You are on page 1of 133

Μαρία Γιάγκου

Maria Giagkou

Φιλογλωσσία - Νέα Ελληνικά για αρχάριους Filoglossia - Modern Greek for beginners

Ελληνο-αγγλικό Γλωσσάριο Greek-English Glossary

Διορθώσεις: Κωνσταντίνος Καλημέρης, Βίκυ Κάντζου, Μαριάννα Μίνη, Corrections of the Greek texts: Constandinos Kalimeris, Vicky Kantzou,
Πέπη Σταμούλη, Αγγελική Φωτοπούλου Marianna Mini, Pepi Stamouli, Aggeliki Fotopoulou
Διορθώσεις αγγλικών μεταφράσεων: Ian Robertson, Corrections of the English translations: Ian robertson,
Φρίντα Χαραλαμποπούλου Frieda Charalabopoulou
Σχεδιασμός: Δημήτρης Καρατζαφέρης / ANIMaD Design: Dimitris Karatzaferis / ANIMaD

C 2008 Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου / Eρευνητικό Κέντρο “Αθηνά” C 2008 Institute for Language and Speech Processing / “Athena” Research Centre

ISBN
ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΓΚΟΥ

φιλογλωσσία
filoglossia

Νέα Ελληνικά για αρχάριους


(συνοδευτικό εγχειρίδιο της ομώνυμης σειράς CD-ROM/DVD-ROM)

Modern Greek for beginners


(accompanying book of the homonymous CD-ROM/DVD-ROM series)

Ελληνο-αγγλικό Γλωσσάριο
Greek-English Glossary

Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου / Eρευνητικό Κέντρο “Αθηνά”


Institute for Language & Speech Processing / “Athena” Research Centre
Αθήνα
Athens 2008
Design and implementation team of the electronic glossary

Coordination
Frieda Charalabopoulou
Maria Giagkou
Gregory Steinhaouer

Editors/Authors
Maria Giagkou
Nikos Konstantakis
Athena Papatheodorou

Quality control
Aggeliki Fotopoulou
Vassilis Katsouros
Marianna Mini

Thanks to:
Constandinos Kalimeris
Aggeliki Fotopoulou
Marianna Mini
φιλογλωσσία
filoglossia

Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου / Eρευνητικό Κέντρο “Αθηνά”


Institute for Language & Speech Processing / “Athena” Research Centre

Αθήνα
Athens 2008
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
PREFACE

Η σειρά φιλογλωσσία αποσκοπεί στην εκμάθηση της Eλληνικής ως ξένης γλώσσας με γλώσσα υποστήριξης την αγγλική.
Απευθύνεται σε ξένους ή/και Έλληνες ομογενείς (άνω των 14 ετών) που δεν ομιλούν καθόλου ή γνωρίζουν λίγα Eλληνικά και
επιθυμούν να συστηματοποιήσουν τις γνώσεις τους. Καλύπτει τις γλωσσικές ανάγκες των μαθητών του πρώτου επιπέδου
ελληνομάθειας (αρχάριοι). Πρόκειται για ένα εκπαιδευτικό λογισμικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί διττά: ως συνοδευτικό
εργαλείο σε περιβάλλον καθοδηγούμενης διδασκαλίας (στην τάξη) ή/και ως εργαλείο αυτομάθησης.

Το πρόγραμμα βασίζεται κατά κύριο λόγο στην επικοινωνιακή προσέγγιση στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας: στόχος
είναι η απόκτηση επικοινωνιακής επάρκειας που θα επιτρέψει στον χρήστη να ανταποκριθεί σε καθημερινές απλές
περιστάσεις επικοινωνίας. Έμφαση δίνεται και στην συστηματική διδασκαλία των γραμματικών δομών και των συντακτικών
λειτουργιών της Νέας Ελληνικής, τα στοιχεία όμως αυτά εντάσσονται σε επικοινωνιακά πλαίσια και δίνονται με τρόπο απλό
και λειτουργικό.

Κάθε διδακτική ενότητα πλαισιώνεται από ασκήσεις ποικίλων εργονομιών για την ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων.
Μια σειρά γλωσσικών εργαλείων που έχουν ενσωματωθεί στο λογισμικό επιτρέπει στον χρήστη να ηχογραφεί την φωνή
του και να την συγκρίνει με το μοντέλο του φυσικού ομιλητή, να βλέπει την φωνητική μεταγραφή και να ακούει με συνθετική
φωνή την προφορά οποιασδήποτε ελληνικής λέξης, καθώς και να αναζητά στο ενσωματωμένο δίγλωσσο ελληνο-αγγλικό
ηλεκτρονικό γλωσσάριο οποιαδήποτε ελληνική λέξη εμφανίζεται μέσα στο πρόγραμμα, προκειμένου να έχει πρόσβαση
στην αγγλική μετάφρασή της και σε αντίστοιχα χρηστικά παραδείγματα.

Στην φιλογλωσσία έχουν επιπλέον χρησιμοποιηθεί πρωτοποριακές τεχνικές διασύνδεσης των κειμένων των διαλόγων
με τα αντίστοιχα στιγμιότυπα του βίντεο, ενώ στην διδασκαλία του λεξιλογίου παρέχεται στον χρήστη η δυνατότητα να
διαπιστώσει πώς χρησιμοποιείται κάθε λέξη του κειμένου στο περικείμενό της με την υποστήριξη τεχνολογιών βίντεο.

Πέρα από το καθαρά γλωσσικό υλικό, η σειρά περιλαμβάνει και αμιγώς πολιτιστικές ενότητες, οι οποίες πλαισιώνονται από
πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό και αναφέρονται σε πτυχές του αρχαίου αλλά και του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.

Η φιλογλωσσία εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου. Το παρόν αποτελεί συνοδευτικό εγχειρίδιο και
εντάσσεται στο πλαίσιο της πολιτικής του ΙΕΛ για υποστήριξη των ηλεκτρονικών του εκδόσεων με έντυπο υλικό, ούτως
ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μαθητή για άμεση και εύκολη πρόσβαση στο γλωσσικό υλικό, όταν δεν βρίσκεται
κοντά στον Η/Υ του.

Η σειρά φιλογλωσσία περιλαμβάνει τις ακόλουθες εκδόσεις:


• τη φιλογλωσσία στην πρώτη έκδοσή της, με εισαγωγικό υλικό για το πρώτο επίπεδο και υποστήριξη σε 6 γλώσσες
(Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Δανικά και Ρωσικά)
• το διαδικτυακό λογισμικό (διαθέσιμο στο http://www.xanthi.ilsp.gr/filog/)
• τη φιλογλωσσία+ στην πλήρη μορφή της, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο του υλικού του πρώτου επιπέδου και
αποτελείται από τέσσερα CD-ROM με γλώσσα υποστήριξης την αγγλική
• τη νέα φιλογλωσσία σε DVD-ROM, η οποία περιλαμβάνει πλήθος επιπλέον εργαλείων γλωσσικής τεχνολογίας που
βοηθούν τον χρήστη στην κατάκτηση των γλωσσικών επιπέδων της Ελληνικής (π.χ. κλίση λέξεων, διόρθωση λαθών σε
κείμενα κ.λπ.)

Η αναπτυξιακή προσπάθεια συνεχίζεται στο ΙΕΛ με την δημιουργία της ταχύρρυθμης έκδοσης της φιλογλωσσίας που
αποτελεί σύγχρονη ανάγκη καθώς και με την δημιουργία υλικού για το δεύτερο και τρίτο επίπεδο ελληνομάθειας.

Καθ. Γεώργιος Καραγιάννης


Πρόεδρος Δ.Σ. Ερευνητικού Κέντρου “Αθηνά”, Διευθυντής ΙΕΛ
The filoglossia series aims at teaching/learning Modern Greek as a foreign language supported by English and
addressed to foreigners and/or expatriate Greeks (aged over 14 years) with little or no previous knowledge of the
language. It is tailored to the language needs of first-level learners (i.e. beginners) and may be used in a twofold manner:
as a supplementary tool in the framework of guided instruction (in the classroom) or as a self-learning tool for autonomous
learners.

The program is mainly based on the communicative approach to foreign language learning and aspires to help learners
acquire communicative competence, which will enable them to successfully carry out simple every-day life communication
tasks. Emphasis is also placed on the systematic teaching of grammatical structures and syntactic functions of Modern
Greek, these, however, are treated in a simple and functional way and within a communicative context.

Each chapter is accompanied by exercises of various ergonomies for the development of the language skills. Furthermore,
a number of language tools incorporated in the courseware enables the users to record their voice and compare it with the
native speaker model, to automatically obtain the phonetic transcription and listen to the pronunciation of any Greek word
by a synthetic voice, as well as to look up in the Greek-English electronic glossary any word appearing in the program,
access its English equivalent and relevant examples of use.

A number of innovative techniques for linking the texts with the corresponding videos have also been employed, while
vocabulary learning is fostered by allowing the user to explore how each word of the dialogue text is used in context also
supported by video technologies.

Apart from the language material, the program includes rich audio-visual material related to cultural aspects of both
ancient and contemporary Greek culture and civilization.

filoglossia was designed and developed by the Institute for Language and Speech Processing (ILSP). This book
accompanies the homonymous courseware series and complies with ILSP’s policy to enhance its electronic versions with
printed material in order to enable easy and quick access to the language material when away from the PC.

The filoglossia series includes the following versions:


• filoglossia: introductory language material for the first level, supported by six languages (English, French, German,
Spanish, Dutch and Russian)
• filoglossia on the web (http://www.xanthi.ilsp.gr/filog/)
• filoglossia+: includes all language material of the first level and comprises four multimedia CD-ROMs with English
language support
• new filoglossia: comprises a DVD-ROM enhanced with language technology tools, which further facilitate the users to
acquire the Greek language system (e.g. conjugation of verbs, declension of nouns/adjectives, spelling checker etc.)

The development effort is in progress at ILSP and involves the implementation of the accelerated version of the filoglossia
courseware, as well as the development of the language material for the second and third level.

Prof. George Carayannis


President of the Board of the “Athena” Research Center, ILSP Director
11

φιλογλωσσία Greek-English Glossary

Entries This Greek-English glossary is a supplement to the φιλογλωσσία book compris-


ing 3.130 entries of Greek words, phrases, acronyms and proper names (cities,
countries and nationalities). The lemmas of this glossary are words and phrases
that appear in the language material (dialogues, examples and exercises) of the
corresponding course book and only their specific meanings in the context of the
φιλογλωσσία language material have been recorded here.

The glossary aims to cover the basic functional vocabulary of A level learners (i.e.
beginners) and information on each entry (lemma) includes:
• grammatical characterisation (part-of-speech annotation)
• phonetic transcription
• the English translation
• example(s) of use, also translated in English
• expression(s), also translated in English

Grammatical The grammatical characterisation involves a part-of-speech tag following the


characterisation lemma:

ACRO Acronym N Noun


ADJ Adjective NUM Numeral
ADV Adverb PART Participle
ART Article PRCL Particle
CONJ Conjunction PREP Preposition
EXCL Exclamation PRON Pronoun
EXP Expression(s) VB Verb
Example: άγαλμα (το) Ν

If the lemma is a noun, the genre is also indicated by the definite article in brackets,
i.e. ο for masculine, η for feminine and το for neuter nouns.

Example: άγαλμα (το) Ν

Phonetic Each lemma is phonetically transcribed by employing the International Phonetic


transcription Alphabet (IPA). The phonetic transcription appears in square brackets.

Example: άγαλμα (το) Ν []

The following table includes the IPA symbols used in this glossary and the corre-
sponding Greek sounds:

Vowel sounds
 αβγό (egg)  similar to unless
 εξοχή (countryside)  similar to bet
 ικανός (able)  similar to bit
 όροφος (floor)  similar to bought
 ουρανός (sky)  similar to book
12

Consonant sounds
 μπαμπάς (daddy)  similar to bed
 κερί (candle)  similar to key
 νταλίκα (lorry)  similar to dog
 δέμα (parcel)  as in that
 φίλος (friend)  as in fish
 γκαράζ (garage)  as in garden
 γκέτο (ghetto)  as in get
 γάλα (milk)  similar to woman
 γέρος (old man)  similar to yield
 διαφορά (difference)  similar to yes
 θήκη (case)  as in thin
 καφές (coffee)  as in coat
 λόφος (hill)  as in lamp
 λιακάδα (sunshine)  similar to prelude
 μάτι (eye)  as in my
 έμφαση (emphasis) fasi similar to comfort
 νερό (water)  as in no
 ψώνια (shopping)  similar to new
 συγκρίνω (compare) () as in tank
 παιδί (child)  similar to cap
no English equivalent,
 ρόδα (wheel) 
as in Spanish pero
 σώμα (body)  as in stop
 τιμή (price)  similar to pit
 βιβλίο (book)  as in vase
 χώρα (country)  as in Scots loch
 χέρι (hand)  similar to hew
 ζώνη (zone)  as in zoo

English translation Each lemma is accompanied by its English equivalent and followed by examples of
and examples use, also translated in English.

Example: άγαλμα (το) Ν [] statue: Στην κεντρική αίθουσα του μουσείου
εκτίθεται το άγαλμα του Δία. The statue of Zeus is exhibited in the main
hall of the museum.

In case of polysemy (i.e. when a particular lemma has several meanings), the dif-
ferent meanings of the lemma are numbered and relevant examples of use are
provided.

Example: ανοίγω VB [] 1. open: Άνοιξα το παράθυρο, γιατί κάνει ζέστη. I


opened the window because it’s hot. 2. switch on: Μπορείς να ανοίξεις
την τηλεόραση, σε παρακαλώ; Could you switch on the TV, please?

In some cases, the lemma may have one meaning (and English equivalent) but it
may involve two or more different syntactic structures. In such cases, two or more
examples of use are provided and each example is separated by the symbol ||.
13

Sometimes two examples are also provided in order to demonstrate slight differ-
ences in meaning, which however correspond to the same English equivalent.

Example: αλλάζω VB [] change: Το νούμερο του τηλεφώνου μου έχει αλλάξει.
My phone number has changed. || Μετά την διάρρηξη αλλάξαμε τις
κλειδαριές. After the break-in we changed the locks.

Expressions Examples of use are also provided for expressions and introduced by ‘EXP’. The
following are considered as expressions:

a) collocations and compounds


b) idiomatic phrases
c) every day communication phrases and
d) phrases, in the context of which a lemma acquires a different meaning

Example: αγγελία (η) N [] announcement, advertisement: … EXP:


Ψάχνω για δουλειά στις μικρές αγγελίες. I am looking for a job in the
classified ads.
Α, α 14 αγωνία

A A, α
Β
Γ Α, α (άλφα) []: the first letter of the Greek al- αγελάδα (η) Ν [] cow: Ένα κοπάδι αγελά-

Δ
phabet δες έβοσκε στο λιβάδι. A flock of cows was graz-
αβγό / αυγό (το) Ν [ / ] egg: Πόσα αβγά ing in the field.
αγέρας (ο) Ν [] wind: Από τα παράθυρα
Ε
χρειάζεσαι για μια ομελέτα; How many eggs do
you need for an omelette? έμπαινε ο αγέρας του ωκεανού. The ocean wind
άγαλμα (το) Ν [] statue: Στην κεντρική was coming through the windows.
Ζ αίθουσα του μουσείου εκτίθεται το άγαλμα του αγέρι (το) Ν [] mild wind: Σταθήκαμε στην
Δία. The statue of Zeus is exhibited in the main κορυφή του λόφου και το αγέρι μάς χάιδευε το
Η hall of the museum. πρόσωπο. We stood on top of the hill and a mild
wind was caressing our faces.
αγαπάω / αγαπώ VB [ / ] love: Σ’
Θ αγαπάω πάρα πολύ, μαμά! I love you very
much, mοm.
αγκαλιά (η) Ν [] hug, in one’s arms:
Αισθάνομαι ασφάλεια στην αγκαλιά σου. I feel

Ι αγάπη (η) N [] love: Το έκανε από αγάπη


για τα παιδιά της. She did it out of love for her
safe in your arms.
αγκαλιάζω VB [] hug: Την αγκάλιασε

Κ children.
αγαπημένος, αγαπημένη, αγαπημένο PART
και την φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. He hugged
her and kissed her gently on the cheek.

Λ [, , ] άγκυρα (η) Ν [] anchor: Στην ακτή υπήρχε μια
παλιά άγκυρα. There was an old anchor on the
1. favourite: Ποιο είναι το αγαπημένο σου
beach.
Μ τραγούδι; Which is your favourite song?
2. dear: Αγαπημένη μου Ειρήνη, σου γράφω αγκώνας (ο) Ν [] elbow: Χτες, ενώ έπαι-
ζα μπάσκετ, χτύπησα τον αγκώνα μου. Yester-
Ν
αυτό το γράμμα... My dear Irene, I am writing
this letter... day, while I was playing basketball, I hurt my
elbow.
αγαπητός, αγαπητή, αγαπητό ADJ [,
Ξ , ] dear: Αγαπητέ Γιάννη, σου άγνωστος, άγνωστη, άγνωστο ADJ [,
, ] unknown, strange: Βρέθηκε
γράφω... Dear John, I am writing to you...
Ο αγαπώ  αγαπάω
το χειρόγραφο ενός άγνωστου μέχρι σήμερα
ποιήματος του Σεφέρη. The manuscript of a pre-
αγγελία (η) N [] announcement, adver-
Π tisement: Μάθαμε από την αγγελία στην εφημε-
viously unknown poem of Seferis was found.
αγορά (η) Ν [] market: Η αγορά είναι κλειστή
ρίδα ότι παντρεύτηκε. We heard that he got mar-
Ρ
την Κυριακή. The market is closed on Sunday.
ried from the announcement in the newspaper.
αγοράζω VB [] buy: Πάω στο φαρμακείο
EXP: Ψάχνω για δουλειά στις μικρές αγγελίες. I

Σ
για να αγοράσω τα φάρμακα της γιαγιάς μου. I
am looking for a job in the classified ads.
am going to the chemist’s to buy my grandmoth-
Αγγλία (η) N [[] England: Το Λονδίνο είναι er’s medicines.
Τ πρωτεύουσα της Αγγλίας. London is the capital
of England.
αγρότης (o) N [] farmer: Ο παππούς μου
είναι αγρότης. Καλλιεργεί καλαμπόκι. My grand-
Υ Αγγλίδα (η) Ν [[] English, British: Η κυ-
ρία Σμιθ είναι Αγγλίδα. Mrs Smith is English.
father is a farmer. He grows corn.
άγχος (το) Ν [] stress: Όταν έχω άγχος, δεν
Φ Αγγλικά (τα) Ν [[] English: Πρέπει να
βελτιώσω τα Αγγλικά μου. I must improve my
μπορώ να δουλέψω. I can’t work under stress.
αγώνας (ο) Ν [] match, game: Ο αγώνας

Χ
English. για τον τελικό του Κυπέλλου είναι την Κυριακή.
Άγγλος (o) Ν [[] English, British: Ο κύριος The Cup final is on Sunday. EXP: Ο αδερφός

Ψ
Σμιθ είναι Άγγλος. Mr Smith is English. μου έλαβε μέρος σε αγώνα ταχύτητας. My
αγγούρι (το) Ν [] cucumber: Θέλεις αγ- brother took part in a car race.

Ω
γούρι στην σαλάτα; Do you want cucumber in αγωνία (η) Ν [] anxiety: “Τι συνέβη;”, ρώ-
the salad? τησε με αγωνία. “What happened?” he asked
αγωνίζομαι 15 αθλητικός

A
anxiously. EXP: Πάντα έχω αγωνία πριν από αδυνάτισμα (το) Ν [] slimming: Η Ευ-
τις εξετάσεις. I am always nervous before the γενία πηγαίνει σε ένα ινστιτούτο αδυνατίσμα-
exams. τος, για να χάσει κιλά. Eugenia goes to a slim-
αγωνίζομαι VB [] struggle, fight: Σε ming salon to lose weight. Β
όλη του την ζωή αγωνιζόταν για την καταπολέ- αδύνατος, αδύνατη, αδύνατο ADJ ,
μηση του ρατσισμού. He struggled against rac-
ism all his life.
,  thin: Όλα τα μοντέλα στα περι-
οδικά είναι πολύ αδύνατα. All models in maga-
Γ
άδειος, άδεια, άδειο ADJ [, , ] emp-
ty: Άνοιξα το κουτί, αλλά ήταν άδειο. I opened
zines are very thin.
αέρας (ο) Ν [] wind: Ένας κρύος αέρας φυ-
Δ
the box, but it was empty.
αδελφή / αδερφή (η) Ν [ / ] sister: Η
σούσε χτες βράδυ. A cold wind was blowing last
night. EXP: Αυτές τις μέρες έχει πολύ αέρα. It is Ε
very windy these days.
αδελφή μου κι εγώ κοιμόμαστε στο ίδιο δωμά-
τιο. My sister and I sleep in the same room. αεροδρόμιο (το) Ν [] airport: Πρέπει Ζ
να είμαστε στο αεροδρόμιο τουλάχιστον μια
αδέλφι / αδέρφι (το) Ν [ / ] 1. brother
/ sister: Αυτό είναι το αδέλφι μου, ο Δημήτρης. ώρα πριν από την πτήση μας. We have to be at
the airport at least an hour before our flight.
Η
This is my brother, Dimitris. 2. sibling: Η Μαρία
και ο Δημήτρης είναι αδέλφια. Maria and Dimi- αερολιμένας (ο) Ν [] airport: Καλώς
ήρθατε στον διεθνή αερολιμένα Αθηνών “Ελευ-
Θ
tris are siblings.
αδελφός / αδερφός (ο) Ν [ / ] θέριος Βενιζέλος”. Welcome to “Eleftherios Veni-
zelos” Athens international airport.
Ι
brother: Ο μεγάλος αδελφός μου σπουδάζει
στο εξωτερικό. My older brother studies abroad.
αδελφούλα / αδερφούλα (η) Ν (diminutive)
αεροπλανάκι (το) N (diminutive) []
aeroplane: Πήρα δώρο ένα αεροπλανάκι στον
Κ
[ / ] sister: Η αδελφούλα μου
είναι τέσσερα χρόνια μικρότερή μου. My little sis-
μικρό μου αδερφό. I bought a toy aeroplane as
a present for my younger brother. Λ
ter is four years younger than I am.
αδέξιος, αδέξια, αδέξιο ADJ [, ,
αεροπλάνο (το) Ν [] aeroplane: Το αε-
ροπλάνο έφτασε στην ώρα του. The aeroplane Μ
arrived on time.
] clumsy: Έσπασες κι άλλο ποτήρι; Εί-
σαι τόσο αδέξια! Did you break another glass? αεροπορικός, αεροπορική, αεροπορικό ADJ Ν
You are so clumsy! , ,  air, aero-
αδερφή (η)  αδελφή
plane: Θέλω ένα αεροπορικό εισιτήριο για Πα-
ρίσι. I want an aeroplane ticket to Paris.
Ξ
Ο
αδέρφι (το)  αδέλφι
αεροσυνοδός (ο/η) Ν [] air steward /
αδερφός (ο)  αδελφός stewardess: Ζήτησα από την αεροσυνοδό ένα
αδερφούλα (η)  αδελφούλα
αδιαφορώ VB [] not care about, be in-
ποτήρι νερό. I asked the air stewardess for a
glass of water.
Π
different to: Υποστηρίζει ότι οι περισσότεροι
νέοι αδιαφορούν για την πολιτική. He argues
αετός (ο) Ν [] eagle: Οι αετοί ζουν ψηλά στα
βουνά. The eagles live high in the mountains. Ρ
that most young people are indifferent to poli-
tics.
αηδόνι (το) Ν [] nightingale: Τα αηδόνια
κελαηδούν όμορφα. Nightingales sing beauti- Σ
αδιέξοδο (το) Ν [] dead end: Οι προ- fully.
σπάθειές μας κατέληξαν σε αδιέξοδο. Our ef-
forts came to a dead end.
Αθήνα (η) Ν [] Athens: Η Αθήνα είναι η Τ
πρωτεύουσα της Ελλάδας. Athens is the capital
άδικος, άδικη, άδικο ADJ , , 
unfair: Η κριτική του ήταν άδικη. His criticism
of Greece. Υ
αθλητής (ο) Ν [] athlete: Στους Ολυμπια-
was unfair.
αδυναμία (η) Ν [] weakness: “Η αδυνα-
κούς Αγώνες παίρνουν μέρος όλοι οι μεγάλοι
αθλητές του κόσμου. All the great athletes in the
Φ
μία που αισθάνεσαι είναι λόγω της γρίπης”, μου
είπε ο γιατρός. “The weakness you’re feeling is
world take part in the Olympic Games.
αθλητικός, αθλητική, αθλητικό ADJ ,
Χ
Ψ
due to the influenza”, the doctor said to me. ,  athletic: Οι Ολυμπιακοί Αγώ-
αδυνατίζω VB [] lose weight: Κάνω δί- νες είναι η μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση
αιτα, γιατί θέλω να αδυνατίσω. I am on a diet, του κόσμου. The Olympic Games are the great-
because I want to lose weight. est athletic event in the world. Ω
αθόρυβα 16 ακριβότερος

αθόρυβα ADV [] noiselessly, quietly: τήσεις για την θέση. We’ve received 25 applica-
A Μπήκε στο δωμάτιο αθόρυβα, για να μην ξυ- tions for the post. 2. application form: Συμπλη-
πνήσει τα παιδιά. He came into the room noise- ρώστε αυτή την αίτηση, σας παρακαλώ. Fill in
Β lessly in order not to wake the children. this application form, please.
Αίγυπτος (η) Ν [] Egypt: Όταν ήμασταν αιτία (η) Ν [] cause, reason: Η υπερβολική
Γ στην Αίγυπτο, επισκεφθήκαμε τις πυραμίδες.
When we were in Egypt, we visited the pyra-
ταχύτητα είναι η κύρια αιτία των αυτοκινητικών
ατυχημάτων. Speeding is the main cause of car

Δ mids.
αίθουσα (η) Ν [] room, hall: Η αίθουσα εί-
accidents.
αιτών, αιτούσα PART [, ] applicant:

Ε ναι γεμάτη κόσμο. The room is full of people.


αίθριο (το) Ν [] atrium: Στο αίθριο του μεγά-
Υπάρχουν ήδη 40 αιτούντες για την θέση ερ-
γασίας. There are already 40 applicants for the
job.
Ζ
ρου υπάρχει ένα σιντριβάνι. There is a fountain
in the atrium of the mansion. αιώνας (o) N [] century: Ο Όμηρος έζησε
αίθριος, αίθρια, αίθριο ADJ , ,  τον 8ο αιώνα π.Χ. Homer lived in the 8th cen-
Η clear, cloudless: Ο καιρός αύριο θα είναι αίθρι- tury BC.
ος. There will be clear skies tomorrow. ακολουθώ VB [] follow: Ένας σκύλος με
Θ αίμα (το) Ν [] blood: Είδα το αίμα στην πλη- ακολουθούσε στον δρόμο για το σχολείο. A dog
followed me to school.
γή μου και λιποθύμησα. I saw the blood on my
Ι wound and I fainted. ακόμα ADV [] 1. yet, still: Είσαι ακόμα θυ-
μωμένη μαζί μου; Are you still angry with me? 2.
αιμορραγώ VB [] bleed: Η πληγή σου
Κ αιμορραγεί. Πρέπει να σε πάω στο νοσοκομείο.
Your wound is bleeding. I must take you to hos-
more: Χρειάζομαι ακόμα δύο μέρες για να τελει-
ώσω την εργασία μου. I need two more days to

Λ pital.
αίνιγμα (το) Ν [] 1. riddle, puzzle: Αγόρα-
finish my assignment. 3. even: Ακόμα και εσύ
δεν με πιστεύεις. Even you don’t believe me.

Μ σα ένα περιοδικό με σταυρόλεξα και αινίγματα. I


bought a magazine with crosswords and riddles.
ακουμπάω / ακουμπώ VB [ / ]
1. touch: Μην ακουμπάς το σίδερο. Θα καείς.
2. mystery, riddle: Η εξαφάνιση του πλούσιου Don’t touch the iron. You’ll burn yourself. 2. put
Ν κληρονόμου παραμένει αίνιγμα. The disappear- down, leave: Ακούμπησε τον φάκελο στο γρα-
φείο. Leave the envelope on the desk.
ance of the rich heir remains a mystery.
Ξ αιρετικός (ο) Ν [] heretic: Κατά τον Με- ακουμπώ  ακουμπάω
σαίωνα, έκαιγαν τους αιρετικούς στην πυρά. ακουστική (η) Ν [] acoustic / acoustics:
Ο During the Middle Ages, they used to burn her-
etics at the stake.
Η ακουστική στο θέατρο της Επιδαύρου είναι
καταπληκτική. The acoustics in the Epidavros

Π αιρετικός, αιρετική, αιρετικό ADJ [,


, ] heretical: Πολλές φορές στο
theatre are amazing.
ακουστικό (το) Ν [] receiver: Δεν ακούω

Ρ παρελθόν έχει εκφράσει αιρετικές απόψεις.


She has expressed heretical views many times
τίποτα. Το ακουστικό πρέπει να έχει χαλάσει. I
can’t hear anything. The receiver must be bro-

Σ
in the past. ken.
αισθάνομαι VB [] 1. feel: Αισθάνομαι ακούω VB [] listen, hear: Μου αρέσει να
υπερήφανος για την επιτυχία του γιου μου. I feel
Τ
ακούω μουσική. I like listening to music. 2.
proud of my son’s success. 2. sense: Αισθάν- sound: Τι συμβαίνει; Ακούγεσαι λυπημένος.
θηκε κίνδυνο στην ατμόσφαιρα. He sensed dan- What’s wrong? You sound sad.
Υ ger in the air.
αισθητά ADV [] noticeably, significantly:
ακριβός, ακριβή, ακριβό ADJ [, ,
] 1. expensive: Αγόρασα ένα πολύ ακρι-
Φ Η θερμοκρασία πέφτει αισθητά αύριο. The tem-
perature will drop significantly tomorrow.
βό ρολόι. I bought a very expensive watch. 2.
precious, dear: Ο Γιάννης και η Σοφία λάτρευαν

Χ αισιόδοξος, αισιόδοξη, αισιόδοξο ADJ


[, , ] optimistic:
την ακριβή τους κόρη. Giannis and Sofia adored
their precious daughter.

Ψ
Είναι αισιόδοξος άνθρωπος, αντιμετωπίζει τα ακριβότερος, ακριβότερη, ακριβότερο ADJ
πάντα με χαμόγελο. He is an optimistic person; [, , ] 1. more
he greets everything with a smile.
Ω
expensive: Οι μαύρες μπότες είναι ακριβό-
αίτηση (η) N [] 1. application: Λάβαμε 25 αι- τερες από τις καφέ. The black boots are more
ακριβώς 17 αμέ

A
expensive than the browns ones. 2. most ex- party, but unfortunately I’ve got work to do.
pensive (when preceded by article): Αυτά εί- αλλαγή (η) N [] change: Θα κάνουμε μια μι-
ναι τα ακριβότερα παπούτσια που έχω αγορά-
Β
κρή αλλαγή στο πρόγραμμα. We are making a
σει ποτέ. These are the most expensive shoes I slight change in the programme.
have ever bought.
αλλάζω VB [] change: Το νούμερο του τη-
ακριβώς ADV [] 1. exactly, precisely: Τι
ακριβώς εννοείς; What exactly do you mean?
λεφώνου μου έχει αλλάξει. My phone number Γ
has changed. || Μετά την διάρρηξη αλλάξαμε
2. sharp, exactly: Το μάθημα αρχίζει στις 6
ακριβώς. Lesson starts at 6 sharp.
τις κλειδαριές. After the break-in we changed the
locks. EXP: Άλλαξα σπίτι. Αυτή είναι η νέα μου
Δ
ακροατήριο (το) Ν [] audience: Το
ακροατήριο χειροκρότησε μετά την διάλεξη.
διεύθυνση. I’ve moved house. This is my new
address.
Ε
The audience applauded after the lecture.
ακροατής (ο) Ν [] listener: Αυτό το τρα-
αλλαντικό (το) Ν [] sausage, pork
meat: Τα αλλαντικά έχουν πολλά λιπαρά. Sau- Ζ
Η
γούδι είναι αφιερωμένο στους ακροατές μας. sages have many fats.
This song is dedicated to our listeners. αλλεργία (η) Ν [] allergy: Έχω αλλεργία
στην σκόνη. I have an allergy to dust.
Θ
ακρογιαλιά (η) Ν [] beach: Το βράδυ
ανάψαμε φωτιά στην ακρογιαλιά και τραγουδή- αλλεργικός, αλλεργική, αλλεργικό ADJ
σαμε. In the evening we lit a fire on the beach [, , ] allergic: Είσαι αλ-
and sang. λεργικός στα λουλούδια; Are you allergic to Ι
Ακρόπολη (η) Ν [] Acropolis: Ο Παρ- flowers?
θενώνας είναι ένα από τα μνημεία της Ακρό-
πολης. The Parthenon is one of the Acropolis
αλληλογραφώ VB [] correspond: Κ
Ανταλλάξαμε διευθύνσεις για να αλληλογρα-
monuments.
ακτή (η) Ν [] seashore: Η Ελλάδα έχει όμορ-
φούμε και να μην χάσουμε επαφή. We ex-
changed addresses so that we can write to each
Λ
φες ακτές. There are beautiful seashores in
Greece.
other and not lose touch.
αλλιώτικος, αλλιώτικη, αλλιώτικο ADJ [,
Μ
ακτινογραφία (η) Ν [] x-ray: Πρέπει
να κάνω κάποιες ακτινογραφίες, πριν με εξετά-
, ] different: Εσύ έχεις αλλιώτι-
κο τρόπο σκέψης. You have a different way of
Ν
Ξ
σει ο γιατρός. I have to do some x-rays before thinking.
the doctor examines me. άλλο ADV [] any more: Δεν θα προσπαθήσω

Ο
ακτινολόγος (ο/η) Ν [] radiologist: άλλο. I am not going to try any more.
Ο ακτινολόγος είδε τις ακτινογραφίες σου; Has άλλος, άλλη, άλλο PRON [, , ] 1. else:
the radiologist seen your x-rays? Θέλετε κάτι άλλο; Do you need anything else?
αλάτι (το) Ν [] salt: Το αλάτι κάνει νόστιμα τα 2. other, another: Έχετε άλλες ερωτήσεις; Do Π
φαγητά. Salt gives flavour to food. you have any more questions?
αλεύρι (το) Ν [] flour: Πόσο αλεύρι χρειάζε- άλλοτε ADV [] in the past: Αυτό το τραγούδι ήταν Ρ
σαι για να φτιάξεις ένα κέικ; How much flour do άλλοτε επιτυχία. This song was a hit once.
you need to make a cake? άλμπουμ (το) Ν [] (photo) album: Αγόρα-
σα ένα καινούριο άλμπουμ για τις φωτογραφίες.
Σ
αλήθεια (1) (η) Ν [] truth: Σε παρακαλώ, πες
μου την αλήθεια. Tell me the truth, please. I’ve bought a new album for the photos.
άλογο (το) Ν [] horse: Τα άλογα είναι τα
Τ
αλήθεια (2) ADV [] 1. really: -Η Άννα πα-
ντρεύεται. -Αλήθεια; -Anna is getting married.
-Really? 2. by the way: Αλήθεια, τι έκανες το
αγαπημένα μου ζώα. Horses are my favourite
animals.
Υ
σαββατοκύριακο; By the way, what did you do
last weekend?
άμαξα (η) Ν [] carriage: Παλιά οι άνθρω-
ποι ταξίδευαν με άμαξες που τις έσερναν άλογα.
Φ
Χ
αληθινός, αληθινή, αληθινό ADJ [, In the old days people travelled on carriages
, ] true: Το σενάριο της ταινίας βα- pulled by horses.

Ψ
σίστηκε σε αληθινά περιστατικά. The script of αμαρτάνω VB [] sin: Συγχώρεσέ με, Θεέ
the film was based on true incidents. μου, γιατί αμάρτησα. Forgive me, Lord, for I
αλλά CONJ [] but: Θέλω να πάω στο πάρτι, have sinned.
αλλά δυστυχώς έχω δουλειά. I want to go to the αμέ EXCL [] sure: -Θέλεις να πάμε σινεμά Ω
Αμερικανίδα 18 ανάμνηση

απόψε; -Αμέ! - Would you like to go to the cin-


A
for, search: Η κυβέρνηση αναζητά τρόπους
ema tonight? -Sure! επίλυσης του προβλήματος. The government is
Αμερικανίδα (η) Ν [] American: Η searching for ways to solve the problem.
Β Μαίρη είναι Αμερικανίδα, δεν είναι Αγγλίδα. αναζητώ  αναζητάω
Mary is American, not English. ανακαίνιση (η) N [] renovation: Χρειά-
Γ Αμερικανός (o) N [] American: Ο Γου- στηκαν δύο χρόνια, για να ολοκληρωθεί η ανα-
καίνιση του παλιού σπιτιού. It took two years to
ίλιαμ είναι Αμερικανός. William is American.
Δ Αμερική (η) Ν [] USA, America: Tα Χρι-
στούγεννα θα πάω στην Αμερική. I’m going to
finish the renovation of the old house.
ανακαλύπτω VB [] discover:

Ε the USA for Christmas.


αμέσως ADV [] immediately, instantly,
Ποιος ανακάλυψε την Αμερική; Who discov-
ered America?

Ζ right away: Ευτυχώς το ασθενοφόρο ήρθε αμέ-


σως. Fortunately, the ambulance came imme-
ανακατεύω VB [] 1. mix: Ανακάτεψε
τα μακαρόνια με την σάλτσα. Mix the spaghetti
with the sauce. 2. involve: Γιατί ανακατεύεσαι
Η diately.
αμοιβή (η) N [] reward, payment: Πήρε 300
σε ξένες υποθέσεις; Why do you get involved in
someone else’s business?
Θ ευρώ αμοιβή γι’ αυτό το έργο. His payment for
this project was 300 euros. ανακοινώνω VB [] announce: Η Έλλη
και ο Φοίβος ανακοίνωσαν τους αρραβώνες
Ι αμύγδαλο (το) Ν [] almond: Αυτά τα μπι-
σκότα με γέμιση σοκολάτα και αμύγδαλο είναι
τους. Elli and Phevos announced their engage-
ment.
πολύ νόστιμα. These biscuits with chocolate
Κ and almond filling are delicious. ανακρίνω VB [] interrogate: Η αστυνο-
μία ανακρίνει τους ύποπτους για την ληστεία.
αμύνομαι VB [] defend: Οι στρατιώ-
Λ τες ορκίστηκαν να αμυνθούν ενάντια σε κάθε
The police are interrogating the robbery sus-
pects.
εχθρική επίθεση. The soldiers swore to defend
Μ themselves against any enemy attack. ανακύκλωση (η) N [] recycling: Με την
ανακύκλωση του χαρτιού μπορούμε να σώσου-
αμφιθέατρο (το) Ν [] amphitheatre: Η
Ν
με τα δάση. By recycling paper we can save the
συνέλευση των φοιτητών θα γίνει στο αμφιθέα- forests.
τρο του πανεπιστημίου. The students’ meeting
αναλαμβάνω VB [] undertake, take,
Ξ will take place in the university amphitheatre.
αμφισβητώ VB [] doubt: Πολλοί αμφι-
take care of: Aναλαμβάνω την ευθύνη των
πράξεών μου. I take full responsibility for my ac-
Ο σβήτησαν την θεωρία του. Many doubted his
theory.
tions.
ανάληψη (η) N [] withdrawal: Θέλω να
Π αν CONJ [] if: Αν φτάσεις νωρίτερα, τηλεφώνη-
σέ μου. If you arrive earlier, call me.
κάνω μια ανάληψη 1.000 ευρώ. I’d like to make
a withdrawal of 1.000 euros.

Ρ αν και CONJ [ ] although, though, while: Αν


και δεν συμφωνώ, θα σε βοηθήσω. Although I
αναλυτικά ADV [] in detail, analytically:
Ο μάρτυρας περιέγραψε αναλυτικά στον αστυ-

Σ
don’t agree, I will help you. νομικό τι συνέβη. The witness described for the
ανάβω VB [] 1. light: Μην ανάβετε τσιγάρο policeman what happened in detail.

Τ
μέσα στην αίθουσα, παρακαλώ. Please, don’t αναμένω VB [] expect: Οι μετεωρολόγοι
light a cigarette in the room. 2. turn on / switch αναμένουν σημαντική πτώση της θερμοκρασί-
on: Να ανάψω το φως; Shall I turn on the light? ας. Meteorologists expect the temperature to
Υ 3. be/go on: Τα φώτα των δρόμων ανάβουν
στις 6 το απόγευμα. The street lights go on at 6
drop significantly.
ανάμεσα ADV [] 1. between: Το τραπέζι
Φ o’clock in the afternoon.
αναγνώστρια (η) N [] reader: To
είναι ανάμεσα στον καναπέ και την πολυθρόνα.
The table is between the sofa and the armchair.

Χ “Female” είναι το μεγαλύτερο γυναικείο περιο-


δικό στην Ελλάδα με περισσότερες από 30.000
2. among: Καθόταν στο έδαφος, ανάμεσα
στα λουλούδια. She was sitting on the ground,

Ψ
αναγνώστριες τον μήνα. “Female” is the most among the flowers.
popular women’s magazine in Greece with more ανάμνηση (η) N [] memory: Στον παπ-
than 30.000 readers per month.
Ω
πού μου άρεσε να μιλάει για τις παιδικές του
αναζητάω / αναζητώ VB [ / ] look αναμνήσεις. My grandfather liked talking about
αναπνοή 19 άνοδος

A
his childhood memories. ανεργία (η) Ν [] unemployment: Η ανερ-
αναπνοή (η) N [] breath: Πάρε μια βαθιά γία αυξήθηκε σημαντικά το περασμένο έτος. Un-
employment rose significantly last year.
Β
αναπνοή, πριν βουτήξεις. Take a deep breath
before you dive. άνετος, άνετη, άνετο ADJ [, , ] 1.
αναπτήρας (o) N [] lighter: Δεν έχω ούτε comfortable: Φορέστε άνετα παπούτσια, γιατί
αναπτήρα ούτε σπίρτα. I have neither a lighter θα περπατήσουμε πέντε χιλιόμετρα. Wear com-
fortable shoes, as we are going to be walking
Γ
nor matches.
αναρρώνω VB [] recover: Με αυτά τα χά-
five kilometres. 2. easy: Η νίκη του στον αγώνα
ήταν άνετη. His victory in the race was easy.
Δ
πια θα έχεις αναρρώσει σε μια εβδομάδα. You
will have recovered in a week with these pills. άνηθος (ο) Ν [] dill: Θα ήθελα ένα ματσά-
κι άνηθο, παρακαλώ. I’d like a bunch of dill, Ε
ανασταίνω VB [] resurrect, reanimate,
Ζ
please.
raise: Ο Χριστιανισμός διδάσκει ότι ο Χριστός
ανήκω VB [] belong: Σε ποιον ανήκει αυτό
αναστήθηκε τρεις μέρες μετά τον θάνατό του.
το αυτοκίνητο; Who does this car belong to?
Christianity teaches that Christ was resurrected
three days after his death. ανησυχώ VB [] worry: Μην ανησυχείς! Η
Όλα θα πάνε καλά! Don’t worry! Everything will
αναστενάζω VB [] sigh: Η Ντίνα ανα-
στέναξε με ανακούφιση. Dina sighed with relief.
turn out fine! Θ
ανηφόρι (το) N [] uphill road: Ανεβείτε το
ανατολικός, ανατολική, ανατολικό ADJ
[, , ] eastern: Η
ανηφόρι που οδηγεί στην κορυφή του λόφου
και θα δείτε ένα εκκλησάκι. Go up the road that
Ι
Κ
ανατολική πλευρά του νησιού έχει αμμώδεις
leads to the top of the hill and you’ll see a cha-
παραλίες. There are sandy beaches on the
pel.
eastern side of the island.
ανατομία (η) N [] anatomy: Η καλή γνώ-
ανηψιά / ανιψιά (η) Ν [ / ] niece:
Πόσες ανηψιές έχεις; How many nieces do
Λ
ση της ανατομίας είναι απαραίτητη στην ιατρι-
κή. A sound knowledge of anatomy is essential
in medicine.
you have?
ανηψιός / ανιψιός (ο) Ν [ / ]
Μ
αναφέρω VB [] report, say: Η ανακοίνω-
ση αναφέρει ότι η συναυλία αναβάλλεται λόγω
nephew: Ο αγαπημένος μου ανηψιός είναι ο
Νίκος. Nick is my favourite nephew. Ν
Ξ
ανηψούλα / ανιψούλα (η) Ν (diminutive)
των καιρικών συνθηκών. The announcement
[] niece: Έχω δύο ανηψούλες. I have
says that the concert has been postponed due
two little nieces.
to weather conditions.
αναχώρηση (η) N [] departure: Η
ανθότυρο (το) N [] cream cheese: Η πίτα Ο
αυτή γίνεται με ανθότυρο. This pie is made of
αναχώρηση θα καθυστερήσει λόγω τεχνικού
προβλήματος στο αεροσκάφος. Departure will
cream cheese. Π
be delayed due to a technical problem in the ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρώπινο ADJ
aircraft. [, , ] human:
Οι φοιτητές της ιατρικής διδάσκονται την ανα-
Ρ
ανεβάζω VB [] carry up, lift: Θα με βο-
ηθήσεις να ανεβάσουμε αυτά τα βιβλία στην
τομία του ανθρώπινου σώματος. Students of
medicine are taught the anatomy of the human
Σ
σοφίτα; Will you help me carry these books up
Τ
body.
to the attic?
ανθρωπολογία (η) Ν [] anthropol-
ανεβαίνω VB [] go up: Θέλεις να ανέ-
Υ
ogy: Η ανθρωπολογία είναι μια πολύ ενδιαφέ-
βουμε αυτόν τον λόφο; Do you feel like going
ρουσα επιστήμη. Anthropology is a very inter-
up that hill?
esting science.
άνεμος (o) N [] wind: Στην περιοχή πάντα
φυσούν ισχυροί άνεμοι. Strong winds always
άνθρωπος (ο) Ν [] man: Ο άνθρωπος Φ
δεν σέβεται την φύση όσο πρέπει. Man does not
blow in the area.
ανεξαρτησία (η) Ν [] independence:
respect nature as much as he should. Χ
ανιψιά (η)  ανηψιά
Δεν θέλω πια να ζητάω χρήματα από τους γονείς
μου. Θέλω να έχω οικονομική ανεξαρτησία.
ανιψιός (ο)  ανηψιός Ψ
I don’t want to ask my parents for money any ανιψούλα (η)  ανηψούλα
more. I want to be financially independent. άνοδος (η) N [] rise, increase: Η άνοδος Ω
ανοίγω 20 αξία

των τιμών επηρεάζει τον πληθωρισμό. Price in- αντίθετα ADV [] on the contrary: Δεν
A creases affect inflation. μετάνιωσα για τίποτα. Αντίθετα, πιστεύω ότι
ανοίγω VB [] 1. open: Άνοιξα το παράθυρο, έκανα το σωστό. I don’t regret anything. On the
Β γιατί κάνει ζέστη. I opened the window because contrary, I believe I did the right thing.
it’s hot. 2. switch on: Μπορείς να ανοίξεις την αντίθετος, αντίθετη, αντίθετο ADJ [,
Γ τηλεόραση, σε παρακαλώ; Could you switch the
TV on please? 3. set up: Μια νέα εταιρεία θα
, ] opposite: Η αισιοδοξία
και η απαισιοδοξία είναι αντίθετες έννοιες. Opti-

Δ ανοίξει σε αυτό το κτήριο. A new company is to


be set up in this building.
mism and pessimism have opposite meanings.
αντιμετωπίζω VB [] confront,

Ε άνοιξη (η) N [] spring: Την άνοιξη η


φύση ομορφαίνει. Nature becomes beautiful in
face: Ό,τι και να συμβεί θα το αντιμετωπίσου-
με όλοι μαζί. No matter what happens, we will
spring. face it together.
Ζ ανοιξιάτικος, ανοιξιάτικη, ανοιξιάτικο ADJ αντίστοιχος, αντίστοιχη, αντίστοιχο ADJ
[, , ] spring: [, , ] respec-
Η Οι παπαρούνες είναι ανοιξιάτικα λουλούδια.
Poppies are spring flowers.
tive, corresponding: Συμπλήρωσε τα κενά με
το αντίστοιχο ρήμα. Fill in the gaps with the

Θ ανοιχτός, ανοιχτή, ανοιχτό ADJ [, ,


] 1. open: Άκουγα τις φωνές τους από την
corresponding verb.
αντίστροφα ADV [] count down, in-

Ι ανοιχτή πόρτα. I could hear their voices through


the open door. 2. light, bright: Θα βάψω τον
versely: Άρχισε να μετρά αντίστροφα μέχρι το
μηδέν. He started counting down to zero.

Κ τοίχο σε ανοιχτό πράσινο χρώμα. I will paint the


wall in a light green colour.
αντλώ VB [] draw: Η εταιρεία φέτος θα
αντλήσει χρηματοδότηση από το εξωτερικό. The

Λ αντάμωση (η) N [] reunion, meeting: company will draw foreign funding this year.
Στην αντάμωση των συμμαθητών είδα όλους άντρας (ο) N [] 1. man: Οι γυναίκες είναι
τους παλιούς φίλους μου. I saw all of my old
Μ
περισσότερες από τους άντρες. Women out-
friends at the school reunion. EXP: Λοιπόν καλή number men. 2. husband: Ο άντρας μου είναι
αντάμωση! Θα βρεθούμε πάλι σε δύο βδομά- δικηγόρος. My husband is a lawyer.
Ν δες. So, I’ll be seeing you! We’ll meet again in
two weeks.
αντώνυμο (το) N [] antonym: Οι λέξεις
“μέρα” και “νύχτα” είναι αντώνυμα. The words
Ξ άντε EXCL [] come on, let’s: Άντε ξεκι-
νήστε επιτέλους! Come on, start, for goodness
“day” and “night” are antonyms.
ανύπαντρος, ανύπαντρη, ανύπαντρο ADJ
Ο sake!
αντέχω VB [] stand, bear: Δεν αντέχω
[, , ] single:
Η αδερφή μου είναι ανύπαντρη. My sister is

Π πια την προσβλητική συμπεριφορά σου. I can’t


stand your insulting behaviour any more.
single.
ανυπομονώ VB [] look forward to,

Ρ αντηλιακός, αντηλιακή, αντηλιακό ADJ


[, , ] against
cannot wait, be impatient: Γράψε μου σύντο-
μα. Ανυπομονώ να μάθω νέα σου. Write soon.
the sun, sunblock: Μην κάνεις ηλιοθεραπεία,
Σ
I am looking forward to hearing from you.
χωρίς να βάλεις κάποια αντηλιακή κρέμα. Don’t άνω κάτω ADV [ ] a mess: Μετά το πάρτι,
sunbathe without putting on some sunblock. το δωμάτιο ήταν άνω κάτω! After the party, the
Τ αντιβίωση (η) N [] antibiotic: Αν ο πυ- room was a mess!
ρετός επιμείνει, θα πρέπει να πάρεις αντιβίω- άνω τελεία (η) [ ] semi-colon: Στο τέλος
Υ ση. If the fever persists, you’ll have to take an
antibiotic.
μιας ημιπεριόδου βάζουμε άνω τελεία. We put a
semi-colon at the end of a semi-period.
Φ αντιγράφω VB [] copy, cheat: Η δα-
σκάλα μας κατάλαβε ότι είχαμε αντιγράψει. Our
ανώτερος, ανώτερη, ανώτερο ADJ [,
, ] superior, senior: Ο ανώτερός

Χ teacher realised that we had cheated.


αντιδράω / αντιδρώ VB [ / ]
μου στην εταιρεία είναι ο υπεύθυνος του τμήμα-
τος. My superior in the company is the head

Ψ
oppose: Οι εργαζόμενοι αντιδρούν έντονα στις of the department. EXP: -Πήρα το πτυχίο μου!
περικοπές μισθού. The employees strongly op- -Μπράβο! Και σ’ ανώτερα! -I got my degree!
pose salary cuts. -Bravo! Congratulations!
Ω αντιδρώ  αντιδράω αξία (η) N [] value: Αυτό είναι ένα διαμάντι
αξίζω 21 απλός

A
αμύθητης αξίας. This is a diamond of fabulous είναι η κύρια απασχόλησή μου, αλλά δουλεύω
value. και κάποια βράδια ως σερβιτόρος. This is my
main job but I also work as a waiter some nights.
Β
αξίζω VB [] 1. cost: Αυτός ο πίνακας αξίζει
6.000 ευρώ. This painting costs 6.000 euros. 2. EXP: 1. Ζητείται υπάλληλος για μερική απα-
deserve: Σου αξίζει ένα μεγάλο δώρο για την σχόληση. Assistant wanted for part-time job.
επιτυχία σου. You deserve a great gift because
of your success.
2. Ζητείται υπάλληλος για πλήρη απασχόληση.
Assistant wanted for full-time job.
Γ
απαγορεύω VB [] forbid: Η αστυνομία
απαγόρευσε την είσοδο στο κτήριο. The police
απασχολώ VB [] bother: Σε βλέπω
προβληματισμένο. Τι σε απασχολεί; You seem Δ
Ε
troubled. What’s bothering you?
have forbidden entrance to the building.
απατάω / απατώ VB [ / ] cheat: Χώ-
απαισιόδοξος, απαισιόδοξη, απαισιόδοξο ADJ
ρισαν, γιατί ανακάλυψε ότι τον απατούσε. They
[, , ] pes-
simistic: Μην είσαι τόσο απαισιόδοξος για το
broke up because he found out that she was Ζ
cheating on him.
Η
μέλλον! Don’t be so pessimistic about the fu-
ture! απατώ  απατάω
απειλώ VB [] threaten: Με απείλησε ότι θα
Θ
απαίσιος, απαίσια, απαίσιο ADJ [,
, ] awful: Η συμπεριφορά σου προς με εκδικηθεί. He threatened to take revenge on
τον αδερφό σου ήταν απαίσια. Your behaviour me.
towards your brother was awful. απελπισμένος, απελπισμένη, απελπισμένο
PART [, , ]
Ι
απαιτώ VB [] demand: Ο νέος διευθυντής
απαιτεί να κάνουμε υπερωρίες. The new man-
ager demands that we work overtime.
desperate, in despair: Όταν επέστρεψε ήταν
απελπισμένη, γιατί δεν μπόρεσε να βρει το γα-
Κ
απαλός, απαλή, απαλό ADJ [, ,
] soft, smooth: Με αυτή την κρέμα τα χέ-
τάκι της. When she came back she was desper-
ate because she couldn’t find her cat. Λ
ρια σου θα γίνουν πάλι απαλά. With this cream
your hands will become smooth again.
απέναντι ADV [] opposite: Βλέπεις εκείνο το
ψηλό σπίτι απέναντι; Do you see that tall house Μ
opposite? || Υπάρχει μια τράπεζα απέναντι από το
απαλότερος, απαλότερη, απαλότερο ADJ
[, , ] 1. softer: Αυτό
σπίτι μας. There is a bank opposite our house. Ν
απεργία (η) Ν [] strike: Αυτή η απεργία μάς
το απορρυπαντικό κάνει τα ρούχα απαλότερα.
This detergent makes clothes softer. 2. softest
κόστισε πολλά χρήματα. This strike has cost us a
lot of money. EXP: Οι εργάτες απείλησαν ότι θα
Ξ
(when preceded by article): Έχεις το απαλό-
τερο δέρμα του κόσμου. You have the softest
κάνουν απεργία. The workers threatened to go
on strike.
Ο
skin in the world.
απαντάω / απαντώ VB [ / ]
απεργός (ο/η) Ν [] striker: Οι απεργοί ζη-
τούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και αύξηση των
Π
answer: Ποιος μπορεί να απαντήσει σε αυτή
Ρ
αποδοχών τους. The strikers are asking for better
την ερώτηση; Who can answer this question?
working conditions and a pay rise.
απάντηση (η) Ν [] answer: Η απάντη-
απεργώ VB [] be / go on strike: Οι εργαζόμε-
ση στην ερώτησή σας είναι πολύ απλή. The an-
swer to your question is very simple.
νοι απεργούν ζητώντας αύξηση του μισθού τους. Σ
The employees are on strike for a rise in salary.
απαντώ  απαντάω
απάνω  πάνω
απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο ADJ Τ
[, , ] uncon-
απαραίτητος, απαραίτητη, απαραίτητο ADJ
[, , ] necessary, essen-
strained, unlimited: Ο μονάρχης έχει απεριόρι-
στη εξουσία. A monarch has unlimited power.
Υ
tial: Μην αγοράζεις πράγματα που δεν είναι απα-
ραίτητα. Don’t buy things that are not necessary.
απέχω VB [] be far, be away: -Πόσο απέχει το
ξενοδοχείο; -Απέχει 2 χιλιόμετρα. -How far is the
Φ
απασχολημένος, απασχολημένη, απασχο-
λημένο PART [, ,
hotel from here? -It’s 2 kilometres away.
απλά ADV [] simply: Θα σου το εξηγήσω όσο
Χ
Ψ
] busy: Θα είσαι απασχολημέ- πιο απλά μπορώ. I’ll explain it to you as simply
νος αύριο το βράδυ; Are you busy tomorrow as I can.
evening? απλός, απλή, απλό ADJ [, , ] 1. sim-
απασχόληση (η) Ν [] work, job: Αυτή ple: Μα γιατί δεν το καταλαβαίνεις; Είναι πολύ Ω
από 22 αποφεύγω

απλό. Why don’t you understand it? It is very το παγωτό είναι πραγματική απόλαυση. This ice-
A simple. 2. one-way: Θέλετε απλό εισιτήριο ή με cream is pure delight.
επιστροφή; Do you want a one-way or a return απόλυση (η) Ν [] dismissal: Ανακοινώθηκε
Β ticket? 3. not registered: Θέλετε το γράμμα σας να
είναι συστημένο ή απλό; Do you want your letter to
η απόλυση πολλών στελεχών της εταιρείας. The
dismissal of many company executives was an-
Γ be registered or not? 4. casual: Εγώ θα φορέσω
κάτι απλό στο πάρτι, ένα τζιν και ένα μπλουζάκι.
nounced.
απολύω VB [] fire, dismiss: Ο διευθυντής
Δ
I’ll wear something casual at the party, jeans and
απείλησε ότι θα απολύσει όποιον δεν συμμορφω-
a t-shirt.
θεί με τους νέους κανονισμούς. The boss threat-
από PREP [] 1. from: Μόλις επέστρεψα από το
Ε Παρίσι. I have just returned from Paris. 2. since:
ened to fire anyone who wouldn’t go along with the
new regulations.
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα από τον Ιούνιο. We’ve
Ζ been in Greece since June. 3. of: Αυτό το τραπέ-
ζι είναι από ξύλο. This table is made of wood. 4.
απορρυπαντικό (το) N [] detergent,
washing-up liquid: Αν πας στο σούπερ μάρκετ,

Η than: Η Τάνια είναι πιο όμορφη από την Ραφαέλα. πάρε ένα απορρυπαντικό για τα πιάτα. If you go
Tania is more beautiful than Rafaela. to the super-market, buy a washing-up liquid for
the dishes.
Θ αποβάθρα (η) Ν [] pier: Το πλοίο φεύγει
από την αποβάθρα 9. The ship departs from απορώ VB [] wonder: Απορώ γιατί δεν
ήρθε ο Νίκος στο πάρτι. I wonder why Nick didn’t
Ι
pier 9.
come to the party.
απόγευμα (το) Ν [] or [] afternoon:
Θα είμαι στο σπίτι στις 5 το απόγευμα. I’ll be home αποσκευή (η) Ν [] luggage, baggage: Να
Κ at 5 in the afternoon. πάρουμε ένα καροτσάκι για τις αποσκευές; Shall
we take a luggage trolley?
απόδειξη (η) Ν [] receipt: Πάντα ζητάω
Λ απόδειξη, όταν αγοράζω κάτι. I always ask for a αποστολέας (ο/η) N [] sender: Υπάρχει
ένας φάκελος για σένα, αλλά δεν γράφει πάνω τον
receipt when I buy something.
Μ αποδοχές (οι) Ν [] salary: Οι ετήσιες απο-
αποστολέα. There is an envelope for you but the
sender’s name is not on it.
δοχές της Όλγας είναι 20.000 ευρώ. Olga’s annual
Ν salary is 20.000 euros. αποτέλεσμα (το) Ν [] result: Τα απο-
τελέσματα των εξετάσεων θα ανακοινωθούν σε
αποθήκη (η) Ν [] 1. storeroom: Κρατώ όλα
Ξ τα παλιά μου ρούχα στην αποθήκη. I keep all my
old clothes in the storeroom. 2. warehouse: Υπάρ-
μια βδομάδα. The results of the exams will be an-
nounced in a week.

Ο χει ακόμα η παλιά αποθήκη στο λιμάνι; Is the old


warehouse in the port still there?
αποτελώ VB [] be, constitute: Η ψήφος
αποτελεί δικαίωμα κάθε πολίτη. Voting constitutes

Π αποκλείω VB [] exclude: Η ομολογία του the right of every citizen.


αποκλείει κάθε αμφιβολία. His confession ex- απότομα ADV [] 1. abruptly: Η πόρτα έκλει-

Ρ
cludes all doubt. EXP: 1. -Θα μου δανείσεις το σε απότομα πίσω μας. The door closed abruptly
αυτοκίνητό σου; -Αποκλείεται! -Will you lend me behind us. 2. rudely, roughly: Της μίλησε πολύ
your car? -No way! 2. Δεν αποκλείεται να πάρω απότομα και προσβλήθηκε. He spoke very rudely
Σ την δουλειά. It is possible that I take the job. to her and she was offended.
αποκορύφωμα (το) Ν [] peak: Έφτασε αποτυχία (η) Ν [] failure: Είχε πολλές απο-
Τ στο αποκορύφωμα της καριέρας του. He reached
the peak of his career.
τυχίες στην δουλειά του και απογοητεύτηκε. He
had many failures in his job and was discouraged.

Υ αποκτάω (αποχτάω) / αποκτώ VB [ 


/ ] have, acquire, obtain: Πάντα ήθελα μια
απόφαση (η) Ν [] decision: Σκέφτομαι πολύ,
πριν πάρω μια σημαντική απόφαση. I think a lot

Φ βίλα δίπλα στην θάλασσα, αλλά δεν θα μπορέσω


ποτέ να την αποκτήσω. I ‘ve always wanted a villa
before making an important decision.
αποφασίζω VB [] decide: Ζουν μαζί εδώ
by the sea but I will never be able to have it.
Χ αποκτώ (αποχτώ)  αποκτάω
και 10 χρόνια και τελικά αποφάσισαν να παντρευ-
τούν! They’ve been living together for 10 years and

Ψ
απολαμβάνω VB [] enjoy: Από την κο- they have finally decided to get married!
ρυφή του λόφου μπορείτε να απολαύσετε την θέα. αποφεύγω VB [] avoid: Αποφεύγω να τον
From the top of the hill you can enjoy the view.
Ω
συναντήσω, γιατί δεν θέλω να του μιλήσω. I avoid
απόλαυση (η) Ν [] pleasure, delight: Αυτό meeting him, because I don’t want to talk to him.
αποφοιτώ 23 αρχαιολογία

A
αποφοιτώ VB [] graduate: Έχω αποφοιτή- αριθμός (ο) Ν [] 1. number: Το επτά είναι
σει από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. I have grad- ο τυχερός μου αριθμός. Seven is my lucky num-
uated from the University of Athens. ber. 2. phone number: Ο αριθμός μου είναι:
αποχαιρετισμός (ο) N [] farewell: Η 2107938932. My (phone) number is 2107938932. Β
σκηνή του αποχαιρετισμού ήταν συγκινητική. The αριστερά ADV [] left: Στο τέλος του δρόμου
farewell scene was touching.
αποχέτευση (η) Ν [] sewerage: Ο δήμαρ-
στρίψε αριστερά. At the end of the road turn left.
|| Ο καναπές είναι αριστερά από την πολυθρόνα.
Γ
χος υποσχέθηκε την κατασκευή νέου δικτύου απο-
χέτευσης. The mayor promised the construction
The sofa is on the left of the armchair.
αριστερός, αριστερή, αριστερό ADJ [,
Δ
of a new sewerage system.
αποχτάω  αποκτάω
, ] left: Ο αριστερός διακόπτης
είναι για τα φώτα. The left switch is for the lights.
Ε
αποχτώ  αποκτώ
αποχωρώ VB [] leave, walk out: Ο καθηγη-
αρκετά ADV [] quite, enough: Το σπίτι μου
είναι αρκετά μακριά από εδώ. My house is quite
Ζ
Η
τής αποχώρησε από την αίθουσα εκνευρισμένος. far from here. || Είναι αρκετά ψηλός. He is quite
The teacher walked out of the room irritated. tall.

Θ
απόψε ADV [] tonight: -Τι κάνεις απόψε; - αρκετός, αρκετή, αρκετό ADJ [, ,
Θα πάω σινεμά με τους φίλους μου. -What are you ] many, enough: Έχω πάει στην Αγγλία
doing tonight? -I’m going to the cinema with my αρκετές φορές. I’ve been to England many
friends. times. Ι
άποψη (η) Ν [] opinion, view: Θα ήθελα να αρκώ VB [] be enough: Αρκεί ένα κιλό μήλα
ακούσω και την δική σου άποψη. I’d like to hear για να φτιάξουμε μηλόπιτα. A kilo of apples is
enough to make an apple pie.
Κ
your opinion too.
Απρίλης / Απρίλιος (o) N [ / ] April: Ο
Απρίλης είναι ο τέταρτος μήνας του χρόνου. April
αρμονικός, αρμονική, αρμονικό ADJ [,
, ] harmonious: Η σχέση τους
Λ
is the fourth month of the year.
Απρίλιος (ο)  Απρίλης
ήταν αρμονική μόνο τους πρώτους μήνες του γά-
μου τους. Their relationship was harmonious only
Μ
άρα CONJ [] then, therefore, so: Είναι άρρω-
στος, άρα δεν θα έρθει στην δουλειά σήμερα. He’s
for the first months of their marriage.
αρνούμαι VB [] deny, refuse: Ο Στέλιος
Ν
sick, so he’s not coming to work today.
αραδιάζω VB [] enumerate, say one after
αρνήθηκε να βοηθήσει. Stelios refused to help.
άρπα (η) Ν [] harp: Η άρπα είναι ένα μουσικό
Ξ
another: Μου αράδιασε δέκα ονόματα και τώρα
δεν θυμάμαι κανένα. He said ten names one after
όργανο. The harp is a musical instrument.
αρραβωνιασμένος, αρραβωνιασμένη, αρραβω-
Ο
Π
another and now I don’t remember any of them. νιασμένο PART [, ,
αργά ADV [] 1. late: Χτες το βράδυ γύρισα αργά ] engaged: Ο Πέτρος είναι αρρα-
στο σπίτι. I came home late last night. 2. slowly: Οι βωνιασμένος με την Ελένη. Peter is engaged to
νέοι οδηγοί πρέπει να οδηγούν αργά. New drivers Helen. Ρ
should drive slowly. αρρωσταίνω VB [] fall ill: Περπάτησα
αργός, αργή, αργό ADJ [, , ] slow: Αυτός στην βροχή για δύο ώρες και αρρώστησα. I
walked in the rain for two hours and I got ill.
Σ
ο μουσικός ρυθμός είναι πολύ αργός. This rhythm is
very slow.
αργότερα ADV [] later: Δεν μπορώ να σου μι-
αρρώστια (η) Ν [] illness: Ευτυχώς η αρ-
ρώστια του δεν κράτησε πολύ. Fortunately his
Τ
λήσω αυτή την στιγμή. Θα σου τηλεφωνήσω αργότε-
ρα. I can’t talk to you right now. I’ll call you later.
illness didn’t last long.
άρρωστος, άρρωστη, άρρωστο ADJ [,
Υ
αργώ VB [] be late: Η Μαρία δεν αργεί ποτέ στα
ραντεβού. Maria is never late for a date.
, ] ill, sick: Πόσο καιρό είσαι άρρω-
στος; How long have you been ill? Φ
αρέσω VB [] like: Σου αρέσει το παγωτό; Do
you like ice-cream?
αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό ADJ [,
, ] archaic: Ορισμένοι αρχαϊκοί Χ
τύποι σώζονται στην γλώσσα μας μέχρι σήμερα.
άρθρο (το) Ν [] article: Η εφημερίδα είχε χτες
ένα ενδιαφέρον άρθρο για το εκπαιδευτικό σύστη- Some archaic forms are in use in our language Ψ
μα. There was an interesting article on the educa- today.
tional system in yesterday’s newspaper. αρχαιολογία (η) Ν [] archaeology: Θέλω Ω
αρχαιολογικός 24 αστυνομικός

να σπουδάσω αρχαιολογία. I want to study ar-


A chaeology.
ασθενοφόρο (το) Ν [] ambulance: Το
ασθενοφόρο έφτασε σε δέκα λεπτά και μετέφερε
αρχαιολογικός, αρχαιολογική, αρχαιολογικό τον τραυματία στο νοσοκομείο. The ambulance
Β ADJ [, , ] ar- arrived in ten minutes and took the injured per-
son to the hospital.
chaeological: Τα ευρήματα εκτίθενται στο αρχαι-
Γ ολογικό μουσείο. The finds are exhibited in the
archaeological museum.
άσκηση (η) Ν [] 1. exercise: Διαβάστε προσε-
κτικά την σελίδα 22 και λύστε τις ασκήσεις 1 και 2.

Δ αρχαιολόγος (ο/η) Ν [] archaeologist:


Ο αρχαιολόγος επιβλέπει τις ανασκαφές. An ar-
Study carefully page 22 and then solve exercises
1 and 2. 2. exercise: Αυτή η άσκηση βοηθά στην

Ε chaeologist is in charge of the excavations.


αρχαίος, αρχαία, αρχαίο ADJ [, ,
ενδυνάμωση των μυών. This exercise helps to
strengthen the muscles.

Ζ ] ancient: Η Αθήνα είναι γνωστή για τα αρ- ασκώ VB [] exercise: Κολυμπάω καθημερινά
χαία μνημεία της. Athens is renowned for its an- για να ασκώ το σώμα μου. I swim daily to exer-
cise my body.
Η
cient monuments.
αρχαϊσμός (o) N [] archaism: Τα ποιή- ασορτί ADV [] to match: Φορούσε μια ριγέ
φούστα και ένα πουκάμισο ασορτί. She was
Θ
ματά του έχουν πολλούς αρχαϊσμούς. There are
a lot of archaisms in his poems. wearing a striped skirt and a matching shirt.
αρχάριος, αρχάρια, αρχάριο ADJ [, ασπιρίνη (η) Ν [] aspirin: Αν έχεις πονοκέ-
Ι , ] beginner: Η “Φιλογλωσσία” εί- φαλο, πάρε μια ασπιρίνη. Take an aspirin if you
have a headache.
ναι μια σειρά μαθημάτων Ελληνικών για αρχάρι-
Κ ους. “Filoglossia” is a series of Greek lessons for
beginners.
άσπρο (το) Ν [] white: Το άσπρο είναι το
αγαπημένο μου χρώμα. White is my favourite

Λ αρχή (η) Ν [] beginning, start: H αρχή της ται-


νίας ήταν καλή, αλλά μετά ήταν πολύ βαρετή. The
colour.
άσπρος, άσπρη, άσπρο ADJ [, ,

Μ beginning of the film was good, but it was very


dull after that.
] white: Το γάλα είναι άσπρο. Milk is white.
αστείος, αστεία, αστείο ADJ [, , ]

Ν αρχίζω VB [] start, begin: Τι ώρα αρχίζει η


ταινία; What time does the film start?
funny: Είσαι πολύ αστείος με την στολή του κλό-
ουν. You look very funny in a clown’s costume.

Ξ αρχικά ADV [] initially: Αρχικά ήθελα να


γίνω γιατρός, αλλά μετά άλλαξα γνώμη. Initially
αστέρας (ο) N [] star: Ο Τζέιμς Ντιν υπήρξε
μεγάλος αστέρας του κινηματογράφου. James

Ο I wanted to be a doctor, but then I changed my


mind.
Dean was a great movie star.
αστέρι / άστρο (το) N [ / ] star: Σου αρέ-

Π αρχιτέκτονας (ο/η) Ν [] architect: Ο


αρχιτέκτονας μάς έδειξε τα σχέδια του καινούρ-
σει να κοιτάζεις τα αστέρια το βράδυ; Do you like
looking at the stars at night?

Ρ
γιου μας σπιτιού. The architect showed us the αστράφτω VB [] 1. flash, sparkle, shine:
designs of our new house. Τα μάτια του άστραψαν από θυμό. His eyes
αρχιτεκτονική (η) Ν [] architecture: flashed with anger. 2. flash (for a lightning):
Σ Η αρχιτεκτονική αυτού του κτηρίου έχει επιρ- Όταν αστράφτει, ακολουθεί πάντα βροντή. When
ροές από τον νεοκλασικισμό. The architecture of lightning flashes, thunder always follows.
Τ this building is influenced by neoclassicism. άστρο (το)  αστέρι
άρωμα (το) Ν [] perfume, smell: Τι άρωμα αστυνομία (η) Ν [] police: Ακούσαμε
Υ έβαλες; Μυρίζει πολύ ωραία. What perfume did
you put on? It smells very nice.
έναν πυροβολισμό και καλέσαμε την αστυνομία.
We heard a gunshot and called the police.

Φ ασανσέρ (το) Ν [] elevator, lift: Το ασαν-


σέρ είναι χαλασμένο και ανέβηκα στον έκτο όρο-
αστυνομικός (ο/η) Ν [] policeman /
policewoman: Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τους

Χ φο με τα πόδια. The elevator is out of order and I


went up to the sixth floor on foot.
κλέφτες. The policemen arrested the thieves.
αστυνομικός, αστυνομική, αστυνομικό ADJ

Ψ ασήμαντος, ασήμαντη, ασήμαντο ADJ


[, , ] unimpor-
[, , ] police:
Μεγάλη αστυνομική δύναμη περικύκλωσε το

Ω
tant, trivial, meaningless: Αυτή είναι μια ασή- κρησφύγετο των απαγωγέων. A large police force
μαντη λεπτομέρεια. This is a trivial detail. surrounded the kidnappers’ shelter.
ασύρματος 25 αυτί

ασύρματος, ασύρματη, ασύρματο ADJ


[, , ] wireless: Αγο-
είπε ο γιατρός. “The weakness you’re feeling is
due to the influenza”, the doctor said to me. A
ράσαμε ένα ασύρματο τηλέφωνο. We bought a
Β
Αττική (η) Ν [] Attica: Η Αθήνα βρίσκεται στον
wireless phone. νομό Αττικής. Athens is in the prefecture of At-
ασφαλής, ασφαλής, ασφαλές ADJ [, tica.
, ] secure, safe: Για να προστατεύ-
σουν τον μάρτυρα, τον μετέφεραν σε ένα ασφα-
αττικός, αττική, αττικό ADJ [, , ] Γ
Attic, from Attica: Τα έργα του Πλάτωνα είναι
λές μέρος. To protect the witness, they moved
him to a safe place.
γραμμένα στην αττική διάλεκτο της αρχαίας ελ-
ληνικής γλώσσας. Plato’s works are written in
Δ
ασφαλώς ADV [] of course, certainly, ab-
solutely: -Θα μου έχεις απαντήσει μέχρι το τέ-
the Attic dialect of the ancient Greek language.
ατύχημα (το) Ν [] accident: Ευτυχώς, το
Ε
Ζ
λος της εβδομάδας; -Ασφαλώς! -Will you have ατύχημα δεν ήταν σοβαρό και κανείς δεν τραυ-
given me an answer by the end of the week? ματίστηκε. Fortunately, the accident was not se-
-Of course!
Η
rious and nobody got hurt.
άσχημα ADV [] bad: Αισθάνομαι άσχη- αυγή (η) Ν [] dawn: Θα ξεκινήσουμε την αυγή.
μα που του είπα ψέματα. I feel bad that I lied We’ll set off at dawn.
to him.
αυγό (το)  αβγό Θ
άσχημος, άσχημη, άσχημο ADJ [,
, ] 1. ugly: Το κτήριο του σχολείου
ήταν παλιό και άσχημο. The school building was
Αύγουστος (ο) Ν [] August: Ο Αύγου-
στος είναι ο όγδοος μήνας του χρόνου. August Ι
is the eighth month of the year.
old and ugly. 2. bad: -Σου αρέσει το καινούργιο
μου καπέλο; -Δεν είναι άσχημο. -Do you like my αυθεντικός, αυθεντική, αυθεντικό ADJ Κ
[, , ] authen-
new hat? -It’s not bad.
ασχημούλης, ασχημούλα, ασχημούλικο ADJ
tic, genuine: Οι αυθεντικοί πίνακες του Πικάσ- Λ
σο είναι ανεκτίμητης αξίας. Authentic Picasso
(diminutive) [, , ]
ugly: Είναι ασχημούλης αλλά πολύ έξυπνος.
paintings are priceless.
αυλή (η) Ν [] yard: Τα παιδιά έπαιζαν στην
Μ
He is a bit ugly but very intelligent.
ασχολούμαι VB [] 1. be involved in: Ο
αυλή του σχολείου. The children were playing
in the schoolyard.
Ν
Γιώργος ασχολείται επαγγελματικά με το πο-
δόσφαιρο. Giorgos is involved in professional
football. 2. be concerned with, deal with: Θα
αύξηση (η) Ν [] pay rise: Η Νάντια πήρε
5% αύξηση. Nadia got a 5% pay rise.
Ξ
ασχοληθούμε με το θέμα αυτό αργότερα. We’ll
deal with this issue later.
αύριο ADV [] tomorrow: Aύριο θα βρέξει. It
will rain tomorrow.
Ο
ατέλειωτος, ατέλειωτη, ατέλειωτο ADJ [,
, ] endless: Πότε θα φτάσουμε;
αυστηρός, αυστηρή, αυστηρό ADJ [,
, ] strict, severe, austere: Ο δά-
Π
Ρ
Μου φαίνεται ατέλειωτο αυτό το ταξίδι! When σκαλός μας είναι πολύ αυστηρός. Our teacher
are we arriving? This trip seems endless! is very strict.
Αυστραλία (η) Ν [] Australia: Ο θείος
ατμόσφαιρα (η) N [] atmosphere: Η
μόλυνση της ατμόσφαιρας απειλεί την υγεία μου μένει στην Αυστραλία εδώ και δέκα χρό- Σ
μας. The pollution of the atmosphere is threat- νια. My uncle has been living in Australia for ten
ening our health. years now. Τ
ατμοσφαιρικός, ατμοσφαιρική, ατμοσφαιρικό Αυστρία (η) Ν [] Austria: Για τον μήνα του
ADJ [, , ]
atmospheric: Αυτό το μουσικό κομμάτι είναι
μέλιτος θα πάμε στην Αυστρία. We will go to
Austria for our honeymoon.
Υ
πολύ ωραίο και ατμοσφαιρικό. This piece of
music is really nice and atmospheric.
Αυστριακή (η) Ν [] Austrian: Η καθη-
γήτρια του πιάνου είναι Αυστριακή. My piano
Φ
άτομο (το) N [] person: Γνώρισα ένα πε-
ρίεργο άτομο σήμερα. I met a strange person
teacher is Austrian.
Αυστριακός (o) Ν [] Austrian: Ο καθη-
Χ
Ψ
today. EXP: Πληρώσαμε 20 ευρώ το άτομο. We γητής του πιάνου είναι Αυστριακός. My piano
paid 20 euros per person. teacher is Austrian.

Ω
ατονία (η) Ν [] debility, weakness: “Η ατο- αυτί / αφτί (το) Ν [ / ] ear: Ο σκύλος μου
νία που αισθάνεσαι είναι λόγω της γρίπης”, μου είναι μαύρος με άσπρα αυτιά. My dog is black
αυτοκινητάκι 26 αχλάδι

with white ears. the cover from the package. 2. subtract: Αν


A αυτοκινητάκι (το) N (diminutive) [] αφαιρέσεις το τρία από το δέκα, θα πάρεις επτά.
car, toy-car: Πήρα δώρο ένα αυτοκινητάκι If you subtract three from ten, you get seven.
Β στον μικρό μου αδερφό. I bought a toy-car as a αφήνω VB [] leave: Άφησα τα γυαλιά μου
present for my little brother. στο σπίτι. I left my glasses at home.
Γ αυτοκίνητο (το) N [] car: Το αυτοκίνητό
μου είναι στο γκαράζ. My car is in the garage.
άφιξη (η) N [] arrival: Άφιξη πτήσης 767
από Λονδίνο. Arrival flight 767 from London.
Δ αυτόματος, αυτόματη, αυτόματο ADJ [,
, ] automatic: Η πόρτα του
αφίσα (η) N [] poster, bill: Τεράστιες αφίσες
διαφημίζουν την συναυλία. Huge posters are ad-
Ε ασανσέρ είναι αυτόματη. The lift door is auto-
matic.
vertising the concert.
αφού CONJ [] since: Αφού δεν δουλεύεις σή-
Ζ αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομο ADJ
[, , ] autonomous,
μερα, μπορείς να πας στην τράπεζα να πληρώ-
σεις αυτούς τους λογαριασμούς; Since you are
independent: Από μικρός ήθελε να είναι αυτό-
Η νομος. He wanted to be independent ever since
not working today, can you go to the bank to pay
these bills?
he was young.
Θ αυτοπεποίθηση (η) Ν [] self-confi-
Αφρική (η) N [] Africa: Στην Αφρική υπάρ-
χουν πολλά άγρια ζώα. There are a lot of wild
dence: Αν έχεις αυτοπεποίθηση στην συνέ-
Ι
animals in Africa.
ντευξη, θα την πάρεις την δουλειά. If you have
self-confidence at the interview, you’ll get the αφρόλουτρο (το) N [] bubble bath: Δεν

Κ job. έχουμε αφρόλουτρο. Χρησιμοποίησε το σαπού-


νι. There’s no bubble bath. Use the soap.
αυτός, αυτή, αυτό (1) PRON (personal) [,

Λ , ] he, she, it: Τον χαιρέτησα, αλλά αυ- αφτί (το)  αυτί
τός δεν μου μίλησε. I said hello, but he didn’t αχ! EXCL [] oh: Αχ! Είναι τόσο όμορφα εδώ!
speak to me.
Μ
Oh! It’s so nice here!
αυτός, αυτή, αυτό (2) PRON (demonstrative) αχλάδι (το) N [] pear: Τα αχλάδια είναι
[, , ] this: Αυτός είναι ο δάσκαλός
Ν
φρούτα του φθινοπώρου. Pears are an autumn
μας. This is our teacher. fruit.
αφαιρώ VB [] 1. remove, take away: Αφαι-
Ξ ρέστε το κάλυμμα από την συσκευασία. Remove

Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Β, β 27 βγάζω

Β, β Α
Β
Β, β (βήτα) []: the second letter of the Greek βαρετός, βαρετή, βαρετό ADJ [, ,
Γ
alphabet
βαγόνι (το) Ν [] wagon, carriage: Η θέση
] boring: Δεν πέρασα καλά. Το πάρτι ήταν
πολύ βαρετό. I didn’t have a nice time. The par- Δ
ty was very boring.
Ε
σας είναι στο δεύτερο βαγόνι του τρένου. Your
seat is in the second carriage of the train. βαριέμαι VB [] be bored: Θα πλύνω τα
πιάτα αργότερα. Τώρα βαριέμαι. I will wash the
Ζ
βάζο (το) Ν [] vase: Έβαλα τα τριαντάφυλλα
στο βάζο. I put the roses in the vase. dishes later. I am bored now.

βάζω VB [] 1. put: Γιατί δεν βάζεις λίγο αλά- βάρκα (η) Ν [] boat: Ο ψαράς έβγαλε τα ψά-
τι ακόμα στο φαγητό; Why don’t you put some ρια από την βάρκα. The fisherman took the fish
out of the boat.
Η
more salt in the food? 2. have/make somebody
do something: Αν δεν μπορείς εσύ, βάλε την
Μαρία να του τηλεφωνήσει. If you can’t do it,
βαρκάκι (το) N (diminutive) [] boat: Το
βαρκάκι έπλεε στο νερό. The little boat was sail-
Θ
have Maria call him. 3. wear, put on: Σκέφτο-
μαι να βάλω το κόκκινο φόρεμα στο πάρτι. I am
ing on the water.
βαρκούλα (η) N (diminutive) [] boat: Η
Ι
thinking of wearing the red dress to the party.
βαθμός (ο) Ν [] degree: Αύριο η θερμο-
βαρκούλα έπλεε στο νερό. The little boat was
sailing on the water. Κ
κρασία θα πέσει 5 βαθμούς. The temperature
will drop 5 degrees tomorrow.
βάρος (το) Ν [] weight: Κάνω δίαιτα, για
να χάσω βάρος. I am on a diet to lose some Λ
Μ
βάθος (το) Ν [] 1. depth: Πόσο βάθος έχει weight.
αυτή η λίμνη; What’s the depth of this lake? 2. βαρύς, βαριά, βαρύ ADJ [, , ] heavy:
(far) end: Το γραφείο του Πέτρου είναι στο βά- Θα με βοηθήσεις να μετακινήσω τον καναπέ; Είναι
θος του διαδρόμου. Peter’s office is at the end πολύ βαρύς και δεν θα τα καταφέρω μόνη μου. Will Ν
of the corridor. 3. background: Στο βάθος της you help move the sofa? It’s very heavy and I won’t
φωτογραφίας φαίνεται το παλιό μας σπίτι. Υou
can see our old house in the background of the
manage on my own.
βαρώ  βαράω
Ξ
photograph.
βαθύς, βαθιά, βαθύ ADJ [, , ]
βαστάω / βαστώ VB [ / ] hold: Όταν
ήρθε, βαστούσε στα χέρια του μια μαύρη τσά-
Ο
deep: Το πηγάδι στον κήπο μου είναι πολύ
βαθύ. The well in my garden is very deep.
ντα. When he came, he was holding a black bag
in his hands.
Π
βαλίτσα (η) Ν [] suitcase: Χάσαμε τις βαλί-
τσες μας στο αεροδρόμιο. We lost our suitcases
βαστώ  βαστάω
βαφή (η) N [] dye: Η Ελένη χρησιμοποίησε
Ρ
at the airport. EXP: Πρέπει να φτιάξω την βα-
λίτσα μου για το ταξίδι. I have to pack for the
μπλε βαφή για τα μαλλιά της! Helen used blue
dye for her hair!
Σ
trip.
βαμβάκι (το) Ν [] 1. cotton: Αυτό το
βάφω VB [] 1. paint: Θέλω να βάψω το
δωμάτιό μου πράσινο. I want to paint my room Τ
μπλουζάκι είναι από βαμβάκι. This t-shirt is green. 2. dye: Tι χρώμα θα βάψεις τα μαλλιά
made of cotton. 2. cotton-plant: Το χαλάζι κα-
τέστρεψε τα βαμβάκια. The hail destroyed the
σου; What colour are you going to dye your Υ
hair? 3. make up: Πάντα βάφομαι το πρωί για
cotton-plants.
βαράω / βαρώ VB [ / ] beat: Σταμάτα να
να πάω στην δουλειά. I always make up in the
morning to go to work.
Φ
βαράς τα ντραμς. Κάνεις θόρυβο. Stop beating
the drums. You are making a noise.
βγάζω VB [] 1. take off: Θυμάσαι πού έβαλα
το δαχτυλίδι μου, όταν το έβγαλα; Do you re-
Χ
βάρβαρος, βάρβαρη, βάρβαρο ADJ [,
, ] barbaric: Είναι βάρβαρο να
member where I put my ring when I took it off?
2. take out: Έβγαλε το δώρο από το κουτί και Ψ
σκοτώνουμε ζώα για την γούνα τους. It’s bar- του το έδωσε. She took the present out of the
baric to kill animals for their fur. box and gave it to him. 3. issue: Έχασα το δια- Ω
βγαίνω 28 βιολί

βατήριό μου και πρέπει να πάω στην πρεσβεία, τερέψει τον βήχα σου. Smoking will make your
A για να βγάλω καινούριο. I lost my passport and cough worse.
I have to go to the embassy to have a new one βήχω VB [] cough: Βήχω λίγο, αλλά δεν έχω
Β issued. EXP: Θα βγάλουμε συνάλλαγμα στο
αεροδρόμιο. We’ll get foreign exchange at the
πυρετό τώρα. I cough a little but I have no fever
now.
Γ airport.
βγαίνω VB [] 1. go out: Απόψε θα βγούμε
βιβλιαράκι (το) Ν (diminutive) [] book:
Είναι ένα βιβλιαράκι είκοσι σελίδων. Μπορείς
Δ για να γιορτάσουμε την επέτειο του γάμου μας.
We’re going out tonight to celebrate our wed-
να το διαβάσεις σε μια ώρα. It’s a book of twenty
pages. You can read it in an hour.

Ε
ding anniversary. 2. be produced: Το ελαιόλα-
βιβλιάριο (το) Ν [] 1. health booklet: Μα
δο βγαίνει από ελιές. Olive oil is produced from
πήγες στον γιατρό χωρίς το βιβλιάριό σου; How
olives.
Ζ βδομάδα / εβδομάδα (η) Ν [ / ]
could you go to the doctor without your health
booklet? 2. bank booklet: Όλες οι κινήσεις του
week: Η βδομάδα έχει επτά ημέρες. There are λογαριασμού σας εμφανίζονται στο βιβλιάριο.
Η seven days in a week. All transactions for your account appear in your
βέβαια ADV [] of course, sure, indeed, bank booklet.
Θ naturally: -Είσαι σίγουρος; -Βέβαια. -Are you
positive? -Of course.
βιβλίο (το) Ν [] book: Επέστρεψα το βιβλίο
στην βιβλιοθήκη. I returned the book to the li-
Ι βεβαίως ADV [] of course, sure, indeed,
naturally: -Θα έρθεις μαζί μας στην εκδρομή; -
brary.
βιβλιοθήκη (η) Ν [] 1. bookcase: Έχω
Κ Βεβαίως. -Are you coming with us on our excur-
sion? -Of course.
πολλά βιβλία στην βιβλιοθήκη μου. I’ve got a lot
of books in my bookcase. 2. library: Επέστρεψα

Λ Βελγίδα (η) Ν [] Belgian: Μία πολύ καλή


μου φίλη είναι Βελγίδα. A very good friend of
τα βιβλία στην βιβλιοθήκη. I returned the books
to the library.

Μ mine is Belgian.
Βέλγιο (το) Ν [] Belgium: Το συνέδριο θα δι-
Βιέννη (η) Ν [] Vienna: Η Βιέννη είναι η
πρωτεύουσα της Αυστρίας. Vienna is the capital

Ν εξαχθεί στο Βέλγιο. The conference will be held of Austria.


in Belgium. βίλα (η) Ν [] villa: Έχει μια υπέροχη βίλα με
πισίνα. He has a wonderful villa with a swim-
Ξ Βέλγος (ο) N [] Belgian: Ένας πολύ καλός
μου φίλος είναι Βέλγος. A very good friend of ming pool.
mine is Belgian. βιογραφία (η) Ν [] biography: Η βιο-
Ο βελτίωση (η) Ν [] improvement: Η βελτί- γραφία του Μότσαρτ έχει πολύ ενδιαφέρον.
ωση της υγείας του ασθενούς είναι αξιοσημείω- Mozart’s biography is very interesting.
Π τη. The improvement in the patient’s condition is βιογραφικό (το) Ν [] curriculum vi-
remarkable. tae: Στο βιογραφικό πρέπει να γράψεις για τις
Ρ βενζινάδικο (το) Ν [] petrol station: σπουδές σου και την προϋπηρεσία σου. In your
curriculum vitae you have to write about your
Υπάρχει κανένα βενζινάδικο εδώ κοντά; Έμει-
Σ να από βενζίνη. Is there a petrol station around
here? I’ve run out of petrol.
studies and your previous experience.
βιογραφικός, βιογραφική, βιογραφικό

Τ βενζίνη (η) Ν [] petrol: Μου τελείωσε η


βενζίνη. I’ve run out of petrol.
ADJ [, , ]
biographic(al): Σε μια βιογραφική εγκυκλο-

Υ
παίδεια μπορείς να μάθεις για τις ζωές γνωστών
βεράντα (η) Ν [] veranda: Μου αρέσει
προσωπικοτήτων. In a biographical encyclo-
να κάθομαι στην βεράντα τα απογεύματα. I like
paedia you can find out about the lives of fa-
Φ sitting on the veranda in the afternoons.
βερίκοκο (το) Ν [] apricot: Τα βερίκοκα
mous people. EXP: Στο βιογραφικό σημείωμα
πρέπει να γράψεις για τις σπουδές σου και την

Χ είναι φρούτα του καλοκαιριού. Apricots are a


summer fruit.
προϋπηρεσία σου. In your curriculum vitae
you have to write about your studies and your

Ψ
Βερολίνο (το) Ν [] Berlin: Αυτό το καλο- previous experience.
καίρι θα πάω στο Βερολίνο για διακοπές. This βιολί (το) Ν [] violin: Παίζει δύο μουσικά όρ-
summer I’m going on holiday to Berlin.
Ω
γανα: πιάνο και βιολί. He plays two musical in-
βήχας (ο) Ν [] cough: Το κάπνισμα θα χειρο- struments: the piano and the violin.
βιολογία 29 βράζω

Α
βιολογία (η) Ν [] biology: Η βιολογία north wind: Το βοριαδάκι θα συνεχιστεί και τις
είναι το αγαπημένο μου μάθημα. Biology is my επόμενες μέρες. The light north wind will con-
favourite lesson. tinue for the next few days.
βιολογικός, βιολογική, βιολογικό ADJ βοριάς (ο) Ν [] north wind: Όταν φυσάει Β
[, , ] biological: Η βοριάς, η θερμοκρασία πέφτει. When there is a
πέψη είναι μια βιολογική διαδικασία. Digestion
is a biological process.
north wind, the temperature drops. Γ
βότανο (το) Ν [] herb: Παίρνω μόνο φάρ-
βιολόγος (ο/η) N [] biologist: -Τι δουλειά
κάνει η αδερφή σου; -Είναι βιολόγος. -What does
μακα που παρασκευάζονται από βότανα. I take
only medicine made of herbs.
Δ
your sister do for a living? -She’s a biologist.
βιταμίνη (η) Ν [] vitamin: Τα φρούτα
βότσαλο (το) Ν [] pebble: Οι περισσότερες
παραλίες του νησιού έχουν άσπρα βότσαλα.
Ε
έχουν πολλές βιταμίνες. Fruit has many vita-
mins.
Most of the beaches on the island are covered
in white pebbles. Ζ
Η
βιτρίνα (η) Ν [] shop-window: Είδα ένα Βουλή (η) Ν [] Parliament: Η Βουλή είναι
ωραίο πουκάμισο σε μια βιτρίνα σήμερα. I saw στην πλατεία Συντάγματος. The Parliament is at
Syntagma Square.
Θ
a nice shirt in a shop-window today.
βλάβη (η) N [] damage, breakdown, failure: βουνό (το) N [] mountain: Πολλοί άνθρωποι
προτιμούν να περνούν τις διακοπές τους στο
Ι
Η βλάβη στο σύστημα αποκαταστάθηκε σε μισή
ώρα. The breakdown in the system was fixed βουνό. Many people prefer spending their holi-
in half an hour. EXP: Το μηχάνημα έχει βλάβη. days in the mountains.
The machine is out of order. βουρτσίζω VB [] brush: Πρέπει να βουρ-
τσίζεις τα δόντια σου κάθε βράδυ. You must
Κ
βλέπω VB [] 1. see: Δεν βλέπω καλά. Χρει-
άζομαι γυαλιά. I can’t see well. I need glasses.
2. meet: Είδα τον Πέτρο χτες. I met Peter yes-
brush your teeth every night.
βουτάω / βουτώ VB [ / ] dive: Έβαλα το
Λ
terday. || Με τον Πέτρο βλεπόμαστε κάθε μέρα.
Peter and I meet every day. 3. watch: -Θα έρ-
μαγιό μου και βούτηξα στην θάλασσα. I put on
my swimming suit and dived into the sea.
Μ
θεις μαζί μας απόψε; -Όχι, θέλω να δω τον αγώ-
να. -Are you coming with us tonight? -No, I want
βουτιά (η) N [] dive: Η βουτιά από τέτοιο
ύψος ήταν επικίνδυνη. Diving from that height
Ν
to watch the game.
Ξ
was dangerous. EXP: Έκανε μια βουτιά στην
βλεφαρίδα (η) N [] eyelash: Η Μαρία έχει πισίνα. He dived into the pool.
μακριές βλεφαρίδες. Maria has long eyelashes.
Ο
βούτυρο (το) N [] butter: Τηγανίστε τα αυγά
βοηθάω / βοηθώ VB [ / ] help: Ο σε λίγο βούτυρο. Fry the eggs in a little butter.
αδερφός μου με βοήθησε να λύσω τις ασκήσεις βουτώ  βουτάω
των μαθηματικών. My brother helped me do the βραδάκι (το) N (diminutive) [] evening, Π
maths exercises. night: Θέλετε να πάμε σινεμά το βραδάκι; Would
βοήθεια (η) Ν [] or [] help: Δεν θα
τα είχα καταφέρει χωρίς την βοήθειά σου. I
you like to go to the cinema this evening? Ρ
βραδιά (η) N [] evening: Λατρεύω τις καλο-
wouldn’t have managed without your help.
βοηθώ  βοηθάω
καιρινές βραδιές. I love summer evenings. Σ
βραδιάζω VB [] get dark: Μόλις βράδι-
Βόλος (o) N [] Volos: Ο Βόλος απέχει από την
Αθήνα περίπου 3 ώρες με το αυτοκίνητο. Volos is
ασε, ανάψαμε τα κεριά. As soon as it got dark,
we lit the candles.
Τ
almost a three-hour drive away from Athens.
βόλτα (η) Ν [] walk, stroll: Πάμε μια βόλτα
βραδινός, βραδινή, βραδινό ADJ [,
, ] evening: Θα ήθελα δύο εισι-
Υ
στην παραλία; Shall we go for a walk along the
beach? EXP: Χτες έκανα βόλτα στην παραλία. I
τήρια για την βραδινή πτήση. I’d like two tickets
for the evening flight.
Φ
Χ
went for a walk along the beach yesterday. βράδυ (το) N [] evening, night: Μου αρέσει
βόρειος, βόρεια, βόρειο ADJ [, , ] να κοιτάζω τα αστέρια το βράδυ. I like looking at
north: Στην βόρεια πλευρά του νησιού υπάρχουν the stars at night.
θαυμάσιες παραλίες. There are wonderful beach- βράζω VB [] boil: Όταν αρχίσει να βράζει Ψ
es on the north side of the island. το νερό, ρίξε λίγο λάδι. When the water starts
βοριαδάκι (το) N (diminutive) [] light boiling, pour in some oil. Ω
βραχύς 30 βυθός

A βραχύς, βραχεία, βραχύ ADJ [, , βροντώ  βροντάω


] brief, short: Ο πρωθυπουργός είχε μια βροχερός, βροχερή, βροχερό ADJ [,
βραχεία συνάντηση με τον υπουργό Παιδείας. , ] rainy: Ο βροχερός καιρός
Β The Prime Minister had a brief meeting with the
minister of Education.
μάς χάλασε την εκδρομή. The rainy weather ru-
ined our excursion.
Γ βρε PRCL [] hey (you): Βρε, πού είσαι εσύ;
Καιρό έχουμε να τα πούμε. Hey, where have you
βροχή (η) N [] rain: Αναβάλαμε το ταξίδι
λόγω της δυνατής βροχής. We postponed our
Δ been? It’s been ages since I last saw you.
βρέχω VB [] 1. wet: Βρέξε λίγο το σεντόνι,
trip due to the heavy rain.
βροχούλα (η) N (diminutive) [] light rain:
Ε πριν το σιδερώσεις. Wet the sheet a little before
ironing it. 2. rain: Βρέχει εδώ και δυο ώρες. It’s
Άρχισε να πέφτει μια καλοκαιρινή βροχούλα. A
light summer rain started to fall.
been raining for two hours.
Ζ βρίσκομαι VB [] be: Εκείνη την στιγμή
βρυσάκι (το) N (diminutive) [] tap: Στον
κήπο έχουμε ένα βρυσάκι, για να ποτίζουμε τα
βρισκόμουν στον δρόμο για το σπίτι. I was on
Η the way home at the time.
λουλούδια. We have a tap in the garden to water
the flowers.
βρίσκω VB [] 1. find: Δεν βρίσκω το βιβλίο
Θ του Νίκου. Πού είναι; I can’t find Nick’s book.
Where is it? 2. meet: Μάντεψε ποιον βρήκα
βρύση (η) N [] tap: Το νερό που έτρεχε από
την βρύση ήταν θολό. The water coming out of
the tap was muddy.
Ι στον δρόμο! Guess whom I met in the street! 3.
find out: Δεν μπορώ να βρω τι σημαίνει. I can’t βρυσούλα (η) N (diminutive) [] tap: Στον
κήπο έχουμε μια βρυσούλα, για να ποτίζουμε τα
Κ find out what it means.
βρόμικος, βρόμικη, βρόμικο ADJ [,
λουλούδια. We have a tap in the garden to water
the flowers.
Λ , ] dirty: Να πλύνεις τα χέρια
σου πριν από το φαγητό, γιατί είναι βρόμικα. βυζαντινός, βυζαντινή, βυζαντινό ADJ
Wash your hands before dinner because they [, , ] Byzan-
Μ are dirty. tine: Η εκκλησία είναι γεμάτη από παλιές βυζα-
ντινές εικόνες. The church is full of old Byzan-
βροντάω / βροντώ VB [ / ] 1.
Ν knock, bang: Βρόντηξε δυνατά την πόρτα. He
knocked loudly on the door. 2. thunder: Άρχισε
tine icons.
βυθός (ο) N [] seabed, bottom: Ο βυθός της

Ξ να βροντάει και αμέσως ξέσπασε καταιγίδα. It


started to thunder and immediately it started to
θάλασσας σε αυτά τα νησιά είναι γεμάτος σπά-
νια είδη ψαριών. The bottom of the sea around

Ο pour with rain. these islands is full of rare species of fish.

Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Γ, γ 31 γελοιογραφία

Γ, γ Α
Β
Γ, γ (γάμμα) []: the third letter of the Greek ουρά. My cat has a fluffy tail. EXP: Όταν λεί- Γ
πει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια. When the
Δ
alphabet
cat’s away, the mice will play.
γάλα (το) Ν [] milk: Θέλεις γάλα στο τσάι σου;
γατίσιος, γατίσια, γατίσιο ADJ [, ,
Ε
Do you want any milk in your tea?
] cat’s: Μπορεί να σε ξεγελάσει στην στιγ-
γαλάζιο (το) Ν [] light blue: Το γαλάζιο
μή. Έχει γατίσια πονηριά. She can fool you in a
Ζ
είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Light blue is my
minute. She has a cat’s craftiness.
favourite colour.
γατούλης (o) N (diminutive) [] cat: Ο γα-
γαλάζιος, γαλάζια, γαλάζιο ADJ [,
, ] light blue: Αγόρασα ένα γαλά-
τούλης μου είναι άσπρος με καφέ βούλες. My
cat is white with brown spots.
Η
ζιο φόρεμα. I bought a light blue dress.
γαλακτοκομικός, γαλακτοκομική, γαλακτο-
γαύρος (o) N [] anchovy (a type of tid-
dler): Ήπιαμε ούζο και φάγαμε γαύρο τηγανητό.
Θ
κομικό ADJ [, ,
] dairy: Συγγνώμη, πού είναι τα
γαλακτοκομικά (προϊόντα); Excuse me, where
We drank ouzo and ate fried anchovy.
γδύνω VB [] undress: Έγδυσε το παιδί και
Ι
are the dairy products?
γαλακτομπούρεκο (το) N [] galak-
το πήγε στο μπάνιο. She undressed the child
and took him into the bathroom. || Γδύθηκα και Κ
βούτηξα στην πισίνα. I undressed and dived into
toboureko (custard-filled pastry): Το γαλα-
κτομπούρεκο είναι ένα γλυκό με σιρόπι. Galak-
the pool. Λ
γεια EXCL [] 1. hi, hello: “Γεια σου!”, μου είπε
toboureko is a pastry with syrup.
γαλάκτωμα (το) N [] lotion, emulsion:
το άγνωστο κορίτσι. “Πώς σε λένε;” “Hello!’’, the Μ
strange girl said to me. “What’s your name?’’ 2.
Να χρησιμοποιείς γαλάκτωμα για τον καθαρι-
σμό του προσώπου σου. Use emulsion to clean
bye-bye, so long: Γεια σου, λοιπόν. Θα σε δω
αύριο. Bye, then. See you tomorrow. EXP: 1.
Ν
your face.
Γαλλία (η) N [] France: Πρωτεύουσα της
Γεια χαρά. Τι κάνεις; Hello. How are you? 2.
Άντε, γεια χαρά. Θα σε δω αύριο. OK, bye. See
Ξ
Γαλλίας είναι το Παρίσι. Paris is the capital of
Ο
you tomorrow. 3. Έχε γεια. Ποιος ξέρει πότε
France. θα ξανασυναντηθούμε... So long. Who knows
Γαλλίδα (η) N [] French: Αν και είναι Γαλλί- when we’ll meet again...
δα, μιλάει άψογα Ελληνικά. Even though she is
French, she speaks Greek fluently.
γείτονας (o) N [] neighbour: Οι γείτονές Π
μας κάνουν πολλή φασαρία. Our neighbours are
Γαλλικά (τα) N [] French: Η Κατρίν μάς μα-
θαίνει Γαλλικά. Catherine teaches us French.
very noisy. Ρ
γειτονιά (η) N [] neighbourhood: Στην γει-
Γάλλος (ο) N [] French: Αν και είναι Γάλ-
λος, μιλάει άψογα Ελληνικά. Even though he is
τονιά μου υπάρχουν πολλά καταστήματα. There
are many shops in my neighbourhood.
Σ
French, he speaks Greek fluently.
γάμος (ο) N [] wedding: Ο γάμος θα γίνει
γείτσες EXCL [] Bless you!: Πάντα λέμε
“γείτσες”, όταν κάποιος φτερνίζεται. We always
Τ
στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. The wedding
will take place at the church of Saint Georgios.
say “Bless you” when somebody sneezes.
γελάω / γελώ VB [ / ] 1. laugh: Κανείς δεν
Υ
γαμπρός (ο) N [] 1. son-in-law: Ο γα-
μπρός μου είναι γιατρός. My son-in-law is a
γελάει με τα αστεία σου! Nobody laughs at your
jokes! 2. deceive: Δεν είσαι τίμιος. Με γέλασες. Φ
doctor. 2. bridegroom: Ο γαμπρός φορούσε
Χ
You are not honest. You deceived me.
ένα άσπρο κοστούμι. The bridegroom was wear- γέλιο (το) N [] laugh, laughter: Το γέλιο του
ing a white suit. ακουγόταν σε όλο το σπίτι. His laughter could be
γάντι (το) N [] glove: Έχασα το ένα μου heard all over the house. EXP: Ο Κώστας έχει Ψ
γάντι. I’ve lost a glove. (πολύ) γέλιο. Costas is (very) funny.
γάτα (η) N [] cat: Η γάτα μου έχει φουντωτή γελοιογραφία (η) N [] cartoon, cari- Ω
γελώ 32 γιατί (1)

cature: Είδες την γελοιογραφία στην σημερινή Γερμανικά (τα) N [] German: Τα Γερ-
A εφημερίδα; Did you see the cartoon in today’s μανικά είναι δύσκολη γλώσσα. German is a dif-
newspaper? ficult language.
Β γελώ  γελάω Γερμανός (ο) N [] German: Στην Μύκο-
γεμάτος, γεμάτη, γεμάτο ADJ [, , νο γνώρισα μια παρέα Γερμανών. I met a group
Γ ] full: Ο σάκος του Αϊ-Βασίλη είναι γεμά-
τος δώρα. Santa Claus’s bag is full of presents.
of Germans on Mykonos.
γερνάω / γερνώ VB [ / ] get old: Όταν
Δ γεμίζω VB [] fill, become full: Το δωμάτιο
γέμισε με δώρα. The room filled up with pres-
γεράσω, θα σταματήσω να δουλεύω και θα αγο-
ράσω ένα σπίτι δίπλα στην θάλασσα. When I get

Ε ents.
γέμιση (η) N [] stuffing: Βάζεις καρύδια
old, I’ll stop working and I’ll buy a house by the
sea.

Ζ στην γέμιση της γαλοπούλας; Do you put wal-


nuts in the turkey stuffing?
γερνώ  γερνάω
γέρος (o) N [] old man: Πολλοί γέροι νιώ-

Η γεμιστά (τα) Ν [] stuffed tomatoes: Τα γε-


μιστά της μητέρας μου είναι καταπληκτικά! My
θουν μοναξιά. Many old men feel lonely.
γερός, γερή, γερό ADJ [, , ] sound,
mother’s stuffed tomatoes are terrific!
Θ γεμιστός, γεμιστή, γεμιστό ADJ [,
strong: Έχει πολύ γερή μνήμη. He has a very
sound memory.
, ] filled, stuffed: Έχεις δοκιμά-
Ι σει ποτέ κοτόπουλο γεμιστό με πορτοκάλι; Have
γεύση (η) N [] taste, flavour: Δεν μου αρέσει
η γεύση αυτού του ποτού. I don’t like the taste
you ever tasted chicken stuffed with orange? of this drink.
Κ γενέθλια (τα) Ν [] birthday: Πότε είναι τα
γενέθλιά σου; When is your birthday?
γεωγραφία (η) N [] geography: Στο μά-
θημα της γεωγραφίας οι μαθητές σχεδιάζουν
Λ γένι (τo) Ν [] beard: Είναι γέρος και τα γέ-
νια του είναι άσπρα. He is old and his beard is
χάρτες. In the geography course the students
draw maps.
Μ white.
γενιά (η) N [] generation: Δεν αποκλείεται η
γεωλογία (η) N [] geology: H γεωλογία
είναι το αγαπημένο μου μάθημα. Geology is my
Ν επόμενη γενιά να έχει την δυνατότητα να ταξι-
δεύει στο διάστημα. It is quite possible that the
favourite lesson.
γη (η) N [] 1. Earth: Ζούμε στον πλανήτη Γη. We
Ξ next generation will be able to travel in space.
γενικά ADV [] generally: Γενικά, δεν αισθά-
live on planet Earth. 2. earth, ground: Όταν γί-
νεται σεισμός, κουνιέται η γη. When there’s an

Ο νομαι καλά τελευταία. Generally, I haven’t been


feeling well lately.
earthquake, the earth shakes.
για PREP [] 1. for: Το δώρο είναι για τον Κώστα.

Π
γενναίος, γενναία, γενναίο ADJ [, , This present is for Costas. || Αυτό το κείμενο εί-
] brave: Αυτό που έκανες ήταν πολύ γεν- ναι πολύ δύσκολο για μένα. This text is too dif-
ναίο. What you did was very brave.
Ρ
ficult for me. 2. for: Ξεκινάμε για το θέατρο σε
γεννάω / γεννώ VB [ / ] bear, give πέντε λεπτά. We are leaving for the theatre in
birth: Η γάτα μου γέννησε τέσσερα γατάκια. My five minutes. 3. to: Πετάμε για Ρώμη σε 2 ώρες.
Σ cat gave birth to four kittens. || Γεννήθηκα στην
Αθήνα. I was born in Athens.
We are taking off for Rome in 2 hours. 4. about:
Το βιβλίο είναι για μια κοπέλα από την Ιαπωνία.
Τ γέννηση (η) N [] birth: Η γέννηση του μω-
ρού τους τούς έδωσε μεγάλη χαρά. The birth of
The book is about a girl from Japan.
για να CONJ [ ] to, in order to: Τρέχω, για να

Υ their baby made them very happy.


γεννώ  γεννάω
προλάβω το λεωφορείο. I am running to catch
the bus.

Φ γεράνι (το) N [] geranium: Ο κήπος του


σπιτιού μου είναι γεμάτος κόκκινα γεράνια. My
γιαγιά (η) Ν [] grandmother, grandma: Η για-
γιά μου αγόρασε ένα καινούριο ζευγάρι γυαλιά. My

Χ garden is full of red geraniums.


Γερμανία (η) N [] Germany: Πρωτεύου-
grandmother has bought a new pair of glasses.
γιαούρτι (το) Ν [] yogurt: Τα βασικά συστα-

Ψ
σα της Γερμανίας είναι το Βερολίνο. Berlin is τικά του τζατζικιού είναι γιαούρτι, αγγούρι και
the capital of Germany. σκόρδο. The basic ingredients of tzatziki are yo-
gurt, cucumber and garlic.
Ω
Γερμανίδα (η) N [] German: Η γυναίκα του
Πέτρου είναι Γερμανίδα. Peter’s wife is German. γιατί (1) CONJ [] because: Δεν μπορώ να
γιατί (2) 33 γνωρίζω

Α
έρθω στο πάρτι, γιατί έχω δουλειά. I can’t come γκρι (το) N [] grey: Το γκρι είναι το αγαπημένο
to the party because I’ve got work to do. μου χρώμα. Grey is my favourite colour.
γιατί (2) PRCL [] why: Γιατί δεν έρχεσαι στο γκρι, γκρι, γκρι ADJ [, , ] grey: Αγόρασα
πάρτι; Why aren’t you coming to the party? ένα γκρι παλτό. I have bought a grey coat. Β
γιατρός (ο/η) N [] doctor: Ο άντρας μου γκρίζος, γκρίζα, γκρίζο ADJ [, , ]
είναι γιατρός και δουλεύει σε νοσοκομείο. My grey: Ο ουρανός γέμισε γκρίζα σύννεφα. The Γ
husband is a doctor and he works in a hospital. sky was covered with grey clouds.
γιατρουδάκος (ο) N (diminutive) []
doctor: Ένας γιατρουδάκος είναι. Δεν έχει κά-
γλάστρα (η) Ν [] flower-pot: Το μπαλκόνι
είναι γεμάτο γλάστρες. The balcony is covered
Δ
νει καριέρα. He is a minor doctor. He doesn’t
have a career.
in flower-pots.
γλαστράκι (το) Ν (diminutive) [] flower-
Ε
γίνομαι VB [] 1. become, be: Θέλω να
γίνω αστροναύτης. I want to be an astronaut. 2.
pot: Έβαλα πάνω στο τραπέζι δυο γλαστράκια
με κάκτους. I put two little flower-pots with cac-
Ζ
Η
happen, take place: Ο γάμος θα γίνει στην εκ- tuses on the table.
κλησία του χωριού. The wedding will take place γλαστρούλα (η) Ν (diminutive) [] flower-
in the village church. EXP: 1. Τι γίνεται; How’s
Θ
pot: Έβαλα πάνω στο τραπέζι δυο γλαστρού-
it going? 2. Δεν γίνεται να σου το πω. Είναι λες με κάκτους. I put two little flower-pots with
μυστικό. I can’t tell you. It’s a secret. 3. Τι γίνε- cactuses on the table.
σαι; How are you? 4. Τι έγινε; Φαίνεσαι στενο-
χωρημένη. What is wrong? You seem upset.
γλεντάω / γλεντώ VB [ / ] have Ι
fun/a good time: Γλεντήσαμε πολύ στο πάρτι
γιορτάζω VB [] 1. it’s one’s name day: Η
Μαρία γιορτάζει σήμερα. It’s Maria’s name day
της Ειρήνης. Χορέψαμε και τραγουδήσαμε μέχρι
το πρωί! We had lots of fun at Irene’s party. We
Κ
today. 2. celebrate: Τα Χριστούγεννα γιορτά-
ζουμε την γέννηση του Χριστού. At Christmas
danced and sang till morning!
γλεντώ  γλεντάω
Λ
we celebrate Christ’s birth.
γιορτή (η) Ν [] name day: Τι δώρα σου έφε-
γλιστράω / γλιστρώ VB [ / ] slip: Η
Μαρία γλίστρησε στο χιόνι και έσπασε το πόδι
Μ
ραν στην γιορτή σου; What presents did you get
on your name day?
της. Maria slipped on the snow and broke her
leg.
Ν
γιορτινός, γιορτινή, γιορτινό ADJ [,
, ] festive: Η ατμόσφαιρα εκείνη
την ημέρα στο σπίτι ήταν γιορτινή. Όλοι φορού-
γλιστρώ  γλιστράω
γλυκό (το) Ν [] sweet, pastry: Μου αρέσουν
Ξ
σαν τα καλά τους και η μαμά είχε μαγειρέψει το
αγαπημένο μας φαγητό. The atmosphere in the
πολύ τα γλυκά. I love sweets.
γλυκός, γλυκιά, γλυκό ADJ [, , ]
Ο
house that day was festive. Everyone was wear-
ing their Sunday best and mother had cooked
1. sweet: Ο καφές είναι πολύ γλυκός. Δεν μπο-
ρώ να τον πιω. The coffee is very sweet. I can’t Π
our favourite meal. drink it. 2. nice: Ακουγόταν μια γλυκιά μουσική.
γιος (ο) Ν [] son: Η κυρία Οικονόμου έχει δυο A nice piece of music could be heard. Ρ
γιους και μια κόρη. Mrs Economou has two γλυκούλης, γλυκούλα, γλυκούλικο ADJ (dimin-
sons and a daughter. utive) [, , ] sweet, cute:
Τι γλυκούλικο μωράκι! What a cute little baby!
Σ
γκαράζ (το) Ν [] garage: Το γκαράζ της πο-
λυκατοικίας μας είναι για δέκα αυτοκίνητα. The
garage in our block of flats is for ten cars.
γλύπτης (ο) N [] sculptor: Ο Πραξιτέλης
ήταν αρχαίος Έλληνας γλύπτης. Praxiteles was
Τ
γκαρσονιέρα (η) Ν [] bed-sit: Όταν
ήμουν φοιτητής, έμενα σε μια γκαρσονιέρα στο
an ancient Greek sculptor.
γλώσσα (η) N [] language, tongue: Πόσες
Υ
κέντρο της πόλης. When I was a student, I lived
in a bed-sit in the centre of the city.
γλώσσες μιλάς; How many languages can you
speak?
Φ
γκέτο (το) Ν [] ghetto: Αυτή η γειτονιά είναι
γκέτο των μεταναστών. This neighbourhood is a
γνώμη (η) N [] opinion: Δεν συμφωνώ με
την γνώμη σου. I don’t share your opinion. Χ
ghetto where the immigrants live.
γκολφ (το) Ν [] golf: Στο γήπεδο του γκολφ
γνωρίζω VB [] 1. know: Γνωρίζετε αυτόν
τον άνθρωπο; Do you know this man? 2. meet: Ψ
υπάρχει μια λιμνούλα. There is a pond on the golf Έχεις γνωρίσει τον άντρα μου; Have you met
course. my husband? Ω
γνωριμία 34 γυαλί

γνωριμία (η) N [] acquaintance: Έκανα line: Το τρένο αναχωρεί από την γραμμή 2. The
A μια ενδιαφέρουσα γνωριμία χτες! I made an in- train departs from line 2.
teresting acquaintance yesterday! γραφείο (το) Ν [] 1. desk: Αγόρασα ένα
Β γνώση (η) N [] knowledge: Στις μέρες μας γραφείο με τρία συρτάρια. I bought a desk with
είναι απαραίτητη η γνώση τουλάχιστον μιας ξέ- three drawers. 2. office: Το γραφείο μας είναι
Γ νης γλώσσας. Knowledge of at least one foreign
language is necessary nowadays.
στον τρίτο όροφο. Our office is on the third floor.
EXP: Θα πάω να πάρω τα εισιτήρια από το τα-

Δ γνωστός, γνωστή, γνωστό ADJ [, ,


] 1. acquaintance, friend: Ο Πέτρος είναι
ξιδιωτικό/τουριστικό γραφείο. I’m going to get
the tickets from the travel/tourist agency.

Ε παλιός γνωστός μου. Peter is an old acquain-


tance of mine. 2. known, famous: Είναι πολύ
γραφικό (το) Ν [] graphics: Αυτό το CD-
ROM έχει πολύ ωραία γραφικά. This CD-ROM
γνωστός ηθοποιός. He is a well known actor. has very nice graphics.
Ζ γόνατο (το) N [] knee: Γλίστρησα στα σκα- γραφίστας (ο) Ν [] graphic designer:
λιά και χτύπησα το γόνατό μου. I slipped on the Ο γραφίστας μάς παρουσίασε τα νέα σχέδιά
Η stairs and hurt my knee. του. The graphic designer showed us his new
γονέας (ο) N [] parent: Οι γονείς μου ήθε- designs.
Θ λαν να γίνω γιατρός. My parents wanted me to γράφω VB [] 1. write: Πρέπει να γράψω ένα
become a doctor. γράμμα στην θεία μου. I have to write a letter
Ι γουλιά (η) N [] sip: Ήπια μια γουλιά κρασί. I
took a sip of wine.
to my aunt. 2. prescribe: Ο γιατρός μού έγρα-
ψε κάτι χάπια για τον πονοκέφαλο. The doctor

Κ γουλίτσα (η) N (diminutive) [] sip: Ήπια


μια γουλίτσα κρασί. I took a sip of wine.
prescribed some headache pills. 3. compose:
Έγραψε μουσική για μια ταινία. He composed

Λ γουστάρω VB [] like, fancy (slang): Ο


Νίκος είπε στην Άννα ότι την γουστάρει πολύ.
the music for a film. 4. say: Δεν βλέπεις την πι-
νακίδα που γράφει “Απαγορεύεται το κάπνισμα”;
Can’t you see the sign that says “No smoking”?
Μ Nick told Anna that he fancies her a lot.
γραβιέρα (η) N [] Gruyere cheese: Προτι-
5. spell: -Πώς γράφεται η λέξη “ευρύς”; -Ε-Υ-
Ρ-Υ-Σ. -How do you spell the word “ευρύς”; -Ε-
Ν μώ την γραβιέρα από την φέτα. I prefer Gruyere
to feta cheese.
Υ-Ρ-Υ-Σ.
γρήγορα ADV [] 1. fast, quickly: Τρέξε
Ξ γράμμα (το) Ν [] 1. letter: Το ‘A’ είναι το
πρώτο γράμμα της αλφαβήτου. ‘A’ is the first
όσο πιο γρήγορα μπορείς! Run as fast as you
can! 2. soon: Ο καιρός θα είναι καλός το πρωί.

Ο letter of the alphabet. 2. letter: Προχτές έλαβα


ένα γράμμα από τον Παντελή. The day before
Γρήγορα όμως θα συννεφιάσει. The weather
will be fine in the morning. Soon, however, it will
yesterday I got a letter from Pantelis.
Π
be cloudy.
γραμμάριο (το) Ν [] gram: Ένα κιλό είναι γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο ADJ [,
χίλια γραμμάρια. A kilo is a thousand grams.
Ρ
, ] fast: Το αυτοκίνητό τους είναι
γραμματέας (ο/η) Ν [] secretary: Η πολύ γρήγορο. Their car is really fast.
γραμματέας μού είπε ότι ο πρόεδρος είναι σε
Σ
γρηγορότερος, γρηγορότερη, γρηγορότερο
σύσκεψη. The secretary told me that the presi- ADJ [, , ] 1.
dent is at a meeting. faster: Το αυτοκίνητο του Νίκου είναι γρηγορό-
Τ γραμματική (η) Ν [] grammar: Λένε πως
η ελληνική γραμματική είναι δύσκολη. They say
τερο από το δικό μου. Nick’s car is faster than
mine. 2. fastest (when preceded by article):

Υ that Greek grammar is difficult.


γραμματοκιβώτιο (το) Ν [] mail
Λένε ότι είναι το γρηγορότερο αυτοκίνητο του
κόσμου. They say it’s the fastest car in the

Φ box: Είδες αν έχουμε κανένα γράμμα στο γραμ-


ματοκιβώτιο; Did you happen to see if there is
world.
γρίπη (η) N [] influenza, flu: Έχω γρίπη

Χ any mail in the mailbox?


γραμματόσημο (το) Ν [] stamp:
εδώ και μια εβδομάδα. I’ve had the flu for a
week now.

Ψ
Έχω μια μεγάλη συλλογή με γραμματόσημα. I γροθιά (η) N [] fist: Έσφιξε απειλητικά την
have a large stamp collection. γροθιά του. He clenched his fist threateningly.

Ω
γραμμή (η) Ν [] 1. line, cut: Η φούστα σου γυαλί (το) Ν [] 1. glass: Αυτό το βάζο είναι από
έχει ωραία γραμμή. Your skirt is a fine cut. 2. χρωματιστό γυαλί. This vase is made of stained
γυάλινος 35 γωνία

Α
glass. 2. glasses: Δεν μπορώ να δω τίποτα χω- γυναικεία (τα) N [] ladies’ wear: Τα γυναι-
ρίς τα γυαλιά μου. I can’t see anything without κεία είναι στον πρώτο όροφο. Ladies’ wear is on
my glasses. the first floor.
γυάλινος, γυάλινη, γυάλινο ADJ [, , γυναικείος, γυναικεία, γυναικείο ADJ [, Β
] glass: Μου αρέσει αυτό το γυάλινο βάζο. , ] feminine, woman’s, lady’s: Εί-
I like this glass vase. ναι γυναικείο αυτό το καπέλο; Is this a lady’s
hat?
Γ
γυμνάζω VB [] 1. exercise: Χρησιμοποιώ
βαράκια, για να γυμνάσω τους μυς των χεριών. I
use weights to exercise my arm muscles. 2. work
γυρίζω VB [] return, come back: Πάντα γυ-
ρίζω σπίτι στις 3.00 το μεσημέρι. I always come
Δ
out: Γυμνάζομαι καθημερινά. I work out daily.
γυμνάσιο (το) Ν [] junior high school:
home at 3.00 in the afternoon.
γυρνάω / γυρνώ VB [n / ] return, come
Ε
Όταν ήμουν 13 ετών, πήγαινα στην πρώτη τάξη
του γυμνασίου. When I was 13, I was in the first
back: Φεύγουμε για διακοπές αύριο και γυρνά-
με σε μια βδομάδα. We are going on holiday to- Ζ
year of junior high school. morrow and we are returning in a week.
γυμναστήριο (το) Ν [] gym (gymnasi- γυρνώ  γυρνάω Η
um): Κρατιέται σε καλή φόρμα, γιατί πηγαίνει συ-
Θ
γύρω ADV [] 1. around: Τα πάντα γύρω ήταν
χνά στο γυμναστήριο. He keeps in good shape χιονισμένα. Everything all around was covered
because he goes to the gym regularly. with snow. 2. around: Καθόμασταν όλοι γύρω
γυμναστική (η) Ν [] gymnastics: Η κόρη από το τζάκι. We were all sitting around the fire-
place. 3. about: Έχω μαζέψει γύρω στα διακό-
Ι
μου έλαβε μέρος σε διαγωνισμό γυμναστικής.
My daughter took part in a gymnastics competi-
tion. EXP: Κάνω γυμναστική τρεις φορές την
σια ευρώ. I’ve saved about two hundred euros.
EXP: Γύρω - γύρω από το σπίτι έχει κήπο.
Κ
εβδομάδα. I exercise three times a week.
γυναίκα (η) Ν [] 1. woman: Oι γυναίκες εί-
There’s a garden all around the house.
γωνία (η) N [] corner: Το σπίτι μου είναι
Λ
ναι περισσότερες από τους άντρες. Women out-
number men. 2. wife: Η γυναίκα μου είναι 32
μόλις στρίψεις στην γωνία. My house is just
around the corner. Μ
Ν
ετών. My wife is 32 years old.

Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Δ, δ 36 δεκαετία

A Δ, δ
Β
Γ Δ, δ (δέλτα) []: the forth letter of the Greek δάχτυλο (το) N [] finger: Τα δάχτυλά μου

Δ
alphabet είναι παγωμένα! Δεν μπορώ ούτε να γράψω. My
δα PRCL [] so, that: Τρομάξατε από ένα γατάκι fingers are frozen! I can’t even write.

Ε
τόσο δα; Did you get scared by that tiny cat? δαχτυλογράφηση (η) Ν [] typing:
δάκρυ (το) N [] tear: Η μητέρα έκλαιγε, αλλά Χρειάζομαι μία ώρα για την δαχτυλογράφη-
ήταν δάκρυα χαράς. Mother cried but they were ση πέντε σελίδων. I need an hour to type five
Ζ tears of joy. pages.
Δανέζα / Δανή (η) N [ / ] Dane, Dan- δε / δεν PRCL [ / ] not: Δεν μου αρέσουν οι
Η ish: Είναι Δανέζα και μένει στην Κοπεγχάγη. φράουλες. I do not like strawberries.
She’s Danish and lives in Copenhagen. ΔΕΗ / Δ.Ε.Η. ACRO [] Public Power Corpo-
Θ Δανέζικα / Δανικά (τα) Ν [ / ] Dan-
ish: Στην Κοπεγχάγη μιλάνε Δανέζικα. They
ration: ΔΕΗ σημαίνει Δημόσια Επιχείρηση Ηλε-
κτρισμού. ΔΕΗ means Public Power Corpora-

Ι speak Danish in Copenhagen.


δανείζω VB [] 1. lend: Δεν δανείζω ποτέ τα
tion.
δείγμα (το) Ν [] sample: Το έργο αυτό απο-

Κ βιβλία μου σε κανέναν. I never lend my books to


anyone. 2. borrow (in passive voice): Δανεί-
τελεί ένα μικρό δείγμα της δουλειάς μας. This
project is a small sample of our work.

Λ στηκα δύο βιβλία από την σχολική βιβλιοθήκη. I


borrowed two books from the school library.
δείκτης (ο) Ν [] factor: Η κρέμα μου έχει δεί-
κτη αντηλιακής προστασίας 25. My cream has a

Μ δάνειο (το) Ν [] loan: Θα ήθελα κάποιες πλη- 25 sun protection factor.
ροφορίες για τα δάνεια που προσφέρει η τρά- δειλά ADV [] in a cowardly way: Φέρθηκε

Ν
πεζά σας. I’d like some information on the loans δειλά κατά την διάρκεια της μάχης. He acted in
your bank offers. a cowardly way during the battle.
Δανή (η)  Δανέζα
Ξ
δειπνώ VB [] have supper/dinner, dine:
Δανία (η) N [] Denmark: Η Δανία έχει πρω- Η γιαγιά μου δειπνούσε πάντα στις έξι το βρά-
τεύουσα την Κοπεγχάγη. Copenhagen is the δυ. My grandmother used to have supper at six
Ο capital of Denmark. o’clock in the evening.
Δανικά (τα)  Δανέζικα δείχνω VB [] show: Η Μαρίνα μού έδειξε
Π Δανός (ο) N [] Dane, Danish: Γνώρισα έναν το καινούριο της ρολόι. Marina showed me her
new watch.
Δανό στο τελευταίο μου ταξίδι. I met a Dane on
Ρ my last trip. δέκα NUM [] ten: Πέντε και πέντε κάνουν
δέκα. Five plus five equals ten.
δασκάλα (η) N [] teacher: Η δασκάλα
Σ τούς μαθαίνει να γράφουν και να διαβάζουν. The δεκαεννέα / δεκαεννιά NUM [] /
[] nineteen: Δέκα και εννέα κάνουν δε-
teacher teaches them how to write and read.
Τ δάσκαλος (o) N [] teacher: Ο δάσκαλός
μας είναι πολύ νέος. Our teacher is very young.
καεννέα. Ten plus nine equals nineteen.
δεκαεννιά  δεκαεννέα

Υ δάσος (το) N [] forest: Σε αυτό το δάσος τα


δέντρα είναι πολύ ψηλά. The trees in this forest
δεκαέξι / δεκάξι NUM [] / [] six-
teen: Δέκα και έξι κάνουν δεκαέξι. Ten plus six

Φ are very tall.


δαχτυλάκι (το) N (diminutive) [] finger:
equals sixteen.
δεκαεπτά / δεκαεφτά NUM [] / []

Χ Χτύπησα το μικρό μου δαχτυλάκι. I hurt my little


finger.
seventeen: Δέκα και επτά κάνουν δεκαεπτά.
Ten plus seven equals seventeen.

Ψ δαχτυλίδι (το) N [] ring: Ο άντρας μου


μού έκανε δώρο για τα γενέθλιά μου αυτό το
δεκαετία (η) N [] decade: Έζησα στο
Λονδίνο για μια δεκαετία, από το 1990 ως το

Ω
δαχτυλίδι. My husband gave me this ring as a 1999. I lived in London for a decade, from 1990
birthday present. to 1999.
δεκαεφτά 37 Δευτέρα

Α
δεκαεφτά  δεκαεπτά versity.
δεκάξι  δεκαέξι δέκατος, δέκατη, δέκατο NUM [, ,

Β
δεκαοκτώ / δεκαοχτώ NUM [] / ] tenth: Ο Οκτώβριος είναι ο δέκατος μή-
[] eighteen: Δέκα και οκτώ κάνουν δε- νας του χρόνου. October is the tenth month of
καοκτώ. Ten plus eight equals eighteen. the year.
δεκαοχτώ  δεκαοκτώ δεκατρείς, δεκατρείς, δεκατρία NUM [, Γ
, ] thirteen: Έφαγα δεκατρείς
δεκαπέντε NUM [[]] fifteen: Δέκα και
πέντε κάνουν δεκαπέντε. Ten plus five equals
καραμέλες! I ate thirteen sweets! Δ
fifteen. Δεκέμβριος (o) Ν [] December: Ο Δε-
δεκατέσσερις, δεκατέσσερις, δεκατέσσερα
κέμβριος είναι ο δωδέκατος μήνας του χρόνου.
December is the twelfth month of the year.
Ε
NUM [, , ]
fourteen: Σε δεκατέσσερα χρόνια θα πάρω σύ-
νταξη. I’ll retire in fourteen years.
δελτίο (το) N [] news: Μετά το δελτίο έχει
μια ενδιαφέρουσα ταινία. After the news there is
Ζ
δέκατος έβδομος, δέκατη έβδομη, δέκατο έβδο-
μο NUM [ ,  ,
an interesting film.
δελφίνι (το) N [] dolphin: Δυο δελφίνια
Η
 ] seventeenth: Η Μαρία και ο
Γιάννης γιορτάζουν την δέκατη έβδομη επέτειό
κολυμπούσαν κοντά στην βάρκα. Two dolphins
were swimming near the boat. Θ
Ι
τους. Maria and Giannis are celebrating their δέμα (το) N [] parcel, package: Ο ταχυδρό-
seventeenth anniversary. μος έφερε ένα δέμα. The postman delivered a
parcel.
Κ
δέκατος έκτος, δέκατη έκτη, δέκατο έκτο NUM
[ ,  ,  ] six- δεν  δε
teenth: Την δέκατη έκτη ημέρα των διακοπών
Λ
δέντρο (το) N [] tree: Στον κήπο του έχει
συνέβη το ατύχημα. The accident took place on πολλά δέντρα: μηλιές, κερασιές και πορτοκα-
the sixteenth day of the holidays. λιές. There are many trees in his garden: apple
δέκατος ένατος, δέκατη ένατη, δέκατο ένα-
το NUM [ ,  , 
trees, cherry trees and orange trees. Μ
δένω VB [] bind, tie: Ο διαρρήκτης τού έδε-
] nineteenth: Ανέβηκα στον δέκατο ένατο
όροφο του ουρανοξύστη. I went up to the nine-
σε τα χέρια με σχοινί. The burglar tied his hands
with a rope.
Ν
Ξ
teenth floor of the skyscraper.
δεξαμενή (η) Ν [] tank: Η δεξαμενή εί-
δέκατος όγδοος, δέκατη όγδοη, δέκατο όγδοο ναι γεμάτη νερό. The tank is full of water.

Ο
NUM [ ,  , 
δεξιά ADV [] right: Στο τέλος του δρόμου
] eighteenth: Η θέση σας είναι στην δέκα-
στρίψε δεξιά. At the end of the street turn right.
τη όγδοη σειρά. Your seat is in the eighteenth
row.
|| Η πολυθρόνα είναι δεξιά από τον καναπέ. The
armchair is right of the sofa. Π
δέκατος πέμπτος, δέκατη πέμπτη, δέκατο
πέμπτο NUM [ ,  ,
 ] fifteenth: Το γραφείο μου είναι
δεξιός, δεξιά, δεξιό ADJ [, , ]
right: Πάρκαρα το αυτοκίνητο στην δεξιά πλευ- Ρ
ρά του δρόμου. I parked the car on the right
στον δέκατο πέμπτο όροφο του ουρανοξύστη.
My office is on the fifteenth floor of the skyscrap-
hand side of the street. Σ
δέρμα (το) N [] 1. skin: Το δέρμα μου εί-
Τ
er.
ναι πολύ ευαίσθητο. My skin is very sensitive.
δέκατος τέταρτος, δέκατη τέταρτη, δέκατο
2. leather: Αυτό το μπουφάν είναι από γνήσιο
Υ
τέταρτο NUM [ ,  ,
δέρμα. This jacket is made of genuine leather.
 ] fourteenth: Τον δέκατο τέταρτο
μήνα από την έναρξη του έργου θα καταθέσου- δερμάτινος, δερμάτινη, δερμάτινο ADJ
με την έκθεση προόδου. We are submitting the
progress report on the fourteenth month from
[, , ] leather:
Έχω δύο δερμάτινες τσάντες. I have two leath-
Φ
the beginning of the project.
δέκατος τρίτος, δέκατη τρίτη, δέκατο τρίτο
er bags.
δερματολόγος (ο/η) N [] dermatol-
Χ
Ψ
NUM [ ,  ,  ] ogist: Ο δερματολόγος μού έγραψε μια αλοιφή
thirteenth: Φέτος είναι ο δέκατος τρίτος χρό- για το έγκαυμα. The dermatologist prescribed an
νος που διδάσκω στο πανεπιστήμιο. This is the ointment for my burn.
thirteenth year I have been lecturing at the uni- Δευτέρα (η) N [] Monday: Η Δευτέρα είναι Ω
δεύτερος 38 διακόσμηση

η πρώτη εργάσιμη μέρα της εβδομάδας. Mon- school.


A day is the first working day of the week. διαβάζω VB [] 1. read: Το καλοκαίρι δι-
δεύτερος, δεύτερη, δεύτερο NUM [, αβάζω πολλά βιβλία. I read a lot of books dur-
Β , ] second: Θα σου δώσω μια δεύ- ing the summer. 2. study: Πρέπει να διαβάσεις
τερη ευκαιρία. I’ll give you a second chance. πολύ, για να περάσεις τις εξετάσεις. You have to
Γ δέχομαι VB [] accept: Η Χρύσα δέχτηκε
την πρότασή μου. Chrysa accepted my propos-
study hard to pass the exams.
διαβατήριο (το) N [] passport: Για να
Δ al.
δηλαδή CONJ [] namely, that is: Οι φίλοι
ταξιδέψεις στις Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζεσαι
διαβατήριο και βίζα. You need a passport and a

Ε μου από την Αγγλία, δηλαδή ο Τομ και ο Τζέρι,


ήρθαν χτες το βράδυ. My friends from England,
visa to travel to the United States.
διαδίκτυο (το) N [] internet: Στο διαδί-

Ζ
that is Tom and Jerry, arrived last night. κτυο μπορείς να βρεις σχεδόν οτιδήποτε σε εν-
δηλητηρίαση (η) N [] poisoning: Έφαγα διαφέρει. You can find almost anything you are
χαλασμένα αυγά και έπαθα δηλητηρίαση. I ate interested in on the internet.
Η some rotten eggs and I fell ill with food poison- διάδοχος (ο/η) N [] successor: Σύμφω-
ing. EXP: Με τον αριθμό 2107793777 καλούμε να με φήμες, αυτός θα είναι ο διάδοχος στην
Θ το Κέντρο Δηλητηριάσεων. We call the Poi-
son First Aid on 2107793777.
ηγεσία του κόμματος. Rumour has it that he is
the successor to the leadership of the party.

Ι δηλώνω VB [] state, declare: Ο πρωθυ-


πουργός δήλωσε ότι δεν θα επιβληθούν νέοι
διαδρομή (η) N [] 1. route: Η διαδρομή
προς το χωριό είναι υπέροχη. The route to the

Κ φόροι. The Prime Minister stated that no new


taxes will be imposed.
village is wonderful. 2. drive, ride: Η διαδρομή
είναι μόλις πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο. It’s only

Λ δημαρχείο (το) N [] town hall: Το δη-


μαρχείο βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. The
a five-minute drive by car.
διάδρομος (ο) N [] corridor: Το διαμέ-

Μ
town hall is in the centre of the city. ρισμα έχει έναν στενό διάδρομο. The apartment
δήμαρχος (ο/η) N [] mayor: Ο νέος δή- has a narrow corridor.
μαρχος υποσχέθηκε ότι θα χτίσει ένα αθλητικό
Ν
διαζύγιο (το) N [] divorce: Έκαναν αίτηση
στάδιο. The new mayor promised to have a διαζυγίου μετά από δέκα χρόνια γάμου. They
sports stadium built. applied for a divorce after ten years of mar-
Ξ δημιουργώ VB [] create: Πιστεύουμε ότι riage.
θα μέτρα αυτά θα δημιουργήσουν νέες θέσεις διάθεση (η) N [] disposal: Δεν έχουμε
Ο εργασίας. We believe that these measures will
create new jobs.
πολύ χρόνο στην διάθεσή μας. We have limited
time at our disposal.
Π δήμος (ο) N [] municipality: Ο δήμος Αθη-
ναίων διοργανώνει πολιτιστικές εκδηλώσεις το
διαιρώ VB [] divide: Αν διαιρέσεις το δέκα
με το δύο, θα πάρεις πέντε. If you divide ten by

Ρ καλοκαίρι. The municipality of Athens organises


cultural events in the summer.
two, you get five.
δίαιτα (η) N [] diet: Ο γιατρός μού συνέστη-

Σ δημοσιεύω VB [] publish: Το άρθρο


σας θα δημοσιευτεί στην εφημερίδα της Κυ-
σε μια δίαιτα μόνο με κρέας και λαχανικά. The
doctor suggested a diet with only meat and veg-
ριακής. Your article is going to be published in
Τ
etables. EXP: 1. Έχω πάρει τρία κιλά. Πρέπει να
Sunday’s paper. αρχίσω δίαιτα. I have taken three kilos. I have
δημοσιογράφος (ο/η) N [] journal- to go on a diet. 2. Δεν θα φάω παγωτό. Είμαι
Υ ist, reporter: Ο δημοσιογράφος ρώτησε τον
υπουργό για τα νέα μέτρα. The journalist asked
σε δίαιτα. I am not eating ice-cream. I am on a
diet. 3. Δεν θα φάω παγωτό. Κάνω δίαιτα. I am

Φ the minister about the new measures.


δημόσιος, δημόσια, δημόσιο ADJ [,
not eating ice-cream. I am on a diet.
διακοπές (οι) N [] vacation, holidays: Οι

Χ , ] public: Το πάρκο είναι δημό-


σια έκταση. The park is a public area.
διακοπές μου στην Σαντορίνη ήταν υπέροχες.
My holidays in Santorini were wonderful. EXP:

Ψ δημοφιλής, δημοφιλής, δημοφιλές ADJ Φέτος θα κάνουμε διακοπές στην Ελλάδα.


[, , ] popular: Ο We are spending our holidays in Greece this
year.
Ω
Αποστόλης ήταν το πιο δημοφιλές αγόρι στο
σχολείο. Apostolis was the most popular boy in διακόσμηση (η) N [] decoration: Θα
διαλέγω 39 διεύθυνση

Α
αγοράσω καινούρια έπιπλα, γιατί θέλω να αλλά- διατροφή (η) N [] nutrition, diet: Τα λαχανι-
ξω την διακόσμηση του σπιτιού μου. I am buy- κά είναι απαραίτητα για μια ισορροπημένη διατρο-
ing new furniture because I want to change the φή. Vegetables are essential to a balanced diet.
decoration of my house. διαφημιστικό (το) Ν [] brochure: Β
διαλέγω VB [] choose: Μου αρέσουν και Έφερα κάποια διαφημιστικά για κρουαζιέρες
οι δύο μπλούζες. Δεν μπορώ να διαλέξω. I like
both sweaters. I can’t choose.
στην Μεσόγειο. I brought some brochures about
cruises in the Mediterranean.
Γ
διάλογος (ο) N [] dialogue: Ο διάλογος
είναι ο καλύτερος τρόπος να λύσετε τις διαφορές
διαφημιστικός, διαφημιστική, διαφημιστικό
ADJ [, , ]
Δ
σας. Dialogue is the best way to work out your
differences.
advertising, promotional: Μας έδωσαν διαφη-
μιστικά μπλουζάκια του ραδιοφωνικού σταθμού Ε
Ζ
που οργάνωσε την συναυλία. They gave us pro-
διαμάντι (το) N [n]] diamond: Της χάρισε
motional t-shirts for the radio station that organ-
ένα δαχτυλίδι αρραβώνων με ένα μεγάλο διαμά-
ised the concert.
ντι. He gave her an engagement ring with a big
diamond in it. διαφορά (η) N [] difference: Βλέπεις κα- Η
μιά διαφορά ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο εικόνες;
Θ
διαμαρτύρομαι VB [] protest: Οι
Do you see any difference between these two
φοιτητές διαμαρτύρονται για τις αλλαγές στο εκ-
pictures?
παιδευτικό σύστημα. The students are protesting
against the changes in the educational system. διάφορος, διάφορη, διάφορο ADJ [,
, ] various, several: Όταν ήμουν
Ι
διαμέρισμα (το) N [] apartment, flat:
Το διαμέρισμά μου δεν είναι πολύ μεγάλο. My
φοιτητής, έκανα διάφορες δουλειές. I did sev-
eral jobs when I was a student. Κ
apartment isn’t very big.
διαμονή (η) N [] stay: Η διαμονή του στο
διαφωνώ VB [] disagree: Διαφωνώ με
την άποψή σου. I disagree with you. Λ
νησί ήταν αρκετά σύντομη. His stay on the island
was rather short.
διδακτικός, διδακτική, διδακτικό ADJ [,
, ] teaching: Προτείνουμε μια Μ
διάρκεια (η) N [] duration, length: Τι διάρ-
νέα διδακτική μέθοδο για το μάθημα της ξένης
κεια έχει η ταινία; What is the length of the film?
EXP: Κατά την διάρκεια της ταινίας αποκοιμή-
γλώσσας. We are putting forward a new foreign Ν
language teaching method.
θηκα. I fell asleep during the film.
διαρκώ VB [] last: Η παράσταση διαρκεί
διδασκαλείο (το) N [] teaching centre:
Μαθαίνω Ελληνικά στο διδασκαλείο της ελλη-
Ξ
δύο ώρες. The show lasts two hours.
διασκεδάζω VB [] have fun, enjoy
νικής γλώσσας του Πανεπιστημίου. I’m learning
Greek at the Greek language University teach-
Ο
oneself, entertain: Παππού, πώς διασκέδα-
ζαν οι νέοι της εποχής σου; Grandpa, how did
ing centre.
διδασκαλία (η) Ν [] teaching: Η δι-
Π
young people in your days use to entertain
themselves?
δασκαλία σήμερα θα γίνει στο εργαστήριο του
σχολείου. Teaching will take place in the school Ρ
διασκέδαση (η) N [] entertainment: Η lab today.
μόνη διασκέδαση του Άκη είναι να βλέπει τη- διδάσκω VB [] teach: Μου αρέσει να δι- Σ
λεόραση. Akis’s only entertainment is watching δάσκω ιστορία. I love teaching history.
television.
δίδυμος, δίδυμη, δίδυμο ADJ [, , Τ
διάσταση (η) N [] dimension: -Ποιες είναι ] twin: Οι ξαδέρφες μου είναι δίδυμες.
οι διαστάσεις του δωματίου; -4 μέτρα μήκος και
3 μέτρα πλάτος. -What are the dimensions of the
My cousins are twins. Υ
διεθνής, διεθνής, διεθνές ADJ [, ,
room? -It’s 4 metres long and 3 metres wide.
διάστημα (το) N [] period: Το έργο θα
] international: Τον επόμενο μήνα γίνε-
ται στην Αθήνα ένα διεθνές συνέδριο αστρονο-
Φ
ολοκληρωθεί μέσα σε διάστημα πέντε μηνών.
The project will be completed within a five-month
μίας. An international astronomy conference is
taking place in Athens next month.
Χ
Ψ
period. διεύθυνση (η) N [] 1. address: Ποια εί-
διατάζω VB [] order: Ο αστυνομικός τούς ναι η διεύθυνσή σου; What’s your address? 2.
διέταξε να σταματήσουν. The policeman or- management: Η διεύθυνση της εταιρείας θα
dered them to stop. δεχτεί τον εκπρόσωπο των εργαζομένων. The Ω
διευθυντής 40 διπλανός

A
company management will meet the employees’ τοκίνητο είναι δικό σας ή της Άννας; Is this car
representative. yours or Anna’s? 2. your (plural): Αυτό είναι το
διευθυντής (ο) N [] director, manag- δικό σας αυτοκίνητο. This is your car.
Β er: Ο κ. Αντωνίου είναι ο νέος διευθυντής της δικός σου, δική σου, δικό σου PRON [,
εταιρείας. Mr. Antoniou is the new manager of , ] 1. yours (singular): Αυτό το βι-
Γ the company. βλίο είναι δικό σου ή της Άννας; Is this book
yours or Anna’s? 2. your (singular): Το δικό
διευθύντρια (η) Ν [] directress,
Δ manager: Η διευθύντρια μάς κάλεσε σε σύσκε-
ψη. The directress called us to a meeting.
σου φόρεμα είναι πιο ωραίο από της Άννας.
Your dress is nicer than Anna’s.

Ε διευθύνω VB [] conduct (an orchestra):


Την αποψινή συναυλία διευθύνει ο Αλέξανδρος
δικός της, δική της, δικό της PRON [,
, ] 1. hers: Αυτό το βιβλίο είναι δικό

Ζ Παβλόφ. Alexandros Pavlof is conducting to-


night’s concert.
της ή της Άννας; Is this book hers or Anna’s? 2.
her: Αυτό είναι το δικό της βιβλίο. This is her
book.
Η
δικαστήριο (το) N [] court: Ο μάρτυρας
δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. The witness δικός του, δική του, δικό του PRON [,
didn’t turn up in court. , ] his: Αυτό είναι το δικό του αυτο-
Θ δίκη (η) N [] trial: Ο δικηγόρος μας έχει κερ- κίνητο. This is his car.
δίσει πολλές δίκες. Our lawyer has won many δικός τους, δική τους, δικό τους PRON [,
Ι trials. , ] 1. theirs: Αυτό το αυτοκίνητο εί-
ναι δικό τους ή του Κώστα; Is this car theirs or
δικηγοράκος (ο) N (diminutive) []
Κ lawyer: Ένας δικηγοράκος είναι. Δεν έχει κά-
νει καριέρα. He is an (unsuccessful) lawyer. He
Costas’? 2. their: Αυτό είναι το δικό τους αυτο-
κίνητο. This is their car.

Λ doesn’t have a career.


δικηγόρος (ο) N [] lawyer: Κανόνισα να
δίκτυο (το) N [] network: Υπάρχει βλάβη
στο δίκτυο υπολογιστών της εταιρείας. There is

Μ συναντήσω τον δικηγόρο μου στο δικαστήριο. I


arranged to meet my lawyer in court.
a failure in the company computer network.
δίνω VB [] 1. give: Μου έδωσε το εισιτήριό

Ν δίκιο (το) N [] right: Πρέπει να ξέρεις την


διαφορά ανάμεσα στο δίκιο και το άδικο. You
μου. She gave me my ticket. 2. prescribe: Γι-
ατρέ, δεν θα μου δώσετε κάτι για τον βήχα;

Ξ
should know the difference between right and Doctor, won’t you prescribe something for my
wrong. EXP: Πάντα έχεις δίκιο. You are always cough?
right. διοργανώνω VB [j] organise: Διοργα-
Ο δίκλινο (το) N [] double room: Μένω με νώνουμε ένα πάρτι-έκπληξη για τα γενέθλια της
την φίλη μου σ’ ένα δίκλινο. I’m staying in a Μαρίνας. We are organising a surprise party for
Π double room with my friend. Marina’s birthday.
δίκλινος, δίκλινη, δίκλινο ADJ [, , διορθώνω VB [] 1. correct: Δες τις σω-
Ρ ] two-bed: Θα ήθελα να κλείσω ένα δίκλι-
νο δωμάτιο για τρεις μέρες, παρακαλώ. I’d like to
στές απαντήσεις και διόρθωσε τα λάθη σου.
Look at the right answers and correct your mis-

Σ book a double room for three days, please.


δικός μας, δική μας, δικό μας PRON [,
takes. 2. become better: Τώρα που ξέρω τις
αδυναμίες μου θα προσπαθήσω να διορθωθώ.

Τ , ] 1. ours: Αυτό το σπίτι είναι


δικό μας, δεν είναι της γιαγιάς μου. This house
Now that I know my weaknesses I’ll try to be-
come better.
is ours. It is not my grandmother’s. 2. our: Το
Υ
δίπλα ADV [] 1. beside, next to: Θα καθίσεις
δικό μας σπίτι είναι μεγαλύτερο από της γιαγιάς. δίπλα μου στο λεωφορείο; Will you sit next to
Our house is bigger than grandmother’s. me in the bus? 2. by: Έχει ένα υπέροχο σπίτι
Φ δικός μου, δική μου, δικό μου PRON [,
, ] 1. mine: Αυτό το βιβλίο είναι
δίπλα στην θάλασσα. He has a lovely house by
the sea. 3. next door: Αν δεν έχουμε ζάχαρη,

Χ δικό μου, δεν είναι της Άννας. This book is


mine. It is not Anna’s. 2. my: Το δικό μου φόρε-
πήγαινε δίπλα να ζητήσεις. If we don’t have any
sugar, go next door and ask for some.

Ψ μα είναι πιο ωραίο από της Άννας. My dress is


nicer than Anna’s.
διπλανός, διπλανή, διπλανό ADJ [,
, ] next, adjacent: Το διπλανό

Ω
δικός σας, δική σας, δικό σας PRON [, δωμάτιο είναι το υπνοδωμάτιο των γονιών μου.
, ] 1. yours (plural): Αυτό το αυ- The next room is my parents’ bedroom.
διπλός 41 δύναμη

Α
διπλός, διπλή, διπλό ADJ [, , ] δράμα (το) Ν [] drama: Η τραγωδία και η
double: Αγοράσαμε ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι. κωμωδία είναι είδη του δράματος. Tragedy and
We bought a big double bed. comedy are dramatic genres.
δίπλωμα (το) Ν [] diploma, degree: Ο δραματικός, δραματική, δραματικό ADJ Β
Γιώργος πήρε το δίπλωμά του σε τέσσερα χρό- [, , ] dramatic:
νια. Giorgos got his diploma in four years. “Το αδιέξοδο” είναι μία δραματική ταινία. “Dead
End” is a dramatic film.
Γ
διφραγκάκι (το) Ν (diminutive) [] a
two-drachma coin: Στην συλλογή μου με παλιά
νομίσματα έχω ένα διφραγκάκι. I have a two-
δραπέτης (ο) Ν [] fugitive: Συνέλαβαν
χτες τον δραπέτη. The fugitive was arrested
Δ
drachma coin in my collection of old coins.
δίχως PREP [] without: Δεν πάω πουθενά
yesterday.
δράση (η) N [] action: “Ο κατάσκοπος” εί-
Ε
δίχως εσένα. I am not going anywhere without
you.
ναι μια ταινία δράσης. “The Spy” is an action
movie. Ζ
Η
διψάω / διψώ VB [ / ] be thirsty: Πίνω δράστης (ο) N [] perpetrator: Ο αρχη-
πολύ νερό, όταν διψάω. I drink a lot of water γός της αστυνομίας ανακοίνωσε ότι βρέθηκε ο
δράστης του εγκλήματος. The police chief an-
Θ
when I’m thirsty.
nounced that the perpetrator of the crime had
διψώ  διψάω
been found.
διώχνω VB [] chase away, kick out: Του
είπε ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος και τον έδιω-
δραχμή (η) N [] drachma (the Greek cur-
rency before changeover to euro): Αυτή η
Ι
Κ
ξε. She told him that he was not welcome and
φούστα στοιχίζει δέκα χιλιάδες δραχμές. This
kicked him out.
skirt costs ten thousand drachmas.
δοκιμάζω VB [] 1. taste, try: -Έχεις δο-
κιμάσει το γλυκό της γιαγιάς; -Have you tried
δριμύς, δριμεία, δριμύ ADJ [, ,
] severe, harsh: Οι μετεωρολόγοι προβλέ-
Λ
grandma’s cake? 2. try on: Γιατί δεν δοκιμά-
ζεις το μικρότερο νούμερο; Why don’t you try on
the smaller size?
πουν ότι φέτος θα έχουμε δριμύ χειμώνα. Me-
teorologists expect a harsh winter this year. Μ
Ν
δρομολόγιο (το) N [] timetable: Σύμ-
δοκιμαστήριο (το) Ν [] fitting room: φωνα με τα δρομολόγια, υπάρχει λεωφορείο
Μπορείτε να δοκιμάσετε το παντελόνι στο δοκι- για την Αθήνα κάθε δύο ώρες. According to the
μαστήριο. You can try on the trousers in the fit-
ting room.
timetable, there is a bus to Athens every two
hours.
Ξ
δολάριο (το) Ν [] dollar: Πόσα δολάρια εί-
ναι ένα ευρώ; How many dollars is one euro?
δρόμος (ο) N [] street, road: Το φαρμακείο
είναι στον πρώτο δρόμο δεξιά. The pharmacy is
Ο
δόντι (το) Ν [] tooth: Ποιο δόντι σε πονάει;
Which tooth hurts you?
on the first street on the right. EXP: Αυτός είναι
δρόμος ταχείας κυκλοφορίας. This is a high-
Π
Ρ
δόση (η) N [] instalment: Μπορείτε να πλη- way.
ρώσετε σε έξι μηνιαίες δόσεις. You can pay in δροσιά (η) N [] chill, cool: Η βραδινή δρο-
σιά στο νησί είναι πολύ ευχάριστη. The evening
Σ
six monthly instalments.
δουλειά (η) N [] 1. job, occupation, profes- coolness on the island is very pleasant. EXP: Το
sion: Είσαι ικανοποιημένος με την δουλειά σου; βράδυ στο νησί πιάνει δροσιά. It cools down
Are you satisfied with your job? 2. work: Πηγαί- on the island at night. Τ
νω στην δουλειά με το λεωφορείο. I go to work δροσοσταλιά (η) N [] dewdrop: Μια
by bus. EXP: 1. Ποιος θα κάνει τις δουλειές του
σπιτιού; Who’s going to do the housework? 2.
δροσοσταλιά κύλησε από το φύλλο. A dewdrop
fell off the leaf.
Υ
Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα. Έχω δουλειά.
I can’t talk to you right now. I’m busy.
δρχ. ACRO drs / GRD (drachmas): Το βιβλίο
αυτό κοστίζει 5.000 δρχ. This book costs 5.000
Φ
δουλεύω VB [] work: Δουλεύω από τις
8.00 το πρωί ως τις 8.00 το βράδυ. I work from
drs.
δυάρι (το) N [] two-room flat: Μένω σε ένα
Χ
Ψ
8.00 in the morning till 8.00 in the evening. δυάρι στο κέντρο της πόλης. I live in a two-room
δράκος (ο) Ν [] dragon: Λένε ότι στο κά- flat in the centre of the city.
στρο ζει ένας δράκος. They say that a dragon δύναμη (η) N [] strength: Έριξε το ακόντιο
lives in the castle. με όλη του την δύναμη. He threw the javelin Ω
δυναμικά 42 δώρο

with all his strength. to please: Ο Γιώργος είναι τόσο δύσκολος άν-
A δυναμικά ADV [] dynamically: Πρέπει θρωπος! George is such a difficult person!
να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα δυναμικά. δυσκολότερος, δυσκολότερη, δυσκολότερο
Β We must deal with the problem dynamically. ADJ [, , ] 1.
δυναμώνω VB [] strengthen, make more difficult: Το διαγώνισμα ήταν δυσκολότε-
Γ stronger/more tense: Τα λόγια σου με δυνά-
μωσαν. Your words made me feel stronger.
ρο από τις ασκήσεις. The test was more difficult
than the exercises. 2. most difficult (when pre-

Δ δυνατά ADV [] 1. aloud, out loud: Διάβα-


σέ μας το γράμμα δυνατά. Read the letter to us
ceded by article): Ήταν το δυσκολότερο δια-
γώνισμα που έχω γράψει ποτέ. It was the most
difficult exam I have ever taken.
Ε aloud. 2. strongly, heavily, intensely: Έβρεχε
δυνατά για δύο ώρες. It rained heavily for two δυστυχώς ADV [] unfortunately: Δυστυ-
hours. χώς, πρέπει να φύγω τώρα. Unfortunately, I
Ζ δυνατός, δυνατή, δυνατό ADJ [, , have to go now.
] 1. strong, powerful: Ένας δυνατός δώδεκα NUM [] twelve: Οι μήνες του χρό-
Η άνεμος φυσούσε όλη την νύχτα. A strong wind
blew all night long. 2. tense: Το “Ψυχώ” είναι ένα
νου είναι δώδεκα. There are twelve months in
a year.

Θ δυνατό ψυχολογικό θρίλερ. “Psycho” is a tense


psychological thriller.
δωδέκατος, δωδέκατη, δωδέκατο NUM
[, , ] twelfth: Στην

Ι δυο / δύο NUM [ / ] two: Αγόρασα δυο κιλά


πατάτες και ένα κιλό μήλα. I bought two kilos of
δωδέκατη σελίδα του βιβλίου υπάρχει μια
ωραία εικόνα. There is a nice picture on the

Κ
potatoes and one kilo of apples. twelfth page of the book.
δύο  δυο δωμάτιο (το) N [] room: Το σπίτι έχει τρία

Λ δύση (η) N [] sunset: Καθίσαμε στην παραλία δωμάτια. There are three rooms in the house.
και είδαμε την δύση του ήλιου. We sat down on EXP: Κλείσαμε δωμάτιο σε ένα ακριβό ξενο-
the beach and watched the sunset. δοχείο. We booked a room in an expensive
Μ δύσκολα ADV [] with difficulty: Βρήκα-
hotel.
με το σπίτι δύσκολα. It was difficult to find the δωρεάν ADV [] free: Η είσοδος στην συ-
Ν house. ναυλία είναι δωρεάν. Entrance to the concert is
free.
δύσκολος, δύσκολη, δύσκολο ADJ [,
Ξ , ] 1. difficult: Οι εξετάσεις στο πα-
νεπιστήμιο ήταν πάντα δύσκολες. The exams at
δώρο (το) N [] present, gift: Την ημέρα των
γενεθλίων μου μού έκαναν πολλά δώρα. I was

Ο university were always difficult. 2. difficult, hard given many presents on my birthday.

Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ε, ε 43 εγωισμός

Ε, ε Α
Β
Ε, ε (έψιλον) []: the fifth letter of the Greek  ,  ] sev-
Γ
Δ
alphabet enty-four: Στην συλλογή μου έχω εβδομήντα
εαυτός σας PRON [] yourselves: Να τέσσερα γραμματόσημα. I have seventy-four
stamps in my collection.
Ε
προσέχετε τον εαυτό σας. Take care of your-
selves. εβδομήντα τρεις, εβδομήντα τρεις, εβδομήντα
εβδομάδα  βδομάδα τρία NUM [ ,  ,

εβδομήντα NUM [] seventy: Ο παπ-


 ] seventy-three: Εβδομήντα
και τρία κάνουν εβδομήντα τρία. Seventy plus
Ζ
πούς μας είναι εβδομήντα χρόνων. Our grand-
father is seventy years old.
three equals seventy-three.
έβδομος, έβδομη, έβδομο NUM [,
Η
εβδομήντα δύο NUM [ ] seventy-
two: Τον επόμενο μήνα η γιαγιά γίνεται εβδομή-
, ] seventh: Είναι το έβδομο κα-
λοκαίρι μου στην Ελλάδα. It’s my seventh sum- Θ
ντα δύο χρόνων. Next month grandmother will
Ι
mer in Greece.
be seventy-two years old.
εγγονή (η) N [] granddaughter: Η εγγο-
εβδομήντα ένας, εβδομήντα μία, εβδομήντα
Κ
νή μου μόλις παντρεύτηκε. My granddaughter
ένα NUM [ ,  , has just got married.
 ] seventy-one: Έχω μαζέψει
εγγονός (ο) N [] grandson: Ο εγγονός
μέχρι τώρα εβδομήντα ένα κουπόνια. I’ve col-
lected seventy-one coupons so far.
μου θέλει να γίνει αεροπόρος, όταν μεγαλώσει. Λ
My grandson wants to be a pilot when he grows
εβδομήντα εννέα / εβδομήντα εννιά NUM
[ ] / [ ] sev-
up. Μ
εγγραφή (η) N [] or [] registra-
enty-nine: Το σχολείο έχει εβδομήντα εννέα
μαθητές. There are seventy-nine students in the
tion: Οι εγγραφές στην σχολή αρχίζουν στις 2
Σεπτεμβρίου. Registrations in the school start
Ν
school.
εβδομήντα εννιά  εβδομήντα εννέα
on September 2nd.
έγγραφο (το) N [] or [] document:
Ξ
Ο
εβδομήντα έξι NUM [ ] seventy- Ο διευθυντής πρέπει να υπογράψει αυτό το
six: Το εβδομήντα έξι είναι ο τυχερός μου αριθ- έγγραφο. The director should sign this docu-
μός. Seventy-six is my lucky number. ment.
εβδομήντα επτά / εβδομήντα εφτά NUM εγκατάσταση (η) N [] installation: Οι Π
[ ] / [  sev- εγκαταστάσεις του εργοστασίου είναι σε κακή
enty-seven: Ο αριθμός εβδομήντα επτά κερδί-
ζει ένα μεγάλο βραβείο. Number seventy-seven
κατάσταση. The factory’s installations are in bad Ρ
condition.
wins a big prize.
εβδομήντα εφτά  εβδομήντα επτά
έγκλημα (το) N [] crime: Εγκλήματα
όπως η ληστεία και η δολοφονία τιμωρούνται
Σ
εβδομήντα οκτώ / εβδομήντα οχτώ NUM
[  / [  sev-
αυστηρά. Crimes like robbery and murder are
severely punished.
Τ
enty-eight: Η γιαγιά μου είναι εβδομήντα οκτώ
χρόνων. My grandmother is seventy-eight years
έγκριση (η) N [] approval: Θα πρέπει να
περιμένουμε 3 ημέρες για την έγκριση του δα-
Υ
Φ
old. νείου σας. We’ll have to wait 3 days for the ap-
εβδομήντα οχτώ  εβδομήντα οκτώ proval of your loan.

Χ
εβδομήντα πέντε NUM [] or εγχείρηση (η) N [] operation: Η εγχείρη-
[ ] seventy-five: Η γιαγιά ση ευτυχώς πέτυχε. Fortunately, the operation
μας είναι εβδομήντα πέντε χρόνων. Our grand- was successful.
mother is seventy-five years old. εγώ PRON- PERS [] I: Εγώ είμαι η Άννα. I am Ψ
εβδομήντα τέσσερις, εβδομήντα τέσσερις, Anna.
εβδομήντα τέσσερα NUM [ , εγωισμός (o) N [] selfishness, egoism: Ω
εγωιστής 44 είμαι

Ο εγωισμός του τον εμποδίζει να παραδεχτεί τα


A
some food, soap and toothpaste.
λάθη του. His egoism prevents him from admit- εικόνα (η) Ν [] 1. picture, image: Στα παι-
ting his mistakes. διά αρέσουν πολύ τα βιβλία με εικόνες. Children
Β εγωιστής (o) N [] egoist, selfish: Μην love books with pictures. 2. icon: Αυτή η εκκλη-
είσαι εγωιστής. Πρέπει να σκέφτεσαι και τους σία έχει μια πολύ παλιά εικόνα. There is a very
Γ άλλους. Don’t be selfish. You ought to think of
others as well.
old icon in this church.
είκοσι NUM [] twenty: Δέκα και δέκα κάνουν
Δ εδώ ADV [] here: -Στέλλα, πού είναι η εφημε-
ρίδα; -Εδώ, πάνω στο τραπέζι. -Stella, where is
είκοσι. Ten plus ten equals twenty.
είκοσι δύο NUM [ ] twenty-two: Είμαι εί-

Ε the newspaper? -Here, on the table. EXP: Μένω


στην Αθήνα εδώ και πέντε χρόνια. I’ve been liv-
κοσι δύο χρόνων. I am twenty-two years old.
είκοσι ένας, είκοσι μία, είκοσι ένα NUM [
ing in Athens for five years.
Ζ εθνικός, εθνική, εθνικό ADJ [, ,
,  ,  ] twenty-one: Η Μα-
ρία έχει μαζέψει είκοσι ένα κουπόνια. Maria has
] national: Ο ολυμπιονίκης έγινε δεκτός
Η
collected twenty-one coupons.
στην χώρα του ως εθνικός ήρωας. The Olympic
είκοσι εννέα / είκοσι εννιά NUM [ /
winner was welcomed in his country as a na-
Θ
[ twenty-nine: Ο άντρας μου είναι εί-
tional hero.
κοσι εννέα χρόνων κι εγώ είμαι είκοσι έξι. My
εθνικότητα (η) N [] nationality: -Ποια εί- husband is twenty-nine years old and I am twen-
Ι ναι η εθνικότητά σου; -Είμαι Γερμανός. -What’s
your nationality? -I’m German.
ty-six.
είκοσι εννιά  είκοσι εννέα
Κ είδηση (η) N [] news (in plural): Κάθε μέρα
παρακολουθώ τις ειδήσεις των 7:30. Every day
είκοσι έξι NUM [ ] twenty-six: Ο άντρας
μου είναι είκοσι εννέα χρόνων κι εγώ είμαι είκο-
Λ I watch the 7:30 news.
ειδίκευση (η) N [] specialisation: Πήρα το
σι έξι. My husband is twenty-nine years old and
I am twenty-six.

Μ πτυχίο της φιλολογίας με ειδίκευση στην αρχαία


ελληνική λογοτεχνία. I got a degree in philology
είκοσι επτά / είκοσι εφτά NUM [  /
[ ] twenty-seven: Σε είκοσι επτά ημέ-

Ν
with a specialisation in ancient Greek literature.
ρες έχουμε Χριστούγεννα. In twenty-seven days
ειδικότητα (η) N [] speciality: Ο Πανα- it’s Christmas.
γιώτης είναι αρχαιολόγος και η ειδικότητά του
Ξ είναι η κλασική γλυπτική. Panagiotis is an ar-
είκοσι εφτά  είκοσι επτά
είκοσι οκτώ / είκοσι οχτώ NUM [  /
chaeologist and his speciality is classical sculp-
Ο ture.
[ ] twenty-eight: Στην βεράντα μου
έχω είκοσι οκτώ γλάστρες. I have twenty-eight
ειδοποίηση (η) N [] notification: Έλαβα
Π
flower-pots on my veranda.
μια ειδοποίηση ότι πρέπει να εμφανιστώ στο
είκοσι οχτώ  είκοσι οκτώ
δικαστήριο τον επόμενο μήνα. I received a notifi-

Ρ cation that I must appear in court next month.


ειδοποιητήριο (το) N [] notification:
είκοσι πέντε NUM [ ] twenty-five: Η
εργασία μου αποτελείται από είκοσι πέντε σελί-
δες. My essay consists of twenty-five pages.
Σ Έλαβα ένα ειδοποιητήριο ότι πρέπει να εμφα-
νιστώ στο δικαστήριο τον επόμενο μήνα. I re- είκοσι τέσσερις, είκοσι τέσσερις, είκοσι τέσ-
σερα NUM [ ,  , 
Τ
ceived a notification that I must appear in court
next month. ] twenty-four: Είκοσι τέσσερα ζευγάρια
πήραν μέρος στον διαγωνισμό χορού. Twenty-
Υ
ειδοποιώ VB [] inform, notify: Με ειδοποί-
four couples took part in the dance contest.
ησαν για το συμβάν και ήρθα αμέσως. I was no-
tified about the incident and I came right away. είκοσι τρεις, είκοσι τρεις, είκοσι τρία NUM [

Φ είδος (το) N [] 1. kind, type: Τι είδος μουσικής


,  ,  ] twenty-three: Είμαι
στην Ελλάδα είκοσι τρία χρόνια. I’ve been in
σου αρέσει; Which kind of music do you like? 2.
Χ item, supply, goods: Οι τιμές αναγράφονται σε
όλα τα είδη του καταστήματος. Price tags are
Greece for twenty-three years.
εικοστός, εικοστή, εικοστό NUM [, ,

Ψ on all items in the store. EXP: Πρέπει να προ- ] twentieth: Τερμάτισε εικοστός στον
μηθευτούμε τουλάχιστον τα είδη πρώτης ανά- αγώνα. He finished twentieth in the race.

Ω
γκης: λίγα τρόφιμα, σαπούνι και οδοντόκρεμα. είμαι VB [] 1. be: Σήμερα είμαι πολύ χαρούμε-
We have to buy at least the basic necessities: νη. Today I am very happy. 2. come from: Εί-
ειρήνη 45 εκπρόσωπος

Α
μαι από την Ελλάδα. I come from Greece. EXP: πέλο. I’ll buy that red hat.
Πώς είσαι; How are you? έκθεση (η) N [] exhibition: Η έκθεση θα δι-

Β
ειρήνη (η) N [] peace: Το περιστέρι είναι το αρκέσει μέχρι το τέλος του μήνα. The exhibition
σύμβολο της ειρήνης. The dove is the symbol will last until the end of the month.
of peace. εκκαθαριστικό (το) N [] clearing
εισαγωγή (η) N [] import: Η Άλκηστη δου- account, tax clearance: “Όλα τα εκκαθαριστι- Γ
λεύει σε μια εταιρεία που κάνει εισαγωγές αρω- κά θα έχουν αποσταλεί μέχρι το τέλος του μήνα”,
μάτων. Alkistis works for a company that imports
perfumes.
είπε ο υπουργός. “All tax clearances will have
been sent by the end of the month” the Minister
Δ
εισαγωγικά (τα) Ν [] quotation marks:
Βάλε την λέξη σε εισαγωγικά. Put the word in
said.
εκκλησία (η) N [] church: Η γιαγιά μου πη-
Ε
quotation marks.
εισιτήριο (το) N [] ticket: Πρέπει να αγο-
γαίνει στην εκκλησία κάθε Κυριακή. My grand-
mother goes to church every Sunday. Ζ
ράσουμε τα εισιτήρια για την συναυλία τουλά-
χιστον δυο βδομάδες νωρίτερα. We have to buy
εκμεταλλεύομαι VB [] take
advantage of: Μην εκμεταλλεύεσαι τους άλ- Η
λους για το δικό σου συμφέρον. Don’t take ad-
Θ
the tickets for the concert at least two weeks
earlier. vantage of others for your own interest.
εκνευρίζω VB [] 1. irritate, annoy: Με
Ι
είσοδος (η) N [] entrance: Μας υποδέχτη-
καν στην είσοδο του σπιτιού. They welcomed us εκνευρίζεις, όταν συμπεριφέρεσαι έτσι. You irri-
at the entrance to the house. tate me when you behave like this. 2. lose one’s
εισπράττω VB [] 1. receive payment,
patience: Μην εκνευρίζεσαι. Προσπάθησε να
ηρεμήσεις. Don’t lose your patience. Try to calm
Κ
levy: Ποτέ δεν εισέπραξε τα χρήματα που του
όφειλαν. He never received the money they
owed him. 2. cash: Μπορώ να εισπράξω αυτή
down.
εκνευριστικός, εκνευριστική, εκνευριστικό ADJ
Λ
την επιταγή; Can I cash this cheque?
εκατό NUM [] a hundred: Μπορείς να μετρή-
[, , ] irri-
tating: Ο θόρυβος των αυτοκινήτων ήταν εκνευ- Μ
Ν
ριστικός. The noise from the cars was irritating.
σεις μέχρι το εκατό; Can you count to a hun-
dred? εκπαίδευση (η) N [] education, train-
ing: Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο
εκδίδω VB [] publish: Το νέο του βιβλίο εκ-
δίδεται τον επόμενο μήνα. His new book is to be
χρησιμοποιούνται οι υπολογιστές στην εκπαί- Ξ
δευση. In recent years, computers are being
published next month.
έκδοση (η) N [] edition, publication: Η έκ-
used more and more in education.
εκπαιδεύω VB [] educate, train: Στο
Ο
δοση της νέας ποιητικής του συλλογής αναμένε-
ται σύντομα. The publication of his latest collec-
σχολείο μας εκπαιδεύουμε τους μαθητές στις
νέες τεχνολογίες. Our school trains students in
Π
tion of poems is expected soon.
εκδοτήριο (το) N [] ticket-counter: Για
new technologies.
εκπληκτικός, εκπληκτική, εκπληκτικό ADJ
Ρ
να αγοράσεις κάρτα μακράς διαρκείας, πήγαινε
στο εκδοτήριο του μετρό. To buy a long-term
card, go to the metro ticket-counter.
[, , ] amazing,
astonishing: Το καλοκαίρι διάβασα ένα εκπλη- Σ
κτικό βιβλίο. I read an amazing book last sum-
εκδοτικός, εκδοτική, εκδοτικό ADJ [k,
, k] publishing: Η εκδοτική του
mer. Τ
έκπληξη (η) N [] surprise: “Τι ευχάριστη
δραστηριότητα περιλαμβάνει πολλά περιοδικά
και εφημερίδες. His publishing activities include
έκπληξη!”, είπε η Ζωή, μόλις με είδε. “What a
pleasant surprise!” Zoe said when she saw me.
Υ
many magazines and newspapers.
εκδρομή (η) N [] excursion: Την Κυριακή
εκπομπή (η) N [] programme: Η επό-
μενή μας εκπομπή θα είναι αφιερωμένη στα κα-
Φ
Χ
θα πάμε εκδρομή στους Δελφούς. We’re going τοικίδια ζώα. Our next programme will be about
on an excursion to Delphi on Sunday. pets.

Ψ
εκεί ADV [] there: Το βιβλίο είναι εκεί, επάνω εκπρόσωπος (ο/η) N [] representative,
στο τραπέζι. The book is there, on the table. delegate: Ο εκπρόσωπος των φοιτητών θα
εκείνος, εκείνη, εκείνο PRON [, ,
Ω
συμμετάσχει στις συνομιλίες με τους καθηγητές.
] that: Θα αγοράσω εκείνο το κόκκινο κα- The students’ representative will take part in the
έκπτωση 46 εμπορικός

A
discussions with the teachers. ελεύθερος, ελεύθερη, ελεύθερο ADJ [,
έκπτωση (η) N [] sale: Την Δευτέρα αρχί- , ] 1. free: Βγήκε από την φυ-
ζουν οι εκπτώσεις. The sales start on Monday. λακή και τώρα είναι ελεύθερος. He got out of
Β εκρήγνυμαι VB [] explode: Η βόμβα θα prison and he’s free now. 2. spare: Τι κάνεις συ-
εκραγεί σε 3 λεπτά. The bomb will explode in 3 νήθως στον ελεύθερο χρόνο σου; What do you
Γ minutes. usually do in your spare time?
ελέφαντας (ο) N [] elephant: Οι ελέ-
έκταση (η) N [] extent: Η έκταση της κατα-
Δ στροφής είναι μεγάλη. The extent of the damage
is great.
φαντες είναι γκρι και έχουν προβοσκίδα. El-
ephants are grey and have a trunk.

Ε εκτελώ VB [] execute, carry out: Ο κατά-


σκοπος εκτέλεσε την αποστολή του. The spy
ελιά (η) N [] 1. olive: Να βάλω ελιές στην σα-
λάτα; Shall I put some olives in the salad? 2.

Ζ carried out his mission.


εκτιμάω / εκτιμώ VB [ / ] estimate:
olive tree: Οι ελιές είναι χαρακτηριστικές του
μεσογειακού τοπίου. Olive trees are character-
istic of the Mediterranean landscape.
Η Εκτιμώ ότι το κόστος τους έργου θα είναι πε-
ρίπου 10.000 ευρώ. I estimate the cost of the ελικόπτερο (το) N [] helicopter,
chopper: Ένα ελικόπτερο πετάει πάνω από
Θ
project at approximately 10.000 euros.
την πόλη. A helicopter is flying over the city.
εκτίμηση (η) N [] respect, regard,
appreciation: Με αυτό το δώρο θέλω να σας Ελλάδα (η) N [] Greece: Οι πρώτοι σύγχρο-
Ι δείξω την εκτίμησή μου. With this gift I wish to νοι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν στην Ελλάδα το
1896. The first modern Olympic Games were
show my appreciation.
Κ εκτιμώ  εκτιμάω
held in Greece in 1896.
Έλληνας (ο) N [] Greek: Ο θείος μου ζει
εκτοξεύω VB [] launch: Ο πύραυλος θα
Λ εκτοξευθεί το απόγευμα. The rocket is going to
στην Γερμανία, αλλά είναι Έλληνας. My uncle
lives in Germany but he’s Greek.
be launched this afternoon.
Μ έκτος, έκτη, έκτο NUM [, , ] sixth:
Μένω στον έκτο όροφο. I live on the sixth floor.
Ελληνίδα (η) N [] Greek: Η γυναίκα του θεί-
ου μου είναι Ελληνίδα, όχι Αγγλίδα. My uncle’s

Ν ελαιόλαδο (το) N [] olive oil: Πάντα χρη-


σιμοποιώ ελαιόλαδο, όταν μαγειρεύω. I always
wife is Greek, not English.
Ελληνικά (τα) N [] Greek: Μιλάτε Ελληνικά

Ξ use olive oil in cooking.


ελαστικό (το) N [] tyre: Τα ελαστικά του
πολύ καλά. You speak Greek very well.
ελληνικός, ελληνική, ελληνικό ADJ [,

Ο αυτοκινήτου μου έχουν φθαρεί. The tyres of my , ] Greek: Το καλοκαίρι θα πάμε
car are worn out. κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά. We are going
on a cruise to the Greek islands this summer.
Π ελάττωμα (το) N [] disadvantage, fault,
weakness: Είναι πολύ καλό παιδί, αλλά έχει ένα ελπίζω VB [] hope: Ελπίζω να γίνεις γρή-
γορα καλά. I hope you get well soon.
Ρ ελάττωμα: λέει ψέματα. He is a very nice guy
but he has a fault: he lies. ΕΛΤΑ / ΕΛ.ΤΑ. ACRO [] Hellenic Post: ΕΛΤΑ
σημαίνει Ελληνικά Ταχυδρομεία. ΕΛΤΑ means
Σ
ελαφρά ADV [] slightly, lightly: Τον ακού-
μπησε ελαφρά στον ώμο. She touched him Hellenic Post.
lightly on the shoulder. έμβρυο (το) N [] foetus, embryo: Το έμ-
Τ ελαφρύς, ελαφριά, ελαφρύ ADJ [, , βρυο μεγαλώνει στην κοιλιά της μητέρας για
εννέα μήνες. The foetus grows in the mother’s
] light: Εσύ σήκωσε αυτή την βαλίτσα. Εί-
Υ ναι πιο ελαφριά. Take this suitcase. It’s lighter. womb for nine months.
εμείς PRON [] we: Εμείς μαθαίνουμε Ελληνι-
ελεγκτήριο (το) N [] check-in counter:
Φ Πηγαίνετε στο ελεγκτήριο 53, παρακαλώ. Go to
check-in counter 53, please.
κά. We are learning Greek.
εμπειρία (η) N [] experience: Το ταξίδι

Χ έλεγχος (ο) N [] control, check: Πριν από


την απογείωση θα γίνει έλεγχος των αποσκευ-
στην Ινδία ήταν μια καταπληκτική εμπειρία. The
trip to India was a magnificent experience.

Ψ ών. Before take-off baggage will be checked.


ελευθερία (η) N [] freedom: Το έθνος
εμπιστεύομαι VB [] trust: Μην τον
εμπιστεύεσαι. Λέει πάντα ψέματα. Don’t trust
him. He lies all the time.
Ω
μας πολέμησε για να κερδίσει την ελευθερία
του. Our nation fought to gain its freedom. εμπορικός, εμπορική, εμπορικό ADJ
εμφανίζω 47 ένεση

[, , ] com-


mercial: Το φιλμ είχε εμπορική επιτυχία. The
ενενήντα δύο NUM [ ] ninety-two:
Η γιαγιά μου αύριο θα γίνει ενενήντα δύο χρό- Α
film was a commercial success. νων! Tomorrow my grandmother will be ninety-
εμφανίζω VB [] develop: Η Ερμιόνη εμ- two years old! Β
φανίζει συμπτώματα γρίπης. Ermioni is devel- ενενήντα ένας, ενενήντα μία, ενενήντα ένα NUM
oping flu symptoms. [ ,  ,  Γ
έμφαση (η) N [] emphasis, attention: Πολύ ] ninety-one: Έχω ενενήντα ένα γραμματό-
μεγάλη έμφαση θα δοθεί στην αισθητική του σημα από την Δανία. I have ninety-one stamps
from Denmark.
Δ
χώρου. A great deal of attention will be given to
the aesthetics of the place.
ένα ART (neuter indefinite) [] a, an, one: Ένα
ενενήντα εννέα / ενενήντα εννιά NUM [
 / [ ] ninety-nine: Εκατό μεί-
Ε
παιδί με ρώτησε τι ώρα είναι. A child asked me
what time it was.
ον ένα ίσον ενενήντα εννέα. A hundred minus
one equals ninety-nine. Ζ
εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικό ADJ
[, , ] alternative:
ενενήντα εννιά  ενενήντα εννέα
ενενήντα έξι NUM [ ] ninety-six:
Η
Έχεις να προτείνεις κάποια εναλλακτική λύση;
Do you have an alternative solution to suggest?
Στο κτήμα μας έχουμε ενενήντα έξι δέντρα. On
our farm we have ninety-six trees. Θ
έναντι ADV [] 1. relatively, contrary: Εί-
σαι σε μειονεκτική θέση έναντι των άλλων υπο-
ενενήντα επτά / ενενήντα εφτά NUM [
 / [ ] ninety-seven: Αυτό το Ι
ψηφίων. You are at disadvantage to the other χωριό έχει ενενήντα επτά σπίτια. This village
candidates. 2. towards: Η συμπεριφορά του has ninety-seven houses. Κ
έναντι των μαθητών δεν είναι σωστή. His atti- ενενήντα εφτά  ενενήντα επτά
tude towards the students is not right. ενενήντα οκτώ / ενενήντα οχτώ NUM [ Λ
ένας ART (masculine indefinite) [] a, an,  / [ ] ninety-eight: Ο παπ-
one: Γνώρισα χθες έναν άντρα που σου μοιά-
ζει πολύ. I met a man yesterday who looks very
πούς του Τάσου είναι ενενήντα οκτώ χρόνων!
Taso’s grandfather is ninety-eight years old!
Μ
much like you.
ένας, μία/μια, ένα (1) NUM [, /, ]
ενενήντα οχτώ  ενενήντα οκτώ Ν
ενενήντα πέντε NUM [ ] nine-
one: Το λεωφορείο θα φτάσει σε μία ώρα. The
bus will arrive in one hour.
ty-five: Σήμερα μαζέψαμε ενενήντα πέντε κο-
χύλια. Today we collected ninety-five shells.
Ξ
ένας, μία/μια, ένα (2) PRON [, /, ]
a, an, one, someone: Τηλεφώνησε ένας και σε
ενενήντα τέσσερις, ενενήντα τέσσερις, ενε-
νήντα τέσσερα NUM [ ,
Ο
Π
ζήτησε. Someone called and asked for you.  ,  ] ninety-
ένατος, ένατη, ένατο NUM [, , ] four: Η Φωτεινή έχει ενενήντα τέσσερα γραμ-

Ρ
ninth: Ο Σεπτέμβριος είναι ο ένατος μήνας του ματόσημα από την Γερμανία. Fotini has ninety-
χρόνου. September is the ninth month of the year. four stamps from Germany.
ενδέκατος, ενδέκατη, ενδέκατο NUM [,
Σ
ενενήντα τρεις, ενενήντα τρεις, ενενήντα
, ] eleventh: Ο Νοέμβριος είναι τρία NUM [ ,  ,
ο ενδέκατος μήνας του χρόνου. November is the  ] ninety-three: Αυτό το χωριό
eleventh month of the year. έχει ενενήντα τρία σπίτια. This village has nine-
ty-three houses.
Τ
ενδιαφέρον (το) Ν [] interest: Άκουσε
την διάλεξη με μεγάλο ενδιαφέρον. He listened
to the lecture with great interest. EXP: Η διάλεξη
ενέργεια (η) N [] energy: Είμαι πολύ κου-
ρασμένη. Δεν έχω ενέργεια ούτε να σηκωθώ
Υ
είχε ενδιαφέρον. The lecture was interesting.
ενδιαφέρω VB [] interest: Με ενδια-
από το κρεβάτι. I am very tired. I don’t even have
the energy to get out of bed.
Φ
φέρουν πολύ τα θέματα οικολογίας. / Ενδιαφέ-
ρομαι πολύ για τα θέματα οικολογίας. I am very
ενεργοποιώ VB [] activate, turn on:
Απαγορεύεται να ενεργοποιήσετε το κινητό Χ
Ψ
interested in ecological matters. σας κατά την διάρκεια της πτήσης. You are not
ενενήντα NUM [] ninety: Εκατό μεί- allowed to turn on your mobile during the flight.
ον δέκα ίσον ενενήντα. A hundred minus ten ένεση (η) N [] injection: Με αυτή την ένεση ο
equals ninety. ασθενής θα κοιμηθεί για πολλές ώρες. With this Ω
ενημερώνω 48 ενυδάτωση

injection the patient will sleep for many hours. 2. annoy: Η συμπεριφορά του με ενόχλησε. His
A ενημερώνω VB [] inform: Σας ενημε- attitude annoyed me.
ρώνουμε ότι η πρεμιέρα της παράστασης ανα- εντάξει ADV [] all right, OK: Εντάξει,
Β βάλλεται. We wish to inform you that the pre- θα πάμε στην συναυλία. Ok, we’ll go to the con-
miere of the show has been postponed. cert.
Γ ενημέρωση (η) N [] informing, briefing:
Στόχος της εφημερίδας μας είναι η αντικειμενική
έντεκα NUM [] eleven: Δέκα και ένα κά-
νουν έντεκα. Ten plus one equals eleven.
Δ ενημέρωση του πολίτη. The aim of this news-
paper is the objective informing of the citizens.
εντελώς ADV [] completely: Μην συ-
γκρίνεις τις δύο καταστάσεις. Είναι εντελώς δι-

Ε EXP: Θα ήθελα να κάνω ενημέρωση του λογα-


ριασμού μου. I’d like to update my account.
αφορετικές. Don’t compare the two situations.
They are completely different.

Ζ
ενθουσιασμένος, ενθουσιασμένη, ενθουσια- εντολή (η) N [] order, command: Ο
σμένο PART [, , στρατιώτης υπάκουσε αμέσως στην εντολή του
] excited: Ήταν ενθουσιασμένος
Η
στρατηγού. The soldier immediately obeyed the
με το καινούριο του αυτοκίνητο. He was excited general’s order.
about his new car.
Θ
έντονα ADV [] heavily: Έβρεχε έντονα
ενθουσιασμός (o) N [] enthusiasm: για δύο ώρες. It rained heavily for two hours.
Άρχισε τα μαθήματα Ελληνικών με ενθουσια-

Ι
έντονος, έντονη, έντονο ADJ [,
σμό. He started his Greek lessons with enthu-
, ] 1. intense, acute, strong:
siasm.
Γιατρέ, έχω έναν έντονο πόνο στο στήθος. Doc-
Κ εννέα / εννιά NUM [] / [] nine: Ξέρεις ποι-
ες ήταν οι εννέα Μούσες; Do you know who the
tor, I feel an acute pain in my chest. 2. vivid,
bright: Μου αρέσουν τα έντονα χρώματα. I like
Λ nine Muses were?
εννιά  εννέα
bright colours.
εντονότερος, εντονότερη, εντονότερο ADJ

Μ ενοικιαζόμενος, ενοικιαζόμενη, ενοικιαζό-


μενο PART [, ,
[, , ] 1.
more vivid: Έχω εντονότερες αναμνήσεις από

Ν
] for rent: Στα νησιά υπάρχουν την παιδική μου ηλικία από ό,τι από την εφηβι-
πολλά ενοικιαζόμενα δωμάτια. On the islands κή. I have more vivid memories from my child-
there are many rooms for rent. hood than from my adolescence. 2. most vivid
Ξ ενοικιάζω / νοικιάζω VB [ / ] 1. let (when preceded by article): Από τα καλοκαίρια
out: Φεύγει για την Αμερική και αποφάσισε να στο χωριό της γιαγιάς έχω τις εντονότερες ανα-
Ο ενοικιάσει το σπίτι του. He’s leaving for Ameri-
ca and he’s decided to let out his house. 2. rent:
μνήσεις. I have the most vivid memories from
my summers in grandmother’s village.

Π Ενοικιάσαμε ένα δίκλινο δωμάτιο στην Σαντορί-


νη για όλο τον μήνα. We have rented a double-
έντυπο (το) N [] (printed) form: Συμπλη-
ρώστε το έντυπο της αίτησης. Fill in the applica-

Ρ bed room in Santorini for the whole month. EXP:


Ενοικιάζεται διαμέρισμα. Apartment to let / for
tion form. EXP: Στην είσοδο του καταστήματος
μοίραζαν διαφημιστικά έντυπα. They were
rent.
Σ ενοικιαστής (ο) N [] tenant, renter: Ο
delivering some leaflets/brochures to the en-
trance of the shop.
παλιός ενοικιαστής άφησε το διαμέρισμα σε
Τ
εντυπωσιακός, εντυπωσιακή, εντυπωσι-
πολύ κακή κατάσταση. The old tenant left the ακό ADJ [, ,
apartment in a very bad condition. ] impressive: Τα κοστούμια της
Υ ενοίκιο / νοίκι (το) Ν [ / ] rent: Πόσο
ενοίκιο πληρώνεις γι’ αυτό το διαμέρισμα; How
παράστασης είναι εντυπωσιακά. The costumes
in the show are impressive.

Φ much rent do you pay for this flat?


ένοπλος, ένοπλη, ένοπλο ADJ [, ,
ενυδατικός, ενυδατική, ενυδατικό ADJ [,
, ] hydrating: Χρησιμοποιώ κα-

Χ ] armed: Ο ληστής ήταν ένοπλος και είχε


καλυμμένο το πρόσωπό του. The robber was
θημερινά ενυδατική κρέμα, γιατί το δέρμα μου
είναι πολύ ξηρό. I use hydrating cream daily, be-

Ψ
armed and had his face covered. cause my skin is very dry.
ενοχλώ VB [] 1. disturb: Νομίζεις ότι θα ενυδάτωση (η) Ν [] hydration,

Ω
τον ενοχλήσω, αν τον πάρω τηλέφωνο τώρα; moistening: Χρησιμοποιώ κρέμα για την ενυ-
Do you think I will disturb him if I call him now? δάτωση της επιδερμίδας. I use a cream for the
ενώ (1) 49 εξόφληση

Α
moistening of the skin. εξήντα δευτερόλεπτα. One minute has sixty
ενώ (1) CONJ (denoting contradiction) [] seconds.

Β
while, whereas: Μου αρέσει το παγωτό σο- εξήντα δύο NUM [ ] sixty-two: Στο
κολάτα, ενώ της Μαρίας τής αρέσει το παγωτό πάρτι ήρθαν εξήντα δύο καλεσμένοι. Sixty-two
μπανάνα. I like chocolate ice-cream, while Maria guests came to the party.
likes banana ice-cream. εξήντα ένας, εξήντα μία, εξήντα ένα NUM Γ
ενώ (2) CONJ (denoting time) [] while: Ενώ [ ,  ,  ]
εσύ κοιμόσουν, εγώ δούλευα. While you were
asleep, I was working.
sixty-one: Ο θείος μου είναι συγγραφέας και
έχει γράψει εξήντα ένα βιβλία! My uncle is a
Δ
ενώνω VB [] join: Η γέφυρα ενώνει τις δύο
όχθες του ποταμού. The bridge joins the two
writer and has written sixty-one books!
εξήντα εννέα / εξήντα εννιά NUM 
Ε
sides of the river.
εξαίρεση (η) N [] exception: Σε κάθε κα-
 /  ] sixty-nine: Εξήντα και
εννέα κάνουν εξήντα εννέα. Sixty plus nine Ζ
Η
νόνα υπάρχει μια εξαίρεση. There is an excep- equals sixty-nine.
tion to every rule. εξήντα εννιά  εξήντα εννέα
εξαιρώ VB [] exclude: Αν εξαιρέσεις τον
Γιώργο, όλοι οι υπόλοιποι συμφώνησαν με την
εξήντα έξι NUM [ ] sixty-six: Η Μαρ-
γαρίτα έχει γράψει εξήντα έξι ποιήματα. Marga- Θ
ret has written sixty-six poems.
Ι
πρότασή μου. Giorgos excluded, all the others
agreed to my proposal. εξήντα επτά / εξήντα εφτά NUM [ ]
/ [ ] sixty-seven: Στο κτήμα μας
Κ
εξακολουθώ VB [] continue, keep/go
on: Θα εξακολουθήσουμε να αγωνιζόμαστε για έχουμε εξήντα επτά δέντρα. On our farm we
μια δικαιότερη κοινωνία. We’ll keep on fighting have sixty-seven trees.
for a fairer society. εξήντα εφτά  εξήντα επτά Λ
έξαλλος, έξαλλη, έξαλλο ADJ [, , εξήντα οκτώ / εξήντα οχτώ NUM [ ]
] very angry, mad: Η Χαρά έγινε έξαλλη,
όταν έμαθε ότι δεν κράτησα την υπόσχεσή μου.
/ [ ] sixty-eight: Οι τρεις τάξεις Μ
μαζί έχουν εξήντα οκτώ παιδιά. There are sixty-
Chara was very angry when she found out that I
hadn’t kept my promise.
eight children altogether in the three classes.
εξήντα οχτώ  εξήντα οκτώ
Ν
εξάλλου CONJ [] after all: Όχι, δεν θα τον
καλέσω στο πάρτι. Εξάλλου, ούτε αυτός με κά-
εξήντα πέντε NUM [ ] sixty-five:
Είμαι σαράντα πέντε χρόνων. Σε είκοσι χρόνια
Ξ
λεσε στο δικό του. No, I am not going to invite
him to the party. After all, he didn’t invite me to
θα είμαι εξήντα πέντε. I am forty-five years old.
In twenty years I will be sixty-five.
Ο
his either.
εξαργυρώνω VB [] cash: Θα πάω
εξήντα τέσσερις, εξήντα τέσσερις, εξήντα τέσ-
σερα NUM [ ,  ,
Π
στην τράπεζα, για να εξαργυρώσω μια επιταγή.
Ρ
 ] sixty-four: Εξήντα και τέσσε-
I’m going to the bank to cash a cheque. ρα ίσον εξήντα τέσσερα. Sixty plus four equals
εξέλιξη (η) N [] advancement, evolu- sixty-four.
tion, promotion: Τον απασχολεί πολύ η επαγ-
γελματική του εξέλιξη. He is very worried about
εξήντα τρεις, εξήντα τρεις, εξήντα τρία NUM Σ
[ ,  ,  ]
his career advancement.
εξετάζω VB [] examine: Ο γιατρός θα
sixty-three: Εξήντα και τρία ίσον εξήντα τρία.
Sixty plus three equals sixty-three.
Τ
σας εξετάσει σε μια ώρα. The doctor will exam-
ine you in an hour.
έξι NUM [] six: Τρία και τρία κάνουν έξι. Three
plus three equals six.
Υ
εξέταση (η) Ν [] exam: Δεν τα πήγα καλά
στις εξετάσεις χτες. I didn’t do well in the exams
έξοδος (η) N [] 1. exit: Συγγνώμη, πού εί-
ναι η έξοδος; Excuse me, where is the exit? 2.
Φ
Χ
yesterday. going out: Όταν ήμαστε έφηβοι, όλη την εβδο-
εξηγώ VB [] explain: Δεν καταλαβαίνω. μάδα περιμέναμε με αγωνία την σαββατιάτικη

Ψ
Εξήγησέ μου, σε παρακαλώ, τι εννοείς. I don’t έξοδο. When we were teenagers, all week we
understand. Please explain to me what you used to look forward to going out on Saturday
mean. evening.
εξήντα NUM [] sixty: Ένα λεπτό έχει εξόφληση (η) N [] repayment: Η εξόφλη- Ω
εξοφλώ 50 επιδερμίδα

ση του δανείου είναι σε 24 μήνες. Repayment of δασκάλα. -What’s your profession? -I am a


A the loan is in 24 months. teacher.
εξοφλώ VB [] repay, pay off: Μπορείτε επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελμα-
Β να εξοφλήσετε το δάνειο σε 36 δόσεις. You can τικό ADJ [, ,
pay off the loan in 36 instalments. ] professional, business: Ο
Γ εξοχή (η) N [] country, countryside: Έχουν
ένα υπέροχο σπίτι στην εξοχή, δίπλα στην λίμνη.
μπαμπάς μου λείπει συχνά σε επαγγελματικά
ταξίδια. My father is often away on business

Δ They have a wonderful house in the country, by


the lake.
trips.
επαινώ VB [] praise: Ο διευθυντής τον επαί-

Ε εξοχικό (το) Ν [] country house: Αυτό το


σαββατοκύριακο θα πάμε στο εξοχικό μας. We
νεσε για την δουλειά του. The director praised
him for his work.

Ζ
are going to our country house this weekend. επαναλαμβάνω VB [] repeat: Το
εξοχικός, εξοχική, εξοχικό ADJ [, επαναλαμβάνω, για να καταλάβετε όλοι. I’ll re-
, ] rural, country: Φέτος θα peat it so that everybody understands.
Η κάνουμε διακοπές στο εξοχικό μας σπίτι στην επάνω / πάνω ADV [ / ] 1. up: Το εστι-
Άνδρο. We are spending our holidays in our ατόριο είναι λίγο πιο επάνω, κοντά στην πλα-
Θ country house on Andros this year. τεία. The restaurant is a bit further up, near the
square. 2. on: Το πιάτο είναι επάνω στο τραπέζι.
εξπρές, εξπρές, εξπρές ADJ [, ,
Ι ] express: Θα ήθελα δύο εισιτήρια με το
εξπρές τρένο για Θεσσαλονίκη. I’d like two tick-
The dish is on the table. 3. over: Το αεροπλάνο
πετάει επάνω από τα σύννεφα. The aeroplane

Κ ets for the express train to Thessaloniki.


εξυπηρετώ VB [] help: Η πωλήτρια που
is flying over the clouds. 4. top: Υπάρχουν μερι-
κά καθαρά ποτήρια στο επάνω ράφι. There are
some clean glasses on the top shelf.
Λ μας εξυπηρέτησε ήταν πολύ φιλική. The shop
assistant that helped us was very friendly. επαφή (η) N [] contact: Ζει απομονωμένος
σε ένα μικρό νησί χωρίς καμία επαφή με άλλους
Μ έξυπνα ADV [] intelligently, smartly,
cleverly: Έπαιξα έξυπνα, γι’ αυτό κέρδισα. I ανθρώπους. He lives alone on a small island
played cleverly; that’s why I won. without any contact with other people.
Ν έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο ADJ [, , επείγων, επείγουσα, επείγον ADJ [,
, ] express: Σε πόσες μέρες φτά-
] clever, smart, intelligent: Ο γιος μου
Ξ είναι πολύ έξυπνος! My son is really clever! νει συνήθως ένα επείγον γράμμα; How many
days does it usually take for an express mail to
εξυπνότερος, εξυπνότερη, εξυπνότερο ADJ
Ο [, , ] 1.
arrive?
επειδή CONJ [] because: -Γιατί δεν μου τη-
smarter, more intelligent: Ο σκύλος μου εί-
Π ναι εξυπνότερος από τον δικό σου. My dog is
smarter than yours. 2. smartest, most intelli-
λεφώνησες; -Επειδή το ξέχασα. -Why didn’t you
call me? -Because I forgot to.

Ρ gent (when preceded by article): Ο Γιώργος


έδωσε την εξυπνότερη απάντηση απ’ όλους.
επεισόδιο (το) Ν [] episode: Μην χάσε-
τε το τελευταίο επεισόδιο της αγαπημένης σας
σειράς. Don’t miss the last episode of your fa-
Σ
George gave the smartest answer of all.
έξω ADV [] 1. out, outside: Κοίτα! Χιονίζει vourite series.
έξω. Look! It’s snowing outside. 2. outside: Το επιβάτης (o) N [] passenger: Ευτυχώς,
Τ αυτοκίνητο είναι έξω από το γκαράζ. The car is κανένας από τους επιβάτες δεν τραυματίστηκε
outside the garage. κατά το ατύχημα. Fortunately, none of the pas-
Υ εξωτερικό (το) Ν [] abroad: Μου αρέ-
σει να ταξιδεύω στο εξωτερικό. I like travelling
sengers was injured in the accident.
επιβίβαση (η) Ν [] boarding: Παρακα-

Φ abroad.
εξωτικός, εξωτική, εξωτικό ADJ [,
λούνται οι επιβάτες της πτήσης να ετοιμαστούν
για την επιβίβαση. Passengers for the flight are

Χ , ] exotic: Ο Γρηγόρης και η


Ρίτα θα πάνε σε ένα εξωτικό νησί για μήνα του
requested to prepare for boarding.
επιδείνωση (η) Ν [] deterioration: Η

Ψ
μέλιτος. Grigoris and Rita are going to an exotic επιδείνωση της κατάστασης του ασθενούς ανη-
island for their honeymoon. σύχησε τους γιατρούς. The deterioration of the
patient’s condition worried the doctors.
Ω
επάγγελμα (το) Ν [] profession, oc-
cupation: -Ποιο είναι το επάγγελμά σου; -Είμαι επιδερμίδα (η) Ν [] skin: Η επιδερμί-
επιδιόρθωση 51 επιτέλους

Α
δα της είναι ξηρή. Her skin is dry. επισημαίνω VB [] point out: Θα ήθε-
επιδιόρθωση (η) Ν [] repairing: Η λα να επισημάνω ότι η χρήση κινητών κατά την
διάρκεια της εξέτασης δεν επιτρέπεται. I’d like to
Β
τηλεόρασή σας χρειάζεται επιδιόρθωση. Your
television needs repairing. point out that use of mobiles during the exami-
nation is not allowed.
επιδόρπιο (το) Ν [] dessert: Μετά το
κύριο πιάτο πήραμε γλυκό για επιδόρπιο. After επίσημος, επίσημη, επίσημο ADJ [,
, ] formal: Είναι απαραίτητο να
Γ
the main course we had cake for dessert.
επιδρομή (η) Ν [] raid, incursion: Οι
φορέσω επίσημα ρούχα στην εκδήλωση; Is it
necessary to wear formal clothes at the event?
Δ
πειρατές έκαναν επιδρομή στο νησί. The pi-
rates raided the island. επίσης ADV [] also, too: Πρόσθεσε, επίσης,
ότι είναι πολύ ικανοποιημένος από την πρόοδο Ε
επιθετικότητα (η) Ν [] aggression:
Ζ
του έργου. He also added that he is very satis-
Διακρίνω επιθετικότητα και αγένεια στον τόνο
fied with the progress of the project.
της φωνής σου. I sense aggression and rude-
επισκέπτομαι VB [] visit: Αν πάτε
ness in your voice.
επιθεωρώ VB [] inspect: Ο στρατηγός
στην Αθήνα, πρέπει οπωσδήποτε να επισκε- Η
φθείτε την Ακρόπολη. If you go to Athens, you
θα επιθεωρήσει την στρατιωτική μονάδα. The
general will inspect the military unit.
definitely have to visit the Acropolis. Θ
επισκευαστικός, επισκευαστική, επισκευ-
επιθυμία (η) Ν [] wish: “Έχω μόνο μία
επιθυμία”, είπε ο παππούς, “να δω τον εγγονό
αστικό ADJ [, ,
] home improvement: Πήραμε
Ι
Κ
μου πετυχημένο γιατρό”. “I have only one wish,” ένα επισκευαστικό δάνειο, για να επισκευάσου-
grandfather said, “to see my grandson become με το σπίτι. We took a home improvement loan
a successful doctor”.
Λ
to repair the house.
επικίνδυνος, επικίνδυνη, επικίνδυνο ADJ επισκευή (η) N [] repair, improvement:
[, , ] danger-
Μ
Η στέγη χρειάζεται επισκευή μετά την καταιγίδα.
ous: Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνη The roof is in need of repair after the storm.
την νύχτα σε αυτή την γειτονιά. It is dangerous
επιστήμονας (ο/η) Ν [] scientist: Οι
to walk around alone at night in this neighbour-
hood.
επιστήμονες ανακοίνωσαν μια σημαντική ανα- Ν
κάλυψη. The scientist announced a very impor-
επικοινωνία (η) N [] communication:
Η γλώσσα είναι το βασικό μέσο επικοινωνίας.
tant discovery. Ξ
επιστημονικός, επιστημονική, επιστημονικό
Language is the main means of communica-
tion.
ADJ [, , ]
scientific: Αυτό το περιοδικό έχει πολλά επι-
Ο
επικοινωνώ VB [] contact, be in touch:
Παρακαλώ, επικοινωνήστε μαζί μου το συντο-
στημονικά άρθρα. This magazine has many
scientific articles. Π
μότερο δυνατό. Please, contact me as soon as
possible.
επιστολή (η) N [] letter: Η εταιρεία μας θα
στείλει ενημερωτικές επιστολές σε όλους τους Ρ
επιλέγω VB [] choose: Επιλέξτε την σω- μετόχους. Our company will send letters to in-
στή απάντηση. Choose the right answer. form all shareholders. Σ
επίλογος (ο) Ν [] epilogue: Στον επίλο- επιστρέφω VB [] return: Επιστρέψαμε
γο γράφουμε τα συμπεράσματά μας. In the epi-
logue we write our conclusions.
από τις διακοπές μας χθες. We returned from
our holidays yesterday.
Τ
επιμένω VB [] insist, persist: Ο αδερ-
φός μου επιμένει να έρθει μαζί μας στην εκδρο-
επιστροφή (η) N [] return: Η επιστρο-
φή από τις διακοπές μας ήταν περιπετειώδης:
Υ
μή. My brother insists on coming with us on the
excursion.
χάσαμε το πλοίο και μας έκλεψαν μια βαλίτσα.
The return from our vacations was quite an ad-
Φ
επίπεδο (το) N [] level, grade: Διάλεξε το
επίπεδο δυσκολίας, για να ξεκινήσεις το παιχνί-
venture. We missed the ship and our suitcase
was stolen. Χ
Ψ
δι. Choose a level of difficulty to start the game. επιταγή (η) N [] cheque: Θα πληρώσετε με
έπιπλο (το) N [] furniture: Θέλω να αλλάξω μετρητά ή με επιταγή; Are you paying cash or
τα έπιπλα του γραφείου μου. I want to change by cheque?
my office furniture. επιτέλους ADV [] at last, finally: Επι- Ω
επιτόκιο 52 ερωτευμένος

τέλους, ήρθες! Σε περιμένω δύο ώρες! You’re


A
Papadopoulos.
here, at last! I’ve been waiting for you for two εργάζομαι VB [] work: Ο Μάριος είναι
hours! γιατρός και εργάζεται στο νοσοκομείο. Marios
Β επιτόκιο (το) N [] interest rate: Η τράπε- is a doctor and works at the hospital.
ζά μας προσφέρει τα χαμηλότερα επιτόκια δα- εργαζόμενος (o) N [] employee: Οι
Γ νείων. Our bank offers the lowest loan interest
rates. EXP: Το σταθερό επιτόκιο είναι 4,9%,
εργαζόμενοι ζήτησαν καλύτερες συνθήκες ερ-
γασίας. The employees asked for better working
Δ ενώ το κυμαινόμενο επιτόκιο είναι 5,5%. The
fixed interest rate is 4,9% while the floating
conditions.
εργασία (η) N [] work, labour: Οι ώρες ερ-
Ε
interest rate is 5,5%.
γασίας είναι 8 π.μ. με 4 μ.μ. Working hours are
επιτρέπω VB [] allow: Η μαμά δεν μας 8 a.m. to 4 p.m.
επιτρέπει να μένουμε έξω μετά τις 11 το βρά-
Ζ δυ. Mοm does not allow us to stay out after 11
εργάτης (o) N [] worker: Άκουσα ότι θα
απολυθούν κι άλλοι εργάτες. I heard that more
o’clock in the evening. || Δεν επιτρέπεται το κά-
Η πνισμα. Smoking is not allowed.
workers will be fired.
έργο (το) N [] 1. film: Πάμε στο σινεμά να δού-
επιτυχία (η) N [] success: Έκανε ένα πάρ-
Θ τι, για να γιορτάσει την επιτυχία του στις εξετά-
σεις. He had a party to celebrate his success in
με αυτό το καινούργιο έργο; Shall we go to the
cinema to watch that new film? 2. work: Το έργο
του περιλαμβάνει ποιήματα και μυθιστορήματα.
Ι the exams.
επιφάνεια (η) N [] surface: Υπάρχει μια
His work includes poems and novels. 3. play:
Ποιο έργο παίζει το Εθνικό Θέατρο; Which play
Κ μικρή προεξοχή στην επιφάνεια του τοίχου.
There’s a small projection on the wall surface.
is on at the National Theatre? EXP: Τα έργα τέ-
χνης εκτίθενται στο μουσείο. The works of art

Λ επιχειρηματίας (o/η) N [] business-


man / businesswoman: Αν και είναι πολύ νέος,
are exhibited at the museum.
ερευνάω / ερευνώ VB [ / ] inves-

Μ
είναι ήδη ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας.
tigate: “Θα ερευνήσουμε την υπόθεση”, είπε ο
Although he is very young, he is already a suc-
αστυνομικός. “We are going to investigate the
cessful businessman.
Ν επιχείρηση (η) N [] business, company:
case” the policeman said.
ερευνητής (o) N [] researcher: Με αυτό
Ο Αλέκος δουλεύει πολύ σκληρά και έχει κατα-
Ξ φέρει να δημιουργήσει μια κερδοφόρα επιχεί-
ρηση. Alekos works very hard and has man-
το έργο θα ασχοληθούν νέοι ερευνητές. New
researchers will be involved in this project.

Ο aged to create a profitable business.


επιχειρώ VB [] attempt, try: Δύο κρατού-
ερευνώ  ερευνάω
ερημικά ADV [] isolated, solitary: Πολύ

Π μενοι επιχείρησαν να αποδράσουν. Two pris- ερημικά είναι εδώ! It’s very solitary here!
oners attempted to escape. ερμηνεία (η) N [] performance: Η ερμη-

Ρ επόμενος, επόμενη, επόμενο ADJ [, νεία της Μέριλ Στριπ στην νέα της ταινία είναι
, ] next, following: Ο Αλέ- καταπληκτική. Meryl Streep’s performance in
her new film is astonishing.
Σ ξης και η Άντζελα παντρεύονται τον επόμενο
μήνα. Alex and Angela are getting married next έρχομαι VB [] come: Ήρθα μόλις πριν μια
month. ώρα από το Παρίσι. I came from Paris just an
Τ εποχή (η) N [] 1. season: Ο χρόνος έχει hour ago. EXP: 1. Καλώς ήρθατε! Welcome!
2. Έλα Κατερίνα. Τι κάνεις; Hello Katerina. How
τέσσερις εποχές: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο
Υ και χειμώνα. There are four seasons in a year:
spring, summer, autumn and winter. 2. time, pe-
are you?
ερχόμενος, ερχόμενη, ερχόμενο PART

Φ riod: Εκείνη την εποχή η Αθήνα ήταν ακόμη μια


μικρή πόλη. At that time Athens was still a small
[, , ] next, fol-
lowing: Το ερχόμενο σαββατοκύριακο θα πάμε

Χ town.
επτά / εφτά NUM [ / ] seven: Η εβδομά-
στην Μύκονο. We are going to Mykonos next
weekend.

Ψ
δα έχει επτά ημέρες. There are seven days in έρωτας (o) N [] love: Ο έρωτας μάς αλλάζει
a week. την ζωή. Love changes our lives.

Ω
επώνυμο (το) N [] surname: Το επώ- ερωτευμένος, ερωτευμένη, ερωτευμένο PART
νυμό του είναι Παπαδόπουλος. His surname is [, , ] in love:
ερωτηματικό 53 ευτυχώς

Ο Πάνος και η Ελπίδα δείχνουν πολύ ερωτευμέ-


νοι. Panos and Elpida seem very much in love.
ευγενικός, ευγενική, ευγενικό ADJ [,
, ] polite, kind: Μου μίλησε με Α
πολύ ευγενικό τρόπο. He spoke to me in a very
ερωτηματικό (το) Ν [] question mark:
Βάζουμε ερωτηματικό στο τέλος μιας ευθείας polite way. Β
ερώτησης. We put a question mark at the end of ΕΥΔΑΠ / Ε.ΥΔ.Α.Π. ACRO [] Athens Wa-
a direct question. ter Supply and Sewerage Company: ΕΥΔΑΠ Γ
ερώτηση (η) N [] question: Μετά το μάθη- σημαίνει Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης
μα, οι φοιτητές έκαναν ερωτήσεις στον καθηγη- Πρωτεύουσας. ΕΥΔΑΠ means Athens Water
Supply and Sewerage Company.
Δ
τή. After class, the students asked the professor
questions.
εσείς PRON [] you (plural): Εσείς καταλαβαί-
ευθανασία (η) N [] euthanasia, put to
sleep: Το άλογο ήταν πολύ άρρωστο και ο κτη-
Ε
νετε Ρωσικά; Do you understand Russian?
έσοδο (το) N [] income, revenue: Τα έξοδα
νίατρος τού έκανε ευθανασία. The horse was
very sick and the vet put it to sleep. Ζ
Η
δεν πρέπει να είναι περισσότερα από τα έσοδα. ευθεία ADV [] straight: Πήγαινε ευθεία και
Expenditure should not exceed revenue. στα εκατό μέτρα στρίψε αριστερά. Go straight on
and after a hundred metres turn left.
εστιατόριο (το) N [] restaurant: Χθες το
βράδυ φάγαμε σε ένα ιταλικό εστιατόριο. We
ευθύνομαι VB [] be responsible: Ποιος Θ
ευθύνεται για την ζημιά; Who’s responsible for
had dinner at an Italian restaurant last night.
εσύ / συ PRON [ / ] you (singular): Εσύ είσαι
the damage? Ι
ευθύς, ευθεία, ευθύ ADJ [, , ]
η κόρη της Μαρίας; Are you Maria’s daughter?
εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικό ADJ
straight: Δεν μπορώ να ζωγραφίσω ούτε μια ευ-
θεία γραμμή. I can’t even draw a straight line.
Κ
[, , ] indoor, inter-
nal, inner: Υπάρχει μια μικρή καφετέρια στην
ευκαιρία (η) N [] opportunity, chance: Θα
σου δώσω την ευκαιρία να ξαναπροσπαθήσεις.
Λ
εσωτερική αυλή του μουσείου. There is a small
cafe in the inner courtyard of the museum.
I’ll give you the chance to try again.
εύκολα ADV [] easily: Ο Γιάννης θυμώνει
Μ
εταιρεία (η) N [] company: Η εταιρεία θα
καλύψει όλα τα έξοδα του ταξιδιού σου. The
πολύ εύκολα. John gets angry very easily.
εύκολος, εύκολη, εύκολο ADJ [, ,
Ν
company will pay all your travel expenses.
ετοιμάζω VB [] 1. prepare: Ετοίμασε
τα πράγματά σου, γιατί σε μία ώρα φεύγουμε.
] easy: Αυτή η άσκηση δεν είναι εύκολη.
This exercise is not easy. Ξ
Prepare your things because we are leaving in
an hour. 2. get ready: Ο Νίκος ετοιμάζεται για
εύπορος, εύπορη, εύπορο ADJ [, ,
] prosperous: Η Όλγα κατάγεται από μια Ο
Π
την συναυλία. Nikos is getting ready for the con- αρκετά εύπορη οικογένεια. Olga comes from a
cert. relatively prosperous family.
εύρος (το) N [] width: Τι εύρος έχει ο ποτα-
έτοιμος, έτοιμη, έτοιμο ADJ [, , ]
ready: Είστε έτοιμοι να φύγουμε; Are you ready μός; What’s the width of the river? Ρ
to go? ευρύς, ευρεία, ευρύ ADJ [, , ] wide,
έτος (το) N [] year: Ποιο έτος αποφοίτησες; broad: Η ατζέντα της συνάντησης περιλαμβάνει Σ
Which year did you graduate? EXP: Είμαι τριά- ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. The agenda of the
ντα ετών. I’m thirty years old.
meeting includes a wide range of subjects.
ευρώ (το) N [] euro: Κοστίζει 55 ευρώ. It
Τ
έτσι ADV [] 1. in this way, like this: Γιατί συ-
μπεριφέρεσαι έτσι; Why are you behaving like
costs 55 euros.
Ευρωπαίος (ο) Ν [] European: Οι Ευ-
Υ
this? 2. so: Έτσι, αποφασίσαμε να φύγουμε.
So, we decided to leave. EXP: 1. -Πώς τα πας;
-Έτσι κι έτσι. -How’s it going? -So so. 2. Συμ-
ρωπαίοι ψηφίζουν για την εκλογή των αντιπρο-
σώπων τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Eu-
Φ
Χ
φωνείς ότι πρέπει να την βοηθήσουμε, έτσι (δεν ropeans vote to elect their representatives in the
είναι); You agree that we should help her, don’t European Parliament

Ψ
you? Ευρώπη (η) N [] Europe: Η Αγγλία και η
ευγενικά ADV [] kindly, politely: Μου Ελλάδα βρίσκονται στην Ευρώπη. England and
ζήτησε ευγενικά να χορέψουμε. He asked me Greece are in Europe.
politely to dance. ευτυχώς ADV [] fortunately, luckily: Ευ- Ω
ευχαριστημένος 54 έχω

τυχώς ο καιρός είναι καλός και έτσι θα πάμε εκ- βέργιος είναι ο εφευρέτης της τυπογραφίας.
A δρομή. Fortunately the weather is nice, so we’ll Gutenberg was the inventor of the press.
go on an excursion. εφημερεύω VB [] be the emergency
Β ευχαριστημένος, ευχαριστημένη, ευχαριστη- hospital / pharmacy: Ποιο νοσοκομείο εφημε-
μένο PART [, , ρεύει σήμερα; Which is the emergency hospital
Γ ] pleased, happy: Είσαι ευχαρι-
στημένος με την καινούρια σου δουλειά; Are
today?
εφημερεύων, εφημερεύουσα, εφημερεύον

Δ you pleased with your new job?


ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο ADJ
PART [, , ]
emergency (hospital / pharmacy): Πού μπορώ

Ε [, , ] enjoyable, να μάθω τα εφημερεύοντα φαρμακεία; Where


pleasant: Το ταξίδι μας ήταν πολύ ευχάριστο. can I find the emergency pharmacies?

Ζ We had a very pleasant trip. εφημερίδα (η) N [] newspaper: Διαβά-


ζω εφημερίδα κάθε μέρα. I read the newspaper
ευχαριστώ VB [] thank: Σε παρακαλώ,
every day.
Η ευχαρίστησε την Άννα εκ μέρους μου. Please,
thank Anna on my behalf. EXP: -Ορίστε ο καφές εφημεριδούλα (η) N (diminutive) []
σας. -Ευχαριστώ πολύ. -Here’s your coffee. - newspaper: Θα πιω τον καφέ μου και θα διαβά-
Θ Thank you very much. σω την εφημεριδούλα μου. I’ll drink my coffee
and read my newspaper.
ευχαρίστως ADV [] gladly, with plea-
Ι sure: -Θέλεις να πάμε σινεμά; -Ευχαρίστως! -
εφορία (η) N [] tax office: Πρέπει να πάω
στην εφορία, για να πληρώσω τον φόρο. I have
Would you like to go to the cinema? -I’d be glad
Κ to/I’d love to!
to go to the tax office to pay the tax.
εφτά  επτά
εύχομαι VB [] wish: Σου εύχομαι να γίνεις
Λ γρήγορα καλά. I wish you a speedy recovery. έχω VB [] 1. have: Έχω δυο παιδιά. I have two
children. 2. there is/are: Δεν έχει κανένα βενζι-
εφέ (το) N [] effect (in a film): Το σκηνικό που
Μ βλέπεις στην ταινία δεν είναι αληθινό. Είναι εφέ.
The scenery you see in the movie is not real. It’s
νάδικο στην γειτονιά. There is no petrol station
in the neighbourhood. EXP: -Τι έχεις; Φαίνεσαι
στενοχωρημένος. -Κάτι έχω, αλλά δεν μπορώ
Ν a special effect.
εφευρέτης (o) N [] inventor: Ο Γουτεμ-
να σου πω. -What is the matter? You look sad.
-Something is the matter, but I can’t tell you.
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ζ, ζ 55 ζωολογία

Ζ, ζ Α
Β
Ζ, ζ (ζήτα) []: the sixth letter of the Greek al- ζητάω / ζητώ VB [ / ] ask: Μου ζήτησε να
Γ
phabet
ζάχαρη (η) Ν [] sugar: Θέλεις ζάχαρη στον
τον βοηθήσω. He asked me to help him. EXP:
Του ζήτησα συγγνώμη. I apologised to him. Δ
Ε
καφέ σου; Do you want any sugar in your coffee? ζητώ  ζητάω
ζαχαροπλαστείο (το) Ν [] patis- ζυγίζω VB [] weigh: Πού μπορώ να ζυγίσω

Ζ
serie: Πάμε στο ζαχαροπλαστείο για να αγορά- αυτά τα μήλα; Where can I weigh these apples?
σουμε μία τούρτα. We are going to the patisserie ζυμαρικό (το) Ν [] pasta: Οι Ιταλοί τρώνε
to buy a cake.
Η
πολλά ζυμαρικά. Italians eat pasta a lot.
ζέβρα (η) Ν [] zebra: Οι ζέβρες ζουν στις σα- ζω VB [] live: Οι χελώνες ζουν πολλά χρόνια.
βάνες της Αφρικής. Zebras live in the savannas
Θ
Tortoises live for many years. EXP: Να ζήσεις!
of Africa.
Many happy returns!
ζεσταίνω VB [] 1. warm up: Μπορείς να
Ι
ζωγραφίζω VB [] paint, draw: Μου αρέ-
ζεστάνεις το γάλα για το μωρό, σε παρακαλώ;
σει να ζωγραφίζω στον ελεύθερο χρόνο μου. I
Can you warm up the milk for the baby, please?
like painting in my spare time.
2. be/feel hot: Αν ζεσταίνεσαι, άνοιξε τον κλιμα-
τισμό. If you are hot, turn the air-condition on. ζωδιακός, ζωδιακή, ζωδιακό ADJ [, Κ
, ] zodiac: Ο ζωδιακός κύκλος
ζεστασιά (η) Ν [] warmth: Είναι ορφανός
και δεν ένιωσε ποτέ την ζεστασιά της οικογένει-
περιλαμβάνει 12 ζώδια. The zodiac cycle com-
prises 12 signs.
Λ
Μ
ας. He is an orphan and he has never experi-
enced family warmth. ζώδιο (το) Ν [] sign (of the zodiac): Το ζώ-
διό μου είναι Σκορπιός. My sign is Scorpio.
Ν
ζέστη (η) Ν [] heat, warmth: Η ζέστη είναι
ανυπόφορη σήμερα. The heat is unbearable to- ζωή (η) Ν [] life: Η ζωή είναι όμορφη, όταν έχεις
day. EXP: Σήμερα κάνει ζέστη. It’s hot today. φίλους. Life is beautiful when you have friends.
ζεστός, ζεστή, ζεστό ADJ [, , ] ζώνη (η) Ν [] belt: Σου αρέσει αυτή η δερμάτι-
νη ζώνη; Do you like this leather belt?
Ξ
hot, warm: Μου αρέσει να κάνω ζεστό μπάνιο.
I like taking a hot bath. || Αυτό το δωμάτιο είναι
πολύ ζεστό. This room is really warm.
ζωντανός, ζωντανή, ζωντανό ADJ [,
, ] 1. alive: Όταν τον μετέ-
Ο
ζευγάρι (το) Ν [] 1. pair: Χρειάζομαι ένα
καινούριο ζευγάρι μπότες. I need a new pair of
φεραν στο νοσοκομείο, ήταν ακόμα ζωντανός.
When he was taken to hospital, he was still
Π
boots. 2. couple: Ο Γρηγόρης και η Ελένη είναι
ζευγάρι. Grigoris and Helen are a couple.
alive. 2. live: Η μετάδοση της εκπομπής είναι
ζωντανή. The broadcast of the show is live. Ρ
ζεύγος (το) Ν [] couple, pair: Το ζεύγος
των ηλικιωμένων περπατάει χέρι-χέρι. The old
ζώο (το) Ν [] animal: Το λιοντάρι είναι ο βασι-
λιάς των ζώων. The lion is the king of the ani- Σ
couple is walking hand-in-hand. mals.
ζημιά (η) Ν [] damage: Πόσα πλήρωσες για τις ζωολογία (η) Ν [] zoology: Η ζωολογία Τ
ζημιές; How much did you pay for the damage? μελετά τα ζώα και την συμπεριφορά τους. Zool-
ogy is the study of animals and their behaviour. Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Η, η 56 ησυχάζω

A Η, η
Β
Γ Η, η (ήτα) []: the seventh letter of the Greek al- σημεριανές ώρες. You should avoid sunbathing

Δ phabet
η ART (feminine definite) [] the: Η τουλίπα είναι
at noon. EXP: Κάνω ηλιοθεραπεία δύο ώρες
κάθε πρωί. I sunbathe for two hours every
morning.
Ε
ένα όμορφο λουλούδι. The tulip is a beautiful
flower. ηλιόλουστος, ηλιόλουστη, ηλιόλουστο ADJ
ή CONJ [] or: Θέλεις πορτοκαλάδα ή λεμονάδα; [, , ] sunny: Σήμερα η
Ζ Do you want an orange or a lemon juice? μέρα είναι ηλιόλουστη. Today is a sunny day.
ήδη ADV [] already: Έχω ήδη πλύνει τα πιάτα ηλιοροφή (η) N [] or [] sunroof: Το
Η και τώρα ξεσκονίζω. I’ve already done the wash-
ing-up and now I’m dusting.
αυτοκίνητό τους έχει και ηλιοροφή. Their car
has a sunroof as well.

Θ ηθοποιός (ο/η) N [] actor / actress: Η Ει-


ρήνη Παππά είναι μια διάσημη Ελληνίδα ηθο-
ήλιος (ο) N [] sun: Ο ήλιος λάμπει σήμερα.
The sun is shining today. EXP: Έχει ήλιο σήμε-

Ι ποιός. Irene Pappa is a famous Greek actress.


ηλεκτρικός, ηλεκτρική, ηλεκτρικό ADJ
ρα. It’s sunny today.
ηλιοφάνεια (η) N [] sunshine: Οι ψυχο-

Κ [, , ] electrical: Θα


αγοράσουμε ηλεκτρικές συσκευές για το και-
λόγοι υποστηρίζουν ότι η ηλιοφάνεια κάνει τους
ανθρώπους πιο χαρούμενους. Psychologists
claim that sunshine makes people happier.
Λ νούριο μας σπίτι. We shall buy electrical appli-
ances for our new house. ήμερoς, ήμερη, ήμερο ADJ [, , ]
domestic: Ο σκύλος είναι ήμερο ζώο. The dog
Μ
ηλεκτρισμός (o) N [] electricity: Οι
περισσότερες οικιακές συσκευές λειτουργούν με is a domestic animal.
ηλεκτρισμό. Most home equipment works by ημέρα / μέρα (η) N [ / ] day: Η ημέρα
Ν electricity. έχει είκοσι τέσσερις ώρες. A day has twenty-four
hours.
ηλεκτρολόγος (o) N [] electrician:
Ξ Χρειάζομαι έναν ηλεκτρολόγο για να φτιάξει την
πρίζα. I need an electrician to fix the socket.
ημερολόγιο (το) Ν [] calendar, diary:
Κοίταξα στο ημερολόγιο ποια ημερομηνία πέ-

Ο ηλεκτρονικός, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικό ADJ


[, , ] elec-
φτει φέτος το Πάσχα. I looked the calendar to
see what date Easter is this year.

Π tronic: Ο μικρός μου αδερφός παίζει συνέχεια


με ηλεκτρονικά παιχνίδια. My younger brother
ημερομηνία (η) N [] date: Γράψε εδώ
την ημερομηνία της γέννησής σου. Fill in the

Ρ
plays electronic games all the time. EXP: Μου date of your birth here.
έστειλε ένα μήνυμα με ηλεκτρονικό ταχυδρο- ηρεμώ VB [] calm, relax: Ένα ποτήρι κρα-
μείο. He sent me a message by e-mail.
Σ
σί μετά από μια κουραστική μέρα με ηρεμεί. A
ηλικία (η) N [] age: Μπορείς να οδηγήσεις glass of wine after a tiring day relaxes me.
αυτοκίνητο, μόνο όταν φτάσεις στην ηλικία των ήρωας (ο) Ν [] hero: Ο Ηρακλής είναι ένας
Τ 18. You can drive a car, only when you reach
the age of 18.
ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Hercules is a
hero of Greek mythology.
Υ ηλικιωμένος, ηλικιωμένη, ηλικιωμένο ADJ
[, , ] elderly,
Ηρώδειο (το) Ν [] Irodio (Herodus Atticus
Theatre): Η συναυλία θα γίνει στο Ηρώδειο το
Φ old: Στο πάρκο ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας
που κρατούσε μπαστούνι. There was an old man
Σάββατο. The concert will take place at Irodio
on Saturday.
in the park holding a walking-stick.
Χ ηλιοβασίλεμα (το) Ν [] sunset: Το
ησυχάζω VB [] calm down, relax: Δεν
μπορείς να ησυχάσεις λίγο το μωρό; Κλαίει
ηλιοβασίλεμα στην Σαντορίνη είναι πολύ όμορ-
Ψ
μισή ώρα τώρα. Can’t you calm the baby down?
φο. The sunset from Santorini is very beautiful. She’s been crying for half an hour. || Πάντα ξα-
ηλιοθεραπεία (η) N [] sunbathing: πλώνω μια ώρα το μεσημέρι για να ησυχάσω. I
Ω Πρέπει να αποφεύγεις την ηλιοθεραπεία τις με- always lie down for an hour at noon to relax.
ησυχία 57 ηχώ

ησυχία (η) N [] silence, peace: Υπήρχε


απόλυτη ησυχία. There was absolute silence.
ηχογραφώ VB [] record: Αυτή την εποχή
η Μαντόνα ηχογραφεί τον νέο της δίσκο. Ma- Α
donna is now recording her new album.
ήσυχος, ήσυχη, ήσυχο ADJ [, , ]
quiet: Σήμερα ο μικρός μου αδερφός ήταν πολύ ήχος (o) N [] sound: Μου αρέσει πολύ ο ήχος Β
ήσυχος. Δεν έκανε καμία αταξία. My little broth- της κιθάρας. I like the sound of the guitar very
er was very quiet today. He didn’t get into any
much.
ηχώ (η) N [] echo: Αν φωνάξεις μέσα στην
Γ
mischief.
ηχείο (το) N [] loud speaker: Πώς συνδέονται
σπηλιά, θα ακούσεις την ηχώ της φωνής σου.
If you shout in the cave, you’ll hear the echo of
Δ
τα ηχεία με τον υπολογιστή; How can I connect
Ε
your voice.
the loud speakers to the computer?

Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Θ, θ 58 θέση

A Θ, θ
Β
Γ Θ, θ (θήτα) []: the eighth letter of the Greek you like me to help you?

Δ
alphabet θέμα (το) N [] 1. issue, theme, matter: Θέλω
θα PRCL [] shall, will: Αύριο θα κάνουμε πάρτι. να σου μιλήσω για ένα πολύ σημαντικό θέμα. I
Tomorrow we are having a party. need to talk to you about a very important mat-
Ε θάλασσα (η) Ν [] sea: Η θάλασσα έχει γα- ter. 2. subject, topic: Τα θέματα στις εξετάσεις
λάζιο χρώμα. The sea has a light blue colour. ήταν δύσκολα. The topics in the exams were dif-
Ζ θαλάσσιος, θαλάσσια, θαλάσσιο ADJ [,
ficult.

, ] sea, marine, maritime: Όλες θεός (ο) N [] god: Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευ-
Η οι θαλάσσιες συγκοινωνίες ματαιώθηκαν λόγω
των κακών καιρικών συνθηκών. All sea transport
αν 12 θεούς. The ancient Greeks worshipped
12 gods.

Θ was cancelled due to bad weather conditions.


θαύμα (το) N [] miracle, wonder: Πιστεύεις
θεραπεία (η) Ν [] therapy, treatment,
cure: Για κάποιες αρρώστιες δεν υπάρχει ακόμα

Ι στα θαύματα; Do you believe in miracles?


θαυμάσιος, θαυμάσια, θαυμάσιο ADJ
θεραπεία. For some illnesses there is still no
cure.

Κ [, , ] wonderful:


Το γεύμα ήταν θαυμάσιο. The meal was won-
θεραπευτικός, θεραπευτική, θεραπευτικό ADJ
[, , ] healing,

Λ derful. therapeutic: Λένε πως το νερό αυτής της πηγής


θαυμαστικό (το) Ν [] exclamation είναι θεραπευτικό. The water from this spring is
said to be therapeutic.
Μ
mark: Βάλε θαυμαστικό μετά το επιφώνημα
“ωχ”. Write an exclamation mark after the ex- θερινός, θερινή, θερινό ADJ [, ,
clamation “oh”. ] summer: Πού θα περάσετε φέτος τις θε-
Ν θέα (η) Ν [] view: Η θέα από το βουνό είναι ρινές σας διακοπές; Where are you spending
your summer holidays this year?
υπέροχη. The view from the mountain is won-
Ξ derful. θέρμανση (η) Ν [] heating: Πόσο πληρώ-
νεις για την θέρμανση στο σπίτι σου; How much
θεατής (ο) N [] spectator: Η παράσταση δεν
Ο άρεσε στους θεατές. The spectators didn’t like
the show.
do you pay for the heating in your house?
θερμοκρασία (η) Ν [] temperature:
Π θεατρικός, θεατρική, θεατρικό ADJ [,
, ] theatrical: Είναι η καλύτερη
Η θερμοκρασία σήμερα θα φτάσει τους 32 βαθ-
μούς. The temperature today will reach 32 de-

Ρ θεατρική παραγωγή της χρονιάς. It is the best


theatrical production of the year.
grees.
θερμόμετρο (το) N [] thermometer:

Σ θέατρο (το) N [] theatre: Το περασμένο


Σάββατο πήγαμε στο θέατρο. We went to the
Χρησιμοποιούμε το θερμόμετρο, για να μετρά-
με την θερμοκρασία. We use a thermometer to
theatre last Saturday.
Τ
measure the temperature.
θεία (η) Ν [] aunt: Απόψε θα επισκεφτούμε την θερμός, θερμή, θερμό ADJ [, ,
θεία Μαίρη. We are going to visit aunt Mary to- ] hot: Χθες ήταν μια πολύ θερμή μέρα.
Υ night. Yesterday was a very hot day.
θείος (ο) N [] uncle: Ο θείος Γιώργος μάς φέρ- θέση (η) Ν [] 1. place, position: Μετά το τη-
Φ νει πάντα δώρα, όποτε μας επισκέπτεται. Uncle
George always brings us presents whenever he
λεφώνημα, βάλτε το ακουστικό στην θέση του.
After the phone call, put the receiver back in its
Χ visits us.
θέλω VB [] 1. want: Θέλω να γίνω ηθοποιός.
place. 2. seat: Η θέση σας είναι στην δεύτερη
σειρά. Your seat is in the second row. 3. class:

Ψ I want to become an actress. 2. need: Για το


παστίτσιο θέλεις μακαρόνια και κιμά. You need
Θέλετε οικονομική ή διακεκριμένη θέση; Do you
want economy or business class? EXP: 1. Αν

Ω
spaghetti and minced meat to make a pastitsio. ήμουν στην θέση σου, δεν θα το έκανα αυτό.
3. like to: Θα ήθελες να σε βοηθήσω; Would If I were you, I wouldn’t do that. 2. Πρέπει να
Θεσσαλονίκη 59 θώρακας

Α
κλείσετε θέση, αν θέλετε να έρθετε στην εκδρο- θύμα (το) N [] victim: Έγινε ένα ατύχημα, αλλά
μή. You have to make a booking, if you want to ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. There was an ac-
come on the excursion. cident but fortunately there were no victims.
Θεσσαλονίκη (η) Ν [] Thessaloniki: Η θυμάμαι VB [] remember: Δεν θυμάμαι Β
Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη πού άφησα τα γυαλιά μου. I can’t remember
της Ελλάδας. Thessaloniki is the second biggest
city in Greece.
where I left my glasses. Γ
θυμωμένος, θυμωμένη, θυμωμένο PART
θεωρώ VB [] think, believe: Θεωρώ ότι κά-
νεις λάθος. I think you are wrong.
[, , ] angry: Δεν
θέλει να μου μιλήσει. Είναι ακόμα θυμωμένη
Δ
θόρυβος (ο) N [] noise: Ακούω έναν παρά-
ξενο θόρυβο από την μηχανή του αυτοκινήτου. I
μαζί μου. She doesn’t want to talk to me. She’s
still angry with me. Ε
Ζ
can hear a strange noise from the car engine. θυμώνω VB [] be/get angry: Θύμωσε
θραύση (η) Ν [] fracture, breakage: Η ασφά- τόσο πολύ, που το πρόσωπό του κοκκίνισε. He
λεια του αυτοκινήτου σας δεν καλύπτει θραύση was so angry that his face went red.
κρυστάλλων. Your car insurance doesn’t cover θυρίδα (η) Ν [] counter: Για την πληρωμή Η
glass breakage. EXP: Η νέα ταινία του Ρόμπερτ πιστωτικής κάρτας πηγαίνετε στην θυρίδα 3. To
Τέιλορ κάνει θραύση στην Αμερική. Robert Tay-
lor’s new film is a huge success in the USA.
pay a credit card go to counter 3. Θ
θώρακας (ο) N [] chest: Έχετε καθόλου
θρησκευτικός, θρησκευτική, θρησκευτικό ADJ
[, , ] religious:
πόνους στον θώρακα; Do you have any chest Ι
pains?
Δεν μιλάει ποτέ για τις θρησκευτικές του πεποιθή-
σεις. He never talks about his religious beliefs. Κ
θρίλερ (το) N [] thriller: Το “Ψυχώ” είναι ψυ-
χολογικό θρίλερ. “Psycho” is a psychological Λ
Μ
thriller.

Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
I, ι 60 Ισπανία

A Ι, ι
Β
Γ Ι, ι (γιώτα) []: the ninth letter of the Greek al- σεων. ΙΚΑ means Social Insurance Institute.

Δ
phabet ικανοποιημένος, ικανοποιημένη, ικανοποι-
Ιανουάριος (ο) Ν [] January: Ο Ιανουά- ημένο PART [, ,
ριος είναι ο πρώτος μήνας του χρόνου. January
Ε
] satisfied: Είμαι πολύ ικανοποι-
is the first month of the year. ημένος με την πρόοδό σου. I am very satisfied
Ιαπωνικά (τα) Ν [] Japanese: Έζησα τρία with your progress.
Ζ χρόνια στην Ιαπωνία και ξέρω λίγα Ιαπωνικά. I
lived in Japan for three years and I know some
ικανοποιητικός, ικανοποιητική, ικανοποιητικό
ADJ [, , ]
Η Japanese.
ιατρείο (το) Ν [] consulting room: Ο για-
satisfactory: Ο μισθός μου είναι ικανοποιητι-
κός, αλλά οι συνθήκες εργασίας δεν είναι καθό-

Θ τρός θα σας εξετάσει στο ιατρείο του σε λίγο.


The doctor will examine you in his consulting
λου καλές. My salary is satisfactory; the working
conditions, however, are not good at all.

Ι room shortly.
ιατρικός, ιατρική, ιατρικό ADJ [, ,
Ιούλιος (ο) Ν [] July: Ο Ιούλιος είναι ο
έβδομος μήνας του χρόνου. July is the seventh

Κ ] medical: Αυτό είναι ένα πολύ χρήσιμο


ιατρικό βιβλίο. This is a very helpful medical
month of the year.
Ιούνιος (o) N [] June: Ο Ιούνιος είναι ο
book.
Λ ιδανικός, ιδανική, ιδανικό ADJ [, ,
έκτος μήνας του χρόνου. June is the sixth month
of the year.
] ideal: Είναι όμορφος, έξυπνος και
Μ πλούσιος. Είναι ο ιδανικός άντρας. He is hand-
some, clever and rich. He is the ideal man.
Ιρλανδέζα / Ιρλανδή (η) N [ / ]
Irish: Η γιαγιά μου είναι Ιρλανδέζα. My grand-
mother is Irish.
Ν ιδέα (η) N [] idea: Έχω μια ιδέα: γιατί δεν
πάμε σινεμά; I’ve got an idea: why don’t we go
Ιρλανδή (η)  Ιρλανδέζα

Ξ
Ιρλανδία (η) N [] Ireland: Η γιαγιά μου
to the cinema?
κατάγεται από την Ιρλανδία. My grandmother
ίδιο ADV [] the same, equally: Είναι το ίδιο
comes from Ireland.
Ο όμορφες. They are equally beautiful.
ιδιοκτήτης (ο) Ν [] owner: Ποιος είναι ο
Ιρλανδός (ο) Ν [] Irish: Ο παππούς μου
είναι Ιρλανδός. My grandfather is Irish.
Π ιδιοκτήτης αυτού του καταστήματος; Who’s the
owner of this shop? ίσιος, ίσια, ίσιο ADJ [, , ] straight:
Η Ντόρα έχει ίσια μακριά μαλλιά. Dora has long
Ρ ίδιος, ίδια, ίδιο ADJ [, , ] same: Ο
ξάδερφός μου κι εγώ μένουμε στον ίδιο δρόμο.
straight hair.
ίσκιος (ο) Ν [] shadow, shade: Καθίσαμε
Σ
My cousin and I live on the same street.
κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου να ξεκουρα-
ιδιοσυγκρασία (η) N [] character,
στούμε. We sat down in the shade of a tree to
idiosyncrasy: Η φιλοξενία είναι χαρακτηριστικό
Τ της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας. Hospitality is a
rest.
ισόγειο (το) Ν [] ground floor: Το γραφείο
characteristic of the Greek character.
Υ ιδιωτικός, ιδιωτική, ιδιωτικό ADJ [,
, ] private: Δεν μπορείτε να μπεί-
μου είναι στο ισόγειο. My office is on the ground
floor.

Φ τε. Είναι ιδιωτική περιοχή. You are not allowed


to enter. This is a private area.
ισορροπία (η) N [] balance: Ο ακροβάτης
κρατούσε την ισορροπία του στο ένα πόδι. The

Χ ιδρύω VB [] found, establish: Ο νέος δήμαρ-


χος υποσχέθηκε ότι θα ιδρύσει ένα πολιτιστικό
acrobat was balancing on one foot.
ισοτιμία (η) N [] exchange/currency rate:

Ψ
κέντρο. The new mayor promised to establish a Ποια είναι η ισοτιμία ευρώ και δολαρίου; What’s
cultural centre. the exchange rate for the euro and the dollar?

Ω
ΙΚΑ / Ι.Κ.Α. ACRO [] Social Insurance Insti- Ισπανία (η) N [] Spain: Το φλαμένκο είναι
tute: ΙΚΑ σημαίνει Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλί- παραδοσιακός χορός της Ισπανίας. Flamenco
Ισπανίδα 61 Ιταλός

Α
is a traditional dance in Spain. ισχυρός, ισχυρή, ισχυρό ADJ [, ,
Ισπανίδα (η) N [] Spanish: Η γυναίκα μου ] strong: Έχει ισχυρή θέληση και θα πε-
τύχει στην ζωή του. He has a strong will and he
Β
είναι Ισπανίδα και θα μετακομίσουμε στην Μα-
δρίτη. My wife is Spanish and we will move to will succeed in life.
Madrid. ίσως ADV [] maybe: -Θα έρθεις μαζί μας εκ-
Ισπανικά (τα) Ν [] Spanish: Μαθαίνω δρομή το Σαββατοκύριακο; -Ίσως. Δεν έχω
αποφασίσει ακόμη. -Are you coming with us on
Γ
Ισπανικά εδώ και τρία χρόνια. I’ve been learn-
ing Spanish for three years.
Ισπανός (ο) Ν [] Spanish: Ο άντρας μου
the excursion this weekend? -Maybe. I haven’t
decided yet. Δ
είναι Ισπανός και θα μετακομίσουμε στην Μα-
δρίτη. My husband is Spanish and we will move
Ιταλία (η) N [] Italy: Πόσες φορές έχεις πάει
στην Ιταλία; How many times have you been to Ε
Italy?
to Madrid.
ιστορία (η) N [] history, story: Γιαγιά, θα Ιταλίδα (η) N [] Italian: Η νέα μας συνάδελ- Ζ
φος είναι Ιταλίδα. Our new colleague is Italian.
Η
μας πεις μια ιστορία με φαντάσματα; Grandma,
will you tell us a ghost story? Ιταλικά (τα) Ν [] Italian: Τα Ιταλικά είναι δύ-
ισχυρίζομαι VB [] claim, argue: Ο ύπο- σκολη γλώσσα; Is Italian a difficult language?
πτος ισχυρίστηκε ότι δεν ξέρει τίποτα για την Ιταλός (ο) Ν [] Italian: Ο νέος μας συνάδελ- Θ
υπόθεση. The suspect claimed that he knows φος είναι Ιταλός. Our new colleague is Italian.
nothing about the case. Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Κ, κ 62 καιρικός

A Κ, κ
Β
Γ Κ, κ (κάπα) []: the tenth letter of the Greek θιστικό έχουμε τρεις πολυθρόνες και έναν κανα-
πέ. We have three armchairs and a sofa in the
Δ
alphabet
living room.
κάδος (ο) N [] bin, bucket: Μην πετάς σκου-
πίδια στον δρόμο! Ρίξ’ τα στον κάδο απορριμμά- καθολικός (ο) N [] Catholic: Πότε γιορ-
Ε των. Don’t throw litter in the street. Put it in the τάζουν οι καθολικοί το Πάσχα τους; When do
litter bin. Catholics celebrate their Easter?
Ζ καζίνο (το) N [] casino: Το Λας Βέγκας είναι καθολικός, καθολική, καθολικό ADJ [,
, ] 1. Catholic: Το καθολικό
γνωστό για τα καζίνα του. Las Vegas is famous
Η for its casinos.
καθαρίζω VB [] clean: Το πάρτι τελείωσε
Πάσχα πέφτει συνήθως νωρίτερα από το ορθό-
δοξο. The Catholic Easter usually precedes the

Θ και τώρα πρέπει να καθαρίσουμε το σπίτι. The


party is over and now we have to clean up the
Orthodox. 2. universal: Η ειρήνη είναι καθολικό
αίτημα των λαών. Peace is a universal demand.

Ι house.
καθαριότητα (η) Ν [] cleanliness,
καθόλου ADV [] 1. at all: Δεν έχω δει καθό-
λου τον Γιάννη τελευταία. I haven’t seen John at
all lately. 2. any: Έχεις καθόλου ελεύθερο χρό-
Κ cleaning: Αυτή την εβδομάδα έχει αναλάβει ο Γι-
ώργος την καθαριότητα του σπιτιού. This week νο; Do you have any spare time?
Giorgos is responsible for cleaning the house. κάθομαι VB [] sit: Γιατί δεν κάθεσαι στον
Λ καθαρισμός (ο) N [] cleaning: Να χρη- καναπέ; Είναι πιο αναπαυτικά. Why don’t you sit
σιμοποιείς γαλάκτωμα για τον καθαρισμό του on the sofa? It’s more comfortable.
Μ προσώπου. Use emulsion to clean your face. καθρέφτης (ο) N [] mirror: Κοίταξε προ-
καθαριστικό (το) N [] detergent: Αν σεκτικά τον εαυτό της στον καθρέφτη και είδε
Ν πας στο σούπερ μάρκετ, πάρε ένα καθαριστικό την πρώτη της ρυτίδα. She looked closely at
herself in the mirror and saw her first wrinkle.
για το πάτωμα. If you go to the super-market,
Ξ buy a detergent for the floor.
καθαρός, καθαρή, καθαρό ADJ [, ,
καθυστέρηση (η) Ν [] delay: Η καθυ-
στέρηση οφείλεται στις κακές καιρικές συνθήκες.

Ο ] clean: Τα ρούχα μου δεν είναι καθαρά.


Πρέπει να τα πλύνω. My clothes are not clean. I
The delay is due to bad weather conditions.
καθυστερώ VB [] delay, be late: Καθυ-

Π have to wash them.


κάθε PRON [] every: Κάθε πρωί ξυπνάω στις
στέρησα λόγω της κίνησης. I was late due to
the traffic.

Ρ 7.30. I wake up at 7.30 every morning.


καθηγητής (ο) N [] 1. teacher: Στο τέλος
καθώς CONJ [] as, while: Καθώς προχω-
ρούσαμε, ακούσαμε κάποιον να μας φωνάζει.

Σ της σχολικής χρονιάς κάναμε ένα δώρο στον κα- As we were walking along, we heard someone
θηγητή μας. At the end of the school year we calling us.
gave our teacher a present. 2. professor: Ο κύ-
Τ
και CONJ [] 1. and: Χτες συνάντησα τον Παύλο
ριος Χρήστου είναι καθηγητής ελληνικής ιστορί- και την Δώρα. I ran into Paul and Dora yester-
ας στο πανεπιστήμιο. Mr. Christou is a professor day. 2. as well, also: -Θέλετε κάτι άλλο; -Ναι, θα
Υ of Greek history at the university.
καθηγήτρια (η) Ν [] teacher: Στο τέλος
αγοράσω και αυτό το καπέλο. -Would you like
anything else? -Yes, I’ll take this hat as well. 3.

Φ της σχολικής χρονιάς κάναμε ένα δώρο στην κα-


θηγήτριά μας. At the end of the school year we
past: Είναι πέντε και δέκα. It’s ten past five.
καινούρ(γ)ιος, καινούρ(γ)ια, καινούρ(γ)ιο ADJ

Χ gave our teacher a present.


καθημερινά ADV [] daily: Περπατώ
[, , ] new: Σου αρέσουν
τα καινούργια μου σκουλαρίκια; Do you like my

Ψ
καθημερινά 5 χιλιόμετρα, για να διατηρούμαι new earrings?
σε φόρμα. I walk 5 kilometres daily to keep in καιρικός, καιρική, καιρικό ADJ [, ,
shape.
Ω
] weather: Οι καιρικές συνθήκες δεν επέ-
καθιστικό (το) N [] living room: Στο κα- τρεψαν την διεξαγωγή του αγώνα. Weather con-
καιρός 63 καλώ

Α
ditions didn’t allow the game to be held. νύχτα!”, είπε και έσβησε το φως. “Good night!”
καιρός (ο) N [] 1. weather: Ο καιρός θα εί- she said and turned off the light.
ναι βροχερός αύριο. The weather will be rainy καλησπέρα EXCL [] good evening:
tomorrow. 2. time: Ο καιρός περνάει γρήγορα. Καλησπέρα, κύριε Οικονόμου. Τι κάνετε; Good Β
Σύντομα θα είμαστε και πάλι μαζί. Time flies. evening, Mr Economou. How are you?
Soon we’ll be together again. EXP. 1. Πόσο
καιρό θα μείνεις στην Κρήτη; How long are you
καλλιεργώ VB [] cultivate, grow: Σε αυτή
την περιοχή καλλιεργούμε κυρίως καλαμπόκι.
Γ
going to stay in Crete? 2. -Τι κάνει ο Κώστας;
-Δεν ξέρω, έχει καιρό να μου τηλεφωνήσει.
In this area we grow mainly corn.
καλοκαιράκι (το) N (diminutive) []
Δ
Ε
-How is Costas? -I don’t know. It’s been a long summer: Ήρθε το καλοκαιράκι! Ώρα για διακο-
time since he last called me. 3. Τι καιρό θα έχει πές! Summer is here! It’s time for vacations!
αύριο; What’s the weather going to be like to-
morrow? 4. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια
όμορφη πριγκίπισσα. Once upon a time there
καλοκαίρι (το) N [] summer: Το καλοκαί-
ρι ο καιρός είναι ζεστός. The weather is hot in Ζ
Η
summer.
was a beautiful princess.
καλοκαιρινός, καλοκαιρινή, καλοκαιρινό ADJ
καίω VB [] 1. burn: Έκαψα όλα τα γράμμα-
[, , ] summer:
τά του. I burned all his letters. 2. be spicy (for
food): Τι έβαλες σε αυτή την σάλτσα; Καίει πολύ.
Τις καλοκαιρινές βραδιές στο νησί φυσάει ένα Θ
ευχάριστο αεράκι. A pleasant wind blows on the
What did you put in this sauce? It’s too spicy.
κακό (το) N [] evil, wrong, harm: Μου έκανε
island on summer nights. Ι
καλοριφέρ (το) N [] central heating: Κά-
μεγάλο κακό, αλλά τον έχω συγχωρέσει. He did
me wrong but I have forgiven him.
νει κρύο. Γιατί δεν ανάβεις το καλοριφέρ; It’s
cold. Why don’t you turn on the central heat-
Κ
κακός, κακή/κακιά, κακό ADJ [, /,
] 1. bad: Νομίζω ότι έκανε κακή εντύπωση
ing?
καλός, καλή, καλό ADJ [, , ] fine,
Λ
στους γονείς της. I think he made a bad impres-
sion on her parents. 2. wicked, evil: Και τότε
nice, good: Ο Γιώργος είναι καλός άνθρωπος.
Δεν έχει κάνει ποτέ κακό σε κανέναν. George is Μ
η κακιά μάγισσα τον μεταμόρφωσε σε γουρού-
Ν
a good man. He has never harmed anybody.
νι. And then the wicked witch turned him into a
καλούτσικα ADV [] so and so: -Πώς εί-
pig.
σαι; -Καλούτσικα. -How are you? -So and so.
καλά (1) ADV [] 1. good, well, nice, fine: Τα
πήγα καλά στις εξετάσεις. I did well in the ex-
κάλτσα (η) Ν [] sock: Η αριστερή μου κάλ- Ξ
τσα έχει μια τρύπα. There’s a hole in my left
ams. 2. fine, all right: -Πώς είσαι; -Καλά, ευ-
χαριστώ. -How are you? -Fine, thank you. EXP:
sock. Ο
κάλυμμα (το) N [] cover: Καλύτερα να βά-
Π
-Ευχαριστώ πολύ! -Να ’στε καλά! -Thank you
very much! -You’re welcome! λεις ένα κάλυμμα στον καναπέ, για να μην λε-
ρώνεται. You’d better put a cover over the couch
καλά (2) (τα) N [] Sunday best: Φόρεσε τα
καλά της και πήγε στην εκκλησία. She wore her
to prevent it from getting dirty.
καλύτερα ADV [] better: Στο διαγώνισμα
Ρ
Sunday best and went to church.
καλάθι (το) N [] basket: Ο κύριος Τάσος μάς
έγραψες καλά, αλλά μπορείς να γράψεις και κα-
λύτερα. You did well in the exam, but you can
Σ
έδωσε ένα καλάθι μήλα από το αγρόκτημά του.
Τ
do better.
Mr Tasos gave us a basket of apples from his
καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο [,
farm.
, ] 1. better: Το νέο του βιβλίο
καλεσμένος, καλεσμένη, καλεσμένο PART
[, , ] guest:
είναι καλύτερο από το προηγούμενο. His new Υ
book is better than the previous one. 2. best
Όλοι οι καλεσμένοι πέρασαν υπέροχα στην γα-
μήλια δεξίωση. All the guests had a wonderful
(when preceded by article): Είσαι η καλύτερη
μαμά του κόσμου. You are the best mοmmy in
Φ
Χ
time at the wedding reception. the world.
καλημέρα EXCL [] good morning: “Κα- καλώ VB [] 1. invite: Ξεχάσαμε να καλέσου-
λημέρα σε όλους!’’, λέει κάθε πρωί, μόλις μπαίνει
στο γραφείο. “Good morning everyone!’’ he says
με τον Νίκο στο πάρτι. We forgot to invite Nick to
the party. 2. call: Ο κύριος Παπαδόπουλος δεν Ψ
every morning as he comes into the office. είναι εδώ. Μπορείτε να καλέσετε αργότερα; Mr.
καληνύχτα EXCL [] good night: “Καλη- Papadopoulos is not here. Can you call later? Ω
καλώδιο 64 καρότο

καλώδιο (το) N [] cable, wire: Χρειάζομαι καπέλο (το) Ν [] hat: Χρειάζομαι ένα καπέ-
A ένα καλώδιο, για να συνδέσω τα ηχεία με το λο για το καλοκαίρι. I need a hat for the sum-
στερεοφωνικό. I need a wire to connect the loud mer.
Β speakers to the stereo. καπνίζω VB [] smoke: Μην καπνίζετε
καλώς ADV [] ok: -Αποφασίσαμε να φύγου- εδώ, δεν επιτρέπεται. Don’t smoke in here. It is
Γ με. -Καλώς. -We’ve decided to leave. -Ok. EXP:
-Γεια σας παιδιά! -Καλώς τον! -Hello, guys! -
not allowed.
κάπνισμα (το) Ν [] smoking: Το κάπνι-
Δ Good to see you!
καμπίνα (η) Ν [] cabin: Κλείσαμε κα-
σμα δεν επιτρέπεται στα νοσοκομεία. Smoking
is not allowed in hospitals.

Ε μπίνα, για να κοιμηθούμε στο πλοίο κατά την


διάρκεια του ταξιδιού. We booked a cabin so we
καπνιστής (ο) Ν [] smoker: Ο μπαμπάς
μου είναι καπνιστής. My dad is a smoker.
could sleep on the ship during the trip.
Ζ κάμπινγκ (το) Ν [] camping site: Κοντά
κάποιος, κάποια, κάποιο PRON [, ,
] 1. someone, anyone: Κάποιος μου
στην παραλία υπάρχει ένα κάμπινγκ. There’s a
Η camping site near the beach.
πήρε το μολύβι μου. Someone has taken my
pencil. 2. some, any: -Έχετε καμία ερώτηση;
Καναδάς (ο) Ν [] Canada: Έχεις πάει ποτέ -Εγώ έχω κάποιες. -Do you have any ques-
Θ στον Καναδά; Have you ever been to Canada? tions? -I have some.
καναπές (ο) Ν [] couch, sofa: Ο κανα- κάπου ADV [] somewhere: Είπε ότι έπρεπε
Ι πές είναι πολύ αναπαυτικός. The couch is very
comfortable.
να πάει κάπου, αλλά δεν ήθελε να μου πει πού
ακριβώς. He said he had to go somewhere but
Κ κανάτα (η) Ν [] jug: Γέμισε την κανάτα με
νερό και βάλ’ την στο τραπέζι. Fill the jug with
he didn’t want to tell me where exactly.
κάρβουνο (το) Ν [] coal, charcoal: Χρει-
Λ water and put it on the table.
κανείς / κανένας, καμία / καμιά, κανένα PRON
αζόμαστε κάρβουνα για το μπάρμπεκιου από-
ψε. We need some charcoal for the barbecue

Μ [ / ,  / , ] 1. a,


any, anyone: Απάντησε κανένας αυτή την ερώ-
tonight.
καρδιά (η) Ν [] heart: Η καρδιά είναι το

Ν
τηση; Has anyone answered this question? 2. πιο ζωτικό όργανο του ανθρώπου. The heart is
no one: Κανένας δεν μπόρεσε να απαντήσει man’s most vital organ.
στην ερώτηση. No one could answer the ques-
Ξ tion.
καρδιογράφημα (το) Ν [] cardio-
gram: Τι έδειξε το καρδιογράφημα; What did
κανόνας (ο) Ν [] rule: Οι κανόνες της
Ο
the cardiogram show?
γραμματικής είναι δύσκολοι. Grammar rules are
καρδιολόγος (ο/η) Ν [] cardiologist:
difficult.
Π
Αυτό το νοσοκομείο έχει τους καλύτερους καρ-
κανονίζω VB [] plan, arrange: Έχουμε διολόγους. This hospital has the best cardiolo-
κανονίσει να περάσουμε τις καλοκαιρινές μας
gists.
Ρ διακοπές στην Σαντορίνη. We’ve planned to
spend our summer holidays in Santorini.
καρδούλα (η) Ν (diminutive) [] heart:
Ακούσαμε την καρδούλα του μωρού μας. We
Σ κάνω VB [] 1. do: Τι κάνεις εκεί; Διαβάζεις
εφημερίδα; What are you doing there? Are you
heard our baby’s heart. || Έλα στην μαμά, καρ-
δούλα μου! Come to mummy, sweetheart!
Τ
reading the newspaper? 2. fit: Αυτό το παντελό-
νι δεν μου κάνει. These trousers don’t fit me. 3. καρέκλα (η) Ν [] chair: Αυτή η καρέκλα
make: Θα σας κάνω ένα νόστιμο κέικ. I will make δεν είναι άνετη. This chair is not comfortable.

Υ a delicious cake for you. 4. cost: Πόσο κάνουν


αυτά τα παπούτσια; How much do these shoes
καρναβάλι (το) Ν [] carnival: Έχεις πάει
ποτέ στο καρναβάλι του Ρίο; Have you ever

Φ cost? EXP: -Μαρία, τι κάνεις; -Καλά, ευχαριστώ.


-Maria, how are you? -Fine, thank you.
been to the carnival in Rio?
καρνέ (το) Ν [] notepad: Μισό λεπτό, να το

Χ καπάκι (το) Ν [] top, cover: Αφαιρέστε το


καπάκι από το μπουκάλι. Remove the top of the
σημειώσω στο καρνέ μου. Just a moment, let
me write it down in my notepad. EXP: Έχει πά-

Ψ
bottle. ντα μαζί του το καρνέ επιταγών του. He always
καπελάκι (το) Ν (diminutive) [] hat: Τι has his cheque book with him.

Ω
ωραίο καπελάκι φοράς! What a nice hat you καρότο (το) Ν [] carrot: Τα καρότα αρέσουν
are wearing! πολύ στα κουνέλια. Rabbits love carrots.
καρπός 65 καταφέρνω

Α
καρπός (ο) Ν [] fruit: Όταν οι καρποί εί- in this tavern by looking at the menu. 2. phone
ναι ώριμοι, πέφτουν από τα δέντρα. When the book, directory: -Ξέρεις το τηλέφωνο του δικη-
fruit is ripe it falls off the trees. EXP: Ποιοι ξηροί γόρου; -Όχι, ψάξ’ το στον κατάλογο. -Do you
καρποί σου αρέσουν περισσότερο; Which dried
fruit and nuts do you like more?
know the lawyer’s phone number? -No, look it
up in the phone book. EXP: Θα βρεις το τηλέ-
Β
καρπούζι (το) Ν [] water melon: Τα καρ-
πούζια είναι καλοκαιρινά φρούτα. Water melons
φωνο του γιατρού στον τηλεφωνικό κατάλογο.
You can find the doctor’s phone number in the
Γ
are a summer fruit.
κάρτα (η) Ν [] 1. card: Μου έδωσε μία κάρτα
directory.
καταναλωτικός, καταναλωτική, καταναλωτικό
Δ
Ε
με το τηλέφωνό του. He gave me a card with ADJ [, , ]
his phone number on it. 2. credit card: Θα consumer: Τα καταναλωτικά δάνεια έχουν
πληρώσετε με κάρτα; Are you going to pay by πολύ υψηλά επιτόκια. Consumer loans have
credit card? 3. phone card: Δεν έχω κάρτα για very high interest rates. Ζ
να πάρω ένα τηλέφωνο. I don’t have a phone καταπληκτικά ADV [] great, terrific:
card to make a call. EXP: Για να ψωνίσεις από
τα duty free, πρέπει να δείξεις την κάρτα επιβί-
-Το Σάββατο θα πάμε εκδρομή. -Καταπληκτι-
κά! -On Saturday we will go on an excursion.
Η
βασης. To shop in the duty free shops you have
to show your boarding pass.
-Great!
καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό
Θ
καρτεράω / καρτερώ VB [ / ]
wait: Η αγαπημένη του πάντα καρτερούσε πως
ADJ [, , ]
amazing, astonishing: Το καλοκαίρι διάβασα
Ι
Κ
κάποια μέρα θα γυρνούσε. His loved one kept ένα καταπληκτικό βιβλίο. I read an amazing
waiting for him to come back one day. book last summer.
καρτερώ  καρτεράω
καρτοτηλέφωνο (το) Ν [] card
καταπράσινος, καταπράσινη, καταπράσινο
ADJ [, , ] Λ
phone: Υπάρχει ένα καρτοτηλέφωνο στην lush green: Στις όχθες του ποταμού απλώνεται
κεντρική πλατεία. There is a card phone in the ένα καταπράσινο λιβάδι. A lush green meadow Μ
central square. unfolds on the river side.
κασέρι (το) Ν [] yellow cheese: Η φέτα μού
αρέσει περισσότερο από το κασέρι. I like feta
κατασκευή (η) Ν [] construction, struc- Ν
ture: Η κατασκευή του κτηρίου κράτησε δύο
more than yellow cheese.
κασκόλ (το) Ν [] scarf: Ταιριάζει αυτό το κα-
χρόνια. The construction of the building lasted
two years.
Ξ
σκόλ με τα γάντια μου; Does this scarf match
my gloves?
κατάσταση (η) Ν [] 1. situation: Η κατά-
σταση είναι ανεξέλεγκτη. The situation is out of
Ο
καστανός, καστανή, καστανό ADJ [,
, ] brown: Η Χριστίνα έχει καστα-
control. 2. condition: Η κατάσταση της ασθε-
νούς είναι σταθερή. The patient’s condition is Π
steady. EXP: 1. Γυμνάζομαι, για να διατηρούμαι
Ρ
νά μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά. Christina has
brown eyes and long black hair. σε καλή φυσική κατάσταση. I work out so as to
κατάθεση (η) Ν [] deposit: Η κατάθεση be fit. 2. Ποια είναι η οικογενειακή σας κατά-
χρημάτων γίνεται μόνο στο ταμείο 3. A money σταση; What is your marital status? Σ
deposit can only be done at cash desk 3. κατάστημα (το) Ν [] shop, store: Σήμε-
καταθέτω VB [] deposit: -Πόσα χρήματα
θέλετε να καταθέσετε; -3000 ευρώ. -How much
ρα το κατάστημα είναι κλειστό. Today the shop
is closed.
Τ
money do you want to deposit? -3000 euros.
καταιγίδα (η) Ν [] storm: Η καταιγίδα
καταστροφή (η) Ν [] disaster, destruc-
tion, devastation: Ο σεισμός προκάλεσε μεγά-
Υ
κράτησε μόνο δέκα λεπτά. The storm lasted only
for ten minutes.
λη καταστροφή. The earthquake caused huge
disaster. Φ
καταλαβαίνω VB [] understand: Δυ-
στυχώς, δεν καταλαβαίνω καλά τα Ελληνικά.
κατάστρωμα (το) Ν [] deck: Ανεβήκαμε
στο κατάστρωμα και κοιτούσαμε τους γλάρους. Χ
We went up on deck and watched the seagulls.
Ψ
Unfortunately, I don’t understand Greek well.
κατάλογος (ο) Ν [] 1. menu, catalogue, καταφέρνω VB [] manage: Χάρη στην
list: Στον κατάλογο μπορείς να δεις τι φαγητά θέλησή του και την σκληρή δουλειά, κατάφε-
έχει αυτή η ταβέρνα. You can see what’s served ρε να περάσει τις εξετάσεις. Thanks to his will Ω
κατεβάζω κατεβάζω 66 κήπος

A
power and hard work he managed to pass the νο για την φιλοσοφία του Πλάτωνα. I am reading
exams. a text on Plato’s philosophy.

Β
κατεβάζω VB [] drop: Κατέβασαν τις κεντρικός, κεντρική, κεντρικό ADJ [,
τιμές, για να αυξήσουν τις πωλήσεις. They , ] central: Αυτό το βιβλίο
dropped the prices to increase sales. μπορείς να το βρεις μόνο σε κάποιο κεντρικό
Γ κατεβαίνω VB [] 1. go down: Κατέβηκα βιβλιοπωλείο. You can find this book only in a
central bookstore.
τις σκάλες όσο πιο γρήγορα μπορούσα. I went
Δ down the stairs as fast as I could. 2. get off:
Κατεβήκαμε από το λεωφορείο και συνεχίσαμε
κέντρο (το) Ν [] centre: Μένω μακριά από
το κέντρο της πόλης. I live away from the town

Ε με τα πόδια. We got off the bus and continued


on foot.
centre. EXP: Αυτό το εμπορικό κέντρο έχει
πάντα πολλή κίνηση. This shopping centre is

Ζ κατηγορούμενος, κατηγορούμενη, κατηγο- always very busy.


ρούμενο PART [, , κερδίζω VB [] 1. earn, make: Πόσα χρή-
] accused: Ο κατηγορούμενος
Η
ματα κερδίζεις τον μήνα; How much money do
κρίθηκε ένοχος. The accused was found guilty. you make in a month? 2. win: Η ομάδα μας κέρ-
κάτι PRON [] something, some: Έχω να σου δισε φέτος το πρωτάθλημα. Our team won the
Θ πω κάτι. I have something to tell you. championship this year.
κατοικία (η) Ν [] house, residence: Ο κ. κερί (το) Ν [] 1. wax: Ο Πέτρος κατασκευάζει
Ι Σπανός θα περάσει το καλοκαίρι στην εξοχική αντικείμενα από κερί και ξύλο. Petros makes ob-
jects out of wax and wood. 2. candle: Έστρωσε
του κατοικία. Mr. Spanos is spending the sum-
Κ mer in his country house. το τραπέζι για το δείπνο και άναψε δύο κεριά.
She laid the table for dinner and lit two candles.
κάτοικος (ο/η) Ν [] inhabitant: Οι κάτοι-
Λ κοι του νησιού είναι πολύ φιλικοί. The island’s
inhabitants are very friendly.
Κέρκυρα (η) Ν [] Corfu: Η Κέρκυρα είναι
ένα από τα νησιά του Ιονίου πελάγους. Corfu is

Μ κατσαρός, κατσαρή, κατσαρό ADJ [,


, ] curly: Τα μαλλιά της Μαρίας εί-
one of the Ionian islands.
κερνάω / κερνώ VB [ / ] offer, buy: Ο

Ν ναι πολύ κατσαρά. Maria’s hair is very curly.


κάτω ADV [] 1. down: Έσπρωξα το τραπέζι
Νίκος ήθελε να κεράσει τα ποτά για τα γενέθλιά
του και έτσι εμείς δεν πληρώσαμε τίποτα. Nick
wanted to buy us the drinks for his birthday, so
Ξ κατά λάθος και το βιβλίο έπεσε κάτω. I nudged
the table by mistake and the book fell down. 2. we didn’t pay anything.
κερνώ  κερνάω
Ο
under: Μην βάζεις τα παπούτσια σου κάτω από
το κρεβάτι. Don’t put your shoes under the bed. Κεφαλ(λ)ονιά (η) Ν [] Kefalonia: Η Κε-
3. bottom: Τα πουκάμισα είναι στο κάτω συρτά- φαλλονιά είναι ένα από τα νησιά του Ιονίου πε-
Π ρι. The shirts are in the bottom drawer. λάγους. Kefalonia is one of the Ionian islands.
καφέ (το) Ν [] brown: Το καφέ είναι το αγαπη- κεφαλαίο (το) Ν [] capital (letter): Το κε-
Ρ μένο μου χρώμα. Brown is my favourite colour. φαλαίο του μ είναι το Μ. The capital of m is M.
καφέ, καφέ, καφέ ADJ [, , ] brown: κεφάλι (το) Ν [] head: Η μπάλα με χτύπησε
Σ Έχω ένα άσπρο σκυλάκι με καφέ αυτιά. I have a
white dog with brown ears.
στο κεφάλι. The ball hit me on the head.
κεφαλονίτικος, κεφαλονίτικη, κεφαλονίτικο
Τ καφεδάκι (το) Ν (diminutive) [] coffee:
Θέλεις ένα καφεδάκι; Would you like a cup of
ADJ [, , ]
from Kefalonia: Αυτό το κρασί είναι κεφαλονί-
Υ coffee?
καφενείο (το) Ν [] coffee shop: Θα είμαι
τικο. This wine is from Kefalonia.
κέφι (το) N [] spirit, gusto: Όταν δουλεύεις με

Φ στο καφενείο μέχρι τις πέντε. I’ll be at the coffee


shop till five.
κέφι, δεν κουράζεσαι. When you work with gus-
to you don’t get tired. EXP: Δεν είμαι στα κέφια

Χ καφές (ο) Ν [] coffee: Το πρωινό μου είναι κα-


φές και κέικ. I have coffee and cake for breakfast.
μου σήμερα. I am in low spirits today.
κεφτές (ο) N [] meatball: Θα ήθελα μια με-

Ψ καφετιέρα (η) Ν [] coffee machine: Αυτή


η καφετιέρα κάνει και καπουτσίνο. This coffee
ρίδα κεφτέδες και μια χωριάτικη σαλάτα, παρα-
καλώ. I’d like a portion of meatballs and a Greek
machine makes cappuccino, too. salad, please.
Ω κείμενο (το) Ν [] text: Διαβάζω ένα κείμε- κήπος (ο) N [] garden: Φυτέψαμε στον
κι 67 κόβω

Α
κήπο μας τριαντάφυλλα. We planted roses in κλάμα (το) N [] crying: Ξύπνησα από τα
our garden. κλάματα του μωρού. I woke up because of the
κι CONJ [] + vowel of next word and: Είδα την baby’s crying.
Ρίτα κι εκείνον τον ψηλό άντρα που γνώρισα στο κλασικός, κλασική, κλασικό ADJ [, Β
πάρτι. I saw Rita and that tall man I met at the , ] classical: Μου αρέσει να
party. ακούω κλασική μουσική. I like listening to clas-
sical music.
Γ
κιθάρα (η) Ν [] guitar: Άρχισα μαθήματα κι-
θάρας πριν από πέντε χρόνια. I started guitar
lessons five years ago.
κλέβω VB [] steal: Είναι στην φυλακή, γιατί
έκλεψε ένα αυτοκίνητο. He is in jail because he
Δ
κιλό (το) N [] kilo: Θα ήθελα ένα κιλό πορ-
τοκάλια, παρακαλώ. I’d like a kilo of oranges,
stole a car.
κλειδί (το) N [] key: Πού είναι τα κλειδιά του
Ε
please.
κιμάς (ο) N [] minced meat: Χρειάζομαι μισό
αυτοκινήτου; Where are the car keys?
κλειδώνω VB [] lock: Μην ξεχάσεις να
Ζ
κιλό κιμά, για να φτιάξω κεφτέδες. I need half a
kilo of minced meat to make meatballs.
κλειδώσεις την πόρτα, όταν φύγεις. Don’t forget
to lock the door when you leave. Η
κίνδυνος (ο) Ν [] danger: Ο γιατρός είπε
ότι ο κίνδυνος να μεταδοθεί η ασθένεια είναι
κλείνω VB [] 1. close, shut: Θα κλείσω το
παράθυρο, γιατί κάνει κρύο. I’ll shut the window Θ
because it’s cold. 2. hang up: Δεν θέλει να μου
Ι
μεγάλος. The doctor said that there is a grave
danger that the disease will spread. EXP: Οι μιλήσει. Την παίρνω τηλέφωνο, αλλά μου το
περιβαλλοντολόγοι κρούουν τον κώδωνα του κλείνει. She doesn’t want to talk to me. I keep
κινδύνου για το μέλλον του πλανήτη. Environ-
mental scientists warn about the future of the
calling her but she hangs up on me. 3. book:
Θα ήθελα να κλείσω ένα δίκλινο δωμάτιο για 5
Κ
planet.
κινέζικος, κινέζικη, κινέζικο [, ,
μέρες. I’d like to book a double room for 5 days.
κλειστός, κλειστή, κλειστό ADJ [, ,
Λ
] Chinese: Σου αρέσει το κινέζικο φα-
γητό; Do you like Chinese food?
] closed: Τα καταστήματα είναι κλειστά
μετά τις 9.00 μ.μ. The shops are closed after
Μ
κινηματογράφος (ο) Ν [] cinema:
Πάμε κινηματογράφο το βράδυ; What about
9.00 pm.
κλέφτης (ο) N [] thief: Ένας κλέφτης άρπα-
Ν
Ξ
going to the cinema tonight? ξε την τσάντα της. A thief grabbed her handbag.
κίνηση (η) Ν [] 1. traffic: Το πρωί έχει πάντα κλήση (η) Ν [] ticket: Πήρα κλήση για υπερ-

Ο
πολλή κίνηση. There’s always a lot of traffic in the βολική ταχύτητα. I got a ticket for exceeding the
morning. 2. busy market: Η αγορά σήμερα έχει speed limit.
πολλή κίνηση. The market today is very busy.
Π
κλίμα (το) Ν [] climate: Το κλίμα της Ελλά-
κινητό (το) N [] mobile phone: Να σε πάρω δας είναι μεσογειακό. The climate in Greece is
τηλέφωνο στο κινητό σου; Shall I call you on Mediterranean.
your mobile? κλιματισμός (ο) Ν [] air-condition: Ρ
κινητός, κινητή, κινητό ADJ [, , Έχει κλιματισμό το δωμάτιο; Is the room air-
] mobile, movable: Η αστυνομία θα εγκα- conditioned? Σ
ταστήσει κινητές μονάδες στην εθνική οδό για κλιματολογικός, κλιματολογική, κλιματο-
την διευκόλυνση των οδηγών. The police will set
up mobile units on the highway to help drivers.
λογικό ADJ [, ,
] climatologic: Η μόλυνση του πε-
Τ
EXP: Έχεις κινητό τηλέφωνο; Do you have a
mobile phone?
ριβάλλοντος έχει προκαλέσει κλιματολογικές
αλλαγές. Environmental pollution has caused Υ
Φ
κίτρινο (το) N [] yellow: Το κίτρινο είναι το changes in the climate.
αγαπημένο μου χρώμα. Yellow is my favourite κλινική (η) Ν [] clinic: Η Ελπίδα είναι νοσο-
colour.
Χ
κόμα και δουλεύει σε μια παιδιατρική κλινική. El-
κίτρινος, κίτρινη, κίτρινο ADJ [s, , pida is a nurse and works in a paediatric clinic.
] yellow: Τα καναρίνια είναι κίτρινα. Ca- κλουβί (το) N [] cage: Πήγαμε στον ζωολογι-
naries are yellow. κό κήπο και είδαμε τίγρεις μέσα σε κλουβιά. We Ψ
κλαίω VB [] cry: Το αγοράκι έκλαιγε όλη την went to the zoo and saw tigers in cages.
ώρα. The little boy was crying all the time. κόβω VB [] 1. cut: Έκοψα λίγα λουλούδια Ω
κοιλιά 68 κορίτσι

από τον κήπο μας. I cut some flowers from our αυτό φοβάμαι την θάλασσα. I can’t swim, so I
A garden. 2. cut off: Αύριο θα κόψουν το ηλεκτρικό am afraid of the sea.
ρεύμα για δύο ώρες. The electricity will be cut off κολυμπώ  κολυμπάω
Β tomorrow for two hours. 3. quit, stop: Πρέπει να
κόψεις το κάπνισμα. You have to quit smoking.
κόμμα (το) Ν [] comma: Βάζουμε κόμμα μετά
από μια υποθετική πρόταση. We put a comma
Γ κοιλιά (η) Ν [] belly: Η κοιλιά του πονάει.
Πρέπει να τον πάτε στο νοσοκομείο. His belly
after a conditional sentence.
κομμάτι (το) N [] piece: Κόψε το ξύλο σε
Δ aches. You must take him to hospital.
κοιμάμαι VB [] sleep: Κοιμάμαι πάντα μία
δύο κομμάτια. Cut the wood in two pieces.
κομμωτής (ο) N [] hairdresser: Ο Πέτρος
Ε ώρα κάθε απόγευμα. I always sleep for an hour
every afternoon.
είναι πολύ καλός κομμωτής. Peter is a very
good hairdresser.

Ζ κοινός, κοινή, κοινό ADJ [s, , ] 1.


joint: Πήραμε την κοινή απόφαση να χωρίσου-
κομμώτρια (η) Ν [] hairdresser: Η Ελ-
πίδα είναι κομμώτρια και έχει δικό της κομμω-
με. We came to a joint decision to break up. 2.
Η public: Η τηλεόραση επηρεάζει σημαντικά την
τήριο. Elpida is a hairdresser and owns a hair
salon.
κοινή γνώμη. Television strongly influences
Θ public opinion. κομοδίνο (το) N [] bedside table: Άφη-
σα το ρολόι μου στο κομοδίνο. I left my watch
κοινωνικός, κοινωνική, κοινωνικό ADJ
on the bedside table.
Ι [, , ] social: Η εγκλη-
ματικότητα είναι ένα σοβαρό κοινωνικό πρό-
κομπρέσα (η) Ν [] compress: Αν έχεις
πυρετό, βάλε μια κομπρέσα με πάγο στο κεφάλι
Κ βλημα. Crime is a serious social problem.
κοιτάζω VB [] look: Ο Πέτρος κοιτάζει τον
σου. If you have a fever, put a compress with ice
on your head.
Λ εαυτό του στον καθρέφτη. Peter is looking at
himself in the mirror.
κομψός, κομψή, κομψό ADJ [, ,
] smart: Δείχνεις πολύ κομψός με αυτό
Μ κοιτάω / κοιτώ VB [ / ] look: Ο Πέτρος
κοιτάει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Peter is
το κουστούμι. You look very smart in this suit.
κοντά ADV [] near, close, by: Το σπίτι
Ν
looking at himself in the mirror.
μου είναι κοντά στην δουλειά μου. My house is
κοιτώ  κοιτάω close to my work. EXP: Καλύτερα να μιλήσουμε

Ξ κοκκινίζω VB [] blush, turn red: “Συγ-


γνώμη, είπα ψέματα”, είπε η Ερμιόνη και κοκ-
από κοντά παρά από το τηλέφωνο. We’d better
meet rather than talk on the phone.
κίνισε. “I’m sorry, I lied” Ermioni said and she
Ο blushed.
κοντός, κοντή, κοντό ADJ [, ,
] short: Αυτό το παντελόνι είναι αρκετά
κόκκινο (το) N [] 1. red: Το κόκκινο είναι
Π
κοντό για μένα. These trousers are rather short
το αγαπημένο μου χρώμα. Red is my favourite for me.
colour. 2. red traffic light: Στο κόκκινο τα αυ- κοντούλης, κοντούλα, κοντούλικο ADJ (diminu-
Ρ τοκίνητα πρέπει να σταματούν. Cars must stop
when the traffic lights are red.
tive) [, , ] short:
Ο Δημήτρης είναι κοντούλης. Dimitris is a bit
Σ κόκκινος, κόκκινη, κόκκινο ADJ [, ,
] red: Θα πιούμε άσπρο ή κόκκινο κρασί;
short.
Κοπεγχάγη (η) Ν [] Copenhagen: Το
Τ Shall we have white or red wine?
κολλάω / κολλώ VB [ / ] stick: Κόλ-
σύμβολο της Κοπεγχάγης είναι η μικρή γοργό-
να. The symbol of Copenhagen is the little mer-

Υ λησε το γραμματόσημο στον φάκελο. Stick the


stamp on the envelope.
maid.
κοπέλα (η) Ν [] girl: Ξέρεις εκείνη την κο-

Φ κολλώ  κολλάω
κολοκυθάκι (το) N [] zucchini: Τα τηγα-
πέλα; Do you know that girl?
κόρη (η) Ν [] daughter: Η κόρη σου είναι πολύ

Χ νητά κολοκυθάκια είναι νόστιμο ορεκτικό. Fried


zucchini is a delicious starter.
κακομαθημένη! Your daughter is really spoiled!
κοριτσάκι (το) N (diminutive) [] girl: Η

Ψ
κολόνια (η) Ν [] perfume: Αυτή η κολόνια Άννα έχει ένα κοριτσάκι τριών ετών. Anna has
μυρίζει υπέροχα. This perfume smells wonderful. a three-year-old girl.

Ω
κολυμπάω / κολυμπώ VB [ / κορίτσι (το) N [] girl: Η Άννα είναι πολύ
] swim: Δεν ξέρω να κολυμπάω, γι’ ντροπαλό κορίτσι. Anna is a very shy girl.
κορμί 69 κρασί

κορμί (το) N [] body: Η Δανάη έχει πολύ


ωραίο κορμί. Danae has a very nice body.
ρείς να με βοηθήσεις να κουνήσω αυτό το τρα-
πέζι; Can you help me move this table? Α
κόσμημα (το) N [] jewel: Η γιαγιά μου
μου χάρισε τα παλιά της κοσμήματα. My grand-
κουνούπι (το) N [] mosquito: Κοντά σε έλη
υπάρχουν πολλά κουνούπια. There are many Β
mother gave me her old jewellery. mosquitoes near swamps.
κόσμος (ο) N [] 1. world: Η Άννα έχει ταξι- κουνώ  κουνάω Γ
δέψει σε όλο τον κόσμο. Anna has travelled all
Δ
κούπα (η) Ν [] cup: Πίνω πάντα καφέ στην
around the world. 2. people: Η αίθουσα ήταν γε- αγαπημένη μου κόκκινη κούπα. I always have
μάτη κόσμο. The room was full of people. EXP: my coffee in my favourite red cup.
Έχει πολύ κόσμο και θόρυβο μέσα στην αίθου-
σα. It is very crowded and noisy in the room.
κουπόνι (το) N [] coupon: Με αυτό το κου- Ε
πόνι κερδίζετε έκπτωση 10% σε όλα μας τα είδη.
κόστος (το) N [] cost: Το κόστος μιας με-
τακόμισης είναι μεγάλο. The cost of moving to
With this coupon you get a 10% discount on all
our products.
Ζ
another house is high.
κοστούμι / κουστούμι (το) N [ / ]
κουράζω VB [] tire: Θα είμαι σύντομος. Δεν
θα σας κουράσω άλλο. I will be brief. I will not
Η
suit: Λέρωσα το καινούριο μου κοστούμι! I
stained my new suit!
tire you any more. || Περπατούσα δύο ώρες και
κουράστηκα. I had been walking for two hours Θ
Ι
κοτόπουλο (το) N [] chicken: Σήμερα θα and I was tired.
μαγειρέψω ψητό κοτόπουλο με πατάτες. Today κούραση (η) Ν [] fatigue, tiredness: Η κού-
I’ll cook roast chicken with potatoes. ρασή μου είναι ψυχολογική, όχι σωματική. The
κουβαλάω / κουβαλώ VB [ / ] tiredness I feel is psychological, not physical. Κ
carry: Θα με βοηθήσεις να κουβαλήσω τις βα- κουρασμένος, κουρασμένη, κουρασμένο PART
λίτσες; Will you help me carry the suitcases? [, , ] tired: Αι- Λ
κουβαλώ  κουβαλάω σθάνομαι πολύ κουρασμένος. Θα κοιμηθώ για
κουδούνι (το) N [] bell: Το κουδούνι της
καμιά ώρα. I feel very tired. I’ll sleep for an hour
or so.
Μ
πόρτας χτύπησε τρεις φορές. The door bell rang
three times. κουραστικός, κουραστική, κουραστικό ADJ
[, , ] tiring,
Ν
κουζίνα (η) Ν [] 1. kitchen: Βάλαμε το και-
νούργιο μας τραπέζι στην κουζίνα. We put our
new table in the kitchen. 2. cuisine: Η ινδική
tiresome: Είναι πολύ κουραστικό να δουλεύεις
με τέτοια ζέστη. Working in this heat is very tir- Ξ
ing.
κουζίνα είναι πολύ πικάντικη. Indian cuisine is
very spicy. 3. stove, cooker: Χάλασε και το ψυ- κουρτίνα (η) Ν [] curtain: Θυμήσου να Ο
τραβήξεις τις κουρτίνες, πριν φύγεις. Remem-
γείο και η (ηλεκτρική) κουζίνα. Both the refrig-
erator and the stove have broken down. ber to draw the curtains before you leave. Π
κουστούμι (το)  κοστούμι
Ρ
κουκέτα (η) Ν [] berth: Κλείσαμε κουκέτα,
για να κοιμηθούμε στο τρένο κατά την διάρκεια κουταλάκι (το) N (diminutive) [] tea-
του ταξιδιού. We booked a berth so we could spoon, dessertspoon: Ελένη, χρειάζομαι δύο
sleep on the train during the trip. φλιτζάνια και δύο κουταλάκια ακόμα. Eleni, I
need two more mugs and two more teaspoons.
Σ
κουμπάρα (η) Ν []b] best woman: Η κα-
λύτερή μου φίλη, η Ντίνα, θα είναι κουμπάρα
στον γάμο μου. My best friend, Dina, will be the
κουτάλι (το) N [] spoon: Αυτά τα κουτάλια
είναι ασημένια. These spoons are silver.
Τ
best woman at my wedding.
κουμπάρος (ο) N [] best man: Ο Γιάν-
κουτί (το) N [] box: Το δώρο είναι μέσα σ’ ένα
μεγάλο κουτί. The present is in a big box.
Υ
νης θα είναι κουμπάρος στον γάμο μας. Giannis
will be the best man at our wedding.
κοχύλι (το) N [] conch, shell: Στην παραλία
υπάρχουν κοχύλια σε πολλά σχήματα και χρώ-
Φ
κουμπί (το) N [] 1. button: Έχασα ένα
κουμπί από το παλτό μου. I’ve lost a button off
ματα. There are shells of various shapes and
colours on the beach. Χ
Ψ
my coat. 2. button: Η τηλεόραση ανοίγει, όταν κρασάκι (το) N (diminutive) [] wine: Ήπια
πατάτε το μαύρο κουμπί. You can switch the TV λίγο κρασάκι και ζαλίστηκα. I drank some wine
on by pressing the black button. and felt dizzy.
κουνάω / κουνώ VB [ / ] move: Μπο- κρασί (το) N [] wine: Μου αρέσει να πίνω ένα Ω
κρασομεζές 70 Κυκλάδες

ποτηράκι κρασί με το φαγητό μου. I like having Αγόρασα μπριζόλες και λουκάνικα από το κρε-
A a glass of wine with my meal. οπωλείο. I bought some steaks and sausages
κρασομεζές (ο) Ν [] snack to accom- from the butcher’s shop.
Β pany wine: Το τυρί είναι τέλειος κρασομεζές. Κρήτη (η) Ν [] Crete: Η Κρήτη είναι το μεγα-
Cheese is a perfect snack to accompany wine. λύτερο ελληνικό νησί. Crete is the largest Greek
Γ κρατάω / κρατώ VB [ / ] 1. hold: Μπο-
ρείς να κρατήσεις την τσάντα μου για λίγο; Can
island.
κρητικός, κρητική / κρητικιά, κρητικό ADJ
Δ you hold my bag for a while? 2. keep: Δεν χρει-
άζεται να μου επιστρέψεις το βιβλίο. Μπορείς να
[,  / , ] from Crete,
Cretan: Έχεις πάει ποτέ σε κρητικό γάμο; Have

Ε το κρατήσεις. You don’t have to return the book.


You can keep it. 3. last: Η σύσκεψη κράτησε
you ever been to a Cretan wedding?
κρίμα (το) N [] pity: Είναι κρίμα που δεν
δύο ώρες. The meeting lasted for two hours.
Ζ κράτηση (η) Ν [] reservation, booking:
μπορείς να έρθεις μαζί μας. It’s a pity you can’t
come with us. EXP: -Δυστυχώς δεν θα έρθω
Πρέπει να κάνουμε κράτηση, διαφορετικά δεν στην εκδρομή. -Κρίμα! -Unfortunately I am not
Η θα βρούμε τραπέζι. Unless we make a reserva-
tion, we won’t find a table.
coming on the excursion. -That’s a pity!
κριτική (η) Ν [] review: Αυτή η παράσταση
Θ κράτος (το) N [] 1. state: Στόχος του κρά-
τους είναι η διασφάλιση της ισονομίας. The
δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές. This show has
received glowing reviews.
Ι state’s aim is to secure equality before the law.
2. country: Η Ελλάδα είναι ένα κράτος της νό-
κρύβω VB [] hide: Η μαμά κρύβει τις σοκο-
λάτες από τα παιδιά. Mum hides the chocolates
Κ τιας Ευρώπης. Greece is a country in southern
Europe.
from the children. || Όπου και να κρυφτείς θα σε
βρω. Wherever you hide I’ll find you.

Λ κρατώ  κρατάω
κραυγή (η) Ν [] scream: Ακούσαμε μια
κρύο (το) N [] cold: Η ζέστη του καλοκαιριού
είναι πιο ευχάριστη από το κρύο του χειμώνα.

Μ κραυγή μες στην νύχτα και μετά έναν πυροβο-


λισμό. We heard a scream in the night and then
The summer heat is much more pleasant than
the winter cold. EXP: Κάνει κρύο εδώ μέσα. It’s
a shot.
Ν κρέας (το) N [] meat: Δεν τρώω κρέας. Είμαι
cold in here.
κρύος, κρύα, κρύο ADJ [, , ] cold:
χορτοφάγος. I don’t eat meat. I am vegetarian.
Ξ κρεατικό (το) N [] meat product: Πήγα
Η θάλασσα τον Μάρτιο είναι ακόμη πολύ κρύα.
The sea is still very cold in March.
για ψώνια, αλλά ξέχασα να αγοράσω κρεατικά.
Ο
κρυώνω VB [] be/feel cold: Αν κρυώνετε,
I went shopping but I forgot to buy meat. θα ανάψω την θέρμανση. If you feel cold, I’ll turn
κρεβάτι (το) N [] bed: Έστρωσες το κρεβά- the heating on.
Π τι σου; Did you make your bed? κτήμα (το) N [] property, farm: Ο παππούς
κρεβατοκάμαρα (η) Ν [] bedroom: μου έχει ένα κτήμα με ελιές. My grandfather
Ρ Η κρεβατοκάμαρα στο παλιό μας σπίτι ήταν με-
γάλη. The bedroom in our old house was big.
owns a farm with olive trees.
κτήριο / κτίριο (το) N [ / ] building: Σε
Σ κρέμα (η) Ν [] cream: Χρησιμοποιώ ενυδα-
τική κρέμα προσώπου. I use a hydrating facial
δύο μήνες θα γκρεμίσουν αυτό το παλιό κτήριο.
They’re pulling this old building down in two
Τ cream.
κρεμάω / κρεμώ VB [ / ] hang: Θα
months.
κτίριο (το)  κτήριο

Υ με βοηθήσεις να κρεμάσω τις κουρτίνες; Will


you help me hang the curtains?
κυβέρνηση (η) Ν [] government: Η κυ-
βέρνηση ανακοίνωσε την μείωση των φόρων

Φ κρεμμύδι (το) N [] onion: Θέλεις κρεμμύ-


δι στην σαλάτα σου; Do you want onion in your
για τους αγρότες. The government announced
tax cuts for farmers.
salad?
Χ κρεμοσάπουνο (το) N [] cream
κυβερνήτης (ο/η) Ν [] governor: Σήμε-
ρα θα εκλεγεί ο νέος κυβερνήτης της πολιτείας.
soap: Το κρεμοσάπουνο κάνει τα χέρια πολύ
Ψ
The new governor of the state is being elected
απαλά. Cream soap makes hands very soft. today.
κρεμώ  κρεμάω
Ω
Κυκλάδες (οι) Ν [] Cyclades: Θα πάμε
κρεοπωλείο (το) N [] butcher’s shop: κρουαζιέρα στις Κυκλάδες. We are going on a
κυκλαδικός 71 κωμωδία

Α
cruise around the Cyclades (islands). Κύπρια (η) Ν [] Cypriot: Η Αλέξια είναι Κύ-
κυκλαδικός, κυκλαδική, κυκλαδικό ADJ πρια και ζει στην Λευκωσία. Alexia is Cypriot
and lives in Nicosia.
Β
[, , ] Cycladic: Ο
κυκλαδικός πολιτισμός άκμασε από το 3200 Κύπρος (η) Ν [] Cyprus: Η Κύπρος είναι
π.Χ. ως το 1100 π.Χ. The Cycladic civilisation μια χώρα της ανατολικής Μεσογείου. Cyprus is
flourished from 3200 BC until 1100 BC. a country in the eastern Mediterranean.
κυρία (η) Ν [] 1. madam, Mrs.: Η κυρία Πα-
Γ
κυκλοφορία (η) Ν [] traffic, circulation:
Η κυκλοφορία σε αυτό τον δρόμο είναι πολύ με-
γάλη. The traffic on this road is heavy.
παδάκη είναι δικηγόρος. Mrs Papadaki is a law-
yer. 2. lady: Αυτή η κυρία είναι θεία μου. This
Δ
κυκλοφορώ VB [] go/walk around: Εί-
ναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνη την νύχτα
lady is my aunt.
Κυριακή (η) Ν [] Sunday: Την Κυριακή δεν Ε
Ζ
εργάζομαι. I don’t work on Sundays.
σε αυτή την γειτονιά. It is dangerous to walk
around alone at night in this neighbourhood. κύριος (ο) N [] 1. mister, Mr.: Ο κύριος Πε-
τρόπουλος μένει στον πρώτο όροφο. Mr. Pet-
κυμαινόμενος,
νο PART
κυμαινόμενη,
[,
κυμαινόμε-
,
ropoulos lives on the first floor. 2. gentleman: Η
Ο κύριος αυτός μένει στο διπλανό διαμέρισμα.
] variable, fluctuating, floating:
Η κυμαινόμενη ζήτηση του προϊόντος δεν μας
That gentleman lives in the apartment next
door.
Θ
Ι
επιτρέπει να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα.
κύριος, κύρια, κύριο ADJ [, , ]
The fluctuating demand for the product does
main, primary: Το κύριο συστατικό του τζατζι-
not allow us to draw definite conclusions. EXP:
Μπορείτε να επιλέξετε σταθερό ή κυμαινόμενο
κιού είναι το γιαούρτι. Yogurt is the main ingredi-
ent of tzatziki. Κ
επιτόκιο. You can choose between fixed and
floating interest rate.
κωδικός (ο) N [] code, password: Πρέπει
να απομνημονεύσεις τον κωδικό πρόσβασης. Λ
κυνηγάω / κυνηγώ VB [ / ] chase: You have to memorise the access password.
Ένας αστυνομικός κυνήγησε τον κλέφτη. A po-
liceman chased the thief.
κωμωδία (η) Ν [] comedy: Οι κωμωδί- Μ
ες του Αριστοφάνη παίζονται σε όλο τον κόσμο.
κυνηγώ  κυνηγάω Aristophanes’s comedies are performed all
around the world.
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Λ, λ 72 λέξη

A Λ, λ
Β
Γ Λ, λ (λάμδα) []: the eleventh letter of the some vegetables to make a salad.

Δ Greek alphabet
λάδι (το) N [] oil: Το λάδι ελιάς είναι πολύ θρε-
λάχανο (το) N [] cabbage: Θέλω μια σα-
λάτα με λάχανο και καρότο. I want a salad with
cabbage and carrot.
Ε
πτικό. Olive oil is very nutritious.
λάθος (το) N [] 1. mistake, error: Το κείμε- λαχείο (το) N [] lottery: Ο Νίκος κέρδισε το
νο είχε πολλά ορθογραφικά λάθη. The text had λαχείο των 2.000.000 ευρώ. Nikos won the
Ζ many spelling mistakes. 2. wrong, mistake: Εί- 2.000.000 euros lottery.
ναι λάθος να μην σεβόμαστε το περιβάλλον. It’s λαχτάρα (η) N [] longing: Η λαχτάρα της
Η wrong not to respect the environment. EXP: Συγ-
γνώμη, έκανα λάθος. I’m sorry, I was wrong.
να τον δει ήταν μεγάλη. Her longing to see him
was great.
Θ λαιμός (ο) N [] neck: Φορούσε ένα διαμα-
ντένιο κολιέ στον λαιμό της. She was wearing a
λαχταράω / λαχταρώ VB [ / ]
long: Η μητέρα του λαχταρούσε να τον δει. His
Ι diamond necklace around her neck.
λακκάκι (το) N (diminutive) [] dimple: Όταν
mother was longing to see him.
λαχταρώ  λαχταράω
Κ χαμογελάει, σχηματίζονται λακκάκια στα μάγου-
λά της. When she smiles, two dimples appear
λεβέντης (ο) N [] fine young man: Ο
Γιώργος είναι ένας λεβέντης δυο μέτρα ψηλός.
Λ
on her cheeks.
George is a fine young man who is two metres
λαμβάνω VB [] receive: Έλαβα χθες μια tall.

Μ
υπέροχη ανθοδέσμη από άγνωστο αποστολέα. I
λέγομαι VB [] one’s name is: Λέγομαι
received a beautiful bouquet yesterday from an
Κωνσταντίνα, αλλά με φωνάζουν Ντίνα. My
unknown sender.
Ν λάμπα (η) N [] 1. lamp: Αγόρασα μια
name is Constantina, but people call me Dina.
λείος, λεία, λείο ADJ [, , ] smooth: Στον
ωραία παλιά λάμπα για το σαλόνι. I bought a
Ξ nice old lamp for the living room. 2. bulb: Πρέπει
να αλλάξουμε την λάμπα στην κρεβατοκάμαρα.
δρόμο είχε σχηματιστεί μια λεία επιφάνεια πά-
γου. A smooth surface of ice had formed on the

Ο We must replace the bulb in the bedroom. road.

λαμπερός, λαμπερή, λαμπερό ADJ [, λείπω VB [] 1. be away, out: Όποτε σε παίρ-

Π , ] bright, shining: Ο Γιώρ- νω τηλέφωνο στο γραφείο σου, πάντα λείπεις.
γος έχει λαμπερά γαλανά μάτια. George has Whenever I call you in your office you’re always
away. 2. miss: Σας έλειψα καθόλου; Did you
Ρ
bright blue eyes.
miss me at all?
Λαμπρή (η) N [] Easter day: Την ημέρα
λειτουργώ VB [] operate: Η επιχείρησή
Σ
της Λαμπρής έβρεχε. It was raining on Easter
Day. μας λειτουργεί από το 1950. Our business has
been operating since 1950.
λάμπω VB [] shine, radiate: Κοίτα πώς
Τ λάμπει αυτό το δαχτυλίδι! Look how this ring λειώνω / λιώνω VB [ / ] pound, squash:
Πόσες σκελίδες σκόρδο να λειώσω; How many
shines! EXP: Η Ελένη έλαμπε από χαρά στον
Υ γάμο της. Helen was radiating at her wedding. cloves of garlic should I squash?
λεκάνη (η) N [] toilet seat: Μην ξεχάσεις να
λαός (ο) N [] people: Ο λαός εκλέγει την κυ-
Φ βέρνηση. People elect the government.
λατινικός, λατινική, λατινικό ADJ [,
απολυμάνεις την λεκάνη. Don’t forget to disin-
fect the toilet seat.

Χ , ] Latin: Έχω σπουδάσει κλασι-


κή φιλολογία με ειδίκευση στην λατινική λογο-
λεμονάκι (το) N (diminutive) [] lemon
juice: Θέλεις λεμονάκι στην σαλάτα; Do you

Ψ τεχνία. I’ve studied classical philology and my


speciality is Latin literature.
want some lemon juice in the salad?
λέξη (η) N [] word: Πες μου ένα συνώνυμο

Ω
λαχανικό (το) N [] vegetable: Αγόρασα της λέξης “κούραση”. Tell me a synonym for the
λαχανικά, για να φτιάξω μια σαλάτα. I bought word “fatigue”.
λεξικό 73 λίπος

Α
λεξικό (το) N [] dictionary: Βρείτε τις άγνω- εντυπωσιακή. The ending of the ceremony was
στες λέξεις του κειμένου στο λεξικό. Look up the impressive. EXP: Πάντα κοιτάζω την ημερο-
unknown words of the text in the dictionary. μηνία λήξης, όταν αγοράζω τρόφιμα. I always
λεπτό (το) N [] 1. minute: Η ώρα έχει εξήντα
check the expiry date, when I buy food. Β
λεπτά. There are sixty minutes in an hour. 2. ληστεία (η) N [] robbery: Χθες έγινε ληστεία
cent: Κοστίζει 6 ευρώ και 75 λεπτά. It costs 6
euros and 75 cents. EXP: Ένα λεπτό, παρακα-
στην τράπεζα. There was a robbery at the bank
yesterday.
Γ
λώ! Just a moment, please!
λεπτός, λεπτή, λεπτό ADJ [, , ]
λιακάδα (η) N [] sun, sunshine: Μου αρέ-
σουν πολύ οι χειμωνιάτικες λιακάδες. I love
Δ
thin, slim: Η Ζωή είναι πολύ λεπτή και ψηλή.
Zoe is very thin and tall.
winter sunshine. EXP: Παρά την χθεσινή βροχή
σήμερα έχει λιακάδα. Despite yesterday’s rain Ε
it is sunny today.
λεπτότερος, λεπτότερη, λεπτότερο ADJ
[, , ] 1. thinner: Η λιγάκι ADV [] a little, a bit: Πεινάω λιγάκι, Ζ
Ζωή είναι λεπτότερη από την Εύα. Zoe is thin- αλλά δεν θα φάω τίποτα, γιατί κάνω δίαιτα. I am
ner than Eva. 2. thinnest (when preceded by a bit hungry but I am not eating anything be-
cause I am on a diet.
Η
article): Η Ζωή είναι η λεπτότερη από όλες μου
τις φίλες. Zoe is the thinnest of all my friends. λίγο ADV [] 1. a little, a bit: Μπορείς να χα-
μηλώσεις λίγο την μουσική, σε παρακαλώ; Can
Θ
λερωμένος, λερωμένη, λερωμένο PART
[, , ] dirty: Μην
μπαίνεις με τα παπούτσια στο σπίτι. Είναι λε-
you turn the music down a little, please? 2. a
while, a minute: Μπορείς να έρθεις λίγο στο
Ι
ρωμένα. Don’t come into the house with your
shoes on. They are dirty.
γραφείο μου; Can you come to my office for a
minute? Κ
λευκό (το) N [] white: Το λευκό είναι το αγα-
πημένο μου χρώμα. White is my favourite co-
λίγος, λίγη, λίγο ADJ [, , ] 1. some,
little: Βάλε λίγο ακόμα αλάτι στο φαγητό. Put Λ
some more salt in the food. 2. few: Θα καλέσω
Μ
lour.
λευκός, λευκή, λευκό ADJ [, , ] μόνο λίγους καλούς φίλους στο πάρτι. I’ll invite
white: Η Μαίρη φορούσε ένα μακρύ λευκό φό- only a few good friends to the party.
ρεμα. Mary was wearing a long white dress. λιγότερος, λιγότερη, λιγότερο ADJ [, Ν
λεφτά (τα) N [] money: Πόσα λεφτά κερδίζεις , ] 1. less: Έχω πια λιγότερο
τον μήνα; How much money do you make in a
month?
ελεύθερο χρόνο από ό,τι παλιά. I have less
spare time now than in the past. 2. least (when
Ξ
λέω VB [] 1. say, tell: Τι λες; Δεν σε ακούω.
What are you saying? I can’t hear you. 2. think:
preceded by article): Ο Ανδρέας έχει τον λι-
γότερο ελεύθερο χρόνο από όλους τους φίλους Ο
Π
μας. Andrew has the least spare time of all our
Λέω να μείνω στο σπίτι απόψε. I am thinking
friends.
of staying home tonight. EXP: 1. Με λένε Πέ-
λιμάνι (το) N [] port: Το πλοίο φεύγει από το
τρο. My name is Peter. 2. Λέγετε; Ποιος είναι
στο τηλέφωνο παρακαλώ; Hello? Who’s on the λιμάνι του Πειραιά στις 5. The ship departs from Ρ
phone, please? 3. Τα λέμε το Σάββατο, λοιπόν. Piraeus port at 5 o’clock.
See you on Saturday, then. 4. Τι λες, πάμε βόλ- λίμνη (η) N [] lake: Μας αρέσει να περπατάμε
δίπλα στην λίμνη. We like walking by the lake.
Σ
τα στην παραλία; What about going for a walk
on the beach? 5. Τι θα πει άμιλλα; What does
rivalry mean?
λιμνούλα (η) N (diminutive) [] lake: Στην
λιμνούλα του πάρκου υπάρχουν πολλές πάπι-
Τ
λεωφορείο (το) N [] bus: Πήρα το λεω-
φορείο, για να πάω στο αεροδρόμιο. I took the
ες. There are many ducks in the park lake.
λιομάζωμα (το) N [] olive harvest: Το
Υ
bus to go to the airport.
λεωφόρος (η) N [] avenue: Το μουσείο
λιομάζωμα γίνεται το φθινόπωρο. The olive har-
vest takes place in autumn.
Φ
Χ
βρίσκεται στην λεωφόρο Αλεξάνδρας. The mu- λίπασμα (το) N [] fertiliser: Δεν χρησι-
seum is on Alexandras avenue. μοποιούμε λιπάσματα για την καλλιέργεια των
λήγω VB [] expire: Πρέπει να ανανεώσω το λαχανικών. We don’t use fertilisers in vegetable
διαβατήριό μου, γιατί λήγει. I need to renew my growing. Ψ
passport because it expires. λίπος (το) N [] fat: Όταν κάνεις δίαιτα, πρέπει
λήξη (η) N [] ending: Η λήξη της τελετής ήταν να τρως κρέατα που δεν έχουν λίπος, όπως το Ω
λίρα 74 λύση

κοτόπουλο. When you’re on a diet, you should


A eat meat with no fat, like chicken.
λόγω PREP [] due to, because of: Καθυστέ-
ρησα λόγω της κίνησης. I was late due to the
λίρα (η) N [] pound: Ένα αεροπορικό εισιτήριο traffic.
Β για Λονδίνο κοστίζει περίπου 300 λίρες. An air- λοιπόν CONJ [] well, so: Λοιπόν, πάμε μια
plane ticket to London costs approximately 300 βόλτα με το αυτοκίνητο; Well, shall we go for a
Γ pounds. drive?
λίστα (η) N [] list: Κάνε μια λίστα με τα πράγ- Λονδίνο (το) N [] London: Στο Λονδίνο
Δ ματα που θέλεις από το σούπερ μάρκετ. Make a
list of the things you want from the supermarket.
συνήθως βρέχει. It usually rains in London.
λόρδος (ο) N [] lord: Ο λόρδος Βύρωνας
Ε λίτρο (το) N [] litre: Πρέπει να πίνουμε καθη-
μερινά τουλάχιστον 1,5 λίτρο νερό. We should
ήταν ένας μεγάλος φιλέλληνας. Lord Byron was
a great philhellene.

Ζ drink at least 1.5 litres of water daily.


λιώνω  λειώνω
λούζω VB [] wash one’s hair: Ο κομμωτής
με έλουσε. The hairdresser washed my hair. ||

Η
Λούζομαι τρεις φορές την εβδομάδα. I wash my
λογαριασμός (ο) N [] 1. bill: Τώρα
hair three times a week.
που τελειώσαμε το φαγητό ας ζητήσουμε τον λο-

Θ γαριασμό. Now that we’ve finished eating let’s λουκάνικο (το) N [] sausage: Θέλεις ένα
ask for the bill. 2. account: Οι γονείς άνοιξαν σάντουιτς με λουκάνικο; Would you like a sau-
sage sandwich?
Ι
έναν νέο τραπεζικό λογαριασμό για τα παιδιά
τους. The parents opened a new bank account λουκουμάς (ο) N [] doughnut: Οι λου-
for their children. EXP: 1. Έχω έναν λογαριασμό κουμάδες με μέλι και καρύδια είναι το αγαπη-
Κ ταμιευτηρίου σε αυτή την τράπεζα. I have a sav-
ings account at this bank. 2. Έχω έναν λογαρι-
μένο μου γλύκισμα. Doughnuts with honey and
nuts are my favourite pastry.

Λ ασμό όψεως σε αυτή την τράπεζα. I have a de-


mand deposit account at this bank. 3. Έχω έναν
λουλούδι (το) N [] flower: Τα τριαντάφυλλα
είναι τα αγαπημένα μου λουλούδια. Roses are

Μ τρεχούμενο λογαριασμό σε αυτή την τράπεζα. I


have a current account at this bank.
my favourite flowers.
Λυκαβηττός (ο) N [] Lycabetus (hill in

Ν λόγια (τα) N [] words: Τα λόγια του με πλήγωσαν.


His words hurt me. EXP: Με λίγα λόγια, αποφάσι-
the centre of Athens): Στον λόφο του Λυκα-
βηττού υπάρχει ένα ανοιχτό θέατρο. There is
an open-air theatre on Lycabetus hill.
Ξ
σα να παραιτηθώ. In a word, I decided to quit.
λογικά ADV [] rationally, logically: Αν σκε- λύκος (ο) N [] wolf: Ένας λύκος επιτέθηκε
στο κοπάδι του και σκότωσε δύο πρόβατα. A
Ο
φτείς λογικά, θα βρεις την λύση του προβλήμα-
τος. If you think logically, you will find the solu- wolf attacked his flock and killed two sheep.
tion to the problem. EXP: Θέλω να φάω τώρα! Πεινάω σαν λύκος! I
Π λογική (η) N [] logic, sense: Πρέπει να απο-
want to eat now! I am starving!
λύνω VB [] solve: Αν δεν λύσεις τον γρίφο,
φασίσεις με την λογική σου, όχι με το συναίσθη-
Ρ μα. You must base your decision on logic, not
on emotions.
δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις το παιχνίδι. If
you don’t solve the puzzle, you won’t be able to

Σ λογικός, λογική, λογικό ADJ [, ,


] reasonable: Αγοράσαμε το σπίτι μας σε
continue the game.
λυπάμαι VB [] be sorry: Λυπάμαι πολύ,

Τ λογική τιμή. We bought our house at a reason-


able price.
αλλά δεν είναι δυνατό να δεχτούμε το αίτημά
σας. I am really sorry but it is not possible to ac-
cept your request.
Υ λόγος (ο) N [] reason: Ο λόγος που δεν
σου τηλεφώνησα ήταν ότι είχα πολλή δουλειά.
λύση (η) N [] solution: Η λύση του προβλήμα-
τος είναι πιο απλή από ό,τι νομίζετε. The solution
Φ The reason why I didn’t call you was that I was
very busy.
to the problem is simpler than you think.

Χ
Ψ
Ω
Μ, μ 75 μακιγιάζ

Μ, μ Α
Β
Μ, μ (μι) []: the twelfth letter of the Greek al- Μάης / Μάιος (ο) N [ / ] May: Ο Μάης
Γ
Δ
phabet είναι ο πέμπτος μήνας του χρόνου. May is the
μα CONJ [] but: Ήθελα να έρθω, μα δεν είχα fifth month of the year.

Ε
χρόνο. I wanted to come but I didn’t have time. μαθαίνω VB [] 1. learn: Μαθαίνω Ελ-
μαγεία (η) N [] magic, witchcraft: Στον Με- ληνικά, γιατί θέλω να δουλέψω στην Ελλάδα.
σαίωνα οι άνθρωποι πίστευαν στην μαγεία. In I’m learning Greek because I want to work in
the Middle Ages people believed in witchcraft. Greece. 2. hear: Έχεις μάθει νέα του; Have you
heard from him?
Ζ
μάγειρας (ο) N [] cook: Ο φίλος μου, ο Νί-
κος, είναι μάγειρας σε ένα γαλλικό εστιατόριο.
My friend Nikos is a cook at a French restau-
μάθημα (το) N [] 1. class: Ποια μαθήματα
πήρες αυτό το εξάμηνο; Which classes did you
Η
rant.
μαγείρεμα (το) N [] cooking: Μου αρέσει
take this semester? 2. lesson: Η Χημεία είναι
δύσκολο μάθημα. Chemistry is a difficult les- Θ
Ι
son.
πολύ το μαγείρεμα. I like cooking very much.
μαθηματικά (τα) N [] mathematics:
μαγειρεύω VB [] cook: Η μητέρα μου

Κ
μαγειρεύει υπέροχα. My mother cooks wonder- Η κόρη μου απεχθάνεται τα μαθηματικά. My
fully. daughter hates mathematics.
μαθηματικός, μαθηματική, μαθηματικό ADJ
μαγεμένος, μαγεμένη, μαγεμένο PART
[, , ] bewitched, [, , ] mathe- Λ
matical: Οι μαθηματικές εξισώσεις είναι δύσκο-
Μ
enchanted: Είμαι μαγεμένη από την προσωπι-
κότητά του. I am enchanted by his personality. λες. The mathematical equations are difficult.

μαγικός, μαγική, μαγικό ADJ [, , μαθητής (ο) N [] student, pupil, school-
] magic: Η μάγισσα κρατούσε ένα μαγικό boy: Είναι μαθητής στην πέμπτη τάξη του Δημο-
τικού. He is a student in the fifth grade of primary
Ν
ραβδί. The witch was holding a magic wand.
μαγιό (το) N [] swimming suit: Θέλεις να
βάλουμε τα μαγιό μας και να κάνουμε ηλιοθερα-
school.
μαθήτρια (η) N [] student, pupil, school-
Ξ
πεία; Would you like us to put on our swimming
suits and sunbathe?
girl: Τώρα στην αίθουσα υπάρχει μόνο μία μα-
θήτρια. There is only one schoolgirl in the class- Ο
Π
room now.
μάγισσα (η) N [] witch: Και τότε, η κακιά
μάγισσα τον μεταμόρφωσε σε γουρούνι. And μαϊμού (η) N [] monkey, ape: Οι μπανάνες
αρέσουν πολύ στις μαϊμούδες. Monkeys like
Ρ
then, the wicked witch transformed him into a
pig. bananas a lot.
μαϊντανός (ο) N [] parsley: Γαρνίρετε
Σ
μαγουλάκι (το) N (diminutive) [] cheek:
Τα μαγουλάκια σου έχουν κοκκινίσει. Your την μακαρονάδα με λίγο μαϊντανό. Garnish the
cheeks have turned red. spaghetti with some parsley.
μάγουλο (το) N [] cheek: Τον φίλησε στο Μάιος (ο)  Μάης Τ
μάγουλο και του είπε καληνύχτα. She kissed μακαρονάδα (η) N [] spaghetti: Η
him on the cheek and said goodnight.
μαζεύω VB [] 1. collect: Ο Αντώνης μα-
μητέρα μου κάνει την καλύτερη μακαρονάδα
του κόσμου. My mother makes the best spa-
Υ
ζεύει παλιά νομίσματα. Antonis collects old
coins. 2. harvest: Πότε μαζεύετε τις ελιές; When
ghetti in the world.
μακαρόνι (το) N [] spaghetti, macaroni:
Φ
do you harvest the olives?
μαζί ADV [] 1. together: Ο αδερφός μου κι
Θα φάμε μακαρόνια με σάλτσα ντομάτας για με-
σημεριανό. We’re having spaghetti with tomato Χ
sauce for lunch.
Ψ
εγώ επιστρέφουμε σπίτι μαζί. My brother and I
return home together. 2. with: Θα έρθεις μαζί μακιγιάζ (το) N [] make up: Η Άννα δεν πη-
μας στην εκδρομή; Are you coming on the ex- γαίνει ποτέ στην δουλειά της χωρίς μακιγιάζ. Anna
cursion with us? never goes to work without any make-up on. Ω
μακριά 76 μαχαίρι

μακριά ADV [] far: Το ταχυδρομείο είναι μαξιλάρι (το) Ν [] pillow: Υπάρχουν δύο
A μακριά από εδώ. The post office is far from μαξιλάρια πάνω στο κρεβάτι. There are two pil-
here. lows on the bed.
Β μακρινός, μακρινή, μακρινό ADJ [, μαραίνω VB [] dry, wither: Ξέχασα να πο-
, ] faraway: Θέλω να ταξιδέψω τίσω τα λουλούδια και μαράθηκαν. I forgot to
Γ σε μια μακρινή χώρα, την Κίνα. I want to travel
to a faraway country, China.
water the flowers and they withered up.
μαρίδα (η) N [] whitebait: Ήπιαμε ούζο και

Δ μακρύς, μακριά, μακρύ ADJ [, ,


] long: Η Κατερίνα έχει μακριά ξανθά μαλ-
φάγαμε μαρίδες τηγανητές. We drank ouzo and
ate fried whitebait.

Ε λιά. Katerina has long blond hair.


μαλακός, μαλακή / μαλακιά, μαλακό ADJ
μάρκα (η) N [] make: Τι μάρκα είναι το αυ-
τοκίνητό σου; What make is your car?

Ζ [,  / , ] soft: Αυτό


το σαπούνι κάνει το δέρμα μου πολύ μαλακό.
μαρούλι (το) N [] lettuce: Θέλω μια σαλάτα
με μαρούλι. I want a lettuce salad.

Η
This soap makes my skin very soft. Μάρτιος (ο) N [] March: Ο Μάρτιος είναι
μαλακτικό (το) N [] fabric softener: Αν ο πρώτος μήνας της άνοιξης. March is the first
month of spring.
Θ
πας στο σούπερ μάρκετ, πάρε ένα μαλακτικό
για τα ρούχα. If you go to the super-market, buy μας (1) PRON (possessive) [] our: Τα παι-
a fabric softener. διά μας είναι μικρά ακόμα. Our children are still
Ι μάλιστα (1) ADV [] yes, of course, cer- young.
tainly: -Ξέρετε τον κύριο Οικονόμου; -Μάλιστα, μας (2) PRON (personal) [] us: Κανένας δεν
Κ τον ξέρω. -Do you know Mr Economou? -Of
course, I do.
μας κάλεσε στο πάρτι. No one invited us to the
party.
Λ μάλιστα (2) EXCL [] right, I see: -Να το
σπίτι μου! -Μάλιστα! Ώστε εδώ μένεις! -Here’s
μασάζ (το) N [] massage: Κάνω μασάζ,
γιατί με πονάει η μέση μου. I am having a mas-
Μ my house! -Right! So this is where you live!
μαλλί (το) N [] 1. wool: Η γιαγιά μου αγό-
sage because my lower back aches.
μάστορας (ο) N [] workman: Ο μάστο-

Ν ρασε μαλλί, για να μου πλέξει ένα πουλόβερ.


My grandmother has bought some wool to knit
ρας διορθώνει τα κεραμίδια στην σκεπή. The
workman is repairing the roof tiles.

Ξ a pullover for me. 2. hair (in plural only): Η


Γεωργία βάφει τα μαλλιά της. Georgia dyes
μάτι (το) N [] eye: Τα μάτια της αδερφής μου
είναι πράσινα. My sister’s eyes are green.

Ο
her hair.
ματιά (η) N [] glance, look, gaze: Η ματιά
μάλλινος, μάλλινη, μάλλινο ADJ [, του ήταν τόσο έντονη, που αισθάνθηκα αμήχα-

Π
, ] woollen: Τα γάντια μου είναι να. His gaze was so intense that I was embar-
μάλλινα. My gloves are woollen. rassed.

Ρ
μάλλον ADV [] probably, likely: Μάλλον ματσάκι (το) N (diminutive) [] bunch: Θα
θα πάω στο πάρτι, αλλά δεν είμαι ακόμη σίγου- ήθελα ένα ματσάκι σέλινο, παρακαλώ. I’d like a
ρος. I’ll probably go to the party but I am not bunch of celery, please.
Σ sure yet. μαύρισμα (το) N [] suntan: Χρησιμοποί-
μανάβης (ο) N [] greengrocer: Ο μανά- ησε αυτό το αντηλιακό για γρήγορο μαύρισμα.
Τ βης μού είπε ότι τα λαχανικά είναι πολύ φρέσκα.
The greengrocer told me that the vegetables
Use this sunscreen for a quick suntan.
μαύρο (το) N [] black: Το μαύρο είναι το
Υ were very fresh.
μανάβικο (το) N [] greengrocer’s: Θα
αγαπημένο μου χρώμα. Black is my favourite
colour.

Φ πάω στο μανάβικο να αγοράσω ντομάτες. I’ll go


to the greengrocer’s to buy tomatoes.
μαυροδάφνη (η) N [] mavrodafni:
Η μαυροδάφνη είναι ένα είδος γλυκού κόκκι-

Χ μανίκι (το) N [] sleeve: Δεν μου αρέσουν τα


πουκάμισα με κοντά μανίκια. I don’t like short-
νου κρασιού. Mavrodafni is a kind of sweet red
wine.

Ψ
sleeved shirts. μαύρος, μαύρη, μαύρο ADJ [, ,
μανταρίνι (το) N [] tangerine: Τα μα- ] black, dark: Μου αρέσει αυτή η μαύρη
τσάντα. I like this black bag.
Ω
νταρίνια είναι τα αγαπημένα μου φρούτα. Tan-
gerines are my favourite fruit. μαχαίρι (το) N [] knife: Πάρε το μαχαίρι και
μαχαιριά 77 μένω

Α
κόψε το ψωμί σε φέτες. Take the knife and cut served snacks with live music on Saturday.
the bread into slices. μεζές (ο) N [] snack, starter, appetizer: Θα
μαχαιριά (η) N [] stab wound: Βρέθη- πιούμε ούζο και θα φάμε μεζέδες. We’ll drink
κε νεκρός με τρεις μαχαιριές στην πλάτη. He ouzo and have snacks. Β
was found dead with three stab wounds on the μεζονέτα (η) N [] detached house (with
back. two floors): Μένουν σε μια μεζονέτα στα προ- Γ
με (1) PRON [] me: Ο διευθυντής με απέλυσε. άστια. They live in a detached house in the sub-
The director fired me.
με (2) PREP [] 1. with: Τον καφέ μου τον πίνω
urbs. Δ
μεθαύριο ADV [] the day after tomor-
πάντοτε με ζάχαρη. I always have my coffee
with sugar. 2. by: Θα φύγεις με το λεωφορείο
row: Το επόμενο μάθημα θα γίνει μεθαύριο, στις
6. Next class will be the day after tomorrow, at
Ε
ή με ταξί; Are you leaving by bus or by taxi? 3.
in: Θα το κάνεις με αυτόν τον τρόπο. You’ll do it
6.
μεθάω / μεθώ VB [ / ] get drunk: Η
Ζ
in this way.
Μεγάλη Βρετανία (η) N [ ] Great
Μαρία ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε. Maria drank
a lot of wine and got drunk. Η
Britain: Ο Andrew είναι από την Μεγάλη Βρε-
τανία. Andrew comes from Great Britain.
μεθυσμένος, μεθυσμένη, μεθυσμένο PART
[, , ] drunk: Θ
μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο ADJ [, , Είναι μεθυσμένος και δεν μπορεί να καταλάβει
] 1. big: Το δώρο ήρθε μέσα σε ένα με- τι κάνει. He is drunk and he doesn’t understand Ι
γάλο κουτί. The present came in a big box. 2. what he is doing.
big, older: Η μεγάλη μου αδερφή έχει γενέθλια
σήμερα. It’s my big sister’s birthday today.
μεθώ  μεθάω Κ
μείγμα / μίγμα (το) N [ / ] mixture:
μεγαλύτερος, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο ADJ
[, , ] 1. bigger:
Όταν είναι έτοιμο το μείγμα, προσθέστε λίγο
νερό. When the mixture is ready, add some wa-
Λ
Ο ελέφαντας είναι μεγαλύτερος από το ποντίκι.
An elephant is bigger than a mouse. 2. biggest
ter.
μείωση (η) N [] decrease, reduction, drop:
Μ
Ν
(when preceded by article): Είναι το μεγαλύ-
Η μείωση της τιμής του πετρελαίου θα επηρεά-
τερο σπίτι της περιοχής. It is the biggest house
σει την αγορά. The drop in the petrol price will
in the area.
μεγαλώνω VB [] grow up: Όταν με-
affect the market.
μελετάω / μελετώ VB [ / ] study,
Ξ
γαλώσω, θέλω να γίνω αστροναύτης. When I
grow up, I want to be an astronaut.
look into: Θα μελετήσω την έκθεσή σας και
θα σας απαντήσω σε μια βδομάδα. I will look at Ο
μέγαρο (το) N [] palace, mansion: Είναι your report and answer you in a week.
πολύ πλούσιος. Ζει σε ένα πραγματικό μέγαρο.
He is very rich. He lives in a real palace. EXP:
μελέτη (η) N [] study: Είμαι σίγουρος ότι με Π
σκληρή μελέτη θα περάσεις τις εξετάσεις. I’m
Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών βρίσκεται στην
λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. The Athens Con-
sure that by studying hard you’ll pass the ex-
ams.
Ρ
Σ
cert Hall is on Vasilisis Sofias avenue.
μελετώ  μελετάω
μέγεθος (το) N [] 1. size: Αυτό το μέγε-
θος δεν μου κάνει. This size doesn’t fit me. 2. μελιτζάνα (η) N [] aubergine: Πόσες
magnitude: Το μέγεθος του σεισμού ήταν 4 μελιτζάνες βάζεις στον μουσακά; How many au-
bergines do you need for a moussaka?
Τ
βαθμοί της κλίμακας Ρίχτερ. The magnitude of
the earthquake was 4 degrees on the Richter
scale.
μελωδικά ADJ [] melodiously: Η Αφρο-
δίτη τραγουδάει μελωδικά. Aphrodite sings me-
Υ
μεζεδάκι (το) N (diminutive) [] snack,
starter, appetizer: Στην ταβέρνα σερβίρουν το
lodiously.
μελωδικός, μελωδική, μελωδικό ADJ [,
Φ
ούζο με πολλά μεζεδάκια. At the tavern they
serve ouzo with many starters.
, ] melodious: Όλη την ημέρα
ψιθυρίζει έναν μελωδικό σκοπό. She’s been Χ
humming a melodious tune all day long.
μεζεδοπωλείο (το) N [] type of res-
taurant, which serves “mezedes” (snacks): μένω VB [] 1. stay: Θα μείνεις λίγο ακόμα; Ψ
Το Σάββατο πήγαμε σε ένα μεζεδοπωλείο με Will you stay a little longer? 2. live: Μένω στην
ζωντανή μουσική. We went to a restaurant that Ελλάδα. I live in Greece. Ω
Μεξικό 78 μέτρο

Μεξικό (το) N [] Mexico: Το Μεξικό είναι το φαγητό, βγήκαμε στον κήπο για καφέ. After
A χώρα της Λατινικής Αμερικής. Mexico is a coun- lunch, we went out to the garden for coffee. || Το
try in Latin America. Σάββατο πήγαμε για ψώνια και μετά για φαγητό
Β μέρα (η)  ημέρα σε μια ταβέρνα. On Saturday we went shopping
and then we went for lunch at a taverna.
μερίδα (η) N [] portion: Θα θέλαμε τρεις
Γ μερίδες πατάτες τηγανητές. We’d like three por-
tions of French fries.
μετακομίζω VB [] move (house):
Στο τέλος της εβδομάδας θα μετακομίσουμε

Δ μερικός, μερική, μερικό ADJ [, ,


] 1. some, a few (in plural): Μερικοί
στο καινούριο μας σπίτι. At the end of the week
we’re going to move to our new home.

Ε άνθρωποι είναι πάντοτε χαμογελαστοί. Some


people are always smiling. 2. partial, part (in
μετάξι (το) Ν [] silk: Φορούσε μια υπέροχη
εσάρπα από μετάξι. She was wearing a won-
derful silk scarf.
Ζ
singular): Λόγω έλλειψης χρημάτων, θα προ-
χωρήσουμε προς το παρόν στην μερική απο- μεταξύ PREP [] between: Το έργο θα ολο-
κατάσταση της ζημιάς. Due to a lack of money, κληρωθεί μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου. The proj-
Η for the time being we are going ahead a partial
reparation of the damage.
ect will be completed between March and May.
μεταπτυχιακό (το) Ν [] postgradu-
Θ μέρος (το) N [] 1. place: Μου αρέσει να επι-
σκέπτομαι διαφορετικά μέρη κάθε καλοκαίρι. I
ate studies: Τελείωσες το μεταπτυχιακό σου;
Have you finished your postgraduate studies?

Ι like visiting different places every summer. 2.


part: Το δεύτερο μέρος της παράστασης ήταν
μεταπτυχιακός, μεταπτυχιακή, μεταπτυχιακό
ADJ [, , ]

Κ λίγο βαρετό. The second part of the show was a


little boring. EXP: Είμαι με το μέρος σου. I am
postgraduate: Ο Κώστας είναι μεταπτυχιακός
φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Costas is
on your side.
Λ μες ADV [] inside, in: Ο Γιώργος είναι μες στο
a postgraduate student at the University of Ath-
ens.
σπίτι. George is in the house.
Μ
μεταφορά (η) Ν [] transfer, transport: Η
μέσα ADV [] 1. in, inside: Μπες μέσα, γιατί μεταφορά από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο
κάνει κρύο έξω. Get in because it’s cold outside. συμπεριλαμβάνεται στην τιμή. Transport from
Ν 2. inside: Το αυτοκίνητο είναι μέσα στο γκαράζ. the airport to the hotel is included in the price.
The car is inside the garage. μεταφράζω VB [] translate: Η καθηγή-
Ξ μεσαίος, μεσαία, μεσαίο ADJ [, ,
] medium: Αυτό είναι το μικρό ή το με-
τρια μάς είπε να μεταφράσουμε το κείμενο από
τα Αγγλικά στα Ελληνικά. The teacher told us to
Ο σαίο μέγεθος; Is this the small or the medium
size?
translate the text from English to Greek.
μεταφραστικός, μεταφραστική, μεταφραστικό

Π μέση (η) N [] middle: Το αυτοκίνητο σταμά-


τησε ξαφνικά στην μέση του δρόμου. The car
ADJ [, , ]
translation: Μπορείτε να δώσετε το πτυχίο σας

Ρ stopped suddenly in the middle of the road.


μεσημέρι (το) N [] noon, midday: Θα
για μετάφραση στην μεταφραστική υπηρεσία
της πρεσβείας. You can have your degree trans-
lated at the embassy translation services.
Σ συναντηθούμε στις 12 το μεσημέρι. We’ll meet
at 12 noon. μετράω / μετρώ VB [ / ] count:
Μπορείς να μετρήσεις μέχρι το εκατό; Can you
Τ
μεσίτης (ο) N [] real estate agent: Αναθέ-
σαμε σε έναν μεσίτη να μας βρει σπίτι. We had count to a hundred?
a real estate agent find us a house. μετρητά (τα) Ν [] cash: Δεν έχω καθόλου
Υ μέσος, μέση, μέσο ADJ [, , ] 1. μετρητά επάνω μου. I have no cash on me.
average: Η μέση τιμή για ένα δίκλινο δωμάτιο μετρό (το) Ν [] underground, tube, metro:
Φ σε αυτή την περιοχή είναι 50 ευρώ. The aver-
age price for a double room in this area is 50
Πόσο κάνει το εισιτήριο του μετρό; How much is
the ticket for the underground?

Χ euros. 2. intermediate: Τελείωσα τα μαθήματα


Ελληνικών για αρχάριους και τώρα θα συνεχίσω
μέτρο (το) Ν [] 1. metre: Ένα χιλιόμετρο εί-
ναι χίλια μέτρα. One kilometre is one thousand

Ψ
στο μέσο επίπεδο. I’ve finished the beginners’ metres. 2. measure: Η αστυνομία θα πάρει πρό-
Greek lessons and I am going on to the interme- σθετα μέτρα για την ασφάλεια των αγώνων. The
diate level now.
Ω
police are taking additional measures to ensure
μετά ADV [] after, afterwards, then: Μετά the safety of the games.
μετρώ 79 μιλώ

Α
μετρώ  μετράω temporarily out of order.
μέχρι (1) PREP [] till, until, to: Χτες έπαιζα μηχανικός (ο/η) Ν [] engineer: Ο ξά-
σκάκι από τις 8.00 μέχρι τις 10.00. Yesterday I δελφός μου είναι μηχανικός. My cousin is an
played chess from 8.00 till 10.00. engineer. EXP: Ο αδερφός μου είναι μηχανικός Β
μέχρι (2) CONJ [] until: Θα μείνουμε στην πληροφορικής και δουλεύει σε μια μεγάλη εται-
παραλία, μέχρι να νυχτώσει. We’ll stay at the
beach, until it gets dark.
ρεία πληροφορικής. My brother is a computer
engineer and works for a big informatics com-
Γ
μήλο (το) Ν [] apple: Πόσα μήλα χρειάζεσαι
για να φτιάξεις μια μηλόπιτα; How many apples
pany.
μια / μία ART (feminine indefinite) [ / ]
Δ
do you need to make an apple pie?
μηλόπιτα (η) Ν [] apple pie: Πόσα μήλα
a, an, one: Στο σπίτι έχω μια γάτα. I have a cat
at home. Ε
χρειάζεσαι για να φτιάξεις μια μηλόπιτα; How
many apples do you need to make an apple
μία  μια
μίγμα (το)  μείγμα
Ζ
Η
pie? μικροκύματα (τα) Ν [] microwaves:
μην / μη PRCL [ / ] 1. not: Μην ανοίγεις το Λένε ότι τα μικροκύματα δεν είναι πολύ υγιει-
παράθυρο, γιατί κάνει κρύο. Don’t open the win-
Θ
νά για το μαγείρεμα. It is said that microwaves
dow because it’s cold. 2. non-: Στην παράσταση are not very healthy for cooking. EXP: Ψήστε το
συμμετέχουν μη επαγγελματίες ηθοποιοί. Non- στον φούρνο μικροκυμάτων για δέκα λεπτά.
professional actors take part in the show. Cook it in the microwave oven for ten minutes. Ι
μήνας (ο) Ν [] month: Αυτόν τον μήνα είχα μικρός, μικρή, μικρό ADJ [, , ]
πολλή δουλειά. I had a lot of work this month.
EXP: Πόσο του μηνός έχουμε/είναι σήμερα;
1. small: Το δωμάτιό σου είναι πολύ μικρό!
Your room is really small! 2. young: Όταν ήμουν
Κ
What’s the date today?
μήνυμα (το) Ν [] message: Υπάρχει ένα
μικρός, έπαιζα με στρατιωτάκια. When I was
young, I used to play with toy soldiers.
Λ
μήνυμα για τον κ. Παπαδόπουλο. There is a
message for Mr Papadopoulos.
μικρότερος, μικρότερη, μικρότερο ADJ
[, , ] 1. smaller: Η
Μ
Ν
μήπως CONJ [] by any chance: Μήπως κόκκινη τσάντα είναι μικρότερη από την μπλε.
ξέρετε πού είναι η οδός Γεωργίου; Do you by The red bag is smaller than the blue one. 2.
any chance know where Georgiou street is? smallest (when preceded by article): Είναι το
μητέρα (η) Ν [] mother: Έχω την καλύτερη μικρότερο δωμάτιο του σπιτιού. It is the small-
est room in the house.
Ξ
μητέρα του κόσμου! I’ve got the best mother in
the world! μικρούλης, μικρούλα, μικρούλι / μικρούλικο
ADJ (diminutive) [, , 
Ο
μητρικός, μητρική, μητρικό ADJ [,
, ] mother, maternal: Η νταντά
μου με μεγάλωσε με μητρική στοργή. My nanny
/ ] 1. small: Κοίτα αυτό το μικρούλι
κουτάκι. Look at this small box. 2. young, baby:
Π
Ρ
raised me with maternal affection. Εσύ είσαι ο μικρούλης της οικογένειας. You are
the baby in the family.
μηχανάκι (το) Ν (diminutive) [] motor-

Σ
bike: Μην οδηγείς το μηχανάκι χωρίς κράνος. μικρόφωνο (το) Ν [] microphone:
Don’t ride a motorbike without a helmet. Χρησιμοποίησε το μικρόφωνο, για να ηχογρα-
φήσεις την φωνή σου. Use the microphone to
μηχανή (η) Ν [] 1. machine: Αυτή η μηχα-
νή κάνει πολύ θόρυβο. This machine makes a
record your voice. Τ
lot of noise. 2. motorbike: Μην οδηγείς μηχανή Μιλάνο (το) Ν [] Milan: Το Μιλάνο είναι
χωρίς κράνος. Don’t ride a motorbike without a πόλη της βόρειας Ιταλίας. Milan is a city in north-
ern Italy.
Υ
helmet. EXP: Έβαλα ένα καινούριο φιλμ στην
φωτογραφική μηχανή. I put a new film in the
camera.
μιλάω / μιλώ VB [ / ] 1. speak: Μιλάω
τρεις ξένες γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά και Γερ-
Φ
μηχάνημα (το) Ν [] machine, equip-
ment: Χάλασε το φωτοτυπικό μηχάνημα του
μανικά. I speak three foreign languages: Eng-
lish, French and German. 2. talk: Μιλήσαμε Χ
αρκετή ώρα και αποφασίσαμε τι θα κάνουμε.
γραφείου. The office photocopy machine is out
of order. EXP: Το μηχάνημα αυτόματης ανάλη- We talked for a long time and decided what we Ψ
ψης (ΑΤΜ) είναι προσωρινά εκτός λειτουργίας. should do.
The automatic transactions machine (ATM) is μιλώ  μιλάω Ω
μισθός μισός 80 μου (1)

μισθός (ο) Ν [] salary: Παραιτήθηκε από ] permanent: Μένω προσωρινά στην
A την δουλειά του, γιατί ο μισθός του δεν ήταν ικα- Θεσσαλονίκη για τις σπουδές μου. Η μόνιμη κα-
νοποιητικός. He quit his job because his salary τοικία μου είναι στην Αθήνα. I live in Thessaloniki
Β wasn’t satisfactory enough. temporarily for my studies. My permanent resi-
dence is in Athens.
μισός, μισή, μισό ADJ [, , ] half:
Γ Θα ήθελα μισό κιλό φέτα, παρακαλώ. I’d like
half a kilo of feta cheese, please. EXP: Είναι
μόνο ADV [] only: Το σούπερ μάρκετ είναι
μόνο δύο τετράγωνα μακριά. The super-market

Δ τρεις και μισή. It’s half past three.


μισώ VB [] hate: Τον μισώ. I hate him.
is only two blocks away.
μονόδρομος (ο) N [] one-way

Ε μνημείο (το) Ν [] monument, memorial:


Ο Παρθενώνας είναι ένα από τα πιο εντυπω-
street: Δεν μπορείς να στρίψεις εδώ. Είναι μο-
νόδρομος. You can’t turn here. It’s a one-way
street.
Ζ σιακά μνημεία στον κόσμο. The Parthenon is
one of the most impressive monuments in the μονοκατοικία (η) Ν [] detached
world. house: Η Ελένη μένει σε μια μεγάλη μονοκα-
Η μοβ (το) Ν [] purple: Το μοβ είναι το αγαπημέ- τοικία. Helen lives in a big detached house.
νο μου χρώμα. Purple is my favourite colour. μονόκλινο (το) N [] single-bed room:
Θ μοβ, μοβ, μοβ ADJ [, , ] purple: Φο- Θέλω ένα μονόκλινο για δύο μέρες. I want a
single-bed room for two days.
ρούσε μια μοβ κορδέλα στα μαλλιά της. She was
Ι wearing a purple ribbon on her hair. μονοπάτι (το) N [] path, track: Υπάρχει
ένα μονοπάτι που οδηγεί σε μια υπέροχη ερη-
μόδα (η) Ν [] fashion: Μου αρέσει πολύ η
Κ μόδα του ‘60. I really like the 60’s fashion. μική παραλία. There is a path that leads to a
beautiful solitary beach.
μοιάζω VB [] resemble, look like: Μοι-
Λ άζεις πολύ με την αδερφή σου. You look very
much like your sister.
μόνος, μόνη, μόνο ADJ [, , ]
alone: Αυτό το σαββατοκύριακο θα είμαι μό-

Μ
νος στο σπίτι. I am going to be home alone this
μοιράζω VB [] deliver: Δουλειά του είναι
weekend.
να μοιράζει την αλληλογραφία στους υπαλλή-
μορφή (η) Ν [] figure: Είδα μια μορφή να με
Ν λους της εταιρείας. His job is to deliver the mail
to the company employees.
παρακολουθεί από μακριά. I saw a figure watch-
ing me from a distance.
Ξ μόλις (1) ADV [] just, only: Σε δέκα μόλις
λεπτά φτάσαμε. We arrived in just ten minutes.
μορφωμένος, μορφωμένη, μορφωμένο PART
[, , ] edu-
Ο μόλις (2) CONJ [] as soon as: Μόλις έφτα-
σε στο ξενοδοχείο, τηλεφώνησε στο σπίτι του. As
cated: Μου αρέσει να μιλώ με μορφωμένους
ανθρώπους. I like talking with educated people.

Π
soon as he arrived at the hotel, he called home.
μορφώνω VB [] educate: Ο παππούς
μολυβάκι (το) Ν (diminutive) [] pencil: μού έλεγε πάντα ότι πρέπει να μορφωθώ, για
Πάρε το μολυβάκι σου και προσπάθησε να ζω-
Ρ γραφίσεις κάτι. Take your pencil and try to draw
να πετύχω στην ζωή μου. My grandfather al-
ways used to tell me that I have to be educated
something.
Σ
to succeed in my life.
μολύβι (το) Ν [] pencil: Να γράψετε τις Μόσχα (η) Ν [] Moscow: Η Μόσχα είναι η
απαντήσεις σας με μολύβι. Write your answers πρωτεύουσα της Ρωσίας. Moscow is the capital
Τ in pencil. of Russia.
μοναδικός, μοναδική, μοναδικό ADJ [, μοσχάρι (το) N [] 1. calf: Το μοσχάρι εί-
Υ , ] unique: Έχει ένα μοναδι-
κό ταλέντο να σε πείθει. He has unique talent for
ναι το μικρό της αγελάδας. The calf is a young
cow. 2. veal: Θα ήθελα μια μερίδα μοσχάρι στον
Φ persuading.
μοναχοπαίδι (το) N [] only child: Εί-
φούρνο με πατάτες. I’d like a portion of roast
veal with potatoes please.

Χ ναι μοναχοπαίδι, γι’ αυτό είναι κακομαθημένος.


He is an only child; that’s why he is spoiled.
μοσχαρίσιος, μοσχαρίσια, μοσχαρίσιο ADJ
[, , ] veal,

Ψ
μοναχός, μοναχή, μοναχό ADJ [, beef: Η μοσχαρίσια μπριζόλα είναι νόστιμη στα
, ] alone: Έφυγαν όλοι και είμαι κάρβουνα. Veal steak is tasty when grilled.
μοναχή μου. They all left and I am alone.
Ω
μου (1) PRON (possessive) [] my: Αυτό είναι
μόνιμος, μόνιμη, μόνιμο ADJ [, , το αυτοκίνητό μου. This is my car.
μου (2) 81 μπίρα

μου (2) PRON (personal) [] 1. me: Δεν μου


είπε τίποτα. He said nothing to me. 2. for me:
μπαλκόνι (το) N [] balcony: Το μπαλκό-
νι είναι γεμάτο γλάστρες. The balcony is full of Α
Τραγούδησέ μου, σε παρακαλώ. Sing for me, flower-pots.
please. μπαλόνι (το) N [] balloon: Προτείνω να Β
μούντζα (η) Ν [] open palm (insulting αγοράσουμε πολύχρωμα μπαλόνια για το πάρ-
gesture): Έδωσε μια μούντζα στον άλλο οδηγό. τι. I suggest buying some coloured balloons for Γ
He opened his palm in an insulting way at the the party.
other driver.
μους (το) N [] mousse: Για επιδόρπιο θα ήθε-
μπαμπάς (ο) N [] father, dad: Ο μπαμπάς
μου είναι καθηγητής και η μαμά μου μηχανικός.
Δ
λα ένα μους μπανάνα. I’d like a banana mousse
for dessert.
My dad is a high-school teacher and my mother
is an engineer.
Ε
μουσακάς (ο) N [] moussaka: Το μεση-
μέρι φάγαμε μουσακά. We had moussaka for
μπανάνα (η) Ν [] banana: Η μαϊμού ξε-
φλουδίζει την μπανάνα πολύ γρήγορα. The
Ζ
lunch.
μουσείο (το) N [] museum: Θα επισκεφτού-
monkey is peeling the banana very fast.
μπανανόφλουδα (η) Ν [] banana
Η
με το μουσείο με τις κούκλες την Κυριακή. We
are going to visit the doll museum on Sunday.
skin: Για να φας μια μπανάνα, πρέπει να βγά-
λεις την μπανανόφλουδα. To eat a banana, Θ
you have to peel off the skin.
μουσική (η) Ν [] music: Μου αρέσει να
ακούω μουσική. I like listening to music. μπανιέρα (η) N [] bath: Γέμισα την μπανιέ- Ι
ρα με νερό για να κάνω αφρόλουτρο. I filled the
Κ
μουσικός, μουσική, μουσικό ADJ [,
, ] musical: Η μουσική εκδήλωση bath with water to have a bubble-bath.
του σχολείου είχε μεγάλη επιτυχία. The school’s μπάνιο (το) N [] 1. bathroom: Το μπάνιο του
musical show was very successful. σπιτιού μας είναι μικρό. The bathroom in our Λ
μουστάκι (το) N [] moustache: Κοίτα! Ο house is small. 2. swim: Πάμε για μπάνιο τώρα
Πέτρος άφησε μουστάκι. Look! Peter has grown
a moustache.
ή αργότερα; Shall we go for a swim now or later?
EXP: Μόλις έφτασα στο ξενοδοχείο, έκανα ένα
Μ
μοχλός (ο) N [] lever: Μόλις τράβηξε τον
μοχλό, η μηχανή άρχισε να δουλεύει. As soon
μπάνιο. I took a bath as soon as I arrived at
the hotel. Ν
as he pulled the lever, the machine started
working.
μπαρ (το) N [] pub, bar: Πάμε στο μπαρ για
ένα ποτό; Shall we go to the pub for a drink? Ξ
μπα EXCL [] no: -Λες να έρθει η Άννα σημέρα;
-Μπα, δεν νομίζω. -Do you think Anna is coming
μπαράκι (το) N (diminutive) [] pub, bar:
Πάμε σε κανένα μπαράκι το βράδυ; Shall we go Ο
to a pub tonight?
today? -Νο, I don’t think so.
μπαίνω VB [] go in, get in: Να χτυπήσουμε, μπάσκετ (το) N [] basketball: Παίζω μπά- Π
σκετ τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. I
Ρ
πριν μπούμε; Should we knock before we go
in? play basketball at least twice a week.
μπαταρία (η) Ν [] battery: Πρέπει να βά-
Σ
μπακάλης (ο) N [] grocer: Ο κύριος Γιάν-
νης, ο μπακάλης της γειτονιάς, είναι πάντα πολύ λεις μπαταρίες στο ραδιόφωνο για να δουλέψει.
φιλικός. Mr. Giannis, the neighbourhood grocer, You have to put some batteries in the radio to
is always very friendly. make it work.
μπεζ (το) N [] beige: Το μπεζ είναι το αγαπημέ-
Τ
μπακάλικο (το) N [] grocer’s: Προτιμώ να
ψωνίζω από το μπακάλικο της γειτονιάς παρά
από το σούπερ μάρκετ. I prefer shopping at the
νο μου χρώμα. Beige is my favourite colour.
μπεζ, μπεζ, μπεζ ADJ [, , ] beige: Η
Υ
neighbourhood grocer’s to the super-market.
μπακλαβάς (ο) N [] baklava: Ο μπακλα-
Ελένη έβαψε το σαλόνι της μπεζ. Helen painted
her living room beige.
Φ
βάς είναι ένα παραδοσιακό γλυκό με καρύδια
και σιρόπι. Baklava is a traditional pastry with
μπερδεύω VB [] confuse: Συγγνώμη,
μπερδεύτηκα και ξέχασα το ραντεβού μας. I’m Χ
Ψ
walnuts and syrup. sorry, I got confused and I forgot our date.
μπαλκονάκι (το) N (diminutive) [] bal- μπίρα / μπύρα (η) Ν [ / ] beer: Τι θα πιεί-
cony: Το σπίτι έχει ένα μικρό μπαλκονάκι. The τε; Κρασί ή μπίρα; What will you have? Wine
house has a small balcony. or beer? Ω
μπιραρία 82 μωρό

μπιραρία / μπυραρία (η) Ν [ / ] beer range from 5 to 6 Beaufort.


A house, pub: Σε αυτή την μπιραρία μπορείς να μπράβο EXCL [] bravo: Μπράβο! Αυτή εί-
πιεις μπύρες από όλα τα μέρη το κόσμου. You ναι η σωστή απάντηση. Bravo! That’s the correct
Β can drink beers from all around the world in this
beer house.
answer.
μπριζόλα (η) Ν [] steak: Οι μπριζόλες
Γ μπισκότο (το) N [] biscuit: Η μαμά μου
φτιάχνει υπέροχα μπισκότα σοκολάτας. My
σού αρέσουν ψητές ή τηγανητές; Do you like the
steaks grilled or fried?

Δ mother makes delicious chocolate biscuits.


μπιφτέκι (το) N [] beefsteak, hamburger:
μπροστά ADV [] 1. ahead: Αυτή προχω-
ρούσε μπροστά κι εγώ την ακολουθούσα. She

Ε Τα μπιφτέκια γίνονται με κιμά. Hamburgers are


made with minced-meat.
was walking ahead and I was following her. 2. in
front of: Το βάζο είναι μπροστά από την τηλεό-

Ζ μπλε (το) N [] blue: Το μπλε είναι το αγαπημέ- ραση. The vase is in front of the TV.
νο μου χρώμα. Blue is my favourite colour. μπύρα (η)  μπίρα

Η μπλε, μπλε, μπλε ADJ [, , ] blue: Σήμε-


ρα ο ουρανός έχει ένα πολύ ωραίο μπλε χρώμα.
μπυραρία (η)  μπιραρία
μυαλό (το) N [] mind: Δεν μπορώ να κατα-
The sky has a very beautiful blue colour today.
Θ
λάβω τι είχε στο μυαλό του, όταν το έκανε αυτό.
μπλούζα (η) Ν [] sweater, blouse: Τα μανί- I can’t understand what he had in mind when
κια αυτής της μπλούζας είναι πολύ μακριά. The he did that.
Ι sleeves of this sweater are very long. μύδι (το) N [] mussel: Τα μύδια είναι πολύ
μπογιά (η) Ν [] paint: Θα χρησιμοποιήσω νόστιμα θαλασσινά. Mussels is a very tasty sea
Κ κόκκινη μπογιά για τον τοίχο. I’ll use red paint
for the wall.
food.
μυζήθρα (η) Ν [] cream cheese: Προτι-
Λ μπολ (το) N [] bowl: Τι έχει μέσα αυτό το μπολ;
What’s in this bowl?
μώ την φέτα από την μυζήθρα. I prefer feta to
cream cheese.

Μ μπομπονιέρα (η) Ν [] boboniera


(sugared almonds in white cloth): Μετά τους
Μύκονος (η) Ν [] Mykonos: Η Μύκονος
είναι από τα ωραιότερα ελληνικά νησιά. Mykonos

Ν γάμους και τα βαφτίσια μοιράζουν μπομπονι-


έρες. After weddings and baptisms they give
is one of the most beautiful Greek islands.
μυρίζω VB [] smell: Το φαγητό μυρίζει

Ξ bobonieres.
μπορώ VB [] 1. can: Μπορείς να μου κάνεις
υπέροχα! The food smells wonderful.
μυρωδιά (η) Ν [] smell, odour: Μμμ, αυ-

Ο μια χάρη; Can you do me a favour? 2. may:


Μπορώ να περάσω; May I come in? 3. might,
τός ο καφές έχει καταπληκτική μυρωδιά! Mmm,
this coffee has a great smell!
be possible, may: Μπορεί να έρθω. Δεν ξέρω
Π ακόμη. I might come. I don’t know yet. EXP: -
μυστικό (το) Ν [] secret: Θα σου πω ένα
μυστικό. I’ll tell you a secret.
Θα έρθεις; -Δεν ξέρω ακόμη. Μπορεί. -Are you
Ρ
μυτερός, μυτερή, μυτερό ADJ [, ,
coming? -I don’t know yet. Maybe.
] pointed, sharp: Η βάρκα τσακίστη-
μπότα (η) Ν [] boot: Αγόρασα ένα ζευγάρι κε στους μυτερούς βράχους. The boat was
Σ δερμάτινες μπότες. I bought a pair of leather
boots.
smashed on the pointed rocks.
μύτη (η) Ν [] nose: Η μύτη του κοκκίνισε, επει-
Τ μπουκάλι (το) N [] bottle: Θα ήθελα ένα
μπουκάλι νερό, παρακαλώ. I’d like a bottle of
δή κάθισε στον ήλιο. He’s got a red nose be-
cause he was sitting in the sun.

Υ water, please.
μπούκλα (η) Ν [] curl: Ήταν ένα όμορφο κο-
μυώ VB [] initiate: Οι ιερείς μυούσαν τους νέ-
ους στα μυστικά της θρησκείας. The priests initi-

Φ ρίτσι με ξανθιές μπούκλες. She was a beautiful


girl with blond curls.
ated the young men in the secrets of religion.
μυωπία (η) Ν [] myopia, short-sighted-

Χ μπουφάν (το) N [] jacket: Έχει ζέστη εδώ


μέσα. Γιατί δεν βγάζεις το μπουφάν σου; It’s hot
ness: Φοράω γυαλιά, γιατί έχω μυωπία. I wear
glasses because I am short-sighted.
in here. Why don’t you take off your jacket?
Ψ
μωρό (το) N [] baby: Το μωρό μας μόλις
Μποφόρ (το) N [] Beaufort: Οι άνεμοι θα κυ- έβγαλε το πρώτο του δόντι. Our baby has just
μαίνονται από 5 ως 6 Μποφόρ. The winds will grown his first tooth.
Ω
Ν, ν 83 νεροχύτης

Ν, ν Α
Β
Ν, ν (νι) []: the thirteenth letter of the Greek al- Νέα Υόρκη (η) N [ ] New York: Έχεις πάει Γ
ποτέ στην Νέα Υόρκη; Have you ever been to
Δ
phabet
να (1) CONJ [] to: Τρέξε να τον προλάβεις. Run New York?
νεανικότερος, νεανικότερη, νεανικότερο ADJ
Ε
to catch him up.
να (2) PRCL [] here, there: Να το αυτοκίνητό [, , ] more
μας. Here’s our car. youthful: Το ντύσιμό σου είναι νεανικότερο από

να ζήσεις! EXP [ ] many happy returns!:


ό,τι θα έπρεπε. Your clothes are more youthful
than is appropriate.
Ζ
“Να ζήσεις!” φώναξαν όλοι, μόλις η Άννα έσβη-
σε τα κεράκια της τούρτας. Everyone wished νεαρός (ο) N [] young man: Ένας νεαρός
βρήκε το πορτοφόλι μου και μου το επέστρεψε. A
Η
“Many happy returns!” to Anna when she blew
out the candles of her cake. young man found my wallet and returned it to me.
νεκρός, νεκρή, νεκρό ADJ [, , ]
Θ
να τα εκατοστίσεις! EXP [  ] live
to be a hundred! / happy birthday! / many
happy returns!: Γιώργο, αυτό το δώρο είναι για
dead: Δυστυχώς, όταν έφτασε το ασθενοφόρο,
ήταν ήδη νεκρός. Unfortunately, when the am- Ι
Κ
τα γενέθλιά σου. Να τα εκατοστίσεις! George, bulance arrived, he was already dead.
this gift is for your birthday. May you live to be νέο (το) N [] news: Δεν έχω ακούσει καλά νέα

Λ
a hundred! εδώ και πολύ καιρό. I haven’t heard any good
ναι ADV [] 1. yes: -Σου αρέσει να κάνεις σκι; - news for a long time.

Μ
Ναι, μου αρέσει πάρα πολύ. -Do you like skiing? νέος, νέα, νέο ADJ [, , ] 1. young: Είδα
-Yes, I like it a lot. 2. hello?: Ναι; Ποιος είναι έναν νέο άντρα να στέκεται στην πόρτα. I saw a
παρακαλώ στο τηλέφωνο; Hello? Who’s on the young man standing at the door. 2. new: Θα με-
phone, please? τακομίσουμε στο νέο μας σπίτι. We are moving to
our new house. 3. modern: Ο νέος τρόπος ζωής
Ν
νάρκισσος (ο) N [] 1. narcissus, daffodil:
Στον κήπο μας έχουμε πολλούς νάρκισσους. In
our garden we have many daffodils. 2. narcis-
στις πόλεις προκαλεί πολύ άγχος. The modern
way of life in cities is very stressful.
Ξ
sist: Είναι τόσο νάρκισσος, που κοιτάζεται συνέ-
χεια στον καθρέφτη. He is such a narcissist that
νεότερος, νεότερη, νεότερο ADJ [,
, ] 1. younger: Είναι τρία χρόνια
Ο
looks at himself in the mirror all the time.
νάτος, νάτη, νάτο PRCL [, , ] (t)here
νεότερος από την γυναίκα του. He is three years
younger than his wife. 2. youngest (when pre- Π
ceded by article): Είναι το νεότερο παιδί της οι-
Ρ
he is, (t)here she is, (t)here it is: Νάτος! Βγαί-
νει από το αεροπλάνο. There he is! He’s coming κογένειας. He is the youngest child in the family.
out of the aeroplane. νεράιδα (η) N [] fairy: Τότε η νεράιδα με-
ναυμαχία (η) N [] naval battle: Η ναυ- ταμόρφωσε τον βάτραχο σε όμορφο πρίγκιπα. Σ
μαχία της Σαλαμίνας έγινε το 480 π.Χ. The na- Then the fairy turned the frog into a handsome
val battle of Salamis took place in 480 BC. prince. EXP: Η καλή νεράιδα έδωσε στην Στα-
χτοπούτα ένα πανέμορφο φόρεμα. The fairy
Τ
ναυπηγείο (το) N [] shipyard: Το πλοίο
επισκευάζεται στο ναυπηγείο. The ship is being
repaired in the shipyard.
godmother gave Cinderella a beautiful dress.
νεράκι (το) N (diminutive) [] water: -Θα
Υ
ναυτικός (ο) N [] seaman: Ο παππούς
μου, που ήταν ναυτικός, είχε ταξιδέψει σε όλο
πιεις κάτι; -Ένα νεράκι, ευχαριστώ. -Anything to
drink? -A glass of water, thank you. Φ
τον κόσμο. My grandfather, who was a seaman,
travelled all over the world.
νερό (το) N [] water: Μπορείς να μου δώσεις
ένα ποτήρι νερό, σε παρακαλώ; Could you give Χ
me a glass of water, please?
ναυτικός, ναυτική, ναυτικό ADJ [, ,
] nautical: Η απόσταση μεταξύ των δύο νεροχύτης (ο) N [] sink: Υπήρχαν πολλά Ψ
νησιών είναι 5 ναυτικά μίλια. The distance be- άπλυτα πιάτα στον νεροχύτη. There were many
tween the two islands is 5 nautical miles. dirty dishes in the sink. Ω
νεύρο 84 νότιος

you behaved badly towards your mother yes-


A νεύρο (το) N [] nerve: Τα νεύρα του είναι
τεντωμένα μετά το ατύχημα. His nerves are on terday. EXP: -Όχι, δεν θέλω να με βοηθήσεις.
edge after the accident. EXP: 1. Έχω νεύρα -Όπως νομίζεις. -No, I don’t want you to help
Β αυτή την στιγμή και δεν θέλω να σου μιλήσω. I
am nervy / in a bad mood right now and I don’t
me. -It’s up to you.
νομικός, νομική, νομικό ADJ [, ,
Γ want to talk to you. 2. Τα παιδιά μού έσπασαν
τα νεύρα με τις φωνές τους. The children made
] law: Χτες αγόρασα δύο νομικά βιβλία.
I bought two law books yesterday.

Δ a nervous wreck of me with their shouting.


νευρολογία (η) N [] neurology: Η νευ-
νομός (ο) N [] prefecture, county: Η Ελλά-
δα έχει 52 νομούς. Greece has 52 prefectures.

Ε
ρολογία είναι κλάδος της ιατρικής. Neurology is
νόμος (ο) N [] law: Ο νόμος τιμωρεί αυστη-
a branch of medicine.
ρά την κλοπή. The law punishes theft severely.

Ζ
νησί (το) N [] island: Χιλιάδες τουρίστες επι-
Νορβηγία (η) N [] Norway: Η πρωτεύου-
σκέπτονται κάθε χρόνο τα νησιά του Αιγαίου.
σα της Νορβηγίας είναι το Όσλο. Oslo is the
Thousands of tourists visit the Aegean islands
Η
capital of Norway.
every year.
Νορβηγίδα (η) N [] Norwegian: Η νι-
νηστικός, νηστική, νηστικό ADJ [,
Θ
κήτρια του διαγωνισμού ήταν Νορβηγίδα. The
, ] hungry, not having eaten: Εί-
winner of the contest was Norwegian.
μαι νηστικός από το πρωί. I have not eaten any-

Ι thing since this morning. Νορβηγικά (τα) N [] Norwegian: Ο Γιώρ-


γος μιλάει Nορβηγικά. George speaks Norwe-
νικάω / νικώ VB [ / ] win, defeat: Ποια
gian.
Κ ομάδα νίκησε στον αγώνα; Which team won the
match? Νορβηγός (ο) N [] Norwegian: Ο νικητής
του διαγωνισμού ήταν Νορβηγός. The winner of
Λ νικητής (ο) N [] winner: Ποιος ήταν ο νι-
κητής του αγώνα; Who was the winner of the
the contest was Norwegian.
νοσοκόμα (η) N [] nurse: Μια νοσοκό-
Μ
match?
μα θα σου δίνει το φάρμακό σου κάθε 8 ώρες.
νικώ  νικάω
A nurse will be giving you your medicine every

Ν νιότη (η) N [] youth: Απόλαυσε την νιότη σου,


γιατί δεν ξαναγυρίζει πίσω. Enjoy your youth be-
8 hours.
νοσοκομείο (το) N [] hospital: Η θεία
cause it won’t come back.
Ξ νιπτήρας (ο) N [] basin: Πλύνε τα χέρια
μου βγήκε από το νοσοκομείο πριν από τρεις
ημέρες. My aunt was discharged from hospital
σου στον νιπτήρα. Wash your hands in the ba-
Ο sin.
three days ago.
νοσοκόμος (ο) N [] nurse: Δύο νοσο-
νιώθω / νοιώθω VB [] 1. feel: Δεν νιώθω
Π καλά. Έχω πονοκέφαλο και κρυώνω. I’m not
feeling well. I’ve got a headache and I’m cold. 2.
κόμοι τον μετέφεραν στο χειρουργείο. Two male
nurses took him to the operating theatre.

Ρ sense: Ένιωσα ότι δεν μου έλεγε την αλήθεια. I


sensed that he wasn’t telling me the truth.
νόστιμα ADV [] tastily: Το ψητό σου ήταν
πολύ νόστιμα μαγειρεμένο. Your roast was very
tastily cooked.
Σ Νοέμβριος (ο) N [] November: Ο Νο-
έμβριος είναι ο ενδέκατος μήνας του χρόνου.
νόστιμος, νόστιμη, νόστιμο ADJ [,
, ] 1. tasty, delicious: Το φαγητό
Τ November is the eleventh month of the year.
νόημα (το) N [] meaning, sense: Μπορείς
ήταν πολύ νόστιμο. The food was delicious. 2.
pretty: Η Βίκυ είναι νόστιμη. Vicky is pretty.
Υ
να μου πεις το νόημα αυτής της φράσης; Can
you tell me the meaning of this phrase? νοστιμούλης, νοστιμούλα, νοστιμούλικο
ADJ (diminutive) [, ,

Φ
νοιάζομαι VB [] care about: Δεν νοιάζε-
] pretty: Η Βίκυ είναι νοστιμούλα.
ται για κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του.
Vicky is quite pretty.
He doesn’t care about anyone but himself.
Χ νοίκι (το) ενοίκιο
νότα (η) N [ note: Η κλίμακα της δυτικής μου-
σικής έχει επτά νότες. The western music scale
νοικιάζω  ενοικιάζω
Ψ
has seven notes.
νοιώθω  νιώθω νότιος, νότια, νότιο ADJ [, , ]

Ω
νομίζω VB [] think: Νομίζω ότι συμπερι- south, southern: Η Ελλάδα βρίσκεται στην νό-
φέρθηκες άσχημα χτες στην μητέρα σου. I think τια Ευρώπη. Greece is in southern Europe.
νοτιότερος 85 νωρίς

Α
νοτιότερος, νοτιότερη, νοτιότερο ADJ της κουζίνας είναι γεμάτα τρόφιμα. The kitchen
[, , ] 1. further to cupboards are full of foods.
the south: Η Αθήνα είναι νοτιότερη από την ντουσιέρα (η) N [] shower: Οι ντουσιέρες
Θεσσαλονίκη. Athens is further to the south than
Thessaloniki. 2. southernmost (when pre-
των γυναικών είναι στο υπόγειο του γυμναστηρί- Β
ου. The women’s showers are in the basement
ceded by article): Η Γαύδος είναι το νοτιότερο
νησί της Ελλάδας και το νοτιότερο σημείο της
of the gym. Γ
ντρέπομαι VB [] be ashamed: Πρέπει
Δ
Ευρώπης. Gavdos is the southernmost island of
να ντρέπεσαι για την συμπεριφορά σου. You
Greece and the southernmost point of Europe.
should be ashamed of your behaviour.
νούμερο (το) N [] 1. number: Το τυχερό
μου νούμερο είναι το 13. My lucky number is
ντύνω VB [] dress: Όταν ήμουν μικρή, με
έντυνε η μητέρα μου. When I was young, my
Ε
13. 2. (phone) number: Συγγνώμη! Πρέπει να
πήρα λάθος νούμερο. I’m sorry! I must have
called the wrong number. 3. size: Τι νούμερο
mother used to dress me. || Μισό λεπτό! Ντύ-
νομαι και φεύγουμε σε πέντε λεπτά. Just a mo- Ζ
ment. I am getting dressed and we’re leaving in
φοράς; What’s your size?
ντεκόρ (το) N [] decor: Θα αγοράσω καινού-
five minutes. Η
νύφη (η) N [] 1. daughter-in-law: Η νύφη μου
ρια έπιπλα, γιατί θέλω να αλλάξω το ντεκόρ του
σπιτιού μου. I am buying new furniture because είναι πολύ όμορφη. My daughter-in-law is very Θ
beautiful. 2. bride: Η νύφη έφτασε στην εκκλη-
Ι
I want to change the decor of my house.
σία σε μια λευκή λιμουζίνα. The bride arrived at
ντετέκτιβ (ο/η) N [] or [] detec-
the church in a white limousine.
tive, private investigator: Προσέλαβε έναν
ντετέκτιβ να παρακολουθεί την γυναίκα του. He νυφικό (το) N [] wedding dress: Διάλεξες
νυφικό για τον γάμο σου; Have you chosen a
Κ
hired a private investigator to spy on his wife.
ντομάτα (η) N [] tomato: Ντομάτα, αγγού-
wedding dress for your wedding?
νύχι (το) N [] nail: Πολλές γυναίκες βάφουν τα
Λ
ρι και φέτα είναι τα βασικά συστατικά της χω-
ριάτικης σαλάτας. Tomato, cucumber and feta
cheese are the basic ingredients of the Greek
νύχια τους. Many women polish their nails.
νύχτα (η) N [] night: Πέρασα όλη την νύχτα
Μ
salad.
ντόπιος, ντόπια, ντόπιο ADJ [, ,
διαβάζοντας, γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ. I
spent all night reading because I couldn’t sleep.
Ν
] local: Να αγοράσετε από το χωριό ντό-
πιο τυρί. Είναι πολύ νόστιμο. Buy some local
νυχτιά (η) N [] night: Ήταν μια όμορφη κα-
λοκαιρινή νυχτιά. It was a beautiful summer Ξ
cheese from the village. It’s delicious.
Ο
night.
ντουλάπα (η) N [] wardrobe, closet: νωρίς ADV [] early: Ξύπνησα νωρίς το πρωί
Η ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς μου είναι
Π
και έφυγα για την δουλειά. I woke up early in the
άσπρη. My bedroom wardrobe is white. morning and left for work.
ντουλάπι (το) N [] cupboard: Τα ντουλάπια
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ξ, ξ 86 ξεναγός

A Ξ, ξ
Β
Γ Ξ, ξ (ξι) []: the fourteenth letter of the Greek al- leave a message? -No, I’ll call back later.

Δ
phabet ξανάρχομαι VB [] come again, come
ξαδέλφη / ξαδέρφη (η) N [ / ] back: Μας άρεσε πολύ η Μύκονος. Θα ξανάρ-
cousin: Όλες οι ξαδέλφες μου έχουν μπλε μά- θουμε σίγουρα. We really liked Mykonos. We
Ε τια. All my cousins have blue eyes. are definitely coming back.
ξάδελφος / ξάδερφος (ο) N [ / ] ξανθός, ξανθιά / ξανθή, ξανθό ADJ [,
Ζ cousin: Έρχεται ο ξάδελφός μου από την Γερ-  / , ] blond: Η Κατερίνα
έχει μακριά ξανθά μαλλιά. Katerina has long
μανία αύριο. My cousin from Germany is coming
Η tomorrow. blond hair.
ξαπλώνω VB [] lie down, go to bed: Αν
ξαδελφούλης / ξαδερφούλης (ο) N (diminutive)
Θ [ / ] cousin: Ο ξαδελφού-
λης μου είναι τέσσερα χρόνια μικρότερός μου.
δεν αισθάνεσαι καλά, καλύτερα να ξαπλώσεις.
If you’re not feeling well, you’d better lie down.

Ι My little cousin is four years younger than me.


ξαδέρφη (η)  ξαδέλφη
ξαφνικά ADV [] suddenly: Ξαφνικά,
ακούσαμε κάποιον να ζητάει βοήθεια. Suddenly,

Κ
we heard someone calling for help.
ξάδερφος (ο)  ξάδελφος
ξεδιψάω / ξεδιψώ VB [ / ]
ξαδερφούλης (ο)  ξαδελφούλης
Λ
quench one’s thirst: Βρήκαμε μια πηγή στο
ξαναγαπάω / ξαναγαπώ VB [ / δάσος και σταματήσαμε να ξεδιψάσουμε. We
] love again: Δεν έχω ξαναγαπήσει came across a spring in the forest and stopped
Μ άλλον άνθρωπο τόσο πολύ. I have never loved
anyone like this before.
to quench our thirst.
ξεδιψώ  ξεδιψάω
Ν ξαναγαπώ  ξαναγαπάω
ξαναγίνομαι VB [] 1. become/be
ξεθωριασμένος, ξεθωριασμένη, ξεθωριασμέ-
νο PART [, ,
Ξ again: Μακάρι να μπορούσαμε να ξαναγίνουμε
νέοι! If only we could be young again! 2. hap-
] faded: Αυτή η μπλούζα είναι
ξεθωριασμένη. This blouse is faded.

Ο pen again: Δεν θα ξαναγίνει. Στο υπόσχομαι. It


won’t happen again. I promise.
ξεκινάω / ξεκινώ VB [ / ] 1. start: Η
παρουσίαση θα ξεκινήσει στις δέκα το πρωί. The

Π ξαναγυρνάω / ξαναγυρνώ VB [n /


] come back: Ξαναγύρισα, γιατί
presentation is starting at ten o’clock in the morn-
ing. 2. leave: Ξεκινάμε για το θέατρο σε πέντε λε-
ξέχασα τα κλειδιά μου. I came back because I
Ρ
πτά. We are leaving for the theatre in five minutes.
forgot my keys. ξεκινώ  ξεκινάω
ξαναγυρνώ  ξαναγυρνάω
Σ ξανακαλώ VB [] call back: -Η Ελένη
ξεκουράζω VB [] rest, relax, have
a rest: Με ξεκουράζει πολύ ο μεσημεριανός
λείπει αυτή την στιγμή. Θέλετε να αφήσετε κά- ύπνος. A nap at noon really relaxes me. || Τώρα
Τ ποιο μήνυμα; -Όχι, θα ξανακαλέσω αργότερα.
-Eleni is out at the moment. Would you like to
που ξεκουράστηκες, μπορούμε να συνεχίσου-
με; Now that you had a rest, can we go on?
Υ leave a message? -No, I’ll call back later.
ξανακάνω VB [] do again, repeat: Μην
ξεκούραση (η) N [] rest: Χρειάζομαι ξε-
κούραση, για να συνέλθω από την αρρώστια. I
Φ το ξανακάνεις αυτό ποτέ. Never do that again.
ξαναλέω VB [] say again, repeat: Συγ-
need some rest to recover from my illness.
ξενάγηση (η) N [] guided tour: Πήγαμε

Χ γνώμη, δεν κατάλαβα. Tο ξαναλέτε; I’m sorry, I


didn’t understand. Could you repeat that?
για ξενάγηση στον αρχαιολογικό χώρο των Δελ-
φών. We went on a guided tour to the Delphi

Ψ ξαναπαίρνω VB [] call back: -Η Ελέ- archaeological site.


νη λείπει αυτή την στιγμή. Θέλετε να αφήσετε ξεναγός (ο/η) N [] guide: Ο ξεναγός μάς

Ω
κάποιο μήνυμα; -Όχι, θα ξαναπάρω αργότερα. μίλησε για τον ναό του Απόλλωνα. The guide
-Eleni is out at the moment. Would you like to told to us about the temple of Apollo.
ξεναγώ 87 ξυρίζω

Α
ξεναγώ VB [] guide, take around: Ένας ζέστη. Uncover the baby, it’s very hot. || Μην ξε-
αρχαιολόγος μάς ξενάγησε στο μουσείο. An ar- σκεπάζεσαι, θα κρυώσεις. Don’t uncover your-
chaeologist took us around in the museum. self, you’ll get cold.
ξενοδοχείο (το) N [] hotel: Το περα- ξεσπάω / ξεσπώ VB [ / ] burst Β
σμένο καλοκαίρι μείναμε σε ένα ξενοδοχείο κο- out/into, explode: Όλοι ξέσπασαν σε γέλια.
ντά στην παραλία. Last summer we stayed in a
hotel near the beach.
Everybody burst out laughing.
ξεσπώ  ξεσπάω
Γ
ξενομανία (η) N [] xenomania: Αγο-
ράζει μόνο ξένα προϊόντα, γιατί είναι θύμα της
ξετρελαίνω VB [] drive mad, really
like: Με ξετρελαίνουν τα παγωτά. I really love
Δ
ξενομανίας. She buys only foreign products be-
cause she is a victim of xenomania.
ice-creams.
ξεχνάω / ξεχνώ VB [ / ] forget:
Ε
ξένος (ο) N [] 1. foreigner: Δυο ξένοι με
ρώτησαν πώς θα πάνε στην Ακρόπολη. Two for-
Ποτέ δεν θα μπορούσα να ξεχάσω το όνομά
σου. I could never forget your name. Ζ
Η
eigners asked me how to go to the Acropolis. 2. ξεχνώ  ξεχνάω
stranger: Χτες σε ζήτησε ένας ξένος, αλλά δεν ξηρός, ξηρή, ξηρό ADJ [, , ] dry:
θυμάμαι το όνομά του. A stranger asked for you
yesterday, but I don’t remember his name.
Το κλίμα της χώρας είναι ξηρό. The country’s
climate is dry. EXP: Ποιοι ξηροί καρποί σου Θ
ξένος, ξένη, ξένο ADJ [, , ] oth- αρέσουν περισσότερο, τα καρύδια ή τα αμύγδα-
er’s/others’, not one’s own: Μην παίρνεις την
ξένη μπάλα! Έχεις την δική σου. Don’t take oth-
λα; Which dried fruit do you like more, walnuts
or almonds?
Ι
er people’s ball! You have your own. 2. foreign:
Η Ηλέκτρα μιλάει πέντε ξένες γλώσσες. Electra
ξίδι (το) N [] vinegar: Μην βάλεις πολύ ξίδι
στην σαλάτα. Don’t put too much vinegar on the
Κ
speaks five foreign languages.
ξενοφοβία (η) N [] xenophobia: Η ξε-
salad.
ξοδεύω VB [] spend: Ξοδεύει πολλά
Λ
νοφοβία είναι φόβος προς τους ξένους. Xeno-
phobia is a fear of foreigners.
χρήματα για ρούχα. She spends a lot of money
on clothes.
Μ
ξενυχτάω / ξενυχτώ VB [ / ]
spend the night: Πού ξενύχτησες χθες βράδυ;
ξύλινος, ξύλινη, ξύλινο ADJ [, ,
] wooden: Μου αρέσουν τα ξύλινα
Ν
Where did you spend the night yesterday?
Ξ
σκεύη. I like wooden utensils.
ξενυχτώ  ξενυχτάω ξύλο (το) N [] wood: Όλα μας τα έπιπλα είναι
φτιαγμένα από ξύλο. All our furniture is made
Ο
ξενώνας (ο) N [] guesthouse,
guestroom: Μείναμε σε έναν ξενώνα στην of wood.
παραλία. We stayed at a guesthouse on the ξυπνάω / ξυπνώ VB [ / ] wake up,
beach. get up: Ξυπνήστε παιδιά! Η ώρα είναι 9! Wake Π
ξεπερνάω / ξεπερνώ VB [ / ] up, guys! It is 9 o’clock!
get over: Ο Ανδρέας δεν μπόρεσε ποτέ να ξε-
περάσει τον χωρισμό τους. Andreas could nev-
ξυπνητήρι (το) N [] alarm clock: Έβα-
λα το ξυπνητήρι στις 7 το πρωί. I set the alarm
Ρ
er get over the separation.
ξεπερνώ  ξεπερνάω
clock for 7 in the morning.
ξυπνώ  ξυπνάω
Σ
ξεροβόρι (το) N [] dry north wind: Το
ξεροβόρι που φυσούσε για δυο μέρες έκανε
ξυπόλητος, ξυπόλητη, ξυπόλητο ADJ
[, , ] barefooted:
Τ
κακό στις καλλιέργειες. The dry north wind that
was blowing for two days damaged the crops.
Μην περπατάς ξυπόλητος. Θα κρυώσεις. Don’t
walk barefoot. You’ll get cold. Υ
ξέρω VB [] know: Ξέρεις πού είναι τα γυαλιά
μου; Do you know where my glasses are? || Δεν
ξυρίζω VB [] shave: Ξυρίζεται κάθε πρωί.
He shaves every morning. || Ο Γιώργος αποφά- Φ
σισε να ξυρίσει το μουστάκι του. George decid-
Χ
ξέρω καλά Ελληνικά. I don’t know Greek well.
ed to shave off his moustache.
ξεσκεπάζω VB [] uncover, take the
cover off: Ξεσκέπασε το μωρό, κάνει πολλή
Ψ
Ω
Ο, ο 88 οικογένεια

A Ο, ο
Β
Γ Ο, ο (όμικρον) []: the fifteenth letter of the ογδόντα τέσσερις, ογδόντα τέσσερις, ογδόντα
τέσσερα NUM [ , 
Δ
Greek alphabet
,  ] eighty-four: Αυτό το
ο ART (masculine definite) [] the: Ο ήλιος λά-
σπίτι χτίστηκε πριν από ογδόντα τέσσερα χρό-
Ε
μπει. The sun is shining.
νια. This house was built eighty-four years ago.
ό,τι PRON [] whatever: Δεν θα μου λες εσύ τι
ογδόντα τρεις, ογδόντα τρεις, ογδόντα τρία
να κάνω. Θα κάνω ό,τι θέλω. You won’t tell me
Ζ what to do. I’ll do whatever I like.
NUM [ ,  , 
] eighty-three: Στο μεγάλο πάρκο της πό-
ογδόντα NUM [] eighty: Ο παππούς
Η του Πέτρου είναι ογδόντα χρόνων. Peter’s
λης μας υπάρχουν ογδόντα τρία παγκάκια. In
the big park of our town there are eighty-three
granddad is eighty years old.
Θ
benches.
ογδόντα δύο NUM [ ] eighty-two: όγδοος, όγδοη, όγδοο NUM [, ,
Στο μουσείο της πόλης μου υπάρχουν ογδόντα ] eighth: Ο Μάνος τερμάτισε όγδοος
Ι δύο αγάλματα της κλασικής περιόδου. In the
museum of my town there are eighty-two stat-
στον αγώνα δρόμου. Manos finished eighth in
the race.
Κ ues from the classical period.
ογδόντα ένας, ογδόντα μία, ογδόντα ένα NUM
οδηγός (ο/η) N [] 1. driver: Ο οδηγός του
αυτοκινήτου τραυματίστηκε ελαφριά. The car
Λ [ ,  ,  ]
eighty-one: Η μαμά μου κάνει συλλογή από κι-
driver was slightly injured. 2. guide: Ο οδηγός
της ομάδας μάς έδειξε το μονοπάτι. The team

Μ νέζικα βάζα. Έχει ήδη ογδόντα ένα! My mother


collects Chinese vases. She has eighty-one al-
guide showed us the path. EXP: Αγόρασα έναν
τουριστικό οδηγό των Κυκλάδων. I bought a

Ν
ready! tourist guide of the Cyclades.
ογδόντα εννέα / ογδόντα εννιά NUM  οδηγώ VB [] drive: Πότε έμαθες να οδηγείς;
 / [ ] eighty-nine: Η γιαγιά
Ξ μου είναι ογδόντα εννέα χρόνων. My grandma
When did you learn to drive?
οδοντίατρος (ο/η) N [] dentist: Αν
is eighty-nine years old.
Ο ογδόντα εννιά  ογδόντα εννέα
σε πονάει το δόντι σου, καλύτερα να πας στον
οδοντίατρο. If your tooth hurts, you’d better go
ογδόντα έξι NUM [ ] eighty-six: to the dentist.
Π Αυτό το εστιατόριο άνοιξε πριν από ογδόντα οδοντόβουρτσα (η) N [] tooth-
έξι χρόνια. This restaurant opened eighty-six brush: Βουρτσίζω τα δόντια μου με ηλεκτρική
Ρ years ago. οδοντόβουρτσα. I brush my teeth with an elec-
ογδόντα επτά / ογδόντα εφτά NUM [ tric toothbrush.
Σ ] / [ ] eighty-seven: Ο Κώστας
στις εκλογές του σχολείου πήρε ογδόντα επτά
οδοντόκρεμα (η) N [] toothpaste:
Τελείωσε η οδοντόκρεμα. Πώς θα βουρτσίσω
Τ ψήφους. Costas received eighty-seven votes in
the school elections.
τα δόντια μου; The toothpaste is finished. How
am I going to brush my teeth?

Υ ογδόντα εφτά  ογδόντα επτά


ογδόντα οκτώ / ογδόντα οχτώ NUM 
οδός (η) N [] street, road: Μένω στην οδό
Πανός. I live in Panos street.

Φ  /  ] eighty-eight: Η δασκά-


λα μου έχει να διορθώσει ογδόντα οκτώ τεστ.
οθόνη (η) N [] screen: Η οθόνη του υπο-
λογιστή μου έχει μερικές γρατζουνιές. There are

Χ
My teacher has eighty-eight tests to correct. some scratches on my computer screen.
ογδόντα οχτώ  ογδόντα οκτώ οικία (η) N [] house, home, residence: Οικία

Ψ ογδόντα πέντε NUM [ ] eighty- Παπαδοπούλου. Παρακαλώ; Hello? Papado-
five: Η Μυρσίνη έχει στο σπίτι της ογδόντα poulou residence.

Ω
πέντε βιβλία με θέμα την θάλασσα. Myrsini has οικογένεια (η) N [] family: Έλα, θα σε
eighty-five books about the sea at home. γνωρίσω στην οικογένειά μου. Come, I’ll intro-
οικογενειακός 89 όπερα

Α
duce you to my family. agreed to my proposal.
οικογενειακός, οικογενειακή, οικογενειακό ADJ ομιλητής (ο) N [] speaker: Ο επόμενος
[, , ] family: Ο ομιλητής είναι καθηγητής πανεπιστημίου. The
οικογενειακός μας γιατρός μένει πολύ κοντά next speaker is a professor. Β
στο σπίτι μας. Our family doctor lives very close ομιλία (η) N [] speech: Στο τέλος της ομι-
to our house. λίας του ευχαρίστησε όσους τον βοήθησαν. At Γ
οικολογία (η) N [] ecology: Η οικολογία the end of his speech he thanked those who
είναι μια επιστήμη που ασχολείται με το περιβάλ-
λον. Ecology is a science concerned with the
had helped him.
ομίχλη (η) N [] mist, fog: Υπήρχε παντού
Δ
environment.
οικολόγος (ο/η) Ν [] ecologist, conser-
ομίχλη. There was fog everywhere.
ομολογώ VB [] confess, admit: Κατά
Ε
vationist: Ο Ηλίας είναι οικολόγος και είναι μέ-
λος της Greenpeace. Elias is an ecologist and a
την ανάκριση ομολόγησε ότι ήταν ο αρχηγός
της συμμορίας. During the interrogation he con-
Ζ
member of Greenpeace.
οικονομία (η) N [] economy: Η παγκό-
fessed that he was the leader of the gang.
όμορφα ADV [] nice, nicely: Αισθάνομαι
Η
σμια οικονομία περνάει κρίση. The world econ-
omy is going through a crisis.
τόσο όμορφα, όταν είμαι μαζί σου! I feel so nice
when I’m with you! Θ
οίκος (ο) N [] house, firm: Ποιος εκδοτικός
Ι
όμορφος, όμορφη, όμορφο ADJ [,
οίκος θα εκδώσει το βιβλίο του; Which publish- , ] beautiful, good-looking,
ing house is printing his book? handsome, pretty: Η αδερφή του Κώστα είναι
οκτώ / οχτώ NUM [] / [] eight: Το χταπό-
δι έχει οκτώ πλοκάμια. The octopus has eight
πολύ όμορφη. Costa’s sister is very beautiful. Κ
ομπρέλα (η) N [] umbrella: Πάρε την
tentacles.
Οκτώβριος (ο) N [] October: Ο Οκτώ-
ομπρέλα μαζί σου. Άκουσα ότι θα βρέξει. Take
the umbrella. I’ve heard it is going to rain.
Λ
βριος είναι ο δέκατος μήνας του χρόνου. Octo-
ber is the tenth month of the year.
όμως CONJ [] however, though, but: Θα
προσπαθήσω να έρθω, όμως δεν μπορώ να
Μ
Ολλανδέζα / Ολλανδή (η) N [ / ]
Dutch: Η φίλη του Νίκου είναι Ολλανδέζα.
σου το υποσχεθώ. I’ll try to come. I can’t prom-
ise you though.
Ν
Nick’s girlfriend is Dutch.
Ολλανδή (η)  Ολλανδέζα
ονειρεύομαι VB [] dream, have a
dream: Ονειρεύομαι να γίνω μια μέρα διάσημη
Ξ
Ολλανδία (η) N [] Holland: Ο ξάδερφός
μου σπουδάζει στην Ολλανδία. My cousin stud-
τραγουδίστρια. I dream of being a famous singer
one day. Ο
ies in Holland.
Ολλανδικά (τα) N [] Dutch: Η Κατερίνα
όνειρο (το) N [] dream: Το όνειρό μου είναι
να γίνω ηθοποιός. My dream is to become an Π
actor.
Ρ
μαθαίνει Ολλανδικά. Katerina is learning Dutch.
Ολλανδός (ο) N [] Dutch: Οι καινούριοι όνομα (το) N [] name: Το όνομα του κυρίου
είναι Στέλιος Παπαδόπουλος. The gentleman’s
Σ
μας γείτονες είναι Ολλανδοί. Our new neigh-
bours are Dutch. name is Stelios Papadopoulos.
ολόκληρος, ολόκληρη, ολόκληρο ADJ ονομάζω VB [] 1. name, call: Πώς θα
[, , ] whole, entire: Στο ονομάσεις το σκυλάκι σου; What will you call
your little dog? 2. one’s name is: Ονομάζομαι
Τ
επόμενο τεύχος θα δημοσιευθεί ολόκληρη η συ-
νέντευξη. The entire interview will be published
in the next issue.
Κώστας Παπαδόπουλος. My name is Costas
Papadopoulos.
Υ
όλος, όλη, όλο (1) ADJ [, , ] 1. all:
Έβρεχε όλες τις μέρες που μείναμε στο Λονδί-
ονοματεπώνυμο (το) N [] full
name: Γράψτε εδώ το ονοματεπώνυμό σας, Φ
Χ
νο. It rained all the days we stayed in London. 2. παρακαλώ. Write your full name here, please.
whole, entire: Θέλω όλο το κομμάτι της πίτσας, οξύς, οξεία, οξύ ADJ [, , ] acute:
όχι μόνο το μισό. I want the whole piece of pizza, Έχω έναν οξύ πόνο στο στομάχι. I’ve got an
not just half of it. acute pain in my stomach. Ψ
όλος, όλη, όλο (2) PRON [, , ] all: Όλοι όπερα (η) N [] opera: Θα δούμε την όπερα του
συμφώνησαν με την πρότασή μου. They all Μότσαρτ “Οι γάμοι του Φίγκαρο”. We are going to Ω
όπλο 90 όσος

watch Mozart’s opera “The Marriage of Figaro”. λύμπι! Shall we go to the beach? I feel like a
A όπλο (το) N [] gun: Είναι παράνομο να έχεις swim! EXP: Καλή όρεξη! Good appetite!
όπλο χωρίς άδεια. It is illegal to carry a gun ορθόδοξος (ο) N [] Orthodox Chris-
Β without a licence. tian: Πότε έχουν οι ορθόδοξοι το Πάσχα τους;
οπλοφορώ VB [] carry arms: Τον συνέ- When do the Orthodox Christians have their
Γ λαβαν, γιατί οπλοφορούσε. They arrested him Easter?
ορθόδοξος, ορθόδοξη, ορθόδοξο ADJ
because he was carrying an arm.
Δ όποιος, όποια, όποιο PRON [, , ]
whoever, whichever: Διάλεξε όποιο σου αρέ-
[, , ] Orthodox:
Στο νησί υπάρχει και ορθόδοξη και καθολική

Ε σει. Choose whichever you like.


όποτε ADV [] whenever: Όποτε μπορείτε,
εκκλησία. There is an Orthodox and a Catholic
church on the island.

Ζ
ορίζοντας (ο) N [] horizon: Στον ορί-
περάστε από το γραφείο μου. Come by my of-
ζοντα φαίνονται οι κορυφές των βουνών. The
fice whenever you can.
peaks of the mountains are visible on the ho-
Η όπου ADV [] 1. where: Η Αθήνα είναι η πόλη
όπου γεννήθηκα. Athens is the city where I was
rizon.
ορίστε EXCL [] 1. here you are: -Μου δί-
Θ born. 2. wherever: Πήγαινε όπου θέλεις. Go
wherever you like.
νεις το μολύβι σου; -Ορίστε. -Could you give me
your pencil? -Here you are. 2. yes, please: Ορί-

Ι οπτικός (ο/η) N [] optician: Πρέπει να


πάω στον οπτικό, για να φτιάξω καινούργια γυ-
στε, παρακαλώ. Μπορώ να σας βοηθήσω; Yes,
please. Can I help you? 3. pardon?: Ορίστε;
αλιά. I have to go to the optician’s to have new
Κ eye-glasses made.
Δεν άκουσα τι είπατε. Pardon? I couldn’t hear
what you said.
όπως ADV [] as: Όπως σου είπα χθες, πρέ-
Λ
ορμάω / ορμώ VB [ / ] rush (at):
πει να προσπαθήσεις περισσότερο. As I told you Όρμηξε έξω φωνάζοντας “Φωτιά, φωτιά!” He
yesterday, you have to try harder. rushed out shouting “Fire, fire!”
Μ οπωσδήποτε ADV [] in any case, ορμώ  ορμάω
howsoever, definitely: -Θα έρθετε στο πάρτι; - οροσειρά (η) N [] mountain range: Ποια
Ν Θα έρθουμε οπωσδήποτε. -Are you coming to
the party? -We are definitely coming.
είναι η ψηλότερη οροσειρά του κόσμου; Which
is the highest mountain range in the world?
Ξ οργανισμός (ο) N [] organisation: Οι
δημόσιοι οργανισμοί δεν λειτουργούν το σαβ-
ορόσημο (το) Ν [] milestone: Αυτό το γε-
γονός είναι ορόσημο στην ιστορία της χώρας.
Ο βατοκύριακο. Public organisations don’t work on
weekends. EXP: Ο ΟΤΕ είναι ένας οργανισμός
This event is a milestone in the country’s his-
tory.

Π
κοινής ωφέλειας. ΟΤΕ is a public benefit or-
οροφοδιαμέρισμα (το) N []
ganisation.
floor-apartment: Μένουν σε ένα οροφοδια-

Ρ
όργανο (το) N [] instrument: Παίζεις κα- μέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. They live in a
νένα άλλο μουσικό όργανο εκτός από το πιάνο; floor-apartment in the centre of Athens.
Do you play any other musical instrument apart
Σ from the piano?
όροφος (ο) N [] floor: Μένουμε στον τρίτο
όροφο αυτής της πολυκατοικίας. We live on the
οργανώνω VB [] organise: Το γραφείο third floor of this block of flats.
Τ μας θα οργανώσει αυτή την επίδειξη μόδας. Our
office is going to organise this fashion show.
ορχήστρα (η) N [] orchestra, band: Η
ορχήστρα παίζει παλιά ελληνικά τραγούδια. The
Υ ορεινά (τα) N [] highlands: Στα ορεινά
υπάρχουν ακόμη χιόνια. In the highlands there
orchestra is playing old Greek songs.
όσο ADV [] as long as, as much as: Θα σε
Φ is still snow.
ορεκτικό (το) N [] appetizer, starter: Πα-
βοηθήσω όσο μπορώ. I will help you as much
as I can. EXP: Όσο κι αν το θέλεις, δεν θα έρθω

Χ ραγγείλαμε σαγανάκι και κεφτέδες για ορεκτικά.


We ordered fried cheese and meatballs for start-
μαζί σου. No matter how much you want it, I
am not coming with you.

Ψ
ers. όσος, όση, όσο PRON [, , ] 1. as
όρεξη (η) N [] appetite: Έχω χάσει την όρε- many/much as: Φέρε τόσα ποτήρια, όσοι είναι

Ω
ξή μου τελευταία. I’ve lost my appetite lately. 2. οι καλεσμένοι. Bring as many glasses as the
mood: Πάμε στην παραλία; Έχω όρεξη για κο- number of guests. 2. all, everything: Σου είπα
όσπριο 91 όψη

Α
όσα ξέρω. I’ve told you everything I know. queue at the post-office for almost half an hour.
όσπριο (το) N [] legume, pulse: Τα όσπρια EXP: Το όνειρό του ήταν να αγοράσει κάποτε
ένα πιάνο με ουρά. His dream was to buy a
Β
είναι πλούσια σε πρωτεΐνες. Legumes are rich
in protein. grand piano some day.

όταν CONJ [] when: Όταν φτάσω σπίτι, θα σε ουρανός (ο) N [] sky: Ο ουρανός είναι
πάρω τηλέφωνο. I’ll call you when I get home. συννεφιασμένος. The sky is cloudy. Γ
ΟΤΕ / Ο.Τ.Ε. ACRO [] Greek Telecommunica- ούτε CONJ [] 1. not (even): Δεν μου τηλεφώ-
tions Organisation: ΟΤΕ σημαίνει Οργανισμός
νησε ούτε μια φορά. He did not even call me
once. 2. neither: -Δεν θέλω να πάω σινεμά. -
Δ
Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος. ΟΤΕ means Greek
Telecommunications Organisation.
Ούτε εγώ. -I don’t want to go to the cinema. -
Neither do I. Ε
ότι CONJ [] that: Ο Αλέξης λέει ότι δεν τον εν-
διαφέρει το θέμα. Alexis says that he is not inter-
ested in the subject.
οφθαλμίατρος (ο/η) N [] ophthal-
mologist, eye specialist: Ο οφθαλμίατρος Ζ
μου συνέστησε να φορέσω γυαλιά. The ophthal-
ουζάκι (το) N (diminutive) [] ouzo: Παραγ-
γείλαμε ουζάκι και μεζέδες. We ordered ouzo
mologist has advised me to wear glasses. Η
όχημα (το) N [] vehicle: Ο ύποπτος οδηγεί
and starters.
ουζερί (το) N [] ouzeri (kind of restaurant,
ένα μπλε όχημα. The suspect is driving a blue
vehicle.
Θ
which serves mainly ouzo and snacks): Στην
Πλάκα έχει πολύ καλά ουζερί. There are very
όχι ADV [] 1. no: Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω
άλλο ποτό. No, thanks, I won’t have another
Ι
Κ
good ouzeris in Plaka.
drink. 2. not: -Θέλεις να έρθεις μαζί μας; -Ναι,
ούζο (το) N [] ouzo: Χτες το βράδυ στην τα- γιατί όχι; -Would you like to come with us? -Yes,

Λ
βέρνα ήπιαμε ούζο. We had ouzo at the tavern why not?
last night. οχτώ  οκτώ
ουρά (η) N [] 1. tail: Πάτησα την ουρά του σκύ-
λου κατά λάθος. I accidentally stepped on the
όψη (η) N [] look, appearance, face: Από την
όψη του κατάλαβα ότι ήταν θυμωμένος. I under- Μ
dog’s tail. 2. queue: Στάθηκα στην ουρά στο τα-
Ν
stood by the look on his face that he was angry.
χυδρομείο για περίπου μισή ώρα. I stood in the

Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Π, π 92 πανί

A Π, π
Β
Γ Π, π (πι) []: the sixteenth letter of the Greek al- παίζω VB [] 1. play: Τα παιδιά παίζουν στον
κήπο. The children are playing in the garden.
Δ
phabet
παγετός (o) N [] frost: Η οδήγηση είναι 2. be on (for a movie, play etc.): Ποιο έργο
επικίνδυνη λόγω του παγετού. Driving is dan- παίζει το Εθνικό Θέατρο; Which play is on at the
Ε gerous due to the frost. National Theatre? 3. play a role (for an actor):
Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ έπαιξε την Κλεοπάτρα στον
παγωμένος, παγωμένη, παγωμένο PART
Ζ [, , ] freezing,
κινηματογράφο. Elizabeth Taylor played the role
of Cleopatra in the film. 4. work: Η τηλεόραση
iced, cool: Πήγαμε για κολύμπι το σαββατοκύ-
Η
χάλασε και δεν παίζει. The television broke
ριακο, αλλά το νερό ήταν παγωμένο. We went
down and it is not working.
swimming last weekend but the water was freez-

Θ ing. παίρνω VB [] 1. take, get: Παίρνω λεωφο-


ρείο για να πάω στην δουλειά μου. I take the
παγωνιά (η) N [] freeze: Έχει παγωνιά
bus to work. 2. receive, get: Χτες πήρα μια
Ι σήμερα. Να ανάψουμε την θέρμανση; It’s freez-
ing today. Shall we turn the heating on?
κάρτα από τον Ανέστη. Yesterday I received a
card from Anestis. 3. order: Τι θα πάρετε; What
Κ παγώνω VB [] freeze: Εκείνο τον χειμώνα
έκανε τόσο κρύο, που πάγωσε η λίμνη. It was
would you like to order? 4. call: Πάρε τον Κώ-
στα και πες του ότι θα αργήσουμε. Call Costas
so cold that winter, that the lake froze.
Λ παγωτό (το) N [] ice-cream: Σου αρέσει το
and tell him that we’re going to be late. 5. have:
Θα πάρουμε το πρωινό μας στο δωμάτιο. We’ll
παγωτό σοκολάτα; Do you like chocolate ice-
Μ
have our breakfast in the bedroom.
cream?
πακέτο (το) N [] packet: Να μην ξεχάσεις
παθολόγος (ο/η) N [] general practi-
Ν
να αγοράσεις ένα πακέτο ζάχαρη. Don’t forget
tioner (GP): Ο Γιώργος είναι ένας πολλά υπο- to buy a packet of sugar.
σχόμενος νέος παθολόγος. George is a very
Ξ
πάκο (το) N [] pack, packet: Θέλω ένα πάκο
promising young GP.
τσιγάρα, παρακαλώ. I want a pack of cigarettes,
παιδαγωγός (ο/η) N [] pedagogue, please.
Ο educator: Ο καλός παιδαγωγός πρέπει να
γνωρίζει παιδική ψυχολογία. A good educator
παλάμη (η) N [] palm: Έχει μεγάλες παλά-
μες. He’s got big palms.
Π should have a sound background in child psy-
chology. πάλι ADV [] again: Θέλω να δω πάλι αυτό το
έργο. I want to see that film again.
Ρ παιδάκι (το) N (diminutive) [] child: Τι χα-
ριτωμένο παιδάκι! What a cute child! παλιά ADV [] in the old days, at one time:
Δούλευα παλιά σε αυτή την εταιρεία, αλλά μετά
Σ παϊδάκι (το) N [] cutlet: Τα παϊδάκια
στα κάρβουνα είναι το αγαπημένο μου φαγητό.
παραιτήθηκα. I worked for this company once
but then I quit.
Grilled cutlets are my favourite food.
Τ παιδεύω VB [] give somebody a rough
παλιός, παλιά, παλιό ADJ [, , ]
old: Πέταξα τα παλιά μου ρούχα. I threw my old
time, torture: Μην με παιδεύεις άλλο. Πες μου
Υ τι έγινε. Don’t torture me any more. Tell me what
happened.
clothes away.
παλτό (το) N [] coat: Φόρεσε το παλτό σου,

Φ παιδί (το) N [] 1. child: Είμαι παντρεμένος


και έχω δυο παιδιά. I am married and have two
γιατί κάνει κρύο. Put on your coat because it’s
cold.

Χ children. 2. guy: Θα βγω με τα παιδιά απόψε.


I’m going out with the guys tonight. EXP: Πού
πανεπιστήμιο (το) N [] university:
Σπούδασα νομική στο πανεπιστήμιο της Αθή-

Ψ
είσαι παιδί μου; Where are you, my dear? νας. I studied law at the university of Athens.
παιδίατρος (ο/η) N [] paediatrician: πανί (το) N [] cloth: Η Ελένη καθάρισε το τζά-

Ω
Μπορείς να μου συστήσεις έναν καλό παιδίατρο; μι με ένα πανί. Eleni cleaned the glass with a
Could you recommend me a good paediatrician? piece of cloth.
πανσιόν 93 παραλαβή

Α
πανσιόν (η) N [] guesthouse: Όλα τα παραγγέλνω  παραγγέλλω
ξενοδοχεία ήταν γεμάτα και έτσι τελικά μείναμε παραγωγός (ο/η) N [] producer: -Τι
σε μια πανσιόν. All the hotels were full and so δουλειά κάνει; -Είναι παραγωγός ταινιών. -What
finally we stayed at a guesthouse. does he do for a living? -He’s a film producer. Β
πάντα ADV [] always: Πάντα χτυπάω την παραδείσιος, παραδείσια, παραδείσιο ADJ
πόρτα του διευθυντή, πριν μπω στο γραφείο του.
I always knock on the headmaster’s door before
[, , ] paradise: Στον Γ
ζωολογικό κήπο είδαμε παραδείσια πουλιά. We
I go into his office.
παντελόνι (το) N [] trousers: Σου αρέ-
saw some paradise birds at the zoo.
παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό
Δ
σει το καινούριο μου παντελόνι; Do you like my
new trousers?
ADJ [, , ]
traditional: Στο Λαογραφικό Μουσείο είδαμε
Ε
παντζάρι (το) N [] beetroot: Τα βραστά
παντζάρια είναι πολύ νόστιμη σαλάτα. Boiled
παραδοσιακές φορεσιές του νησιού. We saw
some traditional island costumes in the Folklore Ζ
Museum.
Η
beetroot makes a very tasty salad.
παντοπωλείο (το) N [] grocer’s: παραθαλάσσιος, παραθαλάσσια, παραθαλάσ-
σιο ADJ [, , ]
Θ
Προτιμώ το παντοπωλείο της γειτονιάς από
το σούπερ μάρκετ. I prefer the neighbourhood by the sea: Έχει ένα καταπληκτικό παραθαλάσ-
grocer’s to the super-market. σιο σπίτι στο νησί. He has a wonderful house by
παντού ADV [] everywhere, all over: the sea on the island.
παραθερίζω VB [] spend the sum-
Ι
Υπήρχε παντού ομίχλη. There was fog every-
where. mer: Φέτος θα παραθερίσουμε στην Μύκονο.
We are going to spend the summer in Mykonos
Κ
παντρεμένος, παντρεμένη, παντρεμένο PART
[, , ]
married: Πόσο καιρό είσαι παντρεμένος; How
this year.
παράθυρο (το) N [] window: Άνοιξε το
Λ
long have you been married?
παντρεύω VB [] 1. marry, wed: Θα
παράθυρο, σε παρακαλώ. Κάνει πολλή ζέστη.
Please, open the window. It’s very hot. Μ
μας παντρέψει ο μητροπολίτης. The metropoli-
tan bishop will marry us. 2. get married: Τελικά
παραιτούμαι VB [] quit, resign, give
up: Παραιτήθηκα από την προηγούμενη δου- Ν
λειά μου, γιατί δεν ήμουν ικανοποιημένος με τον
Ξ
θα παντρευτείς; Are you going to get married
after all? μισθό μου. I quit my previous job because I was
πάνω  επάνω not satisfied with my salary.

παπάς (ο) N [] priest: Οι παπάδες στην Ελ- παρακαλάω / παρακαλώ VB [ / Ο
λάδα φοράνε μαύρα ρούχα. Priests in Greece ] 1. ask: Τον παρακάλεσα να με βοη-
wear black clothes. θήσει. I asked him to help me. 2. beg: Ακόμα και
να με παρακαλάς, δεν θα σου κάνω αυτή την
Π
παπούτσι (το) N [] shoe: Τα παπούτσια
μου βράχηκαν στην βροχή. My shoes got wet
in the rain.
χάρη. I won’t do you this favour even if you beg
me. EXP: 1. -Ευχαριστώ πολύ για τις πληρο- Ρ
Σ
φορίες. -Παρακαλώ. -Thank you very much for
παππούς (ο) N [] grandfather: Ο παπ- the information. -You’re welcome. 2. Παρακα-
πούς μου έχει άσπρα μαλλιά. My grandfather λώ; Ποιος είναι; (όταν απαντάμε στο τηλέφωνο)
has white hair.
παρά PREP [] to: Η ώρα είναι τέσσερις παρά
Hello? Who is it? (when answering the phone)
3. Καθίστε, παρακαλώ! Sit down, please! 4. -
Τ
τέταρτο. It’s a quarter to four.
πάρα ADV [] very: Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Συγγνώμη για το λάθος. -Παρακαλώ. -I’m sorry
for the mistake. -That’s all right.
Υ
Thank you very much!
παραγγελία (η) N [] order: Η πα-
παρακαλώ  παρακαλάω
παρακολουθώ VB [] 1. watch: Παρα-
Φ
ραγγελία σας είναι έτοιμη, κύριε. Your order is
ready, sir.
κολούθησα τον αγώνα μαζί με τους φίλους μου.
I watched the game with my friends. 2. attend: Χ
Πόσα μαθήματα θα παρακολουθήσεις αυτό το
παραγγέλλω / παραγγέλνω VB [ /
] order: Τι θέλετε να παραγγείλου- εξάμηνο; How many classes are you attending Ψ
με, μακαρονάδα ή πίτσα; What would you like to this semester?
order, spaghetti or pizza? παραλαβή (η) N [] receipt, collection: Ω
παραλαμβάνω 94 πατάω

Για την παραλαβή συστημένης επιστολής θα


A
used to only hang round with boys.
πρέπει να δείξετε την ταυτότητά σας. To receive παρένθεση (η) Ν [] round bracket, pa-
registered mail you have to show your identity renthesis: Βάλε αυτή την φράση σε παρενθέ-
Β card. σεις. Put this phrase in round brackets.
παραλαμβάνω VB [] receive: Δεν έχω Παρίσι (το) N [] Paris: Το Παρίσι είναι η
Γ παραλάβει ακόμη το δέμα που μου έστειλες. I still
haven’t received the parcel you sent me.
πρωτεύουσα της Γαλλίας. Paris is the capital of
France.
Δ παραλήπτης (ο) N [] receiver, ad-
dressee: Γράψε το όνομα και την διεύθυνση του
παρκάρισμα (το) N [] parking: Δεν
επιτρέπεται το παρκάρισμα σε αυτό τον δρόμο.
Ε παραλήπτη στο κάτω δεξί μέρος του φακέλου.
Write the addressee’s name and address on the
Parking is not allowed on this road.
παρκάρω VB [] park: Πού πάρκαρες το
bottom right side of the envelope.
Ζ παραλία (η) N [] beach: Στο νησί υπάρ-
αυτοκίνητό σου; Where did you park your car?
πάρκιν / πάρκινγκ (το) N [ / [] car
χουν πολλές υπέροχες αμμώδεις παραλίες.
Η There are many wonderful sandy beaches on
park: Άφησα το αυτοκίνητο στο πάρκιν. I left the
car in the car park.
the island.
Θ παράλληλα ADV [] in parallel, along
with, at the same time: Η Μαρία εργαζόταν ως
πάρκινγκ (το)  πάρκιν
πάρκο (το) N [] park: Την Κυριακή πήγαμε

Ι σερβιτόρα παράλληλα με τις σπουδές της. Ma-


ria worked as a waitress along with her studies.
για πικνίκ στο πάρκο. We went to the park for a
picnic on Sunday.

Κ παραμύθι (το) N [] fairy tale: Όταν ήμουν


μικρή, ο μπαμπάς μου μου διάβαζε παραμύθια
παρουσία (η) N [] presence, attendance:
Η παρουσία του προέδρου στην συνέλευση εί-

Λ για να κοιμηθώ. When I was a child my father


used to read fairy tales to me to send me to
ναι απαραίτητη. The president’s presence at the
meeting is vital.

Μ
sleep. παρουσιάζω VB [] 1. show, present: Η
παρανυφάκι (το) N (diminutive) [] εταιρεία μας θα παρουσιάσει το νέο της μοντέ-
bridesmaid, maid of honour: Στην Ελλάδα λο στην έκθεση αυτοκινήτων. Our company will
Ν τα παρανυφάκια είναι συνήθως μικρά παιδιά. present the new model at the car exhibition. 2.
Bridesmaids in Greece are usually young chil- appear: Πρέπει να παρουσιαστώ ως μάρτυρας
Ξ dren. στο δικαστήριο. I have to appear in court as a
witness.
παραπάνω ADV [] more: Μέσα στην
Ο αίθουσα ήταν παραπάνω από πενήντα άτομα.
There were more than fifty people in the room.
παρουσιάστρια (η) N [] presenter: Η
παρουσιάστρια αυτή είναι πολύ αγαπητή στο

Π παραπονιέμαι VB [] complain: Η


Ελπίδα μού παραπονιέται ότι δεν της τηλεφω-
κοινό. This presenter is very popular with the
viewers.

Ρ νώ συχνά. Elpida complains that I don’t often


call her.
πάρτι (το) N [] party: Θα πας στο πάρτι της
Μαρίας απόψε; Are you going to Maria’s party

Σ Παρασκευή (η) N [] Friday: Η Παρα- tonight?


σκευή είναι η πέμπτη εργάσιμη μέρα της εβδο- παστίτσιο (το) N [] pastitsio (roast spa-

Τ
μάδας. Friday is the fifth working day of the ghetti with minced meat and sauce): Για το
week. παστίτσιο θα χρειαστούμε μακαρόνια και κιμά.
We’ll need spaghetti and minced meat to make
Υ
παράσταση (η) N [] performance,
show: Όταν φτάσαμε, η παράσταση είχε ήδη pastitsio.
αρχίσει. When we arrived, the show had already πατάτα (η) N [] potato: Η Ζωή μαγείρεψε
Φ started. μοσχάρι με πατάτες στον φούρνο. Zoe cooked
roast veal with potatoes. EXP: Το σουβλάκι το
παρέα (η) N [] 1. party, group: Ήμαστε μια
Χ παρέα από 10 άτομα. We were a group of ten
people. 2. company, friends: Φέτος θα πάω δι-
θέλετε με ρύζι ή με τηγανητές πατάτες; Would
you like rice or French fries with your souvla-

Ψ ακοπές με την παρέα μου στην Μύκονο. I am ki?


going to Mykonos on vacations with my friends πατάω / πατώ VB [ / ] 1. step: Πάτη-

Ω
this year. EXP: Όταν ήμουν μικρή, έκανα πα- σα ένα καρφί και έπρεπε να κάνω εμβόλιο. I
ρέα μόνο με αγόρια. When I was a little girl I stepped on a nail and I had to be vaccinated.
πατέρας 95 πενήντα ένας

Α
2. press: Πληκτρολογήστε τον κωδικό σας και πεθερά (η) N [] mother-in-law: Είμαι τυχε-
πατήστε το πλήκτρο Enter. Type your password ρός! Η πεθερά μου είναι μια πολύ γλυκιά κυρία.
and press the Enter key. I’m lucky! My mother-in-law is a very sweet lady.
πατέρας (ο) N [] father: Ο πατέρας μου ερ- πεθερός (το) N [] father-in-law: Ο πεθε- Β
γάζεται σε μια τράπεζα. My father works in a bank. ρός μου μας βοήθησε να βάψουμε το σπίτι. My
πατερίτσα (η) N [] crutch: Όταν έσπασα
το πόδι μου, περπατούσα με πατερίτσες για
father-in-law helped us paint the house. Γ
πείθω VB [] convince: Τελικά, πείσαμε την
έναν μήνα. When I broke my leg I was walking
on crutches for a month.
Μαρία να έρθει στην εκδρομή. We finally con-
vinced Maria to come on the excursion.
Δ
πατούσα (η) N [] sole: Έτριψα τις πατού-
σες μου, για να ξεκουράσω τα πόδια μου. I
πεινάω / πεινώ VB [ / ] be hungry: -
Θέλεις να σου φτιάξω ένα σάντουιτς; -Όχι, ευ-
Ε
Ζ
rubbed the soles of my feet to soothe them. χαριστώ. Δεν πεινάω καθόλου. -Would you like
Πάτρα (η) N [] Patra(s): Στην Πάτρα γίνεται me to make you a sandwich? -No, thanks. I am
το πιο γνωστό καρναβάλι της Ελλάδας. The most not hungry at all.
famous Carnival in Greece takes place in Patra. πεινώ  πεινάω Η
πατρώνυμο (το) N [] father’s name:
Γράψτε το πατρώνυμό σας στην αίτηση. Write
πειράζω VB [] tease: Γιώργο, σταμάτα να
πειράζεις τα κορίτσια. George, stop teasing the Θ
your father’s name on the application form. girls. EXP: -Συγγνώμη. -Δεν πειράζει. Όλοι κά-
πατώ  πατάω νουμε λάθη. -I’m sorry. -Never mind / It’s OK. Ι
πάτωμα (το) N [] floor: Μόλις είχα σφουγ- We all make mistakes.
γαρίσει το πάτωμα, ο σκύλος μπήκε μέσα με τα
πόδια του λερωμένα! I had just mopped the floor
Πειραιάς (ο) N [] Piraeus: Ο Πειραιάς είναι
το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας. Piraeus is
Κ
when the dog came in with his dirty paws!
παύω VB [] stop, cease: “Πάψε να μ’ ενο-
the biggest port in Greece.
πειρατής (ο) N [] pirate: Oι πειρατές είχαν
Λ
χλείς!’’, φώναξε η αδερφή μου. “Stop bothering
me!’’, my sister shouted.
κρύψει τον θησαυρό σε μια σπηλιά. The pirates
had hidden the treasure in a cave.
Μ
παχαίνω VB [] 1. be fattening: Μην τρως
τόσες σοκολάτες. Παχαίνουν. Don’t eat so
πελάτης (ο) N [] customer, client: Πάντα
φερόμαστε στους πελάτες μας με σεβασμό. We
Ν
Ξ
many chocolates. They are fattening. 2. get fat, always treat our customers with respect.
put on weight: Έχω παχύνει. Έχω πάρει του-
πέλμα (το) N [] sole: Περπάτησα πολλές
λάχιστον δύο κιλά. I’ve put on weight. I have put
on at least two kilos.
ώρες και με πονάνε τα πέλματα των ποδιών
μου. I walked for hours and the soles of my feet Ο
παχύς, παχιά, παχύ ADJ [, , ] fat: are killing me.
Όταν ήμουν παιδί, ήμουν αρκετά παχύς, αλλά
αργότερα αδυνάτισα. When I was a child, I was
πελώριος, πελώρια, πελώριο ADJ [, , Π
] huge: Ένας πελώριος βράχος έπεσε πάνω
quite fat but I lost weight later.
πάω / πηγαίνω VB [ / ] 1. go: Κάθε μέρα
στον δρόμο. A huge rock fell on the road. Ρ
Πέμπτη (η) N [] Thursday: Η Πέμπτη είναι
πάω στο σχολείο με τα πόδια. Every day I go to
school on foot. 2. suit: Μου πάει αυτό το που-
η τέταρτη εργάσιμη μέρα της εβδομάδας. Thurs-
day is the fourth working day of the week.
Σ
κάμισο; Does this shirt suit me? 3. take: Πήγα
το παιδί στον γιατρό, γιατί είχε πυρετό. I took the πέμπτος, πέμπτη, πέμπτο NUM [, ,
] fifth: Μένω στον πέμπτο όροφο αυτής
Τ
child to the doctor, cause he had a fever. EXP:
1. Πώς πάει; What news? 2. Πάνε ώρες/μέ-
ρες/μήνες... που δεν έχω μιλήσει στον Γιώργο.
της πολυκατοικίας. I live on the fifth floor of this
block of flats.
Υ
It has been hours/days/months... since I last
talked to Giorgos.
πενήντα NUM [] fifty: Ο Νηρέας είχε
πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες. Nireas had fifty Φ
Χ
πεδινά (τα) N [] lowlands: Στα πεδινά daughters, the Nireides.
έβρεχε όλο το σαββατοκύριακο. In the lowlands, πενήντα δύο NUM [ ] fifty-two: Πε-
it was raining all weekend. νήντα συν δύο κάνουν πενήντα δύο. Fifty plus
πεθαίνω VB [] die: Ο παππούς μου πέθα- two equals fifty-two. Ψ
νε πριν από έξι χρόνια. My grandfather died six πενήντα ένας, πενήντα μία, πενήντα ένα NUM
years ago. [ ,  ,  ] Ω
πενήντα εννέα 96 περιορίζω

A fifty-one: Οι δυο τάξεις μαζί έχουν πενήντα ένα five-room flat in the suburbs.
παιδιά. There are fifty-one children altogether in πέντε NUM [] five: Δύο και τρία κάνουν
the two classes. πέντε. Two plus three equals five.
Β πενήντα εννέα / πενήντα εννιά NUM [ πεπόνι (το) N [] melon: Τα πεπόνια είναι
] / [ ] fifty-nine: Εξήντα μεί- καλοκαιρινά φρούτα. Melons is a summer fruit.
Γ ον ένα ίσον πενήντα εννέα. Sixty minus one
equals fifty-nine.
πέρα ADV [] 1. beyond, farther: Βλέπεις εκεί-
νο το βουνό πέρα από το ποτάμι; Can you see
Δ πενήντα εννιά  πενήντα εννέα that mountain beyond the river? 2. away, at a
distance: Να μένεις πάντα πέρα από καβγάδες.
πενήντα έξι NUM [] or [
Ε ] fifty-six: Η Νίκη έχει πενήντα έξι γραμ-
ματόσημα από την Ινδία. Niki has got fifty-six
Always stay away from fights.
περαστικός (ο) N [] passer-by: Πολλοί

Ζ stamps from India.


πενήντα επτά / πενήντα εφτά NUM [
περαστικοί σταματούν στην βιτρίνα του νέου
καταστήματος. Many passers-by stop at the new

Η  / [ ] fifty-seven: Εξήντα μεί-


ον τρία ίσον πενήντα επτά. Sixty minus three
shop-window.
περαστικός, περαστική, περαστικό ADJ

Θ
equals fifty-seven. [, , ] passing,
πενήντα εφτά  πενήντα επτά short, brief: Ήταν μόνο μια περαστική μπόρα.
It was only a passing storm. EXP: Σας εύχομαι
Ι πενήντα οκτώ / πενήντα οχτώ NUM [
 / [ ] fifty-eight: Η Ζωή έχει περαστικά! I wish you a speedy recovery!
περιβάλλον (το) N [] environment: Το
Κ
πενήντα οκτώ κοχύλια στην συλλογή της. Zoe
has fifty-eight shells in her collection. περιβάλλον του σπιτιού με ηρεμεί. The home
πενήντα οχτώ  πενήντα οκτώ environment relaxes me.
Λ πενήντα πέντε NUM [ ] fifty- περιβαλλοντολογία (η) Ν []
five: Πενήντα και πέντε κάνουν πενήντα πέντε. environmental science: Η περιβαλλοντολο-
Μ Fifty plus five equals fifty-five. γία είναι πολύ ενδιαφέρουσα επιστήμη. Environ-
mental science is very interesting.
πενήντα τέσσερις, πενήντα τέσσερις, πενήντα
Ν τέσσερα NUM [ ,  περιβόλι (το) N [] orchard: Έχουμε πολ-
λές πορτοκαλιές στο περιβόλι μας. We have
,  ] fifty-four: Αυτό το σπί-
Ξ τι κτίστηκε πριν από πενήντα τέσσερα χρόνια.
This house was built fifty-four years ago.
many orange trees in our orchard.
περίεργος, περίεργη, περίεργο ADJ [,

Ο πενήντα τρεις, πενήντα τρεις, πενήντα τρία


NUM [ ,  , 
, ] 1. curious: Είμαι περίεργος
να μάθω γιατί δεν ήρθε στο ραντεβού. I am curi-

Π ] fifty-three: Εξήντα μείον επτά ίσον πενή- ous to hear why he hasn’t turned up. 2. strange,
ντα τρία. Sixty minus seven equals fifty-three. weird: Είναι περίεργο που η Ελένη άργησε. Εί-
ναι πάντα συνεπής. It’s strange Helen is late.
Ρ πενιά (η) N [] stroke of the string: Έπαιξε
μερικές πενιές με την κιθάρα του και μας τρα-
She is always punctual.
περιθώριο (το) N [] room: Είναι η τρίτη
Σ
γούδησε. He stroked the string with his guitar
and sang for us. φορά που προσπαθώ. Δεν έχω πια περιθώρια
για λάθη. It’s the third time I have tried. There’s
Τ
πενταετής, πενταετής, πενταετές ADJ
no room for mistakes any more.
[, , ] lasting
five years: Η θητεία του προέδρου της Ελληνι- περιλαμβάνω VB [] include: Η τιμή

Υ κής Δημοκρατίας είναι πενταετής. The President


of the Hellenic Republic serves for five years.
του ξενοδοχείου περιλαμβάνει και πρωινό. The
hotel price includes breakfast.

Φ πεντακάθαρος, πεντακάθαρη, πεντακάθα-


ρο ADJ [, ,
περιμένω VB [] wait, expect: Περιμέ-
νω το πλοίο για τον Πειραιά. I am waiting for the

Χ ] spotless: Το σπίτι της είναι


πάντα πεντακάθαρο, επειδή το καθαρίζει κάθε
ship to Piraeus.
περιοδικό (το) N [] magazine: Η αδερ-

Ψ
μέρα. Her house is always spotless as she φή μου αγοράζει συνέχεια περιοδικά! My sister
cleans it every day. always buys magazines!

Ω
πεντάρι (το) N [] five-room flat: Μένου- περιορίζω VB [] 1. reduce, cut down
με σε ένα πεντάρι στα προάστια. We live in a on: Πρέπει να περιορίσουμε τα έξοδα. We have
περιουσία 97 πιάνω

Α
to reduce expenses. 2. limit, confine: Οι φιλο- περνώ  περνάω
δοξίες του περιορίζονται στο να είναι συνεπής περπατάω / περπατώ VB [ / ]
υπάλληλος. His ambitions are confined to being walk: Ενώ περπατούσα στον δρόμο, συνάντη-
a reliable assistant. σα τον Γιάννη. As I was walking along the street Β
περιουσία (η) N [] fortune, property: I met Giannis.
Έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία στο κα-
ζίνο. He spent almost all of his fortune at the
περπατώ  περπατάω Γ
πέρυσι ADV [] or [] last year: Πήγα ένα
casino.
περιοχή (η) N [] area, part: Είναι η πρώ-
ταξίδι στην Ιταλία πέρυσι. I went on a trip to Italy
last year.
Δ
τη φορά που έρχομαι σε αυτή την περιοχή της
πόλης. It’s the first time I have come to this part
πετάω / πετώ VB [ / ] 1. fly: Ο αετός
πετάει πολύ ψηλά. The eagle flies very high. 2.
Ε
Ζ
of the city. throw (away): Μην πετάτε σκουπίδια στον δρό-
περιπέτεια (η) N [] adventure: Στην μο. Don’t throw litter in the street. 3. take off:

Η
Οδύσσεια εξιστορούνται οι περιπέτειες του Τι ώρα πετάει το αεροπλάνο; What time is the
Οδυσσέα. The Odyssey recounts the adven- plane taking off?
tures of Ulysses. πέτρα (η) N [] stone: Έριξα μια μικρή πέτρα
περίπου ADV [] about, approximately: Η στην λίμνη. I threw a small stone in the lake. Θ
παραλία είναι περίπου τριάντα μέτρα από το ξε- πετράδι (το) N [] precious stone: Αγόρα-
νοδοχείο μας. The beach is about thirty metres
from our hotel.
σε ένα δαχτυλίδι με ένα τεράστιο πετράδι. She Ι
bought a ring with a huge precious stone.
περίπτερο (το) N [] kiosk, news-stand,
stall: Το περίπτερο στην γωνία πουλάει τσιγά-
πετσέτα (η) N [] napkin, tissue: Καθάρισε Κ
το στόμα σου με την πετσέτα. Clean your mouth
ρα. The kiosk in the corner sells cigarettes.
περισσότερο ADV [] more: Προσπά-
with the napkin.
πετώ  πετάω
Λ
θησε περισσότερο. Θα τα καταφέρεις. Try
more/harder. You can do it.
πέφτω VB [] 1. fall: Έπεσα από τις σκάλες
και χτύπησα το γόνατό μου. I fell down the stairs
Μ
περισσότερος, περισσότερη, περισσότερο ADJ
[, , ] 1. more: Αν
and hurt my knee. 2. drop: Αύριο η θερμοκρασία
θα πέσει. The temperature will drop tomorrow.
Ν
είχα περισσότερο ελεύθερο χρόνο, θα έκανα μα-
θήματα κιθάρας. If I had more spare time, I would
EXP: Έπεσα στο κρεβάτι στις δέκα το βράδυ. I
went to bed at ten o’clock in the evening. Ξ
take guitar lessons. 2. most (when preceded by
Ο
πηγάδι (το) N [] well: Στον κήπο της γιαγιάς
article): Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι γιατροί. μου υπάρχει ένα παλιό πηγάδι. There is an old
Most of my friends are doctors. well in my grandmother’s garden.
περιττός, περιττή, περιττό ADJ [, , πηγαίνω  πάω Π
] redundant, superfluous, unnecessary: πηγή (η) N [] spring: Το νερό αυτής της πηγής
Δεν θα αγοράσω τίποτα περιττό, μόνο ό,τι είναι
απαραίτητο. I will not buy anything redundant,
είναι πάντα κρύο. The water from this spring is Ρ
always cold.
only what is necessary.
περνάω / περνώ VB [ / ] 1. pass by:
πηδάω / πηδώ VB [ / ] jump: Το καγκου- Σ
ρό μπορεί να πηδήξει σε απόσταση 13 μέτρων. A
Πέρασα από το σπίτι σου χτες, αλλά δεν ήσουν
εκεί. I passed by your house yesterday, but you
kangaroo can jump up to 13 metres.
πηδώ  πηδάω
Τ
Υ
weren’t there. 2. pass: Πέρασα τις εξετάσεις. I
passed the exams. 3. come in: Περάστε, πα- πια ADV [] any more, no more: Δεν σε αντέ-
ρακαλώ. Μην στέκεστε στην πόρτα. Come in, χω πια. I can’t bear you any more.
please. Don’t stand at the door. 4. have a (good/
bad/…) time: Δεν πέρασα καλά στο πάρτι της
πιάνο (το) N [] piano: Ο Κώστας παίζει πιά-
νο από 6 χρόνων. Costas has been playing the
Φ
Άννας. I didn’t have a good time at Anna’s party.
5. spend: Περάσαμε τις καλοκαιρινές μας δια-
piano since he was six years old.
πιάνω VB [] 1. touch: Έπιασα το μέτωπό
Χ
κοπές στην Μύκονο. We spent our summer holi-
days in Mykonos. EXP: 1. Ο καιρός περνάει.
του και κατάλαβα ότι είχε πυρετό. I touched his
forehead and realised that he had a fever. 2. Ψ
Time goes by. 2. Έχει περάσει καιρός από catch: Πιάσε την μπάλα! Catch the ball! EXP:
τότε. It’s been a long time since then. 1. Έπιασε βροχή/χιόνι/... It started to rain/ Ω
πιάτο 98 πλαστικός

snow/... 2. Τον έπιασα στα πράσα. I caught


A
που έχω δει ποτέ. Andreas is the most hand-
him red-handed. 3. Έπιασα σειρά στο τα- some man I have ever seen.
χυδρομείο και περίμενα μισή ώρα περίπου. πιπέρι (το) N [] pepper: Το αλάτι και το πι-
Β I queued up at the post-office and waited for
almost half an hour. 4. Το κινητό δεν πιάνει σε
πέρι νοστιμίζουν το φαγητό. Salt and pepper
add flavour to food.
Γ αυτή την περιοχή. The mobile has no signal in
this area.
πιπεριά (η) N [] pepper: Έχεις δοκιμάσει
ποτέ κόκκινες πιπεριές; Have you ever tasted
Δ πιάτο (το) N [] 1. plate: Υπάρχουν μόνο πέ-
ντε πιάτα στο τραπέζι. Φέρνεις άλλα δύο, σε πα-
red peppers?
πιρούνι (το) N [] fork: Αυτά τα πιρούνια εί-
Ε
ρακαλώ; There are only five plates on the table.
ναι ασημένια. These forks are silver.
Will you bring two more, please? 2. dish: Εκτός
από κρασί μάς πρόσφεραν και ένα πιάτο με διά- πισίνα (η) N [] swimming pool: Το ξενοδο-

Ζ φορα είδη τυριών. Apart from wine they offered


us a dish with various kinds of cheese. EXP: Πα-
χείο έχει και πισίνα. The hotel has a swimming
pool as well.

Η ραγγείλαμε ψάρια στα κάρβουνα για κύριο πιά-


το. We had grilled fish for the main course.
πιστεύω VB [] 1. believe: Μην τον πι-
στεύεις! Λέει συνέχεια ψέματα. Don’t believe

Θ πιγκ-πογκ (το) N [] or [ ]


ping-pong, table tennis: Έχεις παίξει ποτέ
him! He lies all the time. 2. think: Πες μου, εσύ
τι πιστεύεις γι’ αυτό; Tell me, what do you think
about this?
Ι
πιγκ-πογκ; Have you ever played ping-pong?
πιθανός, πιθανή, πιθανό ADJ [, , πιστωτικός, πιστωτική, πιστωτικό ADJ
[, , ] credit: Θα πλη-
Κ
] possible, likely: Θα σκεφτούμε όλες τις
πιθανές λύσεις. We shall think of all the possible ρώσετε με μετρητά ή με πιστωτική κάρτα; Will
solutions. you pay cash or by credit card?
Λ πικ νικ / πικνίκ (το) N [] picnic: Οργανώ- πίσω ADV [] 1. back: Χτες στο σινεμά καθό-
νουμε ένα πικ νικ στην εξοχή την επόμενη Κυρι- μουν πίσω και δεν έβλεπα καλά. Yesterday at
Μ ακή. Θα έρθεις; We’re organising a picnic in the
countryside next Sunday. WIll you come?
the cinema I was sitting at the back and couldn’t
see well. 2. behind: Πίσω από το σχολείο

Ν πικάντικος, πικάντικη, πικάντικο ADJ


[, , ] spicy:
υπάρχουν αθλητικές εγκαταστάσεις. Behind the
school there are sports facilities. 3. back: Θα

Ξ Δεν μου αρέσει η ανατολίτικη κουζίνα, γιατί είναι


πολύ πικάντικη. I don’t like eastern cuisine be-
γυρίσω πίσω σε δυο ώρες. I’ll be back in two
hours.

Ο cause it is very spicy.


πιλοτάρω VB [] pilot: Ο Αντώνης πιλοτά-
πίτα (η) N [] pie: Η γιαγιά μου κάνει πολύ νό-
στιμες πίτες. My grandmother makes very deli-
cious pies.
Π ρει αεροπλάνα από τα 18 του. Antonis has been
flying aeroplanes since he was 18. πίτσα (η) N [] pizza: Η πίτσα είναι ιταλικό φα-
γητό. Pizza is an Italian food.
Ρ πιλότος (ο/η) N [] pilot: Ο πιλότος ανακοί-
νωσε ότι πετάμε στα 14.000 πόδια. The pilot an- πιτσαρία (η) N [] pizzeria: Θα παραγγεί-
nounced that we are flying at 14.000 feet. λουμε πίτσα. Έχεις το τηλέφωνο της πιτσαρίας;
Σ πίνακας (ο) N [] 1. table: Μπορείς να βρεις We’ll order pizza. Do you have the phone num-
ber of this pizzeria?
το όνομά μου σ’ αυτόν τον πίνακα; Can you find
Τ my name on this table? 2. painting: Θέλω να
αγοράσω έναν πίνακα για το σαλόνι μου. I want
πλαγιά (η) Ν [] slope: Η πλαγιά του βουνού
ήταν καταπράσινη. The mountain slope was a

Υ to buy a painting for my living room.


πινακίδα (η) Ν [] sign: Τι δείχνει εκείνη η
lush green.
πλάι ADV [pli] beside, next to: Ο άντρας που

Φ πινακίδα; What does that sign show?


πίνω VB [] drink: Πάντα πίνει ένα ποτηράκι
καθόταν πλάι μου ήταν ο μπαμπάς μου. The
man sitting next to me was my dad.

Χ κρασί με το φαγητό του. He always has a glass


of wine with his meal.
πλάκα (η) N [] fun, joke: Ήταν μόνο μια πλά-
κα. Μην θυμώνεις. It was only a joke. Don’t be

Ψ πιο ADV [] 1. more: Ο Ανδρέας είναι πιο όμορ- angry. EXP: 1. Έχει πλάκα. It’s funny. 2. Δεν
φος από τον Κώστα. Andreas is more handsome το εννοεί. Κάνει πλάκα. He doesn’t mean it. He
is joking.
Ω
than Costas. 2. most (when preceded by ar-
ticle): Ο Ανδρέας είναι ο πιο όμορφος άνδρας πλαστικός, πλαστική, πλαστικό ADJ [,
πλατεία 99 ποιητής

Α
, ] plastic: Κρατούσε μια πλα- υπολογιστές και αποφάσισε να σπουδάσει πλη-
στική σακούλα. She was holding a plastic bag. ροφορική. He is very good at computers so he
πλατεία (η) N [] square: Σταματήσαμε στην decided to study computer science.
κεντρική πλατεία του χωριού για καφέ. We πληρωμή (η) N [] payment: Η πληρωμή Β
stopped in the main square of the village for a θα καθυστερήσει αυτό τον μήνα. Payment will be
cup of coffee. delayed this month. EXP: Μπορείτε να ζητήσετε
την αυτόματη πληρωμή των δόσεων από τον
Γ
πλάτη (η) N [] back: Με πονάει η πλάτη μου.
My back hurts. λογαριασμό σας. You may ask for automatic in-
stalments coverage from your account. Δ
πλατύς, πλατιά, πλατύ ADJ [, , ]
wide, broad: Ο δρόμος στο σημείο αυτό είναι
πλατύς, αλλά στενεύει παρακάτω. The street
πληρώνω VB [] pay: Πόσο πλήρωσες
γι’ αυτό το καπέλο; How much did you pay for Ε
this hat?
is wide at this point but it gets narrow further
down. πλοίο (το) N [] boat, ship: Μου αρέσει να ταξι- Ζ
δεύω με πλοίο. I like travelling by boat.
πλέκω VB [] knit: Η γιαγιά μου μου έπλεξε
ένα ζευγάρι γάντια. My grandmother has knitted πλούσιος, πλούσια, πλούσιο ADJ [, Η
a pair of gloves for me. , ] rich, wealthy: Ο Πέτρος κατάγε-
πλένω VB [] wash: Ο Αντώνης πλένει το
ται από πλούσια οικογένεια. Peter comes from
a rich family.
Θ
αυτοκίνητό του κάθε Σάββατο. Anthony washes
his car every Saturday. || Κάθε πρωί μόλις ξυ- πλουσιότερος, πλουσιότερη, πλουσιότερο
ADJ [, , ] 1. rich-
Ι
πνήσω, πλένομαι. I wash every morning as
soon as I get up. er: Ο Παναγιώτης είναι πλουσιότερος από τον
Γρηγόρη. Panagiotis is richer than Grigoris. 2.
Κ
πλευρά (η) N [] side: Ποτέ δεν έχω πάει σ’
αυτή την πλευρά του νησιού. I’ve never been to
this side of the island.
richest (when preceded by article): Είναι ο
πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο. He is Λ
the richest man in the world.
πλέω VB [] sail: Η βαρκούλα έπλεε στην λί-
μνη. The boat was sailing on the lake.
πλυντήριο (το) N [] washing machine: Μ
Βάλε τα ρούχα στο πλυντήριο, σε παρακαλώ.
πληγή (η) N [] wound, injury, cut: Βάλε ιώ-
διο στην πληγή σου, για να μην μολυνθεί. Put
Put the clothes in the washing machine, please. Ν
EXP: Βάλε τα ποτήρια στο πλυντήριο πιάτων.
some iodine on your wound so that it doesn’t
get infected.
Put the glasses in the dishwasher.
πνευμονία (η) N [] pneumonia: Βγάλε
Ξ
πληγώνω VB [] hurt: Τα λόγια σου με
πλήγωσαν πολύ. Your words really hurt me.
τα βρεγμένα ρούχα, γιατί θα πάθεις πνευμονία.
Take off those wet clothes or you’ll catch pneu-
Ο
πληκτρολόγιο (το) N [] keyboard:
Πάτησε τα βελάκια στο πληκτρολόγιο, για να
monia.
ποδήλατο (το) N [] bicycle: Ο πατέρας
Π
μετακινήσεις τον δρομέα. Press the arrow but-
Ρ
μου μου αγόρασε ένα καινούριο ποδήλατο. My
tons on the keyboard to move the cursor. father has bought me a new bicycle. EXP: Μου
πληκτρολογώ VB [] type: Πληκτρο- αρέσει να κάνω ποδήλατο στην εξοχή. I like
λογήστε το όνομά σας και πατήστε το κουμπί cycling in the countryside. Σ
“Επόμενο”. Type in your name and click on the πόδι (το) N [] foot: Χτύπησα το πόδι μου παί-
“Next” button. ζοντας ποδόσφαιρο. I hurt my foot playing foot-
ball. EXP: Πάντα πηγαίνω στην δουλειά με τα
Τ
πλήρης, πλήρης, πλήρες ADJ [, ,
] full: Το λεωφορείο είναι πλήρες. Δεν
υπάρχουν άλλες ελεύθερες θέσεις. The bus is
πόδια. I always go to work on foot.
ποδόσφαιρο (το) N [] football: Θα
Υ
full. There are no more seats.
πληροφορία (η) N [] information: Οι
παίξουμε ποδόσφαιρο την Κυριακή. Θα έρ-
θεις; We’re playing football on Sunday. Will you
Φ
Χ
πληροφορίες σχετικά με την ληστεία στην τρά- come?
πεζα είναι ακόμη ανεπιβεβαίωτες. The informa- ποίημα (το) N [] poem: Μου αρέσει να δια-
tion concerning the bank robbery is still uncon- βάζω ποιήματα της Ρομαντικής Περιόδου. I like
firmed. reading poems of the Romantic Period. Ψ
πληροφορική (η) N [] computer sci- ποιητής (ο) N [] poet: Αυτός ο ποιητής έζη-
ence, informatics: Είναι πολύ καλός στους σε τον 18ο αιώνα. This poet lived in the 18th Ω
ποικιλία 100 Πορτογαλίδα

century.
A
πολυκατοικία (η) N [] block of flats:
ποικιλία (η) N [] variety: Σε αυτό το κατά- Η πολυκατοικία που μένω έχει δέκα ορόφους.
στημα υπάρχει μεγάλη ποικιλία ρούχων. There The block of flats where I live has ten floors.
Β is a great variety of clothes in this shop. πολύς, πολλή, πολύ ADJ [, , ] 1. much
ποιος, ποια, ποιο PRON [, , ] who, (singular): Ο καφές μου δεν έχει πολλή ζάχαρη.
Γ which: Ποιος είναι αυτός με το μουστάκι; There isn’t much sugar in my coffee. 2. many (plu-
ral): Έβγαλα πολλές φωτογραφίες στις διακοπές
Who’s that man with the moustache? || Ποιο
Δ είναι το αυτοκίνητο του Αντώνη; Which is An-
thony’s car?
μου. I took many photographs during my holidays.
πολυτέλεια (η) N [] luxury: Μείναμε έκ-

Ε ποιότητα (η) N [] quality: Τα προϊόντα μας


είναι πάντα άριστης ποιότητας. Our products
θαμβοι από την πολυτέλεια του σπιτιού του. We
were stunned by the luxury in his house.

Ζ are always of excellent quality.


πολεμάω / πολεμώ VB [ / ] make
πολυτελής, πολυτελής, πολυτελές ADJ
[, , ] luxurious: Το σπί-
τι τους είναι πολυτελές. Έχει πισίνα και γήπεδο
Η war, fight: Ο παππούς μου πολέμησε στον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. My grandfather τένις. Their house is luxurious. It has a swim-
fought in the Second World War. ming pool and a tennis court.
Θ πόλεμος (ο) N [] war: Όταν τελείωσε ο Πολυτεχνείο (το) Ν [] Polytechnic
πόλεμος, οι δύο χώρες ήταν σε πλήρη απο- School: Ο αδερφός μου σπουδάζει αρχιτεκτονι-
Ι διοργάνωση. When the war was over the two κή στο Πολυτεχνείο. My brother studies archi-
tecture at the Polytechnic School.
countries had been completely disrupted.
Κ πολεμώ  πολεμάω πονάω / πονώ VB [ / ] hurt: Με πονά-
ει το χέρι μου. My arm hurts.
πόλη (η) N [] city, town: Η πόλη που μένω
Λ είναι κοντά σε θάλασσα. The town where I live πονηρός, πονηρή, πονηρό ADJ [, ,
] cunning, sly: Είναι πολύ πονηρή γυ-
is near the sea.
Μ πολιτικός (ο/η) N [] politician: Ξεκίνησε
ναίκα. She is a very cunning woman.
πονηρούλης, πονηρούλα, πονηρούλικο ADJ
την καριέρα του ως δικηγόρος και στην συνέχεια
Ν έγινε πολιτικός. He started his career as a law-
yer and then he became a politician.
(diminutive) [, , ]
smart: Πονηρούλη! Προσπαθείς να με ξεγελά-

Ξ πολιτικός, πολιτική, πολιτικό ADJ [,


, ] civil: Έκαναν πολιτικό γάμο.
σεις! Smart guy! You are trying to fool me.
πονοκέφαλος (ο) Ν [] headache:

Ο They had a civil wedding. Έχεις μια ασπιρίνη; Έχω έναν τρομερό πονοκέ-
φαλο. Do you have an aspirin? I have a terrible
πολιτισμός (ο) N [] civilisation, cul-
headache.
Π ture: Ο πολιτισμός της Αρχαίας Ελλάδας επη-
ρέασε τον δυτικό πολιτισμό. The Ancient Greek πόνος (o) Ν [] pain: Αισθάνομαι έναν πόνο
στο στομάχι μου. I have a pain in my stomach.
Ρ
civilisation influenced western civilisation.
πόλος (ο) N [] pole: Οι πιγκουίνοι ζουν στον ποντίκι (το) Ν [] 1. mouse: Όταν είδε το
ποντίκι, άρχισε να φωνάζει. When she saw the
Σ
Νότιο Πόλο. Penguins live in the South Pole.
mouse, she started screaming. 2. mouse: Πάτη-
πολύ ADV [] 1. very: Οδηγεί πολύ προσεκτι-
σε το αριστερό πλήκτρο του ποντικιού. Click the
Τ
κά. She drives very carefully. 2. long: Η σύσκε-
left mouse button. EXP: Όταν λείπει η γάτα, χο-
ψη δεν κράτησε πολύ. The meeting did not last
ρεύουν τα ποντίκια. When the cat’s away, the
long. 3. much: Ο άντρας της είναι πολύ νεότε-
Υ ρος από την ίδια. Her husband is much younger
than she is.
mice will play.
πονώ  πονάω

Φ πολυθρόνα (η) N [] armchair: Οι γονείς


μου μου έκαναν δώρο μια δερμάτινη πολυθρό-
πόρτα (η) N [] door, entrance: Κλείνεις την
πόρτα, σε παρακαλώ; Can you close the door,

Χ να για το γραφείο μου. My parents bought me a


leather armchair for my office.
please?
Πορτογαλία (η) N [] Portugal: Η πρω-

Ψ πολυκατάστημα (το) Ν [] depart- τεύουσα της Πορτογαλίας είναι η Λισαβόνα.


ment store: Αγόρασα την τηλεόρασή μου από The capital of Portugal is Lisbon.

Ω
ένα πολυκατάστημα. I bought my TV set from Πορτογαλίδα (η) N [] Portuguese: Η
a department store. ξαδέρφη της γυναίκας μου είναι Πορτογαλίδα.
Πορτογαλικά 101 πράγματι

Α
My wife’s cousin is Portuguese. ποταμός (ο) Ν [] river: Ο ποταμός Νείλος
Πορτογαλικά (τα) Ν [] Portuguese: Η βρίσκεται στην Αίγυπτο. River Nile is in Egypt.
Μαρία είναι καθηγήτρια Πορτογαλικών. Maria ποτέ ADV [] 1. never: Ποτέ δεν έχω δει κρο-
is a Portuguese teacher. κόδειλο. I have never seen a crocodile. 2. ever: Β
Πορτογάλος (ο) Ν [] Portuguese: Ο Έχεις πάει ποτέ στο Λονδίνο; Have you ever
ξάδελφος της γυναίκας μου είναι Πορτογάλος.
My wife’s cousin is Portuguese.
been to London?
πότε ADV [] when: Πότε θα πάτε διακοπές,
Γ
πορτοκαλαδίτσα (η) N (diminutive) []
orange juice: Θα πιείτε μια πορτοκαλαδίτσα;
τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο; When are you going
on vacation, in July or August?
Δ
Will you have an orange juice?
πορτοκαλής, πορτοκαλιά, πορτοκαλί ADJ
ποτηράκι (το) Ν (diminutive) [] glass:
-Θα πιείτε κάτι; -Μόνο ένα ποτηράκι νερό,
Ε
Ζ
[, , ] orange: Η ευχαριστώ. -Anything to drink? -Just a glass of
θεία Μαίρη τυλίγει πάντα τα δώρα της με πορ- water, thank you.
ποτήρι (το) Ν [] glass: Έσπασα κατά λάθος
Η
τοκαλί χαρτί. Aunt Mary always wraps her pres-
ents in orange paper. ένα ποτήρι. I broke a glass by accident.
πορτοκαλί (το) Ν [] orange: Το πορτο- ποτίζω VB [] water: Πότισες χτες τα φυτά;
καλί είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Orange is Did you water the plants yesterday? Θ
my favourite colour. ποτό (το) Ν [] drink: Το βράδυ θα πάμε για
πορτοκάλι (το) Ν [] orange: Το πορτο- ένα ποτό στο μπαρ. Tonight we’re going to the
pub for a drink.
Ι
κάλι είναι το αγαπημένο μου φρούτο. Orange is
my favourite fruit. πού ADV [] where: Νίκη, πού είσαι; Δεν σε βλέ-
πω! Niki, where are you? I can’t see you!
Κ
πορτοκαλιά (η) N [] orange tree: Η
αυλή τους είναι γεμάτη πορτοκαλιές. Their yard
is full of orange trees.
που (1) PRON [] that: Ο αριθμός που καλείτε
είναι κατειλημμένος. The number that you are
Λ
πορτούλα (η) N (diminutive) [] door: Μια
πορτούλα οδηγεί στον κήπο. A little door leads
calling is busy.
που (2) CONJ [] because: Στενοχωρήθηκα
Μ
to the garden.
πορτοφόλι (το) Ν [] wallet, purse: Είχα εί-
που δεν μου τηλεφώνησε. I am upset because
he didn’t call me.
Ν
Ξ
κοσι ευρώ και μια πιστωτική κάρτα μέσα στο πορ- πουθενά ADV [] anywhere, nowhere: Δεν
τοφόλι που μου έκλεψαν. I had twenty euros and μπορώ να βρω πουθενά το βιβλίο μου. I can’t
a credit card in the wallet that was stolen. find my book anywhere.
ποσό (το) Ν [] amount: Για την επισκευή του πουκάμισο (το) Ν [] shirt: Μου αρέ- Ο
σπιτιού θα χρειαστούμε ένα μεγάλο ποσό χρη- σουν τα πολύχρωμα πουκάμισα. I like colourful
μάτων. We’ll need a great amount of money to
repair the house.
shirts. Π
πουλάω / πουλώ VB [ / ] sell: Θέλω
πόσο ADV [] 1. how (adverb used to ask for
size, quantity, duration etc.): Πόσο κάνει αυτό
να πουλήσω το αυτοκίνητό μου. I want to sell
my car.
Ρ
το παντελόνι, παρακαλώ; How much do these
trousers cost, please? || Πόσο μακριά είναι ο
πουλί (το) Ν [] bird: Ο αετός είναι ο βασιλιάς
των πουλιών. The eagle is the king of birds.
Σ
Τ
σταθμός; How far is it to the station? || Πόσο και-
πουλόβερ (το) Ν [] sweater, jumper, jer-
ρό έμεινες στο Παρίσι; How long did you stay in
sey, pullover: Το πουλόβερ που φοράω είναι
Paris? 2. so (much) (as an exclamation to ex-
press emphasis): Πόσο παράξενο είναι! It is so
strange! || Πόσο σ’ αγαπώ! I love you so much!
του πατέρα μου. The pullover I’m wearing is my
father’s. Υ
πόσος, πόση, πόσο PRON [, , ]
1. how much (singular): Πόση ζάχαρη θέλεις
πουλώ  πουλάω
Πράγα (η) N [] Prague: Έχεις πάει ποτέ στην
Φ
Χ
στον καφέ σου; How much sugar do you want Πράγα; Have you ever been to Prague?
in your coffee? 2. how many (plural): Πόσος πράγμα (το) N [] thing: Τα πράγματα θα βελ-

Ψ
κόσμος ήταν χθες στο πάρτι; How many people τιωθούν για σένα. Things will get better for you.
were there at the party yesterday? πράγματι ADV [] indeed: -Σήμερα κάνει
ποτάμι (το) Ν [] river: Διασχίσαμε το ποτάμι πολλή ζέστη. -Πράγματι. -It’s very hot today. -In-
με μία βάρκα. We crossed the river on a boat. deed. Ω
πραγματικά 102 προέλευση

πραγματικά ADV [] really: Αν πραγμα- and so much hard work I deserve a promotion.
A τικά θέλεις να με βοηθήσεις, μην ανακατεύεσαι. If προβάλλω VB [] show: Αυτό το κανάλι
you really want to help me, stay out of this. προβάλλει πάντα παλιές ταινίες. This channel
Β πραγματικότητα (η) N [] reality: always shows old films.
Πρέπει να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα. προβλέπω VB [] foresee, expect: Οι
Γ You have to face reality. EXP: Θα προσπαθήσω
πολύ για να κάνω το όνειρό μου πραγματικότη-
μετεωρολόγοι προβλέπουν βροχή το σαββατο-
κύριακο. Meteorologists expect rain during the
Δ τα. I’ll try hard to make my dream come true.
πραγματοποιώ VB [] make some-
weekend.
πρόβλημα (το) N [] problem: Για κάθε

Ε thing come true: Είμαι στην διάθεσή σας, για να


πραγματοποιήσω κάθε επιθυμία σας. I am at
πρόβλημα υπάρχει μια λύση! There’s a solution
to every problem!
your disposal to make all your wishes come true.
Ζ πρακτορείο (το) Ν [] agency: Η Μαρία
προβληματικός, προβληματική, προβληματικό
ADJ [, , ]
δουλεύει σε ένα πρακτορείο. Maria works in an
Η
problematic: Η συμπεριφορά σου είναι προ-
agency. EXP: Κλείσαμε τα δωμάτιά μας μέσω βληματική. Your behaviour is problematic.
ενός ταξιδιωτικού πρακτορείου. We booked

Θ
προβολή (η) N [] screening (of a film):
our rooms through a travel agency.
Ο σκηνοθέτης και οι πρωταγωνιστές ήταν πα-
πράσινο (το) Ν [] 1. green: Το πράσινο
ρόντες στην πρώτη προβολή της ταινίας. The
Ι είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Green is my fa-
vourite colour. 2. grass, vegetation: Μην πατά-
director and the leading actors were present at
the first screening of the film.
Κ τε το πράσινο. Don’t step on the grass.
πράσινος, πράσινη, πράσινο ADJ [,
πρόγονος (ο/η) N [] ancestor: Περηφα-
νεύεται ότι ο λόρδος Βύρωνας είναι πρόγονός
Λ
, ] green: Οι κάμποι την άνοιξη
του. He takes pride in Lord Byron being his an-
γίνονται πράσινοι. The fields become green in
cestor.
spring.
Μ πράσο (το) N [] leek: Έκανα μια νόστιμη
πρόγραμμα (το) N [] 1. programme:
Έχει ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα απόψε στην
πίτα με πράσα. I made a delicious leek-pie.
Ν EXP: Τον έπιασα στα πράσα. I caught him
red-handed.
τηλεόραση για τους πλανήτες. There’s an inter-
esting programme about the planets on TV to-
night. 2. schedule: Στην δουλειά, το πρόγραμ-
Ξ πρεμιέρα (η) N [] opening night, pre-
miere: Στην πρεμιέρα της παράστασης ήταν
μά μου είναι πιεσμένο. My schedule is really
tight at work. 3. computer programme: Για να
Ο πολύς κόσμος. There were a lot of people at the
opening of the show.
τερματίσετε το πρόγραμμα, πατήστε το κουμπί
«Έξοδος». To stop the programme click on the

Π πρέπει VB [] must, have to: Πρέπει να


δουλέψεις σκληρά, για να πετύχεις. You have to
“Exit” button.
προγραμματισμός (το) N [] pro-

Ρ
work hard in order to succeed. gramming, planning: Θα κάνουμε μια συνάντη-
πρίζα (η) N [] socket: Δεν μπορώ να σιδε- ση για τον ετήσιο προγραμματισμό των δρα-

Σ
ρώσω. Δεν υπάρχει καμία πρίζα σε αυτό το δω- στηριοτήτων μας. We’ll have a meeting about
μάτιο. I can’t do the ironing. There is no socket the annual planning of our activities. EXP: Η
in this room. Pascal είναι μία από τις πρώτες γλώσσες προ-
Τ πριν (1) ADV [] earlier, before: Δεν άκουσα γραμματισμού. Pascal is one of the first (com-
puter) programming languages.
τι μου είπατε πριν. I didn’t hear what you said
Υ to me earlier.
πριν (2) CONJ [] before: Με πήρε τηλέφωνο,
πρόεδρος (ο/η) N [] president, chair-
person: Ο πρόεδρος της εταιρείας παραιτήθη-

Φ λίγο πριν φύγω. He called me just before I left.


πριν (3) PREP [] ago: Πήγα για πρώτη φορά
κε. The president of the company has resigned.
προειδοποιώ VB [] warn: Εγώ σε είχα

Χ στο εξωτερικό πριν από δέκα χρόνια. I first went


abroad ten years ago.
προειδοποιήσει ότι δεν πρέπει να την εμπι-
στεύεσαι. I had warned you that you shouldn’t

Ψ προαγωγή (η) N [] promotion: Πιστεύω trust her.


ότι μετά από τόσα χρόνια στην εταιρεία και τόση προέλευση (η) N [] origin: Δεν γνωρίζω

Ω
σκληρή δουλειά μού αξίζει μια προαγωγή. I be- την προέλευση αυτού του προϊόντος. I don’t
lieve that after so many years in the company know the origin of this product.
προηγούμενος 103 προσφέρω

Α
προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο προς το κέντρο της πόλης. Follow the signs to
ADJ [, , ] the centre of the city.
last, previous: Την προηγούμενη εβδομάδα προσβολή (η) N [] offence, insult: Δεν
αγόρασα έναν υπολογιστή. I bought a computer
last week.
θα ανεχτώ αυτή την προσβολή. I will not toler- Β
ate this insult.
προϊόν (το) N [] product, goods: Το κυριότε-
ρο γεωργικό προϊόν του νησιού είναι η ελιά. The
προσεκτικά ADV [] carefully: Μετά Γ
το ατύχημα οδηγεί πάντοτε πολύ προσεκτικά.
main agricultural product of the island is olives.
προϊστάμενος (o) N [] head, supe-
Since the accident he has been driving very
carefully.
Δ
rior: Ο προϊστάμενος του τμήματος μάς κάλεσε
σε σύσκεψη. The head of the department called
προσεκτικός, προσεκτική, προσεκτικό ADJ
[, , ] careful:
Ε
us to a meeting.
προκαλώ VB [] 1. cause, provoke: Το κά-
Πρέπει είσαι πολύ προσεκτικός, όταν οδηγείς.
You have to be very careful when you drive. Ζ
πνισμα προκαλεί σοβαρές ασθένειες. Smoking
causes serious diseases. 2. challenge: Σε προ-
καλώ να αποδείξεις ότι μπορείς να το κάνεις. I
προσέχω VB [] 1. be careful: Πρέπει να
προσέχεις, όταν οδηγείς. You have to be care- Η
ful when you drive. 2. take care: Η μαμά μού ζή-
challenge you to prove that you can do it.
προκαταβολή (η) N [] payment in ad-
τησε να προσέχω τον αδερφό μου, όσο θα λεί- Θ
πει. Mοm asked me to take care of my brother
vance: Για να παραγγείλετε τα έπιπλα, πρέπει
να δώσετε προκαταβολή 500 ευρώ. To order
while she is away. 3. pay attention: Προσέχεις
καθόλου αυτά που σου λέω; Are you paying any
Ι
the furniture you have to pay 500 euros in ad-
vance.
attention to what I’m saying?
προσθέτω VB [] add: Λιώστε το σκόρδο
Κ
προλαβαίνω VB [] 1. catch (up): Ξύ-
πνησα αργά σήμερα και έπρεπε να τρέξω για να
και μετά προσθέστε λίγο λάδι. Pound the garlic
and then add some oil.
Λ
προλάβω το λεωφορείο. I woke up late today
and I had to run to catch the bus. 2. have time:
προσκαλώ VB [] invite: Σας προσκάλε-
σε η Άννα στο πάρτι της; Did Anna invite you to
Μ
Προλαβαίνεις να πιεις έναν καφέ μαζί μου; Do
you have some time to have a coffee with me?
her party?
πρόσκληση (η) N [] invitation: Πήραμε
Ν
προμήθεια (η) N [] commission: Η τρά-
Ξ
μια πρόσκληση για τον γάμο της Άννας. We re-
πεζα παίρνει προμήθεια για την ανταλλαγή συ-
ceived an invitation to Anna’s wedding.
ναλλάγματος. The bank takes a commission for

Ο
currency exchange. προσλαμβάνω VB [] hire: Η εται-
ρεία μας θα προσλάβει δύο νέους πωλητές.
προνόμιο (το) N [] privilege, preroga-
Our company will hire two new salesmen.
tive: Λόγω της θέσης του στην εταιρεία έχει το
προνόμιο να επιλέγει τους συνεργάτες του. Be- προσοχή (η) N [] attention: Τα έντονα Π
cause of to his position in the company he has χρώματα τράβηξαν την προσοχή του. The vivid
the prerogative to choose his associates. colours attracted his attention. Ρ
προξενώ VB [] cause: Η καταιγίδα προ- προσπάθεια (η) N [] effort: Η προσπά-
ξένησε μεγάλη καταστροφή στις καλλιέργειες.
The storm caused huge damage to the crops.
θεια αυτών των επιστημόνων είναι αξιοθαύμα-
στη. The effort of these scientists is admirable.
Σ
προοδεύω VB [] progress: Οι γονείς
χαίρονται, όταν τα παιδιά τους προοδεύουν στις
προσπαθώ VB [] try: Δεν πειράζει που
απέτυχες στις εξετάσεις. Μπορείς να προσπα-
Τ
σπουδές τους. Parents are happy when their
children progress with their studies.
θήσεις ξανά. It doesn’t matter that you failed the
exams. You can try again. Υ
πρόπερσι ADV [] two years ago, the
year before last year: Τελείωσα το σχολείο
προστασία (η) N [] protection: Ο δά-
σκαλος μάς μίλησε για την προστασία από τους Φ
Χ
πρόπερσι. I finished school two years ago. σεισμούς. The teacher told us about protection
προπωλώ VB [] sell/book in advance: against earthquakes.
Όλα τα εισιτήρια για την συναυλία έχουν προ- πρόσφατα ADV [] recently: Δεν έχω δει τον
πωληθεί. All the tickets for the concert have Γιάννη πρόσφατα. I haven’t seen John recently. Ψ
been sold in advance. προσφέρω VB [] offer: Να σας προσφέ-
προς PREP [] to: Ακολούθησε τις πινακίδες ρω ένα ποτό; Can I offer you a drink? Ω
προσφορά 104 πύλη

προσφορά (η) N [] offer: Αυτή η προ- προχωρημένος, προχωρημένη, προχωρη-


A σφορά ισχύει για τρεις μέρες. This offer is valid μένο PART [, ,
for three days. ] advanced: Φέτος είμαι στην τάξη
Β προσωπάκι (το) N (diminutive) [] face: των Αγγλικών για προχωρημένους. I am in the
advanced English class this year.
Έχει πολύ γλυκό προσωπάκι. She has a very
Γ cute face. προχωρώ  προχωράω
προσωπικός, προσωπική, προσωπικό ADJ πρόωρα ADV [] prematurely, early: Τα
Δ [, , ] personal:
Έμαθα από προσωπική εμπειρία ότι η ζωή εί-
δέντρα φέτος άνθισαν πρόωρα. The trees
bloomed early this year.

Ε ναι άδικη κάποιες φορές. I have learned from my


own personal experience that life is sometimes
πρώην, πρώην, πρώην ADJ [, , ]
ex-, former: Τα παιδιά μου ζουν με την πρώην

Ζ
unfair. σύζυγό μου. My children live with my ex-wife.
πρόσωπο (το) N [] face: Ο Γιώργος έχει πρωί (το) N [] morning: Το πρωί, όταν ξυ-

Η
ένα σημάδι στο πρόσωπό του. George has a πνάω, κάνω γυμναστική. When I wake up in the
mark on his face. morning I exercise.

Θ
πρόταση (η) N [] 1. proposal: Σκέφτομαι πρωινό (το) N [] 1. morning: Θυμάμαι ένα
να δεχτώ την πρότασή του. I think I’ll accept his πρωινό στην Σαντορίνη. I remember one morn-
proposal. 2. suggestion: Οι προτάσεις του για ing in Santorini. 2. breakfast: Για πρωινό θέλω
Ι την ανάπτυξη της εταιρείας ήταν ενδιαφέρου-
σες. His suggestions for the development of the
μόνο λίγο γάλα. I only want some milk for break-
fast.
Κ company were interesting.
προτείνω VB [] suggest: -Τι να πάρουμε;
πρώτα ADV [] first, firstly: Πρώτα θα πάω
για ψώνια και μετά θα μαγειρέψω. I’ll go shop-
Λ -Σας προτείνω τα μύδια σαγανάκι. Είναι πολύ
νόστιμα! -What shall we order? -I suggest fried
ping first and then I’ll cook.
πρωταγωνιστώ VB [] play the lead-
Μ mussels. They are delicious!
προτεραιότητα (η) N [] priority: Αυτή
ing role: Στην ταινία πρωταγωνιστεί η Μέριλ
Στριπ. Meryl Streep plays the leading role in the

Ν την περίοδο της ζωής μου δίνω προτεραιότητα


στην δουλειά μου. At this period of my life, my
film.
πρωτεύουσα (η) N [] capital: Η Αθήνα

Ξ
job takes priority. είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας. Athens is the
προτιμάω / προτιμώ VB [ / ] capital of Greece.

Ο
prefer: Προτίμησε να πάρει ταξί παρά να περι- πρώτος, πρώτη, πρώτο NUM [, ,
μένει το λεωφορείο. He preferred to take a taxi ] first: Ο Νίκος κέρδισε το πρώτο βραβείο
than wait for the bus. στον διαγωνισμό. Nikos won the first prize in the
Π προτιμώ  προτιμάω contest.
πτηνό (το) Ν [] bird: Πόσα είδη πτηνών ζουν
Ρ
προϋπηρεσία (η) N [] previous ser-
vice: Έχω πέντε χρόνια προϋπηρεσία στις στο νησί; How many bird species live on the is-
δημόσιες σχέσεις. I have five years of previous land?
Σ service in public relations. πτήση (η) N [] flight: Η πτήση 762 από Λον-
προφορά (η) N [] pronunciation: Η δίνο φτάνει σε είκοσι λεπτά. Flight 762 from Lon-
Τ προφορά είναι σημαντική, όταν μαθαίνεις μια
ξένη γλώσσα. Pronunciation is important when
don arrives in twenty minutes.
πτυχίο (το) N [] degree: Θα κάνω πάρτι,
Υ learning a foreign language.
προχθές / προχτές ADV [ / ] the
όταν πάρω το πτυχίο μου. I’ll have a party when
I get my degree.

Φ day before yesterday: Πήγαμε στο θέατρο


προχθές. We went to the theatre the day before
πτώμα (το) N [] corpse: Έχεις δει ποτέ σου
πτώμα; Have you ever seen a corpse?

Χ
yesterday. πτώση (η) N [] drop: Αύριο περιμένουμε
προχτές  προχθές πτώση της θερμοκρασίας και βροχές. A drop in

Ψ προχωράω / προχωρώ VB [ / ] temperature and rain are expected tomorrow.
walk: Προχωρούσε αργά κοιτάζοντας τις βιτρί- πύλη (η) N [] gate: Μας σταμάτησε ένας φρου-

Ω
νες. She was walking along slowly looking at the ρός στην πύλη της εισόδου. A guard stopped us
shop-windows. at the entrance gate.
πύργος 105 πώς

Α
πύργος (ο) N [] tower: Η περιοχή ήταν οχυ- as a salesman in a pharmaceutical company.
ρωμένη με πολλούς πύργους στον Μεσαίωνα. πωλήτρια (η) N [] 1. shop assistant: Η
The area was fortified with many towers during Δανάη εργάζεται ως πωλήτρια σε ένα κατάστη-
the Middle Ages. μα ρούχων. Danae works as a shop assistant Β
πυρετός (ο) N [] fever: Δεν αισθάνομαι in a clothes shop. 2. saleswoman: Η Μαρίνα
καλά. Νομίζω πως έχω πυρετό. I’m not feeling
well. I think I have a fever.
δουλεύει ως πωλήτρια σε μια φαρμακευτική
εταιρεία. Marina works as a saleswoman in a
Γ
πυροβολώ VB [] shoot: Ο αστυνομικός
πυροβόλησε τον ληστή. The policeman shot
pharmaceutical company.
πωλώ VB [] sell (formal, mainly in passive
Δ
the robber.
πυροσβεστική (η) N [] fire brigade: Εί-
voice): Το σπίτι πωλήθηκε την προηγούμενη
βδομάδα. The house was sold last week. EXP: Ε
Πωλείται διαμέρισμα. Apartment for sale.
Ζ
δαμε καπνό στο δάσος και καλέσαμε αμέσως την
πυροσβεστική. We saw smoke in the wood and πωπώ EXCL [] Good heavens!, oh!:
immediately called the fire brigade. Πωπώ! Κοίτα αυτόν τον τεράστιο παπαγάλο!
πώληση (η) N [] sale: Η εταιρεία αύξησε τις Good heavens! Look at this huge parrot! Η
πωλήσεις τον προηγούμενο χρόνο. The com- πως CONJ [] that: Ο Αλέξης λέει πως δεν τον
pany increased sales last year. ενδιαφέρει το θέμα. Alexis says that he is not in-
terested in the subject.
Θ
πωλητής (o) Ν [] 1. shop assistant: Ο Άρης
εργάζεται ως πωλητής σε ένα κατάστημα υπολογι-
στών. Aris works as a shop assistant in a comput-
πώς ADV [] 1. how: Πώς γράφεται αυτή η λέξη;
How do you spell this word? 2. what: -Πώς σε
Ι
ers shop. 2. salesman: Ο Πάνος δουλεύει ως πω-
λητής σε μια φαρμακευτική εταιρεία. Panos works
λένε; -Με λένε Μαρία. -What’s your name? -My
name is Maria. Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ρ, ρ 106 ρούχο

A Ρ, ρ
Β
Γ Ρ, ρ (ρο) []: the seventeenth letter of the Greek κρασί; What do you prefer, retsina or red wine?

Δ
alphabet ρεύμα (το) N [] 1. electricity: Αύριο θα κό-
ράβω VB [] have a piece of clothing made: ψουν το ρεύμα για δύο ώρες. The electricity will
Έραψα ένα φόρεμα για τον γάμο της φίλης μου. be cut off tomorrow for two hours. 2. air flow:
Ε I had a dress made for my friend’s wedding. Το ψυχρό ρεύμα αέρα από τον Βορρά προκαλεί
πτώση της θερμοκρασίας. The cold air flow from
ραγισμένος, ραγισμένη, ραγισμένο PART
Ζ [, , ] cracked:
Αυτό το ποτήρι είναι ραγισμένο. Μην το χρησι-
the North causes the temperature to drop.
ρήτορας (ο) N [] orator, rhetorician: Ο

Η μοποιείς! This glass is cracked. Don’t use it.


ράδιο (το) N [] radio: Το ράδιο παίζει κλασική
Λυσίας ήταν ένας αρχαίος Έλληνας ρήτορας.
Lycias was an ancient Greek orator.

Θ μουσική. The radio is playing classical music.


ραδιοκασετόφωνο (το) N [] ra-
ρηχά (τα) N [] shallow water: Δεν ξέρω καλό
κολύμπι, γι’ αυτό κολυμπώ μόνο στα ρηχά. I can’t

Ι
swim well, so I only swim in shallow water.
dio and cassette player: Το ραδιοκασετόφω-
νο στο αυτοκίνητό μου χάλασε. My car stereo ρίγα (η) N [] stripe: Δεν μου αρέσουν οι ρίγες
στο πουκάμισό σου. I don’t like the stripes on
Κ
has stopped working.
your shirt.
ραδιόφωνο (το) N [] radio: Άκουσα το
ριγέ, ριγέ, ριγέ ADJ [, , ] striped: Αγό-
Λ
νέο τραγούδι του Χούλιο Ιγκλέσιας στο ραδιό-
φωνο. I heard Julio Iglesias’s new song on the ρασα ένα ριγέ πουκάμισο. I bought a striped
radio. shirt.
Μ ραντεβού (το) N [] appointment, date: ρίχνω VB [] 1. pour: Ρίξε λίγο ακόμα λάδι
στην σαλάτα. Pour some more oil in the salad.
Έχω ραντεβού με τον δικηγόρο μου το μεσημέρι
Ν και το βράδυ έχω ραντεβού με την φίλη μου. I’ve
got an appointment with my lawyer at noon and
2. throw: Μην ρίχνετε σκουπίδια στον δρόμο.
Don’t throw litter in the street. EXP: Ρίχνει χιό-

Ξ a date with my girlfriend in the evening. EXP: 1.


Έκλεισα ραντεβού με τον οδοντίατρο για την
νι. It’s snowing.
ροδάκινο (το) N [] peach: Τα ροδάκινα

Ο
επόμενη Δευτέρα. I made an appointment with είναι φρούτα του καλοκαιριού. Peaches are a
the dentist for next Monday. 2. Ραντεβού στις summer fruit.
δέκα λοιπόν. Meet you at ten then. 3. Έδωσα
Π ραντεβού με την Ζωή στις 5. I made a date with
Zoe for 5.
ροζ (το) N [] pink: Το ροζ είναι το αγαπημένο
μου χρώμα. Pink is my favourite colour.

Ρ
ροζ, ροζ, ροζ ADJ [, , ] pink: Έδεσε μια
ράφι (το) N [] shelf: Υπάρχουν μερικά καθαρά ροζ κορδέλα στα μαλλιά της. She tied a pink
ποτήρια στο πάνω ράφι. There are some clean band round her hair.
Σ glasses on the top shelf.
ρεβίθι (το) N [] chickpea: Δεν μου αρέσουν
ροκ, ροκ, ροκ ADJ [, , ] rock: Οι Pink
Floyd είναι ένα ροκ συγκρότημα. Pink Floyd is
Τ καθόλου τα ρεβίθια. I don’t like chickpeas at all.
ρεκόρ (το) Ν [] record: Ο αθλητής έχει το
a rock band.
ρολόι (το) N [] 1. clock: Το ρολόι της εκκλη-
Υ παγκόσμιο ρεκόρ στον δρόμο των 100 μέτρων.
The athlete holds the world record in the 100
σίας χτύπησε οχτώ η ώρα. The church clock
struck eight o’ clock. 2. watch: Μου χάρισαν ένα
metres race.
Φ ρεσεψιόν (η) Ν [] reception (desk):
πολύ ακριβό ρολόι. I was given a very expen-
sive watch.
Αφήστε το κλειδί του δωματίου στην ρεσεψιόν.
Χ Leave the room key at the reception.
ρόμπα (η) Ν [] robe, dressing gown: Στο
σπίτι φορώ πάντα μια ρόμπα. I always wear a
ρέστα (τα) N [] change: Ορίστε τα ρέστα σας. dressing gown when I am at home.
Ψ Here’s your change. ρούχο (το) N [] clothes: Σου αρέσουν τα
ρετσίνα (η) N [] retsina (resinated white καινούργια μου ρούχα; Do you like my new
Ω Greek wine): Τι προτιμάς, ρετσίνα ή κόκκινο clothes?
ρύζι 107 ρωτώ

είναι από την Ρωσία. My friend Elena is from


Α
ρύζι (το) N [] rice: Το ρύζι είναι το αγαπημένο
φαγητό των Κινέζων. Rice is the favourite food Russia.
of the Chinese. Ρωσίδα (η) N [] Russian: Δεν καταλαβαίνει
ρυθμός (ο) N [] 1. rhythm, beat: Μου αρέ- Ελληνικά. Είναι Ρωσίδα. She doesn’t under-
stand Greek. She is Russian.
Β
σει ο ρυθμός αυτού του τραγουδιού. I like the
rhythm of this song. 2. rate: Οι πωλήσεις μας
αυξάνονται με ρυθμό 2% τον χρόνο. Our sales
Ρωσικά (τα) N [] Russian: Δεν καταλαβαίνω
λέξη στα Ρωσικά. I don’t understand a word of
Γ
are increasing at a rate of 2% per year.
ρυτίδα (η) N [] wrinkle: Χρησιμοποιώ κρέ-
Russian.
Ρώσος (ο) N [] Russian: Δεν καταλαβαίνει
Δ
μα προσώπου κατά των ρυτίδων. I use a facial
cream for wrinkles.
Ελληνικά. Είναι Ρώσος. He doesn’t understand
Greek. He is Russian. Ε
Ρώμη (η) N [] Rome: Η Ρώμη είναι η πρωτεύ-
ουσα της Ιταλίας. Rome is the capital of Italy.
ρωτάω / ρωτώ VB [ / ] ask: Και μετά τι σε
ρώτησε; And then what did she ask you? Ζ
Η
Ρωσία (η) N [] Russia: Η φίλη μου η Έλενα ρωτώ  ρωτάω

Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Σ, σ 108 σαράντα πέντε

A Σ, σ
Β
Γ Σ, σ (σίγμα) []: the eighteenth letter of the Σαντορίνη (η) N [] Santorini: Η Σα-
ντορίνη είναι ένα από τα ωραιότερα ελληνικά
Δ
Greek alphabet
νησιά. Santorini is one of the most beautiful
Σάββατο (το) N [] Saturday: Πολλοί άνθρω-
Greek islands.
ποι πάνε για ψώνια το Σάββατο. Many people
Ε go shopping on Saturday. σάουνα (η) N [] sauna: Μετά την γυμναστική
κάναμε σάουνα, για να χαλαρώσουμε. After the
σαββατοκύριακο (το) N [] weekend:
Ζ Κάθε σαββατοκύριακο επισκεπτόμαστε την θεία
gym we had a sauna to relax.
σάπιος, σάπια, σάπιο ADJ [, ,
Άννα. We visit aunt Anna every weekend.
Η σαγανάκι (το) N [] saganaki (food fried
and served hot in a pan): Το σαγανάκι είναι
] rotten: Στο ψυγείο υπάρχουν μόνο λίγα
σάπια φρούτα. There is only some rotten fruit in

Θ
the refrigerator.
μεζές που τρώγεται ζεστός. Saganaki is a starter
which must be eaten while hot. σαπούνι (το) N [] soap: Πλύνε τα χέρια σου

Ι
με σαπούνι πριν από το φαγητό. Wash your
σακάκι (το) N [] jacket: Τι γραβάτα να φο-
hands with soap before lunch.
ρέσω με αυτό το σακάκι; What tie should I wear
σαράντα NUM [] forty: Διαβάζω το πα-
Κ with this jacket?
σακίδιο (το) N [] rucksack: Έβαλε λίγα
ραμύθι “Ο Αλή Μπαμπά και οι σαράντα κλέ-
φτες”. I am reading the story of “Ali Baba and
Λ ρούχα στο σακίδιό του και έφυγε για το ταξίδι
του. He put some clothes in his rucksack and
the forty thieves’’.

left for his trip. σαράντα δύο NUM [ ] forty-two: Η
Μ σαλάμι (το) N [] salami: Θέλω ένα σάντου-
Φωτεινή είναι είκοσι δύο χρόνων. Σε είκοσι χρό-
νια θα είναι σαράντα δύο. Fotini is twenty-two
ιτς με τυρί και σαλάμι. I want a sandwich with
Ν cheese and salami.
years old. In twenty years she will be forty-two.
σαράντα ένας, σαράντα μία, σαράντα ένα NUM
σαλάτα (η) N [] salad: Θέλεις λάδι στην σα-
Ξ λάτα; Would you like some olive oil in the salad?
EXP: 1. Η χωριάτικη σαλάτα αποτελείται από
[ ,  ,  ]
forty-one: Πενήντα μείον εννέα ίσον σαράντα

Ο
ένα. Fifty minus nine equals forty-one.
ντομάτα, φέτα, αγγούρι, κρεμμύδι και ελιές. A
Greek salad consists of tomato, feta cheese, σαράντα εννέα / σαράντα εννιά NUM [
 /  ] forty-nine: Σαράντα και
Π cucumber, onion and olives. 2. Η μητέρα μου
μού είπε να κόψω την σαλάτα. My mother told εννέα κάνουν σαράντα εννέα. Forty plus nine
equals forty-nine.
Ρ
me to make the salad.
σαλόνι (το) N [] living room: Στο σαλόνι σαράντα εννιά  σαράντα εννέα
έχουμε τρεις πολυθρόνες και έναν καναπέ. We σαράντα έξι NUM [ ] forty-six: Ο
Σ have three armchairs and a sofa in the living Γιάννης είναι τριάντα έξι. Σε δέκα χρόνια θα είναι
σαράντα έξι. John is thirty-six. In ten years he
room. EXP: Το σαλόνι του αυτοκινήτου μου
Τ είναι δερμάτινο. My car interior is leather. will be forty-six.
σαράντα επτά / σαράντα εφτά NUM [
σάλτσα (η) Ν [] sauce: Σήμερα θα φάμε μα-
Υ καρόνια με σάλτσα ντομάτας. We are having
spaghetti with tomato sauce today.
 / [ ] forty-seven: Ο δάσκαλός
μας έχει να διορθώσει σαράντα επτά τεστ. Our

Φ
teacher has forty-seven tests to correct.
σαμπουάν (το) N [] shampoo: Αυτό το
σαμπουάν κάνει τα μαλλιά μου πολύ μαλακά. σαράντα εφτά  σαράντα επτά

Χ This shampoo makes my hair very soft.


σαν (1) PRCL [] like: Τρώει σαν πουλάκι. She
σαράντα οκτώ / σαράντα οχτώ NUM [
 / [ ] forty-eight: Πενήντα
μείον δύο ίσον σαράντα οκτώ. Fifty minus two
Ψ
eats like a bird (=very little).
equals forty-eight.
σαν (2) CONJ [] when: Σαν βγει ο ήλιος, θα
σαράντα οχτώ  σαράντα οκτώ
Ω
αρχίσουμε την δουλειά. When the sun rises,
we’ll start work. σαράντα πέντε NUM [ ] forty-
σαράντα τέσσερις 109 σημαντικός

Α
five: Χθες στα γενέθλιά μου έλαβα σαράντα νάριο για το διαδίκτυο. Next week I’m going to
πέντε κάρτες! Yesterday, on my birthday, I re- attend a seminar on the internet.
ceived forty-five cards! σεντόνι (το) N [] sheet: Θέλω ένα ζευγά-
σαράντα τέσσερις, σαράντα τέσσερις, σαρά- ρι σεντόνια για διπλό κρεβάτι. I’d like a pair of Β
ντα τέσσερα NUM [ ,  sheets for a double bed.
,  ] forty-four: Σαράντα
και τέσσερα κάνουν σαράντα τέσσερα. Forty
Σεπτέμβριος (ο) N [] September: Ο
Σεπτέμβριος είναι ο ένατος μήνας του χρόνου.
Γ
plus four equals forty-four.
σαράντα τρεις, σαράντα τρεις, σαράντα τρία
September is the ninth month of the year.
σερβίρω VB [] serve, offer: Είμαστε έτοι-
Δ
NUM [ ,  , 
] forty-three: Πενήντα μείον επτά ίσον σαρά-
μοι να φάμε. Μπορείτε να μας σερβίρετε. We
are ready to eat. You may serve us.
Ε
ντα τρία. Fifty minus seven equals forty-three.
σας (1) PRON (possessive) [] your (plural):
σέρβις (το) N [] service: Το σέρβις σε αυτό
το εστιατόριο είναι άψογο. The service in this Ζ
Αυτό είναι το σπίτι σας, υποθέτω. This is your
Η
restaurant is perfect.
house, I suppose.
σερβιτόρος (ο) N [] waiter: Δώσαμε την
σας (2) PRON (personal) [] you (plural): Να παραγγελία μας στον σερβιτόρο. We gave the
σας πάρω τηλέφωνο αύριο; Shall I call you to-
morrow?
waiter our order. Θ
σερφάρω VB [] 1. surf: Θα αγοράσω μια
σβήνω VB [] turn off: Σβήσε τα φώτα, σε
παρακαλώ. Turn off the lights, please.
ιστιοσανίδα και θα μάθω να σερφάρω. I am go- Ι
ing to buy a surfboard and learn to surf. 2. surf:
σε (1) PRON [] you (singular): Σε πήρε τηλέ-
φωνο η Μαρία. Maria called you.
Όταν έχω ελεύθερο χρόνο, σερφάρω στο διαδί-
κτυο. When I have some spare time, I surf the
Κ
σε (2) PREP [] 1. on: Δεν ανεβαίνω ποτέ σε μη-
χανή. I never sit on a bike. 2. in, at: Μένουμε σε
internet.
σηκώνω VB [] 1. pick up: Δεν μπορώ να
Λ
διαμέρισμα. We live in an apartment. 3. to: Το
βράδυ θα πάω σε μία φίλη μου. I’m going to a
σηκώσω την βαλίτσα. Είναι πολύ βαριά. I can’t
pick up the suitcase. It’s too heavy. 2. answer: Μ
Ν
friend’s tonight. Will someone answer the phone? Θα σηκώσει
σέικερ (το) N [] shaker, mixer: Βάλτε καφέ, κανείς το τηλέφωνο; 3. wake up, get up: Τι ώρα
σηκώνεσαι το πρωί; What time do you get up in
Ξ
ζάχαρη και νερό στο σέικερ και ανακινήστε το.
Put some coffee, sugar and water in the shaker the morning? 4. withdraw: Σήκωσα 2.000 ευρώ
and shake it. από τον λογαριασμό μας. I withdrew 2.000 euros

σειρά (η) N [] 1. row: Ο Πέτρος είναι ο τρί-


from our account.
σήμα (το) N [] signal: Το σήμα του ραδιοφω-
Ο
τος στην σειρά. Peter is the third in the row. 2.
series, serial: Έχει πρωταγωνιστήσει σε κάποι-
ες από τις πιο επιτυχημένες σειρές της τηλεόρα-
νικού σταθμού σε αυτή την περιοχή είναι πολύ
αδύναμο. The radio station signal in this area is Π
very weak.
σης. He played the leading part in some of the
most successful TV series. 3. number: Μπορώ σημάδι (το) N [] mark: Αυτό το μαύρο άλο- Ρ
γο έχει ένα λευκό σημάδι στο κεφάλι του. This
Σ
να σου πω μια σειρά επιχειρήματα, για να σε
πείσω. I can give you a number of arguments black horse has a white mark on its head.
to convince you. EXP: Έπιασα σειρά στο τα- σημαία (η) N [] flag: Η ελληνική σημαία εί-
χυδρομείο και περίμενα μισή ώρα περίπου. I
queued up at the post-office and waited for al-
ναι γαλάζια και άσπρη. The Greek flag is light
blue and white.
Τ
most half an hour.
σεισμολόγος (ο/η) N [] seismologist:
σημαίνω VB [] mean: “Τι σημαίνει ‘κυβέρ-
νηση’;”, με ρώτησε ο γιος μου. “What does ‘gov-
Υ
Οι σεισμολόγοι δήλωσαν ότι το επίκεντρο του
σεισμού ήταν στην θάλασσα. The seismologists
ernment’ mean?”, my son asked me.
σημαιούλα (η) N (diminutive) [] flag: Στην
Φ
Χ
announced that the seismic epicentre was in the παρέλαση τα παιδιά κρατούσαν σημαιούλες. The
sea. children were holding little flags at the parade.
σελίδα (η) N [] page: Ανοίξτε τα βιβλία σας
στην σελίδα 56. Open your books at page 56.
σημαντικός, σημαντική, σημαντικό ADJ
[, , ] im- Ψ
σεμινάριο (το) N [] seminar: Την επό- portant, significant: Έχουμε να πάρουμε μια
μενη εβδομάδα θα παρακολουθήσω ένα σεμι- σημαντική απόφαση. We have an important Ω
σημασία 110 σκι

decision to make. γωτό με σιρόπι σοκολάτα. I like ice-cream with


A σημασία (η) N [] 1. meaning: Ποια είναι η chocolate sauce.
σημασία της λέξης “λογική”; What is the mean- Σίφνος (η) N [] Sifnos: Φέτος θα πάμε δι-
Β ing of the word “logic”? 2. importance: Πρέπει ακοπές στην Σίφνο. We are going to Sifnos on
να καταλάβουμε την σημασία της ισορροπημέ- holidays this year.
Γ νης διατροφής για την υγεία μας. We have to
understand the importance of a balanced diet
σκάβω VB [] dig: Ο σκύλος μας σκάβει συ-
νέχεια τρύπες στον κήπο. Our dog digs holes in
Δ to our health.
σημείωμα (το) N [] note: Μου άφησε ένα
the garden all the time.
σκάκι (το) N [] chess: Ο Κασπάροφ είναι
Ε σημείωμα στο οποίο έγραφε ότι θα αργήσει. He
left me a note saying that he is going to be late.
πρωταθλητής στο σκάκι. Kasparov is a chess
champion.
EXP: Στο βιογραφικό σημείωμα πρέπει να γρά-
Ζ ψεις για τις σπουδές σου και την προϋπηρεσία
σου. In your curriculum vitae you have to write
σκάλα (η) N [] ladder: Ανέβηκε στην σκάλα,
για να φτάσει στο επάνω ράφι. She climbed on

Η about your studies and your previous experi-


ence.
the ladder to reach the top shelf. EXP: H Σκάλα
του Μιλάνου είναι από τις πιο γνωστές όπερες
του κόσμου. La Scala in Milan is one of the
Θ σήμερα ADV [] today: Σήμερα πρέπει να
πάω στον οδοντίατρο. I have to go to the dentist
world’s most famous opera houses.
Σκανδιναβία (η) N [] Scandinavia: O
Ι today.
σιγά ADV [] 1. quietly: Μιλάς πολύ σιγά, δεν
χειμώνας στην Σκανδιναβία είναι πολύ κρύος.
Winter in Scandinavia is very cold.
Κ σε ακούω. You are speaking very quietly. I can’t
hear you. 2. slowly: Περπατήσαμε σιγά προς σκανδιναβικός, σκανδιναβική, σκανδινα-
την παραλία. We walked slowly to the beach. βικό ADJ [, ,
Λ σίγουρα ADV [] sure, definitely: Αυτός εί-
] Scandinavian: Η Φινλανδία είναι
σκανδιναβική χώρα. Finland is a Scandinavian
ναι σίγουρα ο άντρας που λήστεψε την τράπεζα.
Μ This is definitely the man who robbed the bank.
country.
σκάφος (το) N [] boat, craft: Κέρδισε το λα-
σίγουρος, σίγουρη, σίγουρο ADJ [,
Ν , ] sure, certain: Είμαι σίγουρη ότι
θα το μετανιώσεις. I am sure you’ll regret it.
χείο και αγόρασε ένα σκάφος. He won the lot-
tery and bought a boat.

Ξ σίδερο (το) N [] iron: Στερέωσε την πόρτα


με ένα κομμάτι σίδερο. He fixed the door with a
σκελίδα (η) N [] clove: Χρειάζομαι τρεις
σκελίδες σκόρδο για να βάλω στο φαγητό. I

Ο piece of iron. need three cloves of garlic to put in the food.

σιδερώνω VB [] iron, press: Έπλυνα τα σκεπάζω VB [] cover: Σκέπασε το μωρό

Π ρούχα μου και τώρα πρέπει να τα σιδερώσω. I με την κουβέρτα, γιατί θα κρυώσει. Cover the
washed my clothes and now I have to iron them. baby with the blanket, because she’ll get cold.
|| Σκεπάσου, θα κρυώσεις. Cover yourself or
Ρ σιδηροδρομικός, σιδηροδρομική, σιδηρο-
δρομικό ADJ [, ,
you’ll get cold.
σκέπτομαι / σκέφτομαι VB [ / ]
Σ
] railway, rail: Η χώρα διαθέτει
εκτεταμένο σιδηροδρομικό δίκτυο. The country think: Σκέπτομαι να μετακομίσω σε άλλο σπίτι.
has an extensive railway network. I am thinking of moving to a new house.
Τ σιδηρόδρομος (ο) N [] railway: Πότε σκέφτομαι  σκέπτομαι
θα είναι έτοιμος ο καινούργιος σιδηρόδρομος; σκέψη (η) N [] thought: Κάθε μέρα γράφω
Υ When is the new railway going to be ready?
σινεμά (το) N [] cinema: Στο σινεμά της
τις σκέψεις μου στο ημερολόγιό μου. I write my
thoughts in my diary every day.

Φ γειτονιάς παίζει μια ασπρόμαυρη ταινία. There’s


a black and white film on at the local cinema.
σκηνή (η) N [] 1. stage: Οι ηθοποιοί έκαναν
πρόβα στην σκηνή του θεάτρου. The actors

Χ σινεμαδάκι (το) N [] cinema: Το Σάββα-


το πήγαμε σινεμαδάκι με τους φίλους μας. We
were rehearsing on stage. 2. scene: Το έργο
είχε πολλές ενδιαφέρουσες σκηνές. The film

Ψ
went to the cinema on Saturday with our friends. had many interesting scenes.
σιρόπι (το) N [] syrup: Να παίρνετε αυτό το σκι (το) N [] ski: Το σκι είναι το αγαπημένο μου

Ω
σιρόπι δύο φορές την ημέρα. You should take σπορ. Skiing is my favourite sport. EXP: Έχεις
this syrup twice a day. EXP: Μου αρέσει το πα- δοκιμάσει ποτέ να κάνεις σκι; Have you ever
σκληρά 111 Σουηδός

Α
tried to ski? σκυλάκι (το) N (diminutive) [] puppy: Η
σκληρά ADV [] hard: Έχεις εργαστεί πολύ σκύλα μου γέννησε τέσσερα σκυλάκια. My dog
σκληρά και χρειάζεσαι διακοπές. You’ve worked gave birth to four puppies.
really hard and you need a holiday. σκύλος (ο) N [] dog: Θα ήθελα έναν σκύλο, Β
σκληρός, σκληρή, σκληρό ADJ [, , για να μου κρατάει παρέα. I’d like a dog to keep
] hard, tough: Το μαξιλάρι που αγόρασα me company. Γ
είναι πολύ σκληρό και θα το επιστρέψω. The σοβαρά ADV [] seriously: Σκέφτομαι σο-
pillow I bought is very hard and I am going to
return it.
βαρά να παραιτηθώ από την δουλειά μου. I am
seriously thinking of quitting my job. EXP: Μι-
Δ
σκόνη (η) N [] dust: Έχει πολλή σκόνη στο
γραφείο μου. There’s a lot of dust on my desk.
λάω σοβαρά! I am serious!
σοβαρολογώ VB [] be serious: Σο-
Ε
σκορδαλιά (η) N [] garlic sauce/paste:
Μια μερίδα μπακαλιάρο με σκορδαλιά, παρα-
βαρολογείς; Δεν θα έρθεις στο πάρτι; Are you
serious? You are not coming to the party? Ζ
καλώ! Can I have some cod with garlic sauce,
please?
σοβαρός, σοβαρή, σοβαρό ADJ [,
, ] serious: Δεν χρειάζεται να είσαι Η
σοβαρός όλη την ώρα. You don’t have to be se-
σκόρδο (το) N [] garlic: Το σκόρδο έχει
δυνατή μυρωδιά. Garlic has a strong smell. rious all the time. Θ
σοκάκι (το) N [] back street, alley: Στα σο-
σκοτάδι (το) N [] dark, darkness: Όταν
πέφτει το σκοτάδι, φοβάμαι. When darkness κάκια του χωριού υπάρχουν πολλά μαγαζιά με Ι
falls I get scared. είδη παραδοσιακής τέχνης. In the alleys of the

σκοτεινά ADV [] dark: Είναι πολύ σκοτει-


village there are many shops with traditional art
products.
Κ
νά εδώ μέσα! It’s very dark in here!
σκοτεινιάζω VB [] 1. darken, become
σοκολάτα (η) N [] chocolate: Πάντα
τρώω λίγη σοκολάτα μετά το φαγητό. I always
Λ
dark: Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε και άρχισε
να βρέχει. Suddenly the sky became dark and it
eat some chocolate after meals.
σολομός (ο) N [] salmon: Για πρώτο πι-
Μ
started to rain. 2. it gets dark: Το καλοκαίρι σκο-
τεινιάζει πιο αργά από ό,τι τον χειμώνα. In sum-
mer it gets dark later than in winter.
άτο παρήγγειλε καπνιστό σολομό. She ordered
smoked salmon as a starter. Ν
σκοτεινός, σκοτεινή, σκοτεινό ADJ [,
, ] dark: Το δωμάτιο είναι πολύ
σου (1) PRON (possessive) [] your: Αυτό είναι
λοιπόν το σπίτι σου! So, this is your house. Ξ
σκοτεινό. Ανοίξτε τις κουρτίνες! The room is
very dark. Open the curtains!
σου (2) PRON (personal) [] you: Σου είπε τα
καλά νέα; Did he tell you the good news? Ο
σκουλαρίκι (το) N [] earring: Έχασα τα και-
νούρια μου σκουλαρίκια. I lost my new earrings.
σουβλάκι (το) N [] souvlaki (skewered
meat): -Τι θα πάρετε; -Ένα σουβλάκι και μια Π
χωριάτικη σαλάτα, παρακαλώ. -What would you
σκούπα (η) N [] broom: Χρειάζομαι μια
σκούπα, για να σκουπίσω το πάτωμα. I need a
like to order? -I’d like a souvlaki and a Greek
salad, please. EXP: Θέλω ένα σουβλάκι απ’
Ρ
broom to sweep the floor. EXP: Η (ηλεκτρική)
σκούπα χάλασε και έτσι δεν μπορώ να καθαρί-
όλα. I want a souvlaki with everything (i.e.
onion, tomato and tzatziki).
Σ
σω το σπίτι. The vacuum cleaner has broken
down, so I can’t clean the house. Σουηδέζα / Σουηδή (η) N [ / ] Swed-
ish: Η γυναίκα του αδερφού μου είναι Σουηδέ-
Τ
σκουπίδι (το) N [] garbage, litter: Μην πε-
τάτε σκουπίδια στον δρόμο. Don’t throw litter in
the street.
ζα. My brother’s wife is Swedish.
Σουηδή (η)  Σουηδέζα
Υ
σκουπίζω VB [] 1. sweep, clean: Θα με
βοηθήσεις να σκουπίσουμε το πάτωμα; Will
Σουηδία (η) N [] Sweden: Η πρωτεύουσα
της Σουηδίας είναι η Στοκχόλμη. The capital of Φ
Χ
you help me sweep the floor? 2. wipe: Βγες αμέ- Sweden is Stockholm.
σως από την πισίνα και σκουπίσου. Get out of Σουηδικά (τα) N [] Swedish: Μαθαίνω
the pool immediately and wipe yourself. Σουηδικά, γιατί το επόμενο καλοκαίρι θα πάω
σκούρος, σκούρα, σκούρο ADJ [, , στην Στοκχόλμη. I’m learning Swedish because Ψ
] dark: Αγόρασα ένα σκούρο κόκκινο φό- I am going to Stockholm next summer.
ρεμα. I bought a dark red dress. Σουηδός (ο) N [] Swedish: Ο άντρας της Ω
σούπερ μάρκετ 112 σταθερός

αδερφής μου είναι Σουηδός. My sister’s hus- squander, waste: Η Ελπίδα σπαταλάει όλα της τα
A band is Swedish. χρήματα σε ρούχα και κοσμήματα. Elpida squan-
σούπερ μάρκετ (το) N [ ] super-mar- ders all her money on clothes and jewellery.
Β ket: Ψωνίζω στο σούπερ μάρκετ τουλάχιστον
τρεις φορές τον μήνα. I go to the super-market
σπαταλώ  σπαταλάω
σπάω  σπάζω
Γ at least three times a month.
σουπίτσα (η) N (diminutive) [] soup: Με
σπεσιαλιτέ (η) Ν [] speciality: Ο μουσα-
κάς είναι η σπεσιαλιτέ αυτού του εστιατορίου.
Δ πονάει ο λαιμός μου. Θα φάω μόνο μια σου-
πίτσα. I have a sore throat. I will only have a
Moussaka is a speciality of this restaurant.
σπηλιά (η) Ν [] cave: Οι αρκούδες ζουν σε
Ε
soup.
σπηλιές. Bears live in caves.
σοφία (η) N [] wisdom: Θαυμάζω την σοφία
σπίρτο (το) Ν [] match: Ανάβει το τσιγάρο
Ζ
των γερόντων. I admire the wisdom of the el-
του με σπίρτα και όχι με αναπτήρα. He lights his
derly.
cigarette with matches and not with a lighter.
σοφός, σοφή, σοφό ADJ [, , ] wise:
Η Ένας σοφός γέροντας του είπε πού θα βρει τον
σπιτάκι (το) Ν (diminutive) [] house: Τότε
η Χιονάτη είδε ένα μικρό σπιτάκι! Then Snow
θησαυρό. A wise old man told him where to find
Θ the treasure.
White saw a tiny house!
σπίτι (το) Ν [] 1. house: Το σπίτι μου έχει
σοφότερος, σοφότερη, σοφότερο ADJ [,
Ι , ] 1. wiser: Όσο μεγαλώνεις,
τόσο σοφότερος γίνεσαι. The older you get, the
έναν μεγάλο κήπο. My house has a big garden.
2. home: Απόψε θα μείνω σπίτι. Δεν θα πάω
πουθενά. Tonight I’ll stay at home. I’m not going
Κ wiser you become. 2. wisest (when preceded
by article): Είναι η σοφότερη γυναίκα στον κό-
anywhere.
σπορ, σπορ, σπορ ADJ [, , ]
Λ
σμο. She is the wisest woman in the world.
sports: Του αρέσουν τα σπορ αυτοκίνητα. He
σπάζω / σπάω VB [ / ] 1. break: Έσπα-
likes sports cars.
Μ
σα το αγαπημένο βάζο της μαμάς. I broke my
mother’s favourite vase. 2. fracture: Ο Νίκος σπουδάζω VB [] study: Σπουδάζω ιατρι-
είχε ένα ατύχημα και έσπασε το πόδι του. Nikos κή στο Πανεπιστήμιο. I’m studying medicine at
Ν had an accident and fractured his leg. EXP: Τα
παιδιά μού έσπασαν τα νεύρα με τις φωνές
University.
σπουδές (οι) Ν [] studies: Επέστρεψα στις

Ξ τους. The children made a nervous wreck of


me with their screaming.
σπουδές μου μετά από μια μεγάλη περίοδο δι-
ακοπών. I went back to my studies after a long

Ο σπανάκι (το) Ν [] spinach: Ο Ποπάι τρώει


σπανάκι, γι’ αυτό είναι τόσο δυνατός. Popeye
holiday.
σπυράκι (το) N (diminutive) [] pimple: Θα

Π eats spinach, that’s why he is so strong.


σπανακόπιτα (η) Ν [] spinach pie: Η
πάω στον δερματολόγο, γιατί έχω σπυράκια
στο πρόσωπο. I’ll go to the dermatologist be-
cause I’ve got pimples on my face.
Ρ γιαγιά μου φτιάχνει την καλύτερη σπανακόπιτα.
My grandmother makes the best spinach pie. στάβλος (ο) Ν [] stable, stall: Στο κέντρο
της φάρμας υπήρχε ένας στάβλος. There was a
Σ
σπάνια ADV [] rarely, seldom, scarcely:
Σπάνια πηγαίνω στο σινεμά. I rarely go to the stable in the middle of the farm.
cinema. σταδιακός, σταδιακή, σταδιακό ADJ [,
Τ σπάνιος, σπάνια, σπάνιο ADJ [, , , ] gradual: Είμαι πολύ ευχαρι-
στημένη από την σταδιακή πρόοδό σου. I am
] rare: Είναι ένα σπάνιο είδος σαύρας. It
Υ is a rare species of lizard. very pleased with your gradual progress.
στάζω VB [] leak: Πρέπει να φωνάξουμε
σπανιότερος, σπανιότερη, σπανιότερο ADJ
Φ [, , ] 1. rarer:
Αυτό το είδος σαύρας είναι σπανιότερο στην
υδραυλικό. Η βρύση στο μπάνιο στάζει. We
have to call the plumber. The tap in the bath-

Χ Ελλάδα από ό,τι στην Αφρική. This species of room is leaking.


lizards is rarer in Greece than in Africa. 2. rar- σταθερό (το) Ν [] cable phone: Τηλεφώ-

Ψ
est (when preceded by article): Αυτό είναι το νησέ μου στο σταθερό, γιατί χάλασε το κινητό
σπανιότερο είδος σαύρας στην Ευρώπη. This μου. Call me on the cable phone, because my
is the rarest species of lizard in Europe. mobile is out of order.
Ω σπαταλάω / σπαταλώ VB [ / ] σταθερός, σταθερή, σταθερό ADJ [,
στάθμη 113 στραβά

Α
, ] firm, steady: Έριξε το ακό- στενεύω VB [] make/get narrow: Ο δρό-
ντιο με σταθερό χέρι. He threw the javelin with μος στενεύει εδώ. Δεν μπορείς να περάσεις με
a steady hand. EXP: 1. Πάρε με στο κινητό. Το αυτοκίνητο. The road gets narrower here. You
σταθερό τηλέφωνο δεν λειτουργεί. Call me on
my mobile. The cable phone is not working. 2.
can’t get through by car. Β
στενό (το) Ν [] alley-way, lane: Χαθήκαμε
Μπορείτε να επιλέξετε σταθερό επιτόκιο ή κυ-
μαινόμενο. You can choose between fixed and
στα στενά του κάστρου. We got lost in the alley-
ways of the castle.
Γ
Δ
floating interest rate.
στενός, στενή, στενό ADJ [, , ]
στάθμη (η) Ν [] level: Η στάθμη του νερού tight: Πρέπει να αλλάξω αυτό το παντελόνι, γιατί
στην λίμνη έχει ανέβει. The level of the water in
this lake has risen.
είναι πολύ στενό. I must change these trousers
because they’re very tight. Ε
σταθμός (ο) Ν [] station: Ο σταθμός ήταν
γεμάτος κόσμο. The station was full of people.
στενοχωρημένος  στεναχωρημένος
στενοχωρώ  στεναχωρώ
Ζ
σταματάω / σταματώ VB [ / ] stop:
Όταν το φανάρι είναι κόκκινο, πρέπει να σταμα-
τάμε. When the traffic lights are red we have to
στερεοφωνικό (το) N [] stereo: Ένα
καλό στερεοφωνικό κοστίζει ακριβά. A good
Η
stop.
σταματώ  σταματάω
stereo costs a lot.
στέφανα (τα) Ν [] wedding wreaths: Η γι-
Θ
στάση (η) N [] stop: Πρέπει να κατέβω στην
επόμενη στάση. I have to get off at the next stop.
αγιά μου φυλάει ακόμη τα στέφανά της σε ένα
παλιό κουτί. My grandmother still keeps her Ι
wedding wreaths in an old box.
σταφύλι (το) Ν [] grape: Το κρασί γίνεται
από τα σταφύλια. Wine is made from grapes.
στηθοσκόπιο (το) Ν [] stethoscope: Κ
Ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή με το στηθοσκό-
στάχτη (η) N [] ash: Μην ρίχνεις την στάχτη
του τσιγάρου σου στο πάτωμα. Don’t drop the
πιό του. The doctor examined the patient with Λ
his stethoscope.
ash from your cigarette on the floor.
στεγαστικός, στεγαστική, στεγαστικό ADJ
στοιχείο (το) Ν [] 1. element, part: Η ειλι- Μ
κρίνεια είναι στοιχείο της προσωπικότητάς του.
[, , ] housing:
Πήραμε στεγαστικό δάνειο, για να αγοράσουμε
Honesty is a part of his personality. 2. detail,
datum: Γράψτε τα προσωπικά σας στοιχεία
Ν
σπίτι. We took a housing loan to buy a house.
στέγη (η) N [] roof: Μετά την καταιγίδα έπρεπε
στην αίτηση. Write your personal details on the
application form. Ξ
να επισκευάσουμε την στέγη. After the storm we
had to repair the roof. EXP: Ενοικιάζεται επαγ-
γελματική στέγη. Business premises for rent.
στοιχίζω VB [] cost: Πόσο σου στοίχισε
η επισκευή του αυτοκινήτου; How much did the Ο
Π
car repair cost you?
στέλεχος (το) Ν [] executive: Τα στελέχη
στολή (η) N [] uniform: Οι αστυνομικοί πά-
της εταιρείας έχουν σύσκεψη. The company ex-
ντα φορούν στολή. Policemen always wear a
ecutives are having a meeting.
στέλνω VB [] 1. send: Ο ξάδερφός μου από
uniform. Ρ
στολίζω VB [] 1. decorate, adorn: Θέλεις
την Αμερική μού έστειλε ένα γράμμα. My cousin
from America sent me a letter. 2. mail: Θα σου
να στολίσουμε μαζί το χριστουγεννιάτικο δέ- Σ
ντρο; Would you like to decorate the Christmas
Τ
στείλω ένα δέμα με το δώρο για τα γενέθλιά
tree with me? 2. dress up, make more attrac-
σου. I will mail you your birthday present.
tive: Η Μαρία στολίστηκε και βγήκε έξω. Maria
στεναχωρημένος / στενοχωρημένος, στενα-
χωρημένη / στενοχωρημένη, στεναχωρημέ-
dressed up and went out.
στόμα (το) Ν [] mouth: Μην έχεις ανοιχτό
Υ
νο / στενοχωρημένο PART [ /
,  / ,
 / ] sad: Είμαι στε-
το στόμα σου, όταν τρως. Don’t eat with your
mouth open. Φ
ναχωρημένος, γιατί έχασα το πορτοφόλι μου. I
am upset because I’ve lost my wallet.
στομάχι (το) Ν [] stomach: Το στομάχι
μου είναι έτοιμο να εκραγεί. Έφαγα τόσο πολύ! Χ
My stomach is so full I’m about to burst. I ate
στεναχωρώ / στενοχωρώ VB [ /
] make somebody sad: Με στενα- so much! Ψ
χωρεί που δεν με καταλαβαίνεις. It makes me στραβά ADV [] in the wrong way: Αν ξε-
sad that you don’t understand me. κινήσει κάτι στραβά, μετά δεν διορθώνεται. If Ω
στρίβω 114 συμμετοχή

something starts in the wrong way, it can’t be


A
Οι Pink Floyd είναι ένα ροκ συγκρότημα. Pink
fixed later. EXP: Όλα μου πάνε στραβά. Every- Floyd are a rock band.
thing is going wrong. συγχαρητήρια (τα) Ν [[]] congratula-
Β στρίβω VB [] turn: Στο τέλος του δρόμου tions: Συγχαρητήρια! Τα κατάφερες! Congratu-
στρίψε δεξιά. At the end of the street turn right. lations! You made it! || Να δώσεις στον Γιάννη τα
Γ στριμμένος, στριμμένη, στριμμένο PART θερμά μου συγχαρητήρια για την επιτυχία του.
Offer Giannis my warmest congratulations on
[, , ] shrewish: Εί-
Δ ναι πολύ στριμμένη γυναίκα. Συνέχεια φωνάζει
και μαλώνει με όλους. She is a very shrewish
his success.
σύγχρονος, σύγχρονη, σύγχρονο ADJ

Ε woman. She is always shouting and quarrelling


with everybody.
[, , ] modern: Ο σύγ-
χρονος άνθρωπος έχει πολύ άγχος. Modern

Ζ στρογγυλός, στρογγυλή, στρογγυλό ADJ man is under great stress.


[, , ] round: Το συγχωρώ VB [] forgive: Συγχώρεσέ με.
τραπέζι της κουζίνας μου είναι στρογγυλό. My Δεν ήθελα να σου φωνάξω. Forgive me. I didn’t
Η kitchen table is round. mean to shout at you.
στροφή (η) N [] turn: Στην επόμενη στροφή συζητάω / συζητώ VB [ / ] talk, dis-
Θ πήγαινε δεξιά. Go right at the next turn. cuss: Στην συνάντηση συζητήσαμε για το μέλ-
στρώμα (το) Ν [] bed, mattress: Δεν κοι- λον της εταιρείας. We talked about the compa-
Ι μήθηκα καλά. Το στρώμα ήταν πολύ σκληρό. I ny’s future at the meeting.
didn’t sleep well. The bed was very hard. συζήτηση (η) N [] discussion: Μετά την
Κ στρώνω VB [] lay: Δεν σου είπα να στρώ- ομιλία του θα ακολουθήσουν ερωτήσεις από το
κοινό και συζήτηση. After his speech questions
σεις το τραπέζι; Didn’t I tell you to lay the table?
Λ στυλ (το) Ν [] style: Μου αρέσει πολύ ο Παύ-
from the audience and a discussion will follow.
συζητώ  συζητάω
λος. Έχει στυλ. I really like Paul. He’s got style.
Μ στυλό (το) Ν [] pen: Προτιμώ να γράφω με συλλαμβάνω VB [] arrest: Η αστυνο-
μία συνέλαβε έναν ύποπτο για την ληστεία. The
στυλό παρά με μολύβι. I prefer writing with a
Ν pen rather than with a pencil. police arrested a suspect for the robbery.
σύλλογος (ο) Ν [] club, association: Ο
συ  εσύ
Ξ συγγενής (o/η) N [] relative: Αυτό το κα-
λοκαίρι θα επισκεφθώ κάποιους συγγενείς μου
σύλλογος αποφοίτων του σχολείου μας διοργα-
νώνει τον ετήσιο χορό. Our school’s graduates

Ο
club organises the annual ball.
στην Αμερική. This summer I am visiting some
relatives of mine in the USA. συμβαίνει VB [] happen: Την τελευταία

Π
εβδομάδα συνέβησαν πολλά περίεργα πράγ-
συγγνώμη (η) N [] apology: Δεν δέχομαι
ματα. Many strange things happened last week.
την συγγνώμη σου! I won’t accept your apolo-
EXP: Τι συμβαίνει; Γιατί φωνάζεις; What’s the
Ρ gy! EXP: 1. Μου ζήτησε συγγνώμη για την συ-
μπεριφορά της. She apologised to me for her
matter? Why are you shouting?
σύμβολο (το) Ν [] symbol: Ποιο είναι το σύμ-
Σ
behaviour. 2. -Λάθος κάνετε! Εδώ δεν υπάρχει
κανένας με το όνομα Σταματόπουλος. -Ω, συγ- βολο της ειρήνης; What’s the symbol of peace?
γνώμη! -You’re making a mistake! There is no συμβουλεύω VB [] advise: Εγώ θα σε
Τ one here by the name Stamatopoulos. -Oh, I’m
sorry! 3. Συγγνώμη, τι ώρα είναι; Excuse me,
συμβούλευα να ξαναπροσπαθήσεις. I’d advise
you to try again.

Υ what time is it?


συγγραφέας (o/η) N [] or []
συμβουλή (η) N [] advice: Δεν ξέρω τι να
κάνω. Σε παρακαλώ, δώσε μου μια συμβουλή.

Φ author, writer: Ποιος είναι ο συγγραφέας αυ-


τού του βιβλίου; Who’s the author of this book?
I don’t know what to do. Please, give me some
advice.

Χ συγκλονιστικός, συγκλονιστική, συγκλονι-


στικό ADJ [, ,
συμμαθητής (ο) Ν [] schoolmate, class-
mate: Με τον φίλο μου τον Ντίνο ήμαστε συμμα-

Ψ
] shocking, overwhelming: Το θητές στο δημοτικό. My friend Dinos and I were
ταξίδι αυτό ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. classmates at primary school.
This trip was a shocking experience.
Ω
συμμετοχή (η) N [] participation: Η συμ-
συγκρότημα (το) Ν [] band, group: μετοχή στην διαδήλωση ήταν μαζική. Participa-
συμπαθώ 115 συνήθως

Α
tion in the demonstration was massive. EXP: συνάνθρωπος (ο) N [] fellow-man:
Συμπληρώστε αυτή την φόρμα, για να δηλώσε- Πρέπει να βοηθάμε τους συνανθρώπους μας,
τε συμμετοχή. To enrol, fill in this form. όταν έχουν ανάγκη. We should help our fellow-
συμπαθώ VB [] like, be fond of: Συ- men when they are in need. Β
μπαθώ πολύ την Μαρία. Είναι πολύ καλή κοπέ- συναντάω / συναντώ VB [ / ]
λα. I really like Maria. She is a very nice girl. meet: Τον συνάντησα τυχαία στον κινηματο-
γράφο. I met him by chance at the cinema.
Γ
συμπεριφέρομαι VB [] behave:
Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν παιδί! Stop
behaving like a child!
συναντώ  συναντάω Δ
συναυλία (η) N [] concert: Το βράδυ θα
συμπεριφορά (η) N [] behaviour, atti-
tude: Tον κατηγόρησαν για προσβλητική συμπε-
πάμε στην συναυλία των REM. We are going to
the REM concert this evening.
Ε
ριφορά. He was accused of offensive behaviour.
συμπληρώνω VB [] fill in: Μόλις
συνάχι (το) N [] cold: Περπατούσα στην
βροχή και έτσι άρπαξα συνάχι. I was walking in
Ζ
Η
συμπληρώσετε την αίτηση, δώστε την σε μένα. the rain so I caught a cold.
When you have filled in the application, give it
συνδρομητής (ο) N [] subscriber: Ο
to me.
συμπόσιο (το) N [] 1. symposium,
αδερφός μου είναι συνδρομητής σε επτά πε-
ριοδικά! My brother is a subscriber to seven Θ
feast: Στους αρχαίους Έλληνες άρεσαν πολύ τα
Ι
magazines!
συμπόσια. Ancient Greeks enjoyed symposi-
συνεννοούμαι VB [] communicate,
ums a lot. 2. symposium: Αύριο αρχίζει ένα ια-

Κ
understand each other: Δεν μιλά ούτε Αγγλικά
τρικό συμπόσιο με θέμα τον καρκίνο. A medical
ούτε Ελληνικά και δεν μπορούμε να συνεννοη-
symposium on cancer is starting tomorrow.
θούμε. He doesn’t speak English or Greek so
σύμπτωμα (το) N [] symptom: Αμέσως
μόλις ο γιατρός άκουσε τα συμπτώματα, μου
we can’t communicate. Λ
συνέντευξη (η) N [] interview: Διά-
είπε ότι έχω γρίπη. As soon as the doctor heard
my symptoms, he told me that I had influenza.
βασα στην εφημερίδα της Κυριακής μια πολύ
ενδιαφέρουσα συνέντευξη του διάσημου πια-
Μ
Ν
συμφέρων, συμφέρουσα, συμφέρον PART
νίστα. I read a very interesting interview with
[, , ] beneficial: Νο-
the famous pianist in Sunday’s paper. EXP: O
μίζω ότι αυτή είναι η πιο συμφέρουσα προσφο-
ρά. I think this is the most beneficial offer.
Κώστας θα πάρει συνέντευξη από τον διάση-
μο πιανίστα. Costas will interview the famous Ξ
σύμφωνα ADV [] according: Σύμφωνα pianist.
με την ανακοίνωση, οι εξετάσεις θα αρχίσουν την
επόμενη βδομάδα. According to the announce-
συνεργάτης (ο) N [] associate: Οι συ- Ο
νεργάτες μου εργάζονται πολύ σκληρά. My as-
ment, the exams start next week.
σύμφωνος, σύμφωνη, σύμφωνο ADJ [,
sociates work really hard. Π
συνεργείο (το) N [] car service station: Ο
, ] agreed: -Να συναντηθούμε
αύριο στις 9; -Σύμφωνοι! -Shall we meet tomor-
μηχανικός στο συνεργείο μού είπε ότι τα φρένα
είναι χαλασμένα. The mechanic at the car serv-
Ρ
row at 9? -Agreed!
συμφωνώ VB [] agree: Δεν συμφωνώ
ice station told me the brakes are damaged.
συνέχεια / συνεχώς ADV [() / ] all the
Σ
με την άποψή σου. I don’t agree with you.
συνάδελφος (ο/η) N [] colleague: Σή-
time, always: Η Ελένη μιλάει συνέχεια στο τηλέ-
φωνο. Helen speaks on the phone all the time.
Τ
μερα θα πάμε για φαγητό με τους συναδέλφους
από την εταιρεία. We are going to have dinner
with my colleagues from the company today.
συνέχιση (η) N [] continuation, keeping
up: Με την συνέχιση των προσπαθειών θα πε-
Υ
συναλλαγή (η) N [] transaction: Μπορείτε
τώρα να κάνετε τις τραπεζικές σας συναλλαγές
τύχουμε τον στόχο μας. We’ll achieve our goal
by keeping up our efforts. Φ
Χ
μέσω του διαδικτύου. You can now make your συνεχώς  συνέχεια
bank transactions through the internet. συνηθίζω VB [] be/get used to: Προσπα-

Ψ
συνάλλαγμα (το) N [] exchange, cur- θώ να συνηθίσω το νέο μου σπίτι. I am trying to
rency: Όταν ταξιδεύεις στο εξωτερικό, χρειάζε- get used to my new house.
σαι συνάλλαγμα. You need foreign exchange συνήθως ADV [] usually: Το Σάββατο το
when you travel abroad. πρωί πηγαίνω συνήθως για ψώνια. I usually go Ω
σύνθεση 116 σχεδιάζω

shopping on Saturday morning. the companion of your life, give us a call.


A σύνθεση (η) N [] texture, composition: συρτάκι (το) N [] syrtaki (Greek folk
Η σύνθεση του υλικού προστατεύει από ερε- dance): Ο Άντονι Κουήν στην ταινία “Ζορμπάς”
Β θισμούς του δέρματος. The composition of this χόρευε συρτάκι. Anthony Quinn danced the
material is designed to protect from skin irrita- syrtaki in the film “Zorba the Greek”.
Γ tions.
συνθέτης (το) N [] composer: Ο Μπε-
συρταράκι (το) N (diminutive) [] drawer:
Τα γυαλιά σου είναι στο συρταράκι του μπάνιου.
Δ τόβεν είναι ένας γνωστός συνθέτης κλασικής
μουσικής. Beethoven is a famous classical com-
Your glasses are in the bathroom drawer.
συρτάρι (το) N [] drawer: Έβαλα τα κλειδιά
Ε poser.
συνθήκη (η) N [] condition: Δεν μπορώ να
σου στο πάνω συρτάρι. I put your keys in the
top drawer.

Ζ
δουλέψω με αυτές τις συνθήκες. I can’t work
συσκευασία (η) N [] pack, package,
under these conditions.
packaging: Διαλέγω προϊόντα σε χάρτινη συ-
συννεφάκι (το) N (diminutive) [] cloud:
Η Δεν θα βρέξει. Έχει μόνο λίγα συννεφάκια στον
σκευασία, γιατί ανακυκλώνεται. I choose prod-
ucts in paper packaging because they can be
ουρανό. It isn’t going to rain. There are only a recycled.
Θ few clouds on the sky.
συσκευή (η) N [] appliance, device: Αυτή
συννεφιά (η) N [] overcast sky: Για αύ- η συσκευή δουλεύει με μπαταρίες; Does this
Ι ριο προβλέπεται συννεφιά και βροχή. Overcast
skies and rain are expected tomorrow. EXP: Σή-
device work with batteries?
συστημένος, συστημένη, συστημένο ADJ
Κ μερα έχει συννεφιά. It is cloudy today.
συννεφιάζω VB [] become cloudy: Ο
[, , ] registered:
Παρακαλώ, στείλτε την αίτησή σας με συστημέ-
Λ καιρός θα είναι καλός το πρωί. Γρήγορα, όμως,
θα συννεφιάσει. The weather will be fine in the
νη επιστολή. Please, send your application by
registered mail.

Μ
morning. Soon, however, it will become cloudy.
συχνά ADV [] often: Δεν πηγαίνω για ψώνια
σύννεφο (το) N [] cloud: Ξαφνικά ο ου-
πολύ συχνά. I don’t go shopping very often.
ρανός γέμισε μαύρα σύννεφα και άρχισε να
Ν βρέχει. Suddenly the sky was covered in black σφιχτά ADV [] tight(ly): Κράτησε σφιχτά
το χέρι της και προχώρησαν. He held her hand
clouds and it started to rain.
Ξ συννεφούλα (η) N (diminutive) [] cloud:
tight and they walked on.
σφουγγάρι (το) N [] sponge: Έτριψε
Συννεφούλα να γυρίσεις σου ζητώ... My little
Ο cloud, I ask you to come back... απαλά την πληγή με ένα σφουγγάρι. He rubbed
the wound softly with a sponge.
σύνορο (το) N [] border, frontier: Στα σύ-
Π νορα γίνεται έλεγχος των διαβατηρίων. Pass-
ports are checked at the borders.
σφουγγαρίζω VB [] mop: Μόλις
είχα σφουγγαρίσει το πάτωμα, ο σκύλος μπή-

Ρ
κε μέσα με τα πόδια του λερωμένα! I had just
συνταγή (η) N [] 1. prescription: Ο για-
mopped the floor when the dog came in with his
τρός δεν μου έδωσε κάποια συνταγή για το
dirty paws!
Σ κρύωμά μου. The doctor didn’t give me a pre-
scription for my cold. 2. recipe: Σύμφωνα με την σφραγίδα (η) N [] stamp: Όλα τα επίσημα
συνταγή, χρειάζομαι τέσσερα αυγά για να κάνω έγγραφα έχουν σφραγίδα και υπογραφή. There
Τ το κέικ. According to the recipe, I need four eggs is a stamp and a signature on all official docu-
ments.
to make the cake.
Υ σύντομα ADV [] soon: Τα αποτελέσμα-
τα των εξετάσεων θα ανακοινωθούν σύντομα.
σφράγισμα (το) N [] filling: Πήγα στον
οδοντίατρο και έκανα ένα σφράγισμα. I went to

Φ The exam results will be announced soon.


συντροφιά (η) N [] party, company,
the dentist and had a filling.
σφυγμός (ο) N [] pulse: Ο σφυγμός του

Χ group: Μια συντροφιά από νέα παιδιά τραγου-


δούσε στην παραλία. A group of young people
ασθενούς είναι πολύ αδύναμος. The patient’s
pulse is very weak.

Ψ
were singing on the beach. σχεδιάζω VB [] 1. draw, sketch: Μου
σύντροφος (ο/η) N [] companion: Αν αρέσει να σχεδιάζω τοπία. I like drawing land-

Ω
δεν έχετε βρει ακόμα τον σύντροφο της ζωής scapes. 2. plan: Το επόμενο καλοκαίρι σχεδιά-
σας, τηλεφωνήστε μας. If you still haven’t found ζω να πάω διακοπές στην Πάρο. Next summer
σχεδιαστής 117 σωστός

Α
I’m planning to go to Paros for a vacation. σχισμή (η) N [] slot: Τοποθετήστε την κάρτα
σχεδιαστής (ο) N [] designer: Ο μπα- σας στην σχισμή. Insert your card in the slot.
μπάς μου είναι σχεδιαστής αυτοκινήτων. My σχοινί (το) N [] rope: Τράβα το σχοινί για να
father is a car designer. ανοίξει η πόρτα. Pull the rope to open the door. Β
σχέδιο (το) N [] 1. pattern: Αυτή η φούστα σχολείο (το) N [] school: Το σαββατοκύρια-
έχει παράξενο σχέδιο. This skirt has a strange
pattern. 2. plan, design: Ο αρχιτέκτονας έκανε
κο το σχολείο είναι κλειστό. School is closed on
the weekend.
Γ
τα σχέδια του καινούργιου μας σπιτιού. The ar-
chitect has drawn the plans of our new house.
σχολή (η) N [] school, faculty: Η κόρη μου
αποφοίτησε από την Φιλοσοφική Σχολή του Πα-
Δ
σχεδόν ADV [] almost: Έχω σχεδόν τε-
λειώσει με το καθάρισμα του σπιτιού. I’ve almost
νεπιστημίου Αθηνών. My daughter graduated
from the Philosophical School of the University
Ε
Ζ
finished cleaning the house. of Athens.
σχέση (η) N [] relationship: Είχαμε κάποτε σώμα (το) N [] body: Με πονάει όλο μου το
σχέση, αλλά δεν είμαστε μαζί πια. We had a re- σώμα. My whole body hurts.
lationship once, but we are no longer together. σωστός, σωστή, σωστό ADJ [, , ] Η
σχήμα (το) N [] shape: -Τι σχήμα έχει το right, correct, true: Αυτός δεν είναι ο σωστός
πιάτο; -Κυκλικό. -What is the shape of a plate? τρόπος για να το αντιμετωπίσουμε. This is not Θ
-Circular. the right way to deal with it.
σχηματίζω VB [] dial: Μετά το μπιπ,
σχηματίστε τον αριθμό. After the beep, dial the
Ι
number.
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Τ, τ 118 ταχυδρομικός

A Τ, τ
Β
Γ Τ, τ (ταυ) []: the nineteenth letter of the Greek ταξί (το) N [] taxi, cab: Θα πάρω ένα ταξί, για
να πάω στο αεροδρόμιο. I’ll take a taxi to go to
Δ
alphabet
Τ.Κ. ACRO Postal Code: Τ.Κ. σημαίνει Ταχυδρο- the airport.
μικός Κώδικας. Τ.Κ. means Postal Code. ταξιδεύω VB [] travel: Θα ήθελα πολύ
Ε τα PRON [] them: Τοποθέτησέ τα στην σωστή να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο. I would very
σειρά. Put them in the right order. much like to travel around the world.
Ζ ταβέρνα (η) N [] tavern, restaurant with ταξίδι (το) N [] travel, trip, journey: Το
σαββατοκύριακο θα πάμε ταξίδι στο χωριό της
local foods: Στην Πλάκα υπάρχουν πολλές πα-
Η ραδοσιακές ταβέρνες. At Plaka there are many
traditional taverns.
γιαγιάς. We’re going on a trip to grandma’s vil-
lage this weekend. EXP: Καλό ταξίδι! Have a

Θ τάβλι (το) N [] backgammon: Παίζουμε τά-


βλι; Shall we play backgammon?
nice trip / flight!
ταξιδιωτικός, ταξιδιωτική, ταξιδιωτικό ADJ

Ι ταγέρ (το) N [] suit: Η Άννα φοράει πάντα


ταγέρ στην δουλειά. Anna always wears a suit
[, , ] travel-
ling, travel: Σου αρέσει ο καινούριος μου ταξιδιω-
τικός σάκος; Do you like my new travelling bag?
Κ at work.
ταινία (η) N [] film, movie: Στην ταινία αυτή
ταξιτζής (ο) N [] taxi-driver: Ο ταξιτζής
με βοήθησε να μεταφέρω την βαλίτσα μου. The
Λ παίζει ο Ντάστιν Χόφμαν. Dustin Hoffman plays
in this film.
taxi-driver helped me carry my suitcase.
ταραγμένος, ταραγμένη, ταραγμένο PART
Μ ταιριάζω VB [] 1. suit: Το μαύρο δεν μου
ταιριάζει. Black doesn’t suit me. 2. match: Δεν [, , ] rough: Οι
άνεμοι θα κυμαίνονται από 5 ως 6 Μποφόρ και η
Ν
νομίζω ότι ταιριάζει το πράσινο πουκάμισο με το
κόκκινο παντελόνι. I don’t think the green shirt θάλασσα θα είναι ταραγμένη. The winds will range
and the red trousers match. from 5 to 6 Beaufort and the sea will be rough.

Ξ τακτοποιώ VB [] arrange, put in order: ταράτσα (η) N [] terrace: Η θέα από την
ταράτσα μας είναι υπέροχη. The view from our
Μόλις έφτασα από το ταξίδι και πρέπει να τακτο-
Ο ποιήσω τα ρούχα μου. I have just arrived from
my trip and I have to put my clothes in order.
terrace is wonderful.
ταύρος (ο) N [] bull: Τα κέρατα του ταύρου είναι

Π ταλέντο (το) N [] talent: Δεν πρέπει να


αφήσεις το ταλέντο σου να πάει χαμένο. You
πολύ μυτερά. The bull’s horns are very pointed.
ταυτότητα (η) N [] identity card: Ο αστυ-

Ρ should not waste your talent. EXP: Έχει ταλέ-


ντο στην ζωγραφική. He is a talented painter.
νομικός τού ζήτησε την άδεια οδήγησης και την
ταυτότητά του. The policeman asked for his

Σ ταμείο (το) N [] till, cashier: -Πού να πληρώ- driving license and identity card.
σω; -Στο ταμείο, παρακαλώ. -Where do I pay? ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονο ADJ
-At the till, please.
Τ
[, , ] simulta-
ταμίας (ο/η) N [] teller: Οι ταμίες στις τρά- neous, at the same time: Πρέπει να γίνει ταυ-
πεζες είναι πάντα ευγενικοί. Tellers in banks are τόχρονη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των
Υ always polite. εκλογών από όλους τους τηλεοπτικούς σταθ-
μούς. Αll television stations should announce
ταμιευτήριο (το) N [] savings bank: Θα
Φ καταθέσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο. I’ll depos-
it the money in the savings bank. EXP: Έχω έναν
the elections results at the same time.
ταχυδρομείο (το) N [] post-office: Πρέ-

Χ λογαριασμό ταμιευτηρίου σε αυτή την τράπεζα.


I have a savings account at this bank.
πει να πάω στο ταχυδρομείο να στείλω ένα δέμα.
I have to go to the post-office to send a parcel.

Ψ ταμπέλα (η) N [] sign: Στην πόρτα του EXP: Μου έστειλε ένα μήνυμα με ηλεκτρονικό
γραφείου υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε “Δι- ταχυδρομείο. He sent me a message by e-mail.

Ω
ευθυντής”. There was a sign on the office door ταχυδρομικός, ταχυδρομική, ταχυδρομικό ADJ
saying “Director”. [, , ] post,
ταχυδρόμος 119 τζάκι

Α
postal, mail: Θυμάμαι τον ταχυδρόμο να έρχε- τα πολύτιμα αντικείμενα πρέπει να δηλωθούν
ται στο χωριό με το ποδήλατό του και τον ταχυ- στις τελωνειακές αρχές. All valuable objects
δρομικό σάκο στην πλάτη του. I remember the have to be declared to the customs authorities.
postman coming to the village on his bicycle and τένις (το) N [] tennis: Σου αρέσει να παίζεις Β
with his mail sack on his back. τένις; Do you like playing tennis?
ταχυδρόμος (ο/η) N [] postman / post
woman: Ο ταχυδρόμος έρχεται κάθε πρωί στις
τεράστιος, τεράστια, τεράστιο ADJ [, Γ
, ] huge: Ο γίγαντας είχε τερά-
8. The postman comes every morning at 8.
ταχύς, ταχεία, ταχύ ADJ [, , ] fast: Η
στια χέρια και τεράστιο κεφάλι. The giant had
huge arms and a huge head.
Δ
οικονομία της χώρας αναπτύσσεται με ταχείς ρυθ-
μούς. The country’s economy is developing fast.
τεσσάρι (το) N [] four-room flat: Μένουμε
σε ένα τεσσάρι. We live in a four-room flat.
Ε
ταχύτητα (η) N [] speed: Το να οδηγεί κα-
νείς με ταχύτητα 220 χιλιομέτρων την ώρα είναι
τέσσερις, τέσσερις, τέσσερα NUM [,
, ] four: Μόνο τέσσερις μαθητές
Ζ
καθαρή τρέλα! Driving at the speed of 220 kilo-
metres per hour is pure madness! EXP: Ο αδερ-
παρακολούθησαν το μάθημα. Only four students
attended the class. Η
φός μου έλαβε μέρος σε αγώνα ταχύτητας. My
brother took part in a car race.
Τετάρτη (η) N [] Wednesday: Κάθε Τετάρτη
πηγαίνω σινεμά. Every Wednesday I go to the cin- Θ
τελεία (η) N [] full stop: Στο τέλος της πρό-
Ι
ema.
τασης βάζουμε τελεία. We put a full stop at the
end of a sentence. τέταρτο (το) N [] 1. quarter: Θέλω το ένα τέ-

Κ
ταρτο από τα κέρδη. I want a quarter of the profit.
τέλεια ADV [] perfect, great: Τέλεια! Οι
2. quarter (of an hour): Θα είμαι σπίτι σε ένα τέ-
ασκήσεις σου είναι όλες σωστές. Perfect! Your
ταρτο. I’ll be home in a quarter of an hour.
exercises are all correct.
τέλειος, τέλεια, τέλειο ADJ [, , ] per-
τέταρτος, τέταρτη, τέταρτο NUM [, , Λ
] fourth: Την τέταρτη φορά που έκανα
fect: Αυτά τα παπούτσια είναι τέλεια. Θα τα αγο-
ράσω. These shoes are perfect. I’ll buy them.
σκι, έσπασα το πόδι μου. The fourth time I went
skiing, I broke my leg.
Μ
τελειώνω VB [] or [] 1. finish, be
over: Τι ώρα τελειώνεις την δουλειά; What time
τέτοιος, τέτοια, τέτοιο PRON [, , ]
such, like this: Έχεις ξαναδεί τέτοιο λουλούδι;
Ν
do you finish work? 2. graduate: Πότε τελείω-
σες το Πανεπιστήμιο; When did you graduate
from University? 3. end: Εδώ τελειώνει ο δρό-
Have you ever seen a flower like this before?
τετράδιο (το) N [] exercise book, copy-
Ξ
μος. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω. The road ends
here. We have to go back. 4. be out of: Μας
book: “Ανοίξτε τα τετράδια και κρατήστε σημει-
ώσεις”, λέει η δασκάλα στους μαθητές. “Open
Ο
τελείωσε η ζάχαρη. Πρέπει να αγοράσουμε. We
are out of sugar. We have to buy some.
your exercise books and take notes”, the teach-
er says to the students. Π
Ρ
τελείως ADV [] fully, completely: Ξέχασα τετραήμερος, τετραήμερη, τετραήμερο ADJ
τα γενέθλιά σου τελείως! I completely forgot [, , ] four-day:
your birthday. Θα πάμε μια τετραήμερη εκδρομή στην Μονεμ-
τελευταία ADV [] lately: Δεν κοιμάμαι καλά βασιά. We are going on a four-day excursion to
Monemvasia.
Σ
τελευταία. I haven’t been sleeping well lately.
τελευταίος, τελευταία, τελευταίο ADJ [, τέχνη (η) N [] art: Η γλυπτική είναι μια τέχνη
που άνθισε στην Αρχαία Ελλάδα. Sculpting is an
Τ
, ] last: Την τελευταία ημέρα των
διακοπών μας αρρώστησα. I fell ill on the last
day of our holidays.
art that flourished in Ancient Greece.
τεχνολογία (η) N [] technology: Η εξέ-
Υ
τελικά ADV [] eventually, finally: Τελικά ποιο
καπέλο αγόρασες; Which hat did you finally buy?
λιξη της τεχνολογίας κατά τον εικοστό αιώνα
ήταν θεαματική. The development of technology
Φ
Χ
τέλος (το) N [] end: Το σπίτι μου είναι στο τέ- during the twentieth century was spectacular.
λος εκείνου του δρόμου. My house is at the end τζαζ (η) N [] jazz: Η μπάντα έπαιζε τζαζ. The

Ψ
of that street. EXP: Τέλος πάντων. Σε συγχω- band played jazz.
ρώ. Anyway. I forgive you. τζάκι (το) N [] fireplace: Τα κρύα βράδια του
τελωνειακός, τελωνειακή, τελωνειακό ADJ χειμώνα μαζευόμαστε γύρω από το τζάκι και συ-
[, , ] customs: Όλα ζητάμε. On cold winter nights we gather around Ω
τζαμί 120 τον

the fireplace and talk. λώ. Call her, please. 2. it: Νέα πιστωτική κάρ-
A τζαμί (το) N [] mosque: Το τζαμί είναι ιερός τα. Ζητήστε την τώρα στις τράπεζες. New credit
χώρος για τους μουσουλμάνους. The mosque is card. Ask for it now at any bank.
Β a sacred place for Muslims. της (1) PRON (possessive) [] her: Πάντα προ-
τζάμι (το) N [] window pane, glass: Η μπά- σέχει τα βιβλία της. She always takes good care
Γ λα έπεσε πάνω στο τζάμι και το έσπασε. The ball
hit the glass and broke it.
of her books.
της (2) PRON (personal) [] her: Της χάρισε ένα

Δ τζατζίκι (το) N [] tzatziki (cucumber and


yogurt salad): Τα βασικά συστατικά του τζατζικιού
όμορφο δαχτυλίδι. He gave her a beautiful ring.
τι PRON [] what: Πες μου, τι συμβαίνει; Τι έχεις;

Ε είναι γιαούρτι, αγγούρι και σκόρδο. The basic ingre-


dients of tzatziki are yogurt, cucumber and garlic.
Tell me, what’s wrong? What’s the matter? || Τι
ώρα είναι; What time is it?

Ζ τηγανητός, τηγανητή, τηγανητό ADJ [,


, ] fried: Θα ήθελα μια μερίδα τη-
τιμή (η) N [] price: Η τιμή του πετρελαίου έχει
αυξηθεί. The price of oil has risen.
γανητά κολοκυθάκια. I’d like a portion of fried
Η zucchini, please.
τιμόνι (το) N [] steering-wheel: Πρέπει να
κρατάς σταθερά το τιμόνι, όταν οδηγείς. You must
τηλεόραση (η) N [] television: Πάτα το hold the steering-wheel firmly when you drive.
Θ μαύρο κουμπί, για να ανοίξει η τηλεόραση. τιμωρία (η) N [] punishment: Η συνήθης
Press the black button to turn on the television. τιμωρία για το παράνομο παρκάρισμα είναι ένα
Ι τηλεπικοινωνία (η) N [] telecommu- χρηματικό πρόστιμο. The usual punishment for
nication: Η πληροφορική και οι τηλεπικοινω- illegal parking is a fine.
Κ νίες έχουν αναπτυχθεί πολύ τα τελευταία χρό-
νια. Informatics and telecommunications have
τίνος PRON [] whose: Τίνος είναι αυτό το
βιβλίο; Whose book is this?
Λ greatly developed in recent years.
τηλεφωνητής (ο) N [] operator: Ο τηλε-
τίποτα / τίποτε PRON [ / ] 1. nothing:
Δεν έχει τίποτα καλό στην τηλεόραση σήμερα.
Μ φωνητής που μου έδωσε τις πληροφορίες ήταν
πολύ ευγενικός. The operator who gave me the
There is nothing good on television tonight. 2.
something, anything: Χρειάζεσαι τίποτα από το
information was very kind.
Ν τηλεφωνήτρια (η) N [] operator: Η τη-
σούπερ μάρκετ; Do you need anything from the
super-market? EXP: -Σ’ ευχαριστώ πολύ. -Τίπο-
λεφωνήτρια που μου έδωσε τις πληροφορίες τα. -Thank you very much. -Don’t mention it.
Ξ ήταν πολύ ευγενική. The operator who gave me τίποτε  τίποτα
the information was very kind.
Ο τηλεφωνικά ADV [] on the phone, by
τις PRON [] them: Τις είδα να μπαίνουν στο κα-
τάστημα. I saw them going into the shop.
phone: Μπορείτε να παραγγείλετε τα προϊόντα
Π
τίτλος (ο) N [] title: Δεν θυμάμαι τον τίτλο της
του καταλόγου τηλεφωνικά. You can order cat-
ταινίας που είδα την προηγούμενη βδομάδα. I don’t
alogue products by phone.
remember the title of the film I saw last week. EXP:
Ρ τηλεφωνικός, τηλεφωνική, τηλεφωνικό ADJ
[, , ] telephone: Είχα
Οι τίτλοι σπουδών σας είναι εντυπωσιακοί. Νομί-
ζω ότι θα πάρετε την δουλειά. Your qualifications
Σ μια τηλεφωνική συνομιλία με τον διευθυντή μου. I
had a telephone conversation with my manager.
are impressive. I think you’ll get the job.
το (1) ART (neuter definite) [] the: Το τριαντά-

Τ τηλέφωνο (το) N [] 1. telephone: Το τηλέ-


φωνο είναι στο σαλόνι πάνω στο μικρό τραπέζι.
φυλλο μυρίζει ωραία. The rose smells nice.
το (2) PRON [] it: Χρειάζομαι το ποδήλατό σου.
The telephone is in the living room on the small
Υ table. 2. phone number: Ποιο είναι το τηλέφω-
νο του Κώστα; What’s Costa’s phone number?
Θα μου το δανείσεις; I need your bicycle. Will
you lend it to me?

Φ 3. phone call: Μαρία, έλα γρήγορα! Έχεις τη-


λέφωνο. Maria, come quickly! There’s a phone
τοίχος (ο) N [] wall: Πρέπει να βάψω τους
τοίχους του δωματίου μου. I have to paint the
walls of my room.
Χ call for you. EXP: Θα σε πάρω τηλέφωνο το
βράδυ στο σπίτι. I’ll call you tonight at home. τολμάω / τολμώ VB [ / ] dare: Δεν
τόλμησα να της πω την αλήθεια. I didn’t dare
Ψ
τηλεφωνώ VB [] phone, call: Τηλεφώ-
νησα στην Χλόη, για να της θυμίσω το ραντεβού tell her the truth.
μας. I called Chloe to remind her of our date. τολμώ  τολμάω
Ω την PRON [] 1. her: Φώναξέ την, σε παρακα- τον PRON [] him: Τον ξέρω καλά. I know him well.
τονίζω 121 τραπέζι

Α
τονίζω VB [] 1. stress, emphasise: Ο διευθυ- [, , ] tourist(ic): Το νησί
ντής τόνισε ότι δεν θα επιτρέψει άλλα λάθη. The αυτό είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός.
managing director stressed that he would not tol- This island is a popular tourist destination.
erate any more mistakes. 2. put a stress, accent:
Άκου την λέξη και τόνισε την σωστή συλλαβή.
τούρτα (η) Ν [] cake: Είχε ένα κεράκι πάνω στην Β
τούρτα των γενεθλίων του. There was one candle
Listen to the word and put the stress on the right
syllable.
on his birthday cake. Γ
τους (1) PRON (possessive) [] their: Το σκυλί
Τοξότης (ο) N [] Sagittarius: -Τι ζώδιο εί-
σαι; -Τοξότης. -What’s your sign? -Sagittarius.
τους είναι πολύ άγριο. Their dog is very fierce.
τους (2) PRON (personal) [] them: Τους ζήτησα
Δ
τοποθετώ VB [] place, put: Θα με βοηθή-
σεις να τοποθετήσουμε τα έπιπλα στην θέση τους;
να κάνουν ησυχία. I asked them to be quiet.
τραβάω / τραβώ VB [ / ] pull: Τραβήξ-
Ε
Will you help me put the furniture in place?
τόσο ADV [] so: Αυτό το αυτοκίνητο είναι τόσο
τε την πόρτα για να ανοίξει. Pull the door to open.
EXP: Τράβα μια γραμμή από το ένα σημείο στο
Ζ
ακριβό! This car is so expensive!
Η
άλλο. Draw a line from one dot to the other.
τόσος, τόση, τόσο PRON [, , ] so τραβώ  τραβάω
many/much: Σου τηλεφώνησα τόσες φορές και
δεν απαντούσες! I called you so many times but
you didn’t answer the phone.
τραγανός, τραγανή, τραγανό ADJ [,
, ] crisp, crunchy: Μμμ, αυτά τα Θ
Ι
μπισκότα είναι πολύ τραγανά. Mmm, these bis-
τότε ADV [] 1. then, at the time: Αγόρασα cuits are very crunchy.
το πρώτο μου αυτοκίνητο πριν από 20 χρό-
τραγουδάω / τραγουδώ VB [ / ]
νια. Ήμουν φοιτητής τότε. I bought my first car
twenty years ago. I was a student at the time. 2.
sing: Η Μαρία τραγουδάει πολύ καλά και θα Κ
πάρει μέρος σε διαγωνισμό τραγουδιού. Maria
Λ
then, in this case: -Εγώ είμαι ελεύθερος αύριο
sings very well and she is going to take part in a
το απόγευμα. –Τότε, μπορούμε να βρεθούμε αύ-
singing contest.
ριο στις 4. -I am free tomorrow afternoon. -Then
we can meet tomorrow at 4. τραγούδι (το) N [] song: Ένα καλό τρα-
γούδι εκτός από καλή μουσική πρέπει να έχει
Μ
του (1) PRON (possessive) [] 1. his: Τα Ελληνι-
κά του είναι πολύ καλά. His Greek is very good.
2. its: Αυτή είναι η θέση του. This is its place.
και καλούς στίχους. A nice song must have nice
lyrics as well as nice music.
Ν
του (2) PRON (personal) [] 1. him: Να του
δώσω το τηλέφωνό σου; Shall I give him your
τραγουδιστής (ο) N [] singer: Ο τραγου-
διστής πήρε την κιθάρα του και άρχισε να τραγου- Ξ
Ο
phone number? 2. it: Το μωρό αρχίζει να κλαίει δά. The singer took his guitar and started singing.
αν δεν του δίνεις σημασία. The baby starts cry- τραγουδίστρια (η) N [] singer: Η Μαρία
Κάλλας ήταν διάσημη τραγουδίστρια της όπερας.
Π
ing if you don’t pay any attention to it.
τουαλέτα (η) N [] 1. toilet: Πού είναι η του- Maria Kallas was a famous opera singer.
αλέτα, παρακαλώ; Where is the toilet, please? τραγουδώ  τραγουδάω
2. dressing table: Στο υπνοδωμάτιο έχουμε δύο τραγωδία (η) N [] 1. tragedy: Η ‘Μήδεια’ Ρ
κομοδίνα και μια τουαλέτα. We have two bedside είναι κωμωδία ή τραγωδία; Is ‘Medea’ a comedy
tables and a dressing table in the bedroom. or a tragedy? 2. tragedy: Η σχέση τους κατέληξε
σε τραγωδία. Their affair ended in tragedy.
Σ
τουλάχιστον ADV [] at least: Σου έδω-
σε το τηλέφωνό της, τουλάχιστον; Did she give
you her phone number at least?
τρακάρω VB [] crash a car: Τράκαρα,
αλλά ευτυχώς δεν τραυματίστηκα. I crashed the
Τ
τουλίπα (η) Ν [] tulip: Η τουλίπα είναι το
εθνικό λουλούδι της Ολλανδίας. The tulip is Hol-
car but fortunately I wasn’t injured.
τράπεζα (η) N [] bank: Πρέπει να πάω
Υ
land’s national flower.
τουρισμός (ο) N [] tourism: Η οικονομία
στην τράπεζα. Μου τελείωσαν τα λεφτά. I must
go to the bank. I’ve run out of money. Φ
Χ
της χώρας στηρίζεται στον τουρισμό. The coun- τραπεζαρία (η) N [] 1. dinner table:
try’s economy relies on tourism. Αγοράσαμε μια ξύλινη τραπεζαρία. We bought
τουρίστας (ο) N [] tourist: Kάθε χρόνο επι- a wooden dinner table. 2. dining room: Η τρα-
σκέπτονται την Ελλάδα πολλοί τουρίστες. Many πεζαρία είναι δίπλα στο σαλόνι. The dining room Ψ
tourists visit Greece every year. is next to the living room.
τουριστικός, τουριστική, τουριστικό ADJ τραπέζι (το) N [] table: Τα πιάτα και τα πο- Ω
τραπεζικός 122 τρίκλινος

τήρια είναι επάνω στο τραπέζι. The dishes and [ ,  ,  ]
A the glasses are on the table. EXP: 1. Απόψε thirty-one: Σαράντα μείον εννέα ίσον τριάντα
έχω τραπέζι τους γονείς μου. I have invited my ένα. Forty minus nine equals thirty-one.
Β parents to dinner tonight. 2. Αύριο θα κάνω το
τραπέζι στο αφεντικό μου. I’m having my boss
τριάντα εννέα / τριάντα εννιά NUM [
] / [ ] thirty-nine: Σαράντα μεί-
Γ to dinner tomorrow.
τραπεζικός, τραπεζική, τραπεζικό ADJ [,
ον ένα ίσον τριάντα εννέα. Forty minus one
equals thirty-nine.

Δ , ] bank: Θέλω να καταθέσω


1.000 ευρώ σε αυτόν τον τραπεζικό λογαριασμό.
τριάντα εννιά  τριάντα εννέα
τριάντα έξι NUM [ ] thirty-six: Στο

Ε
I’d like to deposit 1.000 euros in this bank account. πάρτι ήρθαν τριάντα έξι καλεσμένοι. Thirty-six
τραπεζομάντιλο (το) N [] table- guests came to the party.

Ζ
cloth: Πάρε ένα καθαρό τραπεζομάντιλο από τριάντα επτά / τριάντα εφτά NUM [ ]
το συρτάρι και στρώσε το τραπέζι. Take a clean / [ ] thirty-seven: Στο σπίτι έχω τρι-
tablecloth from the drawer and lay the table.
Η
άντα επτά βιβλία με θέμα το Βυζάντιο. At home I
τραύμα (το) N [] wound: Ευτυχώς, το τραύ- have thirty-seven books on Byzantium.
μα δεν είναι σοβαρό. Fortunately, the wound is τριάντα εφτά  τριάντα επτά
Θ not serious.
τριάντα οκτώ / τριάντα οχτώ NUM [ ]
τραχύς, τραχιά, τραχύ ADJ [, , ] / [ ] thirty-eight: Στην μικρή λίμνη του
Ι rough: Η σφαίρα κύλησε αργά πάνω στην τρα-
χιά επιφάνεια. The ball rolled slowly on the
πάρκου ζουν τριάντα οκτώ χρυσόψαρα. Thirty-
eight goldfish live in the small lake of the park.
Κ rough surface.
τρεις, τρεις, τρία NUM [, , ] three: Έχω
τριάντα οχτώ  τριάντα οκτώ
τριάντα πέντε NUM [ ] thirty-
Λ τρεις αδερφές. I’ve got three sisters.
τρελά ADV [] madly: Είμαι τρελά ερωτευμέ-
five: Τριάντα και πέντε κάνουν τριάντα πέντε.
Thirty plus five equals thirty-five.
Μ νος με την Άννα. I am madly in love with Anna.
τρελαίνω VB [] 1. drive mad: Με τρέλα-
τριάντα τέσσερις, τριάντα τέσσερις, τριάντα
τέσσερα NUM [ , 

Ν νε με τις φωνές του. He drove me mad with his


screams. 2. love: Τρελαίνομαι για παγωτό! I
,  ] thirty-four: Έχω τριά-
ντα τέσσερα γραμματόσημα από την Βραζιλία.

Ξ love ice-cream!
τρελός, τρελή, τρελό ADJ [, , ]
I’ve got thirty-four stamps from Brazil.
τριάντα τρεις, τριάντα τρεις, τριάντα τρία NUM

Ο
crazy: Είσαι τρελός; Αυτό που θέλεις να κάνεις [ ,  ,  ] thir-
είναι πολύ επικίνδυνο. Are you crazy? What you ty-three: Στο πάρτι της Αθηνάς ήρθαν τριάντα
want to do is very dangerous. τρία παιδιά. Thirty-three children came to Athe-
Π τρένο (το) N [] train: Έχω αργήσει, θα χάσω na’s party.
το τρένο. I’m late. I’m going to miss the train. τριαντάφυλλο (το) N [] rose: Τα τρι-
Ρ τρεχούμενος, τρεχούμενη, τρεχούμενο ADJ αντάφυλλα είναι τα αγαπημένα μου λουλούδια.
Roses are my favourite flowers.
[, , ] running,
Σ flowing: Η περιοχή έχει πολλά τρεχούμενα
νερά. The area has a lot of running water. EXP:
τριάρι (το) N [] three-room flat: Μένουμε σε
ένα τριάρι. We live in a three-room flat.

Τ Έχω έναν τρεχούμενο λογαριασμό σε αυτή την


τράπεζα. I have a current account at this bank.
τρίβω VB [] grate: Τρίψε λίγο τυρί για τα μα-
καρόνια. Grate some cheese for the spaghetti.

Υ τρέχω VB [] run: Ξύπνησα αργά σήμερα και έπρε-


πε να τρέξω για να προλάβω το λεωφορείο. I woke
τριγυρνάω / τριγυρνώ VB [n / ] hang
around: Τον είδα να τριγυρνάει στην γειτονιά. I

Φ up late today and I had to run to catch the bus.


τριάντα NUM [] thirty: Αγόρασα τριάντα
saw him hanging around the neighbourhood.
τριγυρνώ  τριγυρνάω

Χ τριαντάφυλλα για την επέτειο του γάμου μας. I


bought thirty roses for our wedding anniversary.
τρίκλινο (το) N [] three-bed room: Θέλω
ένα τρίκλινο για μένα, την γυναίκα μου και την

Ψ
τριάντα δύο NUM [ ] thirty-two: Στο κόρη μου. I want a three-bed room for myself,
κτήμα μας έχουμε τριάντα δύο δέντρα. We have my wife and my daughter.
thirty-two trees on our farm.
Ω
τρίκλινος, τρίκλινη, τρίκλινο ADJ [,
τριάντα ένας, τριάντα μία, τριάντα ένα NUM , ] three-bed: Θα ήθελα να κλεί-
Τρίτη 123 τώρα

Α
σω ένα τρίκλινο δωμάτιο για δυο μέρες, παρα- τσαντάκι (το) Ν (diminutive) [] bag,
καλώ. I’d like to book a three-bed room for two handbag: Αγόρασα ένα δερμάτινο τσαντάκι. I
days, please. bought a leather bag.
Τρίτη (η) N [] Tuesday: Η Τρίτη είναι η δεύ- τσεκ (το) Ν [] cheque: Πώς θέλετε να πληρώ- Β
τερη εργάσιμη μέρα της εβδομάδας. Tuesday is σετε, μετρητά ή με τσεκ; How would you like to
the second working day of the week. pay, cash or check? Γ
τρίτος, τρίτη, τρίτο NUM [, , ] third: Το τσέπη (η) Ν [] pocket: Η τσέπη μου είχε μια
τρίτο μου παιδί είναι αγόρι. My third child is a boy. τρύπα και έχασα τα χρήματά μου. My pocket had
a hole and I lost my money.
Δ
τριτώνω VB [] happen for a third time:
Απολύθηκα, χώρισα και χθες τράκαρα και τρίτω-
σε το κακό! I got fired, I broke up and I crashed
τσιγάρο (το) Ν [] cigarette: Μην ανάβεις
τσιγάρο εδώ. Δεν επιτρέπεται. Don’t light a cig-
Ε
my car yesterday, so three bad things happened!
τρίφτης (ο) N [] grater: Πλύνε τον τρίφτη,
arette in here. It’s not allowed.
τσίλι (το) Ν [] chilli: Μαγείρεψα μεξικάνικο κοτό-
Ζ
Η
πριν τον χρησιμοποιήσεις. Wash the grater be- πουλο με τσίλι. I made Mexican chicken with chilli.
fore you use it. τσιμπάω / τσιμπώ VB [ / ] bite:

Θ
τρόλεϊ (το) N [] trolley-bus: Αν πάρεις το Με τσίμπησε μια μέλισσα. I was bitten by a bee.
τρόλεϊ, θα φτάσεις πιο νωρίς. If you take the τσιμπώ  τσιμπάω
trolley-bus, you’ll arrive sooner.
τρόπος (ο) N [] way: Δεν συμφωνώ με τον
τσιπούρα (η) Ν [] dorado (type of fish):
Πήγαμε σε μία ωραία ψαροταβέρνα και φάγαμε Ι
τρόπο που χειρίστηκες το θέμα. I don’t agree τσιπούρα. We went to a nice fish tavern and
with the way you handled the situation. ate dorado. Κ
τροφή (η) N [] food: Αγόρασες τροφή για τον τσίπουρο (το) Ν [] raki: Θα πιούμε τσίπου-
σκύλο; Did you buy food for the dog? ρο και θα φάμε χταποδάκι στα κάρβουνα. We’ll Λ
τρόφιμο (το) N [] food: Πήραμε μαζί μας drink raki and eat grilled octopus.
τρόφιμα και πήγαμε για πικνίκ στην εξοχή. We
took some food with us and went for a picnic in
τσίχλα (η) Ν [] chewing gum: Μου αρέσουν Μ
οι τσίχλες με γεύση φράουλα. I like strawberry-
the countryside.
τροχός (ο) N [] wheel: Ο ένας τροχός του
flavoured chewing gum.
τύπος (ο) Ν [] character, type: Ο Αλέξης μου
Ν
αυτοκινήτου καταστράφηκε από το τρακάρισμα.
A wheel of the car was ruined in the crash.
φαίνεται πολύ παράξενος τύπος. Alexis seems
to me a very weird character.
Ξ
τρύπα (η) N [] hole: Η κάλτσα σου έχει μια
τρύπα. There is a hole in your sock.
τυραννία (η) Ν [] tyranny, oppression: Η
χώρα υπέφερε πολλά χρόνια από την τυραννία.
Ο
τρυπάω / τρυπώ VB [ / ] pierce: Αύριο
θα τρυπήσω τα αυτιά μου. I am having my ears
The country suffered tyranny for many years.
τύραννος (ο) Ν [] tyrant: Το αφεντικό της ήταν
Π
pierced tomorrow.
Ρ
σωστός τύραννος. Her boss was a real tyrant.
τρυπώ  τρυπάω τυρί (το) Ν [] cheese: Η φέτα είναι παραδοσιακό
ελληνικό τυρί. Feta is a traditional Greek cheese.
Σ
τρυφερός, τρυφερή, τρυφερό ADJ [,
, ] tender, affectionate: Της έδωσε τυροκομικός, τυροκομική, τυροκομικό ADJ
ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο. He gave her a [, , ] cheese:
tender kiss on the cheek. Συγγνώμη, πού είναι τα τυροκομικά (προϊόντα); Τ
τρώω VB [] eat: Ποτέ δεν τρώω θαλασσινά. I Excuse me, where are the cheese products?
never eat sea-food.
τσάι (το) Ν [] tea: Πίνεις το τσάι σου με λεμόνι
τυχαία ADV [] accidentally, by chance:
Βρήκα τυχαία αυτό το παλιό βιβλίο σε ένα πα-
Υ
ή με γάλα; Do you have tea with lemon or milk?
τσακώνομαι VB [] quarrel, fight: Όταν
λαιοπωλείο. I found this old book by chance in
an antique-shop.
Φ
ήμαστε μικροί, τσακωνόμασταν με τον αδερφό
μου συνέχεια. When we were young, my brother
τύχη (η) Ν [] luck, fortune: Η τύχη δεν με ευ-
νόησε σε αυτές τις εξετάσεις. Luck wasn’t on my
Χ
Ψ
and I used to fight all the time. side in these exams.
τσάντα (η) Ν [] bag, handbag: Αγόρασα τώρα ADV [] now: Το πρωί είχα πονοκέφαλο,
αλλά τώρα είμαι καλά. I had a headache in the
Ω
μια δερμάτινη τσάντα και παπούτσια. I bought a
leather handbag and shoes. morning, but now I am fine.
Υ, υ 124 υπόθεση

A Υ, υ
Β
Γ Υ, υ (ύψιλον) []: the twentieth letter of the υπάρχω VB [] exist, be, there is/are:
Υπάρχει καθόλου τυρί στο ψυγείο; Is there any
Δ
Greek alphabet
cheese in the fridge?
υγεία (η) N [] health: Πώς είναι η υγεία σου;
υπέροχος, υπέροχη, υπέροχο ADJ [,
Ε
How’s your health? EXP: “Στην υγειά σου!”
μου είπε και ήπιε μια γουλιά κρασί. “Cheers/ , ] wonderful: Πήγαμε σε μια
Here’s to your health!’’ he told me and he had υπέροχη παραλία στην άλλη πλευρά του νησι-

Ζ a sip of wine. ού. We went to a wonderful beach on the other


side of the island.
υγιεινά ADV [] healthily: Είναι πολύ σημαντικό
Η για την φυσική μας κατάσταση να τρώμε υγιεινά.
It is very important for our fitness to eat healthily.
υπερωρία (η) N [] overtime: Αυτή την
βδομάδα έχω πολλή δουλειά και κάνω κάθε

Θ
μέρα υπερωρίες. I have so much work to do
υγιεινή (η) N [] hygiene: Σύμφωνα με τους
this week, that I have been doing overtime every
κανόνες της υγιεινής, πρέπει πάντα να πλένου-
day.
Ι με τα χέρια μας πριν από το φαγητό. According
to the rules of hygiene, we must always wash υπηκοότητα (η) N [] citizenship: Ο
παππούς του Νίκου είναι Κύπριος, αλλά ο Νίκος
Κ our hands before meals.
υγιεινός, υγιεινή, υγιεινό ADJ [, ,
γεννήθηκε στην Ελλάδα και απέκτησε ελληνική
υπηκοότητα. Nikos’s grandfather is Cypriot, but
Λ
] healthy: Κάνει πολύ υγιεινή ζωή: αθλεί-
Nikos was born in Greece and he was granted
ται, δεν καπνίζει και δεν πίνει αλκοόλ. He leads a
Greek citizenship.
very healthy life: he exercises, he doesn’t smoke
Μ and doesn’t drink alcohol.
υπηρεσία (η) N [] 1. service: Εκτιμούμε
τις υπηρεσίες που προσφέρατε στην εταιρεία,
υδραυλικός (o/η) N [] plumber: Ο
Ν υδραυλικός επισκεύασε την βρύση. The plumb-
γι’ αυτό αποφασίσαμε να σας δώσουμε αύξηση.
We appreciated your service to the company,
er repaired the tap. so we decided to give you a salary raise. 2. or-
Ξ υδραυλικός, υδραυλική, υδραυλικό ADJ
[, , ] hydraulic: Το
ganisation, body: Σε ποια υπηρεσία πρέπει να
απευθυνθώ για την έκδοση διαβατηρίου; Which
Ο τιμόνι του αυτοκινήτου μου είναι υδραυλικό. My
car’s steering-wheel is hydraulic.
organisation should I see about a new pass-
port?

Π ύδρευση (η) N [] water supply: Δεν έχουμε


νερό λόγω βλάβης στο σύστημα ύδρευσης. We
υπνοδωμάτιο (το) N [] bedroom:
Θέλω να αλλάξω την διακόσμηση στο υπνοδω-

Ρ have no water because of damage to the water


supply system.
μάτιό μου. I want to change the decoration in
my bedroom.

Σ υλικό (το) N [] ingredient: Έχεις αγοράσει


όλα τα υλικά για την τούρτα; Have you bought
υπόγειος, υπόγεια, υπόγειο ADJ [, ,
] underground: Η διάβαση για τους πε-
ζούς είναι υπόγεια. The pedestrian passage is
Τ
all the ingredients for the cake?
ύμνος (ο) N [] hymn: Στην εκκλησία ψέλνου- underground.
με ύμνους. We sing hymns in church. υπογραφή (η) N [] signature: Αυτή δεν
Υ υπάλληλος (ο/η) N [] employee, clerk, είναι η υπογραφή μου. Το έγγραφο είναι πλα-
στό. This is not my signature. This document is
assistant: Ρωτήστε τον υπάλληλο στην υποδο-
Φ χή. Ask the clerk at the reception. EXP: 1. Είναι forged. EXP: Πού βάζω υπογραφή; Where do
I sign?
δημόσιος υπάλληλος. Εργάζεται στο Υπουρ-
Χ γείο Παιδείας. He is a public servant. He works
for the Ministry of Education. 2. Είναι ιδιωτικός
υποδοχή (η) N [] 1. welcome: Η υποδοχή
τους με συγκίνησε. Their welcome touched me.

Ψ υπάλληλος. Δουλεύει σε μία εταιρεία Πληροφο- 2. reception: Ρωτήσαμε στην υποδοχή του ξε-
ρικής. He is in the private sector. He works for νοδοχείου για δωμάτιο. We asked for a room at
the hotel reception.
Ω
an Informatics company. 3. Είναι τραπεζικός
υπάλληλος. He is a bank clerk. υπόθεση (η) N [] 1. assumption, hypoth-
υποθέτω 125 υψηλός

Α
esis: Δεν γνωρίζουμε την αιτία του ατυχήματος, υπόσχομαι VB [] promise: Υπόσχομαι
μόνο υποθέσεις κάνουμε. We don’t know the να σε πάρω τηλέφωνο, μόλις φτάσω. I promise
cause of the accident, we’re just making as- to call you as soon as I arrive.
sumptions. 2. case, issue: Ο δικηγόρος μας υπουργείο (το) N [] ministry: Το Yπουρ- Β
ανέλαβε αυτή την υπόθεση. Our lawyer took γείο Oικονομίας θα ανακοινώσει τον ετήσιο
over this case.
υποθέτω VB [] suppose, assume: Υπέ-
προϋπολογισμό. The Ministry of Finance will
announce the annual budget.
Γ
θεσα ότι δεν θα ήσουν σπίτι, γι’ αυτό δεν σου
τηλεφώνησα. I assumed that you wouldn’t be
υπουργός (ο/η) N [] minister: Ο Υπουρ-
γός Παιδείας θα δώσει σήμερα συνέντευξη τύ-
Δ
home; that’s why I didn’t call you.
υποκρίνομαι VB [] pretend: Υποκρί-
που. The Minister of Education is giving a press
conference today. Ε
νεται πως δεν τον ενδιαφέρω, αλλά στην πραγ-
ματικότητα του αρέσω πολύ. He pretends he is
υποφέρω VB [] suffer: Υποφέρει από μια
σοβαρή ασθένεια. He is suffering from a serious Ζ
not interested in me but the truth is he likes me illness.
very much. υποχρεωτικός, υποχρεωτική, υποχρεωτικό ADJ Η
υπολογίζω VB [] estimate: Έχουν υπο- [, , ] obliga-
λογίσει το μέγεθος της ζημιάς; Have they esti- tory, required: Είναι υποχρεωτικό να υπακούς
τους νόμους. Obeying the law is obligatory.
Θ
mated the extent of the damage?
υπολογιστής (ο) N [] computer: Ο υποψιάζομαι VB [] suspect: Υποψι-
άζομαι ποιος μπορεί να το έκανε, αλλά δεν είμαι
Ι
υπολογιστής μου χάλασε. My computer has
broken down. απόλυτα σίγουρος. I suspect someone of having
done that, but I am not absolutely sure.
Κ
υπομονή (η) N [] patience: Χρειάζεται
επιμονή και υπομονή για να τα καταφέρεις. You
need to be insistent and patient to make it.
ύστερα ADV [] then, after, afterwards: Πή-
γαμε στο θέατρο και ύστερα σε ένα εστιατόριο Λ
Μ
για φαγητό. We went to the theatre and then to
υποπτεύομαι VB [] suspect: “Ποιον
a restaurant for dinner.
υποπτεύεστε ως αρχηγό της συμμορίας;”, ρώ-

Ν
ύφασμα (το) N [] fabric, cloth: Δες πόσο
τησε ο δημοσιογράφος τον αστυνομικό. “Who do
απαλό είναι το ύφασμα! Είναι καθαρό μετάξι.
you suspect is the gang leader?” the reporter
Feel how soft the fabric is! It’s pure silk.
Ξ
asked the policeman.
υψηλός, υψηλή, υψηλό ADJ [, ,
υποστηρίζω VB [] argue: Ο δικηγόρος
] high: Αύριο αναμένονται υψηλές θερ-
Ο
υποστήριξε ότι η κατάθεση του μάρτυρα ήταν
μοκρασίες σε όλη την χώρα. High temperatures
ψευδής. The lawyer argued that the witness’s
are expected tomorrow all over the country.
testimony was false.
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Φ, φ 126 φέρνω

A Φ, φ
Β
Γ Φ, φ (φι) []: the twenty-first letter of the Greek tastic: Περάσαμε πολύ ωραία. Ήταν μια φαντα-
στική εμπειρία! We had a great time. It was a
Δ
alphabet
φαβορί (το) Ν [] favourite: Η ταινία θεωρεί- fantastic experience!
ται το φαβορί για τα Όσκαρ. This movie is the φαξ (το) Ν [] 1. fax: Εντάξει, έλαβα το φαξ που
Ε favourite for the Oscar awards. μου έστειλες. Ok, I received the fax you sent
φαγητό (το) Ν [] meal, food: Έτοιμο το φα- me. 2. fax machine: Αυτή η συσκευή είναι και
Ζ γητό! The meal’s ready! τηλέφωνο και φαξ. This is a telephone and a fax
machine.
φαίνομαι VB [] look, seem: Σήμερα φαί-
Η νεσαι κουρασμένος. You look tired today. φαρδύς, φαρδιά, φαρδύ ADJ [, ,
] wide, large: Έχω αδυνατίσει και όλα τα
φαινόμενο (το) Ν [] phenomenon: Οι
Θ σεισμοί είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην Ια-
πωνία. Earthquakes are a common phenom-
ρούχα μου μου είναι πια πολύ φαρδιά. I’ve lost
weight and all my clothes are now very large on
me.
Ι enon in Japan.
φάκελος (ο) Ν [] envelope: Ρία, έχεις κα-
φαρμακείο (το) Ν [] 1. pharmacy: Αν
πας στο φαρμακείο, θα μου πάρεις ασπιρίνες;
Κ νέναν φάκελο; Θέλω να στείλω ένα γράμμα.
Ria, have you got an envelope? I need to send
If you go to the pharmacy, will you buy some
aspirins for me? 2. medicine-chest: Έβαλες τις
Λ
a letter.
ασπιρίνες στο φαρμακείο; Did you put the aspi-
φακή (η) N [] lentil: Τουλάχιστον μια φορά
rins in the medicine-chest?

Μ
την βδομάδα τρώμε όσπρια, φακές ή φασόλια.
We eat pulses, lentils or beans at least once a φάρμακο (το) Ν [] medicine: Θυμήσου να
week. πάρεις το φάρμακό σου, πριν πέσεις για ύπνο.

Ν φαλακρός, φαλακρή, φαλακρό ADJ [,


Remember to take your medicine before you go
to bed.
, ] bald: Βλέπεις εκείνο τον φαλα-
Ξ κρό άντρα; Can you see that bald man? φασαρία (η) N [] 1. noise: Δεν σε ακούω.
Έχει πολλή φασαρία εδώ μέσα. I can’t hear
φανάρι (το) Ν [] traffic light: Το φανάρι εί-
Ο ναι πράσινο. Μπορείς να φύγεις. The traffic light
is green. You can go.
you. There’s so much noise in here. 2. trouble:
Γιατί μπλέκεις συνέχεια σε φασαρίες; Why do
you always get into trouble?
Π φανελάκι (το) Ν [] t-shirt: Θα φορέσω το
κόκκινο φανελάκι και το μαύρο παντελόνι. I will
φασολάδα (η) N [] bean soup: Η φασο-
λάδα είναι ελληνικό παραδοσιακό φαγητό. Bean
Ρ wear the red t-shirt and the black trousers.
φαντάζομαι VB [] imagine: Πώς
soup is a traditional Greek food.
φασόλι (το) Ν [] bean: Τουλάχιστον μια φορά
Σ φαντάζεσαι την ζωή σου σε δέκα χρόνια από
τώρα; How do you imagine your life in ten years
την εβδομάδα τρώμε όσπρια, φακές ή φασόλια.
We eat pulses, lentils or beans at least once a
from now?
Τ φαντασία (η) N [] imagination: Μερικά
week.
Φεβρουάριος (ο) Ν [] February: Ο Φε-
παιδιά έχουν ζωηρή φαντασία. Some kids have
Υ a vivid imagination. EXP: Η “Περιπέτεια στο διά-
στημα” είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασί-
βρουάριος είναι ο δεύτερος μήνας του χρόνου.
February is the second month of the year.

Φ ας. “Adventure in Space” is a science fiction


film.
φεγγαράκι (το) Ν (diminutive) []
moon: Το φεγγαράκι φώτιζε τον σκοτεινό ουρα-

Χ φανταστικά ADV [] fantastic, terrific,


great: Το πάρτι είχε μεγάλη επιτυχία! Περάσαμε
νό. The moon lit up the dark sky.
φεγγάρι (το) Ν [] moon: Το φεγγάρι φώ-

Ψ
φανταστικά! The party was a big success! We τιζε τον σκοτεινό ουρανό. The moon lit up the
had a fantastic time! dark sky.

Ω
φανταστικός, φανταστική, φανταστικό ADJ φέρνω VB [] bring: Μπορείς, σε παρακα-
[, , ] fan- λώ, να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; Could you
φέτα 127 φιλοσοφία

Α
please bring me a glass of water? ρά του χειρογράφου ήταν τέτοια, που η ανάγνω-
φέτα (η) N [] 1. feta: Η φέτα είναι παραδοσι- σή του ήταν αδύνατη. The damage to the manu-
ακό ελληνικό τυρί. Feta is a traditional Greek script was such that it was impossible to read.
cheese. 2. piece, slice: Θα φάω μια φέτα ψωμί φιδίσιος, φιδίσια, φιδίσιο ADJ [, , Β
με βούτυρο για πρωινό. I’ll have a slice of bread ] snake: Αγόρασα παπούτσια από φιδί-
with butter for breakfast. σιο δέρμα. I bought shoes made of snake skin. Γ
φετινός, φετινή, φετινό ADJ [, , φιλάκι (το) Ν (diminutive) [] kiss: Δώσε ένα
] this year’s: Η φετινή παραγωγή ήταν
μικρότερη σε σύγκριση με πέρυσι. This year’s
φιλάκι στην μαμά! Give mοmmy a kiss! Δ
φιλάω / φιλώ VB [ / ] kiss: Την αγκάλιασε
production has been reduced since last year.
φέτος ADV [] this year: Φέτος θα αγοράσω
τρυφερά και την φίλησε. He hugged her gently
and kissed her.
Ε
καινούργιο αυτοκίνητο. I’m going to buy a new
car this year.
φίλη (η) N [] 1. friend: Η φίλη μου η Μαρία
μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι πρόσφατα.
Ζ
φετούλα (η) N (diminutive) [] piece, slice:
Θα φάω μόνο μια φετούλα ψωμί με βούτυρο. I’ll
My friend Maria has moved to a new house re-
cently. 2. girlfriend: Η καινούρια μου φίλη είναι Η
only eat a slice of bread with butter.
Θ
ξανθιά. My new girlfriend is blonde.
φεύγω VB [] leave, go, depart: Μην φεύ- φιλί (το) Ν [] kiss: Μου έδωσε ένα φιλί και
γεις ακόμη, θέλω να σου μιλήσω. Don’t go yet. I
Ι
έφυγε τρέχοντας. She gave me a kiss and ran
want to talk to you. away.
φήμη (η) N [] rumour: Έχω ακούσει κάποιες
Κ
φιλικός, φιλική, φιλικό ADJ [, , ]
φήμες για σένα. I’ve heard some rumours about friendly: Όλοι ήταν πολύ φιλικοί και με έκαναν
you. να αισθανθώ σαν στο σπίτι μου. Everybody was
φθάνω / φτάνω VB [ / ] 1. arrive: Πότε
φθάνει η θεία σου στην Ελλάδα; When does
very friendly and made me feel at home. Λ
φιλικότερος, φιλικότερη, φιλικότερο ADJ
your aunt arrive in Greece? 2. go up to, rise:
Η θερμοκρασία έφθασε τους 35 βαθμούς. The
[, , ] 1. more
friendly: Ο Αιμίλιος είναι φιλικότερος από τον
Μ
temperature rose to 35 degrees. 3. reach: Μπο-
ρείς να φθάσεις εκείνο το βιβλίο στο πάνω ράφι
Πέτρο. Emil is more friendly than Peter. 2. most
friendly (when preceded by article): Απολαύ-
Ν
της βιβλιοθήκης; Can you reach that book on the
top shelf of the bookcase? 4. be enough: Φθά-
στε το ποτό σας στο φιλικότερο περιβάλλον.
Enjoy your drink in a friendly environment. Ξ
νουν τέσσερα αβγά, για να φτιάξουμε την ομελέ-
τα; Are four eggs enough to make the omelette?
EXP: Φτάνει πια. Δεν θα το ανεχτώ άλλο αυτό.
φιλολογία (η) N [] philology, literature:
Η αδερφή μου έχει σπουδάσει φιλολογία. My Ο
sister has studied literature.
That’s enough. I won’t tolerate this any more.
φθηνότερος / φτηνότερος, φθηνότερη / φτηνό-
φιλοξενία (η) N [] hospitality: Οι Έλλη- Π
νες είναι γνωστοί για την φιλοξενία τους. The
τερη, φθηνότερο / φτηνότερο ADJ [
/ ,  / ,  /
Greeks are known for their hospitality. Ρ
φιλόξενος, φιλόξενη, φιλόξενο ADJ [,
Σ
] 1. cheaper: Αυτό το σακάκι είναι φθη-
νότερο από το άλλο. This jacket is cheaper than , ] hospitable: Οι χωρικοί
the other one. 2. cheapest (when preceded by ήταν πολύ φιλόξενοι. The villagers were very
article): Αυτό το εστιατόριο είναι το φθηνότερο
της περιοχής. This restaurant is the cheapest in
hospitable.
Τ
φιλοξενώ VB [] house: Η γκαλερί θα
the area.
φθινοπωρινός, φθινοπωρινή, φθινοπωρινό
φιλοξενήσει την έκθεση του διάσημου ζωγρά-
φου. The gallery will house the exhibition of the
Υ
ADJ [, , ]
autumn: Τον Σεπτέμβριο αρχίζουν οι φθινοπω-
famous painter.
φίλος (ο) Ν [] 1. friend: Είμαστε φίλοι από
Φ
Χ
ρινές βροχές. Autumn rainfalls start in Septem- το δημοτικό. We’ve been friends since primary
ber. school. 2. boyfriend: Ο νέος της φίλος είναι μη-
φθινόπωρο (το) Ν [] autumn: Το φθι- χανικός. Her new boyfriend is an engineer.
νόπωρο τα φύλλα των δέντρων κιτρινίζουν. In φιλοσοφία (η) N [] philosophy: Το διδα- Ψ
autumn the leaves of the trees become yellow. κτορικό του αφορά στην φιλοσοφία του Πλάτω-
φθορά (η) N [] corruption, damage: H φθο- να. His thesis is about Plato’s philosophy. Ω
φιλώ 128 φροντιστήριο

-Sometimes. 2. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν


A
φιλώ  φιλάω
Φινλανδέζα / Φινλανδή (η) N [ / μια όμορφη πριγκίπισσα. Once upon a time
] Finn, Finnish: Είναι Φινλανδέζα και there was a beautiful princess.
Β μένει στο Ελσίνκι. She’s Finnish and lives in Hel- φοράω / φορώ VB [ / ] wear: Πολύ
sinki. ωραίο το πουκάμισο που φοράς. That’s a nice
Γ Φινλανδή (η)  Φινλανδέζα shirt you’re wearing.

Φινλανδία (η) N [] Finland: Στην Φιν- φόρεμα (το) Ν [] dress: Αυτό το φόρεμα
Δ λανδία τον χειμώνα κάνει πολύ κρύο. It’s very
cold in Finland during winter.
σου πηγαίνει πολύ. This dress really suits you.
φόρμα (η) N [] track suit: Φόρεσε την φόρ-

Ε Φινλανδικά (τα) N [] Finnish: Μόνο


στην Φινλανδία μιλάνε Φινλανδικά; Do they
μα γυμναστικής και πήγε για τρέξιμο. He put on
his track suit and went jogging.

Ζ only speak Finnish in Finland?


Φινλανδός (το) Ν [] Finn, Finnish: Στο
φόρος (ο) Ν [] tax: Πόσο φόρο πληρώνεις,
αν έχεις ιστιοφόρο; How much tax do you pay if

Η αεροπλάνο καθόταν δίπλα μου ένας Φινλανδός. you own a sailing-boat?


A Finn was sitting next to me in the aeroplane. φορώ  φοράω

Θ Φλαμανδικά (τα) N [] Flemish: Στο


Βέλγιο μιλάνε Φλαμανδικά και Γαλλικά. In Bel-
φουαγιέ (το) Ν [] foyer, lounge: Μέχρι να
αρχίσει η παράσταση, περιμένουμε στο φουαγιέ

Ι
gium they speak Flemish and French. του θεάτρου. Until the show starts, we wait in the
φλας (το) Ν [] indicator, flash: Ο διακόπτης theatre foyer.

Κ
των φλας βρίσκεται στα αριστερά του τιμονιού. φουντούκι (το) Ν [] hazelnut: Οι σκί-
The indicator switch is on the left of the steering ουροι τρώνε φουντούκια. Squirrels eat hazel-
wheel. EXP: Αρκετά μέτρα πριν στρίψεις, πρέ- nuts.
Λ πει να βγάλεις φλας. You should signal quite a
few metres before you turn.
φούρνος (ο) Ν [] 1. oven: Μόλις έβγαλα
το φαγητό από τον φούρνο και είναι καυτό. I’ve
Μ φλερτάρω VB [] flirt, court: Ο Μενέλαος
με φλέρταρε όλο το βράδυ, αλλά εμένα δεν μου
just taken the food out of the oven and it’s hot.
2. bakery: Αγόρασες ψωμί από τον φούρνο;

Ν αρέσει. Menelaos flirted with me all night long,


but I don’t like him.
Did you buy bread from the bakery? EXP: Σου
αρέσει το μοσχαράκι στον φούρνο; Do you like

Ξ φοβάμαι VB [] be afraid: Το κοριτσάκι φο-


βάται τον σκύλο. The girl is afraid of the dog.
roast veal?
φούστα (η) N [] skirt: Η Ελένη φορούσε χτες

Ο φοβερός, φοβερή, φοβερό ADJ [, ,


] terrible: Έγινε ένα φοβερό ατύχημα σή-
μια πολύ ωραία φούστα. Helen was wearing a
very beautiful skirt yesterday.

Π μερα. There was a terrible accident today.


φόβος (ο) N [] fear: Όταν πέφτουν κεραυ-
Φρανκφούρτη (η) N [] Frankfurt: Έχεις
πάει ποτέ στην Φρανκφούρτη; Have you ever
been to Frankfurt?
Ρ νοί την νύχτα, τρέμω από φόβο. When there is
lightning in the night I shiver with fear. φράουλα (η) N [] strawberry: Μου αρέσουν
πολύ οι φράουλες. I really like strawberries.
Σ φοιτητής (ο) Ν [] student: Ο γιος μου είναι
φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. My son is φραπές (ο) Ν [] Greek frappe: Το καλοκαί-
a student at the University of Athens. ρι πίνω συνήθως φραπέ. I usually drink Greek
Τ φοιτητικός, φοιτητική, φοιτητικό ADJ [, frappe in the summer.
, ] student: Για να μπεις στην βιβλι- φράχτης (ο) Ν [] fence: Πηδήξαμε τον φρά-
Υ οθήκη, πρέπει να έχεις μαζί σου την φοιτητική
σου κάρτα. You have to have your student card
χτη και βρεθήκαμε μέσα στην αυλή του εγκατα-
λειμμένου σπιτιού. We jumped over the fence

Φ with you to get into the library.


φοιτώ VB [] study at: Η Άννα φοιτά στο Πα-
and found ourselves in the yard of the aban-
doned house.

Χ νεπιστήμιο της Αθήνας. Anna is studying at the


University of Athens.
φρέσκος, φρέσκια, φρέσκο ADJ [, ,
] fresh: Σε αυτή την ταβέρνα σερβίρουν

Ψ φορά (η) N [] time: Είναι η πρώτη φορά που πάντα φρέσκα ψάρια. They always serve fresh
επισκέπτομαι την Ελλάδα. It’s the first time I have fish in this tavern.

Ω
visited Greece. EXP: 1. -Πηγαίνεις ποτέ σινεμά; φροντιστήριο (το) Ν [] 1. crammer:
-Καμιά φορά. -Do you ever go to the cinema? Δεν τα καταφέρνει στα μαθηματικά και αποφά-
φρούτο 129 φωλιά

Α
σισε να πάει σε φροντιστήριο. He is not good He always carries a small wooden cross as a
at maths, so he decided to go to a crammer. 2. talisman.
foreign language school: Ο Ανδρέας διδάσκει
Β
φυλάω / φυλώ VB [ / ] 1. guard: Έχουμε
Αγγλικά σε ένα φροντιστήριο. Andreas teaches ένα σκύλο για να φυλάει το σπίτι. We have a
English at a foreign language school. dog to guard the house. 2. keep: Η γιαγιά μου
φρούτο (το) Ν [] fruit: Τα φρούτα έχουν πολ-
λές βιταμίνες και κάνουν καλό στην υγεία. Fruit
φυλούσε το νυφικό της σε ένα παλιό σεντού-
κι. My grandmother used to keep her wedding
Γ
has many vitamins and is good for your health.
φρουτοσαλάτα (η) N [] fruit salad:
dress in an old chest.
φυλλάδιο (το) N [] leaflet, brochure: Θα
Δ
Για επιδόρπιο θα πάρω μια φρουτοσαλάτα. I’ll
have a fruit salad for dessert.
διαφημίσουμε την εταιρεία μας με τηλεοπτικά
σποτ, αφίσες και φυλλάδια. We’ll advertise our
Ε
φρυγανιά (η) N [] toast: Για πρωινό θα
φάω φρυγανιές με βούτυρο και μέλι. I’ll have
company with TV spots, posters and leaflets.
φύλλο (το) N [] leaf: Το φθινόπωρο τα φύλλα
Ζ
toast with butter and honey for breakfast.
Η
των δέντρων κιτρινίζουν και πέφτουν. The leaves
φρύδι (το) Ν [] eyebrow: Ο Πέτρος έχει παχιά of the trees turn yellow and fall in autumn.
φρύδια. Peter has thick eyebrows.
Θ
φύλο (το) N [] sex, gender: Στην έρευνα πή-
φταίω VB [] be to blame, be responsible: ραν μέρος άτομα και των δύο φύλων. People of
Μην με κατηγορείς! Δεν φταίω μόνο εγώ για ό,τι both sexes took part in the research.
έγινε. Don’t blame me! I am not the only one φυλώ  φυλάω Ι
responsible for what happened.
Κ
φυσάω / φυσώ VB [ / ] 1. blow: Ένας
φτάνω  φθάνω κρύος άνεμος φυσούσε χτες βράδυ. A cold wind
φτέρνα (η) Ν [] heel: Τα καινούργια μου was blowing last night. 2. be windy: Φυσάει
παπούτσια με χτύπησαν στις φτέρνες. My new
shoes hurt my heels.
τόσο, που δεν μπορώ να ανοίξω την ομπρέλα Λ
μου. It is so windy that I can’t open my umbrel-
φτερνίζομαι VB [] sneeze: Πρέπει να
χρησιμοποιείς χαρτομάντιλο, όταν φτερνίζε-
la. Μ
φύση (η) N [] nature: Είμαι μέλος μιας οικολο-
σαι. You should use a handkerchief when you
sneeze.
γικής οργάνωσης για την προστασία της φύσης.
I am a member of an ecological organisation for
Ν
φτερό (το) N [] wing: Ο αετός άνοιξε τα φτε-
ρά του και πέταξε ψηλά στον ουρανό. The eagle
the protection of nature.
φυσικός, φυσική, φυσικό ADJ [, ,
Ξ
Ο
spread its wings and flew high into the sky. ] 1. physics: Ο Νεύτωνας ανακάλυψε τον
φτηνά ADV [] cheap: Αγόρασα αυτή την φού- φυσικό νόμο της βαρύτητας. Newton discov-

Π
στα πολύ φτηνά. I got this skirt very cheap. ered the physics law of gravity. 2. natural: Είναι
φτηνός, φτηνή, φτηνό ADJ [, , ] φυσικό το χρώμα των μαλλιών σου; Is your hair
cheap: Είναι πολύ φτηνό. Θα το αγοράσω. It is colour natural? EXP: Γυμνάζομαι, για να έχω
very cheap. I’ll buy it. καλή φυσική κατάσταση. I work out to be fit. Ρ
φτηνότερος  φθηνότερος φυσιολατρικός, φυσιολατρική, φυσιολατρικό
φτιάχνω VB [] 1. make: Θα φτιάξω μια
ADJ [, , ] na-
ture loving: Είμαι μέλος του φυσιολατρικού
Σ
πορτοκαλάδα, γιατί διψάω. I’ll make an orange
juice because I’m thirsty. 2. fix, repair: Καλέ-
σαμε τον ηλεκτρολόγο, για να φτιάξει την τη-
συλλόγου της πόλης μου. I am a member of my
town’s nature lovers’ club.
Τ
λεόραση. We called the electrician to repair the
television.
φυσώ  φυσάω
φυτεύω VB [] plant: Φυτέψαμε στον κήπο
Υ
φύλακας (ο) N [] guard: Αν δεις κάτι ύπο-
πτο, κάλεσε τους φύλακες. If you see anything
μας τριαντάφυλλα. We planted roses in our gar-
den. Φ
suspicious, call the guards.
φυλακή (η) N [] jail: Είναι στην φυλακή, γιατί
φυτό (το) N [] plant: Μου αρέσουν τα φυτά.
Γι’ αυτό το μπαλκόνι μου είναι γεμάτο γλάστρες. Χ
Ψ
λήστεψε μια τράπεζα. He is in jail because he I love plants. That’s why my balcony is full of
robbed a bank. flower-pots.
φυλαχτό (το) N [] talisman: Έχει πάντα φωλιά (η) N [] nest: Κοίτα σ’ εκείνο το δέντρο!
μαζί του έναν μικρό ξύλινο σταυρό για φυλαχτό. Μια φωλιά! Look at that tree! There’s a nest! Ω
φωνάζω 130 φωτοτυπία

φωτιά (η) Ν [] fire: Κάθισε δίπλα στην φωτιά


A φωνάζω VB [] 1. call, shout: Φωνάζω,
αλλά κανείς δεν έρχεται. I’m shouting, but no να ζεσταθείς. Sit by the fire to warm yourself.
one is coming. 2. invite: Φωνάξαμε κάποιους φωτογραφία (η) Ν [] photograph, pic-
Β φίλους για φαγητό. We invited some friends for
dinner. 3. call: Φώναξε τον γιατρό. Δεν αισθά-
ture: Κοιτάζω τις φωτογραφίες από τις καλοκαι-
ρινές μας διακοπές στην Σαντορίνη. I am looking
Γ νομαι καλά. Call the doctor. I’m not feeling well.
φωνή (η) N [] voice: Ξαφνικά, ακούσαμε μια
at the photographs from our summer holidays
on Santorini.

Δ δυνατή φωνή να ζητάει βοήθεια. Suddenly, we


heard a loud voice calling for help.
φωτογραφικός, φωτογραφική, φωτογραφικό
ADJ [, , ]

Ε φως (το) N [] light: Είναι σκοτεινά εδώ. Μπο- photographic: Αγόρασε πολύ ακριβό φωτο-
ρείς να ανάψεις το φως; It’s dark in here. Can γραφικό εξοπλισμό. He bought very expensive
you turn on the light? photographic equipment. EXP: Αγόρασα και-
Ζ φωτεινός, φωτεινή, φωτεινό ADJ [, ,
νούργια φωτογραφική μηχανή. I bought a new
camera.
] well lit, sunny: Το καινούργιο σου διαμέ-
Η ρισμα είναι φωτεινό; Is your new apartment well
lit?
φωτογράφος (ο/η) N [] photographer:
Η Ισμήνη είναι φωτογράφος και εργάζεται για

Θ φωτεινότερος, φωτεινότερη, φωτεινότερο ADJ


[, , ] 1. better lit,
ένα περιοδικό. Ismini is a photographer and
works for a magazine.

Ι sunnier: Το σαλόνι είναι φωτεινότερο από την


κουζίνα. The living room is sunnier than the
φωτοτυπία (η) Ν [] photocopy: Βγάλε
φωτοτυπίες τις σελίδες 10 με 23 του βιβλίου.

Κ kitchen. 2. best lit, sunniest (when preceded Make photocopies of pages 10 to 23 of the
by article): Το σαλόνι είναι το φωτεινότερο δω- book.
μάτιο του σπιτιού. The living room is the sunni-
Λ est room in the house.

Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Χ, χ 131 χαρά

Χ, χ A
Β
Χ, χ (χι) []: the twenty-second letter of the Greek χαλώ  χαλάω Γ
Δ
alphabet χαμηλά ADV [] low: Το αεροπλάνο πετούσε
χαζός, χαζή, χαζό ADJ [, , ] silly: πολύ χαμηλά. The plane was flying really low.
Έχω έναν πολύ χαζό σκύλο. I’ve got a very silly
Ε
χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό ADJ [, ,
dog. ] low: Το ταβάνι στο δωμάτιό μου είναι
χαζούλης, χαζούλα, χαζούλικο ADJ (diminu- πολύ χαμηλό. The ceiling in my room is very
tive) [, , ] silly: Ο σκύλος
μου είναι χαζούλης. My dog is silly.
low. Ζ
χαμηλότερος, χαμηλότερη, χαμηλότερο ADJ
χαϊδεύω VB [] caress, stroke, fondle:
Της χάιδεψε τρυφερά το χέρι και την αγκάλιασε.
[, , ] 1. lower:
Αυτό το κατάστημα έχει χαμηλότερες τιμές από
Η
He caressed her hand gently and hugged her.
χαιρετάω / χαιρετώ VB [ / ] say hel-
το διπλανό. In this shop prices are lower than in
the one next door. 2. lowest (when preceded
Θ
lo/goodbye: Χαιρέτησε την θεία σου! Say hello
to your aunt!
by article): Στο κατάστημά μας θα βρείτε τις χα-
μηλότερες τιμές της αγοράς. You’ll find the low- Ι
est prices in the market in our shop.
χαίρετε EXP [] hello: -Χαίρετε. Τι κάνετε;
-Καλά, ευχαριστώ. -Hello. How are you? -Fine, χαμογελάω / χαμογελώ VB [ / Κ
] smile: Η Ελένη είναι πολύ ευχάριστος
Λ
thank you.
άνθρωπος. Συνέχεια χαμογελάει. Eleni is a very
χαιρετισμός (ο) N [] regard: Δώσε
pleasant person. She smiles all the time.
Μ
τους χαιρετισμούς μου στην γυναίκα σου. Give
my regards to your wife. χαμόγελο (το) N [] smile: Ένα χαμόγε-
λο δεν κοστίζει τίποτα. A smile costs nothing.
χαιρετώ  χαιρετάω
χαίρομαι VB [] be glad: Χαίρομαι που μα-
χαμογελώ  χαμογελάω Ν
θαίνω ότι είσαι καλά. I am glad to hear that you χαμός (ο) N [] loss: Δεν έχει ξεπεράσει τον
are fine. χαμό του πατέρα του. He hasn’t overcome his
father’s loss. EXP: Γίνεται χαμός σήμερα στους
Ξ
χαίρω πολύ EXP [ ] nice to meet you:
-Αυτός είναι ο κύριος Οικονόμου. -Χαίρω πολύ.
δρόμους. The streets are very crowded today.
χάντρα (η) N [] bead: Η Άννα φορούσε
Ο
-This is Mr Economou. -Nice to meet you.
χαλάκι (το) N (diminutive) [] rug: Σκούπισε
τα παπούτσια σου στο χαλάκι της πόρτας. Wipe
στον λαιμό της ένα κολιέ με μπλε χάντρες. Anna
was wearing a necklace with blue beads around
Π
your shoes on the door rug.
χαλάρωση (η) N [] relaxation: Μετά το
her neck.
χάνω VB [] 1. lose: Έχασα τα κλειδιά μου.
Ρ
μασάζ θα αισθανθείς φοβερή χαλάρωση. You’ll
feel really relaxed after the massage.
I’ve lost my keys. || Δεν είχα ξαναέρθει σε αυτή
την γειτονιά και χάθηκα. I had never been in this Σ
neighbourhood before and I was lost. 2. miss:
χαλάω / χαλώ VB [ / ] 1. break down:
Χάλασε το ψυγείο και πρέπει να καλέσουμε τον
Άργησα, γιατί έχασα το λεωφορείο. I’m late be-
cause I missed the bus.
Τ
Υ
τεχνικό. The refrigerator has broken and we
have to call the technician. 2. spend, waste: χάος (το) N [] chaos: Στο δωμάτιό μου επι-
Μην χαλάς περισσότερα χρήματα από όσα βγά- κρατεί χάος! My room is in a state of chaos!
ζεις. Don’t spend more money than you make.
3. ruin: Ο Ανέστης χαλάει ό,τι πιάνει στα χέρια
χάπι (το) N [] pill: Παίρνεις καθόλου χάπια
για το στομάχι σου; Are you taking any pills for
Φ
του. Anestis ruins everything he touches. EXP:
Φαίνεται πως χαλάει ο καιρός. It seems that
your stomach?
χαρά (η) N [] joy, happiness: Πάντα αισθάνο-
Χ
Ψ
the weather is getting worse. μαι μεγάλη χαρά, όταν ταξιδεύω στο εξωτερικό. I
χάλια ADV [] awful, really bad: Αισθάνομαι always feel great joy when I travel abroad. EXP:
1. Γεια χαρά. Τι κάνεις; Hello. How are you? 2.
Ω
χάλια εξαιτίας της αποτυχίας μου στις εξετάσεις.
I feel awful because of my failure in the exams. Άντε, γεια χαρά. Θα σε δω αύριο. OK, bye-bye.
χάρακας 132 χήρα

See you tomorrow. 3. -Πώς είσαι; -Μια χαρά. πολύ. Χασμουριόμουν συνέχεια στο μάθημα. I
A -How are you? -I’m fine. am very sleepy. I was yawning all the time dur-
χάρακας (ο) N [] ruler: Αν δεν μπορείς να ing class.
Β κάνεις μια ευθεία γραμμή, χρησιμοποίησε τον χείλος (το) N [] lip: Έκαψε το πάνω χείλος
χάρακα! If you can’t draw a straight line, use του με το τσιγάρο. He burnt his upper lip with his
Γ the ruler!
χαρακτήρας (ο) N [] 1. character: Η
cigarette.
χειμερία νάρκη (η) EXP [ ] hiberna-

Δ Μαρίνα έχει οξύθυμο χαρακτήρα. Marina has


an irritable character. 2. character: Γράψτε την
tion: Την άνοιξη οι αρκούδες ξυπνούν από την
χειμερία νάρκη. Bears wake up from hiberna-

Ε απάντησή σας σε ένα κείμενο όχι μεγαλύτερο


από 4000 χαρακτήρες. Write your answer in a
tion in spring.
χειμώνας (ο) N [] winter: Τον χειμώνα
text that is not longer than 4000 characters.
Ζ
κάνει κρύο, ενώ το καλοκαίρι κάνει ζέστη. It’s
χαρακτηριστικός, χαρακτηριστική, χαρακτη- cold in winter, but it’s hot in summer.
ριστικό ADJ [, , χειρίζομαι VB [] handle, cope with: Η
Η ] characteristic: Ο Γιώργος μιλάει
πάντα με χαρακτηριστικό ενθουσιασμό. George
κατάσταση είναι κρίσιμη. Πρέπει να σκεφτούμε
σοβαρά πώς θα την χειριστούμε. The situation
Θ always speaks with characteristic enthusiasm.
χάραμα (το) N [] dawn, day-break: Το αε-
is critical. We have to seriously think how we
should handle it.

Ι ροπλάνο μας φεύγει τα χαράματα. Our plane


leaves at dawn.
χειρότερα ADV [] 1. worse: Στο πάρτι της
Μαρίας πέρασα χειρότερα από ό,τι στου Αντώ-

Κ χάρη (η) N [] favour: Θα μου κάνεις μια χάρη;


Will you do me a favour? EXP: Θα το κάνω μόνο
νη. I had a worse time at Maria’s party than in
Antonis’s. 2. worst: Έγραψα χειρότερα από

Λ
για χάρη της Αναστασίας. I’ll do it but only for όλους στις εξετάσεις. I did worst in the exams.
Anastasia’s sake. χειροτερεύω VB [] get worse: Ο και-

Μ
χαρίζω VB [] give away: Χάρισε όλα του ρός θα χειροτερέψει αύριο. The weather will
τα βιβλία, πριν φύγει για την Αμερική. He gave get worse tomorrow.
away all his books before leaving for America. χειρότερος, χειρότερη, χειρότερο ADJ
Ν χαρούμενος, χαρούμενη, χαρούμενο PART [, , ] 1. worse: Οι βαθ-
[, , ] happy: Γιατί μοί μου αυτό το εξάμηνο ήταν χειρότεροι από
Ξ είσαι τόσο χαρούμενη; Why are you so happy? το προηγούμενο. My grades this semester were
worse than those of the previous one. 2. worst:
χαρτάκι (το) N (diminutive) [] paper:
Ο Έγραψε σε ένα χαρτάκι το τηλέφωνό του. He
wrote his telephone number on a piece of pa-
Είναι η χειρότερη ταινία που έχω δει ποτέ. It is
the worst film I have ever seen.

Π per. EXP: Θα πας στο σούπερ μάρκετ, σε παρα-


καλώ; Σου έγραψα ένα χαρτάκι για τα ψώνια.
χειρουργείο (το) N [] operating theatre:
Έπρεπε να τον πάνε γρήγορα στο χειρουργείο.

Ρ
Will you go to the super-market, please? I have They had to rush him to the operating theatre.
made a shopping list for you. χειρουργός (o/η) Ν [] surgeon: Ο και-

Σ
χάρτης (ο) N [] map: Σημειώνω στον χάρτη νούργιος χειρουργός του νοσοκομείου μας εί-
τα μέρη που επισκέπτομαι κάθε χρόνο. I mark on ναι πολύ έμπειρος. Our hospital’s new surgeon
the map the places I visit every year. is very experienced.
Τ χαρτί (το) N [] 1. paper: Γράψτε το όνομά σας χελιδόνι (το) N [] swallow: Όταν έρχο-
σε ένα χαρτί. Write your name on a piece of pa- νται τα χελιδόνια, σημαίνει ότι μπαίνει η άνοιξη.
Υ per. 2. cards (the game - in plural only): Έχει
χάσει πολλά λεφτά παίζοντας χαρτιά. He has
When the swallows come, it means that spring
is here.

Φ lost a lot of money playing cards.


χάρτινος, χάρτινη, χάρτινο ADJ [, ,
χελώνα (η) N [] tortoise: Οι χελώνες ζουν
πολλά χρόνια. Tortoises live for many years.

Χ ] made of paper: Κρατούσε μια χάρτινη


σακούλα. She was holding a paper bag.
χέρι (το) N [] hand: Πήρε τον τυφλό από το
χέρι και τον βοήθησε να περάσει τον δρόμο.

Ψ
χασάπικο (το) N [] butcher’s: Θυμήσου She took the blind man by the hand and helped
να αγοράσεις κιμά από το χασάπικο. Remem- him cross the street.
ber to buy some minced meat at the butcher’s.
Ω
χήρα (η) N [] widow: Η Ελένη είναι χήρα εδώ
χασμουριέμαι VB [] yawn: Νυστάζω και χρόνια. Helen has been a widow for years.
χήρος 133 χρωμόσωμα

fat: Ο Γιάννης είναι λίγο χοντρούλης. Πρέπει να


A
χήρος (ο) N [] widower: Ο Γιάννης είναι χή-
ρος και έχει δύο παιδιά. John is a widower and κάνει δίαιτα. Giannis is a little fat. He has to go
has two children. on a diet.
χθες / χτες ADV [ / ] yesterday: Συνάντη- χορεύω VB [] dance: Μου αρέσει πολύ να Β
σα τον Γιώργο χθες. I met George yesterday. χορεύω στα πάρτι. I like dancing at parties very
χθεσινός / χτεσινός, χθεσινή / χτεσινή, χθε-
much.
χορός (ο) N [] dance: Το φλαμένγκο είναι
Γ
σινό / χτεσινό ADJ [/,
/, /] of yesterday:
Η χθεσινή καταιγίδα προκάλεσε σοβαρά προ-
ένας παραδοσιακός ισπανικός χορός. Flamen-
co is a traditional Spanish dance.
Δ
βλήματα. Yesterday’s storm caused serious
problems.
χορτάρι (το) N [] grass: Ξαπλώσαμε στο
χορτάρι και κοιτούσαμε τα σύννεφα. We lay
Ε
Ζ
χίλια NUM [] a/one thousand: Πεντακόσια και down on the grass and watched the clouds.
πεντακόσια κάνουν χίλια. Five hundred plus five χρειάζομαι VB [] need: Χρειαζόμαστε
ξύλα για το τζάκι. We need some wood for the
Η
hundred equals one thousand.
χιλιάδα (η) N [] thousand: Παραγγείλαμε fire.
χρήμα (το) N [] money: Μπορείς να μου δα-
Θ
μια χιλιάδα διαφημιστικά έντυπα. We ordered a
thousand brochures. || Χιλιάδες κόσμου παρα- νείσεις κάποια χρήματα; Can you lend me some
κολούθησαν τον αγώνα. Thousands of people money?
watched the game. χρησιμοποιώ VB [] 1. use: Χρησιμο- Ι
χίλιοι, χίλιες, χίλια NUM [, , ] a thou- ποίησε αυτό το κλειδί, για να ανοίξεις την πόρτα.
sand: Σου το έχω πει χίλιες φορές. I’ve told you
a thousand times.
Use this key to open the door. 2. take advan-
tage of: Δεν θα επιτρέψω να με χρησιμοποιείς
Κ
χιλιόμετρο (το) N [] kilometre: Το λι-
μάνι είναι περίπου δύο χιλιόμετρα μακριά. The
πια. I will not allow you to take advantage of me
any more. Λ
port is about two kilometres away.
χιόνι (το) N [] snow: Μου αρέσει να κάνω σκι
Χριστούγεννα (τα) N [] Christmas: Τα
Χριστούγεννα είναι η αγαπημένη μου γιορτή, Μ
γιατί παίρνω πολλά δώρα. Christmas is my fa-
στο χιόνι. I like skiing in the snow.
χιονίζει VB [] snow: Πάντα χιονίζει τα Χρι-
vourite holiday because I get many presents. Ν
χρονιά (η) N [] year: Το 1996 ήταν η καλύ-
στούγεννα. It always snows at Christmas.
χιούμορ (το) N [] 1. humour: Το χιούμορ
τερη χρονιά της ζωής μου. 1996 was the best Ξ
year of my life.
και η αισιοδοξία του τον κάνουν πολύ αγαπητό
στους άλλους. His humour and optimism make
χρόνος (o) Ν [] 1. time: Ο χρόνος είναι Ο
χρήμα. Time is money. 2. year: Επισκέφθηκα την
him very popular. 2. sense of humour: Ο Κώ-
στας έχει πολύ καλό χιούμορ. Costas has a
Ελλάδα πριν από δυο χρόνια. I visited Greece
two years ago. EXP: 1. Θέλεις να πάμε στην Μύ-
Π
great sense of humour.
χλωρίνη (η) N [] chlorine: Για να απολυ-
κονο του χρόνου; Shall we go to Mykonos next
year? 2. Και του χρόνου, Μαρία! Many happy Ρ
μάνω το μπάνιο, χρησιμοποιώ χλωρίνη. I use
Σ
returns, Maria! 3. Χρόνια πολλά. Many happy
chlorine to decontaminate the bathroom. returns / Happy name day / Happy birthday.
χοιρινός, χοιρινή, χοιρινό ADJ [, , 4. Πόσων χρόνων είσαι; How old are you?
] pork: Οι χοιρινές μπριζόλες είναι το
αγαπημένο μου φαγητό. Pork steakes are my
χρυσός, χρυσή, χρυσό ADJ [, , ] Τ
gold, golden: Της έκανε δώρο ένα υπέροχο
favourite food.
χοντραίνω VB [] put on weight, get
χρυσό δαχτυλίδι. She gave her a wonderful
golden ring as a present.
Υ
fat: Αν τρως γλυκά, θα χοντρύνεις. If you eat
sweets, you’ll get fat.
χρώμα (το) N [] colour: Ποιο είναι το αγα-
πημένο σου χρώμα; What’s your favourite co-
Φ
χοντρός, χοντρή, χοντρό ADJ [,
, ] fat: Αν τρως πολύ, θα γίνεις
lour?
χρωμοσαμπουάν (το) N [] col-
Χ
Ψ
χοντρός. If you eat too much, you’ll become our rinse: Η Γεωργία βάφει τα μαλλιά της με
fat. χρωμοσαμπουάν. Georgia dyes her hair with
a colour rinse.
Ω
χοντρούλης, χοντρούλα, χοντρούλικο ADJ (di-
minutive) [, , ] χρωμόσωμα (το) N [] chromosome:
χταποδάκι 134 χωρώ

Α
Τα χρωμοσώματα του ανθρώπου περιέχουν χυμώ  χυμάω
πληροφορίες για τις καταβολές του. Human χώρα (η) N [] country: Ποιες είναι οι χώρες
chromosomes carry information about a per- της Ευρώπης; Which are the countries of Eu-
Β son’s attributes. rope?
χταποδάκι (το) N (diminutive) [] octo- χωράφι (το) N [] field: Τα χωράφια είναι γε-
Γ pus: Θα πιούμε ούζο και θα φάμε χταποδάκι
στα κάρβουνα. We’ll drink ouzo and eat grilled
μάτα λουλούδια την άνοιξη. The fields are full of
flowers in spring.

Δ octopus.
χτενίζω VB [] comb, brush one’s hair: Η
χωράω / χωρώ VB [ / ] fit: Δεν χωράνε
100 άνθρωποι σε αυτή την αίθουσα. 100 people

Ε Ράνια χτενίζει την κούκλα της. Rania brushes


her doll’s hair. || Κάθε πρωί κάνω μπάνιο και
can’t fit in this room.
χωριάτικος, χωριάτικη, χωριάτικο ADJ

Ζ
χτενίζομαι. Every morning I have a bath and I [, , ] village: Τα πε-
brush my hair. ρισσότερα χωριάτικα σπίτια είναι φτιαγμένα από
πέτρα. Most village houses are made of stone.
Η
χτες  χθες
χτυπάω / χτυπώ VB [ / ] 1. knock: Κά- χωρίζω VB [] break up: Ο Γιώργος και η
Ελένη χώρισαν τον περασμένο μήνα. George
Θ
ποιος χτυπάει την πόρτα. Someone is knocking
on the door. 2. beat: Ο άντρας της την χτυπού- and Helen broke up last month.
σε, γι’ αυτό ζήτησε διαζύγιο. Her husband was χωριό (το) N [] village: Από ποιο χωριό κα-
Ι beating her; that’s why she asked for a divorce. τάγεσαι; Which village do you come from?
3. ring: Χτυπάει το τηλέφωνο. Δεν θα απαντήσει χωρίς PREP [] without: Έναν καφέ χω-
Κ κανείς; The phone is ringing. Isn’t anyone going
to answer it? 4. hurt / be hurt: Είχα ένα ατύχημα
ρίς ζάχαρη, παρακαλώ. Coffee without sugar,
please.
Λ με το αυτοκίνητο και χτύπησα το χέρι μου. I had
a car accident and I hurt my arm. 5. shake: Χτυ-
χωρισμένος, χωρισμένη, χωρισμένο PART
[, , ] divorced:

Μ πήστε τον καφέ με λίγο νερό. Shake the coffee


with a little water.
Η Άννα είναι χωρισμένη, γι’ αυτό μένει μόνη
της. Anna is divorced; that’s why she lives by

Ν χτυπώ  χτυπάω
χυμάω / χυμώ VB [ / ] rush, dash: Μό-
herself.
χώρος (o) Ν [] site, area: Ο αρχαιολογικός

Ξ
λις ακούσαμε τον συναγερμό της φωτιάς, χυμή- χώρος είναι ανοιχτός για το κοινό από τις 10
ξαμε προς την έξοδο. As soon as we heard the π.μ. ως τις 4 μ.μ. The archaeological site is open
fire alarm, we rushed for the exit. to the public from 10 a.m. to 4 p.m.
Ο χυμός (o) Ν [] juice: Θα ήθελα έναν χυμό χωρώ  χωράω
πορτοκάλι, παρακαλώ. I’d like an orange juice,
Π please.

Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ψ, ψ 135 ψωνίζω

Ψ, ψ A
Β
ψιλά (τα) N [] small change: Δεν έχω ψιλά.
Γ
Ψ, ψ (ψι) []: the twenty-third letter of the Greek
alphabet Μπορείς να μου δανείσεις 12 λεπτά; I have no
small change. Can you lend me 12 cents?
ψαλίδι (το) N [] scissors: Ο κουρέας είναι
πολύ επιδέξιος με το ψαλίδι. The barber is very
efficient with the scissors.
ψιλικατζίδικο (το) N [] mini market:
Πηγαίνω στο ψιλικατζίδικο, για να αγοράσω
Δ
ψαράδικο (το) N [] fish shop: Σήμερα
στο ψαράδικο είχε πολύ φρέσκα ψάρια. The
τσιγάρα και εφημερίδες. I am going to the mini
market to buy cigarettes and newspapers. Ε
fish at the fish shop was very fresh today.
ψαρεύω VB [] fish: Σου αρέσει να ψαρεύ-
ψιχαλίζει VB [] drizzle: Ξαφνικά συννέ-
φιασε και άρχισε να ψιχαλίζει. Suddenly, it be- Ζ
came cloudy and started to drizzle.
εις; Do you like fishing?
ψάρι (το) N [] fish: Τα ψάρια είναι πολύ νό- ψίχουλο (το) N [] crumb: Μόλις σκούπισα Η
το πάτωμα και το γέμισες με ψίχουλα. Να είσαι
Θ
στιμα, όταν ψήνονται στα κάρβουνα. Fish are
very tasty when grilled. πιο προσεκτικός, όταν τρως! I just swept the
floor and you threw crumbs all over it. Be more
ψαρικό (το) Ν [] sea-food, fish: Σε αυτή
την ταβέρνα σερβίρουν και κρέας και ψαρικά.
careful when you eat!
ψυγείο (το) N [] refrigerator: Γέμισε τα μπολ
Ι
They serve both meat and fish in this tavern.
ψαροταβέρνα (η) Ν [] fish tavern,
fish house: Χτες το βράδυ φάγαμε αστακό σε
και βάλ’ τα στο ψυγείο. Fill the bowls and put
them in the refrigerator. Κ
μια ψαροταβέρνα. We had lobster at a fish tav-
ern last night.
ψυχιατρική (η) N [] psychiatry: Η ψυ-
χιατρική ασχολείται με τις ψυχικές ασθένειες. Λ
Psychiatry is concerned with mental illnesses.
ψάχνω VB [] search, look for: Ψάχνω για
δουλειά στις μικρές αγγελίες. I am looking in the ψυχίατρος (ο/η) N [] psychiatrist: Ο Μ
ψυχίατρος της έδωσε μερικά χάπια, για να την
Ν
classified ads for a job.
ηρεμήσει. The psychiatrist gave her some pills
ψέμα (το) N [] lie: Αν λες συνέχεια ψέματα,
to calm her.
στο τέλος κανείς δεν θα σε πιστεύει. If you tell
lies all the time, nobody is going to believe you ψυχολογία (η) N [] psychology: Με
ενδιαφέρει πολύ η ψυχολογία του παιδιού. I’m
Ξ
in the end.
ψεύτικος, ψεύτικη, ψεύτικο ADJ [,
, ] false: Έδωσε ψεύτικο όνομα,
very interested in child psychology.
ψυχολογικός, ψυχολογική, ψυχολογικό ADJ
Ο
γιατί δεν ήθελε να ξέρει κανείς πού βρίσκεται. He
gave a false name because he didn’t want any-
[, , ] psycho-
logical: Μετά τις συνεχείς αποτυχίες έχει κάποια Π
Ρ
one to know where he was. ψυχολογικά προβλήματα. After successive fail-
ψηλά ADV [] high: Ο αετός πετάει ψηλά στον ures he has some psychological problems.
ψυχρά ADV [] coldly: Με χαιρέτησε πολύ
Σ
ουρανό. The eagle flies high in the sky.
ψηλός, ψηλή, ψηλό ADJ [, , ] tall: ψυχρά. He greeted me very coldly.
Η Ελένη είναι πολύ ψηλή κοπέλα. Helen is a ψυχρός, ψυχρή, ψυχρό ADJ [, ,
very tall girl. ] cold: Ο χειμώνας στην Σουηδία είναι
πολύ ψυχρός. Winter in Sweden is very cold.
Τ
ψήνω VB [] bake: Ψήστε το φαγητό στους
180 βαθμούς. Bake the food at 180 degrees.
EXP: Την Κυριακή ψήσαμε μπιφτέκια στα κάρ-
ψωμί (το) N [] bread: Πόσο ψωμί χρειαζό-
μαστε για αύριο; How much bread do we need
Υ
βουνα. We grilled hamburgers on Sunday.
ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακό ADJ [,
for tomorrow?
ψώνια (τα) N [] shopping: Θα πάμε για ψώ-
Φ
, ] digital: Το ρολόι μου είναι
ψηφιακό. My watch is digital.
νια το Σάββατο το πρωί. We’re going shopping
on Saturday morning. Χ
Ψ
ψιθυριστά ADV [] in a whisper: “Πάμε ψωνίζω VB [] buy, shop: Θέλεις να πάμε
μια βόλτα;”, μου είπε ψιθυριστά. “Shall we go αύριο να ψωνίσουμε; Would you like to go
for a walk?” she asked me in a whisper. shopping with me tomorrow?
Ω
Ω, ω 136 ωχ!

A Ω, ω
Β
Γ Ω, ω (ωμέγα) []: the twenty-forth letter of
the Greek alphabet
preceded by article): Είναι το ωραιότερο φό-
ρεμα που έχω δει ποτέ. It is the nicest dress I
have ever seen.
Δ ωκεανός (o) N [] ocean: Ο Ειρηνικός είναι
ο μεγαλύτερος ωκεανός της Γης. The Pacific is ωράριο (το) N [] working-hours: Ποιο είναι
the biggest ocean in the world. το θερινό ωράριο των καταστημάτων; What are
Ε ώρα (η) N [] 1. hour: Φεύγουμε σε μία ώρα.
the shops’ summer working-hours?
We are leaving in an hour. 2. time: Τι ώρα είναι; ωροσκόπιο (το) N [] horoscope: Κάθε
Ζ What’s the time? 3. time: -Μπορώ να σου μιλή- μέρα διαβάζω το ωροσκόπιό μου στην εφημερί-
δα. I read my horoscope in the newspaper every
σω; -Λυπάμαι, δεν έχω ώρα τώρα. -Can I talk
Η to you? -I am sorry, I don’t have time right now.
4. o’ clock: Είναι πέντε η ώρα. It’s five o’ clock.
day.
ως PREP [] until: Έμεινα στο πάρτι ως αργά

Θ EXP: 1. Έφτασα πριν από λίγη ώρα. I arrived a


short while ago. 2. Με την φίλη μου μιλάμε στο
την νύχτα. I stayed at the party until late into the
night.

Ι τηλέφωνο με τις ώρες. I talk on the phone for


hours with my friend. 3. Συγγνώμη, έχετε ώρα;
ώσπου CONJ [] until, by the time: Ώσπου
να φτάσω στο σπίτι, εσύ θα έχεις μαγειρέψει. By
Excuse me, what’s the time? the time I get home, you will have cooked.
Κ ωραία ADV [] great, fine, lovely, nice: Ωραία, ωφέλεια (η) N [] benefit: Στην ομιλία του
θα πάμε για μπάνιο! Great, we’ll go swimming! ανέλυσε τις ωφέλειες του τουρισμού για την
Λ ωραίος, ωραία, ωραίο ADJ [, , ]
χώρα. In his speech he analysed the benefits of
tourism for the country.
nice, lovely, fine: Ωραίος καιρός για έναν πε-
Μ ρίπατο. Nice weather for a walk. ωφελώ VB [] benefit, do good: Λίγες μέρες
διακοπές στο βουνό θα ωφελήσουν πολύ την

Ν
ωραιότερος, ωραιότερη, ωραιότερο ADJ
υγεία σου. A few days vacations on the moun-
[, , ] 1. nicer, more
tain will do you good.
beautiful: Το κόκκινο φόρεμα είμαι ωραιότερο
Ξ από το μαύρο. The red dress is nicer than the
black one. 2. nicest, most beautiful (when
ωχ! EXCL [] oh, ah, ouch: Ωχ! Ξέχασα να κλει-
δώσω την πόρτα! Oh! I forgot to lock the door!

Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω

You might also like