἀλλ' ἔστι ποταμὸς
μετὰ προθεσμίας τὸν χρόνον τηρῶν καὶ τὸ ὕδωρ μετρῶν, ποταμὸς
ἁλῶναι μὴ θέλων ὑπερήμερος.
         ἔστι δὲ ἰδεῖν ποταμοῦ καὶ γῆς
φιλονεικίαν. ἐρίζετον ἀλλήλοις ἑκάτερος, τὸ μὲν ὕδωρ τοσαύτην γῆν
πελαγῶσαι, ἡ δὲ γῆ τοσαύτην χωρῆσαι γλυκεῖαν θάλασσαν. καὶ
νικῶσι μὲν τὴν ἴσην νίκην οἱ δύο, οὐδαμοῦ δὲ φαίνεται τὸ νικώμενον·
τὸ γὰρ ὕδωρ τῇ γῇ συνεκτείνεται. περὶ δὲ τὰς τῶν βουκόλων
ταύτας νομὰς ἀεὶ πολὺς ἐγκάθηται. ὅταν γὰρ τὴν πᾶσαν γῆν πελα-  
γώσῃ, καὶ λίμνας ἐνταῦθα ποιεῖ· αἱ δὲ λίμναι, κἂν ὁ Νεῖλος ἀπέλθῃ,

Menander Comic., Periciromene Line 360

{(Μο)} ὁμολογῶ νικᾶν σε.


{(Δα)}   μικροῦ γ', Ἡράκλεις, καὶ νῦ[ν δέει
αὖός εἰμ'· οὐκ ἔστι γὰρ ταῦθ', ὡς τότ' ὤιμην, εὐκρι[νῆ.
{(ΣΩΣΙΑΣ)}
πάλιν πέπομφε τὴν χλαμύδα φέροντά με
καὶ τὴν σπάθην, ἵν' ἴδω τί ποιεῖ καὶ λέγω
ἐλθών. ἀκαρέ̣ς δέω δὲ φάσκειν καταλαβεῖν
τὸν μοιχὸν ἔνδον, ἵν' ἀναπηδήσας τρέχηι –  
εἰ μή γε παντάπασιν αὐτὸν ἠλέουν.
κακοδαίμον' οὕτω δεσπότην οὐδ' ἐνύπνιον
ἰδὼν γὰρ οἶδ'. ὢ τῆς πικρᾶς ἐπιδημίας.
{(Δα)} ὁ ξένος ἀφῖκται. χαλεπὰ ταῦτα παντελῶς
τὰ πράγματ' ἐστί, νὴ τὸν Ἀπόλλω, ταῦτά̣ [γε.
καὶ τὸ κεφάλαιον οὐδέπω λογίζομαι,
τὸν δεσπότην, ἂν ἐξ ἀγροῦ θᾶττον π̣[άλιν
ἔλθηι, ταραχὴν οἵαν ποήσει παραφ[ανείς.
{Σω} ὑμεῖς δ' ἀφήκαθ', ἱερόσυλα θηρία,
ἀφή]κατ' ἔξω τῆς θύρας.

Menander Comic., Frag. longiora apud alios auctores servata Frag. 416b, l. 2

ΥΠΟΒΟΛΙΜΑΙΟΣ
122

 τοῦτον εὐτυχέστατον λέγω


ὅστις θεωρήσας ἀλύπως, Παρμένων,  
τὰ σεμνὰ ταῦτ' ἀπῆλθεν ὅθεν ἦλθεν ταχύ,
τὸν ἥλιον τὸν κοινόν, ἄστρ', ὕδωρ, νέφη,
πῦρ. ταῦτα, κἂν ἑκατὸν ἔτη βιῶις, ἀεὶ
ὄψει παρόντα, κἂν ἐνιαυτοὺς σφόδρ' ὀλίγους·
σεμνότερα τούτων ἕτερα δ' οὐκ ὄψει ποτέ.
πανήγυριν νόμισόν τιν' εἶναι τὸν χρόνον
ὅν φημι τοῦτον, τὴν ἐπιδημίαν ἄνω·
ὄχλος, ἀγορά, κλέπται, κυβεῖαι, διατριβαί.
ἂν πρῶιος ἀπίηιςκαὶ καταλύσεις βέλτιον.
ἐφόδι' ἔχων ἀπῆλθες ἐχθρὸς οὐδενί.
ὁ προσδιατρίβων δ' ἐκοπίασεν ἀπολέσας
κακῶς τε γηρῶν ἐνδεής που γίνεται
ῥεμβόμενος, ἐχθροὺς εὗρ', ἐπεβουλήθη ποθέν,
οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθὼν εἰς χρόνον.
παύσασθε νοῦν ἔχοντες· οὐδὲν γὰρ πλέον
ἁνθρώπινος νοῦς ἐστιν, ἀλλ' ὁ τῆς Τύχης,
εἴτ' ἐστὶ τοῦτο πνεῦμα θεῖον εἴτε † νοῦς.  

Menander Comic., Frag. Frag. 416b, l. 9

βάκηλος εἶ.

ΥΠΟΒΟΛΙΜΑΙΟΣ Η ΑΓΡΟΙΚΟΣ

 
   τοῦτον εὐτυχέστατον λέγω,
ὅστις θεωρήσας ἀλύπως, Παρμένων,
τὰ σεμνὰ ταῦτ' ἀπῆλθεν, ὅθεν ἦλθεν, ταχύ
τὸν ἥλιον τὸν κοινόν, ἄστρ', ὕδωρ, νέφη,
πῦρ· ταῦτα, κἂν ἑκατὸν ἔτη βιῷς, ἀεὶ
ὄψει παρόντα, κἂν ἐνιαυτοὺς σφόδρ' ὀλίγους,
σεμνότερα τούτων ἕτεραδ' οὐκ ὄψει ποτέ.
πανήγυριν νόμισόν τιν' εἶναι τὸν χρόνον,
ὅν φημι, τοῦτον, τὴν ἐπιδημίαν ἄνω·
ὄχλος, ἀγορά, κλέπται, κυβεῖαι, διατριβαί.
† ἂν πρῶτος ἀπίῃς καταλύσεις, βελτίονα
ἐφόδι' ἔχων ἀπῆλθες ἐχθρὸς οὐδενί·
ὁ προσδιατρίβων δ' ἐκοπίασεν ἀπολέσας,
κακῶς δὲ γηρῶν ἐνδεής του γίνεται,
ῥεμβόμενος ἐχθροὺς εὗρ', ἐπεβουλεύθη ποθέν,
οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθὼν εἰς χρόνον.  
παύσασθε νοῦν ἔχοντες· οὐδὲν γὰρ πλέον
ἁνθρώπινος νοῦς ἐστιν, ἀλλ' ὁ τῆς Τύχης
– εἴτ' ἐστὶ τοῦτο πνεῦμα θεῖον, εἴτε νοῦς –  

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Book 9, sec. 9, l. 5


123

ὅροι, ἐφορία ἀγορά, δῆμοι, κῶμαι, ἀγροί, ἐσχατιαί, χῶραι, κῆποι, παρά-
δεισοι, προάστεια, ἐνηβητήρια, ἐνδιαιτήματα· ὧν ἔνια καὶ ἐν πόλει ἂν
γένοιτο. καὶ ἀπὸ μὲν τῶν ὅρων Ζεὺς ὅριος καὶ στήλη ἐφορία καὶ
ποταμὸς μεθόριος, καὶ ὅμορος πόλις καὶ πρόσορος τόπος καὶ ἐνόριος
χῶρος καὶ ὑπερόριος πόλεμος καὶ διωρισμένον πρᾶγμα, καὶ προσορίσαι
γῆν καὶ ἀφορίσασθαι χώραν καὶ ὑπερορίσαι ἄνδρα, καὶ ἐξόριστον γε-
νέσθαι, καὶ ὅρια ἀνασπάσαι. ὁ δ' ὁρίζων ὁριστής, καὶ τὸ ὑπόχρεων χω-
ρίον ὡρισμένον, καὶ ἡ ἐνεστηκυῖα στήλη ὅρος, καὶ ὡρισμένη ἡμέρα ἡ
εἰρημένη, ἀπὸ δὲ δήμων οἱ κατὰ δήμους οἰκοῦντες καὶ οἱ δη-
μοτευόμενοι καὶ τὸ ἔνδημον πλῆθος· τάχα δὲ καὶ τὸ ἐπιδημεῖν καὶ
ἀποδημεῖν, καὶ ἐπιδημία καὶ ἀποδημία, καὶ ἔκδημοι πόλεμοι, καὶ
παρὰ Θουκυδίδῃ (I 70. 4) ‘ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους,’ καὶ πάν-
δημον πλῆθος καὶ πανδημεὶ καὶ πανδημία καὶ δημοσίᾳ καὶ δημο-
θοινία καὶ δημοτελεῖς ἑορταὶ καὶ δημόσιον πρᾶγμα καὶ δημόσιος οἰκέ-
της, καὶ δημεῦσαι καὶ δημοσιεῦσαι, καὶ δήμαρχος καὶ δημιοπράτης καὶ
δημεραστὴς καὶ δημεραστία καὶ δημαγωγὸς καὶ δημαγωγία, καὶ δημο-
τικός, καὶ φιλόδημος καὶ μισόδημος, καὶ δημοκρατία καὶ δημοκρα-
τικός. ἀπὸ δήμων δ' ἂν εἴη κεκλημένος καὶ ὁ δήμιος καὶ ὁ δη-
μόκοινος ὡς ἔξω πόλεως κατοικῶν. ἀπὸ δὲ κωμῶν κωμήτης
καὶ κωμῆτις καὶ κώμαρχος, καὶ κωμοδρομεῖν καὶ κωμῳδεῖν, ἦ
που δὲ καὶ κωμῳδία καὶ κωμῳδοδιδάσκαλος καὶ κωμῳδοποιὸς καὶ κω

Πολύβιος. Historiae Book 12, ch. 26, sec. 4, l. 3

τῆς αὑτοῦ προαιρέσεως, ὅσοις δ' ἐπολέμησε, τού-


τους πάντας βεβλαφέναι κατὰ τὴν ἀνάγκην καὶ κατ'  
ἐπιταγήν, ἑκουσίως δὲ παραίτιον οὐδενὶ γεγονέναι
κακοῦ τῶν ἀνθρώπων. ἑξῆς δὲ τούτοις παρὰ μὲν
τῷ ποιητῇ τὸν Δία παρεισάγεσθαι δυσαρεστούμενον
τῷ Ἄρει καὶ λέγοντα
  ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν·
  αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε.
ὁμοίως δὲ καὶ τὸν φρονιμώτατον τῶν ἡρώων λέγειν
  ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος
  ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος.
ὁμογνωμονεῖν δὲ τῷ ποιητῇ καὶ τὸν Εὐριπίδην, ἐν
οἷς φησιν,

Πολύβιος. Historiae Book 22, ch. 13, sec. 6, l. 1

ρέως φέρων ἐπὶ τῷ δοκεῖν πανταχόθεν αὐτοῦ περι-


τέμνεσθαι τὴν ἀρχήν, ἐναπηρείσατο τὴν ὀργὴν εἰς τοὺς
ταλαιπώρους Μαρωνείτας. μεταπεμψάμενος γὰρ Ὀνό-
μαστον τὸν ἐπὶ Θρᾴκης τεταγμένον ἐκοινολογήθη τούτῳ
περὶ τῆς πράξεως. ὁ δ' Ὀνόμαστος ἀναχωρήσας ἐξ-
απέστειλε Κάσσανδρον εἰς Μαρώνειαν, συνήθη τοῖς
πολλοῖς ὑπάρχοντα διὰ τὸ ποιεῖσθαι τὸν πλείονα χρό-
νον ἐκεῖ τὴν διατριβήν, ἅτε τοῦ Φιλίππου πάλαι τοὺς
124

αὐλικοὺς ἐγκαθεικότος εἰς τὰς πόλεις ταύτας καὶ συν-


ήθεις πεποιηκότος τοὺς ἐγχωρίους ταῖς τούτων παρε-
πιδημίαις. μετὰ δέ τινας ἡμέρας ἑτοιμασθέντων τῶν
Θρᾳκῶν, καὶ τούτων ἐπεισελθόντων διὰ τοῦ Κασσάν-
δρου νυκτός, ἐγένετο μεγάλη σφαγὴ καὶ πολλοὶ τῶν
Μαρωνειτῶν ἀπέθανον. κολασάμενος δὲ τῷ τοιούτῳ
τρόπῳ τοὺς ἀντιπράττοντας ὁ Φίλιππος καὶ πληρώσας
τὸν ἴδιον θυμόν, ἐκαραδόκει τὴν τῶν πρεσβευτῶν  
παρουσίαν [πεπεισμένος μηδένα τολμήσειν κατηγορή-
σειν αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον]. μετὰ δέ τινα χρόνον
παραγενομένων τῶν περὶ τὸν Ἄππιον καὶ ταχέως πυ-
θομένων τὰ γεγονότα κατὰ τὴν Μαρώνειαν καὶ πικρῶς
τῷ Φιλίππῳ μεμψιμοιρούντων ἐπὶ τούτοις, ἐβούλετο

Πολύβιος. Historiae Book 30, ch. 19, sec. 6, l. 3

μὲν τὸ δοκοῦν ἀποκριθεῖεν ἀκολουθοῦντες ταῖς ἰδίαις


διαλήψεσιν, ἐκθεατριεῖν αὑτούς, εἰ τοιοῦτον ἄνθρωπον
ἐπὶ τοσοῦτον ἐξετίμησαν ἐν τοῖς ἀνώτερον χρόνοις, εἰ
δὲ δουλεύοντες τῇ τῶν ἐκτὸς φαντασίᾳ φιλανθρώπως
ἀποκριθεῖεν, παρόψεσθαι τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ τῇ
πατρίδι συμφέρον. διόπερ ἐξ ἑκατέρας τῆς ἀποφάσεως
μέλλοντος ἀπιθάνου τινὸς αὐτοῖς ἐξακολουθήσειν,
εὕροντο λύσιν τοῦ προβλήματος τοιαύτην. ὡς
γὰρ καθόλου δυσαρεστούμενοι ταῖς τῶν βασιλέων ἐπι-
δημίαις δόγμα τι τοιοῦτον ἐξέβαλον, μηδένα βασιλέα
παραγίνεσθαι πρὸς αὑτούς. μετὰ δὲ ταῦτα πυθόμενοι
τὸν Εὐμένη καταπεπλευκέναι τῆς Ἰταλίας εἰς Βρεν-
τέσιον ἐπαπέστειλαν τὸν ταμίαν φέροντα τὸ δόγμα
καὶ κελεύσοντα λέγειν πρὸς αὑτόν, εἴ τι τυγχάνει τῆς
συγκλήτου χρείαν ἔχων· εἰ δὲ μηδενὸς δεῖται, παραγ-
γελοῦντα τὴν ταχίστην αὐτὸν ἐκ τῆς Ἰταλίας ἀπαλλάτ-
τεσθαι. ὁ δὲ βασιλεύς, συμμίξαντος αὐτῷ τοῦ ταμίου,  
γνοὺς τὴν τῆς συγκλήτου προαίρεσιν εἰς τέλος ἀπ-
εσιώπησεν, οὐδενὸς φήσας προσδεῖσθαι. καὶ δὴ τούτῳ
τῷ τρόπῳ συνέβη τὸν Εὐμένη κωλυθῆναι τῆς εἰς τὴν

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium


Book 1, sec. 11, l. 8

μέλιτταν· ἄλλαι δὲ νύκτωρ φρουροῦσιν, ὥσπερ οὖν


πόλιν μικρὰν φυλάττουσαι τὴν τῶν κηρίων οἰκοδο-
μίαν ἐκεῖναί γε.
 Μελιττῶν δὲ ἡλικίαν διαγνοίη τις ἂν τὸν τρόπον
τοῦτον. αἱ μὲν αὐτοετεῖς στιλπναί τέ εἰσι καὶ ἐοίκα-
125

σιν ἐλαίῳ τὴν χρόαν· αἱ δὲ πρεσβύτεραι τραχεῖαι καὶ


ἰδεῖν καὶ προσψαῦσαι γίνονται, ῥυσαὶ δὲ ὁρῶνται διὰ
τὸ γῆρας· ἐμπειρότεραι δέ εἰσιν αὗται καὶ τεχνικώ-
τεραι, παιδεύσαντος αὐτὰς τὴν ἐπὶ τῷ μέλιτι σοφίαν
τοῦ χρόνου. ἔχουσι δὲ καὶ μαντικῶς, ὥστε καὶ ὑετῶν
καὶ κρύους ἐπιδημίαν προμαθεῖν· καὶ ὅταν τούτων
τὸ ἕτερον ἢ καὶ ἀμφότερα ἔσεσθαι συμβάλωσιν, οὐκ
ἐπὶ μήκιστον ἐκτείνουσι τὴν πτῆσιν, ἀλλὰ περιπο-
τῶνται τοῖς σμήνεσι, καὶ οἱονεὶ περιθυροῦσιν. ἐκ δὴ
τούτων οἱ μελιττουργοὶ οἰωνισάμενοι προλέγουσι τοῖς
γεωργοῖς τὴν μέλλουσαν ἐπιδημίαν τοῦ χειμῶνος. δε-
δοίκασι δὲ ἄρα οὐ τοσοῦτον τὸ κρύος αἱ μέλιτται,
ὅσον τὸν ὄμβρον τὸν πολὺν καὶ τὸν νιφετόν. ἐναν-
τίαι δὲ πολλάκις τοῦ πνεύματος πέτονται, καὶ βρα-
χεῖαν λίθον ἐν τοῖς ποσὶ κομίζουσι καὶ τοσαύτην ὅσην
εὔφορον αὐταῖς πετομέναις εἶναι, καὶ τρόπον τινὰ

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 1, sec. 11, l. 13

σιν ἐλαίῳ τὴν χρόαν· αἱ δὲ πρεσβύτεραι τραχεῖαι καὶ


ἰδεῖν καὶ προσψαῦσαι γίνονται, ῥυσαὶ δὲ ὁρῶνται διὰ
τὸ γῆρας· ἐμπειρότεραι δέ εἰσιν αὗται καὶ τεχνικώ-
τεραι, παιδεύσαντος αὐτὰς τὴν ἐπὶ τῷ μέλιτι σοφίαν
τοῦ χρόνου. ἔχουσι δὲ καὶ μαντικῶς, ὥστε καὶ ὑετῶν
καὶ κρύους ἐπιδημίαν προμαθεῖν· καὶ ὅταν τούτων
τὸ ἕτερον ἢ καὶ ἀμφότερα ἔσεσθαι συμβάλωσιν, οὐκ
ἐπὶ μήκιστον ἐκτείνουσι τὴν πτῆσιν, ἀλλὰ περιπο-
τῶνται τοῖς σμήνεσι, καὶ οἱονεὶ περιθυροῦσιν. ἐκ δὴ
τούτων οἱ μελιττουργοὶ οἰωνισάμενοι προλέγουσι τοῖς
γεωργοῖς τὴν μέλλουσαν ἐπιδημίαν τοῦ χειμῶνος. δε-
δοίκασι δὲ ἄρα οὐ τοσοῦτον τὸ κρύος αἱ μέλιτται,
ὅσον τὸν ὄμβρον τὸν πολὺν καὶ τὸν νιφετόν. ἐναν-
τίαι δὲ πολλάκις τοῦ πνεύματος πέτονται, καὶ βρα-
χεῖαν λίθον ἐν τοῖς ποσὶ κομίζουσι καὶ τοσαύτην ὅσην
εὔφορον αὐταῖς πετομέναις εἶναι, καὶ τρόπον τινὰ
τοῦτο ἕρμα ἑαυταῖς ἐπιτεχνῶνται πρὸς τὸν ἐμπίπτον-
τα ἄνεμον τά τε ἄλλα καὶ ἵνα μὴ παρατρέψῃ τῆς ὁ δοῦ
ἡ αὔρα αὐτάς.

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 1, sec. 52, l. 2

θηρίον, καὶ ἕρπει τὸ ἀγριώτατον ἐκ τοῦ ἡμερωτά-


του· καὶ τῶν μὲν καλῶν καὶ ἀγαθῶν τὰ λείψανα ἀνα-
παύεται, καὶ ἔχει ἆθλον ἡσυχίαν, ὥσπερ οὖν καὶ ἡ
ψυχὴ τῶν τοιούτων τὰ ᾀδόμενά τε καὶ ὑμνούμενα ἐκ  
τῶν σοφῶν· πονηρῶν δὲ ἀνθρώπων ῥάχεις τοιαῦτα
τίκτουσι καὶ μετὰ τὸν βίον. ἢ τοίνυν τὸ πᾶν μῦθός
ἐστιν, ἤ, εἰ ταῦτ' ἀψευδῶς πεπίστευται, πονηροῦ
126

νεκρός, ὡς κρίνειν ἐμέ, ὄφεως γενέσθαι πατὴρ τοῦ


τρόπου μισθὸν ἠνέγκατο.
 Χελιδὼν δὲ ἄρα τῆς ὥρας τῆς ἀρίστης ὑποση-
μαίνει τὴν ἐπιδημίαν. καὶ ἔστι φιλάνθρωπος, καὶ
χαίρει τῷδε τῷ ζῴῳ ὁμωρόφιος οὖσα, καὶ ἄκλητος
ἀφικνεῖται, καὶ ὅτε οἱ φίλον καὶ ἔχει καλῶς, ἀπαλ-
λάττεται. καὶ οἵ γε ἄνθρωποι ὑποδέχονται αὐτὴν
κατὰ τὸν τῆς Ὁμηρικῆς ξενίας θεσμόν, ὃς κελεύει
καὶ φιλεῖν τὸν παρόντα καὶ ἰέναι βουλόμενον ἀπο-
πέμπειν.

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 2, sec. 38, l. 19

ἐξαγάγοι, ἣ δὲ ἀμύνεται τὸν ἐπιβουλεύσαντα, ἐς


οὐδὲν αὐτῷ τὴν σπουδὴν προάγουσα· ἑαυτὴν γὰρ
ἀποκτείνει λιμῷ, καὶ ἀνόνητον τὴν προθυμίαν ἀπο-
φαίνει τῷ προειρημένῳ. βαδίζει δὲ ἡσυχῆ καὶ κορι-
κῶς, καὶ οὐκ ἂν αὐτὴν θᾶττον ἢ βάδην προϊοῦσαν
θεάσαιτό τις. καὶ τούτων αἱ μέλαιναι τοὺς πτερω-
τοὺς ὄφεις ἐξ Ἀραβίας ἐς Αἴγυπτον παρελθεῖν οὐκ
ἐπιτρέπουσι, τῆς γῆς τῆς φίλης προπολεμοῦσαι· αἱ δὲ
ἕτεραι τοὺς ἐξ Αἰθιοπίας κατὰ τὴν τοῦ Νείλου ἐπί-
κλυσιν ἀφικνουμένους ἀπαντῶσαι διαφθείρουσιν.
ἢ τί ἂν ἐκώλυσε διὰ τῆς ἐκείνων ἐπιδημίας τοὺς
Αἰγυπτίους ἀπολωλέναι;
 Ἀκούω δέ τι καὶ γένος ἀετῶν, καὶ ὄνομα αὐτῷ
χρυσάετον ἔθεντο, ἄλλοι δὲ ἀστερίαν τὸν αὐτὸν κα-
λοῦσιν· ὁρᾶται δὲ οὐ πολλάκις. λέγει δὲ Ἀριστοτέ-
λης αὐτὸν θηρᾶν καὶ νεβροὺς καὶ λαγὼς καὶ γερά-
νους καὶ χῆνας ἐξ αὐλῆς. μέγιστος δὲ ἀετῶν εἶναι
πεπίστευται, καὶ λέγουσί γε καὶ ταύροις ἐπιτί-
θεσθαι αὐτὸν κατὰ τὸ καρτερόν, καὶ περιηγοῦνται
τὸ ἔργον τὸν τρόπον τοῦτον. ὃ μὲν κεκυφὼς κάτω

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 2, sec. 43, l. 24

ἴασις κέκληται· καὶ οὐκ ἀρνοῦνται μαθηταὶ ἀκούον-


τες ὀρνίθων οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ὁμολογοῦσι. λέγεται
δὲ καὶ θεοσύλην ἐν Δελφοῖς ἐλέγξαι ποτὲ ἱέραξ,
ἐμπίπτων τε αὐτῷ καὶ παίων τὴν κεφαλήν. πιστεύ-
ονται δὲ εἶναι ἱέρακες καὶ νόθοι, ἀντικριθέντες πρὸς
τὰς τῶν ἀετῶν φυλάς. ἦρος δὲ ἀρχομένου οἱ ἐν Αἰ-
γύπτῳ τῶν ἁπάντων δύο προαιροῦνται, καὶ ἀποστέλ-
λουσι κατασκεψομένους νήσους τινὰς ἐρήμους, αἵπερ
οὖν τῆς Λιβύης πρόκεινται. εἶτα ὑποστρέφουσιν οὗ-
τοι, καὶ ἡγοῦνται τῆς πτήσεως τοῖς ἄλλοις. οἱ δὲ
ἥκοντες ἑορτὴν ὑπὲρ τῆς ἐπιδημίας τοῖς ἐν τῇ Λιβύῃ
127

παρέχουσι· σίνονται γὰρ οὐδὲ ἕν. παρελθόντες δὲ


ἐς τὰς νήσους, ἃς οἱ πρῶτοι θεασάμενοι τῶν ἄλλων
ἐπιτηδειοτέρας σφίσιν ἔκριναν, ἐνταῦθα κατὰ πολ-
λὴν τὴν γαλήνην τε καὶ ἡσυχίαν ἀποτίκτουσι καὶ
ἐκγλύφουσι, καὶ θηρῶνται στρουθοὺς καὶ πελειάδας,
καὶ τοὺς νεοττοὺς ἐν ἀφθόνοις ἐκτρέφουσιν· εἶτα
ἤδη παγέντας καὶ ἐκπετησίμους γεγενημένους παρα-
λαβόντες ἐς τὴν Αἴγυπτον ἀπάγουσιν, ὥσπερ οὖν ἐς
τὰ οἰκεῖα τὰ πατρῷα τὰς ἐν τοῖς συντρόφοις χωρίοις
διατριβάς.

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 5, sec. 13, l. 7


ἔτους πάντα ἀργίαν τε καὶ ἡσυχίαν μισοῦσι, καὶ κα-
μεῖν εἰσιν ἀγαθαί. καὶ οὐκ ἄν ποτε ἴδοις βλακεύου-
σαν μέλιτταν τῆς ὥρας ἐκείνης ἔξω ἐν ᾗ μαλκίει τὰ
μέλη.
 Γεωμετρίαν δὲ καὶ κάλλη σχημάτων καὶ ὡραίας
πλάσεις αὐτῶν ἄνευ τέχνης τε καὶ κανόνων καὶ τοῦ
καλουμένου ὑπὸ τῶν σοφῶν διαβήτου ἀποδείκνυνται
αἱ μέλιτται. ὅταν δὲ ἐπιγονὴ ᾖ καὶ εὐθενῇ ταῖς με-
λίτταις τὸ σμῆνος, ἐκπέμπουσιν ὥσπερ οὖν αἱ μέγι-
σταί τε καὶ πολυανδρούμεναι τῶν πόλεων. οἶδε δὲ
ἄρα ἡ μέλιττα καὶ ὑετοῦ ἀπειλοῦντος ἐπιδημίαν καὶ
σκληρὸν πνεῦμα ἐσόμενον. εἰ δὲ αὐτῇ παρὰ δόξαν
γένοιτο τὸ τοῦ πνεύματος, ὄψει φέρουσαν λίθον ἑκά-
στην ἄκροις τοῖς ποσὶν ἕρμα εἶναι. ὅπερ δὲ ὁ θεῖος
Πλάτων περὶ τῶν τεττίγων λέγει καὶ τῆς ἐκείνων φι-
λῳδίας τε καὶ φιλομουσίας, τοῦτ' ἂν καὶ περὶ τοῦ
τῶν μελιττῶν χοροῦ εἴποι τις. ὅταν γοῦν σκιρτήσω-
σιν ἢ πλανηθῶσιν, ἐνταῦθα οἱ σμηνουργοὶ κροτοῦσι
κρότον τινὰ ἐμμελῆ τε καὶ συμμελῆ· αἳ δὲ ὡς ὑπὸ
Σειρῆνος ἕλκονται, καὶ μέντοι καὶ ὑποστρέφουσιν ἐς
ἤθη τὰ οἰκεῖα αὖθις.

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 5, sec. 52, l. 12

ουσι τοῦ Νείλου πλησίον ἐπὶ τῆς ὄχθης ἑκατέρας.


καὶ τὸν μὲν ἄλλον χρόνον φιλοχωροῦσι καὶ ἀγαπῶ-
σιν , ὡς τὰς οἰκίας τὰς σφετέρας οἱ ἄνθρωποι·
μέλλοντος δὲ τοῦ ποταμοῦ κατὰ τὴν ὥραν τὴν θέρειον
ἀναπλεῖν, πρὸ τριάκοντά που ἡμερῶν αἱ προειρημέ-
ναι ἀσπίδες μετοικίζονται ἐς τὰ ἀπωτέρω τοῦ Νεί-
λου χωρία, καὶ τοὺς ὄχθους τοὺς ὑπερέχοντας ἐσέρ-
πουσι, καὶ μέντοι καὶ τὰ σφῶν αὐτῶν ἔκγονα ἐπά-
γονται, δῶρον τοῦτο ἴδιον λαχοῦσαι παρὰ τῆς φύσεως  
εἰδέναι ποταμοῦ τοσούτου καὶ οὕτως ἐργατικοῦ τὴν
128

ἀνὰ πᾶν ἔτος ἐπιδημίαν, καὶ τὴν ἐξ αὐτοῦ κατά-


ληψίν τε καὶ λύμην φυλάττεσθαι. καὶ αἱ χελῶναι
δὲ καὶ οἱ καρκίνοι καὶ οἱ κροκόδειλοι τὰ ᾠὰ κατὰ τὴν
ὥραν τὴν αὐτὴν μετακομίζουσιν ἐς τὰ ἄβατα τῷ πο-
ταμῷ καὶ ἀνέφικτα· καὶ ἐντεῦθεν ἤδη λογίζονται οἱ
ἐντυγχάνοντες τοῖς τῶν προειρημένων ᾠοῖς ὁ Νεῖλος
ἀνελθὼν ἐς πόσον ἐπαρδεύσει σφίσι τὴν γῆν.
 Οἱ ἵπποι οἱ ποτάμιοι τοῦ Νείλου μέν εἰσι τρό-
φιμοι· ὅταν δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν οἱ στά-
χυες ξανθοί, οὐκ ἄρχονται παραχρῆμα κείρειν αὐτοὺς
καὶ ἐσθίειν, ἀλλὰ παραμείβοντες ἔξωθεν τὸ λήιον

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 6, sec. 3, l. 5

σης ἡμέρας ἐπείνη μὲν καὶ συνήθως ἐπεδείκνυτο


τοῦτο τῷ φθέγματι, οὐ μὴν τοῦ ἐρίφου γενομένου
δύο ἡμερῶν ἑαυτῇ φίλου ἔτι προσήψατο, ἀλλὰ ἐκεῖ-
νον μὲν εἴασεν, ἄλλον δὲ ἔλαβεν. ἄνθρωποι δὲ καὶ
ἀδελφοὺς προύδοσαν καὶ τοὺς γειναμένους καὶ φίλους
ἀρχαίους, καὶ πολλοὶ πολλάκις.
 Ἡ ἄρκτος ὅτι τίκτει σάρκα ἄσημον εἶτα τῇ γλώττῃ
διαρθροῖ αὐτὴν καὶ οἱονεὶ διαπλάττει, ἄνω που λέλε-
κται. ὃ δὲ οὐκ εἶπον ἤδη, τοῦτο εἰρήσεται νῦν, καὶ
μάλα ἐν καλῷ. χειμῶνος μὲν ἀποτίκτει, καὶ φωλεύει  
τεκοῦσα, καὶ ὑφορωμένη τοὺς κρυμοὺς τὴν ἐπιδημίαν
τοῦ ἦρος περιμένει, οὐδ' ἂν πρὶν ἢ πληρωθῆναι
τρεῖς μῆνας ἐξαγάγοι ποτὲ τὰ βρέφη. ὅταν δὲ αἴσθη-
ται ἑαυτῆς πεπλησμένης, ὑφορωμένη τοῦτο ὡς νόσον,
ζητεῖ φωλεόν. ἔνθεν τοι καὶ κέκληται τῇ ἄρκτῳ φω-
λεία τὸ πάθος. εἶτα ἐσέρχεται οὐ βαδίζουσα, ἀλλὰ
ὑπτία, ἀφανίζουσα τοῖς θηραταῖς τὰ ἴχνη· ἑαυτὴν
γὰρ ἐπισύρει κατὰ τὰ νῶτα. καὶ παρεσελθοῦσα ἡσυ-
χάζει, καὶ τρόπον τινὰ τὴν ἕξιν ῥινᾷ, καὶ δρᾷ τεττα-
ράκοντα ἡμερῶν αὐτό. καὶ λέγει μὲν Ἀριστοτέλης
ὅτι ἄρα δὶς ἑπτὰ ἡμερῶν ἀκίνητος μένει καὶ ἀτρεμεῖ,

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 6, sec. 19, l. 13

τὸ τῶν τεττίγων φῦλον, καὶ κίτταν λάλον καὶ βομ-


βοῦσαν ἀκρίδα καὶ πάρνοπα ὑποκρίζοντα καὶ μὴ
σιωπῶσαν τρωξαλλίδα, ἁλκυόνας τε ἐπὶ τούτοις καὶ
ψιττακούς· τῶν δὲ ἐνύδρων ὀλολυγὼν οὐ σιωπᾷ.
φθέγγεται δὲ αὐτῶν τὰ μὲν γοερὰ καὶ θηλύφωνα,
τὰ δὲ ὄρθια καὶ διάτορα· καὶ τὰ μὲν ἀπὸ τῶν κλά-
δων ἐπὶ τοὺς κλάδους μεταθέοντα ᾄδει, ὥσπερ οὖν
οἴκους ἐξ οἴκων ἀμείβοντα, τὰ δὲ ἐν τοῖς λειμῶσι
129

κατᾴδει, οἱονεὶ πανηγυρίζοντα, καὶ βίον ὡς ἂν εἴ-


ποις ἀνθηρὸν καὶ ἁβρὸν διαιτώμενα τὴν ἦρος ἐπιδη-
μίαν μελῳδίαις ἔγωγ' ἂν φαίην εὐφημεῖ. κύκνων
δὲ πέρι καὶ ὅτου θεῶν θεράποντές εἰσιν ἀνωτέρω
εἶπον. ἡ κίττα δ' οὖν καὶ τῶν ἄλλων φωνημάτων
μιμηλότατόν ἐστι, τοῦ δὲ ἀνθρωπικοῦ πλέον. ἰδιάζει
δὲ ταῖς μιμήσεσι τῶν τοιούτων ὅ τε ἄνθος καλούμενος  
καὶ ἡ σάλπιγξ καὶ ἡ ἴυγξ καὶ ὁ κόραξ. καὶ ὁ μὲν
ἄνθος ὑποκρίνεται χρεμέτισμα ἵππου, τὴν σάλπιγγα
δὲ ἡ ὁμώνυμος, καὶ τὸν πλάγιον ἡ ἴυγξ αὐλόν·
βούλεται δὲ τῶν ὄμβρων μιμεῖσθαι τὰς σταγόνας ὁ
κόραξ.

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 7, sec. 7, l. 19

ταῦθα χειμῶνα ἰσχυρόν. ἐρωδιὸς δὲ κνεφαῖος βοῶν


τὰ αὐτὰ ἔοικεν ὑποδηλοῦν. πετόμενος δὲ ἐρωδιὸς
τῆς θαλάττης εὐθὺ ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ ῥαγήσεσθαι
αἰνίττεται. εἰ δὲ εἴη χειμέρια, ᾄσασα γλαῦξ εὐδίαν
μαντεύεται καὶ ἡμέραν φαιδράν· ἐὰν δὲ εὐδία μὲν
ᾖ, ἣ δὲ ὑποφθέγγηται, χειμῶνα δεῖ προσδέχεσθαι.
κόραξ δὲ ἐπιτρόχως φθεγγόμενος καὶ κρούων τὰς
πτέρυγας καὶ κροτῶν αὐτάς, ὅτι χειμὼν ἔσται κατέγνω
πρῶτος. κόραξ δὲ αὖ καὶ κορώνη καὶ κολοιὸς δείλης
ὀψίας εἰ φθέγγοιντο, χειμῶνος ἔσεσθαί τινα ἐπιδη-  
μίαν διδάσκουσι. κολοιοὶ δὲ ἱερακίζοντες, ὡς ἐκεῖνος
λέγει, καὶ πετόμενοι πῆ μὲν ἀνωτέρω πῆ δὲ κατω-
τέρω, κρυμὸν καὶ ὑετὸν δηλοῦσι. κορώνη δὲ ἐπὶ
δείπνου ὑποφθεγγομένη ἡσυχῆ, ἐς τὴν ὑστεραίαν
εὐδίαν παρακαλεῖ. φανέντες δὲ ὄρνιθες πολλοὶ μὲν
τὸν ἀριθμόν, λευκοὶ δὲ τὴν χρόαν, χειμὼν ὅτι ἔσται
πολὺς ἐκδιδάσκουσι. νῆτται δὲ καὶ αἴθυιαι πτερυ-
γίζουσαι πνεῦμα δηλοῦσιν ἰσχυρόν. ὄρνιθες δὲ ἐκ
τοῦ πελάγους ἐς τὴν γῆν σὺν ὁρμῇ πετόμενοι μαρ-
τύρονται χειμῶνα. ἐρίθακος δὲ ἐς τὰ αὔλια καὶ τὰ
οἰκούμενα παριὼν δῆλός ἐστι χειμῶνος ἐπιδημίαν

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 7, sec. 7, l. 29

μίαν διδάσκουσι. κολοιοὶ δὲ ἱερακίζοντες, ὡς ἐκεῖνος


λέγει, καὶ πετόμενοι πῆ μὲν ἀνωτέρω πῆ δὲ κατω-
τέρω, κρυμὸν καὶ ὑετὸν δηλοῦσι. κορώνη δὲ ἐπὶ
δείπνου ὑποφθεγγομένη ἡσυχῆ, ἐς τὴν ὑστεραίαν
εὐδίαν παρακαλεῖ. φανέντες δὲ ὄρνιθες πολλοὶ μὲν
τὸν ἀριθμόν, λευκοὶ δὲ τὴν χρόαν, χειμὼν ὅτι ἔσται
πολὺς ἐκδιδάσκουσι. νῆτται δὲ καὶ αἴθυιαι πτερυ-
γίζουσαι πνεῦμα δηλοῦσιν ἰσχυρόν. ὄρνιθες δὲ ἐκ
130

τοῦ πελάγους ἐς τὴν γῆν σὺν ὁρμῇ πετόμενοι μαρ-


τύρονται χειμῶνα. ἐρίθακος δὲ ἐς τὰ αὔλια καὶ τὰ
οἰκούμενα παριὼν δῆλός ἐστι χειμῶνος ἐπιδημίαν
ἀποδιδράσκων. ἀλεκτρυόνες γε μὴν καὶ ὄρνιθες οἱ
ἠθάδες πτερυσσόμενοι καὶ φρυαττόμενοι καὶ ὑπο-
τρύζοντες χειμῶνα δηλοῦσιν. ἀπειλοῦσι δὲ πνεῦμα
λουόμεναί γε ὄρνιθες, καὶ ἀνέμων τινὰς ἐμβολὰς
ὑποφαίνουσι. χειμῶνος δὲ ὄντος ἐς ἀλλήλους ὄρνι-
θες πετόμενοι καὶ δι' ἀλλήλων θέοντες σημαίνουσιν
εὐδίαν. ὄρνιθες δὲ ἀθροιζόμενοι περί τε λίμνας καὶ
ποταμῶν ὄχθας χειμῶνα ἐσόμενον οὐκ ἀγνοοῦσι.
πάλιν τε ὄρνιθες οἱ μὲν θαλάττιοι καὶ οἱ λιμναῖοι ἐς
τὴν γῆν ἰόντες ὡς ἔσται χειμὼν πολὺς
Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 7, sec. 8, l. 37

πρώιον χειμῶνα ὁμολογεῖ. κοιμώμεναι δὲ ἀθρόαι αἱ


αἶγες τὰ αὐτὰ ὁμολογοῦσιν. ὕες δὲ ἐν τοῖς ἀρώμασι
φαινόμεναι ὑετοῦ φυγὴν διδάσκουσιν. ἄρνες δὲ ἄρα
καὶ ἔριφοι ἀλλήλοις ἐμπηδῶντές τε καὶ ὑποσκιρ-
τῶντες φαιδρὰν ἡμέραν ὁμολογοῦσιν. γαλαῖ δὲ
ὑποτρίζουσαι καὶ μύες ἐκείναις δρῶντες τὰ αὐτὰ
χειμῶνα ἔσεσθαι συμβάλλονται ἰσχυρόν. λύκοι δὲ
φεύγοντες ἐρημίας καὶ εὐθὺ τῶν οἰκουμένων
ἰόντες χειμῶνος ἐμβολὴν μέλλοντος ὅτι πεφρίκα-
σι μαρτυροῦσι δι' ὧν δρῶσι. λέοντος δὲ ἐν τοῖς
καρπίμοις χωρίοις ἐπιδημία αὐχμὸν δηλοῖ. σκιρ-
τῶντά γε μὴν τὰ ὑποζύγια καὶ βοῶντα τοῦ ἔθους
μᾶλλον νοτερὸν χειμῶνα ἐσόμενον δηλοῖ· εἰ δὲ καὶ
ταῖς ὁπλαῖς κόνιν προσαναβάλλοι, ταὐτὰ ταῦτα δηλοῖ
που. λαγῲ δὲ ἐν τοῖς αὐτοῖς χωρίοις ὁρώμενοι πολ-  
λοὶ δηλοῦσιν εὐδίαν. πάντων δὲ τούτων ἀπολείπονται
οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἴσασιν αὐτὰ ὅταν γένηται.
 Ἱεράκων πέρι καὶ ταῦτα προσακήκοα. οἱ τοῦ
Ἀπόλλωνος ἐν τῇ Αἰγύπτῳ θεραπευταὶ λέγουσι κα-
λεῖσθαί τινας οὕτως ἱερακοβοσκούς, οἵπερ οὖν εἰσι
τῶν τοῦ θεοῦ ἱεράκων τροφεῖς τε καὶ μελεδωνοὶ

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 7, sec. 9, l. 23

βάλλουσιν ὀρνίθων τεθηραμένων ἐξῃρημένους τοὺς


ἐγκεφάλους, τροφὴν ἁπαλὴν νεοττοῖς ὑγροῖς· τοῖς
γε μὴν τελείοις οὖσι παρατιθέασι σάρκας τε καὶ ἶνας,
ὅσα ἰσχυρὰν τροφὴν ὄρνισιν ἁρπακτικοῖς ἐργάζεται·
τοῖς δὲ ἐν μεθορίῳ τῶν ἀρτιγενῶν καὶ τῶν ἤδη τε-
λείων καρδίαι παράκεινται, καὶ τούτων λείψανα ὁρᾶ-
ται. καὶ ἥ γε διαφορότης ἡ προειρημένη τῆς τροφῆς
ὁμολογεῖ ὅτι τὸ ἁρμόττον ἡλικίᾳ ἑκάστῃ καὶ πρόσφο-
ρον ἴσασιν οἱ ἱέρακες καὶ μάλα γε ἀκριβοῦσι τοῦτο,
καὶ τῆς παρ' ἡλικίαν τροφῆς οὐκ ἂν ἅψαιντο. καθ'
131

ὥραν δὲ ἄρα καὶ ὀρτύγων αὐτοῖς ἐπιδημίαι γίνονται,


καὶ τῶν ἄλλων ὀρνίθων ἐπιφοιτῶσιν ἀγέλαι, καὶ
ἔχουσί γε οἱ ἱεροὶ ἐκεῖνοι καὶ ἐντεῦθεν θοίνην.
 Κυνῶν ἐς τοὺς τρέφοντας αὐτοὺς ἄμαχον εὔνοιαν
ὁμολογεῖ καὶ ἐκεῖνο δήπου. ἔν τινι τῶν ἐμφύλων
πολέμων ἐν τῇ Ῥώμῃ Κάλβου τοῦ Ῥωμαίου σφαγέν-
τος, οὐδεὶς μέντοι τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἀνδρὸς ἠδυνήθη
τὴν κεφαλὴν ἀποτεμεῖν, καίτοι μυρίων ἀγώνισμα  
τιθεμένων σφίσι καὶ καλλώπισμα τοῦτο, πρὶν ἢ τὸν
παρεστῶτά οἱ κύνα ἀποκτεῖναι ὑπ' αὐτῷ τραφέντα
καὶ μέντοι καὶ τὴν εὔνοιάν οἱ πιστότατα ἀποσώζοντα

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 9, sec. 13, l. 11

 Ἴυγγας ἐρωτικὰς ἄνθρωποί φασιν εἶναί τινας,


μίξεως δὲ ἀφροδισίου σύνθημα ὁ βάτραχος ἀφίησι
πρὸς τὴν θήλειαν βοήν τινα, ὡς ἐραστὴς ᾠδήν τινα
κωμαστικήν, καὶ κέκληται ἥδε ἡ βοὴ ὀλολυγών, ὥς
φασιν. ὅταν δὲ τὴν θήλειαν προσαγάγηται, μένουσιν
ἄμφω τὴν νύκτα· ἐν μὲν γὰρ τῷ ὕδατι συνελθεῖν
οὐ δύνανται, μεθ' ἡμέραν δὲ ἐπὶ γῆς συμπλακῆναι
ὀρρωδοῦσι. νυκτὸς δὲ ἐπιστάσης κατὰ πολλὴν τὴν
ἄδειαν προελθόντες ἀλλήλων ἀπολαύουσιν.
 Ὅταν δὲ βάτραχοι γεγωνότερον φθέγγωνται καὶ
τῆς συνηθείας λαμπρότερον, ἐπιδημίαν δηλοῦσιν
ὑετοῦ.
 Εἴ τις προσάψαιτο τῆς νάρκης ὅτι τὸ ἐκ τοῦ ὀνό-
ματος πάθος τὴν χεῖρα αὐτοῦ καταλαμβάνει, τοῦτο
καὶ παιδάριον ὢν ἤκουσα τῆς μητρὸς λεγούσης πολ-
λάκις. σοφῶν δὲ ἀνδρῶν ἐπυθόμην ὅτι καὶ τοῦ
δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο, ναρκᾷ
πάντως. εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι ζῶσαν,
καὶ ἐπιχέοι θαλαττίου ὕδατος, ἐὰν ἐγκύμων ᾖ καὶ
ὁ καιρὸς τῆς ὠδῖνος ἀφίκηται, τίκτει. καὶ τὸ ἐν τῷ
σκεύει ὕδωρ εἴ τις καταχέοι χειρὸς ἀνθρώπου

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 9, sec. 29, l. 9

αὐτὴ μέν ἐστιν ἀπαθής, τούς γε μὴν αὐτῆς γευσα-


μένους ἀποκτείνει.
 Εὐφράτης, ὅσπερ οὖν Πάρθων καὶ Σύρων ῥεῖ
μέσος, ὅ τι μὲν καὶ ἕτερον τῶν ἄλλων ἔχει ποταμῶν
περιττὸν ἐρῶ ἄλλοτε, ὃ δὲ αὐτῷ συνίσασι Πάρθοι
τε καὶ Σύροι καὶ ἔστι συμμελὲς τοῖς λόγοις τοῖσδε,
τοῦτο εἰρήσεται. πρὸς ταῖς πρώταις ἀνατολαῖς τοῦδε
τοῦ ποταμοῦ φύονταί τινες ὄφεις, καὶ μάλα γε ἀν-
θρώπων ἐχθροί, ἀλλ' οὐ τῶν ἐπιχωρίων καὶ συντρό-
132

φων, τῶν δὲ ξένων καὶ προσηκόντων οὐδὲ ἕν. καὶ


τιμῶνταί γε τὴν ἐπιδημίαν θανάτου αὐτοῖς.
 Λέων ὅταν βαδίζῃ, οὐκ εὐθύωρον πρόεισιν, οὐδὲ
ἐᾷ τῶν ἰχνῶν ἑαυτοῦ ἁπλᾶ εἶναι τὰ ἰνδάλματα, ἀλλὰ
πῆ μὲν πρόεισι, πῆ δὲ ἐπάνεισι, καὶ αὖ πάλιν τοῦ
πρόσω ἔχεται, καὶ μέντοι καὶ ἵεται ἐς τοὔμπαλιν.
εἶτα προφορεῖται τὴν ὁδόν, καὶ ἀφανίζει τοῖς θηρα-  
ταῖς ἰέναι κατὰ στίβον τὸν ἑαυτοῦ καὶ ῥᾳδίως τὴν κοί-
την ἔνθα ἀναπαύεται καὶ οἰκεῖ σὺν τοῖς σκύμνοις εὑρί-
σκειν. καὶ ταῦτα μὲν λεόντων ἐστὶν ἴδια δῶρα φύσεως.
 Ποιμένα μοι νόει νομευτικὴν ἀγαθόν. οὐκοῦν
ὁ νομεὺς φιλεῖ μὲν τὰς οἶς, φιλεῖ δὲ καὶ τὰς αἶγας,

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 9, sec. 42, l. 6

γε μὴν οἰκετῶν θρασύτεροι οἱ θαλάττιοι. μικρὸν


μὲν αὐτῶν τὸ σῶμα, τόλμα δὲ ἄμαχος· καὶ θαρροῦσι
δύο ὅπλοις, δορᾷ τε εὐτόνῳ καὶ ὀδόντων κράτει· μά-
χονται δὲ καὶ τοῖς ἰχθύσι τοῖς ἁδροτέροις καὶ τῶν
ἁλιέων τοῖς μάλιστα θηρατικοῖς.
 Τῆς τῶν ὡρῶν μεταβολῆς ἔχουσιν αἰσθητικῶς
οἱ θύννοι καὶ ἴσασι τροπὰς ἡλίου ὀξύτατα, καὶ δέον-
ται τῶν τὰ οὐράνια εἰδέναι δεινῶν οὐδὲ ἕν. ὅπου
γὰρ ἂν αὐτοὺς χειμῶνος ἀρχὴ καταλάβῃ, ἐνταῦθα
ἡσυχάζουσί τε καὶ ἀτρεμοῦσιν ἀγαπητῶς, καὶ κατα-
μένουσιν ἐς τὴν ἐπιδημίαν τῆς ἰσημερίας. καὶ τεκμη-
ριοῖ Ἀριστοτέλης τοῦτο. ὅτι δὲ τῷ ἑτέρῳ τῶν ὀφθαλ-
μῶν ὁρῶσι, τῷ δὲ ἄλλῳ οὐκέτι, καὶ Αἰσχύλος ὁμο-
λογεῖ λέγων

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 10, sec. 19, l. 9

κατὰ τῆς δεξιᾶς κεῖσθαι. οὐκοῦν καθ' ἑκατέραν ἰση-


μερίαν τὴν κατάκλισιν ἀμείβει ὁ κριός.
 Τοὺς ἰχθῦς τοὺς φάγρους Συηνῖται μὲν ἱεροὺς
νομίζουσιν, οἱ δὲ οἰκοῦντες τὴν καλουμένην Ἐλεφαν-
τίνην τοὺς μαιώτας· φῦλον δὲ ἄρα καὶ τοῦτο ἰχθύων.
ἡ δὲ ἐς ἑκάτερον τὸ γένος ἐξ ἀμφοτέρων τιμὴ τὴν
γένεσιν εἴληφεν ἐντεῦθεν. ἀνιέναι τε καὶ ἀναπλεῖν
τοῦ Νείλου μέλλοντος οἳ δὲ προθέουσί τε καὶ νήχον-
ται, οἱονεὶ τοῦ νέου ὕδατος ἄγγελοι, καὶ τὰς τῶν
Αἰγυπτίων ἀνηρτημένας γνώμας προευφραίνουσι κα-
λαῖς ἐλπίσι, τὴν ἐπιδημίαν τοῦ ῥεύματος πρῶτοι
συνιέντες καὶ θαυμαστῇ τινι φύσει προμαντευόμενοι
ἐκεῖνοί γε. ἤδη δὲ καὶ τοῦτο ὑπὲρ τῆς ἐς αὐτοὺς
τιμῆς φιλοῦσι προστιθέναι οἱ προειρημένοι, λέγοντες
αὐτοὺς διαμένειν ἀλλήλων ἀγεύστους.
133

 Γίνονται δὲ ἄρα ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάττῃ κόγχαι


καὶ ἕτεραι, οὐ λεῖαι τὰ ὄστρακα, ἀλλὰ ἔχουσαί τινας
ἐντομὰς καὶ κοιλάδας. ὀξεῖαι δὲ αὗται τὰ χείλη εἰσί,
καὶ συνιοῦσαι ἐς ἀλλήλας ἐμπίπτουσι, παραλλὰξ ἐν-
τιθεῖσαι τὰς ἐξοχάς, ὡς δοκεῖν δύο πριόνων τοὺς
κυνόδοντας ἐς ἀλλήλους συνέρχεσθαι.

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 10, sec. 43, l. 6

μνήμῃ τοῦ τότε πάθους Κυνὸς Θρῆνος.  


 Μύρμηκος εἶδος θανατηφόρου φασὶν εἶναί τι,
καὶ λαέρτην ὄνομα ἔχειν τόνδε τὸν μύρμηκα. καὶ
σφῆκας δέ τινας ἐκάλουν λαέρτας. λέγει ταῦτα Τή-
λεφος ὁ κριτικὸς ὁ ἐκ τοῦ Μυσίου Περγάμου.
 Διὰ τοῦ θέρους τοῦ πυρωδεστάτου τὰ τῶν Αἰ-
γυπτίων πεδία ὁ Νεῖλος ἐπικλύσας ὄψιν μὲν αὐτοῖς
θαλάττης ἡπλωμένης καὶ λείας δίδωσι, καὶ ἁλιεύουσι
κατὰ τῆς τέως ἀρουμένης Αἰγύπτιοι, καὶ πλέουσι
σκάφαις ἐς ταύτην τὴν ὥραν καὶ τήνδε τὴν ἐπιδη-
μίαν τοῦ ποταμοῦ πεποιημέναις. εἶτα ὃ μὲν ὑπονο-
στεῖ καὶ ἐς τὰ ἑαυτοῦ μέτρα ὑποστρέφει τὰ ἐκ τῆς
φύσεως οἱ νενομισμένα, ἰχθῦς δὲ χῆροι τοῦ πατρὸς
καὶ ἔρημοι τοῦ ἀναπλεύσαντος ὕδατος ὑπολείπονται,
ἐν ἰλύι παχείᾳ τρεφόμενοι γεωργοῖς δεῖπνον. καὶ
βιαιότερον μὲν εἰρήσεται, ἄμητος δ' οὖν ἰχθύων οὗ-
τός ἐστιν Αἰγύπτιος.
 

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 11, sec. 8, l. 2

 Ἐν Κουριάδι αἱ ἔλαφοι (πλῆθος δὲ ἄρα τούτων


τῶν θηρίων ἐνταῦθά ἐστι, καὶ πολλοὶ θηραταὶ περὶ
τὴν ἄγραν αὐτῶν ἠνέμωνται) ὅταν καταφύγωσιν ἐς
τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος ἱερὸν τὸ ἐνταυθοῖ (ἔστι δὲ ἄλσος
μέγιστον), ὑλακτοῦσι μὲν οἱ κύνες, πλησίον δὲ ἐλθεῖν
οὐχ ὑπομένουσιν· αἳ δὲ συστᾶσαι νέμονται ἄτρεπτον
καὶ ἀδεᾶ τὴν νομήν, ἀπορρήτῳ τινὶ φύσει τὴν ὑπὲρ
ἑαυτῶν σωτηρίαν τῷ θεῷ πιστεύουσαι αἱ ἔλαφοι.
 Ἄνω που λέλεκταί μοι τὰς μυίας τὰς ἐν Ὀλυμ-
πίᾳ τῇ τῆς πανηγύρεως ἐπιδημίᾳ ἑκούσας ἀφίστασθαι
καὶ ὡς ἂν εἴποι τις μετὰ τῶν γυναικῶν ἐπὶ τὴν ἀντι-
πέρας ὄχθην τοῦ Ἀλφειοῦ ἀπιέναι. ἐν δὲ τῇ Λευ-
κάδι ἄκρα μέν ἐστιν ὑψηλή, νεὼς δὲ Ἀπόλλωνι ἵδρυ-
ται, καὶ Ἄκτιόν γε αὐτὸν οἱ τιμῶντες ὀνομάζουσιν.
οὐκοῦν τῆς πανηγύρεως ἐπιδημεῖν μελλούσης, καθ'
ἣν καὶ τὸ πήδημα πηδῶσι τῷ θεῷ, θύουσι βοῦν ταῖς
μυίαις, αἳ δὲ ἐμπλησθεῖσαι τοῦ αἵματος ἀφανίζονται.
δεκασθεῖσαι μὲν οὖν ἀπαλλάττονται αὗται, αἱ δὲ
Πισαῖαι ἀδέκαστοι. κρείττους ἄρα ἐκεῖναι, αἰδοῖ τοῦ
θεοῦ, ἀλλὰ μὴ μισθοῦ τὰ δέοντα πράττουσαι.
134

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 11, sec. 10, l. 17

ἀλλὰ μήσιός γε οὐδὲ ταύτῃ ῥᾴθυμον, καὶ εἰκότως


εἰρήσεται καὶ ἡ θεολογία ἥδε. θεὸς Αἰγυπτίοις
ἐναργέστατος ὁ Ἆπις εἶναι πιστεύεται. γίνεται δὲ
ἐκ βοός, ἐς ἣν οὐράνιον σέλας ἐμπεσὸν σπορᾶς αἴτιόν
ἐστι τῷ προειρημένῳ. καὶ Ἕλληνες μὲν αὐτὸν κα-
λοῦσιν Ἔπαφον, καὶ γενεαλογοῦσίν οἱ μητέρα Ἰὼ
τὴν Ἀργείαν τὴν Ἰνάχου· Αἰγύπτιοι δὲ ἐκβάλλουσι
τὸν λόγον ὡς ψευδῆ, καὶ χρῶνται τῷ χρόνῳ μάρτυρι.
φασὶ γὰρ Ἔπαφον μὲν ὀψὲ καὶ κάτω γενέσθαι, τὸν
δὲ Ἆπιν τὸν πρῶτον μυριάδας ἐτῶν παμπόλλας τὴν
ἐς ἀνθρώπους ἐπιδημίαν προειληφέναι. σημεῖα δὲ
αὐτοῦ καὶ γνωρίσματα λέγει μὲν καὶ Ἡρόδοτος καὶ
Ἀρισταγόρας, οὐχ ὁμολογοῦσι δὲ αὐτοῖς Αἰγύπτιοι·
ἐννέα καὶ εἴκοσι γὰρ αὐτὰ εἶναί φασι καὶ ἐμπρέπειν
τῷδε τῷ ἱερῷ βοΐ. τίνα δὲ ταῦτά ἐστι καὶ ὅπως
διέσπαρται κατὰ τοῦ σώματος τοῦ ζῴου, καὶ ὅντινα
τρόπον οἱονεὶ διήνθισται αὐτοῖς, ἀλλαχόθεν εἴσεσθε·
ὅτου δὲ τῶν ἀστέρων ἕκαστον σημεῖον διὰ συμβόλων
αἰνίττεται τὴν φύσιν, Αἰγύπτιοι τεκμηριῶσαι ἱκανοί.
καὶ γάρ τοι καὶ τὴν ἄνοδον τὴν τοῦ Νείλου ὑποδη-
λοῦν σημεῖά φασι καὶ τὸ τοῦ κόσμου σχῆμα·

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 15, sec. 5, l. 6

θὲν ὕδωρ ἐμβάλῃ τις τὸν ἰχθὺν τοῦτον, ἀέναον ἔσται


τὸ ὕδωρ καὶ οὐκ ἐπιλείψει ποτέ· εἰ δὲ ὑπολήγοντος,
λήξει τὸ ὕδωρ. καὶ μέντοι καὶ ἐς πηγὴν ὑπανατέλ-
λουσαν εἰ τὸν αὐτὸν ἐμβάλοις ἰχθύν, ἕξεις ἢ πεπλη-
ρωμένην αὐτὴν ἢ κενὸν τὸν χῶρον τὸ ἐντεῦθεν.
 Ὅπως μὲν ἐσνέουσί τε ἐς τὴν Προποντίδα, καὶ
ὅπως ἐκνέουσιν ἄρα οἱ θύννοι, οἶδα εἰπὼν ἄνω που
τῶν λόγων τῶνδε· νοείτω δέ μοί τις ἐνταῦθα Ἡρά-
κλειαν καὶ Τίον καὶ Ἄμαστριν, πόλεις Ποντικάς. οὐ-
κοῦν οἱ τόνδε τὸν χῶρον πάντα οἰκοῦντες τὴν τῶν
θύννων ἐπιδημίαν ἴσασι κάλλιστα, καὶ μέντοι καὶ
ἀφικνοῦνται τηνικάδε τοῦ ἔτους, καὶ ὅπλα κατ' αὐτῶν
εὐτρέπισται πολλά, ναῦς καὶ δίκτυα καὶ σκοπιὰ
ὑψηλή. σκοπιὰ δὲ ἄρα αὕτη ἐπί τινος αἰγιαλοῦ
παγεῖσα ἀνέστηκεν ἐν περιωπῇ σφόδρα ἐλευθέρᾳ·
καὶ αὐτῆς τὸ ποίημα περιηγήσασθαι ἐμοὶ μὲν οὐκ
ἔστι μόχθος, σοὶ δὲ τῷ ἀκούοντι τῆς τῶν ὤτων τρυ-
φῆς τ ἐκειν . δύο πρέμνα ἐλάτης ὑψηλὰ δοκίσι
πλατείαις διειλημμένα ἕστηκε, πυκναῖς ταύταις δι-
υφασμέναις καὶ ἀνελθεῖν τῷ σκοπῷ καὶ ἐπιβῆναι
μάλα ἀγαθαῖς. αἱ δὲ ναῦς ἐρέτας
135

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 17, sec. 9, l. 6

οἱ πόδες δὲ οἱ πρόσθιοι λευκανθίζει πάντα. μαζοὶ δὲ


χειροπληθεῖς δύο κυανοῖ, γαστὴρ δὲ λευκὴ πᾶσα,
πόδες δὲ οἱ κατόπιν μέλανές εἰσι. προσώπου δὲ
μορφή, κυνοκεφάλῳ παραβαλὼν αὐτὴν ἀληθεύσεις,
εὖ ἴσθι.
 Ὀνοκενταύραν καλοῦσι ζῷόν τι, καὶ ταύτην ὅστις
εἶδεν, οὐκ ἂν ἠπίστησεν ὅτι καὶ Κενταύρων φῦλα
ἦν, καὶ οὐ κατεψεύσαντο οἱ χειρουργοὶ τῆς φύσεως,
ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ἤνεγκεν ὁ χρόνος κράσει σωμάτων
οὐχ ὁμοίων ἑνωθέντας. καταλείπωμεν δὲ αὐτούς,
εἴτε ἐγένοντο ὄντως ἐπιδημίᾳ μιᾷ καὶ τῇ αὐτῇ, εἴτε
ἡ φήμη κηροῦ παντὸς οὖσα εὐπλαστοτέρα τε καὶ εὐ-
πειθεστέρα διέπλασεν αὐτούς, καὶ ἀνέμιξεν ἵππου
καὶ ἀνθρώπου δαιμονίᾳ τινὶ συναφῇ ἡμίτομα, καὶ  
ἔδωκε μίαν ψυχήν. αὕτη δὲ ὑπὲρ ἧς ὥρμηται λέγειν
ὅδε ὁ λόγος, ἐς ἀκοὴν τὴν ἐμὴν τοιάδε ἀφίκετο. ἀν-
θρώπῳ τὸ πρόσωπον εἴκασται, περιέρχονται δὲ αὐτὸ
βαθεῖαι τρίχες. τράχηλός τε ὑπὸ τῷ προσώπῳ καὶ
στέρνα, καὶ ταῦτα ἀνθρωπικά· μαζοὶ δὲ ἠρμένοι καὶ
κατὰ τοῦ στήθους ἐφεστῶτες, ὦμοι δὲ καὶ βραχίονες

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 17, sec. 17, l. 5

κασιν οἱ ἐπιχώριοι ὅτι τῆς ἐκείνων ὑπεροψίας ἐστὶν


αὐτοῖς λιμὸς τὸ τίμημα. ἄγευστοι γὰρ μένοντες οἱ
προειρημένοι ἀδεκατεύτοις ὡς εἰπεῖν ἐπιπέτονται
ταῖς ἀρούραις καὶ τό γε πλεῖστον τῶν κατεσπαρμέ-
νων συλῶσι πικρότατά γε ἐκεῖνοι, σὺν τῷ θυμῷ καὶ
ἀνορύττοντες καὶ ἀνιχνεύοντες.
 Ἀμύντας ἐν τοῖς ἐπιγραφομένοις οὕτως ὑπ' αὐτοῦ
Σταθμοῖς κατὰ τὴν γῆν τὴν Κασπίαν καὶ βοῶν ἀγέ-
λας λέγει πολλὰς καὶ ἵππων, καὶ κρείττονας ἀριθμοῦ
εἶναι. ἐπιλέγει δὲ ἄρα καὶ ἐκεῖνο, ἐν ὡρῶν τισι περι-
τροπαῖς μυῶν ἐπιδημίας γίνεσθαι πλῆθος ἄμαχον,
καὶ τὸ μαρτύριον ἐπάγει λέγων, τῶν ποταμῶν τῶν
ἀενάων σὺν πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερομένων, τοὺς δὲ καὶ
μάλα ἀτρέπτως ἐπινήχεσθαί τε αὐτοῖς καὶ τὰς οὐρὰς
ἀλλήλων ἐνδακόντας ἕρμα τοῦτο ἴσχειν, καὶ τοῦ δια-
βάλλειν τὸν πόρον σύνδεσμόν σφισιν ἰσχυρότατον
ἀποφαίνειν τόνδε. ἐς τὰς ἀρούρας δὲ ἀπονηξάμενοί
φησι καὶ τὰ λήια ὑποκείρουσι, καὶ διὰ τῶν δένδρων
ἀνέρπουσι, καὶ τὰ ὡραῖα δεῖπνον ἔχουσι, καὶ τοὺς
κλάδους δὲ διακόπτουσιν, οὐδὲ ἐκείνους κατατραγεῖν
ἀδυνατοῦντες. οὐκοῦν ἀμυνούμενοι οἱ Κάσπιοι τὴν  

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 17, sec. 27, l. 8


136

συῶν καὶ ταύρων καὶ ἀγρίων ὄνων. εἰσὶ γὰρ καὶ ῥινη-
λατῆσαι ὡς ἀκούω δεινοί.
 Ἐν τῇ Λιβύων χώρᾳ ἔθνος ἦν φασι τὸ καλούμε-
νον Νόμαιον. καὶ τὰ μὲν ἄλλα διευτυχοῦντες εὐνό-
μου μάλα καὶ εὐδαίμονος ναὶ μὰ Δία λήξεως εἶτα
ἠφανίσθησαν τελέως, λεόντων αὐτοῖς ἐπελθόντων
πλήθει τε παμπόλλων καὶ μεγέθει μεγίστων καὶ τὴν
τόλμαν ἀμάχων, ὑφ' ὧν πανδημεί τε καὶ παγγενεὶ
διαφθαρέντες εἶτα ἐς τὸ παντελὲς ἀπώλοντο. λεόν-
των γὰρ ἀθρόων ἐπιδημία χρῆμα ἀπρόσμαχον.
 Εὐφορίων δὲ ἐν τοῖς Ὑπομνήμασι λέγει τὴν
Σάμον ἐν τοῖς παλαιτάτοις χρόνοις ἐρήμην γενέσθαι·
φανῆναι γὰρ ἐν αὐτῇ θηρία μεγέθει μὲν μέγιστα,
ἄγρια δέ, καὶ προσπελάσαι τῳ δεινά, καλεῖσθαί γε
μὴν νηάδας. ἅπερ οὖν καὶ μόνῃ τῇ βοῇ ῥηγνύναι
τὴν γῆν. παροιμίαν οὖν ἐν τῇ Σάμῳ διαρρεῖν τὴν  
λέγουσαν ‘μεῖζον βοᾷ τῶν νηάδων.’ ὀστᾶ δὲ ἔτι καὶ
νῦν αὐτῶν δείκνυσθαι μεγάλα ὁ αὐτός φησι.
 Τοῦ Ἰνδῶν βασιλέως ἐλαύνοντος ἐπὶ τοὺς πολε-
μίους δέκα μυριάδες ἐλεφάντων προηγοῦνται

Κλαύδιος Αιλιανός. , De natura animalium Book 17, sec. 40, l. 20

ἐκείνην Ἰνδοί φασιν οἱ κύκλῳ περιοικοῦντες, τὸν


χῶρον τὸν προειρημένον οὐκ ἄνωθεν οὐδὲ ἐξ ἀρχῆς
ἄγονον ἀνθρώπων γενέσθαι, σκορπίους δὲ ἐπιπολάσαι
πλῆθος ἄμαχον, καὶ φαλαγγίων τινὰ ἐπιφοιτῆσαι  
φοράν, φαλαγγίων δὲ ἃ καλοῦσι τετράγναθα. τεκεῖν
δὲ ἄρα τὰ κακὰ ταῦτά φασιν ἀέρων πονηρίαν. καὶ
τέως μὲν ἐγκαρτερεῖν τοὺς ἐκεῖθι τλημόνως τοῦ κακοῦ
τὴν προσβολὴν καὶ φιλοπόνως ὑπομείναντας· ἐπεὶ δὲ
ἦν παντελῶς ἄμαχον, καὶ διεφθείροντο ἡλικία πᾶσα,
εἶτα μέντοι τελευτῶντες ὑπ' ἀπορίας τοῦ ἀμύνασθαι
τὴν καταβολὴν τῆς ἐπιδημίας τῆς προειρημένης ἐξέλι-
πον τὴν χώραν, καὶ ἐρήμην εἴασαν τὴν φίλην πρότερον
καὶ πατρίδα ἀρίστην· οὐχ ἁμαρτήσομαι δὲ ἴσως οὐδὲ
μητρίδα εἰπὼν τὴν αὐτήν.
 Μυῶν ἀρουραίων ἐπιφοίτησις καὶ στόλος οὐ μὰ
τοὺς θεοὺς χρηστὸς τῶν ἐν Ἰταλίᾳ τινὰς ἐξήλασαν τῆς
πατρῴας γῆς, καὶ φυγάδας ἀπέφηναν δίκην αὐχμῶν
ἢ κρυμῶν ἤ τινος ἀκαιρίας ὡρῶν ἑτέρας τὰ μὲν λήια
κείροντες, διακόπτοντες δὲ τὰς ῥίζας. τῇ Μηδικῇ δὲ
ἐπιφοιτήσαντες στρουθῶν φορά, ἐξήλασαν καὶ ἐκεῖνοι
τοὺς κατοικοῦντας, διαφθείροντες τὰ σπέρματα καὶ

Κλαύδιος Αιλιανός. , Varia historia Book 2, sec. 42, l. 14


137

τῇ ἀνωτάτω σπουδῇ ἀφικέσθαι σφίσι τὸν ἄνδρα οὐκ


ἐπὶ μόνῃ τῇ τῶν νέων προστασίᾳ, οὐδ' ἵνα αὐτοῖς
συγγένηται ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῖς κατὰ φιλοσοφίαν,
ἀλλὰ γὰρ καὶ τὸ ἔτι τούτων μεῖζον νομοθέτην αὐτὸν
ἐκάλουν. οὔκουν ἔμελλον ἀτυχήσειν τοῦ ἀνδρός·
καὶ γὰρ ἥσθη ὁ τοῦ Ἀρίστωνος τῇ κλήσει, καὶ δὴ καὶ
ἔμελλεν ὑπακούσεσθαι. ἤρετο μέντοι τοὺς ἥκοντας
πῶς ἔχουσι πρὸς τὸ ἴσον ἔχειν ἅπαντες; ἐπεὶ δὲ
ἔμαθε παρ' αὐτῶν ὅτι καὶ πάνυ ἀλλοτρίως, οὐδὲ πεί-
σει αὐτοὺς τιμᾶν τὴν ἰσονομίαν, ἀπείπατο τὴν πρὸς
αὐτοὺς ἐπιδημίαν.
 Πενέστατοι ἐγένοντο οἱ ἄριστοι τῶν Ἑλλήνων,
Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου καὶ Φωκίων ὁ Φώκου καὶ
Ἐπαμεινώνδας ὁ Πολύμνιδος καὶ Πελοπίδας ὁ Θηβαῖος
καὶ Λάμαχος ὁ Ἀθηναῖος καὶ Σωκράτης ὁ Σωφρονί-
σκου καὶ Ἐφιάλτης δὲ ὁ Σοφωνίδου καὶ ἐκεῖνος.
 Θέωνος τοῦ ζωγράφου πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα ὁμο-
λογεῖ τὴν χειρουργίαν ἀγαθὴν οὖσαν ἀτὰρ οὖν καὶ
τόδε τὸ γράμμα. ὁπλίτης ἐστὶν ἐκβοηθῶν, ἄφνω τῶν
πολεμίων ἐσβαλλόντων καὶ δῃούντων ἅμα καὶ κειρόν-
των τὴν γῆν· ἐναργῶς δὲ καὶ πάνυ ἐκθύμως ὁ νεανίας

Κλαύδιος Αιλιανός. , Frag. Frag. 105, l. 11

 Σενύης Αἰγυπτίων βασιλεύς, δίκαιος πάνυ. ἕπε-


ται δὲ τῷ τρόπῳ τοῦ ἀνδρὸς τοῦδε ἄλλα μὲν ἐκ θεοῦ
ἀγαθά, καὶ μέντοι καὶ ἱερογραμματέα ᾄδουσιν οἱ
Αἰγύπτιοι λόγοι κατ' αὐτὸν γενέσθαι θεοφιλῆ τε καὶ
ἐς πολλὰ λυσιτελῆ. ὄνομα αὐτῷ Ἰαχίμ. ὅν φασι περι-
άπτων καὶ ἐπαοιδῶν ἔμπειρον γενέσθαι.
 οὗτος ἐγένετο Αἰγύπτιος, ἀνὴρ θεοφιλὴς καὶ ἐς
πολλὰ λυσιτελής. ἦν δὲ ἐπὶ Σενύου βασιλέως Αἰγυ-
πτίων, περιάπτων καὶ ἐπαοιδῶν ἀντίπαλος, καὶ ἐν ταῖς
ὀδύναις καὶ νόσοις σοφιστὴς ἄκρος. ὃς λοιμῶν ἐπι-
δημίας ἔσβεσεν, καὶ τὴν ἀμφὶ τὸν κύνα τὸν Σείριον
πρωτίστην ἐπιτολὴν καὶ τὴν ὁρμὴν τὴν ἔμπυρον
ἡμέρωσε τοῦ ἀστέρος. διὸ καὶ πολυτελῶς ἐτάφη. καὶ
εἴ ποτε δημοσία νόσος ἐπεπόλασεν, ἐπὶ τὸν σηκὸν
τοῦδε φοιτῶντες οἱ ἱερογραμματεῖς εἶτα μέντοι τὰς
δεούσας ἱερουργίας ἐπιτελοῦντες ἐκ τοῦ βωμοῦ πῦρ
ἐναύονται καὶ ἐξάπτοντες πυρὰς κατὰ πόλεις καὶ τοῦ
δυσώδους ἀέρος τὴν φθοροποιὸν ἐκείνην νόσον μα-
ραίνοντες καὶ κρατύνοντες, τοῦτο δὴ τὸ καινότατον,
τὴν νόσον ἔσβεσαν πυρί.

Αππιανός. Syriaca Section 31, l. 3

 ὃ δὲ οὐκ ἐπέστειλε μέν (οὐ γὰρ ἀσφαλὲς ἡγεῖτό πω,


Ῥωμαίων τε πάντ' ἀνερευνωμένων καὶ τοῦ πολέμου μή
πω φανεροῦ γεγονότος καὶ πολλῶν οἱ διαφερομένων ἐν
138

Καρχηδόνι καὶ τῆς πολιτείας οὐδὲν βέβαιον οὐδ' εὐσταθὲς


ἐχούσης, ἃ καὶ μετ' ὀλίγον ἀνέτρεψε τὴν Καρχηδόνα),
Ἀρίστωνα δ', ἔμπορον Τύριον, ἐπὶ προφάσει τῆς ἐμπορίας
ἔπεμπε πρὸς τοὺς φίλους, ἀξιῶν, ὅταν αὐτὸς ἐς τὴν Ἰτα-
λίαν ἐμβάλῃ, τότε ἐκείνους τὴν Καρχηδόνα ἐς ἄμυναν
ὧν ἐπεπόνθεσαν, ἐγείρειν. καὶ ὁ μὲν Ἀρίστων οὕτως
ἔπραξεν, οἱ δὲ τοῦ Ἀννίβου ἐχθροί, αἰσθόμενοι τῆς Ἀρί-
στωνος ἐπιδημίας, ἐθορύβουν ὡς ἐπὶ νεωτέροις ἔργοις
καὶ τὸν Ἀρίστωνα ἐζήτουν περιιόντες. ὃ δέ, ἵνα τὴν δια-
βολὴν μὴ ἐξαίρετον ἔχοιεν οἱ Ἀννίβου φίλοι, προύθηκε
νυκτὸς λαθὼν γράμματα πρὸ τοῦ βουλευτηρίου, ὅτι πάν-
τας ὁ Ἀννίβας τοὺς βουλευτὰς παρακαλοίη τῇ πατρίδι
συνάρασθαι μετ' Ἀντιόχου, καὶ τοῦτο πράξας ἀπέπλευ-
σεν. ἅμα δ' ἡμέρᾳ τὸ μὲν δέος ἐξῄρητο τῶν Ἀννίβου
φίλων ἐκ τῆς Ἀρίστωνος ἐπινοίας, ὡς πρὸς ἅπασαν τὴν
γερουσίαν ἀπεσταλμένου, ἡ δὲ πόλις ἐπεπλήρωτο θο-
ρύβου ποικίλου, δυσμενῶς μὲν ἔχουσα Ῥωμαίοις, λήσε-
σθαι δ' οὐ προσδοκῶσα.

Αππιανός. Mithridatica Section 467, l. 3

χους περάσων. δρόμῳ δ' ἀπαύστῳ χρώμενος τὸν μὲν


Εὐφράτην ὑπερῆλθεν ἡμέρᾳ μάλιστα τετάρτῃ, τρισὶ δ' ἄλ-
λαις καθιστάμενος καὶ ὁπλίζων τοὺς συνόντας ἢ προσιόν-
τας ἐς τὴν Χωτηνὴν Ἀρμενίαν ἐνέβαλεν, ἔνθα Χωτηνοὺς
μὲν καὶ Ἴβηρας, κωλύοντας αὐτὸν βέλεσι καὶ σφενδόναις,
ἐλαύνων διῆλθεν ἐπὶ τὸν Ἄψαρον ποταμόν. Ἴβηρας δὲ τοὺς
ἐν Ἀσίᾳ οἳ μὲν προγόνους, οἳ δ' ἀποίκους ἡγοῦνται τῶν Εὐ-
ρωπαίων Ἰβήρων, οἳ δὲ μόνον ὁμωνύμους· ἔθος γὰρ οὐδὲν
ἦν ὅμοιον ἢ γλῶσσα. Μιθριδάτης δὲ ἐν Διοσκούροις χει-
μάζων, ἥν τινα πόλιν οἱ Κόλχοι σύμβολον ἡγοῦνται τῆς
Διοσκούρων σὺν Ἀργοναύταις ἐπιδημίας, οὐδὲν σμικρὸν
οὐδ' οἷον ἐν φυγῇ διενοεῖτο, ἀλλὰ τὸν Πόντον ὅλον ἐν
κύκλῳ καὶ Σκύθας ἐπὶ τῷ Πόντῳ καὶ τὴν Μαιώτιδα λίμ-
νην ὑπερελθὼν ἐς Βόσπορον ἐμβαλεῖν τήν τε Μαχάρους
τοῦ παιδὸς ἀρχήν, ἀχαρίστου περὶ αὐτὸν γενομένου, παρα-
λαβὼν αὖθις ἐκ μετώπου Ῥωμαίοις γενέσθαι καὶ πολεμεῖν
ἐκ τῆς Εὐρώπης οὖσιν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, τὸν πόρον ἐν μέσῳ  
θέμενος, ὃν κληθῆναι νομίζουσι Βόσπορον Ἰοῦς διανηξα-
μένης, ὅτε βοῦς γενομένη κατὰ ζηλοτυπίαν Ἥρας ἔφευγεν.
 ἐς τοσοῦτον παραδοξολογίας ἐπειγόμενος ὁ Μιθριδάτης
ἐφικέσθαι ὅμως ἐπενόει καὶ διώδευεν ἔθνη Σκυθικὰ καὶ

Αππιανός. Mithridatica Section 478, l. 3

ρας δ' ἐπιπέμψαντος ἐκείνου προλαβὼν ἑαυτὸν ἔκτεινεν.


ὁ δὲ Μιθριδάτης αὐτοῦ τῶν φίλων, οὓς μὲν αὐτὸς ἐς τὴν
ἀρχὴν ἀπιόντι ἐδεδώκει, πάντας ἔκτεινε, τοὺς δὲ τοῦ παι-
139

δὸς ἀπαθεῖς ὡς ὑπηρέτας ἰδίου φίλου γενομένους ἀφῆκε.


 καὶ τάδε μὲν ἦν ἀμφὶ τὸν Μιθριδάτην, ὁ δὲ Πομπήιος
αὐτὸν εὐθὺς μὲν ἐπὶ τῇ φυγῇ μέχρι Κόλχων ἐδίωξε, μετὰ
δὲ τοὺς Κόλχους οὐδαμοῦ δόξας αὐτὸν οὔτε τὸν Πόντον
οὔτε τὴν Μαιώτιδα λίμνην περιελεύσεσθαι οὐδὲ μεγάλοις
ἔτι πράγμασιν ἐγχειρήσειν ἐκπεσόντα, τοὺς Κόλχους ἐπῄει
καθ' ἱστορίαν τῆς Ἀργοναυτῶν καὶ Διοσκούρων καὶ
Ἡρακλέους ἐπιδημίας, τὸ πάθος μάλιστα ἰδεῖν ἐθέλων,
ὃ Προμηθεῖ φασι γενέσθαι περὶ τὸ Καύκασον ὄρος.
χρυσοφοροῦσι δ' ἐκ τοῦ Καυκάσου πηγαὶ πολλαὶ ψῆγμα
ἀφανές· καὶ οἱ περίοικοι, κῴδια τιθέντες ἐς τὸ ῥεῦμα βα-
θύμαλλα, τὸ ψῆγμα ἐνισχόμενον αὐτοῖς ἐκλέγουσι. καὶ
τοιοῦτον ἦν ἴσως καὶ τὸ χρυσόμαλλον Αἰήτου δέρος. τὸν
οὖν Πομπήιον ἐπὶ τῇ ἱστορίᾳ ἀνιόντα οἱ μὲν ἄλλοι παρ-
έπεμπον, ὅσα ἔθνη γείτονα·
Αππιανός. Bellum civile Book 5, ch. 1, sec. 11, l. 13

του σχῆμα καὶ βίον ἔχων, εἴθ' ὡς ἐν ἀλλοτρίᾳ τε


ἀρχῇ καὶ βασιλευούσῃ πόλει, εἴτε τὴν χειμασίαν
ὡς πανήγυριν ἄγων, ἐπεὶ καὶ φροντίδας ἀπετέ-
θειτο καὶ ἡγεμόνων θεραπείαν, καὶ στολὴν εἶχε
τετράγωνον Ἑλληνικὴν ἀντὶ τῆς πατρίου, καὶ
ὑπόδημα ἦν αὐτῷ λευκὸν Ἀττικόν, ὃ καὶ Ἀθη-
ναίων ἔχουσιν ἱερεῖς καὶ Ἀλεξανδρέων, καὶ
καλοῦσι φαικάσιον. ἔξοδοί τε ἦσαν αὐτῷ ἐς  
ἱερὰ ἢ γυμνάσια ἢ φιλολόγων διατριβὰς μόναι καὶ
δίαιτα μεθ' Ἑλλήνων ὑπὸ Κλεοπάτρᾳ, ᾗ δὴ καὶ
μάλιστα τὴν ἐπιδημίαν ἀνετίθει.
 Καὶ τὰ μὲν περὶ Ἀντώνιον ἦν τοιάδε·
Καίσαρι δὲ ἐς τὴν Ῥώμην ἐπανιόντι ἥ τε νόσος
αὖθις ἤκμαζεν ἐν Βρεντεσίῳ μάλιστα ἐπικινδύνως,
καὶ φήμη διήνεγκεν αὐτὸν καὶ τεθνάναι. ῥαΐσας
δ' ἐσῆλθεν ἐς τὴν πόλιν καὶ τοῖς Ἀντωνίου τὰ
γράμματα ἐδείκνυε τὰ Ἀντωνίου. οἱ δὲ Καληνόν
τε προσέτασσον ἀποδοῦναι τὰ δύο τέλη τῷ Καί-
σαρι καὶ ἐς Λιβύην ἐπέστελλον Σεξστίῳ Λιβύης
καὶ αὐτὸν Καίσαρι ἀποστῆναι. καὶ οἱ μὲν οὕτως
ἐποίουν, ὁ δὲ Καῖσαρ οὐδὲν ἀνήκεστον ἁμαρτεῖν

Αππιανός. Bellum civile Book 5, ch. 2, sec. 14, l. 8

ματα καὶ οἰκήματα δωρουμένῳ καὶ καταβοωμένῳ  


μὲν ἐπιφθόνως ὑπὸ τῶν ἀφαιρουμένων, φέροντι δὲ
τὴν ὕβριν ἐς χάριν τοῦ στρατοῦ.
 Ταῦτα δὲ ὁρῶν ὅ τε ἀδελφὸς ὁ τοῦ Ἀν-
τωνίου Λεύκιος Ἀντώνιος, ὑπατεύων τότε, καὶ ἡ
γυνὴ τοῦ Ἀντωνίου Φουλβία καὶ ὁ τῆς ἀποδημίας
ἐπιτροπεύων τῷ Ἀντωνίῳ Μάνιος, ἵνα μὴ Καί-
σαρος δόξειε τὸ ἔργον ἅπαν εἶναι μηδὲ μόνος
140

αὐτοῦ τὴν χάριν ἀποφέροιτο μηδ' ἔρημος ὁ


Ἀντώνιος εὐνοίας στρατιωτῶν γένοιτο, τὰς κατοι-
κίσεις ἐτέχναζον ἐς τὴν ἐπιδημίαν Ἀντωνίου
διατρίβειν. οὐ δυνατοῦ δὲ φαινομένου διὰ τὸν
στρατὸν ἐπείγοντα, τοὺς οἰκιστὰς τῶν Ἀντωνίου
τελῶν ἠξίουν Καίσαρα παρὰ σφῶν λαβεῖν, τῆς
μὲν συνθήκης Ἀντωνίου μόνῳ Καίσαρι διδούσης,
ἐπιμεμφόμενοι δὲ ὡς οὐ παρόντι τῷ Ἀντωνίῳ.
καὶ ἐς τὸν στρατὸν αὐτοὶ τήν τε Φουλβίαν παρά-
γοντες καὶ τὰ παιδία τὰ Ἀντωνίου, μάλα ἐπι-
φθόνως ἱκέτευον μὴ περιιδεῖν Ἀντώνιον ἢ δόξης ἢ
χάριτος τῆς ἐς αὐτοὺς ὑπηρεσίας ἀφαιρούμενον.
ἤκμαζε δὲ ἐν τῷ τότε μάλιστα τὸ κλέος τὸ Ἀν

Chariton Scr. Erot., De Chaerea et Callirhoe Book 2, ch. 3, sec. 1, l. 3

δὲ καλὸν ζεῦγος οὐκ ἐτήρησας· καίτοιγε ἡμεῖς σε ἐκοσμοῦμεν. ἐπεὶ


δὲ οὕτως ἐβουλήθης, μίαν αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ χάριν· μηδενί με
ποιήσῃς μετ' ἐκεῖνον ἀρέσαι.” πρὸς τοῦτο ἀνένευσεν ἡ Ἀφροδίτη·
μήτηρ γάρ ἐστι τοῦ Ἔρωτος, καὶ πάλιν ἄλλον ἐπολιτεύετο γάμον,
ὃν οὐδὲ αὐτὸν ἔμελλε τηρήσειν. ἀπαλλαγεῖσα δὲ ἡ Καλλιρόη
λῃστῶν καὶ θαλάσσης τὸ ἴδιον κάλλος ἀνελάμβανεν, ὥστε θαυμάζειν
τοὺς ἀγροίκους καθημέραν εὐμορφοτέρας αὐτῆς βλεπομένης.
 Ὁ δὲ Λεωνᾶς, καιρὸν ἐπιτήδειον εὑρών, Διονυσίῳ λόγους προσή-
νεγκε τοιούτους· “ἐν τοῖς παραθαλασσίοις, ὦ δέσποτα, χωρίοις οὐ γέγο-
νας ἤδη χρόνῳ πολλῷ καὶ ποθεῖ τὰ ἐκεῖ τὴν σὴν ἐπιδημίαν. ἀγέλας
σε δεῖ καὶ φυτείας θεάσασθαι, καὶ ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν ἐπείγει.
χρῆσαι καὶ τῇ πολυτελείᾳ τῶν οἰκιῶν ἃς σοῦ κελεύσαντος ᾠκοδομή-
σαμεν· οἴσεις δὲ καὶ τὸ πένθος ἐλαφρότερον ἐκεῖ, περισπώμενος ὑπὸ
τῆς τῶν ἀγρῶν ἀπολαύσεως καὶ διοικήσεως. ἐὰν δέ τινα ἐπανέσῃς
ἢ βουκόλον ἢ ποιμένα, δώσεις αὐτῷ τὴν νεώνητον γυναῖκα.” ἤρεσε
τῷ Διονυσίῳ ταῦτα καὶ προεῖπε τὴν ἔξοδον εἰς ῥητὴν ἡμέραν.  
παραγγελίας δὲ γενομένης παρεσκεύαζον ἡνίοχοι μὲν ὀχήματα,
ἱπποκόμοι δὲ ἵππους, ναῦται δὲ πορθμεῖα· φίλοι παρεκαλοῦντο
συνοδεύειν καὶ πλῆθος ἀπελευθέρων· φύσει γὰρ ἦν ὁ Διονύσιος
μεγαλοπρεπής. ἐπεὶ δὲ πάντα ηὐτρέπιστο, τὴν μὲν παρασκευὴν καὶ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Paedagogus Book 2, ch. 8, subch. 75, sec. 2, l. 2

σκανδάλων καὶ ἁμαρτιῶν καὶ τῶν τοιούτων ἀκανθῶν καὶ τὸν διάβολον
καταργήσας εἰκότως ἐπευχόμενος εἴρηκεν· «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ
κέντρον;» καὶ ἡμεῖς μὲν ἐξ ἀκανθῶν τρυγῶμεν σταφυλὴν καὶ σῦκα
ἀπὸ βάτων· οἳ δὲ εἰς τραύματα καταξαίνονται, ἐφ' οὓς ἐξεπέτασε
τὰς χεῖρας ἐπὶ λαὸν ἀπειθῆ καὶ ἄκαρπον.
 Ἔχοιμ' ἄν σοι καὶ ἄλλο μυστικὸν ἐνταῦθα εἰπεῖν. Ἐπεὶ γὰρ ὁ
παγκρατὴς κύριος τῶν ὅλων, ὁπηνίκα νομοθετεῖν ἤρχετο τῷ λόγῳ,
[καὶ] τῷ Μωσεῖ καταφανῆ ἐβούλετο γενέσθαι τὴν αὑτοῦ δύναμιν,
141

ὄψις αὐτῷ δείκνυται θεοειδὴς φωτὸς μεμορφωμένου ἐπὶ φλεγομένῳ


βάτῳ· τὸ δὲ ἀκανθῶδες φυτόν ἐστιν, ὁ βάτος· ἐπειδὴδὲ ἐπαύσατο
τῆς νομοθεσίας καὶ τῆς εἰς ἀνθρώπους ἐπιδημίας ὁ λόγος, ὁ κύριος
μυστικῶς αὖθις ἀναστέφεται ἀκάνθῃ, ἐνθένδε ἀπιὼν ἐκεῖσε ὅθεν
κατῆλθεν, ἀνακεφαλαιούμενος τὴν ἀρχὴν τῆς καθόδου τῆς παλαιᾶς,  
ὅπως ὁ διὰ βάτου τὸ πρῶτον ὀφθείς, ὁ λόγος, διὰ τῆς ἀκάνθης
ὕστερον ἀναληφθεὶς μιᾶς ἔργον τὰ πάντα δείξῃ δυνάμεως, εἷς ὢν
ἑνὸς ὄντος τοῦ πατρός, ἀρχὴ καὶ τέλος αἰῶνος.
      
 Ἀλλ' ἐξέβην γὰρ τοῦ παιδαγωγικοῦ τύπου τὸ διδασκαλικὸν
εἶδος παρεισάγων, αὖθις οὖν ἐπὶ τὸ προκείμενον ἐπάνειμι. Ὡς μὲν
οὖν ἐν φαρμάκου μοίρᾳ ἰάσεως ἕνεκα, ἔσθ' ὅπῃ δὲ καὶ διαχύσεως
σώφρονος, οὐκ ἀποβλητέον τὴν ἀπὸ τῶν ἀνθῶν τέρψιν καὶ τὴν

Κλήμης Αλεξανδρινός. Stromata Book 5, ch. 1, sec. 3, subsection 4, l. 1

ὡς ἐπαναπαύεσθαι αὐτῇ τοὺς περὶ τῶν μεταρσίων λόγους. εἰ γὰρ


φύσει τις τὸν θεὸν ἐπίσταται, ὡς Βασιλείδης οἴεται, [τὴν] νόησιν τὴν
ἐξαίρετον πίστιν ἅμα καὶ βασιλείαν καὶ καλῶν κτίσιν, † οὐσίας ἀξίαν
τοῦ ποιήσαντος πλησίον ὑπάρχειν αὐτήν, ἑρμηνεύων, οὐσίαν, ἀλλ' οὐκ
ἐξουσίαν, καὶ φύσιν καὶ ὑπόστασιν, κτίσεως ἀνυπερθέτου κάλλος
ἀδιόριστον, οὐχὶ δὲ ψυχῆς αὐτεξουσίου λογικὴν συγκατάθεσιν λέγει
τὴν πίστιν. παρέλκουσι τοίνυν αἱ ἐντολαὶ αἵ τε κατὰ τὴν παλαιὰν
αἵ τε κατὰ τὴν νέαν διαθήκην, φύσει σῳζομένου, ὡς Οὐαλεντῖνος
βούλεται, τινὸς καὶ φύσει πιστοῦ καὶ ἐκλεκτοῦ ὄντος, ὡς Βασιλείδης
νομίζει. ἦν δ' ἂν καὶ δίχα τῆς τοῦ σωτῆρος παρουσίας χρόνῳ ποτὲ
ἀναλάμψαι δύνασθαι τὴν φύσιν. εἰ δὲ ἀναγκαίαν τὴν ἐπιδημίαν τοῦ  
κυρίου φήσαιεν, οἴχεται αὐτοῖς τὰ τῆς φύσεως ἰδιώματα, μαθήσει καὶ
καθάρσει καὶ τῇ τῶν ἔργων εὐποιίᾳ, ἀλλ' οὐ φύσει σῳζομένης τῆς
ἐκλογῆς. ὁ γοῦν Ἀβραὰμ δι' ἀκοῆς πιστεύσας τῇ φωνῇ τῇ ὑπὸ τὴν
δρῦν τὴν ἐν Μαμβρῇ ἐπαγγειλαμένῃ «σοὶ δίδωμι τὴν γῆν ταύτην
καὶ τῷ σπέρματί σου» ἤτοι ἐκλεκτὸς ἦν ἢ οὔ; ἀλλ' εἰ μὲν οὐκ ἦν,
πῶς εὐθέως ἐπίστευσεν οἷον φυσικῶς; εἰ δὲ ἦν ἐκλεκτός, λέλυται
αὐτοῖς ἡ ὑπόθεσις, εὑρισκομένης καὶ πρὸ τῆς τοῦ κυρίου παρουσίας
ἐκλογῆς καὶ δὴ καὶ σῳζομένης· «ἐλογίσθη γὰρ αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην.»
ἐὰν γάρ τις τολμήσας λέγῃ Μαρκίωνι ἑπόμενος τὸν δημιουργὸν σῴζειν
τὸν εἰς αὐτὸν πιστεύσαντα [καὶ πρὸ τῆς τοῦ κυρίου παρουσίας ἐκ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Stromata Book 6, ch. 9, sec. 79, subsection 2, l. 6

τὸ ἄστρον τὴν ναῦν κατευθύνοντες, πρὸς πᾶσαν καθήκουσαν πρᾶξιν


ἑτοίμως ἔχειν παρεσκευασμένος, πάντα τὰ ὀχληρὰ καὶ δεινὰ εἰθισμένος
ὑπερορᾶν, ὅταν ὑπομεῖναι δέῃ, μηδὲν προπετὲς μηδὲ ἀσύμφωνον
μήτε αὑτῷ μήτε τοῖς κοινοῖς ποτε ἐπιτελῶν, προορατικὸς ὢν καὶ
ἄκαμπτος ἡδοναῖς ταῖς τε ὕπαρ ταῖς τε δι' ὀνειράτων· διαίτῃ γὰρ
λιτῇ καὶ αὐταρκείᾳ συνειθισμένος σωφρονικῶς, εὐσταλὴς μετὰ σεμ-
142

νότητος ὑπάρχει, ὀλίγων τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὸ διαζῆν δεόμενος,


μηδὲν περιττὸν πραγματευόμενος, ἀλλὰ μηδὲ ταῦτα ὡς προηγούμενα,
ἐκ δὲ τῆς κατὰ τὸν βίον κοινωνίας ὡς ἀναγκαῖα τῇ τῆς σαρκὸς
ἐπιδημίᾳ, εἰς ὅσον ἀνάγκη, προσιέμενος· προηγουμένη γὰρ αὐτῷ
ἡ γνῶσις.
 Κατ' ἐπακολούθημα τοίνυν καὶ τοῖς εἰς γνῶσιν γυμνάζουσιν
αὐτὸν προσανάκειται, παρ' ἑκάστου μαθήματος τὸ πρόσφορον τῇ
ἀληθείᾳ λαμβάνων, τῆς μὲν οὖν μουσικῆς τὴν ἐν τοῖς ἡρμοσμένοις
ἀναλογίαν διώκων, ἐν δὲ τῇ ἀριθμητικῇ τὰς αὐξήσεις καὶ μειώσεις
τῶν ἀριθμῶν παρασημειούμενος καὶ τὰς πρὸς ἀλλήλους σχέσεις καὶ
ὡς τὰ πλεῖστα ἀναλογίᾳ τινὶ ἀριθμῶν ὑποπέπτωκεν,ἐν δὲ τῇ γεω-
μετρικῇ οὐσίαν αὐτὴν ἐφ' ἑαυτῆς θεωρῶν καὶ ἐθιζόμενος συνεχές τι
διάστημα νοεῖν καὶ οὐσίαν ἀμετάβλητον, ἑτέραν τῶνδε τῶν σωμά-
των οὖσαν· ἔκ τε αὖ τῆς ἀστρονομίας γῆθεν αἰωρούμενος [τε] τῷ

Marcus Aurelius Antoninus Imperator Phil., Τὰ εἰς ἑαυτόν


Book 2, ch. 17, sec. 1, l. 5
ἡδονῆς ἢ πόνου. τέταρτον, ὅταν ὑποκρίνηται καὶ ἐπιπλάστως καὶ
ἀναλήθως τι ποιῇ ἢ λέγῃ. πέμπτον, ὅταν πρᾶξίν τινα ἑαυτῆς καὶ
ὁρμὴν ἐπ' οὐδένα σκοπὸν ἀφιῇ, ἀλλ' εἰκῇ καὶ ἀπαρακολουθήτως
ὁτιοῦν ἐνεργῇ, δέον καὶ τὰ μικρότατα κατὰ τὴν ἐπὶ τὸ τέλος
ἀναφορὰν γίνεσθαι· τέλος δὲ λογικῶν ζῴων τὸ ἕπεσθαι τῷ τῆς
πόλεως καὶ πολιτείας τῆς πρεσβυτάτης λόγῳ καὶ θεσμῷ.
 Τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ὁ μὲν χρόνος στιγμή, ἡ δὲ οὐσία ῥέουσα, ἡ
δὲ αἴσθησις ἀμυδρά, ἡ δὲ ὅλου τοῦ σώματος σύγκρισις εὔσηπτος, ἡ
δὲ ψυχὴ ῥόμβος, ἡ δὲ τύχη δυστέκμαρτον, ἡ δὲ φήμη ἄκριτον·
συνελόντι δὲ εἰπεῖν, πάντα τὰ μὲν τοῦ σώματος ποταμός, τὰ δὲ
τῆς ψυχῆς ὄνειρος καὶ τῦφος, ὁ δὲ βίος πόλεμος καὶ ξένου ἐπιδημία,
ἡ δὲ ὑστεροφημία λήθη. τί οὖν τὸ παραπέμψαι δυνάμενον; ἓν καὶ
μόνον φιλοσοφία· τοῦτο δὲ ἐν τῷ τηρεῖν τὸν ἔνδον δαίμονα ἀνύβρι-
στον καὶ ἀσινῆ, ἡδονῶν καὶ πόνων κρείττονα, μηδὲν εἰκῇ ποιοῦντα
μηδὲ διεψευσμένως καὶ μεθ' ὑποκρίσεως, ἀνενδεῆ τοῦ ἄλλον ποιῆσαί
τι ἢ μὴ ποιῆσαι· ἔτι δὲ τὰ συμβαίνοντα καὶ ἀπονεμόμενα δεχόμενον
ὡς ἐκεῖθέν ποθεν ἐρχόμενα, ὅθεν αὐτὸς ἦλθεν· ἐπὶ πᾶσι δὲ τὸν
θάνατον ἵλεῳ τῇ γνώμῃ περιμένοντα ὡς οὐδὲν ἄλλο ἢ λύσιν τῶν
στοιχείων, ἐξ ὧν ἕκαστον ζῷον συγκρίνεται. εἰ δὲ αὐτοῖς τοῖς
στοιχείοις μηδὲν δεινὸν ἐν τῷ ἕκαστον διηνεκῶς εἰς ἕτερον μεταβάλ-
λειν, διὰ τί ὑπίδηταί τις τὴν πάντων μεταβολὴν καὶ διάλυσιν; κατὰ

Maximus Soph., Dialexeis Lecture 7, ch. 4, sec. c, l. 2

δεὶς νοσῶν τὸ σῶμα συκοφαντεῖ, ἢ τυμβωρυχεῖ, ἢ ληΐ-


ζεται, ἤ τι ἄλλο δρᾷ κακὸν μέγα· νόσος σώματος ἀν-
ιαρὸν τῷ ἔχοντι· νόσος ψυχῆς ἀνιαρὸν καὶ τῷ πλησίον.
 Θέασαι τὸ λεγόμενον ὡδὶ σαφέστερον ἐπὶ πολιτι-
κῆς εἰκόνος. Ἀθήνησιν ἐν δημοκρατουμένῃ πόλει, καὶ
ἀκμαζούσῃ πλήθει ἀνδρῶν καὶ μεγέθει ἀρχῆς καὶ δυ-  
143

νάμει χρημάτων καὶ εὐπορίᾳ στρατηγῶν, ὑπὸ Περικλεῖ


δυναστεύοντι, λοιμὸς ἐμπεσών, ἐξ Αἰθιοπίας ἀρξάμενος,
καὶ καταβὰς διὰ τῆς βασιλέως γῆς, καὶ τελευτήσας
ἐκεῖ, καὶ ἱδρυθεὶς αὐτόθι, ἔφθειρε τὴν πόλιν. συνεπ-
ελάμβανεν δὲ τῇ τοῦ κακοῦ ἐπιδημίᾳ καὶ ἐκ Πελο-
ποννήσου πόλεμος. Δῃουμένης δὲ τῆς γῆς, καὶ φθειρο-
μένης τῆς πόλεως, καὶ ἀναλισκομένων τῶν σωμάτων,
καὶ μαραινομένης τῆς δυνάμεως, καὶ ἀπαγορεύοντος
τῇ πόλει τοῦ σώματος, εἷς ἀνήρ, οἷον ψυχὴ πόλεως, ὁ
Περικλῆς ἐκεῖνος, ἄνοσος καὶ ὑγιὴς μένων, ἐξώρθου
τὴν πόλιν καὶ ἀνίστη, καὶ ἀνεζωπύρει, καὶ ἀντετάττετο
τῷ λοιμῷ καὶ τῷ πολέμῳ. Θέασαι δὴ καὶ τὴν δευτέραν
εἰκόνα. Ὅτε μὲν ὁ λοιμὸς ἐπέπαυτο, καὶ τὸ πλῆθος
ἔρρωτο, καὶ ἡ δύναμις ἤκμαζεν· τότε δὴ τὸ ἀρχικὸν
μέρος τῆς πόλεως ἐνόσει νόσον δεινὴν καὶ ἐγγύτατα

Rufus Med., Quaestiones medicinales Section 64, l. 5

πονηραί, αἱ δὲ κατὰ ἧπαρ καὶ σπλῆνα κακουργοῦσαι, αἱ δέ τινες καὶ


λίθον ἐν νεφροῖς καὶ κύστε[ς]ι τίκτουσαι, ἄλλαι δὲ ἄλλα παρεχόμεναι, αἱ
μὲν κακά, αἱ δὲ ἀγαθά. τὸ μὲν γὰρ ἐν Λεοντίνοις τῆς Σικελίας ὕδωρ ἀπο-
κτείνει τοὺς πιόντας, καὶ τὸ ἐν Φενεῷ τῆς Ἀρκαδίας τὸ καλούμενον ὕδωρ
Στυγός. τὸ δὲ ἐν Κλείτορι τῆς Ἀρκαδίας, εἴ τις ἐν αὐτῷ λούσαιτο, οὐκ
ἂν οὐδὲ ὀσμῆς ἀνάσχοιτο οἴνου. τὸ δὲ ἐν τῇ Λυγκηστίδι εἰς μέθην
ἐμβάλλει· τὸ δὲ ἐν Χαλκίδι τῆς Ἀρεθούσης ποδάγραν ἐμποιεῖ. ὅσαι δὲ
ἕτεραι φύσεις εὑρίσκονται παρ' ἑκάστοις τῶν ὑδάτων καὶ καρπῶν καὶ
ἀέρων οὐδὲν ἐοικυῖαι ταῖς ὡς ἐπίπαν καθεστηκυίαις, [ἃς] χρὴ πυν-
θανόμενον παρὰ τῶν ἐπιχωρίων ἢ πειράζοντα ἐν χρόνῳ εἰδέναι. διάγνω-
σις γὰρ ἀκριβὴς ἄλλη οὐκ ἔστιν, ἐπεὶ οὐδὲ νοσήματα ἐπιδήμια ἔστιν
ἑτέρως εἰδέναι· πολὺς γὰρ κἀν τούτοις ὁ παράλογος καθ' ἑκάστην χώραν.
ἐν γοῦν τῇ Ἀραβίων γίγνεται νόσημα ὄφις, ὃ σημαίνει ἑλληνιστὶ
νεῦρον. ἔστι δὲ πάχος ὅσον χορδή, ὃ κινεῖται καὶ ἀναστρέφεται ἐν τῇ
σαρκὶ ὥσπερ τὰ ἑρπετά, μάλιστα δὲ κατὰ μηροὺς καὶ κνήμας, ἀτὰρ καὶ
ἄλλῃ τοῦ σώματος. ἐγὼ γοῦν ἐν Αἰγύπτῳ εἶδον ἄνθρωπον Ἀράβιον
ἔχοντα τὴν νόσον τήνδε, καὶ ὁπότε ἔξω προκύπτειν μέλλοι, ὠδυνᾶτο καὶ
ἐπύρεσσε, καὶ ἀνῴδει ὥσπερ τὰ ἐμπυήματα, μέχρι δὴ διελθὼν ἐμύδησε καὶ  
διεσάπη. ἐκείνῳ μὲν κατὰ κνήμην οὕτως ἔσχε,τῇ θεραπαίνῃ δὲ αὐτοῦ
κατ' ὀμφαλόν, ἄλλῃ δέ τινι κατὰ βουβῶνα. πυνθανομένῳ δέ μοι, εἰ
συνήθης ἐστὶν Ἀραβίοις ἡ νόσος, ἔφασκον μὲν καὶ Ἀραβίους οὕτως

Theopompus Hist., Frag. Vol.-Jacobyʹ-F 2b,115,F, Frag. 248, l. 19

εἰ μὴ ὑπὸ τοῦ πλήθους ἐκωλύθη. τῶι δὲ Λυκόλα τῶι


τοῦ Τριχονείου υἱῶι Φυσκίδαι ὄντι καλῶι Ὀνόμαρχος
ἔδωκεν» φησί«στέφανονχρυσοῦν δάφνης, Ἐφεσίων
ἀνάθημα. οὗτος ὁ παῖς πρὸς Φίλιππον ἀχθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρὸς
κἀκεῖ προαγωγευόμενος οὐδὲν λαβὼν ἀπεστάλη. τῶι Ἐπιλύκου τοῦ
144

Ἀμφιπολίτου υἱῶι ὄντι καλῶι Δαμίππωι Πλεισθένους ἀνάθημα Ὀνό-


μαρχος ἔδωκε. Φαρσαλίαι τῆι Θεσσαλίδι ὀρχηστρίδι δάφνης στέφανον
χρυσοῦν Φιλόμηλος ἔδωκε Λαμψακηνῶν ἀνάθημα. αὕτη ἡ Φαρσαλία ἐν
Μεταποντίωι ὑπὸ τῶν ἐν τῆι ἀγορᾶι μάντεων, γενομένης φωνῆς ἐκ τῆς
δάφνης τῆς χαλκῆς, ἣν ἔστησαν Μεταποντῖνοι κατὰ τὴν Ἀριστέα τοῦ
Προκονησίου ἐπιδημίαν, ὅτ' ἔφησεν ἐξ Ὑπερβορέων παραγεγονέναι, ὡς
τάχιστα ὤφθη εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβαλοῦσα, ἐμμανῶν γενομένων τῶν μάντεων
διεσπάσθη ὑπ' αὐτῶν. καὶ τῶν ἀνθρώπων ὕστερον ἀναζητούντων τὴν
αἰτίαν εὑρέθη διὰ τὸν τοῦ θεοῦ στέφανον ἀνηιρημένη.»
 ATHEN. XII 43 p. 532 D E: ἐν δὲ τῶι ἐπιγραφομένωι
τοῦ Θεοπόμπου συγγράμματι Περὶ τῶν ἐκ Δελφῶν συληθέντων χρημάτων
«Χάρητι» φησί«τῶι Ἀθηναίωι διὰ Λυσάνδρου τάλαντα
ἑξήκοντα, ἀφ' ὧν ἐδείπνισεν Ἀθηναίους ἐν τῆι ἀγορᾶι
θύσας τὰ ἐπινίκια τῆς γενομένης μάχης πρὸς τοὺς
Φιλίππου ξένους· ὧν ἡγεῖτο μὲν Ἀδαῖος ὁ Ἀλεκτρυὼν ἐπικαλούμενος.»

Antigonus Paradox., Historiarum mirabilium collectio Ch. 117, sec. 1, l. 2

καὶ διαλιπὼν προσέθηκεν    οὔ με μὴ λάθῃ φλέγων


  ὀφθαλμός, ἥτις ἀνδρὸς ᾖ γεγευμένη·
  ἔχω δὲ τούτων θυμὸν ἱππογνώμονα.
 Πολλῶν δὲ ὄντων, ὧν καταγέγραφεν Ἀριστοτέλης, ἐπὶ
τοσοῦτον ἠδυνήθημεν ἡμεῖς ἐπὶ τοῦ παρόντος τὰ μὲν ἐκλέξαι,
τὰ δ' ἀναμνησθῆναι.
..... φησὶν δ' ὁ ἱστοριογράφος Ἀρσάμην τὸν
Πέρσην εὐθὺς ἐκ γενετῆς ὀδόντας ἔχειν.
 Μυρσίλος δὲ ὁ Λέσβιος Λοκροὺς τοὺς Ὀζόλας
τῆς ἐπιδημίου ἐπωνυμίας τετυχηκέναι, ὅτι τῆς χώρας τῆς
αὐτῶντὸ ὕδωρ ὄζει καὶ μάλιστα τοῦ Ταφίου καλουμένου
ὄρους· καὶ ῥεῖν αὐτόθεν εἰς θάλασσαν ὥσπερ πύον· τεθάφθαι
δ' ἐν τῷ ὄρει τούτῳ Νέσσον τὸν Κένταυρον, ὃν Ἡρακλῆς
ἀπέκτεινεν.
 Τὰς δὲ Λημνίας δυσόσμους γενέσθαι Μηδείας
ἀφικομένης μετ' Ἰάσονος καὶ φάρμακα ἐμβαλούσης εἰς τὴν
νῆσον· κατὰ δή τινα χρόνον καὶ μάλιστα ἐν ταύταις ταῖς ἡμέ-
ραις, ἐν αἷς ἱστοροῦσιν τὴν Μήδειαν παραγενέσθαι, δυσώδεις
αὐτὰς οὕτως γίνεσθαι, ὥστε μηδένα προσιέναι.  
 Θεόπομπος δέ φησιν ὁ ἱστοριογράφος τὸ κα

Polemon Perieg., Frag. Frag. t47-52, l. 2

  

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΗΣΙΝ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΟΥΣ ΕΠΙΔΗΜΙΑΣ.

E LIBRO SECUNDO.
145

 Schol. Aristoph. Av. 11: Ἐξηκεστίδης ... Μέμνη-


ται δὲ αὐτοῦ καὶ Πολέμων ἐν τῷ δευτέρῳ Περὶ τῆς
Ἀθήνησιν Ἐρατοσθένους ἐπιδημίας,
λέγων· «Ὁ δὲ Ἐξηκεστίδης, κιθαρῳδὸς Πυ-
θιονίκης, νικᾷ δὲ καὶ τὸν τῶν Καρνείων ἀγῶνα τὸν ἐν
Λακεδαίμονι, καὶ Παναθήναια δίς.»

Polemon Perieg., Frag. Frag. 47, l. 3

E LIBRO INCERTO.

 Athenaeus XIV: Τὸν δὲ Μαίσωνα Πολέ-


μων ἐν τοῖς Πρὸς Τίμαιον ἐκ τῶν ἐν Σικελίᾳ φησὶν εἶναι
Μεγαρέων, καὶ οὐκ ἐκ τῶν Νισαίων.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΗΣΙΝ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΟΥΣ


ΕΠΙΔΗΜΙΑΣ.

E LIBRO SECUNDO.

 Schol. Aristoph. Av. 11: Ἐξηκεστίδης ... Μέμνη-


ται δὲ αὐτοῦ καὶ Πολέμων ἐν τῷ δευτέρῳ Περὶ τῆς
Ἀθήνησιν Ἐρατοσθένους ἐπιδημίας,
λέγων· «Ὁ δὲ Ἐξηκεστίδης, κιθαρῳδὸς Πυ-
θιονίκης, νικᾷ δὲ καὶ τὸν τῶν Καρνείων ἀγῶνα τὸν ἐν
Λακεδαίμονι, καὶ Παναθήναια δίς.»

Polemon Perieg., Frag. Frag. 51, l. 2

Καὶ προθύονται πρὸ τῆς θυσίας κριὸν Ἡσύχῳ ἱερὸν


ἥρῳ, τοῦτον οὕτω καλοῦντες διὰ τὴν εὐφημίαν· οὗ τὸ
ἱερόν ἐστι παρὰ τὸ Κολώνειον, ἐκτὸς τῶν Ἐννέα πυ-
λῶν.»
 Hesych. v. Δευτερόποτμος, ὁ ὑπό τινων ὑστερό-
ποτμος· οὕτω δὲ ἔλεγον ὁπόταν τινὶ ὡς τεθνεῶτι τὰ
νομιζόμενα ἐγένετο καὶ ὕστερον ἀνεφάνη ζῶν. Ὁ δὲ
Πολέμων καὶ ἀπειρῆσθαι τοῖς τοιούτοις εἰσιέναι εἰς τὸ
ἱερὸν τῶν Σεμνῶν φησι θεῶν.
 Hesych.: Βίῃφι, δύναμις, βία,
ὡς Πολέμων ἐν Ἐρατοσθένους ἐπιδημίᾳ.
 Hesych.: Ἐφωδίων. Ἐρατοσθένης διὰ τοῦ τ Ἐφω-
τίων ἀναγράφει, Μαινάλιον, περιοδονίκην, παγκρα-
τιαστήν· ὁ δὲ Πολέμων διὰ τοῦ δ.
146

ΠΡΟΣ ΝΕΑΝΘΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑΙ.

 Athenaeus XIII: Διαβόητα δ' ἐστὶ καὶ


τὰ ἐπὶ Κρατίνῳ τῷ Ἀθηναίῳ γενόμενα, κ. τ. λ. (Vide
Neanthis fr. 24.) Οὐκ ἀγνοῶ δὲ, ὅτι τὰ περὶ Κρα-
τίνου καὶ Ἀριστοδήμου πεπλάσθαι φησὶ Πολέμων
ὁ περιηγητὴς ἐν ταῖς Πρὸς τὸν Νεάνθην ἀντιγραφαῖς.

Alexander Rhet., Soph., Περὶ ῥητορικῶν ἀφορμῶν (Frag.) P. 6, l. 7

ἐναλίων, τῶν ἐπιγείων, καὶ ἑξῆς τὸ ἄστυ καὶ τὸ χωρίον


ἐπαινοῖτο ἄν. εἶτ' ἐπὶ ποίας τέχνης λέγεται, καὶ πότερον
μιᾶς ἢ πασῶν ἢ πολλῶν, ὥσπερ Ἀθηνᾶ ἐπὶ πασῶν εἶναι
τῶν τεχνῶν, καὶ ὁ Ζεὺς ἐπὶ μαντείας καὶ ὁ Ἀπόλλων.  
εἶθ' ὅσα κατώρθωται διὰ τῆς τέχνης, ἣν μεταχειρίζεται
καὶ ἧς προέστηκεν. εἶτα τίνα εὑρήματα ἐγένετο τοῦ θεοῦ
ἢ λέγονται. εἶτα εἴ τινα ἐν θεοῖς αὐτοῦ ἢ πρὸς θεοὺς
ἔργα, ὥσπερ τῷ Διῒ ἡ ἀρχή, καὶ τῷ Ἑρμῇ ἡ κηρυκεία.
εἶτα ποταπὸς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐφάνη, ἔνθα δὴ ἡ
φιλανθρωπία. εἶτα τίνα αὐτοῦ ζῶα ἱερά, τίνα δένδρα,
τίνα χωρία, καὶ εἴ τινες ἐπιδημίαι καὶ ξενίαι ἀντὶ τῆς
ὑποδοχῆς δοθέντα καὶ μετὰ τίνων θεῶν ἐστιν, ὡς Ἀπόλ-
λων μετὰ τῶν Μουσῶν.  

Δίων Χρυσόστομος. Orationes


Oration 28, sec. 1, l. 2

περὶ τὸ σῶμα ἔχουσι σχεδὸν οἱ ἀνόητοι· τὸν μὲν ἄλλον χρόνον οὐ-
θὲν αὐτοῖς μέλει ὅπως δύνωνται ὑγιαίνειν, ἀλλὰ σιτίοις τε καὶ
οἴνῳ καὶ ἀφροδισίοις καὶ τῇ ἄλλῃ διαίτῃ ὡς οἷόν τε ἀκολάστως καὶ
ἀδεῶς χρῶνται, ἐὰνδ' ἄρα τις καταλαμβάνῃ κόπος καὶπυρετὸς
περὶ τὰς τοῦ ἀέρος μεταβολάς [καὶ] θεραπεύειν σφᾶς κελεύουσι
μεστοὶ ὄντες ἀταξίας πολλῆς καὶ νοσημάτων ἰσχυρῶν, οἷον εἰκὸς
τοὺς τοιούτους καταλαμβάνειν, ὅπως δὲ μηδὲν ἰατροῦ δεήσονται,
τοῦτο τὴν ἀρχὴν οὐ σκοποῦσιν.  

ΜΕΛΑΓΚΟΜΑΣ Β ΤΗΙ ΤΑΞΕΙ Α

 Ἀναβάντες ἀπὸ τοῦ λιμένος εὐθὺς ἐβαδίζομεν, ὀψόμενοι τοὺς


ἀθλητάς, ὡς ἂν τὴν ὅλην ἐπιδημίαν πεποιημένοι κατὰ θέαν τοῦ
ἀγῶνος. ἐπεὶ δὲ πρὸς τῷ γυμνασίῳ ἦμεν, τοὺς μέν τινας ἑωρῶμεν
ἐν τῷ δρόμῳ ἔξω τρέχοντας, καὶ κραυγὴ τῶν παρακελευομένων ἦν,
τοὺς δὲ καὶ ἄλλως γυμναζομένους. τούτοις μὲν οὖν οὐκ ἐδόκει
προσέχειν· ὅπου δὲ πλεῖστον ὄχλον ἴδοιμεν, ἐκεῖ ἐβαδίζομεν. ὁρῶ-
μεν οὖν πάνυ πολλοὺς ἑστηκότας πρὸς τῇ ἐξέδρᾳ τοῦ Ἡρακλέους
καὶ ἑτέρους ἀεὶ προσάγοντας, τοὺς δὲ καὶ ἀπιόντας διὰ τὸ μὴ δύ-
147

νασθαι ἰδεῖν. τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἐπειρώμεθα ὁρᾶν ὑπερκύπτον-


τες, καὶ μόλις ἑωρῶμεν τοῦ γυμναζομένου τὴν κεφαλὴν καὶ τὰς
χεῖρας ἀνατετακότος. ἔπειτα κατὰ μικρὸν ἐνδοτέρω ἐγενόμεθα. ἦν
οὖν νεανίσκος πάνυ μέγας καὶ καλός, ἔτι δέ,

Δίων Χρυσόστομος. Orationes Oration 43, sec. 6, l. 5

εἴπῃ ζητεῖ, μηδέν γε ἀληθὲς λέγειν δυνάμενος, ἀλλ' εἴ τι χαλε-


πόν. καὶ αὐτὸς ἐπαναστὰς περὶ μὲν τῶν ἄλλων οὐκ εἶπεν οὐδ'
ἀπελογήθη πρὸς οὐδέν, μόνον δὲ πρὸς ἐκεῖνον, τῇ δ' αὑτοῦ φωνῇ
βοιωτιάζων Ἀλλά τοι Δαμάτηρ, ἔφη, κεχολωμένα γένοιτο. οἱ δὲ
Θηβαῖοι ἀκούσαντες ἥσθησαν καὶ ἐγέλασαν εἰκότως, ἀναμνησθέν-
τες οἶμαι τῆς ἐκείνου πρὸς τὸν δῆμον εὐνοίας καὶ τοῦ λοιδοροῦν-
τος τῆς συκοφαντίας. ἐγὼ μὲν οὖν εἴ τις λέγοι πρὸς ἐμὲ ἀνάξιον
ἐμοῦ εἴτε ἄντικρυς εἴτε καὶ μετὰ σχήματος, ἵνα δοκῇ ῥήτωρ, καὶ
ταῦτα οὐκ ὢν εὐσχήμων αὐτός, ἀποκρινοῦμαι αὐτῷ τὴν τοῦ Ἐπα-
μεινώνδου ἀπόκρισιν. εὖ δ' ἴστε ὅτι ταῦτα ποιοῦσι καὶ λέγουσι
βαρυνόμενοι τὴν ἐμὴν ἐπιδημίαν δι' ἄλλο μὲν οὐδέν· οὔτε γὰρ
ἐνεδρεύω τινὰ τῶν πολιτῶν οὔτ' ἀργύριον λαμβάνω παρά τινος
οὔτε δασμολογεῖν ἕτοιμός εἰμι τὴν χώραν τὴν ὑμετέραν οὔτ' ἐν
τῇ ἀγορᾷ φαίνομαί τινι ὀχληρός· οὐ γάρ εἰμι ῥήτωρ· οὐδὲ εἶπον  
ὑπὲρ οὐδενὸς ἢ ἑνὸς ἀνθρώπου δυστυχοῦς, ὃν ἐκώλυσα ὑπὸ τῶν
συγγενῶν καὶ τῶν ἐπιτρόπων διασπασθῆναι, πρότερον μὲν αὐτοῦ
τὰ γράμματα ὑφῃρημένων καὶ πολλὰ τῆς οὐσίας διηρπακότων,
ὕστερον δὲ καταψευδομαρτυρούντων· ἄλλην δὲ οὐδεμίαν εἴρηκα
δίκην, ὥστε δι' οὐδὲν οὐδενὶ βαρύς εἰμι. ἀλλ' ἵνα, ἐάν ποτε
γένηται καιρὸς οἷον εὔχονταί τινες, ὅμοιος τῷ πρότερον, οἷος οὐκ
ἔσται· πλὴν εἰ γένοιτο, ἵνα μὴ παρῶ τῷ δήμῳ μηδὲ ἕξουσιν οἱ

Δίων Χρυσόστομος. Orationes Oration 45, sec. 1, l. 2

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΟΠΩΣ ΕΣΧΗΚΕ ΠΡΟΣ ΤΗΝ


ΠΑΤΡΙΔΑ

 Ἄνδρες πολῖται, βούλομαι ὑμῖν ἀποδοῦναι λόγον τῆς ἐπιδη-


μίας ταύτης, ἐπειδὴ καὶ βραχὺν οἴομαι τὸν λοιπὸν ἔσεσθαί μοι
χρόνον. τὴν μὲν γὰρ φυγὴν ὅπως διήνεγκα, μὴ φίλων ἐρημίας  
ἡττηθείς, μὴ χρημάτων ἀπορίας, μὴ σώματος ἀσθενείας, πρὸς δὲ
τούτοις ἅπασιν ἐχθρὸν ἀνεχόμενος οὐ τὸν δεῖνα οὐδὲ τὸν δεῖνα
τῶν ἴσων τινὰ καὶ τῶν ὁμοίων ἐνίοτε φθεγγομένων, ἀλλὰ τὸν
ἰσχυρότατον καὶ βαρύτατον καὶ δεσπότην ὀνομαζόμενον καὶ θεὸν
παρὰ πᾶσιν Ἕλλησι καὶ βαρβάροις, τὸ δὲ ἀληθὲς ὄντα δαίμονα
πονηρόν, καὶ ταῦτα οὐ θωπεύων αὐτὸν οὐδὲ τὴν ἔχθραν παραι-
τούμενος, ἀλλὰ ἐρεθίζων ἄντικρυς καὶτὰ προσόντα κακὰ μὰ Δί'
148

οὐ μέλλων νῦν ἐρεῖν ἢ γράψειν, ἀλλὰ εἰρηκὼς ἤδη καὶ γεγραφώς,


καὶ τούτων πανταχῇ τῶν λόγων καὶ τῶν γραμμάτων ὄντων,

Δίων Χρυσόστομος. Orationes Oration 45, sec. 14, l. 3

καὶ τοῦτον τὸν ἔρωτα οὕτως, εἴτε παιδικὸν φήσει τις εἴτε ἀνόητον,
οὐκ ἔξαρνός εἰμι τὸ καὶ συνοικίζειν ἐθέλειν τὴν πόλιν καὶ πλῆθος
ἀνθρώπων εἰς αὐτὴν ὅσον δύναμαι συναγαγεῖν, καὶ οὐ μόνον τῶν
ἐπιχωρίων, ἀλλ', εἰ δυνατὸν ἦν, καὶ ἑτέρας πόλεις συνελθεῖν
ἀναγκάσαντα, ὥσπερ Ἐπαμεινώνδας ποτὲ τὴν Βοιωτίαν εἰς τὰς
Θήβας συνῴκισε καὶ Θησεὺς τὴν Ἀττικὴν εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ
Μυτιληναῖοί ποτε λέγονται τῆς Αἰολίδος κατασχόντες καὶ τῶν περὶ
τὸν Ἑλλήσποντον καὶ Τρῳάδα τόπων τὴν Λέσβον ἅπασαν εἰς
μίαν τὴν αὑτῶν συναγαγεῖν πόλιν. οὐ μὴν ἀλλ' ἐπιστάμενός γε
τὰς διανοίας τῶν ἐνθάδε ἀνθρώπων ἐνίων καὶ τὴν ἐμαυτοῦ δύνα-
μιν καὶ τὰς ἀσχολίας καὶ τὸν χρόνον τῆς ἐπιδημίας, ὅτι μοι
βραχύς ἐστι παντελῶς, οὔτε ἡπτόμην οὐδενὸς μείζονος οὔτε ἤλπιζον,
μόνον δὲ τὴν διάνοιαν οὐκ ἐδυνάμην τὴν ἐμαυτοῦ κατέχειν, ἀλλ'
ὥσπερ οἱ ἐρῶντες ἀεί ποτε περὶ τῶν τοιούτων [τοιαῦτα] διεξίασιν
οἵων καὶ ἐπιθυμοῦσι, κἀγὼ πολλάκις ἐμεμνήμηνὧν καὶ ἐνόμιζον
συμφέρειν γενέσθαι τῇ πόλει κατασκευῆς ἕνεκα καὶ συνοικισμοῦ καὶ
προσόδων καὶ μυρίων ἄλλων. ἃ εἴ ποτε γένοιτο καιρὸς ἐπιτε-
λεσθῆναι καὶ θεῶν τις ποιήσειε, τότε ὄψεσθε τὴν ὑπερβολὴν
τῆς τινων ἔχθρας καὶ τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ἵνα μὴ λέγω τοῦ πρὸς
ὑμᾶς, ὡς οὐκέτι ἀμφιβόλως οὐδὲ πρᾴως ἐροῦσι καὶ λοιδορήσονται,
φανερῶς δὲ καὶ ἄντικρυς, κἂν μὴ κωλῦσαι δυνηθῶσιν, ἀπάγξονται

Δίων Χρυσόστομος. Orationes Oration 48, sec. 6, l. 2

τερον; εἶθ' ἃ λεγόντων ἑτέρων οὐκ ἀνέχεσθε ἀκούοντες, ταῦτα


ἐρεῖτε αὐτοὶ καθ' ἑαυτῶν; ἐάν ποτε γένηται διαφορά, κἀκεῖνοι
προφέρωσιν ὑμῖν [τὸ πονηροὺς ἔχειν πολίτας] τὸ στασιάζειν, οὐκ
αἰσχύνεσθε; ὡς ἔγωγε τοὺς θεοὺς ὑμῖν ὀμνύω πάντας, ἦ μὴν
σφόδρα ἠχθέσθην εἰπόντος μοί τινος “Διάλλαξον τὴν πόλιν”, καὶ
πρὸς αὐτὸν ἠγανάκτησα. μὴ γὰρ ἴδοιμι τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἐν ᾗ
διαλλαγῶν ὑμεῖς δεήσεσθε, ἀλλ' εἰς ἐχθρῶν, φασί, κεφαλὰς τὰ
τοιαῦτα τρέποιτο, τοῦτ' ἔστιν εἰς τοὺς καταράτους Γέτας, εἰς
μηδένα δὲ τῶν ἄλλων τῶν ὁμοεθνῶν. τί γὰρ ἂν εἴη τῆς ἡμετέρας
ἐπιδημίας ὄφελος, εἰ μὴ πρὸς τὰ τοιαῦτα πειθομένους ὑμᾶς ἄγοι-
μεν, λόγων ἀεὶ συναγωγῶν ὁμονοίας καὶ φιλίας συναράμενοι, καθ'
ὅσον οἷοί τέ ἐσμεν, ἔχθραν δὲ καὶ ἔριν καὶ φιλονικίαν ἄλογον καὶ
ἀνόητον ἐξαιροῦντες πάντα τρόπον. καλὸν γὰρ δὴ καὶ συμφέρον
ὁμοίως ἅπασι [πόλιν ὁμογνώμονα ὁρᾶσθαι καὶ φίλην αὑτῇ καὶ συμ-
παθῆ κάλλιστον θεαμάτων, εὐδαιμονέστατον δὲ ἁπάντων κτημά-
των μία γνώμη περὶ πάντων φαινομένη·] ψόγον τε καὶ ἔπαινον
ἐπὶ ταὐτὸ φέροντας, τοῖς τε ἀγαθοῖς καὶ τοῖς φαύλοις πιστὴν
ἑκατέροις μαρτυρίαν [καλὸν γάρ], ὥσπερ ἐν χορῷ τεταγμένῳ, συν-
ᾴδειν ἓν καὶ ταὐτὸ μέλος, ἀλλὰ μὴ πονηροῦ τρόπον ὀργάνου δια-
φέρεσθαι διπλοῦς φθόγγους τε καὶ ἤχους ἀποφαίνοντας ἀπὸ διπλῶν
149

Ιπποκράτης ιατρός. De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 1, ch. t, sec. 1, l. 1

ψας, δίδου· κάτω ὕδωρ καθαίρει.


 Κοιλίην ἐκκοπροῖ· ἐς ἰσχάδας ὀποῦ τοῦ τιθυ-
μάλλου ἀπόσταζε ἑπτάκις ἐς ἑκάστην, εἶτα ἐς και-
νὸν ἄγγος συνθεὶς ταμιεύεσθαι· δίδου πρὸ τῶν σιτίων.
 Καὶ τὸ μηκώνιον τρίβων, ὕδωρ ἐπιχέων, καὶ διη-  
θέων, ἄλευρον φυρῶν, ἰτρίον ὀπτῶν, μέλι ἑφθὸν παρα-
χέων, τοῖσιν ἑδρικοῖσιν ὑδερικοῖσί τε τρώγειν δίδου, καὶ ἐπι-
πίνειν οἶνον γλυκὺν, ὑδαρέα, ἢ μελίκρητον ὑδαρὲς, τὸ
ἀπὸ τῶν κοπρίων· ἢ μηκώνιον ξυλλέγων ταμιεύου, καὶ
θεράπευε.  
   

ΕΠΙΔΗΜΙΩΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟΝ.

Ιπποκράτης ιατρός. De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 3, ch. t, sec. 1, l. 1

         Ἢν ἄνθρωπον θέρμη ἔχῃ μὴ ἀπὸ χολῆς, μηδὲ ἀπὸ


φλέγματος, ἀλλ' ἢ ἀπὸ κόπου, ἢ ἄλλως πυρεταίνῃ, ὕδωρ θερμῆναι
πολλὸν, ἔπειτα ὑπερχέων τὴν κεφαλὴν βρέχειν, μέχρις ἂν τοὺς
πόδας ἱδρώσῃ· καὶ ἄλητον ἕψεσθαι ὡς παχύτατον, ἐπὴν δὲ ἱδρώσῃ
τοὺς πόδας, ἄλητον ὡς πλεῖστον καὶ θερμότατον ἐσθίων, καὶ οἶνον
ἄκρητον ἐπιπίνων, περιστειλάμενος ἱματίοις, ἀναπαυέσθω εὐκόπως,
ἢ μὴν ναρκίσσου δύο ἢ τρεῖς κεφαλὰς ἐπὶ τῷ δείπνῳ ἐσθιέτω.
Τῷ μέλλοντι μαίνεσθαι τόδε προσημαίνει τὸ σημεῖον· αἷμα συλ-
λέγεται αὐτῷ ἐπὶ τοὺς τιτθούς.  
    

Ιπποκράτης ιατρός. De morbis popularibus (= Epidemiae)


Book 4, ch. t, sec. 1, l. 1

κόπρανα διῆλθε ξὺν περιῤῥόῳ πολλῷ, καὶ τὰς ἑπομένας ὑδατό-


χλοα πολλὰ διῄει· οὖρα λεπτὰ, ὀλίγα, ἄχροα· πνεῦμα ἀραιὸν,
μέγα, διὰ χρόνου· ὑποχονδρίου ἔντασις ὑπολάπαρος, παραμήκης
ἐξ ἀμφοτέρων· καρδίης παλμὸς, διὰ τέλεος ξυνεχής· οὔρησεν
ἐλαιῶδες. Δεκάτῃ, παρέκρουσεν ἀτρεμέως, ἦν δὲ κόσμιός  
τε καὶ ἥσυχος· δέρμα καρφαλέον καὶ περιτεταμένον· διαχωρή-
ματα ἢ πολλὰ, λεπτὰ, ἢ χολώδεα, λιπαρά. Τεσσαρεσκαιδε-
κάτῃ, πάντα παρωξύνθη· παρεκρούσθη, πολλὰ παρέλεγεν.
Εἰκοστῇ, ἐξεμάνη· βληστρισμός· οὐδὲν οὔρει· σμικρὰ ποτὰ
κατείχετο. Τῇ εἰκοστῇ τετάρτῃ, ἀπέθανεν. Φρενῖτις.  
  

ΕΠΙΔΗΜΙωΝ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟΝ.
150

 Μετ' ἰσημερίην καὶ μετὰ πληϊάδα, οἷα τὰ ἀνεσθιόμενα καὶ


βλεννώδεα· ᾧ τὴν κεφαλὴν ὤϊξα, ἀπῆλθεν ὑπὲρ τοῦ ὠτός· τῷ παρὰ
Λεωκύδεος, ἐν ποδί· Φανοδίκῳ, οἱ δάκτυλοι οἱ ἐν τῷ ποδὶ, ἐπὶ τοῦ
στήθεος. Ὁ τμηθεὶς τὴν κνήμην, ταύτην μὲν καὶ ἐμελάνθη, ᾗ τὸ
μέγα ἕλκος ἐν τῷ ἔξω τῆς κνήμης καὶ ἐκ τοὔπισθεν ᾔει· ἐπεὶ καθαρὸν
ἐγίνετο, πλευροῦ ὀδύνη καὶ στήθεος κατ' ἴξιν ἀριστεροῦ, καὶ πυρετοί·
ἀπέθανεν ἀπὸ τοῦ πυρετοῦ.
 Τὸ χολῶδες τῷ σχοινοπλόκῳ κατακορὲς, καὶ τὰ καυστικά·
καταφερομένῳ περὶ ἰσημερίην κάτω αἷμα πουλὺ διῆλθεν. Γέροντι
πάνυ σφόδρα ἀπεγένετο, οὐ πρόσω τεσσαρεσκαίδεκα ἡμερέων. Τῷ

Ιπποκράτης ιατρός. De morbis popularibus (= Epidemiae)


Book 7, ch. 1, sec. 59, l. 1

παρηκολούθει λεπτή· καὶ ἀπόσιτος· τὴν ἡμέρην ῥᾴων, ἐς νύκτα δὲ


ὠδυνᾶτο. Ἐπεὶ δὲ τὸ κατὰ τὸ οὖς ἐῤῥάγη πῦον, ἔληξε πάντα·
ἐῤῥάγη δὲ περὶ χειμῶνα. Ἦρά γε ἐν πᾶσι τοῖς ἐμπυήμασι καὶ
τοῖσι περὶ ὀφθαλμὸν ἐς νύκτα οἱ πόνοι;
 Οἷσι βῆχες χειμῶνος, μάλιστα δὲ νότοισι, παχέα καὶ
πουλλὰ χρεμπτομένοισι, πυρετοὶ ἐπιγίνονται, ἐπιεικῶς δὲ πεμπταῖοι
παύονται· αἱ βῆχες δὲ περὶ τὰς τεσσαράκοντα, οἷον Ἡγησιπόλει.
Οἷσι θέρμαι λεπταὶ ἔστιν ὅτε παυομένων, οὐχ ὅλον τὸ σῶμα, ἀλλ'
ἢ περὶ αὐχένα καὶ ὑπὸ μασχάλας, ἢ κεφαλὴν ἀφιδρώσαντες,
παύονται.
 Χάρητι, χειμῶνος, ἐκ βηχίου ἐπιδημίου προσγενόμενος πυρε-
τὸς ἐπέλαβεν ὀξύς· τὰ ἱμάτια ἀπέβαλλεν· κῶμα μετὰ πόνου ἐγένετο·
οὖρα ἐρυθρὰ, οἷον ὀρόβων πλύμα· ὑπόστασις εὐθὺς ἀπ' ἀρχῆς πολλὴ
λευκὴ, ὕστερον δὲ καὶ ὑπέρυθρος. Ἑβδόμῃ, ἀπὸ βαλάνου σμικρὰ
ὑπῆλθεν· τὸ κῶμα κατεῖχεν ἄλυπον· νοτὶς ἐπὶ μετώπῳ· ὕπνος ἐς
νύκτα, καὶ θέρμη ἠπιωτέρη. Ὀγδόῃ, χυλὸν προσεδέξατο· κωμα-
τώδης διετέλει μέχρις ἑνδεκάτης. Ταύτῃ δὲ καὶ ἡ θέρμη μάλιστα
ἔληξεν· ὑπῆν δὲ βὴξ, ἀπόχρεμψις διετέλει αἰεὶ πουλλὴ, ῥηϊδίως,
πρῶτον γλίσχρη, λευκὴ, παχέη, ἐπεὶ δὲ ξυνεπεπαίνετο, ὁμοίη πυώ-
δεσιν· οὖρα ἀπὸ ἑνδεκάτης καθαρώτερα, ὑπόστασις τρηχείη. Τρις-  
καιδεκάτῃ, ἄλγημα ἐπὶ δεξιὰ μέχρι κενεῶνος ἐς ὑπογάστριον·

Ιπποκράτης ιατρός. De natura hominis Section 9, l. 33

θεραπείην χρὴ ποιέεσθαι ἐναντιούμενον τῇ προφάσει τῆς νούσου, ὥς-


περ μοι πέφρασται καὶ ἑτέρωθι, καὶ τῇ τῶν διαιτημάτων μεταβολῇ.
Δῆλον γὰρ ὅτι οἷσί γε χρέεσθαι εἴωθεν ὥνθρωπος διαιτήμασιν, οὐκ
ἐπιτήδειά οἵ ἐστιν ἢ πάντα, ἢ τὰ πλείω, ἢ ἕν γέ τι αὐτέων· ἃ δεῖ
καταμαθόντα μεταβάλλειν, καὶ σκεψάμενον τοῦ ἀνθρώπου τὴν φύ-
151

σιν τήν τε ἡλικίην καὶ τὸ εἶδος καὶ τὴν ὥρην τοῦ ἔτεος καὶ τῆς νού-
σου τὸν τρόπον, τὴν θεραπείην ποιέεσθαι, ποτὲ μὲν ἀφαιρέοντα, ποτὲ
δὲ προστιθέντα, ὥσπερ μοι καὶ πάλαι εἴρηται, πρὸς ἕκαστα τῶν ἡλι-
κιέων καὶ τῶν ὡρέων καὶ τῶν εἰδέων καὶ τῶν νούσων ἔν τε τῇσι φαρ-
μακείῃσι προτρέπεσθαι καὶ ἐν τοῖσι διαιτήμασιν. Ὁκόταν δὲ νουσή-
ματος ἑνὸς ἐπιδημίη καθεστήκῃ, δῆλον ὅτι οὐ τὰ διαιτήματα αἴτιά
ἐστιν, ἀλλ' ὃ ἀναπνέομεν, τοῦτο αἴτιόν ἐστι, καὶ δῆλον ὅτι τοῦτο
νοσηρήν τινα ἀπόκρισιν ἔχον ἀνίει. Τοῦτον οὖν χρὴ τὸν χρόνον τὰς  
παραινέσιας ποιέεσθαι τοῖσιν ἀνθρώποισι τοιάσδε· τὰ μὲν διαιτήματα
μὴ μεταβάλλειν, ὅτι γε οὐκ αἴτιά ἐστι τῆς νούσου, τὸ δὲ σῶμα
ὁρῇν, ὅκως ἔσται ὡς ἀογκότατον καὶ ἀσθενέστατον, τῶν τε σιτίων
ἀφαιρέοντα καὶ τῶν ποτῶν, οἷσιν εἰώθει χρέεσθαι, κατ' ὀλίγον (ἢν γὰρ
μεταβάλλῃ ταχέως τὴν δίαιταν, κίνδυνος καὶ ἀπὸ τῆς μεταβολῆς νεώ-
τερόν τι γενέσθαι ἐν τῷ σώματι, ἀλλὰ χρὴ τοῖσι μὲν διαιτήμασιν
οὕτω χρέεσθαι, ὅτε γε φαίνεται μηδὲν ἀδικέοντα τὸν ἄνθρωπον)·

Ιπποκράτης ιατρός. De affectionibus interioribus Section 20, l. 2

κεφαλὰς ἀπολαβὼν τοῦ σπληνὸς, ὡς τάχιστα· καὶ ὅκου ἂν ἄλλῃ ἡ


ὀδύνη καταστηρίξῃ, καῦσαι, καὶ οὕτω παραχρῆμα ὑγιὴς ἔσται. Ἢν
δὲ μὴ καυθῇ, ὑγιὴς δὲ γένηται ἀπὸ ταὐτομάτου, τοῖσι πολλοῖσι μετὰ
δυοκαίδεκα ἔτη ἡ νοῦσος αὖθις ὑπετροπίασε, καὶ ἢν λάβηται τοῦ
σπληνὸς, τοῖσι πολλοῖσιν ὕδερον ἐποίησεν. Ἀλλὰ χρὴ παραχρῆμα
θεραπεύειν ὡς τὴν πρόσθεν, καὶ ἢν δοκέῃ, καῦσαι ὥσπερ δὴ καὶ τὸν
πρότερον, ἢν ἡ ὀδύνη καθεστήκῃ ἐν τοῖσιν αὐτοῖσιν ἄρθροισιν· ἢν δὲ
μὴ οὕτω μελετηθῇ, τὸ λοιπὸν τηκόμενος θνήσκει· ἡ γὰρ νοῦσος
χαλεπή.
 Περὶ δὲ τοῦ φλέγματος τὰς αὐτὰς γνώμας ἔχω, ἃς καὶ περὶ
χολῆς, ἰδέας αὐτοῦ πολλὰς εἶναι. Καὶ ἐπιδήμιον μέν ἐστι τὸ νεώ-
τατον ἑωυτοῦ, καὶ ἡ ἴησις ῥᾴστη· ἐμέτους γὰρ δεῖ ποιέεσθαι μετὰ
τὸ σιτίον, ἡμέρας δύο ἢ τρεῖς προσαριστῶντα καὶ ἡσυχάζοντα, ἢν
εἰώθῃ τὰς πρόσθεν ἡμέρας μονοσιτέειν καὶ ταλαιπωρέειν· ἢν δὲ μὴ,  
τῇ αὐτῇ διαίτῃ χρεέσθω, λουέσθω δὲ πολλῷ καὶ θερμῷ, ὁκόταν
μέλλῃ ἔμετον ποιέεσθαι· καὶ ἐσθιέτω μᾶζαν ψαιστὴν, καὶ ἄρτον
ἔξοπτον ἕωλον· ἕλκοι γὰρ ἂν μᾶλλον ταῦτα τὸ φλέγμα· ὄψοισι δὲ
χρεέσθω καὶ λαχάνοισι δριμέσι, καὶ τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ γλυκέα καὶ
τὰ ὀξέα, ταῦτα πάντα ἐπιτήδεια ξυμμεμιγμένα προσφέρεσθαι· καὶ
τοῖσι λαχάνοισι πᾶσι χλωροῖσι χρεέσθω, καὶ πινέτω ἐπὶ τῷ σιτίῳ
ὀλίγον πυκινὰ οἶνον γλυκὺν, καὶ πλακοῦντος ἐπιφαγέτω ἐπὶ τελευτῆς

Ιπποκράτης ιατρός. De affectionibus interioribus Section 20, l. 21

τοῖσι λαχάνοισι πᾶσι χλωροῖσι χρεέσθω, καὶ πινέτω ἐπὶ τῷ σιτίῳ


ὀλίγον πυκινὰ οἶνον γλυκὺν, καὶ πλακοῦντος ἐπιφαγέτω ἐπὶ τελευτῆς
καὶ μέλι καὶ σῦκα, καὶ ὁκόταν δειπνήσῃ, πινέτω λαύρως τὰς κύλι-
κας, καὶ ὁκόταν ἤδη πλήρης ᾖ, κατακοιμηθήτω ὀλίγον, εἶτα ἐπε-
γερθεὶς ἐμεέτω πιὼν οἴνου μεγάλην κύλικα καὶ ἐν χλιερῷ ὕδατι
κεκρημένην· ἕλκει γὰρ μᾶλλον τὸ φλέγμα ἐκ τῶν σαρκῶν καὶ τῶν
152

φλεβῶν, καὶ ξηραίνει μᾶλλον τὸ σῶμα· ἐξεμεέτω δὲ ἕως ἂν τὰ σῦκα


ἐξεμέσῃ, ὕστατα γὰρ ταῦτα ἐξεμέεται. Ταῦτα μὲν τῇδε· τῇ δὲ
ὑστεραίῃ ξυνεχέτω ἑωυτὸν μέχρι δείπνου, καὶ δειπνεέτω ἄρτον αὐτο-
πυρίτην· τὸ δὲ ὄψον ἔστω ἀπὸ τῶν ἰσχυροτέρων· οἶνον δὲ πινέτω
μέλανα αὐστηρόν. Αὕτη μὲν οὖν τοῦ ἐπιδημίου φλέγματος ἡ ἴησις.
Ἢν δὲ δυνατὸς ἐὼν ἐσθίειν καὶ πίνειν ἥδηται τοῖσι σιτίοισιν, εἶτα
τὰ σκέλεα βαρύνοιτο, καὶ ἡ χροιὴ μετηλλαγμένη ᾖ, τούτῳ φάναι
ἐν τῇ κοιλίῃ φλέγμα τὸ λυπέον εἶναι. Ἀλλὰ χρὴ, ὁκόταν οὕτως ἔχῃ,
μέλιτι καὶ οἴνῳ γλυκεῖ καὶ ἐλαίῳ νίτρου ὁκόσον οἰὸς ἀστράγαλον πα-
ραμίξας κλύζειν· ταῦτα γὰρ τῇ φύσει τοῦ ἀνθρώπου εὐμενέστατα ἐς
τὸν κλυσμόν· μέτρον δὲ χρὴ ἑκάστου εἶναι, τοῦ μὲν οἴνου κοτύλην,
ἡμικοτύλιον δὲ ἐλαίου, καὶ μέλιτος ἴσον. Ἢν δὲ μὴ κλύζειν βούλῃ,  
δίυγρον χρὴ τὸν ἄνθρωπον ποιῆσαι, πυριήσαντα ἐν ὑγρῇ τῇ πυρίῃ·
τάχα γὰρ ἂν καὶ οὕτως ὑποκενωθείη ἡ κόπρος· ὑπὸ γὰρ τῆς ὑπερ-
ξηρασίης τῶν σιτίων ταῦτα πάσχει· ἢν μὲν οὖν τις ἐσθίῃ τὰ σιτία λίην

Ιπποκράτης ιατρός. De affectionibus interioribus Section 21, l. 3

τὸν κλυσμόν· μέτρον δὲ χρὴ ἑκάστου εἶναι, τοῦ μὲν οἴνου κοτύλην,
ἡμικοτύλιον δὲ ἐλαίου, καὶ μέλιτος ἴσον. Ἢν δὲ μὴ κλύζειν βούλῃ,  
δίυγρον χρὴ τὸν ἄνθρωπον ποιῆσαι, πυριήσαντα ἐν ὑγρῇ τῇ πυρίῃ·
τάχα γὰρ ἂν καὶ οὕτως ὑποκενωθείη ἡ κόπρος· ὑπὸ γὰρ τῆς ὑπερ-
ξηρασίης τῶν σιτίων ταῦτα πάσχει· ἢν μὲν οὖν τις ἐσθίῃ τὰ σιτία λίην
ἔγχυλα, οὐκ ἂν ἴσως πάσχοι ταῦτα οὕτω σφόδρα· εἰ δὲ καὶ πάσχοι
ποτὲ, ὀλίγης ἂν ἰήσιος δέοιτο. Τοῦτο οὕτως ἰώμενος τάχιστα ἂν
ὑγιέα ποιήσαις.
 Ἢν δὲ τύχῃ παλαιότερον ἐὸν τὸ φλέγμα, λευκὸν δὲ καλέεται
τοῦτο τὸ φλέγμα, πάσχει τάδε· βαρύνει τὸν ἄνθρωπον μᾶλλον, καὶ
ἰδέην ἀλλοίην ἔχειν τοῦ ἐπιδημίου δοκεῖται, ὠχρότερός τέ ἐστι, καὶ
οἰδέει οἰδήματι πᾶν τὸ σῶμα, καὶ τὸ πρόσωπον ἐρεύθει, καὶ τὸ
στόμα ξηρὸν, καὶ δίψα ἐπέχει, καὶ ὁκόταν φάγῃ, τὸ πνεῦμα πυκνὸν
ἐπιπίπτει αὐτῷ· οὗτος τῆς αὐτῆς ἡμέρης ποτὲ μὲν γίνεται ῥᾴων,
ποτὲ δὲ πονέει ἐξαπίνης, καὶ δοκέει ἀποθανέεσθαι. Τούτῳ ἢν μὲν ἡ
γαστὴρ αὐτομάτως ταραχθῇ, ἐγγυτάτω ὑγιὴς ἔσται· ἢν δὲ μὴ τα-
ραχθῇ αὐτομάτη ἡ κοιλίη, καθαίρειν δεῖ διδόντα τοῦ κνεώρου ἢ τοῦ
ἱππόφεω ἢ τοῦ κνιδίου κόκκου ἢ τῆς Μαγνησίης λίθου, καὶ μετὰ
τὴν κάθαρσιν φακῆς δοῦναι τρυβλίον ῥοφέειν ἓν ἢ δύο, συνεψέσθω
δὲ ἐν τῇ φακῇ σκόροδα, καὶ τεύτλου λιπαροῦ ἀνηδύντου, ἀλφίτων
περιπάσσοντα, δοῦναι τρυβλίον· πινέτω δὲ οἶνον μέλανα αὐστηρόν

Ιπποκράτης ιατρός. De affectionibus interioribus Section 37, l. 1

ἔχῃ, κατ' ἀρχὰς μὲν τῆς νούσου ἢν παραγένηται, ὁκόταν ἤδη αἱ


ἑπτὰ ἡμέραι παρέλθωσιν, ἐλλέβορον πῖσαι, τὴν δὲ κάτω κοιλίην
χυλῷ ὑποκαθῆραι, ὡς ἐν τῷ πρόσθεν, καὶ τἄλλα τὰ αὐτὰ διδόναι
φάρμακα. Διδόναι δὲ καὶ κανθαρίδας, ἄνευ πτερῶν καὶ κεφαλῆς,
153

τέσσαρας τρίβων καὶ διεὶς οἴνῳ λευκῷ ἡμικοτυλίῳ, ἤδη δὲ καὶ μέλι
παραχέαι ὀλίγον, εἶτα οὕτω διδόναι πιεῖν· τοῦτο πινέτω δὶς ἢ τρὶς
τῆς ἡμέρης. Προϊούσης δὲ τῆς νούσου λουτροῖσι καὶ πυριήμασι θε-
ραπεύειν· ἐσθιέτω δὲ ἅσσα προσίεται· οἶνον δὲ πινέτω λευκὸν, αὐ-
στηρὸν, καὶ τἄλλα τὰ αὐτὰ προσφερέσθω ἃ καὶ τῇ πρόσθεν. Αὕτη ἡ
νοῦσος χρονίη καὶ χαλεπὴ, ἢν μὴ κατ' ἀρχὰς καλῶς μελετηθῇ.
 Ἄλλος ἴκτερος· ἐπιδήμιος οὗτος καλέεται, διότι πᾶσαν ὥρην
ἐπιλαμβάνει· γίνεται δὲ ἀπὸ πλησμονῆς μάλιστα καὶ μέθης, καὶ
ἐπειδὰν ῥιγώσῃ. Εὐθέως οὖν τὸ σῶμα ἀλλοιοτροπέει καὶ γίνεται
ὠχρὸν, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ σφόδρα ὠχροὶ, καὶ ὑπὸ τὰς τρίχας καὶ ὑπὸ
τοὺς ὄνυχας ἡ νοῦσος ὑπέρχεται, καὶ ῥῖγος καὶ πυρετὸς βληχρὸς ἔχει,
καὶ ἀσθενέει τὸ σῶμα, καὶ ἐν τῇ κεφαλῇ ὀδύνη ἔχει, καὶ οὐρέει
ὠχρὸν καὶ παχύ. Οὗτος ὁ ἴκτερος ἧσσον θανατώδης τῶν πρόσθεν, καὶ
θεραπεύεται μελετώμενος ἐν τάχει. Τοῦτον, ὁκόταν οὕτως ἔχῃ,
σχάσαι αὐτοῦ τοὺς ἀγκῶνας καὶ ἀφαιρέειν τοῦ αἵματος, ἔπειτα πυ-  
ριήσας πῖσαι ἐλατήριον· κάτω δὲ αὖθις ὑποκαθῆραι τῇ τρίτῃ ὀνείῳ
γάλακτι. Τὰ δὲ ἄλλα ῥοφήματά τε καὶ πόματα καὶ ἐδέσματα τὰ

Ιπποκράτης ιατρός. De visu Section 9, l. 1

ἐν χαλκῷ ἐρυθρῷ παραχέων, κατ' ὀλίγον ἀνατρίβειν, ἕως ἂν


πάχος γένηται ὡς μυττωτός· ἔπειτα, ἐπειδὰν ξηρανθῇ, τρίψας
λεῖον χρῆσθαι.
 Νυκτάλωπος φάρμακον· πινέτω ἐλατήριον, καὶ τὴν κεφα-
λὴν καθαιρέσθω, καὶ κατάξας τὸν αὐχένα ὡς μάλιστα, πιέσας
πλεῖστον χρόνον. Ἐπανιεὶς δὲ διδόναι ἐν μέλιτι βάπτων ἧπαρ βοὸς
ὠμὸν καταπιεῖν μέγιστον ὡς ἂν δύνηται, ἓν ἢ δύο.
 Ἤν τινι οἱ ὀφθαλμοὶ ὑγιέες ἐόντες διαφθείροιεν τὴν ὄψιν,
τουτέῳ χρὴ ταμόντα κατὰ τὸ βρέγμα, ἐπαναδείραντα, ἐκπρίσαντα τὸ
ὀστέον, ἀφελόντα τὸν ὕδρωπα, ἰῆσθαι· καὶ οὕτως ὑγιέες γίνονται.
 Ὀφθαλμίης τῆς ἐπετείου καὶ ἐπιδημίου ξυμφέρει κάθαρ-  
σις κεφαλῆς καὶ τῆς κάτω κοιλίης· καὶ εἰ ἔχοι τὸ σῶμα, αἵματος
ἀφαίρεσις ξυμφέρει πρὸς ἔνια τῶν τοιούτων ἀλγημάτων, καὶ σι-
κύαι κατὰ τὰς φλέβας. Σῖτος ὀλίγος ἄρτος, καὶ ὕδατος πόσις. Κα-
τακεῖσθαι δὲ ἐν σκότῳ, ἀπό τε καπνοῦ καὶ πυρὸς καὶ τῶν ἄλλων
λαμπρῶν, πλαγίων, ἄλλοτε ἐπὶ τὰ δεξιὰ, ἄλλοτε ἐπ' ἀριστερά.
Μὴ τέγγειν τὴν κεφαλὴν, ἐπειδὰν οὐ ξυμφέρει. Κατάπλασμα
ὀδύνης μὴ ἐνεούσης, ἀλλ' ὡς ῥεύματος ἐπέχοντος, οὐ συμφέρει.
Οἰδημάτων ἀνωδύνων καὶ μετὰ τὰ δριμέα φάρμακα τῆς ὀδύνης
ἐπαλειφόμενα, ἐπειδὰν ἥ τε ὀδύνη παύσηται καὶ διαχωρισθῇ
μετὰ τὴν ἐσάλειψιν τοῦ φαρμάκου, τότε συμφέρει καταπλάσσειν

Ιπποκράτης ιατρός. Epistulae Epistle 2, l. 3

τι τῶν ἐκ φύσεώς σου ἐπινοημάτων, ἤ τι τῶν ἐκ τῆς τέχνης πρή-


ξεων, ἤ τινος ἑτέρου ἀνδρὸς ἑρμηνείην δυναμένου ἰήσασθαι, πέμπε
τάχος· μάστιξον, ἀξιῶ, τὸ πάθος· ἀλύκη γὰρ κατὰ τὸν ὄχλον καὶ
154

πολὺς ἄλυς πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν ἔχων. Οὐ πολεμοῦντες πολε-


μούμεθα, ἐχθρὸν ἔχοντες τὸν θῆρα λυμαινόμενον τὰ ποίμνια· τέ-
τρωκε πολλοὺς, δυσιάτους ἐποίησε, πικρὰ βέλη βελῶν καταπέμπει·
οὐ φέρω· γνώμην οὐκ ἔτι ἔχω μετ' ἀνδρῶν γονίμων βουλεύσασθαι.
Λῦε ταῦτα πάντα μὴ διαλείψας ἀγαθῇ συνειδήσει. Ἔῤῥωσο.
Παῖτος βασιλεῖ βασιλέων τῷ μεγάλῳ Ἀρταξέρξῃ
χαίρειν.
 Τὰ φυσικὰ βοηθήματα οὐ λύει τὴν ἐπιδημίην λοιμικοῦ πάθους·
ἃ δὲ ἐκ φύσιος γίγνεται νοσήματα, αὐτὴ ἡ φύσις ἰᾶται κρίνουσα·
ὅσα δὲ ἐξ ἐπιδημίης, τέχνη τεχνικῶς κρίνουσα τὴν τροπὴν τῶν σω-
μάτων. Ιπποκράτης δὲ ἰητρὸς ἰῆται τοῦτο τὸ πάθος· τῷ γένει μὲν  
οὖν ἐστὶ Δωριεὺς, πόλιος δὲ Κῶ, πατρὸς δὲ Ἡρακλείδα τοῦ Ἱπ-
ποκράτους τοῦ Γνωσιδίκου τοῦ Νέβρου τοῦ Σωστράτου τοῦ Θεοδώ-
ρου τοῦ Κλεομυττάδα τοῦ Κρισάμιδος. Οὗτος θείᾳ φύσει κέχρηται,
καὶ ἐκ μικρῶν καὶ ἰδιωτικῶν ἐς μεγάλα καὶ τεχνικὰ προήγαγε τὴν
ἰητρικήν. Γίνεται μὲν οὖν ὁ θεῖος Ιπποκράτης , ἔνατος μὲν ἀπὸ
Κρισάμιδος τοῦ βασιλέως, ὀκτωκαιδέκατος δὲ ἀπὸ Ἀσκληπιοῦ, εἰκο-
στὸς δὲ ἀπὸ Διὸς, μητρὸς δὲ Πραξιθέας τῆς Φαιναρέτης ἐκ τῆς

Ιπποκράτης ιατρός. Epistulae Epistle 2, l. 5

τάχος· μάστιξον, ἀξιῶ, τὸ πάθος· ἀλύκη γὰρ κατὰ τὸν ὄχλον καὶ
πολὺς ἄλυς πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν ἔχων. Οὐ πολεμοῦντες πολε-
μούμεθα, ἐχθρὸν ἔχοντες τὸν θῆρα λυμαινόμενον τὰ ποίμνια· τέ-
τρωκε πολλοὺς, δυσιάτους ἐποίησε, πικρὰ βέλη βελῶν καταπέμπει·
οὐ φέρω· γνώμην οὐκ ἔτι ἔχω μετ' ἀνδρῶν γονίμων βουλεύσασθαι.
Λῦε ταῦτα πάντα μὴ διαλείψας ἀγαθῇ συνειδήσει. Ἔῤῥωσο.
Παῖτος βασιλεῖ βασιλέων τῷ μεγάλῳ Ἀρταξέρξῃ
χαίρειν.
 Τὰ φυσικὰ βοηθήματα οὐ λύει τὴν ἐπιδημίην λοιμικοῦ πάθους·
ἃ δὲ ἐκ φύσιος γίγνεται νοσήματα, αὐτὴ ἡ φύσις ἰᾶται κρίνουσα·
ὅσα δὲ ἐξ ἐπιδημίης, τέχνη τεχνικῶς κρίνουσα τὴν τροπὴν τῶν σω-
μάτων. Ιπποκράτης δὲ ἰητρὸς ἰῆται τοῦτο τὸ πάθος· τῷ γένει μὲν  
οὖν ἐστὶ Δωριεὺς, πόλιος δὲ Κῶ, πατρὸς δὲ Ἡρακλείδα τοῦ Ἱπ-
ποκράτους τοῦ Γνωσιδίκου τοῦ Νέβρου τοῦ Σωστράτου τοῦ Θεοδώ-
ρου τοῦ Κλεομυττάδα τοῦ Κρισάμιδος. Οὗτος θείᾳ φύσει κέχρηται,
καὶ ἐκ μικρῶν καὶ ἰδιωτικῶν ἐς μεγάλα καὶ τεχνικὰ προήγαγε τὴν
ἰητρικήν. Γίνεται μὲν οὖν ὁ θεῖος Ιπποκράτης , ἔνατος μὲν ἀπὸ
Κρισάμιδος τοῦ βασιλέως, ὀκτωκαιδέκατος δὲ ἀπὸ Ἀσκληπιοῦ, εἰκο-
στὸς δὲ ἀπὸ Διὸς, μητρὸς δὲ Πραξιθέας τῆς Φαιναρέτης ἐκ τῆς
οἰκίας τῶν Ἡρακλειδῶν· ὥστε κατ' ἀμφότερα τὰ σπέρματα θεῶν
ἀπόγονός ἐστιν ὁ θεῖος Ιπποκράτης , πρὸς μὲν πατρὸς Ἀσκληπιάδης

Ιπποκράτης ιατρός. Epistulae Epistle 17, l. 63

φορῆς λήξας τοῦ γραφίου ἀνέβλεψέ τε ἐς ἐμὲ προσιόντα καὶ φησὶ,


155

χαῖρε, ξένε. Κᾀγὼ, πολλά γε καὶ σὺ, Δημόκριτε, ἀνδρῶν σοφώτατε.  


Ὁ δὲ αἰδεσθεὶς, οἶμαι, ὅτι οὐκ ὀνομαστὶ προσεῖπέ με, σὲ δὲ, ἔφη,
τί καλέομεν; ἄγνοια γὰρ τοῦ σοῦ ὀνόματος ἦν πρόφασις τῆς τοῦ ξένου
προσηγορίας. Ιπποκράτης , ἔφην, ἔμοιγε τοὔνομα ὁ ἰητρός. Ὁ δὲ
εἶπεν, ἡ τῶν Ἀσκληπιαδῶν εὐγένεια πολύ τέ σου τὸ κλέος τῆς ἐν
ἰητρικῇ σοφίης πεφοίτηκε καὶ ἐς ἡμέας ἀφῖκται. Τί δὲ χρέος,
ἑταῖρε, δεῦρό σε ἤγαγε; μᾶλλον δὲ πρὸ πάντων κάθησο· ὁρῇς δὲ
ὡς ἔστιν οὗτος οὐκ ἀηδὴς φύλλων θῶκος ἔτι χλωρὸς καὶ μαλθακὸς,
ἐγκαθίσαι προσηνέστερος τῶν τῆς τύχης ἐπιφθόνων θώκων. Καθί-
σαντος δέ μου, πάλιν φησὶν, ἴδιον οὖν ἢ ἐπιδήμιον πρῆγμα διζή-
μενος δεῦρο ἀφῖξαι, φράζεο σαφέως· καὶ γὰρ ἡμεῖς ὅ τι δυναίμεθα
συνεργοῖμεν ἄν. Κᾀγὼ, τὸ μὲν κατ' ἀλήθειαν, ἔφην, αἴτιον, δεῦρο
σέο χάριν ἥκω ξυντυχεῖν σοφῷ ἀνδρί· ἔχει δὲ πρόφασιν ἡ πατρὶς, ἧς
πρεσβείην τελέω. Ὁ δὲ, ξενίῃ τοίνυν, φησὶ, τὰ πρῶτα κέχρησο
ἡμετέρῃ. Πειρεύμενος δὲ κᾀγὼ κατὰ πάντα τἀνδρὸς, καίπερ ἤδη
μοι δήλου μὴ παρακόπτειν ἐόντος, Φιλοποίμενα οἶσθα, ἔφην, πο-
λίτην ἐόντα ὑμέτερον; ὁ δὲ, καὶ μάλα, εἶπεν, τὸν Δάμωνος λέγεις
υἱὸν, τὸν οἰκεῦντα παρὰ τὴν Ἑρμαΐδα κρήνην. Τοῦτον, εἶπον, οὗ
καὶ τυγχάνω ἐκ πατέρων ἴδιος ξένος· ἀλλὰ σὺ, Δημόκριτε, τῇ κρείς-
σονί με ξενίῃ δέχου, καὶ πρῶτόν γε τί τοῦτο τυγχάνεις γράφων φράζε.  
Ιπποκράτης ιατρός. Epistulae Epistle 19, l. 23

ὁρμώσης ἐπ' αὐτὸν κατὰ τὰς φλέβας τὰς αἱματίτιδας· ὅταν δὲ ἀπέλθῃ
ἡ χολὴ πάλιν ἐς τὰς φλέβας καὶ τὸ σῶμα, πέπαυται. Ἀνιῆται δὲ
καὶ ἀσῆται καὶ ἐπιλήθεται, παρὰ καιρὸν ψυχομένου τοῦ ἐγκεφάλου
ὑπὸ φλέγματος καὶ ξυνισταμένου παρὰ τὸ ἔθος. Ὅταν δὲ ἐξαπίνης
ὁ ἐγκέφαλος διαθερμαίνηται ὑπὸ χολῆς κατὰ τὰς φλέβας τὰς εἰρη-
μένας, ἐπιζέσαντος τοῦ αἵματος, ἐνύπνια ὁρεῦσι φοβερὰ, καὶ ὡς
ἐγρηγορότος τὸ πρόσωπον φλογιᾷ, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ ἐρυθραίνονται,
καὶ ἡ γνώμη ἐπινοεῖ τι κακὸν ἐργάζεσθαι· τοῦτο καὶ ἐν τῷ ὕπνῳ  
πάσχει· ὅταν δὲ τὸ αἷμα σκεδασθῇ πάλιν ἐς τὰς φλέβας, πέπαυται.
Ἐν δὲ τῷ πέμπτῳ τῶν ἐπιδημιῶν ἱστόρησα ὡς ἐγίνετο ἀφωνίη,
ἄγνοια, παραληρήσεις συχναὶ καὶ ὑποστροφαί· ἡ δὲ γλῶσσα σκληρὴ,
καὶ εἰ μὴ διακλύσαιτο, λαλεῖν οὐχ οἷός τε ἦν, καὶ σφόδρα πικρὴ
τὰ πολλά· φλεβοτομίη ἔλυσεν, ὑδροποσίη, μελίκρητον, ἐλλεβόρων
πόσιες· οὗτος ὀλίγον ἐπιζήσας χρόνον ἐτελεύτησεν. Ἄλλος ἦν ὃν,
ὅτε εἰς ποτὸν ὁρμῴη, φόβος τῆς αὐλητρίδος ἐλάμβανεν, εἰ ἀκούσειεν
αὐλούσης, ἡμέρης δὲ ἀκούων οὐδὲν ἔπασχεν.
Ιπποκράτης Δημοκρίτῳ εὖ πράττειν.

Φλάβιος Φιλόστρατος. Vita Apollonii Ch. 5, sec. 7, l. 20

χρηστὸς Νέρων τὰς Ἠλείων μάστιγας· παρακελευο-


μένων γὰρ αὐτῷ τῶν κολάκων νικᾶν τὰ Ὀλύμπια
καὶ ἀνακηρύττειν τὴν Ῥώμην “ἤν γε” ἔφη “μὴ βα-
σκήνωσιν Ἠλεῖοι, λέγονται γὰρ μαστιγοῦν καὶ φρο-
νεῖν ὑπὲρ ἐμέ”, πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα ἀνοητότερα τού-
των προανεφώνησεν. ἐγὼ δὲ νικήσειν μὲν Νέρωνα
ἐν Ὀλυμπίᾳ φημί, τίς γὰρ οὕτω θρασύς, ὡς ἐναν-
156

τίαν θέσθαι; Ὀλύμπια δὲ οὐ νικήσειν, ἅτε μηδὲ ἐν


ὥρᾳ ἄγουσι· πατρίου μὲν γὰρ τοῖς Ὀλυμπίοις τοῦ
πέρυσιν ἐνιαυτοῦ ὄντος ἐκέλευσε τοὺς Ἠλείους Νέ-
ρων ἀναβαλέσθαι αὐτὰ ἐς τὴν ἑαυτοῦ ἐπιδημίαν, ὡς
ἐκείνῳ μᾶλλον ἢ τῷ Διὶ θύσοντας· τραγῳδίαν δ'
ἐπαγγεῖλαι καὶ κιθαρῳδίαν ἀνδράσιν, οἷς μήτε θέα-
τρόν ἐστι μήτε σκηνὴ πρὸς τὰ τοιαῦτα, στάδιον δὲ
αὐτοφυὲς καὶ γυμνὰ πάντα, τὸν δὲ νικᾶν, ἃ χρὴ
ἐγκαλύπτεσθαι, καὶ τὴν Αὐγούστου τε καὶ Ἰουλίου
σκευὴν ῥίψαντα μεταμφιέννυσθαι νῦν τὴν Ἀμοιβέως
καὶ Τερπνοῦ τί φήσεις; καὶ τὰ μὲν Κρέοντός τε καὶ
Οἰδίποδος οὕτως ἐξακριβοῦν, ὡς δεδιέναι, μή πη
λάθῃ ἁμαρτὼν θύρας ἢ στολῆς ἢ σκήπτρου, ἑαυτοῦ
δὲ καὶ Ῥωμαίων οὕτως ἐκπίπτειν, ὡς ἀντὶ τοῦ νο

Φλάβιος Φιλόστρατος. Vita Apollonii Ch. 6, sec. 35, l. 23

αὐτὸς μεθίστασθαι. ὑπὲρ μὲν δὴ τούτων ἐν ἑτέροις


λόγοις ἱκανῶς εἴρηκα διδάσκων τοὺς μὴ μαλακῶς
αὐτοῖς ὁμιλοῦντας, ὅτι τὸν ἀτεχνῶς ἄνδρα μήτε
μεταστήσει τι μήτε δουλώσεται. ὡς δὲ μήτε ἐς λόγων
ἴοιμεν μῆκος ἀκριβῶς ἀναδιδάσκοντες τὰ παρ' ἑκά-
στοις αὐτῷ φιλοσοφηθέντα μήτ' αὖ διαπηδῶντες
φαινοίμεθα λόγον, ὃν οὐκ ἀπόνως παραδίδομεν τοῖς
ἀπείροις τοῦ ἀνδρός, δοκεῖ μοι τὰ σπουδαιότερα
ἐπελθεῖν τούτων καὶ ὁπόσα μνήμης ἀξιώσεται. ἡγώ-
μεθα δὲ αὐτὰ παραπλήσια ταῖς τῶν Ἀσκληπιαδῶν
ἐπιδημίαις.
 Μειράκιον ἑαυτοῦ μὲν ἀπαιδεύτως εἶχε, τοὺς
δὲ ὄρνις ἐπαίδευε καὶ ξυνοίκους ἐπὶ σοφίᾳ ἐποιεῖτο·  
ἐδίδασκε δὲ αὐτοὺς λαλεῖν τε ὅσα οἱ ἄνθρωποι καὶ
τερετίζειν ὅσα αὐλοί. τούτῳ περιτυχὼν “τί” ἔφη
“ἐπιτηδεύεις;” ἐπεὶ δὲ τάς τε ἀηδόνας αὐτῷ διῄει
καὶ τοὺς κοψίχους καὶ ὁπόσα εὐγλωττίζοι τοὺς χαρα-
δρίους, τὴν φωνὴν δὲ ἀπαίδευτον ἐφαίνετο “δοκεῖς
μοι” ἔφη “διαφθείρειν τοὺς ὄρνις, πρῶτον μὲν τῷ
μὴ ξυγχωρεῖν αὐτοῖς τὸ ἑαυτῶν φθέγμα οὕτως ἡδὺ
ὄν, ὡς μηδ' ἂν τὰ μουσικὰ τῶν ὀργάνων ἐς μίμησιν

Φλάβιος Φιλόστρατος. Vita Apollonii Ch. 8, sec. 22, l. 2

μιχθέντες τοῖς αὐτόθεν νεότης ἐγένοντο θαυμάσαι


ἄξιοι τοῦ πλήθους καὶ τῆς ἐς τὸ φιλοσοφεῖν ὁρμῆς.
ῥητορικὴ μὲν γὰρ ἀπέκειτο ἀμελουμένη καὶ σμικρὰ
προσεῖχον τοῖς τὴν τέχνην ξυγκροτοῦσιν, ὡς μόνης
διδασκάλου τῆς γλώττης, ὠθίζοντο δὲ ἐπὶ τὴν ἐκεί-
νου φιλοσοφίαν πάντες. ὁ δ', ὥσπερ τοὺς Γύγας
φασὶ καὶ τοὺς Κροίσους ἀκλείστους παρέχειν τὰς  
157

τῶν θησαυρῶν θύρας, ἵν' ἀπαντλεῖν εἴη τοῖς δεο-


μένοις, οὕτω παρεῖχε τὴν ἑαυτοῦ σοφίαν τοῖς ἐρῶσι,
περὶ παντὸς ἐρωτᾶν ξυγχωρῶν. διαβαλλόντων δ'
αὐτὸν ἐνίων, ὅτι τὰς τῶν ἡγεμόνων ἐπιδημίας ἐκ-
τρέποιτο καὶ ἀπάγοι τοὺς ἀκροατὰς ἐς τὰς ἡσυχίας
μᾶλλον, καί τινος ἀποσκώψαντος μετελαύνειν αὐτὸν
τὰ πρόβατα, ἐπειδὰν τοὺς ἀγοραίους προσιόντας
μάθῃ, “νὴ Δί',” εἶπεν “ἵνα μὴ ἐμπίπτωσι τῇ ποίμνῃ
οἱ λύκοι.” τί δ' ἐβούλετο αὐτῷ τοῦτο; τοὺς ἀγο-
ραίους ὁρῶν ἀποβλεπομένους ὑπὸ τῶν πολλῶν καὶ
προϊόντας ἐκ πενίας ἐς πλοῦτον ἀπεχθείας τε οὕτως
ἀσπαζομένους, ὡς αὐτὸ τὸ ἀπέχθεσθαι πωλεῖν ἀπῆγε
τοὺς νέους τοῦ ξυνεῖναί σφισι καὶ τοὺς ξυγγενομέ-
νους αὐτοῖς ἐνουθέτει πικρότερον, οἷον ἀποπλύνων

Φλάβιος Φιλόστρατος. Vitae sophistarum Ch. 1, Olearius p. 521, l. 11

ξένον ὁ Ἡρώδου τοῦ σοφιστοῦ πατὴρ Ἀττικὸς


θαυμάζων ἐπὶ ῥητορικῇ μᾶλλον ἢ τὸν Γοργίαν ποτὲ
Θετταλοί. ὁπόσοι γοῦν τῶν πάλαι ῥητόρων ἑρμαῖ
ἦσαν ἐν τοῖς τῆς οἰκίας δρόμοις, ἐκέλευε τούτους
βάλλεσθαι λίθοις, ὡς διεφθορότας αὐτῷ τὸν υἱόν.
μειράκιον μὲν δὴ ἐτύγχανεν ὢν ὁ Ἡρώδης τότε καὶ
ὑπὸ τῷ πατρὶ ἔτι, τοῦ δὲ αὐτοσχεδιάζειν ἤρα μόνου,
οὐ μὴν ἐθάρρει γε αὐτό, οὐδὲ γὰρ τῷ Σκοπελιανῷ
ξυγγεγονὼς ἦν ἐς ἐκεῖνό πω τοῦ χρόνου, οὐδ' ἥτις
ἡ τῶν αὐτοσχεδίων ὁρμὴ γιγνώσκων, ὅθεν ἀσμένῳ
οἱ ἐγένετο ἡ ἐπιδημία τοῦ ἀνδρός· ἐπειδὴ γὰρ
λέγοντος ἤκουσε καὶ διατιθεμένου τὸν αὐτοσχέδιον,
ἐπτερώθη ὑπ' αὐτοῦ καὶ ἡτοιμάσθη, καὶ τὸν πατέρα
δὲ ἧσαι διανοηθεὶς ἀπαγγέλλει οἱ μελέτην ἐς τὴν
ἰδέαν τοῦ ξένου. ὁ πατὴρ δὲ ἠγάσθη τε αὐτὸν τῆς
μιμήσεως καὶ πεντακόσια ἔδωκεν αὐτῷ τάλαντα,
ἔδωκε δὲ καὶ αὐτῷ τῷ Σκοπελιανῷ πεντεκαίδεκα,
ὁ δέ, ὅσαπερ ὁ πατήρ, τοσαῦτα ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ
δωρεᾶς προσέδωκεν αὐτῷ, ἔτι καὶ διδάσκαλον ἑαυ-
τοῦ προσειπών. τουτὶ δὲ συνιέντι Ἡρώδου καὶ τῶν
τοῦ Πακτωλοῦ πηγῶν ἥδιον.

Φλάβιος Φιλόστρατος. Epistulae et dialexeis Section 1, epistle or discourse 39, l. 11

 λθʹ. Μηδὲ γράφειν φυγάδα ἀνέξῃ; ἀλλ' ἐπίνευε


φιλοῦσιν. ἔφευγε καὶ Ἀριστείδης, ἀλλ' ἐπανήρχετο,
καὶ Ξενοφῶν, ἀλλ' οὐ δικαίως, ἔφευγε καὶ Θεμι-
στοκλῆς, ἀλλ' ἐτιμᾶτο καὶ παρὰ βαρβάροις, καὶ
Ἀλκιβιάδης, ἀλλὰ καὶ παρετείχιζε τὰς Ἀθήνας,
καὶ Δημοσθένης, ἀλλ' ὁ φθόνος αἴτιος. φεύγει καὶ
θάλαττα, ὅταν ὑφ' ἡλίῳ ἐλαύνηται, καὶ ὁ ἥλιος, ὅταν
158

νὺξ καταλαμβάνῃ, φεύγει καὶ μετόπωρον χειμῶνος


προσελθόντος καὶ χειμὼν ἄπεισιν ἔαρος διώκοντος,
καὶ συνελόντα εἰπεῖν αἱ τῶν πρεσβυτέρων καιρῶν
ἐπιδημίαι τῶν νεωτέρων καιρῶν εἰσὶ φυγάδες. ἐδέ-
ξαντο καὶ Ἀθηναῖοι Δήμητραν φεύγουσαν καὶ Διό-
νυσον μετοικοῦντα καὶ τοὺς Ἡρακλέους παῖδας  
ἀλωμένους, ὅτε καὶ τὸν Ἐλέου ἐστήσαντο βωμόν, ὡς
τρισκαιδεκάτου θεοῦ, οὐκ οἴνου σπένδοντες αὐτῷ,
ἀλλὰ δακρύων. ἀνάστησον καὶ σὺ τὸν βωμὸν καὶ
κακῶς πράττοντα ἐλέησον ἄνθρωπον, μὴ δὶς γένωμαι
φυγὰς καὶ τῆς πατρίδος στερηθεὶς καὶ τοῦ πρὸς σὲ
ἔρωτος σφαλείς· ἐὰν γὰρ ἐθελήσῃς, κατελήλυθα.
 μ. Ἡ πυρσαίνουσα μίλτος τὰ χείλη καὶ τὴν
παρειὰν ὑπογράφουσα κώλυμα φιλημάτων,

Φλάβιος Φιλόστρατος. Epistulae et dialexeis Section 1, epistle or discourse 55, l. 7

ἂν ἐφῇς, καί, οἶδα, ἀκούσεται. ὦ μακάρια, οἵαν


γυναῖκα περιβάλλειν μέλλετε. ἀλλὰ δεήθητε αὐτῆς
ὑπὲρ ἐμοῦ καὶ πρεσβεύσατε καὶ πείσατε, ἐὰν δὲ
παρακούῃ, κατακαύσατε.
 νεʹ. Ὄντως τὰ ῥόδα Ἔρωτος φυτά, καὶ γὰρ νέα,
ὡς ἐκεῖνος, καὶ ὑγρά, ὡς αὐτὸς ὁ Ἔρως, καὶ χρυ-
σοκομοῦσιν ἄμφω καὶ τἆλλ' αὐτοῖς ὅμοια· τὰ ῥόδα
τὴν ἄκανθαν ἀντὶ βελῶν ἔχει, τὸ πυρρὸν ἀντὶ
δᾴδων, τοῖς φύλλοις ἐπτέρωται, χρόνον δὲ οὔτε
Ἔρως οὔτε ῥόδα οἶδεν, ἐχθρὸς γὰρ ὁ θεὸς καὶ τῇ
κάλλους ὀπώρᾳ καὶ τῇ ῥόδων ἐπιδημίᾳ. εἶδον ἐν
Ῥώμῃ τοὺς ἀνθοφόρους τρέχοντας καὶ τῷ τάχει
μαρτυροῦντας τὸ ἄπιστον τῆς ἀκμῆς, ὁ γὰρ δρόμος
διδασκαλία χρήσεως· εἰ μὲν οὖν ἅψῃ ταχέως τῶν
ῥόδων, μένει, εἰ δὲ μελλήσεις, ἀπελήλυθε. μαραί-
νεται καὶ γυνὴ μετὰ ῥόδων, ἂν βραδύνῃ. μὴ μέλλε,
ὦ καλή· συμπαίξωμεν, στεφανωσώμεθα τοῖς ῥόδοις,
συνδράμωμεν.  
 νϛʹ. Ἀπέκλειόν σοι τὰ ὄμματα. πῶς σοι; εἴπω·
ὡς οἱ πολιορκούμενοι τὰς πύλας. καὶ σὺ τὴν φρου-
ρὰν λαθὼν ἔνδον εἶ. λέγε, τίς σε ἐσήγαγεν, εἰ μή

Xenophon Scr. Erot., Ephesiaca Book 1, ch. 12, sec. 1, l. 5

 Ἐν τούτῳ δὲ ἡ ναῦς Κῶ μὲν παραμείβει καὶ Κνίδον,


κατεφαίνετο δ' ἡ Ῥοδίων νῆσος μεγάλη καὶ καλή· καὶ
αὐτοὺς ἐνταῦθα ἔδει καταχθῆναι πάντως· δεῖν γὰρ ἔφα-
σκον οἱ ναῦται καὶ ὑδρεύσασθαι καὶ αὐτοὺς ἀναπαύσασθαι,
μέλλοντας εἰς μακρὸν ἐμπεσεῖσθαι πλοῦν.
      
 Κατήγετο δὲ ἡ ναῦς εἰς Ῥόδον καὶ ἐξέβαινον οἱ
ναῦται, ἐξῄει δὲ ὁ Ἁβροκόμης ἔχων μετὰ χεῖρα τὴν
159

Ἀνθίαν· συνῄεσαν δὲ πάντες οἱ Ῥόδιοι, τὸ κάλλος τῶν


παίδων καταπεπληγότες, καὶ οὐκ ἔστιν ὅστις τῶν ἰδόντων
παρῆλθε σιωπῶν· ἀλλ' οἱ μὲν ἔλεγον ἐπιδημίαν [ἐκ τῶν]
θεῶν, οἱ δὲ προσεκύνουν καὶ προσεπιτνοῦντο. Ταχὺ δὲ δι'  
ὅλης τῆς πόλεως διεπεφοιτήκει τὸ ὄνομα Ἁβροκόμου καὶ
Ἀνθίας.
         Ἐπεύχονται δὲ αὐτοῖς δημοσίᾳ καὶ θυσίας
τε θύουσι πολλὰς καὶ ἑορτὴν ἄγουσι τὴν ἐπιδημίαν αὐτῶν.
Οἱ δὲ τήν τε πόλιν ἅπασαν ἐξιστόρησαν καὶ ἀνέθεσαν εἰς
τὸ τοῦ Ἡλίου ἱερὸν πανοπλίαν χρυσῆν καὶ ἐπέγραψαν εἰς
ὑπόμνημα ἐπίγραμμα τῶν ἀναθέντων

Xenophon Scr. Erot., Ephesiaca Book 1, ch. 12, sec. 2, l. 2

      
 Κατήγετο δὲ ἡ ναῦς εἰς Ῥόδον καὶ ἐξέβαινον οἱ
ναῦται, ἐξῄει δὲ ὁ Ἁβροκόμης ἔχων μετὰ χεῖρα τὴν
Ἀνθίαν· συνῄεσαν δὲ πάντες οἱ Ῥόδιοι, τὸ κάλλος τῶν
παίδων καταπεπληγότες, καὶ οὐκ ἔστιν ὅστις τῶν ἰδόντων
παρῆλθε σιωπῶν· ἀλλ' οἱ μὲν ἔλεγον ἐπιδημίαν [ἐκ τῶν]
θεῶν, οἱ δὲ προσεκύνουν καὶ προσεπιτνοῦντο. Ταχὺ δὲ δι'  
ὅλης τῆς πόλεως διεπεφοιτήκει τὸ ὄνομα Ἁβροκόμου καὶ
Ἀνθίας.
         Ἐπεύχονται δὲ αὐτοῖς δημοσίᾳ καὶ θυσίας
τε θύουσι πολλὰς καὶ ἑορτὴν ἄγουσι τὴν ἐπιδημίαν αὐτῶν.
Οἱ δὲ τήν τε πόλιν ἅπασαν ἐξιστόρησαν καὶ ἀνέθεσαν εἰς
τὸ τοῦ Ἡλίου ἱερὸν πανοπλίαν χρυσῆν καὶ ἐπέγραψαν εἰς
ὑπόμνημα ἐπίγραμμα τῶν ἀναθέντων
      
 Οἱ ξεῖνοι [κλεινοὶ] τάδε σοι χρυσήλατα τεύχε' ἔθηκαν,
 Ἀνθία Ἁβροκόμης θ', ἱερῆς Ἐφέσοιο πολῖται.
      
Ταῦτα ἀναθέντες, ὀλίγας ἡμέρας ἐν τῇ νήσῳ μείναν-
τες, ἐπειγόντων τῶν ναυτῶν ἀνήγοντο ἐπισιτισάμενοι·
παρέπεμπε δὲ αὐτοὺς ἅπαν τὸ Ῥοδίων πλῆθος. Καὶ τὰ

Xenophon Scr. Erot., Ephesiaca Book 5, ch. 12, sec. 1, l. 7

ΑΝΔΡΟΣ. ΑΒΡΟΚΟΜΟΥ. ΑΝΘΙΑ. ΤΗΝ. ΚΟ-


ΜΗΝ. ΤΩΙ. ΘΕΩΙ. ΑΝΕΘΗΚΕ. Ταῦτα ποιήσασα
καὶ εὐξαμένη ἀπῄει μετὰ τοῦ Ἱπποθόου.
      
 Ὁ δὲ Λεύκων καὶ ἡ Ῥόδη τέως ὄντες περὶ τὴν
πομπὴν ἐφίστανται τῷ ἱερῷ καὶ βλέπουσι τὰ ἀναθήματα
καὶ γνωρίζουσι τῶν δεσποτῶν τὰ ὀνόματα καὶ πρῶτον
ἀσπάζονται τὴν κόμην καὶ πολλὰ κατωδύροντο οὕτως ὡς
Ἀνθίαν βλέποντες, τελευταῖον δὲ περιῄεσαν, εἴ που κἀκείνην
εὑρεῖν δυνήσονται (ἤδη δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν Ῥοδίων
160

ἐγνώριζον τὰ ὀνόματα ἐκ τῆς προτέρας ἐπιδημίας).


Κἀκείνην μὲν τὴν ἡμέραν οὐδὲν εὑρίσκοντες ἀπηλλάγησαν
καὶ τῷ Ἁβροκόμῃ τὰ ἐν τῷ ἱερῷ ὄντα ἐμήνυσαν· ὁ δὲ ἔπαθε
μὲν τὴν ψυχὴν ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος, εὔελπις
δὲ ἦν ὡς Ἀνθίαν εὑρήσων.
 Τῇ δὲ ἑξῆς ἧκεν ἡ Ἀνθία πάλιν εἰς τὸ ἱερὸν μετὰ
τοῦ Ἱπποθόου, οὐκ ὄντος αὐτοῖς πλοός, προσκαθίσασα δὲ
τοῖς ἀναθήμασιν ἐδάκρυέ τε καὶ ἀνέστενεν· ἐν τούτῳ δὲ
ἐπεισίασιν ὁ Λεύκων καὶ ἡ Ῥόδη τὸν Ἁβροκόμην κατα-  
λιπόντες ἔνδον, ἀθύμως ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς διακείμενον·
ἐλθόντες δὲ ὁρῶσι τὴν Ἀνθίαν καὶ ἦν μὲν ἔτι ἄγνωστος

Aristophanes Gramm., Aristophanis historiae animalium ep. subjunctis Aeliani


Timothei aliorumque eclogis Ch. 2, sec. 338, l. 2

ζῷον τοῦτο παμφάγον καὶ ἐπιτιθέμενον πᾶσι· χρῆται δὲ τοῖς κρέασι προσή-
πουσα αὐτά.          φεύγουσαι δέ ποτε καὶ λαβόμεναι δένδρων, κάτω τὴν
κεφαλὴν ποιήσασαι, τὰ δὲ ὀπίσθια ἄνω, οὕτως ἀναβαίνουσι.
         ζῇ δὲ ἡ ἄρκτος ἔτη τριάκοντα ἢ μικρῷ πλέον ἢ ἔλαττον.
 Αἰλιανοῦ. Αἱ ἄρκτοι τῶν θηρατῶν τοὺς εἰς στόμα πεσόντας
καὶ τὸ πνεῦμα εἰς ἑαυτοὺς ὤσαντας ὀσφρησάμεναι ὡς νεκροὺς παραλιμ-
πάνουσι, καὶ δοκεῖ τοῦτο τὸ ζῷον νεκρὸν βδελύττεσθαι.
 Ἡ ἄρκτος χειμῶνος μὲν ἀποτίκτει, καὶ φωλεύει τεκοῦσα, καὶ
ὑφορωμένη τοὺς κρυμοὺς τὴν ἐπιδημίαν τοῦ ἦρος μένει, οὐδ' ἂν πρὶν ἢ  
πληρωθῆναι τρεῖς μῆνας ἐξάγοι ποτὲ τὰ βρέφη. ὅταν δὲ αἴσθηται ἑαυτῆς
πεπλησμένης, ὑφορωμένη τοῦτο ὡς νόσον, ζητεῖ φωλεόν. ἐντεῦθέν τοι καὶ
κέκληται τῇ ἄρκτῳ φωλεία τὸ πάθος. εἶτα εἰσέρχεται οὐ βαδίζουσα, ἀλλ'
ὑπτία, ἀφανίζουσα τοῖς θηραταῖς τὰ ἴχνη· ἑαυτὴν γὰρ ἐπισύρει κατὰ νώτου.
καὶ παρεισελθοῦσα ἡσυχάζει, καὶ τρόπον τινὰ τὴν ἕξιν ῥινᾷ, καὶ δρᾷ τες-
σαράκοντα ἡμέρας αὐτό. καὶ λέγει μὲν Ἀριστοτέλης ὅτι ἄρα δὶς ἑπτὰ
ἡμερῶν ἀκίνητος μένει καὶ ἀτρεμεῖ, τῶν δὲ ἄλλων στρέφεται μόνον. ἄσιτος
δὲ ἄρα διαμένει τῶν τεσσαράκοντα πασῶν καὶ ἄτροφος, ἀπόχρη δὲ αὐτῇ
τὴν δεξιὰν περιλείχεσθαι. ἐκ δὲ τῆς συντήξεως τῆς ἄγαν συνέπτυκται τὸ
ἔντερον αὐτῇ καὶ συνῆλθεν. ὅπερ εἰδυῖα, ὅταν προέλθῃ, τοῦ καλουμένου

Triphiodorus Epic., Gramm., Ἅλωσις Ἰλίου Line 22

ἀσπίδες οὐκ ἀνέχοντο μένειν ἔτι δοῦπον ἀκόντων,


λύετο καμπύλα τόξα, κατέρρεον ὠκέες ἰοί.
ἵπποι δ' οἱ μὲν ἄνευθεν ἀεργηλῆς ἐπὶ φάτνης
οἰκτρὰ κάτω μύοντες ὁμόζυγας ἔστενον ἵππους,
οἱ δ' αὐτοὺς ποθέοντες ὀλωλότας ἡνιοχῆας.
 κεῖτο δὲ Πηλείδης μὲν ἔχων ἅμα νεκρὸν ἑταῖρον,
Ἀντιλόχῳ δ' ἐπὶ παιδὶ γέρων ὠδύρετο Νέστωρ,
Αἴας δ' αὐτοφόνῳ βριαρὸν δέμας ἕλκεϊ λύσας
161

φάσγανον ἐχθρὸν ἔλουσε μεμηνότος αἵματος ὄμβρῳ.  


Τρωσὶ δὲ λωβητῆρσιν ἐφ' Ἕκτορος ἑλκυθμοῖσι
μυρομένοις οὐ μοῦνον ἔην ἐπιδήμιον ἄλγος,
ἀλλὰ καὶ ἀλλοθρόοις ἐπὶ πένθεσι κωκύοντες
δάκρυσιν ἠμείβοντο πολυγλώσσων ἐπικούρων.
κλαῖον μὲν Λύκιοι Σαρπηδόνα, τόν ποτε μήτηρ
ἐς Τροίην μὲν ἔπεμψεν ἀγαλλομένη Διὸς εὐνῇ,
δουρὶ δὲ Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο πεσόντα
αἵματι δακρύσας ἐχύθη πατρώιος ἀήρ.
καὶ δολίην ὑπὸ νύκτα κακῷ πεπεδημένον ὕπνῳ
Ῥῆσον μὲν Θρήικες ἐκώκυον· ἡ δ' ἐπὶ πότμῳ
Μέμνονος οὐρανίην νεφέλην ἀνεδήσατο μήτηρ
φέγγος ὑποκλέψασα κατηφέος ἤματος Ἠώς.

Antoninus Liberalis Myth., Metamorphoseon synagoge Ch. 25, sec. 3, l. 5

ἔδωκε κάλλος.
         ἐπεὶ δὲ Ἀονίαν ὅλην ἔλαβε λοιμὸς καὶ
πολλοὶ ἀπέθνῃσκον, θεωροὺς ἀπέστειλαν παρὰ τὸν Ἀπόλ-
λωνα τὸν Γορτύνιον· καὶ αὐτοῖς εἶπεν ὁ θεὸς ἱλάσσασθαι
δύο τοὺς ἐριουνίους θεούς· ἔφη δὲ καταπαύσειν αὐτοὺς τὴν
μῆνιν, εἰ δύο δυσὶν ἑκοῦσαι παρθένοι θύματα γένοιντο.
πρὸς [δὲ] δὴ τὸ μαντεῖον οὐδεμία τῶν ἐν τῇ πόλει παρθέ-
νων ὑπήκουσεν, ἄχρι γυνὴ θῆσσα τὸν χρησμὸν ἐξήνεγκε πρὸς
τὰς θυγατέρας τοῦ Ὠρίωνος. αἱ δ' ὡς ἐπύθοντο παρὰ τὸν
ἱστὸν ἔχουσαι, τὸν ὑπὲρ ἀστῶν θάνατον ἐδέξαντο πρὶν ἢ
τὴν ἐπιδήμιον ἐπιπεσοῦσαν αὐτὰς ἀφανίσαι νόσον· τρὶς δὲ
βοησάμεναι χθονίους δαίμονας, ὅτι αὐτοῖς ἑκοῦσαι θύματα
γίνονται, ἐπάταξαν ἑαυτὰς τῇ κερκίδι παρὰ τὴν κλεῖδα καὶ
ἀνέρρηξαν τὴν σφαγήν.
         καὶ αὐταὶ μὲν ἀμφότεραι κατέ-
πεσον ἐς τὴν γῆν· Φερσεφόνη δὲ καὶ Ἅιδης οἰκτείραντες
τὰ μὲν σώματα τῶν παρθένων ἠφάνισαν, ἀντὶ δ' ἐκείνων
ἀστέρας ἀνήνεγκαν ἐκ τῆς γῆς· οἱ δὲ φανέντες ἀνηνέχθησαν
εἰς οὐρανόν, καὶ αὐτοὺς ὠνόμασαν ἄνθρωποι κομήτας.

Marcellinus I Med., De pulsibus Line 277

Τίς ἡ Ἀσκληπιάδου στάσις περὶ τοῦ σφυγμοῦ τῶν πυρεσσόντων.

 Ἀσκληπιάδης τῆς ἐναντίας γνώμης τοῖς προειρημένοις ἀνδράσι


καθίσταται. τὴν γὰρ ἐπὶ τὸ σφοδρότερον τοῦ σφυγμοῦ παραλλαγὴν μετὰ
θερμασίας τίθεται τοῦ πυρετοῦ σημεῖον χωρὶς φανερᾶς αἰτίας συνιστα-
μένην. καὶ γὰρ πυκνότητα τῶν σφυγμῶν τοῖς πλείστοις παρέπεσθαί φησι
τῶν πυρεσσόντων, οὐ πάντως δὲ πυρέσσειν τοὺς πυκνὸν ἔχοντας τὸν
162

σφυγμόν.
      
   

Τίς ἡ Ἱπποκράτους στάσις περὶ τοῦ πυρετοῦ.

 Ἱπποκράτην ὑπολαμβάνουσι σημεῖον εἰρηκέναι τοῦ πυρετοῦ μέγε-


θος μετὰ πυκνότητος ἢ τάχους διὰ τὴν ἐν Ἐπιδημίαις λέξιν οὕτως εἰρη-
μένην ὑπ' αὐτοῦ· “ἐν τοῖσιν ὀξυτάτοισι τῶν πυρετῶν οἱ σφυγμοὶ πυκνοὶ
καὶ μέγιστοι.” οὕτω μὲν δὴ εἰρήσθω καὶ τὸ παρ' Ἱπποκράτει δοκοῦν εἶναι
σημεῖον τοῦ πυρετοῦ.
      
   

Τί σημεῖον Ἀρχιγένης τίθεται τοῦ πυρετοῦ.

 Σκληρὸν ὑπέλαβεν οὗτος ὁ ἀνὴρ εἶναι ἴδιον καὶ ἀχώριστον ση-


μεῖον ὡς ἐν τῷ Περὶ σφυγμῶν βιβλίῳ. Πραξαγόρας δὲ μέγαν, ταχύν,  
σφοδρὸν τὸν σφυγμὸν εἶναι ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων μετὰ τοιούτων συμ-
πτωμάτων εὑρισκόμενον, δίψους τε καὶ θέρμης καὶ κεφαλαλγίας καὶ συμ-
πλοκῆς μετὰ τῶν προειρημένων ποιοτήτων ἰδιότητας ἡ μείωσις τοῦ πυρε

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio


Klein p. 36, l. 19

ρητικὸν αʹ καὶ βʹ (ὡς οὐκ ἔστινἹπποκράτους, ἐν ἄλλοις


δείξομεν), Περὶ χυμῶν.αἰτιολογικὰ δὲ καὶ φυσικά· Περὶ
φυσῶν, Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, Περὶ ἱερᾶς νόσου, Περὶ φύσεως
παιδίου, Περὶ τόπων καὶ ὡρῶν.θεραπευτικὰ δέ· τῶν μὲν εἰς
χειρουργίαν ἀνηκόντων· Περὶ ἀγμῶν, Περὶ ἄρθρων, Περὶ ἑλ-
κῶν, Περὶ τραυμάτων καὶ βελῶν, Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τραυ-
μάτων, Κατὰ ἰητρεῖον, Μοχλικόν, Περὶ αἱμορροΐδων καὶ συρίγ-
γων. εἰς δίαιταν· Περὶ νούσων αʹ βʹ, Περὶ πτισάνης, Περὶ
τόπων τῶν κατὰ ἄνθρωπον, Γυναικείων αʹ βʹ, Περὶ τροφῆς,
Περὶ ἀφόρων, Περὶ ὑδάτων.ἐπίμικτα δέ ἐστι ταῦτα· Ἀφορις-
μοί, Ἐπιδημίαι ζʹ.τῶν δ' εἰς τὸν περὶ τέχνης τεινόντων
λόγον· Ὅρκος, Νόμος, Περὶ τέχνης, Περὶ ἀρχαίας ἰατρικῆς.
Πρεσβευτικὸς γὰρ καὶ Ἐπιβώμιος φιλόπατριν μᾶλλον ἢ ἰατρὸν
ἐμφαίνουσι τὸν ἄνδρα.
 ὥστ' ἐπεὶ ταύτας τινὰς βεβαίωςἹπποκράτους λέγομεν
εἶναι, διδασκαλίας εὐσήμου ἕνεκεν ἀρκτέον οὖν ἂν εἴη ἀπὸ
τῶν σημειωτικῶν, ἐπειδὴ πάσης αἰτιολογίας καὶ θεραπείας
προηγεῖσθαι ὀφείλει σημείωσις. λοιπὸν ἀρξώμεθα ἀπὸ τοῦ
Προγνωστικοῦ. |  
      
163

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio Klein p. 130, l. 11

      

ΑΡΧΗ ΤΟΥ Φ

φῦσαν· νῦν μὲνκαὶ ἐν Ἀφορισμοῖς καὶ ἐν αʹ καὶ


δʹ Ἐπιδημιῶν τὴν δι' ἕδρας δυσώδη πνοὴν λέγει. ἐν δὲ
τῷ Περὶ φυσῶν καὶ ἐν τῷ Περὶ ἀρχαίης ἰητρικῆς τὰ ἐν ἡμῖν
πνεύματα. ἐν δὲ τῷ Περὶ χυμῶν τὸ ἐμφύσημα λέγει. |
φακῶν ἐρέγματα· ἀντὶ τοῦ διαιρήματα. καὶ γὰρ
ἐρεγμὸς κυρίως λέγεται ὁ δίχα διῃρημένος κύαμος.
φλεδονώδεα· φλεδονώδεα οὖν ἐκάλεσε τὰ μετὰ φλυα-
ρίας καὶ πνευματώδους ταραχῆς ἐκκρινόμενα. ἄλλοι δέ φασι
μὴ δεῖν γράφειν φλεδονώδεα, ἀλλὰ φλεβονώδεα, ὡς εἶναι τὰ
μετ' ἀλγήματος οἰδήματα. οἱ δὲ τὰ μετὰ σφυγμοῦ, οἱονεὶ
φλεβονώδη εἶναι, τοῦἹπποκράτους μηδόλως ὀνομάσαντος
ἄλγημα. ἔστιν οὖν τὰ ἐν κινήσει καί τινι ταραχῇ ὄντα.

Hypsicles Astron., Math., Hypsiclis liber sive elementorum liber xiv qui fertur
Section Pr, l. 4

 Βασιλείδης ὁ Τύριος, ὦ Πρώταρχε, παραγενηθεὶς εἰς


Ἀλεξάνδρειαν καὶ συσταθεὶς τῷ πατρὶ ἡμῶν διὰ τὴν ἀπὸ
τοῦ μαθήματος συγγένειαν συνδιέτριψεν αὐτῷ τὸν πλεῖ-
στον τῆς ἐπιδημίας χρόνον. καί ποτε ζητοῦντες τὸ ὑπὸ
Ἀπολλωνίου συγγραφὲν περὶ τῆς συγκρίσεως τοῦ δωδε-
καέδρου καὶ τοῦ εἰκοσαέδρου τῶν εἰς τὴν αὐτὴν σφαῖραν
ἐγγραφομένων, τίνα ἔχει λόγον πρὸς ἄλληλα, ἔδοξαν ταῦτα
μὴ ὀρθῶς γεγραφηκέναι τὸν Ἀπολλώνιον, αὐτοὶ δὲ ταῦτα
καθάραντες ἔγραψαν, ὡς ἦν ἀκούειν τοῦ πατρός. ἐγὼ δὲ
ὕστερον περιέπεσον ἑτέρῳ βιβλίῳ ὑπὸ Ἀπολλωνίου ἐκδε-
δομένῳ περιέχοντί τινα ἀπόδειξιν περὶ τοῦ προκειμένου,
καὶ μεγάλως ἐψυχαγωγήθην ἐπὶ τῇ τοῦ προβλήματος
ζητήσει. τὸ μὲν οὖν ὑπὸ Ἀπολλωνίου ἐκδοθὲν ἔοικε κοινῇ
σκοπεῖν· καὶ γὰρ περιφέρεται δοκοῦν ὕστερον γεγράφθαι

Αρεταίος ιατρός. De causis et signis acutorum morborum (lib. 1) Book 1, ch. 6, sec.
3, l. 3

ἐπίκλησιν. τὴν μὲν γὰρ κατόπιν τοῦ νοσέοντος ἀνάκλισιν ὀπισθότονον


καλέομεν, τῶν τῇδε πεπονθότων νεύρων. ἐμπροσθότονον δέ, ἢν ἐς
τοὔμπροσθεν καμπύλληται ὥνθρωπος ἐπὶ τοῖσι πρόσθεν νεύροισι. τόνος
γὰρ νεύρων καὶ ἐντάσιος οὔνομα. προφάσιες δὲ τῶνδε μυρίαι· καὶ
γὰρ ἐπὶ τρώματι φιλέουσι γίγνεσθαι ὑμένος, ἢ μυῶν, ἢ νεύρων νυγέν-
των, εὖτε τὰ πολλὰ θνῄσκουσι· ἐπὶ τρώματι γὰρ σπασμὸς θανάσιμον.
164

σπᾶται δὲ καὶ ἐπὶ ἀμβλώσει ἡ γυνή, ἀτὰρ καὶ ἥδε οὐ μάλα περιγίγνε-
ται. καί τευ πατάξαντος μεγάλως τὸν αὐχένα μετεξέτεροι σπῶνται.
καὶ ψῦξις δὲ κάρτα ἰσχυρὴ γίγνεται αἰτίη. διὰ τόδε χεῖμα μὲν μάλιστα
πάντων τίκτει τάδε τὰ πάθεα, δεύτερον δὲ ἦρ σὺν τῷ μετοπώρῳ,  
θέρος δὲ ἥκιστα, εἰ μὴ κατάρχει τρῶμα ἢ νούσων ἀλλοδαπῶν ἐπιδημίη.
γυναῖκες δὲ ἀνδρῶν σπῶνται μὲν μᾶλλον, ὅτι ψυχραί· ἀτὰρ αἵδε περι-
γίγνονται μᾶλλον, ὅτι ὑγραί. ἡλικίαι δέ, παῖδες μὲν ξυνεχέες, ἀλλ' οὐ
μάλα θνῄσκουσι, ὅτι ξύνηθες καὶ οἰκεῖον πάθος· νέοι δὲ τουτέων ἧσσον
πάσχουσι, μᾶλλον δὲ θνῄσκουσι· ἀκμάζοντες ἥκιστα· γέροντες δὲ πάν-
των μᾶλλον καὶ πάσχουσι καὶ θνῄσκουσι· αἰτίη γὰρ ψῦξις καὶ ξηρότης
γήραος, καὶ θανάτου ἡ φύσις. ἢν δὲ ἡ ψῦξις ἔῃ σὺν ὑγρῷ, ἀσινέστεροι
[τε] καὶ ἀσφαλέστεροι ἐς κίνδυνον οἱ σπασμοί. ξύνεστι μὲν αὐτέοισι
ἁθρόον μὲν ἅπασι εἰρῆσθαι πόνος καὶ ἔντασις τενόντων τῶν ῥάχιος
καὶ μυῶν τῶν ἐν γνάθοισι καὶ θώρηκι· ἐρείδουσι γὰρ τὴν κάτω γένυν
πρὸς τὴν ἄνω, ὡς μηδὲ μοχλοῖσι ἢ σφηνὶ διὰ ῥηϊδίως στῆσαι δύνασθαι.

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50) Book 44, ch. 14,
sec. 4, l. 3

μονεύκασιν οἱ περὶ τὸνΔιονύσιον τὸν κυρτόν.Διοσκουρίδης


δὲ καὶΠοσειδώνιος πλεῖστα διεληλύθασιν ἐν τῷ περὶ τοῦ κατ'
αὐτοὺς γενομένου λοιμοῦ ἐν Λιβύῃ· παρακολουθεῖν δ' ἔφασαν αὐτῷ
πυρετὸν ὀξὺν καὶ ὀδύνην δεινὴν καὶ σύστασιν ὅλου τοῦ σώματος καὶ
παραφροσύνην καὶ βουβώνων ἐπανάστασιν μεγάλων τε καὶ σκληρῶν
καὶ ἀνεκπυήτων, οὐ μόνον ἐν τοῖς εἰθισμένοις τόποις, ἀλλὰ κατ' ἰγ-
νύας καὶ ἀγκῶνας, καίτοι ἐνταῦθα μὴ πάνυ τι γινομένων τῶν τοιού-
των φλεγμονῶν. τάχα δὲ καὶ τὸ παρ'Ἱπποκράτει βουβωνῶδες
πάθος τὴν εἰρημένην διάθεσιν δηλοῖ. γένοιτο δ' ἄν ποτε καὶ ἐν
αἰδοίῳ ὁ τοιοῦτος βουβών, ὥσπερ καὶ τὸ ἕλκος τὸ λοιμῶδες καὶ ὁ
πυρετὸς ὃν λοιμώδη καλοῦσιν· τὸ μέντοι πλεῖστον ἐπιδήμια τὰ τοι-
αῦτά ἐστιν, ὥστε κοινὰ εἶναι ἡλικιῶν καὶ φύσεων ἔν τισιν ὥραις ἐξαιρέτως
ἀπαντῶντα. ἡ δ' ἱστορία παντὸς τοῦ τοιούτου χρησίμη, ἵνα τὸν μὲν
συνήθη βουβῶνα θεραπεύωμεν ὡς οὐδὲν δύσκολον ἔχοντα, τὸν δὲ
λοιμώδη μετὰ προαγορεύσεως καὶ προσοχῆς ἀκριβεστέρας.

Περὶ τερμίνθου.

 Εἶδός τι φύματος καὶ ἡ καλουμένη τέρμινθός ἐστιν, ἀλλὰ τοῖς


νῦν ἰατροῖς οὐ πάνυ σύνηθες τὸ ὄνομα·Πραξαγόρας δὲ καὶ τὰ
συμπίπτοντα αὐτῷ γράφει, ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ μαθητὴς αὐτοῦΞε-
νοφῶν. φασὶ δ' ἀνωτάτω μὲν ἐπικεῖσθαι τῷ ἕλκει φλύκταιναν μέ

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 44, ch. 15, sec. 4, l. 2

Περὶ τερμίνθου.
165

 Εἶδός τι φύματος καὶ ἡ καλουμένη τέρμινθός ἐστιν, ἀλλὰ τοῖς


νῦν ἰατροῖς οὐ πάνυ σύνηθες τὸ ὄνομα·Πραξαγόρας δὲ καὶ τὰ
συμπίπτοντα αὐτῷ γράφει, ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ μαθητὴς αὐτοῦΞε-
νοφῶν. φασὶ δ' ἀνωτάτω μὲν ἐπικεῖσθαι τῷ ἕλκει φλύκταιναν μέ-
λαιναν ὡς τὸ πολύ, ἧς ἐκραγείσης τὸ ὑποκάτω ὅμοιον ἀποσεσυρμένῳ
εἶναι· τούτου δὲ διαιρεθέντος πύον εὑρίσκεται. τάχα δὲ τέρμινθος
ἐκλήθη διὰ τὸ ποικίλον τῆς χροιᾶς, ὅτι καὶ ὁ καρπὸς τῆς τερμίνθου
ποικίλος, εἴ γε ἡ μὲν φλύκταινα μέλαινα, τὸ δὲ τῷ ἀποσύρματι ἐοι-
κὸς ἐνερευθές, καὶ τὸ πύον ἡσυχῇ λευκόν. μέμνηται δὲ καὶἹππο-
κράτης ἐν Ἐπιδημίαις τοῦ ἕλκους, ὥς τισιν ἐν ποσὶ γεγενημένου·
εἰ δὲ ποδῶν μόνων ἐστὶν ἢ οἷόν τε καὶ ἄλλῃ γενέσθαι τοῦ σώματος,
τοῦτο οὔτε ἐκεῖνος οὔτε ἄλλος τις διωρίσατο.  

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (libri incerti) Ch. 24, sec. 6, l. 1

νων, ἀρρενώτεροι δ' [τῶν] ἀντὶ θηλυτέρων, καὶ φωνῇ καὶ τῷ σύμ-
παντι ὄγκῳ. ἀλλ' ὅτι μὲν οὐ παντάπασι κωλυτέοι μίσγεσθαι, ἔκ τε
τούτων καὶ ἐξ ἄλλων ἄν τις ῥᾳδίως δεικνύοι· καί μοι δὴ τῷ μὲν καθ-  
εστηκυῖαν πεπορισμένῳ δίαιτανδίαιται εἰρήσονταί ποτε ὕστερον·
ὅσοι δὲ τὰ προστυχόντα διαπραττόμενοι ὑγιαίνουσι, τούτοις ἐξαρκεῖ
πεφυλάχθαι πλησμονὴν καὶ ἔνδειαν, καὶ μᾶλλον οἴνου πλησμονὴν ἢ
σίτου ἔνδειαν ἐπί τε ἐμέτοις καὶ ταῖς κάτω φαρμακείαις, καὶ εἰ δή
ποτε αὐτόματα τύχοι ῥυέντα. πεφυλάχθαι δὲ καὶ κόπον καὶ ἀπεψίας,
καὶ ὅ τι ἄλλο εἰς ὑγίειαν ἀνθρώπῳ εἴη ὕποπτον, καὶ τῶν ὡρῶν τοῦ
ἐνιαυτοῦ τὸ φθινόπωρον μάλιστα, καὶ ἤν τις ἄλλη ὥρα φέρῃ ἐπι-
δήμια. ἡλικία δέ, ἡ μὲν τῶν ἀφηλικεστέρων οὔτε αὐτὴ πρόθυμός ἐστι
καὶ ἐσχάτως ἄχθεται, ἡ δὲ τῶν ἡβώντων τῇ ἄγαν ὁρμῇ σφαλερω-
τέρα, καὶ πολλοὶ ἤδη ἐξ ἀφροδισίων ἀνήκεστα ἔπαθον ἄχρι παν-
τὸς ἐνθυμούμενοι σταθμᾶσθαι τοὺς καιρούς. καὶ εἰ μέν τις πρὸ σί-
του καὶ λουτροῦ ἀφροδισιάσῃ, εὐαπάλλακτον μὲν καὶ ἀταλαίπω-
ρον, ἀσθενὲς δέ, εἴπερ τι καὶ ἄλλο, ὥστε εἰ θέλει μετὰ τοῦτο ἕτε-
ρον πόνον προσθέσθαι, ὁποῖα πρὸ τῶν λουτρῶν εἰθίσμεθα καὶ δια-
παλαίοντες καὶ τρέχοντες καὶ ἄλλως σφᾶς αὐτοὺς ἐκπονοῦντες, ἀρρω-
στότατον εἴη ἂν τῷ μιγέντι· ἀλλ' ἐξαρκεῖ τρῖψις τε ὀλίγη καὶ τὸ
λουτρὸν παρηγορήσασθαι τὸν ἐπὶ τῇ μίξει πόνον. καιρὸς δὲ πλείω καὶ
ἀλυπότερον φαγόντα, ὅσα καὶ τροφὴ τῷ σώματι ἱκανὴ καὶ ἰσχύς ἐστι,

Ορειβάσιος ιατρός. Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Book 1, ch. 13, sec. 4, l. 1

Περὶ ἀφροδισίων.

 Τὰ δ' ἀφροδίσια βλαβερὰ μὲν στήθει καὶ πνεύμονι καὶ κεφαλῇ
καὶ νεύροις, τρέπει δὲ τὴν γνώμην ἐπὶ τὸ ἥμερον, ὡς μελαγχολίας
καὶ μανίας καθιστᾶν καὶ τῶν ἐρώντων τὴν προθυμίαν ἐλαττοῦν, κἂν
ἑταίρᾳ μιγῶσιν. τοῖς δὲ χρωμένοις μίξεσι φυλάττεσθαι προσήκει πλη-
σμονὰς καὶ μᾶλλον τὰς ἀπὸ τοῦ οἴνου καὶ ἔνδειαν τὴν ἐπί τε ἐμέτοις
166

καὶ ταῖς κάτω καθάρσεσι γινομένην, καὶ εἴ τινι γαστὴρ αὐτομάτως ῥυῇ·
φυλάττεσθαι δὲ καὶ ἀπεψίας καὶ κόπους, καὶ εἴ τι ἄλλο πρὸς μέλλου-
σαν νόσον ὕποπτον. ἥκιστα δὲ καὶ ἐν φθινοπώρῳ μίγνυσθαι καὶ ἐν
ἄλλῃ τινὶ ὥρᾳ νοσήματα ἐπιδήμια φερούσῃ. καιρὸς δ' ἐπιτήδειος μίξεως
ὁ μετὰ τροφὴν πρὸ τῶν ὕπνων· καθυπνοῦντι γὰρ εὐθὺς καθίσταται
ὁ κόπος· οὗτος δὲ καιρὸς καὶ εἰς παιδοποιίαν διά τε τὰ ἄλλα καὶ
ὅτι ἡ γυνὴ κατακοιμηθεῖσα μᾶλλον κατέχει τὴν γονήν. ἐπεὶ δ' ἐξ
ἀφροδισίων ἀραιότερόν τε καὶ ψυχρότερον καὶ ξηρότερον καὶ ἀσθενέ-
στερον γίνεται τὸ σῶμα, τὰ πυκνοῦντα δηλονότι καὶ θερμαίνοντα καὶ
ὑγραίνοντα καὶ ῥωννύντα δεῖ προσάγεσθαι. τινὲς δὲ σπέρμα πολὺ θερ-
μὸν ἀθροίζοντες, εἶτ' ἐπιγενόμενοι πρὸς ἀφροδίσια καὶ ἀποκρίναντες
αὐτό, τό τε σῶμα ἀσθενὲς ἔχουσι καὶ τὸν στόμαχον ἔκλυτον καὶ λεπτύ-
νονταί τε καὶ ὑγραίνονται καὶ ξηραίνονται καὶ κοιλοφθαλμιῶσιν· ἀπο-
σχόμενοι δ' αὖθις διὰ ταῦτα ἀφροδισίων κεφαλήν τε βαροῦνται καὶ  

Leo Phil., Conspectus medicinae Ch. 2, sec. 6, l. 7

      

Περὶ ἐπιληψίας.

      
 Ἐπιληψία ἐστὶν, ὡς εἴρηται ἐν τῷ τρίτῳ τῆς δια-
γνωστικῆς, ὅταν πεσών τις ἐξαίφνης σπᾶται καὶ ἀφρίζῃ
ὅπερ λέγουσιν οἱ ἰδιῶται δαίμονα καὶ σεληνιασμόν· γί-
νεται δὲ πάλιν ἐπὶ ἐμφράξει τῶν κοιλιῶν τοῦ ἐγκεφάλου
καὶ συμβαίνει παιδίοις μᾶλλον, καί ἐστιν ἀνίατον εἰ
μή που ἡλικία προκόπτουσα θεραπεύει τὸ πάθος, ὥς φη-
σιν Ιπποκράτης ἐν ἀρχῇ τῆς ἕκτης ἐπιδημίας· χρη-
στέον δὲ θερμῇ διαίτῃ.
      
          

Στέφανος ιατρός. Commentarii in priorem Galeni librum therapeuticum ad


Glauconem Vol. 1, p. 272, l. 30

οὖν ἀπὸ τῶν κατὰ φύσιν καὶ τῶν παρὰ φύσιν καὶ τῶν
συνεισβαλλόντων διέγνωμεν τὸν τριταῖον· ἔτι δὲ ἀπὸ τῶν
προηγησαμένων τὸν βίον, εἰ φροστιστικὸς ἢ ἀγρυπνητικὸς
ἢ ἀσιτίαις εἰωθὼς χρῆσθαι ἢ γυμνασίοις πλείοσι. ταῦτα
γὰρ πάντα πρὸς τὴν τοῦ ξανθοχολικοῦ χυμοῦ γένεσιν
συμφύτως ἔχει, ὃς τὸν προκείμενον εἰς ἐπίσκεψιν ἀνά-
πτει πυρετόν. ἐπὶ δὲ τούτοις ἅπασι δεῖ καί τινα στοχα-
στικὴν προστιθέναι διάγνωσιν, αὐτὴν μὲν καθ' ἑαυτὴν οὐκ
ἀρκοῦσαν τὸ ἀκριβὲς παραδοῦναι, συνεισφέρουσα μέντοι
τοῖς εἰρημένοις σημείοις. δεῖ γὰρ προσέχειν, εἰ κατ' ἐκεῖνον
τὸν καιρὸν ἐγένετο τριταϊκῶν νοσημάτων ἐπιδημία. ὥσπερ
γὰρ ἐν ταῖς τοῦ ἐνιαυτοῦ ὥραις ἄλλοτε ἄλλοι τῶν καρ-
167

πῶν εὐφοροῦσιν, οὕτως ἡ τῶν νοσημάτων ἐστὶν εὐφορία.


εἰ τοίνυν εὔφορος ἢ τριταϊκὰ νοσήματα, σημεῖον καὶ
τοῦτο τὸ τίθεσθαι τοῦ καὶ τὸ παρὸν ἡμῖν νόσημα τοιοῦ-  
τον εἶναι, οἷον καὶ τὰ κοινά. δηλοῖ γὰρ ὅτι κοινή τίς
ἐστιν αἰτία, ἡ τοῦ ἀέρος ἀλλοίωσις, ἀλλ' ὅτι καθόλου
ὃ τὴν τοιαύτην εἰργάσατο τροπὴν, ἐφ' ᾗ τὸν τριταῖον
συνέβη γενέσθαι. ἐκ τοίνυν τῶν κοινῶν καὶ τὰ κατὰ μέρος
γινώσκομεν.
      

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon Ch. 1, sec. 1, l. 139

ἐκεῖσε θεραπείας διδάσκει. καὶ μετὰ τὴν σημείωσιν δεῖ τὰς θε-
ραπείας ἀναγινώσκειν, καὶ ἐν τῇ θεραπείᾳ τὰ ὁμοιομερῆ ἀναγι-
νώσκεινπρότερον τῶν ὀργανικῶν. διὸ δεῖ πρότερον τὸΠερὶ
διαίτης ὀξέων ἀναγινώσκειν, ἐπειδὴ ἐκεῖσε τὰ ὁμοιομερῆ θερα-
πεύει, καὶ εἶθ' οὕτως ἐπὶ τὰ ὀργανικὰ δεῖ ἔρχεσθαι. διὸ δεῖ
τὸΠερὶ ἄρθρων καὶ ἀγμῶν ἀναγινώσκειν. τῶν δὲ κοινῶν τὰ μὲν
ἔνδημά ἐστιν, τὰ δὲ ἐπίδημα. καὶ δεῖ πρῶτον τὰ ἔνδημα ἀναγι-
νώσκειν. καὶ ἔνδημα μέν ἐστι τὰ ἐνυπάρχοντα, ἐπίδημα δὲ τὰ
μὴ ὑπάρχοντα. διὸ δεῖ τὸΠερὶ τόπων, ἀέρων, ὑδάτων ἀναγινώς-
κειν, ἅπερ ἐστὶν ἔνδημα, καὶ εἶθ' οὕτως τὰ ἐπίδημα, τουτέστι
τὰς Ἐπιδημίας. καὶ τέλος πάντων δεῖ τὰΓυναικεῖα ἀναγινώς-
κειν, διὰ τὸ περὶ γυναικείων παθῶν καὶ μόνον διαλέγεσθαι, ἄλ-
λως τε δὲ ὅτι καὶ περὶ ἑνὸς μορίου πεπονθότος διαλέγεται,
ἤγουν περὶ πεπονθυίας μήτρας.  
 Ἡ δὲ εἰς τὰ μόρια διαίρεσις· εἰς τρία τμήματα διαιρεῖται
κατὰ τὸν Γαληνόν· κατὰ δὲ τὸν Ἱπποκράτην οὐκ ἔστι τμῆμα,
ἀλλ' ὅσα θεωρήματα τοσαῦτα καὶ τμήματα.
 Ἀνάγεται δὲ τὸ παρὸν σύγγραμμα ὑπὸ τὸ θεωρητικόν, καὶ τὸ
θεωρητικὸν ὑπὸ τὸ σημειωτικόν.
 Τρόπῳ δὲ διδασκαλικῷ οὐ κέχρηται ὁ Ιπποκράτης ᾧτινι ὁ
Γαληνὸς συνθετικῷ λόγῳ καὶ ἀναλυτικῷ ἐξ ὅρου διαλύσεως καὶ

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon Ch. 1, sec. 4, l. 173

 Ὁ δὲ Γαληνὸς οὐδὲ ταύτην τὴν αἰτίαν ἐδέξατο, ἀλλ' ἐλέγ-


χει αὐτοὺς ὡς κακῶς τοῦτο ἐννοήσαντας λέγων ὅτι αἰσχρόν ἐστιν
ὁ ἔρως. καὶ ὅτι τοῦτο ἀληθὲς δηλοῦσι τὰ σύμβολα ἃ οἱ γραφεῖς
γράφουσι. παιδίον μὲν αὐτὸν γράφουσιν οὐ διὰ τὸ νέον, ἀλλὰ
διὰ τὸ ἐλλιπές, πτερωτὸν δὲ οὐ διὰ τὸ ὑψιπετῆ αὐτὸν εἶναι,
ἀλλὰ διὰ τὸ ἄστατον τῇδε κἀκεῖσε περιφερόμενον, λαμπάδα δὲ
κρατοῦντα οὐ διὰ τὸ φωτίζειν, ἀλλὰ πῦρ κρατοῦντα καὶ καπνί-
ζοντα, ἅπερ αἰσχρὰ καὶ κίβδηλά εἰσιν. οὕτως διελέγξας αὐτοὺς
λέγει αἰτίαν τοιαύτην, ὅτι “θεῖον” ἐνταῦθα ὁ Ιπποκράτης τὰ
προκαταρκτικὰ αἴτια λέγει καὶ τὴν κατάστασιν τοῦ περιέχοντος
ἡμᾶς ἀέρος ὑποτίθεται. οὕτως γὰρ καὶ ἐνἘπιδημίοις ὑποτίθε-
ται καὶ ἐνἈφορισμοῖς, ὡς δηλοῖ ἡ ῥῆσις λέγουσα οὕτως· “ἢν ὁ
168

χειμὼν αὐχμηρὸς καὶ βόρειος γένηται, τὸ δὲ ἔαρ ἔπομβρον καὶ


νότιον, ἀνάγκη τοῦ θέρεος πυρετοὺς ὀξεῖς καὶ ὀφθαλμίας καὶ
δυσεντερίας γενέσθαι, μάλιστα τῇσι γυναιξὶ καὶ τοῖσιν ὑγρὰς
ἔχουσι τὰς φύσιας.” καὶ ἄλλα πολλὰ εὑρήσεις εἰπόντα τὸν Ἱπ-
ποκράτην. ταῦτα οὖν δεῖ προγινώσκειν. καὶ [ὅτι] “θεῖον” ἐκά-
λεσεν ἐνταῦθα τὸ προγινώσκειν τὸν ἰατρὸν τὴν κατάστασιν τοῦ
περιέχοντος ἡμᾶς ἀέρος, ἐπειδὴ ἀφανῶς καὶ ἀνεπαισθήτως ποιεῖ
ἡμῖν, ὡς δηλοῦσιν αἱ λοιμικαὶ διαθέσεις ἀπὸ τῆς σηπεδόνος τοῦ  
περιέχοντος ἡμᾶς ἀέρος γινόμεναι. καὶ δεῖ,

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Ch. 1, sec. 4, l. 184

ται καὶ ἐνἈφορισμοῖς, ὡς δηλοῖ ἡ ῥῆσις λέγουσα οὕτως· “ἢν ὁ


χειμὼν αὐχμηρὸς καὶ βόρειος γένηται, τὸ δὲ ἔαρ ἔπομβρον καὶ
νότιον, ἀνάγκη τοῦ θέρεος πυρετοὺς ὀξεῖς καὶ ὀφθαλμίας καὶ
δυσεντερίας γενέσθαι, μάλιστα τῇσι γυναιξὶ καὶ τοῖσιν ὑγρὰς
ἔχουσι τὰς φύσιας.” καὶ ἄλλα πολλὰ εὑρήσεις εἰπόντα τὸν Ἱπ-
ποκράτην. ταῦτα οὖν δεῖ προγινώσκειν. καὶ [ὅτι] “θεῖον” ἐκά-
λεσεν ἐνταῦθα τὸ προγινώσκειν τὸν ἰατρὸν τὴν κατάστασιν τοῦ
περιέχοντος ἡμᾶς ἀέρος, ἐπειδὴ ἀφανῶς καὶ ἀνεπαισθήτως ποιεῖ
ἡμῖν, ὡς δηλοῦσιν αἱ λοιμικαὶ διαθέσεις ἀπὸ τῆς σηπεδόνος τοῦ  
περιέχοντος ἡμᾶς ἀέρος γινόμεναι. καὶ δεῖ, φησί, παρὰ πάντα τὰ
νοσήματα τὰ ἐπιδήμια γινώσκειν τὰ ἀπὸ τοῦ περιέχοντος ἡμᾶς
ἀέρος γινόμενα, εἴτε σωτήριά εἰσιν εἴτε ὀλέθρια.
 Καὶ ἀποροῦσί τινες ὅτι ‘τί δήποτε μὴ ἐσαφήνισεν ἡμῖν ὁ
Ιπποκράτης καὶ σαφῶς ἀπεκρίνατο ὅτι δεῖ προγινώσκειν τὴν κα-
τάστασιν τοῦ ἀέρος τοῦ ἡμᾶς περιέχοντος, ἀλλὰ “θεῖον” αὐτὸ
ἔφη καὶ ἀσαφῶς;’ καὶ ἀπολογούμεθα ὅτι διὰ τοῦτο οὐκ ἐμνημό-
νευσεν ὡς ὑμεῖς εἴπατε, ἐπειδὴ κατεσκεύασται αὐτῷ ἡ τοιαύτη
πραγματεία ἐν πολλοῖς, καὶ ἐνἘπιδημίοις γὰρ καὶ ἐνἈφορις-
μοῖς καὶ ἐν ἄλλοις πλείστοις. ἐνταῦθα μέντοι πλατικῶς οὐκ
ἠθέλησε τοῦτο ποιῆσαι.

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Ch. 1, sec. 4, l. 191

περιέχοντος ἡμᾶς ἀέρος, ἐπειδὴ ἀφανῶς καὶ ἀνεπαισθήτως ποιεῖ


ἡμῖν, ὡς δηλοῦσιν αἱ λοιμικαὶ διαθέσεις ἀπὸ τῆς σηπεδόνος τοῦ  
περιέχοντος ἡμᾶς ἀέρος γινόμεναι. καὶ δεῖ, φησί, παρὰ πάντα τὰ
νοσήματα τὰ ἐπιδήμια γινώσκειν τὰ ἀπὸ τοῦ περιέχοντος ἡμᾶς
ἀέρος γινόμενα, εἴτε σωτήριά εἰσιν εἴτε ὀλέθρια.
 Καὶ ἀποροῦσί τινες ὅτι ‘τί δήποτε μὴ ἐσαφήνισεν ἡμῖν ὁ
Ιπποκράτης καὶ σαφῶς ἀπεκρίνατο ὅτι δεῖ προγινώσκειν τὴν κα-
τάστασιν τοῦ ἀέρος τοῦ ἡμᾶς περιέχοντος, ἀλλὰ “θεῖον” αὐτὸ
ἔφη καὶ ἀσαφῶς;’ καὶ ἀπολογούμεθα ὅτι διὰ τοῦτο οὐκ ἐμνημό-
νευσεν ὡς ὑμεῖς εἴπατε, ἐπειδὴ κατεσκεύασται αὐτῷ ἡ τοιαύτη
πραγματεία ἐν πολλοῖς, καὶ ἐνἘπιδημίοις γὰρ καὶ ἐνἈφορις-
169

μοῖς καὶ ἐν ἄλλοις πλείστοις. ἐνταῦθα μέντοι πλατικῶς οὐκ


ἠθέλησε τοῦτο ποιῆσαι.

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis de fracturis P. 21, l. 3

τὸ “Περὶ ἀγμῶν καὶ ἄρθρων”. ταῦτα γὰρ τῶν παρὰ φύσιν


εἰσίν. ἴσως δὲ καὶ τοῦτο πρός τινων ἔνδημον λέγεται.
ἀπορήσειε δ' ἄν τις, εἰ τῶν παρὰ φύσιν ἐστὶ καὶ ἐνδήμων
διὰ τί μὴ προετάχθη τοῦ “Προγνωστικοῦ”· πρὸς ὅ φαμεν,
ὅτι ἐπείπερ ἐκεῖ περὶ ὁμοιομερῶν διδάσκει, ἐνταῦθα δὲ
περὶ τῶν ἐπὶ λύσει συνεχείας. τιμιώτερα δὲ ἐκεῖνα τού-
των. διὰ τοῦτο προτέτακται τὰ τιμιώτερα. μετὰ δὲ τὰ
κατὰ φύσιν καὶ τὰ παρὰ φύσιν ἐπὶ τὰ σποραδικὰ δεῖ τὴν  
ἀνάγνωσιν προβαίνειν καὶ τὰ ἐπίδημα. πρώτως μὲν τὰ σπο-
ραδικὰ ὡς πρώτην ἔχοντος τάξιν τοῦ “Περὶ ἀέρων καὶ τό-
πων καὶ ὑδάτων”. εἴθ' οὕτως τὰς “Ἐπιδημίας”.
 Ὅτι δὲ γνήσιόν ἐστι τοῦ σοφοῦ τὸ παρὸν βιβλίον, δῆ-
λον. πρῶτον μὲν ἐκ τοῦ τῆς φράσεως κάλλους· εἶτα δ' ἐκ
τοῦ μεμνῆσθαι αὐτοῦ ἐν τοῖς γνησίοις, καὶ ἔτι, ὅτι πάν-
τες οἱ ἐξηγηταὶ γνήσιον αὐτό φασι. καὶ ὅτι μὲν γνήσιον
Ἱπποκράτους ἐστί, δῆλον. ποίου δὲ Ἱπποκράτους, οὐκέτι
δῆλον· εἴτε τυχὸν τοῦ Γνωσιδίκου, εἴτε τοῦ Ἡρακλείδου,
εἴτε τοῦ Δράκοντος. τῷ δὲ σοφῷ Γαληνῷ δοκεῖ εἶναι τοῦ
εἰρηκότος τούς τε “Ἀφορισμοὺς” καὶ τὸ “Προγνωστικὸν”
καὶ τὸ “Περὶ διαίτης”.
 

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus
Vol. 2, p. 1, l. 2t

     ΣΧΟΛΙΑ

ΤΗΣ ΕΚΤΗΣ ΕΠΙΔΗΜΙΑΣ ΑΠΟ ΦΩΝΗΣ

   

ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ ΣΟΦΙΣΤΟΥ.

    

Ἀρχὴ τῶν προλεγομένων.


170

      
Ἄρτι ταῖς μεθόδοις τὰ ὀξέα τῶν νοσημάτων ἐκκόψαν-
τες, καὶ τὰ τῇ φύσει πολέμια τῇ θεραπείᾳ σχολάσαντες,
νῦν ἐρχόμεθα ἐπὶ ἑτέραν μὲν πραγματείαν. ἐπειδὴ γὰρ
ὀξέων νοσημάτων ἐγένετο θεραπεία, ἴσως τις εἶχεν εἰπεῖν,
ὅτι ἄχρηστός μοί ἐστιν ἡ θεραπεία, μὴ προηγησαμένης
διαγνώσεως. διὸ τοίνυν ἐνταῦθα διάγνωσιν παραδίδωσι
νοσημάτων, καίτοι οὐ πάντων.

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol. 2, p. 2, l. 25

μὼν γενέσθαι ψυχρὸς καὶ ὑγρὸς, [ἐὰν] γένηται θερμὸς


καὶ ξηρὸς, ἢ ψυχρότερος καὶ ὑγρότερος, ἢ θερμότερος
καὶ ξηρότερος. ἐκ ταύτης οὖν τῆς μεταβολῆς γίνονται νο-
σήματα, ἀλλὰ ταῦτα ἀήθεα καὶ ἐπίδημα καλεῖται. εἰ
δὲ ὁ ἀὴρ κατὰ ποιότητα οὐ μόνον τραπῇ, ἀλλὰ καὶ μιά-
σματά τινα δέξηται ἢ ἀπὸ νεκρῶν τάφων ἢ ἀπὸ στασί-
μου ὕδατος, γίνονται καὶ ἐντεῦθεν νοσήματα· εἰ δὲ προς-
γένηται καὶ τοῖς πολλοῖς θνήσκειν, λοιμὸς τὸ πάθος
ὀνομάζεται.
 Περὶ τούτων οὖν τῶν ἐπιδήμων ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπιδη-
μίαις λέλεκται. ὡς ἐπιτοπολὺ δὲ ἐνταῦθα περὶ σποραδι-
κῶν νοσημάτων βούλεται διαλεχθῆναι, καὶ ζητῆσαι αὐ-
τῶν τίνα ποιοῦσι διάθεσιν γινομένην, σημείωσιν δηλοῦ-
σαν. παραλιμπάνει γὰρ τὴν θεραπείαν, ἢ ὅτι οὐκ ἤρκεσεν
αὐτῷ ὁ χρόνος καὶ διαγνῶναι καὶ θεραπεῦσαι, ἢ ὅτι τὰ
ἐπίδημα ἔχουσί τινα κοινὴν θεραπείαν πρὸς τὰ ἄλλα τῶν
νοσημάτων, ἔχουσί τινα καὶ ἰδιάζουσαν, κοινὴν μὲν, ὅτι
νόθα ἐγένοντο νοσήματα· οἴδαμεν πῶς θεραπεύεται ἡ  
θερμασία, ὁμοίως καὶ ἡ ψυχρὰ, ἡ ξηρὰ καὶ ὑγρά· ἰδιά-
ζουσαν δὲ ἀπὸ τῆς ποιούσης αἰτίας καὶ τῆς κράσεως καὶ
τῆς ἕξεως τοῦ κάμνοντος.

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol. 2, p. 3, l. 10

νόθα ἐγένοντο νοσήματα· οἴδαμεν πῶς θεραπεύεται ἡ  


θερμασία, ὁμοίως καὶ ἡ ψυχρὰ, ἡ ξηρὰ καὶ ὑγρά· ἰδιά-
ζουσαν δὲ ἀπὸ τῆς ποιούσης αἰτίας καὶ τῆς κράσεως καὶ
τῆς ἕξεως τοῦ κάμνοντος. τὴν μὲν οὖν κοινὴν θεραπείαν
ἐν τοῖς ἀφορισμοῖς παραδέδωκεν, εἴασε δὲ τὴν μερι-
κὴν, ὅτι τὰ καθ' ἕκαστα ἀπερίληπτα, ὅτι γε ἐν τούτοις
ἐστὶ τὸ γυμνάζεσθαι τοὺς ἀκροατάς. οὗτος οὖν ὁ σκοπὸς
τοῦ συγγράμματος, πολὺ δὲ τὸ χρήσιμον. ἡ δὲ διάγνωσις
καὶ ἡ αἰτία παραδίδοται τοιούτων νοσημάτων ἐπιδήμων
καὶ κακοήθων. οὐδὲ γὰρ τὰς ἄλλας μόνας καταστάσεις
171

παραδίδωσιν ἐν τῇ πρώτῃ ἐπιδημίᾳ, ἐπείπερ ἐκεῖ πολλὰ


διδάσκει.
 Περὶ τοῦ γνησίου τοιαῦτα. ἑπτὰ γὰρ οὐσῶν ἐπιδη-
μιῶν, πρώτη μὲν καὶ τρίτη, πάντῃ γνήσιαι Ἱπποκράτει
τῇ τε λέξει καὶ τοῖς ἐνθυμήμασιν, ἀλλότριαι δὲ τῇ ἐπαγ-
γελίᾳ· τὰ γὰρ θεωρήματα αὐτῶν, εἰς διφθέρας ἐξέ-
θετο Ιπποκράτης , ὕστερον βουλόμενος κοσμῆσαι αὐτὰς
καὶ κάλλει λέξεως. ἀλλ' ἐπειδὴ οὐκ ἔφθασεν, εὑρηκὼς
αὐτὰ Θεσσαλὸς, ὁ υἱὸς αὐτοῦ, τῇ λέξει ἐκόσμησεν οὐκ
ἀξίᾳ Ἱπποκράτους. ἡμεῖς οὖν οἱ ἰατροὶ περὶ πράγματα,
οὐ περὶ λέξιν ἠσχολημένοι,

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol. 2, p. 3, l. 13

τῆς ἕξεως τοῦ κάμνοντος. τὴν μὲν οὖν κοινὴν θεραπείαν


ἐν τοῖς ἀφορισμοῖς παραδέδωκεν, εἴασε δὲ τὴν μερι-
κὴν, ὅτι τὰ καθ' ἕκαστα ἀπερίληπτα, ὅτι γε ἐν τούτοις
ἐστὶ τὸ γυμνάζεσθαι τοὺς ἀκροατάς. οὗτος οὖν ὁ σκοπὸς
τοῦ συγγράμματος, πολὺ δὲ τὸ χρήσιμον. ἡ δὲ διάγνωσις
καὶ ἡ αἰτία παραδίδοται τοιούτων νοσημάτων ἐπιδήμων
καὶ κακοήθων. οὐδὲ γὰρ τὰς ἄλλας μόνας καταστάσεις
παραδίδωσιν ἐν τῇ πρώτῃ ἐπιδημίᾳ, ἐπείπερ ἐκεῖ πολλὰ
διδάσκει.
 Περὶ τοῦ γνησίου τοιαῦτα. ἑπτὰ γὰρ οὐσῶν ἐπιδη-
μιῶν, πρώτη μὲν καὶ τρίτη, πάντῃ γνήσιαι Ἱπποκράτει
τῇ τε λέξει καὶ τοῖς ἐνθυμήμασιν, ἀλλότριαι δὲ τῇ ἐπαγ-
γελίᾳ· τὰ γὰρ θεωρήματα αὐτῶν, εἰς διφθέρας ἐξέ-
θετο Ιπποκράτης , ὕστερον βουλόμενος κοσμῆσαι αὐτὰς
καὶ κάλλει λέξεως. ἀλλ' ἐπειδὴ οὐκ ἔφθασεν, εὑρηκὼς
αὐτὰ Θεσσαλὸς, ὁ υἱὸς αὐτοῦ, τῇ λέξει ἐκόσμησεν οὐκ
ἀξίᾳ Ἱπποκράτους. ἡμεῖς οὖν οἱ ἰατροὶ περὶ πράγματα,
οὐ περὶ λέξιν ἠσχολημένοι, ἐκλεγόμεθα αὐτὰς διὰ τὰ
θεωρήματα.
 Ἐπιγέγραπται μὲν οὖν συμφώνως τῷ σκοπῷ ἐπιδημία,
οὐχ ὥς τινές φασιν, ὅτι ἐπειδὴ ἐκεῖνα ἐγράφη,

Παλλάδιος ιατρό. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis popularibus

Vol. 2, p. 3, l. 22

 Περὶ τοῦ γνησίου τοιαῦτα. ἑπτὰ γὰρ οὐσῶν ἐπιδη-


μιῶν, πρώτη μὲν καὶ τρίτη, πάντῃ γνήσιαι Ἱπποκράτει
τῇ τε λέξει καὶ τοῖς ἐνθυμήμασιν, ἀλλότριαι δὲ τῇ ἐπαγ-
γελίᾳ· τὰ γὰρ θεωρήματα αὐτῶν, εἰς διφθέρας ἐξέ-
θετο Ιπποκράτης , ὕστερον βουλόμενος κοσμῆσαι αὐτὰς
καὶ κάλλει λέξεως. ἀλλ' ἐπειδὴ οὐκ ἔφθασεν, εὑρηκὼς
αὐτὰ Θεσσαλὸς, ὁ υἱὸς αὐτοῦ, τῇ λέξει ἐκόσμησεν οὐκ
172

ἀξίᾳ Ἱπποκράτους. ἡμεῖς οὖν οἱ ἰατροὶ περὶ πράγματα,


οὐ περὶ λέξιν ἠσχολημένοι, ἐκλεγόμεθα αὐτὰς διὰ τὰ
θεωρήματα.
 Ἐπιγέγραπται μὲν οὖν συμφώνως τῷ σκοπῷ ἐπιδημία,
οὐχ ὥς τινές φασιν, ὅτι ἐπειδὴ ἐκεῖνα ἐγράφη, ἃ ἐπιδη-
μῶν ταῖς πόλεσιν ἔβλεπεν, ὥσπερ καί τις ἱστόρηται. τί
γάρ; ἴσως ἐπιδημῶν ταῖς πόλεσιν, ἔβλεπε νοσήματα·
ταῦτα δὴ ἀπεγράφετο κἀντεῦθεν ἐπιδημίας ἔγραψε τὸ
σύγγραμμα· ἀλλ' Ιπποκράτης ἐκ τῶν διδασκομένων ἐποι-
ήσατο τὴν ἐπιγραφήν.
 Διῄρηται δὲ ἡ μὲν πᾶσα πραγματεία εἰς ἑπτὰ κεφά-
λαια. ταῦτα δὲ τὰ μέρη ἐν τοῖς Ἱπποκράτους χρόνοις
οὐκ ἐζητοῦντο· ὅσα γὰρ ἦσαν τὰ διδασκόμενα, τοσαῦτα
καὶ τὰ τμήματα.  

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol. 2, p. 3, l. 26

θετο Ιπποκράτης , ὕστερον βουλόμενος κοσμῆσαι αὐτὰς


καὶ κάλλει λέξεως. ἀλλ' ἐπειδὴ οὐκ ἔφθασεν, εὑρηκὼς
αὐτὰ Θεσσαλὸς, ὁ υἱὸς αὐτοῦ, τῇ λέξει ἐκόσμησεν οὐκ
ἀξίᾳ Ἱπποκράτους. ἡμεῖς οὖν οἱ ἰατροὶ περὶ πράγματα,
οὐ περὶ λέξιν ἠσχολημένοι, ἐκλεγόμεθα αὐτὰς διὰ τὰ
θεωρήματα.
 Ἐπιγέγραπται μὲν οὖν συμφώνως τῷ σκοπῷ ἐπιδημία,
οὐχ ὥς τινές φασιν, ὅτι ἐπειδὴ ἐκεῖνα ἐγράφη, ἃ ἐπιδη-
μῶν ταῖς πόλεσιν ἔβλεπεν, ὥσπερ καί τις ἱστόρηται. τί
γάρ; ἴσως ἐπιδημῶν ταῖς πόλεσιν, ἔβλεπε νοσήματα·
ταῦτα δὴ ἀπεγράφετο κἀντεῦθεν ἐπιδημίας ἔγραψε τὸ
σύγγραμμα· ἀλλ' Ιπποκράτης ἐκ τῶν διδασκομένων ἐποι-
ήσατο τὴν ἐπιγραφήν.
 Διῄρηται δὲ ἡ μὲν πᾶσα πραγματεία εἰς ἑπτὰ κεφά-
λαια. ταῦτα δὲ τὰ μέρη ἐν τοῖς Ἱπποκράτους χρόνοις
οὐκ ἐζητοῦντο· ὅσα γὰρ ἦσαν τὰ διδασκόμενα, τοσαῦτα
καὶ τὰ τμήματα.  
 Ἡ δὲ τάξις τῆς ἀναγνώσεως σαφής. δεῖ γὰρ ἀεὶ τὰ
κατὰ φύσιν τῶν παρὰ φύσιν προηγεῖσθαι. ἐντεῦθεν προ-
ταττέσθω τὸ περὶ ἀνθρώπου φύσεως καὶ παιδίου φύσεως.
τὰ δὲ παρὰ φύσιν χρὴ προηγεῖσθαι τῶν σποραδικῶν, ἃ

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol. 2, p. 4, l. 6

ήσατο τὴν ἐπιγραφήν.


 Διῄρηται δὲ ἡ μὲν πᾶσα πραγματεία εἰς ἑπτὰ κεφά-
λαια. ταῦτα δὲ τὰ μέρη ἐν τοῖς Ἱπποκράτους χρόνοις
οὐκ ἐζητοῦντο· ὅσα γὰρ ἦσαν τὰ διδασκόμενα, τοσαῦτα
173

καὶ τὰ τμήματα.  
 Ἡ δὲ τάξις τῆς ἀναγνώσεως σαφής. δεῖ γὰρ ἀεὶ τὰ
κατὰ φύσιν τῶν παρὰ φύσιν προηγεῖσθαι. ἐντεῦθεν προ-
ταττέσθω τὸ περὶ ἀνθρώπου φύσεως καὶ παιδίου φύσεως.
τὰ δὲ παρὰ φύσιν χρὴ προηγεῖσθαι τῶν σποραδικῶν, ἃ
ἔχουσιν οἱ ἀφορισμοί. λοιπὸν τὰ ἔνδημα, ἃ ἐν τῷ περὶ
ἀέρων, τόπων, ὑδάτων. ὕστερον δὲ τὰς ἐπιδημίας. ἄλλως
τε δὲ τῶν νοσημάτων τὰ μὲν ὡς ἐπιτοπολὺ, τὰ δὲ
σπανίως, τὰ δὲ σπανιαίτατα συμβαίνει. τοῖς μὲν οὖν ὡς
ἐπιτοπολὺ ἀποδίδοται τῷ προγνωστικῷ, τοῖς δὲ σπανίοις
τῷ περὶ ἀέρων, τόπων, ὑδάτων, τοῖς δὲ σπανιαιτάτοις
τῇ ἐπιδημίᾳ.
 Ἀνάγεται δὲ τοῦτο τὸ σύγγραμμα ὑπὸ τὸ θεωρητικόν·
θεραπεία γὰρ οὐ δίδοται, ἵνα καὶ ὑπὸ τὸ προκαταρκτι-
κὸν ἀνάγεται. ἐν δὲ τῇ διδασκαλίᾳ ζητοῦμεν τὰ αἴτια
τῶν νοσημάτων, ἔνθεν ὑπὸ τὸ αἰτιολογικόν. διδάσκει δὲ
καὶ διαγνώσεις τῶν παθῶν·

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol. 2, p. 179, l. 7

 τερον. τάχιστα δ' ἔθνησκον, ὅτ' ἐπιῤῥιγώσειαν πυρε-


 τώδει ῥίγει. τούτους οὐδὲ ἀναστάσει πιεζομένους οὐδὲν  
 ἄξιον λόγου ὠφελεῖ, οὔτε γαστρὸς ταραχὴ οὔτε φλε-
 βοτομίη, ὅσα ἐπειράσθην. ἔταμον δὲ ἀγκῶνα καὶ ὑπὸ
 γλῶσσαν, οὓς δὲ ἄνω ἐφαρμάκευσα. ταῦτα μὲν οὖν
 καὶ διὰ παντὸς ἐν τῷ θέρει, ὡς δὲ καὶ τὰ ἐπιῤῥηγνύ-
 μενα πάμπολλα.  –        
 Νῦν τοῦ ἑβδόμου τμήματος ἀρχώμεθα. τάχα δὲ
ἐνταῦθα εἰκότως καλεῖται ἐπιδημία. ἐλέγετο γὰρ ἐξ ἀρχῆς,
ὅτι γέγραπται μὲν ἐπιδημία, ἐπιδήμων δὲ νοσημάτων οὐ
γίνεται διδασκαλία, ἀλλὰσχεδὸν σποραδικά. τὸ δὲ σχεδὸν,
ἐπειδὴ καὶ τῶν ἐν Αἴνῳ γεγονότων ἐμνημονεύσαμεν. ἐν-
ταῦθα δὲ ὄντως ἐπίδημα διδάσκει νοσήματα. οὐδὲ
γὰρ Ἡγησίππῳ ἢ Ἀναξίωνι ἐγένετο τὸ νόσημα, ἀλλὰ
πάσῃ τῇ πόλει. ποία δέ ἐστιν αὕτη, οὐκ ἐσήμανεν Ἱπ-
ποκράτης. τοῦτο δὲ ἴσμεν, ὅτι βορείου κλίματός ἐστιν ἡ
πόλις. λέγει δὲ γίνεσθαι χιόνα ἐν αὐτῇ. ποῦ δὲ χιὼν ἐν
Αἰθιοπικῷ χωρίῳ; ἐμάθομεν οὖν τὴν γενομένην κατάστα-
σιν, ἀλλὰ δεῖ εἰδέναι ὅτι ὅταν μέμνηται Ιπποκράτης περὶ

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol. 2, p. 252, l. 22

... τοῦτο τὸ σκεῦος τί ποιεῖ, οὐδὲ, μετάθες αὐτὸ ἐκεῖ,


–   – ἀλλὰ δεῖ σπεύδειν αὐτὸν περὶ τὴν διάγνωσιν καὶ
τὴν θεραπείαν τοῦ νοσήματος. ἀλλὰ μὴν οὐδὲ πολλὰ
174

αὐτὸν εἰσιέναι προσῆκεν, ἵνα μὴ δόξῃ προσκορής·  –   –  


δεῖ δέ σε καὶ τυραννικὸν εἶναι πρὸς τὰ νοσήματα καὶ μὴ
προσώποις μηδὲ ἀξίᾳ καθυπείκειν τὴν τέχνην.  – δεῖ δὲ
πρὸς τούτοις καὶ τῶν αἰτίων πάντων ἀνιχνεύειν τὰς ἐφό-
δους καὶ τὴν φύσιν, καὶ μάλιστα τῶν προκαταρκτικῶν.  –  
– τοῦτο γάρ ἐστι τὸ, τὰ δέοντα ποιέοντα. ἔστι δὲ ἃ καὶ
τὸν νοσέοντα χρὴ συνεισάγειν –   –   – πειθήνιον εἶναι –  
– οὕτως γάρ φησιν ὁ ἰατρὸς ἐν ἐπιδημίαις , ὅτι ἡ τέχνη
διὰ τρία ἐστίν· ἔστι γὰρ ὁ ἰατρὸς, ἡ νόσος καὶ τὰ αἴτια.
–   –   – παρόντας –   – ὑπηρετοῦντας τῷ ἀῤῥώστῳ καὶ
τοὺς ὁπωσοῦν ἄλλως ἢ διὰ φιλίαν ἢ διὰ συγγένειαν προ-
σεδρεύοντας αὐτῷ ἐν τῇ νόσῳ.  –   – τεσσάρων γὰρ ὄντων
τῶν θεραπευτικῶν σκοπῶν, τοῦ τε ἀπὸ τοῦ ποσοῦ καὶ
τοῦ ἀπὸ τοῦ ποιοῦ καὶ τοῦ καιροῦ καὶ τοῦ τρόπου τῆς
χρήσεως, οἱ μὲν τρεῖς μάλιστα ὑπὸ τοῦ ἰατροῦ τυποῦνται,  
ὁ δὲ τρόπος τῆς χρήσεως ἐπίκοινός πως ἐστὶ καὶ ἐν τῷ
ἰατρῷ καὶ ἐν τοῖς ἐξυπηρετοῦσι.  –   –  
      

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol. 2, p. 307, l. 1

      
 {ΘΕΟΦ.} Ἁρμόδιος οὗτος ὁ ἀφορισμὸς ἐπὶ ὑγιαινόν-
των. οὐ δεῖ γὰρ γυμνάζειν καὶ κινεῖν τοὺς λιμώτ-
τοντας διὰ τὸ μὴ ἐπιτείνεσθαι τῷ λόγῳ τῶν γυμνασίων
τὴν ξηρότητα ἢ διὰ τὸ μὴ καταβληθῆναι μᾶλλον τὰς δυ-
νάμεις ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ κινήσει. εἰ δέ τις εἴποι, ὅτι καὶ
τί χρείαν ἔχει ὁ Ιπποκράτης τῶν ὑγιαινόντων μεμνῆ-
σθαι, λέγομεν ὅτι οὐ μόνον τὴν νόσον ἀνελεῖν πραγμα-
τεύεται, ἀλλὰ καὶ τὴν οὖσαν ὑγείαν φυλάξαι προτίθε-
ται. ἰστέον δὲ ὅτι ὁ λιμὸς διττός· λιμὸς ἡ ἔνδεια τοῦ  
σίτου, οὗ Ιπποκράτης ἐν ἐπιδημίαις μέμνηται λέγων, ἐν
Αἴνῳ ἐν λιμῷ ὀσπριοφαγέοντες σκελέων ἀκρατέες ἐγένοντο
ἡ στέρησις οὖν τοῦ χρησίμου τουτέστι τοῦ σίτου λιμὸς
λέγεται. προσαγορεύεται δὲ λιμὸς καὶ ἡ ἀσιτία, ἧς καὶ
ἐνταῦθα μέμνηται. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ ἐπὶ νοσούντων οὗ-
τος ὁ ἀφορισμὸς δύναται εἰρῆσθαι.
 {ΔΑΜ.} Ὅπου ἔνδεια σιτίων κατὰ προαίρεσιν ἢ κατὰ
πρόσταγμα, οὐ δεῖ κοπιᾷν.

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol. 2, p. 330, l. 18

ληʹ. Τὸ σμικρῷ χεῖρον καὶ πόμα καὶ σιτίον, ἥδιον δὲ,


 τῶν βελτιόνων μὲν, ἀηδεστέρων δὲ, μᾶλλον αἱρετέον.  –  
175

      
 {ΘΕΟΦ.} Διαιτητικὸς ὑπάρχει ὁ παρὼν ἀφορισμὸς καὶ ἡ δυ-
τάτην φράσιν τε καὶ ἐπαγγελίαν περιέχει. ἔστι δὲ αὐ-
τοῦ ἡ σύνταξις οὕτως. τὸ ὀλίγον κακὸν, κἂν πόμα ᾖ κἂν
σιτίον, ἡδύτερον δὲ τῷ κάμνοντι τῶν βελτιόνων μὲν ἤτοι
εὐπέπτων, ἀηδεστέρων δὲ ὁμοίως τῷ κάμνοντι, τοῦτο
μᾶλλον αἱρετέον. καὶ ἡ αἰτία οὐ διὰ τὸ κεχαρισμένον μό-
νον τῷ κάμνοντι, καθὼς ἐν ταῖς ἐπιδημίαις εἴρηται, ὅτι
χάριτες καμνόντων πρέπουσαι τῇ τέχνῃ· δεῖ γὰρ χα-
ρίζεσθαι τοῖς κάμνουσιν, ἐν οἷς μὴ ἀκολουθεῖ μεγάλη
βλάβη, ἀλλὰ καὶ ὡς ὠφελιμώτατον αὐτῷ γενησόμενον. ὃ
γὰρ ἂν ἡδέως προσενεγκώμεθα, περιστέλλεσθαι τοῦτο ἡ
γαστὴρ εἴωθε καὶ πέττειν μᾶλλον, ἀποχωρεῖν δὲ ἀπὸ τῶν
ἀηδῶν, ὡς ναυτίας καὶ τὰ λοιπὰ κακὰ ἐπαγγελλόντων.
 {ΔΑΜ.} Τὸ πόμα καὶ τὸ σιτίον, τὸ ἥδιον μὲν ὂν τῷ
νοσοῦντι, βλαβερὸν δ' ἐπ' ὀλίγον, μᾶλλον αἱρετὸν τῶν
βελτιόνων μὲν καὶ ὠφελιμωτέρων ὄντων, ἀηδεστέρων δὲ
δοκούντων τῷ κάμνοντι.  

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol. 2, p. 516, l. 4

πνοῆς ἐπὶ ὀξέων νοσημάτων τῶν μετὰ πυρετοῦ γινομέ-


νων. ἐπὶ οὖν τοιούτων ἡ κλαυθμώδης ἀναπνοὴ ἤγουν ἡ
διακεκωλυμένη ἡ μετ' οἰμωγῆς τινος καὶ ἤχου ἐκφερομένη
σημαίνει σπασμώδη διάθεσιν τῆς τῶν ἀναπνευστικῶν
μυῶν ξηρότητος, ἢ φλεγμονώδη θερμασίαν, πολλάκις δὲ
καὶ παραφροσύνην. ἐπ' ἀμφοτέροις δὲ τούτοις πυρετὸς
ὑποκείμενος, κακόν.  
 {ΔΑΜ.} Τὰ παιδία πολλάκις ὁρᾶται κατὰ τὸν τοῦ
κλαίειν καιρὸν εἰσπνέοντα διακεκομμένην εἰσπνοὴν, ἱστα-
μένου μεταξὺ τοῦ θώρακος, εἶτ' αὖθις προστιθέντος
τὸ λεῖπον, ὅπερ ἐν ἐπιδημίαις εἶπεν αὐτὸς διπλῆν
εἴσω ἐπανάκλησιν, οἷον ἐπείσπνευσιν. ὃ δὴ γίνεται ἢ
διὰ κάματον δυνάμεως ἢ διὰ τὴν τῶν ὀργάνων σκληρό-
τητα ἢ δι' ἄμφω συνελθόντα. τὸ μέντοι τὴν ἀναπνοὴν
συμβαίνειν, ὁποία τοῖς κλαίουσι γίνεται, πρὸς τοῖς εἰρη-
μένοις αἰτίοις ἐνδείξεταί τινα διάθεσιν ὀδυνώδη, καθ' ἣν
οἷον οἰμώζοντες ἢ στένοντες ἤ τινα μικτὸν ἀποτελοῦντες
ψόφον ἀναπνέουσιν οὕτως.

Theophilus Protospatharius et Stephanus Atheniensis Med., De febrium differentia


P. 18, l. 12

μασίαν. Ἰδοὺ τῶν δύο γενικῶν πυρετῶν ἔχεις τὸ παράδειγμα,


τοῦ τε ἑκτικοῦ τοῦ ἐπὶ στερεοῖς, καὶ τοῦ ἐπὶ ὑγροῖς. Ἆρα
δὲ ἀποροῦμεν καὶ παραδείγματος ἐπὶ τῶν ἐφημέρων; καὶ τού-
του ὁ Γαληνὸς παράδειγμα προτίθησι. Νοησόν μοι φύσαν χαλ-
176

κευτικὴν, ταύτην δὲ πλησίον κειμένην τῆς καμίνου καὶ ἐν τῷ


ἐνεργεῖν, ἐπισπᾶσθαι πρὸς ἑαυτὴν θερμὸν ἀέρα διὰ τοῦ
αὐλοῦ· καὶ τὶ λέγομεν τότε; ὅτι τὸ πνεῦμα τὸ ἐν αὐτῇ πε-
ριεχόμενον ἕξει θερμὸν ἐστὶ, σχετικῶς δὲ αὐτὴ θερμαίνεται.
Περὶ τοῦ τοιούτου τοίνυν πυρετοῦ καὶ Ιπποκράτης ἐν ἐπιδη-
μίαις φησὶν, ὅτι πυρετοὶ, οἱ μὲν ὀξέες, οἱ δὲ συνεχεῖς καὶ
διὰ μὲν τοῦ εἰπεῖν ὀξέες, ἐδήλωσε τὸν τριταῖον, διὰ δὲ τοῦ
συνεχέες τὸν ἀμφημερινόν. Ἵνα δὲ μὴ νομίσῃς ὅτι ὅλος ὁ πυ-
ρετὸς συνεχὴς ἐστὶ, προστέθηκε τὸ μὲν ὅλον οὐ διαλειπόντες.
Ἐπειδὴ γὰρ ὁ μὲν τριταῖος ἀπαιτεῖ διάλεμμα, ὁ δὲ ἀμφημε-
ρινὸς συνέχειαν, διὰ τοῦτο μέσῃ φωνῇ χρησάμενος, εἶπε, τὸ μὲν
ὅλον οὐ διαλείποντες. Ὁ αὐτὸς δὲ καὶ τὸ σπάνιον παραδοῦ-
ναι ἔλεγεν, ὅτι ποτὲ ἐναντίῳ γίνεται· ὅτι ἐν τῇ πρώτῃ ἡμέ-
ρᾳ εἰσβάλλει μὲν ὁ ἀμφημερινὸς, ἐν δὲ τῇ δευτέρᾳ ὁ τρι-
ταῖος, καὶ οὕτως ἐφεξῆς.
 

Posidonius Phil., Frag. Frag. 125b, l. 10

Plutarch reg. et imp. apophth. 200e – 201a


13. Ἐκπεμφθέντα δὲτρίτον αὐτὸν ὑπὸ τῆς βουλῆς [τρίτον], ὥς φησι
Κλειτόμαχος,
  ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντα (Od. 17,487),
πόλεων ἐθνῶν βασιλέων ἐπίσκοπον, ὡς εἰς Ἀλεξάνδρειαν ἧκε καὶ τῆς
νεὼς ἀποβὰς ἐβάδιζε κατὰ τῆς κεφαλῆς ἔχων τὸ ἱμάτιον, ἠξίουν ἀποκα-
λύψασθαι παραθέοντες οἱ Ἀλεξανδρεῖς καὶ δεῖξαι ποθοῦσιν αὐτοῖς τὸ
πρόσωπον· τοῦ δ' ἀποκαλυψαμένου κραυγὴν καὶ κρότον ἐποίησαν. τοῦ
δὲ βασιλέως μόλις ἁμιλλωμένου βαδίζουσιν αὐτοῖς δι' ἀργίαν καὶ τρυφὴν
τοῦ σώματος ὁ Σκιπίων ἀτρέμα πρὸς τὸν Παναίτιον ψιθυρίσας εἶπεν
’ἤδη τι τῆς ἐπιδημίας ἡμῶν Ἀλεξανδρεῖς ἀπολελαύκασι· δι' ἡμᾶς γὰρ
ἑωράκασι τὸν βασιλέα περιπατοῦντα.’

Posidonius Phil., Frag. Frag. 127, l. 22

τῆς χώρας καὶ τὰς κατὰ τὸν Νεῖλον εὐκαιρίας, τό τε πλῆθος τῶν κατ'
Αἴγυπτον πόλεων καὶ τὰς ἀναριθμήτους τῶν οἰκητόρων μυριάδας καὶ
τὴν ὀχυρότητα τῆς Αἰγύπτου καὶ τὴν ὅλην τῆς χώρας ὑπεροχήν, ὡς εὖ
διάκειται πρὸς ἡγεμονίας ἀσφάλειάν τε καὶ μέγεθος. καὶ θαυμάσαντες
τὰ πλήθη τῶν κατοικούντων τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ τῶν τόπων ἐπιτεύγματα,
διέλαβον μεγίστην ἡγεμονίαν δύνασθαι συσταθῆναι, τυχούσης τῆς βασι-
λείας ταύτης ἀξίων τῶν ἡγεμόνων. οἱ μὲν οὖν πρεσβευταὶ κατασκεψά-
μενοι τὰ κατὰ τὴν Αἴγυπτον, ἐπὶ Κύπρου κἀκεῖθεν ἐπὶ Συρίας τὴν
ἀναγωγὴν ἐποιήσαντο. καθόλου δὲ καὶ τὰ πλεῖστα μέρη τῆς οἰκουμένης
ἐπῆλθον, καὶ παρὰ πᾶσι σώφρονα καὶ θαυμαστὴν ποιησάμενοι τὴν ἐπι-
δημίαν μεγάλης ἀποδοχῆς ἔτυχον, καὶ [τὰ πλεῖστα μέρη τῆς οἰκουμένης
ἐπεληλυθότες] μετ' εὐφημίας ὑπὸ πάντων συμφωνουμένης ἐπανῆλθον.
τῶν γὰρ ἐχόντων τὰς ἀμφισβητήσεις οὓς μὲν διηλλάχεσαν ἀλλήλοις, οὓς
177

δ' ἐπεπείκεσαν τὰ δίκαια ποιῆσαι τοῖς ἐγκαλοῦσι, τοὺς δὲ ἀναισχυντοῦντας


διὰ τῆς ἀνάγκης κατεστάλκεσαν, τοὺς δὲ δυσδιακρίτους ἀνεπεπόμφεσαν
ἐπὶ τὴν σύγκλητον. ὡμιληκότες δὲ βασιλεῦσι καὶ δήμοις, καὶ τὴν προϋπ-
άρχουσαν αὐτοῖς φιλίαν πρὸς ἅπαντας ἀνανεωσάμενοι, πρὸς εὔνοιαν τὴν
ἡγεμονίαν ἐπηύξησαν, καὶ πάντες ταῖς αἱρέσεσιν οἰκείως διατεθέντες
ἐξαπέστειλαν πρεσβευτὰς εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ [τοὺς περὶ Σκιπίωνα
πρέσβεις] ἐπῄνεσαν, ὅτι τοιούτους ἄνδρας ἐξέπεμψαν.
  (Const. Exc. 1,406 – 407)

Celsus Phil., Ἀληθὴς λόγος Ch. 1, sec. 40, l. 2

ἐπαγγειλάμενος Κέλσος τὰ ἡμέτερα κατηγορεῖ τοῦ παρὰ τῷ βαπτίς-


ματι φανέντος ἁγίου πνεύματος ἐν εἴδει περιστερᾶς, ...
 Ἔστι δ' ὁ Ἰουδαῖος αὐτῷ ἔτι ταῦτα λέγων, πρὸς ὃν ὁμολο-
γοῦμεν εἶναι κύριον ἡμῶν τὸν Ἰησοῦν· λουομένῳ, φησί, σοὶ παρὰ
τῷ Ἰωάννῃ φάσμα ὄρνιθος ἐξ ἀέρος λέγεις ἐπιπτῆναι. εἶτα πυνθανό-
μενος ὁ παρ' αὐτῷ Ἰουδαῖός φησι· τίς τοῦτο εἶδεν ἀξιόχρεως μάρτυς
τὸ φάσμα ἢ τίς ἤκουσεν ἐξ οὐρανοῦ φωνῆς εἰσποιούσης σε υἱὸν τῷ
θεῷ; πλὴν ὅτι σὺ φῂς καί τινα ἕνα ἐπάγῃ τῶν μετὰ σοῦ κεκο-
λασμένων.
 ..., εἶτα μετὰ τοῦτο διαβάλλει τὸ προφητεύεσθαι
τὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίαν, ...
 Ἀλλ' εἶπεν ἐμὸς προφήτης ἐν Ἱεροσολύμοις ποτέ, ὅτι ἥξει
θεοῦ υἱός, τῶν ὁσίων κριτὴς καὶ τῶν ἀδίκων κολαστής.
 Εἶτα ὡς [οὐ] μόνου προφητευθέντος τούτου ὁσίων αὐτὸν
εἶναι κριτὴν καὶ τῶν ἀδίκων κολαστὴν ... φησί· τί μᾶλλον σὺ ἢ
ἄλλοι μυρίοι, οἳ μετὰ τὴν προφητείαν γενόμενοί εἰσι, περὶ ὧν ταῦτα
ἐπροφητεύετο; καὶ οὐκ οἶδ' ὅπως βουλόμενος καὶ ἑτέροις περιθεῖναι τὸ  
δύνασθαι ὑπονοεῖσθαι, ὅτι αὐτοὶ ἦσαν οἱ προφητευθέντες, φησὶν ὅτι
οἱ μὲν ἐνθουσιῶντες, οἱ δὲ ἀγείροντές φασιν ἥκειν ἄνωθεν υἱὸν θεοῦ.
 Ἐπεὶ δὲ ὁ ἐπαγγελλόμενος εἰδέναι τὰ τοῦ λόγου πάντα

Celsus Phil., Ἀληθὴς λόγος Ch. 4, sec. 1, l. 4

αἰτιᾶσθαι τοὺς ὀξὺ βλέποντας ὡς πεπηρωμένους.  


 Μετὰ ταῦτα τοσαῦθ' ἡμᾶς αἰτιασάμενος θέλει ἐμφῆναι, ὅτι
καὶ ἕτερα ἔχων λέγειν παρασιωπᾷ αὐτά. ἔχει δ' οὕτως αὐτοῦ ἡ λέξις·
ταῦτα μὲν αἰτιῶμαι καὶ τὰ τοιαῦτα, ἵνα μὴ πάντ' ἀπαριθμῶ, καί
φημι πλημμελεῖν αὐτοὺς ἐπηρεάζοντας εἰς τὸν θεόν, ἵνα πονηροὺς
ἀνθρώπους ὑπάγωνται κούφαις ἐλπίσι καὶ παραπείσωσι καταφρονῆσαι
τῶν κρειττόνων, ὡς, ἐὰν ἀπέχωνται αὐτῶν, ἄμεινον αὐτοῖς ἔσται.
 Καὶ μάλιστα χρεία ἡμῖν πρὸς τὰ νῦν ἑξῆς τοῖς προειρημένοις
τῷ Κέλσῳ λεγόμενα κατασκευάσαι, ὅτι καλῶς τὰ περὶ τοῦ Χριστοῦ
πεπροφήτευται. ἅμα γὰρ πρὸς ἀμφοτέρους ἱστάμενος ὁ Κέλσος, Ἰου-
178

δαίους μὲν ἀρνουμένους γεγονέναι τὴν Χριστοῦ ἐπιδημίαν ἐλπίζοντας


δ' αὐτὴν ἔσεσθαι, Χριστιανοὺς δὲ ὁμολογοῦντας τὸν Ἰησοῦν εἶναι
τὸν προφητευθέντα Χριστόν, φησίν·  
 Ὅτι δὲ καὶ Χριστιανῶν τινες καὶ Ἰουδαῖοι, οἱ μὲν καταβε-
βηκέναιλέγουσιν, οἱ δὲ καταβήσεσθαι εἰς τὴν γῆν τινα θεὸν ἢ
θεοῦ υἱὸν τῶν τῇδε δικαιωτήν, τοῦτ' αἴσχιστον, καὶ οὐδὲ δεῖται
μακροῦ λόγου ὁ ἔλεγχος.

Celsus Phil., Ἀληθὴς λόγος Ch. 4, sec. 20, l. 2

ἔχειν. οὐκ ἂν οὖν οὐδὲ ταύτην τὴν μεταβολὴν θεὸς δέχοιτο.


 Ἤτοι ὡς ἀληθῶς μεταβάλλει ὁ θεός, ὥσπερ οὗτοί φασιν, εἰς
σῶμα θνητόν, καὶ προείρηται τὸ ἀδυνατεῖν· ἢ αὐτὸς μὲν οὐ μετα-  
βάλλει, ποιεῖ δὲ τοὺς ὁρῶντας δοκεῖν καὶ πλανᾷ καὶ ψεύδεται. ἀπάτη
δὲ καὶ ψεῦδος ἄλλως μὲν κακά, μόνως δ' ἂν ὡς ἐν φαρμάκου μοίρᾳ
χρῷτό τις ἤτοι πρὸς φίλους νοσοῦντας καὶ μεμηνότας, ἰώμενος, ἢ πρὸς
ἐχθρούς, κίνδυνον ἐκφυγεῖν προμηθούμενος· οὔτε δὲ νοσῶν ἢ μεμη-
νὼς οὐδεὶς θεῷ φίλος, οὔτε φοβεῖταί τινα ὁ θεός, ἵνα πλανήσας κίν-
δυνον διαφύγῃ.
 Εἶτ' ἐπεὶ προσωποποιεῖ ἰδίᾳ μὲν Ἰουδαίους αἰτιολογοῦντας
τὴν κατ' αὐτοὺς μέλλουσαν Χριστοῦ ἐπιδημίαν, ἰδίᾳ δὲ Χριστιανοὺς
λέγοντας περὶ τῆς ἤδη γεγενημένης ἐπιδημίας εἰς τὸν βίον τῶν ἀν-
θρώπων τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ, φέρε καὶ ταῦτα, ὡς οἷόν τε ἐστί, διὰ
βραχέων κατανοήσωμεν. Ἰουδαῖοι δὴ παρ' αὐτῷ λέγουσι πληρω-
θέντα τὸν βίον πάσης κακίας δεῖσθαι τοῦ καταπεμπομένου ἀπὸ θεοῦ,
ἵν' οἱ μὲν ἄδικοι κολασθῶσι, τὰ δὲ πάντα καθαρθῇ ἀνάλογον τῷ
πρώτῳ συμβάντι κατακλυσμῷ.  

Κλήμης Ρωμανός. Epistula ii ad Corinthios [Sp.]


Ch. 5, sec. 5, l. 1

         ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος αὐτῷ λέγει· Ἐὰν


οὖν διασπαράξωσιν οἱ λύκοι τὰ ἀρνία;
         εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ·
Μὴ φοβείσθωσαν τὰ ἀρνία τοὺς λύκους μετὰ τὸ ἀποθανεῖν αὐτά·
καὶ ὑμεῖς μὴ φοβεῖσθε τοὺς ἀποκτέννοντας ὑμᾶς καὶ μηδὲν ὑμῖν
δυναμένους ποιεῖν, ἀλλὰ φοβεῖσθε τὸν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν ὑμᾶς
ἔχοντα ἐξουσίαν ψυχῆς καὶ σώματος τοῦ βαλεῖν εἰς γέενναν πυρός.
καὶ γινώσκετε, ἀδελφοί, ὅτι ἡ ἐπιδημία ἡ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ τῆς
σαρκὸς ταύτης μικρά ἐστιν καὶ ὀλιγοχρόνιος, ἡ δὲ ἐπαγγελία τοῦ Χρι-
στοῦ μεγάλη καὶ θαυμαστή ἐστιν, καὶ ἀνάπαυσις τῆς μελλούσης βασι-
λείας καὶ ζωῆς αἰωνίου.
         τί οὖν ἐστὶν ποιήσαντας ἐπιτυχεῖν αὐτῶν,
εἰ μὴ τὸ ὁσίως καὶ δικαίως ἀναστρέφεσθαι καὶ τὰ κοσμικὰ ταῦτα ὡς
179

ἀλλότρια ἡγεῖσθαι καὶ μὴ ἐπιθυμεῖν αὐτῶν;

Κλήμης Ρωμανός. Epistula Clementis ad Jacobum [Sp.]


Ch. 20, sec. 1, l. 5

ἔπειτα πρὸς τῷ τέλει καὶ τὴν τοῦ θανάτου μου πρόφασιν ὡς προεῖπον
δηλῶσαι μὴ ὀκνήσῃς. οὔτε γὰρ λίαν αὐτὸν λυπήσει τοῦτο, εἰδότα ὅτι ὃ
πάντως ἔδει με παθεῖν εὐσεβῶς ἀπεδόμην, μεγίστης δὲ παραμυθίας τεύ-
ξεται, μαθὼν ὅτι μετ' ἐμὲ οὐκ ἀμαθὴς ἀνὴρ καὶ ζωοποιοὺς λόγους ἀγνοῶν
καὶ ἐκκλησίας κανόνα οὐκ εἰδὼς τὴν τοῦ διδάσκοντος ἐπιστεύθη καθέδραν·
πλάνος γὰρ ὁμιλία τῶν ἀκουόντων ὄχλων ἀναιρεῖ τὰς ψυχάς.
 Ὅθεν ἐγώ, κύριέ μου Ἰάκωβε, αὐτοῦ ταῦτα εἰπόντος ὑποσχόμενος οὐκ  
ὤκνησα, ὡς ἐκελεύσθην, τὸ πολὺ τῶν κατὰ πόλιν λόγων τῶν ἤδη σοι
προγραφέντων καὶ ὑπ' αὐτοῦ διαπεμφθέντων ἐν βίβλοις ἐπὶ κεφαλαίων
ποιῆσαι ὥσπερ σημείου χάριν καὶ οὕτως διαπέμψαι σοι ἐπιγράψαντα·
Κλήμεντος τῶν Πέτρου ἐπιδημίων κηρυγμάτων ἐπιτομή. πλὴν τοῦ ἐκτιθέ-
ναι ὡς ἐκελεύσθην ἄρξομαι.  

[ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΕΠΙΔΗΜΙΩΝ ΚΗΡΥΓΜΑΤΩΝ


ΕΠΙΤΟΜΗ.]

 Ἐγὼ Κλήμης, Ῥωμαίων πολίτης ὤν, καὶ τὴν πρώτην ἡλικίαν σω-
φρόνως ζῆσαι δεδύνημαι, τῆς ἐννοίας μου ἐκ παιδὸς ἀπασχολούσης τὴν
ἐν ἐμοὶ ἐπιθυμίαν εἴς τε ἀθυμίας καὶ πόνους. συνῆν γάρ μοι λογισμός
(οὐκ οἶδα πόθεν τὴν ἀρχὴν λαβών) περὶ θανάτου, πυκνὰς ποιούμενος ὑπο-
μνήσεις ὅτι ἄρα θανὼν οὐκ εἰμὶ καὶ οὐδὲ μνήμην τις ποιήσει μού ποτε, τοῦ
ἀπείρου χρόνου πάντων τὰ πάντα εἰς λήθην φέροντος –

Κλήμης Ρωμανός. Homiliae [Sp.] Homily t, ch. 1, sec. 1, l. 1

πάντως ἔδει με παθεῖν εὐσεβῶς ἀπεδόμην, μεγίστης δὲ παραμυθίας τεύ-


ξεται, μαθὼν ὅτι μετ' ἐμὲ οὐκ ἀμαθὴς ἀνὴρ καὶ ζωοποιοὺς λόγους ἀγνοῶν
καὶ ἐκκλησίας κανόνα οὐκ εἰδὼς τὴν τοῦ διδάσκοντος ἐπιστεύθη καθέδραν·
πλάνος γὰρ ὁμιλία τῶν ἀκουόντων ὄχλων ἀναιρεῖ τὰς ψυχάς.
 Ὅθεν ἐγώ, κύριέ μου Ἰάκωβε, αὐτοῦ ταῦτα εἰπόντος ὑποσχόμενος οὐκ  
ὤκνησα, ὡς ἐκελεύσθην, τὸ πολὺ τῶν κατὰ πόλιν λόγων τῶν ἤδη σοι
προγραφέντων καὶ ὑπ' αὐτοῦ διαπεμφθέντων ἐν βίβλοις ἐπὶ κεφαλαίων
ποιῆσαι ὥσπερ σημείου χάριν καὶ οὕτως διαπέμψαι σοι ἐπιγράψαντα·
Κλήμεντος τῶν Πέτρου ἐπιδημίων κηρυγμάτων ἐπιτομή. πλὴν τοῦ ἐκτιθέ-
ναι ὡς ἐκελεύσθην ἄρξομαι.  

[ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΕΠΙΔΗΜΙΩΝ ΚΗΡΥΓΜΑΤΩΝ


      ΕΠΙΤΟΜΗ.]

 Ἐγὼ Κλήμης, Ῥωμαίων πολίτης ὤν, καὶ τὴν πρώτην ἡλικίαν σω-
180

φρόνως ζῆσαι δεδύνημαι, τῆς ἐννοίας μου ἐκ παιδὸς ἀπασχολούσης τὴν


ἐν ἐμοὶ ἐπιθυμίαν εἴς τε ἀθυμίας καὶ πόνους. συνῆν γάρ μοι λογισμός
(οὐκ οἶδα πόθεν τὴν ἀρχὴν λαβών) περὶ θανάτου, πυκνὰς ποιούμενος ὑπο-
μνήσεις ὅτι ἄρα θανὼν οὐκ εἰμὶ καὶ οὐδὲ μνήμην τις ποιήσει μού ποτε, τοῦ
ἀπείρου χρόνου πάντων τὰ πάντα εἰς λήθην φέροντος – ἔσομαι δὲ οὐκ
ὤν, οὐκ ὄντας εἰδώς, οὐ γινώσκων, οὐ γινωσκόμενος, οὐ γεγονώς, οὐ γινόμε-
νος – καὶ ἆρά ποτε γέγονεν ὁ κόσμος καὶ πρὸ τοῦ γενέσθαι τί ἄρα ἦν
(εἰ γὰρ ἦν αἰεί, καὶ ἔσται· εἰ δὲ γέγονεν,

Κλήμης Ρωμανός. Homiliae [Sp.] Homily 6, ch. 26, sec. 2, l. 1

τινὰ εἶναι νοῦν ἀγέννητον τεχνίτην, ὃς τὰ στοιχεῖα ἢ διεστῶτα συνήγαγεν


ἢ συνόντα ἀλλήλοις πρὸς ζῴου γένεσιν τεχνικῶς ἐκέρασεν καὶ ἓν ἐκ πάν-  
των ἔργον ἀπετέλεσεν· ἀδύνατον γὰρ ἄνευ τινὸς νοῦ μείζονος πάνυ σοφὸν
ἔργον ἀποτελεῖσθαι. οὐδὲ μὴν ἔρως εἶναι δύναται πάντων τεχνίτης, οὐκ
ἐπιθυμία, οὐκ ἰσχύς, οὐκ ἄλλο τι τοιοῦτον, ἅτινα παθητὰ συμβαίνειν
καὶ ἀποβαίνειν πέφυκεν. ἀλλ' οὐδὲ τὸ ὑφ' ἑτέρου φερόμενόν ἐστιν θεὸς
οὐδέ γε τὸ ὑπὸ χρόνου ἢ φύσεως ἀλλοιούμενον καὶ εἰς τὸ μηκέτι εἶναι
ἀναλυόμενον.
 Ταῦτά μου διαλεγομένου πρὸς τὸν Ἀππίωνα, ἀπὸ Καισαρείας ἐπέ-
στη Πέτρος, καὶ συνδρομαὶ τῶν ὄχλων ἐγένοντο ἐν τῇ Τύρῳ, σπευδόν-
των ὑπαντᾶν αὐτῷ καὶ χάριν τῇ ἐπιδημίᾳ ὁμολογεῖν. καὶ ὁ μὲν Ἀππίων
ὑπεχώρει μετὰ Ἀννουβίωνος καὶ Ἀθηνοδώρου μόνων, οἱ δὲ ἄλλοι πάντες
ὡς ἀπαντησόμενοι τῷ Πέτρῳ ὡρμήσαμεν. πρῶτος δὲ ἐγὼ πρὸ τῶν πυλῶν
ἀποδεξάμενος αὐτὸν ἐπὶ τὴν ξενίαν ἦγον. ὡς δὲ ἐγενόμεθα, τοὺς μὲν ὄχλους
ἀπελύσαμεν, αὐτῷ δὲ ἀξιώσαντί με τὰ πραχθέντα λέγειν οὐδὲν ἀπεκρυπτό-
μην, ἀλλ' ἐμήνυον τάς τε τοῦ Σίμωνος διαβολὰς καὶ τὰς τερατώδεις φαντασίας
ὑπ' αὐτοῦ γεγενημένας καὶ ὅσας ἔπεμψεν νόσους μετὰ τὴν ἐκ τῆς βουθυσίας
ἑστίασιν καὶ ὅτι ἐκ τῶν νοσούντων οἱ μὲν αὐτόθι κατέμειναν ἐν τῇ Τύρῳ, οἱ
δὲ τῷ Σίμωνι ἅμα τῷ ἐμὲ ἐλθεῖν συνεξεληλύθεισαν εἰς τὴν Σιδῶνα, ὡς
ὑπ' αὐτοῦ θεραπευθησόμενοι, καὶ ὅτι ἐμάνθανον μηδένα αὐτῶν ἰάσεως
ὑπ' αὐτοῦ τετυχηκέναι, καὶ τὴν πρὸς Ἀππίωνά μοι γεγενημένην διάλεξιν

Κλήμης Ρωμανός. Homiliae [Sp.] Homily 7, ch. 1, sec. 1, l. 1

μην, ἀλλ' ἐμήνυον τάς τε τοῦ Σίμωνος διαβολὰς καὶ τὰς τερατώδεις φαντασίας
ὑπ' αὐτοῦ γεγενημένας καὶ ὅσας ἔπεμψεν νόσους μετὰ τὴν ἐκ τῆς βουθυσίας
ἑστίασιν καὶ ὅτι ἐκ τῶν νοσούντων οἱ μὲν αὐτόθι κατέμειναν ἐν τῇ Τύρῳ, οἱ
δὲ τῷ Σίμωνι ἅμα τῷ ἐμὲ ἐλθεῖν συνεξεληλύθεισαν εἰς τὴν Σιδῶνα, ὡς
ὑπ' αὐτοῦ θεραπευθησόμενοι, καὶ ὅτι ἐμάνθανον μηδένα αὐτῶν ἰάσεως
ὑπ' αὐτοῦ τετυχηκέναι, καὶ τὴν πρὸς Ἀππίωνά μοι γεγενημένην διάλεξιν τῷ
Πέτρῳ διηγησάμην. ὁ δὲ στοργῆς καὶ προτροπῆς χάριν ἐπαινέσας με καὶ
εὐλογήσας, ἁλῶν μεταλαβών, διὰ τοὺς καμάτους τῆς ὁδοιπορίας τῇ
ἀναγκαιοτάτῃ ἡσυχίᾳ τοῦ ὕπνου ἑαυτὸν ἐπέτρεπεν.  
      

[ΟΜΙΛΙΑ Ζ.]
181

 Τετάρτῃ δὲ ἡμέρᾳ τῆς ἐν Τύρῳ ἡμῶν ἐπιδημίας ὑπὸ τὸν ὄρθρον


προεληλυθότι τῷ Πέτρῳ ἀπήντων πλησιόχωροί τε οὐκ ὀλίγοι καὶ αὐτῆς
Τύρου πάνπολλοι καὶ ἐπεφώνουν λέγοντες· Ὁ θεὸς διὰ σοῦ ἡμᾶς ἐλεείτω,
διὰ σοῦ θεραπευέτω. ὁ δὲ Πέτρος ἔστη ἐπὶ λίθου τινὸς ὑψηλοῦ πρὸς
τὸ δύνασθαι πᾶσιν ὁρᾶσθαι καὶ προσαγορεύσας θεοσεβεῖ νόμῳ οὕτως
ἤρξατο· Θεῷ τῷ κτίσαντι τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ σύμπαν οὐ λείπει πρό-
φασις πρὸς σωτηρίαν τῶν σῴζεσθαι θελόντων. ὅθεν μηδὲ ἐπὶ τοῖς δο-
κοῦσιν φαύλοις ὑπὸ προπετείας τις αὐτὸν ὡς μὴ φιλάνθρωπον αἰτιάσθω.
τῶν γὰρ συμβαινόντων ἀνθρώπῳ τὰ τέλη ἀνθρώποις μὲν ἄγνωστα, ὡς
ἐπὶ κακῷ ὑποπτευόμενα, θεῷ δὲ ὡς ἀποβησόμενα εὐτυχῶς γνώριμα.

Κλήμης Ρωμανός. .-Clementina (ep. de gestis Petri praemetaphrastica) [Sp.] sec.


133, l. 13

λεῖτο τοὺς ὄχλους, οἷς προσελθοῦσι τὰς χεῖρας ἐπιτιθεὶς καὶ εὐχόμενος παρε-
κάλει πάντας, καὶ εὐλογήσαμεν ἅπαντες τὸν θεόν. ὑπεισέδραμεν δέ τις λέγων
πρὸς Σίμωνα· Ἀππίων ὁ Πλειστονίκης σὺν Ἀννουβίωνι ἧκεν ἀρτίως πρὸς
Ἀντιοχείας. καὶ ταῦτα ἀκούσας Σίμων ἐξῆλθεν τοῦ ὑποδέξασθαι αὐτούς.
ὁ δὲ πατὴρ ἀκούσας καὶ χαρεὶς ἔφη τῷ Πέτρῳ· εἴ μοι ἐπιτρέπεις, πορεύσο-
μαι κἀγὼ προσαγορεύσων Ἀππίωνα καὶ Ἀννουβίωνα ἐκ πρώτης ἡλικίας
φίλους μοι γεγενημένους. τυχὸν γὰρ Ἀννουβίωνα πείσω Κλήμεντι διαλεχθῆναι
περὶ γενέσεως. καὶ ὁ Πέτρος ἐπιτρέπω ἔφη, καὶ ἐπαινῶ τὰ φίλων σε πλη-
ροῦντα μέρη. πλὴν ἐννόει μοι, ὡς κατὰ πρόνοιαν θεοῦ πανταχόθεν συντρέχει
τὰ πρὸς τὴν σὴν πληροφορίαν, οἰκείαν ἀποτελοῦντα τὴν ἁρμονίαν. τοῦτο δὲ
εἶπον διὰ τὴν Ἀννουβίωνος χρησίμως σοι γενομένην ἐπιδημίαν. καὶ ὁ πατὴρ
ἔφη· ἀληθῶς συνορῶ τοῦτο οὕτως ἔχον.
 Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐπορεύθη πρὸς Σίμωνα. καὶ εὑρὼν
Ἀππίωνα καὶ Ἀννουβίωνα προσαγορεύσας αὐτοὺς ἐκαθέσθη. ὁ δὲ Σίμων
ἀκούσας ἐπιδημήσειν τινὰς ἐκ προσταγῆς βασιλικῆς ἐπιζητοῦντας αὐτὸν, καὶ
φάσκοντας καθότι Καῖσαρ πολλοὺς μάγους ἀνελὼν καὶ τὰ κατὰ τὸν Σίμωνα
μαθὼν εἰς ἐπιζήτησιν αὐτοῦ ἔπεμψεν, ὅπως καὶ αὐτὸν ὡς καὶ τοὺς πρὸ αὐτοῦ
μάγους κολάσῃ, πρὸς Ἀππίωνα καὶ Ἀννουβίωνα ἔφη· Φαύστου πρὸς ἡμᾶς
ἐλθόντος ἁλῶν αὐτὸν συμμετασχεῖν ἡμῖν ποιήσατε· ἐγὼ δὲ μύρον τι σκευάσω,
ἵνα δειπνήσας καὶ ἀναλαβὼν, τὸ ἴδιον χρίσας πρόσωπον τὴν ἐμὴν πᾶσιν
ἔχειν δόξῃ μορφήν.

Κλήμης Ρωμανός. .-Clementina (ep. de gestis Petri praemetaphrastica) [Sp.] sec.


142, l. 7

εἶπεν· ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται. καὶ κατὰ τὴν πίστιν σου
γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. πολλὰ δὲ καὶ ἕτερα ἀπὸ τῶν θείων γραφῶν τοῦτον
κατήχησεν. ἑσπέρας δὲ γενομένης μεταλαβόντες τροφῆς ὑπνώσαμεν αἰνοῦντες
καὶ εὐλογοῦντες τὸν θεόν.
 Τῇ δὲ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ ἀναστὰς ὁ Πέτρος ὀρθριώτερον καὶ
προσευξάμενος μετεκαλέσατο τὸν πατέρα ἡμῶν ἅμα καὶ ἡμᾶς λέγων· σήμε-
ρον, ὦ ἀδελφοὶ, μεγάλη χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ τῇ θεοδωρήτῳ ἀνα-
γεννήσει τοῦ καλοῦ γέροντος Φαύστου. καὶ παραλαβὼν ἡμᾶς ἐξῄειμεν κατὰ
182

ἀνατολὰς τῆς πόλεως, ἔνθα ὑπάρχουσιν ὕδατα καθαρά· καὶ μόνον τὸν
πατέρα ἡμῶν λαβὼν ἰδίᾳ κατηχήσας τε πολλὰ καὶ διδάξας αὐτὸν τὰ περὶ
θεοῦ καὶ τῆς διὰ σαρκὸς αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς ἐπιδημίας ἐβάπτισεν αὐτὸν εἰς
τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, καὶ λαβὼν
ἄρτον, εὐχαριστήσας καὶ εὐλογήσας μετέδωκεν αὐτῷ τῶν ἁγίων καὶ ἀχράν-
των καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων. καὶ ἦμεν ὁμοῦ οὖν οἱ πάντες ἀγαλλιώμενοι  
ἐν κυρίῳ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐπὶ τῇ τοῦ πατρὸς ἡμῶν διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίς-
ματος ἀναγεννήσει, ἔτι τε καὶ τὸν θεῖον λόγον παρὰ Πέτρου ἀκροώμενοι. καὶ
ποιήσαντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ χρόνον τινὰ πᾶσι κατάδηλα γέγονε τὰ καθ' ἡμᾶς
καὶ ἐν τοῖς ἁπάντων ἦμεν στόμασιν διαπαντός· καὶ ἐθαύμαζον πάντες ἐπὶ
πᾶσι τοῖς συμβεβηκόσιν ἡμῖν, καὶ τὴν τοῦ θεοῦ εἰς ἡμᾶς βοήθειαν ἐπὶ τῷ
ἀναγνωρισμῷ ἡμῶν [ἐμεγάλυνον] τῶν μακρῷ χρόνῳ ἀπ' ἀλλήλων χωρισθέν-
των καὶ τεθνάναι νομισθέντων.

Κλήμης Ρωμανός. .-Clementina (ep. de gestis Petri praemetaphrastica) [Sp.]


Section 159, l. 5

ἔπειτα πρὸς τῷ τέλει καὶ τὴν τοῦ θανάτου μου πρόφασιν, ὡς προεῖπον, δηλῶ-
σαι μὴ ὀκνήσῃς. οὐ γὰρ αὐτὸν λυπήσει τοῦτο εἰδότα, ὅτι ὃ πάντως ἔδει με
παθεῖν εὐσεβῶς ἀπεδόμην· μεγίστης δὲ παραμυθίας τεύξεται μαθὼν, ὅτι
μετ' ἐμὲ οὐκ ἀμαθὴς ἀνὴρ καὶ ζωοποιοὺς λόγους ἀγνοῶν καὶ ἐκκλησίας κανόνα
οὐκ εἰδὼς τὴν τοῦ διδάσκοντος ἐπιστεύθη καθέδραν. πλάνος γὰρ ὁμιλία τῶν
ἀκουόντων ὄχλων ἀναιρεῖ τὰς ψυχάς.
 Ὅθεν ἐγὼ, κύριέ μου Ἰάκωβε, αὐτοῦ ταῦτα εἰπόντος ὑποσχό-
μενος οὐκ ὤκνησα, ὡς ἐκελεύθην, τὸ πολὺ τῶν κατὰ πόλιν λόγων τῶν ἤδη
σοι προγραφέντων καὶ ὑπ' αὐτοῦ διαπεμφθέντων ἐν βίβλοις ἐπὶ κεφαλαίων
ποιῆσαι, ὥσπερ σημείου χάριν, καὶ οὕτως διαπέμψαι σοι ἐπιγράψας Κλή-
μεντος τῶν Πέτρου ἐπιδημιῶν κηρυγμάτων ἐπιτομή.  
 Ἀλλ' αὕτη μὲν ἡ πλήρης οὐρανίου καὶ πνευματικῆς σοφίας
διήγησις τῶν τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων Πέτρου ἐπιδημιῶν, διδαγμάτων
ἐπιτομὴν περιέχουσα, τοῦ παναοιδίμου τὸν βίον Κλήμεντος ὡς ἐν πίνακι δια-
ζωγραφοῦσα τῷ λόγῳ πᾶσιν προτίθησιν, τό τε ἄπλαστον ἦθος αὐτοῦ καὶ
τὸ τῆς γνώμης ἀκέραιον καὶ τὸν πρὸς πάντας συμπαθῆ τρόπον τοῦ ἀληθῶς
ἀγαθοῦ ποιμένος ἐπισημαίνεται. δείκνυσιν δὲ τὸν διάπυρον πρὸς θεὸν ἔρωτα
καὶ τὸν ζῆλον τῆς εὐσεβείας τὸ διὰ μαρτυρίου τέλος.  
 Τρίτος γὰρ ἀπὸ Πέτρου τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων
τῆς Ῥωμαίων ἐκκλησίας ἀριθμούμενος πρόεδρος, τὴν τοῦ διδασκάλου ἐπιστή-
μην ἀκριβωσάμενος, καὶ τοῖς αὐτοῦ ἴχνεσιν ἀπαρατρέπτως ἑπόμενος,

Κλήμης Ρωμανός. .-Clementina (ep. de gestis Petri praemetaphrastica) [Sp.]


Section 160, l. 2

παθεῖν εὐσεβῶς ἀπεδόμην· μεγίστης δὲ παραμυθίας τεύξεται μαθὼν, ὅτι


μετ' ἐμὲ οὐκ ἀμαθὴς ἀνὴρ καὶ ζωοποιοὺς λόγους ἀγνοῶν καὶ ἐκκλησίας κανόνα
οὐκ εἰδὼς τὴν τοῦ διδάσκοντος ἐπιστεύθη καθέδραν. πλάνος γὰρ ὁμιλία τῶν
ἀκουόντων ὄχλων ἀναιρεῖ τὰς ψυχάς.
 Ὅθεν ἐγὼ, κύριέ μου Ἰάκωβε, αὐτοῦ ταῦτα εἰπόντος ὑποσχό-
μενος οὐκ ὤκνησα, ὡς ἐκελεύθην, τὸ πολὺ τῶν κατὰ πόλιν λόγων τῶν ἤδη
183

σοι προγραφέντων καὶ ὑπ' αὐτοῦ διαπεμφθέντων ἐν βίβλοις ἐπὶ κεφαλαίων


ποιῆσαι, ὥσπερ σημείου χάριν, καὶ οὕτως διαπέμψαι σοι ἐπιγράψας Κλή-
μεντος τῶν Πέτρου ἐπιδημιῶν κηρυγμάτων ἐπιτομή.  
 Ἀλλ' αὕτη μὲν ἡ πλήρης οὐρανίου καὶ πνευματικῆς σοφίας
διήγησις τῶν τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων Πέτρου ἐπιδημιῶν, διδαγμάτων
ἐπιτομὴν περιέχουσα, τοῦ παναοιδίμου τὸν βίον Κλήμεντος ὡς ἐν πίνακι δια-
ζωγραφοῦσα τῷ λόγῳ πᾶσιν προτίθησιν, τό τε ἄπλαστον ἦθος αὐτοῦ καὶ
τὸ τῆς γνώμης ἀκέραιον καὶ τὸν πρὸς πάντας συμπαθῆ τρόπον τοῦ ἀληθῶς
ἀγαθοῦ ποιμένος ἐπισημαίνεται. δείκνυσιν δὲ τὸν διάπυρον πρὸς θεὸν ἔρωτα
καὶ τὸν ζῆλον τῆς εὐσεβείας τὸ διὰ μαρτυρίου τέλος.  
 Τρίτος γὰρ ἀπὸ Πέτρου τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων
τῆς Ῥωμαίων ἐκκλησίας ἀριθμούμενος πρόεδρος, τὴν τοῦ διδασκάλου ἐπιστή-
μην ἀκριβωσάμενος, καὶ τοῖς αὐτοῦ ἴχνεσιν ἀπαρατρέπτως ἑπόμενος, πεπλη-
ρωμένος τε θείας σοφίας καὶ χάριτος οὕτω τοῖς τρόποις ἐκεκόσμητο καὶ διέ-
λαμπεν, ὥστε πᾶσι πάντα γενόμενος τοῦ σώζεσθαι πάντας ἕνεκα, Ἰουδαίοις

Favorinus Phil., Rhet., Frag. Frag. 96,15, l. 10

τῆς ὑποδοχῆς τῇ φιλανθρωπίᾳ.


 Ἡ δὲ | τῶν οἰκείων φίλων τε καὶ ξυγγενῶν | ἐπιπόθησις
τοῦ τῆς πατρίδος ἔρωτος ἐξηρ|τημένη δεύτερον ἐπ' ἐκείνῳ ἀγώνις|μα
προτέθειται, γενέσεώς τε καὶ τῆς ἐκ | παίδων κοινῆς ἀνατροφῆς
ἀναγκαιότητας ἀναμιμνῄς|κουσα, διδασκαλείων τε ξυμφοιτήσεις
καὶ | γυμνασίων ὁμοήθεις διατριβάς, ἡλικιωτῶν | τε καὶ ξυνεφήβων
τερπνὰς ὁμιλίας, ὥς|περ φίλτρα ταῦτα καὶ δελέατα τῇ ψυχῇ | προς-
βάλλουσα. πρὸς ἣν ἐγὼ ἐλάττονος | ἡγοῦμαι δεήσεσθαι πόνου τε
καὶ ἱδρῶτος. | 2. τὸ μὲν γὰρ τῆς πατρίδος ἐξ ἀκινήτων τε | καὶ
ἀψύχων ξυγκείμενον τὸ ἐμὸν τῆς αὐ|τόθι διατριβῆς ὑπὸ ἀνάγκης
ἐνδεὲς ἀναπληροῦν ‖ οὐχ οἷόν τε ἦν· ἐν γὰρ τῇ ἐμῇ ἐπιδημίᾳ
τε καὶ ἀπο|δημίᾳ τὸ ἅπαν ἀπέκειτο· τὴν δὲ δὴ πατρίδα | μὲν εἶναι
ἔνθα ἵδρυται ὑπὸ φύσεως πᾶσ' ἦν ἀνάγ|κη ἐμέ τε ἐνταῦθα τὸ
τοῦ νόμου ἰσχυρὸν κατεῖ|χεν (χαλεπὸν δὲ δυοῖν ἀνάγκαιν, φύσεώς
τε καὶ νό|μου, μιᾷ καρτερίᾳ ἀντιτάξασθαι)· ἄνθρωπος δέ, ᾧ | πο-
λυκίνητον φύσιν ἔδωκεν ὁ θεός, “ἐπὶ τραφε|ρήν τε καὶ ὑγρήν”
πωλουμένῳ, τοῦτο μὲν τοῖς πο|σὶ βαδίζειν τοῦτο δὲ ἐπὶ παντοίων
πεζῶν τε καὶ | θαλαττίων ὀχημάτων φέρεσθαι, κέρδους μὲν |
καὶ ἐμπορίας ἕνεκεν καὶ γάμων ἀλλοτρίων | γῆν ἐκ γῆς καὶ θάλατταν
ἐκ θαλάττης ἀμείβων, | “ἑτάρους ἐρίηρας ἀγείρας, μιχθεὶς ἀλλο-
δαποῖσι | γυναῖκ' εὐειδέα” διαφθείρων, ἢν δέῃ, ἔκ τε δυς|μῶν

Ιστορία Μεγάλου Αεξάνδρου. Recensio β Book 1, sec. 10, l. 5

αἰτίαν συνέβη. ἀλλότριον γὰρ τὸ ἁμάρτημα καθώς μοι ἐδηλώθη κατ' ὄναρ, ἵνα
σὺ ἀνέγκλητος ἔσῃ. εἰς πάντα γὰρ δυνάμεθα οἱ βασιλεῖς, πρὸς δὲ τοὺς θεοὺς οὐ
δυνάμεθα. οὔτε γάρ τινος τοῦ δήμου ἠράσθης ἀλλ' οὔτε τινὸς τῶν εὐπρεπεστάτων
χαρακτήρων.” καὶ ταῦτα εἰπὼν Φίλιππος εὔθυμον τὴν Ὀλυμπιάδα κατέστησεν.
ἡ δὲ Ὀλυμπιὰς ηὐχαρίστει τῷ προμηνύσαντι προφήτῃ τὰ γενόμενα τῷ Φιλίππῳ.
      
184

 Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀλίγας συνὼν τῇ Ὀλυμπιάδι Φίλιππος ὁ βασιλεὺς λέγει


πρὸς αὐτήν· “ἐπλάνησάς με, γύναι, οὐχ ὑπὸ θεοῦ συλλαβοῦσα ἀλλ' ὑπό τινος
ἑτέρου, καὶ ἐμπεσεῖται εἰς τὰς χεῖράς μου.” ἀκούσας δὲ ταῦτα Νεκτεναβὼ δεί-
πνου μεγάλου ὄντος ἐν τῷ παλατίῳ καὶ πάντων εὐωχουμένων σὺν τῷ βασιλεῖ  
Φιλίππῳ διὰ τὴν αὐτοῦ ἐπιδημίαν, μόνου δὲ τοῦ βασιλέως Φιλίππου κατηφοῦς
ὄντος διὰ τὸ ἔγκυον εἶναι Ὀλυμπιάδα τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ἐπὶ πάντων ὁ Νεκτε-
ναβὼ μεταβαλὼν ἑαυτὸν εἰς δράκοντα μείζονα τοῦ πρώτου εἰσῆλθε μέσον τοῦ
τρικλίνου καὶ ἐσύρισε φοβερόν, ὥστε τὰ θεμέλια σεισθῆναι τοῦ παλατίου. οἱ δὲ
συνεσθίοντες τῷ βασιλεῖ θεωρήσαντες τὸν δράκοντα ἐπήδησαν φόβῳ συνεχόμε-
νοι. ἡ δὲ Ὀλυμπιὰς ἐπιγνοῦσα τὸν ἴδιον νυμφίον προέτεινε τὴν δεξιὰν αὐτῆς
χεῖρα. καὶ ἐξεγείρας ἑαυτὸν ὁ δράκων ἐπέθηκε τὸ γένειον καὶ ἐκύκλευσε πάντας
καὶ εἰσῆλθεν ἐπὶ τὰ γόνατα Ὀλυμπιάδος καὶ προσβαλὼν τὴν δίχηλον αὐτοῦ
γλῶσσαν κατεφίλησεν αὐτὴν τεκμήριον στοργῆς ὁ δράκων πρὸς τοὺς θεωροῦν-
τας ποιούμενος. καὶ τοῦ μὲν Φιλίππου ἅμα μὲν φοβουμένου ἅμα δὲ καὶ θαυμά-
ζοντος καὶ ἀκορέστως προσέχοντος [καὶ ταῦτα πράξας Νεκτεναβὼ πρὸς ἔνδειξιν

Ιστορία Μεγάλου Αεξάνδρου. Recensio β Book 1, sec. 14, l. 26

αὐτὸν κάτω. πεσὼν δὲ Νεκτεναβὼ λαμβάνει φοβερῶς κατὰ τῶν ἰνίων αὐτοῦ καὶ
εἶπεν· “οἴμοι, τέκνον Ἀλέξανδρε, τί σοι ἔδοξε τοῦτο ποιῆσαι;” ὁ δὲ Ἀλέξανδρος
εἶπεν· “σεαυτὸν μέμφου, μαθηματικέ.” ὁ δὲ ἔφη· “διὰ τί, τέκνον;” ὁ δὲ Ἀλέξαν-
δρός φησιν· “ὅτι τὰ ἐπὶ γῆς μὴ ἐπιστάμενος τὰ ἐν οὐρανῷ ἐκζητεῖς.” καὶ λέγει
αὐτῷ Νεκτεναβώ· “φοβερῶς εἴληφα, τέκνον, τὸ τραῦμα. ἀλλ' οὐκ ἔστιν οὐδένα
θνητὸν κατανικῆσαι τὴν εἱμαρμένην.” ὁ δὲ Ἀλέξανδρος εἶπεν· “διὰ τί;” λέγει
αὐτῷ Νεκτεναβώ· “ὅτε ἐμοιρολόγησα ἑαυτόν, ἔγνων ὅτι ὑπὸ τοῦ ἰδίου τέκνου
ἀναιρεθῆναί με δεῖ. καὶ οὐκ ἐξέφυγον τὴν μοῖραν, ἀλλ' ὑπὸ σοῦ ἀνῃρέθην.” ὁ
δὲ Ἀλέξανδρος ἔφη· “ἐγὼ οὖν υἱὸς σοῦ εἰμι;” τότε διηγήσατο αὐτῷ ὁ Νεκτε-
ναβὼ τὴν ἐν Αἰγύπτῳ βασιλείαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀπ' Αἰγύπτου φυγὴν αὐτοῦ
[καὶ τὴν εἰς Πέλλην αὐτοῦ ἐπιδημίαν] καὶ τὴν πρὸς Ὀλυμπιάδα εἴσοδον αὐτοῦ
καὶ τὴν σκέψιν αὐτῆς καὶ τὸ πῶς εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν ὡς θεὸς Ἄμμων καὶ τὸ
πῶς συνεμίγη αὐτῇ. λέγων δὲ ταῦτα ἐξέπνευσε τὸ πνεῦμα. ὁ δὲ Ἀλέξανδρος  
ἀκούσας ταῦτα παρ' αὐτοῦ καὶ πεισθεὶς ὑπ' αὐτοῦ τὸν ἴδιον πατέρα τελευτή-
σαντα κατενύγη. καὶ φοβηθεὶς οὐκ εἴασεν αὐτὸν ἐν τῷ βόθρῳ, μήπως θηριόβρω-
τος γένηται. νὺξ γὰρ ἦν καὶ ἔρημος ὁ τόπος. καὶ στοργὴν λαβὼν πρὸς τὸν σπεί-
ραντα διεζώσατο καὶ ἐπιτίθεται αὐτὸν ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ γενναίως καὶ ἀπάγει
πρὸς Ὀλυμπιάδα τὴν μητέρα αὐτοῦ. καὶ θεασαμένη ἡ Ὀλυμπιὰς εἶπε πρὸς
Ἀλέξανδρον· “τί τοῦτο, τέκνον;” ὁ δὲ εἶπεν· “νέος Αἰνείας τὸν Ἀγχίσην βα-
στάζω.” καὶ διηγήσατο αὐτῇ πάντα λεπτομερῶς ἃ ἤκουσε παρὰ τοῦ Νεκτεναβῶ.
ἡ δὲ θαυμάσασα κατέγνω ἑαυτῆς ὡς πλανηθεῖσα ὑπ' αὐτοῦ καὶ μαγικαῖς κακο

Hegesander Hist., Frag. Frag. 41, l. 3

ἅπαντας ἱκανὸν εἰς τὴν ἑαυτῶν χρείαν συντιθέναι τάρι-


χος. Θαυμαστὸν δέ ἐστι τὸ μὴ παραλλάττειν τὸ τοῦ
Ὀλύνθου μνημεῖον. Πρότερον μὲν οὖν φασι τοὺς κατὰ
τὴν Ἀπολλωνίαν Ἐλαφηβολιῶνος τὰ νόμιμα συντελεῖν
185

τοῖς τελευτήσασι, νῦν δὲ Ἀνθεστηριῶνος. Διὰ ταύτην


οὖν τὴν αἰτίαν μόνοις τούτοις τοῖς μησὶ τοὺς ἰχθῦς τὴν
ἀνάβασιν ποιεῖσθαι, ἐν οἷς τοὺς τετελευτηκότας εἰώθασι
τιμᾶν.»
 Idem II: Πύθερμος δὲ ἱστορεῖ, ὥς φησιν
Ἡγήσανδρος, καθ' αὑτὸν τὰς συκαμίνους οὐκ ἐνεγκεῖν
καρπὸν ἐτῶν εἴκοσι, καὶ γενέσθαι ἐπιδημίαν ποδαγρικὴν
τοσαύτην, ὥστε μὴ μόνον ἄνδρας τῷ πάθει ἐνσχεθῆναι,
ἀλλὰ καὶ παῖδας καὶ κόρας καὶ εὐνούχους, ἔτι δὲ γυ-
ναῖκας. Περιπεσεῖν δὲ οὕτω τὸ δεινὸν καὶ αἰπολίῳ, ὡς
τὰ δύο μέρη τῶν προβάτων ἐνσχεθῆναι τῷ αὐτῷ πάθει.
 Idem IX: Ἡγήσανδρος δ' ὁ Δελφὸς
ἐν Ὑπομνήμασι, κατὰ τὴν Ἀντιγόνου τοῦ Γονατᾶ φησι
βασιλείαν τοσοῦτον πλῆθος γενέσθαι λαγῶν ἐν Ἀστυ-
παλαίᾳ, ὡς τοὺς Ἀστυπαλαιεῖς περὶ αὐτῶν μαντεύ-
σασθαι. Καὶ τὴν Πυθίαν εἰπεῖν, κύνας τρέφειν καὶ
κυνηγετεῖν· ἁλῶναί τε ἐν ἐνιαυτῷ πλείους τῶν ἑξακις

Timaeus Hist., Frag. Vol.-Jacobyʹ-F 3b,566,F, Frag. 22, l. 34

πρῶτον μὲν οἴεται δεῖν ἀναμνησθῆναι τοὺς συνέδρους, διότι κοινωμένους  


τὸν ὄρθρον ἐν μὲν τῶι πολέμωι διεγείρουσι σάλπιγγες, κατὰ δὲ τὴν εἰρήνην
οἱ ὄρνιθες. (2) μετὰ δὲ ταῦτα τὸν Ἡρακλέα φησὶ τὸν μὲν Ὀλυμπίων ἀγῶνα
θεῖναι καὶ τὴν ἐκεχειρίαν δεῖγμα ποιούμενον τῆς αὐτοῦ προαιρέσεως, ὅσοις δ'
ἐπολέμησε, τούτους πάντας βεβλαφέναι κατὰ τὴν ἀνάγκην καὶ κατ' ἐπιταγήν,
ἑκουσίως δὲ παραίτιον κακῶν οὐδενὶ γεγονέναι τῶν ἀνθρώπων. (3) ἑξῆς δὲ
τούτοις παρὰ μὲν τῶι ποιητῆι (Il. Ε 890/1) τὸν Δία παρεισάγεσθαι δυσα-
ρεστούμενον τῶι Ἄρει καὶ λέγοντα «ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν, οἳ Ὄλυμπον
ἔχουσιν· / αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε». (4) ὁμοίως δὲ
καὶ τὸν φρονιμώτατον τῶν ἡρώων λέγειν (I 63/4) «ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέ-
στιός ἐστιν ἐκεῖνος, / ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος». (5) ὁμογνω-
μονεῖν δὲ τῶι ποιητῆι καὶ τὸν Εὐριπίδην (F 453 N2) ἐν οἷς φησιν «Εἰρήνα
βαθύπλουτε, / καλλίστα μακάρων θεῶν, / ζῆλός μοι σέθεν, ὡς χρονίζεις. / δέ-
δοικα δὲ μὴ πρὶν ὑπερβάλληι με γῆρας, / πρὶν σὰν χαρίεσσαν προσιδεῖν ὥραν /
καὶ καλλιχόρους ἀοιδὰς / φιλοστεφάνους τε κώμους». (6) ἔτι δὲ πρὸς τούτοις
ὁμοιότατον εἶναί φησι τὸν μὲν πόλεμον τῆι νόσωι, τὴν δ' εἰρήνην τῆι ὑγιείαι·
τὴν μὲν γὰρ καὶ τοὺς κάμνοντας ἀναλαμβάνειν, ἐν ὧι δὲ καὶ τοὺς ὑγιαίνοντας
ἀπόλλυσθαι. (7) καὶ κατὰ μὲν τὴν εἰρήνην τοὺς πρεσβυτέρους ὑπὸ τῶν νέων
θάπτεσθαι κατὰ φύσιν, ἐν δὲ τῶι πολέμωι τἀναντία. (8) τὸ δὲ μέγιστον, ἐν
μὲν τῶι πολέμωι μηδ' ἄχρι τῶν τειχῶν εἶναι τὴν ἀσφάλειαν, κατὰ δὲ τὴν
εἰρήνην μέχρι τῶν τῆς χώρας ὅρων· καὶ τούτοις ἕτερα παραπλήσια.  

Vitae Homeri,Plutarchi De Homero 2 Line 2305

  θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκεν.


ἀδελφῶν δὲ εὔνοιαν καὶ πίστιν πρὸς ἀλλήλους ἐν τῷ Ἀγαμέμνονι καὶ
Μενελάῳ, φίλων δὲ ἐν Ἀχιλλεῖ καὶ Πατρόκλῳ δείκνυσι, γυναικὸς δὲ
σωφροσύνην καὶ φιλανδρίαν ἐν τῇ Πηνελόπῃ, ἀνδρὸς δὲ πόθον τῆς
αὑτοῦ γυναικὸς ἐν τῷ Ὀδυσσεῖ παρίστησιν.
186

 Ὅπως δὲ καὶ ὑπὲρ πατρίδος χρὴ πράσσειν, ἐν τούτῳ μάλιστα ἐδή-


λωσεν·
  εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης.
καὶ πάλιν ὅπως πρὸς τοὺς τῆςαὐτῆς πολιτείας κοινωνοῦντας ἔχειν
  ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος
  ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος.
ὅπως δὲ τὸ ἀληθεύειν τίμιον, τὸ δὲ ἐναντίον φευκτὸν
  ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀίδαο πύλῃσιν
  ὅς χ' ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπῃ.
καὶ εἰς τὸ αὐτὸ
  οἵ τ' εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ' ὄπιθεν φρονέουσι.
 Τῶν δὲ οἴκων μάλιστα σῳζομένων, ὁπόταν γυνὴ μήτε τὰς ἀπορρή-
τους διανοίας τοῦ ἀνδρὸς πολυπραγμονῇ μήτε ἄνευ τῆς γνώμης αὐτοῦ
πράσσειν τι ἐπιχειρῇ, ἑκάτερον ἐκ τῆς Ἥρας ὑπέδειξε,

Vitae Homeri,Plutarchi De Homero 2 Line 2462

καὶ διὰ μεθόδου ἐπάγον ἐπὶ τὴν τῶν κατὰ μέρος γνῶσιν, τούτου δὲ
αὖ μέρη τὸ μὲν σημειωτικόν, τὸ δὲ αἰτιολογικόν, πρακτικὸν δὲ τὸ διὰ
τῆς ἐνεργείας αὐτῆς βαδίζον, τούτου δὲ μέρη τὸ μὲν διαιτητικόν, τὸ
δὲ χειρουργικόν, τὸ δὲ φαρμακευτικόν. πῶς οὖν ἑκάστῳ τούτων
Ὅμηρος ἐπιβέβληκεν; ὅτι μὲν γὰρ θεωρητικόν τι εἶναι ἐπίσταται, ἐν
τούτῳ αἰνίσσεται·
  τοῖα Διὸς θυγάτηρ ἔχε φάρμακα μητιόεντα·
’μητιόεντα’ γὰρ λέγειτὰ κατὰ τέχνην θεωρητικὴν ἐσκευασμένα.  
 Τὸ δὲ σημειωτικὸν ἄντικρυς ἱστορεῖ διὰ τοῦ Ἀχιλλέως. μαθητὴς γὰρ
ὢν Χείρωνος πρῶτος τὴν αἰτίαν τῆς κατασχούσης τοὺς Ἕλληνας νόσου
κατενόησε, συνιδὼν ὅτι τὰ ἐπιδήμια νοσήματα ἐκ τοῦ Ἀπόλλωνός
ἐστιν, ὅς γε δοκεῖ εἶναι ὁ αὐτὸς τῷ ἡλίῳ· οὗτος γὰρ τὰς ὥρας τοῦ
ἔτους ἐπάγει, αἵπερ, ὅταν ὦσι δυσκράτως διακείμεναι, νοσήματος αἰ-
τίαι καθίστανται. καὶ γὰρ τὸ ὅλον τήν τε σωτηρίαν καὶ τὸν ὄλεθρον
τῶν μὲν ἀνδρῶν τῷ Ἀπόλλωνι, τῶν δὲ γυναικῶν τῇ Ἀρτέμιδι (τουτέστι
τῷ ἡλίῳ καὶ τῇ σελήνῃ) ἀνατίθησι, τοξότας μὲν αὐτοὺς ποιῶν διὰ τὴν
τῶν ἀκτίνων βολήν, οὕτω δὲ διορίζων τὸ ἄρρεν καὶ τὸ θῆλυ, ἐπεὶ καὶ
θερμότερον φύσει τὸ ἄρρεν γένος. διὰ ταῦτα γοῦν φησι τὸν μὲν Τηλέ-
μαχον τηλικοῦτον εἶναι
  Ἀπόλλωνός γε ἕκητι,

Themistius Phil., Rhet., Περὶ προεδρίας εἰς τὴν σύγκλητον Harduin p. 354, sec. d, l. 8

μάλιστα δὲ οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ἀρχηγέται, Ῥωμαῖοι, ὧν


ἐπέδειξα ὑμῖν τὰς φωνάς, ἐν αἷς οἱ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἁμιλ-
λώμενοι δεῖσθαι τῶν ἡμετέρων ἀγαθῶν ὁμολογοῦσι, καὶ
πρός γε Ῥωμαίοις οἱ αὐτοκράτορες. ἀρκεῖ μοι Κωνστάν-
τιος, κόσμον τῆς ἑαυτοῦ βασιλείας τὴν ἐμὴν φιλοσοφίαν
εἰπὼν πολλάκις, ἀρκεῖ βιασθεὶς Ἰουλιανὸς τῆς οἰκουμένης
καλέσαι πρεσβευτὴν ἄξιον, οὐ μόνον τῆς καλλιπόλεως, καὶ
τὰ πρῶτα φέρεσθαι φιλοσοφίας ἐν γράμμασιν ὁμολογήσας·
187

ἀρκεῖ Οὐάλης, ἡττηθεὶς ὑπὸ τῶν ἐμῶν λόγων πολλάκις·


ἱκανός μοι Γρατιανός, σεμνυνόμενος πρὸς Ῥωμαίους ὡς
αἴτιος αὐτοῖς γεγονὼς τῆς ἐμῆς ἐπιδημίας· ἀντὶ τῶν ὑψη-
λοτάτων θρόνων ποιοῦμαι τὰς τοῦ θεοειδεστάτου Θεοδο-
σίου φωνὰς τὰς πρώην ὑμῖν ἀναγνωσθείσας, ἃς εἰ μὲν μι-
μοῖσθε καὶ δέχοισθε φιλοσοφίαν τὸν εἰκότα τρόπον, οὐδε-
μία μοι ψῆφος τῆς παρ' ὑμῶν ἀσμενιστοτέρα· εἰ δέ τινας
ὑμῶν συμπείσουσι τῶν ἀρετῇ τεθαρρηκότων ἐπίπροσθεν
ἄγειν τοὺς τῆς τύχης ἐκκρεμαμένους, οὐκ ἂν ἐγὼ τούτου
βουλοίμην τοῦ χοροῦ κοινωνεῖν, ἐν ᾧ τὸ παρὰ μέλος ᾄδειν
τοῦ σὺν ταῖς Μούσαις εὐδοκιμώτερον φαίνεται. Μούσαις
λέγω· καὶ γὰρ οὐδὲ τοῦτο μικρόν· ὧν καλῶς ποιοῦντες
νεὼν ἀπεδείξατε τὸ βουλευτήριον καὶ τὰ ἀγάλματα κατ

Flavius Claudius Julianus Imperator Phil., Εὐσεβίας τῆς βασιλίδος ἐγκώμιον


Section 19, l. 3

μηδενὶ νοσήματος αἰτίῳ γενέσθαι, ἀλλὰ εἰ μὴ πάντα εἰς


δύναμιν ἰῷτο καὶ θεραπεύοι, οὐδὲν ἄξιον τῆς αὑτοῦ τέχνης
ἔργον ὑπέλαβεν, ἆρα ὑμῖν δοκεῖ τῶν ἴσων ἐπαίνων ἐν δίκῃ
τυγχάνειν; καὶ οὐδὲν προτιμήσομεν οὔτε τὸν τρόπον οὔτε
τὴν δύναμιν, ὑφ' ἧς ἔξεστι μὲν αὐτῇ δρᾶν ὅ τι ἂν ἐθέλῃ,
θέλει δὲ ἅπασι τἀγαθά; τοῦτο ἐγὼ κεφάλαιον τοῦ παντὸς
ἐπαίνου ποιοῦμαι, οὐκ ἀπορῶν ἄλλων θαυμασίων εἶναι
δοκούντων καὶ λαμπρῶν διηγημάτων.
 Εἰ γὰρ δή τις τὴν περὶ τῶν ἄλλων σιωπὴν ὑπο-
πτεύσειεν ὡς ματαίαν οὖσαν προσποίησιν καὶ ἀλαζονείαν
κενὴν καὶ αὐθάδη, οὔτι που καὶ τὴν ἔναγχος ἐπιδημίαν
γενομένην αὐτῇ, τὴν εἰς τὴν Ῥώμην, ὁπότε ἐστρατεύετο
βασιλεὺς ζεύγμασι καὶ ναυσὶ τὸν Ῥῆνον διαβὰς ἀγχοῦ τῶν
Γαλατίας ὁρίων, ψευδῆ καὶ πεπλασμένην ἄλλως ὑποπτεύσει.
Ἐξῆν δὴ οὖν, ὡς εἰκός, διηγουμένῳ ταῦτα τοῦ δήμου
μεμνῆσθαι καὶ τῆς γερουσίας, ὅπως αὐτὴν ὑπεδέχετο σὺν
χαρμονῇ, προθύμως ὑπαντῶντες καὶ δεξιούμενοι καθάπερ  
νόμος βασιλίδα, καὶ τῶν ἀναλωμάτων τὸ μέγεθος, ὡς ἐλευ-
θέριον καὶ μεγαλοπρεπές, καὶ τῆς παρασκευῆς τὴν πολυ-
τέλειαν, ὁπόσα τε ἔνειμε τῶν φυλῶν τοῖς ἐπιστάταις καὶ

Synesius Phil., Epistulae Epistle 104, l. 32

τοιοῦτοί τινες ἐφοίτων λογοποιοί, ἄλλος ἄλλοθεν ἥκειν


φάμενοι, τοῦ μηδὲ σαφὲς εἶναι ποῖ γῆς καταδέδυκεν
ἢ κρύπτεται. μεταξὺ δὲ διηγούμενοι πρὸς τὴν
ἀκαιρίαν τῆς συμφορᾶς ἐσχετλίαζον ὑπεδάκρυον. νῦν
ἔδει τοῦ γενναίου λήματος, νῦν τῶν ἐκείνου χειρῶν.
τί ἂν ἐποίησε; τί ἂν ἐγένετο; καὶ ἐπὶ πᾶσιν ὢ τοῦ
δαίμονος εἰπὼν ἕκαστος καὶ τὼ χεῖρε πατάξας ἀπηλ-
λάττετο. ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ' οὐδενὶ χρηστῷ πάλαι
188

παρατρεφομένων αὐτῷ, κομῆται καὶ οὗτοι καὶ οὐδὲν


ὑγιές,
  ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες
καὶ νὴ τοὺς θεοὺς ἔστιν ὅπη καὶ γυναικῶν. τοιούτους
λοχίτας ἐκ πολλοῦ παρεσκεύασται. μεθ' ὧν εἶναι μὲν
ἀνὴρ οὐδ' ἐπιχειρεῖ, χαλεπὸν γάρ· σοφιστὴς δ' ἐστί,
καὶ ὡς ἂν δείξειεν ἀνὴρ εἶναι παρὰ τοὺς ὄντας ἄν-
δρας, ἄριστα σκέπτεται. ἀλλά μοι δοκεῖ καλῶς αὐτῷ
τὸ δαιμόνιον ἀντιπολιτεύσασθαι· πέμπτην μὲν γὰρ
ἤδη μάτην ἐν τοῖς ὅπλοις προεληλύθειμεν, ἔτι τὰ με-
τεωρότερα κακουργούντων τῶν πολεμίων, ὃ δὲ καὶ
παντάπασιν ἀπογνοὺς ἥξειν αὐτούς, ὡς οὐκ ἂν τὸ βάθος

Γρηγόριος Νύσσης. ., Antirrheticus adversus Apollinarium Vol. 3,1, p. 188, l. 16

τοῦ ἀντιστρόφου ἀναφαινόμενον ὅτι, εἰ σοφία ἐστί, νοῦς


ἔνσαρκος οὐκ ἔστιν. ἀλλὰ μὴν σοφίαν εἶναι τὸν Χριστὸν πᾶς
ὁ παραδεξάμενος τὴν πίστιν συντίθεται· ἄρα κατὰ τὴν τοῦ
σοφοῦ πρότασιν τὸ μὴ εἶναι αὐτὸν νοῦν ἔνσαρκον ὁμολογεῖται
ὥστε κατ' ἀμφότερα, κατά τε τὸν πρῶτον καὶ τὸν δεύτερον
καὶ κατὰ τὸν νῦν λόγον, αὐτὸς ὁ λογογράφος, δι' ὧν κατα-
σκευάζει ὃ βούλεται, τὸ μὴ εἶναι ἔνσαρκον νοῦν τὸν κύριον
ἀποδείκνυσιν. τοιαύτη ἡ πρότασις, τοιαύτη καὶ ἡ διὰ μέσου
κατασκευή.
 Ἄξιον ἀμφοτέρων καὶ τὸ συμπέρασμα. τί λέγει;Οὐκ ἦν
ἐπιδημία θεοῦ ἡ Χριστοῦ παρουσία, ἀλλ' ἀν-
θρώπου γέννησις. γελάτωσαν ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις ὅσοι
ἀγέρωχοι· ἡμεῖς δὲ δακρύειν εὔκαιρον ἐπὶ τῇ ἀπάτῃ τῶν
εἰρημένων καὶ τῇ ματαιότητι κρίναντες ἐπὶ πλέον διελέγχειν
τὸν λόγον, ὡς ἂν μὴ γελοιάζειν δόξαιμεν, παραιτούμεθα.
τίς γὰρ οὐκ ἂν εἰκότως γελάσειεν ἐπὶ τῇ ἀσυναρτήτῳ τοῦ
συλλογισμοῦ πλοκῇ; ἐκθήσομαι δὲ τὴν λέξιν αὐτὴν κατὰ τὸ
ἀκόλουθον οὕτως ἔχουσαν·Εἰ μὴ νοῦς ἔνσαρκός ἐστιν
ὁ κύριος, σοφία ἂν εἴη φωτίζουσα νοῦν ἀνθρώ-
που· αὕτη δὲ τὸ ἐν πᾶσιν ἀνθρώποις. εἰ δὲ ταῦτα,
οὐκ ἦν ἐπιδημία θεοῦ ἡ Χριστοῦ παρουσία,

Γρηγόριος Νύσσης. ., De creatione hominis sermo alter [Sp.] P. 59, l. 8

τότε, οὐχ ἵνα καταδικασθῇ εἰς γέενναν, ἀλλ' ἐν ποίᾳ τάξει


τῶν δικαίων ταχθήσεται· πρώτῃ ἢ δευτέρᾳ ἢ τρίτῃ. κύριος
ἐξ οὐρανῶν καὶ οἱ οὐρανοὶ ῥήγνυνται, δύναμις ἀποκαλύπτεται,  
πᾶσα ἡ κτίσις ἔντρομος. τίς ἄφοβος; οὐδὲ ἄγγελοι. παρίσταν-
ται καὶ αὐτοὶ λόγον τῷ θεῷ δοῦναι. [ἀλλ'] ὁμῶς ἡ ἔνδοξος
ἐπιφάνεια πᾶσιν ἐμβάλλει τρόμον. οὐκ ἀκούεις τοῦ Ἡσαΐου
λέγοντος· Ἐὰν ἀνοίξῃς τὸν οὐρανόν, τρόμος λήψεται ἀπὸ
189

σοῦ ὄρη; ἐκείνην λέγει τὴν ἡμέραν ἐν ᾗ ὑποπτήσσει τὰ ὄρη,


ἐν ᾗ θάλασσα πέπηγεν, ἐν ᾗ ἡ κτίσις σχολάσει, ἡ φύσις
νεκροῦται, πᾶσα μέθοδος διαλόγων ἀργεῖ πρὸς τὴν ἐξ οὐρανῶν
ἐπιδημίαν. τότε ἁρπάζονται οἱ δίκαιοι, τότε ὄχημα τῶν
δικαίων νεφέλαι, τότε πομποὶ τῶν δικαίων ἄγγελοι, τότε
δίκαιοι μὲν ὡς ἀστέρες ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν ἀναλαμβανόμενοι·
οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ δέσμιοι, τῷ ἰδίῳ βάρει τῶν ἁμαρτημάτων
πεπεδημένοι, κάτω πεσοῦνται δυσσυνείδητοι. ἐκείνη ἡ
ἑβδόμη τοίνυν ὑπὸ ταύτης τῆς ἑβδόμης διασχηματίζεται.
 Καὶ κατέπαυσεν ὁ θεὸς ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων. οὐκέτι τὰ
τοῦ βίου τούτου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἐκοιμήθησαν ἐπιθυμίαι
νεωτερικαί· οὐκέτι περὶ γάμου πρόθεσις, ἐπιθυμία παιδο-  
ποιΐας οὐκέτι, οὐ περὶ χρυσοῦ φροντὶς οὐδεμία. ἐπελάθου,

Γρηγόριος Νύσσης. ., De creatione hominis sermo alter (recensio C) [Sp.]


P. 55a, l. 10

σάλπιγγες, ἡ ἡμέρα τοῦ ἱλασμοῦ. καὶ ἐνιαυτὸς δὲ ὁ ἕβδομος  


παρ' ἐκείνοις τίμιος ὁ τῆς ἀφέσεως λεγόμενος. ἐξῆν μὲν γὰρ αὐτοῖς ἓξ
ἔτη ἐργᾶσθαι τὴν γῆν, τῷ δὲ ἑβδόμῳ ἐνιαυτῷ τοῖς αὐτομάτοις ἀρκεῖ-
σθαι, ὅτε εἶχον τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. ἓξ ἔτη ἐδούλευεν ὁ Ἑβραῖος
καὶ τῷ ἑβδόμῳ ἀφεῖτο τῆς δουλείας. ἑβδομηκοστῷ ἔτει ἐλύθη παρ'
αὐτοῖς ἡ αἰχμαλωσία. ὡσαύτως ἔστιν ἰδεῖν καὶ τὰ ἡμέτερα. Ἑπτάκις,
φησί, πεσεῖται ὁ δίκαιος καὶ ἀναστήσεται. οὕτως οἰκειούμεθα καὶ
ἡμεῖς τὴν ἑβδομάδα. ἕβδομος ἀπὸ γενέσεως οὐκ εἶδε θάνατον·
μυστήριον τοῦτο ἐκκλησίας. ἕβδομος ἀπὸ Ἀβραὰμ Μωυσῆς
νόμον ἔλαβε. τοῦτο μεταβολὴ βίου, ἀνομίας ἀνάλυσις, δικαιοσύνης
εἴσοδος, θεοῦ ἐπιδημία, εὐταξία εἰς κόσμον, νομοθέτησις τῶν
πρακτέων. ἑβδομηκοστῇ καὶ ἑβδόμῃ γενεᾷ ἀπὸ Ἀδὰμ ὁ Χριστὸς
ἐφάνη. οἶδε τὸ μυστήριον τῆς ἑβδομάδος Πέτρος· Ποσάκις
ἁμαρτήσει ὁ ἀδελφός μου εἰς ἐμὲ καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις;  
ἀπεκρίθη ὁ διδάσκαλος καὶ οὐδ' αὐτὸς ἀπέστη τοῦ ἑπτά, ἀλλ' εἶπε μὲν ὡς
ᾔδει ὁ μαθητής, ὑπερέβαλε δὲ τῷ πλούτῳ ὁ δεσπότης· Ποσάκις ἁμαρτή-
σει καὶ ἀφήσω; οὐκ εἶπεν· ἕως ἑξάκις ἢ ἕως ὀκτάκις. εἶτα ἐπήγαγεν Ἕως
ἑβδομηκοντάκις ἑπτά. οὐκ εἰς ἄλλον μετέπεσε τῇ αὐξήσει ἀριθμόν. οὐκ
εἶπεν· ἑκατοντάκις ἑκατόν, ἀλλὰ τὸν ἑπτὰ ἐπολυπλασίασεν. οὔτε ὁ
Πέτρος ἄλλον ἠρώτησεν ἀριθμὸν οὔτε ὁ κύριος ἐξέβη τοῦ κανόνος
τοῦ ἑβδοματικοῦ. παρετήρησεν ὁ Πέτρος ὅ τι κανὼν παραδόσεως

Ευσέβιος. Προπαρασκευή Ευαγγελίου. Book 5, ch. 1, sec. 7, l. 3

ἐξ ἐκείνου τὰ τῆς δαιμονικῆς ἀπέσβη δεισιδαιμονίας, ἀλλὰ καὶ τὰ τῆς τῶν ἐθ-
νῶν πολυαρχίας. σχεδὸν γὰρ κατὰ πᾶσαν πόλιν καὶ κώμην βασιλεῖς καὶ
τυράννους τοπάρχας τε καὶ δυνάστας τὸ παλαιὸν ἦν ὁρᾶν ἐθναρχίας τε καὶ
πολυαρχίας, δι' ἃς ἐπὶ τοὺς κατ' ἀλλήλων πολέμους συνεχῶς ὁρμῶντες δῃώσεις
χωρῶν καὶ πόλεων πολιορκίας ἀνδραποδισμούς τε καὶ αἰχμαλωσίας τῶν πλη-
σιοχώρων ἀεὶ καὶ διὰ παντὸς ἐνήργουν, πρὸς τῶν οἰκείων δαιμόνων ἐπὶ τὸν κατ'
ἀλλήλων πόλεμον ἐξοιστρούμενοι. ὧν οὕτως ἐχόντων ἐν ὁποίᾳ τότε
190

συγχύσει κακῶν συμφορῶν τε ἐπαλλήλων ὁ πᾶς ἐνίσχητο βίος καὶ αὐτῷ σοι
καταλείπω σκοπεῖν. τούτων δὴ οὖν ἀθρόως ἁπάντων ὁμοῦ σὺν τῇ πολυ-
θέῳ πλάνῃ ἐκποδὼν μεταστάντων οὐκ ἄλλοτε ἢ μετὰ τὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν
εἰς ἀνθρώπους ἐπιδημίαν, πῶς οὐ χρὴ τὸ μέγα μυστήριον τῆς ἀληθῶς σωτηρίου
καὶ εὐαγγελικῆς ἀποδείξεως ὑπερθαυμάζειν, δι' ἧς ἀθρόως κατὰ πᾶσαν
τὴν τῶν ἀνθρώπων οἰκουμένην προσευκτήρια καὶ ναοὶ τῷ παμβασιλεῖ καὶ
δημιουργῷ τῶν ἁπάντων καὶ μόνῳ θεῷ ἔν τε πόλεσι καὶ κώμαις βαρβάρων τε
ἐθνῶν ἐν ἐρημίαις ἀφιερωμένα συνέστη, βίβλοι τε καὶ ἀναγνώσματα μαθήματά
τε παντοῖα καὶ διδασκαλίαι, περὶ τῆς εἰς ἄκρον ἀρετῆς καὶ τρόπου τοῦ κατὰ  
τὴν ἀληθῆ θεοσέβειαν παραγγέλματα περιέχουσαι, ἀνδράσιν ὁμοῦ καὶ γυναιξὶ
καὶ παισὶν εἰς ἐπήκοον παραδέδονται, νεκρὰ δὲ τὰ ἀπὸ δαιμόνων πάντα χρη-
στήριά τε καὶ μαντεύματα; οὐδέ τις εἰς τοσοῦτον ἀνθρώπων μέμηνεν
νῦν, ἐξ οὗπερ εἰς πάντας φωτὸς δίκην ἐξέλαμψεν ἡ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἔνθεος
καὶ εὐαγγελικὴ δύναμις, ὡς τολμᾶν τῷ τοῦ φιλτάτου φόνῳ καὶ ταῖς δι'

Ευσέβιος. Προπαρασκευή Ευαγγελίου. Book 5, ch. 1, sec. 10, l. 2

στήριά τε καὶ μαντεύματα; οὐδέ τις εἰς τοσοῦτον ἀνθρώπων μέμηνεν


νῦν, ἐξ οὗπερ εἰς πάντας φωτὸς δίκην ἐξέλαμψεν ἡ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἔνθεος
καὶ εὐαγγελικὴ δύναμις, ὡς τολμᾶν τῷ τοῦ φιλτάτου φόνῳ καὶ ταῖς δι'
ἀνθρωποθυσιῶν σφαγαῖς τὰ φονικὰ καὶ φίλαιμα μισάνθρωπά τε καὶ ἀπάν-
θρωπα δαιμόνια ἐξιλεοῦσθαι, οἷα πράττειν τοῖς πάλαι σοφοῖς καὶ βασιλεῦσι
δαιμονῶσιν ὡς ἀληθῶς φίλον ἦν. περὶ δὲ τοῦ μηκέτι δύνασθαί τι κατ-
ισχύειν τοὺς φαύλους δαίμονας μετὰ τὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν εἰς ἀνθρώπους
πάροδον καὶ αὐτὸς ὁ καθ' ἡμᾶς τῶν δαιμόνων προήγορος ἐν τῇ καθ' ἡμῶν
συσκευῇ τοῦτόν που λέγων μαρτυρεῖ τὸν τρόπον·
        “Νυνὶ δὲ θαυμάζουσιν εἰ τοσοῦτον ἐτῶν κατείληφεν ἡ νόσος τὴν πόλιν,
Ἀσκληπιοῦ μὲν ἐπιδημίας καὶ τῶν ἄλλων θεῶν μηκέτι οὔσης. Ἰησοῦ γὰρ
τιμωμένου οὐδεμιᾶς δημοσίας τις θεῶν ὠφελείας ᾔσθετο.”
 Ταῦτα ῥήμασιν αὐτοῖς ὁ Πορφύριος. εἰ δὴ οὖν κατὰ τήνδε τὴν ὁμολογίαν
Ἰησοῦ τιμωμένου οὐδεμιᾶς τις θεῶν δημοσίας ὠφελείας ᾔσθετο, μηκέτ'
οὔσης μήτε Ἀσκληπιοῦ ἐπιδημίας μήτε τῶν ἄλλων θεῶν, πόθεν δὴ
λοιπὸν τὸ ὡς περὶ θεῶν καὶ ἡρώων δόγμα; τί γὰρ οὐχὶ μᾶλλον τὰ τῶν
θεῶν καὶ τὰ Ἀσκληπιοῦ κρατεῖ τῆς Ἰησοῦ δυνάμεως; εἰ δὴ ὁ μὲν θνητός,
ὡς ἂν φαῖεν, ἄνθρωπος (τάχα δ' ἂν εἴποιεν ὅτι καὶ πλάνος), οἱ δὲ σωτῆρες
καὶ θεοί, τί δῆτα τοίνυν πάντες ἀθρόως αὐτῷ Ἀσκληπιῷ πεφεύγασι, τὰ νῶτα
τῷ θνητῷ καὶ πᾶσαν ἑξῆς ὑποχείριον τὴν ἀνθρωπότητα τῷ μηκέτ' ὄντι,  
ὡς ἂν εἴποιεν αὐτοί, παραδεδωκότες;

Ευσέβιος. Προπαρασκευή Ευαγγελίου. Book 5, ch. 1, sec. 11, l. 3

θρωπα δαιμόνια ἐξιλεοῦσθαι, οἷα πράττειν τοῖς πάλαι σοφοῖς καὶ βασιλεῦσι
δαιμονῶσιν ὡς ἀληθῶς φίλον ἦν. περὶ δὲ τοῦ μηκέτι δύνασθαί τι κατ-
ισχύειν τοὺς φαύλους δαίμονας μετὰ τὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν εἰς ἀνθρώπους
πάροδον καὶ αὐτὸς ὁ καθ' ἡμᾶς τῶν δαιμόνων προήγορος ἐν τῇ καθ' ἡμῶν
συσκευῇ τοῦτόν που λέγων μαρτυρεῖ τὸν τρόπον·
        “Νυνὶ δὲ θαυμάζουσιν εἰ τοσοῦτον ἐτῶν κατείληφεν ἡ νόσος τὴν πόλιν,
Ἀσκληπιοῦ μὲν ἐπιδημίας καὶ τῶν ἄλλων θεῶν μηκέτι οὔσης. Ἰησοῦ γὰρ
191

τιμωμένου οὐδεμιᾶς δημοσίας τις θεῶν ὠφελείας ᾔσθετο.”


 Ταῦτα ῥήμασιν αὐτοῖς ὁ Πορφύριος. εἰ δὴ οὖν κατὰ τήνδε τὴν ὁμολογίαν
Ἰησοῦ τιμωμένου οὐδεμιᾶς τις θεῶν δημοσίας ὠφελείας ᾔσθετο, μηκέτ'
οὔσης μήτε Ἀσκληπιοῦ ἐπιδημίας μήτε τῶν ἄλλων θεῶν, πόθεν δὴ
λοιπὸν τὸ ὡς περὶ θεῶν καὶ ἡρώων δόγμα; τί γὰρ οὐχὶ μᾶλλον τὰ τῶν
θεῶν καὶ τὰ Ἀσκληπιοῦ κρατεῖ τῆς Ἰησοῦ δυνάμεως; εἰ δὴ ὁ μὲν θνητός,
ὡς ἂν φαῖεν, ἄνθρωπος (τάχα δ' ἂν εἴποιεν ὅτι καὶ πλάνος), οἱ δὲ σωτῆρες
καὶ θεοί, τί δῆτα τοίνυν πάντες ἀθρόως αὐτῷ Ἀσκληπιῷ πεφεύγασι, τὰ νῶτα
τῷ θνητῷ καὶ πᾶσαν ἑξῆς ὑποχείριον τὴν ἀνθρωπότητα τῷ μηκέτ' ὄντι,  
ὡς ἂν εἴποιεν αὐτοί, παραδεδωκότες; ὁ δὲ καὶ μετὰ θάνατον παρὰ πᾶσιν
τοῖς ἔθνεσιν ὁσημέραι διαιωνίζει τιμώμενος, ἄντικρυς τῆς μετὰ τὸν θάνα-
τον ζωῆς τὸ ἐναργὲς καὶ ἔνθεον τοῖς οἵοις τε συνορᾶν ἐπιδεικνύμενος.
 ἀλλὰ καὶ εἷς ὢν καί, ὡς ἄν τις ὑπολάβοι, μόνος τὸ πλῆθος τῶν ἀνὰ
πᾶσαν τὴν οἰκουμένην θεῶν ἐλαύνει καὶ τάς γε τιμὰς αὐτῶν ἀθετῶν κρατεῖ,

Ευσέβιος. Προπαρασκευή Ευαγγελίου. Book 6, ch. 11, sec. 4, l. 2

τῶν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τῶν περὶ ἕκαστον ἄνθρωπον, τάχα δὲ καὶ ἀλόγων ζῴων,
ἀλλὰ γὰρ καὶ πολλῶν τῶν πεπιστευκέναι ὑπολαμβανομένων περισπωμένων
μὴ ἄρα ἠνάγκασται τὰ ἀνθρώπων πράγματα καὶ ἀμήχανον ἄλλως γενέσθαι
ἢ ὡς οἱ ἀστέρες κατὰ τοὺς διαφόρους σχηματισμοὺς ἐπιτέλλουσιν. ἕπεται
δὲ τοῖς ταῦτα δογματίζουσιν ἐξ ὅλων τὸ ἐφ' ἡμῖν ἀναιρεῖν· διόπερ καὶ ἔπαινον
καὶ ψόγον καὶ πράξεις ἀποδεκτὰς πάλιν τε αὖ ψεκτάς. ἅπερ εἰ οὕτως ἔχει,
τὰ τῆς κεκηρυγμένης τοῦ θεοῦ κρίσεως οἴχεται καὶ ἀπειλαὶ πρὸς τοὺς ἡμαρτη-
κότας ὡς κολασθησομένους· τιμαί τε αὖ πρὸς τοὺς τοῖς κρείττοσιν ἑαυτοὺς
ἐπιδεδωκότας καὶ μακαριότητες· οὐδὲν γὰρ ἔτι τούτων εὐλόγως ἔσται γινό-
μενον. καὶ εἰ τὰ ἀκόλουθά τις ἑαυτῷ ἐφ' οἷς δογματίζει βλέποι, καὶ ἡ
πίστις ἔσται ματαία ἥ τε Χριστοῦ ἐπιδημία οὐδὲν ἀνύουσα καὶ πᾶσα ἡ διὰ
νόμου καὶ προφητῶν οἰκονομία κάματοί τε ἀποστόλων ὑπὲρ τοῦ συστῆσαι
τὰς διὰ Χριστοῦ θεοῦ ἐκκλησίας. εἰ μὴ ἄρα κατὰ τοὺς οὕτω τολμῶντας  
καὶ Χριστὸς ὑπὸ τὴν ἀνάγκην τῆς τῶν ἄστρων κινήσεως τῷ γένεσιν ἀνειληφέναι
γενόμενος πάντα πεποιήκοι τε καὶ πάθοι, οὐ τοῦ θεοῦ καὶ πατρὸς τῶν ὅλων
αὐτῷ τὰς παραδόξους δυνάμεις δωρησαμένου, ἀλλὰ τῶν ἀστέρων. οἷς ἀθέοις
καὶ ἀσεβέσι τυγχάνουσι λόγοις ἀκολουθεῖ καὶ τὸ τοὺς πιστεύοντας ὑπὸ τῶν
ἀστέρων ἀγομένους πιστεύειν εἰς θεὸν λέγεσθαι. πυθοίμεθα δ' ἂν αὐτῶν τί
ὁ θεὸς βουλόμενος τοιοῦτον ἐποίει κόσμον, ἵν' οἱ μὲν ἐν αὐτῷ ἄνδρες ὄντες
τὰ γυναικῶν πάσχωσιν, οὐδαμῶς ἑαυτοῖς αἴτιοι τῆς ἀσελγείας γεγενημένοι,
ἕτεροι δὲ ἀγρίων ζῴων κατάστασιν εἰληφότες, τῷ τὴν φορὰν τοῦ παντὸς τοι

Ευσέβιος. Εκκλησιαστική ιστορία. Book 2, ch. 1, sec. 13, l. 9

αὐτὸς πρὸς τοῦ Πέτρου καταφωραθεὶς ὃς ἦν, τὴν προσήκουσαν


ἔτισεν τιμωρίαν.
 ἀλλὰ γὰρ εἰς αὔξην ὁσημέραι προϊόντος τοῦ σωτηρίου κη-
ρύγματος, οἰκονομία τις ἦγεν ἀπὸ τῆς Αἰθιόπων γῆς τῆς αὐτόθι
βασιλίδος, κατά τι πάτριον ἔθος ὑπὸ γυναικὸς τοῦ ἔθνους εἰς
ἔτι νῦν βασιλευομένου, δυνάστην· ὃν πρῶτον ἐξ ἐθνῶν πρὸς  
τοῦ Φιλίππου δι' ἐπιφανείας τὰ τοῦ θείου λόγου ὄργια μετασχόντα
192

τῶν τε ἀνὰ τὴν οἰκουμένην πιστῶν ἀπαρχὴν γενόμενον, πρῶτον


κατέχει λόγος ἐπὶ τὴν πάτριον παλινοστήσαντα γῆν εὐαγγε-
λίσασθαι τὴν τοῦ τῶν ὅλων θεοῦ γνῶσιν καὶ τὴν ζωοποιὸν εἰς
ἀνθρώπους τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίαν, ἔργῳ πληρωθείσης δι'
αὐτοῦ τῆς· «Αἰθιοπία προφθάσει χεῖρα αὐτῆς τῷ θεῷ» περιε-
χούσης προφητείας. ἐπὶ τούτοις Παῦλος, τὸ τῆς ἐκλογῆς
σκεῦος, οὐκ ἐξ ἀνθρώπων οὐδὲ δι' ἀνθρώπων, δι' ἀποκαλύψεως
δ' αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν
ἐκ νεκρῶν, ἀπόστολος ἀναδείκνυται, δι' ὀπτασίας καὶ τῆς κατὰ
τὴν ἀποκάλυψιν οὐρανίου φωνῆς ἀξιωθεὶς τῆς κλήσεως.
 Καὶ δὴ τῆς παραδόξου τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἀναστάσεώς τε καὶ
εἰς οὐρανοὺς ἀναλήψεως τοῖς πλείστοις ἤδη περιβοήτου καθεστώ-
σης, παλαιοῦ κεκρατηκότος ἔθους τοῖς τῶν ἐθνῶν ἄρχουσι τὰ

Ευσέβιος. Εκκλησιαστική ιστορία. Book 2, ch. 22, sec. 7, l. 2

αὐτοῦ τὴν ἐπουράνιον», σημαίνων τὸ παραυτίκα μαρτύριον·


ὃ καὶ σαφέστερον ἐν τῇ αὐτῇ προλέγει γραφῇ, φάσκων· «ἐγὼ
γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστη-
κεν». νῦν μὲν οὖν ἐπὶ τῆς δευτέρας ἐπιστολῆς τῶν πρὸς
Τιμόθεον τὸν Λουκᾶν μόνον γράφοντι αὐτῷ συνεῖναι δηλοῖ, κατὰ
δὲ τὴν προτέραν ἀπολογίαν οὐδὲ τοῦτον· ὅθεν εἰκότως τὰς τῶν
ἀποστόλων Πράξεις ἐπ' ἐκεῖνον ὁ Λουκᾶς περιέγραψε τὸν χρόνον,
τὴν μέχρις ὅτε τῷ Παύλῳ συνῆν ἱστορίαν ὑφηγησάμενος. ταῦτα  
δ' ἡμῖν εἴρηται παρισταμένοις ὅτι μὴ καθ' ἣν ὁ Λουκᾶς ἀνέγραψεν
ἐπὶ τῆς Ῥώμης ἐπιδημίαν τοῦ Παύλου τὸ μαρτύριον αὐτῷ
συνεπεράνθη· εἰκός γέ τοι κατὰ μὲν ἀρχὰς ἠπιώτερον τοῦ Νέρω-
νος διακειμένου, ῥᾷον τὴν ὑπὲρ τοῦ δόγματος τοῦ Παύλου
καταδεχθῆναι ἀπολογίαν, προελθόντος δ' εἰς ἀθεμίτους τόλμας,
μετὰ τῶν ἄλλων καὶ τὰ κατὰ τῶν ἀποστόλων ἐγχειρηθῆναι.
 Ἰουδαῖοί γε μὴν τοῦ Παύλου Καίσαρα ἐπικαλεσαμένου ἐπί τε
τὴν Ῥωμαίων πόλιν ὑπὸ Φήστου παραπεμφθέντος, τῆς ἐλπίδος
καθ' ἣν ἐξήρτυον αὐτῷ τὴν ἐπιβουλήν, ἀποπεσόντες, ἐπὶ Ἰάκω-
βον τὸν τοῦ κυρίου τρέπονται ἀδελφόν, ᾧ πρὸς τῶν ἀποστόλων
ὁ τῆς ἐπισκοπῆς τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις ἐγκεχείριστο θρόνος.
τοιαῦτα δὲ αὐτοῖς καὶ τὰ κατὰ τούτου τολμᾶται. εἰς μέσον

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 6, ch. 16, sec. 5, l. 8

ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς καθ' Ἑβραίους εὐσεβείας μεταστήσονται. τοῦτο


δὲ ἔσεσθαί φησιν ὁ κύριος δι' ἑαυτοῦ, ἐπὶ τῷ τοιῷδε κατορθώματι  
πρὸς τοῦ πατρὸς ἀποσταλησομένου.
         εἴποι δ' ἄν τις καὶ νοητάς
τινας καὶ ἀοράτους δυνάμεις «ἔθνη» νῦν ὀνομάζεσθαι τὰ «σκυλεύσαντα»
καὶ αἰχμαλωτεύσαντα τὰς τῶν ἀνθρώπων ψυχάς, ὧν ψυχῶν οὕτω
φησὶν κήδεσθαι ὁ φιλάνθρωπος τοῦ θεοῦ λόγος ὡσεὶ τῆς ἰδίας ὀφθαλ-
μοῦ κόρης· καὶ δεῖγμα τῆς τοιᾶσδε αὐτοῦ περὶ τὸ τῶν ἀνθρώπων
γένος κηδεμονίας τὸ μηδ' ὑποστείλασθαι αὐτόν, θεοῦ λόγον ὄντα καὶ
ἐν δόξῃ τῇ παρὰ τῷ πατρὶ τυγχάνοντα, τὴν εἰς ἀνθρώπους ἐπιδη-
193

μίαν τε καὶ οἰκονομίαν ἀναδέξασθαι.


Ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ. «Τέρπου καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Σιών,
διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἔρχομαι καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει κύριος.
καὶ καταφεύξονται ἔθνη πολλὰ ἐπὶ τὸν κύριον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ,
καὶ ἔσονται αὐτῷ εἰς λαόν, καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, καὶ γνώσῃ
ὅτι κύριος παντοκράτωρ ἐξαπέσταλκέν με πρὸς σέ.»
 Ἐπεὶ πρόκειται νῦν τὸ δεύτερον αἴτιον ἐκ τῶν προφητῶν ἀπο-
δεῖξαι ἀνθρώποις μέλλον ἐπὶ γῆς συμπολιτεύεσθαι, οἶμαι τούτου
παραστατικὸν εἶναι καὶ τὴν παροῦσαν προφητείαν, ὡς διὰ τὸ πρό-
δηλον μηδὲ πλείονος ἐξεργασίας δεῖσθαι. τηρήσεις δὲ ὅτι καὶ τὴν
αἰτίαν αὖθις τῆς ἀφίξεως αὐτοῦ δηλοῖ ἐν οἷς φησιν· «καὶ καταφεύ

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 7, ch. 1, sec. 19, l. 11

         ταῦτ' οὖν ὁ Ἡσαΐας δι' ὧν παρεθέμεθα λέξεων θεσπίσας, ἐν ἱστορίας ἀφη-
γήσει πολεμίων ἔφοδον κατὰ τοῦ Ἄχαζ, ὃς ἐπεῖχεν τότε τὰ τῆς βα-
σιλείας τοῦ Ἰουδαίων λαοῦ, ὑπογράφει, καὶ τὴν τῶν μὲν αἰσθητῶν
πολεμίων καθαίρεσιν αὐτίκα καὶ οὐκ εἰς μακρὸν γενήσεσθαι σημαίνει·
ὧν δὲ σύμβολα ἔφερεν νοητῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, δαιμόνων τινῶν
καὶ ἀφανῶν δυνάμεων (περὶ ὧν ἀρχόμενοι τῆς ὅλης πραγματείας
διεληλύθαμεν, ὡς οὐ μόνον τὸ Ἰουδαίων ἔθνος ἀλλὰ καὶ πᾶν τὸ
ἀνθρώπειον γένος ἐπὶ πᾶν εἶδος κακίας καὶ ἐπ' αὐτήν γε τὴν ἄθεον
εἰδωλολατρίαν καταβεβληκότων), οὐκ ἄλλως τὴν ἧτταν ἔσεσθαι δηλοῖ
ἢ διὰ μόνης τῆς θεσπιζομένης εἰς ἀνθρώπους ἐπιδημίας τοῦ θεοῦ
λόγου, ἐξ ἀπειρογάμου παρθένου σκεῦος ἀνθρώπειον ἀναληψομένου.
τίς δὲ αὐτῷ [ἡ] τούτου χρεία ἦν, καιρὸς ἂν εἴη διαλαβεῖν.
 Ἐπειδὴ δι' ἀνθρώπου θάνατος «εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον», φησὶν
ὁ ἀπόστολος, χρῆν δήπου διὰ τοῦ αὐτοῦ ἀνθρώπου τὴν κατὰ τοῦ
θανάτου βραβευθῆναι νίκην, καὶ τὸ σῶμα τοῦ θανάτου σῶμα ζωῆς
ἀναδειχθῆναι, καὶ τῆς ἁμαρτίας τὴν βασιλείαν ἐν τῷ θνητῷ σώματι
τὸ πρὶν ἐνεργοῦσαν καταλυθῆναι, μηκέτι ἁμαρτίας αὐτοῦ ἀλλὰ δι-
καιοσύνης κρατούσης.

Ευσέβιος. Commentaria in Psalmos Vol. 23, p. 617, l. 22

προσλαλοῦντος, ἀπὸ ἐκπλήξεως ἐχθροῦ περιφράξεις


τὴν ζωήν μου· κρύψεις με ἀπὸ συσκέψεων κακούρ-
γων, ἀπὸ κυκήσεως ἐργαζομένων ἀδικίαν.» Οὐ γὰρ
ὡς περὶ παρῳχηκότων, ἀλλ' ὡς περὶ μελλόντων τὰ
ὅλα εἴρηται, καὶ κατὰ τοὺς λοιποὺς ἑρμηνευτὰς
ὁμοίως.
 »Οἵτινες ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίας τὰς γλώσσας αὐ-
τῶν, ἐνέτειναν τόξον πρᾶγμα πικρὸν, τοῦ κατατοξεῦ-
σαι ἐν ἀποκρύφοις ἄμωμον. Ἐξάπινα κατατοξεύσου-
σιν αὐτὸν, καὶ οὐ φοβηθήσονται.» Εἰ καὶ προῆγε τοῖς
χρόνοις εἰς τὴν σωτήριον ἐπιδημίαν ὁ Δαυῒδ, ἀλλ' οὐκ
ἠγνόει τὰ εὐαγγελικὰ μαθήματα θείῳ Πνεύματι με-
μαθητευμένος· ᾔδει δὲ εὖ μάλα τὸ σωτήριον λόγιον
194

τὸ φῆσαν· «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ


σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι·» διὸ
οὐκ ἠγωνία στρατιωτικῆς παρατάξεως πληθὺν, οὐδὲ
τοὺς παντευχίαις καὶ δόρασι παραταττομένους· ἀλλὰ
τούτων μὲν κατεφρόνει, ὡς ἂν τὸν τοσοῦτον Γολιὰδ
ἀκμητὶ καὶ ἀνιδρωτὶ καταβαλών· ἐκείνους δὲ ἠγωνία
οὓς ᾐνίττετο διὰ τῶν προκειμένων λέγων· «

Ευσέβιος. Commentaria in Psalmos Vol. 23, p. 685, l. 44

ταπεινωθήσεται. Καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν,


καὶ ἡ τραχεῖα εἰς ὁδοὺς λείας, καὶ ὄψεται πᾶσα
σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ.» Ἐνταῦθα δὲ οὐ πρότε-
ρον ὁδοποιεῖν κελεύει ἢ πρῶτον αὐτοὺς μαθόντας
ὅπως χρὴ ᾄδειν τῷ Θεῷ καὶ ὅπως ψάλλειν τῷ ὀνό-
ματι αὐτοῦ. Ταῦτα γὰρ προμαθόντας καὶ ἔργοις ἐπι-
τελέσαντας, ἑξῆς βούλεται ὁδοποιεῖν, τουτέστι τὰς
παρὰ τῶν ἀνθρώπων ψυχὰς παρασκευάζειν, καθαράς
τε καὶ ἑτοίμους αὐτὰς ἀπεργάζεσθαι εἰς τὴν ἐπιδη-
μίαν τοῦ προδηλωθέντος Θεοῦ. Διό φησιν· «Ὁδοποιή-
σατε τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ δυσμῶν, Κύριος ὄνομα
αὐτῷ.» Κέκληκε δὲ τὸν Κύριον ἐνταῦθα καινοτέρᾳ
φωνῇ κατὰ τὴν Ἑβραϊκὴν λέξιν· ἴα γὰρ αὐτὸν
ὠνόμασεν· ὅθεν ὁ Σύμμαχος, «Διὰ τοῦ ἴα ἡ ὀνομα-
σία αὐτοῦ,» ἡρμήνευσεν· ἡ δὲ πέμπτη ἔκδοσις, «Ἐν
τῷ ἴα τὸ ὄνομα αὐτοῦ.» ᾘνίξατο δὲ τὸ ὄνομα τοῦ
Σωτῆρος Ἰησοῦ διὰ τῆς πρώτης συλλαβῆς. Καὶ τοῦ-
τον τὸν Κύριον, οὗ τὸ ὄνομά φησιν εἶναι διὰ τοῦ ἴα,
ἢ ἐν τῷ ἴα, ἐπιβεβηκέναι ἐπὶ δυσμῶν διδάσκει·
σημαίνει δὲ τὴν εἰς ἀνθρώπους αὐτοῦ πάροδον καὶ

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses)


Vol. 1, p. 227, l. 15

τεθαμμένων· παρὰ δὲ τοῖς Ἰουδαίοις οὐκέτι ἀλλ' ἢ Ὀσσαίων καὶ


Νασαραίων ὀλίγοι ἀφωρισμένοι. Ὀσσαῖοι δὲ μετέστησαν ἀπὸ Ἰου-
δαϊσμοῦ εἰς τὴν τῶν Σαμψαίων αἵρεσιν, οἵτινες οὐκέτι οὔτε Ἰουδαῖοι
ὑπάρχουσιν οὔτε Χριστιανοί. ταῦτά μοι περὶ τῶν προειρημένων
ἕως ὧδε ἐχέτω.

Ἐνδημία Χριστοῦ καὶ ἐνσάρκου παρουσίας καὶ ἀληθείας πρόσωπον·


   ἡ μία καὶ μόνη οὖσα τοῦ θεοῦ πίστις.

 1. Εὐθὺς δὲ ἐπεδήμησεν κατὰ πόδας ἡ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ


Χριστοῦ ἔνσαρκος παρουσία, ἥτις κατέλαβε τὰς προειρημένας ἑπτὰ
αἱρέσεις ἐν Ἱεροσολύμοις. ἔσβεσε δὲ ταύτας ἡ αὐτοῦ δύναμις καὶ
διεσκέδασε. λοιπὸν δὲ μετὰ τὴν αὐτοῦ ἐπιδημίαν αἱ μετέπειτα πᾶσαι
γεγόνασιν αἱρέσεις, λέγω δὴ μετὰ τὸ εὐαγγελισθῆναι Μαριὰμ ἐν Να-
195

ζαρὲτ διὰ τοῦ Γαβριὴλ καὶ μετὰ πᾶσαν ἁπλῶς τὴν ἔνσαρκον τοῦ
κυρίου παρουσίαν εἴτουν ἀνάληψιν. ηὐδόκησε γὰρ ὁ θεὸς πρὸς
σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων τὸν ἴδιον υἱὸν κατελθόντα ἐν μήτρᾳ
παρθενικῇ συλληφθῆναι, Λόγον ὄντα ἀπ' οὐρανοῦ, ἐκ κόλπων
πατρῴων γεγεννημένον ἀχρόνως καὶ ἀνάρχως, ἐλθόντα δὲ ἐπ'
ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, θεὸν Λόγον ὄντα ἐκ θεοῦ πατρὸς ἀληθινῶς
γεγεννημένον, ὁμοούσιον ὄντα τῷ πατρὶ καὶ οὐδὲν παρὰ τὸν πατέρα
ἠλλοιωμένον, ἀλλὰ ἄτρεπτον ὄντα καὶ ἀναλλοίωτον, ἀπαθῆ τε καὶ
ὅλως μὴ πάσχοντα, συμπάσχοντα δὲ τῷ ἡμετέρῳ γένει, κατελθόντα  

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses)


Vol. 3, p. 421, l. 34

φύσεως; ὥρα γὰρ εἰπεῖν ὑμᾶς φανερῶς ἐκ γῆς αὐτὸν γεγενῆσθαι·


ἐκ γῆς γὰρ ἡ τῶν ὀστέων καὶ ὅλου τοῦ σώματος φύσις. τίς οὖν ἡ
τοσαύτη παραφροσύνη, ἵνα καὶ πρὸς ἑαυτοὺς διαμάχησθε; ὁμοούσιον
μὲν λέγοντες τὸν λόγον τῷ σώματι ἕτερον πρὸς ἕτερον σημαίνετε,
τῷ δὲ εἰς σάρκα μεταβεβλῆσθαι αὐτοῦ τοῦ λόγου τροπὴν φαντάζεσθε.
καὶ τίς ἔτι λοιπὸν ὑμῶν ἀνέξεται ταῦτα καὶ μόνον φθεγγομένων;
πάσης γὰρ αἱρέσεως πλέον εἰς ἀσέβειαν ἐξεκλίνατε. εἰ γὰρ ὁμοούσιος
ὁ λόγος τῷ σώματι, περιττὴ τῆς Μαρίας ἡ μνήμη καὶ ἡ χρεία, δυνα-
μένου τοῦ σώματος καὶ πρὸ τῆς Μαρίας εἶναι ἀϊδίως, ὥσπερ οὖν ἐστι
καὶ αὐτὸς ὁ λόγος, εἴ γε καθ' ὑμᾶς ὁμοούσιός ἐστι τῷ σώματι. τίς
δὲ καὶ ἡ χρεία τῆς ἐπιδημίας τοῦ λόγου, ἵνα ἢ τὸ ἑαυτοῦ ὁμοούσιον  
ἐνδύσηται ἢ τραπεὶς ἀπὸ τῆς ἰδίας φύσεως σῶμα γένηται; οὐ γὰρ
αὐτὴ ἑαυτῆς ἡ θεότης ἐπιλαμβάνεται, ἵνα καὶ τὸ ὁμοούσιον αὐτῆς
ἐνδύσηται. ἀλλ' οὐδὲ γὰρ ἥμαρτεν ὁ τὰς ἄλλων ἁμαρτίας λυτρού-
μενος λόγος, ἵνα τραπεὶς εἰς σῶμα ἑαυτὸν ὑπὲρ ἑαυτοῦ θυσίαν προς-
ενέγκῃ καὶ ἑαυτὸν λυτρώσηται.
 7. 8Ἀλλ' οὐκ ἔστιν οὕτως, μὴ γένοιτο. «σπέρματος γὰρ Ἀβραὰμ
ἐπιλαμβάνεται», ὡς εἶπεν ὁ ἀπόστολος· «ὅθεν ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς
ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι» καὶ λαβεῖν ὅμοιον ἡμῖν σῶμα. διὰ τοῦτο γοῦν
καὶ ὑπόκειται ἀληθῶς ἡ Μαρία, ἵνα ἐξ αὐτῆς τοῦτο λάβῃ καὶ ὡς
ἴδιον ὑπὲρ ἡμῶν αὐτὸ προσενέγκῃ. καὶ ταύτην ὁ μὲν Ἠσαΐας προφη

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 424, l. 33

γέγονεν, ἀλλ' ὅτι τὴν ὑπὲρ ἡμῶν ἀνεδέξατο κατάραν, εἴρηται κατάρα
γεγονέναι, οὕτω καὶ σὰρξ ἐγένετο, οὐ τραπεὶς εἰς σάρκα, ἀλλ' ὅτι σάρκα
ὑπὲρ ἡμῶν ἀνέλαβε καὶ γέγονεν ἄνθρωπος. καὶ γὰρ τὸ εἰπεῖν «ὁ λόγος
σὰρξ ἐγένετο» ἴσον ἐστὶ πάλιν εἰπεῖν ὅτι ἄνθρωπος γέγονε, κατὰ τὸ
εἰρημένον ἐν τῷ Ἰωὴλ «ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα»·
οὐγὰρ ἕως τῶν ἀλόγων ἦν ἡ ἐπαγγελία, ἀλλ' εἰς ἀνθρώπους ἐστίν,
ὧν ἕνεκα καὶ ἄνθρωπος γέγονεν ὁ κύριος. τούτου δὲ τοῦ ῥητοῦ ταύτην
ἔχοντος τὴν διάνοιαν εἰκότως καταγνώσονται ἑαυτῶν πάντως οἱ νο-
μίσαντεςεἶναι πρὸ τῆς Μαρίας τὴν ἐξ αὐτῆς σάρκα καὶ πρὸ
196

ταύτης ἐσχηκέναι ψυχὴν ἀνθρωπίνην τὸν λόγον καὶ ἐν


αὐτῇ πρὸ τῆς ἐπιδημίαςἀεὶ γεγενῆσθαι. παύσονται δὲ καὶ οἱ
εἰπόντεςμὴ εἶναι δεκτικὴν θανάτου τὴν σάρκα, ἀλλὰ τῆς  
ἀθανάτου φύσεως εἶναι ταύτην. εἰ γὰρ μὴ ἀπέθανε, πῶς ὁ
Παῦλος παρεδίδου Κορινθίοις «ὃ καὶ παρέλαβεν, ὅτι Χριστὸς ἀπέ-
θανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς»; πῶς δὲ καὶ ὅλως
ἀνέστη, εἰ μὴ προαπέθανεν; ἐρυθριῶσι δὲ μεγάλως οἱ ὅλως ἐνθυμη-
θέντες δύνασθαιἀντὶ τῆς τριάδος γίνεσθαι τετράδα, εἰ λέγοιτο
ἐκ Μαρίας εἶναι τὸ σῶμα· ὁμοούσιον μὲν γάρ,φασίν, ἐὰν εἴπωμεν
τὸ σῶμα τῷ λόγῳ, μένει ἡ τριὰς τριάς, οὐδὲν ξένον ἐπεισφερομένου εἰς
αὐτὴν τοῦ λόγου· ἐὰν δὲ ἀνθρώπινον εἴπωμεν τὸ ἐκ Μαρίας σῶμα,
ἀνάγκῃ ξένου ὄντος κατ' οὐσίαν τοῦ σώματος καὶ ὄντος ἐν αὐτῷ τοῦ

Επιφάνιος. Homilia in festo palmarum [Sp.] Vol. 43, p. 433, l. 36

καὶ ὑπέστρωσαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐπὶ τὴν πῶλον,


καὶ ἐκάθισεν ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν
εἰς τὴν κατάβασιν τοῦ ὄρους, ὁ ὄχλος ἐλθὼν εἰς τὴν
ἑορτὴν ἔλαβον βαΐα τῶν φοινίκων, καὶ ἐξῆλθον εἰς
ἀπάντησιν τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ οἱ προάγοντες, καὶ οἱ ἀκο-
λουθοῦντες ἔκραζον· Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαβὶδ, εὐλο-
γημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Αὕτη
τῆς παρούσης ἑορτῆς ἡ Δεσποτικὴ παρουσία· αὕτη
τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων ἡ ἐν Σιὼν πάλαι
καὶ νῦν ἐπιδημία· αὕτη τῆς παρούσης ἡμέρας ἡ
λαμπρὰ καὶ πάνδημος τοῦ ποιητοῦ τῶν ἁπάντων ἔλευ-
σις. Διὸ νῦν, ἀδελφοὶ, ὁ ὄχλος ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτὴν,
ἐξέλθωμεν εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ, ὅ τε ὁρατὸς κόσμος
καὶ ὁ ἀόρατος, καὶ οἱ προάγοντες χρόνῳ προφῆται,
καὶ διδάσκαλοι, καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες τῷ πώλῳ, οἱ
Θεῷ πίστει συμφωνοῦντες. Σήμερον τὰ οὐράνια σὺν
τοῖς ἐπιγείοις ὁμοῦ τε καὶ καταχθονίοις ἀνυμνείτω·
πᾶν στόμα καὶ πνεῦμα πρὸς αἶνον Θεοῦ ἀνοιγόμενον.
Τὰ χερουβὶμ, βοήσατε, Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος,
ὁ τρισάγιος, σαβαώθ· πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ

Επιφάνιος. Homilia in festo palmarum [Sp.] Vol. 43, p. 436, l. 10

ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐ-  


τόν· καὶ ἄλλος· Ἰδοὺ ἄνθρωπος ὁμοῦ καὶ Θεός.
Ἀνατολὴ ὄνομα αὐτῷ· καὶ Δαβὶδ πρὸς τὸν ἐξ αὐτοῦ
κατὰ σάρκα Χριστὸν ἀτενίζων λέγῃ· Θεὸς Κύριος,
καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν· καὶ πάλιν ἄλλος τὸ γόνυ κλίνων
βοάτω Χριστῷ· Πᾶσα ἡ γῆ προσκυνησάτω σοι·
καὶ ἕτερος τοῖς λαοῖς ἐπιτρέπῃ, λέγων· Συστή-
σασθε ἑορτὴν ἐν τοῖς πυκάζουσιν ἕως τῶν κερά-
των τοῦ θυσιαστηρίου.
 Οὕτω γὰρ ἐπετελεῖτο καὶ πάλαι ἡ ἐν Σιὼν τοῦ Δε-
197

σπότου μετὰ τοῦ πώλου ἐπιδημία· πάνδημος συμ-


φωνία, οἱ χοροὶ τῶν πατέρων, οἱ δῆμοι τῶν δικαίων,
τὰ πνεύματα τῶν προφητῶν, οἱ παῖδες τῶν Ἑβραίων,
τὰ νήπια τῶν μητέρων, τὰ πλήθη τῶν ἀγγέλων. Οἱ
μὲν πτέρυγας ἐφήπλουν, οἱ δὲ βαΐα κατεῖχον, οἱ δὲ
ὄπισθεν ἤρχοντο, ἄλλοι τοὺς κλάδους ἔκοπτον, ἄλλοι δὲ
τοὺς θάλλους ἔπλεκον, οἱ μὲν τὸν πῶλον ἔλυον, οἱ δὲ
χιτῶνας ἐστρώννυον, οἱ μὲν τὰς πύλας ἤνοιγον, οἱ δὲ
ὁδοὺς ἐκάθαιρον, ἄλλοι πῶλον εὐτρέπιζον, ἄλλοι νί-
κην ἐκήρυττον, ἄλλοι τοὺς κλάδους ἔσειον, ἄλλοι νη-
πίοις ἔλεγον, Αἰνεῖτε, παῖδες, Κύριον·

Επιφάνιος. Homilia in divini corporis sepulturam [Sp.] Vol. 43, p. 453, l. 44

στείαν σου, καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ σῶσαι ἡμᾶς· καὶ ἕτε-


ρος· Ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί
σου, Κύριε· καὶ ἄλλος· Ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἐξ
ᾅδου κατωτάτου· καὶ ἕτερος· Κύριε, ἀνάγαγε ἐξ
ᾅδου τὴν ψυχήν μου· καὶ ἄλλος· Μὴ ἐγκατάλιπε
τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην· καὶ ἕτερος· Ἀναβήτω
ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου πρὸς σὲ, Κύριε ὁ Θεός μου.
 Ὧν δὴ ἁπάντων ὑπακούσας ὁ πανοικτίρμων Θεὸς
ὁ Χριστὸς οὐ δίκαιον κέκρικε τοῖς ἐπ' αὐτοῦ καὶ μετ'
αὐτὸν τῆς οἰκείας μεταδοῦναι μόνοις φιλανθρωπίας·
ἀλλὰ καὶ τοῖς πρὸ τῆς αὐτοῦ ἐπιδημίας ἐν ᾅδῃ κατ-
εχομένοις, καὶ καθημένοις ἐν σκότει, σκιᾷ θανάτου.
Διὸ ἀνθρώπους μὲν ἐν σαρκὶ ὄντας διὰ σαρκὸς ἐμ-
ψύχου ὁ Θεὸς Λόγος ἐπεσκέψατο· ψυχαῖς δὲ σωμά-
των ἀπηλλαγμέναις διὰ τῆς ἐνθέου καὶ ἀχράντου
αὐτοῦ ψυχῆς ἐν ᾅδῃ ἐπέφανε, σώματος ἀλλ' οὐ θεότη-
τος ἀπηλλαγμένης. Οὐκοῦν σπεύσωμεν τῷ νῷ, καὶ
ἐπὶ τὸν ᾅδην βαδίσωμεν, ὅπως ἴδωμεν πῶς ἐκεῖ ποτε
τὸν τῷ κράτει κραταιὸν κατὰ κράτος κρατεῖ τοῦ
κράτους κρατοτύραννον, καὶ λαῷ πανστρατὶ τῇ αὐτοῦ

Επιφάνιος. De prophetarum vita et obitu (recensio prior) [Sp.]


P. 23, l. 14

ἐπὶ Ἱερουσαλήμ. Καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν σφόδρα. Τὰ δὲ τῆς


προφητείας αὐτοῦ τῆς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ περὶ τέλους ἐθνῶν
καὶ περὶ τῆς τοῦ ναοῦ Ἱερουσαλὴμ οἰκοδομῆς καὶ ἀργίας
προφητῶν καὶ ἱερέων καὶ διπλῆς κρίσεως ἐξέθετο. Ἀπέθανε
δὲ εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἐν γήρει μακρῷ καὶ ἐτάφη σύνεγγυς
Ἀγγαίου τοῦ προφήτου.
 κβʹ. Μαλαχίας ὁ προφήτης ἦν ἐκ φυλῆς Ζαβουλών.
Οὗτος μετὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ λαοῦ τὴν ἀπὸ Βαβυλῶνος
τίκτεται ἐν Σοφᾷ ἐν γῇ Ζαβουλών. Καὶ ἔτι νέος ὢν καλὸν
βίον ἔσχε, πολλὰ δὲ προεφήτευσε περὶ τῆς τοῦ κυρίου ἐπι-
δημίας καὶ περὶ κρίσεως νεκρῶν· καὶ ὅτι τὰ ἔθη Μωϋσέως
198

πληρωθήσονται καὶ ἀλλαγήσονται. Καὶ ἐπειδὴ πᾶς ὁ λαὸς


ἐτίμα αὐτὸν ὡς ὅσιον καὶ πραΰν, ἐκάλεσεν αὐτὸν μαλαχί, ὃ
ἑρμηνεύεται ἄγγελος. Ἦν γὰρ καὶ τῷ εἴδει πάνυ εὐπρεπής,
ἀλλὰ καὶ ὅσα εἶπεν αὐτὸς ἐν προφητείᾳ, αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ
ἄγγελος ὀφθεὶς ἐπεδευτέρωσεν αὐτοῦ τὴν προφητείαν, ὥσπερ
ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀναρχίας, ὡς γέγραπται ἐν
Σφαρφωθείμ, τουτέστιν ἐν βίβλῳ Κριτῶν. Νέος δὲ ὢν ὁ
προφήτης ἀπέθανε καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ
ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 18, sec. 2, l. 5

μὲν τῆς προπετείας ἑαυτοῖς καταμεμψάμενοι, πολλὰ δὲ τῆς


ἐπιβουλῆς ἐμοὶ δυσχεράναντες, ὡς καὶ φανερὰν ἔχθραν
ὁμολογῆσαι καὶ προδοσίαν ἐπικαλεῖν, οὐκ ἐκείνων μόνον,
ἀλλὰ καὶ αὐτῶν Ἀθηνῶν, ὡς διὰ τῆς πρώτης πείρας
ἐληλεγμένων καὶ ᾐσχυμμένων ὑφ' ἑνὸς ἀνδρός, καὶ ταῦτα
μηδὲ τοῦ θαρρεῖν καιρὸν ἔχοντος.
         Ὁ δέ, καὶ γὰρ  
ἀνθρώπινον τὸ πάθος, ὅταν μεγάλα ἐλπίσαντες ἀθρόως
τοῖς ἐλπισθεῖσιν ἐντύχωμεν, ἐλάττω τῆς δόξης ὁρᾶν τὰ
φαινόμενα, τοῦτο καὶ αὐτὸς πάσχων ἐσκυθρώπαζεν, ἐδυς-
φόρει, τῆς ἐπιδημίας ἑαυτὸν ἐπαινεῖν οὐκ εἶχεν, ἐζήτει τὸ
ἐλπισθέν, κενὴν μακαρίαν τὰς Ἀθήνας ὠνόμαζεν.
         Ὁ
μὲν δὴ ταῦτα· ἐγὼ δὲ τῆς λύπης ἀφῄρουν τὸ πλεῖστον,
καὶ λογικῶς συγγινόμενος καὶ κατεπᾴδων τοῖς λογισμοῖς
καί, ὅπερ ἦν ἀληθές, οὔτε ἦθος ἀνδρὸς εὐθὺς ἁλωτὸν
εἶναι λέγων, ὅτι μὴ χρόνῳ πολλῷ καὶ συνουσίᾳ τελεω-
τέρᾳ, οὔτε παίδευσιν τοῖς πειρωμένοις ἐξ ὀλίγων τε καὶ
ἐν ὀλίγῳ γνωρίζεσθαι. Ὅθεν ἐπανῆγον αὐτὸν εἰς τὸ εὔθυ-
μον, καὶ πεῖραν διδοὺς καὶ λαμβάνων πλέον ἐμαυτῷ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De filio (orat. 30) Section 10, l. 13

ἐστιν· οὐ τῶν καθ' ἕνα τρόπον λεγομένων τὸ δύνασθαι ἢ μὴ δύνα-


σθαι· πολύσημον δέ. τὸ μὲν γάρ τι λέγεται κατὰ δυνάμεως ἔλλειψιν,
καί ποτε, καὶ πρός τι, ὡς τὸ μὴ δύνασθαι τὸ παιδίον ἀθλεῖν, ἢ τὸ
σκυλάκιον βλέπειν, ἢ πρὸς τόνδε διαγωνίζεσθαι. ἀθλήσει γὰρ ἴσως
ποτέ, καὶ ὄψεται, καὶ διαγωνιεῖται πρὸς τόνδε, κἂν πρὸς ἕτερον  
ἀδυνάτως ἔχῃ. τὸ δέ, ὡς ἐπὶ πλεῖστον, ὡς τό· Οὐ δύναται πόλις
κρυβῆναι ἐπ' ἄνω ὄρους κειμένη. τάχα γὰρ ἂν καὶ κρυφθείη τις,
ἐπιπροσθοῦντος μείζονος. τὸ δέ, ὡς οὐκ εὔλογον· Οὐ δύνανται οἱ
υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος νηστεύειν, ἐφ' ὅσον ἔνδημος ὁ νυμφίος· εἴτε ὁ
σωματικῶς ὁρώμενος· οὐ γὰρ κακοπαθείας, ἀλλ' εὐφροσύνης καιρὸς
ὁ τῆς ἐπιδημίας· εἴτε ὡς ὁ λόγος νοούμενος. τί γὰρ δεῖ νηστεύειν
199

σωματικῶς τοὺς λόγῳ καθαιρομένους; τὸ δέ, ὡς ἀβούλητον, ὡς


τὸ μὴ δύνασθαι ἐκεῖ σημεῖα ποιῆσαι, διὰ τὴν ἀπιστίαν τῶν δεχο-
μένων. ἐπειδὴ γὰρ τοῦ συναμφοτέρου χρεία πρὸς τὰς ἰάσεις, καὶ
τῆς τῶν θεραπευομένων πίστεως, καὶ τῆς τοῦ θεραπευτοῦ δυνά-
μεως, οὐκ ἐνεδέχετο τὸ ἕτερον τοῦ συζύγου ἐλλείποντος. οὐκ οἶδα
δέ, εἰ μὴ καὶ τοῦτο τῷ εὐλόγῳ προσθετέον· οὐ γὰρ εὔλογος ἴασις
τοῖς βλαβησομένοις ἐξ ἀπιστίας. τοῦ δὲ αὐτοῦ λόγου καὶ τό· Οὐ
δύναται ὁ κόσμος μὴ μισεῖν ὑμᾶς· καί, Πῶς δύνασθε ἀγαθὰ
λαλεῖν, πονηροὶ ὄντες; πῶς γὰρ ἀδύνατόν τι τούτων, ἢ ὅτι ἀβούλη-
τον; ἔστι δέ τι καὶ τοιοῦτον ἐν τοῖς λεγομένοις, ὃ τῇ φύσει μὲν

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Julianum imperatorem 1 (orat. 4)


Vol. 35, p. 564, l. 16

περιουσία, οὐ τὸ βασιλέα βασιλέων καὶ εἶναι καὶ


ὀνομάζεσθαι, οὐχ ὅσοις ἄλλοις ἀνθρώπων εὐδαιμονία
γνωρίζεται· οὐδὲν οὕτω τῶν πάντων ἐκεῖνον ηὔφραινεν,
ὡς τὸ δι' ἑαυτοῦ μὲν ἡμᾶς, διὰ δὲ ἡμῶν ἐκεῖνον, καὶ
παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις εὐδοκιμεῖν, καὶ ἀκα-
τάλυτον ἡμῖν εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον παραμεῖναι τὴν
δυναστείαν· καὶ γὰρ πρὸς τοῖς ἄλλοις ἐκεῖνο ᾔδει
σαφῶς, ὑψηλότερόν τε καὶ βασιλικώτερον ἢ κατὰ
τοὺς πολλοὺς περὶ τούτων διανοούμενος, ὅτι τοῖς
Χριστιανῶν πράγμασι τὰ Ῥωμαίων συνηύξησε, καὶ
συνεισῆλθε τῇ ἐπιδημίᾳ Χριστοῦ τὸ κράτος, οὔπω
πρότερον τελείως εἰς μοναρχίαν νενικηκός·
καὶ διὰ τοῦτο πλέον ἐδόκει μοι περιέπειν εὖ ποιῶν τὰ
ἡμέτερα· ὅς γε, καὶ εἴ τι παρελύπησεν ἡμᾶς, οὐ
περιφρονῶν, οὐδὲ ὑβρίζων, οὐδὲ ἄλλοις τισὶ πρὸ ἡμῶν
χαριζόμενος, ἀλλ' ὥστε πάντας ἒν εἶναι, καὶ
συμφρονεῖν παρελύπησε, καὶ μὴ διακεκόφθαι, μηδὲ
διεστάναι τοῖς σχίσμασιν.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Contra Julianum imperatorem 2 (orat. 5)


Vol. 35, p. 692, l. 11

μένη τῷ ὕδατι. Τὰς δὲ προπόσεις τε καὶ φιλο-  


τησίας, ἃς δημοσίᾳ ταῖς πόρναις προὔπινέ τε καὶ
ἀντιπροὐπίνετο, ὑποκλέπτων τὸ ἀσελγὲς μυστη-
ρίου προσχήματι, πῶς οὐ θαυμάζειν ἄξιον;
 ΚΓʹ. Ταῦτα τοῖς μὲν ἄλλοις ἡ πεῖρα παρέστησε,
καὶ ἡ δυναστεία προλαβοῦσα τὴν ἐξουσίαν· ἐμοὶ
δὲ καὶ πόῤῥωθεν τρόπον τινὰ ἑωρᾶτο, ἐξ οὗ τῷ ἀνδρὶ
συνεγενόμην Ἀθήνῃσιν. Ἦλθε γὰρ κἀκεῖσε,
ἄρτι τῶν κατὰ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ νεωτερισθέντων,
τὸν βασιλέα τοῦτο αὐτὸ παραιτησάμενος. Διττὸς δὲ
αὐτοῦ τῆς ἐπιδημίας ὁ λόγος· ὁ μὲν εὐπρεπέστερος,
καθ' ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐκεῖσε παιδευ-
200

τηρίων· ὁ δὲ ἀποῤῥητότερος, καὶ οὐ πολλοῖς γνώρι-


μος, ὥστε τοῖς ἐκεῖ θύταις καὶ ἀπατεῶσι περὶ
τῶν καθ' ἑαυτὸν συγγενέσθαι, οὔπω παῤῥησίαν ἐχού-
σης τῆς ἀσεβείας. Τότε τοίνυν οὐ φαῦλος ἐγὼ τοῦ
ἀνδρὸς εἰκαστὴς οἶδα γενόμενος, καίτοι γε οὐ τῶν εὖ
πεφυκότων περὶ ταῦτα εἷς ὤν. Ἀλλ' ἐποίει με μαν-
τικὸν ἡ τοῦ ἤθους ἀνωμαλία, καὶ τὸ περιττὸν τῆς
ἐκστάσεως· εἴπερ μάντις ἄριστος, ὅστις εἰκά-
ζειν οἶδε καλῶς.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De dogmate et constitutione episcoporum (orat. 20)


Vol. 35, p. 1069, l. 11

μὴ πρότερον ἑαυτὸν παρέστησε τῷ Θεῷ θυσίαν ζῶ-


σαν, μᾶλλον δὲ, ναὸς ἅγιος ἐγένετο Θεοῦ ζῶντος καὶ
ζῶν· πῶς ἢ αὐτὸς προχείρως ἐγχειρήσαιμι τοῖς περὶ
Θεοῦ λόγοις, ἢ ἀποδέξωμαι τὸν ἐγχειροῦντα
θρασέως; Οὐκ ἐπαινετὸς ὁ πόθος· φοβερὸν τὸ ἐγχεί-
ρημα. Καὶ διὰ τοῦτο καθαρτέον ἑαυτὸν πρῶτον, εἶτα
τῷ καθαρῷ προσομιλητέον· εἰ μὴ μέλλοιμεν τὸ τοῦ
Μανωὲ πείσεσθαι, καὶ λέξειν ἐν φαντασίᾳ Θεοῦ
γενόμενοι· Ἀπολώλαμεν, ὦ γύναι, Θεὸν ἑωρά-
καμεν, ἢ, ὡς Πέτρος, ἀποπέμψασθαι τοῦ πλοίου
τὸν Ἰησοῦν, ὡς οὐκ ἄξιοι τοιαύτης ἐπιδημίας· ἢ, ὡς
ὁ ἑκατόνταρχος ἐκεῖνος, τὴν μὲν θεραπείαν ἀπαιτή-
σειν, τὸν θεραπευτὴν δὲ οὐκ εἰσδέξασθαι. Λεγέ-
τω τις καὶ ἡμῶν, ἕως ἐστὶν ἑκατόνταρχος, καὶ πλειό-
νων ἐν κακίᾳ κρατῶν, καὶ ἔτι στρατευόμενος Καίσα-
ρι τῷ κοσμοκράτορι τῶν κάτω συρομένων· Οὐκ εἰμὶ
ἱκανὸς, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς. Ὅταν
δὲ Ἰησοῦν θεάσωμαι, καίτοι μικρὸς ὢν τὴν πνευμα-
τικὴν ἡλικίαν, ὡς ὁ Ζακχαῖος ἐκεῖνος, καὶ ὑπὲρ τὴν
συκομορέαν ἀρθῶ, νεκρώσας τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς,
καὶ μαράνας τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως·

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In laudem Athanasii (orat. 21)


Vol. 35, p. 1117, l. 4

ματι. Ἐκεῖσε γὰρ εἶμι, καὶ οὐδὲ ἀπαχθῆναι τὸν λόγον


τῆς τελετῆς ἐκείνης ῥᾴδιον. Πῶλος μὲν ἦγεν αὐτὸν
(καὶ μή μοι τῆς ἀπονοίας μέμψησθε), ὡς μι-
κροῦ τὸν ἐμὸν Ἰησοῦν ὁ πῶλος ἐκεῖνος (εἴτ' οὖν ὁ
ἐξ ἐθνῶν λαὸς, ὃν εὖ ποιῶν ἐπιβαίνει, τῶν τῆς
ἀγνοίας δεσμῶν λυόμενον, εἴτε τι ἄλλο βούλεται πα-
ραδηλοῦν ὁ λόγος)· κλάδοι δὲ αὐτὸν ὑποδέχονται,  
καὶ στρώσεις ἱματίων πολυανθῶν καὶ ποικίλων προῤ-
ῥιπτουμένων τε καὶ ὑποῤῥιπτουμένων· ἐνταῦθα μό-
νον ἀτιμασθέντος τοῦ ὑψηλοῦ καὶ πολυτελοῦς, καὶ τὸ
201

ἴσον μὴ ἔχοντος. Εἰκὼν καὶ αὕτη τῆς ἐπιδημίας Χρι-


στοῦ, καὶ οἱ προβοῶντες, καὶ οἱ προχορεύοντες·
πλὴν ὅσον οὐ παίδων ὅμιλος μόνον τὸ εὐφημοῦν ἦν,
ἀλλὰ καὶ πᾶσα γλῶσσα σύμφωνος καὶ ἀντίθετος,
νικᾷν ἀλλήλους ἐπειγομένων. Ἐῶ γὰρ λέγειν κρό-
τους πανδήμους, καὶ μύρων ἐκχύσεις, καὶ παννυχί-
δας, καὶ πᾶσαν φωτὶ καταστραπτομένην τὴν πόλιν,
καὶ δημοσίας ἑστιάσεις καὶ οἰκιδίας, καὶ ὅσοις
αἱ πόλεις τὸ φαιδρὸν ἐπισημαίνουσιν· ἃ τότε μεθ'
ὑπερβολῆς ἐκείνῳ, καὶ παρὰ τὸ εἰκὸς ἐχαρίζοντο.

Ιάμβλιχος. De vita Pythagorica Ch. Index, sec. 5, l. 1

 Περὶ Πυθαγόρου καὶ τοῦ γένους αὐτοῦ καὶ τῆς πατρίδος


καὶ τῆς ἀνατροφῆς καὶ παιδείας καὶ τῶν ἀποδημιῶν καὶ τῆς
εἰς οἶκον ἐπανόδου καὶ τῆς ἐντεῦθεν εἰς Ἰταλίαν ἐξόδου
καὶ ὅλως περὶ παντὸς τοῦ κατ' αὐτὸν βίου.
 Τίς ὁ εἰς τὴν Φοινίκην αὐτοῦ ἔκπλους, καὶ τίς ἡ ἐκεῖ
διατριβή, καὶ τίς ἡ ἐντεῦθεν εἰς τὴν Αἴγυπτον ἀποδημία
καὶ πῶς γενομένη.
 Τίς ἡ ἐν Αἰγύπτῳ αὐτοῦ διατριβή, καὶ πῶς ἐντεῦθεν
ἀπεδήμησεν εἰς Βαβυλῶνα, καὶ πῶς ἐκεῖ τοῖς μάγοις συν-
εγένετο,καὶ πῶς ἐπανῆλθεν αὖθις εἰς τὴν Σάμον.
 Τίς ἡ ἐν τῇ Σάμῳ αὐτοῦ κατὰ τὴν ἐπιδημίαν ἐγένετο
διατριβή, καὶ πῶς τὸν ὁμώνυμον αὐτῷ θαυμαστῇ τέχνῃ
ἐπαίδευσεν, ἀποδημίαι τε αὐτοῦ εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ
τρόποι ἀσκήσεως ἐν τῇ Σάμῳ.
 Αἰτίαι δι' ἃς ἀπεδήμησεν εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ περὶ τῆς
ἀποδημίας αὐτοῦ ταύτης, καθολικός τε διορισμὸς περὶ Πυθα-
γόρου ὁποῖός τις ἦν καὶ περὶ τῆς κατ' αὐτὸν φιλοσοφίας.
 Κοινοί τινες ὡσπερεὶ τύποι τῶν ἐν Ἰταλίᾳ αὐτοῦ πράξεων
καὶ τῶν εἰς ἀνθρώπους ἐμφερομένων εἰς τὸ κοινὸν λόγων
ὁποῖοί τινες ἦσαν.

Ιάμβλιχος. De vita Pythagorica Ch. Index, sec. 10, l. 2

 Κοινοί τινες ὡσπερεὶ τύποι τῶν ἐν Ἰταλίᾳ αὐτοῦ πράξεων


καὶ τῶν εἰς ἀνθρώπους ἐμφερομένων εἰς τὸ κοινὸν λόγων
ὁποῖοί τινες ἦσαν.
 Πότε καὶ πῶς εἰς Κρότωνα ἐπεδήμησε, τίνα τε ἔπραξεν
ἐν τῇ πρώτῃ ἐπιφοιτήσει, καὶ τίνας λόγους εἶπεν εἰς τοὺς
νεανίσκους.  
 Τίνας λόγους διελέχθη ἐν τοῖς χιλίοις τοῖς προεστηκόσι
τῆς ὅλης πολιτείας περὶ τῶν ἀρίστων λόγων τε καὶ ἐπι-
τηδευμάτων.
 Τίνα τοῖς παισὶ Κροτωνιατῶν συνεβούλευσεν ἐν τῷ Πυ-
θαίῳ κατὰ τὴν πρώτην ἐπιδημίαν.
 Τίνα ταῖς Κροτωνιατῶν γυναιξὶν ἐν τῷ Ἡραίῳ διελέχθη
202

κατὰ τὴν πρώτην ἐπιδημίαν.


 Τίς ἡ περὶ φιλοσοφίας αὐτοῦ διάλεξις, καὶ ὅτι πρῶτος
ἑαυτὸν φιλόσοφον ἐπωνόμασε καὶ διὰ τίνα αἰτίαν.
 Ὅτι καὶ εἰς τὰ θηρία διατείνουσαν καὶ τὰ ἄλογα ζῷα
τὴν διὰ λόγου παιδευτικὴν δύναμιν εἶχε Πυθαγόρας, καὶ
τούτων τεκμήρια πλείονα.

Πορφύριος. Vita Plotini Section 5, l. 63

  κβʹ Περὶ τῶν τοῦ ὄντος γενῶν δεύτερον·


   οὗ ἡ ἀρχή· ἐπειδὴ περὶ τῶν λεγομένων.  
  κγʹ Περὶ τῶν τοῦ ὄντος γενῶν τρίτον·
   οὗ ἡ ἀρχή· περὶ μὲν τῆς οὐσίας ὅπῃ δοκεῖ.
  κδʹ Περὶ αἰῶνος καὶ χρόνου·
   οὗ ἡ ἀρχή· τὸν αἰῶνα καὶ τὸν χρόνον.
 Ταῦτα τὰ εἴκοσι καὶ τέτταρα ὄντα ὅσα ἐν τῷ ἑξαέτει
χρόνῳ τῆς παρουσίας ἐμοῦ Πορφυρίου ἔγραψεν, ἐκ προς-
καίρων προβλημάτων τὰς ὑποθέσεις λαβόντα, ὡς ἐκ τῶν
κεφαλαίων ἑκάστου τῶν βιβλίων ἐδηλώσαμεν, μετὰ τῶν
πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἡμῶν εἴκοσι καὶ ἑνὸς τὰ πάντα γίνεται
τεσσαρακονταπέντε.
 Ἐν δὲ τῇ Σικελίᾳ διατρίβοντός μου – ἐκεῖ γὰρ
ἀνεχώρησα περὶ τὸ πεντεκαιδέκατον ἔτος τῆς βασιλείας
Γαλιήνου – , ὁ Πλωτῖνος γράψας πέντε βιβλία ἀποστέλλει
μοι ταῦτα·

Πορφύριος. Vita Plotini Section 20, l. 23

κωτάτου. Ἐπιγράφεται δὲ τὸ βιβλίον «Λογγίνου πρὸς Πλω-


τῖνον καὶ Γεντιλιανὸν Ἀμέλιον περὶ τέλους.» Ἔχει δὲ
τοιόνδε προοίμιον·
 »Πολλῶν καθ' ἡμᾶς, ὦ Μάρκελλε, γεγενημένων φιλο-  
σόφων οὐχ ἥκιστα παρὰ τοὺς πρώτους τῆς ἡλικίας ἡμῶν
χρόνους· ὁ μὲν γὰρ νῦν καιρὸς οὐδ' εἰπεῖν ἔστιν ὅσην
σπάνιν ἔσχηκε τοῦ πράγματος· ἔτι δὲ μειρακίων ὄντων
ἡμῶν οὐκ ὀλίγοι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ λόγων προέστησαν, οὓς
ἅπαντας μὲν ὑπῆρξεν ἰδεῖν ἡμῖν διὰ τὴν ἐκ παίδων ἐπὶ
πολλοὺς τόπους ἅμα τοῖς γονεῦσιν ἐπιδημίαν, συγγενέσθαι
δὲ αὐτῶν τοῖς ἐπιβιώσασι κατὰ ταὐτὸ συχνοῖς ἔθνεσι καὶ
πόλεσιν ἐπιμίξαντας· οἱ μὲν καὶ διὰ γραφῆς ἐπεχείρησαν
τὰ δοκοῦντα σφίσι πραγματεύεσθαι καταλιπόντες τοῖς
ἐπιγιγνομένοις τῆς παρ' αὐτῶν ὠφελείας μετασχεῖν, οἱ δ'
ἀποχρῆναι σφίσιν ἡγήσαντο τοὺς συνόντας προβιβάζειν εἰς
τὴν τῶν ἀρεσκόντων ἑαυτοῖς κατάληψιν. Ὧν τοῦ μὲν
προτέρου γεγόνασι τρόπου Πλατωνικοὶ μὲν Εὐκλείδης καὶ
Δημόκριτος καὶ Προκλῖνος ὁ περὶ τὴν Τρῳάδα διατρίψας
203

οἵ τε μέχρι νῦν ἐν τῇ Ῥώμῃ δημοσιεύοντες Πλωτῖνος καὶ


Γεντιλιανὸς Ἀμέλιος ὁ τούτου γνώριμος, Στωικῶν δὲ

Πορφύριος. Contra Christianos (Frag.) Frag. 80, l. 4

ἀλλὰ περὶ τῶν ἀσωμάτων φησίν· Εἴπερ εἰσὶν οἱ λεγόμενοι θεοὶ πολλοὶ καὶ
κύριοι πολλοί, εἴτε ἐπὶ γῆς, εἴτε ἐν οὐρανῷ, ἀλλ' ἡμῖν εἷς θεὸς καὶ πατὴρ
ἐξ οὗ τὰ πάντα. διὸ πάνυ σφάλλεσθε νομίζοντες χαλεπαίνειν τὸν θεόν, εἴ τις καὶ
ἄλλος κληθείη θεὸς καὶ τῆς αὐτοῦ προσηγορίας τυγχάνοι, ὁπότε καὶ ἄρχοντες
ὑπηκόοις καὶ δούλοις δεσπόται τῆς ὁμωνυμίας οὐ φθονοῦσιν· οὐ θεμιτὸν γοῦν
μικροψυχότερον ἀνθρώπων τὸν θεὸν εἶναι νομίζειν. καὶ περὶ μὲν τοῦ εἶναι θεοὺς
καὶ δεῖν τιμᾶσθαι τούτους ἅλις.
 Euseb., Praep. ev. V, 1, 9f.: Αὐτὸς ὁ καθ' ἡμᾶς τῶν δαιμόνων προήγορος
ἐν τῇ καθ' ἡμῶν συσκευῇ τοῦτόν που λέγων μαρτυρεῖ τὸν τρόπον·
 »Νυνὶ δὲ θαυμάζουσιν εἰ τοσούτων ἐτῶν κατείληφε τὴν πόλιν ἡ νόσος,
Ἀσκληπιοῦ μὲν ἐπιδημίας καὶ τῶν ἄλλων θεῶν μηκέτ' οὔσης· Ἰησοῦ γὰρ τιμω-
μένου οὐδεμιᾶς τις θεῶν δημοσίας ὠφελείας ᾔσθετο.»  
Methodius, 1891, S. 347, Z. 20ff.:
Οἴονταί τινες καὶ τὸν θεόν, πρὸς τὸ τῆς οἰκείας διαθέσεως
μέτρον ἰσάζοντες αὐτόν, τὰ αὐτὰ τοῖς φαύλοις ἢ ἐπαινετέα ἢ ψεκτέα ἡγεῖσθαι,
ὥσπερ κανόνι καὶ μέτρῳ χρώμενον ταῖς δόξαις τῶν ἀνθρώπων, οὐ συννοήσαντες
διὰ τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς ἄγνοιαν, ὅτι πᾶσα δήπουθεν ἡ κτίσις ἐνδεής ἐστι τοῦ
κάλλους τοῦ θεοῦ.
Πορφύριος. Contra Christianos (Frag.) Frag. 87, l. 3

τιμωρίᾳ; καὶ τί τὸ χρήσιμον τοῦ σταυροῦ;


 Πῶς ὁ τοῦ θεοῦ υἱός, ὁ Χριστός, ἐν βραχεῖ τε καὶ περιωρισμένῳ χρόνῳ
διαστολαῖς σώματι ἐκεχώρητο; καὶ πῶς, ἀπαθὴς ὤν, ἐγένετο ὑπὸ πάθους;
 Theophylakt., Enarr. in Joh. (Migne, T. 123, Col. 1141): ὥστε διαπέπτωκε
τοῦ Ἕλληνος Πορφυρίου τὸ σόφισμα· ἐκεῖνος γὰρ ἀνατρέπειν πειρώμενος τὸ εὐ-
αγγέλιον, τοιαύταις ἐχρῆτο διαιρέσεσιν· Εἰ γὰρ λόγος, φησίν, ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ, ἤτοι  
προφορικός ἐστιν ἢ ἐνδιάθετος· ἀλλὰ μὴν οὔτε τοῦτο, οὔτε ἐκεῖνο· οὐκ ἄρα οὐδὲ
λόγος ἐστίν.
 Makar. IV, 10: Ἄλλο δὲ τούτου πρᾶγμα πολὺ λογιώτερον – κατ' ἀντίφρασιν
λέγω – θέμις διασκοπῆσαι· Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ, ἀλλ'
οἱ κακῶς ἔχοντες. περὶ δὲ τῆς οἰκείας ἐπιδημίας ὁ Χριστὸς ταῦτ' ἐρραψώδει τοῖς
ὄχλοις. εἰ γοῦν διὰ τοὺς κάμνοντας, ὡς αὐτὸς λέγει, ταῖς ἁμαρτίαις ἐπέστη, ἆρ'
οὐκ ἔκαμνον οἱ πατέρες ἡμῶν οὐδ' ἐνοσηλεύοντο ταῖς ἁμαρτίαις οἱ πρόγονοι; εἴ
γε χρείαν οὐκ ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ καὶ οὐκ ἦλθε καλέσαι δι-
καίους ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν, καὶ τὸν Παῦλον δὲ λέγειν οὕτως·
Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός
εἰμι ἐγώ – εἰ γοῦν ταῦθ' οὕτως ἔχει καὶ ὁ πεπλανημένος μὲν καλεῖται, ὁ δὲ
νοσῶν θεραπεύεται, καὶ καλεῖται μὲν ὁ ἄδικος, ὁ δὲ δίκαιος οὐ καλεῖται, ὁ μήτε
κληθεὶς μήτε τῆς τῶν Χριστιανῶν δεόμενος θεραπείας εἴη ἂν ἀπλανής τε καὶ δί-
καιος· ὁ γὰρ μὴ χρῄζων ἰατρείας τὸν παρὰ τοῖς Πιστοῖς λόγον ἀποστραφεὶς τυγχάνει,

Αθανάσιος θεολόγος. ., De incarnatione verbi Ch. 27, sec. 2, l. 2


204

θάνατον ἐξαφανισθῆναι ἐν αὐτῷ τῇ δυνάμει τοῦ Σωτῆρος.


 Τοῦ μὲν γὰρ καταλελύσθαι τὸν θάνατον, καὶ
νίκην κατ' αὐτοῦ γεγενῆσθαι τὸν σταυρόν, καὶ μηκέτι
λοιπὸν ἰσχύειν, ἀλλ' εἶναι νεκρὸν αὐτὸν ἀληθῶς, γνώρισμα
οὐκ ὀλίγον καὶ πίστις ἐναργής, τὸ παρὰ πάντων τῶν τοῦ
Χριστοῦ μαθητῶν αὐτὸν καταφρονεῖσθαι, καὶ πάντας
ἐπιβαίνειν κατ' αὐτοῦ, καὶ μηκέτι φοβεῖσθαι τοῦτον, ἀλλὰ
τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ καὶ τῇ εἰς Χριστὸν πίστει καταπα-
τεῖν αὐτὸν ὡς νεκρόν.
         Πάλαι μὲν γὰρ πρὶν τὴν θείαν
ἐπιδημίαν γενέσθαι τοῦ Σωτῆρος, πάντες τοὺς ἀποθνῄσκοντας
ὡς φθειρομένους ἐθρήνουν· ἄρτι δὲ τοῦ Σωτῆρος ἀναστήσαντος
τὸ σῶμα, οὐκέτι μὲν ὁ θάνατός ἐστι φοβερός, πάντες δὲ οἱ
τῷ Χριστῷ πιστεύοντες ὡς οὐδὲν αὐτὸν ὄντα πατοῦσι,
καὶ μᾶλλον ἀποθνῄσκειν αἱροῦνται ἢ ἀρνήσασθαι τὴν εἰς
Χριστὸν πίστιν. Ἴσασι γὰρ ὄντως ὅτι ἀποθνῄσκοντες οὐκ
ἀπόλλυνται, ἀλλὰ ζῶσι, καὶ ἄφθαρτοι διὰ τῆς ἀναστάσεως
γίνονται.
         Ἐκεῖνος δὲ ὁ πάλαι τῷ θανάτῳ πονηρῶς  
ἐναλλόμενος διάβολος, λυθεισῶν αὐτοῦ τῶν ὠδίνων, ἔμεινε
μόνος ἀληθῶς νεκρός· καὶ τούτου τεκμήριον, ὅτι πρὶν

Αθανάσιος θεολόγος. ., De incarnatione verbi Ch. 29, sec. 2, l. 3

νίκην· πολλοὶ γὰρ πρότερον ἀπιστοῦντες καὶ χλευάζοντες,


ὕστερον πιστεύσαντες, οὕτως κατεφρόνησαν τοῦ θανάτου,
ὡς καὶ μάρτυρας αὐτοὺς γενέσθαι τοῦ Χριστοῦ.
 Εἰ δὲ τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ καὶ τῇ πίστει τῇ
εἰς Χριστὸν καταπατεῖται ὁ θάνατος, δῆλον ἂν εἴη παρὰ
ἀληθείᾳ δικαζούσῃ, μὴ ἄλλον εἶναι ἀλλ' ἢ αὐτὸν τὸν Χριστόν,
τὸν κατὰ τοῦ θανάτου τρόπαια καὶ νίκας ἐπιδειξάμενον,
κἀκεῖνον ἐξασθενῆσαι ποιήσαντα.
         Καὶ εἰ πρότερον μὲν
ἴσχυεν ὁ θάνατος, καὶ διὰ τοῦτο φοβερὸς ἦν, ἄρτι δὲ
μετὰ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸν τοῦ σώματος αὐτοῦ
θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασιν καταφρονεῖται, φανερὸν ἂν
εἴη παρ' αὐτοῦ τοῦ ἐπὶ τὸν σταυρὸν ἀναβάντος Χριστοῦ
κατηργῆσθαι καὶ νενικῆσθαι τὸν θάνατον.
         Ὡς γὰρ ἐὰν
μετὰ νύκτα γένηται ἥλιος, καὶ πᾶς ὁ περίγειος τόπος
καταλάμπηται ὑπ' αὐτοῦ, πάντως οὐκ ἔστιν ἀμφίβολον,
ὅτι ὁ τὸ φῶς ἐφαπλώσας ἥλιος πανταχοῦ, αὐτός ἐστιν ὁ
καὶ τὸ σκότος ἀπελάσας καὶ τὰ πάντα φωτίσας· οὕτως
τοῦ θανάτου καταφρονηθέντος καὶ καταπατηθέντος ἀφ'
οὗ γέγονεν ἡ τοῦ Σωτῆρος ἐν σώματι σωτήριος ἐπιφάνεια καὶ  

Αθανάσιος θεολόγος. ., De incarnatione verbi Ch. 35, sec. 6, l. 1


205

ξύλον εἰς τὸν ἄρτον αὐτοῦ, καὶ ἐκτρίψωμεν αὐτὸν ἀπὸ γῆς
ζώντων.»
         Καὶ πάλιν· «Ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ
πόδας μου· ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, διεμερίσαντο
τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου
ἔβαλον κλῆρον.»
         Θάνατος δὲ μετέωρος, καὶ ἐν ξύλῳ
γινόμενος, οὐκ ἄλλος ἂν εἴη, εἰ μὴ ὁ σταυρός· καὶ ἐν οὐδενὶ
πάλιν θανάτῳ διορύσσονται χεῖρες καὶ πόδες, εἰ μὴ ἐν μόνῳ
τῷ σταυρῷ.
         Ἐπειδὴ δὲ τῇ τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίᾳ καὶ  
πάντα τὰ ἔθνη πανταχόθεν ἐπιγινώσκειν τὸν Θεὸν ἤρξαντο,
οὐδὲ τοῦτο ἀπαρασήμαντον κατέλειψαν· ἀλλ' ἔστι καὶ
περὶ τούτων μνήμη ἐν τοῖς ἁγίοις γράμμασιν. «Ἔσται
γάρ, φησίν, ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν
ἐθνῶν, ἐπ' αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι.»
 Ταῦτα μὲν ὀλίγα πρὸς ἀπόδειξιν τῶν γενομένων.
Πᾶσα δὲ γραφὴ πεπλήρωται διελέγχουσα τὴν Ἰουδαίων
ἀπιστίαν. Τίς γὰρ πώποτε τῶν ἐν ταῖς θείαις γραφαῖς
ἱστορηθέντων δικαίων, καὶ ἁγίων προφητῶν, καὶ πατριαρχῶν,
ἐκ παρθένου μόνης ἔσχε τὴν τοῦ σώματος γένεσιν; ἢ τίς

Αθανάσιος θεολόγος. ., De incarnatione verbi Ch. 39, sec. 2, l. 4

εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.»


 Ἀλλ' ἴσως καὶ αὐτοὶ μὴ δυνάμενοι πρὸς τὰ
φανερὰ διαμάχεσθαι, οὐκ ἀρνήσονται μὲν τὰ γεγραμμένα,
προσδοκᾶν δὲ ταῦτα καὶ μηδέπω παραγεγενῆσθαι τὸν
Θεὸν Λόγον διαβεβαιώσονται. Τοῦτο γὰρ ἄνω καὶ  
κάτω θρυλλοῦντες, οὐκ ἐρυθριῶσιν ἀναιδευόμενοι πρὸς τὰ
φαινόμενα.
         Ἀλλὰ περὶ τούτου καὶ πρὸ πάντων μᾶλλον
ἐλεγχθήσονται, οὐ παρ' ἡμῶν, ἀλλὰ παρὰ τοῦ σοφωτάτου
Δανιὴλ σημαίνοντος καὶ τὸν παρόντα καιρόν, καὶ τὴν θείαν
τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν, λέγοντος· «Ἑβδομήκοντα
ἑβδομάδες συνετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου, καὶ ἐπὶ
τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν, τοῦ συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν, καὶ
τοῦ σφραγισθῆναι ἁμαρτίας, καὶ ἀπαλεῖψαι τὰς ἀδικίας,
καὶ τοῦ ἐξιλάσασθαι τὰς ἀδικίας, καὶ τοῦ ἀγαγεῖν δικαιο-
σύνην αἰώνιον, καὶ τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν καὶ προφήτην,
καὶ τοῦ χρίσαι ἅγιον ἁγίων· καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις ἀπὸ
ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι, καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι
Ἰερουσαλήμ, ἕως Χριστοῦ ἡγουμένου.»

Αθανάσιος θεολόγος. ., Apologia contra Arianos sive Apologia secunda


Ch. 46, sec. 3, l. 1
206

δυνηθῶσι καὶ τὴν εὐσεβῆ διαφθείρωσι πίστιν.


 Εἰσὶ δὲ τούτων μετὰ τοὺς περὶ Εὐσέβιον νῦν ἔξαρχοι Θεόδωρος ὁ ἀπὸ Ἡρακλείας,
Νάρκισσος ὁ ἀπὸ Νερωνιάδος τῆς Κιλικίας, Στέφανος ὁ ἀπὸ Ἀντιοχείας, Γεώργιος ὁ
ἀπὸ Λαοδικείας, Ἀκάκιος ὁ ἀπὸ Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, Μηνόφαντος ἀπὸ
Ἐφέσου
τῆς Ἀσίας, Οὐρσάκιος ὁ ἀπὸ Σιγγιδόνου τῆς Μυσίας, Οὐάλης ἀπὸ Μουρσῶν τῆς
Παν-
νονίας. καὶ γὰρ οὗτοι τοὺς σὺν αὐτοῖς ἐλθόντας ἀπὸ τῆς Ἑῴας οὐκ ἐπέτρεπον οὔτε
εἰς τὴν ἁγίαν σύνοδον εἰσελθεῖν οὔτε ὅλως εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ παραβάλλειν.
καὶ ἐρχόμενοι δὲ εἰς τὴν Σερδικὴν κατὰ τόπους συνόδους ἐποιοῦντο καθ' ἑαυτοὺς καὶ
συνθήκας μετὰ ἀπειλῶν, ὥστε ἐλθόντας αὐτοὺς εἰς τὴν Σερδικὴν μηδὲ ὅλως εἰς τὴν
κρίσιν
ἐλθεῖν μηδ' ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνελθεῖν τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ, ἀλλὰ μόνον ἐλθόντας καὶ
ἀφοσιώσει
τὴν ἐπιδημίαν ἑαυτῶν ἐπιδειξαμένους ταχέως φυγεῖν. ταῦτα γὰρ γνῶναι δεδυνήμεθα
παρὰ τῶν συλλειτουργῶν ἡμῶν Ἀρείου ἀπὸ Παλαιστίνης καὶ Ἀστερίου ἀπὸ Ἀρα-
βίας τῶν ἐλθόντων σὺν αὐτοῖς καὶ ἀναχωρησάντων ἀπὸ τῆς ἀπιστίας αὐτῶν. οὗτοι
γὰρ ἐλθόντες εἰς τὴν ἁγίαν σύνοδον τὴν μὲν βίαν ἣν ἔπαθον ἀπωδύραντο, οὐδὲν δὲ
παρ'
αὐτοῖς ὀρθὸν ἔλεγον πράττεσθαι, προστιθέντες καὶ τοῦτο ὡς ἄρα εἶεν ἐκεῖ πολλοὶ τῆς
ὀρθῆς ἀντιποιούμενοι δόξης καὶ κωλυόμενοι παρ' αὐτῶν ἐλθεῖν ἐνταῦθα διὰ τὸ
ἀπειλεῖν
καὶ ἐπαγγέλλεσθαι κατὰ τῶν βουλομένων ἀναχωρεῖν ἀπ' αὐτῶν. τούτου γοῦν ἕνεκα
καὶ ἐν ἑνὶ οἴκῳ πάντας μεῖναι ἐσπούδασαν μηδὲ τὸ βραχύτατον ἰδιάζειν αὐτοὺς ἐπι-
τρέψαντες.

Αθανάσιος θεολόγος. ., De synodis Arimini in Italia et Seleuciae in Isauria


Ch. 3, sec. 5, l. 1

ἀρνούμενοι· οὕτως εἰσὶ πρὸς ἀσέβειαν χριστομάχοι. ἀλλ' ἴσως αὐτοῖς ἐστι πρόφασις
τῆς ὑπατείας ἡ τῶν ἁγίων προφητῶν χρονογραφία. ἀλλὰ κἂν τοῦτο τολμήσωσιν
εἰπεῖν,
πολὺ τὴν ἀμαθίαν ἑαυτῶν ἐξαγγέλλουσιν. αἱ μὲν γὰρ τῶν ἁγίων προφητεῖαι χρόνων  
ἔχουσι μνήμην. καὶ Ἡσαίας μὲν καὶ Ὠσηὲ «ἐν ἡμέραις Ὀζίου καὶ Ἰωάθαμ καὶ Ἀχὰζ
καὶ
Ἐζεκίου» γεγόνασιν, Ἱερεμίας δὲ ἐν ἡμέραις Ἰωσίου, Ἰεζεκιὴλ δὲ καὶ Δανιὴλ ἐπὶ
Κύρου
καὶ Δαρείου καὶ ἄλλοι ἐν ἄλλοις χρόνοις ἐπροφήτευσαν οὐ τῆς θεοσεβείας ἀρχὴν
καταβαλλό-
μενοι. ἦν γὰρ καὶ πρὸ αὐτῶν καὶ ἀεὶ ἦν καὶ πρὸ καταβολῆς κόσμου ταύτην ἡμῖν ὁ
θεὸς ἐν
Χριστῷ προητοίμασεν. οὐδὲ τῆς αὐτῶν δὴ πίστεως τοὺς χρόνους ἐσήμαινον· ἦσαν
γὰρ
καὶ πρὸ τούτων τῶν χρόνων αὐτοὶ πιστοί· ἀλλὰ τῆς δι' αὐτῶν ἀπαγγελίας ἦσαν οἱ
χρόνοι. ἦν δὲ ἡ ἀπαγγελία προηγουμένη μὲν περὶ τῆς ἐπιδημίας τοῦ σωτῆρος, ἐπακο-
λούθημα δὲ περὶ τῶν ἐσομένων τῷ Ἰσραὴλ καὶ τοῖς ἔθνεσι. καὶ ἦσαν οἱ χρόνοι
σημαινό-
μενοι οὐκ ἀρχῆς πίστεως, καθὰ προεῖπον, ἀλλ' αὐτῶν τῶν προφητῶν, καθ' οὓς οὗτοι
207

γενό-
μενοι τοιαῦτα προεφήτευον. οὗτοι δὲ οἱ νῦν σοφοὶ οὐχ ἱστορίας ἐξηγούμενοι οὐδὲ τὰ
μέλλοντα προλέγοντες, ἀλλὰ γράψαντες ‘ἐξετέθη ἡ πίστις ἡ καθολικὴ’ εὐθὺς
προσέθηκαν
καὶ τὴν ὑπατείαν καὶ τὸν μῆνα καὶ τὴν ἡμέραν, ἵνα, ὥσπερ οἱ ἅγιοι τῶν ἱστοριῶν καὶ
τῆς
ἑαυτῶν διακονίας τοὺς χρόνους ἔγραφον, οὕτως οὗτοι τῆς ἑαυτῶν πίστεως τὸν
χρόνον ση-
μάνωσι. καὶ εἴθε περὶ τῆς ἑαυτῶν ἔγραφον ‘νῦν γὰρ ἤρξατο’ καὶ μὴ ὡς περὶ τῆς
καθολι-
κῆς ἐπεχείρουν· οὐ γὰρ ἔγραψαν ‘οὕτω πιστεύομεν’, ἀλλ' ὅτι ‘ἐξετέθη ἡ καθολικὴ
πίστις’.

Αθανάσιος θεολόγος. ., Sermo major (collatio cod. Laurentiani gr. 4.23) [Sp.]
Frag. 50, l. 9

θρωπότητα αὐτοῦ ἐποίησεν ἡ θεότης αὐτοῦ κύριον καὶ χριστόν.  


υἱός] Ἰησοῦς
 Τοῦ αὐτοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἐκ τῆς πρὸς Μάξιμον τὸν
 φιλόσοφον ἐπιστολῆς.
Ἃ γὰρ διὰ τοῦ σώματος ὑπέμενεν ὁ Χριστός, ταῦτα ὡς θεὸς ἐμεγάλυνε·
καὶ ἐπείνα μὲν σαρκί, θεϊκῶς δὲ τοὺς πεινῶντας ἐχόρταζε. καὶ εἰ σκανδαλί-
ζεταί τι ἐπὶ τοῖς σωματικοῖς, πιστευέτω ἐφ' οἷς ὡς θεὸς ἐργάζεται. πυνθά-
νεται γὰρ ἀνθρωπίνως ποῦ Λάζαρος κεῖται, ἐγείρει δὲ τοῦτον θεϊκῶς,
ὅθεν μὴ γελάτω τις λέγων παιδίον καὶ ἡλικίαν ὀνομάζων καὶ αὔξησιν
καὶ τὸ φαγεῖν καὶ τὸ πιεῖν καὶ τὸ παθεῖν, ἵνα μὴ τὰ ἴδια τοῦ σώματος
ἀρνούμενος ἀρνήσηται. τέλεον καὶ τὴν δι' ἡμᾶς ἐπιδημίαν αὐτοῦ. καὶ γὰρ
ὥσπερ οὐκ ἀκολουθίᾳ φύσεως ἄνθρωπος γεγένηται οὕτως ἀκόλουθον ἦν
σῶμα ἀναλαβόντα αὐτὸν δεικνύναι τὰ ἴδια τούτου, ἵνα μὴ ἡ φαντασία
τοῦ ἀθέου Μανιχαίου κρατήσῃ. ἀκόλουθον δὲ πάλιν ἦν σωματικῶς αὐτὸν
ἐλθόντα μὴ κρύψαι τὰ τῆς θεότητος, ἵνα μὴ ὁ Σαμοσατεὺς πρόφασιν εὕρῃ.
 Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τῆς ὑπὲρ Διονυσίου ἀπολογίας.
Τὰ δὲ περὶ τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπότητος εἰρημένα
ἰδίαν καὶ κατάλληλον ἔχει πρὸς ἕκαστον τῶν λεγομένων τὴν ἑρμηνείαν.
καὶ ὁ τὰ ἀνθρώπινα αὐτοῦ γράφων οἶδε καὶ τὰ περὶ τῆς θεότητος αὐτοῦ
καὶ ὁ περὶ τῆς θεότητος ἐξηγούμενος οὐκ ἀγνοεῖ τὰ ἴδια τῆς σαρκός,
ἀλλ' ἕκαστον ὡς ἐπιστήμων καὶ δόκιμος τραπεζίτης διακρίνων κατ' ὀρθὸν

Αθανάσιος θεολόγος. ., Commentarius de templo Athenarum (cod. Bodleianus Roe


5) [Sp.] Folio 150r, l. 1

αὐτοῦ,αὐτοῦ λέγεσθαι μετὰ τοῦ σώματος καὶ ταῦτα, ἅπερ ἐστὶν ἴδια
τῆς σαρκός. εἴ τε τοίνυν ἔκλαυσε καὶ ἐταράχθη, οὐκ ἦν ὁ λόγος, ᾗ λόγος
ἐστίν, ὁ κλαίων καὶ ταραττόμενος, ἀλλὰ τῆς σαρκὸς ἴδιον ἦν τοῦτο. εἰ δὲ
καὶ παρεκάλεσε παρελθεῖν τὸ ποτήριον οὐκ ἦν ἡ θεότης ἡ δειλιῶσα, ἀλλὰ
τῆς ἀνθρωπότητος ἦν ἴδιον καὶ τοῦτο τὸ πάθος καὶ τὸ λέγει «ἵνα τί με
ἐγκατέλιπες»;  
208

 Καὶ ταῦτα μὲν πρὸς τοὺς ἀφρονεστέρους τῶν Ἑλλήνων ἐπιφέρω-


μεν εἰς θεογνωσίαν ὑποδείγματα. Πρὸς δὲ τοὺς παρ' αὐτοῖς σοφοὺς ἐκ φιλοσό-
φων ἀρχαίων καὶ δυνατῶν μαρτυρίας πολλὰς περὶ θεοσεβείας τινὲς Ἑλλήνων σοφοὶ
εἶπον καὶ τὴν τοῦ Χριστοῦ οἰκονομίαν ἀμυδρῶς προεμήνυσαν. καὶ γὰρ πρὸ πολλῶν
χρόνων τῆς Χριστοῦ ἐπιδημίας σοφός τις ὀνόματι Ἀπόλλων θέοθεν, ὡς
οἶμαι, κινηθεὶς ἔκτισε τὸν ἐν Ἀθήναις ναόν, γράψας ἐν αὐτῷ βωμῷ Ἀγνώστῳ
Θεῷ. ἐν τούτῳ τοίνυν συνήχθησαν οἱ πρῶτοι τῶν Ἑλλήνων φιλόσοφοι ἐρωτήσον-
τες αὐτὸν περὶ τοῦ ναοῦ· ὧν καὶ τὰ ὀνόματά εἰσιν αὐτά· Τιτᾶν, Βίας, Σόλων,
Χίλων, Θουκυδίδης, Μένανδρος καὶ Πλάτων.
συναχθέντες δὲ οἱ σοφοὶ εἶπον τῷ Ἀπόλλωνι· προφήτευσον ἡμᾶς (sic) λέξας,
ὦ Ἄπολλον, τίνος μετὰ σὲ ὁ δόμος οὗτος ἔσται;Ἀπόλλων ἀποκρινά-
μενος τούτοις ἔφη· Ὅσα μὲν πρὸς ἀρετὴν καὶ κόσμον ὄρωρε ποιεῖν, ποιεῖτε, ἐγὼ  
δὲ ἐφετμεύω τρεῖς ἕνα μοῦνον ὑψιμέδοντα θεόν, οὗ λόγος ἄφθεγκτος, ἐν ἀδαεῖ
κόρῃ ἔγκυμος γενόμενος, ἐν ἅπαντι κόσμῳ

Αθανάσιος θεολόγος. ., Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 69, l. 35

 Τὸ δέ· ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους, κατὰ τὴν κατ-


έχουσαν εἴρηται δόξαν. Ἐνομίζετο γὰρ ἐν τῇ Σκηνῇ
κατοικεῖν, ἐπειδὴ ἐκεῖθεν καὶ οἱ χρησμοὶ τοῖς ἱερεῦσι
ἐδίδοντο. Ἢ τὸ, ἐξ ὄρους ἁγίου, ἀντὶ τοῦ, ἐξ οὐρανοῦ·
ὡς καὶ τό· Ἐν ὄρει ἁγίῳ σου· καὶ, Ἐγγίσατε ὄρε-
σιν αἰωνίοις, δύναται ὄρος ἅγιον εἶναι Θεοῦ ἐξ οὗ
εἰσακούει τῶν εὐχομένων ὁ Θεὸς ὁ μονογενὴς αὐτοῦ,
περὶ οὗ εἴρηται· Ἔσται ἐμφανὲς τὸ ὄρος τοῦ Κυ-
ρίου ἐπ' ἐσχάτῳ τῶν ἡμερῶν· δηλούσης τῆς λέξεως
ταύτης τὴν γενομένην αὐτοῦ φανέρωσιν, κατὰ τὴν
ἐπιδημίαν ἐπὶ συντελείᾳ τῶν αἰώνων· ἢ, ἐξ ὄρους
ἁγίου, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Ὄρος ἅγιον Θεοῦ ἡ ὑπερφυὴς
γνῶσις αὐτοῦ.
 Τὸ διάψαλμα, μουσικοῦ μέλους ἢ τροπῆς γενομέ-
νης ἢ διανοίας καὶ δυνάμεως λόγου ἐναλλαγῆς.
 Τὸ, ἐξηγέρθην, τοῦτο δηλοῖ, ὅτι, τῆς θείας ἀπολαύ-
σας τροπῆς, κρείττων ἐγενόμην τῶν προσπεσόντων
κακῶν.]

Αθανάσιος θεολόγος. ., Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 117, l. 56

 [Διδάσκων χεῖράς μου εἰς πόλεμον. Ἐπιτευ-


κτικὸν εἶναι κατὰ τὴν μάχην διδάσκων, καὶ τιθεὶς
τοὺς βραχίονας ὡς τόξον, ὡσανεὶ χαλκοῦς ποιῶν κατὰ
τὴν ἰσχὺν τούτους. Ἢ λέγει τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς
ἀνδρικὰς δίκην τόξου χαλκοῦ κατεσκεύασεν. Ὁ χαλκὸς
σύμβολόν ἐστι πρακτικῆς· Διέφθειρε γὰρ, φησὶ,
τὸν χαλκόν σου, φησὶν ὁ Ἰεζεκιὴλ πρὸς τὴν Ἱε-
ρουσαλήμ.]
 Καὶ ἔδωκάς μοι ὑπερασπισμὸν σωτηρίας. Ὑπερ-
ήσπισάς μου, φησὶ, διὰ τοῦ σωτηρίου σου. Τοῦτο
209

δέ ἐστιν ἡ τῆς οἰκονομίας ἐπιδημία  


 [Καὶ ἡ παιδεία σου ἀνώρθωσέ με. Παιδείαν τὴν
εὐαγγελικὴν λέγει· ἢ παιδείαν τὴν ἐκ νόμου φησὶ
παίδευσιν· οἷον διὰ πάντων με, φησὶν, εὐεργετῶν
δέδωκας καὶ νόμους, δι' ὧν ἐπαιδευόμην τὸ δέον.
Μανθάνων γὰρ ἐκεῖθεν ὡς οὐ δεῖ ἀδικεῖν, ἀπειχό-
μην τούτου. Ἀλλ' ἵνα μὴ βλάπτωμαι πάλιν ἐκ τῆς
τοιαύτης ἐπιεικείας, ἱκανὴν περιέχῃς βοήθειαν, πλα-
τυσμὸν παρεχόμενος, ἢ παιδείαν τὴν παιδευτικὴν
λέγει διδασκαλίαν, κατὰ τό· Ἐπιλάβου παιδείας·
ἢ τὴν ἐπίπονον ἀγωγὴν, κατὰ τό· Μὴ ὀλιγώρει παι

Αθανάσιος θεολόγος. ., Quaestiones in scripturam sacram [Sp.]


Vol. 28, p. 748, l. 24

ἀέρων· Ἀπὸ τῆς τηλαυγήσεως αὐτοῦ αἱ νεφέλαι


διῆλθον.» Σκοτεινὸν ὕδωρ λέγει τὴν θείαν Γραφὴν,
ἐπειδὴ ἐν γνόφῳ ἐδέξατο ὁ Μωσῆς τὸν νόμον ἐν τῷ
Σινᾶ παρὰ Θεοῦ. Ἔτι δὲ καὶ οἱ προφῆται ἀμυδρῶς
πως καὶ σκοτεινῶς καὶ λεπτῶς πως τὴν παρουσίαν
τοῦ Χριστοῦ ἔβλεπον, καὶ ἐδήλουν. Νεφέλας γὰρ τοὺς
προφήτας λέγει, ἐπειδὴ ἐκήρυξαν, καὶ ὡς ὕδωρ ἐξ-
έχεον, πνεύσαντες ὡς ἀέρες τὸν θεῖον λόγον καὶ νόμον
ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπερ ἐστὶ τὸ σκοτεινὸν ὕδωρ. Ἀπὸ δὲ
τῆς τηλαυγήσεως αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ, ἢ ὡς ἀπὸ
τῆς διὰ σαρκὸς ἐπιδημίας αὐτοῦ ἔμπροσθεν αὐτοῦ αἱ
νεφέλαι, ἤγουν οἱ προφῆται, ἔπαυσαν καὶ ὑπεχώ-
ρησαν.
 Ἐρώτ. πεʹ. Τί ἐστιν· «Ὄρος Σιὼν τοῦτο, ὃ κατε-
σκήνωσας ἐν αὐτῷ;»
 Ἀπόκ. Ἡ θεία Γραφὴ πολλαχῶς ἑρμηνεύει τὸ
ὄρος. Καὶ τοῦτο μὲν ὄρος Σιών ἐστιν ὁ τόπος Ἱερου-
σαλὴμ, ἐν ᾧ κατῴκησεν ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεὸς Ἰη-
σοῦς Χριστὸς σαρκωθεὶς ἐπὶ τῆς γῆς. Ὄρος πάλιν
δὲ κυρίως ὀνομάζει τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ὡς
ὅταν λέγει· «Τὸ ὄρος, ὃ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς κατοικεῖν

Αθανάσιος θεολόγος. ., Sermo contra Latinos [Sp.] Vol. 28, p. 825, l. 13

τὸ ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ὁ Υἱὸς κατὰ τὴν προαιώνιον


γέννησιν· οὕτω καὶ πάντων λεγόντων τὸ Πνεῦμα
πρόβλημα Πατρὸς, συνεπινοεῖται καὶ τὸ ἐκ μόνου
τοῦ Πατρὸς τὸ Πνεῦμα, κατὰ τὴν προαιώνιον πρό-
βλησιν· εἰ μόνος ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ὁ Υἱὸς, καὶ
μόνον ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον.
Κατὰ δὲ τὴν ὑστέραν πρόχυσιν, εἴτουν ἐπινέμησιν
καὶ χορηγίαν τὴν πρὸς τοὺς ἀξίους, ὥσπερ ἐκ τοῦ
Πατρὸς τὸ Πνεῦμα, οὕτω καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἐκ
210

τοῦ Υἱοῦ. Καθάπερ δὲ καὶ τὴν ὑστέραν γέννησιν τοῦ


Υἱοῦ, εἴτουν ἐπιδημίαν τὴν πρὸς ἡμᾶς, οὐκ ἐκ τοῦ
Πατρὸς μόνον δοξάζομεν, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Πνεύματος.
Καὶ πειθέτω σε ἡ τοῦ ἀρχαγγέλου φωνὴ πρὸς Ἰωσὴφ
λέγουσα τὸν ἄνδρα Μαρίας τὸ, «Μὴ φοβηθῇς παρα-
λαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ
γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου.» Εἰ δὲ βούλει
μαθεῖν, ὅτι καί τινες ἐκ τῶν ἡμετέρων μεγάλων
ἁγίων ἀπεφήναντο τὸ ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς τὸ

Αθανάσιος θεολόγος. ., Epistula ad Epictetum sec. 4, l. 28

λόγον καὶ ἠλλάχθαι τῆς ἰδίας φύσεως. ὥρα γὰρ ὑμᾶς εἰπεῖν φανερῶς
ἐκ γῆς αὐτὸν γεγενῆσθαι· ἐκ γῆς γὰρ ἡ τῶν ὀστέων καὶ ὅλου τοῦ
σώματος φύσις. τίς οὖν ἡ τοσαύτη παραφροσύνη, ἵνα καὶ πρὸς ἑαυ-
τοὺς διαμάχησθε; ὁμοούσιον μὲν γὰρ λέγοντες τὸν λόγον τῷ σώματι,
ἕτερον πρὸς ἕτερον σημαίνετε, τῷ δὲ εἰς σάρκα μεταβεβλῆσθαι αὐτοῦ
τοῦ λόγου τροπὴν φαντάζεσθε. καὶ τίς ἔτι λοιπὸν ὑμῶν ἀνέξεται ταῦτα
καὶ μόνον φθεγγομένων; πάσης γὰρ αἱρέσεως πλέον εἰς ἀσέβειαν ἐξε-
κλίνατε· εἰ γὰρ ὁμοούσιος ὁ λόγος τῷ σώματι, περιττὴ τῆς Μαρίας ἡ
μνήμη καὶ ἡ χρεία, δυναμένου τοῦ σώματος εἶναι καὶ πρὸ Μαρίας
ἀϊδίως, ὥσπερ οὖν ἐστι καὶ αὐτὸς ὁ λόγος, εἴ γε καθ' ὑμᾶς ὁμοούσιός
ἐστι τῷ σώματι. τίς δὲ καὶ ἡ χρεία τῆς ἐπιδημίας τοῦ λόγου, ἵνα ἢ
τὸ ἑαυτοῦ ὁμοούσιον ἐνδύσηται ἢ τραπεὶς ἀπὸ τῆς ἰδίας φύσεως σῶμα
γένηται; οὐ γὰρ ἑαυτῆς ἡ θεότης ἐπιλαμβάνεται, ἵνα καὶ τὸ ὁμοούσιον
ἑαυτῆς ἐνδύσηται, ἀλλ' οὐδὲ ἥμαρτεν ὁ τὰς ἄλλων ἁμαρτίας λυτρού-
μενος λόγος, ἵνα τραπεὶς εἰς σῶμα ἑαυτὸν ὑπὲρ ἑαυτοῦ θυσίαν προς-
ενέγκῃ καὶ ἑαυτὸν λυτρώσηται.

Αθανάσιος θεολόγος. ., Epistula ad Epictetum Section 8, l. 18

ἡμῶν γέγονε κατάρα· καὶ ὥσπερ οὐκ αὐτὸς κατάρα γέγονεν, ἀλλ' ὅτι
τὴν ὑπὲρ ἡμῶν ἀνεδέξατο κατάραν, εἴρηται κατάρα γεγονέναι· οὕτω  
καὶ σὰρξ ἐγένετο, οὐ τραπεὶς εἰς σάρκα, ἀλλ' ὅτι σάρκα ὑπὲρ ἡμῶν
ἀνέλαβε καὶ γέγονεν ἄνθρωπος. καὶ γὰρ τὸ εἰπεῖν, ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο,
ἶσόν ἐστι πάλιν εἰπεῖν, ὁ λόγος ἄνθρωπος γέγονε κατὰ τὸ εἰρημένον
ἐν τῷ Ἰωήλ, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα· οὐ γὰρ
ἕως τῶν ἀλόγων ἦν ἡ ἐπαγγελία, ἀλλ' εἰς ἀνθρώπους ἐστίν, ὧν ἕνεκα
καὶ ἄνθρωπος γέγονεν ὁ κύριος. τούτου δὲ τοῦ ῥητοῦ ταύτην ἔχοντος
τὴν διάνοιαν, εἰκότως καταγνώσονται ἑαυτῶν πάντες οἱ νομίσαντες
πρὸ τῆς Μαρίας εἶναι τὴν ἐξ αὐτῆς σάρκα, καὶ πρὸ ταύτης ἐσχηκέναι
ψυχὴν ἀνθρωπίνην τὸν λόγον καὶ ἐν αὐτῇ πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἀεὶ
γεγενῆσθαι. παύσονται δὲ καὶ οἱ εἰπόντες μὴ εἶναι δεκτικὴν θανάτου
τὴν σάρκα, ἀλλὰ τῆς ἀθανάτου φύσεως εἶναι ταύτην. εἰ γὰρ μὴ ἀπέ-
θανεν, πῶς ὁ Παῦλος παρεδίδου Κορινθίοις, ὃ καὶ παρέλαβεν, ὅτι
Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς· πῶς
δὲ ὅλως καὶ ἀνέστη, εἰ μὴ προαπέθανεν; ἐρυθριάσουσι δὲ μεγάλως
οἱ καὶ ὅλως ἐνθυμηθέντες δύνασθαι ἀντὶ τῆς τριάδος γίνεσθαι τε-
τράδα, εἰ λέγοιτο ἐκ Μαρίας εἶναι τὸ σῶμα· ὁμοούσιον μὲν γάρ, φασίν,
211

ἐὰν εἴπωμεν τὸ σῶμα τῷ λόγῳ, μένει ἡ τριὰς τριὰς οὐδὲν ξένον εἰς αὐτὴν  
ἐπιφερομένου τοῦ λόγου· ἐὰν δὲ ἀνθρώπινον εἴπωμεν τὸ ἐκ Μαρίας
σῶμα, ἀνάγκῃ ξένου ὄντος κατ' οὐσίαν τοῦ σώματος καὶ ὄντος ἐν αὐτῷ

Αθανάσιος θεολόγος. ., Oratio quarta contra Arianos [Sp.]


Section 22, l. 15

ἐκ τοῦ πατρός. Λέγει δέ ποτε καὶ ἡμῶν αὐτὸν λέγεσθαι πατέρα


διὰ τὸ αὐτὸν κεκοινωνηκέναι τῇ ἡμετέρᾳ σαρκί. Διὰ τοῦτο γὰρ
γέγονεν ὁ λόγος σάρξ, ἵνα, ἐπειδὴ ὁ λόγος ἐστὶν υἱός, διὰ τὸν
ἐνοικοῦντα ἐν ἡμῖν υἱὸν λέγηται καὶ ἡμῶν πατήρ. «Ἀπέστειλε
γάρ», φησιν, «τὸ πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν
κρᾶζον· ἀββᾶ, ὁ πατήρ». Οὐκοῦν ὁ ἐν ἡμῖν υἱὸς τὸν ἴδιον πατέρα
ἐπικαλούμενος καὶ ἡμῶν αὐτῶν ποιεῖ πατέρα λέγεσθαι. Ἀμέλει  
ὧν οὐκ ἔστιν εἰς τὰς καρδίας ὁ υἱός, τούτων οὐδὲ πατὴρ ὁ θεὸς
ἂν λεχθείη. Εἴπερ οὖν διὰ τὸν λόγον ὁ ἄνθρωπος λέγεται υἱός,
ἀνάγκη πᾶσα, λεγομένων καὶ πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τῶν παλαιῶν
υἱῶν εἶναι καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας τὸν λόγον υἱόν. «Υἱοὺς» γάρ,
φησιν, «ἐγέννησα», καὶ ἐπὶ Νῶε· «ἰδόντες οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ»·
καὶ ἐν τῇ Ὠιδῇ· «οὐκ αὐτὸς οὗτός σου πατήρ»; Οὐκοῦν ἦν καὶ
ὁ ἀληθῶς υἱός, δι' ὃν κἀκεῖνοι υἱοί. Εἰ δὲ κατ' ἐκείνους πάλιν
οὐδ' ὁπότερον τούτων υἱός, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀμφοῖν σύνοδον, ἀνάγκη
μηδ' ὁπότερον εἶναι υἱόν, φημὶ δὴ μήτε τὸν λόγον, μήτε τὸν
ἄνθρωπον, ἀλλά τινα αἰτίαν, δι' ἣν καὶ συνήφθησαν· καὶ οὕτως
δὲ προηγήσεται ἡ αἰτία τῆς συνάψεως, ἥτις υἱὸν ποιεῖ. Οὐκοῦν
καὶ κατὰ τοῦτο πρὸ τῆς σαρκὸς προῆν ὁ υἱός. Τούτων δὴ λεγο-
μένων εἰς ἕτερον καταφεύξονται λέγοντες μὴ τὸν ἄνθρωπον εἶναι
υἱόν, μηδὲ τὸ συναμφότερον, ἀλλὰ τὸν λόγον ἐν ἀρχῇ μὲν εἶναι

Αθανάσιος θεολόγος. ., De incarnatione contra Apollinarium libri ii [Sp.]


Vol. 26, p. 1097, l. 37

νιχαίων ἀσέβειαν· ἢ τοιαύτην ὑποτίθεσθε τῆς ἀκτί-


στου θεότητος τὴν οὐσίαν. Καὶ τί ἔτι μέμφεσθε τοῖς
ἐν ἀνθρωπίνῃ μορφῇ τῇ κατὰ σάρκα τὸν Θεὸν φαν-
ταζομένοις;
 Ἀλλὰ λέγετε, ὅτι ἄκτιστος γέγονε τῇ ἑνώ-
σει τῇ πρὸς τὸν ἄκτιστον. Ἐντεῦθεν δὲ ὑμῶν ἡ
πλάνη δειχθήσεται αὐτέλεγκτος· ἡ γὰρ τῆς σαρκὸς
ἕνωσις πρὸς τὴν τοῦ Λόγου θεότητα ἐκ μήτρας γέ-
γονεν· ἐντεῦθεν γὰρ αὐτὴν ἀνεστήσατο ὁ Λόγος, ἐξ
οὐρανῶν ἐπιδημήσας· οὐ προϋπάρξασαν τῆς τοῦ
Λόγου ἐπιδημίας, ἢ τῆς Θεοτόκου Μαρίας, μόνης
ἐκ τοῦ Ἀδὰμ καταγομένης, καὶ ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ
ἐκ τοῦ Δαβὶδ γενεαλογουμένης, σὺν τῷ Ἰωσὴφ τῷ
μεμνηστευμένῳ αὐτὴν, ὄντων ἑκατέρων εἰς σάρκα
μίαν, καθὼς γέγραπται, οὐ τῇ πρὸς ἀλλήλους συν-
αφείᾳ, ἀλλὰ τῇ ἐξ ἑνὸς ὑπάρξει· ὅτι γὰρ ἀθιγεῖς
διέμειναν, μεμαρτύρηται. Γεννᾶται οὖν ὁ Χριστὸς
212

ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, τὸν Ἰωσὴφ πατέρα κα-


λῶν, ταυτὸν τῇ Μαρίᾳ τυγχάνοντα τοῦ Δαβίδ·  
ἐν σπαργάνοις ἀνακλιθεὶς, καὶ ὑπὸ τοῦ Συμεῶνος
ἐν τῷ ἱερῷ βασταχθεὶς, καὶ περιτομὴν σαρκὸς προς

Αθανάσιος θεολόγος. ., De incarnatione contra Apollinarium libri ii [Sp.]


Vol. 26, p. 1112, l. 7

δύνασθε; τοῦ μὲν Ματθαίου γράφοντος· Βίβλος γε-


νέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβὶδ, υἱοῦ Ἀβραάμ·
τοῦ δὲ Ἰωάννου· Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λό-
γος ἦν πρὸς τὸν Θεόν· καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Λό-  
γον δὲ καὶ Θεὸν καὶ υἱὸν Δαβὶδ εἰ κατὰ διαίρε-
σιν βούλεσθε θεωρεῖν, δύο καθ' ὑμᾶς ἂν λέγοιντο·
εἰ δὲ πιστεύοιτε, διδασκόμενοι ἀπὸ τῶν θείων Γρα-
φῶν, ὅτι Θεὸς ὢν ὁ Λόγος υἱὸς ἀνθρώπου γέγονε,
γνώσεσθε, ὅτι εἷς ἐστιν ὁ Χριστὸς, καὶ Θεὸς καὶ ἄν-
θρωπος ὁ αὐτός· ἵνα τὸ διπλοῦν κήρυγμα τῆς αὐτοῦ
ἐπιδημίας εὐαπόδεικτον ἔχῃ τὴν πεισμονὴν τοῦ
τε πάθους καὶ τῆς ἀπαθείας. Ὡς ὅταν λέγει ὁ Ἀπό-
στολος· Ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ δοὺς ἑαυ-
τὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ ἡμῶν, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων
Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. Καὶ Τι-
μοθέῳ δὲ γράφων ἔλεγε· Μνημόνευε Χριστὸν Ἰη-
σοῦν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν ἐκ σπέρματος Δα-
βίδ· καὶ ὁ αὐτὸς δὲ πάλιν· Τὸν θάνατον αὐτοῦ
καταγγέλλομεν, ἄχρις οὗ ἔλθῃ.

Αθανάσιος θεολόγος. ., De incarnatione contra Apollinarium libri ii [Sp.]


Vol. 26, p. 1129, l. 3

ται ἡμᾶς ἐκ πάθους καὶ θανάτου, ὡς Θεός. Μάτην


οὖν φαντάζεσθε, τοῦ φρονοῦντος καὶ ἄγοντος τὴν
σάρκα ἐν ἑαυτοῖς δύνασθαι τὴν καινότητα κατ-
εργάζεσθαι, οἰόμενοι διὰ μιμήσεως· οὐ νοοῦντες, ὅτι
μίμησις, προαγούσης πραγματείας γίνεται μίμησις·
ἐπεὶ οὐκ ἂν λέγοιτο μίμησις. Ἐν δὲ Χριστῷ, σαρκὸς
μόνης καινότητα ὁμολογοῦντες, πλανώμενοι βλασφη-
μεῖτε. Εἰ γὰρ τοῦ ἄγοντος τὴν σάρκα δυνατὸν  
ἦν ἀνθρώποις τὴν καινότητα κατεργάσασθαι ἑαυ-
τοῖς χωρὶς Χριστοῦ, ἕπεται δὲ τῷ ἄγοντι τὸ ἀγόμενον·
τίς ἦν χρεία τῆς Χριστοῦ ἐπιδημίας;
 Μάταιοι δὲ καὶ οἱ λέγοντες, ὡς ἐπὶ ἕνα τῶν
προφητῶν ἐπιδεδημηκέναι τὸν Λόγον. Τίς γὰρ
τῶν προφητῶν, Θεὸς ὢν, ἄνθρωπος γέγονε; Διὰ τί
δὲ ὁ νόμος οὐδὲν ἐτελείωσε; διὰ τί δὲ καὶ ἐβασί-
213

λευσεν ὁ θάνατος καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας ἐν


τῷ ὁμοιώματι τῶν πρωτοπλάστων; διὰ τί δὲ καὶ
ὁ Κύριος ἔλεγεν· Ἐὰν ὑμᾶς ὁ Υἱὸς ἐλευθερώσῃ,
ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε; Οὐχὶ κατὰ τὴν καινότητα,
τὴν ἐν αὐτῷ, καὶ τὴν τελειότητα, δι' ἧς καὶ οἱ πιστεύ-
σαντες ἀνακαινιζόμεθα, κατὰ μίμησιν καὶ μετ

Αθανάσιος θεολόγος. ., De incarnatione contra Apollinarium libri ii [Sp.]


Vol. 26, p. 1133, l. 20

ἦν, ὁ Λόγος νοῆται, τὸ δὲ, ἐγένετο, ἡ σὰρξ ὁμολογῆ-


ται σὺν τῇ ψυχῇ· ἥτις λέγεται μορφὴ δούλου, νοερά
τις σύστασις νοουμένη. Διὰ τοῦτο νεκρωθεὶς ἄν-
θρωπος ἄμορφος λέγεται, καὶ λύεται ὅλος, τῆς ψυχῆς,
τῆς ἄλυτον ἐχούσης τὴν φύσιν, ἀποχωρησάσης ἀπὸ
τοῦ σώματος. Ὅθεν ὁ μὲν Παῦλος τῆς νοερᾶς φύσεως
τὴν μαρτυρίαν ποιεῖται, ὁ δὲ Ἰωάννης τῆς ὀργανικῆς
τοῦ σώματος ἐπιδείξεως, ἵνα ἑκάτεροι τὸ πᾶν τῆς
οἰκονομίας μυστήριον καταγγέλλωσι. Δῆλον γὰρ,
ὅτι ὁ προϋπάρχων Θεὸς Λόγος πρὸ τῆς ἐν σαρκὶ ἐπι-
δημίας οὐκ ἦν ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεὸς ἦν πρὸς τὸν
Θεὸν, ἀόρατος καὶ ἀπαθὴς ὤν.
 Οὔτε οὖν τὸ, Χριστὸς, ὄνομα δίχα τῆς σαρκὸς
προσάγεται· ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ τῷ ὀνόματι τὸ πάθος
καὶ ὁ θάνατος, τοῦ μὲν Παύλου γράφοντος· Εἰ
παθητὸς ὁ Χριστὸς, εἰ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως
νεκρῶν· καὶ ἀλλαχοῦ λέγοντος· Τὸ Πάσχα ἡμῶν
ἐτύθη Χριστός· καὶ ὅτι Ἄνθρωπος Ἰησοῦς Χρι-
στὸς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ ἡμῶν. Οὐχ
ὅτι οὐ Θεὸς, ἀλλ' ὅτι καὶ ἄνθρωπος ὁ Χριστός. Διὸ,
Μνημόνευε, φησὶν,

Αθανάσιος θεολόγος. ., De incarnatione contra Apollinarium libri ii [Sp.]


Vol. 26, p. 1153, l. 37

οὖν γεγράφατε, ὅτι Θεὸς ὁ διὰ σαρκὸς παθὼν καὶ


ἀναστάς; εἰ γὰρ Θεὸς ὁ διὰ σαρκὸς παθὼν καὶ
ἀναστὰς, παθητὸν ἐρεῖτε καὶ τὸν Πατέρα, καὶ τὸν
Παράκλητον, ἑνὸς ὄντος τοῦ ὀνόματος, καὶ μιᾶς
τῆς θείας φύσεως.
 Ἐκ δὲ τῆς ῥήσεως ταύτης ἔστι συνιδεῖν ὑμῶν
τὴν διάνοιαν, οἵαν ὡς μὴ φοβουμένων τὸν Θεὸν,
μήτε πειθομένων ταῖς θείαις Γραφαῖς· τοῦ μὲν Μω-
σέως περὶ Θεοῦ γράφοντος, ὅτι Ὁ Θεὸς ἡμῶν
πῦρ καταναλίσκον· περὶ δὲ τῆς ἐν σαρκὶ αὐτοῦ
ἐπιδημίας, προφήτην ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν λέγει
ἀναστησόμενον τὸν Κύριον, καὶ τὴν ζωὴν ἐπὶ ξύ-
λου κρεμαμένην ὡσανεὶ τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, εἰς
214

ζωὴν ἡμῖν γινομένου· καὶ Ἡσαΐας δὲ βοᾷ περὶ μὲν


Θεοῦ λέγων· Θεὸς ὁ μέγας, ὁ αἰώνιος, ὁ κατασκευά-
σας τὰ ἄκρα τῆς γῆς, οὐ πεινάσει οὐδὲ κοπιάσει,  
καὶ τὰ ἑξῆς· περὶ δὲ τοῦ πάθους. Ἄνθρωπος ἐν
πληγῇ ὢν, καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν. Τί δέ ἐστι
τὸ, Εἰδὼς φέρειν μαλακίαν; ὅτι ἐκ τοῦ πεπονθό-
τος τὸ παθητικὸν ἐπεδείκνυτο. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ,
Γράψον, φησὶ, γραφίδι ἀνθρώπου ἐν τῷ καινῷ

Αθανάσιος θεολόγος. ., Syntagma ad monachos (e cod. Vat. gr. 733) [Sp.]


P. 123, l. 29

κατὰ τὸ θεῖον φαμὲν εὐαγγέλιον· οὐδὲν γὰρ τούτων προσήκει χριστιανοῖς, ἀλλὰ καὶ
τῆς
ἐκκλησίας ἐκβάλλει τὸν μὴ πεφυλαγμένως πρὸς αὐτὰ ἔχοντα.
 Μὴ γυμνοῦν ἑαυτὸν ἐνώπιόν τινος, ὅτι μὴ κατὰ ἀνάγκην ἢ ἀσθένειαν ἐν λουτρῷ γε-
νόμενον. Τὸν ἀδελφὸν μὴ ῥακά, μὴ μωρὸν λέγειν. Ἑορταῖς ἐθνῶν μὴ συγκοινωνεῖν.
Γοη-
τείας [γο////τείας ms.] ἢ τὰ καλούμενα περίαπτά τε καὶ φυλακτήρια μήτε δρᾶν, μήτε
ἑτέρων ποιεῖν βουλομένων εἰς αὑτὸν ἀνέχεσθαι. Τὸ σῶμα πάσης αἰσχρότητος φυλάττειν  
καὶ ἀσελγείας, καὶ μηδὲ γυναῖκα συνείσακτον, ὥς τινες ἀγαπητὰς ἐκάλεσαν, ἔχειν. Μὴ ἔχειν
κατὰ τινὸς εἰς ψυχήν, τούτου γὰρ ἡ εὐχὴ τῷ θεῷ ἀπρόσδεκτος. Αἱρετικοῖς ἢ ἐθνικοῖς μὴ
συνεύχεσθαι, μηδὲ παραβαίνειν νηστείαν τετράδος ἢ παρασκευῆς, ἐκτὸς τῆς πεντηκοστῆς
τε καὶ τῶν ἐπιφανίων, εἰ μὴ βαρεῖά τις νόσος καταναγκάζει· λύειν δὲ τὴν νηστείαν ἐπιδη-
μίᾳ τινὸς ἀδελφοῦ, οὐ τὴν τεταγμένην ταύτην, τουτέστι τετράδα καὶ παρασκευῆς καὶ τὴν
τοῦ σωτηρίου πάθους τεσσαρακοστήν, ἀλλὰ τὴν ἐξ οἰκείου θελήματος αἱρεθεῖσαν, τὴν ἐν
δευτέρᾳ δηλονότι καὶ τρίτῃ καὶ πέμπτῃ· σαββάτου καὶ κυριακῆς μηδαμῶς νηστευτέον,
ὅτι μὴ τοῦ μεγάλου μόνου καλουμένου σαββάτου· ἡ δὲ τῆς τετράδος καὶ παρασκευῆς ὥρα
μέχρις ἐνάτης [ἐννάτης cor. 2a9 manu] παρατείνεσθαι τέτακται· ὃ δὲ πλέον αὐτὸς ποιή-
σεις καὶ ὑπερθέσεσιν ἡμερῶν δυνηθῇς χρήσασθαι, παρὰ τῇ σῇ τοῦτο προαιρέσει κείσθω.
Ἐν κυριακῇ μέντοι ἣ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς πεντηκοστῆς μήτε νηστευτέον, μήτε μὴν τὸ
γόνυ κλιτέον, οὐ γὰρ ἐπιτρέπει τοῦτο θεσμὸς ἐκκλησίας, ἀλλὰ μηδὲ ἀνάσχῃς μηδὲ πεισθῇς
ὅλως Μαρκιωνισταῖς ἢ ἑτέροις τισὶ τῶν αἱρετικῶν σαββάτου ἢ κυριακῆς νηστεῦσαι. Τῶν
συνάξεων μὴ ἀμέλει καὶ τῶν ἁγίων μυστηρίων ἄξιον σεαυτὸν παρασκεύαζε, ἵνα μὴ εἰς
κρῖμά σοι τὸ ληφθὲν ἀντὶ ἁγιασμοῦ γένηται. Πόδας ἀδελφῶν τῶν παραβεβληκότων σοι  

Ιωάννης Στοβαίος ανθολόγος. , Anthologium Book 4, ch. 9, sec. 4, l. 3

τόδ' ἐστί, τοῖς δὲ κατθανοῦσιν εὐκλεές.


 Ἀράτου Φαινομένων (130 – 32).
 Χαλκείη γενεή, προτέρων ὀλοώτεροι ἄνδρες,
οἳ πρῶτοι κακόεργον ἐχαλκεύσαντο μάχαιραν,
εἰνοδίην, πρῶτοι δὲ βοῶν ἐπάσαντ' ἀροτήρων.
 Πινδάρου Ὑπορχημάτων (fr. 110 Schr.).
 Γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροισιν· ἐμπείρων δέ τις
ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς.  
 Ὅμηρος Ἰλιάδος ιʹ (63 s.).
 Ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος,
ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος.
215

(IX 593 s.).


 Ἄνδρας μὲν κτείνουσι, πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει,
τέκνα δέ τ' ἄλλοι ἄγουσι βαθυζώνους τε γυναῖκας.
 Εὐριπίδου Αἰόλῳ (fr. 38 N.2).
 Τὰ πόλλ' ἀνάγκη διαφέρει τολμήματα.
 Θουκυδίδου ἱστορίας αʹ δημηγορίας Ἀθη-
  ναίων (c. 78, 1).
 Τοῦ πολέμου τὸ παράλογον ὅσον ἐστί, πρὶν ἐν αὐτῷ
γενέσθαι, προδιάγνωτε· μηκυνόμενος γὰρ φιλεῖ εἰς τύχας
τὰ πολλὰ περιίστασθαι.

Ιωάννης Στοβαίος ανθολόγος. , Anthologium Book 4, ch. 37, sec. 15, l. 5

καὶ ἐπὶ νέων καὶ τῶν δεξιῶν μερῶν καὶ τῶν ὑπερκειμέ-
νων τὰς περισσάς· τὰς δὲ ἀρτίους ἐπὶ τῶν ἐναντίων.
ἤδη δὲ καὶ τοὺς πρωτοπαθοῦντας τόπους εἰδέναι παραι-
νεῖ, ἐκ τῆς τούτων ἐπιγνώσεως οὐ μικρὰν συμβαλλομένης
μοῖραν εἰς σημείωσίν τε καὶ θεραπείαν.
 Ἀντύλλου Περὶ τῆς καθ' ἡμέραν διαφορᾶς τῶν
ἀέρων.
 Ἡμέραν λαμβάνομεν σὺν τῇ νυκτί· ἀναλογίαν δ' αὐ-
τὴν ἔφαμεν ἔχειν τινὰ πρὸς τὸν ἐνιαυτόν, καθάπερ Ἱππο-
κράτης ἐν τῇ δευτέρᾳ τῶν Ἐπιδημιῶν ἐπεσημήνατο. ἔστι
δὲ ὁ μὲν ὄρθρος ὑγρὸς καὶ θερμός, ἔαρι ἐοικώς. διὰ
τοῦτο οἵ τε ὕπνοι εὐκρινεῖς καὶ τὰ σώματα ἀνεῖται, καὶ
τὰ τῶν ὑγιαινόντων καὶ τὰ τῶν νοσούντων· ὥστε καὶ τοῖς
πυρέσσουσιν εὐφορώτατον εἶναι τόνδε τὸν καιρόν. ἀνα-
θυμιάσεις δὲ ἀνίασι περὶ τὸν ὄρθρον καὶ αὖραι ποταμῶν  
ἀποπνέουσιν ὑγραί, καὶ δρόσος ἐπιπίπτει, ἄνθη ἀναβαί-
νει, καὶ πάντα τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα ἄνεισιν, ἔαρι τῆς
καταστάσεως τῆς ὀρθρινῆς ἐοικυίας. τὰ δὲ μέσα τῆς
ἡμέρας θέρει παρείκασται, τὰ δὲ κατὰ τὴν δείλην φθινο-
πώρῳ, διὰ τοῦτο βαρῶν καὶ δυσαρεστημάτων οἰστικά,

Ιωάννης Στοβαίος ανθολόγος. , Anthologium Book 4, ch. 52b, sec. 54, l. 3

 Τραυσοὶ δὲ τὰ μὲν ἄλλα πάντα κατὰ ταὐτὰ τοῖσιν


ἄλλοισι Θρῃξὶν ἐπιτελέουσι, κατὰ δὲ τὸν γινόμενον σφίσι
καὶ ἀπογινόμενον ποιεῦσι τοιάδε· τὸν μὲν γινόμενον πε-
ριιζόμενοι οἱ προσήκοντες ὀλοφύρονται, ὅσα μιν δεῖ ἐπείτ'
ἐγένετο ἀναπλῆσαι κακά, ἀνηγεόμενοι τὰ ἀνθρωπήια πάν-
τα πάθεα· τὸν δ' ἀπογινόμενον παίζοντές τε καὶ ἡδό-
μενοι γῇ κρύπτουσιν, ἐπιλέγοντες ὅσων κακῶν ἐξαπαλλαχ-
θείς ἐστιν ἐν πάσῃ εὐδαιμονίῃ.
 Πλάτωνος ἐκ τοῦ Ἀξιόχου (p. 365 B).
 Ὅτι, τὸ κοινὸν δὴ τοῦτο καὶ πρὸς πάντων θρυλού-
μενον, παρεπιδημία τίς ἐστιν ὁ βίος, καὶ δεῖ τοῦτό γε
216

εἰδότας μονονουχὶ παιανίζοντας εἰς τὸ χρεὼν ἀπιέναι.


 Ἐν ταὐτῷ (p. 369 B).
 Ὅτι ὁ θάνατος οὔτε πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε
πρὸς τοὺς μετηλλαχότας. { – }Πῶς φῄς, ὦ Σώκρατες; { – }
Ὅτι πρὸς μὲν τοὺς ζῶντας οὐκ ἔστιν, οἱ δὲ ἀποθανόντες
οὐκ εἰσίν.  

Ιωάννης Στοβαίος ανθολόγος. , Anthologium Book 4, ch. 53, sec. 7, l. 3

 Μενάνδρου Ὑποβολιμαίου (fr. 481 K.).


   Τοῦτον εὐτυχέστατον λέγω,
ὅστις θεωρήσας ἀλύπως, Παρμένων,
τὰ σεμνὰ ταῦτ' ἀπῆλθεν, ὅθεν ἦλθεν, ταχύ·  
τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἄστρ' ὕδωρ νέφη
πῦρ· ταῦτα, κἂν ἑκατὸν ἔτη βιῷς, ἀεὶ
ὄψει παρόντα, κἂν ἐνιαυτοὺς σφόδρ' ὀλίγους,
σεμνότερα τούτων ἕτεραδ' οὐκ ὄψει ποτέ.
(contin. Men. fr. 481 K.)
 Πανήγυριν νόμισόν τιν' εἶναι τὸν χρόνον,
ὅν φημι τοῦτον, τὴν ἐπιδημίαν ἄνω·
ὄχλος ἀγορὰ κλέπται κυβεῖαι διατριβαί.
ἂν † πρῶτος ἀπίῃς καταλύσεις, βελτίονα
ἐφόδι' ἔχων ἀπῆλθες ἐχθρὸς οὐδενί·
ὁ προσδιατρίβων δ' ἐκοπίασεν ἀπολέσας,
κακῶς τε γηρῶν ἐνδεής που γίνεται,
ῥεμβόμενος ἐχθροὺς εὗρ', ἐπεβουλεύθη ποθέν,
οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθὼν εἰς χρόνον.  

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto Ch. 15, sec. 35, l. 4

τῆς Πατρὸς καὶ Υἱοῦ τιμῆς μεταδώσαμεν. Οἱ μὲν οὖν


ἐκείνων λόγοι τοιοῦτοι, ὁποῖοι ἂν γένοιντο ἀνθρώπων
ὠργισμένων, καὶ διὰ τὴν ἐκ τοῦ πάθους τῶν λογισμῶν
ἐπισκότησιν, μηδενὸς φειδομένων πρὸς τὴν τοῦ λελυπηκότος
ἄμυναν. Ἡμεῖς δὲ οὐδὲ τὸν περὶ τούτων κατοκνήσομεν
λόγον. Ἢ γὰρ ἀγνοοῦντας διδάξομεν, ἢ κακουργοῦσιν οὐκ
ἐπιτρέψομεν. Μικρὸν δὲ ἄνωθεν.
 Ἡ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν περὶ τὸν ἄνθρωπον
οἰκονομία ἀνάκλησίς ἐστιν ἀπὸ τῆς ἐκπτώσεως, καὶ ἐπάνοδος
εἰς οἰκείωσιν Θεοῦ ἀπὸ τῆς διὰ τὴν παρακοὴν γενομένης
ἀλλοτριώσεως. Διὰ τοῦτο ἡ μετὰ σαρκὸς ἐπιδημία Χριστοῦ·
αἱ τῶν εὐαγγελικῶν πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις· τὰ πάθη·
ὁ σταυρός· ἡ ταφή· ἡ ἀνάστασις· ὥστε τὸν σῳζόμενον
ἄνθρωπον διὰ μιμήσεως Χριστοῦ, τὴν ἀρχαίαν ἐκείνην
υἱοθεσίαν ἀπολαβεῖν. Ἀναγκαία τοίνυν ἐστὶ πρὸς τελείωσιν  
ζωῆς, ἡ Χριστοῦ μίμησις, οὐ μόνον ἐν τοῖς κατὰ τὸν βίον
ὑποδείγμασιν ἀοργησίας καὶ ταπεινοφροσύνης καὶ μακρο-
θυμίας, ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὡς Παῦλός φησιν ὁ
217

μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ· «Συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ,


εἴ πως καταντήσω εἰς τὴν ἐκ νεκρῶν ἐξανάστασιν.»
 Πῶς οὖν γινόμεθα ἐν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ;

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto Ch. 19, sec. 49, l. 14

κτίσεως αἱ ἐνέργειαι; πόσαι δ' ἀπ' αὐτοῦ περὶ τὴν κτίσιν


χάριτες; τίς δὲ ἡ πρὸς τοὺς αἰῶνας τοὺς ἐπερχομένους
δύναμις; Ἦν μὲν γὰρ καὶ προῆν, καὶ συμπαρῆν τῷ Πατρὶ
καὶ τῷ Υἱῷ πρὸ τῶν αἰώνων. Ὥστε κἄν τι νοήσῃς τῶν
αἰώνων ἐπέκεινα, τοῦτο εὑρήσεις τοῦ Πνεύματος κατωτέρω.
Ἐάν τε τὴν κτίσιν ἐνθυμηθῇς, ἐστερεώθησαν αἱ τῶν οὐρανῶν
δυνάμεις παρὰ τοῦ Πνεύματος· τῆς στερεώσεως δηλονότι
ἐπὶ τὸ δυσμετάπτωτον τῆς ἀπὸ τῶν ἀγαθῶν ἕξεως νοουμένης.
Ἡ γὰρ πρὸς Θεὸν οἰκείωσις, καὶ τὸ πρὸς κακίαν ἄτρεπτον,
καὶ τὸ ἐν μακαριότητι διαρκὲς, παρὰ τοῦ Πνεύματος ταῖς
δυνάμεσι. Χριστοῦ ἐπιδημία· καὶ τὸ Πνεῦμα προτρέχει.
Ἔνσαρκος παρουσία· καὶ τὸ Πνεῦμα ἀχώριστον. Ἐνεργή-  
ματα δυνάμεων, χαρίσματα ἰαμάτων, διὰ τοῦ Πνεύματος
τοῦ ἁγίου. Δαίμονες ἀπηλαύνοντο ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ.
Διάβολος κατηργεῖτο συμπαρόντος τοῦ Πνεύματος. Ἁμαρ-
τιῶν ἀπολύτρωσις ἐν τῇ χάριτι τοῦ Πνεύματος. «Ἀπελού-
σασθε γὰρ καὶ ἡγιάσθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ.»
 Οἰκείωσις πρὸς Θεόν, διὰ τοῦ Πνεύματος. «Ἐξαπέστειλε
γὰρ ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις
ἡμῶν, κρᾶζον· Ἀββᾶ ὁ Πατήρ.» Ἡ ἐκ νεκρῶν ἐξανάστασις,

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto Ch. 21, sec. 52, l. 47

αὐτὴν παραθήσομαι τοῦ ἀποστόλου τὴν λέξιν· «Ἄχρι γὰρ


τῆς σήμερον, τὸ αὐτὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς
παλαιᾶς διαθήκης μένει, μὴ ἀνακαλυπτόμενον ὅτι ἐν
Χριστῷ καταργεῖται. Ὅταν δὲ ἐπιστρέψῃ πρὸς Κύριον,
περιαιρεῖται τὸ κάλυμμα. Ὁ δὲ Κύριος τὸ Πνεῦμά ἐστι.»
Τί τοῦτο λέγων; Ὅτι ὁ ψιλῇ τῇ διανοίᾳ τοῦ γράμματος
προσκαθήμενος καὶ αὐτοῦ που περὶ τὰ νομικὰ παρατηρήματα
διατρίβων, οἷόν τινι παραπετάσματι τῇ Ἰουδαϊκῇ τοῦ
γράμματος ἐκδοχῇ τὴν καρδίαν ἑαυτοῦ συγκεκάλυπται· καὶ
τοῦτο πάσχει παρὰ τὸ ἀγνοεῖν ὅτι ἡ σωματικὴ τοῦ νόμου
τήρησις ἐν τῇ ἐπιδημίᾳ τοῦ Χριστοῦ καταργεῖται, τῶν
τύπων λοιπὸν μεταληφθέντων εἰς τὴν ἀλήθειαν. Ἀργοῦσι
γὰρ λύχνοι τῇ τοῦ ἡλίου παρουσίᾳ· καὶ σχολάζει ὁ νόμος,  
καὶ προφητεῖαι κατασιγάζονται, τῆς ἀληθείας ἀναφανείσης.
Ὁ μέντοι δυνηθεὶς ἐπὶ τὸ βάθος διακύψαι τῆς νομικῆς
ἐννοίας, καὶ τὴν ἐκ τοῦ γράμματος ἀσάφειαν, οἷόν τι κατα-
πέτασμα, διασχών, εἴσω γενέσθαι τῶν ἀπορρήτων, οὗτος
ἐμιμήσατο τὸν Μωϋσῆν, ἐν τῷ διαλέγεσθαι τῷ Θεῷ, περιαι-
218

ροῦντα τὸ κάλυμμα, ἐπιστρέφων καὶ αὐτὸς ἀπὸ τοῦ γράμματος


πρὸς τὸ πνεῦμα.

Βασίλειος θεολόγος. Epistulae Epistle 8, sec. 4, l. 23

τούτῳ γεγενημένην ἣν ἔζησε διὰ τὸν Πατέρα. Βουλήσει


γὰρ αὐτοῦ ἐπιδεδήμηκε τῷ βίῳ τῶν ἀνθρώπων, καὶ οὐκ
εἶπεν· «Ἐγὼ ἔζησα διὰ τὸν Πατέρα», ἀλλ' «Ἐγὼ ζῶ διὰ τὸν
Πατέρα», σαφῶς τὸν παρόντα προσημαίνων χρόνον. Δύνα-
ται δὲ καὶ ζωὴν λέγειν ἣν ζῇ ὁ Χριστὸς τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ ἔχων ἐν ἑαυτῷ. Καὶ ὅτι τοῦτό ἐστι τὸ δηλούμενον
ἐκ τοῦ ἐπιφερομένου εἰσόμεθα. Καὶ «Ὁ τρώγων με, φησί,
ζήσεται δι' ἐμέ». Τρώγομεν γὰρ αὐτοῦ τὴν σάρκα καὶ πίνο-
μεν αὐτοῦ τὸ αἷμα, κοινωνοὶ γινόμενοι διὰ τῆς ἐνανθρω-
πήσεως καὶ τῆς αἰσθητῆς ζωῆς τοῦ Λόγου καὶ τῆς Σοφίας.  
Σάρκα γὰρ καὶ αἷμα πᾶσαν αὐτοῦ τὴν μυστικὴν ἐπιδημίαν
ὠνόμασε καὶ τὴν ἐκ πρακτικῆς καὶ φυσικῆς καὶ θεολογικῆς
συνεστῶσαν διδασκαλίαν ἐδήλωσε, δι' ἧς τρέφεταί τε
ψυχὴ καὶ πρὸς τὴν τῶν ὄντων τέως θεωρίαν παρασκευά-
ζεται. Καὶ τοῦτό ἐστι τὸ ἐκ τοῦ ῥητοῦ ἴσως δηλούμενον.
 Καὶ πάλιν· «Ὁ Πατήρ μου μείζων μοῦ ἐστι». Κέχρηται
γὰρ καὶ τούτῳ τῷ ῥητῷ τὰ ἀχάριστα κτίσματα, τὰ
τοῦ πονηροῦ γεννήματα. Ἐγὼ δὲ καὶ ἐκ ταύτης τῆς
φωνῆς τὸ ὁμοούσιον εἶναι τὸν Υἱὸν τῷ Πατρὶ δηλοῦσθαι
πεπίστευκα. Τὰς γὰρ συγκρίσεις οἶδα κυρίως ἐπὶ τῶν τῆς
αὐτῆς φύσεως γινομένας.

Βασίλειος θεολόγος. Epistulae Epistle 228, sec. 1, l. 31

πολλὰ τῶν κινουμένων ἀγνοεῖν διὰ τὸ ἐν ἐσχατιᾷ τῆς


Ἀρμενίας τετάχθαι· ἡμεῖς δέ, οἱ μέσοις ἐμβεβηκότες τοῖς
πράγμασι καὶ πανταχόθεν ἐφ' ἑκάστης ἡμέρας ταῖς ἀκοαῖς
βαλλόμενοι τῶν καταστρεφομένων Ἐκκλησιῶν, ἐν πολλῷ
ἀγῶνί ἐσμεν, μήποτε ὁ κοινὸς ἐχθρὸς τῇ μακρᾷ εἰρήνῃ τοῦ
βίου ἡμῶν βασκήνας ἐπισπεῖραι δυνηθῇ τὰ ἑαυτοῦ ζιζάνια
καὶ τοῖς καθ' ὑμᾶς τόποις, καὶ γένηται καὶ τὸ τῶν Ἀρμε-
νίων μέρος κατάβρωμα τῶν ὑπεναντίων. Ἀλλὰ νῦν μὲν
ἡσυχάσατε, ὥσπερ σκεύους ἀγαθοῦ χρῆσιν κοινὴν ἔχειν
πρὸς τοὺς γείτονας ὑμῶν καταδεξάμενοι. Μικρὸν δὲ ὕστε-
ρον, ἂν δῷ ὁ Κύριος τὴν ἐπιδημίαν ἡμῶν, καὶ τελεωτέραν
παραμυθίαν τῶν γενομένων ἐκδέξεσθε, ἐὰν τοῦτο ὑμῖν ἀναγ-
καῖον καταφανῇ.

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ

 Καὶ παρ' ἑνὸς εὐλαβοῦς καὶ δευτέρου γενόμενον ἔργον


πληροφορεῖ ἡμᾶς τῇ συμβουλίᾳ τοῦ Πνεύματος πείθεσθαι
γίνεσθαι. Ὅταν γὰρ μηδὲν ᾖ ἀνθρώπινον πρὸ ὀφθαλμῶν  
219

κείμενον, μηδὲ σκοπῷ οἰκείας ἀπολαύσεως πρὸς τὰς ἐνερ-


γείας ὁρμῶσιν οἱ ὅσιοι, ἄλλ' οὐδὲν τοῦ εὐαρεστεῖν τῷ Θεῷ
προθέμενοι, δῆλον ὅτι Κύριός ἐστιν ὁ τὰς καρδίας αὐτῶν
κατευθύνων. Ὅπου δὲ ἄνδρες πνευματικοὶ τῶν βουλευμά

Βασίλειος θεολόγος. Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.] Ch. 6, sec. 184, l. 36

– Ἐνθυμήθητι πηλίκον τὸ θυσιαστήριον, ὅπως δυσπρόσιτον,


ὡς μὴ κατατολμᾷν αὐτοῦ τὸ Σεραφεὶμ τῇ χειρὶ προσάπτεσθαι,
ἀλλὰ διὰ τῆς λαβίδος λαμβάνειν τὸ πῦρ εἰς τὴν χεῖρα. Καὶ
ἔλαβεν ἄνθρακα. Λαμβάνει τὸ πῦρ εἰς τὴν χεῖρα. Ποδαπὸν
τοῦτο τὸ πῦρ, ὃ ἁμαρτίας καθαίρει; Ἢ μήποτε συγγενὲς
ἐκείνῳ, περὶ οὗ εἴρηται, ὅτι Αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύ-
ματι ἁγίῳ καὶ πυρί;  – Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθραξ πῦρ ἐστι, τῇ
παχυτέρᾳ ἤδη καὶ γεωδεστέρᾳ ὕλῃ ἐναπομεῖναν (μετὰ γὰρ
τὸ παραδραμεῖν τὸ ἀνθηρὸν τῆς φλογὸς, ἡ περὶ τὴν παχεῖαν
ὕλην τοῦ πυρὸς ὁμιλία ἄνθρακες ὀνομάζονται) τάχα οὖν
σημαίνει τὴν ἐν τῇ σαρκὶ τοῦ Κυρίου ἐπιδημίαν. Φησὶ γάρ·
Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο· καὶ ἡ σὰρξ τὸν ἐκ τῆς θεότητος
φωτισμὸν ὑποδεξαμένη, κατὰ μὲν τὸ σωματικὸν αἰσθητή,
κατὰ δὲ τὴν πρὸς Θεὸν ἕνωσιν, διαυγὴς καὶ ἐκλάμπουσα.
 Ἐκείνη δὲ ἡ σὰρξ ἦρε τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου καὶ τὰς
ἀνομίας ἡμῶν περιεκάθηρεν· ἣν δι' αἰνίγματος ἡμῖν ἡ προ-  
φητεία παρέστησε. Ναδὰβ μὲν γὰρ καὶ Ἀβιοὺδ κατεκάη-
σαν, ἀλλοτρίῳ πυρὶ χρησάμενοι· τὸ δὲ Σεραφεὶμ ἀπὸ τοῦ
ἁγίου πυρὸς τοῦ ἐν τῷ νοητῷ θυσιαστηρίῳ τῶν ἀληθινῶν
ὁλοκαρπωμάτων, τὸν ἄνθρακα ἔλαβεν, οὐχ ἑαυτῷ, ἀλλὰ τῇ
λαβίδι. Ἵνα δὲ δείξῃ, ὅτι τὸ πῦρ τὸ οὐράνιον οὐχὶ καίει,

Βασίλειος θεολόγος. Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.] Ch. 11, sec. 249, l. 9

ὑποδεεστέραις ἀναπαύσει. Πάντες μέντοι διὰ τιμῆς τὴν


ἀνάπαυσιν ἕξουσιν.
 Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, προσθήσει Κύριος
τοῦ δεῖξαι τὴν χεῖρα αὐτοῦ.
 Χεὶρ Κυρίου διαφόρως ἐδείχθη καθ' ἑκάστην γενεὰν, διὰ
τῶν δυναμένων χωρῆσαι τὴν ἐνέργειαν τῶν θαυμασίων.
Πρότερον μὲν γὰρ τὰ τεράστια ἔδειξεν ἐν Αἰγύπτῳ, εἶτα
ἐν τῇ ἐρήμῳ· εἶτα κατὰ τοὺς τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ χρό-
νους, εἶτα κατὰ τοὺς Κριτὰς, καὶ τὰ μεγάλα διακονησα-
μένους Προφήτας. Νῦν δὲ χεὶρ Κυρίου δείκνυσθαι λέγεται
κατὰ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, πᾶσαν νόσον καὶ
πᾶσαν μαλακίαν θεραπεύοντος ἐν τῷ λαῷ, καὶ ποιοῦντος
τὰ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ κεκηρυγμένα. Ταύτην γὰρ τὴν δύναμιν
220

προσέθηκεν ὁ Κύριος δεῖξαι, ἐπειδὴ τὰ προλαβόντα οὐκ ἐφάνη


αὐτάρκη πρὸς τὸ ἐναγαγεῖν εἰς τὴν θεογνωσίαν τὸν ἀπει-
θοῦντα λαόν.
 Τοῦ ζηλῶσαι τὸ καταλειφθὲν ὑπόλοιπον τοῦ λαοῦ. Διὰ
τοῦτο προσθήσει τὴν χεῖρα δεῖξαι, ἵνα εἰς ζῆλον ἀγάγῃ τὸ
ὑπόλοιπον τοῦ λαοῦ, ὅπερ λείψανον λέγει εἶναι ἀπὸ τῶν πο-
λεμίων περισωθέν. Καὶ ἀπαριθμεῖται τὸ πλῆθος τῶν πολεμη-
σάντων, Ἀσσυρίαν καὶ Αἴγυπτον, καὶ Βαβυλωνίαν, Αἰθίοπας  

Βασίλειος θεολόγος. Asceticon magnum sive Quaestiones (regulae fusius tractatae)


Vol. 31, p. 977, l. 29

ρίνθιοι, ὡς τῇ ἑαυτῶν πολυτελείᾳ καταισχύνοντες


τοὺς μὴ ἔχοντας· οὕτω, δηλονότι, καὶ ἐν τῇ κοινῇ καὶ
προφανεῖ τῶν ἐνδυμάτων χρήσει ὁ ὑπὲρ τοὺς πολλοὺς
σχηματισμὸς οἱονεὶ διὰ τῆς συγκρίσεως καταισχύνει
τὸν πένητα. Τοῦ δὲ Ἀποστόλου λέγοντος· Μὴ τὰ
ὑψηλὰ φρονοῦντες, ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς συν-
απαγόμενοι, ἐξεταζέτω ἕκαστος ἑαυτὸν, ἡ πρὸς τίνα
ὁμοίωσις ἁρμοδιωτέρα ἐστὶ Χριστιανοῖς, τοὺς ἐν τοῖς
βασιλείοις οἰκοῦντας, καὶ τὰ μαλακὰ ἠμφιεσμένους,
ἢ ἡ πρὸς τὸν ἄγγελον καὶ κήρυκα τῆς τοῦ Κυρίου
ἐπιδημίας, οὗ μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν
οὐκ ἐγήγερται. Ἰωάννην λέγω, τὸν τοῦ Ζαχαρίου, οὗ
τὸ ἔνδυμα ἦν ἐκ τριχῶν καμήλου. Καὶ οἱ πάλαι δὲ
ἅγιοι περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασι.
 Τὸν δὲ σκοπὸν τῆς χρήσεως ὑπέβαλεν ὁ Ἀπό-
στολος, διὰ μιᾶς λέξεως εἰπών· Ἔχοντες διατροφὰς
καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα,
ὡς τῆς σκέπης ἡμῶν προσδεομένων μόνης· οὐκέτι
μέντοι καὶ τῆς ποικιλίας, καὶ τοῦ ἀπ' αὐτῆς καλλω-
πισμοῦ εἰς τὴν ἀπηγορευμένην περπερίαν ἐκπιπτόν-
των· ἵνα μή τι χεῖρον λέγω. Ταῦτα γὰρ ὕστερον

Βασίλειος θεολόγος. In Psalmum 28 (homilia 2) [Sp.] Vol. 30, p. 77, l. 29

καὶ ὅσα τοιαῦτα. Οὐδὲν οὖν ταπεινὸν, οὐδὲ μικρο-


πρεπὲς, ἀλλὰ πάντα μεγαλοφυῶς μετὰ τοῦ ἐπιβάλ-
λοντος μεγέθους πρεπόντως ἀποδιδόμενα παρὰ τοῦ Ἰωάννου, περὶ τοῦ Κυρίου
λελάληται. Διὰ τοῦτο
Φωνὴ Κυρίου ἐν μεγαλοπρεπείᾳ.
 Φωνὴ Κυρίου συντρίβοντος κέδρους. Δυνα-
τὸν εἰπεῖν, ὅτι ἑτοιμάζων Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμέ-
νον, τὰς ἐπαιρομένας ἀσεβείας καὶ ὑψουμένας κατὰ
τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ συντρίβων καὶ καθαιρῶν,
ἐποίει τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν. Ὁ γὰρ πάντα βουνὸν
221

καὶ πᾶν ὄρος ταπεινῶν, οὗτος ἦν ὁ συντρίβων τὰς


κέδρους, καὶ ἐξομαλίζων τὴν ἐπιδημίαν τῷ Κυρίῳ,
διὰ τοῦ ἐνάγειν εἰς μετάνοιαν τὴν ὑψηλὴν καὶ ἐπηρ-
μένην καὶ ἀταπείνωτον καρδίαν τοῦ λαοῦ. Ὅθεν δια-
δεχόμενος αὐτοῦ τὴν ἑτοιμασίαν, συντρίβει ὁ Κύριος,
διὰ τῆς ἑαυτοῦ ἐπιδημίας, τὰς ἀντικειμένας δυνά-
μεις, κέδρους τοῦ Λιβάνου τροπικῶς ὀνομαζομένας.
Δεῖ γὰρ τὸν Κύριον βασιλεύειν, ἄχρις οὗ θῇ τοὺς ἐχ-
θροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. Καὶ ταύτας τὰς κέ-
δρους λεπτυνεῖ, ὡς τὸν μόσχον τὸν Λίβανον.
Τί οὖν ἐστιν ὁ μόσχος Λίβανος; Φασὶν, ὅτι κατὰ
πολλὴν περιεργίαν οἱ τοῖς εἰδώλοις λατρεύοντες, διὰ

Ωριγένης. , Contra Celsum Book 1, sec. 56, l. 3

τοῦ θεοῦ; Τίς δ' οὗτος, εἰ μὴ Ἰησοῦς Χριστός, οὗ «τῷ


μώλωπι» «ἰάθημεν» οἱ εἰς αὐτὸν πιστεύοντες, ἀπεκδυσα-
μένου «τὰς» ἐν ἡμῖν «ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας» καὶ «παρρη-
σίᾳ» δειγματίσαντος αὐτὰς ἐν τῷ ξύλῳ.⌋ Ἕκαστον δὲ
τῶν ἐν τῇ προφητείᾳ σαφηνίσαι καὶ μηδὲν ἀβασάνιστον  
αὐτῶν παραλιπεῖν ἄλλου καιροῦ ἐστι. Καὶ ταῦτα δ' ἐπὶ
πλεῖον εἴρηται, ὡς νομίζω, ἀναγκαίως διὰ τὴν ἐκκειμένην
τοῦ παρὰ τῷ Κέλσῳ Ἰουδαίου λέξιν.
 ⌊Ἔλαθε δὲ τὸν Κέλσον καὶ τὸν παρ' αὐτῷ Ἰουδαῖον⌋
καὶ πάντας, ὅσοι τῷ Ἰησοῦ μὴ πεπιστεύκασιν, ⌊ὅτι αἱ
προφητεῖαι δύο λέγουσιν εἶναι τὰς Χριστοῦ ἐπιδημίας, τὴν
μὲν προτέραν ἀνθρωποπαθεστέραν καὶ ταπεινοτέραν, ἵνα
σὺν ἀνθρώποις ὢν ὁ Χριστὸς διδάξῃ τὴν φέρουσαν πρὸς
θεὸν ὁδὸν καὶ μηδενὶ τῶν ἐν τῷ βίῳ τῶν ἀνθρώπων ἀπολογίας
καταλίπῃ τόπον ὡς οὐκ ἐγνωκότι περὶ τῆς ἐσομένης κρίσεως,
τὴν δ' ἑτέραν ἔνδοξον καὶ μόνον θειοτέραν, οὐδὲν ἐπιπε-
πλεγμένον τῇ θειότητι ἔχουσαν ἀνθρωποπαθές.⌋ Παραθέσθαι
δὲ καὶ τὰς προφητείας πολὺ ἂν εἴη· ἀρκεῖ δ' ἐπὶ τοῦ παρόντος
τὸ ἀπὸ τοῦ τεσσαρακοστοῦ καὶ τετάρτου ψαλμοῦ, ⌊ὃς καὶ
ἐπιγέγραπται πρὸς ἄλλοις εἶναι καὶ «ᾨδὴ ὑπὲρ τοῦ
ἀγαπητοῦ», ἔνθα καὶ θεὸς ἀνηγόρευται σαφῶς διὰ τούτων·

Ωριγένης. , Contra Celsum Book 1, sec. 66, l. 21

γεγονέναι, ὁποῖον Ὁμήρου μῦθοι εἰσάγουσι. Παίζων γοῦν


τὸ ἐπὶ τῷ σταυρῷ προχυθὲν αἷμα τοῦ Ἰησοῦ φησιν ὅτι οὐκ ἦν
    ἰχώρ, οἷός περ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν.
⌈Ἡμεῖς δ' αὐτῷ πιστεύοντες Ἰησοῦ ⌊περὶ μὲν τῆς ἐν αὐτῷ
θειότητος⌋ λέγοντι· ⌊«Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ
ἡ ζωή»⌋, καὶ εἴ τι τούτοις παραπλήσιον, ⌊περὶ δὲ τοῦ,
ὅτι ἐν ἀνθρωπίνῳ σώματι ἦν⌋, ταῦτα φάσκοντι· ⌊«Νῦν δέ
με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον, ὃς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν
λελάληκα», σύνθετόν τι χρῆμά φαμεν αὐτὸν γεγονέναι.⌋
222

Καὶ ἐχρῆν τὸν προνοούμενον τῆς ὡς ἀνθρώπου ἑαυτοῦ εἰς


τὸν βίον ἐπιδημίας μὴ ἀκαίρως ὁμόσε χωρεῖν τῷ ἕως
θανάτου κινδύνῳ. Οὕτως δὲ ἔδει αὐτὸν καὶ ὑπὸ τῶν ἀνατρε-
φόντων ἄγεσθαι, ὑπὸ θείου ἀγγέλου οἰκονομουμένων⌉·
πρότερον μὲν λέγοντος τοῦ χρηματίζοντος· «Ἰωσὴφ υἱὸς  
Δαυίδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου·
τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματος ἁγίου ἐστί»,
δεύτερον δέ· «Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν
μητέρα αὐτοῦ, καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως
ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρώδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ
ἀπολέσαι αὐτό.» Ἐν τούτοις δ' οὐδὲ πάνυ παράδοξόν μοι
φαίνεται τὸ ἀναγεγραμμένον.

Ωριγένης. , Contra Celsum Book 2, sec. 8, l. 32

τοῦτ' αὐτὸ προεῖπον οἱ προφῆται. Σαφῶς γοῦν Ἡσαΐας


λέγει· «Ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες
βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε. Ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ
λαοῦ τούτου» καὶ τὰ ἑξῆς. Καὶ λεγέτωσαν ἡμῖν, τί
ἀκούουσι καὶ τί βλέπουσι τοῖς Ἰουδαίοις προφητεύεται μὴ  
συνήσειν τὰ λεγόμενα καὶ μὴ ὃν δεῖ τρόπον ὄψεσθαι τὸ
ὁραθέν. Ἀλλὰ μὴν δῆλον ὅτι ἰδόντες τὸν Ἰησοῦν οὐκ εἶδον
ὅστις ἦν, καὶ ἀκούοντες αὐτοῦ οὐ συνῆκαν ἐκ τῶν λεγομένων
τὴν ἐν αὐτῷ θειότητα, μεταβιβάζουσαν τὴν ἐπὶ Ἰουδαίους τοῦ
θεοῦ ἐπισκοπὴν ἐπὶ τοὺς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐπ' αὐτὸν πιστεύον-
τας. Ἔστιν οὖν ἰδεῖν μετὰ τὴν Ἰησοῦ ἐπιδημίαν Ἰουδαίους
καταλελειμμένους πάντῃ καὶ μηδὲν ἔχοντας τῶν πάλαι
νομιζομένων αὐτοῖς εἶναι σεμνῶν ἀλλὰ καὶ μηδὲν σημεῖον
τοῦ εἶναί τινα θειότητα παρ' αὐτοῖς. Οὐκ ἔτι γὰρ προφῆται
οὐδὲ τεράστια, ὧν κἂν ἴχνη ἐπὶ ποσὸν παρὰ Χριστιανοῖς
εὑρίσκεται, καί τινα γὲ «μείζονα»· καὶ εἰ πιστοί ἐσμεν
λέγοντες, καὶ ἡμεῖς ἑωράκαμεν. Λέγει δ' ὁ παρὰ τῷ Κέλσῳ
Ἰουδαῖος· Διὰ τί ἠτιμάζομεν ὃν προεκηρύσσομεν; Ἢ ἵνα
πλέον τῶν ἄλλων κολασθῶμεν; Καὶ πρὸς τοῦτο δ' ἔστιν
εἰπεῖν ὅτι πλέον τῶν ἄλλων Ἰουδαῖοι διὰ τὴν εἰς Ἰησοῦν

Ωριγένης. , Contra Celsum Book 2, sec. 29, l. 2

τοῦτ' εἰ ἄρα πιθανὸν ἦν ὑπό τινος λέγεσθαι κατὰ Χριστιανῶν,


ὑπὸ τῶν ἀλλοτρίων τῶν προφητικῶν γραμμάτων πιθανὸν
τάχα ἦν· νυνὶ δὲ ὅπερ Ἰουδαῖος ἂν οὐκ εἶπε περιέθηκεν ὁ
Κέλσος τῷ τοῦ Ἰουδαίου προσώπῳ. Οὐ συγκαταθήσεται
γὰρ ὁ Ἰουδαῖος ὅτι μυρίοις ἐφαρμοσθῆναι δύναται τὰ προφη-
τικὰ πολὺ πιθανώτερον ἢ τῷ Ἰησοῦ, ἀλλὰ περὶ ἑκάστου τὴν
φαινομένην αὐτῷ διήγησιν ἀποδιδοὺς στῆναι πειράσεται
πρὸς τὴν τῶν Χριστιανῶν ἐκδοχήν, οὐ πάντως μὲν πιστικὰ
λέγων πειρώμενος δὲ τὸ τοιοῦτο ποιεῖν.
223

 Φθάσαντες δ' ἐν τοῖς ἀνωτέρω εἰρήκαμεν περὶ τοῦ


τὸν Χριστὸν προφητεύεσθαι δύο ἐπιδημίαις χρησόμενον εἰς
τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος· διόπερ οὐκέτι χρεία ἡμᾶς ἀπολο-
γήσασθαι πρὸς τὸ λεγόμενον ὡς ὑπὸ τοῦ Ἰουδαίου, ὅτι
μέγαν καὶ δυνάστην καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν
ἐθνῶν καὶ στρατοπέδων κύριόν φασιν οἱ προφῆται εἶναι
τὸν ἐπιδημήσοντα. Ἰουδαϊκῶς δ' οἶμαι εἶπε καὶ κατὰ τὴν
ἐκείνων χολὴν μετὰ τοῦ χωρὶς ἀποδείξεως κἂν πιθανῆς
λοιδορεῖν τὸν Ἰησοῦν, ὅτι οὐχὶδὲ τοιοῦτον ὄλεθρον
κατήγγειλαν. Καίτοι οὔτε Ἰουδαῖοι οὔτε Κέλσος οὔτε
ἄλλος τις μετὰ ἀποδείξεως ἔχει παραστῆσαι ὅτι ὄλεθρος
τοσούτους ἀνθρώπους ἐπιστρέφει ἀπὸ τῆς χύσεως τῶν

Ωριγένης. , Contra Celsum Book 2, sec. 30, l. 32

διὰ μιᾶς βασιλείας τοὺς πολλοὺς τῶν ἐπὶ γῆς. Ἦν δ' ἂν


ἐμπόδιον τοῦ νεμηθῆναι τὴν Ἰησοῦ διδασκαλίαν εἰς πᾶσαν
τὴν οἰκουμένην τὸ πολλὰς εἶναι βασιλείας οὐ μόνον διὰ τὰ
προειρημένα ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ ἀναγκάζεσθαι στρατεύεσθαι
καὶ ὑπὲρ τῶν πατρίδων πολεμεῖν τοὺς πανταχοῦ· ὅ τε
ἐγίνετο πρὸ τῶν Αὐγούστου χρόνων καὶ ἔτι γε ἀνωτέρω,  
ὅτε γε χρεία ἦν ὡς Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων εἶναι
πόλεμον οὕτω καὶ ἑτέρων πρὸς ἑτέρους. Πῶς οὖν οἷόν τε
ἦν τὴν εἰρηνικὴν ταύτην διδασκαλίαν καὶ μηδὲ ἐχθροὺς
ἐπιτρέπουσαν ἀμύνεσθαι κρατῆσαι, εἰ μὴ τὰ τῆς οἰκουμένης
τῇ Ἰησοῦ ἐπιδημίᾳ μετεβέβλητο πανταχοῦ ἐπὶ τὸ ἡμερώ-
τερον;
 Μετὰ ταῦτα Χριστιανοῖς ἐγκαλεῖ ὡς σοφιζομένοις ἐν
τῷ λέγειν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ εἶναι αὐτολόγον, καὶ οἴεταί γε
κρατύνειν τὸ ἔγκλημα, ἐπεὶ λόγον ἐπαγγελλόμενοι υἱὸν εἶναι
τοῦ θεοῦ ἀποδείκνυμεν οὐ λόγον καθαρὸν καὶ ἅγιον ἀλλὰ
ἄνθρωπον ἀτιμότατα ἀπαχθέντα καὶ ἀποτυμπανισθέντα.
Καὶ περὶ τούτου δ' ἐν τοῖς ἀνωτέρω ὡς ἐν ἐπιτομῇ πρὸς τὰς
Κέλσου κατηγορίας εἴρηται· ἐν οἷς ἀπεδείκνυτο ὁ «πάσης
κτίσεως» «πρωτότοκος» ἀνειληφὼς σῶμα καὶ ψυχὴν
ἀνθρωπίνην, καὶ ὅτι ὁ θεὸς ἐνετείλατο περὶ τῶν τοσούτων

Ωριγένης. , Contra Celsum Book 2, sec. 38, l. 14

ὠφελείᾳ ταῦτα ὑπέμεινεν, ἵνα καὶ ἡμεῖς κολάσεων καταφρο-


νῶμεν; Καὶ πρὸς ταῦτα δὲ φήσομεν ὅτι ἐγκαλοῦμεν Ἰου-
δαίοις, ἐντραφεῖσι νόμῳ καὶ προφήταις τοῖς Χριστὸν
προκαταγγέλλουσιν, ἐπεὶ μήτε τὰ προσαγόμενα αὐτοῖς ὑφ'
ἡμῶν εἰς ἀπόδειξιν περὶ τοῦ τοῦτον εἶναι τὸν Χριστὸν
λύουσιν, ἀπολογίανἂν ποριζόμενοι τοῦ μὴ πιστεύειν τὴν
λύσιν, μήτε ὡς μὴ λύοντες πιστεύουσι τῷ προφητευθέντι,
ἐναργῶς παραστήσαντι ἐν τοῖς μαθητεύσασιν αὐτῷ καὶ
μετὰ τὸν χρόνον τῆς ἐνσωματώσεως ἑαυτοῦ ὅτι ⌊ἐπ' ἀνθρώ-
πων ὠφελείᾳ ταῦθ' ὑπέμεινε, σκοπὸν ἔχων τῆς πρώτης
224

ἐπιδημίας οὐχὶ κρίνειν τὰ ἀνθρώπων καὶ πρὸ τοῦ διδάξαι  


καὶ μαρτύρασθαι περὶ τῶν πρακτέων καὶ μὴ τοὺς μὲν
πονηροὺς κολάζειν τοὺς δ' ἀγαθοὺς σῴζειν, ἀλλὰ σπεῖραι
παραδόξως τὸν ἑαυτοῦ λόγον⌋ καὶ μετά τινος δυνάμεως
θειοτέρας παντὶ τῷ ἀνθρώπων γένει, ὡς οἱ προφῆται καὶ
ταῦτα παρέστησαν. Ἔτι δ' ἐγκαλοῦμεν αὐτοῖς, ἐπεὶ τὴν
ὑπάρχουσαν δύναμιν ἐπιδεικνυμένῳ οὐκ ἐπίστευσαν ἀλλ'
»ἐν Βεελζεβούλ, τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων», εἰρήκασι
τοὺς δαίμονας αὐτὸν ἀποβεβληκέναι τῆς τῶν ἀνθρώπων
ψυχῆς.

Ωριγένης. , Contra Celsum Book 2, sec. 74, l. 25

τὴν νεφέλην τοῦ φωτός, ἀλλὰ καὶ ἡνίκα ἡ δεκάλογος ὅλῳ


τῷ λαῷ ἀπηγγέλλετο, ἠπιστήθη ὑπὸ τῶν ἰδόντων· οὐκ ἂν
γάρ, πιστεύοντες τῷ ἑωραμένῳ καὶ ἀκουσθέντι, μόσχον
κατεσκεύασαν⌋ οὐδ' «ἠλλάξαντο ἂν τὴν δόξαν ἑαυτῶν ἐν
ὁμοιώματι μόσχου ἐσθίοντος χόρτον» οὐδ' ἔλεγον ἂν πρὸς
ἀλλήλους περὶ τοῦ μόσχου· «Οὗτοί εἰσιν οἱ θεοί σου,
Ἰσραήλ, οἵτινες ἀνήγαγόνσε ἐκ γῆς Αἰγύπτου». Καὶ
ὅρα εἰ μὴ κατὰ τοὺς αὐτούς ἐστι τηλικούτοις τεραστίοις καὶ
τοσαύταις ἐπιφανείαις θεοῦ καὶ πρότερον ἀπιστῆσαι δι'
ὅλης τῆς ἐρήμου, ὡς ἐν τῷ νόμῳ Ἰουδαίων γέγραπται, καὶ
κατὰ τὴν Ἰησοῦ παράδοξον ἐπιδημίαν μὴ ἁλῶναι ὑπὸ τῶν
μετ' ἐξουσίας αὐτῷ εἰρημένων λόγων καὶ τῶν παραδόξως
αὐτῷ ἐν ὄψει παντὸς τοῦ λαοῦ πεπραγμένων.
 Καὶ ἱκανά γε νομίζω ταῦτα εἶναι τῷ βουλομένῳ
παραστῆσαι τὴν Ἰουδαίων πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἀπιστίαν, ὅτι
ἀκόλουθος ἦν αὕτη τοῖς ἐξ ἀρχῆς περὶ τοῦ λαοῦ ἀναγεγραμ-
μένοις. Εἴποιμι γὰρ ἂν πρὸς τὸν λέγοντα παρὰ τῷ Κέλσῳ
Ἰουδαῖον· Τίς θεὸς παρὼν εἰς ἀνθρώπους ἀπιστεῖται, καὶ
ταῦτα οἷς ἐλπίζουσιν ἐπιφαίνεται; Ἢ τί δή ποτε τοῖς πάλαι
προσδεχομένοις οὐ γνωρίζεται; Ὅτι βούλεσθε, ὦ οὗτοι,

Ωριγένης. , Commentarii in evangelium Joannis (lib. 1, 2, 4, 5, 6, 10, 13)


Book 2, ch. 34, sec. 207, l. 5

υἱοῦ τοῦ θεοῦ.  


 Ἔστι δὲ τολμήσαντα καὶ χωρὶς τούτων τοιοῦτόν τι
εἰπεῖν, ὅτι εἰσὶ Χριστοῦ μάρτυρες τῷ μαρτυρεῖν περὶ αὐτοῦ
κοσμούμενοι καὶ οὐ πάντως ἐκείνῳ τι διὰ τοῦ μαρτυρεῖν περὶ
τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ καταχαριζόμενοι, ὡς ὁμολογήσαιεν ἂν
πάντες περὶ τῶν ἰδίως ὀνομαζομένων «μαρτύρων Χριστοῦ».
Τί οὖν θαυμαστόν, εἰ ὥσπερ ἐκοσμήθησαν τῷ μάρτυρες
εἶναι Χριστοῦ πολλοὶ τῶν γνησίων Χριστοῦ μαθητῶν, οὕτως
οἱ προφῆται τὸ προκαταγγεῖλαι Χριστὸν νοήσαντες αὐτὸν
δῶρον ἀπὸ θεοῦ εἰλήφασι, διδάσκοντες οὐ μόνον τοὺς μετὰ τὴν
Χριστοῦ ἐπιδημίαν, ἃ δεῖ φρονεῖν περὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ
225

καὶ τοὺς ἐν προτέραις ἐκείνων γενεαῖς;


         Ὥσπεργὰρ
ὁ μὴ ἐγνωκὼς τὸν υἱὸν νῦν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει, οὕτω καὶ
πρότερον νοητέον· διόπερ «Ἀβραὰμ ἠγαλλιάσατο, ἵνα ἴδῃ
τὴν ἡμέραν Χριστοῦ, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη». Ἀποστερεῖν
τοίνυν βούλεται τὸν χορὸν τῶν προφητῶν χάριν τὴν μεγίστην
ὁ βουλόμενος αὐτοὺς μὴ δεῖν μαρτυρεῖν περὶ Χριστοῦ· τί γὰρ
ἂν καὶ ἡ προφητεία ἡ ἐξ ἐπιπνοίας ἁγίου πνεύματος εἶχε
τηλικοῦτον, εἰ ὑπεξῄρητο αὐτῆς τὰ περὶ τῆς κυρίου ἡμῶν
οἰκονομίας;

Ωριγένης. , De engastrimytho (= Homilia in i Reg. [i Sam.] 28.3-25)


Section 9, l. 44

στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς». τίς ἠδύ-
νατο ὁδοποιῆσαι; τίς ἠδύνατο τὴν φλογίνην ῥομφαίαν ποιῆσαι διελ-
θεῖν τινα; ὥσπερ θάλασσαν οὐκ ἦνοὐδενὸς ὁδοποιῆσαι ἢ τοῦ θεοῦ
καὶ τοῦ στύλου τοῦ πυρίνου, τοῦ στύλου τοῦ φωτὸς τοῦ ἀπὸ τοῦ θεοῦ,
ὥσπερ τὸν Ἰορδάνην οὐκ ἦν οὐδενὸς ὁδοποιῆσαι ἢ Ἰησοῦ (τοῦ ἀλη-
θινοῦ θεοῦ τύπος ἦν ἐκεῖνος ὁ Ἰησοῦς)· οὕτω διὰ τῆς φλογίνης ῥομ-
φαίας Σαμουὴλ οὐκ ἠδύνατο διελθεῖν, οὐκ Ἀβραάμ. διὰ τοῦτο καὶ
Ἀβραὰμ βλέπεται ὑπὸ τοῦ κολαζομένου, καὶ «ὑπάρχων ἐν βασάνοις
ὁ πλούσιος ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁρᾷ Ἀβραάμ», εἰ καὶ «ἀπὸ
μακρόθεν ὁρᾷ», ἄλλ' ὁρᾷ, «καὶ τὸν Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ».  
περιέμενον οὖν τὴν τοῦ κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιδημίαν καὶ πα-
τριάρχαι καὶ προφῆται καὶ πάντες, ἵν' οὗτος τὴν ὁδὸν ἀνοίξῃ. «ἐγώ
εἰμι ἡ ὁδός», «ἐγώ εἰμι ἡ θύρα». ὁδός ἐστιν ἐπὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς,
ἵνα γένηται «ἐὰν διέλθῃς διὰ πυρός, φλὸξ οὐ κατακαύσει σε». ποίου
πυρός; «ἔταξεν τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρε-
φομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς»· ὥστε διὰ τοῦτο
περιέμενον οἱ μακάριοι ἐκεῖ, οἰκονομίαν ποιοῦντες καὶ μὴ δυνάμενοι
ὅπου τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ὅπου ὁ παράδεισος ὁ τοῦ θεοῦ, ὅπου θεὸς
γεωργός, ὅπου οἱ μακάριοι καὶ ἐκλεκτοὶ καὶ ἅγιοι θεοῦ γενέσθαι.
 Οὐδὲν οὖν πρόσκομμα κατὰ τὸν τόπον ἐστίν, ἀλλὰ πάντα
θαυμασίως γέγραπται καὶ νενόηται οἷς ἂν ὁ θεὸς ἀποκαλύψῃ. πε

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 7, p. 42, l. 9

λόγῳ τοῦ ἀσπασμοῦ Μαρίας, ὃν


ὑπέβαλεν ὁ λόγος τοῦ θεοῦ ὁ Χρι-  
στός, ἤκουσεν ὁ πρόδρομος τῇ
ἐνεργείᾳ τοῦ ἁγίου πνεύματος
κινούμενος τὸν ἀσπασμὸν τῆς
Μαρίας καὶ «ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλ-
λιάσει τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ», καὶ
οἱονεὶ ἤρξατο ἔκτοτε προφήτην αὐ-
τὸν ποιεῖν ὁ Ἰησοῦς. Ἔδει δὲ τὴν
μακαρίαν ταύτην Μαρίαν μετὰ τὴν
τοῦ Γαβριὴλ πρὸς αὐτὴν ἐπιδημίαν
226

καὶ τὸν εὐαγγελισμὸν ἀναβαίνουσαν


ἀναβῆναι «ἐπὶ τὴν ὀρεινήν», ἅτε
δὲ τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηρὰν σπουδαίως
πορευθῆναι· μετὰ σπουδῆς δὲ ἐπο-
ρεύετο ἀγομένη ὑπὸ τοῦ ἁγίου πνεύ-
ματος τοῦ ἐπελθόντος αὐτῇ καὶ ὑπὸ
τῆς δυνάμεως τοῦ ὑψίστου τῆς ἐπι-
σκιασάσης αὐτῇ.  

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 9, p. 54, l. 19

τος τοῦ τῆς συλλήψεως χρόνου;


 Παρατηρήσασθαι δεῖ ἐν ὅλῃ τῇ
παλαιᾷ καὶ τῇ καινῇ γραφῇ, εἴ που
ἔστιν εὑρεῖν ἐπὶ ἁμαρτωλοῦ γενέ-
σεως εἰρημένον τό· «ἐπλήσθη ὁ χρό-
νος τοῦ τεκεῖν»· οὐκ ἂν γάρ τις
εὕροι ὡς οἶμαι, ἀλλ' ὅπου ὠνόμασται
τὸ τοιοῦτο, δίκαιός ἐστιν ὁ γεννώ-
μενος· πληροῦνται οὖν αἱ ἡμέραι τῆς
γεννήσεως τοῦ δικαίου καὶ τῆς ἐπι-
δημίας αὐτοῦ. Καὶ πληρότητα μὲν
ἡ τοῦ δικαίου, κενότητα δὲ ἡ τοῦ
φαύλου ἐπιδημία ἔχει· οὕτω καὶ νῦν  
εἴρηται, ὅτι «τῇ Ἐλισάβετ ὁ τοῦ
τεκεῖν χρόνος ἐπλήσθη», ἐπειδὴ
ἅγιον ἔτικτεν.
 Εἰς τιμὴν δὲ τοῦ πατρὸς βουλομέ-
νων τῶν συγγενῶν ὄνομα θέσθαι τῷ
παιδὶ Ζαχαρίαν ἡ Ἐλισάβετ προ-
φῆτις οὖσα καὶ ὑπὸ πνεύματος ἁγίου
κινουμένη, καίτοι τὴν γενομένην τῷ

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 9, p. 54, l. 21

παλαιᾷ καὶ τῇ καινῇ γραφῇ, εἴ που


ἔστιν εὑρεῖν ἐπὶ ἁμαρτωλοῦ γενέ-
σεως εἰρημένον τό· «ἐπλήσθη ὁ χρό-
νος τοῦ τεκεῖν»· οὐκ ἂν γάρ τις
εὕροι ὡς οἶμαι, ἀλλ' ὅπου ὠνόμασται
τὸ τοιοῦτο, δίκαιός ἐστιν ὁ γεννώ-
μενος· πληροῦνται οὖν αἱ ἡμέραι τῆς
γεννήσεως τοῦ δικαίου καὶ τῆς ἐπι-
δημίας αὐτοῦ. Καὶ πληρότητα μὲν
ἡ τοῦ δικαίου, κενότητα δὲ ἡ τοῦ
φαύλου ἐπιδημία ἔχει· οὕτω καὶ νῦν  
εἴρηται, ὅτι «τῇ Ἐλισάβετ ὁ τοῦ
τεκεῖν χρόνος ἐπλήσθη», ἐπειδὴ
227

ἅγιον ἔτικτεν.
 Εἰς τιμὴν δὲ τοῦ πατρὸς βουλομέ-
νων τῶν συγγενῶν ὄνομα θέσθαι τῷ
παιδὶ Ζαχαρίαν ἡ Ἐλισάβετ προ-
φῆτις οὖσα καὶ ὑπὸ πνεύματος ἁγίου
κινουμένη, καίτοι τὴν γενομένην τῷ
ἀνδρὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ παιδὸς ἀπο-
κάλυψιν μὴ ἀκούσασα, τῷ πνεύ

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 10, p. 60, l. 11

Χριστοῦ κατήγγελται μυστήριον·  


ὃς ἐρρύσατο «ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχ-
θρῶν ἡμῶν καὶ ἐκ χειρὸς πάντων
τῶν μισούντων ἡμᾶς», ἐχθρῶν δὲ
οὐκ αἰσθητῶν, ἀλλὰ νοητῶν. Ἦλθε
γὰρ Χριστὸς «κύριος, δυνατὸς ἐν πο-
λέμῳ», καταργῆσαι πάντας τοὺς
ἐχθροὺς ἡμῶν.
 Τὸ δέ· «ποιῆσαι ἔλεος μετὰ τῶν
πατέρων ἡμῶν» τοῦτο οἶμαι δηλοῦν,
ὡς τάχα ἐν τῇ Χριστοῦ ἐπιδημίᾳ
καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν Ἀβραὰμ καὶ
Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ ὅλος ὁ χορὸς
τῶν ἁγίων αὐτοῦ προφητῶν καὶ δι-
καίων ἀπέλαυσαν τοῦ ἐλέους τοῦ
θεοῦ. Οὐ γὰρ λέγω, ὅτι πρότερον
μὲν ὠφέληντο, ἐν δὲ τῇ Χριστοῦ
ἐπιδημίᾳ οὐκ ὠφέληντο. Τί δὲ λέγω
τοῦτο περὶ τῶν πατέρων; ἀναβήσο-
μαι γὰρ τῷ λόγῳ καὶ ἐρῶ πεισθεὶς
ταῖς γραφαῖς, ὅτι ἐν τῇ Χριστοῦ

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 10, p. 61, l. 9

παρουσίᾳ οὐ μόνον τὰ ἐπὶ γῆς


ὤνατο αὐτοῦ τῆς ἐπιδημίας καὶ τῆς  
οἰκονομίας, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν τοῖς
οὐρανοῖς. Ὁ ἀπόστολος γοῦν φησιν·
»εἰρηνοποιήσας διὰ τοῦ αἵματος τοῦ
σταυροῦ αὐτοῦ εἴτε τὰ ἐπὶ γῆς, εἴτε
τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»· εἰ δὲ εἰρηνο-
ποίησεν, τί ὀκνεῖς παραδέξασθαι,
ὅτι καὶ πρὸς τοὺς πατέρας ἡ ἐπι-
σκοπὴ γέγονε ἐν τῇ Χριστοῦ ἐπι-
228

δημίᾳ καὶ τοῦτο ἡ εἰς τὸν ᾅδην αὐτοῦ


ἄφιξις ἐπραγματεύσατο, ἵνα πλη-
ρωθῇ τό· «ποιῆσαι ἔλεος μετὰ τῶν
πατέρων ἡμῶν· μνησθῆναι δὲ δια-
θήκης τῆς πρὸς τὸν Ἀβραὰμ γενο-
μένης». «Τοῦ δοῦναι ἡμῖν», φησίν,
»ἀφόβως ἐκ χειρὸς τῶν ἐχθρῶν
ἡμῶν ῥυσθῆναι».
 Πολλάκις ῥύονταί τινες ἐκ χειρὸς
ἐχθρῶν, μετὰ φόβου δέ. Νυνὶ δὲ
ἡμᾶς ἡ Χριστοῦ ἐπιδημία πεποίηκεν  

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 11, p. 70, l. 11

καὶ τὴν ἐν τοῖς ὄχλοις ἀηδίαν, ἵνα


ἐν ταῖς ἐρημίαις τυγχάνων, ἐπεὶ μη-
δέπω ἐβούλετο αὐτὸν ὁ θεὸς ὑπη-
ρετεῖν τῷ μυστηρίῳ τοῦ βαπτίς-
ματος, εὐχαῖς σχολάζῃ παραδόξως
ἀνατρεφόμενος.  
 »Ἦν» γὰρ «ἡ τροφὴ
αὐτοῦ» κατὰ τὸν Ματθαῖον «ἀκρί-
δες καὶ μέλι ἄγριον»· ἐπεὶ γὰρ διά-
κονος ἦντῆς πρώτης Χριστοῦ ἐπι-
δημίας, διὰ τοῦτο ἡ τροφὴ αὐτοῦ
οὐκ ἦν μέλι ἥμερον – ἐτηρεῖτο γὰρ
τὸ ἥμερον μέλι καὶ ἐξειργασμένον
τῷ κυρίῳ – καὶ ἐπεὶ πρὸ τῆς παρου-
σίας προεφήτευεν καὶ ᾠκονόμει τὰ
πρὸ τῆς παρουσίας, διὰ τοῦτο ἦν
αὐτῷ τροφὴ πτηνὸν ὀλίγον αἰρό-
μενον ἀπὸ τῆς γῆς, ἀκρίδες, βραχὺ
ζῷον καὶ καθαρόν.  
 Μυστήριόν τι μέγα βούλεται ὁ
λόγος παραστῆσαι, ὅτι εἰς τὴν τῆς

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 12, p. 75, l. 22

εἰσιν, οὕτως οἶμαι, ὅτι καὶ κατὰ


ἔθνη ἄγγελοί εἰσιν, οἱ μὲν κρείττονες,
οἱ δὲ ἐναντίοι.
 Οἷον ἐν Ἐφέσῳ εἰκός, ὅτι διὰ μὲν
τοὺς ἁμαρτάνοντας ἄγγελός τις ἦν
ἐγκεχειρισμένος τοὺς ἁμαρτάνοντας,
διὰ δὲ τοὺς πιστεύοντας, ὅτι ἄγγε-
λός τις ἦν τῆς Ἐφεσίων ἐκκλησίας,
229

οὕτω δὴ καὶ πανταχοῦ καὶ πρὸ τῆς


Χριστοῦ ἐπιδημίας.  
 Οἷον οὖν ἐνδυναμοῦνται οἱ ἄγ-
γελοι συνιστᾶν πανταχοῦ ἐκκλησίας
ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐκ τοῦ εὐαγγελις-
μοῦ τοῦ ἀγγέλου περὶ τοῦ Χριστοῦ.  
 Ἐπισυνάπτει δὲ τῷ ὕμνῳ ἡ ἀγ-
γελικὴ στρατιὰ τῷ· «Δόξα ἐν ὑψί-
στοις θεῷ» τό· «καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν
ἀνθρώποις εὐδοκίας», ἐπειδήπερ κε-
κμήκει βοηθοῦσα τοῖς ἀνθρώποις καὶ
ἑώρα, ὅτι οὐκ ἠδύνατο τελειῶσαι

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 13, p. 78, l. 16

μοῦ τοῦ ἀγγέλου περὶ τοῦ Χριστοῦ.  


 Ἐπισυνάπτει δὲ τῷ ὕμνῳ ἡ ἀγ-
γελικὴ στρατιὰ τῷ· «Δόξα ἐν ὑψί-
στοις θεῷ» τό· «καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν
ἀνθρώποις εὐδοκίας», ἐπειδήπερ κε-
κμήκει βοηθοῦσα τοῖς ἀνθρώποις καὶ
ἑώρα, ὅτι οὐκ ἠδύνατο τελειῶσαι
τὸ ἔργον, ὃ ἦν ἐγκεχειρισμένη, χω-
ρὶς τοῦ σωτῆρος.  
διὰ δὲ τοῦ· «ἐπὶ γῆς εἰρήνη» τὸ εἰ-
ρηνοποιηθῆναι διὰ τῆς ἐπιδημίας
αὐτοῦ, «εἴτε τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, εἴτε
τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ», παρίςταται.
 Ἐπεὶ γὰρ ἐζήτουν οἱ τοῦ θεοῦ ἄγ-
γελοι, ἐχθροὺς βλέποντες τοὺς ἀν-
θρώπους διὰ τὰς ἁμαρτίας, φίλους
αὐτοὺς ποιῆσαι καὶ πεποιήκασι τὰ
παρ' ἑαυτοῖς, ἵνα αὐτοὺς θεραπεύσω-
σιν, οἱ δὲ οὐδὲν ἧττον οὐκ ἰάθησαν,
ἰδόντες τὸν ἰασόμενον δοξάζουσι καὶ
»ἐπὶ γῆς εἰρήνη» λέγουσιν.    

Ωριγένης. , Homiliae in Lucam Homily 22, p. 133, l. 17

λαός.
 Καὶ ἐπὶ μὲν τῶν ἐθνῶν ταῦτα
γεγένηται, ἐπὶ δὲ τοῦ λαοῦ καθαι-
ρεθέντος τό· «πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς
ταπεινωθήσεται»· «ὄρος» γὰρ ἦν
ποτε καὶ «βουνός», καθῃρέθησαν
δὲ καὶ τεταπείνωνται.
 Ἢ τοίνυν οὕτω νοήσεις, ὅτι
»ὄρη» μὲν καὶ «βουνοὶ» αἱ ἀντι-
230

κείμεναι δυνάμεις, αἳ διὰ τῆς Χριστοῦ


ἐπιδημίας ἐταπεινώθησαν, αἱ δὲ
»φάραγγες» οἱ ἄνθρωποι, οἳ πεπλή-
ρωνται ἐπ' ἔργοις ἀγαθοῖς.  
 Γεγένηται δὲ καὶ «πάντα τὰ σκολιὰ
εἰς εὐθεῖαν». Ἕκαστος γὰρ ἡμῶν
σκολιὸς ἦν· ἐν μὲν τοίνυν τῇ Χριστοῦ
ἐπιδημίᾳ τῇ γενομένῃ εἰς τὴν ψυχὴν
γίνεται «τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν».
 Καὶ πάλιν τραχὺς ἦν ἡμῶν ὁ βίος
καὶ ἀνώμαλος ὁ λόγος· ἐλθὼν δὲ ὁ
κύριος ἡμῶν λεῖα πάντα πεποίηκεν.    

Ωριγένης. , Frag. in Lucam (in catenis) Frag. 13b, l. 3

«τοῦ θυσιαστηρίου» δὲ «τοῦ θυμιάματος» εἶπεν, ἐπειδὴ ἦν καὶ ἕτερον


θυσιαστήριον χαλκοῦν τὸ τῶν ὁλοκαρπωμάτων.  
Ἐπειδὴ πάντες οἱ ὁρῶντες ἀγγέλους ἐφοβοῦντο, μήπως ὡς μέλλοντες
λαβεῖν αὐτῶν τὰς ψυχὰς παρεληλύθεισαν, ὡς καὶ ὁ Μανῶέ φησιν, διὰ τοῦτο
λύων αὐτοῦ τὴν ἀγωνίαν «ὁ ἄγγελος εἶπεν» τό· «μὴ φοβοῦ»· οὐ γὰρ μόνον οὐ
τελευτᾷς, φησίν, ἔνθα λύπη καὶ δάκρυα, ἀλλὰ καὶ ζῇς καὶ τεκνοποιεῖς καὶ
»χαρὰ μεγάλη ἔσται σοι· γεννήσει» γάρ «σοι υἱὸν ἡ Ἐλισάβετ», οὗ οὐ γέ-
γονε «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν».
εἶτά φησιν· «πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται». εἰ γὰρ καὶ
μὴ πάντες Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ «πολλοὶ» ἐχάρησαν ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ τοῦ προ-
δρόμου διαγγέλλοντος τὴν τοῦ σωτῆρος ἐπιδημίαν, τὴν πάντων ἡμῖν γε-
γονυῖαν τῶν ἀγαθῶν πρόξενον.
Τὸ «μέγας» ἐπὶ Ἰσαὰκ καὶ Μωσέως εὑρόντες καὶ νῦν ἐπὶ Ἰωάννου
φαμέν, ὅτι ἐμφαίνει οὐ τὸ βλεπόμενον, ἀλλὰ τὸ τῆς ψυχῆς τὸ κατ' ἀρετήν,
ὅ ἐστιν ὁρώμενον κυρίῳ·
οὐ πᾶς δὲ «μέγας» εὐδόκιμος, ἀλλ' ὁ «ἐνώπιον κυρίου μέγας», τοῦτ'
ἔστιν ὁ δίκαιος καὶ πιστός.
καὶ διὰ παντὸς τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα πρὸς θεὸν ἀνατείνων καὶ πρὸς αὐτὸν
μόνον βλέπων κατὰ τὸν λέγοντα· «πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου, τὸν
κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ».  
Τὸ δέ· «ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα»· μετῆλθε δὲ τὰ αὐτὰ καὶ

Ωριγένης. , Frag. in Lucam (in catenis) Frag. 23, l. 2

»ὁ κύριος μετὰ σοῦ»· ἦν γὰρ μετ' αὐτῆς ὁ μικρὸν ὕστερον ἐξ αὐτῆς.


»ὁ κύριος μετὰ σοῦ»· ἰστέον ὅτι ἅμα τῷ εὐαγγελίσασθαι εὐθὺς συνέ-
λαβεν ἡ παρθένος παραδόξως.  
Ἐπεὶ «ἐταράχθη» ξένην ἰδοῦσα τὴν τοῦ ἀγγέλου ὄψιν, ἐπιστρέφει ἀπὸ
τῆς ταραχῆς καὶ ἀνακτᾶται αὐτὴν εἰπών· «μὴ φοβοῦ Μαριάμ· εὗρες
γὰρ χάριν παρὰ τῷ θεῷ».
τὸ μὲν οὖν «εὗρες χάριν» κοινὸν ἦν· εὗρον γὰρ πρὸ αὐτῆς καὶ ἄλλαι
231

»χάριν»· τὸ δ' εἰπεῖν «συλλήψῃ» οὐκέτι κοινὸν ἦν, ἀλλ' ἰδιάζον εἰς ἐπαγ-
γελίαν παρθένῳ [ξένον πρᾶγμα].
»Εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ θεῷ», διὸ «μὴ φοβοῦ»· παντὸς γὰρ φόβου
ἀφαίρεσις ἡ τοῦ σωτῆρος ἐπιδημία.
»Ἔσται δὲ μέγας» οὐχ ὡς Ἰωάννης, ἀλλ' ὡς δεσπότης καὶ δημιουργὸς καὶ
κύριος τοῦ παντός· «μέγας» καὶ ὡς διήκων πανταχοῦ· «μέγας», γάρ φησι
Δαυίδ, «ὁ κύριος ἡμῶν καὶ μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ»· οὗτος γὰρ «μέγας»
ἀληθῶς.  
Τὸ δὲ «ἔσται» καὶ «κληθήσεται» τῇ κατὰ σάρκα πρέπον οἰκονομίᾳ, καὶ
τό· «δώσει δὲ αὐτῷ κύριος» τῇ οἰκονομίᾳ ἁρμόττει. εἰ δὲ καὶ λαμβάνειν
λέγεται διὰ ταύτην «τὸν θρόνον Δαβίδ», ἀλλ' ἔστιν ὁ αὐτὸς καὶ βασιλεὺς
αἰώνιος θεοπρεπῶς.

Ωριγένης. , Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et Gregorio


Nazianzeno facta (cap. 23, 25-27) Ch. 23, sec. 1, l. 22

κατὰ τοὺς διαφόρους σχηματισμοὺς ἐπιτελοῦσιν. Ἕπεται


δὲ τοῖς ταῦτα δογματίζουσιν ἐξ ὅλων τὸ ἐφ' ἡμῖν ἀναιρεῖν·
διόπερ καὶ ἔπαινον καὶ ψόγον καὶ πράξεις ἀποδεκτὰς πάλιν
τε αὖ ψεκτάς.  
 Ἅπερ εἰ οὕτως ἔχει, τὰ τῆς κεκηρυγμένης τοῦ θεοῦ
κρίσεως οἴχεται, καὶ ἀπειλαὶ πρὸς τοὺς ἡμαρτηκότας ὡς
κολασθησομένους, τιμαί τε αὖ πρὸς τοὺς τοῖς κρείττοσιν
ἑαυτοὺς ἐπιδεδωκότας καὶ μακαριότητες· οὐδὲν γὰρ ἔτι
τούτων εὐλόγως ἔσται γινόμενον. Καὶ εἰ τὰ ἀκόλουθά
τις ἑαυτῷ ἐφ' οἷς δογματίζει βλέποι, καὶ ἡ πίστις ἔσται
μάταιος, ἥ τε Χριστοῦ ἐπιδημία οὐδὲν ἀνύουσα, καὶ πᾶσα
ἡ διὰ νόμου καὶ προφητῶν οἰκονομία, κάματοί τε ἀποστόλων
ὑπὲρ τοῦ συστῆσαι τὰς τοῦ θεοῦ διὰ Χριστοῦ ἐκκλησίας·
εἰ μὴ ἄρα κατὰ τοὺς οὕτω τολμῶντας καὶ Χριστός, ὑπὸ
τὴν ἀνάγκην τῆς τῶν ἄστρων κινήσεως τῷ γένεσιν ἀνειλη-
φέναι γενόμενος, πάντα πεποιήκοι τε καὶ πάθοι, οὐ τοῦ θεοῦ
καὶ πατρὸς τῶν ὅλων αὐτῷ τὰς παραδόξους δυνάμεις  
δωρησαμένου, ἀλλὰ τῶν ἀστέρων. Οἷς ἀθέοις καὶ ἀσεβέσι
τυγχάνουσι λόγοις ἀκολουθεῖ καὶ τὸ τοὺς πιστεύοντας ὑπὸ
τῶν ἀστέρων ἀγομένους πιστεύειν εἰς θεὸν λέγεσθαι.
 

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 15, ch. 26, l. 58

καὶ τῇ ἀπὸ τοῦ λόγου τῶν πατέρων


πιότητι συμφυεῖς γενώμεθα τῷ βου-
λήματι τοῦ πνευματικοῦ νόμου καὶ
τῶν ἀνάλογον αὐτῷ νοουμένων προ-
φητῶν,
ἡμεῖς οἱἔσχατοι ἐσόμεθαπρῶτοι,
κἀκεῖνοι οἱπρῶτοι, διὰ τὴν ἀπι-
στίαν ἐκκοπέντες ἀπὸ τῆς καλλιε-
232

λαίου
γεγόνασινἔσχατοι·
καὶ γὰρ διὰ τὴν Χριστοῦ ἐπιδημίαν
»εἰς κρίμα» τῷ κόσμῳ ἐπιδημή-
σαντος, ἵνα (τὰ ἔθνη) «οἱ μὴ βλέ-
ποντες βλέψωσι καὶ οἱ βλέποντες
(Ἰσραὴλ) τυφλοὶ γένωνται» διὰ τὴν
ἀπιστίαν, «ὁ» μὲν «προσήλυτος» ἡμεῖς
λαὸς
γεγόναμεν «ἄνω ἄνω» καὶπρῶτοι,  
ὁ δὲ πρὸ ἡμῶν Ἰσραὴλ ὁ πρῶτος
γέγονεν ἔσχατος
καὶ «κάτω κάτω». οὕτω δὲ δύναται

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 15, ch. 33, l. 24

τὴν δευτέραν – ὅθεν ἐπὶ τοῦ Νῶε


»καὶ ὠσφράνθη κύριος ὀσμὴν εὐω-
δίας», γεῦσις δὲ κατὰ τὸν Ἀβραάμ
– διὸ καὶ ἑστιῶν τοὺς ἀγγέλους
παρατίθησιν αὐτοῖς ἐγκρυφίας ἀπὸ
σεμιδάλεως καὶ τὸν ἁπαλὸν μόσχον,
ἀκοὴ δὲ ἐπὶ Μωσέως – ὅτε ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ ἀκουστὴ γέγονεν ἡ φωνὴ
τοῦ θεοῦ, ὅρασις δὲ ἡ πασῶν τῶν
αἰσθήσεων τιμιωτέρα κατὰ τὴν
Χριστοῦ ἐπιδημίαν – ὅτε ἑωράκασι
τὸν Χριστὸν τοῖς μακαρίοις ὀφθαλ-
μοῖς. λελέχθω δὲ καὶ ταῦτα, εἴτε
γυμνασίας χάριν λογικῆς εἴτε βού-
λεταί τις καὶ δογματικῆς, διὰ τὰς
πέντε κλήσεις.
 Οἶμαι δ' ὅτι καὶ ἔργατοῦ
ἀμπελῶνος ἦν δεόμενα καθ' ὥραν
ἐργατῶν. ἔδει γὰρἅμα τῇ ἕῳ ἔργα
γίνεσθαι ἐν τῷ ἀμπελῶνι, καὶ εἶδεν  
ὁ καλῶν οἰκοδεσπότης τοὺςἐρ

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 15, ch. 34, l. 31

καὶ καινῆς, ἀκμαίως καὶ ἀθρόως ἐν


βραχεῖ τὸ λεῖπον ἐν τῷ ἀμπελῶνι ἐργα-
ζομένης· τοῦτο δὲ ἦν τὸ τῆς καινῆς
διαθήκης. ἴσα μὲν οὖν διαστήματα τῶν
περὶ τρίτην καὶἕκτην καὶἐννά-
την κληθέντων· ἀνάλογον δὲ τῷ
233

ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἐπὶ τὴντρίτην


ὥραν τὸ ἀπὸ τῆς ἐννάτης Μωσέως
ὥρας ἐπὶτὴν ἑνδεκάτην τῆς
Χριστοῦ Ἰησοῦ ἐν σαρκὶ ἐπιδη-
μίαςδιάστημα. συμπεφώνηκε δὲ
ὁ οἰκοδεσπότης τοῖςἅμα τῇ ἕῳ
παραληφθεῖσι δηνάριον· τοῦτο δ'
(οἶμαι) ἐστὶ τὸ τῆς σωτηρίας νό-
μισμα, οὐ συνεξεταζομένων αὐτῇ
τῶν κατὰ τὴν δόξαν. σωτηρίας γὰρ  
ὄνομα (οἶμαι) τὸδηνάριον, δόξης
δὲ τὸ ὑπὲρ τὸ δηνάριον, εἴ που
ὠνομάσθη νομίσματα τοῦ πεντα-
πλασιάσαντος τὴν δεδομένην μνᾶν ἢ
δεκαπλασιάσαντος. ὁ δὲ λέγων τοῖς

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 16, ch. 10, l. 21

νοι παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκούσαν-


τες ὅτι Ἰησοῦς παράγει,
ἔκραξαν λέγοντες· ἐλέησον
ἡμᾶς, κύριε, υἱὲ Δαυΐδ.
καὶ πρόσχες ἐν τούτοις τῷκαὶ ἰδοὺ
δύο τυφλοί, εἰ μὴ δεῖξιν περιέχει τὸ
ἰδού. εἴπερ οὖν δεικνύντι τῷ λόγῳ  
τοὺς δύο τυφλοὺς παρακολουθεῖν
δυνάμεθα καὶ βλέπειν αὐτούς,
φήσομεν ὅτι Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδας
οἱ πρὸ τῆς Ἰησοῦ ἐπιδημίαςτυ-
φλοὶ ἦσαν, πλὴν καθεζόμενοιπαρὰ
τὴν ὁδὸν τῷ ἐν νόμῳ καὶ προφή-
ταις ποιεῖσθαι τὰς διατριβάς·τυ-
φλοὶ μὲν τῷ μὴ βλέπεσθαι αὐτοῖς
πρὸ τῆς Ἰησοῦ εἰς τὰς ψυχὰς αὐτῶν
ἐπιδημίας τὸν ἐν νόμῳ καὶ τοῖς
προφήταις ἀληθῆ λόγον· κεκρα-
γότες δὲ τὸἐλέησον ἡμᾶς, κύ-
ριε, υἱὲ Δαυῒδ παρὰ τὸ συν-
αισθέσθαι ἑαυτῶντυφλῶν, μὴ

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 16, ch. 10, l. 27

ἰδού. εἴπερ οὖν δεικνύντι τῷ λόγῳ  


τοὺς δύο τυφλοὺς παρακολουθεῖν
δυνάμεθα καὶ βλέπειν αὐτούς,
φήσομεν ὅτι Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδας
234

οἱ πρὸ τῆς Ἰησοῦ ἐπιδημίαςτυ-


φλοὶ ἦσαν, πλὴν καθεζόμενοιπαρὰ
τὴν ὁδὸν τῷ ἐν νόμῳ καὶ προφή-
ταις ποιεῖσθαι τὰς διατριβάς·τυ-
φλοὶ μὲν τῷ μὴ βλέπεσθαι αὐτοῖς
πρὸ τῆς Ἰησοῦ εἰς τὰς ψυχὰς αὐτῶν
ἐπιδημίας τὸν ἐν νόμῳ καὶ τοῖς
προφήταις ἀληθῆ λόγον· κεκρα-
γότες δὲ τὸἐλέησον ἡμᾶς, κύ-
ριε, υἱὲ Δαυῒδ παρὰ τὸ συν-
αισθέσθαι ἑαυτῶντυφλῶν, μὴ
βλεπόντων τὸ βούλημα τῶν γραμ-
μάτων καὶ βουλομένων ἀναβλέψαι
καὶ ἰδεῖν τὴν ἐν αὐτοῖς δόξαν. ὡς
ἔτι δὲ τυφλοὶ καὶ μηδὲν μέγα περὶ
τοῦ Ἰησοῦ φανταζόμενοι, ἀλλὰ τὸ
κατὰ σάρκα αὐτοῦ μόνον νοοῦντες,

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17) Book 16, ch. 10, l.
47

κατὰ σάρκα αὐτοῦ μόνον νοοῦντες,


καλοῦσι τὸν γενόμενον «ἐκ σπέρ-
ματος Δαυῒδ κατὰ σάρκα», ἐπεὶ
μηδὲν τούτου πλέον συνίεσαν,
υἱὸνΔαυΐδ. καὶ πᾶσα αὐτῶν ἡ
δοκοῦσα διὰ τὴν θεοσέβειαν με-
γαλοφωνία οὐδὲν πλέον ᾔδει λέγειν
περὶ τοῦ σωτῆρος ἢ ὅτι υἱὸς ἦν τοῦ
Δαυΐδ. ἐὰν δὲ λέγωδύο τυφλοὺς
τὸν πρὸ τῆς Ἰησοῦ εἰς τὴν ψυχὴν
αὐτῶν ἐπιδημίας Ἰσραὴλ καὶ Ἰού-
δαν,
ἄναγε σαυτὸν ἐπὶ τὰςδύο βα-  
σιλείας, καὶ κατανόησον κατὰ τοὺς
χρόνους Ῥοβοὰμ διαιρούμενον τὸν
λαὸν Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδαν· καὶ ἑξῆς
ὅρα τοὺς προφήτας, ὁτὲ μὲν τῷ
Ἰσραὴλ ὁτὲ δὲ τῷ Ἰούδᾳ προφη-
τεύοντας, ὅπου δὲ ἅμα ἀμφοτέροις.
ἰδίᾳ μὲν οὖν πῶς ἑκατέρῳ προφη-
τεύουσιν εὕροις ἂν προσέχων τῇ

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 16, ch. 10, l. 75

ἐκπορευομένοις «ἐκ γῆς Αἰγύπτου».


235

καὶ τυφλοί γε ὄντες ὁ Ἰσραὴλ (περὶ


οὗ πολλάκις ἀποδεδώκαμεν ἀντι-
διαστελλόμενοι αὐτὸν πρὸς τὸν κατὰ
σάρκα
Ἰσραὴλ) καὶ Ἰούδα ὁμοίωςἀκού-
σαντες (φησὶν)ὅτι Ἰησοῦς παρ-
άγει, ἔκραξαν·ἀκούσαντες
[φησὶν ὅτι] γὰρ (οἶμαι) τῶν κη-
ρυσσόντων τὰ περὶ τῆς Ἰησοῦ
ἐπιδημίας καὶὅτι παράγει τὴν
παρελευσομένην Ἱεριχὼ (ἐπιδημῶν
μὲνἐν αὐτῇ, ἐξελευσόμενος δὲ ἀπ'
αὐτῆς), εὐλαβοῦνται μὴ παρέλθῃ
αὐτοὺς μὴ ἐλεηθέντας· διὸ κεκρά-
γασι πρὸς αὐτὸνλέγοντες· ἐλέη-
σον ἡμᾶς, κύριε, υἱὸς Δα-  
υΐδ. εὐεργετῶν δὲ ὁ σωτὴρ οὐ
παράγει, ἀλλ' ἵσταται, ἵνα στάντος
αὐτοῦ μὴ παραρρέῃ ἡ εὐεργεσία
καὶ παρέρχηται, ἀλλ' ὡς ἀπὸ πηγῆς

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17) Book 16, ch. 12, l.
19

ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἐκεῖθεν καὶ


τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ ὄχλου ἱκανοῦ,  
ἰδοὺ ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτιμαῖος τυ-
φλὸς» καὶ τὰ ἑξῆς, ἕως τοῦ «καὶ ἠκο-
λούθει αὐτῷ ἐν τῇ ὁδῷ».
ὁ μὲν οὖν τῇ ἱστορίᾳ ψιλῇ παριστά-
μενος καὶ μὴ βουλόμενος διαφωνεῖν
τοὺς εὐαγγελιστάς, ἐρεῖ
οὐχ ἅμα γεγονέναι τὸ κατὰ τὸν Ματ-
θαῖον καὶ τὸν Μᾶρκον, ἀλλὰ
τινὶ μὲν ἐπιδημίᾳ τῇ ἐν Ἱεριχὼ γε-
γονέναι τὰ κατὰ τοὺς ἀναβλέψαντας
δύο τυφλούς, ἑτέρᾳ δὲ τὰ κατὰ τὸν
ἕνα τοῦτον υἱὸν Τιμαίου Βαρτιμαῖον,
καὶ ἄλλῃ τὰ κατὰ τὸν Λουκᾶν.
εἴπερ γὰρ ἀκριβῶς πιστεύομεν ἀνα-
γεγράφθαι συνεργοῦντος καὶ τοῦ
ἁγίου πνεύματος τὰ εὐαγγέλια, καὶ
μὴ ἐσφάλησαν ἐν τῷ ἀπομνημονεύειν
οἱ γράψαντες αὐτά, δῆλον ὅτι, ἐπεὶ
μὴ δυνατὸν ἐν μιᾷ καὶ τῇ αὐτῇ

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 16, ch. 12, l. 30
236

γονέναι τὰ κατὰ τοὺς ἀναβλέψαντας


δύο τυφλούς, ἑτέρᾳ δὲ τὰ κατὰ τὸν
ἕνα τοῦτον υἱὸν Τιμαίου Βαρτιμαῖον,
καὶ ἄλλῃ τὰ κατὰ τὸν Λουκᾶν.
εἴπερ γὰρ ἀκριβῶς πιστεύομεν ἀνα-
γεγράφθαι συνεργοῦντος καὶ τοῦ
ἁγίου πνεύματος τὰ εὐαγγέλια, καὶ
μὴ ἐσφάλησαν ἐν τῷ ἀπομνημονεύειν
οἱ γράψαντες αὐτά, δῆλον ὅτι, ἐπεὶ
μὴ δυνατὸν ἐν μιᾷ καὶ τῇ αὐτῇ ἐπιδη-
μίᾳ ἀληθὲς εἶναιδύο τυφλοὺς τεθε-
ραπεῦσθαι καὶ ἕνα, ἑτέρα μέν τις
ἐπιδημία δεδήλωται ὑπὸ τοῦ Ματ-
θαίου ἑτέρα δὲ ὑπὸ τοῦ Μάρκου, ἤδη
δὲ καὶ ἄλλη ὑπὸ τοῦ Λουκᾶ, ὡς τῷ
ἐπιστήσαντι ἐκ τῆς πρὸς τοὺς λοι-
ποὺς διαφορᾶς ἔστι καὶ τοῦτο τεθαρ-
ρηκότως ἀποφήνασθαι. καὶ οὐδὲν
θαυμαστὸν ἐπιτηρήσαντά τινα τῶν ἐν
Ἱεριχὼ τὴν προτέραν θεραπείαν διὰ
τῆςαὐτῆς λέξεως καὶ τῆς ὁμοίας

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 16, ch. 12, l. 32

ἕνα τοῦτον υἱὸν Τιμαίου Βαρτιμαῖον,


καὶ ἄλλῃ τὰ κατὰ τὸν Λουκᾶν.
εἴπερ γὰρ ἀκριβῶς πιστεύομεν ἀνα-
γεγράφθαι συνεργοῦντος καὶ τοῦ
ἁγίου πνεύματος τὰ εὐαγγέλια, καὶ
μὴ ἐσφάλησαν ἐν τῷ ἀπομνημονεύειν
οἱ γράψαντες αὐτά, δῆλον ὅτι, ἐπεὶ
μὴ δυνατὸν ἐν μιᾷ καὶ τῇ αὐτῇ ἐπιδη-
μίᾳ ἀληθὲς εἶναιδύο τυφλοὺς τεθε-
ραπεῦσθαι καὶ ἕνα, ἑτέρα μέν τις
ἐπιδημία δεδήλωται ὑπὸ τοῦ Ματ-
θαίου ἑτέρα δὲ ὑπὸ τοῦ Μάρκου, ἤδη
δὲ καὶ ἄλλη ὑπὸ τοῦ Λουκᾶ, ὡς τῷ
ἐπιστήσαντι ἐκ τῆς πρὸς τοὺς λοι-
ποὺς διαφορᾶς ἔστι καὶ τοῦτο τεθαρ-
ρηκότως ἀποφήνασθαι. καὶ οὐδὲν
θαυμαστὸν ἐπιτηρήσαντά τινα τῶν ἐν
Ἱεριχὼ τὴν προτέραν θεραπείαν διὰ
τῆςαὐτῆς λέξεως καὶ τῆς ὁμοίας
ἀξιώσεως καὶ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ βεβου-
λῆσθαι θεραπευθῆναι. εἴποι δ' ἄν τις  
237

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 16, ch. 18, l. 111

μετὰ τὴν παρουσίαν ἑπομένων τῷ


λόγῳ καὶ ἀκολουθούντων αὐτῷ εἴτε
δικαίων εἴτε καὶ ἀποστόλων Χρι-
στοῦ. πλὴν οὐκ ἄλλα μὲν ἔλεγον οἱ
προάγοντες, ἄλλα δὲ οἱ ἀκολου-
θοῦντες· ἔκραζον γὰρ πάντες ἅμα
ὡς χορὸς συνᾴδων καὶ σύμφωνος
καὶ ἔλεγον, καὶ τὸ ἀνθρώπινον
ὑμνοῦντες τοῦ σωτῆρος ἐν τῷὡσαν-
νὰ τῷ υἱῷ Δαυῒδ καὶ τὴν δευτέ-  
ραν αὐτοῦ ἐπιδημίαν ἐν τῷ
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν
ὀνόματι κυρίου καὶ τὴν εἰς τὰ
ἅγια ἀποκατάστασιν ἐν τῷὡσαννὰ
ἐν τοῖς ὑψίστοις.
Τούτων δὴ τῶν τριῶν ἐκφωνή-
σεων λεγομένων ὑπὸ τῆς συμ-
φωνίας τῶν προαγόντων καὶ ἀκο-
λουθούντων τῷ Ἰησοῦ, ὁ μὲν
εἰσῄειεἰς τὰ ἀληθινὰἹεροσό-
λυμα· ξενισθεῖσαι δὲ αἱ οὐράνιαι

Ωριγένης. , Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 16, ch. 22, l. 115

ὑπὸ μεριμνῶν τε καὶ φροντίδων βιω-


τικῶνἀεὶ ἀγόμενοι εἰς ἀγορας-
μοὺς καὶ πράσεις φροντιζέτωσαν,
μήποτε ἐλθὼν ὁἸησοῦς ἐκβάλῃ
αὐτοὺς ἐκ τοῦ ἱεροῦτοῦ θεοῦ,
ὅτε ὁ ἐκβεβλημένος οὐδὲ ἐλπίδα τοῦ
εἰσελθεῖν ἔχει ὅθεν ἐξεβλήθη. καὶ
ὑποφαίνεταί μοι ἐρευνῶντι τὴν ἐκ-
κειμένην γραφήν, μήποτε ταῦτα ὁ
Ἰησοῦς ποιήσῃ [καὶ] κατὰ τὴν δευ-
τέραν ἐπιδημίαν ἢ κατὰ τὴν προς-
δοκωμένην θείαν κρίσιν. εἰσελθὼν  
γὰρεἰς τὸ ἱερὸν τοῦ θεοῦ ὅλον,
τὴν πᾶσαν ἐκκλησίαν, τὴν (ἐξ οὗ συν-
έστη ἐκκλησία) ἐν ὀνόματι Χριστοῦ
συνεστηκυῖαν μέχρι τῆς συντελείας
τοῦ αἰῶνος, οὓς ἂν εὕρῃ
τῷ πωλεῖν καὶ ἀγοράζειν σχολάσαν-
τας τῶν νομιζομένων εἶναιἐν τῷ
238

ἱερῷὡς ἀναξίους τοῦ ἱεροῦτοῦ


θεοῦ ἐκβαλεῖ· καὶ οὓς ἂν εὕρῃτρα

Ωριγένης. , Commentarii in Romanos (III.5-V.7) (P. Cair. 88748 + cod. Vat. gr. 762)
P. 124, l. 9

    

Ωριγένης. , Scholia in Apocalypsem (scholia 1, 3-39) Scholion 20, l. 4

 Ἐπειδὴ ἡ νῦν ἐπαγγελλομένη διδασκαλία πρὸς ἐκκλησίας ἑπτά,


τὰς δηλουμένας, γίνεται, ἐπίστησον, μὴ τὰ ζʹ πνεύματα αἱ μετου-
σίαι τοῦ πνεύματος ὦσιν, ἑκάστης ἐκκλησίας μετοχὴν ἐχούσης  
ἀσυντρόχαστον πρὸς τὰς τῶν λοιπῶν. συμφώνως τοῖς ἑπτὰ πνεύ-
μασιν ἐκλήψει καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας, ἑκάστου ἀστέρος σημαίνοντος
τόν τινος ἐκκλησίας φωτισμόν. δυνατὸν ἀναφέρειν τοὺς ἑπτὰ ἀστέ-
ρας εἰς τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους τῶν ἑπτὰ ἐκκλησιῶν.
 Ἅγιος, ἀληθινὸς ὁ μὴ μετουσίᾳ, ἀλλ' οὐσίᾳ ὢν τοιοῦτος, αὐτός
ἐστιν ὁ θεὸς λόγος, ἔχων τὴν κλεῖδα τοῦ Δαυΐδ· ὁπηνίκα σὰρξ γὰρ
γέγονεν ὁ λόγος, ἐν ταύτῃ τῇ κλειδὶ ἀνοίγει τὰς γραφὰς πρὸ τῆς
ἐπιδημίας οὔσας κεκλεισμένας, ἃς κλεῖσαι οὐδεὶς δύναται, φάσκων
αὐτὰς μὴ πεπληρῶσθαι. οὗτος ἤνοιξεν αὐτὰς τοῖς ἀμφὶ Κλεόπαν
συμβαδίζων ἐν τῇ ὁδῷ. ὡς δὴ ταύτας ἠνέῳξεν, πληρώσας αὐτὰς
δι' ἐκβάσεως, ἔκλεισεν τὴντοῦ νόμου σκιάν, ἔξω τῆς Ἱερου-
σαλὴμ ποιήσας τοὺς Ἰουδαίους. διὸ οὐδεὶς ἀνοίξει τὰ κατὰ τὸ
γράμμα τοῦ νόμου, οὐκέτι ἐφεξῆς τὰ λοιπὰ φυλαχθῆναι χώραν
ἔχοντα. ἀνοίγει μὲν τὰ δυνατὰ ἀνθρώποις νοῆσαι, κλείει δὲ ὅσα
μὴ δύναται ἐν τῇ παρούσῃ γνῶναι.
 Στύλους πάντας εὑρίσκομεν ὀνομαζομένους τοὺς δυναμένους
τὰ πρῶτα τῆς ἐκκλησίας φέρεσθαι. αὐτίκα γοῦν ΠαῦλοςἸάκω-
βον καὶ Κηφᾶν καὶ Ἰωάννην εἶπενστύλους εἶναι. καὶ ὁ θεός

Ωριγένης. , Selecta in Psalmos [Dub.] (Frag. e catenis)


Vol. 12, p. 1232, l. 20

ὅτι ἐστερεώθησαν ὑπὲρ ἐμὲ, κ. τ. ἑ. Αὐτὸς ἐξ


ὕψους ἔλαβέ με, τὸν καταβάντα προσλαβόμενος
ἀπὸ πολλῶν ὑδάτων τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, καὶ ῥυσά-
μενος ἐξ ἐχθρῶν ἐν τῷ ἐχθραίνειν δυνατῶν. Ὅρα μέν-
τοιγε, ὅτι δυνατοὶ εἶναι οἱ ἐχθροὶ μεμαρτύρηνται.
Ἴσως δὲ καὶ τὰ τῆς ἀθεότητος δόγματα ὕδωρ ἐστὶ
239

πολὺ, οὐ δυνάμενον σβέσαι τὴν ἀγάπην. Ἐχθροὶ δὲ


δυνατοὶ, οἵ τε ἀόρατοι, καὶ ἄνθρωποι οἱ διὰ ψευδωνύ-
μου γνώσεως τὴν ἀπάτην ἐργαζόμενοι.
 Τοῦ αὐτοῦ. Ἐντεῦθεν γινώσκομεν, ὅτι πρὸ
τῆς ἐπιδημίας τοῦ Σωτῆρος ἰσχυρότεροι ἡμῶν ἦσαν
οἱ δαίμονες, νῦν δὲ τούτων ἡμεῖς ἐπικρατέστεροι, οἷς
ἔδωκεν ὁ Χριστὸς «πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορ-
πίων, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ.»
 Προέφθασάν με ἐν ἡμέρᾳ κακώσεώς μου, καὶ
ἐγένετο Κύριος ἀντιστήριγμά μου. Καὶ ἐξήγαγέ
με εἰς πλατυσμὸν, ῥύσεταί με, ὅτι ἠθέλησέ με,
κ. τ. ἑ. Οἱ θλιβόμενοι καὶ μὴ στενοχωρούμενοι
ἴστωσαν ἐξαχθησόμενοι ἀπὸ τῆς θλίψεως καὶ εἰς
ἅγιον τοῦ Θεοῦ πλατυσμὸν ἀχθήσεσθαι· ἐν γὰρ ἡμέ-
ρᾳ κακώσεως τὸν πρὸς αὐτὸν καταφεύγοντα ἀντι

Ωριγένης. , Commentarii in evangelium Joannis (lib. 19, 20, 28, 32)


Book 19, ch. 5, sec. 28, l. 7

ὁ υἱὸς οὐκ ἔγνω τὸν κύριον (υἱὸς γὰρ ὢν οὐ πεπείραται τοῦ πατρὸς
δεσπότου), οὕτω τηροῦντες τὸν αὐτὸν θεὸν οὐδὲν ἄτοπον παραδεξό-
μεθα λέγοντες ὅτι τῷ μὲν υἱῷ ἔπρεπεν γινώσκειν τὸν πατέρα, τῷ δὲ
θεράποντι τὸν κύριον, καὶ οὔτε ὁ θεράπων ἔγνω τὸν πατέρα οὔτε
ὁ υἱὸς τὸν κύριον. μυρίων γοῦν οὐσῶν εὐχῶν ἀναγεγραμμένων ἐν
τοῖς ψαλμοῖς καὶ τοῖς προφήταις, ἀλλὰ καὶ τῷ νόμῳ, οὐ πάνυ τι
εὕρομεν εὐξάμενόν τινα καὶ λέγοντα τῷ θεῷ· «Πάτερ», τάχα ἐπεὶ
οὐκ ἔγνωσαν τὸν πατέρα· εὔχονται δὲ αὐτῷ ὡς θεῷ καὶ κυρίῳ,
περιμένοντες τὸν τὸ πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας ἐκχέοντα οὐκ ἔλαττον ἐπ'
ἐκείνους ἢ ἐπὶ τοὺς μετὰ τὴν παρουσίαν εἰς θεὸν δι' αὐτοῦ πιστεύον-  
τας· εἰ μὴ ἄρα ἡ νοητὴ αὐτοῖς γεγένηται ἐπιδημία Χριστοῦ καὶ ἔσχον
ποτὲ τελειωθέντες τὸ τῆς υἱοθεσίας πνεῦμα· ἐν ἀπορρήτῳ δὲ καὶ οὐ
γνωστῶς πᾶσιν ἔλεγον ἢ ἔγραφον τὸν θεὸν πατέρα, ἵνα μὴ προκα-
ταλάβωσιν τὴν διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἐκκενουμένην παντὶ τῷ κόσμῳ χάριν,
πάντας καλοῦντος ἐπὶ τὴν υἱοθεσίαν, ἵνα διηγήσηται τὸ ὄνομα τοῦ
θεοῦ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ καὶ ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσῃ τὸν πατέρα
κατὰ τὸ γεγραμμένον· «Διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου,
ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε». ὅτι μέντοι γε ὁ αὐτός ἐστιν θεὸς
τῶν προφητῶν καὶ τοῦ κόσμου δημιουργός, πολλαχόθεν μὲν ἔστιν
θεωρῆσαι· ἀρκεῖ δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος θεωρῆσαι τήν τε Στεφάνου
ἀπὸ τῶν Πράξεων πρὸς τὸν λαὸν δημηγορίαν οὕτω λέγοντος· «Ἄνδρες

Ωριγένης. , Commentarii in evangelium Joannis (lib. 19, 20, 28, 32)


Book 20, ch. 12, sec. 89, l. 9

γεγονέναι μὲν καὶ ἐπὶ τοῦ Ἀβραὰμ ἄνθρωπον λαλοῦντα ἣν ἤκουσεν


παρὰ τοῦ θεοῦ ἀλήθειαν, οὐ μὴν ἐζητῆσθαι αὐτὸν ἀνῃρῆσθαι ὑπὸ
240

τοῦ Ἀβραάμ. καὶ ἐπίστησον ὅτι οὐκ ἔστιν ὅτε ὁ κατὰ τὸν Ἰησοῦν
τροπικῶς νοούμενος ἄνθρωπος οὐκ ἐπεδήμει τῷ βίῳ, καὶ μετὰ τοὺς
τῆς περὶ αὐτοῦ ἱστορίας χρόνους καὶ πρότερον. κατὰ τοῦτο δὲ
οἴομαι πάντα τὸν ἅπαξ φωτισθέντα καὶ γευσάμενον δωρεᾶς ἐπου-
ρανίου μέτοχόν τε γενηθέντα πνεύματος ἁγίου, καὶ καλὸν γευσάμενον
θεοῦ ῥῆμα δυνάμεις τε μέλλοντος αἰῶνος καὶ παραπεσόντα πάλιν,
ἀνακαινίζειν ἑαυτὸν εἰς μετάνοιαν, ἤτοι προσταυροῦντα ἢ ἀνασταυ-
ροῦντα τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ καὶ παραδειγματίζοντα, εἴτε πρὸ τῆς
ἱστορουμένης σωματικῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας εἴτε καὶ
ὕστερον. οὐ γὰρ ὁ μὲν νῦν μετὰ τὸν φωτισμὸν καὶ τὰς λοιπὰς εἰς
αὐτὸν τοῦ θεοῦ εὐεργεσίας ἁμαρτάνων ἀνασταυροῖ τὸν υἱὸν τοῦ  
θεοῦ διὰ τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων ἐφ' ἃ ἐπαλινδρόμησεν, οὐδὲν τῆς
κοινότερον λεγομένης σωματικῆς πρὸς τὸ σταυρῶσαι τὸν υἱὸν τοῦ
θεοῦ ἐνεργείας ἐπιτελῶν, οὐχὶ δὲ καὶ πρότερον τοῦτο ἐγίνετο καὶ ὁ
ἁμαρτάνων μετὰ τὸ ἀκοῦσαι θείων λόγων προεσταύρου τὸν υἱὸν
τοῦ θεοῦ. εἴ τῳ δὲ φίλον παραδέξασθαι τὸ ἐν ταῖς Παύλου Πράξεσιν
ἀναγεγραμμένον ὡς ὑπὸ τοῦ σωτῆρος εἰρημένον· «Ἄνωθεν μέλλω
»σταυροῦσθαι», οὗτος, ὡς μετὰ τὴν ἐπιδημίαν παραδέχεται τὸ «Ἄνω-
»θεν μέλλω σταυροῦσθαι» γινόμενον, οὕτω καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας,

Ωριγένης. , Commentarii in evangelium Joannis (lib. 19, 20, 28, 32)


Book 20, ch. 12, sec. 91, l. 3

ροῦντα τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ καὶ παραδειγματίζοντα, εἴτε πρὸ τῆς
ἱστορουμένης σωματικῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας εἴτε καὶ
ὕστερον. οὐ γὰρ ὁ μὲν νῦν μετὰ τὸν φωτισμὸν καὶ τὰς λοιπὰς εἰς
αὐτὸν τοῦ θεοῦ εὐεργεσίας ἁμαρτάνων ἀνασταυροῖ τὸν υἱὸν τοῦ  
θεοῦ διὰ τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων ἐφ' ἃ ἐπαλινδρόμησεν, οὐδὲν τῆς
κοινότερον λεγομένης σωματικῆς πρὸς τὸ σταυρῶσαι τὸν υἱὸν τοῦ
θεοῦ ἐνεργείας ἐπιτελῶν, οὐχὶ δὲ καὶ πρότερον τοῦτο ἐγίνετο καὶ ὁ
ἁμαρτάνων μετὰ τὸ ἀκοῦσαι θείων λόγων προεσταύρου τὸν υἱὸν
τοῦ θεοῦ. εἴ τῳ δὲ φίλον παραδέξασθαι τὸ ἐν ταῖς Παύλου Πράξεσιν
ἀναγεγραμμένον ὡς ὑπὸ τοῦ σωτῆρος εἰρημένον· «Ἄνωθεν μέλλω
»σταυροῦσθαι», οὗτος, ὡς μετὰ τὴν ἐπιδημίαν παραδέχεται τὸ «Ἄνω-
»θεν μέλλω σταυροῦσθαι» γινόμενον, οὕτω καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας,
ὅταν τὰ αὐτὰ αἴτια γίνηται τὸ λέγεσθαι ἄν· «ἤδη μέλλω σταυροῦ-
σθαι». διὰ τί γὰρ οὐχὶ ὡς «ἄνωθεν» μέλλει σταυροῦσθαι, καὶ πρό-
τερον ἐσταύρωτο; ὅρα δὲ εἰ μὴ μόνων τῶν μετὰ τὴν παρουσίαν
ἐστὶν ἁγίων φωνὴ τὸ «Χριστῷ συνεσταύρωμαι», ἀλλὰ καὶ τῶν προ-
τέρων, ἵνα μὴ διαφέρειν λέγωμεν τοὺς μετὰ τὴν παρουσίαν ἁγίους
Μωσέως καὶ τῶν πατριαρχῶν. καὶ τὸ «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν
»ἐμοὶ Χριστός» λεγέσθω μὴ μόνον ὑπὸ τῶν μετὰ τὴν παρουσίαν
ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν προτέρων. ἐφίστημι δὲ καὶ τῷ «Θεὸς Ἀβραὰμ
»καὶ θεὸς Ἰσαὰκ καὶ θεὸς Ἰακώβ· θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν ἀλλὰ

Hephaestion Astrol., Apotelesmatica (epitomae quattuor) P. 307, l. 28

αὐτήν, τῶν δὲ ἀγαθοποιῶν ἀνακραθέντων αὐτοῖς ἀνώ-


μαλον καὶ ἀμφήριστον τὸ τῆς ἀποδημίας δηλοῖ.
241

 Ἐπισκοπήσαντα δὲ τὰ κέντρα ἐφορᾶν χρὴ τοὺς μέλλον-


τας τῶν ἀστέρων ἐκβαίνειν ἀφ' ὧν εἰσι ζῳδίων· οὕτω
γὰρ αἵ τε ἔξοδοι καὶ αἱ ἀποδημίαι γνωσθήσονται, καὶ
αἱ ἐπανελεύσεις ἐκ τοῦ ἐπισκοπεῖν πότερον ἐξ ἀλλοτρίου
εἰς ἴδιον οἶκον ἢ ὕψωμα μεταβαίνουσιν ἢ ἔμπαλιν· ἐκ τού-
του γὰρ καταφανὲς ἔσται τὸ τῆς ὑποστροφῆς καὶ ἐπαν-
ελεύσεως. καὶ οἱ μὲν στηριγμοὶ τὰς ἐπιμονὰς δηλοῦσι καὶ
βραδυτῆτας ὥσπερ αἱ δύσεις θανάτους ἢ τελείας ἀπρα-
γίας, αἱ δ' ἀνατολαὶ ταχίστας ποιοῦσι τὰς ἐπιδημίας,
δηλαδὴ τῶν τῆς Σελήνης σχηματισμῶν καὶ τῶν κέντρων
τῆς καταρχῆς μαρτυρίαν ἐχόντων καὶ λόγον πρὸς τοὺς προ-
ειρημένους.  
 Ἐπιτηρητέον δὲ μάλιστα τὴν Σελήνην διαμετροῦσαν
τὰ κάθυγρα τῶν ζῳδίων ἢ καὶ ἐποῦσαν καὶ ὑπὸ κακο-
ποιῶν θεωρουμένην κατὰ τὰ κραταιὰ τούτων σχήματα,
τουτέστι τὰ τετράγωνα καὶ διάμετρα· χαλεπώταται γὰρ
αἱ τοιαῦται καταρχαὶ ταῖς τε ναυσὶ καὶ τοῖς πλέουσιν.
ἐπὰν δὲ ἡ Σελήνη μὲν κακωθῇ, τὰ δὲ κάθυγρα τῶν ζῳδίων
ὑπὸ τῶν ἀγαθοποιῶν μαρτυρῶνται, ἄφθαρτον μὲν τὸ σκά

Νόννος. Dionysiaca Book 2, l. 143

ἔσσομαι εἰαρινοῖο φίλη Ζεφύροιο χελιδών,


φθεγγομένη λάλος ὄρνις ὑπωροφίης μέλος ἠχοῦς,
ὀρχηθμῷ πτερόεντι περισκαίρουσα καλιήν.
Πρόκνη, πικρὰ παθοῦσα, σὺ μὲν σέο πενθάδι μολπῇ
υἱέα δακρύσειας, ἐγὼ δ' ἐμὰ λέκτρα γοήσω.
Ζεῦ ἄνα, μὴ τελέσῃς με χελιδόνα, μή με διώξῃ
καὶ Τηρεὺς πτερόεις κεχολωμένος, οἷα Τυφωεύς.
ἀήρ, οὔρεα, πόντος ἀνέμβατος· ἔνδοθι γαίης
κρύπτομαι· ἀλλὰ Γίγαντος ἐχιδναίων ἀπὸ ταρσῶν
ἰοβόλοι δύνουσιν ὑπὸ χθόνα φωλάδες ὕδραι.
εἴην ὑγρὸν ὕδωρ ἐπιδήμιον, οἷα Κομαιθώ,
πατρῴῳ κεράσασα νεόρρυτα χεύματα Κύδνῳ· ...
οὐκ ἐθέλω παρὰ Κύδνον, ὅτι προχοῇσι συνάψω
παρθενικῆς δυσέρωτος ἐμὸν φιλοπάρθενον ὕδωρ.
πῇ δὲ φύγω; Τυφῶνι μιγήσομαι; ἀλλὰ λοχεύσω
ἀλλοφυῆ πολύμορφον ὁμοίιον υἷα τοκῆι.  
εἴην δένδρεον ἄλλο, καὶ ἐκ δρυὸς εἰς δρύας ἔλθω
οὔνομα παιδὸς ἔχουσα σαόφρονος· ἀντὶ δὲ Δάφνης
μὴ Μύρρης ἀθέμιστον ἐπώνυμον ἔρνος ἀκούσω.
ναί, λίτομαι, παρὰ χεῦμα γοήμονος Ἠριδανοῖο
εἴην Ἡλιάδων καὶ ἐγὼ μία·

Νόννος. Dionysiaca Book 47, l. 26

φυταλιὴ δ' ἀνέτελλεν, ἀπὸ χθονίοιο δὲ κόλπου


αὐτοφυὴς γλυκεροῖο πεπαινομένου τοκετοῖο
242

βότρυς ἐλαιήεντος ἐφοινίχθη Μαραθῶνος,


καὶ δρύες ἐψιθύριζον, ἀνοιγομένων δὲ πετήλων  
δίχροον ἠρεύγοντο ῥόδον λειμωνίδες Ὧραι,
καὶ κρίνον αὐτοτέλεστον ἐμαιώσαντο κολῶναι.
καὶ Φρυγίοις αὐλοῖσιν ἐπέκτυπεν αὐλὸς Ἀθήνης,
καὶ δίδυμον κελάδημα δόναξ ἐλίγαινεν Ἀχαρνεὺς
θλιβόμενος παλάμῃσιν· ὁμογλώσσων δ' ἀπὸ λαιμῶν
Μυγδονίῃ βαρύδουπος ὁμόθροος ἄζυγι κούρῃ
δίθροον ἁρμονίην ἐπιδήμιος ἴαχε Βάκχη
πῆχυν ἐπικλίνουσα νέῃ Πακτωλίδι νύμφῃ,
καὶ φλόγα νυκτιχόρευτον ἀνέσχεθε δίζυγι πεύκῃ
ἀρχεγόνῳ Ζαγρῆι καὶ ὀψιγόνῳ Διονύσῳ·
λησαμένη δ' Ἰτύλοιο καὶ ἱστοπόνου Φιλομήλης
σύνθροος αἰολόδειρος ἀνέκλαγεν Ἀτθὶς ἀηδών,
καὶ Ζεφύρου λάλος ὄρνις ὑπωροφίην χέε μολπήν,
μνῆστιν ὅλην Τηρῆος ἀπορρίψασα θυέλλαις.
 οὐδέ τις ἦν ἀχόρευτος ἀνὰ πτόλιν. αὐτὰρ ὁ χαίρων
Βάκχος ἐς Ἰκαρίου δόμον ἤλυθεν, ὃς πέλεν ἄλλων
φέρτερος ἀγρονόμων ἑτερότροπα δένδρα φυτεύειν.

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 4, l. 154

ἐκ πόλιος στείχοντες ἐς ἀγχιθέου στόμα πηγῆς,


εἰς θεὸν οἰστρηθέντες ἑνὶ φρενοθελγέι μύθῳ.
ἔνθα χρόνου μεσσηγύ, πρὶν ἄστεος ἔκτοθι βαίνειν  
στεινομένων νεφεληδὸν ἐπήτριμα κύματα λαῶν,
Χριστὸν ἐκυκλώσαντο καὶ ἐφθέγξαντο μαθηταί·
ῥαββίν, δέχνυσο ταῦτα καὶ ἔσθιε. κινυμένης δὲ
χειρὸς ἀφωνήτοιο νοήμονι μάρτυρι σιγῇ
δαῖτα μινυνθαδίην ἀπεσείσατο ταῦτα βοήσας·
ἄλλην δαῖτα φέρω βιοτήσιον, ἣν ἐνὶ θυμῷ
ὑμεῖς οὐκ ἐδάητε. καὶ ἔννεπεν ἄλλος ἐπ' ἄλλῳ·
ἦ ῥά οἱ ἄλλος ὄπασσε φαγεῖν ἐπιδήμιος ἀνήρ;
φιλοπάτωρ δ' ἀγόρευεν ἄναξ ἑτερόφρονι μύθῳ·
εἶδαρ ἐμὸν πέλε μῦθος, ἐμὸν ποτὸν ἔργα τοκῆος·
εἶδαρ ἐμὸν πέλε μοῦνον, ὅπως ἄτρεπτον ἐέλδωρ
πατρὸς ἐμοῦ τελέοιμι καὶ ἔνθεον ἔργον ἀνύσσω·
ὑμεῖς οὐ τόδε πάντες ἑνὶ ξυνώσατε μύθῳ
ἴδμονες ὡράων, ὅτι λείπεται εἰςέτι μούνη
μηνῶν τετραέλικτος ἀελλήεσσα πορείη,
καὶ θέρος ἀγλαόκαρπον ἐλεύσεται; ἠνίδε, πάντες
εἰς πόλιν ἀντικέλευθον ἀείρατε κύκλον ὀπωπῆς,
πῶς πόλιες λευκῇσι περιφρίσσουσιν ἁλωαῖς

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 7, l. 149
243

ὑμέας ἱμείροντας ἀνέμβατον οἶμον ὁδεύειν.


ἀλλ' ὅτε λοίσθιον ἦλθε χοροστάδος ἦμαρ ἑορτῆς,  
Χριστὸς ἄναξ ἕστηκε λιθώδεος ἐγγύθι νηοῦ·
Ἑβραίοις δ' ἰάχησε χέων πανθελγέα φωνήν·
εἴ τις δίψαν ἔχει θυμοφθόρον, εἰς ἐμὲ βαίνων
πηγῆς ἡμετέρης πιέτω ψυχοσσόον ὕδωρ.
πᾶς γὰρ ὁ πίστιν ἔχων σόος ἔσσεται. ἀρχέγονος δὲ
οἷα θεοῦ φάτο μῦθος· ἀεὶ διὰ γαστρὸς ἐκείνου
ἔμφρονες αὐτοχύτῳ ποταμοὶ ζώοντι ῥεέθρῳ
ἐνδόμυχον βλύσσουσι παλιμφυὲς ἔνθεον ὕδωρ.
εἶπε προθεσπίζων ἐπιδήμιον ὄψιμον αἴγλην
πνεύματος, οὗπερ ἔμελλε τυχεῖν θεοδέγμονι θυμῷ
πᾶσα πολυσπερέων μερόπων πεισθεῖσα γενέθλη·
οὔπω γὰρ βροτέῃσιν ἐνερρίζωτο μενοιναῖς
Χριστὸς ἄναξ γενέταο φανεὶς ἀγχίθρονος ἕδρης.
πολλοὶ δ' εἰςαΐοντες ὁμοφραδέων τότε λαῶν
χείλεσι πιστοτάτοισι πολύστομον ἔβρεμον ἠχώ·
οὗτος, ὃν ἔγραφε βίβλος, ἐτήτυμός ἐστι προφήτης.
οἱ δὲ διχοστασίης ἀδαήμονες εἶχον ἀοιδήν·
Χριστὸς ἄναξ πέλεν οὗτος. ἁμιλλητῆρι δὲ μύθῳ  

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 12, l. 36

αὐτὸς ἀνηέρταζε φύλαξ κακός. ἀλλά ἑ μύθῳ


Ἰησοῦς ἀνέκοψεν, ἑῷ δ' ἀγόρευε φονῆι·
θηλυτέρης λίπε δῶρον ἀμεμφέος, ὄφρα φυλάξῃ
σώματος ἡμετέρου κειμήλιον, εἰςόκεν ἔλθῃ
φοίνιος ἡμετέρων κτερέων ἐπιτύμβιος ὥρη.
πτωχοὶ γὰρ παρέασιν ἀπείρονες αἰὲν ἑτοῖμοι
ὑμῖν διζομένοισιν· ἐπειγόμενοι δέ με λεύσσειν
οὐκ αἰεὶ παρεόντα κιχήσετε. πιστότατος δὲ
λαὸς Ἰουδαίων ἀγχίπτολις ἔκλυε φήμης
οὔασι τερπομένοις, ὅτι νόστιμος ἦλθεν Ἰησοῦς
ἔνθεον ἴχνος ἔχων ἐπιδήμιον ἠθάδι κώμῃ,
Μάρθης ὁππόθι δῶμα. καὶ ἔτρεχεν ἐσμὸς ὁδίτης
ἄσπετος, ἄλλοθεν ἄλλος ὁμόστολος, οὐχ ἵνα μοῦνον
Ἰησοῦν ἐςίδοιτο βιοσσόον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν  
Λάζαρον, ὃν παλίνορσον ἀναστήσας ἀπὸ νεκρῶν
ἔμπνοον ἐψύχωσε χέων φυσίζοον ἠχώ.
καὶ φθονεροὶ μενέαινον ἀναιδέες ἀρχιερῆες
καὶ ζαμενὴς Φαρισαῖος ὅλος χορός, ὄφρα καὶ αὐτὸν
Λάζαρον ἀχλυόεντι πάλιν πέμψωσι βερέθρῳ
νόστιμον ἐκ νεκύων ἑτέρῳ κτείνοντες ὀλέθρῳ,
πότμον ἔτι πνείοντα παλαίτερον, ὄφρα τις εἴπῃ·

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 15, l. 105
244

πᾶσι θεουδείης ἐνέπων ὁδόν, οὐκ ἂν ἐκεῖνοι


εἶχον ἀλιτροσύνην νεμεσήμονα· νῦν δὲ μαθόντες
οὐ πρόφασιν μεθέπουσιν ἐλεύθερον ἄφρονος ἄτης.
εἰ μὴ ἐγὼ κάμον ἔργα, τὰ μὴ μάθεν ἄλλος ἀνύσσαι,
αὐτῶν δερκομένων, ὅτε μάρτυρες ἦσαν ὀπωπαί,
οὐκ ἂν ἀτασθαλίης ποινήτορας εἶχον ἀμοιβάς.
νῦν δὲ καὶ εἰςορόωσι καὶ ἀμφοτέρους ἑνὶ θεσμῷ
αὐτὸν ἐμὲ στυγέουσι καὶ ὑψιμέδοντα τοκῆα.
ἀλλὰ νόμου γραφικοῖο τόπερ φάτο θέσκελος ὀμφὴ
ἀνέρος εὐφόρμιγγος, ὅπως τετελεσμένον εἴη·  
προικὸς ἐμὲ στυγέεσκον. ἐπὴν δ' ἐπιδήμιον ἔλθῃ
πνεῦμα θεοῦ νοεροῖο διορνύμενον γενετῆρος,
πνεῦμα τόπερ παρὰ πατρὸς ἐς ὑμέας αὐτὸς ἰάλλω,
πολλά με κηρύξειε παρ' ἀνδράσι· πολλὰ καὶ ὑμεῖς
ἀμφ' ἐμέθεν φθέγγεσθε δαήμονι μάρτυρι μύθῳ·
καὶ γὰρ ἐμοὶ παρεόντες ὁμόφρονές ἐστε μαθηταὶ
ἐξ ἀρχῆς γεγαῶτες ὅλων θηήτορες ἔργων·

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 19, l. 105

χεῖρας, ὁμοτρήτοισι πεπαρμένον ἄζυγι γόμφῳ


διπλόον ἕλκος ἔχοντα, μιῇ τετορημένον ὁρμῇ  
ποσσὶν ὁμοπλεκέεσσιν, ἀκαμπέα δεσμὸν ὀλέθρου.
κέντροις δ' ἀντιτύποισιν ἐπὶ σταυροῖο δεθέντας
νυκτιλόχους δύο φῶτας ἑνὶ ξύνωσαν ὀλέθρῳ
γείτονας ἀλλήλοισι, μέσον δ' ἔστησαν Ἰησοῦν.
καὶ Πιλάτος θηητὸν ἐπέγραφε μάρτυρι δέλτῳ
γράμμα, τόπερ καλέουσι Λατινίδι τίτλον ἰωῇ.
ἦν δὲ σοφῷ καλάμῳ τετυπωμένον· οὗτος Ἰησοῦς,
οὗτος Ἰουδαίων βασιλεὺς Γαλιλαῖος Ἰησοῦς.
καὶ πολὺς Ἑβραίων ἐπιδήμιος ἐσμὸς ἀνέγνω
τίτλον ἰδών, ὅτι χῶρος ἔην λόφος ἄστεϊ γείτων,
ὁππόθι μιν σταυροῖο συνεκλήισσαν ὀχῆι.
ἦν δὲ μιῆς παλάμης νοερῷ κεχαραγμένον ὁλκῷ
Αὐσονίῃ γλώσσῃ τε Σύρων καὶ Ἀχαΐδι φωνῇ.
καὶ Πιλάτον λιτάνευον ὁμήλυδες ἀρχιερῆες·
μὴ γράφε, μὴ γράφε τοῦτον Ἰουδαίων βασιλῆα,
ἀλλ' ὅτι κεῖνος ἔλεξεν ἑῇ ψευδήμονι φωνῇ·
κοίρανος Ἑβραίων τελέθω σκηπτοῦχος Ἰησοῦς.
καὶ Πιλάτος φάτο μῦθον ἀπηνέας ἄνδρας ἐλέγχων·  
ἔγραφον ἀσφαλέως, τόπερ ἔγραφον. ὑψιφανῆ δὲ

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 20, l. 30

καὶ φθάμενος Σίμωνα ποδήνεμος ἦλθε μαθητὴς


245

Πέτρου σπερχομένοιο θοώτερος. ἀγχιφανὴς δὲ


ἱστάμενος παρέκυψε καὶ ἔδρακεν ἔνδοθι τύμβου
ἀντωποῖς βλεφάροισι κενήριον ὀξὺ δοκεύων
κεκλιμένας ὀθόνας χιονώδεας ὑψόθι γαίης·
οὐ μὲν ἔσω διέβαινε, καὶ εἰ ταχὺς ἦλθεν ὁδεύων.
ἑσπομένοις δὲ πόδεσσιν ὀπίστερος ἵκετο Σίμων
καὶ ταχὺς ἔνδον ἵκανεν· ὑπὲρ δαπέδοιο δὲ γυμνοῦ
σύζυγας ἀλλήλοις λινέους ἐνόησε χιτῶνας
καὶ κεφαλῆς ζωστῆρα παλίλλυτον ἅμματι χαίτης,
σουδάριον τόπερ εἶπε Σύρων ἐπιδήμιος αὐδή,
οὐ ταφίαις ὀθόναις παρακείμενον, ἀμφιλαφῆ δὲ  
μουναδὸν αὐτοέλικτον ὁμόπλοκον εἰν ἑνὶ χώρῳ.
ἦλθε καὶ ὁ πρώτιστος ἰὼν ἐπὶ σῆμα μαθητὴς
καὶ βραδὺς ἔνδον ἵκανε λιθογλυφέος κενεῶνος·
καὶ λίθον εὐδίνητον ἐοικότα χάσματι τύμβου,
ἀντίτυπον στήριγμα χαραδραίου πυλεῶνος,
καὶ πλοκάμων τελαμῶνα καὶ εἵματα κείμενα γαίῃ
ἔδρακε καὶ πίστευεν, ὅτι χθονίων ἀπὸ κόλπων
οὐρανίην ἐπὶ πέζαν ὑπηνέμιος νέκυς ἔπτη.
οὐ γάρ πω δεδάασι δύω Χριστοῖο μαθηταί,

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 21, l. 21

καί οἱ μῦθον ἔλεξαν ὁμήλυδες ἀσπαλιῆες·


σὺν σοὶ ἐς ἰχθυόεντα χυτῆς ἁλὸς ἔργα καὶ ἡμεῖς
ἱέμεθα ξύμπαντες ὁμήλυδες. ἐκ δὲ μελάθρου  
ἀμφιλαφεῖς ῥώοντο καὶ ἀγχιπόρου στόμα λίμνης
νηὸς ἐπεμβαίνοντες ἐπέπλεον. ἐννύχιον δὲ
οὐδὲν ἁλιτρύτῃσι δυνήσατο χερσὶ πιέζειν
ἐσμὸς ἅπας· καὶ πυκνὰ παλιμπετὲς ἄχνυτο Σίμων
χερσὶν ἐπ' ἀμφοτέρῃσιν ὑπηνέμιον λίνον ἕλκων.
καὶ ῥοδέαις ἀκτῖσιν ὅτε ζόφον ἔσχισεν ἠώς,
Χριστὸς ἐυκροκάλοισι παρ' ᾐόσιν ἵστατο πόντου
πρώιον ἴχνος ἄγων ἐπιδήμιον ἠθάδι λίμνῃ,
οἷα βορῆς χατέων ἁλιδινέος· οὐδὲ μαθηταὶ
δερκόμενοι γίνωσκον, ὅτι σχεδὸν ἦεν Ἰησοῦς.
ὑγροβίους δ' ἐρέεινεν ἐθήμονας ἰχθυβολῆας·
πλωτὰ τελεσσιγόνοιο κομίζετε δεῖπνα θαλάσσης,
παῖδες ἁλὸς δρηστῆρες; ἀμειβόμενοι δὲ μαθηταὶ
οὐδὲν ἔχειν ἀνένευον. ἄναξ δ' ἠμείβετο μύθῳ·
ἰχθυβόλῳ χαλάσαντες ἑκηβόλα δίκτυα πόντῳ
γείτονα φοιταλέης παρὰ δεξιὰ νηὸς ἑτοίμης  
–   –   –   –  ἄπλετον ἐσμὸν ἀλήτην.

Σαλαμίνιος. Εκκλησιαστική ιστορία.


246

Book 2, ch. 4, sec. 3, l. 3

 Ἀναγκαῖον δὲ διεξελθεῖν καὶ τὰ περὶ τὴν δρῦν τὴν Μαμβρῆ καλου-


μένην βεβουλευμένα Κωνσταντίνῳ τῷ βασιλεῖ. τόπος δὲ οὗτος, ὃν νῦν Τερέ-
βινθον προσαγορεύουσιν, ἀπὸ δέκα καὶ πέντε σταδίων γείτονα τὴν Χεβρὼν
πρὸς μεσημβρίαν ἔχων, Ἱεροσολύμων δὲ διεστὼς ἀμφὶ διακόσια καὶ πεντή-
κοντα στάδια. οὗ δὴ λόγος ἐστὶν ἀληθὴς ἅμα τοῖς κατὰ Σοδομιτῶν ἀπο-
σταλεῖσιν ἀγγέλοις καὶ τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ φανῆναι τῷ Ἀβραὰμ καὶ προειπεῖν
αὐτῷ τοῦ παιδὸς τὴν γέννησιν. ἐνταῦθα δὲ λαμπρὰν εἰσέτι νῦν ἐτήσιον
πανήγυριν ἄγουσιν ὥρᾳ θέρους οἱ ἐπιχώριοι καὶ οἱ προσωτέρω Παλαιστῖνοι
καὶ Φοίνικες καὶ Ἀράβιοι· συνίασι δὲ πλεῖστοι καὶ ἐμπορείας ἕνεκα πωλή-  
σοντες καὶ ἀγοράσοντες. πᾶσι δὲ περισπούδαστος ἡ ἑορτή, Ἰουδαίοις μὲν
καθότι πατριάρχην αὐχοῦσι τὸν Ἀβραάμ, Ἕλλησι δὲ διὰ τὴν ἐπιδημίαν
τῶν ἀγγέλων, τοῖς δ' αὖ Χριστιανοῖς ὅτι καὶ τότε ἐπεφάνη τῷ εὐσεβεῖ
ἀνδρὶ ὁ χρόνοις ὕστερον ἐπὶ σωτηρίᾳ τοῦ ἀνθρωπείου γένους διὰ τῆς παρθένου
φανερῶς ἑαυτὸν ἐπιδείξας. προσφόρως δὲ ταῖς θρησκείαις τιμῶσι τοῦτον
τὸν χῶρον, οἱ μὲν εὐχόμενοι τῷ πάντων θεῷ, οἱ δὲ τοὺς ἀγγέλους ἐπικαλού-
μενοι καὶ οἶνον σπένδοντες καὶ λίβανον θύοντες ἢ βοῦν ἢ τράγον ἢ πρόβατον
ἢ ἀλεκτρυόνα. ὃ γὰρ ἕκαστος ἐσπουδασμένον καὶ καλὸν εἶχε, διὰ παντὸς
τοῦ ἔτους ἐπιμελῶς τρέφων, καθ' ὑπόσχεσιν εἰς εὐωχίαν τῆς ἐνθάδε ἑορτῆς
ἐφύλαττεν ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς οἰκείοις. τιμῶντες δὲ τὸν τόπον πάντες ἢ
διὰ θεομηνίας κακῶς παθεῖν φυλαττόμενοι οὔτε γυναιξὶν ἐνθάδε συνου-
σιάζουσιν, ὡς ἐν ἑορτῇ κάλλους καὶ κόσμου πλείονος ἐπιμελουμέναις καὶ

Σαλαμίνιος. Εκκλησιαστική ιστορία. Book 5, ch. 21, sec. 9, l. 4

κώμην σπεύδων, πηγή τίς ἐστι σωτήριος, ἐν ᾗ τὰ πάθη ἀπολούονται ἄνθρω-


ποί τε καὶ τὰ ἄλλα ζῷα διαφόροις νόσοις κάμνοντα. λέγεται γὰρ ἐξ
ὁδοιπορίας ποθὲν ἐπὶ τὴν πηγὴν ἐλθόντα τὸν Χριστὸν ἅμα τοῖς μαθηταῖς  
ἐνθάδε ἀπονίψασθαι τοὺς πόδας, καὶ τὸ ἐξ ἐκείνου ἀλεξίκακον παθημάτων
γενέσθαι τὸ ὕδωρ.
 Καὶ δένδρου δὲ τῆς καλουμένης περσίδος ἐν Ἑρμουπόλει τῆς Θηβαΐδος
φασὶ πολλῶν ἀπελάσαι τὰς νόσους κάρφος ἢ φύλλον ἢ τοῦ φλοιοῦ μικρόν
τι τοῖς κάμνουσι προσαπτόμενον. λέγεται γὰρ παρ' Αἰγυπτίοις, ἡνίκα
διὰ τὸν Ἡρῴδην ἔφυγεν ὁ Ἰωσὴφ παραλαβὼν τὸν Χριστὸν καὶ Μαρίαν τὴν
ἁγίαν παρθένον, ἐλθεῖν εἰς τὴν Ἑρμούπολιν, ἅμα δὲ εἰσιόντι παρὰ τὴν πύλην
μὴ ἐνεγκὸν τοῦτο τὸ δένδρον μέγιστον ὂν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐπιδημίαν ἐπὶ τὸ
ἔδαφος κλῖναι καὶ προσκυνῆσαι. καὶ ταῦτα μὲν περὶ τούτου τοῦ φυτοῦ
παρὰ πολλῶν ἀκούσας εἶπον· ἡγοῦμαι δὲ ἢ σημεῖον τοῦτο γενέσθαι τῆς ἐν
τῇ πόλει τοῦ θεοῦ παρουσίας, ἢ ὡς εἰκὸς Ἑλληνικῷ νόμῳ διὰ μέγεθος καὶ
κάλλος θρησκευόμενον τὸ δένδρον παρὰ τῶν ἐνοικούντων, ἐσείσθη τοῦ θερα-
πευομένου δι' αὐτοῦ δαίμονος φρίξαντος τὸν τῶν τοιούτων καθαιρέτην· ἐπεί
φασιν αὐτομάτως σεισθῆναι καὶ πάντα τὰ ξόανα τῶν Αἰγυπτίων ἐπιδημή-
σαντος αὐτοῖς τότε τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν τοῦ Ἡσαΐου προφητείαν. ἀπε-
λαθέντος δὲ τοῦ δαίμονος εἰς μαρτυρίαν τοῦ συμβεβηκότος ἔμεινε τὸ φυτόν,
τοὺς πίστει χρωμένους ἰώμενον. καὶ τούτων μὲν Αἰγύπτιοι καὶ Παλαιστῖνοι
τοῦ παρ' αὐτοῖς ὄντος ἕκαστοι μάρτυρες.
247

Ευνάπιος Vitae sophistarum Book 2, ch. 1, sec. 5, l. 1

μετὰ χάριτος παρέπτυσε βίους, φιλοσόφων δὲ οὐδεὶς ἀκριβῶς


ἀνέγραψεν· ἐν οἷς Ἀμμώνιός τε ἦν ὁ ἐξ Αἰγύπτου, Πλουτάρ-  
χου τοῦ θειοτάτου γεγονὼς διδάσκαλος, Πλούταρχός τε αὐ-
τός, ἡ φιλοσοφίας ἁπάσης ἀφροδίτη καὶ λύρα, Εὐφράτης τε
ὁ ἐξ Αἰγύπτου, καὶ Δίων ὁ ἐκ Βιθυνίας ὃν ἐπεκάλουν Χρυ-
σόστομον, Ἀπολλώνιός τε ὁ ἐκ Τυάνων, οὐκέτι φιλόσοφος·
ἀλλ' ἦν τι θεῶν τι καὶ ἀνθρώπου μέσον. τὴν γὰρ Πυθαγό-
ρειον φιλοσοφίαν ζηλώσας, πολὺ τὸ θειότερον καὶ ἐνεργὸν
κατ' αὐτὴν ἐπεδείξατο. ἀλλὰ τὸ μὲν ἐς τοῦτον ὁ Λήμνιος
ἐπετέλεσε Φιλόστρατος, βίον ἐπιγράψας Ἀπολλωνίου τὰ
βιβλία, δέον Ἐπιδημίαν ἐς ἀνθρώπους θεοῦ καλεῖν. Καρ-
νεάδης δὲ ἦν κατὰ τούτους τοὺς χρόνους, καὶ τῶν κατὰ
κυνισμὸν οὐκ ἀφανής, εἴ τινα καὶ κυνισμοῦ χρὴ λόγον ποιεῖ-
σθαι, παρ' οἷς ἦν Μουσώνιος, καὶ Δημήτριος καὶ Μένιππος,
καὶ ἕτεροί γέ τινες πλείους· οὗτοι δὲ ἦσαν ἐπιφανέστεροι.
τούτων δὲ σαφεῖς μὲν καὶ ἀκριβεῖς οὐκ ἦν ἀνευρεῖν τοὺς
βίους, ἅτε μηδενὸς συγγεγραφότος, ὅσα γε ἡμᾶς εἰδέ-
ναι· ἱκανοὶ δὲ αὐτῶν ἦσάν τε καί εἰσι βίοι τὰ γράμματα,
τοσαύτης ἀνάμεστα παιδείας καὶ θεωρίας ἔς τε ἠθικὴν
ἀρετὴν καὶ ὅση πρὸς τὴν τῶν ὄντων διήρατο καὶ ἀνέβλεψε
φύσιν, τὴν ἄγνοιαν τῶν δυναμένων ἀκολουθεῖν, ὡς ἀχλύν
Ευνάπιος Vitae sophistarum Book 6, ch. 6, sec. 2, l. 1

τῆς τύχης ἐποιήσατο καταδρομὴν καὶ τῶν περὶ σῶμα


κόσμων, καὶ εἰς τοσοῦτο κακοδαιμονίας τοὺς φιλοσωμά-
τους ἀνήγαγε. ἀλλὰ τοῦτο μὲν ἐκώλυσαν οἱ παρατυχόντες
τῶν μάγων, γόητα εἶναι τελείως τὸν ἄνδρα φάσκοντες,
καὶ τὸν βασιλέα συμπείσαντες ἀποκρίνασθαι τῷ βασιλεῖ
Ῥωμαίων· τί δήποτε ἄνδρας εὐτυχοῦντες τοιούτους, εἶτα
πέμπουσιν ἀνδραπόδων πλουτούντων οὐδὲν διαφέροντας;
τὰ δὲ κατὰ τὴν πρεσβείαν ἅπαντα ἦν ὑπὲρ ἐλπίδας.
 Περὶ τούτου γε τοῦ ἀνδρὸς καὶ τοιοῦτόν τι ἐς τὴν
ἐμὴν ἱστορίαν συνέπεσεν, ὡς ἅπασα μὲν ἡ Ἑλλὰς ἰδεῖν αὐτὸν
ηὔχοντο καὶ ᾔτουν τοὺς θεοὺς τὴν ἐπιδημίαν· καὶ αἵγε
μαντεῖαι τοῖς περὶ ταῦτα δεινοῖς ἐς τοῦτο συνέβαινον. ὡς
δὲ διημάρτανον, οὐ γὰρ ἐπεδήμει, πρεσβείαν παρ' αὐτὸν
στέλλουσιν οἱ Ἕλληνες, τοὺς ἄκρους ἐπὶ σοφίᾳ κατὰ τὴν
πρεσβείαν προελόμενοι. νοῦς δὲ ἦν αὐτοῖς διαλέγεσθαι πρὸς
τὸν μέγαν Εὐστάθιον· τί δήποτε ἐπὶ τοῖσδε τοῖς σημείοις
τὸ ἔργον οὐκ ἀπήντησεν; ὁ δὲ ἀκούσας, καὶ τοὺς ὀνομα-
στοὺς ἐπ' ἐκείνοις καὶ πολυυμνήτους ἀναθεωρῶν καὶ δια-
κρίνων ἐβασάνιζε, καὶ συνηρώτα τό τε μέγεθος καὶ τὴν
χροιὰν καὶ τὸ σχῆμα τῶν σημείων, εἶτα μειδιάσας συνηθῶς
πρὸς αὐτούς, ὡς ἤκουσε τὰ ὄντα (ψεῦδος γὰρ οὐ μόνον
248

Ευνάπιος Vitae sophistarum Book 6, ch. 6, sec. 3, l. 8

δὲ διημάρτανον, οὐ γὰρ ἐπεδήμει, πρεσβείαν παρ' αὐτὸν


στέλλουσιν οἱ Ἕλληνες, τοὺς ἄκρους ἐπὶ σοφίᾳ κατὰ τὴν
πρεσβείαν προελόμενοι. νοῦς δὲ ἦν αὐτοῖς διαλέγεσθαι πρὸς
τὸν μέγαν Εὐστάθιον· τί δήποτε ἐπὶ τοῖσδε τοῖς σημείοις
τὸ ἔργον οὐκ ἀπήντησεν; ὁ δὲ ἀκούσας, καὶ τοὺς ὀνομα-
στοὺς ἐπ' ἐκείνοις καὶ πολυυμνήτους ἀναθεωρῶν καὶ δια-
κρίνων ἐβασάνιζε, καὶ συνηρώτα τό τε μέγεθος καὶ τὴν
χροιὰν καὶ τὸ σχῆμα τῶν σημείων, εἶτα μειδιάσας συνηθῶς
πρὸς αὐτούς, ὡς ἤκουσε τὰ ὄντα (ψεῦδος γὰρ οὐ μόνον
ἔξω θείου χοροῦ, ἀλλὰ καὶ λόγου ἵσταται), “ἀλλὰ ταῦτά
γε” εἶπεν “τὴν ἐμὴν τήνδε ἐπιδημίαν οὐκ ἐμαντεύετο.”  
καί πού τι καὶ παρὰ τὸ ἀνθρώπειον κατά γε ἐμὴν ἐφθέγξατο
κρίσιν· ἀπεκρίνατο γὰρ ὡς “μικρότερα ἦν καὶ βραδύτερα
τῶν ἐμῶν καλῶν τὰ φανθέντα σημεῖα.”
 Οὕτως Εὐστάθιος ὁ τοσοῦτος Σωσιπάτρᾳ συνῴκη-
σεν, ἣ τὸν ἄνδρα τὸν ἑουτῆς δι' ὑπεροχὴν σοφίας εὐτελῆ
τινὰ καὶ μικρὸν ἀπέδειξε. περὶ ταύτης δὲ ἐν ἀνδρῶν σοφῶν
καταλόγοις καὶ διὰ μακροτέρων εἰπεῖν ἁρμόζει, τοσοῦτον
κλέος τῆς γυναικὸς ἐξεφοίτησεν. καὶ ἦν γὰρ ἐκ τῆς περὶ
Ἔφεσον Ἀσίας, ὅσην Κάϋστρος ποταμὸς ἐπιὼν καὶ διαρ-
ρέων γῆν τὴν ἐπωνυμίαν ἀφ' ἑαυτοῦ τῷ πεδίῳ δίδωσι.

Ευνάπιος Vitae sophistarum Book 10, ch. 7, sec. 7, l. 2

οὐκ ὀλίγας οὐδὲ μικρὰς εἰς ἀπαγωγὴν φόρου καταστρεψάμε-


νος ταῖς Ἀθήναις. ὁ δὲ καὶ ταῦτα ἔδωκεν, καὶ προσέθηκε τὸ
μέγιστον τῶν ἀξιωμάτων, στρατοπεδάρχην ἐπιτρέψας καλεῖ-
σθαι, ὅπως νεμεσῴη μηδεὶς εἰ τοσαῦτα ἐκ τοῦ δημοσίου
κομίζοιτο. ταύτην τὴν δωρεὰν ἔδει βεβαιοῦν τὸν τῆς αὐλῆς
ἔπαρχον (νεωστὶ γὰρ παρῆν ἐκ Γαλατίας ὁ ἔπαρχος)· καὶ
μετὰ τοὺς ἐπὶ τοῖς λόγοις ἐκείνους ἀγῶνας, παρὰ τὸν Ἀνατό-
λιον ἐλθών, ἠξίου βεβαιοῦν τὴν χάριν, καὶ συνηγόρουςοὐκ
ἐκάλεσε μόνους, ἀλλὰ σχεδόν τι πάντας τοὺς πεπαιδευμέ-
νους ἐκ τῆς Ἑλλάδος· πάντες γὰρ ἦσαν Ἀθήνησι διὰ τὴν
ἐπιδημίαν. ὡς δὲ ἐπληρώθη τὸ θέατρον, καὶ ὁ Προαιρέσιος
ἠξίου τοὺς συνηγόρους λέγειν, παραδραμὼν τὴν ἁπάντων
δόξαν ὁ ἔπαρχος, καὶ βασανίζων τὸν Προαιρέσιον ἐς τὸ
σχέδιον “λέγε,” φησίν, “ὦ Προαιρέσιε· αἰσχρὸν γάρ
ἐστιν καὶ λέγειν καὶ βασιλέα ἐπαινεῖν σοῦ παρόντος ἕτερον.”
ἐνταῦθα ὁ Προαιρέσιος, ὥσπερ ἵππος εἰς πεδίον κληθείς,  
τοὺς ἐπὶ τῇ δωρεᾷ λόγους, τόν τε Κελεὸν καὶ Τριπτόλεμον
καὶ τὴν Δήμητρος ἐπιδημίαν ἐπὶ τῇ τοῦ σίτου δωρεᾷ παρή-
γαγεν, καὶ τὴν τοῦ βασιλέως χάριν ἐκείνοις προσάπτων
τοῖς διηγήμασι, ταχὺ μάλα μετέστησεν εἰς τὸν ἀρχαῖον
249

Ευνάπιος Vitae sophistarum Book 10, ch. 7, sec. 8, l. 3

ἐκάλεσε μόνους, ἀλλὰ σχεδόν τι πάντας τοὺς πεπαιδευμέ-


νους ἐκ τῆς Ἑλλάδος· πάντες γὰρ ἦσαν Ἀθήνησι διὰ τὴν
ἐπιδημίαν. ὡς δὲ ἐπληρώθη τὸ θέατρον, καὶ ὁ Προαιρέσιος
ἠξίου τοὺς συνηγόρους λέγειν, παραδραμὼν τὴν ἁπάντων
δόξαν ὁ ἔπαρχος, καὶ βασανίζων τὸν Προαιρέσιον ἐς τὸ
σχέδιον “λέγε,” φησίν, “ὦ Προαιρέσιε· αἰσχρὸν γάρ
ἐστιν καὶ λέγειν καὶ βασιλέα ἐπαινεῖν σοῦ παρόντος ἕτερον.”
ἐνταῦθα ὁ Προαιρέσιος, ὥσπερ ἵππος εἰς πεδίον κληθείς,  
τοὺς ἐπὶ τῇ δωρεᾷ λόγους, τόν τε Κελεὸν καὶ Τριπτόλεμον
καὶ τὴν Δήμητρος ἐπιδημίαν ἐπὶ τῇ τοῦ σίτου δωρεᾷ παρή-
γαγεν, καὶ τὴν τοῦ βασιλέως χάριν ἐκείνοις προσάπτων
τοῖς διηγήμασι, ταχὺ μάλα μετέστησεν εἰς τὸν ἀρχαῖον
ὄγκον τὰ γινόμενα, καὶ τοῖς λεγομένοις ἐπεχόρευεν, ἐπιδει-
κνύμενος ἐς τὴν ὑπόθεσιν· καὶ ὁ τῶν λόγων ἔλεγχος ἦν
αὐτῷ φιλοτιμία.

Ευνάπιος Vitae sophistarum Book 11, ch. 1, sec. 2, l. 4

 ἘΠΙΦΑΝΙΟΣ· οὗτος ἦν μὲν ἐκ Συρίας, δεινότατος δὲ


εἶναι περὶ τὰς διακρίσεις δόξας τῶν ζητημάτων, τὸν δὲ
λόγον ἀτονώτερος, ὅμως ἀντεσοφίστευσέν τε Προαιρεσίῳ
καὶ εἰς πολὺ δόξης ἐχώρησεν· οὐ γὰρ φέρει τὸ ἀνθρώπινον
ἕνα θαυμάζειν, ἀλλ' ἐγκεκλικὸς καὶ ἡττώμενον ὑπὸ φθόνου,  
τοῖς πολυκρατοῦσι καὶ ὑπερέχουσιν ἕτερον ἀντικαθίστησιν,
ὥσπερ ἐν φυσικῇ τὰς ἀρχὰς ἐκ τῶν ἐναντίων λαμβάνοντες.
ἐτελεύτα δὲ οὐκ εἰς βαθὺ γῆρας ἀφικόμενος, τὸ αἷμα νοσήσας·
καὶ ἡ γυνὴ ταὐτὸ τοῦτο ἔπαθε, καλλίστη πασῶν γενομένη.
καὶ παιδίον οὐκ ἦν αὐτοῖς. τοῦτον ὁ ταῦτα γράφων οὐκ
ἔγνω, πολὺ προαπελθόντα τῆς ἐπιδημίας.
 ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ. Καὶ Διόφαντος ἦν μὲν ἐξ Ἀραβίας, καὶ εἰς
τοὺς τεχνικοὺς ἐβιάζετο· ἡ δὲ αὐτὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων
Προαιρεσίῳ κἀκεῖνον ἀντήγειρεν, ὡσεὶ Καλλίμαχος Ὁμήρῳ
τις ἀναστήσειεν. ἀλλ' ἐγέλα ταῦτα ὁ Προαιρέσιος, καὶ τοὺς
ἀνθρώπους ὅ τι εἰσὶν ἐν διατριβῆς εἶχεν [ἐν] μέρει. τοῦτον
ἐγίγνωσκεν ὁ συγγραφεύς, καὶ ἠκροάσατό γε πολλάκις
δημοσίᾳ λέγοντος. παραθεῖναι δὲ τῇ γραφῇ τῶν λεχθέντων
καὶ μνημονευθέντων οὐδὲν ἐδόκει καλῶς ἔχειν· μνήμη γάρ
ἐστιν ἀξιολόγων ἀνδρῶν, οὐ χλευασμός, ἡ γραφή. ἀλλ' ὅμως
ἐπιτάφιόν τε εἰπεῖν τινα τοῦ Προαιρεσίου λέγεται

Ευνάπιος Frag. historica Vol. 1, p. 241, l. 17

ἐκείνῃ τῶν Οὔννων ἐμβολάς. [Suidas v. προβόλος.]


 Ὅτι Μαρκιανὸς ἀνὴρ ἐς ἀρετὴν ἅπασαν ὥσπερ
τις κανὼν ἠκριβωμένος. [Exc. de sentent. (cod. p. 283)
p. 270 Mai., 76 Niebuhr.]
250

 Μουσώνιος ἐπὶ Ἰοβιανοῦ ἦν βασιλέως. πάντα ὅσα


ἦν ἄριστα μικρὰ ἐφαίνοντο πρὸς τὸν ὄγκον Μουσωνίου
καὶ τὴν σὺν τῷ δραστηρίῳ τῆς γνώμης βαθύτητα·
δι' ἃ κατὰ λόγον εὐδοκιμῶν τήν τε ἁλιτενῆ χώραν τῆς
Ἀσίας ἐπῆλθε καὶ ὁ τὴν ἀνθύπατον καὶ μείζονα ἔχων
ἀρχὴν πρὸς τὰς ἐπιδημίας ἐξίστατο, κἀκεῖνος ἅπαντα
ἐπιὼν ἐν ὀλίγαις ἡμέραις τὴν θάλατταν ἐπλήρωσε τῶν
ἀπὸ τῆς Ἀσίας ἐσφορῶν. ἐπεκάλει δὲ οὐδεὶς ἄδικον
οὐδὲν τοῖς γιγνομένοις· ἀλλὰ παιδιά τις ἦν ἅπασι τοῖς
καταβάλλουσι τὰ ἐσφερόμενα· Εὐνάπιος γὰρ ὁ ἐκ
Φρυγίας ῥήτωρ ἐπεστάτει τοῖς πραττομένοις. [Suidas.]
 Φιλόκαλος γὰρ ὢν καὶ φιλάγαθος ὁ Μουσώνιος
τοὺς πανταχόθεν καθεῖλκε παρ' ἑαυτόν, ὥσπερ ἡ
μαγνῆτις λίθος τὸν σίδηρον. οὐκ ἦν δὲ βασανίζειν
ὁποῖός τις ὁ δεῖνα, ἀλλὰ Μουσωνίου φίλον ἀκούσαντα
ὅτι καλὸς κἀγαθὸς ἦν εἰδέναι.

Ιμέριος. ., Declamationes et orationes Oration 17, l. 1t

 Ὅ τε Ξενοφῶν ἐστρατεύετο· καὶ γὰρ καὶ δόρυ μετὰ


Σωκράτην Ξενοφῶν ἤνεγκε ...
 Τὸ γὰρ εὐφυές, εὐάρμοστον ...
 Ἁβρὸς ἦν Ἀλκιβιάδης, ὁπηνίκα παρ' Ἀθηναίοις εἶχε
τὴν δίαιταν· σεμνὸς ἦν ἐν Λακεδαίμονι· τὰ Περσῶν ἐς
τρυφὴν μόνος ἐξήλεγχεν· εἰ δέ ποτε ἔδει καὶ λόγους φρον-
τίσαι καὶ τὰ φιλοσοφίας γυμνάσασθαι, Λύκειον ἅπαντα καὶ
Ἀκαδημίαν ταῖς ἑαυτοῦ συνουσίαις εἰργάζετο ...
 Οἱ κάμνοντες τὴν ἱστορίαν τὴν ἀμφὶ τούτους ...
 Ἡμεῖς τοσοῦτο πόρρω σοφίας ἑστήξομεν ...  

Εἰς τὴν τῶν Κυπρίων ἐπιδημίαν.

 Τὴν Κύπρον οἱ ποιηταὶ θεῶν Ἀφροδίτῃ χαρίζονται,


ὥσπερ τὴν Δῆλον Ἀπόλλωνι. ἡ γὰρ Κύπρος πόλις μεγάλη ...
 [[Σαπφὼ καὶ Ἀνακρέων ὁ Τήιος, ὥσπερ τι προοίμιον
τῶν μελῶν, τὴν Κύπριν ἀναβοῶντες οὐ παύονται ...]].
 [[Εὖ ἔχειν οὐ γῆς καὶ θαλάττης ἀλλὰ καὶ οὐρανοῦ
φασι τὴν νῆσον ταύτην ...]].
 Δῆμοι τὴν γλῶτταν ἀκριβῶς Ἕλληνες ...
 Ὤδινεν ἐξ Οὐρανοῦ τὴν Ἀφροδίτην ἡ θάλαττα· τὰς
δὲ ὠδίνας ταύτας, αἵτινές ποτε εἰσί, μυστικοὶ λόγοι κρύ-
πτειν κελεύουσι. καὶ ἔδει γὰρ λοιπὸν ἐκκυηθῆναι τὴν δαίμονα·

Ιμέριος. ., Declamationes et orationes Oration 23, l. 25


251

στολῆς τε καὶ σχήματος· εἰ δέ που γλῶτταν κινήσειε, τοῦτο


ἐκεῖνο ἐκ μέσης Ἀκαδημίας καὶ αὐτοῦ Λυκείου νομίζεσθαι ...
 Ἐπειδὴ ἀνὴρ ἡμῖν ἐκ τῆς Ἰλλυρίδος σκηνοῖ, ποιητὴς
ἂν εἴποι τιςχρύσεον πρόσωπον ...
 Τὸν Ἐλευσίνιον ἔφηβον ἀρθῆναι λόγος πρὸς Δήμητρος,
ἵνα τὴν νομάδα τράπεζαν ἡμέροις ἀμείψῃ πυροῖς. ἀλλὰ
βέλος δῶρον ἀσπ[ίδ... 34 ... | αὐτῷ τῆς περὶ θεοῦ τιμῆς
ὑπάρχῃ, τὸ βέλος ἐγνώρισε [... 33 ... Ἀθή|ναζέ τε ἀφικέ-
σθαι, καὶ παρὰ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ὄν[... 33 ... Σκυ|θικοῖς
πεδίοις ἄνθρωπος συνίησιν Ἑλλάδα φωνὴν καὶ [... 35 ... |
ἐπιδημίαν ἐρῶν.
 ἧκεν Ἄβαρις Ἀθήναζε τόξα ἔχων, φα[ρέτραν ἡμμέ-
νος εἰς ὦμον, χλαμύδι σφιγγόμενος· ζώνη ἦν κατ' ἰξύων
χρυσῆ, | ἀναξυρίδες αὐτῷ ἐκ ταρσῶν ἄκρων ἄχρι καὶ γλου-
τῶν ἀ[νατείνουσαι, ὄμμα ἡδύ, χαρίεν πρόσωπον, Ἑλληνι-
κὸν ἦθος | μηνύον τοῖς ἐντυγχάνουσιν. ἐπεὶ δὲ παρῆλθεν
ὑ̣π̣' αὐτῆς [... 35 ... | φωνὴν ἐσκόπουν τὴν γνώμην, εἰς ταύ-
την ἑλληνίζει [... 26 ... τοῦτον πανταχόθεν | εὑρίσκομεν, καθ-
άπερ ἐν ἁρμονίᾳ λύρας, σύμφωνον ἠχοῦντα [τῇ γνώμῃ τὸν
λόγον. ἦν ἡδὺς ἐντυχεῖν, δεινὸς ἡσυχῇ μεγάλην | πρᾶξιν
ἐργάσασθαι, ὀξὺς τὸ παρὸν ἰδεῖν, προμηθὴς τὸ [μέλλον  

Ιμέριος. ., Declamationes et orationes Oration 36, l. 7

Ἡροδότου συγγραφή, τοῦτο ἑλ[... 15 ... | ὀργάνων φύσεις αἱ


Μοῦσαι πανταχόθεν κομίσασαι τὴν πάντων ἠχὼ τῆς νάπης
λύραν εἰργάσαντο ἐ[... 15 ... | διὰ Σωκράτους τὴν τελετὴν
ἐμιμήσαντο. ἡμῖν δὲ ὥρα τὸν πυρσὸν ἀνάπτειν, ὡς εἴρηται.  

Εἰς Φλαβιανὸν προπεμπτικός.

 Κρείττονά με λύραν, ὦ φίλε, κάμνοντα, ἵνα σὲ μετὰ


Λιβύην ἀσπάσωμαι, φεύγων ἐξαίφνης εἰς στυγνὸν μέλος
ἀπέρριψας. οὔπω τὸ ἔαρ ὤφθη, καὶ χειμὼν Ἑλλησπόντιος
προσβαλὼν τὴν ψυχὴν πήγνυσιν· οὔπω τὸν ἥλιον εἴδο-
μεν, καὶ τὰς ἀκτῖνας ἑτέρωσε κλίνων ἀπειλεῖ νύκτα ποιή-
σειν τοῖς Ἕλλησι. πρὶν μειδιᾶσαι στυγνάζομεν, πρὶν ἐπιδήμια
θῦσαι θεοῖς ἐνοδίοις εὐχόμεθα ...
 Λόγους δὲ χειρὸς ἀτολμοτέρους ἐλέγχεσθαι, ὀκνοῦντας
ποιεῖν ἃ κηρός τε ἐθέλει καὶ σίδηρος ...
 Διέπλει γὰρ ἀεὶ τὸ κλέος ἀπὸ Λιβύης εἰς Ἕλληνας ...
 Τὴν μὲν Αὔραν ἐποίει καὶ τεθρυμμένην καὶ παίζουσαν,
οἵας τὰς Λυδὰς ποιοῦσι ζωγράφοι κατὰ πινάκων τέχνῃ
μεθύσαντες ...  
 Μικρὸν οὖν ἀναβιβάσαντες ἐκ μέσου τὸν λόγον, εἶτα
ῥυῆναι κατὰ Λιβύης ἐάσομεν ...
 Νικᾷ δὲ οὐδεὶς ὅτι τὰ πάντα θαυμάζεται ...
252

Ιμέριος. ., Declamationes et orationes Oration 46, l. 54

εἰκάζεσθαι, οἷον αὐτὸν καὶ Σαπφὼ καὶ Πίνδαρος ἐν ᾠδῇ κόμῃ


τε χρυσῇ καὶ λύρᾳ κοσμήσαντες, κύκνοις ἔποχον εἰς Ἑλι-
κῶνα πέμπουσι, Μούσαις Χάρισί τε ὁμοῦ συγχορεύσοντα·
ἢ οἷον τὸν Βακχειώτην – οὕτω γὰρ αὐτὸν ἡ λύρα καλεῖ,
τὸν Διόνυσον λέγουσα – ἦρος ἄρτι τὸ πρῶτον ἐκλάμψαντος,
ἄνθεσί τ' ἠρινοῖσι καὶ κισσοῦ κορύμβοις Μούσαις κάτοχοι
ποιηταὶ στέψαντες, νῦν μὲν ἐπ' ἄκρας κορυφὰς Καυκάσου
καὶ Λυδίας τέμπη, νῦν δ' ἐπὶ Παρνασσοῦ σκοπέλους καὶ Δελ-
φίδα πέτραν ἄγουσι, πηδῶντά τε αὐτὸν καὶ ταῖς Βάκχαις
ἐνδιδόντα τὸν εὔϊον· ὅτε καὶ τὴν γῆν λόγος, οἷον αἰσθα-
νομένην τῆς ἐπιδημίας αὐτοῦ, ῥεῖν μὲν μέλι καὶ γάλα καὶ
ποταμούς τινας αὐτοῦ τοῦ νέκταρος Σατύροις τε καὶ Βάκ-
χαις ἀρύεσθαι, καὶ μειδιᾶν μὲν ὁμοῦ ἡδύ τι καὶ χρυσαυγές,
πορφύρειν δὲ ὅλην τοῖς ἄνθεσιν, ὅπως ἂν ἔχοι σκιρτᾶν τε
καὶ ἀθύρειν ἐπ' αὐτῶν ὁ θεός· ἐμοὶ γὰρ καὶ τοῦτο τῷ θεῷ
δοκεῖ εἰκότως ἐργάζεσθαι. ἆρα ποθεῖς καὶ τοὺς ἡμετέρους
λόγους ἰδεῖν; ἆρ' ἥκει μοι παρὰ σοῦ τὸ σύνθημα; ναὶ πεί-
θομαι, καὶ τὸν ἀγῶνα θαρρῆσαι διὰ τοῦτο τοὺς λόγους
ἔπεισα καὶ τεκεῖν καὶ δεῖξαι τοῖς ἄλλοις τὰ κυήματα καὶ  
ἐναφεῖναι τοῖς σοῖς σηκοῖς ἐναυλίζεσθαι ὥσπερ τοὺς ὄρνις
τοὺς ἱεροὺς τῶν θεῶν ἐν τοῖς ἄλσεσι. τὸ γοῦν μεῖζον ἠπεί

Ιμέριος. ., Declamationes et orationes Oration 47, l. 5

ἑαυτῶν ἄγουσι τῇ θεῷ. ποιητοῦ δ' ἦν ἄρα καὶ Φήμῃ δοῦναι


πτερὰ καὶ πέμψαι ταύτην ἐπὶ τὴν ἑσπέραν μετάρσιον δόξης
ἄγγελον τῷ πατρὶ τῆς σῆς καὶ τῶν ὅσα ἐπὶ σοὶ Ἕλληνες
φθέγγονται, καὶ στῆσαι μὲν κύκνων ἀμφὶ τὴν Φήμην χορόν,
σὲ δὲ ποιῆσαι τὴν ᾠδὴν τοῖς ὄρνισιν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ...
πεζὸν νόμον προσᾴδω τε νῦν καὶ αὖθις ἴσως προσᾴσομαι.

Εἰς Βασίλειον Παναθηναίοις ἀρχομένου


τοῦ ἔαρος.

«Χαῖρε φίλον φάος χαρίεντι μειδιῶν προς-


ώπῳ»· μέλος γάρ τι λαβὼν ἐκ τῆς λύρας, εἰς τὴν σὴν
ἐπιδημίαν προσᾴσομαι, ἡδέως μὲν ἂν πείσας καὶ αὐτοὺς  
τοὺς λόγους λύραν μοι γενέσθαι καὶ ποίησιν, ἵνα τι κατὰ
σοῦ νεανιεύσωμαι, ὁποῖον Σιμωνίδης ἢ Πίνδαρος κατὰ
Διονύσου καὶ Ἀπόλλωνος· ἐπεὶ δὲ ἀγέρωχοί τε ὄντες καὶ
ὑψαύχενες ἄφετοί τε καὶ ἔξω μέτρων ἀθύρουσιν, ὀλίγα
παρακαλέσας τὴν ποίησιν δοῦναί μοί τι μέλος Τήιον – ταύ-
την γὰρ φιλῶ τὴν μοῦσαν – , ἐκ τῶν ἀποθέτων τῶν Ἀνα-
κρέοντος τοῦτόν σοι φέρων τὸν ὕμνον ἔρχομαι, καί τι καὶ
253

αὐτὸς προσθεὶς τῷ ᾄσματι· «Ὦ φάος Ἑλλήνων καὶ τῶν


ὅσοι Παλλάδος ἱερὸν δάπεδον Μουσάων τ' ἄλση νεμόμεθα».

Ιμέριος. ., Declamationes et orationes Oration 48, l. 70

φήτας ὀψὲ καὶ μόλις ἐχρῆν τὴν ἐκεχειρίαν δέξασθαι; πότε


μὲν ἂν ἥδιον κατὰ τὴν χειμέριον ὥραν ἐν τεμένει Μουσῶν
ἐσκιρτήσαμεν, ἢ παρὰ σοῦ λαβόντες τὸ σύνθημα, ὃν καὶ
βασιλέα τῆς ἡμετέρας τέχνης προσειπὼν ἄν τις οὐ ψεύ-
σαιτο; πότε δ' ἂν μᾶλλον εὐανθεῖς τε καὶ γενναίους τοὺς
λόγους ἐδείξαμεν, ἢ σὲ θεατὴν τῶν πόνων κτησάμενοι; ἢ
Σατύρους μὲν οἴει καὶ Βάκχας κατὰ Λυδίαν μὴ πρότερον
εὐάζειν τῷ Διονύσῳ καὶ μαίνεσθαι, πρὶν ἂν ἔαρ τε ἔλθῃ καὶ
ἐπιστὰς ὁ θεὸς δοίη τὸ μανίας σύνθημα, ἡμᾶς δὲ οὐ πολλὰ
ποθῆσαι τὸν τὴν ὥραν ἡμῖν ἐμφανεστέραν ποιήσαντα; ὦ
τολμηροί τινες ἄρα ἐκεῖνοι οἱ πρὸ τῆς ἐπιδημίας τῆς σῆς  
κατὰ τὴν χειμέριον ὥραν τὰ λόγων χορεῦσαι τολμήσαντες·
τίνα ποτ' ἄρα τῆς μουσικῆς προστησάμενοι τὴν ἑαυτῶν
τέχνην εἰργάσαντο; σιγᾷ καὶ κύκνος παρὰ Καΰστρῳ ἑτέρου
τινὸς ἀνέμου πνεύσαντος, ἀλλὰ κἂν ἄλλοι πολλάκις ᾄδωσιν
ὄρνιθες, αὐτὸς περιμένει τὸν Ζέφυρον, ὑπ' ἐκείνῳ μόνῳ βου-
λόμενος τὴν ἑαυτοῦ μουσικὴν ἐργάζεσθαι. ἀλλὰ γὰρ ὥρα
μοι καταλύειν τὸ ἔγκλημα. ἔμαθον τοῦ Μουσηγέτου τὸν
νοῦν καὶ δι' ὃ ταύτην τὴν ὥραν εἰς τὴν ἐπιδημίαν προὐτί-
μησεν· ἐδίδαξέ με τοῦτο πρώην † ἐφ' ἡμῖν † ἡ ποίησις,
ὥστε δὴ καὶ παλινῳδίαν ᾆσαι βούλομαι καὶ

Ιμέριος. ., Declamationes et orationes Oration 48, l. 78

ἐπιστὰς ὁ θεὸς δοίη τὸ μανίας σύνθημα, ἡμᾶς δὲ οὐ πολλὰ


ποθῆσαι τὸν τὴν ὥραν ἡμῖν ἐμφανεστέραν ποιήσαντα; ὦ
τολμηροί τινες ἄρα ἐκεῖνοι οἱ πρὸ τῆς ἐπιδημίας τῆς σῆς  
κατὰ τὴν χειμέριον ὥραν τὰ λόγων χορεῦσαι τολμήσαντες·
τίνα ποτ' ἄρα τῆς μουσικῆς προστησάμενοι τὴν ἑαυτῶν
τέχνην εἰργάσαντο; σιγᾷ καὶ κύκνος παρὰ Καΰστρῳ ἑτέρου
τινὸς ἀνέμου πνεύσαντος, ἀλλὰ κἂν ἄλλοι πολλάκις ᾄδωσιν
ὄρνιθες, αὐτὸς περιμένει τὸν Ζέφυρον, ὑπ' ἐκείνῳ μόνῳ βου-
λόμενος τὴν ἑαυτοῦ μουσικὴν ἐργάζεσθαι. ἀλλὰ γὰρ ὥρα
μοι καταλύειν τὸ ἔγκλημα. ἔμαθον τοῦ Μουσηγέτου τὸν
νοῦν καὶ δι' ὃ ταύτην τὴν ὥραν εἰς τὴν ἐπιδημίαν προὐτί-
μησεν· ἐδίδαξέ με τοῦτο πρώην † ἐφ' ἡμῖν † ἡ ποίησις,
ὥστε δὴ καὶ παλινῳδίαν ᾆσαι βούλομαι καὶ ὑπὲρ τοῦ Μου-
σηγέτου πρὸς ὑμᾶς ἀπολογήσασθαι, τὸν μῦθον ἐκεῖνον ἀνα-
λαβών. τὸν Νεῖλον τὸν ποταμὸν τὸν Αἰγύπτιον ἀεὶ μὲν
ποθοῦσιν Αἰγύπτιοι, καὶ παρεῖναι διὰ τῶν προφητῶν ἐξ
Αἰθιοπίας εὔχονται· ὁ δὲ ποθεῖ μὲν καὶ ταῖς ἄλλαις ὥραις
τοῦ ἔτους τὴν Αἴγυπτον, ἅτε σοφὴν οὖσαν καὶ ἔνθεον, καὶ
254

τὰς εὐχὰς αὐτῶν ἡδέως προσίεται· ἐπειδὰν δὲ Αἰγύπτιοι


Δημήτρια θύσαντες περὶ τὰς ἅλως πονήσωσι, τότε ἐκχυθεὶς
ἐξ Αἰθιοπίας πολύς, πέλαγος ἐξαίφνης ἅπασαν ποιεῖ τὴν

Ιμέριος. ., Declamationes et orationes Oration 48, l. 131

θέρους τὸ μέσον αὐτό, ὅτε ἐξ Ὑπερβορέων Ἀλκαῖος ἄγει


τὸν Ἀπόλλωνα· ὅθεν δὴ θέρους ἐκλάμποντος καὶ ἐπιδη-
μοῦντος Ἀπόλλωνος θερινόν τι καὶ ἡ λύρα περὶ τὸν θεὸν
ἁβρύνεται. ᾄδουσι μὲν ἀηδόνες αὐτῷ ὁποῖον εἰκὸς ᾆσαι
παρ' Ἀλκαίῳ τὰς ὄρνιθας· ᾄδουσι δὲ καὶ χελιδόνες καὶ τέτ-
τιγες, οὐ τὴν ἑαυτῶν τύχην τὴν ἐν ἀνθρώποις ἀγγέλλουσαι,
ἀλλὰ πάντα τὰ μέλη κατὰ θεοῦ φθεγγόμεναι· ῥεῖ καὶ ἀρ-
γυροῖς ἡ Κασταλία κατὰ ποίησιν νάμασι, καὶ Κηφισὸς μέγας
αἴρεται πορφύρων τοῖς κύμασι, τὸν Ἐνιπέα τοῦ Ὁμήρου
μιμούμενος. βιάζεται μὲν γὰρ Ἀλκαῖος ὁμοίως Ὁμήρῳ ποιῆ-
σαι καὶ ὕδωρ θεῶν ἐπιδημίαν αἰσθέσθαι δυνάμενον. ἆρ' οὐχ
ἱκανῶς ὑμῖν δοκεῖ λελῦσθαι τὸ ἔγκλημα; καὶ μὴν ἔγωγε
ἕτοιμος αὐτός τε ἐπιψηφίσασθαι, καὶ ὑμᾶς ἀξιοῦν τὴν αὐτὴν
φέρειν ὑπὲρ τῶν παρόντων ψῆφον ἐμοί. ἐγὼ δὲ ἤδη τὸν
Μουσηγέτην προσφθέγξομαι, ὀλίγα πρότερον ψυχῆς πέρι
διεξελθών, ἵνα καθάπερ ἐν κατόπτρῳ τινὶ τοῖς περὶ θείας
καὶ μακαρίας ψυχῆς λόγοις ἐμφερόμενον τὸν ἄνδρα σκέψησθε.
ἔχει δὲ ὧδε ψυχὴ θεία καὶ νεοτελής. τῶν καλλίστων ἀεὶ
καὶ μεγίστων ἐπιτηδευμάτων ὀρέγεται·
Ιμέριος. ., Declamationes et orationes Oration 54, l. 24

ἦχος; διὸ δὴ καὶ ἀγελάρχαις ἐκείνοις μέμφομαι, ὅσοι τὰς


ἑαυτῶν ἀφέντες ἀγέλας μέλει ποιμαίνειν καὶ σύριγγι, πλη-
γὴν ἀπειλοῦσι καὶ μάστιγας. τῆς δὲ ἡμετέρας ἀγέλης καὶ
τῶν θρεμμάτων τῶν ἐμῶν – μὴ γάρ ποτε σκυθρωπάζων
ἐγὼ θεασαίμην τὸ ποίμνιον – λόγος ἡγείσθω πρὸς Μου-
σῶν λειμῶνας καὶ νάματα, ἀντὶ δὲ πληγῆς ἀπηνοῦς τὰ
ᾄσματα, ἵνα τὸν ἐπ' ἀλλήλοις ἐκ τούτων πόθον ἐκτρέφον-
τες μουσικῇ τε καὶ ἁρμονίᾳ τὴν ἀρχὴν ταύτην εὐθύνωμεν.
τοῖσδε τοῖς νόμοις, ὦ παῖδες, καὶ τούσδε τοὺς νεήλυδας ξενί-
σατε, ἵνα τῶν καλλίστων ἐθῶν καὶ νόμων παρὰ τὴν πρώτην
ἐπιδημίαν γευσάμενοι, τελεώτεροι τὸ ἐντεῦθεν πρὸς τὴν θέαν
τῶν ἡμετέρων ἱερῶν ἔρχωνται. ἀγαθοὶ μὲν γὰρ μυσταγωγοὶ
μύσταις ἀνδράσιν, ὅσοι τελετῆς ἐμπείρως ἔχουσιν· ἀγαθοὶ
δὲ πρὸς πλοῦν καὶ ναυτιλίαν ἡγήσασθαι, ὅσοι τὴν πολλὴν
καὶ μεγάλην ἔγνωσαν θάλασσαν. διδάσκουσι δὲ καὶ σκυ-
λάκων τοὺς ἄρτι θήραν μανθάνοντας, ὅσοις τῶν κυνῶν τὰ
θηρία μελέτη τυγχάνει κρατεῖν. φασὶ δὲ καὶ ὀρνιθευτῶν
παῖδες, τῶν ἀετῶν τοὺς ἄρτι πτεροῦσθαι μέλλοντας οὐκ
ἀνασχέσθαι τῶν μειζόνων τῇ πτήσει λείπεσθαι, ἀλλὰ μέχρι  
τοσούτου συνέπεσθαι ἕως ἂν ὑπὲρ αὐτὰς τὰς νεφέλας γε-
νόμενοι περὶ αὐτὸν ἤδη τὸν μέγαν ἥλιον πέτωνται. βού
255

Σωκράτης Σχολαστικός Εκκλησιαστική ιστορία. Book 2, ch. 37, l. 114

αὐτοῖς πρόφασις τῆς ὑπατείας ἡ τῶν ἁγίων προφητῶν χρονογραφία. Ἀλλὰ


κἂν τοῦτο τολμήσωσιν εἰπεῖν, πολὺ τὴν ἀμαθίαν ἑαυτῶν ἐξαγγέλλουσιν. Αἱ
μὲν γὰρ τῶν ἁγίων προφητεῖαι χρόνων ἔχουσι μνήμην· καὶ Ἡσαΐας μὲν καὶ
Ὠσηὲ ‘ἐν ἡμέραις Ὀζίου καὶ Ἰωάθαμ καὶ Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου’ γεγόνασιν·
Ἰερεμίας δὲ ἐν ἡμέραις Ἰωσίου· Ἰεζεκιὴλ δὲ καὶ Δανιὴλ ἐπὶ Κύρου καὶ
Δαρείου. Καὶ ἄλλοι ἐν ἄλλοις χρόνοις ἐπροφήτευσαν, οὐ τῆς θεοσεβείας
ἀρχὴν καταβαλλόμενοι· ἦν γὰρ καὶ πρὸ αὐτῶν καὶ ἀεὶ καὶ πρὸ καταβολῆς
κόσμου· ταύτην ἡμῖν ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ προητοίμασεν· οὐδὲ τῆς αὐτῶν
πίστεως τοὺς χρόνους ἐσήμαινον· ἦσαν γὰρ καὶ πρὸ τούτων τῶν χρόνων
αὐτοὶ πιστοί· ἀλλὰ τῆς δι' αὐτῶν ἀπαγγελίας ἦσαν οἱ χρόνοι. Ἡ δὲ
ἀπαγγελία προηγουμένως μὲν περὶ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν· ἐπακο-
λούθημα δὲ περὶ τῶν ἐσομένων τῷ Ἰσραὴλ καὶ τοῖς ἔθνεσι· καὶ ἦσαν οἱ
χρόνοι σημαινόμενοι οὐκ ἀρχὴ πίστεως, καθὰ προεῖπον, ἀλλ' αὐτῶν τῶν
προφητῶν, καθ' οὓς αὐτοὶ γενόμενοι τοιαῦτα προεφήτευον. Οὗτοι δὲ οἱ
νῦν σοφοὶ οὐχ ἱστορίας ἐξηγούμενοι, οὐδὲ τὰ μέλλοντα προλέγοντες, ἀλλὰ
γράψαντες, ‘Ἐξετέθη ἡ πίστις ἡ καθολικὴ,’ εὐθὺς προσέθηκαν καὶ τὴν ὑπα-
τείαν καὶ τὸν μῆνα καὶ τὴν ἡμέραν. Ὥσπερ οἱ ἅγιοι τῶν ἱστοριῶν καὶ τῆς
ἑαυτῶν διακονίας τοὺς χρόνους ἔγραφον, οὕτως οὗτοι τῆς ἑαυτῶν πίστεως τὸν
χρόνον σημαίνουσι. Καὶ εἴθε περὶ τῆς ἑαυτῶν ἔγραφον – νῦν γὰρ ἤρξαντο –  
καὶ μὴ ὡς περὶ τῆς καθολικῆς ἐπεχείρουν· οὐ γὰρ ἔγραψαν, ‘οὕτω πιστεύ-
ομεν,’ ἀλλ' ὅτι ‘ἐξετέθη ἡ καθολικὴ πίστις.’ Τὸ μὲν οὖν τολμηρὸν τῆς

Σωκράτης Σχολαστικός Εκκλησιαστική ιστορία. Book 3, ch. 23, l. 54

ἄμφω, ἐξ ἑαυτῶν τὸν ἔλεγχον ἔχουσι· καὶ οὐ δεῖ μοι πολλῶν ἢ


δεινῶν λόγων, ἀλλὰ ἀπόχρη ταῦτα εἰς παράστασιν τοῦ ἤθους αὐτῶν.
Ἐγὼ μὲν οὖν ταῦτα ἐκ τῶν ἑκατέρων λόγων περὶ ἤθους αὐτῶν
τεκμαιρόμενος ταῦτα γράφω. Οἷα δὲ περὶ Ἰουλιανοῦ ὁ Ναζιαν-
ζηνὸς Γρηγόριος εἴρηκε, τῶν αὐτοῦ λόγων ἐπάκουε· φησὶ γὰρ ἐν
τῷ δευτέρῳ λόγῳ πρὸς Ἕλληνας κατὰ λέξιν τάδε·
 Ταῦτα τοῖς μὲν ἄλλοις ἡ πεῖρα παρέστησε, καὶ ἡ δυναστεία προσλαβοῦσα
τὴν ἐξουσίαν· ἐμοὶ δὲ καὶ πόρρωθεν τρόπον τινα ἑωρᾶτο, ἐξ οὗ τῷ ἀνδρὶ  
συνεγενόμην Ἀθήνῃσιν. Ἦλθε γὰρ κἀκεῖσε, ἄρτι τῶν κατὰ τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ νεωτερισθέντων, τὸν βασιλέα τοῦτο αὐτὸ παραιτησάμενος. Διττὸς δὲ
αὐτοῦ τῆς ἐπιδημίας ὁ λόγος· ὁ μὲν εὐπρεπέστερος, καθ' ἱστορίαν τῆς
Ἑλλάδος καὶ τῶν ἐκεῖσε παιδευτηρίων· ὁ δὲ ἀπορρητότερος καὶ οὐ πολλοῖς
γνώριμος, ὥστε τοῖς ἐκεῖ θύταις καὶ ἀπατεῶσι περὶ τῶν καθ' ἑαυτὸν συγγε-
νέσθαι, οὔπω παρρησίαν ἐχούσης τῆς ἀσεβείας. Τότε τοίνυν οὐ φαῦλος ἐγὼ
τοῦ ἀνδρὸς εἰκαστὴς οἶδα γενόμενος, καίτοι γε οὐ τῶν εὖ πεφυκότων περὶ
ταῦτα εἷς ὤν. Ἀλλ' ἐποίει με μαντικὸν ἡ τοῦ ἤθους ἀνωμαλία, καὶ τὸ
περιττὸν τῆς ἐκστάσεως, εἴπερ ‘μάντις ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς.’ Οὐδενὸς
γὰρ ἐδόκει μοι σημεῖον εἶναι χρηστοῦ αὐχὴν ἀπαγὴς, ὦμοι παλλόμενοι καὶ
ἀνακοπτόμενοι, ὀφθαλμὸς σοβούμενος καὶ περιφερόμενος καὶ μανικὸν βλέπων,
πόδες ἀστατοῦντες καὶ μετοκλάζοντες, μυκτὴρ ὕβριν πνέων καὶ περιφρόνησιν,
προσώπου σχηματισμοὶ καταγέλαστοι, τὸ αὐτὸ φρονοῦντες γέλωτες ἀκρατεῖς
256

Alexander Theol., Tractatus de placitis Manichaeorum Section 22, l. 30

τί δὲ καὶ τὸ συνεχὲς τοῦ σώματος τούτου καὶ ὅτε


μὲν διχότομός ἐστιν ἡ σελήνη, φαινόμενον ἡμικύκλιον,
ὅτε δὲ ἀμφίκυρτος, τοιοῦτον..;.. πάλιν πῶς ἀνα-
λαμβάνονται ἐπὶ τὴν σελήνην ἢ ποίῳ χρώμεναι ὀχή-  
ματι; εἰ μὲν γὰρ κοῦφόν ἐστιν οἷον πῦρ, οὐκ ἄχρι
τῆς σελήνης μόνον εἰκὸς γενέσθαι ἄν, ἀλλ' ἄνωθεν
διὰ παντός· εἰ δὲ βαρύ, οὐδ' ἀρχὴν πρὸς σελήνην
ἀφικέσθαι οἷόν τε. τίνα δὲ λόγον ἔχει τὸ πρῶτον
ἀφικόμενον πρὸς σελήνην μὴ εὐθὺς πρὸς ἥλιον ἀνα-
πέμπεσθαι, ἀλλ' ἐκδέχεσθαι τὴν πανσέληνον καὶ τὰς
τῶν ἄλλων ψυχῶν ἐπιδημίας; ὅτε τοίνυν ἀπὸ τῆς
πανσελήνου ἡ σελήνη μειοῦται,ἡ ἀποχωριζομένη
δύναμις τὸν χρόνον τοῦτον ποῦ μένει, ἕως ἂν κενω-
θεῖσα ἡ σελήνη τῶν προτέρων ψυχῶν καθάπερ πόλις
ἔρημος δευτέραν πάλιν δέξηται ἀποικίαν; χρῆν γὰρ
ἀφωρίσθαι καὶ θησαυρόν τινα ἔν τινι μέρει τῆς γῆς
ἢ τῶν νεφελῶν ἢ ἑτέρου τόπου τινός, ἔνθα αἱ ψυχαὶ
συναγειρόμεναι ἕτοιμαι γίγνονται πρὸς τὴν ἐπιδημίαν
τὴν πρὸς σελήνην. ἀλλὰ πάλιν ἀπορία ἑτέρα. διὰ τί
τοίνυν οὐκ εὐθὺς πληροῦται ἢ διὰ τί πάλιν τὰς πεν-
τεκαίδεκα ἡμέρας περιμένει;

Alexander Theol., Tractatus de placitis Manichaeorum Section 22, l. 37

ἀφικέσθαι οἷόν τε. τίνα δὲ λόγον ἔχει τὸ πρῶτον


ἀφικόμενον πρὸς σελήνην μὴ εὐθὺς πρὸς ἥλιον ἀνα-
πέμπεσθαι, ἀλλ' ἐκδέχεσθαι τὴν πανσέληνον καὶ τὰς
τῶν ἄλλων ψυχῶν ἐπιδημίας; ὅτε τοίνυν ἀπὸ τῆς
πανσελήνου ἡ σελήνη μειοῦται,ἡ ἀποχωριζομένη
δύναμις τὸν χρόνον τοῦτον ποῦ μένει, ἕως ἂν κενω-
θεῖσα ἡ σελήνη τῶν προτέρων ψυχῶν καθάπερ πόλις
ἔρημος δευτέραν πάλιν δέξηται ἀποικίαν; χρῆν γὰρ
ἀφωρίσθαι καὶ θησαυρόν τινα ἔν τινι μέρει τῆς γῆς
ἢ τῶν νεφελῶν ἢ ἑτέρου τόπου τινός, ἔνθα αἱ ψυχαὶ
συναγειρόμεναι ἕτοιμαι γίγνονται πρὸς τὴν ἐπιδημίαν
τὴν πρὸς σελήνην. ἀλλὰ πάλιν ἀπορία ἑτέρα. διὰ τί
τοίνυν οὐκ εὐθὺς πληροῦται ἢ διὰ τί πάλιν τὰς πεν-
τεκαίδεκα ἡμέρας περιμένει; οὐκ ἔλαττον δὲ τῶν εἰρη-
μένων θαυμαστὸν καὶ τοῦτο, τὸ μηδέποτε ἀφ' οὗ μέ-
μνηνται οἱ ἄνθρωποι τὴν σελήνην ἐντὸς πεντεκαίδεκα
ἡμερῶν πεπληρῶσθαι, ἀλλὰ μηδὲ ἐπὶ τοῦ κατακλυσμοῦ
τοῦ ἐπὶ Δευκαλίωνος καὶ ἔτι μᾶλλον ἐπὶ Φορωνέως,
ὅτε πάντα ὡς εἰπεῖν τὰ ἐπὶ γῆς διεφθάρη καὶ πολλὴν
τὴν δύναμιν συνέβη διακεκρίσθαι τῆς ὕλης. χωρὶς δὲ
τούτων καὶ φορὰς γενεῶν καὶ ἀφορίας καὶ φθορῶν
257

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 9, ch. 7, sec. 1, l. 3

         Διὸ καὶ Φωκᾶν οὔτε ἡ εὐτέλεια τοῦ ἐπιτηδεύματος καὶ


ὁ κηπουρὸς ἔκρυψεν, ἀλλὰ καὶ οὗτος ὡς γνήσιος μάλιστα τοῦ Χριστοῦ
μύστης ἐμηνύθη. Καὶ δὴ καὶ ἦλθον ἐπ' αὐτὸν οἱ τοῦ δυστήνου τοῦδε
βίου καὶ ῥέοντος κελευσθέντες ἀπαγαγεῖν ἄκριτον, ἀναπολόγητον. Καὶ
γὰρ ἦν τὸ ἔγκλημα τοιοῦτον, ὃ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ ὁ γεννάδας καθωμολόγει·
καὶ μηδενὸς ἐρωτῶντος ἔργοις ἐδείκνυε, πυνθανομένου δὲ περιχαρῶς
ἐξεβόα.
 Ἐλθόντες γ' οὖν οἱ τῆς ἐκείνου τιμωρίας δήμιοι καὶ τῆς ἡμετέρας
ἑορτῆς αἴτιοι παρ' αὐτῷ τῷ ζητουμένῳ κατέλυσαν, οὔτε γινώσκοντες
οὔτε γινωσκόμενοι. Ἐν ἀπορρήτῳ δὲ τέως εἶχον τῆς ἐπιδημίας τὴν
πρόφασιν, ἵνα πρότερον ἐκδιδαχθέντες παρὰ τῶν ἔξω τῆς πόλεως τίς ὁ  
Φωκᾶς καὶ ὅποι διάγων, ἀθρόον ἐπιστάντες συλλάβωσιν, ὡς οἱ Ἑβραῖοι
ποτε ἐν τῷ κήπῳ μετὰ Ἰούδα τὸν Κύριον.
         Ἐλελήθεσαν δὲ εἴσω
δικτύων τὴν θήραν ἔχοντες, οἱ κύνες τὸν ἀρνειόν, οἱ λύκοι τὸν ἀμνόν, τὴν
περιστερὰν οἱ ἁρπακτικοὶ καὶ γαμψώνυχες· καθὼς δὲ ὁ προφήτης
Ἡσαΐας φησίν· συνανεπαύετο ταῖς παρδάλεσιν ὁ ἔριφος καὶ τοῖς λύκοις
ὁ ἀρνειὸς συνεβόσκετο καὶ οἱ λέοντες ἅμα τῷ μόσχῳ κοινὴν εἶχον τὴν
δίαιταν. Ἐπειδὴ δέ, οἷα φιλεῖ γίνεσθαι, τράπεζα καὶ συνήθεια τὸ θαρρεῖν
ἀλλήλοις παρέσχον, διεπυνθάνετο παρ' αὐτῶν ὁ μάρτυς τίνες τε εἶεν καὶ

Asterius Scr. Eccl., Homilia 9 (ex Symeone Metaphraste) Homily 9, p. 118, l. 34

δὲ πᾶς χριστιανὸς ὡς κακοῦργος καὶ ὁ ἐγγὺς ἐκολάζετο καὶ ὁ μακρὰν


ἀνιχνεύετο. Διὸ καὶ Φωκᾶν οὔτε ἡ εὐτέλεια τοῦ ἐπιτηδεύματος καὶ ὁ
κηπουρὸς ἔκρυψεν, ἀλλὰ καὶ οὗτος ὡς γνήσιος τοῦ Χριστοῦ μύστης
ἐμηνύθη. Καὶ δὴ καὶ ἦλθον ἐπ' αὐτὸν οἱ τοῦ δυστήνου τοῦδε βίου καὶ
ῥέοντος κελευσθέντες ἀπαγαγεῖν αὐτὸν ἄκριτον, ἀναπολόγητον. Καὶ
γὰρ ἦν τὸ ἔγκλημα θεοσέβεια, ἔγκλημα ὃ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ ὁ δράσας
καθωμολόγει· καὶ μηδενὸς μὲν ἐρωτῶντος τοῖς ἔργοις ἐδείκνυε, πυνθανο-
μένου δὲ περιχαρῶς ἐβόα.
 Ἐλθόντες οὖν οἱ τῆς ἐκείνου τιμωρίας δήμιοι καὶ τῆς ἡμετέρας ἑορτῆς
αἴτιοι παρ' αὐτῷ τῷ ζητουμένῳ κατέλυσαν, οὔτε γινώσκοντες οὔτε μὴν
γινωσκόμενοι. Ἐν ἀπορρήτῳ δὲ τέως εἶχον τῆς ἐπιδημίας τὴν πρόφασιν,
ἵνα πρότερον ἐκδιδαχθέντες παρὰ τῶν ἔξω τῆς πόλεως, τίς ὁ Φωκᾶς καὶ  
ὅπου διάγει, ἀθρόον ἐπιστάντες συλλάβωσιν, ὡς Ἰουδαῖοι ποτε ἐν τῷ
κήπῳ μετὰ Ἰούδα τὸν Κύριον. Ἐλελήθεσαν δὲ εἴσω δικτύων τὴν θήραν
ἔχοντες, οἱ κύνες τὸν ἀρνειόν, οἱ λύκοι τὸν ἀμνόν,
 καὶ συνανεπαύετο ταῖς
παρδάλεσιν ὁ ἔριφος καὶ τοῖς λύκοις ὁ ἀρνὸς συνεβόσκετο καὶ οἱ λέοντες
ἅμα τῷ μόσχῳ κοινὴν ἐποιοῦντο τὴν δίαιταν. Ἐπεὶ δέ, οἷα φιλεῖ γίνεσθαι,
τράπεζα καὶ συνήθεια τὸ θαρρεῖν ἀλλήλοις παρέσχον, διεπυνθάνετο
παρ' αὐτῶν ὁ μάρτυς τίνες τε εἶεν καὶ τίνος χάριν τὴν αὐτοῦ πόλιν κατέ-
λαβον. Οἱ δὲ τὴν πρόθυμον δεξίωσιν καὶ φιλοξενίαν τοῦ ἀνδρὸς αἰδες
258

Asterius Sophista Scr. Eccl., Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 28, sec. 3, l. 16

ζηλώσασα τὰ ὅμοια ἐκείνοις ἀντλήσῃ παθήματα – ἐπειδὴ γὰρ τοῖς


ἀδελφοῖς ὁ Ἰωσὴφ προεῖπεν·Ἐπισκοπῇ ἐπισκέψεται ὑμᾶς ὁ
θεός, καὶ συνανοίσετε τὰ ὀστᾶ μου ἐντεῦθεν μεθ'
ὑμῶν, καθάπερ στηλογραφίαν ἀναγνόντες τὴν τοῦ Ἰωσὴφ
προφητείαν, ὡς ἀπὸ δευτέρου λάκκου τοῦ τάφου τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ
ἦραν, ἵνα μήτε μετὰ θάνατον ὁ σώφρων Ἰωσὴφ τῇ Αἰγυπτίᾳ
γῇ συγκαθεύδῃ ἄκων, ἵνα μήτε ἡ κόνις τῶν ἀκολάστων ἀνδρῶν
τὸ ἅγιον σῶμα κατέχῃ, ἵνα μὴ ὀνώδεις καὶ φιλόσαρκοι ἄνθρωποι
τὸν τῇ ἁγνείᾳ ὀστεωθέντα καταπατῶσιν – Εἰ οὖν τὸ λείψανον
τοῦ σώφρονος ὡς σωφροσύνης φυλακτήριον ἀπὸ τοῦ τάφου
ἦραν, πόσῳ μᾶλλον προφητείαν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐπιδημίας  
προκειμένην ἐπὶ στηλογραφίας δίκαιον καὶ εὔλογον ἐν τῇ ψυχῇ
μεταγράψαι, μήτε τὴν στήλην ζημιοῦντας καὶ ἑαυτοὺς ὠφελοῦν-
τας; Ὡς γὰρ ἡ στήλη μεταγραφομένη οὐ ζημιοῦται τὰ
γράμματα, οὕτως ἡ περὶ Χριστοῦ προφητεία τῇ ἑρμηνείᾳ ἀν-
τλουμένη οὐ μειοῦται τὰ δόγματα. Ἐπεὶ οὖν ἐπιτάφιός ἐστι
Χριστοῦ στηλογραφία ἡ τοῦ προκειμένου ψαλμοῦ πραγματεία,
καὶ τὸ πάθος Χριστοῦ καὶ τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασιν περιέ-
χει ὡς ἡρμήνευσεν ὁ μακάριος ἀπόστολος Πέτρος, ἴδωμεν τὸν
Δαυὶδ τὰ τοῦ Χριστοῦ λαλοῦντα καὶ λέγοντα·Φύλαξόν με,
κύριε, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα. Ἐξ Αἰγύπτου ἐρρυσάμην καὶ

Asterius Sophista Scr. Eccl., Frag. in Psalmos (in catenis) Frag. 4, l. 2

Εἰ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτου ἄξιος, ὁ


κατὰ πατρὸς ἀκονῶν ξίφος υἱὸς ποσάκις ἐστὶν ἄξιος ἀποθανεῖν;
Ἵνα τί οὖν ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος;
Ψεῦδος λέγει νῦν πᾶν πρᾶγμα μάταιον ταχεῖαν τὴν πτῶσιν καὶ
μεταβολὴν ἔχον·Πλὴν μάταιοι οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων,
ψευδεῖς οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ζυγοῖς τοῦ ἀδικῆσαι.  

In Psalmum V, 1 – 4
Ἀστερίου καὶ Διδ[ύμου]

 Οὐκ εἶπεν ὑπὲρ τῆς κληρονόμου, ὅτι ἀεὶ κληρονομεῖ καὶ πολλὰ
ὡς βασίλισσα. Διὰ τί δὲ εἰς τέλος; Ἐπειδὴ καὶ τὸν τῆς ἐπιδημίας
τοῦ σωτῆρος ἀνέμενε καιρὸν καὶ τὸν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Οἱ
μὲν γὰρ προφῆται τὴν διαθήκην ἔγραψαν· ὁ δὲ σωτὴρ ταύτην
ἐλθὼν ἐβεβαίωσεν καὶ ὑπέγραψεν τρόπον τινὰ διὰ τῆς καινῆς
διαθήκης καὶ ἐπλήρωσε τὰς διὰ τῶν προφητῶν ἐπαγγελίας.
Καὶ ἀποθανὼν ὁ Χριστὸς ὅπλον ἡμῖν καὶ στέφανον κατέλιπεν τὸν
259

σταυρόν. Διὸ λέγει εἰς τὸ τέλος τοῦ ψαλμοῦ·Κύριε, ὡς ὅπλῳ


εὐδοκίας ἐστεφάνωσας ἡμᾶς. Ὅπλον γὰρ καὶ στέφανος ὁ
σταυρός· ὅπλον διὰ τοὺς πολεμοῦντας, στέφανος διὰ τοὺς νικῶν-
τας· ὅπλον διὰ τοὺς στρατιῶτας συγκακοπαθήσοντας, στέφανος
διὰ τοὺς συμβασιλεύοντας.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Adversus oppugnatores vitae monasticae (lib. 1-3)


Vol 47, pg 380, ln 38

γένηται, καρτερῶμεν τὸν χωρισμόν· καὶ μὴ μόνον μὴ


κατεπείγωμεν, ἀλλὰ καὶ βουλομένους ἐλθεῖν πρὸ ὥρας
κωλύωμεν. Ἀπαρτισθεὶς μὲν γὰρ κοινὸν ἔσται κέρδος
καὶ πατρὶ καὶ μητρὶ καὶ οἰκίᾳ καὶ πόλει καὶ ἔθνει·
ἀτελέστερος δὲ παραγενόμενος, καταγέλαστος ἔσται καὶ
ἐπονείδιστος, καὶ ἑαυτῷ καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιβλαβής. Μὴ
δὴ τοσαύτην ἐργαζώμεθα ζημίαν. Καὶ γὰρ εἰς ἀποδημίαν
πέμποντες, τότε βουλόμεθα τοὺς υἱοὺς ἰδεῖν, ὅταν
ὑπὲρ ὧν τὴν ἀποδημίαν πεποίηνται κατωρθωκότες τύ-
χωσιν· ἄν τε πρὸ τούτου παραγένωνται, οὐ τοσαύτην
ἀπὸ τῆς ἐπιδημίας λαμβάνομεν τὴν ἡδονὴν, ὅσην ἀπὸ
τοῦ μάτην ἐπανελθεῖν τὴν ἀθυμίαν. Πῶς οὖν οὐκ
ἐσχάτης βλακείας τοσαύτην τοῖς πνευματικοῖς μὴ παρ-
έχειν σπουδὴν, ὅσην ἐπιδεικνύμεθα περὶ τὰ βιωτικὰ,
ἀλλ' ἐκεῖ μὲν οὕτω φιλοσόφως φέρειν τῶν παίδων τὸν
χωρισμὸν, ὡς καὶ εὔχεσθαι ἐπιταθῆναι τοῦτον, ὅταν
ὑπέρ τινος γένηται χρησίμου, ἐνταῦθα δὲ οὕτω μαλα-
κίζεσθαι καὶ κατακλᾶσθαι πρὸς τὴν ἀποδημίαν, ὡς τοῖς
μεγίστοις λυμαίνεσθαι διὰ τὴν μικροψυχίαν ταύτην
ἀγαθοῖς, καὶ ταῦτα πλείονας παραμυθίας ἔχοντας, οὐ
μόνον τὸ πρὸς μείζονα αὐτοὺς ἀποδύσασθαι,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De sancta pentecoste (homiliae 1-2)


Vol 50, pg 463, ln 54

νὸν ἄνοδον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· σήμερον


δὲ λοιπὸν εἰς αὐτὸ τὸ τέλος ὑπηντήσαμεν τῶν ἀγαθῶν,
εἰς αὐτὴν τὴν μητρόπολιν ἐφθάσαμεν τῶν ἑορτῶν,
εἰς αὐτὸν τὸν καρπὸν παρεγενόμεθα τῆς τοῦ Κυρίου
ἐπαγγελίας. Ἐὰν γὰρ ἀπέλθω, φησὶν, ἐγὼ, ἄλλον
Παράκλητον πέμψω ὑμῖν, καὶ οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς
ὀρφανούς. Εἴδετε κηδεμονίαν; εἴδετε φιλανθρωπίαν
ἄφατον; Πρὸ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνῆλθεν εἰς οὐρα-
νὸν, τὸν βασιλικὸν ἀνέλαβε θρόνον, τὴν ἐν δεξιᾷ τοῦ
Πατρὸς καθέδραν ἀπείληφε, καὶ σήμερον ἡμῖν τὴν
ἐπιδημίαν τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου χαρίζεται, καὶ δι'
αὐτοῦ τὰ μυρία ἡμῖν ἀπὸ τῶν οὐρανῶν ἀγαθὰ χορη-
γεῖ. Τί γὰρ, εἰπέ μοι, τῶν συνεχόντων, τὴν σωτηρίαν
τὴν ἡμετέραν οὐχὶ διὰ τοῦ Πνεύματος ἡμῖν ᾠκονό-
260

μηται; διὰ τούτου δουλείας ἀπαλλαττόμεθα, εἰς ἐλευ-   


θερίαν καλούμεθα, εἰς υἱοθεσίαν ἀναγόμεθα, καὶ ἄνω-
θεν, ὡς εἰπεῖν, ἀναπλαττόμεθα, τὸ βαρὺ καὶ δυσῶδες
τῶν ἁμαρτημάτων φορτίον ἀποτιθέμεθα· διὰ τοῦ
Πνεύματος τοῦ ἁγίου ἱερέων βλέπομεν χοροὺς, δι-
δασκάλων ἔχομεν τάγματα· ἀπὸ τῆς ἐντεῦθεν πηγῆς

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In Genesim (homiliae 1-67)


Vol 53, pg 181, ln 59

τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ Καινῇ. Ἄκουε γὰρ τοῦ εὐαγγελι-


στοῦ περὶ τοῦ Καϊάφα τοῦ τῶν Ἰουδαίων ἀρχιερέως λέ-
γοντος· Τοῦτο δὲ ἀφ' ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλ' ἀρ-
χιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, προεφήτευσεν.
ὅτι ἤμελλεν ὁ Ἰησοῦς ἀποθνήσκειν, οὐχ ὑπὲρ τοῦ
λαοῦ μόνον, ἀλλ' ἵνα καὶ τὰ ἔθνη τὰ ἐσκορπισμένα
συναγάγῃ εἰς ἕν. Εὑρήσεις τοιοῦτόν τι πάλιν καὶ ἐπὶ
τοῦ Βαλαὰμ γινόμενον. Κληθεὶς γὰρ ὥστε καταράσα-
σθαι τὸν λαὸν, οὐ μόνον οὐ κατηράσατο, ἀλλὰ καὶ προ-
εφήτευσε μεγάλα καὶ θαυμαστὰ πράγματα, οὐ περὶ τοῦ
λαοῦ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας.
Μὴ τοίνυν ξενίζου, εἰ καὶ νῦν ὁ Λάμεχ προσηγορίαν ἐπι-
θεὶς τῷ παιδὶ τοιαύτην ἐπιτίθησιν, ἀλλὰ τῷ Θεῷ λόγισαι
τὸ πᾶν τῷ διὰ τῆς εὐμηχάνου αὐτοῦ σοφίας πάντα οἰκο-   
νομοῦντι. Καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε· ἑρμη-
νεύεται γὰρ αὐτοῦ τὸ ὄνομα ἀνάπαυσις. Τὴν οὖν πανω-
λεθρίαν ἐκείνην, τὴν μετὰ τοσούτων ἐτῶν ἀριθμὸν συμ-
βήσεσθαι μέλλουσαν, ἀνάπαυσιν καλεῖ· καθάπερ καὶ
Ἰώβ φησι· Θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυσις. Ἐπειδὴ γὰρ
πολὺν καὶ σφόδρα μέγαν ἔχει τὸν κάματον ἡ κακία, τὴν
ταύτης ἀποχὴν καὶ τὴν ἀναίρεσιν, ἣν διὰ τοῦ κλυδωνίου

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Contra theatra [Sp.] Vol 56, pg 546, ln 22

σθον, οὐκ ἐν παραβύστῳ κειμένη, ἵνα λάθῃ τὸ κέρδος


τῆς ἀναπαύσεως, ἀλλ' ἐν ἐρήμῳ μὲν, ἐν ὁδῷ δὲ μέσῃ,
καὶ κοινῷ σχεδὸν πάσης τῆς Παλαιστίνης ἀφετηρίῳ.
Ηὐλίζου δὲ σὺ πανημέριος ὑπὸ τῇ δρυῒ, ἀγαθὸς
τοῖς ὁδεύουσι προφαινόμενος ἀναπαύσεως ἄγγελος.
Ὤφθη σοι Χριστὸς, ὦ θαυμάσιε, ὑπ' ἀγγέλων δορυφο-
ρούμενος δύο, καὶ γέγονας διὰ φιλοξενίας καὶ Θεῷ καὶ
ἀγγέλοις ὁμόσκηνος. Ὦ μακαρία σκηνὴ, ἡ Θεὸν μετ'
261

ἀγγέλων δι' οἰκονομίαν χωρήσασα! Ὤφθη σοι Χριστὸς


ἐν ἀνθρώπου σχήματι, τῆς θείας αὐτοῦ καὶ σωτηρίου
ἐπιδημίας παραφαίνων σοι τὰ μυστήρια· ὅμως οὐκ ἔλαθέ
σε τοῦ παρόντος ἡ δόξα διὰ τὸ δουλικὸν σχῆμα. Εἶχες
γὰρ ὀφθαλμοὺς ἄλλους, οἷς Δεσπότης γνωρίζεται. Ἐπέ-
γνως τοιγαροῦν μεσίτην Θεοῦ, τὸν ἐν μέσῳ δύο ζώων
γνωρίζεσθαι μέλλοντα Υἱόν. Θαυμάζω μέν σου, μακάριε,
τὴν περὶ τῶν φανέντων σπουδήν· ἐξὸν γὰρ ἐπιτάξαι
θεράποντι καὶ πληρῶσαι τὴν χρείαν προστάγματι, ἔδρα-
μες σὺ εἰς τὰς βόας πρεσβύτης, ἀκμάζοντι πόθῳ παλαιὸν
σῶμα στηρίζων. Ἐκοινώνει δέ σοι προθύμως τῶν ἔργων
ἡ σύζυγος, καὶ πλήθει ἀζύμων ἄρτων ἐστεφάνου τὴν
τράπεζαν· οὐ γὰρ ἀνέμεινε τὴν ζύμωσιν ἡ τῆς

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In decollationem sancti Joannis [Sp.]


Vol 59, pg 490, ln 13

καὶ τὸν προφήτην ὑποδέξασθαι. ᾜδει γὰρ, ὅτι Ὁ δεχό-


μενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου, μισθὸν προ-
φήτου λήψεται· καὶ ὁ ποτίζων ποτήριον ψυχροῦ εἰς
ὄνομα μαθητοῦ, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ.
Τί δέ ἐστιν ὃ εἶπεν ὁ προφήτης, Σπεῦσον; ἆρά γε τος-
οῦτον ἐπείνα, ὡς δεῖσθαι σπουδῆς; Οὐ πάντως, ἀλλὰ τὸ
τῆς εὐποιίας σπουδαῖον καὶ ἱλαρὸν καὶ θερμὸν, μὴ μετὰ
λύπης, ἢ μετὰ ἀνάγκης· Ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ
Θεός. Σπεῦσον καὶ ποίησον ἐν πρώτοις ἐμοὶ, ἐπ' ἐσχάτῳ
δὲ σεαυτῇ καὶ τοῖς τέκνοις σου. Σπεῦσον, ὡς Ἀβραὰμ
ἐν τῇ τῶν ἀγγέλων ἐπιδημίᾳ ἔσπευσεν ἐπὶ τοὺς βόας,
ἐπὶ τὸν μόσχον, ἵνα λάβῃ τὸν ἀμνόν· καὶ ὡς Σάῤῥα
ἔσπευσεν ἐπὶ τοὺς ἐγκρυφίας, ἵνα λάβῃ τὸν ἐν οὐρανοῖς
κρυπτόμενον ἄρτον. Σπεῦσον, καὶ ποίησον ὡς Ἀβραὰμ
τὰς θυσίας τῷ Θεῷ· μὴ πρότερον σαυτῇ, καὶ τότε ἐμοὶ,
ὡς Κάϊν, καὶ Ὀφνὶ, καὶ Φινεὲς, υἱοὶ Ἠλὶ τοῦ ἱερέως, οἵ-
τινες τὸν Θεὸν παρύβριζον, πρῶτοι τὰς ἀπαρχὰς λαμβά-
νοντες τῶν τῷ Θεῷ προσφερομένων δώρων. Ἡ δὲ τὸ
προστεταγμένον σπουδαίως ἐποίει. Ὁ δὲ τὸν ἄρτον
ἐγκρυφίαν πλούσιον θεασάμενος ἐδέξατο, ἐφθέγξατο, καὶ
τὸν οἶκον αὐτῆς ἐνέπλησεν ἀγαθῶν. Οὐκ ἐκλείψει γὰρ,

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In exaltationem venerandae crucis [Sp.]


Vol 59, pg 682, ln 17

ταστρέψω τὰς ἑορτὰς ὑμῶν εἰς πένθος, καὶ πάσας


τὰς ᾠδὰς ὑμῶν εἰς θρήνους. Ὁρᾷς, ἀγαπητὲ, ἡλίκον
περιέχει μυστήριον τὸ προφητικὸν λόγιον; Ἐνταῦθα
γὰρ ἀμφοτέρων αἰνίττεται τὰ πράγματα, Ἰουδαίων τε
262

λέγω τῶν ὑπὸ νόμον, καὶ ἐθνῶν ἔξω τοῦ νόμου τὴν ἀνο-
μίαν ἐπιτελούντων. Οἱ μὲν γὰρ κατὰ νόμον ἑορτάζοντες
πενθήσουσι τὰς ἑορτὰς ἀποτελέσαντες, καὶ ἀντὶ
ᾠδῶν κοπετὸν περὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ ποιήσονται. Οὐκ
ἔτι γὰρ ἔσται Ἱερουσαλὴμ ἔχουσα τὰς λατρείας, οὔτε
ἐπιτελεσθήσεται ἑορτὴ ἐν αὐτῇ, τέλος εἰληφότων ἁπάν-
των μετὰ τὴν Χριστοῦ ἐπιδημίαν καὶ τὸ πάθος αὐτοῦ
καὶ τὴν οἰκονομίαν. Διὰ τοῦτο οὖν φησι· Μεταστρέψω
τὰς ἑορτὰς ὑμῶν εἰς πένθος, καὶ πάσας τὰς ᾠδὰς
ὑμῶν εἰς θρήνους· τῶν νομικῶν ἀποστερούμενοι καὶ
εἰς δουλείαν παντὶ ἔθνει παραδιδόμενοι, ἀνθ' ὧν οὐκ
ἐπίστευσαν τῷ θείῳ καὶ παραδόξῳ τοῦ σταυροῦ κηρύγ-
ματι. Πενθήσει δὲ καὶ ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις ἐξομολογού-
μενα ἔθνη πένθος μακαρισμοῦ πρόξενον. Μακάριοι γὰρ,
φησὶν, οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.
Πενθήσουσιν οὖν ἐπὶ ταῖς ματαίαις αὐτῶν ἑορταῖς, καὶ
ᾄσμασιν ἀθεμίστοις, οἷς ἐπετέλουν τοῖς ἀκαθάρτοις

Δίδυμος Καίκος. , Commentarii in Job (1-4) Codex p. 12, l. 18

μενον “μ[ός]χον” τὸν ὑπὲρ τοῦ


γένους τῶ[ν] ἀνθρώπων “σταυ-
ρὸν ὑπο[μεί]ναντα” ς(ωτῆ)ρα δηλοῖ, συ(ν)-
επίσκ[ε]ψαι⌋, ὅ[ς]τις καὶ “σιτευτὸς”
ἐν τῇ [π]αραβολῇ τοῦ εὐαγγε-
λίου ε[ἴ]ρ[η]ται διὰ τὸ θρεπτικὸς
εἶναι [τ]ῆς θείας διδασκαλίας. μὴ
θαύμ[α]ζε δέ, εἰ ἐπὶ τὸν ς(ωτῆ)ρα ὁ
μόσχο[ς] αἰν[ίτ]τεται· καὶ γὰρ ⌊οὐ-
κ ἀμύη[τ]ος ἦ[ν] ὁ Ἰὼβ τῆς ἐπιδη-
μίας τ[ο]ῦ ς(ωτῆ)ρ(ο)ς· περὶ γὰρ αὐτοῦ
εἶπεν· “ὁ μ[έλ]λων τὸ μέγα κῆ-
τος χε[ι]ρώσασθαι”⌋.
“ἔλεγεν γὰρ ὁ Ἰώβ· μήποτε ἐν
τῆι διανοίᾳ αὐτῶν οἱ υἱοί μου
κακὰ ἐνενόησαν πρὸς τὸν
θεόν.” μεγάλ[η] καθαρότης ἐν
το[ύτῳ] τῶν παιδίων δείκνυ-
τ[αι· μ]ὴ γὰρ ὁρῶν αἰσθητό(ν)  
τ[ι ἁμάρτ]ημα αὐτῶν περὶ τῶ(ν)

Δίδυμος Καίκος. , Commentarii in Job (7.20c-11) Codex p. 271, l. 15

ὑπάρχοντα ὁ βίος, ὡς ἐὰν λέγῃ


263

ὁ Ἰωάννης· “ὃς δ' ἂν ἔχῃ τὸν βίον


τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελ-
φὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα, κλεί-
σῃ δὲ αὐτοῦ τὰ σπλάγχνα.” λέγεται
δὲ καὶ ἡ ὀρθὴ πολιτεία καὶ ἡ {η}
φαύλη βίος, ὡς ἐὰν λέγωμεν· βί-
ον ἔχει πρακτικόν, ἢ ὅτι φαῦλο(ν)
βίον ὁ δεῖνα ἔχει. ἐν[τ]αῦθα δὲ
τὴν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ παρεπι-
δημίαν βίον ἀνθρώπου εἶπε(ν).  
λέγει οὖν, ὅτι εἰ τοσοῦ[τ]ον βίον εἶ-
χες – ἀντὶ τοῦ χρόνον περιγραφό-
μενον – ὡς ἄνθρωπος, διεκρι-
νόμην ἂν ὡς πρὸς ἀγνοοῦν-
τα. ὁ θ(εὸ)ς δὲ αἰώνιος· εἴρηται γάρ·
“σὺ γὰρ εἶ ὁ αὐτὸς καὶ τὰ ἔτη σου
οὐκ ἐκλείψουσιν.” καὶ πάλιν· “ἐν γενε-
ᾷ γενεῶν τὰ ἔτη.” ἀπερίγραφός
ἐστιν ἡ τοῦ θ(εο)ῦ ὕπαρξις· ἀίδιος
γάρ. διόπερ οὐδὲν ἀγνοεῖς τῶ(ν)

Δίδυμος Καίκος. , Commentarii in Job (12.1-16.8a) (partim in catenis)


Papyrus p. or catena Frag. 374, l. 21

ως ἂν παρέ̣[λθῃ ἡ] ὀργή”, [ἐ]π̣αγ̣-  


γελλομένου̣ [θ(εο)ῦ μ]νη[μο]ν̣εύ-
ειν αὐτοῦ, ἵν' ᾖ̣ [σα]φ̣ές[τερ]ο̣ν
λέγων, ὅτι τὸ̣[ν τῆ]ς ἀν̣[αστάς]ε̣-
ως καιρὸν ἐν τ[ῷ ᾅδ]ῃ [μᾶλ]-
λον ἐκδέξασθ[αι] .οιη̣[... αὐ]-
τὸν ἢ τοσαύτας [ὑ]π̣ομ[εῖν]αι
ἀλγηδόνας. κα̣[ὶ γ]ὰρ τῷ [ὄντ]ι̣ [ ]
ἐν ᾅδῃ τυγχάνων καθ' [ἕκα]-
στα δίκαιος κατὰ τὸν π̣[ρὸ τῆς]
ἐπιδημίας τοῦ Χ(ριστο)ῦ χρό[νο]ν
βέλτιον διάγει ἅτε το[ῦ ἐ]π̣ι-
κήρου καὶ νοσώδους ἀ[πη]λλα-
γμένος σώματος μέλ[λω]ν
αὐτὸ ἄφθαρτον ἀπολα[β]εῖν.
μόνος γὰρ ὁ Σωτὴρ κα[τὰ] τὸν
ἄνθρωπον οὐχ ὑπέκειτο τῶι
ἐν ᾅδῃ εἶναι, εἰ καὶ ἐκεῖ γέγο-
νε δι' ἄλλους. εἴρηται γὰρ ἐκ
προσώπου αὐτοῦ· “ἐγενήθην
ὡς ἄνθρωπος ἀβοήθητος
264

Δίδυμος Καίκος. , Commentarii in Zacchariam Book 2, sec. 60, l. 3

 Δυνατὸν νοῆσαι τό· «Ὑποκάτωθεν αὐτοῦ ἀνατελεῖ» καὶ


οὕτω· ὁ γενάμενος σὰρξ Λόγος, ὁ «ἐκ γυναικὸς γεν̣άμενος»
Ἰησοῦς, ὑποκάτωθεν ἀνέτειλεν «τῆς ἐξ ὕψους ἀνατολῆς» τοῦ
Θεοῦ Λόγου, ὑπάρχοντος ἀληθινοῦ φωτός.
 Ἐκ περιουσίας καὶ τόδε ῥητέον· ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς
τοῦ Υἱοῦ καθίσαντος, ὑποκάτω αὐτοῦ «οἱ ἐχθροὶ ἐτέθησαν δίκην
ὑποποδίου», οἵτινες, ὠφεληθέντες ἐκ τοῦ ὑπὸ τοὺς πόδας γεγο-
νέναι, ἀνέτειλαν ὡς φῶς καὶ γενήματα.
 Ὁ ὑποκάτω ἀνατείλας τοῦ [θ]εολογουμένου «οἰκοδο-
μήσει τὸν τοῦ Κυρίου οἶκον», τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ ζῶντος Θεοῦ,
μάλιστα ὁ ὑποκάτω τοῦ Θεοῦ Λόγου κατὰ τὴν ἐπιδημίαν ἀνατεί-
λας ἄνθρωπος. Ἀλλὰ καὶ οἱ κα[τ]ὰ τὰς ἑτέρας ἀποδόσεις ὑπο-
κάτωθεν ἀνατείλαντες, ὑπήκοο[ι τ]οῦ παμβασιλέως καὶ ἀγαθοῦ
διδασκάλου, εἰς πράξεις μεταβαλ[ό]ντες τὰς ἐντολὰς τοῦ κρα-
τοῦντος αὐτῶν καὶ παιδεύσαν[το]ς, ᾠκοδόμησαν τὸν βίον αὐτῶν
οἷα οἶκον ἐπὶ τὴν πέτραν [τ]ὸν Χριστόν, ἐγκαταβαλόμενοι τὰς
κρηπίδας καὶ θεμελίους τοῦ οἴκο[υ] ἐπὶ τὴν στερεὰν καὶ ἀκατά-
λυτον εἰς τὴν Τριάδα πίστιν, πέτραν ὠ̣νομασμένην πρὸς τὸν
ὁμολογήσαντα αὐτὴν πρὸς τοῦ ὁμολ̣ογηθέντος, κατὰ τὸ οὕτω
λεχθέν· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τ̣ῇ̣ πέτρᾳ οἰκοδομήσω
μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ μ̣ὴ κατισχύσουσιν αὐτῆς.»

Δίδυμος Καίκος. , Commentarii in Zacchariam Book 2, sec. 62, l. 1

οἷα οἶκον ἐπὶ τὴν πέτραν [τ]ὸν Χριστόν, ἐγκαταβαλόμενοι τὰς


κρηπίδας καὶ θεμελίους τοῦ οἴκο[υ] ἐπὶ τὴν στερεὰν καὶ ἀκατά-
λυτον εἰς τὴν Τριάδα πίστιν, πέτραν ὠ̣νομασμένην πρὸς τὸν
ὁμολογήσαντα αὐτὴν πρὸς τοῦ ὁμολ̣ογηθέντος, κατὰ τὸ οὕτω
λεχθέν· «Σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τ̣ῇ̣ πέτρᾳ οἰκοδομήσω
μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ μ̣ὴ κατισχύσουσιν αὐτῆς.»
Ἀλλὰ καὶ οἱ κατὰ τὴν τρίτην ἀπόδοσ̣ι̣ν ὑπὸ τοὺς πόδας  
τεθέντες τοῦ παμβασιλέως ἐχθροί, ἀντὶ δ[ια]φόρων φίλοι γενό-
μενοι, οἰκοδομήσουσιν τὸν οἶκον Κυρίου, «ἵν' ἐνοικήσῃ καὶ
ἐμπεριπατήσῃ ἐν αὐτοῖς», καλέσας καὶ βελτιώσας αὐτούς.
 Ὁ κατὰ τὴν ἐπιδημίαν ὑποκάτωθεν ἀνατείλας, παρα-
πλησίως τῷ· «Ἀλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλεν», «λήμψεται
ἀρετήν», καρποφορούντων αὐτὴν τῶν πρὸς αὐτοῦ σῳζομένων
καὶ εἰς μέγα δόξης ἀγομένων. Πῶς γὰρ οὐ λαμβάνει ταύτην
ἀπὸ τῶν γινομένων Θεοῦ δικαιοσύνη ἐν αὐτῷ, γεναμένῳ ὑπὲρ
αὐτῶν ἁμαρτία, κατὰ τὴν φιλοσοφίαν τὴν ἀποστολικήν· «Τὸν μὴ
γνόντα γάρ, φησίν, ἁμαρτίαν, ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν,
ἵν' ἐν αὐτῷ γενώμεθα Θεοῦ δικαιοσύνη»; Πῶς γὰρ οὐ λαμβά-
νει ἀρετὴν οὖσαν τὴν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἐνανθρωπήσεως αὐτοῦ
δικαιοσύνην καὶ πλῆθος εἰρήνης;
 
265

Δίδυμος Καίκος. , Commentarii in Job (in catenis)


Vol. 39, p. 1121, l. 10

συντελοῦντα πρὸς διάνοιαν καθάρσια παραδεικνύς.  


Φαίνεται γὰρ προφητικῶς καὶ κατὰ νόμον, καὶ κατὰ
χάριν τὰς θυσίας πληρῶν. Κατὰ νόμον μὲν, τὰς δια-
φόρους· κατὰ χάριν δὲ, τὸν ἕνα μόσχον τὸν περὶ
ἁμαρτίας. Καὶ γὰρ ἡ τοιαύτη θυσία τῆς χάριτος
προεμήνυε τὴν ἀλήθειαν, τὴν μίαν τυποῦσα κατὰ
σάρκα θυσίαν τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἰ δὲ ὁ
ὑπὲρ ἁπάντων προσαγόμενος μόσχος τὸν δι' ἡμᾶς
σταυρὸν ὑπομείναντα Σωτῆρα δηλοῖ, συνεπίσκεψαι
καὶ μὴ θαυμάσῃς· οὐ γὰρ ἀμύητος ἦν ὁ Ἰὼβ τῆς
τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας, ὁ λέγων, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ
μέλλων τὸ μέγα κῆτος χειρώσασθαι.
 Στ. ζʹ. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ διάβολος τῷ Κυρίῳ,
εἶπε· Περιελθὼν τὴν γῆν καὶ ἐμπεριπατήσας τὴν
ὑπ' οὐρανὸν, πάρειμι.
  Διδύμου. Σημειωτέον δὲ, ὅτι διάφοροι τόποι ἡ γῆ
καὶ ἡ ὑπ' οὐρανόν εἰσι· τῆς μὲν γῆς ὑπὸ τὸν οὐρα-
νὸν οὔσης, τῶν δὲ ὑπ' οὐρανὸν τόπων οὐ πάντως γῆς
ὑπαρχόντων. Τὴν μὲν οὖν γῆν περίεισιν, ἵνα κατα-
νοήσῃ περὶ τίνος ἀνθρώπου αἰτήσει· τὴν δὲ ὑπ' οὐ

Δίδυμος Καίκος. , Commentarii in Psalmos 22-26.10


Codex p. 103, l. 18

ἀποκρύφῳ αὐτῆς κατακεκρύ|φθαι· εὐθέως γὰρ γνοὺς τὸ μυστήρι-


ον καὶ τὸ αἴτιον κακώσει ἑαυτὸν καὶ οὐ καταπίνεται.
 δυνα|τὸν δὲ καὶ περὶ τοῦ σωτῆρος ἢ πρὸς τὸν σωτῆρα εἰ-
ρῆσθαι τοῦτο. εἰ περὶ αὐτοῦ ὅτι· “ἐν ἀποκρύφῳ τῆς | σκηνῆς
αὐτοῦ ἔκρυψέν με”· ἔσχεν σκηνήν, ἐνηνθρώπησεν.
 ἔχει τι μυστήριον ἀποκεκρυμ|μένον ἡ κάθοδος τοῦ σωτῆρος.
ὁ δυνάμενος οὖν μετὰ τὸ ἐσκηνωκέναι ἐν αὐτῷ τὸν γενόμενον
σάρκα | λόγον εἰπεῖν· “ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν
ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος | καὶ ἀληθείας”,
ἐσκεπάσθη “ἐν ἀποκρύφῳ τῆς σκηνῆς αὐτοῦ”. σκέπη αὐτοῦ γέ-
γονεν τὸ νο|ῆσαι τὸ μυστήριον τῆς ἐπιδημίας τοῦ σωτῆρος.
Ἰουδαῖοι γοῦν οὐκ ἐνόησαν καὶ ὅσοι τοιοῦτοι, | καὶ οὐκ
ἐσκεπάσθησαν “ἐν τῷ ἀποκρύφῳ τῆς σκηνῆς αὐτοῦ”.
 δυνατὸν δὲ καὶ {οὕτως} κατὰ τὴν προτέραν | ἀπόδοσιν τὸ
ἀπόκρυφον τῆς σκηνῆς τὸ τέλος εἶναι· τούτου γὰρ ἕνεκα προ-
κόπτουσιν, εἰ καὶ λανθάνει | τοὺς προκόπτοντας· εἰ μὴ γάρ
τις ἐπ' αὐτὸ φθάσῃ, ἰδεῖν αὐτὸ οὐ δύναται ὥς ἐστιν, ὀψόμε-
νος τότε | τὸν θεὸν “καθώς ἐστιν”, ὅταν εἰς αὐτὸ τὸ πέρας
ἔλθῃ τῆς μακαριότητος.  
 ἐπερ( )· ἐθεασάμεθα ἤδη;  – οὐ μὴν | γιγνώσκομεν. “ἐκ  

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in Psalmos (e commentario altero)


266

Frag. 30, l. 1

 Οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ σὲ πάντες εὐφρανθήσονται, τῶν ἐπιβουλευόντων αὐτοῖς


καταλυθέντων. ἔστιν δὲ τῶν ἐλπιζόντων ἐπὶ σὲ εὐφροσύνη οὐκ ὀλιγοχρόνιος
οὐδὲ πρόσκαιρος· ὅθεν Εἰς αἰῶνα ἀγαλλιάσονται, σοῦ κατασκηνοῦντος ἐν
αὐτοῖς. πῶς γὰρ οὐκ ἀεὶ ἀγαλλίασιν ἕξει ᾧ θεὸς πάρεστιν κατασκηνῶν ὡς
ἐν ἰδίῳ ναῷ; ὡς γὰρ τὸ μακρύνεσθαι θεοῦ, αἰχμαλωτιζούσης τῆς ἁμαρτίας,
θρήνων καὶ ὀλοφυρμῶν ἐπάξιον, οὕτως οἰκεῖον ἀγαλλιᾶν τοῖς θεὸν ἐν ἑαυτοῖς
ἔχουσιν ἐνοικοῦντα καὶ ἐμπεριπατοῦντα.
Ps 5,12ab
 Ῥηθείη τὰ προκείμενα καὶ περὶ τῆς τοῦ σωτῆρος ἐπιδημίας, εὐφρανθέντων
πάντων τῶν καραδοκούντων αὐτοῦ τὴν ἐνανθρώπησιν· ἠλπίζετο γὰρ αὕτη τοῖς
προφήταις καὶ τοῖς νοοῦσι τὰς προφητείας. ἐπεδήμησεν γὰρ ὁ θεὸς λόγος
σὰρξ γεγονὼς προσλήψει σαρκός, ἵνα σκηνώσῃ ἐν τοῖς πιστεύουσιν αὐτῷ·
Ὁ λόγος γάρ φησιν σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν. οὕτω σκηνώσαντος
αὐτοῦ Εἰς αἰῶνα ἀγαλλιάσονται οἱ ὑποδεξάμενοι αὐτὸν ἐν ἑαυτοῖς· ὄψονται
γὰρ τοῦ σκηνώσαντος ἐν αὐτοῖς διὰ σαρκὸς λόγου τὴν Δόξαν ὡς μονογενοῦς
παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας, οἱ τοῦ χρόνου τούτου εἰς αἰῶνα
ἀγαλλιώμενοι ἔργῳ θεασάμενοι τὴν ὡς μονογενοῦς πατρὸς δόξαν, οἵ φασιν·
Εἰ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν, ἔχοντες
θεωρίαν τῆς δόξης αὐτοῦ καθ' ἣν μονογενὴς παρὰ πατρός ἐστιν.

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in Psalmos (e commentario altero)


Frag. 900, l. 7

μετὰ σώματος ζωῇ) φανερὸν καὶ πεφωτισμένον σοι τυγχάνειν, παντὸς


παροράματος οὐ πρακτικοῦ μόνου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐν λογισμοῖς φανεροῦ καὶ
πεφωτισμένου σοι τυγχάνοντος.
Ps 89,12 – 17
 Ἡ προκειμένη δέησις ἐπισταμένων ὅτι θεὸς ἔχει δεξιὰν καὶ ἰδεῖν αὐτὴν
ποθούντων. ὡς ἐπιστάμενοι γοῦν φασιν· Ὦ δέσποτα θεέ, τὴν δεξιάν σου δι'
ἧς ἐδημιούργησας τὸν κόσμον καὶ προνοῇ αὐτοῦ φανέρωσον, ὅπως μὴ δι' ὧν
ποιεῖ καὶ ἐνεργεῖ καταλαμβάνωμεν ἀλλὰ κατὰ τὸ προσβάλλειν αὐτῇ
γνωρίσωμεν αὐτήν.
 Δύναται πρεσβεία τῶν παρακαλούντων αἴτησις εἶναι τῆς Χριστοῦ
ἐπιδημίας. αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ δεξιὰ τοῦ θεοῦ. τότε γὰρ γνώριμος γέγονεν ἡ
θεοῦ δεξιά, ὅτε ὁ λόγος σὰρξ γενόμενος ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν· ἐθεασάμεθα γὰρ
τὴν δόξαν αὐτοῦ ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός.
 Γνωρίσαντος δὲ τὴν δεξιὰν τοῦ θεοῦ, ἔγνωμεν σὺν αὐτῇ φανερωθέντας
καὶ τοὺς πεπαιδευμένους τῇ καρδίᾳ ἐν σοφίᾳ. οὗτοι δέ εἰσιν οἱ φάσκοντες
Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις. δυνατὸν καὶ τοὺς προφήτας ἐγνωρίσθαι  
φάσκειν ὄντας πεπαιδευμένους τῇ καρδίᾳ ἐν σοφίᾳ, ὅτε ἡ Χριστοῦ ἔλλαμψις
πεφανέρωται. τότε γὰρ ἀληθῆ προαναφωνοῦντες οἱ προφῆται περὶ αὐτοῦ
ἀνεδείχθησαν ὑποπτεύεσθαι ἴσως δυνάμενοι πρὶν πληρωθῆναι αὐτῶν τὰς
προφητείας. ὅτε γὰρ οἱ λόγοι αὐτῶν ἐκβάσεως τετυχήκασι τῆς θεοῦ δεξιᾶς
γνωρισθείσης, φανεροὶ γεγένηνται ὡς ἄρα εἶεν πεπαιδευμένοι τῇ θεοῦ σοφίᾳ.
267

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in Psalmos (e commentario altero)


Frag. 1217, l. 2

φύσεως καὶ γενέσεως τῶν ζῴων πραγματευσαμένοις ἀόρατον εἶναι καὶ


ἀκατάληπτον τὴν εἰς ὀστέον τοῦ αἵματος μεταβολήν, καίτοι τῶν ἄλλων σαρκῶν
καὶ νεύρων λέγω ὅπως ποτὲ ὡς ἔχουσι γενέσεως θεωρούντων. καὶ ἡ γραφὴ
δὲ τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ παρίστησι τοῦτο οὕτω λέγουσα Ὡς ὀστᾶ ἐν γαστρὶ
τῆς κυοφορούσης, οὕτως οὐ γνώσῃ ποιήματα τοῦ θεοῦ.
 Οὐκ ἐκρύβη δὲ ἀπὸ σοῦ οὐδὲ ἡ ὑπόστασίς μου, ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς
φθάσασα· οὐδὲ γὰρ ἡ ψυχὴ ἐν ᾅδῃ γεγενημένη οὐδ' αὐτὸ σῶμα
κατορωρυγμένον καὶ εἰς γῆν διαλυθὲν διαφεύγει τὴν θεωρίαν σου.
Ps 138,16
 Διὰ τῶν προεκτεθέντων θεολογήσας ὀφθαλμοῖς προφητικοῖς καὶ τὴν
κυριακὴν ἐπιδημίαν ἑωρακέναι φησίν, ὡς ἐκ τῆς παρθένου γεγένηται. ὁ
γὰρ ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας γεγονὼς τόκος ἀκατέργαστος εἴη, μὴ συστὰς
ἐκ τῆς μεμελετημένης ἐκ συνδυασμοῦ κατεργασίας ἀλλ' ἐκ πνεύματος ἁγίου
ὑπάρχων. οὕτω νοοῦσί τινες τὸ ἐν τῷ Δανιὴλ εἰρημένον περὶ τοῦ ἄνευ χειρῶν
τετμῆσθαι ἐξ ὄρους λίθον.
 Τούτου αὐτοῦ ἀκατεργάστου φανέντος, ἀκολούθως σωτηρία πάντων
γενήσεται, ὡς ἀξίους αὐτοὺς γενέσθαι ἐπὶ τὸ βιβλίον γραφῆναι τοῦ θεοῦ. ἀλλ'
ἐπεὶ κἀκεῖνο ἀκατέργαστον εἶναι δύναται, τὸ πεφυκὸς μὲν κατεργασίαν
δέχεσθαι, μήπω δὲ ταύτην ἐσχηκός, δύναται περὶ πάντων τῶν ἔσεσθαι
μελλόντων, ποιοῦντος θεοῦ, καὶ μάλιστα τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως εἰρῆσθαι
τὸ προκείμενον, ἵν' ᾖ τῶν λεγομένων ὁ εἱρμός. ἐπεὶ ἡ ὑπόστασίς μου ἐν τοῖς

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in Psalmos (e commentario altero)


Frag. 1247, l. 1

ἐγνώσθης καὶ λογίζῃ αὐτῷ. ἐμφανίζει γὰρ ὁ σωτὴρ ἑαυτὸν τοῖς εἰς τοῦτο
παρεσκευασμένοις, καὶ ταύτῃ ἐγνῶσθαι αὐτοῖς λέγεται. γνωσθεὶς δὲ καὶ κατὰ
θεωρίαν νοητὴν ὁραθεὶς δείκνυσι καὶ τὸν πατέρα τῷ αὐτὸς ἑωρᾶσθαι· Ὁ γὰρ
ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα, καὶ Οὐδεὶς ἔγνω τὸν πατέρα εἰ μὴ ὁ υἱὸς
καὶ ᾧ ἂν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. εἶτ' ἐπεὶ ὁ υἱὸς ἐν ἑαυτῷ ἔχων τὸν
πατέρα δείκνυσιν αὐτὸν τῷ αὐτὸς ἑωρᾶσθαι, οὕτω καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἑαυτῷ
ἔχων τὸν υἱὸν ἀποκαλύπτει αὐτὸν τῷ μηκέτι διὰ σαρκὸς καὶ αἵματος ἀλλ' ἐκ
θεοῦ γνῶσιν ἔχειν θέλοντι.
Ps 143,5.6
 Δύναται δὲ σημαίνειν τὰ προκείμενα τὴν ἐκ Μαρίας τοῦ σωτῆρος ἐπιδημίαν,
ὅτε κλίνας τοὺς οὐρανοὺς ὄντας αὐτοῦ ποίημα κατῆλθεν ἐπὶ τῷ ἐξ αὐτῆς
προελθεῖν. εἶτ' ἐπεὶ κατελθὼν ἐπ' εὐεργεσίᾳ τῶν ὅλων τοὺς βλαπτικοὺς καὶ  
λυμεῶνας τῶν ἀνθρώπων ἀοράτους δαίμονας ἀνέτρεψεν ἅμα πάσῃ τῇ αὐτῶν
στρατιᾷ, ἧφθαι λέγεται αὐτῶν διὰ τὸ ἀλαζονικὸν καὶ ὑπερήφανον ὀρῶν
καλουμένων. εἶτ' ἐπεὶ μὴ χρυσὸς καὶ ἄργυρος τὰ καθαιρόμενα καὶ φαιδρυνόμενα
τῇ πυρὸς προσβολῇ ἐν αὐτοῖς ἀλλ' ἄκανθαι καὶ τρίβολοι ξύλα τε καὶ χόρτος καὶ
καλάμη, ἐκαπνίσθησαν ἐκ τοῦ ἧφθαι αὐτῶν τὸν ἐληλυθότα πῦρ βαλεῖν ἐπὶ τῆς
γῆς.
268

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in Psalmos (e commentario altero) Frag. 1268, l. 18

δικαιοσύνην. περὶ δὲ τῶν ἐθνῶν ὡς ὄντων προσηλύτων ἀκουστέον Παύλου


λέγοντος Διὸ μνημονεύετε ὅτι ποτὲ ὑμεῖς τὰ ἔθνη, καὶ μεθ' ἕτερα Ὅτι ἦτέ
ποτε χωρὶς θεοῦ ἀπηλλοτριωμένοι τῆς πολιτείας τοῦ Ἰσραήλ, καὶ μετ' ὀλίγα
Νῦν δὲ ὑμεῖς οἵ ποτε ὄντες μακρὰν ἐγενήθητε ἐγγὺς ἐν τῷ αἵματι τοῦ κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, καὶ τὰ ἑξῆς· καὶ μεθ'
ἕτερα Ἆρ' οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων
καὶ οἰκεῖοι τοῦ θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ
προφητῶν, καὶ τὰ ἑξῆς. περὶ τούτων τῶν προσηλύτων καὶ ὁ Μωυσῆς προεῖπε
τῷ Ἰσραήλ, λέγων Ἐὰν μὴ ἀκούσητε τῶν ἐντολῶν κυρίου τοῦ θεοῦ ἡμῶν,
ὁ προσήλυτος ὁ ὢν κάτω καὶ ὑφ' ὑμᾶς ἔσται ἄνω, σὺ δὲ κάτω,
ἀντιμεταβαλλόντων τῶν πραγμάτων. ἀμέλει γοῦν πρὸ τῆς ἐπιδημίας τοῦ
σωτῆρος, ὅσοι τῶν ἐθνῶν θεῷ ἔσπευδον λατρεύειν, προσήρχοντο τῷ Ἰσραὴλ
παιδευθησόμενοι καὶ ὑπακούοντες αὐτοῖς· νῦν δὲ οἱ βουλόμενοι τῶν Ἰσραηλιτῶν
προσελθεῖν τῇ τοῦ Χριστοῦ πίστει τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν πεπιστευκόσι προσίασι
τὴν εὐαγγελικὴν πολιτείαν παραληψόμενοι.
 Πρὸς τούτοις ἐπίστησον μήποτε οἱ ἄρτι τῇ θεοσεβείᾳ προσερχόμενοι
προσήλυτοι, οἱ δὲ διαβεβηκότες καὶ τελειωθέντες ἐν αὐτῇ, δίκαιοι εἴρηνται·
ὅθεν τοὺς μὲν δικαίους ἀγαπᾷ, φυλάττει δὲ τοὺς προσηλύτους. οἱ γὰρ εὐθέως
προσεληλυθότες τῷ λόγῳ τῆς ἀληθείας ὡς μήπω ἰσχυροὶ καὶ βέβαιοι δέονται
τοῦ φυλάττοντος κυρίου ἐπὶ τῷ ἀβλαβεῖς διαμεῖναι, τῶν δικαίων διὰ τελειότητος
οἰκειουμένων αὐτῷ καὶ ἀγαπωμένων ὑπ' αὐτοῦ.

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in Psalmos (e commentario altero) Frag. 1279, l. 9

πειρασμούς, διαλύσουσιν αὐτούς.  Ps 147,8.9


 Τῷ καταπατήσαντι καὶ πτερνίσαντι τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας καὶ τοὺς
κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου μυστικῶς Ἰακὼβ καλουμένῳ ἀποστέλλει
τὸν λόγον αὐτοῦ τὸν σωτήριον καὶ ποιητικὸν ὁ θεὸς ἐπὶ τῷ σαφηνίσαι αὐτῷ
πάντα τὰ ἀληθῆ δόγματα τῆς εὐσεβείας. εἶτα μετὰ τὴν νίκην διορατικῶς
γεγενημένῳ καὶ Ἰσραὴλ ἀποδειχθέντι τῷ ὁρᾶν διανοίᾳ θεὸν τὰ δικαιώματα
αὐτοῦ καὶ τὰ κρίματα αὐτοῦ ἀπέστειλεν ἐπὶ τῷ κεκριμένως καὶ δικαίως πάντα
ἐνεργεῖν. καὶ ἐπὶ τούτοις τὸ μέγεθος τῆς θεοῦ δωρεᾶς ὑπαρξάσης τῷ ἁγίῳ
ἔθνει ἐμφανίζων φησὶν Οὐκ ἐποίησεν οὕτως παντὶ ἔθνει, ἀλλ' ἢ μόνῳ τῷ
Ἰσραὴλ τὰ προειρημένα πεποίηκε πρὸ τῆς τοῦ σωτῆρος ἐπιδημίας· Χριστοῦ
μέντοι παραγενομένου τοῦ ἀρχιερέως τῶν ἀληθῶς ἀγαθῶν, πάντα τὰ ἔθνη
πεπλήρωνται τοῦ θείου λόγου.
Ps 148,7.8
 Ἀλλὰ φαίη τις πρὸς τοῦτο, ὡς μάλιστα δείκνυσιν ἡ λέξις αὐτή, τὸ πλῆθος
τῶν ὑδάτων ἄβυσσον ἀποκαλεῖν (ἐπ' αὐτῇ γὰρ περιεπάτησεν ὁ κύριος) ὡς
ἀφ' ἑτέρας εἶναι ἀρχῆς· Ἀνοίγονται δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, καὶ τὰ ἑξῆς.
εἶτά φησιν ὡς καταλλήλως ταῖς ἀβύσσοις καὶ οἱ δράκοντες ὠνομάσθησαν
ἕτεροι ὄντες παρὰ τὰ ἑρπετὰ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν ἄλλῳ δὲ ψαλμῷ ἔν τισι
καλουμένοις ὕδασιν οὐκ ἄλλοις οὖσι τῆς ἐνταῦθα ὀνομαζομένης ἀβύσσου
δράκοντες εἶναι ἐλέγοντο. γέγραπται γοῦν καὶ ἐν ἑβδομηκοστῷ τρίτῳ
269

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in epistulam ad Romanos (in catenis)


P. 4, l. 28

ἀνόδως καὶ ἀμέτρως ἐνατενίζοντες τῷ ἡλίῳ βλάπτονται τὰς ὄψεις, ἤδη


καὶ τὸν ἥλιόν φαμεν πονηρόν· οὐδ' ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ὁ διάβολος
ἁμαρτωλὸς γέγονε τῷ ἐπικεχειρηκέναι κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἤδη καὶ
τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ φαῦλον καὶ πονηρὸν εἶναι λέγομεν.
Οἶδα δὲ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ' ἔστιν ἐν τῇ
σαρκί μου, ἀγαθόν. νῦν εἰς τὸ τοῦ Ἀδὰμ πρόσωπον ἐξηγεῖται.
καὶ ὅτι στερηθεὶς τὸν θεὸν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ, ἀντὶ τῆς ὄντως ζωῆς θάνατον
καταλλαξάμενος – καὶ γὰρ θάνατος οὐχ ὁ κοινὸς μόνος τῶν μελῶν
αὐτοῦ ἐκράτησεν, ἀλλὰ καὶ ὁ τῆς παρακοῆς κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ
εἰσβαλών· μάλιστα γὰρ ὁ κρατῶν θάνατος πρὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐπι-
δημίας ἐβασίλευσε, κατὰ πάντων νόμον καὶ σκῆπτρον τῆς ἑαυτοῦ
βασιλείας ἔχων τὴν παρακοήν. ἀλλ' οὐκ ἄναρχος ἢ ἀγέννητος ἡ τοῦ
θανάτου βασιλεία· ἐκ γὰρ τῶν ζώντων τὸ τεθνάναι συμβαίνει, καὶ ἐκ
τῆς τῶν ὑπηκόων ὑπακοῆς τὸ παρακοῦσαί τινα.τὸ γὰρ θέλειν
παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὔ· ὃ
γὰρ θέλω ἀγαθὸν τοῦτο οὐ ποιῶ, ἀλλ' ὃ μισῶ τοῦτο
πράσσω. εἰ τὸ θέλειν μόνον ἐν ἡμῖν ἔστιν, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ
θεληθὲν καλὸν οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν, εἰς μάτην ὁ ἀγαθὸς θεὸς τὰς
ὁμοουσίας ἑαυτοῦ ψυχὰς ἐν τοῖς σώμασι κατέπεμψεν· τὸ γὰρ αὐτῷ καὶ
αὐταῖς φίλον οὐ πράττουσιν, οὐκ ἐνεργοῦσιν, ἀλλὰ μόνον θέλουσιν· τάχα
δὲ οὐδ' αὐτό, ἄδηλον γάρ. εἰ δὲ τοῦτο ἀληθές ἐστιν, κατὰ τοὺς ἀσεβεῖς

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in epistulam i ad Corinthios (in catenis) P. 13, l. 2

 Ἔστι γὰρ ὁ Τιμόθεος οὗτος περὶ οὗ γράφω τὰ προκείμενα, τῶν


γνησίων τοῦ θεοῦ δοῦλος, τὸ ἔργον τοῦ δεσπότου παραπλησίως ἐμοὶ
ἐργαζόμενος. διὸ μὴ εὐτελιζέσθω παρ' ὑμῶν, ἀλλὰ γνησίως μετ' ἀγάπης
ὑποδεχθήτω, ἀλλὰ καὶ προπεμφθήτω· περιμένω γὰρ ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἕως
ἐπανέλθῃ πρός με μετὰ τῶν ἀδελφῶν.
1 Kor 16,12
 Ἐπειδὴ ὁ Ἀπολλῶς ἐπίσκοπος ἦν Κορίνθου, ἀπέστη ἐξ αὐτῶν διὰ
τὰ ἐν αὐτοῖς σχίσματα καὶ ἦν σὺν τῷ Παύλῳ καὶ νῦν παρακληθεὶς οὐ
συνεξεδήμησε τῇ ἐπιστολῇ· καὶ λέγει τὴν αἰτίαν δι' ἣν οὐκ ἀπῆλθεν·  
ὅτιοὐκ ἦν θέλημα. εἶτα εὐθυμοποιῶν αὐτοὺς γράφει·ἐλεύσεται
δὲ ὅταν εὐκαιρήσῃ, τὴν εὐκαιρίαν τῆς πρὸς ὑμᾶς ἐπιδημίας αὐτοῦ
ὑμῶν παρεχόντων, ὅταν μηκέτι ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα.
1 Kor 16,13
 Ἕπεται τῷ δεόντως ἐγρηγορότι ἐν τῷ μὴ διδόναιὕπνον τοῖς
ὀφθαλμοῖς μηδὲἐπινυσταγμὸν τοῖς βλεφάροις τὸ ἑστάναι
βεβαίως ἐν τῇ πίστει, μεθ' ὃ ἕπεται τὸἀνδρίζεσθε καὶκρα-
ταιοῦσθε ὡς ἀθλητῇ καὶ στρατιώτῃ Χριστοῦ, τῷ πάντα ποιοῦντι σὺν
ἀγάπῃ τῇ πρὸς τὸν θεὸν καὶ τὸν πλησίον.
270

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in epistulam ii ad Corinthios (in catenis)


P. 34, l. 3

ταχὺ παράγεσθαι ἀπὸ τῶν δογμάτων τῆς ἀληθείας, ὅθεν φησὶ πρὸς
αὐτούς·φοβοῦμαι μή πως, ὡς ὁ ὄφις ἐξηπάτησεν Εὔαν
ἐν τῇ πανουργίᾳ αὐτοῦ, φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν. ἑτέρως
δὲ νοηθείη τὸἔξωθεν μάχαι, τοῦτ' ἔστιν αἱ καθ' ἡμῶν ἐπαναστάσεις
γινόμεναι· τὰ ἔξωθεν ἡμῶν θλίβουσιν οὐ χωροῦσαι μέχρι τοῦ ταράξαι
τὴν καρδίαν. ὅμως εἰ καὶ ἀτάραχος ἡ ψυχή, ἀλλ' οὖν ἔνδον εἰσὶ φόβοι
οἱ περὶ μεταπτώσεως· τρεπτοὶ γάρ ἐσμεν.  
2 Kor 7,6 – 9
 Ὁ διδοὺς τοῖς ταπεινοῖς χάριν θεὸς παρακαλεῖ αὐτούς, παραμυθίαν
ὀρέγων, ὅπως τλητικῶς τὰ ἐπίπονα φέρωσιν· παρεμυθήσατο καὶ ἡμᾶς
ἐν τῇ ἀφ' ὑμῶν πρὸς ἡμᾶς ἐπιδημίᾳ Τίτου. οὐ μόνη δὲ ἡ παρουσία
αὐτοῦ παρεκάλεσεν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπαγγελία ἡ περὶ ὑμῶν· ἔφασκε γὰρ ἣν
ἐνεδείξασθε εἰς αὐτὸν κατὰ θεὸν σπουδήν. ἐπέτεινε δὲ ἡμῖν τὰ τῆς
ἱλαρότητος γινώσκουσιν ὡς πολλὴν διάθεσιν καὶ σπλάγχνα ὑπερβαλλόντως
ἀποσώζει πρὸς ὑμᾶς. πρὸς τούτοις ἐπήγγειλε καὶ ζῆλον καὶ ὀδυρμὸν
καὶ πόθον ἔχειν ὑμᾶς ὑπὲρ ἐμοῦ, ὡς μηκέτι διστάζειν περὶ τοῦ
λελυπῆσθαι ὑμᾶς ἐκ τῶν γενομένων ἐλέγχων ἐκ τῆς προτέρας ἐπιστολῆς·
ἐμάνθανον γὰρ ἐκ τῶν λόγων αὐτοῦ, ὡς ἡ λύπη πρὸς ὀλίγον ὑπάρξασα
ἐκ τῶν γραφέντων, σπέρμα καὶ ἀφορμὴ μεγίστης εὐφροσύνης γέγονεν.
2 Kor 7,12
Ἀδικήσαντα λέγει τὸν γυναῖκα τοῦ πατρὸς ἐσχηκότα,ἀδικη

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in epistulam ii ad Corinthios (in catenis)


P. 43, l. 25

ἀκαθαρσίαν καὶ τὴν ἑπομένην ἀσέλγειαν πράττοντες οὐ μετανοοῦσιν,


τεθνήκασι τὸν ψυχῆς θάνατον, ὡς τὸν κηδεμονικὴν διάθεσιν πρὸς αὐτοὺς
ἔχοντα πενθεῖν αὐτοὺς μᾶλλον ἢ οἱ τὰ κενοτάφια οἰκοδομοῦντες τοῖς
ἀποφοιτήσασι φιλοσοφίας· φιλεῖ γὰρ αἴσθησις ἐγγίνεσθαι τοῖς ἁμαρ-
τάνουσιν, ὅταν ἕτεροι ὑπὲρ αὐτῶν πενθῶσιν ὀλοφυρόμενοι. δύναται καὶ
κατὰ τοῦτο τὸ σημαινόμενον τοὺς πενθοῦντας μακαρίζειν ὁ σωτήρ,
ἐπείπερ μετὰ τὴν ἐκ τοῦ πενθεῖν κάκωσιν θεόθεν παρακληθήσονται. διὰ
δὲ τοῦ εἰπεῖν μὴ πάλιν ἐλθὼν ταπεινωθῶ, δείκνυσιν ὅτι καὶ ἐν προτέρᾳ
πρὸς αὐτοὺς ἀφίξει τοῦτο πέπονθεν ἱκανῶς πρὸς μετάνοιαν προτρεψάμε-
νος. ἀναγκαίως οὖν ἐπήγαγεν· ἰδοὺτοῦτο τρίτον ἔρχομαι
πρὸς ὑμᾶς, ἵνα τὴν τρίτην ἐπιδημίαν ἀντὶ τριῶν μαρτύρων ἔχοντες
βεβαιοῦσθε. εἰ γὰρἐπὶ στόματος μαρτύρων δύο ἢ τριῶν
πᾶν ῥῆμα κατὰ κρίσιν ἐκφερόμενονἵσταται, τοῦτ' ἔστι πληροῦταί
τε καὶ βεβαιοῦται, οὕτως ἐχρῆν διὰ τῶν δύο ἐπιδημιῶν ὧν πεποίηκα
βεβαίους ὑμᾶς ὑπάρχειν. ἐπειδὴ δὲ ἀκμὴν χρῄζετε τοῦ βεβαιωθῆναι, καὶ
τρίτον ἔκρινα ἀπαντῆσαι ὑμῖν.
2Kor 13,10
 Εἶχον ἐξουσίαν ἐπὶ τῷ οἰκοδομεῖν ὑμᾶς αὐτοὺς πόλιν καὶ ναὸν
271

θεοῦ· ταύτην δὲ τὴν ἐξουσίαν καρποφορεῖν θέλω, δι' ὧν γράφω διδάσκων


ὅτι οὐ πρὸς καθαίρεσιν τὴν ἐξουσίαν, ἀλλὰ τοῦ οἰκοδομεῖν ἔχω.  

Δίδυμος Καίκος. , Frag. in epistulam ii ad Corinthios (in catenis)


P. 43, l. 28

τάνουσιν, ὅταν ἕτεροι ὑπὲρ αὐτῶν πενθῶσιν ὀλοφυρόμενοι. δύναται καὶ


κατὰ τοῦτο τὸ σημαινόμενον τοὺς πενθοῦντας μακαρίζειν ὁ σωτήρ,
ἐπείπερ μετὰ τὴν ἐκ τοῦ πενθεῖν κάκωσιν θεόθεν παρακληθήσονται. διὰ
δὲ τοῦ εἰπεῖν μὴ πάλιν ἐλθὼν ταπεινωθῶ, δείκνυσιν ὅτι καὶ ἐν προτέρᾳ
πρὸς αὐτοὺς ἀφίξει τοῦτο πέπονθεν ἱκανῶς πρὸς μετάνοιαν προτρεψάμε-
νος. ἀναγκαίως οὖν ἐπήγαγεν· ἰδοὺτοῦτο τρίτον ἔρχομαι
πρὸς ὑμᾶς, ἵνα τὴν τρίτην ἐπιδημίαν ἀντὶ τριῶν μαρτύρων ἔχοντες
βεβαιοῦσθε. εἰ γὰρἐπὶ στόματος μαρτύρων δύο ἢ τριῶν
πᾶν ῥῆμα κατὰ κρίσιν ἐκφερόμενονἵσταται, τοῦτ' ἔστι πληροῦταί
τε καὶ βεβαιοῦται, οὕτως ἐχρῆν διὰ τῶν δύο ἐπιδημιῶν ὧν πεποίηκα
βεβαίους ὑμᾶς ὑπάρχειν. ἐπειδὴ δὲ ἀκμὴν χρῄζετε τοῦ βεβαιωθῆναι, καὶ
τρίτον ἔκρινα ἀπαντῆσαι ὑμῖν.
2Kor 13,10
 Εἶχον ἐξουσίαν ἐπὶ τῷ οἰκοδομεῖν ὑμᾶς αὐτοὺς πόλιν καὶ ναὸν
θεοῦ· ταύτην δὲ τὴν ἐξουσίαν καρποφορεῖν θέλω, δι' ὧν γράφω διδάσκων
ὅτι οὐ πρὸς καθαίρεσιν τὴν ἐξουσίαν, ἀλλὰ τοῦ οἰκοδομεῖν ἔχω.  

Δίδυμος Καίκος. , In epistulas catholicas brevis enarratio (in catenis)


P. 12, l. 16

ὅτι καὶ περιγράφουσιν αὐτὴν παυ-


σαμένου τοῦ χιλιαστοῦ ἐνιαυτοῦ· πρὸς
τούτοις συναπτέον τὰ ῥητὰ δηλοῦντα
ἐν βασιλείᾳ οὐρανῶν εἶναι τὴν κλη-
ρονομίαν καὶ ὡς οὐχ ὑποπίπτει διὰ
τὸ νοητὴ εἶναι αἰσθήσει θνητῶν.
(Cr 43, 13 – 21)  
 Ἐπεί τινες ἐλάττονα τίθενται τὴν
ἐπαγγελίαν καὶ σωτηρίαν τῶν πρὸ
τῆς ἐπιδημίας τοῦ σωτῆρος ἁγίων
οἰόμενοι πλέον τι ἐσχηκέναι τοὺς
μετὰ ταύτην τῷ ἑωρακέναι τὸν
κύριον αἰσθητῶς καὶ τὰ ὑπ' αὐτοῦ
πραχθέντα σημεῖα, δεικτέον, ὡς
ἐσφαλμένη ἐστὶν ἡ ὑπόληψις αὐτῶν.
(Cr 45, 16 – 20)  
 Πῶς γὰρ ἐλάττων τινὸς τῶν
μετὰ τὴν ἐπιδημίαν ὁ Ἀβραὰμ τὴν
ἡμέραν τοῦ κυρίου ἑωρακὼς πάν-
των τῶν τελειουμένων κατὰ κύριον
272

Δίδυμος Καίκος. , In epistulas catholicas brevis enarratio (in catenis)


P. 13, l. 11

 Ἐπεί τινες ἐλάττονα τίθενται τὴν


ἐπαγγελίαν καὶ σωτηρίαν τῶν πρὸ
τῆς ἐπιδημίας τοῦ σωτῆρος ἁγίων
οἰόμενοι πλέον τι ἐσχηκέναι τοὺς
μετὰ ταύτην τῷ ἑωρακέναι τὸν
κύριον αἰσθητῶς καὶ τὰ ὑπ' αὐτοῦ
πραχθέντα σημεῖα, δεικτέον, ὡς
ἐσφαλμένη ἐστὶν ἡ ὑπόληψις αὐτῶν.
(Cr 45, 16 – 20)  
 Πῶς γὰρ ἐλάττων τινὸς τῶν
μετὰ τὴν ἐπιδημίαν ὁ Ἀβραὰμ τὴν
ἡμέραν τοῦ κυρίου ἑωρακὼς πάν-
των τῶν τελειουμένων κατὰ κύριον
εἰς τοὺς αὐτοῦ κόλπους ἀπερχο-
μένων; πῶς δὲ ἐλάττων Μωϋσῆς
καὶ Ἠλίας ἐν δόξῃ ἅμα τῷ κυρίῳ
μεταμορφωθέντι φανέντες, ἐπεὶ μὴ
εἶδον αἰσθητῶς τὸν κύριον; οὐ γὰρ
προκριτέον ποιεῖ τῶν τὴν νοητὴν
ἐπιδημίαν ἐσχηκότων τὸν ἑωρακότα
τὴν κατὰ σάρκα. (Cr 45, 20 – 26)    

Δίδυμος Καίκος. , In epistulas catholicas brevis enarratio (in catenis)


P. 13, l. 20

 Πῶς γὰρ ἐλάττων τινὸς τῶν


μετὰ τὴν ἐπιδημίαν ὁ Ἀβραὰμ τὴν
ἡμέραν τοῦ κυρίου ἑωρακὼς πάν-
των τῶν τελειουμένων κατὰ κύριον
εἰς τοὺς αὐτοῦ κόλπους ἀπερχο-
μένων; πῶς δὲ ἐλάττων Μωϋσῆς
καὶ Ἠλίας ἐν δόξῃ ἅμα τῷ κυρίῳ
μεταμορφωθέντι φανέντες, ἐπεὶ μὴ
εἶδον αἰσθητῶς τὸν κύριον; οὐ γὰρ
προκριτέον ποιεῖ τῶν τὴν νοητὴν
ἐπιδημίαν ἐσχηκότων τὸν ἑωρακότα
τὴν κατὰ σάρκα. (Cr 45, 20 – 26)  
 Πολλοὶ γοῦν τῶν ἑτεροδόξων
συμφέρονται τῇ ἐσφαλμένῃ ταύτῃ
δόξῃ πόθον ἔχοντες ἐκ παντὸς τρό-
που διαβάλλειν τὴν παλαιὰν διαθή-
κην· καὶ τοῦτο δὲ λελέξεται, ὅτι,
273

εἰ καὶ μὴ εἶδον ἢ ἤκουσαν αἰσθη-


τῶς, ἃ ὁ κύριος εἶπεν, ἀλλ' οὖν
ἔρωτα αὐτῶν θεῖον εἶχον· “πολλοὶ
γὰρ προφῆται καὶ

Δίδυμος Καίκος. , In epistulas catholicas brevis enarratio (in catenis)


P. 63, l. 19

 Ὅνπερ γὰρ τρόπον πρὸ τῆς


Χριστοῦ παρουσίας ὄντων ἐν τῇ
Ἰουδαίᾳ θεοῦ προφητῶν πολλοὶ
ἐτύγχανον ὑποκρινόμενοι τὴν προ-
φητείαν ὡς χρείαν εἶναι ἐπιστήμης
ἐξεταστικῆς, τίνες τῶν λεγόντων
“τάδε λέγει κύριος” πνεῦμα ἅγιον
καὶ θεοῦ λόγον εἶχον καὶ τίνες
ὑπὸ πονηροῦ πνεύματος κινούμενοι
τοῦ ψευδοῦς ἦσαν προφῆται, οὕτω
καὶ μετὰ τὴν ἐπιδημίαν τῶν ἀπο-
στόλων ἐν Χριστῷ λαλούντων καὶ
πνεῦμα ἅγιον ἐχόντων, ὃ δέδωκεν
ὁ κύριος, πολλοὶ ψευδαπόστολοι
προεβλήθησαν ὑπὸ τοῦ διαβόλου
ὑποκρινόμενοι τὴν εὐαγγελικὴν δι-
δασκαλίαν· ἀναγκαῖον ἔχειν ἐκεῖνο
τὸ χάρισμα τοῦ ἁγίου πνεύματος,
ὃ ὠνόμασται διάκρισις πνευμάτων,
ἵνα ἐπιστήμην ἔχωμεν δοκιμάζειν
τὰ πνεύματα, ὥστε τῷ μὲν πιστεύειν,

Δίδυμος Καίκος. , In Genesim Codex p. 105, l. 18

κόπου αὐτοῦ καὶ τῆς κενώσεως ζωὴ γένηται τοῖς ἀποσφα-


λεῖσιν· «Τὸν« γὰρ «μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν
ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη
Θεοῦ ἐν αὐτῷ.» Ἁμαρτία δὲ οὐ καθάπαξ ἐστίν, ἣ γὰρ
ἂν οὐκ ἦν ποιητικὴ δικαιοσύνης. Καὶ γὰρ κατάραδὲ
γέγονεν, ἵν' ἡμεῖς εὐλογίαν σχῶμεν· καὶ ὥσπερ οὐχ ὁ
Ἀδὰμ ἠπατήθη, ἀλλὰ τῆς γυναικὸς ἐξαπατηθείσης ἠκολού-
θησεν, οὕτω, τῆς ἀνθρωπότητος σφαλείσης, «ἐκένωσεν
ἑαυτὸν μορφὴν δούλου λαβών«. Εἰ γὰρ μὴ παραβὰν
ἐτύγχανε τὸ γένος, οὐδὲ τοῦ θεραπεύσοντος ἔχρηζον,  
τραύματος μὴ γεγενημένου, ὃ τὴν ἐν ἀνθρώποις ἐπιδημίαν
ἐξεκάλειτο.
 III, 20. Καὶ ἐκάλεσεν Ἀδ[ὰ]μ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς
αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων.
274

 Συνέσει κινούμενος προμηθεστάτῃ ὁ Ἀδάμ, ἐπιστάμενος


ὅτι ἔξω τοῦ παραδείσου διὰ τὴν παράβασιν ἔσονται,
προαναφωνεῖ τὸ μέλλον Ζωὴν καλῶν τὴν γυναῖκα, «ὅτι
αὕτη μήτηρ πάντων« ἔσται «τῶν ζώντων«. Ἐξ αὐτῆς
γὰρ ἅπασα ἡ διαδοχὴ γέγονεν, οὐ δεῖ δὲ προσυπακούειν
ὅτι καὶ τῶν ἀλόγων. Οὐ γάρ, ἐὰν καθόλου τι λέγηται,
προσπαραλαμβάνειν καὶ τὰ μὴ πεφυκότα προσήκ[ε]ι.

Δίδυμος Καίκος. , De trinitate (lib. 2.8-27) [Sp.] Vol. 39, p. 721, l. 10

ναι Πατέρα, καὶ Υἱὸν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Χρίοντα;  


δὲ οἱ ἀπὸ πάσης αἱρέσεως μετερχόμενοι, ἐπειδὴ οὐκ
ἔχουσι τὸ ἅγιον χρίσμα. Ἐπίσκοπος δὲ μόνος τῇ
ἄνωθεν χάριτι τελεῖ τὸ χρίσμα.

ΚΕΦ. Ιϛʹ.

 Εὑρίσκομεν δὲ, ὅτι, καθάπερ τὴν τῶν


Ἀζύμων ἡμέραν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν τοῦ ἁγίου καὶ
τριποθήτου Πάσχα τοῦ Χριστοῦ τυπικῶς ἐπετέλουν
Ἰσραηλῖται· οὕτω καὶ τὴν παρ' ἐκείνοις ἡμέραν τῆς
Πεντηκοστῆς εἰς τιμὴν καὶ δόξαν τῆς σωτηρίου καὶ
σεπτῆς ἐπιδημίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν εἰκόνι
ἑορτάζοντες ἐτύγχανον. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ
μυστικῶς διὰ τῆς ἑορτῆς τῶν Σκηνοπηγιῶν τὰς συν-
άξεις προηγόρευον τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν καὶ μαρ-
τυρίων, αἵτινες ἄγουσιν ἡμᾶς διὰ πίστεως καὶ καλ-
λιεργίας ἐπὶ τὰς οὐρανίους σκηνάς· περὶ ὧν ὁ πή-
ξας αὐτὰς ἔλεγεν· «Ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ
μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵν', ὅτε ἐκλίπητε, δέξωνται
ὑμᾶς εἰς τὰς οὐρανίους σκηνάς.» Οὐ διέλιπεν γάρ
ποτε ἡ παναπείρατος φαιδρότης τῶν ἑορτῶν τούτων.
Καὶ πρὸς αὐτὴν ἀφορῶν ὁ Μελῳδὸς, ἐν τῷ παναρμο

.-Macarius Scr. Eccl., Sermones 64 (collectio B) Homily 42, ch. 1, sec. 2, l. 6

καὶ ἀπειλῆς ἔχει. ἐπὰν δὲ ἔχῃ τὴν προαίρεσιν τῷ βουλήματι αὐτοῦ συνεργοῦσαν
καὶ ταῖς ὑποβολαῖς αὐτοῦ ἡδομένην, ὥσπερ ζῶν καὶ δυνατὸς ἄνθρωπος πολεμεῖ
δι' αὐτοῦ αὐτόν. παραφυλακτέον οὖν καὶ σπουδαστέον παντὶ τρόπῳ ἀσύμφωνον
καὶ ἀσυνδύαστον τὴν προαίρεσιν πάντοτε τῷ πονηρῷ εἶναι, ἵνα ἐξασθενῇ καθ'
ἑαυτὸν καὶ νεκροῦται, μηδὲν δυνάμενος δι' ἡμῶν ἐργάσασθαι ὧνπερ ἐπιθυμεῖ.
αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἄθλησις τῶν Χριστιανῶν καὶ ὁ ἀγών, μὴ συνεργεῖν ταῖς κα-
καῖς αὐτοῦ ὑποσποραῖς, ἵνα μὴ ἰσχὺν καὶ νεῦρα δι' ἡμῶν λαμβάνῃ, ἀλλὰ καθ' ἑαυ-
τὸν ἀσθενῶν καὶ μὴ δυνάμενος ποιεῖν δι' ἡμῶν ὃ βούλεται ἀποθάνῃ τελείως
ἐξ ἡμῶν, τῆς χάριτος βασιλευούσης ἐν ἡμῖν. τὸ γὰρ ἐκ τῆς παραβάσεως τοῦ
275

Ἀδὰμ ἐπισυμβεβηκὸς τῇ ψυχῇ τῆς ἁμαρτίας πάθος τὸ παρὰ ἀνθρώποις ἀνίατον


μόνῳ θεῷ ἰᾶσθαι δυνατόν. διὸ καὶ ἡ τοῦ κυρίου ἐπιδημία γέγονεν· «ἴδε, γάρ
φησιν, ὁ ἀμνὸς τοῦ θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». ἀδύνατον δὲ ἄλλως
θεραπείαν ἐπιδέξασθαι μυρίοις τοῦ πνεύματος φαρμάκοις, ἐὰν μὴ τὸ αὐτεξού-
σιον καὶ προαιρετικὸν παύσηται τοῦ ἁμαρτάνειν συνδυάζον τῇ κακίᾳ.
 Ὥσπερ γὰρ ἀκάνθης ἐν ποδὶ πεπηγμένης ἢ ἑτέρου τινὸς ἐν τῷ σώματι
κειμένου ἀδύνατον θεραπευθῆναι τὸν πόνον μυρίοις φαρμάκοις, ἐὰν μὴ πρότερον
ἐξέλῃ τις τὸ ἐν τῷ σώματι κείμενον, οὕτως εἰς πᾶν, ὃ ἔχει ἡ ψυχὴ ἐκ προαιρέ-
σεως πάθος ἤτοι μῖσος πρὸς τὸν πλησίον ἢ φθόνον τινὰ ἢ ζῆλον ἢ χαύνωσιν
ἢ ἑτέραν τινὰ προσπάθειαν ἢ δεσμόν τινα εὐλογοφανῆ, ἐὰν μὴ ἀποστραφῇ
τελείως ἡ προαίρεσις ἀπὸ τῶν προλήψεων καὶ συνηθειῶν οὐ καλῶν καὶ παύσηται
καὶ ἡσυχάσῃ ἀπ' αὐτῶν, ἀδύνατον τελείαν ἴασιν τῆς ψυχῆς γενέσθαι διὰ τῆς

.-Macarius Scr. Eccl., Sermones 64 (collectio B) Homily 49, ch. 4, sec. 6, l. 7

σαρκὸς ἡ ἔξοδος ἡμῶν γίνεται. μεγάλαι γὰρ καὶ ἄρρητοί εἰσιν αἱ τῶν Χριστιανῶν  
ἐπαγγελίαι τοσοῦτον, ὅτι μιᾶς ψυχῆς πιστῆς πλούτῳ καὶ δόξῃ οὐκ ἀναλογεῖ
πᾶσα ἡδόξα καὶ τὸ κάλλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, πᾶσα ἡ διακόσμησις
καὶ ὡραιότης καὶ ἡ ποικιλότης τῶν ὁρωμένων.
 Πῶς τοίνυν οὐ θελήσομεν τοσαύταις ἐπαγγελίαις τοῦ κυρίου ὅλοι ἐξ ὅλου
προσελθεῖν καὶ ἐκδότους ἑαυτοὺς τῷ κυρίῳ δοῦναι, ἀρνησάμενοι κατὰ τὸ εὐαγ-
γέλιον μετὰ πάντων, ἔτι καὶ τὴν ἑαυτῶν ψυχήν, καὶ μόνον αὐτὸν ἀγαπῆσαι καὶ
σὺν αὐτῷ ἄλλο οὐδέν, ἀλλὰ ἰδοὺ ταῦτα πάντα καὶ πόση δόξα ἐδόθη καὶ πόσαι
οἰκονομίαι τοῦ κυρίου διὰ πατέρων γεγόνασι, πόσαι ἐπαγγελίαι προηγγέλθησαν,
πόσαι προτροπαί, πόση εὐσπλαγχνία τοῦ δεσπότου ἐφ' ἡμᾶς γέγονεν ἐξ ἀρχῆς.
ἔσχατον δὲ καὶ διὰ τῆς ἰδίας ἐπιδημίας τὴν ἄρρητον χρηστότητα ἐφ' ἡμᾶς διὰ
σταυρώσεως ἐπεδείξατο, ἵνα ἡμᾶς εἰς ζωὴν ἀπενέγκῃ ἐπιστρέψαντας. καὶ
ἡμεῖς τῶν θελημάτων ἡμῶν καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ κόσμου καὶ τῶν προλήψεων
καὶ συνηθειῶν κακῶν οὐκ ἀναχωροῦμεν, δι' ὧν ὀλιγόπιστοι ἢ καὶ ἄπιστοι ἀπο-
δεικνύμεθα καὶ ἰδοὺ αὐτὸς χρηστεύεται, ἀοράτως φρουρῶν καὶ θάλπων καὶ
μὴ κατὰ τὰ ἁμαρτήματα ἡμῶν παραδιδοὺς ἡμᾶς εἰς τέλος τῇ κακίᾳ καὶ τῇ
τοῦ κόσμου ἀπάτῃ μηδὲ ἐῶν ἡμᾶς ἀπολέσθαι, διὰ πολλὴν χρηστότητα καὶ
μακροθυμίαν ἀποσκοπῶν, πότε ἐπιστρέψωμεν. ἀλλὰ μήποτε ἡμεῖς κατα-
φρονητικῇ ἐννοίᾳ συζῶντες καὶ ταῖς προλήψεσιν ἡμῶν συναπαγόμενοι τὸ τοῦ
ἀποστόλου ῥητὸν βεβαιώσωμεν εἰς ἡμᾶς τὸ λέγον· «ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστό

Cyrillus Scr. Eccl., Catecheses ad illuminandos 1-18


Catechesis 12, ch. 17, l. 2

φαγὼν κύριος καὶ παρ' ἡμῖν ἔφαγεν. τί οὖν ξένον καταγγέλ-


λομεν;
 Ἀλλὰ καὶ μάρτυρας δύο παρέχομεν τοὺς ἐν ὄρει Σινᾶ
τῷ κυρίῳ παραστάντας. Μωσῆς ἦν ἐν ὀπῇ τῆς πέτρας καὶ
Ἠλίας ἐν ὀπῇ τότε τῆς πέτρας. ἐκεῖνοι μεταμορφουμένῳ
συμπαρόντες ἐν ὄρει Θαβὼρ ἔλεγον τοῖς μαθηταῖς τὴν ἔξοδον
ἣν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ. Ἀλλ' ὅτι μὲν ἐνανθρω-
πῆσαι δυνατὸν ἦν, ἀποδέδεικται καθὼς προεῖπον. καὶ καταλε-
λείφθω τὸ λοιπὸν τῶν ἀποδείξεων τοῖς σπουδαίοις εἰς ἀνάλεξιν.
276

 Ἐπηγγείλατο δὲ ἡμῖν ὁ λόγος ἐρεῖν καὶ τὸν χρόνον


τῆς ἐπιδημίας τοῦ σωτῆρος καὶ τὸν τόπον. καὶ δεῖ μὴ ψεύ-
δους καταγνωσθέντας ἀναχωρεῖν, μᾶλλον δὲ τοὺς τῆς ἐκκλησίας
νεήλυδας ἠσφαλισμένους ἀποπέμψαι. ζητήσωμεν τοίνυν τὸν
χρόνον, πότε ὁ κύριος παρεγένετο· ἐπειδὴ πρόσφατος ἡ πα-
ρουσία καὶ ἀντιλέγεται, καὶ ἐπειδὴ Χριστὸς Ἰησοῦς χθὲς καὶ
σήμερον ὁ αὐτὸς ὢν καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Μωσῆς τοίνυν
λέγει ὁ προφήτης· προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει κύριος ὁ θεὸς
ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ. τετηρήσθω δὲ τέως τὸ ὡς ἐμέ,
ἐν οἰκείοις τόποις ἐξεταζόμενον. ἀλλὰ πότε ὁ προφήτης οὗτος
ἔρχεται ὁ προσδοκώμενος; ἀνάδραμε, φησίν, ἐπὶ τὰ ὑπ' ἐμοῦ
γεγραμμένα, πολυπραγμόνησον τὴν τοῦ Ἰακὼβ τῷ Ἰούδᾳ ῥη

Cyrillus Scr. Eccl., Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 13, ch. 3, l. 22

τις ἀπιστεῖ τῇ δυνάμει τοῦ σταυρωθέντος, ἐξεταζέτω τοὺς


δαίμονας. εἴ τις οὐ πιστεύει τοῖς λόγοις, πιστευέτω τοῖς φαινο-
μένοις. πολλοὶ κατὰ τὴν οἰκουμένην ἐσταυρώθησαν, ἀλλ' οὐ-
δένα πτήσσουσιν οἱ δαίμονες. [τοῦ δὲ ὑπὲρ ἡμῶν σταυρω-
θέντος Χριστοῦ καὶ τὸ σημεῖον ἰδόντες μόνον τοῦ σταυροῦ
πτήσσουσιν οἱ δαίμονες,] ἐπειδὴ οἱ μὲν δι' οἰκείας ἁμαρτίας  
ἀπέθανον, ὁ δὲ ὑπὲρ ἁμαρτιῶν ἀλλοτρίων. ἁμαρτίαν γὰρ οὐκ
ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ. οὐ Πέ-
τρος ἦν ὁ τοῦτο λέγων, ἐπεὶ ἂν ὑπωπτεύθη χαρίζεσθαι τῷ
διδασκάλῳ, ἀλλ' Ἡσαΐας ἐστὶν ὁ λέγων, ὁ σαρκὶ μὲν μὴ συμ-
παρών, πνεύματι δὲ τὴν ἔνσαρκον ἐπιδημίαν προθεωρήσας.
καὶ τί μοι μάρτυρα νῦν φέρειν μόνον προφήτην; λάμβανε
μάρτυρα Πιλάτον αὐτὸν τὸν καταδικάσαντα λέγοντα· οὐδὲν
αἴτιον εὑρίσκω ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ. διδοὺς δὲ τοῦτον ἔκ-
δοτον ἀπονιψάμενός τε τὰς χεῖρας, ἀθῶος, φησίν, εἰμὶ ἀπὸ
τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου. ἔστι καὶ ἄλλος μάρτυς τῆς
ἀναμαρτησίας τοῦ Ἰησοῦ, ὁ πρωτοστάτης τοῦ παραδείσου
λῃστής, ἐπιτιμῶν τῷ πλησίον καὶ λέγων· ἡμεῖς ἄξια ὧν ἐπρά-
ξαμεν ἀπολαμβάνομεν, οὗτος δὲ οὐδὲν κακὸν ἐποίησε· παρῆ-
μεν γὰρ ἐγώ τε καὶ σὺ τῇ κρίσει.
 Ἔπαθεν οὖν Ἰησοῦς κατὰ ἀλήθειαν ὑπὲρ πάντων

Palladius Scr. Eccl., Dialogus de vita Joannis Chrysostomi


P. 30, l. 20

σχὼν αὐτοῦ τῇ καταστάσει, τῷ ἀνεπιλήπτῳ τῆς παῤῥησίας,


ἠντισκότει πρὸς τὴν χειροτονίαν. ἔστι γὰρ δεινὸς ἐκ τῆς
φανερᾶς ὄψεως (ἀφανὲς γάρ) ἀνθρώπου βούλημα καὶ γνώμην
συνιδεῖν.
277

 {Ο ΔΙΑΚ.} Ἐπίσχες, πάτερ, μικρὸν ἀνθυπενέγκω.


 {Ο ΕΠΙΣΚ.} Τί τοῦτο μάλιστα;
 {Ο ΔΙΑΚ.} Καὶ εἰ τοιοῦτος ὑπάρχει ὁ Θεόφιλος, ὡς πρὸς τὸ
βλέπειν δι' ὀξύτητα, πῶς ἠγνόησεν ὅτι τὴν οἰκουμένην ταράξει
ἐξεώσας αὐτόν;
 {Ο ΕΠΙΣΚ.} Τοῦτο οὐ θαυμαστόν, ὦ βέλτιστε· καὶ γὰρ οἱ
δαίμονες, γνωρίσαντες τὴν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν, ἠγνόησαν ὅτι
ἑνὶ φυσήματι τῶν αὐτῷ πεπιστευκότων δεθήσονται.
 {Ο ΔΙΑΚ.} Ποῦ δὲ ἐγνώρισαν τὴν τοῦ Σωτῆρος παρουσίαν;
 {Ο ΕΠΙΣΚ.} Ἡνίκα ἐβόων· “Οἴδαμέν σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ
Θεοῦ· τί ἦλθες πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;” ὁρᾷς ὅτι προῄ-
δεισαν, οὐ μόνον ὅτι ἅγιός ἐστιν, ἀλλ' ὅτι καὶ κριτής; τί δὲ λέγω
περὶ τῶν δαιμόνων; αἱ κακοδαίμονες τῶν ἑταιρίδων ἐκ τῆς τῶν  
ὀφθαλμῶν καταστάσεως γνωρίζουσι τοὺς σώφρονας ἄνδρας καὶ
ἀποστρέφονται, ὥσπερ ὁ νοσῶν ὀφθαλμὸς τὴν τοῦ ἡλίου αἴγλην,
καὶ ὁ γὺψ τὸ μύρον. πόθεν δὲ τό, “βδέλυγμα ἁμαρτωλοῖς θεο-
σέβεια,” εἰ μὴ ταύτην ἐγνώριζον; οὕτω καὶ ὁ Θεόφιλος,

Palladius Scr. Eccl., Dialogus de vita Joannis Chrysostomi P. 115, l. 16

αὐτῶν.’ καὶ αὐτοῖς εἶπεν”  – δηλαδὴ τοῖς ἓξ τοῖς ἔχουσι τοὺς


πέλυκας – ”ἀκούοντός μου· ‘Πορεύεσθε εἰς τὴν πόλιν ὀπίσω
αὐτοῦ’”  – δηλαδὴ τοῦ τὰ σημεῖα τιθέντος ἐπὶ τῶν μετώπων –  
“’καὶ κόπτετε καὶ μὴ φείσησθε τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑμῶν, καὶ μὴ
ἐλεήσητε· πρεσβύτερον καὶ νεανίσκον καὶ παρθένον καὶ νήπια
καὶ γυναῖκας ἀποκτείνατε εἰς ἐξάλειψιν, ἐπὶ δὲ πάντας, ἐφ' οὕς
ἐστι τὸ σημεῖον, μὴ ἐγγίσητε· καὶ ἀπὸ τῶν ἁγίων μου ἄρξασθε.’
καὶ ἤρξαντο ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν τῶν πρεσβυτέρων οἳ ἦσαν ἐν τῷ
οἴκῳ Κυρίου.” εἰ δέ τις νομίζει περὶ τῶν κατὰ τὴν Ἰουδαίαν
προφητεύεσθαι ταῦτα, οὗτος ἔοικε καὶ τὴν τοῦ Σωτῆρος ἐπι-
δημίαν ἠγνοηκέναι· οὐ γὰρ πρὸ τῆς αἰχμαλωσίας ἱεράτευσεν
ὁ Ἰεζεκιήλ. παῖς γὰρ ἔτι νεαρὸς συναιχμαλωτισθεὶς κατὰ
οἰκονομίαν Θεοῦ τῇ φυλῇ τοῦ Λευΐ, τῷ τριακοστῷ ἔτει τῆς
ὁράσεως καταξιοῦται τῶν μελλόντων, ἱερατεύων ἐν τῇ αἰχμα-
λωσίᾳ, ὡς αὐτὸς ὑφηγεῖται· “Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ τριακοστῷ
ἔτει, ἐν τῷ τετάρτῳ μηνί, πέμπτῃ τοῦ μηνός· καὶ ἐγὼ ἤμην ἐν
μέσῳ τῆς αἰχμαλωσίας ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβάρ”· καὶ
πάλιν μετ' ὀλίγα· “Ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἰεζεκιήλ, υἱὸν
Βουζί, τὸν ἱερέα ἐν γῇ Χαλδαίων ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Χοβάρ.”
εἰ δὲ ἐντεῦθεν στενούμενός τις ἐρεῖ ἡμῖν· “Προηγησαμένου τοῦ
Σωτῆρος, ὃς καὶ τὸ σημεῖον δέδωκεν ἐπὶ τῶν μετώπων τοῦ

Hippolytus Scr. Eccl., De consummatione mundi [Sp.] Section 1, l. 6

ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ


ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑΝ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
278

 Ἐπειδὴ γὰρ οἱ μακάριοι προφῆται ὀφθαλμοὶ ἡμῶν γεγόνασιν,


τῶν ἀποκρύφων τὴν δήλωσιν ἡμῖν ἐμφανιζόμενοι διά τε βίου διά τε
ἐμφανείας καὶ ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου πνεύματος καὶ τὰ μήπω γε-
γονότα διαλεγόμενοι, ὅθεν καὶ πάσαις ταῖς μετέπειτα γενεαῖς με-
γίστην θεωρίαν καὶ πρᾶξιν ἀνεζωγράφησαν, διὸ δὴ καὶ τὴν τοῦ θεοῦ
διὰ σαρκὸς ἐπιδημίαν τῷ κόσμῳ κηρύξαντες, τὴν ἐκ τῆς παναχράντου
καὶ θεοτόκου Μαρίας, γεννήσεώς τε καὶ αὐξήσεως καὶ τῆς μετὰ ἀνθρώ-
πων ἀναστροφῆς καὶ βιώσεως, καὶ τὴν διὰ βαπτίσματος ἀνάδειξιν
αὐτοῦ καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις γενησομένην ἀναγέννησιν διὰ “λουτροῦ
παλιγγενεσίας”, τὴν τῶν θαυμάτων πληθύν, καὶ τὸ ἐπὶ σταυροῦ μα-
κάριον πάθος καὶ τὰ ἐν αὐτῷ ἐμπαίγματα, ἅπερ παρὰ τῶν Ἰουδαίων
ὑπέμεινεν, τὴν ταφὴν αὐτοῦ, τὴν εἰς ᾅδου κατάβασιν καὶ τῶν ἀπ'
αἰώνων ψυχῶν ἀνάβασίν τε καὶ ἀπολύτρωσιν, τὴν τοῦ θανάτου
φθορὰν τήν τε ἐκ νεκρῶν αὐτοῦ ζωοποιὸν ἔγερσιν καὶ παντὸς τοῦ
κόσμου ἀνάπλασιν καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς ἀναλήψεως ἄνοδον καὶ τὴν
τοῦ πνεύματος ὑποδοχήν, ἧσπερ οἱ ἀπόστολοι κατηξιώθησαν,

Hippolytus Scr. Eccl., Refutatio omnium haeresium (= Philosophumena)


Book 9, ch. pinax, sec. 4, l. 1

αὐτῆς ἀναπτύξαντες καὶ τὸν ἐνδομυχοῦντα ἰὸν εἰς φανερὸνἀγα-


γόντες καὶ διελέγξαντες, παύσωμεν τῆς τοιαύτης πλάνης τοὺς ἀπαγομέ-
νους ὑπὸ πνεύματος βιαίου δίκην χειμ(άρ)ρ(ου).  

ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ Θ

Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇ ἐννάτῃ τοῦ κατὰ πασῶν αἱρέσεων ἐλέγχου·


Τίς ἡ Νοητοῦ βλάσφημος ἀφροσύνη, καὶ ὅτιτοῖς δόγμασιν
Ἡρακλείτου τοῦ σκοτεινοῦ προσέσχεν, οὐ τοῖς Χριστοῦ.
Καὶ πῶς Κάλλιστος, μίξας τὴν Κλεομένους, μαθητοῦτοῦ Νοητοῦ,
καὶτὴν Θεοδότου αἵρεσιν, ἑτέραν καινοτέραν αἵρεσιν συνεστήςατο,
καὶ τίς ὁ τούτου βίος.
Τίς ἡ καινὴ ἐπιδημία τοῦ ξένου δαίμονος Ἠλχασαΐ, καὶ ὅτιἐστὶ
σκέπη τῶν ἰδίων σφαλμάτων τὸ δοκεῖν προσέχειντῷ νόμῳ, τῷ δὲ
ὄντι γνωστικοῖς δόγμασιν ἢ καὶ ἀστρολογικοῖς καὶ μαγείαις πρόσκειται.
Τίνα τὰπαρὰ Ἰουδαίοις ἔθη, καὶ πόσαι τούτων διαφοραί.  
Πολλοῦ τοίνυν τοῦ κατὰ πασῶν αἱρέσεων γενομένου ἡμῖν ἀγῶνος,
μηθέν γε ἀνεξέλεγκτον καταλιποῦσι, περιλείπεται νῦν ὁ μέγιστος ἀγών,
ἐκδιηγήσασθαι καὶ διελέγξαι τὰς ἐφ' ἡμῖν ἐπαναστάσας αἱρέσεις, δι'
ὧν τινες ἀμαθεῖς καὶ τολμηροὶ διασκεδαννύειν ἐπεχείρησαν τὴν
ἐκκλησίαν, μέγιστον τάραχον κατὰ πάντα τὸν κόσμον [ἐν] πᾶσιτοῖς
πιστοῖς ἐμβάλλοντες. δοκεῖ γοῦν ἐπὶ τὴν ἀρχηγὸν τῶν κακῶν γενομένην
γνώμην ὁρμήσαντας διελέγξαι τίνες αἱ ταύτης ἀρχαί, ὅπως εὔ(γν)ωστοι

Arethas Philol., Scr. Eccl., Frag. in epistulam ad Romanos (in catenis)


P. 653, l. 3
279

Röm 1,16

 Οὐ ῥήματος ἀλλὰ καιροῦ; καὶ γὰρ πρώτοις Ἰουδαίοις τὸ εὐαγγέλιον


ἐξηχήθη, καθ' ὅτι καὶ ἐξ Ἰουδαίων ὁ Χριστός, καὶ ἐν Ἰουδαίᾳ τὰ τῆς
ἐπιδημίας αὐτοῦ.

Röm 1,18

Ἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ θεοῦ ἀπ' οὐρανοῦ. ἡ αἰτιο-


λογία αὕτη πρὸς τὸ ἀνωτέρω εἴρηται. ἐπειδὴ γὰρδικαιοσύνην
ἔφηθεοῦ ἀποκαλύπτεσθαι ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, ἡ δὲ
δικαιοσύνη τοῦτό ἐστιν, ἡ ἑκάστῳ πρὸς ἀξίαν ἀπονέμουσα, διὰ
τοῦτό φησιν ὅτιἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ θεοῦ ἀπ' οὐρανοῦ,
ὡς εἰ ἔλεγεν· ζητεῖς τὰ τῆς κατηγγελμένης ἡμῖνδικαιοσύνης θεοῦ
ἔργα; εὑρήσεις ἀφ' ὧν ἀποδίδωσιν ἑκάστῳ εἰς ὕστερον κατὰ τὰ ἔργα
αὐτοῦ· πρότερον δὲ τὰ ἀπὸ τῆςὀργῆς τοῦ θεοῦ βραβευόμενα τοῖς
ἀξίοις προτίθησι διὰ τὴν τηνικαῦτα ἐπιπολάζουσαν ἀσέλγειαν καὶ

Arethas Philol., Scr. Eccl., Frag. in epistulam ii ad Corinthios (in catenis)


P. 661, l. 5

2 Kor 12,4

 Τὸοὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι ἀκριβέστερον οἶμαι ἐπὶ τοῦ


μή τινα ἀνθρώπων δύνασθαι τοιαῦτα λαλῆσαι ἐκλαβεῖν – ὡς καὶ ἐν τοῖς  
Εὐαγγελίοις φησὶ περὶ αὐτοῦ τοῦ κυρίου, ὅτιἦν κατ' ἐξουσίαν
διδάσκων ἀλλ' οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς – ἢ ἐπὶ τοῦ μὴ πρὸς
ἕτερον ἐκλαλῆσαι τὰ ἠκουσμένα. εἰ γὰρ τοῦτο, πῶς αὐτὸς οὗτος ὁ μηδενὶ
ταῦτα ἐξειπεῖν διατεινόμενος, πολλὰ τούτων ἐν ταῖς προκειμέναις ἐπι-
στολαῖς παρατίθεται; τῷ γὰρ Χριστῷ μὴ κατὰ τὴν ἐν σαρκὶ ἐπιδημίαν
μαθητευθεὶς πῶς φησιν·ἐγὼ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ κυρίου,
καὶπερὶ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν κυρίου οὐκ ἔχω, καὶ
ἄλλα τοιαῦτα. ἀλλ' οὐκ ἂν ἄλλοτε ταῦτα ἢ τότε ἤκουσεν. πῶς οὖν
ἂν οὐκ ἐξῆν αὐτῷ ἐρεῖν, εἴρηκεν; οὐ τὸ μὴ ἄλλοις οὖν μὴ ἐξεῖναι ἐρεῖν
τὰ ἠκουσμένα λέγει, ἀλλὰ τοιαῦτα εἶναι ταῦτά φησιν, καὶ οὕτως τὸ
μεγαλεῖον τοῦ μυσταγωγοῦντος ἐπιφαίνοντα ὡς μόνου θεοῦ μεγα-
λοπρεπείας αὐτὰ καὶ εἶναι καὶ οἰηθῆναι, ἀλλ' οὐκ ἀνθρωπίνης εὐτελείας
καὶ ταπεινότητος.  
280

Λιβάνιος. Epistulae 1-1544 Epistle 68, sec. 2, l. 4

Θεμιστίῳ.

 Ἃ μὲν ἀδικεῖται καὶ ὑπὸ τίνων ὁ ἐμὸς μὲν διδάσκαλος,


σὸς δὲ καὶ ἐμὸς φίλος Κλεόβουλος, αὐτὸς ἐν οἷς ἔγραψεν ἐδί-  
δαξεν. ἔγραφε δὲ οὐ μάλα θαρρῶν, ἀλλά τις ὄκνος εἰσῄει τὴν
γνώμην καὶ πολλάκις ἀφίστατο τοῦ βιβλίου.
         ζητοῦντος δέ
μου, πόθεν τουτὶ τὸ πάθος, καὶ τῆς ἀρχαίας ἀναμιμνήσκοντος
συνηθείας καὶ τῶν δικαίων ἐκείνων τὰ μὲν ἔφασκεν εἰδέναι
καλῶς, γενέσθαι δέ τινα αὑτῷ περὶ τὴν σὴν ἐπιδημίαν ῥᾳθυ-
μίαν, ὑφ' ἧς νομίζειν ἀμβλύτερα τὰ πρὸ τοῦ γεγονέναι· διό-
περ ὀκνεῖν.
         ἐγὼ οὖν ἐγέλων πρὸς τὴν δειλίαν καὶ εἴ σου
τοσοῦτον ἡμάρτηκε τοσοῦτόν σοι χρόνον συγγεγονὼς ὡς οἴε-
σθαί σε χαλεπαίνειν, εἰ μὴ Κλεόβουλος οἷός τε ἐγένετο τὰς
αὑτοῦ φυγὼν ἀσχολίας ἐξῆφθαί σου.

Λιβάνιος. Epistulae 1-1544 Epistle 390, sec. 6, l. 1

τἀκεῖθεν δεξάμενος.
         ἦν δὲ τῷ γένει μὲν κλέος, τοῖς φίλοις
δὲ λιμήν. μόνος δὲ ὧν ἴσμεν μάλιστα μὲν ἐθαυμάσθη, ἥκιστα
δὲ ἐφθονήθη. τοῖς λόγοις μὲν ἐξέπληττε, τῷ τρόπῳ δὲ ἔθελ-
γεν αὐτὸς ὢν καὶ ῥήτωρ δεινὸς καὶ ἀνὴρ χρηστός.
         τί πρῶ-
τον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα
εἶχεν Ἀθήνησιν; ὡς τράπεζα μία; ὡς τοῖς αὐτοῖς ἐχαίρομεν;
ὡς ταὐτὰ ἐφροντίζομεν; ὡς ἠκονῶμεν ἀλλήλους ἀλλήλοις ὄν-
τες κριταί;
         ἀλλ' ὅτε ἐπανῆκον τὴν προτέραν ἐπιδημίαν,
τίνας οὐ παρῆλθε κρότῳ τε καὶ τοῖς ἄλλοις, ἃ σοφιστῶν ὠφε-
λεῖν σχῆμα δοκεῖ; καὶ μὴν ὅπως μὲν αὖθις ἐπανέλθοιμι, προὔ-
τρεψεν, ἐγένετο δὲ ἀντὶ πολλῶν ἀφιγμένῳ.
         καὶ ταῦτα ἔπρατ-
τεν εἰδὼς ὅτι λυπήσει τινὰ βέλτιστος ὢν εἰς ἐμέ. ἀλλ' ὅμως
οὐκ ἀπέστησεν αὐτὸν τῆς ὑπὲρ ἡμῶν ἀνδρίας τό τινα μέμ-
ψιν παρὰ τοῦ δεῖνος ἀκολουθήσειν, ἀλλ' ὃ δίκαιον ᾤετο, ἐλευ-
θέρως ἐποίει καὶ τοὺς ἀξιοῦντας αὐτὸν αὑτοῖς χαριζόμενον
ἀδικεῖν ὡς οὐ σφόδρα ὑγιαίνοντας ἀπεσείετο.

Λιβάνιος. Epistulae 1-1544 Epistle 436, sec. 1, l. 4

τὸν βασιλέα τὰ συνήθη ταῦτα·ὁ σοφιστὴς ἐπανίτω, μὴ


281

μελλέτω, ἐκεῖ μὴ ἔστω, ἐν Θρᾴκῃ ἔστω.


         γελᾶτε, ὦ
βίαιοι, πρὸς τὰ ῥήματα, ἀλλ' ἐγὼ κλαίω, εἴ με δεήσει διὰ φί-
λων φιλονεικίαν φεύγοντα ψῦχος εἰς βόρβορον ἐμπεσεῖν. ὅ τι
δὲ ὁ βόρβορός μοι νοεῖ, Κλημάτιός σε διδάξει.  

Βαρβατίωνι.

 Ἐγώ σε καὶ πάλαι μὲν ἄνδρα ἀγαθὸν ἡγούμην ἀπὸ τῆς


Θεμιστοκλέους πρὸς σὲ φιλίας, ὁ γὰρ ἀνὴρ ἐκεῖνος οὐκ ἂν
φιλήσαι μὴ λίαν ἀγαθόν· ἐπὶ δὲ τῆς προτέρας ἐνθάδε μοι
γενομένης ἐπιδημίας μικρά σοι συμμίξας οὐ προῆλθον εἰς ὅσον
ἔδει τοῦ τε σώματός μοι κάμνοντος καὶ σοὶ πολλῆς ἀσχολίας
οὔσης, τῶν γὰρ μεγίστων ἐπεστάτεις.
         Γεσσίου δέ σοι φοι-
τῶντος τοὐμοῦ καὶ πιστευομένου παρὰ τοῖς σοῖς οἰκείοις εἰς
τοὺς συνήθεις σοι καὶ ἐμαυτὸν ἐγγράφων οὐκ ἀδικεῖν οἶμαι
ἄλλως τε καὶ Κληματίου κελεύοντος καὶ ὑπισχνουμένου μὴ
μεταμελήσειν μοι τῶν γραμμάτων. σέ τε γὰρ εὖ μάλα εἰδὼς
ἐμέ τε οὐκ ἀγνοῶν ἔφασκεν ἕξειν ἡμᾶς οὐκ ἀγεννῆ τινα πρὸς
ἀλλήλους ἁρμονίαν.

Λιβάνιος. Epistulae 1-1544 Epistle 1109, sec. 3, l. 3

λόγους. ἀνάγκη δὴ τὸν πατέρα ἐμὲ φιλίας μὲν οὔσης ὑμῖν


χαίρειν, τούτου δὲ οὐκ ὄντος ἀνιᾶσθαι. σὺ δέ με χαίρειν ἂν
μᾶλλον ἢ λυπεῖσθαι βούλοιο. καὶ γὰρ τῷ πατρί σου πολλὰ
τοιαῦτα καὶ τῇ μητρὶ πέπρακται.
         τύχης μὲν οὖν ἦν βελ-
τίονος δι' ὁμονοίας ὑμᾶς πάντα ἐληλυθέναι τὸν χρόνον· ἐπεὶ
δὲ ὁ τοῖς ἐναντίοις χαίρων δαίμων ἴσχυσε ποιῆσαι τοὐναντίον,
τὰ χείρω μὲν λελύσθω, τὰ βελτίω δὲ κρατείτω.
         σὺ δέ, εἰ
μηδὲν ἄλλο, τὸ γῆρας τοὐμὸν τιμῶν ποίησον τοιαύτην Πρι-  
σκιανῷ τὴν ἐπιδημίαν, ὡς αὐτὸν καὶ πρὸς τοὺς παῖδας τοὺς
ἑαυτοῦ τοῦτο διηγεῖσθαι τὸ καλόν.
         μὴ θαυμάσῃς δὲ εἰ
πολλοὺς ὑπερβὰς ἐπ' ἐμὴν ἧκεν ἐπιστολήν· οὐ γὰρ ἠγνόει, τίς
ποτε ἐγὼ παρὰ σοὶ καὶ ὡς ἔχω τοσοῦτον ὅσον οὐδεὶς ἕτερος.

Λιβάνιος. Epistulae 1-1544 Epistle 1212, sec. 2, l. 1

νημένους, ἀλλὰ καλῶς βεβουλευμένους.


         ὁ γὰρ νενικηκώς,
ὅταν ἐλπίζῃ τοῦ πολέμου μένοντος ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς μετα-
στήσεσθαι τούτῳτὴν Τύχην, κρείττων ἂν εἴη βεβαιῶν
282

αὑτῷ τὴν γεγενημένην νίκην ἢ τῇ φιλονεικίᾳ τὴν ἑτέραν


ἐπισπώμενος Τύχην.

Δημητρίῳ.

 Οἱ ἄνδρες οἵδε τῶν περὶ τὸν Διόνυσόν εἰσιν ὑπηρετοῦν-


τες καθ' ἕκαστον ἔτος τῷ μύθῳ τῷ περὶ τοῦ θεοῦ. ἥκουσι δὴ
παρ' ὑμᾶς εὐφροσύνης ἕνεκα καὶ τοῦ χαρίσασθαι ταῖς ψυχαῖς.
ποίει τοίνυν αὐτοῖς τὴν ἐπιδημίαν ἡδίστην, ἵν' οὗτοι μέν
σε ἐπαινῶσι, ποιῇ δέ σοι τὰς ἀμπέλους ἡδυοίνους ὁ θεός.  

Εὐθαλίῳ.

 Τοῦ Διονύσου μὲν οἵδε θεράποντες, ἐμοὶ δὲ φίλοι τά


τε ἄλλα καὶ ὅτι τῆς τελετῆς τῶν τελούντων μετέσχον. ἀνα-
παῦσαι δὲ τὴν γνώμην μετὰ τοὺς πόνους ἐθέλοντες ἐν τῇ
ὑμετέρᾳ τοῦτο ἤλπισαν εὑρήσειν.
         τοῦ δὲ μὴ κενὴν αὐτοῖς
γενέσθαι τὴν ἐλπίδα σὺ κύριος δήπουθεν ὁ τήν τε πόλιν
ἀνέχων καὶ ξένους ὁρῶν ὡς ἥδιστα.

Zeno Hist., Frag. Frag. 2, l. 46

Μετὰ δὲ τὴν τούτου τελευτὴν διεδέξαντο τὴν ἀρχὴν [οἱ]


υἱοὶ τρεῖς, Λίνδος, Ἰάλυσος, Κάμειρος. Ἐπὶ δὲ τού-
των γενομένης μεγάλης πλημμυρίδος, ἐπικλυσθεῖσα
ἡ Κύρβη ἔρημος ἐγένετο, αὐτοὶ δὲ διείλοντο τὴν χώραν,
καὶ ἕκαστος ἑαυτοῦ πόλιν ὁμώνυμον ἔκτισε.
 Κατὰ δὲ τούτους τοὺς χρόνους Δαναὸς ἔφυ-
γεν ἐξ Αἰγύπτου μετὰ τῶν θυγατέρων· καταπλεύσας
δὲ τῆς Ῥοδίας εἰς Λίνδον καὶ προσδεχθεὶς ὑπὸ τῶν ἐγ-
χωρίων, ἱδρύσατο τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν καὶ τὸ ἄγαλμα τῆς
θεοῦ καθιέρωσε. Τῶν δὲ τοῦ Δαναοῦ θυγατέρων τρεῖς
ἐτελεύτησαν κατὰ τὴν ἐπιδημίαν τὴν ἐν τῇ Λίνδῳ, αἱ
δ' ἄλλαι μετὰ τοῦ πατρὸς Δαναοῦ εἰς Ἄργος ἐξέπλευσαν.
Μικρὸν δ' ὕστερον τούτων τῶν χρόνων Κάδμος ὁ Ἀγή-
νορος ἀπεσταλμένος ὑπὸ τοῦ βασιλέως κατὰ ζήτησιν
τῆς Εὐρώπης, κατέπλευσεν εἰς τὴν Ῥοδίαν· κεχειμα-
σμένος δ' ἰσχυρῶς κατὰ τὸν πλοῦν καὶ πεποιημένος
εὐχὰς ἱδρύσασθαι Ποσειδῶνος ἱερὸν, διασωθεὶς ἱδρύσατο
κατὰ τὴν νῆσον τοῦ θεοῦ τούτου τέμενος καὶ τῶν Φοι-
νίκων ἀπέλιπέ τινας τοὺς ἐπιμελησομένους. Οὗτοι δὲ
καταμιγέντες Ἰαλυσίοις διετέλεσαν συμπολιτευόμενοι
τούτοις· ἐξ ὧν φασι τοὺς ἱερεῖς κατὰ γένος διαδέχεσθαι

Chronicon Paschale, Chronicon paschale P. 384, l. 12


283

ρὸν τὰ βελτίω πρὸς τὴν ἀνάστασιν. ἐὰν μὴ πέσῃ πορνεία, σω-


φροσύνη οὐκ ἀνίσταται· ἐὰν μὴ ἀλογία συντριβῇ, τὸ λογικὸν ἐν
ἡμῖν οὐκ ἀνθήσει. οὕτως οὖν εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν.
εἰς δὲ σημεῖον ἀντιλεγόμενον, κυρίως σημεῖον ἔγνωμεν παρὰ τῇ
γραφῇ τὸν σταυρὸν εἰρημένον. ἔθηκεν γὰρ Μωϋσῆς τὸν ὄφιν
ἐπὶ σημείου, τουτέστιν ἐπὶ σταυροῦ, ὃ σημεῖόν ἐστι παραδόξου
τινὸς καὶ ἀφανοῦς πράγματος ἐνδεικτικόν, ὁρώμενον μὲν πα-
ρὰ αὐτῶν, νοούμενον δὲ παρὰ τῶν ἐντρεχῶν τὴν διάνοιαν.
ἐπεὶ οὖν οὐ παύονται ζυγομαχοῦντες περὶ τῆς ἐνανθρωπή-
σεως τοῦ κυρίου, οἱ μὲν ἀνειληφέναι σῶμα, οἱ δὲ ἀσώμα-
τον αὐτοῦ τὴν ἐπιδημίαν γεγενῆσθαι διοριζόμενοι, καὶ οἱ μὲν πα-
θητὸν ἐσχηκέναι τὸ σῶμα, οἱ δὲ φαντασίᾳ τινὶ τὴν διὰ τοῦ σώ-
ματος οἰκονομίαν πληροῦν, ἄλλοι δὲ χοϊκόν, καὶ ἄλλοι ἐπουρά-
νιον σῶμα, καὶ οἱ μὲν προαιώνιον τὴν ὕπαρξιν, οἱ δὲ ἀπὸ Μα-
ρίας τὴν ἀρχὴν ἐσχηκέναι· διὰ τοῦτο εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον.
ῥομφαίαν δὲ λέγει τὸν λόγον τὸν πειραστικόν, τὸν κριτικὸν τῶν
ἐνθυμήσεων, τὸν διικνούμενον ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς καὶ σώμα-
τος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν καὶ κριτικῶν ἐνθυμήσεων· ἐπειδὴ
τοίνυν πᾶσα ψυχὴ παρὰ τὸν καιρὸν τοῦ πάθους οἱονεὶ διακρίσει
τινὶ ὑπεβάλλετο κατὰ τὴν τοῦ κυρίου φωνὴν εἰπόντος ὅτι πάν-  
τες σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοί, προφητεύει Συμεὼν περὶ αὐτῆς

Dioscurides Hist., Frag. Frag. 5b, l. 14

βασιλεὺς ὢν καὶ πολλοὺς ἔχων ὑπηκόους. Ὁσιωτάτη


γὰρ αὕτη ἡ θυσία θεοῖς καὶ προσφιλεστέρα ἡ διὰ τῶν
οἰκείων καὶ εὐνουστάτων ἀνδρῶν.  – In postremis
Athenaeus: τὰς μαγειρικὰς μαγγανείας καὶ τὰ, ὡς
ὁ Μένανδρός φησιν, ὑποβινητιῶντα βρώματα, καὶ τὸ
παρὰ πολλοῖς λασταυροκάκκαβον καλούμενον βρῶμα,
ὥς φησι Χρύσιππος, οὗ ἡ κατασκευὴ περιεργοτέρα.
Etenim pergit Ex-
cerptor Athenaei c. 16: Πρίαμος δὲ παρὰ τῷ ποιητῇ
καὶ ὀνειδίζει τοῖς υἱοῖς ἀναλίσκουσι τὰ μὴ νενομισμένα,
  Ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες.
[Φιλόχορος δὲ ἱστορεῖ καὶ κεκωλύσθαι Ἀθήνησιν
ἀπέκτου ἀρνὸς μηδένα γεύεσθαι, ἐπιλιπούσης ποτὲ τῆς
τῶν ζῴων τούτων γενέσεως.] Ἑλλήσποντον δὲ Ὅμη-
ρος ἰχθυόεντα προσαγορεύων, καὶ τοὺς Φαίακας πλω-
τικωτάτους ποιῶν, καὶ ἐν τῇ Ἰθάκῃ εἰδὼς λιμένας
πλείους καὶ νήσους προσεχεῖς πολλὰς, ἐν αἷς ἰχθύων
ἐγίνετο πλῆθος καὶ ἀγρίων ὀρνίθων, καὶ εἰς εὐδαιμο-
νίαν δὲ καταριθμῶν τὸ τὴν θάλασσαν ἰχθῦς παρέχειν,
ὅμως τούτων οὐδὲν οὐδένα ποιεῖ προσφερόμενον· καὶ
μὴν οὐδ' ὀπώραν παρατίθησί τινι, καίπερ οὖσαν πολ

Menander Rhet., Διαίρεσις τῶν ἐπιδεικτικῶν (olim sub auctore Genethlio)


Spengel p. 336, l. 22
284

τοίνυν καὶ τῷ Βακχυλίδῃ ὕμνοι ἀποπεμπτικοί. ἀφορμὴ


δ' ὑποβέβληται τοῖς τοιούτοις ὕμνοις ἡ χώρα ἣν κατα-
λείπει, καὶ πόλεις καὶ ἔθνη, καὶ πρὸς ἣν ἄπεισι πόλιν
ὁμοίως ἢ χώραν, καὶ διαγραφαὶ τόπων, καὶ ὅσα τοιαῦτα.
γινέσθω δὲ δι' ἡδονῆς προϊὼν ὁ λόγος· δεῖ γὰρ μετὰ
ἀνειμένης τινὸς ἁρμονίας καὶ εὐμενεστέρας προπέμπε-
σθαι. διατριβὴν δὲ ἐνδέχεται πλείονα, οὐχ ὥσπερ οἱ
κλητικοὶ ἐλάττονα. ἐν μὲν γὰρ τοῖς ὅτι τάχιστα ἡμῖν
συνεῖναι τοὺς θεοὺς βουλόμεθα, ἐν δὲ τοῖς ὅτι βραδύ-
τατα ἀπαλλάττεσθαι. ἀνάγκη δὲ εἶναι καὶ εὐχὴν ἐπὶ
ἐπανόδῳ καὶ ἐπιδημίᾳ δευτέρᾳ. ταῦτά σοι [καὶ] περὶ
ἀποπεμπτικῶν ὕμνων εἰρήσθω.

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ

 Περὶ τοίνυν τῶν φυσικῶν ἐφεξῆς ἂν εἴη, ὥσπερ


προεθέμεθα, λέγειν. πρῶτον τοίνυν τόδε περὶ αὐτῶν
ῥητέον, ὅτι ἐλάχιστα μὲν τοῖς ἀφελεστέροις τὸ εἶδος
ἁρμόττει, μάλιστα δὲ τοῖς ἐμψυχοτέροις καὶ μεγαλονου-
στέροις, ἔπειτα ὅτι ποιηταῖς μᾶλλον ἢ συγγραφεῦσιν ἢ
λογογράφοις ἢ πολιτικοῖς ἁρμόττουσιν. εἰσὶ δὲ τοιοῦ-
τοι, ὅταν Ἀπόλλωνος ὕμνον λέγοντες ἥλιον αὐτὸν εἶναι  
φάσκωμεν, καὶ περὶ τοῦ ἡλίου τῆς φύσεως διαλεγώ

Menander Rhet., Περὶ ἐπιδεικτικῶν Spengel p. 424, l. 31

πανταχοῦ τὸ τῆς πανηγύρεως· πλέον γάρ τι ἐχέτω καὶ


οὗτος ὁ λόγος τὸ τῆς πανηγύρεως, διότι οὐχ ἁπλῶς κλῆ-
σίς ἐστιν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πανήγυριν. ἔφαμεν δὲ δεῖν
πανταχοῦ τὸ ἐξαίρετον τῆς ὑποθέσεως πλεονάζειν. λέγε
δὲ τὰ κατὰ τὴν πανήγυριν μετὰ τὸν ἄρχοντα οὕτως,
ὅτι σεμνὴ καὶ ὅτι θαύματος ἀξία πολλοῦ, καὶ ὅτι θεάσῃ
δήμους, πόλεις συνεληλυθυίας, ἀθλητὰς πανταχόθεν
τοὺς ἀρίστους, κιθαριστάς, αὐλητάς, οὐκ ὀλίγους τῶν
τὴν μουσικὴν μετιόντων ἀνδρῶν· οἵ σε περιμένουσι
καὶ οὐδὲ τούτων οὐδεμίαν ἀπόλαυσιν ἕξειν ἡγούμενοι
χωρὶς τῆς σῆς ἐπιδημίας καλοῦσιν ἐπὶ τὴν πανήγυριν
νῦν, ἵνα ὑπὸ σοὶ θεατῇ ταύτην τελέσωσι. τίς δὲ οὐ  
θαυμάσει πεισθέντα σε; τίς δ' οὐ θέαμα τῆς πανηγύ-
ρεως αὐτῆς τάχα σεμνότερον ἴδοι σέ; εἶτα ἐρεῖς· αἰδεῖ-
σθαι δέ σε δεῖ καὶ τὸν θεόν, ᾧ τελεῖται τὰ τῆς πανη-
γύρεως, καὶ χαρίζεσθαι τούτῳ· καὶ γὰρ εὐσεβὴς ὁμοῦ
καὶ πείθεσθαι δόξεις. εἶτα ἐρεῖς· καὶ τὰ μὲν τῆς πα-
νηγύρεως ἅπαντα παρεσκεύασται, μόνος δὲ σὺ ταύτῃ
λείπεις, ὥστε ἥκοις ἄν. εἶτα συγκρινεῖς τὴν πανήγυριν
ἑτέρᾳ πανηγύρει, δεικνὺς οὐκ εἰς μικράν τινα καὶ εὐ-
τελῆ καλῶν ἑορτήν. προσθήσεις δὲ ὅτι εἰ μὲν πεισθείης,
285

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum


P. 1549, l. 44

ἀγαθὸν, ἅγιον, μακάριόν τε καὶ Κριτὴν καὶ Σωτῆρα


καὶ τὰ τοιαῦτα κατονομάζομεν.
 {Νείλου.} Ὥσπερ τὸ συνεχόμενον μύρον
κενούμενον δῆλον γίνεται τῇ εὐωδίᾳ, οὕτω τὸ σὸν ὄνο-
μα, ὦ Νυμφίε, ἔτι σοῦ ὄντος ἐν τοῖς πατρικοῖς κόλποις
ἀγνοούμενον, μετὰ τὴν κένωσιν, ἴσα κενωθέντι μύρῳ
αὐτόθεν ἔχει τὴν μαρτυρίαν, τῇ τῶν σημείων δυνάμει
πιστούμενον· ἀλλ' αἱ μὲν νεάνιδες διὰ τοῦτο ἠγάπησάν
σε, ἐπειδὴ παρέλκυσάν σε ἐκ τῶν πατρικῶν κόλπων ἐπι-
δεόμεναι τῆς σῆς παρουσίας, μετὰ τὴν ἐκ τῆς ἐπι-
δημίας ὠφέλειαν, μετὰ τὴν τῶν θαυμάτων πεῖραν
ἐπιγνοῦσαί σου τὸ ὄνομα, καὶ ἀκολουθεῖν ὀπίσω σου
μετὰ τὴν τῆς εὐεργεσίας αἴσθησιν· ἐγὼ δὲ ἡ σοὶ
μεμνηστευμένη ἤδη κατὰ τὴν σὴν ἐπιφοίτησιν, τῆς
ὀσμῆς τῶν μύρων σου καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἀντ-
ελαβόμην· καὶ τῶν ἀγαθῶν μαστῶν σου ὕστερον
γνωσθέντων πολλοῖς φθάσασα τὴν γνῶσιν τῇ χάριτι.
Δύνανται δὲ καὶ νεάνιδες καὶ λέγεσθαι τὸν Νυμφίον
ὀπίσω ἕλκουσαι, ἥ τε αἱμοῤῥοοῦσα καὶ ἡ Χαναναία·
ἀμφότεραι γὰρ τὸ ἐκ συμπαθείας εἵλκυσαν μύρον.  
 {Ἀπολιναρίου.} Τῷ γὰρ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum


P. 1549, l. 48

μα, ὦ Νυμφίε, ἔτι σοῦ ὄντος ἐν τοῖς πατρικοῖς κόλποις


ἀγνοούμενον, μετὰ τὴν κένωσιν, ἴσα κενωθέντι μύρῳ
αὐτόθεν ἔχει τὴν μαρτυρίαν, τῇ τῶν σημείων δυνάμει
πιστούμενον· ἀλλ' αἱ μὲν νεάνιδες διὰ τοῦτο ἠγάπησάν
σε, ἐπειδὴ παρέλκυσάν σε ἐκ τῶν πατρικῶν κόλπων ἐπι-
δεόμεναι τῆς σῆς παρουσίας, μετὰ τὴν ἐκ τῆς ἐπι-
δημίας ὠφέλειαν, μετὰ τὴν τῶν θαυμάτων πεῖραν
ἐπιγνοῦσαί σου τὸ ὄνομα, καὶ ἀκολουθεῖν ὀπίσω σου
μετὰ τὴν τῆς εὐεργεσίας αἴσθησιν· ἐγὼ δὲ ἡ σοὶ
μεμνηστευμένη ἤδη κατὰ τὴν σὴν ἐπιφοίτησιν, τῆς
ὀσμῆς τῶν μύρων σου καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἀντ-
ελαβόμην· καὶ τῶν ἀγαθῶν μαστῶν σου ὕστερον
γνωσθέντων πολλοῖς φθάσασα τὴν γνῶσιν τῇ χάριτι.
Δύνανται δὲ καὶ νεάνιδες καὶ λέγεσθαι τὸν Νυμφίον
ὀπίσω ἕλκουσαι, ἥ τε αἱμοῤῥοοῦσα καὶ ἡ Χαναναία·
ἀμφότεραι γὰρ τὸ ἐκ συμπαθείας εἵλκυσαν μύρον.  
 {Ἀπολιναρίου.} Τῷ γὰρ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ
καθαρίζονται πάντα, ἰῶνται, βαπτίζονται, τὴν ἀληθι-
νὴν ἡμῖν εὐωδίαν ἐνοικίζονται· λέγει δὲ τὸ Πνεῦμα
286

τὸ ἅγιον, καὶ τὸ ἐκχυθὲν ὄνομα τὴν ἔκχυσιν τοῦ


Πνεύματος ἐπὶ πάντας ἐργάζεται, κατὰ τὸ,

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1564, l. 19

λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελ-


λόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτη-
ρίαν.
 {Φίλωνος.} Καὶ ὁμοιώματα χρυσίου οἱ μάρ-
τυρες, ὡς χρυσὸς ἐν πυρὶ δοκιμασθέντες· φέροντες
ἐπὶ τοῦ σώματος τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν
καιρῷ δὲ εἰρήνης οὐ μόνον ἐν διωγμοῖς· διὰ τὸ
ἑλέσθαι τῇ παλιγγενεσίᾳ παραγένηται.
 {Κυρίλλου.} Ἤγουν ἀργύριον μὲν ἐν τῇ Γραφῇ
συνήθως, ἡ θεία διδασκαλία· χρυσίον δὲ τὰ θεῖα χα-
ρίσματα· πάντα δὲ πρὸ τῆς ἐπιδημίας Χριστοῦ,
ὁμοιώματα ἦν καὶ σκιὰ τῶν μελλόντων, κατὰ τὸν
Ἀπόστολον, ἀγαθῶν· ἀναστὰς δὲ Χριστὸς τὰ τέλεια
τοῖς ἀνθρώποις δεδώρηται· πρὸ δὲ τῆς ἀναστάσεως
ὁμοιώματα εἴχομεν, παρὰ τῶν ἐπαίνων αὐτοῦ, τοῦ
τε νόμου καὶ τῶν προφητῶν.
Νάρδος ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ.
 {Προκοπίου.} Εὐωδίαν φησὶν ἐκ ποικίλων ἀρε-
τῶν καθάπερ ἐξ ἀνθέων συναγομένην τῇ νύμφῃ· ἐν
ἑαυτῇ γὰρ ὀσφραίνεται τῆς εὐωδίας Χριστοῦ· καὶ εἰ
τὸ πάθος εἶπεν αὐτοῦ, ἐφ' ᾧ καὶ τὸ ἀλάβαστρον τοῦ

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1576, l. 26

ΚΕΦΑΛ. Βʹ.

 αʹ.Ἐγὼ ἄνθος τοῦ πεδίου, κρίνον τῶν κοι-


λάδων.
 {Κυρίλλου.} Ὡς δεξαμένη ἡ νύμφη τὸν ἄνωθεν
ὑετὸν, καὶ τεκοῦσα τὴν ἀρετὴν, ἄνθει ἑαυτὴν παρα-
βάλλει πεδίου· δείκνυσι δὲ ὅσον ὠφέλησεν ἡ τοῦ Χρι-
στοῦ ἐπιδημία, ὅπου γε καὶ τὰς κοιλάδας τὰς ἀνεπι-
τηδείους πρὸς ἃ παντασπόρον, τοιούτων μεστὰς
ἔδειξεν ἀνθέων· κοιλάδα γὰρ λέγει τὴν ἀποκοιλαν-
θεῖσαν ἀπὸ τῶν οἰκησάντων αὐτὴν πάλαι δαι-
μόνων.
 {Φίλωνος.} Ταῦτά φησιν ἡ νύμφη ἀκούσασα
παρὰ Ἡσαΐου, «Ἀγαλλιάσθω ἔρημος, καὶ ὡς κρίνον
ἀνθείτω·» καὶ παρὰ τοῦ Κυρίου, «Καταμάθετε τὰ
κρίνα τοῦ ἀγροῦ·» λέγει δ' ἂν ὁ Κύριος ἐπὶ γῆς γε-
287

γονέναι, ὡς ἀνθήσωσιν οἱ πιστοὶ καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ·


τοῦτο γὰρ κοιλάδων κρίνον ὅ ἐστι νεκρός.

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1605, l. 21

κὸς, καὶ ὁ νομικὸς λόγος ἐπαύσατο· τῆς γὰρ φωνῆς


τοῦ τρυγόνος ἀκουσθείσης τῆς λεγούσης· «Δεῦτε
πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀνα-
παύσω ὑμᾶς,» οὐκ ἔτι ἦν χρεία τοῦ καταβαίνοντος
ὡς ὑετοῦ ἀποφθέγματος νομικοῦ λόγου· καὶ τῶν
ἀνθέων ὀφθέντων ἐν τῇ γῇ τῶν ἐν τῷ Χριστιανισμῷ
ἁγίων ἀνδρῶν, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακε τῆς ἀπο-
βολῆς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἡ συκῆ ἢν κόψαι διὰ τὸ
μὴ φέρειν καρπὸν ὁ οἰκοδεσπότης ἐκέλευσεν, τοὺς
τῆς μετανοίας ἐξήνθησεν ὀλύνθους, μετὰ τὴν ἐπι-
δημίαν Χριστοῦ, τὰ τῆς ἰδιωτικῆς διδασκαλίας δε-
ξαμένη κόπρια· καὶ ἡ ἄμπελος δὲ ἐκ τῆς ἀληθινῆς
ἀμπέλου μεταφυτευθεῖσα ἐκ τοῦ κυπρισμοῦ ἔδωκεν
ὀσμὴν, οἱ λέγοντες τοῦ Χριστοῦ· Εὐωδία ἐσμὲν τῷ
Θεῷ ἐν τοῖς σωζομένοις καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις·
καὶ αὐτοὶ γὰρ οἱ ἀπιστοῦντες τῷ Εὐαγγελίῳ, καὶ τὸν λόγον ἐθαύμαζον τοῦ
κηρύγματος, καὶ τῶν σημείων
ἐξεπλήσσοντο τὴν δύναμιν.
 {Κυρίλλου.} Ἢ καὶ τὸ τῆς τομῆς ἔφη τοῦ νοη-
τοῦ θερισμοῦ· περὶ οὗ ὁ Σωτήρ φησιν· «Ὁ μὲν θε-
ρισμὸς πολύς.»
 {Ὠριγένους. Ἀνάστα}, φησὶν, κ.τ.λ.

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1737, l. 38

Παλαιὰν ἡ Καινὴ Διαθήκη ἐπισφραγίζει.

ΚΕΦΑΛ. Ηʹ.

 αʹ.Τίς δώσει, ἀδελφιδέ μου, θηλάζοντα μασθοὺς


μητρός μου;
 Τῆς ἄνω Ἱερουσαλὴμ, φησὶν, ἧς σύμβολον ἡ
ἐπὶ γῆς κειμένη, ῥεούσης γάλα καὶ μέλι, ἐν ᾗ βού-
λεται τῷ Νυμφίῳ συνεστιᾶσθαι· γάλα δὲ νῦν, ἡ ἄδο-
λος καὶ τρυφητικὴ τροφή.
 {Κυρίλλου.} Ἁγιάζεται τοίνυν ἡ τροφὴ τῆς Νύμ-
φης, συνευωχουμένου Χριστοῦ· ἤγουν εὔχεται τὴν
ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἡ Ἐκκλησία
γενέσθαι, κατὰ πρόνοιαν τοῦ διδόντος αὐτὸν τοῖς ἀν-
θρώποις, ἵνα θηλάσῃ τὴν Θεοτόκον.
 {Φίλωνος.} Ἐν γὰρ τοῖς ἀρτιγεννήτοις ὑπὸ τοῦ
Πνεύματος μορφούμενος ὁ Χριστὸς, θηλάζει τὴν σο-
288

φίαν δι' αὐτῶν.


 {Νείλου.} Τὴν ἔνσαρκον αὐτοῦ παρουσίαν ἐπιθυ-
μεῖν ἡ Νύμφη ἔοικεν· ἐν ᾗ συγκαταβαίνων διὰ τὸ
ἀνθρωποπαθὲς, εὔληπτος αὐτῆς ἔσται, καὶ τῆς οἰ-
κείας καταστάσεως ἔξω εὑρεθεὶς, μένων ὃ ἦν, μετὰ
παῤῥησίας αὐτὴν κατασκευάσει, γνησίων καὶ ἡδονὴν

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1740, l. 43

ἡ δεξιὰ αὐτοῦ περιλήψεταί με.


 {Κυρίλλου.} Ἢ τὸν ἐνταφιασμὸν λέγει, ὃν ἤνεγ-
κεν Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος· ῥοῶν δὲ λέγει τῶν ἁγίων.
 Ἢ οἶνος μυρεψικὸς, λόγος εὐφροσύνης πνευ-
ματικῆς, ἀπὸ τῶν ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς παντοδα-
πῶν νοημάτων ἠρτυμένος· ἀπὸ δὲ ναμάτων ῥοῶν τῶν
τεταγμένων, καὶ ἐν οἰκείῳ καιρῷ τελουμένων πρά-
ξεων.
 Ὁ μὲν νόμος ὑποστηρίζει τὸ ἡγεμονικὸν, τὸ δὲ
Εὐαγγέλιον τοῦ παντός ἐστι περιληπτικόν· ἢ εὐώνυ-
μος ἡ πρώτη ἐπιδημία, δεξιὰ δὲ ἡ δευτέρα· ἢ εὐώ-
νυμος ὁ παρὼν αἰὼν, τῷ μέλλοντι παραλαβὼν, εἰς-
άγει εἰς τὰς ἄνω μονάς.
 δʹ.Ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλὴμ, ἐν
ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ,
τί ἐγείρητε καὶ ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην ἕως ἂν
θελήσῃ;
 {Ὠριγένους.} Ἤδη δεύτερον ὥρκισεν, κ.τ.

Προκόπιος. Catena in Ecclesiasten (e cod. Marc. gr. 22) Ch. 3, sec. 6, l. 4

ὀνομάζει. Εἰ καί ποτε οὖν τοὺς τοιούτους προχείρως τις


ὡς λίθους βάλλει λόγους, ἢ τὸν ἄφρονα διὰ τῶν ἀκαίρων
ἐπαίνων εἰς οἴησιν ἐπιτρίβοντας, ἢ φίλον λυποῦντας δο-
κοῦντι χαριεντισμῷ, ἢ τῶν μυστικῶν ἀνάξιον λόγων σκαν-
δαλίζοντας, τούτους εὐθὺς πρὸς ἑαυτὸν συναγαγέτω σπου-
δαίως, τοὺς ἀπερισκέπτως ἀποβληθέντας ἀνακαλούμενος
λόγους.
Καιρὸς τοῦ φυλάξαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκβαλεῖν.  
 {Διονυσίου.} Καιρὸς τοῦ φυλάξαι τὴν γραφὴν ἐπὶ τοῖς
ἀναξίοις, ἐκβαλεῖν δὲ τοῖς ἀξίοις. Ἢ καὶ τὸ νομικὸν
γράμμα πρὸ τῆς ἐπιδημίας καιρὸς ὑπῆρχε φυλάττεσθαι,
ἐκβληθῆναι δὲ ἡνίκα ἤνθησεν ἡ ἀλήθεια.
Καιρὸς τοῦ ῥῆξαι καὶ καιρὸς τοῦ ῥάψαι.
 {Ὠριγένους.} Εἰρηνεῦσαι τοὺς μαχομένους, ὅ ἐστι ῥάψαι·
ῥῆξαι δέ, ὅταν ἐξάρωμεν τὸν πονηρόν. Καὶ ἕκαστος δὲ τῶν
εὐαγγελιστῶν καὶ ἀποστόλων, ῥήξας ἀπὸ νομικῆς ἢ
289

προφητικῆς φωνῆς, ἔρραψεν ἐπὶ ἀποστολικὴν καὶ εὐαγγε-  


λικὴν φωνήν, οὐ παλαιῷ προσράψας καινόν· πάντα γὰρ
πνευματικά. Καὶ αἱρέσεως δὲ ἀποσχιζόμενοι, τῇ ἐκκλησίᾳ
προσραπτόμεθα.
Καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν.

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 1817, l. 22

όντα λανθάνοντα, ὡς ὁ Παῦλός φησιν· «Ἐὰν δὲ προ-


φητεύητε, εἰσέλθῃ δέ τις ἄπιστος, ἢ ἰδιώτης, τὰ
κρυπτὰ τῆς καρδίας αὐτοῦ φανερὰ γίνεται.» Καὶ
Ἐλισαῖος· «Οὐχὶ ἡ καρδία μου, φησὶν, ἐπορεύετο
μετὰ σοῦ, ἡνίκα ἀνέστρεφεν ὁ ἀνὴρ μετὰ τοῦ ἅρμα-
τος αὐτοῦ εἰς συνάντησίν σοι;» Ὁρᾷ δὲ ὁ προφήτης
τὸ ἡγεμονικὸν, ὡς ἐν ὀνείροις ὕπαρ τυπούμενος·
ἢ ὡς ἄν τις ἴδοι γραφὴν ἐπὶ πίνακος ἀγαθῶν, ἢ
τῶν ἐναντίων πραγμάτων. Οὐ κατὰ ἔκστασιν δια-
νοίας, ὥς τινες ἔφασαν, τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ καλυ-
πτομένου παρὰ τοῦ πνεύματος, ὃ δὴ θείας ἐπιδημίας
ἀνάξιον, ἔκφρονα ποιεῖν καὶ μανίας ἐγγὺς τὸν Θεὸν
αὐτόν. Τελειωτικὸν γὰρ τὸ Θεῖον οἷς ἂν ἐγγένηται,
ἀλλ' οὐ τῶν φυσικῶν ἀποστερητικὸν λογισμῶν. Οὐ-
δὲ γὰρ εἰκὸς τὸν ὠφελοῦντα λόγον τοὺς ἄλλους,
ἑαυτὸν ἀγνοεῖν, καὶ τῆς ἐκ τῶν λόγων ὠφελείας ἐκ-
πεπτωκέναι. Πῶς δὲ τὸ πνεῦμα τῆς σοφίας ἄγνοιαν
πληροῖ; φῶς γὰρ τύφλωσιν οὐ ποιεῖ· τὴν δὲ δύνα-
μιν προκαλεῖται τὴν ὁρατικὴν εἰς ἐνέργειαν, ὡς καὶ
Θεοῦ νοῦν καθαρὸν εἰς ἐποπτείαν πνευματικήν. Πο-
νηρᾶς δὲ καὶ μόνης δυνάμεως, ἔκστασιν ἐμποιεῖν ἐπὶ

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 1856, l. 51

 καʹ – κγʹ.Πῶς ἐγένετο πόρνη πόλις πιστὴ Σιὼν


πλήρης κρίσεως; ἐν ᾗ δικαιοσύνη ἐκοιμήθη ἐν
αὐτῇ, νῦν δὲ φονευταὶ, κ.τ.λ.
 Ἐλέγετο καὶ πρόσθεν· «Ἐγκαταλειφθήσεσθαι ἡ θυ-
γάτηρ Σιὼν.» Οὕτω δὲ τὴν πόλιν ἐκάλει τὴν ἐπὶ
τοῦ Σιὼν ὄρους, οἱονεὶ θυγατέρα τοῦ ὄρους, ἤγουν
τὸν ἐν τῇ πόλει νεών. Νῦν δὲ ὥσπερ ἀποθαυμάζει τῆς
τοσαύτης ἐπὶ τὸ χεῖρον μεταβολῆς τὴν αἰτίαν. Νόμῳ
γὰρ τραφεῖσα θείῳ, πῶς ἐξεπόρνευσεν; πρῶτον
μὲν, πρὸς εἰδωλολατρείαν· μετὰ δὲ τὴν τοῦ Σωτῆ-
ρος ἐπιδημίαν, εἰς διδασκαλίαν [καὶ] ἐντάλματα
ἀνθρώπων. Αἰτία δὲ τῆς κατὰ ψυχήν τε καὶ σῶμα
πορνείας, ἀπιστία. Οὐδεὶς γὰρ Θεὸν πανταχοῦ παρ-
εῖναι πιστεύων, βλέπειν δὲ καὶ τὰ ἐν διανοίαις λαν-  
θάνοντα, ἀνέχεται [οὐδὲν] ηνη φρονεῖν τι δεινὸν, ἢ
290

τοῖς ἔργοις ἐπιτελεῖν. Πίοτειν δὲ πόλιν τὴν τῶν


πιστῶν οἰκητόρων καλεῖ, ἐν οἷς ἀρετὴ καὶ δικαιο-
σύνη ἐνοικοῦσα ὥσπερ ἐπανεπαύετο. Τοῦτο γὰρ διὰ
τοῦ κεκοιμῆσθαι παρέστησεν. Τοὺς κατὰ Δαβὶδ δὲ
χρόνους ὑπογράφειν δοκεῖ. Ταύτην γὰρ ἐκ χειρὸς ἀλ-
λοφύλων λαβὼν, τοῦ [Θεοῦ] τὴν κιβωτὸν ἐν αὐτῇ,

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 1857, l. 27

των χοροῖς συνετάττοντο. Εἰκὸς δὲ καὶ μετὰ Δαβὶδ, ἐπὶ


τῶν εὐσεβῶν βασιλέων εὐηρεστημέναι Θεῷ, πιστοὺς
καὶ δικαίους ἔχουσαν ἐξ εὐσεβείας οἰκήτορας. Πόρνη
δὲ γέγονεν διὰ τοὺς πορνεύσαντας ἐν αὐτῇ, οὓς καὶ κα-
λεῖ φονευτάς. [Ὕστερ]ον γὰρ ἐξέχεον αἷμα Χριστοῦ
λέγοντες· «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ' ἡμᾶς.» Καὶ πρὸ τού-
του τοὺς προφήτας ἀπέκτειναν. «Ἱερουσαλὴμ, γὰρ
φησὶν, Ἱερουσαλὴμ ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας.»
 »Τίνα γὰρ τῶν προφητῶν οὐκ ἀπέκτειναν οἱ πατέ-
ρες ὑμῶν;» ὁ Στέφανος Ἰουδαίους ἐπωνείδισεν. Ἁρ-
μόσει δὲ μᾶλλον ἐπὶ τοῦ τῆς ἐπιδημίας ὁ λόγος και-
ροῦ· διὸ καὶ ὁ Σωτὴρ γενεὰν πονηρὰν καὶ μοιχαλίδα
τοὺς αὐτοὺς τούτους καλεῖ. Τοιγαροῦν ὁ προφήτης
οὐκ εἰδωλολατρείαν νῦν ἀλλὰ μιαιφονίαν αὐτοῖς ἐγ-
καλεῖ. Καὶ ἐπειδὴ μετὰ τὸ τοσοῦτον κατὰ τοῦ Δε-
σπότου τόλμημα, θεοσεβείας εἶναι προσεποιοῦντο δι-
δάσκαλοι, ταῖς τε Γραφικαῖς ἑρμηνείαις δευτερώσεις
μυθικὰς ἐπεισέφερον· εἰκότως αὐτῶν ἀδόκιμον
καλεῖ τὸ ἀργύριον. Καπηλεύοντας ὡς ἐξυδαροῦν-
τας τὸν ἄκρατον καὶ ἐπιστρεπτικὸν τῶν Γραφῶν
νοῦν, καὶ τὸν οἶνον τὸν εὐφραίνοντα καρδίας ἀνθρώ

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 1877, l. 20

λαβόντες συναίσθησιν, ἀναισθητοῦντες τὸ πρότερον.


Οἱ δὴ οὖν καταδεξάμενοι αὐτὸν, πάσης πολεμικῆς
προαιρέσεως ἀπαλλαγέντες, ἐν εἰρήνῃ διάγουσιν,
ἀπηλλαγμένοι τῶν πάλαι κρατούντων δαιμόνων, οἷς
φησιν ὁ Σωτήρ· «Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν,
εἰρήνην τὴν ἐμὴν ἀφίημι ὑμῖν.» Ὃ δὴ καὶ σημεῖον
τῶν χρόνων ὁ λόγος ἐδίδου, φήσας τὰ πολεμικὰ πρὸς
εἰρήνης ὄργανα μετατίθεσθαι, πάλιν πάντων ἐπ'
ἀλλήλους μεμηνότων. Οὐκ ἂν γὰρ εὕροι τις τοιαύτην
εἰρηναίαν κατάστασιν, ὁποίαν ἐπὶ τῆς Ῥωμαίων
ἀρχῆς μετὰ τὴν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν, κατὰ ἔθνη
καὶ πόλεις τε καὶ ἀγρούς. Διό φησι, καὶ οὐ μὴ μά-
θωσιν ἔτι πολεμεῖν. Τὸ δὲ τῶν ἐλέγχων εὔχρηστον
τέλος, τὸ τοὺς ταραχώδεις εἰς εἰρήνην μεταβαλεῖν.
Ὁ γὰρ Χριστοῦ νόμος καὶ λόγος εἰρήνην ἐκήρυξεν
291

τοῖς ἐγγὺς, καὶ τοῖς μακρὰν, Ἰουδαίοις καὶ ἔθνεσιν,


ὡς τὴν φθείρουσαν μάχαιραν, ζωοποιῶν σπερμάτων
τῶν ἐκ τῆς σοφίας ταῖς λογικαῖς ψυχαῖς ἐγγινομένων
εἶναι παρασκευαστικὴν ἄροτρον γενομένην ἁπαλύ-
νον τὰ πεπορωμένα, ἀκάνθας ἀνατρέπον· τὴν δὲ
ζιβύνην, τὸ πόῤῥωθεν κατακοντίζον καὶ

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 1909, l. 27

λονται οὖν μὴ βρέχειν ἐπὶ τὸν ἀκανθοφόρον ἀμπε-


λῶνα, τὸν ταῖς ἀκάνθαις ταῖς οἰκείαις στεφανώ-
σαντά μου τὸν Κύριον, καὶ κραυγὴν ἄθεον ἐπὶ τούτῳ
κινήσαντα, «Αἶρε, αἶρε, σταύρου αὐτόν.» Ταύτην γὰρ,
φησὶν, τῆς ἐγκαταλείψεως τὴν αἰτίαν, δι' ἣν καὶ ὁ
ναὸς ἐπὶ γῆς, καὶ τὸ ἔθνος ἀνεπισκόπευτον, καὶ
ὑετὸς αὐτοῖς οὐκ ἔστιν οὐράνιος· καίτοι καὶ ἐν Αἰ-
γύπτῳ καὶ Βαβυλῶνι προφῆται συνῆσαν αὐτοῖς, καὶ
μετὰ τὴν ἐκεῖθεν ἐπάνοδον· νῦν δὲ παντελῶς ἐκλε-
λοίπασιν.
 Εἰ δέ τις λέγοι καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἐπιλελοι-
πέναι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ' οὐχ ἅπαντα· ἔτι γὰρ καὶ ὁ
νεὼς συνειστήκει, καὶ τὴν νομικὴν ἐτέλουν λατρείαν,
μέχρι τῆς αὐτοῦ παρουσίας. Νῦν δὲ καὶ πύργου
καθαίρεσις, καὶ ἐρημία τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ ἔκλει-
ψις προφητῶν, ἀντὶ τῶν ἀκανθῶν ἐκείνων, καὶ τῆς
κραυγῆς, ἣν ἀφίησιν πᾶσα ἡ πρὸς θάνατον ἁμαρτία,
αὐτῆς βοώσης τῆς πράξεως, ὡς καὶ τὸ αἷμα τοῦ
Ἀβὲλ βοᾷ. Ἀνομίαν δὲ ποιεῖ πᾶς μὴ κανόνι δι-
καιοσύνης, μηδὲ νόμου, πράττων δὲ ἀδιακρίτως τὰ
δόξαντα, κραυγῆς ὢν καὶ θορύβου καὶ συγχύσεως

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 1945, l. 22

ἅτε φῶς ὑπάρχων, πάντων ἐφώτιζε τὰς ψυχὰς, ὡς


καὶ τυφλοῖς τὸ βλέπειν χαρίζεσθαι. Οἱ δὲ τοὺς
ὀφθαλμοὺς καταμύσαντες, βλέποντες οὐκ ἔβλε-
πον, τουτέστι, δυνάμενοι βλέπειν, οὐκ ἤθελον. Γίνε-
ται δὲ τοῦτο, ἢ καταφρονήσει τοῦ ὁρωμένου παρα-
τρεπόντων τοὺς ὀφθαλμοὺς, ἢ προσποιήσει τοῦ μὴ
ἑωρακέναι, ἅ τις ἑώρακε. Τὸ μὲν οὖν βλέψαι παρῆν
αὐτοῖς ἀπὸ τῆς τοῦ ὀφθέντος χάριτος· τὸ μὴ ἰδεῖν δὲ
συμβέβηκεν μυσάντων τοὺς ὀφθαλμούς. Οὕτως
ἀκούων τις οὐκ ἀκούει, εἰ μὴ συνιῇ παρακούων·
ἃ δὴ γέγονεν αὐτοῖς ἐπὶ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας.
Παρόντα γὰρ αὐτὸν ὀφθαλμοῖς ὁρῶντες οὐκ ἔβλεπον,
τά τε μυστήρια τῆς βασιλείας διδάσκοντος οὐκ ἠνεί-
χοντο. Οὕτω γὰρ καὶ Παῦλος νοῶν ἔλεγεν ἐν ταῖς Πρά-
ξεσιν πρὸς τοὺς ἐν Ῥώμῃ τυγχάνοντας Ἰουδαίους·
292

»Καλῶς γὰρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐλάλησε διὰ Ἡσαΐου


τοῦ προφήτου πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν λέγον· Πο-
ρεύθητι, καὶ εἶπον τῷ λαῷ τούτῳ,» καὶ τὰ ἑξῆς, εἰς
τὴν τοῦ Σωτῆρος ἀναφέρων ἐπιδημίαν τὸν λόγον.
Τοῦτο δὲ ἦν ἄρα καὶ μάλα σαφῶς, ὅπερ ἔφη Χρι-
στὸς, τοῖς ἐξ Ἰσραὴλ ἀπειθεῖν εἰρημένοις· «

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 1945, l. 30

συμβέβηκεν μυσάντων τοὺς ὀφθαλμούς. Οὕτως


ἀκούων τις οὐκ ἀκούει, εἰ μὴ συνιῇ παρακούων·
ἃ δὴ γέγονεν αὐτοῖς ἐπὶ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας.
Παρόντα γὰρ αὐτὸν ὀφθαλμοῖς ὁρῶντες οὐκ ἔβλεπον,
τά τε μυστήρια τῆς βασιλείας διδάσκοντος οὐκ ἠνεί-
χοντο. Οὕτω γὰρ καὶ Παῦλος νοῶν ἔλεγεν ἐν ταῖς Πρά-
ξεσιν πρὸς τοὺς ἐν Ῥώμῃ τυγχάνοντας Ἰουδαίους·
»Καλῶς γὰρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐλάλησε διὰ Ἡσαΐου
τοῦ προφήτου πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν λέγον· Πο-
ρεύθητι, καὶ εἶπον τῷ λαῷ τούτῳ,» καὶ τὰ ἑξῆς, εἰς
τὴν τοῦ Σωτῆρος ἀναφέρων ἐπιδημίαν τὸν λόγον.
Τοῦτο δὲ ἦν ἄρα καὶ μάλα σαφῶς, ὅπερ ἔφη Χρι-
στὸς, τοῖς ἐξ Ἰσραὴλ ἀπειθεῖν εἰρημένοις· «Μὴ
γογγύζετε κατ' ἀλλήλων. Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν
πρός με, ἐὰν μὴ ὁ Πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐ-
τόν.» Καὶ πάλιν· «Πᾶς ὁ ἀκούσας παρὰ τοῦ Πατρὸς
καὶ μαθὼν, ἔρχεται πρός με.» Οὐκ οὖν ἐκκέκλην-
ται πρὸς ἐπίγνωσιν τοῦ Υἱοῦ δι' ἀποκαλύψεως τοῦ
Θεοῦ καὶ Πατρὸς, ὅτι μηδὲ ἦσαν ἄξιοι τῆς αὐτοῦ
σωτηρίας τε καὶ ζωῆς· καὶ ἐν τούτῳ τὸ εὔλογον τῆς
τοῦ Θεοῦ κρίσεως ἀναφαίνεται. Εἰπόντος γὰρ Ἡσαΐου·

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2037, l. 27

ταράσσει τοὺς ἐνδόξους μετὰ ἰσχύος· καὶ οἱ


ὑψηλοὶ τῇ ὕβρει συντριβήσονται, καὶ ταπεινωθή-
σονται, καὶ πεσοῦνται οἱ ὑψηλοὶ μαχαίρᾳ· ὁ δὲ
Λίβανος σὺν τοῖς ὑψηλοῖς πεσεῖται.
 Αὐτάρκως περὶ τῆς τῶν Ἀσσυρίων ἀλαζονείας
εἰπὼν καὶ τῆς καθαιρέσεως, νῦν περὶ τῆς κατ' ἔθνος
πολυαρχίας διεξέρχεται. Ἐθνάρχαι γὰρ ἦσαν εἰδω-
λολατρείᾳ τὸν Κτίστην ὑβρίζοντες, καὶ πρὸς οἶκον
φρονήματος ἐπαιρόμενοι. Καὶ τὴν τούτων οὖν προ-
θεσπίζει καθαίρεσιν. Τινὲς δέ φασιν ὡς περὶ τῆς
τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας μέλλων εἰπεῖν, τοὺς πάλαι
φρονοῦντας ἐπὶ τῇ τοῦ νόμου σκιᾷ, καθελεῖν ἐπαγ-
γέλλεται. Ἰσχυροὶ γὰρ ὄντως τῇ ὕβρει γεγόνασιν,
οὐ προφήτας μόνον ἀπεκτονότες, καὶ τοῖς τὰ βέλτι-
στα συμβουλεύουσι μαθηταῖς λέγοντες ἀναιδῶς, Ἄλλα
ἡμῖν λαλεῖτε, καὶ ἀναγγέλλετε ἡμῖν ἑτέραν πλάνησιν,
293

ἀλλὰ καὶ αὐτῷ τὴν γλῶτταν ἐπιθήγοντες τῷ Χριστῷ,


οἷς ὀξυτάτην τὸν Θεὸν ἐποίσειν ὀργὴν τῆς ἱερωσύ-
νης τούτους ἐκτέμνουσαν ἢν ἐκάλεσε μάχαιραν.
Εἴποι δ' ἂν καὶ τῶν πολεμίων τὴν ἐπ' αὐτοὺς χωρή-
σασαν μάχαιραν. Ἀλλὰ καὶ ὁ Λίβανος, φησὶ, σὺν

Martyrium Ignatii, Martyrium Ignatii Antiocheni (martyrium Romanum)


Ch. 6, sec. 8, l. 11

κήρυγμα, ἐξότε ἤρξατο, εἰπέ. ἆρα μή τι νεώτερον συμβέβηκεν


ἐπὶ τὴν Ῥωμαίων ἀρχήν; οὐχὶ δὲ ἡ πολυαρχία εἰς μοναρχίαν μετ-  
έπεσεν, καὶ Αὔγουστος ὁ σὸς πρόγονος, ἐφ' οὗ ὁ ἡμέτερος σωτὴρ
ἐτέχθη ἐκ παρθένου καὶ ἐγένετο ὁ πρώην θεὸς λόγος καὶ ἄνθρωπος
δι' ἡμᾶς, μονονουχὶ αἰῶνα ὅλον ἐβασίλευσεν, πεντήκοντα ὅλοις
ἐνιαυτοῖς καὶ ἑπτὰ πρὸς μησὶν ἄλλοις ἓξ κρατήσας τῆς Ῥωμαίων
ἀρχῆς καὶ μοναρχήσας ὡς οὐδεὶς ἕτερος τῶν πρὸ αὐτοῦ; οὐ πᾶν
φῦλον αὐτῷ ὑπετάγη, καὶ ἡ προτέρα ἀμιξία τῶν ἐθνῶν καὶ τὸ
πρὸς ἀλλήλους αὐτῶν μῖσος διελύθη ἐκ τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν
ἐπιδημίας;
 Ἡ σύγκλητος εἶπεν· Ναί, ταῦτα οὕτως ἔχει, ὡς ἔφης,
Ἰγνάτιε· ἀλλ' ἐκεῖνο ἀγανακτοῦμεν, ὅτι τὴν περὶ τοὺς θεοὺς θρη-
σκείαν κατέλυσεν.
         Ἰγνάτιος εἶπεν· Ὦ λαμπρὰ γερουσία, ὥς-
περ τὰ ἀλογώτερα τῶν ἐθνῶν καθυπέταξε τῇ Ῥωμαίων ἀρχῇ,
ἣν οἱ ἡμέτεροι λόγοι σιδηρᾶν ῥάβδον ἀποκαλοῦσιν, οὕτως καὶ τὰ
τυραννικὰ τῆς πονηρίας πνεύματα ἐξ ἀνθρώπων ἀπήλασεν, ἕνα καὶ
μόνον καταγγείλας τὸν ἐπὶ πάντων θεόν.

Μιχαήλ Ψελλός. Orationes forenses et acta


oration 1, l. 1040

 Αὐτίκα τοίνυν ὁ πολιτικὸς νόμος πᾶσαν παρρησίας θύ-


ραν ἐπιζυγοῖ τοῖς ὅσοι τὰς ἐναντίας ἡμῖν δόξας πρεσβεύου-
σιν. ἀλλ' ὅ γε δεσπότης καὶ ἐπεζευγμένας τὰς θύρας διέ-
στησεν καὶ ὥσπερ τι ἔρυμα καρτερὸν ἀφελὼν ὁδὸν τῷ
πονηρῷ ῥεύματι δέδωκε· καὶ ξύμπασα μικροῦ δεῖν ἡ τῆς
ἐκκλησίας κατεκλύσθη περιοχή, ἔξωθέν τε ἀκατασχέτως
ἐπιρρεόντων τῶν ποταμῶν καὶ πατριαρχικῆς πηγῆς ἔσωθεν
τῶν διεφθαρμένων δοξῶν ἀναβλυζούσης τὰ νάματα. ὁ τοί-
νυν νόμος τῷ μὲν ἀρχιερεῖ περὶ τῶν οὕτως ὑπειλημμένων
ταῦτα παρακελεύεται· ἡμῖν δὲ περὶ ἐκείνου προτρέπεται
ἀπείργειν αὐτῷ τὴν εἰς τὰς θείας αὐλὰς ἐπιδημίαν καὶ
παρρησίαν. ὁ δ' αὐτὸς καὶ τὰ Πορφυρίου καίεσθαι
προστάττει συγγράμματα. ἀλλ' ὁ μέγας δεσπότης εἴ τί που
τῶν ἐκείνου ἡμίφλεκτον εἶδε καὶ παρὰ τῇ αἰθάλῃ κρυ-
πτόμενον, ἐπιμελέστερον ἀνεγνώκει, καὶ ὅσα τὸ πῦρ ἐλυ-
294

μήνατο, ταῦτα οὗτος ἀνεζωπύρησε καὶ τὴν πᾶσαν ἐκείνου


βίβλον ἐκαινοποίησε. καὶ ἐπανήγαγεν αὖθις ἡμῖν τὰς βακ-
χείας, τὰς ἁγιστείας, τὰ ὄργια, τὰ μυστήρια, τὰς κατοχάς,
τὰς τελετάς, τὴν πᾶσαν τῶν δαιμόνων διαπλοκὴν ὥστε πά-
λιν δευτέρας ἡμῖν δεηθῆναι πυρκαϊᾶς, ἵν' αὖθις ἀναλωθῇ  
τὰ τοῦ νέου Πορφυρίου πονήματα. καὶ τὰ μὲν κέκαυται,

Μιχαήλ Ψελλός. Oratoria minora Oration 13, l. 78

ἀπηγορευμέναις.’ κἀγὼ σέσηρα, νὴ τὸν κάπηλον σέ, καὶ τὴν κεφαλὴν


βραχύ τι κατένευσα καὶ ταῖς ὀφρύσι καὶ τοῖς ὄμμασι τὴν ἀλήθειαν
ᾐνιξάμην, κἀν ταῖς τοῦ προσώπου περιστροφαῖς τὴν συγκατάθεσιν
ὡμολόγησα.
 Ἀλλ' ἄγε δή, ὦ φιλόσοφε, χρησμολόγε δὲ μᾶλλον εἰπεῖν, κάλλιον
διαλεξώμεθα πρὸς ἀλλήλους. τὸ τῆς οὐσίας ὄνομα ὑπάρξεώς ἐστι παρα-
στατικὸν ἢ ἑνώσεως, καὶ ταὐτὸν ὕπαρξις καὶ οὐσία ἢ ἕτερον παρὰ ταύτην;
καὶ πῶς ὁ Πλάτων ἐν μὲν Τιμαίῳ ἁρμονίαν εἶναι τίθεται τὴν ψυχήν, ἐν
Φαίδωνι δὲ ἐπιρραπίζει τὴν τοιαύτην δόξαν; καὶ ποῦ τὸ κακὸν τακτέον
ἡμῖν, καὶ πῶς γεννητή τε ὁμοῦ καὶ ἀγέννητος ἡ ψυχή; ἀλλὰ ταῦτα μὲν
πρὸς φιλόσοφον, πρὸς δὲ τὸν χρησμολόγον σὲ τί ποτε ταῦτα τὰ ἐπιδήμια
βούλεται, ‘τὰ ἐν ὕπνῳ, ἐνύπνια, κοῖται’, καὶ ‘ὅ τι ἐν ἑπτὰ κινέεται, τοῦτο
ἐν τριπλασίῃσι τελειοῦται, καὶ ὅ τι περ ἐν ἐννέα, τοῦτο ἐν τριπλασίῃσι’; εἰ
δέ τι καὶ ἕτερον βούλει, προθύμως λέξω πρὸς σέ· ἀλλ' οὐ χρὴ πολλὰ πρὸς
κάπηλον φθέγγεσθαι ἀλλ' ἢ μόνον ὑποδεικνύειν τὸν ὀβολόν, κἀκεῖνος
εὐθὺς ἕψεται.  

Εἴς τινα κάπηλον γενόμενον νομικόν

 Εἶτα εἴ σέ τις δικάζειν ἐπιτετραμμένον μεθεῖναι μὲν ἠνάγκασε τὰ


βιβλία, προστῆναι δὲ τῆς ἐργασίας ἧς νῦν σεμνῶς ἐπιλέλησαι, ἆρ' ἂν
εὐμενῶς ἐδέξω τὸ πρᾶγμα καί, ὃ δή φασι, χάλκεια ἠλλάξω χρυσείων; ἤ,
ὅπερ εἰκὸς ἦν, ἐβόας ἂν καὶ διερρήγνυσο τῶν μὲν νόμων ὥσπερ οἰκείων

Μιχαήλ Ψελλός. Theologica


Opusculum 36, l. 46

ὡς ὁ εὐαγγελικὸς λόγος προηγούμενος ἦν νόμος αὐτῷ, ὁ δὲ Μωσαϊκὸς


προχάραγμα μόνον τοῦ ἐσομένου ἐτύγχανεν ὤν, ‘βροχήν’ φησίν ‘ἑκούσιον
ἀφοριεῖς, ὁ θεός, τῇ κληρονομίᾳ σου’, οἷον ἐπιρροὴν σωτηριώδη τοῦ
παντὸς αἰῶνος προεγνωσμένην σοι. ταύτην οὖν ἀφοριεῖς τῇ κληρονομίᾳ
σου, ἥτις ‘ἠσθένησε’ μὲν τοῖς φυσικοῖς τε καὶ παρὰ φύσιν ἐνσχεθεῖσα
πάθεσι, ‘σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν’. ‘τὰ γὰρ ζῷά σου κατοικοῦσιν ἐν αὐτῇ’,
295

ἅπερ εἰσὶ τὰ τετράμορφα χερουβὶμ καὶ τὰ θεῖα καὶ ἀγγελικὰ ὀχήματα,


ἑτοιμάζοντα τὴν τοῦ θεοῦ κληρονομίαν εἰς ὑποδοχὴν τῆς θείας κατα-
σκηνώσεως. ‘ἡτοίμασας’ γὰρ ‘ἐν τῇ χρηστότητί σου τῷ πτωχῷ, ὁ
θεός’· διὰ γὰρ τὴν ὑπερβάλλουσάν σου φιλανθρωπίαν τε καὶ χρηστότητα
ἐν τῷ καθ' ἡμᾶς γένει τὴν σὴν ἐπιδημίαν ἡτοίμασας. καὶ ἐπειδὴ τὸ
τῆς οἰκονομίας ἀπόρρητον δυσπαράδεκτον τοῖς πολλοῖς ἐτύγχανεν ὄν,
ὁ τοῦ μονογενοῦς, φησί, πατὴρ ‘δώσει τοῖς εὐαγγελιζομένοις’ τὴν
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ παρουσίαν προφητικὴν ῥῆσιν καὶ σύνεσιν δυνάμεως πλήρη
πολλῆς.
 Τίς δ' οὗτος; ὁ κύριος, ‘ὁ βασιλεύς’ φησί ‘τῶν δυνάμεων τοῦ ἀγαπητοῦ’·
τῶν γὰρ ἐξυπηρετουσῶν τῷ υἱῷ θείων δυνάμεων ἀναντίρρητος οὗτος
δεσπότης καὶ βασιλεύς. ‘δώσει’ γοῦν ‘ῥῆμα τοῖς εὐαγγελιζομένοις δυνάμει
πολλῇ’, ὥστε τῇ ‘ὡραιότητι τοῦ οἴκου διελέσθαι σκῦλα’. οἴκου δὲ
ὡραιότης τὸ κυριακὸν σκήνωμα, ὃ κατεσκήνωσε προσλαβὼν ὁ λόγος, ὃς
καὶ ‘ὡραῖος κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων’ νενόμισται,

Μιχαήλ Ψελλός. Theologica Opusculum 46, l. 41

 Ἀλλ' ἐπειδὴ τῷ ‘τὰ σωματικὰ’ εἰπεῖν κοινῶς ἀνεδείκνυτο καὶ τὰ τοῦ


σώματος καὶ τὰ τῆς σωματικῆς ἐνδημίας, μᾶλλον δὲ ἡμεῖς οὕτως ὑπελαμ-
βάνομεν (σωματικὰ γὰρ ἴσως ἑκάτερα), διὰ τοῦτο διαστέλλων ἐπάγει·
’μᾶλλον δὲ τὰ τῆς σωματικῆς ἐνδημίας’. πολλοὶ γὰρ τῶν τὰ τοῦ κυρίου
δογματισάντων ἐς τοιαύτην ὑπηνέχθησαν ἔννοιαν, ὅτι τοῖς τῆς σωματικῆς
ἐνδημίας συναπεπεράνθη καὶ τὰ τοῦ σώματος ἰδιώματα, ὡς μετὰ τὴν ἐκ
νεκρῶν ἀνάστασιν μήτε βάρους αὐτὸν μετέχειν μήτε πηλικότητος μήτε
μὴν διαστάσεως· μεταποιηθείσης γὰρ τῆς τοῦ σώματος φύσεως εἰς τὸ
ἀκήρατόν τε καὶ ἄφθαρτον, λόγον ἔχει, φασί, καὶ ταῦτα μεταπεποιῆσθαι
καὶ μέχρις ὀνόματος μόνου τὸ σῶμα διαμεμενηκέναι. ἀλλ' ὁ θεῖος οὗτος
ἀνὴρ εἶπεν ὅτι συμπεραίνουσι μὲν τὰ τῆς σωματικῆς ἐπιδημίας ἄχρι τῆς
ἀναστάσεως ὁμογνωμονεῖ τε καὶ πείθεται, ἀφαιροῦσι δὲ τοῦ σώματος τὰς
ἰδιότητας οὐ συντίθεται· ‘ὀκνῶ γάρ’ φησίν ‘εἰπεῖν τὰ τοῦ σώματος’. οὐ
λαμπρὸς ὁ λόγος τοῦ δόγματος; ἐπεὶ μηδὲ οἱ ἀντιδοξάζοντες πάντῃ
ἀπίθανοι, ἀλλ' οὗτος ἐφ' ἑκάτερα ῥέπων ταῖς τῶν ἀντιδοξαζόντων
γνώμαις τε μετὰ τῆς κρείττονος πλάστιγγος γίνεται, οὐκ ἀφαιρῶν τὸ
κυριακὸν σῶμα τὰ τῆς οἰκείας φύσεως ἴδια.
 Ἀλλ' οὗτος μὲν ὀκνεῖν φησιν ἐν τοῖς λόγοις δοῦναι πέρας τοῖς σωματικοῖς
ἰδιώμασιν· ἐγὼ δὲ θαρρούντως ἀποφαίνομαι ὅτι θειότερον μὲν τὸ σῶμα
γέγονεν, ἀθανασίας τετυχηκός, οὐ μέντοι γε δὲ καὶ τῆς οἰκείας ἀποβέβηκε
φύσεως. ἢ λεγέτωσαν πρὸς ἡμᾶς οἱ τὸ τοιοῦτον δόγμα παρεισάγοντες,

Μιχαήλ Ψελλός. Theologica Opusculum 60, l. 16

σεται’, τίς τε ὁ τῆς προφητείας λόγος, καὶ τίνας μὲν κυρίως προφήτας
ὀνομάζει ἡ θεία γραφή, τίνες δὲ καταχρηστικῶς τούτου τοῦ ὀνόματος
τετυχήκασι.  
 Δεῖ οὖν τῷ ὑστέρῳ τῶν ἀπορηθέντων τὴν λύσιν πρῶτον ἐπενεγκεῖν.
ὅτι μὲν γὰρ πᾶσα τοῦ μέλλοντος πρόρρησις προφητεία ἐστίν, αὐτό, φασί,
296

τὸ ὄνομα δηλοῖ. ὁπόθεν γοῦν τις ὁρμώμενος, ἢ τῆς καθ' ὕπνον μαντικῆς
ἢ τῆς ἀπὸ τῶν χειρῶν διαγνώσεως, ἣν δὴ χειροσκοπικὴν οἱ πάλαι σοφοὶ
ὠνομάκασιν, ἢ δι' ὧν ὄρνις ἐγείρεται καὶ κλάζει ἢ ἄλλο τι δρᾷ, προλέγοι
τὰ μέλλοντα, προφήτης οὗτός ἐστιν. ἀλλ' ἡ θεία γραφή, τὸ ὄνομα τοῦτο
εἰ πολλὰ διεσπαρμένον καὶ διῃρημένον συναγαγοῦσα πρὸς ἑαυτό, τοῖς
τὴν ἐπιδημίαν τοῦ κυρίου προκαταγγείλασιν, ἣν διὰ σαρκὸς ἐνεδείξατο,
φέρουσα ἐδωρήσατο. ὥσπερ δὴ καὶ Πυθαγόρας πεποίηκε· κἀκεῖνος γὰρ
τὴν τῆς σοφίας προσηγορίαν, πολλῶν κατηγορουμένην ἐπιστημῶν, τῇ
πρώτῃ φιλοσοφίᾳ προσήρμοσεν. ὥσπερ οὖν σοφὸς ὁ τὰς τῶν ἐπιστημῶν
ἀρχὰς ἐπιστάμενος, αἳ δὴ ἀπὸ νοῦ τὸ προϊέναι εἰλήχασιν, οὕτω δὴ καὶ
προφήτης ὁ τῆς τοῦ Χριστοῦ διὰ σαρκὸς παρουσίας κῆρυξ γενόμενος.
ἀλλ' οὗτος ἂν κυρίως μὲν προφήτης καλοῖτο, κληθείη δ' ἂν καὶ ἄλλος τις,
μετὰ Χριστὸν χαρίσματος ἠξιωμένος προφητικοῦ καὶ προλέγων τὰ μέλ-
λοντα· οὐ γὰρ μέχρι τῆς τοῦ κυρίου ἐπιδημίας τὸ θεῖον πνεῦμα ἐπὶ τῶν
καθαρῶν ἐνήργει ψυχῶν, ἀλλ' ἐπειδὴ κἀκεῖνος πρὸς οὐρανοὺς ἀναβέβηκεν,

Μιχαήλ Ψελλός. Theologica Opusculum 60, l. 24

εἰ πολλὰ διεσπαρμένον καὶ διῃρημένον συναγαγοῦσα πρὸς ἑαυτό, τοῖς


τὴν ἐπιδημίαν τοῦ κυρίου προκαταγγείλασιν, ἣν διὰ σαρκὸς ἐνεδείξατο,
φέρουσα ἐδωρήσατο. ὥσπερ δὴ καὶ Πυθαγόρας πεποίηκε· κἀκεῖνος γὰρ
τὴν τῆς σοφίας προσηγορίαν, πολλῶν κατηγορουμένην ἐπιστημῶν, τῇ
πρώτῃ φιλοσοφίᾳ προσήρμοσεν. ὥσπερ οὖν σοφὸς ὁ τὰς τῶν ἐπιστημῶν
ἀρχὰς ἐπιστάμενος, αἳ δὴ ἀπὸ νοῦ τὸ προϊέναι εἰλήχασιν, οὕτω δὴ καὶ
προφήτης ὁ τῆς τοῦ Χριστοῦ διὰ σαρκὸς παρουσίας κῆρυξ γενόμενος.
ἀλλ' οὗτος ἂν κυρίως μὲν προφήτης καλοῖτο, κληθείη δ' ἂν καὶ ἄλλος τις,
μετὰ Χριστὸν χαρίσματος ἠξιωμένος προφητικοῦ καὶ προλέγων τὰ μέλ-
λοντα· οὐ γὰρ μέχρι τῆς τοῦ κυρίου ἐπιδημίας τὸ θεῖον πνεῦμα ἐπὶ τῶν
καθαρῶν ἐνήργει ψυχῶν, ἀλλ' ἐπειδὴ κἀκεῖνος πρὸς οὐρανοὺς ἀναβέβηκεν,
ὁ παράκλητος αὖθις ἐπεφοίτα καί, ἐνιδρυμένος τῷ νῷ ὥσπερ ἐν ἀκροπόλει,
φανερὰς αὐτοῦ τὰς ἐνεργείας ἐποίει. πλεῖστοι γοῦν ἐπὶ τῶν τοῦ Παύλου
χρόνων, ἀθρόως τὴν γνώμην πρὸς τὸ κρεῖττον μεταποιούμενοι, προὔλε-
γόν τε τὰ μέλλοντα, θεοληπτούμενοι ἀφανῶς, κἀντεῦθεν προφῆται κατ-
ωνομάζοντο. ἀλλ' ἐπειδὴ τοῦτο διαπορήσαντες διηρθρώκαμεν, φέρε δὴ
καὶ περὶ τῶν χαρισμάτων ‘βραχέα φιλοσοφήσωμεν’.
 Τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἓν ὂν κυρίως κατὰ τὴν ἀκριβῆ τοῦ ἑνὸς ἔννοιαν,
αὐτῷ δὴ τῷ ἑνὶ πάντων ἅπτεται, πάντων δράττεται, οὐ πολλαπλασιαζό-
μενον ἢ μεριζόμενον κατὰ τὸν μαινόμενον Νουμήνιον, ἀλλ' ἐφ' ἑαυτοῦ

Μιχαήλ Ψελλός. Theologica Opusculum 77, l. 31

γὰρ μετὰ τοῦ χρησίμου καὶ τὸ ἄχρηστον παρεβλάστανεν, οἷόν τις ἔνυλος
νοῦς τῷ ἀύλῳ παραδυόμενος, ἠρέμα τοῦτον ἐκάθαιρε καὶ ἀπέσπα γε τοῦ
κρείττονος, μετρίᾳ χρώμενος τῇ τομῇ, ἵνα μὴ καὶ τὸ κρεῖττον συνανέλῃ  
τῷ χείρονι· ἐπεὶ δὲ καθάπαξ τὸ ἐν ἡμῖν θεῖον σπέρμα, συμπνιγὲν ταῖς
ἀκάνθαις, τὴν τοῦ φυτοῦ δύναμιν ἀπεβάλετο καὶ τὸ κώνειον κατὰ τῆς
ἡμετέρας ψυχῆς ἴσχυσε, τηνικαῦτα τὸ ἐκ μέρους τέμνειν ἀφείς, πῦρ
297

ἦλθε βαλεῖν ἐφ' ἡμᾶς, ὃ τὰς πονηρὰς ἕξεις ἀπαναλίσκον τὴν φύσιν ἀδια-
λώβητον συντηρεῖ.
 Ἢ τὸ δραστήριον τοῦ πρὸς αὐτὸν ἔρωτος βουλόμενος παρενδείξασθαι,
πῦρ τοῦτο τροπικώτερον κατωνόμασεν. εἰ γὰρ καὶ πρὸ τῆς ἐκείνου ἐπι-
δημίας πλεῖστοι δὴ τῶν πατέρων ἔφεσιν ἔσχον τοῦ κρείττονος, ἀλλ' οὐχ
οὕτω πρὸς τὸν θεῖον πόθον παρεθερμαίνοντο, οὐδ' ὅλῳ τῷ τῆς ψυχῆς τόνῳ
πρὸς τὸν πρὸς ἐκεῖνον δρόμον ἐκέχρηντο, ἐπεὶ μηδ' οὗτος καθαρῶς τού-
τοις ὠπτάνετο μηδὲ τὸ ἑαυτοῦ παρεδείκνυ γυμνότερον κάλλος καὶ
μέγεθος, ἀλλ' ἐν συμβόλοις ἰνδάλλετο. διὰ τοῦτο ἧττον ἢ ἔδει πρὸς τὸ
φαινόμενον ἔθεον· ἐπεὶ δὲ ὅλος ἡμῖν ἐπεδήμησε καὶ τὸ κάλλος τῆς οἰκείας
παρέδειξε φύσεως, πυρὶ ἐπιθυμίας ἀρρήτου τὴν ἡμετέραν ὑψηγόρως ὑπ-
ανῆψε ψυχήν. ἀλλ' ὁ μὲν οἷά τις ἥλιος ἐξ αὐτῆς τῆς κυοφορίας τὰς ἀκτῖνας
ἐπαφῆκεν ἡμῖν, ἵνα εὐθὺς καὶ τῆς αὐγῆς ἐμπλησθῶμεν καὶ τῆς θερμό-
τητος· ἡμεῖς δὲ ἅτε τῷ τῶν παθημάτων χειμῶνι καταψυγέντες καὶ μόνον
οὐκ ἀποκρυσταλλωθέντες, οὐκ εὐθὺς τὴν δύναμιν ἐδεξάμεθα τοῦ πυρός.

Anna Comnena Hist., Alexias Book 14, ch. 8, sec. 3, l. 11

         Ἡ δὲ πόλις τρίλοφός ἐστιν ἑκάστου λόφου περιζωννυμένου τείχει


μεγάλῳ καὶ ὑψηλῷ· ὅπου δὲ πρὸς πεδιάδας ὑποκύπτει καὶ
ὁμαλότητας, τάφρος αὐτὴν περιθέει παρ' Εὔρῳ κειμένῃ.
Καὶ ἦν, ὡς ἔοικε, ποτὲ πόλις ἡ πόλις αὕτη μεγάλη
τε καὶ καλή. Ἀφ' οὗ δὲ Ταῦροι καὶ Σκύθαι τὴν πόλιν ἐν
τοῖς ἀνέκαθεν χρόνοις ἠνδραποδίσαντο, εἰς τόδε τοῦ σχή-
ματος ἡ πόλις κατέστη ἐν ᾧ ἡμεῖς κατειληφότες αὐτὴν
ἐπὶ τῶν τοῦ ἐμοῦ πατρὸς σκήπτρων τὴν πόλιν μεγαλόπολιν
ὡς ὄντως ἐτεκμηράμεθα. Ἐδυστύχει δὲ μετὰ τῶν ἄλλων  
καὶ ἀσεβῶν ἐπιδημίᾳ πολλῶν. Ἀρμένιοί τε γὰρ διενείμαντο
τὴν πόλιν ταύτην καὶ οἱ λεγόμενοι Βογόμιλοι, περὶ ὧν
ὕστερον καὶ αὐτῶν καὶ τῆς τούτων αἱρέσεως ἐροῦμεν κατὰ
καιρόν, καὶ δὴ καὶ οἱ δυσθεώτατοι Παυλικιανοί, τῆς Μανι-
χαϊκῆς ἀποσπάδαι τυγχάνοντες, ἐκ Παύλου καὶ Ἰωάννου,
ὡς καὶ τοὔνομα λέγει, γεγενημένοι, οἳ τῆς ἀσεβείας τοῦ
Μάνεντος ἐπισπασάμενοι ἄκρατον τοῖς ἀπ' ἐκείνων μετα-
δεδώκασιν.

Theodorus Studites Scr. Eccl., Theol., Homilia in nativitatem Mariae (olim sub
auctore Joanne Damasceno) Vol. 96, p. 688, l. 19

ετάραξεν, ἀλλ' οὐκ ἐξηπάτησεν. Ἐκεῖ ἡ τοῦ ὄφεως


ὑπακοὴ θάνατον τὸν ἀμειδῆ προεξένησεν. Ἐνταῦθα
ἡ πειθὼ τοῦ ἀγγέλου, ζωὴν τὴν ἀειχαρῆ τοῖς ἀνθρώ-
ποις ἀντεισήγαγεν. Ἐκεῖ ἡ ἀπόφασις ὀδυνηρὰ τῇ ἐκ
παρακοῆς τικτούσῃ· ἐνταῦθα ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος
ἐπιφοίτησις, χαρμόσυνα τῇ ἐκπεφευγυίᾳ προφητικῶς
τὰς λυπικὰς ὠδῖνας. Ὢ τῆς ἐξαλλαγῆς τῶν πραττο-
μένων! ὢ τῆς καινότητος τῶν τελουμένων! Τὰ ἀρ-
χαῖα παρῆλθε (λελέχθω κἀνταῦθα), ἰδοὺ γέγονε τὰ
298

πάντα καινά. Οἴκου ἀρχὴ κατὰ ἀκριβεστάτην θεω-


ρίαν, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐπιδημίας
ἡ παροῦσα πανήγυρις προεκλάμπουσα.
 ϛʹ. Ἔχεις, ὦ φιλότης, τοῦ ζητουμένου τὴν λύσιν.
Ἀπέλαβεν τῆς ὑποσχέσεως τὸ χρέος. Δεῦρο, λέξον
καὶ αὐτὸς σὺν Ἡσαΐᾳ τὰ Ἡσαΐου· Κύριε ὁ Θεός
μου, δοξάσω σε· ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, ὅτι ἐποίη-
σας θαυμαστὰ πράγματα, βουλὴν ἀρχαίαν ἀλη-
θινήν. Μικροῦ μὲν οὖν καὶ ὄψει τὴν μακαρίαν εἰς
τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων εἰσιοῦσαν, ὡς ἤδη τῷ παναγε-
στάτῳ Θεῷ ἀφιερωμένην· ἔπειτα συλλαμβάνουσαν ἐν
γαστρὶ τὸν ἀπερίληπτον. Ὢ τοῦ θαύματος! Εἰς μι

Theodorus Studites Scr. Eccl., Theol., Epistulae Epistle 331, l. 7

Μαρίᾳ μοναζούσῃ

 Ἀγαθὸν ὄνομα ἠκουτίσθη μοι τῆς τιμιότητός σου καὶ πρᾶξις δεξιὰ
καὶ βίος ἐνάρετος παρ' ὧν ἀδελφῶν ἡμῶν ξενίζειν καὶ περιέπειν
ἀπὸ θήρας τῶν διωκόντων εἵλετο ἡ θεοφιλία σου. καὶ χάρις τῷ θεῷ,
ἔχοντι πολλοὺς ἐν ἀφανείᾳ βιωτικῇ περιφάνειαν ἔχοντας θεϊκήν· καὶ
γὰρ ὁ Χριστός, παρωσάμενος τὰ ἐν κόσμῳ ἔνδοξα ἐν τῇ διὰ σαρκὸς
ἐπιδημίᾳ αὐτοῦ, τὰ ἀσθενῆ καὶ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο, ἵνα καται-
σχύνῃ τὰ πλούσια καὶ ὑψαυχοῦντα κατὰ σάρκα. ἐχέγγυον τῆς πολι-
τείας σου ταύτης ἡ τῶν ἀδελφῶν ἐστι πρόσληψις· οὓς σκέπουσα
νόμιζε Χριστὸν σκέπειν (δι' αὐτὸν γὰρ ἡ φυγαδεία), ἔχουσα καὶ τὴν
οἴκοθεν ἀρετὴν εἰς κλέος σωτηρίας. ἐφ' ᾗ φυλαχθείης αὔξουσα ἔτι
ἐν ἀγαθοῖς, φρουρουμένη θεοπρεπῶς, πρεσβυτικὴν ἀρετὴν προσφέ-
ρουσα Κυρίῳ ὡς ἡ ἀοίδιμος Ἄννα καὶ εἴ τις ἄλλη τῶν ἐπαινετῶν ἐν
γήρει πίονι λατρευσασῶν θεῷ.

Ammonius Scr. Eccl., Frag. in Joannem (in catenis) Frag. 121, l. 1

Jo 4, 9
 Πόθεν ἐνόησεν, ὅτιἸουδαῖός ἐστιν; ἢ ἀπὸ τοῦ σχήματος ἢ ἀπὸ τῆς
λαλιᾶς ἐνόησεν.
Jo 4, 9
 Τοῦ νόμου εἰρηκότος «ἀκαθάρτου μὴ ἅψησθε» οὐδὲ τῆς σαρκὸς τῶν ἀλλο-
γενῶν ἐτόλμων ἅψασθαι νομίζοντες ἐκ τούτου μολύνεσθαι.
Jo 4, 10
 Ποτὸν ἀθανασίας τὰ τοῦ κυρίου λόγια, ἡ ζωοποιὸς τοῦ πνεύματος δόσις,
δι' ἧς ἀναζῶσιν οἱ ἄνθρωποι.  
Jo 4, 10
 Δωρεὰθεοῦ ἡ εἰς ἀνθρώπους ἐπιδημία τοῦ λόγου χάριτι πατρὸς γεγονυῖα,
ἥτις ποτίζει ψυχήν.
Jo 4, 13
299

 Ἡ παλαιὰ γραφὴ δεῖται τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας τῆς διαδεχομένης


αὐτήν· ἡ γὰρ νέα ἀδιάδοχός ἐστιν ἀεὶ ἐπιρρεούσης τῆς εὐαγγελικῆς παιδεύσεως
τῆς ἀναβιβαζούσης εἰς ζωὴν τὸν πίνοντα.
Jo 4, 14
 Ἀρραβών ἐστι τοῦτο τῆς μελλούσης ἀναστάσεως μὴ συγχωρῶν τὸν πεπω-
κότα αὐτὸ ἐμπεσεῖν εἰς ἁμαρτίαν ἄγουσαν εἰς θάνατον.
Jo 4, 16
 Διὰ γὰρ τοῦτο εἶπεν αὐτῇ· φώνειτὸν ἄνδρα σου, ἵνα ἐλέγξας ψευδο

Ammonius Scr. Eccl., Frag. in Joannem (in catenis)


Frag. 127, l. 1

 Διὰ γὰρ τοῦτο εἶπεν αὐτῇ· φώνειτὸν ἄνδρα σου, ἵνα ἐλέγξας ψευδο-
μένην φανερώσῃ αὐτῇ τὴν ἰδίαν θεότητα.
Jo 4, 20
 Λέγουσιν ὅτιἐν τῷ ὄρει ἐκείνῳ ἀνήνεγκεν ὁ Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαάκ, ὅπερ
ὑπέδειξεν ἡ Σαμαρεῖτις τῷ κυρίῳ. ὡς προφήτην οὖν ἐρωτᾷ,ποῦ δεῖ προς-
κυνεῖν.  
Jo 4, 20
 Οὐκ ὄντοςἐν Ἱεροσολύμοις μόνον τοῦ θεοῦ, ἀλλ' ἵνα ἅμα ἐκεῖ συνα-
γόμενοι συμφώνως ποιῶσι τὰς νενομισμένας ἑορτὰς καὶ θυσίας.
Jo 4, 21
 Ὥραν δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἐπιδημίαν καλεῖ, ἐπείπερ πνεῦμα ὢν ὁ θεὸς οὐ τόπῳ
περιορίζεται. ἁρμοδίως δὲ ἕκαστος προσκυνεῖ ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ· τὸ γὰρ ἐν
τόπῳ προσκυνεῖν ὕβρεως μᾶλλόν ἐστιν.
Jo 4, 22
 Τὸ ἡσωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστὶν εἶπεν διὰ τὸ ἐξ αὐτῶν σε-
σαρκῶσθαι ἢ ὅτι ἐξ ἐκείνων ἤρξατοὁ κόσμος εἰδέναι τὸν ἕνα θεὸν ἐκ τοῦ
νόμου καὶ τῶν προφητῶν.
Jo 4, 22
 Ὡς ἐν συγκρίσει τότε παρὰ Ἰουδαίοις ὁ τῆς ἀληθείας ἐπολιτεύετο λόγος.
πρὸς οὖν τὴν ὑπόνοιαν τῆς γυναικὸς εἶπεν τὸἡμεῖς προσκυνοῦμεν· τῶν
γὰρ προσκυνουμένων ἐστὶν ὡς θεός, εἰ καὶ ὡς ἄνθρωπος οἰκονομικῶς εἶπεν

Evagrius Scholasticus Scr. Eccl., Εκκλησιαστική ιστορία. P. 141, l. 27

τέρματι τῆς βιοτῆς τοῦ σωτηριώδους μεταλαβεῖν βαπτίς-


ματος, ἀναβαλέσθαι δὲ μέχρι τούτου τοῦ χρόνου ἐν
Ἰορδάνῃ τῷ ποταμῷ τούτου τυχεῖν ἱμειρόμενον.
 Φῂς δέ, ὦ ἐξάγιστε καὶ παμμίαρε σύ, ὡς καὶ τὰ
Ῥωμαίων πράγματα, ἐξ οὗ τὰ Χριστιανῶν ἐδείχθη,
διερρύη τε καὶ παντάπασιν ἀπώλετο, ἢ οὐδὲν τῶν πα-
λαιοτέρων ἀνεγνωκὼς ἢ πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἐθελοκακῶν.
Τοὐναντίον γὰρ διαφανῶς δείκνυται τῇ ἡμετέρᾳ πίστει
συναυξῆσαι τὰ Ῥωμαίων πράγματα. Θέα τοίνυν ὡς παρ'
αὐτὴν τὴν ἐν ἀνθρώποις ἐπιδημίαν Χριστοῦ τοῦ θεοῦ
300

ἡμῶν Μακεδόνων οἱ πλείους ὑπὸ Ῥωμαίων καθῃρέθησαν,


Ἀλβανία τε καὶ Ἰβηρία καὶ Κόλχοι καὶ Ἄραβες Ῥω-
μαίοις ὑπετάγησαν. Καὶ Γάϊος Καῖσαρ κατὰ τὴν τρίτην
καὶ εἰκοστὴν καὶ ἑκατοστὴν ὀλυμπιάδα Γάλλους καὶ
Γερμανοὺς καὶ Βρεττανοὺς μεγάλοις ἀγῶσιν ὑπηγάγετο
καὶ τῇ Ῥωμαίων προσεποίησεν ἀρχῇ πόλεις πεντακοσίας  
οἰκοῦντας, ὡς τοῖς ἱστορήσασιν ἀναγέγραπται. Ὃς καὶ
πρῶτος μετὰ τοὺς ὑπάτους ἐμονάρχησε, προοδοποιῶν καὶ
προεισάγων ἐκ πολυθεΐας καὶ ὀχλοκρατίας τῆς μοναρχίας
τὸ σέβας, διὰ τὴν Χριστοῦ μέλλουσαν ὅσον οὔπω

Flavius Justinianus Imperator Theol., Contra monophysitas


Section 118, l. 4

θεὸς ὢν φύσει καὶ σαρκωθεὶς ἐν τῆι μήτραι τῆς παρθένου καὶ γενόμενος κατὰ φύσιν
ἄνθρωπος
ἐτέχθη ἐξ αὐτῆς καὶ τὴν μητέρα παρθένον ἐφύλαξεν. ὅτι δὲ ταῦτα οὕτως ἔχει. καὶ ὁ ἐν
ἁγίοις
Ἀθανάσιος ἐν τῶι περὶ ἐνανθρωπήσεως λόγωι γράφει τάδε
 Τὸ μὲν οὖν σῶμα καὶ αὐτὸ κοινὴν ἔχον τοῖς πᾶσι τὴν φύσιν (σῶμα γὰρ ἦν
ἀνθρώπινον), εἰ καὶ
καινοτέρωι τῶι θαύματι συνέστη ἐκ παρθένου μόνης, ὅμως θνητὸν ὂν κατ'
ἀκολουθίαν τῶν ὁμοίων
ἀπέθνηισκεν· τῆι δὲ τοῦ λόγου εἰς αὐτὸ ἐπιβάσει οὐκέτι καὶ τὴν ἰδίαν φύσιν
ἐφθείρετο.
 Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς ἐν ἁγίοις Ἀθανάσιος ἐν τῆι πρὸς Ἐπίκτητον ἐπιστολῆι λέγει τάδε  
 Εἰ γὰρ ὁμοούσιος ὁ λόγος τῶι σώματι, περιττὴ τῆς Μαρίας ἡ μνήμη, καὶ τίς χρεία,
δυναμένου
τοῦ σώματος καὶ πρὸ τῆς Μαρίας εἶναι ἀιδίως, ὥσπερ οὖν ἐστι καὶ αὐτὸς ὁ λόγος,
εἴγε καθ'
ὑμᾶς ὁμοούσιός ἐστι τῶι σώματι; τίς δὲ καὶ ἡ χρεία τῆς ἐπιδημίας τοῦ λόγου, ἵνα ἢ τὸ
ἑαυτοῦ
ὁμοούσιον ἐνδύσηται ἢ τραπεὶς ἀπὸ τῆς ἰδίας φύσεως σῶμα γένηται; οὐ γὰρ ἑαυτῆς ἡ
θεότης
ἐπιλαμβάνεται, ἵνα καὶ τὸ ὁμοούσιον ἑαυτῆς ἐνδύσηται, ἀλλ' οὐδὲ ἥμαρτεν ὁ τὰς
ἄλλων ἁμαρτίας
λυτρούμενος λόγος, ἵνα τραπεὶς εἰς σῶμα ἑαυτὸν ὑπὲρ ἑαυτοῦ θυσίαν προσενέγκηι
καὶ ἑαυτὸν
λυτρώσηται. ἀλλ' οὐκ ἔστιν οὕτως, μὴ γένοιτο· σπέρματος γὰρ Ἀβραὰμ

Flavius Justinianus Imperator Theol., Edictum contra Origenem P. 88, l. 6

δεικνὺς ὅτι ἀμφότερα, τουτέστι σῶμά τε καὶ ψυχήν, ὁ θεὸς κατὰ ταυτὸν
ἐδημιούργησεν.
 Ἐπειδὴ δὲ καὶ τοῦτο μετὰ τῶν ἄλλων Ὡριγένους βλασφημιῶν εἵρηται ὅτι ἡ
τοῦ κυρίου ψυχὴ προυπῆρχε καὶ ταύτηι ὁ θεὸς λόγος ἥνωτο πρὸ τῆς ἐκ παρθένου
σαρκώ-
σεως, καὶ τὴν τοιαύτην ἀναιρῶν ληρωιδίαν ὁ αὐτὸς ὁ ἐν ἁγίοις Ἀθανάσιοις ἐν τῆι
πρὸς
301

Ἐπίκτητον ἐπιστολῆι λέγει τάδε  


 εἰκότως καταγνώσονται ἑαυτῶν πάντες οἱ νομίζοντες πρὸ τῆς Μαρίας εἶναι τὴν
ἐξ αὐτῆς σάρκα καὶ πρὸ ταύτης ἐσχηκέναι ψυχὴν ἀνθρωπίνην τὸν θεὸν λόγον καὶ ἐν
αὐτῆι πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἀεὶ γεγενῆσθαι.
 Εἰ τοίνυν κατὰ τὰ εἰρημένα τῶι ἐν ἁγίοις Ἀθανασίωι ἡ ψυχὴ τοῦ κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ κατὰ πάντα ὁμοιωθέντος ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας οὐ προυπῆρχε τῆς
ἐν σαρκὶ αὐτοῦ ἐπιδημίας, ποίας ἂν εἴη μανίας τὸ λέγειν τὰς ἄλλας τῶν ἀνθρώπων
ψυχὰς
προυπάρχειν τῶν σωμάτων;
 Ἀκούσωμεν δὲ πρὸς τούτοις καὶ τοῦ ἐν ἁγίοις Βασιλείου ἐν τῶι λόγωι τῶι εἰς τὸ
ἐν ἀρχῆι ἦν ὁ λόγος καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεὸν λέγοντος οὕτως
 Ὅρα μή ποτέ σε παρακρούσηται τὸ ὁμώνυμον τῆς φωνῆς· πῶς γὰρ ἐν ἀρχῆι
ἦν ὁ ἀνθρώπινος λόγος τοῦ ἀνθρώπου κάτω που λαβόντος τὴν ἀρχὴν τῆς γενέσεως;
πρὸ ἀνθρώπου θηρία, πρὸ ἀνθρώπου κτήνη, τὰ ἑρπετὰ ὅσα χερσαῖα καὶ ἔνυδρα, τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἀστέρες ἥλιος σελήνη βοτάναι γῆ θάλαττα οὐρανός.
 Ἰδοὺ ὁ πατὴρ σαφῶς ἡμῖν προαγορεύει μὴ συναπαχθῆναι τοῖς τοῦ Ὡριγένους
μύθοις περὶ τῆς τῶν ψυχῶν προυπάρξεως. οὐ διδάσκει γὰρ ἡμᾶς ἐν ἀρχῆι τὸν ἀν-
θρώπινον λόγον, τουτέστι τὴν ψυχήν,

Hesychius Scr. Eccl., Homilia ii in sanctum Lazarum (homilia 12) sec. 1, l. 7

Ἡσυχίου, πρεσβυτέρου Ἱεροσολύμων, λόγος εἰς τὸν τετραήμερον Λάζαρον.

 Φιλῶ τὸ τῆς ἐκκλησίας χωρίον, τὸ πνευματικόν μοι τοῦτο


συναγούσης συμπόσιον· συμπόσιον γὰρ θεοῦ τῆς ἐκκλησίας ὁ
σύλλογος, κρατῆρι μὲν μυστικῷ ποτιζόμενος, ἀμνῷ δὲ ζωο-
ποιῷ σιτιζόμενος· ἐπειδὴ γὰρ ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεὺς τῇ γῇ
ἐπεδήμησεν, συμπόσια τοῖς πιστοῖς καὶ τρυφαὶ συγκεκρότηνται καὶ
τὸ τῆς φύσεως πένθος εἰς τὸν πρόξενον τοῦ πένθους ἀνέστραπται
ἐκ τῶν τῆς ἐπιδημίας τοῦ σωτῆρος ἐναρξαμένων χρόνων· ἡ γὰρ
φύσις, εὐθέως τοῦ δεσποτικοῦ φέγγους λαβοῦσα τὴν αἴσθησιν,
χαρᾶς ἦν ἐκ προοιμίων καὶ σκιρτημάτων ἀνάπλεως. Ἔτικτον
στεῖραι προδρόμους τῆς χάριτος, ἐν αὐταῖς ἔπαιζον ἀγαλλιῶντα
ταῖς μήτραις τὰ ἔμβρυα· «Ἐσκίρτησε γὰρ τὸ βρέφος ἐν τῇ
κοιλίᾳ αὐτῆς ἐν ἀγαλλιάσει.» Ἐπ' ἀλοχεύτῳ παρθένος ἐμακα-
ρίζετο τόκῳ, οὐρανὸς ἄνωθεν δι' ἀστέρος Μάγους ἐκάλει, ἀγ-
γέλων πλήρης ἡ γῆ τοῖς ἐν τῇ γῇ συγχαιρόντων, ἠφίεσαν οὓς
εἶχον οἱ δαίμονες, ἀπέλυον αἱ νόσοι τὰ σώματα· ἔνθεν τρέχων
ἀπήντα παράλυτος, ἐκεῖθεν τυφλὸς ἐξανίστατο βλέπων, ἐνταῦθα
λεπρὸς ἀπενίπτετο λέπραν, ἐκεῖ πολυαιμάτου πάθους ἐξηραίνετο

Βασίλειος. Sermones xli P. 189, l. 15

ροῦσα τὴν οἴκησιν πνεύματι. Οἷον γὰρ εὐτρέπισε


τῆς ψυχῆς καταγώγιον ὁ Σαοὺλ, τοιοῦτον ὑπεδέχετο
τὸν οἰκήτορα· ἔδει τῆς τοῦ Δαυῒδ βασιλείας ἀνατελλού-
σης, τὴν τοῦ Σαοὺλ ἀποσβέννυσθαι. Ὥσπερ οὖν ἥλιος
ἀνασχὼν ἐλαύνει τὴν νύκτα, καὶ μερίζει τῇ κτίσει
302

τῶν ἀκτίνων τὸ φέγγος παρὰ τοῖς ὅροις τῆς νυκτὸς


εὐπειθῶς· οὕτω τῆς τοῦ Δαυῒδ ἀνατελλούσης ἀξίας,
ἡ τοῦ Σαοὺλ βασιλεία πρὸς δυσμὰς κατεπείγετο. Ἔρη-
μον οὖν τῆς χάριτος καὶ ἀοίκητον τὴν τοῦ Σαοὺλ
ψυχὴν ὁ δαίμων εὑράμενος, σκηνὴν οἰκείαν αὐτὸ
ἀπειργάσατο, καὶ τὰ τῆς ἐπιδημίας γνωρίσματα τοῖς
ἔργοις ἐξέφηνε· τὸ φρονοῦν τῶν λογισμῶν ἐξωρίζετο,
αἱ τῶν ὀμμάτων παρεφέροντο κόραι, δαιμονικοῖς
ἐκλονεῖτο παθήμασι· πρὸς ταῦτα ἐφέρετο, πρὸς ἅπερ
ὁ δαίμων ἐβούλετο. Μικρᾶς δέ τινος προθεσμίας ἐκ
τῆς τοῦ δαίμονος πολιορκίας ἐπιλαβόμενος, ἱκέτης τοῦ
Δαυῒδ διὰ τῶν θεραπόντων ἐγίνετο· καὶ πρεσβευταὶ
πέμπονται παρὰ τοῦ σχήματι βασιλεύοντος, πρὸς τὸν
ἀληθῶς βασιλεύοντα, ἀντὶ τῶν δωρεῶν τέως τὰς
παρακλήσεις προσφέροντες, ἱκεσίαις τὴν ἀξίαν κη-
ρύττοντες, τὸν ἀφανῆ πολέμιον διηγούμενοι δαίμονα,

Βασίλειος. Sermones xli P. 397, l. 46

τοῖς ἀδύτοις κεκρυμμένην τῶν εἰδώλων πλάνην ἀνα-


καλύψαι, καὶ ποιῆσαι τοῖς ἀπατωμένοις πάλαι κατά-
δηλον, καὶ περιστῆσαι τῷ διαβόλῳ πένθος βαρύτατον.
Ὀλίγους γὰρ Ἰουδαίων παῖδας ἀπολωλεκέναι νομί-
σας διὰ Χριστὸν, ἐκείνους μὲν ἠγνόησε τοῖς ἀσύλοις
ἐγκατοικίσας λειμῶσι, καὶ βλάψας οὐδὲν, τῆς δὲ ἰδίας
τυραννίδος ἤδη συνεώρα γυμνούμενος, καὶ τὸν ἀρ-
χαιότατον τῆς αὐτοῦ δυναστείας κλῆρον ἀποσυλούμε-
νος, τῆς Ἡσαΐου πληρουμένης προῤῥήσεως, ἣν αὐτὸς
ὁ Χριστὸς τοῖς τοῦ προφήτου χείλεσιν ἐναπέθετο,
πόῤῥωθεν ἔτι τὴν τοιαύτην ἑαυτοῦ ἐπιδημίαν σαφῶς  
ἐνδεικνύμενος, καὶ διὰ τῆς ἐκείνου γλώττης βοῶν·
Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης κούφης, καὶ
ἥξει εἰς Αἴγυπτον, καὶ σεισθήσεται τὰ χειροποίητα Αἰγύπτου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ·
αὐτῷ ἡ
δόξα, καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Βασίλειος. Sermones xli P. 405, l. 17

τὴν τοῦ Χριστοῦ παρουσίαν θεάσασθαι. Καὶ ἐννοή-


θητι ἐν τῷ ῥήματί σου. Τῷ λόγῳ, φησὶ, τῷ
ἐξελθόντι ἐκ τοῦ στόματός σου. Καὶ σύνες ἐν τῇ
ὀπτασίᾳ. Νοητῶς, φησὶ, σύνες τὴν πάντων κατὰ
ψυχὴν αἰχμαλωσίαν, ἣν μέλλει λυτροῦσθαι ὁ ἀνερχό-
μενος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ἣν εἶπεν ὁ Δαυΐδ· Ἀναβὰς
εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν.   – Ἑβδομή-
κοντα ἑβδομάδες συνετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου,
καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν· τοῦτ' ἔστι, νϛʹ ἔτη
ὡρίσθη τῷ λαῷ τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ἐὰν μὴ μετα-
νοήσωσιν εἰς τὴν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν, σὺν τῇ
πόλει αὐτῶν, τῇ ποτε ἁγίᾳ, ἀπόλωνται. Τὴν δὲ
303

ἐπομένην χάριν τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸν Σωτῆρα


ἐφεξῆς διηγεῖται ὁ ἄγγελος, καὶ λέγει οὕτω· Τοῦ
συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν, καὶ σφραγίσαι ἁμαρ-
τίαν. Τὴν συντελουμένην ἁμαρτίαν, τὴν ἀπὸ τοῦ
Ἀδὰμ ἕως τοῦ Σωτῆρος βασιλεύσασαν ἐφ' ἡμᾶς λέ-
γει, ἣν οὐκ ἴσχυσεν ὁ νόμος περιᾶραι· ἀλλ' αὐτὸς ὁ
Σωτὴρ ταύτης ἡμᾶς ἠλευθέρωσε διὰ τοῦ ἁγίου ὑπὲρ
ἡμῶν μώλωπος. Τῷ γὰρ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰά

Βασίλειος. Sermones xli P. 408, l. 2

τοῦ Κυρίου ἐπιφάνειαν δηλοῖ λέγων· Καὶ τοῦ ἀν-


αγαγεῖν δικαιοσύνην αἰώνιον, οὐκ ἄλλην οὖσαν τοῦ
Σωτῆρος, καθά φησιν ὁ Δαυῒδ περὶ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ
ναοῦ, ὃς ἔσται ἐκ σπέρματος αὐτοῦ τοῦ Δαυῒδ, καὶ
τῆς συναφθείσης τῷ ναῷ θεότητος· Ἔλεος καὶ
ἀλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη
κατεφίλησαν. Ἀλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλε. Καὶ
δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν. Εἶτα ἐφεξῆς
λέγει ὁ ἄγγελος· Καὶ σφραγίσαι ὅρασιν καὶ προ-  
φήτην. Τὸ δὲ σφραγίσαι, τὸ καταπαῦσαι λέγει τὰς
ὁράσεις καὶ τὰς προφητείας, τὰς περὶ τῆς ἐπιδημίας
τοῦ Σωτῆρος. Εἶτα πάλιν λέγει περὶ αὐτοῦ τοῦ Σω-
τῆρος· Καὶ τοῦ χρῖσαι Ἅγιον ἁγίων. Ταύτην γὰρ
τὴν χρίσιν περὶ τοῦ Σωτῆρος προφητεύων καὶ ὁ
Δαυῒδ ἕλεγεν· Ἠγάπησας δικαιοσύνην, καὶ ἐμί-
σησας ἀνομίαν, διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ
Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετ-
όχους σου. Καὶ πάλιν· Εὗρον Δαυῒδ τὸν δοῦλόν
μου, ἐν ἐλαίῳ ἁγίῳ μου ἔχρισα αὐτόν. Καθὼς
καὶ αὐτὸς ὁ Σωτὴρ περὶ ἑαυτοῦ διὰ τοῦ προφήτου
Ἡσαΐου φησί· Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμὲ, οὗ ἕνεκεν

Βασίλειος. Sermones xli P. 440, l. 24

νησιν, γυναικὸς ἐπιστεύθη γαστήρ; Οὕτω μᾶλλον


δοξάζεται Θεός· οὕτω μᾶλλον δείκνυται ἀπαθής· ὡς
καὶ παθητὸν σῶμα περιβαλλόμενος, καὶ τὸ τῆς θεό-
τητος ἀπαθὲς ἐνδειξάμενος. Εἰ γὰρ ὁ ἥλιος οὗτος ῥυ-
παρῶν καὶ δυσόδμων ἐφαπτόμενος τόπων οὐ πάσχει
τινὰ μολυσμὸν εἰς τὴν αὐτοῦ καθαρότητα, πῶς οὐχὶ
πλέον ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος εἰς καθαρὰν ἐπιλάμ-
ψας Παρθένον, ἐξ αὐτῆς τε τὸ πανάγιον σῶμα λαβὼν,
ἀπαθὴς ἐν αὐτῷ μεμένηκεν ὡς Θεός; Τῶν γὰρ ἀνθρώ-
πων ἄρδην ἀπολλυμένων, καὶ μηδεμίαν ἐχόντων ἐλ-
πίδα σωτηρίας, ἐδεήθημεν ἐπιδημίας Θεοῦ, τῆς διὰ
304

προφητῶν ἡμῖν προκηρυχθείσης· ὡς ἔστι ἀκοῦσαι


τοῦ μὲν Ἡσαΐου λέγοντος, Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν
γαστρὶ λήψεται, καὶ τέξεται υἱόν· καὶ καλέ-
σουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ. ὅπερ
ἐστὶν ἑρμηνευόμενον, Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός. Καὶ πά-
λιν, Ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν υἱὸς, καὶ ἐδόθη
ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ τὰ
ἑξῆς, ἕως, Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καὶ ἀλ-
λαχοῦ πάλιν αὐτὸς οὗτος, τῶν ἀλλογενῶν ἐθνῶν τὴν
κοινωνίαν προβλέπων τὴν ἐν Χριστῷ γενησομένην,

Olympiodorus Diaconus Scr. Eccl., Commentarii in Job P. 3, l. 3


ἑβδομήκοντα ἑρμηνείαν ἐκδεδομένον ἐν τοῖς ἐνδιαθέτοις τῆς θεοπνεύστου
γραφῆς κατέλεξαν, οὔτε ἐξ ἀνθρωπίνης ἐννοίας συντεθεῖσθαι λέγω τὴν γραφήν,
ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑβδομήκοντά φημι ὑπὸ ἁγίου πνεύματος ὁδηγηθέντας καὶ καλῶς
νενοηκότας τὰ Ἑβραϊκὰ αὐτό τε τοῦτο τὸ βιβλίον καὶ πάντα τὰ τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης εἰς τὴν Ἑλλάδα μεταβαλεῖν γλῶτταν πρὸ τῆς τοῦ κυρίου ἐπιδημίας
ἐπὶ τῶν Πτολεμαίων τῶν Αἰγύπτου βασιλευσάντων θεοῦ τοῦτο οἰκονομήσαντος,
ἵνα μή τις εἴπῃ, ὡς χάριν Χριστιανοῖς κατατιθέμενοι οὕτω τὰς γραφὰς οἱ
ἑβδομήκοντα διηρμήνευσαν. καὶ οἱ μὲν λοιποὶ τῶν ἑρμηνευτῶν μετὰ τὴν ἐπι-  
δημίαν γεγονότες καὶ οὐκ ὄντες Χριστιανοὶ πρὸς τὸν ἴδιον σκοπὸν τὴν ἑρ-
μηνείαν ἐποιήσαντο καὶ εἷς ἕκαστος καθ' ἑαυτὸν ὡς ἠβουλήθησαν· οἱ δὲ καὶ
πρὸ τῆς ἐπιδημίας καὶ διῃρημένως ἡρμήνευσαν κατὰ συζυγίας ὑπὸ τοῦ Πτολε-
μαίου διαιρεθέντες, καὶ πάντες συνεφώνησαν ἀλλήλοις ὡς ἐκ μιᾶς γλώττης
φθεγξάμενοι καὶ μήτε πρὸς χάριν μήτε πρὸς ἀπέχθειάν τινος τὴν μεταβολὴν
τῶν Ἑβραϊκῶν ποιησάμενοι. διόπερ αὐτὴν ὡς ἀνύποπτον οὖσαν καὶ ὑπὸ πολ-
λῶν καὶ πρεσβυτέρων τοῦ Ἰσραὴλ σὺν ἀληθείᾳ ἐκδεδομένην οἱ τῆς ἀληθείας
μυσταγωγοὶ θεῖοι ἀπόστολοι τῇ ἐκκλησίᾳ παραδεδώκασιν, ὥστε περιτταὶ τῶν
μυθολόγων Ἑβραίων αἱ παρεξηγήσεις. εἰ γὰρ καὶ κατὰ τὸ σπάνιον χρησόμεθα
λέξει τινι κειμένῃ παρὰ τοῖς ἄλλοις ἑρμηνευταῖς, σαφηνείας καὶ μόνης χά-
ριν τοῦτο ποιοῦμεν, κατὰ τῶν αὐτῶν μέντοι νοημάτων ἐρχόμεθα· οἷόν ἐστι
παρ' Ἕλλησιν ἀκοῦσαι λεγομένους ἐρέτας τοὺς κωπηλάτας,

Oecumenius Phil., Rhet., Commentarius in Apocalypsin P. 83, l. 17

ἄρα τὸ περιαιρεῖσθαι κατὰ μέρος τὰς σφραγίδας τὴν κατὰ


μικρὸν ἐπανάληψιν σημαίνει τῆς πρὸς Θεὸν παρρησίας καὶ
οἰκειότητος ἣν προὐξένησεν ἡμῖν ἐνανθρωπήσας ὁ μονο-
γενής, τοῖς οἰκείοις κατορθώμασιν τὰς ἡμετέρας ἐπανορθώ-
σας πλημμελείας. ἰστέον δὲ ὅτι ἑκάστης σφραγῖδος λῦσιν,
ἕν τι τῶν ὑπὸ Κυρίου ἐνεργηθέντων εἰς ἡμετέραν σωτηρίαν
παραδηλοῖ, καὶ τῶν πραχθέντων παρ' αὐτοῦ κατὰ τῶν
νοητῶν ἡμῶν ἐχθρῶν, ἡ γὰρ εἰς ἡμᾶς προμήθεια τοῦ
Κυρίου ἐκείνων τῆς δυναστείας ὑπάρχει καθαίρεσις. μὴ
θαυμάσῃ δέ τις τῶν ἐντευξομένων, ὅτι πρὶν ἐνανθρωπῆσαι
τὸν μονογενῆ· τὰ γὰρ πρὸ τῆς εἰς ἡμᾶς ἐπιδημίας αὐτοῦ
ἔργα καὶ πράγματα διὰ τῆς θεωρίας δείκνυται τῷ θεσπεσίῳ
εὐαγγελιστῇ. ὅμως ὦπται ἀρνίον ἐν τῇ ἀποκαλύψει ὡς
ἐσφαγμένον. προαναφώνησιν γὰρ ἔχειν εἴωθεν τὰ τοῖς
305

προφήταις ὁρώμενα τῶν ἔσεσθαι μελλόντων. οὕτως ἄνθρω-


πος προσεπάλαιεν τῷ Ἰακὼβ τῷ Χριστοῦ τύπῳ· οὕτως ὁ
Ἡσαΐας εἶδε τὴν προφῆτιν ἐν γαστρὶ συλλαβοῦσαν καὶ
τεκοῦσαν υἱόν, οὗ καὶ τὸ ὄνομα κέκληται, ταχέως σκύλευσον,
ὀξέως προνόμευσον. οὕτως υἱὸν ἀνθρώπου εἶδεν ὁ Δανιὴλ
τὸν ἔτι ἄσαρκον Θεόν, λόγον ἐλθόντα πρὸς τὸν παλαιὸν τῶν
ἡμερῶν. ἡ πρώτη τοιγαροῦν εὐεργεσία, ἡ εἰς τὸ ἡμέτερον

Oecumenius Phil., Rhet., Commentarius in Apocalypsin


P. 217, l. 17

  Θεοῦ καὶ Χριστοῦ, καὶ βασιλεύσουσι μετ' αὐτοῦ τὰ χίλια


  ἔτη. καὶ ὅταν τελεσθῇ τὰ χίλια ἔτη, λυθήσεται ὁ Σατα-
  νᾶς ἐκ τῆς φυλακῆς αὐτοῦ, καὶ ἐξελεύσεται πλανῆσαι τὰ
  ἔθνη ἐν ταῖς τέσσαρσι γωνίαις τῆς γῆς.
 καὶ ἐν τῷ πρὸ τούτου εἴρηται λόγῳ ὅτι τοῦ Διαβόλου
μνήμην ἅπαξ ποιησαμένη ἡ θεωρία, ὥσπερ εἱρμὸν ἕνα
τῷ διηγήματι φυλάττουσα, οὐ μόνον ἃ πείσεται ὁ Διάβολος
ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ παρόντος αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ ἃ πέπονθεν
νοητῶς ἐν τῇ τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσει διηγήσατο. οὗπερ
εἱρμοῦ λαβομένη, πλείονα περὶ τῆς τοῦ Κυρίου ἐνσάρκου
ἐπιδημίας διέξεισιν, οἷον ὑπάρχει καὶ τὸ νῦν ἡμῖν εἰς θεω-
ρίαν προκείμενον· φησὶ γὰρ καὶ εἶδον θρόνους, καὶ ἐπ' αὐτοὺς
ἐκάθησαν καὶ κρῖμα ἐδόθη αὐτοῖς. τοὺς ἁγίους ἀποστόλους
θεωρεῖ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν τὴν πρὸς αὐτοὺς ἐπὶ δώδεκα
θρόνων καθημένους καὶ κρίνοντας τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ.
ὅπερ εἰ καὶ ἐντελέστερον ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι πληρωθήσε-
ται, ἀλλὰ καὶ συμβέβηκε μετρίως ἐν τῷ τῆς ἐνανθρωπή-
σεως καιρῷ· αὐτοὶ γὰρ εἰς τὸν Κύριον πεπιστευκότες καὶ  
μυρίων ἀγαθῶν ἐν μετουσίᾳ γενόμενοι, κατέκριναν τοὺς οὐκ
ἐθελήσαντας τῇ πίστει προσδραμεῖν, οὐδὲ ἐκ τῆς τοῖς ἀπο-
στόλοις δοθείσης χάριτος παιδαγωγηθέντας εἰς τὴν ὁμό

Oecumenius Phil., Rhet., Frag. in epistulam ad Hebraeos (in catenis) P. 468, l. 17

 Τινὲς οὕτως ἑρμηνεύουσιν·καίτοι μετὰ δακρύων ἐκζη-


τήσας τὴνεὐλογίαν, τοῦτ' ἔστι καὶ τὸμετανοίας τόπον οὐχ
εὗρεν διὰ μέσου.

Maximus Confessor Theol., Quaestiones ad Thalassium sec. 7, l. 11

ΕΡΩΤΗΣΙΣ Ζʹ
306

 Τί ἐστιν εἰς τοῦτο γὰρ καὶ νεκροῖς εὐηγγελίσθη, ἵνα κριθῶσι
μὲν κατὰ ἄνθρωπον σαρκί, ζῶσι δὲ κατὰ θεὸν πνεύματι; Πῶς
οἱ νεκροὶ σαρκὶ κρίνονται;
Ἀπόκρισις. Ἔθος ἐστὶ τῇ γραφῇ τοὺς χρόνους μεταλ-
λάσσειν καὶ εἰς ἀλλήλους μετεκλαμβάνειν, καὶ τὸν μέλλοντα
ὡς παρῳχηκότα καὶ τὸν παρῳχηκότα ὡς μέλλοντα, καὶ
τὸν ἐνεστῶτα εἰς τὸν πρὸ αὐτοῦ καὶ μετ' αὐτὸν χρόνον
ἐκφωνεῖν, ὡς ἔστι δῆλον τοῖς αὐτῆς πεπειραμένοις. Φασὶν
οὖν τινες νεκροὺς λέγειν ἐνταῦθα τὴν γραφὴν τοὺς πρὸ
τῆς ἐπιδημίας τοῦ Χριστοῦ τελειωθέντας ἀνθρώπους, οἷον
τοὺς ἐν τῷ κατακλυσμῷ, τοὺς ἐν τῷ χρόνῳ τῆς πυργο-
ποιΐας, τοὺς ἐν Σοδόμοις, τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ τοὺς
ἄλλους τοὺς κατὰ διαφόρους καιρούς τε καὶ τρόπους τὴν
πολύτροπον δίκην καὶ τὰς ἐξαισίους ἐπαγωγὰς τῶν θείων
κριμάτων δεξαμένους· οἵτινες οὐχ ὑπὲρ ἀγνοίας θεοῦ
τοσοῦτον ὅσον τῆς εἰς ἀλλήλους παροινίας τὴν δίκην
ἔτισαν· οἷς εὐηγγελίσθαι λέγει τὸ μέγα τῆς σωτηρίας
κήρυγμα, κριθεῖσιν ἤδη σαρκὶ κατὰ ἄνθρωπον, τουτέστιν
ἀπολαβοῦσι τῶν εἰς ἀλλήλους ἐγκλημάτων τὴν δίκην διὰ

Maximus Confessor Theol., Quaestiones ad Thalassium Section 62, l. 17

λέγει κύριος παντοκράτωρ, καὶ εἰσελεύσεται εἰς τὸν οἶκον


τοῦ κλέπτου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ ὀμνύοντος ἐν τῷ
ὀνόματί μου ψευδῶς, καὶ καταλύσει ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου
αὐτοῦ καὶ συντελέσει αὐτὸν καὶ τὰ ξύλα αὐτοῦ καὶ τοὺς
λίθους αὐτοῦ. Τί τὸ δρέπανόν ἐστι καὶ τὸ μέτρον τοῦ τε
μήκους καὶ τοῦ πλάτους; Καὶ διὰ τί πετόμενον; Καὶ τίς ὁ
κλέπτης καὶ ἐπίορκος, καὶ τίς ὁ τούτου οἶκος, τίνα τε τὰ
ξύλα, καὶ τίνες οἱ λίθοι;
Ἀπόκρισις. Ὁ φήσας θεὸς ὁράσεις ἐπλήθυνα καὶ ἐν
χερσὶ προφητῶν ὡμοιώθην, τῆς ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τοῦ γένους
τῶν ἀνθρώπων διὰ σαρκὸς αὐτοῦ θαυμαστῆς ἐπιδημίας τοῖς
συμβόλοις διαποικίλας προκατεβάλετο τὰς ὑποτυπώσεις,
ἄλλην δι' ἄλλου τῶν προφητῶν, ὡς ἕκαστος ἦν χωρητικός,
προδεικνύμενος. Οὐκοῦν, καὶ τῷ μεγάλῳ προφήτῃ Ζαχαρίᾳ
τῶν οἰκείων δωρούμενος μυστηρίων τὴν μύησιν καὶ οἷον
ὑπ' ὄψιν ἄγων αὐτῷ πρὸς κατανόησιν τῆς μελλούσης αὐτοῦ
διὰ σαρκὸς παρουσίας τὴν δύναμιν, δρέπανον αὐτῷ κατὰ
τὴν θεωρίαν σοφῶς διεσκεύασεν, διδάσκων ὡς αὐτὸς ἔμελ-
λεν, ὁ τοῖς τύποις ἑαυτὸν πολυειδῶς ταῖς τῶν προφητῶν
ὁράσεσι μυστικῶς διαπλάσας, τὴν ἡμετέραν ἑκουσίως
κατ' ἀλήθειαν ὑπελθεῖν φύσει διάπλασιν, ἵνα δείξῃ παροῦσαν  

Maximus Confessor Theol., Quaestiones et dubia Section 60, l. 3


307

ἕκτην ἐπὶ τοῦ Μωυσέως, εἰς τοσοῦτον τῆς ἐπ' αὐτοῦ γενεᾶς
ἀθεΐας ἐξοκειλάσης ὡς αὐτὸν εἰς ἐπικουρίαν τῆς τοσαύτης
ἀσεβείας ἀπὸ θεοῦ πεμφθῆναι, ἑβδόμην ἐπὶ τῆς τῶν
προφητῶν γενεᾶς, ἥτις τὰς προλαβούσας γενεὰς εἰς κακίας
μέτρον πάσας ὑπερηκόντισεν – ἐπεὶ οὖν, ὡς εἴρηται, ἑπτά-
κις ἔπεσεν ἡ φύσις ἡμῶν, ταύτην ἀφάτῳ φιλανθρωπίᾳ
κινηθεὶς ἀνέστησεν ὁ κύριος, αὐτὴν τὴν φύσιν ἑνώσας
ἑαυτῷ καθ' ὑπόστασιν.  
 Τίνας σημαίνει ὁ Ἀπόστολος λέγων «τοὺς προηλπικότας ἐν
τῷ Χριστῷ» πρὸς Ἐφεσίους γράφων;
 Πᾶς τις τῶν ἁγίων τῶν πρὸ τῆς ἐπιδημίας τοῦ κυρίου,
οἱανοῦν ἀρετὴν ἐξασκῶν, κἂν εἰ μὴ τὸ ὅλον τῆς οἰκονομίας
μυστήριον ἐγίνωσκεν, ἀλλ' ἐκ μέρους φυσικῶς κινούμενος
ἤλπιζεν καὶ προσεδόκα ὅτι ὁ τὴν φύσιν ποιήσας αὐτὸς καὶ
παραφθαρεῖσαν ἀνασώσηται.
 Ἐκ τοῦ αὐτοῦ· εἰς τὸ εἰδέναι ἡμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς
κλήσεως αὐτοῦ καὶ τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας
αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυ-
νάμεως αὐτοῦ.

Maximus Confessor Theol., Quaestiones et dubia Section 62, l. 6

κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις ἐστὶν ὁ κατὰ τὴν γνῶσιν


τῆς ἀληθείας πλοῦτος· ὑπερβάλλον δὲ μέγεθος τῆς δυνάμεως
αὐτοῦ ἐστιν ἡ τοῖς ἀξίοις δωρηθησομένη θέωσις, ὡς ὑπὲρ
φύσιν οὖσα καὶ θεοὺς ἐξ ἀνθρώπων κατὰ χάριν τοὺς
μετόχους ἀποτελοῦσα.  
 Τοῦ αὐτοῦ Ἀποστόλου· αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες
ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς.
 Τοῦτο εἴρηται τῷ Ἀποστόλῳ, ὡς οἶμαι, ἐπειδὴ κατ' ἀρχὰς
ποιήσας ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον, διὰ δὲ τῆς παραβάσεως
παραπεσόντα ἀνέκτισεν πάλιν διὰ τῆς ἐνσάρκου αὐτοῦ
ἐπιδημίας καὶ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀπεκατέστησεν.
 Τοῦ αὐτοῦ· ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον
τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν ἐν τῇ σαρκὶ καὶ τὰ λοιπά.
 Εἴτε τοὺς δύο λαοὺς συνάψας ἐποίησεν ἕν, εἴτε τὰ
ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια – συνῆψεν γὰρ καὶ ταῦτα, διεστηκό-
τα πρὸς ἄλληλα – εἴτε καὶ εἰς τὸν καθένα λαμβάνεις· συνῆψεν
ψυχὴν καὶ σῶμα ἀεὶ πρὸς ἑαυτὰ στασιάζοντα· ὑπέταξεν
γὰρ τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς τῷ νόμῳ τοῦ πνεύματος. Καὶ
τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας· μεσότοιχον ἢ τὴν σάρκα ἢ
τὰ αἰσθητὰ ἢ τὴν νομικὴν λατρείαν ἐκάλεσεν, φραγμὸν δὲ
τὴν ἁμαρτίαν· ταῦτα γὰρ τοίχου δίκην, μὴ ἐπιστημόνως

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 8, ch. 38, l. 9

Πνεύματι ἁγίῳ τῷ παρακλήτῳ εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.


308

 Καὶ ὁ διάκονος λεγέτω· Προέλθετε ἐν εἰρήνῃ.


 Ὡσαύτως καὶ ὄρθρου ὁ διάκονος μετὰ τὸ ῥηθῆναι
τὸν ὀρθρινὸν καὶ ἀπολῦσαι αὐτὸν τοὺς κατηχουμένους καὶ
χειμαζομένους καὶ βαπτιζομένους καὶ τοὺς ἐν μετανοίᾳ καὶ
τὴν ὀφειλομένην ποιήσασθαι προσφώνησιν, ἵνα μὴ πάλιν
λέγωμεν τὰ αὐτά, ἐπιφερέτω μετὰ τὸ Σῶσον αὐτούς, ὁ Θεός,
καὶ ἀνάστησον ἐν τῇ χάριτί σου·
 Αἰτησώμεθα παρὰ τοῦ Κυρίου τὰ ἐλέη αὐτοῦ καὶ τοὺς
οἰκτιρμούς, τὸν ὄρθρον τοῦτον καὶ τὴν ἡμέραν εἰρηνικὴν καὶ
ἀναμάρτητον καὶ πάντα τὸν χρόνον τῆς παρεπιδημίας
ἡμῶν, τὸν ἄγγελον τὸν ἐπὶ τῆς εἰρήνης, χριστιανὰ τὰ τέλη,
ἵλεω καὶ εὐμενῆ τὸν Θεόν· ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους τῷ ζῶντι
Θεῷ διὰ τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ παραθώμεθα.
 Καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἐπευχόμενος λεγέτω·  
 Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, ὁ
ἀσύγκριτος καὶ ἀπροσδεής, ὁ δοὺς τὸν ἥλιον εἰς ἐξουσίαν
τῆς ἡμέρας, τὴν δὲ σελήνην καὶ τὰ ἄστρα εἰς ἐξουσίαν τῆς
νυκτός· αὐτὸς καὶ νῦν ἔπιδε ἐφ' ἡμᾶς εὐμενέσιν ὀφθαλμοῖς
καὶ πρόσδεξαι τὰς ἑωθινὰς ἡμῶν εὐχαριστίας καὶ ἐλέησον
ἡμᾶς· οὐ γὰρ διεπετάσαμεν τὰς χεῖρας ἡμῶν πρὸς θεὸν

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Section 11, l. 40

σιν τὴν πρὸς ἐπικουρίαν τῶν δεομένων ἢ ἐχθρῶν ἄμυναν ἢ ἄλλην τινὰ
πρᾶξιν ἔλευσίν τε καὶ παρουσίαν ἐκ τοῦ παρ' ἡμῖν διὰ τῆς τῶν ποδῶν
χρήσεως ἀποτελεῖσθαι τὴν ἄφιξιν. Ὅρκον δὲ τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς
αὐτοῦ ἐκ τοῦ παρ' ἡμῖν δι' ὅρκου τὰς πρὸς ἀλλήλους βεβαιοῦσθαι συν-
θήκας. Ὀργὴν δὲ καὶ θυμὸν τὴν πρὸς τὴν κακίαν ἀπέχθειάν τε καὶ
ἀποστροφήν· καὶ γὰρ ἡμεῖς τὰ ἐναντία τῆς γνώμης μισοῦντες ὀργιζό-
μεθα. Λήθην δὲ καὶ ὕπνον καὶ νυσταγμὸν τὴν ὑπέρθεσιν τῆς κατὰ τῶν
ἐχθρῶν ἀμύνης καὶ τὴν τῆς συνήθους πρὸς τοὺς οἰκείους βοηθείας ἀναβο-
λήν. Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν πάντα τὰ σωματικῶς εἰρημένα ἐπὶ θεοῦ κεκρυμ-
μένην ἔχει τινὰ ἔννοιαν ἐκ τῶν καθ' ἡμᾶς τὰ ὑπὲρ ἡμᾶς ἐκδιδάσκουσαν,
εἰ μή τι περὶ τῆς σωματικῆς τοῦ θεοῦ λόγου ἐπιδημίας εἴρηται· αὐτὸς γὰρ
πάντα τὸν ἄνθρωπον διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἀνεδέξατο, ψυχὴν
νοερὰν καὶ σῶμα καὶ τὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἰδιώματα τά τε φυσικὰ
καὶ ἀδιάβλητα πάθη.  

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei sec. 79, l. 23

... ἀπορρήτως συνενηνεγμένος ὁ ἐκ θεοῦ λόγος νοεῖται Χριστός». Καὶ  


πρὸς τὰς βασιλίδας οὕτως· «Τινές φασιν, ὅτι τὸ Χριστὸς ὄνομα πρέπει καὶ
μόνῳ καὶ ἰδίᾳ καθ' αὑτὸν νοουμένῳ καὶ ὑπάρχοντι, τῷ ἐκ θεοῦ πατρὸς
γεννηθέντι λόγῳ. Ἡμεῖς δὲ οὐχ οὕτως δεδιδάγμεθα φρονεῖν ἢ λέγειν·
ὅτε γὰρ γέγονε σὰρξ ὁ λόγος, τότε καὶ ὠνομάσθαι λέγομεν Χριστὸν
Ἰησοῦν. Ἐπειδὴ γὰρ κέχρισται τῷ ἐλαίῳ τῆς ἀγαλλιάσεως ἤτοι τῷ
ἁγίῳ πνεύματι παρὰ τοῦ θεοῦ καὶ πατρός, ταύτῃ τοι Χριστὸς ὀνομάζεται.
Ὅτι δὲ περὶ τὸ ἀνθρώπινον ἡ χρίσις, οὐκ ἂν ἐνδυάσειέ τις τῶν ὀρθὰ
309

φρονεῖν εἰωθότων». Καὶ Ἀθανάσιος δὲ ὁ παναοίδιμος ἐν τῷ περὶ τῆς


σωτηριώδους ἐπιφανείας ὧδέ πῃ λέγει· «Ὁ προϋπάρχων θεὸς πρὸ τῆς
ἐν σαρκὶ ἐπιδημίας οὐκ ἦν ἄνθρωπος, ἀλλὰ θεὸς ἦν πρὸς τὸν θεὸν ἀόρατος
καὶ ἀπαθὴς ὤν· οὔτε οὖν τὸ Χριστὸς ὄνομα δίχα τῆς σαρκὸς προσάγε-
ται, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ τῷ ὀνόματι τὸ πάθος καὶ ὁ θάνατος».
 Εἰ δὲ ἡ θεία γραφή φησι· «Διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ θεὸς ὁ θεός σου»,
ἰστέον ὡς πολλάκις ἡ θεία γραφὴ κέχρηται τῷ παρῳχηκότι χρόνῳ ἀντὶ
τοῦ μέλλοντος, ὡς τὸ «μετὰ ταῦτα ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις
συνανεστράφη» (οὔπω γὰρ ὤφθη οὐδὲ συνανεστράφη θεὸς ἀνθρώποις,
ὅτε ταῦτα ἐλέγετο) καὶ τὸ «ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος, ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν
καὶ ἐκλαύσαμεν» (οὔπω δὲ ταῦτα ἐγεγόνει).

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres Section 2,15, l. 26

ζῶσα καὶ χαρακτὴρ ἀπαράλλακτος.


 Ὁ ναός, ὃν ὁ Σολομὼν ᾠκοδόμησεν, ἀλόγων αἵμα-
σιν ἐνεκαινίσθη καὶ ἀλόγων εἰκόσιν ἐκαλλωπίσθη, λε-
όντων καὶ βοῶν καὶ φοινίκων καὶ ῥοΐσκων. Νῦν δὲ
Χριστοῦ αἵματι ἡ ἐκκλησία ἐγκαινίζεται καὶ τῶν  
ἁγίων αὐτοῦ καὶ τῇ Χριστοῦ εἰκόνι καὶ τῶν ἁγίων
αὐτοῦ καλλωπίζεται. Ἢ πάσης ὕλης προσκύνησιν
ἄνελε ἢ μὴ καινοτόμει «μηδὲ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ
ἔθεντο οἱ πατέρες σου», οὐ τὰ πρὸ τῆς ἐνσάρκου παρ-
ουσίας Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν λέγω, ἀλλὰ τὰ μετὰ
τὴν ἐπιδημίαν αὐτοῦ. Περὶ γὰρ τῶν ἐν τῇ παλαιᾷ
παραδόσεων μεμφόμενος ὁ θεός φησιν· «Ἔδωκα
αὐτοῖς προστάγματα οὐ καλὰ» κατὰ τὴν σκληροκαρ-
δίαν αὐτῶν. Ὥστε «μετατεθείσης τῆς ἱερωσύνης ἐξ
ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γέγονεν».
 Προσκυνῶ Χριστοῦ εἰκόνι ὡς σεσαρκωμένου θεοῦ,
τῆς δεσποίνης τῶν ἁπάντων τῆς θεοτόκου οἷα μη-
τρὸς τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ, τῶν ἁγίων ὡς φίλων θεοῦ
τῶν μέχρις αἵματος ἀντικαταστάντων πρὸς τὴν
ἁμαρτίαν καὶ Χριστὸν μιμησαμένων τῇ ὑπὲρ αὐτοῦ
ἐκχύσει τοῦ αἵματος τὸ οἰκεῖον αἷμα ὑπὲρ αὐ

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres Section 3,90, l. 51

ἔτι τε καὶ τῶν τοῖς ὕδασιν ὑπηρετούντων. Μαρτυρεῖ δὲ ἡ εἰκὼν ἄχρι


τοῦ παρόντος πεπηγυῖα ἐν τῷ ἐμβόλῳ τοῦ τετραστόου τοῦ πολλάκις
εἰρημένου εὐκτηρίου. Ἐπειδὴ δὲ τῷ θαύματι θαῦμα ἐπηκολούθησεν, οὐχ
ὅσιον παριδεῖν τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως τυγχάνον, ὅπερ, εἰ καὶ τὸν παρ-
όντα καιρὸν ὑπερῆλθε, λέγειν οὐκ ὀκνήσω. Θεασάμενοι γὰρ οἱ τῆς
Ἀρείου συμμορίας ἐπικρατοῦντα θρίαμβον ἐλιπάρησαν τὸν τοῦ παλατί-
ου Ἑλενιανῶν τὴν φροντίδα πεπιστευμένον ὡς ἐξάρχοντα καὶ τῆς τοῦ
λουτροῦ διοικήσεως καθελόντα, κατακρύψαι τὴν εἰκόνα. Ὃς πρόφασιν
εὐμήχανον εὑράμενος τὴν ἐκ τῶν ὑδάτων προσγινομένην νοτίδα ὡς
σκυλθεῖσαν τὴν εἰκόνα ἀφελόμενος, φησίν, ἐπὶ διορθώσει κατέκρυψεν.
Ἣν ὁ βασιλεύς, ἐγκυκλίους ἐπιδημίας τελῶν εἰς ἕκαστον τόπον βασιλι-
κόν, παραγενόμενος κἀκεῖσε τὴν εἰκόνα ἐπεζήτει· καὶ οὕτως αὖθις τῷ
310

τοίχῳ κατεπάγη. Παρὰ πόδας δὲ τὸν Εὐτυχιανόν (τοῦτο γὰρ ἦν ὄνομα


τῷ διαιταρίῳ) ὀργή τις θεοδίκαστος παραλαβοῦσα τὸν μὲν δεξιὸν
ὀφθαλμὸν διαρρεῦσαι πεποίηκε, κακίστως δὲ καὶ τὰ λοιπὰ περισείουσα
μέλη, προσπελάσαι παρεσκεύασε τῷ εὐαγεῖ εὐκτηρίῳ, ἔνθα πεπίστευται
ἀναπαύεσθαι μέρος ἱερῶν λειψάνων τῶν θεσπίων Παντολέοντος καὶ
Μαρίνου, ἐπικαλουμένου τοῦ τόπου Ὁμόνοια ἐκ τοῦ ἐκεῖ συνελθόντας
τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα ἐπισκόπους ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ μεγάλου βασι-
λέως κοινήν τινα καὶ συμπεφωνημένην διδασκαλίαν τοῦ τε ὁμοουσίου
τῆς θείας τριάδος ποιήσασθαι καὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως δὲ τοῦ κυρίου

Ιωάννης Δαμασκηνός. De haeresibus Section 20, l. 4

γίαν ἀπαγορεύουσιν, ἐμψύχων τε οὐδ' ὅλως μεταλαμβάνουσιν, ἄχρι δὲ


Μωσέως καὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ τοῖς ἐν πεντατεύχῳ ἁγίοις ὀνόμασι
πατριαρχῶν κεχρημένοι καὶ πιστεύοντες, φημὶ δὴ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ
Ἰακὼβ καὶ τῶν ἀνωτάτω καὶ αὐτοῦ Μωσέως καὶ Ἀαρὼν καὶ Ἰησοῦ. Τὰς
δὲ τῆς πεντατεύχου γραφὰς οὐκ εἶναι Μωσέως δογματίζουσιν, ἄλλας
δὲ παρ' αὐτὰς διαβεβαιοῦνται.
 Ἡρωδιανοὶ Ἰουδαῖοι μὲν ἦσαν κατὰ πάντα, Ἡρώδην δὲ Χριστὸν
προσεδόκουν καὶ αὐτῷ τὸ τοῦ Χριστοῦ γέρας ἀπεδίδουν καὶ ὄνομα.
 Οὗτος ὁ πρῶτος τόμος περιέχων κατὰ τῶν εἴκοσι τούτων αἱρέσεων·
ἐν αὐτῷ δὲ ἡ περὶ τῆς Χριστοῦ ἐπιδημίας ὑπόθεσις καὶ ἡ τῆς ἀληθείας
ὁμολογία.
 Τάδε ἔνεστιν ἐν τῷ δευτέρῳ τόμῳ τοῦ πρώτου βιβλίου, ἐν ᾧ περὶ
αἱρέσεων δεκατριῶν αἱ παρὰ Χριστιανοῖς αἱρέσεις.  
 Σιμωνιανοί, οἱ ἀπὸ Σίμωνος τοῦ μάγου τοῦ ἐπὶ Πέτρου τοῦ
ἀποστόλου, κώμης Γιτθῶν τῆς Σαμαρείας. Οὗτος ἀπὸ Σαμαρειτῶν
ὡρμᾶτο Χριστοῦ ὑποδὺς ὄνομα μόνον. Ἐδίδασκεν δὲ αἰσχροποιὸν
μίξιν μολυσμοῦ, ἀδιαφορίαν σωμάτων. Ἀποβάλλεται δὲ τὴν ἀνάστασιν
καὶ τὸν κόσμον μὴ εἶναι θεοῦ φάσκει. Εἰκόνα δὲ αὑτοῦ ὡς Διὸς καὶ τῆς σὺν
αὐτῷ πόρνης ὀνόματι Ἑλένης, Ἀθηνᾶς τύπον, τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς
παρεδίδου εἰς προσκύνησιν. Ἔλεγεν δὲ ἑαυτὸν Σαμαρείταις μὲν τὸν πατέ

Ιωάννης Δαμασκηνός. De haeresibus Section 81, l. 3

τὴν τριάδα τὴν θείαν τοῖς ὀφθαλμοῖς θεωρεῖ. Οὕτως ὁ θεῖος Φλαβιανὸς
τὴν δυσώδη διορύξας πηγὴν καὶ γυμνῶσαι παρασκευάσας τὰ νάματα
πρὸς τὸν δυσσεβῆ πρεσβύτην ἔφη· «Πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν,
ἐλέγξαι σε τὸ σὸν στόμα, καὶ οὐκ ἐγώ· τὰ δὲ χείλη σου καταμαρτυρήσαι-
σάν σου.» Δήλης δὲ ταύτης τῆς νόσου γενομένης τῆς μὲν Συρίας ἐξηλάσθη-
σαν, εἰς δὲ Παμφυλίαν ἀνεχώρησαν καὶ ταύτην τῆς λώβης ἐνέπλησαν.
 Αὗται μὲν ἕως Μαρκιανοῦ αἱ αἱρέσεις· ἀπὸ δὲ Μαρκιανοῦ μικρὸν πρὸς
καὶ δεῦρο καὶ ἐπὶ Λέοντος ἀνεφύησαν αἱ αἱρέσεις αὗται.
 Νεστοριανοί, οἱ ἰδίως καὶ κεχωρισμένως ὑπάρχειν τὸν
θεὸν λόγον δογματίζοντες καὶ ἰδίως τὸν ἄνθρωπον αὐτοῦ καὶ τὰ μὲν
ταπεινότερα τῶν πραχθέντων ὑπὸ τοῦ κυρίου ἐν τῇ πρὸς ἡμᾶς ἐπιδημίᾳ
αὐτοῦ μόνῳ τῷ ἀνθρώπῳ αὐτοῦ προσάπτοντες, τὰ δὲ ὑψηλότερα καὶ
311

θεοπρεπῆ μόνῳ τῷ θεῷ λόγῳ καὶ μὴ τὰ συναμφότερα ἑνὶ καὶ τῷ αὐτῷ


προσώπῳ προσάγοντες.  
 Εὐτυχιανισταί, οἱ ἀπὸ Εὐτυχέως τοὔνομα τῆς αἱρέσεως
ἐσχηκότες, οἱ μὴ λέγοντες ἐκ τῆς ἁγίας παρθένου Μαρίας εἰληφέναι τὴν
σάρκα τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀλλὰ θειότερόν πως σεσαρκῶ-
σθαι ἀποφαινόμενοι, μὴ εἰληφότες κατὰ νοῦν, ὅτι τὸν τῇ ἁμαρτίᾳ τοῦ
προπάτορος αὐτῶν Ἀδὰμ ὑπεύθυνον τυγχάνοντα ἄνθρωπον, τοῦτον
ἥνωσεν ἑαυτῷ ὁ θεὸς λόγος ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας, ἐξ οὗ καὶ «τὰς
ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἀπεκδυσάμενος ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησίᾳ»,

Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum Vol. 1, p. 308, l. 9

οὖν καιρῷ κατὰ σάρκα ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν ὁ κύριος, τὸ κατὰ νό-  
μον οὐκ ἔφαγε πάσχα, ἀλλ' αὐτὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη. ὅτι δὲ οὐ
κατὰ τὴν ιδʹ ἐπετέλεσε τὸ πάσχα, ἀλλὰ πρὸ τούτου τὸ μυστικὸν
ἐτέλεσε δεῖπνον, ὅτε καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῶν ἀζύμων καὶ ἡ προετοι-
μασία τῆς ἑορτῆς ἐγίνετο, εὑρίσκεται τοῖς μαθηταῖς μεταδιδοὺς
οὐ θύματος οὐδὲ ἀζύμων, ἀλλ' ἄρτου καὶ ποτηρίου.
 Οἱ δὲ τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ ἀναγράφοντες εἰς τὸ ͵εφʹ
ἔτος καὶ τὸ πάθος ἐν τῷ ͵εφλγʹ σφάλλουσι, μὴ τὴν ἀκρίβειαν τοῦ
ἔτους ἐπιστάμενοι.
 Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἐνσάρκου ἐπιδημίας Χριστοῦ τοῦ
ἀληθινοῦ θεοῦ ἡμῶν ἦν τις τοπάρχης πόλεως Ἐδέσσης, ὀνόματι
Αὔγαρος. διαδοθείσης οὖν πανταχοῦ τῆς τῶν θαυμασίων φήμης
Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν, ἀκούσας καὶ αὐτὸς ὁ ῥηθεὶς τοπάρχης
ἐξίστατο ἐπὶ τούτοις καὶ ἐπόθει ἰδεῖν τὸν Χριστόν. οὐκ ἠδύνατο
δὲ διὰ τὸ ἀνιάτως νοσεῖν. γράφει τοίνυν ἐπιστολὴν πρὸς αὐτόν,
ἣν ἀπέστειλε δι' Ἀνανίου τῶν αὐτοῦ ταχυδρόμων, ὃς ἐν πείρᾳ
ἐτύγχανε καὶ τῆς ζωγραφικῆς τέχνης. παρήγγειλε δὲ αὐτῷ ὁ
Αὔγαρος λαβεῖν ἐν σανίδι τὸ ὁμοίωμα τῆς τοῦ Χριστοῦ ἰδέας.
ἡ δὲ ἐπιστολὴ τοῦ Αὐγάρου κατὰ ῥῆμα διέξεισι τάδε. “Αὔγαρος
τοπάρχης πόλεως Ἐδέσσης Ἰησοῦ σωτῆρι ἀγαθῷ, ἀναφανέντι ἐν

Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum


Vol. 1, p. 487, l. 2

βοντες, Αἰγύπτιοι δὲ διώκοντες, πολεμοῦντες. ἢ οὐχὶ ὁ μὲν


Δαβὶδ τοῖς Μωαβίταις ἐπολέμει καὶ ἐπολεμεῖτο, ὁ δὲ Ἰωσίας
τοὺς πλησίον παρεφυλάττετο; καὶ μέντοι καὶ Ἐζεκίας ἐδειλία τὴν
ἀλαζονείαν τοῦ Σεναχηρείμ, καὶ τῷ μὲν Ἰησοῦ οἱ Ἀμορραῖοι
ἠναντιοῦντο, τῷ δὲ Μωϋσῇ ὁ Ἀμαλὴκ ἀντεστρατεύετο, καὶ ὄντως
ἄσπονδον ἦν τῷ Ἰσραὴλ πρὸς τὰ ἔθνη τὸ τῆς φιλίας, ὡς μέχρι
νῦν μαρτυροῦσι τὰ γράμματα.” καὶ οἱ γραμματεῖς ἀποκριθέντες
εἶπον “οὐκ ἀρνούμεθα ὡς ταῦτα μὲν πάντα γέγραπται, προσδο-
κῶμεν δὲ τὸν μηδέπω παραγενόμενον θεὸν λόγον.” ὁ δὲ Σίλβε-  
στρος ἔφη “καὶ πῶς οὐκ ἠκούσατε τοῦ Δανιὴλ προλέγοντος φανε-
ρῶς καὶ τὸν καιρὸν καὶ τὴν θείαν τοῦ σωτῆρος ἐπιδημίαν; φησὶ
312

γὰρ ὁ προσδιαλεγόμενος αὐτῷ ἄγγελος ‘ἑβδομήκοντα ἑβδομάδες


συνετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν τοῦ
συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν καὶ τοῦ ἐξιλάσασθαι ἀδικίαν, καὶ τοῦ
σφραγίσαι ἁμαρτίαν καὶ τοῦ ἀπαλεῖψαι ἀδικίαν, καὶ τοῦ ἀγαγεῖν
δικαιοσύνην αἰώνιον καὶ τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν καὶ τοῦ χρῖσαι
ἅγιον ἁγίων. καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις, ἀπὸ ἐξόδου λόγου τοῦ
ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλὴμ ἕως Χριστοῦ ἡγου-
μένου ἑβδομάδες ζʹ καὶ ἑβδομάδες ξβʹ.’ καὶ πρὸς μὲν τοῖς ἄλλοις
ἴσως προφασιζόμενοι εἰς μέλλοντα χρόνον ἀναβάλλεσθε τὰ γε-
γραμμένα· τί δὲ πρὸς ταῦτα λέγειν ἢ ὅλως ἀντωπῆσαι δύνασθε,

Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum Vol. 2, p. 242, l. 15

σθαι τοῦ σωτηρίου βαπτίσματος αἴτιος γέγονε, πεμφθέντος αὐτοῖς


καὶ ἀρχιερέως. ἀλλ' ἄξιον διηγήσασθαι καὶ τὸ γεγονὸς θαῦμα
παρὰ τοῦ ἀρχιερέως τοῦ πεμφθέντος ἐκεῖσε. ἔτι γὰρ τῇ δεισιδαι-
μονίᾳ κατεχόμενος αὐτός τε ὁ ἄρχων καὶ οἱ μεγιστᾶνες αὐτοῦ καὶ
τὸ ἅπαν ἔθνος, κατασκοπούμενοι περί τε τῆς πρῴην αὐτῶν θρη-
σκείας καὶ τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως, εἰσκαλοῦσι τὸν ἄρτι πρὸς
αὐτοὺς φοιτήσαντα ἀρχιερέα· ὃν ὁ ἄρχων ἐπηρώτα τίνα τὰ παρ'
αὐτοῦ καταγγελλόμενα καὶ αὐτοῖς διδάσκεσθαι μέλλοντα. τοῦ δὲ
τὴν ἱερὰν τοῦ θείου εὐαγγελίου προτείναντος βίβλον, καί τινα
θαύματα ἐξηγουμένου τῶν ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ ἐπιδη-
μίᾳ τερατουργηθέντων, “εἰ μή τι τῶν ὁμοίων τὸ πλῆθος” ἔφη
“τῶν Ῥὼς καὶ ἡμεῖς θεασόμεθα, καὶ μάλιστα ὁποῖον λέγεις ἐν τῇ
καμίνῳ τῶν τριῶν παίδων γενέσθαι, οὐκ ἄν σοι ῥᾳδίως πιστεύ-
σωμεν.” ὁ δὲ τῷ ἀψευδεῖ πιστεύσας λόγῳ τοῦ εἰπόντος ὅτι ὃ ἂν
αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, λήψεσθε, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ
τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει,
ἔφη πρὸς αὐτοὺς “εἰ καὶ μὴ ἔξεστιν ἐκπειράζειν κύριον τὸν θεόν,
ὅμως εἰ ἐκ ψυχῆς διεγνώκατε προσελθεῖν τῷ θεῷ, αἰτήσασθε  
ὅπερ βούλεσθε, καὶ ποιήσει τοῦτο πάντως διὰ τὴν πίστιν ὑμῶν
ὁ θεός, κἂν ἡμεῖς ἐσμὲν ἐλάχιστοι καὶ ἀνάξιοι.” οἱ δ' εὐθέως
ᾐτήσαντο τὴν τοῦ θείου εὐαγγελίου πυκτίδα ἐν τῇ παρ'
Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum Vol. 2, p. 463, l. 3

γενέσθαι τοῦ βασιλέως. προσερρύη δὲ τῷ βασιλεῖ καὶ Καυκάνος


ὁ ἀδελφὸς Δομετιανοῦ τοῦ ἐν Μογλένοις ἁλόντος· ὃν φιλοτιμησά-
μενος διὰ τιμῆς ἦγεν. ἐπεὶ δὲ ἔγνω τὸν Ἰωάννην δόλῳ καὶ περι-
νοίᾳ γράψαντα τὰ γραφέντα καὶ τἀναντία ὧν ὑπισχνεῖτο διανοού-
μενον, ἐπανέστρεψε πάλιν πρὸς Βουλγαρίαν, καὶ λεηλατήσας τὴν
περίχωρον Ὀστροβοῦ καὶ τοῦ Σωσκοῦ καὶ τὴν πεδιάδα Πελαγονίας
τοὺς ἁλισκομένους πάντας ἀπετύφλου Βουλγάρους. ἄπεισιν οὖν
ἄχρι τῆς πόλεως Ἀχρίδος, ἐν ᾗ τὰ βασίλεια τῶν βασιλέων ἵδρυντο  
Βουλγαρίας. καὶ τὴν πόλιν παραλαβὼν καὶ πάντα καλῶς δια-
θεὶς ἔμελλε καὶ προσωτέρω βαδίζειν καὶ τῆς πρὸς τὸ Δυρράχιον
ἅψασθαι· ἐδεῖτο γὰρ τῆς ἐπιδημίας αὐτοῦ τὰ ἐκεῖσε. ἕως μὲν
γὰρ Τρυμαλιᾶς καὶ τῶν ἀγχοτάτω Σερβίας μερῶν ἦρχε Βλαδιμη-
ρὸς ὁ ἐπὶ θυγατρὶ τοῦ Σαμουὴλ κηδεστής, ἀνὴρ ἐπιεικὴς καὶ
313

εἰρηνικὸς καὶ ἀρετῆς ἀντεχόμενος, ἠρεμίαν εἶχε τὰ ἐν Δυρραχίῳ·


ἐπειδὴ δὲ ὁ Γαβριὴλ παρὰ τοῦ Ἰωάννου ἀπώλετο, καὶ οὗτος
παρασπονδηθεὶς καὶ τοῖς ὅρκοις πιστεύσας παρὰ τοῦ Ἰωάννου δο-
θεῖσιν αὐτῷ διὰ Δαβὶδ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας ἑαυτὸν
ἐνεχείρισε καὶ μετὰ μικρὸν ἀπεσφάγη, πολὺν εἶχε τάραχον καὶ
κλόνον τὰ ἐκεῖσε πράγματα, ἐγκειμένου καθ' ἑκάστην καὶ διὰ
στρατηγῶν πολλάκις τοῦ Ἰωάννου καὶ δι' ἑαυτοῦ πάλιν ἑλεῖν τὴν
πόλιν. καὶ διὰ τοῦτο ἐβούλετο μὲν ὁ βασιλεὺς ἀπελθεῖν καὶ

Joannes Cinnamus Gramm., Hist., Ep. rerum ab Joanne et Alexio Comnenis


gestarum P. 25, l. 17

φλεγμονῆς πέρι δεινὸν ὑφορᾶσθαι. ἀλλ' ἄρτι πρὸς ὕπνον κατέ-


δαρθεν ἀριστήσας, καὶ ὀδύναι δριμεῖαι ἀνέβαινον αἴφνης καὶ ὄγ-
κος ἀνίστατο τῆς χειρός. συνῄει τε πᾶς ὁ τῶν ἰατρῶν κύκλος
καὶ ἀγὼν προὔκειτο περὶ τοῦ πρακτέου. τοῖς μὲν οὖν τέμνειν
ἐδόκει τὸν ὄγκον, τοὺς δὲ τὸ ἀπέπαντον ἐδυσώπει καὶ ἄλλως μα-
λάσσεσθαι τοῦτο προὐτρέποντο. ἀλλ' ἔδει γὰρ ὡς ἔοικε γενέσθαι
κακῶς, ἐκράτει τῆς χειρουργίας ἡ ψῆφος. τμηθέντος γοῦν ὄγ-
κος ἀνέβαινε μείζων, καὶ ἡ χεὶρ ὠργανοῦτο. καὶ ὁ βασιλεὺς ἐλ-
πίσιν ἤδη θανάτου τὴν ψυχὴν κατασείεσθαι ἤρχετο, καὶ μάλισθ'
ὅτι μηδὲ πέρατι τὸν σκοπὸν ἔδωκε, ὃν περὶ τῆς ἐς Παλαιστίνην
ἐπιδημίας πάλαι ὠδινήσας ἔφθη. οὗ δὴ ἕνεκα καὶ εἴκοσι ταλάν-
των ἀπὸ χρυσοῦ λυχνίαν εἰργασμένος ἔτυχεν, ἀνάθημα τῷ τῇδε
ναῷ κατασκευαζόμενος. ἐπειδὴ γοῦν ἐν ἀμηχάνοις ἦν, μοναχόν
τινα ἐκ Παμφυλίας ἄνδρα μεταπεμψάμενος ἱερὸν παννύχῳ δεήσει
τὸ θεῖον ἱλάσκεσθαι ἠξίου. τὸν δὲ τῇ δεήσει προσεσχηκότα φω-
νῶν ἀκοῦσαι λέγεται ᾀδόντων τινῶν. ὡράθη ὁ λυχνὸς μετηρμέ-  
νος καὶ θεῖος νεανίας καταστέλλων τὸν θόρυβον αὐτῶν τῆς ψυ-
χῆς. τοῦτο μὲν δὴ τοιοῦτον· βασιλεὺς δὲ αἰσθόμενος ἤδη ἐν
κακοῖς ἑαυτοῦ γεγονότος παρεῖναι τοὺς ἐν τέλει κελεύσας καὶ ὅσον
ἐν μεγιστᾶσι καὶ στρατηγοῖς καὶ ἄλλως ἀπόβλεπτον ἦν, ἔλεξε
τοιάδε. “ἄνδρες Ῥωμαῖοι ὅσοι ἐπὶ ταυτηνὶ ξυνελέγητέ μοι τὴν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus P. 44, l. 29

ἐκ τῆς Ῥώμης τῶν ἰδίων πρεσβευτῶν καὶ δηλούντων, ὅτι δεήσει


κατ' ἀνάγκην ἀποβαίνειν ἀπὸ τῶν ἐπὶ Θρᾴκης πόλεων, πυθόμενος
ταῦτα καὶ βαρέως φέρων ἐπὶ τῷ δοκεῖν πανταχόθεν αὐτοῦ περι-
τέμνεσθαι τὴν ἀρχήν, ἐναπηρείσατο τὴν ὀργὴν εἰς τοὺς ταλαι-
πώρους Μαρωνίτας. μεταπεμψάμενος γὰρ Ὀνομαστὸν τὸν ἐπὶ
Θρᾴκης τεταγμένον ἐκοινολογήθη τούτῳ περὶ τῆς πράξεως. ὁ δ'
Ὀνομαστὸς ἀναχωρήσας εἰσαπέστειλε Κάσανδρον εἰς Μαρώνειαν
συνήθη τοῖς πολλοῖς ὑπάρχοντα διὰ τὸ ποιεῖσθαι τὸν πλείονα
χρόνον ἐκεῖ τὴν διατριβήν, ἅτε τοῦ Φιλίππου πάλαι τοὺς αὐλικοὺς
ἐγκαθεικότος εἰς τὰς πόλεις ταύτας καὶ συνήθεις πεποιηκότος τοὺς
ἐγχωρίους ταῖς τούτων παρεπιδημίαις. μετὰ δέ τινας ἡμέρας ἑτοι-
μασθέντων τῶν Θρᾳκῶν, καὶ τούτων ἐπεισελθόντων διὰ τοῦ Κα-
314

σάνδρου νυκτός, ἐγένετο μεγάλη σφαγή, καὶ πολλοὶ τῶν Μαρωνιτῶν


ἀπέθανον. κολασάμενος δὲ τῷ τοιούτῳ τρόπῳ τοὺς ἀντιπράττον-
τας ὁ Φίλιππος καὶ πληρώσας τὸν ἴδιον θυμὸν ἐκαραδόκει τὴν  
τῶν πρεσβευτῶν παρουσίαν, πεπεισμένος μηδένα τολμήσειν κατη-
γορήσειν αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον. μετὰ δέ τινα χρόνον παραγενο-
μένων τῶν περὶ τὸν Ἄππιον καὶ ταχέως πυθομένων τὰ γεγονότα
κατὰ τὴν Μαρώνειαν καὶ πικρῶς τῷ Φιλίππῳ μεμψιμοιρούντων
ἐπὶ τούτοις, ἐβούλετο μὲν ἀπολογεῖσθαι φάσκων μὴ κεκοινωνηκέναι
τῆς παρανομίας, ἀλλ' αὐτοὺς ἐν αὐτοῖς στασιάζοντας Μαρωνίτας

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus


P. 73, l. 23

Ἐκ τῆς ἱστορίας Ζωσίμου Ἀσκαλωνίτου. Λόγος εʹ.

1. Ὅτι Ἀλλάριχος παραγενόμενος εἰς τὴν Ῥώμην κύκλῳ περι-


εῖχε τὴν πόλιν καὶ τὰς πύλας πάσας, καταλαβὼν δὲ τὸν Θύβριν
ποταμὸν τὴν διὰ τοῦ λιμένος τῶν ἐπιτηδείων ἐκώλυε χορηγίαν.
ὅπερ οἱ Ῥωμαῖοι θεασάμενοι διακαρτερεῖν ἔγνωσαν, οἷα ὡς εἰπεῖν
ἑκάστης ἡμέρας ἐκ τῆς Ῥαουέννης ἐλεύσεσθαι τῇ πόλει προσδο-
κῶντες ἐπικουρίαν. ὡς δὲ οὐδενὸς ἀφικομένου τῆς ἐλπίδος ἀπε-
σφάλησαν, ἐδόκει τὸ μέτρον ἐλαττωθῆναι τοῦ σίτου καὶ τὸ ἥμισυ
πέττεσθαι μόνον τοῦ πρότερον ἑκάστης ἡμέρας δαπανωμένου,
εἶτα τῆς ἐνδείας ἐπιτεινομένης τὸ τρίτον. καὶ ἐπιδημία τῆς κακοῦ
θεραπείας οὐκ ἦν ἢ μηχανή, τὰ δὲ τῇ γαστρὶ βοηθοῦντα ἐπέλιπε
πάντα, καὶ λιμὸς ἦν καὶ λοιμός, καὶ πάντα ἦν νεκρῶν σωμάτων  
μεστά, τῆς τε πόλεως ἔξω θάπτεσθαι τῶν σωμάτων οὐ δυναμένων
(πᾶσαν γὰρ ἔξοδον ἐφύλαττον οἱ πολέμιοι) τάφος ἦν ἡ πόλις
τῶν τεθνεώτων, ὥστε καὶ ἄλλως εἶναι τὸ χωρίον ἀοίκητον, ἀρκεῖν
τε, εἰ καὶ μὴ τροφῆς ἦν σπάνις, εἰς σωμάτων διαφθορὰν τὴν
ἀπὸ τῶν νεκρῶν ἀναδιδομένην ὀσμήν. ἐπήρκουν δὲ πολλοῖς εἰς
τὸ μεταδιδόναι τῶν ἀναγκαίων Γραῖτα ἡ τοῦ Γρατιανοῦ τοῦ
βασιλέως γαμετὴ καὶ Τισαμένεια ἡ μήτηρ ταύτης. τοῦ γὰρ δη-
μοσίου βασιλικῆς αὐταῖς τραπέζης ἐπιδιδόντος παρασκευὴν ἀπὸ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus


P. 331, l. 8

διαλήψεις ἀμεταθέτους ἔχοντες οὐκ ἐβούλοντο κατ' οὐδένα τρόπον


ἐμφανίζειν αὑτούς. πᾶσι γὰρ ἀναδεδειχότες πρῶτον καὶ μέγιστον
φίλον τὸν βασιλέα τοῦτον ἔμελλον εἰς ὄψιν ἐλθόντες καὶ προς-  
δεξάμενοι δικαιολογίαν, εἰ μὲν τὸ δοκοῦν ἀποκριθεῖεν ἀκολου-
θοῦντες ταῖς ἰδίαις διαλήψεσιν, ἐκθεατριεῖν αὑτούς, εἰ τοιοῦτον
ἄνθρωπον ἐπὶ τοσοῦτον ἐξετίμησαν ἐν τοῖς ἀνώτερον χρόνοις, εἰ
δὲ δουλεύοντες τῇ τῶν ἐκτὸς φαντασίᾳ φιλανθρώπως ἀποκριθεῖεν,
παρόψεσθαι τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ τῇ πατρίδι συμφέρον. διόπερ
315

ἐξ ἑκατέρας τῆς ἀποφάσεως μέλλοντος ἀπιθάνου τινὸς αὐτοῖς


ἐξακολουθήσειν, εὕροντο λύσιν τοῦ προβλήματος τοιαύτην. ὡς γὰρ
καθόλου δυσαρεστούμενοι ταῖς τῶν βασιλέων ἐπιδημίαις δόγμα τι
τοιοῦτον ἐξέβαλον, μηδένα βασιλέα παραγίνεσθαι πρὸς αὐτούς.
μετὰ δὲ ταῦτα πυθόμενοι τὸν Εὐμένη καταπεπλευκέναι τῆς Ἰταλίας
εἰς Βρεντέσιον ἐπαπέστειλαν τὸν ταμίαν φέροντα τὸ δόγμα καὶ
κελεύοντα λέγειν πρὸς αὑτόν, εἴ τι τυγχάνει τῆς συγκλήτου χρείαν
ἔχων, εἰ δὲ μηδενὸς δεῖται, παραγγελοῦντα τὴν ταχίστην αὐτὸν ἐκ
τῆς Ἰταλίας ἀπαλλάττεσθαι. ὁ δὲ βασιλεύς, συμμίξαντος αὐτῷ
τοῦ ταμίου, γνοὺς τὴν τῆς συγκλήτου προαίρεσιν εἰς τέλος ἀπεσι-
ώπησεν οὐδενὸς φήσας προσδεῖσθαι. καὶ δὴ τούτῳ τῷ τρόπῳ
συνέβη τὸν Εὐμένη κωλυθῆναι τῆς εἰς τὴν Ῥώμην ἀναβάσεως.
συνηκολουθήκει δὲ καὶ ἕτερόν τι πραγματικὸν τούτῳ τῷ διαβου

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 325, l. 20

σωτηρίαν. γνωσθεὶς δὲ ὑπό τινος τῶν πλησίον ἑστώτων, καὶ φα-


νερᾶς τῆς περὶ αὐτὸν περιστάσεως γενομένης, συνελήφθη καὶ
ἔτυχε τῆς τιμωρίας, πάντων ἐπιχαιρόντων τῷ θανάτῳ αὐτοῦ.
380. (38 et 39, 20). Ὅτι πολλῷ χρόνῳ τῆς Σικελίας ἀδικαιο-
δοτήτου γενομένης, ὁ Πομπήιος δοὺς ἑαυτὸν ἐπὶ τὴν δικαιοδοσίαν
καὶ χρηματίζων περὶ τῶν δημοσίων ἀμφισβητημάτων καὶ τῶν
ἰδιωτικῶν συμβολαίων οὕτως εὐστόχως καὶ ἀδωροδοκήτως ἐποιεῖτο
τὰς ἀποφάσεις, ὥστε ὑπερβολὴν ἑτέρῳ μὴ ἀπολείπειν. κʹ δὲ καὶ
δυεῖν ἐτῶν τὴν ἡλικίαν ὑπάρχων, καὶ τῆς νεότητος προκαλουμένης
ἐπὶ τὰς ἀλογίστους ἡδονάς, οὕτως αὐστηρῶς καὶ σωφρόνως ἐποιή-
σατο τὴν ἐπιδημίαν κατὰ τὴν νῆσον, ὥστε πάντας τοὺς κατὰ
τὴν Σικελίαν καταπλήττεσθαι καὶ θαυμάζειν τὴν ἀρετὴν τοῦ
νεανίσκου.
”Deest quaternio, in quo finis Diodori et initium Nicolai Damasceni
 continebatur”: Va.  

Excerpta de virtutibus et vitiis e Nicolao Damasceno.


E libro de vita sua.

1. (3). καὶ παρακαλέσας οἷα δὴ φιλόσοφον καὶ ἀμνησί-


κακον ἐν πολὺ πλείονι ἦγε τιμῇ καὶ εὐνοίᾳ.
2. (3). Ὅτι ἐπράχθη τι φιλανθρωπίας πολλῆς ἐχόμενον Νι-
κολάῳ. Ἰλιεῖς γάρ, ἀφικνουμένης νύκτωρ ὡς αὐτοὺς Ἰουλίας τῆς

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis P. 158, l. 25

ἀγῶνα θεῖναι καὶ τὴν ἐκεχειρίαν δεῖγμα ποιούμενον τῆς αὐτοῦ προ-
316

αιρέσεως, ὅσοις δ' ἐπολέμησε, τούτους πάντας βεβλαφέναι κατὰ


τὴν ἀνάγκην καὶ κατ' ἐπιταγήν, ἑκουσίως δὲ παραίτιον κακῶν οὐ-
δενὶ γεγονέναι τῶν ἀνθρώπων. ἑξῆς δὲ τούτοις παρὰ μὲν τῷ
ποιητῇ τὸν Δία παρεισάγεσθαι δυσαρεστούμενον τῷ Ἄρει καὶ
λέγοντα·
  ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν·
  αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε.
ὁμοίως δὲ καὶ τὸν φρονιμώτατον τῶν ἡρώων λέγειν·
  ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος
  ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος.
ὁμογνωμονεῖν δὲ τῷ ποιητῇ καὶ τὸν Εὐριπίδην, ἐν οἷς φησιν·
  εἰρήνα βαθύπλουτε,   καλλίστα μακάρων θεῶν,   ζῆλός μοι σέθεν, ὡς χρονίζεις.
  δέδοικα δὲ μὴ πρὶν ὑπερβάλῃ με γῆρας,  
  

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis P. 375, l. 10

τῆς πολλοὶ τῶν ἐπιγινομένων προάγονται πρὸς τὸν ὅμοιον ζῆλον,


τῆς δὲ τῶν φαύλων ἀνανδρείας ὀνειδιζομένης οὐκ ὀλίγοι τῶν πρὸς
τὴν κακίαν ὁρμώντων ἀποτρέπονται. διὸ καὶ χρηστέον οὐ παρέρ-
γως τῇ τῆς ἱστορίας παρρησίᾳ πρὸς ἐπανόρθωσιν τοῦ κοινοῦ βίου.
364. Ὅτι ὁ Πτολεμαῖος ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου, ἐκπεσὼν τῆς
βασιλείας παρὰ τοῦ ἰδίου ἀδελφοῦ, ἐν ἰδιώτου σχήματι οἰκτρῷ
κατήντησεν εἰς τὴν Ῥώμην μετὰ σπάδωνος ἑνὸς καὶ τριῶν παίδων.
πεπυσμένος δὲ κατὰ τὴν πορείαν τὸ κατάλυμα τὸ τοῦ Δημητρίου
τοῦ τοπογράφου, πρὸς τοῦτον ζητήσας κατέλυσε πεφιλοξενημένον
ὑπ' αὐτοῦ πλεονάκις ἐν τῇ κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἐπιδημίᾳ·
ᾤκει δὲ ἐν ὑπερώῳ στενῷ καὶ παντελῶς εὐτελεῖ διὰ τὸ μέγεθος
τῶν ἐν τῇ Ῥώμῃ μισθῶν. ὥστε τίς ἂν πιστεύσειεν τοῖς ὑπὸ τῶν
πολλῶν νομιζομένοις ἀγαθοῖς ἢ τοὺς ὑπὲρ τὸ μέτριον εὐτυχοῦντας
μακαριστοὺς ἡγήσαιτο; ὀξυτέραν γὰρ καὶ μείζονα μεταβολὴν τύχης
καὶ περιπέτειαν οὕτως ἀνέλπιστον οὐκ ἄν τις ἑτέραν ῥαδίως εὕροι.
οὐδεμιᾶς γὰρ αἰτίας ἀξιολόγου γενομένης, τὸ τηλικοῦτο τῆς βασι-
λείας ἀξίωμα πρὸς ἰδιωτικὴν ταπεινότητα τύχης ἐπεπτώκει, καὶ
ὁ τοσαύταις μυριάσιν ἐλευθέρων ἐπιτάττων ἄφνω

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56) P. 449, l. 5

τε κόμητι τοῦ στάβλου καὶ τῷ λογοθέτῃ τῶν ἀγελῶν συστῆσαι


τὸν ἀριθμὸν τῶν σαγμαρίων, ἔτι δὲ καὶ τῶν βασιλικῶν ἱπ-
παρίων καὶ ἄλλων τινῶν ἵππων, ὅσα ἂν ἐβουλήθη εἰς τὸ
κίνημα δοῦναι οἷς αὐτὸς ἐκέλευεν, ὁμοίως καὶ κατὰ τὴν ὁ-
δὸν, οἷον στρατιώταις, πρόσφυξιν, ἄρχουσι καὶ τοῖς ὁμοί-
οις. καὶ ταῦτα δὲ πάντα διοικήσας, ὥριζε τὸν ἐκ προσώπου  
αὐτοῦ ἐν τῇ πόλει, καὶ ἐδίδου αὐτῷ διατάξεις ταύτας· ἀ-
παριθμῆσαι τὸν λαὸν, ὅσοι τε ὑπὸ τὰ τάγματά εἰσι τῆς πόλε-
ως καὶ ὅσοι ὑπὸ τὸν ὕπαρχον, καὶ τούτους προορίζειν καθ'
317

ἑαυτὸν, ἐν ποίῳ μέρει ἕκαστον τούτων τῶν συστημάτων φυ-


λάξει τὴν πόλιν ἐν καιρῷ ἐπιδημίας ἐχθρῶν· ἀνορθοῦν δὲ
καὶ τὰ τῶν τειχῶν κλάσματα καὶ τὰ μὲν ἐκ δύσεως ἐρχόμε-
να μανδάτα καταμηνύειν, ἕως ἂν αὐτὸς ὁ βασιλεὺς τὰ οἰ-
κούμενα παρέλθῃ· μετὰ δὲ ταῦτα τὰ μὲν σπουδαῖα καὶ
κίνδυνον σύντομον ἀπειλοῦντα διοικεῖν αὐτὸν, καθὼς ἂν νο-
μίσῃ συμφέρον εἶναι, βουλευόμενον μετὰ τῶν χρησιμωτέρων
τῆς πόλεως· τὰ δὲ μηδεμίαν σπουδὴν ἔχοντα, ἀλλ' εὐτελῆ
ὄντα καὶ φανερὰ, διοικεῖν, τὰ δὲ μεγάλης φροντίδος δεόμενα
ὑποκρατεῖν μέχρι τῆς ὑποστροφῆς τοῦ βασιλέως· προσέχειν
δὲ μάλιστα περὶ αἰφνιδίου ἐπιδημίας ἐχθρῶν,

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56) P. 638, l. 6

ἀνθύπατοι καὶ πατρίκιοι.

Ἐκ μὲν τῶν καθ' ἡμᾶς νοημάτων τῆς εὐσεβείας, καθὼς


ὁ ἐμὸς λόγος, ὑποτυπώσομαι. τὸ μὲν περιβεβλῆσθαι λώρους
τοὺς μαγίστρους καὶ πατρικίους ἐν τῇ ἑορτασίμῳ ἡμέρᾳ τῆς
ἀναστάσεως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν εἰς τύπον ἡγούμεθα  
τοῦ ἐνταφιασμοῦ αὐτοῦ· τὸ δὲ κεχρυσῶσθαι αὐτοὺς εἰς
ταύτης λαμπρότητα, ἡλιοβολουμένους ἐξ ἡλίου Χριστοῦ αὐ-
τοῦ τῇ ἐγέρσει. αὐτούς τε τοὺς μαγίστρους καὶ πατρικίους
ἐν τύπῳ χρηματίζειν τῶν ἀποστόλων, τόν τε χρηστὸν βα-
σιλέα κατὰ τὸ ἐφικτὸν ἀναλογοῦντα Θεῷ. διὸ καὶ τὰ κατὰ
τὸν ἐπιδήμιον λόγον λεγόμενα σκεπαῖα σκοπὸν ἔχει ἐντετυ-
πῶσθαι συμβόλοις ἐπινικίοις, ἃ κατὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἔγερσιν
τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἰς ἀφομοίωσιν τοῦ σταυροῦ λογισθήσον-
ται, δι' οὗ τὸ κατὰ τοῦ ᾅδου ὁ Χριστὸς τρόπαιον ἤρατο.
τὸ δὲ ταῖς χερσὶ κρατεῖσθαι παρ' αὐτῶν ἀνεξικακίας τόμους,
καθὼς ἡ ἐγχώριος κατονομάζει φωνὴ, οὐχ οὕτως ἔχει τὸ
ἀληθὲς, ἀλλ' ἐπειδὴ τοῦ Σωτῆρος τοῖς μαθηταῖς ἐοίκασι δῆ-
θεν οἱ πατρίκιοι, καὶ αὐτῷ τῷ βασιλεῖ κατὰ τὴν σωτηριώδη
νομοθεσίαν αὐτῶν τόμους κρατεῖν ταύτην ἐγγεγραμμένους.
τὸ δὲ τὰς κνήμας λινῷ ἐσφινῶσθαι ἀμφίῳ μετὰ καὶ χρυσω-
μένων πεδίλων, ταὐτὸ τοῦτο καὶ νεκρότητος καὶ λαμπρότη

Josephus Genesius Hist., Βασιλεῖαι Book 4, sec. 23, l. 25

φοράς, ἀπιόντος δὲ κατὰτὰ πρόσθεν τύπῳ σταυρικῷ σχηματισαμέ-


νου, ἅτε καθηγουμένου τῆς συσκευῆς, οἱ ἐν παραβύστῳ σκηνῆς ἐνεδρεύ-
οντες ξιφηφόροι ἐπῄεσαν, καὶ προσενώπιον βασιλέως ἀνηλεῶς ἀπο-
κτέννοντες κατακερματίζουσι καίσαρα, μηνὶ Ἀπριλίῳ καʹ, ἰνδικτιῶνος
ιδʹ· μεθ' ὧν Χάλδος τις παρεύρητο, ᾧ Τζιφιναρίτης ἐπώνυμον. τῆς
οὖν στασιώτιδος ἐπηρείας ἀθρόως ἐπισυστάσης τοῦ τε βασιλέως ἐνθρο-
318

ηθέντος καὶ τῷ πτώματι ἀκουσίως ἐγκρημνισθέντος ὁ ἐπὶ τῆς βασιλι-


κῆς βίγλης ὑπερασπίζων ἦν βασιλεῖ Κωνσταντῖνος δρουγγάριος, τὸ
μὴ συμπεφονεῦσθαι αὐτόν, οἷα πιστὸς ὑπερασπιστὴς καὶ μέχρι ψυχῆς
τὸ εὔνουν ἐπιδεικνύμενος. καὶ τάχα ἂν ἀμφότεροι διεφθάρησαν, εἰ μὴ
αὐτὸς ἐκεῖνος εὐφημίαις ἐπιδημίοις καὶ αὐταῖς παλάμαις ἐπήμυνε θαρσο-
ποιήσας τὸν ἄνακτα καὶ τῶν μιαιφόνων ἐξήνεγκεν, καλοκἀγαθίᾳ
γνώμης καὶ εὐτολμίᾳ φραττόμενος. ὡς οὖν οἱ μιαιφόνοι τὸ λείψανον
πολλοῖς τμήμασι διενείμαντο, τὰ τούτου αἰδοῖα κοντῷ διαρτήσαντες
ἐθριάμβευον· οὕτως γὰρ καὶ μετὰ θάνατον αἰκίζειν ἐξέμηναν. ὑπὲρ  
καίσαρος δὲ οὐκ ὀλίγος ὄχλος ἐπέτρεχεν· καὶ προσεκεχωρήκει ἂν πόλεμος
κατ' ἀλλήλων, εἰ μὴ παρὰ τοῦ αὐτοῦ Κωνσταντίνου πάσῃ δυνάμει
ἀνέσταλτο. δι' οὗ τινα τῶν κακῶν ἀνεχαίτιστο, τὰ πλείω δὲ ἐκυμαίνετο
μεῖζον ἢ τὸ Ἰκάριον πέλαγος Εὔρου δεινοῦ ἐπιπνέοντος· οὐδείς τε τῶν
κατὰ πολεμίων ἐπιχειρήσεων ἢ καθ' ἑαυτὸν ἕκαστος ἔμφροντις ἦν,
τοῦ μὲν ὑπὲρ βασιλέως γε νήφοντος, τοῦ δὲ ὑπὲρ καίσαρος,

Γεώργιος Μοναχός. Chronicon (lib. 1-4) P. 494, l. 17

λεμεῖτο, ὁ δὲ Ἰωσίας τοὺς πλησίον παρεφυλάττετο, καὶ μέν-


τοι καὶ Ἐζεκίας ἐδειλία τὴν ἀλαζονείαν τοῦ Σεναχηρείμ; καὶ
τῷ μὲν Ἰησοῦ οἱ Ἀμορραῖοι ἠναντιοῦντο, τῷ δὲ Μωσῇ ὁ
Ἀμαλὴκ ἀντεστρατεύετο, καὶ ὅλως ἄσπονδα ἦν τοῖς ἔθνεσι
πρὸς τὸν Ἰσραὴλ τὰ τῆς φιλίας, ὡς μέχρι νῦν μαρτυροῦσι
τὰ πράγματα.
 Καὶ οἱ γραμματεῖς ἀποκριθέντες εἶπον· οὐκ ἀρνούμεθα
ὡς ταῦτα μὲν πάντα γέγραπται, προσδοκῶμεν δὲ τὸν μη-
δέπω παραγενόμενον θεὸν λόγον. ὁ δὲ Σίλβεστρος ἔφη·
καὶ πῶς οὐκ ἠκούσατε τοῦ Δανιὴλ προλέγοντος φανερῶς
καὶ τὸν καιρὸν καὶ τὴν θείαν τοῦ σωτῆρος ἐπιδημίαν; φησὶ
γὰρ ὁ προσδιαλεγόμενος αὐτῷ ἄγγελος· οʹ ἑβδομάδες συν-
ετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν
τοῦ συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν καὶ τοῦ ἐξιλάσασθαι ἀδικίαν
καὶ τοῦ σφραγίσαι ἁμαρτίας καὶ ἀπαλεῖψαι τὰς ἀδικίας καὶ
τοῦ ἀγαγεῖν δικαιοσύνην αἰώνιον καὶ τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν
καὶ τοῦ χρῖσαι ἅγιον ἁγίων. καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις ἀπὸ  
ἐξόδου λόγων τοῦ ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερου-
σαλὴμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ζʹ καὶ ἑβδομάδες
ξβʹ. καὶ πρὸς μὲν τοῖς ἄλλοις ἴσως προφασιζόμενοι εἰς
μέλλοντα χρόνον ἀναβάλλεσθε τὰ γεγραμμένα. τί δὲ πρὸς

Γεώργιος Μοναχός. Chronicon (lib. 1-4) P. 741, l. 16

καὶ τιμωμένας ἀπεδέξαντο καὶ οὐδὲν περὶ αὐτῶν ἐλάλησαν


ἐναντίον. πλὴν οὖν τὴν μὲν καθαίρεσιν τῶν ἱερῶν εἰκόνων
ἀκούομεν μέλλειν ἔσεσθαι, ἀλλ' οὐκ ἐπὶ τῆς σῆς βασιλείας.
τοῦ δὲ καταναγκάσαντος αὐτὸν ἐπὶ ποίας εἰπεῖν βασιλείας
καὶ ἀκούσας· ἐπὶ Κόνωνος, ἀποκριθεὶς εἶπεν· ὄντως ἐγώ
εἰμι καὶ οὕτω παιδιόθεν ἐκλήθην. καὶ ὁ μέγας Γερμανὸς
ὑπολαβὼν ἔφη· μὴ γένοιτο, δέσποτα, διὰ τῆς σῆς βασιλείας
319

πραχθῆναι τὸ κακὸν τοῦτο καὶ θεοστυγές. ἀντιχρίστου γάρ


ἐστι πρόδρομος ὁ τοῦτο πληρῶν καὶ τῆς ἐν σαρκὶ τοῦ θεοῦ
λόγου ἐπιδημίας ἀνατροπεὺς καὶ ἀντίδικος. ὁ δὲ θεομάχος
τύραννος ταῦτα ἀκούσας καὶ ὡς λέων βρύξας αὐτίκα καὶ
σφόδρα χαλεπήνας ἀτίμως τὸν δίκαιον ἐξήλασεν εἰδωλο-
λάτρην ἀποκαλέσας, καὶ ταῖς ἰδίαις χερσὶ ῥαπίσας τῶν βασι-
λείων ἐξελαύνει.  
 Φασὶ δέ τινες καὶ τοῦτο πιστότατοι ἄνδρες, ὅτι πρὸς τῇ
Βασιλικῇ καλουμένῃ κινστέρνῃ τῇ οὔσῃ πλησίον τῶν Χαλκο-
πρατείων παλάτιον ἦν σεμνόν, ἐν ᾧ ὑπῆρχε κατὰ τύπον ἀρ-
χαῖον οἰκουμενικὸς διδάσκαλος ἔχων μεθ' ἑαυτοῦ ἑτέρους
μαθητὰς αὐτοῦ καὶ συλλήπτορας προύχοντας ἄνδρας τὸν
ἀριθμὸν ιβʹ πᾶσαν ἐπιστήμην μετερχομένους

Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 600, l. 6

Ἐζεκίας ἐδειλία τὴν ἀλαζονείαν τοῦ Σεναχειρίμ·


καὶ τῷ μὲν Ἰησοῦ οἱ Χαναναῖοι ἠναντιοῦντο, τῷ
δὲ Μωσεῖ Ἀμαλὴκ κατεστρατεύετο. Καὶ ὅλως
ἄσπονδον ἦν τοῖς ἔθνεσι πρὸς τὸν Ἰσραὴλ τὰ τῆς
φιλίας, ὡς μέχρι νῦν μαρτυροῦσι τὰ πράγματα.  
Τότε ἀποκριθέντες οἱ Γραμματεῖς εἶπον· «Οὐκ
ἀρνούμεθα ὡς 394 ταῦτα γέγραπται· προσδο-
κῶμεν δὲ τὸν μηδέπω παραγενόμενον Θεὸν Λόγον.»
Ὁ δὲ Σίλβεστρος ἔφη· «Καὶ πῶς οὐκ ἠκούσατε
τοῦ Δανιὴλ προλέγοντος φανερῶς καὶ τὸν καιρὸν καὶ
τὴν θείαν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν; φησὶ γὰρ ὁ
προσδιαλεγόμενος αὐτῷ ἄγγελος· «Οʹ ἑβδομάδες
συνετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν
τὴν ἁγίαν τοῦ συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν,»  – »καὶ
τοῦ ἐξιλάσασθαι ἀδικίαν, καὶ τοῦ σφραγῖσαι
[ἁμαρτίας καὶ ἀπαλεῖψαι ἀδικίας, καὶ τοῦ
ἀγαγεῖν δικαιοσύνην αἰώνιον καὶ τοῦ σφραγῖσαι]
ὅρασιν καὶ τοῦ χρῖσαι [Ἅγιον] ἁγίων. (104b) Καὶ γνώ-
σῃ καὶ συνήσεις, ἀπὸ ἐξόδου λόγων τοῦ ἀποκριθῆναι
καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλὴμ ἕως Χριστοῦ ἡγου-
μένου ἑβδομάδες ζʹ καὶ ἑβδομάδες ξβʹ.»

Joannes Scylitzes Hist., Synopsis historiarum Emperor life Bas1, sec. 43, l. 9

τοῖς Ῥῶς δὲ συμβάσεις θέμενος ἐν μετοχῇ γενέσθαι τοῦ σωτηρίου βαπτί-


σματος αἴτιος γέγονε, πεμφθέντος αὐτοῖς καὶ ἀρχιερέως.
Ἀλλ' ἄξιον διηγήσασθαι καὶ τὸ γεγονὸς θαῦμα παρὰ τοῦ
πεμφθέντος ἀρχιερέως. ἔτι γὰρ τῇ δεισιδαιμονίᾳ κατεχόμενος αὐτός τε ὁ
ἄρχων καὶ οἱ μεγιστᾶνες αὐτοῦ καὶ τὸ ἅπαν ἔθνος, καὶ σκοπούμενοι περί
τε τῆς πρῴην αὐτῶν θρησκείας καὶ τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως,
320

εἰσκαλοῦσι τὸν ἄρτι πρὸς αὐτοὺς φοιτήσαντα ἀρχιερέα. ὃν ὁ ἄρχων


ἐπηρώτα, τίνα τὰ παρ' αὐτοῦ καταγγελλόμενα καὶ αὐτοῖς διδάσκεσθαι
μέλλοντα. τοῦ δὲ τὴν ἱερὰν τοῦ θείου εὐαγγελίου προτείναντος βίβλον,
καί τινα θαύματα ἐξηγουμένου τῶν ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ
ἐπιδημίᾳ τερατουργηθέντων, ‘εἰ μή τι τῶν ὁμοίων τὸ πλῆθος’, ἔφη,
’τῶν Ῥῶς καὶ ἡμεῖς θεασόμεθα, καὶ μάλιστα, ὁποῖον λέγεις ἐν τῇ καμίνῳ
τῶν τριῶν παίδων γενέσθαι, οὐκ ἄν σοι ὅλως πιστεύσωμεν.’ ὁ δὲ τῷ  
ἀψευδεῖ πιστεύσας λόγῳ τοῦ εἰπόντος ὅτι· ‘ὃ ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί
μου, λήψεσθε,’ καὶ ‘ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ τὰ ἔργα, ἃ ἐγὼ ποιῶ, καὶ αὐτὸς
ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει’, ἔφη πρὸς αὐτούς· ‘εἰ καὶ μὴ ἔξεστιν
ἐκπειράζειν κύριον τὸν θεόν, ὅμως, εἰ ἐκ ψυχῆς διεγνώκατε προσελθεῖν
τῷ θεῷ, αἰτήσασθε, ὅπερ βούλεσθε, καὶ ποιήσει τοῦτο πάντως διὰ τὴν
πίστιν ὑμῶν ὁ θεός, κἂν ἡμεῖς ἐσμεν ἐλάχιστοι καὶ ἀνάξιοι’. οἱ δὲ εὐθέως
ᾐτήσαντο τὴν τοῦ θείου εὐαγγελίου πυκτίδα ἐν τῇ παρ' αὐτῶν ἀνα-
φθείσῃ ῥιφῆναι πυρκαϊᾷ, καὶ εἰ ἀβλαβὴς αὕτη τηρηθείη, προσελθεῖν καὶ

Joannes Scylitzes Hist., Synopsis historiarum Emperor life Bas2+Const8, sec. 38, l.
26

τῷ θεράποντι τοῦ Ἰωάννου καὶ τὴν σφαγὴν αὐτουργῆσαι ὀφείλοντι, δώροις ὑποκλα-
πέντι, παρ' αὐτοῦ σφάττεται κατὰ τὸ Στούπιον οἰκητήριον. Διάβολις ὁ τόπος
ἐκαλεῖτο ἀνέκαθεν, ἔνθα ἡ τοῦ Θεοδώρου ἐτελέσθη σφαγή.
ἐπεὶ δὲ ἔγνω τὸν Ἰωάννην δόλῳ καὶ περινοίᾳ γράψαντα τὰ γραφέντα
καὶ τἀναντία, ὧν ὑπισχνεῖτο, διανοούμενον, ἐπανέστρεψε πάλιν πρὸς
Βουλγαρίαν, καὶ λεηλατήσας τὴν περίχωρον Ὀστροβοῦ καὶ τοῦ Σωσκοῦ
καὶ τὴν πεδιάδα Πελαγονίας τοὺς ἁλισκομένους πάντας ἀπετύφλου
Βουλγάρους. ἄπεισιν οὖν ἄχρι τῆς πόλεως Ἀχρίδος, ἐν ᾗ τὰ βασίλεια
τῶν βασιλέων ἵδρυντο Βουλγαρίας. καὶ τὴν πόλιν παραλαβὼν καὶ
πάντα καλῶς διαθεὶς ἔμελλε καὶ προσωτέρω βαδίζειν καὶ τῆς πρὸς τὸ
Δυρράχιον ἅψασθαι. ἐδεῖτο γὰρ τῆς ἐπιδημίας αὐτοῦ τὰ ἐκεῖσε. ἕως
μὲν γὰρ Τριβαλίας καὶ τῶν ἀγχοτάτω Σερβίας μερῶν ἦρχε Βλαδιμηρὸς
ὁ ἐπὶ θυγατρὶ τοῦ Σαμουὴλ κηδεστής, ἀνὴρ ἐπιεικὴς καὶ εἰρηνικὸς καὶ  
ἀρετῆς ἀντεχόμενος, ἠρεμίαν εἶχε τὰ ἐν Δυρραχίῳ. ἐπεὶ δὲ ὁ Γαβριὴλ
παρὰ τοῦ Ἰωάννου ἀπώλετο, καὶ οὗτος παρασπονδηθεὶς καὶ τοῖς
ὅρκοις πιστεύσας παρὰ Ἰωάννου δοθεῖσιν αὐτῷ διὰ Δαβὶδ τοῦ ἀρχιε-
πισκόπου Βουλγαρίας ἑαυτὸν ἐνεχείρισε καὶ μετὰ μικρὸν ἀπεσφάγη,
πολὺν εἶχε τάραχον καὶ κλόνον τὰ ἐκεῖσε πράγματα, ἐγκειμένου καθ'
ἑκάστην καὶ διὰ στρατηγῶν πολλάκις τοῦ Ἰωάννου καὶ δι' ἑαυτοῦ
πάλιν ἑλεῖν τὴν πόλιν. καὶ διὰ τοῦτο ἐβούλετο μὲν ὁ βασιλεὺς ἀπελ-
θεῖν καὶ βοηθῆσαι, ἐκωλύθη δὲ δι' αἰτίαν οὐκ ἄλογον. ἀπερχόμενος γὰρ

Scylitzes Continuatus, Continuatio Scylitzae P. 140, l. 18

σωσεν, ἐκινδύνευσεν ἂν πανστρατιᾷ ἡ τῶν Ῥωμαίων ἡλικία, ὅση πρὸς


τὴν ἐνταῦθα ἐκστρατείαν συνέδραμε. Τῆς φήμης δὲ καταλαβούσης τὸν
βασιλέα πολλή τις ἀνία κατέσχεν αὐτόν. Μήπω δὲ σχεδὸν ταύτης ἠκου-
σμένης ἑτέρα ἐπῆλθεν ὀξυτέρα φήμη καὶ τομωτέρα πολλῷ, τοὺς Τούρ-
κους ἀπαγγέλλουσα τὴν ἐν Χώναις πολιτείαν καὶ αὐτὸν τὸν περιβόητον
321

ἐν θαύμασι καὶ ἀναθήμασι τοῦ Ἀρχιστρατήγου ναὸν καταλαβεῖν ἐν μα-


χαίρᾳ, καὶ φόνου μὲν ἅπαντα τὰ ἐκεῖσε πληρῶσαι καὶ λύθρου, πολλὰς δὲ
ὕβρεις τῷ ἱερῷ ἐμπαροινηθῆναι, ἱππῶνα τὸν πάνσεπτον ἐργασαμένους
ναόν, καὶ τὸ δὴ σχετλιώτερον μηδὲ τὰς τοῦ χάσματος σήραγγας, ἐν ᾧπερ
οἱ παραρρέοντες ποταμοὶ ἐκεῖσε χωνευόμενοι διὰ τῆς τοῦ Ἀρχιστρατή-
γου παλαιᾶς ἐπιδημίας καὶ θεοσημίας ὡς διὰ πρανοῦς ἀστατοῦν τὸ ῥεῦμα
καὶ λίαν εὐδρομοῦν ἔχουσι, τοὺς καταφυγόντας διατηρῆσαι καὶ ὑπαλύξαι
τὸν κίνδυνον ἰσχῦσαι, ἀλλ', ὅπερ οὐ γέγονέ ποτε, πλημμυρῆσαι τὸ ὕδωρ
καὶ οἷον ἀναρροιβδῆσαι καὶ ἀνερεύξασθαι καὶ πάντας ἄρδην τοὺς κατα-
πεφευγότας κατακλύσαι καὶ διὰ ξηρᾶς ὑποβρυχίους ποιήσασθαι. Ταῦτα
τοιγαροῦν ἐπιδιηγηθέντα πολλὴν ἐνῆκαν τὴν ἀθυμίαν ἡμῖν λογιζομένοις
θεοσημίαν εἶναι τὸ γεγονὸς καὶ μῆνιν καὶ χόλον Θεοῦ, ὡς μὴ μόνον τῶν
πολεμίων, ἀλλὰ καὶ τῶν στοιχείων ἀντιμαχομένων ἡμῖν. Πρότερον μὲν
γὰρ ἡ τοσαύτη τῶν ἐθνῶν ὁρμὴ καὶ ἔπαρσις καὶ τῶν ὑπὸ Ῥωμαίους τε-  
λούντων κατακοπὴ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐδόκει, κατὰ τῶν αἱρετικῶν δὲ οἳ
τὴν Ἰβηρίαν καὶ Μεσοποταμίαν ἄχρι Λυκανδοῦ καὶ Μελιτηνῆς καὶ τὴν

Scylitzes Continuatus, Continuatio Scylitzae P. 158, l. 22

διὸ καὶ πολέμῳ κριθῆναι τὸ πᾶν ἔδοξε. Διαβὰς οὖν τὸν ποταμὸν ὁ καῖσαρ
καὶ ὁ συστράτηγος αὐτοῦ Νικηφόρος ὁ Βοτανειάτης μετὰ τῆς λοιπῆς
πληθύος αὐτίκα πρὸς πόλεμον τῷ Ῥουσελίῳ προσέβαλε. Μὴ ἐνεγκόντων
δὲ τῶν Ῥωμαίων τὴν τῶν Φράγκων ἐπίθεσιν φυγὴ γίνεται παντὸς τοῦ
στρατοῦ, καὶ ἁλώσιμος ὁ καῖσαρ τῷ Ῥουσελίῳ καθίσταται καὶ ἄλλοι
πολλοί, τοῦ Βοτανειάτου μόνου φυγόντος σὺν ὀλίγοις τισίν. Ἐγεγόνει
τοίνυν ὁ Ῥουσέλιος ἐκ τούτου μέγας καὶ διαβόητος τῷ μεγέθει τοῦ κα-
τορθώματος. Χωρῶν δὲ κατευθὺ τοῦ Βυζαντίου τὸν καίσαρα εἶχε σι-
δηρόδετον καὶ πολλοῖς ἀνιαροῖς περιαντλούμενον καὶ λυπηρῶν κύμασιν
ἀλλεπαλλήλοις βαλλόμενον. Ὡς δὲ προσηγγέλθη καὶ τοῦτο δὴ τὸ οἰκεια-
κὸν ἀτύχημα τῷ βασιλεῖ καὶ ἡ τοῦ Φράγκου ἐπιδημία τοὺς πάντας ἐξ-
έπληξε, πολλή τις ἀθυμία καὶ μέριμνα κατέσχεν αὐτόν τε καὶ τοὺς λοιποὺς
ἅπαντας. Τὴν ἐξ ἐκείνου οὖν ὁδοιπορίαν διηνυκὼς ὁ Ῥουσέλιος, ἐπαγό-
μενος μεθ' ἑαυτοῦ τόν τε καίσαρα καὶ τὸν Μαλέσην Βασίλειον, ἄρτι τῆς
σὺν τῷ Διογένει αἰχμαλωσίας ἀπολυθέντα, κατασκηνοῖ ἐν Χρυσοπόλει
καὶ ταῖς ἐκεῖσε οἰκίαις ἐνῆκε τὸ πῦρ καὶ πολλὴν ἀνήγειρε τοῖς ἐποίκοις
τὴν βοὴν καὶ τὸν κωκυτόν. Καταμαλάξαι δὲ σπεύδων ὁ βασιλεὺς τὴν τοῦ  
βαρβάρου θρασύτητα ἀξίωμά τε ὑπισχνεῖται κουροπαλάτου δοῦναι αὐτῷ,
προσεπιπέμπει δὲ καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα. Μεταπέμπεται δὲ καὶ
Τούρκους κατ' αὐτοῦ λαθραίως, πολλαῖς ὑποσχέσεσι πείθων τὸν Ῥουσέλιον
καταγωνίσασθαι. Ὁ δὲ ὁρῶν ἑαυτὸν ἀσθενῆ πρὸς τοσαύτην πληθύν,

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 20, l. 16

κράτος μέλλειν περιθεῖναι κατηγορεῖτο, τῶν ὀφθαλμῶν μετ'


ὀλίγον ἐστέρηται.
 Ἀπαλλαγεὶς οὖν ὁ βασιλεὺς τῆς τοσαύτης φροντίδος,
εἰς ἑτέραν αὖθις ἀνάγκην ἐνέπεσε. πόλεμος γὰρ ἀλλόφυλος
ναυτικὸς ἄχρι τῆς Προποντίδος τὴν βασιλίδα κατέλαβε, πλοίων
322

Ῥωσικῶν τῶν τετρακοσίων οὐκ ἀποδεόντων ἐπιρραξάντων


αὐτῇ, καταφράκτων ὅπλοις τε καὶ πολεμικῇ ἐμπειρίᾳ καὶ πλή-
θει τῶν ἐν αὐτοῖς εἰσπλεόντων. καὶ κατεῖχε φόβος τὴν Βύ-
ζαντος οὐκ ἐλάχιστος διὰ τὸ ἀπαράσκευον ἐκ τῆς ἀπροόπτου
τοῦ ἔθνους ἐπιδημίας. ὅμως τὰ παρατυχόντα μακρὰ πλοῖα
καὶ λοιπὰς ἑτέρας ναῦς πολεμικὰς ὁ βασιλεὺς συστησάμενος,
καὶ πεζικῇ δυνάμει τοὺς παρακειμένους αἰγιαλοὺς συμπερι-
λαβών, καὶ προσθήκην ἑκάστοτε τῆς πεζικῆς καὶ ναυτικῆς
ἰσχύος λαμβανούσης διὰ γραμμάτων φοιτώντων εἰς τὰς κατὰ
χώραν ἡγεμονίας, ἐν ἡμέρᾳ πρώτῃ τῆς ἑβδομάδος ἣν κυρια-
κὴν ὁ χριστιανικώτατος οἶδε λαὸς ἐκ τῆς τοῦ κυρίου ἡμῶν
ἀναστάσεως, ἐκτάξας ἄμφω τὰς δυνάμεις (ἀνῆλθε γὰρ καὶ  
αὐτὸς μετὰ τῆς βασιλικῆς νεὼς) καὶ τὸ ἐνυάλιον ἀλαλάξαι
προστάξας ἐπῆλθε τοῖς ἐναντίοις, τὰς πρῴρας λελαμπρυσμέ-
νας ἔχων τῶν οἰκείων νεῶν τῷ Μηδικῷ πυρί, καὶ συρραγεὶς

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 23, l. 17

παρὰ τῶν συνόντων ἀνηγορεύθη, καὶ διττὴν ἑτέραν ἡμέραν


διαλιπὼν ὥρμησε σὺν πολλῇ πεποιθήσει πρὸς τὴν εὐδαίμονα
μεγαλόπολιν. οἱ δὲ προαχθέντες παρὰ τοῦ βασιλεύοντος ἐξ
αὐτῆς στρατιῶται, καί τινες τῶν ἐπισήμων τοῦ παλατίου
προσμένοντες ἐς ἄστυ τῆς Σηλυμβρίας, ὡς ἔμαθον τὴν τού-
του ἔφοδον πολλὴν καὶ ἀνύποιστον ὡς βαρεῖ στρατῷ καὶ μα-
χιμωτάτῳ συγκροτουμένην, ᾗ ποδῶν εἶχον γεγόνασιν ὀπισθόρ-
μητοι. καὶ οἱ ἐπὶ τῶν ὑπαίθρων, ἐφοδιάσαντες ἑαυτοὺς ὡς
ἑκάστῳ παρεῖχε τὸ ἐπικείμενον τοῦ καιροῦ, ἐπὶ τὰς πύλας
ὠθοῦντο τῆς πόλεως, ἄλλος ἄλλον προφθάνειν κατεπειγόμενοι.
μικρὸν δ' ὕστερον ἡ τοῦ ἀποστάτου ἐπιδημία φοβερά τις καὶ
καταπληκτικὴ κατηγγέλλετο, ἵππῳ στρατιωτικῷ καὶ πεζικῷ δυ-
νάμει μὴ ἀποδέουσα πρὸς μάχην βασιλικήν. ἐδῃοῦντο δὲ
καὶ τὰ προστυχόντα καὶ διηρπάζοντο· καὶ οὐδενὸς ἡττᾶται
τῶν ἐθνικῶν ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. τειχήρεις οὖν γεγονότες οἱ
περὶ τὴν βασιλεύουσαν σχεδὸν ἅπαντες τῶν ἐντὸς εἶχον τὴν
φυλακὴν ἰσχυρῶς. καὶ ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τῆς ἐν Βλαχέρναις  
καθήμενος ἀκροπόλεως ἤλγει τὴν οἰκείαν ἐπικράτειαν οὕτω
λυττῶσαν καὶ μαινομένην, ἔστι δ' οἷς καὶ τὰ ἔσχατα πάσχου-
σαν καθορῶν. ἐπεὶ δὲ τοῖς τείχεσι προσεγγίσας ὁ τύραννος
τῷ πλήθει καὶ ταῖς δυνάμεσιν ἐνηβρύνετο, βασιλικῶς καὶ

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 102, l. 19

παρεστήσατο τὴν βασιλίδα πρὸς τὴν ἑώαν ἐκστρατείαν καὶ


ἀποφοίτησιν, καὶ ὁ ζῆλος τῆς ἐκδικίας νενίκηκε τὴν κατὰ τὴν
βασιλίδα τρυφήν τε καὶ θυμηδίαν, καὶ τὸ κατὰ τὰς προόδους
μέχρις οὐρανοῦ φθάζον κλέος καὶ πόνους τούτων ἀντικαταλ-
λάξασθαι τὸν κρατοῦντα παρέπεισεν. ὃ καὶ πάντας κατέπληξε,
συμβαλόντας ὅτι εἰς τὸ διατάξασθαι μόνον τὴν τῆς ἐκστρατείας
323

παρασκευὴν καὶ ἀποσκευὴν οὐδὲ τριῶν ὅλων διάστημα μηνῶν


ἐξαρκεῖ. ὃ δὲ νεοπαγὴς γεγονὼς τά τε ἄλλα καταστησάμενος
ἦν, καὶ πρὸς τῇ ἀποσκευῇ καὶ στρατιωτικὸν ἐκ τῆς ἑσπέρας
καὶ τῆς τῶν Καππαδοκῶν φθάσας προσυνελέξατο, καὶ Σκύθας
συνεκαλέσατο, καὶ πρὸ τῆς τούτων ἐπιδημίας μετὰ τῶν ἐν τῇ
βασιλείῳ μόνων αὐλῇ τῆς ὁδοῦ σπουδαίως ἐφήψατο. εἰ δὲ
καὶ αὐτὸς ὁ ταῦτα συγγράφων τῶν ἐκ προκρίσεως αὐτῷ συ-
νεπομένων ἐτύγχανεν, καὶ τὰς τοῦ στρατοῦ διευθετῶν ὑπο-  
θέσεις ἐν κρίσεσι, πάντως ἂν οὐκ ἐξ ἀκοῆς ἀλλ' ἐξ αὐτοπτίας
τὰ καθεξῆς παραδώσει διὰ γραφῆς τοῖς μετέπειτα.
 Εἶχε μὲν οὖν βασιλέα ἡ τῶν Βιθυνῶν ἐπαρχία, καὶ μετ'
αὐτὴν Φρυγία, τὸ θέμα λέγω τῶν ἀνατολικῶν. καὶ συνή-
γοντο ἐκ διαταγμάτων προσφοιτησάντων οἱ τῶν ταγμάτων
ἐξάρχοντες, καὶ ὅσοι τὴν τάξιν ἀνεπλήρουν ἑκάστου τάγμα-
τος. καὶ ἦν ἰδεῖν τοὺς διαβοήτους λόχους ἐξ ὀλίγων

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 109, l. 11

ὧν ἦρχεν ἀνὴρ δραστήριος καὶ γένος αὐχῶν βασιλικὸν ἐκ


Περσίδος, ὀνόματι Ἀμερτικῆς, μακρόθεν ἑπόμενοι καὶ οἷον
δορυφοροῦντες ἢ πρὸς ἐπίδειξιν περιτρέχοντες. περὶ δὲ δείλην
ὀψίαν στρατοπεδευσάμενος ὁ βασιλεὺς πρὸ τοῦ Ἱεραπόλεως
ἄστεος τάφρον ἐκεῖσε καὶ χάρακα κατὰ τὸ εἰθισμένον ἐπήξατο.
οὔπω δὲ τὴν ἀποσκευὴν οἱ Ῥωμαῖοι βεβαίως ταῖς σκηναῖς
ἀποθέμενοι, μηδ' ἐγχρονίσαντες ταύταις, ὅσοι τῆς ὑπηρεσίας
ὑπῆρχον καὶ τῆς τῶν Ἀρμενίων συντάξεως, εὐθὺ τῆς πόλεως
ὥρμησαν. καὶ ἐπείπερ εὗρον αὐτὴν οὐ πάνυ διὰ τῶν ἐντὸς
ἀντιμαχομένην (ἔφθησαν γὰρ οἱ Σαρακηνοὶ τῷ φόβῳ τῆς
βασιλικῆς ἐπιδημίας φυγαδείαν ἑλέσθαι πέραν τοῦ Εὐφράτου
ποταμοῦ), ταχὺ βιασάμενοι τὰς πύλας ἐντὸς εἰσεπήδησαν.
καὶ σιτίων μὲν καὶ τῆς ἄλλης διατροφῆς εἰς κόρον μετακο-
μιδὴν ἐποιήσαντο (ἀφθονίαν γὰρ τούτων εὗρον ἐκεῖσε καὶ
οἴνου τι μέρος καὶ τῶν εὐτελεστάτων εἰδῶν), τῶν δὲ τιμιω-
τέρων λαφύρων ἀπέτυχον, προλαβόντων τῶν πολεμίων καὶ
συσκευασαμένων αὐτὰ μεθ' ἑαυτῶν ἐν τῷ ἀποδρᾶναι.
 Καὶ ταῦτα μὲν ἐπὶ τῆς μεγαλοπόλεως ἐκείνης, ἥτις
ἀμαχητὶ κρατηθεῖσα πολλὴν εὐμάρειαν δέδωκε τοῖς στρα-
τιώταις πρὸς τὴν ἐκεῖσε διαγωγήν, πλὴν τινῶν πύργων
ὑψηλοτάτων, τριῶν ἢ τεσσάρων, ἔνθα Σαρακηνοὶ ἀνιόντες,

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 128, l. 19

τοιοῦτον προβούλευμα διὰ τὸ λύειν τὴν στρατιὰν καὶ τὴν ἐπ'


οἴκου ἀπαναχώρησιν ἐπαγγέλλεσθαι. καὶ ἡ σκῆψις, ὅτι περ
οἱ πολέμιοι προτρέχοντες εἰς τὰ πρόσω, καὶ μηκέτι συνελθεῖν
εἰς χεῖρας τοῖς Ῥωμαίοις ἰσχύοντες, ἀκατάληπτοι πάντως εἰσί,
καὶ εἰς κενὸν ὁ δρόμος τοῖς διώκουσιν ἡμῖν παραγίνεται, καὶ
διὰ τοῦτο δέον ἐστὶν ἀπόμοιραν περιλειφθῆναι Ῥωμαίων πρὸς
324

ἀντιπαράταξιν ἀξιόχρεων, τὸν δὲ βασιλέα μετὰ τῆς λοιπῆς


ὑποστρέψαι δυνάμεως καὶ πρὸς τὰς οἰκίας ἕκαστον ἀποπέμ-
ψαι, κἀκεῖνον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλεύουσαν, ὡς ἂν διανα-
παυθεὶς ὁ στρατὸς ἰσχυρότερος ᾖ πρὸς τὸ ἐπιὸν ἔτος, πολέ-
μου τυχὸν γενομένου ῥαγδαιοτέρου δι' ἐπιδημίας τοῦ τῶν
ἀλλοφύλων ἐξάρχοντος.
 Ἐπεὶ δὲ τουτὶ τὸ ψήφισμα ἐκυρώθη, ἀνάμνησις γέγονε
τῷ βασιλεῖ τῶν τοῦ στρατοπέδου κριτῶν. καὶ μετακαλεσάμε-
νος ἡμᾶς μόνους ἐν τῷ δειλινῷ, τήν τε βουλὴν ὡς εἶχεν ἀνε-
κοινώσατο, καὶ γνώμην ἡμετέραν περὶ ταύτης ἐζήτησε. καὶ  
οἱ μὲν ἄλλοι τῶν δικαστῶν, μαρτυρούσης μοι τῆς ἀληθείας
αὐτῆς (οὐ γὰρ θρυπτόμενός τι λέξω ἢ ἐξαίρων ἐμαυτὸν, ἢ
σεμνόν τι καὶ παρὰ τῶν ἀνθρώπων θηρεύων ἔπαινον· οὐδὲ
γὰρ ἐμαυτῷ σύνοιδά τι ζηλωτόν τι καὶ περιδέξιον οὐδ' ὑπε-
ροχῆς τι μέτριον λείψανον· ἀγαπητὸν

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 137, l. 9

βασιλέως κατ' αὐτῶν ἐπιδίωξιν, ἀπόμοιραν μέν τινα τῶν τα-


γμάτων εἰς Κιλικίαν ἐξέπεμψεν, ἑνωθησομένην τῷ τῆς Ἀντιο-  
χείας δουκὶ τῷ Χατατουρίῳ, ἀνδρὶ γενναίῳ καὶ πολλὰ ἐπιδει-
ξαμένῳ τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ τὰ γνωρίσματα πρότερον, προδε-
ξαμένῳ δὲ παρὰ τοῦ βασιλέως εἰς Μαψουεστίαν ἀπαντῆσαι
ὡς τάχος καὶ τοῖς Τούρκοις ἐκεῖθεν παροδεύουσι συμμῖξαι
πολεμικῶς, ἅτε καὶ τῶν ἐν τοῖς ὀρεινοῖς τῆς Σελευκείας κα-
τοικούντων Ἀρμενίων προδιορισθέντων ἐν τοῖς στενωποῖς τοὺς
Τούρκους καταδραμεῖν καὶ κακῶσαι κατὰ τὸ ἐγχωροῦν. καὶ
γὰρ τὴν ἐπάνοδον δείσαντες οἱ πολέμιοι διὰ τὸ πυθέσθαι
περὶ τῆς τοῦ βασιλέως ἐπιδημίας, διὰ τῶν τῆς Σελευκείας
ὀρῶν ἐπορεύθησαν, καὶ εἰς τὴν τῆς Ταρσοῦ πεδιάδα κατη-
κοντίσθησαν. ἔνθα παρὰ τῶν Ἀρμενίων συγκυρηθέντες τὴν
λαφυραγωγίαν πᾶσαν σχεδὸν ἀπέβαλον. αὐτοὶ δὲ διασωθέν-
τες μοχθηρῶς ἐπέτεινον τὸν δρόμον, ἐφ' ᾧ διελθεῖν δι' ὅλης
τῆς Κιλικίας καὶ εἰς τὰ τοῦ Χάλεπ προσμῖξαι ὅρια. προεν-
τυχόντες δ' ἀλλήλοις οἵ τε παρὰ τοῦ βασιλέως πεμφθέντες
καὶ ὁ τῆς Ἀντιοχείας στρατὸς μετὰ τοῦ δηλωθέντος ἡγεμόνος
αὐτῶν, ἑώρων τοὺς ἐναντίους κατά τινας μετρίους ἀριθμοὺς
προϊόντας, αὐτοὶ κατὰ τὴν πόλιν Μοψουεστίας αὐτοῖς ἐφε-
δρεύοντες. προέμενοι δὲ τὸν καιρὸν τῆς εἰς αὐτοὺς

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 140, l. 22

 Τῆς φήμης δὲ ταύτης καταλαβούσης τὸν βασιλέα, πολ-


λή τις ἀνία κατέσχε καὶ αὐτὸν καὶ ὅσοι τὰ Ῥωμαίων φρο-
νοῦντες ἐτύγχανον. οὔπω δὲ τὰ τῆς φήμης παρήκμασε, καὶ
αὖθις ἑτέρα ἐπῆλθε, τοὺς Τούρκους ἀπαγγέλλουσα τὴν ἐν
Χώναις πολιτείαν καὶ αὐτὸν τὸν περιβόητον ἐν θαύμασι καὶ
ἀναθήμασι τοῦ ἀρχιστρατήγου ναὸν καταλαβεῖν ἐν μαχαίρᾳ,
325

καὶ φόνου μὲν ἅπαντα τὰ ἐκεῖσε πληρῶσαι καὶ λύθρου, πολ-


λὰς δὲ ὕβρεις τῷ ἱερῷ ἐμπαροινηθῆναι, καὶ τὸ δὴ σχετλιώ-
τερον, μὴ τὰς τοῦ χάσματος σήραγγας, ἐν ᾧπερ οἱ παραρ-
ρέοντες ποταμοὶ ἐκεῖσε χωνευόμενοι διὰ τῆς τοῦ ἀρχιστρα-
τήγου παλαιᾶς ἐπιδημίας καὶ θεοσημίας ὡς διὰ πρανοῦς
ἀστατοῦν τὸ ῥεῦμα καὶ λίαν εὐδρομοῦν ἔχουσι, τοὺς κατα-  
φυγόντας διατηρῆσαι καὶ ὑπαλύξαι τὸν κίνδυνον μελετῆσαι,
ἀλλ' ὅπερ οὐ γέγονέ ποτε, πλημυρῆσαι τὸ ὕδωρ καὶ οἷον
ἀναρροιβδῆσαι καὶ ἀνερεύξασθαι, καὶ πάντας ἄρδην τοὺς κα-
ταπεφευγότας κατακλύσαν καὶ διὰ ξηρὰς ὑποβρυχίους ὑπο-
ποιήσασθαι. ταῦτα τοιγαροῦν ἐπιδιηγηθέντα πολλὴν ἐνῆκαν
τὴν ἀθυμίαν ἡμῖν ὡς ἐκ θεομηνίας τῶν δεινῶν ἐπισυμβαι-
νόντων, καὶ μὴ μόνον τῶν πολεμίων ἀλλὰ καὶ τῶν στοιχείων
ἀντιμαχομένων τοῖς καθ' ἡμᾶς. ἀλλὰ καὶ ὣς ἐδοκίμαζε μὲν
καὶ οἷον ἐσφάδαζεν ὁ κρατῶν διαπεραιωθῆναι μετὰ τῶν πε

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 185, l. 24

ὁ Καῖσαρ διὰ τῆς γεφύρας περαιωθῆναι κατ' αὐτοῦ· συνε-


βούλευε δ' ὁ συστράτηγος (ἦν δ' οὗτος Νικηφόρος κουροπα-
λάτης ὁ Βοτανειάτης, ἀνὴρ ἐξ ἐνδόξων γενόμενος καὶ προγο-
νικὴν ἔχων τὴν στρατιωτικὴν γενναιότητα, καὶ κατὰ χεῖρα
καὶ φρένα πάντων ὑπερφέρων καὶ ὑπερκείμενος, καὶ γένους
λαμπρότητι καὶ περιουσίας ὀλβιότητι κατὰ πᾶσαν ἀνατολὴν
τυγχάνων ἐπισημότατος) μὴ διαβῆναι τὸν ποταμόν, ἀλλὰ
περιμεῖναι καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ στρατοῦ, καὶ ἢ καταμαλάξαι
τὸν βάρβαρον ὑποσχέσεσιν ἐκ τῆς ὑπερθέσεως, ἢ περαιούμε-
νον ἐκ τῆς γεφύρας δέξασθαι ἀπαράσκευον, ἢ μετὰ τὴν ἐπι-
δημίαν τοῦ ἐπιλοίπου στρατεύματος μετὰ πλείονος τούτῳ τῆς  
παρασκευῆς ἐπελθεῖν. ὁ δὲ παρακούσας τῆς ἀρίστης ταυτησὶ
συμβουλῆς, καὶ τὸν ποταμὸν διαβὰς ἐπιπόνως διὰ τὸ τῆς
γεφύρας εὐόλισθον, πολέμῳ παραυτίκα τεθορυβημένος προ-
σέπταισε, καὶ τὰς παρατάξεις ἀντιτάξας τοῖς ἐναντίοις καὶ
δόξας αὐτοὺς καταπονῆσαι καὶ τρέψαι, μάχῃ καρτερωτέρᾳ
παρὰ δόξαν ἐνέπεσεν· ὁ γὰρ Ῥουσέλιος μετὰ τῶν ἐπιλέκτων
αὐτῷ ἐπελθὼν κατὰ κράτος τοῦτον νικᾷ καὶ ταῖς ἰδίαις χερ-
σὶν αἰχμάλωτον τίθησι. τὸ δὲ λοιπὸν τοῦ στρατοῦ διασκε-
δασθὲν πρὸς φυγὴν αἰσχρῶς ὥρμησε. καὶ οὕτω τῶν ἀγώ-
νων ἐκράτησεν ὁ Ῥουσέλιος, τοῦ δηλωθέντος συστρατήγου

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 186, l. 18

σὶν αἰχμάλωτον τίθησι. τὸ δὲ λοιπὸν τοῦ στρατοῦ διασκε-


δασθὲν πρὸς φυγὴν αἰσχρῶς ὥρμησε. καὶ οὕτω τῶν ἀγώ-
νων ἐκράτησεν ὁ Ῥουσέλιος, τοῦ δηλωθέντος συστρατήγου
ἀτρέστῳ καὶ ἀκαταπλήκτῳ φρονήματι μετὰ τῶν ἀμφ' αὐτὸν
ἐπανελθόντος εἰς τὴν ἰδίαν κατοικίαν καὶ ἔπαυλιν.
326

 Τί δὲ τὸ ἀπὸ τοῦδε; γέγονε μὲν ὁ Ῥουσέλιος μέγας


καὶ περιώνυμος λίαν τῷ μεγέθει τοῦ κατορθώματος, χωρῶν
δὲ κατευθὺ τοῦ Βυζαντίου τὸν Καίσαρα σιδηροδέσμιον εἶχε
καὶ πολλοῖς ἀνιαροῖς περιέβαλεν. ὡς δὲ προσηγγέλη τὸ τοι-
οῦτον ἀτύχημα τῷ τε κρατοῦντι καὶ τῷ δήμῳ παντί, πολλή
τις ἐνέσκηψε μέριμνα πᾶσι, τὴν τοῦ Φράγγου ἐπιδημίαν ὑπό-
πτιον ἐξ ἐπιβουλῆς ἔνδον οἰομένου τοῦ βασιλεύοντος. διὸ καὶ
καθίσας εἰς τὸν βασίλειον δίφρον, τοιάδε πρὸς τοὺς παρόν-
τας μετὰ πολλῆς τῆς κατηφείας ἐδημηγόρησεν. “ἄνδρες πο-
λῖται καὶ ὅσοι τῆς συγκλήτου βουλῆς, σκυθρωπὴν ἀγγελίαν,
καὶ οἵαν οὐδεὶς ὑπέμεινεν ἕτερος, ἄρτι καταλαβοῦσαν ἐνωτι-  
σάμενος μικροῦ δέω θανεῖν. ἐγὼ γάρ εἰμι ἐκεῖνος ὁ Ἰωνᾶς.
λοιπὸν ἄρατέ με καὶ βάλετε εἰς τὴν θάλασσαν· διὰ γὰρ
τὰς ἐμὰς πράξεις τὰ τοιαῦτα σκυθρωπὰ καὶ χαλεπὰ συναν-
τήματα τοῖς Ῥωμαίοις ἐπισυμβαίνουσιν.” καὶ ὁ μὲν λόγος
μετάνοιαν τῶν κακῶς πραττομένων ᾐνίττετο, τὸ δ' ἔργον οὐκ

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 239, l. 14

βασιλίδα κρατοῦντας πολλοὺς εἰσρέοντας. νῦν δὲ ἄνω ποτα-


μοὶ τὸ πρᾶγμα κεχώρηκε. τοῦ χάριν; ὅτι τοὺς μὲν κρατοῦν-
τας τυράννους ἔγνων οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀδίκως καὶ ἀφελῶς
τὴν βασιλείαν ἰθύνοντας, τὸν δ' ἐκτὸς ἀρετῇ διαλάμποντα,
καὶ ἀληθείᾳ καὶ πραότητι καὶ δικαιοσύνῃ κατακοσμούμενον,
καὶ ἱκανὸν βασιλείας κράτος ἐν καιροῖς ἀνωμάλοις ἀσφαλῶς
διακυβερνῆσαι, κράτος τῇ τῶν κρατούντων κακονοίᾳ πρὸς ὄλι-
σθον οὐ μικρὸν καὶ βάραθρον ἀπωλείας ἤδη συννεῦον καὶ
ἀνωθούμενον. τῶν τοίνυν ἀνθρώπων οὕτως ἐχόντων γνώμης
καὶ προαιρέσεως, συνεπεψηφίζετο καὶ θεὸς ἄνωθεν, καὶ δε-
ξιὰ πάντα τούτῳ καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας θαυμαστὰ διετίθετο,
ὡς καὶ αὐτὴν τὴν μητέρα καὶ τοὺς συγγενεῖς ἅπαντας τοῦ
κρατοῦντος ἐκείνῳ τὴν βασιλείαν ἐπιτρέπειν συγκατατίθεσθαι,
καὶ διαπέμπεσθαι πρὸς αὐτόν, καὶ τὰ ἐπιβατήρια ψάλλειν
αὐτῷ καὶ διαδονεῖν μετὰ τῆς λοιπῆς τῶν πολιτῶν ὁμηγύρεως.
τὸ δὲ δὴ κρεῖττον καὶ λόγου παντὸς ὑψηλότερον ἢ παραδο-
ξότερον, ὅτι περ οἱ Τοῦρκοι, τῆς ἀνατολῆς πάσης κυριεύσαν-
τες ἤδη, τοῖς αὐτομολοῦσι πρὸς τὸν Βοτανειάτην πολίταις
ἅμα καὶ ἀγροίκοις ἐμποδὼν οὐ καθίσταντο· ἀλλὰ τινὲς μὲν  
ἀοράτῳ δυνάμει τοὺς πολεμίους ἐλάνθανον, οἱ δὲ πλείους ἐνέ-
πιπτον μὲν αὐτοῖς, πρὸς δὲ τὸν νῦν βασιλέα μανθάνοντες

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 251, l. 15

καὶ προσβολὰς ἐκ τῶν τόξων καὶ πετροβόλων ὀργάνων εἰργά-


σαντο, ἔπραξαν δὲ οὐδὲν ἢ ὅσον ἐπίδειξίν τινα τῆς ἀνταρσίας
προενεγκεῖν. ὀπισθόρμητοι δὲ γεγονότες τραυματισθέντων
καὶ τινῶν ἐξ αὐτῶν, καὶ τοῖς ἄλλοις τείχεσι πλησιάσαντες,
327

ὑβριστικὰς φωνὰς ἢ παροινίας παρὰ τῶν πολιτῶν ἠνωτί-


σαντο, καὶ ἀκοντίοις καὶ λίθοις ἀπεσοβήθησαν, καὶ μίμοις γε-
λοίων καθυπεβλήθησαν, καὶ τῆς ἀποκηρύξεως ἐν πολλαῖς
ἡμέραις πρὸ τῆς πόλεως στρατοπεδευσάμενοι πληροφορίαν
ἐδέξαντο. εἶχε γὰρ ἅπαντας ἔρως ἐπιμανὴς τοῦ Βοτανειά-
του, καὶ τὴν ἐκείνου βασίλειον ἐπιδημίαν ὡς ἐπιδημίαν θεοῦ
προσεδέχοντο.
 Μηδὲν δὲ τῶν ὧν ἤλπισεν ὁ τοῦ Βρυεννίου αὐτάδελ-
φος εὑρηκώς, καὶ τὴν εἰς τὴν βασιλεύουσαν εἴσοδον ἀπογνούς,
διεπεραιώθη τὴν τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος γέφυραν· καὶ
θέμενος ἐν τοῖς τοῦ Στενοῦ μέρεσι τὴν παρεμβολὴν παρῆλ-
θεν συντεταγμένος ὡς τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς λοιποῖς πολίταις
ἐκ τοῦ προφανοῦς διοπτικώτερον φανησόμενος, καὶ τὸν αὐτά-
δελφον εὐφημίαις κατὰ διαδοχὴν ἑκάστου λόχου ἐτίμησεν.  
ὡς δὲ τὸν ἀέρα πλήττων μόνον ἐδείκνυτο, καὶ ὄνος ἦν πρὸς
λογικοὺς καὶ λογισμῷ κρείττονι κατεστρατηγημένους

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 272, l. 6

φυγὴν ἄλλοις αὐτοὶ ἀπηγόρευσαν, καὶ ὧν ὕβριν καὶ ἀτιμίαν


ἐκ προπετείας ἀτασθάλου κατέχεον), ἀλλὰ τῶν ἵππων ἐπι-
βάντες σὺν ὀλίγοις τῶν ἀμφ' αὐτοὺς πρὸς ἑσπέραν ἐξώρμη-
σαν. καὶ καταλαμβάνουσι τὸν Ῥουσέλιον εἰς Ἡράκλειαν ἤδη
τῆς κατὰ τῶν ἀντιπάλων νίκης τὰ χαριστήρια θύοντα· ὕστε-  
ρον δέ, μετὰ τὸ ἐπανελθεῖν τὸν Ῥουσέλιον, ποιναῖς περιπί-
πτουσι, τῆς δίκης μετελθούσης αὐτούς.
 Οἱ δ' ἐν τῇ βασιλευούσῃ φυλακὰς ἀμφοτέροις τοῖς ἀνακ-
τόροις ἐπιστήσαντες, ὡς προείρηται, προσέμενον τῷ μεγάλῳ
τεμένει, καὶ ἐπιστολὰς τῷ Βοτανειάτῃ δουλικὴν ἐχούσας τὴν
ῥῆσιν ἀνέπεμπον, καὶ τὴν ἐπιδημίαν ὡς θεοῦ τῷ ὄντι ποθει-
νῶς ἐπετάχυνον. καὶ ἦσαν ἐπὶ τρισὶν ἡμέραις ἀβασίλευτον
τηροῦντες τὴν πόλιν καὶ ἄσυλον, καὶ τοῦτο μονονουχὶ ἐπιφω-
νοῦντες συχνῶς ὅπερ καὶ ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ Χριστοῦ οἱ παῖδές
ποτε μετὰ κλάδων εὐφήμουν, τὸ “εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι κυρίου βασιλεὺς εὐσεβέστατος”. ὃ καὶ παραδοξό-
τατον τοῖς ὅλοις διεγινώσκετο, καὶ οὐδενὶ τῶν ἁπάντων εἰς
γνῶσιν ἐλήλυθεν ἢ ἱστορία παραδέδωκεν, ἵνα χηρεύουσα βα-
σιλεύουσα πόλις μηδένα τῆς ἀρχῆς λογίσηται ἄξιον ἢ τὸν ἐρ-
χόμενον ἔξωθεν καὶ προερχόμενον μετὰ βασιλικῆς

Μιχαήλ Ατταλιάτης. Historia P. 277, l. 12

λαρίους ἡ τῶν Τούρκων φωνὴ) τὴν βασιλίδα καταλαμβάνον-


τες ἐν δουλικῷ τῷ σχήματι καὶ φρονήματι, τὰς χεῖρας καὶ
τοὺς κόλπους ἐξῆγον πεπλησμένας χρυσῶν καὶ ὑφασμάτων
πολυτελῶν. καὶ αὐτοῖς τοῖς Κουτουλμουσίοις καθημερινή τις
ἡ ἐκ τῶν βασιλικῶν θησαυρῶν καὶ ἀναρίθμητος ἐπίρροια
ἐπεγίνετο· καὶ διὰ τοῦτο τυμπάνων ἠχὴ καὶ εὐφημία παρὰ
328

τοῦ φοσσάτου τῶν Τούρκων πολυειδὴς ἐκ Χρυσοπόλεως ἀνε-


πέμπετο. καὶ πανταχόθεν εὐφημίαι καὶ χάριτες συνεκρο-
τοῦντο καὶ τὴν πόλιν ἐστεφάνουν καὶ τῆς προτέρας ἀνεκτῶντο
στυγνότητος, ὡς ἀνάπλασιν μιμεῖσθαι τὴν τοῦ θεοσδότου του-
τουὶ βασιλέως ἐπιδημίαν καὶ τὴν μεγαλουργίαν τῆς πράξεως.
τὸ δὲ πάντων θαυμασιώτερον, ὅτι μηδὲ τὸ παλάτιον εὗρεν,
ὃ πρὸ αὐτοῦ κατεῖχεν, ἄσυλον καὶ ἀπόρθητον, ἀλλ' ἀποσεσυ-
λημένον καὶ περιῃρημένον τοῖς ὅλοις καὶ παντὸς χρυσοῦ καὶ
ἀργύρου καὶ ὑφάσματος ἐψιλωμένον, παντάπασιν ἐν τῇ συγ-
χύσει τῆς ἐκείνου καταστροφῆς ἀπογυμνωθέν. ὅσα δὲ μᾶλ-
λον εὗρε τοῦ ἀπὸ τῶν ἐκκλησιῶν ἀφαιρεθέντος παρὰ τοῦ προ-
βασιλεύσαντος κόσμου καὶ τῶν κειμηλίων περισωζόμενα, πάντα
ταῖς ἐκκλησίαις καὶ τοῖς θείοις σηκοῖς ἀνταπήνεγκε, μὴ δεί-
σας ὅλως ἀπορίαν, καὶ τῷ καιρῷ τὰ πρόσφορα τῆς χρείας

Νικηφόρος Ι θεολόγος. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815 Ch. 84, l.
4

τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ· ἅπερ δὴ καὶ ἀπετέλεσεν. καὶ


ἀπάραντες πλοῒ ἀνήχθησαν ἐπὶ τὸ Δυρράχιον καὶ συμβαλόν-
τες τοῖς ὑπερκειμένοις βαρβάροις καὶ νικήσαντες αὐτοὺς ἐν
τῷ πολέμῳ ἔλαβον ἐξ αὐτῶν αἰχμαλωσίαν ἕως τῶν ὀγδοή-
κοντα χιλιάδων καὶ σκύλα πολλά, χρυσὸν καὶ ἄργυρον καὶ
ἅρματα παμπληθῆ. τοιαῦτα καὶ ἕτερα πλεῖστα ἀναγεγραμμένα
ἐν τῇ βίβλῳ εὕρηται τοῦ ὁσίου.
 οὕτως οἵ τε θεῖοι ἀπόστολοι καὶ οἱ τούτων μαθηταὶ ἐπὶ
τὸ κήρυγμα διαθέοντες καὶ τὸν λόγον τὸν σωτήριον πανταχῇ
διασπείροντες καὶ τὴν τῶν εἰδώλων ἐξαμαυροῦντες πλάνην, τὰ
τῆς ἐπιδημίας πρὸς ἀνθρώπους Χριστοῦ τῇ τε διδασκαλίᾳ καὶ
τῇ ἱστορίᾳ ταύτῃ (ἐπεὶ εἰς ταυτὸν φέρει ἀμφότερα) διετίθεντο,
ὡς δι' ἀμφοῖν ὁμοτίμως τρέχειν τὸ εὐαγγέλιον· καθὰ καὶ τὸν
ἱερὸν Θωμᾶν πεποιηκέναι ἱστόρηται ἐφ' οἷς ἔθνεσιν τὸ εὐαγγέ-
λιον ἐμαθήτευσεν, ὡς ἀκόλουθον καὶ οἰκεῖον τῷ λόγῳ καὶ τὴν
γραφὴν ταύτην παραδίδοσθαι. εἰ δέ τινες, ἀπιστίᾳ καὶ ἀγνωμο-
σύνῃ περὶ τὰ θεῖα ἔτι κεκρατημένοι, τῶν φωνῶν τούτων χάριν
διαμφισβητοῖεν, καίτοι ἐπὶ πλέον παρὰ πολλοῖς φερομένων,
τῷ τινὰς ἴσως τῶν ὁλοκλήρων βιβλίων ἀμοιρεῖν, οἱ τῆς ἐκκλη-
σίας πολέμιοι ἀπολογείσθωσαν, παρ' οἷς ἔργον καὶ σπούδασμα
καὶ πάλαι καὶ νῦν τὰς βίβλους πανταχόθεν ἀθροίσασι καθ' ἃς

Νικηφόρος Ι θεολόγος. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815


Ch. 159, l. 43

δι' αὐτό γε τοῦτο καὶ ἐπ' ὀνόματι τῶν ἁγίων ἐκκλησίας δομεῖ-
σθαι, καθ' ἃς μάλιστα καὶ τὰ ὁμοιώματα αὐτῶν ἀναφέρεται, ἵνα
ταῖς εἰκόσιν ὁμοῦ, ἐν αἷς μάλιστα ὁ αὐτὸς κατὰ τὴν μνήμην
λόγος ἐμφαίνεται, συνοιχήσωνται καὶ ἀφανισθήσωνται.ῥεμ-
βασμὸν δὲνοὸς τὴν τῶν ἁγίων μνήμην ὁ ἐναγὴς ὁριζόμε-
329

νος, πῶς οὐχὶ τῶν ἁγίων κριθείη ἂν ἀλλοτριώτατος; τοῦτο δὲ


ὅτι μὴ Ἐπιφάνιος ἀλλ' οὐδὲ ἄλλος τῶν εὐσεβούντων τὶς ὑπο-
λήψεται· παρ' οἷς ταῦτα σεμνὰ καὶ ἅγια οὐδ' ἐρεύνης δεόμενα,  
πίστει προσιοῦσι καὶ πόθῳ, εὖ εἰδόσιν ὅτι πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πί-
στεως ἁμαρτία ἐστίν· δι' ὧν αἵ τε ἀρεταὶ καὶ οἱ ἆθλοι αὐτῶν
δημοσιεύονται ἥ τε πρὸς ἡμᾶς ἐπιδημία Χριστοῦ κηρύσσεται·
οἷς τὸ σεπτὸν καὶ ὁσίων ἀνδρῶν σύνοδοι καθοριζόμεναι
εὐσεβῶς ἔνειμαν καὶ ἡ ἀρχαιότης ἐπιμαρτύρεται. τί γὰρ ἂν
εἴη τῶν τῇ ἐκκλησίᾳ θεοῦ ἀνακειμένων ἠτιμωμένον, ὁπότε
καὶ τὰ ἐλάχιστα τιμῆς καὶ φυλακῆς ἠξίωται; κηρόν τις εἴποι
καὶ ἔλαιον; ἃ μὴ δὲ κοινοῦσθαι ἐξόν, καὶ τῷ τολμῶντι ἐγχει-
ρεῖν ἀφορισμὸς ἐκεῖθεν ἡ ζημία ὁρίζεται. καὶ ὁ μὲν μετριώτε-
ρόν πως τίθεται, πλὴν ἀπεναντίας τῶν ἀποστολικῶν καὶ
πατρικῶν διαταγμάτων ἰών, καθὰ πρόσθεν εὐκαίρως ἐρρήθη·
οἱ φοιτηταὶ δὲ τὸν διδάσκαλον περὶ τὸ χριστομαχεῖν

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Man1,pt7, p. 212, l. of p. 20

οἶδ' ὅπως ἀποστέρξας ὡς οὐχ ἱκανῶς περὶ τοῦ προκειμένου εἰπούσας καὶ
ἑτέρως αὐτὸ διηρμήνευεν.
 Ἀμέλει καὶ σύνοδον συγκροτήσας καὶ ἅπαν ὅσον τοῖς θείοις ἔχαιρε
δόγμασι συναθροίσας ἐνῆγεν ἕκαστον ἐν τόμῳ δογματικῷ ὑπογράφειν
ὁρίζοντας οὑτωσὶ “ἀποδέχομαι μὲν καὶ τὰς περὶ τοῦ ὁ πατήρ μου μείζων
μού ἐστι τῶν θεοφόρων πατέρων φωνάς, λέγω δὲ εἰρῆσθαι τοῦτο καὶ
κατὰ τὴν ἐν αὐτῷ κτιστὴν καὶ παθητὴν σάρκα.”
 Τοῦτο δὲ οὐκ οἶδ' ὅπως τὸ ἔλαττον πρὸς τὸν πατέρα τῷ υἱῷ σαρκο-
φορήσαντι περιτίθησιν, ὡς εἴπερ ἀπωλίσθησε τῆς ἰσότητος διὰ τὴν τῆς
ἀνθρωπίνης φύσεως πρόσληψιν καὶ τὴν πρὸς ἡμᾶς ἐπιδημίαν, μὴ τὴν
ἰδίαν καὶ οὕτως ἀνασώζων δόξαν, τοῖς δὲ τῆς κενώσεως μέτροις ἐναπο-
μείνας, ἢ μὴ θεώσας καὶ ὑψώσας τὸ ταπεινὸν καὶ τῶν οἰκείων αὐχημά-
των μέτοχον ἀποδείξας ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως, ἀλλ' ὑπ' αὐτοῦ τοὐναντίον
ταπεινωθείς, ὅπερ ἄτοπον.
 Ἀμέλει καὶ γραφαῖς ἐρυθραῖς ὡς φλογίνῃ ῥομφαίᾳ τὸ δόγμα τοῦτο
διειληφώς, ἀπειλούσαις θάνατον καὶ ἀποκήρυξιν πίστεως τῷ προσεμ-
βλέψαι ὅλως ἔνδον τολμήσαντι καὶ κατὰ πρώτην τοῦ νοῦ κίνησιν, πολ-
λοῦ δέω εἰπεῖν ἐπιλαβομένῳ καὶ ὑποτονθορύσαντι, ἔπειτα καὶ λιθίναις
πλαξὶν ἐγχαράξας ὑποθήκαις τινῶν ἐπὶ Νεὼ τοῦ Μεγίστου ἀνέθετο.
ὑφωρῶντο γὰρ τὴν τῶν κυρωθέντων ἀνάλυσιν ὡς εἰς αὐτὸν τὸν Λόγον  

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Andron1,pt2, p. 323, l. of p. 8

καὶ ὡς ἀπὸ ῥινὸς ἑλκομένους ἐχλεύαζε καὶ πρὸς πᾶσαν τῶν κρατούντων
θεραπείαν τε καὶ θωπείαν ἑτοίμως ἔχοντας ἐκωμῴδει, ὥστε καὶ τῶν παρ'
αὐτοῦ θηρωμένων ἐλάφων τὰ κέρατα, ὁπόσα εἰς ὕψος ἦρτο καὶ εἶχόν τι  
θαύματος, ταῖς κατὰ τὴν ἀγορὰν ἁψῖσιν ἀνήρτα, τῷ μὲν δοκεῖν εἰς ἔν-
330

δειξιν τοῦ μεγέθους τῶν παρ' αὐτοῦ ἁλισκομένων ἀγρίων, τῷ δὲ ὄντι δια-
μωκώμενος τὸ πολίτευμα καὶ διασύρων εἰς ἀκρασίαν τῶν γαμετῶν.
 Ὁπηνίκα δὲ κατὰ τὴν μεγαλόπολιν γένοιτο τῶν τῆς Προποντίδος
τρυφηλῶν χωρίων καὶ περιττῶν ἀπανιστάμενος διαιτήσεων, οὐκ ἦν
μὴ ἀποφράδα κρίνεσθαι τὴν τότε ἡμέραν· οὐ γὰρ δι' ἄλλ' ἄττα παρεῖναι
ἐδόκει ἢ ὡς θύσων καὶ ἀπολέσων ὁπόσον ὡς ἐπίβουλον ὑπωπτεύετο.
καὶ ἡ Ἀνδρονίκου ἐπιδημία τοῖς πολλοῖς ζημία καὶ δυσθυμία ἢ καὶ τοῦ
βίου ἐκδημία καὶ ἔσχατον ἄλλο κακὸν συλλελόγιστο, ἐπειδήπερ ὁ ἀνὴρ
ὡσεὶ καὶ γραμμὴν μονοδιάστατον καὶ μηκιζομένην εἰς τὸ λεπταλέον καὶ
ἀπλατὲς ἐν τῷ ἐδαφίῳ τῆς ψυχῆς τὴν οἰκείαν καθάπαξ ὠμότητα προϋ-
ποθεὶς καὶ πρὸς ταύτην ἅπαν ἀποστενῶν τὸ πραττόμενον ἀβίωτον
ὅλως ἥγητο τὴν ἡμέραν, καθ' ἣν οὐκ ἐκρεωβόρησέ τινα τῶν ἐν ὑπεροχαῖς
ἢ λύχνους οὐκ ἔσβεσε σώματος ἢ ὁτουδήτινος οὐ καθήψατο φιλονείκως
ἢ ἐπιτιμητικῷ βλέμματι καὶ Τιτανικῷ ἐμβριμήματι μὴ ἐξέστησε τοῦ
φρονεῖν. παιδαγωγῷ γὰρ ἐμβριθεῖ ἐοικὼς θαμὰ τῶν μειρακίων κατα-
φέροντι τὴν σκυτάλην εὐκαίρως ἀκαίρως ἐπέπληττεν ἐφιστάμενος καὶ
πρὸς πᾶσαν ἀκοὴν ἐκείνῳ ἀνήδυντον παρωξύνετο.

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) Reign Alex5, p. 581, l. of p. 11

καὶ τοῖς θηρίοις τοῦ καλάμου ἐπιτιμᾷ. ἂν οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν
ἵπποις, ἀλλὰ ψευδὴς ἵππος εἰς σωτηρίαν, οὐδὲ ἐν ταῖς κνήμαις τοῦ
ἀνδρὸς εὐδοκεῖ. εἰ δείκνυσι τῷ οἰκείῳ λαῷ σκληρὰ καὶ οἶνον κίρνησι
κατανύξεως, ἀλλ' ἑτοιμάζει καὶ τράπεζαν ἐξ ἐναντίας τῶν θλιβόντων,
καὶ προτείνει ποτήριον εὐφροσύνης μεθύσκον ὡσεὶ κράτιστον. εἰ τοὺς
μαστιγοῦντας ἐκ περάτων ἄγει τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν θαλάσσῃ μακρὰν καὶ
διὰ προφήτου βοᾷ μεγακήρυκος “γίγαντες ἔρχονται πληρῶσαι τὸν
θυμόν μου, χαίροντες ἅμα καὶ παίζοντες· ἡγιασμένοι εἰσί, κἀγὼ ἄγω
αὐτούς,” ἀλλὰ καὶ τούτοις ἐπεντείνει σφοδροτέρας πληγὰς καὶ τῶν
κακῶν μαστίζει τοῖς χείροσι, χάριν εἰδὼς οὐδαμῶς, εἰ χρῆται τούτοις
ὀργάνοις εἰς ὄλεθρον πόλεων καὶ κακοῖς ἐπιδημίοις καὶ δημίοις ἀνθρώπων
ἀνοικτίρμοσιν, εἴτε μὴν ὡς νοσηλεῖαι καὶ φάρμακα συναίρονταί οἱ ἐν
πλείστοις ὡς ψυχῶν ἰατρῷ, οἷς καὶ φύσις τοιάδε τις ἐμφαίνεται τοῖς
ἐπιστήσασι πρόδηλος. αἱ μὲν γὰρ ἢ τοῦ κάμνοντος ἀναρρωσθέντος
ἐκμαρανθεῖσαι τοῦ δρᾶν ἔληξαν ἢ τῷ πάσχοντι συνδιόλλυνται· τὰ δ'
ἀκεσίνοσα φάρμακα τὸ καχεκτοῦν ἰασάμενα ταῖς τῶν ὑλῶν ἀτιμοτέραις
συμπρόεισιν ἀχρειούμενα.
 Χρῆναι τοίνυν φημὶ μὴ βιβλίον ἀποστασίου πρὸς θεοῦ δεδομένον
ἡμῖν ἢ γοῦν τῶν ἀγριελαίων βαρβάρων ἐγκέντρισιν εἰς τὴν καθ' ἡμᾶς
καλλιέλαιον τὰ ἐπιόντα οἴεσθαι δεινά, ἀλλὰ παιδείαν μικράν, ὁποίαν
ἴσησιν ἐπάγειν θεός, ἀνιεὶς τοῦ ἄγαν μηδ' ἐνδιδοὺς τὰ πάντα τοῖς

Theophylactus Simocatta Epist., Hist., Historiae Book-dialogue-index 2, ch. 5, sec.


9, l. 1

Ὁ δὲ Καρδαριγὰν εἰς τὰ περὶ τὸ Δαρὰς ἀφικόμενος


τὴν ἐς τὸ ἄστυ παρεκινδύνευεν εἴσοδον. οἱ γὰρ ἀστοί, ἤτοι
οἱ περιφρουροῦντες Πέρσαι τὸ πόλισμα ἀναπετάσαι ἀπέλεγον
331

τοῖς Μήδοις τὰς πύλας· μὴ γὰρ οὖν εἰσοικίσασθαι τοὺς


ῥιψάσπιδας Περσικὸν νόμον ἀνέχεσθαι. ἐπεὶ δὲ τὸν Καρδα-
ριγὰν ἐβλασφήμουν καὶ ταῖς ὕβρεσι τῇ συμφορᾷ συνεπετί-  
θεντο, πείθουσιν ἐς τὰ οἴκοι χωρεῖν αἰσχίστοις αὐτὸν παρα-
πέμψαντες λόγοις.
Ἡμέρας δὲ κλινούσης ἐξαπιναίως ἐπιδημία θορύβων
τῷ Ῥωμαϊκῷ στρατοπέδῳ ἐγγίγνεται, καὶ φήμη διέρρευσε
δύναμιν τὸ Περσικὸν περιβάλλεσθαι ἐπίθετον καὶ ὅσον οὔπω
ἐπιβήσεσθαι μέλλειν τοῦ χάρακος. οὐκοῦν ὁ Ἡράκλειος, ὁ
Ἡρακλείου πατὴρ τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἕτερος τῶν ἡγεμό-
νων ἱππάζοντό τε καὶ σιδήρῳ φραξάμενοι ὁρμῇ ἀκατασχέτῳ
περιεπόλουν τὸ βαρβαρικὸν ἀνιχνεύοντες· καὶ ἀνὰ τὸν βουνὸν
ἀφικνοῦνται, ἐν ᾧ οἱ περὶ τὸν Καρδαριγὰν ἔναγχος ἀπο-
δράντες ἐνηυλίζοντο. καὶ οὖν ἄττουσι πρὸς τὰ ὑψηλὰ καὶ
περισκοποῦσιν ἔκ τινος μεγίστης περιωπῆς, καὶ τὸ πολέμιον
ἦν ἀφανές. ἐπεὶ τοίνυν ἐς τὸ τρανὲς τὴν ἔρευναν

Theophylactus Simocatta Epist., Hist., Historiae Book-dialogue-index 3, ch. 1, sec.


3, l. 6

σταντίνης πόλεως ἡγεμόνι, μεθιέναι τὸ στράτευμα. καὶ τὸν


βασιλέως δὲ νόμον ἀρτίως αὐτῷ ἐπιφοιτήσαντα παραγυμνώ-
σας ἐκέλευσε καὶ ἐς τὸ ἐναργὲς τοῖς στρατεύμασι παραδεῖξαι,
Πρίσκῳ διαφθονούμενος. ἦν δ' ἄρα ὁ νόμος στρατιωτικῶν
σιτήσεων ὕφεσις, ἡ δ' ἀπομείωσις τετάρτη ἐτύγχανεν οὖσα
ἀπόμοιρα. καὶ γέγονε καθάπερ ὁ στρατηγὸς ἐνετέλλετο. ἦρος
δ' ἐπιγενομένου ὁ μὲν ἀπεχειροτονεῖτο, ὁ δὲ τῆς ἡγεμονίας
ἀπήρχετο. ὁ μὲν οὖν Πρίσκος ἐπιβὰς τῆς Ἀντιοχείας προστάττει
εἰς τὸ Μονοκάρτων τοὺς στρατιώτας συλλέγεσθαι, καὶ τῇ
Ἐδέσῃ προσομιλήσας περιτυγχάνει Γερμανῷ, καὶ περιλαβὼν
δεξιῶς κατησπάζετο ἐκ τῆς ἐπιδημίας γενόμενον (Δαμασκοῦ
γὰρ οὗτος διεκόσμει τὸν θρόνον), ἀνακλίνας τε εἰς δεῖπνον
αὐτὸν τῇ ἐπιούσῃ ἐφιλοφρονήσατο. μετὰ τοίνυν ἡμέρας
τέτταρας ἀπεφοίτα τῆς Ἐδέσης ὁ στρατηγὸς τόν τε τῆς ἱερα-
τικῆς καθέδρας προλάμποντα μεθ' ἑαυτοῦ συνελάμβανε καὶ
ὡς τὸν χάρακα ᾤχετο. ἦν γὰρ ἡ ἡμέρα προσδόκιμος καθ'
ἣν εἴθιστο ἑορτάζειν Ῥωμαίοις τὸ σωτήριον ἐκεῖνο πάθος,
δι' οὗ τὸν κόσμον εἰσεποιήσατο ὁ μονογενὴς παῖς τοῦ θεοῦ,
ὁ τὴν φύσιν ταὐτὸν τῷ πατρὶ καὶ τὴν βασιλείαν ὁμότιμος·
[οὗτος δέ ἐστιν ὁ Χριστός]. τοῦτο ὑποτοπήσας ὁ στρατηγός,

Theophylactus Simocatta Epist., Hist., Historiae Book-dialogue-index 7, ch. 8, sec.


13, l. 3

Χαγάνος πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μαυρίκιον ἐπεποίητο. τὸ δὲ  


Ἰκὰρ τοῦ ὄρους τοῦ λεγομένου Χρυσοῦ τετρακοσίοις σημείοις
ἀπῴκισται. τοῦτο δῆτα τὸ ὄρος ἐπὶ τὰς ἀνατολὰς ἔχει τὴν
ἵδρυσιν, Χρυσοῦν δὲ παρὰ τῶν ἐγχωρίων κατονομάζεται
332

τοῦτο μὲν διὰ τὴν δαψίλειαν τῶν ἐν αὐτῷ φυομένων καρπῶν,


τοῦτο δὲ καὶ διὰ τὸ θρεμμάτων καὶ νωτοφόρων ζώων εἶναι
κατάκομον. νόμος δὲ Τούρκοις τῷ ἐπικρατεστέρῳ Χαγάνῳ
τοῦ Χρυσοῦ ὄρους παραχωρεῖν. δυσὶ δὲ μεγίστοις τισὶ τὰ
Τούρκων ἔθνη μεγαλαυχεῖ· φασὶ γὰρ ἄνωθεν αὐτοὺς καὶ
ἐξ ἀρχῆς μηδέποτε λοιμῶν ἐπιδημίαν θεάσασθαι, τῶν τε
σεισμῶν σπάνιν εἶναι κατ' ἐκείνην τὴν χώραν. τὴν δὲ Βακὰθ
ὑπὸ τῶν Οὐννουγούρων πάλαι ποτὲ πολισθεῖσαν καταπεσεῖν
τοῖς σεισμοῖς, τὴν δὲ Σουγδαηνὴν καὶ λοιμῶν καὶ σεισμῶν
ἔμπειρον πεφυκέναι. τιμῶσι τοιγαροῦν οἱ Τοῦρκοι λίαν
ἐκτόπως τὸ πῦρ, ἀέρα δὲ καὶ ὕδωρ γεραίρουσιν, ὑμνοῦσι
τὴν γῆν· προσκυνοῦσι δὲ μόνως καὶ θεὸν ὀνομάζουσι τὸν
πεποιηκότα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. τούτῳ θύουσιν ἵππους
καὶ βόας καὶ πρόβατα, ἱερεῖς κεκτημένοι, οἳ καὶ τὴν τῶν
μελλόντων αὐτοῖς δοκοῦσιν ἐκτίθεσθαι προαγόρευσιν. κατ'
αὐτὸν τὸν χρόνον οἱ Ταρνιὰχ καὶ οἱ Κοτζαγηροὶ (καὶ οὗτοι

Ιωάννης Ζωναράς. Ep. historiarum (lib. 1-12) Vol. 2, p. 37, l. 10

πλειόνων καὶ τούτων ἑκόντων τὴν βασιλείαν λαμ-  


βάνοντα, καὶ ὑπὸ τὴν ὑμῶν τὸ πρᾶγμα κρίσιν πε-
ποίημαι.” οἱ δὲ καὶ τὴν τοῦ βασιλέως κρίσιν βεβαι-
οῦν ἔλεγον, καὶ ὑπείξειν ἑκόντες Ἰζάτῃ δικαίως προ-
κεκριμένῳ τῶν ἀδελφῶν κατὰ τὰς ἁπάντων εὐχάς,
καὶ δεῖν προαποκτεῖναι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ
τοὺς συγγενεῖς, ἵν' ἀσφαλῶς ἐκεῖνος ἄρχοι. ἡ δὲ βα-
σιλὶς τὴν περὶ τῆς ἀναιρέσεως τῶν προσηκόντων
τῷ Ἰζάτῃ γνώμην ἐπισχεῖν συνεβούλευε μέχρις ἂν
ἐκεῖνος συνδοκιμάσῃ παραγενόμενος. οἱ δὲ δεσμεῖν
τέως αὐτοὺς παρῄνουν μέχρι τῆς ἐκείνου ἐπιδημίας.
καθίστησι δὲ τὸν πρεσβύτατον υἱὸν ἡ βασίλισσα ἐπὶ
τῶν πραγμάτων, ἕως ἂν ἐπανέλθῃ ὁ ἀδελφός, δί-
δωσι δὲ καὶ τὸν τοῦ πατρὸς σημαντῆρα δακτύλιον.
ἧκεν οὖν ὁ Ἰζάτης, καὶ ὁ ἀδελφὸς ὑπεδέξατο καὶ
ὑπεξέστη αὐτῷ τῆς ἀρχῆς.
 Ὄντι δ' αὐτῷ ἐν τῇ ἀποδημίᾳ Ἰουδαῖός τις Ἀνα-
νίας καλούμενος γνωστὸς γεγονὼς ἐδίδασκεν αὐτὸν
τὸν θεὸν καὶ τὰ τῶν Ἰουδαίων νόμιμα. συνέβη δὲ
καὶ τὴν Ἑλένην ὑφ' ἑτέρου Ἰουδαίου κατηχηθεῖσαν

Ιωάννης Ζωναράς. Ep. historiarum (lib. 1-12) Vol. 3, p. 165, l. 22

θετο, καὶ μοιχείας ὁσημέραι εὐγενῶν ἐτόλμα γυναίων


καὶ παρθένων φθοράς, ἐνυβρίζων αὐταῖς ἀναιδέστα-
τα, καὶ οὐσιῶν ἀφαιρέσεις ἀδίκους τοῖς εὐποροῦσιν
ἐπῆγε, καὶ καιναῖς εἰσπράξεσι καὶ βαρείαις ἐπίεζε τὸ
ὑπήκοον.
 Οὗτος ἐν Ῥώμῃ εὐγενεστάτης τινὸς γυναικός,
333

ἀλλὰ μέντοι καὶ σώφρονος ἀνδρὶ συζώσης τῶν ἐν


Ῥώμῃ ἐπιφανῶν ἐρασθεὶς ἀκόλαστον ἔρωτα, ἔστειλε
τοὺς τὰ τοιαῦτα διακονουμένους αὐτῷ τὸ γύναιον
ἄξοντας. ὡς δ' ἐκεῖνο ἐπιστάντας τῷ οἴκῳ τοὺς προ-
αγωγοὺς ἔγνω, καὶ τὴν αἰτίαν τῆς αὐτῶν ἐπιδημίας
ἐμεμαθήκει, καὶ ἀπαραίτητον τὴν πρὸς τὸν τύραννον
ἀπέλευσιν ᾔσθετο, ὁ γὰρ ἀνὴρ αὐτῆς φόβῳ τοῦ θα-
νεῖν ὑποπτήσσων λαβεῖν τὴν γυναῖκα καὶ ἄγειν ἐπ-
έτρεπεν, ἑτέρωθεν δ' οὐκ ἦν αὐτῇ ἐπικούρημα, ὥραν
αὐτῇ βραχεῖαν ἐνδοῦναι ᾐτήσατο, ἵν' ἐπικοσμηθείη
καὶ οὕτω σὺν αὐτοῖς ἀπελεύσοιτο. ἦν δὲ καὶ τὸν
Χριστὸν ἡ γυνὴ σεβομένη καὶ τὸ θεῖον μεμυημένη
μυστήριον. εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸν ἑαυτῆς κοιτωνί-  
σκον, καὶ μονωθεῖσα διεχειρίσατο ἑαυτήν, ἵν' ἀνύ-
βριστος μείνῃ καὶ τὴν σωφροσύνην μὴ πρόοιτο,

Ιωάννης Ζωναράς. Ep. historiarum (lib. 13-18) P. 38, l. 10

νυκτὸς ἐπιγενομένης ὄναρ ὁρᾷ τοιοῦτον. ἐδόκει τὸν πατέρα  


αὐτῷ παρεστάναι, τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν Κώνσταντα κατέχοντα
τῇ χειρί, καὶ λέγειν αὐτῷ· “Κωνστάντιε, ἰδοὺ Κώνστας ὁ σὸς
ἀδελφός, πολλῶν δὲ βασιλέων ἀπόγονος, ὃς ἐκ τυράννου διώ-
λετο. χρή σε τοίνυν τούτῳ τε τιμωρῆσαι καὶ τὴν ἀρχὴν μὴ
παρόψεσθαι διακοπτομένην μήτε τὴν πολιτείαν ἀνατρεπομένην,
σπεῦσαι δὲ τὴν τυραννίδα καθελεῖν καὶ μὴ περιιδεῖν τὸν ἀδελ-
φὸν ἀνεκδίκητον.” ἐπὶ τούτοις διυπνισθεὶς ὁ Κωνστάντιος τοὺς
μὲν πρέσβεις κατέσχε καὶ φρουρᾷ παραδέδωκεν· αὐτὸς δ' αὐτίκα
μηδὲν μελλήσας εἰς Σαρδικὴν παραγίνεται. καὶ ὁ Βετρανίων
τὴν ἀνέλπιστον ἐπιδημίαν πτήξας τοῦ Κωνσταντίου ὡς δεσπότῃ
προσυπηντήκει αὐτῷ, τάς τε προτέρας καταλείψας βουλὰς καὶ
τὰς συνθήκας ἀθετήσας τὰς πρὸς Μαγνέντιον. καὶ ὁ Κων-
στάντιος δὲ αὐτὸν γνησίως προσήκατο καὶ ὁμοδίαιτον ἐποιήσατο.
τὰ γὰρ τῆς βασιλείας ἀποδυσάμενος ὁ Βετρανίων γνωρίσματα
ἐν ἰδιώτου στολῇ τῶν τοῦ βασιλέως ποδῶν ἐπελάβετο. ὁ δὲ
περιεπτύξατό τε τὸν Βετρανίωνα καὶ πατέρα ὠνόμασε καὶ χεῖρα
ὀρέγων αὐτῷ καὶ ὑποστηρίζων πρεσβύτην ὄντα σύνδειπνον  
ἐποιήσατο· εἶτα ἡ Προῦσα αὐτῷ (πόλις δ' αὕτη τῶν Βιθυνῶν)
εἰς κατοικίαν ἀφώριστο καὶ χωρία πρὸς χορηγίαν τῶν ἐπιτη

Ιωάννης Ζωναράς. Ep. historiarum (lib. 13-18) P. 713, l. 16

μηθὲν τῶν Ῥωμαϊκῶν ὁρίων ἐξώσθη καὶ εἰς τὰ σφέτερα ἤθη


μένειν ἠνάγκαστο.
 Δοῦλος δέ τις τοῦ πατρὸς τούτου τοῦ αὐτοκράτορος Νέ-
στωρ ὄνομα, βεστάρχης δὲ τὸ ἀξίωμα, δοὺξ τῶν Παριστρίων
προχειρισθεὶς ἦρεν ὅπλα κατὰ τοῦ βασιλέως. ὁμαιχμίαν γὰρ
θέμενος μετά τινος ἀρχηγοῦ Πατζινάκων, ὃς ἐκαλεῖτο Τατούς,
εἰς τὴν τῶν πόλεων βασιλεύουσαν παρεγένοντο καὶ παρενέβαλον
334

πρὸ αὐτῆς. καταθέσθαι δὲ τὰ ὅπλα τοῦ βασιλέως δηλοῦντος


αὐτῷ, ἐκεῖνος ἕτοιμος εἶναι ποιῆσαι τοῦτο ἔλεγεν, εἰ αὐτῷ ὁ
λογοθέτης Νικηφόρος ἐκδοθείη ἢ τέως ἐκ μέσου γένηται, ὡς
κοινὴ συμφορὰ καὶ κακὸν ἐπιδήμιον. τοῦτο δὲ τοῦ βασιλέως
μὴ ποιοῦντος, ἀπανίσταται μὲν τῆς πόλεως, τὰ τῶν Θρᾳκῶν  
δὲ καὶ τὰ τῶν Μακεδόνων ληίζεται καὶ ὅσα τούτοις τῆς Βουλ-
γαρίας παράκεινται καὶ εἰς τὴν τῶν Πατζινάκων μεταχωρεῖ.
 Υἱοῦ δὲ τεχθέντος αὐτῷ ἐκ τῆς ἐξ Ἀλανῶν Μαρίας, ἣν
βασίλισσαν ἔστεψε, Κωνσταντῖνον αὐτὸν ὠνόμασεν ἐπὶ τῷ πατρὶ
καὶ βασιλικῶς ἐταινίωσε καὶ στείλας πρὸς τὸν Λογγιβαρδίας
ἡγεμονεύοντα Ῥομπέρτον τὴν ἐκείνου θυγατέρα τῷ υἱῷ ἐμνη-
στεύσατο, ἣν καὶ ἀχθεῖσαν Ἐλένην μετωνόμασεν. ἐτέχθη δὲ
τότε ἐν τῷ Βυζαντίῳ παιδίον, ἕνα ἔχον κατὰ τὸ μέτωπον
ὀφθαλμὸν καὶ τραγοσκελές. τῶν μέντοι βαρβάρων τὴν ἑῴαν

.-Zonaras Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter epsilon, p. 791, l. 14

Ἐπιγραφεῖς. οἱ τὰ δημόσια ἐπιγράφοντες. [ὁπό-


 τε δεήσει ἀργύριον εἰσφέρειν εἰς τὸ δημόσιον
 τοὺς ἀστοὺς ἢ τοὺς μετοίκους, οἱ ταῦτα διαγρά-
 φοντες ἐπιγραφεῖς ἐκαλοῦντο.]
Ἐπίδαυρος. ὄνομα τοπικόν. ἐν ᾧ ὁ Ἀσκληπιὸς
 ἐτιμᾶτο.
Ἐπιδαίσιος οἶκος. ὁ ἐπίκοινος καὶ οὐ μεριστὸς,
 ὁ ἐπίσης καταλειφθεὶς δύο τισίν.
Ἐπίδεσμος. ὁ ἐπὶ τῇ πληγῇ δεσμός.
Ἐπιδήμιος. ἐμφύλιος ἢ κοινὸς δημὸς, ὃ σημαίνει  λῖπος.
Ἐπίδοξος. ἐπιφανὴς καὶ ὁ προσδόκιμος, ὡς τό·  ἐπίδοξος ἦν αὐταρχῆσαι.
Ἐπιθανής. ἐγγίζων τῷ θανάτῳ. ἀνὴρ πρεσβύ-
 της νοσῶν καὶ ἐπιθανὴς ὤν.
Ἐπιθυμηταί. πρόθυμοι. [οἱ δὲ ἐμεγαλοφρόνουν
 τότε καὶ ἐπιθυμηταὶ ἐξίσταντο.]  
Ἐπικαιρότατος. ἐπιτήδειος. ἐν τοῖς ἐπικαίροις
 τῶν χωρίων τόποις. καὶ ἐπὶ καιροῦ, εὐκαίρως,
 ἁρμοδίως.

.-Zonaras Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter epsilon, p. 801, l. 5

 δειξιν ταῖς πρότερον ἡμέραις [γενέσθαι,] ἄλλης


 ἐπιβαινούσης.
Ἐπιγουνίδα. τὸ πρὸ τοῦ γόνατος ἄνω σαρκῶδες
 τοῦ μηροῦ. ἔνιοι δὲ τὴν ἐπωμίδα.
Ἐπίγνωσις. ἡ μετὰ τὴν πρώτην γνῶσιν τοῦ πρά-
 γματος κατὰ δύναμιν παντελὴς κατανόησις.  
Ἐπίδοσις. ἡ πρὸς τὸ καλὸν αὔξησις. καὶ ἡ προ-
 κοπὴ καὶ προσθήκη. λέγεται καὶ ἡ χάρις καὶ
 ἡ δωρεά.
Ἐπιδορατίς. ὁ σίδηρος τοῦ ἀκοντίου.
335

Ἐπιδημία. ἡ συγκατάβασις.
Ἐπὶ Δηλίῳ μάχη. τὸ Δήλιον χωρίον ἐστὶ τῆς
 Βοιωτίας, ἐν ᾧ μαχόμενοι οἱ Ἀθηναῖοι ὑπὸ
 τῶν Βοιωτῶν ἐνικήθησαν.
Ἐπιθυμία. δύναμις ψυχῆς, ὀργῆς ἀφανιστική· ἢ
 ἐμψύχου πρώτη ὁρμὴ πρός τι τῷ φιλουμένῳ.
 ἢ πόθον τῆς καθ' ἡδονὴν ἀπολαύσεως· ἢ λύπην
 ἐπὶ τῷ μὴ κατ' ἐξουσίαν ὄντι καταθυμίῳ· ἢ
 τινὰ σχέσιν οὗ μὴ πάρεστιν ἡ ἀπόλαυσις· ἢ
 νοερά τις τῶν θείων φύσεων ὀρεκτικὴ κίνησις.
Ἐπίκληρος. ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ κλήρῳ ὀρφανὴ κα

.-Zonaras Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter epsilon, p. 912, l. 19

  ἐν ταῖσιν εὔστραις κονδύλοις ἡρμοττόμην.


 ἀντὶ τοῦ ἐπαιδευόμην ἀπὸ τῆς μουσικῆς.
Εὐτραπελία. κουφότης, μωρολογία.
Εὐτρόχαλον. περιφερῆ. εἶναι δὲ τὴν ἀσπίδα
 μικρὰν καὶ εὐτρόχαλον.
Εὐοιώνιστον. εὔφημον, καλὰ προσημαίνουσαν.
Εὐφορία. ἡ εὐκαρπία. ἐφορεία δὲ ἡ ἐπιτήρησις,
 δίφθογγον.
Εὐφυΐα. ἀγαθὴ ἀρετή. ἐν φύσει πρὸς τάχος μα-
 θήσεως.
Εὐφροσύνη. ἀφορισμὸς λύπης ἐν ἐπιδημίᾳ καλῶν.  
Εὐφρόνη. ἡ νύξ. παρὰ τὸ εὐφρονεῖν ἡμᾶς ἐν
 αὐτῇ· καὶ γὰρ ὁ λογισμὸς, ὅτε ἀσχολεῖται,
 κριτὴς γίνεται τῶν πραγμάτων· ἢ παρὰ τὸ εὐ-
 φραίνειν τὸ σῶμα διὰ τῆς ἀναπαύσεως. [παρ-
 ώνυμόν ἐστιν. ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ ἀνακὸς γί-
 νεται ἀνάγκη πλεονασμῷ τοῦγ, καὶ ἀμύμονος,
 ἀμυμόνη καὶ ἀμυμώνη διὰ τοῦω, οὕτως καὶ
 παρὰ τὸ εὔφρων, εὔφρονος, εὐφρόνη.]

Georgius Acropolites Hist., Annales Section 59, l. 8

κἀκεῖνοι ἀσπασίως τε τὸν αὐτοκράτορα ὑπεδέξαντο καὶ κρό-


τοις ἐπῄνουν καὶ εὐφήμοις λόγοις ἐκύδαινον καὶ ἀετὸν
ταχὺν κατωνόμαζον.
Τὰ ἐκεῖσε μὲν οὖν, ὡς ἦν εἰκός, οἰκονομήσας ὁ
βασιλεύς, καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τοὺς παῖδας τῶν ἀπιστη-
σάντων ἐξορίσας τοῦ ἄστεος, πάντα δὲ τὰ αὐτῶν χρήματα
δημοσιευθῆναι κελεύσας, ἀπάρας τοῦ Μελενίκου ἐς τὴν
Θεσσαλονίκην ἀφίκετο, κἀκεῖθεν τὸν Βαρδάρειον διαπεράσας
καὶ τὰ Βοδηνὰ παραμείψας ὀλίγον ἐκεῖσε τὰς σκηνὰς
ἔπηξεν. ἐνόσησε δὲ νόσημα ἑδρικόν· τοῦτο δὲ καὶ ἐπι-
δήμιον τοῖς ἐκεῖσε στρατεύμασιν ἐγεγόνει. διακαρτερήσας
336

οὖν ἐκεῖσε μικρὸν ὅσον ῥαΐσαι τὴν νόσον, περὶ τὸν Πρίλα-
πον ὥρμησεν. ἐκεῖσε γοῦν προσηκόντως συσκευασάμενος
καὶ μηχανήματα προσλαβόμενος καὶ ἁμάξαις τὰς ἑλεπόλεις  
συγκομισάμενος ἐς τὸν Βελεσὸν ἐχώρει πολιορκῆσαι τοῦτον
καὶ τῆς τῶν ἐχθρῶν χειρὸς ἐξελεῖν. οἱ δὲ καὶ μόνον τῇ
τοῦ βασιλέως ἐφόδῳ καταβροντηθέντες καὶ μηδὲ ἀναμεί-
ναντες ἀναστῆναι μηχανήματα, εἰς συνθήκας ἐλθόντες ἐφ'
ᾧ μηδέν τι παθεῖν δεινόν, αὐτοῖς δὲ ὅπλοις καὶ πράγμασι
τοῦ ἄστεος ἐξελθεῖν, τοὺς ὅρκους πρὸς τοῦ βασιλέως λα-
βόντες ἐξῄεσαν τοῦ φρουρίου. ὁ δὲ βασιλεὺς ἐπείπερ

Γεώργιος Παχυμέρης. Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele Palaeologo)


P. 15, l. 32

αʹ. Ὅπως μεταξὺ λύπης καὶ ἡδονῆς ἐγένετο ὁ κρατῶν διὰ τὰ συμβάντα
ἐν τῇ δύσει.
βʹ. Ὅπως, σχιζομένων τῶν κατ' ἀνατολήν, ὁ πατριάρχης διὰ ταῦτα τοῖς
ἐκεῖ ἐπιδημεῖ.
γʹ. Ὅπως τῷ Βουλγάρων βασιλεῖ Κωνσταντίνῳ ἡ τῆς Εὐλογίας θυγάτηρ
Μαρία εἰς γάμον ἐξεδόθη.
δʹ. Τὰ περὶ τοῦ Νογᾶ καὶ Τοχάρων, ὅπως εἶχον τὸ πρίν, καὶ περὶ τοῦ
πρώτου βασιλέως καὶ νομοθέτου αὐτῶν.
εʹ. Τὰ περὶ τοῦ Μυτζῆ καὶ ὅπως δέδωκε βασιλεῖ τὴν Μεσέμβρειαν.
ϛʹ. Περὶ τοῦ πρὸς τοὺς Σέρβους κήδους τοῦ βασιλέως καὶ διὰ ταῦτα τῆς
τοῦ πατριάρχου Ἰωσὴφ ἐπιδημίας ἐκεῖσε.
ζʹ. Τὰ περὶ τοῦ Δυρραχίου καὶ τοῦ σεισμοῦ τοῦ ἐκεῖ ἐνσκήψαντος.
ηʹ. Τὰ κατὰ τὸν ῥῆγα Κάρουλον καὶ ὅπως κατὰ τῆς πόλεως ἐξηρτύετο
στόλον.
θʹ. Ὅπως πρέσβεις ὁ βασιλεὺς διὰ ταῦτα πρὸς τὸν ῥῆγα Φραγγίας
ἀπέστελλεν.
ιʹ. Ὅπως τὰ κατὰ τὴν πόλιν ὁ βασιλεὺς παρεσκευάζετο, ἀκουομένου τοῦ
στόλου τοῦ Καρούλου.  
ιαʹ. Ὅπως, τοῦ εἰς πάπαν προσκληθέντος Γρηγορίου πρὸς βασιλέα
πέμψαντος, ὁ βασιλεύς, ὑπερχόμενος πατριάρχην καὶ τοὺς τῆς ἐκκλη-
σίας, κατήπειγε τὴν εἰρήνην.

Γεώργιος Παχυμέρης. Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele Palaeologo)


P. 453, l. 2

Γλαβᾶν κουροπαλάτην καὶ μέγαν παπίαν ἐσύστερον· καὶ ὃς ἄλλοις συνάμα


μετὰ καὶ αὐτάρκους στρατοῦ, καταλαβὼν τὴν Μεσέμβρειαν, ἐκείνην μὲν
περιποιεῖ τοῖς Ῥωμαίοις, τὸν δέ γε Μυτζῆν διὰ τοῦ Αἵμου πεζῇ ἄγει πρὸς
βασιλέα. Τὸν δὲ καὶ δέχεται πρόφρων καὶ παρηγορεῖ εὐμενῶς καί, πρὸς τῷ
Σκαμάνδρῳ ἀποχρώντως προμηθευσάμενος, ἐκεῖσέ που σὺν τοῖς τέκνοις
κατασκηνοῖ, συνθήκας πρὸς αὐτὸν ποιησάμενος, ὥστε καὶ τὸν πρώτιστον
337

τῶν ἐκείνου υἱῶν Ἰωάννην συναρμόσαι τῇ θυγατρί. Ἀλλὰ τῇ μὲν τῶν


θυγατέρων πρωτίστῃ Εἰρήνῃ οὕτω προὐνόει τῶν γάμων.  
ϛʹ. Περὶ τοῦ πρὸς τοὺς Σέρβους κήδους τοῦ βασιλέως καὶ διὰ ταῦτα τῆς
τοῦ πατριάρχου ἐπιδημίας ἐκεῖσε.
 Τὴν δέ γε δευτέραν Ἄνναν ᾑρεῖτο πέμπειν τῷ κραλεῖ Σερβίας Στεφάνῳ
τῷ Οὔρεσι, ἐφ' ᾧ τῷ δευτέρῳ υἱῷ Μηλωτίνῳ – ὁ γὰρ ὁμωνυμῶν τῷ
πατρὶ καὶ πρῶτος τῷ ῥηγὶ Παιονίας εἰς θυγατέρα γεγάμβρευτο – εἰς γάμον
συνάπτειν. Καὶ δὴ τῶν πρὸς ἀλλήλους συνθεσιῶν τελεσθεισῶν, στέλλει
μὲν εἰς πρεσβείαν τὸν ἱεράρχην, συνεκπέμπει δὲ καὶ τὴν κόρην ὑπὸ θεραπείᾳ
μεγίστῃ βασιλικῇ. Καί γε καταλαβοῦσι τὴν Βέρροιαν σφίσι τὰ τῆς βουλῆς
ἔστη πεμφθῆναι πρὸς τὸν Οὔρεσιν Στέφανον τὸν χαρτοφύλακα Βέκκον,
ἅμα δὲ σὺν ἐκείνῳ καὶ τὸν Τραϊανουπόλεως Κονδουμνῆν. Ἦν δὲ καὶ πρὸς
τῆς δεσποίνης ἐντεταλμένον τῷ χαρτοφύλακι αὐτὸν προαπελθεῖν καὶ
γνωρίσαι τὰ κατὰ τοὺς Σέρβους τρανότερον, ὅπως μὲν σφίσιν ἐστὶν ἡ

Γεώργιος Παχυμέρης. Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vii de Andronico Palaeologo) P. 9,


l. 10

ἔτι δουκὸς καὶ τῶν περὶ τὸν Ἀτταλειώτην. 27. περὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ  
Χοιροβοσκοῦ τοῦ καὶ Ματζουκάτου λεγομένου. 28. ἐκστρατεία τοῦ βα-
σιλέως Μιχαὴλ εἰς τὰ περὶ δύσιν. 29. ἀνδραγαθία κατὰ Γεννουϊτῶν
τοῦ τῶν Λαζῶν ἄρχοντος Ἀλεξίου. 30. τὰ κατὰ τὴν Ἄννην τὴν κατὰ
δύσιν βασίλισσαν. 31. ἀπόδρασις Ἀλανῶν ἐκ τοῦ μεγάλου δουκός, καὶ
ἀνδραγαθία περὶ τὰς Πηγάς. 32. τεράστιον τελεσθὲν παρὰ τῆς ἁγίας
ὁσιομάρτυρος Θεοδοσίας.
 ΤΗΣ ΕΚΤΗΣ. πρόλογος. 1. περὶ τοῦ τῶν ἀνατολικῶν Τοχάρων
Κάνι τοῦ Καζάνη. 2. δημηγορία τοῦ βασιλέως πρὸς τοὺς σχιζομένους,
καὶ ἀπολογία ἐκείνων. 3. διαπεραίωσις τοῦ μεγάλου δουκὸς σὺν τοῖς
Κατελάνοις πρὸς δύσιν. 4. περὶ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Μπυριγερίου Τέντζα
Κατελάνου καὶ τῶν κατ' αὐτόν. 5. δημηγορία πρὸς Κατελάνους τοῦ
βασιλέως. 6. προσαγγελία πρὸς βασιλέα κατὰ Κατελάνων τῶν Γεννουϊ-
τῶν. 7. ἄφιξις πρὸς βασιλέα τοῦ μεγάλου δουκὸς καὶ ὑπὲρ τοῦ Μπυρι-
γερίου ἀξίωσις. 8. αἰτία τῆς τοῦ σιτοκρίθου συναγωγῆς ἀπὸ δύ-
σεως. 9. ἐπισκευασία τῶν κατ' αὐτοὺς Γεννουϊτῶν κατὰ τὴν περαίαν.
10. περὶ τοῦ πειρατοῦ Ἀνδρέου καὶ τῆς αὐτοῦ παραδοχῆς. 11. μετά-
κλησις παρὰ βασιλέως Μπυριγερίου Τέντζα. 12. ὅρκοι τοῦ Μπυριγε-
ρίου Τέντζα καὶ ἀξιώματα. 13. ἀτασθαλία κατὰ δύσιν τῶν Κατελάνων.
14. πρεσβεία τῶν Κατελάνων πρὸς βασιλέα, καὶ ἀπολογία τοῦ βασιλέως.
15. ἀπόδρασις τοῦ μεγάλου δουκὸς Μπυριγερίου Τέντζα. 16. ἀποστολὴ

Γεώργιος Παχυμέρης. Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vii de Andronico Palaeologo)


P. 392, l. 14

ἐλέει, οἷος αὐτὸς ἐπὶ τοῖς τοιούτοις ἐῴκει, ὥστε καὶ ἀραρότως
ἐπ' αὐτῇ πεποιθέναι καὶ τὰ εὐχαριστήρια ταύτης ἐπαγγέλλειν
ψάλλεσθαι, κἂν αὐτὴ ἐφιστῷτο ἡ ἀναστάσιμος. τότε γοῦν καὶ
ἐπὶ πλέον ἐποτνιᾶτο, καὶ τῷ ἐκ τῆς φωταγωγοῦ ἐλαίῳ, πέμπων
338

καὶ μοναχὸν ἐκ τῆς μονῆς, φιλοτίμως ἐδωρεῖτο τὸν κείμενον.


ἦν δὲ ἄρα ὁ μοναχὸς ἀποβὰς τῆς νεὸς ἀνάνηψις τῷ κειμένῳ, καὶ
περὶ αὐτοῦ μήπω φανέντος ὁ ἤδη νεκρὸς ἐπυνθάνετο ἐξ ὀνείρων
αὐτίκα χρηστῶν, καθ' οὓς εὐσταλής τις γυνὴ ἧλον τοῦ πονοῦν-
τος μέρους ἀποσπᾶν ἐῴκει, “ἴδετε” λέγων, εἰ μοναχὸς ἐπ' αἰ-
γιαλοῦ ἀποβὰς ἵσταται φέρων καὶ δῶρα τῆς θεομήτορος.” οἱ
δ' ἐπιστάντες εὐθέως τὸ ἀκουόμενον καθεώρων, καὶ ἡ ἐπιδημία
τοῦ μοναχοῦ σὺν ἁγίῳ ἐλαίῳ ἐπανάκλησις ἦν τῷ νοσοῦντι, ἐν
ὅτι πλείστῳ τῷ θειασμῷ γενομένη μετὰ θαύματος.
 11. Ὀλίγον δὲ πρὶν ἢ ταῦτα γενέσθαι, Ποσειδεῶνος μη-
νὸς ὀγδόῃ, σεισμὸς ἐνσκήπτει, κατὰ μὲν τὰ ἐνταῦθα μέρη ἄγνω-
στος τοῖς πολλοῖς, ὥστε μηδὲ σημῆναι τὸν κλόνον, κατὰ δὲ τὸ
διὰ Ῥόδου κλίμα καὶ πρόσω λαμπρὸς καὶ τῶν πώποτε μνημο-  
νευομένων ὁ χαλεπώτατος. ὅθεν καὶ Ῥόδος μὲν αὐτὴ πᾶσα ἐς
τὸ παντελὲς ἀνατέτραπται, ἤκουστο δέ γε καὶ περὶ Ἀλεξανδρείας
καὶ τῶν ἐξ ἴσου ταύτῃ τὰ πάνδεινα. Κορώνη δὲ καὶ Μεθώνη
καὶ τὰ πολλὰ τῆς Πελοποννήσου, οὐκ ἐλάχιστον δὲ μέρος καὶ

Γεώργιος Παχυμέρης. Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vii de Andronico Palaeologo)


P. 405, l. 19

τὸ εἰκὸς ἀπονείμαι μὲν τὴν προσκύνησιν, ἀπολαύοι δέ γε τῆς θέας


δεσπότου δοῦλος, ἄβατος ἦν ἡ πόλις τὸ παράπαν ἐξ ἐπιτάγμα-
τος· τὰ γὰρ ἐξ ὑπογύου πραχθέντα παρ' Ἰταλοῖς κατὰ Κύζικον
καὶ λίαν ὠδύνα τὸν βασιλέα ἀνάπυστά οἱ γεγονότα, καὶ διὰ τοῦτο
καὶ τὴν πρὸς ἐκεῖνον ὁμιλίαν ἀπέστραπται. ἤδη δὲ καὶ τελείας
ἐπιβὰς ὑγείας, συνάμα τῇ Αὐγούστῃ τῇ ἑαυτοῦ, ἐπεὶ καὶ αὕτη
συνῆν ἐκείνῳ κατὰ τὰς Πηγὰς ἀπαντήσασα, διαπεραιοῦται κατὰ
δύσιν. καὶ ἐφ' ἡμέραις τοῖς κατὰ δύσιν χωρίοις ἐναυλισάμενος,
ἐπεὶ ἔδει καὶ ἐπανήκειν ἐς πόλιν καὶ ὁ πατὴρ καὶ βασιλεὺς ἤπειγε
τὴν ἐπιδημίαν, ἡμέρᾳ μὲν εἰκοστῇ τρίτῃ Ἑκατομβαιῶνος μηνὸς
καταλαμβάνει τὴν Δρίπειαν, τῇ δ' ἑξῆς ἐξέρχεται μὲν βασιλεύς,
συνεξέρχεται δὲ καὶ ἅπαν τὸ περὶ τὸν βασιλέα, καὶ μοναχοὶ καὶ
οἱ τῆς ἐκκλησίας ἅπαντες συνεξίασιν, οὐδὲ τὸ τῆς πολιτείας ὅσον
ἦν ἔκκριτον, ἐκεῖθεν λείποντος. καὶ τότε κατὰ τὸ μέσον τῆς  
ὁδοῦ βασιλεὺς βασιλεῖ συναντᾷ, καὶ χρόνιος φαίνεται, καὶ ὥσπερ
τις τροπαιοῦχος ὑπὸ πολλαῖς ταῖς εὐφημίαις τὴν πόλιν εἰσέρ-
χεται.
 18. Ἐν τούτῳ δὲ καὶ Ὀσφεντίσθλαβος τῶν Βουλγάρων,
ὡς εἴπῃ τις, βασιλεύς, εἴτε διὰ τὴν ἐκ τοῦ κράλη Σερβίας τῆς
ἰδίας ἀδελφῆς διὰ τὸ τοῦ βασιλέως κῆδος παρόρασιν, εἴτε δι'

Theodorus Scutariota Hist., Additamenta ad Georgii Acropolitae historiam


Frag. 47, l. 9

134,6 POST ἐκπεπλήρωκεν ADD.] τοῦ πατριάρχου Ἀρσε-


νίου ἐπιδημήσαντος καὶ τούτους τελέσαντος s. 527,6.
339

143,23 Ὁ μὲν – 144,2 χωρεῖ.] ὁ δὲ βασιλεὺς περὶ τὴν τοῦ


Δεκεμβρίου ἀρχὴν διαπεραιωθεὶς τὸν Ἑλλήσποντον, τὴν μὲν
ἑορτὴν τῆς Χριστοῦ γέννας ἑώρτασε κατὰ τὰ Σύρροια, ὡς
εἶχε τάχους κατὰ τὰ τῆς Λυδίας μέρη καὶ τὰς Σάρδεις τὴν
πορείαν ποιούμενος, συχνὰ μηνύματα πρὸς τοῦ περσάρχου
δεχόμενος, ὡς ἔρχεται πρὸς αὐτόν· καὶ ἤθελεν ἑνωθῆναι
τούτῳ ἐκεῖ. ὅτε οὖν εἰς τὸν Κάλαμον ἤλθομεν, ἔνθα
καὶ φρούριον ὁ Καβαλλάρης λεγόμενον, ἀμηρᾶς ἔφθασε  
βεβαιῶν τὴν τοῦ σουλτάνου ἐπιδημίαν περὶ τὴν Τρίπολιν.
εἰς τὴν τοῦ Ἀπολλωνίου τοιγαροῦν καταλύσαντες χώραν
καὶ τῇ ἑξῆς τὴν τῶν φώτων τελέσαντες δεσποτικὴν ἑορ-
τήν, τῇ μετ' αὐτὴν τὸ τοῦ στρατοῦ πλῆθος καὶ τὴν ἀπο-
σκευὴν εἰς τὸν κάμπον τῆς Μαγνησίας ἀποπέμψας, ὁ βασι-
λεὺς ὀλίγους παραλαβὼν αὐτὸς εἰς τὰς Σάρδεις ἀφίκετο.
κἀκεῖ τὸν σουλτάνον ἐλθόντα φιλοφρόνως καὶ ἀσμένως ὡς
ἦν δέον ἀποδεξάμενος μετ' αὐτοῦ εἰς τὴν Μαγνησίαν, ὅπου
καὶ τὰ στρατεύματα, ἦλθε. τοσοῦτον δὲ τὸ τῶν στρατευμά-
των πλῆθος, ὡς ἀπὸ τοῦ τόπου, ὃς δὴ Χλέρα λέγεται,
μέχρι καὶ τῶν στενῶν τοῦ ποταμοῦ ἐκτείνεσθαι τὸ στρατό

.-Codinus Hist., De officiis (= officia palatii Constantinopoleos)


P. 195, l. 7

μετ' αὐτὸν ἡ λειτουργία, εἰ δὲ ἐν


Σαββάτῳ τύχοι ἢ Κυριακῇ, εἰς
τρίτην ὥραν τῆς ἡμέρας γίνεται ἡ
λειτουργία. Διά τοι τοῦτο καὶ  
οὐδὲν σώζει ψάλλεσθαι τὴν τοιαύ-
την ὅλην ἀκολουθίαν τῶν τε ὡρῶν
καὶ τῶν τροπαρίων, διὰ τὸ πλείς-
την εἶναι, καὶ ἐξ ἀνάγκης ψάλλεται
μὲν πρῶτον ἡ λειτουργία ἰδίως,
κατὰ τὸν τεταγμένον καιρόν, καὶ
ἄνευ τῆς τοῦ βασιλέως ἐπιδημίας,
κατὰ δὲ τὴν τοῦ ἑσπερινοῦ ὥραν ὁ
βασιλεὺς ἔρχεται εἰς τὴν ἐκκλη-
σίαν.
 Τῶν οὖν τροπαρίων ψαλλομένων
ὁ μὲν βασιλεὺς φορεῖ σκιάδιον καὶ
τὴν καθημερινὴν στολὴν αὐτοῦ,
καὶ οἱ ἄρχοντες δὲ ὡσαύτως·
κατὰ δὲ τὸν ἑσπερινὸν καὶ τὴν
λειτουργίαν ἀλλάσσει ῥοῦχον μαρ-
γαριταρέϊνον.

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 90, l. 22

ἱδρυμένης ἐν Βυζαντίῳ στρατιᾶς καὶ τῶν ἄλλων συγκλητικῶν


340

καὶ πολιτικῶν·) οὐδὲν ἠθέλησεν ἀδικῆσαι, ἀλλὰ τοῖς τε συνεπο-


μένοις ἀπεῖπε νεωτερίζειν μηδὲν, καὶ τοῖς ἱπποφορβοῖς ἐκέ-
λευσε τοὺς ἵππους λαβόντας πρὸς τὴν πόλιν χωρεῖν, μὴ τα-
ραχῆς τινος γενομένης διαρπασθῶσιν. ἐφεξῆς δὲ συνελθὼν
καὶ τῷ μεγάλῳ δομεστίκῳ καὶ Συργιάννῃ, ὡς εἶχον ἤνυον τὴν
ὁδόν· καὶ μετὰ μέσην τῆς μετὰ τὴν δευτέραν ἡμέρας, εἰς τὴν
Ἀδριανοῦ φθάσαντες εἰσεληλύθασιν, ἡδέως ὑποδεξαμένων τῶν
οἰκούντων τὴν πόλιν, καὶ τῶν κρειττόνων τινὸς τὴν βασιλέως
οἰηθέντων ἐπιδημίαν. ὁ μέντοι πρεσβύτερος βασιλεὺς τὸν τοῦ
ἐγγόνου δρασμὸν γνωρίσας, διασέσειστο μὲν ἐπ' ὀλίγον τοὺς
λογισμοὺς, εἶτ' ἀναλαβὼν ἑαυτὸν, καὶ οὐ μέγα ἔργον ἡγησά-
μενος τὸ τὸν ἔγγονον χειρώσασθαι, ἅτε καὶ στρατιᾶς καὶ τῆς  
ἀρχῆς ἁπάσης ὑφ' αὑτῷ οὔσης, ἕνα τῶν συγκλητικῶν Μα-
νουὴλ Τάγαριν τὸν μέγαν στρατοπεδάρχην, γένους μὲν ὡρ-
μημένον ἐκ φαύλου καὶ ἀφανοῦς, ἀνδρίᾳ δὲ καὶ τόλμῃ τῇ
περὶ τὰς μάχας ἐπὶ πλεῖστον δόξης αὐτὸν ἀφ' ἑαυτοῦ προελ-
θόντα, (ἐν γὰρ Φιλαδελφείᾳ τῇ κατὰ Λυδίαν πολλὰ καὶ χει-
ρὸς καὶ τόλμης καὶ στρατηγικῆς ἐμπειρίας κατὰ Περσῶν ἐνε-
δείξατο ἔργα, ὡς ἐκ τούτων θαυμασθέντα καὶ γάμου τυχεῖν

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 333, l. 2

ἐντολὰς αὐτοῦ σὺν πάσῃ προθυμίᾳ ἐκπληροῦν; εἰ δὲ σὺ μὲν,


ὥσπερ εἴρηκας, πάντα δεύτερα τῆς πρὸς ἐμὲ ἡγῇ φιλίας, ἐγώ
τε τοῦ παντὸς τιμῶμαι τὰ σοὶ φίλα καὶ λογίζεσθαι καὶ πράτ-
τειν, πῶς ἂν ἔχοι χώραν, ἃ ἐνόμιζον ἀνιᾷν, ταῦτ' ἐξεπί-
τηδες λογίζεσθαι ποιεῖν; ὃν δὲ τρόπον ἔσχε τὰ περὶ Συργιάν-
νην, αὐτὸς ἐρῶ. τὰς μὲν αἰτίας ἐφ' αἷς ἁλοὺς κατεκρίθη δε-
σμωτήριον οἰκεῖν ὑπὸ βασιλέως τοῦ πάππου τοῦ σοῦ, οἶσθα
καὶ αὐτός. ἐγὼ δὲ μετὰ τὸ Βυζάντιον ἡμᾶς ποιήσασθαι ὑφ'  
ἑαυτοῖς, ἀσυμπαθὲς ἔκρινα καὶ δεινῶς ἄγνωμον, εἰ μή τινι
ἄλλῳ, τῇ πρὸς αὐτὸν γοῦν ἐπιδημίᾳ τὴν συμφορὰν εἰς ὅσον
οἷόν τε ἐπικουφίσαι καὶ παραμυθίαν παρασχεῖν τινα, μὴ
παντελῶς ἀπεῤῥίφθαι ἐλπίσαντα παρὰ τῶν φίλων. γενό-
μενος δὲ ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ πρὸς αὐτὸν, καὶ τήν τε ἄλ-
λην κάκωσιν τὴν ἀπὸ τοῦ δεσμωτηρίου καὶ μάλιστα τὴν ἀπὸ
τῶν κλοιῶν ἑωρακὼς, δεινῶς τε ἤλγησα ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ πα-
ραμυθίαν τινὰ εἰ οἷόν τε αὐτῷ προὐθυμήθην ἐξευρεῖν. καί
σοι προσελθὼν, περὶ τῶν κλοιῶν ἐδεόμην μόνων, ἀρκοῦσαν
ἡγούμενος εἶναι ὡς ἐν δεινοῖς παραμυθίαν. ἐπεὶ δὲ ἐγενόμην
ἐν συνηθείᾳ καὶ συχνῶς ἐφοίτων πρὸς αὐτὸν, ἐκεῖνος μὲν οὐδ'
οὕτω πρὸς ἐμὲ ἐμνήσθη τῶν κακῶν ἀπαλλαγῆς,

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 498, l. 20

ονος ἢ ἐλάσσονος, τὴν πέμπτην μοῖραν παρέχειν ἀριστεῖον βα-


σιλεῖ, καὶ μετ' ἐκεῖνον τῷ μεγάλῳ δομεστίκῳ ἴσην οἷα δὴ
τῆς συμπάσης ἡγουμένῳ στρατιᾶς, τότε οὐδὲν ἐποίουν τῶν
341

εἰωθότων. οὐδέ τις ἠνώχλει αὐτοῖς περὶ τῆς πέμπτης, ἀλλ'


ὥσπερ ἐξ ἀεννάων ποταμῶν ἐξῆν ἑκάστῳ ὅσων ἂν βούλοι-
το κύριος γενέσθαι. τοιαῦτα μὲν Ἀλβανοὶ πρότερον τοὺς
ἑσπερίους ἠδίκουν, τοιαύτην δὲ ἔδοσαν τὴν δίκην ὑπὲρ ὧν
ἠδίκουν ὕστερον. πόλεις δὲ αἱ πρότερον πάσχουσαι κακῶς
διπλῆς ἀπήλαυσαν εὐεργεσίας, ἐπηρείας τε τῆς παρὰ Ἀλ-
βανῶν ἀπηλλαγμένοι καὶ τῆς βασιλέως ἀπολαύσαντες ἐπι-
δημίας καὶ προνοίας· ὃ μείζω καὶ λαμπροτέραν αὐτοῖς
τὴν ἡδονὴν ἐποίει καὶ ἑορτὴν ἦγον τὴν πασῶν χαριεστά-
την. ἀπὸ γὰρ τῶν Κομνηνοῦ τοῦ Μανουὴλ βασιλέως χρό-
νων ἄχρις Ἀνδρονίκου τῶν Παλαιολόγων τοῦ δευτέρου βα-
σιλέως ἕτερος βασιλεὺς οὐκ ἐπεδήμησεν αὐτοῖς οὐδὲ προ-  
νοίας ἠξίωσε τοσαύτης. διὸ καὶ τὴν ἐπιδημίαν αὐτοῦ οὐχ
ὡς τῶν ἐπιγείων τινὸς, τῶν κρειττόνων δὲ ἦγον. τοὺς μὲν
οὖν Πέρσας μετὰ τὸ καταδουλώσασθαι Ἀλβανοὺς ἀπέπεμπεν
ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν οἰκείαν, οἳ καὶ διὰ Θετταλίας καὶ Βοτ-
τιαίας εἰς Θεσσαλονίκην καταντήσαντες, ἐκεῖθεν ταῖς ναυσὶν
ἐπεραιώθησαν πρὸς Ἰωνίαν. αὐτὸς δὲ διενοεῖτο ὡς εἰς

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 499, l. 1

το κύριος γενέσθαι. τοιαῦτα μὲν Ἀλβανοὶ πρότερον τοὺς


ἑσπερίους ἠδίκουν, τοιαύτην δὲ ἔδοσαν τὴν δίκην ὑπὲρ ὧν
ἠδίκουν ὕστερον. πόλεις δὲ αἱ πρότερον πάσχουσαι κακῶς
διπλῆς ἀπήλαυσαν εὐεργεσίας, ἐπηρείας τε τῆς παρὰ Ἀλ-
βανῶν ἀπηλλαγμένοι καὶ τῆς βασιλέως ἀπολαύσαντες ἐπι-
δημίας καὶ προνοίας· ὃ μείζω καὶ λαμπροτέραν αὐτοῖς
τὴν ἡδονὴν ἐποίει καὶ ἑορτὴν ἦγον τὴν πασῶν χαριεστά-
την. ἀπὸ γὰρ τῶν Κομνηνοῦ τοῦ Μανουὴλ βασιλέως χρό-
νων ἄχρις Ἀνδρονίκου τῶν Παλαιολόγων τοῦ δευτέρου βα-
σιλέως ἕτερος βασιλεὺς οὐκ ἐπεδήμησεν αὐτοῖς οὐδὲ προ-  
νοίας ἠξίωσε τοσαύτης. διὸ καὶ τὴν ἐπιδημίαν αὐτοῦ οὐχ
ὡς τῶν ἐπιγείων τινὸς, τῶν κρειττόνων δὲ ἦγον. τοὺς μὲν
οὖν Πέρσας μετὰ τὸ καταδουλώσασθαι Ἀλβανοὺς ἀπέπεμπεν
ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν οἰκείαν, οἳ καὶ διὰ Θετταλίας καὶ Βοτ-
τιαίας εἰς Θεσσαλονίκην καταντήσαντες, ἐκεῖθεν ταῖς ναυσὶν
ἐπεραιώθησαν πρὸς Ἰωνίαν. αὐτὸς δὲ διενοεῖτο ὡς εἰς Ἀκαρ-
νανίαν ἐμβαλῶν. ἔτι δὲ κατὰ τὰ Βαλάγριτα διατρίβοντι λό-
γος Ἀκαρνάσι πολὺς ἐγίνετο περὶ αὐτοῦ. φήμη γὰρ διῄει ὡς
αὐτοῖς ἐπιστρατεύσει. οἱ μὲν οὖν μὴ δέχεσθαι ταῖς πόλεσιν
ἠξίουν, μηδὲ τῆς παλαιᾶς εὐνοίας τῆς πρὸς τοὺς Ἀγγέλους
ἀποστάντας, πολὺν ἤδη χρόνον ἄρξαντας αὐτῶν, ὑπὸ βασιλεῖ

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 535, l. 12

δὲ παρασκευαζομένῳ καὶ ὁ παρακοιμώμενος Ἀπόκαυχος ἐκ


Βυζαντίου ἧκεν. οὐ πολλαῖς δὲ ὕστερον ἡμέραις τῷ μεγάλῳ
342

δομεστίκῳ προσελθὼν, ἀνεμίμνησκέ τε παλαιῶν εὐεργεσιῶν


ὧν ὑπῆρξεν εἰς αὐτὸν καὶ νῦν ἐδεῖτο, τῶν μὲν ἐτησίων προς-
όδων, ἃς αὐτὸς καρποῦται, βασιλέως παρασχόντος, κληρονό-
μους εἶναι παῖδας τοὺς αὐτοῦ· αὐτὸν δὲ ἀδείας τυχόντα ἐκ
βασιλέως, φροντιστηρίῳ προσελθεῖν, πᾶσι τοῖς τοῦ βίου χαί-
ρειν εἰπόντα, μίαν δὲ ποιούμενον φροντίδα τὸ τὴν ψυχὴν ἐκ
τῶν πολλῶν κηλίδων, ἃς αὐτῇ προσετρίψατο ἐκ τῶν πραγμά-
των, ἐκκαθᾶραι. εἰς τοῦτο γὰρ ἐκ Βυζαντίου ἥκειν, οὐδεμίαν
ἑτέραν τῆς ἐπιδημίας ἔχοντα αἰτίαν. ὁ μέγας μὲν οὖν δομέ-
στικος οἰόμενος τὰ εἰρημένα εἶναι ἀληθῆ, αὐτός τε ἔφασκεν
οὐκ ἂν ἐνδώσειν, μήτε βασιλεῖ περὶ τούτου διαλέξεσθαι. ὁ δὲ
αὖθις καὶ πολλάκις προσελθὼν, ἐδεῖτο περὶ τῶν αὐτῶν καὶ
ὅρκους προσετίθει ὡς οὐ πλάττεται τὴν αἴτησιν, ἀλλὰ προὔρ-
γου παντὸς αὐτῷ ἡ ἀναχώρησις τοῦ κόσμου καὶ ὡς οὐδ'
ἂν εἴ τι γένοιτο μεταβάλοι τῆς προθέσεως. διὸ καὶ ταύτην
ἱκέτευε τελευταίαν εὐεργεσίαν καταθεῖναι ἐπὶ πολλαῖς ταῖς
πρότερον γεγενημέναις. ὁ μὲν οὖν τοιαῦτα μετὰ σπουδῆς ἐ-
δεῖτο ὡς ἐδόκει. ὁ μέγας δὲ δομέστικος ἀλγῶν μὲν καὶ τὴν
ψυχὴν δακνόμενος ἐπὶ τῇ τούτου ἀναχωρήσει,

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 112, l. 12

διακαρτερῆσαι, καίπερ ἀνιωμένους, ἄχρις ἂν θεοῦ διδόντος


ἐπανήξω τῆς στρατείας. τότε δὲ τῆς βασιλίδος δεηθεὶς αὐτὸς
ὑπὲρ ἐκείνων καὶ, εἰ δέοι, καὶ ἐγγύας παρασχὼν, τοῦ τε
δεσμωτηρίου παρασκευάσω ἐξελθεῖν καὶ πρὸς τὴν ἀρχαίαν
εὐδαιμονίαν πειράσομαι ἐπανάγειν. νυνὶ δὲ τῆς στρατιᾶς ἤδη
παρεσκευασμένης οὔσης πρὸς τὴν ἔξοδον, οὐ σχολὴ περὶ τοι-
αῦτα διατρίβειν, χρόνου δεόμενα πρὸς τὴν κατασκευήν. ἀλλ'
ἐπειγόντων τῶν πραγμάτων, νῦν μὲν κατὰ πάροδον, ὥσπερ
καὶ πρότερον πολλάκις, πρὸς αὐτοὺς παραγενόμενος, οὐ πα-
ραμυθήσομαι μόνον διὰ τὴν ἐπιδημίαν καὶ προνοίας ἀξιώσω
τῆς δεούσης, ἀλλὰ καὶ χρηστοτέρων ἐμπλήσω τῶν ἐλπίδων,
τὴν ἐλευθερίαν τῶν δεσμῶν ἐπαγγειλάμενος βεβαίως. ὃ καὶ
τὸν μεταξὺ χρόνον αὐτοῖς ἀνεκτότερον, ἢ πρότερον ἡμέρας
ποιήσει διάστημα μιᾶς.” ὁ μὲν οὖν ἠγάπα τὲ ταῖς ἐπαγγε-
λίαις καὶ χάριτας ᾔδει πολλὰς ὑπὲρ αὐτῶν.
 ιηʹ. Παρακοιμώμενος δὲ αἰσθόμενος, οἷος ἦν ἐκεῖνος τὰ
τοιαῦτα ἐρευνᾷν, καὶ προσελθὼν Ἀσάνῃ, πρῶτα μὲν δουλείαν
ἀρχαίαν ὡμολόγει, καὶ μηδὲ τὴν τύχην, ἐν ᾗ καθέστηκε
νυνὶ, τῆς πρὶν εὐτελείας ἐπιλελῆσθαι πεῖσαι διεβεβαιοῦτο,
ἀλλ' οὕτως οἴεσθαι αὐτὸν οἷα δὴ ἕνα τῶν ἐκείνου οἰκετῶν,

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 221, l. 17

πᾶσαν θεραπείαν, ὥσπερ αὐτοχειρίᾳ κατασφάττοντες. ἡ βα-


σιλὶς δὲ ὑπό του πυθομένη, ὅτι νοσοίη ἡ τοῦ βασιλέως μή-
τηρ, καὶ ὡς οὐκ ἐπιτραπείη παρὰ τῶν ἀρχόντων καὶ τοῦ
343

διδασκάλου τῆς οἰκουμένης καὶ μαθητοῦ τοῦ πρᾴου καὶ φι-


λανθρώπου ἰατρὸς πρὸς αὐτὴν εἰσελθεῖν, ὠνείδισε μὲν αὐ-
τοῖς πικρῶς τὴν ὠμότητα καὶ τὴν ἀναλγησίαν· τὸν δὲ ἰατρὸν
ἐκέλευεν, ὃς αὐτῇ πρὸς τὰς νόσους συνήθης ἦν, πρὸς ἐκείνην
τε ἐλθεῖν καὶ προνοίας ἀξιῶσαι τῆς δεούσης. πατριάρχης δὲ
καὶ ἡ λοιπὴ τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων ἀνδρῶν φατρία τὸν ἰατρὸν
παραλαβόντες, ὅρκους ἀπῄτουν, ὥστε ἐλθόντα πρὸς ἐκείνην,
μηδὲν περὶ τῆς νόσου διατάξασθαι. τοῦ δὲ καὶ τὴν ἐπιδημίαν
ἀπαγορεύοντος, εἰ μέλλοι μηδὲν ἐκ τῆς τέχνης ὠφελεῖν, ἠνάγ-
καζον αὐτοὶ τὰ κελευόμενα ποιεῖν, ἵν' αὐτοῖς τε ἡ ἐξαρχῆς
ὠμότης διασώζοιτο καὶ μηδὲ βασιλίδος καταφρονεῖν δοκοῖεν,
τὰ κεκελευσμένα μὴ ποιοῦντες. εἰ δ' ἰσχυρογνωμονοίη καὶ
πρὸς ὠφέλειάν τι τῆς νοσούσης λέγοι, μὴ μέμφεσθαι αὐ-  
τοῖς, ὡς αὐτοῦ τῶν ἐσομένων κακῶν αἰτίου ἑαυτῷ παρεσο-
μένου· δῆλος γὰρ ἤδη εἶναι ᾑρημένος τὰ Καντακουζηνοῦ. ὁ
δὲ δείσας τὴν ἀπειλὴν, (οὐδὲν γὰρ ἦν τὸ μέσον τοῦ τε ὑπο-
πτευθῆναι καὶ τοῦ πάσχειν τὰ δεινότατα,) πρότερον ἐπαγγει-
λάμενος μηδὲν τῶν γινομένων μηνύσειν βασιλίδι,

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 225, l. 23

εἰ πρὸς ἠπειρῶτιν στρατιὰν ἐκ θαλάττης αὐτὸς ἀντιτάττε-


σθαι παρασκευάζοιτο καὶ χρήματα τοσαῦτα οὐκ εἰς δέον ἀ-
ναλίσκοι. τὸ δ' ἀπέβαινεν ἐναντίως, ἢ ἄν τις ἐκ τῶν πρα-
γμάτων στοχαζόμενος ᾠήθη. πλεῖστα γὰρ ἔβλαψε τὰ Καν-
τακουζηνοῦ τοῦ βασιλέως πράγματα, εἰς Θεσσαλονίκην οὐκ
ἐκ προνοίας ἰδίας, ἀλλὰ κατὰ τύχην ἀφιγμένος. ταῦτα μὲν
οὖν ὕστερον εἰρήσεται.
 λζʹ. Βασιλεὺς δὲ ὁ Καντακουζηνὸς ἐπεὶ Περιθεώριον
ἑλεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἀναγκαῖον δὴ ἡγεῖτο πρὸς Θεσσαλονίκην
τὴν ταχίστην ἀφικέσθαι, δεῖν ἔγνω πρότερον πρωτοστράτορι
μηνύειν τὴν ἐπιδημίαν. εἰδὼς δὲ, ὡς Συργὴς στρατιώτας
πέμψας φυλάττει τὰς ὁδοὺς τοῦ μὴ λαθόντα τινὰ ἀγγελίας  
ἔκ τινος αὐτῷ κομίζειν, τοιοῦτόν τι πρὸς τὴν ἐκείνου πονη-
ρίαν ἀντιτεχνᾶται. τῶν στρατιωτῶν δυσὶ τὸν μὲν ἐκέλευεν
ἀποδυθέντα καὶ περιαγκωνίσαντα ἑαυτὸν ἄγεσθαι δεσμώτην,
τὸν ἕτερον δὲ ἄγειν. εἰ δὲ οἱ τὰς ὁδοὺς τηροῦντες περιτύ-
χοιεν, τὸν ἄγοντα φάσκειν, ὡς τὸν ἵππον ἀπολωλεκὼς, τὸν
μὲν οὐχ εὕροι, τὸν χαλινὸν δὲ παρὰ τἀνδρὶ τουτωΐ· ἀπαιτοῦν-
τα δὲ καὶ τὸν ἵππον, μὴ ἀποδιδόναι, ἀλλὰ τὸν χαλινὸν μό-
νον εὑρηκέναι παρὰ τὴν ὁδὸν διισχυρίζεσθαι. οὗ δὴ χάριν
δήσαντα, ἄγειν πρὸς τὸν βασιλέως θεῖον, ὅπως παρ' ἐκείνου

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 262, l. 17

ἐπὶ τῆς σκηνῆς, πάσης ἡδίω διατριβῆς τὴν πρὸς ἐκεῖνον τι-
θέμενος ὁμιλίαν,) ἔξω μὲν τῆς πύλης τοὺς νέους τῶν εὐγε-
νεστέρων πεζῇ θέοντας ἐκέλευεν ὑπαντᾷν, ἔνδον δὲ τῆς αὐ-
344

λῆς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ἀξίαις ταῖς παρ' αὐτοῖς τετιμη-


μένους, αὐτὸς δὲ ἐπὶ τὸν πρῶτον μάλιστα τῶν οἴκων μετὰ
τὴν αὐλὴν προσηγόρευεν ὑπαντῶν, ἢ καὶ ἄχρι τοῦ τόπου
ἔνθα τοῦ ἵππου ἀπέβαινε προΐει. οὐχ ἥττω δὲ φιλοτιμίαν
καὶ ἡ τοῦ Κράλη γαμετὴ πρὸς βασιλέα ἐπεδείκνυτο, ἐν
πᾶσι μάλιστα ἐκείνου οὐδαμῶς ἀπολείπεσθαι φιλονεικοῦσα.
ταῦτα μὲν οὖν παρὰ πάντα τὸν χρόνον, ἐν ᾧ συνδιέτριβεν
αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς, ἐπράττετο. ἐν ἀρχαῖς δὲ τῆς ἐπιδημίας
μάλιστα ἐν ἡμέραις οὐκ ὀλίγαις πότοις καὶ φιλοτησίαις ὁ
τῶν Τριβαλῶν ἄρχων τὴν πρὸς βασιλέα εὔνοιαν ἐπιδειξάμε-
νος, ἔπειτα ἐπυνθάνετο, ὅτου χάριν ἀφίκοιτο πρὸς αὐτὸν
καὶ εἰ δέοιτο παρ' αὐτοῦ τινος. βασιλεὺς δὲ ἥκειν μὲν ἔ-
φασκε τῆς εἰς αὐτὸν φιλίας ἕνεκα. οὐ γὰρ ἂν εἴη τι βέλτιον
καὶ σωφρονέστερον ἀνθρώποις ὀρθοῖς χρωμένοις λογισμοῖς
τοῦ βεβαίαν καὶ ἀληθῆ φιλίαν κτήσασθαι. ἔπειτα δὲ εἴγε  
βούλοιτο καὶ δύναιτο καὶ βοηθείας παρ' αὐτοῦ τυχεῖν, ὥστ'
ἐπανελθεῖν πρὸς τὴν οἰκείαν. οἴεσθαι δὲ μηδ' αὐτὸν ἀγνο-
εῖν τὰ αὐτῷ συμβεβηκότα ἐν ἐννέα μάλιστα μησὶν ἤδη τοῦ

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 334, l. 13

ρείχετο εὐθύς. τὰ δὲ ἐδεῖτο βασιλέως τάχιστα ἥκειν πρὸς


αὐτοὺς καὶ μὴ ῥᾳθυμεῖν. τῶν γὰρ ἐν Διδυμοτείχῳ τὸ μὲν
στρατιωτικὸν ἱππεῖς τε καὶ πεζοὶ τὰ κατὰ Θρᾴκην χωρία
ληϊζόμενοι ἀφορμὰς τοῦ βίου ἐποιοῦντο. ὁμοίως δὲ καὶ χει-
ροτέχναι καὶ ἄλλοι, ὅσοις ὁ βίος ἦν ἐκ τῶν χειρῶν, πονοῦντες
καὶ ἐργαζόμενοι, διέζων τῶν ἀναγκαίων εὐποροῦντες. οἱ
μέσοι δὲ τῶν πολιτῶν πάνυ κραταιῶς ἐπιέζοντο ὑπὸ ἐνδείας
μηδεμίαν οὐδαμόθεν εὐπορίαν ἔχοντες. διὰ ταῦτα οὖν ἐδέ-
οντο βασιλέως βασιλίς τε ἡ γυνὴ ὁμοίως καὶ οἱ ἄλλοι, τάχι-
στα ἐπανήκειν, ὡς τῆς αὐτοῦ ἐπιδημίας τοῖς πολίταις ἐσο-
μένης μεγάλων συμφορῶν ἀπαλλαγῆς. πρωτοστράτωρ δὲ ἐπεὶ
τὰ γράμματα ἀνέγνω, περίεργόν τι δῆθεν ποιῶν καὶ ἀγχι-
νοίας ἄξιον, ἔπειθε τὸν ἄγοντα, χρυσίον παρασχόμενος καὶ
αὐτὸν ἐπαγγειλάμενος καὶ οἰκείους εὖ ποιήσειν, (Σηλυβρια-
νὸς γὰρ ἦν,) ὥστε τὰ γράμματα μεταγραφέντα ᾗ αὐτῷ ἐδό-
κει, Καντακουζηνῷ ἀγαγόντα παρασχεῖν, μηδὲν ἀπαγγείλαντα
τῶν εἰργασμένων, ἀλλ' ὡς ὄντα βασιλίδος τῆς γυναικός. ὁ
μὲν οὖν ἐποίει κατὰ τὰ κεκελευσμένα καὶ πρωτοστράτωρ
ἄκων ὠφέλησε βασιλέα τε καὶ τοὺς περὶ αὐτόν. ὡς γὰρ τά
τε γράμματα ἀνεγινώσκετο καὶ ἤκουον περὶ τῆς ἐνεδρευούσης

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 353, l. 14

νου καθεστᾶσι δουλεύειν Τριβαλοῖς ἀναγκαζόμενοι, ἄλλως τε


καὶ ὑπὸ τῶν ἀρίστων ἐναγόμενοι, (πλὴν γὰρ ὀλίγων τὰ βασι-
λέως ἦσαν πάντες ᾑρημένοι,) ἐψηφίσαντο τὴν βασιλέως
κάθοδον· αὐτίκα τε ᾑροῦντο πρέσβεις, ἐκ μὲν τῶν ἀρί-
345

στων Ἀστραπήρην, τοῦ δήμου δὲ Ἀλληλούϊαν, ἐκ τῶν κα-


τειλεγμένων δὲ τῷ κλήρῳ τῆς ἐκκλησίας Σύρον ὠνομασμέ-
νον, καὶ ἔπεμπον πρὸς βασιλέα, τάχιστα δεόμενοι ἥκειν πρὸς
αὐτούς. οἱ πρέσβεις δὲ ἐπεὶ ἧκον, τήν τε ἀρχαίαν εὔνοιαν
τῆς πόλεως ἐδήλουν βασιλεῖ καὶ ὡς, τοῦ πολέμου τοῦδε τοῦ
συγγενικοῦ Ῥωμαίοις κεκινημένου, μετέωροι αὐτοὶ ἦσαν καὶ τὴν
αὐτοῦ ἐπιδημίαν ἦγον δι' εὐχῆς καὶ πρόθυμοι ἦσαν αὐτῷ
προσνέμειν ἑαυτοὺς καὶ τὸν πόλεμον συγκατεργάζεσθαι. ἐπεὶ
δὲ ἐκ προδοσίας τῶν συνόντων συμβαίη περὶ αὐτὸν τὰ δυς-
χερῆ καὶ ἔλθοι ὑπερόριος πρὸς Τριβαλοὺς, μάλιστα μὲν βε-
βουλῆσθαι εὐθὺς ἐξαρχῆς εἰς τὴν πόλιν προσκαλεῖσθαι·
δεδοικότας δὲ μὴ διὰ ταῦτα μειζόνων αὐτῷ συμφορῶν αἴ-
τιοι καταστῶσι, τοῦ Κράλη διὰ φθόνον καὶ τὸ λαβεῖν
αὐτὸν τὴν πόλιν ἐπιβουλεύσαντος, τῆς πείρας ἀποσχέ-
σθαι ἄχρι νῦν. καιροῦ δὲ ἥκοντος νυνὶ καὶ Κράλη μὴ δο-
κοῦντος δυσχεραίνειν, ἥκειν καὶ αὐτοὺς σὺν ἡδονῇ πολλῇ καὶ
προθυμίᾳ παραληψομένους. συνεβούλευόν τε μὴ μέλλειν,

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 492, l. 13

τῶν φίλων τεταγμένος, πρωτοβεστιάριός τε ὀλίγῳ ὕστερον


ἀναδειχθεὶς, ἔπειτα εἰς τὴν οἰκίαν κατεκλείσθη καὶ ζόφον
κατεκρίθη τοῖς ἄλλοις ὁμοίως φίλοις, καὶ χρόνον οὕτω συ-
χνὸν διανύσας φρουρούμενος ἐν τῇ οἰκίᾳ, ὕστερον ἐτελεύτη-
σε, πένης καὶ ἄτιμος ἐξ εὐπόρου καὶ περιφανοῦς γεγενημέ-
νος. πατριάρχῃ δὲ τῷ Ἱεροσολύμων ἄρτι τότε ἐκ Βυζαντίου
διαδράντι, ὑποπτευομένῳ καὶ πάσχειν μέλλοντι κακῶς καὶ
ἀφιγμένῳ πρὸς αὐτὸν, ὁ βασιλεὺς τὴν Βιζύης ἐνεχείρησεν
ἐκκλησίαν, ὥστε τὰ τοῖς ἱεροῖς κανόσιν ἐνδεδομένα πράτ-
τειν, ἐπεὶ ταύτης ὁ ἀρχιερεὺς ἀπεχώρει τὴν βασιλέως ἀπο-
σειόμενος ἐπιδημίαν. ἐπεὶ δὲ πάντα διῴκητο τὰ κατὰ τὴν
πόλιν βασιλεῖ, αὖθις ἀνέστρεφεν εἰς Χαριούπολιν καὶ τὰς
μήπω προσχωρησάσας πόλεις τοῖς τε ὅπλοις ἐβιάζετο καὶ
λόγοις πιθανοῖς ἐπεχείρει πείθειν προσχωρεῖν αὐτῷ. δοὺξ
δὲ ὁ μέγας, ἐπεὶ τὸ διατρίβειν τειχῶν ἔξω ἀπηγόρευεν,
(αἱ μὲν γὰρ τῶν πόλεων Καντακουζηνῷ προσεχώρησαν τῷ
βασιλεῖ, αἱ δὲ πολιορκούμεναι καὶ κακῶς πάσχουσαι ταῖς
καθημεριναῖς ἐφόδοις ἀμφίβολοι ἤδη ἦσαν· ἐπικουρίας γὰρ
οὐδεμιᾶς παρ' αὐτοῦ ἐτύγχανον, συχνὰς ποιούμενοι τὰς πρε-
σβείας καὶ τὴν κακοπραγίαν ὀδυρόμενοι,) ἵνα μὴ δοκοίη,
ὥσπερ ἐν μεγάλῳ κλύδωνι τοὺς οἴακας τῆς ἀρχῆς

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 113, l. 9

λείπειν, ἀλλ' ἔχοντα ἐπαναστρέφειν. δεδιέναι γὰρ ἔφασκεν


οὐ μᾶλλον τοῦ παιδὸς τὴν ἡλικίαν οὖσαν εὐεξαπάτητον, ὅσον  
τῶν ἑσπερίων τὴν μοχθηρίαν καὶ τὴν ἑτοιμότητα πρὸς νεω-
τερισμούς· ἃ φυλάττεσθαι παρῄνει, μὴ, ὑπ' ἐκείνων ἐξαπα-
346

τηθέντος τοῦ νέου βασιλέως, στάσις αὖθις καὶ πόλεμος με-


ταξὺ Ῥωμαίων ἐξαφθῇ, καὶ τοῖς πράγμασι καὶ σφίσιν αὐ-
τοῖς λυμήνηται τὰ μέγιστα. βασιλεὺς δὲ ἐπῄνει τε τῆς παραι-
νέσεως τὴν βασιλίδα, ὡς ἀληθοῦς καὶ δικαίας οὔσης καὶ τῆς
πρὸς αὐτὸν φιλίας ἄκρως ἐχομένης καὶ κηδεμονίας τῶν κοι-
νῶν, καὶ παρῄνει καὶ αὐτὸς θαῤῥεῖν, ὡς μετὰ τὴν εἰς Θες-
σαλονίκην ἐπιδημίαν, ὅ,τι ἂν δοκοίη μάλιστα λυσιτελεῖν ποι-
ήσοντος. οὐδὲ γὰρ οὐδ' αὐτῷ μάλιστα τῶν ἀγαθῶν δοκεῖν
βασιλέα τὸν υἱὸν μόνον καταλείπειν μέλλοντα ἐπιπολὺ ἀπέ-
σεσθαι αὐτοῦ· ἀλλὰ νῦν μὲν ὥσπερ ἔφοδον ποιεῖσθαι διὰ
τὸν Θεσσαλονίκης κίνδυνον ὀξὺν ὑποπτευόμενον· ὃν οὐχ ἡ
ἀδυναμία τῶν ἐνοικούντων μᾶλλον ἐπήγαγεν, ἢ ἡ μοχθηρία·
ἐκεῖσε δὲ γενόμενον καὶ τοὺς προδιδόντας τοῖς Τριβαλοῖς τὴν
πόλιν ἐξελάσαντα, βασιλέα μὲν τῇ πόλει καταλείπειν τοῦ χει-
μῶνος κωλύσοντα τοὺς προδιδόντας, εἴ τινες ὑπολειφθεῖεν
ἔτι· οὐ γὰρ δὴ κοινῇ παρόντος αὐτοῦ βουλήσονται αὐτόν
τε καὶ τὴν πόλιν προδιδόναι, κἂν εἰς ἄκρον μάλιστα

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 117, l. 11

διαλεχθεὶς, πάλιν εἰς τὰς τριήρεις ἀπεχώρει, πρόνοιαν πολ-


λὴν ποιούμενος τοῦ μὴ φανερὸς εἶναι διειλεγμένος τῷ Τρι-
βαλῷ. ἅμα δὲ ἕῳ ἔπεμπεν ἐπὶ τοὺς Πέρσας καὶ ἐκάλει
ἐπὶ συμμαχίαν· οἱ δὲ παρῆσαν οὐδὲν μελλήσαντες. οὓς ἄ-
γων μετὰ τῶν τριηρέων ἀφῖκτο εἰς Θεσσαλονίκην, εὗρε δὲ
τὸν δῆμον καὶ τοὺς Ζηλωτὰς πρὸς τοὺς ἀρίστους διαστασιά-
ζοντας, καὶ κοινῇ κακῶς τὴν πόλιν ἔκ τε τῶν ἔξωθεν πολε-
μίων καὶ τῶν ἔνδον ἐπιβούλων ἔχουσαν. πάντα δὲ εὐθὺς
διέλυε τὰ δεινὰ ἐπιφανεὶς, καὶ ἡ πᾶσα πόλις ἐν ἑορταῖς ἦ-
σαν, καὶ μετὰ πολλῆς εὐφημίας ὑπεδέχοντο τοὺς βασιλέας.
μικρὸν δὲ μετὰ τὴν ἐπιδημίαν Καντακουζηνὸς ὁ βασιλεὺς
ἐκκλησίαν πάνδημον ἐκ τῶν Θεσσαλονικέων συναθροίσας, περί
τε τοῦ συμβεβηκότος πρὸς αὐτὸν πολέμου τοῖς Ῥωμαίοις διει-
λέχθη, ὡς οὐκ αὐτοῦ παρασχομένου τὰς αἰτίας, ἀλλὰ τῶν
σεσυκοφαντηκότων, καὶ περὶ τῶν ἐν αὐτοῖς Ζηλωτῶν, ὡς οὔτε
πρότερον τῆς εἰς βασιλέα τὸν νέον ἕνεκα εὐνοίας τὸν πόλε-
μον κινοῖεν πρὸς αὐτὸν, ἀλλ' ἐπὶ τῷ διαρπάζειν τὰ τῶν ἐ-
χόντων, ἄποροι ὄντες αὐτοὶ ὡς τὰ πολλά· καὶ νῦν οὐδὲν
ἧττον παρὰ Τριβαλῶν χρηματιζόμενοι, οὐ βασιλέα μόνον, ὑπὲρ
οὗ ἀγωνίζεσθαι ἰσχυρίζοντο, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν πᾶσαν

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 256, l. 25

τὸ ναυτικὸν ἐτράπη πρὸς τὰς ὕβρεις. ταῦτα μὲν οὖν ὀλίγῳ


ὕστερον εἰρήσεται. τότε δὲ ἐπεὶ εἰς Τένεδον ἐκεῖνος ἐπα-
νῆκε, βασιλίδα Ἑλένην τὴν γυναῖκα ἔχων καὶ Μανουὴλ τὸν
παῖδα, ἦλθεν εἰς Θεσσαλονίκην. Καντακουζηνὸς δὲ ὁ βασι-
λεὺς περὶ Βήραν διατρίβων, ἐπεὶ πύθοιτο τὸν γαμβρὸν ἐπὶ
347

Βυζάντιον ἐλθόντα, κατὰ τάχος ἐπ' ἐκεῖνον ᾔει, καὶ αὐτὸς


στρατιάν τε ἄγων οὐκ ὀλίγην καὶ Ματθαῖον συνεπόμενον
ἔχων τὸν υἱόν. βασιλέα μὲν οὖν οὐχ εὗρε τὸν γαμβρὸν, εἰς
Τένεδον κατὰ τάχος ἀπηρκότα καὶ αὐτὸν, σύγχυσιν δὲ καὶ
ταραχὴν οὐκ ὀλίγην ἐν τοῖς ἐπιφανεστέροις μάλιστα ἐγηγερ-
μένην. εἰς τρίτην γὰρ ἡμέραν μετὰ τὴν ἐπιδημίαν πάντες  
ἐκ συνθήματος γενόμενοι ἐν βασιλείοις, ἀγνοεῖν ἔφασαν πρὸς
βασιλέα, ὅ,τι βούλοιτο αὐτῷ ἡ πρὸς τοσοῦτον ἐφ' ἑκάτερα
ῥοπὴ, ὥστε μηδ' αὐτοὺς εἰδέναι ἔχειν, ὁποτέρῳ πρόσθοιντο.
εἰ μὲν γὰρ ἐκ τρόπου παντὸς βασιλέα τὸν νέον Ἰωάννην
ἔγνωκε κληρονόμον ἀποδεικνύειν τῆς Ῥωμαίων ἡγεμονίας, τί
μὴ καὶ αὐτοῖς κατάδηλον ποιεῖ, ὥστε μήτε πολεμεῖν, ἀλλὰ καὶ
θεραπεύειν μέλλοντας ὀλίγῳ ὕστερον εἶναι ὑπ' ἐκεῖνον; ἀνόητον
γὰρ ἂν εἴη καὶ τῶν ἀτοπωτάτων, ἀγνωμονεῖν πρὸς τὸν δεσπό-
την καὶ πολεμίους φαίνεσθαι, ἐξ ὧν ἐκεῖνον μὲν οὐ δυνήσον-
ται διαφθερεῖν, αὐτοῦ συναιρομένου καὶ τῆς ἀρχῆς

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 285, l. 24

ἐν τῷ παρόντι ἢ τὴν στρατιὰν ἀναλαβόντα, χωρεῖν εὐθὺ


τῶν πολεμίων, καὶ φείδεσθαι μηδενὸς, ἀλλὰ διὰ πάντων
ἰέναι, ἄχρις ἂν ἐξελάσαιμεν τῆς πόλεως· ὃ μάλιστα ῥᾷστα
ἂν κατειργασάμεθα, ὅσον ἀπό τε τῆς ἐκείνων ἀδυναμίας καὶ
τῆς ἡμετέρας δυνάμεως ἔστι στοχάζεσθαι. εἰ δὲ νικῶσί τε
ὁμοίως καὶ ἡττωμένοις τὸ τῶν πραγμάτων ἀναγκαίως πρόκει-
ται ἀποχωρεῖν, τί δεῖ φόνων καὶ πολέμων ἡμῖν, οὐδὲν πλέον
ἕξουσιν ἐκ τούτων, ἢ τὰς ἐκ τῶν φόνων κηλῖδας καὶ τοὺς
διὰ βίου τοῦ συνειδότος δεινοὺς ἐλέγχους, (ἐῶ γὰρ τὰς ἐν
τῷ μέλλοντι βίῳ τοῖς τοιαῦτα τολμῶσιν ἀποκειμένας τιμω-
ρίας,) ἀλλὰ μὴ πρόφασιν τὴν βασιλέως θεμένους ἐπιδημίαν,  
πάντα καταλείπειν καὶ μόνου γίνεσθαι τοῦ σώζεσθαι; εἰ δὲ
μὴ διαλελυκέναι τὸν πόλεμον ἠδυνήθημεν τῷ τε υἱῷ καὶ τῷ
γαμβρῷ, ἀλλ' ὑπολέλειπται αὐτοῖς ἡ ἔρις περὶ τῆς ἀρχῆς,
ἀλλ' ἐκεῖνο χρὴ σκοπεῖν, ὡς, εἰ μὲν αἱμάτων χωρὶς καὶ φό-
νων πράττειν τοῦτ' ἐξῆν, ὥσπερ ἐβουλόμεθα, ἦν ἂν ἔργον
ἄξιον εὐχῆς. νυνὶ δὲ εἰς τοιαύτην ἀνάγκην περιέστηκεν ἡμῖν
τὰ πράγματα, ὥστ' ἢ ἑκόντας ὑποχωρεῖν, ἢ μαχομένους
κτείνειν τοὺς πολεμίους, ἢ αὐτοὺς ἀποθνήσκειν, ἂν συμβαίη.
ὅτε τοίνυν τό,τε ἡττᾶσθαι τῶν αἰσχίστων καὶ δεινὸν, καὶ
τὸ νικᾷν ὁμοίως οὐδεμιᾶς ἀπολείπεται κακοπραγίας, ὅτου

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 358, l. 25

γενέσθαι ἐν Πελοποννήσῳ γράμμασι πρὸς δεσπότην δια-


βάλλουσι τὸν υἱὸν, ὡς βούλοιτο τῆς μὲν ἀρχῆς αὐτὸν ἀπο-
στερεῖν, ἄρχοντα δὲ Πελοποννήσου Ματθαῖον ἀντικαθιστᾷν
τὸν ἀδελφόν· καὶ τοῦτο οὐχ εἷς καὶ δύο, ἀλλὰ καὶ πλείους
καὶ πολλάκις ἐπεστάλκασιν. ὃ οὐχ ἥκιστα τοὺς λογισμοὺς
348

δεσπότου κατασεῖσαι ἠδυνήθη. ὅτε μὲν γὰρ πρὸς τὴν ἐπι-


είκειαν καὶ σύνεσιν καὶ εὐβουλίαν ἀπίδοι τοῦ πατρὸς καὶ τὴν
εἰς τοὺς παῖδας φιλοστοργίαν, πάντα πλάσματα ἡγεῖτο καὶ
διαβολὰς, ὅτε δὲ εἰς τὸ πλῆθος καὶ τὴν πιθανότητα τῶν
γεγραμμένων, οὐκ εἶχεν, ὅπως ἅπασι καθάπαξ ἀπιστεῖν. ὅ-
θεν καὶ μετὰ τὴν βασιλέως τοῦ πατρὸς ἐπιδημίαν, τὴν ἔν-  
δον ταραχὴν ἐν τοῖς ἤθεσιν ὑπέφαινε. βασιλεύς τε ὁ πατὴρ
τὸν θόρυβον οὐκ ἀγνοήσας, ἐπυνθάνετο τὰς αἰτίας, ὅθεν εἶ-
εν· ὁ δὲ πᾶν ἐξεκάλυπτεν αὐτίκα τὸ ἀπόῤῥητον. βασιλεὺς
δὲ ὁ πατὴρ τῶν μὲν συκοφαντῶν πολλὴν κατεγίνωσκε σκαιό-
τητα καὶ πονηρίαν τρόπων, τὸν δὲ υἱὸν παρῄνει μὴ ῥᾴδιον
εἶναι προσέχειν ταῖς διαβολαῖς, καὶ μάλιστα κατὰ φιλτάτων
συνεσκευασμέναις, πατρὸς καὶ ἀδελφοῦ, αὐτὸν δὲ οὐχ ὅπως
αὐτὸν ἀφέλοιτο τὴν ἀρχὴν, τὸν ἀδελφὸν ἐκεῖσε ἀγαγεῖν, ἀλλ'
ἵν' ὡς μάλιστα βελτίω καὶ ἀσφαλεστέραν ἀπεργάσηται. τιʹ
γὰρ ἂν καὶ εἴη βέλτιον εἰς λόγον ἡδονῆς καὶ ἀσφαλείας, ἢ

.-Sphrantzes Hist., Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario Melisseno)
P. 316, l. 14

τοῦ; ἀδυσώπητος καθιεῖται κριτὴς ἀποδιδοὺς ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ.” Εἶτα δι-
δάσκει κατὰ τὴν προτέραν αὖθις παρουσίαν ὑπ' αὐτοῦ δρώμενα. “Διότι αὐτὸς πορεύε-
ται ὡς πῦρ χωνευτηρίου καὶ ὡς πόα πλυνόντων· καὶ καθιεῖται χωνεύων καὶ
καθαρίζων
τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον.” Σημαίνει διὰ τούτων ὁ προφήτης τὴν διὰ τοῦ ἁγίου
πνεύματος κάθαρσιν, ἣν θεανδρικῶς ὁ λόγος πολιτευσάμενος ἡμῖν ἐχαρίσατο· καὶ
γὰρ
ἐν τούτῳ μυστικῶς τοὺς προσιόντας ἀναχωνεύει καὶ νεουργεῖ, τῷ πυρὶ τοῦ πνεύματος

χρώμενος οἷα δημιουργὸς ὁ δεσπότης, καθάπερ τινὶ πόᾳ τῷ ὕδατι τοῦ βαπτίσματος
τὸν
τῆς ἁμαρτίας ῥύπον ἀποσμήχει καὶ τῷ πυρὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ταύτης ἰοῦ τὰς ἡμετέ-
ρας ἐλευθεροῖ ψυχάς. Μεθ' ἣν τοῖς μὴ φυλάξασιν εἰς τέλος τὴν ψυχὴν ἀκηλίδωτον
φοβερὸς ὀφθήσεται καὶ ἀπαραίτητος κολαστής, τὸ δεύτερον αὖθις ἐπανιών. Καὶ μετά
τινα, τῆς δευτέρας πάλιν ἐπιδημίας ὑπομιμνήσκει· “Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστελλῶ ὑμῖν Ἠλίαν

τὸν Θεσβίτην,” καὶ σημαίνων τὸν καιρὸν ἐπήγαγε· “Πρὶν ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου
τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ”, τὴν τῆς δευτέρας λέγων ἐπιφανείας. Διδάσκει δέ, ἅπερ ὁ
μέγας Ἠλίας ποιήσει παραγεγόμενος “Ὃς ἀποκαταστήσει καρδίαν πατρὸς πρὸς
υἱόν.”
Ἐπειδὴ οἱ πατέρες τῶν ἀποστόλων οἱ Ἰουδαῖοι, τοῦτο ἔοικε λέγειν, ὅτι ἀποκαταστή-
σει τοῖς δόγμασι τῶν υἱῶν αὐτῶν, ἤτοι τῶν ἀποστόλων, τὰς τῶν πατέρων καρδίας,
του-
τέστι τοῦ γένους τῶν Ἰουδαίων τὴν διάνοιαν· ἀποκαταστήσει δὲ τοὺς
εὑρηθησομένους
τηνικαῦτα πρὸς τὴν εἰς Χριστὸν εὐγνώμονα πίστιν ὡς εἰς πατρῶον περὶ τὴν εὐσέβειαν

κλῆρον, πάλαι δι' ἀπιστίαν ἐκπεπτωκότας αὐτοῦ. “Καὶ καρδίαν ἀνθρώπου πρὸς τὸν
πλη-
349

σίον αὐτοῦ.” Καὶ τοὺς ἀδελφοὺς γὰρ ἀδελφὰ παρασκευάσει φρονεῖν. Καὶ δεικνὺς τὸν
σκοπὸν, δι' ὃν Ἠλίας πρότερος παραγίνεται, ἐπήγαγε· “Μὴ ἐλθὼν πατάξω τὴν γῆν

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi Book 2, ch. proem, l. 13

σφῶν αὐτῶν διαστήσειεν ὁμιλίας, ἤδη φθάνουσιν ὑποκλε-


πτόμενοι τὰς ἐπὶ φιλίᾳ συνθήκας ὑπεκκρουομένου τῆς
μνήμης τοῦ τῆς φιλίας καλοῦ, ἀλλ' οἷά τινος ὑπόχρεω
φίλοι, ἤδη σοι ἡμεῖς, καὶ τὸ λοιπὸν ὡδὶ τῆς ὑποσχέσεως
ἐκπεραίνοντες. ἐπειδὴ καὶ γὰρ ἀγαθῇ τινι τύχῃ νότου
πνεύσαντος, εἰς ἣν ἐστέλλου πρεσβεῖαν ἄρας ἱστία ἔπλεες,
οὔπω δ' ἔτυχε πέρας λαβεῖν ἡ ὑπόσχεσις, ἡμεῖς μὲν τοῦ
πρόσω βαίνειν ἐλήγομεν, σοὶ τὴν χάριν ἀποταμιευόμενοι,
καὶ ἦρος ἤδη ἀρχομένου, τὴν σὴν προσεδοκῶμεν ἐπιδη-
μίαν. ἐδεδίειν γὰρ ἵνα τἀληθὲς ἐρῶ σοι τὴν χάριν τοῦ
βιβλίου προμνηστευσάμενος, μήπω πέρας εἰληφὸς τὸ βι-
βλίον λάθῃ χερσὶν ἑτέρων προεμπεσόν, καὶ δεύτερος τῶν
ἄλλων, τῶν τοῦ βιβλίου καλῶν ἀπολαύοις. ἀμέλει τῷ θειο-
τάτῳ φίλῳ καὶ πατρὶ ἡμῶν καὶ σοφωτάτῳ καὶ ἀλήπτῳ ἐν
τοῖς ὑπὸ τὴν αἴσθησιν πράγμασι, τῷ τὸ τῆς φιλοσοφίας
ἀξίωμα μετὰ λόγου καὶ ἀρετῆς ὑποδείξαντι, ὅσον τῷ ἐπὶ
τόν νοητὸν διάκοσμον ἀνατρέχοντι, τῇ τιμίᾳ μοι κεφαλῇ,
τὸν κάλλιστον οἶδ' ὅτι οἴει Ἰωσήφ, ἀξιώσαντί με ἐκδοῦναί
οἱ βιβλίον περὶ τῆς κατὰ τὸ ψυχικὸν πνεῦμα διαίτης, τὸ
μὲν ὑπεῖξαι καὶ παρασχεῖν ἐκείνῳ τὰ ὑπεσχημένα, ἕτοιμος

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi Book 2, ch. 7, l. 7

ζ. Περὶ διαγνώσεως ὀφθαλμίας.

 Τῶν ὀφθαλμῶν οὖν πάθη τάραξις καὶ ὀφθαλμία,


καὶ φλεγμονὴ καὶ ῥεύματος ἐπιφορά. καὶ ταῦτα μὲν με-
τριώτερα τῶν ἄλλων δοκεῖ. τἄλλα δὲ καὶ χείρω, καὶ πλείο-
νος τοῦ χρόνου δεόμενα εἰς ὑγίειαν. καὶ τάραξις μέν ἐστιν,
ὅταν ἐκθλίψεως ἢ τρίψεως ἢ ὁμιλίας καπνοῦ καί τινος
λυποῦντος τοιούτου, ἀνατεθολωμένα φαίνεται. ὀφθαλμία
δὲ πλέον τούτου πέφυκε· ἤτοι δὲ ὡς ἐπιδήμιον ἀρρώ-
στημα αὕτη κρίνεται, ἢ διὰ τὴν τοῦ αἰσθητηρίου ἀδυνα-
μίαν καὶ τὴν ὕλης ἐπιφοράν. ἀμέλει καὶ δοκεῖ τὸ πάθος
διαδίδοσθαι τοῖς εὐπαθεστέροις. λεπτὸν δὲ πάνυ καὶ δριμὺ
ῥεῦμα, τοῦ πάθους αἴτιον. τὸ πλέον δὲ οἱ τοιοῦτοι τεθο-
λωμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ ὑφαίμους. φλεγμονὴ
δὲ γίνεται μὲν καὶ διὰ πληγήν τινα ἔξωθεν, οὐχ ἧττον
δὲ καὶ διὰ ῥεῦμα δριμύ· διενήνοχε δὲ τοῦ ἰδίως καλου-
μένου ῥεύματος τῷ τὸ μὲν ῥεῦμα ἐκ διαφόρων χυμῶν γί-
νεσθαι, τὴν δὲ φλεγμονήν, ἐκ μόνων θερμοτέρων ὑλῶν.
αἱματώδεις δὲ ἀεὶ οἱ φλεγμονώδεις ὀφθαλμοί. οὗτοι δὲ
350

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi Book 2, ch. 36, l. 22

μετὰ νομῆς, ἡ δὲ πέριξ σάρξ φλεγμονώδης ἰσχυρῶς καὶ


μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται, καὶ στίλβουσα παραπλησίως
ἀσφάλτῳ καὶ πίσσῃ. τοιαύτῃ δέ ἐστιν ἡ ἀκριβῶς μέλαινα
χολή, καὶ μέλανας ἄνθρακας τοὺς ἀπὸ ταύτης γινομένους
φαμέν. ἀλλ' οἱ μὲν παρὰ τῇ σαρκὶ συνιστάμενοι ἄνθρακες,
συντόμως περιγράφονται. οἱ δὲ κατὰ τῶν ὑμένων ἢ τῶν
ἄκρων γινόμενοι μέχρι πολλοῦ παραμένουσι καὶ τῆς συμ-
παθείας τοῖς ὑποκειμένοις μεταδιδόασι τόποις, ὥστε καὶ
φλεγμονὴν ἐρυσιπελατώδη αὐτοῖς γίνεσθαι, οὐκ ὀλίγοις
δὲ καὶ εἰς διαπύησιν ἐτράπη. τοῖς δὲ πλείστοις καὶ πυρετοὶ
συνεδρεύουσι. γίγνονται δὲ καὶ κατά τινας ἐπιδημίους αἰ-
τίας οἱ ἄνθρακες. καὶ τούτοις μὲν οὕτω διαγνούς, καθὼς
ἑξῆς ἐροῦμεν, οὕτω καὶ θεραπεύσεις.

λζʹ. Περὶ καρκίνου.

 Ὁ καρκίνος δὲ ἐν τοῖς πλείοσι τοῦ σώματος μέρεσι


πέφυκε γίνεσθαι. ἔν τε γὰρ ὀφθαλμοῖς καὶ ὑστέραις καὶ
ἄλλοις πλείοσι μέρεσιν, οὐχ ἥκιστα δέ καὶ κατὰ τοὺς τιτ-
θοὺς τῶν γυναικῶν, ἅτε χαύνους ὄντας καὶ ἐτοίμως ἔχον-
τας δέχεσθαι τὴν παχυτάτην ὓλην. ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς
ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι, καὶ εἰ δριμύ-

Syrianus Phil., Commentarium in Hermogenis librum περὶ στάσεων


P. 90, l. 10

λογίσασθαι δὴ βούλομαι τὰ κατηγορημένα ἐξ ἀρχῆς.  


ἐπέδειξα οὐδὲν ἀληθὲς αὐτὸν ἀπηγγελκότα, ἀλλὰ φε-
νακίσαντα ὑμᾶς, μάρτυσι τοῖς γεγενημένοις αὐτοῖς οὐ
λόγοις χρώμενος. ἐπέδειξα αἴτιον γεγενημένον τοῦ μὴ
θέλειν ὑμᾶς ἐμοῦ ἀκοῦσαι τἀληθῆ ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ
τοῖς ἐπαγγέλμασι τοῖς τούτου καταληφθέντας καὶ πάντα
τἀναντία συμβουλεύσαντα ἢ ἔδει, καὶ τῇ μὲν τῶν συμ-
μάχων ἀντειπόντα εἰρήνῃ τῇ δὲ Φιλοκράτους συναγο-
ρεύσαντα, τοὺς χρόνους κατατρίψαντα, ἵνα μηδ' εἰ
βούλοισθε δύναισθε ἐξελθεῖν εἰς Φωκέας, καὶ ἄλλα
ἐπὶ τῆς ἐπιδημίας πολλὰ εἰργασμένον, προδεδωκότα,
πεπρακότα πάντα, δῶρα ἔχοντα, οὐδὲν ἐλλελοιπότα
μοχθηρίας. οὐκοῦν ταῦτα ὑπεσχόμην ἐν ἀρχῇ, ταῦτα
ὑπέδειξα’, τῆς δὲ ἐπανόδου παράδειγμα περὶ τοῦ πολ-
λοῦ ἐραστοῦ διεξιὼν Πλάτων ἡμῖν ἐν Φαίδρῳ παρέχεται
λέγων ‘φυγὰς δὴ γίγνεται ἐκ τούτων καὶ ἀπεστε-
ρηκὼς ὑπ' ἀνάγκης ὁ πρὶν ἐραστὴς ὀστράκου μετα-
πεσόντος ἵεται φυγῇ μεταβαλών, ὁ δὲ ἀναγκάζεται
351

διώκειν ἀνόητος ὢν ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθεάζων ἠγνοη-


κὼς τὸ ἅπαν ἐξ ἀρχῆς, ὅτι οὐκ ἄρα ποτὲ ἔδει ἐρῶντι
καὶ ὑπὸ ἀνάγκης κατεχομένῳ χαρίζεσθαι ἀνοήτως,

Olympiodorus Phil., In Platonis Alcibiadem commentarii Section 183, l. 5

 Εὐβουλίαν ἔγωγε, ὦ Σώκρατες: ἀντὶ ἕξεως ἐπὶ ἐνέργειαν μετῆλθεν


ὁ νέος. ἔδει γὰρ αὐτὸν εἰπεῖν φρόνησιν, ὁ δὲ εἶπεν εὐβουλίαν· καὶ εἰπὼν
εὐβουλίαν ἁπλῶς εἶπεν, ἔδει γὰρ εἰπεῖν ποίαν εὐβουλίαν. σημειωτέον
δὲ ὅτι καὶ ἀνωτέρω ἀντὶ τῆς ἕξεως τῆς μετεχομένης, μὴ δυνάμενος
ταύτην καθορᾶν, ἐπὶ τὰ μετέχοντα μετῆλθεν, ὥσπερ τις μὴ δυνάμενος
κατιδεῖν τὰ μικρὰ γράμματα ἐπὶ τὰ μεγάλα τράποιτο γράμματα.
 Ἄμεινον δὲ διοικεῖταί τις παραγενομένου: ὅτι τυχὸν στοργῆς
παραγενομένης καὶ διχονοίας ἀπογενομένης, ἣν ἐφεξῆς ‘στάσιν’ καλεῖ,
τουτέστι τὸν ἐμφύλιον πόλεμον. περὶ οὗ καλῶς εἴρηται τὸ ποιητικὸν
‘ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος,
 ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου, ὀκρυόεντος’.
 Τυφλότητος δὲ ἀπογινομένης: τί οὖν; δυνατὸν τυφλότητα ἀπο-
γενέσθαι δι' ἀνθρωπίνης ἐπινοίας; θείας γὰρ ἐλλάμψεως τοῦτο. ἢ
δυνατὸν τυφλότητα λέγειν αὐτὸν τὴν δι' ἐπίχυσιν γινομένην.
 Ὅταν φιλία μὲν αὐτοῖς γίνηται: τοῦ Σωκράτους πολλοῖς χρησα-
μένου παραδείγμασιν πρὸς τὸ τὸν νέον εἰπεῖν τί τὸ τελικὸν αἴτιον τοῦ
πολιτικοῦ, ἐντεῦθεν ὁ Ἀλκιβιάδης ἀποτίκτει τοῦτο λέγων ὅτι ‘τὸ φιλίαν  
ἐμποιεῖν τοῖς πολίταις’. ἁπλῶς δὲ εἰρηκότος αὐτοῦ τοῦτο, διὰ τῶν
ἐφεξῆς ποιεῖ αὐτὸν ὁ Σωκράτης διακρῖναι τὸ τέλειον καὶ ἀποφήνασθαι.

Πρόκλος. In Platonis Parmenidem P. 676, l. 38

θηκόντων τῇ τε σπανιωτάτῃ φύσει καὶ τῇ κοινῇ


πάντων τῶν νέων, οἷς ἱκανὰ συνετός ἐστι φρον-
τιστὴς, ὡς εἴρηταί μοι πρότερον. Ἀλλ' ἐπὶ τὰ
ἑπόμενα μέτιμεν.
Ταῦτα εἰπόντες ἐβαδίζομεν, καὶ
κατελάβομεν τὸν Ἀντιφῶντα οἴκοι χα-
λινόν τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι·
ἐπειδὴ δ' ἐκείνου ἀπηλλάγη, οἵ τε ἀδελ-
φοὶ ἔλεγον αὐτῷ ὧν ἕνεκα παρείημεν,
ἀνεγνώρισέ τέ με ἐκ τῆς προτέρας ἐπιδημίας καὶ ἠσπάζετο. (P. 127 A.)
 Τὸ σύντομον τοῦ λόγου καὶ σαφὲς καὶ καθα-
ρὸν ἔξεστι καὶ διὰ τούτων ὁρᾷν· οὐ γὰρ ἐκαλ-
λώπισε τὸν λόγον εἰπὼν,ταῦτα εἰπόντες  
καὶ ἀκούσαντες, ὡς εἴωθεν, ἡδύνων τὴν
συγγραφὴν ἤ τι ἄλλο προσθεὶς, ἀλλ' ἀμέσως,
ταῦτα εἰπόντες· αὐτοὶ γὰρ ἦσαν οἵ τε
εἰπόντες καὶ ἀκούσαντες. Καὶ τὸ σχῆμα δὲ οἰ-
κειότατόν ἐστι πρὸς τὸν σαφῆ καὶ καθαρὸν τύ-
352

πον· αἱ γὰρ συμπληρώσεις διορίζουσαι τὰ προ-


ειρημένα τῶν ἐπιφερομένων σαφῆ ποιοῦσι τὸν

Πρόκλος. In Platonis Parmenidem P. 679, l. 14

οἱ ἵπποι καὶ ὁ χαλινοποιὸς, καὶ ὁμοῦ πάντα καὶ


οἷον ἔνδον, ὃ καὶ τὸοἴκοι προστεθὲν ἐνδείκνυ-
ται, τὸ ἐκείνους εἰς αὐτοὺς ὁρῶντας τὰ ἑαυτῶν
κοσμεῖν· οὕτω τοίνυν τὴν ἑαυτῶν διακοσμή-
σαντες τάξιν, μετέχονται καὶ ὑπὸ τῶν δευτέρων,
τῶν τε οἷον ἀδελφῶν αὐτοῖς ὄντων δαιμόνων
καὶ ἔτι τῶν μερικῶν ψυχῶν τῶν ἐπ' αὐτοὺς
ἀνατεινομένων, καὶ μετέχονται ὑπὸ τούτων ἀτε-
λῶς, ὥσπερ τὴν πρώτην, ἔπειτα τελείως. Δη-
λοῖ δὲ τὴν ἀτελῆ μέθεξιν, ὡς προείπομεν, ἡ
πρώτη ἐπιδημία· τὴν δὲ τελείαν ἡ ἀνα-
νέωσις ἐκείνης καὶ ὁ ἀναγνωρισμὸς, καὶ ὁ ἀσπα-
σμὸς τελευταῖος, ἕνωσιν καὶ συναφὴν ἀδιαίρετον
ἐνδεικνύμενος καὶ κοινωνίαν τῆς θείας εὐφροσύ-
νης. Καὶ γὰρ αἱ φυσικαὶ πᾶσαι συστάσεις καὶ
αἱ ψυχικαὶ ζωαὶ κατὰ μικρὸν καὶ κατά τινα
εὔτακτον ἄνοδον ἀποκληροῦνται τῶν κρειττόνων
ἀγαθῶν· καὶ πρῶτον μὲν ἀτελῶς καὶ ἀσθενῶς
καὶ ἡδονικῶς μετέχουσι τῶν ὑπὲρ αὑτὰς, ἔπειτα
τελείως καὶ ἐῤῥωμένως ἀντιλαμβάνονται τῆς
μεθέξεως· οὕτω τοι καὶ ἐν τῇ δημιουργίᾳ

Pamprepius Epic., Frag. (P. Vindob. 29788 A-C) Frag. 1r, l. 18

ἐς πυμάτη̣ν πι̣π̣[τ............] Αἴ̣γ̣υ[πτον]


πᾶσι μὲν εὐνομίης ἀν[ύ]σας ἔαρ ε[]
[...]α̣κιης θρέπτειραν ἀτάσθαλο[]
[..........] θ̣αλάμ̣οιο κατέθλασε[]
ἔνθα μὲν εὐνήσας ὑπερήνορα []
ἔνθα δὲ χρυσοχίτωνος ὑπόπτερ[ον]
αὐχένα γα[ῦ]ρον Ἄρηος Ἀχαιμεν[ίδ]
τοῖος ἐὼν βασιλεύς τ' ἀγαθὸς κρατε̣[ρὸς]
[ς]ῇσι σαοφροσύνῃσι τεὴν παρακάτθ̣[εο]
[..................]ε̣ων ἐπιδευέα κηδεμονή[ων]
τοῖς [............. ἐπι]δήμιον ἴχνος ἐ̣ρείσας
ημ[...............]. ὁ μὴ κάμε δῖος Ὀδυσσεύς
[]σας
εἰ̣ κ̣α̣ὶ̣ ε̣ρ...σ̣.ν̣.οισ[.....].[]
χθιζὸν γὰρ πτολίεθρον αμ[]
ἵμερος ὠλεσίπατρις ἐρύ̣κ[ακε]
πᾶσα δὲ λωβητῆρι περιζωσ[]
ἐλπωρὴ δεδόνητο γαληναιω̣[]
καί τις ἀγηνορέων αἰζήιος ε[]
353

θαρ̣σ̣α̣λ̣έ̣[ως] σ̣ώζων· φονίῃ δ' οἰσ̣τ̣ρ̣[]


ἐμφύ̣λ̣[ο]υ στονόεσσαν ἐδύσατο λ[]

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 165, Bekker p. 108a, l. 19

θαλάμιος εἰς ἑταῖρον Σεβῆρον· οὐδ' οὗτος δὲ δῆ-


λον ὅτι τῶν πλασματικῶν· τούτου δὲ πάλιν καὶ θεωρίαν
προκαθίστησιν.
        Ἐφ' οἷς Διογένης ἢ προπεμπτικός·  
σεμνύνεται δὲ καὶ οὗτος προθεωρίᾳ, καί γε καὶ ὡς διαλόγῳ
τυποῦται πλαττόμενος. Εἶτα πρὸς τοὺς ἑταίρους συνακτή-
ριος, ὅτε ἐξῄει εἰς Κόρινθον. Πάλιν εἰς Φλαβιανὸν προ-
πεμπτήριος, προαχθέντα τῆς Ἀσίας ὕπατον. Ἐφεξῆς
εἰς τοὺς περὶ Πείσωνα νεηλύδας. Πάλιν προπεμπτικὸς
ἢ Διογένης. Καὶ σχέδιον ἐφεξῆς ἐπὶ τῇ γενομένῃ στάσει ἐν
τῇ διατριβῇ, εἴς τε τὴν τῶν Κυπρίων ἐπιδημίαν, καὶ
εἰς τὸν πρῶτον ἐκ Καππαδοκίας αὐτοῦ ἀκροασάμενον.
 Εἶτα ἐπίδειξις, ὅτε ἀναβαλλόμενος εἰπεῖν ἀξιούμενος
εἰς αὐτὸ τοῦτο διείλεκται, ὅτι σπάνια τὰ καλά. Καὶ εἰς
Μουσώνιον δὲ τὸν ἀνθύπατον Ἑλλάδος, καὶ εἰς Σεβῆρον
νέηλυν ἐπιστάντα συμπληγάδι, εἶτα λαλιὰ καὶ εἰς τὸν
κόμητα Οὐρσάκιον, καὶ εἰς Σεβῆρον ἕτερον, καὶ εἰς
Σκυλάκιον ἀνθύπατον Ἑλλάδος καὶ εἰς νεηλύδας Ἐφε-
σίους καὶ Μυσοὺς καὶ πολίτας τοῦ Λέοντος. Εἶτα εἰς τοὺς ἐκ
πατρίδος ἑταίρους, καὶ εἰς Ἀθηναῖον κόμητα, καὶ εἰς Πρι-
βᾶτον Ῥωμαῖον παιδεύοντα τὸν παῖδα Ἀμπελίου τοῦ

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 222, Bekker p. 185a, l. 30

ὑπεύθυνον. Ἀλλὰ ναί φησι, τί γὰρ ἐκώλυε καθάπερ τοὺς


ἀγγέλους, οὕτω καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐκτῖσθαι; καὶ μὴν κἀπὶ
τῶν ἀγγέλων ἡ γνώμη κρατεῖ, καὶ οὐδὲν κατ' ἀνάγκην
αὐτοῖς πράττεται καὶ μάρτυς ὁ ἐκπεσὼν Ἑωσφόρος,
καὶ ὅσον αὐτῷ συναπέστη φῦλον δαιμόνιον. Πῶς δὲ καὶ
ἄμεινον κατ' ἀγγέλους προαχθῆναι, ὅπου τὸ μὲν ἁμαρ-
τάνειν ἐν αὐτοῖς ἀμετανόητον καὶ διὰ τοῦτο πάσης συγ-
γνώμης ἀλλότριον, τὸ δὲ ἡμέτερον γένος καὶ πίπτοντες
διὰ μετανοίας πάλιν ἀνίστανται;
                  Ἔστι μέντοι γε μετὰ τὴν
δεσποτικὴν ἐπιδημίαν καὶ ἐν ἀνθρώποις ἔργα μείζω
καθορᾶν ἢ ὅσα πράττουσιν ἄγγελοι. «Ἴδε γὰρ ἐγὼ Παῦ-
λος λέγω ὑμῖν, ὡς εἰ καὶ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγε-
λίζεται ὑμῖν παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω». Καὶ πάλιν  
»ὁ μὲν ἀρχάγγελος Μιχαὴλ οὐκ ἐτόλμησεν ἐξενεγκεῖν
βλάσφημον κρίσιν κατὰ τοῦ διαβόλου», ἡμεῖς δὲ τὴν ἐξου-
σίαν ἐλάβομεν «πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ
ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ»· καὶ ἀγγέλων μὲν
354

οὐδεὶς οὐδένα, οὔτε αὐτὸς ἑαυτόν, Θεὸν ἢ Θεοῦ υἱὸν εἰπεῖν


ἂν τολμήσειε· τὸ δὲ ἡμέτερον γένος καὶ θεοὶ καὶ υἱοὶ
ὑψίστου κεκλήμεθα. Καὶ ὁ μὲν ἐν ἐκείνοις Ἑωσφόρος ὀνο

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 222, Bekker p. 188b, l. 7

ληροῦσιν, ἐπὶ πόσον ἂν οὐκ ἐπενεμήθη τὸ νόσημα, εἴ


τι τοιοῦτον τῷ νομοθέτῃ ἀνεγέγραπτο; Καὶ ὅρα μοι τὴν
τοῦ λόγου ἀκρίβειαν. Ἀπὸ τοίνυν τῆς παραβάσεως Ἀδὰμ
μέχρι τῆς Νῶε γενεᾶς ἀγγέλων φύσις εἰς ἀνθρώπων
γνῶσιν οὐκ ἀφίκετο· περίοδος δ' ἂν εἴη αὕτη τοῦ
χρόνου πρώτη. Οὐ μὴν οὐδὲ κατὰ τὴν δευτέραν περίοδον,
ἥτις εἰς τὴν πυργοποιΐας ἀπολήγει τόλμαν. Ἀλλ' οὐδ' ἡ
τρίτη τοῦ χρόνου περίοδος τῇ τῶν ἀγγέλων ἔχει γνώσει
σεμνύνεσθαι, ἥτις μέχρι τῆς τοῦ Ἀβραὰμ θεογνωσίας,
ὡς δῆλον, παρατείνεται. Ἐπεὶ δὲ τῷ Ἀβραὰμ αἱ συν-
θῆκαι τὴν δεσποτικὴν ἐπιδημίαν οἱονεὶ θεμελιοῦσαί τε
καὶ προδιοικονομοῦσαι γεγόνασι, καὶ ἤρξατο μᾶλλον τὸ
ἀνθρώπινον τῷ φωτὶ τῆς ἀληθείας τοὺς τῆς διανοίας
ὀφθαλμοὺς ἐναυγάζεσθαι καὶ τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης
εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαι, τότε δή, τότε
τῶν ἀγγέλων ἕνα δὴ οἰκονομεῖται τῇ παιδίσκῃ τοῦ Ἀβραὰμ
Ἄγαρ διακονεῖν καὶ τὸ ἐν αὐτῇ καταπραΰνειν διηπο-  
ρημένον τε καὶ ἄθυμον, μονονουχὶ φωνὴν ἀφιείσης
τῆς ἱστορίας ὡς πολὺ μέν ἐστι τὸ μέσον διακονίας καὶ
δημιουργίας καὶ δημιουργοῦ καὶ ὑπηρετούντων· τὸ μὲν
γὰρ κυριότητος καὶ δεσποτείας, τὸ δὲ ὑπακοῆς

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 243, Bekker p. 372b, l. 10

στάσιν, εἰ μόνον φθέγξαιτο; Ὅ τε Ξενοφῶν ἐστρα-


τεύετο· καὶ γὰρ καὶ δόρυ μετὰ Σωκράτην Ξενοφῶν ἤνεγκε.
 Τὸ γὰρ εὐφυὲς εὐάρμοστον. Ἁβρὸς ἦν Ἀλκιβιάδης,
ὁπηνίκα παρ' Ἀθηναίοις εἶχε τὴν δίαιταν· σεμνὸς ἦν  
ἐν Λακεδαίμονι· τὰ Περσῶν ἐς τρυφὴν μόνος ἐξή-
λεγχεν. Εἰ δέ ποτε ἔδει καὶ λόγους φροντίσαι καὶ τὰ
φιλοσοφίας γυμνάσασθαι, Λύκειον ἅπαντα καὶ Ἀκαδη-
μίαν ταῖς αὑτοῦ συνουσίαις εἰργάζετο. Οἱ κάμνον-
τες τὴν ἱστορίαν τὴν ἀμφὶ τούτους.
      
     

Ἐκ τοῦ εἰς τὴν τῶν Κυπρίων ἐπιδημίαν·  τὸ προοίμιον.

        Τὴν Κύπρον οἱ ποιηταὶ θεῶν Ἀφροδίτῃ χαρίζον-


ται, ὥσπερ τὴν Δῆλον Ἀπόλλωνι. Ἡ γὰρ Κύπρος πό-
λις μεγάλη· δῆμοι τὴν γλῶτταν ἀκριβῶς Ἕλληνες.
 Ὤδινεν ἐξ οὐρανοῦ τὴν Ἀφροδίτην ἡ θάλαττα· τὰς
355

δὲ ὠδίνας ταύτας, αἵ τινές ποτέ εἰσιν, μυστικοὶ λόγοι


κρύπτειν κελεύουσι. Καὶ ἔδει γὰρ λοιπὸν ἐκκυηθῆναι τὴν
δαίμονα. Ἵσταται μὲν εὐθὺς καὶ ἄγει γαλήνην ἡ θάλατ-
τα, ἁπαλοῖς κύμασι περὶ τὸν τόπον πορφύρουσα.

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 243, Bekker p. 376b, l. 13

      
      Ἐκ τοῦ εἰς Φλαβιανὸν προπεμπτικοῦ·             τὸ προοίμιον.

      
 Κρείττονά με λύραν, ὦ φίλε, κάμνοντα, ἵνα σε μετὰ
Λιβύην ἀσπάσωμαι, φεύγων ἐξαίφνης εἰς στυγνὸν μέλος
ἀπέρριψας. Οὔπω τὸ ἔαρ ὤφθη, καὶ χειμὼν Ἑλλησπόν-
τιος προσβαλὼν τὴν ψυχὴν πήγνυσιν· οὔπω τὸν ἥλιον
εἴδομεν, καὶ τὰς ἀκτῖνας ἑτέρωσε κλίνων ἀπειλεῖ νύκτα
ποιήσειν τοῖς Ἕλλησι. Πρὶν μειδιᾶσαι στυγνάζομεν, πρὶν
ἐπιδήμια θῦσαι θεοῖς ἐνοδίοις εὐχόμεθα. Λόγους
δὲ χειρὸς ἀτολμοτέρους ἐλέγχεσθαι, ὀκνοῦντας ποιεῖν ἃ
κηρός τε ἐθέλει καὶ σίδηρος. Διέπλει γὰρ ἀεὶ τὸ
κλέος ἀπὸ Λιβύης εἰς Ἕλληνας. Τὴν μὲν Αὔραν
ἐποίει καὶ τεθρυμμένην καὶ παίζουσαν, οἵας τὰς Λυ-
δὰς ποιοῦσι ζωγράφοι κατὰ πινάκων τέχνῃ μεθύσαντες.
 Μικρὸν οὖν ἀναβιβάσαντες ἐκ μέσου τὸν λόγον, εἶτα
ῥυῆναι κατὰ Λιβύης ἐάσομεν. Νικᾷ δὲ οὐδεὶς, ὅτι
τὰ πάντα θαυμάζεται. Ἀλλ' ὁ λόγος γὰρ ἀκολουθήσας
τῷ πόθῳ ὥσπερ τινὶ βιαίῳ ῥεύματι, μικροῦ πρὸς ἑτέραν

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 276, Bekker p. 512b, l. 16

λεμον, ὅλην λαβόντες ἡμῖν συνοπλιζομένην τὴν κτί-


σιν. Ἐπιστρατεύει γὰρ οὐρανὸς μεθ' ἡμῶν τοῖς ἀπίστοις·
ὃν γὰρ ἐξ ἀναστάσεως Δεσπότην ἐδέξατο, τῇ τῆς ἀνα-
στάσεως βλέπει συναθετούμενον δόξῃ. Κοινωνήσει προ-
θύμως ἡμῖν τοῦ πολέμου καὶ γῆ· συκοφαντουμένην γὰρ
τὴν ἀνάστασιν οἶδεν, ἀφ' ὧν πολλάκις νεκροὺς ὑπ' αὐ-
τῆς ἀφῃρέθη. Διὰ τοῦτο καὶ Παῦλος τὸν τῆς ἀναστά-
σεως τῇ κτίσει περιτίθησιν ἔρωτα· «Ἡ γὰρ ἀποκαρα-
δοκία τῆς κτίσεως, φησί, τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν
τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται». Καθάπερ γὰρ πόλις βασιλικῆς
ἐπιδημίας δεξαμένη προδρόμους πρὸς τὴν ἐκείνης ὅλη  
παρουσίαν ἐπτέρωται, οὕτω καὶ τῆς ἀναστάσεως ὥσπερ
τινὸς βασιλίδος τῇ κτίσει προκηρυχθείσης ὅλη πρὸς
τὴν ἐκείνης παρουσίαν συντέτακται. Καὶ μὴ θαυμάσῃς
τὸν τῆς ἀναστάσεως ἐγκείμενον τῇ κτίσει διδασκόμε-
νος πόθον· τροφὸς γάρ τις τῶν ἀνθρώπων ὑπάρ-
356

χουσα σπεύδει τὴν ἐπαγγελθεῖσαν ἰδεῖν βασιλείαν.


Καὶ τὸ βραδὺ τῶν μελλόντων οὐκ ἐκλύει τῇ τροφῷ
τὰς ἐλπίδας· ἔχει γὰρ ἀεὶ συνόντα αὐτῇ τὰ τῆς ἀνα-
στάσεως σπέρματα, ὧν τοὺς κόκκους ἀναδείκνυσι ζῶν-
τας, τῆς τῶν νεκρῶν σωμάτων ἐγέρσεως ἐν μικροῖς

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 277, Bekker p. 519a, l. 15

αὐτήν. Διὰ ταῦτα εἰσῆλθεν ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου διὰ


σαρκὸς ἐν αὐτῇ, καὶ ταύτην τῶν μυρίων τούτων ἀπαλ-
λάξας μιασμάτων ἀνεκαίνισε, πολὺ χαλεπωτέρων ἢ
σωματικῆς διαφθορᾶς ἐλευθερώσας αὐτὴν κακώσεων
καὶ παθῶν.
         Ἀνακαινίζει διὰ τῆς πρώτης παρουσίας
τὴν κτίσιν, ἵνα μάθῃς ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ καὶ ἀπ' ἀρχῆς
αὐτὴν δημιουργήσας· οὐ γὰρ ἄλλου μὲν κτίζειν, ἄλλου δὲ
διαφθαρεῖσαν ἀνακαινίζειν, ἀλλὰ τῆς αὐτῆς ἑκάτερον
σοφίας καὶ τέχνης. Ἀνακαινίζει τὴν κτίσιν κατὰ τὴν
πρώτην ἐπιδημίαν, ἵνα μηδεμία σοι χώρα καταλειφθῇ
ἀπιστίας ὡς κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν οὐ καινισθή-
σεται, καὶ σὺ πρὸ αὐτῆς εἰς ἀφθαρσίαν, εἰς ἀπάθειαν,
εἰς ἄφατον καλλονήν. Εἰ γὰρ, ὅτε ἦν ἑκὼν ἐν ἀσθενείᾳ
σαρκός, ἐν ἱδρῶσιν, ἐν πάθεσιν ὁ Χριστός, ὅτε πλάνος
καὶ Σαμαρείτης ἐσυκοφαντεῖτο, τὴν κτίσιν ἐκάθαρε
τῶν τοσούτων καὶ τηλικούτων καὶ πολυχρονιωτάτων πα-
θῶν καὶ μιασμάτων, ὅταν ὡς κριτὴς ζώντων παρα-
γένηται καὶ νεκρῶν, ὅταν μυριάσιν ἀγγέλων δορυφορού-
μενος τάγμασιν, ὅταν πάντων δεσπόζων καὶ κύριος,

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 277, Bekker p. 521a, l. 5

ἁμαρτίας, ὑπὸ τοῦ θανάτου, ὑπὸ τοῦ διαβόλου πάλαι βα-


σιλευομένοις, ὅτι ὁ ζυγὸς ἐκεῖνος συντέτριπται, τὸ κρά-
τος λέλυται, καὶ βασιλεύει πάντων ὁ Κύριος. Ὡς καὶ αὐτὸς
μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἔφη· «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν
οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς».
            Πρὶν δὲ ἐβασίλευεν ἡμῶν ὁ θάνατος
καὶ ἡ ἁμαρτία· «Ἐβασίλευσε γὰρ ὁ θάνατος ἀπὸ
Ἀδὰμ μέχρι Μωϋσέως» καὶ ἑξῆς, καὶ ὁ Σωτὴρ περὶ τοῦ δια-
βόλου· «Καὶ εἰ ὁ Σατανᾶς τὸν Σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐμε-
ρίσθη ἡ βασιλεία αὐτοῦ». Ὥστε ἐβασίλευε πρὸ τῆς ἐπι-
δημίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ γένους ἡμῶν ὁ Σατανᾶς, ἀλλὰ καὶ  
ἡ ἁμαρτία. Λέγει γὰρ πάλιν ὁ Παῦλος· «Ὥσπερ γὰρ ἐβα-
σίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ἡμῶν σώματι, οὕτω
καὶ ἡ χάρις βασιλεύει διὰ Χριστοῦ». Ὁ Κύριος ἐβασί-
λευσε· πέπαυται τῆς ἁμαρτίας τὸ κράτος, τοῦ θανάτου,
τοῦ διαβόλου. Οὐκοῦν «ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ», ἡ φύσις ἡ γη-
γενής, ἥ ποτε πλανωμένη, νῦν δὲ δοξαζομένη, ἥ ποτε
357

ἐν τάφοις, νῦν ἐν θρόνοις.


 

Φώτιος λεξικόν. Frag. in epistulam ad Romanos (in catenis)


P. 501, l. 5

Röm 6,6 Ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη, τοῦτ'


ἔστιν ὁ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις παλαιωθείς. οὗτος οὖν βαπτιζομένων ἡμῶν
συσταυροῦται Χριστῷ καὶ ἀποθνήσκει, καὶ ἀνερχόμεθα ἀπὸ τοῦ βαπτίς-
ματος καινοὶ καὶ πρόσφατοι, πάντα τὸν παλαιωθέντα ἄνθρωπον ἀπο-
θέμενοι, καὶκαταργεῖται καὶτὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας ἐν ᾗ  
ἐστηρίζετο καὶ ὑφ' ἧς ἐμορφοποιεῖτο ὁπαλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος,
τοῦτ' ἔστιν ὁ καταγηράσας βίος ἡμῶν τοῖς παραπτώμασιν.ἄνθρωπον
δὲ καλεῖ τὸν τοιοῦτον, τὴν τῶν ἀνθρώπων πρὸς αὐτὸν δηλῶν δυσα-
πόσπαστον καὶ πολυχρόνιον σχέσιν· οὕτω γὰρ ἐντετήκεσαν αὐτῷ πρὸ
τῆς δεσποτικῆς ἐπιδημίας καὶ οἰκονομίας οἱ ἄνθρωποι, ὡς μηδ' ἂν
ἄνθρωποι αἱρεῖσθαι εἶναι, καὶ μηδ' ὅλως εἶναι χωρὶς φιληδόνου πολιτείας
καὶ ἀκολάστων πράξεων. τῷ οὖν συμπεπλέχθαι αὐτῷ τοὺς ἀνθρώπους
καὶ συνανακεκρᾶσθαι καὶ δυσαποσπάστως ἔχειν,ἄνθρωπον ἐπιπληκτι-
κῶς τὸν τοιοῦτον βίον ἐκάλεσεν, τοῦτ' ἔστιν ὃν ὡς αὐτοὺς ἡμᾶς, μᾶλλον
δὲ καὶ ἡμῶν πλέον καὶ ἐστέργομεν καὶ περιειχόμεθα.
Ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας. τὸ σῶμα
τῆς ἁμαρτίας περιφραστικῶς αὐτὴ ἡ ἁμαρτία, τοῦτ' ἔστιν ὅλη δι'
ὅλου ἀργὴ καὶ ἄχρηστος τὸ λοιπὸν χρηματίζουσα. πῶς δὲ καταργεῖται;
ἡμῶν μὴ χρωμένων αὐτῇ. εἶτα καὶ τὸν τρόπον τῆς χρήσεως δριμέως

Φώτιος λεξικόν. Commentarii in Matthaeum (in catenis) Frag. 50,col1, l. 13

ἀπελαύνωνται καὶ διώκωνται τῶν


ἀνθρώπων, οὓς κακοῦν καὶ κολά-
ζειν διὰ παντὸς πεποίηνται σπού-
δασμα. τοῦ γοῦν σπουδάσματος
αὐτῶν εἰς κενὸν διαλυουμένου δη-
λονότι καὶ τὰ τῆς ἐξουσίας καὶ
τυραννίδος τοῦ διαβόλου ἀσθενῆ
καὶ σαθρὰ ἀπελέγχεται. ἃ οὐκ ἂν
ἐγεγόνει, εἰ μὴ διὰ τῆς οἰκείας
ἐπιδημίας ὁ δεσπότης Χριστὸς ἐπ'
ἐλέῳ καὶ σωτηρίᾳ τῶν ἀνθρώπων
δήσας αὐτὸν καὶ καθελὼν τῆς
ἰσχύος καὶ τοὺς αὐτοῦ συνεργοὺς
καὶ συναποστάτας εἰς διαρπαγὴν
καὶ ἐξουθένημα κατειργάσατο.   
Σκεύη ἐνταῦθα τοὺς δαί-
μονας λέγει, οὓς ὁ σωτὴρ ἀπε-
λαύνων καὶ διώκων ἐκ τῶν κατεχο-
μένων ὑπ' αὐτῶν ἁρπάζει. τοῦτο
δὲ οὐκ ἂν ἐγένετο, εἰ μὴ ὁ σωτὴρ
358

Cosmas Indicopleustes Geogr., Topographia Christiana


Book 12, sec. 17, l. 5

ἕτεροι τῶν τῆς μακεδονικῆς ἀρχῆς γενόμενοι βασιλεῖς συμ-


μάχους τοῖς ἰδίοις προσεκαλοῦντο· ἄλλοι δὲ καὶ πολεμεῖν
αὐτοῖς προῃρημένοι καὶ ἐπὶ ἱκανὸν χρόνον δουλωσάμενοι,
ὕστερον τὴν τοῦ Θεοῦ ῥοπὴν ἑώρων ἐνεργοῦσαν ἐν αὐτοῖς καὶ
ὡς πρὸς βοήθειαν αὐτῶν διεγειρομένην καὶ ἑαυτοὺς νικω-
μένους ὑπ' αὐτῶν, ὑπὸ ἐλαχιστῶν καὶ εὐαριθμήτων ἀνδρῶν.
 Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, διὰ τῶν πολέμων καὶ τῶν παραδόξων
καὶ τῶν ἐνυπνίων καὶ τῶν βιβλίων προεγυμνάζοντο διδασκό-
μενοι τὸν ὄντως ὄντα Θεόν, τοῦτον ὃν Ἰουδαῖοι σέβονται, ἵνα
καὶ αὐτοὶ ἑτοιμότεροι γένωνται πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ χριστια-
νισμοῦ, ὥστε καὶ ἐπὶ τῶν καιρῶν τῆς ἐπιδημίας τοῦ Δεσπότου
Χριστοῦ διὰ τῶν ἀποστόλων πολλὰ τῆς Ἑλλάδος ἔθνη
θεωροῦντα τὰ σημεῖα τῇ πίστει τοῦ Χριστοῦ συμβέβηκεν,
ὁμολογοῦντα τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς
ἄνοδον. Νυνὶ δὲ χρόνου πολλοῦ διαδραμόντος καὶ τῶν σημείων
παυσαμένων, ὥσπερ λήθην τινὰ ἔλαβον ἐκείνης τῆς πίστεως
καὶ ἐπὶ τὴν προτέραν ἀνέδραμον δεισιδαιμονίαν, ἀδύνατον εἶναι
λέγοντες ἀνάστασιν ἐκ νεκρῶν ἔσεσθαι ἀνθρώπων καὶ ἄνοδον
ἐν τῷ οὐρανῷ.

Geoponica, Geoponica Book 2, ch. 49, sec. 1, l. 5

         οὐ μόνον δὲ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ


τῶν φυτῶν παρατηρεῖν τοῦτο τοῖς σοφωτάτοις δοκεῖ.

Ὅτι χαλκέας καὶ τέκτονας, καὶ κερα-


μέας, ἐν τοῖς ἀγροῖς ἔχειν δεῖ, ἢ πλησίον.
Βάρωνος.

 Τὸ εἰς τὰς πόλεις τῆς κατασκευῆς ἕνεκα τῶν


ἐργαλείων τοὺς γεωργοὺς ἔρχεσθαι, ἀσύμφορον. ἥ τε
γὰρ τῶν ἐργαλείων χρεία συνεχῶς ὑπερτεθεῖσα ἐμπο-
δίσει τοῖς γεωργοῖς· ἥ τε εἰς τὴν πόλιν συνεχὴς ἐπι-
δημία ἀργότερον ποιεῖ.
         διὸ χρὴ χαλκέας καὶ τέκτο-
νας ἢ ἐν αὐτοῖς ἔχειν τοῖς ἀγροῖς, ἢ πλησίον.
ἀναγκαιότατον δὲ καὶ κεραμέας ἔχειν πάντων ἕνεκα,
πεπεισμένον ὅτι ἐν πάσῃ τῇ γῇ ἔστιν εὑρεῖν κεραμι-  
κὴν γῆν. ἢ γὰρ ἐπιπόλαιον, ἢ ἐν βάθει, ἢ ἐν ἀπο-
κεκρυμμένοις μέρεσι καὶ τόποις τοῦ χωρίου ἐπιτηδείαν
γῆν πρὸς κατασκευὴν κεράμων εὑρήσεις.
359

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 2, p. 657, l. 9

Ἔστι δ' ἐν τούτοις τὸ μὲν «βάζεις βασιλῆας» ἐλλιπὲς προθέσεως. Βούλεται


γὰρ εἰπεῖν βάζεις πρὸς τοὺς βασιλεῖς. Μοῖρα δὲ συνήθως τὸ προσῆκον. (v. 56)  
Οὐ τέλος δὲ ἱκέσθαι μύθων τὸ ἀτελῶς, ὡς καὶ προελέχθη, δημηγορῆσαι καὶ
οὐκ εἰς τέλειον λόγου ἐλθεῖν. (v. 60) Τὸ δὲ «γεραίτερος» ἐκ τοῦ γεραιότερος
συγκέκοπται, οὗ ἀρχὴ ὁ γηραιός. (v. 61) Τὸ δὲ «διΐξομαι» ἀντὶ τοῦ διεξέλθω,
διεξοδεύσω τῷ λόγῳ. (v. 62) Τὸ δὲ «ἀτιμήσει» Ὁμήρῳ σύνηθες καθ' ὁμοιότητα
τοῦ τιμήσει. οἱ δὲ μεθ' Ὅμηρον ἀτιμώσει κατὰ τρίτην συζυγίαν φασίν. (v. 63 s.)
Ὅτι ἐντέχνως ὁ Ὁμηρικὸς ῥήτωρ Νέστωρ διὰ γνωμικῆς ἀναντιρρήτου
ἐννοίας πειρώμενος ἐναγαγεῖν τὸν βασιλέα εἰς φιλίαν τὴν μετὰ τοῦ Ἀχιλλέως
φησὶν «ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος, ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδη-
μίου ὀκρυόεντος», τουτέστιν ἄπολίς ἐστι καὶ μήτε θέμιν εἰδὼς μήτε οἶκον
ἔχων, ὃς ἐμφυλίου πολέμου ἐρᾷ, ὁποῖος δηλαδὴ καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ Ἀχιλλεύς,
εἰ μὴ διαλλαγέντες σπείσονται, τῷ τῶν ὁμοφύλων Ἑλλήνων χαίροντες φόνῳ.
Ἰστέον δὲ ὅτι τῶν γνωρίμων εἰς δύο τούτους διαιρουμένων, εἴς τε τοὺς οἰκείους
καὶ εἰς τοὺς μὴ τούτους, τῶν δ' αὖ οἰκειουμένων διαιρουμένων αὖθις εἰς ἀγχιστεῖς
καὶ εἰς καθ' αἷμα συγγενεῖς καὶ εἰς ἁπλῶς ὁμοεστίους, ὁ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου
ἐρῶν οὐδενὸς τῶν τοιούτων διαιρεμάτων ἐπίστροφος γίνεται, ἀλλὰ πανωλεθρίαν
πάντων καταψηφίζεται. Καὶ εἴη ἂν ὡς μὲν τῶν ἄλλως πολλῶν καταφρονῶν
ἀθέμιστος, ὡς δὲ τῶν πρὸς γένους μὴ ἐπιστρεφόμενος ἀφρήτωρ ἂν δικαίως
καλοῖτο, ὡς δὲ καὶ τοὺς ὁμοστέγους ἀποστέργων ἀνέστιος. Γίνεται δὲ κατὰ
τοὺς παλαιοὺς ὁ ἀφρήτωρ ἢ παρὰ τὴν δηλωθεῖσαν φρήτρην, ἣ δηλοῖ τὴν τριττύν,

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 2, p. 659, l. 11

τική. καὶ τόπος δὲ ἦν ἐν τοῖς οἴκοις, ὅπου τῇ τοιαύτῃ Ἑστίᾳ ἔθυον καὶ αὐτὸς
ἱερὸς [ἑστιούχῳ Διῒ] καλούμενος καὶ ἱστία, ὡς καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ δηλοῦται.
Ἀπὸ τῆς τοιαύτης ἑστίας ὡς ἀξιολόγου μέρους καὶ ὁ ὅλος οἶκος ἑστία λέγεται,
καθὰ καὶ ἀπὸ τοῦ κατὰ θυσίαν βωμοῦ βωμὸς παρὰ τοῖς νεωτέροις ὁ ὅλος
ναός, καὶ ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν στάσιν τῆς νηὸς ὅρμου ὅρμος ὁ ὅλος λιμήν. ὁ τοίνυν
μὴ ἔχων ἑστίαν ἐστὶ πάντως ἀνέστιος. Τὸ δὲ «ἔραται» ἢ ἀπὸ ἐνεστῶτος γίνεται
σεσιγημένου τοῦ ἔρημι, ἐξ οὗ τὸ ἔραμαι, ὡς ἵστημι ἵσταμαι, ἢ παθητικὸς
παρακείμενός ἐστιν ἀναύξητος ἀπὸ τοῦ ἐράω ἐρῶ. Οὕτω δὲ διχῶς δύναται
καθίστασθαι καὶ τὸ ἄγαμαι. Τέτριπται δὲ ἡ τοῦ τοιούτου ῥήματος προπαρο-
ξυτόνησις καὶ παρὰ ἑτέροις ῥήτορσι καὶ οὐκ ἔστιν αὐτὸ προπερισπᾶν ὡς ἀπὸ
τοῦ ἐράω ἐρῶ. Ἐπιδήμιος δὲ νῦν μὲν ὁ ἐν δήμῳ πόλεμος, τουτέστιν ὁ ἐμφύλιος.
ἐν Ὀδυσσείᾳ δὲ ἡ λέξις ἐπὶ ἀνθρώπου τίθεται διάγοντος ἐν τῇ πατρίδι. ἐν δέ
γε τῇ τελευταίᾳ ῥαψῳδίᾳ τῆς Ἰλιάδος ἑτεροῖόν τι σημαινόμενον κεῖται τῆς
τοιαύτης λέξεως. [Δῆλον δὲ ὅτι καὶ ἐπιδήμια νοσήματα λέγεται. Καὶ ἄλλως
δέ, ἐπιδήμιος πόλεμος ὁ κατὰ δήμου. Πολλαχοῦ γὰρ ἡἐπι πρόθεσις οὕτω
νοεῖται, ὡς καὶ ἐν τῷ «δαιμονίη τί μοι ἐπέχεις», ὅπερ ἐστὶ κατ' ἐμοῦ ἔχεις,
καὶ ἐν τῷ ἐπίρρητος ὁ καταρρήσεων ἄξιος, καὶ ἐν ἄλλοις δέ]. Σημείωσαι δὲ
ὅτι τὸν σκοπὸν τῆς ῥηθείσης γνώμης, ὅς ἐστι τὸ δώροις τὸν Ἀχιλλέα προ-  
καλέσασθαι εἰς σπονδήν, οὐκ αὐτίκα ὁ Νέστωρ λαλεῖ τῷ βασιλεῖ, ἀλλὰ μετὰ
δόρπον, ὅτε, ὡς εἰκός, καὶ εὐέντευκτος ὢν πεισθήσεται.
360

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 4, p. 898, l. 23

Πρίαμος εὐθὺς αὐτίκα, εἰπὼν «σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα, κατηφόνες, αἴθ' ἅμα
πάντες Ἕκτορος ὠφέλετε ἀντὶ θοῇς ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι». ὅπερ ὅμοιόν ἐστι τῷ
»τρεῖς ἑνὸς ἀντιπεφάσθαι». (v. 255 s.) Εἶτα οἰκτιζόμενος, ἃ δὴ πατρὶ χειρόνων
παίδων ἁρμόττει ἐστερημένῳ τῶν κρειττόνων, φησὶν ἠθοποιητικῶς· «ὤμοι ἐγὼ
πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ' οὔ τινά φημι
λελεῖφθαι». (v. 257 – 62) Ἐν οἷς μετρήσας τὸν προρρηθέντα Μήστορα καὶ τὸν
Τρωΐλον μετ' ἐπιθέτων σεμνῶν, ὡς προελέχθη, καὶ τὸν Ἕκτορα δὲ ἄνευ
ἐπιθέτου, ὅμως ἄλλως αὐτὸν σεμνύνει, εἰπὼν «ὃς θεὸς ἔσκε μετ' ἀνδράσιν,
οὐδὲ ἐῴκει ἀνδρός γε θνητοῦ πάϊς ἔμμεναι ἀλλὰ θεοῖο. τοὺς μὲν ἀπώλεσ' Ἄρης,
τὰ δ' ἐλέγχεα πάντα λέλειπται, ψεῦσταί τ' ὀρχησταί τε χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι,
ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες». (v. 263 s.) Ἦν δὲ τὸ ἔργον, εἰς ὃ
τοὺς υἱοὺς ἐπέσπευδεν, ἐφοπλίσαι ἅμαξαν καὶ ἐπιθεῖναι τὰ λύτρα, μικρὸν μὲν ὂν
καὶ ἐλαφρόν, δριμέως δὲ ἐπιταχθὲν ἐν ὀλιγίστῳ. φησὶ γὰρ «οὐκ ἂν δή μοι
ἅμαξαν ἐφοπλίσητε», ἢ «ἐφοπλίσαιτε τάχιστα, ταῦτά τε πάντ' ἐπιθεῖτε», τὰ πρὸ  
ὀφθαλμῶν δηλαδὴ κείμενα δῶρα, «ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο», τουτέστιν, ὡς καὶ
ἀλλαχοῦ κεῖται, ὁδεύσωμεν. Καὶ ὅρα ὅπως τόπον εὗρεν ὁ ποιητής, ἐν ᾧ
εὐαφόρμως κατηγόρησε τῶν Πριαμιδῶν, χαρακτηρίσας αὐτοὺς σκωπτικῶς.
(v. 253) Εἰσὶ δὲ κατηφόνες μὲν οἱονεὶ αὐτόχρημα κατήφειαι. θηλυκὴ γὰρ ἡ
προσηγορία κατὰ τὸν Ἀρίσταρχον. διασαφητικὸν δέ πώς ἐστι τοῦτο τοῦ «κακὰ
τέκνα».

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 4, p. 901, l. 5

δοκεῖ ἐκ Θεοκρίτου, ὃς πλυθῆναί τι ἔφη πρὸς κράναις Ὡρᾶν, ἤγουν πρὸς ταῖς
κρήναις αὐτῶν τῶν Ὡρῶν, ἃς κάλλος ἔστι νοεῖν, σεμνύνων ἐκεῖνος οὕτω τὸ
καλῶς πλυθέν. Ὅμηρος δὲ μεγάλα λέγων πρὸς ὄγκον σεμνὸν ἄλλως ταῖς
Ὥραις ἀνατίθησι τὰ οὐράνια, οὐ σμικρολογούμενος ταπεινῶς. ὅτι δὲ ὥρα καὶ
ἐπὶ κάλλους λέγεται, δῆλον καὶ ἐκ τοῦ «ἐν Σάμῳ Ἀφροδίτην ἑταῖραι ἱδρύσαντο,
ἐργασάμεναι ἱκανῶς ἀπὸ τῆς ὥρας». τοιοῦτον δέ τι καὶ τὸ «γυναῖκες αἱ ἐν ὥρᾳ».  
ἴσως δὲ αὐτὸ καὶ χρόνον δηλοῖ, καθὸ καὶ ὡραῖαι γάμου αἱ αὐταὶ λέγονται, ὡς
καὶ βότρυς ὡραῖος τρυγᾶσθαι. ἡ δὲ τοιαύτη ὥρα καὶ τὸ ὡρολογεῖν ποιεῖ καὶ τὸν
ἐξ αὐτοῦ ὡρολογητήν, ὃν ὁ παρὰ τῷ Ἀθηναίῳ Τίμων λαβάργυρον ἔφη ὡς ἐπὶ
μισθῷ ὡρολογοῦντα. καὶ οὕτω μὲν καὶ ταῦτα. Τὸ δὲ, ὡς ἐρρέθη, ἀρνῶν καὶ
ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἅρπαγες καὶ ἀναίδειαν καὶ θηριωδίαν καταλαλεῖ τῶν
εἰρημένων Πριαμιδῶν. θῆρες γὰρ ἁρπακτῆρές εἰσιν, οἳ καὶ δημοτικοῖς
ἐπιτίθενται ζῴοις, ὁποῖος καὶ ὁ τοῦ Ἀράτου μονόλυκος ὅτε λιμὸν καραδοκεῖ.
Ὅτι δὲ σκῶμμα στρατιωτικόν ποτε καὶ τὸ λύκος, δηλοῖ καὶ Ἀθήναιος, ἔνθα
ἱστορεῖ ὡς Γνάθαινα ἡ ἑταιρίς, ἐπεὶ δύο τινὲς αὐτὴν ἐμισθώσαντο, στρατιώτης
καὶ μαστιγίας, ὁμώνυμοι, ὡς ἔοικε, ποταμοῖς, καὶ ὁ στρατιώτης ἀναγωγότερον,
ἤγουν ἀπαιδευτότερον, λάκκον αὐτὴν ὠνόμασε, πῶς ἔφη; καὶ αὐτίκα λύουσα ἡ
αὐτὴ ἐπεῖπεν· ἢ ὅτι δύο ποταμοὶ ἐμβάλλετόν μοι ὁ Λύκος καὶ ὁ Μαστιγίας,
σκώψασα ἐκείνη τὸν στρατιώτην μὲν τῷ τοῦ λύκου ὀνόματι,

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Vol. 4, p. 901, l. 24


361

ἐραστὴν τῷ τοῦ μαστιγίου. ἐπορίσατο δὲ τὸ τῆς ἐμβολῆς τῶν δύο ποταμῶν εἰς
ἕνα λάκκον ἡ Γνάθαινα νόημα ἐκ τῶν Ὁμηρικῶν δύο μεγάλων κρουνῶν, οἳ
συμβάλλουσιν εἰς μίαν μισγάγκειαν. σοφὴ δὲ ἡ ῥηθεῖσα Γνάθαινα ὑποκοριζομένη
καὶ εἰς Γναθαίνιον. ἧς ἀπομνημονεύεται καὶ ὅτι φαῦλον παλαιστὴν ὀνηλάτην
ἀπειλήσαντα καταβαλεῖν γύναια σὺν τοῖς ὀναρίοις καὶ ταῖς ἀστράβαις,
ἔσκωψεν εἰποῦσα ἰαμβικῶς· μὴ δῆτ', ἄνερ, οὐδέποτε γὰρ τοῦτ' ἔστι σοι
πεπραγμένον, ἤγουν τὸ ῥῖψαί τινα.] (v. 261) Τὸ δὲ «ὀρχησταὶ χοροιτυπίαις
ἄριστοι» ἀντὶ τοῦ οὐκ ἐν πολέμῳ ὀρχησταί, οἷός που ἐν τοῖς πρὸ τούτων ἐρρέθη
τις τῶν ἡρώων, οὐδὲ τὰ ἐνόπλια πυρριχίζοντες, [ὃ δὴ πολλάκις βασιλεῦσιν ἔργον
ἦν ἡδύ. Ἀντιόχῳ γοῦν, βασιλεῖ τῷ μεγάλῳ, πρὸς ὅπλα τινὲς ὠρχοῦντο ἐν τῷ
δείπνῳ,] ἀλλὰ τὰ ἐς χοροὺς ὀρχούμενοι. Ἐπιδήμιοι δὲ οἱ μὴ τὰ τῶν πολεμίων  
ἀλλὰ τὰ τοῦ ἰδίου δήμου ἁρπάζοντες καὶ δημοβόρων δίκην ἀδικεῖν τοὺς οἰκείους
γενναῖοι. ὅθεν παροιμία «οἴκοι λέοντες, ἐν δὲ μάχῃ ἀλώπεκες». [Λέγει δὲ καὶ
ἡ καθωμιλημένη γλῶσσα τοὺς ἀτυχεστέρους τῶν ἀρχόντων ἰσχυροὺς εἶναι κατὰ
τοῦ ὑπ' αὐτοὺς δήμου. Τὸ δὲ ἐπιδήμιον ἔγνωσται καὶ τοῖς Ἀσκληπιάδαις, ἐπὶ
νοσημάτων μέντοι.] Τὸ δὲ ἁρπακτῆρες ποιηταῖς φίλη λέξις, καθὰ καὶ τὸ
φυλακτῆρες, καὶ τὸ πρηκτήρ καὶ ῥητήρ καὶ θηρητήρ. (v. 264) Τὸ δὲ «ἐπιθεῖτε»
ἐκ τοῦ ἐπιθείητε συγκέκοπται, καὶ ἔστιν ἀκόλουθον τῷ ἐφοπλίσσαιτε εὐκτικῷ. οἱ
δὲ γράφοντες «ἐπιθῆτε» διὰ τοῦη ποιοῦσιν οὕτω πρὸς ἀκολουθίαν τοῦ
»ἐφοπλίσσητε» κατὰ ἔγκλισιν ὑποτακτικήν.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια Vol. 1, p. 23, l. 10

καρηκομόωντες δὲ ἐπὶ ἀνδρῶν. (Vers. 87.) Τὸ δὲ νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ὥς


κε νέηται, τρό-  
πος ἐτυμολογίας ἐστίν. ἀπὸ τοῦ νέω γὰρ ὁ νόστος γίνεται, πλεονασμῷ τοῦσ πρὸς
διαστολὴν τοῦ ἀνέ-
μου Νότου. οὕτω δὲ μετ' ὀλίγα καὶ τὸ ἔγχος ἐτυμολογῶν, φησί. παλάμῃ δ' ἔχε
χάλκεον ἔγχος. ἀπὸ τοῦ
ἔχω γὰρ τὸ ἔγχος γίνεται. Τὸ δὲ ταλασίφρων, οἰκείως ἐνταῦθα προσρηθὲν διὰ τὰ
μυρία ὅσα ἔτλη ὁ
ἥρως καὶ ἔτι δὲ τλήσεται, δηλοῖ μὲν τὸν καὶ ἐν τῇ Ἰλιάδι τλήμονα ἤτοι πολύτλαν.
γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ
ταλῶ ταλάσω ταλασίφρων. ὡς βλάψω βλαψίφρων. καὶ ὅσα τοιαῦτα. τοῦ δὲ ταλάσω
μέλλοντος ἡ χρῆ-
σις, ἐν Ἰλιάδι. ὅθεν καὶ ὁ τάλας γίνεται. καὶ ἡ ταλασία. καὶ τὸ ταλάσιον. καὶ ἡ
ταλασιεργία. περὶ ὧν
ἐν τοῖς ἑξῆς που ῥηθήσεται. τὸν δὲ ταλασίφρονα τοῦτον ἥρωα, πρὸ βραχέων
δαΐφρονα καὶ πολύφρονα
εἶπεν. (Vers. 89.) Ὅτι ὁ προθυμοποιῶν τινα, εἴποι ἂν τὸ, ὄφρα μᾶλλον ἐποτρύνω, καί
οἱ μένος ἐν
φρεσὶ θείω. (Vers. 88.) Ὅτι τὸ τὴν Ἀθηνᾶν εἰς Τηλέμαχον κατελθεῖν ἐν Ἰθάκῃ καὶ
ὑποβαλεῖν τὰ ποιη-
τέα, τὴν τῆς φυσικῆς φρονήσεως ἐπιδημίαν δηλοῖ. ἥτις ὡς μετὰ ταῦτα ἐρεῖ ὁ ποιητὴς,
μένος τῷ Τηλε-
μάχῳ ἐνῆκε καὶ θάρσος. καὶ νῦν μᾶλλον ἤ περ πρῴην ὡς εἰκὸς ὑπέμνησε τοῦ πατρός.
καὶ ὀψέ ποτε
ἀναφρονήσαντα, κατὰ τῶν μνηστήρων ἠρέθισε. καὶ εἰς ἀποδημίαν δέουσαν ἔστειλεν.
362

ὀσσόμενον μὲν
ἀεὶ ἐν φρεσὶ τὸν πατέρα εἴ ποθεν ἐλθὼν σκεδάσει τοὺς μνηστῆρας. ἄρτι δὲ κατὰ τὸν
τῆς Ἀθηνᾶς λόγον,
μᾶλλον ἐποτρυνθέντα. καὶ ἀπὸ τοῦ βουλεύεσθαι, εἰς πρᾶξιν παρακινηθέντα. δι' ἧς καὶ
περὶ τοῦ πατρὸς
ἐνόμισέ τι μαθεῖν. καὶ κλέος ἐσθλὸν σχεῖν ὡς φιλοπάτωρ. ἤδη γὰρ ὁ Τηλέμαχος
ἡλικίας ἐπέβη τελειοτέ-
ρας, καὶ φρονεῖν ἐχούσης, καὶ οἵα συνιέναι οἷα ὑπὸ τῶν μνηστήρων ἔπασχεν. ἡ δὲ εἰς
Σπάρτην καὶ εἰς
Πύλον ἀπέλευσις αὐτοῦ, καὶ ἄλλως ἐπιτετήδευται τῷ ποιητῇ εὐμεθόδως, εἰς
πλατυσμὸν τῆς τε ποιή-
σεως, καὶ εἰς διασκευὴν καὶ διατριβὴν λόγου χαρίεσσαν. καὶ εἰς πορισμὸν συχνῆς
ἱστορίας ὡς μετὰ
ταῦτα φανήσεται. ἔτι δὲ καὶ εἰς πολλὴν ποιητικὴν πιθανότητα. νησιώτης γὰρ ὢν ὁ
παῖς καὶ μηδὲν
εἰδὼς ἢ φρονῶν ἄξιον τοῦ πατρὸς, μανθάνει ἐν τῇ τοιαύτῃ ἀποδημίᾳ πρὸς τῶν εὖ
εἰδότων, πολλὰ καὶ

Zosimus Hist., Historia nova Book 5, ch. 31, sec. 5, l. 4

ρεστήσας ἐπὶ τούτῳ Στελίχων τὸν ὄγκον τῶν περὶ τὴν


ὁδὸν ἐσομένων δαπανημάτων ἄγων εἰς μέσον ἀποτρέπει
τὸν βασιλέα ταύτης τῆς ἐγχειρήσεως· ἔλεγε δὲ μηδὲ τὴν
ἐπανάστασιν Κωνσταντίνου συγχωρεῖν αὐτῷ τῆς περὶ τὴν
Ἰταλίαν καὶ τὴν Ῥώμην αὐτὴν ἀποστῆναι φροντίδος, ἤδη
Κωνσταντίνου τοῦ τυράννου τὴν Γαλατίαν πᾶσαν διαδρα-
μόντος καὶ ἐν τῇ Ἀρελάτῳ διατρίβοντος.
         Προσεῖναι δὲ
τούτοις, καίπερ οὖσιν ἱκανοῖς εἰς τὸ δεῖσθαι τῆς τοῦ
βασιλέως παρουσίας τε καὶ προνοίας, καὶ τὴν Ἀλαρίχου
μετὰ τοσούτου στρατοπέδου βαρβάρων ἐπιδημίαν, ἀν-
θρώπου βαρβάρου καὶ ἀπίστου καὶ ἐπειδὰν εὕροι τὴν
Ἰταλίαν βοηθείας ἔρημον ἐπελευσομένου· γνώμην δὲ ἀρί-
στην εἶναι καὶ τῇ πολιτείᾳ λυσιτελοῦσαν Ἀλάριχον μὲν
ἐπιστρατεῦσαι τῷ τυράννῳ, τῶν τε σὺν αὐτῷ βαρβάρων
ἄγοντα μέρος καὶ τέλη Ῥωμαϊκὰ καὶ ἡγεμόνας, οἳ κοινω-
νήσουσιν αὐτῷ τοῦ πολέμου, τὴν ἑῴαν δὲ αὐτὸς κα-
ταλήψεσθαι βασιλέως κελεύοντος καὶ γράμματα περὶ  
τοῦ πρακτέου διδόντος.
         Ἀλλ' ὁ βασιλεὺς μὲν ὀρθῶς ἅπαντα εἰρῆσθαι τῷ Στελίχωνι κρίνας,

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter beta, entry 605, l. 2

βιβλία· βυβλία. AS ἐπιστολαί


βιβῶντα· διαβαίνοντα (Γ 22) AS
βίδην· εἶδος. κροῦμα. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 57) [Βηρσαβεέ·
 μήτηρ Σολομῶντος. καὶ τόπος περὶ τὴν ὀρεινὴν τῆς Παλαι-
 στίνης]· “ὡς ἐπιψάλλειν βίδην τε καὶ ξυναυλίαν ...”
 ἄλλοιβίθυν
363

[βιζῆαι· κοῖται. στιβάδες S]


βίην Ἡρακληείην· περιφραστικῶς τὸν Ἡρακλέα (Ε 638 etc.) S
βίῃ· δυνάμει. AS [ἢ δύναμις] (Α 430)  
βίηφι· δυνάμει. βίᾳ (α 403) AS. [ὡς Πολέμων (p. 94 P.) ἐν
 Ἐρατοσθένους Ἐπιδημίᾳ]
Βῖκας· σφίγγας
βῖκος· στάμνος ὦτα ἔχων (Ier. 19,1) vgAS
βιμβικίζεται· περικρούεται vgAS
Βίβλινος· εἶδος οἴνου (Hes. op. 589) καὶ γένος ἀμπέλου ἐν Θρᾴκῃ.
 καὶ ὁ παλαιὸς οἶνος. Ἐπίχαρμος (fr. 174) δὲ ἀπ' ὀρῶν Βιβλί-
 νων. ἔστι δὲ Θρᾴκης q

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter epsilon, entry 4722, l. 1

ἐπὶ Δελφινίῳ· τοῦτο δικαστήριον, ἐφ' οὗ οἱ ὁμολογοῦντες


 πεποιηκέναι φόνους ἐκρίνοντο
ἐπιδεχόμεθα· προσδοκῶμεν
ἐπιδειπνίς· Μακεδονικὸς κώθων, ἥδυσμα. †ἐθισμός
ἐπιδημεύεις· ἐν τῷ δήμῳ ἀναστρέφεις (π 28)
ἐπιδημία· παρουσία
ἐπιδήμιον· κοινόν, δημόσιον Σ ἢ ἐμφύλιον ASg
ἐπιδημίου· ἐνδήμου. ἐμφυλίου. καὶ μὴ πρὸς πολεμίους γινο-
 μένου (Ι 64)
ἐπίδημον· ὡς ἐπὶ πολὺ [ἢ] τὸν ὑπὸ δήμου τεταγμένον. ἢ ἐν
 τῷ δήμῳ ὄν (n)  
ἐπὶ Δηλίῳ μάχη· Δήλιον, τὸ ἐν Βοιωτίᾳ τοῦ Ἀπόλλωνος
 ἱερόν, ὃ ἐτείχισαν Ἀθηναῖοι. καὶ περὶ αὐτοῦ Βοιωτοῖς μαχεσθέν-
 τες ἡττήθησαν Ἱπποκράτους στρατηγοῦντος
ἐπιδικάζεται· ἀντιποιεῖται

Θεοδώρετος. Graecarum affectionum curatio Book 12, sec. 96, l. 3

καὶ μέντοι καὶ ἀρετῆς καὶ κακίας τοῖς τῶν Ἑλλήνων ἔδοξε φιλο-
σόφοις, καὶ τίνα ἡμᾶς οἱ θεῖοι ἐξεπαίδευσαν λόγοι, καὶ ὡς
ἔσβεσται μὲν τὰ ἐκείνων ἅπαντα καὶ παραδέδοται τῷ ζόφῳ τῆς
λήθης, ἀνθεῖ δὲ ταῦτα καὶ τέθηλε καὶ πολλὰς ἔχει καθ' ἑκάστην
καὶ πόλιν καὶ χώραν ἀκροατῶν μυριάδας καὶ διδασκάλους, τὴν
μὲν Πλατωνικὴν εὐέπειαν οὐκ ἔχοντας, τὴν δὲ τῆς ἀληθείας
ἰατρείαν προσφέροντας· καὶ τῶν μὲν ψευδωνύμων θεῶν τὸν πλά-
νον ἐληλαμένον, τοῦ δὲ ἡμετέρου Σωτῆρος τὰ δόγματα κηρυτ-
τόμενα. Τοῦτο γὰρ δὴ καὶ ὁ Πορφύριος, ἐν οἷς καθ' ἡμῶν
ξυνέγραψεν, εἴρηκεν· «Νυνὶ δέ» φησι «θαυμάζουσιν, εἰ τοσού-
των ἐτῶν κατείληφε νόσος τὴν πόλιν, Ἀσκληπιοῦ μὲν ἐπιδημίας
καὶ τῶν ἄλλων θεῶν οὐκέτι οὔσης· Ἰησοῦ γὰρ τιμωμένου, οὐ-
δεμιᾶς δημοσίας τις θεῶν ὠφελείας ᾔσθετο.» Ταῦτα ὁ πάντων
364

ἡμῖν ἔχθιστος Πορφύριος εἴρηκε, καὶ ἀναφανδὸν ὡμολόγησεν,


ὡς πιστευόμενος ὁ Ἰησοῦς φρούδους ἀπέφηνε τοὺς θεούς, καὶ
μετὰ τὸν σταυρὸν καὶ τὸ σωτήριον πάθος οὐκέτι φενακίζει τοὺς
ἀνθρώπους Ἀσκληπιός, οὐδὲ ἄλλος τις τῶν καλουμένων θεῶν.
Ἅπαντα γὰρ αὐτῶν τὸν ὁρμαθόν, οἷόν τινας νυκτερίδας, τῷ
σκότῳ παρέπεμψεν ἀνατεῖλαν τὸ φῶς.
 Ταύτης καὶ ὑμᾶς τῆς ἀκτῖνος μεταλαχεῖν ἀξιῶ. Τοῦδε γὰρ
χάριν καὶ τὸν πόνον ἀνεδεξάμην,

Θεοδώρετος. Εκκλησιαστική ιστορία. P. 70, l. 20

 Ἀφικόμενοι δὲ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ τὸ τῆς φιλίας περιθέμενοι


προσωπεῖον, θεραπείας ἀπήλαυσαν ὅτι μάλιστα πλείστης· ὁ γὰρ τῆς
ἀληθείας πρόμαχος ὁ μέγας Εὐστάθιος πᾶσαν αὐτοῖς ἀδελφικὴν φιλο-
φροσύνην προσήνεγκεν. ἐπειδὴ δὲ τοὺς ἱεροὺς κατέλαβον τόπους καὶ
τοὺς ὁμόφρονας ἐθεάσαντο, Εὐσέβιόν τε τὸν Καισαρείας καὶ τὸν
Σκυθοπολίτην Πατρόφιλον καὶ τὸν Λύδδης Ἀέτιον καὶ τὸν Λαοδι-
κείας Θεόδοτον καὶ τοὺς ἄλλους ὅσοι τὴν λώβην εἰσεδέξαντο τὴν
Ἀρείου, ἐμήνυσάν τε τὸ τυρευόμενον καὶ σὺν αὐτοῖς τὴν Ἀντιόχου
κατέλαβον. καὶ τὸ μὲν πρόσχημα τῆς τῶν ἄλλων ἐπιδημίας προ-  
πόμπιος ἦν τιμή· τὸ δὲ καττυόμενον, ὁ κατὰ τῆς εὐσεβείας πόλεμος.
γύναιον γὰρ ἑταιρικὸν τὴν ὥραν ἀπεμπολοῦν μισθωσάμενοι καὶ τὴν
γλῶτταν αὐτοῖς ἀποδόσθαι πείσαντες, συνῆλθον εἰς τὸ συνέδριον.
εἶτα τοὺς ἄλλους ἅπαντας ἔξω γενέσθαι κελεύσαντες, τὸ τρισάθλιον
εἰσήγαγον γύναιον. ἡ δὲ παιδίον ὑπότιτθον ὑποδεικνῦσα, ἐκ τῆς
Εὐσταθίου συνουσίας ἔλεγε τοῦτο καὶ συνειληφέναι καὶ τετοκέναι
καὶ ἀναίδην ἐβόα. ὁ δὲ τῆς συκοφαντίας τὸ προφανὲς ἐπιστάμενος,
εἴ τινα ἔχοι τούτου συνίστορα, ἄγειν εἰς μέσον ἐκέλευσεν. ἐκείνης
δὲ μηδένα ἔχειν μάρτυρα τῆς κατηγορίας λεγούσης, ὅρκον προὔτειναν
οἱ δικαιότατοι δικασταί, καίτοι τοῦ νόμου διαρρήδην βοῶντος ἐπὶ

Θεοδώρετος. Εκκλησιαστική ιστορία. P. 109, l. 22

«ἀπὸ Ἀντιοχείας, Γεώργιος ἀπὸ Λαοδικείας, Ἀκάκιος ἀπὸ Καισαρείας


»τῆς Παλαιστίνης, Μηνόφαντος ἀπὸ Ἐφέσου τῆς Ἀσίας, Οὐρσάκιος
»ἀπὸ Σιγγιδούνου τῆς Μυσίας, Οὐάλης ἀπὸ Μυρσοῦ τῆς Παννονίας.
»καὶ γὰρ οὗτοι τοῖς σὺν αὐτοῖς ἐλθοῦσιν ἀπὸ τῆς Ἑῴας οὐκ ἐπέ-
»τρεπον οὔτε εἰς τὴν ἁγίαν σύνοδον εἰσελθεῖν οὔτε ὅλως εἰς τὴν
»ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ παραβαλεῖν συνεχώρησαν. καὶ ἐρχόμενοι δὲ εἰς
»τὴν Σαρδικὴν κατὰ τόπους συνόδους ἐποιοῦντο πρὸς ἑαυτοὺς καὶ
»συνθήκας μετὰ ἀπειλῶν, ὥστε ἐλθόντας αὐτοὺς εἰς τὴν Σαρδικὴν
»μηδ' ὅλως εἰς τὴν κρίσιν ἐλθεῖν, μήτε ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνελθεῖν τῇ
»ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ἀλλὰ μόνον ἐλθόντας καὶ ἀφοσιώσει τὴν
»ἑαυτῶν ἐπιδημίαν ἐπιδειξαμένους ταχέως φυγεῖν. ταῦτα γὰρ γνῶναι
»δεδυνήμεθα παρὰ τῶν συλλειτουργῶν ἡμῶν Μακαρίου ἀπὸ Παλαι-  
»στίνης καὶ Ἀστερίου ἀπὸ Ἀραβίας, τῶν ἐλθόντων σὺν αὐτοῖς καὶ
365

»ἀναχωρησάντων ἀπὸ τῆς ἀπιστίας αὐτῶν. οὗτοι γὰρ ἐλθόντες εἰς


»τὴν ἁγίαν σύνοδον, τὴν μὲν βίαν ἣν ἔπαθον ἀπωδύραντο, οὐδὲν δὲ
»παρ' αὐτοῖς ὀρθὸν ἔλεγον πράττεσθαι, προστιθέντες καὶ τοῦτο ὡς
»ἄρα εἶεν τῆς ὀρθῆς ἀντιποιούμενοι δόξης καὶ κωλυόμενοι ἐξ αὐτῶν
»ἐλθεῖν ἐνταῦθα καὶ διὰ τὸ ἀπειλεῖν καὶ ἐντέλλεσθαι κατὰ τῶν
»βουλομένων ἀναχωρεῖν ἀπ' αὐτῶν. τούτου γοῦν ἕνεκα καὶ ἐν ἑνὶ
»οἴκῳ πάντες μεῖναι ἐσπούδασαν, μηδὲ τὸ βραχύτατον ἰδιάζειν αὐτοῖς
»ἐπιτρέψαντες.

Θεοδώρετος. Εκκλησιαστική ιστορία. P. 121, l. 9

τολμημάτων καταβοῶντες ἔλεγον μὴ δεῖσθαι δίκης μηδὲ βασάνου τὰ


τούτου παρανομήματα. ὁ δέ γε στρατηγὸς διαφερόντως ἐβόα, ἀντι-  
βολῶν κελεῦσαι τὸν βασιλέα μὴ συνοδικῶς ἀλλὰ δικαστικῶς ἐξετα-
σθῆναι τὸ παράνομον τόλμημα, καὶ τοὺς τῶν ἐπισκόπων κληρικοὺς
ὑπισχνεῖτο πρώτους εἰς αἰκίαν ἐκδώσειν, χρῆναι δὲ καὶ τοῦ Στεφάνου
τοὺς ὑπηρέτας ταῦτα παθεῖν. ἐκείνου δὲ ἀναίδην ζυγομαχοῦντος καὶ
λέγοντος μὴ δεῖν κληρικοὺς ὑπομεῖναι πληγάς, ἔδοξε καὶ βασιλεῖ καὶ
τοῖς ἄρχουσιν ἔνδον ἐν τοῖς βασιλείοις τοῦ πράγματος γενέσθαι τὴν
βάσανον. καὶ πρῶτον μὲν ἤροντο τὴν γυναῖκα, τίς αὐτὴν εἰς τὴν
τῶν ἐπισκόπων ἀπήγαγε καταγωγήν. ἡ δὲ ἔφη νέον τινὰ πρὸς
αὐτὴν ἀφικόμενον τὴν τῶν ξένων ἐπιδημίαν καὶ χρείαν εἰπεῖν, καὶ
ὡς ἑσπέρας ἀφικόμενος ἀπήγαγέ τε εἰς τὴν καταγωγήν, καὶ τὸν
οἰκεῖον ἐπιζητήσας λόχον καὶ τοῦτον εὑρὼν εἴσω τε τῆς αὐλίου
θύρας εἰσήγαγε καὶ εἰς τὸν πρόδομον εἰσελθεῖν παρηγγύησε. προσε-
τίθει δὲ καὶ τοῦ ἐπισκόπου τὴν πεῦσιν καὶ τὸ γενόμενον δέος καὶ
τὴν εὐχὴν καὶ τῶν ἐπεισελθόντων τὴν ἔφοδον. ταῦτα μεμαθηκότες
οἱ δικασταὶ τῶν συνειλημμένων εἰς μέσον ἄγουσι τὸν νεώτατον· ὃς
οὐκ ἀναμείνας τὴν ἀπὸ τῶν μαστίγων ἀνάγκην τὸ συντεθὲν ἐγύ-
μνωσε δρᾶμα, καὶ τὸν Ὄναγρον ταῦτα πάντα δεδρακέναι καθω-
μολόγησεν· ἀχθεὶς δὲ ἐκεῖνος τὸν Στέφανον ἔφη ταῦτα προς-
τεταχέναι.

Θεοδώρετος. Epistulae: Collectio Patmensis (epistulae 1-52) Epistle 45, l. 11

 Δέδωκε παισὶν ἡ φύσις εὐκαίρως παῤῥησιάζεσθαι πρὸς


πατέρας, καὶ τοῖς οἰκέταις ὁ τῆς δουλείας νόμος καὶ σιγῇ
τὴν δεσποτείαν τιμᾶν καὶ λαλεῖν πρὸς τοὺς κεκτημένους μετὰ
ἀληθείας ἃ δεῖ. Οὗτος καὶ παιδονόμοις καὶ παιδοτρίβαις νόμος
καὶ πᾶσι τοῖς ἄρχειν λαχοῦσιν ἢ τέχνην τινὰ καὶ ἐπιστήμην
παιδεύουσι. Τούτῳ θαῤῥῶντῷ νόμῳ, καὶ πρὸς τούτῳ τῇ
τῆς ἱερᾶς σου ψυχῆς ἡμερότητι καὶ διαθέσει, ἧς ἄνωθεν ἡμᾶς
ἠξίωσεν ἡ σὴ θεοσέβεια, ὑπερβαίνω τοὺς ὅρους, καὶ τὴν ἀδο-
κήτως μοι συμβᾶσαν ἀθυμίαν μετ' ἐκείνης, ἧς ἔφην, παῤῥησίας,
τὸν ἐμὸν διδάσκω δεσπότην. Ἤλγησα γὰρ ὄντως καὶ λίαν
ἠθύμησα, ὅτι μοι τὴν ἐπιδημίαν τῆς σῆς ὁσιότητος, τὴν εἰς  
τοῦ Ἀρχαίου φημί, οὐδεὶς κατεμήνυσεν, οὐδὲ ὁ θεοφιλέστατος
Ἀέτιος ὁ πρεσβύτερος. Γράφομαι γὰρ αὐτὸν ἐπὶ τῆς σῆς ἁγιό-
366

τητος ὡς ἠδικημένος τὰ μέγιστα. Ἤθελον γὰρ καὶ προμαθεῖν


σου τὴν ἐπέραστον παρουσίαν, καὶ δραμεῖν ὡς ὑπόπτερος,
καὶ τὴν Γίνδαρον ὑπερβῆναι, καὶ ἧς ὤφειλον τιμῆς μοῖραν
γοῦν βραχυτάτην ἐκτῖσαι, καὶ τὰς ὀλίγας ἐκείνας ἡμέρας συν-
διατρῖψαι, καὶ πᾶσαν προσενεγκεῖν πατρικῆς φιλοστοργίας
ἀνάγκην, καὶ πεῖσαι τοῖς ἱεροῖς σου ποσὶν ἁγιάσαι τὴν πόλιν
τὴν ἡμετέραν. Νῦν δὲ τούτων ἁπάντων ἐστέρημαι.

Θεοδώρετος. Epistulae: Collectio Patmensis (epistulae 1-52) Epistle 45, l. 32

ρεσκαιδεκάτῃ, τῶν καλλινίκων Μαρτύρων ἐν Μηνίγγοις τὴν


πανήγυριν ἐπιτελῶν ἤκουσα τοῦτο θρυλούντων. Πυνθανόμενος
δὲ καὶ τὸ ἀληθὲς ἐξετάζων εὗρον ἑτέρους λέγοντας ὡς ἐξε-
δήμησέ σου ἡ θεοσέβεια, δύο μόνον ἡμέρας ἐκεῖ διατρίψασα·
καὶ μὴ δευτέροις πιστεύσας, εἰς δὲ τὸ Μασχαλᾶς ἀποστείλας,
καὶ μαθὼν ἀληθεῖς ἀμφοτέρας τὰς ἀγγελίας ἐκωλύθην τῆς
ὁδοῦ. Ἤλγησα δὲ χαλεπῶς τὴν ψυχὴν καὶ ὅτι τὸ πατρῷον
οὐκ ἐζήτησα γέρας, ἀλλὰ τῆς πνευματικῆς ἐστερήθην ὠφε-  
λείας, καὶ ὅτι τῇ τῶν θεραπευόντων σου τὴν ἁγιωσύνην οὐ
συντέταγμαι μοίρᾳ· οὐ γὰρ ἐκείνοις ἐγκεκριμένος, ἄπυστος
ἔμεινα τῆς σῆς, ὦ πάτερ, ἐπιδημίας. Ταῦτα ὡς υἱὸς ἀλγῶν,
τὸν πάντων εἵνεκα σεβασμιώτατόν μοι πατέρα καὶ δεσπότην
ἐδίδαξα, καὶ ἀπολογούμενος ὑπὲρ τῆς ἀγνοίας, καὶ ἀλγῶν διὰ
τὴν ἄγνοιαν.

ΕΛΛΑΔΙῼ ΚΟΥΡΑΤΩΡΙ.

 Ἐμοὶ τὴν ὑμετέραν μεγαλοπρέπειαν ἡ φήμη πεποίηκε γνώρι-


μον· οὐχ ἁπλῶς δὲ ταύτην πεπίστευκα, ἀλλὰ ταύτης λεγούσης
διὰ πάντων ἀκούσας, καὶ τοὺς αὐτῆς ὑφαινούσης ἐπαίνους, καὶ
τὸν τῶν κατορθωμάτων διεξιούσης κατάλογον. Οὐδὲν γὰρ ἕτερον
περὶ τῆς ὑμετέρας μεγαλοπρεπείας ἀκούειν ἐστίν, ἢ ὅσα ἔχειν
εἰκὸς τὸν τῆς ἀρετῆς ἐραστήν. Εἷς δὲ τῶν ταῦτα διηγουμένων

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 43, l. 7

αὐτοὶ διαζήσονται ζωήν. Ὅτι μεγάλη ἡ ἡμέρα τοῦ Ἰεσράελ.


μεγάλη γὰρ ὄντως ἡ ἡμέρα Χριστοῦ, καθ' ἣν ἅπαντας ἐγερεῖ
τοὺς νεκροὺς, καὶ καταβήσεται μὲν ἐξ οὐρανοῦ, καθιεῖται
δὲ κατὰ τὸ γεγραμμένον ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ  
ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. εἰ δὲ δὴ βού-
λοιτό τις ἡμέραν νοεῖν τὸν τῆς ἐπιδημίας καιρὸν, καθ' ὃν
ἡ ἄφεσις τῶν ἡμαρτημένων δέδοτο παρὰ Χριστοῦ Ἑλλησί
367

τε καὶ βαρβάροις, καὶ Ἰουδαίοις τοῖς εἰς αὐτὸν πεπλημ-


μεληκόσι, κατευθὺ καὶ οὗτος τῶν τῆς ἀληθείας βαδιεῖται
λόγων. οὕτω καὶ ὁ Δαυεὶδ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπι-
δημίας τὸν καιρὸν ὑποφαίνει λέγων “Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν
ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν
αὐτῇ.”
Εἴπατε τῷ ἀδελφῷ ὑμῶν Λαός μου, καὶ τῇ ἀδελφῇ ὑμῶν
 Ἠλεημένη.
 Ἀναγκαίως σφόδρα τοῖς ἤδη προειρημένοις ἐπιφέρει καὶ
ταῦτα. ἐπειδὴ γὰρ εἴρηκεν, ὡς ὑπὸ μίαν ἔσονται πάντες
ἀρχὴν, οὐδενὸς ἔτι διατειχίζοντος ἢ διατέμνοντος εἰς διχό-
νοιαν, κρατούσης δὲ μᾶλλον ὁμοψυχίας, καὶ εἰς ἑνότητα
τὴν ἐν πνεύματι συλλεγούσης ἅπαντας τῆς εἰς Χριστὸν
πίστεως, λοιπὸν ἀναγκαίως τὸ Πνεῦμα προστέταχε τοῖς ἤδη

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 61, l. 28

 Εἰ δέ τῳ δοκεῖ συνιέναι πνευματικῶς, καὶ δι' ἑτέρας ἂν ἴοι


τρίβου. ἀμπελῶνι μὲν γὰρ καὶ συκῇ παρεικαστέον εὖ μάλα
τὴν διὰ νόμου παίδευσιν ἀποκομίζουσαν εἰς Χριστόν. παι-
δαγωγεῖ γὰρ εἰς τοῦτο κατὰ τὴν τοῦ μακαρίου Παύλου
φωνήν. καὶ ἄμπελος μὲν εὐφρασίας ἂν νοοῖτο σύμβολον,
γλυκύτητος δὲ συκῆ. ὅτι δὲ ψυχῇ φιλοθέῳ γλυκὺς ἀληθῶς
ὁ τοῦ Θεοῦ νόμος καὶ κατευφραίνειν εἰδὼς, πῶς ἂν ἐνδοιάσειέ
τις; οὐκοῦν ἀμέτοχος μὲν ὁ Ἰσραὴλ ἀπομεμένηκεν ἀναγκαίως
τῶν ἄνωθεν καὶ πνευματικῶν ἀγαθῶν· δέδονται δὲ πρὸς
μετάληψιν τοῖς οἱονεὶ θηρίοις τε καὶ ἑρπετοῖς, φημὶ δὴ τοῖς
ἐξ ἐθνῶν, οἳ πρὸ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας ὀλίγα διενεγκεῖν
θηρῶν τε καὶ ἑρπετῶν ἰοβόλων ὑπονοηθεῖεν ἂν, διὰ τὴν
σκαιότητα τῶν τρόπων. πλὴν οὐ μεμενήκασιν ἐν τούτοις,
ἀκολουθεῖν ᾑρημένοι λέγοντι τῷ Χριστῷ, “Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ,  
“ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσετε ἀνά-
“παυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν.” προσθείην δ' ἂν ἔγωγε τοῖς
εἰρημένοις καὶ τόδε· ὡς ἔστιν ἀνάγκη τοῖς τὸν ἐπάρατον καὶ
θεομισῆ τρίβουσι βίον, καὶ ἀπολισθῆναι δεῖν παντὸς ἀγαθοῦ,
καὶ ἐν ταῖς ἁπασῶν ἐσχάταις γενέσθαι ταλαιπωρίαις.

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 64, l. 21

γὰρ ἀνθρώποις οὐκ οἰκήσιμος ὁ ἄνυδρος χῶρος· οὕτω καὶ


ἀκαθάρτοις πνεύμασι πονηρὰ καὶ ἀπηχθημένη καὶ οἷον ἄβα-
τός τε καὶ ἄνυδρος γῆ νοοῖτ' ἂν εἰκότως ἡ θεοφιλὴς καὶ ὁσία
ψυχὴ, καὶ τὰ ἐκείνοις καθ' ἡδονὴν, ἢ φρονεῖν ἢ δρᾶν οὐκ
ἀνεχομένη. ἐπικουρίας οὖν ἄρα τρόπος ἡ ἐνθάδε λεγομένη
πλάνησις, καὶ μὴν καὶ τὸ εἰς ἔρημον κατατάττεσθαι γῆν·
κατά γε τοὺς ἀρτίως ἡμῖν εἰρημένους λόγους.
Καὶ λαλήσω ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῆς, καὶ δώσω αὐτῇ τὰ κτήματα
 αὐτῆς ἐκεῖθεν.
368

 Ἐν τούτοις ἡμῖν ὁ λόγος τὴν διὰ Χριστοῦ σωτηρίαν


καθυπισχνεῖται λαμπρῶς, καὶ τῶν τῆς ἐπιδημίας διαμέμνηται
χρόνων, καθ' οὓς πεπληρῶσθαί φαμεν τὸ “Ἐν ταῖς ἡμέραις
“ἐκείναις, καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ διδοὺς νόμους μου εἰς
“διάνοιαν αὐτῶν, καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν ἐπιγράψω αὐτούς.”
οὕτω γὰρ δὴ καὶ ὁ σοφώτατος Παῦλος τοῖς τὴν οὕτω λαμ-
πρὰν καὶ ἀξιόληπτον ἀληθῶς καταπλουτήσασι χάριν ἐπι-
στέλλει, λέγων, “Ἡ ἐπιστολὴ ἡμῶν ὑμεῖς ἐστε, ἐγγεγραμ-
“μένη ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκο-  
“μένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων, φανερούμενοι ὅτι ἐστὲ
“ἐπιστολὴ Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ' ἡμῶν, ἐγγεγραμμένη
“οὐ μέλανι, ἀλλὰ Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος.” διδακτοὶ γὰρ

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 69, l. 24

καὶ ἐν ἀρχαῖς, ὅτε τὴν διὰ νόμου πρὸς θεογνωσίαν λαβοῦσα


γέννησιν, ἀσμένως ἐδέχετο τὸ τῷ Θεῷ δοκοῦν. νηπιότητος
τοίνυν ἡμέρας, τὴν διὰ νόμου φησὶν ἀναγέννησιν εἰς θεο-
γνωσίαν· τοιγάρτοι καὶ ἔφασκεν “Υἱὸς πρωτότοκός μου
“Ἰσραήλ.”
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγει Κύριος, καλέσει με Ὁ ἀνήρ
 μου, καὶ οὐ καλέσει με οὐκέτι Βααλείμ. καὶ ἐξαρῶ τὰ ὀνόματα
 τῶν Βααλεὶμ ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς, καὶ οὐ μὴ μνησθῶσιν
 οὐκ ἔτι τὰ ὀνόματα αὐτῶν.
 Ἡμέραν μὲν οὖν ἐν τούτοις τὸν τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν
ἐπιδημίας ὀνομάζει καιρόν. κεκλήσεται γὰρ ἡμέρα κυρίως τε
καὶ ἀληθῶς τῆς τοῦ Μονογενοῦς ἐνανθρωπήσεως ὁ καιρὸς,
καθ' ὃν ἡ ἐν κόσμῳ λέλυται μὲν ἀχλὺς, ἠφάνισται δὲ καὶ τὸ
σκότος· λαμπραὶ δὲ ὥσπερ ἀνίσχουσιν αὐγαὶ κατὰ νοῦν τοῖς  
πεπιστευκόσι, καὶ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἐπέλαμψεν ἥλιος, τῆς
ἀληθοῦς θεογνωσίας τὸ φῶς ἐνιεὶς τοῖς ἀνευρύνειν εἰδόσι τῆς
διανοίας τὸν ὀφθαλμόν. κατ' ἐκεῖνο δὴ οὖν τοῦ καιροῦ, φησὶ,
κεκλημένη πρὸς ἐπίγνωσιν τοῦ κατὰ ἀλήθειαν ὄντος Θεοῦ,
καταλήξει μὲν τῆς ἀρχαίας ἐκείνης καὶ στυγητῆς ἐλαφρίας·
εὐπαράφορος δὲ οὐκέτι πρὸς ἀποστασίαν ἔσται. πόθεν; βε-
βηκότα δὲ μᾶλλον ὀρθῶς τε καὶ ὑγιῶς, καὶ ἀκράδαντον εἰς
Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 73, l. 20

τῆς ἐπ' ἀγαθοῖς ἐλπίδος, ὡς ἀσφαλῆ καὶ ἐρηρεισμένην καὶ


ἀκλόνητον ἔχειν τὴν εὐθυμίαν. ἐμαυτῷ γάρ σε μνηστεύ-
σομαι, καὶ τοῦτο εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ τί δὴ τοῦτό ἐστιν;
οἱονεὶ γάρ πως ἐμνηστεύετο τὸν ἀρχαῖον Ἰσραὴλ, ἤτοι τὴν
τῶν Ἰουδαίων Συναγωγὴν, καὶ πρὸς οἰκειότητα κέκληκε τὴν
διὰ νόμου φημὶ, διακονοῦντος Μωυσέως καὶ μεσολαβούντων
ἀγγέλων. ἀλλ' ἦν τῆς μνηστείας ὁ τρόπος οὐ διηνεκὴς,
οὔτε μὴν εἰς τὸν αἰῶνα, πολλοῦ γε καὶ δεῖ· οὐ γὰρ ἔμελλον
οἱ τύποι κρατήσειν διὰ παντὸς, καὶ τὰ “μέχρι καιροῦ
“διορθώσεως ἐπικείμενα·” κατὰ δέ γε τὸν τῆς διορθώσεως
καιρὸν, τουτέστι, τὸν τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας,
369

ἕτερος τῆς μνηστείας ἀναπέφανται τρόπος, διηνεκὴς καὶ


ἀσάλευτος, καὶ πολὺ τοῦ πρώτου λαμπρότερος, καὶ τῆς
σκιᾶς ἐν ἀμείνοσιν. ὁ μὲν γὰρ τῶν ὅλων Θεὸς ἕδνον ὥσπερ
τι τῇ νύμφῃ τῆς σαρκικῆς δουλείας τὴν ἀπόθεσιν ἐχαρίζετο,
καὶ διὰ σκιᾶς καὶ τύπων ἐκάλει πρὸς ἀποκάθαρσιν τὴν
πνευματικήν. πλὴν ἐμέτρει καιρὸν τῇ μνηστείᾳ· οὐ γὰρ
ἄμεμπτος ἡ πρώτη, κατὰ τὴν τοῦ Παύλου φωνὴν, οὔτε μὴν
ἀγήρως ἦν καὶ ἀφανισμοῦ μακράν. ταύτῃτοι καὶ τῆς δευ-
τέρας ἐζητεῖτο τόπος, τουτέστι, τῆς νέας, τῆς διὰ Χριστοῦ  
φημὶ δωρεᾶς τε καὶ χάριτος, οὐ πρόσκαιρον ἡμῖν,

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 76, l. 18

τοὺς ἠδικημένους, τὸν δὲ μιαιφόνον καὶ ἀλιτήριον ἀπεσόβησε


σατανᾶν, καὶ τῆς καθ' ἡμῶν ἀπεώσατο πλεονεξίας, καὶ τὴν
ἀλαζόνα καὶ οὐκ εὐάντητον τῶν δαιμονίων καθεῖλεν ἀρχήν.
καὶ τοῦτο ἡμῖν τὸ μυστήριον αὐτὸς δι' ἑαυτοῦ διεσάφει
λέγων, ὅτε τὸν ὑπὲρ τῆς ἁπάντων ζωῆς ἔμελλεν ἀνατλῆναι
σταυρόν “Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων
“τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω. κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ
“τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν.” καὶ οὐ δήπου
φαμὲν, ὅτι κρίσιν ἔφη τοῦ κόσμου τούτου γενήσεσθαι παρ'
αὐτοῦ κατὰ τὸν τῆς ἐπιδημίας καιρόν. ὡς γὰρ αὐτὸς ἔφη πάλιν,
“Οὐκ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν εἰς τὸν κόσμον, ἵνα κρίνῃ
“τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ.” κρίσιν δὲ
εἶναί φησι τὴν ὀρθὴν καὶ ἀμώμητον οἱονεὶ διαδικασίαν. δε-
δίκακε γὰρ, ὡς ἔφην, ὀρθῶς καὶ θεοπρεπῶς ἡμῖν τε κἀκείνῳ.
καὶ σέσωκε μὲν ἡμᾶς, ἑλκύσας πρὸς ἑαυτόν· ἐκβέβληκε δὲ
τῆς καθ' ἡμῶν τυραννίδος τὸν πλεονεκτοῦντά τε καὶ διολ-
λύντα ποικίλως. σεσώσμεθα δὴ οὖν ἐλεοῦντός τε ἡμᾶς καὶ
κατοικτείροντος Θεοῦ. δεδικαιώμεθα γὰρ, “Οὐκ ἐξ ἔργων
“δικαιοσύνης ἃ ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πολὺ αὐτοῦ
“ἔλεος,” καθὰ γέγραπται· κεκλήμεθά τε πρὸς οἰκειότητα

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 82, l. 5

“Πατέρα.” Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς μέ Ἔτι πορεύθητι καὶ ἀγάπησον γυναῖκα
 ἀγαπῶσαν πονηρὰ καὶ μοιχαλίδα, καθὼς ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς τοὺς
 υἱοὺς Ἰσραὴλ, καὶ αὐτοὶ ἀποβλέπουσιν ἐπὶ θεοὺς ἀλλοτρίους
 καὶ φιλοῦσι πέμματα μετὰ σταφίδων.
καῖον. δεῖν γὰρ οἶμαι τὰ τοιάδε πολυπραγμονεῖν καὶ  
καταθρῆσαι λεπτομερῶς. μετὰ γάρ τοι τὴν πρώτην, τὴν
μαχλάδα καὶ σεσοβημένην, ἕτερον τῷ προφήτῃ γύναιον εἰς-
κρίνεται, τοῖς τῆς μοιχείας ἐγκλήμασιν ἐνεχόμενον. καὶ τίς
ὁ λόγος; ἡ μὲν γὰρ τῶν Ἰουδαίων πληθὺς, ἡ πρὸ τῆς τοῦ
Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας, ἅτε δὴ καὶ ἀφυλακτότερον καὶ
μάλα ἑτοίμως ἰοῦσα πρὸς πλάνησιν, καὶ δαμάλεσι μὲν
370

λατρεύουσα ταῖς χρυσαῖς, προσκυνοῦσα δὲ καὶ θύουσα τῷ


Βάαλ, ἤτοι τῷ Βεελφεγὼρ, πόρνῃ παρεικάζοιτο, καὶ λίαν
εἰκότως, οἱονείπως ἐκκειμένη παντὶ πονηρῷ καὶ ἀκαθάρτῳ
πνεύματι, τὰς ἰδίας ἡδονὰς ἀποπληροῦν ἐθέλοντι· προσεδέ-
χοντο γὰρ καὶ τῶν περιοίκων καὶ ὁμοχώρων ἐθνῶν τὰ
σεβάσματα, κατὰ τὸ ἑκάστῳ δοκοῦν, ἀνοσίως καὶ ἀβα-
σανίστως. ἀλλ' ἐκείνη μὲν ὡς ἑτοίμως ἰοῦσα πρὸς
ἀπόστασιν ἐκολάζετο δικαίως, πεμπομένη πρὸς αἰχμαλω-
σίαν καὶ ὑπὸ πόδας πίπτουσα τῶν ἐχθρῶν· καθίστη γε

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 82, l. 26

μὴν ἐναργὲς τῷ προφήτῃ Θεὸς, ὅτι κατὰ τὸν καιρὸν τῆς


τοῦ Ἰεσράελ ἡμέρας, τῆς ὡς ἀληθῶς μεγάλης, ἀναβήσονται
ἐκ τῆς γῆς, τουτέστι, τῆς τῶν ἀλλοφύλων ἀποδραμοῦνται
χώρας. τοῦτο δὲ ἦν αἰνιγματωδῶς ὑποφῆναι πάλιν, ὅτι
πεπαύσονται τοῦ εἶναι ξένοι καὶ ἐπήλυτοι, μᾶλλον δὲ δορί-
ληπτοι, καὶ τὴν ἀλλοτρίαν οἰκοῦντες οὐκ ἐλευθέρως. ἐκή-
ρυσσε γὰρ ὁ Σωτὴρ “αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς
“ἀνάβλεψιν,” κατὰ τὴν τοῦ προφήτου φωνήν. ὅτι δὲ καὶ
εἰσδεχθήσονται διὰ πίστεως ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς, κεκλή-
σονταί τε λαὸς Θεοῦ, καὶ μὴν καὶ ἠλεημένοι, διαμεμήνυκεν
ἐναργῶς. μετὰ γάρ τοι τὴν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν, καὶ τὸ
ἐπὶ τῷ σταυρῷ πάθος, καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀναβίωσιν, σέσωσται
μὲν τὸ κατάλειμμα· πεπιστεύκασι γὰρ οὐκ εὐαρίθμητοι τῶν  
ἐξ Ἰσραήλ· ἀπομεμένηκε δὲ πάλιν ἡ ἀπειθοῦσα πληθὺς, ἣν
μοιχαλίδι παρεικαστέον, διά τοι τὸ μὴ ἑλέσθαι τὸν ἐξ οὐρανοῦ
νυμφίον, καὶ ἀθετῆσαι μὲν τὸν ἐν πίστει μνώμενον, μοιχοῖς
δὲ ὥσπερ τισὶν ἀνεῖναι τὸν νοῦν, τοῖς γραμματεῦσι καὶ
Φαρισαίοις. “Ἐδίδασκον γὰρ διδασκαλίας, ἐντάλματα ἀν-
“θρώπων.” ὥσπερ οὖν τῇ πόρνῃ συνῆν ὁ προφήτης, εἰς
τύπον Θεοῦ τῆς τοῦ Ἰσραὴλ ἀνεχομένου πορνείας, καὶ
κολάζοντος μὲν συμμέτρως εἰς ἐπιστροφὴν,

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 83, l. 25

ἐστὶ τὸ μυστήριον, παρέδειξεν εἰπὼν τῷ προφήτῃ Θεὸς


οὕτως· ἀγάπησον τὴν μοιχαλίδα καὶ ἀγαπῶσαν τὰ πονηρὰ,
καθὼς ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ· καὶ αὐτοὶ ἀπο-
βλέπουσι πρὸς θεοὺς ἀλλοτρίους, καὶ φιλοῦσι πέμματα μετὰ
σταφίδων. καίτοι γάρ φησι καὶ ἀπειθεῖν ἑλομένους, καὶ
τοῖς ψευδωνύμοις θεοῖς ἀπονέμοντας τὴν ἀγάπησιν, καὶ
αὐτοῖς τὰ θυμήρη πληροῦν ἐθέλοντας, ἐξ ἐμφύτου χρηστό-
τητος ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς, “Ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει
“σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.” δίδωσι δέ
πως ἡμῖν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐννοεῖν, ὅτι καὶ κατὰ τὸν τῆς
ἐπιδημίας καιρὸν ἦσάν που τάχα παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις
ἐπαμφοτερίζοντες ἔτι πολλοὶ, καὶ οὔτε τοῖς διὰ Μωυσέως
371

ἐντάλμασι προσκείμενοι καθαρῶς, οὔτε μὴν εἰσάπαν ἀπηλ-


λαγμένοι τῶν τῆς πλανήσεως ῥύπων, ἀποβλέποντες δὲ
μᾶλλον καὶ εἰς θεοὺς ἀλλοτρίους, οἷς καὶ πέμματα προσῆγον
μετὰ σταφίδων, πόπανά που τάχα, καὶ μελιττούτας. προσε-  
κόμιζον γὰρ εἰς θυσίαν τοῖς δαίμοσι τὰ τοιάδε πέμματα, καὶ
μάρτυς ἡ πεῖρα.

Κύριλλος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 2, p. 597, l. 19

“ἀγαθόν.” Ἰδοὺ ἔρχεται, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ, καὶ τίς ὑπομενεῖ


 ἡμέραν εἰσόδου αὐτοῦ; ἢ τίς ὑποστήσεται ἐν τῇ ὀπτασίᾳ
 αὐτοῦ;
 Ὅμοιον τούτῳ καὶ μάλα προσεοικὸς τὸ διὰ φωνῆς Ἡσαΐου
“Ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι καὶ γόνατα παραλελυμένα,
“παρακαλέσατε οἱ ὀλιγόψυχοι τῇ διανοίᾳ, ἰσχύσατε, μὴ
“φοβεῖσθε· ἰδοὺ Κύριος μετὰ ἰσχύος ἔρχεται, καὶ ὁ βρα-
“χίων μετὰ κυρείας.” ὡς γὰρ αὐτὸν δὴ μάλα παρεσόμενον,
μᾶλλον δὲ καὶ ἤδη παρόντα καταδεικνὺς, ἀποφαίνεται σαφῶς,
ὅτι καὶ ὁ τῆς ἐπιδημίας αὐτοῦ τῆς ἐν τῷδε τῷ κόσμῳ καιρὸς,
οὐκ εἰς ἀνάβλησιν ἔσται μακράν. ὅτι δὲ τῆς οἰκονομίας ἡ
δύναμις οὐκ εὐκαταφρόνητος ἔσται τισὶν, οὐδ' ἂν γένοιτο τοῖς
ἀπειθοῦσιν οἰστὴ, διδάσκει λέγων Καὶ τίς ὑπομενεῖ ἡμέραν
εἰσόδου αὐτοῦ; ἢ τίς ὑποστήσεται ἐν τῇ ὀπτασίᾳ αὐτοῦ; καὶ
εἴσοδον μὲν ὀνομάζει τὴν ἐν τῷδε τῷ κόσμῳ μετὰ σαρκὸς
εἰσβολὴν τοῦ Μονογενοῦς· ὀπτασίαν δὲ τὴν οἷον ἐμφάνειαν.
ἄορατος γὰρ κατὰ φύσιν ὑπάρχων ὡς Θεὸς, γέγονεν ἐμ-
φανὴς, τὴν πρὸς ἡμᾶς ὁμοίωσιν ἀναλαβών. προανακεκράγει
δὲ τοῦτο σαφῶς καὶ ὁ μελῳδὸς ἐν πνεύματι λέγων “Ὁ Θεὸς  
“ἐμφανῶς ἥξει, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐ παρασιωπήσεται.”

Κύριλλος. Expositio in Psalmos Vol. 69, p. 1132, l. 10

καὶ οὐ γεγενημένων διήγησις.  


Τοὺς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον.
 (E f. 116 b. Κυρίλλου καὶ Ἡσυχίου.) Αὔλακάς
φησι τὰ βάθη τῆς καρδίας· ἅπερ ὅτ' ἂν μεθυσθῇ τῇ
χορηγίᾳ τοῦ Πνεύματος, πλῆθος ἐν ἡμῖν ἀρετῶν
βλαστάνει.
Εὐλογήσεις τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρη-
στότητός σου.
 (A f. 328 b, D f. 162, E f. 119 b, L f. 152) Πρὸς
δὲ νοῦν, Ἐνιαυτὸς χρηστότητος καρπὸν φέρων εὐσέ-
βειαν, ὁ τῆς ἐπιδημίας Χριστοῦ, ὅτε καὶ εὐλογήμεθα,
ἐμφύτῳ χρηστότητι καὶ φιλανθρωπίᾳ χρησαμένου
Θεοῦ. Οὕτω καὶ αὐτὸς ὁ Χριστὸς διὰ φωνῆς Ἡσαΐου
τοῦ προφήτου φησί· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμὲ, οὗ
εἵνεκεν ἔχρισέν με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλ-
κέν με,» καὶ ἑξῆς· «καλέσαι ἐνιαυτὸν Κυρίου
δεκτόν.» Δεκτὸς γὰρ ἐνιαυτὸς ἦν, καθ' ὃν ἐνηνθρώ-
372

πησεν ὁ μονογενὴς τοῦ Θεοῦ Λόγος· εἰσδεδέγμεθα δὲ


καὶ ἡμεῖς διὰ πίστεως, προσκομίζοντος ἡμᾶς αὐτοῦ
τῷ Θεῷ καὶ Πατρί.

Κύριλλος. Expositio in Psalmos Vol. 69, p. 1176, l. 51

δι' αὐτῶν πιστευσάντων εἰς Χριστὸν, ὅτι, ταῦτα


γνόντες, οἱ τῷ πνεύματι πτωχοὶ ἀγαλλιαθήσονται.
Αἰνεσάτωσαν αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ, καὶ ἡ γῆ, θά-
λασσα, κ.τ.λ.
 (A f. 352. Κυρίλλου καὶ Θεοδωρήτου.) Ἅπασαν,
φησὶ, τὴν κτίσιν εἰς κοινωνίαν τῆς ὑμνῳδίας καλῶ
καὶ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα· οὐκ ἀπόχρη γὰρ ἡ μία γλῶττα
τὰς θείας διηγήσασθαι χάριτας. Δοξολογοῦσι δὲ καὶ
Θεὸν ἀκαταλήκτως αἱ ἄνω δυνάμεις, συμπάσης ἐλευ-
θερωθείσης τῆς γῆς. Γέγονε δὲ καὶ τοῦτο κατόρθωμα
τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας, τοῦ συνάψαντος
τοῖς ἄνω πνεύμασι τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ἵνα μία καὶ ἡ
αὐτὴ παρὰ πάντων τελεῖται λατρεία. Εἰ δὲ οἱ ἐν
οὐρανοῖς ἐπὶ τῇ τῶν ἀνθρώπων χαίρουσι σωτηρίᾳ, καὶ  
αἰνοῦσιν ἐπὶ τούτῳ τὸν Θεὸν, πολλῷ μᾶλλον αὐτοὶ οἱ
σωθέντες ἐπὶ τῆς γῆς αἰνέσουσι τὸν σώσαντα. Διὸ πρός-
κειται «καὶ ἡ γῆ,» ἵνα εἴπῃ· Πάντα αὐτὸν ὑμνεί-
τω τὰ ἄνω, τὰ κάτω. Ἀπὸ γὰρ τῶν κυριωτέρων
τὰ κατὰ μέρος συμπεριέλαβεν. Ἐν δὲ τῇ θαλάσσῃ
εἶπεν, ἐπειδὴ καὶ ἐν ταῖς νήσοις ἔμελλον τὸ σωτήριον
τοῦ Θεοῦ παραδέχεσθαι.

Καινή Διαθήκη. Catena in Joannem (catena integra) (e codd. Paris. Coislin. 23 +


Oxon. Bodl. Auct. T.1.4) P. 285, l. 19

ὅρον, οὐχ ὅτι ὅρῳ ἐστὶ περιλαβεῖν τοὺς ἀνθρώπους τὸν Θεὸν, ἀλλ'
ὅτι οἶδεν ὁ Υἱὸς τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, καὶ τί κατὰ φύσιν ἐστὶν ὁ
γεννήσας αὐτόν. Τί ἐστιν ὅπερ εἶπεν, “ὅτι Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ
“ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν,” καὶ τὰ ἑξῆς;
Ἡμέραν ἐνταῦθα λέγει τὴν τοῦ σταυροῦ, ἣν ἐν τῇ προσφορᾷ τῇ
τοῦ Ἰσαὰκ προδιετύπωσε· ἐπαινεῖ δὲ ὡς εὐφρανθέντα τὸν Ἀβραὰμ
διὰ τὸν σταυρὸν, δεῖξαι θέλων, ὅτι οὐκ ἄκων ἐπὶ τὸ πάθος ἔρ-
χεται.
 {Ἀμμωνίου.} Δείκνυσιν αὐτοὺς κἂν τούτῳ τοῦ Ἀβραὰμ ἀλλο-
τρίους, ἐπείπερ ἐν οἷς ἐκεῖνος ἔχαιρεν, οὗτοι ἀλγοῦσι.
 {Κυρίλλου.} Ἡμέραν λέγει τὸν τῆς ἐπιδημίας καιρὸν, περὶ ἧς ὁ
ψάλλων φησὶν, “αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλια-
“σώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.”
 Ἐπειδὴ δὲ ἐγγὺς τῶν πεντήκοντα ἐτῶν ἐνόμιζον εἶναι τὸν Χρι-
στὸν λοιπὸν, ὄντα περί που τριάκοντα τριῶν, εἶπαν, “πεντήκοντα
“ἔτη οὔπω ἔχεις, καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας;”
 {Σευήρου Ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας.} “Πεντήκοντα ἔτη
“οὔπω ἔχεις, καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας;” Τί γὰρ ἐκώλυε τεσσα-
373

ράκοντα εἰπεῖν, Χριστοῦ τὴν κατὰ σάρκα ἡλικίαν νεάζοντος, εἰ


καὶ καθὸ Θεὸς ἄχρονος ἦν; τριακονταέτης γὰρ ὑπάρχων ἦλθεν
ἐπὶ τὸ βάπτισμα. Ἠδύναντο δὲ καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον τοῦ Ἀβραὰμ

Καινή Διαθήκη. Catena in Joannem (catena integra) (e codd. Paris. Coislin. 23 +


Oxon. Bodl. Auct. T.1.4) P. 362, l. 9

αὐτὸν ἔλεγον, καὶ παράνομον, ταύτην ἀναιρῶν τὴν πρόφασιν τοῦτο


εἶπε, καὶ τὸ ἐπαγόμενον δὲ περὶ δικαιοσύνης ἀνίττεται, λέγων,  
“περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται,”
τουτέστιν, ὅτι κατεπάλαισε τὸν ἀντίδικον, οὐκ ἂν δὲ ἁμαρτωλὸς
ὢν κατεπάλαισε.
 {Κυρίλλου.} Δεῖ γὰρ πάντας ἡμᾶς κοινωνοὺς καὶ μετόχους
γενέσθαι τῆς θείας αὐτοῦ φύσεως, εἴπερ ἔδει τὴν οἰκείαν ἀφέντες
ζωὴν εἰς ἑτέραν μετασκευάζεσθαι· ἀλλ' ἦν οὐχ ἑτέρως τούτου
δύνασθαι τυχεῖν, εἰ μὴ διὰ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κοινωνίας
τε καὶ μετουσίας· ὅγε μὴν οἰκεῖος τούτου καιρὸς μετὰ τὴν τοῦ
Σωτῆρος ἐπιδημίαν ἐστί. Συνὼν γὰρ ἔτι μετὰ σαρκὸς τοῖς
πιστεύουσιν εἰς αὐτὸν, παντὸς οἶμαι χορηγὸς ἀγαθοῦ ἀνεδείκνυτο.
Ἐπειδὴ τοῦτον ἀναβαίνειν καιρὸς ἐν τοῖς πρὸς τὸν ἐν οὐρανοῖς
Πατέρα. Πῶς οὐκ ἔδει συνεῖναι διὰ τοῦ Πνεύματος τοῖς σεβομέ-
νοις αὐτὸν, καὶ ἐνοικεῖν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ τῆς πίστεως;
ἵνα αὐτὸν ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς, μετὰ παρρησίας κράξωμεν, “ἀββᾶ
“ὁ Πατὴρ,” καὶ πρὸς πᾶσαν εὐκόλως ἴοιμεν ἀρετήν.
 {Ἀμμωνίου.} Ἐὰν μὴ πάθω, οὐκ ἐπιφοιτᾷ ὑμῖν τὸ Πνεῦμα, τὸ
πάσης δόσεως ἀγαθῆς αἴτιον.
 {Θεοδώρου Μομψουεστίας.}

Καινή Διαθήκη. Catena in Joannem (catena integra) (e codd. Paris. Coislin. 23 +


Oxon. Bodl. Auct. T.1.4) P. 407, l. 36

 {Σευήρου πρὸς Σέργιον ἀρχιεπίσκοπον Ἐπιστολῆς.} Τὸ


δὲ τοὺς περὶ Πέτρον καὶ Ἰωάννην, μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἐπιφανέν-
τος αὐτοῖς τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ
προστεταχότος βαλεῖν τὸ δίκτυον εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου,
καὶ σαγηνεῦσαι πλῆθος ἰχθύων μεγάλων πληρούντων τὸν ἑκατὸν
πεντήκοντα τριῶν ἀριθμὸν, ὡς ἐν βραχεῖ φρᾶσαι, ταύτην ἔχει τὴν
ἅπλωσιν. ἱστόρησε γὰρ τὸ Εὐαγγέλιον ὡς κατ' ἐκείνην τὴν νύκτα
κεκμηκότες ἄγαν, οὐδὲν ὅλως ἐθήρευσαν, τοῦτο ὑπαινιττομένης τῆς
ἱστορίας ὑμῖν εἰς πνευματικὴν καὶ νοητὴν μετατιθεμένης ἀγωγὴν,
ὡς πρὸ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίας, νὺξ ἦν κατὰ τόνδε τὸν βίον·  
ἔρημος γὰρ ὑπῆρχε τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως τὰ ἀνθρώπινα τῇ
λατρείᾳ προσηλωμένα τῇ τῶν δυσωνύμων θεῶν. ἡνίκα δὲ πρωΐα
τις καὶ ὄρθρος ἐγένετο τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημήσαντος, καὶ ἀνισχόν-
τος καὶ ἐπιλάμψαντος τοῖς ἐπὶ γῆς, οἵα δικαιοσύνης ἡλίου· τοῦτο
γάρ φησι τὸ γράμμα τὸ ἱερὸν, τότε τὸ ἀποστολικὸν δίκτυον ἐχα-
λάσθη, καὶ πολλῶν ἀνθρώπων ἄγραν ἐθήρευσε, καὶ τὴν δεξιὰν ἐκλη-
374

ρώσατο διὰ τοῦτο μερίδα. Μωϋσῆς γὰρ καὶ οἱ προφῆται τὸ θηρα-


τικὸν δίκτυον χαλάσαντες κατὰ τὴν παρῳχηκυῖαν νύκτα, τὸν
Ἰσραὴλ ἓν ἔθνος ἐθήρευσαν, τοῦ δικτύου πολλάκις ἀποπηδῶντα καὶ
τοῖς δαιμονίοις λατρεύοντα, καὶ ἐν ἴσῳ τοῦ μηδὲ τεθηρᾶσθαι τὸ

Καινή Διαθήκη. Supplementum et varietas lectionis ad catenam in evangelium sancti


Lucae (e cod. Oxon. Bodl. Laud. 33) P. 420, l. 23

Pelus. Ἐπιστ. μή. 20, 1. τόπον. 20. ἀποστάντων.


 21, 3. ἀγγελικὴν στρατείαν.
 21, 14. καρδίᾳ, τουτέστιν τοῦτο ἐκείνῳ συγκρίνουσα, ἐκεῖνο
τούτῳ· εὕρισκεν δὲ συγκρίνουσα τὰ ῥήματα.
 22, 21. πληρ. ὑπάρχων om. ὑπὸ Χρ. 33. τέκῃ.
 23, 2. om. καί. 15. τὸ γὰρ νῦν ἀπολύεις.
 24, 8. {Τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.} ἄλλως τὸ “εἰς πτῶσιν καὶ
“ἀνάστασιν·” τῶν μὲν ἀπιστησάντων τῇ θείᾳ αὐτοῦ οἰκονομίᾳ καὶ
ἐνανθρωπήσει εἰς πτῶσιν, τῶν προσδεξαμένων τὴν αὐτοῦ πίστιν,
εἰς ἀνάστασιν ἐκ τοῦ τῆς ἁμαρτίας πτώματος.
 24, 13. σῶμα, οἱ δὲ ἀσώματον αὐτοῦ τὴν ἐπιδημίαν γεγενῆ-
σθαι διοριζόμενοι· καὶ οἱ μὲν παθητὸν ἐσχηκέναι τὸ σῶμα, οἱ δὲ
φαντ. Add. hoc Sch. in marg. Cod. B. τὸ δὲ “σημεῖον ἀν-
“τιλεγόμενον” περὶ τοῦ σταυροῦ λέγει· τοῖς μὲν γὰρ ἀπολλυμένοις
μυρία ἐστὶν, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστιν, κατὰ
τὸν θεῖον Ἀπόστολον.

Καινή Διαθήκη. Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58)
P. 65, l. 11

τῶν προφητῶν αὐτοῦ, παθεῖν τὸν Χριστὸν αὐτοῦ, ἐπλή-


ρωσεν οὕτως· μετανοήσατε οὖν καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τὸ
ἐξαλειφθῆναι ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας.
{Τοῦ αὐτοῦ.} Ἐνταῦθα τὸν περὶ τῆς οἰκονομίας κινεῖ λόγον· ἐν
βραχεῖ ῥήματι πέλαγος ἄφατον ἀνοίξας· ὁ γὰρ ἀνέκφραστος καὶ
ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ὁ δόξαν ἔχων ἄφατον, ὁ φῶς
οἰκῶν ἀπρόσιτον, μεγαλωσύνην ἀπέραντον· τοῦτο γάρ ἐστι, πλού-
σιος ὢν ἐπτώχευσεν· ἄνθρωπος ἐγένετο, κατεδικάσθη, ἐσταυρώθη,
τὰ μύρια ἔπαθεν.
 {Ἐξ ἀνεπιγράφου.} Τινὲς τῶν προφητῶν προεκήρυξαν τὴν ἐπι-
δημίαν τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ πάθη ἃ ὑπὲρ ἀνθρώπων ἔμελλεν ἀνα-
δέξασθαι· τὰς περὶ τούτων οὖν προφητείας ἐκβεβηκυίας ἐν τῷ
σταυρωθῆναι Χριστὸν, ἐπλήρωσεν ὁ Θεός· ὅθεν ὅταν λέγῃ πάντων
τῶν προφητῶν πεπληρῶσθαι τοὺς λόγους, τοῦ Σωτῆρος παθόντος, οὐ
καθάπαξ πάντας τοὺς προφήτας ἐκλαμβάνομεν, ἀλλὰ πάντας
τοὺς προαναφωνήσαντας τὰ τοῦ Χριστοῦ παθήματα, ἀχρὶ καιρῶν
ἀποκαταστάσεως.

Καινή Διαθήκη. Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58)
375

P. 65, l. 24

τῶν προφητῶν πεπληρῶσθαι τοὺς λόγους, τοῦ Σωτῆρος παθόντος, οὐ


καθάπαξ πάντας τοὺς προφήτας ἐκλαμβάνομεν, ἀλλὰ πάντας
τοὺς προαναφωνήσαντας τὰ τοῦ Χριστοῦ παθήματα, ἀχρὶ καιρῶν
ἀποκαταστάσεως.
Ὅπως ἂν ἔλθωσι καιροὶ ἀναψύξεως ἀπὸ προσώπου
Κυρίου, καὶ ἀποστείλῃ τὸν προκεχειρισμένον ὑμῖν Ἰη-
σοῦν Χριστὸν, ὃν δεῖ οὐρανὸν δέξασθαι.
{Διδύμου.} Ὁ προσέχων τῇ ἀναγνώσει πολλὰ εἴδη προφητείας
εὕροι δηλούμενα ἐν ταῖς γραφαῖς· ὧν ἐστιν ἡ τῶν μελλόντων προ-
αναφώνησις. τούτῳ τῷ εἴδει τῆς προφητείας κοσμηθέντες θεόθεν
ἄνδρες τινὲς προεθέσπισαν τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ
πάθη, ἃ ὑπὲρ ἀνθρώπων ἔμελλεν ἀναδέξασθαι· τὰς περὶ τούτων
προφητείας ἐκβεβηκυίας ἐν τῷ σταυρωθῆναι τὸν Ἰησοῦν, ἐπλήρω-
σεν ὁ Θεός· ὅθεν ἐὰν γράφηται ἐντεῦθεν πάντων τῶν προφητῶν
πεπληρῶσθαι τοὺς λόγους, τοῦ Σωτῆρος παθόντος, οὐ καθάπαξ πάν-
τας τοὺς προφήτας ἐκλαμβάνομεν, ἀλλὰ πάντας τοὺς προαναφω-
νήσαντας τὰ Χριστοῦ παθήματα.
 {Τοῦ Χρυσοστόμου.} Δείκνυσιν ἐνταῦθα ταλαιπωρηθέντας αὐ-
τοὺς καὶ πολλοὺς κατεργαθέντας πολέμοις· πρὸς γὰρ τὸν καυσού-
μενον καὶ παραμυθίαν ἐπιζητοῦντα, οὗτος ἂν ἁρμόσειεν ὁ λόγος.
ὅρα πῶς ὁδῷ προβαίνει· ἐν μὲν τῇ πρώτῃ δημηγορίᾳ ἠρέμα τὴν  

Καινή Διαθήκη. Catena in epistulam Petri i (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov.
58) P. 45, l. 25

 Ὧν τὴν ἔκβασιν ἐπεθύμησαν ἄγγελοι ἰδεῖν.


 Ἐπεὶ τινὲς ἐλάττονα τίθενται τὴν ἐπαγγελίαν καὶ σωτηρίαν
τῶν πρὸ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Σωτῆρος ἁγίων, οἰόμενοι πλεόν τι
ἐσχηκέναι τοὺς μετὰ ταύτην τῷ ἑωρακέναι τὸν Κύριον αἰσθητῶς,
καὶ τὰ ὑπ' αὐτοῦ πραχθέντα σημεῖα, δεικτεὸν ὡς ἐσφαλμένη
ἐστιν ἡ ὑπόληψις αὐτῶν. πῶς γὰρ ἐλάττων τινὸς τῶν μετὰ τὴν
ἐπιδημίαν ὁ Ἀβραὰμ τὴν ἡμέραν τοῦ Κυρίου ἑωρακὼς, πάντων
τῶν τελειουμένων κατὰ Κύριον, εἰς τοὺς αὐτοῦ κόλπους ἀπερχο-
μένων; πῶς δὲ ἐλάττων Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας ἐν δόξῃ ἅμα τῷ
Κυρίῳ μεταμορφωθέντι φανέντες, ἐπεὶ μὴ εἶδον αἰσθητῶς τὸν
Κύριον; οὐ γὰρ προκριτέον ποιεῖ τῶν τὴν νοητὴν ἐπιδημίαν ἐσχη-
κότων τὸν ἑωρακότα τὴν κατὰ σάρκα. πολλοὶ γοῦν τῶν ἑτεροδόξων
συμφέρονται τῇ ἐσφαλμένῃ ταύτῃ δόξῃ, πόθον ἔχοντες ἐκ παντὸς
τρόπου διαβάλλειν τὴν παλαιὰν διαθήκην· καὶ τοῦτο δὲ λελέξε-
ται, ὅτι εἰ καὶ μὴ εἶδον ἢ ἤκουσαν αἰσθητῶς ἃ ὁ Κύριος εἶπεν,
ἀλλ' οὖν ἔρωτα αὐτῶν θεῖον εἶχον· “πολλοὶ γὰρ προφῆται καὶ
δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν.”

Ευάγριος. Expositio in Proverbia Salomonis P. 111, l. 1

 Τίς ἐκράτησε πάντων τῶν ἄκρων τῆς γῆς: Τίς ἀπ' ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ βορρᾶ
376

καὶ θαλάσσης
συνήγαγε πάντα τὰ ἔθνη, πυκνώσας αὐτὰ ταῖς ἀρεταῖς καὶ τὸ ἐπουράνιον ὕδωρ
ἐναποθέμενος τὸ ῥέον ἐκ τῆς
πηγῆς τῆς ζωῆς.
 Μὴ προσθῇς τοῖς λόγοις αὐτοῦ: Τῷ γὰρ νόμῳ κυρίου οὐκ ἔστιν προσθεῖναι, καὶ ἀπ'
αὐτοῦ οὐκ ἔστιν
ἀφελεῖν.
 Μάταιον λόγον καὶ ψευδῆ μακράν μου ποίησον: Ψευδώνυμον γνῶσιν μακράν μου
ποίησον.
 Ἵνα μὴ πλησθεὶς ψευδὴς γένωμαι καὶ εἴπω Τίς με ὁρᾷ: Ἵνα μή, φησίν, πλησθεὶς
γνώσεως ἀκροατὴς
ὑπερήφανος γένωμαι, καὶ εἴπω Οὐδεὶς τὴν ἐμὴν ἐπιγνώσεται σοφίαν· ἵνα μὴ πλησθεὶς
ἀπροσίτου γνώσεως, ψεύ-
στης τοῖς ἀνθρώποις φανῶ, τοιαῦτα λέγων ὁποῖα μὴ δύνανται γινώσκειν οἱ
ἐνδεδεμένοι αἵματι καὶ σαρκί.
καλῶς δὲ καὶ τὸ ἕξης προστέθειται, τὸ Ἵνα μὴ πενηθεὶς κλέψω καὶ ὀμόσω τὸ ὄνομα
τοῦ θεοῦ· κλέπτει γάρ  
τις ἀλλότρια θεωρήματα, ἵνα νοῦν ἐμπλήσῃ πεινῶντα. ἀλλὰ τοῦτο μὲν πρὸ τῆς
ἐπιδημίας τοῦ σωτῆρος ἐγίνετο·
νυνὶ δὲ ὁ Παῦλος φησίν· Ὁ κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω, μᾶλλον δὲ ἐργαζέτω
δικαιοσύνην, ἵνα γνῶσιν κτησά-
μενος μεταδῶ καὶ τῷ χρείαν ἔχοντι τί γὰρ καὶ ἔστιν ὃ μή ἐστιν ἡμέτερον, ἵνα καὶ
κλέψωμεν οἱ πεπιστευκότες
Χριστῷ; πάντα γὰρ ἡμῶν ἐστίν, ἡμεῖς δὲ Χριστοῦ, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, Χριστὸς
δὲ θεοῦ.
 Ἢ πενόμενος κλέψω καὶ ὀμόσω τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ μου: Οὗτος κλέπτει γνῶσιν, οὐχ
ὁ τὴν τοῦ προλα-
βόντος λαμβάνων, ἀλλ' ὁ ἐκ τῆς ψευδωνύμου ὑφαιρούμενος γνώσεως. καὶ γὰρ πάντες
οἱ πεπιστευκότες Χριστῷ
ἀπὸ τῶν ἁγίων προφητῶν καὶ ἀποστόλων λαμβάνοντες θεωρήματα οὐ λέγονται
κλέπται ἀλλοτρίων θεωρημάτων,
ἀλλὰ μᾶλλον κληρονόμοι πατρώων χρημάτων.
 Μὴ παραδῷς οἰκέτην εἰς χεῖρας δεσπότου: Φυγόντα νοῦν τὴν κακίαν μὴ πάλιν
παραδῷς τῇ κακίᾳ,
εἴπερ πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστὶν τῆς ἁμαρτίας· ἁμαρτία δὲ νῦν
ὀνομάζεται ὁ ἐνεργῶν τὴν ἁμαρ-
τίαν διάβολος.

Ευάγριος. Scholia in Proverbia (Frag. e catenis) Scholion 51, l. 4

 οὐκ οἴδασιν πῶς προσκόπτουσιν  Οὐδὲ τὸν τρόπον πῶς ἁμαρτάνουσιν οἱ ἀσεβεῖς
ἐπίστανται οὐδὲ τὴν αἰτίαν γινώσκουσι πόθεν προσκόπτουσιν,
ἀλλ' οὐδ' αὐτὸ τοῦτο ἴσασιν ὅτι παρανομοῦσιν, ὅπερ ἐστὶ
γνώρισμα τῆς ἐσχάτης ἀνοίας.
 4, 21ὅπως μὴ ἐκλίπωσίν σε αἱ πηγαί σου,
 φύλασσε αὐτὰς ἐν σῇ καρδίᾳ
 Πηγὰς λέγει τὰς ἀρετάς, ἀφ' ὧν γεννᾶται τὸ ὕδωρ
τὸ ζῶν, ὅπερ ἐστὶν ἡ γνῶσις ἡ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Δαυίδ·  
»ὤφθησαν, φησίν, αἱ πηγαὶ τῶν ὑδάτων καὶ ἀνεκα-
377

λύφθησαν τὰ θεμέλια τῆς οἰκουμένης», παρὰ τὴν ἐπιδημίαν


δηλονότι τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ.
 4, 25οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν·
 τὰ δὲ βλέφαρά σου νευέτω δίκαια
 Ὅσοι λογισμοὺς ἔχουσιν ἀπαθεῖς καὶ δόγματα
ἀληθῆ, οὗτοι ὁρῶσιν ὀρθά.
 4, 27μὴ ἐκκλίνῃς εἰς τὰ δεξιὰ μηδὲ εἰς τὰ ἀριστερά·
 ἀπόστρεψον δὲ σὸν πόδα ἀπὸ ὁδοῦ κακῆς
 Ἡ ἀρετὴ γὰρ μεσότης· διὸ καὶ τὴν ἀνδρείαν μεταξὺ
τῆς θρασύτητος καὶ τῆς δειλίας εἶναί φασιν.

Ευάγριος. Scholia in Proverbia (Frag. e catenis) Scholion 153, l. 16

γνῶσιν πνευματικὴν καὶ τὸν μὲν Κορίνθιον γάλα ποτίζων,


τὸν δὲ Ἐφέσιον τρέφων στερεωτέρᾳ τροφῇ, περὶ ὕψους
καὶ μήκους καὶ πλάτους καὶ βάθους διαλεγόμενος καὶ διὰ
τούτων τῶν διαστημάτων τὴν τῆς λογικῆς φύσεως σημαίνων
διαίρεσιν, ἥτις τοὺς περὶ κρίσεως καὶ προνοίας τοῦ θεοῦ
λόγους ἐμπεριέχει, πάνυ βαθυτάτους ὑπάρχοντας καὶ ἐκφεύ-
γοντας τὴν ἀνθρωπίνην κατάστασιν. Οὕτω καὶ Ἰησοῦς ὁ
τοῦ Ναυῆ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ἐμέρισεν ταῖς δώδεκα
φυλαῖς, ἥτις ἐστὶν τῆς τοῦ θεοῦ καὶ τῶν ὑπ' αὐτοῦ γεγο-
νότων γνώσεως σύμβολον. Πλὴν τοῦτο ἰστέον ὅτι οἱ περὶ
τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ λόγοι καὶ τῆς ἐπιδημίας
αὐτοῦ ἐν τῇ Ἰούδα γνώσει ἐναπόκεινται· ἐν γὰρ τῷ τούτου
κλήρῳ γεννᾶται Χριστός. Οἶμαι δὲ τοὺς περὶ προνοίας
λόγους εἶναι ἁρμόζοντας τῇ καταστάσει τοῦ κρυπτοῦ Ἰούδα
καὶ Βενιαμίν, ἅτινα ὀνόματα διαφόρων καὶ καθαρῶν κατα-
στάσεων ἡγοῦμαι διαγνωρίσματα, εἴγε Ἰούδας μὲν ἐξομο-
λογούμενος ἑρμηνεύεται, Βενιαμὶν δὲ υἱὸς ἡμερῶν ἢ υἱὸς
δεξιᾶς.  

Ευάγριος. Scholia in Proverbia (Frag. e catenis) Scholion 287B, l. 7

 ἢ πενηθεὶς κλέψω καὶ ὀμόσω τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ


 Ἵνα μή, φησί, πλησθεὶς γνώσεως ἀκροτάτης
ὑπερήφανος γένωμαι καὶ εἴπω· οὐδεὶς τὴν ἐμὴν ἐπιγνώσε-
ται σοφίαν.
 Ἵνα μὴ πλησθεὶς ἀπροσίτου γνώσεως ψεύστης
τοῖς ἀνθρώποις φανῶ, τοιαῦτα λέγων ὁποῖα μὴ δύνανται  
γινώσκειν οἱ ἐνδεδεμένοι αἵματι καὶ σαρκί. Καλῶς δὲ καὶ
τὸ ἑξῆς προστέθειται τὸ «ἵνα μὴ πενηθεὶς κλέψω καὶ ὀμόσω
τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ»· κλέπτει γάρ τις ἀλλότρια θεωρήματα,
ἵνα νοῦν ἐμπλήσῃ πεινῶντα. Ἀλλὰ τοῦτο μὲν πρὸ τῆς
ἐπιδημίας τοῦ σωτῆρος ἐγίνετο· νυνὶ δὲ ὁ Παῦλός φησιν·
»ὁ κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω», μᾶλλον δὲ ἐργαζέσθω
δικαιοσύνην, ἵνα γνῶσιν κτησάμενος μεταδῷ καὶ τῷ χρείαν
378

ἔχοντι. Τί γὰρ καὶ ἔστιν ὃ μὴ ἔστιν ἡμέτερον, ἵνα καὶ


κλέψωμεν οἱ πεπιστευκότες Χριστῷ; Πάντα γὰρ ἡμῶν
ἐστιν, ἡμεῖς δὲ Χριστοῦ, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, Χριστὸς
δὲ θεοῦ.

Theodorus Scr. Eccl., Frag. in Matthaeum (in catenis) Frag. 55, l. 1

 Εἰκότωςἐξεπλήσσοντο· ἀρρήτῳ γὰρ δυνάμει τοὺς ἀκούοντας


ἔπειθεν καὶ οὐ φράσεως ὄγκῳἐξεπλήσσοντο· οὐδὲ γὰρ ἦν ἐν αὐτοῖς
περισκελὲς ἢ αἰνιγματῶδες ἢ σκοτεινόν.
Mt 8, 21
 Εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν ἐπιτηδειότητα τῆς τοῦ ἑτέρου ψυχῆς ὡς
θεὸς ἐπὶ τὰ καλὰ καὶ ἄκοντα ἀκολουθεῖν ἐκέλευσεν. αἴσιον δὲ οὗτος
πρᾶγμα αἰτεῖ ἐπιτραπῆναι αὐτῷ τὸν ἑαυτοῦ θάψαι πατέρα. ὁ δὲ οὐκ
ἐπέτρεψεν ἐπείπερ ἦσαν καὶ ἄλλοι – οἶμαι ἦν ὁ τετελευτηκώς.
Mt 8, 34
 Ὡς ἀναξίους ἑαυτοὺς κρίναντες τῆς τοῦ κυρίου ἐπιδημίας εἶπον
τοῦτο οἱ Γεργεσηνοὶ τῷ Χριστῷ ὡς καὶ ὁ Πέτρος ἐπὶ τῇ τῶν ἰχθύων
ἄγρᾳ.
Mt 9, 16 – 17
 Ἡ νέα διδασκαλία οὐ δύναται δοθῆναι τοῖς δουλεύουσι τῷ γράμματι
τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ἀλλὰ τοῖς διὰ προκοπῆς «ἀποθεμένοις τὸν πα-
λαιὸν ἄνθρωπον» καὶ γενομένοις νέοις ἀσκοῖς.  
Mt 9, 34
 Ἄκρας ἀσεβείας δεῖγμα τὸ τὰς θείας δυνάμεις λέγειν δαιμόνων
εἶναι· οὐδεὶς γάρ ποτε δαιμόνων δαίμονα ἐκβάλλει οὐδὲ τὰ ἑαυτοῦ κατα-
λύει. οὐ μόνους δὲ δαίμονας ἐξέβαλεν, ἀλλὰ καὶ μυρία πάθη ἐθεράπευσεν.

Theodorus Scr. Eccl., Frag. in Joannem (in catenis) Frag. 69 col1, l. 15

πραγμάτων ποιούμενος διαιρέσεις ἀμ-


φότερα ἀπηγόρευσε νῦν· καίτοι εἰσὶ
μέν τινες δι' οἰκεῖα πταίσματα τιμω-
ρούμενοι ὡς ὁ παράλυτος, εἰσὶ δὲ καὶ
διὰ τοὺς γονεῖς ὡς ἔνθα φησίν·
»ἐπάταξα τὰ τέκνα ὑμῶν καὶ παιδείαν
οὐκ ἐδέξασθε». ἄλλοι δι' οὐδὲν τού-
των, ἄλλοι διὰ δοκιμασίαν ὡς ὁ Ἰώβ.
οὗτος δὲ ὁ τυφλὸς διὰ τοῦτο ἐπλάσθη
τυφλός, ἵνα ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐπιδη-
μίας ἰασόμενος αὐτὸν ὁ Χριστὸς πᾶσι
γνωστὸν ποιήσῃ, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ τοῦ
παντὸς ζῴου πλάστης.
 Τινὲς καὶ διὰ προγονικῆς ἁμαρ-
τίας ἐπλήγησαν καθάπερ καὶ διὰ τοῦ
προφήτου λέγεται· «μάτην ἐπάταξα
τέκνα ὑμῶν, παιδείαν οὐκ ἐδέξασθε».
379

Jo 9, 4
 »Φῶς» ἐλθὸν «εἰς τὸν κόσμον» ἡμέραν λέγει τὸν τῆς ἐπιδημίας καιρόν,
ἐν ᾧπερ ἔδει αὐτὸν τὰ ἔργα τοῦ πατρὸς ἐργαζόμενον τὴν πρὸς ἐκεῖνον ἑαυτοῦ
δεικνύειν συγγενῆ ὁμοουσιότητα. νύκτα δὲ λέγει τὴν ἑαυτοῦ ἀναχώρησιν.  

Diodorus Scr. Eccl., Frag. in epistulam ad Romanos (in catenis) P. 85, l. 5

Röm 5,20 – 21

 Εἰπὼνἵνα πλεονάσῃ, ἔδειξεν ὅτι καὶ πρὸ νόμου ἦν παραπτώ-


ματα καὶ ᾔδεσαν πταίοντες ἄνθρωποι. οὐ μὴν πάντα ἃ ἔπταιον, ἐπε-
γίνωσκον ὡς πταίσματα, ἀλλ' ὁ νόμος δοθεὶς ἀπεγύμνωσε καὶ ἔδειξε
πλείονα ὄντα ἢ ἃ ἐνόμιζον. ἀκριβῶς δὲ εἶπε τὸπαρεισῆλθεν·
μεταξὺ γὰρ τῆς τοῦ Ἀδὰμ παρακοῆς καὶ τῆς τοῦ σωτῆρος ἐπιδημίας
πάροδον εἰς τὸν βίον ἔλαβεν ὁ νόμος.οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ
ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις. ποῦ οὖν ἐπλεόνασεν
ἡ ἁμαρτία; ὅπου ὁ νόμος. εἰ δὲ παρὰ Ἰουδαίοις ὁ νόμος, ἐκεῖ καὶ
ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις· ἐκεῖθεν γὰρ εὐαγγελισταὶ καὶ
ἀπόστολοι καὶ τὸ τῆς σωτηρίας κεφάλαιον, ὁ Χριστός.

Diodorus Scr. Eccl., Frag. in epistulam ad Romanos (in catenis) P. 90, l. 6

Röm 7,24

 Ἐπισημαντέον ὡς οὐχ ἁπλῶς ἐκ τοῦ σώματος τούτου, ἀλλ'ἐκ


τοῦ θανάτου τοῦ σώματος· οὐ γὰρ τοῦ σώματος εὔχεται
ῥυσθῆναι, ἀλλὰ τοῦ κατέχοντος τὸ σῶμα θανάτου διὰ τῆς ἁμαρτίας.

Röm 7,25 – 8,1

 Παραμένει ἐλέγχων τοῦπαλαιοῦ ἀνθρώπου τὴν πρὸς ἑαυτὸν


ἐκπολέμωσιν, οὐκ εἰρηνεύοντος πρὸς τὴν ψυχὴν τοῦ σώματος. ταῦτα
δὲ διελέγχει, ἵνα τῆς τοῦ σωτῆρος ἐπιδημίας ἐπιδείξῃ τὰ κατορθώματα
καὶ τὴν γενομένην ἕνωσίν τε καὶ εἰρήνην ψυχῆς καὶ σώματος διὰ τῆς
τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας. συνήγαγεν οὖν ὃ ἐβούλετο, καὶ
ἦλθεν ἐφ' ὃ κατεσκεύαζεν, εἰπών·οὐδὲν ἄρα κατάκριμα νῦν
τοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. ἀποδείξας γὰρ ὅτι οἱ ὑπὸ νόμον ὄντες,
ἅτε δὴκατὰ σάρκα ζῶντες, ὑπὸ ἁμαρτίαν εἰσὶ καὶ κατάκριμα,
380

ἐπήγαγεν ὅτι οἱ ὑπὸ Χριστὸν ὄντες οὐκ εἰσὶν ὑπὸ κατάκριμα, ἐπειδὴ
μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν.

Diodorus Scr. Eccl., Frag. in epistulam ad Romanos (in catenis)


P. 103, l. 22

μηκέτι σωθῆναι; μὴ γένοιτο, φησίν. τὸ γὰρ παράπτωμα αὐτῶν διπλῆν


ἔχει τὴν οἰκονομίαν· τά τε γὰρ ἔθνη ἀντεισήχθη καὶ αὐτοὶ τούτου
γε ἕνεκεν παραζηλώσαντες ἐπιστρέψουσιν. ἐπεὶ γὰρ πρὸ νόμου ἐξέκλιναν
καὶ λαβόντες νόμον μᾶλλον ἐβαρήθησαν ἤπερ ὠφελήθησαν, καὶ οὔτε
ἀπειλαῖς εἶξαν οὔτε προτροπαῖς ἐπείσθησαν, ἀλλ' ἀεὶ διέμειναν ἀπειθεῖς,
ἐπὶ ἑτέραν οἰκονομίαν ἦλθεν ὁ σωτήρ, καὶ σώζεται τὰ ἔθνη διὰ τοῦ
παραπτώματος αὐτῶν, ἵνα κἂν ἐκ τῆς παραζηλώσεως τῶν ἐθνῶν
σωθῶσιν.

Röm 11,12

 Ἰουδαίων μὴ φυλαξάντων τὸν νόμον ἀναγκαῖα ἦν ἡ τοῦ Χριστοῦ


ἐπιδημία διὰ τὴν χάριν· ἧκεν οὖν ὁ κύριος ἡμῶν χάριτι τὰ παραπτώματα
συγχωρῶν. ἀλλ' οὐ πάντες Ἰουδαῖοι ἐδέξαντο τὸν Χριστὸν οὐδὲ τὴν παρ'
αὐτοῦ χάριν ἀλλὰ τὸ κατάλειμμα, οἱ δὲ λοιποὶ ὥσπερ φιλονεικήσαντες
μηδέποτε σωθῆναι, ἐξωθήσαντο τὴν χάριν ἐπὶ τὰ ἔθνη. καὶ διὰ τοῦ
παραπτώματος αὐτῶν τὸνπλοῦτον ἐδωρήσαντο τῷ κόσμῳ, τοῦτ' ἔστι  
πλῆθος τῶν σωζομένων. εἰ δὲ τὰ ἐπιστρέψαντα ἔθνη ἐπλούτησεν ὁ
θεός, πῶς οὐκ ἂν εἴη μεῖζόν τι ἀγαθὸν καὶ πλοῦτος τελειότατος τῷ
κόσμῳ, εἰ μεταγνόντων Ἰουδαίων τὸ ἐλλεῖπον αὐτῶν προστεθείη
πλήρωμα, ὥστε καὶ τὰ ἔθνη καὶ Ἰουδαίους πρὸς μίαν τελείαν
εὐσέβειαν συνδραμεῖν·πλήρωμα γὰρ ἔθος τῷ ἀποστόλῳ λέγειν τὸ
σύστημα τὸ πεπληρωμένον εὐσεβείας καὶ θεογνωσίας.

Εφραίμ Σύρος. De fide P. 332, l. 7

πρὶν ἀπαθὴς καὶ ἄνοσος δηλονότι, καὶ πάντες οἱ ἐξ αὐτοῦ γεννηθέντες τοῖς
αὐτοῖς πάθεσι πεπτωκότες, ᾠκονόμησε ταῦτα νῦν τοῖς ἀσθενέσι καὶ ἀπί-
στοις, μὴ βουληθεὶς παντελῶς ἐξολοθρεῦσαι τὸ ἁμαρτωλὸν τῶν ἀνθρώπων
γένος, διὰ πολλὴν χρηστότητα, ἀλλ' ἔδωκεν εἰς ψυχαγωγίαν καὶ ἐπιμέλειαν  
καὶ θεραπείαν τοῦ σώματος τοῖς τοῦ κόσμου τούτου ἀνθρώποις τοῖς ἔξω πᾶ-
σι· ἐκείνοις γὰρ συνεχώρησε τούτοις χρᾶσθαι, τοῖς τῷ Θεῷ μηδέπω δυναμέ-
νοις ἑαυτοὺς ἐξ ὅλου ἐμπιστεύειν.
 Σὺ δὲ ὁ μονάζων, ὁ προσεληλυθὼς Χριστῷ καὶ υἱὸς Θεοῦ βουλόμενος
εἶναι καὶ ἄνωθεν ἐκ Πνεύματος γεννηθῆναι καὶ ἀνώτερος τοῦ πρώτου καὶ
ἀπαθοῦς ἀνθρώπου, καὶ μείζονας ἐπαγγελίας ἐκδεχόμενος, τὴν τοῦ Κυρίου
ἐπιδημίαν τῆς εὐδοκίας, καὶ ξένος τοῦ κόσμου τούτου γενόμενος, καὶ καινο-
τέραν τινὰ καὶ ξένην πίστιν καὶ ἔννοιαν καὶ πολιτείαν, παρὰ πάντας τοὺς
τοῦ κόσμου ἀνθρώπους, κεκτῆσθαι ὀφείλεις· ἐπεὶ ἐὰν οὕτως, ὡς καὶ πάντες,
διάγῃς, οὐδὲν διαφέρεις τῶν κοσμικῶν. Εἰ δὲ καὶ ὁ κόσμος γαμεῖ, ἐσθίει καὶ
381

πίνει, χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ κέχρηται, ἐμπορίαις, τέχναις, πλούτῳ· ἅπερ πάντα
ᾠκονόμησεν ὁ Θεὸς τῷ ἀνθρώπῳ πεσόντι ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Οὐ γὰρ ἄνευ
Θεοῦ τι τῶν ἐν χρήσει οἰκονομηθέντων τοῖς ἀνθρώποις ἐροῦμεν εἶναι. Σὺ δὲ
πάντων τούτων ἐκτὸς γέγονας διὰ τὴν εἰς Χριστὸν τελείαν εὐαρέστησιν. Οὕ-  
τω δὴ καὶ τῆς τοῦ κόσμου τῶν παθῶν θεραπείας, ἰατρικῶν τε ἐπιτηδευμά-
των ἐκτὸς εἶναι ὀφείλεις, ὡς προσπεφευγὼς Χριστῷ, τῷ πάντα παρέχειν
τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις ἐπαγγειλαμένῳ.

Εφραίμ Σύρος. Oratio in uanam uitam, et de paenitentia P. 412, l. 14

γάλη ὥρα τῆς ἀνάγκης ἐκείνης· ὅταν ἡ φωνὴ κρατηθήσεται· ὅταν ἡ γλῶσσα
τὸν λόγον εἰπεῖν καθαρὸν οὐ δύναται. Εἶτα στρέφομεν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὧδε καὶ
ὧδε συνεχῶς, καὶ τοὺς παρεστῶτας ἡμῖν φίλους ἢ ἀδελφοὺς οὐ γνωρίζομεν· εἰ
τάχα καὶ γνωρίσωμεν, πρὸς αὐτοὺς φθέγξασθαι οὐ δυνάμεθα. Τὰ τέκνα ὀδυρό-
μενα καὶ δακρύοντα βλέπομεν, καὶ τὸν πόνον τοῦτον ἔχοντες πορευόμεθα.
 Ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ οὐκ ἔστι μέριμνα πράξεων, οὐδὲ φίλων, οὐδὲ ἄλλη
φροντὶς συνέχει ἡμᾶς, εἰ μὴ τῶν ἡμετέρων παραπτωμάτων, καὶ πῶς ἀπαντή-
σωμεν τῷ κριτῇ, καὶ ὁποίαν ἆρα ἀπολογίαν εἴπωμεν, καὶ ποίαν ἄφεσιν λάβω-
μεν, καὶ ποῖος ἆρα τόπος δέξηται ἡμᾶς. Εἶτα ὡς ταῦτα ἐνθυμούμεθα, ἐξαίφνης
ἐφίστανται ἡμῖν Ἄγγελοι ἀπότομοι παρὰ Θεοῦ ἀπεσταλμένοι. Τότε ἡμεῖς τού-
τους θεωροῦντες, καὶ τὴν ἐπιδημίαν αὐτῶν φρίξαντες, ἐὰν ἆρα ἀνευτρέπιστοι
εὑρεθῶμεν, πῶς μέλλομεν ταράσσεσθαι, καὶ τῆς κλίνης φεύγειν δοκιμάζοντες,  
μὴ δυνάμενοι δέ; Τότε προσέχομεν πρὸς αὐτοὺς ἐλεεινοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ στυ-
γνῷ προσώπῳ, παρακαλοῦντες, δυσωποῦντες, γονυπετοῦντες, ἱκετεύοντες, βο-
ῶντες· ἐλεήσατε ἡμᾶς, φιλάνθρωποι ἅγιοι Ἄγγελοι, λέγοντες, ἐλεήσατε ἡμᾶς.
Μή με ἄκαρπον καὶ ἀκάθαρτον πρὸς τὸν Κτίστην ἀπενέγκατε. Μή με ἁμαρ-
τωλὸν τοῦ σώματος χωρίσητε. Μή, δέομαι καὶ δυσωπῶ. Ἐάσατέ με ὀλίγον
χρόνον μετανοῆσαι, στενάξαι, πενθῆσαι, ἐλεημοσύνας ποιῆσαι. Δυσωπῶ, δυσω-
πήθητε, ἐπειδὴ κακῶς τὸν ἐμαυτοῦ βίον ἐδαπάνησα καὶ ἀνήλωσα.

Εφραίμ Σύρος. Adhortatio ad fratres P. 258, l. 9

 Πῶς δὲ ἐσθίει καὶ τρέφεται τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα, μαθεῖν ὀφείλομεν. Λέ-


γει ὁ Κύριος οἰκεῖον βρῶμα ποιῆσαι τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ. Οὕτω καὶ ὁ  
Ἐχθρὸς ἐκ τοῦ ποιοῦντος αὐτοῦ τὸ θέλημα τρέφεται. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ
ἐστιν ἡ εἰς τὸ ἀγαθὸν πίστις, οὐκοῦν τοῦ Ἐχθροῦ ἐστιν ἡ ἀπιστία. Τοῦ Θεοῦ τὸ
θέλημά ἐστιν ἀρετὴ πράξεων ἀγαθῶν, τοῦ δὲ Διαβόλου πάντα τὰ ἐναντία. Εἴ
τις ποιεῖ αὐτοῦ θέλημα, τρέφει αὐτόν. Ἔτι δὲ ὑμῖν τὸν λόγον ἐμφανῆ ποιήσομαι
περὶ ἑκατέρου θελήματος. Πῶς τροφὴ γίνεται ὁ Χριστὸς διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς
Σαμαρείτιδος; Εἶπε τοῖς μαθηταῖς, ὅτι ἔφαγε, καὶ τοῦ Πατρὸς ἐτελείωσε τὸ θέ-
λημα. Ἐὰν οὖν τις σώσῃ ψυχήν, τρέφει Θεόν· οὕτως, ἐάν τις ἀπολέσῃ ψυχήν,
τρέφει τὸν Διάβολον.
 Τίς οὖν ἡ σπορὰ τοῦ Ἐχθροῦ, καὶ τίς ἡ ἀποδημία καὶ ἡ ἐπιδημία, κατί-
δωμεν· καὶ διὰ τί τὸ πρῶτον ὠσθείς, ἔσχατον κατέμεινε. Πάλιν ἐκ τῶν θείων
Γραφῶν ὑμῖν τὸ παροίμιον δειχθήσεται εἰς πίστωσιν. Εἴ τις τέλειος ᾖ ἐν ἁγιό-
τητι, ναὸς Θεοῦ ἐστι, καθὼς εἶπεν ὁ Ἀπόστολος. Οὕτω καὶ ἐν ἀσεβείᾳ, εἴ τις
τέλειος γίνεται, οἶκος γίνεται τοῦ Διαβόλου, καὶ ἐπ' αὐτὸν ἀναπαύεται. Οὐκοῦν
σπείρει πρῶτον ἐν τοῖς ἀτελέσι, καὶ ἀποδημεῖ, καὶ μετὰ χρόνον ὁρᾷ, ἐὰν γέγονε  
382

τέλειος. Οὕτω καταμένει ἐν αὐτῷ. Ἡ δὲ διαφορὰ τῆς τελειότητος πάλιν ἐκ τῆς


εὐσεβοῦς διδασκαλίας παρατεθήσεται. Ὥσπερ οἱ ψυχὰς σῴζοντες τέλειοί εἰσι
παρὰ τῷ Θεῷ, οὕτω καὶ οἱ ἀπολλύντες παρὰ Διαβόλῳ. Λέγει τὸ Εὐαγγέλιον
πρὸς ποίαν ὁμοιότητα οἱ τέλειοί εἰσι.

Εφραίμ Σύρος. Ad Ioannem monachum, ut abstineat a Nestorii insania et blasphemia

P. 187, l. 5

ἁμαρτίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ' αὐτὸν ἔσται· τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς
πάντες ἰάθημεν. Πρὸς δὲ τοὺς ἀχαρίστους, καὶ ἀθετοῦντας τὰς εὐεργεσίας αὐτοῦ,
λέγει διὰ τοῦ Προφήτου· καὶ ἔθεντο κατ' ἐμοῦ κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν, καὶ μῖσος ἀντὶ
τῆς ἀγαπήσεώς μου. Καὶ πεπλήρωται πάλιν ἐπ' αὐτὸν ἡ προφητεία ἡ λέγουσα·
οὐαί, τέκνα ἀποστάται, τάδε λέγει Κύριος. Ἐποιήσατε βουλὴν οὐ δι' ἐμοῦ καὶ συν-
θήκας οὐ διὰ τοῦ πνεύματός μου προσθεῖναι ἁμαρτίας ἐφ' ἁμαρτίας.  
 Ἡμεῖς δὲ ἀνυμνοῦμεν καὶ εὐχαριστοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν λυτρωσάμενον
ἡμᾶς Θεόν, ὅτι εὐσπλαγχνίσθη τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ὀλλυμένῳ ὑπὸ τοῦ Διαβό-
λου, καὶ οὐκ ἀφῆκεν ἡμᾶς εἰς τέλος κατακυριευθῆναι ὑπὸ τοῦ Ἐχθροῦ, ἀλλ' ἐρρύσατο

ἡμᾶς κατὰ τὸ πολὺ αὐτοῦ ἔλεος ἐκ τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Πρὶν γὰρ τῆς ἐπιδη-
μίας αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς, ἐμεμελάνωτο πᾶσα ἡ γῆ τῇ εἰδωλομανίᾳ· ὡς δὲ ἠξίωσε τὴν
ἡμετέραν φύσιν λαβεῖν, ἠσθένησε τὰ εἴδωλα, θεοσέβεια δὲ διέλαμψε. Ποῦ τοίνυν αἱ
δι' αἱμάτων θυσίαι καὶ τὰ μαντεῖα; Ποῦ αἱ τῶν μάγων φαντασίαι καὶ τὰ λοιπὰ τῶν
δαιμόνων ἐμπαίγματα; Πότε ταῦτα πέπαυται καὶ ἠσθένησεν, εἰ μὴ ὅτε ὁ σταυρὸς
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν γέγονε; Πότε οὕτω θεογνωσία ἐξέλαμψεν, ἢ πότε οὕτως ὁ θά-
νατος κατεφρονήθη, εἰ μὴ ὅτε ἐξότου ὁ σταυρὸς γέγονε; Καὶ τοῦτο οὐδεὶς ἀμφι-
βάλλει βλέπων τοὺς ἁγίους Μάρτυρας διὰ τὸν Σωτῆρα ἡμῶν Χριστὸν καταφρο-
νοῦντας τοῦ θανάτου· καθὼς γέγραπται· κατέπιεν ὁ θάνατος ἰσχύσας· καὶ πάλιν
ἀφεῖλεν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ παντὸς προσώπου· τῆς γὰρ ζωῆς ἐλθούσης, νε-
νέκρωται ὁ θάνατος· αὐτὸς γὰρ εἴρηκεν· ἐγὼ ἦλθον, ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν
ἔχωσι· καὶ τοῦ φωτὸς λάμψαντος, τὸ σκότος ἠφανίσθη· αὐτὸς πάλιν εἴρηκεν·

Εφραίμ Σύρος. Beati Ephraem Testamentum P. 407, l. 7

σεύομαι γὰρ τῆς ἀγάπης ὑμῶν, ὅτι παντὶ σθένει ἐτιμήσατέ με. Καὶ εἰ καὶ ἐγὼ ἀνά-
ξιος τυγχάνω, ἀλλ' οὖν γε ὁ τιμηθεὶς αὐτὸς ὑμῖν ἀποδῷ τὸν πλεονάζοντα μισθόν.
Καὶ ὃν τρόπον ἠκούσατε ὑπὸ τοῦ σοφοῦ Διδασκάλου στόματος φάσκοντος, ὁ δε-
χόμενος προφήτην, μισθὸν προφήτου λήψεται, αὐτὸς ὁ Χριστὸς προσδέξεται τὴν  
τελείαν ὑμῶν κάρπωσιν, ὅτι ἐπ' ἐλπίδι ἐπ' ὀνόματι αὐτοῦ ἐποιήσατέ μοι ταύτην
τὴν τιμήν. Καὶ προσδεχθείη ὑμῶν ἡ θυσία, ὡςἡ τοῦ δικαίου Νῶε, καὶ ὡς ἡ τοῦ
προπάτορος ἡμῶν Ἀβραάμ.
 Καὶ εὐλογημένη ὑμῶν ἡ πόλις Ἔδεσσα καὶ μήτηρ, ἥτις καὶ ἀποφαντικῶς ηὐ-
λόγηται ἐκ στόματος Κυρίου, διὰ τῶν αὑτοῦ μαθητῶν, ἡμετέρων δὲ Ἀποστόλων.
Ὁπηνίκα ἀποστείλας Αὔγαρος, ὁ ταύτην ἀνεγείρας βασιλεύς, ἠξίου δεξιοῦσθαι τὸν
ἐν τῇ ἐπιδημίᾳ ἀναφανέντα Σωτῆρα τῶν ὅλων καὶ Δεσπότην Χριστόν, λέγων· ἤκου-
σα πάντα τὰ ὑπὸ σοῦ διαπραττόμενα, καὶ ὅσα πέπονθας ὑπὸ τῶν ἀθετούντων σε
Ἰουδαίων. Ἐλθὲ τοιγαροῦν ἐνταῦθα, καὶ οἴκησον μετ' ἐμοῦ. Ἔχω ἐμαυτῷ μικρὰν
ταύτην τὴν πόλιν, ἥτις στοιχήσει σοί τε καὶ ἐμοί. Καὶ θαυμάσας ὁ Κύριος τὴν πίστιν
383

αὐτοῦ, πέμψας δι' Ἀγγέλων αἰωνίων ηὐλόγησε τὴν πόλιν, ἑδράσας αὐτῆς τὰ θεμέ-
λια. Ἐκείνη οὖν ἡ εὐλογία, αὐλισθεῖσα ἐν αὐτῇ, κατασκηνώσει ἄχρις οὗ ἀποκαλυ-
φθῇ ὁ Ἅγιος ἐξ οὐρανοῦ, Ἰησοῦς ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἐκ Θεοῦ.  
 Μή τις οὖν ὑμῶν, ἐκλείψας τῆς προθέσεως, ἀπελεύσηται ἄκαρπος· ὃς γὰρ
προέθετό τι εἰσενέγκαι, καὶ τοῦτο ἀποστερήσει, τὸν τοῦ ἀδίκου Ἀνανίου θάνατον
ἀπενέγκηται, ὅστις ἐβουλήθη μὲν πειράσαι τὸ πανάγιον τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα, τοὺς δὲ
Ἀποστόλους λαθεῖν· καὶ ἠλέγχθη πεσὼν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῶν.

Severianus Scr. Eccl., Frag. in epistulam i ad Corinthios (in catenis) P. 258, l. 21

1 Kor 10,11  Εἰς ὑμᾶς, φησί, κατήντησεν ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐπιδημία, μεθ' ἣν
οὐκέτι ἔσται οὐκ ἐντολὴ οὐ νόμος οὐ προφῆται·τέλη γὰρ λέγει οὐ τὴν
ἐσχάτην γενεὰν καθ' ἣν συμπλήρωσις ἔσται τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὴν τελευ-
ταίαν πολιτείαν τὴν ἐν Χριστῷ ἐφ' ᾗτῶν αἰώνων ἡ συμπλήρωσις
ἀπαντήσει. 1 Kor 10,13  Οὐκ ηὔξατο μὴ πειρασθῆναι,
ἐπειδὴ ἀνὴρ ἀπείραστος ἀδόκιμος,
ἀλλ' οὕτως πειράζεσθαι ὡς φέρειν.

Severianus Scr. Eccl., Frag. in epistulam i ad Corinthios (in catenis) P. 261, l. 4

Χριστόν, ἐὰν ἁμαρτῇ, τὸν


ἑαυτοῦ ἄρχοντα ὑβρίζει. κατὰ
τοῦτον τὸν λόγον τῷ Χριστῷ ὑπο-
τεταγμένοι τῷ θεῷ καὶ πατρὶ ὑπο-
τετάγμεθα, ὅτι καὶτοῦ Χριστοῦ
κεφαλὴ ὁ θεός.  
1 Kor 11,4
Προφητεύειν λέγει τὸ τοὺς προφήτας ἑρμηνεύειν. ἤτοι ἐν
τούτῳ ἡ διαφορὰ τῶν πάλαι προφητῶν καὶ τῶν νέων, ὅτι οἱ μὲν παλαιοὶ
γενικώτερον ἐπροφήτευον περὶ ἐκπτώσεως Ἰουδαίων καὶ κλήσεως ἐθνῶν
καὶ τῆς ἐνσάρκου ἐπιδημίας Χριστοῦ, οἱ δὲ ἰδικῶς ὡς ἐπὶ Ἀνανίου ὁ
Πέτρος.
1 Kor 11,7
 Ἐκ τούτων φαίνεται ὅτι οὔτε
κατὰ τὴν ψυχὴνεἰκὼν θεοῦ
ἄνθρωπος, οὔτε κατὰ τὸ σῶμα.
εἰ γὰρ ἦν καθ' ἕν τι τούτων, πάν-
τως ἂν καὶ ἡ γυνὴεἰκὼν θεοῦ
ἐκλήθη, καὶ αὐτὴ τὸν τύπον
ἔχουσα τὸν τοῦ σώματος καὶ τὴν
ψυχὴν ἔχουσα οἵαν καὶ ὁ ἀνήρ.

Severianus Scr. Eccl., Frag. in epistulam ii ad Corinthios (in catenis) P. 282, l. 23

2 Kor 2,8 – 9
384

 Ὑπηκούσατέ μοι εἰς τὸ κατακρῖναι, ὑπακούσατέ μοι καὶ εἰς τὸ


ἀνακαλέσασθαι αὐτὸν κατακριθέντα.
2 Kor 2,10
 Χαρίσασθε αὐτῷ, φησί, τοῦτο· γινώσκετε γὰρ ὅτι ὧν ὑμεῖς
χαρίζεσθε τούτῳκἀγὼ βούλομαι χαρίζεσθαι. διὰ δὲ τούτου
δείκνυσιν ὅτι ἐκ διαθέσεως τῆς περὶ αὐτοὺς τὰ αὐτὰ αὐτοῖς φρονεῖν
βούλεται.
2 Kor 2,12 – 13
 Φαίνεται λυπηθεὶς πρὸς τοὺς ἐνΤρῳάδι, ὅτι μὴ περὶ πολλοῦ
ἐποίησαν τὸνΤίτον μηδὲ κατέσχον αὐτὸν ἕως τῆς αὐτοῦ ἐπιδημίας,
ἀλλ' ὡς χαῦνοι περὶ τὴν πίστιν εἴασαν ἀπελθεῖν. σωφρονίζων οὖν  
αὐτοὺς ὡς ἀναξίους παρέδραμεν καίτοιγεθύρας ἀνεῳγμένης καὶ
οὐδενὸς ἀποκλείοντος τῷ κηρύγματι. ἤτοι καὶ διὰ τοῦτο παρέδραμεν
ὡς ῥάδιον δυνάμενος διορθώσασθαι τὰ ἐκεῖ ὕστερον ἐπιδημῶν ὡς
οὐδενὸς ὄντος τοῦ παρεμποδίζοντος.
2 Kor 2,14

Severianus Scr. Eccl., Frag. in epistulam ii ad Thessalonicenses (in catenis)


P. 336, l. 4

Χριστός·ὅταν οὖν ὁΧριστὸς


φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν,
ἐξ ἀνάγκης καταργεῖ καὶ τὸν τοῦ
θανάτου πρόξενον τὸν διάβολον.
κατὰ μίμησιν δὲ τοῦ σωτῆρος
ἔρχεται ὁ σατανᾶς ἐν ἀνθρώπῳ
ὁλοκλήρῳ,οὗ ἐστιν ἡ παρου-
σία κατ' ἐνέργειαν τοῦ
σατανᾶ πάσῃ δυνάμει, ση-
μείοις καὶ τὰ ἑξῆς. κατὰ μίμη-
σιν τῆς σωματικῆς ἐπιδημίας τοῦ·
Χριστοῦ, τῆς ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονο-
μίας ἔρχεται ὁ σατανᾶς, καὶ ἐνεργεῖ
ἐν ἀνθρώπῳ, καθὼς καὶ ἤδη εἶπον.
 Τοῦτό ἐστι τὸκαὶ πνεύ-
ματι διὰ χειλέων ἀνελεῖ
ἀσεβῆ, ὅπερ Ἡσαΐας φησίν·
μνημονεύσας γὰρ τοῦ ἐκτῆς
ῥίζης Ἰεσσαὶ ἐπήγαγεν·κ
Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 1, p. 479, l. 20

τὸ πάθος, ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν κατατέμνον καρδίαν ξίφους


παντὸς χαλεπώτερον, μᾶλλον δὲ καὶ νύκτας ὅλας, εἰ χρὴ τὸ
μεῖζον εἰπεῖν; ἡμέρας μὲν γὰρ καὶ τῶν ἐντυγχανόντων ὁμιλίαι
συχναὶ καὶ κάλλος οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ τῶν ἐν τούτοις κτισμάτων
ἴσως ἀφέλκουσί τε τοῦ πάθους καὶ ἀποσπῶσιν ἐπὶ βραχὺ τὸν
ἡμέτερον νοῦν· νυκτὸς δὲ σχολῆς γενομένης ἤδη κατὰ πολλὴν τοῦ
κωλύσοντος ἐρημίαν αἱ πᾶσαι τῶν συμφορῶν ἀλγηδόνες ἀθρόαι
δραμοῦσαι καὶ τὴν ἐμὴν μετὰ τῆς μνήμης καρδίαν συνειληφυῖαι,
385

καθάπερ τινὲς κύνες ἄγριοι σῶμα πεπτωκὸς, ἔνθεν κἀκεῖθεν πι-


κρῶς περιέλκουσι, φεῦ, καὶ συμπνίγουσιν. ὢ πῶς πολλάκις ἐς
αὐτὸν ἔγωγε ἀπιδὼν σοφίας ἁπάσης ἐπιδημίαν ἐς ἀνθρώπους αὐ-
τὸν εἶναι ἐνόμισα, ψυχὴν καὶ σῶμα προσειληφυίας καὶ συνδιαι-
τωμένης ἀνθρώποις, ἵνα σοφοὺς ἀκροατὰς συνετίσῃ καὶ τὰ τῆς
ἐπιστήμης καταστορέσῃ ναυάγια; ὢ πῶς μετεμψύχωσίν τινα δο-
ξάζειν καὶ αὐτὸς κεκινδύνευκα ἐπ' ἐκείνῳ γενέσθαι καὶ πάντων  
ὁμοῦ τὰς ψυχὰς, Ὁμήρου καὶ Πλάτωνος καὶ Πτολεμαίου, καὶ
ὅσοι ῥητορεύουσαν πεπλουτήκασι γλῶσσαν, ἐν ἑνὶ τῷ τούτου σώ-
ματι συνδραμεῖν καὶ διατρίβειν αὖθις ἐν βίῳ, καθάπερ ὁλκάδι
μυριοφόρῳ χρωμένους αὐτῷ; ἀλλὰ νῦν ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος,
φεῦ τῆς ἐμῆς συμφορᾶς, ᾤχετο ἀπιὼν εἰς τάφον καὶ κόνιν, πολὺν
τὸν τῆς λύπης ἀνάψας πυρσὸν κατὰ τῆς ἐμῆς καρδίας.

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 1, p. 490, l. 7

κατὰ Μακεδονίαν Ῥωμαϊκῶν ὁρίων. βασκαίνειν γὰρ ἔφασκεν αὐ-


τῷ τοὺς περὶ τὸν βασιλέα· καὶ διὰ τοῦτο πόῤῥω που τῶν τοιού-
των διατρίβειν ἐθέλειν, δέει τοῦ δόλῳ διαφθαρῆναι. καὶ ὅρκους
ἐπὶ τούτοις ἦν ἐπιφέρων τοῦ μὴ κακὸς φανῆναι πώποτε τῷ βα-  
σιλεῖ. (Γ.) Ἐπεὶ δ' αἱ παρακλήσεις παρὰ θύραν ἧκον καὶ ἤνυ-
σαν οὐδὲν, ἄρας ἐξ Εὐβοίας ἀφίκετο πρὸς τὸν Κράλην Σερβίας·
ὑφ' οὗ καὶ προσδεχθεὶς ἀσμενέστατα πάντ' ἦν αὐτὸς, πάρεδρος
ὁμόπνους, φίλος ὁμογνώμων, σύμβουλος δεκτὸς, τῶν ἔνδον ὁ
πιστότατος, τῶν ἐκτὸς ὁ πρακτικώτατος, ἄλλος Θεμιστοκλῆς
Ἀρταξέρξῃ τῷ Πέρσῃ. εἰδότι γὰρ τὴν περὶ αὐτοῦ φήμην ἐκ πολ-
λοῦ νῦν ἕρμαιον ἡγεῖσθαι ἐπῄει λαμπρὸν τὴν ἐπιδημίαν αὐτοῦ·
καὶ ὑπισχνουμένῳ ποιήσειν ὑπήκοον Τριβαλλοῖς τὴν ἐν Μακεδο-
νίᾳ χώραν Ῥωμαίων, εἰ καὶ αὐτὸς αὐτῷ συνάροιτο ἄρξαι Ῥω-
μαίων, ἐπίστευέ τε καὶ συναίρεσθαι ἠπείγετο λίαν ἀσμένως.
 ϛʹ. Τούτων οὕτως ἐχόντων πέρας τοῦ βίου ἐδέξατο καὶ ἡ
μήτηρ τοῦ βασιλέως ἡ δέσποινα καὶ τέθαπται ἐν Θεσσαλονίκῃ·
ὅτε δὴ καὶ παραμυθητικόν τι προσφώνημα ἔγωγε πρὸς τὸν βασι-
λέα διεξῆλθον οὑτωσί πως ξυγκείμενον. (Β.) “Σὲ δὲ, ὦ μέγι-
στε καὶ θειότατε βασιλεῦ, πολλάκις ἡμεῖς θαυμάσαντες ἐν τοῖς
ὅπλοις, καὶ πρό γε τούτων ἔν τε φιλανθρωπίᾳ καὶ ἱλαρότητι,
καιρὸν ἔχομεν ἤδη λοιπὸν, ἵνα σε κἀν τῇ καρτερίᾳ θαυμάσωμεν

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 1, p. 498, l. 11

δναται περὶ Θεσσαλονίκην, ἔνθα διατρίβων ἦν τηνικαῦτα ὁ βα-


σιλεὺς, ὡς Σφραντζῆς ὁ Παλαιολόγος, ἐξαργυρισάμενος πάνθ'
ὅσα ὑπῆρχεν αὐτῷ βοσκήματα, βριθούσαις χερσὶν αὐτόμολος
οἴχεται ἀποδρὰς ἐς τὸν Συργιάννην. ὅπερ ἀκηκοὼς ὁ βασιλεὺς,
καὶ τὸν ἀγνοοῦντα ὑποκριθεὶς, πέμψας τόν τε οἶκον ἐδημοσίευε
καὶ τὴν σύζυγον περιαγαγεῖν ἀτίμως διὰ τῆς ἀγορᾶς ἐκέλευσεν.
386

ὃ δὴ τὰ μάλιστα ἔπεισε Συργιάννην ἀνυπόπτως διατεθῆναι πρὸς


τὸν Σφραντζῆν καὶ σύμβουλον ἄριστον εἶναι νομίζειν αὐτόν.
ὥστ' ἔγραφον καὶ τῶν συνήθων λάθρα πολλάκις αὐτῷ ἔκ τε Θες-
σαλονίκης ἔκ τε Βεῤῥοίας, ὡς οὐκ ἐπ' ἀγαθῷ σοι ἔσται ἡ τοῦ
Σφραντζῆ ἐπιδημία· φονεύσων γὰρ ἥκει σε. ὁ δὲ οὐκ ἐπείθετο,
ἀλλ' ὅρκους ἐγγράφους ὑπ' αὐτοῦ καὶ πάνυ φρικώδεις δεξάμενος
ἐνώπιον τῆς θείας καὶ ἱερᾶς τραπέζης, ἱερέων τὴν θείαν τελούν-
των μυσταγωγίαν, συμπορευόμενος ἦν αὐτῷ τοῦ λοιποῦ καὶ συν-
διαιτώμενος ἀνυπόπτως καὶ ἀδεῶς. ἐχρῆν γὰρ ὧν πάλαι ἐδεδρά-
κει τὰ ὅμοια καὶ αὐτὸν ὀψὲ πεπονθέναι καὶ δι' ὅρκων ἀπατη-
θέντα καὶ αὐτὸν δίκας δοῦναι ὧν ἠδικήκει τὸν τοῦ βασιλέως πάπ-
πον Ἀνδρόνικον τὸν βασιλέα καὶ, εἰ χρὴ φάναι, καὶ θεὸν αὐ-
τόν· εἴπερ εἰς θεὸν ἡ ἐπιορκία τὸ τῆς περιφρονήσεως ἀνατίθησιν
ἔγκλημα. ἔφθημεν γὰρ ἄνω που εἰρηκότες, ὡς αὐτὸς ὁ τῆς τοῖν
δυοῖν βασιλέοιν διαστάσεώς τε καὶ μάχης αἰτιώτατος ἦν καὶ ἡ

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 2, p. 1106, l. 1

(Θ.) “Ἀλλὰ γὰρ οὐκ ἄν ποτε δεξαίμην ἐγὼ (φησὶ) μεθεκτὴν ὅλως
τὴν θείαν ὑπάρχειν οὐσίαν, οὐχ ἕως ἂν ἐν τοῖς ζῶσίν εἰμι καὶ
τοῖς ἀέρος πνέουσι. τάχιστα γὰρ ἂν ἐξαναλώσῃ τὴν μετασχεῖν
ἐθέλουσαν φύσιν, πρὶν ἂν μετάσχῃ. οὐδεὶς γὰρ ὄψεται τὸ πρόσω-
πόν μου, καὶ ζήσεται, φησὶν ἡ θεία γραφή.” ἰοὺ ἰοὺ τῆς εὐη-
θείας καὶ τῶν σεμνῶν λογαρίων, μᾶλλον δὲ τῆς ἀσέμνου βωμο-
λοχίας! εἶτα ἐλάνθανεν ἡμᾶς ὕθλων ὑπάρχων μεστὸς, καὶ μύθων
Ἑλληνικῶν, καὶ οὐδὲ τούτων σοφῶν, ἀλλ' οἵους φασὶ τὰ γραΐδια
παρὰ τὰς ἐπ' ἀλέα λέσχας. εἰς γὰρ τὰς Διὸς καὶ Σεμέλης ψευδεῖς
καὶ μυθώδεις μετήνεγκεν ὁ ταλαίπωρος τὴν σμικρόνοιαν κοινονοίας  
καὶ θείου φωτὸς ἐπιδημίας· οὗ γενομένου, θνητὴν οὖσαν
καὶ οὐρανίου Διὸς ἐνεγκεῖν οὐδαμῆ δυνηθεῖσαν λαμπρότητα,
μηδ' αἰθερίων κεραυνῶν ἐνδημίαν, ἀναλωθῆναι τὴν δυστυχῆ.
οὕτω σμικροπρεπῶς τε καὶ ἀγεννῶς τὰς εὐγενεῖς τῶν ἁγίων ἐν-
νοίας καὶ λέξεις ἐξ ἀμαθίας ὁ Παλαμᾶς ἐκλαμβάνων καὶ δια-
στρέφων τὰ θεῖα τῆς ἐκκλησίας ἐμόλυνε δόγματα, ὥσπερ ἀπο-
σειομένης τῆς σφῶν ἐπιστήμης τὴν αὐτοῦ κακοήθειαν· καθάπερ
τὰ τῶν ῥόδων εὔοσμα καὶ εὐανθῆ τὴν μαραίνουσαν αὐτὰ καὶ
πρὸ τοῦ χρόνου χεῖρα. τοιοῦτον οἱ σεμνοὶ τῆς νῦν ἐκκλησίας ποι-
μένες νέον διδάσκαλον τῶν θείων δογμάτων προὐστήσαντο,

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 3, p. 267, l. 18

μᾶς συνεισιών, οὐκ οἶδ' ὁπότερον, εἴτε ἐκ προθεσμίας πάλαι


μελετηθείσης ἔφεδρος ἐκεῖ που παρών, εἴτ' ἀπὸ τύχης, ὡς
εἴωθε γίνεσθαι τὰ πολλὰ τῶν ἐν κόσμῳ πραγμάτων. ὃς δὴ
καὶ τὰ παλαιγενῆ προπετῶς, καὶ ὅσα λήθης μακρᾶς συνα-
πήχθησαν ῥεύμασι, μηδαμῇ τῇ παρούσῃ προσήκοντα χρείᾳ
προδιαλαβὼν καὶ τερατευσάμενος, ὡς εἰώθει, καὶ ὅσα πρὸς
ἔπαινον ἐγκαλλωπισάμενος ἑαυτοῦ περί τε τῆς ἐν λαύρᾳ δια-
387

τριβῆς καὶ τῆς πρὸς Βαρλαὰμ διαλέξεως, καὶ τοιούτων δὴ


τινῶν τὰς τῶν παρατυχόντων ἐμπεπληκὼς ἀκοάς, καὶ δείξας
οἱονεὶ προβεβουλευμένον εἶναι καὶ ἐπίβουλον τὸν σκοπὸν τῆς
τηνικαῦτα αὐτοῦ γε ἐπιδημίας πρὸς ἐπιδεικτικὴν φαντασίαν,
εἶτα ἐσίγησε. καὶ ἵνα τἀν μέσῳ παρέλθω, καὶ ὅσα τοῖς ἔμ-
προσθεν ἀναγκαίοις γίγνοιντ' ἂν ἐμποδών, πρὸς τὸ ἀπροσδό-
κητον τουτοῒ καὶ αἰφνίδιον προοιμιασάμενος, καὶ προδιαλα-
βὼν ὅσα εἰκός, καὶ ὁ Γρηγορᾶς ὅτι ἂν καὶ πρὸς αὐτοῦ εἴη  
βουλομένῳ τῷ θειοτάτῳ βασιλεῖ λέγεσθαι ἐφεξῆς ἤρετο. καὶ ὁ
βασιλεὺς “ἐμοὶ δ' εἰ καὶ πρὸς ἄλλας ἄγειν” ἔφη “τὸν νοῦν ὑπο-
θέσεις ἐνῆν, ἀλλ' οὖν ὑμᾶς ὁρῶντι συνεληλυθότας νῦν ἐνταυθοῖ
καιριώτερον εἶναι δοκεῖ πολλοστημόριόν τι περὶ ὧν ἔνιοι δια-
φωνοῦσιν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων μαθεῖν πρὸς ὑμῶν.” καὶ
γὰρ ἀκούειν ἔφησεν ἔριδας οὐ μικρὰς φυομένας ἄλλοτ' ἄλλως

Florilegium Cyrillianum, Florilegium Cyrillianum P. 173, l. 15

Πατρὸς πεφηνότος Λόγου, οὐδεὶς αὐτοὺς ἀναπείσει τρόπος ἀνὰ


μέρος τὴν σάρκα τιθέντας καὶ ἀνὰ μέρος αὖ τὸν Μονογενῆ
δυάδα Χριστῶν ὁμολογεῖν, οὕτω κἂν τῇ καθ' ἡμᾶς ἀνθρωπότητι
τελείως ἐχούσῃ κατά γε τὸν τῆς φύσεως λόγον οἱονεὶ συνενη-
νέχθαι τε καὶ ἡνῶσθαι λέγομεν ἀπορρήτως τε καὶ ὑπὲρ νοῦν τὸν
ἐκ Θεοῦ Λόγον, οὐχ υἱῶν δυάδα νοήσομεν διὰ τοῦτο.
 ρμβʹ.Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόγου·
Ὅλον οὖν ὅλῃ συνηνῶσθαί φαμεν τῇ καθ' ἡμᾶς ἀνθρωπότητι
τὸν ἐκ Θεοῦ Λόγον. Οὐ γάρ που τὸ ἄμεινον ἐν ἡμῖν, τουτέστι
τὴν ψυχήν, οὐδενὸς ἂν ἠξίωσε λόγου, μόνῃ δωρούμενος τῇ
σαρκὶ τῆς ἐπιδημίας τοὺς πόνους. Ἐπράττετο δὲ δι' ἄμφω καλῶς
τῆς οἰκονομίας τὸ μυστήριον· προσεχρήσατο δὲ καθάπερ ὀργάνῳ
τῇ μὲν ἰδίᾳ σαρκὶ πρὸς τὰ σαρκὸς ἔργα τε καὶ ἀρρωστήματα
φυσικὰ καὶ ὅσα μώμου μακράν, ψυχῇ δὲ αὐτῇ ἰδίᾳ πρὸς τὰ
ἀνθρώπινα καὶ ἀνυπαίτια πάθη. Πεινῆσαι γὰρ λέγεται καὶ
κόπους ὑπενεγκεῖν τοὺς ἐκ μακρῶν ὁδοιποριῶν, πτοίας τε καὶ
φόβους καὶ λύπην καὶ ἀγωνίαν καὶ τὸν ἐπὶ τῷ σταυρῷ θάνατον.
Ἐπαναγκάζοντος γὰρ οὐδενός, τέθεικεν ἀφ' ἑαυτοῦ τὴν ἰδίαν
ψυχὴν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα μὴν καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ,
σάρκα μὲν τὴν ἰδίαν τῆς ἁπάντων σαρκὸς ἀνταποτιννὺς δῶρον
ἀληθῶς ἀντάξιον, ψυχὴν δὲ ψυχῆς ἀντίλυτρον ἁπάντων ποιού

Theophanes Continuatus, Chronographia (lib. 1-6) P. 34, l. 21

προρρήσεως ἐξημβλωκυίας τῆς αὐτοῦ ψυχῆς μηδαμῶς, ἣ τὸν Μι-


χαὴλ δεύτερον τοῦ Λέοντος ἀναρρηθῆναι διωμολόγησεν. τούτων
τῶν ἐφεδρευόντων εἷς ἦν καὶ Ἑξαβούλιος, ἀνὴρ οἷός τε ὢν ἦθος
καὶ φύσιν ἀνθρώπου καταμαθεῖν. ὡς οὖν χρόνου προϊόντος οὐκ
ἐνεδίδου τῆς ἀθυροστομίας μηδὲ τοῦ τωθασμοῦ, ἀλλ' οἷόν τις
κυματίας πᾶσαν ἀκαίρως ἰλὺν ἐξέβρασεν ποταμός, ἠπείλησε τῷ
388

Λέοντι πανώλειαν καὶ ἀλλ' ἅττα θυμὸς ἐτρέφετο πονηρός, ἀνε-


πέμπετο δὲ ταῦτα πρὸς βασιλέα, ἀνάρπαστος γίνεται ἐξ αὐτῆς,
καὶ τέλος τῶν ἐλεγχόντων τὰ τῆς κατηγορίας κατεμπεδούντων
κατατίθεται τυραννίδος ἐπίθεσιν μελετῶν. ἡμέρα ἦν προτεραία
τῆς καθ' ἡμᾶς τοῦ λόγου Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν ἐπιδημίας τε
καὶ σαρκώσεως. ἐπεὶ γοῦν πάντοθεν κατάφωρος ἐγεγένητο αὐτοῦ
τοῦ βασιλέως ἐν τοῖς ἀσηκρητείοις ἐξετάζοντος, καὶ δρασμὸς τῶν  
τολμηθέντων οὐκ ἦν, καταχειροτονεῖται τὴν ἐπὶ θάνατον, καὶ
θάνατον οὐ τόνδε ἢ τόνδε, ἀλλ' ἵν' ἔχῃ καὶ τὸν βασιλέα αὐτὸν
θεατήν τε καὶ αὐτουργόν, εἴτε τῷ πάθει τῆς ὀργῆς ἐκνικώμενον,
εἴτ' ἄλλως τῇ ὠμότητι ἐφηδόμενον, κατὰ τὴν τοῦ βασιλικοῦ βαλα-
νείου κάμινον δριμέως ἐκριφῆναι πυρὸς παραβόσκημα. ὥριστο
ταῦτα, καὶ αὐτὸς προέθεεν τὰ τοῦ δράματος ἐποψόμενος. ἀλλ'
ἡ τούτου σύζυγος (Θεοδοσία ἦν, τὸ τοῦ Ἀρσαβὴρ θυγάτριον)
ἀνασπούδασα καὶ ὡς ἔτυχε θέουσα, ὡς ἔκ τινος βακχείας

Theophanes Continuatus, Chronographia (lib. 1-6) P. 311, l. 17

αὐτοὺς μετακαλεσάμενος καὶ πολυπραγμόνως ἀναζητήσας, εὗρε


τοῖς ἀκουσθεῖσι συμβαίνοντα καὶ τὰ παρὰ τῶν ποιμένων λεγό-
μενα. βουληθεὶς δὲ καὶ αὐτήκοος γενέσθαι, καὶ πρὸς τῷ τόπῳ
μετὰ τῶν ποιμένων γενόμενος, καὶ δι' αὐτῶν τοῖς δαίμοσι προσα-
γαγὼν τὴν ἐρώτησιν περὶ τοῦ πότε καταλήψεται Συρακούσας,
ἤκουσεν ὅτι ἤδη ἑάλω ἡ Συράκουσα. λύπῃ δὲ καὶ ἀμηχανίᾳ πε-
ρισχεθεὶς ὅμως πάλιν ἀνέφερε, μὴ χρῆναι πιστεύσιν οἰόμενος τὰ
παρὰ τῶν πονηρῶν δαιμόνων λεγόμενα ὡς οὐκ οὔσης αὐτοῖς τῆς
προγνώσεως, ἀγνοῶν ὅτι τοῦτο οὐχὶ πρόγνωσις ἦν ἀλλὰ τῶν ἀπο-
βάντων καὶ τελεσθέντων δήλωσις, ἐκ τοῦ λεπτομεροῦς καὶ ταχυ-
κινήτου τὴν ἐξ ἀνθρωπίνης ἐπιδημίας ἀπαγγελίαν προφθανόντων
αὐτῶν. διαπιστοῦντος δ' οὖν ὅμως αὐτοῦ, μετὰ δεκάτην ἡμέραν
τινὲς τῶν διαδράντων τὸν ὄλεθρον, ἀπὸ τῶν κατὰ Πελοπόννησον
Μαρδαϊτῶν καὶ Ταξατῶν τυγχάνοντες, αὐτάγγελοι τῶν ὀλεθρίων
διηγημάτων γεγόνασιν. ἀφ' ὧν τὴν πληροφορίαν δεξάμενος ὁ
Ἀδριανός, ὡς εἶχε τάχους, ἐπεὶ καὶ τὰ πρὸς τὴν κάθοδον ἐναν-
τιούμενα πνεύματα ἐπιτήδεια πρὸς τὴν ἄνοδον καθεστήκεισαν,  
καταλαμβάνει μετὰ τοῦ στόλου τὴν βασιλεύουσαν, καὶ τῷ μεγάλῳ
τοῦ θεοῦ τεμένει, ἐν ᾧ τὸ τῆς αὐτοῦ σοφίας ἐπικεκήρυκται ὄνομα,
ὡς ἱκέτης προσέφυγεν. ἀλλὰ τοῦ μεγέθους τῆς συμφορᾶς τὰ βα-
σιλέως σπλάγχνα δριμέως διασπαράξαντος καὶ πρὸς ἀμετρίαν σχε

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν 6, P. 92, l. 6

μενον, ἣν ἔχειν ἅπασιν οὐ συμβαίνει, ἢ διὰ τὸ ἀκόλα-


στον τῆς διαίτης καὶ τῆς συναφείας τῶν γονέων, ἐν οὐ
προσήκοντι γινομένης καιρῷ, καὶ καθ' ὃν καὶ τὰ τῆς
γενέσεως τῶν ἄλλων διώρισται, ἢ διὰ τὴν ἡμῶν αὐτῶν
ἀδδηφαγίαν, καὶ τοὺς ἀκαταλλήλους τῶν ἐσθιομέ-  
389

νων χυμοὺς, ἀφ' ὧν καὶ τὰ μύρια πάθη βλαστάνει,


καθὰ καὶ ὁ μέθυσος μεθύσους παῖδας προΐησι, καὶ ὁ
παχὺς τὸ ἦθος ὁμοίους καὶ τοὺς λόγους ἀπογεννᾷ, καὶ
ὁ χαρίεις χαρίεντας, καὶ ἕκαστος παραπλησίως. Μετα-
ληπτικοὶ γὰρ γίνονται καὶ τῶν πατρικῶν νοσημάτων οἱ
ἐκ τούτων, ὡς ἐν ταῖς ἐπιδημίαις Ιπποκράτης φησὶ καὶ
Γαληνὸς ἐν τοῖς περὶ κράσεως καὶ διαίτης.
 ιαʹ.Ἀλλ' ὅγε μαθητόν ἐστι καὶ διδακτόν.
Μαθητὸν μὲν τὸ ἐκ τῆς ἡμετέρας φιλοπονίας καὶ σπου-
δῆς μανθανόμενον· διδακτὸν δὲ τὸ ἐκ τῆς τῶν διδασκάλων
παραθέσεως καὶ διδασκαλίας· ἡ μὲν γὰρ φύσις οὐ τῶν
ἐν ἡμῖν προαιρετικῶν σπουδασμάτων, καὶ γὰρ τῶν
πραγμάτων τὰ μέν εἰσιν ἐφ' ἡμῖν, τὰ δὲ οὐκ ἐφ' ἡμῖν·
ταῦτα δὲ Ἰσοκράτης ἐν τῷ κατὰ σοφιστῶν διεξῆλθεν·
ἀλλὰ μή ποτε ἄρα καὶ τὸ διδακτὸν οὐ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς
πλουσίοις, οἷς μετὰ τοῦ προαιρεῖσθαι καὶ τὸ δυνατὸν

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν 6, P. 305, l. 32

περ καὶ ἀναμιμνησκόμενοι ἢ εὐχόμενοί τι ἢ κατευχόμενοι·


ὡς τὸ, ἀλλ' ὅ με μικροῦ παρέδραμε μέσον τῶν εἰρημέ-
νων, τοῦτο κοινὸν εἶναι καὶ λυπουμένων καὶ εὐφραινο-
μένων.
 σιʹ.Λαμπρότητα τὸ γοργόν τε καὶ ἀγωνι-
στικόν. Ἡ λαμπρότης μακροκωλίᾳ χαίρει· ἡ δὲ γορ-
γότης ταῖς ταχείαις ἀπαντήσεσι καὶ τοῖς τοιουτοτρόποις·
τὸ γοῦν ἀξιωματικὸν καὶ μέγα καὶ δυσκίνητον τοῦ λόγου
εὐκινητότατον καὶ τροχαλὸν ποιῆσαι τῆς ἀκριβοῦς ἕξεως·
ὡς ὁ θεολόγος· πεντηκοστὴν ἑορτάσωμεν καὶ πνεύματος
ἐπιδημίαν καὶ τὸ μυστήριον ὅσον, ὡς μέγα τε καὶ σεβά-  
σμιον· τὸ μὲν γὰρ πρᾶγμα λαμπρὸν τῇ ποιότητι καὶ τὸ
σχῆμα ἐξ ἀποστάσεως, αἱ δὲ ταχεῖαι μεταβάσεις γοργό-
τητος.
 σιαʹ.Καὶ οἷον εὔζωνον· ἀγωνιστικὴ γὰρ ἡ γορ-
γότης καὶ εὔζωνος· διὸ καλῶς εἰρήκαμεν τὸ διαλεκτικὸν
καὶ γοργόν· ἀναγκαῖον οὖν συμπλέκειν τῇ λαμπρότητι
τὴν γοργότητα, κατά τινα διαστήματα τοῖς κομματικοῖς
καὶ ἀσυνδέτοις τὸ ἄφετον αὐτῆς ἀνακόπτοντας.
 σιβʹ.Χωρὶς εὐτελείας καὶ ταπεινότητος.
Ταὐτὸν εὐτέλεια καὶ ταπεινότης ἐστίν· ἔστι δὲ καὶ ἀφέ

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus rhetoribus et


sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Co Alphabetic entry epsilon, p. 229, l. 5

ἐπιβολή: ἔννοια καὶ ἐπιχείρησις.


ἐπιβρίθων: ἐπιβαρῶν.
ἐπιβρίσει: ἐπιβαρήσει.
ἐπιγάννυται: ἐπιχαίρει.
390

ἐπιγουνίδα: τὸ πρὸ τοῦ γόνατος ἄνω σαρκῶδες


 τοῦ μηροῦ· ἔνιοι δέ, τὴν ἐπωμίδα.  
ἐπιγράψας: ἐπιξέσας.
ἐπιδαψιλευόμενος: [πολυτελῶς διαπραττόμενος.]
ἐπιδεᾶ: ἐνδεᾶ. ἐλλιπῆ.
ἐπιδικάζεται: ἀντιποιεῖται.
ἐπιδήμιος: ἐμφύλιος. κοινός. δημόσιος.
ἐπιδίφρια: τὰ τῷ ἁρματείῳ δίφρῳ ἐπιτιθέμενα.
ἐπίδοξος: ἔνδοξος. ἢ προσδόκιμος· ὡς τό,ἐπίδοξος
 γὰρ ἦν αὐταρκῆσαι.
ἐπιδορατίς: ὁ σίδηρος τοῦ ἀκοντίου τὸ ἄνω.
ἐπίδοσις: αὔξησις. προκοπή. προσθήκη.
ἐπίδρομον: ἐπιδρομὴν παρέχοντα. εὐάλωτον.
ἐπιέναι: ἐπελθεῖν.

Lexicon Rhetoricum Cantabrigiense, Lexicon rhetoricum Cantabrigiense (e cod.


Cantabr. Univ. D d 4,63 in marginibus) P. 76, l. 19

Τιμάρχου λέγων “ἐπήγγειλα αὐτῷ τὴν δοκιμασίαν.”


Ἐπιτολὴ ἐπὶ ἄστρων,Ἀνατολὴ ἐπὶ ἡλίου.
Εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν. ὁπότε ἔδει κλῆρον ἀμφις-
βητήσιμον εἰς τὸ ἐμφανὲς καταστῆσαι ἢ φώριόν τι τοῖς δι-
κασταῖς, οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ δίκη· ἡ δὲ αὐτὴ καὶ ἐφήγησις
λέγεται.
Ἐπιβολή. ἔξεστι τοῖς ἄρχουσιν ἀργυρίῳ ζημιοῦν τοὺς
ἁμαρτάνοντας, τὴν δὲ ζημίαν ταύτην ἐπιβολὴν καλοῦσι, καὶ
ἥ τε βουλὴ καὶ ὁ δῆμος, ὅταν ἴδῃ τινὰ θρασυνόμενον, κέκρα-
γεν “ἐπίβαλε”.
Ἐπιδήμιος ἄρχων, ὁ δήμου τινὸς τῶν ἐν τῇ Ἀττικῇ
ἄρχων.
Ἐπίσκημμα καὶἘπίσκηψις, ὅταν τις ἐπιλάβηται γραμ-
μάτων ἢ μαρτυριῶν, ἐπιλάβηται δὲ μέχρις οὗ ταῦτα διακρίνας.
Ἐπιτίμιόν τι ἦν κατὰ τῶν σιωπησάντων τὴν γραφήν.
Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Ἀντιγένους ἀμβλώσεως· σκέψασθε δὲ καὶ
ὡς Ἀντιγένης πεποίηκεν οὑτοσί· γραψάμενος τὴν μητέρα ἡμῶν  
ἀξιοῖ λαβεῖν τὴν ἀδελφήν, καὶ ἀγωνίσασθαι μὲν ἵνα μὴ ἀπο-
τίσῃ τὰς χιλίας δραχμάς, ἃς δεῖ ἀποτίνειν ἐάν τις μὴ ἐπεξ-
έλθῃ γραψάμενος. τὸ δ' αὐτό φησι καὶ Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ
Θεοκρίνους.

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431 Tomëvolumëpart


1,1,1, p. 53, l. 31

ἐψυχῶσθαι πιστεύωμεν ψυχῆι λογικῆι τὸν ἑνωθέντα τῶι λόγωι ναόν. ὥσπερ γὰρ κατά
γε τὸ ἐκείνοις εὖ ἔχειν δοκοῦν κἂν εἰ ἐκ μόνης λέγοιτο τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ ἐκ θεοῦ
πατρὸς πεφηνότος λόγου, οὐδεὶς αὐτοὺς ἀναπείσει τρόπος ἀνὰ μέρος τὴν σάρκα
τιθέντας
καὶ ἀνὰ μέρος αὖ τὸν μονογενῆ δυάδα Χριστῶν ὁμολογεῖν, οὕτω κἂν τῆι καθ' ἡμᾶς
391

ἀνθρωπότητι τελείως ἐχούσηι κατά γε τὸν τῆς ἰδίας φύσεως λόγον οἱονεὶ
συνενηνέχθαι
τε καὶ ἡνῶσθαι λέγωμεν ἀπορρήτως τε καὶ ὑπὲρ νοῦν τὸν ἐκ θεοῦ λόγον, οὐχ υἱῶν
δυάδα νοήσομεν, ἀλλ' ἕνα καὶ τὸν αὐτόν, φύσει μὲν ὄντα θεὸν καὶ ἐξ αὐτῆς πεφηνότα
τῆς οὐσίας τοῦ θεοῦ καὶ πατρός, ἐν ἐσχάτοις δὲ τοῦ αἰῶνος καιροῖς γενόμενον
ἄνθρωπον
καὶ διὰ τῆς ἁγίας [καὶ θεοτόκου] παρθένου γεγεννημένον καὶ πρός τε ἡμῶν αὐτῶν καὶ
τῶν
ἁγίων ἀγγέλων προσκυνούμενον κατὰ τὰς γραφάς.
 Εἰ δὲ δὴ φαῖεν ὅτι μόνης μὲν ἐδεῖτο τὰ καθ' ἡμᾶς τῆς τοῦ μονογενοῦς ἐπιδημίας,
ἐθελή-  
σας δὲ ὀφθῆναι τοῖς ἐπὶ γῆς καὶ ἀνθρώποις συναναστραφῆναι παραδεῖξαί τε ἡμῖν τῆς
εὐαγγελι-
κῆς πολιτείας τὴν ὁδὸν οἰκονομικῶς ἠμπέσχετο τὴν ὁμοίαν ἡμῖν σάρκα (τὸ γάρτοι
θεῖον
κατὰ φύσιν ἰδίαν οὐχ ὁρατόν), ἠγνοηκότες ἁλώσονται τῆς ἐνανθρωπήσεως τὸν
σκοπὸν
καὶ συνέντες οὐδαμῶς τὸ μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον. εἰ γὰρ δὴ μόνην ἔχει τὴν
ἀφορμὴν τὸ ὀφθῆναι τοῖς ἐπὶ γῆς τοῦ μονογενοῦς ἡ σάρκωσις ἢ γοῦν ἐνανθρώπησις,
προσετίθει γε μὴν ἕτερον οὐδὲν τῆι ἀνθρώπου φύσει, πῶς οὐκ ἄμεινον ἤδη πως καὶ
σοφὸν
τῆι τῶν δοκητῶν συμφέρεσθαι δόξηι καὶ ἡμᾶς αὐτούς; οἳ σαρκός τε ὁμοῦ καὶ γηίνου
σώματος ἀπαμφιεννύντες τὸν λόγον ὦφθαι μὲν ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπον μυθοπλαστοῦσιν

οἱ δείλαιοι, ἡμαρτηκότες δὲ τἀληθοῦς ἁλοῖεν ἂν καὶ οὐ σὺν ἱδρῶτι μακρῶι.

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,1, p. 54, l. 13

κατὰ φύσιν ἰδίαν οὐχ ὁρατόν), ἠγνοηκότες ἁλώσονται τῆς ἐνανθρωπήσεως τὸν
σκοπὸν
καὶ συνέντες οὐδαμῶς τὸ μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον. εἰ γὰρ δὴ μόνην ἔχει τὴν
ἀφορμὴν τὸ ὀφθῆναι τοῖς ἐπὶ γῆς τοῦ μονογενοῦς ἡ σάρκωσις ἢ γοῦν ἐνανθρώπησις,
προσετίθει γε μὴν ἕτερον οὐδὲν τῆι ἀνθρώπου φύσει, πῶς οὐκ ἄμεινον ἤδη πως καὶ
σοφὸν
τῆι τῶν δοκητῶν συμφέρεσθαι δόξηι καὶ ἡμᾶς αὐτούς; οἳ σαρκός τε ὁμοῦ καὶ γηίνου
σώματος ἀπαμφιεννύντες τὸν λόγον ὦφθαι μὲν ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπον μυθοπλαστοῦσιν

οἱ δείλαιοι, ἡμαρτηκότες δὲ τἀληθοῦς ἁλοῖεν ἂν καὶ οὐ σὺν ἱδρῶτι μακρῶι. ἢ οὐκ


ἄμει-
νον ἐροῦσιν, εἰ μηδὲν ὀνίνησι τὴν ἀνθρώπου φύσιν ὁ ἐκ θεοῦ λόγος, καὶ εἰ γέγονε
σάρξ,
ἀπαλλάττεσθαι μὲν ἀκαθαρσίας σαρκικῆς, δόξαι δ' οὖν ἅπαξ τῶι γηίνωι
προσκεχρῆσθαι
σώματι διαπερᾶναί τε οὕτως τὸν προτεθέντα σκοπόν; τίς οὖν ἂν γένοιτο λοιπὸν τῆς
ἐπιδημίας ὁ λόγος ἢ τίς ὁ τρόπος τῆς ἐνανθρωπήσεως, πέπρακται δὲ ὅτου χάριν, εἴ
τις
ἔροιτο τυχόν, ἀντακούσεται παρ' ἡμῶν· ἡ θεία διδάξει γραφή. ἴθι δὴ οὖν ὦ γενναῖε,
πυθοῦ τῶν ἱερῶν γραμμάτων καὶ ταῖς τῶν ἁγίων ἀποστόλων φωναῖς ἐνερείσας εὖ
392

μάλα
τῆς διανοίας τὸν ὀφθαλμὸν ἄθρει καλῶς τὸ ζητούμενον. ἔφη τοίνυν ὁ σοφὸς ἡμῖν
Παῦλος, αὐτὸν ἔχων ἐν ἑαυτῶι λαλοῦντα Χριστόν· ἐπειδὴ γὰρτὰ παιδία κεκοινώνηκεν

αἵματος καὶ σαρκός, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ
τοῦ θανάτου καταργήσηι τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστι τὸν
διάβολον καὶ ἀπαλλάξηι τούτους ὅσοι φόβωι θανάτου διὰ παντὸς τοῦ
ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας. καὶ μὴν καὶ ἑτέρωθι τρόπον ἡμῖνἕτερον ἀφηγούμενος
τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, φησίν,ἐν ὧι ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός,

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,1, p. 55, l. 16

ἀναμορφουμένων ἐν πνεύματι καὶ τὴν τοῦ σώματος ἀφθαρσίαν καὶ τὸ [ἐκ] τῆς
θεότητος
ἀσφαλὲς καὶ ἐρηρεισμένον, ὡς ἐν μεθέξει καὶ κατὰ χάριν, καὶ εἰς ἅπαν ἤδη τὸ
ἀνθρώπινον
παραπέμψει γένος. καὶ τοῦτο εἰδὼς ὁ θεσπέσιος γράφει Παῦλος· ὥσπερ γὰρἐφορέ-
σαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοικοῦ, φορέσωμεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου.
εἰκόνα μὲν γὰρ τοῦ χοικοῦ τὸ εὐόλισθον ἔφη πρὸς ἁμαρτίαν καὶ τὸν ἐντεῦθεν ἡμῖν
ἐπιρ-
ριφέντα θάνατον,εἰκόνα δὲ αὖ τοῦ ἐπουρανίου, τουτέστι Χριστοῦ τὸ ἑδραῖον εἰς
ἁγιασμὸν καὶ τὴν ἐκ θανάτου καὶ φθορᾶς ἀνακομιδήν τε καὶ ἀνακαίνισιν εἰς
ἀφθαρσίαν
καὶ ζωήν.
 Ὅλον οὖν ὅληι συνηνῶσθαι φαμὲν τῆι καθ' ἡμᾶς ἀνθρωπότητι τὸν ἐκ θεοῦ λόγον.
οὐ γάρ που τὸ ἄμεινον ἐν ἡμῖν, τουτέστι ψυχὴν οὐδενὸς ἂν ἠξίωσε λόγου, μόνηι
δωρού-
μενος τῆι σαρκὶ τῆς ἐπιδημίας τοὺς πόνους. ἐπράττετο δὲ δι' ἄμφω καλῶς τῆς
οἰκονο-
μίας τὸ μυστήριον· προσεχρήσατο δὲ καθάπερ ὀργάνωι τῆι μὲν ἰδίαι σαρκὶ πρὸς τὰ
σαρκὸς
ἔργα τε καὶ ἀρρωστήματα φυσικὰ καὶ ὅσα μώμου μακράν, ψυχῆι δὲ αὖ τῆι ἰδίαι πρὸς
τὰ
ἀνθρώπινά τε καὶ ἀνυπαίτια πάθη. πεινῆσαι γὰρ λέγεται κόπους τε ὑπενεγκεῖν τοὺς ἐκ

μακρῶν ὁδοιποριῶν πτοίας τε καὶ φόβους καὶ λύπην καὶ ἀγωνίαν καὶ τὸν ἐπὶ τῶι
σταυ-
ρῶι θάνατον. ἐπαναγκάζοντος γὰρ οὐδενὸς τέθεικεν ἀφ' ἑαυτοῦ τὴν ἰδίαν ψυχὴν ὑπὲρ
ἡμῶν,ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσηι, σάρκα μὲν τὴν ἰδίαν τῆς ἁπάντων
σαρκὸς ἀνταποτιννὺς δῶρον ἀληθῶς ἀντάξιον, ψυχὴν δὲ ψυχῆς ἀντίλυτρον τῆς
ἁπάντων
ποιούμενος, εἰ καὶ ἀνεβίω πάλιν, ζωὴ κατὰ φύσιν ὑπάρχων ὡς θεός. καὶ γοῦν ὁ θε-
σπέσιος Πέτροςἄνδρες ἀδελφοί, φησίν,ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας πρὸς
ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυὶδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431 Tomëvolumëpart


1,1,2, p. 74, l. 3
393

Θεοδότου ἐπισκόπου Ἀγκύρας εἰς τὴν γένναν τοῦ σωτῆρος ἀναγνωσθεῖσα ἐν τῆι
συνόδωι ἐπὶ τοῦ ἐπισκόπου Κυρίλλου

 Λαμπρὰ τῆς παρούσης ἑορτῆς ἡ ὑπόθεσις καὶ κοινὴν σωτηρίαν τοῖς ἀνθρώποις
κομίζουσα, λαμπρὸς δὲ καὶ ὁ παρὼν σύλλογος, εὐχαρίστως τὴν χάριν ὑποδεχόμενος.
καὶ δέδοται δαψιλὴς ἡ χάρις τοῖς μετ' εὐχαριστίας αὐτὴν ὑποδεχομένοις· τοσοῦτον
γὰρ τὸ
μέτρον τῆς δωρεᾶς παρέχεται ὅσον τὸ μέγεθος τῆς εὐχαριστίας ἐστὶ τῶν κομιζομένων
τὴν
χάριν, ὡς ὅταν λαβὼν δωρεὰν εὐχαριστῆις τῶι δεδωκότι, οὐκ ἀντέδωκας ὑπὲρ ὧν
ἔλαβες,  
μόνον, ἀλλὰ καὶ ὀφειλέτην σοι πλειόνων τὸν δοτῆρα πεποίηκας. εὐχαρίστως οὖν
προς-
δέξασθε τὴν χάριν, λαμπρὰν ἡμῖν ταύτην τὴν πανήγυριν ἐπιδείξαντες. ὑπόθεσις δὲ τῆς

ἑορτῆς ἐμφάνεια θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους ἐστίν, ἐπιδημία τοῦ ἀεὶ παρόντος, ἐπιστασία
τοῦ
πάντα πληροῦντος, ἐποψία τοῦ πάντα ὁρῶντος.εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, φησί,καὶ οἱ
ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον, μᾶλλονδὲ ἐν τῶι κόσμωι ἦν καὶ ὁ κόσμος δι'
αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. ἀλλ' οὐ τῆς τῶν ἀνθρώπων
κατηγορίας ἡ ἄγνοια αὕτη. διὰ γὰρ θειότητα φύσεως ἀνέφικτος λογισμοῖς
ἀνθρωπίνοις
ἐστὶν ὁ θεός· οὐ πέφυκε γὰρ νοῦς ἀνθρώπων αὐτὸν καθορᾶν. διαδιδράσκει τῶν ἀν-
θρώπων τὸν νοῦν ἡ θεία φύσις· ὑψηλοτέρα τῶν ἡμετέρων ἐστὶ λογισμῶν. ζημιούμεθα

οὖν ἐξ ἀμείνονος φύσεως θεογνωσίαν, ὅπερ ἵνα μὴ γένηται, ἀναλαμβάνει φύσιν


ὁρωμένην
ὁ ἀόρατος, δέχεται σῶμα ψηλαφώμενον ὁ ἁφῆι μὴ κρατούμενος. ὁ ἀόρατος θεὸς
ὁρώ-
μενος γίνεται· ὁ λόγος ψηλαφᾶται· ὁ μονογενὴς τοῦ θεοῦ παῖς συγγενὴς τῶν δούλων
γίνεται, ἵνα μὴ διαλάθηι τὴν γνῶσιν τῶν ἀνθρώπων ἡ ὑπερβαίνουσα τὸν ἄνθρωπον
φύσις.

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,2, p. 95, l. 6

γὰρ ἡμῖν τὸν Ἰησοῦν, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ὧι καὶ ἡμεῖς
λέγομεν
κατὰ τὴν φωνὴν τοῦ μακαρίου Δαυίδ·πᾶσα ἡ γῆ προσκυνησάτωσάν σοι καὶ
ψαλάτωσάν σοι, ψαλάτωσαν δὴ τῶι ὀνόματί σου. ἔτι μὲν γὰρ τῆς διὰ Μω-
σέως κρατούσης ἐντολῆς, οὔπω τῶν εὐαγγελικῶν κηρυγμάτων
εἰσκεκομισμένων,γνωστὸς
ἦν ἐν τῆι Ἰουδαίαι ὁ θεός, ἐν τῶι Ἰσραὴλ μέγα τὸ ὄνομα αὐτοῦ. ἰσχνόφωνος  
γὰρκαὶ βραδύγλωσσος ἦν ὁ Μωσῆς· διὰ τοῦτο καὶ κατὰ μόνην ἠκούετο τὴν Ἰουδαίαν
ὁ νόμος. ἐπειδὴ δὲ τὸ φῶς ἡμῖν ἐπέλαμψε τὸ ἀληθινὸν καὶ παραπλησίως ἡμῖν
μετέσχεν
394

αἵματος καὶ σαρκὸς θεὸς ὢν ὁ λόγος, μεστὰ γέγονε τὰ πάντα αὐτοῦ. πανταχοῦ ναοὶ
καὶ θυσιαστήρια· πανταχοῦ χορευταὶ καὶ προσκυνηταὶ καὶ ποιμένες ἀγαθοὶ καὶ
λογικῶν
θρεμμάτων ἀγέλαι, στενὰς ἀποφαίνουσαι τῶι πλήθει τὰς ἱερὰς αὐλάς. πρὸ μὲν γὰρ
τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας τὸ ἐπὶ γῆς ἐπλανᾶτο γένος· ἐλάτρευον τῆι κτίσει
παρὰ
τὸν κτίσαντα· προσκεκυνήκασι τοῖς ἔργοις τῶν ἰδίων χειρῶν καὶ τῶν πλανωμένων
ἑκάστωι
θεὸς ἦν τὸ δοκοῦν· ἀλλ' ἐπέφανεν ἡμῖν, ὡς ἔφην, ὁ μονογενὴς τοῦ θεοῦ λόγος, ὁ
ποιμὴν
ὁ καλός, ὁ ἀμνὸς ὁ ἀληθινός, ὃν ἡ ἁγία θεοτόκος καὶ ἀπειρόγαμος ἐκ παρθενικῶν
ἡμῖν
λαγόνων ἀπεκύησε βλάστημα ζωοποιόν, τὸν ἐνανθρωπήσαντα θεόν, τὸν ἐλεύθερον ἐν

δούλου μορφῆι, τὸν καθ' ἡμᾶς δι' ἡμᾶς καὶ ὑπὲρ πᾶσαν τὴν κτίσιν δι' ἑαυτόν, τὸν ἐν
ὑφέσει τῆι καθ' ἡμᾶς καὶ ἐν δόξηι θεοπρεπεῖ, τὸν ἑαυτὸν ταπεινώσαντα καὶ
σύνθρονον
τῶι πατρί, τὸν ἑαυτὸν κενώσαντα καὶ ἐκ τοῦ ἰδίου πληρώματος διανέμοντα τοῖς ἁγίοις

τὰ ἀγαθά, τὸν προσκυνοῦντα μεθ' ἡμῶν ἀνθρωπίνως καὶ προσκυνούμενον ὡς θεόν,

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431 Tomëvolumëpart


1,1,3, p. 46, l. 17

 Οἷα διὰ τὴν ἀληθῆ πίστιν τῆς ὀρθοδοξίας καθ' ἑκάστην ὑπομένομεν ἐν Ἐφέσωι, οὐδὲ

λόγωι παραστῆσαι δυνατόν· ταραχὴ γὰρ ταραχὴν ἀπαύστως διαδέχεται. πολλὴν δὲ


ἡμῖν
εὐτονίαν παρέχει τοῦ ταῦτα φέρειν γενναίως ἡ τῆς πίστεως ὁμολογία καὶ ἰσχύς. ποτὲ
μὲν γὰρ ὁ μεγαλοπρεπέστατος κόμης Κανδιδιανὸς ἐπισείων ἡμῖν τοὺς στρατιώτας καὶ
τὴν
πόλιν ταραχῆς ἐμπιπλῶν καὶ πάντων ὁμοῦ τῶν ἐπιτηδείων τῆς εἰσκομιδῆς ἀποστερῶν
διὰ
τῆς παραφυλακῆς, πολλοὺς δὲ συγχωρῶν ὕβρεις καταχέειν ἡμῶν τε καὶ πάσης τῆς
ἁγίας
συνόδου τῶν τοῦ Ζευξίππου παραμενόντων τῶι καθηιρημένωι Νεστορίωι καὶ ἐπὶ
τούτωι τρε-
φομένων καὶ πολὺ πλῆθος χωρικῶν ἀπὸ τῶν ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων καὶ δι'
ἐκείνων τὰς
ὕβρεις καταχεόντων, διεδέξατο καὶ τὴν προειρημένην ἀταξίαν καὶ τοῦ
μεγαλοπρεπεστάτου
κόμητος Εἰρηναίου τὴν καθημερινὴν ἀπάτην τῶν ἀφελεστέρων καὶ ἡ τοῦ Ἀντιοχέως
ἐπι-
σκόπου παρουσία. μαθοῦσα γὰρ ἡ ἁγία σύνοδος τὴν μέλλουσαν αὐτοῦ ἐπιδημίαν
γενή-
σεσθαι, τιμῶσα καὶ τὸ κεχρεωστημένον τῆι ἱερωσύνηι πληροῦσα ἀπέστειλε τινὰς τῶν
θεο-
φιλεστάτων ἐπισκόπων μετὰ καὶ εὐλαβεστάτων κληρικῶν εἰς ὑπάντησιν αὐτοῦ, δύο
ταῦτα
ποιοῦσα, καὶ τὴν κεχρεωστημένην πληροῦσα τιμὴν καὶ ποιοῦσα φανερὸν ὡς ὀφείλει
395

τὴν
πρὸς Νεστόριον συντυχίαν φυλάξασθαι διὰ τὸ παρὰ τῆς ἁγίας συνόδου καθηιρῆσθαι
αὐτὸν
τῆς ἀσεβείας ἕνεκα ἧς ἐμελέτησεν. οὐ συγχωρηθέντες δὲ παρὰ τῶν ἑπομένων αὐτῶι
στρατιωτῶν κατὰ τὴν ὁδὸν αὐτῶι περιτυχεῖν, οὐδὲν ἧττον ἠκολούθησαν καὶ τὴν
οἰκίαν ἔνθα

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431 Tomëvolumëpart


1,1,6, p. 66, l. 8

ἐν τῆι ἐρήμωι ὕδωρ καὶ ποταμοὺς ἐν γῆι ἀνύδρωι ποτίσαι τὸ γένος μου
τὸ ἐκλεκτόν, λαόν μου ὃν περιεποιησάμην τὰς ἀρετάς μου διηγεῖσθαι.
ὃ δὴ καὶ συνιεὶς εὖ μάλα τοῖς ἐξ ἐθνῶν διὰ πίστεως κεκλημένοις εἰς θεογνωσίαν
ἀληθῆ  
γράφει καί φησιν ὁ θεσπέσιος Πέτρος·ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱερά-
τευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ἵνα τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε
τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλοῦντος ἐπὶ τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς, οἵ ποτε οὐ
λαός, νῦν δὲ λαὸςθεοῦ. εἰ δὲ καθάπερ αὐτῶι σοι δοκεῖ καὶ φρονεῖν καὶ λέγειν,
ἀπεστάλη ὁ ἡμῖν ὁμοούσιος, οὐκέτι δὲ καὶ αὐτῶι τῶι πατρί, κατ' οὐδένα τρόπον ἡμεῖς
θείας φύσεως γεγόναμεν κοινωνοί, μεμενήκαμενδέ, ὡς ἔφην, καὶ ἐσμὲν ἔτι γένος τοῦ
πρώτου τοῦ παραπέμποντος εἰς ἀρὰν καὶ θάνατον καὶ ὑπὸ ποινὴν ἁμαρτίας.
μεματαιώ-
μεθα δὴ οὖν καὶ ἐσμὲν οὐδὲν ἧττον καὶ νῦν ἐν οἷς ἦμεν πάλαι καὶ πρὸ τῆς ἐπιδημίας.
πῶς οὖν ἔτιτὰ ἀρχαῖα παρῆλθε καὶἰδοὺ γέγονε καινά; ποῦ δὲτὸεἴ τις ἐν
Χριστῶι, καινὴ κτίσις; ἀλλ' αἰσχύνηι θεὸν ὁμολογεῖν καθ' ἡμᾶς γενόμενον ἄνθρωπον
τὸν τοῦ θεοῦ λόγον; ἐπιπλήττεις οὖν αὐτῶι καὶ οὐ σοφὰ βεβουλεῦσθαι φὴς ὅτι
κεκένωκεν
ἑαυτὸν δι' ἡμᾶς. οὐκοῦν ἀκούσηι λέγοντος·ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, σκάν-
δαλόν μου εἶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων. ἐρεύ-
νησον μεθ' ἡμῶν τὴν θεόπνευστον γραφήν. ὤφθη ποτὲ καὶ τῶι πατριάρχηι Ἰακὼβ τῆς
μὲν τοῦ Λάβαν ἑστίας ἀπαίροντι, πρὸς αὐταῖς δὲ γεγονότι ταῖς διαβάσεσι τοῦ Ἰαβὼκ

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431 Tomëvolumëpart


1,1,7, p. 19, l. 25

μενος, ἀλλὰ προγνώσει θεοπρεπεῖ γινώσκων τὰ μέλλοντα. οὕτω καὶ τῆς κρίσεως ἡμῖν
ἐπέδειξε πρὸ καιροῦ τὰ κολαστήρια, ὡς ἂν τῶι φόβωι τῶν δεινῶν παιδευθέντες τὴν ἐκ

τούτων εὐκόλως τιμωρίαν ἐκφύγωμεν, οὐδὲν δὲ ἧττον καὶ τοῦτο πρὸς τοῖς ἄλλοις
προείρηκεν
ὡς ἔσονται ψευδόχριστοι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις
ἀπωλείας,
αὐτὸν τὸν μόνον δεσπότην καὶ κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι, καὶ πολλοὶ
ἐξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις, δι' οὓς ἡ δόξα τῆς ἀληθείας
βλασφημηθήσεται,
ἵνα τούτων παραγενομένων μηδαμῶς ἀπατώμεθα τοῖς ὀλεθρίοις αὐτῶν ὑποπίπτοντες
396

δόγ-
μασιν. πεπλήρωται δὲ τῆς προρρήσεως τὸ ἔργον· πολλαὶ γὰρ κατὰ καιρὸν
ἐπανέστησαν
αἱρέσεις τῆι τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαι, τὴν ὀρθὴν παραλύειν πολυτρόπως βιαζόμεναι
πίστιν, ὧν
ἣ μὲν τὸν τοῦ θεοῦ λόγον ξένον παντάπασιν τῆς πατρώιας οὐσίας λέγειν τετόλμηκεν,
ἣ δὲ
τοῦ πνεύματος τὴν ἀξίαν ἠγνόηκεν, ἣ δὲ τῆς ἐπιδημίας τοῦ λόγου ἠρνήσατο τὴν
ἀλήθειαν,
ἐσχάτη δὲ πασῶν καὶ καθάπερ τρυγίας τῶν κακῶν, ἡ νῦν ἀναπέφανται βλασφημία μὴ
γεγενῆ-
σθαι τὸν λόγον ἄνθρωπον, ἀλλ' ἐν ἀνθρώπωι γεννηθέντι ἐκ γυναικὸς ἐνωικηκέναι
λέγουσα,
ὡς λοιπὸν εἰς δύο τὸν ἕνα Χριστὸν διὰ τοῦτο μερίζεσθαι, εἴς τε θεὸν φημὶ καὶ
ἄνθρωπον.
ἔστι δὲ τοῦτο τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας ἀλλότριον, δαιμονικῆς δὲ μᾶλλον
ἐπινοίας ἐφεύ-
ρεσις. ἄνθρωπον μὲν γὰρ τὸν τοῦ θεοῦ λόγον ἐπὶ συντελείαι τῶν αἰώνων γενόμενον ὁ
θεῖος ἡμῖν εὐαγγελίζεται λόγος, οὐκ εἰς ἀνθρώπου μεταβαλόντα φύσιν, ἀλλὰ ταύτην
εἰς
ἑαυτὸν προσλαβόμενον· ἄτρεπτος γὰρ ὑπάρχει καὶ ἀναλλοίωτος. εἰ δὲ καθάπερ
ἐκεῖνοί
φασιν, εἰς ἄνθρωπον ἐκ γυναικὸς τεχθέντα ἡ θεία γέγονεν ἐπιφοίτησις, τοῦτο καὶ ἐν
τοῖς
προφήταις πᾶσιν ἐγίνετο. ἔδει τοιγαροῦν, εἴπερ οὕτως ἐγένετο, μεμερισμένως
ἑκάστου  
παρὰ τῆι θείαι γραφῆι τὰς ὁμολογίας εὑρίσκεσθαι καὶ τὸν μὲν ἰδίαι καὶ καθ' ἑαυτὸν
ὡς

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,7, p. 20, l. 34

ἑνώσεως χάριν τὴν εἰς τὸν Χριστὸν ὁμολογίαν τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας ὁ λόγος;
οὐ
γὰρ ἄνθρωπος μὲν ψιλὸς Ἰησοῦς ὑπῆρξέν ποτε πρὸ τῆς τοῦ λόγου πρὸς αὐτὸν
κοινωνίας
τε καὶ ἑνώσεως, ἀλλ' αὐτὸς ὁ λόγος ἐν αὐτῆι τῆι μακαρίαι παρθένωι γενόμενος τὸν
ἴδιον
ναὸν ἑαυτῶι ἐκ τῆς οὐσίας τῆς παρθένου ἔλαβεν καὶ προῆλθεν ἐξ αὐτῆς ἄνθρωπος
μὲν
ἔξωθεν θεωρούμενος, ἔνδοθεν δὲ θεὸς ὑπάρχων ἀληθινός, δι' ὃ καὶ μετὰ τὸ τεχθῆναι
παρθένον
τὴν τεκοῦσαν τετήρηκεν, ὅπερ ἐπ' οὐδενὸς τῶν ἄλλων ἁγίων γεγένηται. ἐπειδὴ γὰρ
ἐκεῖνοι τὴν φύσιν ὑπῆρχον ἄνθρωποι, ἀνθρωπίνην καὶ ἴσην τὴν γένεσιν ἔλαχον
ἅπαντες·
οὗτος δὲ ἐπειδὴ κατὰ φύσιν ὑπῆρχεν θεός, προσλαβὼν ἐν χρόνωι ἐσχάτωι καὶ τὸ
ἀνθρώ-
πινον ξένην παρὰ πάντας τὴν ἐκ τῆς παρθένου γένεσιν ἐπεδείξατο. οὐκοῦν εἰκότως
καὶ
397

θεοτόκος καὶ παρθενομήτωρ ἡ μακαρία δικαίως ἂν λέγοιτο· οὐ γὰρ ἄνθρωπος ψιλὸς


ἦν ὁ
τεχθεὶς ἐξ αὐτῆς Ἰησοῦς. πῶς γάρ, ὅπου καὶ τὰ πρὸ τῆς ἐπιδημίας γεγενημένα τῆι
τούτου ἐνεργείαι καὶ ἐξουσίαι ἡ θεία προσαναφέρει γραφή; καὶ γοῦν Ἰούδας ὁ
μακάριος
μαθητὴς μεγαλοφώνως ἡμῖν τὴν τοιαύτην παραδέδωκεν πίστιν· τῶν γὰρ πρὸ πολλῶν
γενεῶν
τῆς ἐκ παρθένου προόδου μεμνημένος οὕτω φησίν·ὑπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι
εἰδότας ἅπαντα ὅτι Ἰησοῦς λαὸν ἐκ γῆς Αἰγύπτου σώσας τὸ δεύτερον
τοὺς μὴ πιστεύσαντας ἀπώλεσεν ἀγγέλους τε τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν
ἑαυτῶν ἀρχήν, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν μεγάλης
ἡμέρας δεσμοῖς ἀιδίοις ὑπὸ ζόφον τετήρηκεν. εἰ δὲ ἄνθρωπον ψιλὸν ἔτεκεν
ἡ μακαρία παρθένος τὸν Ἰησοῦν, τοῦτον δέ φησιν ὁ μαθητὴς τῆς Αἰγυπτίων χειρὸς

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,7, p. 24, l. 11

βουλεύσησθε βουλὴν διασκεδάσει κύριος, καὶ λόγον ὃν ἐὰν λαλήσητε, οὐ


μὴ ἐμμείνηι ἐν ὑμῖν, ὅτι μεθ' ἡμῶν κύριος ὁ θεός.
 Ἀλλ' ἰδού, φασίν, ὁ ἀπόστολος φανερῶς αὐτὸν ἄνθρωπον ὡμολόγησεν· Τιμοθέωι
γὰρ ἐπιστέλλων οὕτω φησίν·ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς. τοῦτο δὲ λέγοντες τῶν
ἀκεραιοτέρων δοκοῦσιν ταράττειν τὸν νοῦν· εἰ γάρ τις συνετῶς τῶι ἀποστολικῶι
ἐπιβάλοι
ῥητῶι, ἐκ τούτου μάλιστα τοῦ ῥητοῦ τῆς ἀσεβείας αὐτῶν καταψηφίσεται. ἀλλὰ μὴ
οὕ-
τως ἀκρωτηριάζωμεν τὴν λέξιν, ἀλλὰ ὀλίγον τῶν ἔμπροσθεν ἐπιμνησθέντες, ὀρθὴν
τῆς
οἰκονομίας ἐντεῦθεν τὴν ὁμολογίαν νοῆσαι δυνησόμεθα. τί οὖν φησιν ὁ μακάριος
Παῦ-
λος;εἷς θεὸς φησὶν περὶ τοῦ πατρὸς καὶ περὶ τοῦ υἱοῦεἷς καὶ μεσίτης θεοῦ καὶ
ἀνθρώπων. εἰ γάρ, φησίν, καὶ γέγονεν ἄνθρωπος, ἀλλ' οὐ διὰ τοῦτο δύο αὐτὸν
ὑποπτεύειν ὀφείλομεν. ὥσπερ γὰρ θεὸς ἦν πρὸ τῆς ἐπιδημίας ὁ λόγος, οὕτω καὶ γενό-
μενος ἄνθρωπος καὶ μεσιτεύσας καὶ τῆι ἀνθρώπου φύσει, εἷς πάλιν ἐστίν. διὰ γὰρ
τοῦτο μεσίτην αὐτὸν εἴρηκεν θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὡς ἐξ ἀμφοτέρων τῶν οὐσιῶν ἕνα
ὄντα· τὸ γάρ τινων μεσιτεῦον ἀμφοτέρων ἔχεται πάντως. ἔστι τοίνυν μεσίτης θεοῦ
διὰ τὸ τῆς αὐτῆς οὐσίας ὑπάρχειν τῶι πατρί, ἔστι δὲ πάλιν καὶ ἀνθρώπων μεσίτης διὰ
τὸ
καὶ τῆς ἀνθρωπείας μετεσχηκέναι φύσεως τελείως χωρὶς ἁμαρτίας. ἄνθρωπον οὖν
αὐτὸν
ὅταν λέγηι Χριστὸν Ἰησοῦν, μὴ διὰ τοῦτο σκανδαλιζέσθωσαν, ἀλλ' ἐννοείτωσαν
αὐτὸν καὶ
κύριον καὶ θεὸν ὀνομαζόμενον μετὰ τοῦ καὶ Χριστὸν πάλιν λέγειν καὶ Ἰησοῦν·

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,7, p. 29, l. 41

λόγον ἀντὶ τοῦ τὸ σωτήριον κήρυγμα διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπεστάλθαι φησὶν καὶ
398

δεικνὺς αὐ-
τοῖς τίς εἴη Ἰησοῦς Χριστός,οὗτός ἐστιν, ἔφη,πάντων κύριος; ὁρᾶις τὸ βρέφος
κύριονὀνομαζόμενον καὶ ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου καὶ ὑπὸ τοῦ Πέτρου; οὐκοῦν θεοτόκος
ἀναμφι-
βόλως ἡ τὸν κύριον γεννήσασα. οὕτως αὐτὴν καὶ ἡ τοῦ μακαρίου βαπτιστοῦ μήτηρ
ὑπὸ
πνεύματος ἁγίου κινουμένη προσηγόρευσεν·ἐπλήσθη γάρ φησιν,ἡ Ἐλισάβετ πνεύ-
ματος ἁγίου καὶ ἀνεβόησεν· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶν καὶ εὐλογημένος ὁ
καρπὸς τῆς κοιλίας σου, καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἡ μήτηρ τοῦ κυρίου μου
ἔλθηι πρός με; τίς ἐπὶ τοσοῦτον μέμηνεν, ὡς μὴ βούλεσθαι μετὰ τῶν εὐαγγελίων
θεοτόκον ἀποκαλεῖν τὴν ἁγίαν παρθένον; μὴ τοίνυν τῶν ἀκεραιοτέρων τὰς ἀκοὰς
θορυβεί-
τωσαν παιδίον καὶ βρέφος ὀνομάζοντες, ἵνα μὴ κατ' ὀλίγον καὶ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν
ἐπιδη-
μίαν ἀρνήσωνται· ὠνόμασται γὰρ βρέφος ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου, ἀλλ' ἅμα καὶ κύριος. μηδ'

ἐν τούτωι δὲ πάλιν ψιθυριζέτωσαν τὸ πάθος προβαλλόμενοι καὶ τὴν ἀνάστασιν καὶ


ὅτι ὁ
θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν. ἤδη μὲν γὰρ καὶ ἐν τοῖς προλαβοῦσιν ἀποδέδεικται τῆς
οἰκονομίας
ὁ λόγος, πλὴν εἰ καὶ φανερώτερον μανθάνειν βούλονται τίς ὁ ἐσταυρωμένος ὑπῆρχεν,

ἀκουέτωσαν τοῦ τῆς οἰκουμένης διδασκάλου τοῦτο Κορινθίοις ἐπιστέλλοντος·ἐγὼ


γάρ
φησι,παρέλαβον ἀπὸ τοῦ κυρίου, ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ κύριος Ἰησοῦς
ἐν τῆι νυκτὶ ἧι παρεδίδοτο, ἔλαβεν ἄρτον καὶ τὰ ἑξῆς. θεωρεῖς τὸν ὑπὲρ
ἡμῶν παθόντα κύριον φανερῶς κηρυττόμενον; εἰ δὲ καὶ τὸ ὁθεὸς αὐτὸν ἤγειρεν
ἐκ νεκρῶν σκανδαλίζει τοὺς ἀνθρώπους ὡς περὶ ἀνθρώπου λεγόμενον, αὐτοῦ πάλιν
τοῦ ἀποστόλου καὶ ταύτην ἀκουέτωσαν ἀναιροῦντος τὴν ὑπόνοιαν.

Οικουμενική Σύνοδος Concilium universale Chalcedonense anno 451


Tomëvolumëpart 2,1,1, p. 112, l. 25

τῆς πανσόφου καὶ διδασκαλικῆς αὐτοῦ γλώττης σαφῆ ποιῆσαι [τὰ] τοῖς βουλομένοις
διαστρέφειν τὰ καλῶς συνταγέντα συγγράμματα καὶ ἀκολουθεῖν αὐτοῦ τῶι εὐσεβεῖ
ἅπαντας ἔπεισεν φρονήματι. ἀλλ' ἑτέρων τινῶν ἀπὸ τούτων τῶν ἐπὶ τοῦ παρόντος
ἀναγνωσθεισῶν ἐπιστολῶν ἀμφιβάλλεσθαι παρασκευαζόντων τοῦ μακαριωτάτου καὶ
ὁσιωτάτου ἀνδρὸς τὸ φρόνημα, αὖθις ἀνάγκην ἔσχεν, μᾶλλον δὲ προθυμίαν (ἅπαντα
γὰρ αὐτοῦ τὸν χρόνον εἰς τοῦτον κατανάλωσεν τῆς εὐσεβείας τὸν πόνον) ἑαυτὸν
ἑρμη-
νεῦσαι καὶ τὸν ἴδιον σκοπὸν δεῖξαι καὶ σαφῶς ἅπασιν παραστῆσαι δι' ὧν ἐπέστειλεν
πρὸς
τοὺς τῆς μακαρίας καὶ ὁσίας μνήμης ἐπισκόπους γεγονότας, Ἀκάκιον τὸν Μελιτηνῆς
καὶ
Οὐαλεριανὸν τὸν τοῦ Ἰκονίου καὶ Σούκεσσον τὸν Διοκαισαρείας τῆς Ἰσαύρων
ἐπαρχίας,
ὅπως προσήκει νοεῖν καὶ τὰς ἀρτίως ἀναγνωσθείσας ἐπιστολὰς καὶ τῆς τοῦ σωτῆρος
ἡμῶν ἐπιδημίας τὸ σέβας. πρόσκειται γὰρ καὶ τοῦτο τοῖς ἄλλοις ἐν ταῖς πρὸς τοὺς
399

μακαρίους ἐκείνους ἐπιστολαῖς· οὐ δεῖ τοιγαροῦν νοεῖν δύο φύσεις, ἀλλὰ μίαν φύσιν
τοῦ
λόγου σεσαρκωμένην, καὶ ταύτην αὐτοῦ τὴν φωνὴν τῆι τοῦ μακαριωτάτου
Ἀθανασίου
ἐβεβαίωσεν μαρτυρίαι.
 Οἱ Ἀνατολικοὶ καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐβόησαν· Ταῦτα
Εὐτυχὴς λέγει. ταῦτα Διόσκορος λέγει.
 Διόσκορος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας εἶπεν· Οὔτε σύγχυσιν λέγομεν
οὔτε τομὴν οὔτε τροπήν. ἀνάθεμα τῶι λέγοντι ἢ σύγχυσιν ἢ τροπὴν ἢ ἀνάκρασιν.  
 Οἱ ἐνδοξότατοι ἄρχοντες καὶ ἡ ὑπερφυὴς σύγκλητος εἶπον· Λεγέτω ἡ ἁγία σύ-
νοδος εἰ ταῖς κανονικαῖς ἐπιστολαῖς τοῦ τῆς ὁσίας μνήμης Κυρίλλου ταῖς καὶ ἐν τῆι
συνόδωι
δημοσιευθείσαις καὶ νῦν ἀναγνωσθείσαις συμφωνεῖ ἡ διαλαλιὰ Εὐσταθίου τοῦ
εὐλαβεστάτου

Οικουμενική Σύνοδος Synodus Constantinopolitana et Hierosolymitana anno 536


Tome 3, p. 199, l. 3

ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον τὸν ἐκ σώματος καὶ ψυχῆς νοερᾶς καὶ λογικῆς. οὐ γὰρ εἶπε τὸ
σῶμα μετὰ πάντα γενέσθαι, ἵνα προυπάρχουσα ψυχὴ εἰσέλθηι ἐν αὐτῶι· ἀλλ' εἶπε
μετὰ πάντα τὰ κτίσματα τὸν ἄνθρωπον γεγενῆσθαι τὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος

δεικνὺς ὅτι ἀμφότερα, τουτέστι σῶμά τε καὶ ψυχήν, ὁ θεὸς κατὰ ταυτὸν
ἐδημιούργησεν.
 Ἐπειδὴ δὲ καὶ τοῦτο μετὰ τῶν ἄλλων Ὡριγένους βλασφημιῶν εἴρηται ὅτι ἡ
τοῦ κυρίου ψυχὴ προυπῆρχε καὶ ταύτηι ὁ θεὸς λόγος ἥνωτο πρὸ τῆς ἐκ παρθένου
σαρκώ-
σεως, καὶ τὴν τοιαύτην ἀναιρῶν ληρωιδίαν ὁ αὐτὸς ὁ ἐν ἁγίοις Ἀθανάσιοις ἐν τῆι
πρὸς
Ἐπίκτητον ἐπιστολῆι λέγει τάδε  
 εἰκότως καταγνώσονται ἑαυτῶν πάντες οἱ νομίζοντες πρὸ τῆς Μαρίας εἶναι τὴν
ἐξ αὐτῆς σάρκα καὶ πρὸ ταύτης ἐσχηκέναι ψυχὴν ἀνθρωπίνην τὸν θεὸν λόγον καὶ ἐν
αὐτῆι πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἀεὶ γεγενῆσθαι.
 Εἰ τοίνυν κατὰ τὰ εἰρημένα τῶι ἐν ἁγίοις Ἀθανασίωι ἡ ψυχὴ τοῦ κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ κατὰ πάντα ὁμοιωθέντος ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας οὐ προυπῆρχε τῆς
ἐν σαρκὶ αὐτοῦ ἐπιδημίας, ποίας ἂν εἴη μανίας τὸ λέγειν τὰς ἄλλας τῶν ἀνθρώπων
ψυχὰς
προυπάρχειν τῶν σωμάτων;
 Ἀκούσωμεν δὲ πρὸς τούτοις καὶ τοῦ ἐν ἁγίοις Βασιλείου ἐν τῶι λόγωι τῶι εἰς τὸ
ἐν ἀρχῆι ἦν ὁ λόγος καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεὸν λέγοντος οὕτως
 Ὅρα μή ποτέ σε παρακρούσηται τὸ ὁμώνυμον τῆς φωνῆς· πῶς γὰρ ἐν ἀρχῆι
ἦν ὁ ἀνθρώπινος λόγος τοῦ ἀνθρώπου κάτω που λαβόντος τὴν ἀρχὴν τῆς γενέσεως;
πρὸ ἀνθρώπου θηρία, πρὸ ἀνθρώπου κτήνη, τὰ ἑρπετὰ ὅσα χερσαῖα καὶ ἔνυδρα, τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἀστέρες ἥλιος σελήνη βοτάναι γῆ θάλαττα οὐρανός.

Οικουμενική Σύνοδος Synodus Constantinopolitana et Hierosolymitana anno 536


400

Tome 3, p. 199, l. 6

δεικνὺς ὅτι ἀμφότερα, τουτέστι σῶμά τε καὶ ψυχήν, ὁ θεὸς κατὰ ταυτὸν
ἐδημιούργησεν.
 Ἐπειδὴ δὲ καὶ τοῦτο μετὰ τῶν ἄλλων Ὡριγένους βλασφημιῶν εἴρηται ὅτι ἡ
τοῦ κυρίου ψυχὴ προυπῆρχε καὶ ταύτηι ὁ θεὸς λόγος ἥνωτο πρὸ τῆς ἐκ παρθένου
σαρκώ-
σεως, καὶ τὴν τοιαύτην ἀναιρῶν ληρωιδίαν ὁ αὐτὸς ὁ ἐν ἁγίοις Ἀθανάσιοις ἐν τῆι
πρὸς
Ἐπίκτητον ἐπιστολῆι λέγει τάδε  
 εἰκότως καταγνώσονται ἑαυτῶν πάντες οἱ νομίζοντες πρὸ τῆς Μαρίας εἶναι τὴν
ἐξ αὐτῆς σάρκα καὶ πρὸ ταύτης ἐσχηκέναι ψυχὴν ἀνθρωπίνην τὸν θεὸν λόγον καὶ ἐν
αὐτῆι πρὸ τῆς ἐπιδημίας ἀεὶ γεγενῆσθαι.
 Εἰ τοίνυν κατὰ τὰ εἰρημένα τῶι ἐν ἁγίοις Ἀθανασίωι ἡ ψυχὴ τοῦ κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ κατὰ πάντα ὁμοιωθέντος ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας οὐ προυπῆρχε τῆς
ἐν σαρκὶ αὐτοῦ ἐπιδημίας, ποίας ἂν εἴη μανίας τὸ λέγειν τὰς ἄλλας τῶν ἀνθρώπων
ψυχὰς
προυπάρχειν τῶν σωμάτων;
 Ἀκούσωμεν δὲ πρὸς τούτοις καὶ τοῦ ἐν ἁγίοις Βασιλείου ἐν τῶι λόγωι τῶι εἰς τὸ
ἐν ἀρχῆι ἦν ὁ λόγος καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεὸν λέγοντος οὕτως
 Ὅρα μή ποτέ σε παρακρούσηται τὸ ὁμώνυμον τῆς φωνῆς· πῶς γὰρ ἐν ἀρχῆι
ἦν ὁ ἀνθρώπινος λόγος τοῦ ἀνθρώπου κάτω που λαβόντος τὴν ἀρχὴν τῆς γενέσεως;
πρὸ ἀνθρώπου θηρία, πρὸ ἀνθρώπου κτήνη, τὰ ἑρπετὰ ὅσα χερσαῖα καὶ ἔνυδρα, τὰ
πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἀστέρες ἥλιος σελήνη βοτάναι γῆ θάλαττα οὐρανός.
 Ἰδοὺ ὁ πατὴρ σαφῶς ἡμῖν προαγορεύει μὴ συναπαχθῆναι τοῖς τοῦ Ὡριγένους
μύθοις περὶ τῆς τῶν ψυχῶν προυπάρξεως. οὐ διδάσκει γὰρ ἡμᾶς ἐν ἀρχῆι τὸν ἀν-
θρώπινον λόγον, τουτέστι τὴν ψυχήν, ἀλλὰ διαρρήδην βοᾶι ὅτι ἀνθρώπου γένεσις

Scholia In Aelium Aristidem, Scholia in Aelium Aristidem (scholia vetera)


Treatise Pan, Jebb pagëline-Hypothesis-Epigram 107,8, l. 28

Ἀθηναίους οἱ θεοὶ ἀρετὴν καὶ δικαιοσύνην τῷ παρ' αὐ-


τοῖς δικάζειν. ἐγύμνωσε γὰρ νῦν τὸ θεώρημα, διὰ τοῦ εἰ-
πεῖν ὅτι καὶ ὧν ἤρισαν, πρὸς ἀλλήλους τοὺς διδασκάλους
ἔχειν Ἀθηναίους τοὺς θεούς· προσυπακουστέον δὲ τῷ ὧν
ἤρισαν πρὸς ἀλλήλους τὸ πραγμάτων, ἵν' ᾖ ὧν ἤρισαν
πρὸς ἀλλήλους πραγμάτων. τὸ δ' ἐπιστρέφοντες πάντας
ἀνθρώπους πρὸς τὴν πόλιν ἀντὶ τοῦ ἀποβλέπειν ποιοῦντες
καὶ ἐλπίζειν. οὕτω γοῦν καὶ τὸν Ὀρέστην εἰσάγει παρ'
Ἀργείοις ἀποτυχόντα τῶν δικαίων, καὶ πρὸς τὴν πόλιν ἐλ-
θόντα καὶ ἀπολαύσαντα. D.
ἄλλαι δι' ἄλλων θεῶν ἐπιδημίας] Δημήτηρ γὰρ, ὡς
ἔφημεν, ἐλθοῦσα τὸν σῖτον δέδωκε. διὸ καὶ Ἐλευσῖνι ἔστη-
σαν αὐτῇ ἀγῶνα εἰς ἀμοιβὴν τῆς εὐεργεσίας· Διόνυσος δὲ,
ἐκ Θηβῶν ὁρμηθεὶς, συγγέγονεν ἐν τῇ Ἀττικῇ Ἰκαρίῳ, καὶ
αὐτῷ τὴν ἄμπελον δέδωκεν. ὅθεν καὶ τούτου πανήγυρις ἐν
τῇ Ἀττικῇ ἐτελεῖτο. παρέσχε δὲ καὶ ἄλλως τῶν θεῶν ἄλλο
τι. AC.
ταῖς γὰρ τιμαῖς τῶν θεῶν] αἷς ἐτίμων τὴν πόλιν. AC.
τὰ δῶρα] αἱ πανηγύρεις. C.
401

διδόντων καὶ λαμβανόντων ἐκ τῶν αὐτῶν] τῶν ὁμοίων·


ὁμοίως γὰρ παρεῖχόν τε καὶ ἐλάμβανον. AC. ἥρμοττε γὰρ

Scholia In Aelium Aristidem, Scholia in Aelium Aristidem (scholia vetera)


Treatise Pan, Jebb pagëline-Hypothesis-Epigram 183,19, l. 9

δεχομένου τὸ σκῆπτρον. C.
ἐπὶ μὲν τῆς Ἀσσυρίων τῆς πρεσβυτάτης]
αὕτη γάρ ἐστιν ἡ πρώτη ἡ τῶν Ἀσσυρίων. BD.
αἱ πρῶται τῆς πόλεώς εἰσι πράξεις] αἱ πρὸς Εὔμολ-
πον. A.
πρώτας πράξεις λέγει τῆς πόλεως τὰ κατ' Ἀμαζό-
νων ἔργα, τὰ κατὰ Εὐμόλπου, τὰ κατὰ Θηβαίων, μὴ
βουληθέντων θάψαι τοὺς σὺν Πολυνείκει πεσόντας Ἀρ-
γείους, τὰ κατὰ τῶν ἄλλων. ὅσα δὲ τῶν θείων λέγει τὴν
τῆς Δήμητρος ἐπιδημίαν, ὅτε ἔδωκε τοὺς καρποὺς, τὸ ἐρί-
σαι Ποσειδῶ καὶ Ἄρη ὑπὲρ τῆς πόλεως τὸ δικάσασθαι
τὸν αὐτὸν τοῦτον Ἄρει ὑπὲρ Ἁλιρροθίου, τὴν Ὀρέστου
μετ' Ἐριννύων κρίσιν, τὸ νομίσαι Ἡρακλέα θεὸν, καὶ
ὅσα τοιαῦτα.

Scholia In Aelium Aristidem, Scholia in Aelium Aristidem (scholia vetera)


Treatise Tett, Jebb pagëline-Hypothesis-Epigram 219,19, l. 1

σιν αὐτὴν καὶ τὴν φιλονεικίαν, ὅτι φιλονείκως πρώτους


ἑαυτοὺς ἔλεγον. BD.
οὐδ' ἐκεῖνα ἐπὶ πᾶσι δικαίοις ἐψηφίσαντο]
ἐκεῖνα λέγει τὸ δεύτερον ψηφίσασθαι· οὐδεὶς γὰρ ἔχειν
πρῶτον ἑαυτοῦ τινα βούλεται. BD.
τοσοῦτον ἁπάντων κατεγέλασεν] γέλως γὰρ
ἦν ἡ κρίσις αὐτὴ, ἣν ἐκρίναντο πρώτους ἑαυτοὺς λέγου-
σιν. BD.
ἦλθεν εἰς Λακεδαίμονα ὥσπερ ἐπίτηδες]
βουλόμενος αὐτοὺς δοκιμάσαι πῶς ἔχουσι περὶ αὐτοῦ. B.
οὐ κατέσχον πρὸς τὴν ἐπιδημίαν αὐτοῦ]
ἀντὶ τοῦ οὐκ ἐκώλυσαν αὐτόν. ὅρα δὲ πῶς εἶπε τὰς λέ-
ξεις ἐπὶ θείου τινός. BD.
τῶν παρ' αὐτοῖς βασιλέων] τῶν Ἡρακλει-
δῶν· ἐξ αὐτῶν γὰρ ἦσαν οἱ βασιλεῖς ἐκεῖ. BD.
τῶν ὁπλιτῶν ἕνεκα] ἢ διότι οὐ κατ' ἤπει-
ρον ἔχων ὁπλίτας ἐμάχετο. Oxon.
ὃν οἱ ἀντίπαλοι δοκοῦντες εἶναι καὶ ἄκοντες
ἐτίμων, ἃ μηδένα τῶν πώποτε] ἀντιπάλοις λέγει οὐ τῇ  
γνώμῃ· οὔπω γὰρ ἦσαν ἐχθροί· ἀλλὰ τῇ τέχνῃ ἀντίπα-
λοι. τὸ δὲ ἄκοντες εἶπεν, ἐπειδήπερ εἶπεν ἄνω ὅτι

Scholia In Aeschylum, Scholia in Persas (scholia vetera) Hypothesis-verse of play


402

429, l. 1

οὐχ ἁπλῶς οὐδὲ ἀδιδάκτως.


σκάφη νεῶν] ἀντὶ τοῦ αἱ νῆες.
νεῶν] τῶν Περσῶν δηλονότι.
ναυαγίων] ναυαγία αὐτὸ τὸ πάθος, ναυάγιον δὲ αὐτὸ τὸ ναυαγῆσαν
σκεῦος. διὰ τοῦτο οὖν ναυαγίων βαρυτόνως τῶν σωμάτων.
βόλον] ἄγραν.
ἐρειπίων] ἐρείπια κυρίως τὰ πτώματα τῶν οἴκων· νῦν δὲ τὰ
θραύσματα τῶν νεῶν.
ἕως κελαινῆς νυκτός] λείπει τὴν μάχην· ἕως ἡ νὺξ ἐπιγε-
νομένη ἔπαυσεν αὐτοὺς τῆς μάχης.
Ἴων ἐν ταῖς Ἐπιδημίαις παρεῖναι Αἰσχύλον ἐν τοῖς Σαλα-
μινιακοῖς φησί.
στοιχηγοροίην] ἐφεξῆς λέγοιμι, στοιχομυθοίην.
τοσοῦτ' ἀριθμόν] πλῆθος ἀνθρώπων τοσοῦτον τῷ ἀριθμῷ.
μήποτε δὲ τοσουτάριθμον θέλει.
κακῶν δὴ πέλαγος] εὔκαιρος ἡ τροπὴ ἀπὸ τῶν ἐν πελάγει
ἀτυχησάντων.

Scholia In Aeschylum, Scholia in Persas (scholia vetera) (e cod. Mediceo 32.9)


Scholion 432, l. 4

ἐρείπια (ἐρίπια m)
κυρίως τὰ πτώματα τῶν
οἴκων· νῦν δὲ τὰ θραύ-
σματα τῶν νεῶν.  
λείπει τὴν μάχην. ἕως
ἡ νὺξ ἐπιγινομένη ἔπαυ-
σεν αὐτοὺς τῆς μάχης.
(in fine paginae, post
v. 432 qui est extremus,
scriptum) Ἴων ἐν ταῖς Ἐπι-
δημίαις παρεῖναι Αἰσχύλον
ἐν τοῖς Σαλαμινιακοῖς φησι.
ἐφεξῆς λέγοιμι, στοι-
χομυθοίην.
πλῆθος ἀνθρώπων το-
σοῦτον τῷ ἀριθμῷ. μήποτε
δὲ τοσουτάριθμον θέλει.  

Scholia In Aratum, Scholia in Aratum (scholia vetera) Scholion 1098, l. 7

φεύγουσιν, εἰς ἣν δύνανται κἂν ἐξ ὀλίγου τρέφεσθαι”.


καὶ οἱ κολοιοὶ δὲ ἐκ τῶν νήσων πετόμενοι τοῖς γεωρ-
γοῖς σημεῖον αὐχμοῦ καὶ ἀφορίας. ἐὰν δὲ ἔμμετροι
χωρῶσιν, εὐκαρπίαν δηλοῦσιν.
MA – αὐχμῷ ἀνιηθείς: βλαβεὶς ὑπὸ τοῦ
403

αὐχμοῦ. ξηρότεραι γὰρ αἱ νῆσοι τῶν ἠπείρων ὑπάρ-  


χουσαι, ὥς φησι Πλούταρχος (fr. 20 Sandbach),
θᾶττον καὶ ῥᾷον τοῦ αὐχμηροῦ καταστήματος ἀντι-
λαμβάνονται. διὸ καὶ τὰ ὄρνεα φεύγει καὶ ταῖς ἠπείροις
ἐπιπελάζει. καὶ ἄχθεται μὲν ὁ γεωργὸς τῇ τῶν ὀρνίθων
ἐπιδημίᾳ τὸν αὐχμὸν ὑποπτεύων, χαίρει δὲ ταῖς αὐταῖς
ὄρνισιν ὁ αἰπόλος ὅταν ἐν κόσμῳ καὶ τεταγμέναι φέρων-
ται, ὡς πλείονος γάλακτος γενησομένου διὰ τὸ ἔνθερ-
μον εἶναι τὸν ἐνιαυτόν.
MKUA – οὕτω γὰρ μογεροί: καματηροὶ
καὶ πλανώμενοι ἐν πολλοῖς πράγμασιν ἄλλος ἐξ ἄλλων
ἔργων καὶ ἐλπίδων ζῶμεν, ὁ μὲν γεωργὸς ἀπὸ σπερ-
μάτων, ὁ δὲ αἰπόλος ἀπὸ αἰπολίων, οἱ δὲ ναῦται ἀπὸ
θαλάσσης, καὶ τὰπαρὰ ποσὶ σημεῖα (τουτέστι
τὰ πλησίον) γινώσκεινπάντες ἕτοιμοι, ἐξ
ὧν μεταχειρίζονται, καὶ τὰ ἀπὸ τῆς σημειώσεως

Scholia In Aristophanem, Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora Triclinii)


Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 1098, l. 1

vet Tr ἱδρύσανθ' ἱερείῳ] οὐ χύτραις, ὡς ἄνω ἔλεγεν. ΓLh


vet ὁδὸν ἡγεμόνευον] τῆς θυσίας ἠρξάμην. Γ
vet Trκώθωνα: διὰ τὸ διηπορῆσθαι τὸν μάντιν καὶ ἐκ τῆς θυσίας αἰτεῖν
ταύτης ἀποκερδῆσαι, ἀλλὰ μὴ δὴ σπονδῆς μετασχεῖν, τοῦτο ἔπαιξεν. ΓLh
vet“κώθωνα” λέγει τὸν νῦν λεγόμενον κύαθον. εἶδος ποτηρίου. Γ
vet Trκώθωνα: νῦν τὸ ποτήριον, ἀλλαχοῦ δὲ κάνθαρον. VΓLh
vet Tr τὰ ἔπη φησὶ ταῦτα μὴ ἐπιγινώσκειν, μόνα δὲ εἰδέναι τὰ σιβύλλεια.
VΓLh
vet TrΣίβυλλα VΓ: οὐ γὰρ κεῖται ταῦτα παρὰ Σιβύλλῃ VbisΓbisLh τῇ
χρησμολόγῳ. VLh
vet Trἐπιδημίου VΓ: τὸ“ἐπιδημίου” οὐκ ἔστι πρὸς τὰ προκείμενα – πρὸς  
ἀλλοχώρους γὰρ ἦν ὁ πόλεμος – ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς τὸ“πολέμου ἔραται”. εἰ μὴ
ἄρα τῇ τῶν Ἑλλήνων ὀνομασίᾳ ἐπιδήμιος δόξει Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις ὁ
πόλεμος. VΓLh
vet Trὡς οὗτος φοβερὸς VΓτοῖς σπλάγχνοις V: ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν “ὁ
ἴκτινος”· χαλεπὸς γὰρ οὗτος τοῖς σπλάγχνοις. VΓLh
vet Trὡς οὗτος φοβερὸς Lh: εἰώθασι γὰρ οἱ μάντεις μετὰ τὴν ἔκβασιν τῶν
πραγμάτων λέγειν· ὅτι προῄδειν τοῦτο ἐσόμενον. πρὶν δὲ γενέσθαι οὔτε προΐσασιν
οὐδὲν οὔτε λέγουσιν. VΓLh
vet Trβαλανεύσω VΓ: διακονήσω, ὑπουργήσω. VΓLh
vet Trβαλανεύσω Lh: ἐγχέω ἐμαυτῷ τῶν σπονδῶν. ἀπὸ τῶν ἑαυτοῖς ἐπιχε

Scholia In Aristophanem, Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora Triclinii)


404

Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 1098, l. 3

vet Trκώθωνα: διὰ τὸ διηπορῆσθαι τὸν μάντιν καὶ ἐκ τῆς θυσίας αἰτεῖν
ταύτης ἀποκερδῆσαι, ἀλλὰ μὴ δὴ σπονδῆς μετασχεῖν, τοῦτο ἔπαιξεν. ΓLh
vet“κώθωνα” λέγει τὸν νῦν λεγόμενον κύαθον. εἶδος ποτηρίου. Γ
vet Trκώθωνα: νῦν τὸ ποτήριον, ἀλλαχοῦ δὲ κάνθαρον. VΓLh
vet Tr τὰ ἔπη φησὶ ταῦτα μὴ ἐπιγινώσκειν, μόνα δὲ εἰδέναι τὰ σιβύλλεια.
VΓLh
vet TrΣίβυλλα VΓ: οὐ γὰρ κεῖται ταῦτα παρὰ Σιβύλλῃ VbisΓbisLh τῇ
χρησμολόγῳ. VLh
vet Trἐπιδημίου VΓ: τὸ“ἐπιδημίου” οὐκ ἔστι πρὸς τὰ προκείμενα – πρὸς  
ἀλλοχώρους γὰρ ἦν ὁ πόλεμος – ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς τὸ“πολέμου ἔραται”. εἰ μὴ
ἄρα τῇ τῶν Ἑλλήνων ὀνομασίᾳ ἐπιδήμιος δόξει Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις ὁ
πόλεμος. VΓLh
vet Trὡς οὗτος φοβερὸς VΓτοῖς σπλάγχνοις V: ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν “ὁ
ἴκτινος”· χαλεπὸς γὰρ οὗτος τοῖς σπλάγχνοις. VΓLh
vet Trὡς οὗτος φοβερὸς Lh: εἰώθασι γὰρ οἱ μάντεις μετὰ τὴν ἔκβασιν τῶν
πραγμάτων λέγειν· ὅτι προῄδειν τοῦτο ἐσόμενον. πρὶν δὲ γενέσθαι οὔτε προΐσασιν
οὐδὲν οὔτε λέγουσιν. VΓLh
vet Trβαλανεύσω VΓ: διακονήσω, ὑπουργήσω. VΓLh
vet Trβαλανεύσω Lh: ἐγχέω ἐμαυτῷ τῶν σπονδῶν. ἀπὸ τῶν ἑαυτοῖς ἐπιχε-
όντων ὕδωρ, ἢ τὰς βαλάνους κρυπτόντων τῷ πυρί. VΓLh
vet κυρίως ἐπὶτοῦ τὰς βαλάνους ὀπτᾶν· νῦν δὲ ἁπλῶς ὀπτεύσω.

Scholia In Aristophanem, Scholia in aves (scholia vetera) Argumentum-scholion sch


av, verse 11, l. 9

δ' ἂν ἐντεῦθεν τὴν πατρίδα ἰδεῖν, (τουτέστι) τὰς Ἀθή-


νας. ὡς πολὺ δὲ ἀφεστηκότων ταῦτά φησιν.
Ἐξηκεστίδης: Τοῦτον ὡς ξένον διαβάλλουσι καὶ
πλάνον (τὰς ὁδοὺς γινώσκειν). οἱ γὰρ ξένοι μᾶλλον
ἴσασι τὰς ὁδούς. (τοῦτο δ' ἂν εἴη μεμνημένος καὶ ἐν
τοῖς ἔπειτα, διὰ τούτων [764]
  εἰ δὲ δοῦλός ἐστι καὶ Κὰρ, ὥσπερ Ἐξηκεστίδης.
ἔστι δὲ καὶ ἕτερος «ἔχων λύραν ἔργον Εὐδόξου τι-
ταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον.» μέμνηται δὲ αὐτοῦ καὶ
Πολέμων ἐν τῷ δευτέρῳ περὶ τῆς Ἀθήνησιν Ἐρατο-
σθένους ἐπιδημίας λέγων. ὁ δὲ Ἐξηκεστίδης, κιθαρῳ-
δὸς πυθιονίκης. νικᾷ δὲ καὶ τὸν τῶν Καρνείων ἀγῶνα
τὸν ἐν Λακεδαίμονι, καὶ Παναθήναια δίς. Ἄλλως. ὁ
Ἐξηκεστίδης ὡς ξένος κωμῳδεῖται. καὶ Φρύνιχος Μο-
νοτρόπῳ
  μεγάλους πιθήκους οἶδ' ἑτέρους τινὰς λέγειν,
  Λυκέαν, Τελέαν, Πείσανδρον, Ἐξηκεστίδην.
  ἀνωμάλους εἶπας πιθήκους
  ὁ μέν γε δειλὸς, ὁ δὲ κόλαξ,
405

  ὁ δὲ νόθος.)
σὺ μὲν ὦ τᾶν: Παίζων φησί. τουτέστι τὴν εἰς

Scholia In Euripidem, Scholia in Euripidem (scholia vetera)


Vita-argumentum-scholion sch Hipp, sec. 754, l. 2

δὲ τὴν ἀμβροσίαν:  – NAB


ἀντὶ τοῦ φύει βλαστάνει:  – M
ἡ τὸν βίον διὰ τῆς τροφῆς παρέχουσα:  – AgBi
τὴν εὐδαιμονίαν τῶν θεῶν. τουτέστιν τῶν μακάρων αἱ
νῆσοι:  – M
ὦ λευκόπτερε Κρησία πορθμίς: λευκὰ πτερά, ὅ ἐστιν
ἄρμενα, ἔχουσα Κρητικὴ ναῦ, ἥτις κατὰ τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης τὴν
δέσποινάν μου Φαίδραν ἐκόμισας νυμφευθεῖσαν Θησεῖ:  – NABi
κῦμ' ἁλίκτυπον: ἑτέρα μοῖρα χορικὴ ἤδη καὶ τὰ παρόντα  
θρηνεῖ ἄνωθεν ἐκ τῆς ἐπιδημίας ὀλοφυρομένη τὴν Φαίδραν. σύ μοι,
φησὶ, προοίμιον τῶν θρήνων, ὦ πορθμὶς, ἐπεὶ καὶ τῶν συμφορῶν ὑπό-
θεσις γεγένησαι:  – AB
τὸ ἐν τῇ ἁλὶ κτυποῦν:  – M
τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἠχοῦν:  – Mg
τῆς θαλάσσης:  –

Scholia In Euripidem, Scholia in Euripidem (scholia vetera)


Vita-argumentum-scholion sch Andr, sec. 1103, l. 2

ἄλλως: οἱ προέχοντες δὲ ἤρχοντο εἰς τοὺς τόπους καθ' οὓς αἱ


βουλαὶ ἐγίνοντο:  – A
ἰδίᾳ θ' ὅσοι: καὶ πάλιν ἰδίᾳ καὶ χωρὶς τῶν ἄλλων φρουρὰς
ἐτίθεντο καὶ φύλακας οἱ τῶν τοῦ θεοῦ χρημάτων προιστάμενοι:  – A  
πόας:  – Mg
ἡμεῖς δὲ μῆλα: ἐν ταῖς πόαις, ἐν ταῖς βοτάναις:  – NO
παιδεύματ': τὰ βουλεύματα τούτων οὐ γινώσκοντες:  – A
παιδεύματ' οὐδέν: τινὲς, ἃ πρὸς παίδευσιν ἑαυτῶν καὶ σωφρο-
νισμὸν ἤγομεν τῷ θεῷ. ἢ τὰ θρέμματα:  – NOA
σὺν προξένοισι: τοῖς φίλοις. πρόξενοι γάρ εἰσιν οἱ ἐπὶ
ξένης φίλοι. ὡς τοῦ Νεοπτολέμου ἀπὸ τῆς πρώτης ἐπιδημίας φίλους
ἔχοντος ἐκεῖσε:  – NOA
θεῷ κατευξώμεσθα: ὡς ἔθος ἔχοντος τοῦ ἱερέως εὔχε-
σθαι ὑπὲρ τῶν θυομένων:  – NO
κἀνταῦθ' Ὀρέστου: ταῦτα φησὶν, εἰπόντος τοῦ δεσπό-
του οὐδεὶς ἐπίστευσεν, ἀλλ' ἴσχυσεν ἡ διαβολὴ Ὀρέστου:  – NOA
ἥκων ἐπ' αἰσχροῖς: δοὺς τοῖς ἱερεῦσι τὰ ἱερεῖα εἰσῆλθεν
εὔξασθαι πρὸ τῶν θυσιῶν:  – NOA
εὔξαιτο Φοίβῳ: ἔτυχε παρεῖναι τὸν Νεοπτόλεμον θυσίας
ἐπιτελούμενον:  –

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) Book of Iliad 9, verse 63c, l. of
406

scholion 2

 ex.ἀφρήτωρ: κοινῶςὁ φρατρίας καὶ συγγενείας μὴ


μετέχων, ἀπάνθρωπος. Aint
 D(~)ἀφρήτωρ: ἄπολις καὶ συγγένειαν οὐκ ἔχων· φρατρία γὰρ ἡ
συγγένεια. κυρίως δέ ἐστι τρίτον μέρος φυλῆς. A
 ex.ἀθέμιστος: θηριώδης, ἄνομος, ὅπου καὶ Κύκλωπες θε-
μιστεύουσι “παίδων ἠδ' ἀλόχων” (ι 115), οἱονεὶ τὸ περὶ τὴν συγγέ-
νειαν φυλάσσουσι δίκαιον. b(BE3E4)T
 D | ex. ἄδικος | καὶ ἄνομος καὶ θηριώδης, ὅπου καὶ οἱ Κύκλωπες
θεμιστεύουσι καὶ νόμοις χρῶνται τοῖς τῶν θεῶν. A
 ex.ἀνέστιος: ὁ γὰρ ἑστίαν νέμων καὶ βίον ἑδραῖον τιμῶν τῆς
πρὸς τοὺς οἰκείους ἀπέχεται στάσεως· b(BE3E4)T ἐπιδήμιος (cf.
Ι 64) γὰρ πόλεμος ὁ ἐμφύλιος. T  
 ex.(?)ἔραται: ἐπιθυμεῖ. ἡ λέξις Ἰωνική. Aim
 ex.ἀλλ' ἤτοι νῦν μέν – μελαίνῃ: τοῦ καιροῦ στοχάζεται καὶ προδείξας
τὸ ὠφελοῦν σιωπᾷ τέως τὴν θεραπείαν. b(BCE3E4)Til
 ex.δόρπα τ' ἐφοπλισόμεσθα: ἄξιον γὰρ προνοεῖν τῆς θε-
ραπείας τοῦ σώματος τοὺς κάμνοντας. οἱονεὶ δὲ ὅπλα τῆς μάχης ποιη-
σώμεθα τὰ δόρπα. b(BCE3E4)T
 Did.φυλακτῆρες: Ἀρίσταρχος διὰ τοῦα “φυλακτῆρας”, AT
τοὺς φύλακας. A
 ex.λεξάσθων: διαταγήτωσαν.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) Book of Iliad 20, verse 38, l. of
scholion 2

 ex.Ἥφαιστος δ' ἅματοῖσι κίε: πολέμιος Ἄρει, φίλος


Ἀθηνᾷ. “Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη” (ζ 233) καὶ “μητρὶ
φίλῃ ἐπίηρα φέρων” (Α 572). καὶ ὅτι τεχνικὸν τὸ Ἑλληνικόν. T
 Ἥφαιστος δὲ διὰ τὸ φρόνιμος καὶ μηχανικὸς καὶ τεχνίτης
εἶναι, οἷοι καὶ Ἕλληνες. b(BCE3E4)
 ex.βλεμεαίνων: οἷον †βλεεμένων ὡς ὑδρηλός†. ἢ διὰ τὸ
πῦρ. ἢ ἐπεὶ τὰ ἄνω δεινός ἐστι καὶ “πέλωρ αἴητον” (Σ 410). T  
 ex.ῥώοντο ἀραιαί: ἐρρώνυντο αἱ ἀσθενεῖς. Aint
 ex.ῥώοντο: ἐρρωμένως ἐπειρῶντο βαδίζειν. b(BCE3E4)T
 ex.ἐς δὲ Τρῶας Ἄρης: ἁρπαγῆς καὶ βίας ὁ Ἄρης δεσπόζει.
φησὶ δὲ “ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες” (Ω 262). b(BCE3E4)T
 ex.Φοῖβος ἀκερσεκόμης ἠδ' Ἄρτεμις ἰοχέαιρα: χορῶν
γὰρ δεσπόζει σὺν Ἀρτέμιδι, οἱ δὲ Τρῶες “χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι”
(Ω 261). τοξόται τέ εἰσιν οὗτοι οἱ θεοί, τοξόται δὲ καὶ οἱ Τρῶες. T
 ὁ δὲ Φοῖβος καὶ Ἄρτεμις χορῶν δεσπόζουσι καὶ παιγνίων·
καὶ οἱ Τρῶες δὲ “†χοροτυπίῃσιν† ἄριστοι”. ἅμα δὲ ὅτι καὶ τοξόται
εἰσὶ τοῖς Τρωσὶν ὁμοίως. b(BCE3E4)
 ex.ἀκερσεκόμης: ἐπεὶ κουροτρόφος. ἐπὶ δὲ τοῖς πένθεσιν
ἐκείροντο. †οὖν εὐχόμεθα ἀπενθεῖς ἡμᾶς διατηρεῖν. b(BCE3)T
407

 ex.Λητώ τε Ξάνθος τε φιλομειδής τ' Ἀφροδίτη:


Λητώ {δέ}, ὅτι ἐπιλήσμονες ἐξ ἀφροσύνης ἦσαν. ὁ δὲ Ξάνθος, ὅτι

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) Book of Iliad 24, verse 262, l. of
scholion 1

 ex.ὃς θεὸς ἔσκε – ἀλλὰ θεοῖο: οὐ μόνον δι'


ἀρετὴν ἐξαίρετος ὁ τοῦ Ἕκτορος ἔπαινος, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ †πρόσφορον
τῆς συμφορᾶς. b(BCE3E4)T ἠθικῶς δὲ κρείττονά φησι ὁ Πρία-
μος τὸν παῖδα τοῦ δοκεῖν ἐξ ἑαυτοῦ γεγενῆσθαι. b(BE3E4)T
 ex.οὐδὲ ἐῴκει / ἀνδρός γε – θεοῖο: Στη-
σίχορος (fr. 47 P. = P.M.G. 224) Ἀπόλλωνος αὐτόν φησιν, οὐ
νοήσας τὴν ὑπερβολήν. T
 ex.ὀρχησταί τε χοροιτυπίῃσινἄριστοι: οὐκ ἐν
πολέμοις· ἐκείνην γὰρ τὴν ὄρχησιν σεμνύνει· “καὶ ὀρχηστήν περ
ἐόντα” (Π 617)· τὴν δὲ μαλακὴν ἀποδοκιμάζει. T
 ex.ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες: ἐν τῷ ἰδίῳ δήμῳ πρὸς τὸ ἀδικεῖν
γενναῖοι· ἔνθεν τὸ “οἴκοι μὲν λέοντες, / ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες” (Ar.
pac. 1189 – 90). b(B [bis], CE3E4)T
 ex.ἐπιθεῖτε: ὡς τὸ “διακρινθεῖτε” (Γ 102). AimT
 ex.(?)ἐπιθεῖτε: ἐπιθείητε. Til
 ex.οἱ δ' ἄρα πατρὸς ὑποδδείσαντεςὁμοκλήν:
δεόντως σιωπῶσιν· οὐ γὰρ ἀντιλέγειν ἔδει πατρὶ πενθοῦντι. b(BCE3
E4)T
 ex.ἐκ μὲν ἅμαξανἄειραν ἐΰτροχον ἡμιονείην: ἐκ
μέν T ἔξω μέν. πρᾶγμα δὲ βιωτικὸν καὶ κοινὸν ἐκόσμησε ποιητι-
κῶν λέξεων ποικιλίᾳ.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera et recentiora e cod. Genevensi gr. 44)
Book of Iliad 9, verse 64, l. of scholion 1

ὑπὸ δέους τὰς ἡνίας – τὸ δὲ «φύγον» διὰ τοῦο.  


[φόβον δ' ἔχε] ἡ εὔκαιρος φυγὴ οὐκ αἰσχύνην ἔχει. καὶ Ἀγα-
μέμνων· «βέλτερον ὃς φεύγων προφύγῃ κακόν» νῦν γὰρ
ὁ Ζεὺς ἐναντιοῦται.
[νῦν μὲν – σήμερον] «νῦν» ἤτοι «σήμερον», ὅτι
πρὸς ὀλίγον – φοβερὸν λέγει, ἀλλὰ τὸν Δία.
[ὕστερον αὖτε καὶ ἡμῖν] χρηστὰς αὐτῷ – τὴν ἧτταν
δυνάμενος.
[εἰρύσσαιτο] λείπει ἡ μετά – μεταθείη.
[τότε μοι χάνοι] κρεῖσσον ἡγεῖται θάνατον ψόγου.  
[ἐπιδημίου] ἐπιδήμιος πόλεμος ὁ ἐμφύλιος.
αἰνιττόμενος τὸν Ἀχιλλέα τοῦτό φησι.
[τείχεος ἐκτός] ἵνα ὁρώμενοι – ἀσφαλῶς ἔχωσιν.
[δαίνυ – ἀεικές] διότι ἡ ὁμοτράπεζος κοινωνία πάντας
– ἐπικρίνουσιν.
[τῷ πείσεαι ὅς κεν ἀρίστην] διδάσκει τὸν στρατηγὸν πολλῶν
μὲν ἀκούειν, ἐκλέγειν δὲ τὸ κράτιστον.
408

προσληπτέον ἔξωθεν τὸ ἰδών, ἵν' ᾖ· «τίς ἂν ταῦτα ἰδὼν χαρείη,


βλέπων ταῦτα πρασσόμενα».
[πῦρ κείαντο] ἐπὶ μὲν τῶν κατεπτηχότων ψιλὴ καὶ ἡ τοῦ δεί-
πνου παρασκευή· ἑνικῶς γάρ φησι πῦρ·

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera et recentiora e cod. Genevensi gr. 44)
Book of Iliad 24, verse 262, l. of scholion 1

ἔξωθεν τὸὡς· ὡς μήτηρ παραμένει φυλάττων.


[μείλανι πόντῳ] μέλανι. τῷ καὶ ἔτι νῦν καλουμένῳ Μέλανι κόλ-
πῳ. ἔστι δὲ τὸ σχῆμα παρένθεσις
[μολυβδαίνῃ] μολυβδίνῃ ὁρμιᾷ. μόλυβδος δὲ ἐπίκειται τῷ ἀγ-
κίστρῳ, ἵνα μὴ οἱ ἰχθύες ἀποβιβρώσκωσι τὴν ὁρμιὰν, ἀλλ' ἵνα καθέλ-
κῃ αὐτὴν τῷ βάρει κάτω.
βοὸς κέρας] οἱ μὲν κυρίως, οἱ δὲ τὴν τρίχα· ἄμεινον δὲ νοεῖν
κεράτιόν τι προσκεῖσθαι τῷ ἀγκίστρῳ, ἵνα μὴ οἱ ἰχθύες ἀποβιβρώς-
κωσι τὴν ὁρμιάν.  
[ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες] τὰ τῶν πολιτῶν ἁρπάζοντες καὶ οὐ τὰ
τῶν πολεμίων.
[πρωτοπαγέα] πρωτοπαγῆ. πρώτως παγεῖσαν, πρῶτον πεπη-
γυῖαν, ὅ ἐστι καινήν· ἔστι γὰρ τὸ μὲν τάξεως, τὸ δὲ ποιότητος. πρῶτον
τάξεως, πρώτως ποιότητος.
[πέζῃ] ἐπὶ τῷ τέρματι, ὅ ἐστι τῇ ἀρχῇ τοῦ ῥυμοῦ, ὅθεν καὶ
πέζα ἡ ᾤα καλεῖται.
μόρφνον] ἤτοι περὶ φόνους μεμωρηκότα, φόνιον ἢ μέλανα ἢ
ἅρπαγα. οἱ δὲ ἀετοῦ εἶδος.
περκνὸν] τὸν αὐτὸν τῷ προειρημένῳ, μέλανα, ἀφ' οὗ καὶ τὸν μελαι-
νόμενον καρπὸν περκάζειν λέγομεν.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia recentiora Theodori Meliteniotis) (e cod.


Genevensi gr. 44) Book of Iliad 9, verse 64, l. of scholion 1

γορεῖ καὶ διὰ τοῦ εἰπεῖν «ἄγχι θαλάσσης».


φευγόντων] προσληπτέον – φευγέτωσαν, εἴ εἰσι τῶν
φευγόντων.
οὔτις τοι τὸν μῦθον] πῶς ὁ Νέστωρ – εἰσηγεῖται.
ἐμὸς δέ κε πάϊς] ἐμὸς δ' ἂν καὶ παῖς νομισθείης καὶ τῶν παίδων
μου ὁ νεώτατος.  
ἀτὰρ πεπνυμένα βάζεις] οὐ μὴν τέλος – ἅτινα αὐτὸς
ἀναπληρώσει.
ἀφρήτωρ] ὁ φρατρίαν καὶ συγγένειαν μὴ ἔχων. φρατρία δὲ
κυρίως ἐστὶ τὸ τρίτον μέρος τῆς φυλῆς.
[ἐπιδημίου] τοῦ μὴ πρὸς πολεμίους, ἀλλὰ πρὸς οἰκείους γινο-
μένου.
[φυλακτῆρες] ἀπὸ ὀρθῆς τοῦ φυλακτήρ.
[ἀτὰρ πεπνυμένα – βασιλῆας] συνετῶς δὲ λέγεις παρὰ
409

πάντας τοὺς βασιλεῖς τῶν Ἑλλήνων.


[δαίνυ δαῖτα γέρουσιν] ἐφ' ἑστίασιν καλὴνἄγε τοὺς ἐντίμους.
[πᾶσά τοί ἐσθ' ὑποδεξίη] πάρεστί σοι ἀφθόνως ἡ πρὸς ὑποδο-
χὴν δαψίλεια.
[βουλὴν βουλεύσῃ] τὸ σχῆμα παρονομασία.
Θρασυμήδεα] ὁ δὲ τρόπος ἐπέκτασις. τὸ ἔθος Ἰώνων.
[μενοεικέα] τῷ μένει εἴκουσαν, αὐτάρκη.  

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. (scholia vetera)


Book 1, hypothesis-verse 194, l. 2
ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς] ἀλωὴν καὶ τὴν πολύδενδρον γῆν φησιν·
“ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλωή” (Od. η, 122.). καὶ τὴν ἀμπελόφυτον
“σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν” (Il. σ, 561.)· ὁμοίως καὶ τὴν
σιτοφόρον γῆν. Q. ἀλωὴ λέγεται καὶ ἡ πολύδενδρος γῆ, καὶ ἡ
ἀμπελόφυτος, καὶ ἡ σιτοφόρος, καὶ ἡ δασεῖα. B.E.
ἑρπύζοντ' – οἰνοπέδοιο] μετὰ ὀδύνης καὶ ἀνίας ἠρέμα βαδίζοντα
διὰ τὸ γῆρας. M. βαδίζοντα εἰς τὸν γονιμώτατον τόπον τῆς γῆς
οἰνοφόρου. ἐσήμανε τὸν ὑπὸ τοῦ γήρως μετὰ ὀδύνης καὶ ἀνίας ἠρέμα
καὶ βαρέως βαδίζοντα. Q.
νῦν δ' ἦλθον] διὰ τούτων εὔελπιν ποιεῖ τὸν νέον. τὸ δὲ
ἑξῆς, ἔφαντο γὰρ δὴ αὐτὸν τὸν σὸν πατέρα ἐπιδήμιον εἶναι. λείπει
δὲ τὸ ὥστε. M.P.
ἀλλ' ἔτι που] διὰ τοῦτο εὔελπιν ποιεῖ τὸν νέον. διὰ δὲ τοῦ
εἰπεῖν “νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ” δυσχερὲς αὐτῷ τὸ ἐκφυγεῖν ὑπεσήμανεν
ὡς ἐν νήσῳ ὄντι· οἱ γὰρ ἐν γῇ εὐχερῶς δραπετεύουσιν. E.Q.
οὐ γάρ πω τέθνηκεν] οἶδα, φησὶν, ὅτι οὐ τέθνηκεν· ᾠόμην δὲ
αὐτὸν καὶ ἐπανεληλυθέναι. P.M.Q.
χαλεποὶ δέ μιν] χαλεποὶ ἄνδρες, ἤγουν ὁ Κύκλωψ καὶ οἱ
μετ' αὐτοῦ. ἁρπάσας Ὀδυσσεὺς τὴν θυγατέρα τοῦ Κύκλωπος, ὁ
Κύκλωψ μετὰ πολλῆς ἰσχύος νῆας ποιήσας κατὰ τοῦ Ὀδυσσέως
ἐφέρετο, καὶ οὕτως οὐκ εἴα αὐτὸν πρὸς τὴν οἰκείαν ἐπιστρέψαι. P.

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. (scholia vetera) Book 7, hypothesis-verse 263, l. 3

ὡς σοφὸς ὅτι ἀθανασίαν οὐχ αἱ τοιαῦται δαίμονες χαρίσαιντ' ἂν,


ἀλλὰ τοῦ Διὸς ἂν εἴη καὶ τῶν ἔργων ἃ πέφυκεν ἀπαθανατίζειν. Ἀν-
τισθένης δέ φησιν ὅτι τοὺς ἐρῶντας ᾔδη ψευδομένους τὰς ὑποσχέσεις.
τοῦτο γὰρ ποιεῖν οὐκ ἠδύνατο δίχα Διός. P.Q.T. τὰ γὰρ οὕτως
ἐνδείκνυται ὅτι πάντων τοῦ πραγμάτων προτέθεικε τὸν νόστον, ἵνα
μᾶλλον ὑπακούσῃ Ἀλκίνοος. T.
οὔτι τε] γρ. οὔποτε. P.
Ζηνὸς ὑπ' ἀγγελίης] ὑπονοῶν Ὀδυσσεὺς φαίνεται τὴν ὑπο-
στολὴν τοῦ Ἑρμοῦ· ὡς ἐξαίφνης γὰρ καὶ οὐ προσδοκήσαντος ἐγένετο
ἡ ἐκπομπὴ εἰς αὐτόν. T. ἀγνοῶν τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Ἑρμοῦ τοῦτο
φησί. B. ἀγγελίης, νῦν κελεύσεως. P.V.
ἢ καὶ νόος] διστακτικῶς λέγει. διὸ ὑφ' ἓν ἀναγνωστέον τὸν στί-
410

χον. οὐδὲ γὰρ ᾔδει εἰ ὁ Ζεὺς ἔπεμψε τὸν Ἑρμῆν. P.Q.T.


βραχὺ διασταλτέον μετὰ τὸ, ἔδωκε, τὴν λύσιν τῶν ἑξῆς. P.
γαίης Φαιήκων] γρ. γαίης ὑμετέρης. P.  
τὸ δυσμόρῳ ἀνεφώνησεν. ὄντως γὰρ ἔτι ἔμελλε δυστυχή-
σειν. P.T.
ἀτερπέϊ χώρῳ] ἀντὶ τοῦ ἀτρεπέϊ. T. ὅθεν οὐκ ἦν τραπῆναι
καὶ ἐκφυγεῖν, ἢ ἐκτροπὰς μὴ ἔχοντι καὶ ὁδούς. B.Q.T. ἐκτροπὰς –  
ὁδοὺς, ὡς τερπικέραυνος. P. χαλεπῷ. Gl. P.

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. (scholia vetera)


Book 11, hypothesis-verse 263, l. 1

παίδων, τὸ μὲν ἐκ Ποσειδῶνος, τὸ δὲ ἐκ Κρηθέως. Q.


ἱππιοχάρμην] ἤτοι χαίροντα ἵπποις, ἢ ἐφ' ἵππων μαχόμε-
νον. V.
Ἀντιόπην] ὁ μὲν ποιητὴς Ἀσωποῦ, οἱ δὲ τραγικοὶ Νυκτέως. M.
Νυκτέως αὐτὴν οἱ νεώτεροι ἱστοροῦσιν. H.
Θηβῶν ὁ Ἀσωπός. οὐκ ἀναστρεπτέον τὴν μετά πρόθεσιν. H.
Ἀμφίονά τε Ζῆθόν τε] ὅτι οἱ περὶ Ἀμφίονα ἐτείχισαν τὰς
Θήβας διὰ τὸ δεδοικέναι τοὺς Φλεγύας. μετὰ δὲ τελευτὴν αὐτῶν
κατασκαφείσης τῆς πόλεως ὑπὸ Εὐρυμάχου τοῦ Φλεγυῶν βασιλέως,
Κάδμος ὕστερον ἐλθὼν ἀνέκτισε τὴν Θήβην. Q.
πρῶτοι] πρὸ τῆς Κάδμου ἐπιδημίας. H.
πληθυντικὸν τὸ πύργωσαν. H. Ἀριστοφάνης, ἐπεὶ οὔ μιν. H.
ἐπεὶ οὔ μιν ἀπύργωτον] διὰ

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. (scholia vetera) Book 13, hypothesis-verse 335, l. 2

φησὶν Ἀρίσταρχος. οὕτω δὲ καὶ Ἡρωδιανός. ἐπήτης ἤγουν λόγιος.


καὶ ὡς ὁ λόγιος παρὰ τὸν λόγον, οὕτω καὶ ἐπήτης παρὰ τὸ ἔπος. H.
ἀσπασίως γάρ κ' ἄλλος] ἀθετοῦνται στίχοι ϛʹ ὅτι
οὐδὲν εἴληφε παρ' αὐτοῦ σημεῖον τοῦ μήπω βούλεσθαι τὴν γαμετὴν
ἰδεῖν. τοὐναντίον γὰρ διὰ τοῦτο αὐτῷ ἐπιφαίνεται, ἵνα κρύψῃ αὐτοῦ
τὴν εἴσοδον. διὸ καὶ φησὶν “ἦ μάλα δὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρείδαο
φθίσεσθαι κακὸν οἶτον ἐπὶ μεγάροισιν ἔμελλον, εἰ μή μοι σὺ ἕκαστα
θεὰ κατὰ μοῖραν ἔειπες” (383.). οὕτως οὖν αὐτὸς ἠπείγετο ἰδεῖν τὴν
γαμετήν. H.Q.
σοὶ δ' οὔπω φίλον] οὐκ ἔστι σοι φίλον μαθεῖν τὴν σὴν ἄλο-  
χον ἐπιδημίαν τὴν σὴν, εἰ μήπω πρῶτον ταύτην πειράσεις, εἰ παρ'
αὐτῆς ἦς γνώριμος. H.
φίλον] νῦν ἀντὶ τοῦ ὠφέλιμον. V.
ᾔδε' ὃ νοστήσεις] ἀλλ' ἠπιστάμην ὅτι νοστήσεις, ὅτι ἐπα-
νέλθοις. B. ὅτι νοστήσεις] ὅτι ἐπανέλθοις. V.
χόλον] γρ. κότον. H.
ἰρόν] ἀποκεκομμένον ψιλοῦται. B.
ἐστὶ] γρ. εὐρύ.
411

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. (scholia vetera) Book 16, hypothesis-verse 354, l. 4

ἡμῖν ἐτελέσθη καὶ ἡ ὁδὸς αὕτη. ἐλέγομεν δὲ ὅτι οὐ μὴ τελέσῃ τὴν


πρὸς τὸν οἶκον ὁδὸν αὐτοῦ ἀκινδύνως. Q.
τετέλεσται] γρ. ἐτελέσθη. H.M.
ἐτελέσθη] ἐτελειώθη, ἐπράχθη. V.
φάμεν] παροξυτόνως, ἵνα ᾖ παρατατικός. B.
κείνοις] ἤτοι τοῖς ἐλλοχῶσι τῷ Τηλεμάχῳ. B.
τοῦτο ἐκ τοῦ ποιητοῦ. H.
ἡδὺ δ' ἄρ' ἐκγελάσας] γελάσας εἶπε τοῖς ἰδίοις ἑταίροις
μνηστῆρσι, μή τινας ὑμῶν ὀτρύνητε ἀπελθεῖν καὶ εἰπεῖν τοῖς τὸν  
Τηλέμαχον λοχῶσιν ἐλθεῖν· ἤδη γὰρ ἐκεῖνοι μεμαθηκότες τοῦ Τηλε-
μάχου τὴν ἐνταῦθα ἐπιδημίαν ἐντὸς τῆς αὐτοῦ οἰκίας εἰσέρχονται. H.
μετεφώνεεν] γρ. προσεφώνεεν. H.
κιχάναι] γρ. κιχῆσαι. H.
τεύχεα δέ σφ' ἀπένεικαν] νῦν ἄμφω, καὶ τὰ τῆς νεὼς καὶ
τὰ πολεμιστήρια. B.
ἐπ' ἄκριας] ἐπὶ τὰ ὑψηλότατα μέρη τῶν ὀρῶν. H.
ἄσαμεν] ἐκοιμήθημεν, ἐκαθευδήσαμεν, ἢ ἀνεπαύθημεν. H.
ἐφ' ἡμῖν ἦρα φέρουσιν] ἡ ἐπί πρὸς τὸ ἦρα, ἐπίηρα, τὴν μετ'
ἐπικουρίας χάριν.

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. 1.1-309 (scholia vetera) Hypothesis-verse of


Odyssey 194, l. of scholion 1

γουνόν: τὸ γονιμώτατον καὶ κάλλιστον. VY. εἰς τὸν γονιμώτατον τόπον. HMaQ.
τὸν γόνιμον τόπον. DT. τὸν ὑψηλὸν τόπον ἢ τὸν τραχύν. k.
ἀλωῆς: ἀμπελοφύτου γῆς. DMaV.  –ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς: ἀλωὴν καὶ τὴν πολύδενδρον
γῆν φησιν – ”ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλωή” [η 122] – καὶ τὴν ἀμπελόφυτον –
”σταφυλῇσι
μέγα βρίθουσαν ἀλωήν” [Σ 561] – · ὁμοίως καὶ τὴν σιτοφόρον γῆν. H1HMaP1Q. ἀλωή
σημαίνει
τρία· τὴν ὑπόδενδρον καὶ δασεῖαν γῆν, τὴν ἀμπελόφυτον καὶ τὴν σιτοφόρον. DE2.
ἀλωὴ καὶ ὁ
σύνδενδρος τόπος καὶ ὁ καρποφόρος· καὶ τὸ ἀμπελόφυτον. K. ἀλωὴ λέγεται καὶ ἡ
πολύδενδρος
γῆ καὶ ἡ ἀμπελόφυτος καὶ ἡ σιτοφόρος καὶ ἡ δασεῖα. B.
οἰνοπέδοιο: οἰνοφόρου. HMaPQTVY.
τὸ δὲ ἑξῆς, ἔφαντο γὰρ δὴ αὐτὸν τὸν σὸν πατέρα ὥστε ἐπιδήμιον εἶναι. λείπει δὲ
τὸ “ὥστε”. HMaY.
δήν] ἐπὶ πολύ. E2.
ἔφαντο: εἶπον. VY. ἔλεγον. DE2. ᾤμην. D. λέγουσιν. Ma.
ἐπιδήμιον: ἐπιδημοῦντα. MaV. καὶ ζῶντα. Ma. προσήλυτον. Y. ἤγουν ἐν Ἰθάκῃ
ἀφικέσθαι. DE2.
εἶναι] ὑπάρχειν. Ma.
νυ] ὡς ἔοικε. M1. καὶ ἀτελείωτον. P.
412

ἀλλά νυ τόνγε θεοί: τοὺς καιροὺς καὶ τὰ στοιχεῖα λέγει νῦν· ἢ τὸν Κύκλωπα καὶ
τοὺς σὺν αὐτῷ. Y. τὸ θεός ὄνομα σημαίνει εʹ· θεοὶ οἱ σοφοί, θεοὶ οἱ βασιλεῖς, θεοὶ τὰ
στοι-
χεῖα, αἱ ψυχικαὶ δυνάμεις καὶ τὰ πάθη, καὶ οἱ ἀστέρες καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν εἱμαρμένη.

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. 1.1-309 (scholia vetera)


Hypothesis-verse of Odyssey 194, l. of scholion 5

γῆν φησιν – ”ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλωή” [η 122] – καὶ τὴν ἀμπελόφυτον –


”σταφυλῇσι
μέγα βρίθουσαν ἀλωήν” [Σ 561] – · ὁμοίως καὶ τὴν σιτοφόρον γῆν. H1HMaP1Q. ἀλωή
σημαίνει
τρία· τὴν ὑπόδενδρον καὶ δασεῖαν γῆν, τὴν ἀμπελόφυτον καὶ τὴν σιτοφόρον. DE2.
ἀλωὴ καὶ ὁ
σύνδενδρος τόπος καὶ ὁ καρποφόρος· καὶ τὸ ἀμπελόφυτον. K. ἀλωὴ λέγεται καὶ ἡ
πολύδενδρος
γῆ καὶ ἡ ἀμπελόφυτος καὶ ἡ σιτοφόρος καὶ ἡ δασεῖα. B.
οἰνοπέδοιο: οἰνοφόρου. HMaPQTVY.
τὸ δὲ ἑξῆς, ἔφαντο γὰρ δὴ αὐτὸν τὸν σὸν πατέρα ὥστε ἐπιδήμιον εἶναι. λείπει δὲ
τὸ “ὥστε”. HMaY.
δήν] ἐπὶ πολύ. E2.
ἔφαντο: εἶπον. VY. ἔλεγον. DE2. ᾤμην. D. λέγουσιν. Ma.
ἐπιδήμιον: ἐπιδημοῦντα. MaV. καὶ ζῶντα. Ma. προσήλυτον. Y. ἤγουν ἐν Ἰθάκῃ
ἀφικέσθαι. DE2.
εἶναι] ὑπάρχειν. Ma.
νυ] ὡς ἔοικε. M1. καὶ ἀτελείωτον. P.
ἀλλά νυ τόνγε θεοί: τοὺς καιροὺς καὶ τὰ στοιχεῖα λέγει νῦν· ἢ τὸν Κύκλωπα καὶ
τοὺς σὺν αὐτῷ. Y. τὸ θεός ὄνομα σημαίνει εʹ· θεοὶ οἱ σοφοί, θεοὶ οἱ βασιλεῖς, θεοὶ τὰ
στοι-
χεῖα, αἱ ψυχικαὶ δυνάμεις καὶ τὰ πάθη, καὶ οἱ ἀστέρες καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν εἱμαρμένη. Ma.
βλάπτουσιν: ἐμποδίζουσιν. DE2H1MaPV. κωλύουσι. HMaQ.
κελεύθου] τῆς ὁδοῦ. HMaQT.  – ἕνεκεν. M1. εἰς. Y.  
οὐ γάρ πω τέθνηκεν: οἶδα, φησίν, ὅτι οὐ τέθνηκεν· ᾠόμην δὲ αὐτὸν καὶ ἐπαν-
εληλυθέναι. HMaP1QY.

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. 1.1-309 (scholia vetera) Hypothesis-verse of


Odyssey 233, l. of scholion 4

ἀνερευνᾷς. Y. πολυπραγμονεῖς. BHM1Q.  – ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μέταλλα


ψηλαφώντων. BP1.
καὶ μεταλλείας ἔργον. M1.
μέλλεν: αὕτη ἡ λέξις οὐδέποτε κεῖται παρὰ τῷ ποιητῇ ὡς ἐν τῇ συνηθείᾳ χρο-
νικῶς, ἀλλ' ἑκάστοτε ἀντὶ τοῦ ἐῴκει. DE2HJMaQTVY. ἐφαίνετο. HKMaPQYn.
ἐδόκει.
H1KMaQ.μέλλεν: ὄφειλεν. V.
ἀφνειός] πλούσιος. Mc.
ἀμύμων] ἄψογος. MaPY.
ἔμμεναι] εἶναι. Mc. καὶ ὑπάρχειν. Y.
413

ὄφρ'] ἕως. HM1Q. μέχρις οὗ. Y. ὁπότε. P.


κεῖνος] ὁ Ὀδυσσεύς. H.
ἐπιδήμιος: ἐπιδημῶν. E2HMaQVk. παρών. E2MaVk. ἐφέστιος. Y.
ἦεν] ὑπῆρχεν. HMaYk.
ἑτέρως: ἄλλως. MaV. πῶς. Ma.  
ἐβόλοντο: ἠβούλοντο, ἤθελον. V.νῦν δ' ἑτέρως ἐβόλοντο: ἤγουν ἐβουλεύσαντο.
τινὲς δὲ γράφουσιν “ἐβάλοντο θεοί”, ἀντὶ τοῦ μετέβαλον. ἔχει μέντοι λόγον καὶ τὸ
“ἐβόλοντο”
(ἤτοι ἐβουλεύσαντο), ὡς τὸ “Τρωσὶ δ' ἐβούλετο νίκην” [Η 21]. DE2HMaQT. Ἰωνικὴ
συστολή.
τινὲς ἀντὶ τοῦ οἱ θεοὶ κακὰ ἔβαλον. P1.  – γρ' καὶ “ἐβάλοντο”. D. “βούλοντο”.
T.ἑτέρως
βούλοντο] γρ' “ἑτέρωσε βάλοντο”. K.
θεοί] ἤγουν ἡ εἱμαρμένη. Y.  – θεοὺς νοήσαις ἐντεῦθεν τοὺς καιρούς. ἢ τοὺς κακοὺς
ἀνέρας ἐκείνους, ἤγουν τὸν Κύκλωπα καὶ τοὺς περὶ αὐτόν. ἢ τὴν εἱμαρμένην. Y.
κακά] κακῶς. Ma.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (= D scholia)


Book of Iliad 9, verse 64, l. of scholion 2

Συνετῶς δὲ λέγεις παρὰ πάντας τοὺς


βασιλεῖς τῶν Ἑλλήνων.
        Γεραίτερος. Παλαιότερος, πρεσβύτερος.
Διΐξομαι. Διελεύσομαι, πληρώσω.
Ἀφρήτωρ. Ὁ φρατρίαν καὶ συγγένειαν
μὴ ἔχων. Φρατρία δὲ κυρίως ἐστὶ, τρίτον
μέρος τῆς φυλῆς.Ἀθέμιστος. Ἄδικος
ἄνθρωπος.
        Ὃς πολέμου ἔραται.  
Ὅστις πολέμου ἐρᾷ.Ἐπιδημίου. Τοῦ
ἐμφυλίου, τοῦ μὴ πρὸς πολεμίους, ἀλλὰ
πρὸς οἰκείους γιγνομένου. Λέγει δὲ τοῦ-
το, αἰνιττόμενος τὸν Ἀχιλλέα.
Φυλακτῆρες. Ἀντὶ τοῦ, φύλακες. ἀπὸ
ὀρθῆς τοῦ, φυλακτήρ.
        Λεξάσθων.
Λεξάσθωσαν, συναριθμηθήτωσαν, κατα-
κλινθήτωσαν.
        Ἄρχε. Ἡγοῦ, ἡγε-
μόνευε.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (= D scholia) Book of Iliad 24, verse
262, l. of scholion 1

ἡ ἱστορία παρὰ Λυκόφρωνι.


        Κατηφόνες. Ἄξιοι καταφονευθῆναι.
Πεφᾶσθαι. Ἀναιρεῖσθαι.
        Πα-
414

νάποτμος. Παντελῶς δυστυχής.


Ἱππιοχάρμην. Ἤτοι ἀφ' ἵππων μαχό-
μενον, ἢ ἵπποις χαίροντα.
        Χοροι-
τυπίῃσιν ἄριστοι. Εἰς χοροὺς ἐπιτήδειοι.
Ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες. Τὰ τῶν
πολιτῶν ἁρπάζοντες, καὶ οὐ τὰ τῶν πολε-
μίων.
        Πρωτοπαγῆ. Πρώτως πα-
γεῖσαν. ὅ ἐστιν ἐξόχως πρῶτον πεπη-  
γυῖαν. ὅ ἐστι καινήν. ἔστι γὰρ τὸ μὲν
τάξεως, τὸ δὲ ποιότητος.
        Ὀμ-
φαλόεντα. Νῦν, κεκοσμημένον.
Ἕστορι. Τῷ ἀνιεμένῳ πασσάλῳ κατὰ
τοῦ ῥυμοῦ τοῦ ζυγοῦ. τινὲς δὲ γράφουσιν

Scholia In Nicandrum, Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia vetera et


recentiora) Vita-scholion 272a, l. 3

λιβός· ἀνέμου v
λιβὸς οὔρῳ· ἀντὶ τοῦ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου bm
οὔρῳ· τῇ πνοῇ K2d
βρύξῃσιν· δάκῃ GK2bf τρώσῃ, πλήξῃ b
τρώσῃ m πλήξῃ καὶ τρώσῃ, δάκῃ d
ἀεικέλιον· κάκιστον K2 βαρέως, ἀλγεινῶς bd
κακόν f
νύχμα· πληγή bd τὸ τραῦμα ἢ δῆγμα f  
ἥλῳ ἐειδόμενον· ἧλος σκλήρωμά ἐστι περὶ
τὰ πέλματα τῶν ποδῶν γινόμενον στρογγύλον καὶ παρα-
πλήσιον τοῖς τῶν ἥλων κεφαλίοις. ἔστι δὲ ἧλος τὸ ἐπιδημίως
καλούμενον καρφίον.
ἥλῳ ἐειδόμενον· σκλήρωμα περὶ τὸ ἔσω τῶν
χειρῶν καὶ τὸ πέλμα γινόμενον, ὡς τὸ πολὺ μικρόν, στρογ-
γύλον.

Scholia In Sophoclem, Scholia et glossae in Sophoclis Ajacem (glossae et scholia


recentiora) Scholion 540c, l. 1

Hsl
        ὠφελοῖμι: ὠφελήσω. Fsl
        σε:ςοι. Nsl
ἐμφανῆ: ἐμφανῶς. Gsl
         φανερῶς. FNHsl
        ἰδεῖν:
θεωρεῖν. Gsl
415

πέλας: πλησίον. Gsl


μέλλει: βραδύνει. FHsl
        παρουσίαν: ἐπέλευσιν. Fsl
ἐπιδημίαν. Hsl
ὦ παῖ: ἀποστροφή. Gsl
        δεῦρο: ἐνταῦθα. FHsl
        προσπόλων: ἀπὸ τῶν. Hsl
ἄγ': φέρε. Gsl
        εὐθύνων: κρατῶν. Gsl
         κατέχων. Fsl
διεξάγων. Nsl
        κυρεῖς: τυγχάνεις. HGsl
ἕρποντι: βαδίζοντι. Fsl
        λελειμμένῳ: μακρὰν ὄντι. Fsl

Scholia In Sophoclem, Scholia in Sophoclem (scholia vetera) Play Tr, verse 633, l. 7

δέδοικα γάρ δέδοικα γάρ, φησί, μὴ πρὸ


καιροῦ εἴποις τὸν ἐξ ἐμοῦ πόθον ἕως μάθωμεν εἰ καὶ
αὐτὸς ἡμᾶς ποθεῖ· διὰ δὲ τούτων ἐρεθίζει αὐτὸν πλέον
εἰπεῖν.
ὦ ναύλοχα καὶ πετραῖα δοκεῖ τοῦτο παρ'
ἱστορίαν εἶναι· φασὶ γὰρ πρῶτον ἐν Τραχῖνι τῷ Ἡρα-
κλεῖ ἀναδεδόσθαι, ἐνταῦθα δὲ ὡς προϋπαρχόντων αὐ-
τῶν φησιν.
ὦ ναύλοχα ὁ χορὸς τοὺς περὶ τὴν Οἴτην οἰκοῦντας
προσκαλεῖται ἐπὶ τὸ πανηγυρίσαι διὰ τὴν προσδοκω-
μένην ἐπιδημίαν τοῦ Ἡρακλέους· ὁ δὲ νοῦς, οἱ τὰ
παραθαλάσσια θερμὰ λουτρὰ ἐνοικοῦντες καὶ οἱ παρὰ
τοὺς τραχεῖς καὶ ὀρεινοὺς τόπους τῆς Οἴτης καὶ τὸν
Μηλιακὸν κόλπον ἔτι τε [καὶ] τὴν ἀκτὴν τῆς χρυσο-
τόξου Ἀρτέμιδος, ἔνθα φασὶν εἶναι τῶν Ἑλλήνων τὰ
συνέδρια, ἄρτι ὁ καλλιφωνότατος πάλιν ἥξει αὐλὸς καὶ  
καταλήψεται ὑμῶν τὰς ἀκοὰς ἡδύ τι καὶ μουσικὸν
προσπνέων, οὐκ ἐχθρὰν οὐδ' ἀπευκτὴν φωνὴν ἀλλὰ
θείας μούσης ἀντίλυρον ὅ ἐστι φωνῆς γλυκείας.
ὦ ναύλοχα παραθαλάττια λουτρά· φησὶ δὲ τὰ
Ἡράκλεια ἅπερ λέγεται αὐτῷ ἡ Ἥρα ἀνεῖναι·

Scholia In Sophoclem, Scholia in Sophoclis Oedipum tyrannum (scholia recentiora)


Source of scholion sch mos, scholion 417-19, l. 1

ματι προέχων τῶν ἄλλων, ἤγουν ὁ ἄρχων καὶ ἡγεμών, καθ'


ὃ λέγεται ἐνταῦθα. γεγράψομαι] κατηγορηθήσομαι.
ὠνείδισας] ὀνειδίζων εἴρηκας.
δέδορκας] τὴν τῶν αἰσθητῶν ὀφθαλμῶν ὁρατικὴν ἔ-
χεις δύναμιν. κοὐ βλέπεις] ἀντὶ τοῦ καὶ οὐ νοεῖς. ἵν']
ὅπου.
416

ναίεις] οἰκεῖς. οὐδ' – μέτα] οὐδὲ μεθ' ὧν οἰκεῖς.


τοῖς σοῖσιν αὐτοῦ· ἀντὶ τοῦ, τοῖς σοῦ αὐ-
τοῦ, τουτέστι τοῖς σεαυτοῦ, τοῖς γονεῦσι τοῖς σαυτοῦ.
νέρθε] ἀντὶ τοῦ κάτω.
καί σε φοβερὰ τὴν ἐπιδημίαν κατάρα τοῦ πατρὸς
τοῦ σοῦ καὶ τῆς μητρός, ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶ πλήττου-  
σα, ἐλάσει ποτὲ ἐκ τῆσδε τῆς γῆς, ἤγουν ἐξελάσει τῆσδε
τῆς γῆς, νῦν μὲν βλέποντα ὀρθά, ἔπειτα δὲ σκότον, βλέ-
ποντα δηλονότι. καινοτέρως εἶπεβλέποντα σκό-
τον, ὥσπερ εἴ τις εἶπε ‘σιωπὴν λέγοντα’.
ποῖος λιμήν, ποῖος Κιθαιρών, οὐκ ἔσται σύμφω-
νος ταχέως τῆς σῆς βοῆς; ποῖος Κιθαιρὼν] ἀντὶ τοῦ
ποῖον ὄρος. σύμφωνος] ἀντηχῶν. συμφωνῶ τῷδε, σύμ-
φωνος δέ εἰμι τοῦδε.
καταίσθῃ] ἀντὶ τοῦ κατανοήσῃς. τὸν ὑμέναιον]

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario)
P. 25, l. 22

ἀλλὰ καὶ ἀπαγορεύουσι τοῦτο. Κύριλλος μὲν γάρ φησιν,


ὅτι “εἰ μία φύσις τὸ ὅλον, πῶς ἐνηνθρώπησεν ἢ ποίαν
ἰδίαν ἐποιήσατο σάρκα”; Γρηγόριος δὲ λέγει· “εἰ γὰρ καὶ
τὸ συναμφότερον ἕν, ἀλλ' οὐ τῇ φύσει, τῇ δὲ συνόδῳ.”
 Κεφάλαιον Γʹ.
Ὅτι τὸ Χριστὸς ὄνομα ἑκατέρων τῶν φύσεών ἐστι
σημαντικόν, καὶ ὅτι θεὸς ὁ Χριστὸς καὶ θεοτόκος
 ἡ παρθένος, κατὰ Νεστορίου τοῦ ἀθέου.
 Τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἐκ τοῦ περὶ τῆς σωτηριώδους
 ἐπιφανείας.
 Ὁ προϋπάρχων θεὸς πρὸ τῆς ἐν σαρκὶ ἐπιδημίας οὐκ
ἦν ἄνθρωπος, ἀλλὰ θεὸς ἦν πρὸς τὸν θεὸν ἀόρατος καὶ
ἀπαθὴς ὤν. ὅτε οὖν τὸ Χριστὸς ὄνομα διὰ τῆς σαρκὸς
προσάγεται, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ τῷ ὀνόματι τὸ πάθος καὶ ὁ  
θάνατος, τοῦ μὲν Παύλου λέγοντος· “εἰ παθητὸς ὁ Χριστός,
εἰ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν,” καὶ πάλιν τοῦ αὐτοῦ
γράφοντος· “τὸ πάσχα ἡμῶν ἐτύθη Χριστός,” καὶ ὅτι “ἄν-
θρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ
πάντων”, οὐχ ὅτι οὐ θεός, ἀλλ' ὅτι καὶ ἄνθρωπος ὁ Χριστός,
καὶ διὰ τοῦτο ἡ γραφὴ ἑκατέρων τῶν ὀνομάτων ποιεῖται τὴν
προσαγωγὴν ἐν ἐπιδείξει ὑπάρξεως,

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario) P. 226, l. 2

εὐσεβές, ὥσπερ ἐφ' ἡμῶν ἆσθμα ἐκ τῶν ἀναπνευστικῶν


ὀργάνων ἐξωθούμενον, ἀλλὰ λόγον ἐνυπόστατον καὶ πνεῦμα
417

δυνάμεως στερεοῦν καὶ κτίζον καὶ καινίζον καὶ ἁγιάζον.


Καὶ πάλιν· “Τῷ λόγῳ – αὐτῶν”.Καὶ πάλιν· “Ποῦ πο-
ρευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου, καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ
φύγω”;Τοῦ Ἰώβ· “Πνεῦμα κυρίου τὸ ποιῆσάν με, πνοὴ δὲ τοῦ
παντοκράτορος ἡ διδάσκουσά με”.Ἀμώς· “Κατέστρεψα –  
Γόμορρα”.Ἡσαΐας· “Κύριε – ἀπεκαλύφθη”;Καὶ πάλιν·
“Ὀπίσω – σώζων”.Καὶ πάλιν· “Καὶ νῦν – αὐτοῦ”  
καὶ μάρτυς Δαβίδ· τὴν γὰρ ἐπὶ σωτηρίᾳ τοῦ γένους τῶν
ἀνθρώπων μέλλουσαν γίνεσθαι τοῦ θεοῦ λόγου ἐπιδημίαν
καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου τὴν παρουσίαν προαγορεύων
ἔλεγεν· “ἀπέστειλε τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ ἰάσατο αὐτούς”.
λόγος δὲ προφορικὸς οὐκ ἀποστέλλεται. καὶ πάλιν· “ἐξα-
ποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς
τὸ πρόσωπον τῆς γῆς”. καὶ πάλιν· “τὸ πνεῦμά σου τὸ
ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ”, καὶ “πνεῦμα εὐθὲς
ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ
στήριξόν με”. καὶ ὁ Ἰώβ· “πνεῦμα θεῖον τὸ ποιῆσάν με”.
πνεῦμα δὲ εὐθὲς καὶ πνεῦμα ἀγαθὸν καὶ πνεῦμα ἡγεμο-
νικὸν καὶ πνεῦμα ποιεῖν καὶ κτίζειν καὶ ἀνακαινίζειν

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario) P. 232, l. 21

ἀλλ' ἐν παντὶ τόπῳ θυμίαμα καὶ θυσία καθαρὰ προσενε-


χθήσεται τῷ θεῷ.
 Ὅτι οὖν ταῦτα πάντα εἰς ἔργον ἤχθη, κἂν ἡμεῖς
σιωπήσωμεν, οἱ λίθοι κεκράξονται. πῶς οὖν τῶν προ-
φητευθέντων πέρας λαβόντων ἔτι ἀρνοῦνται τὸ ὅτι ἦλθε
καὶ ἔτι ἐρχόμενον αὐτὸν προσδοκῶσιν; ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ
ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν κατὰ τὸν προφήτην τὸ
κήρυγμα τῆς Χριστοῦ παρουσίας ἐξετάθη, καὶ θυσία καθαρὰ
προσφέρεται, καὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἐπεκλήθημεν, καὶ ὁ
λαὸς ὁ κτισθεὶς αἰνεῖ τὸν κύριον, καὶ μὴν καὶ τὰ εἴδωλα
μετὰ τὴν Χριστοῦ ἐπιδημίαν κατελύθησαν. καὶ οὐ μόνον
ἔθνη πολλὰ τῆς εἰδωλολατρείας ἀπέστησαν, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ
οἱ Ἰουδαῖοι ἀεὶ εἰδωλοθυτοῦντες καὶ τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς
θυγατέρας τοῖς δαιμονίοις ὁλοκαυτοῦντες, νῦν τοῦ Χριστοῦ
ἐνδημήσαντος καὶ ἄκοντες τῶν βδελυρῶν ἐκείνων ἐπαύ-
σαντο θυσιῶν.  

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario) P. 260, l. 23

Ἔλεός ἐστιν ἡ ἐπὶ τῶν δυσφορούντων ἐπί τισιν ἀνιαροῖς


 ἀγαπητικὴ συνδιάθεσις.
Ι  Ἐπιλογισμός ἐστιν ὁ μετὰ τὸν πρῶτον λόγος ἀνελθὼν
 καὶ τοῦ ἔμπροσθεν ὑπερμαχῶν ἢ ἀντιταττόμενος.
Ἕνωσίς ἐστι διαφόρων πραγμάτων συνδρομή.
Ἐνεργητικόν ἐστι τὸ δύναμιν ἔχον ἐκπληρῶσαι πρᾶγμα.
418

Ἐπιθυμία ἐστὶ παντὸς ἐμψύχου πρώτη ὁρμὴ πρός τι


 τῶν φιλουμένων.
Εὐλογία ἐστὶ πληθυσμὸς ἀγαθῶν ἐξ ἑκουσιότητος
 διδόμενος.
Εὐφροσύνη ἐστὶν ἀφανισμὸς λύπης ἐν ἐπιδημίᾳ καλῶν.
Ι  Ζῷόν ἐστιν οὐσία ἔμψυχος αἰσθητική.
Ζῷόν ἐστιν ἡ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι δημιουργία
 τοῦ κτίσαντος.
Ζωή ἐστιν ἀληθῶς ἀρετὴ ψυχῆς ἑκουσίως γινομένη.
Ζωή ἐστι σύστασις τοῦ ζῴου θανάτου ἀπείραστος.
Ζάλη ἐστὶν ἡ ἐξ ἀκουσίων πραγμάτων ἐν τῇ ψυχῇ
 γινομένη περίστασις καὶ ταραχὴ βίου.  
Ζήτημά ἐστι λόγων ἀνθρώπων διάλεξις ἐπὶ πρᾶγμα.
Ζῆλός ἐστι μίμησις δευτέρου πρὸς τὸ πρότερον.
Ζηλωτής ἐστιν ὁ πόθῳ θείῳ κατ' ἐναντίων ὁπλιζόμενος.

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario) P. 277, l. 24

τῶν αὐτῆς ὑποστάσεων κεκοινωνηκέναι ἡμῖν” ὁμολογοῦμεν,


καὶ εἰ “ἀμέριστος ἐν μεμερισμένοις” κατὰ τὸν θεολόγον
Γρηγόριον ἡ θεότης ἐν ταῖς αὐτῆς ὑποστάσεσι θεωρεῖται,
πῶς οὖν αὐταῖς μερικὴν οὐσίαν ἐφ' ἑκάστῃ γνωρίζεις
ὑποστάσει;
 Οὐ γὰρ δὴ τὴν κοινὴν ἐπὶ τῆς ἁγίας τριάδος νοουμένην
τῆς θεότητος σεσαρκῶσθαί φαμεν· οὕτω γὰρ ἂν τοῦ πατρὸς
καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος κατηγοροῦμεν τὴν ἐνανθρώπησιν.
ἀλλ' οὐδὲ τὸν κοινὸν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως λόγον ἡνῶσθαι
τῷ θεῷ λόγῳ πρεσβεύομεν· οὕτω γὰρ πάλιν καὶ τοῖς πρὸ
τῆς τοῦ λόγου ἐπιδημίας γενομένοις ἀνθρώποις καὶ τοῖς μετ'
αὐτὴν ἐσομένοις ἅπασιν ἡνῶσθαι ἂν ὁ τοῦ θεοῦ λόγος
δικαίως ἐλέγετο.
 Σημειωτέον ὅπως τὴν οὐσίαν διαιρεῖ τοῦ υἱοῦ ἀπὸ
τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ πνεύματος βλασφημῶν.  
 Ἀλλὰ δῆλον ὅτι φύσιν θεότητος ἐνταῦθά φαμεν τὴν ἐν
τῇ ὑποστάσει τοῦ λόγου τῆς κοινῆς θεότητος ἐξιδιασθεῖσαν
φύσιν. ὅθεν καὶ μίαν φύσιν τοῦ θεοῦ λόγου σεσαρκωμένην
ὁμολογοῦμεν, αὐτῷ τῷ προσθεῖναι τοῦ θεοῦ λόγου ἀποκρί-
ναντες αὐτὴν τοῦ τε πατρὸς καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος.
 Δίδαξον ἡμᾶς, ὦ γενναῖε, πῶς τὸ κοινόν, καθὸ κοινόν

Anthologiae Graecae Appendix, Epigrammata sepulcralia Epigram 479, l. 3

ΑΛΛΟ.

Σῶμα κόρης ἁρπαχθὲν ἀνηλίκῳ εὐθαλεῖ ὥρῃ


419

 παρθένου ἀνθοφόρου τύμβος ὅδ' ἐγκατέχει·


ψυχὴ δ' ἀθανάτων βουλαῖς ἐπιδήμιός ἐστιν
 ἄστροις, καὶ ἱερὸν χῶρον ἔχει μακάρων.
Οὐδὲ πικρὸν μοιρῶν μίτον ἔκ[φυγεν], οὐδ' [ἐ]δυ[ν]ήθη
 ἀνθού[ς]η[ς] ὥρ[ης ...........
ἀλλὰ τρισκαιδεκάτου π[ερ]ι[τελλο]μένου [ἐνι]αυτοῦ
γειναμένο[ι]ς [μ]έγ[α] π[ένθ]ος ἑο[ῖ]ς [κατέ]λειψε τοκεῦσιν.

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum Centuria 3, sec. 89, l. 3

Ἀρχαιότερος Ἰβύκου: ἐπὶ τῶν εὐηθῶν. οὗτος γὰρ


τυραννεῖν δυνάμενος ἀπεδήμησεν.
Ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον·
φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀΐδαο περῆσαι:
ἐπὶ τῶν δυστυχῶς βιούντων.
Ἀρχὴ πολέμων: ἐπὶ τῶν ἀδικεῖν ἐπιχειρούντων.
Ἀρχαϊκὰ φρονεῖς: ἐπὶ τῶν μωρῶν καὶ εὐηθῶν.
Ἀρκάδιον βλάστημα κατεσπάρη: ἐπὶ τοῦ δειλοῦ.
Ἄρκτου παρούσης ἴχνη ζητεῖς: ἐπὶ τῶν ἀδήλων⁝
Ἡγὰρ ἄρκτος χειμῶνος μὲν ἀποτίκτει, καὶ φωλεύει τε-
κοῦσα, καὶ ὑφορωμένη τοὺς κρυμοὺς τὴν ἐπιδημίαν τοῦ
ἦρος προσμένει, οὐδ' ἂν πρὶν ἢ πληρωθῆναι τρεῖς μῆνας
ἐξαγάγοι τὰ βρέφη. ὅταν δὲ αἴσθηται ἑαυτῆς πεπλησμένης,
ὑφορωμένη τοῦτο ὡς νόσον, ζητεῖ φωλεόν· ἐντεῦθέν τοι
κέκληται τῇ ἄρκτῳ φωλεία τὸ πάθος. εἰσέρχεται δὲ οὐδὲ
βαδίζουσα, ἀλλ' ὑπτία, ἀφανίζουσα τοῖς θηραταῖς τὰ ἴχνη·
ἑαυτὴν γὰρ ἐπισύρει κατὰ νῶτα καὶ παρεισελθοῦσα ἡσυχάζει.  
Ἀρχὴν ἰᾶσθαι πολὺ λώϊον ἢ τελευτήν: δηλοῖ
δὲ ὡς ἀρχόμενα τὰ δεινὰ μᾶλλον πειρᾶσθαι κωλύειν ἢ
ἀκμάσαντα καὶ τελειωθέντα.

Σούδα Alphabetic letter epsilon, entry 2293, l. 1

Ἐπίδεσμος: ὁ ἐπὶ τῇ πληγῇ δεσμός. Ἀριστοφάνης· ἄκουε, μὴ


φεῦγ'. ἐν Συβάρει γυνή ποτε κατέαξ' ἐχῖνον. οὐχῖνος οὖν ἔχων τίν'
ἐπεμαρτύρατο. εἶθ' ἡ Συβαρῖτις εἶπεν, εἰ ναὶ τὴν Κόραν, τὴν μαρτυ-
ρίαν ταύτην ἐάσας ἐν τάχει ἐπίδεσμον ἐπρίω, νοῦν ἂν ἔχῃς πλείονα.
Ἐπίδειξον: ἀντὶ τοῦ εἰπέ. Ἀριστοφάνης Νεφέλαις· ἔχεις τινὰ
γνώμην, ἐπίδειξον αὐτήν.
Ἐπιδειπνεῖς· λέκιθον, ἵν' ἐπιδειπνῇς, κόνισαι ἰσχυρῶς. καὶ
δεύτερον δειπνεῖν δυνηθείης.
Ἐπὶ Δηλίῳ μάχη: χωρίον ἐστὶ τῆς Βοιωτίας τὸ Δήλιον, ἐν
ᾧ μαχόμενοι οἱ Ἀθηναῖοι ὑπὸ Βοιωτῶν ἐνικήθησαν.
Ἐπιδήμιος: ἐμφύλιος, κοινός, δημόσιος.
Ἐπιδημῶ· δοτικῇ.
Ἐπὶ δ' ᾔνεον: ἐπῄνουν, συγκατετίθεντο.
420

Ἐπιδιατίθεσθαι: τὸ συνθήκας τινὰς ποιεῖσθαι, κατατιθεμένους


ῥητόν τι ἀργύριον παρά τινι τῶν μεταξὺ γινομένων, ὅπερ ἐγγυᾶται,
ὥστε εἰ ἡ πρᾶξις γίνοιτο, θατέρῳ πάντως τὸ ὡμολογημένον ἀργύριον
ἀποδοῦναι.  
Ἐπιδιετὲς ἡβῆσαι: ἀντὶ τοῦ ἑκκαίδεκα ἐτῶν γεγονέναι. τὸ
γὰρ ἡβῆσαι μέχρι ιδʹ ἐστίν. ἀλλ' οἱ ἔφηβοι παρ' Ἀθηναίοις ὀκτωκαιδε-
καετεῖς γινόμενοι ἐλέγοντο· καὶ ἔμενον μὲν ἐν τοῖς ἐφήβοις ἔτη δύο,
ἔπειτα εἰς τὸ ληξιαρχικὸν ἐγράφοντο γραμματεῖον.

Σούδα Alphabetic letter iota, entry 73, l. 4

οὐδ' ἐπιαύει ἠϊόσι μογερῷ γήραϊ τειρόμενος.


Ἴαχεν: ἐβόησεν.
Ἰαχείμ: ὄνομα κύριον.
Ἰαχή: κραυγή. βοή, ἦχος, ἢ θρῆνος. ἀπὸ τοῦ ἰάχω. τοῦτο
παρὰ τὸ ἴα, ὃ σημαίνει τὴν φωνήν.
Ἰαχήματα: ᾠδαὶ Διονυσιακαί· καὶ Κορυβαντείων ἰαχήματα χάλκεα
ῥόπτρων.
Ἰαχήν· οὗτος ἐγένετο Αἰγύπτιος, ἀνὴρ θεοφιλὴς καὶ ἐς πολλὰ
λυσιτελής. ἦν δὲ ἐπὶ Σενύου βασιλέως Αἰγυπτίων, περιάπτων καὶ
ἐπαοιδῶν ἀντίπαλος καὶ ἐν ταῖς ὀδύναις καὶ νόσοις σοφιστὴς ἄκρος·
ὃς λοιμῶν ἐπιδημίαν ἔσβεσε καὶ τὴν ἀμφὶ τὸν κύνα τὸν Σείριον
πρωτίστην ἐπιτολὴν καὶ ὁρμὴν τὴν ἔμπυρον ἡμέρωσε τοῦ ἀστέρος. διὸ
καὶ πολυτελῶς ἐτάφη. καὶ εἴ ποτε δημοσία νόσος ἐπεπόλασεν, ἐπὶ
τὸν σηκὸν τοῦδε φοιτῶντες οἱ ἱερογραμματεῖς καὶ τὰς δεούσας
ἱερουργίας ἐπιτελοῦντες ἐκ τοῦ βωμοῦ πῦρ ἐναύονται, ἐξάπτοντες
πυρὰς κατὰ πόλεις καὶ τοῦ δυσώδους ἀέρος τὴν φθοροποιὸν ἐκείνην
νόσον μαραίνοντες καὶ κρατύναντες, τοῦτο δὴ τὸ καινότατον, τὴν νό-
σον ἔσβεσαν τῷ πυρί.

Σούδα Alphabetic letter mu, entry 1306, l. 5

περὶ ἣν ἐποιήσω τὰς διατριβάς, φιλοσόφου ψυχῆς ἐστι τεκμήριον, ὥστε


μοι δοκεῖ τὸ μὲν πρότερον Σωκράτει προσήκειν, τὸ δεύτερον δέ, οἶμαι,
Μουσωνίῳ· ἐκεῖνος μὲν γὰρ ἔφη, ὅτι μὴ θεμιτὸν ἄνδρα σπουδαῖον
πρός του τῶν χειρόνων καὶ φαύλων βλαβῆναι· ὁ δὲ ἐπεμέλετο βαρῶν,
ὁπηνίκα φεύγειν αὐτὸν ἐπέταττε Νέρων. τουτέστι τειχῶν· βάρεις γὰρ
τὰ τείχη.
Μουσώνιος· ἐπὶ Ἰοβιανοῦ ἦν βασιλέως. πάντα ὅσα ἦν ἄριστα,
μικρὰ ἐφαίνετο πρὸς τὸν ὄγκον Μουσωνίου καὶ τὴν σὺν τῷ δραστηρίῳ
τῆς γνώμης βαθύτητα· δι' ἃ κατὰ λόγον εὐδοκιμῶν τήν τε ἁλιτενῆ
χώραν τῆς Ἀσίας ἐπῆλθε καὶ ὁ τὴν ἀνθύπατον καὶ μείζονα ἔχων
ἀρχὴν πρὸς τὰς ἐπιδημίας ἐξίστατο, κἀκεῖνος ἅπαντα ἐπιὼν ἐν ὀλίγαις
ἡμέραις τὴν θάλασσαν ἐπλήρωσε τῶν ἀπὸ τῆς Ἀσίας εἰσφορῶν. ἐπ-
εκάλει δὲ οὐδεὶς ἄδικον οὐδὲν τοῖς γινομένοις· ἀλλὰ παιδιά τις ἦν
ἅπασι τοῖς καταβάλλουσι τὰ εἰσφερόμενα. Εὐνάπιος γὰρ ὁ ἐκ Φρυγίας
ῥήτωρ ἐπεστάτει τοῖς πραττομένοις.
421

Μοχθεῖ: κακοπαθεῖ. οἱ δὲ Κελτοὶ πολλὰ μοχθήσαντες κατὰ


τὴν ὁδὸν διὰ τὴν δυσχωρίαν. λέγεται δὲ καὶΜοχθίζω.
Μοχθηρία: ἡ τοῦ ἀργυρίου ἐπιθυμία· ἢ ἡ αἴτησις τοῦ ἀργυρίου.
Ἀριστοφάνης· ὀνόματι περιπέττουσι τὴν μοχθηρίαν. καί, μοχθηροῦ
βοὸς δέρμα. ἀντὶ τοῦ ἰσχνοῦ καὶ λεπτοῦ καὶ κακοῦ καὶ λεπτοβύρσου,  
ἢ θανασίμου, ἢ ἀσθενοῦς. Ἀριστοφάνης·

Σούδα Alphabetic letter nu, entry 515, l. 1

ἐτυμολογία νότου παρὰ τὸ ὀνῶ, ὀνόσω, τὸ μέμφομαι καὶ βλάπτω· ἢ παρὰ τὴν
νοτίδα, ὅ ἐστιν ὑγρασίαν. ἀστειότερον δὲ ἐπέβαλεν ὁ εἰπὼν αὐτὸν Ἀττικὴν εἶναι
νόσον, ὡς πρὸς σύγκρισιν τοῦ Βορρᾶ, εὐθέτου ὄντος πρὸς ὑγίειαν.
Νοῦβαι: ἔθνος Λιβύης παρὰ Νείλῳ.
Νουβυστικόν: νοῦ πεπληρωμένον. γυναῖκα δ' εἶναι πρᾶγμ'
ἔφη νουβυστικόν. καὶΝουβυστικῶς, συνετῶς. τετριμμένον. καὶ
κάλλιον ὑφ' ἓν τὸ νουβυστικὸν καὶ τὸ αὐτοῦ ἐπίρρημα· δηλοῖ δὲ νοῦ πλήρωσιν.
Νουθετῶ· αἰτιατικῇ·Νουθετοῦμαι δὲ δοτικῇ.
Νουκερῖνοι· ἔθνος Ἰταλίας· οὗ μέμνηται καὶ Πολύβιος.
Νουκρία: πόλις Τυρρηνίας, ἡ καὶ Νακρία, διὰ τοῦ ἄλφα.
Νουμᾶς Πομπίλιος· τοῦτον οἱ Ῥωμαῖοι καὶ μὴ ἐπιδήμιον
ὄντα προεβάλοντο μετὰ τοὺς μεσοβασιλεῖς καὶ αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἡγε-
μονίαν ἐκ προβουλεύματος ἔδοσαν. καὶ τὰ πολιτικὰ ἔθη οὗτος διῳ-  
κήσατο ἐνιαυτόν τε πρῶτος εὕρατο εἰς ιβʹ μῆνας τὴν ἡλιακὴν κατα-
νείμας περίοδον, χύδην τε καὶ ἀκατανοήτως παντάπασι πρὸ αὐτοῦ
παρὰ Ῥωμαίοις φερομένην· ἱερά τε καὶ τεμένη ἱδρύσατο καὶ τοὺς
λεγομένους Ποντίφικας καὶ Φλαμινίους τοῖς ἱερεῦσιν ἐπέστησε Σαλίους
τε τοὺς τὴν ὄρχησιν ἀσκήσαντας· τάς τε Ἑστιάδας παρθένους τοῦ
πυρὸς καὶ ὕδατος τὴν ἐπιμέλειαν ἔχειν ἐπέτρεψεν· αἳ τὴν μὲν ἄκραν
τιμὴν παρὰ Ῥωμαίοις εἶχον, διὰ βίου δὲ τὴν παρθενίαν ἐφύλαττον·
κἄν τις αὐτῶν ἠνδρώθη, κατεχώννυτο· καὶ διὰ τοῦτο οὐ μύρῳ οὐκ

Σούδα Alphabetic letter pi, entry 562, l. 1

δίδης. Ἀρριανός· τῶν μὲν κωπῶν ἔστιν ἃς ξυνέτριψαν, καὶ τῆς


παρεξειρεσίας τινὰ ἀπέθραυσαν.
Παρεξειρεσίας: παρὰ Θουκυδίδῃ τὸ κατὰ τὴν πρώραν πρὸ τῶν
κωπῶν· ὡς ἂν εἴποι τις τὸ παρὲξ τῆς εἰρεσίας.
Παρεξηυλημένον νοῦν: οἷον διεφθαρμένον καὶ ἀμυδρὸν
ὑπὸ γήρους. μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν γλωσσίδων τῶν ἐν τοῖς αὐλοῖς·
οἱ γὰρ κατατετριμμένοι ἐξηυλῆσθαι λέγονται. Ἀριστοφάνης· οὐδὲν
ὄντας, ἀλλὰ κωφοὺς καὶ παρεξηυλημένους. κωφοὺς δὲ οἷον ἀφώνους.
Ὅμηρος· κωφὸν γὰρ βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος.
Παρεωραμένος καὶΠαρῃωρημένος.
Παρεπίδημος. καὶ ὁ βίος ἡμῶν παρεπιδημία.
Παρέπτη: παρῆλθεν.
Παρέργως: ὀλιγώρως. οὐ μὴν οὐδὲ τὸ πάρεργον ἄξιον σιω-
πῆσαι, καθάπερ ἀγαθοῦ τεχνίτου. περὶ τοῦ Σκιπίωνος λέγων ὁ Πο-
λύβιος. καὶ αὖθις· ἔγνωσαν δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι μὴ πάρεργον
ποιήσασθαι τὸν ἀπόστολον.
422

Σούδα Alphabetic letter sigma, entry 284, l. 1

κεῖνο τὸ Σειρήνων γλυκύτερον. ὀνόματα Σειρήνων· Θελξιέπεια, Πεισινόη,


Λιγεία· ἡ δὲ νῆσος ἣν κατῴκουν Ἀνθεμοῦσα.
Σειρῆνες: αἱ τῆς ψυχῆς ἐναρμόνιοι καὶ μουσικαὶ δυνάμεις.
Σειρήνειον μέλος.
Σείρινον· σείρινον ἐκάλουν λεπτὸν ἱμάτιον ἀσπάθητον, οἷον
θέριστρον· καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι. καὶ σειρὴν δὲ ὁ λεπτὸς καὶ
διαφανὴς χιτών, εὔθετος τότε, ὅτε ἐστὶν ὁ σείριος. ἔστι δὲ καὶ Σεῖρις,
πόλις Ἰταλική. καὶ τάχα τὰ ἔνθεν ὑφάσματα, εἴ τινα ἄλλα, Λυκοῦρ-
γος εἶπεν ἐν τῷ Περὶ τῆς διοικήσεως. ἐν ἐνίοις μὲν χωρὶς τοῦ ι
γράφεται δὲ σέρινα.
Σείριος: ὁ ἀστρῷος κύων. Αἰλιανός· λοιμῶν δὲ ἐπιδημίαν
ἔσβεσεν ὅδε ἀνὴρ καὶ τὴν ἀμφὶ τὸν κύνα Σείριον πρωτίστην ἐπιτολὴν
καὶ τὴν ὁρμὴν τὴν ἔμπυρον ἡμερῶσαι τοῦ ἄστρου. καὶΣείρ,
σειρός, ὁ ἥλιος.
Σείριον: τὸν κύνα, ὁτὲ δὲ καὶ τὸν ἥλιον. Ἴβυκος δὲ πάντα
τὰ ἄστρα σείρια λέγει.
Σειρομάστης: εἶδος ἀκοντίου, λόγχη.
Σειροφόρος καὶἌζυξ: ὁ λεγόμενος κέλης ἵππος.
Σειροί: αἱ ἐπαύλεις. ἢ ὀρύγματα εἰς ἀπόθεσιν σίτου.
Σεισάχθεια: χρεωκοπία δημοσίων καὶ ἰδιωτικῶν, ἣν εἰσηγήσατο
Σόλων. εἴρηται δέ, παρ' ὅσον ἔθος ἦν Ἀθήνησι τοὺς ὀφείλοντας τῶν

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori P. 188, l. 12

τηρεῖ τὸ συνειδὸς ἀπαρέγκλιτον; ταῦτα τοίνυν ὁρῶντες καὶ


τὸ πολυκλινὲς τῆς ὑμετέρας νεύσεως ἐννοούμενοι καὶ ὡς ἐκ
πρώτης ἤδη ἐπιβολῆς ἐρήμην καταδιαιτηθείημεν, τὸ τῆς
καθολικῆς ἐκκλησίας σιγῇ τιμῶμεν αἰδέσιμον, ὡς ἂν μὴ τῷ
βορβόρῳ τῆς βλασφημίας ἁλῶναι καὶ χρανθῆναι λόγοις ἀκό-
ρεστα κατὰ τῆς οἰκονομίας Χριστοῦ ἀσελγαίνουσιν. ἐπὶ οὖν
τῇ οἰκουμενικῇ καταστροφῇ τίς ὑμῖν σώφρονος λογισμοῦ συν-
έψεται κύριος; ἀφ' ἡλίου γὰρ ἐκβολῶν καὶ μέχρι Γαδείρων
καὶ Ἡρακλείων στηλῶν ἡ τῶν ἱερῶν εἰκόνων σεβάζεται ποί-
ησις, ἣν οὐ χθιζή τις ἐπίνοια, ἡ Χριστοῦ δὲ πρὸς ἀνθρώ-
πους ἐπιδημία τὸ εἶναι σαφῶς ἐπιφέρεται. ἐπὶ τούτῳ τοίνυν
τῷ θεμελίῳ προφήτας, ἀποστόλους καὶ διδασκάλους ἐποικο-
δομεῖν δεδιδάγμεθα· βασιλεῖς δὲ ὑπείκειν μὲν καὶ στέργειν
τοῖς παρ' αὐτῶν κεκριμένοις ἐπέγνωμεν, νομοθετεῖν δὲ καὶ
ὅρους τῇ ἐκκλησίᾳ σεσυλημένους πηγνύναι πάμπαν οὐκ ἔγνω-
μεν. καὶ ὅτι μὲν ἀληθῆ ταῦτα τῷ συνειδότι τῶν ἀκροατῶν
ἀφίεμεν τὸ τοιοῦτον κριτήριον.

Arsenius Paroemiogr., Apophthegmata Centuria 4, sec. 54c, l. 2


423

Ἄττης λόφος: ἐπὶ τῶν σφόδρα βαρυσυμφορωτάτων.


Ἀτεχνῶς τὸν σωρόν: ἐπὶ τῶν εὐηθιζομένων.  
Αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον.  
Ἀφέμενος τῆς δρυὸς, ἕπεται τῶν πυρῶν: ἐπὶ τῶν
ἀπὸ χειρόνων ἐπὶ τὰ βελτίω μεταπεσόντων.
Ἀφόρητος γίνεται κακία ἐπαινουμένη.  
Ἀφθὰς σοὶ λελάληκεν: Φθὰς καὶ Ἀφθὰς ὁ Ἥφαιστος.
 Ἁφιλοχρηματία Σπάρταν ἕλοι, ἄλλο δὲ οὐδέν:
ἐπὶ τῶν ἐκ παντὸς κερδαίνειν βουλομένων.
Ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος,
 ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου, ὀκρυόεντος⁝ Ὁμήρου ἡ γνώμη.
Ἄφυκτόν ἐστι τὸ τῆς πεπρωμένης κακόν: Ἀριστοτέλης.  
Ἀφωνότερος πέρδικος.

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ
ἀλλοδαπῶν ἐπιδημίη, 159 44, 45, 46, 51, 52, 57, 59, 88, 89, 90, 93,
Ἀσκληπιαδῶν, 150, 152 94, 95, 96, 98, 99, 100, 105, 106, 107,
βηχίου ἐπιδημίου, 146 117, 118, 120, 121, 123, 124, 125, 127,
Γαληνός, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 128, 129, 130, 132, 135, 136, 137, 139,
69, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 142, 143, 151, 154, 155, 156, 173, 174,
80, 81, 82, 83, 84, 85, 107, 108, 109, 177, 179, 180, 183, 184, 185, 187, 188,
110, 111, 112, 113, 114, 115, 116 189, 190, 197, 198, 199, 200, 201, 203,
Διοσκουρίδης, 84, 85, 86, 160 204, 205, 211, 213, 214, 215, 216, 218,
ἐπιδημία, 7, 9, 10, 15, 17, 18, 20, 27, 28, 220, 221, 226, 227, 228, 233, 235, 236,
33, 37, 38, 41, 42, 43, 57, 60, 92, 93, 95, 241, 242, 243, 244, 246, 248, 249, 250,
110, 118, 126, 131, 138, 153, 162, 167, 251, 252, 255, 257, 259, 260, 262, 263,
168, 169, 174, 184, 185, 187, 192, 204, 266, 267, 268, 269, 271, 272, 273, 275,
212, 222, 223, 226, 227, 231, 232, 235, 277, 278, 283, 285, 286, 287, 289, 290,
270, 273, 282, 283, 294, 309, 316, 317, 291, 294, 295, 297, 298, 304, 307, 310,
324, 325, 326, 333, 347, 358, 375, 377, 313, 314, 321, 322, 323, 324, 327, 328,
378, 381, 388, 417 333, 334, 335, 336, 337, 338, 340, 341,
ἐπιδημίᾳ, 5, 8, 9, 15, 20, 21, 24, 25, 27, 342, 343, 348, 349, 350, 351, 357, 360,
29, 37, 45, 54, 58, 59, 87, 89, 112, 129, 361, 365, 368, 369, 370, 372, 376, 380,
130, 137, 138, 141, 154, 166, 167, 168, 384, 389, 396, 404, 405, 406, 410, 411,
175, 179, 195, 200, 213, 219, 222, 225, 412, 414, 415, 417
231, 257, 265, 279, 292, 293, 306, 311, ἐπιδημίαν ἐγένετο, 197
315, 330, 335, 378, 398, 413 ἐπιδημίας, 4, 5, 6, 9, 10, 11, 12, 13, 14,
Ἐπιδημίᾳ, 108, 109, 110, 113, 115, 358 15, 16, 17, 18, 19, 20, 22, 23, 24, 25, 26,
ἐπιδημίαι, 7, 126, 142, 153 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37,
ἐπιδημίαις, 27, 81, 152, 169, 170, 171, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 46, 50, 51, 60,
218, 310, 384 61, 86, 87, 91, 92, 96, 97, 99, 100, 103,
Ἐπιδημίαις, 55, 56, 65, 67, 101, 102, 113, 104, 107, 116, 117, 122, 131, 132, 133,
114, 115, 157, 160, 397 134, 136, 140, 141, 143, 144, 152, 155,
ἐπιδημίαν, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 159, 162, 167, 168, 172, 174, 176, 177,
16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 24, 25, 26, 27, 182, 186, 189, 191, 193, 194, 195, 196,
29, 30, 33, 34, 36, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 197, 198, 199, 202, 203, 205, 206, 207,
424

208, 209, 216, 217, 219, 223, 224, 225, Ἐπιδημιῶν, 53, 61, 62, 63, 64, 66, 67, 68,
229, 230, 234, 235, 236, 245, 247, 248, 69, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 82, 158, 211
249, 250, 251, 252, 253, 254, 255, 256, ἐπιδημίων, 63, 69, 71, 72, 76, 111, 174,
259, 260, 261, 262, 263, 264, 265, 267, 175
269, 270, 271, 274, 276, 280, 281, 284, Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου
285, 286, 287, 288, 290, 291, 293, 295, Ιλιάδα, 354, 355, 356
296, 297, 298, 299, 300, 301, 302, 303, Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου
304, 305, 306, 308, 312, 314, 315, 316, Οδύσσεια, 356
317, 318, 319, 320, 321, 323, 326, 327, Ησύχιος λεξικόν., 358
328, 331, 332, 335, 337, 339, 344, 346, ἴκτερος· ἐπιδήμιος, 148
351, 352, 353, 359, 361, 362, 363, 364, Ἱπποκράτει, 5, 69, 96, 111, 157, 160, 166,
365, 366, 367, 368, 369, 370, 371, 372, 167
373, 374, 375, 378, 379, 381, 382, 383, Ἱπποκράτης, 61, 62, 65, 67, 79, 80, 81,
386, 387, 389, 390, 391, 392, 393, 394, 112, 149, 150, 151, 162, 163, 164, 166,
395, 399, 400, 405, 411, 413, 415 167, 169, 170, 171, 384
Ἐπιδημίας, 107, 108, 114, 164 Ἱπποκράτους, 63, 70, 75, 77, 80, 157, 165,
ἐπιδήμιοι, 47, 49, 54, 183, 278, 355, 401, 166, 167, 168, 358
402, 403 Λοιμός, 3
ἐπιδημίοις, 313, 325 λοιμῶδές, 76
ἐπιδήμιον, 48, 71, 75, 147, 150, 156, 157, λοίμωξη, 3
237, 238, 239, 241, 312, 329, 345, 356, νοσήμασι, 74
358, 404, 406, 407, 416 νοσήμασιν,, 115
ἐπιδήμιον ἄλγος, 156 νοσήματα ἐπιδήμια, 139, 161
ἐπιδήμιος, 48, 50, 237, 238, 240, 355, νοσήματα ἐπιδήμια ἔστιν, 139
385, 398, 399, 401, 402, 408 νοσήματα τὰ ἐπιδήμια, 164
ἐπιδήμιος,, 50 νοσημάτων, 69, 70, 71, 72, 74, 76, 77, 78,
ἐπιδημίου φλέγματος, 147 80, 113, 114, 142, 162, 165, 166, 167,
ἐπιδημιῶν, 62, 66, 77, 79, 80, 82, 83, 84, 168, 169, 171, 356, 384
85, 86, 111, 112, 116, 151, 178, 266 νόσος, 3
Φώτιος λεξικόν, 352

TLG Texts doing_search επ ιδημι tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

You might also like