You are on page 1of 288

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

ΟΙΔΗΜΑ

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα

Θεσσαλονίκη 2020
2

Περιεχόμενα
3

LIDDELL & SCOTT. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας......................................................4


Λεξικόν Δημητράκου. Τόμος Ι΄. Σελ. 5043................................................................................4
Λεξικόν Γ. Μπαμπινιώτη σελ. 1238..........................................................................................4
Λεξικόν ετυμολγικόν Γ. Μπαμπινιώτη σελ...............................................................................5
Τα τοπωνύμια περιοχών, πόλεων και γεωγραφικών στοιχείων ως αδιάσειστη απόδειξη της
Ελληνικότητάς τους Κ. Χaτζηγιavvάκης -ΑΘΗΝΑ.....................................................................5
Χρονολογική ταξνόμηση αποσπασμάτων.................................................................................5
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα.........................................................................................12
Επιλογή από Γαληνό...............................................................................................................15
Επιλογή από Ιπποκράτη.........................................................................................................52
Επιλογή από Διοσκουρίδης Πεδάνιος....................................................................................66
Επιλογή από Παύλος ιατρός...................................................................................................77
............................................................................................................................................90
Επιλογή από Ορειβάσιος ιατρός..........................................................................................103
..............................................................................................................................................113
Επιλογή από Παλλάδιος ιατρός............................................................................................121
Όγκος εστιν..........................................................................................................................245
ΟΙΔΗΜΑ ΕΣΤΙ....................................................................................................................273
Περί οιδήματος.....................................................................................................................277
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ.........................................................................................................................286
4

LIDDELL & SCOTT. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής


Γλώσσας.

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007). οἴδημα, -ατος,


τό, πρήξιμο, εξόγκωμα, φούσκωμα, απόστημα, σε Δημ.

Λεξικόν Δημητράκου. Τόμος Ι΄. Σελ. 5043

Λεξικόν Γ. Μπαμπινιώτη σελ. 1238

οίδημα (το) {οιδήμ-ατος \ -ατα, -άτων} 1. (λόγ.) η μη φυσιολογική


διόγκωση μέρους τού σώματος ΣΥΝ. (καθημ.) πρήξιμο 2. ΙΛΤΡ. η
μη φυσιολογική συγκέντρωση υγρού στους μεσοκυττάριους χώρους τού
συνδετικού ιστού. — οιδηματικός, -ή. -ό. [ετυμ. αρχ. < οΐδώ (-έω)
«πρήζομαι, είμαι πρησμένος» < I.F.. oid- / aid- «φουσκώνω, πρήζομαι»,
πβ. αρμ. aytumn, αρχ. γερμ. eiz «πύον. απόστημα»,
eittar «πύον» (> γερμ. Eiter). αρχ. ισλ. citr κ.ά. Βλ. κ. Οίδί- πους\.
5

Λεξικόν ετυμολγικόν Γ. Μπαμπινιώτη σελ.


οίδημα ≪πρήξιμο≫ < αρχ. οϊδημα [ήδη τον 5ο αι. π.Χ. στον Ιπποκράτη]
< ρ. οίδώ (-έω) ≪πρήζομαι, φουσκώνω≫ < Ι.Ε. oid- / aid- ≪φουσκώνω,
πρήζομαι≫ || αρμ. aytumn ≪οίδημα, πρήξιμο≫, ορχ. γερμ. aitro- ≪πύον,
απόστημα≫ (> γερμ. Biter, ολλ. etter, ισλ. eitur) || αρχ. κύρ. όν.
Οΐδίπους, αρχικώς ≪αυτός που έχει πρησμένα πόδια≫.
ΕΤΥΜ. ΠΕΔΙΟ
οιδαλέος < αρχ. οίδ-αλέος ≪εξογκωμένος≫ < θ. Τού ρ. οίδ-ώ (-έω)
≪πρήζομαι, φουσκώνω≫ + παραγ. τέρμα -αλέος οιδηματώδης < ελνστ.
οιδηματ-ώδης.

Τα τοπωνύμια περιοχών, πόλεων και γεωγραφικών


στοιχείων ως αδιάσειστη απόδειξη της
Ελληνικότητάς τους Κ. Χaτζηγιavvάκης -ΑΘΗΝΑ
Σκιράδιο = ακρωτήριον της Αττικής έναντι της Σαλαμίνος // σκίρον, το
= σκληρός φλοιός του τυρού, αι ακαθαρσίαι του τυρού, ουλή, πληγή
επουλωμένη// Σκίρον :; το δυσώνυμον μέρος της πόλεως //
σκίρος/σκίρρος = σκληρόν επικάλυμμα, οίδημα σκληρυνθέν,
σκλήρωμα // λατ. scirrhus // επίστρωμα ακαθαρσίας -δάσος -δρυμός -ρίζα
ή πρέμνον // σκληρία :; σκίρωμα, σκλήρωμα

Χρονολογική ταξνόμηση αποσπασμάτων

1. Αριστοτέλης Historia animalium (4 B.C.) Bekker p. 584a line 16


εὐχροίας διατελοῦσιν, ἐπὶ δὲ τῶν θηλειῶν τοὐναντίον· ἀχρούσ-
τεραί τε γὰρ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, καὶ βαρύτερον διάγουσι, καὶ    (15)
πολλαῖς περὶ τὰ σκέλη οἰδήματα καὶ ἐπάρσεις γίνονται τῆς
σαρκός· οὐ μὴν ἀλλ’ ἐνίαις γίνεται καὶ τἀναντία
 
2. Αριστοτέλης Problemata (4 B.C.) Bekker p. 891a line 1
  Διὰ τί ἐν ταῖς οὐλαῖς οὐ γίνονται τρίχες; ἢ ὅτι οἱ πόροι
ἐπιτυφλοῦνται ἐξ ὧν αἱ τρίχες, καὶ παραλλάττουσιν;
(891a)   Διὰ τί οἴδημα καὶ πελιώματα λαμβάνουσιν αἱ πλη-
γαί; ἢ διότι κατὰ τοῦτον τὸν τόπον διασταλέντα τὰ ὑγρά,
εἰς τοὺς πλησίον τόπους προσκόψαντα ἀποπάλλεται πάλιν
 
3. Ευσέβιος (A.D. 4) Vol.23 p. 441 line 10
6

βον τυγχάνει· τοιαύτη καὶ ἡ διὰ τῆς μετανοίας ἑαυ-


τὴν ταπεινοῦσα καρδία. Τοιαύτην γὰρ αὐτὴν γενομέ-
νην μετὰ τὸ τῆς ἁμαρτίας οἴδημα ἀντὶ θυσίας προσ-    (10)
δέξεται ὁ Θεός.
  Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφο-
 
4. Επιφάνιος De xii gemmis (Frag. ap. Anastasium Sinaïtam,
Quaestiones et responsiones) {2021.005} (A.D. 4) Vol.89 p. 588 line 11
μέν ἐστι καὶ αἱματώδης, γίνεται δὲ ἐν Βαβυλῶνι
τῇ πρὸς Ἀσσυρίους γῇ. Διαυγὴς δέ ἐστι, δυνάμεως   (10)
θεραπευτικῆς, ᾧ κέχρηνται οἱ ἰατροὶ πρὸς οἰδήματα
καὶ πληγὰς ἀπὸ σιδήρου γενομένας ἀποχριόμενοι.
  Τοπάζιον ἐρυθρὸς μέν ἐστιν ὑπὲρ τὸν ἄνθρακα
 
5. Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina moralia {2022.060} (A.D. 4)
Column 863 line 5
Ὄγκον τραπέζης, καὶ στενοῦ λαιμοῦ χάριν,
Εἰς ὃν τὰ πάντα συντρέχει φροντίσματα,
Οἴδημα γαστρὸς, τὴν κόρου τ’ ἀῤῥωστίαν   (5)
(Οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ τόκοι τῆς πλησμονῆς),
Οἴκους περιττοὺς, καὶ κενοὺς τῷ πλείονι,
 
6. Αθανάσιος θεολόγος. Frag. varia (A.D. 4) Vol.26 column 1252 line
25
στερος· Βʹ, κνησμός τε ἀφόρητος τῆς ἐπιφανείας ὅλης·
Γʹ, τῶν ἐντὸς συνεχεῖς ἀλγηδόνες· Δʹ, περὶ τοὺς πόδας
ὡς ὑδρωπιῶντος οἰδήματα· Εʹ, τοῦ ἤτρου φλεγμονὴ    (25)
ὑπέρογκος· ϛʹ, διὰ τοῦ μέλους τῆς αἰσχύνης σηπεδὼν
γεννῶσα σκώληκας· Ζʹ, πρὸς τούτοις ὀρθόπνοια· Ηʹ
 
7. Αθανάσιος θεολόγος. Frag. varia {2035.054} (A.D. 4) Vol.26
column 1252 line 37
οὐκ ἔψαλλεν· Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον,   (35)
καὶ πάντα τὰ ἐντός μου τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.
Περὶ δὲ τοὺς πόδας οἰδήματα ὑδρωπιῶντος, ἐπειδὴ
ἐξουθένει τὸ καθαρὸν καὶ ἀθόλωτον ὕδωρ τῆς ἁλλο-
7

μένης πηγῆς εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τοῦ δὲ ἤτρου ἡ ὑπέρ-


 
8. Βασίλειος Καισαρείας. Homiliae super Psalmos {2040.018} (A.D. 4)
Vol.29 p. 332 line 23
ἀγαπᾷ ἐπὶ σοὶ τὴν κρίσιν. Ὡς γὰρ ἰατρὸς ἐμμελὴς
καὶ φιλάνθρωπος καταντλήμασι πρότερον καὶ πε-
ριπλάσμασιν ἁπαλοῖς πειρᾶται καταστεῖλαι τὸ οἴδημα· ἐπὰν δὲ ἴδῃ
ἀνενδότως καὶ σκληρῶς ἀντιτυ-
ποῦντα τὸν ὄγκον, ῥίψας τὸ ἔλαιον καὶ τὴν μαλακὴν    (25)
ἀγωγὴν, αἱρεῖται λοιπὸν τὴν τοῦ σιδήρου χρῆσιν.
 
9. Ευάγριος. De octo spiritibus malitiae (sub nomine Nili Ancyrani)
(A.D. 4) Vol.79 p. 1161 line 27
(1161) ΚΕΦΑΛ. ΙΖʹ.   Περὶ ὑπερηφανίας.    
  Ὑπερηφανία ἐστὶν οἴδημα ψυχῆς ἰχῶρος πεπληρω-   (27)
μένον· ἐὰν πεπανθῇ, ῥαγήσεται, καὶ ποιήσει ἀηδίαν
πολλήν. Ἀστραπῆς ἔκλαμψις, ἦχον προμηνύει βρον-
 
10.Ιωάννης Χρυσόστομος. Adversus oppugnatores vitae monasticae
(lib. 1-3) (A.D. 4-5) Vol.47 p. 364 line 12
νομίζειν ἀπολωλεκότες; οἱ πόρνας τρέφοντες, καὶ τοῖς   (10)
ἀλλοτρίοις λυμαινόμενοι γάμοις, ἢ οἱ καὶ τῆς ἑαυτῶν
ἀπεχόμενοι γυναικός; Οὐχ οἱ μὲν, ὥσπερ οἰδήματα σώ-
ματι καὶ πνεύματα ἄγρια θαλάττῃ, τῇ πολιτείᾳ τῆς
οἰκουμένης ἐπιφύονται, καὶ τοὺς καθ’ ἑαυτοὺς σώζεσθαι
 
11.Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae 1-21)
(A.D. 4-5) Vol.49 p. 81 line 22
λον ἐπὶ τῆς ψυχῆς τοῦτο ποιεῖν χρή. Καὶ γὰρ ἕλκος ψυ-    (20)
χῆς ἡ ἀθυμία, καὶ δεῖ συνεχῶς αὐτὴν ἐπαντλεῖν προσ-
ηνέσι ῥήμασιν. Οὐδὲ γὰρ οὕτως οἴδημα σαρκὸς χαλᾷν
εἴωθε θερμῶν ὑδάτων φύσις, ὡς ψυχῆς πάθος καταστέλ-
λειν πέφυκε παρακλητικῶν λόγων δύναμις· οὐ χρεία
 
12.Ιωάννης Χρυσόστομος. De paenitentia (homiliae 1-9) (A.D. 4-5)
Vol.49 p. 312 line 33
8

ρον ἐροῦσιν, οἳ τὴν μὲν ἔνδειαν μητέρα τῆς ὑγιείας κα-


λοῦσι, τὰς δὲ ποδαλγίας καὶ καρηβαρίας καὶ ἀποπληξίας
καὶ φθόην καὶ ὕδερον καὶ φλεγμονὰς καὶ οἰδήματα, καὶ
μυρίων ἑτέρων νοσημάτων χειμάῤῥους, ἀπὸ τῆς τρυφῆς
καὶ τῆς ἀδηφαγίας ἐξιέναι φασὶν, ὥσπερ ἀπό τινος πο-   (35)
 
13.Ιωάννης Χρυσόστομος. De proditione Judae (homiliae 1-2)
{2062.030} (A.D. 4-5) Vol.49 p. 374 line 23
δασκαλίας ὁ λόγος, τῇ συνεχείᾳ τῆς παραινέσεως ῥι-
ζωθείς. Διὰ τοῦτο συνεχῶς ἀπαντλοῦμαι τοῖς ῥήμα-
σιν, ὥστε τὸ οἴδημα τῆς ὀργῆς ὑπονοστῆσαι, καὶ
κατασταλῆναι τὴν φλεγμονὴν, ὥστε καθαρὸν ὀργῆς
εἶναι τὸν εὐχῇ προσιόντα. Οὐδὲ γὰρ ὁ Χριστὸς ὑπὲρ    (25)
 
14.Ιωάννης Χρυσόστομος. De proditione Judae (homiliae 1-2) (A.D.
4-5) Vol.49 p. 384 line 5
τῇ συνεχείᾳ τῆς παραινέσεως, ἵνα ῥιζωθῇ ὑμῶν ταῖς
διανοίαις. Διὰ τοῦτο συνεχῶς ἐπαντλοῦμεν ὑμῖν τοῖς
ῥήμασιν, ὥστε τὸ οἴδημα τῆς ὀργῆς ὑπονοστῆσαι, καὶ    (5)
κατασταλῆναι τὴν φλεγμονὴν, καὶ καθαρὸν ὀργῆς
εἶναι τὸν εὐχῇ προσιόντα. Οὐδὲ γὰρ ὁ Χριστὸς ὑπὲρ
 
15.Ιωάννης Χρυσόστομος. Peccata fratrum non evulganda (A.D. 4-5)
Vol.51 p. 364 line 16
γμαίνει σου τῇ μνήμῃ τῆς ἔχθρας ἡ διάνοια καὶ οἰδεῖ,
καὶ ἀνέστηκεν ἡ καρδία, καὶ τοῦ λελυπηκότος ἀναμι-    (15)
μνησκόμενος οὐ δύνασαι καταστεῖλαι τὸ οἴδημα τῶν
λογισμῶν; Ἀλλ’ ἀντίστησον τῇ φλεγμονῇ ταύτῃ τὴν
ἀπὸ τῶν σῶν ἁμαρτημάτων μνήμην, τὸν ἀπὸ τῆς
 
16.Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem (homiliae 1-88) {2062.153}
(A.D. 4-5) Vol.59 p. 52 line 22
οἷον μή τι τῶν χαλεπωτάτων συμβαίη περὶ τὸν πα-    (20)
θόντα, ἢ πυρετὸς ἀκολουθήσας ἐπενέγκοι θάνατον,
ἢ οἴδημα ἀναστὰν δυσίατον εἰς τὸν περὶ τῶν ἐσχάτων
καταστήσῃ κίνδυνον. Καὶ, τί γάρ μοι μάχης ἔδει;
9

τί δὲ ὕβρεων καὶ φιλονεικίας; ἀπόλοιτο τὰ καὶ τά.


 
17.Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem (homiliae 1-88) {2062.153}
(A.D. 4-5) Vol.59 p. 482 line 28
ποιῶμεν ἡμεῖς, καὶ πενθῶμεν ὡς ἐκεῖνος, ἀποδυσόμεθα
τὰ ἐγκλήματα ὡς Ζακχαῖος, καὶ ἡμεῖς τευξόμεθά τινος
συγγνώμης. Καθάπερ γὰρ ἐπὶ τῶν οἰδημάτων καὶ
τῶν συρίγγων, ἂν μὴ πρότερον στήσῃ τις τὸν χυμὸν τὸν
ἐπιῤῥέοντα, καὶ τὸ τραῦμα ἐπιτρίβοντα, ὅσα ἂν ἐπιθήσῃ    (30)
 
18.Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55)
{2062.154} (A.D. 4-5) Vol.60 p. 350 line 5
ἀπόνοια καὶ θυμός; οὐχ ὁ μὲν πυρετῷ τινι ἔοικε σφοδρῷ,
ἡ δὲ φλεγμαίνοντι σώματι καὶ οἰδαίνοντι; Ἐννόησον ὅσον
ἐστὶ πυρετὸν ἔχειν καὶ οἴδημα· ἄπελθε, σβέσον τὸ πῦρ·   (5)
δύνασαι γὰρ τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ· ὥσπερ ὕδατι κατά-
στειλον τὴν φλεγμονήν. Τί οὖν, ἂν αὐτῷ τούτῳ πλέον
 
19.Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1-44)
{2062.156} (A.D. 4-5) Vol.61 p. 97 line 35
  Ὅταν γὰρ ἐπαναστῇ τὸ μέλος τὸ ἓν, οὐδὲν ἕτερόν
ἐστιν ἢ φλεγμονὴ καὶ νόσημα· ἄλλως γὰρ οὐ γίνεται
ὑψηλότερον ἕτερον ἑτέρου μέλος, ἀλλ’ ἢ ὅταν οἴδημα  
γένηται. Οὕτω τοίνυν καὶ ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλη-
σίας ὁ φλεγμαίνων καὶ φυσιούμενος, αὐτὸς ἂν εἴη ὁ
 
20.Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1-44)
{2062.156} (A.D. 4-5) Vol.61 p. 97 line 39
σίας ὁ φλεγμαίνων καὶ φυσιούμενος, αὐτὸς ἂν εἴη ὁ
νοσῶν· οἰδεῖ γὰρ ὑπὲρ τὴν κοινὴν συμμετρίαν. Τοῦτο
γάρ ἐστιν οἴδημα. Οὕτω καὶ ἐν τῷ σώματι γίνεται,
ὅταν νόθος τις καὶ πονηρὸς ἐπιῤῥεύσῃ χυμὸς, ἀλλὰ    (40)
μὴ ἡ εἰωθυῖα τροφή. Οὕτω καὶ ἀλαζονεία τίκτεται,
 
21.Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Ephesios (homiliae 1-24)
{2062.159} (A.D. 4-5) Vol.62 p. 109 line 4
10

δεῦσαι τὴν ψυχὴν μηδέποτε κράζειν καὶ βοᾷν. Τὰ


πτερὰ περικόπτεις τῆς ὀργῆς, τὴν κραυγὴν περιαι-
ρῶν, τὸ οἴδημα καταστέλλεις τῆς καρδίας. Ὥσπερ
γὰρ οὐκ ἔστι τὰς χεῖρας μὴ ἀντάραντα παλαίειν,   (5)
οὕτως οὐκ ἔνι μὴ κράζοντα συμποδίζεσθαι. Δῆσον
 
22.Ιωάννης Χρυσόστομος. Homilia habita postquam presbyter Gothus
concionatus fuerat {2062.177} (A.D. 4-5) Vol.63 p. 505 line 23
χῆς ἐποίησεν. Ἐπειδὴ γὰρ ἀπόνοια αὐτὴν ἐπῆρε καὶ
φλεγμᾶναι παρεσκεύασε, φάρμακον ἐπέθηκε καταστέλ-
λον αὐτῆς τὸ φύσημα καὶ καθαιροῦν τὸ οἴδημα. Ποῖον δὲ
φάρμακον; Τὸν θάνατον ἐπιτειχίσας αὐτῇ. Διὰ τοῦτο
οὐχὶ θνητὸν τὸ σῶμα μόνον εἰργάσατο, ἀλλὰ καὶ σήπε-    (25)
 
23. Συμπλίκιος Commentarius in Epicteti enchiridion {4013.006} (A.D.
6) p. 59 line 21
ἀνάξιοι τούτων οἱ ἐπαιρόμενοι φαίνονται. Οὐ γὰρ
ἀπὸ μεγέθους ψυχῆς ἡ ἔπαρσις αὕτη γίνεται, ἀλλ’ ἔστιν   (20)
οἴδημα κενὸν, καὶ παρὰ φύσιν πρὸς τὰ ἐκτὸς ἐκχεόμε-
νον, καὶ τῶν ἐντὸς ἀποσπώμενον· τοῦ ὑγιεινοῦ μεγέθους,
ὥσπερ ἐπὶ τοῦ σώματος, τῇ κατὰ φύσιν διαθέσει τῶν
 
24. Γεώργιος Μοναχός. Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio recentior)
{3043.002} (A.D. 9) Vol.110 p. 369 line 46
πυρετὸς μὲν γὰρ λάβρος ἦν, κνισμὸς δὲ ἀφόρητος
τῆς ἐπιφανείας ὅλης, καὶ σκώληκες, συνεχεῖς ἀλ-   (45)
γηδόνες καὶ περὶ τοὺς πόδας οἰδήματα δυσωδίας,
τοῦ τε ἤτρου φλεγμονὴ καὶ αἰδοίου σῆψις σκώλη-
κας γεννῶσα· καὶ πρὸς τοῦτο ὀρθόπνοια καὶ διάπνοια
 
25. Φώτιος Theol. et Scr. Eccl. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D. 9)
Alphabetic letter omicron p. 318 line 1
Οἰδαίνει: οἰδεῖν ποιεῖ.    (20)
Οἰδεῖ: φλεγμαίνει· πεφύσηται.
(318) Οἴδημα: ὄγκωμα· φλεγμονή· ἀπόστημα· ὡς ἐκ
  μεταφορᾶς τῶν σωμάτων, καὶ ἐπὶ τῆς ἐπάρσεως
11

  καὶ φυσιώσεως λέγεται.


 
26. Φώτιος Theol. et Scr. Eccl. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D. 9)
Alphabetic letter omicron p. 318 line 4
  μεταφορᾶς τῶν σωμάτων, καὶ ἐπὶ τῆς ἐπάρσεως
  καὶ φυσιώσεως λέγεται.
Οἰδήματα: ἐπάρματα ἢ φυσήματα.
Οἴδησις: φλεγμονή· φύσημα.    (5)
Οἶδμα: κῦμα ἢ πέλαγος.
 
27. Φώτιος Theol. et Scr. Eccl. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D. 9)
Alphabetic letter sigma p. 527 line 1
Σκυτοτόμος: σκυτεύς· λωροτόμος.
Σκύφος: ποτήριον.
(527) Σκώληξ: τὸ πρὸς τῆι γῆι οἴδημα τῆς θαλάσσης·
  οἷον τὸ προσαράσσον κῦμα.
Σκῶλος: εἶδος ἀκάνθης ἢ σκάνδαλον.
 
28. Φώτιος Theol. et Scr. Eccl. Lexicon (Ε—Ω) {4040.030} (A.D. 9)
Alphabetic letter sigma p. 527 line 20
Σμυχόμενος: καιόμενος· ἀναλισκόμενος.
Σμώδιγγες: μώλωπες.
Σμώδιξ: μώλωψ· τὸ ἐκ πληγῶν οἴδημα.    (20)
Σμώχειν: σπουδῆ ἐνεργεῖν.
Σοβάδες: διώκουσαι πόρναι.
 
29. VITA ET MIRACULA NICONIS Hagiogr. Vita et miracula (e cod.
Kutlumus. 210) {5081.002} (A.D. 11-17) p. 222 line 27
δὲ μελανίας καὶ πελιδνώσεις περὶ τὸ σῶμα διαφανεῖς, ἄλλοι τὸ
στόμα   (25)
εἶχον εἰς τοὐπίσω λοξῶς παρεκκλῖνον, οἱ δὲ πλείους καὶ ἐκ τῶν δηγμά-
των ἔφερον ἐν ταῖς σαρξὶ μώλωπας, οἰδήμασι καὶ σμώδιξι πεπληρωμέ-
νους ἤδη. Καὶ οὕτω τὰ ἐν τοῖς ὕπνοις τελεσθέντα οὐκ ἦσαν ὄψις ἀνύπαρ-
κτος, ἀλλ’ ἐπ’ αὐτοῖς τοῖς πράγμασιν ὁρώμενά τε καὶ θαυμαζόμενα,
12

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα

Πλούταρχος. Phil., Marcius Coriolanus (0007: 016)“Plutarchi vitae


parallelae, vol. 1.2, 3rd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1964.
Chapter 15, sec. 5, line 5

φρόνημα κεχρημένος, τὸ δ' ἐμβριθὲς καὶ τὸ πρᾷον, οὗ τὸ


πλεῖστον ἀρετῇ πολιτικῇ μέτεστιν, ἐγκεκραμένον οὐκ
ἔχων ὑπὸ λόγου καὶ παιδείας, οὐδὲ τὴν ἐρημίᾳ σύνοικον,
ὡς Πλάτων ἔλεγεν (epist. 321c), αὐθάδειαν εἰδὼς ὅτι
δεῖ μάλιστα διαφεύγειν ἐπιχειροῦντα πράγμασι κοινοῖς
καὶ ἀνθρώποις ὁμιλεῖν, καὶ γενέσθαι τῆς πολλὰ γελωμένης
ὑπ' ἐνίων ἀνεξικακίας ἐραστήν. ἀλλ' ἁπλοῦς τις ὢν ἀεὶ
καὶ ἀτενής, καὶ τὸ νικᾶν καὶ κρατεῖν πάντων καὶ πάντως
ἔργον ἀνδρείας ἡγούμενος, οὐκ ἀσθενείας καὶ μαλακίας,
ἐκ τοῦ πονοῦντος καὶ πεπονθότος μάλιστα τῆς ψυχῆς
ὥσπερ οἴδημα τὸν θυμὸν ἀναδιδούσης, ἀπῄει ταραχῆς
μεστὸς ὢν καὶ πικρίας πρὸς τὸν δῆμον. οἱ δ' ἐν ἡλικίᾳ τῶν
πατρικίων, ὅ τι περ ἦν ἐν τῇ πόλει μάλιστα γαυρούμενον
εὐγενείᾳ καὶ ἀνθοῦν, ἀεί τε θαυμαστῶς ἐσπουδάκεσαν
περὶ τὸν ἄνδρα, καὶ τότε προσκείμενοι καὶ παρόντες οὐκ
ἐπ' ἀγαθῷ, τὸν θυμὸν ἐξερρίπιζον αὐτοῦ τῷ συναγανακτεῖν  
καὶ συναλγεῖν. ἦν γὰρ ἡγεμὼν αὐτοῖς καὶ διδάσκαλος
εὐμενὴς τῶν πολεμικῶν ἐν ταῖς στρατείαις καὶ ζῆλον ἀρε-
τῆς ἄνευ φθόνου πρὸς ἀλλήλους ... γαυρῶσαι τοὺς κατορ-
θοῦντας.

Πλούταρχος. Phil., De cohibenda ira (452f–464d) (0007: 095)


“Plutarchi moralia, vol. 3”, Ed. Pohlenz, M.Leipzig: Teubner, 1929,
Repr. 1972.Stephanus p. 457, sec. A, line 9

εὐτονίαν καὶ μισοπονηρίαν τὸ δύσκολον οὐκ ὀρθῶς τίθεν-  


ται· τὰ γὰρ ἔργα καὶ τὰ κινήματα καὶ τὰ σχήματα μικρό-
τητα πολλὴν καὶ ἀσθένειαν κατηγορεῖ, | οὐ μόνον ἐν οἷς
παιδάρια σπαράττουσι καὶ πρὸς γύναια διαπικραίνονται
καὶ κύνας καὶ ἵππους καὶ ἡμιόνους οἴονται δεῖν κολάζειν,
ὡς Κτησιφῶν ὁ παγκρατιαστὴς ἀντιλακτίσαι τὴν ἡμίονον
ἀξιῶν, ἀλλὰ καὶ περὶ τὰς τυραννικὰς μιαιφονίας τῷ
πικρῷ τὸ μικρόψυχον αὐτῶν καὶ τῷ δρῶντι τὸ πεπονθὸς
ἐνορώμενον ἔοικε τοῖς δήγμασι τῶν ἑρπετῶν, ὅταν δια-
καῇ καὶ περιώδυνα γένηται, τὴν φλεγμονὴν ἀπερειδομέ-
νων σφοδρὰν τοῖς λελυπηκόσιν. ὡς γὰρ οἴδημα μεγάλης
13

ἐστὶν ἐν σαρκὶ πληγῆς πάθος, οὕτως ἐν ταῖς μαλακωτάταις


ψυχαῖς ἡ πρὸς τὸ λυπῆσαι ἔνδοσις ἐκφέρει μείζονα θυμὸν
ἀπὸ μείζονος ἀσθενείας. διὸ καὶ γυναῖκες ἀνδρῶν ὀργι-
λώτεραι καὶ νοσοῦντες ὑγιαινόντων καὶ γέροντες ἀκμα-
ζόντων καὶ κακῶς πράττοντες εὐτυχούντων. ὀργιλώτατος
γὰρ ὁ φιλάργυρος πρὸς τὸν οἰκονόμον, ὁ γαστρίμαργος
πρὸς τὸν ὀψοποιόν, ὁ ζηλότυπος πρὸς τὸ γύναιον, ὁ
κενόδοξος κακῶς ἀκούσας· χαλεπώτατοι δ' ‘ἄγαν φιλοτι-
μίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες· ἱστᾶσιν ἄλγος ἐμφα-
νές’ κατὰ Πίνδαρον (fr. 210).

Πλούταρχος. Phil., De cohibenda ira (452f-464d) Stephanus p. 460, sec.


C, line 10

άγων τὸν λογισμὸν ἀναγκαίως. οὐ γάρ, ὡς Ἀριστοτέλης


ἱστορεῖ (fr. 608) κατ' αὐτὸν ἐν Τυρρηνίᾳ μαστιγοῦσθαι
τοὺς οἰκέτας πρὸς αὐλόν, οὕτω πρὸς ἡδονὴν δεῖ καθάπερ
ἀπολαύσματος ὀρέξει τῆς τιμωρίας ἐμφορεῖσθαι καὶ χαί-
ρειν κολάζοντας κολάσαντας δὲ μετανοεῖν ὧν τὸ μὲν
θηριῶδες τὸ δὲ γυναικῶδες· ἀλλὰ καὶ λύπης καὶ ἡδονῆς
χωρὶς ἐν τῷ τοῦ λογισμοῦ χρόνῳ τὴν δίκην κομίζεσθαι μὴ
ὑπολείποντας τῷ θυμῷ πρόφασιν.
 Αὕτη μὲν οὖν ἴσως οὐκ ὀργῆς ἰατρεία φανεῖται, διά-
κρουσις δὲ καὶ φυλακὴ τῶν ἐν ὀργῇ τινος ἁμαρτημάτων.
καίτοι καὶ σπληνὸς οἴδημα σύμπτωμα μέν ἐστι πυρετοῦ
πραϋνόμενον δὲ κουφίζει τὸν πυρετόν, ὥς φησιν Ἱερώ-
νυμος (Sat. Saupp. p. 103). ἀλλ' αὐτῆς γε τῆς ὀργῆς
ἀναθεωρῶν τὴν γένεσιν ἄλλους ὑπ' ἄλλων αἰτιῶν ἐμπί-
πτοντας εἰς αὐτὴν ἑώρων, οἷς ἐπιεικῶς ἅπασι δόξα τοῦ  
καταφρονεῖσθαι καὶ ἀμελεῖσθαι παραγίνεται. διὸ καὶ τοῖς
παραιτουμένοις ὀργὴν δεῖ βοηθεῖν πορρωτάτω τὴν πρᾶξιν
ὀλιγωρίας ἀπάγοντας καὶ θρασύτητος, εἰς ἄγνοιαν ἢ ἀνάγ-
κην ἢ πάθος ἢ δυστυχίαν τιθεμένους· ὡς Σοφοκλῆς (Ant. 563)
      

Δημοσθένης. In Cononem (0014: 054)“Demosthenis orationes, vol. 3”,


Ed. Rennie, W.Oxford: Clarendon Press, 1931, Repr. 1960.Sec. 11, line 4

       

ΜΑΡΤΥΡΙΑ.
14

 Τότε μὲν τοίνυν παραχρῆμ' ὑπὸ τῶν πληγῶν ἃς ἔλαβον


καὶ τῆς ὕβρεως οὕτω διετέθην, ὡς ἀκούετε καὶ μεμαρτύρηται
παρὰ πάντων ὑμῖν τῶν εὐθὺς ἰδόντων. μετὰ δὲ ταῦτα τῶν
μὲν οἰδημάτων τῶν ἐν τῷ προσώπῳ καὶ τῶν ἑλκῶν οὐδὲν
ἔφη φοβεῖσθαι λίαν ὁ ἰατρός, πυρετοὶ δὲ παρηκολούθουν μοι
συνεχεῖς καὶ ἀλγήματα, ὅλου μὲν τοῦ σώματος πάνυ σφοδρὰ
καὶ δεινά, μάλιστα δὲ τῶν πλευρῶν καὶ τοῦ ἤτρου, καὶ τῶν  
σιτίων ἀπεκεκλείμην. καὶ ὡς μὲν ὁ ἰατρὸς ἔφη, εἰ μὴ
κάθαρσις αἵματος αὐτομάτη μοι πάνυ πολλὴ συνέβη περιω-
δύνῳ ὄντι καὶ ἀπορουμένῳ ἤδη, κἂν ἔμπυος γενόμενος
διεφθάρην· νῦν δὲ τοῦτ' ἔσῳσεν τὸ αἷμ' ἀποχωρῆσαν. ὡς
οὖν καὶ ταῦτ' ἀληθῆ λέγω, καὶ παρηκολούθησέ μοι τοιαύτη
νόσος ἐξ ἧς εἰς τοὔσχατον ἦλθον, ἐξ ὧν ὑπὸ τούτων ἔλαβον
πληγῶν, λέγε τὴν τοῦ ἰατροῦ μαρτυρίαν καὶ τὴν τῶν

Γαληνός ιατρός. De constitutione artis medicae ad Patrophilum


(0057: 006)
“Claudii Galeni opera omnia, vol. 1”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch,
1821, Repr. 1964.Vol.1, p. 274, line 16

τῶδες γιγνόμενον. ἀλγεῖ μὲν οὖν ὁ ἄνθρωπος, ὅτι φλεγ-


μονὴ τὸ πάθος. ἡ δὲ ἰδέα τῆς ὀδύνης νυγματώδης, ὅτι
καὶ ἡ οὐσία τοῦ πεπονθότος ἐστὶν ὑμενώδης. κατὰ δὲ τὴν
πλευρὰν ἐρείδει, διότι ἐν ταύτῃ κεῖται τὸ πεπονθός. καὶ
μὲν δὴ καὶ μέχρι πλείστου διήκει, διότι καὶ αὐτὸς ὁ ὑπε-
ζωκὼς ἐπὶ πλεῖστον ἐκτέταται. πυρετὸς δ' ἐξ ἀνάγκης ἕπε-
ται διὰ τό τε πάθος καὶ τὴν θέσιν τοῦ πεπονθότος·
ὧν ἐὰν ἀπῇ θάτερον, οὐκ ἐξ ἀνάγκης ἀκολουθήσει πυρετός.
οὐδὲ γὰρ ἐὰν ὁ δάκτυλος φλεγμαίνῃ, πάντως πυρέτ-
τουσιν, ὅτι πόῤῥω τῆς καρδίας. οὐδ' ὅταν οὖν ὁ ὑπεζω-
κὼς μὲν πάθῃ, τὸ πάθος δ' ἤτοι σκίῤῥος, ἢ οἴδημα τύχῃ.
καὶ μὴν καὶ ἡ δύσπνοια τῶν ἐξ ἀνάγκης ἀκολουθησάντων  
ἔσται τῷ πεπονθότι τόπῳ, διότι μέρος ἐστὶν ἀναπνευστικοῦ
τινος ὀργάνου. τὸ μέντοι τῆς δυσπνοίας εἶδος οὐ διὰ τὸ
μέρος, ἀλλὰ διὰ τὸ πάθος ἔσται. κωλύει γὰρ ἡ ὀδύνη
διεστάλθαι μέχρι πλείστου τὰ τῆς ἀναπνοῆς ὄργανα. προ-
καταλύει τοιγαροῦν τῆς ἀναπνοῆς τὴν ἐνέργειαν, οὐδέπω
τῆς χρείας πεπληρωμένης, ὅθεν ἀναγκάζεται διὰ τάχους ἐπὶ
τὴν δευτέραν ἐνέργειαν ἰέναι, μηκέτ' ἠρεμοῦντα τοσοῦτον,
ὅσον ὅτ' ἐν τῷ κατὰ φύσιν ἦν, καὶ οὕτω γίγνεται τὸ
πνεῦμα μικρὸν καὶ πυκνόν.
15

Επιλογή από Γαληνό.

Γαληνός ιατρός. Ars medica (0057: 007)“Claudii Galeni opera omnia,


vol. 1”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1821, Repr. 1964.Vol.1, p.
357, line 6

ἐρυγαῖς, ναυτίαις, ἐμέτοις, αὐταῖς τῶν ἐμουμένων ταῖς


ἰδέαις. καὶ μέν γε καὶ ὅσα κατὰ θώρακα, δυσπνοίαις,
βηξὶν, ὀδύναις ταῖς κατ' αὐτὸν, τῇ τῶν ἀναβηττομένων
διαφορᾷ. καὶ τὰ κατὰ τὴν τραχεῖαν ἀρτηρίαν νοσήματα,
δύσπνοιά τε καὶ βὴξ, ἥ τε κατὰ τὸν τόπον ὀδύνη, τά τε  
ἀναπτυόμενα, καὶ αἱ τῆς φωνῆς βλάβαι γνωρίζουσιν. ἀνά-
λογον δὲ κᾀπὶ τῶν ἄλλων μορίων ἁπάντων ἐξ ὄγκου, καὶ
ὀδύνης, καὶ βλάβης ἐνεργειῶν, ἔτι τε τῆς τῶν ἐκκρινομένων
διαφορᾶς αἱ διαγνώσεις ἔσονται. ὄγκους μὲν δὴ τοὺς παρὰ
φύσιν ἐν φλεγμοναῖς, καὶ ἐρυσιπέλασι, καὶ σκίῤῥοις, καὶ
οἰδήμασιν ἐξεταστέον. ἄλγημα δὲ, καθ' ὃν ἂν ἐρείδῃ τόπον,
ἤτοι συνεχείας λύσιν, ἢ ἀλλοίωσιν ἀθρόαν ἐνδείκνυται.
λύεται μὲν οὖν ἡ συνέχεια τομῇ, καὶ διαβρώσει, καὶ θλά-
σει, καὶ τάσει. ἀλλοιοῦται δὲ ἡ οὐσία θερμότητι, καὶ ψυ-
χρότητι, καὶ ξηρότητι, καὶ ὑγρότητι. βλάπτεται δὲ ἡ
ἐνέργεια τριχῶς, ἢ ἀῤῥώστως, ἢ πλημμελῶς, ἢ μηδ' ὅλως
γιγνομένη. ὅσα δ' ἐκκρίνεται, τὰ μὲν ὡς μόρια τῶν πε-
πονθότων, τὰ δὲ ὡς περιττώματα, τὰ δὲ ὡς ἐν αὐτοῖς πε-
ριεχόμενα, κατὰ φύσιν ἕκαστον ἔνδειξιν ἰδίαν ποιήσεται.
λέλεκται δὲ περὶ τῶν τοιούτων ἁπάντων ἐπὶ πλέον ἐν

Γαληνός ιατρός. Ars medica Vol.1, p. 390, line 10

τὴν δ' εὕρεσιν ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν ἕξομεν, ὃ περιποιῆσαι  


τῷ μέρει προσήκει. κατὰ φύσιν δ' ἦν αὐτῷ σκέπεσθαι
δέρματι. τοῦτ' οὖν ἡμῖν ἐστι ποιητέον, ἢ, εἴπερ ἐστὶν ἀδύ-
νατος ὁ σκοπὸς, ὅμοιόν τι δέρματι. τὴν γοῦν σάρκα δερμα-
τώδη ποιητέον ἐστίν. ἔστι δὲ τοιαύτη, ξηραινομένη τε ἅμα
καὶ τυλουμένη. ξηραινόντων δὲ καὶ στυφόντων ἀδήκτως
ἔσται χρεία φαρμάκων εἰς τὰς ἐπουλώσεις. οὕτως δὲ κᾂν
ῥύπος ἐπιτραφῇ, σκοπὸς μὲν ἀποῤῥύψαι· φάρμακον δὲ
ὑγιεινὸν τὸ ῥυπτικόν. εἴρηται δ' αὐτῶν ἐν τοῖς περὶ φαρ-
μάκων ἡ ὕλη. καὶ μὲν δὴ καὶ εἰ φλεγμονή τις, ἢ θλά-
σις, ἢ σκίῤῥος, ἢ οἴδημα κατὰ τοῦ ἕλκους εἴη, θερα-
πευτέον ἐκεῖνα πρότερον διὰ τῶν εἰρημένων μεθόδων. οὕτως
16

δὲ καὶ εἰ ἐπιῤῥεῖ τι τῷ ἕλκει, κατὰ τὴν τῶν ἐπιῤῥεόντων


ἴασιν. ὡσαύτως δὲ καὶ εἰ δυσκρασία τις εἴη κατὰ τὸ ἡλ-
κωμένων, ἐπὶ τὰ τῆς δυσκρασίας πρότερον ἰέναι βοηθή-
ματα. καὶ περὶ μὲν τούτων ἅλις.

Γαληνός ιατρός. Ars medica Vol.1, p. 393, line 17

ὅσα δὲ ἐν τῷ τετραχύνθαι παρὰ φύσιν ἔχει, τὴν κατὰ φύ-


σιν αὐτοῖς ἀντεισακτέον λειότητα· κατὰ μὲν οὖν ὀστοῦν
ξύοντα, κατὰ δὲ τραχεῖαν ἀρτηρίαν ἢ γλῶτταν ἐκλεαί-
νοντα δι' ὑγρῶν ἀδήκτων καὶ γλίσχρων. ὅσα δὲ τῷ λεῖα
γενέσθαι παρὰ φύσιν ἔχει, τὴν κατὰ φύσιν αὐτοῖς ἀντεισα-
κτέον τραχύτητα διά τε φαρμάκων ἱκανῶς ῥυπτικῶν καὶ
διὰ βραχείας στύψεως.
 Ὅσαι δὲ ἐμφράξεις ἢ στενοχωρίαι νοσή-
μασιν ἑτέροις ἕπονται, θεραπευτέον ἐκεῖνα πρότερον. δέ-
δεικται δ' ἐν τῷ περὶ τῆς τῶν νοσημάτων διαφορᾶς, ὡς
φλεγμοναῖς, καὶ σκίῤῥοις, καὶ οἰδήμασι, καὶ ξηρότησιν
ἐνίοτε ἀμέτροις, ἔτι τε μοχθηροῖς σχήμασιν αὐτῶν τῶν
περιεχόντων σωμάτων ἕπεται πολλάκις τὰ εἰρημένα, κα-  
θάπερ καὶ ὄγκοις τισὶ τῶν πέριξ σωμάτων. εἰ δὲ καὶ πρὸς
ἄλληλα τῶν εἰρημένων ἐπιπλέκοιτό τινα, τὰς ἐνδείξεις ἔχει
ποικίλας. ἀρκέσει δ' ἐφ' ἑνὸς, ὡς ἐπὶ παραδείγμα-
τος, ποιήσασθαι τὸν λόγον· ἐπὶ πλέον γὰρ ὑπὲρ ἁπάντων
ἐν τοῖς θεραπευτικοῖς λέγεται γράμμασιν. ὑποκείσθω τοί-
νυν ἐπιῤῥεῖν τινι μέρει πλῆθος αἵματος, ὡς διατεί-
νεσθαι τὰ κατὰ τὸ μόριον ἀγγεῖα, μὴ τὰ μεγάλα μόνον,
ἀλλὰ καὶ τὰ σμικρὰ τὰ πρότερον ἐκφεύγοντα τὴν ὄψιν, ἐκ

Γαληνός ιατρός. De placitis Hippocratis et Platonis (0057: 032)


“Galen. On the doctrines of Hippocrates and Plato”, Ed. De Lacy, P.
Berlin: Akademie–Verlag, 1978; Corpus medicorum Graecorum, vol.
5.4.1.2, pts. 1–2.Book 8, chapter 4, sec. 23, line 4

ἐστιν ἐν τοῖς σώμασιν, ἐνεργείᾳ δὲ οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ τὰ ἐξ


αὐτῶν γεγονότα διὰ μέσων τῶν τροφῶν, αἷμα καὶ φλέγμα
καὶ ἡ ξανθὴ καὶ μέλαινα χολή· πυρὶ μὲν ἀνάλογον ἡ ξανθὴ
χολή, ἡ δὲ μέλαινα τῇ γῇ, τὸ δὲ φλέγμα τῷ ὕδατι καὶ διὰ
τοῦτο θερμὴ μὲν καὶ ξηρὰ τὴν δύναμίν ἐστιν ἡ ξανθὴ χολή,
καθάπερ τὸ πῦρ, ψυχρὰ δὲ ἡ μέλαινα καὶ ξηρὰ παραπλησίως
17

τῇ γῇ, τὸ δὲ φλέγμα ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν ὥσπερ τὸ ὕδωρ.  


μόνον δὲ τὸ ἀερῶδες στοιχεῖον ἐν τοῖς τῶν ζῴων σώμασιν
ὁρᾶται πλησίον τῆς ἑαυτοῦ φύσεως ἔν τε ταῖς ἀναπνοαῖς καὶ
κατὰ τοὺς σφυγμούς, ἤδη δὲ κἀν τοῖς παλμώδεσι πάθεσιν
ἐμφυσήμασί τε καὶ οἰδήμασιν [ἐστὶν] ἔν τε ταῖς καλουμέναις
πνευματώσεσιν. ἡ δ' ἐξ ἁπάντων τῶν τεττάρων στοιχείων σύμμετρος
κρᾶσις ἐγέννησε τὸ ἀκριβὲς αἷμα. καὶ βέλτιόν ἐστιν ἐπὶ
τῶν χυμῶν λέγειν ἅπερ ὁ Πλάτων ἐπὶ τῶν στοιχείων ἔγραψεν.  
ἀλλ' ὁ Ἱπποκράτης προειπὼν “τὸ δὲ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἔχει
ἐν ἑαυτῷ αἷμα καὶ φλέγμα καὶ χολὴν ξανθήν τε καὶ μέλαιναν,”
ἐφεξῆς φησι, “καὶ διὰ ταῦτα ἀλγέει καὶ ὑγιαίνει.” τὸ μὲν ἀλ-
γέει, κατ' ἐξοχὴν μεγάλου νοσήματος, ἐπὶ πάντων τῶν παρὰ
φύσιν τάσσεται, τὸ δὲ ὑγιαίνει κατὰ τὴν πρὸς τὰ παρὰ φύ-
σιν ἀντίθεσιν πάντα. κἄπειτα πάλιν ἐφεξῆς ὅπως μὲν ὑγιαί-
νει διδάσκων φησίν· “ὑγιαίνει μὲν οὖν μάλιστα ὅταν μετρίως

Γαληνός ιατρός. De placitis Hippocratis et Platonis Book 8, chapter 4,


sec. 33, line 4

ἀφικόμενον ἕδραν αἴτιον ὀλεθρίων νοσημάτων γίγνεται.  


          ἄχρι
μὲν οὖν τοῦ πλέονος ἢ ἐλάσσονος ἑκάστου τῶν συντιθέντων
ἡμᾶς γιγνομένου αἱ νόσοι καθίστανται, κοινὸς ὁ λόγος ἐστὶν
ἐπί τε τῶν χυμῶν καὶ τῶν στοιχείων· ἐπὶ δὲ τοῦ καθ' ἑαυτό
που στάντος ἔν τινι τόπῳ τοῦ σώματος οὐκέθ' ὁμοίως ἐπ'
ἀμφοῖν ὁ λόγος ἀληθής.  
     οἱ μὲν γὰρ χυμοὶ σαφῶς ὁρῶνται
καθ' ὅπερ ἂν ἐν τῷ σώματι μόριον στῶσι νόσους ἐργαζό-
μενοι, τὰ ἐρυσιπέλατα καὶ τοὺς ἕρπητας ἡ ξανθὴ χολή,
τοὺς καρκίνους δὲ ἡ μέλαινα, τὰ δ' οἰδήματα τὸ φλέγμα,
τὸ δ' αἷμα κατά τε τὸν πνεύμονα καὶ μεταξὺ θώρακός τε
καὶ πνεύμονος, ὅταν ἐκχυθὲν τῶν οἰκείων ὀργάνων στῇ σηπό-
μενον, ἐν τῷ χρόνῳ φθορὰς ἐργάζεται καὶ κατὰ γαστέρα, καὶ
κατὰ τὰ μεγάλα τῶν τραυμάτων θρομβούμενον ἐσχάτους κιν-
δύνους ἐπιφέρει.  

Γαληνός ιατρός. De praesagitione ex pulsibus libri iv (0057: 062)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 9”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch,
1825, Repr. 1965.Vol.9, p. 388, line 15
18

πόσεις, ἐν οἷς ἐστι καὶ ὁ ἄκρατος οἶνος, ἔνδειά τε τρο-


φῆς, ἢ κατὰ ἄλλην τινὰ αἰτίαν, ἢ διὰ πάνδημον λιμὸν,
ἐνίοτε δὲ καὶ ποτὸν, ὡς ἐν ἀπλοίαις μακραῖς, ἔτι δὲ πό-
νων ἀμετρία καὶ γῆρας καὶ φροντὶς καὶ λύπη καὶ ἀγρυ-
πνία πολυχρόνιος, οἵ θ' ἑκτικοὶ πυρετοὶ, καὶ μάλισθ' ὁ
μαρασμώδης. ταῦτ' οὖν πάντα τὰ εἰρημένα καὶ κατὰ μό-
νας γενόμενα καὶ σύνδυο καὶ τρία καὶ πλείονα συνιόντα
ξηροτέραν μὲν ἐργάζεται τὴν καρδίαν, σκληρότερον δὲ τοῦ
κατὰ φύσιν εἰς τοσοῦτον τὸν σφυγμὸν εἰς ὅσον ἂν ἡ
ξηρότης αὐξηθῇ. ὑγρᾶς δὲ δυσκρασίας αἴτια τά τε τοῖς
μορίοις ἐγγινόμενα πολυχρόνια τῶν οἰδημάτων καὶ οἱ λευκο-
φλεγματίαι τῶν ὑδέρων, οἳ καὶ τὴν καρδίαν ἀλλοιοῦσι, καὶ
μέντοι καὶ τὰ τῶν κυρίων σπλάγχνων οἰδήματα, πάντα ταῦτα
τὰς μὲν ἀρτηρίας ὑγρὰς, ὥσπερ καὶ τὴν καρδίαν, τοὺς σφυγ-
μοὺς δὲ ἐργάζεται μαλακούς. αἴτια δὲ μαλακότητος σφυγμῶν  
ἐστι μετρίας τε καὶ οὐχ ἱκανῶς ἐκδήλου καὶ τὰ τοιαῦτα,
ἐδωδαὶ πλείους ὑγραινόντων ἐδεσμάτων, ἀργία τε πολλὴ,
καὶ ὕπνοι μακροὶ, καὶ τὰ μετὰ τροφὴν λουτρά. τοῖς μὲν
οὖν σκληροῖς σφυγμοῖς ἐδείκνυτο πρόσθεν ἑπομένη ἡ μι-
κρότης, ὥσπερ τοῖς μαλακοῖς τὸ μέγεθος. αὐτοῖς δὲ τού-
τοις πάλιν ἑπόμενα τάχος τε καὶ βραδύτης, ἔτι τε

Γαληνός ιατρός. De praesagitione ex pulsibus libri iv Vol.9, p. 388, line


17

ἐνίοτε δὲ καὶ ποτὸν, ὡς ἐν ἀπλοίαις μακραῖς, ἔτι δὲ πό-


νων ἀμετρία καὶ γῆρας καὶ φροντὶς καὶ λύπη καὶ ἀγρυ-
πνία πολυχρόνιος, οἵ θ' ἑκτικοὶ πυρετοὶ, καὶ μάλισθ' ὁ
μαρασμώδης. ταῦτ' οὖν πάντα τὰ εἰρημένα καὶ κατὰ μό-
νας γενόμενα καὶ σύνδυο καὶ τρία καὶ πλείονα συνιόντα
ξηροτέραν μὲν ἐργάζεται τὴν καρδίαν, σκληρότερον δὲ τοῦ
κατὰ φύσιν εἰς τοσοῦτον τὸν σφυγμὸν εἰς ὅσον ἂν ἡ
ξηρότης αὐξηθῇ. ὑγρᾶς δὲ δυσκρασίας αἴτια τά τε τοῖς
μορίοις ἐγγινόμενα πολυχρόνια τῶν οἰδημάτων καὶ οἱ λευκο-
φλεγματίαι τῶν ὑδέρων, οἳ καὶ τὴν καρδίαν ἀλλοιοῦσι, καὶ
μέντοι καὶ τὰ τῶν κυρίων σπλάγχνων οἰδήματα, πάντα ταῦτα
τὰς μὲν ἀρτηρίας ὑγρὰς, ὥσπερ καὶ τὴν καρδίαν, τοὺς σφυγ-
μοὺς δὲ ἐργάζεται μαλακούς. αἴτια δὲ μαλακότητος σφυγμῶν  
ἐστι μετρίας τε καὶ οὐχ ἱκανῶς ἐκδήλου καὶ τὰ τοιαῦτα,
ἐδωδαὶ πλείους ὑγραινόντων ἐδεσμάτων, ἀργία τε πολλὴ,
καὶ ὕπνοι μακροὶ, καὶ τὰ μετὰ τροφὴν λουτρά. τοῖς μὲν
οὖν σκληροῖς σφυγμοῖς ἐδείκνυτο πρόσθεν ἑπομένη ἡ μι-
19

κρότης, ὥσπερ τοῖς μαλακοῖς τὸ μέγεθος. αὐτοῖς δὲ τού-


τοις πάλιν ἑπόμενα τάχος τε καὶ βραδύτης, ἔτι τε πυ-
κνότης καὶ ἀραιότης. ἐδείχθησαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων αἰτίων
αἱ συζυγίαι. λέγω δ' αἴτια νῦν τὰ πρῶτά τε καὶ οἷον

Γαληνός ιατρός. De praesagitione ex pulsibus libri iv Vol.9, p. 396, line


8

καὶ τὸ ποσὸν τοῦ χυμοῦ γιγνομένου. ἐλάττων μὲν γὰρ


ἐπί τε τοῖς λεπτοῖς καὶ ὀλίγοις, ἀξιολογωτέρα δὲ ἐπί τε
τοῖς παχέσι καὶ γλίχροις καὶ πολλοῖς ἀποτελεῖται ῥεύμασι,  
καὶ γὰρ ἐμφράττει ταῦτα καὶ θλίβει καὶ βαρύνει μᾶλλον.
αἱ δ' εἰς τὰς ἄλλας διαφορὰς τῶν σφυγμῶν ἀλλοιώσεις ἐπὶ
μὲν τοῖς θερμοτέροις ῥεύμασιν οἵας ἐπὶ πλήθει θερμασίας,
ἐπὶ δὲ τοῖς ψυχροτέροις οἵας ἐπ' ἐνδείᾳ πρόσθεν ἔφαμεν
συνίστασθαι. σκληρότεροι δὲ γίνονται τῶν κατὰ φύσιν ἐπί
τε ταῖς ξηραῖς δυσκρασίαις καὶ τοῖς φλεγμονώδεσιν ὄγκοις ἢ
σκιῤῥώδεσι τοῦ πνεύμονος, ὥσπερ γε καὶ μαλακώτεροι διὰ
τὰς οἰδηματώδεις διαθέσεις. οὐ μὴν οὐδὲ τὸ τῆς ἀναπνοῆς
εἶδος ὅμοιον ἐπί τε ταῖς δυσκρασίαις ἐστὶ καὶ τοῖς ῥεύμα-
σιν· αἱ μὲν γὰρ ψυχραὶ δυσκρασίαι μικρὰν καὶ βραδεῖαν καὶ
ἀραιὰν ἐργάζονται τὴν ἀναπνοὴν, ὥσπερ καὶ τοὺς σφυγμούς.
τὰ μὲν δὴ ῥεύματα τὰ ψυχρὰ τοὺς μὲν σφυγμοὺς ὁμοίως ἀλ-
λοιοῖ, τὴν δ' ἀναπνοὴν οὔτε μικρὰν οὔτε βραδεῖαν οὔτ'
ἀραιὰν ἐργάζεται. διὰ γὰρ τὴν στενοχωρίαν ὀλίγου πνεύ-
ματος ἐμπίπτοντος τῷ πνεύμονι, καὶ διὰ τοῦτο τῆς φύσεως
ἐλλιπῶς ἀπολαβούσης αὐτοῦ, συμβαίνει τὴν δευτέραν ἐνέρ-
γειαν αὐτίκα τε καὶ ταχεῖαν ἅμα καὶ μεγάλην ἀποτελεῖσθαι,
καὶ μόναις ταύταις τῶν δυσπνοιῶν, ὡς κᾀν τῇ περὶ αὐτῶν

Γαληνός ιατρός. De crisibus libri iii Kühn Vol.9, p. 757, line 13

πτύελον μὴ ἐκχωρέῃ κατὰ λόγον μηδὲ χολώδεες αἱ διαχωρήσεις τῆς


κοιλίας μηδὲ εὔλυτοί τε καὶ ἄκρητοι γίνωνται μηδὲ οὖρον πολύ τε κάρτα
καὶ ὑπόστασιν ἔχον πολλήν, ὑπηρετῆται δὲ περιεστικῶς ὑπὸ τῶν λοιπῶν
πάντων σημείων, τούτοισι χρὴ τὰς τοιαύτας ἀποστάσιας ἐλπίζειν ἔσες-
θαι. γίνονται δὲ αἱ μὲν ἐς τὰ κάτω χωρία οἷς ἄν τι περὶ τὸ ὑποχόνδριον
τοῦ φλέγματος ἐγγένηται, αἱ δὲ ἄνω οἷς ἂν τὸ μὲν ὑποχόνδριον λαπαρόν
τε καὶ ἀνώδυνον διατελέῃ, δύσπνους δέ τινα χρόνον γενόμενος παύσεται
ἄτερ φανερῆς προφάσιος ἄλλης.” καὶ μὲν δὴ καὶ περὶ τῶν κατὰ τὰ
ὑποχόνδρια οἰδημάτων διαλεγόμενος ὧδέ πως εἶπε· “σημαίνει δὲ τὰ
20

τοιαῦτα οἰδήματα ἐν ἀρχῇ μὲν κίνδυνον θανάτου ὀλιγοχρονίου ἔσεσθαι,


εἰ δὲ ὑπερβάλλοι εἴκοσιν ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα μὴ
καθιστάμενον, ἐς διαπύησιν τρέπεται. γίνεται δὲ τουτέοισιν ἐν τῇ πρώτῃ
περιόδῳ καὶ αἵματος ῥῆξις διὰ ῥινῶν καὶ κάρτα ὠφελέει. ἀλλ' ἐπαν-  
ερέσθαι
         εἰ κεφαλὴν ἀλγέουσιν ἢ ἀμβλυώττουσιν. εἰ γὰρ εἴη τι
τουτέων, ἐνταῦθα ἂν ῥέποι. μᾶλλον δὲ τοῖσι νεωτέροισι πέντε καὶ τριά-
κοντα ἐτέων τοῦ αἵματος τὴν ῥῆξιν προσδέχεσθαι.” καὶ μὲν δὴ καὶ
ταῦτα κατὰ τὸ Προγνωστικὸν εἴρηται τῷ Ἱπποκράτει δηλωτικὰ τρόπου
κρίσεων· “ὅσοι δ' ἂν οὖρα λεπτὰ καὶ ὠμὰ οὐρέωσι πολὺν χρόνον, ἢν
τἄλλα ὡς περιεσομένοισι σημεῖα ᾖ, τουτέοισιν ἀπόστασιν δεῖ προς-
δέχεσθαι ἐς τὰ κάτω τῶν φρενῶν χωρία.”

Γαληνός ιατρός. De methodo medendi libri xiv (0057: 066)“Claudii


Galeni opera omnia, vol. 10”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1825,
Repr. 1965.Vol.10, p. 23, line 7

πεῖν, οὐκ ἀνατροφὴν, οὐ παιδείαν οἵαν ἐκείνων ἕκαστος, ὁ


μὲν Ἀριστοτέλους, ὁ δὲ Πλάτωνος, ὁ δὲ Θεοφράστου γενό-
μενος ὁμιλητὴς, ἤ τινος ἄλλου τῶν ἐν τῇ λογικῇ θεωρίᾳ
γεγυμνασμένων ἀνδρῶν. ὡς οὖν εἴτις ἐρωτηθεὶς ὁπόσα τῆς  
φωνῆς τὰ πάντ' ἐστὶ στοιχεῖα, δύο φήσειεν ὑπάρχειν,
ἤτοι γὰρ φωνῆεν εἶναι φήσει πάντως ἢ σύμφωνον ὅπερ ἂν
εἴη στοχεῖον φωνῆς, ἀληθὲς μὲν εἴρηκεν, οὐ μὴν πρός γε τὴν
ἐρώτησιν ἀπεκρίνατο, κατὰ τὸν αὐτὸν, οἶμαι, τρόπον ὅστις
ἂν ὁπόσα τὰ πάντ' ἐστὶ νοσήματα διελέσθαι βουληθεὶς
ὑπερβῇ μὲν εἶδός τι λέγειν νοσήματος, οἷον ἤτοι φλεγμονὴν,
ἢ σκίῤῥον, ἢ οἴδημα, διαφορὰς δ' εἴπῃ μόνας, εἴτ' οὖν στεγ-
νὸν καὶ ῥοῶδες, εἴτ' ἀραιὸν καὶ πυκνὸν, εἴτε σκληρὸν καὶ
μαλακὸν, εἴτε συντεταμένον καὶ κεχαλασμένον, ἀληθὲς μὲν
εἴρηκεν, οὐ μὴν πρός γε τὴν ἐρώτησιν ἀπεκρίνατο. πρῶτον
μὲν γὰρ οὐδὲ πᾶσα διαφορὰ προστιθεμένη τῷ γένει συντελεῖ
τι πρὸς τὴν τοῦ εἴδους γένεσιν, ἀλλ' ἥτις ἂν ἐκ τῆς τοῦ γέ-
νους οἰκείας ᾖ διαιρέσεως· αὗται γάρ εἰσιν εἰδοποιοὶ μόναι
τῶν διαφορῶν, αἱ δ' ἄλλαι πᾶσαι περιτταί. ζώου μὲν γὰρ
οἰκεῖαι διαφοραὶ τὸ θνητὸν καὶ ἀθάνατον, ἄλογόν τε καὶ
λογικὸν, ἥμερόν τε καὶ ἄγριον, ὅσα τ' ἄλλα τοιαῦτα· μαλα-
κὸν δὲ καὶ σκληρὸν, καὶ βαρὺ καὶ κοῦφον, καὶ ἀραιὸν καὶ

Γαληνός ιατρός. Ad Glauconem de medendi methodo libri ii (0057:


067)
21

“Claudii Galeni opera omnia, vol. 11”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig:


Knobloch, 1826, Repr. 1965.Vol.11, p. 70, line 1

ἄλλων ὁ αὐτὸς λόγος. ἐξ ἑνὸς γὰρ περὶ πάντων δυνήσῃ


συλλογίζεσθαι τό γε καθόλου σκοπούμενος. ὥστε κᾀγὼ
τῇδε καταπαύσω τὸν παρόντα λόγον. ἐφεξῆς δὲ περί τε
τῶν ἐπὶ ταῖς φλεγμοναῖς ἀναπτομένων πυρετῶν δίειμί σοι
καὶ τῶν ἄλλων παθῶν, ὅσα καθ' ἕκαστον τῶν τοῦ σώμα-
τος μορίων συνίσταται. φλεγμονὰς δ' οἱ μὲν παλαιοὶ
τὰς οἷον φλογώσεις ὠνόμαζον· οἱ δὲ νεώτεροι οὐ πάσας
οὔτε γὰρ τὸν ἕρπητα οὔτε τὸ ἐρυσίπελας οὔτ' ἄλλο
οὐδὲν τῶν τοιούτων ταῖς φλεγμοναῖς συναριθμοῦσιν, ἀλλ'
ἑνὶ μόνῳ τῶν θερμῶν παθημάτων ἐπιφέρουσι τοῦτο τὸ  
ὄνομα, τὸ μετ' οἰδήματος σκληροῦ καὶ ὀδύνης σφυγματώδους.
οὐ μὴν τούτῳ γε μόνῳ πυρετοὺς καὶ πόνους ἑπομένους ὁρῶ-
μεν, ἀλλ' ἅπασιν ἁπλῶς τοῖς θερμοῖς καὶ οἷον ζέουσι πάθεσι.
περί τε οὖν τούτων καὶ τῶν ἄλλων ὅσα τοιαῦτα νοσήματα
τὸν ἑξῆς ποιησόμεθα λόγον.  

ΓΑΛΗΝΟΥ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΓΛΑΥΚΩΝΑ ΘΕΡΑ-


   ΠΕΥΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΝ Β.

 Περὶ δὲ τῶν καθ' ἕκαστον μέρος τοῦ σώ-


ματος παθῶν, ὦ Γλαύκων, ἑξῆς ἐροῦμεν ἀπὸ φλεγμονῆς ἀρξά-
μενοι. καὶ γὰρ πλειστάκις αὕτη γίνεται καὶ πλείστας ἔχει
διαφοράς· καὶ πάσαις αὐταῖς πυρετοὶ πυφύκασιν ἕπεσθαι.

Γαληνός ιατρός. Ad Glauconem de medendi methodo libri ii Vol.11, p.


101, line 5

καὶ τοῦτο εὐθέως κατ' ἀρχὰς ἐδείχθη, τὸ τῆς θρεπτικῆς


δυνάμεως ὅλου τοῦ σώματος ἀῤῥωστούσης, γίγνεσθαι τὰς
διαθέσεις ταύτας, ῥεούσης τῆς ἀθροιζομένης περιουσίας
εἰς τὰ πάντων ἀτονώτατα μόρια. τοῦ μέν τοι ῥέοντος αἵμα-
τος εἰς τὰ τοιαῦτα μόρια κατὰ τὰς ῥευματικὰς διαθέσεις
ἔχοντός τινα κακοχυμίαν ἡ διάθεσις γίνεται μικτή· καὶ γίγνοιτ'  
ἂν ἴσως τοῦτο σπανιώτατα. διὰ παντὸς γὰρ ὤφθη μοι, χω-
ρὶς φλέγματος ἢ ξανθῆς χολῆς ἢ μελαίνης αἷμα τῇ συστάσει
λεπτὸν ἐπιῤῥέον. ἐξ ἄλλης δέ τινος αἰτίας εἰς ὄγκον ἀρθέν-
τος τοῦ μορίου σκοπεῖν εἴτε φλεγμονὴ τὸ πάθος ἐστὶν εἴτε
22

σκίῤῥος εἴτε οἴδημα, φλεγμονὴν ὀνομαζόντων ἡμῶν ἅπασαν


τὴν θερμὴν καὶ οἷον φλογώδη διάθεσιν, ἧς τὰς διαφορὰς
ὀλίγον ἔμπροσθεν εἴπομεν. ὥρα τοίνυν ἤδη περὶ τῶν οἰδημά-
των ὑποθέσθαι σοι διὰ βραχέων, ἀναμνήσεως ἕνεκεν ὧν κατὰ
διέξοδον ἤκουσας ἡμῶν λεγόντων.
 Ὀνομάζομεν οὖν οἴδημα τὸν ἀνώδυνον μὲν καὶ χαῦνον ὄγκον.
ἐπιδέδεικται δ' οὗτος ἐκ φλεγματώδους
οὐσίας γιγνόμενος ἢ πνεύματος ἀτμώδους, ὁποῖόν τι καὶ κατὰ
τὰ νεκρὰ γίνεται σώματα καὶ κατὰ τοὺς πόδας τε καὶ σκέλη
πολλάκις, ἐν ὑδερικαῖς διαθέσεσι καὶ φθόαις καὶ καχεξίαις
ἑτέραις. ἀλλ' ἐπ' ἐκείνων μὲν σύμπτωμά ἐστι τὸ τοιοῦτον

Γαληνός ιατρός. Ad Glauconem de medendi methodo libri ii Vol.11, p.


101, line 8

διαθέσεις ταύτας, ῥεούσης τῆς ἀθροιζομένης περιουσίας


εἰς τὰ πάντων ἀτονώτατα μόρια. τοῦ μέν τοι ῥέοντος αἵμα-
τος εἰς τὰ τοιαῦτα μόρια κατὰ τὰς ῥευματικὰς διαθέσεις
ἔχοντός τινα κακοχυμίαν ἡ διάθεσις γίνεται μικτή· καὶ γίγνοιτ'  
ἂν ἴσως τοῦτο σπανιώτατα. διὰ παντὸς γὰρ ὤφθη μοι, χω-
ρὶς φλέγματος ἢ ξανθῆς χολῆς ἢ μελαίνης αἷμα τῇ συστάσει
λεπτὸν ἐπιῤῥέον. ἐξ ἄλλης δέ τινος αἰτίας εἰς ὄγκον ἀρθέν-
τος τοῦ μορίου σκοπεῖν εἴτε φλεγμονὴ τὸ πάθος ἐστὶν εἴτε
σκίῤῥος εἴτε οἴδημα, φλεγμονὴν ὀνομαζόντων ἡμῶν ἅπασαν
τὴν θερμὴν καὶ οἷον φλογώδη διάθεσιν, ἧς τὰς διαφορὰς
ὀλίγον ἔμπροσθεν εἴπομεν. ὥρα τοίνυν ἤδη περὶ τῶν οἰδημά-
των ὑποθέσθαι σοι διὰ βραχέων, ἀναμνήσεως ἕνεκεν ὧν κατὰ
διέξοδον ἤκουσας ἡμῶν λεγόντων.
 Ὀνομάζομεν οὖν οἴδημα τὸν ἀνώδυνον μὲν
καὶ χαῦνον ὄγκον. ἐπιδέδεικται δ' οὗτος ἐκ φλεγματώδους
οὐσίας γιγνόμενος ἢ πνεύματος ἀτμώδους, ὁποῖόν τι καὶ κατὰ
τὰ νεκρὰ γίνεται σώματα καὶ κατὰ τοὺς πόδας τε καὶ σκέλη
πολλάκις, ἐν ὑδερικαῖς διαθέσεσι καὶ φθόαις καὶ καχεξίαις
ἑτέραις. ἀλλ' ἐπ' ἐκείνων μὲν σύμπτωμά ἐστι τὸ τοιοῦτον
οἴδημα διαθέσεων ἐπισφαλῶν, οὐδεμιᾶς ἰδίας ἐξαιρέτου θε-
ραπείας δεόμενον αὐτό. καὶ γὰρ ἀνάτριψις μόνη δι' ὀξυῤῥοδί-
νου καί ποτε δι' ἁλῶν καὶ ἐλαίου ἢ καὶ τῶν ἁλῶν

Γαληνός ιατρός. Ad Glauconem de medendi methodo libri ii Vol.11, p.


101, line 10
23

ἔχοντός τινα κακοχυμίαν ἡ διάθεσις γίνεται μικτή· καὶ γίγνοιτ'  


ἂν ἴσως τοῦτο σπανιώτατα. διὰ παντὸς γὰρ ὤφθη μοι, χω-
ρὶς φλέγματος ἢ ξανθῆς χολῆς ἢ μελαίνης αἷμα τῇ συστάσει
λεπτὸν ἐπιῤῥέον. ἐξ ἄλλης δέ τινος αἰτίας εἰς ὄγκον ἀρθέν-
τος τοῦ μορίου σκοπεῖν εἴτε φλεγμονὴ τὸ πάθος ἐστὶν εἴτε
σκίῤῥος εἴτε οἴδημα, φλεγμονὴν ὀνομαζόντων ἡμῶν ἅπασαν
τὴν θερμὴν καὶ οἷον φλογώδη διάθεσιν, ἧς τὰς διαφορὰς
ὀλίγον ἔμπροσθεν εἴπομεν. ὥρα τοίνυν ἤδη περὶ τῶν οἰδημά-
των ὑποθέσθαι σοι διὰ βραχέων, ἀναμνήσεως ἕνεκεν ὧν κατὰ
διέξοδον ἤκουσας ἡμῶν λεγόντων.
 Ὀνομάζομεν οὖν οἴδημα τὸν ἀνώδυνον μὲν
καὶ χαῦνον ὄγκον. ἐπιδέδεικται δ' οὗτος ἐκ φλεγματώδους
οὐσίας γιγνόμενος ἢ πνεύματος ἀτμώδους, ὁποῖόν τι καὶ κατὰ
τὰ νεκρὰ γίνεται σώματα καὶ κατὰ τοὺς πόδας τε καὶ σκέλη
πολλάκις, ἐν ὑδερικαῖς διαθέσεσι καὶ φθόαις καὶ καχεξίαις
ἑτέραις. ἀλλ' ἐπ' ἐκείνων μὲν σύμπτωμά ἐστι τὸ τοιοῦτον
οἴδημα διαθέσεων ἐπισφαλῶν, οὐδεμιᾶς ἰδίας ἐξαιρέτου θε-
ραπείας δεόμενον αὐτό. καὶ γὰρ ἀνάτριψις μόνη δι' ὀξυῤῥοδί-
νου καί ποτε δι' ἁλῶν καὶ ἐλαίου ἢ καὶ τῶν ἁλῶν ἐμβληθέν-  
των τῷ ὀξυῤῥοδίνῳ κατέστησεν αὐτὸ καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα.
διὰ δὲ τὸν φλεγματικὸν χυμὸν ἐπιῤῥυέντα μορίῳ, ἐπιγενομέ

Γαληνός ιατρός. De compositione medicamentorum secundum locos


libri x
Vol.12, p. 998, line 10

πλησίως χρῶ, μετὰ δὲ ταῦτα ἐλαίῳ διάκλυζε. καὶ αὐτὸ δριμὺ


καὶ δακνῶδές ἐστι καὶ διαφορητικὸν, οὐ στυπτικόν. οὐκ ὀρ-
θῶς οὖν ἀναμέμικται τὰ στυπτικὰ καὶ στρυφνὰ καὶ ἀπο-
κρουστικὰ τοῖς διαφορητικοῖς καὶ δριμέσιν ἄνευ διορισμοῦ
γεγραμμένα. τὸ δ' ἐφεξῆς τούτοις, ὅτι μὲν δι' ὄξους σκευ-
άζεται γενναῖόν ἐστιν· ὅτι δὲ οὐ προσέθηκε τῷ ὄξει τὸ
δριμὺ καὶ ὅτι διὰ λίνου καρποῦ μετριώτερον γίνεται, προς-
έθηκε δὲ αὐτῷ καὶ τὰς αἴρας, διαφορητικὸν ἱκανῶς φάρ-
μακον. διὰ τοῦτο οὖν αὐτὸ καὶ πρὸς τὰ τῆς γλώττης οἰδή-
ματά φησιν ἁρμόττειν. παραγράψω δὲ καὶ πᾶσαν αὐτοῦ
τὴν ῥῆσιν. λίνου καρπὸν καὶ αἴρας ἴσα τρίψας μετ' ὄξους
διάκλυζε. τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο ποιεῖ καὶ πρὸς τὰ τῆς γλώττης
οἰδήματα. πραότερον δὲ πολὺ τούτων ἁπάντων φάρ-
24

μακον ἐφεξῆς ἔγραψε κατὰ λέξιν οὕτως. φύλλα κοκκυμηλέας


κόψας καὶ γάλακτι μίξας, οἴνῳ διάκλυζε. προσκειμένου γὰρ
τῷ λόγῳ τοῦ διάκλυζε δῆλόν ἐστιν ὅτι πολλῷ τῷ γάλακτι
μίγνυσιν ὀλίγα τῶν φύλλων, ὡς εἴ γε τὰ φύλλα τῷ γά-
λακτι συλλειωθέντα φάρμακον ἐκέλευσεν εἶναι διάχριστον,  
ἦν ἂν οὕτω γε δῆλον ὅτι πολλὰ μὲν τὰ φύλλα, τὸ γάλα δὲ
ὀλίγον εἶναι ἐκέλευσεν. ἐφεξῆς δὲ προσγράψας

Γαληνός ιατρός. De compositione medicamentorum secundum locos


libri x
Vol.12, p. 998, line 13

κρουστικὰ τοῖς διαφορητικοῖς καὶ δριμέσιν ἄνευ διορισμοῦ


γεγραμμένα. τὸ δ' ἐφεξῆς τούτοις, ὅτι μὲν δι' ὄξους σκευ-
άζεται γενναῖόν ἐστιν· ὅτι δὲ οὐ προσέθηκε τῷ ὄξει τὸ
δριμὺ καὶ ὅτι διὰ λίνου καρποῦ μετριώτερον γίνεται, προς-
έθηκε δὲ αὐτῷ καὶ τὰς αἴρας, διαφορητικὸν ἱκανῶς φάρ-
μακον. διὰ τοῦτο οὖν αὐτὸ καὶ πρὸς τὰ τῆς γλώττης οἰδήματά φησιν
ἁρμόττειν. παραγράψω δὲ καὶ πᾶσαν αὐτοῦ
τὴν ῥῆσιν. λίνου καρπὸν καὶ αἴρας ἴσα τρίψας μετ' ὄξους
διάκλυζε. τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο ποιεῖ καὶ πρὸς τὰ τῆς γλώττης
οἰδήματα. πραότερον δὲ πολὺ τούτων ἁπάντων φάρ-
μακον ἐφεξῆς ἔγραψε κατὰ λέξιν οὕτως. φύλλα κοκκυμηλέας
κόψας καὶ γάλακτι μίξας, οἴνῳ διάκλυζε. προσκειμένου γὰρ
τῷ λόγῳ τοῦ διάκλυζε δῆλόν ἐστιν ὅτι πολλῷ τῷ γάλακτι
μίγνυσιν ὀλίγα τῶν φύλλων, ὡς εἴ γε τὰ φύλλα τῷ γά-
λακτι συλλειωθέντα φάρμακον ἐκέλευσεν εἶναι διάχριστον,  
ἦν ἂν οὕτω γε δῆλον ὅτι πολλὰ μὲν τὰ φύλλα, τὸ γάλα δὲ
ὀλίγον εἶναι ἐκέλευσεν. ἐφεξῆς δὲ προσγράψας διαμασητὰ
πρὸς ἄφθας ἐπιφέρει, ἐλαίας ἁλμάδας διαμασητέον.
εὔδηλον δ' ὅτι πραότατον φάρμακόν ἐστιν. εἶτ' αὖθις ἑξῆς·
ἀνδράχνην εἰς μέλι ἀποβάπτοντα διαμασητέον.

Γαληνός ιατρός. De compositione medicamentorum per genera libri


vii (0057: 077)“Claudii Galeni opera omnia, vol. 13”, Ed. Kühn,
C.G.Leipzig: Knobloch, 1827, Repr. 1965.Vol.13, p. 384, line 13

ἐστὶ καὶ παραχρῆμα καὶ μετὰ ταῦτα κατὰ πάντα καιρὸν


ἐπιτιθέμενον, ἐάν τε ἤδη φλυκταίνας ἔχῃ τὸ πυρίκαυτον,
ἐάν τε μή. πρόδηλον δ' ὅτι κᾂν ἐφ' ὕδατος ζέοντος καυθῇ
25

τις, ὀνομάζεται καὶ τοῦτο τὸ πάθημα πυρίκαυτον. εἰ


δὲ πρὶν φλεγμῆναί τις ἐπιθείη τὸ φάρμακον, οὐδὲν οὕτως
κωλύει γένεσιν φλεγμονῆς, ὥστε καθάπερ ἔφην καὶ τῶν τὰς
κήλας τεμνόντων εὐθέως αὐτῷ χρῶνταί τινες, οὐδὲ προεπι-
βρέξαντες τὸ τραῦμα. καὶ καταθλασμάτων δὲ καὶ καταγμάτων
καὶ τῶν ὁπωσοῦν πεπληγότων, ἐπιτηδειότατόν ἐστιν ὑγρὸν
ἐπιτιθέμενον. ἐπιδέσμοις δὲ περιλαμβανόμενον ἐν τρόπῳ κα-
ταγματικῆς ἐπιδέσεως, οἰδήματά γε πάντα καὶ ἐμφυσήματα
θαυμαστῶς ὀνίνησι. κακοχύμου δ' ὄντος τοῦ σώματος ἢ καὶ
λίαν αἰσθητικοῦ, μιγνύειν αὐτῷ χρὴ κατ' ἀρχὰς ἐπιτιθέντα
τοῖς τεθλασμένοις τε καὶ πεπληγόσι μέρεσιν ὑοσκυάμου πρός-
φατον. εἰ δ' ἀποροίης προσφάτου, διὰ τὴν ὥραν τοῦ ἔτους  
ἢ τὸ χωρίον οὐδὲν μεῖον ἕξεις ἐπεμβάλλων τὸν ἀποτεθέντα
διὰ τοῦ θέρους, οἷος καὶ ὁ ἀπὸ Κρήτης ἐστὶ κομιζόμενος
ἡμῖν εἰς Ῥώμην καθ' ἕκαστον ἔτος. ἔτι δὲ μᾶλλον τούτου
τὸν χυλὸν τοῦ μανδραγόρου μιγνύων, ἀνώδυνον ἐργάσῃ τὸ
φάρμακον. ἴστε δ' ὅτι καὶ οὗτος ἀπὸ Κρήτης κομίζεται κάλ-
λιστος ἐν ὀστρακίνοις ποτηρίοις.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii vi


Kühn Vol.17a, p. 801, line 1

ἄμβλωσιν ὀνομάζειν. οἱ δὲ προστιθέντες τὴν ἐξ πρόθεσιν ἀποφθορὰν


δηλονότι αὐτὴν ἐβουλήθησαν καλεῖσθαι. φαίνεται μὲν οὖν καὶ οὕτω
πολλάκις ὀνομάζων Ἱπποκράτης, εἰ μέντοι καὶ νῦν, ἄδηλον. ὥσπερ
δ' ἐν τούτῳ, κἂν διαφερόντως γράφωσι, τὴν αὐτὴν τοῦ λόγου φυλάτ-
τουσι διάνοιαν, οὕτω κἀν τῷ περὶ ὑστέρας πληθυντικῶς ἢ ὑστέρην
ἑνικῶς ἢ καρηβαρίην ἑνικῶς ἢ καρηβαρίας πληθυντικῶς οὐχ
ὑπαλλάττουσι τὴν τοῦ λόγου διάνοιαν. ὅθεν ἐγὼ [Γαληνὸς] παρ-
ῃτησάμην καὶ τοιαύτας ἐν τῇ λέξει διαφωνίας κρίνειν, ὅσαι τῶν δηλου-
μένων πραγμάτων οὐδὲν ὑπαλλάττουσι.
 τὸ γοῦν λεγόμενον ὑφ' Ἱπποκράτους τοιοῦτόν ἐστιν· αἷς ἂν
γυναιξὶν ἐπὶ | διαφθορᾷ τῶν ἀμβρύων οἰδήματα ἐχούσαις ἐν τῇ μήτρᾳ
κατὰ συμπάθειαν ἀκολουθήσῃ καρηβαρία, ταύταις κατὰ τὸ
βρέγμα γίγνεσθαι τὴν ὀδύνην. ὡσαύτως δὲ καὶ τὰς ἄλλας καρηβαρίας,
ὅσαι διὰ τὰ τῆς μήτρας πάθη γίνονται, κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον ἐρει-
δούσας ἔχειν τὰς ὀδύνας εἰς τὸ βρέγμα.’ πρῶτον μὲν οὖν ἀναγκαῖόν
ἐστιν ἐπισκέψασθαι, τί ποτε σημαίνει τὸ τοῦ οἰδήματος ὄνομα. φαί-
νεται γὰρ ὁ Ἱπποκράτης ἀεί, καθότι δέδεικται πολλάκις, ἅπαντας  
τοὺς παρὰ φύσιν ὄγκους οὕτως ὀνομάζων, ἐάν τε ἀνώδυνοι καὶ σκλη-
ροὶ τυγχάνωσιν ὄντες, οὓς ὀνομάζουσιν ἰδίως σκίρρους, ἐάν τε ὀδύ-
26

νην ἔχωσιν, οὓς ὀνομάζουσιν ἰδίως φλεγμονάς, ἐάν τε ἀνώδυνοί τ'


ὦσι καὶ χαῦνοι, καλοῦσι δὲ μόνους τούτους οἰδήματα. νυνὶ μέντοι

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii vi


Kühn Vol.17b, p. 121, line 9

του] τούτοισιν ἐλπὶς εἰς ἄρθρα ἀφίστασθαι. |


      
 Τοὺς παρὰ τοῖς ὠσὶν ὄγκους παρὰ φύσιν ἐπὶ τῶν νοσούντων
γινομένους εἴωθεν ὀνομάζειν “ἐπάρματα”, ἐνίοτε μὲν ὁλοκλήρῳ τῇ
λέξει χρώμενος, ἐνίοτε δ' ἐλλιπεῖ, καθάπερ καὶ νῦν. ἦν γὰρ ἂν ὁλό-
κληρος, εἰ οὕτως εἴρητο· “τὰ παρ' οὖς ἐπάρματα γινόμενα τοῖς νο-
σοῦσιν·” ὥσπερ ἀμέλει κἀν τῷ πρώτῳ τῶν Ἐπιδημιῶν εὐθέως ἐν ἀρχῇ
τῆς πρώτης καταστάσεως ἔγραψεν· “ἐπάρματα δὲ παρὰ τὰ ὦτα πολλοῖ-
σιν ἑτερόρροπα καὶ ἐξ ἀμφοτέρων τοῖς πλείστοισιν ἀπύροισιν ὀρθο-  
στάδην.” ἴσμεν δ' ὅτι, καθάπερ “ἐπάρματα” κατὰ τήνδε τὴν λέξιν
εἴρηκεν, οὕτως “οἰδήματα” καλεῖ πολλάκις αὐτά. πάντας γὰρ ἐδείξα-
μεν ὑπ' αὐτοῦ καλουμένους οὕτω τοὺς παρὰ φύσιν ὄγκους, οὐχ ὡς
οἱ μετ' αὐτὸν μόνους τοὺς χαύνους τε καὶ ἀνωδύνους, οἷς τοὐπίπαν
ὑπάρχει καὶ χωρὶς φλογώσεως συνίστασθαι. μεμνήμεθα δ' ὅτι καὶ τὰς
φλογώσεις ἁπάσας ὀνομάζει “φλεγμονάς”, κἂν χωρὶς ὄγκου παρὰ φύ-
σιν ὦσιν. οἵ γε μὴν μετ' αὐτὸν καὶ τὸ “τῆς φλεγμονῆς” ὄνομα
κατὰ τῶν παρὰ φύσιν ὄγκων ἐπι|φέρουσιν, ἐπειδὰν μετὰ φλογώσεώς
τε καὶ ἀντιτυπίας καὶ σφυγμώδους ὀδύνης συστῶσιν. ὅταν οὖν, φησίν,
ἐπὶ νοσήματός τινος ἐν τῷ τῆς κρίσεως χρόνῳ γενόμενα τὰ παρ'
οὖς πρὶν ἐκπυήσῃ λαπάσσηται, τουτέστι προσστέλληται καὶ ἀφα-
νίζηται, προσδέχεσθαι χρὴ τοῖς πάσχουσιν οὕτως ὑποστροφὴν

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Vol.17b, p. 877, line 9

μὴ ῥηθὲν ὅτι δοτέον φθινώδεσι καὶ παράλογον ἐκτετηκόσιν,  


ἄνευ τοῦ κεφαλαλγεῖν ἢ ὀγκοῦσθαι τὸ ὑποχόνδριον ἢ χολώ-
δεις γίνεσθαι διαχωρήσεις ἢ τῶν ἄλλων τι τῶν τοιούτων
ὑπάρχειν αὐτοῖς ἢ οὐχ ἁπλῶς, οὐδὲ ἀεὶ βραχυλογίαν ἀσκεῖν
ἔοικεν ὁ Ἱπποκράτης, ἀλλ' ἐν οἷς μέγα τι τὸ κινδυνευόμε-
νον τῷ ἀμελῶς ἀκουσθέντι διδάσκει, λέγειν ἐπὶ τούτων οὐκ
ὀκνεῖ ταῦτα ἐνίοτε δὶς ἢ καὶ τρίς.       –   –   –        ξεʹ.
27

Ὁκόσοισιν οἰδήματα ἐφ' ἕλκεσι φαίνεται, οὐ μάλα σπῶν-


 ται, οὐδὲ μαίνονται τουτέων δ' ἀφανισθέντων ἐξαίφνης,
 τοῖσι μὲν ὄπισθεν σπασμοὶ, τέτανοι· τοῖσι δὲ ἔμπροσθεν
 μανίαι, ὀδύναι πλευροῦ ὀξεῖαι ἢ ἐμπύησις ἢ δυσεντερίη,
 ἢν ἐρυθρὰ ᾖ τὰ οἰδήματα.       –   –   –  
  Τοὺς παρὰ φύσιν ὄγκους ἅπαντας ὁ Ἱπποκράτης οἰδήματα
προσαγορεύει, περιεχομένων ἐν αὐτοῖς δηλονότι καὶ  
τῶν φλεγμονῶν καὶ μέντοι καὶ αὐτὸ τοῦτο τοὔνομα τὸ τῆς
φλεγμονῆς ἐπὶ τῆς φλογώσεως μᾶλλον οἱ παλαιοὶ πάντες
ἔλεγον, εἰ καὶ χωρὶς ὄγκου συσταίη.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii Vol.17b, p.


877, line 13

ὑπάρχειν αὐτοῖς ἢ οὐχ ἁπλῶς, οὐδὲ ἀεὶ βραχυλογίαν ἀσκεῖν


ἔοικεν ὁ Ἱπποκράτης, ἀλλ' ἐν οἷς μέγα τι τὸ κινδυνευόμε-
νον τῷ ἀμελῶς ἀκουσθέντι διδάσκει, λέγειν ἐπὶ τούτων οὐκ
ὀκνεῖ ταῦτα ἐνίοτε δὶς ἢ καὶ τρίς.       –   –   –        ξεʹ.
Ὁκόσοισιν οἰδήματα ἐφ' ἕλκεσι φαίνεται, οὐ μάλα σπῶν-
 ται, οὐδὲ μαίνονται τουτέων δ' ἀφανισθέντων ἐξαίφνης,
 τοῖσι μὲν ὄπισθεν σπασμοὶ, τέτανοι· τοῖσι δὲ ἔμπροσθεν
 μανίαι, ὀδύναι πλευροῦ ὀξεῖαι ἢ ἐμπύησις ἢ δυσεντερίη,
 ἢν ἐρυθρὰ ᾖ τὰ οἰδήματα.       –   –   –  
  Τοὺς παρὰ φύσιν ὄγκους ἅπαντας ὁ Ἱπποκράτης οἰδήματα
προσαγορεύει, περιεχομένων ἐν αὐτοῖς δηλονότι καὶ  
τῶν φλεγμονῶν καὶ μέντοι καὶ αὐτὸ τοῦτο τοὔνομα τὸ τῆς
φλεγμονῆς ἐπὶ τῆς φλογώσεως μᾶλλον οἱ παλαιοὶ πάντες
ἔλεγον, εἰ καὶ χωρὶς ὄγκου συσταίη. ἔστι μὲν οὖν τὸ νῦν
λεγόμενον τοιοῦτον, οἷς ὄγκοι τοῖς ἕλκεσιν ἐπιγίνονται, οὐ
πάνυ τι σπῶνται οὐδὲ μαίνονται. τοῦτο δὲ ἔνδειξιν ἔχει
τοῦ καὶ σπᾶσθαι μέν τινας ἐπ' αὐτοῖς καὶ μαίνεσθαι, ἀλλὰ
σπανίως τοῦτο πάσχειν, ὅταν δηλονότι μέγεθος ἀξιόλογον ἢ

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis aphorismos commentarii vii Vol.17b, p.


881, line 2

Ἢν τραυμάτων ἰσχυρῶν καὶ πονηρῶν ἐόντων οἴδημα μὴ


28

 φαίνηται, μέγα κακόν.


      –   –   –  
  Δύναται μὲν καὶ τῷ κατὰ τὴν τελευτὴν εἰρημένῳ τὸ κα-
κὸν συναφθῆναι τὸ μέγα, δύναται καὶ τῷ προτέρῳ τοῦ ἀφο-
ρισμοῦ μέρει. γενήσεται γὰρ ὁ λόγος τοιοῦτος· τραυμάτων
πονηρῶν ἐόντων οἴδημα μὴ φαίνεσθαι κακόν ἐστι μέγα,
εἴτε οὕτως τραυμάτων πονηρῶν ἐόντων οἴδημα μέγα μὴ
φαίνεσθαι κακόν. ἐγχωρεῖ δὲ καὶ κοινὸν ἀμφοῖν εἰρῆσθαι  
τὸ μέγα, ὡς καὶ οὕτως εἶπεν· ἢν τραυμάτων πονηρῶν ἐόν-
των οἴδημα μέγα μὴ φαίνηται, κακόν ἐστι μέγα. βελτίων
δὲ τῶν τριῶν λόγων ἐστὶ κατά γε τὴν ἐμὴν κρίσιν ὁ τοι-
οῦτος. ἢν τραυμάτων πονηρῶν ἐόντων μὴ φαίνηται οἴδημα,
κακόν ἐστι. προείρηται δέ μοι κατὰ τῶν παρὰ φύσιν ὄγκων
ἁπάντων ὑπ' αὐτοῦ λέγεσθαι τὸ οἴδημα. πονηρὰ δ' ἡγη-
τέον εἰρῆσθαι τραύματα τὰ κατὰ τὰς κεφαλὰς ἢ
τελευτὰς τῶν μυῶν καὶ μάλιστα τῶν νευρωδῶν. κατὰ μὲν
τὰς κεφαλὰς τῶν μυῶν ἐμφύεται τοῖς μυσὶ τὰ νεῦρα, κατὰ
δὲ τὰς τελευτὰς οἱ τένοντες ἐμφύονται. ὥσπερ οὖν ὀλίγον
ἔμπροσθεν ἐμέμψατο τὰ ἐξαίφνης ἐφανιζόμενα τῶν οἰδημά-
των, οὕτω νῦν τὰ μηδ' ὅλως ἐπιγινόμενα τοῖς πονηροῖς

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis prognosticum commentaria iii


Kühn Vol.18b, p. 97, line 5

 Τὸν ἀπὸ τῆς ἡλικίας διορισμὸν εἰς τὴν τῆς αἱμορραγίας πρόγνωσιν
διδάσκει. μᾶλλον γὰρ ἐλπίζειν ἔσεσθαι χρὴ τὴν αἱμορραγίαν ἐπὶ ‘τῶν
νεωτέρων πέντε καὶ τριάκοντα ἐτῶν’· ἐν ταύτῃ γὰρ αἷμά τε πλεῖστόν
ἐστι καὶ ἡ δύναμις ἰσχυροτάτη καὶ ἡ θερμασία δαψιλής. |
      
 Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημάτων καὶ
ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ πιεζεύμενα καὶ ὑπείκοντα χρονιω-
τέρας τὰς κρίσιας ποιέεται καὶ ἧσσον δεινότερα ἐκείνων ἐστί.
      
 Ταῦτά ἐστιν ἃ καλοῦσιν ἰδίως οἱ νεώτεροι τῶν ἰατρῶν οἰδή-
ματα, περὶ ὧν ἐνίοτε μὲν ἀρκοῦνται λέγοντες οἱ παλαιοὶ τὰ δὲ
μαλθακὰ τῶν οἰδημάτων, ἐνίοτε δὲ καὶ τὰ ἀνώδυνα προστιθέασιν,  
ὁπότε γε μὴν αὐτὸ παραλίποιεν, ὡς συνεμφαινόμενον τοῖς μαλθακοῖς
ὑπερβαίνουσιν· ἀνώδυνα γάρ ἐστι τὰ μαλθακά. νῦν δὲ ὁ Ἱπποκράτης
οὐ τοῦτο προσέθηκε μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπείκοντα καὶ αὐτὸ περι-
έχεσθαι δοκοῦν ἐν τῷ μαλθακά, πλὴν εἰ τὰ βοθρούμενα κατὰ τὴν
πίεσιν ἐνδείκνυται νῦν, ὅπερ οὐχ ἁπλῶς ἅπασι συμβέβηκε τοῖς εἴκουσι·
29

γίνεται δὲ ταῦτα τοῦ δέρματος οἰδισκομένου. διότι δέ ἐστι φλεγματικὰ


πάντα τὰ τοιαῦτα, διὰ τοῦτο καὶ χρονίζει καὶ ἧττον ἐπιφέρει κινδύνους.
χρονίζει μὲν οὖν, ὅτι ψυχρότερα (θερμῷ γὰρ αἱ πέψεις γίνονται), ἧττον
δέ | ἐστι κινδυνώδη, διότι καὶ ἀνώδυνα· καταλύουσι γὰρ

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis prognosticum commentaria iii


Kühn Vol.18b, p. 97, line 6

διδάσκει. μᾶλλον γὰρ ἐλπίζειν ἔσεσθαι χρὴ τὴν αἱμορραγίαν ἐπὶ ‘τῶν
νεωτέρων πέντε καὶ τριάκοντα ἐτῶν’· ἐν ταύτῃ γὰρ αἷμά τε πλεῖστόν
ἐστι καὶ ἡ δύναμις ἰσχυροτάτη καὶ ἡ θερμασία δαψιλής. |
      
 Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημάτων καὶ
ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ πιεζεύμενα καὶ ὑπείκοντα χρονιω-
τέρας τὰς κρίσιας ποιέεται καὶ ἧσσον δεινότερα ἐκείνων ἐστί.
      
 Ταῦτά ἐστιν ἃ καλοῦσιν ἰδίως οἱ νεώτεροι τῶν ἰατρῶν οἰδή-
ματα, περὶ ὧν ἐνίοτε μὲν ἀρκοῦνται λέγοντες οἱ παλαιοὶ τὰ δὲ
μαλθακὰ τῶν οἰδημάτων, ἐνίοτε δὲ καὶ τὰ ἀνώδυνα προστιθέασιν,  
ὁπότε γε μὴν αὐτὸ παραλίποιεν, ὡς συνεμφαινόμενον τοῖς μαλθακοῖς
ὑπερβαίνουσιν· ἀνώδυνα γάρ ἐστι τὰ μαλθακά. νῦν δὲ ὁ Ἱπποκράτης
οὐ τοῦτο προσέθηκε μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπείκοντα καὶ αὐτὸ περι-
έχεσθαι δοκοῦν ἐν τῷ μαλθακά, πλὴν εἰ τὰ βοθρούμενα κατὰ τὴν
πίεσιν ἐνδείκνυται νῦν, ὅπερ οὐχ ἁπλῶς ἅπασι συμβέβηκε τοῖς εἴκουσι·
γίνεται δὲ ταῦτα τοῦ δέρματος οἰδισκομένου. διότι δέ ἐστι φλεγματικὰ
πάντα τὰ τοιαῦτα, διὰ τοῦτο καὶ χρονίζει καὶ ἧττον ἐπιφέρει κινδύνους.
χρονίζει μὲν οὖν, ὅτι ψυχρότερα (θερμῷ γὰρ αἱ πέψεις γίνονται), ἧττον
δέ | ἐστι κινδυνώδη, διότι καὶ ἀνώδυνα· καταλύουσι γὰρ αἱ ὀδύναι τὴν
δύναμιν.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum de fracturis commentarii iii


Vol.18b, p. 429, line 7

χρόνῳ τελείως ἰσχνὰ καὶ δευσὰ γίνεται τὰ περὶ τὸ κάταγμα


μόρια. τοιούτων δὲ ὄντων αὐτῶν ἐδείχθη καιρὸς εἶναι τῆς
τῶν ναρθήκων ἐπιθέσεως.       –   –   –          στʹ.
Κρατύνεται δὲ μάλιστα βραχίονος ὀστέον ἐν τεσσαράκοντα
 ἡμέρῃσιν. ἐπὴν δὲ ταύτας ὑποβάλῃ, λύειν χρὴ καὶ ἐπὶ
30

 ἧσσον πιέζειν τοῖσιν ὀθονίοισιν καὶ ἐπὶ ἐλάσσοσιν ἐπι-


 δεῖν. δίαιταν δὲ ἀκριβεστέρην τινὰ ἢ τὸ πρότερον διαι-
 τᾷν καὶ πλείω χρόνον, τεκμαίρεσθαι δὲ πρὸς τοῦ
 οἰδήματος τοῦ ἐν ἄκρῃ τῇ χειρὶ τὴν ῥώμην ὁρῶν.       –   –   –  
  Τὸ διὰ πώρου συνδεῖσθαι τὰ κεχωρισμένα μέρη τοῦ
συντριβέντος ὀστοῦ κρατύνεσθαι κέκληκεν, ὡς καὶ πρόσθεν
ἐπὶ τοῦ πήχεος. ὅσῳ δὲ μεῖζόν ἐστι τὸ τοῦ βραχίονος
ὀστοῦν τοσούτῳ δηλονότι καὶ ὁ χρόνος αὐτῷ τῆς πωρώσεως
μακρότερος γίγνεται. τὰ δ' ἄλλα πάντα διὰ τῶν ἐπὶ τοῦ
πήχεος εἰρημένων ἐστὶ δῆλα, μηδεμιᾶς οὖν ἐξηγήσεως δεόμενα.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum de officina medici commentarii


iii
Vol.18b, p. 881, line 7

  Καὶ τοῦτο αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ γεγραμμένον ἐν τύποις


ὑπὸ τοῦ συγγράψαντος τὸ βιβλίον εἰς τοῦδε σαφῶς ἐγγρα-  
φόμενος μετήνεγκεν. εἴρηται δὲ καὶ τελέως καὶ σαφῶς ἔμ-
προσθεν, ὡς νῦν οὐκ ἐλλειπτικῶς. χρὴ γὰρ προσυπακοῦσαι
τὸ ὀθόνιον, ἵν' ἡ λέξις ὅλη γένηται τοιαύτη. ἡ πίεσις τῷ
πλήθει τῶν ὀθονίων γιγνέσθω μᾶλλον ἢ τῇ θλίψει.
      –   –   –  
      λαʹ.
Ὁκόσα δὲ ἐκχυμώματα ἢ φλάσματα ἢ σπάσματα ἢ οἰδήματα
 ἀφλέγμαντα ἐξεργᾶται, ἐκ τοῦ τραύματος ἐς μὲν τὸ ἄνω τοῦ
 σώματος τὸ πλεῖστον, βραχὺ δέ τι καὶ ἐς τὸ κάτω, μὴ
 κατάντη τὴν χεῖρα ἔχοντα ἢ τὸ σκέλος, τιθέμενον τὴν
 ἀρχὴν κατὰ τὸ τραῦμα καὶ μάλιστα τὰ ἐρείδοντα, ἥκιστα
 τὰ ἄκρα, μέσως τὰ διὰ μέσου. τὸ ἔσχατον πρὸς τὰ
 ἄνω τοῦ σώματος νεμόμενον ἐπιδέσει, πιέσει. ἀτὰρ καὶ
 ταῦτα πλήθει μᾶλλον ἢ ἰσχύϊ, μάλιστα δὲ τουτέοισιν
 ὀθόνια λεπτὰ, κοῦφα, μαλθακὰ, καθαρὰ, πλατέα, ὑγιέα,
 ὡς ἂν ἄνευ ναρθήκων καὶ καταχύσει χρῆσθαι πλέονι.
      –   –   –   

Διόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1–20) (0060: 001)


“Diodori bibliotheca historica, 5 vols., 3rd edn.”, Ed. Vogel, F., Fischer,
K.T. (post I. Bekker & L. Dindorf)Leipzig: Teubner, 1:1888; 2:1890;
31

3:1893; 4–5:1906, Repr. 1964.Book 14, chapter 71, sec. 2, line 4

συνηθροισμένου. ἥψατο μὲν οὖν ἡ νόσος πρῶτον


τῶν Λιβύων, ἐξ ὧν πολλῶν ἀποθνησκόντων τὸ
μὲν πρῶτον ἔθαπτον τοὺς τετελευτηκότας, μετὰ δὲ
ταῦτα διά τε τὸ πλῆθος τῶν νεκρῶν καὶ διὰ τὸ τοὺς  
νοσοκομοῦντας ὑπὸ τῆς νόσου διαρπάζεσθαι, οὐδεὶς
ἐτόλμα προσιέναι τοῖς κάμνουσιν. παραιρεθείσης
οὖν καὶ τῆς θεραπείας ἀβοήθητος ἦν ἡ συμφορά.
διὰ γὰρ τὴν τῶν ἀθάπτων δυσωδίαν καὶ τὴν ἀπὸ
τῶν ἑλῶν σηπεδόνα πρῶτον μὲν ἤρχετο τῆς νόσου
κατάρρους, μετὰ δὲ ταῦτ' ἐγίνετο περὶ τὸν τρά-
χηλον οἰδήματα· ἐκ δὲ τοῦ κατ' ὀλίγον ἠκολούθουν
πυρετοὶ καὶ περὶ τὴν ῥάχιν νεύρων πόνοι καὶ τῶν
σκελῶν βαρύτητες· εἶτ' ἐπεγίνοντο δυσεντερία καὶ
φλύκταιναι περὶ τὴν ἐπιφάνειαν ὅλην τοῦ σώματος.
τοῖς μὲν οὖν πλείστοις τοιοῦτον ἦν τὸ πάθος,
τινὲς δ' εἰς μανίαν καὶ λήθην τῶν ἁπάντων ἔπι-
πτον, οἳ περιπορευόμενοι τὴν παρεμβολὴν ἐξεστῶτες
τοῦ φρονεῖν ἔτυπτον τοὺς ἀπαντῶντας. καθόλου
δὲ συνέβη καὶ τὴν ἀπὸ τῶν ἰατρῶν βοήθειαν ἄπρα-
κτον εἶναι [καὶ] διὰ τὸ μέγεθος τοῦ πάθους καὶ τὴν
ὀξύτητα τοῦ θανάτου· πεμπταῖοι γὰρ ἢ τὸ πλεῖστον

Λουκιανός. Philopatris (0061: 007)“Lucian, vol. 8”, Ed. Macleod, M.D.


Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1967.Sec. 3, line 6

{ΚΡΙΤΙΑΣ}
 Φῦ φῦ φῦ φῦ τῶν ὕθλων ἐκείνων, ἰοὺ ἰοὺ ἰοὺ ἰοὺ
τῶν δεινῶν βουλευμάτων, αἲ αἲ αἲ αἲ τῶν κενῶν
ἐλπίδων.
{ΤΡΙΕΦΩΝ}
 Βαβαὶ τοῦ ἀναφυσήματος, ὡς τὰς νεφέλας
διέστρεψε· ζεφύρου γὰρ ἐπιπνέοντος λάβρου καὶ
τοῖς κύμασιν ἐπωθίζοντος βορέην ἄρτι ἀνὰ τὴν
Προποντίδα κεκίνηκας, ὡς διὰ κάλων αἱ ὁλκάδες
τὸν Εὔξεινον πόντον οἰχήσονται, τῶν κυμάτων
ἐπικυλινδούντων ἐκ τοῦ φυσήματος· ὅσον οἴδημα
τοῖς ἐγκάτοις ἐνέκειτο· πόσος κορκορυγισμὸς καὶ
κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε. πολύωτον
σεαυτὸν ἀναπέφηνας τοσαῦτα ἀκηκοώς, ὥστε κατὰ
32

τὸ τερατῶδες καὶ διὰ τῶν ὀνύχων ἠκηκόεις.  


{ΚΡΙΤΙΑΣ}
 Οὐ παράδοξόν τι, ὦ Τριεφῶν, ἀκηκοέναι καὶ
ἐξ ὀνύχων· καὶ γὰρ κνήμην γαστέρα τεθέασαι καὶ
κεφαλὴν κύουσαν καὶ ἀνδρείαν φύσιν ἐς γυναικείαν
ἐνεργοβατοῦσαν καὶ ἐκ γυναικῶν ὄρνεα μεταβαλλό-
μενα· καὶ ὅλως τερατώδης ὁ βίος, εἰ βούλει

Λουκιανός. Philopseudes sive incredulus (0062: 031)“Lucian, vol. 3”,


Ed. Harmon, A.M.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1921,
Repr. 1969.Sec. 9, line 16

ἀποπομπὰς καὶ τῶν ἑρπετῶν τὰς καταθέλξεις καὶ


βουβώνων ἰάσεις καὶ τἄλλα ὁπόσα καὶ αἱ γρᾶες
ἤδη ποιοῦσιν. εἰ δὲ ἐκεῖνα γίγνεται ἅπαντα, τί
δή ποτε οὐχὶ ταῦτα οἰήσῃ γίγνεσθαι ὑπὸ τῶν
ὁμοίων;”
 “Ἀπέραντα,” ἦν δ' ἐγώ, “σὺ περαίνεις, ὦ
Δεινόμαχε, καὶ ἥλῳ, φασίν, ἐκκρούεις τὸν ἧλον·
οὐδὲ γὰρ ἃ φὴς ταῦτα δῆλα μετὰ τοιαύτης δυνά-
μεως γιγνόμενα. ἢν γοῦν μὴ πείσῃς πρότερον
ἐπάγων τῷ λόγῳ διότι φύσιν ἔχει οὕτω γίγνεσθαι,
τοῦ τε πυρετοῦ καὶ τοῦ οἰδήματος δεδιότος ἢ ὄνομα
θεσπέσιον ἢ ῥῆσιν βαρβαρικὴν καὶ διὰ τοῦτο ἐκ
τοῦ βουβῶνος δραπετεύοντος, ἔτι σοι γραῶν μῦθοι
τὰ λεγόμενά ἐστι.”
 “Σύ μοι δοκεῖς,” ἦ δ' ὃς ὁ Δεινόμαχος, “τὰ
τοιαῦτα λέγων οὐδὲ θεοὺς εἶναι πιστεύειν εἴ γε μὴ
οἴει τὰς ἰάσεις οἷόν τε εἶναι ὑπὸ ἱερῶν ὀνομάτων
γίγνεσθαι.” “Τοῦτο μέν,” ἦν δ' ἐγώ, “μὴ λέγε,
ὦ ἄριστε· κωλύει γὰρ οὐδὲν καὶ θεῶν ὄντων ὅμως
τὰ τοιαῦτα ψευδῆ εἶναι. ἐγὼ δὲ καὶ θεοὺς σέβω
καὶ ἰάσεις αὐτῶν ὁρῶ καὶ ἃ εὖ ποιοῦσι τοὺς

Αριστοτέλης. Historia animalium (0086: 014)


“Aristote. Histoire des animaux, vols. 1–3”, Ed. Louis, P.Paris: Les
Belles Lettres, 1:1964; 2:1968; 3:1969.Bekker p. 584a, line 16

ναυτίαι καὶ ἔμετοι λαμβάνουσι τὰς πλείστας, καὶ μάλιστα


τὰς τοιαύτας, ὅταν αἵ τε καθάρσεις στῶσι καὶ μήπω εἰς
τοὺς μαστοὺς τετραμμέναι ὦσιν.
33

             Ἔνιαι μὲν οὖν ἀρχόμεναι μᾶλ-


λον πονοῦσι τῶν γυναικῶν, ἔνιαι δ' ὕστερον, ἤδη τοῦ κυήματος
ἔχοντος αὔξησιν μᾶλλον· πολλαῖς δὲ καὶ πολλάκις καὶ
στραγγουρίαι γίνονται τὸ τελευταῖον. Ὡς μὲν οὖν ἐπὶ τὸ πολὺ
ῥᾷον ἀπαλλάττουσιν αἱ τὰ ἄρρενα κύουσαι καὶ μᾶλλον μετ'
εὐχροίας διατελοῦσιν, ἐπὶ δὲ τῶν θηλειῶν τοὐναντίον· ἀχρούς-
τεραί τε γὰρ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, καὶ βαρύτερον διάγουσι, καὶ  
πολλαῖς περὶ τὰ σκέλη οἰδήματα καὶ ἐπάρσεις γίνονται τῆς
σαρκός· οὐ μὴν ἀλλ' ἐνίαις γίνεται καὶ τἀναντία τούτων.
                          Εἰώθασι δὲ ταῖς κυούσαις ἐπιθυμίαι γίνεσθαι παντοδαπαὶ
καὶ μεταβάλλειν ὀξέως, ὃ καλοῦσί τινες κισσᾶν· καὶ ἐπὶ
τῶν θηλειῶν ὀξύτεραι μὲν αἱ ἐπιθυμίαι, παραγινομένων δὲ
ἧττον δύνανται ἀπολαύειν. Ὀλίγαις δέ τισι συμβαίνει βέλ-
τιον ἔχειν τὸ σῶμα κυούσαις. Μάλιστα δ' ἀσῶνται, ὅταν
ἄρχωνται τὰ παιδία τρίχας ποιεῖν. Αἱ δὲ τρίχες ταῖς μὲν
κυούσαις αἱ μὲν συγγενεῖς γίνονται ἐλάττους καὶ ῥέουσιν,

Αριστοτέλης. Problemata (0086: 036)“Aristotelis opera, vol. 2”, Ed.


Bekker, I.
Berlin: Reimer, 1831, Repr. 1960.Bekker p. 891a, line 1

μᾶλλον· τὸ δὲ ἀσθενὲς κατεψυγμένον καὶ ὑγρότητος πλῆ-


ρες; διὸ καὶ μέλαν φαίνεται, εἰ τὰ μεγάλα ἕλκη καὶ
πολυχρόνια μελαίνας τὰς οὐλὰς ἴσχει. τὸ δὲ πολλάκις
λαβεῖν ἕλκος οὐδὲν ἀλλ' ἢ πολὺν χρόνον ἔχειν ἐστὶν ἕλκος.
 Διὰ τί ποτε πρὸς τὰ ὑπώπια τοὺς κυάθους προστιθέ-
μεθα; ἢ διότι, ὅταν πληγῶμεν, ὁ τόπος καταψύχεται, τὸ
δὲ θερμὸν ὑποχωρεῖ. προστιθέμενος οὖν ὁ κύαθος, ψυχροῦ
ὄντος τοῦ χαλκοῦ, διακωλύει τὸ θερμὸν ἐκπορεύεσθαι.
 Διὰ τί ἐν ταῖς οὐλαῖς οὐ γίνονται τρίχες; ἢ ὅτι οἱ πόροι
ἐπιτυφλοῦνται ἐξ ὧν αἱ τρίχες, καὶ παραλλάττουσιν;  
 Διὰ τί οἴδημα καὶ πελιώματα λαμβάνουσιν αἱ πλη-
γαί; ἢ διότι κατὰ τοῦτον τὸν τόπον διασταλέντα τὰ ὑγρά,
εἰς τοὺς πλησίον τόπους προσκόψαντα ἀποπάλλεται πάλιν
καὶ τῇ κολλήσει ὑγρὸν συνήγαγεν; ἐὰν δὲ καὶ φλέβιά
τινα ῥαγῇ, ὕφαιμος ἡ συνδρομὴ γίνεται.
   

Αίλιος Ηρωδιανός Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) (0087: 036)“Herodiani partitiones”, Ed. Boissonade,
J.F.London, 1819, Repr. 1963.
Page 139, line 4
34

 Τὸ υ ψιλὸν πρὸ τοῦ β ψιλοῦται· οἷον· ὕβρις, ὑβρίζω·


ὑβριστής· ὑβὸς, ὁ κυρτός· καὶ τὰ λοιπά.
 Τὸ υ ψιλὸν πρὸ τοῦ γ δασύνεται· οἷον· ὑγίεια· ὑγιής·
ὑγιεινός· ὑγιάζω, τὸ θεραπεύω· καὶ τὰ λοιπά.
 Πλὴν τοῦ οἴγω, τὸ ἀνοίγω· καὶ τὰ ἕτερα.
 Τὸ υ πρὸ τοῦ δ δασύνεται· οἷον· ὕδωρ, ὕδατος, ἡ γενική·
ὑδατώδης· ὑδαρὸς, τὸ αὐτό· ὑδρία, τὸ ὑδροχόον ἀγγεῖον·  
ὑδρηλὸς τόπος, ὁ κάθυδρος· ὕδερος, νόσος· ὕδρωψ, τὸ αὐτὸ,
καὶ κλίνεται ὕδρωπος, ὅθεν καὶ ὑδρωπικός· ὕδρα, ζῶον
θηριῶδες· Ὑδάσπης, ποταμός· καὶ τὰ λοιπά.
 Πλὴν τοῦ οἰδῶ, τὸ ἐξογκῶ· οἰδαίνω, τὸ αὐτό· οἴδημα, τὸ
ὄγκωμα· Οἰδίπους, κύριον· καὶ οἶδμα, τὸ κῦμα.
 Ὕθλος, ἡ φλυαρία, καὶ ὑθλομυθῶ, τὸ φλυαρῶ, διὰ τοῦ υ
γράφονται.
 Τὸ οι πρὸ τοῦ κ διὰ διφθόγγου γράφεται· οἷον· οἶκος·
οἰκίζω· οἰκισμός· οἰκοφύλαξ· οἰκεὺς, ὁ δοῦλος, καὶ κλίνεται
οἰκέως· οἶκτος, ἡ ἐλεημοσύνη· οἰκτείρω· οἰκτιρμός· καὶ τὰ
λοιπά.
 Τὸ υ πρὸ τοῦ λ δασύνεται· οἷον· ὕλη· ὑλώδης· καὶ ὑλήεις,
τὸ αὐτό· ὑλοτόμος, ὁ δενδροτόμος· ὑλακόμωρος κύων, ὁ
βαΰζων· Ὕλλος, κύριον· καὶ τὰ λοιπά.

Flavius Josephus Hist., De bello Judaico libri vii (0526: 004)


“Flavii Iosephi opera, vol. 6”, Ed. Niese, B.Berlin: Weidmann, 1895,
Repr. 1955.
Book 1, sec. 656, line 4

τι μεῖζον ἠξίου κολάζειν ὡς ἀσεβεῖς. ὁ δὲ δῆμος δείσας μὴ διὰ


πολλῶν ὁ ἔλεγχος ἔλθῃ, παρεκάλει πρῶτον μὲν τοὺς ὑποθεμένους
τὴν πρᾶξιν, ἔπειτα τοὺς ἐν αὐτῇ συλληφθέντας κολάσαντα τοῖς
λοιποῖς τὴν ὀργὴν ἀφιέναι. πείθεται μόλις ὁ βασιλεύς, καὶ τοὺς
μὲν καθιμήσαντας ἑαυτοὺς ἅμα τοῖς σοφισταῖς κατέκαυσε ζῶντας,
τοὺς λοιποὺς δὲ τῶν συλληφθέντων παρέδωκεν τοῖς ὑπηρέταις
ἀνελεῖν.
 Ἔνθεν αὐτοῦ τὸ σῶμα πᾶν ἡ νόσος διαλαβοῦσα ποικίλοις
πάθεσιν ἐμερίζετο· πυρετὸς μὲν γὰρ ἦν οὐ λάβρος, κνησμὸς δὲ
ἀφόρητος τῆς ἐπιφανείας ὅλης καὶ κόλου συνεχεῖς ἀλγηδόνες περί
τε τοὺς πόδας ὥσπερ ὑδρωπιῶντος οἰδήματα τοῦ τε ἤτρου φλεγ-  
μονὴ καὶ δὴ αἰδοίου σηπεδὼν σκώληκας γεννῶσα, πρὸς τούτοις
ὀρθόπνοια καὶ δύσπνοια καὶ σπασμοὶ πάντων τῶν μελῶν, ὥστε
τοὺς ἐπιθειάζοντας ποινὴν εἶναι τῶν σοφιστῶν τὰ νοσήματα λέγειν.
35

ὁ δὲ παλαίων τοσούτοις πάθεσιν ὅμως τοῦ ζῆν ἀντείχετο σωτηρίαν


τε ἤλπιζεν καὶ θεραπείας ἐπενόει· διαβὰς γοῦν τὸν Ἰορδάνην τοῖς
κατὰ Καλλιρρόην ἐχρῆτο θερμοῖς· ταῦτα δ' ἔξεισι μὲν εἰς τὴν Ἀσφαλ-
τῖτιν λίμνην, ὑπὸ γλυκύτητος δ' ἐστὶ καὶ πότιμα. δόξαν δὲ ἐν-
ταῦθα τοῖς ἰατροῖς ἐλαίῳ θερμῷ πᾶν ἀναθάλψαι τὸ σῶμα χαλα-
σθὲν εἰς πλήρη πύελον ἐκλύει καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς τεθνεὼς
ἀνέστρεψεν. θορύβου δὲ τῶν θεραπευόντων γενομένου πρὸς μὲν

Arius Didymus Doxogr., Physica (Frag. ) (0529: 001)


“Doxographi Graeci”, Ed. Diels, H.Berlin: Reimer, 1879, Repr. 1965.
Fragment 13, line 36

παλινδρομῆσαν εἴσω, παλμὸν παρέχει καὶ σφυγμὸν ἐν τοῖς σώμασιν,


οὕτω τὸ
περιληφθὲν ἐν τῇ γῇ κατὰ τὴν κίνησιν κλονούμενον περὶ τοὺς πόρους καὶ
διεγ-
κοπτόμενον σπασμοὺς καὶ σεισμοὺς ἀποτελεῖν. συμβαίνειν δὲ καὶ τὰ
μυκήματα
ποτὲ μὲν μετὰ σεισμῶν, ποτὲ δὲ καὶ χωρίς, τοῦ πνεύματος ἠχοῦντος, ὥστ'
ἐξα-
κούεσθαι ψόφον τινὰ καὶ βόμβον ἐπὶ μήκιστον, ὁπότε διὰ τῶν σηράγγων
διαυλο-
δρομεῖ παρατριβόμενον μηδ' ἐξιόν. τὰ δὲ χάσματα μετὰ σεισμῶν· ἤδη
γοῦν τινας
σεισμοὺς μὴ πρότερον λῆξαι πρὶν ἢ διαρραγῆναι τοὺς τόπους, ἐν οἷς
ἐγένοντο,
βιασαμένου τοῦ περιληφθέντος πνεύματος περὶ τὴν ἔξοδον ὥσπερ
ἐκνεφίου τινὸς
ἀνέμου, καθάπερ καὶ τὸν περὶ τὴν Ποντικὴν Ἡράκλειαν καὶ τὸν ἔτι
πρότερον
γενόμενον περὶ τὴν Ἱερὰν καλουμένην Αἰόλου νῆσον. ἐν ταύταις γὰρ ὑπὸ
σεισμῶν
οἰδήματα τῆς γῆς γενέσθαι μεγάλα, καὶ ταῦτα διαρραγέντα πολὺν
ἄνεμον ἐκπε-
φυσηκέναι καὶ φέψαλον, ὥστε κατατεφρῶσαι πλησίον οὖσαν τὴν τῶν
Λιπαραίων
πόλιν. τὰς δὲ ποντίους λεγομένας νήσους ἧττον σείεσθαι τῶν προσγείων
διὰ τὸ
καταψύχεσθαι τῷ πλήθει τῆς θαλάττης τὴν ἀπὸ τῆς γῆς ἀναθυμίασιν.
τεκμήριον
δ' εἶναι τοῦ ῥεῖν ὑπὸ τὴν γῆν τὸ πνεῦμα πρῶτον μὲν ἀπὸ τοῦ ἐν οἷς
γίνεται
36

προσημαίνειν ἠχοῦντος, εἶτα τὸ περὶ τὸν ἥλιον πάθος· ἀμαυρότερον γὰρ


καὶ
ἀχλυώδη φαίνεσθαι χωρὶς νέφους, ὑπονοστεῖν ἀρχομένου τοῦ πνεύματος
εἰς τὴν
γῆν τοῦ λεπτύνοντος τὸν ἀέρα καὶ διακρίνοντος. πρός τε τούτοις τὸ πρὸ
τῶν
ὀρθρίων σεισμῶν νηνεμίαν γίνεσθαι καὶ ψῦχος· τὴν μὲν γὰρ ξυμβαίνειν
διὰ τὴν
εἴσω τῶν ἀνέμων μετάρροιαν, τὸ δὲ διὰ τὴν τῆς θερμῆς ἀναθυμιάσεως
ἀπου-
σίαν. καὶ περὶ μὲν σεισμῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν περὶ τὴν γῆν παθημάτων

Γαληνός ιατρός. De causa affectionum (0530: 001)“Handschriftliche


Studien zu Galen”, Ed. Helmreich, G., 1911; Programm Gymnasium
Ansbach.
Page 7, line 6

τὰ ὑγρὰ τὸ περιέχον ἢ παχῦνον ἢ διακρῖνον, ὥσπερ ἐκ γάλακτος


ὀρόν, ὃ ἐναποθῆται μένειν. ποτὲ μὲν συνελαῦνόν τε τὴν ὕλην
εἴς τι χωρίον ὀδύνην παρέχει ἢ συνταράσσον τοὺς χυμοὺς
ἀνακινεῖ χολὰς ἢ ἐγκλῖνον διὰ τὴν πύκνωσιν οὐκ ἐᾷ τῶν
περισσῶν τὰς ἀποκαθάρσεις γίνεσθαι, μὴ συλλαμβάνουσιν  
νόσον ἀναγκάζουσι. τρίτην, “ἤν τι βίαιον συμπέσῃ. βίαιον δὲ λέγω
εἶναι καὶ πτῶμα καὶ τραῦμα καὶ θλάσμα καὶ πληγὴν καὶ ταλαι-
πωρίην καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν τοιοῦτον”. εἶτα μικρὸν ἐπιφέρει λέγων·
“Ἢν μὲν τραῦμα γένηται, δῆλον ὅτι ἡ σὰρξ διεκόπη καὶ ἕλκος
γέγονεν. τοῦτο δὲ νόσημα ὀνομάζω εἶναι. ἢν δὲ θλάσμα γένηται ἢ
πληγέντος ἢ κοπέντος ἤ τι ἄλλο τοιοῦτο παθόντος καὶ οἴδημα γέ-
νηται, καὶ τὸ αἷμα αὖθις θερμανθῇ ὑπὸ τῆς βίης καὶ ὑποδραμὸν
ἐς τὰς φλέβας χωρήσειεν, οὐκ ἔχον ἔξοδον ὑπὸ πλήθεος ἀπελ-
θεῖν, συνεστράφη, καὶ τὸ οἴδημα διὰ τοῦτο ἐγένετο καὶ μέχρι ὧν
χωρίων εἴρηκα. εἶτα ξὺν χειρουργίᾳ τε καὶ μὴ δίοδος δὲ γενή-
σεται τῷ αἵματι πυωθέντι ὑπὸ χρόνου. καὶ ἡ ταλαιπωρίη δὲ
τοιοῦτον ἐργάζεται. ὁκόταν (γὰρ) οἱ ἄνθρωποι ταλαιπωρέωσιν,
ἢν μάλιστα τοῦ σώματος ταλαιπωρέωσιν, καταστηρίζεται
καὶ θερμαίνεται καὶ πόνος καὶ κόπος ἐκ τοιουτέου γίγνεται.”
“ἢ ἤν, φησί, ἡ κοιλίη ἢ κύστις συμμύσῃ, ἰηθὲν τὸ σύντηγμα
ἐμμείνῃ, λυπεῖ.” διδάσκει δὲ καὶ ἐκ πληθώρας νόσους, ὅταν

Γαληνός ιατρός. De causa affectionum Page 7, line 9


37

ἀνακινεῖ χολὰς ἢ ἐγκλῖνον διὰ τὴν πύκνωσιν οὐκ ἐᾷ τῶν


περισσῶν τὰς ἀποκαθάρσεις γίνεσθαι, μὴ συλλαμβάνουσιν  
νόσον ἀναγκάζουσι. τρίτην, “ἤν τι βίαιον συμπέσῃ. βίαιον δὲ λέγω
εἶναι καὶ πτῶμα καὶ τραῦμα καὶ θλάσμα καὶ πληγὴν καὶ ταλαι-
πωρίην καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν τοιοῦτον”. εἶτα μικρὸν ἐπιφέρει λέγων·
“Ἢν μὲν τραῦμα γένηται, δῆλον ὅτι ἡ σὰρξ διεκόπη καὶ ἕλκος
γέγονεν. τοῦτο δὲ νόσημα ὀνομάζω εἶναι. ἢν δὲ θλάσμα γένηται ἢ
πληγέντος ἢ κοπέντος ἤ τι ἄλλο τοιοῦτο παθόντος καὶ οἴδημα γέ-
νηται, καὶ τὸ αἷμα αὖθις θερμανθῇ ὑπὸ τῆς βίης καὶ ὑποδραμὸν
ἐς τὰς φλέβας χωρήσειεν, οὐκ ἔχον ἔξοδον ὑπὸ πλήθεος ἀπελ-
θεῖν, συνεστράφη, καὶ τὸ οἴδημα διὰ τοῦτο ἐγένετο καὶ μέχρι ὧν
χωρίων εἴρηκα. εἶτα ξὺν χειρουργίᾳ τε καὶ μὴ δίοδος δὲ γενή-
σεται τῷ αἵματι πυωθέντι ὑπὸ χρόνου. καὶ ἡ ταλαιπωρίη δὲ
τοιοῦτον ἐργάζεται. ὁκόταν (γὰρ) οἱ ἄνθρωποι ταλαιπωρέωσιν,
ἢν μάλιστα τοῦ σώματος ταλαιπωρέωσιν, καταστηρίζεται
καὶ θερμαίνεται καὶ πόνος καὶ κόπος ἐκ τοιουτέου γίγνεται.”
“ἢ ἤν, φησί, ἡ κοιλίη ἢ κύστις συμμύσῃ, ἰηθὲν τὸ σύντηγμα
ἐμμείνῃ, λυπεῖ.” διδάσκει δὲ καὶ ἐκ πληθώρας νόσους, ὅταν
ὁ ἄνθρωπος μὴ ἀποκαθαρθῇ καὶ ἕτερα σιτία ἐμπίπτῃ εἰς τὸ
σῶμα. πληρούμενον γὰρ ὑπὸ τῆς ἰκμάδος θερμαίνεται. λέγει
δὲ καὶ τὴν ἔνδειαν νοσοποιεῖν, καὶ ὅτι ἐμμένει τὰ ἀχρεῖα καὶ

Γαληνός ιατρός. Introductio seu medicus (0530: 012)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 14”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1827, Repr. 1965.Vol.14, p. 757, line 12

χολὴ μέλαινα, ἢ βλεννώδης μάλιστα ἐνσπειρομένη. οἱ γὰρ


χυμοὶ οὗτοι θηριῶδες αὐτὸ ἀποφαίνουσιν. διὸ καὶ μόνη θε-
ραπεία ἀνύσιμος ἐπὶ τῶν ἐλεφαντιώντων, ἡ δι' ἑλλεβόρου
λευκοῦ καὶ μέλανος. τινὲς δὲ τῶν παλαιοτέρων εἰς ἓξ διαι-
ροῦσι τὸ πάθος αὐτὸ, εἰς ἐλεφαντίασιν, λεοντίασιν, ὀφία-
σιν, λέπραν καὶ ἀλωπεκίαν καὶ λώβην. ἐλεφαντίασιν μὲν
οὖν λέγουσι τὴν ἐμφερῆ κατὰ τὸ δέρμα καὶ κατὰ τοὺς πό-
δας ἐλέφαντι· παχεῖς γὰρ καὶ οὗτοι τοὺς πόδας ἔχουσιν οἱ
τῷ πάθει τούτῳ περιπεσόντες δηλονότι, ὥσπερ ἐκεῖνοι·
λεοντιᾷν δέ φασι τοὺς ὀχθώδεις ἐπαναστάσεις ἔχοντας, ἢ
καὶ οἰδηματώδεις καὶ πυῤῥοτέρους ὄντας δίκην λεόντων. ὀφία-
σιν δὲ τὴν ἐκδέρουσαν τοὺς ἁλόντας ὡς ὄφεις. ἀλωπεκίαν
δὲ ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ζώων ἐκείνων· λώβην δὲ, τὴν τὰ
ἄκρα χειρῶν τε καὶ ποδῶν διαφθείρουσαν καὶ τοὺς τῶν τοι-
ούτων μελῶν ἐστερημένους, λελωβημένους. λέπραν δὲ τὴν
τραχύνουσαν τὸ δέρμα καὶ οἷον ὁρᾶται ἐπὶ τῶν λεπρῶν,
38

ποιουμένην. ὁ δὲ λειχὴν πάθος μὲν καὶ αὐτὸς δέρματος.  


διττὸν δὲ εἶδος λειχῆνος, ὁ μὲν ἥμερος καὶ πρᾳότερος, ὁ δὲ
ἄγριος καὶ χαλεπώτερος. ἀφίστανται δὲ ἐπὶ τούτων καὶ λε-
πίδες τοῦ δέρματος καὶ ὁ ὑπὸ τὰς λεπίδας τόπος
ἐνερευθέστερος καὶ ἐγγὺς ἡλκωμένου φαίνεται.

Γαληνός ιατρός. Introductio seu medicus Vol.14, p. 767, line 3

νώντων. ἔστι δὲ τάδε διὰ μελιλώτων καὶ γλυκέος καὶ τήλεως


καὶ τὰ τοιαύτης ὕλης. περιχρίομεν δὲ τὰ βλέφαρα ἐν ἀρχῇ
μὲν τοῖς ἀποκρουστικοῖς, οἷά ἐστι τὰ διὰ γλαυκίου καὶ τοῖς
διὰ κρόκου καὶ αὐτῷ μόνῳ γλαυκίῳ. ἐπὶ δὲ τῶν ἐνδιαθέ-
των τοῖς ἀναξηραίνουσι καὶ παραμυθουμένοις, οἷον ναρδί-
νοις καὶ θεοδοτίοις. ὅσα δὲ πρὸς εὐμορφίαν ἐπιχρίεται, ὡς
τὰ διὰ σάνδυκος καὶ ἡδυχρόου, οὐκ ἰατρικῆς, ἀλλὰ καλλω-
πιστικῆς ἐστιν ἴδια.  
 Κεφ. ιστʹ. [Περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς συνισταμένων
παθῶν.] Πάθη δὲ περὶ μὲν τὸν ὅλον ὀφθαλμὸν συνίστα-
ται τάδε. τάραξις, ὀφθαλμία, ἐπιφορὰ, φλεγμονὴ, οἴδημα,
ἐμφύσημα, σκίῤῥωσις, χήμωσις, ἄνθραξ, στραβισμὸς, σπα-
σμὸς, παλμὸς, μυωπίασις, γάγγραινα, σηπεδὼν, ἕλκος, σῦ-
ριγξ, ξηροφθαλμία, ψωροφθαλμία, σκληροφθαλμία, πρό-
πτωσις, ἀτροφία. περὶ δὲ τοὺς ὑμένας τάδε, ῥῆξις, διάβρωσις,
διάτασις, ἀναστόμωσις, παχύτης, πυκνότης, ῥύσωσις, ἔκ-
τασις, ἀραιότης. περὶ δὲ τὰ ἐντὸς μὲν βλεφάρων τραχύτης,
παχύτης, σύκωσις, τύλωσις, σκληρία, χαλάζωσις, πλαδα-
ρότης, μύδησις, σάρκωσις, πωρίασις. περὶ δὲ τὰ ἐκτὸς τῶν
βλεφάρων ὑδατίδες, λιθίασις, φθειρίασις, μελικηρὶς,
γάγγραινα, φύματα, κολοβώματα. περὶ δὲ τὴν στεφάνην

Γαληνός ιατρός. Introductio seu medicus Vol.14, p. 769, line 3

θεὶς ὁ ὀφθαλμὸς ἐπιπολαίως καὶ μετρίως ἐπὶ τὸ ἐρυθρότε-


ρον καταστῇ τελέως. ὀφθαλμία δέ ἐστιν, ὅταν τὸ λευκὸν
ἐνερευθὲς ᾖ καὶ τὰ βλέφαρα ἐπηρμένα μετὰ τοῦ τήν τε μύ-
σιν τῶν βλεφάρων ἐπαλγῆ εἶναι καὶ τὴν τῶν χειρῶν ἐπα-
φὴν ἐπώδυνον. φλεγμονὴ δέ ἐστιν ἐπίτασις τοῦ τε
ἐρυθήματος καὶ τῆς ἐπάρσεως τῶν βλεφάρων, ὡς ἐπιπόνως
ἀναβλέπειν. ἐπιφορὰ δὲ κοινὸν ὄνομα ἐπὶ παντὸς τοῦ σώ-
ματος καὶ φλεγμονῆς σφοδρᾶς ἐπιφερομένης καὶ ῥευμάτων  
λάβρων ἐπιῤῥεόντων. ἰδίως δὲ ἐπὶ ὀφθαλμῶν λέγεται, ἐπει-
δὰν μετὰ φλεγμονῆς μεγίστης καὶ ῥεύματος πλῆθος ἐπιῤῥυῇ.
39

οἴδημα δέ ἐστιν, ὅταν ἐπηρμένος καὶ ἀχρούστερος, ἢ καὶ


δυσκίνητος ἐπιφαίνηται. ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ λευκὸν ὑπὲρ τὸ
μέλαν ἐπαίρεται. ἐμφύσημα δέ ἐστιν, ὅταν ἄφνω οἰδίσας ὁ
ὀφθαλμὸς ἀχρούστερος καὶ φλεγματωδέστερος γένηται. γί-
νεται δὲ ὡς ἐπίπαν πρεσβύταις, μάλιστα θέρους. σκίῤῥωσις
δὲ γίνεται κατ' ἐπίτασιν φλεγμονῆς χρονίου τῆς σαρκὸς
αὐξανομένης καὶ ὑποπελιαζούσης. ῥευματίζεται δὲ ὁ ὀφθαλ-
μὸς, ὅταν μὴ μόνον ἐρυθρὸς ᾖ, ἀλλὰ καὶ ὅταν πολὺ δά-
κρυον ἐκκρίνῃ. ξηροφθαλμία δέ ἐστιν, ὅταν οἱ κανθοὶ ἑλ-
κώδεις καὶ τραχύτεροι καὶ κνησμώδεις εἰσὶ καὶ τὰ βλέ-
φαρα ἐρυθριᾷ καὶ δάκρυον ἁλμυρὸν καὶ νιτρῶδες

Γαληνός ιατρός. Introductio seu medicus Vol.14, p. 779, line 1

...φατνωμάτων ἔκπτωσις, ἀπόστημα ἐπὶ γλώττης, ἐπουλὶς,


παρουλὶς, ἄφθαι, ἐσχάρωσις, παρίσθμια, σταφυλὴ, σύ-
κωμα. περὶ δὲ τὸ πρόσωπον ἔφηλις, ἴονθοι, φακός. κά-
ταγμα ὀστέων. διάτασις τῶν συμφύσεων. ἐξαρθρήματα τῆς
κάτω γένυος ἀπὸ τῆς ἄνω. περὶ δὲ τὸν τράχηλον συνάγχη,
κυνάγχη, ἀγχόνη, ἔξωσις σπονδύλων, χοιράδες, στεατώ-
ματα. περὶ δὲ ὤμους τοῦ ἀκρωμίου κάταγμα, διάστασις.
περὶ δὲ ἀγκῶνα μελικηρὶς, ἀθέρωμα, στεάτωμα, ὑγρὸν
ὑδατῶδες. περὶ δὲ καρποὺς γαγγλία. περὶ δὲ δακτύλους
χειρὸς καὶ ποδὸς χείμεθλα, παρωνυχία. τοπικὰ δὲ ὅπου ἂν  
τύχῃ τοῦ σώματος, φλεγμονὴ, οἴδημα, ἐμφύσημα, σκλήρω-
μα, ἀπόστημα, ἕλκος καθαρὸν, ἕλκος ῥυπαρὸν, κοῖλον ἕλ-
κος, ὑπερσαρκοῦν, ἐσχαρῶδες, ἕλκος ξηρὸν, ῥευματιζόμενον,
ὑπόνομον, τετυλωμένον, σεσυριγγωμένον, μύδησις, φῦμα,
δοθιὴν, θέρμινθες, φύγεθλον, χάλαζα, φαγέδαινα, φλυκτί-
δες, ἄνθρακες, ἐπινυκτίδες, ἐρυσίπελας, ἕρπητες. περὶ δὲ
τοὺς μαζοὺς ἰδίως καὶ περὶ τὰ αἰδοῖα γυναικὸς καὶ ἀνδρὸς
καρκινώματα. συνίσταται δὲ καὶ ὅπου ἂν τύχῃ τοῦ σώματος
καρκίνωμα κρυπτὸν, καρκίνωμα ἡλκωμένον, θηρίωμα. περὶ
δὲ βουβῶνας βουβῶνες ἁπλοῖ, φύματα ἐκπυΐσκοντα. περὶ
δὲ γόνατα γουναλγίαι, ῥευματισμοὶ, πῶροι.

Γαληνός ιατρός. De remediis parabilibus libri iii (0530: 029)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 14”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig:
Knobloch, 1827, Repr. 1965.Vol.14, p. 348, line 3

περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς γινομένας πληγὰς καὶ διὰ τοῦτο συμ-


40

βαινούσας αἱματώδεις ὑποχύσεις, εὐθέως ἐν ἀρχῇ πρὸς τὰς


φλεγμονὰς καὶ τὸ ἄλγημα, ποιεῖ περιστερᾶς ἐνσταζόμενον
αἷμα, καὶ μάλιστα τὸ ἐκ τῶν ἁπαλῶν πτερῶν ἐκπιεζόμενον,
καὶ τὸ λευκὸν τοῦ ὠοῦ, τὸν αὐτὸν τρόπον εἰς τὸν ὀφθαλ-
μὸν ἐγχεόμενον, ἔτι δὲ ἐρίῳ καθαρῷ προσαναλαμβανόμενον,
καὶ ἄνωθεν ἐπιτιθέμενον. εὐθετεῖ δὲ καὶ λέκιθος ὠοῦ κα-
τωπτημένη, καὶ μετὰ οἴνου καταπλασσομένη. ἔτι δὲ ῥόδων τὰ  
φύλλα καὶ τὸ ἄνθος ἰδίᾳ, καὶ μετ' οἴνου ὁμοῦ τριβόμενα,
καὶ μετὰ χνοώδους ἀλφίτου καταπλασσόμενα.
 [Πρὸς τὰ γινόμενα περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς οἰδήματα διὰ
πληγάς.] Λίαν ἁρμόττει πυρία ἐξ ὀξυκράτου μαλακῷ σπόγγῳ
συνεχῶς γινομένη, εἶτ' ὄξει βρεχόμενος καὶ κεκραμένος και-
νὸς σπόγγος, καὶ ἐπιτιθέμενος.
 [Πρὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς διὰ τὸν ἥλιον καὶ κονιορτὸν
ψωροφθαλμιῶντας.] Ὕδωρ πλεῖον προσκλυζόμενον, θέρους
ψυχρὸν, χειμῶνος θερμὸν, καὶ πυρία διὰ σπόγγων ἁρμόζει
ἐκ φακῶν ἀφεψήματος. καὶ αὐτοῖς δὲ προσάγειν τοῖς καν-
θοῖς, ἢ βάτου, ἢ ῥόδων χυλὸν κατ' ἰδίαν ἑκάστου σὺν
ὕδατι· ἢ ῥόδα ξηρὰ τριβόμενα σὺν οἴνῳ.

Γαληνός ιατρός. De remediis parabilibus libri iii Vol.14, p. 351, line 17

ἢ ἀψινθίῳ, ἢ ὑσσώπῳ καὶ ὀριγάνῳ, ἢ ῥαφάνου φλοιῷ, ἢ


σταφίδι χωρὶς τῶν γιγάρτων· κατ' ἰδίαν ἕκαστον μετὰ μέ-
λιτος, ἢ ὄξους, ἢ ὕδατος ἀνέφθου καὶ λευκὸς βολβὸς μετ'
ὠοῦ καὶ μέλιτος, ἢ κυκλάμινος μετὰ σταφίδος. ἐπὶ δὲ τῶν
κεχρονισμένων καὶ μεμελανωμένων νᾶπυ μετὰ στέατος προ-
βατείου διπλασίονος· ἢ κυάμινον ἄλευρον μετὰ μέλιτος φυ-
ραθὲν, καὶ μασηθὲν, καὶ σὺν σιέλῳ καταχρισθέν· ἢ κύμι-
νον ῥάκει ἐνδήσας, καὶ εἰς ζεστὸν ἀποβάπτων
πυρίαζε. ἢ κρίθινον ἄλευρον μετ' ὀξυμέλιτος ἑψημένον· μα-
ράθρῳ λείῳ μετὰ κηρωτῆς.
 [Πρὸς ὑπώπια μετὰ οἰδήματος.] Σπόγγον ὄξει κατα-
βρέξας ἐπιτίθει, καὶ κατάπλασσε ἀλεύρῳ κριθίνῳ μετ' ὀξυ-  
μέλιτος ἡψημένου μέχρι καταστολῆς, καὶ ὕστερον ἐπιτίθει
φακὸν ἑφθὸν λεῖον μετὰ μέλιτος.
 [Πρὸς ὑπώπια πρόσφατα.] Κώνειον λεῖον μετὰ ὕδα-
τος κατάπλασσε, ἢ βρυωνίας ῥίζαν τρίψας, μετ' οἰνομέλιτος
ἐπιτίθει.
 Κεφ. στʹ. [Περὶ τῶν κατὰ τὸ πρόσωπον παθῶν, καὶ
πρῶτον περὶ ἰόνθων.] Ὄγκος μικρὸς καὶ σκληρὸς ἐν τῷ κατὰ
41

τὸ πρόσωπον δέρματι καλούμενος ἴονθος γίνεται. διαφέρει δὲ


τῶν συκωδῶν ὄγκων ἐπὶ τοῦ γενείου γιγνομένων τῷ μὴ

Γαληνός ιατρός. De remediis parabilibus libri iii Vol.14, p. 384, line 5

φρυγμένου γο. στʹ. μαλάχης καρποῦ γο. εʹ. στροβίλων πε-


φρυγμένων γο. στʹ. σελίνου σπέρματος γο. ηʹ. ἀμυγδάλων
πικρῶν κεκαθαρμένων γο. θʹ. ἀναλάμβανε γλυκεῖ καὶ δίδου
κοχλιάριον καθὰ προείρηται.
 Κεφ. ιστʹ. [Πρὸς ἰσχιάδας καὶ ποδάγραν καὶ ἀρ-
θρῖτιν.] Ὁμογενῆ εἰσὶ ταῦτα ἀλλήλοις τὰ νοσήματα, διὸ  
καὶ τῆς αὐτῆς σχεδὸν θεραπείας χρήζει, διαφορὰ δὲ τῶν
ποιούντων αὐτὰ ῥευμάτων. τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν εἰσὶ θερμὰ,
τὰ δὲ ψυχρά. διάγνωσις δ' αὐτῶν ἐπὶ μὲν τοῖς θερμοτέ-
ροις, ἔρευθος καὶ πύρωσις, κᾂν ᾖ φλεγμονή τε καὶ ἀλγή-
ματα σφοδρά. ἐπὶ δὲ τῶν ψυχροτέρων οἴδημα λευκὸν ἔν-
σομφον. ἑκατέρων δὲ ἴασις αὕτη ἐστί. ἐπὶ μὲν τῶν
θερμῶν τὰ ψύχοντα, ἐπὶ δὲ τῶν ψυχρῶν τὰ θερμαίνοντα καὶ
διαφοροῦντα. εἰ μὲν οὖν πολὺς εἴη ὁ ἐνοχλῶν χυμὸς, κα-
θάρσει πρῶτον χρηστέον τοῦ λυποῦντος χυμοῦ. εἰ δὲ πλη-
θωρικὸν εἴη τὸ σῶμα, πρώτης ἁπάντων παραλαμβανομένης
φλοβοτομίας, ἀποκρουομένων τὰ ῥεύματα ὀξυκράτῳ, καὶ
τοῖς ψυχροτέροις φαρμάκοις χρωμένων. (εἴρηται δὲ ἡμῖν
περὶ τούτων ἐπὶ πλεῖστον ἐν τοῖς ἐμοῦ πρὸς Γλαύκωνα θε-
ραπευτικοῖς γεγραμμένοις δυσὶ βιβλίοις, καὶ ἐν ἄλλοις πλεί-
οσι, διὸ βραδύνειν οὐ χρὴ ὡς ἐν εὐπορίστοις περὶ τούτων

Γαληνός ιατρός. De remediis parabilibus libri iii Vol.14, p. 540, line 2

Ζύμην σιτίνην μετὰ ἀξουγγίου μαλάξας ἐπιμελῶς χρῶ, δό-


κιμον γάρ ἐστι.
 [Πρὸς ὑδρωπικούς.] Λαβὼν βόλβιτον, ἐὰν ἀνὴρ
πάσχῃ, ἄῤῥενος· εἰ δὲ θήλεια, θηλείας καὶ βαλὼν εἰς χύ-
τραν καινὴν καὶ πωμάσας περίπλασον πηλὸν τῷ πόματι,
ὥστε μὴ διαπνεῖν, εἶτα λαβὼν τὴν χύτραν θὲς ἐπὶ τέφραν
ἀσβέστου ἐπὶ ἡμέρας ζʹ. περὶ δὲ τὴν ὀγδόην ἀνοίξας ἔξελε
τὸν βόλβιτον καὶ ποιήσας ξηρίον ἀπόθου ἐν ὑελίνῳ ἀγγείῳ,
ἐπὶ δὲ τῆς χρείας δίδου κοχλιάρια γʹ. μετ' οἴνου ἐπὶ ἡμέρας  
ζʹ. δέον δὲ τὸν οἶνον εἶναι ἀπεζεσμένον ἐν πηγάνῳ. τοῦτο
42

τὸ πόμα ποιεῖ καὶ ἐὰν ὦσιν ὄγκοι καὶ οἰδήματα, ξηραίνει


καὶ κενοῖ διὰ τῶν οὔρων· ὁ δὲ πάσχων μὴ πινέτω δι' ὅλης
τῆς ἡμέρας, εἰ μὴ τρία μόνον· δόκιμον γάρ ἐστι.
 [Πρὸς τὸ μισῆσαι τὸν οἶνον, τοῦ μὴ μεθύσαι.] Ἐγ-
χέλυς ἰχθὺς πνιχθεὶς ἐν οἴνῳ καὶ δοθεὶς ὁ οἶνος εἰς πόμα
μῖσος οἴνου ποιεῖ. ὁμοίως καὶ σταφυλὴ ἀπεζεσμένη. ἀμέ-
θυσος διατηρηθῆναι εἰ θέλεις καὶ ἄνοσος, φύλλα πηγάνου
ἔσθιε· παύει δὲ καὶ κεφαλαλγίαν τὴν ἐξ οἴνου. ὁμοίως καὶ
ἡ ἄκορος ἐσθιομένη καὶ ἡ Θηβαία. ἀμέθυσος διατηρεῖται ὁ
προφαγὼν ἀμύγδαλα πικρὰ τὸν ἀριθμὸν ζʹ. ἢ θʹ. ἢ ιαʹ.

Γαληνός ιατρός. Definitiones medicae (0530: 041)“Claudii Galeni


opera omnia, vol. 19”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1830, Repr.
1965.Vol.19, p. 413, line 6

οὕτως. μυρμηκίζων ἐστὶν ἐφ' οὗ γίνεται ἡ φαντασία περὶ


τοὺς ἐπερειδομένους τῇ ἀρτηρίᾳ δακτύλους οἱονεὶ μύρμηκος
περιπατοῦντος, ὥστε καὶ μικρὸν εἶναι αὐτὸν καὶ ἀμυδρόν.
 σλδʹ. Φρενῖτις ἐστὶ παρακοπὴ διανοίας μετὰ
ὀξέος πυρετοῦ καὶ κροκυδισμοῦ καὶ διανοίας ἔκστασις καὶ  
τῶν κατὰ φύσιν αὐτῆς ἐμποδισμὸς καὶ λήθη τοῦ φρονεῖν.
ἢ παρακοπὴ φρενῶν σύντονος μετὰ τρόμου καὶ φωνῆς ἀσα-
φείας καὶ ψηλαφήσεως γενομένης τοὐπίπαν ὑπὸ κακοήθους
πυρετοῦ.
 σλεʹ. Λήθαργός ἐστι καταφορὰ δυσδιέγερτος μετ' ἀχροίας
καὶ οἰδήματος φυσώδους σὺν ἀτονίᾳ τῶν στερεῶν αὐτῶν
καὶ τοῦ σφυγμικοῦ πνεύματος γινομένη, τοὐπίπαν ἐπὶ βλη-
χροῦ καὶ κακοήθους πυρετοῦ. γίνονται δὲ οἱ λήθαργοι οἱ
μὲν παθούσης τῆς ἀρχῆς, οἱ δὲ ἐπὶ ἀποστάσει.
 σλστʹ. Σπασμός ἐστι περὶ νεύροις καὶ μυσὶ γινόμενον
πάθος μετὰ τοῦ ἄνευ προαιρέσεως ἕλκεσθαι ποτὲ μὲν ὅλον
τὸ σῶμα, ποτὲ δὲ μέρος.
 σλζʹ. Τέτανός ἐστιν ἀπότασις καὶ πῆξις τῶν ἐν τῷ
σώματι πάντων νεύρων τε καὶ μυῶν. ἢ οὕτως. τέτανός
ἐστι σπασμὸς ἐπ' εὐθείας μετὰ τοῦ τὸν τράχηλον ἕλκεσθαι
καὶ τὰς σιαγόνας συνερείδων τε τοὺς ὀδόντας καὶ μήτε

Γαληνός ιατρός. Definitiones medicae Vol.19, p. 429, line 4

 σϟθʹ. Ἀπόστημα ἐν μήτρᾳ ἐστὶν ὅταν ᾖ πόνος ἐπι-


τεταμένος καὶ σφύζει καὶ διατείνει τὸ ἄλγημα ἕως ἤτρου καὶ
43

βουβώνων καὶ ὀσφύος καὶ πυρετοὶ προσγίνονται.


 τʹ. Ὑστερικὴ πνίξ ἐστι πάθος δι' ἀναδρομὴν ὑστέρας
γιγνόμενον ἢ κατάπτωσιν καὶ ἀφωνίαν ἐπιφέρει. ὥστε καὶ
τὴν ἀναπνοὴν αὐταῖς οὐκ ἔκδηλον γίγνεσθαι, μετεωρίζεσθαί
τε τὰ ὑποχόνδρια καὶ τὸν σφυγμὸν ἔχειν ἀμυδρὸν καὶ βραδύν.  
 ταʹ. Γυναικεῖος ῥοῦς ἐστι φορὰ ὑγρῶν διὰ μήτρας ἐπὶ
πλείονα χρόνον ὑπὸ ἀποκρίσεως αὐτῇ γιγνόμενος. ῥοῦς λευ-
κός ἐστιν ὅταν λευκὰ ᾖ τὰ ἀποκρινόμενα καὶ ἐν τῷ προς-
ώπῳ οἰδήματα καὶ τὰ ὀφθάλμια ἐποιδίσκεται, ἐνίαις δὲ
καὶ ἡ γαστὴρ καὶ τὰ σκέλη. ῥοῦς πυῤῥός ἐστιν ὅταν ὑπό-
πυῤῥος ᾖ ἀπόκρισις καὶ ὀδύναι ἐν τῷ ὀσφύϊ καὶ ἐν τοῖς
βουβῶσι γίγνονται. ῥοῦς ἐρυθρός ἐστιν ὁπόταν τὸ ἀποκρι-
νόμενον μένον τοιοῦτον, οἷον ἀπὸ νεοσφαγοῦς ἱερείου αἷμα
καὶ θρόμβοι ἐμπίπτουσι καὶ ὀδύνη ἔχει καὶ πῦρ καὶ βρυγ-
μὸς καὶ πόνος εἰς αὐτὰ τὰ αἰδοῖα καὶ τὸ ὑπογάστριον.
ῥοῦς μέλας ἐστὶν, ὅταν μέλαιναι αἱ ἀποκρίσεις καὶ δύσπνοια
τοῦ σώματος καὶ ὀδύνη ᾖ εἰς τὰ αἰδοῖα καὶ ἰσχναίνονται
αἱ γυναῖκες.

Γαληνός ιατρός. Definitiones medicae Vol.19, p. 433, line 10

νον ἐπὶ τῶν κασσιτερίνων σκευῶν τοῦτο συμβαῖνον θεασάμενος.  


 τκεʹ. Τριπλᾶ περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς γίνεται πάθη,
φλεγμοναὶ, ῥεύματα, ἑλκώσεις.
 τκστʹ. Ἑλκώσεων τῶν περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς διαφοραί
εἰσιν ἄργεμον, νεφέλιον, ἐπίκαυμα, βόθριον, φλυκτὶς, λεύκω-
μα, ἄνθραξ, μυοκέφαλον, πύωσις, ὄνυξ, σταφύλωμα, ταῦτα
μετὰ πληγῆς. τὰ δὲ ἄνευ πληγῆς ἑλκώσεως πάθη μυδρία-
σις, φθίσις, ἀτροφία, νυκτάλωψ, ὑπόχυσις, γλαύκωμα, πα-
ράλυσις, μυωπίασις, στραβισμὸς, πτερύγιον, ἐγκανθὶς, πρό-
πτωσις, χήμωσις, σύγχυσις.
 τκζʹ. Φλεγμονὴ μὲν οὖν ἐστιν οἴδημα περὶ τοὺς ὀφθαλ-
μοὺς μετ' ἐρευθήματος καὶ πολλῆς θερμασίας καὶ δυσκινη-
σίας καὶ νυγμῶν γινόμενον.
 τκηʹ. Ῥεῦμά ἐστι λεπτῶν ὑγρῶν φορὰ ἀκατάσχετος
καὶ ἀπροαίρετος.
 τκθʹ. Ἕλκωσίς ἐστι ῥῆξις περὶ τὸν κερατοειδῆ ἤτοι ἐκ
πληγῆς ἢ γενναίας φλεγμονῆς γινομένη.
 τλʹ. Ἄργεμόν ἐστιν ἕλκωσις κατὰ μὲν τὸ μέλαν λευκὴ
φαινομένη, κατὰ δὲ τὸ λευκὸν ὑπέρυθρος.  
44

 τλαʹ. Νεφέλιόν ἐστιν ἀχλὺς ἢ ἕλκωσις ἐπιπό-


λαιος ἐπὶ τοῦ μέλανος. ἢ νεφέλιόν ἐστιν ἕλκος ἐπιπόλαιον

Γαληνός ιατρός. Definitiones medicae Vol.19, p. 442, line 8

γώσεως ἔσθ' ὅτε πυρετὸν καὶ φρίκας ἐπιφέρων. ἄλλως.


ἐρυσίπελάς ἐστιν ὄγκος ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων
τὴν γένεσιν.  
 τπδʹ. Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχο-
λικωτέρου σαπέντος αἵματος. ἢ ἄλλως. ἄνθραξ ἐστὶν ἕλ-
κος ἐσχαρῶδες ἅμα πολλῇ τῶν πέριξ σωμάτων φλογώσει·
ὁ ἐκ θερμῆς μέντοι πυρότητος, παχείας δὲ κατὰ τὴν σύ-
στασιν ὕλης ἔχει τὴν γένεσιν.
 τπεʹ. Σκίῤῥος ἐστὶν ὄγκος σωμάτων μετὰ σκληρίας καὶ
βάρους καὶ δυσκινησίας τε καὶ δυσαισθησίας.
 τπστʹ. Οἴδημά ἐστιν ὄγκος χαλαρός τε καὶ μαλθακὸς
ὡς ἐν τῷ πιέζειν ἀνώδυνος.
 τπζʹ. Ἀπόστημά ἐστι μεταβολὴ σωμάτων ἐκ φλεγμο-
νῆς εἰς πύον.
 τπηʹ. Κολόβωμά ἐστιν ἔκκοψις μορίου κατά τι
μέρος τοῦ σώματος.
 τπθʹ. Πῶρός ἐστιν οὐσία λιθώδης καὶ ἀπόκριτος.
 τϟʹ. Ὑδροκέφαλόν ἐστιν ὑδατώδους ὑγροῦ ἢ αἵματος
τοῦ τρυγώδους συλλογὴ κατά τι μέρος τῶν τὴν κεφαλὴν
πλεκόντων σωμάτων.  
 τϟαʹ. Κήριόν ἐστιν ἕλκος συνεχεῖς ἔχον κατατρήσεις

Γαληνός ιατρός. De optima secta ad Thrasybulum liber (0530: 043)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 1”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch,
1821, Repr. 1964.Vol.1, p. 154, line 15

κα γὰρ παραδεικτέον αὐτοῖς, ὅτι οὐδ' ἀπὸ συμπτωμάτων


ἐπὶ συμπτώματα, οὔτ' ἀπὸ παθῶν ἐπὶ πάθη μεταβῆναι
δύνανται. πότερον γὰρ, φήσομεν, τῇ κατὰ τὴν δύναμιν
ὁμοιότητι τῶν συμπτωμάτων προσέχετε; ἀλλ' οὐ φήσουσιν.
οὐ γὰρ ἐξετάζουσι τὴν δύναμιν, ἀλλὰ τὴν κατὰ τὴν αἴσθη-
σιν τῶν συμπτωμάτων ὁμοιότητα. πότερον οὖν, ἐὰν κατὰ
πλείω, ἢ κατὰ τὰ ἴσα τῶν συμπτωμάτων ὅμοια ᾖ; ἀλλὰ
κατὰ τὰ πλεῖστα ὅμοιά ἐστι φλεγμονὴ καὶ σκίῤῥος. ἐναντίας
δὲ σχεδὸν, καὶ κατ' οὐδένα ὁμοίας δεῖται ἀγωγῆς. καὶ οἴ-
δημα, καὶ κήλη, καὶ χοιρὰς, καὶ μελικηρὶς, πολλὴν μὲν
45

ὁμοιότητα σώζει πρὸς ἄλληλα, ὅμως δ' ἡ θεραπεία πάμ-


πολλα διαλλάττει. ἔτι τε οἱ διὰ ῥῆξιν αἷμα ἀνάγοντες τοῖς
κατὰ ἀνάβρωσιν ἢ ἀναστόμωσιν ὁμοιότατα πάντα σχεδὸν  
ἔχουσι τὰ συμπτώματα, οὐ μὴν ἡ αὐτὴ θεραπεία ἁρμόζει
πᾶσιν. οὕτω μὲν οὖν ἐστιν ἐπιδεῖξαι, ὅτι ἀδύνατος κατὰ
τοὺς Ἐμπειρικοὺς ἡ τοῦ ὁμοίου μετάβασις.
 Κεφ. ιηʹ. Ἑξῆς δ' ἀκόλουθόν ἐστιν ἐπιδεῖξαι, πῶς
οἱ Λογικοὶ τῇ τοῦ ὁμοίου μεταβάσει κεχρῆσθαι δύνανται,
ὅπερ τινὲς οὐχ ὁμοίου μετάβασιν, ἀλλ' ἀναλογισμὸν καλοῦ-
σιν. τὴν μὲν γὰρ τοῦ ὁμοίου μετάβασίν φασι τοῖς

Γαληνός ιατρός. De optima secta ad Thrasybulum liber


Vol.1, p. 156, line 10

πεφρόντικεν τῶν μηδὲν χρήσιμον εἰς θεραπείαν ἐχόντων.  


καὶ παραλλάττειν δοκούσης τῆς συνδρομῆς παρά τι τῶν οὐ
χρησίμων συμπτωμάτων, τοῖς αὐτοῖς κέχρηται, ὡς ὁμοίας
οὔσης τῆς συνδρομῆς. ὁ δ' Ἐμπειρικὸς, ἐπειδὴ ἐπὶ ἀθρόᾳ
τῇ συνδρομῇ τηρεῖ, καὶ οὐκ ἔχει δύναμιν διακριτικὴν συμ-
πτωμάτων, παντὸς οὑτινοσοῦν ἐλλείποντος ἢ πλεονάζοντος
συμπτώματος, ὡς ἀλλασσομένης τῆς συνδρομῆς, δια-
φόρῳ θεραπείᾳ χρήσασθαι ὀφείλει, ἀγνοῶν, ὅτι ἐπὶ μέν
τινων συμπτωμάτων πλεονασμῷ ἢ ἐλλείψει τῷ ὄντι ἀλλάς-
σεται ἡ συνδρομὴ, ὡς ἐπὶ φλεγμονῆς, καὶ σκίῤῥου, καὶ οἰ-
δήματος, καὶ κήλης, ἐπὶ δέ τινων οὐκέτι. ἐπὶ γὰρ ὀπισθο-
τονικῶν καὶ ἐμπροσθοτονικῶν διαφέρειν μὲν δοκεῖ ἡ φλεγ-
μονὴ, ἀλλ' ἐπεὶ τοῦ πάσχοντός ἐστι τὸ σύμπτωμα, οὔτ'
αἰτίας, οὔτε τόπου, οὔτε δυνάμεως, οὐκ ἐξαλλάσσεται ἡ
θεραπεία. ἀγνοεῖ δ' ὁ Ἐμπειρικὸς καὶ τοῦτο, ὅτι ἐνίοτε ἡ
μὲν συνδρομὴ ὁμοία ἐστὶν, οὐ τῇ αὐτῇ δὲ θεραπείᾳ χρήσασθαι
δεῖ. ἰδοῦ γὰρ ἴσα καὶ ὅμοια τὰ συμπτώματα ἐπὶ τῶν διὰ
ῥῆξιν καὶ ἀναστόμωσιν καὶ ἀνάβρωσιν ἀναγόντων αἷμα.
ἔστω δὲ καὶ βῆχα εἶναι ἐπὶ παντὸς τὴν αὐτὴν καὶ τὸ τοῦ  
ἀναγομένου πλῆθος. ταὐτὰ καὶ τἄλλα ὅμοια, ἀλλὰ καὶ ἡ
θεραπεία διάφορος παραλαμβάνεται.

Achilles Tatius Scr. Erot., Leucippe et Clitophon (0532: 001)


“Achilles Tatius. Leucippe and Clitophon”, Ed. Vilborg, E.
Stockholm: Almqvist & Wiksell, 1955.Book 3, chapter 13, sec. 3, line 4
46

... πάντες ὁπλῖται. οἱ δὲ λῃσταὶ κατιδόντες, ἡμᾶς μέσους


διαλαβόντες ἔμενον ἐπιόντας ὡς αὐτοὺς ἀμυνούμενοι.
         καὶ μετ' οὐ
πολὺ παρῆσαν πεντήκοντα τὸν ἀριθμόν, οἱ μὲν ποδήρεις ἔχοντες τὰς
ἀσπίδας, οἱ δὲ πελτασταί· οἱ δὲ λῃσταὶ πολὺ πλείους ὄντες, βώλους
ἀπὸ τῆς γῆς λαμβάνοντες τοὺς στρατιώτας ἔβαλλον.
         παντὸς δὲ
λίθου χαλεπώτερος βῶλος Αἰγύπτιος, βαρύς τε καὶ τραχὺς καὶ
ἀνώμαλος· τὸ δὲ ἀνώμαλόν εἰσιν αἰχμαὶ τῶν λίθων. ὥστε βληθεὶς
διπλοῦν ποιεῖ ἐν ταὐτῷ τὸ τραῦμα, καὶ οἴδημα ὡς ἀπὸ λίθου, καὶ
τομὰς ὡς ἀπὸ βέλους.
         ἀλλὰ ταῖς γε ἀσπίσιν ἐκδεχόμενοι τοὺς
λίθους ὀλίγον τῶν βαλλόντων ἐφρόντιζον. ἐπεὶ οὖν ἔκαμον οἱ λῃσταὶ
βάλλοντες, ἀνοίγουσι μὲν οἱ στρατιῶται τὴν φάλαγγα, ἐκθέουσι δὲ
ἀπὸ τῶν ὅπλων ἄνδρες κούφως ἐσταλμένοι, φέρων αἰχμὴν ἕκαστος
καὶ ξίφος, καὶ ἀκοντίζουσιν ἅμα, καὶ ἦν οὐδεὶς ὃς οὐκ ἐπέτυχεν.
εἶτα οἱ ὁπλῖται προσέρρεον· καὶ ἦν ἡ μάχη στερρά, πληγαὶ δὲ
παρ' ἀμφοτέρων καὶ τραύματα καὶ σφαγαί. καὶ τὸ μὲν ἔμπειρον
παρὰ τοῖς στρατιώταις ἀνεπλήρου τοῦ πλήθους τὸ ἐνδεές. ἡμεῖς δὲ
ὅσοι τῶν αἰχμαλώτων ἦμεν, ἐπιτηρήσαντες τὸ πονοῦν τῶν λῃστῶν

Julius Pollux Gramm., Onomasticon (0542: 001)“Pollucis onomasticon,


2 vols.”, Ed. Bethe, E.Leipzig: Teubner, 9.1:1900; 9.2:1931, Repr. 1967;
Lexicographi Graeci 9.1–9.2.Book 4, sec. 190, line 2

τετρῶσθαι· καὶ ‘τραυματισθεισῶν τῶν νεῶν’ ἐκ μεταφορᾶς φησι Θου-


κυδίδης (I 50. 5 saep), ὥστ' εἴη ἂν καὶ τὸ τραυματίζεσθαι. ἐπιπολῆς
τετρῶσθαι, διὰ βάθους, διαμπάξ, διαμπερές. καίριον τραῦμα, καιρία
πληγή, σῦριγξ, ἕλκος, ὠτειλή, οὐλή. ποδάγρα, ποδαγρᾶν, ποδ-
αλγία ποδαλγεῖν, καὶ ἀνὴρ ποδαλγής. τάχα δ' ἂν τοῖς ἰατρικοῖς
προσήκοι τὸ ἀλγεῖν, ἀλγεινόν ἐπαλγές, ὀδυνᾶσθαι ὀδυνηρόν ἐπώ-
δυνον, ἀφ' οὗ καὶ ὀδυνήφατα φάρμακα Ὅμηρος (E 900). καὶ
σφύζειν καὶ σφακελίζειν σφαδᾴζειν καὶ σφακελισμός, σφαδᾳς-
μός, καὶ ὅσα ἄλλα ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ὠνόμασται.
 νοσήματα ἔξωθεν ἐπιφαινόμενα τοῖς σώμασι φλεγμονή,
οἴδημα, ἐκφύσημα, σκλήρωμα. ἕλκος, καθαρὸν ἕλκος, ἀπόστημα.
ἀκάθαρτον ἕλκος, ἐσχάρα, διεφθορὸς ἕλκος, ἐφελκίς. καλεῖται δὲ
καὶ κρότων. μελιτηρὰ ὑγρασία. ἐλαιώδης, ὅταν ἕλκος ᾖ περὶ τὰ  
νεῦρα. καλεῖται δὲ καὶ ῥεῦμα ὕδωρ, ὅ ἐστιν ὑδατώδης ἰχώρ, ὅταν
ἤδη τὰ ἕλκη καθαίρηται. δοθιὴν φῦμα περιφερές, ἀπόστημα μι-
κρόν, πυῶδες κατὰ τὴν τομήν. τέρμινθος φῦμα φλύκταιναν ἔχον.
47

φύγετρον φῦμα περὶ βουβῶνα μετὰ πυρετοῦ. φλυκτὶς φλύκταινα


ἐπιμήκης, μάλιστα περὶ βουβῶνας καὶ μασχάλας. ὑπόνομον ἕλκος,
ὃ καὶ βάθος ἔχει καὶ κόλπους. ὑπερσαρκοῦν ἕλκος. ἀφρῶδες ἕλκος,
ᾧ ἐπανθεῖ λευκότης τις ἢ μελανία. τύλωσις, ὅταν σκληρὸν ᾖ καὶ

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Book 4, sec. 196, line 4

τι τῷ ὀσπρίῳ, συγγενὲς ἢ ἐπιγενές. θύμος ὑπέρυθρος ἔκφυσις,


τραχεῖα, ἔναιμος, δυσαφαίρετος, μάλιστα περὶ αἰδοῖα καὶ δακτύλιον
καὶ παραμήρια, ἔστι δ' ὅτε καὶ ἐν προσώπῳ. ἀκροχορδὼν ἀπὸ μὲν
τῆς ῥίζης λεπτὴ ἔκφυσις, περὶ δὲ τὸ ἄκρον παχυνομένη, μάλιστα ἐπὶ
παιδίων. μυρμηκία ἔκφυσις στερεὰ καὶ τραχεῖα, τυλώδης, ἔναιμος,
περὶ τὰ ἄκρα καὶ τὰ ἔσω τῆς χειρός. ἧλος συστροφὴ τυλώδης
περιφερὴς ὕπωχρος, ἡλοειδής ὅτι ἄνωθεν μὲν εὐρύνεται, περὶ δὲ τὴν
σάρκα ἀποστενοῦται, μάλιστα περὶ τὰ ἴχνη. χειρώνιον ἕλκος χρόνιον,
δυσούλωτον, χείλη σκληρά, τυλώδης σάρξ, ὑποπέλιδνος, ἐν κνήμαις
καὶ ποσίν. λεπὶς τοῖς ἐν πεδίῳ ἕλκεσιν ὁμοία τῇ θαλαττίᾳ ἐπι-
πήγνυται, ἣν δεῖ τῆς θεραπείας προαφελεῖν. κιρσὸς ἢ κριξὸς οἴδημα
φλεβῶν περὶ κνήμας, ποδὸς πεδίον, ἐπιγάστριον, μηρούς, ὄσχεον·
καλεῖται δὲ καὶ ἰξία ἀπὸ τῶν ἐν ταῖς πίτυσι τῆς πίττης ὁμοίων
συστροφῶν, ἀφ' ὧν καὶ ὁ ἰξός. ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν
ἄρθροις, μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ ἐντός· ἐπικάμπτει δὲ
τοὺς δακτύλους, γίνεται δ' ἔστιν ὅτε καὶ περὶ ἀγκῶνας καὶ γόνατα.
ἐπινυκτὶς φλύκταινα ὑποπέλιδνος ὕφυγρος ἔναιμος, περὶ κνήμας καὶ  
πόδας ἐν νυκτὶ γινομένη. γαγγλίον ἀπόστημα ἄπονον, ὑπὸ λευκῷ
καὶ νευρώδει χιτῶνι· ἔνεστι δ' αὐτῷ ὑγρὸν ἀθερῶδες ἢ τρίχια ἢ
ἑλμίνθια, γίνεται δὲ περὶ ἄρθρα καὶ κεφαλήν. μελικηρὶς ἀπόστημα
ἔχον μελιτῶδες ὑγρόν, ἐν ἀγκῶσι καὶ γόνασι,

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Book 4, sec. 202, line 5

ἄνωθεν πλατυνομένη, ἐπίπονος, βουβῶνας ἐγείρουσα. τηνεσμὸς βα-


ρύτης καὶ φλεγμονὴ ἀνοιδαίνοντος τοῦ δακτυλίου, μυξώδη ὑγρὰ ἢ
αἱματώδη καταφέρουσα· ποιεῖ δὲ καὶ δυσουρίαν. κηρίον περὶ τῷ
στήθει ἢ τοῖς νώτοις ἀπόστημα φλεγμαῖνον, πολύστομον, ἀφιὲν μελι-
τῶδες ὑγρόν, ἔχον ἐν τῷ βάθει σάρκα ὕπωχρον διεφθαρμένην. χοι-
ράδες περὶ σιαγόσι καὶ τραχήλῳ καὶ μασχάλαις καὶ βουβῶσιν, ἀδέσιν  
ἐοικυῖαι φλεγμοναί, εἰς πῦον τρεπόμεναι. χίμετλα γίνεται μὲν
ὑπὸ κρύους ἐπὶ δακτύλοις καὶ ἴχνεσι ποδῶν καὶ χερσί, μάλιστα ἐπὶ
παιδίων, ἑλκώδεις φλεγμοναί. ἐρυσίπελας μώλωψ ἐρυθρὸς ἐπίπονος
48

ἔμπυρος, ἔσθ' ὅτε καὶ φλυκταινώδης. ἱδρῶα ἐξανθήματα θερινά.


βουβὼν περὶ βουβῶνας οἴδημα μετὰ φλεγμονῆς. αἱμορροῒς γίνεται
μὲν κατὰ τὴν ἕδραν ἐντός, ἔστι δ' ὁμοία μόροις ὠμοῖς· πολλάκις
δὲ καὶ ὑπεροχῆς ἄνευ γίνεται ῥαγὰς αἱμορραγοῦσα. τυφλὴ αἱμορ-
ροῒς οἴδημα λεῖον ἐρυθρόν, ἐντὸς τῆς ἕδρας, οὕτω κληθὲν ἐπεὶ ἔσθ'
ὅτε οὐχ αἱμορροεῖ. κονδύλωμα περὶ τὴν στεφάνην τοῦ δακτυλίου
εὐίατον οἴδημα. συκαῖ περὶ τὴν ἕδραν κονδυλώματα μεγάλα, οὐκ
ἐπίπονα. ἐντεροκήλη ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸν ὄσχεον, εἰς ὄγκον
αἰρόμενον· ὑδροκήλη περὶ θατέρῳ τῶν διδύμων ὑδατώδης συλλογή,
μεταξὺ τοῦ δευτέρου καὶ τετάρτου ὑμένος· πωροκήλη πώρωμα περὶ
τὸν ὄσχεον ἐξ ἀποστήματος, σαρκοκήλη σκιρώδης καὶ παχεῖα ἐπ' ὀσχέῳ
διάθεσις. στεάτωμα πιμελῆς παραρροὴ ὑπὸ τῷ δέρματι.

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Book 4, sec. 202, line 8

στήθει ἢ τοῖς νώτοις ἀπόστημα φλεγμαῖνον, πολύστομον, ἀφιὲν μελι-


τῶδες ὑγρόν, ἔχον ἐν τῷ βάθει σάρκα ὕπωχρον διεφθαρμένην. χοι-
ράδες περὶ σιαγόσι καὶ τραχήλῳ καὶ μασχάλαις καὶ βουβῶσιν, ἀδέσιν  
ἐοικυῖαι φλεγμοναί, εἰς πῦον τρεπόμεναι. χίμετλα γίνεται μὲν
ὑπὸ κρύους ἐπὶ δακτύλοις καὶ ἴχνεσι ποδῶν καὶ χερσί, μάλιστα ἐπὶ
παιδίων, ἑλκώδεις φλεγμοναί. ἐρυσίπελας μώλωψ ἐρυθρὸς ἐπίπονος
ἔμπυρος, ἔσθ' ὅτε καὶ φλυκταινώδης. ἱδρῶα ἐξανθήματα θερινά.
βουβὼν περὶ βουβῶνας οἴδημα μετὰ φλεγμονῆς. αἱμορροῒς γίνεται
μὲν κατὰ τὴν ἕδραν ἐντός, ἔστι δ' ὁμοία μόροις ὠμοῖς· πολλάκις
δὲ καὶ ὑπεροχῆς ἄνευ γίνεται ῥαγὰς αἱμορραγοῦσα. τυφλὴ αἱμορ-
ροῒς οἴδημα λεῖον ἐρυθρόν, ἐντὸς τῆς ἕδρας, οὕτω κληθὲν ἐπεὶ ἔσθ'
ὅτε οὐχ αἱμορροεῖ. κονδύλωμα περὶ τὴν στεφάνην τοῦ δακτυλίου
εὐίατον οἴδημα. συκαῖ περὶ τὴν ἕδραν κονδυλώματα μεγάλα, οὐκ
ἐπίπονα. ἐντεροκήλη ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸν ὄσχεον, εἰς ὄγκον
αἰρόμενον· ὑδροκήλη περὶ θατέρῳ τῶν διδύμων ὑδατώδης συλλογή,
μεταξὺ τοῦ δευτέρου καὶ τετάρτου ὑμένος· πωροκήλη πώρωμα περὶ
τὸν ὄσχεον ἐξ ἀποστήματος, σαρκοκήλη σκιρώδης καὶ παχεῖα ἐπ' ὀσχέῳ
διάθεσις. στεάτωμα πιμελῆς παραρροὴ ὑπὸ τῷ δέρματι. λοιμώδη
ἕλκη περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν σταφυλήν. ἐσχάρωσις νομὴ δύσχρους,
εἰς τὴν φάρυγγα καὶ τὴν ἀρτηρίαν καὶ τὸν στόμαχον καταφερομένη
μετὰ τοῦ ἀνοιδαίνειν τὸν τράχηλον. περιγραφὴ περί τι μέρος τοῦ

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Book 4, sec. 203, line 2

ράδες περὶ σιαγόσι καὶ τραχήλῳ καὶ μασχάλαις καὶ βουβῶσιν, ἀδέσιν  
ἐοικυῖαι φλεγμοναί, εἰς πῦον τρεπόμεναι. χίμετλα γίνεται μὲν
49

ὑπὸ κρύους ἐπὶ δακτύλοις καὶ ἴχνεσι ποδῶν καὶ χερσί, μάλιστα ἐπὶ
παιδίων, ἑλκώδεις φλεγμοναί. ἐρυσίπελας μώλωψ ἐρυθρὸς ἐπίπονος
ἔμπυρος, ἔσθ' ὅτε καὶ φλυκταινώδης. ἱδρῶα ἐξανθήματα θερινά.
βουβὼν περὶ βουβῶνας οἴδημα μετὰ φλεγμονῆς. αἱμορροῒς γίνεται
μὲν κατὰ τὴν ἕδραν ἐντός, ἔστι δ' ὁμοία μόροις ὠμοῖς· πολλάκις
δὲ καὶ ὑπεροχῆς ἄνευ γίνεται ῥαγὰς αἱμορραγοῦσα. τυφλὴ αἱμορ-
ροῒς οἴδημα λεῖον ἐρυθρόν, ἐντὸς τῆς ἕδρας, οὕτω κληθὲν ἐπεὶ ἔσθ'
ὅτε οὐχ αἱμορροεῖ. κονδύλωμα περὶ τὴν στεφάνην τοῦ δακτυλίου
εὐίατον οἴδημα. συκαῖ περὶ τὴν ἕδραν κονδυλώματα μεγάλα, οὐκ
ἐπίπονα. ἐντεροκήλη ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸν ὄσχεον, εἰς ὄγκον
αἰρόμενον· ὑδροκήλη περὶ θατέρῳ τῶν διδύμων ὑδατώδης συλλογή,
μεταξὺ τοῦ δευτέρου καὶ τετάρτου ὑμένος· πωροκήλη πώρωμα περὶ
τὸν ὄσχεον ἐξ ἀποστήματος, σαρκοκήλη σκιρώδης καὶ παχεῖα ἐπ' ὀσχέῳ
διάθεσις. στεάτωμα πιμελῆς παραρροὴ ὑπὸ τῷ δέρματι. λοιμώδη
ἕλκη περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν σταφυλήν. ἐσχάρωσις νομὴ δύσχρους,
εἰς τὴν φάρυγγα καὶ τὴν ἀρτηρίαν καὶ τὸν στόμαχον καταφερομένη
μετὰ τοῦ ἀνοιδαίνειν τὸν τράχηλον. περιγραφὴ περί τι μέρος τοῦ
σώματος στενότης ἄπονος, μέλαινα ὑπέρυθρος ἢ πελιδνή, ψιλὴ ἢ
τετριχωμένη. πῶλυψ σὰρξ ῥινὶ ἐπιφυομένη, μυξῶδες ὑγρὸν ἀφιεῖσα,

Claudius Aelianus Soph., Frag. (0545: 004)“Claudii Aeliani de natura


animalium libri xvii, varia historia, epistolae, Frag. , vol. 2”, Ed.
Hercher, R.Leipzig: Teubner, 1866, Repr. 1971.Fragment 37, line 6

Apis ab Ocho necatus.

 Ὦχος τὸν Ἆπιν ἀποκτείνας ἐβούλετο αὐτὸν τοῖς  


μαγείροις παραβαλεῖν, ἵνα αὐτὸν κρεουργήσωσι καὶ
παρασκευάσωσιν ἐπὶ δείπνῳ.
 Τῶν δὲ συνήθων τις αὐτῷ ἐνέβη τῷ ποδὶ λα-
κτίσας κείμενον τὸν ταῦρον. καὶ ἀκούω τὸν πόδα
ἐκεῖνον ἐς οἴδημα ἀρθῆναι καὶ φλεγμήναντα σφακε-
λίσαι καὶ ἀποκτεῖναι τὸν ἄνδρα.
 φυλάττεσθαί τε ἔτι μνημεῖον τῆς τιμωρίας τῆς
ἐκείνου, καθάπερ οὖν κακοῦ διαδοχήν· ὅσοι γὰρ τῆς
αὐτῆς σπορᾶς γεγόνασι, κάτω τὸν πόδα τὸν δεξιὸν
ἔχουσι διῳδηκότα καὶ βάδισιν ἀσθενῆ τε καὶ νωθῆ.
50

 ὃ δὲ ὑπερβαίνων τὸν οὐδὸν τῆς αὐλῆς ἔπταισε


βιαιότερον, καὶ πρὸς γῆν κατηνέχθη.

Claudius Aelianus Soph., Frag. Fragment 100, line 6

ὑπομειδιῶν καὶ οὗτος. τί δὲ ἄρα νοεῖ ὁ παῖς; ἐγὼ


συνίημι τοῦ φιλοπαίστην ποιητὴν ὑποδηλοῦν· γελᾷ
γὰρ καὶ τῆς κωμῳδίας τὸ ἴδιον διὰ συμβόλων αἰνίτ-
τεται. εἰ δὲ ἄλλος νοεῖ ἑτέρως, κρατείτω τῆς ἑαυτοῦ
γνώμης, ἐμὲ δὲ μὴ ἐνοχλείτω.
 ὁ Ἀσκληπιὸς Παύσωνα καὶ Ἶρον κἂν ἄλλον τινὰ
τῶν ἀπόρων ἰάσαιτο. ὀφθαλμὼ γάρ τις ἐνόσει. εἶτα
ἐπιστὰς ὃ δὲ λέγει ὄξει λύσαντα κάπρου πιμελὴν  
κᾆτα ὑπαλείψασθαι. ὃ δὲ κοινοῦται τῷ συνήθει
ἰατρῷ. ὃ δὲ ἐπειρᾶτο τὰς αἰτίας λέγειν· τὸ μὲν γὰρ
συστέλλειν τὸ οἴδημα τῇ δριμύτητι, τὸ δὲ ἐπιλιπαίνειν
καὶ ἡσυχῆ ὑποτρέφειν ὁ εἴρων ἔλεγε.
 Ἀρίσταρχος Τεγεάτης, ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητής,
νοσεῖ τινα νόσον· καὶ ἰᾶται αὐτὸν ὁ Ἀσκληπιός, καὶ
προστάττει χαριστήρια τῆς ὑγιείας. ὃ δὲ ποιητὴς τὸ
δρᾶμα τὸ ὁμώνυμόν οἱ νέμει. θεοὶ δὲ ὑγιείας μὲν
οὐκ ἄν ποτε μισθὸν αἰτήσαιεν οὐδ' ἂν λάβοιεν. ἢ
πῶς ἄν; εἴγε τὰ μέγιστα ὑμῖν φρενὶ φιλανθρώπῳ

Rufus Med., De satyriasmo et gonorrhoea (0564: 002)


“Oeuvres de Rufus d'Éphèse”, Ed. Daremberg, C., Ruelle, C.É.
Paris: Imprimerie Nationale, 1879, Repr. 1963.Sec. 26, line 2

μὰς τοῦ μίσγεσθαι, εἴπερ τι καὶ ἄλλο. Ἀναγκαῖον δὲ, καὶ τὸν καυ-
λὸν, καὶ τὸν περίνεον τῶν πρᾳοτέρων ψυκτηρίων καταχρίειν τινί·
ὀνίνησι γὰρ ἐγγύτερον, ὥστε, εἰ καὶ τῆς λιθαργύρου, καὶ γῆς τῆς  
κιμωλίας, καὶ τῆς ἐρετριάδος, καὶ τοῦ ψιμυθίου καταχρίοις, πρὸς
τοῖς εἰρημένοις, καὶ ἓν καὶ δύο μίσγων, συμφέροι ἂν, ὄξει δὲ δεῖ
διιέναι πάντα, ἢ ὕδατι, ἢ οἴνῳ γλυκεῖ, ἢ σιραίῳ. Τὸ δὲ θερμαῖ-
νον οὐδένα τρόπον ἐπιτήδειον, οὔτε τὸ αἰδοῖον, οὔτε τὴν ὀσφύν·
ἀπωθεῖν γὰρ δεῖ τὸ πληροῦν καὶ τὸ ἐπιφερόμενον, εἴτε αἷμα, εἴτε
πνεῦμα τοῦτό ἐστιν, εἴτε ἀμφότερα, ὃ καὶ τὴν ἀρχὴν τῶν παλμῶν
παρέχειν εἰκός· ἄριστα δὲ ἂν ὑπὸ τῶν ψυχόντων ἀπωθοῖτο. Δῆλον δὲ
κἀκ τοῦ οἰδήματος, τοῦ γεγενημένου περὶ τὸ αἰδοῖον, ὅτι δεῖ τὸν
εἰρημένον τρόπον βοηθεῖν, ὥστε καὶ εἰς κοιτῶνα, [ἐπὶ πλευρᾶς κεῖ-
σθαι] κάλλιον τῆς κλίσεως· οὐ γὰρ συμφέρει ὕπτιον ἀναπαύεσθαι·
καὶ γὰρ ὀν[ειρωγμῶν κινη]τικὸν, αἰδοίων τῇ θέρμῃ. Ἀποδιδράσκειν
51

δὲ καὶ λόγους, καὶ ἐνθυμή[ματα, καὶ ἐλ]πίδας ἀφροδισιαστικὰς, καὶ


πρὸ τούτων τὰς ὄψεις, εἰδότα ὅτι καὶ ἐν [ὀνείροις], μήτι γε τὰ ἐναργῆ,  
ταῦτα προτρέπει μίσγεσθαι, εἰ μ[ὲν λαβρῶς] διαιτώμενός τις καὶ
σίτῳ δαψιλεῖ ἀπέχοιτο τῶν ἀφροδισίων, ἀνιαρῶς [τε] αὐτὸ δρά-
σαι, καὶ ἄνευ τοῦ ἐπιθυμεῖν, ὅπερ οὐχ ἥκιστα παροξυντικόν· εἰ δὲ
ὡς εἴρηται διαιτώμενος, ἀπέχοιτο, ῥᾷστον οὕτω γίγνοιτο ἂν καὶ
εὐφορώτατον.

Soranus Med., Gynaeciorum libri iv (0565: 001)“Sorani Gynaeciorum


libri iv, de signis fracturarum, de fasciis, vita Hippocratis secundum
Soranum”, Ed. Ilberg, J.Leipzig: Teubner, 1927; Corpus medicorum
Graecorum, vol. 4.Book 3, chapter 21, sec. 1, line 5

... καὶ οὐκ εὐμαρὴς ἡ τοῦ κλύσματος παράθεσις, κἂν ἐνθῇ τις τὸν
δάκτυλον εἰς τὴν ἕδραν, ὄγκος ὑποπίπτει δοκῶν εἶναι περὶ τὸ ἀπευ-
θυσμένον· τοῦ δὲ ἄνωθεν δυσουρία καὶ πλείων κατ' ἐφηβαίου καὶ
κτενὸς ὁ πόνος. ὅλου δὲ τοῦ τραχήλου φλεγμαίνοντος πάντα παρέπε-
ται τὰ προειρημένα, καὶ διὰ τὴν πλείονα διόγκωσιν εἰς τὸν γυναικεῖον
προκύπτει κόλπον.
 τοῦ κύτους δὲ φλεγμαίνοντος κατὰ μὲν τὰ πλάγια μέρη πόνος
τῆς καταλλήλου λαγόνος γίνεται, σφοδρυνόμενος κατὰ τὴν εἰς τὰ
ἐναντία ἐπιστροφήν· κατὰ δὲ τὰ ἔμπροσθεν καὶ ἄνωθεν ἡ μὲν ἀλγη-
δὼν κατὰ τοῦ ἐπιγαστρίου πλείων μετὰ διογκώσεως, δυσουρία δὲ ἢ  
ἰσχουρία, καὶ μετὰ τὸ οὐρῆσαι μᾶλλον ὑποπίπτει τῇ ἁφῇ τὸ οἴδημα.
κατὰ δὲ τὰ ὄπισθεν καὶ κάτωθεν τοῦ κύτους τῆς φλεγμονῆς ὑπαρχού-
σης περὶ τὴν ὀσφὺν ὁ μὲν πλείων πόνος, σφοδρυνόμενος εἰ | ἐκκλίνοιτο
πρηνὴς ἢ ἐπὶ πλευράν, κλύσμα δὲ οὐ παρατίθεται ῥᾳδίως, ἐπέχεται
δὲ τὸ σκύβαλον καὶ οὐ διαχωροῦσι φῦσαι, καὶ πρὸς τὸν εἰς τὴν ἕδραν
ἐντιθέμενον δάκτυλον ὄγκος ὑποπίπτει δοκῶν μὲν εἶναι περὶ τὸ
ἀπευθυσμένον, διαφέρων δὲ τῆς τοῦ ἀπευθυσμένου φλεγμονῆς τῷ
μὴ εὐθὺς ἅμα τῷ ἐπερεῖσαι τὸν δάκτυλον ἄλγημα παρακολουθεῖν, ἐξ
ἐπιμονῆς δὲ τοῦ θλίβοντος, καὶ τῷ τὸν ὄγκον ὑποχωρεῖν, ὥστε τὸ
ἔντερον τὴν ἰδίαν χώραν ἀπολαβεῖν, καὶ τῷ μεταπίπτειν τὸν ὄγκον
ἐν τοῖς ἐπὶ τὰ γόνατα μετασχηματισμοῖς,

Soranus Med., Gynaeciorum libri iv Book 3, chapter 34, sec. t, line 1

μένειν τὴν ψυχρολουσίαν, ὥστε τονωθῆναι τὰ πεπονθότα μέρη. τροφὰς


δὲ διδόναι λεπτυνούσας καὶ διαλύειν πνεύματα δυναμένας. χρηστέον
δὲ καὶ τῷ Διοσπολιτικῷ, ἐνίοτε δὲ καὶ τῷ διὰ καλαμίνθης.
 τὰ δὲ φαρμακωδέστερα φάρμακα παραιτούμεθα διὰ τὴν ἀνα-
τροπὴν τοῦ στομάχου καὶ τὰς ὑποθυμιάσεις καὶ τοὺς διὰ τῶν ἀρωμά-
52

των ὑποκαπνισμούς· πληρουμένη γὰρ ὑπὸ τούτων ἡ κεφαλὴ μείζονα


τὴν βλάβην ὑπομένει τῆς ὠφελείας. ἀποδοκιμάζομεν δὲ καὶ τὰ στύφοντα
τῶν ἐπιθεμάτων, οἷον τὰ διὰ μήλων Κυδωνίων, φοινίκων Θηβαϊκῶν,
οἴνου αὐστηροῦ, οἰνάνθης, ἀκακίας, σιδίων· τὴν γὰρ ἐπὶ στεγνώσει
γεγενημέ-νην ἐμπνευμάτωσιν οὐ τὰ στύφοντα λύει, τὰ δὲ χαλῶντα καὶ
ἀνιέντα.  
     

Περὶ οἰδήματος ὑστέρας.

 Οἰδούσης δὲ τῆς ὑστέρας ὄγκος παρέπεται ὠχρό|λευκος, ὑπό-


σομφος, εὐαφής, εἴκων πρὸς τὰς τῶν δακτύλων θλίψεις καὶ μετὰ
βραχὺ πάλιν ἐπαιρόμενος· τὸ δὲ ἐπιγάστριον ὁμόχρουν ἐστὶν καὶ τοῖς
δακτύλοις ἑλκόμενον ἐπακολουθεῖ. τὰ αὐτὰ δὲ καὶ νῦν παραληπτέον
ἅπερ ἐπὶ τῆς ἐμπνευματώσεως εἰρήκαμεν. ἐγχυματιστέον δὲ τοὺς
τόπους τὸ μὲν πρῶτον ἐλαίῳ θερμῷ, ἔπειτα κυπρίνῳ ἢ ἰρίνῳ ἐλαίῳ,
καὶ πεσσοῖς ὁμοίοις τοῖς ἐπὶ τῆς ἐμπνευματώσεως χρηστέον.

Επιλογή από Ιπποκράτη

Ιπποκράτης De aëre aquis et locis (0627: 002)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 2”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1840, Repr. 1961.Sec.
7, line 25

... ξηροτάτας καὶ τὰς ἄνω καὶ τὰς κάτω ἔχειν, ὥστε τῶν φαρ-
μάκων ἰσχυροτέρων δέεσθαι. Τοῦτο μὲν τὸ νούσημα αὐτέοισι
ξύντροφόν ἐστι καὶ θέρεος καὶ χειμῶνος. Πρὸς δὲ τουτέοισιν οἱ
ὕδρωπες πλεῖστοί τε γίγνονται καὶ θανατωδέστατοι· τοῦ γὰρ θέρεος
δυσεντερίαι τε πολλαὶ ἐμπίπτουσι καὶ διάῤῥοιαι καὶ πυρετοὶ τε-
ταρταῖοι πολυχρόνιοι· ταῦτα δὲ τὰ νοσεύματα μηκυνθέντα τὰς τοιαύ-
τας φύσιας ἐς ὕδρωπας καθίστησι καὶ ἀποκτείνει. Ταῦτα μὲν αὐ-
τέοισι τοῦ θέρεος γίγνεται· τοῦ δὲ χειμῶνος, τοῖσι νεωτέροισι μὲν
περιπλευμονίαι τε καὶ μανιώδεα νοσεύματα· τοῖσι δὲ πρεσβυ-
τέροισι καῦσοι, διὰ τὴν τῆς κοιλίης σκληρότητα. Τῇσι δὲ γυναιξὶν
οἰδήματα ἐγγίγνεται καὶ φλέγμα λευκόν· καὶ ἐν γαστρὶ ἴσχουσι
μόλις, καὶ τίκτουσι χαλεπῶς· μεγάλα τε τὰ ἔμβρυα καὶ οἰδέοντα·
ἔπειτα ἐν τῇσι τροφῇσι φθινώδεά τε καὶ πονηρὰ γίγνεται· ἥ τε
κάθαρσις τῇσι γυναιξὶν οὐκ ἐπιγίγνεται χρηστὴ μετὰ τὸν τόκον.
Τοῖσι δὲ παιδίοισι κῆλαι ἐπιγίγνονται μάλιστα, καὶ τοῖσιν
ἀνδράσι κίρσοι καὶ ἕλκεα ἐν τῇσι κνήμῃσιν, ὥστε τὰς τοιαύτας φύ-
σιας οὐχ οἷόν τε μακροβίους εἶναι, ἀλλὰ προγηράσκειν τοῦ χρόνου
53

τοῦ ἱκνευμένου. Ἔτι δὲ αἱ γυναῖκες δοκέουσιν ἔχειν ἐν γαστρὶ, καὶ


ὁκόταν ὁ τόκος, ᾖ, ἀφανίζεται τὸ πλήρωμα τῆς γαστρός· τοῦτο δὲ
γίγνεται ὁκόταν ὑδροπιήσωσιν αἱ ὑστέραι.

Ιπποκράτης Prognosticon “Oeuvres complètes d'Hippocrate, vol. 2”,


Ed. Littré, É Paris: Baillière, 1840, Repr. 1961.Sec. 7, line 8

τράχηλον γιγνόμενοι πονηροί. Οἱ δὲ μετὰ σταλαγμῶν καὶ ἀτμί-


ζοντες, ἀγαθοί. Κατανοέειν δὲ χρὴ τὸ ξύνολον τῶν ἱδρώτων. Γίγνονται
γὰρ οἱ μὲν δι' ἔκλυσιν σωμάτων, οἱ δὲ διὰ ξυντονίην φλεγμονῆς.
 Ὑποχόνδριον δὲ ἄριστον μὲν ἀνώδυνόν τε ἐὸν καὶ μαλθακὸν  
καὶ ὁμαλὸν, καὶ ἐπὶ δεξιὰ καὶ ἐπ' ἀριστερά. Φλεγμαῖνον δὲ, ἢ
ὀδύνην παρέχον, ἢ ἐντεταμένον, ἢ ἀνωμάλως διακείμενα τὰ
δεξιὰ πρὸς τὰ ἀριστερὰ, ταῦτα πάντα φυλάσσεσθαι χρή. Εἰ δὲ
καὶ σφυγμὸς ἐνείη ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ, θόρυβον σημαίνει, ἢ πα-
ραφροσύνην· ἀλλὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικατιδεῖν τῶν τοιουτέων·
ἢν γὰρ αἱ ὄψιες πυκνὰ κινέωνται, μανῆναι τούτους ἐλπίς.
Οἴδημα δὲ ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ σκληρόν τε ἐὸν καὶ ἐπώδυνον, κά-
κιστον μὲν, εἰ παρ' ἅπαν εἴη τὸ ὑποχόνδριον· εἰ δὲ καὶ εἴη ἐν τῷ
ἑτέρῳ μέρει, ἀκινδυνότερόν ἐστιν ἐν τῷ ἐπ' ἀριστερά. Σημαίνει
δὲ τὰ τοιαῦτα οἰδήματα ἐν ἀρχῇ μὲν θάνατον ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι·
ἢν δὲ ὑπερβάλλη εἴκοσιν ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα
μὴ καθιστάμενον, ἐς διαπύησιν τρέπεται. Γίγνεται δὲ τουτέοισιν
ἐν τῇ πρώτῃ περιόδῳ καὶ αἵματος ῥῆξις ἐκ τῶν ῥινῶν, καὶ  
κάρτα ὠφελέει· ἀλλ' ἐπανερωτᾷν χρὴ, εἰ τὴν κεφαλὴν ἀλγέουσιν,
ἢ ἀμβλυωπέουσιν· ἢν γάρ τι τοιοῦτον εἴη, ἐνταῦθα ἂν ῥέποι.
Μᾶλλον δὲ τοῖσι νεωτέροισι πέντε καὶ τριήκοντα ἐτέων, τὴν τοῦ
αἵματος ῥῆξιν προσδέχεσθαι χρή. Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημά

Ιπποκράτης Prognosticon Sec. 7, line 11

 Ὑποχόνδριον δὲ ἄριστον μὲν ἀνώδυνόν τε ἐὸν καὶ μαλθακὸν  


καὶ ὁμαλὸν, καὶ ἐπὶ δεξιὰ καὶ ἐπ' ἀριστερά. Φλεγμαῖνον δὲ, ἢ
ὀδύνην παρέχον, ἢ ἐντεταμένον, ἢ ἀνωμάλως διακείμενα τὰ
δεξιὰ πρὸς τὰ ἀριστερὰ, ταῦτα πάντα φυλάσσεσθαι χρή. Εἰ δὲ
καὶ σφυγμὸς ἐνείη ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ, θόρυβον σημαίνει, ἢ πα-
ραφροσύνην· ἀλλὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικατιδεῖν τῶν τοιουτέων·
ἢν γὰρ αἱ ὄψιες πυκνὰ κινέωνται, μανῆναι τούτους ἐλπίς.
Οἴδημα δὲ ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ σκληρόν τε ἐὸν καὶ ἐπώδυνον, κά-
κιστον μὲν, εἰ παρ' ἅπαν εἴη τὸ ὑποχόνδριον· εἰ δὲ καὶ εἴη ἐν τῷ
ἑτέρῳ μέρει, ἀκινδυνότερόν ἐστιν ἐν τῷ ἐπ' ἀριστερά. Σημαίνει
54

δὲ τὰ τοιαῦτα οἰδήματα ἐν ἀρχῇ μὲν θάνατον ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι·


ἢν δὲ ὑπερβάλλη εἴκοσιν ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα
μὴ καθιστάμενον, ἐς διαπύησιν τρέπεται. Γίγνεται δὲ τουτέοισιν
ἐν τῇ πρώτῃ περιόδῳ καὶ αἵματος ῥῆξις ἐκ τῶν ῥινῶν, καὶ  
κάρτα ὠφελέει· ἀλλ' ἐπανερωτᾷν χρὴ, εἰ τὴν κεφαλὴν ἀλγέουσιν,
ἢ ἀμβλυωπέουσιν· ἢν γάρ τι τοιοῦτον εἴη, ἐνταῦθα ἂν ῥέποι.
Μᾶλλον δὲ τοῖσι νεωτέροισι πέντε καὶ τριήκοντα ἐτέων, τὴν τοῦ
αἵματος ῥῆξιν προσδέχεσθαι χρή. Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημά-
των καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα χρονιωτέρας τὰς
κρίσιας ποιέεται, καὶ ἧσσον ἐκείνων δεινότερά ἐστιν. Εἰ δὲ ὑπερ-
βάλλοι ἑξήκοντα ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα μὴ

Ιπποκράτης Prognosticon Sec. 7, line 12

καὶ ὁμαλὸν, καὶ ἐπὶ δεξιὰ καὶ ἐπ' ἀριστερά. Φλεγμαῖνον δὲ, ἢ
ὀδύνην παρέχον, ἢ ἐντεταμένον, ἢ ἀνωμάλως διακείμενα τὰ
δεξιὰ πρὸς τὰ ἀριστερὰ, ταῦτα πάντα φυλάσσεσθαι χρή. Εἰ δὲ
καὶ σφυγμὸς ἐνείη ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ, θόρυβον σημαίνει, ἢ πα-
ραφροσύνην· ἀλλὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπικατιδεῖν τῶν τοιουτέων·
ἢν γὰρ αἱ ὄψιες πυκνὰ κινέωνται, μανῆναι τούτους ἐλπίς.
Οἴδημα δὲ ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ σκληρόν τε ἐὸν καὶ ἐπώδυνον, κά-
κιστον μὲν, εἰ παρ' ἅπαν εἴη τὸ ὑποχόνδριον· εἰ δὲ καὶ εἴη ἐν τῷ
ἑτέρῳ μέρει, ἀκινδυνότερόν ἐστιν ἐν τῷ ἐπ' ἀριστερά. Σημαίνει
δὲ τὰ τοιαῦτα οἰδήματα ἐν ἀρχῇ μὲν θάνατον ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι·
ἢν δὲ ὑπερβάλλη εἴκοσιν ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα
μὴ καθιστάμενον, ἐς διαπύησιν τρέπεται. Γίγνεται δὲ τουτέοισιν
ἐν τῇ πρώτῃ περιόδῳ καὶ αἵματος ῥῆξις ἐκ τῶν ῥινῶν, καὶ  
κάρτα ὠφελέει· ἀλλ' ἐπανερωτᾷν χρὴ, εἰ τὴν κεφαλὴν ἀλγέουσιν,
ἢ ἀμβλυωπέουσιν· ἢν γάρ τι τοιοῦτον εἴη, ἐνταῦθα ἂν ῥέποι.
Μᾶλλον δὲ τοῖσι νεωτέροισι πέντε καὶ τριήκοντα ἐτέων, τὴν τοῦ
αἵματος ῥῆξιν προσδέχεσθαι χρή. Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημά-
των καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα χρονιωτέρας τὰς
κρίσιας ποιέεται, καὶ ἧσσον ἐκείνων δεινότερά ἐστιν. Εἰ δὲ ὑπερ-
βάλλοι ἑξήκοντα ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα μὴ
καθιστάμενον, ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνει·

Ιπποκράτης Prognosticon Sec. 7, line 19

Οἴδημα δὲ ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ σκληρόν τε ἐὸν καὶ ἐπώδυνον, κά-


κιστον μὲν, εἰ παρ' ἅπαν εἴη τὸ ὑποχόνδριον· εἰ δὲ καὶ εἴη ἐν τῷ
ἑτέρῳ μέρει, ἀκινδυνότερόν ἐστιν ἐν τῷ ἐπ' ἀριστερά. Σημαίνει
δὲ τὰ τοιαῦτα οἰδήματα ἐν ἀρχῇ μὲν θάνατον ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι·
55

ἢν δὲ ὑπερβάλλη εἴκοσιν ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα


μὴ καθιστάμενον, ἐς διαπύησιν τρέπεται. Γίγνεται δὲ τουτέοισιν
ἐν τῇ πρώτῃ περιόδῳ καὶ αἵματος ῥῆξις ἐκ τῶν ῥινῶν, καὶ  
κάρτα ὠφελέει· ἀλλ' ἐπανερωτᾷν χρὴ, εἰ τὴν κεφαλὴν ἀλγέουσιν,
ἢ ἀμβλυωπέουσιν· ἢν γάρ τι τοιοῦτον εἴη, ἐνταῦθα ἂν ῥέποι.
Μᾶλλον δὲ τοῖσι νεωτέροισι πέντε καὶ τριήκοντα ἐτέων, τὴν τοῦ
αἵματος ῥῆξιν προσδέχεσθαι χρή. Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημά-
των καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα χρονιωτέρας τὰς
κρίσιας ποιέεται, καὶ ἧσσον ἐκείνων δεινότερά ἐστιν. Εἰ δὲ ὑπερ-
βάλλοι ἑξήκοντα ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα μὴ
καθιστάμενον, ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνει· καὶ τοῦτο, καὶ τὸ ἐν τῇ
ἄλλῃ κοιλίῃ κατὰ τωὐτό. Ὁκόσα μὲν οὖν ἐπώδυνά τέ ἐστι καὶ
σκληρὰ καὶ μεγάλα, σημαίνει κίνδυνον θανάτου ὀλιγοχρονίου·
ὁκόσα δὲ μαλθακά τε καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ πιεζόμενα
ὑπείκει, χρονιώτερα ἐκείνων. Τὰς δὲ ἀποστάσιας ἧσσον τὰ ἐν
τῇ γαστρὶ οἰδήματα ποιέεται τῶν ἐν τοῖσιν ὑποχονδρίοισιν, ἥκιστα δὲ
τὰ ὑποκάτω τοῦ ὀμφαλοῦ ἐς ἐπιπύησιν τρέπεται· αἵματος δὲ  
ῥῆξιν ἐκ τῶν ἄνω τόπων μάλιστα προσδέχεσθαι. Ἁπάντων δὲ χρὴ

Ιπποκράτης Prognosticon Sec. 7, line 21

δὲ τὰ τοιαῦτα οἰδήματα ἐν ἀρχῇ μὲν θάνατον ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι·


ἢν δὲ ὑπερβάλλη εἴκοσιν ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα
μὴ καθιστάμενον, ἐς διαπύησιν τρέπεται. Γίγνεται δὲ τουτέοισιν
ἐν τῇ πρώτῃ περιόδῳ καὶ αἵματος ῥῆξις ἐκ τῶν ῥινῶν, καὶ  
κάρτα ὠφελέει· ἀλλ' ἐπανερωτᾷν χρὴ, εἰ τὴν κεφαλὴν ἀλγέουσιν,
ἢ ἀμβλυωπέουσιν· ἢν γάρ τι τοιοῦτον εἴη, ἐνταῦθα ἂν ῥέποι.
Μᾶλλον δὲ τοῖσι νεωτέροισι πέντε καὶ τριήκοντα ἐτέων, τὴν τοῦ
αἵματος ῥῆξιν προσδέχεσθαι χρή. Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημά-
των καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα χρονιωτέρας τὰς
κρίσιας ποιέεται, καὶ ἧσσον ἐκείνων δεινότερά ἐστιν. Εἰ δὲ ὑπερ-
βάλλοι ἑξήκοντα ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα μὴ
καθιστάμενον, ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνει· καὶ τοῦτο, καὶ τὸ ἐν τῇ
ἄλλῃ κοιλίῃ κατὰ τωὐτό. Ὁκόσα μὲν οὖν ἐπώδυνά τέ ἐστι καὶ
σκληρὰ καὶ μεγάλα, σημαίνει κίνδυνον θανάτου ὀλιγοχρονίου·
ὁκόσα δὲ μαλθακά τε καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ πιεζόμενα
ὑπείκει, χρονιώτερα ἐκείνων. Τὰς δὲ ἀποστάσιας ἧσσον τὰ ἐν
τῇ γαστρὶ οἰδήματα ποιέεται τῶν ἐν τοῖσιν ὑποχονδρίοισιν, ἥκιστα δὲ
τὰ ὑποκάτω τοῦ ὀμφαλοῦ ἐς ἐπιπύησιν τρέπεται· αἵματος δὲ  
ῥῆξιν ἐκ τῶν ἄνω τόπων μάλιστα προσδέχεσθαι. Ἁπάντων δὲ χρὴ
τῶν οἰδημάτων χρονιζόντων περὶ ταῦτα τὰ χωρία ὑποσκέπτεσθαι
τὰς ἐκπυήσιας. Τὰ δὲ διαπυήματα ὧδε δεῖ σκέπτεσθαι τὰ ἐντεῦ
56

Ιπποκράτης Prognosticon Sec. 7, line 27

Μᾶλλον δὲ τοῖσι νεωτέροισι πέντε καὶ τριήκοντα ἐτέων, τὴν τοῦ


αἵματος ῥῆξιν προσδέχεσθαι χρή. Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημά-
των καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα χρονιωτέρας τὰς
κρίσιας ποιέεται, καὶ ἧσσον ἐκείνων δεινότερά ἐστιν. Εἰ δὲ ὑπερ-
βάλλοι ἑξήκοντα ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα μὴ
καθιστάμενον, ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνει· καὶ τοῦτο, καὶ τὸ ἐν τῇ
ἄλλῃ κοιλίῃ κατὰ τωὐτό. Ὁκόσα μὲν οὖν ἐπώδυνά τέ ἐστι καὶ
σκληρὰ καὶ μεγάλα, σημαίνει κίνδυνον θανάτου ὀλιγοχρονίου·
ὁκόσα δὲ μαλθακά τε καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ πιεζόμενα
ὑπείκει, χρονιώτερα ἐκείνων. Τὰς δὲ ἀποστάσιας ἧσσον τὰ ἐν
τῇ γαστρὶ οἰδήματα ποιέεται τῶν ἐν τοῖσιν ὑποχονδρίοισιν, ἥκιστα δὲ
τὰ ὑποκάτω τοῦ ὀμφαλοῦ ἐς ἐπιπύησιν τρέπεται· αἵματος δὲ  
ῥῆξιν ἐκ τῶν ἄνω τόπων μάλιστα προσδέχεσθαι. Ἁπάντων δὲ χρὴ
τῶν οἰδημάτων χρονιζόντων περὶ ταῦτα τὰ χωρία ὑποσκέπτεσθαι
τὰς ἐκπυήσιας. Τὰ δὲ διαπυήματα ὧδε δεῖ σκέπτεσθαι τὰ ἐντεῦ-
θεν· ὁκόσα μὲν ἔξω τρέπεται, ἄριστά ἐστι, μικρά τε ἐόντα, καὶ
ὡς μάλιστα ἐκκλίνοντα ἔξω, καὶ ἐς ὀξὺ ἀποκυρτούμενα· τὰ
δὲ μεγάλα τε ἐόντα καὶ πλατέα, καὶ ἥκιστα ἐς ὀξὺ ἀποκορυφού-
μενα, κάκιστα· ὅσα δὲ ἔσω ῥήγνυται, ἄριστά ἐστιν, ἃ μηδὲν
τῷ ἔξω χωρίῳ ἐπικοινωνέει, ἀλλ' ἔστι προσεσταλμένα τε καὶ ἀνώ-
δυνα· καὶ πᾶν τὸ ἔξω χωρίον ὁμόχροον φαίνεται.

Ιπποκράτης Prognosticon Sec. 7, line 30

κρίσιας ποιέεται, καὶ ἧσσον ἐκείνων δεινότερά ἐστιν. Εἰ δὲ ὑπερ-


βάλλοι ἑξήκοντα ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ οἴδημα μὴ
καθιστάμενον, ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνει· καὶ τοῦτο, καὶ τὸ ἐν τῇ
ἄλλῃ κοιλίῃ κατὰ τωὐτό. Ὁκόσα μὲν οὖν ἐπώδυνά τέ ἐστι καὶ
σκληρὰ καὶ μεγάλα, σημαίνει κίνδυνον θανάτου ὀλιγοχρονίου·
ὁκόσα δὲ μαλθακά τε καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ πιεζόμενα
ὑπείκει, χρονιώτερα ἐκείνων. Τὰς δὲ ἀποστάσιας ἧσσον τὰ ἐν
τῇ γαστρὶ οἰδήματα ποιέεται τῶν ἐν τοῖσιν ὑποχονδρίοισιν, ἥκιστα δὲ
τὰ ὑποκάτω τοῦ ὀμφαλοῦ ἐς ἐπιπύησιν τρέπεται· αἵματος δὲ  
ῥῆξιν ἐκ τῶν ἄνω τόπων μάλιστα προσδέχεσθαι. Ἁπάντων δὲ χρὴ
τῶν οἰδημάτων χρονιζόντων περὶ ταῦτα τὰ χωρία ὑποσκέπτεσθαι
τὰς ἐκπυήσιας. Τὰ δὲ διαπυήματα ὧδε δεῖ σκέπτεσθαι τὰ ἐντεῦ-
θεν· ὁκόσα μὲν ἔξω τρέπεται, ἄριστά ἐστι, μικρά τε ἐόντα, καὶ
57

ὡς μάλιστα ἐκκλίνοντα ἔξω, καὶ ἐς ὀξὺ ἀποκυρτούμενα· τὰ


δὲ μεγάλα τε ἐόντα καὶ πλατέα, καὶ ἥκιστα ἐς ὀξὺ ἀποκορυφού-
μενα, κάκιστα· ὅσα δὲ ἔσω ῥήγνυται, ἄριστά ἐστιν, ἃ μηδὲν
τῷ ἔξω χωρίῳ ἐπικοινωνέει, ἀλλ' ἔστι προσεσταλμένα τε καὶ ἀνώ-
δυνα· καὶ πᾶν τὸ ἔξω χωρίον ὁμόχροον φαίνεται. Τὸ δὲ πῦον
ἄριστον λευκόν τε εἶναι καὶ ὁμαλὸν καὶ λεῖον καὶ ὡς ἥκιστα
δυσῶδες· τὸ δὲ ἐναντίον τουτέου κάκιστον.

Ιπποκράτης Prognosticon Sec. 8, line 11

 Οἱ δὲ ὕδρωπες οἱ ἐκ τῶν ὀξέων νουσημάτων πάντες


κακοί· οὔτε γὰρ τοῦ πυρὸς ἀπαλλάσσουσιν, ἐπώδυνοί τέ εἰσι κάρτα
καὶ θανατώδεες. Ἄρχονται δὲ οἱ πλεῖστοι μὲν ἀπὸ τῶν κενεώνων
καὶ τῆς ὀσφύος, οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ ἥπατος· οἷσι μὲν οὖν ἀπὸ τῶν
κενεώνων καὶ τῆς ὀσφύος αἱ ἀρχαὶ γίγνονται, οἵ τε πόδες οἰδέουσι,
καὶ διάῤῥοιαι πολυχρόνιοι ἔχουσιν, οὔτε τὰς ὀδύνας λύουσαι τὰς
ἐκ τῶν κενεώνων καὶ τῆς ὀσφύος, οὔτε τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι·  
ὁκόσοισι δὲ ἀπὸ τοῦ ἥπατος ὕδρωπες γίγνονται, βῆξαί τε
θυμὸς τούτοισιν ἐγγίγνεται, καὶ οὐδέν τι ἀποπτύουσιν ἄξιον λόγου,
καὶ οἱ πόδες οἰδέουσι, καὶ ἡ γαστὴρ οὐ διαχωρέει, εἰ μὴ σκληρά
τε καὶ πρὸς ἀνάγκην, καὶ περὶ τὴν κοιλίην γίγνεται οἰδήματα, τὰ
μὲν ἐπὶ δεξιὰ, τὰ δ' ἐπ' ἀριστερὰ, ἱστάμενά τε καὶ καταπαυόμενα.
 Κεφαλὴ δὲ καὶ χεῖρες καὶ πόδες ψυχρὰ ἐόντα κακὸν, τῆς τε
κοιλίης καὶ τῶν πλευρῶν θερμῶν ἐόντων. Ἄριστον δὲ καὶ ὅλον τὸ
σῶμα θερμόν τε ἐὸν καὶ μαλθακὸν ὁμαλῶς. Στρέφεσθαι δὲ χρὴ
ῥηϊδίως τὸν ἀλγεῦντα, καὶ ἐν τοῖσι μετεωρισμοῖσιν ἐλαφρὸν εἶναι·
εἰ δὲ βαρὺς ἐὼν φαίνοιτο καὶ τὸ ἄλλο σῶμα καὶ τὰς χεῖρας καὶ
τοὺς πόδας, ἐπικινδυνότερον. Εἰ δὲ πρὸς τῷ βάρει καὶ οἱ
ὄνυχες καὶ οἱ δάκτυλοι πελιδνοὶ γίγνονται, προσδόκιμος ὁ θάνατος
παραυτίκα· μελαινόμενοι δὲ παντελῶς οἱ δάκτυλοι καὶ οἱ πόδες
ἧσσον ὀλέθριοι τῶν πελιδνῶν εἰσιν·

Ιπποκράτης Prognosticon Sec. 17, line 8

τὸ ὑγιαῖνον πλευρὸν, ἐρωτᾷν εἴ τι αὐτέῳ δοκέει βαρὺ ἀπο-


κρέμασθαι ἐκ τοῦ ἄνωθεν. Εἰ γὰρ εἴη τοῦτο, ἐπὶ θάτερόν
ἐστι τὸ ἐμπύημα, ἐπὶ ὁκοῖον ἂν πλευρὸν τὸ βάρος γίγνηται.
 Τοὺς δὲ ξύμπαντας ἐμπύους γιγνώσκειν χρὴ τοισίδε
τοῖσι σημείοισι. Πρῶτον μὲν, ὁ πυρετὸς οὐκ ἀφίησιν, ἀλλὰ τὴν
μὲν ἡμέρην λεπτὸς ἴσχει, τὴν δὲ νύκτα πλείων, καὶ ἱδρῶτες  
πολλοὶ ἐπιγίγνονται, βῆξαί τε θυμὸς ἐγγίγνεται αὐτέοισιν, καὶ
58

ἀποπτύουσιν οὐδὲν ἄξιον λόγου, καὶ οἱ μὲν ὀφθαλμοὶ ἔγκοιλοι γί-


γνονται, αἱ δὲ γνάθοι ἐρυθήματα ἴσχουσι, καὶ οἱ μὲν ὄνυχες τῶν χει-
ρῶν γρυποῦνται, οἱ δὲ δάκτυλοι θερμαίνονται, καὶ μάλιστα οἱ ἄκροι,
καὶ ἐν τοῖσι ποσὶν οἰδήματα γίγνεται, καὶ σιτίων οὐκ ἐπιθυμέουσι,
καὶ φλύκταιναι γίγνονται ἀνὰ τὸ σῶμα. Ὁκόσα μὲν οὖν ἐγχρονί-
ζει τῶν ἐμπυημάτων, ἔχει τὰ σημεῖα ταῦτα, καὶ πιστεύειν αὐτέοισι
χρὴ κάρτα· ὁκόσα δὲ ὀλιγοχρόνιά ἐστι, τουτέοισιν ἐπισημαίνεται,
ἤν τι ἐπιφαίνηται, οἷα καὶ τοῖσιν ἐν ἀρχῇσι γιγνομένοισιν, ἅμα δὲ
καὶ ἤν τι δυσπνούστερος ᾖ ὁ ἄνθρωπος. Τὰ δὲ ταχύτερον αὐτέων
καὶ βραδύτερον ῥηγνύμενα τοισίδε γιγνώσκειν χρή· ἢν μὲν ὁ
πόνος ἐν ἀρχῇσι γίγνηται, καὶ ἡ δύσπνοια καὶ ἡ βὴξ καὶ ὁ
πτυαλισμὸς διατείνῃ, ἐς τὰς εἴκοσιν ἡμέρας προσδέχεσθαι
τὴν ῥῆξιν, ἢ καὶ ἔτι πρόσθεν· ἢν δὲ ἡσυχαίτερος ὁ πόνος ᾖ,
καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον,

Ιπποκράτης De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 2, chapter 3,


sec. 4, line 5

καὶ προσώπου ἔρευθος, καὶ κοιλίη ἀπολελαμμένη, πλὴν πρὸς


ἀνάγκην, πλευροῦ ὀδύνη ἀριστεροῦ, καὶ οὖς κατ' ἴξιν ὀδυνῶδες
πάνυ, καὶ κεφαλὴ οὐ τοσούτῳ. Πτύων διὰ παντὸς ὑπόπυον ἐνόσει.
Ἀλλὰ τὰ ἄλλα ἐκρίθη, καὶ κατὰ οὖς ἐῤῥάγη πῦον πουλὺ περὶ  
ὀγδόην ἢ ἐνάτην. Αἱ δ' ἀρχαὶ τῆς ἐνάτης, ὀδύνης τοῦ ὠτὸς τέλος,
οὐκ οἶδ' ὅπως· ἄνευ ῥίγεος ἡ κρίσις, ἵδρωσε κεφαλὴν κάρτα.
 Καὶ ὠτὸς Ἐμπεδοτίμῃ ξύγκαυσις, καὶ ἀριστεροῦ πλευροῦ
ἄνω, ἅμα ὠτὶ, ὀδύνη, μάλιστα κατ' ὠμοπλάτην, ἀτὰρ καὶ
ἔμπροσθεν. Πτύαλα πουλλὰ, κατ' ἀρχὰς πτυέντα ἀνθηρὰ, καὶ
ἀμφὶ ἑβδόμην ἢ ὀγδόην ἐπὶ τὰ πέπονα. Κοιλίη ἑστήκει μέχρις
ἀμφὶ ἐνάτην ἢ δεκάτην. Ἡ ὀδύνη ἀπέσβη, οἴδημα ἀνίει, καὶ
ἱδρώτια ἐγένετο· οὐ μὴν ἔκρινεν· δῆλα δὲ ἦν καὶ ἄλλοισι καὶ τῇ
ἐξόδῳ· περὶ γὰρ ἀρχομένην τὴν τοῦ ὠτὸς ὀδύνην καὶ ἡ γαστὴρ  
ἐπεταράχθη. Ἐῤῥάγη δὲ ἐκ τοῦ ὠτὸς ἐνάτῃ, καὶ ἐκρίθη τεσσαρες-
καιδεκάτῃ, ἄνευ ῥίγεος ἡ νοῦσος τῇ αὐτῇ ἡμέρῃ· ἀτὰρ καὶ τὸ πτύελον
λαυρότερον ᾔει, ἐπεὶ τὸ οὖς ἐῤῥάγη, καὶ πεπειρότερον, ἱδρῶτες
δὲ καὶ ἔπειτα ἐπὶ πουλὺν χρόνον τῆς κεφαλῆς ἐγένοντο· ἐξηράνθη
ὡς τρίτῃ. Ὁπόσα ἄσημα ἀφανίζεται, δύσκριτα, οἷον τῇ τοῦ Πολε-
μάρχου παιδίσκῃ ἐρυσίπελας.

Ιπποκράτης De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 2, chapter 3,


sec. 18, line 1

λήψιος, καὶ εἰ ἑβδομήκοντα καὶ διακοσίῃσιν οἱ ἑλληνικοὶ μῆνες


59

γίνονται, καὶ εἴ τι προσέτι τούτοισι, καὶ εἴ τι τοῖς ἄρσεσιν ἢ καὶ


τῇσι θηλείῃσι ταὐτὰ ποιέεται ἢ τἀναντία. Τῶν βρωμάτων καὶ πομά-
των οἱ ὦμοι καὶ οἱ μαστοὶ ἐμφυσῶνται· καὶ τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ αἱ
ἀκρησίαι καὶ τὰ ἐμφυσήματα ποιέουσιν· αὔξησις, ἔστ' ἂν τὰ ὀστέα
στερεωθῇ. Τῶν ἐπιμηνίων περίοδος, τὰ πρὸ τούτων βάρεα ἀδελφὰ
τῶν ὀκταμήνων πόνων. Πρωτοτόκων τὰ γάλακτα, τῆς μὲν ὀκτα-
μήνου ἀπαρτιζούσης, τῆς δὲ τροφῆς μεταβαλλούσης· διὸ τὰ γάλακτα,
ἀδελφὰ τῶν ἐπιμηνίων· πρὸς δεκάμηνον τεινόντων γενόμενα, κακόν.
 Τρωμάτων ἢν ἰσχυρῶν ἐόντων οἴδημα μὴ φαίνηται, μέγα  
κακόν· τὰ χαῦνα, χρηστὸν, τὰ ἄνω νεμόμενα, κάκιον. Οἷσιν οἰδήματα
ἐφ' ἕλκεσιν, οὐ μάλα σπῶνται, οὐδὲ μαίνονται· τούτων δὲ ἀφανι-
σθέντων ἐξαίφνης, οἷσι μὲν ἐς τὸ ὄπισθεν, σπασμοὶ μετὰ πόνων, οἷσι
δὲ ἐς τοὔμπροσθεν, ἢ μανίαι, ἢ ὀδύναι πλευροῦ ὀξέαι, ἢ δυσεντερίη
ἐρυθρή. Τὰ οἰδήματα τὰ παραλόγως ῥηΐζοντα, κίβδηλον, οἷον
τῷ τοῦ Ἀνδρονίκου παιδίῳ τὸ ἐρυσίπελας ἐπαλινδρόμησεν, ἢν μὴ ἐς τὸ
αὐτὸ ἐλθὸν, χρηστόν τι σημαίνῃ τοῦτο. Ἔκ τε γενέσιος περὶ τὸ οὖς,
περὶ ἥβην διεδόθη, ἑτέρῳ τριταίῳ ἐκ γενετῆς γενόμενον, ἀπε-
πύησεν ἐναταίῳ, γίνεται οὗτος ἑβδομαῖος ὑγιής. Κακοηθέστερα τὰ
ἀφανιζόμενα ἐξαίφνης.  

Ιπποκράτης De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 2, chapter 3,


sec. 18, line 2

γίνονται, καὶ εἴ τι προσέτι τούτοισι, καὶ εἴ τι τοῖς ἄρσεσιν ἢ καὶ


τῇσι θηλείῃσι ταὐτὰ ποιέεται ἢ τἀναντία. Τῶν βρωμάτων καὶ πομά-
των οἱ ὦμοι καὶ οἱ μαστοὶ ἐμφυσῶνται· καὶ τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ αἱ
ἀκρησίαι καὶ τὰ ἐμφυσήματα ποιέουσιν· αὔξησις, ἔστ' ἂν τὰ ὀστέα
στερεωθῇ. Τῶν ἐπιμηνίων περίοδος, τὰ πρὸ τούτων βάρεα ἀδελφὰ
τῶν ὀκταμήνων πόνων. Πρωτοτόκων τὰ γάλακτα, τῆς μὲν ὀκτα-
μήνου ἀπαρτιζούσης, τῆς δὲ τροφῆς μεταβαλλούσης· διὸ τὰ γάλακτα,
ἀδελφὰ τῶν ἐπιμηνίων· πρὸς δεκάμηνον τεινόντων γενόμενα, κακόν.
 Τρωμάτων ἢν ἰσχυρῶν ἐόντων οἴδημα μὴ φαίνηται, μέγα  
κακόν· τὰ χαῦνα, χρηστὸν, τὰ ἄνω νεμόμενα, κάκιον. Οἷσιν οἰδήματα
ἐφ' ἕλκεσιν, οὐ μάλα σπῶνται, οὐδὲ μαίνονται· τούτων δὲ ἀφανι-
σθέντων ἐξαίφνης, οἷσι μὲν ἐς τὸ ὄπισθεν, σπασμοὶ μετὰ πόνων, οἷσι
δὲ ἐς τοὔμπροσθεν, ἢ μανίαι, ἢ ὀδύναι πλευροῦ ὀξέαι, ἢ δυσεντερίη
ἐρυθρή. Τὰ οἰδήματα τὰ παραλόγως ῥηΐζοντα, κίβδηλον, οἷον
τῷ τοῦ Ἀνδρονίκου παιδίῳ τὸ ἐρυσίπελας ἐπαλινδρόμησεν, ἢν μὴ ἐς τὸ
αὐτὸ ἐλθὸν, χρηστόν τι σημαίνῃ τοῦτο. Ἔκ τε γενέσιος περὶ τὸ οὖς,
περὶ ἥβην διεδόθη, ἑτέρῳ τριταίῳ ἐκ γενετῆς γενόμενον, ἀπε-
πύησεν ἐναταίῳ, γίνεται οὗτος ἑβδομαῖος ὑγιής. Κακοηθέστερα τὰ
60

ἀφανιζόμενα ἐξαίφνης.
      

Ιπποκράτης De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 5, chapter 1,


sec. 16, line 10

δ' ἂν πλείονα χρόνον διενεγκεῖν, εἰ μὴ κατὰ τοῦ φαρμάκου τὴν ἰσχύν.


 Ἱπποκόμος Παλαμήδεος, ἐν Λαρίσσῃ, ἑνδεκαετὴς, ἐπλήγη
κατὰ τοῦ μετώπου ὑπὲρ τὸν ὀφθαλμὸν τὸν δεξιὸν ὑφ' ἵππου, καὶ
ἐδόκεε τὸ ὀστέον οὐχ ὑγιὲς εἶναι, καὶ ἐπίδυεν ἐξ αὐτοῦ ὀλίγον
αἷμα. Οὗτος ἐπρίσθη μέγα μέχρι τῆς διπλόης· καὶ ἰητρεύετο, οὕτως  
ἔχων τὸ ὀστέον, ὃ καὶ πρισθὲν αὐτίκα, τὸ ὀστέον ἔκηεν. Ἐπὶ
εἴκοσιν, οἴδημα παρὰ τὸ οὖς ἤρξατο, καὶ πυρετὸς, καὶ ῥῖγος· καὶ
ἡμέρῃ μᾶλλον ᾠδίσκετο καὶ ὠδυνᾶτο τὸ οἴδημα· καὶ ἐπύρεσσεν
ἀρχόμενος ἐκ ῥίγεος· καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ ᾤδησαν, καὶ τὸ μέτωπον, καὶ
ἅπαν τὸ πρόσωπον· ἔπασχε δὲ ταῦτα ἐπὶ δεξιὰ μᾶλλον τῆς κεφαλῆς,
παρῆλθε δὲ καὶ ἐς τὰ ἀριστερὰ τὸ οἴδημα· οὐδὲν οὖν τοῦτο ἔβλαπτεν·
τελευτῶν δὲ πυρετὸς ξυνεχὴς ἔσχεν ἧσσον· ταῦτα ἦν μέχρις ἡμερέων
ὀκτώ. Ἐβίω δὲ καυθεὶς, καὶ καθηράμενος διὰ καταπότου,
καὶ περιπλασσόμενος τὸ οἴδημα· τὸ δὲ ἕλκος τῶν κακῶν οὐδὲν
αἴτιον ἦν.

Ιπποκράτης De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 5, chapter 1,


sec. 16, line 13

ἐδόκεε τὸ ὀστέον οὐχ ὑγιὲς εἶναι, καὶ ἐπίδυεν ἐξ αὐτοῦ ὀλίγον


αἷμα. Οὗτος ἐπρίσθη μέγα μέχρι τῆς διπλόης· καὶ ἰητρεύετο, οὕτως  
ἔχων τὸ ὀστέον, ὃ καὶ πρισθὲν αὐτίκα, τὸ ὀστέον ἔκηεν. Ἐπὶ
εἴκοσιν, οἴδημα παρὰ τὸ οὖς ἤρξατο, καὶ πυρετὸς, καὶ ῥῖγος· καὶ
ἡμέρῃ μᾶλλον ᾠδίσκετο καὶ ὠδυνᾶτο τὸ οἴδημα· καὶ ἐπύρεσσεν
ἀρχόμενος ἐκ ῥίγεος· καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ ᾤδησαν, καὶ τὸ μέτωπον, καὶ
ἅπαν τὸ πρόσωπον· ἔπασχε δὲ ταῦτα ἐπὶ δεξιὰ μᾶλλον τῆς κεφαλῆς,
παρῆλθε δὲ καὶ ἐς τὰ ἀριστερὰ τὸ οἴδημα· οὐδὲν οὖν τοῦτο ἔβλαπτεν·
τελευτῶν δὲ πυρετὸς ξυνεχὴς ἔσχεν ἧσσον· ταῦτα ἦν μέχρις ἡμερέων
ὀκτώ. Ἐβίω δὲ καυθεὶς, καὶ καθηράμενος διὰ καταπότου,
καὶ περιπλασσόμενος τὸ οἴδημα· τὸ δὲ ἕλκος τῶν κακῶν οὐδὲν
αἴτιον ἦν.
 Ἐν Λαρίσσῃ, Θεοφόρβου παῖς ἐλέπρα τὴν κύστιν, καὶ
διούρει γλίσχρον, καὶ ὠδυνᾶτο καὶ ἀρχόμενος καὶ τελευτῶν τῆς
οὐρήσιος, καὶ ἔτριβε τὸ πόσθιον. Οὗτος πιὼν τὸ διουρητικὸν δριμὺ,
61

ἐς μὲν τὴν κύστιν οὐδὲν ἐχώρησεν, ἐξήμεσε δὲ συχνὸν πυῶδες καὶ


χολὴν, καὶ κάτω ἕτερα τοιαῦτα διεχώρεε, καὶ ὠδυνᾶτο τὴν γαστέρα,
καὶ ἐκαίετο ἔνδοθεν, τὸ δὲ ἄλλο σῶμα ψυχρὸν ἐγένετο, καὶ παρελύθη
ὅλος, καὶ προσδέχεσθαι οὐδὲν ἤθελεν. Τούτῳ ἡλκώθη ἡ κοιλίη
ἰσχυρῶς ὑπὸ ἰσχύος τοῦ φαρμάκου ἄγαν· ἀποθνήσκει δὲ μετὰ τὴν
πόσιν τριταῖος.

Ιπποκράτης De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 7, chapter 1,


sec. 9, line 6

καὶ ἐπὶ τοὺς ὀδόντας πλέον ἢ μήλην παρεῖναι· ἥ τε φωνὴ ψελλὴ


διὰ τὸ παραλελυμένον καὶ ἀκίνητον καὶ ἀσθενὲς εἶναι τὸ σῶμα· ἔμ-
φρων δέ. Χλιάσμασι καὶ μελικρήτῳ χλιηρῷ ἐχάλασε τριταίη σχε-  
δὸν, καὶ μετὰ ταῦτα χυλοῖσι καὶ ζωμοῖσιν ὑγιὴς ἐγένετο. Ξυνέβη δὲ
τελευτῶντος τοῦ μετοπωρινοῦ καιροῦ.
 Ὁ παρὰ Ἁρπαλίδῃ ἀλείπτης, ἀκρατέστερος σκελέων καὶ
χειρῶν περὶ φθινόπωρον γενόμενος, ἔπιεν εἰκῇ φάρμακον ἄνω καὶ
κάτω· ἐκ δὲ τῆς καθάρσιος, πυρετός· καὶ ἐς τὴν ἀρτηρίην κατεῤῥύη
τοιοῦτον, οἷον ἐπισχεῖν διαλεγόμενον, καὶ ἀσθμαίνειν ἐν τῷ διαλέ-
γεσθαι ὁμοίως κυναγχικῷ βραγχώδει· πνιγμὸς καταπίνοντι, καὶ
ἄλλα κυναγχικά· οἴδημα δὲ οὐκ ἦν. Ὁ δὲ πυρετὸς ἐπέτεινε, καὶ ἡ
βὴξ, καὶ ἡ ἀπόχρεμψις ὑγροῦ καὶ πολλοῦ φλέγματος. Προϊόντος δὲ,
καὶ ὀδύνη κατὰ στῆθος καὶ μαζὸν ἀριστερόν· ὁπότε δὲ ἐξανασταίη ἢ
μετακινηθείη, ἆσθμα πουλὺ καὶ ἱδρὼς ἀπὸ μετώπου καὶ κεφαλῆς·
καὶ τὰ περὶ τὴν φάρυγγα κατεῖχε, μαλακώτερον δὲ, ἐς τὸ στῆθος
τῆς ὀδύνης ἀπελθούσης. Ἀπ' ἀρχῆς μὲν οὖν κυάμοισι μελιχροῖσιν
ἐχρῆτο· ἐπεὶ δὲ οἱ πυρετοὶ ἐπεῖχον, μᾶλλον ὀξυμέλιτι θερμῷ καὶ
μέλιτος ἐκλείξει πολλῇ. Παρελθουσέων δὲ τεσσάρων καὶ δέκα ἡμε-
ρέων, ἅπαντα ἔληξε, καὶ τῶν περὶ χεῖρας καὶ σκέλεα οὐ πουλὺ ὕστε-
ρον ἐγκρατὴς ἐγένετο.

Ιπποκράτης De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 7, chapter 1,


sec. 26, line 13

εἶναι. Ἐνάτῃ, ἀφίετο ὁ πυρετὸς, οὐκ ἔλειπεν· ἡ βὴξ πολλὴ, καὶ


παχέα ἀφρώδεα· τὸ πλευρὸν ἐπόνει. Περὶ τὴν τεσσαρεσκαιδεκάτην
καὶ πάλιν τὴν εἰκοστὴν ἐδόκεον ἀπολήγειν οἱ πυρετοὶ, καὶ πάλιν
ἐπελάμβανον· ἦν δὲ λεπτὴ θέρμη, καὶ βραχύ τι ἐξέλειπεν· ἡ δὲ
βὴξ ὁτὲ μὲν ἐξέλειπε, ὁτὲ δὲ κατακορὴς ἦν μετὰ πνίγματος πολλοῦ,
ὁτὲ δὲ ἐχάλα· καὶ ἀπόχρεμψις μετὰ ταύτας τὰς ἡμέρας πολλὴ μετὰ
πνιγμώδους βηχὸς, καὶ πυώδεα ζέοντα ὑπὲρ τοῦ ἀγγείου καὶ ἀφρέοντα·
καὶ ἐν τῇ φάρυγγι τὰ πολλὰ κερχαλέα ὑπεσύριζεν· ἆσθμα αἰεὶ κατ-
62

εῖχε, καὶ πνεῦμα πυκνότερον, ὀλιγάκις εὔπνοος. Ὑπὲρ δὲ τὰς τες-


σαράκοντα, ἔγγυς οἶμαι τῶν ἑξήκοντα, ὀφθαλμὸς ἀριστερὸς ἐτυ-
φλώθη μετὰ οἰδήματος ἄνευ ὀδύνης, οὐ πολὺ δ' ὕστερον καὶ ὁ δεξιός·
καὶ σφόδρα αἱ κόραι λευκαὶ καὶ ξηραὶ ἐγένοντο· καὶ ἐτελεύτησε μετὰ
τὴν τύφλωσιν οὐ πουλὺ ὑπὲρ ἑπτὰ ἡμέρας μετὰ ῥέγχου καὶ πολλῆς
ληρήσιος.
 Ὅμοια δὲ καὶ ἐξ ὁμοίων τὴν ὥρην τὴν αὐτὴν ξυνέβη Θες-
σαλίωνι, τὰ ζέοντα καὶ ἀφρέοντα καὶ πυώδεα, καὶ βῆχες, καὶ οἱ
κερχμοί.  
 Τῇ Πολεμάρχου, χειμῶνος, κυναγχικῇ, οἴδημα ὑπὸ τὸν
βρόγχον, πουλὺς πυρετός· φλέβα ἐτμήθη· ἔληξεν ὁ πνιγμὸς ἐκ τῆς
φάρυγγος· ὁ πυρετὸς παρείπετο. Περὶ πέμπτην, γούνατος ἄλγημα
καὶ οἴδημα ἀριστεροῦ·

Ιπποκράτης De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 7, chapter 1,


sec. 28, line 1

καὶ ἐν τῇ φάρυγγι τὰ πολλὰ κερχαλέα ὑπεσύριζεν· ἆσθμα αἰεὶ κατ-


εῖχε, καὶ πνεῦμα πυκνότερον, ὀλιγάκις εὔπνοος. Ὑπὲρ δὲ τὰς τες-
σαράκοντα, ἔγγυς οἶμαι τῶν ἑξήκοντα, ὀφθαλμὸς ἀριστερὸς ἐτυ-
φλώθη μετὰ οἰδήματος ἄνευ ὀδύνης, οὐ πολὺ δ' ὕστερον καὶ ὁ δεξιός·
καὶ σφόδρα αἱ κόραι λευκαὶ καὶ ξηραὶ ἐγένοντο· καὶ ἐτελεύτησε μετὰ
τὴν τύφλωσιν οὐ πουλὺ ὑπὲρ ἑπτὰ ἡμέρας μετὰ ῥέγχου καὶ πολλῆς
ληρήσιος.
 Ὅμοια δὲ καὶ ἐξ ὁμοίων τὴν ὥρην τὴν αὐτὴν ξυνέβη Θες-
σαλίωνι, τὰ ζέοντα καὶ ἀφρέοντα καὶ πυώδεα, καὶ βῆχες, καὶ οἱ
κερχμοί.  
 Τῇ Πολεμάρχου, χειμῶνος, κυναγχικῇ, οἴδημα ὑπὸ τὸν
βρόγχον, πουλὺς πυρετός· φλέβα ἐτμήθη· ἔληξεν ὁ πνιγμὸς ἐκ τῆς
φάρυγγος· ὁ πυρετὸς παρείπετο. Περὶ πέμπτην, γούνατος ἄλγημα
καὶ οἴδημα ἀριστεροῦ· καὶ κατὰ τὴν καρδίην ἔφη δοκεῖν τι ξυνάγεσθαι
ἑωυτῇ, καὶ ἀνέπνει οἷον ἐκ τοῦ βεβαπτίσθαι ἀναπνέουσι, καὶ ἐκ
τοῦ στήθεος ὑπεψόφει, ὡς αἱ ἐγγαστρίμυθοι λεγόμεναι, τοιοῦτόν
τι ξυνέβαινεν. Περὶ τὴν ὀγδόην ἢ ἐνάτην ἐς νύκτα κοιλίη κατεῤ-
ῥάγη· ὑγρὰ, πουλλὰ, ἅλεα, καὶ κάκοδμα· ἀφωνίη ἔσχεν· ἐτελεύ-
τησεν.
 Ἀρίστιππος ἐς τὴν κοιλίην τοξευθεὶς ἄνω βίῃ χαλεπῶς·
ἄλγος κοιλίης δεινόν· ἐπίμπρατο ταχέως· κάτω δὲ οὐδὲν διεχώρεεν·

Ιπποκράτης De morbis popularibus (= Epidemiae)


63

Book 7, chapter 1, sec. 28, line 4

φλώθη μετὰ οἰδήματος ἄνευ ὀδύνης, οὐ πολὺ δ' ὕστερον καὶ ὁ δεξιός·
καὶ σφόδρα αἱ κόραι λευκαὶ καὶ ξηραὶ ἐγένοντο· καὶ ἐτελεύτησε μετὰ
τὴν τύφλωσιν οὐ πουλὺ ὑπὲρ ἑπτὰ ἡμέρας μετὰ ῥέγχου καὶ πολλῆς
ληρήσιος.
 Ὅμοια δὲ καὶ ἐξ ὁμοίων τὴν ὥρην τὴν αὐτὴν ξυνέβη Θες-
σαλίωνι, τὰ ζέοντα καὶ ἀφρέοντα καὶ πυώδεα, καὶ βῆχες, καὶ οἱ
κερχμοί.  
 Τῇ Πολεμάρχου, χειμῶνος, κυναγχικῇ, οἴδημα ὑπὸ τὸν
βρόγχον, πουλὺς πυρετός· φλέβα ἐτμήθη· ἔληξεν ὁ πνιγμὸς ἐκ τῆς
φάρυγγος· ὁ πυρετὸς παρείπετο. Περὶ πέμπτην, γούνατος ἄλγημα
καὶ οἴδημα ἀριστεροῦ· καὶ κατὰ τὴν καρδίην ἔφη δοκεῖν τι ξυνάγεσθαι
ἑωυτῇ, καὶ ἀνέπνει οἷον ἐκ τοῦ βεβαπτίσθαι ἀναπνέουσι, καὶ ἐκ
τοῦ στήθεος ὑπεψόφει, ὡς αἱ ἐγγαστρίμυθοι λεγόμεναι, τοιοῦτόν
τι ξυνέβαινεν. Περὶ τὴν ὀγδόην ἢ ἐνάτην ἐς νύκτα κοιλίη κατεῤ-
ῥάγη· ὑγρὰ, πουλλὰ, ἅλεα, καὶ κάκοδμα· ἀφωνίη ἔσχεν· ἐτελεύ-
τησεν.
 Ἀρίστιππος ἐς τὴν κοιλίην τοξευθεὶς ἄνω βίῃ χαλεπῶς·
ἄλγος κοιλίης δεινόν· ἐπίμπρατο ταχέως· κάτω δὲ οὐδὲν διεχώρεεν·
ἀσώδης ἦν· ἤμεε χολώδεα κατακορέα· ὁπότε δὴ ἀπεμέσειεν, ἐδόκει
ῥᾴων εἶναι· μετ' ὀλίγον δὲ τὰ ἀλγήματα πάλιν δεινά· καὶ ἡ κοιλίη
ὁμοίως ἐπίμπρατο ὡς ἐν εἰλεοῖς· θέρμαι καὶ δίψαι

Ιπποκράτης De fracturis Sec. 6, line 2

δεσίων. Ἐρωτώμενος δὲ φάτω ὀλίγῳ μᾶλλόν οἱ πεπιέχθαι, ἢ τὸ πρό-


τερον, καὶ μάλιστα φάτω κατὰ τὸ κάτηγμα, καὶ τὰ ἄλλα δὲ κατὰ
λόγον· καὶ ἀμφὶ τῷ οἰδήματι, καὶ ἀμφὶ τῷ πονέειν, καὶ ἀμφὶ
τῷ ῥῃΐζειν, κατὰ λόγον τῆς προτέρης ἐπιδέσιος γινέσθω.
Ἐπὴν δὲ τριταῖος ᾖ, χαλαρώτερά οἱ δοκείτω εἶναι τὰ ἐπιδέ-
σματα. Ἔπειτα ἀπολύσαντα χρὴ αὖθις ἐπιδῆσαι, ὀλίγῳ μᾶλλον
πιέζοντα, καὶ ἐν πᾶσι τοῖσιν ὀθονίοισιν οἷσί περ ἤμελλεν
ἐπιδεῖσθαι· καὶ ἔπειτα αὐτὸν πάντα ταῦτα καταλαβέτω,
ἅπερ καὶ ἐν τῇσι πρώτῃσι περιόδοισι τῶν ἐπιδεσίων.
 Ἐπὴν δὲ τριταῖος γένηται, ἑβδομαῖος δὲ ἀπὸ τῆς πρώ-
της ἐπιδέσιος, ἢν ὀρθῶς ἐπιδέηται, τὸ μὲν οἴδημα ἐν ἄκρῃ τῇ
χειρὶ ἔσται, οὐδὲ τοῦτο λίην μέγα· τὸ δ' ἐπιδεόμενον χωρίον ἐν
πάσῃσι τῇσιν ἐπιδέσεσιν ἐπὶ τὸ λεπτότερον καὶ ἰσχνότερον εὑρεθήσε-
ται, ἐν δὲ τῇ ἑβδόμῃ καὶ πάνυ λεπτὸν, καὶ τὰ ὀστέα τὰ κατεηγότα
ἐπὶ μᾶλλον κινεύμενα καὶ εὐπαράγωγα ἐς κατόρθωσιν. Καὶ ἢν ᾖ
ταῦτα τοιαῦτα, κατορθωσάμενον χρὴ ἐπιδῆσαι ὡς ἐς νάρθηκας,
64

ὀλίγῳ μᾶλλον πιέσαντα, ἢ τὸ πρότερον, ἢν μὴ πόνος τις πλείων


ᾖ ἀπὸ τοῦ οἰδήματος τοῦ ἐν ἄκρῃ τῇ χειρί. Ἐπὴν δὲ ἐπιδήσῃς
τοῖσιν ὀθονίοισι, τοὺς νάρθηκας περιθεῖναι χρὴ καὶ περιλαβεῖν ἐν
τοῖσι δεσμοῖσιν ὡς χαλαρωτάτοισιν, ὁκόσον ἠρεμέειν, ὥστε μηδὲν
ξυμβάλλεσθαι ἐς τὴν πίεξιν τῆς χειρὸς τὴν τῶν ναρθήκων

Ιπποκράτης Prorrheticon Book 2, sec. 18, line 8

ἐχούσης οὔτε τοῦ στήθεος οὔτε τοῦ μεταφρένου, τούτων κατιδεῖν ἐς  


τὰς ῥῖνας καὶ τὴν φάρυγγα· ἢ γὰρ ἕλκος τι ἔχων φανεῖται ἐν τῷ
χωρίῳ τούτῳ, ἢ βδέλλαν.
 Ὀφθαλμοὶ δὲ λημῶντες ἄριστα ἐπαλλάττουσιν, ἢν τό τε
δάκρυον καὶ ἡ λήμη καὶ τὸ οἴδημα ἄρξηται ὁμοῦ γενόμενα. Ἢν δὲ τὸ
μὲν δάκρυον τῇ λήμῃ μεμιγμένον ᾖ καὶ μὴ θερμὸν ἰσχυρῶς, ἡ δὲ
λήμη λευκή τε ᾖ καὶ μαλθακὴ, τό τε οἴδημα ἐλαφρόν τε καὶ λελυμέ-
νον· εἰ γὰρ οὕτω ταῦτ' ἔχοι, ξυμπλάσσοιτ' ἂν ὀφθαλμὸς ἐς τὰς
νύκτας ὥστε ἀνώδυνος εἶναι, καὶ ἀκινδυνότατον οὕτως ἂν εἴη καὶ ὀλι-
γοχρονιώτατον. Εἰ δὲ τὸ δάκρυον χωρέει πουλὺ καὶ θερμὸν ξὺν
ὀλιγίστῃ λήμῃ καὶ σμικρῷ οἰδήματι, εἰ μὲν ἐκ τοῦ ἑτέρου τῶν
ὀφθαλμῶν, χρόνιον μὲν κάρτα γίνεται, ἀκίνδυνον δέ· καὶ ἀνώδυνος
οὗτος ὁ τρόπος ἐν τοῖσι μάλιστα. Τὴν δὲ κρίσιν ὑποσκέπτεσθαι,
τὴν μὲν πρώτην, ἐς τὰς εἴκοσιν ἡμέρας· ἢν δ' ὑπερβάλλῃ τοῦτον τὸν
χρόνον, ἐς τὰς τεσσαράκοντα προσδέχεσθαι· ἢν δὲ μηδ' ἐν ταύτῃσι
παύηται, ἐν τῇσιν ἑξήκοντα κρίνεται. Παρὰ πάντα δὲ τὸν χρόνον
τοῦτον ἐνθυμεῖσθαι τὴν λήμην, ἢν ἐν τῷ δακρύῳ τε μίσγηται καὶ
λευκή τε καὶ μαλθακὴ γίνηται, μάλιστα δ' ὑπὸ τοὺς χρόνους τοὺς
κρισίμους· ἢν γὰρ μέλλῃ παύεσθαι, ταῦτα ποιήσει. Εἰ δὲ οἱ ὀφθαλ-
μοὶ ἀμφότεροι ταῦτα πάθοιεν, ἐπικινδυνότεροι γίνονται ἑλκωθῆναι·
ἡ δὲ κρίσις ἐλάσσονος χρόνου ἔσται.

Ιπποκράτης De morbis i-iii Book 2, sec. 27, line 15

ἐν ὕδατι θερμῷ πρὸς τὸν τράχηλον καὶ τὰ σιηγόνια· ἀναγαργαρί-


ζειν δὲ διδόναι τὸ ἀπὸ τῶν φύλλων εἱληθερές· πίνειν δὲ διδόναι
μελίκρητον ὑδαρές· ῥοφάνειν δὲ ἀναγκάζειν τὸν χυλὸν τῆς πτι-
σάνης. Ἢν δέ οἱ ταῦτα ποιέοντι τὸ σίαλον μὴ ἐξίῃ, πυριᾷν τὸν
αὐτὸν τρόπον ὥσπερ ἐν τῇ πρόσθεν. Ἢν δέ οἱ ἐς τὰ στήθεα τράπηται
ἢ ἐς τὸν τράχηλον τὸ φλέγμα, τεῦτλα ἢ κολοκύντας καταταμὼν,
ἐμβαλὼν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν ἐπιτιθέσθω, καὶ πινέτω ψυχρὸν, ὅκως τὸ
σίαλον εὐπετέστερον ἀποχρέμπτηται· ὅταν δὲ ἐξοιδήσῃ ἐς τὰ στή-
θεα, οἱ πλέονες ἐκφεύγουσιν. Ἢν δὲ, τῆς φάρυγγος καθεστηκυίης καὶ
65

τῶν οἰδημάτων, στραφῇ ἐς τὸν πλεύμονα ἡ νοῦσος, πυρετὸς εὐθὺς


ἐπανέλαβε, καὶ ὀδύνη τοῦ πλευροῦ, καὶ ὡς ἐπιτοπολὺ ἀπέθανε, ἐπὴν
τοῦτο γένηται· ἢν δὲ ὑπερφύγῃ ἡμέρας πέντε, ἔμπυος γίνεται, ἢν
μή μιν βὴξ ἐπιλάβῃ αὐτίκα· ἢν δὲ ἐπιλάβῃ, ὑποχρεμψάμενος καὶ
ἀποκαθαρθεὶς, ὑγιὴς γίνεται. Τοῦτον, ἔστ' ἂν μὲν ἡ ὀδύνη τὸ πλευ-
ρὸν ἔχῃ, χλιαίνειν τὸ πλευρὸν, καὶ προσφέρειν ὅσα περ εἰ περιπλευμο-
νίῃ ἔχοιτο· ἢν δὲ ὑπερφύγῃ τὰς πέντε ἡμέρας καὶ ὁ πυρετὸς ἀνῇ, ἡ δὲ
βὴξ ἔχῃ, τὰς μὲν πρώτας ἡμέρας ῥοφήμασι διαχρῆσθαι· ἐπὴν δὲ τῶν
σιτίων ἄρξηται, ὡς λιπαρώτατα καὶ ἁλυκώτατα ἐσθίειν· ἢν δέ τοι βὴξ
μὴ ἔῃ, ἀλλὰ γινώσκῃς ἔμπυον γινόμενον, δειπνήσας, ἐπὴν μέλλῃ κα-
θεύδειν, σκόροδα ἐσθιέτω ὠμὰ ὡς πλεῖστα

Ιπποκράτης De affectionibus interioribus Sec. 41, line 3

ἐλαίῳ καὶ σιλφίῳ καὶ ὄξει. Ἢν δὲ καὶ φάρμακον βούλῃ πῖσαι, τοῦ
κνιδίου κόκκου πῖσαι, καὶ μετὰ τὴν κάθαρσιν ἀλεύρου ἑφθοῦ καὶ
λιπαροῦ δοῦναι δύο τρυβλία ἐκροφέειν· οἶνον δὲ πινέτω τὸν αὐτόν.
Τούτων τῶν φαρμάκων καὶ ῥοφημάτων καὶ ποτῶν ὅ τι ἂν διδῷς ὀνή-
σεις, ἤν τε κατὰ ἓν, ἤν τε κατὰ πλείω προσφέρῃς, καὶ οὕτω τά-
χιστα ὑγιέα ποιήσεις· ἡ δὲ νοῦσος χαλεπὴ, καὶ παῦροι διαφυγγά-
νουσιν.
 Ἄλλος τῦφος· γίνεται μὲν καὶ οὗτος διὰ τόδε, ὁκόταν ἡ χολὴ
σαπεῖσα μιγῇ τῷ αἵματι ἀνὰ τὰς φλέβας καὶ τὰ ἄρθρα, καὶ ὁκόταν
στῇ, οἴδημα ἀνίσταται μάλιστα μὲν ἐν τοῖσιν ἄρθροισι καὶ καταστη-
ρίζεται, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐς τὸ ἄλλο πᾶν σῶμα, καὶ ὀδύνας παρέχει
ὀξείας· καὶ οἱ πολλοὶ ἐκ ταύτης τῆς νούσου χωλοὶ γίνονται, ὁκόταν
ἀποληφθεῖσα ἐν τοῖσιν ἄρθροισιν ἡ χολὴ πωρωθῇ· ἡ δὲ ὀδύνη δια-
λείπουσα ἐπιλαμβάνει καὶ διὰ τριῶν ἡμερέων καὶ διὰ τεσσάρων.  
Τοῦτον, ὁκόταν ὧδε ἔχῃ, μελετῇν οὕτως· ὁκόταν μὲν ἡ ὀδύνη ἔχῃ
ἐν τῷ σώματι, χλιάσματα χρὴ ποιέειν καὶ προστιθέναι, ἐλαίῳ ὑπα-
λείψας· ὁκόταν δὲ ἀνῇ, δοῦναι αὐτῷ ἐλλέβορον πυριήσας πρόσθεν
ἅπαν τὸ σῶμα· τῇ δὲ ὑστεραίῃ ὀῤῥὸν αἰγὸς ἑψήσας, δοῦναι πιεῖν
δύο χοέας, παρὰ τὸν ἕτερον χοέα μέλι παραχέας, παρὰ δὲ τὸν ἕτε-
ρον ἅλας παραβαλών·

Ιπποκράτης De diebus judicatoriis (0627: 053)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 9”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1861, Repr. 1962.
Sec. 3, line 3

σκοπεῖν πρὸς τὰς κρίσιας, καὶ εἰ τὸ παρὰ δικροῦν τῆς γλώσσης ὥσπερ
σιάλῳ λευκῷ ἐπαλείφεται· καὶ ἐν ἄκρῃ τῇ γλώσσῃ ταὐτὸ τοῦτο γε-
γένηται, ἧσσον δέ· εἰ μὲν οὖν σμικρὰ ταῦτα εἴη, ἐς τὴν τρίτην
ἄνεσις τῆς νούσου· ἢν δ' ἔτι παχύτερον, αὔριον· ἢν δ' ἔτι παχύτε-
66

ρον, αὐθημερόν. Τοῦτο δὲ, τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λευκὰ ἐν ἀρχῇ μὲν τῆς  
νούσου ἀνάγκη μελαίνεσθαι, ἐὰν ἰσχύῃ ἡ νοῦσος· ταῦτα οὖν καθαρὰ
γινόμενα τελείην ὑγείην δηλοῖ· ἀτρέμα μὲν βραδύτερον, σφόδρα δὲ
γινόμενον, θᾶσσον.
 Τὰ δὲ ὀξέα τῶν νοσημάτων γίνεται ἀπὸ χολῆς ὁκόταν ἐπὶ τὸ
ἧπαρ ἐπιῤῥυῇ, καὶ ἐς τὴν κεφαλὴν καταστῇ. Τάδε οὖν πάσχει· τὸ
ἧπαρ οἰδέει καὶ ἀναπτύσσεται πρὸς τὰς φρένας ὑπὸ τοῦ οἰδήματος,
καὶ εὐθὺς ἐς τὴν κεφαλὴν ὀδύνη ἐμπίπτει, μάλιστα δὲ ἐς τοὺς κροτά-
φους· καὶ τοῖσιν ὠσὶν οὐκ ὀξὺ ἀκούει, πολλάκις δὲ καὶ τοῖσιν
ὀφθαλμοῖσιν οὐχ ὁρῇ· καὶ φρίκη καὶ πυρετὸς ἐπιλαμβάνει. Ταῦτα
μὲν οὖν κατ' ἀρχὰς τοῦ νοσήματος αὐτέῳ γίνεται διαλιμπάνοντα,
τοτὲ μὲν σφόδρα, τοτὲ δὲ ἧσσον· ὁκόσῳ δὲ ἂν ὁ χρόνος τῆς νούσου
προΐῃ, ὅ τε πόνος πλείων ἐν τῷ σώματι, καὶ αἱ κόραι σκίδνανται τῶν
ὀφθαλμῶν, καὶ σκιαυγεῖ, καὶ ἢν προσφέρῃς τὸν δάκτυλον πρὸς τοὺς
ὀφθαλμοὺς, οὐκ αἰσθήσεται διὰ τὸ μὴ ὁρῇν· τούτῳ δ' ἂν γνοίης ὅτι
οὐχ ὁρῇ, οὐ γὰρ σκαρδαμύσσει προσφερομένου τοῦ δακτύλου. Καὶ τὰς
κροκίδας ἀφαιρέει ἀπὸ τῶν ἱματίων,
Επιλογή από Διοσκουρίδης Πεδάνιος.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica (0656: 001)


“Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica libri quinque, 3
vols.”, Ed. Wellmann, M.Berlin: Weidmann, 1:1907; 2:1906; 3:1914,
Repr. 1958.Book 1, chapter 58, sec. 2, line 8

πολυτελέστερον αὐτὸ ποιοῦντες μίσγουσι καὶ κινάμωμον· παρα-


λαμβάνεται δὲ μέλι καὶ οἶνος εἰς τὴν τῶν ἀγγείων χρίσιν καὶ
φύρασιν τῶν κεκομμένων ἀρωμάτων.
 ἔστι δὲ θερμαντικόν, καρωτικόν, μαλακτικόν, ἀναστομωτι-
κόν, πυρωτικόν, οὐρητικόν, εὐχρηστοῦν εἴς τε τὰς σῆπας καὶ
σύριγγας καὶ ὑδροκήλας μετὰ τὰς χειρουργίας, περιρρήττει τε
τὰς ἐσχάρας καὶ τὰ τεθηριωμένα ἕλκη, πρός τε δυσουρίαν
ἁρμόζει περιχριομένου τοῦ δακτυλίου, καὶ πρὸς τὰς φλεγμονὰς
αὐτοῦ καὶ πρὸς αἱμορροίδων ἀναστόμωσιν περιχριόμενον, ἔμ-
μηνά τε κινεῖ προστιθέμενον τῇ μήτρᾳ καὶ σκληρίας καὶ οἰδή-
ματα ἐν ὑστέρᾳ διαφορεῖ, καὶ πρὸς τὰ μυότρωτα καὶ νευρό-  
τρωτα συμφέρει ἐν πιλήμασιν ἀραιοῖς βρεχόμενον καὶ ἐπιτι-
θέμενον.
 τὸ δὲ μεγάλλειον καλούμενον πάλαι μέν ποτε ἐσκευάζετο,
ἐκλέλοιπε δὲ νῦν. πρὸς ἐκπλήρωσιν δὲ τῆς ἱστορίας οὐκ ἔστιν
ἄτοπον ἐπιμνησθῆναι καὶ τούτου. τούτου δὲ σκευασία ἡ αὐτὴ
τῷ ἀμαρακίνῳ, πλεονάζει δὲ τῇ ῥητίνῃ καὶ ταύτῃ διαφέρει.
ἔστι δὲ μαλακτικὸν ἠπίως. ἡ μέντοι ῥητίνη μείγνυται τοῖς
μύροις οὔτε φυλακῆς οὔτε ἡδονῆς χάριν, χρώματος δὲ καὶ πά-
67

χους ἕνεκα. μείγνυται δὲ ἡ τερεβινθίνη ἀφεψομένη, ἄχρις ὅτου


ἂν ἄοσμος γένηται. δηλωθήσεται δὲ ἐν τοῖς περὶ ῥητίνης (I 71)

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica Book 1, chapter 79, sec. 1,


line 3

ποιοῦσι δὲ ἐκλειχόμεναι λεῖαι σὺν μέλιτι ἢ γλυκεῖ πρὸς φθίσιν


καὶ ὀρθόπνοιαν καὶ τοὺς περὶ θώρακα ῥευματισμούς. πίνονται
δὲ σὺν οἴνῳ πρὸς σκορπιοπλήκτους, καὶ ἀλφοὺς δὲ σμήχουσι.
τὸ δὲ πίεσμα αὐτῶν ὠταλγίαις καὶ ἤχοις καὶ δυσηκοίαις βοηθεῖ σὺν
οἴνῳ παλαιῷ καὶ ῥοδίνῳ ἐγχεόμενον· μείγνυται καὶ ἀκόποις καὶ
συγχρίσμασι θερμαντικοῖς καὶ διαφορητικαῖς δυνάμεσι. ὁ δὲ
φλοιὸς τῆς ῥίζης αὐτῶν λίθους θρύπτει καὶ ἔμβρυα κτείνει καὶ
ἡπατικοὺς ὠφελεῖ τριωβόλου πλῆθος σὺν οἴνῳ εὐώδει πινόμενος.
 πλατάνου τὰ τρυφερὰ τῶν φύλλων ἑψηθέντα ἐν οἴνῳ  
καὶ καταπλασθέντα στέλλει ῥεύματα ὀφθαλμῶν· κουφίζει δὲ
καὶ [τὰ] οἰδήματα καὶ φλεγμονάς. ὁ δὲ φλοιὸς ἑψηθεὶς σὺν
ὄξει ὀδονταλγίας ἐστὶ διάκλυσμα. τὰ δὲ σφαιρία χλωρὰ σὺν
οἴνῳ ποθέντα ἑρπετοδήκτοις βοηθεῖ, ἀναλημφθέντα δὲ στέατι
πυρίκαυτα θεραπεύει. ὁ δὲ χνοῦς τῶν φύλλων καὶ τῶν σφαι-
ρίων ἀκοὴν καὶ ὄψιν παρεμπεσὼν λυμαίνεται.
 μελία δένδρον ἐστὶ γνώριμον, ἧς τῶν φύλλων ὁ χυλὸς
καὶ αὐτὰ σὺν οἴνῳ πινόμενα καὶ καταπλασσόμενα ἐχεοδήκτοις
βοηθεῖ. ὁ δὲ φλοιὸς καεὶς καὶ καταχρισθεὶς μεθ' ὕδατος
λέπρας ἀφίστησι. τὰ δὲ τορνεύματα τοῦ ξύλου ποθέντα φασὶν
ἀναιρετικὰ εἶναι.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica Book 1, chapter 87, sec. 1,


line 8

λων αὐταῖς. ἡ δὲ κεκαυμένη πάπυρος ἄχρι τεφρώσεως δύναται


νομὰς ἐπέχειν τὰς ἐν στόματι καὶ παντὶ μέρει· βέλτιον δὲ ὁ
χάρτης καεὶς δρᾷ τὸ τοιοῦτον.
 μυρίκη δένδρον ἐστὶ γνώριμον, παρὰ λίμναις καὶ τοῖς
στασίμοις ὕδασι φυόμενον, καρπὸν ὡσπερεὶ ἄνθος φέρουσα
βρυῶδες κατὰ τὴν σύστασιν. γεννᾶται δέ τις ἐν Αἰγύπτῳ καὶ
Συρίᾳ ἥμερος, κατὰ τὰ ἄλλα ὁμοία οὖσα τῇ ἀγρίᾳ, καρπὸν δὲ
φέρουσα ἐμφερῆ κηκίδι, ἀνώμαλον, στύφοντα τῇ γεύσει, ἁρμόζον-
τά τε ἀντὶ κηκίδος εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ καὶ στοματικὰ καὶ πρὸς
αἵματος πτύσεις ἐν ποτῷ καὶ κοιλιακοῖς καὶ ῥοικαῖς γυναιξὶ
καὶ ἰκτέρῳ καὶ φαλαγγιοδήκτοις, οἰδήματά τε στέλλει κατα-
68

πλασθείς· καὶ ὁ φλοιὸς δὲ τὰ αὐτὰ τῷ καρπῷ ποιεῖ. τῶν δὲ


φύλλων τὸ ἀφέψημα σὺν οἴνῳ ποθὲν σπλῆνα τήκει, καὶ ὀδον-
ταλγίαις βοηθεῖ διακλυζόμενον, ἐγκάθισμά τε ῥοικαῖς, καὶ περί-
χυμα τοῖς φθεῖρας καὶ κονίδας γεννῶσιν ἐπιτήδειον. καὶ ἡ
ἀπὸ τῶν ξύλων δὲ τέφρα προστεθεῖσα ῥύσιν τὴν ἐκ μήτρας
στέλλει. κατασκευάζουσι δὲ ἔνιοι ἐκ τοῦ πρέμνου καὶ κύλικας,
αἷς ἐπὶ τῶν σπληνικῶν χρῶνται ἀντὶ ποτηρίων, ὡς τοῦ δι' αὐ-
τῶν πόματος ὠφελοῦντος.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica Book 3, chapter 12, sec. 2,


line 3

 ἄκανθα λευκή· φύεται ἐν ὄρεσι καὶ ὑλώδεσι τό-


ποις, φύλλα ἔχουσα χαμαιλέοντι ἐμφερῆ λευκῷ, στενότερα δὲ  
καὶ λευκότερα, ὑποδασέα καὶ ἀκανθώδη, καυλὸν ὑπὲρ δύο πή-
χεις, δακτύλου τοῦ μεγάλου ἢ καὶ μεῖζον πάχος, ὑπόλευκον,
κενόν· ἐπ' ἄκρου δὲ αὐτοῦ κεφαλὴ πρόσεστιν ἀκανθώδης, ἐχίνῳ
θαλασσίῳ ἐμφερής, πλὴν ἐλάσσων καὶ ὑπομήκης, ἄνθη πορ-
φυρᾶ, ἐν οἷς τὸ σπέρμα ὡς κνῆκος, στρογγυλώτερον δέ.
 ταύτης ἡ ῥίζα πινομένη ποιεῖ πρὸς αἱμοπτυϊκούς, στομα-
χικούς, κοιλιακοὺς οὖρά τε κινεῖ καταπλάσσεταί τε πρὸς οἰδή-
ματα· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῆς πρὸς ὀδονταλγίας ποιεῖ δια-
κλυζόμενον, τὸ δὲ σπέρμα πινόμενον παιδίοις σπωμένοις βοηθεῖ
καὶ ἑρπετοδήκτοις. φασὶ δ' ὅτι περίαπτον ἐξ αὐτοῦ θηρία διώκει.
 ἄκανθα Ἀραβική· ἐοικυίας φύσεως δοκεῖ τῇ
λευκῇ ἀκάνθῃ εἶναι στύφουσα, καὶ πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον καὶ
πρὸς ἀναγωγὴν αἵματος καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ῥευματισμοὺς ἡ
ῥίζα παραπλησίως εὐθετεῖ.  

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica Book 3, chapter 30, sec. 2,


line 7

ἡ δέ τις λεπτόκαρφος καὶ λεπτόφυλλος, ἣν καὶ πράσιον ἔνιοι


καλοῦσιν. ἀρίστη δὲ ἡ Κιλίκιος καὶ ἡ ἐν Κῷ καὶ ἡ ἐν Χίῳ καὶ
Σμύρνῃ καὶ Κρήτῃ.
 θερμαντικαὶ δὲ πᾶσαι καὶ οὐρητικαὶ καὶ εὐκοίλιοι πινο-
μένου τοῦ ἀφεψήματος· ὑποβιβάζουσι γὰρ τὰ χολώδη· εὔθετοι
καὶ σπληνικοῖς ποτιζόμεναι μετ' ὄξους καὶ τοῖς ἰξίαν πεπω-
κόσι μετ' οἴνου· καὶ ἔμμηνα δὲ ἄγουσι, βηξί τε καὶ περιπνευ-
μονίαις σὺν μέλιτι ἐν ἐκλεικτῷ δίδοται. ἔστι δὲ τὸ πότημα
69

ἐπιεικές, ὅθεν τοῖς ἀσώδεσι καὶ κακοστομάχοις καὶ ὀξυρεγμιῶσι


δίδοται καὶ ἐφ' ὧν ἄλυσις καὶ ναυτία καὶ θέρμη ὑποχονδρίων
παρακολουθεῖ. διαφορεῖ δὲ καὶ οἰδήματα καταπλασθεῖσα μετ'
ἀλφίτων.
 γλήχων· πόα γνώριμος, θερμαντική, λεπτυντική,
πεπτική. ποθεῖσα δὲ ἔμμηνα καὶ δεύτερα καὶ ἔμβρυα ἄγει·
ἀνάγει δὲ καὶ τὰ ἐκ πνεύμονος μεθ' ἁλὸς καὶ μέλιτος ποθεῖσα  
καὶ σπωμένοις βοηθεῖ, ναυσίας τε καὶ δηγμοὺς στομάχου μετ'
ὀξυκράτου ποθεῖσα παραμυθεῖται· ἄγει δὲ καὶ κατὰ κοιλίαν
μέλανα, βοηθεῖ καὶ θηριοδήκτοις μετ' οἴνου πινομένη, λειπο-
θυμοῦντάς τε ἀνακτᾶται σὺν ὄξει ταῖς ῥισὶ προσαγομένη. κρα-
τύνει δὲ καὶ οὖλα ξηρὰ λεία κεκαυμένη, ἐπιπλασθεῖσα δὲ
πραΰνει πᾶσαν φλεγμονὴν σὺν ἀλφίτῳ, καθ' ἑαυτὴν δὲ ποδα

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica


Book 4, chapter 22, sec. 2, line 4

 ξυρίς· οἱ δὲ ξιρίδα, οἱ δὲ ἶριν ἀγρίαν, Ῥωμαῖοι δὲ


γλαδίολον καλοῦσι. τὸ μὲν φύλλον ἔχει ἴριδι ὅμοιον, πλατύ-
τερον δὲ καὶ ἐξ ἄκρου ὀξύ, καυλὸν δὲ ἐκ μέσων τῶν φύλλων πη-
χυαῖον, ἱκανῶς παχύν, ἐφ' οὗ λοβοὶ τρίγωνοι, καὶ ἐπ' αὐτῶν ἄνθος
πορφυροῦν, τὸ δ' ἐν μέσῳ φοινικοῦν· καρπὸς δὲ ἐν θυλακίοις
σικύοις ὁμοίοις στρογγύλος, μέλας, δριμύς, ῥίζα δὲ πολυγόνα-  
τος, μακρά, πυρρά, ποιοῦσα πρὸς τὰ ἐν κεφαλῇ τραύματα καὶ
κατάγματα. ἀνάγει δὲ καὶ ὀστᾶ καὶ σκόλοπας καὶ πᾶν βέλος
ἐπισπᾶται μετὰ ἀπονίας, μιγέντος αὐτῇ χαλκοῦ ἄνθους μέρους
τρίτου καὶ κενταυρείου ῥίζης μέρους πέμπτου καὶ μέλιτος τοῦ
αὐτάρκους· θεραπεύει δὲ καὶ οἰδήματα καὶ φλεγμονὰς κατα-
πλασσομένη μετ' ὄξους. πίνεται δὲ καὶ πρὸς σπάσματα, ῥήγ-
ματα, ἰσχιάδας, στραγγουρίας, διαρροίας ἡ ῥίζα μετὰ γλυκέος
τεθαλασσωμένου. ὁ δὲ καρπὸς οὐρητικώτατος ὅσον τριώβολον
ποθεὶς σὺν οἴνῳ, τήκει δὲ καὶ σπλῆνα σὺν ὄξει ποθείς.
 ἄγχουσα· ἣν ἔνιοι κάλυκα, οἱ δὲ ὀνοκλείαν καλοῦσι.  
φύλλα θρίδακι τῇ ὀξυφύλλῳ παραπλήσια, δασέα, τραχέα, μέ-
λανα, πολλά, πανταχόθεν τῆς ῥίζης προσπεπλασμένα τῇ γῇ.
ἀκανθώδη· ἡ δὲ ῥίζα δακτύλου πάχος, τὴν χρόαν ὕφαιμος
ἐν τῷ θέρει γινομένη καὶ βάπτουσα τὰς χεῖρας· φύεται ἐν
εὐγείοις τόποις.
70

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica Book 4, chapter 42, sec. 2,


line 7

δέ που πλείονα, κύκλωθεν ἐσχισμένα πριονοειδῶς, ἄνθος δὲ


ὠχρόλευκον. φύεται δὲ ἐν ἐφύδροις τόποις καὶ παρ' ὀχετοῖς.
ῥίζαν δὲ ἔχει ὑπέρυθρον, ἐπιμήκη, παχυτέραν ἐλλεβόρου μέλα-
νος· ἔστι δὲ πολύχρηστος.  
 δύναται δὲ τὸ τῆς ῥίζης ἀφέψημα ἄχρι τρίτου καταβιβα-
σθὲν ὀδονταλγίας παύειν διακρατουμένου τοῦ ἀφεψήματος ἐν
στόματι, καὶ σηπεδόνας τὰς ἐν στόματι διακλυζόμενον ἵστησι,
καὶ τραχύτητας ἀρτηρίας ἀναγαργαριζόμενον παραιτεῖται, κοιλίᾳ
τε ῥεούσῃ καὶ δυσεντερίᾳ βοηθεῖ, ἀρθριτικοῖς τε καὶ ἰσχιαδι-
κοῖς πινόμενον· ἑφθὴ δὲ ἐν ὄξει λεία καταπλασσομένη ἕρπητας
ἐπέχει, διαφορεῖ χοιράδας, σκληρίας, οἰδήματα, ἀνευρύσματα,
ἀποστήματα, ἐρυσιπέλατα, πτερύγιά τε τὰ ἐν δακτύλοις καὶ
κονδυλώματα καὶ ψώρας ἰᾶται· ὁ δὲ χυλὸς τῆς ῥίζης ἁπαλῆς
ποιεῖ πρὸς τὰ ἐν ἥπατι καὶ πνεύμονι πάθη καὶ τὰ θανάσιμα.
τὰ δὲ φύλλα πίνεται μεθ' ὑδρομέλιτος ἢ οἴνου κεκραμένου καὶ
πεπέρεως ὀλίγου πρὸς περιόδους, ἐπὶ μὲν τεταρταίων τεσσά-
ρων κλωναρίων φύλλα, ἐπὶ δὲ τριταίων τριῶν, ἐπὶ δὲ ἀμφη-
μερινῶν ἑνός· ἀρήγει δὲ καὶ ἐπιλημψίαις πινόμενα ἐπὶ ἡμέρας
τριάκοντα, ἀνὰ φύλλα λʹ, ὑγιάζει δὲ καὶ ἴκτερον ταχέως ὁ χυλὸς
τῶν φύλλων ποθεὶς ἐπί τινας ἡμέρας τριῶν κυάθων πλῆθος,
τραύματά τε καὶ σύριγγας καὶ πτερύγια καταπλασθέντα

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica


Book 4, chapter 60, sec. 1, line 10

ματα κολλᾷ καὶ ἀπουλοῖ τὰ παλαιὰ σὺν μέλιτι.


 ἱερὰ βοτάνη, οἱ δὲ περιστερεῶνα ἐκάλεσαν· ῥάβδους  
ἀνίησι πηχυαίας ἢ καὶ μείζονας, γωνιοειδεῖς, γονατώδεις, περὶ
ἃς τὰ φύλλα ἐκ διαστημάτων ἐοικότα δρυΐ, πλὴν στενότερα
καὶ ἧττον ἐντετμημένα [δὲ] τὰ κύκλῳ, ὑπόγλαυκα, ῥίζαν δὲ
ὑπομήκη, λεπτήν.
 ταύτης τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα ποτιζόμενα μετ' οἴνου καὶ
καταπλασσόμενα ποιεῖ πρὸς ἑρπετῶν δήγματα, πρὸς δὲ ἴκτε-
ρον τὰ φύλλα ὅσον δραχμὴ μία μετὰ λιβανωτοῦ τριωβόλου σὺν
οἴνου παλαιοῦ θερμοῦ κοτύλῃ μιᾷ νήστει ἐφ' ἡμέρας τέσσαρας  
πινόμενα, οἰδήματά τε χρόνια καὶ φλεγμονὰς τὰ φύλλα ἐπιπλα-
σθέντα πραΰνει καὶ ῥυπαρὰ ἕλκη καθαίρει. ἀφεψηθεῖσα δὲ
71

ὅλη ἐν οἴνῳ ἐσχάρας τὰς ἐν παρισθμίοις περιρρήττει, καὶ νομὰς


τὰς ἐν στόματι ἀναγαργαριζομένη ἐφίστησι, ῥαινόμενόν τε ἐν
συμποσίῳ τὸ ἀπόβρεγμα εὐδιαγωγοτέρους ἱστορεῖται ποιεῖν.
δίδοται δὲ τριταΐζουσι πιεῖν τὸ τρίτον γόνυ ἀπὸ τῆς γῆς σὺν
τοῖς περικειμένοις φύλλοις, τεταρταΐζουσι δὲ τὸ τέταρτον.
καλεῖται δὲ ἱερὰ βοτάνη διὰ τὸ εὐχρηστεῖν ἐν τοῖς καθαρμοῖς
εἰς περιάμματα.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica Book 4, chapter 69, sec. 2,


line 2

πὴν ἐργάζεται. φασὶ δὲ ὅτι, ἐὰν ἕλκος ἔχοντά τις ἐν κόλῳ


ἐγκλύσῃ, τὸ αὐτὸ ἀπεργάζεται. ἡ δὲ ῥίζα μετ' ὄξους ἑψηθεῖσα
ὀδονταλγίας ἐστὶ διάκλυσμα.
 ψύλλιον· οἱ δὲ κυνοκέφαλον, Σικελοὶ δὲ κρυστάλλιον,
οἱ δὲ κυνόμυιαν καλοῦσι· φύλλον ἔχει κορωνόποδι ὅμοιον, δασύ,
κλῶνας δὲ σπιθαμιαίους· καὶ τὸ ὅλον δὲ βοτάνιον χορτῶδες.
ἄρχεται δὲ αὐτοῦ ἡ κόμη ἀπὸ μέσου τοῦ καυλοῦ, κεφάλια δύο
ἢ τρία ἐπ' ἄκρου συνεστραμμένα, ἐν οἷς σπέρμα ψύλλοις ἐοι-
κός, μέλαν, σκληρόν· φύεται ἐν ἀρούραις.
 δύναμιν δὲ ἔχει ψυκτικήν· ὠφελεῖ δὲ καταπλασσόμενον
ἀρθρίτιδας, παρωτίδας, φύματα, οἰδήματα, στρέμματα, κεφαλ-  
αλγίας μετὰ ῥοδίνου καὶ ὄξους καὶ ὕδατος, ἐντεροκήλας τε τὰς
ἐπὶ παίδων καὶ ἐξομφάλους ὑγιάζει καταπλασσόμενον· δεῖ δὲ
ὀξυβάφου πλῆθος λεάναντας βρέχειν ἐν ὕδατος δυσὶ κοτύλαις
καὶ ὅταν παγῇ τὸ ὕδωρ ἐπιπλάττειν· ψύχει δὲ ἱκανῶς.
 στρύχνον κηπαῖον· ἐδώδιμόν ἐστι. θαμνίσκος οὐ
μέγας, μασχάλας ἔχων πολλάς, φύλλα μέλανα, ὠκίμου μείζονα  
καὶ πλατύτερα, καρπὸς περιφερής, χλωρὸς ἢ μέλας· ἔγκιρρος
δὲ γίνεται μετὰ τὸ πεπανθῆναι· ἀβλαβὴς δὲ ἡ βοτάνη πρὸς
γεῦσιν.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica Book 4, chapter 84, sec. 1,


line 7

παραδόξως γάρ ἐστιν ἐπακτικὴ διὰ τὴν ἡδονὴν τοῖς ἀπείροις.


βοηθεῖ δὲ τοῖς φαγοῦσιν ὅσα καὶ τοῖς μύκησι, καὶ γάλα δὲ
βόειον πινόμενον, ὥσθ' ὅταν παρῇ τοῦτο, μηδενὸς ἄλλου δεῖ-
σθαι βοηθήματος.
72

 ἐφήμερον· ἄλλοι δὲ ἶριν ἀγρίαν. τὰ φύλλα καὶ τὸν  


καυλὸν ὅμοια ἔχει κρίνῳ, λεπτότερα δέ, ἄνθη λευκά, μικρά, καρ-
πὸν δὲ μαλακόν. ῥίζα δὲ ὕπεστι δακτύλου τὸ πάχος μία, μακρά,
στυπτική, εὐώδης· φύεται ἐν δρυμοῖς καὶ παλισκίοις τόποις.
 τούτου ἡ μὲν ῥίζα ὀδονταλγίας ἐστὶ φάρμακον διακλυζο-
μένη, τὰ δὲ φύλλα ἐν οἴνῳ ἑψηθέντα καὶ καταπλασθέντα οἰδή-
ματα καὶ φύματα διαφορεῖ μήπω πύον ἔχοντα.
 ἑλξίνη· οἱ δὲ παρθένιον, οἱ δὲ περδίκιον, οἱ δὲ σιδηρῖ-
τιν, οἱ δὲ Ἡρακλείαν, οἱ δὲ ὑγιεινὴν ἀγρίαν, οἱ δὲ κλύβατιν, οἱ
δὲ πολυώνυμον καλοῦσι· φύεται περὶ θριγκοῖς καὶ τοίχοις.
καυλία δέ ἐστι λεπτά, ὑπέρυθρα, φύλλα ὅμοια λινοζώστει,
δασέα· περὶ δὲ τοὺς καυλοὺς οἱονεὶ σπερμάτια τραχέα, ἀντι-
λαμβανόμενα τῶν ἱματίων.  
 δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα ψυκτικήν, στυπτικήν, ὅθεν κατα-
πλασσόμενα ἰᾶται ἐρυσιπέλατα, κονδυλώματα, κατακαύματα,
φύγεθλα ἀρχόμενα καὶ πᾶσαν φλεγμονὴν καὶ οἰδήματα. ὁ δὲ

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica


Book 4, chapter 85, sec. 2, line 1

ματα καὶ φύματα διαφορεῖ μήπω πύον ἔχοντα.


 ἑλξίνη· οἱ δὲ παρθένιον, οἱ δὲ περδίκιον, οἱ δὲ σιδηρῖ-
τιν, οἱ δὲ Ἡρακλείαν, οἱ δὲ ὑγιεινὴν ἀγρίαν, οἱ δὲ κλύβατιν, οἱ
δὲ πολυώνυμον καλοῦσι· φύεται περὶ θριγκοῖς καὶ τοίχοις.
καυλία δέ ἐστι λεπτά, ὑπέρυθρα, φύλλα ὅμοια λινοζώστει,
δασέα· περὶ δὲ τοὺς καυλοὺς οἱονεὶ σπερμάτια τραχέα, ἀντι-
λαμβανόμενα τῶν ἱματίων.  
 δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα ψυκτικήν, στυπτικήν, ὅθεν κατα-
πλασσόμενα ἰᾶται ἐρυσιπέλατα, κονδυλώματα, κατακαύματα,
φύγεθλα ἀρχόμενα καὶ πᾶσαν φλεγμονὴν καὶ οἰδήματα. ὁ δὲ
χυλὸς αὐτῆς μιγεὶς ψιμυθίῳ ἐρυσιπέλατα καὶ ἕρπητας ὠφελεῖ
καταχριόμενος καὶ ποδάγρας σὺν κηρωτῇ κυπρίνῃ ἀναλημφθεὶς
ἢ τραγείῳ στέατι· ὠφελεῖ καὶ βήττοντας χρονίως ὁ χυλὸς καταρ-
ροφούμενος ὡς κύαθος, καὶ παρισθμίοις φλεγμαίνουσιν ἀνα-
γαργάρισμα καὶ διάχρισμα ὠφέλιμον καὶ ὠταλγίαις σὺν ῥοδίνῳ
ἐγχεόμενος.
 ἀλσίνη· οἱ δὲ μυὸς ὦτα ἀπὸ τοῦ ὅμοια ἔχειν φύλλα
μυὸς ὠτίοις, ἀλσίνη δὲ διὰ τὸ σκιεροὺς καὶ ἀλσώδεις φιλεῖν
τόπους. πόα ὁμοία ἑλξίνῃ, ταπεινοτέρα δὲ καὶ μικροφυλλοτέρα
καὶ οὐ δασεῖα, διατριφθεῖσά τε σικύων ὄζει.  

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. De materia medica


Book 4, chapter 169, sec. 1, line 8
73

στος. συλλέγεται δὲ καὶ ἀποτίθεται καὶ δίδοται ὥσπερ ὁ πέπλος


καὶ ταριχεύεται.
 δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτήν.
 χαμαισύκη, οἱ δὲ συκῆν· κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύ-
λους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους περιφερῶς, ὀποῦ μεστούς, φύλλα
φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· καρπὸς
δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις στρογγύλος, ὡς πέπλου· οὔτε δὲ ἄνθος
οὔτε καυλὸν ἔχει, ῥίζαν δὲ λεπτήν, ἄχρηστον.
 δύναμιν δὲ ἔχουσιν οἱ κλῶνες, λεανθέντες σὺν οἴνῳ, τὰς
περὶ μήτραν ὀδύνας παύειν ἀντὶ πεσσοῦ προστεθέντες, κατα-
πλασσόμενοι δὲ οἰδήματα καὶ ἀκροχορδόνας καὶ μυρμηκίας
αἴρουσιν, ἑφθοὶ δὲ ἐσθιόμενοι κοιλίαν ἐκλύουσι. καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν
δὲ ὀπὸς τὰ αὐτὰ δρᾷ, καὶ καταχριόμενος σκορπιοπλήκτοις βοηθεῖ.
ἁρμόζει δὲ καὶ πρὸς ἀμβλυωπίας καὶ ἀχλῦς καὶ ἀρχομένας ὑπο-
χύσεις, οὐλάς, νεφέλια σὺν μέλιτι ἐγχριόμενος. φύεται ἐν πε-
τρώδεσι καὶ αὐχμηροῖς τόποις.  
 σκαμμωνία· κλῶνας ἀνίησι πολλοὺς ἀπὸ μιᾶς ῥίζης,
τριπήχεις, λιπαρούς, ἐμφαίνοντάς τι δασύτητος, καὶ τὰ φύλλα
δὲ δασέα, ὅμοια ἑλξίνῃ ἢ κισσῷ, μαλακώτερα μέντοι καὶ τρι-
γωνοειδῆ, ἄνθη λευκά, περιφερῆ, κοῖλα ὡς κάλαθοι, βαρύοσμα·

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. Euporista vel De simplicibus medicinis


Book 1, chapter 138, sec. 1, line 1

γλωσσον, ἑλξίνη, ἡδύοσμον, θέρμινον ἄλευρον, κονύζης φύλλα,


κολοκύνθη ὠμή· κοτυληδών, κραταιόγονον, κυπαρίσσου φύλλα
καὶ σφαιρία χλωρά, μανδραγόρου ῥίζα, ξανθίου καρπός, πυκνο-
κόμου φύλλα σὺν ὀξυμέλιτι, ἄλευρον κρίθινον ἢ ζέινον ἐν ὄξει
ἑψηθὲν ἢ Κυδωνίου ἀποζέματι, σόγχος καταπλασθείς, στυπτηρία
σχιστή, καὶ πᾶσα δὲ σὺν μέλιτι, ἐρεβίνθου τὰ ἁπαλὰ φύλλα
καταπλασσόμενα.
 τὰς δὲ ἐν μήνιγγι φλεγμονὰς ἰδίως στέλλει ἀκτῆς
τῶν φύλλων ὁ χυλὸς ἐπιχριόμενος, βούτυρον πρόσφατον ἐπιτι-
θέμενον σὺν ῥοδίνῳ.
 τὰ δὲ χρόνια οἰδήματα ἰᾶται καταπλασσόμενα·
ἀκάνθης λευκῆς ῥίζα λεία σὺν ὕδατι καὶ ἡ τῆς Ἀραβικῆς ἀκάν-
θης, σελίνου φύλλα καὶ τὸ σπέρμα μετὰ ἀλφίτου, ἀπόπατος τρά-
γου ἢ αἰγὸς ἐν ὄξει θερμῷ, βηχίου φύλλα καθ' ἑαυτά, ναρκίσσου
ῥίζα λεία μετὰ ἀλεύρου καὶ ἐλαίου, παρθενίου φύλλα, δαμα-
σωνίου φύλλα ὁμοίως· ἁλικακκάβου ῥίζα ἑφθή, ἄρου φύλλα
σὺν ἀλφίτῳ, ἀρκευθίδες λεῖαι, ἰσάτεως φύλλα ἀγρίας καὶ ἡμέ-
74

ρου, ἰτέας φύλλα· κάλαμος ἀρωματίτης λεῖος σὺν ἀλφίτῳ, δαφ-


νίδες σὺν πάλῃ ἀλφίτου, δίκταμνον σὺν ἀλφίτῳ, ἐρυθροδάνου
ῥίζαι ἑφθαὶ καὶ ὠμαί, ἐλλέβορος λευκὸς σὺν ἀλφίτῳ, βάλανοι  
δρύιναι ἑφθαὶ καὶ ὠμαί, ἐρύσιμον σὺν ὕδατι ἢ μέλιτι

Philumenus Med., De venenatis animalibus eorumque remediis (0671:


001)“Philumeni de venenatis animalibus eorumque remediis”, Ed.
Wellmann, M.Leipzig: Teubner, 1908; Corpus medicorum Graecorum,
vol. 10.1.1.Chapter 15, sec. 6, line 2

    πυρόειν, ἄζῃ γε μὲν εἴσατο μορφήν,


   πάντοθεν ἀστερόεντι περιστιγὲς εὐρέι νώτῳ.
τὸ σκληροκέφαλον δὲ τέταρτον ὂν κεφαλὴν ἔχει πετρώδη καὶ
ἀπόσκληρον, καὶ καθ' ὅλον τὸ σῶμα περιγέγραπται ἐμφερῶς
τοῖς ζῴοις ἐκείνοις τοῖς περιιπταμένοις περὶ τοὺς λύχνους. τὸ
δὲ σκωλήκιον πέμπτον ἐπίμηκες καὶ ὑπόσπιλον, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν
κεφαλήν. τὸ δὲ ἕκτον κρανοκολάπτης· τοῦτο ὑπόμηκές ἐστι καὶ ἔγχλω-
ρον, τὸ δὲ κέντρον ἔχει ὑπὸ τὸν τράχηλον· τοῦτο προσπῖπτον τοὺς
κατὰ τὴν κεφαλὴν πλῄσσει τόπους.
 τὰ μὲν οὖν εἴδη τῶν φαλαγγίων ταῦτα, τὰ δὲ παρακολουθοῦντα τοῖς
πεπληγόσιν ὑπ' αὐτῶν κοινά· τὸ δὲ δῆγμα λεπτὸν καὶ δυσθεώρητον,
οἴδημα,
πελίωμα, τισὶν δὲ καὶ ἐρύθημα, ψῦχος περὶ γόνατα καὶ ὀσφὺν καὶ ὠμο-
πλάτας· ἔστι δὲ ὅτε καὶ καθ' ὅλον τὸ σῶμα βάρος ἐστίν, ἔτι τε πόνος
σύντονος, τρόμος, ὠχρίασις, ἀγρυπνία, τισὶν δὲ καὶ ἔντασις | καυλοῦ
καὶ κνησμὸς περὶ τὴν πληγήν, ἐνίοτε δὲ καὶ περὶ τὰς κνήμας, ὄμματα
ἔνυγρα καὶ δακρύοντα καὶ κοῖλα διὰ τὸ τὴν κοιλίαν ἀνωμάλως
ἐπῆρθαι. οἰδεῖ ὅλον τὸ σῶμα πρόσωπόν τε καὶ μάλιστα τὰ περὶ τὴν
γλῶτταν, ἀσάφειά τε γίνεται φράσεως, τισὶν δὲ καὶ δυσουρία, ἐμεῖν  
ὑδατώδη, ἀραχνίοις ὅμοια, ἔστι δὲ ὅτε δι' οὔρων καὶ κατὰ κοι-
λίαν τὰ αὐτὰ ἀποκρίνεται· πολλάκις καὶ τρόμος δι' ὅλου τοῦ σώματος,
καὶ σύντασις περὶ τὰς ἰγνύας ἐοικυῖα σπασμῷ, καὶ περὶ τὸν στόμα

Philumenus Med., De venenatis animalibus eorumque remediis


Chapter 17, sec. 5, line 5

ἢ ὀρόβινον ἄλευρον σὺν οἴνῳ πεφυραμένον, καὶ ῥεφάνου φλοιὸς


ἰσχυρῶς λεανθείς, καὶ σκίλλα ὀπτὴ καὶ χαμαίμηλον λελειωμένον, καὶ
ὠμήλυσις δι' ὀξυμέλιτος ἐσκευασμένη προκαταντλουμένοις θερμῷ ὕδατι.
75

καὶ δάφνης φύλλοις μετ' ἐλαίου ἐπάλειφε καὶ τῇ ἀγρίᾳ μαλάχῃ μετ'
ἀλφίτου, καὶ κατάπλασσε σεύτλου ῥίζῃ μετὰ ἀλφίτων καὶ ὄξους, ἢ
ἴριδι σὺν ἀλφίτῳ, ἢ τιτάνῳ μετ' ἐλαίου, ἢ πεφωσμένοις ἁλσὶν μετὰ
ὑσσώπου, ἢ ὀριγάνῳ σὺν μέλιτι. ὅταν δὲ ἐπεγερθῶσιν φλύκταιναι, τῶν
καταπλασμάτων ἀφίστασθαι χρή, μὴ ἀποδαρῇ τὸ δέρμα· ὅταν δὲ οἱ
ἰχῶρες ἐκρέωσιν, κατάντλει ὕδατι θερμῷ ἐπὶ πολὺν χρόνον, ἐπεὶ χεῖρον
διατίθενται καταντληθέντες ἐπ' ὀλίγον. μετὰ δὲ ταῦτα κατάπλασσε
τὸ οἴδημα καὶ τὰς φλυκταίνας ἑφθῷ φακῷ λείῳ μετὰ μέλιτος, καὶ  
ταῦτα ποίει, ἕως ἀφυγιασθῶσιν. πρὸ δὲ τοῦ γενέσθαι τὸ οἴδημα,
πινέτωσαν πηγάνου ἀγρίου σπέρμα μετὰ γλυκέος κεκραμένου, καὶ
ταρίχων χρηστῶν πλεῖον ἐσθίοντες μετὰ ἄρτου καὶ οἶνον πλείονα
προσεπιρροφοῦντες ἄκρατον ἀπεράτωσαν, καὶ μετὰ τὴν ἀπέρασιν ἀρι-
στολοχίαν πινέτωσαν ἐν γλυκεῖ κεκραμένῳ· καὶ ἄγχουσαν δὲ τὴν
λεπτόφυλλον ἔνιοι περιάπτουσιν καὶ βοηθεῖν ὑπισχνοῦνται. πινέτωσαν
δὲ καὶ λαγωοῦ τῆς πιτύας ὅσον τριώβολον ἐν οἴνῳ, καὶ πρά|σου
χυλίσματος ὅσον ἡμικοτύλιον ἐν ἀκράτῳ, καὶ μελισσοφύλλου τῶν φύλ-
λων τὸν χυλὸν σὺν οἴνῳ, σκόροδά τε ἐσθιόμενα καὶ κρόμμυα καὶ πράσα
καὶ τάριχος δριμύτατος ὠφελεῖ· πότιζε δὲ αὐτοὺς καὶ καρκίνον

Philumenus Med., De venenatis animalibus eorumque remediis


Chapter 17, sec. 6, line 1

ἰσχυρῶς λεανθείς, καὶ σκίλλα ὀπτὴ καὶ χαμαίμηλον λελειωμένον, καὶ


ὠμήλυσις δι' ὀξυμέλιτος ἐσκευασμένη προκαταντλουμένοις θερμῷ ὕδατι.

καὶ δάφνης φύλλοις μετ' ἐλαίου ἐπάλειφε καὶ τῇ ἀγρίᾳ μαλάχῃ μετ'
ἀλφίτου, καὶ κατάπλασσε σεύτλου ῥίζῃ μετὰ ἀλφίτων καὶ ὄξους, ἢ
ἴριδι σὺν ἀλφίτῳ, ἢ τιτάνῳ μετ' ἐλαίου, ἢ πεφωσμένοις ἁλσὶν μετὰ
ὑσσώπου, ἢ ὀριγάνῳ σὺν μέλιτι. ὅταν δὲ ἐπεγερθῶσιν φλύκταιναι, τῶν
καταπλασμάτων ἀφίστασθαι χρή, μὴ ἀποδαρῇ τὸ δέρμα· ὅταν δὲ οἱ
ἰχῶρες ἐκρέωσιν, κατάντλει ὕδατι θερμῷ ἐπὶ πολὺν χρόνον, ἐπεὶ χεῖρον
διατίθενται καταντληθέντες ἐπ' ὀλίγον. μετὰ δὲ ταῦτα κατάπλασσε
τὸ οἴδημα καὶ τὰς φλυκταίνας ἑφθῷ φακῷ λείῳ μετὰ μέλιτος, καὶ  
ταῦτα ποίει, ἕως ἀφυγιασθῶσιν. πρὸ δὲ τοῦ γενέσθαι τὸ οἴδημα,
πινέτωσαν πηγάνου ἀγρίου σπέρμα μετὰ γλυκέος κεκραμένου, καὶ
ταρίχων χρηστῶν πλεῖον ἐσθίοντες μετὰ ἄρτου καὶ οἶνον πλείονα
προσεπιρροφοῦντες ἄκρατον ἀπεράτωσαν, καὶ μετὰ τὴν ἀπέρασιν ἀρι-
στολοχίαν πινέτωσαν ἐν γλυκεῖ κεκραμένῳ· καὶ ἄγχουσαν δὲ τὴν
λεπτόφυλλον ἔνιοι περιάπτουσιν καὶ βοηθεῖν ὑπισχνοῦνται. πινέτωσαν
δὲ καὶ λαγωοῦ τῆς πιτύας ὅσον τριώβολον ἐν οἴνῳ, καὶ πρά|σου
χυλίσματος ὅσον ἡμικοτύλιον ἐν ἀκράτῳ, καὶ μελισσοφύλλου τῶν φύλ-
76

λων τὸν χυλὸν σὺν οἴνῳ, σκόροδά τε ἐσθιόμενα καὶ κρόμμυα καὶ πράσα
καὶ τάριχος δριμύτατος ὠφελεῖ· πότιζε δὲ αὐτοὺς καὶ καρκίνον
ποτάμιον μετ' ἀκράτου. καλῶς δὲ ποιεῖ ἐπ' αὐτῶν τοῦτο· κ καρ

Philumenus Med., De venenatis animalibus eorumque remediis


Chapter 25, sec. 2, line 1

     

περὶ δρυίνου.

 οἱ δὲ λεγόμενοι δρυίναι ὄφεις πλεονάζουσιν μᾶλλον κατὰ τὸν


Ἑλλήσποντον, ἐμφωλεύουσι δὲ ἐν ταῖς τῶν δρυῶν ῥίζαις, ὅθεν καὶ
δρυίναι λέγονται. εἰσὶ δὲ δυσώδεις, διὸ καὶ μὴ ὁρώμενοι γνωρίζονται,
ἔνθα εἰσίν· ἔστι δὲ ὡσεὶ πηχῶν β, καταπίμελος δέ, φολίσιν καθ'
ὅλον τὸ σῶμα πεφρουρημένος τραχυτάταις· ἐν δὲ ταύταις ταῖς φολίσιν
ἐμφωλεύειν φασὶν μυίας τὰς χαλκοπτέρους, αὗται δὲ ἀναιροῦσιν τοὺς
ὄφεις.
 τοῖς οὖν ὑπὸ τούτων δηχθεῖσιν παρακολουθεῖ | τάδε· οἴδημα
μελανίζον, ἄλγημα σφοδρόν, νομή, παρακοπή, ξηρότης σώματος, λυγ-
μός, ἔμετος χολωδῶν, οὔρων ἐποχή, ἀφωνία, κάρος, τρόμος καὶ μετὰ
ῥωγμοῦ θάνατος, τοῖς δὲ πατήσασιν αὐτὸν ἐκδορὰ σκελῶν καὶ οἰδή-
ματα, καὶ καθ' ὅλου κατὰ νέκρωσιν τῶν δηχθέντων τόπων ὁ θά-
νατος τοῖς πλείστοις· οὕτω δὲ δυναμικώτατος ὁ ἰός, ὡς καὶ τοὺς
θεραπεύοντας ἰατροὺς τὰς χεῖρας βλάπτειν.
 βοηθεῖ δὲ καὶ τούτοις ἀριστολοχία μετ' οἴνου πινομένη καὶ ἡ
τρίφυλλος πόα, ῥίζα τε ἀσφοδέλου παραπλησίως λαμβανομένη, καὶ
δρυὸς πάσης ὁ καρπὸς πινόμενος καὶ καταπλασσόμενος ἀρήγει·  
βοηθοῦνται δὲ καὶ τοῖς ἐπ' ἐχεοδήκτων εἰρημένοις καὶ ἐκ

Philumenus Med., De venenatis animalibus eorumque remediis


Chapter 25, sec. 2, line 5

Ἑλλήσποντον, ἐμφωλεύουσι δὲ ἐν ταῖς τῶν δρυῶν ῥίζαις, ὅθεν καὶ


δρυίναι λέγονται. εἰσὶ δὲ δυσώδεις, διὸ καὶ μὴ ὁρώμενοι γνωρίζονται,
ἔνθα εἰσίν· ἔστι δὲ ὡσεὶ πηχῶν β, καταπίμελος δέ, φολίσιν καθ'
ὅλον τὸ σῶμα πεφρουρημένος τραχυτάταις· ἐν δὲ ταύταις ταῖς φολίσιν
ἐμφωλεύειν φασὶν μυίας τὰς χαλκοπτέρους, αὗται δὲ ἀναιροῦσιν τοὺς
77

ὄφεις.
 τοῖς οὖν ὑπὸ τούτων δηχθεῖσιν παρακολουθεῖ | τάδε· οἴδημα
μελανίζον, ἄλγημα σφοδρόν, νομή, παρακοπή, ξηρότης σώματος, λυγ-
μός, ἔμετος χολωδῶν, οὔρων ἐποχή, ἀφωνία, κάρος, τρόμος καὶ μετὰ
ῥωγμοῦ θάνατος, τοῖς δὲ πατήσασιν αὐτὸν ἐκδορὰ σκελῶν καὶ οἰδή-
ματα, καὶ καθ' ὅλου κατὰ νέκρωσιν τῶν δηχθέντων τόπων ὁ θά-
νατος τοῖς πλείστοις· οὕτω δὲ δυναμικώτατος ὁ ἰός, ὡς καὶ τοὺς
θεραπεύοντας ἰατροὺς τὰς χεῖρας βλάπτειν.
 βοηθεῖ δὲ καὶ τούτοις ἀριστολοχία μετ' οἴνου πινομένη καὶ ἡ
τρίφυλλος πόα, ῥίζα τε ἀσφοδέλου παραπλησίως λαμβανομένη, καὶ
δρυὸς πάσης ὁ καρπὸς πινόμενος καὶ καταπλασσόμενος ἀρήγει·  
βοηθοῦνται δὲ καὶ τοῖς ἐπ' ἐχεοδήκτων εἰρημένοις καὶ ἐκ
τινῶν τῶν κοινῶν καὶ καθολικῶν ἀνάλογον τοῖς παρακολουθοῦσιν
συμπτώμασιν τοῖς πεπληγμένοις.
      
   

Philumenus Med., De venenatis animalibus eorumque remediis


Chapter 32, sec. 3, line 2

οὗτοι δὲ χρώματι οἱ μέν εἰσι χαλκίζοντες, οἱ δὲ μελανίζοντες, οὐκ


ἀναιροῦσι δὲ δακόντες, ἀλλ' ὡς ἡ ἀμφίσβαινα καὶ ἡ σκυτάλη, οὕτως
καὶ οὗτος πλήξας φλεγμονὰς μόνον ἐπάγει, διὸ καὶ τοῖς αὐτοῖς θερα-
πευέσθωσαν οἱ ὑπὸ τούτου πληγέντες.
 ὁ δὲ σπαθίουρος ἐν τοῖς κατὰ τὴν Χαλκίτιδα τόποις εὑρίσκε-
ται. ἔστι δὲ τὸ ζῷον ἐκ πάχους ἐπὶ λεπτὸν ἠγμένον ἐπὶ τὴν οὐράν,
πλατυκέφαλον δέ· ἔστι δὲ μυσὶ ἔχθιστον. οὐκ ἀναιρεῖ δὲ οὐδὲ οὗτος
δάκνων, ἀλλὰ μόνον φλεγμονὰς ἐπιφέρει· διὸ καὶ οἱ ὑπ' αὐτοῦ πλη-
γέντες τοῖς ὁμοίοις θεραπευέσθωσαν.  
 τοῖς δὲ ὑπὸ τῆς σκολοπένδρης δεδηγμένοις παρακολουθεῖ
κνησμός, οἴδημα μέτριον, πόνος λυόμενος συντόμως· διὸ καὶ αὐτοὶ τοῖς
κοινοῖς βοηθοῦνται φαρμάκοις. Ἀπολλώνιος δὲ ἐν τοῖς Εὐπορίστοις
παραινεῖ ὀξάλμῃ δριμείᾳ θερμῇ καταντλεῖν τοὺς τόπους καὶ κατα-
πλάσσειν ἁλὶ λείῳ μετ' ὄξους.
      
       
Επιλογή από Παύλος ιατρός.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 1, chapter 52, sec.
1, line 7

   
78

Περὶ τῶν αὐτοφυῶν λουτρῶν.

 Τῶν αὐτοφυῶν λουτρῶν τὰ μέν ἐστι νιτρώδη, τὰ δὲ ἁλμυρά, τὰ


δὲ στυπτηριώδη, τὰ δὲ θειώδη, τὰ δὲ ἀσφαλτώδη, τὰ δὲ χαλκανθώδη,
τὰ δὲ σιδηρίζοντα, τὰ δὲ σύνθετα ἐκ τούτων. πάντων μὲν οὖν τῶν
αὐτοφυῶν ὑδάτων ἡ δύναμίς ἐστι ξηραντικὴ καὶ θερμαντικὴ ἐπίπαν
καὶ μάλιστα ἁρμόζει τοῖς καθύγροις καὶ ψυχροῖς. ἤδη δὲ τὰ μὲν νι-
τρώδη καὶ ἅλας ἔχοντα κεφαλῇ κατάλληλα καὶ θώρακι ῥευματιζομένῳ
καὶ στομάχῳ καθύγρῳ καὶ ὑδρωπικοῖς οἰδήμασί τε τοῖς ἐκ νόσων καὶ
τοῖς φλεγματικοῖς· τὰ δὲ στυπτηριώδη αἵματός τε ἀναγωγαῖς καὶ ἐμε-
τικῷ στομάχῳ καὶ γυναιξὶν ἀτάκτως καθαιρομέναις καὶ συνεχῶς ἐκτι-
τρωσκούσαις· τὰ θειώδη δὲ νεύρων μαλακτικὰ καὶ θερμαντικὰ καὶ πό-
νων παρηγορικά, στόμαχον δὲ ἐκθηλύνει καὶ ἀνατρέπει· τὰ δὲ ἀσφαλ-
τώδη κεφαλήν τε συμπληροῖ καὶ τὰ αἰσθητήρια κακοῖ, θερμαίνει δὲ
ἐμμόνως καὶ μαλάσσει σὺν χρόνῳ· τὰ δὲ χαλκανθίζοντα στόματι καὶ
παρισθμίοις καὶ σταφυλῇ καὶ ὄμμασι διαφερόντως ἐπιτήδεια· τὰ δὲ
σιδηρίζοντα στομάχῳ καὶ σπληνὶ χρήσιμα. δεῖ δὲ τὰς εἰς τὸ ὕδωρ ἐμβά-
σεις ἀθορύβως ποιεῖσθαι, ὅπως ἡ δύναμις ἀνειμένῳ τῷ σώματι προς-
ιοῦσα ἐγκαταδύηται.  

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 1, chapter 100, sec.
5, line 4

τὰ ἑψήματα· ἡδύτερα γάρ ἐστι καὶ ἀκίνδυνα. χρήσιμος δὲ καὶ ἡ λεία


κράμβη καθηψημένη ἐν ὕδατι πολλῷ· ταύτης ὁ χυλὸς πινόμενος μετὰ
μέλιτος καὶ ἁλός (εἶναι δὲ δεῖ ὡς κοτύλας τέσσαρας) ἢ τῶν ἐρεβίν-
θων ἢ ὀροβίων καθηψημένων τὸ ὕδωρ πινόμενον τὸν αὐτὸν τρόπον
ποιεῖ νήστει. τοῖς δὲ ἀμελοῦσι τῶν τοιούτων σημείων τάδε εἴωθεν
γίγνεσθαι τὰ πάθη· κοιλίας διάρροια, δυσεντερία, λειεντερία, εἰλεός,
ἰσχιάς,
πυρετὸς τριταῖος, ποδάγρα, ἀποπληξία, αἱμορροίδες, ἀρθρῖτις.
 ὅταν δέ τι μέλλῃ πάθος περὶ τὴν κύστιν ἐπὶ πλεῖον συνίστασθαι,
τάδε προσημαίνειν εἴωθεν· ἀπὸ σιτίων ὀλίγων πλήρεις δοκεῖν εἶναι,  
φῦσαι, ἐρυγαί, ἄχροιαι ὅλου τοῦ σώματος, ὕπνοι βαρεῖς, τὰ οὖρα πε-
λιὰ καὶ μόλις ἐκπορευόμενα, οἰδήματα περὶ τὰ αἰδοῖα γίνονται. ὅταν
οὖν τοιοῦτόν τι προσημαίνῃ, βοηθεῖν δεῖ τοῖς διουρητικοῖς ἀρώμασιν
ἀσφαλέστατα· ἔστι δὲ τάδε· μαράθων καὶ σελίνων τὰς ῥίζας ἀποβρέχειν
ἐν οἴνῳ λευκῷ εὐώδει, τοῦτο πίνειν ἑκάστης ἡμέρας νήστεις πρωὶ
κυάθους δύο μεθ' ὕδατος, δαύκου, σμύρνης, ἑλενίου, ὅ,τι ἂν ἔχῃς τῶν
τοιούτων· ἅπαντα γὰρ ὠφελεῖ· καὶ τῶν ἐρεβίνθων τῶν ἀποβεβρεγμέ-
79

νων τὸ ὕδωρ πινόμενον μετὰ οἴνου τὸν αὐτὸν τρόπον. τοῖς δὲ ἀμε-
λοῦσι τῶν τοιούτων σημείων τάδε εἴωθεν ἐπιγίγνεσθαι τὰ ἀρρωστήματα·
ὕδρωψ, σπλὴν μέγας, ἥπατος πόνος, λιθίασις, νεφρῖτις, στραγγουρία,
πρησμὸς κοιλίας. ἐφ' ἁπάντων δὲ τῶν τοιούτων σημείων τοῖς μὲν νηπίοις
ἠπίους καὶ τὰς θεραπείας προσάγειν, τοῖς δὲ μείζοσιν ἐνεργεστέρως.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 2, chapter 27, sec.
1, line 11

 Τῶν συνεχῶν πυρετῶν ἡ μὲν γένεσις ἐξ αἵματός ἐστιν ὁτὲ μὲν


ζέσαντος μόνον, ὁτὲ δὲ καὶ σαπέντος ἐπ' ἐμφράξει· διόπερ ὁ παροξυ-
σμὸς αὐτοῖς ἀπ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους εἷς ἐστιν. σημεῖα δὲ σφυγμοὶ μέ-
γιστοι καὶ σφοδροὶ καὶ ταχεῖς καὶ πυκνοὶ καὶ ὁμαλεῖς, οὐ δακνώδεις,
οὖρα δὲ τῶν κατὰ φύσιν οὐ πάνυ τι ἀπολειπόμενα. ἴασις δέ ἐστι διὰ
φλεβοτομίας ἄχρι λειποθυμίας· μὴ φλεβοτομηθέντες δὲ οἱ τοιοῦτοι
πυρέττοντες εἰς ἔσχατον ἥκουσι κίνδυνον. εἰ δὲ διά τι κωλυθείημεν
κενῶσαι διὰ φλεβοτόμου, τοῖς ἄλλοις δεῖ χρῆσθαι βοηθήμασι τοῖς ἐκ-
φράττουσι καὶ τὸ πλῆθος κενοῦσι καὶ πραΰνουσι τὸ ζέον τῶν πυρετῶν.  
ὅταν δέ ποτε ἐπ' αὐτῶν ἴδῃς τὰ τῆς πέψεως τῶν χυμῶν σημεῖα, καὶ
μήτε ἐν κυρίῳ μορίῳ φλεγμονή τις ἢ ὄγκος οἰδηματώδης ἢ σκιρρώδης
ᾖ μήτε τι μόριον ψυχρόν, ὡς εἰς αὐτὸ κατασκῆψαι τὴν βλάβην, θαρρῶν
δίδου τὸ ψυχρόν, καὶ μάλιστα εἰ ψυχροπότης ὁ κάμνων εἴη.
      
     

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem


Book 3, chapter 7, sec. 1, line 4

     
    

Περὶ φλεγμονῆς ἐγκεφάλου.

 Φλεγμαίνων ὁ ἐγκέφαλος οἰδεῖ πολλάκις οὕτως, ὥστε καὶ τὰς ἐν τῇ


κεφαλῇ ῥαφὰς διίστασθαι, καὶ ὀδύνη δὲ μεγίστη καὶ διαρκὴς παρέπεται
καὶ ἄση πολλή, ἔρευθός τε κατὰ τοῦ προσώπου πολὺ συνίσταται σὺν
οἰδήματι, καὶ τὰ ὄμματα προπετῆ γίνεται, καὶ ἡ κεφαλὴ διογκοῦται.
φλεβοτομεῖν οὖν τούτους χρὴ καὶ κενοῦν ἀπ' ἀγκῶνος· δεῖ δὲ καὶ
ἀπὸ ῥινὸς καὶ τῶν ὑπὸ τὴν γλῶσσαν ἀγγείων κενοῦν τοῦ αἵματος.
χρῶ δὲ καὶ ταῖς πρὸς τὰς φλεγμονὰς κατὰ τῆς κεφαλῆς διαβροχαῖς
καὶ καταπλάσμασι τοῖς ὑγραίνειν καὶ πεπαίνειν δυναμένοις.
80

      
   
Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 3, chapter 41, sec.
1, line 5

κύμινον ἢ σελίνου σπέρμα· καὶ ἡ φακὴ δὲ δὶς ἑψηθεῖσα πολλάκις αὐ-


τοὺς ὤνησεν ἐσθιομένη σὺν ὄξει βραχεῖ ἢ ὀξυμέλιτι αἵ τε κράμβαι δίς-
εφθοι καὶ αὐταί· κάλλιον δὲ τὴν δευτέραν ἕψησιν αὐτῶν ἐν ὀξυκράτῳ
γίνεσθαι. οἶνον δέ τινα τῶν παλαιοτέρων καὶ θερμοτέρων πινέτωσαν.
      
     

Περὶ τεινεσμοῦ.

 Ὁ τεινεσμὸς ἔστι μὲν ὅτε τῆς δυσεντερίας προηγεῖται, πολλάκις


δὲ καὶ αὐτὸς μόνος πρὸς ὀλίγον γενόμενος ἀποπαύεται. ἔστι δὲ τὸ
πάθος προθυμία πρὸς ἔκκρισιν ἀπαραίτητος οὐδὲν ἐξάγουσα πλὴν ὀλί-
γων αἱμωπῶν ἢ καὶ μυξωδῶν, ἃ σχεδὸν τῆς ὅλης αἴτια καθέστηκε
νόσου, οἰδηματώδης τε φλεγμονὴ κατὰ τὸ ἀπευθυσμένον γενομένη ἔμ-
φασιν αὐτοῖς ἐγκειμένης παρέχεται κόπρου καὶ ἐπιζήτησιν ἀποκρίσεως.
ὁ δὲ Γαληνὸς ἱστορεῖ καὶ λίθον τινὰ διὰ τῆς ἕδρας ἐκκριθῆναι κατὰ  
τεινεσμώδεις συστάσεις. πολλάκις δὲ καὶ δι' ἔμφραξιν κόπρου κατὰ τὸ
λεπτὸν ἔντερον συστᾶσαν τεινεσμὸς ἠκολούθησεν, ἐπὶ μὲν τοῖς στύφουσι

καὶ παρεμπλαστικοῖς πλέον αὐξόμενος, ἐπικλύσματι δὲ δριμυτέρῳ, οἷον


μελικράτῳ σὺν ἁλσίν, ἢ ἐπί τινι τῶν διὰ στόματος μαλακτικῶν, οἷον
δαμασκηνῶν, ἰσχάδων, λινοζώστεως, ὀροῦ γάλακτος, ἐκκριθείσης

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 3, chapter 78, sec.
19, line 11

λεως ἀλεύρου ξ̸ α 𐅵ʹ. τούτοις δὲ καὶ τὰ ἐπὶ τῶν ἰσχιαδικῶν εἰρημένα


καλῶς ἂν ἁρμόσοι· πολλοὶ γὰρ ἐπὶ τῶν οὕτω κατεψυγμένων ἐν παρ-  
ακμαῖς καὶ τῷ νάπυι σὺν ἰσχάσιν ἐχρήσαντο καὶ τοῖς ἄλλοις φοινιγμοῖς,
τινὲς δὲ καὶ τῷ διὰ κανθαρίδος φαρμάκῳ· ταῦτα δὲ βλάπτουσιν εἰς
ὕστερον, εἰ μή τινι καὶ τῶν μαλακτικῶν χρήσαιντο, οἷον τῷ τε διὰ
στρουθίου καὶ τῇ πυξίδι καὶ τῷ Βασιλείου καὶ τῷ διὰ τῆς ἐλάτης καὶ
τῷ διὰ τῆς αἰγείρου τῷ τε βρομίῳ καὶ τῷ λυσιπονίῳ καὶ τοῖς ἰσχυρο-
τέροις τῶν ἀκόπων, ἐφ' ὧν μάλιστα νευριτικαὶ συμπάθειαι καὶ σφηνώ-
σεις γίνονται. ἡ δὲ διὰ τοῦ οὔρου τῆς ἡμιόνου καὶ ἐν ἀκμαῖς ἐπιτε-
θεῖσα μάλιστα τοῖς ψυχροτέροις ῥεύμασιν ἐπιτήδειός ἐστιν. ὡσαύτως δὲ
81

καὶ ὁ διὰ τῶν δύο ἐλλεβόρων τροχίσκος πρὸς τοὺς οἰδηματώδεις τε


καὶ χαύνους ὄγκους ἁρμόσει. πυρία μὲν ἡ διὰ τῶν πεφρυγμένων ἁλῶν
ἥ τε ἀπὸ τῆς θαλάσσης θερμῆς διὰ σπόγγων προσάντλησις ἢ ἀποβροχὴ
καὶ αἱ δι' ἁλῶν σκευαζόμεναι ἔμπλαστροι αἵ τε διὰ στακτῆς καὶ νίτρου
καὶ τὰ ταύταις παραπλήσια καταπλάσματα μετὰ τὰς ἀκμάς. δίαιτα δὲ
ξηροτέρα τούτοις ἁρμόσει καὶ ἀπέριττος καὶ ἀσιτία ἢ ὀλιγοσιτία καὶ
λουτρῶν συχνῶν ἀποχή· λουόμενοι δὲ τοῖς νίτροις τε καὶ τοῖς ἄλλοις
κεχρήσθωσαν ἀποτρίμμασιν. ἐν δὲ ταῖς παρακμαῖς γυμνασίοις τε καὶ
τρίψεσι μάλιστα τῶν ἄρθρων χρήσθωσαν καὶ τοῖς αὐτοφυέσι τῶν λου-
τρῶν ἢ καὶ ψαμμισμοῖς ἐμέτοις τε τοῖς ἀπὸ ῥεφανίδων καὶ σιτίων· οἱ
δὲ πρὸς τοῦτο ἐπιτηδείως ἔχοντες καὶ διὰ ἐλλεβόρου τοῦ λευκοῦ κε

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 4, chapter p, sec. 1,


line 6

ιθʹ. Περὶ γαγγραίνης καὶ σφακέλου.


κʹ. Περὶ ἕρπητος.
καʹ. Περὶ ἐρυσιπέλατος.
κβʹ. Περὶ φύματος καὶ βουβῶνος καὶ
φυγέθλου.
κγʹ. Περὶ δοθιήνων.
κδʹ. Περὶ τερμίνθου.   
κεʹ. Περὶ ἀνθράκων.
κϛʹ. Περὶ καρκίνων.
κζʹ. Περὶ οἰδήματος.
κηʹ. Περὶ ἐμφυσήματος.
κθʹ. Περὶ στρεμμάτων καὶ θλασμάτων.
λʹ. Περὶ σαρκοθλασμάτων καὶ ἐκχυμω-
μάτων.
λαʹ. Περὶ ῥήγματος καὶ σπάσματος.
λβʹ. Περὶ σκίρρων.
λγʹ. Περὶ χοιράδων.
λδʹ. Περὶ στεατωμάτων καὶ ἀθερωμά-
των καὶ μελικηρίδων.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 4, chapter 27, sec.
t, line 1

 διαιτάσθω δὲ ὁ κάμνων ἔν τε χυλῷ πτισάνης πλεονάζων καὶ γά-


82

λακτος ὀρῷ καὶ λαχάνων μαλάχῃ καὶ ἀτραφάξυϊ βλίτῳ τε καὶ κολο-
κύνθῃ καὶ τοῖς πετραίοις τῶν ἰχθύων καὶ ὀρνέοις ἅπασι πλὴν τῶν
ἑλείων.
      
 

Ἀρχιγένους πρὸς καρκινώδη καὶ κακοήθη ἕλκη.

 Καρκίνων ποταμίων κεκαυμένων καὶ καδμίας ἴσα λεῖα ἐπίπασσε ἢ


τὴν σποδὸν τῶν καρκίνων μετὰ κηρωτῆς ἐπιτίθει ἢ ἐρυσίμου σπέρμα
λεῖον σὺν μέλιτι ἐπιτίθει.
      
     

Περὶ οἰδήματος.

 Περὶ τῶν ἐπὶ θερμοτέροις χυμοῖς συνισταμένων ὄγκων διαλαβόν-


τες αὖθις περὶ τῶν ἐναντίων διαληψόμεθα τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τοῦ οἰδή-
ματος ποιούμενοι. ὥσπερ γὰρ ἐπὶ χολώδει ῥεύματι τὸ ἐρυσίπελας, οὕ-
τως ἐπὶ φλεγματώδει τὸ οἴδημα γίνεται, χαῦνός τις ὄγκος ὑπάρχων
ἀνώδυνος. ἴσμεν δὲ δήπου καὶ ἄλλως οἰδήματα γινόμενα περὶ τοῖς
ποσὶν ἐν ὑδερικαῖς διαθέσεσι καὶ φθόαις καὶ καχεξίαις. ἐπ' ἐκείνων μὲν
οὖν σύμπτωμά ἐστι τὸ οἴδημα τοῦ κατέχοντος πάθους τὸν ἄνθρωπον
οὐδεμιᾶς ἰδίας ἐξαιρέτου θεραπείας δεόμενον· ἀρκεῖ γάρ, εἴπερ ἄρα,
τηνικαῦτα τρίβειν τὰ σκέλη, ποτὲ μὲν δι' ὀξυροδίνου, ποτὲ δὲ δι'
ἐλαίου καὶ ἁλῶν ἢ καὶ αὐτῷ τῷ ὀξυροδίνῳ τῶν ἁλῶν ἐπεμβάλλοντα.  

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem


Book 4, chapter 27, sec. 1, line 19

τηνικαῦτα τρίβειν τὰ σκέλη, ποτὲ μὲν δι' ὀξυροδίνου, ποτὲ δὲ δι'


ἐλαίου καὶ ἁλῶν ἢ καὶ αὐτῷ τῷ ὀξυροδίνῳ τῶν ἁλῶν ἐπεμβάλλοντα.  
διὰ δὲ τὸν φλεγματώδη χυμὸν ἐπιρρυέντα μορίῳ συστάντος οἰδήματος
ἱκανὸς ἐνίοτε καὶ σπόγγος ὀξυκράτῳ βραχεὶς καὶ ἐπιτιθέμενος μετ'
ἐπιδέσεως ἠρέμα σφιγγούσης ἐκ τῶν κάτω μερῶν ἀρχομένης, τελευτώ-
σης δὲ εἰς τὰ ἄνω. καινὸν δὲ χρὴ εἶναι τὸν σπόγγον· εἰ δὲ μὴ παρείη
τοιοῦτος, ἐκκαθαίρειν τὸν παρόντα νίτρῳ καὶ μᾶλλον τῇ καλουμένῃ
στακτῇ κονίᾳ. μὴ καθισταμένου δὲ ἐπὶ τούτοις τοῦ οἰδήματος βραχύ τι
στυπτηρίας μιγνύειν· ἐπιτήδειον δὲ καὶ τὸ ἁπαλώτατον ἐλλύχνιον ὑγρό-
τητι τοιαύτῃ δευόμενον καὶ ἐπιτιθέμενον· καλὸν δὲ καὶ τὸ γλαύκιον.
83

κεχρονικὸς δὲ οἴδημα προϋπαλείψας ἐλαίῳ τὸ μόριον, εἶτα ἐπιθεὶς


σπόγγον ἐκ κονίας καὶ σφίγξας βιαιότερον θεραπεύσεις. διαφορεῖ δὲ
καὶ προστέλλει τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους γῆ πᾶσα καταχριομένη, καὶ
μᾶλλον ἡ Αἰγυπτία, καὶ ἰσάτις ἥμερος.
      
     

Περὶ ἐμφυσήματος.

 Πνεύματος φυσώδους ποτὲ μὲν ὑπὸ τῷ δέρματι, ποτὲ δὲ ὑπὸ


τοῖς περιοστέοις ὑμέσιν ἢ τοῖς τοὺς μῦς περιέχουσιν ἀθροιζομένου τὸ
ἐμφύσημα γίνεται· ἀθροίζεται δέ ποτε καὶ κατὰ τὴν γαστέρα καὶ τὰ
ἔντερα καὶ μεταξὺ τούτων τε καὶ τοῦ περιτοναίου κατὰ τοὺς τυμπα-
νίας προσαγορευομένους ὑδέρους. καὶ διαφέρει γε τῶν οἰδημάτων τῷ

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 4, chapter 27, sec.
1, line 21

διὰ δὲ τὸν φλεγματώδη χυμὸν ἐπιρρυέντα μορίῳ συστάντος οἰδήματος


ἱκανὸς ἐνίοτε καὶ σπόγγος ὀξυκράτῳ βραχεὶς καὶ ἐπιτιθέμενος μετ'
ἐπιδέσεως ἠρέμα σφιγγούσης ἐκ τῶν κάτω μερῶν ἀρχομένης, τελευτώ-
σης δὲ εἰς τὰ ἄνω. καινὸν δὲ χρὴ εἶναι τὸν σπόγγον· εἰ δὲ μὴ παρείη
τοιοῦτος, ἐκκαθαίρειν τὸν παρόντα νίτρῳ καὶ μᾶλλον τῇ καλουμένῃ
στακτῇ κονίᾳ. μὴ καθισταμένου δὲ ἐπὶ τούτοις τοῦ οἰδήματος βραχύ τι
στυπτηρίας μιγνύειν· ἐπιτήδειον δὲ καὶ τὸ ἁπαλώτατον ἐλλύχνιον ὑγρό-
τητι τοιαύτῃ δευόμενον καὶ ἐπιτιθέμενον· καλὸν δὲ καὶ τὸ γλαύκιον.
κεχρονικὸς δὲ οἴδημα προϋπαλείψας ἐλαίῳ τὸ μόριον, εἶτα ἐπιθεὶς
σπόγγον ἐκ κονίας καὶ σφίγξας βιαιότερον θεραπεύσεις. διαφορεῖ δὲ
καὶ προστέλλει τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους γῆ πᾶσα καταχριομένη, καὶ
μᾶλλον ἡ Αἰγυπτία, καὶ ἰσάτις ἥμερος.
      
     

Περὶ ἐμφυσήματος.

 Πνεύματος φυσώδους ποτὲ μὲν ὑπὸ τῷ δέρματι, ποτὲ δὲ ὑπὸ


τοῖς περιοστέοις ὑμέσιν ἢ τοῖς τοὺς μῦς περιέχουσιν ἀθροιζομένου τὸ
ἐμφύσημα γίνεται· ἀθροίζεται δέ ποτε καὶ κατὰ τὴν γαστέρα καὶ τὰ
ἔντερα καὶ μεταξὺ τούτων τε καὶ τοῦ περιτοναίου κατὰ τοὺς τυμπα-
νίας προσαγορευομένους ὑδέρους. καὶ διαφέρει γε τῶν οἰδημάτων τῷ
84

πρὸς τῷ μὴ βοθροῦσθαι καθάπερ ἐκεῖνα πιεζόμενα καὶ ψοφεῖν ὥσπερ


τύμπανον. συνεργεῖ δὲ τῷ μὴ διαπνεῖσθαι τὸ πνεῦμα τῶν σωμάτων ἡ

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 4, chapter 28, sec.
1, line 5

κεχρονικὸς δὲ οἴδημα προϋπαλείψας ἐλαίῳ τὸ μόριον, εἶτα ἐπιθεὶς


σπόγγον ἐκ κονίας καὶ σφίγξας βιαιότερον θεραπεύσεις. διαφορεῖ δὲ
καὶ προστέλλει τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους γῆ πᾶσα καταχριομένη, καὶ
μᾶλλον ἡ Αἰγυπτία, καὶ ἰσάτις ἥμερος.
      
     

Περὶ ἐμφυσήματος.

 Πνεύματος φυσώδους ποτὲ μὲν ὑπὸ τῷ δέρματι, ποτὲ δὲ ὑπὸ


τοῖς περιοστέοις ὑμέσιν ἢ τοῖς τοὺς μῦς περιέχουσιν ἀθροιζομένου τὸ
ἐμφύσημα γίνεται· ἀθροίζεται δέ ποτε καὶ κατὰ τὴν γαστέρα καὶ τὰ
ἔντερα καὶ μεταξὺ τούτων τε καὶ τοῦ περιτοναίου κατὰ τοὺς τυμπα-
νίας προσαγορευομένους ὑδέρους. καὶ διαφέρει γε τῶν οἰδημάτων τῷ
πρὸς τῷ μὴ βοθροῦσθαι καθάπερ ἐκεῖνα πιεζόμενα καὶ ψοφεῖν ὥσπερ
τύμπανον. συνεργεῖ δὲ τῷ μὴ διαπνεῖσθαι τὸ πνεῦμα τῶν σωμάτων ἡ
πυκνότης ἅμα τῷ καὶ αὐτὸ παχυμερὲς εἶναι τὸ πνεῦμα· ὅθεν καὶ ὁ
σκοπὸς τῆς θεραπείας ἀραίωσις μὲν τῶν σωμάτων, λέπτυνσις δὲ τοῦ
πεπαχυσμένου πνεύματός ἐστι διὰ τῶν λεπτομερῶν τε καὶ θερμῶν
ἐπιτελουμένη φαρμάκων. ἐπὶ μὲν οὖν τῶν κατὰ τὴν γαστέρα καὶ τὰ
σπλάγχνα λεπτομερὲς ἔλαιον ἐργάζεται τοῦτο πήγανον ἐναπεζεσμένον
ἔχον ἢ κύμινον ἢ σελίνου σπέρμα· καί ποτε καὶ σικύα μεγάλη χωρὶς
ἀμυχῶν περὶ τὸν ὀμφαλὸν δὶς ἢ τρὶς τεθεῖσα διεφόρησεν. τῶν μυῶν
δὲ διὰ θλάσιν, ὥσπερ ἐπὶ κρούσμασιν, ἐμπεφυσημένων ἐπὶ τοῖς ἄγαν

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 5, chapter 13, sec.
1, line 7

ἅλας μεθ' ὑγροπίσσου κατάπλασσε ἢ κεδρίαν μετὰ μέλιτος ἢ σκόρδον


μετὰ συκῆς φύλλων καὶ κυμίνου ἢ καλαμίνθης φύλλα ἢ κριθὰς κεκαυ-
μένας μετ' ὄξους.  
    
85

Περὶ ἔχεων καὶ ἐχιδνῶν.

 Ἐπὶ δὲ τῶν ὑπὸ ἔχεων ἢ ἐχίδνης δακνομένων ἢ τῶν ὁμοίων ἰο-


βόλων παρακολουθεῖ πόνος, ἐν ἀρχῇ μὲν τοῦ δηχθέντος τόπου, μετὰ
ταῦτα δὲ καὶ ὅλου τοῦ σώματος· φαίνεται δὲ κατὰ τὸ δῆγμα δύο τρη-
μάτια μικρὸν ἀλλήλων διεστηκότα ῥύσις τε ἐκ τούτων αἵματος καὶ ἰχω-
ροειδοῦς ὑγροῦ, μετὰ δὲ ταῦτα ἐλαιωδοῦς, ἐπὶ πᾶσι δὲ καὶ ἰωδοῦς, ὃ
δή φασί τινες εἶναι τὸν ἰὸν τῶν θηρίων. παρακολουθεῖ δὲ καὶ οἰδή-
ματα περὶ τὸ δῆγμα ὑπέρυθρα καὶ πελιά, ἄχροια περὶ τὸ σῶμα, ἴλιγγος,
ἀνάλυσις στομάχου, λειποθυμία, τισὶ δὲ καὶ ἔμετος χολώδης, δυσουρία·
περὶ δὲ τὸ δῆγμα φλυκταινῶν ἐπανάστασις καθάπερ ἐπὶ τῶν πυρι-
καύστων γίνεται, καὶ νομὴ περιλαμβάνει προχωροῦσα ἐπὶ τὰ παρακεί-
μενα, καὶ τὰ οὖλα αὐτοῖς αἱμάσσεται. προσγίνεται δὲ αὐτοῖς καὶ τρό-
μος καὶ κάρος καὶ ψυχρὰ περιίδρωσις. ἀκινδυνότερον δὲ δοκοῦσιν ἀπαλ-
λάττειν οἱ δηχθέντες ὑπὸ ἐχίδνης μᾶλλον ἢ ἔχεως, ἧττον δὲ καὶ τού-
των αὐτῶν κινδυνεύουσιν οἱ προσενηνεγμένοι τροφήν. ἐν δὲ θεραπεί-
αις ἀνυτικώτατον μὲν βοήθημα σκορδοφαγία καὶ ἀκρατοποσία, ὥστε,
εἰ ὑπομένοι τις, ἄλλου μὴ δεηθῆναι βοηθήματος. ἐσθιέτωσαν δὲ καὶ
πράσα καὶ κρόμμυα καὶ τάριχον δριμύτατον· τινὲς δὲ καὶ βατράχους

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 5, chapter 15, sec.
1, line 3

     
  

Περὶ δρυίνου (Γαληνοῦ δὲ τὸ προοίμιον).

 Ὁ δὲ δρύινος ἐν ταῖς τῶν δρυῶν ῥίζαις τὸν βίον ποιούμενος


οὕτω πονηρός ἐστι πρὸς τὸ διαφθεῖραι κακῶς, ὡς, εἴ τις αὐτῷ, φασί,
καὶ ἐπιβαίη, ἐκδέρεσθαι αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ οἴδημα πολὺ γίνεσθαι
καθ' ὅλων τῶν σκελῶν. καὶ ἔτι, τὸ θαυμασιώτερον, φασίν, ὅτι, εἰ καὶ
θεραπεύειν τις αὐτοὺς ἐθέλοι, τούτου τὰς χεῖρας ἐκδέρεσθαι· εἰ δέ τις
καὶ ἀμυνόμενος αὐτὸν ἀποκτεῖναι βούλοιτο τὸ θηρίον, λέγουσι τοῦτον
μοχθηρὸν ὄζειν πάνυ, καὶ μηδενὸς δὲ ἄλλου ὀσφραίνεσθαι. τοῖς δὲ
ὑπὸ δρυίνου πληγεῖσιν ἔπαρμα μὲν γίνεται περὶ τὸν τόπον μετὰ ἐρεύ-
θους καὶ φλυκταίνωσις τῶν ἐν κύκλῳ μορίων, εἴ που δὲ καὶ ὑδατώ-
δους ἰχῶρος ἔκκρισις, ἐπακολουθεῖ δὲ καρδιωγμὸς καὶ στρόφος. ἁρμόζει
δὲ αὐτοῖς ἀριστολοχία σὺν οἴνῳ ποτιζομένη καὶ ἡ τρίφυλλος πόα ῥίζα
86

τε ἀσφοδέλου παραπλησίως παραλαμβανομένη καὶ δρυὸς πάσης ὁ καρ-


πὸς λεῖος πινόμενος, ὡσαύτως δὲ καὶ τῆς πρίνου αἱ ῥίζαι κοπτόμεναι

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem


Book 7, chapter 4, sec. 10, line 4

     
    

Ὅσα φλέγμα κενοῖ.

 Τοῖς δὲ φλεγμαγωγοῖς χρηστέον ἐπί τε τῶν ψυχροτέρων ἕξεων


καὶ γεγηρακυιῶν καὶ χειμῶνος ἐπί τε παρέτων καὶ ἀποπλήκτων καὶ
παρῳδηκότων οἰδήμασι σομφοῖς τῶν τε πολλὰ φλέγματα ἐν κοιλίᾳ ἢ
θώρακι ἢ στομάχῳ ἐχόντων ἐπί τε γυναικείων ῥευματιζόντων· ἁρμόζει
δὲ καὶ τοῖς πολλὰ ἀπομυσσομένοις καὶ παχέα ἀναχρεμπτομένοις ἀνο-
ρέκτοις τε καὶ ἰσχιαδικοῖς, ἐπειδὰν τὸ ἄρθρον ὑπόμυξον ἢ ἐλεφαντῶδες
ᾖ, μάλιστα δὲ κατάλληλα ὑδρωπικοῖς τοῖς λεγομένοις ἀνὰ σάρκα.
 Στύρακος λευκοῦ α πλῆθος σὺν ῥητίνῃ τερεβινθίνῃ ἰσοστάθμῳ
καταπινόμενος φλέγμα κενοῖ.
 Ἐλαίας τῆς ῥίζης ὁ φλοιὸς α πλῆθος σὺν οἴνῳ ἢ ὕδατι· πυρέθρου
ὀβολοὶ θ σὺν ὕδατι· λυχνίδος τοῦ σπέρματος β· κυκλαμίνου τῆς
ῥίζης α σὺν ὑδρομέλιτι· σκορδίου β σὺν μέλιτι· χαμαίπιτυς λεανθεῖσα

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 7, chapter 17, sec.
71, line 1

     

Ἡ διὰ στακτῆς ἰσχιαδικοῖς, ἀρθριτικοῖς, οἰδηματώδεσιν.

 Κηροῦ, ἐλαίου παλαιοῦ, κονίας πρωτοστάκτου ἀνὰ λι. α, φρυκτῆς,


νίτρου Ἀλεξανδρινοῦ, νίτρου λευκοῦ, τερεβινθίνης ἀνὰ ϛ· τὰ νίτρα
λείου τῇ κονίᾳ.
      
 
87

Τὸ διὰ νίτρου πρὸς ἀποστάσεις καὶ σκιρροὺς ὄγκους.

 Ἐλαίου παλαιοῦ, κηροῦ, ἀφρονίτρου, σάπωνος, κονίας ἀνὰ λι. α,


τερεβινθίνης ϛ, χαλβάνης, προπόλεως, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ἀνὰ
α· σκεύαζε ὡς τὸ πρὸ αὐτοῦ.
      

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio (0716:


001)“Erotiani vocum Hippocraticarum collectio cum fragmentis”, Ed.
Nachmanson, E.Göteborg: Eranos, 1918.Klein p. 74, line 10

    

ΑΡΧΗ ΤΟΥ Η

 ἥπατος ζύμωσις· οἰδηματώδης ὄγκος.


 ἠπιαλώδεες πυρετοί· οἱ μετὰ φρίκης καὶ ῥίγους
γινόμενοι.
 ἤρκεσεν· ἐβοήθησεν.
 ἡδύσμασι· τοῖς χλωροῖς καὶ ξηροῖς ἀρτύμασι. Ἀτ-
τικὴ δὲ ἡ λέξις, ὡς καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἱππεῦσι καὶ  
Εὔπολις ἐν Εἱλώταις καὶ Μένανδρος ἐν Δαρδάνῳ. ἔν-
θεν καὶ στέαρ ἡδὺ λέγει ἐν βʹ Γυναικείων τὸ ἠρτυμένον.
 ἡμίτομος· ἐπιδέσμου ὄνομα. |
 ἥρμοσται· ἕδρασται, ἐστήρικται. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ
τῶν ἑρμασμάτων τῶν τὸν ἱστὸν τῆς νεὼς διακρατούντων, οὐ

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio


Klein p. 102, line 19

Γυναικείων κἀν τῷ Περὶ πτισάνης τὸν τοῦ γάλακτος ὀρὸν


ἀκουστέον, ὃς ἐφίσταται τοῖς ἀποτυρουμένοις.
 ὀκνήθη· ηὐλαβήθη.
 ὀρρωδέειν· ἀγωνιᾶν, φοβεῖσθαι.
 οἶνος Ἄνδριος· ὁ εὔτονος, ἢ ὁ ἀπὸ Ἄνδρου τῆς
νήσου, ὡς Λέσβιος ὁ ἀπὸ Λέσβου.
88

 οὔλῳ ἐρίῳ· τῷ μαλακῷ.


 ὀξύϊ· ὀσφύϊ.
 ὀχλώδεα· ὀχληρά.
 οἶδος· οἴδημα.
 ὀνεύεσθαι· τείνειν. |
 ὄπωπα· εἶδον.
 οὐλομελείης· ὅλης φύσεως.
 ὄκρις· τραχύτης. ἀλλ' οὐχ, ὥς φησι Βακχεῖος,
γωνία.  
 ὅπλα· Βακχεῖός φησι τὰ στύππινα σχοινία, οὐκ
εὖ. ἔστι γὰρ κοινῶς τὰ ἐν τῇ νηῒ διακρατοῦντα ὀρθὸν τὸν
ἱστὸν σχοινία.
 ὀχετούς· τὰς ἐκχύσεις τῶν ὑδάτων, ὡς καὶ Ὅμηρος·
  ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ὀχετηγὸς ἀπὸ κρήνης μελανύδρου.

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio


Klein p. 114, line 17

ἀλλ' ἐνθάδε μὲν τὴν συνέχειαν, ἐν δὲ τῷ Κατ' ἰητρεῖον κἀν


τῷ Περὶ καταγμάτων φησὶν ἴξιν τοῦ ἕλκεος ἢ τοῦ κατάγμα-
τος τὸ πέρας, παρὰ τὴν ἄφιξιν κληθεῖσαν, ἥτις ἐστὶ πέρας
κινήσεως. ἐν δὲ τῷ βʹ καὶ δʹ τῶν Ἐπιδημιῶν τὴν ἴξιν ἀντὶ
τῆς εὐθυωρίας τάττει.
 σιαλόχοι· οἱ σίαλον πυκνὸν ἀθροίζοντες.
 σπαργᾷ· ἀντὶ τοῦ ὀρέγεται, ἐπιθυμεῖ.  
 σκορδίνημα· γράφεται καὶ κορδίνημα. οὕτω δ' ἔλε-
γον οἱ ἀρχαῖοι τὸ καρηβαρεῖν, ὡς καὶ Ἀριστοφάνης.
 σήψ· σηπεδών.
 σπόγγοι· οἰδήματος εἶδος. οὕτως καλεῖ τὰς περὶ
τὰ παρίσθμια γιγνομένας φλεγμονὰς μετά τινος χαυνοτάτου
πυρετοῦ. ἔνιοι δὲ καὶ τὰ ἐν | τῇ κεφαλῇ πιτυρώδη ἕλκη.
οἱ δὲ τὰ ἐν αὐτῇ γινόμενα ὑπόσομφα οἰδήματα καί τινας
ἔχοντα κατατρήσεις.
 στεγγίδα· Ἡρακλείδης μὲν ὁ Ταραντῖνος διὰ τοῦ
ρ γράψας στρεγγίδα ἐν βʹ Ἐξηγητικῷ τῆς δʹ Ἐπιδημίας
χρυσᾶ φησι ταινίδια εἶναι, οἷς χρῶνταί τινες τῶν θεωρῶν, οὐ
κατὰ λόγον νοήσας. οὐ γὰρ διὰ τοῦ ρ, ἀλλὰ διὰ τοῦ λ
γράφεται. καὶ οὐκ ἔστι χρυσοῦν ταινίδιον, ὡς αὐτὸς οἴεται,
ἀλλ' ἡ συνήθης ξύστρα, καθὼς καὶ Μένανδρος μέμνηται
89

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio


Klein p. 115, line 2

κινήσεως. ἐν δὲ τῷ βʹ καὶ δʹ τῶν Ἐπιδημιῶν τὴν ἴξιν ἀντὶ


τῆς εὐθυωρίας τάττει.
 σιαλόχοι· οἱ σίαλον πυκνὸν ἀθροίζοντες.
 σπαργᾷ· ἀντὶ τοῦ ὀρέγεται, ἐπιθυμεῖ.  
 σκορδίνημα· γράφεται καὶ κορδίνημα. οὕτω δ' ἔλε-
γον οἱ ἀρχαῖοι τὸ καρηβαρεῖν, ὡς καὶ Ἀριστοφάνης.
 σήψ· σηπεδών.
 σπόγγοι· οἰδήματος εἶδος. οὕτως καλεῖ τὰς περὶ
τὰ παρίσθμια γιγνομένας φλεγμονὰς μετά τινος χαυνοτάτου
πυρετοῦ. ἔνιοι δὲ καὶ τὰ ἐν | τῇ κεφαλῇ πιτυρώδη ἕλκη.
οἱ δὲ τὰ ἐν αὐτῇ γινόμενα ὑπόσομφα οἰδήματα καί τινας
ἔχοντα κατατρήσεις.
 στεγγίδα· Ἡρακλείδης μὲν ὁ Ταραντῖνος διὰ τοῦ
ρ γράψας στρεγγίδα ἐν βʹ Ἐξηγητικῷ τῆς δʹ Ἐπιδημίας
χρυσᾶ φησι ταινίδια εἶναι, οἷς χρῶνταί τινες τῶν θεωρῶν, οὐ
κατὰ λόγον νοήσας. οὐ γὰρ διὰ τοῦ ρ, ἀλλὰ διὰ τοῦ λ
γράφεται. καὶ οὐκ ἔστι χρυσοῦν ταινίδιον, ὡς αὐτὸς οἴεται,
ἀλλ' ἡ συνήθης ξύστρα, καθὼς καὶ Μένανδρος μέμνηται
καὶ οἱ λοιποὶ τῶν ἀρχαίων.
 σκεθρή· ὁμοία.

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio


Klein p. 131, line 6

ΑΡΧΗ ΤΟΥ Φ

 φῦσαν· νῦν μὲν καὶ ἐν Ἀφορισμοῖς καὶ ἐν αʹ καὶ


δʹ Ἐπιδημιῶν τὴν δι' ἕδρας δυσώδη πνοὴν λέγει. ἐν δὲ
τῷ Περὶ φυσῶν καὶ ἐν τῷ Περὶ ἀρχαίης ἰητρικῆς τὰ ἐν ἡμῖν
πνεύματα. ἐν δὲ τῷ Περὶ χυμῶν τὸ ἐμφύσημα λέγει. |
 φακῶν ἐρέγματα· ἀντὶ τοῦ διαιρήματα. καὶ γὰρ
ἐρεγμὸς κυρίως λέγεται ὁ δίχα διῃρημένος κύαμος.
 φλεδονώδεα· φλεδονώδεα οὖν ἐκάλεσε τὰ μετὰ φλυα-
ρίας καὶ πνευματώδους ταραχῆς ἐκκρινόμενα. ἄλλοι δέ φασι
μὴ δεῖν γράφειν φλεδονώδεα, ἀλλὰ φλεβονώδεα, ὡς εἶναι τὰ
μετ' ἀλγήματος οἰδήματα. οἱ δὲ τὰ μετὰ σφυγμοῦ, οἱονεὶ
90

φλεβονώδη εἶναι, τοῦ Ἱπποκράτους μηδόλως ὀνομάσαντος


ἄλγημα. ἔστιν οὖν τὰ ἐν κινήσει καί τινι ταραχῇ ὄντα.
φλέβας γὰρ οἱ ἀρχαῖοι καὶ τὰς ἀρτηρίας ἐκάλουν. φησὶ γὰρ
αὐτός· ‘τὰ οὖν γινόμενα ῥίγεα μεθ' ἡμέρην καὶ κατὰ νύκτα
ἐπιπαροξυνόμενα ἀγρυπνίην ποιέει, καὶ τὰς φλέβας δονέει
καὶ ταράσσει, καὶ πυκνότερον καὶ σφοδρότερον τὸ κίνημα
ποιέει’. φλέβας δὲ οὐ τὰς συνήθως λεγομένας, ἀλλὰ τὰς
ἀρτηρίας ὠνόμασε. καὶ ὁ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίην
καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν.
 φλαῦρος· πανταχοῦ τὸ φλαῦρον ἐπὶ τοῦ κακοῦ τάσσει. |  

Erotianus Gramm., Med., Frag. (0716: 002)


“Erotiani vocum Hippocraticarum collectio cum fragmentis”, Ed.
Nachmanson, Göteborg: Eranos, 1918.Fragment 7, line 4

τὸ ἁλιευτικὸν δίκτυον ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν πλοκὴν σκολιώσεως.


εἰκὸς οὖν καὶ τὸν Ἱπποκράτην τὸ συμπαθὲς τῶν νεύρων
καὶ οἷον συνελκόμενον σπασμωδῶς εἰπεῖν. ‘τὰ κατ' ὀσφὺν
καὶ τὰ ὑποχόνδρια ἀλγήματα’, ἔφησε, ‘γριφώμενα, ἀποσιτικὰ
ἅμα πυρετῷ, τούτοισιν ἄλγημα κεφαλῆς ξύντονον ἐλθὸν κτεί-
νει ὀξέως τρόπῳ τινὶ σπασμωδῶς’.
      
          φλεδονώδεα ἐκάλεσε τὰ
μετὰ φλυαρίας καὶ πνευματώδους ταραχῆς ἐκκρινόμενα. ἄλ-  
λοι δέ φασι μὴ δεῖν γράφειν φλεδονώδεα, ἀλλὰ φλεβονώδεα,
ὡς εἶναι τὰ μετ' ἀλγήματος οἰδήματα. οἱ δὲ τὰ μετὰ
σφυγμοῦ οἱονεὶ φλεβονώδη, τοῦ Ἱπποκράτους μηδόλως ὀνο-
μάσαντος ἄλγημα. ἔστιν οὖν τὰ ἐν κινήσει καί τινι ταραχῇ
ὄντα. φλέβας γὰρ οἱ ἀρχαῖοι καὶ τὰς ἀρτηρίας ἐκάλουν.
      
Επιλογή από Αίτιος ιατρός.

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber i (0718: 001)“Aëtii Amideni libri


medicinales i–iv”, Ed. Olivieri, A.Leipzig: Teubner, 1935; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 8.1.Chapter 15, line 3

ται τὸ σπέρμα. κοιλίαν δὲ ὑπάγει μετρίως τῷ ῥύπτειν τε καὶ οἷον


γαργαλίζειν, οὐ τῷ καθαίρειν. καὶ τὰ γαγγραινώδη δὲ καὶ τὰ καρκι-
νώδη καὶ ὅλως ὅσα ξηρανθῆναι δεῖται χωρὶς τοῦ δάκνεσθαι προση-
91

κόντως ἰᾶται.
 Ἄκανθος. [ἢ παιδέρωτα Ἄκανθος] οἱ δὲ μελάμφυλλον οἱ δὲ παιδ-
έρωτα. τὰ μὲν φύλλα διαφορητικὴν μετρίως ἔχει τὴν δύναμιν, ἡ δὲ
ῥίζα ξηραντικήν τε καὶ τμητικὴν ἀτρέμα καὶ λεπτομερῆ.
 Ἄκανθα λευκὴ ἣν ἔνιοι λευκάκανθαν καλοῦσιν· ταύτης ἡ ῥίζα
ξηραντικὴ μετρίως καὶ στύφουσα, διὸ καὶ κοιλιακοὺς καὶ στομαχικοὺς
ὠφελεῖ καὶ τὰς τοῦ αἵματος ἀναγωγὰς ἐπέχει καὶ τὰ οἰδήματα κατα-
πλασσομένη προσστέλλει, καὶ ὀδόντας ἀλγοῦντας ὀνίνησιν, εἴ τις δια-
κλύζοιτο τῷ ἀφεψήματι. τὸ δὲ σπέρμα λεπτομεροῦς τε καὶ θερμῆς ἐστι
δυνάμεως, ὥστε καὶ τοῖς σπωμένοις ἁρμόττει πινόμενον.
 Ἄκανθα αἰγυπτία. Ἐκ ταύτης ἡ ἀκακία κατασκευάζεται. στυπτικὴ
δὲ καὶ ξηραντικὴ τὴν δύναμίν ἐστιν, ὥστε καὶ ῥοῦν γυναικεῖον ὀνί-
νησιν αὐτῆς ἡ ῥίζα καὶ ὁ καρπὸς καὶ τὴν κιονίδα ὀνίνησι καὶ τὰ καθ'
ἕδραν ἕλκη ἐμφυσώμενα εἰς οὐλὴν ἄγει.
 Ἀκόρου ἡ ῥίζα τῆς τρίτης ἐστὶ τάξεως τῶν θερμαινόντων καὶ
ξηραινόντων καὶ λεπτομερὴς τὴν σύστασιν. κινεῖ γοῦν οὖρα καὶ σπλῆ-  
νας ὠφελεῖ ἐσκιρρωμένους· ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς ἀπορρύπτει τε καὶ

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber i Chapter 172, line 5

τερίας καὶ τὰ ἄλλα τὰ κατὰ τὴν γαστέρα ῥεύματα, γενναῖον φάρμα-


κον ἡ πόα πινομένη μεθ' ὕδατος ἢ οἴνου. γράφουσι δὲ περὶ αὐτῆς
τινες ὡς καὶ κύστεως ἰάσατό ποτε καὶ τῶν λεπτῶν ἐντέρων τραύματα·
ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς αἱμορραγίας τε τὰς ἐκ ῥινῶν ὠφελεῖ καὶ τὰ κατὰ
τὴν γαστέρα ῥοώδη πάθη σύν τινι τῶν αὐστηρῶν οἴνων πινόμενος ἢ
μεθ' ὕδατος ἐπὶ τῶν πυρεττόντων.
 Ἰσάτις. Ἡ μὲν ἥμερος, ᾗ οἱ βαφεῖς χρῶνται, ξηραντικῆς ἰσχυρῶς
ἐστι δυνάμεως, οὐδέπω δακνούσης. πικρά τε ἅμα καὶ στυπτική. ταῦτά
τοι καὶ τὰ μεγάλα τραύματα τῶν σκληρῶν σωμάτων κολλᾷ, κἂν ἐν
ταῖς τῶν μυῶν ᾖ κεφαλαῖς, καὶ κατὰ τῶν αἱμορραγούντων ὠφελίμως
ἐπιπλάττεται, καὶ τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους θαυμαστῶς διαφορεῖ τε
ἅμα καὶ προσστέλλει καὶ πρὸς πάντα τὰ κακοήθη ἕλκη δραστικῶς ἀνθ-
ίσταται, κἂν σήπηται κἂν ἀναβιβρώσκηται. εἰ δέ ποτε τῆς τοῦ κάμ-
νοντος δυνάμεως ἰσχυροτέρα φαίνοιτο, μιγνύναι χρὴ τοῖς φύλλοις
αὐτῆς λειωθεῖσιν ἢ ἄρτον ἢ κρίθινον ἄλευρον ἢ πύρινον ἢ ἄλφιτα
κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν ἐν ἑκάστῳ διάθεσιν.
 Ἰσάτις ἀγρία ἔχει τι δριμὺ σαφὲς ἤδη κατὰ τὴν γεῦσιν καὶ τὴν
ἐνέργειαν, καὶ διὰ τοῦτο τῆς ἡμέρου ξηραντικωτέρα γενομένη πρὸς
μὲν τὰς ὑγρὰς σηπεδόνας ἰσχυρότερον ἀνθίσταται, τὰ δ' ἄλλα τὰ προ-
ειρημένα χείρων ἐστίν· ἀμετρότερον γὰρ ἤδη καὶ μετὰ τοῦ δάκνειν
ξηραίνει ταῦτα· ἐρεθίζει τε καὶ φλεγμονὰς ἐπεγείρει·
92

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber i Chapter 307, line 3

 Ὀροβάκχη ψυχρᾶς καὶ ξηρᾶς ἐστι κράσεως κατὰ τὴν πρώτην τάξιν.
 Ὄρυζα ἔχει τι καὶ στυπτικόν· διὸ καὶ μετρίως τὴν γαστέρα ἐπέχει.
δύσπεπτον δέ ἐστιν ἔδεσμα.  
 Ὄρχις, οἱ δὲ κυνὸς ὄρχις. Ταύτης ἡ ῥίζα διπλῆ βολβοειδὴς ὑγρὰ
καὶ θερμή· διὸ καὶ γλυκεῖα γευομένοις ἐστί. καὶ ἡ μὲν μείζων ῥίζα
διὰ τὴν πολλὴν ὑγρότητα πρὸς ἀφροδίσια προτρέπει πινομένη· ἡ δὲ
μικροτέρα ἐπὶ τὸ ξηρότερον ῥέπουσα ἐπέχει τὰς τῆς συνουσίας ὁρμάς.
 Ὄρχις, ἣν σαραπιάδα καλοῦσιν, ξηροτέρας ἐστὶ δυνάμεως ἢ κατὰ
τὴν προτέραν, ὅθεν εἰς ἀφροδίσια μὲν οὐχ ὁμοίως ἐπιτήδειός ἐστιν.
οἰδήματα δὲ καταπλασσομένη διαφορεῖ καὶ ἕλκη ῥυπαρὰ καθαίρει καὶ
ἕρπητας ἰᾶται. ἡ δὲ ξηρὰ καὶ τὰ σηπεδονώδη καὶ κακοήθη τῶν ἑλκῶν
ἰᾶται. καὶ γάρ τι καὶ ὑποστῦφον ἔχει· διὸ καὶ κοιλίαν ἐπέχει μετ' οἴ-
νου πινομένη.
 Οὖβα καὶ μέσπιλα καὶ πάντα τὰ στύφοντα ῥεούσῃ γαστρὶ ἐπι-
τήδεια πρῶτα λαμβανόμενα· ταῖς δὲ δι' ἀτονίας ἐπεχομέναις ὕστερον
δεῖ προσφέρειν.
 Ὀσιριάς. Ὀσιριάδος τῆς πόας, ἐξ ἧς καὶ τὰ κορήματα παραγίγνε-
ται, πικρὰ μὲν ἡ ποιότης, ἐκφρακτικὴ δὲ ἡ δύναμις, ὅθεν καὶ τὰς καθ'
ἧπαρ ἐμφράξεις ὠφελεῖ.

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber ii (0718: 002)“Aëtii Amideni libri


medicinales i–iv”, Ed. Olivieri, A.Leipzig: Teubner, 1935; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 8.1.Chapter 3, line 9

σιν ἔχοντι· καταστάντος δὲ τοῦ πηλοῦ καὶ περιαιρεθέντος δὲ ἄνωθεν


τοῦ ὕδατος, εἶτα τοῦ μετ' αὐτὸ χωρισθέντος ἀπὸ τῶν ὑφισταμένων
κάτω λιθωδῶν τε καὶ ψαμμωδῶν.
 Θεραπεῖαι αἱ διὰ τῆς γῆς ἐπιτελούμεναι τῆς γεωργουμένης. Τῆς
δὲ γεωργουμένης ἡ λιπαρὰ πᾶσα γῆ χρήσιμος εἰς θεραπείαν ἁπάντων
τῶν ξηρανθῆναι δεομένων μορίων. ὅθεν αὐτῇ καὶ κατ' Ἀλεξάνδρειαν
καὶ Αἴγυπτον χρῶνται. εἶδον γοῦν ἐπὶ τῆς Ἀλεξανδρείας ὑδερώδεις
τε καὶ σπληνώδεις ἐνίους χρωμένους τῷ πηλῷ τῆς Αἰγυπτιακῆς γῆς.
πολλοὶ δὲ καὶ κνήμας καὶ μηροὺς καὶ πήχεις καὶ βραχίονας καὶ νῶτα
καὶ πλευρὰς καὶ στέρνα τῷ πηλῷ τῆς γῆς ταύτης χριόμενοι σαφῶς
ὠφελοῦντο. τάς τε παλαιὰς φλεγμονάς τε καὶ τὰ χαῦνα τῶν οἰδημάτων
ὀνίνησιν ὁ πηλὸς οὗτος, ὥστε ἐνίους οἶδα ὅλην τὴν ἕξιν οἰδα-
λέους ἐξ αἱμορροίδων ἀμέτρου κενώσεως γενομένους, ὠφεληθέντας
93

ἐναργῶς καί τινες ἀλγήματα χρόνια κατά τι μόριον ἐστηριγμένα τῷ


πηλῷ τούτῳ τελέως ἰάσαντο. καὶ ταῦτα μὲν ὁ Γαληνός. ὁ δὲ Στρά-
των οὕτως περὶ τῆς γῆς ἔφη.
 Πρὸς χρονίαν κεφαλαλγίαν. Γλοιὸν τὸν ἀπὸ τοῦ βαλανείου ἢ
ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ὕδατος μίξας τῇ πλυθείσῃ μελαίνῃ γῇ χρῶ ἢ ἀφεψή-
ματι ῥόδων κεφαλῶν φυράσας τὴν γῆν χρῶ, ἢ κεραμίου ὄξους ὄστρα-
κον λεῖον προσπλέκων τῇ γῇ χρῶ σὺν ἀφεψήματι δάφνης, ἢ ὄστρακον
κριβάνου λεῖον μετ' ὄξους μίξας τῇ μελαίνῃ γῇ παραχέων σαμψύχου
ἀπόζεμα χρῶ. πρὸς δὲ τὰ γιγνόμενα ἐπὶ τοῦ σώματος ψωρώδη καὶ

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber vii Chapter P, line 27

ι Περὶ πυρίας
ια Περὶ θερμῆς δυσκρασίας καὶ δοκιμα-
σίας πομφόλυγος   
ιβ Περὶ τῶν γάλα ἐγχυματιζόντων
τοὺς φλεγμαίνοντας ὀφθαλμούς
ιγ Περὶ τῆς κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς
ψυχρᾶς δυσκρασίας
ιδ Περὶ ἐμφυσήματος ὀφθαλμῶν ἐκ τῶν
Δημοσθένους
ιε Περὶ οἰδήματος
ιϛ Περὶ σκιρρώδους οἰδήματος
ιζ Κοινὴ θεραπεία τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς
ἑλκῶν καὶ χυλοῦ τήλεως σκευασία
ιη Περὶ τῶν εἰς τὸν ὀφθαλμὸν ἔξωθεν
ἐμπιπτόντων ζῳϋφίων ἢ ἀχύρου ἢ
ψάμμου
ιθ Περὶ τῆς εἰς τὸν ὀφθαλμὸν ἐμπεσού-
σης ἀσβέστου
κ Περὶ τῶν ἀπὸ πυρὸς ἑλκώσεων κα Περὶ τῶν ἐμπησσομένων εἰς τὸν
ὀφθαλμόν  

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber vii Chapter 2, line 2

τῇ συστάσει τῷ ἐν τοῖς ὠοῖς ὑγρῷ τῷ λευκῷ καὶ λεπτῷ. τὸ μὲν οὖν


πάντων ἔνδοθεν τὸ ὑαλοειδὲς ὑγρὸν πρὸς τὸ τρέφειν τὸ κρυσταλ-
λοειδὲς παρεσκεύασται· τὸ δὲ ἔξωθεν αὐτῷ περικεχυμένον τὸ ὠοειδὲς
πρὸς τὸ ἐπιτέγγειν τοῦτο γεγένηται καὶ μὴ συγχωρεῖν αὐτὸ ἀδικεῖσθαι
94

ὑπὸ τῆς τοῦ ἡλίου αὐγῆς. τὰ δὲ βλέφαρα συνίστησιν ὁ ἐπιπεφυκὼς


ὑμὴν ἐπαναδιπλούμενος καὶ περιλαμβάνων καὶ οἷον ἔνδυμα διπλοῦν
ἔνδοθέν τε καὶ ἔξωθεν γιγνόμενος τοῖς κινοῦσι τὰ βλέφαρα μυσί. τού-
των ἕκαστον ἐκτρεπόμενον τοῦ κατὰ φύσιν, νοσεῖν παρασκευάζει τὸν
ὀφθαλμόν.
 Πόσα καὶ τίνα πάθη περὶ τὸν ὀφθαλμὸν συνίσταται. αἱ ἰδίως λεγό-
μεναι ὀφθαλμίαι καὶ αἱ χημώσεις καὶ ταράξεις, οἰδήματα ὑποσφάγματα  
καὶ πτερύγια πάθη τοῦ ἐπιπεφυκότος εἰσίν. ἀλλὰ καὶ ἑλκοῦται καὶ
ἀνθρακοῦται καὶ καρκινώδη διάθεσιν ἴσχει. σκληροφθαλμία δὲ καὶ
ξηροφθαλμία κοινόν ἐστι πάθος βλεφάρων τε καὶ αὐτοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ.
περὶ δὲ τὴν ἔξωθεν ἐπιφάνειαν τῶν βλεφάρων ὑδατίδες γίγνονται
καὶ μελικηρίδες καὶ στεατώματα. τῶν δὲ περὶ τὸ ἐντὸς τῶν βλεφάρων
συνισταμένων ἐστὶ δασύτης καὶ τραχώματα καὶ συκώσεις, χαλάζιά τε
καὶ λιθιάσεις, συμφύσεις καὶ μύσεις. καὶ λαγώφθαλμοι δὲ καλοῦνται,
οἷς τὸ ἄνω βλέφαρον ἀνέσπασται, ὡς ἐπικαλύπτειν τὸν ὀφθαλμὸν μὴ
δύνασθαι· ἐκτρόπια δέ, οἷς τὸ κάτω βλέφαρον ἐξέστραπται, ἀλλὰ καὶ
κολοβώματα καὶ διαβρώσεις καὶ ἑλκώσεις ἐν τοῖς βλεφάροις συνίσταν

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber vii Chapter 6, line 2

καὶ ὀδύνης σφοδρᾶς παρούσης, οὐκέτ' ἐπαρκεῖ ἡ τῶν κολλυρίων χρῆ-


σις πρὸς τὴν τοιαύτην διάθεσιν· ποικίλης οὖν δεόμεθα ἐπὶ τούτων
ἀγωγῆς. καὶ χρὴ τὰ πρῶτα καὶ μέγιστα βοηθήματα παραλαμβάνειν,
ὧν καὶ Ἱπποκράτης ἐν τοῖς Ἀφορισμοῖς ἐμνημόνευσεν εἰπών· “ὀφθαλ-
μῶν ὀδύνας ἀκρατοποσίη ἢ λουτρὸν ἢ πυρίη ἢ φαρμακίη ἢ φλεβο-
τομίη λύει”· ἀλλ' οὐ τῷ αὐτῷ ἀνθρώπῳ ταῦτα πάντα κελεύει προσάγε-
σθαι βοηθήματα, ἀλλὰ τούτῳ μὲν φλεβότομον, ἑτέρῳ δὲ καθαρτήριον,
ἄλλῳ δὲ τὴν πυρίαν, ἑτέρῳ δὲ τὸ λουτρὸν καὶ ἄλλῳ τὴν τοῦ οἴνου
πόσιν. ἀρξώμεθα δὲ ἀπὸ τοῦ λουτροῦ.
 Περὶ λουτρῶν τοῖς ὀφθαλμιῶσιν. ἁρμόδιον τοίνυν τὸ λουτρόν,
ἐφ' ὧν φλεγμονὴ οἰδηματώδης κατὰ τὸν ὀφθαλμὸν ὑπάρχει. ἔστι δὲ
τὸ οἴδημα τῷ μὲν ὄγκῳ σεσομφωμένον, τῇ δὲ ἁφῇ μᾶλλον ψυχρότερον  
καὶ τῷ χρώματι λευκόν· καὶ τὸ ἐπιρρέον ῥεῦμα ἀδηκτότερόν ἐστι καὶ
ἧττον θερμόν. ἀλλ' οὐδὲ ἡ κατ' αὐτὸν τὸν ὀφθαλμὸν χήμωσις
ὑπερέρυθρός ἐστιν οὐδὲ περιτεταμμένη. συνεδρεύει δὲ τὸ πάθος τοῦτο
ἐν ἡλικίᾳ μᾶλλον πρεσβυτικῇ καὶ ἐν ὥρᾳ χειμερινῇ ὡς ἐπίπαν καὶ
μᾶλλον γυναιξί, τοῖς καταπιμέλοις, καὶ συντόμως εἰπεῖν πᾶσι τοῖς
ψυχρὸν καὶ φλεγματικὸν τὸν ἐγκέφαλον ἔχουσι συμβαίνει ἡ οἰδηματώ-
δης φλεγμονή. ὅταν οὖν πάντα τὰ εἰρημένα σημεῖα θεάσῃ, θαρρῶν τὸ
95

λουτρὸν παραλάμβανε· εἰς τοσοῦτον γὰρ ῥᾳστώνης φέρει τὸν κάμνοντα,


ὡς ἑτέρου μὴ δεηθῆναι βοηθήματος. χρονίζειν δὲ προσήκει μᾶλλον ἐν

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber vii Chapter 6, line 3

σις πρὸς τὴν τοιαύτην διάθεσιν· ποικίλης οὖν δεόμεθα ἐπὶ τούτων
ἀγωγῆς. καὶ χρὴ τὰ πρῶτα καὶ μέγιστα βοηθήματα παραλαμβάνειν,
ὧν καὶ Ἱπποκράτης ἐν τοῖς Ἀφορισμοῖς ἐμνημόνευσεν εἰπών· “ὀφθαλ-
μῶν ὀδύνας ἀκρατοποσίη ἢ λουτρὸν ἢ πυρίη ἢ φαρμακίη ἢ φλεβο-
τομίη λύει”· ἀλλ' οὐ τῷ αὐτῷ ἀνθρώπῳ ταῦτα πάντα κελεύει προσάγε-
σθαι βοηθήματα, ἀλλὰ τούτῳ μὲν φλεβότομον, ἑτέρῳ δὲ καθαρτήριον,
ἄλλῳ δὲ τὴν πυρίαν, ἑτέρῳ δὲ τὸ λουτρὸν καὶ ἄλλῳ τὴν τοῦ οἴνου
πόσιν. ἀρξώμεθα δὲ ἀπὸ τοῦ λουτροῦ.
 Περὶ λουτρῶν τοῖς ὀφθαλμιῶσιν. ἁρμόδιον τοίνυν τὸ λουτρόν,
ἐφ' ὧν φλεγμονὴ οἰδηματώδης κατὰ τὸν ὀφθαλμὸν ὑπάρχει. ἔστι δὲ
τὸ οἴδημα τῷ μὲν ὄγκῳ σεσομφωμένον, τῇ δὲ ἁφῇ μᾶλλον ψυχρότερον  
καὶ τῷ χρώματι λευκόν· καὶ τὸ ἐπιρρέον ῥεῦμα ἀδηκτότερόν ἐστι καὶ
ἧττον θερμόν. ἀλλ' οὐδὲ ἡ κατ' αὐτὸν τὸν ὀφθαλμὸν χήμωσις
ὑπερέρυθρός ἐστιν οὐδὲ περιτεταμμένη. συνεδρεύει δὲ τὸ πάθος τοῦτο
ἐν ἡλικίᾳ μᾶλλον πρεσβυτικῇ καὶ ἐν ὥρᾳ χειμερινῇ ὡς ἐπίπαν καὶ
μᾶλλον γυναιξί, τοῖς καταπιμέλοις, καὶ συντόμως εἰπεῖν πᾶσι τοῖς
ψυχρὸν καὶ φλεγματικὸν τὸν ἐγκέφαλον ἔχουσι συμβαίνει ἡ οἰδηματώ-
δης φλεγμονή. ὅταν οὖν πάντα τὰ εἰρημένα σημεῖα θεάσῃ, θαρρῶν τὸ
λουτρὸν παραλάμβανε· εἰς τοσοῦτον γὰρ ῥᾳστώνης φέρει τὸν κάμνοντα,
ὡς ἑτέρου μὴ δεηθῆναι βοηθήματος. χρονίζειν δὲ προσήκει μᾶλλον ἐν
τῷ ἀέρι καὶ πυριᾶν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ πλεῖστον ξηροτέρᾳ πυρίᾳ

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber vii Chapter 6, line 9

ἄλλῳ δὲ τὴν πυρίαν, ἑτέρῳ δὲ τὸ λουτρὸν καὶ ἄλλῳ τὴν τοῦ οἴνου
πόσιν. ἀρξώμεθα δὲ ἀπὸ τοῦ λουτροῦ.
 Περὶ λουτρῶν τοῖς ὀφθαλμιῶσιν. ἁρμόδιον τοίνυν τὸ λουτρόν,
ἐφ' ὧν φλεγμονὴ οἰδηματώδης κατὰ τὸν ὀφθαλμὸν ὑπάρχει. ἔστι δὲ
τὸ οἴδημα τῷ μὲν ὄγκῳ σεσομφωμένον, τῇ δὲ ἁφῇ μᾶλλον ψυχρότερον  
καὶ τῷ χρώματι λευκόν· καὶ τὸ ἐπιρρέον ῥεῦμα ἀδηκτότερόν ἐστι καὶ
ἧττον θερμόν. ἀλλ' οὐδὲ ἡ κατ' αὐτὸν τὸν ὀφθαλμὸν χήμωσις
ὑπερέρυθρός ἐστιν οὐδὲ περιτεταμμένη. συνεδρεύει δὲ τὸ πάθος τοῦτο
ἐν ἡλικίᾳ μᾶλλον πρεσβυτικῇ καὶ ἐν ὥρᾳ χειμερινῇ ὡς ἐπίπαν καὶ
μᾶλλον γυναιξί, τοῖς καταπιμέλοις, καὶ συντόμως εἰπεῖν πᾶσι τοῖς
ψυχρὸν καὶ φλεγματικὸν τὸν ἐγκέφαλον ἔχουσι συμβαίνει ἡ οἰδηματώ-
96

δης φλεγμονή. ὅταν οὖν πάντα τὰ εἰρημένα σημεῖα θεάσῃ, θαρρῶν τὸ


λουτρὸν παραλάμβανε· εἰς τοσοῦτον γὰρ ῥᾳστώνης φέρει τὸν κάμνοντα,
ὡς ἑτέρου μὴ δεηθῆναι βοηθήματος. χρονίζειν δὲ προσήκει μᾶλλον ἐν
τῷ ἀέρι καὶ πυριᾶν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ πλεῖστον ξηροτέρᾳ πυρίᾳ
διὰ σπόγγων ἱκανῶς ἐκτεθλιμμένων· τοῦτο δὲ ποιῶν θεάσῃ αἰσθητῶς
τὸ οἴδημα ἐν τῷ θερμῷ ἀέρι ἀφανὲς γιγνόμενον καὶ ἐν τοσούτῳ
τέλεον ἀπηλλαγμένους τῆς διαθέσεως. εἰ δέ τι ἐγκαταλείπηται πρὸς
τὸ εἰς παντελῆ ἀποθεραπείαν ἐνέγκαι τὸν ἄνθρωπον, τῷ ναρδίνῳ
κολλυρίῳ μέλλοντι εἰσιέναι ἐν τῷ βαλανείῳ ἐγχυματίζειν. εἰ δὲ μετρία
σοι φαίνοιτο ἡ ὀδύνη, καὶ παχύτερον τὸ κολλύριον παραλαμβάνειν,

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber vii Chapter 6, line 15

ἧττον θερμόν. ἀλλ' οὐδὲ ἡ κατ' αὐτὸν τὸν ὀφθαλμὸν χήμωσις


ὑπερέρυθρός ἐστιν οὐδὲ περιτεταμμένη. συνεδρεύει δὲ τὸ πάθος τοῦτο
ἐν ἡλικίᾳ μᾶλλον πρεσβυτικῇ καὶ ἐν ὥρᾳ χειμερινῇ ὡς ἐπίπαν καὶ
μᾶλλον γυναιξί, τοῖς καταπιμέλοις, καὶ συντόμως εἰπεῖν πᾶσι τοῖς
ψυχρὸν καὶ φλεγματικὸν τὸν ἐγκέφαλον ἔχουσι συμβαίνει ἡ οἰδηματώ-
δης φλεγμονή. ὅταν οὖν πάντα τὰ εἰρημένα σημεῖα θεάσῃ, θαρρῶν τὸ
λουτρὸν παραλάμβανε· εἰς τοσοῦτον γὰρ ῥᾳστώνης φέρει τὸν κάμνοντα,
ὡς ἑτέρου μὴ δεηθῆναι βοηθήματος. χρονίζειν δὲ προσήκει μᾶλλον ἐν
τῷ ἀέρι καὶ πυριᾶν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ πλεῖστον ξηροτέρᾳ πυρίᾳ
διὰ σπόγγων ἱκανῶς ἐκτεθλιμμένων· τοῦτο δὲ ποιῶν θεάσῃ αἰσθητῶς
τὸ οἴδημα ἐν τῷ θερμῷ ἀέρι ἀφανὲς γιγνόμενον καὶ ἐν τοσούτῳ
τέλεον ἀπηλλαγμένους τῆς διαθέσεως. εἰ δέ τι ἐγκαταλείπηται πρὸς
τὸ εἰς παντελῆ ἀποθεραπείαν ἐνέγκαι τὸν ἄνθρωπον, τῷ ναρδίνῳ
κολλυρίῳ μέλλοντι εἰσιέναι ἐν τῷ βαλανείῳ ἐγχυματίζειν. εἰ δὲ μετρία
σοι φαίνοιτο ἡ ὀδύνη, καὶ παχύτερον τὸ κολλύριον παραλαμβάνειν,
προθερμάνας αὐτὸ δηλονότι ἐπ' ἀκόνης, εἶτα λούσαντα, ὡς εἴρηται,
καὶ ἐξελθόντα ἐπιμελῶς σπογγίζειν τὴν ὑγρότητα καὶ οὕτως ἐπιχρίειν
τῷ αὐτῷ κολλυρίῳ παραφυλαττομένους, μή τι αὐτοῦ παρεμπέσῃ εἰς τὸν
ὀφθαλμόν· εἴωθε γὰρ μεγάλην βλάβην κινεῖν, ὅθεν οὐδὲ τοὺς ἱδροῦντας
δεῖ ἐπιχρίεσθαι· χύσις γὰρ τῶν ὑγρῶν ἐν τῷ βαλανείῳ γίγνεται καὶ
παρεμπεσὸν τὸ κολλύριον καὶ δῆξίν τινα ἐμποιῆσαν ἐπισύρει πρὸς τὸν

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber vii Chapter 15, line 9

προκενώσαντα τὴν κοιλίαν καθαίρειν· καὶ θάλασσα δὲ ἡ θερμὴ ὠφελεῖ


97

καταντλουμένη μάλιστα χειμῶνος.


 Περὶ οἰδήματος. οἰδαίνειν τὸν ὀφθαλμὸν λέγουσιν, ὅταν συμβῇ
ἐπῆρθαι τὸ βλέφαρον ἔξωθεν καὶ ἀχρούστερον εἶναι καὶ βαρύτερον
καὶ δυσκινητότερον καὶ ὠχρότερον φαίνεσθαι. ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ λευκὸν
τοῦ βλεφάρου ὑπεραίρει ἐπὶ ποσὸν τοῦ μέλανος· ἔστι δὲ ὅτε σομφὸν
οἴδημα ἔξωθεν περὶ τὸ βλέφαρον γίγνεται, ὃ πιεζόμενον τῷ δακτύλῳ
ταχέως ὑποχωρεῖ καὶ ταχέως ἀναπληροῦται. καί ἐστιν ἄπονον ὡς ἐπὶ
τὸ πολὺ καὶ ὁμόχρουν τῷ κατὰ φύσιν, γίγνεται δὲ ὡς ἐπίπαν ὑπὸ
ῥεύματος ὑδαροῦς. θεραπευτέον δέ, ὅσα ἔξωθεν περὶ τὰ βλέφαρα μόνα
ἐστὶν οἰδήματα, χωρὶς τῆς τοῦ ὀφθαλμοῦ συμπαθείας προκενωθείσης
τῆς κοιλίας κλυστῆρι τοῖς ἐπιχρίστοις μόνοις προπυριάσαντα διὰ
σπόγγων. τὰ δὲ σομφὰ οἰδήματα καὶ ὁμόχροα προκενώσαντα ὁμοίως
τὴν κοιλίαν καὶ πυριάσαντα, μέλιτι ὑποχρίειν ἔνδοθεν τὸ βλέφαρον·
ὠφελοῦνται δὲ καὶ οὗτοι ὑποχριόμενοι τῇ Ἐρασιστράτου ὑγρᾷ. χρηστέον
δὲ ἐπ' αὐτῶν καὶ ἀποφλεγματισμοῖς διὰ μέλιτος ἑφθοῦ καὶ σταφίδος
ἡμέρου καὶ θύμου καὶ γλήχωνος· τὰ δὲ δριμύτερα παραιτητέον, καθάπερ
σταφὶς ἀγρία καὶ τὰ ὅμοια. ἐφ' ὧν δὲ καὶ ὀφθαλμὸς συμπέπονθε τῷ
βλεφάρῳ, προκενώσαντα τὴν κοιλίαν καὶ ἐν ἀσιτίᾳ τηρήσαντα πυριᾶν
σπόγγοις· ἐνίοτε δὲ καὶ προκαταντλήσει τοῦ προσώπου χρῆσθαι, καὶ
μάλιστα ἐφ' ὧν κνησμὸς παρέπεται· εἶτα ἀψινθίῳ λείῳ ἢ ὑσσώπῳ

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber xii (0718: 012)“Ἀετίου λόγος


δωδέκατος”, Ed. Kostomiris, G.A.Paris: Klincksieck, 1892.
Chapter 1, line 185

μάλιστα δὲ παρὰ τοῖς παλαιοῖς μνήμασι καὶ τοίχοις καὶ παρὰ ταῖς
ὁδοῖς ἐν ἀγεωργήτοις τόποις· φύλλα δὲ ἔχει καρδάμου ἔαρος μὲν
εὐθαλῆ καὶ μείζω πολὺ τοῦ καρδάμου, μῆκος δὲ τοῦ καυλοῦ πήχεως
μικρῷ πλέον, θερείας δὲ ἄνθος γαλάκτινον προβάλλει, καὶ τότε ἐστὶ
δραστικωτάτη, σπέρμα δὲ φέρει μικρότατον παρ' ὅλον τὸν καυλόν,
ἡ δὲ ῥίζα ὀσμὴν ἔχει δριμυτάτην μάλιστα πάντων καρδάμῳ ἐμφερῆ.
ταύτην ὀρύξας θέρους μάλιστα πρόσφατον (ξηρὰ γὰρ ἀδρανὴς γίνεται)
καὶ κόψας ἐπιμελῶς (ἔστι γὰρ καὶ δύσκοπος), ἀξουγγίῳ παλαιῷ
πάνυ ὀλίγῳ ἀναλαβὼν ἐπιτίθει τῇ τε κοτύλῃ καὶ παντὶ τῷ σκέλει καὶ
ἐπιδήσας ἔα ἐπικεῖσθαι, γυναιξὶ μὲν οὐκ ἔλαττον δυοῖν ὡρῶν, ἀνδράσι
δὲ τεττάρων, εἰ οἷόν τε. ἐγείρει δὲ οἰδήματα μετὰ πυρώσεως καὶ ἐρυθή-
ματος, ὥσπερ ὁ σιναπισμός. ἔπειτα δὲ εἰς βαλανεῖον θερμότερον εἴσαγε,
μηδενὶ μήτε προαλείψας μήτε χρίσας σμήγματι. μικρὸν δὲ ἱδρώσαν-
τας ἐμβίβαζε δηκτικωτέρᾳ ἐμβάσει, ἀναγκάζων καρτερεῖν· ἐπιφέρει γὰρ
δηγμὸν μετὰ πυρώσεως κατὰ τὰς ἀρχάς· εἶτα ἐξάγαγε· ὡς ἐπίπαν γάρ,  
κἂν ὑφ' ἑτέρων βασταζόμενοι εἰσενεχθῶσιν, αὐτομάτως τοῖς ποσὶ βα-
δίζοντες ἐξελεύσονται. μίξας δὲ ἐλαίῳ πολλῷ οἶνον βραχὺν πάνυ καὶ
ἀνακόψας συνάλειφε· εἶτα ἀπομαξάμενος τὴν ἰκμάδα τοῖς σαβάνοις,
98

σκέπε τὸ σκέλος κουφοτάτοις ἐρίοις. εἴωθε μὲν οὖν τὸ βοήθημα μη-


δεμιᾶς ἑτέρας χρῄζειν τῆς μετὰ ταῦτα βοηθείας. εἰ μέντοι ἴχνος ποτὲ
ἐγκαταλειφθείη τοῦ πάθους, διαλιπὼν ἡμέρας κʹ χρῖσαι πάλιν τῷ αὐτῷ

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber xiii (0718: 013)“”Ἀετίου Ἀμιδηνοῦ


περὶ δακνόντων ζῴων καὶ ἰοβόλων””, Ed. Zervos, S., 1906; Athena 18.
Chapter 13, line 7

      

Περὶ Σφηκῶν καὶ Μελισσῶν.

      
 Ὑπὸ σφηκῶν ἢ μελισσῶν ἀπλήκτους φυλάσσει συγχριόμενα μαλά-
χης φύλλα μετ' ἐλαίου, καὶ κάμπη μετ' ἐλαίου. ἐπειδὴ δέ τινες
πληγέντες λάθρα ὑπὸ τούτων, ταράσσονται διὰ τὴν ἀλγηδόνα καὶ
δοκοῦσιν ὑπό τινος τῶν κακοήθων πεπλῆχθαι, ἀναγκαῖον πρῶτον δια-
σαφηνίσαι τὰ παρακολουθοῦντα ταῖς τούτων πληγαῖς σημεῖα. Τοῖς
τοίνυν ὑπὸ μελιττῶν πληγεῖσι παρακολουθεῖ τῷ τὴν πληγὴν ἀλγεῖν,
ἐρυθρὸν γίνεσθαι τὸν τόπον μετὰ οἰδήματος τῶν κύκλῳ μερῶν, τὸ
δὲ κέντρον πάντως εὑρεθήσεται ἐν τῷ πεπληγμένῳ τόπῳ. Τοῖς δὲ
ὑπὸ σφηκῶν, τὰ αὐτὰ παρακολουθεῖ μετ' ἐπιτάσεως, τὸ δὲ κέντρον
τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ. Βοηθοῦνται δὲ οἱ ἀμ-
φότεροι πηλῷ ἢ βολβίτῳ καταχριόμενοι μετ' ὀξυκράτου, ἢ μαλάχης
φύλλοις σὺν ὀξυκράτῳ καταπλασσόμενοι, ἢ κιμωλίᾳ σὺν τῇ μαλάχῃ
καὶ ὀξυκράτῳ, ἢ σησάμῳ μεθ' ὕδατος. Φυσικῶς δὲ ὠφελεῖ, σφραγι-
ζομένης τῆς πληγῆς σφραγίτιδι σιδηρᾷ [τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ
σταυροῦ], οὐκέτι γὰρ συγχωρεῖ φλεγμονὴν γενέσθαι. πότιζε δὲ αὐτοὺς
καὶ δάφνης φύλλων ἁπαλῶν β. μετ' οἴνου αὐστηροῦ.
      

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber xiii


Chapter 15, line 4

      
     
99

Πρὸς τὸ τῆς Σαλαμάνδρας δῆγμα,


       καὶ τῆς Χαλκίδος Σαύρας.

      
 Τοῖς δὲ ὑπὸ σαλαμάνδρας πεπληγμένοις παρακολουθεῖ περιωδυνία
σφοδρὰ καὶ ἐσχάρωσις. παραλαμβανέσθω δὲ ἐπ' αὐτῶν ἡ προρρηθεῖσα  
κοινὴ ἐπιμέλεια. Τοῖς δὲ ὑπὸ τῆς λεγομένης χαλκίδος σαύρας πλη-
γεῖσι, παρακολουθεῖ οἴδημα διαφανὲς ὥσπερ ἐκλάμπον, κύκλῳ δὲ τῆς
πληγῆς, μελανία· ἐπακολουθεῖ δὲ καὶ σῆψις. Θεραπευτέον δὲ τούτοις
τοῖς ῥηθησομένοις ἐπὶ μυγάλης.
      
          

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber xiii Chapter 19, line 7

                

Περὶ Τετραγνάθων.

      
 Ὁ Τετράγναθος καλούμενος, εἶδος ἐστὶ φαλαγγίου, ὑπόπλατυς,
ὑπόλευκος, πόδας ἔχων τραχεῖς, κατὰ δὲ τὴν κεφαλὴν δύο ἐπιφύσεις,
μίαν εὐθεῖαν καὶ μίαν πλατεῖαν, ὡς στοχάζεσθαι. στόματα μὲν ἔχει
δύο, γνάθους δὲ δ. καὶ γραμμὴν ὁμοίαν ἔχει κατὰ τὸ στόμα. Τοῖς
δὲ ὑπὸ τούτου πληγεῖσι, κοινῶς μὲν παρακολουθεῖ τὰ ἐπὶ τῶν σκορ-
πίων, ἰδίως δὲ ἐπ' αὐτῶν ἀλγεῖ ἡ πληγὴ συντόνως, καὶ ὑπολευκαν-
θίζει ὁ πεπληγὼς τόπος· οἴδημα δὲ γίνεται περὶ τὸ πρόσωπον καὶ τὴν
κεφαλήν· καὶ ἰσχναίνεται τὰ πληγέντα μέλη μέχρι τῶν ἄρθρων· ἀτρο-
φοῦσί τε οἱ κάμνοντες, καὶ μετὰ τὴν ὑγείαν, ἀγρυπνία τούτοις ἐπι-
τεταμένη ἐπιγίνεται. Βοηθοῦνται δὲ ποτιζόμενοι καλαμίνθῃ ἢ τοῖς
φύλλοις τοῦ πηγάνου, πάνακί τε καὶ πολίῳ καταπλασσόμενοι, καὶ
τοῖς ῥηθησομένοις ἐπὶ φαλαγγιοδήκτων.
      
        

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber xv Chapter 1, line 16

κατὰ τὰς πιέσεις τῶν δακτύλων· τῇ δὲ χροιᾷ ὠχρόλευκόν ἐστι,


ἐνίοις δὲ καὶ τὸ πρόσωπον οἰδέει. Ἰᾶσθαι δὲ τούτους προσήκει, τρί-
βοντας τὰ οἰδοῦντα μέρη, ἐνίοτε μὲν δι' ὀξυροδίνου, ποτὲ δὲ δι' ἁλῶν
καὶ ἐλαίου, καὶ ὅλως διὰ τῶν διαφορούντων καὶ ξηραινόντων ἀλύ-
100

πως. Ἐφ' ὧν δὲ φλέγματος πλείονος ἐπιρρυέντος τὸ οἴδημα κατε-


σκεύασται, σπόγγον ὑδαρεῖ ὀξυκράτῳ βρέχοντας χρὴ ἐπιτιθέναι καὶ
ἐπιδεσμεῖν ἠρέμα σφίγγοντας, ἐκ τῶν κάτω μὲν ἀρχομένους, τελευ-
τῶντας δὲ εἰς τὰ ἄνω· καινὸν δὲ εἶναι χρὴ τὸν σπόγγον, εἰ δὲ μὴ
παρείη τοιοῦτος, ἐκκαθαίρειν χρὴ καὶ ἀποπλύνειν τὸν παρόντα
σπόγγον ἀφρονίτρῳ καὶ μᾶλλον τῇ στακτῇ κονίᾳ· μὴ καθισταμένου
δ' ἐπὶ τούτοις τοῦ οἰδήματος, ἐπιβάλλειν χρὴ τῷ ὀξυκράτῳ βραχύ
τι τῆς στυπτηρίας, ἀγαθὸν δὲ καὶ τὸ ταρσικὸν ἐλλύχνιον ἢ ἕτερον  
μαλακώτατον τῷ τοιούτῳ ὑγρῷ δευθὲν καὶ ἐπιτιθέμενον ἀντὶ τοῦ
σπόγγου· ἐπιτήδειον δὲ εἰς τὰ τοιαῦτά ἐστι καὶ τὸ γλαύκιον καὶ
τὸν δι' αὐτοῦ σκευαζόμενον τροχίσκον καὶ τὸν ἐπὶ ταῖς λυχνίαις
συνιστάμενον ἐκ τῶν λύχνων ῥύπον λαμβάνειν· ἀνίεται δὲ καὶ αὐτὰ
διὰ τοῦ ὀξυκράτου. Ἐπὶ δὲ τῶν κεχρονικότων οἰδημάτων, προϋπα-
λείψας ἐλαίῳ τὸ μόριον, ἐπιτίθει σπόγγον καινὸν τῇ κονίᾳ βεβρεγ-
μένον καὶ σφίγγε βιαιότερον ἐκ τῶν κάτω μὲν ἀρχόμενος, τελευτῶν
δὲ εἰς τὰ ἄνω καὶ θεραπεύσεις· καὶ ἰσάτις δὲ ἥμερος τοὺς οἰδημα-
τώδεις περὶ τοὺς πόδας ὄγκους θαυμαστῶς διαφορεῖ τε καὶ προστέλ

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber xvi Chapter 22, line 71

τειν τὴν μήτραν. Εἰ μὲν οὖν διὰ τὸ κοίλην ἔχειν τὴν ὀσφὺν
τὴν τίκτουσαν ἡ δυστοκία γίγνοιτο, σχηματίζειν αὐτὴν χρὴ ἐπὶ
τὰ γόνατα, ἵνα ἡ ὑστέρα μεταπεσοῦσα εἰς τὸν κατὰ τὸ ἐπι-
γάστριον τόπον κατ' εὐθὺ σχηματισθῇ τῷ τραχήλῳ, ὁμοίως δὲ
καὶ τὰς πιμελώδεις καὶ κατασάρκους σχηματιστέον. Εἰ δὲ τὸ
στόμιον τῆς ὑστέρας μέμυκεν, τοῖς λιπάσμασι μαλάσσειν καὶ
ἀναχαλᾷν. Λίθου δὲ αἰτίου ὄντος τῆς δυστοκίας, διώσασθαι
χρὴ τὸν λίθον καθετῆρι ἐκ τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως· εἰ δὲ
πεπληρωμένη οὔρου ἡ κύστις ᾖ, κομιστέον καὶ τὸ οὖρον διὰ τοῦ
καθετῆρος. Εἰ δὲ ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ περιττώματα εἴη, κλυστῆρι
κενωτέον, εἰ δὲ διὰ φλεγμονὴν ἢ ἕλκος ἢ οἴδημα ἢ σκληρίαν ἤ
τι τῶν παραπλησίων δυστοκοῦσι, τῶν ἐνοχλούντων παθῶν ἐπι-
μελητέον. Εἰ δὲ διὰ σαρκὸς ἐπίφυσιν κατὰ τοῦ τραχήλου τῆς
μήτρας ἢ χιτῶνος ἐπίφυσιν ὡς ἐπὶ τῶν ἀτρήτων γυναικῶν, ἀφαι-
ρεῖν χρὴ τὰ παρεμποδὼν γινόμενα. Εἰ δὲ ὁ τοῦ προρρήγματος
χιτὼν στερεός ἐστι, διαιρετέον αὐτόν. Ἐφ' ὧν δὲ πρὸ τοῦ δέοντος
καιροῦ συρραγέντος τοῦ περιέχοντος τὸ ὑγρὸν χιτῶνος, ἔκκρισις
γέγονε τῶν ἠθροισμένων ὑγρῶν καὶ ξηρότεροι ἔμειναν οἱ τόποι,
ἐγχυματίζειν χρὴ ὠῶν τοῖς λευκοῖς σὺν μαλάχης ἢ τήλεως ἀφε-  
ψήματι διηθημένῳ ἢ πτισάνης χυλῷ χλιαρῷ. Εἰ δὲ διὰ τὴν
μικρότητα τῆς μήτρας γένηται, λιπαίνειν τοὺς τόπους καὶ
101

Αρεταίος ιατρός. De causis et signis acutorum morborum (lib. 1)


(0719: 001)“Aretaeus, 2nd edn.”, Ed. Hude, K.Berlin: Akademie–Verlag,
1958; Corpus medicorum Graecorum, vol. 2.Book 1, chapter 7, sec. 7,
line 3

ὑπογίγνηται, ἐς κορυφὴν τῆς ἀποστάσιος ἀνισταμένης, ἁθρόον πνίγον-


ται. τάδε μὲν τὰ κυνάγχης εἴδεα. ξυνάγχῃ δὲ ξύμπτωσις, ἰσχνότης,
ὠχρότης σύνεστι· ὀφθαλμοὶ κοῖλοι, εἴσω δεδυκότες· φάρυγξ καὶ γαργα-
ρεὼν ἀνεσπασμένοι· παρίσθμια ἐπὶ μᾶλλον προσίζοντα· ἀφωνίη. πνὶξ
ἡ τοῦδε τοῦ εἴδεος τῆς πρόσθεν πολλόν τι κραταιοτέρη, ἐν θώρηκι
ἐόντος τοῦ κακοῦ, ἔνθα ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναπνοῆς. οἱ δὲ ὀξύτατοι θνῄ-
σκουσι αὐτῆμαρ, ἔσθ' ὅπῃ καὶ πρὶν καλέσασθαι τὸν ἰητρόν, οἱ δὲ καὶ
ἐσκαλεσάμενοι οὐδὲν ὤναντο· ἀπέθανον γὰρ πρὶν ἢ τὸν ἰητρὸν ἔτι τῇ
τέχνῃ χρήσασθαι. ὁκόσοισι δὲ ἐς ἀγαθὸν τρέπεται, ἐπιφλεγμαίνει πάντα,
ἅπερ ἐς τὸ ἔξω ἡ φλεγμονὴ ἐξώκειλε, ὡς κυνάγχην ἀπὸ ξυνάγχης
γίγνεσθαι. ἀγαθὸν δὲ καὶ ἐν θώρηκι οἴδημα καρτερόν, ἢ ἐρυσίπελας
ἐμφανέως. καὶ ἰητρὸς δὲ ἀγαθὸς ἢ σικύῃ ἐς τὸν θώρηκα τὸ κακὸν
ἀνήγαγε, ἢ σίνηπι ἐς τὰ στέρνα καὶ ἐς τὰ παρὰ γνάθους μέρεα ἐπι-
θεὶς εἵλκυσε ἔξω καὶ διέπνευσε. μετεξετέροισι δὲ ἐς μὲν βραχὺ τὸ κακὸν
ὑπὸ τουτέων ἀπετάθη ἔξω, ἀπολυθὲν δὲ ἁθρόως ἐπαλινδρόμησε καὶ
ἔπνιξε. προφάσιες δὲ μυρίαι, ψύξιες μᾶλλον, ἧσσον ἐκκαύσιες, πληγαί,
ὀστέων ἰχθύων διαπάρσιες ἐς τὰ παρίσθμια, ψυχροποσίαι, μέθαι, πλησμο-
ναί, καὶ τὰ ἀπὸ τῆς ἀναπνοῆς κακά.
 Περὶ τῶν κατὰ τὴν κιονίδα παθῶν. Τὸ ἀπὸ τῆς ὑπερώης
ἐκκρεμὲς σῶμα στερρὸν μεσηγὺ τῶν παρισθμίων κίων καὶ γαργαρεὼν

Αρεταίος ιατρός. De causis et signis acutorum morborum (lib. 2)


(0719: 002)“Aretaeus, 2nd edn.”, Ed. Hude, K.Berlin: Akademie–Verlag,
1958; Corpus medicorum Graecorum, vol. 2.Book 1, chapter 9, sec. 4,
line 3

δὲ ὅκως ἐξ ὑμένος λεπτοῦ τε καὶ ἰσχνοῦ βάθος οὐκ ἴσχοντος τοῦ ὑπε-
ζωκότος, τοσόνδε ῥέει πῦον· πολλὸν γὰρ πολλοῖσι ξυνελέγη. αἰτίη
δὲ φλεγμασίη ἀπὸ περιουσίης αἵματος, ἐφ' ᾗ παχύνεται ὁ ὑμήν, ἀτὰρ
ἠδὲ ἐκ πολλοῦ αἵματος πολλὸν γίγνεται ἐν μέσῳ πῦον. κἢν μὲν εἴσω
ῥέπῃ, αἱ πλευραὶ τὰ ὀστέα κατὰ χώραν τὴν σφῶν αὐτέων φθίσιν
ἔλεξα πρόσθεν ἑτέραν ἔμμεναι ξυμβεβῶσαν κατὰ φύσιν. ἢν δὲ ἔξω
ῥέπῃ, διΐσταται τὰ ὀστέα· ἐς γὰρ ἕν τι τῶν μέσων πλευρῶν τῆς  
ἀποστάσιος ἡ κορυφὴ ἐγείρεται, εὖτε ἔνθα καὶ ἔνθα πλευρὰ παρωθέ-
εται. σημήϊα δὲ τὰ μὲν ἁπάντων ξυνά, τὰ δὲ ἑκάστου ἴδια· βάρος ἢ
πόνος γε ξυνόν· πνεύμων γὰρ ἄπονος· πυρετοὶ ἀμυδροί, ῥίγεα πρὸς
ἑσπέρην, ἱδρῶτες ἐπ' ἀνέσει, ἀγρυπνίη· οἰδήματα ἐν ἄκροισι ποσὶ καὶ
102

χειρῶν δακτύλοισι, ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε καθιστάμενα καὶ ἐπαιρόμενα·


δυσφορίη, ἀποσιτίη, ἰσχνότης ὅλου. ἢν δὲ καὶ μῆκος ἴσχῃ ἡ μεταβολή,
ἕξις φθινώδης. οὐ γὰρ ἔτι ἡ φύσις ἔργου ἔχεται, οὐ γὰρ πέψις
ὁκοίη πρόσθεν, οὐκ εὐσαρκίη· χροιὴ ζοφώδης. ἀναπνοὴ πᾶσι μὲν κακή,
κακίων δὲ οἷσι ἐς τὴν ἄνω κοιλίην. ἀτὰρ καὶ βὴξ τὰ πρῶτα, μέσφι
ἂν ἡ φλεγμασίη [ἢ] πιέζῃ, εὖτε καὶ πόνοι μέζονες καὶ ῥίγεα, καὶ θέρμη,
καὶ ἀγρυπνίη, καὶ δύσπνοια ἐπὶ μᾶλλον· σφυγμοὶ σμικροί, νωθροί, ἀδρα-
νέες· τὴν γνώμην παράληροι· διάτασις τοῦ θώρηκος. ἢν δὲ ἤδη ἐς
γέννησιν ἥκῃ πύου, πάντα μέγιστα· ἀναγωγὴ δὲ σμικρὴ ἐπὶ βηχὶ μέ

Anonymi Medici Med., Περὶ τῆς τῶν πυρετῶν διαφορᾶς (0721: 020)
“Oeuvres de Rufus d'Éphèse”, Ed. Daremberg, C., Ruelle, C.É.
Paris: Imprimerie Nationale, 1879, Repr. 1963.Page 604, line 24

πυρετὸς γίνεται; καὶ φαμὲν, ὅτι ἡμεῖς περὶ τῶν ἐπὶ σήψει λέγομεν, οὗτοι
δὲ περὶ τῶν
ἀσήπτων. Ἄλλως τε καὶ ὁ ἐπὶ ἀσήπτῳ αἵματι γινόμενος πυρετὸς ἐπὶ τοὺς
πολυημέρους
ἐφημέρους ἀνάγεται. Ὅθεν καὶ ὁ Γαληνὸς, ἐν τῷ ὀγδόῳ λόγῳ, τοὺς
συνόχους ἐφη-
μέρους πολυημέρους καλεῖ ἐπὶ ἀσήπτῳ αἵματι γινομένους ἐντὸς τῶν
ἀγγείων· οἱ δὲ
διαλείποντες ἐκτὸς τῶν ἀγγείων σηπομένου τούτου γίνονται, καὶ οὐκέτι
ὡς αἷμά
ἐστιν, ἀλλ' ὡς ξανθὴ χολή.
 Διὰ τί τεσσάρων ὄντων χυμῶν, τέσσαρες ὄγκοι γίνονται, διαφοραὶ δὲ
πυρετῶν
μόναι τρεῖς, ἐπειδὴ ὄγκος συνίσταται καὶ χωρὶς σήψεως χυμῶν; δύναται
γὰρ καὶ τὸ
αἷμα χωρὶς σήψεως ὄγκον ποιῆσαι. Πόσαι διαφοραὶ τῶν ἁπλῶν ὄγκων,
καὶ πόθεν
ἕκαστος γίνεται; τῶν ἁπλῶν ὄγκων τέσσαρες εἰσὶ διαφοραί· φλεγμονή,
σκίῤῥος,
οὐριοίδημα, καὶ ἐρυσίπελας. Πόσαι διαφοραὶ τῶν πυρετῶν; δύο μέν εἰσιν
αἱ οὐσιώδεις.
Καὶ ποίας καλεῖ οὐσιώδεις, καὶ ποίας ἐπουσιώδεις; τὰς κυριωτάτας καὶ
πρώτας, καὶ
τὰς παρὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον, οὐσιώδεις καλεῖ· τὰς δὲ ἀπὸ τῆς ὕλης,
καλεῖ ἐπουσιώ-
δεις. Καὶ ποῖαί εἰσι κατὰ συμβεβηκὸς ἀχώριστοι, ποῖαι δὲ χωρισταί;
Χωριστὰ μὲν
ὡς ἄν τις εἴπῃ τοῦ ζώου, τὸ μὲν λογικὸν, τὸ δὲ ἄλογον. Αὗται αἱ διαφοραὶ
103

οὐσιώδεις
ὑπάρχουσιν. Ἐὰν δὲ φήσωμεν τοῦ ζώου, τὰ μὲν λευκὰ ὡς κύκνοι, τὰ δὲ
μέλανα ὡς
χελιδόνες καὶ τὰ ὅμοια καλοῦνται κατὰ συμβεβηκός· ἀπὸ γὰρ τῶν
χρωμάτων ἐλείφθη-
σαν. Διὰ τί καλοῦνται ἀχώριστα; ἀχώριστα δὲ καλοῦνται, διὰ τὸ μὴ
χωρίζεσθαι τῆς οὐσίας· τοῦ γὰρ κύκνου τὸ λευκὸν οὐ χωρίζεται, ὡς οὐδὲ
τῆς κορώνης ἢ τῆς χελι-δόνος τὸ μέλαν.

Επιλογή από Ορειβάσιος ιατρός.

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1–16, 24–25, 43–50)


(0722: 001)“Oribasii collectionum medicarum reliquiae, vols. 1–4”, Ed.
Raeder, J.Leipzig: Teubner, 6.1.1:1928; 6.1.2:1929; 6.2.1:1931;
6.2.2:1933; Corpus medicorum Graecorum, vols. 6.1.1–6.2.2.Book 5,
chapter 2, sec. 7, line 4

διαθέσεις ἡ τοῦ ψυχροῦ πόσις, ἐφθακότων αὐτῷ χρῆσθαι παρὰ τὸν


τῆς ὑγείας χρόνον. προεπισκέψασθαι οὖν χρὴ τά τε κατὰ τὸν θώρακα
καὶ κατὰ τὴν γαστέρα καὶ κατὰ τὸ ἧπαρ καὶ τὸν τράχηλον καὶ τὴν
κεφαλὴν ὅλην ἰσχυρὰ νοσήματα· τὰ κῶλα γὰρ ἴσως οὐδὲν μέγα βλα-
βήσεται· βλαβήσεται μὲν γάρ τι καὶ αὐτὰ κατά τινας διαθέσεις, ἃς
ἐφεξῆς ἐρῶ, τὴν δ' αὐτὴν αὐτῶν ἔσεσθαι βλάβην, ἡλίκη γίνεται τῶν
προειρημένων μερῶν ἰσχυρῶς πασχόντων, οὐκ ἂν οὐδ' ἰδιώτης εἴποι.
εἰ μὲν οὖν ἐρυσιπελατώδης ἢ ἑρπυστικὴ διάθεσις εἴη ἐν τοῖς καθ'
ὑποχόνδριον ἢ ἐρυσιπελατώδης φλεγμονὴ ἢ κατὰ δυσκρασίαν ἄνευ χυ-
μῶν γεγονυῖα ἄκρως θερμὴ διάθεσις, ὀνίνασθαι, καθάπερ γε καὶ ἀπό-
στημα καὶ οἴδημα καὶ σκίρρον ἕλκος τε καὶ τὰς ψυχρὰς δυσκρασίας.
ἐπειδὴ δὲ καὶ περὶ τῶν κώλων ὑπεσχόμην εἰπεῖν, εἰδέναι χρὴ καὶ τὰς
ἐν τούτοις φλεγμονὰς τῶν νευρωδῶν μορίων, ἀφ' ὧν καὶ ἄλλως ἔστι
κίνδυνος σπασμῶν, μέγιστα βλαπτομένας ὑπὸ ψυχροῦ πόσεως· εἰ δ' ἐν
σαρκώδει μέρει τῶν κατὰ τὰ κῶλα γένοιτο φλεγμονή, καὶ πίνοι ψυχρὸν
ὁ ἄνθρωπος, κἂν ἔξω προσφέρῃ τῷ φλεγμαίνοντι, βλαβείη μὲν ἄν, οὐ
μὴν ἀξιόλογόν γε, οὐδὲ σαφὲς οὐδέν, εἰ καὶ μάλιστα πόσει ψυχροῦ
συνειθισμένος ὑπάρχοι. ὅταν οὖν πυρετὸς ᾖ μόνος ἄνευ διαθέσεως
ἄλλης ὑπὸ ψυχροῦ βλαβῆναι δυναμένης, τοσοῦτον ἐπιδιδόσθω τὸ
ψυχρόν,

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 6, chapter 28, sec. 1, line 5
104

Περὶ πάλης.

 Ἡ μὲν σύντονος πάλη πνεύματος εὐτονίαν καὶ ἰσχὺν ἐργάζεται


καὶ τὸ σῶμα στερεὸν καὶ μυῶδες νεῦρά τε κρατύνει καὶ τὰ αἰσθητήρια  
παροξύνει καὶ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας ἐπιρρώννυσιν· σάρκα δὲ πυκνὴν
μὲν καὶ ναστήν, ὀλίγην δὲ παντάπασι περιβάλλει· πιμελῆς δὲ καὶ οἰδη-
μάτων καὶ ὄγκων ὑδέρων τε πάντων καταλυτική, θώρακι δ' ἀνάρ-
μοστος. ἡ δὲ πραεῖα ἀντιστρόφως σαρκὸς πολλῆς κατασκευαστική·
διὸ τοῖς ἀρχομένοις ἀναλαμβάνειν χρησιμωτέρα τῆς ἑτέρας. ἔτι ἡ μὲν
ὄρθιος πάλη ὠφέλιμος κεφαλῇ καὶ θώρακι καὶ τονοῖ τὰ νεῦρα. ἡ δ'
ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ὀνίνησιν ὀσφὺν καὶ γόνατα καὶ ὑποχόνδριον καὶ ἔν-
τερα κεκακωμένα, κεφαλῇ δ' ἀνοικειοτέρα.

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 8, chapter 19, sec. 8, line 1

ῥέπουσι χυμοῖς εἰς τὰ κάτω, ἐπὶ δὲ τοῖς εἰς τὰ κάτω τοὐναντίον, καὶ
ἐπὶ μὲν ταῖς εἴσω ῥοπαῖς ἔξω, καὶ πάλιν ἐπὶ ταῖς ἐκτὸς εἴσω, κἂν εἰ
πρὸς τὰ δεξιὰ ῥέποι, τὴν ἐπ' ἀριστερὰ ποιητέον ἀντίσπασιν, κἂν εἰ
πρὸς ἀριστερά, τὴν ἐπὶ τἀναντία. οὕτως μὴν καὶ τὰς μὲν ὀπίσω
ῥοπὰς ἀντισπᾶν πρόσω, τὰ δὲ πρόσω ῥέποντα ῥεύματα πρὸς τὴν ὀπίσω
χώραν ἀπάγειν. Τιμοκράτης γοῦν ὁ Ἡρακλεώτης, ἐξ ἀγροῦ νεανί-
σκου κομίσαντος εἰς τὴν πόλιν οὐ μικρόν τι βάρος ἐν τῇ δεξιᾷ χειρί,
καὶ ἐμπρησθείσης αὐτῆς, ἐκέλευσε τὸ ἴσον βάρος εἰς τὴν ἀριστερὰν
χεῖρα μεταλαβόντα τὴν ἴσην ὁδὸν ἀνῦσαι μετ' αὐτοῦ καὶ τὴν ῥευμα-
τισθεῖσαν ἀναδῆσαι χεῖρα, καὶ τούτου γενομένου κατέστη παραχρῆμα
τὸ οἴδημα τῆς δεξιᾶς χειρός. κἀμὲ δ' ὁρᾶτε πολλάκις οὐκ ἐπὶ τῶν
χειρῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν σκελῶν ποιοῦντα τὸ παραπλήσιον
τούτῳ· τῷ μὲν γὰρ ῥευματισθέντι σκέλει τῶν ἀποκρουστικῶν τι φαρ-
μάκων ἐπιτίθημι μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιδέσεως, ἥτις ἄρχεται ἐκ
τῶν κάτω μερῶν, ἀεὶ δὲ κατὰ τὸ συνεχὲς ἐπινεμομένη πυκνῶς τὰ
πέλας χωρία μέχρι βουβῶνος ἀνέρχεται· τῷ δ' ἑτέρῳ σκέλει τῶν θερ-
μαινόντων τι φαρμάκων ἐπιτίθημι, μεταλαμβάνων τε καὶ ἀντισπῶν ἐπ'
ἐκεῖνο τοῦ ῥεύματος.

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 9, chapter 23, sec. 8, line 1

παραλαμβάνομεν. καταντλητέον δὲ κεφαλὴν μὲν δι' ἀγρυπνίας καὶ


105

παρακοπάς· καὶ στόμαχος δὲ καὶ ὑποχόνδριον ἐλαίῳ θερμῷ καταντλεῖ-


ται, ὁμοίως δὲ καὶ πλευρὰ καὶ ῥάχις καὶ κύστις. τετανικούς τε καὶ
ἰσχιαδικοὺς ἐλαίῳ θερμῷ καταντλητέον· σκέλη δὲ τῶν χρονίως καὶ
καταξήρως πυρεσσόντων, καὶ εἴ τι μὴ ἐφιδροῖντο ὅλως, ἢ μετὰ τοὺς
ἱδρῶτας ἀπεξηραμμένων, ὑδρελαίῳ. καὶ μεταγωγῆς δὲ χάριν καταιονή-
σομεν τὰ σκέλη ὕδατι πολλῷ ἢ ὑδρελαίῳ, καὶ πλανωμένην δ' ὕλην
κατασχεῖν ἐν ἀκυροτέροις βουλόμενοι μορίοις· τηνικαῦτα δὲ θερμοτέρῳ
χρώμεθα μέχρι δήξεως καὶ μέτρον ποιούμεθα τῆς καταντλήσεως τὸ
ἐρύθημα καὶ τὸ οἴδημα. καταντλοῦμεν δὲ καί, εἴτε φλεγμονὰς λῦσαι
βουλόμενοι, ἢ ἀποστήματα θᾶττον μεταβάλλειν εἰς πύον. προσκλύσματι
δὲ χρώμεθα ἐπὶ προσώπῳ ἐν [μὲν] καύσοις πυρετοῖς θέρους μὲν
ὕδατι γαλακτώδει, χειμῶνος δὲ θερμοτέρῳ, καὶ μάλιστα εἰ [καὶ] κεφαλὴ
τύχοι ἀπαθὴς εἶναι. φυλακτέον δὲ τὸν ἐγχρονισμόν· καταφορᾶς γὰρ
καὶ ψύξεως κινδυνώδους κατάρχει. ἀντιφυσᾶν δὲ δεῖ τὸν προσαντλού-
μενον τῷ στόματι ὑπὲρ τοῦ μὴ πλησθῆναι ὑπὸ τῆς προσαντλήσεως,
ἀλλ' ἀντερείδειν πρὸς τὰς πληγὰς διὰ τῆς ἀντιβάσεως τοῦ πνεύματος.
ὑποκείσθω δὲ σπόγγος ἀνθερεῶνι ξηρὸς πρὸς τὸ μὴ καταρρεῖν ἐκ τῆς
καταιονήσεως εἰς τὸ στέρνον. ἐνίοτε δὲ καὶ ὀξύκρατον θερμὸν δοκιμά-
ζομεν εἶναι τὸ πρόσκλυσμα, μάλιστα ἐν πυρετοῖς ἁπλουστέροις καὶ

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 9, chapter 24, sec. 10, line 1

ἐὰν δὲ θερμᾶναι σφοδρότερον, κρίθινον τῷ λινοσπέρμῳ συμπλέκομεν·


ἐὰν δὲ θερμᾶναι καὶ ξηρᾶναι, τῆλιν· ἐὰν δὲ θερμᾶναι καὶ προσδιαφο-
ρῆσαι, πίτυρα. ἐμπνευματώσεως δ' ἐνοχλούσης τὰ ὑποχόνδρια, λινόσπερ-
μον μετὰ κυμίνου παραπλησίως ἕφθω· στομάχου δ' ἐκλυομένου, ἄλφιτα
ἄναλα ἔστω ἔμπλασμα· ἀνορεκτοῦντος δὲ καὶ ἀτονοῦντος, ἀψινθίου
κόμη προαφεψείσθω, καὶ εἰς τὸ ἀφέψημα ἐμπασσέσθω ἄλφιτα. ἐπὶ τῶν
σφόδρα τρυφερῶν καὶ οὐδὲ αὐτὰ τὰ ξηρὰ ἐμβάλλομεν, οἷον λινόσπερ-
μον ἢ γῦριν ἢ τῆλιν, ἀλλ' ἀφεψήσαντες αὐτὰ εἰς λιπαρὸν μελίκρατον  
τὰ ἀφεψήματα διηθήσαντες ἐκχέομεν, κἄπειτα μέχρι συστάσεως ἑψῶμεν
οὕτως· ἵνα δ' ἐν πυρετῷ, [τὸ] διηθουμένην γῦριν ἐν ὀξυμέλιτι παρα-
πλησίως. σομφὸν δ' οἴδημα ἔχοντας κυαμίνῳ ἀλεύρῳ σὺν Αἰθιοπικῷ
κυμίνῳ, ἐσκιρρωμένον δὲ τῷ διὰ σύκων. σκευάζεται δ' οὕτως· κόπτε-
ται τὰ σῦκα χωρὶς τῶν κεγχραμίδων, εἶτα ἐν οἴνῳ γλυκεῖ λεανθέντα
ἑψεῖται, νίτρου λείου συμπλακέντος ὀλίγου. εἰ δὲ σφόδρα σπλὴν ἐσκιρ-
ρῶσθαι τύχοι, σὺν ὀξυμέλιτι τὰ σῦκα ἑψεῖται. ἥπατι δὲ φλεγμαίνοντι
τῆλις κατάλληλος ἐν μελικράτῳ ἑφθὴ καὶ ἄρτος σὺν λινοσπέρμῳ· βέλ-
106

τιον δὲ καὶ ἠρυγγίου σπέρμα συμμιχθέν. πρὸς δὲ τὰς τῶν ἐντέρων


φλεγμονὰς τὸ διὰ λινοσπέρμου καὶ γύρεως, πρὸς δὲ ῥευματισμοὺς ἐν-
τέρων τὸ διὰ κέγχρου, πρὸς δὲ κύστιν λινόσπερμα μετὰ λιβανωτίδος,
πρὸς δ' αἰδοῖα τὰ μὲν λιπαρὰ ἀνεπιτήδεια, τὰ δὲ στύφοντα κατάλ-
ληλα, οἷόν ἐστι τὸ διὰ σιδίων· δεῖ δὲ τὰ σίδια ξηρὰ κοπέντα ἐμπάς

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 44, chapter 28, sec. 7, line 1

ἀρχομένης μὲν ἐκ τῶν κάτω μερῶν, εἰς τὰ ἄνω δὲ τελευτώσης,


ἰάσατο τὸ πάθος. ἔστω δ' ὁ σπόγγος καινός· εἰ δὲ μὴ παρείη τοιοῦ-
τος, ἐκκαθαιρέσθω τῶν ἄλλων τις ἀφρονίτρῳ, καὶ μᾶλλον τῇ καλου-
μένῃ κονίᾳ στακτῇ. μὴ καταστάντος δ' ἐπὶ τοῖσδε τοῦ οἰδήματος,
ἐπειδὰν αὖθις ἐπιδέῃς, ἐπέμβαλέ τι βραχὺ στυπτηρίας. ἀγαθὸν δὲ καὶ
τὸ ἁπαλώτατον ἐλλύχνιον ὑγρότητι τοιαύτῃ δευθέν. ἐπιτήδειον δ' εἰς
ταῦτα φάρμακόν ἐστι καὶ τὸ γλαύκιον, ἔτι τε μᾶλλον τὸ δι' αὐτοῦ
συντιθέμενον ἡμέτερον φάρμακον, ὃ καὶ τὸν ἐπὶ ταῖς λυχνίαις συνιστά-
μενον ῥύπον λαμβάνει· ὁ γάρ τοι σκοπὸς τῆς θεραπείας ἐπὶ τῶν
τοιούτων παθῶν μικτός ἐστι, τὸ μέν τι διαφορεῖν τῆς οὐσίας αὐτῶν,
τὸ δέ τι συνάγειν καὶ σφίγγειν. ἐγὼ δ' ἐπὶ κεχρονικότος οἰδηματώ-
δους ὄγκου προϋπαλείψας ἐλαίῳ τὸ μόριον, εἶτ' ἐπιθεὶς σπόγγον ἐκ
κονίας καὶ σφίγξας βιαιότερον, οἶδα τελέως ἐκθεραπεύσας τὸ πάθος,
οὐκέτι δηλονότι τῆς τοιαύτης ἀγωγῆς σκοπὸν ἐχούσης τὸ μικτὸν τῶν
δυνάμεων, ἀλλ' ἐπὶ τὸ διαφορητικόν τε καὶ τμητικὸν ἀποκλινάσης,
ὅπερ ἐπὶ τῶν χρονιζόντων σχεδὸν ἁπάντων ἴσμεν εὐδοκιμοῦν. ἴσατις
ἥμερος τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους διαφορεῖ τε καὶ προσστέλλει θαυ-  
μαστῶς. γῆ λιπαρὰ πᾶσα, καὶ μάλιστα ἡ Αἰγυπτία, τάς τε παλαιὰς
φλεγμονὰς καὶ τὰ χαῦνα τῶν οἰδημάτων καὶ τοὺς ὅλην τὴν ἕξιν
οἰδαλέους ὀνίνησι καταχριομένη. ἄκανθα λευκὴ τὰ οἰδήματα κατα-
πλαττομένη προσστέλλει· ὁμοίως καὶ τοῦ ἀναγύρου τὰ φύλλα.

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 45, chapter 30, sec. 59, line 1

φρενίτιδες τῶν ληθάργων ἰάματά εἰσι, καὶ οἱ λήθαργοι τοὺς ἀθρόως


ἐξισταμένους καὶ ἀπαραλογίστως φρενιτικοὺς ἡμεροῦσιν. πόνον δ'
ἥπατος ὀξὺν καὶ βίαιον αἷμα ὑπελθὸν κατὰ γαστέρα ἀπέπαυσεν, εἴπερ
δὴ αἷμα χρὴ νομίζειν εἶναι τὸ ὑπερχόμενον, ἀλλὰ μὴ χυμόν τινα
107

ἄλλον· εἰκὸς δ' αἷμα ἐλθεῖν ἐξ ἥπατος ἐπὶ γαστέρα· εἰκὸς δὲ καὶ
μέλαν εἶναι τὸ ὑπερχόμενον· καὶ γὰρ δὴ καὶ μάλιστα ἐγγυτάτω τὴν
φύσιν ταῦτα ἀλλήλοις. ἀγαθαὶ δὲ καὶ πύου ἐκκρίσεις, αἱ μὲν διὰ
ῥινῶν ἢ ὤτων γινόμεναι τὰ κατὰ κεφαλὴν παύουσαι, αἱ δὲ διὰ
κύστεως ἢ ἕδρας ἐμπυημάτων τε ῥυόμεναι καὶ πόνων κεχρονισμένων.
ὅσα δ' ἐκπυεῖ ἐπὶ φλεγμοναῖς, ἢ εἴσω ἢ ἔξω, τὰς ὀδύνας τῶν φλεγ-
μαινόντων παύει. οἰδήματα δὲ συνάγχῃ τε χρηστῶς ἐπιγίνεται καὶ
ποδάγραις, οἷς τε ἂν ἐξαρθῇ οἴδημα, καὶ οἷς ἂν ἰσχνὸς μὲν ὁ τράχη-  
λος ἰδεῖν πνιγομένοις, ἰσχνοὶ δ' οἱ πόδες τἄλλα ὀδυνωμένοις· ἐπι-
γίνεται δὲ χρηστῶς καὶ ἕλκεσιν· εἰ δὲ μή, κίνδυνος καὶ σπασθῆναί
τινα καὶ πυρέξαι πυρετῷ χολώδει καὶ ἀγρύπνῳ καὶ παρακρουστικῷ.
ἐπιφλεγμῆναι δὲ καὶ ἄρθροις ἐμβεβλημένοις συμφέρει· κωλύουσι γὰρ
αἱ φλεγμοναὶ τὸ ἄρθρον τὸ ἔπειτα ὀλισθαίνειν· χρὴ δὲ μήτε ἄγαν
ἰσχυρὰς εἶναι τὰς φλεγμονάς, μήτε τὸ ἄρθρον νεύροις καὶ μυσὶ σύν-
τονον. τὰς δὲ βῆχας τὰς ξηρὰς καὶ χρονίους λύει ὀδύνη στηρίξασα
εἰς ὄρχιν ἢ ἰσχίον ἢ σκέλος. ἀρθρῖτις δὲ καὶ ποδάγρα πολλῶν ἄλλων
κακῶν ὑποδοχαί εἰσιν· τὰ γὰρ ῥεύματα ἐθιζόμενα ταύτης εἶναι τοῖς

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 45, chapter 30, sec. 59, line 2

ἐξισταμένους καὶ ἀπαραλογίστως φρενιτικοὺς ἡμεροῦσιν. πόνον δ'


ἥπατος ὀξὺν καὶ βίαιον αἷμα ὑπελθὸν κατὰ γαστέρα ἀπέπαυσεν, εἴπερ
δὴ αἷμα χρὴ νομίζειν εἶναι τὸ ὑπερχόμενον, ἀλλὰ μὴ χυμόν τινα
ἄλλον· εἰκὸς δ' αἷμα ἐλθεῖν ἐξ ἥπατος ἐπὶ γαστέρα· εἰκὸς δὲ καὶ
μέλαν εἶναι τὸ ὑπερχόμενον· καὶ γὰρ δὴ καὶ μάλιστα ἐγγυτάτω τὴν
φύσιν ταῦτα ἀλλήλοις. ἀγαθαὶ δὲ καὶ πύου ἐκκρίσεις, αἱ μὲν διὰ
ῥινῶν ἢ ὤτων γινόμεναι τὰ κατὰ κεφαλὴν παύουσαι, αἱ δὲ διὰ
κύστεως ἢ ἕδρας ἐμπυημάτων τε ῥυόμεναι καὶ πόνων κεχρονισμένων.
ὅσα δ' ἐκπυεῖ ἐπὶ φλεγμοναῖς, ἢ εἴσω ἢ ἔξω, τὰς ὀδύνας τῶν φλεγ-
μαινόντων παύει. οἰδήματα δὲ συνάγχῃ τε χρηστῶς ἐπιγίνεται καὶ
ποδάγραις, οἷς τε ἂν ἐξαρθῇ οἴδημα, καὶ οἷς ἂν ἰσχνὸς μὲν ὁ τράχη-  
λος ἰδεῖν πνιγομένοις, ἰσχνοὶ δ' οἱ πόδες τἄλλα ὀδυνωμένοις· ἐπι-
γίνεται δὲ χρηστῶς καὶ ἕλκεσιν· εἰ δὲ μή, κίνδυνος καὶ σπασθῆναί
τινα καὶ πυρέξαι πυρετῷ χολώδει καὶ ἀγρύπνῳ καὶ παρακρουστικῷ.
ἐπιφλεγμῆναι δὲ καὶ ἄρθροις ἐμβεβλημένοις συμφέρει· κωλύουσι γὰρ
αἱ φλεγμοναὶ τὸ ἄρθρον τὸ ἔπειτα ὀλισθαίνειν· χρὴ δὲ μήτε ἄγαν
ἰσχυρὰς εἶναι τὰς φλεγμονάς, μήτε τὸ ἄρθρον νεύροις καὶ μυσὶ σύν-
τονον. τὰς δὲ βῆχας τὰς ξηρὰς καὶ χρονίους λύει ὀδύνη στηρίξασα
εἰς ὄρχιν ἢ ἰσχίον ἢ σκέλος. ἀρθρῖτις δὲ καὶ ποδάγρα πολλῶν ἄλλων
κακῶν ὑποδοχαί εἰσιν· τὰ γὰρ ῥεύματα ἐθιζόμενα ταύτης εἶναι τοῖς
μὲν ἄρθροις ἐπίπονά ἐστι, κωλύει δ' ἕτερα νοσήματα γίνεσθαι.
108

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (libri incerti) (0722: 002)


“Oribasii collectionum medicarum reliquae, vol. 4”, Ed. Raeder, J.
Leipzig: Teubner, 1933; Corpus medicorum Graecorum, vol. 6.2.2.
Chapter 1, sec. 5, line 8

κράτης ἁπάντων τῶν ὄντων στοιχεῖα κοινὰ τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυ-


χρόν, τὸ ὑγρὸν καὶ τὸ ξηρόν, ἐφεξῆς ἐπὶ γένος ἕτερον στοιχείων με-
ταβαίνει, οὐκέτι πρῶτον ἐκεῖνο, ἀλλὰ τῶν ἐναίμων ζῴων ἴδιον,
αἷμα καὶ φλέγμα, ξανθὴν χολήν τε καὶ μέλαιναν. πυρὶ μὲν οὖν ἀνά-
λογόν ἐστιν ἡ ξανθὴ χολή, γῇ δ' ἡ μέλαινα, τὸ δὲ φλέγμα τῷ ὕδατι
καὶ διὰ τοῦτο θερμὴ μὲν καὶ ξηρὰ τὴν δύναμίν ἐστιν ἡ ξανθὴ χολὴ
καθάπερ τὸ πῦρ, ψυχρὰ δ' ἡ μέλαινα καὶ ξηρὰ παραπλησίως τῇ γῇ,
τὸ δὲ φλέγμα ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν ὥσπερ τὸ ὕδωρ· μόνον δὲ τὸ ἀερῶ-  
δες στοιχεῖον ἐν τοῖς τῶν ζῴων σώμασιν ὁρᾶται πλησίον τῆς αὑτοῦ
φύσεως ἔν τε ταῖς ἀναπνοαῖς καὶ τοῖς σφυγμοῖς, ἤδη δὲ κἀν τοῖς
παλμώδεσι πάθεσιν, ἐμφυσήμασί τε καὶ οἰδήμασι καὶ ταῖς καλουμέναις
πνευματώσεσιν. ἡ δ' ἐξ ἁπάντων τῶν στοιχείων σύμμετρος σύστασις
ἐγέννησε τὸ ἀκριβὲς αἷμα.

Περὶ διαφορᾶς κράσεων.

 Τῶν συνθέτων σωμάτων οὐδὲν οὔτε ἄκρως θερμὸν οὔτε ἄκρως


ψυχρὸν οὔτε ἄκρως ξηρὸν οὔτε ἄκρως ὑγρόν ἐστι καθάπερ τὰ στοι-
χεῖα, ἀλλ' ἤτοι μέσον ἄκρως ἂν εἴη τῶν ἐναντίων, ἢ θάτερον τῶν
ἄκρων προκεχώρηκεν. εἰ μὲν δὴ μέσον ἀκριβῶς εἴη καθ' ἑκατέραν
τῶν ἀντιθέσεων, ὡς μηδὲν μᾶλλον εἶναι θερμὸν ἢ ψυχρὸν ἢ ξηρὸν ἢ
ὑγρόν, εὔκρατον αὐτὸ ἁπλῶς λεχθήσεται, θατέρου δὲ πλεονεκτήσαντος,
ἤτοι κατὰ τὴν ἑτέραν ἀντίθεσιν ἢ κατ' ἀμφοτέρας, οὐκέτι εὔκρατον.

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (libri incerti) Chapter 22, sec.


39, line 1

ἄλλως ὁδοιπορίαις μακραῖς μὴ ἀχθεσθείσας [ἤτοι βαρυνθείσας]. ἥτις δ'


εἰθίσθη ἀταλαιπώρως διαιτᾶσθαι κυοῦσα, αὕτη οὐ χρηστῶς ἤνεγκε τὰς
ἐξαπιναίους κινήσεις. κάλλιστος δ' ὁ πόνος καὶ ἀσφαλέστατος ᾠδὴ καὶ
μέλος πονεῖν. καὶ οὐκ ἂν εἰς οὐδὲν μέμψαιο οὔτε σιτία διδοὺς οὔτε
εἰς ἄλλο τι τῶν ἐπὶ ταῖς κυήσεσι συμπιπτόντων. καὶ τὸ δριμέων δέ
ποτε γεύεσθαι, καὶ μάλιστα νάπυος, ἐπιτήδειον τῇ ἀποσίτῳ· τὸ γάρ
τοι πλέον τὸ καὶ εὐθὺς ἐπὶ τῇ πρώτῃ κυήσει ὕποπτον· αἷς δὲ προς-
109

έχεται τὸ ἔμβρυον ἰσχυρῶς, οὐδὲν ἂν εἴη καὶ τὸ τοιούτου τινὸς


προσάπτεσθαι. ἐν τοίνυν τοῖς εἰρημένοις ἔνεστι καὶ τῶν ἄλλων ἰάματα·
τίς γὰρ ἂν ἢ πτύσαι πλεῖον ἢ ἀχροήσαι παρὰ τὸ ἀναγκαῖον ἢ οἰδήσαι
πόδας
διαιτωμένη ὡς εἴρηται; πρὸς δὲ τὰ οἰδήματα τῶν ποδῶν ἐξαίρετα
ἀνθήλην ὄξει βεβρεγμένην ἐπιδεῖν καὶ φύλλα κράμβης πλατέα ἐπι-
τιθέναι καὶ γῆν Κιμωλίαν μετ' ὄξους ἐπιχρίειν. ἀγαθὸν δὲ καὶ τῶν
Μηδικῶν καλουμένων μήλων ἑψήσασαν ἐν ὕδατι καταιονίζειν τοὺς
πόδας. τὰ δ' ἄλλα ὅσα χρὴ περὶ τοὺς τόκους καὶ τὴν λεχὼ πραγμα-
τεύεσθαι, πρὸ βραχὺ ἐρῶ.

Ορειβάσιος ιατρός. Eclogae medicamentorum (0722: 003)


“Oribasii collectionum medicarum reliquae, vol. 4”, Ed. Raeder, J.
Leipzig: Teubner, 1933; Corpus medicorum Graecorum, vol. 6.2.2.
Chapter 56, sec. 1, line 4

καὶ δυσεντερικῶν εἰρημένῃ· συνεχέστεραι δὲ τούτοις ἁρμόζουσι δριμυ-


φαγίαι καὶ ἔμετοι ἀπὸ δείπνου, δρωπακισμοί τε πρῶτον χειρῶν καὶ
σκελῶν, εἶτα θώρακος καὶ κοιλίας φοινιγμοί τε οἱ διὰ μαλαγμάτων
καὶ διὰ νάπυος.  – Καταπότια. Σιδίων, σμύρνης ἀνὰ η, στυπτη-
ρίας σχιστῆς, ὑποκιστίδος χυλοῦ ἀνὰ δ. δίδου ὀροβιαῖα μεγέθη πέντε
ἢ ζ.

Περὶ τεινεσμοῦ.

 Τεινεσμὸς προηγεῖται τῶν πλείστων δυσεντεριῶν, ἔστι δ' οὗτος


προθυμία πρὸς ἔκδοσιν ἀπαραίτητος οὐδὲν ἐξάγουσα εἰ μὴ ἄρα ὀλίγα
οἰνωπά, καὶ μετὰ ταῦτα μυξώδη, ἃ σχεδὸν τῆς ἐπιτεταμένης προθυμίας
γίνεται παραίτια, οἰδηματώδης δὲ φλεγμονὴ ἐντόπιος γινομένη ἔμφασιν
παρέχει κοπρίου ἐγκειμένου καὶ ἐπιζήτησιν ἐκδόσεως. δῆλον δ' ὡς
περὶ τὸ ἀπολῆγον τοῦ ἀπευθυσμένου ἐντέρου γίνεται ἡ πεῖσις ἐν ᾧ ἡ
ἐκκριτικὴ δύναμις ἐγκάθηται. ἁρμόζει δέ, εἰ ἐνδέχοιτο, φλεβοτομία, εἰ
δὲ μή γε, ἀσιτία ἄχρι τῆς διατρίτου, ὠμαί τε λύσεις θερμαὶ ἐπιτιθέ-
μεναι κατ' ὀσφύος καὶ ἤτρου, ἢ λάδανον μετὰ νάρδου. μετὰ δὲ τὰς
ἀποκρίσεις ἐγκαθιζέτωσαν στυμμάτων ἀφεψήματι καὶ ἀγαθίδας διὰ
στυμμάτων θερμῶν προστιθέσθωσαν τῇ ἕδρᾳ, ἢ πίτυρα ἐν ἀποδέσμῳ
δι' ὀξυκράτου θερμοῦ ἢ ὠμὴν λύσιν ἢ σίδια ἡψημένα καὶ λελειοτριβη-
μένα κατ' ἰδίαν, εἶτα καὶ μετὰ μαλάχης ῥίζης. μάλιστα δὲ ποιεῖ ἡ τῆς
ἀγρίας μαλάχης ῥίζα ἑψηθεῖσα καὶ λειοτριβηθεῖσα ἐπ' ὀστράκῳ τε
110

Ορειβάσιος ιατρός. Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Book 2, chapter 1,iota,


sec. 9, line 5

τεροκήλας ὀνίνησιν· ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰς ἀναγωγὰς τοῦ αἵματος καὶ
πρὸς τὸν ῥοῦν τὸν γυναικεῖον καὶ μάλιστα τὸν ἐρυθρόν, ἔτι δὲ δυς-
εντερίας καὶ τἄλλα τὰ κατὰ τὴν γαστέρα ῥεύματα γενναῖόν ἐστι φάρ-
μακον ἡ πόα πινομένη δι' ὕδατος ἢ οἴνου. ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς αἱμορ-
ραγίας τε τὰς ἐκ ῥινῶν ὠφελεῖ καὶ τὰ κατὰ τὴν γαστέρα ῥοώδη πάθη
σύν τινι τῶν αὐστηρῶν οἴνων πινόμενος ἢ καὶ δι' ὕδατος, ἂν πυρέτ-
τοντες τυγχάνωσιν.  – Ἰσάτις ἥμερος, ᾗ οἱ βαφεῖς χρῶνται, ξηραντι-
κῆς ἰσχυρῶς ἐστι δυνάμεως, οὐδέπω δακνούσης· ἔστι δὲ πικρά τε ἅμα
καὶ στυπτική. ταύτῃ τοι καὶ τὰ μεγάλα τραύματα τῶν σκληρῶν σω-
μάτων κολλᾷ, κἂν ἐν ταῖς τῶν μυῶν ὦσι κεφαλαῖς, καὶ κατὰ τῶν
αἱμορραγούντων ὠφελίμως ἐπιπλάττεται καὶ τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους
ἱκανῶς διαφορεῖ τε ἅμα καὶ προσστέλλει καὶ πρὸς ἅπαντα τὰ κακοήθη
ἕλκη δραστικῶς ἀνθίσταται.  – Ἰτέας τοῖς φύλλοις χρήσαιτο ἄν τις
εἰς τραυμάτων ἐναίμων κόλλησιν. ἔστι δ' αὐτά τε καὶ τὸ ἄνθος αὐτῆς
δυνάμεως ἀδήκτως ξηραντικῆς ἠρέμα καὶ στυφούσης. ἔνιοι δὲ καὶ
χυλὸν ἐξ αὐτῶν ποιοῦντες ἄδηκτόν τε καὶ ξηραῖνον ἴσχουσι φάρμακον
εἰς πολλὰ χρήσιμον. καὶ ὁ φλοιὸς δὲ τοῦ δένδρου παραπλήσιος, πλὴν
ὅσον ξηρότερος· ἀλλὰ τοῦτόν γε καίουσιν
Ορειβάσιος ιατρός. Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Book 3, chapter 51,
sec. t, line 1

πρώταις ὀλίγαις ἡμέραις ἐλαττοῦν δοκεῖ τὸν ὄγκον· τὸ δ' ὑπόλοιπον


τῆς διαθέσεως ἀνίατον καθίσταται, παντὸς τοῦ λεπτομεροῦς διαφορη-
θέντος· διὰ τοῦτο ἐπιτηδειότερα τῶν φαρμάκων ἐστὶν ὅσα μετὰ τοῦ
μαλάττειν καὶ διαφορεῖν πέφυκεν. μαλακτικὰ μὲν οὖν ἐστιν ἐλάφειον
στέαρ καὶ μυελὸς καὶ ταύρειον καὶ τράγειον καὶ ἄρκειον, ἀμμω-  
νιακόν τε καὶ βδέλλιον καὶ στύραξ, καὶ τούτοις χρησάμενοι μετὰ τὸ
λυθῆναι τὴν σκληρότητα διαφορητικὰ προσάξομεν, ὁποῖά ἐστι τῆλις καὶ
αἰγεία κόπρος σὺν ὀξυκράτῳ. συντίθεται δὲ φάρμακα παρὰ τῶν ἰατρῶν
πρὸς ἀμφοτέρους τοὺς σκοποὺς ἁρμόττοντα, τόν τε τῆς τοῦ σκίρρου
διαλύσεως καὶ τὸν τῆς διαφορήσεως.

Περὶ οἰδημάτων.

 Ῥεῦμα φλεγματῶδες τὸ οἴδημα γεννᾷ, χαῦνον ὄγκον καὶ εἴκοντα


καὶ βοθρούμενον καὶ τὰς ἐκπιέσεις τῶν δακτύλων· ἔστι δὲ καὶ ἀνώ-
δυνος. ἰᾶσθαι δ' αὐτὸν χρὴ σπόγγον ὀξυκράτῳ βρέχοντα καὶ ἐπιτιθέναι
111

μετ' ἐπιδέσεως ἠρέμα σφιγγούσης ἐκ τῶν κάτω μὲν ἀρχομένης μερῶν,


τελευτώςης δ' εἰς τὰ ἄνω. καινὸν δ' εἶναι χρὴ τὸν σπόγγον, κἂν
μὴ παρῇ τοιοῦτος, ἐκκαθαίρειν τὸν παρόντα νίτρῳ, καὶ μᾶλλον τῇ
καλουμένῃ στακτῇ κονίᾳ· μὴ καθισταμένου δ' ἐπὶ τούτοις τοῦ οἰδή-
ματος, βραχὺ τῆς στυπτηρίας μιγνύειν. ἐπιτήδειον δὲ καὶ τὸ ἁπαλώ-
τατον ἐλλύχνιον ὑγρότητι τοιαύτῃ δευόμενον καὶ ἐπιτιθέμενον. κάλλιον
δὲ καὶ τὸ γλαύκιον. καὶ χρονικὸν δ' οἴδημα προϋπαλείψας ἐλαίῳ τὸ

Ορειβάσιος ιατρός. Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Book 3, chapter 51,


sec. 6, line 1

Περὶ οἰδημάτων.

 Ῥεῦμα φλεγματῶδες τὸ οἴδημα γεννᾷ, χαῦνον ὄγκον καὶ εἴκοντα


καὶ βοθρούμενον καὶ τὰς ἐκπιέσεις τῶν δακτύλων· ἔστι δὲ καὶ ἀνώ-
δυνος. ἰᾶσθαι δ' αὐτὸν χρὴ σπόγγον ὀξυκράτῳ βρέχοντα καὶ ἐπιτιθέναι
μετ' ἐπιδέσεως ἠρέμα σφιγγούσης ἐκ τῶν κάτω μὲν ἀρχομένης μερῶν,
τελευτώςης δ' εἰς τὰ ἄνω. καινὸν δ' εἶναι χρὴ τὸν σπόγγον, κἂν
μὴ παρῇ τοιοῦτος, ἐκκαθαίρειν τὸν παρόντα νίτρῳ, καὶ μᾶλλον τῇ
καλουμένῃ στακτῇ κονίᾳ· μὴ καθισταμένου δ' ἐπὶ τούτοις τοῦ οἰδή-
ματος, βραχὺ τῆς στυπτηρίας μιγνύειν. ἐπιτήδειον δὲ καὶ τὸ ἁπαλώ-
τατον ἐλλύχνιον ὑγρότητι τοιαύτῃ δευόμενον καὶ ἐπιτιθέμενον. κάλλιον
δὲ καὶ τὸ γλαύκιον. καὶ χρονικὸν δ' οἴδημα προϋπαλείψας ἐλαίῳ τὸ
μόριον, εἶτ' ἐπιθεὶς σπόγγον ἐκ κονίας καὶ σφίγξας βιαιότερον θερα-
πεύσεις. ἴσατις ἡ ἥμερος τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους θαυμαστῶς δια-
φορεῖ τε καὶ προσστέλλει· γῆ λιπαρὰ πᾶσα, καὶ μᾶλλον ἡ Αἰγυπτία.

Ορειβάσιος ιατρός. Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Book 3, chapter 51,


sec. 7, line 1

καὶ βοθρούμενον καὶ τὰς ἐκπιέσεις τῶν δακτύλων· ἔστι δὲ καὶ ἀνώ-
δυνος. ἰᾶσθαι δ' αὐτὸν χρὴ σπόγγον ὀξυκράτῳ βρέχοντα καὶ ἐπιτιθέναι
μετ' ἐπιδέσεως ἠρέμα σφιγγούσης ἐκ τῶν κάτω μὲν ἀρχομένης μερῶν,
τελευτώςης δ' εἰς τὰ ἄνω. καινὸν δ' εἶναι χρὴ τὸν σπόγγον, κἂν
μὴ παρῇ τοιοῦτος, ἐκκαθαίρειν τὸν παρόντα νίτρῳ, καὶ μᾶλλον τῇ
καλουμένῃ στακτῇ κονίᾳ· μὴ καθισταμένου δ' ἐπὶ τούτοις τοῦ οἰδή-
ματος, βραχὺ τῆς στυπτηρίας μιγνύειν. ἐπιτήδειον δὲ καὶ τὸ ἁπαλώ-
τατον ἐλλύχνιον ὑγρότητι τοιαύτῃ δευόμενον καὶ ἐπιτιθέμενον. κάλλιον
δὲ καὶ τὸ γλαύκιον. καὶ χρονικὸν δ' οἴδημα προϋπαλείψας ἐλαίῳ τὸ
112

μόριον, εἶτ' ἐπιθεὶς σπόγγον ἐκ κονίας καὶ σφίγξας βιαιότερον θερα-


πεύσεις. ἴσατις ἡ ἥμερος τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους θαυμαστῶς δια-
φορεῖ τε καὶ προσστέλλει· γῆ λιπαρὰ πᾶσα, καὶ μᾶλλον ἡ Αἰγυπτία.

Leo Phil., Conspectus medicinae (0723: 002)“Anecdota medica


Graeca”, Ed. Ermerins, F.Z.Leiden: Luchtmans, 1840, Repr. 1963.
Chapter p, sec. 7, line 5

Κεφάλαια τοῦ ἑβδόμου λόγου.

αʹ  Περὶ φλεγμονῆς.
βʹ  περὶ ἐρυσιπέλατος.
γʹ  περὶ ἕρπητος.
δʹ  περὶ σκίῤῥου.
εʹ  περὶ οἰδήματος.
στʹ  περὶ ἀποστήματος.
ζʹ  περὶ ἄνθρακος.
ηʹ  περὶ δοθιῶνος.
θʹ  περὶ βουβῶνος.
ιʹ  περὶ ἀρθρίτιδος, ποδάγρας καὶ ἰσχιάδος.
ιαʹ περὶ στεατώματος.
ιβʹ περὶ ἀθηρώματος.
ιγʹ περὶ μελικηρίδος.
ιδʹ περὶ ἀκροχορδόνων.

Leo Phil., Conspectus medicinae Chapter 7, sec. 5, line t

       

Περὶ οἰδήματος.

      
 Οἴδημά ἐστιν ὄγκος ἀνώδυνος, ὅταν πήξῃς ἐν αὐτῷ
τὸν δάκτυλον κοιλαίνεται καὶ πάλιν μετὰ ὥραν καθί-
σταται· γίνεται δὲ ἀπὸ φλέγματος καὶ καλοῦσιν αὐτό
113

τινες φύγεθλον· θεραπεύεται δὲ ἐὰν σπόγγον βρέξαν-


τες εἰς θαλάσσιον ὕδωρ, ἢ ὄξος, ἢ στακτὴν ἐπιθῶμεν
καὶ ἐπιδήσαντες σφίγξωμεν, ὡς εἴρηται ἐν τῷ δευτέρῳ
βιβλίῳ τῶν πρὸς Γλαύκωνα.
      
       

Leo Phil., Conspectus medicinae Chapter 7, sec. 5, line 1

        

Περὶ σκίῤῥου.

      
 Σκίῤῥος ἐστὶν ὄγκος σκληρὸς μέλας ἄνευ ὀδύνης, γίνε-
ται δὲ ἐπὶ μελαγχολικῷ χυμῷ· ὅταν δὲ γένηται ἐν τῷ
τραχήλῳ λέγεται χοιράς. θεραπεύεται διὰ χειρουργίας
καὶ καύσεως, ἢ διὰ τῶν μαλακτικῶν φαρμάκων· οἷόν
ἐστιν ἡ κωφὴ καὶ τὸ κίτρινον.
      
        

Περὶ οἰδήματος.

      
 Οἴδημά ἐστιν ὄγκος ἀνώδυνος, ὅταν πήξῃς ἐν αὐτῷ
τὸν δάκτυλον κοιλαίνεται καὶ πάλιν μετὰ ὥραν καθί-
σταται· γίνεται δὲ ἀπὸ φλέγματος καὶ καλοῦσιν αὐτό
τινες φύγεθλον· θεραπεύεται δὲ ἐὰν σπόγγον βρέξαν-
τες εἰς θαλάσσιον ὕδωρ, ἢ ὄξος, ἢ στακτὴν ἐπιθῶμεν
καὶ ἐπιδήσαντες σφίγξωμεν, ὡς εἴρηται ἐν τῷ δευτέρῳ
βιβλίῳ τῶν πρὸς Γλαύκωνα.
      
Επιλογή από Στέφανος ιατρός.

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon (0724:


002)“Commentary on Hippocrates' Prognosticon”, Ed. Duffy, J.M.,
1975; Diss. SUNY Buffalo.Chapter 1, sec. 12, line 21

ἐὰν συνέλθῃ, κάκιστόν ἐστι, τυχὸν ἐὰν συντεταμένον ἐστὶ τὸ


ὑποχόνδριον καὶ ὀδύνη σύνεστι καὶ ζέσις καὶ φλόγωσις καὶ ἀνω-
114

μαλία. εἰ δὲ τὰ μὲν ὦσι, τὰ δὲ οὐκ ὦσιν, ἧττόν ἐστι κακόν. ἐν


τῷ μεταξὺ δὲ τοῦ ἀρίστου καὶ τοῦ χειρίστου ἐστὶ τὸ τὰ ἀριστε-
ρὰ ὑποκεῖσθαι βεβλαμμένα, τυχὸν ὁ σπλήν, τὰ δὲ δεξιὰ ἀβλαβῆ,
ἤγουν τὸ ἧπαρ· δηλοῖ γὰρ τὴν πρώτην ἀρχὴν τῆς πέψεως καλῶς
διακεῖσθαι. εἶτα δεῖ ἡμᾶς εἰπεῖν καὶ τὴν αἰτίαν, καθ' ἣν κάλ-
λιστόν ἐστιν ὑποχόνδριον, ἐὰν συνέλθῃ τὰ προειρημένα τέσσαρα
σημεῖα. καὶ τὸ μὲν μαλθακὸν σημαίνει τὸ ἀπηλλαγμένον παντὸς
ὄγκου παρὰ φύσιν, τυχὸν μήτε φλεγμονὴν ἔχον μήτε σκίρρον μήτε
οἴδημα, καὶ τὰ τοιαῦτα. ἀλλ' ἴσως ἐρεῖ τις ὅτι ‘καὶ πόθεν δῆ-  
λον ὅτι οἴδημα οὐκ ἔστι; καὶ γὰρ τὸ οἴδημα ὄγκος μέν ἐστιν,
εἴκει δὲ τῇ ἁφῇ, ὥσπερ καὶ τὸ μαλθακὸν εἴκει τῇ ἁφῇ· τὸ γὰρ
μαλθακὸν τῷ συντεταμένῳ ἀντίκειται.’ καὶ λέγομεν ὅτι οὐκ ἔς-
τιν οἴδημα, ὡς δηλοῖ ἐκ τοῦ ὀξὺ εἶναι τὸ ἐξεταζόμενον νόσημα·
ἐν δὲ ὀξεῖ νοσήματι οὐδέποτε οἴδημα γίνεται ἐπὶ τὰ ὑποχόνδρια.
ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνώδυνον ἀγαθόν ἐστι· δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐδεμία δριμύ-
της πλεονάζει ἐν αὐτοῖς, ἀλλ' οὐδὲ πνεύματα ἐμφωλεύουσιν,
ἀλλ' οὐδὲ πλῆθος χυμῶν πλεονάζει ἐν αὐτοῖς παρατεῖνον, καὶ τῷ
λόγῳ τούτῳ ἀνώδυνά εἰσιν. ἀλλὰ καὶ τὸ ἀφλέγμαντα εἶναι δηλοῖ
ὅτι οὐδεμία ζέσις ἢ φλόγωσίς ἐστιν ἐν αὐτοῖς. καὶ δεῖ αὐτὰ

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Chapter 1, sec. 12, line 22

ὑποχόνδριον καὶ ὀδύνη σύνεστι καὶ ζέσις καὶ φλόγωσις καὶ ἀνω-
μαλία. εἰ δὲ τὰ μὲν ὦσι, τὰ δὲ οὐκ ὦσιν, ἧττόν ἐστι κακόν. ἐν
τῷ μεταξὺ δὲ τοῦ ἀρίστου καὶ τοῦ χειρίστου ἐστὶ τὸ τὰ ἀριστε-
ρὰ ὑποκεῖσθαι βεβλαμμένα, τυχὸν ὁ σπλήν, τὰ δὲ δεξιὰ ἀβλαβῆ,
ἤγουν τὸ ἧπαρ· δηλοῖ γὰρ τὴν πρώτην ἀρχὴν τῆς πέψεως καλῶς
διακεῖσθαι. εἶτα δεῖ ἡμᾶς εἰπεῖν καὶ τὴν αἰτίαν, καθ' ἣν κάλ-
λιστόν ἐστιν ὑποχόνδριον, ἐὰν συνέλθῃ τὰ προειρημένα τέσσαρα
σημεῖα. καὶ τὸ μὲν μαλθακὸν σημαίνει τὸ ἀπηλλαγμένον παντὸς
ὄγκου παρὰ φύσιν, τυχὸν μήτε φλεγμονὴν ἔχον μήτε σκίρρον μήτε
οἴδημα, καὶ τὰ τοιαῦτα. ἀλλ' ἴσως ἐρεῖ τις ὅτι ‘καὶ πόθεν δῆ-  
λον ὅτι οἴδημα οὐκ ἔστι; καὶ γὰρ τὸ οἴδημα ὄγκος μέν ἐστιν,
εἴκει δὲ τῇ ἁφῇ, ὥσπερ καὶ τὸ μαλθακὸν εἴκει τῇ ἁφῇ· τὸ γὰρ
μαλθακὸν τῷ συντεταμένῳ ἀντίκειται.’ καὶ λέγομεν ὅτι οὐκ ἔς-
τιν οἴδημα, ὡς δηλοῖ ἐκ τοῦ ὀξὺ εἶναι τὸ ἐξεταζόμενον νόσημα·
ἐν δὲ ὀξεῖ νοσήματι οὐδέποτε οἴδημα γίνεται ἐπὶ τὰ ὑποχόνδρια.
ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνώδυνον ἀγαθόν ἐστι· δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐδεμία δριμύ-
της πλεονάζει ἐν αὐτοῖς, ἀλλ' οὐδὲ πνεύματα ἐμφωλεύουσιν,
ἀλλ' οὐδὲ πλῆθος χυμῶν πλεονάζει ἐν αὐτοῖς παρατεῖνον, καὶ τῷ
λόγῳ τούτῳ ἀνώδυνά εἰσιν. ἀλλὰ καὶ τὸ ἀφλέγμαντα εἶναι δηλοῖ
115

ὅτι οὐδεμία ζέσις ἢ φλόγωσίς ἐστιν ἐν αὐτοῖς. καὶ δεῖ αὐτὰ


καὶ ὁμαλὰ εἶναι, τουτέστιν ὅμοια καὶ ἴσα πάντῃ κατά τε ποσό

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Chapter 1, sec. 12, line 25

ρὰ ὑποκεῖσθαι βεβλαμμένα, τυχὸν ὁ σπλήν, τὰ δὲ δεξιὰ ἀβλαβῆ,


ἤγουν τὸ ἧπαρ· δηλοῖ γὰρ τὴν πρώτην ἀρχὴν τῆς πέψεως καλῶς
διακεῖσθαι. εἶτα δεῖ ἡμᾶς εἰπεῖν καὶ τὴν αἰτίαν, καθ' ἣν κάλ-
λιστόν ἐστιν ὑποχόνδριον, ἐὰν συνέλθῃ τὰ προειρημένα τέσσαρα
σημεῖα. καὶ τὸ μὲν μαλθακὸν σημαίνει τὸ ἀπηλλαγμένον παντὸς
ὄγκου παρὰ φύσιν, τυχὸν μήτε φλεγμονὴν ἔχον μήτε σκίρρον μήτε
οἴδημα, καὶ τὰ τοιαῦτα. ἀλλ' ἴσως ἐρεῖ τις ὅτι ‘καὶ πόθεν δῆ-  
λον ὅτι οἴδημα οὐκ ἔστι; καὶ γὰρ τὸ οἴδημα ὄγκος μέν ἐστιν,
εἴκει δὲ τῇ ἁφῇ, ὥσπερ καὶ τὸ μαλθακὸν εἴκει τῇ ἁφῇ· τὸ γὰρ
μαλθακὸν τῷ συντεταμένῳ ἀντίκειται.’ καὶ λέγομεν ὅτι οὐκ ἔς-
τιν οἴδημα, ὡς δηλοῖ ἐκ τοῦ ὀξὺ εἶναι τὸ ἐξεταζόμενον νόσημα·
ἐν δὲ ὀξεῖ νοσήματι οὐδέποτε οἴδημα γίνεται ἐπὶ τὰ ὑποχόνδρια.
ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνώδυνον ἀγαθόν ἐστι· δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐδεμία δριμύ-
της πλεονάζει ἐν αὐτοῖς, ἀλλ' οὐδὲ πνεύματα ἐμφωλεύουσιν,
ἀλλ' οὐδὲ πλῆθος χυμῶν πλεονάζει ἐν αὐτοῖς παρατεῖνον, καὶ τῷ
λόγῳ τούτῳ ἀνώδυνά εἰσιν. ἀλλὰ καὶ τὸ ἀφλέγμαντα εἶναι δηλοῖ
ὅτι οὐδεμία ζέσις ἢ φλόγωσίς ἐστιν ἐν αὐτοῖς. καὶ δεῖ αὐτὰ
καὶ ὁμαλὰ εἶναι, τουτέστιν ὅμοια καὶ ἴσα πάντῃ κατά τε ποσό-
τητα καὶ κρᾶσιν· ἐνδέχεται γὰρ ὁμαλῶς διακεῖσθαι κατὰ τὸν ὄγ-
κον καὶ μηδεὶς ὄγκος ὢν ἐν αὐτοῖς, ἀνωμάλως δὲ κεκρᾶσθαι. καὶ
ταῦτα μὲν περὶ τῶν κατὰ φύσιν ὑποχονδρίων.

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Chapter 1, sec. 12, line 26

ἤγουν τὸ ἧπαρ· δηλοῖ γὰρ τὴν πρώτην ἀρχὴν τῆς πέψεως καλῶς
διακεῖσθαι. εἶτα δεῖ ἡμᾶς εἰπεῖν καὶ τὴν αἰτίαν, καθ' ἣν κάλ-
λιστόν ἐστιν ὑποχόνδριον, ἐὰν συνέλθῃ τὰ προειρημένα τέσσαρα
σημεῖα. καὶ τὸ μὲν μαλθακὸν σημαίνει τὸ ἀπηλλαγμένον παντὸς
ὄγκου παρὰ φύσιν, τυχὸν μήτε φλεγμονὴν ἔχον μήτε σκίρρον μήτε
οἴδημα, καὶ τὰ τοιαῦτα. ἀλλ' ἴσως ἐρεῖ τις ὅτι ‘καὶ πόθεν δῆ-  
λον ὅτι οἴδημα οὐκ ἔστι; καὶ γὰρ τὸ οἴδημα ὄγκος μέν ἐστιν,
εἴκει δὲ τῇ ἁφῇ, ὥσπερ καὶ τὸ μαλθακὸν εἴκει τῇ ἁφῇ· τὸ γὰρ
μαλθακὸν τῷ συντεταμένῳ ἀντίκειται.’ καὶ λέγομεν ὅτι οὐκ ἔς-
τιν οἴδημα, ὡς δηλοῖ ἐκ τοῦ ὀξὺ εἶναι τὸ ἐξεταζόμενον νόσημα·
116

ἐν δὲ ὀξεῖ νοσήματι οὐδέποτε οἴδημα γίνεται ἐπὶ τὰ ὑποχόνδρια.


ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνώδυνον ἀγαθόν ἐστι· δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐδεμία δριμύ-
της πλεονάζει ἐν αὐτοῖς, ἀλλ' οὐδὲ πνεύματα ἐμφωλεύουσιν,
ἀλλ' οὐδὲ πλῆθος χυμῶν πλεονάζει ἐν αὐτοῖς παρατεῖνον, καὶ τῷ
λόγῳ τούτῳ ἀνώδυνά εἰσιν. ἀλλὰ καὶ τὸ ἀφλέγμαντα εἶναι δηλοῖ
ὅτι οὐδεμία ζέσις ἢ φλόγωσίς ἐστιν ἐν αὐτοῖς. καὶ δεῖ αὐτὰ
καὶ ὁμαλὰ εἶναι, τουτέστιν ὅμοια καὶ ἴσα πάντῃ κατά τε ποσό-
τητα καὶ κρᾶσιν· ἐνδέχεται γὰρ ὁμαλῶς διακεῖσθαι κατὰ τὸν ὄγ-
κον καὶ μηδεὶς ὄγκος ὢν ἐν αὐτοῖς, ἀνωμάλως δὲ κεκρᾶσθαι. καὶ
ταῦτα μὲν περὶ τῶν κατὰ φύσιν ὑποχονδρίων.

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Chapter 1, sec. 12, line 132

ἐν ᾧ ἔχουσι τὸ διογκοῦσθαι ἐν τῷ κατὰ φύσιν· καὶ ἰδοὺ ἡ βλάβη


τῶν ὀφθαλμῶν δηλοῖ τὴν καρδίαν πεπονθυῖαν. βεβλαμμένης δὲ οὔ-
σης τῆς καρδίας, διὰ τῶν ἀρτηριῶν πέμπεται ἐπὶ τὸν ἐγκέφαλον
καὶ βλάπτεται ὁ ἐγκέφαλος καὶ ἐκ τοῦ σύνεγγυς μεταδίδωσι τῆς
βλάβης καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς. καὶ κατὰ μὲν πρῶτον λόγον διὰ τὴν
καρδίαν γέγονεν ἡ βλάβη καὶ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τῶν ὀφθαλμῶν.
εἰ δὲ ταῦτα οὕτως, ἐν καρδίᾳ ἐστὶ τὸ ἡγεμονικόν.” καὶ μέχρι
τοῦ νῦν ἐν δισταγμῷ ἐστιν ἡ τοιαύτη ζήτησις, εἴτε ἐν ἐγκεφάλῳ
ἐστὶ τὸ ἡγεμονικὸν εἴτε ἐν καρδίᾳ.
 Εἰ δὲ ὑπερβάλλοι εἴκοσιν ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ
οἴδημα μὴ καθιστάμενον, εἰς διαπύησιν τρέπεται [201.9 – 11 A.]:
ὁ Ἱπποκράτης πάντα ὄγκον οἴδημα καλεῖν εἴωθεν. καὶ δεῖ εἰδέ-
ναι ὅτι πάντες οἱ ὄγκοι ἢ διαφοροῦνται ἢ κατὰ ποιότητα μετα-
βάλλονται. καὶ οἱ μὲν διαφορούμενοι πέρας τὴν εἰκοστὴν ἡμέραν  
ἔχουσιν. οἱ δὲ κατὰ ποιότητα μεταβαλλόμενοι, εἰ μὲν ἔρρωται
ἡ δύναμις καὶ ἡ σφοδρότης τοῦ πυρετοῦ ὡσαύτως μένει, μετὰ τὴν
εἰκοστὴν ἡμέραν εἰς πυοποίησιν μεταβάλλει τοὺς ὄγκους· εἰ δὲ
ἀσθενής ἐστιν ἡ δύναμις καὶ ὁ πυρετὸς βληχρότερος γένηται,
μεταβάλλει μὲν τοὺς ὄγκους, ἀλλ' εἰς νοσώδη καὶ δυσώδη τινὰ
ὑγρότητα.
      

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Chapter 1, sec. 12, line 133

τῶν ὀφθαλμῶν δηλοῖ τὴν καρδίαν πεπονθυῖαν. βεβλαμμένης δὲ οὔ-


σης τῆς καρδίας, διὰ τῶν ἀρτηριῶν πέμπεται ἐπὶ τὸν ἐγκέφαλον
117

καὶ βλάπτεται ὁ ἐγκέφαλος καὶ ἐκ τοῦ σύνεγγυς μεταδίδωσι τῆς


βλάβης καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς. καὶ κατὰ μὲν πρῶτον λόγον διὰ τὴν
καρδίαν γέγονεν ἡ βλάβη καὶ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τῶν ὀφθαλμῶν.
εἰ δὲ ταῦτα οὕτως, ἐν καρδίᾳ ἐστὶ τὸ ἡγεμονικόν.” καὶ μέχρι
τοῦ νῦν ἐν δισταγμῷ ἐστιν ἡ τοιαύτη ζήτησις, εἴτε ἐν ἐγκεφάλῳ
ἐστὶ τὸ ἡγεμονικὸν εἴτε ἐν καρδίᾳ.
 Εἰ δὲ ὑπερβάλλοι εἴκοσιν ἡμέρας ὅ τε πυρετὸς ἔχων καὶ τὸ
οἴδημα μὴ καθιστάμενον, εἰς διαπύησιν τρέπεται [201.9 – 11 A.]:
ὁ Ἱπποκράτης πάντα ὄγκον οἴδημα καλεῖν εἴωθεν. καὶ δεῖ εἰδέ-
ναι ὅτι πάντες οἱ ὄγκοι ἢ διαφοροῦνται ἢ κατὰ ποιότητα μετα-
βάλλονται. καὶ οἱ μὲν διαφορούμενοι πέρας τὴν εἰκοστὴν ἡμέραν  
ἔχουσιν. οἱ δὲ κατὰ ποιότητα μεταβαλλόμενοι, εἰ μὲν ἔρρωται
ἡ δύναμις καὶ ἡ σφοδρότης τοῦ πυρετοῦ ὡσαύτως μένει, μετὰ τὴν
εἰκοστὴν ἡμέραν εἰς πυοποίησιν μεταβάλλει τοὺς ὄγκους· εἰ δὲ
ἀσθενής ἐστιν ἡ δύναμις καὶ ὁ πυρετὸς βληχρότερος γένηται,
μεταβάλλει μὲν τοὺς ὄγκους, ἀλλ' εἰς νοσώδη καὶ δυσώδη τινὰ
ὑγρότητα.
      
 Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημάτων καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Chapter 1, sec. 13, line 11

 Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημάτων καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ


ὑπείκοντα χρονιωτέρας [202.1 – 2 A.].
 Νῦν ὁ συγγραφεὺς περὶ τοῦ οἰδήματος τοῦ ἐν τοῖς ὑποχον-
δρίοις σημειοῦται. καὶ τὴν ἑξηκοστὴν ἡμέραν ἀρχὴν τῆς πυο-
ποιήσεως τίθησιν, ἐπειδὴ οὐ πέφυκε διαφορεῖσθαι τὰ οἰδήματα
διὰ τὴν ὕλην, ἀλλὰ πυοποιοῦνται. καὶ ἴσως ἀπορεῖ τις λέγων
ὅτι ‘καὶ πόθεν δῆλον ὅτι περὶ τοῦ κυρίως οἰδήματος διαλέγεται;’
καὶ λέγομεν ὅτι ἐξ ὧν εἴρηκε δῆλον ὅτι περὶ τοῦ κυρίως οἰδή-
ματος διαλεγόμενος· ἔφη γὰρ “τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημάτων καὶ
ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα καὶ τὰ λοιπά”, ταῦτα δὲ
πάντα οἰδήματός εἰσι χαρακτηριστικά. εἶτα καὶ ἀποροῦσι πάλιν
ὅτι ‘καὶ τί δήποτε περὶ ὀξέων νοσημάτων προθέμενος διαλεχθῆ-
ναι ὁ Ἱπποκράτης ἑξηκοστῆς ἡμέρας ἐμνημόνευσε, καίτοι τῶν
ὀξέων νοσημάτων οὐδέποτε ἐν τῇ ἑξηκοστῇ ἡμέρᾳ περιγραφομένων,  
ἀλλὰ τῶν χρονίων ἐστὶν ἡ ἑξηκοστὴ ἡμέρα;’ καὶ λέγομεν τούτου
δύο αἰτίας, μίαν μὲν ὅτι πολλάκις οἱ συγγραφεῖς κατὰ παρέκ-
βασιν ὑπερβαίνουσι τὴν τάξιν διὰ τὸ μηδὲν παραλιπεῖν. ἢ τοῦ-
το εἰπέ, ὅτι τῇ ἀκολουθίᾳ καὶ τῇ ὁμοιότητι παρακολουθοῦντες
118

οἱ συγγραφεῖς παρεκβαίνουσι τοῦ οἰκείου σκοποῦ, ὅπερ νῦν πε-


ποίηκεν ὁ Ἱπποκράτης. ἐπειδὴ γὰρ περὶ πυοποιήσεως φλεγμονῆς
διελέγετο, ηὕρισκε καὶ τὸ οἴδημα πυοποιούμενον· διὰ τοῦτο τοῦ

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon Chapter 1, sec.


13, line 61

πυοποιοῦνται, τὰ δὲ ψυχρότερα ὀψιαίτερον. καὶ τὰ μὲν μαλθακὰ


καὶ μανὰ πρωιαίτερον διὰ τὴν θερμότητα, τὰ δὲ σκληρὰ καὶ πυκ-
νὰ ὀψιαίτερον διὰ τὴν ψυχρότητα, ὥσπερ νεῦρα καὶ μύες καὶ τὰ
τοιαῦτα. τινὲς καὶ ἐνταῦθα ἐκ τοῦ ἐναντίου λέγουσιν ὅτι τὰ
πυκνὰ καὶ στεγανά, ἐπειδὴ ἐναποκέκλεισται τὸ ἐν αὐτοῖς θερμόν,
πρωιαίτερον πυοποιοῦνται, κατὰ τὸ εἰρήμενον ἐν ἄλλοις ὑπὸ τοῦ  
Ἱπποκράτους, “ὁκόσα πεπαίνεσθαι χρή, ἐγκατακεκλεῖσθαι χρή”.
οὕτως δὲ καὶ ἐν τῇ συνηθείᾳ ποιοῦμεν, τὰ δεόμενα πυοποιήσεως
οὐ τοῖς διαφοροῦσι κεχρήμεθα, ἀλλὰ τοῖς πυκνοῦσιν.
 Εἶτα καὶ προσδιορισμὸν τίθησιν. ἐπειδὴ γὰρ περὶ οἰδήματος
αὐτῷ ὁ λόγος, λέγει καὶ ποία ἀρίστη ἐστὶ ῥῆξις ἐπὶ τῶν ἀπο-
στημάτων· φησὶ γὰρ ὅτι “ὁκόσα ἔσω ῥήγνυται, ἄριστά ἐστι”. καὶ
ἵνα σαφῶς τοῖς λεγομένοις παρακολουθήσωμεν, δεῖ εἰδέναι ὅτι
αἱ ῥήξεις τῶν ἀποστημάτων ἢ ἐντὸς γίνονται ἢ ἐκτὸς ἢ κατὰ τὸ
συναμφότερον, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός. καὶ ἡ μὲν ἐπὶ τὰ ἐκτὸς γι-
νομένη ῥῆξις πασῶν ἀγαθωτέρα καὶ ἀκίνδυνός ἐστιν. ἡ δὲ κατὰ
τὸ συναμφότερον χειρίστη πασῶν ἐστιν. ἡ δὲ ἐπὶ τὰ ἐντὸς μέσως
πώς ἐστι τούτων· πρὸς μὲν τὴν ἐπὶ τὰ ἐκτὸς ῥῆξιν χεῖρόν ἐστι,
πρὸς δὲ τὴν κατὰ τὸ συναμφότερον εὐϊατοτέρα ἐστὶ καὶ ἀκίνδυ-
νος, ἐπειδὴ ἡ κατὰ τὸ συναμφότερον γινομένη ῥῆξις οὐ μόνον

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Chapter 1, sec. 13, line 78

πώς ἐστι τούτων· πρὸς μὲν τὴν ἐπὶ τὰ ἐκτὸς ῥῆξιν χεῖρόν ἐστι,
πρὸς δὲ τὴν κατὰ τὸ συναμφότερον εὐϊατοτέρα ἐστὶ καὶ ἀκίνδυ-
νος, ἐπειδὴ ἡ κατὰ τὸ συναμφότερον γινομένη ῥῆξις οὐ μόνον
ἐπὶ τὰ ἐντὸς μολύνει τὸ ἔμφυτον θερμόν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τὰ ἐκτὸς
συριγγοῖ τοὺς τόπους ἐκείνους καὶ κατανέμεται. ὅταν οὖν ὁ
Ἱπποκράτης ἐπαινῇ τὴν ἐπὶ τὰ ἐντὸς ῥῆξιν, ἀρίστην αὐτὴν ὑπο-
τιθέμενος, οὐ πρὸς τὴν ἔξωθεν γινομένην ῥῆξιν παραβάλλων ταῦ-  
τα λέγει, ἀλλὰ τὴν πρὸς τὸ συναμφότερον γινομένην.
119

      –   –   –  
      
 Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημάτων καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ
ὑπείκοντα χρονιωτέρας τὰς κρίσιας ποιέεται [202.1 – 2 A.]: οὐ
ταυτολογεῖ ἐνταῦθα ὁ Ἱπποκράτης εἰπὼν “μαλθακὰ” καὶ πάλιν
“τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα”, ἀλλ' ἵνα ἐπίτασιν τῆς ὁμαλότητος δη-
λώσῃ, ἔφη “καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα”, ἐπειδὴ οὐ πᾶν μαλθακὸν
ὑπείκει τῷ δακτύλῳ. τῷ δὲ εἰπεῖν “τὰς κρίσιας ποιέεται” τὴν
πυοποίησιν ἐδήλωσε, τουτέστιν ὅτι χρονιωτέρας τὰς πυοποιήσιας
ποιέεται ἐπὶ τῶν οἰδημάτων. καὶ σκόπησον ὅτι τὸ τῆς κρίσεως
ὄνομα οἱ παλαιοὶ οὐ μόνον ἐπὶ τῶν ὀξέων νοσημάτων τιθέασιν,
ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν χρονίων, ὥσπερ ἐνταῦθα.
 Καὶ τοῦτο καὶ τὸ ἐν τῇ ἄλλῃ κοιλίῃ κατὰ τὸ αὐτό [202.4 – 5

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Chapter 1, sec. 13, line 85

      
 Τὰ δὲ μαλθακὰ τῶν οἰδημάτων καὶ ἀνώδυνα καὶ τῷ δακτύλῳ
ὑπείκοντα χρονιωτέρας τὰς κρίσιας ποιέεται [202.1 – 2 A.]: οὐ
ταυτολογεῖ ἐνταῦθα ὁ Ἱπποκράτης εἰπὼν “μαλθακὰ” καὶ πάλιν
“τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα”, ἀλλ' ἵνα ἐπίτασιν τῆς ὁμαλότητος δη-
λώσῃ, ἔφη “καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα”, ἐπειδὴ οὐ πᾶν μαλθακὸν
ὑπείκει τῷ δακτύλῳ. τῷ δὲ εἰπεῖν “τὰς κρίσιας ποιέεται” τὴν
πυοποίησιν ἐδήλωσε, τουτέστιν ὅτι χρονιωτέρας τὰς πυοποιήσιας
ποιέεται ἐπὶ τῶν οἰδημάτων. καὶ σκόπησον ὅτι τὸ τῆς κρίσεως
ὄνομα οἱ παλαιοὶ οὐ μόνον ἐπὶ τῶν ὀξέων νοσημάτων τιθέασιν,
ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν χρονίων, ὥσπερ ἐνταῦθα.
 Καὶ τοῦτο καὶ τὸ ἐν τῇ ἄλλῃ κοιλίῃ κατὰ τὸ αὐτό [202.4 – 5
A.]: ἰστέον ὅτι ὁ Ἱπποκράτης “κοιλίαν” οὐ μόνον τὴν γαστέρα
καὶ τὰ ἔντερα καὶ τὸν θώρακα καλεῖ, ἀλλὰ καὶ τὸν σπλῆνα καὶ
τὸ ἧπαρ κοιλίας καλεῖ ἐνταῦθα· περὶ γὰρ τῶν ὑποχονδρίων αὐτῷ
ὁ λόγος.  
 Τὸ δὲ πύον ἄριστόν ἐστι λευκόν τε καὶ λεῖον καὶ ὁμαλὸν
καὶ ἥκιστα δυσῶδες [203.6 – 7 A.].
 

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon


Chapter 3, sec. 3, line 184

ἔλθῃ ἡ ὕλη καὶ ἐκεῖσε γένηται ἡ φλεγμονή, τότε δεῖ χρήσασθαι


120

τῇ κατασχάσει καὶ τῇ τομῇ.


 Ὅστις δ' ἂν τῶν πυρετῶν μηκύνῃ περιεστηκῶς διακειμένου  
τἀνθρώπου, μήτε ὀδύνης ἐχούσης μήτε διὰ φλεγμονὴν καὶ τὰ ἑξῆς
[226.14 – 15 A.]: φησὶν ὅτι ἐὰν ὁ πυρετὸς ἐπίμονός ἐστι καὶ συν-
εχὴς ἄνευ ὀδύνης ὑποκειμένης ἐν τῷ βάθει καὶ ἄνευ φλεγμονῆς
καὶ ἄνευ τινὸς ἄλλης προφάσεως, τότε γίνωσκε ὅτι εἰς ἀπόστα-
σιν τρέπεται τὸ νόσημα μετὰ οἰδήματος. ἰστέον δὲ ὅτι πάντες
οἱ παλαιοὶ πάντα ὄγκον οἴδημα ἐκάλουν, ἀλλὰ μετὰ προσδιορις-
μοῦ. προσδιωρίζοντο γὰρ οὕτως· οἴδημα μετὰ ζέσεως, ὅπερ ἐδή-
λουν τὸ ἐρυσίπελας· οἴδημα ἐκάλουν ἐκεῖνον τὸν ὄγκον τὸν εἴ-
κοντα τῇ ἁφῇ καὶ ἀνώδυνον, ὅπερ ἐστὶ τὸ κυρίως οἴδημα· οἴδημα
ἐκάλουν καὶ τὸ σκληρὸν καὶ ἀντίτυπον, ὅπερ ἐστὶν ὁ σκίρρος.
ἐνταῦθα μέντοι οἴδημα τὴν φλεγμονὴν ἐδήλωσεν ὁ Ἱπποκράτης.
 Μᾶλλον δὲ γίνονται αἱ τοιαῦται ἀποστάσιες καὶ ἐν ἐλάσσονι
χρόνῳ τοῖσι νεωτέροισι πέντε καὶ τριήκοντα ἐτέων [227.2 – 4 A.]:
οὐ τοῦτο λέγει ὁ Ἱπποκράτης, ὅτι ὡς ἐπίπαν ἐπὶ τῶν ἀκμαστικῶν
αἱ ἀποστάσεις μάλιστα γίνονται, ἐπὶ δὲ τῶν γερόντων οὐ γίνον-
ται ὅλως ἀποστάσεις, ἀλλὰ λέγει ὅτι μάλιστα καὶ ὡς ἐπίπαν ἐπὶ
τῶν ἀκμαζόντων γίνονται αἱ ἀποστάσεις διὰ τὸ πλούσιον τοῦ ἐμ-
φύτου θερμοῦ. γίνονται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν γερόντων, ἀλλὰ σπανίως

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon Chapter 3, sec. 3,


line 185

 Ὅστις δ' ἂν τῶν πυρετῶν μηκύνῃ περιεστηκῶς διακειμένου  


τἀνθρώπου, μήτε ὀδύνης ἐχούσης μήτε διὰ φλεγμονὴν καὶ τὰ ἑξῆς
[226.14 – 15 A.]: φησὶν ὅτι ἐὰν ὁ πυρετὸς ἐπίμονός ἐστι καὶ συν-
εχὴς ἄνευ ὀδύνης ὑποκειμένης ἐν τῷ βάθει καὶ ἄνευ φλεγμονῆς
καὶ ἄνευ τινὸς ἄλλης προφάσεως, τότε γίνωσκε ὅτι εἰς ἀπόστα-
σιν τρέπεται τὸ νόσημα μετὰ οἰδήματος. ἰστέον δὲ ὅτι πάντες
οἱ παλαιοὶ πάντα ὄγκον οἴδημα ἐκάλουν, ἀλλὰ μετὰ προσδιορις-
μοῦ. προσδιωρίζοντο γὰρ οὕτως· οἴδημα μετὰ ζέσεως, ὅπερ ἐδή-
λουν τὸ ἐρυσίπελας· οἴδημα ἐκάλουν ἐκεῖνον τὸν ὄγκον τὸν εἴ-
κοντα τῇ ἁφῇ καὶ ἀνώδυνον, ὅπερ ἐστὶ τὸ κυρίως οἴδημα· οἴδημα
ἐκάλουν καὶ τὸ σκληρὸν καὶ ἀντίτυπον, ὅπερ ἐστὶν ὁ σκίρρος.
ἐνταῦθα μέντοι οἴδημα τὴν φλεγμονὴν ἐδήλωσεν ὁ Ἱπποκράτης.
 Μᾶλλον δὲ γίνονται αἱ τοιαῦται ἀποστάσιες καὶ ἐν ἐλάσσονι
χρόνῳ τοῖσι νεωτέροισι πέντε καὶ τριήκοντα ἐτέων [227.2 – 4 A.]:
οὐ τοῦτο λέγει ὁ Ἱπποκράτης, ὅτι ὡς ἐπίπαν ἐπὶ τῶν ἀκμαστικῶν
αἱ ἀποστάσεις μάλιστα γίνονται, ἐπὶ δὲ τῶν γερόντων οὐ γίνον-
121

ται ὅλως ἀποστάσεις, ἀλλὰ λέγει ὅτι μάλιστα καὶ ὡς ἐπίπαν ἐπὶ
τῶν ἀκμαζόντων γίνονται αἱ ἀποστάσεις διὰ τὸ πλούσιον τοῦ ἐμ-
φύτου θερμοῦ. γίνονται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν γερόντων, ἀλλὰ σπανίως
διὰ τὴν ὀλιγότητα τοῦ θερμοῦ.

Επιλογή από Παλλάδιος ιατρός.

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de


morbis popularibus (0726: 001)“Scholia in Hippocratem et Galenum,
vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr. 1966.
Vol.2, p. 4, line 28

 Ὁ δὲ τρόπος ὁ διδασκαλικός ἐστι μικτός. ποῦ μὲν γὰρ


κέχρηται τῷ ἀφοριστικῷ, ὅταν κατεπείγηται ἐκ τῆς τοῦ
νοσήματος κακοηθείας, ποῦ δὲ τῷ ὑφηγηματικῷ. ὁ δὲ
μικτὸς, δεινότητα ἀπαθῶς ἀναγκάζεται αὐτῷ ἐξα-
πλῶσαι, φοβούμενος, μή τι τῇ συντομίᾳ λαθήσεται.
τάχα δὲ καὶ κατὰ τὸ ἀληθὲς οὐδὲ μικτός ἐστιν ἐνταῦθα,
ἀλλ' ἐφεῦρεν αὑτῷ τινα τρόπον διδασκαλίας, καινότερον
καὶ ὑψηλότερον.
      
αʹ. Ὁκόσῃσιν ἐξ ἀποφθορῆς περὶ ὑστέρην καὶ οἰδη-
 μάτων ἐς καρηβαρίην τρέπεται καὶ κατὰ τὸ βρέγμα αἱ
 ὀδύναι, καὶ ὅσαι ἄλλαι ἀπὸ ὑστερέων, ταύτῃσιν ἐν τῷ
 ὀγδόῳ ἢ δεκάτῳ μηνὶ ἐς ἰσχίον τελευτᾷ.  –  
      
 Ἐνταῦθα πλείονες φέρονται γραφαί· ἢ γὰρ ὁπόσαις
καὶ ὁκόσαις ἢ ὁκόσῃσι. μέμνηται δὲ καὶ ἀποφθορᾶς. ἀλλ'
εἰ μὲν οὕτως μόνον ἔχει, τὴν ἀπὸ πρόθεσιν λαμβάνομεν,  
τὴν δὲ φθορὰν, ὄνομα. εἰ δὲ ἔχει ἐξ ἀποφθορῆς, τὴν μὲν
ἐξ πρόθεσιν, τὴν δὲ ἀποφθορὰν, ἓν μέρος λόγου καὶ
ὄνομα. ἁπλῶς γὰρ τὸν ἀμβλυσμὸν σημαίνει. μέμνηται
δὲ καὶ ὑστέρας. καί τινες μὲν περὶ ὑστέρην, ἄλλοι ἀπὸ

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol.2, p. 5, line 8

 Ἐνταῦθα πλείονες φέρονται γραφαί· ἢ γὰρ ὁπόσαις


καὶ ὁκόσαις ἢ ὁκόσῃσι. μέμνηται δὲ καὶ ἀποφθορᾶς. ἀλλ'
εἰ μὲν οὕτως μόνον ἔχει, τὴν ἀπὸ πρόθεσιν λαμβάνομεν,  
τὴν δὲ φθορὰν, ὄνομα. εἰ δὲ ἔχει ἐξ ἀποφθορῆς, τὴν μὲν
122

ἐξ πρόθεσιν, τὴν δὲ ἀποφθορὰν, ἓν μέρος λόγου καὶ


ὄνομα. ἁπλῶς γὰρ τὸν ἀμβλυσμὸν σημαίνει. μέμνηται
δὲ καὶ ὑστέρας. καί τινες μὲν περὶ ὑστέρην, ἄλλοι ἀπὸ
ὑστέρης γράφουσιν. ὑστέρα δὲ λέγεται ἡ μήτρα, ἢ ὡς
ὑστέραν κειμένην τῶν κυρίων μορίων, ἢ ὡς ὑστέραν παρέχου-
σαν τὴν ἐνέργειαν. λέγεται δὲ καὶ μήτρα καὶ δελφὺς καὶ γα-
στήρ. μέμνηται δὲ περὶ οἰδήματος. καὶ οἱ μὲν μεταγενέστεροι
οἴδημα λέγουσι τὸν ἀπὸ φλέγματος ὄγκον, ὁ δὲ Ἱπποκράτης
πάντα ὄγκον οἴδημα καλεῖ, διὰ δὲ τῶν ἐπιφερομένων διακρί-
νει. εἰ γὰρ εἴποι οἴδημα χαῦνον καὶ ἀνώδυνον, τὸ ὄντως οἴ-
δημα λέγει· εἰ δὲ οἴδημα θερμὸν καὶ ὀδυνηρὸν καὶ ἀντίτυπον,
τὴν φλεγμονὴν λέγει· εἰ δὲ οἴδημα καὶ ἀντίτυπον καὶ ἀνώδυ-
νον, τὸν σκίρον. νῦν οὖν τὴν φλεγμονὴν οἴδημα καλεῖ. μέμνη-
ται δὲ καὶ καρηβαρίας. ἔστι δὲ καρηβαρία, ὀδύνη τῆς κε-
φαλῆς ἐκ τῶν τεινόντων καὶ δακνόντων καὶ βαρούντων
γινομένη, ἥτις ὄντως ἐστὶ καρηβαρία. μέμνηται δὲ καὶ
βρέγματα. ἔστι δὲ τὸ βρέγμα χαῦνον, ἀπὸ ὀστῶν,

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol.2, p. 5, line 9

καὶ ὁκόσαις ἢ ὁκόσῃσι. μέμνηται δὲ καὶ ἀποφθορᾶς. ἀλλ'


εἰ μὲν οὕτως μόνον ἔχει, τὴν ἀπὸ πρόθεσιν λαμβάνομεν,  
τὴν δὲ φθορὰν, ὄνομα. εἰ δὲ ἔχει ἐξ ἀποφθορῆς, τὴν μὲν
ἐξ πρόθεσιν, τὴν δὲ ἀποφθορὰν, ἓν μέρος λόγου καὶ
ὄνομα. ἁπλῶς γὰρ τὸν ἀμβλυσμὸν σημαίνει. μέμνηται
δὲ καὶ ὑστέρας. καί τινες μὲν περὶ ὑστέρην, ἄλλοι ἀπὸ
ὑστέρης γράφουσιν. ὑστέρα δὲ λέγεται ἡ μήτρα, ἢ ὡς
ὑστέραν κειμένην τῶν κυρίων μορίων, ἢ ὡς ὑστέραν παρέχου-
σαν τὴν ἐνέργειαν. λέγεται δὲ καὶ μήτρα καὶ δελφὺς καὶ γα-
στήρ. μέμνηται δὲ περὶ οἰδήματος. καὶ οἱ μὲν μεταγενέστεροι
οἴδημα λέγουσι τὸν ἀπὸ φλέγματος ὄγκον, ὁ δὲ Ἱπποκράτης
πάντα ὄγκον οἴδημα καλεῖ, διὰ δὲ τῶν ἐπιφερομένων διακρί-
νει. εἰ γὰρ εἴποι οἴδημα χαῦνον καὶ ἀνώδυνον, τὸ ὄντως οἴ-
δημα λέγει· εἰ δὲ οἴδημα θερμὸν καὶ ὀδυνηρὸν καὶ ἀντίτυπον,
τὴν φλεγμονὴν λέγει· εἰ δὲ οἴδημα καὶ ἀντίτυπον καὶ ἀνώδυ-
νον, τὸν σκίρον. νῦν οὖν τὴν φλεγμονὴν οἴδημα καλεῖ. μέμνη-
ται δὲ καὶ καρηβαρίας. ἔστι δὲ καρηβαρία, ὀδύνη τῆς κε-
φαλῆς ἐκ τῶν τεινόντων καὶ δακνόντων καὶ βαρούντων
γινομένη, ἥτις ὄντως ἐστὶ καρηβαρία. μέμνηται δὲ καὶ
βρέγματα. ἔστι δὲ τὸ βρέγμα χαῦνον, ἀπὸ ὀστῶν, οἷς
ἐπιτίθεμεν τὰς ἐπιβροχὰς, ὅτε θελήσομεν ὑγρᾶναι τὸν
123

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol.2, p. 7, line 23

λον ὀδυνῶσιν. ἢ οὖν διὰ τοῦτο ἢ καὶ ὅτι τὸ βρέγμα πλεί-


ονας ἔχει ἀποπερατώσεις μυῶν καὶ νεύρων, ὡς εὐαίσθη-
τον μάλιστα ὀδυνᾶται. ταῦτα μὲν οὖν καλῶς εἴρηται. τὸ
δὲ ἐπιφέρον ὅτι εἰς ἰσχίον τῷ δεκάτῳ μηνὶ τελευτᾷ,
οὐδὲ ἐξηγήσατο ὁ Γαληνὸς λέγων, ὅτι οὐχ ὁρᾶται τοῦτο
ἐπὶ τῶν ἔργων τῆς τέχνης, ἀλλὰ μᾶλλον παρατέθειται.
ἔνθεν οὐκ ἐζήτησεν, εἴτε περὶ ὄγδοον, εἴτε περὶ δέκατον
μῆνά φησιν. τῶν δὲ λεγομένων τὰ μὲν ὡς ὑπερθετικὰ,
τὰ δὲ ὡς συμπερασματικὰ διέλαβεν, ὅτι ὅσαις γυναιξὶν,
ἀμβλυσμοῦ γενομένου καὶ λοχείας καθάρσεως μὴ συμβά-
σης, οἴδημα γένηται, καρηβαρία τε ταύτῃ ἕπεται καὶ
ὀδύνη τοῦ βρέγματος, ταύταις εἰς τὸ ἰσχίον ἀποσκήψει.
τῷ δὲ κειμένῳ προσθετέον τῷ, γυναιξὶν ἀμβλυσμοῦ γινο-
μένου καὶ μὴ λοχείας δὲ καθάρσεως, καὶ τῷ σώματα τῶν
ὑστερῶν δεῖ τάξαι, ἵνα μὴ σολοικοφανὲς ᾖ. ἡ δὲ πᾶσα
ἀνάγνωσις τοιαύτη. ὅσαις γυναιξὶ, γενομένης φθορᾶς καὶ
μὴ λοχείας καθάρσεως, οἴδημα γένηται τὸ ἐν τῇ ὑστέρᾳ,
ταύταις καρηβαρία γίνεται καὶ μάλιστα κατὰ τὸ βρέγμα,
καὶ περὶ ὄγδοον ἢ δέκατον μῆνα ἐς ἰσχίον ἀποπίπτει.
εἰ δὲ μ. εἶτα τὸν ἀπὸ τῆς συλλήψεως λόγον εἴτε
τὸν ἀπὸ τῆς συλλήψεως καὶ ἀμβλυσμοῦ μῆνα, οὐ ζητῶν.

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol.2, p. 7, line 29

ἔνθεν οὐκ ἐζήτησεν, εἴτε περὶ ὄγδοον, εἴτε περὶ δέκατον


μῆνά φησιν. τῶν δὲ λεγομένων τὰ μὲν ὡς ὑπερθετικὰ,
τὰ δὲ ὡς συμπερασματικὰ διέλαβεν, ὅτι ὅσαις γυναιξὶν,
ἀμβλυσμοῦ γενομένου καὶ λοχείας καθάρσεως μὴ συμβά-
σης, οἴδημα γένηται, καρηβαρία τε ταύτῃ ἕπεται καὶ
ὀδύνη τοῦ βρέγματος, ταύταις εἰς τὸ ἰσχίον ἀποσκήψει.
τῷ δὲ κειμένῳ προσθετέον τῷ, γυναιξὶν ἀμβλυσμοῦ γινο-
μένου καὶ μὴ λοχείας δὲ καθάρσεως, καὶ τῷ σώματα τῶν
124

ὑστερῶν δεῖ τάξαι, ἵνα μὴ σολοικοφανὲς ᾖ. ἡ δὲ πᾶσα


ἀνάγνωσις τοιαύτη. ὅσαις γυναιξὶ, γενομένης φθορᾶς καὶ
μὴ λοχείας καθάρσεως, οἴδημα γένηται τὸ ἐν τῇ ὑστέρᾳ,
ταύταις καρηβαρία γίνεται καὶ μάλιστα κατὰ τὸ βρέγμα,
καὶ περὶ ὄγδοον ἢ δέκατον μῆνα ἐς ἰσχίον ἀποπίπτει.
εἰ δὲ μ. εἶτα τὸν ἀπὸ τῆς συλλήψεως λόγον εἴτε
τὸν ἀπὸ τῆς συλλήψεως καὶ ἀμβλυσμοῦ μῆνα, οὐ ζητῶν.
ψευδὴς γὰρ ὁ λόγος. τί δὲ ἔστι τὸ, ὁκόσαι ἄλλαι ἀπὸ  
ὑστερέων; καί φαμεν, ὅτι ἃ εἴρηται ἐπὶ φλεγμονῇ ὑστέ-
ρας, ταῦτα καὶ ἐπὶ ἄλλου οἱουδήποτε αὐτῆς πάθους,
ἢ ὅτι πάσχει ὁ ἐγκέφαλος ἐπὶ ὑστέρῃ φλεγμαινούσῃ, καὶ
πᾶν μόριον ἀσθενὲς ἐκ τῆς μήτρας ἐπηρεαζόμενον.
      

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol.2, p. 8, line 11

ἢ ὅτι πάσχει ὁ ἐγκέφαλος ἐπὶ ὑστέρῃ φλεγμαινούσῃ, καὶ


πᾶν μόριον ἀσθενὲς ἐκ τῆς μήτρας ἐπηρεαζόμενον.
      
βʹ. Οἱ φοξοὶ οἱ μὲν καρτεραύχενες, ἰσχυροὶ καὶ τὰ ἄλλα
 καὶ τοῖσιν ὀστέοισιν· οἱ δὲ κεφαλαλγέες καὶ ὠτόῤ-
 ῥυτοι· τουτέοισιν ὑπερῷαι κοῖλαι καὶ ὀδόντες παρηλ-
 λαγμένοι.  –  
      
 Ὡς πρὸς ἀνάμνησιν αὐτῷ ταῦτα τὰ γεγραμμένα, οὐδὲ
συνέχειαν ἔχουσι πρὸς ἄλληλα, εἰ μή πως εἴπομεν οὕτω,
ὅτι οἰδήματος ὄντος ἐν τῇ μήτρᾳ, πάσχει ἡ κεφαλὴ, καὶ
μάλιστα ἡ φοξή. σημεῖον γὰρ τοῦτο τὸ σχῆμα ἀσθενοῦς
δυνάμεως. ἀλλ' ἐπειδὴ εἰς τὸν λόγον ἐνεπέσαμεν τοῦ
φοξοῦ, καὶ ζητοῦμεν αὐτοῦ τὰ εἴδη, ἄκαιρον ἡγοῦμαι ζη-
τῆσαι παρὰ φύσιν σχῆμα κεφαλῆς, μὴ ζητήσας τὸ κατὰ
φύσιν. εἰ γὰρ διαβάλλεται μικρὰ καὶ μεγάλη κεφαλὴ, ἐν
μεγάλῳ σώματι διαβάλλεται. δι' ἣν δὲ αἰτίαν οὐ δύναμαι
εἰπεῖν, εἰ μὴ προείπω διὰ τί ὁ στενὸς θώραξ καὶ ἀβα-
θὴς διαβάλλεται. ἰστέον οὖν ὅτι ἡ φύσις ἤθελε τὸν θώ-
ρακα οἰκητήριον ὡς καρδίαν καὶ πνεύμονα. ἔδει οὖν
αὐτὸν εἶναι εὐρύν. εἰ δὲ στενωθείη, θλίβουσιν ἀλλήλων

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol.2, p. 20, line 22
125

καὶ πάλιν τινὲς λέγουσιν ἐπὶ τῶν παρὰ φύσιν. τὸ γὰρ


ἀληθὲς, ἐπὶ τῶν κατὰ φύσιν. εἰ γάρ ἐστι ψυχρότερον καὶ
ὑγρότερον τὸ καταμήνιον, φανερὸν ἐκ τῆς κράσεως καὶ
ἡλικίας καὶ ἕξεως καὶ χροιᾶς. πάντα μὲν γὰρ περὶ ὀνο-
μάτων λέγει ὁ Ἱπποκράτης, ὅτι εἰ καθαίρεται ἡ γυνὴ
ψυχρότερον καὶ ὑγρότερον περίττωμα, ὡς ἐπιπολὺ κα-
θαιρεῖσθαι. τὸ γὰρ ἐπιπολὺ, ἢ πρὸς τὰς ἡμέρας ἀντὶ
τοῦ μὴ δύο ἡμέρας μόνας ἢ τρεῖς, ἀλλὰ πλείονας, ἢ καὶ
πρὸς τὰς ἡλικίας πάντῃ, τοῦ μὴ ἄχρι μόνης τῆς ἀκμῆς,
ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς παρακμῆς. εἰ γὰρ ἐπισχεθῇ τὸ κατα-
μήνιον, οἴδημα ποιεῖ περὶ τὸ πρόσωπον, ὃ τὴν ὑδερικὴν
διάθεσιν ἐργάζεται. καὶ νῦν αὕτη, ἢ ὅτι ψυχρὸν τὸ κα-
ταμήνιον ψύχει τὴν θερμασίαν, ἢ ὅταν τῷ πλήθει κατα-
βαρῇ καὶ καταπνίγῃ. μεμαθήκαμεν γὰρ ὅτι καὶ ἀθρόα
φορὰ καὶ ἀθρόα ἐπίσχεσις ψύχει, κένωσις μὲν τῇ διαφο-
ρήσει, ἐπίσχεσις δὲ τῷ πλήθει καὶ τῷ ψύχει.
      

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol.2, p. 28, line 16

νάγχαι γὰρ εἰσβάλλουσι περὶ τὸ ἑωθινὸν κατάστημα,


ἴκτεροι δὲ περὶ τὸ μεσημβρινὸν, περὶ δὲ τὴν δείλην
ἀσκαρίδες, ὕδεροι δὲ τὰς νύκτας. ἐκ τούτων δὴ πάν-
των ἔλαβε τὸ, ἐς δείλην ἀσκαρίδες. ἡ γὰρ δείλη ἀναλο-
γεῖ τῷ φθινοπώρῳ, προσεχῶς δὲ περὶ τὸ φθινόπωρον
πέπαυται.
      
ιδʹ. Νηπίοισι βηχία σὺν γαστρὸς ταραχῇ καὶ πυρετῷ ξυ-
 νεχεῖ σημαίνει μετὰ κρίσιν διμηνιαίαν τὸ σύμπαν ἢ εἰ-
 κοστὴν καὶ οἰδήματα ἐς ἄρθρα.  –  
      
 Πάλιν περὶ ἄλλου λέγει ὁ Ἱπποκράτης, οὗ ἡ μὲν λέ-
ξις σαφὴς, ἡ δὲ διάνοια ψευδής. λέγει γὰρ ὅτι τοῖς παι-
δίοις, νήπια γὰρ καλεῖ τὰ ὑποτίτθια, τούτοις εἰ γένηται
βὴξ καὶ διάῤῥοια καὶ πυρετὸς, σημείωσαι ὅτι τῇ εἰ-
κοστῇ παρὰ τὰ ἄρθρα ἐγένοντο αἱ ἀποστάσεις καὶ ἐπὶ
ταύτῃ τῶν προηγησαμένων λύσις. καὶ λέγει ὁ Γαληνὸς,
ὅτι οὐχ ἱστορεῖται τοῦτο ἐπὶ τῶν ἔργων τῆς τέχνης, ἔν-
θεν οὐδὲ λογισμὸν ἀποδίδωμι. καὶ ὅτι γὰρ λέγει διμη-
ναίῳ καὶ εἰκοσταίῳ, τοῦτο πῶς; λέγει οὖν ἄρα ἀπὸ τῆς
126

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol.2, p. 34, line 3

 Πάλιν Ἱπποκράτης ἐάσας τὸν πυρετὸν, ἐπὶ θανάσιμα


τρέπεται σημεῖα καί φησιν, ὅτι πᾶσα ἀμετρία λυπεῖ τὴν
φύσιν. ἔνθεν οὔτε πάνυ σκληρά· οὕτως γὰρ ἕτερά εἰσι
καὶ δύο ἔχουσιν ἐναντία· τῷ γὰρ τεταμένῳ τὸ χαλᾷν
ἀντίκειται, τῷ δὲ σκληρῷ τὸ μαλακόν. ἡ φύσις δὲ οὐκ
ἐποιήσατο δύο ἑνὶ ἐναντία. λέγει οὖν μήτε πάνυ σκληρὰ
ὦσι τὰ μόρια· τοῦτο γὰρ σημεῖόν ἐστι πολλῆς ξηρότητος
καὶ ψύξεως κατακρατησάσης, ἢ σπασμοῦ μελετωμένου,  
ἢ σκιρώδους ἐμφωλευούσης διαθέσεως· ἀλλὰ μὴν μηδὲ
μαλακὰ ἔστωσαν τὰ μόρια πάνυ· τῶν γὰρ ἐναντίων ταῦτα
σημεῖα, ὑγρότητος μὲν πλεοναζούσης, οἰδήματος μελετω-
μένου, καὶ ἀσθενούσης δυνάμεως περισφίγξαι τὰ μόρια.
ταῦτα μὲν οὕτως. ὁ δὲ Ἱπποκράτης εὐτελῶς εἴρηκε τῆς
μιᾶς ὑποθέσεως καὶ εἴασέ σοι τὸ ἄλλο· εἶπε γὰρ σύν-
τασιν, ἵνα νοήσῃς τὴν χαλεπήν. εἶπε σκληρότητα,
ἵνα νοήσῃς μαλακότητα. οὐ μάτην δὲ τοῦτο ἐμνημόνευσεν,
ἀλλ' εἰδὼς ὁ Ἱπποκράτης, ὡς πᾶσα μὲν ἀμετρία λυπεῖ
τὴν φύσιν, μᾶλλον δὲ ἡ ἐναντία, οἷον ἡ φύσις οὕτως θερ-
μαίνεσθαι, ἢ ἀποψύχεσθαι· εἴθιστο γὰρ τῇ θερμασίᾳ·
οὕτως ἡ φύσις μαλακωτέρα καὶ χαλαρωτέρα διὰ τὰς κι-
νήσεις. ὡς μάλιστα οὖν λυπουμένης αὐτῆς, τούτων

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol.2, p. 81, line 7

ὁ ψόφος πάλιν οὕτως· ὁ μελαγχολικὸς πέμπει καὶ κάτω


παρὰ τὰ σπερματικὰ ἀγγεῖα πνεύματα. οἴδαμεν δὲ ὡς
οὐ μόνον σπέρμα, ἀλλὰ καὶ ἔμπτωσις πνεύματος πρὸς
ἔρωτα κινεῖ ἀφροδίσια. τοῦτο οὖν ἐστιν ὃ λέγει, καὶ δεῖ  
αὐτὸ ὑπερβατῶς ἀναγνῶναι. πολλαχοῦ γὰρ γίνεται, ὅταν
φυσᾶται ἡ γαστὴρ ἐξ ὑποχονδρίου πάθους, ὥσπερ φόβος
γίνεται, οὕτω καὶ ἐν ἀφροδισίῳ. οὐ δήπου οὖν τὰ ἀφρο-
δίσια ποιοῦσιν ὄγκον τῆς γαστρὸς, ἀλλ' ὁ τῆς γαστρὸς
ὄγκος ἀφροδίσια. φησὶ δὲ καὶ Ἀρκεσιλάῳ καὶ ᾤδεεν.
ἐκ γὰρ τοῦ ὑποχονδριακοῦ πάθους γενόμενα πρῶτον
εἰς ὄγκον καὶ οἴδημα ἤγειραν ὑποχόνδρια ἢ ἐκ τῆς πολ-
127

λῆς σφηνώσεως τοῦ χυμοῦ καὶ σῆψις ἐγένετο, ἐξ ἧς πνεύ-


ματα δυσώδη ἐξέρχονται.
      

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol.2, p. 105, line 20

τὸ οὖς, ἀλλὰ παιδεύεται ἡ ὕλη παρὰ τὰ ἄρθρα φέρε-


σθαι. ἢ οὖν τοῦτο λέγει ὁ Ἱπποκράτης, ὅτι πυρετὸς
ὁ πρότερον ἀφιστάμενος παρὰ τὸ οὖς, νῦν παρὰ τὰ
ἄρθρα ἀφίσταται· ἢ ὅτι ὁ μὲν πυρετὸς ἐποίησεν ἀπό-
στασιν παρὰ τὸ οὖς, καὶ αὐτὴ δὲ ἡ ἀπόστασις παρὰ τὰ
ἄρθρα ἀφίσταται. καί φησι τὸ ἄλλο λοιπὸν τὸ παράδο-
ξον, ὅτι ἐν ᾗ ἡμέρᾳ παλινδρομήσει ὁ πυρετὸς, ἐν ὁμοίᾳ
γίνεται ἡ ἀπόστασις· εἰ γὰρ ἐν κρισίμῳ ἡμέρᾳ ὁ πυρε-
τὸς, ἐν κρισίμῳ καὶ ἡ ἀπόστασις· εἰ ἐν παρεμπιπτούσῃ,
ἐν παρεμπιπτούσῃ. προσθετέον ἢ οἰδήματα ἢ κυρτώματα
ἢ ἀποστήματα. ταῦτα δύνανται κρίνειν πυρετὸν, ἐὰν με-
γάλα καὶ χρόνια. τὸ δὲ χρόνιον ἐδήλωσε διὰ τοῦ ἐκπυῆ-
σαι, ἵνα μείναντα μετακοσμηθῇ καὶ εἰς πῦον μεταβληθῇ.
      
βʹ. Οὖρον παχὺ, λευκὸν οἷον τὸ τοῦ Ἀμφιγένεος ἐπὶ
 τοῖσι κοπιώδεσι πυρετοῖσι τεταρταίοισι ἔστιν ὅτε
 ἄρχεται καὶ ῥύεται τῆς ἀποστάσιος. ἢν δὲ καὶ πρὸς
 τούτῳ αἱμοῤῥαγήσῃ ἀπὸ ῥινῶν ἱκανῶς καὶ πάνυ.  –  
      

Παλλάδιος ιατρός. Scholia in Hippocratis de fracturis


Page 58, line 17

ἐπιφανείας ἀδιαιρέτου μενούσης ἐρύθημα ἐργάσεται, κα-


λεῖται μώλωψ· εἰ δὲ μὴ ἐργάσεται, ἐκχύμωμα. φλάσμα δὲ
καλοῦσιν οἱ Ἴωνες τὸ θλάσμα.
 3,452,14 Li. = 2,63,13 Kw.
 οἴδημα γίνεται καὶ πό-
 νος πολύς
 ὅτι πάντα ὄγκον ὁ Ἱπποκράτης οἴδημα καλεῖ, ἀλλὰ
διὰ τῆς ἐπιφορᾶς δηλοῖ τὴν διαφορὰν αὐτῶν. εἰ μὲν γὰρ
εἴπῃ οἴδημα χαῦνον, τὸ κυρίως οἴδημα καλεῖ· εἰ δὲ εἴ-
πῃ οἴδημα σκληρόν, τὸν σκῖρον· εἰ δὲ εἴπῃ οἴδημα θερ-
μὸν ἢ ζέον, τὸ ἐρυσίπελας· εἰ δὲ εἴπῃ οἴδημα ἐπώδυνον,
τὴν φλεγμονήν, περὶ ἧς καὶ ποιεῖται τὸν λόγον ἐνταῦθα·
128

φησὶν γὰρ οἴδημα γίνεσθαι ἐπώδυνον.


 3,452,16 Li. = 2,63,15 Kw.
 κοινωνέειν δὲ φλεψὶν
 καὶ νεύροις ἐπικαίροις
 Καλῶς εἶπεν ‘ἐπικαίροις’, ἵνα μὴ νομίσῃς, ὅτι συν-
δέσμους ἐνταῦθα λέγει μόνους πάσχειν· ἀλλ' εἶπεν ‘ἐπι-
καίροις’, ἵνα δηλώσῃ προαιρετικὰ πάσχοντα νεῦρα.  
 3,452,17 Li. = 2,63,16 Kw.

Παλλάδιος ιατρός. Scholia in Hippocratis de fracturis Page 58, line 19

καλοῦσιν οἱ Ἴωνες τὸ θλάσμα.


 3,452,14 Li. = 2,63,13 Kw.
 οἴδημα γίνεται καὶ πό-
 νος πολύς
 ὅτι πάντα ὄγκον ὁ Ἱπποκράτης οἴδημα καλεῖ, ἀλλὰ
διὰ τῆς ἐπιφορᾶς δηλοῖ τὴν διαφορὰν αὐτῶν. εἰ μὲν γὰρ
εἴπῃ οἴδημα χαῦνον, τὸ κυρίως οἴδημα καλεῖ· εἰ δὲ εἴ-
πῃ οἴδημα σκληρόν, τὸν σκῖρον· εἰ δὲ εἴπῃ οἴδημα θερ-
μὸν ἢ ζέον, τὸ ἐρυσίπελας· εἰ δὲ εἴπῃ οἴδημα ἐπώδυνον,
τὴν φλεγμονήν, περὶ ἧς καὶ ποιεῖται τὸν λόγον ἐνταῦθα·
φησὶν γὰρ οἴδημα γίνεσθαι ἐπώδυνον.
 3,452,16 Li. = 2,63,15 Kw.
 κοινωνέειν δὲ φλεψὶν
 καὶ νεύροις ἐπικαίροις
 Καλῶς εἶπεν ‘ἐπικαίροις’, ἵνα μὴ νομίσῃς, ὅτι συν-
δέσμους ἐνταῦθα λέγει μόνους πάσχειν· ἀλλ' εἶπεν ‘ἐπι-
καίροις’, ἵνα δηλώσῃ προαιρετικὰ πάσχοντα νεῦρα.  
 3,452,17 Li. = 2,63,16 Kw.

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos (0728: 001)“Scholia in
Hippocratem et Galenum, vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg:
Borntraeger, 1834, Repr. 1966.Vol.2, p. 405, line 6

 {ΘΕΟΦ.} Οἱ μὲν πρὸ τούτου δύο ἀφορισμοὶ, ὁ μὲν


εἷς, οὗ ἀρχὴ ἐν τοῖσι κοπιώδεσι πυρετοῖσι, περὶ τῶν ἐν
ταῖς νόσοις κόπων διελέγετο, ὁ δὲ μετ' αὐτὸν περὶ τῶν
ἐν ταῖς ἀναλήψεσιν, οὗτος δὲ περὶ τῶν προηγησαμένων  
τῆς νόσου κόπων. φησὶ γὰρ, ἀτὰρ εἰ καὶ προπεπονηκώς
129

τι ᾖ πρὸ τοῦ νοσέειν, ἐνταῦθα στηρίζει ἡ νόσος, τουτ-


έστι ἐὰν καὶ πρὸ τοῦ νοσεῖν ὀδυνηθῇ τὰ ἄρθρα, ἐκεῖσε
γίνεται ἡ ἀπόστασις, εἰ ἐλπίς ἐστι κατὰ ἀπόστασιν γίνε-
σθαι τὴν κρίσιν, καὶ ἑδράζεται διὰ τὸ πάχος τῆς ὕλης.
      
λδʹ. Ἢν ὑπὸ πυρετοῦ ἐχομένῳ, οἰδήματος μὴ ἐόντος ἐν
 τῇ φάρυγγι, πνὶξ ἐξαίφνης ἐπιστῇ, θανάσιμον.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Σημειωτικός ἐστιν ὁ ἀφορισμὸς καὶ περὶ
κυνάγχης διαλέγεται καί φησιν, ὅτι ἐὰν ὑπὸ πυρετοῦ ἐχομένῳ,
οἰδήματος μὴ ἐόντος ἐν τῇ φάρυγγι, πνὶξ ἐπιφανῇ ἐξαί-
φνης, θανάσιμον. Διὰ τί; ἐπειδὴ οὐ διαφαίνεται τὸ πά-
θος αἰσθήτως ἐν τῷ τραχήλῳ. γίνεται δὲ ἡ πνὶξ τρόπῳ
τοιούτῳ, τῆς τραχείας ἀρτηρίας τῶν ἐντὸς μυῶν φλεγμη-
νάντων ἐν τῷ πέρατι αὐτῆς κἀκ τούτου ἐμφραξάντων τὴν
ἔξοδον καὶ εἴσοδον τοῦ πνεύματος,

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 405, line 10

τι ᾖ πρὸ τοῦ νοσέειν, ἐνταῦθα στηρίζει ἡ νόσος, τουτ-


έστι ἐὰν καὶ πρὸ τοῦ νοσεῖν ὀδυνηθῇ τὰ ἄρθρα, ἐκεῖσε
γίνεται ἡ ἀπόστασις, εἰ ἐλπίς ἐστι κατὰ ἀπόστασιν γίνε-
σθαι τὴν κρίσιν, καὶ ἑδράζεται διὰ τὸ πάχος τῆς ὕλης.
      
λδʹ. Ἢν ὑπὸ πυρετοῦ ἐχομένῳ, οἰδήματος μὴ ἐόντος ἐν
 τῇ φάρυγγι, πνὶξ ἐξαίφνης ἐπιστῇ, θανάσιμον.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Σημειωτικός ἐστιν ὁ ἀφορισμὸς καὶ περὶ
κυνάγχης διαλέγεται καί φησιν, ὅτι ἐὰν ὑπὸ πυρετοῦ ἐχομένῳ,
οἰδήματος μὴ ἐόντος ἐν τῇ φάρυγγι, πνὶξ ἐπιφανῇ ἐξαί-
φνης, θανάσιμον. Διὰ τί; ἐπειδὴ οὐ διαφαίνεται τὸ πά-
θος αἰσθήτως ἐν τῷ τραχήλῳ. γίνεται δὲ ἡ πνὶξ τρόπῳ
τοιούτῳ, τῆς τραχείας ἀρτηρίας τῶν ἐντὸς μυῶν φλεγμη-
νάντων ἐν τῷ πέρατι αὐτῆς κἀκ τούτου ἐμφραξάντων τὴν
ἔξοδον καὶ εἴσοδον τοῦ πνεύματος, καὶ διὰ τοῦτο θανά-
σιμον· ἄλλως τε ὅτι πυρετὸς ὑπόκειται καὶ τὸ βάθος
ζέει, τοτηνικαῦτα ψύξεως χρήζει τῆς ἀπὸ τοῦ ἔξωθεν
ἀέρος. ἀδύνατον δὲ τοῦτο γίνεσθαι διὰ τὴν πνίγα, καὶ
διὰ τοῦτο θανάσιμον.
 {ΔΑΜ.} Ὁ γὰρ πυρετὸς χρείαν ἔχων μεγάλης εἰσπνοῆς
130

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 405, line 27

ἀέρος. ἀδύνατον δὲ τοῦτο γίνεσθαι διὰ τὴν πνίγα, καὶ


διὰ τοῦτο θανάσιμον.
 {ΔΑΜ.} Ὁ γὰρ πυρετὸς χρείαν ἔχων μεγάλης εἰσπνοῆς
ἀποτυγχάνει ταύτης διὰ τὴν πνίγα, ἥτις πνὶξ γίνεται ἢ
διὰ στενοχωρίαν τῶν ἀναπνευστικῶν ὀργάνων ἢ δι' ἀῤῥω-
στίαν τῆς κινούσης τὸν θώρακα δυνάμεως ἢ διὰ ψύ-
ξιν ἰσχυρὰν τῆς ζωτικῆς, ἢ διὰ παράλυσιν μυῶν τοῦ
λάρυγγος.
      
λεʹ. Ἢν ὑπὸ πυρετοῦ ἐχομένῳ ὁ τράχηλος ἐπιστραφῇ,
 καὶ μόγις καταπίνειν δύνηται, οἰδήματος μὴ ἐόντος
 ἐν τῷ τραχήλῳ, θανάσιμον.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Ὁ τράχηλος διαστρέφεται, ποτὲ μὲν ἔσω
ἐπὶ τὸ βάθος καὶ καλεῖται λόρδωσις, ποτὲ δὲ ἔξω καὶ  
καλεῖται κύρτωσις, ποτὲ δὲ ἐπὶ τὰ δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ καὶ
καλεῖται σκολίωσις. γίνεται δὲ τοῦτο τὸ πάθος, ὃ καὶ
εἶδος συνάγχης ἐστὶν, ἢ ἐπὶ προκαταρκτικῇ αἰτίᾳ ἢ ἐπὶ
προηγουμένῃ, καὶ προκαταρκτικῇ μὲν, ὡς ἐπὶ ῥηγμάτων,
πτωμάτων, ἐπὶ προηγουμένῃ δὲ, ὡς ἐπὶ φυμάτων, ὄγκων.
ἐὰν οὖν ῥευματισθῶσιν οἱ τοῦ στομάχου ἐσώτεροι μύες ἢ

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 458, line 5

κλειόμενα τὰ περιττὰ ἀντικαταῤῥέουσι καὶ φέρονται ἐπὶ


μυκτῆρας καὶ φάρυγγας καὶ ὑπερῷαν καὶ ποιοῦσι κατάῤ-
ῥους. Ἰστέον δὲ ὅτι χιόνος καὶ κρυστάλλου νῦν μέμνηται
ἢ ὅτι πολλάκις αὐτοῖς τινες κέχρηνται νέοι, θαῤῥοῦντες
τῷ θερμῷ, ἢ ὅτι ἐν πολλοῖς τόποις ἀδιάλειπτά εἰσι καὶ  
διά τινα ἀνάγκην ἐκεῖσε ὁδοιποροῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ
συμβαίνει αὐτοῖς ταῦτα τὰ πάθη γίνεσθαι.
 {ΔΑΜ.} Ὅσῳ γὰρ ψυχρότερα ταῦτα ὕδατος, τοσούτῳ
καὶ βλάβας ἐργάζεται μείζονας.
      
κεʹ. Τὰ δὲ ἐν ἄρθροισιν οἰδήματα, καὶ ἀλγήματα, ἄτερ
 ἕλκεος, καὶ ποδαγρικὰ καὶ σπάσματα, τουτέων τὰ πλεῖ-
131

 στα ψυχρὸν πολὺ καταχεόμενον ῥηΐζει τε καὶ ἰσχναί-


 νει, καὶ ὀδύνην λύει. νάρκη δὲ μετρίη ὀδύνης λη-
 κτική.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Πάλιν ἔπαινον παραδίδωσι τοῦ ψυχροῦ
ὕδατος. φησὶ γὰρ, ὅτι τὰ ἐν ἄρθροις γενόμενα οἰδήματα  
καὶ ἀλγήματα καὶ τὰ ἑξῆς ὠφελεῖ, οἰδήματα ἐκεῖνα δη-
λονότι, τοὺς ὑπὸ χολῆς ἢ χολώδους αἵματος γενομένους
ὄγκους διὰ τὸ τὴν ζέσιν καταπραΰνειν καὶ τὴν δῆξιν

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 458, line 11

 {ΔΑΜ.} Ὅσῳ γὰρ ψυχρότερα ταῦτα ὕδατος, τοσούτῳ


καὶ βλάβας ἐργάζεται μείζονας.
      
κεʹ. Τὰ δὲ ἐν ἄρθροισιν οἰδήματα, καὶ ἀλγήματα, ἄτερ
 ἕλκεος, καὶ ποδαγρικὰ καὶ σπάσματα, τουτέων τὰ πλεῖ-
 στα ψυχρὸν πολὺ καταχεόμενον ῥηΐζει τε καὶ ἰσχναί-
 νει, καὶ ὀδύνην λύει. νάρκη δὲ μετρίη ὀδύνης λη-
 κτική.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Πάλιν ἔπαινον παραδίδωσι τοῦ ψυχροῦ
ὕδατος. φησὶ γὰρ, ὅτι τὰ ἐν ἄρθροις γενόμενα οἰδήματα  
καὶ ἀλγήματα καὶ τὰ ἑξῆς ὠφελεῖ, οἰδήματα ἐκεῖνα δη-
λονότι, τοὺς ὑπὸ χολῆς ἢ χολώδους αἵματος γενομένους
ὄγκους διὰ τὸ τὴν ζέσιν καταπραΰνειν καὶ τὴν δῆξιν
ἀμβλύνειν, πλὴν οὐκ ὠφελεῖ πάντας τοὺς τοιούτους ὄγ-
κους, ἀλλὰ τοὺς ἄνευ ἕλκους· τοὺς γὰρ ἐφ' ἕλκει καὶ βλά-
πτει· τὸ γὰρ ψυχρὸν τοῖς ἕλκεσιν, ὥς φησι, πολέμιον.
καὶ μὴν καὶ τὰ ποδαγρικὰ πάθη ὠφελεῖ, δηλονότι τὰ
ὑπὸ ξανθῆς χολῆς γινόμενα τῷ αὐτῷ λόγῳ. ὠφελεῖ δὲ
καὶ σπάσματα, τὴν ἐπιῤῥοὴν ἀναστέλλον. ἄλλως τε οὐ
καθ' αὑτὸ, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκὸς ὠφελεῖ τῷ λόγῳ τοῦ

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 459, line 1

καὶ βλάβας ἐργάζεται μείζονας.


      
κεʹ. Τὰ δὲ ἐν ἄρθροισιν οἰδήματα, καὶ ἀλγήματα, ἄτερ
132

 ἕλκεος, καὶ ποδαγρικὰ καὶ σπάσματα, τουτέων τὰ πλεῖ-


 στα ψυχρὸν πολὺ καταχεόμενον ῥηΐζει τε καὶ ἰσχναί-
 νει, καὶ ὀδύνην λύει. νάρκη δὲ μετρίη ὀδύνης λη-
 κτική.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Πάλιν ἔπαινον παραδίδωσι τοῦ ψυχροῦ
ὕδατος. φησὶ γὰρ, ὅτι τὰ ἐν ἄρθροις γενόμενα οἰδήματα  
καὶ ἀλγήματα καὶ τὰ ἑξῆς ὠφελεῖ, οἰδήματα ἐκεῖνα δη-
λονότι, τοὺς ὑπὸ χολῆς ἢ χολώδους αἵματος γενομένους
ὄγκους διὰ τὸ τὴν ζέσιν καταπραΰνειν καὶ τὴν δῆξιν
ἀμβλύνειν, πλὴν οὐκ ὠφελεῖ πάντας τοὺς τοιούτους ὄγ-
κους, ἀλλὰ τοὺς ἄνευ ἕλκους· τοὺς γὰρ ἐφ' ἕλκει καὶ βλά-
πτει· τὸ γὰρ ψυχρὸν τοῖς ἕλκεσιν, ὥς φησι, πολέμιον.
καὶ μὴν καὶ τὰ ποδαγρικὰ πάθη ὠφελεῖ, δηλονότι τὰ
ὑπὸ ξανθῆς χολῆς γινόμενα τῷ αὐτῷ λόγῳ. ὠφελεῖ δὲ
καὶ σπάσματα, τὴν ἐπιῤῥοὴν ἀναστέλλον. ἄλλως τε οὐ
καθ' αὑτὸ, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκὸς ὠφελεῖ τῷ λόγῳ τοῦ
ἐναποκλείειν τὸ ἔμφυτον θερμὸν καὶ πολυπλασιάζεσθαι

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 481, line 31

μοανάδοτον ἀνατρέφει αὐτὸ τὸ σῶμα. διδόναι δὲ αὐτό


φησι καὶ ἐν τοῖσι πυρετοῖσι μακροῖσι βληχροῖσι. διὰ δὲ
τούτων τοὺς ἑκτικοὺς ᾐνίξατο πυρετοὺς, πλὴν ἐὰν μηδὲν
πάρεστι τῶν προειρημένων σημείων τουτέστι κεφαλαλγία,
ὑποχόνδρια μετέωρα, δίψα, διότι αὐχμὸς ὑπόκειται ἐν
τῷ σώματι. τὸ οὖν γάλα τῇ οἰκείᾳ αὐτοῦ ὑγρότητι
ἐπιτέγγει αὐτῶν τὸν χυμὸν καὶ ὠφέλειαν αὐτοῖς παρέχει.
 {ΔΑΜ.} Τὸ γάλα γὰρ ῥᾳδίως ἀλλοιοῦται· μετέωρα
δὲ εἰπὼν ᾐνίξατο οὐ τὰ ἐμπεφυσημένα μόνον, ἀλλὰ καὶ
τὰ ἄλλως μετέωρα κατά τι φλεγματῶδες ἢ ἐρυσιπελατῶ-
δες ἢ σκιῤῥῶδες πάθος ἢ οἰδηματῶδες, ἀλλὰ καὶ τοῖς
πνευματικοῖς καὶ φυσώδεσιν εἴρηκε, κακόν.
      
ξεʹ. Ὁκόσοισιν οἰδήματα ἐπὶ ἕλκεσι φαίνεται, οὐ μάλα
 σπῶνται, οὐδὲ μαίνονται. τουτέων δὲ ἀφανισθέντων
 ἐξαίφνης, τοῖσι μὲν ὄπισθεν, σπασμοὶ, τέτανοι· τοῖσι  
 δὲ ἔμπροσθεν, μανίη ἢ ὀδύνη πλευροῦ ὀξείη, ἢ ἐμ-
 πύησις, ἢ δυσεντερίη, ἢν ἐρυθρὰ ἔῃ τὰ οἰδήματα.  –  
      
133

 {ΘΕΟΦ.} Πάλιν ἄνεισιν ἐπὶ τὰς διαγνώσεις τῶν πα-


θῶν Ἱπποκράτης καὶ λέγει, ὅσοις οἰδήματα ἐφ' ἕλκεσι

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 481, line 33

πάρεστι τῶν προειρημένων σημείων τουτέστι κεφαλαλγία,


ὑποχόνδρια μετέωρα, δίψα, διότι αὐχμὸς ὑπόκειται ἐν
τῷ σώματι. τὸ οὖν γάλα τῇ οἰκείᾳ αὐτοῦ ὑγρότητι
ἐπιτέγγει αὐτῶν τὸν χυμὸν καὶ ὠφέλειαν αὐτοῖς παρέχει.
 {ΔΑΜ.} Τὸ γάλα γὰρ ῥᾳδίως ἀλλοιοῦται· μετέωρα
δὲ εἰπὼν ᾐνίξατο οὐ τὰ ἐμπεφυσημένα μόνον, ἀλλὰ καὶ
τὰ ἄλλως μετέωρα κατά τι φλεγματῶδες ἢ ἐρυσιπελατῶ-
δες ἢ σκιῤῥῶδες πάθος ἢ οἰδηματῶδες, ἀλλὰ καὶ τοῖς
πνευματικοῖς καὶ φυσώδεσιν εἴρηκε, κακόν.
      
ξεʹ. Ὁκόσοισιν οἰδήματα ἐπὶ ἕλκεσι φαίνεται, οὐ μάλα
 σπῶνται, οὐδὲ μαίνονται. τουτέων δὲ ἀφανισθέντων
 ἐξαίφνης, τοῖσι μὲν ὄπισθεν, σπασμοὶ, τέτανοι· τοῖσι  
 δὲ ἔμπροσθεν, μανίη ἢ ὀδύνη πλευροῦ ὀξείη, ἢ ἐμ-
 πύησις, ἢ δυσεντερίη, ἢν ἐρυθρὰ ἔῃ τὰ οἰδήματα.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Πάλιν ἄνεισιν ἐπὶ τὰς διαγνώσεις τῶν πα-
θῶν Ἱπποκράτης καὶ λέγει, ὅσοις οἰδήματα ἐφ' ἕλκεσι
γίνεται, οὐ μάλα σπῶνται οὐδὲ μαίνονται. διὰ τί; ὅτι
ἀπαλλάττεται τὸ βάθος τῆς ὕλης κἀντεῦθεν οὐ μανία
οὐδὲ σπασμὸς ἐπακολουθεῖ, πλὴν τοῦτο γίνεται,

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 482, line 2

 {ΔΑΜ.} Τὸ γάλα γὰρ ῥᾳδίως ἀλλοιοῦται· μετέωρα


δὲ εἰπὼν ᾐνίξατο οὐ τὰ ἐμπεφυσημένα μόνον, ἀλλὰ καὶ
τὰ ἄλλως μετέωρα κατά τι φλεγματῶδες ἢ ἐρυσιπελατῶ-
δες ἢ σκιῤῥῶδες πάθος ἢ οἰδηματῶδες, ἀλλὰ καὶ τοῖς
πνευματικοῖς καὶ φυσώδεσιν εἴρηκε, κακόν.
      
ξεʹ. Ὁκόσοισιν οἰδήματα ἐπὶ ἕλκεσι φαίνεται, οὐ μάλα
 σπῶνται, οὐδὲ μαίνονται. τουτέων δὲ ἀφανισθέντων
 ἐξαίφνης, τοῖσι μὲν ὄπισθεν, σπασμοὶ, τέτανοι· τοῖσι  
 δὲ ἔμπροσθεν, μανίη ἢ ὀδύνη πλευροῦ ὀξείη, ἢ ἐμ-
134

 πύησις, ἢ δυσεντερίη, ἢν ἐρυθρὰ ἔῃ τὰ οἰδήματα.  –  


      
 {ΘΕΟΦ.} Πάλιν ἄνεισιν ἐπὶ τὰς διαγνώσεις τῶν πα-
θῶν Ἱπποκράτης καὶ λέγει, ὅσοις οἰδήματα ἐφ' ἕλκεσι
γίνεται, οὐ μάλα σπῶνται οὐδὲ μαίνονται. διὰ τί; ὅτι
ἀπαλλάττεται τὸ βάθος τῆς ὕλης κἀντεῦθεν οὐ μανία
οὐδὲ σπασμὸς ἐπακολουθεῖ, πλὴν τοῦτο γίνεται, ἐὰν κατὰ
ἀναλογίαν τοῦ ἕλκους γίνηται ὁ ὄγκος. τοῦτον δὲ τὸν
ὄγκον, ὅταν ἐν τοῖς ὀπίσω μέρεσιν ᾖ τὰ ἕλκη τουτέστι
κατὰ τὸν νῶτον, εἰ τύχοι αὐτὸν φανέντα ἐξαίφνης ἀφα-
νισθῆναι τουτέστιν ἄνευ φανερᾶς αἰτίας, μὴ διαφορητικῷ

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 482, line 4

δες ἢ σκιῤῥῶδες πάθος ἢ οἰδηματῶδες, ἀλλὰ καὶ τοῖς


πνευματικοῖς καὶ φυσώδεσιν εἴρηκε, κακόν.
      
ξεʹ. Ὁκόσοισιν οἰδήματα ἐπὶ ἕλκεσι φαίνεται, οὐ μάλα
 σπῶνται, οὐδὲ μαίνονται. τουτέων δὲ ἀφανισθέντων
 ἐξαίφνης, τοῖσι μὲν ὄπισθεν, σπασμοὶ, τέτανοι· τοῖσι  
 δὲ ἔμπροσθεν, μανίη ἢ ὀδύνη πλευροῦ ὀξείη, ἢ ἐμ-
 πύησις, ἢ δυσεντερίη, ἢν ἐρυθρὰ ἔῃ τὰ οἰδήματα.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Πάλιν ἄνεισιν ἐπὶ τὰς διαγνώσεις τῶν πα-
θῶν Ἱπποκράτης καὶ λέγει, ὅσοις οἰδήματα ἐφ' ἕλκεσι
γίνεται, οὐ μάλα σπῶνται οὐδὲ μαίνονται. διὰ τί; ὅτι
ἀπαλλάττεται τὸ βάθος τῆς ὕλης κἀντεῦθεν οὐ μανία
οὐδὲ σπασμὸς ἐπακολουθεῖ, πλὴν τοῦτο γίνεται, ἐὰν κατὰ
ἀναλογίαν τοῦ ἕλκους γίνηται ὁ ὄγκος. τοῦτον δὲ τὸν
ὄγκον, ὅταν ἐν τοῖς ὀπίσω μέρεσιν ᾖ τὰ ἕλκη τουτέστι
κατὰ τὸν νῶτον, εἰ τύχοι αὐτὸν φανέντα ἐξαίφνης ἀφα-
νισθῆναι τουτέστιν ἄνευ φανερᾶς αἰτίας, μὴ διαφορητικῷ
φαρμάκῳ, μὴ αἱμοῤῥαγίης γενομένης, πρόδηλον ὅτι ἠνέ-
χθη ἡ ὕλη ἔσω πρὸς τὸ νευρῶδες γένος

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 482, line 26

δὲ τὸν ὄγκον γενέσθαι ἀξιόλογον καὶ ἐξαίφνης ἀφανι-


σθῆναι, πρόδηλον ὅτι ἐπὶ κύρια μόρια ἠνέχθη ἡ ὕλη·
135

καὶ εἰ μὲν περὶ τὸν ἐγκέφαλον, ἐπειδὴ αἱματική ἐστιν ἡ


ὕλη καὶ δριμεῖα, ποιεῖ παραφροσύνην καὶ μανίαν, εἰ δὲ
παρὰ τὸν ὑπεζωκότα τὰς πλευρὰς ὑμένα, ποιεῖ πλευρῶν
ὀδύνας καὶ φλεγμονάς· πολλάκις δὲ καὶ εἰς πῦον μετα-
βάλλεται καὶ φέρεται παρὰ τὰς κενὰς χώρας καὶ ἐμπύ-
ημα γίνεται· εἰ δὲ πρὸς τὴν γαστέρα καὶ τὰ ἔντερα ἡ
μετάστασις γένηται, ποιεῖ δυσεντερίαν τὴν ὀνομαζομένην
αἱματηράν. καὶ τοῦτο δῆλον ἐκ τοῦ εἰπεῖν, ἢν ἐρυθρὰ ᾖ
τὰ οἰδήματα.
 {ΔΑΜ.} Τὸ σπῶνται, ὅταν μεγάλοι ἢ κακοήθεις ὦσιν
ὄγκοι. πάντας δ' ὄγκους καὶ φλεγμονὰς ἁπάσας οἰδήματα
καλεῖ ὁ Ἱπποκράτης.
      
ξϛʹ. Ἢν τραυμάτων πονηρῶν ἐόντων, οἴδημα μὴ φαίνη-
 ται, μέγα κακόν.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Ὥσπερ ἐν τῷ ἀνωτέρω ἀφορισμῷ ἐμέμφετο
τὰ ἐξαίφνης ἀφανιζόμενα τῶν οἰδημάτων, οὕτω τὰ μη-
δόλως γινόμενα τοῖς πονηροῖς τραύμασι μέμφεται·  

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 482, line 28

καὶ εἰ μὲν περὶ τὸν ἐγκέφαλον, ἐπειδὴ αἱματική ἐστιν ἡ


ὕλη καὶ δριμεῖα, ποιεῖ παραφροσύνην καὶ μανίαν, εἰ δὲ
παρὰ τὸν ὑπεζωκότα τὰς πλευρὰς ὑμένα, ποιεῖ πλευρῶν
ὀδύνας καὶ φλεγμονάς· πολλάκις δὲ καὶ εἰς πῦον μετα-
βάλλεται καὶ φέρεται παρὰ τὰς κενὰς χώρας καὶ ἐμπύ-
ημα γίνεται· εἰ δὲ πρὸς τὴν γαστέρα καὶ τὰ ἔντερα ἡ
μετάστασις γένηται, ποιεῖ δυσεντερίαν τὴν ὀνομαζομένην
αἱματηράν. καὶ τοῦτο δῆλον ἐκ τοῦ εἰπεῖν, ἢν ἐρυθρὰ ᾖ
τὰ οἰδήματα.
 {ΔΑΜ.} Τὸ σπῶνται, ὅταν μεγάλοι ἢ κακοήθεις ὦσιν
ὄγκοι. πάντας δ' ὄγκους καὶ φλεγμονὰς ἁπάσας οἰδήματα
καλεῖ ὁ Ἱπποκράτης.
      
ξϛʹ. Ἢν τραυμάτων πονηρῶν ἐόντων, οἴδημα μὴ φαίνη-
 ται, μέγα κακόν.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Ὥσπερ ἐν τῷ ἀνωτέρω ἀφορισμῷ ἐμέμφετο
τὰ ἐξαίφνης ἀφανιζόμενα τῶν οἰδημάτων, οὕτω τὰ μη-
δόλως γινόμενα τοῖς πονηροῖς τραύμασι μέμφεται·  
136

ὑποψία γάρ τίς ἐστι καὶ ἀπὸ τούτων ἐπὶ τὰ κυριώτερα


μεθίστασθαι τοὺς ἐπιῤῥέοντας χυμοὺς τοῖς τραύμασι.

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 482, line 30

ὀδύνας καὶ φλεγμονάς· πολλάκις δὲ καὶ εἰς πῦον μετα-


βάλλεται καὶ φέρεται παρὰ τὰς κενὰς χώρας καὶ ἐμπύ-
ημα γίνεται· εἰ δὲ πρὸς τὴν γαστέρα καὶ τὰ ἔντερα ἡ
μετάστασις γένηται, ποιεῖ δυσεντερίαν τὴν ὀνομαζομένην
αἱματηράν. καὶ τοῦτο δῆλον ἐκ τοῦ εἰπεῖν, ἢν ἐρυθρὰ ᾖ
τὰ οἰδήματα.
 {ΔΑΜ.} Τὸ σπῶνται, ὅταν μεγάλοι ἢ κακοήθεις ὦσιν
ὄγκοι. πάντας δ' ὄγκους καὶ φλεγμονὰς ἁπάσας οἰδήματα
καλεῖ ὁ Ἱπποκράτης.
      
ξϛʹ. Ἢν τραυμάτων πονηρῶν ἐόντων, οἴδημα μὴ φαίνη-
 ται, μέγα κακόν.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Ὥσπερ ἐν τῷ ἀνωτέρω ἀφορισμῷ ἐμέμφετο
τὰ ἐξαίφνης ἀφανιζόμενα τῶν οἰδημάτων, οὕτω τὰ μη-
δόλως γινόμενα τοῖς πονηροῖς τραύμασι μέμφεται·  
ὑποψία γάρ τίς ἐστι καὶ ἀπὸ τούτων ἐπὶ τὰ κυριώτερα
μεθίστασθαι τοὺς ἐπιῤῥέοντας χυμοὺς τοῖς τραύμασι.
λοιπὸν τὸ μέγα πρὸς τὸ κακὸν συντάττεσθαι δεῖ, οὐχ
ὥς τινές φασι, πρὸς τὸ οἴδημα.
 {ΔΑΜ.} Πονηρὰ τραύματά εἰσι τὰ κατὰ τὰς κεφαλὰς

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 483, line 13

 {ΔΑΜ.} Πονηρὰ τραύματά εἰσι τὰ κατὰ τὰς κεφαλὰς


τῶν μυῶν ἢ τὰς τελευτὰς αὐτῶν καὶ μάλιστα τῶν νευρω-
δῶν μυῶν. κατὰ γὰρ τὰς τῶν μυῶν κεφαλὰς ἐμφύονται
τὰ νεῦρα τοῖς μυσὶ, κατὰ δὲ τὰς τελευτὰς οἱ τένοντες ἐκ-
φύονται. ἔστι δὲ μέγα κακὸν τὸ ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις τραύ-
μασι μὴ ἐπιφαίνεσθαι οἴδημα διὰ τὸ μεθίστασθαι τοὺς
ἐπιῤῥέοντας χυμοὺς αὐτοῖς ἐπὶ τὰ κυριώτερα.
      
137

ξζʹ. Τὰ χαῦνα, χρηστὰ, τὰ δὲ ὠμὰ, κακά.  –  


      
 {ΘΕΟΦ.} Τὰ χαῦνα δηλονότι οἰδήματα ἀγαθὰ, ὡς
πέψιν δηλοῦντα, τὰ δὲ ἔνωμα χαλεπὰ, ὡς ἄπεπτα, καὶ
πάλιν τὰ πεπεμμένα ἀγαθὰ, διότι δηλοῦσιν ἐπικράτειαν
φύσεως, τὰ δὲ ἄπεπτα χαλεπὰ, διότι ἡ δύναμις οὔπω
ἐπανέστη εἰς ἀλλοίωσιν.
 {ΔΑΜ.} Τὰ οἰδήματα δηλονότι τὰ χαῦνα, χρηστὰ ὡς
πεπεμμένα, τὰ δὲ ἔνωμα ἤτοι σκληρὰ καὶ ἄπεπτα, κακά.
      
ξηʹ. Τῷ ὄπισθεν τῆς κεφαλῆς ὀδυνωμένῳ, ἡ ἐν τῷ με-
 τώπῳ ὀρθίη φλὲψ τμηθεῖσα, ὠφελέει.  –  
      

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos
Vol.2, p. 489, line 34

ἄλλο ὁτιοῦν πάθος. ταῦτα οὖν ἐν οἱῳδήποτε τῶν δύο


μορίων εἰ γένηται τουτέστι νεφροῦ καὶ κύστεως, ἐργωδῶς
ὑγιάζεται τουτέστι δυσχερῶς, διότι ταῦτα τὰ πάθη ἡσυ-
χίας δεῖται, τὸ δὲ τῶν νεφρῶν καὶ τῆς κύστεως ἔργον
ἀκατάπαυστόν ἐστιν, ἄλλως τε καὶ διὰ τὸ ἀνιᾶσθαι αὐτὰ
καὶ δριμύττεσθαι τῷ περιττώματι τῷ δι' αὐτῶν κενου-
μένῳ. καὶ μάλιστα δὲ δυσχερῶς ὑγιάζεται τοῖς γέρουσι
διὰ τὴν τῆς δυνάμεως αὐτῶν ἀσθένειαν.
 {ΔΑΜ.} Ψυχροῖς οὖσι καὶ ἀσθενέσι.
      
ζʹ. Τὰ ἀλγήματα καὶ οἰδήματα τὰ κατὰ τὴν κοιλίην γι-
 νόμενα, τὰ μετέωρα κουφότερα, τὰ δὲ μὴ μετέωρα καὶ
 ἰσχυρότερα.  –   
 {ΘΕΟΦ.} Κοιλίαν λέγει τὴν σιτοδόχον, οἰδήματα δὲ
πάντα ὄγκον, μετέωρα δὲ τὰ γινόμενα μετὰ τὸ περιτό-
ναιον τουτέστι περὶ τοὺς καθ' ὑπογάστριον μύας καὶ τὸ
δέρμα, μὴ μετέωρα δὲ τὰ περὶ αὐτὴν τὴν γαστέρα καὶ
τὰ ἔντερα. ὅσα οὖν μετέωρα ἀλγήματα καὶ οἰδήματα
περὶ τὴν κοιλίαν γίνονται, κουφότερά εἰσι τουτέστι με-
τριώτερα· ἐν ἀκύροις γὰρ μορίοις γίνονται. ὅσα δὲ μὴ
μετέωρα, ἰσχυρότερά εἰσι, διότι ἐν κυρίοις γίνονται μορίοις.
138

Θεόφιλος. Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol.2, p. 505, line 16

θυωρίαν τῶν νεφρῶν. αὕτη οὖν τεμνομένη διὰ φλεβοτό-


μου, δυσουρίαν λύει τὴν διὰ φλεγμονὴν δηλονότι γινομέ-
νην, διότι κένωσιν τοῦ αἰτίου τοῦ τὴν φλεγμονὴν ποιοῦν-
τος ποιεῖ κἀντεῦθεν ἀπαλλαττομένης τῆς φλεγμονῆς,
ἀπαλλάττεται καὶ ἡ δυσουρία. τὰς γὰρ ἄλλας δυσουρίας
τὰς δι' ἀσθένειαν τῆς κύστεως ἢ σπασμώδη διάθεσιν
τοῦ περισφίγγοντος μυὸς ἢ δι' ἔμφραξιν λίθου, οὐδα-
μῶς λύει.
 {ΔΑΜ.} Τὰς εἴσω τῶν χειρῶν φλέβας φησίν.
      
λζʹ. Ὑπὸ κυνάγχης ἐχομένῳ, οἰδήματα γενέσθαι ἐν τῷ
 τραχήλῳ ἔξω, ἀγαθόν.  –  
      
 {ΘΕΟΦ.} Ἡ αἰτία πρόδηλος· διότι ἀπὸ κυρίων του-
τέστι ἀπὸ τῶν διὰ βάθους εἰς ἄκυρα μετέστη ἡ ὕλη
ἤγουν πρὸς τὸ δέρμα.
 {ΔΑΜ.} Ἀπὸ γὰρ τοῦ βάθους ἐπὶ τὸ δέρμα με-
θίσταται.
      
ληʹ. Ὁκόσοισι κρυπτοὶ καρκῖνοι γίνονται, μὴ θεραπεύειν
 βέλτιον· θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως·

Meletius Med., De natura hominis (0730: 001)“Anecdota Graeca e


codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium, vol. 3”, Ed. Cramer,
J.A.Oxford: Oxford University Press, 1836, Repr. 1963.Page 110, line 2

δόχον κύστιν· κοινωνία γὰρ ἔρχεται δύο πόρων ἀπὸ τῆς ὀσφύος
φυσικῷ νόμῳ, τοῦ ἀπευθυσμένου καὶ τῆς οὐρηδόχου κύστεως·
ἥτις δέχεται μὲν τὸ οὖρον ἀπὸ τοῦ νώτου αὐτῆς, ἔξωθεν ἀπὸ
τῶν νεφρῶν, διὰ νεύρων καὶ φλεβῶν τῶν λεπτῶν, ὧν ἔχει· ὀξεῖα
γάρ ἐστιν εἰς τὸ ἕλκειν· ἐκβάλλει δὲ ἀπὸ τοῦ τραχήλου αὐτῆς,
καὶ ἀποκρίνει τὸ οὖρον ἔξωθεν, διὰ τῆς βαλάνου· ἐπεὶ δὲ τὸ
λεγόμενον ἀρχὸν ἔντερον ὑπόκειται αὐτῇ, φλεγμαινούσης πολ-
λάκις αὐτῆς, ἐπίσχεσις γίνεται τῆς κόπρου, οὐχ ἥκιστα δὲ
τοῦ οὔρου.  
139

 Βουβῶνας δὲ ὠνόμασαν τοὺς εἰρημένους τόπους, ἀπὸ τοῦ


συμβαίνοντος οἰδήματος ἐν αὐτοῖς· ἐκ τοῦ βῶ τὸ βαίνω· παρὰ
τὸ ἄγαν βαίνειν εἰς ὕψος· βῶ, βὼν, καὶ μετὰ τοῦ βοῦ ἐπιτα-
τικοῦ μορίου, Βουβών· ἐπεὶ γὰρ οὗτος ὁ τόπος ἀδενώδης ἐστὶν,
οἱ δὲ ἀδένες φύσει ὑπάρχουσιν ἀσθενεῖς καὶ ἀραιοὶ, ὑπέστρωσε
γὰρ αὐτοὺς τοῖς μορίοις ἡ φύσις, εἰς χρείαν μόνην καὶ ὑπο-
δοχὴν τῶν περιττωμάτων, ὡς ἐπιτηδείους, τηνικαῦτα χυμοῦ ἐμ-
πίπτοντος αὐτοῖς, μὴ δυνάμενοι τοῦτον ἀποδιῶξαι διὰ τὴν
φυσικὴν ἀσθένειαν, ἐπαίρονται εἰς ὄγκον· ἐπεὶ οὖν τοῦτο συχνο-
τέρως συμβαίνει ἐν τοῖς τόποις τούτοις, εἰκότως τῆς ὀνομα-
σίας ταύτης τετυχήκασιν· ἡ δὲ κύστις, ἀπὸ τοῦ κεύθειν τὸ
οὖρον.

Adamantius Judaeus Med., Physiognomonica (0731: 001)


“Scriptores physiognomonici Graeci et Latini, vol. 1”, Ed. Foerster, R.
Leipzig: Teubner, 1893.Book 1, sec. 13, line 2

δὲ κοῖλοι ὄντες ὥσπερ ὕδωρ ἐν ἀγγείῳ ἡμιδεεῖ ὑπο-


κινοῦνται, εἰ καὶ μεγάλοι εἶεν, οὐ πονηροί, εἰ μή τι
ἄλλο σημεῖον κατηγοροίη· τὴν γὰρ κοιλότητα ἥ τε ἰκμὰς
καὶ τὸ μέγεθος παραμυθοῦνται· κοίλων γὰρ καὶ μι-
κρῶν ἤθη δόλια, ἐπίβουλα ἀνθρώποις, ζήλῳ καὶ φθόνῳ  
τετηκότα, ξηρότεροι δὲ ὄντες πρὸς τοῖς εἰρημένοις κακοῖς
ἀπιστίαν, προδοσίαν, ἱεροσυλίαν σημαίνουσιν ......
.............. οἱ δὲ ὑπορρέοντες δολερώτερα, εἰ
μέντοι ἅμα ὑγρότητι ὑπορρέοιεν, μωρότερα.
 Τῶν ἐξεχόντων ὀφθαλμῶν, οἳ οὔκ εἰσιν ἐπαι-
νετοί, τοῖς μὲν οἴδημα περίκειται κύκλῳ, τοῖς δὲ ὡς  
τάφρος βαθεῖα καὶ στενὴ περιθέει· δολεροὶ τὸ ἦθος·
οἱ δὲ πάντη ἀνεστηκότες μαργοσύνην κατηγοροῦσι.
προπετεῖς ὀφθαλμοὶ αἱματώδεις οἰνοφλύγων καὶ γαστρι-
μάργων. εἰ δὲ γλαυκοὶ οὗτοι εἶεν, ἀδίκους μέν, ἀσυνέ-
τους δὲ ἴσθι. εἰ δὲ καὶ τὰ βλέφαρα αὐτοὺς βαρύνει,
πλείων ἡ ἄνοια. εἰ δὲ οἰδοῦντες εἶεν ξηροί, πατρο-  
φόνται καὶ μητροφόνται παιδοκτόνοι τε καὶ φαρμακεῖς.
εἰ δὲ ὑψηλοὶ ὄντες ὀφθαλμοὶ μεγάλοι τε καὶ λαμπροὶ
καὶ εὐαγεῖς εἶεν καὶ ὑγρὸν βλέποντες, δίκαιοι, συνετοί,
φιλομαθεῖς, ἔρωτος πλήρεις,

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia (0738: 001)“Corpus


hippiatricorum Graecorum, vol. 1”, Ed. Oder, E., Hoppe, K.Leipzig:
140

Teubner, 1924, Repr. 1971.Chap 16, sec. 1, line 3

Αψύρτου.

 Ἄψυρτος Δεγμίῳ Πλαστικῷ χαίρειν. ἐσπουδακότα


σε περὶ τοὺς ἵππους ἀναγκαῖον εἰδέναι καὶ τοῦτο. συμβαίνει  
τῷ ἵππῳ οἴδημα γενέσθαι κατὰ τὸν σύνδεσμον τῆς κεφαλῆς
καὶ τοῦ τραχήλου, παρὰ τὸ οὖς σκλήρωμα ἔχον, λέγεται δὲ
παρωτίς. ἣν δεῖ θεραπεύειν οὕτως· σπόγγον βρέχον-
τας ἐν ὄξει θερμῷ δὶς τῆς ἡμέρας ἐπιδεσμεῖν ἄχρι τοῦ δια-
πυῶσαι, καὶ τότε τέμνειν καθ' ὑπόρρυσιν, ἐκκόπτοντας μυρ-
σινοειδῶς ὅσον ἐξαρκεῖ, καὶ ἐκλαμβάνοντας τὸ ὑγρὸν παρασμή-
χειν ἁλσὶ λεπτοῖς, καὶ τῇ ἐχομένῃ ἡμέρᾳ ἀποπυριᾶν ὕδατι
θερμῷ τὸν τόπον καὶ ἀνακαθαίρειν. ὡς ἂν δὲ καθαρὸν γέ-
νηται, τὸ ὀρόβινον ἐμπλάσσειν μέλιτι μίξαντας, καὶ ἔσται ὑγιής.
οὐ δεῖ δὲ | τὸν δάκτυλον ἐντιθέναι, εὐχερῶς γὰρ συριγγοῦται
ὁ τόπος.

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia Chapter 16, sec. 3, line 1

 ὅταν δὲ γένηται κατὰ τὴν λεγομένην σφαγὴν ἢ ὑπὸ τὸν


βράγχον ἢ τὸν λεγόμενον ἰσθμόν, καὶ ἐσθίειν οὐ δύναται ἢ
καταπίνειν, καὶ ἡ γλῶσσα οἰδεῖ καὶ παραπέπτωκεν εἰς τὸ ἔξω
μέρος καὶ πελία γένηται, καὶ σίελα ἀφίησι, θεραπεύεται ὡσαύ-
τως, λέγεται δὲ παρίσθμια. ἐὰν δέ ποτε συμβῇ εἰς τὸ ἐν-
τὸς μέρος τὴν ἔκρηξιν γενέσθαι, καὶ πῦα φέρῃ διὰ τοῦ στό-
ματος, ἔγκλυζε ὀξυκράτῳ διὰ τοῦ ὠτὸς καὶ τῆς ῥινός, ἐγχυ-
ματίζειν δὲ διαστόλιον ἐνθέντας, καὶ τὸν διωστῆρα, μέλιτι χρί-
σαντας δαψιλῶς, καθιέναι καὶ παρατρίβειν τὸν τόπον.

Ἱεροκλέους εἰς τὸ αὐτό.

 Τὴν παρωτίδα σημειώσῃ, ὅταν οἴδημα κατὰ τὸν σύν-


δεσμον τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ τραχήλου σκληρὸν γένηται ἴσον
καρύου. σπόγγον οὖν ὄξει θερμῷ διαβρέχων δέσμει δὶς τῆς
ἡμέρας μέχρι τοῦ διαπυῶσαι, καὶ τότε τέμνε καθ' ὑπόρρυσιν
ὅσον ἀρκεῖ, καὶ ἐκβαλὼν τὸ ὑγρόν, παράσμηχε | ἁλσὶ λεπτοῖς.
τῇ δὲ ἐπιούσῃ πυριάσας ὕδατι θερμῷ τὸν τόπον καὶ ἀποκα-  
θάρας, ὀρόβινον ἄλευρον ἐπίπασσε, μέλιτι ἐπιχρίων. τὸν δὲ
δάκτυλον οὐ χρὴ ἐντιθέναι, συριγγοῦται γὰρ οὗτος ὁ τόπος.
141

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia Chapter 18, sec. 1, line 2

Ἱεροκλέους.

 Παρίσθμιά ἐστιν, ὅταν κατὰ τὴν λεγομένην σφαγὴν καὶ


τὸν βράγχον γένηταί τι οἴδημα, ὅτε δὴ μάλιστα καὶ ἡ γλῶττα
ὅλη εἰς τὸ ἔσω παραπίπτει, πελιδνὴ γενομένη, καὶ σίελον
ἀφίησιν, ὥστε ἐσθίειν ἢ καταπίνειν μὴ δύνασθαι.
ἴασις δὲ ἡ αὐτὴ ἡ καὶ ἐπὶ τῆς παρωτίδος. ἐὰν μέντοι σύμ-
βῇ τὴν ἔκκρισιν κατὰ τὸ ἐντὸς γενέσθαι, καὶ πῦον διὰ τοῦ
στόματος φέρεσθαι, ἐγκλυζέσθω ὀξυκράτῳ διὰ τῶν ῥινῶν, καὶ  
διαστόλιον θείς, καὶ τὸν διωστῆρα μέλιτι χρίσας, κάθες καὶ
παράτριβε τὸν τόπον.

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia Chapter 20, sec. 3, line 7

γε, κατὰ μέ|ρος, μηδὲν ἀπολιπόντα αὐτῆς. ἀπολειφθὲν γάρ,


κἂν μικρὸν ᾖ, ἔσται μέγα, καὶ δεήσει χειρίζειν πάλιν. φυλάς-
σεσθαι δὲ τὰς φλέβας καὶ διακρίνειν. αἱμορράγια δὲ ἐὰν
γένηται χειριζομένου, μὴ εὐλαβεῖσθαι, οὐκ ἔχει γὰρ κίνδυνον.
 διεγείραντα δὲ αὐτὸν θεραπεύειν οὕτως· τίλματα ῥάκους
ἐρίου διάβροχα ποιήσαντα ὄξει δριμυτάτῳ καὶ ἅλατι, ἐντιθέ-
ναι εἰς τὴν ἐκτομήν, καὶ στήσεται τὸ αἷμα. ἐὰν δὲ μὴ αἱ-
μορρυήσῃ, ἔλαιον μιγνύειν τῷ ὄξει, τὸ δὲ ἅλας οὐχί, καὶ τρι-  
ταῖον λύειν. εἶτα ἐξαντλήσαντα ὕδατι θερμῷ, ὡσαύτως μο-
τοῦν τίλμασι τοῖς αὐτοῖς μετὰ οἴνου καὶ ἐλαίου μέχρις ἡμερῶν
τεσσάρων καθ' ἡμέραν, καὶ προσαντλεῖν θερμῷ τὰ οἰδήματα
καὶ τὴν ἐκτομήν. ἐστυμμένων δὲ αὐτῶν, χρῆσθαι τίλμασι
μετὰ μέλιτος. ἐπὰν δὲ καθαρὸν γένηται καὶ ἀναπληρωθῇ.
ἐᾶν λελυμένον, καὶ καταχρίειν τῇ λιπαρᾷ, καὶ ἔσται ὑγιής.
τηρεῖν δὲ ἄποτον αὐτὸν πρὸ τοῦ χειρισθῆναι, | καὶ οὐ συμβαίνει
αἱμορραγεῖν. καὶ ἐν τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ κριθὰς μὴ διδόναι, ἀλλὰ
τὸν χόρτον μόνον. ἐν κινήσει γὰρ γινόμενα τὰ χελύνια εὐ-
τονωτέραν μᾶλλον ἐπιφέρει φλεγμονήν.

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia Chapter 26, sec. 11, line 4


142

αὐτὸν ὕδατι θερμῷ καὶ ἐφεξῆς καθ' ἡμέραν, χρῆσθαι δὲ καὶ


καταχρίσματι, ἀνιέντα ἐλαίῳ, τῷ διὰ βδελλίου μαλάγματι
συγκειμένῳ. εἰ δὲ μή, οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ ἀνατρίβειν, τηροῦντα
ἀνεῳγότα τὰ κεντήματα, μέχρις ἂν μὴ χωλεύῃ. ὑγιεῖ δὲ γε-
νομένῳ χρῆσαι ἐν τοῖς ἔργοις ἐκ προσαγωγῆς καὶ κατὰ λόγον.
ἐν θέρει δὲ ἡ θεραπεία ἁρμόττει, ὡς τῷ γε χειμῶνι δυσχερῶς
κατορθοῖ, ἐνίοτε δὲ καὶ βλάπτει.
 ὅταν γε μὴν ἐπ' ἀμφοτέροις γένηται τοῦτο τοῖς ὤμοις,
καλοῦσιν αὐτὸ συνωμίασιν, τὸν μέντοι τρόπον τὸν αὐτὸν θερα-
πεύεται. ἐν δὲ τῷ ἀγκῶνι τοῦ ὤμου παρὰ τὴν μασχάλην συμ-  
βαίνει γίνεσθαι | οἴδημα ἐξ αὐτομάτου, ὅπερ φασί τινες ἐξ
ὠμότητος. πρόσφατον μὲν οὖν θεραπεύεται καυστικῷ κατα-
χριόμενον. ὅταν δὲ στε|ατωθῇ καὶ σκληρὸν γένηται, ἐκτμηθὲν
θεραπεύεται ὡς τὰ λοιπά.

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia Chapter 87, sec. 2, line 2

Ἱεροκλέους εἰς τὸ αὐτό.

 Ἐὰν μυγαλῆ δάκῃ, πίπραται τὸ ζῷον ὅλον, καὶ οἱ ὀφθαλ-


μοὶ δακρύουσιν, ἰχώρ τε ἀποστάζει διὰ τοῦ οἰδήματος καὶ
τῆς κοιλίας, καὶ τροφὴν οὐ προσίεται. τὸν κονιορτὸν οὖν τὸν
ὑπὸ τῇ τρίψει τῶν τροχῶν γινόμενον ὄξει δριμεῖ δεύσας, καὶ
τὸν δηχθέντα τόπον νύξας, πρῶτον ἐπίχριε τῷ πηλῷ. ἔνιοι
δέ, ὧν ἐστι καὶ Ταραντῖνος, φασὶ χρῆναι σκόροδα κό-
ψαντα ἐπιθεῖναι, ὑποθυμιᾶν τε ἐλάφου κέρας. φησί γε μὴν
Ἄψυρτος ἄμεινον εἶναι ἐπὶ τῶν θηριοδήκτων, ἅμα τις αἴσθη-
ται, διακαίειν τὸν τόπον. Στρατόνικος δὲ ἐπὶ μυγαλῆς
συμβουλεύει κατασχάσαντα μάλιστα τὰ ᾠδηκότα, καταβρέ-  
χειν ὄξει καὶ ἁλσί. τῇ δὲ ἑξῆς ἡμέρᾳ ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ,
κιμωλίαν ὄξει φυράσαντα καταχρίειν, τὸ δὲ δῆγμα θεραπεύειν

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia Chapter 87, sec. 4, line 5

ἄλλο εἰς τὸ αὐτό.

 Ἐάν τι τῶν ζῴων ὑπὸ μυγαλῆς δηχθῇ, μελανθίου ὀξύ-


143

βαφον τρίψας ἐν οἴνῳ εὐώδει, δίδου διὰ τῶν μυκτήρων. ἐπὶ


δὲ τὴν πληγὴν κόπρον κυνείαν κατάπλασσε. τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ
ἀνθρώπων ὠφέλιμον.

ἄλλο. Ἱπποκράτους εἰς τὸ αὐτό.

 Γίνεται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ δηχθῆναι τὸν ἵππον ἐν τῇ ἱππο-


στασίᾳ. κατακλιθέντος γὰρ αὐτοῦ, ταῖς λαγόσιν ἠρέμα πως
ἐπεισέρχεται ἡ μυγαλῆ, καὶ μεταξὺ κινηθέντος αὐτοῦ, ὑπο-
ταραχθεῖσα δάκνει τὸν ὑποκείμενον τόπον, ἐξ οὗ συμβαίνει
οἴδημά τι γίγνεσθαι. τοῦτον οὖν θεραπεύσεις οὕτως· λαβὼν
μελανθίου λείου ὀξύβαφον ἕνα οἴνῳ προσμίξας ἐγχυμάτιζε,
ἢ σκόροδον τρίψας, καὶ ἅλας καὶ κύμινον ἴσον ἑκάστου συμ-
μίξας, οἴνῳ τε φυράσας κατάχριε, ἢ οὔρῳ, γῆν ἐξ ἁματροχιᾶς
φυράσας.
         ἢ μυγαλῆν αὐτὴν τρίψας, μετὰ οἴνου ἐγχυμάτιζε
ξέ. αʹ. ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃς μυγαλῆν, μετὰ πηλοῦ κεραμεικοῦ φυ-
ράσας κατάχριε. ἢ σελινόσπερμον καθεψήσας ἐν οἴνῳ καὶ
ἐλαίῳ ἐγχυμάτιζε. ἢ | κατάκνισον ὀρθῷ φλεβοτόμῳ τὸν ᾠδη-
κότα τόπον. ἐὰν δὲ ἐπὶ πλέον γένηται φλεγμονή, κύκλῳ καῦ-
σον περιφερεῖ καυτηρίῳ, προσλαμβάνων καὶ τοῦ ὑπολοίπου

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia Chapter 96, sec. 9, line 1

ἄλλο καυστικὸν ἐπὶ τῶν χωλασμάτων.

 Ἐν τοῖς ἄρθροις ἢ ἐν ἄλλῳ οἱῳδήποτε τόπῳ οἰδημάτων


ἢ σκληρωμάτων ἢ μελικηρίδων προσφάτων ἐκ πληγῆς ἢ ἄλλης
τινὸς αἰτίας ἢ καὶ αὐτομάτως γινομένων, ἔστι θεραπεία αὕτη·
ἀσφάλτου στατῆρας ηʹ, Κολοφωνίας ῥητίνης στατῆρας δʹ,
πίσσης ξηρᾶς στατῆρας δʹ, κηροῦ στατῆρας ἕξ, χαλβάνης στα-  
τῆρα ἕνα, ὀποπάνακος στατῆρα ἕνα, τιτάνου στατῆρα ἕνα·
πάντα ὁμοῦ συνθερμάνας ὅσον ἡ χεὶρ ἀνέχεται, κατάχριε. |

Ιππιατρικά. Hippiatrica Parisina Sec. 266, line 2

 Ἱπποκράτους σκευασία τραυματική. Χαλκίτεως


ὅσον γο αʹ, στυπτηρίας σχιστῆς γο αʹ, σαρκοκόλλης γο αςʹ,
βότρυος ῥοὸς γο γʹ, ἀμόργης ὀβολοὶ γʹ. ἕψει ἕως τριτωθῇ,
ἔπειτα βάλε μέλιτος κοτύλην αʹ, ὄξους κοτύλην αʹ. ταῦτα
144

συνέψει ἕως γένηται πάχος καὶ χρῶ τῇ τραυματικῇ.


 Περὶ τραυμάτων. Ἅμα τῷ χρῖσαι βάλε ὀξύγγιον καὶ
ἔλαιον, κἀκεῖνα τήξας ἐπίχριε, ἢ γλοιὸν τὸν ἐκ τῆς παλαίστρας
ἐπίχριε καὶ ὀρόβινον ἄλευρον ἐπίπασσε, καὶ πλῦνε ἐπὶ ἡμέ-
ρας γʹ, καὶ λοιπὸν θεραπευθήσεται.
 Περὶ πληγῶν. Πληγαῖς πλειοτέραις πληγέντος ἑλκώ-
σεις καὶ οἰδήματα γίνεται· χρὴ οὖν τοὺς ἐπιδεσμεύεσθαι
δυναμένους τόπους σπόγγῳ μετὰ ἀκράτου ἐπιδεσμεῖν, τοὺς δὲ
δυσεπιδέτους τόπους κατάχριε τῇ κεραμικῇ γῇ πεφυρμένῃ
ὄξει, ἢ στρύχνον κόψας ἐν ὄξει καὶ ἐκπιάσας κατάχριε, ἢ κι-
μωλίαν μετ' ὄξους τρυγὸς κατάχριε, ἢ κωνείου φύλλα κόψας
κατάχριε.
 Λιπαρὰ σκευασία. Ψιμυθίου, λιθαργύρου ἴσον
ἑκάστου τρῖβε ἐν ἡλίῳ, μίσγων μετὰ ὄξους καὶ ῥοδίνου.
 Περὶ οἰδημάτων. Μέλι Ἀττικὸν λαβὼν ἐπίχριε.
 Σκευασία τραυματική. Τρέφει ἄσβεστος· μετὰ
φλοιοῦ καρύου κόψας εἰς ἓν καὶ ψύξας χρῶ.

Ιππιατρικά. Hippiatrica Cantabrigiensia Chapter 58, sec. 5, line 2

πολύγονον, ἀείζωον καὶ τὰ τούτοις ὅμοια. παρηγορικά εἰσι καὶ


ἁρμόδια ταῖς ἀκμαζούσαις φλεγμοναῖς· μαλάχη καυθεῖσα
καὶ σὺν ἄρτῳ καὶ ῥοδίνῳ ὀλίγῳ καταπλασσομένη. ἄριστον δὲ
καὶ τὸ μελίλωτον ἐν γλυκεῖ ἑψημένον καὶ σὺν ἄρτῳ καταπλας-
σόμενον, καὶ φοίνικες γλυκεῖ διάβροχοι σὺν ἄρτῳ καὶ ῥοδίνῳ.
ἐν δὲ τῇ παρακμῇ ἄριστον ἡ ἀγρία μαλάχη καταπλασσομένη
μετὰ ἄρτου, καὶ σταφίδες ἐκγεγιγαρτισμέναι μετὰ ἄρτου ὀλί-
γου καὶ μέλιτος, καὶ τὸ τῶν κριθῶν ἄλευρον μετὰ μέλιτος
μόνου καταπλασσόμενον.
 Ἀποκρουστικὸν καὶ ἀφλέγμαντον εἰς παλαιὰν  
φλεγμονὴν καὶ οἴδημα. Σύμφυτον, ἀμάραντον, ζωχὶν τρῖ-
ψον καὶ ἔμβαλλε εἰς τὸν ζωμὸν ῥοδόσταγμα, κρόκον, καφό-
ραν, καὶ τὰ τῶν ᾠῶν λευκά. εἶτα λαβὼν σάνδαλον ἀληθινὸν
ἐν κεραμικῷ ἀγγείῳ ἀληθινῷ ἐπιβεβρεγμένῳ ἔξωθεν ὑπότριβε,
καὶ τὸ ἀπό τε τοῦ σανδάλου καὶ τοῦ κεραμικοῦ ἀγγείου ὑγρὸν
ἀπότριμμα ἐπισύναξον, ὅσον ἱκανὸν ἔσται, καὶ πάντα ὁμοῦ
μίξας ἐπάλειφε τὸν πεπονθότα τόπον ἐπὶ συχνῷ, καὶ ταχέως
διαφορήσεις· ἄκρως γὰρ ποιεῖ.
Ιππιατρικά. Hippiatrica Cantabrigiensia Chapter 65, sec. 6, line 1

νωνται ἀνθηδόνες, προσήκει αὐτὰς ἀφαιρεῖν τῷ σμιλίῳ, ἢ


145

μᾶλλον καίειν αὐτὰς τῷ καυτηρίῳ, ὡς Ἀψύρτῳ δοκεῖ. ἐὰν


οὖν ἐν τοῖς σαρκωτικοῖς μέρεσι γίνωνται, μήτε τῇ σμίλῃ χρῆ-
σθαι μήτε καυτηριάζειν, βάτου δὲ ἀκρέμονας κόψας καὶ ὄξει
φυράσας ἐπιδέσμει, ἕως ἂν ἀπουλωθῇ. ἔστιν δὲ ἡ ἀνθηδὼν
ὁμοία τῷ πλήγματι τῶν ἀγρίων μελισσῶν.  
 [Περὶ] ἑψητὸν διὰ πείρας πρὸς πᾶσαν φλεγ-
μονὴν καὶ σκληρίαν. Κόπρον αἰγείαν καὶ σίτων ἄλευ-
ρον ὄξει καὶ ἑψήματι φυράσας χρῶ.
 Κατάπλασμα εἰς οἴδημα τὸ ἐξ αὐτομάτου.
Πίσσης, ἀσφάλτου, μάννης γο αʹ, οἴνου 𐆃 αʹ ἑψήσας κατά-
πλασσε, ἢ ἁλικάκκαβον κόψας μετὰ ἐλαίου ἐπιτίθει.
 Ἔμπλαστρος ποιοῦσα πρὸς πᾶσαν σκληρίαν
καὶ κατάγματα ἄρθρων καὶ πλευρῶν, στραγγαλιάς
τε λύουσα, χοιράδας, φύματα, σύριγγας ἐν ἕλκεσι,
χρόνιά τε καὶ θηριόδηκτα, θεραπεύει ὑδεριῶν-
τας, ἥλους καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται ἄκρως τε
ποιεῖ πρὸς σπληνικοὺς καὶ ἡπατικοὺς καὶ ποδαλ-
γικούς, μάλιστα ῥευματιζομένους. Λιθαργύρου, ψι-
μυθίου, ἰοῦ ξυστοῦ, τερεβινθίνης, λίθον Γαλάτην,

Ιππιατρικά. Hippiatrica Cantabrigiensia Chapter 71, sec. 16, line 5

τερον. ἐμποιεῖ γὰρ τοῖς δηχθεῖσιν [ἐγκύσης] ἐκκαύσεις δίψος


τε ἐπιτεταμένον ἄχρι τοῦ πίνοντας διαρρήγνυσθαι. πρὸς δὴ
τὸ διψάδος δῆγμα κύπερος ἐγχυμάτισμα δι' οἴνου καὶ ὕδατος
ὀνίνησι λάδανόν τε λελειωμένον καὶ οἴνῳ διδόμενον, ἔτι δὲ
ἑσπέριον μῆλον τὸ κίτριον λεγόμενον προποτισθὲν μὲν ἀντι-
παθεῖ, ἐπιποτισθὲν δὲ ἀρήγει, καὶ μάλιστα τὸ χρυσίζον αὐτοῦ.  
 Περὶ δρυΐνου. Ὁ δὲ δρυΐνης ὄφις ἐν ταῖς τῶν
δρυῶν ῥίζαις τὸν βίον ποιούμενος καὶ πρὸς ἄλλοις δένδροις
καλινδούμενος οὕτω καὶ πονηρός ἐστιν πρὸς τὸ διαφθεῖραι
κακῶς, ὡς, εἴ τις αὐτῷ ἐπιβαίη, τοὺς πόδας ἀποδέρεσθαι καὶ
οἰδήματα καθ' ὅλων τῶν σκελῶν γίνεσθαι. καὶ ἔτι θαυμασιώ-
τερον· εἰ καὶ θεραπεύειν τις αὐτοὺς ἐθέλει, καὶ τούτου τὰς
χεῖρας ἀποδέρεσθαι καὶ οἰδήματα καθ' ὅλων τῶν σκελῶν γί-
νεσθαι. μελίας οὖν τῶν φύλλων ὁ χυλὸς πρὸ παντὸς βρωτοῦ
καὶ ποτοῦ χρήσιμος πάνυ ἐγχυματιζόμενος.
 Τοῦ αὐτοῦ περὶ διαφόρων δηγμάτων καὶ
πληγῶν. Ἴδια μὲν οὖν πρός τε δήγματα καὶ πληγὰς τῶν
ἰοβόλων ζῴων ἃ προείρηται, κοινὰ δὲ ταῦτα· ἶρις μετ'
ὄξους πινομένη, παλιούρου σπέρμα ἢ μύρτης χυλὸς σὺν οἴνῳ,
146

καρδάμωμον ὁμοίως, ἢ ἀπίου καρπὸς ἢ τριφύλλου γο ςʹ, ἀσφο-


δέλου ῥίζης ἑξαγ. βʹ κερατ

Ιππιατρικά. Hippiatrica Cantabrigiensia hapter 71, sec. 16, line 7

τὸ διψάδος δῆγμα κύπερος ἐγχυμάτισμα δι' οἴνου καὶ ὕδατος


ὀνίνησι λάδανόν τε λελειωμένον καὶ οἴνῳ διδόμενον, ἔτι δὲ
ἑσπέριον μῆλον τὸ κίτριον λεγόμενον προποτισθὲν μὲν ἀντι-
παθεῖ, ἐπιποτισθὲν δὲ ἀρήγει, καὶ μάλιστα τὸ χρυσίζον αὐτοῦ.  
 Περὶ δρυΐνου. Ὁ δὲ δρυΐνης ὄφις ἐν ταῖς τῶν
δρυῶν ῥίζαις τὸν βίον ποιούμενος καὶ πρὸς ἄλλοις δένδροις
καλινδούμενος οὕτω καὶ πονηρός ἐστιν πρὸς τὸ διαφθεῖραι
κακῶς, ὡς, εἴ τις αὐτῷ ἐπιβαίη, τοὺς πόδας ἀποδέρεσθαι καὶ
οἰδήματα καθ' ὅλων τῶν σκελῶν γίνεσθαι. καὶ ἔτι θαυμασιώ-
τερον· εἰ καὶ θεραπεύειν τις αὐτοὺς ἐθέλει, καὶ τούτου τὰς
χεῖρας ἀποδέρεσθαι καὶ οἰδήματα καθ' ὅλων τῶν σκελῶν γί-
νεσθαι. μελίας οὖν τῶν φύλλων ὁ χυλὸς πρὸ παντὸς βρωτοῦ
καὶ ποτοῦ χρήσιμος πάνυ ἐγχυματιζόμενος.
 Τοῦ αὐτοῦ περὶ διαφόρων δηγμάτων καὶ
πληγῶν. Ἴδια μὲν οὖν πρός τε δήγματα καὶ πληγὰς τῶν
ἰοβόλων ζῴων ἃ προείρηται, κοινὰ δὲ ταῦτα· ἶρις μετ'
ὄξους πινομένη, παλιούρου σπέρμα ἢ μύρτης χυλὸς σὺν οἴνῳ,
καρδάμωμον ὁμοίως, ἢ ἀπίου καρπὸς ἢ τριφύλλου γο ςʹ, ἀσφο-
δέλου ῥίζης ἑξαγ. βʹ κερατ. ϛʹ σὺν οἴνῳ, ὀπός τε σιλφίου ἢ
σπέρμα κριθῆς, πολίου ἀφεψήματος ἐγχυματισμός, καὶ κενταύ-
ριον, δίκταμνον, καστόριον, πήγανον, ἐλελίσφακον, καλαμίνθη,

Αλέξανδρος ιατρός. De febribus (0744: 002)“Alexander von Tralles,


vol. 1”, Ed. Puschmann, T.Vienna: Braumüller, 1878, Repr. 1963.Vol.1,
p. 319, line 26

καὶ παχυτέρα καὶ τῷ πλήθει λυποῦσα. διαπνεῦσαι γὰρ χρεία τὴν ἔνδον
ἐμφωλεύουσαν ὕλην καὶ σηπομένην· ἐλάττων γὰρ γίνεται· καὶ μὴ
συγχωρεῖν σφηνοῦσθαι καὶ σήπεσθαι διὰ τὸ πλῆθος καὶ τὴν παχύτητα. εἰ
δὲ μὴ δύνῃ φλεβοτομίαν παραλαβεῖν διὰ τὸ τὴν δύναμιν ἀσθενεστέραν
εἶναι ἢ διὰ τὸ δεδοικέναι φλεβοτομηθῆναι τὸν κάμνοντα, τότε πλέον
ἀπόβλεπε πρὸς τὴν ψύχειν τε καὶ ὑγραίνειν δυναμένην δίαιταν, ἀπο-
λεπτῦναι τε καὶ διαχέειν ἐπὶ τοσοῦτον ἐκτὸς τοῦ θερμαίνειν. ἐπειδὰν δὲ
τοῦτο πράττοντί σοι ἐλάττων φανῇ καὶ πολὺ μειωθεῖσα ἡ ὕλη καὶ τὰ
τῆς πέψεως ἔχουσα σημεῖα, θαρρῶν ἐπιδίδου ψυχρὸν ὕδωρ καὶ μάλιστα
147

εἰ καὶ ὁ κάμνων ἔθος ἔχει τοῦ πίνειν ὕδωρ καὶ προσέτι εἰ καὶ μὴ
φλεγμονὴ ἢ σκιρρώδης ὄγκος ἢ οἰδηματώδης ὑπάρχει περί τι τῶν
μορίων· εἰ γάρ τι φανείη τούτων, φυλάττεσθαι τὴν τοῦ ψυχροῦ πόσιν.  
   

Αλέξανδρος ιατρός. Θεραπευτικά“Alexander von Tralles, vols. 1–2”,


Ed. Puschmann, T.Vienna: Braumüller, 1:1878; 2:1879, Repr.
1963.Vol.2, p. 107, line 6

διὸ καὶ κινδυνεύουσι τῷ χρόνῳ καὶ πολλὰ ποιούντων τῶν ἰατρῶν μόλις
εἰς
διαπύησιν ἢ εἰς πέψιν ἔρχονται. ἀκριβῶς οὖν ἐπισκεπτέον τό τε ποιὸν
καὶ τὸ ποσὸν τῆς ἐπιρρεούσης ὕλης καὶ τὰς παρωτίδας ἐργαζομένης. τινὲς

μὲν γὰρ αὐτῶν ἐκ πολλοῦ καὶ θερμοτέρου καὶ χολώδους, ὥσπερ ἔνιαι
πάλιν ἐκ παχυτέρου καὶ ψυχροῦ χυμοῦ. τούτων δὲ πάλιν αἱ μὲν ἀπὸ  
πλήθους γινόμεναι θερμοτέρου μεγάλας τισὶ καὶ σφοδρὰς ὀδύνας
ἐπιφέρουσιν, αἱ δ' ἀπὸ λεπτοῦ, ἐρυσιπέλατα, μήτε βαρύνουσαι μήτε
στενοχωροῦσαι τοὺς πόρους· ὅσαι δ' ὑπὸ παχυτέρου αἵματος
συνεστήκασι,
βαρύνουσι μὲν ὑπὸ μελαγχολικωτέρου τὴν γένεσιν ἐσχηκυῖαι, ἀλλ' οὔτε
τὸ ἐρυθρὸν οὔτε τὸ ἐπώδυνον οὕτως ἔχουσιν αὐταὶ, σκιρρώδη δὲ ὄγκον.
καὶ ὥσπερ οἰδηματώδεις εἰσὶν αἱ ὑπὸ φλέγματος γενηθεῖσαι. ἐπεὶ οὖν
αὐτῶν
τὸ ποιὸν καὶ τὸ ποσόν ἐστι διάφορον, ἐπισκεπτομένους ἀκριβῶς ἐπὶ τὴν
ἁρμόζουσαν ἔρχεσθαι δεῖ θεραπείαν.
 

Θεραπεία τῶν ὑπὸ πλήθους αἵματος συνισταμένων παρωτίδων.

 Ἀρξώμεθα τοίνυν ἀπὸ τῶν ἀπὸ πλήθους αἱματικοῦ χυμοῦ γινομένων


παρωτίδων. ὅταν οὖν ἀπὸ τοῦ τοιούτου συστῶσι χυμοῦ, τοὺς ὄγκους
ἀνάγκη
μεγάλους καὶ ἐρυθροὺς φαίνεσθαι καὶ συνεχεῖς ὀδύνας καὶ σφοδρὰς καὶ
κίνδυνον ἐπιφερούσας συμβαίνειν. δεῖ οὖν πρὸ πάσης ἄλλης θεραπείας
τοπικῆς ἐπὶ τὴν φλεβοτομίαν ἔρχεσθαι· ὅσοι γὰρ μὴ κενώσαντες εὐθέως
ἐπὶ τὸ καταπλάσσειν ἦλθον ἢ ἐπ' ἄλλο τι τῶν διαφορεῖν ἢ ἕλκειν τὰς
παρωτίδας δυναμένων, οἷά ἐστι τὰ διὰ ζύμης καὶ ἰξοῦ σκευαζόμενα
βοηθή
148

Αλέξανδρος ιατρός. Θεραπευτικά. Vol.2, p. 123, line 22

κάτω χαλάσας βάλλε τὸν κηρὸν καὶ τὴν πιτυΐνην καὶ, ἐπὰν μηκέτι
μολύνῃ, βαστάσας κατακένωσον εἰς θυΐαν καὶ τῇ σπάθῃ μαλάξας ἀνελό-
μενος ἀπόθου εἰς δέρμα καὶ χρῶ, ἐφ' ὧν ἂν δόξῃ· ποιεῖ γὰρ ἐπὶ πολλῶν
καὶ ἄλλων παραδόξως, ἕως οὗ ἐρίφου ζωμοῦ τὴν σύστασιν λάβῃ ὁ χυλός.

κάλλιστα δὲ καὶ τῶν καταπλασμάτων εἰσὶν, ὅσα διὰ φοινίκων καὶ ψιχῶν
καὶ κρόκων ὠῶν καὶ γλαυκίου καὶ κρόκου καὶ ἀλεύρου κριθίνου
σύγκειται·
καὶ γὰρ καὶ συμπέττουσιν, εἰ καί τις εὑρεθείη συνοῦσα τῇ πυρώδει
φλεγμονῇ
σκληρία. κέχρηνται μὲν οὖν τινες καὶ τοῖς ἔχουσι στρύχνον, ἐγὼ δὲ τὰ
τοιαῦτα παραιτοῦμαι, καθάπερ καὶ τὰ στυπτηρίαν ἔχοντα καὶ ἄλλο τι τῶν

στυφόντων· παρακρούει γὰρ τὴν ὕλην ἐν τῷ βάθει οὐκ ἀκινδύνως.


   

Πρὸς τὰς οἰδηματώδεις παρωτίδας.

 Μεταβαίνειν ἤδη καιρὸς πρὸς τὰς ἀπὸ φλέγματος συνισταμένας


παρωτίδας, αἵτινες οὐδὲν ἔχουσιν ὀδυνηρὸν ἢ ἀντίτυπον. ἐπὶ τούτων
τοίνυν
ἁρμόζει ἡ Κιμωλία γῆ καταπλαττομένη καὶ τὸ λάπαθον ἐπιβαλλόμενον,
ἐπιχριόμενον δηλονότι πρότερον βουτύρῳ. καὶ ἡ ἄσβεστος ἡ πλυτὴ ἐπι-
χριομένη καλῶς τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους οἶδε διαφορεῖν. καὶ ὄροβοι
μετὰ
μέλιτος ἐπιπλαττόμενοι ἢ μελικράτου πάνυ ξηραντικὴν καὶ διαφορητικὴν

δύναμιν ἔχουσιν.
     

Αλέξανδρος ιατρός. Θεραπευτικά. Vol.2, p. 123, line 27

καὶ κρόκων ὠῶν καὶ γλαυκίου καὶ κρόκου καὶ ἀλεύρου κριθίνου
σύγκειται·
καὶ γὰρ καὶ συμπέττουσιν, εἰ καί τις εὑρεθείη συνοῦσα τῇ πυρώδει
φλεγμονῇ
σκληρία. κέχρηνται μὲν οὖν τινες καὶ τοῖς ἔχουσι στρύχνον, ἐγὼ δὲ τὰ
τοιαῦτα παραιτοῦμαι, καθάπερ καὶ τὰ στυπτηρίαν ἔχοντα καὶ ἄλλο τι τῶν
149

στυφόντων· παρακρούει γὰρ τὴν ὕλην ἐν τῷ βάθει οὐκ ἀκινδύνως.


   

Πρὸς τὰς οἰδηματώδεις παρωτίδας.

 Μεταβαίνειν ἤδη καιρὸς πρὸς τὰς ἀπὸ φλέγματος συνισταμένας


παρωτίδας, αἵτινες οὐδὲν ἔχουσιν ὀδυνηρὸν ἢ ἀντίτυπον. ἐπὶ τούτων
τοίνυν
ἁρμόζει ἡ Κιμωλία γῆ καταπλαττομένη καὶ τὸ λάπαθον ἐπιβαλλόμενον,
ἐπιχριόμενον δηλονότι πρότερον βουτύρῳ. καὶ ἡ ἄσβεστος ἡ πλυτὴ ἐπι-
χριομένη καλῶς τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους οἶδε διαφορεῖν. καὶ ὄροβοι
μετὰ
μέλιτος ἐπιπλαττόμενοι ἢ μελικράτου πάνυ ξηραντικὴν καὶ διαφορητικὴν

δύναμιν ἔχουσιν.
     

Περὶ διαίτης.

 Διαίτῃ δὲ κεχρήσθωσαν πρό γε πάντων ἀκολούθως μάλιστα καὶ


ἁρμοζούσῃ πρὸς τὴν ὑποκειμένην διάθεσιν καὶ τὴν ποιοῦσαν αἰτίαν· ἐπὶ  

γὰρ τῶν ἀπὸ χολώδους χυμοῦ γινομένων παρωτίδων εὐκράτῳ διαίτῃ


καὶ ψυχούσῃ κεχρῆσθαι προσήκει. χυλὸς τοίνυν ἁρμόζει τούτοις καὶ
μάλιστα κατ' ἀρχὰς ἔτι τῆς φλεγμονῆς οὔσης ἐπωδύνου ὅ τε τῆς πτισάνης

καὶ τοῦ ἄλικος καὶ τοῦ χίδρου καὶ σεμιδάλεως εὖ μάλα καθεψηθείσης,
ὁπότερον ἐκ τῶν εἰρημένων χυλῶν ὁ κάμνων προσφέροιτο. παραπλησίως

Αλέξανδρος ιατρός. Θεραπευτικά. Vol.2, p. 541, line 24

δαφνίνου ἐλαίου .  .  .  .  .  .  οὐγγ. ηʹ


ἐλαίου παλαιοῦ .  .  .  .  .  .  οὐγ.  αʹ
ναρδίνου .  .  .  .  .  .  .  .  λιτ.  αʹ
ἐλαίου ἀμαρακίνου .  .  .  .  .  λιτ.  αʹ
βαλσάμου .  .  .  .  .  .  .  .  οὐγγ. γʹ.     
αὕτη ἡ γραφὴ καὶ πρὸς τὰ παραλελυμένα ποιεῖ γενναίως μόρια. χρὴ δὲ
προσέχειν καὶ μὴ ἐπὶ ξηροτέρων καὶ θερμοτέρων σωμάτων κεχρῆσθαι,
ἀλλ' ἐπὶ τῶν δυσπαθῆ καὶ σκληροτέραν ἐχόντων τὴν σάρκα καὶ ἐκ
χρόνου
150

πολλοῦ κακοπαθούντων ἐπὶ παχέσι καὶ γλίσχροις χυμοῖς, ὡς μὴ δύνασθαι

διαστέλλειν καὶ κινεῖν διὰ τοῦτο τὰ ῥευματισθέντα μόρια.


  

Πρὸς τοὺς οἰδηματώδεις ἔχοντας ὄγκους εἰς τοὺς πόδας.

 Πρὸς τοὺς οἰδηματώδεις δὲ ὄγκους, ἐφ' ὧν οὐκ ἔστιν ὁ ἐπιρρεύσας


χυμὸς οὔτε παχὺς οὔτε γεώδης, ἀλλὰ χαῦνός τε καὶ μαλακὸς, ὑπείκων
ταχέως ἁπτομένων ἡμῶν τοῖς δακτύλοις ὑπονοοῦμεν φυσῶδες πνεῦμα
ἐπιρρεῖν καὶ ὑγρὸν καὶ ὑδατῶδες φλέγμα. ἐπὶ τούτων οὖν ἁρμόζουσι
μάλιστα
ἥ τε δι' ἁλῶν σκευαζομένη κηρωτὴ καὶ τὰ χρίσματα. ἐφ' ὧν δὲ μηδὲν
ἀνύουσι τὰ ἐπιπλάσματα ἢ χρίσματα, τούτοις ἐπιτήδειαι καὶ αἱ διὰ τῶν
ἁλῶν πεφρυγμένων πυρίαι πυκνότερον ἀλασσόμεναι·

Αλέξανδρος ιατρός. Θεραπευτικά. Vol.2, p. 541, line 25

ἐλαίου παλαιοῦ .  .  .  .  .  .  οὐγ.  αʹ


ναρδίνου .  .  .  .  .  .  .  .  λιτ.  αʹ
ἐλαίου ἀμαρακίνου .  .  .  .  .  λιτ.  αʹ
βαλσάμου .  .  .  .  .  .  .  .  οὐγγ. γʹ.     
αὕτη ἡ γραφὴ καὶ πρὸς τὰ παραλελυμένα ποιεῖ γενναίως μόρια. χρὴ δὲ
προσέχειν καὶ μὴ ἐπὶ ξηροτέρων καὶ θερμοτέρων σωμάτων κεχρῆσθαι,
ἀλλ' ἐπὶ τῶν δυσπαθῆ καὶ σκληροτέραν ἐχόντων τὴν σάρκα καὶ ἐκ
χρόνου
πολλοῦ κακοπαθούντων ἐπὶ παχέσι καὶ γλίσχροις χυμοῖς, ὡς μὴ δύνασθαι

διαστέλλειν καὶ κινεῖν διὰ τοῦτο τὰ ῥευματισθέντα μόρια.


  

Πρὸς τοὺς οἰδηματώδεις ἔχοντας ὄγκους εἰς τοὺς πόδας.

 Πρὸς τοὺς οἰδηματώδεις δὲ ὄγκους, ἐφ' ὧν οὐκ ἔστιν ὁ ἐπιρρεύσας


χυμὸς οὔτε παχὺς οὔτε γεώδης, ἀλλὰ χαῦνός τε καὶ μαλακὸς, ὑπείκων
ταχέως ἁπτομένων ἡμῶν τοῖς δακτύλοις ὑπονοοῦμεν φυσῶδες πνεῦμα
ἐπιρρεῖν καὶ ὑγρὸν καὶ ὑδατῶδες φλέγμα. ἐπὶ τούτων οὖν ἁρμόζουσι
μάλιστα
ἥ τε δι' ἁλῶν σκευαζομένη κηρωτὴ καὶ τὰ χρίσματα. ἐφ' ὧν δὲ μηδὲν
ἀνύουσι τὰ ἐπιπλάσματα ἢ χρίσματα, τούτοις ἐπιτήδειαι καὶ αἱ διὰ τῶν
151

ἁλῶν πεφρυγμένων πυρίαι πυκνότερον ἀλασσόμεναι· καὶ γὰρ ὑπ' αὐτῶν


οὐ
μόνον αὐτοὺς συμβαίνει παρηγορεῖσθαι, ἀλλὰ καὶ ὠφελεῖσθαι τὰ
μέγιστα.
ἐγὼ γοῦν οἶδα τῶν πάνυ διαφανεστάτων ἀνδρῶν τινα ἐν τῇ Ῥώμῃ τῇ  
διὰ τῶν ἁλῶν ἀεὶ χρώμενον πυρίᾳ καὶ διὰ ταύτης παρηγορούμενον
μεγάλως.

Αλέξανδρος ιατρός. Θεραπευτικά. Vol.2, p. 543, line 10

διὰ τῶν ἁλῶν ἀεὶ χρώμενον πυρίᾳ καὶ διὰ ταύτης παρηγορούμενον
μεγάλως.
ὅτι δὲ ὠφελεῖ τοῦτο, πρόδηλον· οὐδέποτε γὰρ βλάβην τινὰ τῶν ἄρθρων
οὐδὲ πῶρον εὑρέθη ποιῆσαν. ὠφελεῖ δὲ τούτους καὶ θερμοτέρῳ
κεχρῆσθαι
λουτρῷ καὶ ξηροτέρῳ καὶ νίτρῳ λεπτῷ καὶ ἁλσὶ καὶ ὅσα τοῖς παλαιοῖς
ἐξεύρηται δάκνειν τε καὶ ἀμύττειν καὶ λεπτύνειν τὴν ἐπιφάνειαν
δυνάμενα
ἐπισπᾶσθαί τε τὴν ἔνδον ἐμπεριεχομένην ὑγρότητα. εἰσὶ δὲ τοῖς παλαιοῖς
ἐξευρημένα πολλά. ἡμεῖς δὲ πολλὴν ἔσχομεν πεῖραν καὶ τοῦδε τοῦ
πάσματος.
ἔχει δὲ αὐτοῦ ἡ γραφὴ οὕτως.
 

Σμῆγμα ἤτοι πάσμα καλόν. καλοῦσι δ' αὐτό τινες Ἰνδὸν, ἄλλοι δὲ
Ἀσκληπιόν.

 Ξηρίον μετασυγκριτικὸν πώρων καὶ πρὸς τοὺς οἰδηματώδεις ὄγκους


μετ' ὄξους ἐπιπλαττόμενον καλῶς ποιεῖ καὶ τοῖς κεφαλὰς ὑγρὰς ἔχουσι
καὶ θώρακας καὶ λέπρας καὶ ἀλφοὺς καὶ δυσπνοίας καὶ ὅσα ἄλλα πάθη
ἐκ τῆς κεφαλῆς ἢ ἐκ τοῦ θώρακος ἔχει τὴν αἰτίαν, ἀποκρουστικὸν
ὑπάρχον
βοήθημα πάσης ὕλης κακῆς καὶ πληθωρικῆς φοινίσσον σφόδρα καὶ
διαφοροῦν
τοὺς καχεκτικοὺς καὶ ἐμπεπηγότας χυμοὺς καὶ τοὺς θηριώδεις,
ἀρθριτικοῖς
καὶ στομαχικοῖς ἁρμόζον καὶ τὸν διὰ παντὸς αὐτῷ χρώμενον οὐ
συγχωροῦν
ποδαγριᾶν ἢ ἰσχίου πεῖραν ὀδύνης λαβεῖν. καὶ πρὸς κνησμώδη δὲ
152

καὶ λειχηνώδη σώματα πεποίηται καὶ λεπτύνει τρίχας καὶ ποιεῖ τὸ


ἰσόθεον
ἐπάγγελμα αὐτοῦ, ὅτι καὶ πρὸς ἐλεφαντιῶντας πεποίηται· ἔχει δὲ αὐτοῦ
ἡ σκευασία οὕτω.

Αλέξανδρος ιατρός. Θεραπευτικά. Vol.2, p. 545, line 25

Ψίλωθρον ποδαγρικὸν δόκιμον.

 Λιβάνου, μαστίχης, λίθου Ἀσσίου ἄνθους, κισσήρεως ὀπτῆς, ἀλκυονίου,


σταφίδος ἀγρίας, Κιμωλίας, ἑλλεβόρου, σαμψύχου, λιθαργύρου, ἀμύλου,
ἀνὰ οὐγγ. γʹ, ναρδοστάχυος οὐγ. αʹ, καρυοφύλλου οὐγγ. βʹ. χρῶ τῷ
ξηρίῳ
ἢ χυλῷ πτισάνης καὶ ὀρύζης κατ' ἰδίαν ἑκάστου ἑψηθέντος. ἔστω δὲ
τὸ μέτρον ἐξ ἴσου. καὶ Γαλλικοῦ σάπωνος ἀναλύσας ἐν τῷ χυλῷ καὶ
προθερμάνας οὕτως ἐπίπαττε τοῦ ξηρίου κοχλιάρια εʹ καὶ ἀσβέστου
ζώσης
καὶ σεσησμένης λιτ. αʹ καὶ ἀρσενικοῦ καὶ σανδαράχης ἀνὰ οὐγγ. αʹ 𐅶ʹʹ
καὶ δοκιμάσας πτερῷ χρῶ. ταῦτα μὲν ἰσχυρὰ καὶ ἐπὶ μεγίστων ὄγκων
ποιεῖν δεῖ. πρὸς δὲ τὰ μέτρια τῶν οἰδημάτων καὶ τὸ αἴρινον ἄλευρον
μετ' ὄξους καταπλαττόμενον καλῶς ποιεῖ, ὁμοίως δὲ καὶ τῶν ὑῶν τὸ
στέαρ μετ' ἀσβέστου ὁλμοκοπηθὲν, ὥστε μαλαγματῶδες γενέσθαι, πάνυ  

καλῶς διαφορεῖ τὰς οἰδηματώδεις πάσας φλεγμονὰς καὶ μάλιστα τὰς


ἐν τοῖς γόνασι καὶ τῶν ῥοιῶν αἱ ὀξεῖαι συνεψόμεναι καὶ συλλειούμεναι
καὶ μετὰ τὴν ἕψησιν καταπλαττόμεναι. καλῶς καὶ αὐτὴ διαφορεῖν μεμαρ-
τύρηται ἡ θηριακὴ χριομένη μετά τινος τῶν λεπτομερῶν οἴνων.
 τοσαῦτα περὶ τῆς ἐπὶ φλεγματικῷ χυμῷ γινομένης ποδάγρας εἰρη-
κότες εἴπωμεν καὶ, ὅπως τὴν ἐφ' αἵματι γινομένην ὀδύνην ἐν τοῖς ἄρθροις

ἰᾶσθαι δυνατόν.
  

Αλέξανδρος ιατρός. Θεραπευτικά. Vol.2, p. 547, line 1

σταφίδος ἀγρίας, Κιμωλίας, ἑλλεβόρου, σαμψύχου, λιθαργύρου, ἀμύλου,


ἀνὰ οὐγγ. γʹ, ναρδοστάχυος οὐγ. αʹ, καρυοφύλλου οὐγγ. βʹ. χρῶ τῷ
ξηρίῳ
ἢ χυλῷ πτισάνης καὶ ὀρύζης κατ' ἰδίαν ἑκάστου ἑψηθέντος. ἔστω δὲ
τὸ μέτρον ἐξ ἴσου. καὶ Γαλλικοῦ σάπωνος ἀναλύσας ἐν τῷ χυλῷ καὶ
153

προθερμάνας οὕτως ἐπίπαττε τοῦ ξηρίου κοχλιάρια εʹ καὶ ἀσβέστου


ζώσης
καὶ σεσησμένης λιτ. αʹ καὶ ἀρσενικοῦ καὶ σανδαράχης ἀνὰ οὐγγ. αʹ 𐅶ʹʹ
καὶ δοκιμάσας πτερῷ χρῶ. ταῦτα μὲν ἰσχυρὰ καὶ ἐπὶ μεγίστων ὄγκων
ποιεῖν δεῖ. πρὸς δὲ τὰ μέτρια τῶν οἰδημάτων καὶ τὸ αἴρινον ἄλευρον
μετ' ὄξους καταπλαττόμενον καλῶς ποιεῖ, ὁμοίως δὲ καὶ τῶν ὑῶν τὸ
στέαρ μετ' ἀσβέστου ὁλμοκοπηθὲν, ὥστε μαλαγματῶδες γενέσθαι, πάνυ  

καλῶς διαφορεῖ τὰς οἰδηματώδεις πάσας φλεγμονὰς καὶ μάλιστα τὰς


ἐν τοῖς γόνασι καὶ τῶν ῥοιῶν αἱ ὀξεῖαι συνεψόμεναι καὶ συλλειούμεναι
καὶ μετὰ τὴν ἕψησιν καταπλαττόμεναι. καλῶς καὶ αὐτὴ διαφορεῖν μεμαρ-
τύρηται ἡ θηριακὴ χριομένη μετά τινος τῶν λεπτομερῶν οἴνων.
 τοσαῦτα περὶ τῆς ἐπὶ φλεγματικῷ χυμῷ γινομένης ποδάγρας εἰρη-
κότες εἴπωμεν καὶ, ὅπως τὴν ἐφ' αἵματι γινομένην ὀδύνην ἐν τοῖς ἄρθροις

ἰᾶσθαι δυνατόν.
  

Αλέξανδρος ιατρός. De oculis libri tres (0744: 005)“Nachträge zu


Alexander Trallianus”, Ed. Puschmann, T.Berlin: Calvary, 1887, Repr.
1963.Page 142, line 29

τοῦ τὰ ἀμφότερα βλέφαρα ἐπαίρεσθαι, ὥστε καὶ ἐκστρέφεσθαι


καὶ μόλις κινεῖσθαι καὶ τὸ λευκὸν ἐπὶ πολὺ τοῦ μέλανος ὑψηλότερον
φαίνεσθαι. τινὲς δὲ καὶ ἄλλο εἶδος χημώσεως ἄνευ φλεγμονῆς τε
καὶ ἀλγήματος ὑπέλαβον γίνεσθαι καὶ ἐμοὶ δοκεῖ ἀληθὲς εἶναι· καὶ
γὰρ ἡ θεραπεία αὐτῶν διάφορος.
 Τί ἐστιν ἐμφύσημα; Ἐμφύσημα δ' ἔστιν ὄγκος χαῦνος ὕδατι
ἐοικὼς ἐξαίφνης ἐπιγενόμενος μετὰ κνησμοῦ κατὰ τὸν μέγαν
κανθὸν, μάλιστα δὲ προηγησαμένου μυίας ἢ κώνωπος δακόντος, ὅθεν
καὶ θερινῆς ὥρας πλεονάζει τὰ τοιαῦτα· γεγηρακόσι δὲ τοῦτο
συμβαίνει μᾶλλον ἢ νέοις.
 Περὶ οἰδήματος. Τὸ δὲ οἴδημά ἐστι μὲν καὶ αὐτὸ χαῦνος ὄγκος
ἐοικὼς τῷ ἐμφυσήματι, διαφέρει δὲ αὐτοῦ τῷ ἄνευ προφάσεως φα-  
νερᾶς συνίστασθαι καὶ πιεζόμενον κοιλαίνεσθαι καὶ ἀναπληροῦ-
σθαι· ἔστι δὲ ψυχρότερον τοῦ ἐμφυσήματος.
 Περὶ σκληροφθαλμίας. Σκληροφθαλμία μὲν οὖν ἐστι σκληρότης
αὐτοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ καὶ τῶν βλεφάρων, ὥστε δῆλον εἶναι. καὶ διὰ
τοιαύτην αἰτίαν δυσκίνητος καὶ ἐπώδυνος ὀφθαλμὸς γίνεται καὶ μά-
λιστα μετὰ τοὺς ὕπνους· καὶ γὰρ τὰ βλέφαρα μόλις τε ἀνοίγουσι
καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἀκίνητος μένει· καὶ λῆμαι δὲ μικραὶ καὶ σκληραὶ
ὑποτρέφονται.
154

Ιπποκράτης ιατρός. Epistula ad Ptolemaeum regem (0751: 001)


“Anecdota Graeca, vol. 3”, Ed. Boissonade, J.F.Paris: Imprimerie
Nationale, 1831, Repr. 1962.Page 428, line 6

καὶ χυλοποιήσας τὴν κνίκον ὕδατι, πῖνε. Ποιεῖ δὲ καὶ


τῆς κράμβης τὸ ὕδωρ ἑψημένον πολὺ μετὰ μέλιτος,
καὶ προπινόμενον. Τοῖς δὲ ἀμελοῦσι τούτων τῶν
σημείων τάδε προσγίνεται τὰ πάθη· διάῤῥοιαι καὶ
δυσεντερίαι, ἰσχιάδες καὶ ἀποπληξίαι, καὶ κοιλιακαὶ  
διαθέσεις, οἷον εἰπεῖν κώλικες καὶ κοιλοστόμαχοι, καὶ
τὰ τούτοις ὅμοια.
 Ὅταν δὲ μέλλῃ τι περὶ τὴν κύστιν συνίστασθαι
πάθος, τάδε γίνεται τὰ σημεῖα· σιτίων δοθέντων
ὁ στόμαχος πληροῦται, καὶ γίνονται φύσαι, ἐρυγαὶ,
οἰδήματα περὶ τὰ αἰδοῖα. Τούτων οὖν τῶν σημείων
γενομένων, βοηθεῖν δεῖ τῷδε τῷ τρόπῳ· λαβὼν
μάραθρον καὶ σέλινον, ἑκάστου δεσμίδιον χειρόπληθες,
προβρέξας αὐτὰ εἰς οἶνον εὐώδη ἡμέραν μίαν, πρόπιε
κυάθους βʹ, καὶ κίρνα μετὰ ὕδατος τοῦ ἴσου. Τοῖς
δὲ ἀμελοῦσι τῶν σημείων τούτων, τάδε συνίσταται
τὰ πάθη· ὕδρωπες, ἥπατος πόνοι, σπληνὸς ὄγκος,
φρενίτιδες, στραγγουρίαι, ἐμπρησμοὶ κοιλίας, στρόφοι
τε καὶ πόνοι βαρύτατοι.
 Τούτοις οὖν χρώμενος, εὑρήσεις τὴν τοῦ σώματος
ὑγείαν καὶ ἡμῶν τὴν ἔκθεσιν ἀληθῆ.  

Thessalus Astrol., Med., De virtutibus herbarum (e cod. Matrit. Bibl.


Nat. 4631 [olim 110]) (1004: 002)“Thessalos von Tralles”, Ed. Friedrich,
H.–V.Meisenheim am Glan: Hain, 1968; Beiträge zur klassischen
Philologie 28.Book 1, chapter 2, sec. 3, line 1

Ταύρου βοτάνη περιστερεὼν ὀρθός

 Ταῦρος, ζῴδιον β· περὶ περιστερεῶνος. ἀπὸ Φαρμοῦθι


εἰκάδος τρίτης ἤγουν Ξανθικοῦ ιηʹ, κατὰ δὲ Ῥωμαίους ἀπὸ
τῆς πρὸ ιδʹ Καλανδῶν Μαίων δευτέρα βοτάνη, περιστερεών.
 καὶ ταύτης αἱ ἐνέργειαί εἰσιν μηδὲ πιστεύεσθαι δυ-
νάμεναι. τὰς γὰρ ἀπηλπισμένας ὀφθαλμικὰς διαθέσεις ἐν τρι-
155

σὶν ἡμέραις ἀπαλλάσσει παρὰ τῆς ποιότητος τῆς σκευασίας.


πρὸς μὲν οὖν ὀφθαλμίας καὶ οἰδήματα καὶ ἐμφυσήματα καὶ
πᾶσαν ἐπιφορὰν τοιούτῳ χρῶ κολλουρίῳ· κρόκου δρ. ιδʹ, ἀμύ-
λου δρ. ιβʹ, γλαυκίου δρ. ϛʹ, ᾠῶν τριῶν τὰ λευκά, τραγα-
κάνθης δρ. βʹ. λεῖα ποιῶν ἀναλάμβανε τῷ χυλῷ καὶ ποιῶν
κολλούρια χρῶ.
         πρὸς δὲ ῥεῦμα πᾶν ἄφεψε τὴν βοτάνην σὺν
ταῖς ῥίζαις ⌊καὶ χρῶ⌋ προσκλύσματι· παραχρῆμα γὰρ ἵστησι.
πρὸς δὲ τὰς γλαυκώσεις καὶ ὑποχύσεις καὶ τὰς ἀπεγνως-  
μένας διαθέσεις ὑγρὰ σκευάζεται τοιαύτη τις· ὀποπάνακος
δρ. βʹ, λίθου αἱματίτου δρ. δʹ, κρόκου δρ. δʹ, λυκίου

Thessalus Astrol., Med., De virtutibus herbarum (e cod. Monac. 542)


(1004: 003)“Thessalos von Tralles”, Ed. Friedrich, H.–V.
Meisenheim am Glan: Hain, 1968; Beiträge zur klassischen Philologie
28.Book 1, chapter 2, sec. 3, line 2

Ταύρου βοτάνη περιστερεὼν ὀρθός

 Σύναγε τοῦτο ἀπὸ ⌊τῆς πρὸ⌋ ιδʹ ⌊καλανδῶν⌋ τοῦ


Μαίου· Ταύρου βοτάνη, περιστερεὼν ὀρθός.
 καὶ ταύτης ⌊αἱ⌋ ἐνέργειαί εἰσιν μηδὲ πιστεύεσθαι
δυνάμεναι. τὰς γὰρ ἀπηλπισμένας ὀφθαλμικὰς διαθέσεις ἀπο-
λύει ἐπὶ τῇ ποιότητι τῆς σκευασίας.
         πρὸς μὲν οὖν ὀφ-
θαλμίας καὶ οἰδήματα καὶ ἐμφυσήματα καὶ πᾶσαν ἐπιφορὰν
τούτῳ χρῶ ⌊κολλουρίῳ⌋· ......
         πρὸς δὲ πᾶν ῥεῦμα
ἄφεψε τὴν βοτάνην σὺν ταῖς ῥίζαις καὶ χρῶ προσκλύσματι.
παραχρῆμα γὰρ ἵστησι.
         πρὸς δὲ τὰς γλαυκώσεις καὶ συκώ-  
σεις καὶ ὑποχύσεις καὶ τὰς ἀπεγνωσμένας διαθέσεις ὑγρὰ{ς}
σκευάζεται οὕτως· ὀποπάνακος δρ. ηʹ, μέλιτος Ἀττικοῦ δρ.
βʹ, ⌊πεπέρεως λευκοῦ δρ. βʹ, ὀποβαλσάμου δρ. βʹ⌋, τῆς ῥί-
ζης τοῦ περιστερεῶνος κεκομμένης καὶ σεσημένης δρ. ϛʹ, χο-
λῆς ὑαίνης ἢ αἰγείας δρ. ϛʹ, τοῦ χυλοῦ κυάθους βʹ.

Pseudo-Dioscorides Med., De venenis eorumque praecautione et


156

medicatione (= Alexipharmaca) (1118: 001)“Pedanii Dioscoridis


Anazarbei, vol. 2”, Ed. Sprengel, K.Leipzig: Knobloch, 1830;
Medicorum Graecorum opera quae exstant (ed. C.G. Kühn), vol. 26.2.
Sec. 31, line 2

μεμιγμένος· οἷς δοτέον γάλα ὄνειον, ἢ γλυκὺ συνεχῶς, καὶ


μαλάχης ῥίζης καὶ τῶν φύλλων τὸ ἀφέψημα, ἢ κυκλαμί-
νου ῥίζαν λείαν σὺν οἴνῳ· ἢ ἐλλεβόρου μέλανος ἢ σκαμ-
μωνίας ὀποῦ αʹ μετὰ μελικράτου· ῥοῶν τε πυρῆνας,
ἢ κεδρίας λείας μετ' οἴνου· ποιεῖ καὶ χηνὸς αἷμα ποθὲν θερ-
μόν· μὴ δυνάμενοι δὲ οὗτοι ἰχθύας προςενέγκασθαι, μόνους τοὺς
ποταμίους καρκίνους ἑφθοὺς ἐσθίουσι, καὶ πίνοντες οἶνον με-
μιγμένον ἐπ' αὐτῶν, πέσσουσιν ὠφελούμενοι· τεκμήριον δ' ἐστὶν
ἐπ' αὐτῶν σωτηρίας, ὅταν ἄρξωνται ἰχθύας προςφέρεσθαι.
 [Περὶ φρύνου.] Φρῦνος ἢ βάτραχος ἕλειος
προςενεχθεὶς ἐπιφέρει οἰδήματα σώματος μετὰ ὠχρότητος ἐπι-  
τεταμένης, ὡς δοκεῖν πύξῳ ἐοικέναι, δυςπνοεῖν τε καὶ δυςω-
δίᾳ ὀδωδέναι τὸ στόμα· καὶ λυγμὸς αὐτοῖς ἕπεται, ἐνίοτε δὲ
καὶ σπέρματος ἀπροαίρετος ἔκκρισις. Εὐβοήθητοί τε τυγχά-
νουσι μετὰ τὸν ἔμετον λαμβάνοντες ἄκρατον πολὺν, καὶ κα-
λάμου ῥίζης βʹ, ἢ κυπείρου τὸ αὐτό· δεῖ δὲ αὐτοὺς καὶ
ἀναγκάζειν συντόνως περιπατεῖν καὶ τρέχειν, διὰ τὸ ἐν αὐ-
τοῖς ναρκῶδες· λούειν τε καθ' ἑκάστην ἡμέραν.

Apion Gramm., Frag. de glossis Homericis (1152: 004)


“Die Fragmente des Grammatikers Dionysios Thrax”, Ed. Neitzel, S.
Berlin: De Gruyter, 1977; Sammlung griechischer und lateinischer
Grammatiker 3.Fragment 123, line 4

Ap. S. 143, 9: Σμινθεῦ· ἐπίθετον Ἀπόλλωνος, κατὰ τὸν Ἀρίσταρχον


ἀπὸ πόλεως Τρωϊκῆς Σμίνθης καλουμένης. ὁ δὲ Ἀπίων ἀπὸ τῶν μυῶν,
οἳ σμίνθιοι καλοῦνται. καὶ ἐν Ῥόδῳ Σμίνθεια ἑορτή, ὅτι τῶν μυῶν ποτε
λυμαινομένων τὸν καρπὸν τῶν ἀμπελώνων Ἀπόλλων καὶ Διόνυσος
διέφθειραν τοῦς μύας. ἀλλ' Ἀρίσταρχος ἀπρεπὲς ἡγεῖται ἀπὸ χαμαιπε-
τοῦς ζῴου τὸν θεὸν ἐπιθέτῳ κεκοσμῆσθαι ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ.  
σμῶδιξ Β 267. Ψ 716
Ap. S. 143, 18: σμῶδιξ· μώλωψ· καί φασιν ἐτυμολογοῦντες ἔνιοι
σμῶδιξ εἶναι διὰ τὸ τοὺς μώλωπας παρ' ὅλον τὸ σῶμα διαδήλους εἶναι
“πυκναὶ δὲ σμώδιγγες” (Ψ 716). ὁ δὲ Ἀπίων οὕτως μεταφράζει· σμῶδιξ
τὸ ἀπὸ τῆς πληγῆς οἴδημα.  
σόλος Ψ 826. 839. 844
Ap. S. 143, 25: σόλος· Ἀπίων δίσκος σιδηροῦς  
157

σπιλάδες γ 298. ε 401. 405


Ap. S. 144, 7: σπιλάδες· ὁ μὲν Ἀπίων αἱ ἐν ὕδατι κοῖλαι πέτραι, ὁ
δὲ Ἡλιόδωρος αἱ παραθαλάσσιοι πέτραι καὶ πεπιλημέναι ὑπὸ τῶν
κυμάτων.
Σb (Ba. 368, 30) = Ph. = Su. σ 943: αἱ ἐν ὕδατι κοῖλαι πέτραι, ὡς
Ἀπίων. Ἡλιόδωρος δὲ κτλ.
στίβη ε 467. ρ 25
Cyr. (An. Par. IV, 191, 17): στίβη· δηλοῦται ὡς μὲν Ἀπίων ψῦχος,

Apollonius Soph., Lexicon Homericum (1168: 001)“Apollonii


Sophistae lexicon Homericum”, Ed. Bekker, I.Berlin: Reimer, 1833,
Repr. 1967.Page 143, line 21

 μυῶν ποτὲ λυμαινομένων τὸν καρπὸν τῶν ἀμπελώνων Ἀπόλ-


 λων καὶ Διόνυσος διέφθειραν τοὺς μύας. ἀλλ' Ἀρίσταρχος ἀπρε-
 πὲς ἡγεῖται ἀπὸ χαμαιπετοῦς ζῴου τὸν θεὸν ἐπιθέτῳ κεκοσμῆσθαι
 ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ.
σμύχοιτο ἀφανίζοιτο.
σμυγερῶς ἐπιπόνως.
σμώδιξ μώλωψ. καὶ φασὶν ἐτυμολογοῦντες ἔνιοι σμώδιξ εἶναι
 διὰ τὸ τοὺς μώλωπας παρ' ὅλον τὸ σῶμα διαδήλους εἶναι·
 “πυκναὶ δὲ σμώδιγγες.” ὁ δὲ Ἀπίων οὕτως μεταφράζει· σμώ-
 διξ τὸ ἀπὸ τῆς πληγῆς οἴδημα.
σορός συνήθως· “ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι.”
Σόλυμοι ἔθνος βαρβαρικόν. ἔστι δὲ καὶ κατὰ Πισιδίαν ὄρη Σό-
 λυμα καλούμενα.
σόλος Ἀπίων δίσκος σιδηροῦς, ὁτὲ δὲ δίσκος λίθινος. ἐπὶ μὲν
 τοῦ ἐπὶ Πατρόκλῳ ἀγῶνος “σόλον αὐτοχόωνον,” παρὰ δὲ τοῖς
 Φαίαξι “βόμβησε δὲ λίθος.”
σόον ἐμφανῆ καὶ σῶον καὶ ὁλόκληρον.
Σούνιον ἀκρωτήριον τῆς Ἀττικῆς.
σοῖο τοῦ σοῦ· “μνήσαιο πατρὸς σοῖο.”

Hieronymus Phil., Frag. (1430: 001)“Hieronymos von Rhodos.


Kritolaos und seine Schüler”, Ed. Wehrli, F.Basel: Schwabe, 1969; Die
Schule des Aristoteles, vol. 10, 2nd edn..Fragment 23, line 3

(Antigone 232), οὐκ αὐτοῖς μόνον ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις.


ἀντιλαμβανόμενοι γὰρ
ἑκάστοτε κεναῖς καὶ περιτταῖς ἐρωτήσεσι τοῦ διδάσκοντος, ὥσπερ ἐν
συνοδίᾳ,  
158

τὸ ἐνδελεχὲς ἐμποδίζουσι τῆς μαθήσεως ἐπιστάσεις καὶ διατριβὰς


λαμβανούσης.
οὗτοι μὲν οὖν κατὰ τὸν Ἱερώνυμον ὥσπερ οἱ δειλοὶ καὶ λίχνοι σκύλακες
τὰ δέρ-
ματα δάκνοντες οἴκοι καὶ τὰ τίλματα τίλλοντες τῶν θηρίων αὐτῶν οὐχ
ἅπτονται.
 Plutarchus De cohibenda ira 454f: οὐκ ἤρεσκεν οὖν μοι, καίπερ
ἄλλα χρήσιμα λέγων καὶ παραινῶν, ὁ Ἱερώνυμος, ἐν οἷς οὔ φησι
γινομένης ἀλλὰ
γεγενημένης καὶ οὔσης αἴσθησιν ὀργῆς εἶναι διὰ τὸ τάχος.
  –   – 460c: αὕτη μὲν οὖν ἴσως οὐκ ὀργῆς ἰατρεία φανεῖται, διά-
κρουσις δὲ καὶ φυλακὴ τῶν ἐν ὀργῇ τινος ἁμαρτημάτων. καίτοι καὶ
σπληνὸς
οἴδημα σύμπτωμα μέν ἐστι πυρετοῦ, πραϋνόμενον δὲ κουφίζει τὸν
πυρετόν, ὥς φησιν Ἱερώνυμος.
 Diogenes Laert. II 105: Φαίδων Ἠλεῖος τῶν Εὐπατριδῶν, συνεάλω
τῇ πατρίδι καὶ ἠναγκάσθη στῆναι ἐπ' οἰκήματος. ἀλλὰ τὸ θύριον
προστιθεὶς
μετεῖχε Σωκράτους, ἕως αὐτὸν λυτρώσασθαι τοὺς περὶ Ἀλκιβιάδην ἢ
Κρίτωνα
προύτρεψε. καὶ τουντεῦθεν ἐλευθερίως ἐφιλοσόφει. Ἱερώνυμος δ' ἐν τῷ
περὶ
ἐποχῆς καθαπτόμενος δοῦλον αὐτὸν εἴρηκε.
   Plutarchus Quaestiones convivales I 612d: ἐπεὶ δὲ καὶ σοὶ
  δοκεῖ τῶν μὲν ἀτόπων ἡ λήθη τῷ ὄντι σοφὴ κατ' Εὐριπίδην (Or. 213)
εἶναι,
  τὸ δ' ὅλως ἀμνημονεῖν τῶν ἐν οἴνῳ μὴ μόνον τῷ φιλοποιῷ λεγομένῳ μά-
  χεσθαι τῆς τραπέζης, ἀλλὰ καὶ τῶν φιλοσόφων τοὺς ἐλλογιμωτάτους

Κυρανίδης. (1482: 001)“Die Kyraniden”, Ed. Kaimakis, D.


Meisenheim am Glan: Hain, 1976.Book 2, sec. 4, line 21

 Αἷμα δὲ αἰγὸς θερμανθὲν ἐν πυρὶ καὶ βρωθὲν δυσεντερικοὺς θερα-


πεύει καὶ τοὺς τὰ τοξικὰ φάρμακα πίνοντας σώζει ἐνεργῶς, καὶ ὑδρω-
πικοὺς καὶ στομαχικοὺς σὺν μέλιτι ἄκρως ἰᾶται.
 Ἡ δὲ χολὴ σὺν ἀκάπνῳ μέλιτι ἐγχριομένη θεραπεύει ἀχλύν, ἄργε-
μα καὶ πτερύγια. ὁ δὲ σπλὴν τῆς αἰγὸς ἔναιμος ἔτι ὢν καὶ πρόσφα-
τος, ἐν πυρὶ ὀπτηθεὶς καὶ βρωθείς, δυσεντερίαν ἰᾶται.  
 Ἡ δὲ κόπρος λεία σὺν ἀλφίτοις καταπλασθεῖσα τοῖς ἕλκεσι φαλαγ-
γιοδήκτους καὶ ἐχιοδήκτους καὶ τοὺς ἀπὸ βουπρήστεως πληγέντας ἰᾶ-
ται. ξηρὰ δὲ ἡ κόπρος ποθεῖσα σὺν οἰνομέλιτι δυσουρίαν ὀνίνησι.
σὺν οἴνῳ δὲ παλαιῷ ἑψομμένη καὶ ἐπιτιθεμένη οἰδήματα ἄρθρων καὶ
159

φλεγμονὰς διδύμων καὶ μαστῶν καὶ ἰσχίων ἄκρως ἰᾶται. σὺν μέλιτι
δὲ λεία καταπλασθεῖσα ἄνθρακας ἰᾶται. τοῦ δὲ ἐρίφου τὸ αἷμα ὅσον
ἡμικότυλον σὺν ὄξει πινόμενον, τοὺς ἐκ θώρακος αἷμα ἀνάγοντας ἰᾶ-
ται, τοὺς ὑπὸ ὄφεων καὶ ἰοβόλων δηχθέντας ἰᾶται, καὶ πάντα τὸν
ἰὸν ἀνιμᾶται.
 Ὁ δὲ σπλὴν τῆς αἰγὸς ληφθεὶς θερμὸς προσφατὸς εἰς ὄνομα τοῦ
πάσχοντος καὶ ἐπιτεθεὶς τῷ σπληνικῷ ἐπάνω τῆς σπληνὸς καὶ φασκιω-
θεὶς ἡμέραν μίαν, εἶτα τῇ ἑξῆς ἡμέρᾳ κατὰ τὴν ἑσπέραν ἐπάρας ὁ
κάμνων κρεμάσει αὐτὸν ὑπὸ τὸν καπνὸν ἢ εἰς ἄνεμον ἕως ὅτου ξηραν-
θῇ, ὁ σπλὴν τῆς αἰγὸς ξηραίνεται καὶ ὁ τοῦ πάσχοντος μειοῦται.  

Κυρανίδης. Book 2, sec. 24, line 14

ὀνίνησι. κατὰ δὲ ψυῶν θερμὸν ἐπιβληθὲν νεφριτικοὺς λίαν ἰᾶται. φυ-


ραθὲν δὲ σὺν ἀλφίτοις καὶ ἐσθιόμενον δυσεντερικοὺς θεραπεύει καὶ
χίμετλα ἰᾶται. τὴν δὲ καρδίαν αὐτοῦ ἐνειλήσας βυσσίνῳ ῥάκει καὶ πε-
ριάψας τεταρταΐζοντας ἰάσει ἄκρως.
 Τούτου ὁ ἐγκέφαλος ἑφθὸς παρατριβόμενός τε καὶ ἐσθιόμενος ἐπὶ
τῶν ἐκφυομένων τοῖς παιδίοις ὀδόντων ὠφελιμώτατός ἐστι· ἀνωδύνως
γὰρ ποιεῖ φύεσθαι τοὺς ὀδόντας. ὀπτὸς δὲ ὁ ἐγκέφαλος ἐσθιόμενος
τρομικοὺς ἰᾶται, καὶ τοὺς ἐνουροῦντας εἰς κοίτην ἀπαλλάττει τοῦ
πάθους.
 Ὁ δὲ πνεύμων αὐτοῦ εἰς λεπτὰ τμηθεὶς καὶ ἐπιτεθεὶς βλεφάροις
ὀφθαλμῶν οἰδήματα παύει. οἱ δὲ νεφροὶ ξηρανθέντες καὶ τριβέντες
καὶ σὺν πεπέρει ἐν μελικράτῳ ἐπιπασθέντες καὶ ποθέντες νεφριτικοὺς
ἰῶνται. ἡ δὲ χολὴ αὐτοῦ μετὰ στέατος ἀλώπεκος σὺν νάρδῳ ἐνστα-
ζομένη κώφωσιν ἰᾶται. ἡ δὲ πυτία αὐτοῦ ξηρὰ λεία πινομένη μετὰ ἀ-
στέρος σαμίου ἢ λημνίας σφραγίδος αἱμοπτοϊκοῖς βοηθεῖ. σὺν δὲ σατυ-
ρίῳ ἥ τε χολὴ καὶ ἡ πυτία καὶ ὁ ἐγκέφαλος προστιθέμενα ἐν πεσσῷ
σὺν χυλῷ ἀλθαίας ἢ μαλάχης καὶ ἐλαίῳ σύλληψιν ἐργάζεται. σὺν δὲ  
χυλῷ πράσου καὶ εἰρηνομύρῳ προστεθεῖσα νεκρὰ ἔμβρυα καθέλκει. μετὰ

προπόλεως δὲ λειανθεῖσα ἡ πυτία καὶ ἐπιτεθεῖσα ἰοβόλα ἔλκη θηριό-


δηκτα ἰᾶται.

Κυρανίδης. Book 4, sec. 36, line 9

Περὶ κοχλίων γῆς καὶ θαλάσσης.

 Κοχλίαι γῆς τε καὶ θαλάσσης μικροὶ μέν εἰσι τὸ μέγεθος, μεγί-


στων δὲ παθημάτων θεραπευταί. καυθέντες γὰρ καὶ ποθέντες δυσεντε-
160

ρικοὺς ὠφελοῦσι τοὺς μήπω σηπεδονώδεις. ἄκαυστοι δὲ λεῖοι ἐπιτι-


θέμενοι κατὰ τῆς γαστρὸς ἐπὶ τῶν ὑδερικῶν καὶ κατὰ τῶν ἄρθρων
ἐπὶ τῶν ἀρθριτικῶν ἕως αὐτομάτως ὑποστῶσιν, ὠφέλιμοι γίνονται.
καθάπαξ γὰρ τὸ διὰ βάθους ὑγρὸν ξηραίνουσι.
 Τὰ δὲ ὄστρακα αὐτῶν τεφρωθέντα ἀλφοὺς παντοίους αἴρουσι. εἰ
δὲ καὶ σὺν μέλιτι ἑνώσῃς, οἰδήματα γαστρὸς καὶ ποδῶν ἐπιρρύσεις
πληγάς τε νεύρων καὶ ζοφώσεις ὀμμάτων καὶ αἱμορραγίαν ῥινῶν σβέ-
σεις, καὶ θαυμάσας τὸ θεῖον ὑμνήσεις κράτος.
 Ὅτι ἡμεῖς τοὺς χερσαίους κοχλίας μετὰ τῶν ὀστράκων καὶ τῆς
σαρκὸς λειώσαντες, σὺν λιβάνῳ δὲ μεστὸν ἐνθέντες τῆς ὅλης ἡμέρας
αἱμορραγούσῃ ῥινὶ τὴν τοῦ αἵματος φορὰν ἀνακόψαμεν.  

Περὶ κυπρίνου.

 Κυπρῖνος ἰχθύς ἐστι ποτάμιος καὶ λιμναῖος. τούτου τὸ ἧπαρ θυ-


μιώμενον ἐπιληψίαν ἀποσοβεῖ. ἡ δὲ χολὴ αὐτοῦ σὺν μέλιτι ἐπιχριο-
μένη πᾶσαν ἀμαύρωσιν καὶ ἀμβλυωπίαν ὀφθαλμῶν καὶ ἀχλὺν καὶ λευκώ-
ματα καὶ ἐπιδερμίδας ἀποκαθαίρει.

Κυρανίδης. Book 5, sec. 1, line 10

τίμιοι λίθοι καὶ τὰ μέταλλα, περὶ ὧν ἑξῆς διελευσόμεθα. πρῶτον δὲ


περὶ τῶν ἐν γῇ μετάλλων τὴν ἱστορίαν ποιήσομαι.  

Κυρανίδος βιβλίον πέμπτον· περὶ βοτανῶν.

 Ἀργεμώνη βοτάνη ῥίζαν ἔχουσα τὸ μέγεθος ἴσον ἐλαίας. αὕτη ῥυ-


πτικῆς καὶ διαφορητικῆς ἐστι δυνάμεως. καὶ κοπεῖσα ἐν ὅλμῳ καὶ
στέατι τραγείῳ μιχθεῖσα καὶ ἐπὶ ἑλκῶν κακοηθῶν ἐπιτιθεμένη πάντα
ἰᾶται. ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς ἑψηθεὶς μετὰ μέλιτος ἕως οὗ λάβῃ γλοιοῦ
πάχος καὶ ἐπιχριόμενος κυνοδήκτους καὶ θηριοδήκτους καὶ σύριγγας
θεραπεύει. ξηρὰ δὲ κοπεῖσα καὶ σεισθεῖσα τὰ κοῖλα τῶν βαθυτάτων
ἑλκῶν ἀναπληροῖ. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῆς πινόμενον ἔμβρυα ἀποβάλλει.
διαφορεῖ δὲ χοιράδας καὶ σκληρίας καὶ οἰδήματα. φορουμένη δὲ φυ-
λακτήριόν ἐστι τοῦ σώματος.
 Βάλσαμος βοτάνη ἐστί. ταύτης ὁ καυλὸς ξηραίνει καὶ θερμαίνει
λεπτομερῶς. ὁ δὲ ὀπὸς αὐτῆς πολλῷ λεπτομερέστερος. ὅθεν καὶ ἐπι-
χριόμενος ὀφθαλμοῖς, νεφέλας καὶ λευκώματα καὶ τὰ ἐπισκοτοῦντα
ταῖς κόραις ἀποσμήχει καὶ ἀποκαθαίρει. ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς λεπτο-
μερὴς ὢν καὶ θερμαγωγός, βηχικοὺς καὶ φθισικοὺς καὶ αἱμοπτοϊ-
κοὺς καὶ σκοτωματικοὺς ὠφελεῖ, σὺν ὕδατι πινόμενος. λεῖος δὲ
161

προστιθέμενος ἔμβρυα κατασπᾷ, καὶ ἔμμηνα ἄγει, καὶ μήτρας περί-


ψυξιν ἰᾶται. σὺν οἴνῳ δὲ πινόμενος ὁ καρπὸς οὖρα ἄγει καὶ λίθους
θρύπτει, καὶ πλευρίτιδας καὶ περιπνευμονίας ἰᾶται,

Κυρανίδης. Book 5, sec. 11, line 5

νῳ ἐνσταζόμενος τοῖς ὠσίν, ὠταλγίας ἰᾶται. στόμαχον δὲ φλεγμαί-


νοντα ὠφελεῖ, ὠμή, λεία καταπλασσομένη. μετὰ δὲ στέατος χοιρείου
παλαιοῦ καὶ ἐλαίου παλαιοτάτου λειανθεῖσα καὶ καταπλασσομένη, στή-  
θους ὀδύνας παύει, καὶ δυσλύτους ὄγκους. τὸ δὲ σπέρμα αὐτῆς πινό-
μενον ἕλμινθας ἀναιρεῖ. τῆς δὲ ῥίζης καὶ τοῦ καυλοῦ ταύτης καυθέν-
των ἡ τέφρα μετὰ στέατος, κιονίδι κεχαλασμένην ἀναστέλλει. τὴν δὲ
σταφυλὴν λεγομένην κοινῶς καὶ πλευρῶν ἀλγήματα ἰᾶται.
 Λευκάκανθα βοτάνη ἐστι ξηραντικῆς καὶ θερμαντικῆς δυνάμεως με-
τρίως μετέχουσα. ταύτης ἡ ῥίζα πινομένη πρὸς αἱμοπτοϊκοὺς ποιεῖ
καὶ στομαχικούς. ἔστι δὲ καὶ διουρητική. καταπλασσομένη δὲ συστέλ-
λει τὰ οἰδήματα καὶ ἰᾶται. καὶ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς διακλυζόμενον
ὀδονταλγίαν παύει. πινόμενον δὲ βῆχας ὠφελεῖ. καταπλασσομένη δὲ
λεία βουβῶνας ἰᾶται. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς θηριοδήκτους, πινομένη τε
καὶ περιαπτομένη.
 Μάραθρον βοτάνη ἐστι ἐδώδιμος, ξηραντικὴ καὶ θερμὴ ὑπάρχουσα
τὴν φύσιν. ταύτης ὁ χυλὸς ἐνσταζόμενος ὠσὶν ὠταλγίας ἰᾶται. πινό-
μενος δὲ ναυτίας παύει καὶ γάλακτός ἐστι γενητικός. ἡ δὲ ῥίζα σὺν
πτισάνῃ ἑψουμένη καὶ νῆστις πινομένη νεφριτικοὺς ὠφελεῖ. λεία δὲ
σὺν μέλιτι ἐπιτιθεμένη κυνόδηκτα ἕλκη θεραπεύει. τῶν δὲ φύλλων ὁ
χυλὸς περιχριόμενος ὀφθαλμοὺς ὑφαίμους καὶ τραχώματα ἰᾶται. σὺν
οἴνῳ δὲ τὸ σπέρμα λεῖον πινόμενον σκορπιοπλήκτοις καὶ

Κυρανίδης. Book 5, sec. 24, line 6

 Ψυχρὶς βοτάνη ἐστὶν ἐν γῇ Χαλδαίων φυομένη. ψυχρὶς δὲ λέγεται


παρὰ τὸ ὑπὲρ φύσιν ψύχειν, ὥστε καὶ φλεγμονὰς πυρώδεις θεραπεύει.
ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς σὺν ῥοδίνῳ ἐλαίῳ μιγνύμενος καὶ καταχριόμενος
πυρετοὺς ἀποκρούειν πέφυκεν. ἡ δὲ ῥίζα κεκαυμένη καὶ ἡ τέφρα ἐπι-
πασσομένη καὶ κατακαύματα ἰᾶται καὶ ἕλκη παλαιὰ καὶ δυσεπούλωτα
θεραπεύει.
 Ὤρμινον βοτάνη ἐστὶν ὅμοιον τὴν ἰδέαν πρασίῳ. ταύτης τὸ σπέρ-
μα πινόμενον συνουσίας παρορμᾷ. τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ καταπλασσόμενα
λεῖα τὰ δυσεπούλωτα τῶν ἑλκῶν ἰᾶται. ὁ δὲ ὀπὸς αὐτοῦ σὺν μέλιτι
καταχριόμενος τὰς τῶν ὀφθαλμῶν παχύτητας θεραπεύει. ἡ δὲ ῥίζα σὺν
162

τῷ σπέρματι καταπλασσομένη, χοιράδας καὶ οἰδήματα θεραπεύει καὶ


σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται.  

Pausanias Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή (1569:


001)“Untersuchungen zu den attizistischen Lexika”, Ed. Erbse, H.
Berlin: Akademie–Verlag, 1950; Abhandlungen der deutschen Akademie
der Wissenschaften zu Berlin, Philosoph.–hist. Kl..Alphabetic letter zeta,
entry 5, line 1

 ζβεννυμενάων αἰγῶν (Hes. opp. 590)· ληγουσῶν.


 ζβέσαι· παῦσαι, λῆξαι, κοιμίσαι.
 ζεῦγος ἡμιονικὸν ἢ βοεικὸν ζεύξαντες, τὴν λεγομένην κλινίδα, ἥ ἐστιν
ὁμοία
διέδρῳ, τὴν τῆς νύμφης μέθοδον ποιοῦνται. παραλαβόντες δὲ αὐτὴν ἐκ
τῆς πατρῴας ἑστίας ἐπὶ
τὴν ἅμαξαν ἄγουσιν εἰς τὰ τοῦ γαμοῦντος ἑσπέρας ἱκνουμένης. κάθηνται
δὲ τρεῖς ἐπὶ τῆς ἁμάξης,
μέση μὲν ἡ νύμφη, ἑκατέρωθεν δὲ ὅ τε νυμφίος καὶ ὁ πάροχος. οὗτος δέ
ἐστι φίλος ἢ συγγενὴς
ὁ μάλιστα τιμώμενος καὶ ἀγαπώμενος. ἐπειδὴ δὲ ἡ ἅμαξα ὄχημα ἐλέγετο,
ὁ ἐκ τρίτου παροχού-
μενος πάροχος ἐκλήθη. καὶ ἀπὸ ταύτης τῆς συνηθείας, κἂν πεζοὶ μετίωσί
τινες κόρην, ὁ τρίτος
συμπαρὼν πάροχος λέγεται.
 ζμινύη· ὁτὲ τὸ σκαφεῖον, ὁτὲ ἀξινάριον. οἱ δὲ δίκελλαν.
 ζμῶδιξ· μώλωψ, τὸ ἐκ πληγῆς οἴδημα παρὰ τὸ ζμῶξαι τὸ πατάξαι.  
 ζύγαστρον (e. g. Soph. Tr. 692)· ἡ κιβωτός. κυρίως δὲ ἡ ξυλίνη σορὸς
παρὰ
τὸ ἐζυγῶσθαι· οὕτως Εὐριπίδης (deest N.2 – Arn.). παρὰ Δελφοῖς δὲ
ζύγαστρον καλεῖται τὸ
γραμματοφυλάκιον.
 ζύγιοι· ἐρέται τινὲς οὕτω καλοῦνται.
 ζυγός· τοῦ σανδαλίου τὸ συνέχον τοὺς δακτύλους καὶ σταθμός, ὅθεν ἡ
παροι-
μία· ‘ζυγοῦ πρὸς δίκην εὐθέστερος’.
 ζυγώσω (Aesch. fr. 115 N2)· καθέξω, δαμάσω.
 ἡγητηρία· παλάθη σύκων, ἣν ἐν τῇ πομπῇ τῶν Πλυντηρίων φέρουσιν, ὅτι
ἡμέ-
ρου τροφῆς πρώτης ταύτης ἐγεύσαντο.
163

 ἡ δὲ αἲξ τὴν μάχαιραν· ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς ἐπιφερόντων κακόν, ἀπὸ


Κορινθιακῆς

Philoxenus Gramm., Frag. (1602: 001)“Die Fragmente des


Grammatikers Philoxenos”, Ed. Theodoridis, C.Berlin: De Gruyter, 1976;
Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker 2.Fragment 558,
line 3

οὕτω Φιλόξενος. Or. 111, 12 (unde Et. Gen. AB s. v. ξύλον = EM 611,


19; Et. Gud. 416,
34 St.): ξύλον· παρὰ τὸν ξύσω μέλλοντα· οὐδεμία γὰρ ὕλη πρὸς ξύσιν
ἐπιτηδειοτέρα τοῦ ξύλου. οὕτω Φιλόξενος.  
Or. 112, 8 in sede Philoxeni: ξυρόν· παρὰ τὸ ξύω ξυρόν.
Et. Gen. AB s. v. ὀβολός (vide Reitz., Gesch. p. 59), unde EM 613, 20:
ὀβολός· ... ὁ δὲ Ὦρος λέγει, ὅτι τὸ στήσασθαι τὸ δανείσασθαι δηλοῖ.
ὀβολοστάτης οὖν ὁ τὰ μικρὰ δανείζων τοῖς φίλοις. Φιλόξενος.
Or. 119, 16 in sede Philoxeni (unde Et. Gud. 421, 10 St., cod. z p. 334 =
EM 617, 10): οἶδμα· τὸ κῦμα. ἐκ τοῦ οἰδῶ, τὸ ἐξογκοῦμαι, οἰδήσω
οἴδημα καὶ συγκοπῇ οἶδμα.  
a. Et. Gen. AB s. v. οἶμος (unde EM 618, 2): οἶμος· ... ὁ δὲ Φιλόξενός
φησιν, ὅτι παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα γέγονεν οἶμος, ἡ ὁδός, δι' ἧς
παντοίας φέρονται φορὰς οἱ κατ' αὐτὴν ὁδεύοντες τῇδε κἀκεῖσε.
b. Or. 114, 3: οἶμος· ... ὁ δὲ Φιλόξενος παρὰ τὸν οἴσω μέλλοντα.
a. Or. 122, 5 in sede Philoxeni: ὀκριόεις· ὁ τραχὺς λίθος. τροπῇ τοῦ α
εἰς ο, ἀκριόεις τις ὤν. ἄκριας δὲ τὰς πέτρας ὁ ποιητὴς καλεῖ (ι 400)· “δι'
ἄκριας ἠνεμοέσσας”. καὶ ἔστιν ἄκρος ἀκρόεις καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι
ὀκριόεις, ὡς βροτὸς βροτόεις.
b. Et. Gen. AB s. v. ὀκριόεις (unde EM 621, 6): ὀκριόεις· ὁ τραχὺς
λίθος. ἄκριας δὲ τὰς πέτρας φησὶν Ὅμηρος (ι 400)·

Γρηγόριος Νύσσης. De creatione hominis sermo alter [Sp.] (2017:


035)“Gregorii Nysseni opera, suppl.”, Ed. Hörner, H.Leiden: Brill,
1972.Page 61, line 2

ἐκ τῆς διανοίας ἡμῶν. αὕτη ἡ ἑβδόμη ἐκείνης τῆς ἑβδόμης


τύπος.  Ἔλαβεν οὖν ὁ θεὸς χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν
ἄνθρωπον. οὐκ ἐτελέσθη ἡ κοσμογένεια, οὐ διεκόπη ἡ
ἀκολουθία, ἵνα τὸ ἡμέτερον παρεισαχθῇ διήγημα, ἀλλ' ἐλέχθη·
Ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον, καί· Κατέπαυσεν ἀπὸ
πάντων τῶν ἔργων· καὶ ἐπειδὴ σχολὴν ἤγαγε, διδάσκει
ἡμᾶς πῶς ἐποίησεν· Ἔλαβεν ὁ θεὸς χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς. ὅταν
164

ἀκούσῃς χοῦν, παιδεύου ἀφοβίαν ἀνθρώπων· Μὴ λάβῃς  


πρόσωπον. μὴ φρόνει ἐπὶ σεαυτῷ μέγα. ὅταν ἔλθωσί σοι
λογισμοί, οἴδημα τῆς καρδίας, φλεγμονὴν ἐμποιοῦντες,
εἰσελθέτω σοι ἡ ὑπόμνησις τῆς κτίσεως, πῶς ἐκτίσθης·
Ἔλαβεν ὁ θεὸς χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν
ἄνθρωπον. πότε δύνασαι ἐπιλαθέσθαι σεαυτοῦ; τότε ἐπιλαθοῦ
σεαυτοῦ, ὅταν ἀναχωρήσῃς τῆς γῆς. εἰ δὲ οὐδέποτε χωρίζῃ
τῆς γῆς, ἀλλὰ συμπεφυκὼς εἶ τῇ γῇ, βαδίζεις ἐπὶ τῆς γῆς,
ἐπαναπαύῃ ἐπὶ τῆς γῆς, δικάζῃ ἐπὶ τῆς γῆς, πᾶν ὅπερ ἂν
ποιῇς εἴτε μέγα εἴτε μικρὸν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐγγὺς ἔχεις τὸ
ὑπόμνημα τῆς σεαυτοῦ ταπεινώσεως. ὑβρίσθης καὶ θυμώδης εἶ;
πόθεν σοι ὁ θυμός; ἐκ τῆς ἀδοξίας. οὐ κατεδέξω ἀκοῦσαι
δυσγενής; εὐθὺς ἐπέζεσέ σοι ὁ θυμός; φιλονεικεῖς εἰπεῖν τι

Ευσέβιος. Historia ecclesiastica (2018: 002)


“Eusèbe de Césarée. Histoire ecclésiastique, 3 vols.”, Ed. Bardy, G.
Paris: Cerf, 1:1952; 2:1955; 3:1958, Repr. 3:1967; Sources chrétiennes
31, 41, 55.Book 1, chapter 8, sec. 9, line 6

νος τε περὶ πᾶν ἦν μέρος, ἰσχὺν οὐχ ὑπομενητὴν προστιθέ-


μενος. ἐλέγετο γοῦν ὑπὸ τῶν θειαζόντων καὶ οἷς ταῦτα προα-
ποφθέγγεσθαι σοφία πρόκειται, ποινὴν τοῦ πολλοῦ καὶ δυσσεβοῦς
ταύτην ὁ θεὸς εἰσπράττεσθαι παρὰ τοῦ βασιλέως.»
 ταῦτα μὲν ἐν τῇ δηλωθείσῃ γραφῇ παρασημαίνεται ὁ προειρη-
μένος· καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ δὲ τῶν Ἱστοριῶν τὰ παραπλήσια περὶ
τοῦ αὐτοῦ παραδίδωσιν, ὧδέ πως γράφων·
 ἔνθεν αὐτοῦ τὸ σῶμα πᾶν ἡ νόσος διαλαβοῦσα ποικίλοις πά-  
θεσιν ἐμέριζεν. πυρετὸς μὲν γὰρ ἦν χλιαρός, κνησμὸς δ' ἀφό-
ρητος τῆς ἐπιφανείας ὅλης καὶ κόλου συνεχεῖς ἀλγηδόνες
περί τε τοὺς πόδας ὡς ὑδρωπιῶντος οἰδήματα τοῦ τε ἤτρου
φλεγμονὴ καὶ δι' αἰδοίου σηπεδὼν σκώληκα γεννῶσα, πρὸς
τούτοις ὀρθόπνοια καὶ δύσπνοια καὶ σπασμοὶ πάντων τῶν μελῶν,
ὥστε τοὺς ἐπιθειάζοντας ποινὴν εἶναι τὰ νοσήματα λέγειν. ὁ δὲ
παλαίων τοσούτοις πάθεσιν ὅμως τοῦ ζῆν ἀντείχετο, σωτηρίαν τε
ἤλπιζεν, καὶ θεραπείας ἐπενόει. διαβὰς γοῦν τὸν Ἰορδάνην
τοῖς κατὰ Καλλιρόην θερμοῖς ἐχρῆτο· ταῦτα δὲ ἔξεισιν μὲν εἰς
τὴν Ἀσφαλτῖτιν λίμνην, ὑπὸ γλυκύτητος δέ ἐστι καὶ πότιμα.
δόξαν ἐνταῦθα τοῖς ἰατροῖς ἐλαίῳ θερμῷ πᾶν ἀναθάλψαι τὸ
σῶμα χαλασθὲν εἰς ἐλαίου πλήρη πύελον, ἐκλύει καὶ τοὺς ὀφθα-
λμοὺς ὡς ἐκλυθεὶς ἀνέστρεψεν. θορύβου δὲ τῶν θεραπόντων

Ευσέβιος. Commentaria in Psalmos (2018: 034); MPG 23–24.


165

Vol.23, p. 441, line 10

τῆς αἰνέσεως ἡ θυσία· νοσοῦσι δὲ ἡ διὰ τῆς τεταπει-  


νωμένης καὶ συντετριμμένης καρδίας. Καὶ ἐπειδὴ
κατεαγυῖα γέγονεν ἡ καρδία μου, κατὰ Σύμμαχον,
εἰκότως εὐξάμην καρδίαν καθαρὰν ἐν ἐμοὶ ὁ Θεὸς
ἀντὶ τῆς κατεαγυίας· καὶ ἀντὶ τοῦ συντετριμμένου
πνεύματος, κατὰ Σύμμαχον, ἔλεγον· Καὶ πνεῦμα
εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Συντετριμ-
μένον δὲ πνεῦμα τὸ δι' ἐξομολογήσεως ἑαυτὸ συντρί-
βον τυγχάνει· τοιαύτη καὶ ἡ διὰ τῆς μετανοίας ἑαυ-
τὴν ταπεινοῦσα καρδία. Τοιαύτην γὰρ αὐτὴν γενομέ-
νην μετὰ τὸ τῆς ἁμαρτίας οἴδημα ἀντὶ θυσίας προς-
δέξεται ὁ Θεός.
 Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφο-
ρὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. Ἀλλὰ πρὸς ταῦτα φήσειεν
ἄν τις, πῶς ἀρτίως εἰπών, Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυ-
σίαν, ἔδωκα ἂν, νῦν ὡς μέλλοντος θυσίαν δέχεσθαι
τοῦ Θεοῦ μετὰ τὸ τὴν πόλιν ἀνακτισθῆναι, φησὶ,
Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν; Ἀλλ' οὐχ ἁπλῶς ἔφη
θυσίαν, ἀλλὰ δικαιοσύνης. Ὅτε γὰρ εὐδοκήσεις τὴν
Σιὼν καὶ οἰκοδομηθῇ τὰ τείχη Ἱερουσαλὴμ, τοιαύτη
σοι θυσία προσενεχθήσεται.

Επιφάνιος , De xii gemmis (2021: 004)“Les lapidaires de l'antiquité et


du Moyen Age, vol. 2.1”, Ed. Ruelle, C.É.
Paris: Leroux, 1898.
Chapter 1, sec. 1, line 5

 Τοῦ δὲ δευτέρου στίχου πρῶτος λίθος ἄνθραξ, εἶτα σάπφειρος, εἶτα


ἴασπις.
 Τοῦ τρίτου στίχου πρῶτος λίθος λυγκούριον, εἶτα ἀχάτης, εἶτα
ἀμέθυστος.  
 Τοῦ τετάρτου στίχου πρῶτος λίθος χρυσόλιθος, εἶτα βηρύλλιον, εἶτα
ὀνύχιον.
 Καὶ οὗτοι μέν εἰσιν οἱ ιβʹ οἱ ἐν τῇ ἐπωμίδι τοῦ ἱερέως ἐξηρτημένοι, ὧν
καὶ αἱ
διαφοραὶ καὶ οἱ τόποι οὗτοι.
 Πρῶτος λίθος σάρδιος ὁ Βαβυλώνιος οὕτω καλούμενος· ἔστι δὲ
πυρωπὸς
τῷ εἴδει καὶ αἱματοειδής, σαρδίῳ τῷ ἰχθύι τεταριχευμένῳ ἐοικώς· διὸ καὶ
σαρδίος
166

λέγεται ἀπὸ τοῦ εἴδους λαβὼν τὸ ἐπώνυμον. Ἐν Βαβυλῶνι δὲ τῇ πρὸς


Ἀσσυρίαν
γίνεται. Ἔστι δὲ διαυγὴς ὁ λίθος· δυνάμεως δέ ἐστι θεραπευτικῆς, ᾧ
κέχρηνται οἱ
ἰατροὶ πρὸς οἰδήματα καὶ ἄλλας πληγὰς ὑπὸ σιδήρου γιγνομένας. Ἔστι
δὲ καὶ
ἄλλος σαρδόνυξ ὃς καλεῖται μολοχάς· μαλακτικὸς δέ ἐστι στεατωμάτων,
τῆς δὲ
αὐτῆς ἰδέας τυγχάνει ὑποχλωρίζων, ἐμβριθέστατος δὲ μᾶλλον παρὰ τὴν
ἀρχὴν τοῦ
ἔαρος, ὅτε ἡ ἀρχὴ τῶν Παθῶν.
 Λίθος τοπάζιον, ἐρυθρὸς τῷ εἴδει ὑπὲρ τὸν ἄνθρακα· γίνεται δὲ ἐν
Τοπάζῃ,
πόλει τῆς Ἰνδίας, ὑπὸ τῶν ἐκεῖσέ ποτε λίθους λατομούντων, ἐν καρδίᾳ
ἑτέρου
λίθου ὃν οἱ λατομοῦντες θεασάμενοι φαιδρόν, καὶ ὑποδείξαντες
ἀλάβαστρόν τισιν
ἀπέδοντο ὀλίγου τιμήματος. Θηβαῖοι δὲ προσήνεγκαν τῇ κατ' ἐκεῖνον
καιρὸν βασι-
λίσσῃ· ἡ δὲ λαβοῦσα ἐν τῷ αὑτῆς διαδήματι μέσον τοῦ μετώπου
περιέθετο. Ἔχει
δὲ ὁ λίθος δοκιμὴν τοιάνδε· τριβόμενος ἐν ἰατρικῇ ἀκόνῃ οὐκ ἐρυθρὸν
ἀποδίδωσι
κατὰ τὸ χρῶμα τὸν χυλόν, ἀλλὰ γαλακτώδη· ἐμπίπλησι δὲ κρατῆρας
ὅσους ἂν

Επιφάνιος , De xii gemmis (Frag. ap. Anastasium Sinaïtam,


Quaestiones et responsiones) (2021: 005); MPG 89.Vol.89, p. 588, li 11

Ἀσήρ, ἀχάτης.
 Παῖδες Λείας βʹ, Ἰσάχαρ, ἀμέθυστος· Ζαβουλών, χρυσόλιθος.
 Παῖδες Ῥαχὴλ βʹ, Ἰωσὴφ, βηρύλλιον· Βενιαμίν, ὀνύχιον.
 Οὗτοί εἰσιν οἱ ἡρμοσμένοι δώδεκα λίθοι καθ' ἑκάστην φυλὴν τοῦ
Ἰσραήλ.  

[Τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου περὶ τῶν ἐν τῷ λογίῳ


τοῦ ἱερέως ἐμπεπηγμένων ιβʹ λίθων.]

 Σάρδιον, τὸ Βαβυλώνιον καλούμενον, πυρωπὸς


μέν ἐστι καὶ αἱματώδης, γίνεται δὲ ἐν Βαβυλῶνι
τῇ πρὸς Ἀσσυρίους γῇ. Διαυγὴς δέ ἐστι, δυνάμεως
167

θεραπευτικῆς, ᾧ κέχρηνται οἱ ἰατροὶ πρὸς οἰδήματα


καὶ πληγὰς ἀπὸ σιδήρου γενομένας ἀποχριόμενοι.
 Τοπάζιον ἐρυθρὸς μέν ἐστιν ὑπὲρ τὸν ἄνθρακα
λίθον, γίνεται δὲ ἐν Τοπάζῃ πόλει τῆς Ἰνδικῆς.
Τριβόμενος δὲ ἐν ἰατρικῇ ἀκόνῃ, οὐκ ἐρυθρὸν ἀποδί-
δωσι κατὰ τὸ χρῶμα χυμὸν, ἀλλὰ γαλακτώδη.
Ἐμπίπλησι δὲ κρατῆρας καὶ πολλοὺς, ὅσους ἂν ἐθέ-
λῃ ὁ ὑποτρίβων, καὶ οὔτε τῷ στάθμῳ, οὔτε τῇ περι-
φερείᾳ ἐλαττοῦται. Χρησιμεύει δὲ (ὁ τριβόμενος)
ἐξ αὐτοῦ χυμὸς εἰς πάθη ὀφθαλμῶν, καὶ πρὸς τὰς
ὑδρομανίας πινόμενος, καὶ τοῖς ἀπὸ σταφυλῆς θα

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina moralia (2022: 060); MPG 37.Page


863, line 5

Ἄλλην ἄρουραν τὸ στενὸν ποιούμενος!


Τίς ταῦτα, κἀκ τίνων σύ; καὶ θαῤῥῶν πόθεν;
Ὃν ἡ παροῦσα νὺξ ἴσως ἕξει νεκρὸν,
Μέσων ἀναρπάξασα τῶν ποθουμένων.
Ὡς ἔστι δεινὸν, καὶ τὰ πάντα πλουσίως
Ἄλλων διδόντων, σώματ', οὐσίας, Θεῷ  
Παρ' οὗ τὰ πάντα, σὲ ζητεῖν ἔχειν δέον.
Ὡς ἂν λάβῃς τί; δεινὰ θησαυρίσματα,
Ὄγκον τραπέζης, καὶ στενοῦ λαιμοῦ χάριν,
Εἰς ὃν τὰ πάντα συντρέχει φροντίσματα,
Οἴδημα γαστρὸς, τὴν κόρου τ' ἀῤῥωστίαν
(Οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ τόκοι τῆς πλησμονῆς),
Οἴκους περιττοὺς, καὶ κενοὺς τῷ πλείονι,
Χρυσωρόφους τε, πλαξί τε στιλβομένους,
Παῖδας γυναικῶν εἴδεσι κοσμουμένους,
Σκιάσματα, ψυκτῆρας, ἐκμεθύσματα,
Συνῳδίας τε καὶ κρότους ὁμοῤῥόθους,
Ὑφ' ὧν τὸ κάλλος φθείρεται τῆς εἰκόνος,
Λαμπρὸν φυσᾶσθαι καὶ μέγιστον ἐν πόλει
Ὑψαυχενοῦντα, καὶ θρόνων αὐχεῖν κράτος,

Αθανάσιος θεολόγος. , Frag. varia (2035: 054); MPG 26.


Vol.26, p. 1252, line 25

δὲ οἱ ζητοῦντες θανατῶσαι τὸν Ἰησοῦν οἱ περὶ τὸν


168

Ἡρώδην τὸν βασιλέα καὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἀντίπατρον.


Ἀπέθανε δὲ ὁ μὲν Ἀντίπατρος ἐν ῥομφαίᾳ διαπαρεὶς
ἐν τῇ φυλακῇ, ἀπελεγχθεὶς φαρμακὸς καὶ ἐπίβουλος
τῶν ἰδίων ἀδελφῶν, Ἀλεξάνδρου καὶ Ἀριστοβούλου·
ὁ δὲ Ἡρώδης καὶ αὐτὸς καταστρέφει τὸν βίον, τοῦ
σώματος αὐτῷ διαμερισθέντος εἰς διάφορα καὶ ποι-
κίλα πάθη. Αʹ, πυρετὸς γὰρ ἦν αὐτῷ καμίνου ἐνεργέ-
στερος· Βʹ, κνησμός τε ἀφόρητος τῆς ἐπιφανείας ὅλης·
Γʹ, τῶν ἐντὸς συνεχεῖς ἀλγηδόνες· Δʹ, περὶ τοὺς πόδας
ὡς ὑδρωπιῶντος οἰδήματα· Εʹ, τοῦ ἤτρου φλεγμονὴ
ὑπέρογκος· ϛʹ, διὰ τοῦ μέλους τῆς αἰσχύνης σηπεδὼν
γεννῶσα σκώληκας· Ζʹ, πρὸς τούτοις ὀρθόπνοια· Ηʹ
δύσπνοια· Θʹ, καὶ σπασμοὶ πάντων τῶν μελῶν. Καί
εἰσι τὰ πάθη τὸν ἀριθμὸν ἐννέα. Πυρετὸς μὲν ἦν ἐπ'
αὐτῷ καμίνου ἐνεργέστερος, ἐπειδὴ ἐξεκαίετο τοῖς
πάθεσιν εἰς τὴν ἀθέμιτον πρᾶξιν τῆς μοιχείας. Ὁ δὲ
κνησμὸς ἦν ἐπ' αὐτῷ ἀφόρητος, διὰ τὸ πείθεσθαι αὐ-
τὸν τῶν κνηθομένων διδασκάλων τὴν ἀκοὴν πρὸς
ἀπάτην. Τῶν ἐντὸς δὲ τὰς συνεχεῖς ἀλγηδόνας, ἐπεὶ
οὐκ ἔψαλλεν· Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον,

Αθανάσιος θεολόγος. , Frag. varia Vol.26, p. 1252, line 37

γεννῶσα σκώληκας· Ζʹ, πρὸς τούτοις ὀρθόπνοια· Ηʹ


δύσπνοια· Θʹ, καὶ σπασμοὶ πάντων τῶν μελῶν. Καί
εἰσι τὰ πάθη τὸν ἀριθμὸν ἐννέα. Πυρετὸς μὲν ἦν ἐπ'
αὐτῷ καμίνου ἐνεργέστερος, ἐπειδὴ ἐξεκαίετο τοῖς
πάθεσιν εἰς τὴν ἀθέμιτον πρᾶξιν τῆς μοιχείας. Ὁ δὲ
κνησμὸς ἦν ἐπ' αὐτῷ ἀφόρητος, διὰ τὸ πείθεσθαι αὐ-
τὸν τῶν κνηθομένων διδασκάλων τὴν ἀκοὴν πρὸς
ἀπάτην. Τῶν ἐντὸς δὲ τὰς συνεχεῖς ἀλγηδόνας, ἐπεὶ
οὐκ ἔψαλλεν· Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον,
καὶ πάντα τὰ ἐντός μου τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.
Περὶ δὲ τοὺς πόδας οἰδήματα ὑδρωπιῶντος, ἐπειδὴ
ἐξουθένει τὸ καθαρὸν καὶ ἀθόλωτον ὕδωρ τῆς ἁλλο-
μένης πηγῆς εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τοῦ δὲ ἤτρου ἡ ὑπέρ-
ογκος φλεγμονὴ, διὰ τὸ μὴ ὑπάρχειν αὐτὸν ἐν τῇ τοῦ
θυμοῦ φλεγμονῇ κρατητὸν, καὶ ἀνελεήμονα εἰς τοὺς
ὑποχειρίους. Τὸ δὲ τῆς αἰσχύνης αὐτοῦ μέλος ἐγέννα
σκώληκας, ἐπειδὴ ἐν τῇ ἀκολασίᾳ ἐζήλου τοὺς θηλυ-
μανεῖς ἵππους. Ἡ δὲ ὀρθόπνοια αὐτὸν κατεῖχε διὰ τὸ
μὴ ὀρθρίζειν αὐτὸν εἰς προσκύνησιν τοῦ δόντος αὐτῷ
169

Κυρίου τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα. Ἡ δὲ δύσπνοια, ἐπεὶ


οὐκ ἔπνεε τὸ μύρον τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ τῆς δυσωδίας

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium (2037: 001)


“Ioannis Stobaei anthologium, 5 vols.”, Ed. Wachsmuth, C., Hense, O.
Berlin: Weidmann, 1–2:1884; 3:1894; 4:1909; 5:1912, Repr. 1958.
Book 1, chapter 36, sec. 2, line 52

κήματα ποτὲ μὲν μετὰ σεισμῶν, ποτὲ δὲ καὶ χωρίς, τοῦ


πνεύματος ἠχοῦντος, ὥστ' ἐξακούεσθαι ψόφον τινὰ καὶ
βόμβον ἐπιμήκιστον, ὁπότε διὰ τῶν σηράγγων διαυλο-
δρομεῖ παρατριβόμενον μηδ' ἐξιόν. Τά τε χάσματα μετὰ
σεισμῶν. ἤδη γοῦν τινας σεισμοὺς μὴ πρότερον λῆξαι,
πρὶν ἢ διαρραγῆναι τοὺς τόπους, ἐν οἷς ἐγένοντο, βιασα-
μένου τοῦ περιληφθέντος πνεύματος περὶ τὴν ἔξοδον
ὥσπερ ἐκνεφίου τινὸς ἀνέμου, καθάπερ καὶ τὸν περὶ τὴν
Ποντικὴν Ἡράκλειαν καὶ τὸν ἔτι πρότερον γενόμενον περὶ
τὴν ἱερὰν καλουμένην Αἰόλου νῆσον· ἐν ταύταις γὰρ
ὑπὸ σεισμῶν οἰδήματα τῆς γῆς γενέσθαι μεγάλα, καὶ
ταῦτα διαρραγέντα πολὺν ἄνεμον ἐκπεφυσηκέναι καὶ φέ-
ψαλον, ὥστε κατατεφρῶσαι πλησίον οὖσαν τὴν τῶν Λιπα-
ραίων πόλιν. Τὰς δὲ ποντίους λεγομένας νήσους ἧττον
σείεσθαι τῶν προσγείων διὰ τὸ καταψύχεσθαι τῷ πλήθει
τῆς θαλάττης τὴν ἀπὸ τῆς γῆς ἀναθυμίασιν. Τεκμήριον
δ' εἶναι τοῦ ῥεῖν ὑπὸ τὴν γῆν τὸ πνεῦμα, πρῶτον μὲν
ἀπὸ τοῦ ἐν οἷς γίνεται προσημαίνειν ἠχοῦντος, εἶτα τὸ
περὶ τὸν ἥλιον πάθος· ἀμαυρότερον γὰρ καὶ ἀχλυώδη
φαίνεσθαι χωρὶς νέφους, ὑπονοστεῖν ἀρχομένου τοῦ πνεύ-
ματος εἰς τὴν γῆν τοῦ λεπτύνοντος τὸν ἀέρα καὶ

Βασίλειος θεολόγος. Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.] (2040:


009)
“San Basilio. Commento al profeta Isaia, 2 vols.”, Ed. Trevisan, P.
Turin: Società Editrice Internazionale, 1939.Chapter 5, sec. 181, line 15

τούτοις οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμὸς αὐτοῦ, ἀλλ' ἔτι ἡ χεὶρ


ὑψηλή.
 Ἡ τῶν ἰσχυόντων καὶ τῶν δυναστῶν ἁμαρτία ὁδὸν ἐποί-
ησε τῇ ὀργῇ τῇ κατὰ τοῦ λαοῦ κινουμένῃ παρὰ Κυρίου.
Διὰ τοῦτο πρότερον τὸ Οὐαὶ οἱ ἰσχύοντες ὑμῶν καὶ οἱ δυ-
νάσται· ἔπειτα· Καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος ἐπὶ τὸν λαὸν
170

αὐτοῦ, δηλονότι καὶ αὐτοῦ, κατὰ μίμησιν τῶν προεστώτων,  


ἐν ἁμαρτίαις γενομένου καὶ ἀξίου ὄντος παθεῖν τὰ ἀπὸ τοῦ
θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου.  – Ἔστι δὲ θυμὸς ζέσις τοῦ
περὶ καρδίαν αἵματος, παρὰ τὸ οἱονεὶ ἐξ ἀναθυμιάσεως τῶν
χυμῶν, συνιστάμενον οἴδημα περὶ τὴν καρδίαν ὠνομας-
μένος· ὀργὴ δέ ἐστιν ὄρεξις ἀντιλυπήσεως. Ὥστε τὸ μὲν
ὀξεῖαν ἔχει τοῦ πάθους τὴν κίνησιν, τὸ δὲ μονιμωτέραν καὶ
παρατεταμένην ἐμφαίνει τὴν ἐπὶ τῇ λύπῃ ἐκπλήρωσιν.
 Ἐπὶ μέντοι Θεοῦ οὐδέτερον αὐτῶν κυρίως λέγεσθαι εὐσεβές
ἐστι παραδέξασθαι, ἀλλὰ τροπικαὶ αἱ φωναί. Οὐ γὰρ πάθος
Θεοῦ, οὐδὲ αὐτῇ τῇ οὐσίᾳ αὐτοῦ συμβεβηκός· ἀλλ' ἡ περὶ
ἡμᾶς τοιάδε ἐνέργεια θυμὸς προσηγόρευται. Καὶ τάχα, ἡ μὲν
ἐπίπονος παίδευσις, ὀργή· ὁ δὲ ταραχὴν ἡμῶν ἐμποιῶν τοῖς
λογισμοῖς ἔλεγχος, θυμὸς προσηγόρευται. Ταράσσει μὲν γὰρ
τῷ θυμῷ, μηδέπω λόγου ἀξιῶν τοὺς οἷς θυμοῦται ὁ Θεὸς,

Βασίλειος θεολόγος. Homiliae super Psalmos (2040: 018); MPG 29.


Vol.29, p. 332, line 24

μένον, πολλὰ μετακλαύσαντα ἐπὶ τοῖς πονηροῖς ἔργοις,


τὰ γενόμενα κρυφῆ ἀνεπαισχύντως δημοσιεύσαντα,
δεηθέντα ἀδελφῶν συγκαμεῖν σοι πρὸς τὴν ἴασιν,
ὅλως ἐλεεινόν σε γενόμενον ἐὰν ἴδῃ, ἄφθονόν σοι τὴν
ἑαυτοῦ ἐλεημοσύνην ἐπιχορηγεῖ· ἐὰν δὲ καρδίαν
ἀμετανόητον, φρόνημα ὑπερήφανον, ἀπιστίαν τοῦ
αἰῶνος τοῦ μέλλοντος, ἀφοβίαν τῆς κρίσεως, τότε
ἀγαπᾷ ἐπὶ σοὶ τὴν κρίσιν. Ὡς γὰρ ἰατρὸς ἐμμελὴς
καὶ φιλάνθρωπος καταντλήμασι πρότερον καὶ πε-
ριπλάσμασιν ἁπαλοῖς πειρᾶται καταστεῖλαι τὸ οἴδη-
μα· ἐπὰν δὲ ἴδῃ ἀνενδότως καὶ σκληρῶς ἀντιτυ-
ποῦντα τὸν ὄγκον, ῥίψας τὸ ἔλαιον καὶ τὴν μαλακὴν
ἀγωγὴν, αἱρεῖται λοιπὸν τὴν τοῦ σιδήρου χρῆσιν.
Ἀγαπᾷ οὖν ἐλεημοσύνην ἐπὶ τῶν μετανοούντων·
ἀγαπᾷ δὲ καὶ κρίσιν ἐπὶ τῶν ἀνενδότων. Τοιοῦτόν τι
καὶ ὁ Ἡσαΐας λέγει τῷ Θεῷ, ὅτι Ἡ ἐλεημοσύνη
σου εἰς σταθμόν. Καὶ γὰρ κἀκεῖνος τὴν μετὰ
κρίσεως ἐλεημοσύνην παρίστησι, ζυγῷ καὶ ἀριθμῷ
καὶ σταθμῷ κατὰ τὴν ἑκάστου ἀξίαν ἀντιμετροῦν-
τος.
171

Βασίλειος θεολόγος. Sermones de moribus a Symeone Metaphrasta


collecti (2040: 075); MPG 32.Vol.32, p. 1229, line 48

εὕρῃ σε μετὰ τὴν ἁμαρτίαν ταπεινὸν, συντετριμμέ-


νον, πολλὰ μετακλαύσαντα ἐπὶ τοῖς πονηροῖς ἔργοις,
τὰ γενόμενα κρυφῆ ἀνεπαισχύντως δημοσιεύσαντα,
δεηθέντα ἀδελφῶν συγκαμεῖν σοι πρὸς τὴν ἴασιν,
ὅλως ἐλεεινόν σε γενόμενον ἐὰν ἴδῃ, ἄφθονόν σοι τὴν
αὐτοῦ ἐλεημοσύνην ἐπιχορηγεῖ· ἐὰν δὲ καρδίαν ἀμε-
τανόητον, φρόνημα ὑπερήφανον, ἀπιστίαν τοῦ αἰῶνος
τοῦ μέλλοντος, ἀφοβίαν τῆς κρίσεως, τότε ἀγαπᾷ
ἐπὶ σοὶ τὴν κρίσιν. Ὡς γὰρ ἰατρὸς ἐμμελὴς καὶ
φιλάνθρωπος, καταντλήμασι πρότερον καὶ περιπλά-
σμασιν ἁπαλοῖς πειρᾶται καταστεῖλαι τὸ οἴδημα·
ἐπειδὰν δὲ ἴδῃ ἀνενδότως καὶ σκληρῶς ἀντιτυποῦντα
τὸν ὄγκον, ῥίψας τὸ ἔλαιον καὶ τὴν μαλακὴν ἀγω-
γὴν, αἱρεῖται λοιπὸν τὴν τοῦ σιδήρου χρῆσιν. Τοὺς
γὰρ ἀπὸ πολλῶν πτωμάτων πολλάκις διαναστάντας
ἐκ τῆς κατὰ φιλανθρωπίαν χειραγωγίας, εἶτα ὕστερον
ὑπὸ τῶν ἀσθενειῶν κρατηθέντας, ἀπειλεῖ παντελῶς  
ὁ Θεὸς μὴ ἀφήσειν. Οὐκέτι γὰρ, φησὶν, ἀνήσω τὰς
ἁμαρτίας ὑμῶν· ἔμφασιν ἡμῖν παρέχων τοῦ πολ-
λάκις ἤδη πρότερον ἐπὶ τοῖς ὁμοίοις συγκεχωρη-
κέναι. Χωρὶς γὰρ τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ ἀφέσεως,

Ιωάννης Χρυσόστομος. Adversus oppugnatores vitae monasticae (lib.


1–3) (2062: 003); MPG 47.Vol 47, pg 364, ln 12

μυρία πλέθρα ἀποτεμνόμενοι γῆς, ἢ οἱ μηδὲ βῶλον μίαν


ἀναγκαίαν αὐτοῖς πρὸς κτῆσιν εἶναι νομίζοντες; οἱ τό-
κους ἐπὶ τόκους συλλέγοντες, καὶ πάσης ἐμπορίας κι-
νοῦντες ὁδὸν ἄδικον, ἢ οἱ τὰς ἀδίκους ταύτας διασπῶν-
τες συγγραφὰς, καὶ ἐκ τῶν ἐνόντων τοῖς δεομένοις
ἐπικουροῦντες; οἱ τὸ εὐτελὲς τῆς ἀνθρωπίνης ἐπεσκεμμέ-
νοι φύσεως, ἢ οἱ μηδὲ τοῦτο αὐτὸ εἰδέναι θέλοντες, ἀλλ'
ὑπὸ τῆς ἄγαν ἀλαζονείας καὶ τὸ ἀνθρώπους αὐτοὺς
νομίζειν ἀπολωλεκότες; οἱ πόρνας τρέφοντες, καὶ τοῖς
ἀλλοτρίοις λυμαινόμενοι γάμοις, ἢ οἱ καὶ τῆς ἑαυτῶν
ἀπεχόμενοι γυναικός; Οὐχ οἱ μὲν, ὥσπερ οἰδήματα σώ-
ματι καὶ πνεύματα ἄγρια θαλάττῃ, τῇ πολιτείᾳ τῆς
172

οἰκουμένης ἐπιφύονται, καὶ τοὺς καθ' ἑαυτοὺς σώζεσθαι


δυναμένους χειμάζοντες διὰ τὴν ἀκρασίαν τὴν αὐτῶν·
οἱ δὲ ὥσπερ ἐν σκότῳ βαθεῖ λαμπτῆρες φαιδροὶ τοὺς
ἐν μέσῳ ναυαγοῦντας πρὸς τὴν οἰκείαν καλοῦσιν ἀσφά-
λειαν, καὶ τὰς τῆς φιλοσοφίας λαμπάδας ἀφ' ὑψηλοῦ
πόῤῥωθεν ἅψαντες, οὕτω τοὺς βουλομένους ἐπὶ τὸν τῆς
ἀπραγμοσύνης χειραγωγοῦσι λιμένα; Οὐ δι' ἐκείνους
στάσεις καὶ πόλεμοι καὶ μάχαι, καὶ πόλεων κατασκα-
φαὶ, καὶ ἀνδραποδισμοὶ, καὶ δουλεῖαι,

Ιωάννης Χρυσόστομος. Quod regulares feminae viris cohabitare non


debeant (2062: 008)“Saint Jean Chrysostome. Les cohabitations
suspectes”, Ed. Dumortier, J.Paris: Les Belles Lettres, 1955.Sect 10, ln 14

ἀλλ' ἄνωθεν ἡμῖν καὶ δι' ἐκείνων δείκνυσιν ὅτι οὐ τρυφῆς


ὁ παρὼν καιρὸς, ἀλλὰ τοῦ στένειν καὶ κόπτεσθαι. Εἰ δὲ
αὐτὸ τὸ δεηθῆναι περιβολῆς αἰσχύνη καὶ κατάγνωσις, καὶ
ἐξ ἁμαρτίας γέγονε, τί τῆς κατηγορίας ἐπιτείνεις τὸ
αἴνιγμα; μὴ γὰρ οὐκ ἀρκεῖ δεῖξαι τὴν κατάπτωσιν ἡμῶν
αὐτὸ τὸ δεηθῆναι περιβολῆς; τί μείζονα ποιεῖς τὴν δια-
βολήν; τί τὴν κατηγορίαν αὔξεις, ἐπιτείνουσα τὴν χρείαν;
Δέον γὰρ ὀδύρεσθαι καὶ στένειν καὶ τὸ σῶμα αὐτὸ ἀπο-
θέσθαι κατὰ τὸν Παῦλον, ἡμεῖς δὲ καθήμεθα περὶ τὰ  
σκεπάσματα αὐτοῦ φιλοτεχνοῦντες, ὥσπερ ἂν εἴ τις οἰδή-
ματα περὶ τὴν ὄψιν ἔχων, καὶ εἰς ἀνάγκην τοῦ σκέπειν
αὐτὰ καταστὰς, ἔτι καὶ καλλωπίζοι τὰ καλύμματα ταῦτα.
Διὰ τοῦτο Ἠλίας, διὰ τοῦτο Ἰωάννης ἁπλῆν εἶχον ἐσθῆτα,
καὶ δερματίνους χιτῶνας καὶ ἱμάτια τρίχινα περιβαλλό-
μενοι· ἠπείγοντο γὰρ καὶ ἐπεθύμουν τὸ ἔνδυμα τῆς
ἀφθαρσίας λαβεῖν. Σὺ δὲ καὶ τὰς ἐν τῇ σκηνῇ παρατρέ-
χεις γυναῖκας τῇ τῶν ἱματίων περιεργίᾳ, δι' ἐκείνων τοῖς
ἀνεπτερωμένοις τῶν νεῶν τιθεῖσα τὰς μηχανάς. Οὐχ οὕτω
σὲ κοσμεῖσθαι καὶ καλλωπίζεσθαι βούλεται ὁ νυμφίος,
ἀλλ' ἐν τῇ ψυχῇ σου πᾶσαν ἀποκεῖσθαι αὐτοῦ τὴν δόξαν
ἐκέλευσε· σὺ δὲ ἐκείνης μὲν ἀμελεῖς,

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae 1–21)


(2062: 024); MPG 49.Vol 49, pg 81, ln 22

Ὁμιλία ϛʹ.
173

 αʹ. Πολλὰς μὲν ἀνηλώσαμεν ἡμέρας παρακαλοῦντες


ὑμῶν τὴν ἀγάπην· οὐ μὴν διὰ τοῦτο ἀποστησόμεθα τῆς
ὑποθέσεως ταύτης, ἀλλ' ἕως ἂν μένῃ τὸ ἕλκος τῆς ἀθυμίας,
καὶ τὸ φάρμακον τῆς παραμυθίας ἐπιθήσομεν. Εἰ γὰρ ἐπὶ
τῶν τοῦ σώματος τραυμάτων οὐ παύονται ἐπαντλοῦντες
ἰατρῶν παῖδες, ἕως ἂν ἴδωσι λῆξαν τὸ πάθος, πολλῷ μᾶλ-
λον ἐπὶ τῆς ψυχῆς τοῦτο ποιεῖν χρή. Καὶ γὰρ ἕλκος ψυ-
χῆς ἡ ἀθυμία, καὶ δεῖ συνεχῶς αὐτὴν ἐπαντλεῖν προς-
ηνέσι ῥήμασιν. Οὐδὲ γὰρ οὕτως οἴδημα σαρκὸς χαλᾷν
εἴωθε θερμῶν ὑδάτων φύσις, ὡς ψυχῆς πάθος καταστέλ-
λειν πέφυκε παρακλητικῶν λόγων δύναμις· οὐ χρεία
σπογγιᾶς ἐνταῦθα, καθάπερ ἐπὶ τῶν ἰατρῶν, ἀλλ' ἀντὶ
σπόγγου τὴν γλῶτταν μεταχειρισόμεθα· οὐ χρεία πυρὸς
ἐνταῦθα, ἵνα θερμαίνωμεν ὕδατα, ἀλλ' ἀντὶ πυρὸς τῇ
τοῦ Πνεύματος χρησόμεθα χάριτι. Φέρε οὖν καὶ τήμερον
τὸ αὐτὸ τοῦτο πράξωμεν. Εἰ γὰρ μὴ ἡμεῖς ὑμᾶς παρα-
καλέσωμεν, πόθεν ἑτέρωθεν παράκλησιν δέξεσθε; Δικα-
σταὶ φοβοῦσιν· οὐκοῦν ἱερεῖς παρακαλείτωσαν· ἄρχοντες
ἀπειλοῦσιν· οὐκοῦν ἡ Ἐκκλησία παραμυθείσθω.

Ιωάννης Χρυσόστομος. De paenitentia (homiliae 1–9) (2062: 027);


MPG 49.Vol 49, pg 312, ln 33

ἐσχάτης ἂν εἴη παρανοίας, τοσαῦτα ἔχουσαν ἐν ταῖς χερ-


σὶν ἀγαθὰ φεύγειν καὶ δεδοικέναι; Ἐπιτρίβει γὰρ ἡμῖν τὸ
σῶμα πρὸς τὴν ἀσθένειαν, φησίν. Ἀλλ' ὅσῳ ὁ ἔξω ἡμῶν
ἄνθρωπος φθείρεται, τοσούτῳ ὁ ἔσω ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ
καὶ ἡμέρᾳ· μᾶλλον δὲ, εἰ βουληθείης μετὰ ἀκριβείας
ἐξετάσαι τὸ πρᾶγμα, καὶ εὐεξίας αὐτὴν εὑρήσεις μητέρα
τυγχάνουσαν. Καὶ εἰ τοῖς ἐμοῖς ἀπιστεῖς λόγοις, παῖδας
ἰατρῶν περὶ τούτων ἐρώτησον, καὶ αὐτοὶ ταῦτα σαφέστε-
ρον ἐροῦσιν, οἳ τὴν μὲν ἔνδειαν μητέρα τῆς ὑγιείας κα-
λοῦσι, τὰς δὲ ποδαλγίας καὶ καρηβαρίας καὶ ἀποπληξίας
καὶ φθόην καὶ ὕδερον καὶ φλεγμονὰς καὶ οἰδήματα, καὶ
μυρίων ἑτέρων νοσημάτων χειμάῤῥους, ἀπὸ τῆς τρυφῆς
καὶ τῆς ἀδηφαγίας ἐξιέναι φασὶν, ὥσπερ ἀπό τινος πο-
νηροτάτης πηγῆς πονηροὺς ῥύακας, καὶ τῇ τοῦ σώμα-
τος εὐεξίᾳ, καὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωφροσύνῃ λυμαινομέ-
νους.
 εʹ. Μὴ τοίνυν φοβώμεθα νηστείαν, τὴν τῶν τοσούτων
ἡμᾶς ἀπαλλάττουσαν κακῶν. Οὐ γὰρ ἁπλῶς ὑμῖν τοῦτο
174

παραινῶ· ἀλλ' ἐπειδὴ πολλοὺς ὁρῶ τῶν ἀνθρώπων,


καθάπερ ἀγρίᾳ τινὶ γυναικὶ παραδίδοσθαι μέλλοντας,
οὕτως ὀκνοῦντας καὶ ἀναδυομένους, καὶ μέθῃ καὶ

Ιωάννης Χρυσόστομος. De proditione Judae (homiliae 1–2) (2062:


030); MPG 49.Vol 49, pg 374, ln 23

Ταῦτα δέ μοι οὐχ ἁπλῶς νῦν εἴρηται, ἀλλ' ἵνα μὴ


τοῖς ἐχθροῖς ὀργιζώμεθα, ἀλλ' ἐλεῶμεν αὐτοὺς καὶ
θρηνῶμεν καὶ συναλγῶμεν αὐτοῖς· ἐκεῖνοι γάρ εἰσιν
οἱ κακῶς πάσχοντες, οἱ ἐχθραίνοντες ἡμῖν. Ἂν οὕτω
παρασκευάσωμεν τὴν ψυχὴν τὴν ἡμετέραν, δυνησό-
μεθα αὐτῶν καὶ ὑπερεύχεσθαι. Διὰ γὰρ τοῦτο τετάρ-
την ἡμέραν ταύτην ἔχω διαλεγόμενος ὑμῖν περὶ εὐ-
χῆς ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν, ἵνα μόνιμος γένηται τῆς δι-
δασκαλίας ὁ λόγος, τῇ συνεχείᾳ τῆς παραινέσεως ῥι-
ζωθείς. Διὰ τοῦτο συνεχῶς ἀπαντλοῦμαι τοῖς ῥήμα-
σιν, ὥστε τὸ οἴδημα τῆς ὀργῆς ὑπονοστῆσαι, καὶ
κατασταλῆναι τὴν φλεγμονὴν, ὥστε καθαρὸν ὀργῆς
εἶναι τὸν εὐχῇ προσιόντα. Οὐδὲ γὰρ ὁ Χριστὸς ὑπὲρ
τῶν ἐχθρῶν ταῦτα παρῄνεσε μόνον, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ
ἡμῶν τῶν ἀφιέντων ἐκείνοις τὰ ἁμαρτήματα· μεί-
ζονα γὰρ λαμβάνεις ἢ δίδως, ἀφιεὶς τὴν ὀργὴν τῷ
ἐχθρῷ. Καὶ πῶς μείζονα λαμβάνω; φησίν. Ἐὰν
ἀφήσῃς τὰ εἰς τὸν ἐχθρὸν ἁμαρτήματα, συγχωρεῖταί
σοι τὰ εἰς τὸν Δεσπότην πλημμελήματα. Ἐκεῖνα
ἀνίατά εἰσι καὶ ἀσύγγνωστα· ταῦτα πολλὴν ἔχει
παραμυθίαν καὶ συγγνώμην.

Ιωάννης Χρυσόστομος. De proditione Judae (homiliae 1-2)


Vol 49, pg 384, ln 5την. Ἂν οὕτω παρασκευάσωμεν ἡμῶν τὴν ψυχὴν, ὡς
μὴ ὀργίζεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἀλγεῖν ὑπὲρ αὐτῶν, δυνη-
σόμεθα κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου φωνὴν καὶ ὑπερεύχε-
σθαι αὐτῶν, καὶ πολλὴν διὰ τούτου τὴν ἄνωθεν ἐπι-
σπάσασθαι ῥοπήν. Διὰ γὰρ τοῦτο τετάρτην ἡμέραν   
ἔχω διαλεγόμενος ὑμῖν περὶ εὐχῆς τῆς ὑπὲρ τῶν
ἐχθρῶν, ἵνα μόνιμος γένηται τῆς διδασκαλίας ὁ λόγος
τῇ συνεχείᾳ τῆς παραινέσεως, ἵνα ῥιζωθῇ ὑμῶν ταῖς
διανοίαις. Διὰ τοῦτο συνεχῶς ἐπαντλοῦμεν ὑμῖν τοῖς
ῥήμασιν, ὥστε τὸ οἴδημα τῆς ὀργῆς ὑπονοστῆσαι, καὶ
κατασταλῆναι τὴν φλεγμονὴν, καὶ καθαρὸν ὀργῆς
175

εἶναι τὸν εὐχῇ προσιόντα. Οὐδὲ γὰρ ὁ Χριστὸς ὑπὲρ


τῶν ἐχθρῶν ταῦτα παραινεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ
ἡμῶν τῶν ἀφιέντων ἐκείνοις τὰ ἁμαρτήματα. Μείζονα
γὰρ λαμβάνεις ἢ δίδως, ἀφιεὶς τὴν ὀργὴν τῷ
ἐχθρῷ. Καὶ πῶς μείζονα λαμβάνω, φησί; Πρόσεχε
ἀκριβῶς. Ἐὰν ἀφίῃς τοίνυν τὰ εἰς τὸν ἐχθρὸν ἁμαρ-
τήματα, συγχωρεῖταί σοι τὰ εἰς τὸν Δεσπότην πλημ-
μελήματα. Ἐκεῖνα ἀνίατά ἐστι καὶ ἀσύγγνωστα,
ταῦτα δὲ πολλὴν ἔχει παραμυθίαν καὶ συγγνώμην.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Peccata fratrum non evulganda (2062: 082);


MPG 51.Vol 51, pg 364, ln 16

ὄψεσι τοῦ κυρίου, ἀλλ' ἔξω τὸν σύνδουλον ἦγχε· σὺ


δὲ ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ τῆς εὐχῆς πρὸ τοῦ βασιλέως
ἑστὼς ταῦτα ποιεῖς. Εἰ δὲ ἐκεῖνος οὔτε τὸν δεσπότην
παρακαλέσας ἐπὶ τὴν ἀπαίτησιν, καὶ μετὰ τὸ
ἐξελθεῖν ταῦτα ποιῶν, οὐδεμιᾶς ἔτυχε συγγνώμης,
σὺ καὶ τὸν Δεσπότην ἐπὶ τὴν κεκωλυμένην ταύτην
ἔκτισιν διεγείρων, καὶ ἐπ' ὄψεσιν αὐτοῦ ταῦτα ποιῶν,
ποίαν οὐ δώσεις τιμωρίαν, εἰπέ μοι; Ἀλλὰ φλε-
γμαίνει σου τῇ μνήμῃ τῆς ἔχθρας ἡ διάνοια καὶ οἰδεῖ,
καὶ ἀνέστηκεν ἡ καρδία, καὶ τοῦ λελυπηκότος ἀναμι-
μνησκόμενος οὐ δύνασαι καταστεῖλαι τὸ οἴδημα τῶν
λογισμῶν; Ἀλλ' ἀντίστησον τῇ φλεγμονῇ ταύτῃ τὴν
ἀπὸ τῶν σῶν ἁμαρτημάτων μνήμην, τὸν ἀπὸ τῆς
μελλούσης κολάσεως φόβον. Ἀναμνήσθητι πόσων
ὑπεύθυνος εἶ τῷ Δεσπότῃ, καὶ ὅτι πάντων ἐκείνων
δίκας ὀφείλεις αὐτῷ, καὶ κρατήσει πάντως οὗτος ὁ
φόβος τῆς ὀργῆς ἐκείνης, ἐπειδὴ καὶ πολὺ δυνατώτε-
ρον τοῦτο ἐκείνου τοῦ πάθους. Ἀναμνήσθητι γεέν-
νης καὶ κολάσεως καὶ τιμωρίας κατὰ τὸν καιρὸν τῆς
εὐχῆς, καὶ οὐδὲ εἰς νοῦν λαβεῖν δυνήσῃ τὸν ἐχθρόν.
Σύντριψον τὴν διάνοιαν, ταπείνωσον τὴν ψυχὴν τῇ

Ιωάννης Χρυσόστομος. Epistulae ad Olympiadem (epist. 1–17) (2062:


176

088)“Jean Chrysostome. Lettres à Olympias, 2nd edn.”, Ed. Malingrey,


A.–M.Paris: Cerf, 1968; Sources chrétiennes 13 bis.Epistle 8, sec. 1, li 8

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ηʹ

 Ἤρκει μὲν καὶ ἡ πρώην ἐλθοῦσα ἐπιστολὴ πρὸς τὴν


ἐμμέλειαν τὴν σὴν καταστεῖλαί σου τῆς ὀδύνης τὴν φλεγ-
μονήν· ἐπειδὴ δέ σε σφόδρα κατειργάσατο τῆς ἀθυμίας ἡ
τυραννίς, ἀναγκαῖον εἶναι ἐνόμισα καὶ δευτέραν προσθεῖναι τῇ
προτέρᾳ, ὥστε σε μετὰ δαψιλείας πολλῆς καρπώσασθαι τὴν
παράκλησιν καὶ ἐν ἀσφαλεῖ σοι τὰ τῆς ὑγιείας εἶναι λοιπόν.
 Δεῦρο δὴ οὖν καὶ ἑτέρωθεν διασκεδάσω σου τῆς ἀθυ-
μίας τὴν κόνιν. Καὶ γὰρ ἀπὸ ἕλκους καὶ οἰδημάτων χαλεπῶν
κόνιν οἶμαι αὐτὴν γεγενῆσθαι. Πλὴν ἀλλ' οὐδὲ οὕτως ἀμελη-
τέον τῆς ἐπιμελείας τῆς σῆς. Ἐπεὶ καὶ ἡ κόνις τὸν μὴ μετὰ
σπουδῆς αὐτὴν ἐκκλίνοντα ἐν τῷ καιριωτάτῳ τῶν μελῶν ἐπά-
γει τὴν λύμην, τὸ διειδὲς τῆς κόρης θολοῦσα καὶ ὁλόκληρον
διαταράττουσα τοῦ ῥᾳθυμοῦντος τὸ ὄμμα, ἵν' οὖν μὴ καὶ
ἐνταῦθα τοῦτο γένηται, μετὰ σπουδῆς πολλῆς καὶ τὸ λείψανον
ἀνέλωμεν τοῦ κακοῦ. Ἀλλὰ διανάστηθι καὶ χεῖρα ἡμῖν ὄρε-
ξον. Ὅπερ γὰρ ἐπὶ τῶν τὰ σώματα καμνόντων συμβαίνειν
εἴωθεν, ἂν τὰ τῶν ἰατρῶν μὲν εἰσφέρηται, τὰ δὲ ἐκείνων
ἐλλιμπάνῃ, διακόπτεται τῆς ὑγιείας τὸ κέρδος,

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem (homiliae 1–88) (2062: 153); MPG


59.Vol 59, pg 52, ln 22

παρόντες ἦσαν ἡνίκα ὠργίζοντο. Καθάπερ γὰρ οἱ


παραπαίοντες τοὺς παρόντας ἀγνοοῦντες, ὅταν σω-
φρονήσωσι, τότε ταῦτα λογίζονται, Ἆρα μὴ φίλοι,
ἆρα μὴ πολέμιοι καὶ ἐχθροὶ οἱ θεασάμενοι; καὶ γὰρ
ὁμοίως ὑπὲρ ἀμφοτέρων δεδοίκασι· τῶν μὲν, ὡς
καταγνωσομένων καὶ μείζονα ποιησόντων τὴν αἰσχύ-
νην· τῶν δὲ, ὡς ἐφησθησομένων. Ἂν δὲ καὶ πληγὰς
τείναντες τύχωσιν ἀλλήλοις, χαλεπώτερον τὸ δέος,
οἷον μή τι τῶν χαλεπωτάτων συμβαίη περὶ τὸν πα-
θόντα, ἢ πυρετὸς ἀκολουθήσας ἐπενέγκοι θάνατον,
ἢ οἴδημα ἀναστὰν δυσίατον εἰς τὸν περὶ τῶν ἐσχάτων
177

καταστήσῃ κίνδυνον. Καὶ, τί γάρ μοι μάχης ἔδει;


τί δὲ ὕβρεων καὶ φιλονεικίας; ἀπόλοιτο τὰ καὶ τά.
Καὶ πᾶσι καταρῶνται τοῖς πράγμασι λοιπὸν τοῖς
ἐπικήροις τούτοις, καὶ παρασχοῦσιν αὐτοῖς τὴν ἀρ-
χήν. Οἱ δὲ ἀλογώτεροι καὶ δαίμονας πονηροὺς καὶ
ὥραν αἰτιῶνται κακὴν τῶν γεγενημένων. Ἀλλ' οὐκ
ἔστιν ὥρας κακῆς· οὐδὲ γάρ ἐστιν ὥρα κακή ποτε·
οὐδὲ δαίμονος ταῦτα πονηροῦ, ἀλλὰ τῆς πονηρίας
τῶν ἑαλωκότων. Οὗτοι γὰρ καὶ τοὺς δαίμονας ἐπι-
σπῶνται, καὶ πάντα ἑαυτοῖς ἐπάγουσι τὰ δεινά.

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem 1-88) Vol 59, pg 482, ln 28

βεῖν, τῶν λογισμῶν οὐχ ἡσυχαζόντων.


 Βαρὺ γὰρ, βαρὺ καὶ φορτικὸν ἡ ἁμαρτία, καὶ μο-
λίβδου παντὸς χαλεπώτερον. Ὁ γοῦν αἰσθόμενος αὐτῆς,
οὐδὲ μικρὸν ἀναβλέψαι δυνήσεται, κἂν σφόδρα ἀναίσθη-
τος ᾖ. Οὕτω γοῦν καὶ ὁ Ἀχαὰβ, καίτοι σφόδρα ἀσεβὴς
ὢν, ἐπειδὴ ταύτης ᾔσθετο, κάτω κύπτων ἐβάδιζε, συν-
τετριμμένος καὶ τεταλαιπωρημένος. Διὰ τοῦτο καὶ σάκ-
κον περιεβάλετο, καὶ πηγὰς ἠφίει δακρύων. Ἂν τοῦτο
ποιῶμεν ἡμεῖς, καὶ πενθῶμεν ὡς ἐκεῖνος, ἀποδυσόμεθα
τὰ ἐγκλήματα ὡς Ζακχαῖος, καὶ ἡμεῖς τευξόμεθά τινος
συγγνώμης. Καθάπερ γὰρ ἐπὶ τῶν οἰδημάτων καὶ
τῶν συρίγγων, ἂν μὴ πρότερον στήσῃ τις τὸν χυμὸν τὸν
ἐπιῤῥέοντα, καὶ τὸ τραῦμα ἐπιτρίβοντα, ὅσα ἂν ἐπιθήσῃ
φάρμακα, τῆς πηγῆς τοῦ κακοῦ μὴ κατασχεθείσης,
εἰκῆ πάντα ποιεῖ· οὕτω καὶ ἡμεῖς, ἂν μὴ τὴν χεῖρα
στήσωμεν τῆς πλεονεξίας καὶ τὴν πονηρὰν ταύτην
ἐπιῤῥοὴν ἀναστείλωμεν, κἂν ἐλεημοσύνην δῶμεν, εἰκῆ
πάντα ποιοῦμεν. Τὸ γὰρ θεραπευθὲν δι' αὐτῆς, ἐπελθοῦσα
ἡ πλεονεξία κατέκλυσε καὶ ἐλυμήνατο, καὶ χαλεπώτε-
ρον τοῦ προτέρου εἰργάσατο. Παυσώμεθα τοίνυν ἁρπά-
ζοντες, καὶ οὕτως ἐλεήσωμεν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1–55) (2062:


154); MPG 60.Vol 60, pg 350, ln 5

νος γὰρ ἐν σκότῳ ἐστί· τοιοῦτον γὰρ ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ἀλα-


ζονεία. Σὺ δὲ ὁ τούτων ἀπηλλαγμένος καὶ ὑγιαίνων
πρόσελθε, πρὸς τὸν κάμνοντα ὁ ἰατρός. Μή τις λέγει τῶν
ἰατρῶν, Ἐπειδὴ ἀσθενεῖ οὐκ ἀπέρχομαι; Ἀλλὰ διὰ
178

τοῦτο μάλιστα βαδίζουσιν, ὅταν ἴδωσι μὴ δυνηθέντα ἐλ-


θεῖν. Τῶν μὲν γὰρ δυναμένων καὶ ἐλάττονα φροντίζου-   
σιν, ὡς οὐ νοσούντων σφόδρα, τῶν δὲ κατακειμένων
οὐκέτι. Ἢ οὐ δοκεῖ σοι ἀῤῥωστίας εἶναι χαλεπώτερον
ἀπόνοια καὶ θυμός; οὐχ ὁ μὲν πυρετῷ τινι ἔοικε σφοδρῷ,
ἡ δὲ φλεγμαίνοντι σώματι καὶ οἰδαίνοντι; Ἐννόησον ὅσον
ἐστὶ πυρετὸν ἔχειν καὶ οἴδημα· ἄπελθε, σβέσον τὸ πῦρ·
δύνασαι γὰρ τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ· ὥσπερ ὕδατι κατά-
στειλον τὴν φλεγμονήν. Τί οὖν, ἂν αὐτῷ τούτῳ πλέον
ἐπαίρεται, φησίν; Οὐδὲν παρὰ σέ· σὺ μὲν γὰρ τὸ σαυ-
τοῦ ἐποίησας, ἐκεῖνος δὲ ἑαυτῷ λογιζέσθω· μὴ καταγι-
νωσκέτω ἡμῶν τὸ συνειδὸς, ὅτι ἡμῶν ἐλλειπόντων τι
τῶν δεόντων τοῦτο γίνεται. Ψώμιζε, φησὶ, τὸν ἐχθρόν
σου· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύ-
σεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Καὶ ὅμως, καὶ τούτου
ὄντος, κελεύει ἀπελθεῖν καὶ καταλλαγῆναι καὶ εὐεργε-
τεῖν, οὐχ ἵνα ἄνθρακας πυρὸς σωρεύωμεν, ἀλλ' ἵνα

Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1–44)


(2062: 156); MPG 61.Vol 61, pg 97, ln 35

δόξαν, ἀλλ' ἑτέροις αὐτὴν παρέχοντες, καὶ εὐκο-


λώτερον ἂν ἤνεγκαν τὴν νουθεσίαν, καὶ κυριώτεροι
τῶν ἀρχόντων ἦσαν πρὸς τὸ λῦσαι τὸ νόσημα. Ἄρα
καὶ τοῦτο φυσιώσεως, τὸ ὑπὲρ ἑτέρου ἐπαίρεσθαι,
κἂν μὴ ἐπὶ τοῖς αὑτοῦ τις τοῦτο πάσχῃ. Ὥσπερ γὰρ
ὁ ἐπὶ πλούτῳ μέγα φρονῶν ἀλλοτρίῳ, ἐξ ἀπονοίας
αὐτὸ ποιεῖ· οὕτω καὶ ὁ ἐπὶ τῇ δόξῃ τοῦ ἑτέρου. Καὶ
καλῶς φυσίωσιν ἐκάλεσεν.
 Ὅταν γὰρ ἐπαναστῇ τὸ μέλος τὸ ἓν, οὐδὲν ἕτερόν
ἐστιν ἢ φλεγμονὴ καὶ νόσημα· ἄλλως γὰρ οὐ γίνεται
ὑψηλότερον ἕτερον ἑτέρου μέλος, ἀλλ' ἢ ὅταν οἴδημα
γένηται. Οὕτω τοίνυν καὶ ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλη-
σίας ὁ φλεγμαίνων καὶ φυσιούμενος, αὐτὸς ἂν εἴη ὁ
νοσῶν· οἰδεῖ γὰρ ὑπὲρ τὴν κοινὴν συμμετρίαν. Τοῦτο
γάρ ἐστιν οἴδημα. Οὕτω καὶ ἐν τῷ σώματι γίνεται,
ὅταν νόθος τις καὶ πονηρὸς ἐπιῤῥεύσῃ χυμὸς, ἀλλὰ
μὴ ἡ εἰωθυῖα τροφή. Οὕτω καὶ ἀλαζονεία τίκτεται,
ἀλλοτρίων ἡμῖν ἐπεισερχομένων λογισμῶν. Καὶ ὅρα
πῶς κυρίως εἶπε· Μὴ φυσιοῦσθε. Τὸ γὰρ πεφυ-
σημένον ὄγκον ἔχει πνεύματος ἐμπεπλησμένον χυμοῦ
διεφθορότος.
179

Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1-44)


Vol 61, pg 97, ln 39

κἂν μὴ ἐπὶ τοῖς αὑτοῦ τις τοῦτο πάσχῃ. Ὥσπερ γὰρ


ὁ ἐπὶ πλούτῳ μέγα φρονῶν ἀλλοτρίῳ, ἐξ ἀπονοίας
αὐτὸ ποιεῖ· οὕτω καὶ ὁ ἐπὶ τῇ δόξῃ τοῦ ἑτέρου. Καὶ
καλῶς φυσίωσιν ἐκάλεσεν.
 Ὅταν γὰρ ἐπαναστῇ τὸ μέλος τὸ ἓν, οὐδὲν ἕτερόν
ἐστιν ἢ φλεγμονὴ καὶ νόσημα· ἄλλως γὰρ οὐ γίνεται
ὑψηλότερον ἕτερον ἑτέρου μέλος, ἀλλ' ἢ ὅταν οἴδημα
γένηται. Οὕτω τοίνυν καὶ ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλη-
σίας ὁ φλεγμαίνων καὶ φυσιούμενος, αὐτὸς ἂν εἴη ὁ
νοσῶν· οἰδεῖ γὰρ ὑπὲρ τὴν κοινὴν συμμετρίαν. Τοῦτο
γάρ ἐστιν οἴδημα. Οὕτω καὶ ἐν τῷ σώματι γίνεται,
ὅταν νόθος τις καὶ πονηρὸς ἐπιῤῥεύσῃ χυμὸς, ἀλλὰ
μὴ ἡ εἰωθυῖα τροφή. Οὕτω καὶ ἀλαζονεία τίκτεται,
ἀλλοτρίων ἡμῖν ἐπεισερχομένων λογισμῶν. Καὶ ὅρα
πῶς κυρίως εἶπε· Μὴ φυσιοῦσθε. Τὸ γὰρ πεφυ-
σημένον ὄγκον ἔχει πνεύματος ἐμπεπλησμένον χυμοῦ
διεφθορότος. Ταῦτα δὲ λέγει, οὐ τὴν θεραπείαν ἐκ-
κόπτων, ἀλλὰ τὴν ἐπὶ κακῷ θεραπείαν. Βούλει
θεραπεύειν τὸν δεῖνα;

Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Ephesios (homiliae 1–24)


(2062: 159); MPG 62.Vol 62, pg 109, ln 4

εἰ βούλει μαθεῖν διὰ τῶν πραγμάτων, μηδέποτε


κράζῃς, καὶ οὐδέποτε ὀργισθήσῃ· ἰδοὺ τρόπος ἀοργη-
σίας. Ὥσπερ γὰρ οὐκ ἔνι τὸν μὴ κράζοντα ὀργισθῆ-
ναι, οὕτως οὐκ ἔνι τὸν κράζοντα μὴ ὀργισθῆναι.
Μὴ γάρ μοι τὸν βαρύμηνιν εἴπῃς καὶ μνησίκακον καὶ
αὐτοπικρίαν καὶ αὐτοχολήν· ἡμεῖς περὶ τῆς τοῦ πά-
θους συναρπαγῆς διαλεγόμεθα νῦν.  
 γʹ. Ὥστε οὐ μικρὸν πρὸς τοῦτο συμβάλλεται τὸ παι-
δεῦσαι τὴν ψυχὴν μηδέποτε κράζειν καὶ βοᾷν. Τὰ
πτερὰ περικόπτεις τῆς ὀργῆς, τὴν κραυγὴν περιαι-
ρῶν, τὸ οἴδημα καταστέλλεις τῆς καρδίας. Ὥσπερ
γὰρ οὐκ ἔστι τὰς χεῖρας μὴ ἀντάραντα παλαίειν,
οὕτως οὐκ ἔνι μὴ κράζοντα συμποδίζεσθαι. Δῆσον
180

τοῦ πυκτεύοντος τὰς χεῖρας, καὶ κέλευσον πυκτεύειν,


ἀλλ' οὐ δυνήσεται· οὕτως οὐδὲ ὁ θυμός. Ἡ δὲ κραυγὴ
καὶ τὸν οὐκ ὄντα ἐξαίρει· καὶ μάλιστα ἐντεῦθεν τα-
χέως ἁλίσκεται τὸ τῶν γυναικῶν γένος, αἳ, ὅταν
ὀργίζωνται ταῖς θεραπαινίσι, τὴν οἰκίαν ἅπασαν τῆς
κραυγῆς πληροῦσι τῆς ἑαυτῶν· πολλάκις δὲ καὶ εἰ
παρὰ στενωπὸν τυγχάνοι ᾠκοδομημένη ἡ οἰκία

Ιωάννης Χρυσόστομος. Homilia habita postquam presbyter Gothus


concionatus fuerat (2062: 177); MPG 63.Vol 63, pg 505, ln 23

ταύτῃ ἀπατηθεὶς, ἥψατο τοῦ δένδρου, καὶ τὸν νόμον


ἐπάτησε, καὶ τὴν ἐντολὴν παρέβη. Διά τοι τοῦτο καὶ ὁ
Θεὸς κατάλληλον τῷ τραύματι τὸ φάρμακον κατεσκεύα-
σεν. Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῶν σωμάτων τὰ ἐναντία τῶν ἐναν-
τίων ἐστὶν ἰατικὰ, καθάπερ καὶ ἰατρῶν παῖδές φασι, καὶ
τὸ κατεψυγμένον θερμαίνομεν, καὶ τὸ καταξηρανθὲν
ὑγραίνομεν· οὕτω δὴ καὶ ὁ Θεὸς ἐπὶ τῶν παθῶν τῆς ψυ-
χῆς ἐποίησεν. Ἐπειδὴ γὰρ ἀπόνοια αὐτὴν ἐπῆρε καὶ
φλεγμᾶναι παρεσκεύασε, φάρμακον ἐπέθηκε καταστέλ-
λον αὐτῆς τὸ φύσημα καὶ καθαιροῦν τὸ οἴδημα. Ποῖον δὲ
φάρμακον; Τὸν θάνατον ἐπιτειχίσας αὐτῇ. Διὰ τοῦτο
οὐχὶ θνητὸν τὸ σῶμα μόνον εἰργάσατο, ἀλλὰ καὶ σήπε-
σθαι παρεσκεύασε καὶ φύρεσθαι, καὶ πηγὰς βρύειν σκω-
λήκων, καὶ εἰς ἰχῶρα καταλύειν καὶ δυσωδίας πληροῦ-
σθαι, θεμέλια ταπεινοφροσύνης προαποτιθέμενος, καὶ
οὐδέποτε οὐδὲ τὸν σφόδρα ἀπονενοημένον ἀφιεὶς μέγα
φρονεῖν. Τί γὰρ δυσωδέστερον ἀνθρωπίνου σώματος; τί
δὲ εὐτελέστερον τελευτήσαντος;

Didymus Caecus Scr. Eccl., Frag. in Psalmos (e commentario altero)


(2102: 021)“Psalmenkommentare aus der Katenenüberlieferung, 2 vols.”,
Ed. Mühlenberg, E.Berlin: De Gruyter, 1:1975; 2:1977; Patristische
Texte und Studien 15 & 16.Fragment 1056, line 4

καταγηράσητε, ἐγώ εἰμι. Ps 111,9c


 Κέρας τὸν θεόν φησι. πάντες γὰρ οἱ δίκαιοι τοῦτο θαρροῦντές φασιν Ἐν
σοὶ τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν κερατιοῦμεν. καὶ ὁ μακαριζόμενος τοίνυν τοὺς
ἐχθροὺς
ἑαυτοῦ ἐν κυρίῳ κερατίσας τὸ κέρας ᾧ αὐτοὺς καθεῖλεν ἐν δόξῃ
181

ὑψούμενον
ἔχει.
Ps 111,10
 Ἐν τῷ μετὰ ταῦτα βίῳ τυγχανόντων τῶν ἐπαγγελιῶν τῶν εὖ βεβιωκότων,

τῶν ἁμαρτωλῶν ἕκαστος περιτυχὼν κολάσει ὄψεται ὃν ἐπόρθησε


δίκαιον,
καὶ ὀργισθήσεται καθ' ἑαυτοῦ ἐν μεταμελείᾳ σφοδροτάτῃ γινόμενος, ὅτε
καὶ  
βρύξει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ τακήσεται ἀποβαλὼν τὸν ὄγκον καὶ τὸ
οἴδημα
τῆς ὑλικῆς καὶ σαρκικῆς ἕξεώς τε καὶ προαιρέσεως, τῆς τῶν ἁμαρτωλῶν
ἐπιθυμίας ἀπολλυμένης. ἀμέλει γοῦν καὶ βρύχουσι καθ' ἑαυτῶν τοὺς
ὀδόντας.
συμβαίνειν ταῦτα τοῖς κολαζομένοις καὶ ὁ σωτὴρ εἶπε φάσκων Ἐκβάλετε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς


τῶν
ὀδόντων.
 Ἀλλὰ μὴ οὕτως βραδὺς ἔσο ὡς αἰσθητοὺς ὀδόντας νομίζειν λέγεσθαι.
ἐπεὶ
μηδὲ Ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας αἰσθητῶς λαμβάνομεν, μήποτ'
οὖν οἱ
τραφέντες ἐν τῷ βίῳ τούτῳ τὴν κακίαν καὶ τὴν συνηρμοσμένην αὐτῇ
δυσσέβειαν οἵαν τροφὴν δηλητήριον ψυχικαῖς δυνάμεσί τισι τὰ ἄθεα
δόγματα
κατελέαινον οἷα ὀδοῦσι καὶ μύλαις μεταμελούμενοι·

Παλλαδιος. Dialogus de vita Joannis Chrysostomi (2111: 004)


“Palladii dialogus de vita S. Joanni Chrysostomi”, Ed. Coleman–Norton,
P.R.Cambridge: Cambridge University Press, 1928.Page 40, line 21

των· καὶ προσπεσόντες αὐτοῦ τοῖς γόνασιν, ἐδέοντο βοηθῆσαι


ψυχαῖς συκοφαντουμέναις καὶ λεηλατουμέναις ὑπὸ τῶν τοῦτο
μᾶλλον ἢ εὖ ποιεῖν εἰθισμένων. ἔστη ὁ Ἰωάννης καὶ εἶδεν
πεντήκοντα λογάδων ἀνδρῶν πολιὰν πόνοις ἱεροῖς βαφεῖσαν
στολὴν ἠμφιεσμένην, καὶ δριμυχθεὶς φιλαδελφίας πάθει, κατὰ
τὸν Ἰωσήφ, δάκρυσι συνεσχέθη, πυνθανόμενος παρ' αὐτῶν,
ποῖος “ὗς ἐκ δρυμοῦ ἢ μονιὸς ἄγριος τῇ” πολυκάρπῳ “ταύτῃ
ἀμπέλῳ” ἐβάσκηνεν. οἱ δέ φασιν· “Καθίσας, πάτερ, μότωσον
ἡμᾶς οὐχ ὡς ἔτυχεν τρωθέντας τῇ Θεοφίλου τοῦ πάπα μανίᾳ,
εἰ ἄρα δυνηθείης συνουλῶσαι ἡμῶν τὰ τῶν τραυμάτων οἰδήματα· ἐὰν
182

γὰρ καὶ αὐτὸς ἡμᾶς παραλογίσῃ, ἢ αἰδεσθεὶς ἢ


φοβηθεὶς τὸν Θεόφιλον κατὰ τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους, οὐδὲν
λοιπὸν παρ' ἡμῶν ὑστερεῖται ἢ τῷ βασιλεῖ προσελθόντας ἀνα-
διδάξαι τὰς αὐτοῦ κακοπραγίας ἐπὶ ὕβρει τῆς ἐκκλησίας. εἰ
τοίνυν φροντίζεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπολήψεως, ἐπινεύσας
πεῖσον αὐτὸν συγχωρῆσαι ἡμῖν τὴν οἴκησιν τὴν ἐν Αἰγύπτῳ,
μηδὲν ἐπταικόσι μήτε εἰς τὸν νόμον τοῦ Σωτῆρος, μήτε εἰς  
αὐτὸν ἐκεῖνον.” ἐπὶ τούτοις νομίσας ὁ Ἰωάννης εὐχερῶς μετα-
βάλλειν τὴν Θεοφίλου πρὸς αὐτοὺς μνησικακίαν, ἡδέως ἥρπασεν
τὸ πρᾶγμα· παρακαλέσας δὲ τοὺς ἄνδρας φιλοθέῳ σιγῇ πρὸς
πάντας ἡσυχάσαι τὴν αἰτίαν τῆς παρουσίας,

Παλλαδιος. Dialogus de vita Joannis Chrysostomi Page 104, line 7

τήσαντες ἐν Κωνσταντινουπόλει· Ἀμμώνιος μέν, ὡς οἱ περὶ


Αὐρήλιον καὶ Σισίννιον διηγήσαντο, προφητεύσας περὶ τὴν
ἔξοδον, ὡς μεγάλου διωγμοῦ ἐπιγενομένου καὶ σχίσματος ταῖς
ἐκκλησίαις, αἴσχιστον τέλος ἀπενεγκεῖν τοὺς αἰτίους καὶ οὕτως  
ἑνωθῆναι τὰς ἐκκλησίας· ὃ δὴ καὶ ἐκ μέρους γεγένηται καὶ
γενήσεται (ἐντεῦθεν γάρ τινων τὰ σώματα, ἐπισκόπων τε καὶ
λαϊκῶν, ἡ νόσος παραλαβοῦσα ποικίλοις πάθεσιν ἐμερίζετο,
πυρετῷ μὲν μαλακῷ τὰ σπλάγχνα διακαίουσα, κνησμῷ δ' ἀφο-
ρήτῳ τὴν ἐπιφάνειαν ὅλην τοῖς ὄνυξιν ἐξορύττουσα, κόλου τε
συνεχεῖς ἀλγηδόνες. τινὸς περί τε τοὺς πόδας ὑδρωπιῶντος
οἰδήματα πελιδνά· ἑτέρου δὲ ῥεύματα περὶ τὰ τέσσαρα ἄρθρα
θερμὸν ψυχρὸν τοὺς κακῶς ὑπογράψαντας δακτύλους ἔφρισσεν,
τοῦ τε ἤτρου φλεγμονὴ καὶ διὰ μορίου τινὸς σηπεδὼν δυσωδίαν
εἰς μακρὸν παρατείνουσα, σκώληκας γεννῶσα. ὀρθόπνοιά τε
πρὸς τούτοις καὶ δύσπνοια καὶ πάντων τῶν μελῶν διατάσεις·
φαντασίαι τε νυκτεριναὶ εἰς κύνας λυττῶντας καὶ ξιφήρεις
βαρβάρους, ἀλλόγλωσσον καὶ κυματώδη φωνὴν ἐξηχοῦντας,
μετεσχηματίζοντο, ἄϋπνον τὸν ὕπνον ἀποτελοῦσαι. ἕτερος δὲ
ἐξ ἵππου πεσὼν καὶ καυληδὸν τὸ δεξιὸν κατεάξας σκέλος παραυ-
τίκα τὸ ζῆν ἀπέῤῥηξεν· ἄλλος ἀποκλεισθεὶς τὴν φωνὴν ὀκτα-
μηνιαίῳ χρόνῳ ἐπὶ κλίνης ἐταριχεύετο, μηδὲ τῷ ἰδίῳ στόματι

Παλλαδιος. Dialogus de vita Joannis Chrysostomi


Page 107, line 9

αὐτοῦ πολλοὶ ἐν ἐπισκόποις μαθηταὶ κατηριθμήθησαν. οὗτοί


εἰσι, περὶ ὧν τρίτην ἡμέραν διηγησάμεθα, Ἰσιδώρου χάριν τοῦ  
183

πρεσβυτέρου τῆς ἐρήμου ἠλάσθαι παρὰ Θεοφίλου τοῦ πάπα.


οὗτοί εἰσιν, οὓς παρεῖδον ἱερεῖς καὶ Λευῗται, καὶ εἰς αἰσχύνην
ἀνδρῶν ἀνδρεία γυνὴ ὑπεδέξατο καὶ εἰς κρῖμα ἐπισκόπων διά-
κονος θήλεια ἐξένισεν, ἧς ὁ ἔπαινος ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἐμπολι-
τεύεται πολλῶν ἕνεκεν, τὸν Σαμαρείτην ἐκεῖνον, ὅστις ποτέ ἐστι,
μιμησαμένη, ὃς τὸν ὑπὸ λῃστῶν συντριβέντα, ἡμιθανῆ, ἐν τῇ
καταβάσει Ἰερειχὼ εὑρών, ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐπεβίβασεν ὑποζύγιον
μέχρι τοῦ πανδοχείου ἐνηνοχώς, καὶ τὸ τῆς φιλανθρωπίας
ἔλαιον σὺν τῷ στύφοντι οἴνῳ κεράσας ἰάσατο τὰ οἰδήματα.
καὶ ταῦτα μὲν εἰρήσθω. ὅσην δὲ περιουσίαν χρημάτων ἢ κτη-
μάτων τοῖς δεομένοις διένειμεν, οὐκ ἐμὸν τὸ λέγειν, ἀλλὰ τῶν
εὖ παθόντων (ὑπερόριος γὰρ ὤν, ἀβαρὴς ἐφυλάχθην). ἄκουσον
δὲ τῆς μείζονος ἀρετῆς. ὀρφανὴ γὰρ ἀνδρὶ συναφθεῖσα οὐ συνε-
χωρήθη παρὰ τοῦ προγνώστου Θεοῦ, τοῦ προορῶντος τὰς τῶν
ἀνθρώπων ἐκβάσεις, οὐδὲ εἴκοσι μῆνας δουλεῦσαι τῇ τῆς σαρκὸς
ἡδονῇ τῆς πάντων βασιλευούσης, τοῦ συναφθέντος αὐτῇ συν-
τόμως τὸ τῆς φύσεως χρέος ἀπαιτηθέντος. λέγεται δὲ παρθένος
ὑπάρχειν, ὡς ἡ φήμη διδάσκει. δυναμένη γὰρ τῷ ἀποστολικῷ
νόμῳ δουλεῦσαι τῷ, “Βούλομαι νεωτέρας χήρας γαμεῖν,

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1–51 (2200: 005)


“Libanii opera, vols. 5–7”, Ed. Foerster, R.Leipzig: Teubner, 5:1909;
6:1911; 7:1913, Repr. 1997.Declamation 33, (subdiv) 1, sec. 42, line 9

δὲ μὴ ποιεῖσθαι σαυτοῦ κύριον; ἢ σοῦ μὲν ἐγὼ κύριος,


σὺ δὲ τῆς δωρεᾶς; καὶ πῶς ἔνεστι;
 Θαυμάσεται τοίνυν τὸν στέφανον καὶ φήσει
δόξης μὲν ἅπαντα λείπεσθαι πλοῦτον, ἐν δὲ τῷ στε-
φάνῳ τὴν δόξαν εἶναι. τὰ τῶν τετυφωμένων, ὦ παῖ,
μοι λέγεις, τὰ τῶν ἀλαζόνων, τὰ τῶν δοξοκοπούντων,  
παρ' οἷς οὐδὲν ἂν εὕροις ἢ γνάθους πεφυσημένας, τὰ
δ' ἔνδον λιμὸς πολύς. ἐκεῖνοί σε ταῦτα ἐπαίδευσαν.
δι' ἐκείνους τὰς φρένας νοσεῖς. τοῦτο καὶ τοὺς ἀθλίους
ἀθλητὰς ἀπολώλεκεν, οἳ πειθόμενοι τὸν Ὀλυμπίασι
κότινον οὐκ ἄλλο τι ἢ κότινον εἶναι οἰδημάτων μὲν
καὶ τραυμάτων ἐπανίασι γέμοντες, μικρὸν δὲ ὕστερον
προσαιτοῦντες ἀποζῶσι.
         τί δ' ἂν εἴη δόξης μᾶλλον
γελοῖον ἣν οὔτε ἰδεῖν ἔστι τοῖς ὀφθαλμοῖς οὔτε
εἰς χεῖρας λαβεῖν; ἐπεί, φέρε, ὥσπερ ἐγώ σοι δείκνυμι
τἀργύριον καὶ τοὺς στατῆρας καὶ πάνθ' ἁπλῶς ἃ οἴ-
κοι τε ἔστιν ἔχειν καὶ ἀποδημοῦντα φέρειν, οὕτω σύ
184

μοι δεῖξον ἐν ποίῳ βαλαντίῳ τὴν δόξαν κατακλείσας


ἔχεις καὶ τί δύναιο ἂν τῶν ὠνίων ταύτῃ πρίασθαι,
ποῖον βοῦν; τίνα ὑφαντά;

Pseudo-Polemon, Physiognomonica (2233: 001)“Scriptores


physiognomonici Graeci et Latini, vol. 1”, Ed. Foerster, R.
Leipzig: Teubner, 1893.Sec. 17, line 2

κινοῦνται καὶ μεγάλοι εἰσίν, οὐ πονηροὺς ἄνδρας σημαίνουσιν,


εἰ μή τι ἄλλο παρακολουθήσει σημεῖον, τὴν γὰρ κοιλότητα
ἥ τε ἰκμὰς καὶ τὸ μέγεθος παραμυθεῖται. ὀφθαλμοὶ κοῖλοι
καὶ μικροὶ ἤθη δόλια σημαίνουσιν, ἐπίβουλα ἀνθρώποις,
ζήλῳ καὶ φθόνῳ τετηκότα, ξηρότεροι δὲ καὶ  
πρὸς τοῖς εἰρημένοις κακοῖς ἀπιστίαν καὶ ἱεροσυλίαν
τοῦ ἀνδρὸς κατηγοροῦσιν. οἱ μὲν οὖν ἀτενεῖς ὀφθαλμοὶ
ἀχρηστότερα ἤθη ἐμφαίνουσιν, οἱ δὲ ὑπορρέοντες δολερώτερα,
εἰ δὲ τῇ ἀβρότητι ὑπορρέοιεν, μωρότερα.
 Οἱ ὀφθαλμοὺς ἐξέχοντας ἔχοντες οὐκ ἐπαινετοὶ ἄν-
δρες. οἷς μὲν οἴδημα περίκειται κύκλῳ, τὰ δὲ ὡς τάφρος  
βαθεῖα καὶ στενὴ περιακολουθεῖ, δολερὸν ἄνδρα ση-
μαίνουσιν. οἱ δὲ πάντη ἀνεστηκότες ἀσωτείαν καὶ ματαιότητα
καὶ μανίαν τῶν ἀνδρῶν κατηγοροῦσιν. προπήδησις
ὀφθαλμῶν αἱματωδῶν οἰνοφλύγων καὶ γαστριμάργων ἀν-
δρῶν σημεῖον. εἰ δὲ γλαυκοί εἰσιν οὗτοι, ἀδίκους καὶ ἀσυν-
έτους εἶναι νόει τοὺς ἄνδρας. εἰ δὲ καὶ τὰ βλέφαρα αὐτῶν
κρατοῦνται, πλείονα τὴν ἄνοιαν αὐτοῦ σημαίνουσιν. εἰ δὲ  
οἰδοῦντές εἰσι ξηρότεροι, πατροφόνοι τε καὶ μητρο-
φόνοι παιδοφθόροι τε καὶ φαρμακοὶ καὶ τὰ ὅμοια τούτων. εἰ
δὲ ὑψηλοί εἰσιν οἱ ὀφθαλμοὶ μεγάλοι καὶ λαμπροὶ

Orion Gramm., Etymologicum (2591: 001)“Orionis Thebani


etymologicon”, Ed. Sturz, F.G.Leipzig: Weigel, 1820, Repr. 1973.
Alphabetic letter beta, p. 33, line 22

πλεονασμῷ τοῦ κ, βάζω βάξω βάχος καὶ βάκχος, ὡς


παρὰ τὴν ἰαχὴν ἴαχος· καὶ ἴ.
Βάκχος· οἱ γὰρ μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται·
ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μεί-
ζων.
Βάπτω, βλάβω, βλάπτω, ἐπεισόδῳ τοῦ τ καὶ τρο-
πῇ τοῦ β εἰς π, βλάπτω.
185

Βλάξ, συγκοπὴ, καὶ μετάθεσις τοῦ μ εἰς β μαλακὸς


καὶ παρώνυμον μάλαξ καὶ βλάξ. οὐ γὰρ ἐδύνατο τὸ μ
προτάττεσθαι τοῦ λ.
Βουβών, ἐπὶ τοῦ συμβαίνοντος οἰδήματος, παρὰ τὸ ἄγαν
βαίνεις εἰς ὕψος· βῶ οὖν βῶν, καὶ ἐπιτατικοῦ
μορίου τοῦ βοῦ βουβὼν, ὡς βούπαις, βουγάϊος, βού-
λιμος.
Βροτός, παρὰ τὸ μείρω μορτὸς εἴρηται ὁ ἄνθρωπος. Καλ-
λίμαχος· ἐδείμαμεν ἀστία μορτοί. μείρω δὲ τὸ με-  
ρίζω. Ὅμηρος· καὶ ἥμισυ μείρεο τιμῆς. μορτὸς οὖν,
ᾧ μεμέρισται ἡ εἱμαρμένη. καὶ ὑπερθέσει τοῦ ρ καὶ
τροπῇ τοῦ μ εἰς β, βροτός· οὐ γὰρ ἐδύνατο τὸ μὴ
προτάττεσθαι τοῦ ρ. κατὰ σύλληψιν. ὡς καὶ ἐν τῷ
μεσημβρία· μεσημρία γὰρ ἐστίν. οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν

Orion Gramm., Etymologicum Alphabetic letter omicron, p. 119, line 16

Ἀπολλώνιος ἐν τῷ περὶ Ἐπιῤῥημάτων.


Οὐσία. ἡ οὖσα ἀεί. παρὰ τὴν ὢν μετοχὴν, ὕπαρξιν
δηλοῦσαν, ὡς καὶ γέρων γερούσιος, ἑκὼν ἑκούσιος, καὶ
ὢν οὔσιος, καὶ ἐνούσιος ὁ ὑποστατικὸς, καὶ οὐσία θη-
λυκόν.
Οἰμώζειν. παρὰ τὸ οἴμοι ὁμοίως πεποίηται. οὕτως
Ἀπολλώνιος.
Ὄτλος. παρὰ τὸ τλῶ τὸ κακοπαθῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ
ο. ἢ παρὰ τὸ α τὸ ἐπιτατικόν. μεταβέβληται εἰς
ο, ἄτλος καὶ ὄτλος.
Οἶδμα. οἰδῶ οἰδήσω οἴδημα, καὶ συγκοπῇ, οἶδμα.
Ὄνειαρ. ὀνῶ, ὄναρ, καὶ πλεονασμῷ τῆς διφθόγγου,
ὄνειαρ.
Ὀρεσκῷος. παρὰ τὸ κῶ δηλοῦν τὸ κοιμῶμαι, οὗ
μέλλων κώσω, ῥηματικὸν ὄνομα κὼς, σύνθετον ὀρες-
κὼς, πλεονασμῷ τοῦ ω, ὀρεσκῷος. οὕτω Φι-
λόξενος.
Ὀλίγωρος. παρὰ τὴν ὥραν τὴν φροντίδα. τὸ δὲ ὀλί-
γον καὶ ἐπὶ τοῦ μηδαμῶς, ἢ ὀλίγον οἷ παῖδα, ἀντὶ
τοῦ οὐδαμῶς.

Michael Psellus Polyhist., Orationes panegyricae (2702: 006)


“Michaelis Pselli orationes panegyricae”, Ed. Dennis, G.T.
Stuttgart: Teubner, 1994.Oration 1, line 325
186

μενον καὶ μετὰ γνόφου καὶ λαίλαπος χρηματίζοντα, καὶ


θείων ἀκούειν δοκῶ φωνῶν. ὅθεν οὐδὲ τὸν ἀθέατον
γνόφον εἰσέρχομαι, ἀλλὰ μετὰ τῆς γερουσίας ἵσταμαι
πόρρωθεν, ἵνα μὴ τοῖς στερροῖς λόγοις ὡς λίθοις βληθῶ.
ὅταν δὲ φιλοσοφοῦντα ἴδω καὶ τὴν σκηνὴν ἀποθέμενον,
τὴν ἄρρητον ὁρῶ τοῦ θεοῦ συγκατάβασιν, τὸ ἀμέτρητον
βάθος τῆς ταπεινώσεως. εἰ γὰρ καὶ φίλων πόδας οὐκ ἔνι-
ψας, ἀλλὰ νοσούντων τραύματα κατεφίλησας, καὶ τοὺς μὲν
λευκανθίζοντας ὄγκους ὡς μαργαρίτας ἠγάπησας, τὰ δὲ
πυρρὰ τῶν οἰδημάτων ὡς τοὺς ἀνθρακώδεις λίθους καὶ
πυραυγεῖς.
 Τί δὲ οἱ τῷ θεῷ τοὺς τῆς ἀσκήσεως δρόμους ἰθύνοντες
οὐκ ἄν μοι γένοισθε καὶ αὐτοὶ μέρος τῆς πανηγύρεως καὶ
τοῦ καινοῦ τούτου ἀγῶνος συλλήπτορες; οὐχ οὗτος πρὸς
μὲν τὴν πρᾶξιν ὑμᾶς ἐγείρει, πρὸς δὲ τὴν θεωρίαν πτεροῖ,
καὶ τὴν μὲν πιναρὰν ὑμῶν κόμην καταφιλεῖ, τῆς δὲ  
πορφύρας τοὺς τρίβωνας ἀνταλλάσσεται; καὶ σφραγίσατέ
μοι τὸν λόγον τὸ Σιναῖον ὄρος, τὸ Ἱμαῖον, ὁ ὑψηλότατος
Ἄθως, ὁ βορειότατος Ὄλυμπος, ἐφ' οἷς οὐκ ἐξενοδόχηται
μέν, τοὺς δὲ ὑμῶν ἀνίπτους καὶ χαμαιεύνας πρὸς τὴν

Michael Psellus Polyhist., Poemata (2702: 015)“Michaelis Pselli


poemata”, Ed. Westerink, L.G.tuttgart: Teubner, 1992.
Poem 9, line 1043

 λειεντερικὴ συμβέβηκέ πως νόσος·


 καὶ γὰρ πέφυκεν ἐκκένωσις βρωμάτων
 ἄπεπτος, ὑγρά, μηδαμῶς πεπεμμένη.
 τὸ δεύτερον δὲ τούτου τοῦ πάθους πάθος
 καὶ κοιλιακὸν ὠνόμασαν οἱ πάλαι.
 ἀμφοῖν δέ πως πέφυκε λεπτή τις κρίσις·
 ἀπεψία γάρ, εἴ γε συντεταμένη,
 τῶν ἐντέρων πάθη τις, οὐ τῆς κοιλίας.
  Τενεσμός ἐστι τοῦ κενοῦν προθυμία,
 βραχεῖαν ἐξάγουσα χυμῶν οὐσίαν.
 οἴδημα καὶ γὰρ φλεγμονῶδες ἐν τέλει
 κεντεῖ πρὸς ἐκκένωσιν, ἀπατᾷ δέ γε.
  Δυσεντερία δ' ἕλκος ἐστὶν ἐντέρων
 ἐκ συμπαθείας ἢ πάθους πρωτοσπόρου.
 ἀποκρίσεις δὲ δεικνύουσι τὴν βλάβην
187

 πρῶτον χολώδεις, εἶτα καὶ ποικιλίαι


 ἰχωροειδεῖς, αἱματώδεις τὴν φύσιν
 τῆς ἑτέρας χολῆς τε τῆς μελαγχρόου.
 ἀλλ' εἰ μὲν ἐκκρίνοιτο κοπρία μόνον,
 πάθος πέφυκεν ἐντέρων τῶν παχέων·
 εἰ δ' ἡ κόπρος πέφυκεν ἐξηλκωμένη,

Μανουήλ Φίλης. Carmina (2718: 001)


“Manuelis Philae Carmina, vols. 1–2”, Ed. Miller, E.
Paris, 1855–1857, Repr. 1967.Chapter 1, poem 91, line 40

Ὅταν ἴδοις ἕτοιμον εἰς ῥῆξιν βίου.


Ὁ γὰρ φθόνος μάχαιραν ἠκόνησέ μοι
Πικρῶς ἀπειλῶν τὴν σφαγὴν τῆς καρδίας·
Εὗρόν γε μὴν καὶ σίμβλον ἐκ τῶν πραγμάτων
Ἐν τῷ πρυτανείῳ σε τῆς οἰκουμένης.
Ἐμοὶ γὰρ αὐτὸς δωρεῶν βλύζεις μέλι,
Χυμοὺς ἀναιρῶν μυστικῆς καχεξίας,
Κἂν, ὥσπερ εἰκὸς, ἡ γλυκύτης ἀλγύνῃ
Τοὺς ἐξ ἀφανοῦς δυσφοροῦντας ἰκτέρου.
Εὗρον δὲ καὶ σωτῆρα καθ' Ἱπποκράτην,
Χαυνοῦντα πολλῶν συμφορῶν οἰδήματα.
Σὺ καὶ τὸ θαῤῥεῖν τοῖς ἐμοῖς δίδως λόγοις,
Ὦ νοῦ βραβευτὰ καὶ καλῶν ἔργων φύσις·
Δίδου μὲν οὖν τὸν οἶνον ἐκ τῆς ἀμπέλου
Συχνὸν, καθαρὸν, ἀπὸ τῆς πρώτης ῥύμης,
Μή τις λάθῃ κάπηλος ἐγχέας ὕδωρ
Τοῖς τῶν σταφυλῶν ἐκθλιβεῖσι στεμφύλοις,
Κἀντεῦθεν ἡμῖν εὑρεθῇ πᾶς ὀξίνης,
Προδοὺς τὸ θερμὸν τῆς κλοπῆς τῇ συγχύσει·
Δίδου δὲ καὶ ἵππον ἐκ τῆς ἀγέλης,
Ὃν πρὶν μὲν ἐξήλαυνεν ἱππότης μέλας·  

Μανουήλ Φίλης. Carmina Chap 1, poem 163, line 19

Ἣν γὰρ ὑπεξίκμασεν ἡ νόσος φύσιν,


Τῇ σῇ δρόσῳ θάλλουσαν αὐτὴ δεικνύεις.
Θεὸς μὲν οὖν ἔπληξε τοὺς Αἰγυπτίους,
Μεταβαλὼν εἰς αἷμα πᾶν ὕδωρ πάλαι·
Τῆς σῆς δὲ πηγῆς, Μαριὰμ, τὸ ζῶν ὕδωρ
Αἵματος ἰσχὺν προσβαλὸν τῷ λειψάνῳ
188

Σωτηρίαν ἤνεγκεν ἐξ ἀντιστρόφου.


Καὶ γὰρ καθαιρεῖ τὰς νομὰς τῶν τραυμάτων,
Καὶ τῶν ὀδυνῶν τὴν πυρὰν καταψύχει,
Κἂν ὑδεριᾷ δυσπαθῶς τὸ σαρκίον,
Τὸ τοῦ πάθους οἴδημα συστέλλει ζέον·
Κἂν ἰσχνὸν εὕρῃ σῶμα καὶ μόλις πνέον,
Εἰς θρύψιν αὐτὸ καὶ χλιδὴν εὔχρουν τρέπει.
Τοιαῦτά σοι τὰ δῶρα, σεμνὴ παρθένε,
Πρὸς τὴν γυναῖκα τήνδε τὴν σὴν ἱκέτιν,
Ἣν καὶ ψυχικῆς ἐξαναστήσαις νόσου,
Τὸ ζῶν ὕδωρ χέασα τῆς ἀφθαρσίας.

Εἰς τὴν ὑπέραγνον θεοτόκον ἀπὸ προσώπου τῆς πρωτοστρατορίσσης.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Chapter 2, poem 190, line 8

Ἐπιτάφιοι εἰς τὸν Ἄγγελον ἐκεῖνον τὸν λεγόμενον Ἀείδαρον.

Ἐγώ ποτε ζῶν εἰς τὸν ἄστατον βίον


Τὸν ἐκ βρέφους ἄκοσμον ᾑρούμην βίον·
Τὸ γὰρ παρὸν πᾶν οὐκ ἀποχρῶν μοι κρίνων
Πρὸς τὴν μάτην σαίνουσαν εὐελπιστίαν
Ἀλλοτρίους ἤμειβον ἐκ τόπων τόπους,
Κύβοις δὲ καὶ κνίσμασιν αἰσχροῦ γαργάλου,
Καὶ κυμβάλων κρούμασι καὶ λήροις πότων,
Καὶ γαστρὸς οἰδήμασιν ἐκδοὺς τὴν φύσιν,
Ἀσωτίας ἔπλησα παπαὶ τὸν βίον·
Τὸ γὰρ λογικὸν τῆς ψυχῆς καθυβρίσας,
Καὶ τὴν ἀγωγὴν καὶ τὸ πατρῷον κλέος,
Μᾶλλον δ' ἐμαυτὸν καὶ τὸ πάτριον σέβας
Παρεφρόνουν, ἔπαιζον, ἠθυροστόμουν·  
Ἐξ Ἀγγέλου δὲ Πῶλος ὠνομασόμην,
Εἰς Λατίνων μίμησιν ἐσκεπασμένος·
Θανὼν δὲ νῦν οὐκ οἶδα πῆ γῆθεν τρέχω,
Ἀλλ' ἤ τις ἐστὶ σωστικὴ πίστις μόνη·
Ταύτην φέρων δίδωμι τῷ πλάσαντί με·

Μανουήλ Φίλης. Carmina Chapter 2, poem 211, line 57


189

14. Περὶ ἀδικίας.

Πρόθυμος ὁ κλώψ· τί ῥᾳθυμεῖς, καρδία;


Σπούδαζε καὶ δέσποζε τῆς ἀκηδίας,
Μήπως ὁ λῃστὴς ὑποδὺς τὴν ἀργίαν
Τὸ πνευματικὸν ἁρπάσῃ κειμήλιον.

15. Περὶ τῆς παμφάγου γαστρός.

Οἴδημα γαστρὸς βλαπτικῶν ἔργων τόκος·


Ὁ γὰρ ἀφανὴς τῶν παθῶν φυτοσπόρος
Ἀνδρίσεται μὲν τὴν τροφὴν ἐπεισφέρων,
Θεοῦ δὲ λιμὸν προξενεῖ παραυτίκα.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Chapter 3, poem 58, line 13

Τῆς γὰρ νόσου φάρμακον ἐπλούτουν μέγα,


Τὴν ἐν βίῳ σύνοικον ἐσκευασμένην
Ἐκ τοῦ γαληνοῦ τεχνίτου τῆς φύσεως·
Οὕτω δ' ἐκεῖνο δραστικὴν εἶχε κράσιν,
Ὡς καὶ μόνον πόῤῥωθεν εἰς νοῦν ἠγμένον
Πολλὰς ὀδυνῶν φλεγμονὰς ἀνατρέπειν·
Οὐκ ἦν γὰρ εἰκὸς τοῦ θεοῦ τῷ φαρμάκῳ
Μὴ συγκραθῆναί τινα καὶ ξένην χάριν·
Νυνὶ δὲ τί δρῶ, τί δὲ καὶ πάσχω πλέον
Ἄλγος κεφαλῆς καὶ μελῶν ἅμα κλόνον,
Καὶ καρδίας οἴδημα καὶ ψυχῆς πόνον,
Αἴφνης ῥυέντος ὑπὸ γῆν τοῦ φαρμάκου
Πρὸς κόνδυ πικρῶν συμφορῶν καχεξίας,
Ὃ καὶ μέθην τίθησιν εὐθὺς τὴν πόσιν
Τοῖς δυσκαθέκτοις ἀκριβῶς μικροψύχοις,
Εἰς ἐξερασμοὺς γνωστικῶν σπαραγμάτων;
Τίς οὖν παρών μοι συγγενὴς ἐπὶ ξένης,
Ἢ φίλος ἢ γνώριμος ἢ παῖς ἢ ξένος
Σβέσει τὸ πένθος καὶ τὸ πῦρ τῶν ἐγκάτων,
Ὥσπερ σιδηροῖς ἐγκοπεῦσι τοῖς πόνοις
Ἀναστομωθεὶς ἐκ φλεβῶν ἀποκρύφων
190

Μανουήλ Φίλης. Carmina Chapter 3, poem 61, line 62

Ὁ δυσμενὴς ἄνωθεν οὐ κρύψει χρόνος·


Ἐμοὶ δὲ φανεὶς ὡς ἀπὸ δρόμου γίγας,
Ἀνεῖλες εὐθὺς ὡς κακούργους τοὺς πόνους,
Καὶ τοξότην ἔδειξας αὐτάνακτά μοι,
Ῥιπτῶν κατ' αὐτῶν ἰσχυρὰ γλώττης βέλη·
Πάχνην γε μὴν ἔλυσεν ἡλίου ζέσις,
Καὶ φῶς ὑφεστὼς οὐχ ὑφίσταται σκότος,
Καὶ σπόγγον ἰκμὰς καὶ ξυρὸν θρὶξ οὐ στέγει,
Καὶ πῦρ χλόην ἄνικμον εὐθὺς ἂν φλέγοι·
Ἀχλὺν δὲ συχνὴν συμφορῶν ἀποκρύφων
Καὶ καρδίας οἴδημα καὶ δριμὺν πόνον
Αὐτὸς, βασιλεῦ, τῷ γλυκασμῷ σου λύεις,
Οὐδὲ προσαυδῶν, ἀλλ' ὁρώμενος μόνον.
Ὡς μὲν γὰρ ἀπρόσιτος ἐκ τῆς ἀξίας,
Αἰδοῖ φόβον σύγκρατον ἡμῖν ἐγχέεις·
Ὡς δὲ προσηνὴς ὑπὲρ ἀνθρώπου φύσιν,
Καί τινα λεπτὴν ἡσυχῆ βλύζεις δρόσον,
Ὡς ἐξ Ἀερμὼν τῆς ῥιπῆς τῶν ὀμμάτων,  
Ὑφ' ἧς τὸ θερμὸν συσταλὲν διεκχέων
Χαίροντας ἢ πτήσσοντας ἡμᾶς δεικνύεις.
Ὦ νοῦ βαρηθεὶς δυσχερῶν ἀμετρίᾳ

Basilius Scr. Eccl., De vita et miraculis sanctae Theclae libri ii [Sp.]


(2800: 018)“Vie et miracles de sainte Thècle”, Ed. Dagron, G.
Brussels: Societé des Bollandistes, 1978; Subsidia hagiographica 62.
Book 1, sec. 5, line 14

δὲ τῆς ὁρμῆς, τοῖς περὶ τὸν Δημᾶν καὶ Ἑρμογένην αὐτόθι προς-
εντυχών. Τούτω δὲ ἤστην οὐκ ἀγαθὼ μὲν ἄνδρε, τοῦτο δὲ πλαττο-
μένω. Ἤστην δὲ μετὰ Παύλου, οὐχ ὅπερ μὲν ἦσαν λανθάνοντες,
τῆς δὲ τοῦ ἀποστόλου τέως φιλανθρωπίας ἀπολαύοντες, ἵν' ἢ
βελτίους ἐκ τῆς τοιαύτης γένωνται συνουσίας, ἢ ἑαυτοῖς μέμ-
ψωνται λοιπὸν τῆς ἀβουλίας ὡς ἐμμείναντες τῇ κακίᾳ. Ἤρετο
τοιγαροῦν αὐτοὺς ὁ Θάμυρις ὅστις τε οὗτος ὁ ξένος εἴη, καὶ
πόθεν, περὶ τοῦ Παύλου λέγων, καὶ ὅ τι βούλοιτο, καὶ ὅ τι λέγοι,
καὶ ὅ τι πράττοι. Τεκμηριωσάμενοι δὲ οἱ περὶ τὸν Δημᾶν τῆς
τοῦ ἀνδρὸς ὁρμῆς τε καὶ ὀργῆς – οὔτε γὰρ ἔλαθεν αὐτοὺς θυμοῦ
191

γέμων καὶ οἰδήματος ὁ Θάμυρις – , τὸν πάλαι κρυπτόμενον καὶ


ὑπὸ τοῖς σπλάγχνοις τυφόμενον ἰὸν εὐθὺς ἀπεγύμνουν, ὡς καὶ
τότε καιρὸν ἔχοντα κατὰ τοῦ Παύλου, καί φασι πρὸς τὸν Θά-
μυριν·
 »Ὦ βέλτιστε ἀνδρῶν, τοῦτο γὰρ τέως δῆλον ἡμῖν ἐξ ὧν ὁρῶμεν,
ἐξ ὧν πυνθανόμεθά σου – ὄψει δὲ καὶ ἀκοῇ τά τε τῆς ἀρετῆς,
τά τε τῆς κακίας τὰ πολλὰ κρίνεται – , περὶ ὧν πυνθάνῃ νῦν
ἡμῶν, ἄκουσον, ἀληθείας ἡγουμένης. Οὗτος ὁ ξένος τὸ μὲν ὅθεν
τε καὶ ὅστις ἐστίν, οὐκ ἴσμεν σαφῶς· ὅτι δὲ ἀπατεὼν καὶ πλάνος
ἐστί, καὶ κατὰ τῆς κοινῆς τοῦ βίου τάξεώς τε καὶ εὐταξίας ἀλώ

Maximus Confessor Theol., Quaestiones ad Thalassium (2892: 001)


“Maximi confessoris quaestiones ad Thalassium, 2 vols.”, Ed. Laga, C.,
Steel, C.Turnhout: Brepols, 1:1980; 2:1990; Corpus Christianorum.
Series Graeca 7 & 22.Sec. 52, line 27

μεγέθει τῶν ἐπ' αὐτῷ θείων κατορθωμάτων εὐγνωμόνως


τὴν εὐχαριστίαν, ἀλλ' ὑψώθη ἡ καρδία αὐτοῦ, μὴ διαδρὰς
τὸ νόσημα τῆς ἐπ' ἀρετῇ καὶ γνώσει φυσιούσης οἰήσεως.
 Καὶ ἐγένετο ἐπ' αὐτὸν ὀργὴ καὶ ἐπὶ Ἰούδαν καὶ ἐπὶ
Ἱερουσαλήμ. Ὀργὴ θεοῦ ἐστι, κατὰ μίαν ἐπιβολήν, ἡ τῶν
παιδαγωγουμένων ἐπίπονος αἴσθησις. Ἐπίπονος δὲ καθέ-
στηκεν αἴσθησις ἡ τῶν ἀκουσίων πόνων ἐπαγωγή· δι' ἧς
τὸν ἐπ' ἀρετῇ καὶ γνώσει φυσιούμενον νοῦν ὁ θεὸς
πολλάκις ἄγει πρὸς συστολὴν καὶ ταπείνωσιν, αὐτὸν ἑαυ-
τοῦ γενέσθαι διδοὺς ἐπιγνώμονα καὶ τῆς οἰκείας ἀσθενείας
συνίστορα· ἧς ἐπαισθόμενος, τὸ μάταιον οἴδημα τῆς καρ-
δίας ἀποτίθεται. Φησὶ γάρ· μετὰ τὸ γενέσθαι τὴν ὀργήν, καὶ
ἐταπεινώθη Ἐζεκίας ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς καρδίας αὐτοῦ καὶ οἱ
κατοικοῦντες Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἐπῆλθεν ἐπ' αὐτοὺς ὀργὴ
κυρίου ἐν ταῖς ἡμέραις Ἐζεκίου.
 Ἢ πάλιν ὀργὴ κυρίου ἐστὶν ἡ ἀνακωχὴ τῆς τῶν θείων  
χαρισμάτων χορηγίας, ἥτις συμφερόντως ἐπὶ πάντα γίνεται
νοῦν ὑψηλὸν καὶ μετέωρον καὶ τοῖς δοθεῖσιν αὐτῷ θεόθεν
καλοῖς ὡς ἐπ' ἰδικοῖς κατορθώμασι μεγαλαυχούμενον. Ἄ-
ξιον δέ ἐστιν ἐπιστῆσαι καὶ ἰδεῖν τί δήποτε μὴ ἐπὶ μόνον
τὸν Ἐζεκίαν ὑψωθέντα τὴν καρδίαν ἦλθεν ἡ ὀργή,

Sextus Julius Africanus Hist., Cesti (Frag. ) (2956: 002)


“Les “Cestes” de Julius Africanus”, Ed. Vieillefond, J.–R.
192

Florence: Sansoni, 1970.Book 3, chapter 31, line 4

τε τῆς διαίτης καὶ τῆς ἰδέας αὐτῆς, θηρίον ἐχίδνης μικρότερον καὶ
χαλεπώ-
τερον. Ἐμποιεῖ γὰρ τοῖς δηχθεῖσιν ἐγκαύσεις δίψος τε ἐπιτεταμένον ἄχρι
τοῦ πίνοντας διαρρήγνυσθαι. Πρὸς δὴ τὸ διψάδος δῆγμα κύπερος ἐγχυ-
μάτισμα δι' οἴνου καὶ ὕδατος ὀνίνησι λάδανόν τε λελειωμένον καὶ οἴνῳ
διδόμενον, ἔτι δὲ ἑσπέριον μῆλον τὸ «κίτριον» λεγόμενον προποτισθὲν
μὲν ἀντιπαθεῖ, ἐπιποτισθὲν δὲ ἀρήγει, καὶ μάλιστα τὸ χρυσίζον αὐτοῦ.  

Περὶ δρυΐνου

 Ὁ δὲ δρυΐνης ὄφις ἐν ταῖς τῶν δρυῶν ῥίζαις τὸν βίον ποιούμενος


καὶ πρὸς ἄλλοις δένδροις καλινδούμενος οὕτω καὶ πονηρός ἐστιν πρὸς
τὸ διαφθεῖραι κακῶς, ὡς, εἴ τις αὐτῷ ἐπιβαίη, τοὺς πόδας ἀποδέρεσθαι
καὶ οἰδήματα καθ' ὅλων τῶν σκελῶν γίνεσθαι. Καὶ ἔτι θαυμασιώτερον·
εἰ καὶ θεραπεύειν τις αὐτοὺς ἐθέλει, καὶ τούτου τὰς χεῖρας ἀποδέρεσθαι.
Μελίας οὖν τῶν φύλλων ὁ χυλὸς πρὸ παντὸς βρωτοῦ καὶ ποτοῦ χρή-
σιμος πάνυ ἐγχυματιζόμενος.

Τοῦ αὐτοῦ· περὶ διαφόρων δηγμάτων καὶ πληγῶν

 Ἴδια μὲν οὖν πρός τε δήγματα καὶ πληγὰς τῶν ἰοβόλων ζῴων ἃ
προείρηται, κοινὰ δὲ ταῦτα· ἶρις μετ' ὄξους πινομένη, παλιούρου σπέρμα
ἢ μύρτης χυλὸς σὺν οἴνῳ, καρδάμωμον ὁμοίως, ἢ ἀπίου καρπὸς ἢ
τριφύλλου γο 𐅵ʹ, ἀσφοδέλου ῥίζη στατ. βʹ κερατ. ϛʹ σὺν οἴνῳ, ὀπός
τε σιλφίου ἢ σπέρμα κριθῆς, πολίου ἀφεψήματος ἐγχυματισμός, καὶ
κενταύριον, δίκταμνον, καστόριον, πήγανον

Sextus Julius Africanus Hist., Cesti (Frag. ) Book 3, chapter 33, line 3

τὴν πλήξασαν κεφαλὴν τὴν σποδιὰν ἐπιτίθει. Ἢ δρακοντίου ῥίζαν


τρίψας θὲς ἐπὶ τὸν πεπληγότα τόπον προκατασχάσας. Ὑακίνθου χυλὸς  
ἐγχυματιζόμενος παντὶ θηρίῳ ἀντιπαθεῖ. Ἡ τε τοῦ ἀγρίου σταφυ-
λίου ῥίζα περιαπτομένη καὶ ὁ καρπὸς ἐγχυματιζόμενος ἁρμόζει πρὸς
πᾶν θηρίου δῆγμα καὶ πληγάς.

Ἀφρικανοῦ· πρὸς τὸ μὴ ἀδικεῖσθαι κτήνη ὑπὸ


φρύνου νύκτωρ ἢ ἐν ζοφερῷ τόπῳ ἐμφωλεύοντος προσφυσώμενα
193

 Ὁ φρῦνος προσφυσᾶν εἴωθεν τοῖς κτήνεσι χαλεπώτατα, ἤν που


ἐν ἱπποστασίῳ νύκτωρ λάθῃ ἢ ἐν ζοφώδει τόπῳ, καὶ νόσοι παρακο-
λουθοῦσιν ἐκ τούτου λοιμικαὶ τοῖς ζῴοις καὶ οἰδήματα δυσίατα, ὡς
ἀργεῖν πᾶσαν ἐπικουρίαν πρὸς τὸ δεινόν. Χρὴ οὖν πρὸς τὸ μηδέποτε
αὐτὸν τοιοῦτον δρᾶσαι πῦρ ἐν τοῖς ἱπποστασίοις διαρκὲς ὑφάπτειν·
τουτὶ γὰρ τὸ ζῷον ὡς ἔλεγχον αὑτοῦ φοβεῖται τὸ πῦρ.

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon (lib. 1–4) (3043: 001)“Georgii


monachi chronicon, 2 vols.”, Ed. de Boor, C.Leipzig: Teubner, 1904,
Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).Page 310, line 8

τῆς κατὰ Χριστοῦ καὶ τῶν ὁμηλίκων αὐτοῦ τόλμης ἔτι


περιὼν τῷ βίῳ κομισάμενος αἰσχίστῳ μόρῳ τὸν βίον κατέ-
στρεψεν. ὅνπερ ἐνδίκως ὡς ἄδικον ἡ δίκη μετελθοῦσα τὰ  
μετὰ τὴν ἐνθένδε ἀπαλλαγὴν διαδεξόμενα τὸν ταλαίπωρον
κολαστήρια διεδείκνυ φανερῶς προοίμια. εὐθὺς γὰρ κατα-
λαβοῦσα τοῦτον θεήλατος καὶ ὀλέθριος μάστιξ εἰς θάνατον
ἀργαλέον συνήλασεν. ἔνθεν γάρ, φησὶν Ἰώσηπος, αὐτοῦ τὸ
σῶμα ἡ νόσος διαλαβοῦσα ποικίλοις πάθεσιν ἐμέριζεν. πυ-
ρετὸς μὲν γὰρ λάβρος ἦν, κνισμὸς δὲ ἀφόρητος τῆς ἐπι-
φανείας ὅλης καὶ κόλου συνεχεῖς ἀλγηδόνες καὶ περὶ τοὺς
πόδας οἰδήματά τινα δυσώδη τοῦ τε ἤτρου φλεγμονὴ καὶ
αἰδοίου σηπεδὼν σκώληκας γεννῶσα, καὶ πρὸς τούτοις ὀρ-
θόπνοια καὶ δύσπνοια καὶ σπασμοὶ τῶν μελῶν ἁπάντων
αὐτῷ καθεστήκασιν, ἀηδὴς δὲ ἀποφορὰ ἐκ τοῦ συνεχοῦς
ἄσθματος ἐξεπορεύετο, ὡς τοὺς ἐπιθειάζοντας ποινὴν θεή-
λατον εἶναι λέγειν. τούτοις δὴ οὖν καὶ τοῖς τοιούτοις
πάθεσιν ἐπὶ πλείονα χρόνον περιαντλούμενος τοσοῦτον εἶχε
τὸν πόνον ἀνύποιστον, ὡς καὶ αὐτόχειρα ἑαυτοῦ γενέσθαι
κατατολμήσαντα. αἰτήσας γὰρ μῆλον ὁμοῦ καὶ μάχαιραν,
ὡς δῆθεν ἐπιθυμῶν αὐτὸς δι' ἑαυτοῦ ἀπογεύσασθαι, καὶ
λαβὼν ἀνέτεινε τὴν χεῖρα κατὰ τοῦ λαιμοῦ πλῆξαι

Γεώργιος Μοναχός. , Chronicon breve (lib. 1–6) (redactio recentior)


(3043: 002); MPG 110.Vol.110, p. 369, line 46

βίῳ κομισάμενος, αἰσχίστῳ μόρῳ τὸν βίον κατ-


έστρεψε, ὅνπερ ἐνδίκως ὡς ἄδικον ἡ δίκη μετελ-
θοῦσα, τὰ μετὰ τὴν ἐνθένδε ἀπαλλαγὴν διαδεξόμενα
194

τὸν ταλαίπωρον κολαστήρια διεδείκνυ φανερῶς


προοίμια· εὐθὺς γὰρ καταλαβοῦσα τοῦτον θεήλατος
καὶ ὀλέθριος μάστιξ, εἰς θάνατον ἀργαλέως συνέλα-
σεν. (25) Ἔνθεν γὰρ, φησὶν Ἰώσηπος, αὐτοῦ τὸ
σῶμα ἡ νόσος διαλαβοῦσα ποικίλῳ πάθει ἐμέριζεν·
πυρετὸς μὲν γὰρ λάβρος ἦν, κνισμὸς δὲ ἀφόρητος
τῆς ἐπιφανείας ὅλης, καὶ σκώληκες, συνεχεῖς ἀλ-
γηδόνες καὶ περὶ τοὺς πόδας οἰδήματα δυσωδίας,
τοῦ τε ἤτρου φλεγμονὴ καὶ αἰδοίου σῆψις σκώλη-
κας γεννῶσα· καὶ πρὸς τοῦτο ὀρθόπνοια καὶ διάπνοια
καὶ σπασμοὶ τῶν μελῶν ἁπάντων αὐτοῦ καθεστή-
κασιν· ἀειδὴς δὲ ἀποφορὰ ἐκ τοῦ συνεχοῦς ἄσθματος
ἐξεπορεύετο, ὡς τοὺς ἐπιθειάζοντας ποινὴν θεήλατον
εἶναι λέγειν. Τούτοις δὴ οὖν καὶ τοῖς τοιούτοις
πάθεσι ἐπὶ πλείονα χρόνον περιαντλούμενος τοσοῦ-  
τον εἶχε τὸν πόνον ἀνύποιστον ὡς καὶ αὐτόχειρα
αὐτοῦ γενέσθαι κατατολμήσαντα. (26) Αἰτήσας
γὰρ μῆλον ὁμοῦ καὶ μάχαιραν, ὡς δῆθεν ἐπιθυμῶν

Nicetas Choniates Hist., Scr. Eccl., Rhet., Historia (= Χρονικὴ


διήγησις) (3094: 001)“Nicetae Choniatae historia, pars prior”, Ed. van
Dieten, J.Berlin: De Gruyter, 1975; Corpus fontium historiae Byzantinae
11.1. Series Berolinensis.Reign John2, p. 41, line of p. 3

προϊόντα ἐπισχεῖν ὕφαιμον ἰχῶρα τοῦ τραύματος.


 Ἐπανελθὼν οὖν πρὸς ἑσπέραν καὶ ἀριστήσας τὴν μὲν νύκτα μετὰ
ῥᾳστώνης διήνεγκε· τὴν δὲ μετὰ ταύτην ἡμέραν οἰδαίνειν καὶ σφύζειν
ἀρξαμένου τοῦ τραύματος, περιωδυνίαις ἐβάλλετο καὶ τίθησιν ἔκπυστον
τοῖς ἰατροῖς τὸ συμβάν. οἱ δὲ τὸν τῆς χειρὸς ὄγκον ἰδόντες καὶ τὸ πρὸς
ἄκεσιν τεθὲν περιεργασάμενοι αὐτὸ μὲν ὡς μὴ κατὰ θεσμοὺς νοσοκομίας

παραληφθὲν ἀπήνεγκαν τῆς χειρός, φαρμάκοις δ' ἄλλοις ἐχρήσαντο κα-  


ταλεαίνειν δυναμένοις τὰ τῶν τραυμάτων φλεγμαίνοντα. ἐπεὶ δ' εἰς
οὐδὲν ἀνύσιμον ἀπετελεύτα τὰ φαρμακεύματα, πρὸς χειρουργίαν οἱ
Ἀσκληπιάδαι βλέπουσι. τμηθέντος οὖν τοῦ οἰδήματος, οὐδ' οὕτω κατα-
στολή τις καὶ ὑποχάλασις τοῦ πάσχοντος μέρους ἐγίνετο, ἀλλ' ὅ τε ὄγκος
ἀεὶ ἐπὶ μεῖζον ᾔρετο, ἐπὶ δακτύλῳ τε δάκτυλον καὶ καρπὸν ἐπὶ παλάμῃ,
εἶτα πῆχυν, ἐπὶ δὲ τούτῳ βραχίονα ἐπενέμετο τὸ δεινόν, καὶ βασιλεὺς
τῶν χρηστοτέρων ἐλπίδων ἀπήγετο. ἀμέλει καὶ τοῖς μὲν ἰατροῖς ἠπορη-
μένοις παντάπασιν ἐδόκει τὴν χεῖρα τοῦ βασιλέως ἀποτεμεῖν, ἐς μηρὸν
ἀνδρεῖον ἁδρυνθεῖσαν τῇ φλεγμονῇ, κατ' ἀμφήριστον μέντοι καὶ τότε τοῦ
195

πάσχοντος μέλους ἴασιν· βασιλεὺς δὲ καὶ τὴν προτέραν τομὴν αἰτίαν τοῦ
ξύμπαντος κακοῦ ξυνορώμενος οὐδ' ὅλως τοῖς λεγομένοις ἐπένευεν, ἀλλ'
ἔκειτο κάμνων, τὸ τῆς θεραπείας παριδὼν ἀμφίλογον.

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia (3128: 001)


“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium,
vol. 2”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1835, Repr.
1963.Sec. 27, line 15

χάσμα, ἢ τὸ μέγα πέλαγος· λαῖλαψ· λαίετον τὸ ἀρχεῖον


λαῖφος ἡ χλαῖνα· λαιμὸς ἐπὶ τοῦ σώματος· λαίλας ὁ μὴ ἐκ
γένους τύραννος, ἀλλ' ἐπιθέμενος· λαῖγμα τὸ ἱερόν· λαίω
τὸ βλέπω, ἢ τὸ φονεύω· λαιδρὸς ὁ θρασύς· Λαισίνη ὄνομα
πόλεως· λαιθαργὸς ὁ λαθραῖος· λαισήϊον τὸ κράνος· λαίδας
ἡ ἀσπὶς, ἡ ἀπὸ βύρσης· λαιτὸν, τὸ ἀχρεῖον· λαιτρὸν τὸ
πρυτανεῖον· λαιλάχω τὸ ψοφῶ· λαισκίδης ὁ βούπαις· λαι-
μώρη, ἡ λαμυρίς· λαιφύη τὸ πρυτανεῖον· λαίσπης ὁ βού-
παις· λαίσθη, ἡ αἰσχύνη· λαίσθα ἡ ἀκολασία· λαιθάργυ-
νος, ὁ λαθραῖος δάκνων· λαιὸς ὁ ἀριστερός· λαῖτμα τὸ
οἴδημα τῆς θαλάσσης· λαιμῶ τὸ συνεχῶς μαίνεσθαι· λαι-
μάσσειν τὸ ἀμέτρως ἐσθίειν· Λαιποδιας Ἀνδρωνύμιος ἑνὸς
τῶν Ἀθήνῃσιν ἐπιφανῶν· λαιμοδεῖν τὸ δραπετεύειν· τὰ δὲ
τούτων ἐκτὸς διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφεται· λέχος· λέπας τὸ
πρόσαντες· λέκιθος ὁ κρόκος τοῦ ᾠοῦ· λεβηθρὶς τὸ δέρμα
τοῦ ὄφεως· λεκτίκιον· λεπὶς ἡ φολίς· λεπρὸς ὁ διάλευκος·
λεαίνω τὸ ὁμαλίζω· λέγυνον τὸ εἰλιτὸν καὶ ποικίλον· λέκτρον
ἡ κλίνη· λελεγίζω, τὸ κιθαρίζω· Λέλεξ ὄνομα ἔθνους· λενῶ
τὸ λυποῦμαι· λέπαδνος· λεπτὸς ὁ ἰσχνός· λέπαργος ἡ χιών·
λεπαστὴ γένος τι κύλικος· λεχεποίης· λεχαῖος τὸ λέχος
ἐνποιοῦν· λεοφόρος· λεωρία ἡ χαλεπή· λεῶρες, τὸ ἄωρον·

Theophylactus Simocatta Epist., Hist., Historiae (3130: 003)


“Theophylacti Simocattae historiae”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1887, Repr. 1972 (1st edn. corr. P. Wirth).
Book-dialogue-index 3, chapter 7, sec. 4, line 1

         ὁ δὲ Βαρὰμ πυθόμενος τὴν Ῥωμαϊκὴν παρουσίαν ἐγεγήθει· ἤρα γὰρ


Ῥωμαϊκῆς παρατάξεως ἀεί πως αὐτῷ γελᾶν τὴν τύχην οἰόμενος. διά
τοι τοῦτο διαπεραιωσάμενος τὸν γείτονα ποταμὸν ἐπὶ τὸ
196

Κάνζακον τὴν ὑποχώρησιν ἐπεποίητο ἐφελκόμενος ὥσπερ


ἐπὶ τὰ ἐνδότερα τῆς Περσίδος Ῥωμαίους. τούτων γοῦν ὁ
Ῥωμανὸς ὑπαισθανόμενος φιλυπόστροφος γίνεται τὸ συνοῖσον
τῇ προθυμίᾳ πραγματευόμενος. ὑποτονθορύζοντος δὲ τοῦ  
πλήθους καὶ διαγανακτοῦντος καὶ τῆς πρὸς τὸ πρόσω ἐφιεμένου
φορᾶς, λόγοις ἐχέφροσι κατηύναζεν ὁ στρατηγὸς τὰ τοῦ
στρατιωτικοῦ θράσους οἰδήματα. ἐπεπόμφει δὲ καὶ ὁπλίτας
πεντήκοντα ἀνερευνᾶσθαι τὰ τῶν πολεμίων κινήματα. οὗτοι
ἐντυγχάνουσι δύο κατασκόποις τοῦ Περσικοῦ Ῥωμαϊκὴν
περιβαλομένοις ἐσθῆτα. οἱ δὲ τοὺς ἑλόντας ἀποβουκολίζουσι
ἀποσκευάζονταί τε τὸν κίνδυνον εἶναι Ῥωμαῖοι βεβαιωσάμενοι.
καὶ πίστιν τοῦ λόγου προυτίθεσαν διὰ ξένης τινὸς ἀτραποῦ
νυκτὸς παραδεικνύειν ἀφύλακτον στιβαδευόμενον τὸ πολέμιον.
οἱ μὲν οὖν τὸν ὄλεθρον ἀσμενίσαντες καὶ παρακρουσθέντες
ὑπὸ τῆς ὑποσχέσεως ἥλωσαν ὑπὸ τοῦ Περσικοῦ, ζωγρηθέντες
τε καὶ μετὰ στρεβλώσεων τὰς ἀποκρίσεις πρὸς τὰς πεύσεις
ποιούμενοι κατάδηλα πάντα τῷ Βαρὰμ ἐποιήσαντο,

Ιωάννης Ζωναράς. Hist., Epitome historiarum (lib. 13–18) (3135:


002)“Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri xviii, vol. 3”, Ed.
Büttner–Wobst, T.Bonn: Weber, 1897; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.Page 657, line 1

τινα συνθέντες ἐπῇδον αὐτῷ· τὰ δ' ἦσαν·


  ὁ μωρὸς ὁ Μονομάχος, εἴ τι ἐφρόνει, ἐποίησε.
 Καὶ ταῦτα μὲν ἔσχον οὕτως· οἱ δ' ἐμπαροινηθέντες τῶν ἑῴων
ἀρχόντων καὶ αὖθις πεῖραν προσάγουσι καὶ προσίασι τῷ τὰ κοινὰ
διοικοῦντι τῷ πρωτοσυγκέλλῳ Λέοντι καὶ ἱκετεύειν δι' ἐκείνου
ἐπεχείρουν τὸν βασιλέα, μὴ μόνοι αὐτοὶ καταλειφθῆναι ἀγέραστοι,
πάντων τοῦ φιλοτίμου καταπολαυσάντων τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ
ταῦτα τῶν ἄλλων εὐπαθούντων αὐτοὶ καὶ παρ' ἀσπίδα ἱστάμενοι
καὶ προπολεμοῦντες τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς. ὁ δὲ οὐδὲν ἧττον
τοῦ βασιλέως ἀδέξιος ὢν μεταχειρίσασθαι λυπουμένους ἄνδρας  
καὶ καταστεῖλαι τὸ ἐκ τῆς λύπης αὐτοῖς γενόμενον οἴδημα, οὐ
μόνον οὐκ ἐλέανε λόγοις τῶν ἀνδρῶν τὴν τραχύτητα, ἀλλὰ καὶ
μᾶλλον αὐτοὺς ἐξετράχυνεν, ἐκφαυλίσας ἕκαστον καὶ ἀτίμως
πάντας ἀποπεμψάμενος. οὕτως οὖν καὶ τῆς δευτέρας πειρα-
θέντες πείρας οὐκέτι μέλλειν ἔκριναν, ἀλλ' ἕκαστος τὸν πλησίον
παρακροτήσαντες ἔσπευδον εἰς προῦπτον ἐκφῆναι τὸ μελετώμενον.
ἔδοξεν αὐτοῖς καὶ τὸν Βρυέννιον σχεῖν συνίστορα καὶ συλλή-
πτορα τοῦ ἐπιχειρήματος, ὄντα τε τῶν ἐπιφανῶν καὶ στρατη-
γοῦντα τῶν ἐκ Μακεδονίας δυνάμεων καὶ τὴν τῆς Καππαδοκίας
197

περιεζωσμένον ἀρχήν, λύπης τ' αἰτίας κἀκεῖνον ἐσχηκότα κατὰ


τοῦ αὐτοκράτορος. ὡς δ' οὖν κἀκεῖνον ἕτοιμον εὗρον πρὸς

Ιωάννης Ζωναράς. Hist., Epitome historiarum (lib. 13-18)


Page 667, line 12

νητον ἐκεῖνον Βασίλειον τῆς βασιλείας ἐπέβησαν, οὐ καλῶς χρη-


σαμένων τοῖς δημοσίοις καὶ κοινοῖς πράγμασιν, ἀλλὰ τὰ μὲν
εἰς οἰκείας ἀπολαύσεις καὶ εἰς ἀσκητηρίων κατασπαθησάντων
οἰκοδομάς, τὰ δὲ δωρουμένων οἷς ἔτυχεν ἢ τέως οἷσπερ ἐβού-
λοντο, οἱ βασιλικοὶ θησαυροὶ ἐκκεκένωντο καὶ τὰ δημόσια πρυ-
τανεῖα χρημάτων ἐσπάνιζον. τοῦτο τοίνυν ὁ Κομνηνὸς προ-
θέμενος διορθώσασθαι, οὐκ ἠρέμα οὐδὲ κατὰ βραχὺ τῇ διορ-
θώσει ἐπικεχείρηκεν, ἀλλ' ὡς τῷ στατῆρι ἑαυτὸν ἀνεστήλωσεν
ἀνατεταμένον τὴν χεῖρα, φέρουσαν τὸ ξίφος γυμνόν, οὕτω καὶ
τοῖς πράγμασιν ἐπήνεγκεν ἑαυτὸν καὶ τέμνειν αὐτίκα παρεσκεύ-
αστο τὰ οἰδήματα, ἀλλ' οὐ μαλάσσειν οὐδ' ἐμπλάττειν τὰ ὕπουλα.
ὅθεν οὐδ' ἐξ οὗπερ τοῦ κράτους ἐπέβη καὶ εἰς ἔννομον ἀρχὴν
τὴν πρὶν αὐτοῦ τυραννίδα μετήνεγκεν, ἀναποδίσας τὴν τοῦ πρὸ
αὐτοῦ πρᾶξιν ἀνέτρεψε καὶ εἴ τι ἐκεῖνός τισιν ἐδωρήσατο, ἀφῃ-
ρεῖτο καὶ ἀπεστέρει τοὺς εἰληφότας, ἀλλὰ καὶ τῶν πρὸ ἐκείνου
πολλὰ καθῄρησε καὶ ἠθέτησε, καὶ οὐ μόνον ταῦτα πρὸς τὸ
δημῶδες ἐποίει, ἀλλ' οὐδὲ τῶν τῆς γερουσίας ἐφείδετο. εἶτα  
προβαίνων καὶ κατὰ τοῦ θείου ἐχώρησε καὶ πολλὰ τῶν τοῖς
παρ' ἐκείνων δομηθεῖσι φροντιστηρίοις ἀφιερωμένων ἠκρωτη-
ρίασεν, ἢ μᾶλλον ἐκλογισμοῖς ὑποβάλλων τοὺς ἐν αὐτοῖς ἀσκου-
μένους καὶ τὴν ἀποχρῶσαν αὐτοῖς δαπάνην ἀπονέμων τὰ λοιπὰ

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon (3136: 001)“Iohannis Zonarae lexicon ex


tribus codicibus manuscriptis, 2 vols.”, Ed. Tittmann, J.A.H.
Leipzig: Crusius, 1808, Repr. 1967.Alphabetic letter beta, p. 398, line 25

Βούπαλος. ὄνος.
Βουνίτης. ὁ βουκόλος, ὁ βοηλάτης.
Βουνός. ὁ ὀρώδης καὶ γεώλοφος τόπος.
Βουγάϊος. ὁ μεγαλόσωμος.
Βουχανδής. ὁ λέβης.
Βουπρῆσται. ὄνομα ὄφεων.
Βουβών. τὸ πάθος, ὅπερ τινὲς βομβῶνα λέγουσι.
 [Ἡρωδιανός·] βουβὼν ἐπήρθη τῷ γέροντι.
 καὶ ῥῆμα βουβωνιῶ εἴρηται, ἀπὸ τοῦ ἐπαίρε-
198

 σθαι, καὶ μεγάλως βαίνειν εἰς οἴδημα.


Βουκέφαλος. ὁ ἵππος τοῦ Ἀλεξάνδρου, οὐχ ὅτι
 βοὸς κέρατα εἶχε· τοῦτο γὰρ ψευδές· ἀλλ' ὅτι
 οὕτω ἐν Θεσσαλίᾳ ἐκαλοῦντο οἱ ἵπποι.
Βοῦς. παρὰ τὸ βῶ τὸ τρέφω. ὁ τρέφων ἡμᾶς ἐκ
 τῆς περὶ τὴν γῆν ἐργασίας. [οὐ δυνάμεθα δὲ  
 λέγειν ἐπὶ τῆς αἰτιατικῆς τῶν πληθυντικῶν τοὺς
 βόας, καὶ κατὰ κρᾶσιν βοῦς· τὸ γὰρ α οὐ κιρ-
 νᾶται εἰς τὴν ου, ἀλλ' εἰς τὴν ω, κρείττονα
 κρείττω· ἀλλὰ λέγομεν, ὅτι ὁμοφωνία γέγονε
 τῆς εὐθείας τῶν πληθυντικῶν καὶ τῆς

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter epsilon, p. 608, line 1

Ἐγκαυχᾷ. μεγαλαφρονῇ.
Ἐγκαλύπτεται. ὑποστέλλεται, αἰσχύνεται.
Ἐγκεκαυμένη. ἐζωγραφημένη. ἐπεὶ καὶ ἐγκταὶ
 λέγονται οἱ ζωγράφοι, οἱ διαγράφοντες τοὺς
 τοίχους. ἴσως παρὰ τὸ κῶ τὸ κοιλαίνω.
Ἐγκεκοισυρωμένος. ὁ ὑπερηφανευόμενος.
Ἐγκεκορδυλημένος. ἐγκεκαλυμμένος, ἐντετυ-
 λιγμένος καὶ συνεστραμμένος, ὥστε μηδ' ἀν-
 θρώπου σχῆμα δηλοῦν. οὕτως Ἀριστοφάνης
 κέχρηται τῇ λέξει. παρὰ τὴν κορδύλην, ἥτις  
 ἐστὶν οἴδημα τῆς κεφαλῆς ὑπὸ πληγῆς γενό-
 μενον. εἴρηται γὰρ παρὰ τὸ κάρα. καὶ γὰρ
 κορδύλην λέγουσιν οἱ Κύπριοι τὸ ἐνείλημμα τῆς
 κεφαλῆς, ὅπερ Ἀθηναῖοι κρωβύλην καλοῦσι,
 Πέρσαι δὲ κίδαριν. ῥητορικὴ ἡ λέξις.
[Ἐγκεκύκλησαι. ἀνέστρεψαι. Ἀριστοφάνης·
  οὐκ οἶδ' ὅπη ἐγκεκύκλησαι.]
Ἐγκεντρωθείς. ἀσφαλισθείς.
Ἐγκέχοδα. διὰ φόβον τινὰ ἔχεσα. [ἀπεπά-
 τησα.]

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter omicron, p. 1434, line 6

Οἰσύα. εἶδος δένδρου. καὶ οἰσυΐναις ῥάβδοις, ὅ


 ἐστι συκομοραίαις.
Οἰκτέα. ἐξοχή.
Οἴτη. ὄρος.  
199

Οἰκονομίαν. χρηστὴν καὶ ἐπωφελῆ διοίκησιν. οὕ-


 τως ὁ Ἀπόστολος· εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώ-
 ματος τῶν καιρῶν. οἰκονομία καὶ ἡ πρόῤῥησις
 καὶ ἡ ἀποκάλυψις. οἰκονομία τῆς χάριτος.

(Οὐδέτερον.)

Οἴδημα. ὄγκωμα.
Οἶδμα. τὸ κῦμα. ἀπὸ τοῦ οἰδαίνω. καὶ οἴδμα-
 τα τὰ ἐπάρματα, τὰ φυσήματα. ἀπὸ τοῦ οἰδή ματος κατὰ συγκοπήν.
Ὀϊζυρότερον. τὸ ταλαιπωρότερον. παρ' Ὁμήρῳ
 δὲ μέγα τὸ ρω.
Οἴημα. ἡ ἔπαρσις.
Οἰήϊον. τὸ πηδάλιον τῆς νηὸς, ἀφ' οὗ φέρεται
 ἡ ναῦς. παρὰ τὸ οἴω, τὸ κομίζω καὶ φέρω· ὁ  
 μέλλων οἴσω, καὶ ἐξ αὐτοῦ οἴϊον καὶ πλεονα-
 σμῷ τοῦ η οἰήϊον. [ἢ παρὰ τὸ οἴαξ, οἴακος,

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter omicron, p. 1434, line 9

Οἰκτέα. ἐξοχή. Οἴτη. ὄρος.  


Οἰκονομίαν. χρηστὴν καὶ ἐπωφελῆ διοίκησιν. οὕ-
 τως ὁ Ἀπόστολος· εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώ-
 ματος τῶν καιρῶν. οἰκονομία καὶ ἡ πρόῤῥησις
 καὶ ἡ ἀποκάλυψις. οἰκονομία τῆς χάριτος.

(Οὐδέτερον.)

Οἴδημα. ὄγκωμα.
Οἶδμα. τὸ κῦμα. ἀπὸ τοῦ οἰδαίνω. καὶ οἴδμα-
 τα τὰ ἐπάρματα, τὰ φυσήματα. ἀπὸ τοῦ οἰδή-
 ματος κατὰ συγκοπήν.
Ὀϊζυρότερον. τὸ ταλαιπωρότερον. παρ' Ὁμήρῳ
 δὲ μέγα τὸ ρω.
Οἴημα. ἡ ἔπαρσις.
Οἰήϊον. τὸ πηδάλιον τῆς νηὸς, ἀφ' οὗ φέρεται
 ἡ ναῦς. παρὰ τὸ οἴω, τὸ κομίζω καὶ φέρω· ὁ  
 μέλλων οἴσω, καὶ ἐξ αὐτοῦ οἴϊον καὶ πλεονα-
 σμῷ τοῦ η οἰήϊον. [ἢ παρὰ τὸ οἴαξ, οἴακος,
200

 γέγονεν οἰήκιον καὶ κατ' ἔλλειψιν τοῦ κ οἰήϊον.


 οἴαξ δέ ἐστιν ὁ κανὼν, δι' οὗ τὸ πηδάλιον φέ-
 ρεται. παρὰ τὸ οἴω, τὸ κομίζω.]

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter omicron, p. 1435, line 30

Οἰνοκάχλαινον. γύναιον τὸ φίλοινον. καὶ ὁ


 Ψελλός· γυναῖκα δὲ τὴν φίλοινον οἰνοκάχλαι-
 νον λέγε.
Οἰκεῖον. τὸ ἴδιον καὶ προσφυὲς, καὶ κατάλληλον
 καὶ ἁρμόζον.

(Ῥῆμα.)

Οἰακοστροφεῖ. κυβερνᾷ, πηδαλιουχεῖ.


Οἴγει. ἀνοίγει.
Οἰδάνει καὶ οἰδαίνει. εἰς ὕψος αἴρεσθαι ποιεῖ.
 ὀγκοῦται. πληροῦται ὑπὸ τῆς ὀργῆς. ἀπὸ με-
 ταφορᾶς τῶν οἰδημάτων ἤγουν τῆς φλεγμονῆς.
 παρὰ τὸ οἰδῶ, ὅπερ ἀπὸ τοῦ οἴω.  
Οἴεσθαι. ὑπονοεῖν· ὑπολαμβάνειν. καὶ οἴει.
Οἶδα. γινώσκω.
Οἶμαι. νομίζω. ὑπολαμβάνω.
Οἰμώζειν. θρηνεῖν. παρὰ τὸ οἴμοι θρηνητικόν.
Οἰόμεθα. νομίζομεν· ὑπολαμβάνομεν.
Οἴσει. κομίσει.

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter upsilon, p. 1770, line 18

(Θηλυκόν.)

Ὑπάτη. ἡ χορδή.
Ὑπαγωγή. ἡ ἀπάτη. ὑπαγωγὴ καὶ ἡ ὑποχώ-
 ρησις. καὶ ταῖς ναυσὶ σκέπη καὶ προσόρμισις.
 οἷον ὕφορμός τις.
Ὑπεροψία. ἡ ὑπερηφανία.
Ὑπερηφανία. οἴδημα ψυχῆς ἰσχυρῶς πεπλη-
 ρωμένον. ἢ καταφρόνησις κλήσεως ἀγαθῶν, ἢ
 προσποίησις, ἢ πάθος καρδίας. ἢ ψεκτὸν ὕψω-
 μα, ἢ ὀφθαλμῶν μετεωρισμός.
201

Ὑπεροχή. ἐξοχή.
Ὑπέρθεσις. ἀναβολή.
Ὑπερμέτρησιν. εἴτουν κατάληψιν.  
Ὑπεροπλίαις. ὑπερηφανίαις.
Ὑπὲρ φύσιν. οἷον ὁ τοῦ Χριστοῦ τόκος. κατὰ
 φύσιν ὁ γάμος, παρὰ φύσιν ἡ πορνεία.
Ὑπέρα. τὸ ἐξηρτημένον τοῦ ἱστοῦ σχοινίον,

Ιωάννης Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter phi, p. 1814, line 18

 ἀπὸ τοῦ φλέω, ὃ καὶ φλύω λέγεται.


Φλιοῦς. πόλις.
Φλιά. παρὰ τὸ θλίβω, θλίψω, θλιὰ καὶ φλιά.
 ὡς θηρσὶ, [φηρσί.] φλιὰ δέ ἐστι τὸ πλάγιον τῆς
 θύρας. ἢ παραστὰς, ὅπου τὶς ἵσταται καὶ
 ἐπερείδεται.
Φλόγειαι γλῶσσαι. φλόγιον δὲ, πῦρ, ι.
Φλυκτίδες. τὸ ἀπὸ πυρὸς φύσημα. ὁ καλούμε-
 νος ἄνθραξ. ἢ ἡ ὄγκωσις.
Φλύκταιναι. φυσαλίδες. ἢ τὰ ἐκ τοῦ ὑετοῦ γε νόμενα οἰδήματα.
Φλωρεντεία. πόλις. Φλωρεντία δὲ, κύριον, ἰῶτα.
Φλεγμονή. ὄγκος πυρώδης, συῤῥυέντων ἐπὶ τὸ
 ἀσθενὲς μέρος τῶν ὑγρῶν καὶ τῇ παρὰ φύσιν
 θερμασίᾳ φλεγόντων τὸ πεπονθός.

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi (3188: 003)“Physici et


medici Graeci minores, vol. 2”, Ed. Ideler, J.L.Berlin: Reimer, 1842,
Repr. 1963.
Book 2, chapter 7, line 48

τως συναγομένη διάγνωσις ἀποφαινέσθω. καὶ ταῦτα μέν,


ἀρχαὶ καὶ πρῶτα πάθη τῶν ὀφθαλμῶν. Χύμωσιν δέ φα-
σιν, ὅταν ὑπὸ φλεγμονῆς ἰσχυρᾶς καὶ ἀμφότερα τὰ βλέ-
φαρα ἐκτραπῇ, ὡς μόλις ὑπ' αὐτῶν καλύπτεσθαι τοὺς
ὀφθαλμούς, καὶ τὸ λευκὸν δὲ τοῦ ὀφθαλμοῦ μετεωρότε-
ρον τοῦ μέλανος γένηται καὶ ἐρυθρόν, καὶ πολὺ μέρος
ἐπιλάβῃ τοῦ μέλανος.  – Τὸ δὲ καλούμενον ὑπόσφαγμα
ἐκ πληγῆς μὲν τὴν ἀρχὴν ἔχει· ῥῆξις δὲ ὧδε γίνεται τῶν
φλεβιδίων, ὅσα περὶ τὸν ἐπιπεφυκότα διατέτανται, καὶ αἱ-
ματώδης καὶ ὑποφλεγμαίνων ὁ ὀφθαλμὸς φαίνεται. Τὰ
δὲ οἰδήματα τῶν ἐμφυσημάτων διενήνοχε τῷ τὰ μὲν ἀπὸ
202

πληγῆς μᾶλλον καὶ περὶ τὰ βλέφαρα γίνεσθαι, τὰ δ' ἐμ-


φυσήματα ὑπὸ παχέος πνεύματος κατ' αὐτὰ τὰ βλέφαρα
συνίστασθαι, ὄγκοι τε ὄντες οἰδηματώδεις, ὥσπερ καὶ ἡ
ψωροφθαλμία τῆς ξηροφθαλμίας διαφέρει. ἡ μὲν γὰρ ψω-
ρίασις κνησμώδης τοῦ βλεφάρου αἴσθησις δι' ἁλμυρὸν γι-
νομένη φλέγμα, δάκνουσά τε καὶ κνησμὸν ἐρεθίζουσα. ἡ
δὲ ξηροφθαλμία δυσκινησία τῶν ὀφθαλμῶν μετὰ πόνου
χωρίς τινος ὑγρότητος ἐκρεούσης. Τὸ δὲ ἐκτρόπιον δι'
ὑπερσάρκωσιν ἢ οὐλὴν τοῦ βλεφάρου γίνεται, μὴ καλῶς
θεραπευθέντος. πρὸς ἑαυτὸ γὰρ τὸ πεπονθὸς τὰ

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi Book 2, chapter 7, line 51

φαρα ἐκτραπῇ, ὡς μόλις ὑπ' αὐτῶν καλύπτεσθαι τοὺς


ὀφθαλμούς, καὶ τὸ λευκὸν δὲ τοῦ ὀφθαλμοῦ μετεωρότε-
ρον τοῦ μέλανος γένηται καὶ ἐρυθρόν, καὶ πολὺ μέρος
ἐπιλάβῃ τοῦ μέλανος.  – Τὸ δὲ καλούμενον ὑπόσφαγμα
ἐκ πληγῆς μὲν τὴν ἀρχὴν ἔχει· ῥῆξις δὲ ὧδε γίνεται τῶν
φλεβιδίων, ὅσα περὶ τὸν ἐπιπεφυκότα διατέτανται, καὶ αἱ-
ματώδης καὶ ὑποφλεγμαίνων ὁ ὀφθαλμὸς φαίνεται. Τὰ
δὲ οἰδήματα τῶν ἐμφυσημάτων διενήνοχε τῷ τὰ μὲν ἀπὸ
πληγῆς μᾶλλον καὶ περὶ τὰ βλέφαρα γίνεσθαι, τὰ δ' ἐμ-
φυσήματα ὑπὸ παχέος πνεύματος κατ' αὐτὰ τὰ βλέφαρα
συνίστασθαι, ὄγκοι τε ὄντες οἰδηματώδεις, ὥσπερ καὶ ἡ
ψωροφθαλμία τῆς ξηροφθαλμίας διαφέρει. ἡ μὲν γὰρ ψω-
ρίασις κνησμώδης τοῦ βλεφάρου αἴσθησις δι' ἁλμυρὸν γι-
νομένη φλέγμα, δάκνουσά τε καὶ κνησμὸν ἐρεθίζουσα. ἡ
δὲ ξηροφθαλμία δυσκινησία τῶν ὀφθαλμῶν μετὰ πόνου
χωρίς τινος ὑγρότητος ἐκρεούσης. Τὸ δὲ ἐκτρόπιον δι'
ὑπερσάρκωσιν ἢ οὐλὴν τοῦ βλεφάρου γίνεται, μὴ καλῶς
θεραπευθέντος. πρὸς ἑαυτὸ γὰρ τὸ πεπονθὸς τὰ πέρατα
τῶν βλεφάρων ἐπισπώμενον, ἐλλιπῆ τὴν σύμφυσιν παρα-
σκευάζει. Αἰγίλωψ δὲ ἀπόστημά τι μεταξὺ τοῦ μεγάλου
κανθοῦ καὶ τῆς ῥινὸς ῥηγνύμενον· τοῦτο δὲ πρὶν ἢ

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi Book 2, chapter 30, line 15

ῥυέντος εἴς τι μόριον ἀθρόως, καὶ διὰ πλῆθος σφηνωθέν-


τος, ἡ ἰδίως προσαγορευομένη γίνεται φλεγμονή, ἐρύθη-
μάτε καὶ ζέσιν μετά τινος ἐπαναστήματος τῷ κάμνοντι
203

μορίῳ ἐπάγουσα. χολῆς γε μὴν ξανθῆς οὕτω τυχὸν διατι-


θείσης μόριον, τὸ οὕτω πως λεγόμενον ἐρυσίπελας
γίνεται, οὐχ οὕτω μὲν ὂν ἐρυθρόν, ὡς τὸ πρότερον,
οὐχ ἥκιστα δὲ φλέγον, ὕπωχρον ὄν. κἂν τύχοιεν οἱ  
ῥηθέντες συμπλακέντες χυμοί, καὶ τὸ ἐξ αὐτῶν πάθος
ἐπισυμπεπλεγμένῳ αὐχοῦσιν ὀνόματι. καὶ πλεονάζοντος
μὲν τοῦ αἵματος, φλεγμονὴ γίνεται ἐρυσιπελατώδης, τῆς
δὲ χολῆς, ἐρυσίπελας φλεγμονῶδες. οἴδημα δέ ἐστιν ὄγκος
λευκός, ἀνώδυνος, ἐπὶ φλέγματι συνιστάμενος, ὥσπερ καὶ
τὸ ἐμφύσημα ἐπὶ ψυχρῷ καὶ παχυτέρῳ συνίσταται πνεύ-
ματι. ῥᾴδιον γνωρίζειν τοῦτο τῇ ἁφῇ. ῥᾴδιως γὰρ ὑπείκει
τὰ οἰδήματα, μήτε ζέοντα, μήτ' ὀδυνῶντα, μήτ' ἠλλοιω-
μένα ὄντα τῷ χρώματι. τὰ δὲ ἐμφυσήματα, ἀντίτυπα, τὸ
δέρμα τοῦ πνεύματος διατείνοντος. γνωριμώτερον δὲ τοῦτο
ἐπὶ τῶν τυμπανίων ὑδέρων. ὧδε δὲ καὶ ὑπηχεῖ κρουόμε-
νον τὸ ἐπιγάστριον, τυμπάνου δίκην, ἀκριβῶς διατεινομέ-
νου τοῦ δέρματος ὑπὸ παχέος πνεύματος· ἐνίαις γε μὴν
τῶν φλεγμονῶν, καὶ μάλισθ' ὅσαις μὴ ῥᾴδιον ἐς πύον

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi Book 2, chapter 30, line 19

... μόριον, τὸ οὕτω πως λεγόμενον ἐρυσίπελας


γίνεται, οὐχ οὕτω μὲν ὂν ἐρυθρόν, ὡς τὸ πρότερον,
οὐχ ἥκιστα δὲ φλέγον, ὕπωχρον ὄν. κἂν τύχοιεν οἱ  
ῥηθέντες συμπλακέντες χυμοί, καὶ τὸ ἐξ αὐτῶν πάθος
ἐπισυμπεπλεγμένῳ αὐχοῦσιν ὀνόματι. καὶ πλεονάζοντος
μὲν τοῦ αἵματος, φλεγμονὴ γίνεται ἐρυσιπελατώδης, τῆς
δὲ χολῆς, ἐρυσίπελας φλεγμονῶδες. οἴδημα δέ ἐστιν ὄγκος
λευκός, ἀνώδυνος, ἐπὶ φλέγματι συνιστάμενος, ὥσπερ καὶ
τὸ ἐμφύσημα ἐπὶ ψυχρῷ καὶ παχυτέρῳ συνίσταται πνεύ-
ματι. ῥᾴδιον γνωρίζειν τοῦτο τῇ ἁφῇ. ῥᾴδιως γὰρ ὑπείκει
τὰ οἰδήματα, μήτε ζέοντα, μήτ' ὀδυνῶντα, μήτ' ἠλλοιω-
μένα ὄντα τῷ χρώματι. τὰ δὲ ἐμφυσήματα, ἀντίτυπα, τὸ
δέρμα τοῦ πνεύματος διατείνοντος. γνωριμώτερον δὲ τοῦτο
ἐπὶ τῶν τυμπανίων ὑδέρων. ὧδε δὲ καὶ ὑπηχεῖ κρουόμε-
νον τὸ ἐπιγάστριον, τυμπάνου δίκην, ἀκριβῶς διατεινομέ-
νου τοῦ δέρματος ὑπὸ παχέος πνεύματος· ἐνίαις γε μὴν
τῶν φλεγμονῶν, καὶ μάλισθ' ὅσαις μὴ ῥᾴδιον ἐς πύον
μεταβληθῆναι, καὶ ἄλλως πως διαφορηθῆναι, πρόχειρον
τὸ μεταπεσεῖν εἰς γάγγραιναν ἢ σφάκελον.
204

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi Book 2, chapter 41, line 5

εχομένης οὐσίας τῇ ἁφῇ δοκιμάζεται. αἱ γὰρ παχύτεραι


τῶν οὐσιῶν, καὶ πλείονος ἀντιτυπίας μετέχουσιν. ἕτερον
δὲ παρὰ ταῦτα τὸ κηρίον οὕτω καλούμενον πέφυκεν, ὄγκος
τις ὢν περὶ τὸ δέρμα κατατρήσεις ἔχων, δι' ὧν μελιτῶδες
ὑγρὸν ἐκκρίνεται. ἔσχε δ' ἀπὸ τῆς ὁμοιότητος τοὔνομα.

μαʹ. Περὶ ἑλκῶν.

 Τῶν δ' ἑλκῶν,  – ῥητέον γὰρ ὑστάτως καὶ περὶ τού-


των,  – τὰ μὲν ἰσόπεδα, τὰ δ' αὖ κοῖλα πέφυκεν, ἕτερα
δ' ὑπερσαρκοῦντα. καὶ τὰ μὲν λεπτὸν ἰχῶρα ἐκρεῖ· τὰ δ'
αὖ σύμμετρον τῇ συστάσει τὸ πύον ἔχει, καὶ τὰ μὲν πέ-
ριξ ὑπέρωρα καὶ ὑποφλεγμαίνοντα, τὰ δ' αὖ οἰδηματώδη.
καὶ τὰ μὲν πλαδαρὰν τὴν σάρκα ἀναφύει, τὰ δ' αὖ τρα-
χυτέραν, καὶ μάλιστα κατὰ τὰ χείλη. καὶ τὰ μὲν αὐτοῦ
που στηριχθέντα μελαίνεται καὶ νεκροῦται. τὰ δ' αὖ ἐπι-
νέμεται καὶ τὰ σύνεγγυς. καὶ τὰ μὲν ἰσόπεδα καὶ ἐρυθρὰ
ἢ ἐγγὺς τοῦ ἐρυθρὰ εἶναι τυγχάνοντα, συνεξομοιουμένης  
τῆς τρεφομένης τῇ λοιπῇ σαρκί, τὴν ὅσον οὔτω ἐσομένην
ὑγίειαν ὑποσημαίνει· ῥυπαρᾶς δὲ ἢ πλαδαρᾶς τελούσης,
οὐ δεῖ πιστεύειν, ἀλλὰ ταύτην μὲν ἀναιρεῖν καθὼς ἐροῦ-
μεν, ἀγαθὴν δὲ πειρᾶσθαι τρέφειν σάρκα, καθὼς ἰδίᾳ περὶ
τῶν τοιούτων ἐροῦμεν, ὥσπερ δῆτα καὶ κοίλους πεφυκότος

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi Book 2, chapter 41, line 23

οὐ δεῖ πιστεύειν, ἀλλὰ ταύτην μὲν ἀναιρεῖν καθὼς ἐροῦ-


μεν, ἀγαθὴν δὲ πειρᾶσθαι τρέφειν σάρκα, καθὼς ἰδίᾳ περὶ
τῶν τοιούτων ἐροῦμεν, ὥσπερ δῆτα καὶ κοίλους πεφυκότος
τοῦ ἕλκους. καθαιρετέον δὲ τοῖς ἰσχυροτέροις τὰ ὑπερσαρ-
κοῦντα, καὶ τὰ μὲν λεπτὸν ἰχῶρα ἀφιέντα, τὴν κατ' ἐκεῖνα
ἀπεψίαν σημαίνει. καὶ μήκους ὧδε δεῖ χρόνου ἐς ὑγίειαν.
τὰ σύμμετρα δὲ καὶ παχέα πύα, ἀμείνω καὶ μάλιστα ἢν
μὴ βαρέως ὄζῃ· ὅσα δὲ πέριξ ὑπέρυθρα, ἢν κεκοπῶσθαι
δηλοῖ τὸ μέλος, ἢ θερμοτέροις χρήσασθαι τὸν ἄνθρωπον,
ἢ τό γε ὕστατον, φαρμάκοις ἠρεθίσθαι θερμοτέροις, ὥσπερ
δῆτα καὶ οἰδηματώδη διὰ καχεκτικήν τινα συνίστανται
διάθεσιν. μελαίνεται δὲ καὶ νεκροῦται καὶ νέμεται ἢ διὰ
μέγεθος ἢ διὰ πλήθουσαν ὕλην ἐκεῖ που ἐνσκήψασαν, μὴ
205

κρατουμένην, ἢ δι' ἀτονίαν τῆς ὅλης δυνάμεως ἐπισυμ-


βᾶσαν δι' ἕτερόν τι ἀρρώστημα. ἀμέλει καὶ τοὺς ὅσον
οὔπω τεθνηξομένους ὁρῶμεν, εἴπου βραχύ τι ἕλκους ἔχουσι,
καὶ τοῦτο πρῶτον νεκρουμένους, ἅτε τοῦτο μᾶλλον τῶν
ἄλλων νενοσηκότας μερῶν. καί γε ἱκανὴν καὶ τὰ τοιαῦτα
ἔνδειξιν εἰς πρόγνωσιν παρέχεται. ἀλλ' ὁ μὲν περὶ τῶν
ἕλκων λόγος ὧδὲ πῃ καὶ ληγέτω.

Συμπλίκιος , Commentarius in Epicteti enchiridion (4013: 006)


“Theophrasti characteres”, Ed. Dübner, F.Paris: Didot, 1842.
Page 59, line 21

μοιρίαν, μήπω δὲ κατασχεθέντας ὑπ' αὐτῆς, ἀλλ' ἐν


ἐλπίδι τέως καὶ φαντασίᾳ μόνῃ γενομένους τῆς ὑπερο-
χῆς αὐτῆς, ἣν ἔχει πρὸς τοὺς ἄλλους βίους, ὡς ἤδη
ἔχοντας ἐπαίρεσθαι, διὰ τὸ μὴ ἔχειν. Οὐδὲν γὰρ οὕτω
φιλοσοφίας καὶ εὐζωΐας ἐστὶν ἀλλότριον, ὡς ἡ ἀνεσπα-
σμένη ὀφρὺς, καὶ κενὴ ἔπαρσις αὕτη, τὸ Γνῶθι σαυτὸν
τοῦ θεοῦ παράγγελμα μὴ λογιζομένη· ὃ καὶ ἀρχὴ καὶ
τέλος πάσης ἐστὶ φιλοσοφίας καὶ εὐζωΐας. Εὐθὺς οὖν
ἀνάξιοι τούτων οἱ ἐπαιρόμενοι φαίνονται. Οὐ γὰρ
ἀπὸ μεγέθους ψυχῆς ἡ ἔπαρσις αὕτη γίνεται, ἀλλ' ἔστιν
οἴδημα κενὸν, καὶ παρὰ φύσιν πρὸς τὰ ἐκτὸς ἐκχεόμε-
νον, καὶ τῶν ἐντὸς ἀποσπώμενον· τοῦ ὑγιεινοῦ μεγέθους,
ὥσπερ ἐπὶ τοῦ σώματος, τῇ κατὰ φύσιν διαθέσει τῶν
ἐντὸς ἑπομένου, καὶ δι' ὅλου γενομένου ὁμαλῶς, καὶ
συνεχῆ τὴν κρίσιν πρὸς τὰ ἐντὸς τῶν ἐκτὸς διασώζον-
τος.
 Παραγγέλλει οὖν τοῖς ἐπιθυμοῦσι φιλοσοφίας, τοῦτο
μὲν τὸ πάθος φυλάττεσθαι, ὡς καὶ ἀνθρώποις ἐστυγη-
μένον, καὶ τοῦ ἐπιβουλεύεσθαι ῥᾳδίως καὶ δικαίως τοῖς
ἔχουσιν αἴτιον· καθαρεύοντα δὲ αὐτοῦ, μὴ ἐπιστρέ-
φεσθαι πρὸς γέλωτας, καὶ μώκους, καὶ ὀνειδισμοὺς,

Joannes Philoponus Phil., In libros de generatione animalium


commentaria (4015: 007)“Ioannis Philoponi (Michaelis Ephesii) in
libros de generatione animalium commentaria”, Ed. Hayduck, M.
Berlin: Reimer, 1903; Commentaria in Aristotelem Graeca 14.3.
Vol.14,3, p. 118, line 19
206

μὲν πολλὰς καὶ πυκνὰς ἔχει, μεγάλην δ' οὐκ ἔχει, ταῦτα ἔχει
κοτυληδόνας.
ἕκαστον δὲ τῶν ἐχόντων αὐτὰς ἀνὰ μίαν ἔχει· οὐδὲν γὰρ ἔχει δύο
κοτυληδόνας. καὶ τὸ μὲν χόριόν ἐστιν ἐκτὸς πάντων, οἱ δὲ λοιποὶ δύο
ὑμένες ἐντὸς τοῦ χορίου. εὐλόγως δὲ καὶ αἱ κοτυληδόνες πρῶτον μέν εἰσι

μεγάλαι, κατὰ βραχὺ δὲ σμικρύνονται καὶ τέλος ἀφανίζονται. πρῶτον μὲν

γὰρ ἐλάττονος ὄντος τοῦ ἐμβρύου καὶ ὀλίγην λαμβάνοντος τροφὴν


ἀνάγκη
τὴν κοτυληδόνα μεγάλην εἶναι, ἵνα δέχηται καὶ χωρῇ τὸ αἷμα, ὕστερον δὲ

αὐξομένου καὶ πολλὴν λαμβάνοντος τροφὴν μειοῦσθαι διὰ τὸ καὶ τὴν


εἰσερχομένην ἐν αὐτῇ τροφὴν ἐλάσσονα εἶναι τῆς πρότερον
εἰσερχομένης.
φλεγμασίαν δὲ λέγει τὴν φλεγμονὴν καὶ τὸ οἴδημα τὸ γινόμενον ἐν τοῖς
μέλεσιν
ἡμῶν διά τινα νόσον ἢ πρόσπταισμα. ἔστι γάρ, φησίν, ἐξάνθημα καὶ
φλεγμονὴ ἡ κοτυληδών· ὥσπερ γὰρ τὸ ἐξάνθημα καὶ ἡ φλεγμονὴ κατὰ
βραχὺ συνίσταται καὶ παύεται, οὕτω καὶ ἡ κοτυληδών. τὰ δὲ πολλὰ τῶν
κολοβῶν
ζῴων, ὁμοίως δὲ καὶ τῶν ἀμφωδόντων κοτυληδόνα μὲν οὐκ ἔχει, ἔχει δ'
ἀντ'
αὐτῆς μεγάλην φλέβα, ἐν ᾗ ἐρριζωμένος ὢν ὁ ὀμφαλὸς ἕλκει τὴν τροφὴν
ἀπ' αὐτῆς ὥσπερ καὶ ἀπὸ τῶν κοτυληδόνων.

Φώτιος Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca (4040: 001)


“Photius. Bibliothèque, 8 vols.”, Ed. Henry, R.
Paris: Les Belles Lettres, 1:1959; 2:1960; 3:1962; 4:1965; 5:1967;
6:1971; 7:1974; 8:1977.Codex 218, Bekker p. 175b, line 24

καὶ κνησμῶν καὶ φλυκταίνων, ἀναρρηγνυμένων τε ἑλκῶν


καὶ κακοήθων· πρὸς ἄνθρακάς τε καὶ καρκίνους ἰάσεις
ἀναγράφει, σπασμῶν τε καὶ στρεμμάτων καὶ θλασμά-
των, οἷς τε ἂν ἀκὶς ἢ κάλαμος ἢ ἄκανθα ἢ σκό-
λοψ ἐμπαγέντα σαρκὶ ἀποσπασθείη· περί τε παρω-
νυχιῶν καὶ τῶν ἐν ἄρθροις ἑλκῶν, αἱμορραγίας τε καὶ
νευροτρώτων, καὶ περὶ κεχαλασμένων ἄρθρων, περί
τε φλεγμονῆς καὶ ῥευματικῆς διαθέσεως, περί τε γαγ-
γραίνης καὶ σφακελισμοῦ, καὶ περὶ ἀποστημάτων καὶ συ-
ρίγγων, ἐρυσιπέλατός τε καὶ ἕρπητος, καὶ περὶ σκίρρων
207

καὶ οἰδημάτων, τερμίνθου τε καὶ ἐπινυκτίδος, περί τε


διατμηθέντων συνδέσμων, καὶ θύμου καὶ συκῶν καὶ δο-
θιήνων, ἀκροχορδόνων τε καὶ μυρμηκιῶν καὶ τῶν συ-
στοίχων. Πρός τε τὰ λεγόμενα γάγγλια καὶ χείμεθλα καὶ
ῥαγάδας ἐκτίθεται ἰάσεις, καὶ πρὸς τὰ ἡλκωμένα τῶν
αἰδοίων. Περί τε λεύκης καὶ ἀλφῶν καὶ λέπρας καὶ
ψώρας καὶ λειχήνων διαλαμβάνει, καὶ περὶ ἐμφυση-
μάτων, καὶ ὡς ἡ τῶν ἐχιδνῶν ἐδωδὴ ἄριστον βοήθη-
μα τοῖς ἐλεφαντιῶσι. Ταῦτα μὲν καὶ κατὰ τὸ ἕβδομον.  

Φώτιος Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca Codex 221, Bekker p. 180b, li 5

σαλευομένων καὶ ψωριώντων ἢ λεπριώντων, καὶ δι'


ὧν ἔστι παρασκευάσαι ἀντὶ τῶν ἐκπεσόντων ὀνύχων
ἄλλους ἀναφῦναι· περί τε τῶν συμβαινόντων ἐσφηνῶσθαι
δακτυλίων περὶ τοὺς δακτύλους· καὶ περὶ ἥλων καὶ ῥα-
γάδων τῶν κατὰ τοὺς πόδας, καὶ περὶ κιρσῶν. Ταῦτα
πάντα ὠφελίμως καὶ κατὰ τοὺς ἰατρικοὺς νόμους
διεξιών, τελευτᾷ εἰς τὴν περὶ τῶν ἐν σκέλεσι καὶ βραχίοσι
δρακοντείων ἰατρικὴν διδασκαλίαν· ἐν οἷς καὶ ὁ ιδʹ συμ-
περαίνεται λόγος.
 Κατὰ δὲ τὸν ιεʹ διαλαμβάνει λόγον περὶ οἰδημάτων
τε καὶ ἐμφυσημάτων, σκίρων τε καὶ χοιράδων, βρογχο-
κηλῶν τε καὶ ἀθερωμάτων, καὶ μελικηρίδων καὶ στεατω-
μάτων καὶ γαγγλίων, ἀνευρύσματός τε καὶ κηρίων καὶ
ὑδροκεφάλων, γενέσεις τε αὐτῶν ἐκτιθέμενος καὶ αἰτίας
τῆς γενέσεως, χειρουργίας τε καὶ τὰς ἄλλας θεραπείας
καὶ ἐμπλάστρων ποικίλων τε καὶ διαφόρων σκευασίας.
 Ἐν δὲ τῷ τελευταίῳ τε καὶ ιϛʹ λόγῳ περὶ μήτρας
θέσεώς τε καὶ μεγέθους καὶ τῆς ἄλλης διαπλάσεως ἀνα-
γράφει, καὶ τὸν καιρὸν καθ' ὅν τε καθαίρεσθαι καὶ σπερ-
μαίνειν ταῖς γυναιξὶ συμβαίνει.

Φώτιος Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca Codex 221, Bekker p. 180b, line
34

καταλέγονται, καὶ πόματα καὶ πεσσοὶ καὶ ὑποθυμιάματα


συλληπτικά. Ἐκεῖθέν τε περὶ τῶν ἐν τοῖς μαστοῖς παθῶν
ἁπάντων μετὰ τῆς πρεπούσης τῇ τέχνῃ σοφίας διηγεῖται,
συστάσεις τε τούτων καὶ γενέσεις καὶ χειρουργίας καὶ τὴν
208

ἄλλην συνυφαίνων θεραπείαν. Μεθ' ἃ περὶ τῶν κατὰ


διαφόρους αἰτίας ἐπεχομένων ταῖς γυναιξὶν ἐμμήνων
καθάρσεων περί τε ὑπερκαθάρσεως καὶ γυναικείου ῥοῦ,
τοῦ τε ἐρυθροῦ καὶ τοῦ λευκοῦ, περί τε ὑστερικῆς πνιγὸς
καὶ περὶ γονορροίας διαλαμβάνει, τὴν τούτων εὖ μάλα
διατιθεὶς θεραπείαν· καὶ περὶ τῶν ἄλλων τῆς μήτρας
παντοδαπῶν παθῶν, ἀποστημάτων λέγω καὶ οἰδήματος
καὶ μύλης καὶ ὕδρωπος καὶ ἕλκους καὶ τῶν παραπλη-
σίων·
   ἐν οἷς περί τε φιμώσεως μήτρας καὶ ἀτρήτου ὑστέ-
ρας καὶ τῶν παραπλησίων ἐπεξιὼν γράφει τούτων θερα-
πείας. Περί τε νυμφοτομίας καὶ περὶ κερκώσεως κιρσο-
κήλης τε καὶ θύμων καὶ τῶν ὁμοίων κατὰ τὴν ἴσην
μέθοδον τὰς ἰάσεις ἀναγράφει. Οἷς σμήγματά τε ὄψεως
καὶ τοῦ ἄλλου σώματος καὶ θυμιαμάτων σκευασίας συν-
τάττει, τὸ ὅλον ἐνταῦθα τῆς σπουδασθείσης αὐτῷ ἰα-
τρικῆς πραγματείας συμπερανάμενος βιβλίον.

Φώτιος Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca Codex 238, Bekker p. 314a, line
37

σώματος οὐδενὶ χρόνῳ λείπουσα δεῖξαι ταύτης ἐφά-


μιλλον), ταύτης οὖν καὶ δύο τῶν ἐξ αὐτῆς αὐτῷ γεν-
νηθέντων παίδων, Ἀριστοβούλου καὶ Ἀλεξάνδρου, οἳ
κάλλει τε καὶ λόγων ἀσκήσει καὶ χειρῶν ἔργοις οὐδὲν
ἧττον ἢ ὅτι βασιλέως ἦσαν παῖδες ἀνὰ πάντων ἐφέ-
ροντο στόμασι, τούτων συμπάντων διαβολαῖς Ἀντι-
πάτρου μανεὶς δήμιος γίνεται, πρῶτον μὲν τῆς γαμετῆς,
εἶτα καὶ τῶν παίδων, καὶ τελευταῖον Ἀντιπάτρου καὶ
αὐτοῦ, παιδὸς ἐκ προτέρας γυναικός. Νόσῳ δὲ πικρᾷ
παραδοθείς (ἕλκωσις γὰρ ἐντέρων εἶχε τὸν δύστηνον
ὄρθιόν τε ἆσθμα καὶ ποδῶν λευκοῦ φλέγματος οἴδημα,
δειναί τε τοῦ κώλου ἀλγηδόνες, καὶ αἰδοίου σῆψις σκώ-
ληκας ἐμποιοῦσα, καὶ μυρία ἄλλα) μετὰ πέμπτην δ'
ἡμέραν τῆς Ἀντιπάτρου σφαγῆς τοῦ παιδὸς καὶ αὐ-
τὸς τὸν βίον κατέστρεψε, διαβιοὺς μὲν ἔτη σύμπαντα οʹ,
βασιλεύσας δ' ἐξ αὐτῶν ζʹ καὶ λʹ. Βασιλεύει δ'
οὗτος παρανόμως τε καὶ παρ' ἐλπίδας καὶ αὐτοῦ ἐκεί-
νου, σπουδῇ μὲν Ἀντωνίου τοῦ στρατηγοῦ Ῥωμαίων,
χρήμασιν ὑπερητοῦντος, καὶ Αὐγούστου καταινέσει,
ψήφῳ δὲ πρὸς ἀφοσίωσιν καὶ τῆς βουλῆς Ῥωμαίων.
209

Φώτιος Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Ε – Ω) (4040: 030)“Φωτίου τοῦ


πατριάρχου λέξεων συναγωγή, pts. 1–2”, Ed. Porson, R.Cambridge:
Cambridge University Press, 1822.Alphabetic letter omicron, p. 318, li1

Οἰγνύει: ἀνοίγει.
Οἰδαίνων: φλεγμαίνων· ψύχων.
Οἰδαίνει: οἰδεῖν ποιεῖ.
Οἰδεῖ: φλεγμαίνει· πεφύσηται.  
Οἴδημα: ὄγκωμα· φλεγμονή· ἀπόστημα· ὡς ἐκ  μεταφορᾶς τῶν
σωμάτων, καὶ ἐπὶ τῆς ἐπάρσεως  καὶ φυσιώσεως λέγεται.
Οἰδήματα: ἐπάρματα ἢ φυσήματα.
Οἴδησις: φλεγμονή· φύσημα.
Οἶδμα: κῦμα ἢ πέλαγος.
Οἴεσθαι: ὑπονοεῖν.
Ὀΐεσσι: προβάτοις.
Οἰζύς: πόνος· ταλαιπωρία.
Οἰηθείς: ὑπολαβών.
Οἴησις: ἔπαρμα· ὑπόνοια.

Φώτιος Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter sigma, p.


527, line 1

 τάλην δύο παρόντων μαρτύρων καὶ γράφειν τὸ


 συμβόλαιον ἐν ἑκατέρωι τμήματι· καὶ τὸ μὲν ἑνὶ
 τῶν μαρτύρων διδόναι· τὸ δὲ δι' ἑαυτοῦ ἔχειν·
 ἐχρῶντο δ' αὐτῶ καὶ ἄλλοι· ὡς Ἀριστοτέλης ἐν
 τηῖ Ἰθακησίων πολιτείαι μβ.
Σκύτη: δέρματα· Ἀριστοφάνης.
Σκυτοδέψης: δερματομαλάκτης· καὶ βυρσοδέψης.
Σκῦτος: πᾶν δέρμα· ἀφ' οὗ καὶ σκυτεύς.
Σκυτοτόμος: σκυτεύς· λωροτόμος.
Σκύφος: ποτήριον.  
Σκώληξ: τὸ πρὸς τηῖ γηῖ οἴδημα τῆς θαλάσσης·
 οἷον τὸ προσαράσσον κῦμα.
Σκῶλος: εἶδος ἀκάνθης ἢ σκάνδαλον.
Σκώπτει: παίζει.
Σκῶρ: τὸ ἀποπάτημα· οὐ σκατόν· οὕτως Ἀριστοφάνης.
210

Φώτιος Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter sigma, p.


527, line 20

Σμήρινθοι: σπάρτα· σχοινία λεπτά.


Σμικρόν: καὶ χωρὶς τοῦ σ λέγεται.
Σμικυθίων: ὄνομα κύριον.
Σμιλεύματα:
Σμινύην: σκαφίον ἢ δίκελλαν ἢ ἀξίνην.
Σμοκορδοῦν: συνουσιάζειν· καὶ τὸ σπλεκοῦν ταυτὸ
 τοῦτο σημαίνει· καὶ τὸ σποδεῖν.
Σμύξαι: καῦσαι.
Σμυχόμενος: καιόμενος· ἀναλισκόμενος.
Σμώδιγγες: μώλωπες.
Σμώδιξ: μώλωψ· τὸ ἐκ πληγῶν οἴδημα.
Σμώχειν: σπουδῆ ἐνεργεῖν.
Σοβάδες: διώκουσαι πόρναι.
Σοβαρός: οὐχ ὁ σεμνὸς, ἀλλ' ὁ καταπληκτικός.
Σοβαρός: λαμπρός· ἐπαιρόμενος· τολμηρός· αὐθά-
 δης· ἔξω τοῦ δέοντος φερόμενος· τὸ δὲ σοβαρὸς  
 λέγουσι γεγονέναι, οἱ μὲν ἀπὸ τῆς Συβαριτῶν ἀρ-
 χῆς τὸ ὄνομα· οἱ δὲ γεγενῆσθαι φασὶν αὐτὸ παρὰ
 τὸ σέβας· ἄλλοι δὲ σοβαρὸν ὠνομάσθαι λέγουσιν
 ἀπὸ τοῦ σοβεῖν, ὅπέρ ἐστιν μετὰ σεμνότητος προϊέ-
 ναι· χρῶνται δὲ τηῖ λέξει ταύτηι συνήθως οἱ

Γεωπονικά. (4080: 001)“Geoponica”, Ed. Beckh, H.


Leipzig: Teubner, 1895.Book 12, chapter 17, sec. 4, line 3

δὲ ἀντὶ τοῦ νίτρου τῇ τέφρᾳ χρῶνται, καὶ διὰ τὸ τὰς


κάμπας ἀνελεῖν.          Κράμβη δὲ ἔλαττον ἑψηθεῖσα, καὶ
ἐσθιομένη, λύει γαστέρα, ἐπὶ πλέον ἑψηθεῖσα, ἐπέχει.
Μάθε δὲ καὶ τὰς ἀπὸ τῆς κράμβης θεραπείας.  
ἔστιν ἡ κράμβη γυναιξὶν ἐμμήνων ἐπαγωγός, καὶ
μάλιστα, εἴ γε τὸ ζέμα αὐτῆς μετὰ γλυκέος πίνοιτο
οἴνου. ἑφθὴ δὲ προεσθιομένη φθισικοὺς θεραπεύει.
εἴ τις κράμβην δὲ ἑψήσας καὶ λειώσας, καὶ ἀνα-
μίξας ταύτην τῷ ὕδατι ἐν ᾧ ἑψηθῇ, καὶ ψύξας, χρίσει
τραύματα νέα, καὶ χρόνια, καὶ οἰδήματα, πραΰνει.
ποδάγραν, ἀρθρῖτιν ἰᾶται τῷ ζέματι καταντλου-
μένη, καὶ ἀναμιγεῖσα ἀλεύροις κριθίνοις, καὶ κοριάνῳ,
καὶ πηγάνῳ, καὶ ἁλσὶν ὀλίγοις, καὶ ἐπιτιθεμένη.
Μέλιτι δὲ Ἀττικῷ ὁ χυλὸς αὐτῆς μιχθεὶς ὀφθαλ-
211

μοὺς ὠφελεῖ, τοῖς κανθοῖς προσαγόμενος.


         τρόφιμος
δέ ἐστιν ἐπὶ τοσοῦτον, ὥστε αὔξεσθαι τὰ παιδία
ταχύτερον κράμβην ἐσθίοντα.

Γεωπονικά. Book 12, chapter 17, sec. 12, line 3

μετὰ οἴνου μέλανος πινόμενος βῆχα παύει.


         Λει-χῆνα δὲ ἐξαιρεῖ τὰ φύλλα προστριβόμενα, καὶ δήγματα
ἑρπετῶν εὐθέως ἐπιτεθέντα ἰᾶται.
         Ψώραν τε καὶ
λέπραν κράμβη ἀναμιχθεῖσα στυπτηρίᾳ τῇ στρογγύλῃ
ὄξει διαβραχείσῃ θεραπεύει. ἡ δὲ ἐκ τῶν ῥιζῶν αὐ-  
τῆς τέφρα τὰ κατακαύματα ὠφελεῖ.
         Ἕλκωσιν δὲ τὴν ἐν στόματι καὶ παρισθμίοις, καὶ σταφυλῆς οἴδημα,
ὁ χυλὸς αὐτῆς μετὰ ἐλαίου ληφθείς, καὶ ἐπὶ πολὺ κατασχεθείς, παύει. ὦτα
ὠφελεῖ ὁ χυλὸς μετὰ οἴνου καταντλούμενος.
         Καυσουμένοις ἐν νόσῳ
τριφθεῖσα καὶ ἐπιτεθεῖσα μεγίστην οἴσει παρηγορίαν.
ἑψηθεῖσα δέ, καὶ καθ' ἑαυτὴν προεσθιομένη, φωνὴν
καὶ τὰς ἀρτηριακὰς διαθέσεις θεραπεύσει· ὅθεν καὶ
οἱ φωνασκοὶ ταύτῃ κέχρηνται.

Ευστάθιος Σχόλια Στην Ομήρου οδύσσεια. (4083: 003)“Eustathii


archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri Odysseam, 2
vols. in 1”, Ed. Stallbaum, G.Leipzig: Weigel, 1:1825; 2:1826, Repr.
1970.Vol.1, p. 413, line 41

αἱ δὲ τοῦ φονευθέντος πατρὸς, οὔ. καὶ ἔστιν εἰπεῖν, ὡς τυχὸν ὁ Οἰδίπους


ἐλύπησέ τι πλέον ἤπερ ἔδει τὴν μητέρα γνωσθέντος τοῦ κακοῦ, διὸ καὶ
μετῆλθον αὐτὸν αἱ μητρικαὶ Ἐριννύες. εἰ γὰρ διὰ μόνον
τὸν ἔκθεσμον γάμον μετέρχονται αὐτὸν, οὐκ ἂν ἀφῆκαν αὐτὸν ἔξω
ποινῆς οὐδὲ διὰ τὸν πατέρα οὐχ' ὁσίως πεφονευμένον. Σημείωσαι δ' ἐν
τούτοις καὶ ὡς εἴπερ ἄλγεα πάσχων ἤνασσε Καδμείων ὁ Οἰδίπους
μέχρι τέλους, ὡς φαίνεται δοκεῖν Ὁμήρῳ, οὐκ ἄρα ἔφευγεν ἢ ἐπλανᾶτο
κατὰ τοὺς τραγικούς. εἰ δὲ καὶ ἐτύφλωσεν αὑτὸν, οὐκ ἂν αὐτὸ ἐσίγησεν ὁ
ποιητὴς, ὡς οὐδὲ τὴν ἀγχόνην τῆς Ἐπικάστης. Ἰστέον δὲ καὶ
ὅτι ἀνέστρεψε τὴν τοῦ διηγήματος ἀρχὴν Ὅμηρος μνησθεὶς πρῶτον τοῦ
γάμου τῆς μητρὸς, εἶτα τοῦ φόνου τοῦ πατρός. καὶ τοῦτο οὐχ' ἁπλῶς
κοινότερον, ἀλλὰ στρυφνότερον. οὐ γὰρ ἔφη γημαμένη τῷ υἱῷ ἐξενα-
212

ρίξαντι τὸν πατέρα, ἀλλὰ γημαμένη τῷ υἱῷ. (Vers. 273.) ὁ δὲ, τὸν πατέρα
ἐξεναρίξας, ἔγημε, τὴν μητέρα δηλαδὴ, σιγηθεῖσαν διὰ τὸ μὴ καλὸν εἶναι
διασαφεῖσθαι τὰ αἰσχρά. (Vers. 270.) Ὁ δὲ Οἰδίπους καὶ Οἰδιπόδης
λέγεται ποιητικῶς, κληθεὶς οὕτω διὰ τὸ οἴδημα, ὃ ἔπαθε τρυπηθεὶς τοὺς
ἀστραγάλους τῶν ποδῶν, ὅτε βρέφος ὢν ἐξετέθη ὡς ἱστοροῦσιν οἱ
τραγικοί. ὅτι δὲ ἄλλως καὶ ἄλλως τὰ κατὰ τὸν Οἰδίποδα καὶ τὸν Λάϊον
λέγεται, δῆλον μὲν ἐξ ἄλλων, οὐχήκιστα δὲ καὶ ἐκ τοῦ ἱστορήσαντος
ὅτι Σφὶγξ γυνή τις ἦν εἰδεχθὴς περί που Βοιωτίαν, λῃστρικὴ καὶ φονία,
ὡς Παλαιφάτῳ δοκεῖ. Οἰδίπους
δὲ ἀνεῖλεν αὐτὴν, προσποιησάμενος φιλίαν καὶ συμμαχίαν. ὅθεν ἐτιμήθη
ἄγαν ὑπὸ Θηβαίων. ἐφ' οἷς
φθονήσας Λάϊος ἐπέξεισι καὶ θνήσκει ἐν τῇ μάχῃ, καὶ τότε ἡ μήτηρ
λαμβάνει αὐτόν. ὡς δὲ ἔγνω ἀπο-  
βάντα τὸν πάλαι τῷ Λαΐῳ δεδομένον χρησμὸν, ἐξετύφλωσεν ἑαυτόν. Ὅτι
δὲ κατὰ τὴν εἰρημένην Σφίγγα
κακὴ τὸ εἶδος ἦν καὶ ἡ Μέδουσα μία τῶν Γοργόνων, καὶ ἐν τοῖς τοῦ
Πινδάρου δηλοῦται. δοκεῖ δὲ τοιαύτη
καὶ ἡ Ἑκάτη εἶναι, καθὰ καὶ ἡ Ἔμπουσα, διὸ καὶ οἱ μῦθοι φοβερὰς αὐτὰς
τοῖς βλέπουσι πλάττονται.

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) (4085: 002)“Hesychii Alexandrini lexicon,


vols. 1–2”, Ed. Latte, K.Copenhagen: Munksgaard, 1:1953;
2:1966.Alphabetic letter mu, entry 1908, line 2

 ἦν δὲ καὶ λόγος, ὡς ὁ πτύσας εἰς μυρμηκιὰν οἰδεῖ τὰ χείλη,


 ὡς ὁ Δεινολόχος (fr. 12 K.)
Μύρμηκος ἀτραπούς· Ἀθήνησιν ἐν Σκαμβωνιδῶν ἔστι
 Μύρμηκος ἀτραπός, ἀπὸ ἥρωος Μύρμηκος ὀνομαζομένη (Ar.
 Thesm. 100)
Μυρμήκων ὁδοί· Ἀθήνησι τόπος. καὶ αἱ μονόκωλοι τρίβοι.
 ἀπὸ τῆς τοῦ ζῴου ὁμοιότητος κατὰ τὴν ὁδὸν γινομένου
μυρμηδόνες· οἱ μύρμηκες ὑπὸ Δωριέων
μυρμηκιών· ξυνοικία τῶν μυρμήκων
μυρμηκιῶν· ὁ ἥλους ἔχων ἐν ταῖς πτέρναις. ἄλλα δέ ἐστι τὰ
 ἐξανθήματα, καὶ τὰ οἰδήματα, τὰ περὶ τὸ σῶμα γινόμενα
 (Levit. 22,22)  
μύρμοι· μύρμηκες (Callim. fr. 753)
μύρμος· φόβος
μυρομένη· ὀδυρομένη (Ζ 373) ASgn
μυρμύρων· ταράσσων. τάσσεται δὲ ἐπὶ ποταμῶν ἐχόντων
 ῥεύματα
213

μύροντο· ἐβρέχοντο
μύρος· ἰχθῦς ποιός. καὶ ἡ ἄῤῥεν μύραινα
μυῤῥίνης κλάδος, ἢ δάφνης· παρὰ πότον μυῤῥίνης κλά-
 δον ἦν σύνηθες διδόναι τοῖς κατακειμένοις ἐκ διαδοχῆς ὑπὲρ

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter omicron, entry 182, line 1

οἶαι· διφθέραι, μηλωταί AS


οἴακες· πηδάλια ἤτοι αὐχένια AS. καὶ οἱ ταῦτα ἐπιστρέφοντες
 κανόνες (g). καὶ κρίκοι, δι' ὧν ἱμάντες διείρονται
[οἵδε· οὗτοι]
οἰακίζει· ἐλαύνει. διοικεῖ, ⌊κυβερνᾷ (Iob 37,10) Avgn
οἰακοστρόφος· κυβερνήτης (Eur. Med. 523) r. AS
οἰακοστροφῶν· κυβερνῶν AS (vg) b
οἴαξ· πηδάλιον. ὁδηγός (Eur. Or. 795) ASn
οἴαξιν· αὐχενίοις, πηδαλίοις
ὄϊας· τὰ θήλεα πρόβατα
οἴδημα· φλεγμονή. φύσησις. ὄγκωμα. ἀπόστημα. ὡς ἐκ μετα-
 φορᾶς δὲ τῶν σωμάτων, καὶ ἐπὶ τῆς ἐπάρσεως καὶ φυσιώσεως
 λέγεται AS
οἵδε· οὗτοι ASvg
οἷα· τὰ δυνατά. [Αἰολεῖς]
οἰατᾶν· κωμητῶν (Soph. fr. 130). Οἶαι γὰρ αἱ κῶμαι. Αἰο-
 λεῖς
οἷα τε καὶ αὐτός· ὡς καὶ αὐτός
οἱ αὐτοί· οἵγε οὗτοι
οἰάτιδος ἐκ νομοῦ· Σοφοκλῆς Οἰδίποδι ἐπὶ Κολωνῷ (1061).
 γῆς προβατευομένης ἐκ νεμήσεως. οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ δήμου·

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter omicron, entry 196, line 1

 γῆς προβατευομένης ἐκ νεμήσεως. οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ δήμου· κακῶς·


 οὐ γὰρ ἐγγὺς κεῖται
οἳ γάρ οἱ· οὗτοι γὰρ αὐτῷ
οἴγει· ἀνοίγει ASvg. οἰγνύει
οἰγόμενος· ἀνοιγόμενος r. AST
οἰδαίνει· οἰδεῖ. ἐπαίρεται. σπαράσσει. φλεγμαίνει ASn
οἰδαίνουσι· φλεγμαίνουσι. φυσῶσιν AS. [οἴδεα πόντα·
 τὸν μέλαν A]
οἰδαίνεσθαι· θυμοῦσθαι. καὶ τὰ ὅμοια
214

οἱ δέ νυ· οἱ δὲ δή. ἢ ⌊οὗτοι ASvg δὲ S


οἴδημα· ὄγκωμα. ἀπόστημα ASvg. ταραχὴ κυμάτων
οἰδήματα· φλυκτίδες . καὶ τὰ ὅμοια
οἰδήσεις· ὁμοίως Avg. ἐπάρματα g  
[οἰδημός· ψεκτός] AS
οἶδμα· κῦμα. ἔπαρμα Svn. ῥεῦμα, πέλαγος (Eur. Phoen. 202).
 αὔξημα
οἴδματα· τὰ αὐτὰ Av πληθυντικῶς
οἱ δόσις· αὐτῷ δόσις (Κ 213) An
οἰδοῦντες· ὀγκοῦντες. καὶ τὰ ὅμοια
οἵ ἑ· οἵτινες αὐτόν (Δ 534) n
οἴεαι· νομίζεις ASvg. ὑπολαμβάνεις (κ 380) v

Ησύχιος λεξικόν. (Π – Ω) (4085: 003)“Hesychii Alexandrini lexicon,


vols. 3–4”, Ed. Schmidt, M.
Halle: n.p., 3:1861; 4:1862, Repr. 1965.Alphabetic letter sigma, entry
1298, line 1

σμύχων· τὰ αὐτά
σμώγη· ῥανίς. τὸ τυχόν. Ἀμερίας βο(ύ)γλωσσον
σμώδιγγες· μώλωπες, τραύματα
σμῶδιγξ· ὕφαιμος μώλωψ, ὁ τῆς πληγῆς τύπος
σμῶδιξ· μώλωψ, τὸ ἀπὸ πληγῆς οἴδημα. φλέψ, φλυκτίς
σμώμενος· σμηχόμενος
(ς)μωσή· ἀνέμου πνοή
σμωνθίοντα· τὰ ταρασσόμενα, ζέοντα, πομφόλυγας ποιοῦντα
σμώχειν· ἐνεργεῖν μετὰ σπουδῆς
σοάνα· ἀξίνη. Πάφιοι
σοβάδες· ὑπερήφανοι. ἄστατοι. μαινόμεναι. [ἢ μιαινόμεναι]
σοβαρεύεσθαι· ἐξιτήλως. ἔξω τοῦ δέοντος .....
σοβαρεύεται· ἐπαίρεται
σοβαρητικήν· σφοδράν
σοβαρός· ὑπερήφανος, αὐθάδης. σεμνός· ἀπὸ τοῦ σέβας. ἢ συβαρὸς

Ησύχιος λεξικόν. (Π – Ω) Alphabetic letter upsilon, entry 795, line 1

ὑποφαίσεις· εἰς θεωρίας


ὑποφέρει· ὑπομένει
ὑποφέρονται· ὑποβάλλονται
215

ὑποφῆται· μάντεις, προφῆται, ἱερεῖς, διερμηνευταί, χρησμολόγοι


ὑποφήτορες· ὑποτεταγμένοι
ὑποφθάς· προφθάσας
ὑποφθαμένη· προφθάσασα
ὑπόφορος· ὑπὸ τέλος, [ὑπὸ κῖνσον] ὑπεύθυνος
ὑποφωνῆσαι· ὑποδεῖξαι
Ὑποχαλκίς· ἡ ὑπὸ Ὁμήρου Χαλκὶς διὰ τὸ κεῖσθαι ὑπό τι ὄρος
ὑπώπια· τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς οἰδήματα. ἀπὸ μέρους δὲ ὅλην τὴν
 ὄψιν δηλοῖ. καὶ τὰ πελιώματα
ὑπωπίς· ἡ θαψία
ὑπώρ(ε)ια· τὸ κάτω μέρος τοῦ ὄρους
ὑπωρόφιον· ὑπόστεγον
[ὑπῶς· ἀρτίως]

Georgius Choeroboscus Gramm., De spiritibus (excerpta) “Ammonius.


De differentia adfinium vocabulorum, 2nd edn.”, Ed. Valckenaer,
L.C.Leipzig: Weigel, 1822.Page 214, line 23

 Ἡ ευ δίφθογγος ψιλοῦται. εὐχή. Εὐλὴ, ἡ βδέλλα.


εὐδία. εὐθύς. εὐθεῖα. εὐτυχής. πλὴν τοῦ Εὕδω, τὸ καθεύδω.
Εὕω, τὸ φωτίζω, καὶ φλογίζω. εὕρω, καὶ τῶν ἐξ αὐτοῦ,
εὑρίσκω, εὕρεσις, εὕρεμα, εὑρεσιλόγος. Εὗ, ἀντὶ τοῦ
ἑαυτοῦ, ἀπὸ τοῦ ἕο κατὰ κρᾶσιν Δωρικῶς τοῦ εο εἰς τὴν
ευ δίφθογγον. ὡς τὸ ἐμέο, ἐμεῦ. καὶ σέο, σεῦ. καὶ Ὅμηρος,
  Τῶν δ' ἄλλων οὔτις εὗ ἀκήδεσεν.
 Ἡ οι δίφθογγος ἐν ταῖς ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν λέξεσι
ψιλοῦται. οἶκος. οἶστρος. Οἰδῶ, τὸ ἐξογκῶ. Οἶδμα, τὸ
κῦμα. οἴδημα. Οἴγω, τὸ ἀνοίγω. Οἰνεὺς, κύριον. οἶνος.
Οἶος, ὁ μόνος. Οἴμη, ἡ ᾠδή. ὅθεν καὶ οἰμώζω. καὶ τὰ
λοιπά. πλὴν τοῦ Οἷμος, ἡ ὁδός. Οἱμῶ, τὸ ὁρμῶ. Οἷος, ὁ
ὁποῖος, καὶ Οἷος, ὁ δυνατός. εἴρηται ἐν ταῖς ὑπὲρ μίαν
συλλαβὴν λέξεσι διὰ τὸ οἷ, ἀντὶ τοῦ αὐτῷ, ἀντωνυμίαν.
καὶ οἷ, ἀντὶ ὅπου. καὶ οἱ, ἄρθρον προτακτικὸν πληθυντικοῦ
ἀριθμοῦ δασυνόμενον μόνον. βαρυνόμενον δὲ καὶ δασυνό-
μενον ὑποτακτικὸν γίνεται. Οἶς δὲ, τὸ πρόβατον, ψιλοῦται,
ὡς ἀπὸ τοῦ ὄϊς γινόμενον κατὰ συναίρεσιν. τὸ οἱμώζω
δασυνόμενον εὗρον ἐν Σχεδευτοῦ Μουζάλωνος, γράφον-
τος οὕτως.

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (ἀνάβλησις –


216

βώτορες) (4097: 002)“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis


etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum
auctum, vol. 2”, Ed. Lasserre, F., Livadaras, N.Athens: Parnassos Literary
Society, 1992.Alphabetic letter beta, entry 199, line 6

τῆς ἥβης μέρος ἐν ἀρχῇ τῶν μερῶν κείμενον. εἴρηται δέ, ὅτι τοῦ
βαίνειν ἐστὶν ὑπηρέτης· παρὰ γὰρ τὸ βῶ ῥῆμα γίνεται βών καὶ
κατὰ σύνθεσιν τοῦ βου τοῦ σημαίνοντος τὸ μέγα, ὡς ἐν τῷ βου-  
γάϊος βούλιμος, γίνεται Βουβών, ὁ μεγάλως βαίνων, ἢ δι' οὗ μεγάλως
βαίνομεν AB, EM 252a. Orio 33, 22.  
Βουβών (Men. arat. 51)· λέγεται καὶ τὸ πάθος, ὅπερ
τινές φασι βομβῶνα, ὡς λέγει Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ Καθόλου (I 23, 1)·
Μένανδρος ἐν τῷ Γεωργῷ, οἷον (l. c.)·
  βουβὼν ἐπήρθη τῷ γέροντι·
καὶ ῥῆμα παρ' αὐτὸ βουβωνιῶ. δύναται δὲ καὶ τὸ πάθος εἰρῆσθαι
ἀπὸ τοῦ ἐπαίρεσθαι καὶ μεγάλως βαίνειν εἰς οἴδημα , Sym.
164, EM 252b, Eust. 499, 12. Orio 33, 22.
 Βουγάϊος (Ν 824)· εἴρηται ἀπὸ τοῦ βου, ὅπερ ἀπὸ τοῦ
ζῴου ληφθὲν σημαίνει τὸ μέγα, ὡς ἐν τῷ βούτιμος βούλιμος καὶ τὸ
Βούπαλος κύριον· παρὰ δὴ τὸ ἐπιτατικὸν καὶ τὸ γαῖα σύνθετον
γίνεται βούγαιος. ἢ παρὰ τὸ γαίειν, τὸ γαυριᾶν, ὅπερ καὶ αὐτὸ παρὰ
τὴν γαῖαν γέγονεν, ἵνα ᾖ ἀπὸ τοῦ μεγέθους τῆς γῆς, ὁ μεγαλόφρων
AB, Sym. 166, EM 253. Orio.  
 Βουθόη (Soph. fr. 1125?)· πόλις Ἰλλυρίδος. εἴρηται
δέ, ὅτι Κάδμος ἐπὶ βοῶν ζεύγους ἐκ Θηβῶν ταχέως εἰς Ἰλλυριοὺς
παραγενόμενος ἔκτισε πόλιν καὶ ἀπὸ τῶν βοῶν καὶ τοῦ θοῶς φυγεῖν

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (littera λ) (4097:


003)“Bericht über Stand und Methode der Ausgabe des Etymologicum
genuinum”, Ed. Alpers, K.Copenhagen: Munksgaard, 1969; Danske
Videnskabernes Selskab, Hist.–filol. Meddelelser 44.3.Alphabetic letter
lambda, entry 18, line 1

Λαιδρός: ὁ θρασύς· παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν. Νίκανδρος


καὶ ἐν Ἀλεξιφαρμάκοις.  
Λαίθαργος κύων· Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν· ὁ λαθραῖα
δάκνων.
Λαικάζειν καὶ λαικάστρια: οὕτω δὲ ἡ τιτθὴ παρὰ
Λάκωσιν. Ὦρος ὁ Μελήσιος.
Λαίσκαπρος: ὁ λάγνος καὶ λάμυρος. παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτα-
τικὸν πλεονασμῷ τοῦ Ι ὡς ἐν τῷ μαιστροπὸς ἀντὶ τοῦ μαστροπός.
Λαιμός· παρὰ τὸ λίαν μᾶν· ἢ παρὰ τὸ λάπτω τὸ σημαῖνον
217

τὸ ἀπὸ δίψης φλέγομαι.


Λαῖτμα: τὸ χάσμα καὶ μέγα πέλαγος· ἢ τὸ οἴδημα τῆς
θαλάσσης.
Λαυκανίη: ὁ λαιμός, ἀπὸ τῆς ἀπολαύσεως.
Λαῖφος λινοειδές· βέλτιον λινοϋφές· τὸ ἄρμενον. ἢ παρὰ
τὸ λῶπος λάφος ὡς γλῶσσα γλάσσα, καὶ λαῖφος.
Λάκτιν: σημαίνει ἡ λέξις τὴν σκυτάλην, τορύνην. Καλ-
λίμαχος· αὖθις ἀπαιτίζουσαν ἑὴν εὐεργέα λάκτιν.
Λακέρεια: ὄνομα πόλεως· παρὰ τὸ ΛΑ καὶ τὸ ῥέειν οἱονεὶ
ἡ μεγάλως ἐπιρρεομένη.
Λακίνιον: ὄρος Κρότωνος· ἀπὸ ἥρωος Λακινίου ὀνομασθέν.
Λάλαξ· ἀπὸ τοῦ λαλαγὴ τοῦ σημαίνοντος τὸν θόρυβον.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ἀάλιον – ζειαί)


(4098: 001)“Etymologicum Gudianum, fasc. 1 & 2”, Ed. de Stefani, A.
Leipzig: Teubner, 1:1909; 2:1920, Repr. 1965.Alphabetic entry beta, p.
280, line 19

 Βότρυες· παρὰ τὸ πότρυες, ἤγουν οἱ τοῖς ποσὶ τρυόμενοι καὶ


πατούμενοι.
 Βότρυς· [καὶ] ὁ περκάζων. ὄμφαξ, ὁ ἄωρος.
 Βοτρυδόν Β 89, ἀγεληδόν Π 160· ἐπίρρημα ποιότητος.
 Βότρυες· ἀφ' ὧν ἐστι πιεῖν, οἷον πότρυες· ἢ οἱ τοῖς ποσὶ τρι-
βόμενοι, ἤγουν πατούμενοι.
 Βόςκω· τρέφω· ἐξ οὗ καὶ συβώτης, ὁ τοὺς σύας βόσκων, κατ'
ἐπαύξησιν τοῦ ο εἰς ω.
 Βουβῶνα· παρὰ τοῦ βῶ, τὸ βαίνω, γίνεται βῶν[α] καὶ μετὰ τοῦ
ἐπιτατικοῦ βου γίνεται Βουβών, τὸ εἰς ὕψος βαῖνον. σημαίνει δὲ τὸ
πάθος.
Βουβών· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος οἰδήματος, παρὰ τὸ ἄγαν βαίνειν
εἰς ὕψος. βῶ οὖν βῶν καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ μορίου τοῦ βου
βουβών, ὡς βούπαις βουγάϊος.
 Βουλή· παρὰ τὸ βάλλω ἢ παρὰ τὸ βέλλω βολή, καὶ ἐν πλε-
ονασμῷ τοῦ υ βουλή, ἡ τοῦ νοὸς ἐκβολή [καὶ τροπῇ τοῦ υ].  
 Βουλή· παρὰ τὸ βέλλω, ἐξ οὗ καὶ βέλος καὶ βολίς καὶ βουλή·
ἐπιβολὴ γὰρ ψυχῆς ἐστιν [ἡ τοῦ νοὸς ἐκβο[υ]λή καὶ τροπῇ τοῦ ο
εἰς ου βουλή].
 Βούκινον· ἐκ τοῦ βοή καὶ τοῦ κίνησις· ἢ βοὴ κενή· ἢ βοὴ κοινή.
 Βουκόλος· βουκόνος τις ὤν, παρὰ τὸ κονεῖν περὶ τὰς βοῦς, ὅ
ἐστιν ἐνεργεῖν καὶ διατρίβειν· ἢ βουσὶ κεκλόμενος, ὅ ἐστιν
ἐγκελευόμενος.
218

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος –


ὦμαι) (4098: 002)“Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia
grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita”,
Ed. Sturz, F.W.Leipzig: Weigel, 1818, Repr. 1973.Alphabetic entry
kappa, p. 353, line 34
 μὲν Ἑρμῆν δεδωκέναι φησὶ τοῖς Διοσκόροις φλόγεον καὶ
 ἅρπαγον, ὠκέα τέκνα ποδάργης, Ἥραν δ' ἐλιόμενος,
 παρὰ σιδήρῳ, τῶν ἐπισώτρων ὅ ἐστι τῶν κανθῶν.
Κύμβαλα, παρὰ τὸ κύφον, κύφαλά τινα ὄντα.
Κύμβαλον, παρὰ τὸ κύπελον κύπαλον καὶ κύμβαλον·
 συγγένειαν γὰρ τὸ π πρὸς τὸ β· ἢ παρὰ τὸ πεποι-
 ημένην φωνὴν βάλλειν· κύμβαλον γὰρ ἐκ πεποιημένης
 φωνῆς εἴληπται· αἱ πεποιημέναι φωναὶ αὗται, κῦμα,
 κάρκεροι, κρύκαι καὶ τὸ τριχθά.
Κῦμα, ἀπὸ τοῦ κύημα, ὥσπερ καὶ οἶμα λέγεται, ἀντὶ
 τοῦ οἴδημα· ἢ κῦμα τὸ κυρτούμενον ἅμα· ἢ παρὰ τὸ
 κυκῶ τὸ ταράσσω κύκημα καὶ ἐν συναιρέσει κῦμα· ἢ
 παρὰ τὸ κύω τὸ ὀγκοῦμαι· ἔστι δὲ μακρὸν τὸ κυ· τὰ
 εἰς μα δισύλλαβα, διχρόνῳ παραληγόμενα, συστέλλει
 αὐτό· οἷον πλύμα, χύμα, θῦμα· σεσημείωται τὸ κῦμα·
 τὸ γὰρ λύμα ποιητικῶς ἐκτείνεται· τὸ δὲ θῦμα ἱστορεῖ
 Ἀριστοκλῆς ἐν τῷ περὶ διαλέκτων ἐκτεινόμενον. εἴρη-
 ται δὲ κῦμα παρὰ τὸ κυκῶ, δευτέρας συζυγίας τῶν
 περισπωμένων· καί ἐστιν ἡ χρῆσις, δεινὸν δ' ἀμφ'
 Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)

Alphabetic entry omicron, p. 421, line 11

 δηλοῖ τὸ ἐπίσταμαι· τοῦ εἴδω ὁ παρακείμενος εἶδα·


 τροπῇ τοῦ ε εἰς οἶδα κατὰ Αἰολεῖς.
Οἶαξ, ὁ κανὼν δι' οὗ τὸ πηδάλιον φέρεται· ἐκ τοῦ οἴω
 τὸ κομίζω.
Οἰδαίνειν, θυμοῦσθαι, ἐπαίρεσθαι, φυσᾶσθαι, ἀπὸ
 τοῦ οἰδαίνω, τοῦτο παρὰ τὸ φῶ, ὃ σημαίνει τὸ προϊῶ, γί-
 νεται φοιτῶ, ἐκ τούτου δὲ φοιταίνω, καὶ ἀποβολῇ τοῦ
 φ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς δ, οἰδαίνω, συντάσσεται μετὰ
 δοτικῆς.
219

Οἶδμα. τὸ κῦμα, ἐκ τοῦ οἰδῶ τὸ ἐξογκοῦμαι, οἰδήσω,


 οἴδημα, καὶ συγκοπῇ οἶδμα.
Ὀϊζυρὸς, μοχθηρὸς, ἐπίπονος, ταχύς· τὸ ζυ μακρόν·
 ἐπειδὴ τὰ εἰς ρος ὀξύτονα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς, ὅτε
 ἔχουσι τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους μακρὰν φύσει ἢ θέσει,
 πάντοτε ἔχουσι καὶ τὴν πρὸ τέλους μακρὰν, οἷον
 ὀκνηρὸς, ὀϊζυρὸς, ἰσχυρός· γίνεται παρὰ τὸ ὀϊζὺς,
 τοῦτο παρὰ τὸ οἲ σχετλιαστικὸν ἐπίῤῥημα, ὅπερ πλεο-
 νασμῷ τῆς μοι συλλαβῆς, οἴμοι, καὶ οἰμόζω, κατὰ πα-
 ραγωγὴν οἴζω, καὶ ἐξ αὐτοῦ οἰζύω κατὰ παραγωγὴν, ὡς
 πλήθω πληθύω, καὶ διαλύσει τῆς οι διφθόγγου, ὀϊζύω
 καὶ ὀϊζυρός.

Etymologicum Gudianum, Additamenta in Etymologicum Gudianum


(ἀάλιον – ζειαί) (e codd. Vat. Barber. gr. 70 [olim Barber. I 70] + Paris.
suppl. gr. 172) (4098: 003)“Etymologicum Gudianum, fasc. 1 & 2”, Ed.
de Stefani, A.Leipzig: Teubner, 1:1909; 2:1920, Repr. 1965.
Alphabetic entry beta, p. 281, line 19

Β 563 “βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης” καὶ Β 408 “βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος” καὶ
βοηθεῖν, τὸ εἰς βοὴν θεῖν· ἢ παρὰ τὸ βοή καὶ τοῦ θοός, ὁ εἰς τὴν βοὴν
θοὸς
καὶ ταχύς.
 Βόθυνος· ὁ βαθὺς τόπος· παρὰ τὸ βάθος βάθυνος, ὡς θάρσος [θάρσος]
θάρσυνος· τροπῇ τοῦ α εἰς ο βόθυνος, ὡς ἀκριόεις ὀκριόεις βράγχος
βρόγχος.  
 Βορέας· ὁ ἄνεμος· παρὰ τὸ βάρος βαρέας· ἢ παρὰ τὸ βορά, ἡ τροφή,
παρωνύμως, ὅτι βορᾶς ἡμῖν αἴτιος συναύξων τοὺς καρπούς.
 Βόσις· εἰς τὸ Κιβωτός.  
 {Σελεύκου} Βουβών· ἀπὸ τοῦ μεγάλ⟦ως⟧ ἐπῆρθ⟦αι⟧· τὸ γὰρ βου
προτασσόμενον τὸ
μέγα δηλοῖ.
Βουβών· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος οἰδήματος, παρὰ τὸ ἄγαν βαίνειν εἰ⟦ς
ὕψος⟧. βῶ οὖν β⟦ῶν⟧, καὶ μετὰ ⟦τοῦ ἐπιτατικοῦ⟧ μορίου τοῦ βου
Βουβών, ὡς
βούπαις βουγάϊος βούλιμος.  
 Βουλή· γνώμη, πρόθεσις.
 Βούλιμος· ὁ ⟦μέγας⟧ λιμός· παρὰ τὸ βου ἐπιτατικὸν καὶ τὸ λιμός. ‖ καὶ
ῥῆμα ἐξ αὐτοῦ ⟦βου⟧λιμιῶ.  
 {Ἐπιμερισμῶν τοῦ Ψαλτηρίου} Βουνός Ps. 77, 58· παρὰ τὸ βαίνειν
ἄνωθεν βαινός, καὶ τροπῇ τῆς
διφθόγγου εἰς δίφθογγον βουνός, ὡς ὄνοιρος ὄνειρος.
220

 Βοῦς· παρὰ ⟦τὸ βύζειν τὸ οὖς καὶ ᾄδειν⟧.


 Βοῦς· παρὰ τὸ βῶ δηλοῦν τὸ τρ⟦έφω⟧, οὗ ὁ μέλλων βόσω καὶ βόσις, ἡ
⟦τρο⟧φή, ⟦ὡς ἀρόσω⟧ ἄροσις· ἀφ' οὗ ⟦βο⟧τήρ, ὡς ἀροτήρ. βοῦς οὖν τὸ
⟦ζῶον⟧

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum (4099: 001)


“Etymologicum magnum”, Ed. Gaisford, T.Oxford: Oxford University
Press, 1848, Repr. 1967.Kallierges p. 206, line 56

ἀμαθῆ, ἀλαζόνα, βοώδη, καὶ ἀναίσθητον.


 Βουζυγία: Γένος τὶ Ἀθήνῃσιν ἱερωσύνην ἔχον.
Βουζύγης γὰρ τὶς τῶν ἡρώων πρῶτος βοῦς ζεύξας
τὴν γῆν ἤροσεν· ἀφ' οὗ γένος Βουζυγία.
Βουβών: Τὸ παρ' ἑκάτερα τῆς ἥβης μέρος, ἐν
ἀρχῇ τῶν μηρῶν κείμενον. Εἴρηται δὲ, ὅτι τοῦ βαί-
νειν ἐστὶν ὑπηρέτης. Παρὰ γὰρ τὸ βῶ γίνεται
βών· καὶ συνθέσει τοῦ ἐπιτατικοῦ βοῦ γίνεται βου-
βὼν, ὁ μεγάλως βαίνων, ἢ δι' οὗ μεγάλως βαίνομεν.
Βουβὼν λέγεται καὶ τὸ πάθος τὸ εἰς ὕψος βαῖνον·
ἀπὸ τοῦ ἐπαίρεσθαι, καὶ μεγάλως βαίνειν εἰς οἴδημα.
Ὅπερ τινές φασι βομβῶνα, ὡς λέγει Ἡρωδιανὸς ἐν
τῷ Καθόλου. Μένανδρος ἐν τῷ Γεωργῷ· οἷον,
 Βουβὼν ἐπήρθη τῷ γέροντι·
Καὶ ῥῆμα παρ' αὐτῷ βουβωνιῶ. Ἔστι καὶ βουβὼν
πόλις Λυκαονίας, ἀπὸ Βουβῶνος λῃστοῦ· ὁ πολίτης,
Βουβώνιος ὤφειλεν εἶναι· ἀλλ' ἔστι Βουβωνεύς.
Εἴρηται ἀπὸ τοῦ βοῦ· ὅπερ ἀπὸ τοῦ ζῴου ληφθὲν
σημαίνει τὸ μέγα, ὡς ἐν τῷ βούτιμος, καὶ Βούπαλος
κύριον. Παρὰ δὴ τὸ ἐπιτατικὸν καὶ τὸ γαῖα σύν-
θετον γίνεται βουγάϊος· ἢ παρὰ τὸ γαίειν,

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 310, line 50

Ῥητορικοῦ.
 Ἐγκεκοισυρωμένος: Ὑπερήφανος, κεκαλλω-
πισμένος. Ἀριστοφάνης,
 Σεμνὴν, τρυφῶσαν, ἐγκεκοισυρωμένην.
Εἴρηται παρὰ τὴν Κοισύραν, ἥτις ἦν μήτηρ Μεγα-  
κλέους καὶ Ἀλκμαίωνος γυνὴ, ὑπερήφανος καὶ καλ-
λωπίσμασι πολλοῖς χαίρουσα. Εἰς δὲ τὸ Λεξικὸν
221

κεῖται ἀντὶ τοῦ τρυφῶσαν.


 Ἐγκεκορδυλημένος: Ἀριστοφάνης κέχρηται
ἐπὶ τοῦ ἐνειλημένος, ἢ συνεστραμμένος· παρὰ τὴν
κορδύλην, ἥτις ἐστὶν οἴδημα τῆς κεφαλῆς ὑπὸ
πληγῆς γενόμενον· ἥτις παρὰ τὸ κάρα εἴρηται. Καὶ
γὰρ κορδύλην Κύπριοι λέγουσι τὸ ἐνείλημα τῆς
κεφαλῆς, ὅπερ Ἀθηναῖοι μὲν κρώβυλον καλοῦσι,
Πέρσαι δὲ κίδαριν. Ἔστι καὶ Ῥητορική.
 Ἐγκιλικίζειν: Τὸ πονηρεύεσθαι· ἀπὸ τῆς τῶν
Κιλίκων πονηρίας. Κίλικες γὰρ ἔθνος ἐπὶ πονηρίᾳ
διαβαλλόμενον. Φερεκράτης,
 Ἀεί ποθ' ἡμῶν ἐγκιλικίζουσ' οἱ θεοί.
Ῥητορική.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges p. 558,


line 52
 Λαισήϊά τε πτερόεντα: Μικρὰ ἀσπιδίσκια
ὠμοβύρσια· ἔστι δὲ βαρβαρικὸν ὅπλον. Γίνεται
παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικὸν, καὶ τὸ σεύω, τὸ ὁρμῶ. Ἢ
παρὰ τὸ ἐν τῇ λαιᾷ βαστάζεσθαι· ἢ παρὰ τὸ λά-
σιον· ἀπὸ τοῦ ὠμαῖς βύρσαις περιβεβλῆσθαι.
 Λαιὰ χείρ: Ἡ ἀριστερά· ἀπὸ τοῦ λελιάσθαι
καὶ κεχωρίσθαι τῶν πράξεων.
 Λαῖφος: Λινοϋφὲς ἅρμενον· ἢ παρὰ τὸ λῶπος,
λάφος καὶ λαῖφος, ὡς γλῶσσα γλάσσα.  
 Λαῖτμα: Τὸ χάσμα, καὶ μέγα πέλαγος. Ἢ τὸ
οἴδημα τῆς θαλάσσης.
 Λαίλαψ: Παρὰ τὸ λάπτω λάψω λάψ, καὶ κατὰ
ἀναδιπλασιασμὸν, λαίλαψ· δηλοῖ δὲ τὴν σφοδρὰν
καὶ ἐπιτεταμένην λαβρότητα τοῦ πνεύματος. Τὸ δὲ
λάπτω, ἐκ τοῦ ΛΑ ἐπιτατικοῦ, καὶ σημαίνει τὸ λίαν
ἅπτεσθαι.
 Λέα: Ἡ ἐν τοῖς ἱστίοις λίθος· ὅτι λίθους
ἐξήρτουν.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 617, line 5

 Οἴαξις: Χωρίον Κρητικὸν ὑψηλόν. Τινὲς δὲ,


ὅτι πλεονασμός ἐστι τοῦ ι· Ὄαξις γὰρ ἦν·
222

 Δραξάμενος γαίης Οἰαξίδος.  


 Οἰδίπους: Ὁ μὲν Θεόγνωτος, ἀπὸ τοῦ οἰδήσω
Οἰδησίπους, κατὰ συγκοπὴν τῆς ΗΣ συλλαβῆς· ὁ δὲ
Ἡρωδιανὸς λέγει μὴ εἶναι οὕτως, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ οἰδῶ
οἰδίπους· ἄμεινον γὰρ τὸ ἀπαθὲς τοῦ πεπονθότος.
Ζήτει εἰς τὸ εἰλίπους.
 Οἶδα: Ζήτει εἰς τὸ οἶσθα.
 Οἰδαίνει: Εἰς ὕψος αἴρεσθαι ποιεῖ, πληροῦται ὑπὸ τῆς ὀργῆς, ἀπὸ
μεταφορᾶς τῶν οἰδημάτων, ἤγουν τῆς φλεγμονῆς· παρὰ τὸ οἰδῶ, ὅπερ
ἀπὸ τοῦ οἴω γίνεται. Ἰλιάδος ιʹ,
 Ἀλλ' ὅτε δὴ Μενέλαον ἔδυ χόλος, ὅστε καὶ ἄλλων
 οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον πύκα περ φρονεόντων.
 Οἶδμα: Τὸ κῦμα. Ἐκ τοῦ οἰδῶ, τὸ ἐξογκοῦμαι,
οἰδήσω οἴδημα· καὶ συγκοπῇ, οἶδμα.
 Οἴδματι θύων, Ἰλιάδος ψʹ.
 Οἴδματα: Ἐπάρματα, φυσήματα· καὶ οἴδημα, ὄγκωμα, φλεγμονή.  

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges p. 617,


line 11

οἰδίπους· ἄμεινον γὰρ τὸ ἀπαθὲς τοῦ πεπονθότος.


Ζήτει εἰς τὸ εἰλίπους.
 Οἶδα: Ζήτει εἰς τὸ οἶσθα.
 Οἰδαίνει: Εἰς ὕψος αἴρεσθαι ποιεῖ, πληροῦται
ὑπὸ τῆς ὀργῆς, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν οἰδημάτων,
ἤγουν τῆς φλεγμονῆς· παρὰ τὸ οἰδῶ, ὅπερ ἀπὸ τοῦ
οἴω γίνεται. Ἰλιάδος ιʹ,
 Ἀλλ' ὅτε δὴ Μενέλαον ἔδυ χόλος, ὅστε καὶ ἄλλων
 οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον πύκα περ φρονεόντων.
 Οἶδμα: Τὸ κῦμα. Ἐκ τοῦ οἰδῶ, τὸ ἐξογκοῦμαι,
οἰδήσω οἴδημα· καὶ συγκοπῇ, οἶδμα.
 Οἴδματι θύων,
Ἰλιάδος ψʹ.
 Οἴδματα: Ἐπάρματα, φυσήματα· καὶ οἴ-
δημα, ὄγκωμα, φλεγμονή.
 Οἰέτεας: Ὡς Διομήδεας. Ἔστι δὲ ἐπὶ τούτου
τοῦ σχήματος παράλογος ὁ τόνος. Τὰ γὰρ ἀπὸ
τῶν εἰς ΟΣ ληγόντων οὐδετέρων δισυλλάβων σύνθετα
εἰς ΗΣ λήγοντα ἐπιθετικὰ, μὴ ἔχοντα τὸ η πρὸ
τέλους, πάντα ὀξύνεται, εὐγενὴς, ἀκλεής. Ἐχρῆν
οὖν καὶ παρὰ τὸ ἔτος τὸ αὐτὸ ἀναδέχεσθαι·
223

Ευάγριος. , De octo spiritibus malitiae (sub nomine Nili Ancyrani)


(4110: 023); MPG 79.Vol.79, p. 1161, line 27

νέου δυνατώτερον, μόνον ἐὰν παρῶσι μάρτυρες τῶν


γινομένων πολλοί· κούφη νηστεία τότε, καὶ ἀγρυ-
πνία, καὶ προσευχὴ, ὁ γὰρ ἔπαινος τῶν πολλῶν δι-
εγείρει τὴν προθυμίαν. Μὴ πωλήσῃς τοὺς πόνους
δόξαις ἀνθρωπίναις, μηδὲ τὴν μέλλουσαν δόξαν
προδῷς δι' εὐφημίαν. Δόξα γὰρ ἀνθρωπίνη εἰς χοῦν
κατασκηνοῖ, καὶ κλέος αὐτῆς σβέννυται ἐπὶ γῆς,
ἀρετῆς δὲ δόξα μένει εἰς τὸν αἰῶνα

ΚΕΦΑΛ. ΙΖʹ. Περὶ ὑπερηφανίας.

 Ὑπερηφανία ἐστὶν οἴδημα ψυχῆς ἰχῶρος πεπληρω-


μένον· ἐὰν πεπανθῇ, ῥαγήσεται, καὶ ποιήσει ἀηδίαν
πολλήν. Ἀστραπῆς ἔκλαμψις, ἦχον προμηνύει βρον-
τῆς, καὶ ὑπερηφανίαν εὐαγγελίζεται παρουσία κενο-
δοξίας. Εἰς ὕψος μέγα ἀναβαίνει ὑπερηφάνου ψυχὴ,
κακεῖθεν αὐτὸν εἰς βυθὸν καταβάλλει. Ὑπερηφα-
νίαν νοσεῖ ὁ ἀποστήσας ἑαυτὸν Θεοῦ, καὶ ἰδίᾳ δυνά-
μει ἐπιγράφων τὰ κατορθώματα. Ὥσπερ δὲ ὁ ἐπι-
βὰς ἀράχνῃ διαπεσὼν κατηνέχθη κάτω, οὕτω πί-
πτει ὁ θαῤῥῶν τῇ ἰδίᾳ δυνάμει. Καρπὸς πολὺς κατα-
κάμπτει κλῶνας δένδρου, καὶ ἀρετῆς πλῆθος

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus


rhetoribus et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Coislin.
345) (4289: 005)“Anecdota Graeca, vol. 1”, Ed. Bachmann, L.
Leipzig: Hinrichs, 1828.Alphabetic entry omicron, p. 313, line 11

 
οἰγνύει: ἀνοίγει.
οἰδαίνων: φλεγμαίνων. ψύχων.
οἰδαίνει: οἰδεῖν ποιεῖ.
οἰδεῖ: φλεγμαίνει. πεφύσηται.
οἴδημα: ὄγκωμα. φλεγμονή. ἀπόστημα. ὡς ἐκ μετα-
 φορᾶς τῶν σωμάτων καὶ ἐπὶ τῆς ἐπάρσεως καὶ φυ-
224

 σιώσεως λέγεται.
οἰδήματα: ἐπάρματα. ἢ φυσήματα.
Οἴδησις: φλεγμονή. ἢ φύσημα.
οἶδμα: κῦμα. ἢ πέλαγος.
οἴεσθαι: ὑπονοεῖν.
ὀΐεσσιν: προβάτοις.
οἰηθείς: ὑπολαβών.

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus rhetoribus


et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Co
Alphabetic entry sigma, p. 367, line 26

σκῦτος: πᾶν δέρμα. ἀφ' οὗ καὶ σκυτεύς.


σκυτοτόμος: σκυτεύς. λωροτόμος.
σκύφος: ποτήριον.
σκῶλος: εἶδος ἀκάνθης. ἢ σκάνδαλον.
σμῆνος: πλῆθος μελισσῶν.
σμήρινθοι: σπάρτα. σχοινία.
σμινύην: σκαφεῖον. ἢ δίκελλαν.
σμύξαι: καῦσαι.
σμυχόμενος: καιόμενος. ἀναλισκόμενος.
σμώδιγγες: μώλωπες.
σμῶδιξ: μώλωψ. τὸ ἐκ πληγῶν οἴδημα.
σοβαρός: λαμπρός. ἐπαιρόμενος.
σοβαρός: τολμηρός. αὐθάδης. ὁ ἔξω τοῦ δέοντος
 φερόμενος.
σοβεῖ: διώκει. κομπάζει.
σόλοι: πόλεις Κιλικίας καὶ Κύπρου, ἀφ' ὧν ὁ σο-
 λοικισμός, βαρβαρίζοντες τὴν ἰδίαν γλῶσσαν.  
σόλον: δίσκον.
σορός: μνῆμα. θήκη. τάφος.
σοφίαν: κοινὸν ἁπάντων μάθησιν. καὶ τὴν τέχνην.
 καὶ τὴν φρόνησιν καὶ ἐπιστήμην καὶ νοῦν.

Lexica In Opera Gregorii Nazianzeni, Lexicon in carmina Gregorii


Nazianzeni (= Lexicon Casinense) (e cod. Casinensi Arch. Abbat. T 550)
(4303: 002)“”In sancti Gregorii Nazianzeni carmina lexicon Casinense””,
Ed. Kalamakis, D., 1995; Athena 81.Alphabetic letter delta, line 53

διαίνεται· ὑγραίνεται
διακριδὸν· διακεκριμένον
225

διάλυξεν· ἐξέφυγεν
διεράς τε· καθύγρους
διερῶν· τὰ διΰγρων
διέσσυται ἄγροι· διορμᾶν ἄγριος?
διέχευ(εν)· διετάραξ(εν), διέτεμ(εν)
δι' ἠέρος· διὰ τοῦ ἀέρος
δινέοιτο· κινοῖτο
δὶς ταφέες· δεύτερον θαπτόμενον
δι' οἴδματος· διὰ τοῦ οἰδήματος
δίφρῳ· ἅρματι
διψαλέη· διψῶσα
δητεῖρα· δαμάστρια
δμῶας· δοῦλος
δμώεσσι· δούλοις
δνοφερὴν· μέλαιναν  

Etymologicum Symeonis, Etymologicum Symeonis (ἀνακωχῆς –


βώτορες) (4311: 002)“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis
etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum
auctum, vol. 2”, Ed. Lasserre, F., Livadaras, N.Athens: Parnassos Literary
Society, 1992.Vol.1, p. 474, line 20

 Βούβαστος· πόλις Αἰγύπτου. τὸ ἐθνικὸν Βουβαστίτης


καὶ ἡ πόλις Βουβαστῖτις EM 247. St. Byz.
 βούβρωστις (Ω 532)· ὁ μέγας – 19 ποιεῖ Z397. Et.
gen. 197.  
Βουβών (Men. Arat. 51)· τὸ πάθος, ὅπερ τινὲς βομ-
βῶνα λέγουσιν· Ἡρωδιανός (Ι 23, 1): (l. c.)·
  βουβὼν ἐπήρθη τῷ γέροντι.
τὸ ῥῆμα βουβωνιῶ· Ἀριστοφάνης (Ran. 1280)·
  ἐγὼ δὲ ὑπὸ τῶν κόπων γὰρ τὼ νεφρὼ βουβωνιῶ.
καὶ τὸ πάθος εἰρῆσθαι ἀπὸ τοῦ ἐπαίρεσθαι καὶ μεγάλως βαίνειν
εἰς οἴδημα . Et. gen. 199.
Βουβών· πόλις Λυκίας· ἀπό τινος Βουβῶνος λῃ-
στοῦ. ὁ πολίτης Βουβώνιος ὤφειλεν, ἀλλ' ἔτι Βουβωνεύς EM 254b.
St. Byz.
 βουγάϊος (Ν 824)· εἴρηται ἀπὸ τοῦ βου, ὅπερ ἀπὸ
τοῦ ζώου ληφθὲν σημαίνει τὸ μέγα, ὡς ἐν τῷ Βούπαλος καὶ
βούλιμος κύριον· παρὰ δὴ τὴν βου ἐπίτασιν καὶ τὸ γαῖα
συντιθέμενον γίνεται βουγάϊος. ἢ παρὰ – 11 παρὰ τὸ γαῖα γάϊος
γέγονεν, ἵν' ᾖ ἀπὸ τοῦ μεγέθους τῆς γῆς ὁ μεγαλόφρων Z398.
226

Et. gen. 200.

Apomasar Astrol., De revolutionibus nativitatum (4361: 008)


“Albumasaris de revolutionibus nativitatum”, Ed. Pingree, D.
Leipzig: Teubner, 1968.Page 148, line 9

τύχης ἢ τῆς μοίρας τῆς συνόδου ἢ τῆς μοίρας τῆς πανσελή-


νου, γνῶθι τὸν ἐπιμερίζοντα εἴτε σωματικῶς εἴτε ἀκτινο-  
βολικῶς. ἔχει γὰρ ἕκαστος ἰδίαν σημασίαν ἀγαθῶν ἢ κακῶν·
καὶ δυναμικώτερος μὲν τῶν ἄλλων ὁ ἐπιμερίζων ἀπὸ τοῦ
ἀφέτου, εἶτα ὁ συνεπιμερίζων αὐτῷ· οἱ δὲ λοιποὶ ἀδρανεῖς
εἰσι τὴν δύναμιν.
 Ὅτε οὖν ἐπιμερίζει ὁ Κρόνος μή τινος ἀστέρος ἐκεῖνα
τὰ ὅρια ἀκτινοβολοῦντος μήτε τὸν Κρόνον ἐφορῶντος,
δηλοῖ τῷ ἔτει ἐκείνῳ νόσους μακρὰς ἀπὸ ψυχρότητος καὶ
παχέος φλέγματος καὶ βλάβης γαστρὸς καὶ λιθιάσεως
καὶ φθίσεως καὶ οἰδήματος καὶ μελαγχολικῶν νόσων καὶ
φροντίδων καὶ κατηφείας καὶ στυγνότητος καὶ μεταμε-
λείας καὶ συγχύσεως καὶ βίας καὶ ἐκεχειρίας τῶν ὠφελί-
μων πράξεων καὶ πλήθους ἐρίδων καὶ ἀθυμίας ἐπί τισι
γεγονόσι καὶ κακοοικονομίας.
 Εἰ δὲ ὁ αὐτὸς Κρόνος ἐπιμερίζων ἐπιβλέπει τὰ ὅρια, δηλοῖ
θάνατον τοῦ ἔχοντος τὸ γενέθλιον ἐν ἐκείνῳ τῷ ἐπιμερι-
σμῷ. εἰ δὲ ὁ Ζεὺς συνεπιμερίζει αὐτῷ, δηλοῖ ἀνάλυσιν τῶν
κακῶν καὶ βλάβην τοῦ γεννηθέντος ἀπὸ γονέων καὶ παίδων.
εἰ δὲ ὁ Ἄρης συνεπιμερίζει τούτῳ, δηλοῖ συμπτώματα καὶ
βλάβας ἀπὸ ἀδελφῶν· εἰ δὲ ὁ Ἄρης συσχηματίζεται τῷ

Σχόλια σττον Αριστοφάνη. Scholia in Acharnenses (scholia vetera et


recentiora Triclinii) (5014: 001)“Prolegomena de comoedia. Scholia in
Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed. Wilson, N.G.Groningen: Bouma,
1975; Scholia in Aristophanem 1.1B.Hypothesis-epigram-scholion sch
ach, verse 1181a, line 3

vet παλίνορρον: παλινόρμητον. διπλοῦν ἐποίησε τὸ ἀνάπαλιν


ὁρμώμενον ⟦ποιεῖν⟧. “ἐξεκόκκισεν” δὲ ἀντὶ τοῦ ἐξέβαλεν, ἐξέκλασεν. ἡ
μεταφορὰ ἀπὸ τῶν κόκκων. θέλει δὲ εἰπεῖν, ἔκλασε τὸν πόδα. R
Tr τὸ σφυρόν] τὸ ἀπὸ τοῦ γόνυος κάτω κῶλον.
Tr παλίνορρον] ἐκτραπὲν τῆς ἁρμονίας.
227

Tr ἐξεκόκκισεν] ἤχησε.
Tr τῆς κεφαλῆς] Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ τὴν κεφαλήν.
Tr κατέαγε] συνέθλασε.  
vet καὶ Γοργόν' ἐξήγειρεν: παρ' ὑπόνοιαν. θέλων γὰρ εἰπεῖν ὅτι
ἀπὸ τῆς πληγῆς κορδύλην ἐνεποίησεν, αὐτὸς ὁ Λάμαχος, ἔφη, Γοργόν'
ἐξήγειρεν· ὡσεὶ ἔλεγεν, οἴδημα ἀνέστησεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς.
vet Tr totus versus] ὡσεὶ ἔλεγεν, οἴδημα ἀνέστησεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. R
vet πτίλον δὲ τὸ μέγα: ἔπαιξε πλάσας ὄνομα ὄρνιθος. τινὲς οὕτως·
πτίλου δὲ τοῦ μεγάλου πεσόντος εἰς τὰς πέτρας, δεινὸν μέλος ἐξηύδα ὁ
Λάμαχος.
ἢ πεσὼν πρὸς ταῖς πέτραις ἐθρήνει τὸ μέγα πτίλον.
Tr ἔπαιξε πλάσας ὄνομα ὄρνιθος διὰ τὸ κομπηρὸν τοῦ Λαμάχου. πτίλον
δὲ μέγα λέγει τὴν περικεφαλαίαν αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἐν αὐτῇ πτεροῦ. οὐ γὰρ
τὸ
πτερὸν πεσὸν εἰς πέτραν ἤχησεν ἀλλὰ τὸ κράνος ἐκ χαλκοῦ
κατεσκευασμέ-
νον.
Tr πτίλον] ἤγουν τὸ κράνος.
Tr κομπολακύθου] τοῦ κομπηρὰ λαλοῦντος Λαμάχου.

Σχόλια σττον Αριστοφάνη. Scholia in Acharnenses (scholia vetera et


recentiora Triclinii) Hypothesis-epigram-scholion sch ach, verse 1181b,
line 1

ὁρμώμενον ⟦ποιεῖν⟧. “ἐξεκόκκισεν” δὲ ἀντὶ τοῦ ἐξέβαλεν, ἐξέκλασεν. ἡ


μεταφορὰ ἀπὸ τῶν κόκκων. θέλει δὲ εἰπεῖν, ἔκλασε τὸν πόδα. R
Tr τὸ σφυρόν] τὸ ἀπὸ τοῦ γόνυος κάτω κῶλον.
Tr παλίνορρον] ἐκτραπὲν τῆς ἁρμονίας.
Tr ἐξεκόκκισεν] ἤχησε.
Tr τῆς κεφαλῆς] Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ τὴν κεφαλήν.
Tr κατέαγε] συνέθλασε.  
vet καὶ Γοργόν' ἐξήγειρεν: παρ' ὑπόνοιαν. θέλων γὰρ εἰπεῖν ὅτι
ἀπὸ τῆς πληγῆς κορδύλην ἐνεποίησεν, αὐτὸς ὁ Λάμαχος, ἔφη, Γοργόν'
ἐξή-
γειρεν· ὡσεὶ ἔλεγεν, οἴδημα ἀνέστησεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. EΓ
vet Tr totus versus] ὡσεὶ ἔλεγεν, οἴδημα ἀνέστησεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. R
vet πτίλον δὲ τὸ μέγα: ἔπαιξε πλάσας ὄνομα ὄρνιθος. τινὲς οὕτως·
πτίλου δὲ τοῦ μεγάλου πεσόντος εἰς τὰς πέτρας, δεινὸν μέλος ἐξηύδα ὁ
Λάμαχος.
ἢ πεσὼν πρὸς ταῖς πέτραις ἐθρήνει τὸ μέγα πτίλον. REΓ
228

Tr ἔπαιξε πλάσας ὄνομα ὄρνιθος διὰ τὸ κομπηρὸν τοῦ Λαμάχου. πτίλον


δὲ μέγα λέγει τὴν περικεφαλαίαν αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἐν αὐτῇ πτεροῦ. οὐ γὰρ

Σχόλια σττον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia vetera) (5014:


003)
“Prolegomena de comoedia. Scholia in Acharnenses, Equites, Nubes”,
Ed. Holwerda, D.Groningen: Bouma, 1977; Scholia in Aristophanem
1.3.1.Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse 10c, line 3

οὕτως οἱ Ἀττικοί. Su. II 192, 6   


τῆς νυκτός] τὸ σχῆμα ἀττικόν. E   
πέρδεται] καὶ τοῦτο ἀττικόν. V
ἐν πέντε σισύραις: στερεὰ EΘNM περιβλήματα παχέα. REΘNM
ταῖς νῦν καλουμέναις ... σισύραις. EΘN ἔστι δὲ φαῦλα καὶ μικρὰ περι-
βλήματα. EΘ
ἐγκεκορδυλημένος EΘNM: ἐγκεκρυμμένος. EΘNMA  
ἐγκεκορδυλημένος R: ἐγκεκαλυμμένος RVE καὶ συνεστραμμένος,
ὥστε μηδ' ἀνθρώπου σχῆμα δηλοῦν, RV ἀλλ' ἐξοχὴν φαίνεσθαι τῶν
στρωμά-
των. κορδύλη δὲ ἰδίως λέγεται ⌊τὸ⌋ ἐν τῇ κεφαλῇ ὑπερεξέχον οἴδημα ὑπὸ

πληγῆς εἰς ὕψος καὶ ὄγκον ἀρθέν, ὃ καλοῦμεν κόνδυλον. Κρέων δὲ ἐν τῷ


πρώτῳ τῶν Κυπριακῶν κορδύλην φησὶ καλεῖσθαι τὸ πρὸς κεφαλῇ
προσείλημα,
ὃ δὴ παρὰ Ἀθηναίοις καλεῖται κρώβυλον, παρὰ δὲ Πέρσαις κιδάριον. ὅτι
δὲ
νῦν “ἐγκεκορδυλημένος” ἐνειλημένος καὶ ἐγκρύψας ἑαυτόν, δηλοῖ σαφέ-
στερον ἐκ τῶν ἐπιφερομένων εἰπὼν
  ἀλλ' εἰ δοκεῖ, ῥέγκωμεν ἐγκεκαλυμμένοι. V
ἐγκεκορδυλημένος N: ἐντετυλιγμένος. NbisMNp
ἰστέον, ὅτι λήγοντος τοῦ χειμῶνος, ἀρχομένου δὲ τοῦ ἔαρος γίνεται
τὰ Διονύσια, ὥστε διὰ τὸ κρύος RVEΘNMBarb καὶ ψῦχος RV αὐτοὺς

Σχόλια σττον Αριστοφάνη. Scholia in Lysistratam (scholia vetera)


(5014: 010)“Scholia Graeca in Aristophanem”, Ed. Dübner, F.
Paris: Didot, 1877, Repr. 1969.Argumentum-scholion sch lys, verse 444,
line 3

νὴ τὴν Πάνδροσον: Θυγατέρες Κέκροπος Πάν-


δροσος καὶ Ἀγραύλη. ἐκ τῆς Πανδρόσου δὲ καὶ ἡ Ἀθηνᾶ
229

Πάνδροσος καλεῖται.
(ταύτῃ: Τῇ Λυσιστράτῃ.)
νὴ τὴν Φωσφόρον: Τὴν Ἄρτεμιν οὕτως ἐκά-
λουν, ἐπεὶ δᾳδοῦχος. ἡ αὐτὴ γὰρ τῇ Ἑκάτῃ.  – ἢ ἐπεὶ
καὶ τῇ σελήνῃ ἡ αὐτή. R.
κύαθον αἰτήσεις: Ἵνα προσθῇς ταῖς γνάθοις·
οὕτως ὑπωπιασθήσῃ ὑφ' ἡμῶν. γεμίζουσι γὰρ κύαθον
θερμοῦ, καὶ προσκολλῶσι τοῖς οἰδήμασι καὶ θεραπεύε-
ται.
νὴ τὴν Ταυροπόλον: (Οὕτω) τὴν Ἄρτεμιν ἐκά-
λουν. τὴν δὲ αἰτίαν Ἀπολλόδωρος ἐν τῷ περὶ θεῶν ἐκ-
τίθεται. ἔστι δ' ὅτε καὶ τὴν Ἀθηνᾶν οὕτω καλοῦσιν· ὡς
Ξενομήδης ἱστορεῖ.
ἐκκοκκιῶ: (Ἀνατιλῶ,) ἀνασπάσω. ἀπὸ μετα-
φορᾶς τῶν ῥοιῶν. (στενοκωκύτους δὲ) ἐφ' αἷς στενάξεις
τιλλόμενος.

Σχόλια σττον Αριστοφάνη. Scholia in ranas (scholia vetera) (5014:


012)“Scholia Graeca in Aristophanem”, Ed. Dübner, F.Paris: Didot,
1877, Repr. 1969.Argumentum-scholion sch ran, verse 236, line 3

διὰ τοῦτο ἐκ συνηθείας κάλαμον καλοῦσι τὸ κέρας, ὡς


Σοφοκλῆς ἐν Αἰχμαλωτίσι «ὑφῃρέθη σου κάλαμος
ὡσπερεὶ λύρας.» V. ⟦δόνακος δὲ, τοῦ λεπτοκαλάμου,
μέλος ἀποτελοῦντος τῇ τοῦ ἀνέμου συγκρούσει. ἐν
εἰσθέσει δὲ κῶλα πέντε· ὧν τὰ τρία ἰαμβικὰ δίμετρα
ἀκατάληκτα, τὸ τέταρτον δῆλον. τὸ πέμπτον χοριαμ-
βικὸν τρίμετρον ἐξ ἐπιτρίτων βραχυκατάληκτον.⟧
ἐν λίμναις: ἐν τοῖς ὕδασι. R.
φλυκταίνας: Τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα
ἀπὸ τοῦ κωπηλατεῖν.  – Ἄλλως. τὰ ἕλκη, τὰ οἰδή-
ματα τὰ ἀπὸ καύσεως, ἃ καὶ φῷδας καλοῦσι. νυνὶ δὲ
ἀπὸ τοῦ κωπηλατεῖν. V. λείπει δὲ ἐν ταῖς χερσί.  – τὸ
δὲ ἰδίει ἀντὶ τοῦ ἱδροῖ. καὶ Ὅμηρος [Od. Υ, 204] «ἴδιον
ὡς ἐνόησα.» V. ἱδρώττει.

Scholia In Euripidem, Scholia in Euripidem (scholia vetera) (5023:


001)“Scholia in Euripidem, 2 vols.”, Ed. Schwartz, E.erlin: Reimer,
1:1887; 2:1891, Repr. 1966.Vita-argumentum-scholion sch Hec, sec. 446,
line 4
230

καὶ δούλη τῶν Ἑλλήνων· ἐγὼ δ' ἐν ξένῃ γῇ δούλη κληθήσομαι λιποῦσα
τὴν Ἀσίαν δούλην, θεράπαιναν, τῆς Εὐρώπης, ἀλλάξασα τοὺς τῶν Ἑλλή-
νων θαλάμους ἀντὶ τοῦ Ἅιδου. φησὶ γὰρ· κρεῖττον ἦν σφαγῆναί με ἢ
δούλην γενέσθαι. πολλῶν γὰρ Τρῳάδων γυναικῶν ἐφείσαντο οἱ Ἕλληνες

χάριν τοῦ μοιχεύειν αὐτάς:  – A


πνοή:  –
ἥτις:  –
ταχείας ναῦς:  –
λίμνην τὴν θάλασσάν φησιν Ὅμηρος [γ 1]· ‘Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε λιπὼν
περικαλλέα λίμνην’:  – M
κῦμα, οἴδημά τι ὄν:  –
τίνι δούλη ὀνομασθεῖσα πρὸς τὸν οἶκον ἀφίξομαι:  – M
ἆρα, φησὶν, εἰς τὸν ὅρμον τῆς Δωρίδος γῆς ἀφίξομαι ἢ ἐπὶ
τὸν ὅρμον τῆς Φθίας:  – M
τῆς Πελοποννήσου. ἴσως δὲ διὰ τὸν Ἀγαμέμνονα λέγει
τοῦτο:  –

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (5026: 001)


“Scholia Graeca in Homeri Iliadem (scholia vetera), vols. 1–5, 7”, Ed.
Erbse, H.Berlin: De Gruyter, 1:1969; 2:1971; 3:1974; 4:1975; 5:1977;
7:1988.Book of Iliad 2, verse 267a, line of scholion 1

χρημάτων εἰσφοραῖς, ὁ δὲ λελωβημένος, οἷος ὁ Θερσίτης, βραχείᾳ


πληγῇ καὶ μεθ' ὅρκων ἀπειλῇ. A b (BCE3E4)T  
 ex. ἰδνώθη: ἀνεκλάσθη, ὅπως πλεῖον προκύψῃ τὸ κυρτόν.

 ex. | Did. θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ: θαλερὸν ἔνικμον,


ἀπὸ τῶν φυτῶν. | τινὲς δὲ γράφουσιν “ἔκφυγε δάκρυ” διὰ τὸ τάχος
δηλοῦν τὴν λέξιν. b(BCE3E4)T
 Did. ἔκπεσε: οὕτως αἱ Ἀριστάρχου “ἔκφυγε”. καὶ ἔστιν ἡ
χρῆσις Ὁμηρικὴ τῆς λέξεως· παρίστησι γὰρ ἐνίοτε τάχος· “φύγεν
ἡνία” (Θ 137 al.) καὶ “ἔκφυγε χειρός” (Ε 18 al.). A
 ex. σμῶδιξ: τὸ ἐκ πληγῆς οἴδημα.
 ex. ἐξυπανέστη: ἐμφαντικῶς τὰς προθέσεις πυκνὰς παρέλα-
βεν b(BCE3E4)T ὡς ἐν τῷ “ὑπεξαναδύς” (Ν 352), b(BCE3)
T καὶ διὰ μὲν τῆς ὑπό τὴν κάτωθεν, διὰ δὲ τῆς ἔξ τὴν εἰς εὐθύ, διὰ
δὲ τῆς ἀνά τὴν εἰς ὕψος σχέσιν. ἢ ὑποτρέχοντος τοῦ αἵματος ἔξω
διῆρεν. b(BCE3E4)T
 D | ex. ἐξυπανέστη: ἀνέστη ὑπὸ τῆς πληγῆς τῆς χρυσῆς
ῥάβδου. | ἐμφατικῶς ὡς τὸ “ὑπεξαναδύς”. διὰ τῆς ὑπό τὴν κατ'
231

ὀλίγον, διὰ τῆς ἔξ τὴν εἰς εὐθύ, διὰ τῆς ἀνά τὴν εἰς ὕψος σχέσιν. A
 ex. ὁ δ' ἄρ' ἕζετο: δηλοῖ ὅτι νῦν καθέζεται. μάτην ἄρα ἔλεγε τὸ
“ἧσαι ὀνειδίζων” (Β 255).

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera et recentiora e cod.


Genevensi gr. 44) (5026: 003)“Les scolies genevoises de l'Iliade, vol. 1”,
Ed. Nicole, J.Geneva: Georg, 1891, Repr. 1966.
Book of Iliad 21, verse 319, line of scholion 4

οὕτως γίνεται τρόμος, πρὸς πάντα δὲ τὰ ἀπὸ τῆς τυχῆς συμβαίνοντα


τὸν ἀνδρεῖον εὐρώστως διακεῖσθαι προσήκει, διότι καὶ αὐτὴν τὴν
ἀπὸ τῶν ἀρρωστιῶν γινομένην καταστροφὴν φοβούμενοί τινες οὕτως ὡς
καὶ τρέμειν λέγοιεν ἂν ὅτι δεινόν ἐστιν ἀποθανεῖν, ὡς ἂν παιδίον ἢ γύ-
ναιον τὸ τυχόν.
Ζηνόδοτός φησιν ὅτι οὐ τὸ θανεῖν ἡγεῖται λευγαλέον, ἀλλὰ τὸ
ἀδόξως, καὶ οὐ γέγραπται «τρέμε», ἀλλὰ «τρέε», ὅ ἐστιν εὐλαβοῦ.
χέραδος] Ἀπολλόδωρος· «τὸ πλῆθος τῶν θαλαττίων καὶ ποτα-
μίων λίθων, οὓς ἡμεῖς τροχάλους. οἱ δὲ χερμάδια καλοῦσιν ὄντας χει-
ροπληθεῖς». ἔστι δὲ ἡ λέξις παρὰ Ἀλκαίῳ·
  οἴδημαν χέραδος μὴ βεβαὼς ἐργάσιμον λίθον   κινεῖς καὶ κενὶς ὣς τὰν
κεφαλὰν ἀργαλέαν ἔχοι.
τινὲς γράφουσι διὰ δύο σ «ἅλις σχέραδος», ἐπεὶ Εὐφορίων ἐν Θρᾳκί·
  τύμβος ὑπὸ κνημοῖσι πολυσχεράδος Μυκόνοιο.
Ἀπολλόδωρος δέ φησι περισσὸν τὸ σ παρ' αὐτῷ εἶναι, ὡς παρ' Ὁμήρῳ  
»γαῖα φερέσβιος» (Hymn. Ap. 343). καὶ Σοφοκλῆς ἐν ἀρχῇ Λαρις-
σαίων·

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia recentiora Theodori Meliteniotis)


(e cod. Genevensi gr. 44) (5026: 004)“Les scolies genevoises de l'Iliade,
vol. 2”, Ed. Nicole, J.Geneva: Georg, 1891, Repr. 1966.
Book of Iliad 9, verse 646, line of scholion 1

κακὰ ἔργα] φησὶ τὰ πολέμια.


ἄττα] καὶ ἔστι προσφώνησις νεωτέρου πρὸς πρεσβύτερον. τοῦτο  
δὲ ὑπερβιβάσαντες τέττα λέγουσιν, ὅ ἐστιν ἑταῖρε.
[ἀπέχθηαι] ἤτοι ἐχθρὸς γενήσῃ.
μετατρέπεται] ἐπιστροφὴν ποιεῖ, φροντίζει.
ἀντίκτησιν ἔλαβέ τις ὑπὲρ ἀδελφικοῦ φόνου.
[οἴης] ἢ ὁποίας εἰρωνικῶς, ἢ μιᾶς κόρης.
232

[μέλαθρον] συνεκδοχικῶς.
οἰδάνεται] πληροῦται – οἴδημα.
ἀσύφηλον] ἀμαθῆ. οἱ δὲ ἀντὶ τοῦ ἀσυφήλως, ὅ ἐστιν ὑβρι-
στικῶς.
[ἀτίμητον] ἄτιμον. ἤτοι ἐν τιμήματι πολιτείας οὐ συναριθμού-
μενον – πολιτείαις.
ἀλλ' ὑμεῖς ἔρχεσθε] διὰ τί τὸν Φοίνικα – τροφέα
αὐτὸν κατέχει.
κώεα] κώδια, ὅ ἐστι προβάτων δέρματα. καὶ εἴρηται ἀπὸ τοῦ
κεῖν, ὅ ἐστι κοιμᾶσθαι.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (= D scholia) (5026: 017)


“Homeri Ilias, 2 vols.”, Ed. Heyne, C.G.Oxford: Oxford University Press,
1834.Book of Iliad 9, verse 642, line of scholion 3

         Αἴδεσσαι. Αἰδέσθητι. Μέ-


λαθρον. Συνεκδοχικῶς, οἰκίαν. Ὑπωρό-
φιοι. Ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην.
Κήδιστοι. Οἰκειότατοι, φροντιστικώτα-
τοι.
         Πάντα τι μοὶ κατὰ θυμὸν
ἐείσω. Ἅπαντά μοι καθηκόντως ἔδοξας
εἰρηκέναι.
         Οἰδάνεται. Πληροῦ-
ται ὑπὸ ὀργῆς. Ἐκ μεταφορᾶς τῆς φλεγ-
μονῆς, ἢ καλεῖται οἴδημα.
         Ἀσύ-
φηλον. Ἀδόκιμον, ἀμαθῆ. Οἱ δὲ ἀντὶ
τοῦ, ἀσυφήλως, ὅ ἐστιν, ὑβριστικῶς.
Ἀτίμητον. Ἄτιμον, ἢ τὸν ἐν τι-
μήματι πολιτείας οὐ συναριθμούμενον.  
Τιμητικοὶ γὰρ ἐκαλοῦντο οἱ ἐν ταῖς πο-
λιτείαις. Μετανάστην. Μέτοικον, φυ-
γάδα.

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (= D scholia)


Book of Iliad 21, verse 234, line of scholion 2

         Ἄγη. Ἔκπληξις, θαῦμα.


233

         Ἔλσαι. Συν-ελᾶσαι, συγκλεῖσαι.


         Εἰρύσαο. Ἐφύλαξας.
         Δείελος ὀψὲ δύων.
Ἡ ὀψινὴ κατάστασις τοῦ ἡλίου παρ'
Ἀττικοῖς δείελος λεγομένη.
         Οἴδματι. Οἰδήματι, κύματι. Θύων. Πληθύων καὶ ἐνθουσιωδῶς
ὁρμῶν.
         Κυ-
κώμενος. Ταρασσόμενος.
         Θύρα-
ζε. Ἔξω. Μεμυκὼς, ἠΰτε ταῦρος. Ἐν-
τεῦθεν κινηθέντες οἱ μεθ' Ὅμηρον ποιη-
ταὶ, ταυρομόρφους λέγουσιν εἶναι τοὺς
ποταμούς.

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri theriaca


(scholia vetera et recentiora) (5031: 001)“Scholia in Nicandri theriaka”,
Ed. Crugnola, A.Milan: Istituto Editoriale Cisalpino, 1971.
Vita-scholion 178a, line 1

καὶ κατήγαγεν ὁ Νεῖλος, ἑαυτὸν πληρώσας.


προὔτυψε· ἔβαλεν K2 ἐτύπτησεν d προεβίβασε m
προῆλθεν, προενέπεσεν f
δοιοὶ δ' ἐν σκυνίοισιν, τουτέστι περὶ
τὰς ὀφρῦς ὑπεράνω τοῦ μετώπου δύο ὑπερφαίνουσι καὶ
ἐξέχουσιν οἷα τύλοι· οὐ κέρατα δέ, ἀλλὰ τύλοι καὶ σαρ-
κία τινά. ἄλλως· ὑπὲρ τοὺς ὀφθαλμοὺς κατὰ τὸν τῶν ὀ-
φρύων τόπον, ἐξοχαί τινές εἰσι τύλοις ἐοικυῖαι περὶ τὴν
ἀσπίδα, δι' ἃς ἔγκοιλον αὐτῆς φαίνεται τὸ ὄμμα.
ἐν σκυνίοισιν· ἐν τῷ ἐπισκυνίῳ bdm  
τύλοι· οἴδημα τύλος ἡ νενεκρωμένη σάρξ u
ὑπαιφοινίσσεται· αἱμάσσεται K πυροῦται
K2 ὑπερυθραίνεται d
πολλὸν ὑπὸ σπείρης· ἀντὶ τοῦ ‘ἐντὸς τῆς
σπείρης’
ὑπὸ σπείρης· ἀντὶ τοῦ ἐντὸς ὁλκοῦ Gbm
ἐν τῷ ἑλιγμῷ καὶ συστροφῇ d
ψαφαρὸς δὲ ἤγουν αὐχμηρὸς ὀγκοῦται ὁ αὐχήν.
τοῦτο γὰρ σημαίνει τὸ ἀναπίμπλαται.
ψαφαρός· λευκός f, ξηρός K
ἀναπίμπραται· ἀνίσταται, ἐξογκοῦται
234

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 187b, line 1

ἐρεύγεται· ἰὸν ἐπιβάλλει K2 ἐμεῖ καὶ ἐκπέμπει


d ἐκβάλλει f
ἰόν· τὸ φάρμακον f  
ἐχθρῶν ... ἐμπελάσειε· ἠθικώτατα τοῦτο
εἴρηται Gd
τέρα· ἤτοι τὰ φάρμακα K2 σημεῖα f
καρήασιν· κεφαλαῖς df
ἐμπελάσειε· πλησιάσειεν d προσεγγίσειε f
ἄμποτε K2
δῆγμα· σπάραγμα ὀδόντων f
οὔτε δυσαλθές· οὔτε δυσίατον οἴδημα ἐπι-
φλεγμαίνεται. pγ
οἶδος· φλεγμονή K ὄγκος σαρκὸς γινόμενος ὑπὸ
τῆς πληγῆς d ὄγκωμα f
οἶδος ἐπιφλέγεται· φλεγμονὴ ἐπαίρεται G
ἐπιφλέγεται· φλεγμαίνεται d ἐπικαίει f
καμάτου δ' ἄτερ· χωρὶς ὀδύνης ἀπόλλυται ὁ ἀνήρ.

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 237e, line 1

νει· τὸ δὲ πολλὸν ἀνέδραμεν αὐτόθεν οἶδος.» ἄλλως.


Διογενιανὸς κλώθειν ἢ καλῶς αὔξεσθαι ἢ βλαστάνειν.
Θέων δὲ ἐν ὑπομνήματι κλώθουσα οἰδοῦσα, κατὰ πλέον δὲ
τίθεται τὸ κλώθειν ἐπὶ τῆς αὐξήσεως G2C.
χλοάουσα· πρασινίζουσα K2 χλωρά, χλοώδης
bm γράφεται καὶ κλώθουσα καί ἐστιν ἀντὶ αὐξανομένη
καὶ βλαστάνουσα d
βαρεῖ· ὀχθώδει bm τῷ χαλεπῷ d
ἀναδέδρομεν· ἀνέθορε, ἀνήνοθε καθ' Ὅμηρον
(Il. 11, 266; Od. 5, 412) bm ἀνέδραμεν, ἕλκει d
οἴδει· οἰδήματι, φύματι bm οἰδήματι d μετὰ
οἰδήματος f
φοινίσσουσα· φοινισσομένη, κοκκίνη bm ἐρυ-
θραινομένη d ἐρυθραίνουσα f
εἴδεται· φαίνεται bdmf
235

ἄντα· ἄντικρυς bdm


πελιδνή· ὠχρά Gd μέλαινα Kd μολιβδομελάνη.
πέλας γὰρ τὸ μέλας, ἀφ' οὗ καὶ τὸ εἶδος γίγνεται τὸ πελιδνόν.
ἰωτιζόμενον διὰ πλεονασμόν bm μολιβδόχροος, μέλαινα f
τότ'· τοτέ GK2 ποτέ d  
ὑδατόεν·

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 237e, line 2

Διογενιανὸς κλώθειν ἢ καλῶς αὔξεσθαι ἢ βλαστάνειν.


Θέων δὲ ἐν ὑπομνήματι κλώθουσα οἰδοῦσα, κατὰ πλέον δὲ
τίθεται τὸ κλώθειν ἐπὶ τῆς αὐξήσεως G2C.
χλοάουσα· πρασινίζουσα K2 χλωρά, χλοώδης
bm γράφεται καὶ κλώθουσα καί ἐστιν ἀντὶ αὐξανομένη
καὶ βλαστάνουσα d
βαρεῖ· ὀχθώδει bm τῷ χαλεπῷ d
ἀναδέδρομεν· ἀνέθορε, ἀνήνοθε καθ' Ὅμηρον
(Il. 11, 266; Od. 5, 412) bm ἀνέδραμεν, ἕλκει d
οἴδει· οἰδήματι, φύματι bm οἰδήματι d μετὰ
οἰδήματος f
φοινίσσουσα· φοινισσομένη, κοκκίνη bm ἐρυ-
θραινομένη d ἐρυθραίνουσα f
εἴδεται· φαίνεται bdmf
ἄντα· ἄντικρυς bdm
πελιδνή· ὠχρά Gd μέλαινα Kd μολιβδομελάνη.
πέλας γὰρ τὸ μέλας, ἀφ' οὗ καὶ τὸ εἶδος γίγνεται τὸ πελιδνόν.
ἰωτιζόμενον διὰ πλεονασμόν bm μολιβδόχροος, μέλαινα f
τότ'· τοτέ GK2 ποτέ d  
ὑδατόεν· ὑδατόχροον d ὕδατι ὅμοιον m ὑδα-
τῶδες f

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 426b, line 1

τοῦ ἀνθρώπου d
πνιγόεσσα δὲ ἤγουν χαλεπή, ὥστε τὸν ὀσφραν-
θέντα πνίγεσθαι.
κεδαιομένη δὲ ἀντὶ τοῦ σκεδαννυμένη, οἱονεὶ
μεριζομένη καὶ σκορπιζομένη, κατὰ στέρησιν τοῦ σ. γρά-
φεται καὶ κεδαννυμένη.
κεδαιομένη· μετὰ τοῦ σ, τὸ τέλειον σκεδαιο-
236

μένη. V
κορθύεται· ὁπλίζεται K2 κορυφοῦται v ὑψοῦ-
ται f
κορθύεται οἶδος· ἀνεγείρεται οἴδημα d
οἶδος· οἴδημα f
ἐν δὲ νόον ... ἀνῖαι· παραφρονεῖ ὁ δηχθείς
Gd
πεδόωσι δὲ ἀντὶ τοῦ πεδοῦσιν, ἀμαυροῦσιν.
πεδόωσι· δεσμοῦσι GKdv
ἀλυσθαίνοντος δέ, τουτέστιν ἀδημονοῦντος,
καὶ ἐν ἄλῃ τυγχάνοντος, ἤγουν ἀδημονίᾳ.
ἀλυσθαίνοντος· λύπαις G ἄλυς ὁ ῥέμβος bm
ἀνῖαι· πόνοι, ὀδύναι Gd λῦπαι f
ἐχθόμεναι· ἐχθραί Gd μισηταί bm μισού

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 426c, line 1

πνιγόεσσα δὲ ἤγουν χαλεπή, ὥστε τὸν ὀσφραν-


θέντα πνίγεσθαι.
κεδαιομένη δὲ ἀντὶ τοῦ σκεδαννυμένη, οἱονεὶ
μεριζομένη καὶ σκορπιζομένη, κατὰ στέρησιν τοῦ σ. γρά-
φεται καὶ κεδαννυμένη.
κεδαιομένη· μετὰ τοῦ σ, τὸ τέλειον σκεδαιο-
μένη. V
κορθύεται· ὁπλίζεται K2 κορυφοῦται v ὑψοῦ-
ται f
κορθύεται οἶδος· ἀνεγείρεται οἴδημα d
οἶδος· οἴδημα f
ἐν δὲ νόον ... ἀνῖαι· παραφρονεῖ ὁ δηχθείς
Gd
πεδόωσι δὲ ἀντὶ τοῦ πεδοῦσιν, ἀμαυροῦσιν.
πεδόωσι· δεσμοῦσι GKdv
ἀλυσθαίνοντος δέ, τουτέστιν ἀδημονοῦντος,
καὶ ἐν ἄλῃ τυγχάνοντος, ἤγουν ἀδημονίᾳ.
ἀλυσθαίνοντος· λύπαις G ἄλυς ὁ ῥέμβος bm
ἀνῖαι· πόνοι, ὀδύναι Gd λῦπαι f

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 514b, line 1
237

οἱ δέ φασιν ὅτι ἡ ἀγρία ἄπιος ἀχρὰς καλεῖται, βάκχης


δὲ τῆς ἀμπέλου ἢ μυρρίνης. τῆς δὲ ἀριστολοχείας ἀπορρὼξ
δραχμαία, τουτέστι μερὶς μία ὅσον δραχμή, τῷ οἴνῳ μισγο-
μένη τῷ κιρραίῳ καὶ διδομένη τῷ δηχθέντι πιεῖν, ὠφέλιμος.
ὄχνης· ἀπιδέας K2
ἐπιόψεαι· ὄψῃ καὶ θεάσῃ d ἐπίδοις ἂν m περι-
βλέψαις f
βάκχης· τοῦ χειμωνικοῦ ἀπίου GKd ταῦτα
πάντα γένη ἀπίων ἀγρίων bm
ἐπιστρογγύλλεται· κυκλοῦται Gd
ὄγκῳ· οἰδήματι GKd  
ἄρσενι· ἀντὶ τοῦ ἄρσενος Gd
δολιχή· μακρά bdf
πυγόνος· πήχεως GKbdm πήχυος f
πύξου· πύξου δὲ προσαλίγκιος χροιῇ v
προσαλίγκιος· ὅμοιος Gbdf
Ὠρικίοιο· Ὤρικος Ἀπόλλωνος πόλις ἐστίν, ἣν
ἐπωνόμασαν Ὤρικον. ἐν τῇ Κρήτῃ δέ ἐστιν, καὶ πολλὴ
πύξος αὐτόθι γίνεται.
αἰνοπλῆγος· τῆς χαλεπῶς πληττούσης d βαρέ-
ως πληγέντος f

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 743b, line 1

σηπόμενα τὰ σκηνώματα γεννῶσι τοὺς σφῆκας, τῶν δὲ ταύ-


ρων ὁμοίως σηπομένων γεννῶσι τὰς μελίσσας.
λυκοσπάδες δὲ ἢ τραχεῖς καὶ ὅμοιοι λύκοις τῷ
χρώματι ἢ ἀναιδεῖς ὡς λύκοι. οἱ γὰρ σφῆκες ἀναίσχυντοί
εἰσιν. Ἄλλως· τάχα ὅτι γυμνωθείσης τῆς σαρκὸς ὑπὸ τῶν
λύκων ἐσθιόντων, αὐτὰ τότε γεννᾶται. ταῦτα γὰρ ἡ βύρσα
συνέχει τέως. οἱ λύκοι γὰρ διασπῶντες τοὺς βόας αἴτιοί
εἰσι τῆς τῶν μελισσῶν γεννήσεως.
κρατερόν· χαλεπόν GKd
θέει οἶδος· τρέχει οἴδημα GKd
ἐξέτεραι· παρηλλαγμέναι K2
μετά· μετὰ ταῦτα bm
ἄλλοτε παλμός· καὶ γὰρ παλμός ἐστιν ἡ τῶν
νεύρων καὶ τῆς καρδίας καὶ τῶν φλεβῶν νοσησάντων κίνησις.  
παλμὸς μὲν οὖν ἐξ ἀρρώστου σώματος, σφυγμὸς δὲ ἐξ εὐ-
ρώστου.
238

μινύθοντα δὲ λέγει τὸν δηχθέντα καὶ ἀσθενῶς


διακείμενον καὶ ἐλαττούμενον. ἀδράνεια δὲ ἡ ἀσθένεια, καὶ
γίνεται παρὰ τὸ μὴ δύνασθαί τι δρᾶν.
τόνδε· τὸν δηχθέντα K2

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) (5031: 002)“Scholia in Nicandri
alexipharmaca”, Ed. Geymonat, M.Milan: Istituto Editoriale Cisalpino,
1974.Scholion 476d, line 4

φὴν οὐ προσίεται G1X


περιστολάδην] περισταλτικῶς G2
περιστολάδην] κατὰ μικρόν m
μινύθουσι] φθείρονται· μινύθω ποιητικὴ λέξις f
τηκόμεναι] ἀναλισκόμεναι f
δόρπα] τὰς τροφάς f
κατέστυγεν] ἐμίσησεν f
ἄλλοτε ῥινός· ἀρσενικῶς εἶπεν ὁ G2X ῥινός,  
τουτέστι τὸ δέρμα, καὶ τοῦ δέρματος κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν
γίνεται ἔπαρμα, μάλιστα δὲ περὶ G1C τὰ σφυρά. περὶ δὲ
τὰ τοῦ προσώπου μῆλα γίνεται οἴδημα ἐν G2X ἐρυθήματι
G1X
ἐποιδαίνων] ἐπαίρων f
πίμπραται] ἐμπυρίζεται f
πίμπραται] φυσᾶται m
μήλοις] παρειαῖς G1
ἄνθεα] ἐξανθήματα, οἰδήματα m
ἄνθεά τε βρυόεντα] ἀντὶ τοῦ ὥσπερ ἄνθη
βρύων G1
βρυόεντα] χλοώδη m
κυλοιδιόωντος δὲ G2X ἤγουν f τοὺς

Σχόλια στον Νίκανδρο. Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) Scholion 478a, line 1

κατέστυγεν] ἐμίσησεν f
ἄλλοτε ῥινός· ἀρσενικῶς εἶπεν ὁ G2X ῥινός,  
τουτέστι τὸ δέρμα, καὶ τοῦ δέρματος κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν
γίνεται ἔπαρμα, μάλιστα δὲ περὶ G1C τὰ σφυρά. περὶ δὲ
τὰ τοῦ προσώπου μῆλα γίνεται οἴδημα ἐν G2X ἐρυθήματι
239

G1X
ἐποιδαίνων] ἐπαίρων f
πίμπραται] ἐμπυρίζεται f
πίμπραται] φυσᾶται m
μήλοις] παρειαῖς G1
ἄνθεα] ἐξανθήματα, οἰδήματα m
ἄνθεά τε βρυόεντα] ἀντὶ τοῦ ὥσπερ ἄνθη
βρύων G1
βρυόεντα] χλοώδη m
κυλοιδιόωντος δὲ G2X ἤγουν f τοὺς
ὀφθαλμοὺς διοιδοῦντος καὶ κεκοιλωμένους ἔχοντος. κοῖλοι
γάρ BCvAld (οἱ ὀφθαλμοί) G2Xf
κυλοιδιόωντος] τοῦ τὸ πρόσωπον ὀγκῶντος f
κυλοιδιόωντος· τὰ κοῖλα οἰδῶν. ἔστι δὲ τὰ

Scholia In Oppianum, Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et


recentiora) (5032: 002)“Scholia et paraphrases in Nicandrum et
Oppianum in Scholia in Theocritum (ed. F. Dübner)”, Ed. Bussemaker,
U.C.Paris: Didot, 1849.Hypothesis-book 2, scholion 428, line 6

καὶ ἡ μάχη ἀπὸ τοῦ κνῶ τὸ κόπτω, ἐξ οὗ καὶ ἡ τυ-


ρόκνηστις. ἐπὶ χροΐ· ὑπὸ σώματι. θερμόν· ἐκ θερμό-  
τητος γινόμενον. ἔρευθος· λέγω, κατὰ τὸ αἷμα, βάμμα,
αἷμα, ἔρευθος δὲ κυρίως τὸ αἷμα παρὰ τὸ ἐρυθρὸν
εἶναι· κόκκινον γάρ.
Φοινίσσει· ἐξανθεῖ, βάπτει, μελαίνεται· τὸ
θερμὸν σῶμα φοινίσσει· ἔρευθος γὰρ τὸ σῶμα ἐνταῦθα
ἐκάλεσε παρὰ τὸ ἐρυθραίνεσθαι. σμώδηξ· πληγὴ αἱμα-
τώδης, ὕφαιμος πληγὴ, ὑποτρέχοντος αἵματος ἀπὸ τοῦ
σμῶξαι, ἢ ἀπὸ τοῦ δίνειν καὶ τιτρώσκειν τὸ αἷμα,
ἢ ἀνάτασις καὶ οἴδημα ὕφαιμον τῆς σαρκός· ἐξυπαν-
εστάθη ἀπὸ τοῦ σμῶξαι τὸ πλῆξαι, ἢ ἀπὸ τοῦ αἷμα
καὶ τοῦ δῆξις σμώδηξ ὕφαιμος ἀνάτασις τῆς σαρκὸς,
ἢ ἀπὸ τοῦ σιμοῦ ἤως πατζοῦ, τουτέστιν ἀνάτασις.
ποίης· ἀπὸ βοτάνης.
Τὴν κνίδα· ἥντινα τζουκνίδα, ὡς ἀπ' εὐθείας
τῆς κνίσσης (κνὶς) ἥντινα τὴν τζιγκνίδα· κνῆστις τὰ
νῦν ἡ κνησμονὴ, κνῆστις δ' ἰδίως ἡ τυροτόμη μάχαιρα,
ἣν ὁ κωμικὸς (Av. 1579 et passim) συνθέτως τυρό-
κνηστιν λέγει, καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ κνάω κνῶ τὸ κόπτω,
ἐξ οὗ καὶ τὸ καίνω (κναίω) καὶ ἀποβολῇ τοῦ ν καίω
240

Σούδα λεξικόν. (9010: 001)“Suidae lexicon, 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–1.4.
Alphabetic letter gamma, entry 392, line 2

ἔπραττε δὲ τῶν μαθητῶν ἕκαστον μνᾶς ρʹ. ἐβίω δὲ ἔτη ρθʹ, καὶ
συνεγράψατο πολλά.  
Γόργια: παρὰ Δωριεῦσι τὰ τῶν ὑποκριτῶν προσωπεῖα, τῶν
ἀπὸ τῆς σκηνῆς τραγῳδῶν.
Γοργόνες: τρεῖς γυναῖκες, αἳ τοσοῦτον εἶχον φοβερὰ τὰ πρός-
ωπα, ὡς τοὺς ὁρῶντας θνῄσκειν· ὧν μίαν ἀνελεῖν λογχοδρεπάνῳ
τὸν Περσέα.
Γοργόνες Τιθράσιαι: Τίθρασος ποταμὸς, ἢ τόπος Λιβύης,
ἔνθα αἱ Γοργόνες διέτριβον.
Γοργόνη· Ἀριστοφάνης· καὶ Γοργόν' ἐξήγειρεν ἐκ τῆς ἀσπίδος.
ὡσεὶ ἔλεγεν, οἴδημα ἐποίησεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς· παρ' ὑπόνοιαν. θέλων
γὰρ εἰπεῖν, καὶ ἀπὸ τῆς πληγῆς κορδύλην ἐποίησεν, ἔφη, Γοργόνα
ἐξήγειρε. καὶ Αἰλιανός· καὶ ἐνέκειντο αὐτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ προφέ-
ροντες, καὶ προσιόντες ὡς εἰπεῖν Γοργόνα κατεσίγασαν ἄλλως πρόλα-
λον ὄντα καὶ ἰταμόν. λέγει δὲ περὶ Διοπείθους τοῦ Ἀθηναίου, ὃς
νόμον εἰσάγει, τὸν ἀπὸ τοῦ ἄστεος ἐν Πειραιεῖ μείναντα, τοῦτον
τεθνάναι. οὗτος οὖν ὠψίσθη ποτὲ ἄκων καὶ κατέμεινεν ἐν τῷ Πει-
ραιεῖ, καὶ αὐτὸν οἱ ἐχθροὶ εἰς δίκην ὑπάγουσι. διὰ τοῦτο λέγει,
προσιόντες Γοργόνα. καὶ σκώπτων ὁ αὐτὸς Μόρσιμον καὶ Μελάν-
θιόν φησι. Γοργόνες, ἀντὶ τοῦ φοβεροὶ εἰς γαστριμαργίαν.
Γοργονεῖον: ἀντὶ τοῦ προσωπεῖον. καὶ Γοργόνη, ἡ Γοργώ.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter epsilon, entry 86, line 4

Ἐγκαυχῶμαι· δοτικῇ.
Ἐγκαίνια: ἑορτὴ καθ' ἣν ἐκαινουργήθη τι.
Ἐγκαινίδες: μέρος τι τοῦ πλοίου. ξύλα ἰθυτενῆ καθά που
ζυγὰ καὶ ἐγκαινίδας ὕπερθε κατὰ τὸ ἐγκάρσιον ἐνθέντες οὐ διὰ παν-
τός, ἀλλὰ μόνον ἀμφὶ τὰ ἄκρα καὶ τὸ μεσαίτατον δεσμοῖς περι-
σφίγξαντες.
Ἐγκεκορδυλημένος: ἐντετυλιγμένος, ἐγκεκαλυμμένος καὶ συν-
εστραμμένος ὥστε μηδ' ἀνθρώπου σχῆμα δηλοῦν, ἀλλ' ἐξοχὴν φαίνεσθαι
τῶν στρωμάτων. κορδύλη γὰρ ἰδίως λέγεται τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ ἐξέχον
οἴδημα, ὑπὸ πληγῆς εἰς ὕψος καὶ ὄγκον ἀρθέν, ὃ καλοῦμεν κόνδυλον.
Κρέων δὲ ἐν τῷ αʹ τῶν ῥητορικῶν κορδύλην φησὶ καλεῖσθαι παρὰ
241

Κυπρίοις τὸ πρὸς κεφαλῆς προσείλημα, ὃ δὴ παρ' Ἀθηναίοις καλεῖται


κρώβυλον, παρὰ δὲ Πέρσαις νιδάριον. ὅτι δὲ νῦν παρὰ Ἀριστοφάνει
ἐγκεκορδυλημένος, ἀντὶ τοῦ ἐνειλημένος καὶ ἐγκρύψας ἑαυτόν, δῆλον  
ἐκ τῶν ἐπιφερομένων· ἀλλ', εἰ δοκεῖ, ῥέγκωμεν ἐγκεκαλυμμένοι. ψῦχος
γὰρ ἦν, ὡς εἰκός, καὶ περιεκαλύπτοντο. ὅθεν καὶ εʹ περιβόλαια περι-
βεβλῆσθαι τὸν υἱὸν εἶπεν.
Ἐγκεκοισυρωμένην: ἀντὶ τοῦ περιττῶς κεκοσμημένην, τὰ
Κοισύρας φρονοῦσαν. ἔστι δὲ Ἐρετριακὸν τὸ ὄνομα. οὗτοι δὲ εἰς
τρυφὴν διαβάλλονται. αὕτη δὲ ἐγαμήθη Πεισιστράτῳ ἐπιχειρήσαντι

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter epsilon, entry 1211, line 3

Ἔνατος καὶ Ἐνιαυτὸς δέ, καὶ Ἐνάτη δι' ἑνὸς ν.


Ἐνεαρίζω· δοτικῇ.
Ἐννεάκρουνον· κρήνη Ἀθήνησιν ἦν δωδεκάκρουνος. Θουκυδίδης δὲ
ἐννεάκρουνος.
Ἐννεάκρουνον: κρήνη τις Ἀθήνησι, Καλλιρρόη καλουμένη
πρότερον.
Ἐνέβαλεν: ἔτυψεν. ὁ δὲ κρίνας τοῦτον ἀδικεῖν πληγὰς ἐν-
έβαλεν. καὶ αὖθις· τοῖς μὲν τραύματα ἐνέβαλεν.
Ἐνέβη: ἀντὶ τοῦ εἰσῆλθε. τῶν δὲ συνήθων τις αὐτῷ ἐνέβη
τῷ ποδὶ λακτίσας κείμενον τὸν ταῦρον. καὶ ἀκούω τὸν πόδα ἐκεῖνον
εἰς οἴδημα ἀρθῆναι καὶ φλεγμήναντα σφακελίσαι. καὶ αὖθις· ἐνέβη
δὲ ναῦν ἀποχρῶσαν τοῖς ἑταίροις.
Ἐνεβριμήσατο: ὠργίσθη. μετ' ὀργῆς ἐλάλησεν.
Ἐνεβριμήσατο: μετ' αὐστηρότητος ἐπετίμησεν.
Ἐνεγκαμένη πατρίς.
Ἐνέγκασθαι: ἐνέγκαι.
Ἔνεγκε, Ἐνέγκαι δέ.
Ἐνεγκοῦσα: πατρίς· ἢ μήτηρ.
Ἐνέγκωμεν: αὐθυπότακτον

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter kappa, entry 2574, line 4

Κοίτη· καὶ Κοιταῖος, ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης ἐρχό-


μενος. ὁ δὲ παρήγγειλεν ἔρχεσθαι κοιταίους.  
Κοῖτις: ἡ μικρὰ κίστη, Ἀττικῶς. τὴν γὰρ κίστην κοῖτιν λέ-
γουσιν. ἔστι δὲ ἐν αἷς κοιταζόμεναι γυναῖκες ἀπετίθεντο τὰ χρυσία.
Κοιτίλας: ἐκ τοῦ κοίτη.
Κοῖτος: κοίμημα.
Κοιτών, κοιτῶνος.
242

Κύαθος: ἀντλητήριον, μέτρον ὑγροῦ οὐγγιῶν βʹ. ἢ κοχλιά-


ριον. Ἀριστοφάνης· κύαθον αἰτήσεις τάχα. ἵνα προσθῇς ταῖς
γνάθοις· οὕτως ὑπωπιεσθήσῃ καὶ τυφθήσῃ ὑφ' ἡμῶν. γεμίζουσι γὰρ
κύαθον θερμοῦ καὶ προσκολλῶσι τοῖς οἰδήμασι καὶ θεραπεύουσι.
Κύαθος οὖν παρὰ τὸ χύω, χύαθος, καὶ κύαθος.
Κυαμεῦσαι: κυάμῳ ψηφοφορῆσαι, ᾧ ἐχρῶντο οἱ βουλευταί.
Κύαμος: εἶδος ὀσπρίου.
Κυάμους τρώγων: δικάζων· ἢ ἵνα μὴ κοιμηθῇς· γέρων γὰρ εἶ.
Κυαμοτρώξ: ὁ δικαστής, τρεφόμενος ὑπὸ κυάμων· πρὸ γὰρ
τῆς εὑρέσεως τῶν ψήφων κυάμοις ἐχρῶντο ἐν ταῖς χειροτονίαις τῶν
ἀρχόντων καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις. ὡς οὖν τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον
λαμβανόντων καὶ χειροτονούντων τοὺς διδόντας πλέον. καὶ αὖθις·
κρινεῖ δὲ τούτους οὐ κυαμοτρὼξ Ἀττικός.
Κυανέμβολοι: αἱ τοὺς ἐμβόλους ἔχουσαι κυανῷ βεβαμμένους·

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter lambda, entry 254, line 11

Λεόντιος, Τριπόλεως τῆς Λυδίας ἐπίσκοπος, Μυσὸς τὸ γένος


τῶν πρὸς τῷ Ἴστρῳ κατῳκημένων, οὓς ἀγχεμάχους Ὅμηρος καλεῖ.
τὸν τοιοῦτον Λεόντιον προσεταιρίζεται ὁ κακόφρων Φιλοστόργιος ἐν
τῇ βίβλῳ αὐτοῦ ὡς ὁμόφρονα τῆς Ἀρειανικῆς αὐτοῦ κακοφροσύνης.
ὃς παῖδα ἕνα ἐσχηκώς, ἐπειδὴ μὴ χρηστὰς ἐλπίδας αὐτὸν ὑποφαίνοντα
πρὸς ἀρετὴν εἶδεν, εὐξάμενος, ὥς φασιν, ἔτι μειράκιον ὄντα ἐποίησεν
ἀποθανεῖν· κάλλιστον ἡγησάμενος τὸ πρὸ αἰσχροῦ τινος καταλύσασθαι
τὸν βίον, τῶν σφαλερῶν κατὰ τὸν βίον ὀλίσθων ἔξω γενόμενον.
κανόνα δὲ αὐτὸν ἐκάλουν τῆς ἐκκλησίας. ἦν δὲ ἐλεύθερος τὴν γνώμην
ἐπίσης εἰς πάντας καὶ παρρησιαστικός. καί ποτε συνόδου γενομένης,
Εὐσεβίας τῆς Κωνσταντίου γυναικὸς εἰς οἴδημα ἀρθείσης φρονήματος
καὶ παρὰ τῶν ἐπισκόπων προσκυνουμένης, μόνος οὗτος παρὰ φαῦλον
αὐτὴν τιθέμενος οἴκοι ἔμενεν. ἡ δὲ διὰ τοῦτο ὑποθερμανθεῖσα τοῖς
θυμοῖς καὶ τὴν γνώμην φλεγμήνασα πέμπει πρὸς αὐτόν, αἰτιωμένη
καὶ ὑποσχέσεσι κολακεύουσα, ὡς ἐκκλησίαν σοι μεγίστην ἐγερῶ καὶ
χρήματα ἐπιδαψιλεύσομαι, εἰ ἀφίκοιο πρός με. ὁ δὲ ἀντεδήλωσε·
τούτων μὲν εἴ τι βουληθείης τελέσασθαι, ὦ βασίλεια, οὐκ ἐμοὶ μᾶλλον
ἢ τῇ σαυτοῦ ψυχῇ ἴσθι χαριουμένη. εἰ δὲ θελήσειας ὡς ἀφικέσθαι πρὸς
σέ, ὡς τῆς ἐπισκόποις πρεπούσης αἰδοῦς φυλαχθησομένης, ἵν' εἰσέλθοιμι
μὲν ἐγώ, σὺ δ' αὐτίκα τοῦ θρόνου τοῦ ὑψηλοῦ καταβᾶσα μετ' αἰδοῦς
ὑπαντήσειας ἐμοὶ καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπόσχοις ταῖς ἐμαῖς χερσίν,

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter pi, entry 823, line 5


243

Παυσικάπη: μηχάνημα τροχοῖς ἐμφερές, δι' οὗ τὸν τράχηλον


διεῖρον καὶ τῶν ὑποζυγίων, ὥστε μὴ ἐσθίειν, καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὡς
μὴ δύνασθαι τὰς χεῖρας τῷ στόματι προσάγειν. ὅτι παῦσις ἐστὶ κλη-
ρονομία, λῆξις δὲ μερίς, ἡ δὲ ἀποκλήρωσις μέρος εἰς ἀμείνονα λῆξιν.
ἀποκληρῶ-
σαι θεοποιῷ φροντίδι οὐδὲν ὤκνησε.
Παυσωλή: κατάπαυσις.
Παύσων καὶ Ἶρος: ὀνόματα κύρια πενήτων. ὁ Ἀσκληπιὸς
Παύσωνα καὶ Ἶρον κἂν ἄλλον τινὰ τῶν ἀπόρων ἰάσαιτο· ὀφθαλμὼ
γάρ τις ἐνόσει· εἶτα ἐπιστὰς ὅδε λέγει· ὄξει λύσαντα κάπρου πιμελήν,
κᾆτα ὑπαλείψασθαι. ὁ δὲ κοινοῦται τῷ συνήθει ἰατρῷ. ὁ δὲ ἐπειρᾶτο
τὰς αἰτίας λέγειν· τὸ μὲν γὰρ ὑπορρεῖν τὸ οἴδημα τῇ δριμύτητι, τὸ δὲ
ἐπιλιπαίνειν καὶ ἡσυχῆ ὑποτρέφειν, ὁ εἴρων ἔλεγε.
Παύσωνος πτωχότερος: οὗτος ζωγράφος ἦν καὶ ἐπὶ πενίᾳ
διετεθρύλητο.
Παφία: ἡ Ἀφροδίτη.
Παφλαγών: ὁ Κλέων, ὁ τῶν Ἀθηναίων στρατηγός. διὰ τὸ
τῆς φωνῆς ἀπηχές. ἀπὸ τοῦ παφλάζειν· ξένος γὰρ ἦν καὶ βάρβαρος.
Παφλάζοντα: ἠχοῦντα, ἀναζέοντα. ἁνὴρ παφλάζει, βράζει,
τετάρακται. πεποίηται δὲ παρὰ τὸ παφλάζειν. Παφλάζειν δέ ἐστι
τὸ λαλοῦντά τινα κρατεῖσθαι καὶ ἀνακόπτεσθαι· τοιοῦτος δὲ ἦν καὶ ὁ  
Κλέων· ἢ τὸ ταράσσεσθαι· παφλάζειν γὰρ κυρίως σημαίνει τὸ ἠχεῖν

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter sigma, entry 745, line 2

Σμίλη: ἐργαλεῖον. ἐν Ἐπιγράμμασι· καὶ σμίλαν δονάκων


ἀκροβελῶν γλυφίδα. μακρὸν τὸ ι. καὶ Σμίλης ὁλκοί, ἀντὶ τοῦ
γραφείου. τὰ σημεῖα τῶν γραμμάτων. ἄγε δὴ πινάκων ξεστῶν δέλτοι,
δέξασθε σμίλης ὁλκούς.
Σμιλίον.
Σμινύην: σκαφεῖον, ἢ δίκελλαν. ἢ ἀξίνην. ὁ δὲ ὀρύττειν
ἐκέλευε σμινύαις (δικέλλαις) ὑπὸ λαμπρᾷ τῇ σελήνῃ. καὶ αὖθις·
τοῦτ' αὐτὸ καὶ βούλομαι, ἢν ἡ σμινύη μοι μὴ προδῷ τὰς ἐλπίδας.
ἀντὶ τοῦ μὴ κλασθῇ.  
Σμώδιγγες: μώλωπες. καὶ Σμῶδιξ, μώλωψ, τὸ ἐκ πληγῶν
οἴδημα.
Σμώχετε: ἀντὶ τοῦ μασᾶσθε. Ἀριστοφάνης· ἀνδρικῶς ἐμβάλ-
λετον, καὶ σμώχετ' ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν. οὐδὲν γάρ, ὦ πόνηροι, λευκῶν
ὀδόντων ἔργον ἐστίν, ἢν μή τι καὶ μασῶνται.
Σμώχειν: τὸ λοιδορεῖν. ἀπὸ τοῦ καθάπτεσθαι τῶν σμωμένων.
Σμοιός: ὄνομα κύριον. αἰσχροποιὸς εἰς γυναῖκας. Σμοιὸς δ' ἐν
αὐταῖς ἱππικὴν στολὴν ἔχων τὰ τῶν γυναικῶν διακαθαίρει τρυβλία.
244

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter sigma, entry 1711, line 4

δάζων ἔνδοθεν πολλοῖς λόγοις, ὥσπερ τις ἀσκὸς δέσμιος γλεύκους


ζέων.  
Σφαδάζουσα: πανουργεύουσα.
Σφακελίζοντες: διασπῶντες, πηδῶντες, ὑποτρέμοντες. ὅτι
τὸ σφακελίζειν φλεγμαίνειν ἐστί, καὶ διὰ τοῦτο σπᾶσθαι. Κρατῖνος.
Σφακελισμός: παραπληξία. καὶ Σφάκελος, τὸ βέλος τὸ
σφάζον.
Σφακελισμός: ἡ σῆψις τοῦ μυελοῦ σφακελισμὸς καλεῖται.
γίνεται δὲ ἐκ τοῦ σφακελισμοῦ καὶ σπασμός. λέγεται δὲ καὶ ὁ σφυγμὸς
καὶ ὁ παλμός. σφάκελον δ' ἔνιοι τὴν σῆψιν λέγουσι τῶν ὀστέων.
Αἰλιανός· καὶ ἀκούω τὸν πόδα ἐκεῖνον [αὐτὸν] ἐς οἴδημα ἀρθῆναι
καὶ φλεγμήναντα σφακελίσαι καὶ ἀποκτεῖναι τὸν ἄνδρα. λέγεται δὲ
καὶ σφάκελος ὁ μέσος τῆς χειρὸς δάκτυλος. καὶ παροιμία· Καὶ
σφάκελοι ποιοῦσιν ἀτέλειαν· Πεισίστρατος γὰρ ὁ τύραννος δε-
κάτην τῶν γεωργουμένων ἀπῄτει τοὺς Ἀθηναίους. παριὼν δέ ποτε
καὶ ἰδὼν πρεσβύτην πέτρας ἐργαζόμενον καὶ τόπους λιθώδεις ἤρετο
τὸν πρεσβύτην, τίνας ἐκ τῶν τόπων κομίζοιτο τοὺς καρπούς· ὁ δὲ
ἀπεκρίνατο ὀδύνας καὶ σφακέλους, καὶ τούτων δεκάτην Πεισίστρατος
φέρει. θαυμάσας δὲ ὁ Πεισίστρατος τὴν παρρησίαν αὐτοῦ τῆς δε-
κάτης ἀτέλειαν ἔδωκε. καὶ ἐκ τούτου Ἀθηναῖοι τῇ παροιμίᾳ ἐχρή-
σαντο.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter omicron iota, entry 31, line 1

Οἴδακες: οἱ λεγόμενοι φήληκες, καὶ πάντα τὰ μὴ πέπειρα


ἀκρόδρυα.
Οἰδαλέον: τὸ ὑγρόν.
Οἰδάνει: αὐξάνει.
Οἶδα Σίμωνα καὶ Σίμων ἐμέ: ἐπὶ τῶν ἀλλήλους ἐπὶ κακίᾳ
γινωσκόντων.
Οἰδαίνει: οἰδεῖν ποιεῖ.
Οἰδαίνων· αἰτιατικῇ. φλεγμαίνων, ψύχων.
Οἵδε: ἡμεῖς.
Οἰδεῖ: φλεγμαίνει, πεφύσηται.
Οἴδημα: ὄγκωμα, φλεγμονή, ἀπόστημα. ὡς ἐκ μεταφορᾶς τῶν
σωμάτων, καὶ ἐπὶ τῆς ἐπάρσεως καὶ φυσιώσεως λέγεται. τῆς δὲ εἰς
οἴδημα ἀρθείσης φρονήματος, καὶ παρὰ τῶν ἐπισκόπων προσκυνου-
μένης. συνέβη δὲ τὸν πόδα αὐτοῦ εἰς οἴδημα ἀρθῆναι καὶ φλεγμή-
245

ναντα σφακελίσαι.
Οἰδήματα: ἐπάρματα. ἢ φυσήματα. λόγοις ἐχέφροσι κατηύναζεν
ὁ στρατηγὸς τὰ τοῦ στρατιωτικοῦ θράσους οἰδήματα.  
Οἴδησις: φλεγμονή, φύσημα.
Οἰδίπους· Λάϊος, ὁ Θηβῶν βασιλεύς, ἔσχε γυναῖκα Ἰοκάστην, ἐξ
ἧς γέγονεν αὐτῷ παῖς Οἰδίπους. τούτου γεννηθέντος, χρησμὸν ἔλαβεν
ὁ πατήρ, ὅτι τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ μητρὶ μιγήσεται ὁ παῖς· καὶ κελεύει αὐτὸν

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter omicron iota, entry 36, line 1

ἀγνοοῦσα ὅτι μήτηρ αὐτοῦ ἐστιν. ἔσχε δὲ ἀπ' αὐτοῦ υἱοὺς δύο,
Ἐτεοκλέα καὶ Πολυνείκη· ὕστερον δὲ τοῦτο μαθοῦσα, ὅτι υἱὸς αὐτῆς
ἐστιν, εἶπεν αὐτὸ τῷ παιδί. ὁ δὲ ἀκούσας ἔλαβεν ἥλους καὶ πήξας
τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ ἐτελεύτα, ἐάσας τὴν βασιλείαν τοῖς δύο υἱέσιν,
οἳ ἐβασίλευον παρ' ἐνιαυτόν· καὶ εἰς ἔχθραν ἐλθόντες ἐπολέμησαν
ἀλλήλοις, καὶ ἐδιώχθη ὑπὸ Ἐτεοκλέους καὶ ἀπελθὼν Πολυνείκης εἰς
τὸ Ἄργος ἔγημε τοῦ βασιλέως Ἀδράστου τὴν θυγατέρα καὶ στρατεύ-
σας ἦλθεν ἐπὶ τὰς Θήβας καὶ μονομαχήσας Ἐτεοκλεῖ ἀναιρεῖ αὐτὸν
καὶ αὐτὸς ἀνῃρέθη ὑπ' αὐτοῦ· οἱ δὲ σύμμαχοι ἀνεστράφησαν οἴκοι.
Οἶδμα: κῦμα, ἢ πέλαγος. καὶ ἄγριον οἶδμα θαλάσσης.
Οἴδνα: οἰδήματά τινα ὄντα τῆς γῆς.
Οἰδοῦσαν: κομπώδη οὖσαν. τὴν τέχνην. οἰδοῦσαν ὑπὸ κομ-
πασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν. καὶ Εὐνάπιος· τοσούτου δὲ
οἰδοῦντος καὶ ὑποφυομένου κακοῦ. ὁ δὲ ἐκ τῆς ἰθείης οὐκ ἐδόκεε
πέμπειν τὸν στρατόν, ἅτε τῶν πραγμάτων ἔτι οἰδούντων.  
Οἶδ', οἶδα τὸν νοῦν· παῦε, παῦε τοῦ λόγου.

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori (9012: 002)“Nicephori


archiepiscopi Constantinopolitani opuscula historica”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1880, Repr. 1975.Page 151, line 30

κατ' οὐσίαν ἐστὶ, κατείληφεν. οὕτω φύσεως δυνάμει καὶ


γνώμης βουλήσει καὶ χάριτος ἐπινεύσει θείας ἐν περιλήψει
τῶν μαθημάτων γενόμενος πρὸς ἐπίβασιν τῶν θείων ἀρε-
τῶν οὐχ ἧττον ἠπείγετο. οὐ γὰρ ἔκρινε τὸ ἐν ἐκείνοις εὐ-
δόκιμον πρὸς ἀρετὴν αὐτῷ γενέσθαι ἐμπόδιον· ἀλλ' ὁδῷ
καταλλήλῳ καὶ τάξει χρησάμενος ταῖς ἐπ' ἄμφω προκοπαῖς
ἐπεκτείνετο, καὶ πρὸς τὴν ἑκατέρας ἔφθασε τελειότητα.
 Σωφροσύνην μὲν τὴν τῆς φύσεως ἀντίφυτον δι' ὀλι-
γαρκείας καὶ ἐγκρατείας σύνοικον ποιησάμενος καὶ τὰ τῶν
246

ἐπ' ὀμφαλοῦ γαστρὸς ἐπιτιθεμένων ἀκαθέκτων παθῶν ἀπο-


λεπτύνων οἰδήματα, ἀοργησίαν δὲ τῇ ἐμφύτῳ πραότητι προς-
κτησάμενος καὶ ὅλον ἑαυτὸν ἐμπαρέχων τοῖς πᾶσι μειλίχιον,  
τὸ τῆς ὀργῆς εἰδεχθὲς ἀπερράπιζε πρόσωπον. ὁ γὰρ θυμὸς
οὐ κατὰ τὴν τοῦ ὄφεως ὁμοιότητα προσῆν αὐτῷ, κατὰ μό-
νου δὲ τοῦ τὴν πτῶσιν ἡμῖν προξενίσαντος δράκοντος ἐπε-
τείνετο. ἀφιλαργυρίαν δέ, τὴν πρὸς ἀϋλίαν τὸν ...

Όγκος εστιν

Γαληνός ιατρός. De sectis ad eos qui introducuntur


“Claudii Galeni Pergameni scripta minora, vol. 3”, Ed. Marquardt, J.,
Müller, I., Helmreich, G.Leipzig: Teubner, 1893, Repr. 1967.Kühn
volume 1, page 98, line 17

ὑπομεῖναι δυνηθέντες ἐπὶ πλέον ὑπὲρ ἁπάντων τούτων


ἀκοῦσαί τε καὶ διασκέψασθαι μόλις ποτὲ μεταγνόντες
ἐπὶ τὸ ἀληθέστερον τρέπονται. τούτοις μὲν οὖν καὶ
ὅσοι μετ' ἀκριβείας τινὸς βούλονται μαθεῖν τι περὶ
τῶν πρώτων καὶ γενικῶν παθῶν, ἰδίᾳ γέγραπται. τὸ
δὲ νῦν εἶναι ἐπεὶ τοῖς εἰσαγομένοις χρήσιμον, βραχέα
πρὸς αὐτοὺς εἰπεῖν δίκαιον. εὐξαίμην δ' ἄν τι κἀκεί-
νους ἀπ' αὐτῶν ὄνασθαι· γένοιτο δ' ἂν τοῦτο, εἰ τοῦ  
φιλονεικεῖν ἀποστάντες αὐτὸν τὸν λόγον ἐξετάσειαν
ἐφ' ἑαυτῶν. ἔχει δ' ὁ λόγος ὧδε· ἡ καλουμένη καὶ
πρὸς αὐτῶν ἐκείνων φλεγμονὴ παρὰ φύσιν ὄγκος ἐστὶν
ὀδυνηρὸς καὶ ἀντίτυπος καὶ σκληρὸς καὶ θερμός, οὐδέν
τι μᾶλλον ἀραιότερον ἐργαζομένη κατὰ τὸν ‖ ἑαυτῆς
λόγον ἢ πυκνότερον ἑαυτοῦ τὸ μέρος ἢ σκληρότερον
ἀλλὰ μεστὸν ῥεύματος περιττοῦ καὶ διὰ τοῦτο τετα-
μένον. οὐ μὴν πάντως, εἴ τι τέταται, τοῦτο πυκνότερον
ἢ σκληρότερον γέγονεν ἑαυτοῦ. μάθοις δ' ἂν ἐπί τε
βυρσῶν καὶ ἱμάντων καὶ πλοκάμων, εἰ πάντη διατεί-
νειν ἐπιχειρήσαις. οὕτω δὲ καὶ ἡ ἴασις τῶν πεπληρω-
μένων κένωσίς ἐστιν· ἐναντίον γὰρ τοῦτο τῇ πληρώσει.
κενουμένοις δ' εὐθὺς ἕπεται τοῖς μορίοις χαλαρωτέροις

Γαληνός ιατρός. De locis affectis libri vi (0057: 057)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 8”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1824, Repr. 1965.Volume 8, page 379, line 17
247

ἔπαθεν ἰσχυρῶς, ὡς μηκέθ' αἱματοῦν τὴν τροφήν· οὐδὲ γὰρ


ἐπὶ τούτων ἡγοῦνται πεπονθέναι τὸ σπλάγχνον, ἐθισθέντες
ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Ἐρασίστρατον ἀπαθὲς εἶναι νομίζειν ἕκα-
στον τῶν μορίων, ὅτ' ἂν μήτ' ὄγκος τις εἴη κατ' αὐτὸ μήθ'
ἕλκος. ἀλλ' ἐκείνοις μὲν συγχωρητέον ἔσται οὕτως ὑπολαμ-
βάνειν, οὐδὲν ἡγουμένοις νόσημα γίγνεσθαι κατὰ δυσκρασίαν·
ὅσοι δὲ τῶν ἰατρῶν ἑπόμενοι τοῖς ἐναργῶς φαινομένοις, ἐπὶ
τῷ ψυχθῆναί τι μόριον ὑπολαμβάνουσι γίγνεσθαί τινα συμ-
πτώματα, οὐ θαυμάσαι τούτων ἐστὶ τοὺς ὑδέρους οὐδ'
ἐφ' ἑνὶ τόπῳ πεπονθότι συνίστασθαι νομιζόντων; εἰ γὰρ ὅτι
μηδεὶς ὄγκος ἐστὶ παρὰ φύσιν ἐν ἥπατι, διὰ τοῦτ' ἀπαθὲς
ὑπάρχειν ἡγοῦνται τὸ σπλάγχνον, οὐδ' ἄλλο οὐδὲν ἔσται  
πεπονθὸς ἐπὶ τῶν ἀθρόον ἀκαίρως ψυχρὸν ὕδωρ μοχθηρὸν
πιόντων, εἶθ' ὑδέρῳ καταληφθέντων ἐπ' αὐτῷ. βλάπτει μὲν
οὖν τὸ οὕτως ποθὲν ψυχρὸν ἄλλοτ' ἄλλο μόριον τῶν ἔνδον,
ἢ μᾶλλον τῶν ἄλλων, ἢ πρῶτον, ὡς ἂν καὶ τύχῃ τι κατ' ἐκεῖ-
νον τὸν χρόνον ἀσθενέστερον ὑπάρχον· ἀπ' αὐτοῦ δ' εἰς
τὸ ἧπαρ ἀνάγκη διαδοθῆναι τὴν ψύξιν, εἰ μέλλοι τις ὑδερικὴ
διάθεσις ἀκολουθῆσαι. οὕτως οὖν καὶ διὰ τὸν σπλῆνα γίγνε-
ταί ποθ' ὕδερος, ἢ μετ' ὄγκου ψυχθέντα, καθάπερ

Γαληνός ιατρός. De differentia pulsuum libri iv (0057: 059)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 8”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch,
1824, Repr. 1965.Volume 8, page 606, line 1

μεγέθους διαστάσεις. ἤρκει γὰρ ἁπλῶς εἰπεῖν κατὰ μέγεθος.


ἂν δ' αὖ πάλιν περὶ τῶν κατὰ μίαν διάστασιν νοουμένων,
οἰηθῶμεν αὐτὸν ταῦτα γράφειν· πρῶτον μὲν ἄτοπον τὸ
μεμνῆσθαι καὶ τῶν λοιπῶν δυοῖν καθ' ἕκαστον, ἔπειτα δὲ
οὐκ ὀκτωκαίδεκα μόνους, ἀλλὰ τέτταρας καὶ εἴκοσι φανεῖται
παραλελοιπὼς τῶν ἐκ τοῦ διαγράμματος. καὶ τρίτον ὅτι
μοχθηρῶς δόξει λέγειν κατὰ μέγεθος αὐτοὺς θεωρεῖσθαι, δέον
οὐ κατὰ μέγεθος, ἀλλὰ κατὰ τὰς διαστάσεις τοῦ μεγέθους
εἰπεῖν, εἴ γε, ὡς αὐτὸς εἴρηκεν, ὄγκος τίς ἐστι τὸ μέγεθος. οὐ
μὴν τό γε μῆκος αὐτὸ καθ' ἑαυτὸ μόνον, ἀλλ' οὐδὲ τὸ βάθος  
ἢ τὸ πλάτος ὄγκος ἐστὶν , ἀλλ' ὥσπερ καὶ ὀνομάζεται διάστα-
σις. οὐ ταὐτὸν δὲ δήπουθεν ὄγκος τε καὶ ὄγκου διάστασις
μία. ἑκατέρως μὲν δὴ σφάλλεται πάντως ὁ τοῦ Ἀρχιγένους
λόγος, διὰ τὸ συγκεχυμένως τε καὶ ἀδιαρθρώτως εἰρῆσθαι,
καὶ οἷον ἐπαμφοτερίζειν τῇ νοήσει. κατὰ τί δὲ μᾶλλον ἠθέ-
λησεν εἰπεῖν, εἰ χρὴ μαντευσάμενον ἀποφήνασθαι, καὶ τοῦτο
248

τολμήσω. δοκεῖ μοι τοὺς κατὰ μίαν διάστασιν νοουμένους


ἐπιχειρῆσαι γράφειν, καὶ διὰ τῆς ἀρχῆς γε αὐτὸ τοῦτο ἐν-
δείξασθαι, ἢ τάς γε τοῦ μεγέθους διαστάσεις εἰπεῖν, σφαλῆ-
ναι δὲ περὶ τὴν ἑρμηνείαν, ὡς ἂν ἐν ὅλῳ τῷ γράμματι

Γαληνός ιατρός. De methodo medendi libri xiv (0057: 066)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 10”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1825, Repr. 1965.Volume 10, page 946, line 9

καὶ πυρετοὺς ἐπιφερούσης πολλάκις. εἴρηται μὲν οὖν τι κᾀν


τῇ τῶν πυρετῶν θεραπείᾳ περὶ τῆς φλεγμονῆς ἅμα ταῖς  
ἄλλαις αὐτῶν αἰτίαις· ἀλλ' ὁ τέλειός τε καὶ ἴδιος αὐτῆς λόγος
ἐν τῷ πρὸ τούτου βιβλίῳ γέγραπται, τὴν μέθοδον τῆς θε-
ραπείας ὁποία τίς ἐστὶ διερχομένων ἡμῶν, οὐ τὴν τῶν
βοηθημάτων ὕλην, ὅ τι μὴ παραδείγματος ἕνεκεν, ὡς κᾀπὶ τῶν
ἔμπροσθεν ἐποιήσαμεν. οὐ πόῤῥω δὲ τῆς φλεγμονῆς ἕτερον
νόσημά ἐστιν ἐρυσίπελας ὀνομαζόμενον, ἐπὶ χολώδει χυμῷ
συνιστάμενον, ὡς ἐδείχθη. βέλτιον δ' ἴσως αὐτὸ μακροτέρῳ
λόγῳ διορίσαι τῆς φλεγμονῆς. κοινὰ μὲν οὖν ἀμφοῖν ὅ τε
παρὰ φύσιν ὄγκος ἐστὶ καὶ ἡ θερμασία, διαφέρει δὲ πρῶτα
μὲν καὶ μάλιστα τῇ χροιᾷ. ἐρυθρᾶς μὲν γὰρ οὔσης αὐτῆς
φλεγμονὴν τὸ πάθος ὀνομάζουσιν, ὠχρᾶς δ' ἢ ξανθῆς ἢ
ὥσπερ ἐξ ὠχροῦ καὶ ξανθοῦ χρώματος μικτῆς, ἐρυσίπελας.
ἀτὰρ οὖν καὶ ὁ σφυγμὸς ἴδιον σύμπτωμά ἐστι τῆς μεγάλης
φλεγμονῆς· καὶ γὰρ καὶ διὰ βάθους γίνεται μᾶλλον, ὥσπερ γε
ἐρυσίπελας ἐν τῷ δέρματι μᾶλλον ἢ ἐν τῷ βάθει. λεπτὸς γὰρ
κατὰ τὴν σύστασιν ὁ τῆς ὠχρᾶς χολῆς χυμὸς, ὥστε διαῤῥεῖ
ῥᾳδίως ἐπὶ τὸ δέρμα, τὰ σαρκώδη καὶ ἀραιὰ μόρια διερχόμε-  
νος. ἡ δὲ τοῦ δέρματος πυκνότης οὐκέθ' ὁμοίως εὔπορος
τῇδε τῇ χολῇ, πλὴν εἰ πάνυ λεπτὴ καὶ ὑδατώδης εἴη,

Γαληνός ιατρός. Ad Glauconem de medendi methodo libri ii (0057:


067)“Claudii Galeni opera omnia, vol. 11”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1826, Repr. 1965.Volume 11, page 103, line 13

καθίσταιτο, τότε τῶν ἰσχυροτέρων φαρμάκων ἃ μικτὴν ἔχει


τὴν κρᾶσιν ἐκ τῶν εἰρημένων δυνάμεων ἐπιβάλλειν. ἐγὼ
δὲ ἐπὶ κεχρονικότος οἰδηματώδους ὄγκου προϋπαλείψας ἐλαίῳ
τὸ μόριον εἶτ' ἐπιθεὶς σπόγγον ἐκ κονίας καὶ σφίγξας βιαιότε-
ρον, οἶδα τελέως ἐκθεραπευθὲν τὸ πάθος, οὐκέτι δηλονότι
τῆς τοιαύτης ἀγωγῆς σκοπὸν ἐχούσης, τὸ μικτὸν τῶν δυνά-
249

μεων, ἀλλ' ἐπὶ τὸ διαφορητικόν τε καὶ τμητικὸν ἀποκλινάσης,


ὅπερ ἐπὶ τῶν χρονιζόντων σχεδὸν ἁπάντων ἴσμεν εὐδοκιμοῦν.
ἐπεὶ δὲ καὶ περὶ τῶν οἰδημάτων αὐτάρκως εἴρηται πρός γε σὲ,
περὶ τῶν σκιῤῥωδῶν ὄγκων ἐφεξῆς ἂν εἴη ῥητέον.
 Ὁ μὲν οὖν ἀκριβὴς σκίῤῥος ὄγκος ἐστὶ
παρὰ φύσιν ἀναίσθητός τε καὶ σκληρός. ὁ δ' οὐκ ἀκριβὴς
οὐκ ἀναίσθητος μὲν παντάπασι, δυσαίσθητός γε μήν ἐστι
πάντως. ὁ μὲν οὖν ἀναίσθητος σκίῤῥος ἀνίατος. ὁ δὲ δυσαί-
σθητος οὐκ ἀνίατος μὲν, οὐ μὴν εὐίατος. γίνεται γὰρ ἐκ
γλίσχρου καὶ παχέος χυμοῦ δυσλύτως ἐμπλαττομένου τοῖς  
σκιῤῥουμένοις μορίοις· ἐνίοτε μὲν οὖν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς κατὰ
βραχὺ συνίσταταί τε καὶ αὐξάνεται. τὰ πολλὰ δ' ὑπὸ τῶν
ἰατρῶν κατασκευάζεται, στυψάντων καὶ ψυξάντων σφοδρῶς
ἐρυσιπέλατά τε καὶ φλεγμονάς. ἐὰν μὲν οὖν τις τὰ ἰσχυρῶς
διαφοροῦντα τοῖς σκιῤῥουμένοις σώμασι προσφέρῃ φάρμακα

Γαληνός ιατρός. Ad Glauconem de medendi methodo libri ii


Volume 11, page 119, line 15

τειν. ἐπειράθην δὲ πολλάκις ἐπιπολῆς τε καὶ πάνυ λεπτῶν


ἀμυχῶν· ἔμπαλιν δὲ ταύταις διὰ βάθους ἑτέρων μεγάλων
καὶ τρίτων ἄλλων μεταξὺ τῶν εἰρημένων ἐν μήκει τε καὶ
βάθει. αἱ μὲν οὖν ἐπιπολῆς ἀσθενῆ τὴν βοήθειαν εἶχον. αἱ
δὲ βαθεῖαί τε καὶ μακραὶ πλεῖστον μὲν ἐκένουν τοῦ αἵματος,
ὡς ἐγγὺς ἀφικνεῖσθαι λειποθυμίας· αὗται δὲ πάλιν ἰδίας
ἐδέοντο θεραπείας, ὥσπερ τραύματα. τὰς διὰ μέσου δ' αὐτῶν
ἀμφοτέρων ἔξω τῶν εἰρημένων ἀτόπων καθεστηκυίας εὗρον
ἀεί· καὶ διὰ τοῦτο χρῆσθαι μᾶλλον εἱλόμην αὐταῖς πρὸ τῶν
ἄλλων. ἐφ' ὧν μέν τοι δυσεκπύητός τε καὶ δυσδιαφόρητος ὁ
ὄγκος ἐστὶ, τοὺς ἐσφηνωμένους χωμοὺς ἡγητέον εἶναι παχυτέ-
ρους τε καὶ γλισχροτέρους. ἐν δὲ ταῖς τοιαύταις διαθέσεσι
μόναις ἐπιτήδειός ἐστιν ἡ διὰ τῶν βαθέων ἀμυχῶν ἴασις, ἐπι-
τήδειον δὲ καὶ τὸ διὰ τῶν ἡψημένων ἰσχάδων κατάπλασμα.  
χρὴ δ' οὐκ αὐτὰς ἰσχάδας λαμβάνειν, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ἐν ᾧ διε-
τάκησαν ἡψημέναι. προσήκει δὲ δηλονότι γλυκείας τε καὶ
λιπαρὰς τὰς ἰσχάδας εἶναι, ὡς ἐν αὐταῖς ἔχειν ὑγρότητα πα-
ραπλησίαν μέλιτι· καὶ εἰ τοιαύτας λαβὼν ἑψήσειας ἄχρι πλεί-
στου, τὸ ἀφέψημα μέλιτι λεπτῷ κατὰ τὴν σύστασιν ἔσται
παραπλήσιον. τούτῳ τοιγαροῦν τῷ ὕδατι ποτὲ μὲν κρίθι-
νον ἄλευρον ἀναδεύειν προσήκει, ποτὲ δ' ἄρτον συγκόμιστον·
250

Γαληνός ιατρός. De compositione medicamentorum secundum locos


libri x (0057: 076)“Claudii Galeni opera omnia, vols. 12–13”, Ed. Kühn,
C.G.Leipzig: Knobloch, 12:1826; 13:1827, Repr. 1965.
Volume 12, page 681, line 1

ἥμισυ μετὰ χίου οἴνου λεάνας, μέχρι μελιτῶδες γένηται, πτερῷ


διάχριε τοὺς πόρους καὶ ἐρίῳ ἔμφρασσε.
 [Πρὸς τὰ ἐν τοῖς μυκτῆρσιν ἕλκη.] Τὰ δὲ ἐν τοῖς
μυκτῆρσιν ἕλκη, ῥοιῶν χυλὸν ἐν χαλκῷ ἀγγείῳ ἑψήσας μέ-
χρι ἡμίσους διάχριε. ἢ ῥόαν γλυκεῖαν ὅλην ἐν οἴνῳ ἑψήσας
λέανον καὶ ἔξωθεν κατάπλασον. ἢ λευκοίῳ μεθ' ὕδατος διά-
ψα. ἢ βάτου χυλὸν καὶ στυπτηρίαν, λεῖα διεὶς μεθ' ὕδατος.
ἐὰν δὲ ᾖ παλαιὸν, μετ' ὄξους. ἢ ἴριδι καὶ σανδαράχῃ μετὰ
μέλιτος. ἢ στέατι μοσχείῳ καὶ ῥητίνῃ διάχριε.  
 [Περὶ τοῦ κατὰ τὰς ῥῖνας πολύποδος.] Ὄγκος ἐστὶ
παρὰ φύσιν ἐν ταῖς ῥισὶ γεννώμενος, ἐοικὼς κατὰ τὴν τῆς
οὐσίας ἰδιότητα τῇ τοῦ πολύποδος σαρκί. πρόδηλον οὖν ὅτι
παχέων καὶ γλίσχρων χυμῶν ἔγγονόν ἐστι τὸ πάθημα καὶ
διὰ τοῦτο μικτῆς ὕλης δεόμενον, ὡς τὸ μέν τι στύφειν αὐ-
τῆς δύνασθαι, τὸ δὲ τέμνειν καὶ λεπτύνειν, τὸ δὲ διαφορεῖν
καὶ παχύνειν. Ἀρχιγένους πρὸς πολύποδας. ἐπὶ δὲ πολύ-
ποδος. ♃ καρδάμου λεπτοῦ χήμην ἤτοι 𐅶ʹʹ. σὺν ἐλλε-
βόρου λευκοῦ ὀβολοῖς δύο, λεῖα κέλευε τῇ ῥινὶ ἀνασπᾷν.
ὅταν δὲ ἐκπέσῃ, μοτοῖς σὺν τῇ ἀνθηρᾷ διὰ μέλιτος χρῶ ἢ
λυκίῳ ὁμοίως. Ἀσκληπιάδου πρὸς ὀζαίνας καὶ πολύποδας.

Theophrastus Phil., Historia plantarum (0093: 001)“Theophrastus.


Enquiry into plants, 2 vols.”, Ed. Hort, A.Cambridge, Mass.: Harvard
University Press, 1916, Repr. 1:1968; 2:1961.Book 7, chapter 9, section
1, line 1

 Διαφορὰ δέ τις καὶ τοιάδε τῶν ποιωδῶν ἐστι·


τὰ μὲν γὰρ ἐπιγειόφυλλα τὰ δ' ἐπικαυλόφυλλα
τυγχάνει τὰ δ' ἀμφοτέρως. ἐπιγειόφυλλα μὲν  
κορωνόπους ἄνθεμον ἀφύλλανθες ἄγχουσα πόα
ἀνεμώνη ἀπαργία ἀρνόγλωσσον ἀπάπη· ἐπικαυ-
λόφυλλα δὲ κρηπὶς ἄνθεμον τὸ φυλλῶδες λωτὸς
λευκόϊον· ἀμφοτέρως δὲ τὸ κιχόριον· καὶ γὰρ ἐπὶ
τῶν καυλῶν ἅμα ταῖς ἐκφύσεσι ταῖς ἀκρεμονικαῖς
251

ἐκφύει τι καὶ ἄνθος· καὶ τῶν φυλλακάνθων ἔνια,


πλὴν ἀκανθώδεσι κομιδῆ, καθάπερ ὁ ςόγκος.
 Ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν ἄκαρπα τὰ δὲ κάρ-
πιμα. καὶ ὅλως τῶν ποιωδῶν τὰ μὲν ἄχρι τῶν
φύλλων ἀφικνεῖται, τὰ δὲ καυλὸν ἔχει καὶ ἄνθος
καρπὸν δὲ οὔ. τὰ δὲ καὶ καρπὸν ὥσπερ τελειο-
τάτην φύσιν, εἰ μή τι καὶ ἄνευ τοῦ ἄνθους καρπο-
φόρον, ὥσπερ ἐπὶ τῶν δένδρων.
 Διαφέρει δὲ καὶ τὰ φύλλα σχεδὸν οὐκ ἐλάττο-
σιν ἀλλὰ πλείοσι διαφοραῖς ἢ τὰ τῶν δένδρων·
καὶ πρὸς αὐτὰ δὲ ἐκεῖνα διαφορὰς ἔχει· μεγίστην
μὲν ὡς εἰπεῖν ὅτι τὰ μὲν ἀπὸ μίσχου προσπέφυκε,
τὰ δὲ αὐτὰ μὲν ὡς ἁπλῶς, τὰ δὲ καυλικῇ τινι

Sextus Empiricus Phil., Adversus mathematicos (0544: 002)


“Sexti Empirici opera, vols. 2 & 3 (2nd edn.)”, Ed. Mutschmann, H.,
Mau, J.Leipzig: Teubner, 2:1914; 3:1961.Book 7, section 295, line 2

καὶ γλυκάζεσθαι καὶ πικράζεσθαι καὶ εὐωδιάζεσθαι καὶ κοι-


νῶς πάσχειν ἴδιόν ἐστιν αὐτῶν, τὸ ζητεῖν ἐνεργητικῶς
οὐκ ἔσται ἴδιον αὐτῶν. εἶτα πῶς οἷόν τέ ἐστι διὰ τούτων
καταληφθῆναι τὸν ὄγκον οὐκ ἐχουσῶν τὴν φύσιν; οἷον
εὐθέως ἡ ὅρασις σχήματος μὲν καὶ μεγέθους καὶ χρόας
ἐστὶν ἀντιληπτική, οὔτε δὲ σχῆμά ἐστιν οὔτε μέγεθος οὔτε
χρῶμα ὁ ὄγκος, ἀλλ' εἰ καὶ ἄρα, τὸ ᾧ ταῦτα συμβέβηκεν·
καὶ διὰ τοῦτο τὸν μὲν ὄγκον οὐ δύναται λαβεῖν ἡ ὅρασις,
μόνον δὲ ὁρᾷ τὰ συμβεβηκότα τῷ ὄγκῳ, οἷον τὸ σχῆμα,
τὸ μέγεθος, τὴν χρόαν. ναί, φήσει τις, ἀλλὰ τὸ ἐκ τού-
των συνηρανισμένον ὁ ὄγκος ἐστίν. ὅπερ ἦν ληρῶδες.
πρῶτον μὲν γὰρ ἐδείξαμεν ὅτι οὐδὲ ἡ κοινὴ σύνοδος τῶν
τινι συμβεβηκότων ἐκεῖνό ἐστι τὸ ᾧ τινι συμβέβηκεν·
εἶτα κἂν τοῦτο οὕτως ἔχῃ, πάλιν τῶν ἀμηχάνων ἐστὶν
ὑπὸ τῆς ὄψεως ληφθῆναι τὸ σῶμα. εἰ γὰρ μήτε μῆκος
ψιλόν ἐστι τὸ σῶμα μήτε σχῆμα κατ' ἰδίαν, μήτε χρῶμα
χωρίς, τὸ δὲ ἐκ τούτων σύνθετον, δεήσει τὴν ὅρασιν τοῦ
σώματος ἀντιλαμβανομένην συντιθέναι ταῦτα καθ' ἕκα-
στον παρ' ἑαυτῇ, καὶ οὕτω τὸν κοινὸν πάντων ἀθροισμὸν
σῶμα λέγειν. ἀλλὰ τὸ συντιθέναι τι μετά τινος, καὶ τὸ
τοιόνδε μέγεθος μετὰ τοῦ τοιοῦδε σχήματος λαμβάνειν,

Claudius Aelianus Soph., De natura animalium (0545: 001)


“Claudii Aeliani de natura animalium libri xvii, varia historia, epistolae,
252

Frag. , vol. 1”, Ed. Hercher, R.Leipzig: Teubner, 1864, Repr. 1971.
Book 10, section 12, line 1

χύδην σχίνου τε καὶ φοίνικος καὶ κιττοῦ φάκελοι καὶ


πᾶν ὅσον ἐδωδίμου ὕλης καὶ ἐκείνοις συντρόφου καὶ
ἐκ τούτου τοι καὶ φίλης.
 Φύσεως δὲ ἰχθύων εἰσὶν ἀμαθεῖς ὅσοιπερ οὖν
τελέως ἁπάντων καταψηφίζονται σιωπὴν αὐτῶν· ἐπεὶ
καὶ συρίττουσί τινες καὶ γρυλλίζουσι. λύρα μὲν
γρυλλίζει καὶ χρόμις καὶ κάπρος, ὡς Ἀριστοτέλης
φησί· χαλκεὺς δὲ συρίττει, κόκκυξ δὲ ἄρα τὸν ὁμώ-
νυμον ὄρνιν τῇ φωνῇ μεμιμημένος φθέγγεται παρα-
πλήσια.  
 Ἐλέφας μὲν σαρκῶν ὄγκος ἐστὶν ἰδεῖν καὶ πάνυ
μέγιστος· ἐδώδιμα δὲ αὐτοῦ τὰ κρέα οὐκ ἔστιν, ὅτι
μὴ ἡ προβοσκὶς καὶ τὰ χείλη τοῦ στόματος καὶ τῶν
κεράτων ὁ μυελός. στέαρ δὲ ἐλέφαντος ἦν ἄρα τοῖς
ἰοβόλοις ἔχθιστον· εἰ γάρ τις χρίσαιτο ἢ ἐπιθυμι-
άσειεν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἀποδιδράσκει πορρωτάτω.
 Τῶν δὲ Ἀραβίων ζῴων ἡ πολύχροιά τε καὶ τὸ
πολύμορφον πάντα γραφικὸν ἐλέγξαι δεινά, καὶ ταῦτα
οὐ μόνον τά τε ἄλκιμα καὶ γενναῖα, ἤδη δὲ καὶ τὰ
ἀδοξότερα. αἵ τε γὰρ ἀκρίδες καὶ οἱ ὄφεις, χρυσοειδῆ
ἰνδάλματα καὶ ἐπ' αὐτῶν κατέστικται· οἱ δὲ ἰχθῦς ἔτι

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem (0715: 001)


“Paulus Aegineta, 2 vols.”, Ed. Heiberg, J.L.Leipzig: Teubner, 9.1:1921;
9.2:1924; Corpus medicorum Graecorum, vols. 9.1 & 9.2.
Book 3, chapter 22, section 8, line 2

ἔνσταζε, καὶ μάλιστα ἀπὸ Καππαδοκικῶν ἁλῶν· καὶ πυρίᾳ κέχρησο δι'
ἀφεψήματος ὑσσώπου. πρὸς δὲ τὰ γιγνόμενα περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς
οἰδήματα διὰ πληγὰς ποιεῖ πυρία δι' ὀξυκράτου συνεχὴς καὶ σπόγγος
ἐκ τοῦ ὀξυκράτου ἐπικείμενος. ἐπίχριστον δὲ σφεκλάριον κεκαυμένον
καὶ κόπρος περιστερᾶς, ἴσα οἴνῳ ἢ ὄξει λεῖα. καταπλάσσειν δὲ τυρῷ
νεαρῷ ἢ ῥαφάνου φλοιῷ ἢ σταφίδι χωρὶς τῶν γιγάρτων, ἑκάστῳ ἐν
ὀξυκράτῳ ἢ μελικράτῳ. τὰ δὲ αὐτὰ καὶ πρὸς ἐμφυσήματα.
      
 

Πρὸς ἐμφυσήματα κνησμώδη καὶ ψωροφθαλμίας.


253

 Τὸ μὲν ἐμφύσημα ὄγκος ἐστὶν οἰδηματώδης τοῦ βλεφάρου, ἡ δὲ


ψωροφθαλμία κνησμώδης τοῦ βλεφάρου ψωρίασις δι' ἁλμυρὸν καὶ
νιτρῶ-
δες ὑγρὸν γιγνομένη. ἁρμόζει οὖν αὐτοῖς τό τε ὀξύκρατον καὶ φακῶν  
ἀφέψημα καὶ ῥόδων πυρία, ὑγροκολλούριον δὲ τοῦτο· χαλκοῦ ϛ,
μίσυος ὀπτοῦ, σμύρνης ἀνὰ γ, κρόκου α 𐅵ʹ, πεπέρεως α, οἴνου
Χίου καὶ γλυκέος Κρητικοῦ ἀνὰ 𐆂ο α 𐅵ʹ· ἕψε, ἕως μέλιτος σχῇ πάχος.
αὕτη δέ ἐστιν ἡ Ἐρασιστράτου πάγχρηστος, ποιοῦσα καὶ πρὸς συν-
άγχην καὶ τὰ ἐν στόματι ἕλκη καὶ ἐν αἰδοίῳ καὶ ὠταλγίας. χριέτωσαν
δὲ καὶ ἐλαίῳ τὰ βλέφαρα καθεύδειν μέλλοντες· ἀπεχέσθωσαν δὲ ὀξέων
καὶ ἁλμυρῶν καὶ δριμέων.
      

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem


Book 3, chapter 26, section 13, line 2

ρου, κύτινοι· πρὸς δὲ τὰ οἰδοῦντα καὶ ἐκσαρκοῦντα ἀνδράχνης χυλὸς


διακρατούμενος, ἅλμη κολυμβάδων ἐλαιῶν, ἔλαιον θερμὸν ὠμοτριβὲς ἢ
σχίνινον ἢ μήλινον, ἀμόργη, ξηρὰ δὲ ἰὸς σιδήρου ἢ χαλκοῦ, ἀριστο-
λοχίας ῥίζα, ἀρνογλώσσου σπέρμα, διφρυγές, χάλκανθος ὀπτή, κύτινοι.
      
    

      
   

Πρὸς τὸν λεγόμενον βάτραχον.

 Ὁ βάτραχος ὄγκος ἐστὶ φλεγμονώδης ὑπὸ τῇ γλώσσῃ συνιστά-


μενος, μάλιστα ἐπὶ τῶν παιδίων. διάτριβε οὖν τὸν τόπον μίσυος, ἰοῦ
ξυστοῦ ἴσῳ ξηρῷ. κατὰ δὲ τοῦ ἀνθερεῶνος χρηστέον τῇ ἀνθηρᾷ ἢ τῷ
σφαιρίῳ ἢ τῷ δι' ᾠῶν παρύγρῳ· τῶν δὲ τελείων προδιαιρεῖν τὰς ὑπὸ
τῆς γλώσσης φλέβας.
 Ἄλλο· ποιεῖ καὶ πρὸς ἄφθας. ἰοῦ ξυστοῦ, κηκῖδος, χαλκίτεως ἴσα·
σὺν δὲ γλυκεῖ ἐστι καὶ διάκλυσμα.
 Ἄλλο. ὀροβίνῳ μετὰ μέλιτος προαποσμήξας διάχριε κηκῖδι λείᾳ
μετὰ μέλιτος ἢ ῥόδων ἄνθει ὁμοίως, ἢ ἐλαίας φύλλων ἀφεψήματι δια-
κλυζέσθω.
      
254

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 4, chapter 17,


section 2, line 2

 Κοινῶς μὲν τοὺς θερμοὺς ἅπαντας καὶ ὀδυνηροὺς μετὰ φλογώσεως


ὄγκους φλεγμονὰς προσαγορεύειν εἰώθασιν· παρὰ δὲ τὴν ἐργαζομένην
αὐτοὺς ὕλην διάφορον ὑπάρχουσαν καὶ τούτων τὴν διαφορὰν ἐξαλλάτ-
τεσθαί φασιν· αἵματος μὲν γὰρ χρηστοῦ καὶ συμμέτρου τῷ πάχει ῥυέν-
τος εἴς τι μόριον ἀθρόως καὶ διὰ τὸ πλῆθος σφηνωθέντος τὴν ἰδίως
προσαγορευομένην γίνεσθαι φλεγμονήν, χολῆς δὲ ξανθῆς κατά τι μόριον

ἱσταμένης ἕρπητα, αἵματος δὲ καὶ χολῆς ἅμα ξανθῆς ἐπιρρυέντων τὸ


ἐρυσίπελας συνίστασθαι. ὅταν δὲ τὸ ἐπιρρέον αἷμα θερμὸν ἱκανῶς ᾖ
καὶ παχύ, τοὺς ἄνθρακας ἐργάζεσθαι πέφυκεν.
 οὐκοῦν ἀπὸ τῆς ἰδίως ὀνομαζομένης φλεγμονῆς ἀρκτέον ἐπὶ πολ-
λῶν ἀεὶ συμβαινούσης, ἥτις ὄγκος ἐστὶν ἐνερευθὴς καὶ ὀδυνηρὸς καὶ
ἀντίτυπος καὶ θερμὸς ἐξ αἵματος, ὡς ἔφην, χρηστοῦ τὴν γένεσιν ἔχων,
ποτὲ μὲν ἐξ ὅλου τοῦ σώματος φερομένου, ποτὲ δὲ ἐν αὐτῷ τῷ μορίῳ
πλεονάσαντος, ὡς μὴ στέγεσθαι πρὸς τῶν ἀγγείων ἀλλὰ διεκπίπτειν
δροσοειδῶς εἰς τὰς μεταξὺ κενὰς χώρας. καὶ τρώσεσι δὲ πολλάκις καὶ
κατάγμασιν ἕλκεσί τε καὶ ἑτέροις πλείοσιν ἔξωθεν αἰτίοις τοῦτο τὸ πά-
θος ἕπεται. ἐπειδὰν οὖν ἐξαίφνης φλεγμήνῃ τι μόριον ἄνευ τοῦ προ-
ηγήσασθαι φανερὰν αἰτίαν, ὅλου δὲ τοῦ σώματος ἐπιπέμποντος τῷ
μέρει, τὸ μὲν ὅλον δεῖ κενοῦν διὰ φλεβοτομίας, αὐτὸ δὲ τὸ φλεγμαῖ-
νον ἐπιβρέχειν τε καὶ καταπλάττειν μὴ τοῖς θερμαίνουσι καὶ ὑγραίνου-
σιν ἀλλὰ τοῖς ἀπωθεῖσθαι μὲν τὸ ἐπιρρέον δυναμένοις,

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 4, chapter 23,


section 1, line 1

Ἀττικὸς ἀστὴρ ἡ πόα, ἣν καὶ Βουβώνιον δι' αὐτὸ τοῦτο καλοῦσιν, οὐ  


μόνον καταπλαττόμενον, ἀλλὰ καὶ περιαπτόμενον βουβῶνας ὠφελεῖν
πεπίστευται.
 τὰ δὲ φύματα διαφορεῖ καταπλασσόμενα ἰδίως ἀδίαντον, ἀτράφαξυς,
ἑλξίνη, ἀλθαίας ῥίζα ἐν οἴνῳ ἑψηθεῖσα, ἀμμωνιακὸν μετὰ μέλιτος μα-
λαχθὲν καὶ ἐπιτεθέν, ἰξὸς σὺν ῥητίνῃ καὶ κηρωτῇ· ῥήσσει δὲ πρόπολις,
θέρμοι πικροὶ μετὰ ὄξους καταπλασθέντες, σικύου ἀγρίου ῥίζα τερμιν-
θίνῃ ἀναληφθεῖσα, καππάρεως ῥίζα ὁμοίως, νίτρον μετὰ ζύμης ἢ σύκων.
      
     
255

Περὶ δοθιήνων.

 Καὶ ὁ δοθιὴν ὄγκος ἐστὶν ἀποστηματώδης ἐκ παχέων χυμῶν ἐν


τοῖς σαρκώδεσι μάλιστα τόποις συνιστάμενος, ἐπιεικὴς μὲν ὑπάρχων,
ὅταν ἐν αὐτῷ μόνῳ συνίσταται τῷ δέρματι, κακοήθης δέ, ὅταν ἐκ
πλείονος ἀνίσχῃ βάθους. διαφοροῦσι δὲ τοὺς δοθιῆνας καὶ πέττουσι
πυροὶ μασώμενοι καὶ ἐπιτιθέμενοι, μαστίχη Αἰγυπτία, σταφίδες ἐκγιγαρ-
τισθεῖσαι καὶ σὺν ἁλσὶ τριβεῖσαι καὶ καταπλασθεῖσαι· τοῦτο ἢ διαχεῖ ἢ
ῥήσσει. ἢ ἰσχάδας ἑφθὰς ἐν ὑδρομέλιτι ἐπιτίθει ἢ ταῖς ἰσχάσιν μίξας
ῥητίνην ἐπιτίθει ἢ αὐτὰς τὰς ἰσχάδας, ὅταν ὦσι λιπαραί, σχίσας, ἢ ζύ-
μην μετὰ νίτρου ἢ λινόσπερμα μετὰ μέλιτος ἢ ὑοσκυάμου φύλλα λεῖα
μετὰ βουτύρου. σύνθετα δὲ τό τε διὰ ζύμης καὶ τὸ διὰ γύρεως καὶ τὸ
ἰδίως δοθιηνικὸν προσαγορευόμενον ἁρμόσει. πυρία δὲ μαλακοῖς

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem


Book 4, chapter 32, section 1, line 1

τῶν ὑγρότητός τινος καὶ τρόπον τινὰ συνεχῶς ἐκχύμωμα γίνεσθαι


παραπλήσιον τῷ κατ' ἀρχάς, πλὴν ὅτι θᾶττον ἐκείνων διαφορούμενον
ἅτε ἰχῶρα λεπτὸν περιέχον, τοῦ κατ' ἀρχὰς ἐξ αἵματος συνισταμένου.
 τὸ δὲ σπάσμα γίνεται διασπωμένων τινῶν ἰνῶν καὶ παρηγορίας
μόνης δεῖται ἄχρις ἀνωδυνίας· κολληθῆναι γὰρ αὐτὰς οὐ δυνατόν.
ἀριστολοχία τοίνυν στρογγύλη ῥήγμασι καὶ σπάσμασιν, εἴπερ τι ἄλλο,
ἐπιτήδειον, ὁμοίως κενταυρίου τοῦ μεγάλου ἡ ῥίζα καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς,
ῥέον, κόστος, βδέλλιον σὺν ὀξυμέλιτι πινόμενα.  
     

Περὶ σκίρρων.

 Ὁ μὲν ἀκριβὴς σκίρρος ὄγκος ἐστὶν παρὰ φύσιν ἀναίσθητός τε καὶ


σκληρός, ὁ δὲ οὐκ ἀκριβὴς δυσαίσθητος· καὶ ὁ μὲν ἀναίσθητος ἀνίατος,
ὁ δὲ δυσαίσθητος οὐκ ἀνίατος μέν, οὐ μὴν εὐίατος· γίνεται γὰρ ὑπὸ
γλίσχρου καὶ παχέος χυμοῦ δυσλύτως ἐμπλαττομένου τοῖς σκιρρου-
μένοις μορίοις. ἐνίοτε μὲν οὖν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς συνίσταταί τε καὶ αὔξεται,
τὰ πολλὰ δὲ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν κατασκευάζεται ψυξάντων τε καὶ στυψάν-
των σφοδρῶς ἐρυσιπέλατά τε καὶ φλεγμονάς. ἐὰν μὲν οὖν τις τὰ
ἰσχυρῶς διαφοροῦντα τοῖς σκιρρουμένοις σώμασιν προσφέρῃ φάρμακα,
σαφῆ μείωσιν ἐργασάμενος τοῦ σκίρρου χρόνῳ βραχεῖ τὸ λοιπὸν τοῦ
πάθους λείψανον ἀνίατον ἐργάσεται τῆς μὲν λεπτοτέρας ὑγρότητος
διαφορηθείσης, τῆς δὲ λοιπῆς ἀποξηρανθείσης καὶ οἷον λιθώδους
256

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 4, chapter 35,


section 1, line 1

 σηπτὴ ἱκανῶς ἄδηκτος. λεπίδος χαλκοῦ δ, σανδαράχης β, ἐλ-


λεβόρου μέλανος β· μετὰ ῥοδίνου χρῶ.
 Ἄλλο. λεπίδος, σανδαράχης, κνίδης σπέρματος πεφωσμένου ἴσα·
μετὰ ῥοδίνου χρῶ.  
 Ἄλλο. ἐχίνων κεκαυμένων, σηπίας ὀστράκου, ἀρσενικοῦ ἴσα μετὰ
ῥοδίνου· τὰ δὲ κύκλῳ προσκατάχριε ψιμυθίῳ μετ' ἐλαίου.
 ἀγαθὴ δὲ καὶ ἡ δι' ἀσβέστου· ἀσβέστου μέρη β, χαλκίτεως μέρος α,
ἀρσενικοῦ μέρος α.
      
      

Περὶ κηρίων.

 Τὸ κηρίον ὄγκος ἐστὶν ἐπὶ τοῦ δέρματος ἔχων κατατρήσεις, δι'
ὧν μελιτῶδες ὑγρὸν ἐκκρίνεται. ἐπιθετέον οὖν αὐτῷ σταφίδας μετὰ
πηγάνου ἢ συκῆς τὰ ἁπαλώτατα φύλλα μετὰ μέλιτος ἢ κάρδαμον μετὰ
λινοσπέρμου σὺν μέλιτι ἢ σικύου ἡμέρου ῥίζαν μετὰ μέλιτος ἢ θεῖον
ἄπυρον μετὰ κηρωτῆς ἢ τερμινθίνης. ποικιλωτέραν δὲ τὴν περὶ τῶν
κηρίων ποιήσεις θεραπείαν τὰ ἐν τῷ περὶ ἀχώρων κατὰ τὸ γʹ βιβλίον
εἰρημένα μεταφέρων ἐνταῦθα.
      
     
Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem
Book 6, chapter 22, section 1, line 1

τὸν ὀφθαλμὸν ἐγχυματίσομεν καὶ ἐπιθέντες ἔξω ἔριον λεκίθῳ ᾠοῦ σὺν
ῥοδίνῳ δευθὲν ἐπιδήσομεν συνεπιδέοντες καὶ τὸν ὑγιῆ διὰ τὸ μὴ συγκι-
νεῖσθαι. καὶ κατακλίναντες ἐν οἰκίσκῳ κατωγείῳ τὸν κάμνοντα κελεύ-
σομεν παντοίως ἠρεμεῖν λεπτῶς διαιτῶντες ἄχρις ἑβδόμης ἐπιδεδεμέ-
νον, εἰ μή τι κωλύοι· μεθ' ἣν λύσαντες ἀποπειραθῶμεν τῆς ὁράσεως
παραδεικνύντες αὐτῷ τινα τῶν ὁρατῶν, ὅπερ ἐν τῇ χειρουργίᾳ ἢ μετὰ
τὴν χειρουργίαν εὐθέως ποιεῖν παραιτησόμεθα διὰ τὸ ἐκ τῆς βιαίας
ἀτενίσεως ἑτοίμως αὖθις ἀναπλεῖν τὸ ὑπόχυμα. εἰ δὲ φλεγμονή τις
κατεπείγοι, καὶ πρὸ τῆς ἑβδόμης λύσαντες πρὸς ταύτην ἀγωνισόμεθα.  
     

Περὶ αἰγίλωπος.
257

 Ὁ μὲν αἰγίλωψ ὄγκος ἐστὶν ἀποστηματώδης μεταξὺ τοῦ μεγάλου


κανθοῦ καὶ τῆς ῥινός· δυσίατον δὲ τὸ πάθος διά τε τῶν σωμάτων
τὴν λεπτότητα καὶ τὸν τῆς πρὸς τὸν ὀφθαλμὸν συμπαθείας φόβον.
εἰ μὲν οὖν πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν ἐρράγη τὸ ἀπόστημα, περιελοῦμεν
πᾶν τὸ ἐπανεστηκὸς ἄχρις ὀστέου, καὶ εἰ μὲν πρὸς μῆλον ὑποπίπτοι ἡ
ὑποφορά, πᾶσαν αὐτὴν ἐξαπλώσομεν καὶ ἀδιάφθορον μὲν ἔτι μένον τὸ
ὀστέον ξέσομεν, διεφθορότος δὲ πυρηνοειδέσι καυτηρίοις διακαύσομεν
σπόγγον ψυχρῷ διάβροχον ἐπιθέντες τῷ ὀφθαλμῷ. τινὲς δὲ μετὰ τὴν
ἐκτομὴν τῶν σαρκῶν τρυπάνῳ χρησάμενοι τὸ ὑγρὸν ἢ τὸ πῦον εἰς
τὴν ῥῖνα μετήγαγον· ἡμεῖς δὲ τῇ καύσει μόνον ἠρκέσθημεν ἐπὶ τοσοῦ-
τον καίοντες τοῖς αἰγιλωπικοῖς καυτηρίοις, ὥστε λεπίδα ἀποστῆναι,

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 6, chapter 25,


section 1, line 1

τες ῥητίνῃ τερεβινθίνῃ ἤ τινι τῶν ἐχεκόλλων καὶ καθέντες ἠρεμαίως


εἰς τὸν ἀκουστικὸν πόρον· εἰ δὲ μὴ ὑπακούοι, πταρμικὸν ἐνθεὶς ταῖς ῥισὶ
τὸ στόμα καὶ τοὺς ῥώθωνας ἔμφραττε. εἰ δὲ μηδενὶ τούτων ὑπείκοι,
πρὶν ἢ φλεγμονὰς καὶ σπασμοὺς καὶ κίνδυνον ἁπλῶς ἐπακολουθῆσαι,
διὰ χειρουργίας αὐτὰ κομισόμεθα. σχηματίσαντες τοίνυν τὸν πάσχοντα
τοῦ ὠτὸς ἀπεστραμμένου πρὸς τῇ βάσει αὐτοῦ ὄπισθεν τοῦ καλουμένου
λοβοῦ διαιρέσει μηνοειδεῖ μικρᾷ χρησώμεθα καὶ τῷ κυαθίσκῳ τῆς μηλω-
τίδος ἐξέλωμεν τὸν ἐγκείμενον ὄγκον· μετὰ δὲ τὴν ἐξαίρεσιν ῥαπτέ-
σθω τὸ τραῦμα καὶ τῇ ἐναίμῳ ἀγωγῇ θεραπευέσθω.  
     

Περὶ πολύπων.

 Ὁ πολύπους ὄγκος ἐστὶ παρὰ φύσιν ἐν ταῖς ῥισὶ συνιστάμενος


ὠνομασμένος ἀπὸ τῆς τοῦ θαλαττίου πολύποδος ἐμφερείας, ὅτι τε τῇ
ἐκείνου προσέοικε σαρκί, καὶ ὅτι ταῖς ἰδίαις πλεκτάναις, ὥσπερ ἐκεῖνος
ἀμύνεται τοὺς θηρεύοντας ἀπολαμβάνων τὰς ῥῖνας αὐτῶν, οὕτω καὶ
τὸ πάθος τοὺς τῶν νοσούντων ἐμφράττει μυκτῆρας δυσέργειαν παρέ-
χων κατά τε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν διάλεκτον. τοὺς μὲν οὖν σκλη-
ροὺς καὶ ἀντιτύπους καὶ ὑποπελίους καὶ κακοήθεις πόλυπας ὡς ἂν ἐπὶ
τὸ καρκινῶδες ῥέψαντας παραιτητέον, τοὺς δὲ ψαφαρωτέρους τε καὶ
χαύνους καὶ ναρκώδεις καὶ μὴ κακοήθεις ὑπακτέον τῇ χειρουργίᾳ.
 καθέδριον τοίνυν τὸν ἄνθρωπον πρὸς ἡλιακὴν ἀκτῖνα σχηματίσαν-
τες καὶ τῆς ῥινὸς τὸν πόρον διὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς ἐκπετάσαντες
258

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem


Book 6, chapter 45, section 1, line 1

τοῦ πύου τὴν καῦσιν εἰργάσαντο. τινὲς δὲ καὶ χειρουργῆσαι τούτους


ἐτόλμησαν διὰ μέσου πέμπτης καὶ ἕκτης πλευρᾶς ἐγκαρσίᾳ τομῇ διε-
λόντες μικρὸν ὑπολόξως τὸ δέρμα, κἄπειθ' οὕτως σκολοπομαχαιρίῳ
τὸν ὑπεζωκότα συντρήσαντες ὑμένα καὶ τὸ πῦον ἐκκρίναντες. καὶ
οὗτοι δὲ καὶ οἱ διὰ σιδήρου καίοντες ἄχρι βάθους ἢ παραυτίκα τὸν
θάνατον ἐπιφέρουσι τοῦ ζωτικοῦ πνεύματος ἀθρόως ἅμα τῷ πύῳ κε-
νωθέντος ἢ σύριγγας ἀνιάτους ἐργάζονται.
      
     

Περὶ καρκίνου.

 Ὁ καρκίνος ὄγκος ἐστὶν ἀνώμαλος ὀχθώδης εἰδεχθὴς ὑποπέλιδνος


ἐπώδυνος, ποτὲ μὲν ἀνέλκωτος, ὃν καὶ κρυπτὸν Ἱπποκράτης ὠνόμασεν,
ὅς γε καὶ χειρουργούμενος χεῖρον διατίθεται, ποτὲ δὲ ἑλκούμενος· ἐκ  
μελαίνης γὰρ χολῆς ἔχων τὴν γένεσιν ὡς ἐπίπαν ἀναβιβρώσκεται συνι-
στάμενος ἐν πλείοσι μὲν τοῦ σώματος μέρεσιν, ὡς μάλιστα δὲ κατὰ
τὴν μήτραν καὶ τοὺς μαστοὺς ἐπὶ γυναικῶν. ἔχουσι τὰς φλέβας παν-
ταχόθεν περιτεταμένας, ὥσπερ τὸ ζῷον ὁ καρκίνος τοὺς πόδας, ὅθεν
αὐτῷ καὶ τοὔνομα τέθειται. τὴν μὲν οὖν διὰ φαρμάκων ἐπιμέλειαν
αὐτοῦ κατὰ τὸ δʹ αὐτάρκως εἰρήκαμεν, τοῦ δὲ κατὰ τὴν μήτραν ἐν
τῷ γʹ. ἐπεὶ δὲ τὰ διασαπέντα ἢ τοῦ κατὰ φύσιν ἁπλῶς ἐξεστηκότα
σώματα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπαιτεῖ, τοὺς μὲν ἐν τῇ μήτρᾳ καρκίνους οὔτε

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem


Book 6, chapter 62, section 1, line 12

πλεκόντων σωμάτων ὄγκον τε ἀπεργαζόμενον αἰσθητὸν ταύτης τῆς


ὀνομασίας τετύχηκεν. συνίσταται μὲν οὖν ὡς τὰ πολλὰ τὸ ὑγρὸν ἐν
ἐλυτροειδεῖ περὶ τὸν δίδυμον εἰς τοὔμπροσθεν μέρος, καθ' ὃ μάλιστα
χωρίζεται τοῦ διδύμου ὁ ἐλυτροειδής, σπανίως δὲ καὶ ἐν τοῖς ἐξωτέρω
τοῦ ἐλυτροειδοῦς ὑμένος τὸ πάθος συνίσταται. πολλάκις δὲ καὶ ἐν
ἰδίῳ χιτῶνι περιέχεται τὸ ὑγρόν, καὶ καλοῦσιν οἱ χειρουργοὶ τοῦτο
259

τὸ πάθος Ἐν ἐπιγενητῷ. εἰ μὲν οὖν διὰ προηγουμένην αἰτίαν, οἷον


ἀσθένειαν τῶν μορίων, τὸ πάθος συσταίη, τὸ λόγῳ τροφῆς φερόμενον
αἷμα εἰς ὑδατώδη ἢ ὀρρώδη ἀργὴν οὐσίαν μεταβάλλεται, εἰ δὲ διὰ
πληγήν, αἱματώδης ἢ τρυγώδης οὐσία περιέχεται. κοινὸν μὲν οὖν ση-
μεῖον ὄγκος ἐστὶν ἀνώδυνος μόνιμος κατὰ τὸν ὄσχεον καθ' οἵαν δήποτε
περίστασιν, οὐκ ἀφανιζόμενος, ἀλλ' εἴκων μὲν ἐπὶ τῶν ὀλίγον ἐχόντων
τὸ ὑγρόν, οὐκ εἴκων δὲ ἐπὶ τῶν πολύ. καὶ ἐφ' ὧν μὲν ἐν ἐλυτροειδεῖ
συνέστη τὸ ὑγρόν, ὁ ὄγκος περιφερής ἐστιν μικρὸν ὑπομήκης, καθάπερ
ᾠόν, καὶ τούτοις ὁ δίδυμος ἄδηλός ἐστιν οἷά τε πανταχόθεν περιπλεόμε-
νος· εἰ δὲ ἐκτὸς τοῦ ἐλυτροειδοῦς ὑπὸ τοῖς δαρτοῖς εἴη, δι' ὀλίγων ὑπο-
πίπτει σωμάτων. ἐν ἐπιγενητῷ δὲ τοῦ ὑγροῦ συστάντος διὰ τὴν ἁπαν-
ταχόθεν συστροφὴν καὶ σφαίρωσιν ὁ ὄγκος ἑτέρου διδύμου παρέχεται
φαντασίαν. καὶ εἰ μὲν ὑδατῶδες εἴη τὸ ὑγρόν, ὁμόχρους ὁ ὄγκος
διαυγάζεται, εἰ δὲ τρυγῶδες ἢ αἱματῶδες, ἢ ἐνερευθὴς ἢ πελιδνὸς  
φαίνεται. εἰ δὲ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς μέρεσιν τοῦ ὀσχέου τὰ σημεῖα

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1–16, 24–25, 43–50)


(0722: 001)Oribasii collectionum medicarum reliquiae, vols. 1–4”, Ed.
Raeder, J.Leipzig: Teubner, 6.1.1:1928; 6.1.2:1929; 6.2.1:1931;
6.2.2:1933; Corpus medicorum Graecorum, vols. 6.1.1–6.2.2.
Book 44, chapter 4, section 10, line 2

μὲν γὰρ διαφορητικώτερόν ἐστιν, ὡς ἂν ἁλῶν τε καὶ ζύμης ἔχον


ὠπτημένον τε καλῶς. καὶ ὅταν γε τὴν ἀρχομένην ἐκπυΐσκεσθαι φλεγ-
μονὴν θεραπεύων ἐλπίσῃς κωλῦσαι τὴν διαπύησιν, ἐπὶ πλεῖστον ἕψει
τὸν ἄρτον, ἐλαίῳ δηλονότι καὶ ὕδατι φυράσας· πολλαπλάσιον δ' ἔστω
τὸ ὕδωρ τοῦ ἐλαίου. μᾶλλον δ' ἔτι κωλύει τούτου τὴν ἐκπύησιν τὸ
τῶν κριθῶν ἄλευρον ὁμοίως σκευαζόμενον. ἔστω δ' ἐν τῇ θεραπείᾳ  
ταύτῃ τὸ καταντλούμενον ὕδωρ ἡψημένην ἔχον ἐν ἑαυτῷ ῥίζαν ἀλ-
θαίας. εἰ δὲ τάσις εἴη περὶ τῷ φλεγμαίνοντι μορίῳ τοῦ δέρματος
ἰσχυρά, σχάζειν αὐτὸ πολλαῖς ἀμυχαῖς συμμέτρως τῷ βάθει, καὶ μετὰ
ταῦτα τὸ κρίθινον ἄλευρον ἕψοντας, ὡς εἴρηται, καταπλάττειν. ἐφ'
ὧν μέντοι δυσεκπύητός τε καὶ δυσδιαφόρητος ὁ ὄγκος ἐστί, τοὺς
ἐσφηνωμένους χυμοὺς ἡγητέον εἶναι παχυτέρους τε καὶ γλισχροτέρους·
ἐν δὴ ταῖς τοιαύταις διαθέσεσι μόναις ἐπιτήδειός ἐστιν ἡ διὰ τῶν
βαθειῶν ἀμυχῶν ἴασις. ἐπιτήδειον δὲ καὶ τὸ διὰ τῶν ἡψημένων
ἰσχάδων κατάπλασμα· χρὴ δ' οὐκ αὐτὰς τὰς ἰσχάδας λαμβάνειν, ἀλλὰ
τὸ ὕδωρ ἐν ᾧ διετάκησαν ἡψημέναι. προσήκει δὲ δηλονότι γλυκείας
καὶ λιπαρὰς εἶναι τὰς ἰσχάδας, ὡς ἐν ἑαυταῖς ἔχειν ὑγρότητα παρα-
πλησίαν μέλιτι, καὶ εἰ τοιαύτας λαβὼν ἑψήσεις ἄχρι πλείστου, τὸ
ἀφέψημα μέλιτι λεπτῷ γενήσεται παραπλήσιον. τούτῳ τοιγαροῦν τῷ
260

ὕδατί ποτε μὲν κρίθινον ἄλευρον ἀναδεῦσαι προσήκει, ποτὲ δ' ἄρτον
συγκομιστόν, ὅ τι περ ἂν ἁρμόττειν σοι δοκῇ.

Ορειβάσιος ιατρός. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 45, chapter 7, section 1, line 1

τοῦ λεγομένου σκληρώματος ἀντιτυπώτερος. ὁ μὲν οὖν λιθώδης


πῶρος ἐμπλέων εὑρίσκεται τοῖς σώμασι κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν
ὡς ἀλλόκοτος οὐσία, ὁ δὲ τυλώδης προσφυὴς συνημμένος. δεῖ δὲ τὰ
ἐπικείμενα τῷ ὄγκῳ σώματα ἢ ἁπλοτομεῖσθαι ἢ μυρσινοειδῶς περιαι-
ρεῖσθαι· ὅταν δὲ φανῇ λεπτότερα ὄντα καὶ γυμνωθέντα τῶν πώρων,
λιθώδη μὲν ὄντα καὶ ἀπόλυτα τῶν σωμάτων ἀναβολέως ἢ λιθούλκου
καμπῇ κομιζέσθω, καὶ τὸ βάθος αἱμασσέσθω τῇ τοῦ σμιλίου παραφορᾷ,
προσφυῆ δὲ τυγχάνοντα κατὰ περιτομὴν ἐξαιρείσθω, καὶ μετὰ τὴν
χειρουργίαν ἢ ῥαπτέσθω καὶ κολλάσθω ἢ διαμοτούσθω, ἵνα σαρκωθῇ.

Περὶ σκληρώματος.

 Τὸ σκλήρωμα ὄγκος ἐστὶ σαρκώδης, τυλώδης, σκληρότερος στεα-


τώματος καὶ χοιράδος, περιωρισμένος δέ. συνήνωται τοῖς κατὰ φύσιν
σώμασιν, ὡς ἐξ αὐτῶν γεγονώς, πάσης προσφύσεως εὐτονώτερον
ἠσφαλισμένος. διαιρεῖν δὲ δεῖ τὴν μέσην τοῦ ὄγκου κορυφὴν ἢ μυρ-
σινοειδῶς ἐκτέμνειν, ἔπειτα τὰ χείλη τῆς τομῆς εὐτόνοις ἀγκίστροις
διαστεῖλαι καὶ κατὰ περιτομὴν καὶ ὑποτομὴν τῆς προσφύσεως ὅλον
τὸν ὄγκον κομίζεσθαι, μετὰ δὲ ταῦτα ῥαφαῖς χρῆσθαι καὶ τῇ κολλη-
τικῇ θεραπείᾳ ἢ τῇ πυοποιῷ ἀγωγῇ. καθάπερ δ' ἐν ἄλλοις τόποις
τοῦ σώματος, οὕτως καὶ ἐν τραχήλῳ τῆς κύστεως σκλήρωμα γίνεται,
οὐκ ἐν μόνῳ δὲ τῷ τραχήλῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ κύτει. τὸ μὲν οὖν ἐν
τῷ κύτει σκλήρωμα οὐδενὸς αἴτιον γίνεται

Leo Phil., Conspectus medicinae (0723: 002)“Anecdota medica


Graeca”, Ed. Ermerins, F.Z.Leiden: Luchtmans, 1840, Repr. 1963.
Chapter 7, section 16, line 1

ἀπὸ παχυτέρου χυμοῦ περὶ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας


καί τινες τέμνουσιν αὐτὰς, ἢ καίουσι ψυχρῷ καυτῆρι.  
         

        
261

Περὶ μυρμηκίας.

      
 Ἡ μυρμηκία σκληρότατος ὄγκος ἐστὶ σχεδὸν μὴ δεόμε-
νος θεραπείας· ὡς ἐπίπαν ἔχει δὲ καὶ τρίχας μικράς.
      
         

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon (0724: 002)


“Commentary on Hippocrates' Prognosticon”, Ed. Duffy, J.M., 1975;
Diss. SUNY Buffalo.Chapter 1, section 12, line 51

ἀπεργάζονται. καὶ τὸ μὲν σκληρὸν ὑποχόνδριον ἢ μεγίστην φλεγ-


μονὴν σημαίνει ἢ ἔμφραξιν, ἅπερ ἐπὶ δαψιλεῖ ὕλῃ γίνονται, καὶ
κάκιστά εἰσι ταῦτα ἐν ὀξεῖ νοσήματι. ἀλλὰ καὶ ἡ ὀδύνη κακίστη  
ἐστὶ διά γε τὴν ὀδυνηρὰν διάθεσιν· οὐ πᾶσα γὰρ διάθεσις ὀδύ-
νην ἐργάζεται, ἀλλὰ αἱ μέγισται διαθέσεις. ἄλλως τε δὲ κάκις-
τόν ἐστι τὸ ὀδυνᾶσθαι, ὅτι ἡ ὀδύνη ἐπιτείνει τὰ ῥεύματα· ἐπὶ
δὲ τοῖς ῥευματισμοῖς αἱ δυνάμεις καταβάλλονται. ἀλλὰ καὶ ἡ
φλόγωσις ἐν τοῖς ὑποχονδρίοις κακόν ἐστι· δηλοῖ γὰρ μεγάλην
ζέσιν καὶ καῦσιν καὶ δραστήριον τὴν ποιήσασαν ὕλην καὶ ὑπο-
κειμένην ἐν ᾧ ταῦτα γίνονται. ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνώμαλον κακόν ἐς-
τιν, ἐὰν ὄγκος ἐστὶν ἐν τῷ ὑποχονδρίῳ, μάλιστα δὲ κακόν ἐστιν
ἔνθα τὰ ἀμφότερα ὑποχόνδρια φλεγμαίνωσι. καὶ ἔστι τοῦτο ὁμα-
λὸν παρὰ φύσιν, ἐπειδὴ ἀμφότερα ὁμοίως ἐφλέγμαναν. μέσον δὲ
τοῦ ἀρίστου καὶ τοῦ χειρίστου ἐστίν, ἐὰν τὰ μὲν μετέχωσι τοῦ
πάθους, τὰ δὲ μὴ μετέχωσιν. εἶτα καὶ προσδιορίζεται ὅτι τὰ
τέσσαρα σημεῖα κακά ἐστι μετὰ τῶν λοιπῶν, ἐπειδὴ ἐνδείκνυνται
δαψίλειαν καὶ πλῆθος ὕλης, ἐφ' ᾗ οὐ μόνον τὸν πυρετὸν ἀνῆψεν,
ἀλλ' ἀντήρκεσε καὶ τὰ πάθη ταῦτα ποιῆσαι, ὅπερ κάκιστόν ἐστιν
ἐν ὀξεῖ νοσήματι. κακὰ δέ ἐστιν ἐν ἀρχῇ τῆς νόσου ταῦτα γινό-
μενα. ἀρχὴν δὲ ἀκουστέον ἐνταῦθα τὴν εἰκοστὴν ἡμέραν· ἡ γὰρ
εἰκοστὴ ἡμέρα ἀκμή ἐστι τῆς φλεγμονῆς, ἀρχὴ δὲ τῆς ἀποστάσεως

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon Chapter 2, section


4, line 126

ἡ γαστὴρ καὶ τὰ ἔντερα ὑγιῶς διάκεινται. πλὴν οὐκ ἀντιστρέφει·


οὐδὲ γὰρ εἰ ὑγιῶς διάκεινται γαστὴρ καὶ τὰ ἔντερα, ἤδη καὶ τὰ
διαχωρήματα κατὰ φύσιν εἰσίν· ἐνδέχεται γὰρ καὶ κακοχυμίαν τι-
262

νὰ ἀπὸ τοῦ παντὸς σώματος συρρεῖν ἐπὶ τὴν γαστέρα καὶ τὰ ἔν-
τερα καὶ ῥευματίζειν αὐτὰ καὶ ἐκκρίνεσθαι κακόχυμον.
 Συμφέρει μήτε τρύζειν μήτε πυκνόν τε ἐὸν καὶ κατ' ὀλίγον
διαχωρέειν [206.6 – 7 A.]: τὸ μετὰ τρυσμοῦ διαχώρημα κάκιστόν
ἐστι· γίνεται γὰρ πνευμάτων τινῶν προσαναλυομένων καὶ συνεκ-
κρινομένων τῷ διαχωρήματι. ἢ πολλάκις φλεγμονώδης τις ὄγκος
ἐστὶ περὶ τὸ ἀπευθυσμένον, καὶ στενοχωρούμενον τὸ διαχώρημα
μετὰ τρυσμοῦ διεξέρχεται.
 Τοῦτο δὲ δεῖ εἰδέναι, ὅτι κατὰ τὸν νόμον τῶν συμπλοκῶν ἓξ
γίνονται ἀντιθέσεις. καὶ αἱ μὲν δύο οὐ συνίστανται, αἱ δὲ λοι-
παὶ τέσσαρες συνίστανται. καί εἰσιν αἱ συνιστάμεναι αὗται,
πολλὰ πολλάκις, ὅπερ καὶ χειρίστη ἐστὶ πασῶν τῶν συζυγιῶν. τί
γάρ; ὅτι καὶ τὸ πολλὰ κενοῦσθαι καταβάλλει τὴν δύναμιν, ἀλλὰ
καὶ τὸ πολλάκις, τῇ συνεχεῖ ἐξαναστάσει καταβάλλεται ἡ δύνα-
μις. πολλὰ ὀλιγάκις· αὕτη ἧττόν ἐστι κακόν· κατὰ γὰρ τὸ πολλὰ
κενοῦσθαι καὶ μόνον λυπεῖ τὴν δύναμιν. εἶτα ὀλίγα πολλάκις·
αὕτη πλεῖόν ἐστι χειρίστη, πλὴν καὶ αὕτη κατὰ μίαν ἀντίθεσιν

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia (0738: 001)


“Corpus hippiatricorum Graecorum, vol. 1”, Ed. Oder, E., Hoppe, K.
Leipzig: Teubner, 1924, Repr. 1971.Chapter 77, section 3, line 1

τίδες, ἅτινα γίνεται ἐν τοῖς κυνόποσιν ἢ σφυροῖς λεγομέ-  


νοις. ταῦτα οὐ δεῖ καίειν, εἰσὶ γὰρ κρισσοί. ἔστι δὲ καὶ ἕτε-
ρόν τι γένος κρισσῶν, ὃ γίνεται μὲν κρυπτῶς, ἐπιγινώσκεται
δέ, ὅταν ἀναπέσῃ ἐν τῇ στάσει καὶ ποιήσῃ πλείονα χρόνον
κατακείμενος. ἐγερθῆναι γὰρ οὐ δύναται, ἐὰν μήτις αὐτῷ βοη-
θήσῃ. ἀναστὰς δὲ ἀποτέτακε τὸν μηρὸν καὶ τὸ σκέλος καὶ
ἐπισύρει μακρόν. μάλιστα δὲ αὐτῷ χειμῶνος τοῦτο συμβαίνει·
ἀποκαθίσταται δὲ ἐλαυνόμενος καὶ περιπατήσας εἰς τὸ κατὰ
φύσιν.

Θεομνήστου εἰς τὸ αὐτό.

 Ἡ μελικηρὶς ὄγκος ἐστὶ περὶ τὰ ἄρθρα γινόμενος ὑγρὸς καὶ


παχύς, ἐν ᾧ καὶ μεταβαλλόμενος εἰς μέλιτος πάχος καὶ χρόαν,
εἴληφε καὶ τὸ ὄνομα. θεραπεύεται δὲ τοιῷδε φαρμάκῳ· ἐλαίου
λίτρας δʹ, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, μολυβδαίνης, ψιμυθίου
ἀνὰ 𐆃 αʹ, | χαλκοῦ κεκαυμένου γο τὸ ἥμισυ, ἰοῦ γο ηʹ μίξας
χρῶ. θερμοτέρῳ δὲ χρίων τῷ φαρμάκῳ θᾶττον διαφορήσεις.
263

Αλέξανδρος ιατρός. De oculis libri tres (0744: 005)


“Nachträge zu Alexander Trallianus”, Ed. Puschmann, T.
Berlin: Calvary, 1887, Repr. 1963.Page 160, line 6

αἴτια καὶ μηδὲν εἴη τὸ ἐπιῤῥέον, ἐξαρκεῖ καὶ δίχα τῆς ἔξωθεν ἐπι-
κουρίας ἡ φύσις ἐκθεραπεῦσαι τὰ πάθη. ἐπεὶ οὖν ἐκ τῶν τεσσά-
ρων χυμῶν ἐστι καὶ τὸ ὑγιαίνειν καὶ τὸ νοσεῖν, ἀπὸ τούτων ἀρξώ-
μεθα λέγειν, ὅπως ἔστιν ἕκαστον αὐτῶν πλεονάζον τε καὶ ἐλλεῖπον
γνωρίζειν.  
 Διάγνωσις τῆς δι' αἵματος πλήθους γινομένης ὀφθαλμίας. Ὀφ-
θαλμίαν εἰώθασι καλεῖν οἱ παλαιοὶ κυρίως τὴν φλεγμονήν· ῥευμα-
τισμοῦ δὲ ἐπιγενομένου τὴν διάθεσιν οὐκ ὀφθαλμίαν, ἀλλὰ τάραξιν
ὀνομάζειν εἰώθασιν. ὅθεν δὲ συνέβη γενέσθαι τὴν φλεγμονὴν, δια-
γίνωσκε οὕτως· εἰ μὲν ἐξ αἱματικοῦ χυμοῦ, πάντως ἐνερευθὴς ὁ
ὄγκος ἐστὶ καὶ ἁπτομένῳ θερμὸς καὶ σφυγματώδης αἵ τε φλέβες
οὐ μόνον αὐτῶν τῶν ὀφθαλμῶν, ἀλλὰ καὶ πᾶσαι σχεδὸν τοῦ λοιποῦ
σώματος εὐρύτεραι φαίνονται ἥ τε σύμπασα ἕξις εὐτραφεστέρα
ὄκνος τε πρὸς τὰς κινήσεις καὶ ὤτων ἦχοι εὔχροιά τε περὶ τὴν
ἕξιν τοῦ σώματος καὶ κεφαλῆς ἄλγημα καὶ βάρους συναίσθησις,
ἄλλα καὶ πολλά ἐστι τοῦ πλήθους ἐνδεικτικὰ καὶ προηγησάμενα
αἴτια καὶ ἡ ἡλικία καὶ κρᾶσις, ἀλλ' ἀρκεῖ μόνα ταῦτα φανέντα δεῖ-
ξαι τὸ ποιῆσαν τὴν φλεγμονήν. εἰ μὲν οὖν διαγνόντι σοι φανείη
ποτὲ διὰ πλῆθος αἵματος ἐν τοῖς χιτῶσιν ἥ τε φλεγμονὴ καὶ ὀδύνη
γεγονέναι, ἄμετρος γενέσθω ἡ κένωσις καὶ, εἰ μηδὲν κωλύει, ἄχρι
λειποθυμίας καί ποτε μὲν ἀπὸ τῆς δεξιᾶς χειρὸς, εἴπερ ὁ δεξιὸς

Athanasius Theol., Vita sanctae Syncleticae [Sp.] (2035: 104); MPG


28.Volume 28, page 1492, line 39

λην, ὡς μηδένα αὐτῇ τῶν παρόντων ἴσον τυγχάνειν.


Φυλακὴν γὰρ καὶ θεμέλιον ταύτην ἡγεῖτο τῶν ἄλλων.
Καὶ εἴ ποτε ἀνάγκης γενομένης παρὰ τὸν συνήθη
καιρὸν ἐτράφη, τὸ ἐναντίον ὑφίστατο τοῖς ἐσθίουσιν·
ὠχρία γὰρ αὐτῆς τὸ πρόσωπον, καὶ συνέπιπτεν ὁ τοῦ
σώματος ὄγκος· τοῦ γὰρ κινοῦντος ἀηδισθέντος, συν-
αλλοιοῦται καὶ τὸ κινούμενον. Ὅπως γὰρ ἂν ἡ ἀρχὴ
διατεθῇ, ὡς ἐπίπαν ἀκολουθεῖ ταύτῃ καὶ τὰ ἐκ ταύ-
της ἠρτημένα. Οἷς μὲν γὰρ ἡ τροφὴ καὶ ἡδονὴν γίνε-
ται καὶ προσφέρεται, εὐθαλὴς ὁ τοῦ σώματος ὄγκος
ἐστίν· οἷς δὲ τὸ ἐναντίον συμβαίνει, ἄτροφος καὶ
264

λεπτὴ ἡ σὰρξ τυγχάνει. Μαρτυροῦσι δέ μου τῷ λόγῳ


οἱ ἄῤῥωστοι. Ἡ γοῦν μακαρία αὕτη, νοσηλεύειν πει-
ρωμένη τὸ σῶμα, τῇ ψυχῇ τὸ εὐανθὲς ἔφερε· κατὰ
γὰρ τὸν Ἀπόστολον λέγοντα ἔπραττεν· Ὅσῳ γὰρ ὁ
ἔξωθεν ἡμῶν ἄνθρωπος φθείρεται, φησὶν, τοσοῦ-
τον ὁ ἔνδον ἀνακαινοῦται. Οὕτω μὲν οὖν ἐνήθλει
λανθάνουσα τοὺς πολλούς.
 Ὅτε δὲ οἱ γονεῖς αὐτῆς τέλος ἔσχον τοῦ βίου,
ἐπὶ πλεῖον θεοφορηθεῖσα τῷ θείῳ φρονήματι,
λαμβάνει καὶ τὴν ἀδελφὴν μεθ' ἑαυτῆς·

Βασίλειος θεολόγος. Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.] (2040:


009)“San Basilio. Commento al profeta Isaia, 2 vols.”, Ed. Trevisan, P.
Turin: Società Editrice Internazionale, 1939.Chapter 1, section 18, line 42

 Ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία, οὔτε


τραῦμα, οὔτε μώλωψ, οὔτε πληγὴ φλεγμαίνουσα. Τὸ Κεφαλὴ
ἐπὶ ὅλου ἔλαβε τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς
οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία, οὔτε τραῦμα, οὔτε μώλωψ,
οὔτε πληγὴ φλεγμαίνουσα, διὰ τὰς ἐφ' ἑκάστῳ ἁμαρτή-
ματι παρὰ τοῦ ἐπιμελουμένου αὐτῶν ἐπενεχθείσας μάστι-
γας. Εἶτα ἐπειδὴ τραῦμα λύσις ἐστὶ τῆς τοῦ σώματος συν-
εχείας, κατὰ μικρόν τι μέρος τῆς συναφείας διακοπείσης,
καὶ ὡς ὁ μώλωψ ἴχνος ἐστὶ πληγῆς ὕφαιμον, θλασθέντος
τοῦ σώματος ἐκ τῆς ἀντιτυπίας τοῦ πλήξαντος, καὶ τοῦτο
δὲ κατά τι μέρος συνίσταται καὶ ἡ φλεγμονὴ ὄγκος ἐστὶ
πυρώδης, συῤῥεόντων ἐπὶ τὸ ἀσθενῆσαν μέρος τῶν ὑγρῶν
καὶ τῇ παρὰ φύσιν θερμασίᾳ φλεγόντων τὸ πεπονθός,  – ὁ
λόγος τί φησι περὶ τῶν ὅλων δι' ὅλου, τῇ ἀσθενείᾳ κατει-
λημμένων; Ὅτι οὐχ ὡς τραῦμα (φησὶν) οὐδὲ ὡς μώλωψ,
οὐδὲ ὡς πληγὴ φλεγμαίνουσα, οὕτως ὑμῶν ἡ ἀῤῥωστία
ἥψατο, ἀλλὰ ἡνωμένως ἐπίκειται ὑμῖν τὸ κακὸν, ὡς πάντα
εἶναι συγκεχυμένα, καὶ τραῦμα εἶναι, καὶ μώλωπα, καὶ πλη-
γήν.

Βασίλειος θεολόγος. Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.]


Chapter 10, section 234, line 44

τῶν πολέμων προνομαῖς τοῖς κρατοῦσι προσγίνεται, οὓς


ὑπομιμνήσκει ὁ λόγος, ὅτι Τί ποιήσουσιν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς
ἐπισκοπῆς;
265

 Τὴν τῆς κρίσεως ἡμέραν καὶ τῆς κατ' ἀξίαν τῶν ἑκάστῳ
πεπλημμελημένων ἀνταποδόσεως, ἐπισκοπῆς εἶπεν ἡμέ-
ραν, ἣν τούτοις ἀπειλεῖ, ὅτι Ἡ θλίψις ὑμῶν πόῤῥωθεν ἥξει.
Νοήσωμεν δὲ τί λέγει, Πόῤῥωθεν, οὕτως. Ἡ σωτηρία
ἡμῶν οὐ πόῤῥωθεν, ἀλλ' ἐγγὺς ἡμῶν ἐστι· Θεὸς γὰρ (φησὶν)
Ἐγγίζων ἐγώ εἰμι· καὶ Ἐγγιῶ αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ὁ χιτὼν τοῦ
χρωτὸς αὐτῶν· καὶ πάλιν. Ἡ ἐντολὴ αὕτη (φησὶν) ἣν ἐν-
τέλλομαί σοι σήμερον, οὐχ ὑπέρογκός ἐστιν, οὐδὲ μακράν
ἐστιν ἀπὸ σοῦ. Οὐκ ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω ἐστὶ, λέγων· Τίς
ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ λήψεται αὐτὴν ἡμῖν; Οὐδὲ
πέραν τῆς θαλάσσης, λέγων· Τίς διαπεράσει ἡμῖν εἰς τὸ
πέραν τῆς θαλάσσης καὶ λάβῃ αὐτὴν ἡμῖν, καὶ ἀκούσαντες
αὐτὴν ποιήσομεν; Ἐγγύς σού ἐστι τὸ ῥῆμα, ἐν τῷ στόματί
σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου. Καὶ ὁ Κύριος δὲ ἡμῶν· Ἡ βασι-
λεία τοῦ Θεοῦ (φησὶν) ἐντὸς ὑμῶν ἐστι.  – Τὰ μὲν οὖν κρείτ-
τονα καὶ δι' ὧν ἡ σωτηρία, ἐγγὺς ἡμῶν ἐστι καὶ ἐντός·
τὰ δὲ ἐναντία, ἡμῶν πόῤῥωθεν ἔρχεται, ἐκτὸς ἡμῶν τυγχά-
νοντα. Οὐ γὰρ τῇ κατασκευῇ ἡμῶν ἐνυπάρχει ἡ ἁμαρτία,

Origenes Theol., Selecta in Psalmos [Dub.] (Frag. e catenis) (2042:


058); MPG 12.Volume 12, page 1661, line 2

ώθη, οὐ μὴ δύνωμαι πρὸς αὐτὴν, κ. τ. ἑ. Φωνὴ


πολλοὺς ὠφελήσαντος διδασκάλου σοφοῦ, τὰ θαυ-
μάσια τῆς γνώσεως μυστήρια οἰκονομήσαντος.
 Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανὸν, σὺ ἐκεῖ εἶ· ἐὰν
καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει, κ. τ. ἑ. Ὡς δυνάμενος
πορεύεσθαι καὶ φυγεῖν εἰς οὐρανὸν καὶ εἰς ᾅδην,
καὶ ἵπτασθαι εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, ταῦτά φη-
σιν· εἰκὸς δὲ καθ' ἑαυτὴν γενομένην δύνασθαι τὴν
ψυχήν. Συνεξετάσεις δὲ τούτοις τὰ ἐκ τοῦ Δευτερονο-  
μίου οὕτως ἔχοντα· «Ἡ ἐντολὴ αὕτη οὐχ ὑπέρογκός
ἐστιν, οὐδὲ μακρὰν ἀπὸ σοῦ ἐστιν· οὐκ ἐν τῷ οὐρανῷ
ἄνω ἐστὶ, λέγων· Τίς ἀναβήσεται ἡμῖν εἰς τὸν οὐρα-
νὸν, καὶ λήψεται αὐτήν; Οὐδὲ πέραν τῆς θαλάσσης
ἐστὶ, λέγων· Τίς διαπεράσει ἡμῖν εἰς τὸ πέραν τῆς
θαλάσσης, καὶ λάβῃ αὐτὴν ἡμῖν, καὶ ἀκούσαντες αὐ-
τὴν ποιήσομεν αὐτήν; Ἔστιν ἐγγύς σου τὸ ῥῆμα σφό-
δρα, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου, καὶ ἐν
ταῖς χερσί σου ποιεῖν αὐτό.» Συγκρινεῖς δὲ καὶ ἀπὸ
Ἀμὼς ταῦτα· «Οὐ μὴ διαφύγῃ ἐξ αὐτῶν φεύγων·
266

καὶ οὐ μὴ διασωθῇ ἐξ αὐτῶν ἀνασωζόμενος· ἐὰν κα-


τορυγῶσιν εἰς ᾅδου, ἐκεῖθεν ἡ χείρ μου ἀνασπάσει

Ιωάννης Χρυσόστομος. Frag. in Job (in catenis) (2062: 184); MPG 64.
Vol 64, pg 653, ln 25

χόρτον ἐσθίειν, ἀλλὰ μὴ σάρκας. Εἶτα λέγει περὶ δύο


τινῶν, τοῦ μὲν χερσαίου, τοῦ δὲ ἐνύδρου καὶ θαλατ-
τίου. Καὶ οὐκ ἀγνοοῦμεν ὅτι πολλοὶ περὶ τοῦ διαβόλου
ταῦτα εἰρῆσθαι νομίζουσι, κατὰ ἀναγωγὴν ἐκλαμβά-
νοντες· δεῖ δὲ πρότερον τῆς ἱστορίας ἐπιμεληθῆναι,
καὶ πότε ἔστι τὸν ἀκροατὴν ὠφελεῖν καὶ ἐκ τῆς ἀν-
αγωγῆς, μὴ παριδεῖν.
 »Ἐνσιτοῦνται δὲ ἐν αὐτῷ ἔθνη, μεριτεύονται δὲ
αὐτὸν Φοινίκων ἔθνη.» [Ἀκύλας δὲ, Ἡμισεύσουσιν
αὐτὸν μεταξὺ Χαναναίων.]
 Τοσοῦτος αὐτῷ ὁ τοῦ σώματος ὄγκος ἐστὶν , ὡς
δυνηθῆναι ὁλοκλήρῳ ἔθνει ἀρκέσαι. Οὐ γὰρ δὴ ὡς
τούτου μέλλοντος γίνεσθαι, ταῦτά φησι. Φοινίκων δὲ
ἐμνήσθη διὰ τὴν ἐμπορίαν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Commentarius in Job (2062: 505)


“Johannes Chrysostomos. Kommentar zu Hiob”, Ed. Hagedorn, U.,
Hagedorn, D.Berlin: De Gruyter, 1990; Patristische Texte und Studien
35.Pg 197, ln 4

εἰ ἥμερα, εἶπες ἄν, ὅτι ἄγρια οὐκ ἠδύνατο. πολλὴ ποικιλία ἐν τοῖς
οὖσιν, ἐν τοῖς ἀψύχοις, ἐν τοῖς κατ' αἴσθησιν, ἐν τοῖς λογικοῖς, ἐν
τοῖς ἀλόγοις. «καὶ τί τὸ ὄφελος», φῄς, «τῆς δημιουργίας ἀγνοουμέ-
νων ἡμῖν τῶν ἔργων;» οἷον ταυτὶ τὰ θηρία οἱ πολλοὶ ἀγνοοῦμεν,
ἀλλ' οἱ πλέοντες τὴν θάλασσαν ἴσασι καὶ ἀπαγγέλλουσι τοῖς
ἀγνοοῦσιν, οἳ πρὸς τὰς ἐρημίας ἐλθόντες οὐκ ἀγνοοῦσιν.  
 εἶτά φησιν·
 40,30a ἐνσιτοῦνται δὲ αὐτὸν ἔθνη 30b καὶ μεριοῦνται
αὐτὸν Φοινίκων γένη;
 τουτέστιν· τοσοῦτος ὁ τοῦ σώματος ὄγκος ἐστίν, ὡς δυνηθῆναι
ὁλοκλήρῳ ἔθνει ἀρκέσαι. οὐ γὰρ δὴ ὡς τούτου μέλλοντος γίνε-
σθαι ταῦτά φησιν. καὶ Φοινίκων ἐμνήσθη διὰ τὴν ἐμπορίαν.
 40,32a ἐπίθες δὲ ἐπ' αὐτῷ χεῖρά σου 32b μνησθεὶς πο-
λέμου τοῦ γενομένου ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ, 32c καὶ μηκέτι
267

γινέσθω.
 πόλεμον ἐνταῦθα λέγει τὴν ταραχήν, τὴν ἀγριότητα.
 »μετὰ τὸ χρέμψασθαι αὐτὸ φῶς γίνεται», φησίν. τοιοῦτόν ἐστι
τὸ θηρίον ἄγριον καὶ δυνατὸν καὶ ἀκατάπληκτον.
 εἶτα μετὰ ταῦτά φησιν·

Procopius Rhet., Scr. Eccl., Commentarii in Isaiam (2598: 004); MPG


87.2.Page 1836, line 2

δὲ, πᾶσα κεφαλὴ, τὸν καθ' ἕνα φασὶν ἄνθρωπον,


ὡς τὸ, «Λάβετε ἀρχὴν ἀπὸ πάσης συναγωγῆς Ἰσραὴλ
κατὰ κεφαλὴν αὐτῶν.» Ὡς μηδενὸς εὑρεθέντος ἀξίου
τὴν ἀπειλουμένην δίκην διαφυγεῖν. Ἔστι δὲ τραῦμα
μὲν, λύσις τῆς τοῦ σώματος συνεχείας, κατὰ μικρόν
τι μέρος τῆς συναφείας διακοπείσης· ὃ δηλοῦν δύνα-
ται τὰ σχίσματα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ δὲ μώλωψ,
ἴχνος ἐστὶ πληγῆς ὕφαιμον, θλασθέντος τοῦ σώμα-
τος ἐκ τῆς ἀντιτυπίας τοῦ πλήξαντος. Καὶ τοῦτο δὲ  
κατά τι μέρος συνίσταται· ὃ τὰς ὑπούλους καρδίας
δηλοῖ. Φλεγμονὴ δὲ ὄγκος ἐστὶ πυρώδης, συῤῥεόν-
των ἐπὶ τὸ ἀσθενὲς μέρος τῶν ὑγρῶν, καὶ τῇ παρὰ
φύσιν θερμασίᾳ φλεγόντων τὸ πεπονθός· ὃ δηλοῖ,
ψυχῆς ἔπαρσιν ἐξ οἰήσεως ἀλόγου ὀγκουμένης, καὶ
διὰ τοῦτο κατὰ τῆς γνώσεως ἐπαιρομένης Χριστοῦ.
Φησὶ δὲ περὶ τῶν Ἰουδαίων, ὡς οὐχ ἓν ἀφωρισμένως
ἐσχήκασι πάθος, ἀλλ' ἡνωμένως αὐτοῖς ἐπίκειται τὸ
κακὸν, ὡς πάντα συγκεχῦσθαι ὁλοσχερῶς τὰ πάθη,
καὶ μὴ δέχεσθαι πάθος ἕκαστον τὰ κατάλληλα βοηθή-
ματα. Μάλαγμα μὲν οὖν ὁ μετὰ πραότητος καὶ ἐπι-
εικείας ταπεινωτικὸς τῶν ματαίων φυσιώσεων λόγος.

Michael Psellus Polyhist., Poemata (2702: 015)


“Michaelis Pselli poemata”, Ed. Westerink, L.G.Stuttgart: Teubner, 1992.
Poem 9, line 879

  Χήμων δέ ἐστι τῶν βλεφάρων ἡ τάσις,


 ὡς μὴ καλύπτειν τοὺς κύκλους τῶν ὀμμάτων.
  Τὸ τῶν φλεβῶν δὲ ῥῆγμα τοῦ προσκειμένου
 πέφυκεν ὑπόσφαγμα, πληγῶν ὂν τόκος.
  Τὸ δ' ἐμφύσημα τῆς βλεφάρων οὐσίας
268

 ὄγκωσίς ἐστιν. ἡ δὲ ψωροφθαλμία


 κνησμός τις ἡδὺς ἐκ νίτρων καὶ φλεγμάτων.
  Ἡ σκληροφθαλμία δὲ δυσκινησία
 ὑγρασίας ἄνευθεν αὐτῶν ὀμμάτων·
 ἡ ξηροφθαλμία δὲ κνησμώδης πόνος.
  Τὸ δ' ἐκτρόπιον ὄγκος ἐστὶ σαρκίου
 ἐπηρεάζον τοῦ βλεφάρου τὴν φύσιν.
  Τὸ δὲ τράχωμα τοῦ βλεφάρου τραχύτης·
 σύκωσις ἡ σύντασις αὐτοῦ τοῦ πάθους·
 τύφλωσις ἡ μάλιστα τοῦ κακοῦ τάσις.
  Χαλάζιον δέ ἐστιν ὑγροῦ τις τάσις
 ἐν τῷ βλεφάρῳ συμπαγέντος ἀθρόον.
 ἡ δὲ κριθὴ πρόμηκες ἐν ταρσῷ πάθος.
  Τὸ τῶν τριχῶν ψίλωμα τῶν βλεφαρίδων
 μίλφωσιν ὠνόμασαν ἔντεχνοι λόγοι.
  Ἐγκανθίς ἐστι κανθὸς ἐξωγκωμένος·

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi (3188: 003)


“Physici et medici Graeci minores, vol. 2”, Ed. Ideler, J.L.
Berlin: Reimer, 1842, Repr. 1963.Book 2, chapter 34, line 2

λγʹ. Περὶ βουβῶνος.

 Βουβὼν δὲ καὶ φῦμα καὶ φύγεθλον, ἀδένων εἰσὶ πά-


θη· καὶ φῦμα μὲν ἡ φλεγμονή. βουβὼν δὲ ἡ πρὸς ἐκπύη-
σιν ἐπειγομένη φλεγμονὴ τοῦ ἀδένος, ὥσπερ δῆτα τοῦ
αὐτοῦ ἀδένος τὸ φλεγμονῶδες, φύγεθλον λέγεται.

λδʹ. Περὶ δοθιῆνος.

 Περὶ δὲ δοθιῆνος ταῦτ' εἰπεῖν ἔνεστιν, ὡς οὗτος ὄγκος


ἐστὶν ἀποστηματώδης ἐκ παχέων χυμῶν, ἐν τοῖς σαρκώδεσι
τόποις συνιστάμενος, ἐπιεικὴς μὲν ὑπάρχων, ὅτε ἐν αὐτῷ
μόνῳ συνίσταται τῷ δέρματι, κακοήθης δέ, ὅταν ἐκ πλείο-
νος ἀνίσχῃ βάθους. διαγνώσῃ δὲ τούτους τῇ τε ὄψει καὶ
τῇ ἁφῇ, τοῦ πέριξ τόπου τοῦ δοθιῆνος ἐπαφώμενος.

λεʹ. Περὶ τερμίνθου.

 Τὴν τίρμινθον δέ φασιν εἶδος φύματος εἶναι, ἐπι-


269

κεῖσθαι δὲ αὐτῷ ἄνω καὶ κάτω φλυκταῖναν μέλαιναν, ἧς


ἐκραγείσης τὰ ὑποκάτω ἀποσεσυρμένα φαίνεται. τούτου δὲ
διαιρεθέντος, πύον εὑρίσκεσθαι. ἕτεροι δέ φασιν, ὡς τέρ-
μινθοί εἰσιν ὑπεροχαὶ ἐπὶ τοῦ χρωτὸς συνιστάμεναι, στρογ

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi Book 2, chapter 38, line 1

συμφυῆναι τῷ ζήγματι, τὸ λοιπὸν ἀδύνατον. κἂν γὰρ


παρατεθῶσι μόνον ἀλλήλοις τὰ χείλη, ἀλλ' οὖν μικρά τις
παρεμπεσοῦσα πρόφασις, ῥᾳδίως αὐτὰ διϊστᾷ, ὡς ἐμπίπλα-
σθαι τὴν μεταξὺ χώραν αὐτῶν ὑγρότητός τινος ἀλλοτρίας,
καὶ τρόπον τινὰ συνεχὲς ἐκχύμωμα γίνεσθαι, παραπλήσιον
τῷ κατ' ἀρχὰς συνισταμένῳ ἐξ αἵματος. τό γε μὴν σπάσμα
γίνεται, διασπωμένων τινῶν ἰνῶν. ταύτας δ' ἅπαξ δια-
σπασθείσας, κολληθῆναι οὐ δυνατόν, μόνης δὲ παραμυθίας
τῆς ἀπὸ τῶν βοηθημάτων δεῖσθαι μέχρις ἀνωδυνίας.

ληʹ. Περὶ σκίρρου.

 Ὁ δὲ ἀκριβὴς σκίρρος ὄγκος ἐστὶ παρὰ φύσιν σκλη-


ρός τε καὶ ἀναίσθητος. ἐκπέφευγε δὲ τὸν ἀκριβῆ ὁ μετρίως
αἰσθανόμενος· ἀλλ' ὁ μὲν ἀναίσθητος, ἤδη καὶ ἀνίατος.
ᾧ γὰρ μὴ ἐπαΐειν τῶν ἐπιτιθεμένων φαρμάκων πέφυκε,
τίς ἂν ἐκεῖθεν βοηθείας προσδοκηθείη ἐλπίς; κατὰ το-
σοῦτον δὲ ἐλπιστέοι οἱ αἰσθανόμενοι, καθ' ὅσον μετειλή-
φασι καὶ αἰσθήσεως. γίνονται δ' ἅπαντες ὑπὸ γλίσχρου
καὶ παχέος χυμοῦ, δυσαποσπάστως ἐμπλαττομένου τοῖς
σκιρρουμένοις μορίοις. συνίστανται δὲ τὴν ἀρχήν, ἐνίοτε
μὲν ἐξ αὐτομάτου τοιούτου τινὸς χυμοῦ τῷ τυχόντι προς-
ερεισθέντος μορίῳ· πολλάκις δὲ καὶ ὑπ' ἀμαθίας ἰατρῶν  

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria (4013:


004)“Simplicii in Aristotelis physicorum libros octo commentaria, 2
vols.”, Ed. Diels, H.Berlin: Reimer, 9:1882; 10:1895; Commentaria in
Aristotelem Graeca 9 & 10.Volume 9, page 681, line 3

καὶ τότε εἰς τοὐναντίον περιέτρεψε τὸν λόγον. ἐκείνων γὰρ λεγόντων ‘εἰ
ἔστι κίνησις, ἔστι κενόν’ αὐτὸς διὰ πολλῶν δείκνυσιν ἐπιχειρημάτων, ὅτι
εἰ ἔστι κενόν, οὐκ ἔστι κίνησις. καὶ λοιπὸν ἐντεῦθεν αὐτὸ καθ' αὑτὸ τὸ
270

πρόβλημα προθεὶς διελέγχει καὶ δείκνυσιν, ὅτι οὐκ ἔστι κενόν, εἰς
ἀδύνατον
ἄγων πάλιν τὸ σῶμα διὰ σώματος χωρεῖν, εἴπερ εἴη κενόν, ὅπερ ἐκεῖνοι
φεύγοντες ὑπετίθεντο τὸ κενόν. ὅταν γὰρ ἄλλο σῶμα ἐν ἄλλῳ σώματι
τεθῇ οἷον λίθινος κύβος ἐν ὕδατι ἢ ἀέρι, ἀναγκαῖον ἐκστῆναι τῷ ἐπεισι-  
όντι τὸ προϋπάρχον ἢ ἄνω εἰ πῦρ, ἢ κάτω εἰ γῆ, ἢ εἰς τὸ μεταξύ, εἴ
τι τῶν μεταξὺ στοιχείων εἴη, καὶ τοσοῦτον ἐκστῆναι, ὅσος ὁ τοῦ
τιθεμένου
ὄγκος ἐστί. τοῦτο δὲ ἐπ' ἐνίων μὲν δῆλον εὐθὺς ὡς ἐπὶ τοῦ λιθίνου
κύβου τοῦ εἰς τὸ ὕδωρ ἐμβαλλομένου· τοσοῦτος γὰρ ὄγκος ἐκρεύσει τοῦ
ὕδατος, ὅσος ἐστὶν ὁ τοῦ κύβου· ἐπ' ἐνίων δὲ τῇ μὲν αἰσθήσει πρόδηλος
οὐκ ἔστιν ἡ ὑποχώρησις, καταλαμβάνεται δὲ ἐκ κατασκευασμάτων τινῶν·

ἐν γὰρ ταῖς ὑδραύλεσιν ὅταν μεσταῖς οὔσαις ἀέρος ἐγχέηται ὕδωρ,


γλῶσσαί
τινες σαλπίγγων ἢ αὐλῶν ταῖς ὀπαῖς προστιθέμεναι, δι' ὧν ἔξεισι τὸ
πνεῦμα,
διὰ τοῦ ψόφου τὴν ἔξοδον διελέγχουσι τὴν δι' αὐτῶν τοῦ ἀέρος· εἰ δὲ
μηδεμίαν ἔξοδον ἔχει τὸ προεγκείμενον σῶμα, βιάζοιτο δὲ ἕτερον
ἐπεμβάλ-
λειν, ἢ πιλεῖται εἰς αὑτὸ τὸ ἐγκείμενον καὶ παχύνεται συστελλόμενον, ὡς
καὶ τὸ ἐπεμβαλλόμενον δέξασθαι τὸ ἄγγος τοσοῦτον, ὅσον ἡ πίλησις
συνέ-
στειλε τοῦ πρώτου ὄγκου, ἢ διαρραγείη ἂν τὸ ἀγγεῖον μᾶλλον ἤπερ σῶμα

Joannes Philoponus Phil., De aeternitate mundi (4015: 010)


“Ioannes Philoponus. De aeternitate mundi contra Proclum”, Ed. Rabe,
H.Leipzig: Teubner, 1899, Repr. 1963.Page 434, line 4

καὶ προκατειλῆφθαι τῶν ὄντων ἕκαστον ὡρισμένῳ τινὶ


τοῦ τριχῇ διαστατοῦ μεγέθει· εἰ γὰρ καὶ ἀόριστόν
ἐστιν τῷ ἰδίῳ λόγῳ τὸ τριχῇ διαστατόν, ἀλλ' οὖν
ἐπινοίᾳ μόνον καὶ τῷ θεωρητικῷ λόγῳ οὐ καθ' ὕπαρ-
ξιν καὶ ἐνέργειάν ἐστιν ἀόριστον, ὥσπερ καὶ τὸ ἁπλῶς
ζῷον ἕτερον μέν ἐστιν τῷ ἰδίῳ λόγῳ τοῦ λογικοῦ καὶ
ἀλόγου, οὐ μὴν ὑφέστηκεν χωρὶς τούτων τινός· πᾶν  
γὰρ ζῷον ἐν ὑπάρξει ὂν ἢ λογικόν ἐστιν ἢ ἄλογον.
ἀλλ' οὐδὲ καθὸ ἀόριστόν ἐστιν τὸ τριχῇ διαστατὸν ἢ
ἄποιον, κατὰ τοῦτο ἀμετάβλητον αὐτό φημι εἶναι,
ἀλλὰ μόνον καθὸ ὄγκος ἐστὶν τριχῇ διαστατός. τοῦτο
γὰρ μόνον ἐν τῇ γενέσει τῶν σωμάτων καὶ τῇ φθορᾷ
ἀμετάβλητον ὑπομένον ὁρῶμεν, καθὸ δὲ ἀόριστον ἢ
271

ἄποιον, οὐκ ἀμετάβλητον· ἔκ τε γὰρ μικροῦ μέγα


γίγνεται καὶ ἔμπαλιν ἐκ μεγάλου μικρὸν καὶ
πᾶσαν ἐξαλλάσσει ποιότητα. καὶ ἀόριστον δὲ λέγω
εἶναι τὸ τριχῇ διαστατὸν οὐ καθὸ εἰς ὅσον ἄν τις
ἐπινοήσειεν μέγεθος μεταβάλλειν δύναται (ὥρισται γὰρ
τὸ τοῦ παντὸς κόσμου μέγεθος καὶ μεῖζον εἶναι τού-
του ἐν τῇ φύσει ἀδύνατον), ἀλλὰ καθὸ ὅλως πέφυκε
τὸ αὐτὸ ἐκτεινόμενον καὶ συστελλόμενον ἢ μεῖζον ἢ

Damascius Phil., In Parmenidem (4066: 004)


“Damascii successoris dubitationes et solutiones, vol. 2”, Ed. Ruelle,
C.É.Paris: Klincksieck, 1899, Repr. 1964.Page 318, line 7

ἔστιν· ὃ γὰρ εἶναι δοκεῖ ἕν, τοῦτο κατὰ τὸ ἀληθὲς ἄλλα ἐστίν· τὸ γὰρ
σύνθετον
ἕν, ὃ καλεῖ ὄγκον ἕνα, πλῆθός ἐστιν καὶ ἄλλα· οὕτως ἄρα τὰ ἄλλα ἄλλων
ἐστὶν ἄλλα· ἀλλήλων ἄρα, πλὴν ὅτι ἄλλα μὲν ὡς διῃρημένα λέγεται,
ἄλλων  
δὲ τῶν εἰς ἕνα ὄγκον συνῃρημένων, ὃ δὴ “ἓν μὴ ὂν“ ἐκαλοῦμεν καὶ “ἓν
φαι-
νόμενον”. “Κἂν γὰρ τὸ σμικρότατον δοκοῦν εἶναι λάβῃ τις, ὥσπερ ὄναρ
ἐν
ὕπνῳ φαίνεται ἐξαίφνης, ἀντὶ ἑνὸς δόξαντος εἶναι πολλά,” ὥστε καὶ
φαινό-
μενον ἓν καὶ σύνθετόν γε τὸ ἓν μὴ ὄν. Καὶ αὐτὸς ἐν τούτοις εἶναι
σαφηνίζει·
“οὐκοῦν πολλοὶ ὄγκοι ἔσονται, εἷς ἕκαστος φαινόμενος, ὢν δὲ οὔ, εἴπερ
ἓν μὴ
ἔσται.” Τὸ ἓν ἄρα μὴ ὂν οὐ μία φύσις, ἀλλ' ἕκαστος ὄγκος ἓν μὴ ὄν ἐστιν,
καὶ
ἄλλα τούτου τὰ τούτου μόρια. Καὶ μήποτε πᾶν εἶδος ὄγκος ἐστὶν ἐκ
πολλῶν
τῶν ἀτόμων συγκείμενος, εἰ καὶ ἐπ' ἐνίων οὐ συνεχὴς ἀλλὰ διεχὴς ἡ
σύνθεσις,
ὡς ὁ κοινὸς οὗτος ἄνθρωπος ἐκ τῶν ἀτόμων ἀνθρώπων. Τούτοις ἐπάγει
τὸν
φαινόμενον ἀριθμόν, ᾧ ἕπεται καὶ τὰ ἄλλα εἴδη φαινόμενα, τὸ σμικρόν,
τὸ
μέγα, τὸ ἴσον· ἔτι δὲ πρὸς μὲν ἄλληλα διώρισται· ταύτῃ ἄρα πεπέρασται.
Ὄγκος δὲ αὐτὸς ἕκαστος ἐπ' ἄπειρόν ἐστι διαιρετός, ὥστε ταύτῃ γε
ἄπειρον,
272

ἅτε οὔτε ἀρχὴν οὔτε μέσον οὔτε τέλος ἔχον. Ἀνάγκη ἄρα καὶ ἓν καὶ
πολλὰ
ἕκαστον εἶναι, πολλὰ μὲν κατὰ τὸ ἄπειρον τῆς διαιρέσεως, ἓν δὲ κατὰ τὸ
πέρας τοῦ συνθέτου ὄγκου.

Catenae (Novum Testamentum), Catena in epistulam ad Hebraeos (e


cod. Paris. Coislin. 204) (4102: 038)“Catenae Graecorum patrum in
Novum Testamentum, vol. 7”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University
Press, 1843, Repr. 1967.Page 259, line 6

λαύσεως· μαρτύρων δὲ ἐνταῦθα, οὐ τῶν πεπονθότων λέγει, ἀλλὰ


τῶν μαρτυρούντων πρὸς τὴν πίστιν.
 Ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα.
 Πάντα τίνα, τουτέστιν τὸν ὕπνον, τὴν ὀλιγωρίαν, τοὺς λογι-
σμοὺς τοὺς εὐτελεῖς· πάντα τὰ ἀνθρώπινα.  
 Καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν.
 “Εὐπερίστατον” ἤτοι τὴν εὐκόλως περιϊσταμένην ἡμᾶς, ἢ τὴν
εὐκόλως περίστασιν δυναμένην παθεῖν· μᾶλλον δὲ τοῦτο· ῥᾴδιον
γὰρ ἐὰν θέλωμεν, περιγενέσθαι τῆς ἁμαρτίας.
 {(Σευηριανοῦ.)} Σευηριανὸς δέ φησιν, εἰς τὸ “ὄγκον ἀποθέ-
μενοι πάντα·” ὄγκος ἐστὶν ἡ ἁμαρτία τῆς κατὰ τὴν σάρκα
ἀπολαύσεως, ἐξ ἧς ἡ εὐπερίστατος ἁμαρτία τίκτεται· “εὐπερί-
στατον” δὲ εἶπε τὴν ἁμαρτίαν, τὴν εὐκόλως ἡμᾶς περιϊσταμένην,
καὶ ἄγουσαν εἰς τὸ ἑαυτῆς θέλημα.
 {Ἄλλος} δέ φησιν, οὕτω δεῖ ἀναγινώσκειν· “τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς
τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος, μαρτύρων ὄγκον,”
τουτέστι τὸν τῶν τοσούτων μαρτυριῶν ὄγκον, ἀποθέμενοι πάντα
καὶ τὴν “εὐπερίστατον ἁμαρτίαν·” “δι' ὑπομονῆς, φησὶ, τρέχο-
μεν, τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα·” ὃ πάντων κουφότερον ἦν τὸ
τοῦ δρόμου, τοῦτο εἰς μέσον τέθεικεν, καὶ οὐκ εἶπεν, προσθῶμεν
τῷ δρόμῳ, ἀλλ' ἐν αὐτῷ τούτῳ ὑπομείνωμεν, μὴ ἐκλυθῶμεν· εἶτα

Severianus Scr. Eccl., Frag. in epistulam ad Hebraeos (in catenis)


(4139: 052)“Pauluskommentar aus der griechischen Kirche aus
Katenenhandschriften gesammelt”, Ed. Staab, K.Münster: Aschendorff,
1933.Page 351, line 9

 Πίστει περὶ μελλόντων εὐλόγησεν Ἰσαὰκ τὸν


Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἠσαῦ. πρότερον ἔθηκεν τὸν Ἰακὼβ εἶτα τὸν
Ἠσαῦ, οὐ κατὰ τὴν τῆς γενέσεως ἀκολουθίαν, ἀλλὰ κατὰ τὴν τῆς εὐλο-
273

γίας τάξιν.
Hebr 11,38
 Ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος. οὐ περὶ πάντων λέγει τοῦτο
ἀλλὰ περὶ τούτων τῶν τελευταίων οὓς καὶ μάρτυρας οἶδεν. ἐπι-
μέμνηται τῶν κλινάντων παρεμβολὰς καὶ διὰ τὸ χρήσιμον τοῦ
λαοῦ εἰληφότων χάριν.
Hebr 12,1
 Ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα. ὄγκος ἐστὶν ἡ ἁμαρτία τῆς
κατὰ τὴν σάρκα ἀπολαύσεως, ἐξ ἧς ἡ εὐπερίστατος ἁμαρτία
τίκτεται. εὐπερίστατον δὲ εἶπε τὴν ἁμαρτίαν τὴν εὐκόλως ἡμᾶς
περιϊσταμένην καὶ ἄγουσαν εἰς τὸ ἑαυτῆς θέλημα.
Hebr 12,22 – 23
 Πανήγυρις γὰρ καὶ ἑορτὴ ἀγγέλων ἡ εἰς τὸν θεὸν δόξα, καὶ
ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς
καὶ κριτῇ θεῷ πάντων.
Hebr 12,27
 Τοῦτό ἐστιν ὃ λέγει ὁ Παῦλος ἀλλαχοῦ· παράγει γὰρ τὸ
σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου, ἵνα παρέλθῃ τὰ πρόσκαιρα καὶ

Scholia In Hesiodum, Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni) (5025:
002)“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed.
Gaisford, T.Leipzig: Kühn, 1823.Prolegomenon-scholion sch, page-verse
433, line 7

ἕτερον. Ὤφειλε γὰρ εἰπεῖν ἁπλῶς, ἔχε δύο ἄροτρα, εἰ μή που τὸ


αὐτόγυον ἔν τισι χρήσιμον, ἐν ἑτέροις δὲ τὸ πηκτόν· ὃ καὶ
δοκεῖ μοι οὕτως ἔχειν, κἂν οὕτως φόβῳ τοῦ μὴ καταχθῆναι
τὸ ἕτερον λέγῃ. TZETZES.
ΔΑΦΝΗΣ Δ' Η ΠΤΕΛΕΗΣ. Ἡ δάφνη καὶ ἡ
πτελέα δριμύταται οὖσαι οὐ σήπονται ῥᾳδίως· ἐπεὶ μὴ δ'
ἀπογεννῶσι σκώληκας, οὓς κίας καλοῦσι, καθάπερ τὰ γλυκύ-  
χυμα καὶ χαῦνα ξύλα. Τὸ δὲ παρακελεύεσθαι ἢ δάφνινον ἁπλῶς, ἢ
ὀρεινῆς δάφνης εἶναι τὸν ἱστοβοέα, ἤγουν τὸν ῥυμόν, τὸ ἔλυμα
δὲ καὶ τὸν γόμφον ἀπὸ δρυὸς, ἀπὸ πρίνου δὲ τὸν γύην, ψευδοῦς
τερατείας Ἡσιοδείας ὄγκος ἐστίν. Ἔδει γὰρ ἔκ τινος μονοειδοῦς
στεῤῥοῦ ξύλου ταῦτα εἰπεῖν, πτελέας, ἢ τινὸς ἑτέρου τοιούτου, κα-
τασκευάσαι, καὶ μὴ καταναλίσκειν λόγον εἰκαίως. TZETZES.
ΒΟΕ Δ' ΕΝΝΑΕΤΗΡΩ. Εἰκότως δεῖ τοὺς βόας
τοσούτους καὶ τοιούτους εἶναι, ἵνα καὶ διὰ τὴν φύσιν ὦσιν
εὐσθενεῖς, καὶ διὰ τὴν ἡλικίαν ἀφυβρικότες, μὴ ὡς οἱ νεώτε-
274

ροι θυμοειδεῖς ὄντες καὶ ζυγομαχοῦντες τὰ ἄροτρα κατακλῶ-


σιν, καὶ τὸ ἔργον μάταιον καὶ ἄπρακτον ποιῶσιν.

ΟΙΔΗΜΑ ΕΣΤΙ

Pseudo-Γαληνός ιατρός. Definitiones medicae (0530: 041)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 19”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1830, Repr. 1965.Volume 19, page 442, line 8

γώσεως ἔσθ' ὅτε πυρετὸν καὶ φρίκας ἐπιφέρων. ἄλλως.


ἐρυσίπελάς ἐστιν ὄγκος ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων
τὴν γένεσιν.  
 τπδʹ. Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχο-
λικωτέρου σαπέντος αἵματος. ἢ ἄλλως. ἄνθραξ ἐστὶν ἕλ-
κος ἐσχαρῶδες ἅμα πολλῇ τῶν πέριξ σωμάτων φλογώσει·
ὁ ἐκ θερμῆς μέντοι πυρότητος, παχείας δὲ κατὰ τὴν σύ-
στασιν ὕλης ἔχει τὴν γένεσιν.
 τπεʹ. Σκίῤῥος ἐστὶν ὄγκος σωμάτων μετὰ σκληρίας καὶ
βάρους καὶ δυσκινησίας τε καὶ δυσαισθησίας.
 τπστʹ. Οἴδημά ἐστιν ὄγκος χαλαρός τε καὶ μαλθακὸς
ὡς ἐν τῷ πιέζειν ἀνώδυνος.
 τπζʹ. Ἀπόστημά ἐστι μεταβολὴ σωμάτων ἐκ φλεγμο-
νῆς εἰς πύον.
 τπηʹ. Κολόβωμά ἐστιν ἔκκοψις μορίου κατά τι
μέρος τοῦ σώματος.
 τπθʹ. Πῶρός ἐστιν οὐσία λιθώδης καὶ ἀπόκριτος.
 τϟʹ. Ὑδροκέφαλόν ἐστιν ὑδατώδους ὑγροῦ ἢ αἵματος
τοῦ τρυγώδους συλλογὴ κατά τι μέρος τῶν τὴν κεφαλὴν
πλεκόντων σωμάτων.  

Ιπποκράτης De mulierum affectibus i–iii (0627: 036)


“Oeuvres complètes d'Hippocrate, vol. 8”, Ed. Littré, É.
Paris: Baillière, 1853, Repr. 1962.Section 4, line 20

τοὺς πρώτους μῆνας ἢ ἐπὶ δύο ἢ ἐπὶ τρεῖς μὴ ἐσαΐειν κάρτα. Ἐπὴν δὲ
οἱ μῆνες πλέονες γένωνται, ἔτι μᾶλλον πονήσεται, καὶ οὐχ ἕξει ἐν
γαστρὶ μέχρις ἂν οὕτως ἔχῃ, καὶ πῦρ λήψεταί μιν μάλιστα τὰς
ἡμέρας ἐν ᾗσι καθαίρεσθαι μεμαθήκει, ἠπεδανόν· εἰκὸς δέ ἐστι καὶ
ἐν τῷ μεσηγὺ χρόνῳ πυρεταίνειν καὶ φρίσσειν καὶ καρδιώσσειν καὶ
275

ἀνάγειν ἐπὶ τὸ πλῆθος ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην· καὶ ἀλγέει ἄλλοτε καὶ
ἄλλοτε τὸ σῶμα, καὶ μάλιστα τὴν ὀσφὺν καὶ τὴν ῥάχιν καὶ τοὺς
βουβῶνας, τά τε ἄρθρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν σκελέων. Ταῦτα δὲ οὐχ
ὁμοῦ ἀλγέει, ἀλλ' ἄλλοτε ἄλλο, ὅπη ἂν βρίσῃ τὸ αἷμα ἀποκεκριμέ-
νον καὶ μὴ δυνάμενον εἶναι ἐν τῇσι μήτρῃσι· καὶ ὅπη ἂν στηρίξῃ
τοῦ σώματος, οἴδημα ἔστιν ὅτε γίνεται καὶ σπασμὸς ἰσχυρὸς τῶν
ἄρθρων τοῦ σώματος, καὶ τῶν ἄλλων σημείων τῶν προειρημένων
φαίνεταί οἱ ἄλλοτε ἄλλο. Αὕτη ἢν μὲν θεραπευθῇ κατὰ τρόπον,
ὑγιὴς ἔσται· εἰ δὲ μὴ, ἡ νοῦσος ἑπτάμηνος ἢ καὶ χρονιωτέρη γενο-
μένη θανατώσειεν ἂν, ἢ χωλεύσειεν, ἢ ἀκρατέα τινὰ τῶν μερέων  
ποιήσειεν, ἢν ὑπὸ ῥίγεος καὶ ἀσιτίης τὸ αἷμα, ἔνθα ἂν ἐπέλθῃ, πῆξιν
ἴσχῃ περὶ τὰ νεῦρα. Τοῦτο δὲ τὸ νούσημα γίνεται μᾶλλον τῇσιν
ἀνάνδροισιν· ἢν δὲ ἐμπειροτόκῳ ταῦτα τὰ νοσήματα ἐμπέσῃ τὰ
εἰρημένα ἢ ἅσσα μέλλει εἰρήσεσθαι, πουλυχρονιώτερα ἔσται καὶ
ἧσσον ἐπίπονα· τὰ δὲ σημεῖα ταὐτὰ καὶ τελευταὶ αἱ αὐταὶ γίνονται
τῇ τε ἀτόκῳ καὶ τῇ λοχίων ἐμπείρῳ, ἢν μὴ θεραπεύωνται·

Leo Phil., Conspectus medicinae (0723: 002)“Anecdota medica


Graeca”, Ed. Ermerins, F.Z.Leiden: Luchtmans, 1840, Repr. 1963.
Chapter 7, section 5, line 1

         

<Περὶ σκίῤῥου.

      
 Σκίῤῥος ἐστὶν ὄγκος σκληρὸς μέλας ἄνευ ὀδύνης, γίνε-
ται δὲ ἐπὶ μελαγχολικῷ χυμῷ· ὅταν δὲ γένηται ἐν τῷ
τραχήλῳ λέγεται χοιράς. θεραπεύεται διὰ χειρουργίας
καὶ καύσεως, ἢ διὰ τῶν μαλακτικῶν φαρμάκων· οἷόν
ἐστιν ἡ κωφὴ καὶ τὸ κίτρινον.
      
 <Περὶ οἰδήματος.

      
 Οἴδημά ἐστιν ὄγκος ἀνώδυνος, ὅταν πήξῃς ἐν αὐτῷ
τὸν δάκτυλον κοιλαίνεται καὶ πάλιν μετὰ ὥραν καθί-
276

σταται· γίνεται δὲ ἀπὸ φλέγματος καὶ καλοῦσιν αὐτό


τινες φύγεθλον· θεραπεύεται δὲ ἐὰν σπόγγον βρέξαν-
τες εἰς θαλάσσιον ὕδωρ, ἢ ὄξος, ἢ στακτὴν ἐπιθῶμεν
καὶ ἐπιδήσαντες σφίγξωμεν, ὡς εἴρηται ἐν τῷ δευτέρῳ
βιβλίῳ τῶν πρὸς Γλαύκωνα.
      
       

Αλέξανδρος ιατρός. De oculis libri tres (0744: 005)


“Nachträge zu Alexander Trallianus”, Ed. Puschmann, T.
Berlin: Calvary, 1887, Repr. 1963.Page 142, line 29

τοῦ τὰ ἀμφότερα βλέφαρα ἐπαίρεσθαι, ὥστε καὶ ἐκστρέφεσθαι


καὶ μόλις κινεῖσθαι καὶ τὸ λευκὸν ἐπὶ πολὺ τοῦ μέλανος ὑψηλότερον
φαίνεσθαι. τινὲς δὲ καὶ ἄλλο εἶδος χημώσεως ἄνευ φλεγμονῆς τε
καὶ ἀλγήματος ὑπέλαβον γίνεσθαι καὶ ἐμοὶ δοκεῖ ἀληθὲς εἶναι· καὶ
γὰρ ἡ θεραπεία αὐτῶν διάφορος.
 Τί ἐστιν ἐμφύσημα; Ἐμφύσημα δ' ἔστιν ὄγκος χαῦνος ὕδατι
ἐοικὼς ἐξαίφνης ἐπιγενόμενος μετὰ κνησμοῦ κατὰ τὸν μέγαν
κανθὸν, μάλιστα δὲ προηγησαμένου μυίας ἢ κώνωπος δακόντος, ὅθεν
καὶ θερινῆς ὥρας πλεονάζει τὰ τοιαῦτα· γεγηρακόσι δὲ τοῦτο
συμβαίνει μᾶλλον ἢ νέοις.
 Περὶ οἰδήματος. Τὸ δὲ οἴδημά ἐστι μὲν καὶ αὐτὸ χαῦνος ὄγκος
ἐοικὼς τῷ ἐμφυσήματι, διαφέρει δὲ αὐτοῦ τῷ ἄνευ προφάσεως φα-  
νερᾶς συνίστασθαι καὶ πιεζόμενον κοιλαίνεσθαι καὶ ἀναπληροῦ-
σθαι· ἔστι δὲ ψυχρότερον τοῦ ἐμφυσήματος.
 Περὶ σκληροφθαλμίας. Σκληροφθαλμία μὲν οὖν ἐστι σκληρότης
αὐτοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ καὶ τῶν βλεφάρων, ὥστε δῆλον εἶναι. καὶ διὰ
τοιαύτην αἰτίαν δυσκίνητος καὶ ἐπώδυνος ὀφθαλμὸς γίνεται καὶ μά-
λιστα μετὰ τοὺς ὕπνους· καὶ γὰρ τὰ βλέφαρα μόλις τε ἀνοίγουσι
καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἀκίνητος μένει· καὶ λῆμαι δὲ μικραὶ καὶ σκληραὶ
ὑποτρέφονται.

Pseudo-Γαληνός ιατρός. Introductio seu medicus Volume 14, page 769,


line 3

θεὶς ὁ ὀφθαλμὸς ἐπιπολαίως καὶ μετρίως ἐπὶ τὸ ἐρυθρότε-


ρον καταστῇ τελέως. ὀφθαλμία δέ ἐστιν, ὅταν τὸ λευκὸν
277

ἐνερευθὲς ᾖ καὶ τὰ βλέφαρα ἐπηρμένα μετὰ τοῦ τήν τε μύ-


σιν τῶν βλεφάρων ἐπαλγῆ εἶναι καὶ τὴν τῶν χειρῶν ἐπα-
φὴν ἐπώδυνον. φλεγμονὴ δέ ἐστιν ἐπίτασις τοῦ τε
ἐρυθήματος καὶ τῆς ἐπάρσεως τῶν βλεφάρων, ὡς ἐπιπόνως
ἀναβλέπειν. ἐπιφορὰ δὲ κοινὸν ὄνομα ἐπὶ παντὸς τοῦ σώ-
ματος καὶ φλεγμονῆς σφοδρᾶς ἐπιφερομένης καὶ ῥευμάτων  
λάβρων ἐπιῤῥεόντων. ἰδίως δὲ ἐπὶ ὀφθαλμῶν λέγεται, ἐπει-
δὰν μετὰ φλεγμονῆς μεγίστης καὶ ῥεύματος πλῆθος ἐπιῤῥυῇ.
οἴδημα δέ ἐστιν, ὅταν ἐπηρμένος καὶ ἀχρούστερος, ἢ καὶ
δυσκίνητος ἐπιφαίνηται. ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ λευκὸν ὑπὲρ τὸ
μέλαν ἐπαίρεται. ἐμφύσημα δέ ἐστιν, ὅταν ἄφνω οἰδίσας ὁ
ὀφθαλμὸς ἀχρούστερος καὶ φλεγματωδέστερος γένηται. γί-
νεται δὲ ὡς ἐπίπαν πρεσβύταις, μάλιστα θέρους. σκίῤῥωσις
δὲ γίνεται κατ' ἐπίτασιν φλεγμονῆς χρονίου τῆς σαρκὸς
αὐξανομένης καὶ ὑποπελιαζούσης. ῥευματίζεται δὲ ὁ ὀφθαλ-
μὸς, ὅταν μὴ μόνον ἐρυθρὸς ᾖ, ἀλλὰ καὶ ὅταν πολὺ δά-
κρυον ἐκκρίνῃ. ξηροφθαλμία δέ ἐστιν, ὅταν οἱ κανθοὶ ἑλ-
κώδεις καὶ τραχύτεροι καὶ κνησμώδεις εἰσὶ καὶ τὰ βλέ-
φαρα ἐρυθριᾷ καὶ δάκρυον ἁλμυρὸν καὶ νιτρῶδες

Ιωάννης Ακτουάριος ιατρός. De diagnosi Book 2, chapter 30, line 15

ῥυέντος εἴς τι μόριον ἀθρόως, καὶ διὰ πλῆθος σφηνωθέν-


τος, ἡ ἰδίως προσαγορευομένη γίνεται φλεγμονή, ἐρύθη-
μάτε καὶ ζέσιν μετά τινος ἐπαναστήματος τῷ κάμνοντι
μορίῳ ἐπάγουσα. χολῆς γε μὴν ξανθῆς οὕτω τυχὸν διατι-
θείσης μόριον, τὸ οὕτω πως λεγόμενον ἐρυσίπελας
γίνεται, οὐχ οὕτω μὲν ὂν ἐρυθρόν, ὡς τὸ πρότερον,
οὐχ ἥκιστα δὲ φλέγον, ὕπωχρον ὄν. κἂν τύχοιεν οἱ  
ῥηθέντες συμπλακέντες χυμοί, καὶ τὸ ἐξ αὐτῶν πάθος
ἐπισυμπεπλεγμένῳ αὐχοῦσιν ὀνόματι. καὶ πλεονάζοντος
μὲν τοῦ αἵματος, φλεγμονὴ γίνεται ἐρυσιπελατώδης, τῆς
δὲ χολῆς, ἐρυσίπελας φλεγμονῶδες. οἴδημα δέ ἐστιν ὄγκος
λευκός, ἀνώδυνος, ἐπὶ φλέγματι συνιστάμενος, ὥσπερ καὶ
τὸ ἐμφύσημα ἐπὶ ψυχρῷ καὶ παχυτέρῳ συνίσταται πνεύ-
ματι. ῥᾴδιον γνωρίζειν τοῦτο τῇ ἁφῇ. ῥᾴδιως γὰρ ὑπείκει
τὰ οἰδήματα, μήτε ζέοντα, μήτ' ὀδυνῶντα, μήτ' ἠλλοιω-
μένα ὄντα τῷ χρώματι. τὰ δὲ ἐμφυσήματα, ἀντίτυπα, τὸ
δέρμα τοῦ πνεύματος διατείνοντος. γνωριμώτερον δὲ τοῦτο
ἐπὶ τῶν τυμπανίων ὑδέρων. ὧδε δὲ καὶ ὑπηχεῖ κρουόμε-
νον τὸ ἐπιγάστριον, τυμπάνου δίκην, ἀκριβῶς διατεινομέ-
278

νου τοῦ δέρματος ὑπὸ παχέος πνεύματος· ἐνίαις γε μὴν


τῶν φλεγμονῶν, καὶ μάλισθ' ὅσαις μὴ ῥᾴδιον ἐς πύον...

Περί οιδήματος

Soranus Med., Gynaeciorum libri iv (0565: 001)


“Sorani Gynaeciorum libri iv, de signis fracturarum, de fasciis, vita
Hippocratis secundum Soranum”, Ed. Ilberg, J.
Leipzig: Teubner, 1927; Corpus medicorum Graecorum, vol. 4.
Book 3, chapter 34, section t, line 1

μένειν τὴν ψυχρολουσίαν, ὥστε τονωθῆναι τὰ πεπονθότα μέρη. τροφὰς


δὲ διδόναι λεπτυνούσας καὶ διαλύειν πνεύματα δυναμένας. χρηστέον
δὲ καὶ τῷ Διοσπολιτικῷ, ἐνίοτε δὲ καὶ τῷ διὰ καλαμίνθης.
 τὰ δὲ φαρμακωδέστερα φάρμακα παραιτούμεθα διὰ τὴν ἀνα-
τροπὴν τοῦ στομάχου καὶ τὰς ὑποθυμιάσεις καὶ τοὺς διὰ τῶν ἀρωμά-
των ὑποκαπνισμούς· πληρουμένη γὰρ ὑπὸ τούτων ἡ κεφαλὴ μείζονα
τὴν βλάβην ὑπομένει τῆς ὠφελείας. ἀποδοκιμάζομεν δὲ καὶ τὰ στύφοντα
τῶν ἐπιθεμάτων, οἷον τὰ διὰ μήλων Κυδωνίων, φοινίκων Θηβαϊκῶν,
οἴνου
αὐστηροῦ, οἰνάνθης, ἀκακίας, σιδίων· τὴν γὰρ ἐπὶ στεγνώσει γεγενημέ-
νην ἐμπνευμάτωσιν οὐ τὰ στύφοντα λύει, τὰ δὲ χαλῶντα καὶ ἀνιέντα.  
     

<Περὶ οἰδήματος ὑστέρας.>

 Οἰδούσης δὲ τῆς ὑστέρας ὄγκος παρέπεται ὠχρό|λευκος, ὑπό-


σομφος, εὐαφής, εἴκων πρὸς τὰς τῶν δακτύλων θλίψεις καὶ μετὰ
βραχὺ πάλιν ἐπαιρόμενος· τὸ δὲ ἐπιγάστριον ὁμόχρουν ἐστὶν καὶ τοῖς
δακτύλοις ἑλκόμενον ἐπακολουθεῖ. τὰ αὐτὰ δὲ καὶ νῦν παραληπτέον
ἅπερ ἐπὶ τῆς ἐμπνευματώσεως εἰρήκαμεν. ἐγχυματιστέον δὲ τοὺς
τόπους τὸ μὲν πρῶτον ἐλαίῳ θερμῷ, ἔπειτα κυπρίνῳ ἢ ἰρίνῳ ἐλαίῳ,
καὶ πεσσοῖς ὁμοίοις <τοῖς ἐπὶ> τῆς ἐμπνευματώσεως <χρηστέον>.
      
   

<Περὶ σκίρρου καὶ σκληρωμάτων ἐν ὑστέρᾳ.>

 Σκληρία γίνεται μήτρας κατὰ προήγησιν φλεγμονῆς ἐκ μέρους


279

Paulus Med., Epitomae medicae libri septem (0715: 001)


“Paulus Aegineta, 2 vols.”, Ed. Heiberg, J.L.
Leipzig: Teubner, 9.1:1921; 9.2:1924; Corpus medicorum Graecorum,
vols. 9.1 & 9.2.
Book 4, chapter p, section 1, line 6

στημάτων.
ιθʹ. Περὶ γαγγραίνης καὶ σφακέλου.
κʹ. Περὶ ἕρπητος.
καʹ. Περὶ ἐρυσιπέλατος.
κβʹ. Περὶ φύματος καὶ βουβῶνος καὶ
φυγέθλου.
κγʹ. Περὶ δοθιήνων.
κδʹ. Περὶ τερμίνθου.   
κεʹ. Περὶ ἀνθράκων.
κϛʹ. Περὶ καρκίνων.
κζʹ. Περὶ οἰδήματος.
κηʹ. Περὶ ἐμφυσήματος.
κθʹ. Περὶ στρεμμάτων καὶ θλασμάτων.
λʹ. Περὶ σαρκοθλασμάτων καὶ ἐκχυμω-
μάτων.
λαʹ. Περὶ ῥήγματος καὶ σπάσματος.
λβʹ. Περὶ σκίρρων.
λγʹ. Περὶ χοιράδων.
λδʹ. Περὶ στεατωμάτων καὶ ἀθερωμά-
των καὶ μελικηρίδων.
λεʹ. Περὶ κηρίων.

Paulus Med., Epitomae medicae libri septem Book 4, chapter 27, section
t, line 1

     

<Περὶ οἰδήματος.>

 Περὶ τῶν ἐπὶ θερμοτέροις χυμοῖς συνισταμένων ὄγκων διαλαβόν-


τες αὖθις περὶ τῶν ἐναντίων διαληψόμεθα τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τοῦ οἰδή-
280

ματος ποιούμενοι. ὥσπερ γὰρ ἐπὶ χολώδει ῥεύματι τὸ ἐρυσίπελας, οὕ-


τως ἐπὶ φλεγματώδει τὸ οἴδημα γίνεται, χαῦνός τις ὄγκος ὑπάρχων
ἀνώδυνος. ἴσμεν δὲ δήπου καὶ ἄλλως οἰδήματα γινόμενα περὶ τοῖς
ποσὶν ἐν ὑδερικαῖς διαθέσεσι καὶ φθόαις καὶ καχεξίαις. ἐπ' ἐκείνων μὲν
οὖν σύμπτωμά ἐστι τὸ οἴδημα τοῦ κατέχοντος πάθους τὸν ἄνθρωπον
οὐδεμιᾶς ἰδίας ἐξαιρέτου θεραπείας δεόμενον· ἀρκεῖ γάρ, εἴπερ ἄρα,
τηνικαῦτα τρίβειν τὰ σκέλη, ποτὲ μὲν δι' ὀξυροδίνου, ποτὲ δὲ δι'
ἐλαίου καὶ ἁλῶν ἢ καὶ αὐτῷ τῷ ὀξυροδίνῳ τῶν ἁλῶν ἐπεμβάλλοντα.  

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber vii (0718: 007)“Aëtii Amideni libri


medicinales v–viii”, Ed. Olivieri, A.Berlin: Akademie–Verlag, 1950;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 8.2.Chapter P, line 26

<ια> Περὶ θερμῆς δυσκρασίας καὶ δοκιμα-


σίας πομφόλυγος   
<ιβ> Περὶ τῶν γάλα ἐγχυματιζόντων
τοὺς φλεγμαίνοντας ὀφθαλμούς
<ιγ> Περὶ τῆς κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς
ψυχρᾶς δυσκρασίας
<ιδ> Περὶ ἐμφυσήματος ὀφθαλμῶν ἐκ τῶν
Δημοσθένους
<ιε> Περὶ οἰδήματος
<ιϛ> Περὶ σκιρρώδους οἰδήματος
<ιζ> Κοινὴ θεραπεία τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς
ἑλκῶν καὶ χυλοῦ τήλεως σκευασία
<ιη> Περὶ τῶν εἰς τὸν ὀφθαλμὸν ἔξωθεν
ἐμπιπτόντων ζῳϋφίων ἢ ἀχύρου ἢ
ψάμμου
<ιθ> Περὶ τῆς εἰς τὸν ὀφθαλμὸν ἐμπεσού-
σης ἀσβέστου

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber vii Chapter 15, line 1

μυίας ἢ κώνωπος δήγματος· πλεονάζει δὲ ἐν θέρει. θεραπευτέον δὲ


πυριῶντα διὰ σπόγγου, εἶτα ὑπόχριε ἔνδοθεν τὸ βλέφαρον μέλι<τι>
κατ' ἰδίαν καὶ μετὰ κρόκου λείου· καὶ ἡ Ἐρασιστράτειος δὲ πάγχρη-
στος ὑγρὰ εὐθετεῖ· ἐπιχρίειν δὲ καὶ ἔξωθεν τὰ βλέφαρα τῷ μέλιτι.
συμφέρει δὲ καὶ κενοῦν τὴν κοιλίαν, εἶτα καὶ λούειν καὶ καταχεῖν
κατὰ τῆς κεφαλῆς εὔκρατον θερμὸν ὕδωρ. καὶ μετὰ τὸ λουτρὸν οἶνον
διδόναι· ἐπὶ δὲ τῶν ἄγαν κνησμωδῶν, εἰ ἐπιτρέποι ἡ ἡλικία καὶ τὰ  
ἑξῆς καὶ μηδὲν ἕτερον ἀντιπράττοι, φλεβοτομεῖν ἀπ' ἀγκῶνος ἢ
281

προκενώσαντα τὴν κοιλίαν καθαίρειν· καὶ θάλασσα δὲ ἡ θερμὴ ὠφελεῖ


καταντλουμένη μάλιστα χειμῶνος.
 Περὶ οἰδήματος. οἰδαίνειν τὸν ὀφθαλμὸν λέγουσιν, ὅταν συμβῇ
ἐπῆρθαι τὸ βλέφαρον ἔξωθεν καὶ ἀχρούστερον εἶναι καὶ βαρύτερον
καὶ δυσκινητότερον καὶ ὠχρότερον φαίνεσθαι. ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ λευκὸν
τοῦ βλεφάρου ὑπεραίρει ἐπὶ ποσὸν τοῦ μέλανος· ἔστι δὲ ὅτε σομφὸν
οἴδημα ἔξωθεν περὶ τὸ βλέφαρον γίγνεται, ὃ πιεζόμενον τῷ δακτύλῳ
ταχέως ὑποχωρεῖ καὶ ταχέως ἀναπληροῦται. καί ἐστιν ἄπονον ὡς ἐπὶ
τὸ πολὺ καὶ ὁμόχρουν τῷ κατὰ φύσιν, γίγνεται δὲ ὡς ἐπίπαν ὑπὸ
ῥεύματος ὑδαροῦς. θεραπευτέον δέ, ὅσα ἔξωθεν περὶ τὰ βλέφαρα μόνα
ἐστὶν οἰδήματα, χωρὶς τῆς τοῦ ὀφθαλμοῦ συμπαθείας προκενωθείσης
τῆς κοιλίας κλυστῆρι τοῖς ἐπιχρίστοις μόνοις προπυριάσαντα διὰ
σπόγγων. τὰ δὲ σομφὰ οἰδήματα καὶ ὁμόχροα προκενώσαντα ὁμοίως

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber xvi (0718: 016)


“Gynaekologie des Aëtios”, Ed. Zervos, S.Leipzig: Fock, 1901.
Chapter P, line 90

ξζʹ. Περὶ ὑστερικῆς πνιγὸς


ξηʹ. Παραδείγματα πεσσῶν σκευασίας πρὸς ὑστερικὰς ἐκ τῶν Φιλαγρίου
ξθʹ. Περὶ γονορροίας, Σωρανοῦ
οʹ. Περὶ ἀτονούσης μήτρας, τοῦ αὐτοῦ
οαʹ. Περὶ παραλύσεως μήτρας, τοῦ αὐτοῦ
οβʹ. Περὶ προπτώσεως ὑστέρας, τοῦ αὐτοῦ
ογʹ. Περὶ παρεγκλίσεως καὶ ἀποστροφῆς καὶ ἀναδρομῆς μήτρας,
Ἀσπασίας
οδʹ. Περὶ ἐμπνευματώσεως μήτρας
οεʹ. Περὶ ὑδρωπιώσης μήτρας
οϛʹ. Περὶ μύλης, ἥ ἐστι πάθος, ὕδερος ὑπό τινων ὀνομαζόμενον
οζʹ. Περὶ οἰδήματος μήτρας, Σωρανοῦ
οηʹ. Περὶ σατυριάσεως τοῦ αὐτοῦ
οθʹ. Περὶ φλεγμονῆς ὑστέρας, Φιλουμένου
πʹ. Πεσσὸς ἀνώδυνος
παʹ. Πεσσὸς ὑπνοποιὸς ἀνώδυνος, σκληρίας πάσης μαλακτικὸς
πβʹ. Πεσσὸς ὑπνοποιὸς πρὸς φλεγμονὰς
πγʹ. Πεσσὸς πρὸς φλεγμονὰς καὶ παρεγκλίσεις ὁ χρυσοῦς
πδʹ. Περὶ σκίρρου καὶ σκιρρωμάτων ἐν ὑστέρᾳ, Σωρανοῦ
πεʹ. Ἄλλο πρὸς πάσας τὰς ὑστερικὰς διαθέσεις
πϛʹ. Ἡ διὰ ψιχῶν ἀνετικὴ
πζʹ. Πεσσὸς ἐκ τῶν Ἀρχιγένους
282

Αίτιος ιατρός. Iatricorum liber xvi Chapter 76, line t

μεμελανωμένου σφόδρα πολλοῦ γέγονε, καὶ ἀπήλλαξε τῆς διαθέσεως.


Ὁ δὲ φιλόσοφος φησὶν, ἐπισχεθέντων τῶν καταμηνίων τῆς γυ-
ναικὸς τοῦ Φίλου, πρῶτον μὲν ἐνομίσθη ἔγκυος εἶναι ἡ γυνὴ,
ἔπειτά τε αὐξηθέντος ἐπὶ πολὺ τοῦ ὄγκου ἐνομίσθη ὑδρωπικὴ,
διὰ τὸ οἰδαίνεσθαι ὅλον τὸ σῶμα καὶ τοὺς πόδας· καλοῦσι δὲ τὸ
πάθος τινὲς <πλίνθον>, τινὲς δὲ <μύλην>. πήγανον τοίνυν καὶ
ἄνηθον ἀφεψήσαντες οἴνῳ παλαιῷ κιρρῷ εὐώδει, δεδώκαμεν αὐτῇ  
πίνειν τὸν οἶνον θερμὸν, σχεδὸν ἀντὶ ὕδατος αὐτὸν προσφέροντες
ποτὸν, καὶ ἐξέκρινεν ἡ γυνὴ πλῆθος αἵματος καὶ ὑγιὴς γέγονε.
      
  

ΠΕΡΙ ΟΙΔΗΜΑΤΟΣ ΜΗΤΡΑΣ, ΣΩΡΑΝΟΥ.

      
 Οἰδαινομένης δὲ τῆς μήτρας ὄγκος παρέπεται ὠχρόλευκος,
ὑπόσομφος, εὐαφὴς, εἴκων πρὸς τὰς τῶν δακτύλων θλίψεις καὶ
πάλιν ἐπὶ βραχὺ ἐπαιρόμενος, τὸ δὲ κατ' ἐπιγάστριον δέρμα
ἑλκόμενον τοῖς δακτύλοις παρακολουθεῖ. Ἐμβρέχειν οὖν χρὴ τοὺς
τόπους ἐλαίῳ θερμῷ κοινῷ ἢ ἰρίνῳ ἢ κυπρίνῳ, πεσσοῖς δὲ χρη-
στέον καὶ τοῖς λοιποῖς βοηθήμασι τοῖς προρρηθεῖσιν ἐν τῷ περὶ
ἐμπνευματώσεως τῆς μήτρας κεφαλαίῳ.
      
   

Leo Phil., Conspectus medicinae (0723: 002)“Anecdota medica


Graeca”, Ed. Ermerins, F.Z.Leiden: Luchtmans, 1840, Repr. 1963.
Chapter p, section 7, line 5
κʹ  περὶ ἀναδρομῆς.
καʹ περὶ ἀτρήτων.
κβʹ περὶ προπτώσεως μήτρας.
κγʹ περὶ μύλης.  
 

Κεφάλαια τοῦ ἑβδόμου λόγου.

αʹ  Περὶ φλεγμονῆς.
βʹ  περὶ ἐρυσιπέλατος.
283

γʹ  περὶ ἕρπητος.
δʹ  περὶ σκίῤῥου.
εʹ  περὶ οἰδήματος.
στʹ  περὶ ἀποστήματος.
ζʹ  περὶ ἄνθρακος.
ηʹ  περὶ δοθιῶνος.
θʹ  περὶ βουβῶνος.
ιʹ  περὶ ἀρθρίτιδος, ποδάγρας καὶ ἰσχιάδος.
ιαʹ περὶ στεατώματος.
ιβʹ περὶ ἀθηρώματος.
ιγʹ περὶ μελικηρίδος.
ιδʹ περὶ ἀκροχορδόνων.
ιεʹ περὶ λέπρας.

Leo Phil., Conspectus medicinae Chapter 7, section 5, line t


         

<Περὶ σκίῤῥου.>

      
 Σκίῤῥος ἐστὶν ὄγκος σκληρὸς μέλας ἄνευ ὀδύνης, γίνε-
ται δὲ ἐπὶ μελαγχολικῷ χυμῷ· ὅταν δὲ γένηται ἐν τῷ
τραχήλῳ λέγεται χοιράς. θεραπεύεται διὰ χειρουργίας
καὶ καύσεως, ἢ διὰ τῶν μαλακτικῶν φαρμάκων· οἷόν
ἐστιν ἡ κωφὴ καὶ τὸ κίτρινον.
      
        

<Περὶ οἰδήματος.>

      
 Οἴδημά ἐστιν ὄγκος ἀνώδυνος, ὅταν πήξῃς ἐν αὐτῷ
τὸν δάκτυλον κοιλαίνεται καὶ πάλιν μετὰ ὥραν καθί-
σταται· γίνεται δὲ ἀπὸ φλέγματος καὶ καλοῦσιν αὐτό
τινες φύγεθλον· θεραπεύεται δὲ ἐὰν σπόγγον βρέξαν-
τες εἰς θαλάσσιον ὕδωρ, ἢ ὄξος, ἢ στακτὴν ἐπιθῶμεν
καὶ ἐπιδήσαντες σφίγξωμεν, ὡς εἴρηται ἐν τῷ δευτέρῳ
βιβλίῳ τῶν πρὸς Γλαύκωνα.
      
       
284

Στέφανος ιατρός. Scholia in Hippocratis prognosticon (0724: 002)


“Commentary on Hippocrates' Prognosticon”, Ed. Duffy, J.M., 1975;
Diss. SUNY Buffalo.Chapter 1, section 13, line 61

πυοποιοῦνται, τὰ δὲ ψυχρότερα ὀψιαίτερον. καὶ τὰ μὲν μαλθακὰ


καὶ μανὰ πρωιαίτερον διὰ τὴν θερμότητα, τὰ δὲ σκληρὰ καὶ πυκ-
νὰ ὀψιαίτερον διὰ τὴν ψυχρότητα, ὥσπερ νεῦρα καὶ μύες καὶ τὰ
τοιαῦτα. τινὲς καὶ ἐνταῦθα ἐκ τοῦ ἐναντίου λέγουσιν ὅτι τὰ
πυκνὰ καὶ στεγανά, ἐπειδὴ ἐναποκέκλεισται τὸ ἐν αὐτοῖς θερμόν,
πρωιαίτερον πυοποιοῦνται, κατὰ τὸ εἰρήμενον ἐν ἄλλοις ὑπὸ τοῦ  
Ἱπποκράτους, “ὁκόσα πεπαίνεσθαι χρή, ἐγκατακεκλεῖσθαι χρή”.
οὕτως δὲ καὶ ἐν τῇ συνηθείᾳ ποιοῦμεν, τὰ δεόμενα πυοποιήσεως
οὐ τοῖς διαφοροῦσι κεχρήμεθα, ἀλλὰ τοῖς πυκνοῦσιν.
 Εἶτα καὶ προσδιορισμὸν τίθησιν. ἐπειδὴ γὰρ περὶ οἰδήματος
αὐτῷ ὁ λόγος, λέγει καὶ ποία ἀρίστη ἐστὶ ῥῆξις ἐπὶ τῶν ἀπο-
στημάτων· φησὶ γὰρ ὅτι “ὁκόσα ἔσω ῥήγνυται, ἄριστά ἐστι”. καὶ
ἵνα σαφῶς τοῖς λεγομένοις παρακολουθήσωμεν, δεῖ εἰδέναι ὅτι
αἱ ῥήξεις τῶν ἀποστημάτων ἢ ἐντὸς γίνονται ἢ ἐκτὸς ἢ κατὰ τὸ
συναμφότερον, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός. καὶ ἡ μὲν ἐπὶ τὰ ἐκτὸς γι-
νομένη ῥῆξις πασῶν ἀγαθωτέρα καὶ ἀκίνδυνός ἐστιν. ἡ δὲ κατὰ
τὸ συναμφότερον χειρίστη πασῶν ἐστιν. ἡ δὲ ἐπὶ τὰ ἐντὸς μέσως
πώς ἐστι τούτων· πρὸς μὲν τὴν ἐπὶ τὰ ἐκτὸς ῥῆξιν χεῖρόν ἐστι,
πρὸς δὲ τὴν κατὰ τὸ συναμφότερον εὐϊατοτέρα ἐστὶ καὶ ἀκίνδυ-
νος, ἐπειδὴ ἡ κατὰ τὸ συναμφότερον γινομένη ῥῆξις οὐ μόνον

Παλλάδιος ιατρός. Commentarii in Hippocratis librum sextum de


morbis popularibus (0726: 001)“Scholia in Hippocratem et Galenum,
vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr. 1966.
Volume 2, page 5, line 8

 Ἐνταῦθα πλείονες φέρονται γραφαί· ἢ γὰρ ὁπόσαις


καὶ ὁκόσαις ἢ ὁκόσῃσι. μέμνηται δὲ καὶ ἀποφθορᾶς. ἀλλ'
εἰ μὲν οὕτως μόνον ἔχει, τὴν <ἀπὸ> πρόθεσιν λαμβάνομεν,  
τὴν δὲ φθορὰν, ὄνομα. εἰ δὲ ἔχει ἐξ ἀποφθορῆς, τὴν μὲν
<ἐξ> πρόθεσιν, τὴν δὲ ἀποφθορὰν, ἓν μέρος λόγου καὶ
ὄνομα. ἁπλῶς γὰρ τὸν ἀμβλυσμὸν σημαίνει. μέμνηται
δὲ καὶ ὑστέρας. καί τινες μὲν περὶ ὑστέρην, ἄλλοι ἀπὸ
ὑστέρης γράφουσιν. ὑστέρα δὲ λέγεται ἡ μήτρα, ἢ ὡς
ὑστέραν κειμένην τῶν κυρίων μορίων, ἢ ὡς ὑστέραν παρέχου-
σαν τὴν ἐνέργειαν. λέγεται δὲ καὶ μήτρα καὶ δελφὺς καὶ γα-
στήρ. μέμνηται δὲ περὶ οἰδήματος. καὶ οἱ μὲν μεταγενέστεροι
285

οἴδημα λέγουσι τὸν ἀπὸ φλέγματος ὄγκον, ὁ δὲ Ἱπποκράτης


πάντα ὄγκον οἴδημα καλεῖ, διὰ δὲ τῶν ἐπιφερομένων διακρί-
νει. εἰ γὰρ εἴποι οἴδημα χαῦνον καὶ ἀνώδυνον, τὸ ὄντως οἴ-
δημα λέγει· εἰ δὲ οἴδημα θερμὸν καὶ ὀδυνηρὸν καὶ ἀντίτυπον,
τὴν φλεγμονὴν λέγει· εἰ δὲ οἴδημα καὶ ἀντίτυπον καὶ ἀνώδυ-
νον, τὸν σκίρον. νῦν οὖν τὴν φλεγμονὴν οἴδημα καλεῖ. μέμνη-
ται δὲ καὶ καρηβαρίας. ἔστι δὲ καρηβαρία, ὀδύνη τῆς κε-
φαλῆς ἐκ τῶν τεινόντων καὶ δακνόντων καὶ βαρούντων
γινομένη, ἥτις ὄντως ἐστὶ καρηβαρία. μέμνηται δὲ καὶ
βρέγματα. ἔστι δὲ τὸ βρέγμα χαῦνον, ἀπὸ ὀστῶν,

Ιππιατρικά. Hippiatrica Berolinensia (0738: 001)


“Corpus hippiatricorum Graecorum, vol. 1”, Ed. Oder, E., Hoppe, K.
Leipzig: Teubner, 1924, Repr. 1971.Chapter 26, section 27, line t1

ἄλλο.

 Κόκκων δάφνης λίτραν μίαν, θείου ἀπύρου γ<ο> γʹ, πίς-


σης ὑγρᾶς ξέστας βʹ, κόψας πάντα οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ μῖξον καὶ
οὕτως ἀπότριβε.

Τιβερίου πρὸς ὠμοπλάτης χάλασμα.

 Πίσσης ξηρᾶς λίτρας βʹ, ῥητίνης Κολοφωνίας λίτρας βʹ,


ῥητίνης τερεβενθίνης γ<ο> δύο, χαλβάνης γ<ο> βʹ, μίξας ἐν ταὐ-
τῷ, χρῶ.

Ἀψύρτου περὶ οἰδήματος ἐν ὤμῳ παρὰ τὸν ἀγκῶνα.

 <Ἄψυρτος Μάρκῳ ἱπποϊατρῷ χαίρειν.> βούλομαί σε


εἰδέναι, ὅτι ἐπὶ τῷ ὤμῳ τῷ λεγομένῳ ἀγκῶνι παρὰ τὴν <μάλην>
ἢ ὑπὸ ζώνην συμβαίνει οἰδήματα γίγνεσθαι ἐκ ταὐτομάτου.
<οἱ δὲ πρὸ | ἡμῶν εἶπον ἐξ> ὠμότητος γίνεσθαι· <οἷς ἐγὼ
οὐ συγκατατίθεμαι>. θεραπεύεται δὲ πρόσφατα ὄντα καὶ
ἐμφύσημα ἔχοντα καυστικῷ καταχριόμενα. ὅταν δὲ στεατωθῇ
καὶ σκλήρωσιν ἔχῃ, ἐκτέμνεται καὶ θεραπεύεται, ὡς καὶ τὰ
λοιπὰ ἕλκη τὰ ἐν τῇ ῥάχει γιγνόμενα, ἅτινα λέγεται κύστις.
ἀρίστη δὲ θεραπεία ἡ διὰ καυτηρίου, ὡσαύτως καὶ τῶν ἐν  
286

Αλέξανδρος ιατρός. De oculis libri tres (0744: 005)


“Nachträge zu Alexander Trallianus”, Ed. Puschmann, T.
Berlin: Calvary, 1887, Repr. 1963.Page 142, line 29

τοῦ τὰ ἀμφότερα βλέφαρα ἐπαίρεσθαι, ὥστε καὶ ἐκστρέφεσθαι


καὶ μόλις κινεῖσθαι καὶ τὸ λευκὸν ἐπὶ πολὺ τοῦ μέλανος ὑψηλότερον
φαίνεσθαι. τινὲς δὲ καὶ ἄλλο εἶδος χημώσεως ἄνευ φλεγμονῆς τε
καὶ ἀλγήματος ὑπέλαβον γίνεσθαι καὶ ἐμοὶ δοκεῖ ἀληθὲς εἶναι· καὶ
γὰρ ἡ θεραπεία αὐτῶν διάφορος.
 Τί ἐστιν ἐμφύσημα; Ἐμφύσημα δ' ἔστιν ὄγκος χαῦνος ὕδατι
ἐοικὼς ἐξαίφνης ἐπιγενόμενος μετὰ κνησμοῦ κατὰ τὸν μέγαν
κανθὸν, μάλιστα δὲ προηγησαμένου μυίας ἢ κώνωπος δακόντος, ὅθεν
καὶ θερινῆς ὥρας πλεονάζει τὰ τοιαῦτα· γεγηρακόσι δὲ τοῦτο
συμβαίνει μᾶλλον ἢ νέοις.
 Περὶ οἰδήματος. Τὸ δὲ οἴδημά ἐστι μὲν καὶ αὐτὸ χαῦνος ὄγκος
ἐοικὼς τῷ ἐμφυσήματι, διαφέρει δὲ αὐτοῦ τῷ ἄνευ προφάσεως φα-  
νερᾶς συνίστασθαι καὶ πιεζόμενον κοιλαίνεσθαι καὶ ἀναπληροῦ-
σθαι· ἔστι δὲ ψυχρότερον τοῦ ἐμφυσήματος.
 Περὶ σκληροφθαλμίας. Σκληροφθαλμία μὲν οὖν ἐστι σκληρότης
αὐτοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ καὶ τῶν βλεφάρων, ὥστε δῆλον εἶναι. καὶ διὰ
τοιαύτην αἰτίαν δυσκίνητος καὶ ἐπώδυνος ὀφθαλμὸς γίνεται καὶ μά-
λιστα μετὰ τοὺς ὕπνους· καὶ γὰρ τὰ βλέφαρα μόλις τε ἀνοίγουσι
καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἀκίνητος μένει· καὶ λῆμαι δὲ μικραὶ καὶ σκληραὶ
ὑποτρέφονται.

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ

Αθανάσιος θεολόγος, 6, 167, 168 Βασίλειος Καισαρείας, 7


Αίλιος Ηρωδιανός, 33 Γαληνός ιατρός, 14, 15, 16, 17, 18, 19,
Αίτιος ιατρός, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 36,
97, 98, 99, 100, 279, 280, 281 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45
ἀλγήματα καὶ οἰδήματα, 137 Γεώργιος Μοναχός, 10, 192, 193
ἀπόστημα, 11, 39, 46, 47, 48, 208, 213, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, 6
223, 244, 256 Διόδωρος Σικελός, 30
Αριστοτέλης, 5, 32 Διοσκουρίδης Πεδάνιος, 66, 67, 68, 69,
ἀσθενείας, 12, 191 70, 71, 72, 73
287

ἐπενέγκοι θάνατον,, 8, 176 73, 78, 82, 88, 89, 90, 92, 94, 97, 101,
Επιφάνιος, 6, 165, 166 106, 107, 109, 117, 125, 127, 130, 131,
Ευάγριος, 7, 222 132, 133, 134, 135, 136, 137, 138, 141,
Ιπποκράτης, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 144, 145,146, 154, 155, 156, 158, 159,
59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 274 160, 161, 164, 165, 166, 167, 168, 169,
Ἱπποκράτης, 17, 25, 26, 27, 28, 29, 94, 95, 171, 173, 182, 187, 192, 193, 195, 197,
116, 117, 118, 119, 120, 122, 125, 126, 201, 202, 203, 210, 212, 213, 214, 223,
127, 133, 134, 135, 136, 257, 284 238, 244, 245, 252, 277, 279, 280, 285
Ἱπποκράτης οἰδήματα, 27 Οἰδήματα, 11, 208, 244
Ιωάννης Χρυσόστομος, 7, 8, 9, 10 οἰδήματος, 21, 25, 30, 32, 40, 42, 50, 52,
Κατάπλασμα, 145 62, 63, 64, 66, 81, 82, 83, 88, 89, 93, 97,
Λουκιανός, 31, 32 98, 100, 106, 112, 113, 117, 118, 120,
νόσου, 31, 80, 128, 187, 189, 261 122, 124, 126, 129, 130, 139, 142, 153,
ὄγκος ἐστὶ, 246, 247, 248, 249, 253, 257, 184, 190, 194, 207, 217, 219, 224, 225,
259, 260, 262, 263, 266, 267, 268 234, 275, 277, 278, 279, 280, 282, 283,
ὄγκος ἐστίν, 251, 266, 273 284, 285
ὄγκος ἐστὶν, 246, 247, 251, 252, 253, 254, οἰδηματώδεις, 19, 37, 80, 83, 84, 91, 106,
255, 256, 257, 258, 260, 265, 270, 271, 110, 111, 112, 147, 148, 149, 150, 151,
272 152, 201, 202
ὄγκος οἰδηματώδης, 79 οἰδηματῶδες, 132, 133, 134
ὄγκωμα, 11, 34, 198, 199, 208, 213, 221, οἰδηματώδη, 203, 204
222, 223, 233, 244 οἰδηματώδης ὄγκος, 87
οίδημα, 4, 5 οἰδηματώδης τε φλεγμονὴ, 80
οϊδημα, 5 οἰδημάτων, 9, 14, 18, 20, 28, 29, 55, 56,
οἴδημα, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 65, 83, 84, 100, 106, 110, 111, 117, 119,
16, 20, 22, 23, 28, 31, 33, 34, 36, 37, 38, 135, 136, 143, 144, 152, 176, 177, 183,
39, 41, 43, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 53, 54, 185, 200, 206, 207, 221, 222, 248
55, 56, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 74, Οἴδησις, 11, 208, 244
75, 76, 77, 82, 83, 84, 85, 88, 94, 95, 96, Ὅμηρος, 46, 88, 163, 184, 211, 215, 229,
97, 99, 100, 101, 103, 104, 105, 107, 241
110, 111, 114, 115, 117, 118, 120, 122, Ὀνομάζομεν οὖν οἴδημα, 22, 23
123, 125, 126, 135, 136, 139, 140, 141, πάθος, 7, 13, 14, 22, 23, 31, 36, 37, 42, 43,
142, 144, 145, 156, 157, 162, 163, 164, 78, 80, 94, 95, 96, 106, 130, 132, 133,
169, 171, 172, 174, 175, 176, 177, 178, 134, 137, 153, 169, 172, 186, 197, 200,
179, 180, 184, 185, 186, 187, 189, 190, 202, 203, 205, 215, 217, 220, 225, 247,
191, 195, 196, 197, 198, 200, 202, 203, 248, 256, 257, 258, 266, 267, 276, 280,
205, 208, 209, 211, 213, 214, 215, 216, 281
217, 218, 220, 221, 222, 223, 224, 225, Παύλος ιατρός, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83,
226, 227, 228, 230, 231, 232, 233, 235, 84, 85, 86, 252, 253, 254, 255, 256, 257,
236, 237, 238, 239, 240, 241, 242, 243, 258
244, 274, 276, 277, 279, 280, 284 Πλούταρχος, 12, 13
Οἴδημα, 6, 11, 53, 54, 167, 189, 198, 199, προσκολλῶσι τοῖς οἰδήμασι, 228, 241
208, 244 πυρετὸν, 9, 44, 126, 127, 177, 261, 273
οἴδημα γενέσθαι, 140 πυρετὸς, 8, 10, 14, 20, 34, 53, 54, 55, 56,
Οἴδημά ἐστιν, 44, 112, 113, 273, 275, 283 57, 60, 61, 62, 63, 65, 66, 78, 102, 103,
οἴδημα σκληρόν, 127 116, 117, 120, 125, 127, 129, 130, 164,
οἴδημα χαῦνον, 122, 127, 284 167, 176, 193
οἰδήμασιν, 15, 17, 188 σαρκὶ πληγῆς πάθος, 13
οἰδήματα, 5, 6, 7, 8, 10, 17, 18, 20, 24, 25, σπλάγχνων, 18
26, 27, 30, 31, 33, 34, 35, 40, 42, 43, 52, Στέφανος ιατρός, 113, 114, 115, 116,
53, 54, 55, 56, 58, 59, 67, 69, 70, 71, 72, 117, 118, 119, 120, 260, 261, 283
288

Συμπλίκιος, 10, 204 φλεγμονὴ,, 38, 39, 168


τραυμάτων οἰδήματα, 181 φλεγμονὴν, 8, 13, 20, 22, 23, 69, 72, 98,
φλεγμονάς, 26, 67, 92, 107, 135, 136, 248, 100, 114, 115, 120, 122, 138, 144, 163,
255 174, 205, 247, 262, 284
φλεγμονὰς, 8, 21, 40, 66, 69, 70, 73, 77, φλεγμονῆς, 21, 25, 26, 27, 38, 43, 45, 48,
79, 88, 89, 91, 103, 105, 106, 135, 136, 49, 51, 53, 79, 112, 118, 120, 138, 149,
152, 158, 161, 173, 189, 253, 256, 281 153, 200, 201, 206, 221, 222, 247, 253,
φλεγμονή, 11, 15, 41, 46, 79, 94, 95, 96, 261, 275, 276, 278, 281, 282, 285
102, 103, 119, 143, 202, 208, 213, 221, Φώτιος, 10, 11, 206, 207, 208, 209
222, 223, 233, 244, 256, 267, 276
TLG Texts doing_search π ερι οιδηματος tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

TLG Texts doing_search οιδημα εστι tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

TLG Texts doing_search ογκος εστι tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

TLG Texts doing_search οιδημα tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

You might also like