Professional Documents
Culture Documents
Δικαίωμα Απεργίας Δημοσίων Υπαλλήλων
Δικαίωμα Απεργίας Δημοσίων Υπαλλήλων
ΓΑΡΟΦΑΛΛΙΔΗ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ
ΤΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
/6χ
Ι: Υ
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ
ΤΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΑΗΑΩΝ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ Μί-ΛΚΊΉ
BlßAlOnüAEIO'GLORYBOOK-EcONOIBISr,
ΙΪΠΤΟΚΡΑΤΟΥΣ 39 Τ.Κ 106 8§ ΑβΗΝΑ
im, ΜΜΜ$
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
δημοσίευση του νέου Νόμου και είναι αρκετά σύντομο διότι κατά τήν
ανάλυση πού έγινε στό Κεφάλαιο αυτό περιλήφθηκαν μόνο τά σημεία
πού τροποποίησε ό νέος Νόμος 1264/1982 Συνεπώς Ισχύουν
συμπληρωματικά και όσα αναπτύχθηκαν γιά τό Ν 643/1977, γιά όσα
θέματα δέν θίγονται κατά τήν ανάλυση των διατάξεων του νέου
Νόμου
Τέλος, θά ήθελα νά ευχαριστήσω θερμά τόν Καθηγητή του Διοι
κητικού Δικαίου ατή Νομική Σχολή κ 'Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο
υπό τήν εποπτεία του όποιου συντάχθηκε ή διατριβή, γιά τις συμβου
λές και υποδείξεις του, πού συνέβαλαν στην αρτιότητα, όπως πι
στεύω, τής όλης εργασίας
'Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 1982
Θ.ΚΓ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
2
18
βέβαια τήν ύπαρξη τής θεωρίας τής τριτενέργειας τών ατομικών δικαιωμά
των γιά τήν οποία βλ Γ Κασιμάτη, Τό ζήτημα τής τριτενέργειας τών ατομι
κών καί κοινωνικών δικαιωμάτων. Τό Σύνταγμα. 1981 σελ 1 έπ
31 Γιά τήν στενή ερμηνεία τών διατάξεων πού επιβάλλουν περιορισμούς
σέ ατομικά δικαιώματα βλ Άρ Μάνεση Συνταγματικό Δίκαιο Ι Θεσσαλονίκη
1980 σελ 203-204
20
Αυτά όσον άφορα τίς φάσεις τοϋ φαινομένου τής απεργίας άπό
τήν άποψη τοϋ Δημόσιου Δικαίου, δηλαδή τήν αντιμετώπιση τής
απεργίας άπό τό Κράτος καί τίς σχέσεις αύτοϋ προς τους απεργούς
καια τή λύση τής συμβάσεως εργασίας μεταξύ των δύο μερών, εργο
δότη καί εργαζομένου
Ή λύση αυτή πού έδινε ή νομολογία απετέλεσε τό μέγαλο όπλο
των εργοδοτών, άπό τήν απόλυτη κρίση τών οποίων εξαρτιόταν καί
πάλι ή έπαναπρόσληψη τών απεργών μετά τή λήξη τού εργατικού
αγώνα τους Συνήθως, βέβαια, μετά τή λήξη τών απεργιακών κινητο
ποιήσεων, 'ιδίως όταν αυτές είχαν ευνοϊκό αποτέλεσμα γιά τους ερ
γαζομένους, οι εργοδότες προσλάμβαναν καί πάλι αυτούς πού είχαν
απεργήσει, μέ νέα σύμβαση εργασίας, ανεξάρτητη τής παλαιάς, είχαν
όμως τό δικαίωμα νά μήν επαναπροσλάβουν, γιά παράδειγμα, τους
υποκινητές τής απεργίας ή τά μέλη του συμβουλίου του σωματείου
τών εργαζομένων πού αποφάσισαν τήν κήρυξη της Είχαν ακόμα πολ
λοί εργοδότες τή δυνατότητα νά φέρουν εργάτες άπό άλλο μέρος
γιά νά εργασθούν στην επιχείρηση κατά τή διάρκεια τής απεργίας,
συνήθως μέ μικρότερη αμοιβή άπό εκείνη πού κατέβαλλαν στους
απεργούς πριν άπό τήν απεργία, καί έτσι δέν ενδιαφέρονταν νά
προσλάβουν τους ίδιους τους απεργούς, όταν, άποκαμωμένοι άπό
τήν ένδεια καί τήν έλλειψη στοιχειωδών πόρων ζωής,αποφάσιζαν τή
λύση τής απεργίας καί τήν επιστροφή τους στην εργασία τους Ή
φάση αυτή τοϋ φαινομένου τής απεργίας, κατά τήν οποία επερχόταν
ή λύση τής συμβάσεως εργασίας μέ τήν εκδήλωση τής απεργίας,
διάρκεσε πολύ περισσότερο άπό ο,τι ή φάση τής απαγορεύσεως της
άπό άποψη δημόσιου δικαίου, καί άρχισε νά παραμερίζεται κατά τό
μεταξύ τών δύο παγκόσμιων πολέμων χρονικό διάστημα
Ή δεύτερη φάση, αυτή πού διανύουμε σήμερα, είναι αυτή πού
διαμόρφωσε τή σύγχρονη έννοια τής απεργίας καί αποτελεί τήν πιό
πρόσφατη κατάκτηση τών εργαζομένων κατά τό μακρό αγώνα γιά τή
βελτίωση τής θέσεως τους άπό τήν άποψη δημιουργίας κατάλληλων
έξασφαλιστικών της θεσμών Κατ' αυτήν ή απεργία δέν λύει τή σύμ
βαση εργασίας, άλλα απλώς αναστέλλει τά δικαιώματα καί τίς υπο
χρεώσεις πού απορρέουν εκατέρωθεν άπό τή σύμβαση εργασίας
"Ετσι. κατά τή διάρκεια τής απεργίας αναστέλλεται ή υποχρέωση
τοϋ εργαζομένου νά παράσχει τήν εργασία του καί τό αντίστοιχο δι
καίωμα του νά αξιώσει τό μισθό του ή, γενικότερα, τήν αμοιβή του
24
40 Βλ παραπάνω παραγρ 4 έπ
41 Η Sinay on παρ σελ 37
26
άπό τό νόμο, οταν αυτός απαγορεύει τήν προσφυγή στίς άλλες, νεό
τερες καί λιγότερο οδυνηρές γιά τους εργαζομένους, άλλα πολύ
οδυνηρές καί ενοχλητικές γιά τό κοινωνικό σύνολο, μορφές απερ
γίας. "Αξιο προσοχής είναι ότι, γιά μεγάλο χρονικό διάστημα καί ή
θεωρία καί ή νομολογία θεωρούσαν ώς απεργία μόνο τήν κλασσική
μορφή της καί, στά πρώτα στάδια εμφανίσεως αυτών τών νέων μορ
φών, αρνούνταν νά τίς χαρακτηρίσουν ώς απεργίες, μέ συνέπεια νά
θεωρούνται οι πρωτοπόροι τών νέων μορφών απεργοί ώς διαλύσαν-
τες τή σύμβαση εργασίας τους μέ τόν εργοδότη, ή ώς διαπράξαντες
βαρύ πταίσμα καί νά μήν απολαύουν της προστασίας πού παρέχει
στους εργαζομένους ή έννοια της αναστολής τής λειτουργίας τής
συμβάσεως εργασίας κατά τή διάρκεια τής απεργίας.
χεΐα διακοπή τής εργασίας τους επιφέρει πλήρη εξάρθρωση της λει
τουργίας της βιομηχανίας ή επιχειρήσεως ή υπηρεσίας, ώστε νά είναι
πολύ περισσότερο αισθητή στον αντίπαλο, πού εξακολουθεί νά κατα-
βάλλει γενικά έξοδα καί αμοιβές προσωπικού στους κλάδους πού δέν
απεργούν, ένώ ή παραγωγή του είναι πολύ περισσότερο μειωμένη
άπό όσο αντιστοιχεί στην απώλεια τών ωρών εργασίας των απεργών
16. "Αλλη μορφή απεργίας άπό αυτές πού οδηγούν σέ πλήρη δια
κοπή της εργασίας έκ μέρους τών απεργών είναι ή έναρξη της εργα
σίας άπό τήν πλευρά τους κατά ενα χρονικό διάστημα π χ. μισής, μιας
ή δύο ωρών, αργότερα άπό τό κανονικό ωράριο ή ή λήξη τής εργα
σίας κατά ενα χρονικό διάστημα νωρίτερα άπό τό κανονικό, ή τέλος ή
άρνηση παροχής υπερωριών, όταν οι εργαζόμενοι σέ μία επιχείρηση
υποχρεωθούν, μετά τήν τήρηση τής νόμιμης διαδικασίας, νά εργα
σθούν υπερωριακά γιά νά καλύψουν έκτακτες εποχικές ανάγκες τής
επιχειρήσεως Καί αυτή ή μορφή απεργίας έχει τά 'ίδια πλεονεκτήμα
τα γιά τους απεργούς καί τίς ίδιες οδυνηρές επιπτώσεις γιά τήν πλητ
τόμενη επιχείρηση, όπως καί ή προηγούμενη μορφή απεργίας Ή
μορφή αυτή απεργίας προσιδιάζει σέ διεκδίκηση ορισμένων αιτημά
των τών εργαζομένων, όπως π χ προσαρμογή τοϋ ωραρίου στίς επι
θυμητές γι' αυτούς συνθήκες ή αποτροπή μεταβολής τού ισχύοντος
ωραρίου ή, ή απεργία υπερωριών, όπως λέγεται, στην αύξηση τού
προσωπικού ή. στίς δημόσιες υπηρεσίες, καί στην αύξηση τής παρε
χόμενης ωριαίας αποζημιώσεως γιά τήν υπερωριακή τους απασχόλη
ση, όταν ή αποζημίωση αυτή καθορίζεται διοικητικά καί δέν είναι πά
για καί νομοθετικά ορισμένη, όπως συμβαίνει γιά τους εργαζομένους
στον ιδιωτικό τομέα
3
34
σέ γενική καί μερική Γενική είναι ή απεργία οταν μετέχουν σ' αυτήν
ολοι οι εργαζόμενοι πού αποφάσισαν τήν κήρυξη της, εϊτε είναι εργα
ζόμενοι σέ μία μόνον επιχείρηση ή υπηρεσία, εϊτε είναι ολοι ο'ι εργα
ζόμενοι σέ ενα επάγγελμα ή μία κατηγορία συναφών επαγγελμάτων
εϊτε ακόμα ολοι οι εργαζόμενοι μιας πόλεως ή μιας χώρας.
Μερική είναι ή απεργία, οταν, αντίθετα μέ τή γενική απεργία, δέν
μετέχει σ' αυτήν τό σύνολο τών ενδιαφερόμενων εργαζομένων, άλλα
μόνο ενα μέρος αυτών Ό λόγος πού δέν μετέχει τό σύνολο τών ερ
γαζομένων στην απεργία μπορεί νά είναι σκόπιμος ή νά οφείλεται σέ
διαφωνία τών εργαζομένων όσον άφορα τήν κήρυξη της απεργίας.
Σκοπιμότητα γιά τή μή συμμετοχή τοϋ συνόλου τών εργαζομένων
στην απεργία υπάρχει π χ. στίς μορφές τής εναλλασσόμενης απερ
γίας Στή μερική απεργία, οταν αυτή έχει σκόπιμα κηρυχθεί μερική,
τό σύνολο τών εργαζομένων συμφωνεί μέ τήν κήρυξη της απεργίας
καί μετέχει στό σχέδιο τής απεργίας πού έχει χαραχθεί άπό τήν ηγε
σία τών απεργών, υπακούοντας στίς εντολές της Μερική όμως μπο
ρεί νά είναι ή απεργία καί οταν ενα μέρος άπό τους εργαζομένους
δέν συμφωνεί μέ τήν κήρυξη τής απεργίας, γιά οποιοδήποτε λόγο
29. "Αλλη διάκριση πού μπορεί νά γίνει στό φαινόμενο της απερ
γίας, έκτος άπό τίς μορφές καί τά εϊδη της, είναι ή διάκριση μέ κριτή
ριο τό νόμιμο ή παράνομο της απεργίας, κριτήριο πού χαρακτηρίζει
ολα τά εϊδη καί όλες τίς μορφές απεργίας. Πραγματικά, ό νόμος μέ
40
51 Βλ παραπάνω παραγρ 20
41
γίνεται γενικά αποδεκτός στή χώρα μας. Σύμφωνα μέ τόν ορισμό αυ
τόν, «δημόσιοι υπάλληλοι (καί υπάλληλοι νομικού προσώπου δημο
σίου δικαίου) είναι τά έμμεσα, έμμισθα όργανα του Κράτους (ή του
νομικού προσώπου, αντιστοίχως), τά διατελούντα έν προαιρετική,
άμέσω, υπηρεσιακή καί πειθαρχική προς αυτό σχέσει».
Όπως παρατηρούμε, στον ορισμό αυτόν περιλαμβάνονται καί οι
υπάλληλοι των Ν.Π.Δ Δ., οι όποιοι εξομοιώνονται πλέον μέ τους δη
μόσιους υπαλλήλους όσον άφορα τά θέματα τής υπηρεσιακής τους
καταστάσεως Κοινή είναι καί ή ρύθμιση των σχετικών μέ τό δικαίωμα
τής απεργίας θεμάτων, τόσο γιά τους δημόσιους υπαλλήλους όσο καί
γιά τους υπαλλήλους τών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου,
όπως προκύπτει από τίς διατάξεις τών άρθρων 1 παρ. 1 καί 5 παρ 1
τού Ν. 643/1977
33 Παρατηρούμε επίσης ότι, όπως είναι διατυπωμένος ό ορισμός
τού άρθρου 1 παρ 2 τού Υπαλληλικού Κώδικα, μπορεί νά καλύψει
ευρύτερο πεδίο από ο,τι εννοούμε συνήθως μέ τή χρησιμοποίηση
τού όρου «δημόσιοι υπάλληλοι» Στον ορισμό τού Νόμου τό βάρος
πέφτει στους όρους «έμμεσα, έμμισθα όργανα διατελούντα έν προαι
ρετική, άμέσω, υπηρεσιακή καί πειθαρχική σχέσει». Οι όροι αυτοί κα
λύπτουν, έκτος άπό τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους, γιά
τους οποίους έχει εφαρμογή ό 'Υπαλληλικός Κώδικας, καί τους στρα
τιωτικούς υπαλλήλους, τους αξιωματικούς καί τους μόνιμους υπαξιω
ματικούς, καθώς καί τους αξιωματικούς καί άνδρες τών Σωμάτων
'Ασφαλείας, αφού καί όλοι αυτοί πού αναφέραμε παραπάνω είναι
«έμμεσα, έμμισθα όργανα τού Κράτους διατελούντα έν προαιρετική
(αφού διάλεξαν τό επάγγελμα τού στρατιωτικού ή τού αστυνομικού
π.χ., ελεύθερα, χωρίς νά τους υποχρεώσει κανένας), άμέσω, υπηρε
σιακή καί πειθαρχική (εντονότατη μάλιστα) προς αυτό σχέσει» Καλύ
πτει ακόμα ό ορισμός τού νόμου τους δικαστικούς λειτουργούς,
αφού καί ώς προς αυτούς συντρέχουν έν μέρει οι όροι τού νόμου (τό
στοιχείο τού έμμεσου οργάνου συντρέχει ώς προς τους δικαστικούς
λειτουργούς, μολονότι δέν συντρέχει όταν οι τελευταίοι συγκροτούν
τά δικαστήρια σάν ανεξάρτητα όργανα τής Πολιτείας, αμφίβολο έπί-
44
4
50
40. Άπό τίς αρχές τού αιώνα μας, οι κοινωνικές ζυμώσεις στή
Γαλλία είχαν ενταθεί, σέ σημείο ώστε νά μήν αφήσουν ανεπηρέα
στους καί έξω άπό τό πεδίο τών κοινωνικών αγώνων τους δημόσιους
υπαλλήλους, μία κοινωνική τάξη, δηλαδή, πού θεωρούνταν — καί σέ
μεγάλο βαθμό ήταν — ή έκφραση καί τό στήριγμα τής αστικής
κοινωνίας, κατά τής οποίας εβαλλαν καί μάχονταν ή εργατική τάξη
καί οι σοσιαλιστές τής εποχής εκείνης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι διεκδι
κούσαν καί αυτοί τό συνδικαλιστικό δικαίωμα καί τό συνδεόμενο μαζί
του δικαίωμα απεργίας, ζητώντας τήν υπαγωγή τους στίς διατάξεις
τού Νόμου τού 1884 περί επαγγελματικών συνδικάτων, πού επέτρεπε
στους εργάτες νά απεργούν, καταργώντας τό αδίκημα τής coalition
πού προέβλεπε τό άρθρο 416 του Code Pénal7. Ποιο ήταν όμως
εκείνη την εποχή τό γενικότερο νομοθετικό πλαίσιο γύρω άπό τό
πρόβλημα τού δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλισμού καί τής
διεκδικήσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας,
Διάταξη νόμου πού νά απαγορεύει στους δημόσιους υπαλλήλους
τήν απεργία δέν υπήρχε. Οι μόνες διατάξεις πού μπορούσαν κάπως
νά φωτίσουν τό πρόβλημα ήσαν δύο άρθρα τοϋ Code Pénal: Τό
άρθρο 126 πού τιμωρούσε τή συλλογική υποβολή παραιτήσεως έκ μέ
ρους δημόσιων οργάνων καί τό άρθρο 123 πού τιμωρούσε «κάθε συν
εννόηση σέ μέτρα αντίθετα στους νόμους ασκούμενη είτε μέ τήν
ένωση ατόμων ή σωμάτων πού διαθέτουν μέρος της δημόσιας εξου
σίας, είτε μέ αντιπροσωπεία ή αλληλογραφία μεταξύ τους»8. Ή πρώ
τη διάταξη, λόγω μή συνδρομής των στοιχείων τής αντικειμενικής
υποστάσεως τοϋ εγκλήματος πού προέβλεπε τό άρθρο 126 τού Code
Pénal, σέ συνδυασμό μέ τήν αρχή τής στενής ερμηνείας τών ποινικών
νόμων, κρινόταν ανεφάρμοστη άπό τά δικαστήρια στην περίπτωση
τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων. Οι θεωρητικοί επίσης, μέ
μοναδική εξαίρεση τόν L Duguit, πού υποστήριζε τή δυνατότητα ε
φαρμογής τού άρθρου 126 τού Code Pénal κατά τών απεργών δημό
σιων υπαλλήλων, συμφωνούσαν μέ τήν ομόφωνη άποψη τής νομο
λογίας Τό άρθρο 123 είναι πολύ αόριστο γιά νά μπορεί νά
εφαρμοσθεί. Ποια είναι τά μέτρα τά αντίθετα προς τους νόμους, πού
προβλέπει σάν προϋπόθεση του, στην περίπτωση απεργίας τών δημό
σιων υπαλλήλων, άφοϋ δέν υπάρχει νόμος πού νά απαγορεύει καί νά
κηρύσσει παράνομη τήν απεργία τους 9 ;
11. Βλ G Jèze, Revue du Droit Public, 1909, σελ 500, L. Rolland, Revue
du Droit Public. 1909, σελ 298 έπ, M Hauriou, R Sirey, 1909, III , σελ. 145
55
44. Καί τίς τρεις αυτές θέσεις πού αναπτύχθηκαν στό CE. κατέ
κριναν οί θεωρητικοί, κυρίως όμως ό G. Jèze12, ό όποιος μέ ευστοχό
τατες παρατηρήσεις ανέτρεψε τά επιχειρήματα τους, χωρίς ωστόσο
να διαφωνεί ώς προς τήν ουσία του προβλήματος, πού ήταν ότι ή
απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων απαγορεύεται.
Κατά της πρώτης θέσεως του επιτρόπου Tardieu, ό Jèze παρατη
ρούσε οτι σύμφωνα μέ τους νόμους καί κανονισμούς, ή απαρίθμηση
τών περιπτώσεων τερματισμού της δημόσιας υπαλληλικής σχέσεως
είναι περιοριστική. ΟΊ περιπτώσεις αυτές είναι ό θάνατος, ή αποδοχή
παραιτήσεως, ή απόλυση καί ή συνταξιοδότηση Ή απεργία δέν είναι
ανάμεσα σ' αυτές. Είναι αυθαίρετο νά τήν προσθέσουμε. Τό κυριότε
ρο όμως επιχείρημα ήταν άλλη: Ή κυβέρνηση δέν απέλυσε όλους
τους απεργούς δημόσιους υπαλλήλους. Ποια είναι ή νομική θέση τών
12 Στό άρθρο του Conséquences d' une grève de fonctionnaires sur leur
condition juridique, Revue du Droit Public, 1909, σελ 494 έπ
56
13 Mougin La grève dans les services publics. Rennes, 1943, σελ 117
57
46. Αυτή υπήρξε ή απόφαση Winkeil καί αυτή ή κριτική πού ασκή
θηκε εναντίον της. "Εκτοτε τό C Ε. τήν ακολούθησε πάγια σέ όλες τίς
περιπτώσεις απεργίας δημόσιων υπαλλήλων, τόσο ώς προς τίς συν
έπειες πού συνεπάγεται ή απεργία, όσο καί ώς προς τή θεωρητική
της θεμελίωση, τήν τελευταία μέχρι τό 1937, όταν μέ τήν απόφαση
του τής 22.10.1937 (Demoiselle Minaire et autres) αντικατέστησε τίς
εκφράσεις περί συμβάσεως τοΰ δημόσιου δικαίου πού ενώνει τους
υπαλλήλους μέ τή Διοίκηση, μέ τή φράση «. νά εγγυώνται τήν άσκη
ση τών δικαιωμάτων πού τους ανήκουν έναντι τής δημόσιας εξου
σίας», εγκαταλείποντας έτσι οριστικά τή συμβατική θεωρία τής δημο-
17 G Jéze, σχόλιο. Revue du Droit Public, 1938, σελ 123, Long, Weil,
Braibant, on παρ , σελ 91
18 Long, Weil, Braibant, οπ παρ , σελ 91
60
μος δέν επέζησε πέρα άπό τό δημιουργό του, πού κατέρρευσε μέ τήν
απελευθέρωση της Γαλλίας άπό τή γερμανική κατοχή. ΟΊ μεταγενέ
στερες φάσεις του προβλήματος είναι συνέπεια της πολιτειακής αυ
τής μεταβολής καί τοϋ πολιτικού καί κοινωνικού κλίματος πού απέρ
ρευσε άπό αυτήν καί πού αντικατοπτριζόταν στό Σύνταγμα τοϋ 1946.
Συνεπώς, ή ανάπτυξη τους θά γίνει στό επόμενο τμήμα τοϋ Κεφα
λαίου αύτοΰ.
48. Τό Σύνταγμα τής Γαλλίας τοϋ 1946 αποτέλεσε τόν πρώτο με
γάλο σταθμό γιά τή μεταβολή τών αντιλήψεων σχετικά μέ τή φύση
τής απεργίας, τόσο στό ιδιωτικό όσο καί στό δημόσιο δίκαιο. Πράγμα
τι, τό άρθρο 7 τοϋ Προοιμίου τοϋ γαλλικού Συντάγματος τοϋ 1946
αναγνώριζε τήν απεργία σάν δικαίωμα, διακηρύσσοντας: «Τό δικαίω
μα απεργίας ασκείται μέσα στά πλαίσια τών νόμων πού τό
ρυθμίζουν».
Πρέπει στό σημείο αυτό νά λεχθεί ότι μέχρι τό 1971 υπήρχε
αμφισβήτηση στή θεωρία τοϋ γαλλικού Συνταγματικού Δικαίου, γιά
τό ζήτημα άν οι διατάξεις τών Προοιμίων τών γαλλικών Συνταγμάτων
τοϋ 1946 καί τοϋ 1958 αποτελούν κανόνες δικαίου ή κατευθυντήριες
αρχές. Τό 1971 όμως ή αμφισβήτηση αυτή έπαυσε νά υπάρχει, όταν
τό Συνταγματικό Συμβούλιο, μέ απόφαση του τής 16.7.1971, δέχθηκε
έμμεσα, αλλά σαφώς, ότι οι διατάξεις τοϋ Προοιμίου τοϋ Συντάγμα
τος τοϋ 1946 έχουν χαρακτήρα κανόνων θετικού δικαίου 19 . Πρέπει
κατά συνέπεια νά διευκρινισθεί ότι ορισμένα σημεία απόψεων πού
αναπτύχθηκαν γιά τό πρόβλημα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλή
λων, τήν εποχή πού υπήρχε ακόμα ή παραπάνω αμφισβήτηση, έχουν
χάσει τή σημασία πού είχαν τότε. Πάντως, ή διάταξη τοϋ άρθρου 7
του Προοιμίου τού Συντάγματος τοϋ 1946, πού ισχύει καί σήμερα,
άφοϋ τό ισχύον γαλλικό Σύνταγμα τού 1958 στό δικό του Προοίμιο
παραπέμπει ρητά στό Προοίμιο τού Συντάγματος τού 1946, αποτέλε
σε τόν πυρήνα, γύρω άπό τόν όποιο στράφηκε καί άπό τόν όποιο έκ-
πήγασε ή εξέλιξη τοϋ προβλήματος της απεργίας των δημόσιων
υπαλλήλων, γιά νά καταλήξει νά αποτελέσει δικαίωμα καί γιά τήν κα
τηγορία αυτή των εργαζομένων.
Ή διάταξη, αύτή|καθ' έαυτήν, είναι πολύ αόριστη γιά νά αποτελέ
σει κλειδί γιά τή λύση τοϋ προβλήματος, αν επιτρέπεται πλέον ή
απεργία στους δημόσιους υπαλλήλους, ή εξακολουθεί νά απαγο
ρεύεται. Οι προπαρασκευαστικές εργασίες τού Συντάγματος δέν ρί
χνουν πολύ φως. Κατά τίς συζητήσεις στή Συντακτική Εθνοσυνέλευ
ση υποβλήθηκαν δύο, κατά κύριο λόγο, σχέδια γιά τό κείμενο τοϋ
άρθρου πού θά αναφερόταν στην απεργία: Τό ένα είχε τή διατύπωση
πού έχει σήμερα τό άρθρο 7 τοϋ Προοιμίου, καί τό άλλο, πού προτά
θηκε άπό τήν αριστερή παράταξη της 'Εθνοσυνελεύσεως, όριζε ότι:
«Τό δικαίωμα της απεργίας αναγνωρίζεται σέ όλους μέσα στά πλαίσια
των νόμων πού τό ρυθμίζουν». Μιά άλλη πρόταση κάποιου βουλευτή
νά προβλεφθεί στό κείμενο τοϋ Συντάγματος ρητή εξαίρεση γιά τους
δημόσιους υπαλλήλους, δέν έτυχε υποστηρίξεως καί αποσύρθηκε,
μετά τή διευκρίνιση τοϋ Υπουργού ότι ό νόμος θά μπορούσε νά εγ
γυηθεί καί νά διασφαλίσει τή λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών20.
Τέλος, ό Νόμος 46-2294 της 19.10 1946 περί Καταστατικού Χάρτη
των υπαλλήλων αγνοούσε τό θέμα, άφοϋ δέν περιείχε καμμία σχετική
διάταξη καί αρκούνταν μόνο νά αναγνωρίσει στό άρθρο 6 τό συνδικα
λιστικό δικαίωμα των δημόσιων υπαλλήλων 'Αλλά, στή Γαλλία, ή θεω
ρία υποστηρίζει ότι τό συνδικαλιστικό δικαίωμα καί τό δικαίωμα απερ
γίας δέν είναι ισχυρά συνδεδεμένα καί τό δεύτερο δέν είναι αναγ
καία συνέπεια καί κύρωση τοϋ πρώτου. Έτσι, έφ' όσον τό Σύνταγμα
(άρθρο 7 τοϋ Προοιμίου) παρέπεμπε στό νόμο καί νόμος, πού νά ρυθ-
μίζει ειδικά τό θέμα της απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων, δέν εκ
διδόταν, ή αβεβαιότητα παρέμενε
καί αυτοί, κατά μέγιστο μέρος, συμβάλλουν στή λειτουργία της κρα
τικής μηχανής, τήν εκπλήρωση των σκοπών του Κράτους, στην κοι
νωνική καί οικονομική πρόοδο κάθε πολίτη; Στερούνται καί αυτοί τοϋ
δικαιώματος νά διεκδικήσουν τήν ικανοποίηση των αιτημάτων τους
μέ τό μόνο αποτελεσματικό μέσο πού διαθέτουν οι άλλοι εργαζόμε
νοι ή, αντίθετα, έχουν τή δυνατότητα, κηρύσσοντας απεργίες, νά
παραλύουν σέ κάθε στιγμή οποιονδήποτε τομέα τής^κρατικής δρα
στηριότητας χωρίς κανένα έλεγχο καί περιορισμό; Ή έλλειψη νομο
θετικής ρυθμίσεως γιά τους ορους|καί'τίς προϋποθέσεις προσφυγής
όλων αυτών τών μυριάδων κρατικών οργάνων σέ απεργία καθιστά τό
πρόβλημα κυριολεκτικά ακανθώδες
25 Βλ παραπάνω, παραγρ 41
5
66
μόνο των δημόσιων υπηρεσιών, πού είναι απαραίτητες γιά τή ζωή του
"Εθνους.
Μέ τίς εγκυκλίους αυτές γινόταν ό καθορισμός ορισμένων κατη
γοριών υπαλλήλων, ή ακόμα καί ορισμένων συγκεκριμένων υπαλλή
λων, πού κατείχαν καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, πού όφει
λαν νά παραμείνουν στις θέσεις τους κατά τή διάρκεια απεργιών συν
αδέλφων τους γιά νά εξασφαλίσουν τή συνέχεια τών υπηρεσιών στίς
όποιες υπηρετούσαν. Έτσι, οφείλουν νά παραμείνουν στίς θέσεις
τους όλοι οι υπάλληλοι πού κατέχουν θέσεις εξουσίας (postes α" au
torité), δηλαδή οι δικαστές της τακτικής δικαιοσύνης, οι ύπάλληλοι-
φορεΐς δημόσιας εξουσίας, τών οποίων ή παρουσία στην υπηρεσία
κατά τρόπο διαρκή είναι απαραίτητη στή ζωή τοΰ Έθνους, οι προϊ
στάμενοι ή υπεύθυνοι τών δημόσιων νομικών προσώπων Άπό τους
ύπαλλήλους-έκτελεστικά όργανα οφείλουν νά παραμείνουν επίσης
στίς θέσεις τους εκείνοι πού κατέχουν θέσεις απαραίτητες γιά τή
φυσική ασφάλεια τών προσώπων, τή διασφάλιση τών εγκαταστάσεων
καί τοΰ υλικού, τή λειτουργία τών τομέων πού είναι απαραίτητοι γιά
τήν κυβερνητική δράση καί γενικά γιά τή διατήρηση τών απαραίτη
των δραστηριοτήτων γιά τή ζωή τοΰ "Εθνους 'Ακόμα περιλαμβάνον
ται στά μέτρα αυτά γιά τή διατήρηση της συνέχειας τών δημόσιων
υπηρεσιών, ορισμένοι υπάλληλοι τών οποίων ή δραστηριότητα δέν
μπορεί νά διακοπεί απότομα χωρίς νά θέσει σέ κίνδυνο τήν ασφάλεια
προσώπων ή εγκαταστάσεων γιά τά όποια, ύπό τήν απειλή κυρώσεων
γιά παράβαση επαγγελματικού καθήκοντος^ οι ενδιαφερόμενοι υπο
χρεούνται νά τηρήσουν ενα minimum προθεσμίας μεταξύ χρόνου
κατά τόν όποιο αποφασίσθηκε ή απεργία καί χρόνου πραγματοποιή
σεως αυτής 3 8 Ό καθορισμός αυτός τών υπαλλήλων πού οφείλουν νά
παραμείνουν στίς θέσεις τους, εξασφαλίζοντας τή συνέχεια τών ύπη-
56 Λίγο πρίν άπό τήν έναρξη τοΰ 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, ψη
φίσθηκε στή Γαλλία ό Νόμος τής 11 7 1938 γιά τήν οργάνωση τοΰ
"Εθνους σέ καιρό πολέμου, τό άρθρο 14 τοϋ οποίου ορίζει ότι «μπο
ρεί επίσης νά υποβληθεί σέ επίταξη κάθε άτομο, διατηρώντας τή θέ
ση του ή τήν εργασία του, τό σύνολο τοϋ προσωπικού μιας υπηρε
σίας ή επιχειρήσεως ή οποία θεωρείται ώς απαραίτητη γιά νά
εξασφαλισθούν οί ανάγκες τής χώρας» Οι διατάξεις τοϋ Νόμου αυ
τού παρατάθηκαν γιά περιορισμένες χρονικές περιόδους μέ άλλε-
6
82
634 πού κυρώθηκε τήν επομένη καί πού αφορούσε τή ρύθμιση του
δικαιώματος απεργίας των εργαζομένων στα γαλλικά ραδιοτηλεοπτι
κά δίκτυα μέ σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Έτσι, άπαλείφθηκαν άπό τό
κείμενο τοΰ Νόμου οι φράσεις της παρ. 3 τού άρθρου μόνου «γιά νά
εξασφαλίσουν τήν κανονική υπηρεσία» καί «απαραίτητα γιά τήν
εκπλήρωση των αποστολών...», διότι κρίθηκε ότι αντιβαίνουν στίς
συνταγματικές αρχές πού αναγνωρίζουν τό δικαίωμα απεργίας55.
65. Όπως διαπιστώνει κανείς άπό τήν ανάγνωση των δύο αυτών
άρθρων,τά πρόσωπα πού παρέχουν τίς υπηρεσίες τους στό Κράτος (ή
τά άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα) διαχωρίζονται σέ δύο κατηγορίες:
εκείνα πού ασκούν δημόσια λειτουργία (esercitano una pubblica
funzione) καί εκείνα πού — απλώς — παρέχουν δημόσια υπηρεσία
(prestano un pubblico servizio). Ή διάκριση, όσον άφορα τό θέμα της
εργασίας αυτής, δέν έχει έπί τοϋ παρόντος σημασία, άν υποτεθεί άτι
αναφέρεται σέ πρόσωπα, τών οποίων ή σχέση μέ τόν έργοδότη-
Κράτος ρυθμίζεται άπό τό δημόσιο δίκαιο, άφοϋ προς τό παρόν, μή
γνωρίζοντας ακόμα τίς ειδικότερες ρυθμίσεις πού επιφυλάσσει τό
91
ρύθμιση πού στό πρώρο σκέλος της εφαρμόσθηκε ενα χρόνο αργότε
ρα άπό τό γαλλικό Conseil α" Etat, στην περίφημη απόφαση Winkeil.
7
98
73. Μπροστά σ' αυτό τό κενό του δικαίου, καί ή θεωρία καί ή
νομολογία διχάζονται. Ό διχασμός αυτός ήταν εντονότατος τά πρώ
τα χρόνια μετά τήν έναρξη ισχύος του Συντάγματος, γιά νά υποχωρή
σει βαθμιαία, οσο περνούσε ό καιρός καί οι δημόσιοι υπάλληλοι, επω
φελούμενοι άπό τή μή ενιαία θεωρητική καί νομολογιακή αντιμετώπι
ση του θέματος, έκήρυσσαν καί πραγματοποιούσαν απεργίες, διακιν
δυνεύοντας τίς ενδεχόμενες αρνητικές εις βάρος τους συνέπειες.
"Ετσι, μπορεί κανείς βάσιμα νά ισχυρισθεί οτι οι δημόσιοι υπάλληλοι
στην Ιταλία κατέκτησαν μόνοι τους τό δικαίωμα απεργίας, ανεξάρτη
τα άπό τήν ύπαρξη διατάξεως θετικού δικαίου πού νά τους αναγνωρί
ζει τό δικαίωμα αυτό, αναγκάζοντας έτσι τή θεωρία καί τή νομολογία
νά προσχωρήσουν στην άποψη πού δεχόταν τό δικαίωμα απεργίας
καί σ' αυτούς καί νά προσαρμοσθούν στή δύναμη τών κοινωνικών
φαινομένων. Έτσι, σήμερα καί στή θεωρία καί στην — πάντοτε συν
τηρητικότερη — νομολογία δέν υπάρχουν άρνητές του δικαιώματος
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων11, τουλάχιστον όλων συλλήβδην,
καί ολοι ασχολούνται μέ τήν προσπάθεια περιορισμού τοΰ δικαιώμα
τος αυτού στά φυσικά καί λογικά του όρια, έχοντας υπόψη καί τίς
επιβλαβείς συνέπειες πού προκαλεί στον κρατικό μηχανισμό καί τό
κοινωνικό σύνολο ή χωρίς όρια άσκηση του, καί προσπαθώντας νά
αμβλύνουν τίς συνέπειες αυτές. Ή συνέχεια λοιπόν της εξετάσεως
τοϋ θέματος μας θά περιλάβει τήν παράθεση των θεωρητικών από
ψεων πού αναπτύχθηκαν καί τών νομολογιακών λύσεων πού δόθηκαν
σχετικά μέ τό πρόβλημα αυτό.
12. Ι. Scotto, Lo sciopero dei pubblici dipendenti, Il Diritto del Lavoro ,1955,
Ι, σελ. 123.
13. V. Simi, Il diritto di sciopero e il rapporto di pubblico impiego dei di
pendenti dello Stato, Rivista di Diritto del Lavoro, 1954, Ι, σελ. 46.
101
ρεσία του "Εθνους, πράγμα πού κατά τήν άποψη των άρνητών του
δικαιώματος απεργίας σημαίνει άτι υπηρετούν τό Έθνος καί τά συμ
φέροντα του καί δέν επιτρέπεται νά θέτουν τά προσωπικά οικονομι
κά τους συμφέροντα πάνω άπό τά συμφέροντα τοϋ Έθνους.
"Αλλος λόγος πού συνηγορεί υπέρ της απαγορεύσεως της απερ
γίας των δημόσιων υπαλλήλων είναι ό σύνδεσμος πού υπάρχει, κατά
τήν άποψη αυτή, μεταξύ απεργίας καί Ιδιωτικής επιχειρήσεως. Ή
απεργία προϋποθέτει τήν ϋπαρξη ιδιωτικής επιχειρήσεως, ή οποία εί
ναι ενα ίδιαίτερο σημείο στην εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ κεφα
λαίου καί εργασίας.
Ή επιχείρηση, υποστηρίζεται 14 , είναι ή οργάνωση κεφαλαίου καί
εργασίας μέ σκοπό τό κέρδος. Τό κέρδος τοϋ επιχειρηματία προσδιο
ρίζεται από τή διαφορά μεταξύ της τιμής τοϋ παραγόμενου άγαθοΰ ή
υπηρεσίας καί τοϋ κόστους παραγωγής, μεταξύ των παραγόντων τοϋ
οποίου κυριότερος είναι ό μισθός, δηλαδή τό κόστος της εργασίας.
Ό επιχειρηματίας, πού διαθέτει τό κεφάλαιο, τείνει νά μειώσει τό κό
στος αυτό καί αντίστροφα ό εργαζόμενος τείνει νά μειώσει τό κέρ
δος τοϋ επιχειρηματία, αυξάνοντας τήν αμοιβή του Στή σύγκρουση
πού ακολουθεί, ό πιό αδύνατος άπό τους συμβαλλόμενους μοιραία
θά ύπέκυπτε στή δύναμη τοϋ κεφαλαίου, αν δέν είχε τό όπλο αυτό
τής απεργίας Ή απεργία λοιπόν παρεμβάλλεται σάν δύναμη τοϋ ερ
γατικού κινήματος γιά τήν επαναφορά τής οικονομικής Ισορροπίας
Συνεπώς, άπου λείπει ό σύνδεσμος κεφαλαίου καί εργασίας δέν είναι
νοητή ή απεργία.
Στή δημοσιοϋπαλληλική σχέση, πράγματι, τό Κράτος οϋτε κεφά
λαιο διαθέτει, οϋτε παρουσιάζεται σάν επιχειρηματίας πού άσκεΐ κερ
δοσκοπική δραστηριότητα Τό Κράτος-έργοδότης τοϋ δημόσιου
υπαλλήλου δέν επιδιώκει κέρδος κατά τή λειτουργία του, άλλα τήν
εκπλήρωση τών σκοπών του,πού είναι ή ικανοποίηση των συμφερόν
των τοϋ κοινωνικού συνόλου Έτσι. λείπει στην περίπτωση τής άπερ-
14. Ι. Scotto, οπ. παρ., σελ. 125 έπ., ό ίδιος, Il diritto di sciopero, 2η εκδ ,
Roma, 1968, σελ. 94 έπ.
102
στη και ανεξέλεγκτη άσκηση του καί πού οδηγούν στην παράλυση
της κρατικής μηχανής.
Πράγματι, ολοι οι υποστηρικτές τοϋ δικαιώματος απεργίας των
δημόσιων υπαλλήλων ομόφωνα παραδέχονται ότι από τήν ένταξη τής
διατάξεως τοϋ άρθρου 40 τοϋ Συντάγματος στό Κεφάλαιο του «περί
των οικονομικών σχέσεων», προκύπτει ό πρώτος βασικός περιορι
σμός τοϋ δικαιώματος απεργίας: Τούτο πρέπει νά ασκείται μόνο γιά
οικονομικούς καί κοινωνικούς σκοπούς, σκοπούς δηλαδή πού προ
βλέπει τό Σύνταγμα στό ϊδιο αυτό Κεφάλαιο. "Ασκηση τοϋ δικαιώμα
τος απεργίας γιά πολιτικούς σκοπούς θεωρείται ότι δέν απολαύει τής
προστασίας τοϋ Συντάγματος, απαγορεύεται καί τιμωρείται.
Δέν θεωρείται επίσης επιτρεπτή ή προσφυγή άπό δημόσιους
υπαλλήλους σέ ορισμένες μορφές απεργίας, όπως ή εναλλασσόμενη
ή έκ περιτροπής απεργίας (sciopero a scacchiera), ή επανειλημμένη
σύντομη απεργία (sciopero a singhiozzo), ή διοικητική καί ή λευκή
απεργία (ostruzionismo, non collaborazione)20, επειδή οι συνέπειες
άπό τήν προσφυγή σ' αυτές είναι βαρύτατες γιά τήν κρατική
μηχανή 2 1 .
Σχετικά μέ τους δικαιούχους τοϋ δικαιώματος απεργίας μέσα
στην ευρύτερη κατηγορία των δημόσιων υπαλλήλων μέ ευρεία έν
νοια, ή θεωρία σχεδόν ομόφωνα δέχεται ότι δέν έχουν δικαίωμα
απεργίας οι στρατιωτικοί, οι αστυνομικοί, οι ανήκοντες στά σώματα
των Carabinieri, τής Guardia di Finanza (Οικονομικής Αστυνομίας),
των Guardie Notturne (νυκτοφύλακες), οι Vigili Urbani (δημοτικοί
αστυνομικοί), οί δασοφύλακες, ο'ι αγροφύλακες καί γενικότερα όλοι
οσοι ανήκουν στίς Ένοπλες Δυνάμεις καί τά Σώματα 'Ασφαλείας.
Στην κατηγορία αυτή των υπαλλήλων ή θεωρία υποστηρίζει οτι παρέ
χει τό ιδιαίτερο καθεστώς υποταγής (status subjectionis), τό όποιο
απορρέει άπό τήν έννοια τοϋ στρατεύματος καί τής πειθαρχίας καί
σεως έναντι τής ομόφωνης σχεδόν απόψεως της θεωρίας ότι ή απερ
γία είναι επιτρεπτή μόνο γιά οικονομικούς σκοπούς).
'Απόφαση τοϋ Πρωτοδικείου της Ρώμης της 5.5.I96029, ή οποία
δέχεται οτι ή απεργία δέν παύει νά αποτελεί τή νόμιμη άσκηση τοϋ
δικαιώματος τοϋ εγγυημένου άπό τό άρθρο 40 τοϋ Συντάγματος,
ακόμα καί όταν τό επαγγελματικό οικονομικό συμφέρον των απερ
γών, πού απορρέει άπό τήν ιδιαίτερη ιδιότητα τους ώς εργαζομένων
καί όχι ώς πολιτών, μπορεί νά ικανοποιηθεί μόνο μέ τήν παρέμβαση
της νομοθετικής εξουσίας. Γι' αυτό είναι νόμιμη ή απεργία ακόμα καί
έναντι της νομοθετικής εξουσίας, όταν άπό αυτήν εξαρτάται οπωσ
δήποτε τό Κράτος γιά νά παρέμβει στή ρύθμιση τών οικονομικών
σχέσεων μεταξύ εργαζομένων καί εργοδότη (καί αυτή ή απόφαση εί
ναι πρωτοποριακή, διότι ή θεωρία έδίδασκε οτι ή απεργία πού στρέ
φεται κατά τοϋ νομοθέτη είναι πολιτική απεργία).
Τέλος, ή απόφαση τοϋ Ποινικού Δικαστηρίου τοϋ Reggio Emilia
της 20.10.196130 αθώωσε άπό τήν κατηγορία γιά παράβαση τοϋ
άρθρου 330 C.P 34 δημοτικούς αστυνομικούς (vigili urbani), έφ' οσον
αυτοί ασκούσαν δικαίωμα εγγυημένο άπό τό άρθρο 40 τοϋ Συντάγμα
τος καί συνεπώς ήταν μή τιμωρητέοι σύμφωνα μέ τό άρθρο 51 C.P.
(καί ή απόφαση αυτή είναι αντίθετη προς τίς απόψεις της θεωρίας).
KOÛ κολασμού της πολιτικής απεργίας καί πού δέχεται σάν τέτοια καί
τήν απεργία διαμαρτυρίας εναντίον ενός νομοσχεδίου, καί ή 794/
6.11 1957 πού θεωρεί παράνομη τήν απεργία αλληλεγγύης, διότι επι
φέρει τεχνητή αυθαίρετη διεύρυνση των αντίπαλων συμφερόντων
καί επίσης τεχνητή καί αυθαίρετη επιβάρυνση τής μονομερούς πιέ
σεως πού αντιπροσωπεύουν οι συνδικαλιστικές δυνάμεις των απερ
γών αλληλεγγύης 4 0 .
"Αλλες δύο αποφάσεις, σέ σύντομο χρονικό διάστημα ή μία άπό
τήν άλλη, ή 1021/30 12 1959 καί ή 102/9.3 1960, δέχονται ότι ή Διοίκη
ση δέν μπορεί νά επιβάλει πειθαρχικές κυρώσεις γιά τήν οικονομική
απεργία, άλλα μόνο κράτηση τών αποδοχών γιά τό χρόνο αποχής άπό
τήν υπηρεσία. Καί αυτές οι δύο αποφάσεις αποφεύγουν νά αντιμετω
πίσουν καί νά λύσουν ευθέως τό πρόβλημα τής εφαρμογής ή μή τού
άρθρου 40 τού Συντάγματος στους δημόσιους υπαλλήλους, αρκού
με νες νά επικαλεσθούν τήν αρχή, κατά τήν οποία ή άσκηση τού δι
καιώματος απεργίας (άλλα τότε, δέν επικαλούνται τό άρθρο 40,) συν
επάγεται αναστολή τής σχέσεως εργασίας καί τών εκατέρωθεν υπο
χρεώσεων τών συμβαλλομένων καί άτι ή αρχή αυτή εφαρμόζεται καί
στή δημοσιοϋπαλληλική σχέση 41 .
Ή νομολογία τού C.d.S. φαίνεται νά αποκρυσταλλώνεται τέλος
στην απόφαση 930/27.7.1964, όπου ή κράτηση τών αποδοχών γιά τό
χρόνο τής απεργίας θεμελιώνεται στην έννοια τής αναστολής πού
επιφέρει ή απεργία στίς εκατέρωθεν υποχρεώσεις εργοδότη καί ερ
γαζομένου καί εγκαταλείπεται ή επίκληση τού άρθρου 1460 C C διότι
«στην απεργία δέν υπάρχει ένοχη μή εκπλήρωση»
Ό λ ε ς όμως οι αποφάσεις τού C.d.S. περιέχουν μία επιφύλαξη,
αναφέροντας τή φράση «στην παρούσα κατάσταση τής νομοθεσίας»,
θέλοντας προφανώς νά αφήσουν ανοικτή τήν πόρτα μιας ενδεχόμε
νης νομοθετικής ρυθμίσεως μέ αρνητικό περιεχόμενο 42 , καί, όπως εϊ-
45. Βλ. τά κείμενα τών παραπάνω δύο αποφάσεων στην έκδοση Corte
Costituzionale: Decisioni della Corte Costituzionale in materia di sciopero e di
serrata, Milano, 1969.
46. G. Milone, Lo sciopero nel Diritto Pubblico, Penale, Amministrativo,
Disciplinare, Castelbuono, 1963, σελ. 13.
116
47 Βλ γιά τήν κριτική της αποφάσεως G. Pera, οπ. παρ , σελ 211-231,
άπου εκτίθενται οι γνώμες τόσο τοϋ ίδιου του σχολιάζοντος, όσο καί άλλων
πού σχολίασαν τήν 'ίδια απόφαση πρίν άπό αυτόν
48 Βλ. Foro Italiano, 1969, Ι, στ. 795 έπ
118
απόφαση του· 123/1962 και άπαντα στην κριτική πού έγινε σ' αυτήν
καί πού επικαλέσθηκαν οι προσφεύγοντες, μολονότι καταλήγει σέ
διατακτικό τελείως διαφορετικό άπό εκείνο της προηγούμενης απο
φάσεως. Πράγματι, ένώ στην απόφαση 123/1962, τό Δικαστήριο έκρι
νε αβάσιμο τό ερώτημα γιά τήν αντισυνταγματικότητα τοϋ άρθρου
330 αΡ.,στήν απόφαση 31/1969:
«κηρύσσει τήν αντισυνταγματικότητα τοϋ άρθρου 330 C.P. περιοριστι
κά οσον αφορά τήν εφαρμογή του στην οίκονομική απεργία πού δέν
διακινδυνεύει νά βλάψει απαραίτητες δημόσιες λειτουργίες ή υπηρε
σίες, πού έχουν χαρακτήρα προέχοντος γενικού συμφέροντος κατά
τήν έννοια τοϋ Συντάγματος».
'Απαντώντας τό Δικαστήριο στους ισχυρισμούς των προσφευγόν
των, πού χρησιμοποίησαν, οπως είπαμε, τά επιχειρήματα τής κριτικής
πού ασκήθηκε κατά τής αποφάσεως 123/1962, αποφάνθηκε ότι καί
ή ελευθερία τοϋ νομοθέτη ώς προς τό θέμα αυτό δέν μπορεί νά
ασκηθεί κατά τρόπο πού νά βλάπτονται άλλες συνταγματικές αρχές,
πού τείνουν στην προστασία αγαθών των πολιτών ή τών αναγκαίων
απαιτήσεων νά διασφαλισθεί ή ϊδια ή ζωή τής κοινότητας καί τοϋ
Κράτους. Καί ανήκει στό Συνταγματικό Δικαστήριο ή αρμοδιότητα νά
επιβεβαιώσει καί νά καθορίσει αυτά τά όρια, οταν αυτό καθίσταται
αναγκαίο.
προσλάβει ενα φυσικό πρόσωπο γιά νά θέσει τίς υπηρεσίες του στη
διάθεση αύτοϋ (του Κράτους) μέ τή συγκατάθεση του. Ή σχέση του
προσλαμβανόμενου (δημόσιου υπαλλήλου) είναι σχέση τοϋ δημόσιου
δικαίου, σχέση εξουσιαστική, στην οποία κυριαρχούν ή υποταγή τοϋ
υπαλλήλου, ή ιδιαίτερη υποχρέωση πίστεως προς τό Κράτος καί ό
μονομερής, έκ μέρους τού Κράτους, καθορισμός των όρων απασχο
λήσεως καί αμοιβής, καθορισμός πού γίνεται μέ νόμο 1 .
Μετά από τή διάκριση αυτή, πού ισχύει καί στά δίκαια των άλλων
χωρών πού εξετάσαμε, θά δώσουμε πλέον τόν ορισμό τοϋ δημόσιου
υπαλλήλου μέ τήν έννοια τοϋ δημόσιου δικαίου (υπάρχουν καί άλλες
έννοιες τοϋ öpou «δημόσιος υπάλληλος» πού δέν ενδιαφέρουν τήν
ανάπτυξη τοϋ θέματος πού μας απασχολεί στή διατριβή αυτή). Δημό
σιος υπάλληλος (Beamte) μέ τήν έννοια τού δημόσιου δικαίου είναι
τό φυσικό πρόσωπο πού τελεί σέ μία δημόσιου δικαίου σχέση υπηρε
σίας καί πίστεως, στην οποία καλείται μέ τήν παράδοση τοϋ έγγρα
φου τοϋ διορισμού 2 . Τό έγγραφο αυτό, γιά νά είναι έγκυρο, πρέπει νά
αναγράφει τίς λέξεις «μέ πρόσκληση στή δημοσιοϋπαλληλική σχέση
(unter Berufung in das Beamtenverhältnis)»3. Συνεπώςή δημοσιοϋ
παλληλική σχέση αποτελείται άπό δύο στοιχεία· τό ουσιαστικό στοι
χείο τής σχέσεως δημόσιου δικαίου υπηρεσίας καί πίστεως καί τό τυ
πικό στοιχείο τής έγχειρίσεως (παραδόσεως) τοϋ έγγραφου τοϋ διο
ρισμού πού πρέπει νά έχει ορισμένο περιεχόμενο.
στό Κράτος καί erra άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα μέ σύμβαση του
ιδιωτικού δικαίου γιά τους οποίους ισχύει καί άλλη ονομασία. Αυτοί
ονομάζονται «ανήκοντες στη δημόσια υπηρεσία» ή «υπάλληλοι καί
εργάτες της δημόσιας υπηρεσίας» (Angehörigen, Angestellten und
Arbeiter im öffentlichen Dienst) καί σύμφωνα μέ τόν περιορισμό του
θέματος πού θέσαμε στην Εισαγωγή, δέν περιλαμβάνονται στή μελέ
τη του προβλήματος. Ή έρευνα θά διαιρεθεί σέ δύο τμήματα: Στό
πρώτο θά ασχοληθούμε μέ τό πρόβλημα της απεργίας τών δημόσιων
υπαλλήλων μέχρι τό 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στό δεύτερο θά ασχολη
θούμε μέ τό 'ίδιο πρόβλημα άπό τό τέλος τοϋ Πολέμου καί έπειτα, μέ
έναν ακόμα περιορισμό: Θά εξετασθεί μόνο τό δίκαιο πού ισχύει στην
'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καί οχι καί στό άλλο τμή
μα του γερμανικού εδάφους πού ανήκει στή Γερμανική Λαϊκή Δημο
κρατία, χώρα πού ανήκει στον 'Ανατολικό Συνασπισμό καί τής οποίας
τό καθεστώς δέν είναι κοινοβουλευτικού δημοκρατικού τύπου, όπως
τών άλλων Κρατών τών οποίων εξετάσαμε τό δίκαιο στά προηγούμε
να δύο Κεφάλαια.
88. Ένώ μέχρις έδώ ή εξέλιξη είναι πάρα πολύ προοδευτική, άπό
τό σημείο αυτό αρχίζει μία αισθητή οπισθοδρόμηση. Στην Πρωσσία
τόν 'Απρίλιο του 1919 οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι απείλησαν οτι θά
κηρύξουν απεργία. Ή πρωσσική κυβέρνηση απάντησε μέ τήν έκδοση
μιας εγκυκλίου τής 7.4.1919 άπου έλεγε οτι στή μόνιμη θέση τών δη
μόσιων υπαλλήλων καί στην εγγύηση έκ μέρους τοϋ Κράτους τών
ιδιαίτερων δικαιωμάτων τους αντιστοιχεί ό δεσμός τους μέ τήν υπη
ρεσία τους, τόν όποιο δέν μπορούν νά λύσουν μονομερώς. Τό συνδι
καλιστικό δικαίωμα δέν δικαιολογεί τήν παραβίαση τής συμβάσεως
Κάθε άρνηση υπηρεσίας θά θεωρείται παράβαση καθήκοντος καί θά
επισύρει τίς νόμιμες συνέπειες. Ή απεργία τών σιδηροδρομικών,
επειδή θά έχει σάν συνέπεια τήν έλλειψη μέσων διατροφής καί πρώ
των υλών λόγω αδυναμίας μεταφοράς τους, είναι έγκλημα εναντίον
ολόκληρου του λαοϋ.
Ή εγκύκλιος αυτή τής πρωσσικής κυβερνήσεως προκάλεσε τά
ειρωνικά σχόλια τών θεωρητικών πού τόνισαν οτι είναι παράλογο νά
αναγνωρίζεται ή ύπαρξη ενός δικαιώματος καί νά απαγορεύεται καί
νά καθίσταται αδίκημα ή άσκηση τού δικαιώματος αύτοϋ 9 .
Οι σιδηροδρομικοί αγνόησαν τήν εγκύκλιο αυτή καί πραγματο
ποίησαν απεργία τόν Ιούνιο τοϋ 1919, οπότε ή πρωσσική κυβέρνηση
απείλησε μέ απολύσεις τών απεργών. ΟΊ σιδηροδρομικοί αναγκάσθη
καν νά επιστρέψουν καί νά αναλάβουν πάλι υπηρεσία. Οι λίγοι πού
λαξη καί προώθηση τών εργασιακών και οικονομικών ορών είναι εγ
γυημένη γιά τόν καθένα καί για ολα τά επαγγέλματα. Όλα τά μέτρα
πού τείνουν νά περιορίσουν ή νά εμποδίσουν τήν ελευθερία αυτή εί
ναι παράνομα»
Άπό τήν παράθεση των διατάξεων αυτών προκύπτει αφενός οτι
γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι καί
συνδικαλιστικού δικαιώματος, καί αφετέρου οτι κατοχυρώνονται συν
ταγματικά τά κεκτημένα δικαιώματα τών δημόσιων υπαλλήλων, περι
λαμβανομένου καί τοΰ συνδικαλιστικού δικαιώματος. Ήδη όμως είχε
περάσει ή πρώτη επαναστατική προοδευτική ορμή καί είχαν αρχίσει
νά κυριαρχούν καί πάλι τά παλαιά δόγματα. Σ' αυτήν τήν εξέλιξη συν
έβαλε ή σκέψη τού χάους πού θά δημιουργούνταν άπό τήν παράλυση
της κρατικής μηχανής πού θά προκαλούσε τυχόν απεργία τών δημό
σιων υπαλλήλων, εϊτε γενική, εϊτε ορισμένων μόνο κλάδων τους, καί
πού θά προσετίθετο στή δεινή οικονομική κατάσταση της ηττημένης
κατά τόν 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανίας 'Επιστήμονες καί πολιτι
κοί λοιπόν προσπάθησαν νά βρουν επιχειρήματα γιά νά δικαιολογή
σουν τόν περιορισμό τού συνδικαλιστικού δικαιώματος τών δημόσιων
υπαλλήλων κατά τρόπο ώστε ή αναγνώριση του νά μήν περιλαμβάνει
καί τό δικαίωμα απεργίας
10 Flad, on παρ . στ 85
129
9
130
14 Flad, on παρ , στ 87
15 F Winters, Zur Frage κλπ, ön παρ , σελ 23
16 Th Ramm, οπ παρ, σελ 98
133
β) Θεωρητική αντιμετώπιση
34 Βλ W Otto, οπ. παρ , σελ 227, W Reuter, Beamte und Streik, Der
Deutsche Beamte, 1958, σελ 100. R Hoffmann, οπ παρ. σελ 183. W Reuss,
Grenzen der Streikfreiheit im öffentlichen Dienst, εις Oeffentlicher Dienst
Festschrift für Carl Hermann Ule, Köln, 1977, σελ 424
35 Στό άρθρο του Beamtentum und Streik, Archiv des öffentlichen Rechts,
91 (1966), σελ 141-192
36 R Hoffmann, οπ παρ , σελ 177-178
144
Στην αποψη του Reuss οτι ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων δέν
συμβιβάζεται μέ τόν εξουσιαστικό, δημόσιου δικαίου χαρακτήρα της
δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως46, παρατηρεί οτι ό γενικά παραδεκτός
διαχωρισμός σέ δημόσιο καί ιδιωτικό δίκαιο δέν αποκλείει τή χρησι
μοποίηση διατάξεων ή καί ολόκληρων νομικών θεσμών του ενός το
μέα άπό τόν άλλο: τό κλασσικότερο παράδειγμα αποτελεί ό θεσμός
τής συμβάσεως. Τό Ί'διο συμβαίνει καί μέ τήν απεργία47. Σέ άλλη άπο
ψη πού ισχυρίζεται οτι ή απεργία τών δημόσιων οργάνων καθιστά τό
Κράτος ανίκανο νά εκπληρώσει τήν αποστολή του, άπαντα οτι ή ταυ
τόχρονη απεργία όλων τών δημόσιων οργάνων είναι πρακτικά αδύνα
τη, ένώ υπάρχουν παραδείγματα νόμιμης διακοπής τής εκπληρώσεως
ορισμένων κρατικών λειτουργιών, οπως ή απονομή τής δικαιοσύνης,
κατά τη διάρκεια τών δικαστικών διακοπών48. Στή συνέχεια ό Däubler
έρευνα καί αυτός, οπως οι Benz καί Ramm, αν υπάρχει δικαίωμα
απεργίας γιά κάθε επαγγελματική ομάδα δημόσιων υπαλλήλων ξεχω
ριστά, μέ κριτήριο τό αν ή άσκηση τοϋ δικαιώματος αύτοϋ αντίκειται
ή οχι στους ποινικούς νόμους ή τή συνταγματική τάξη.
Ι. Θεωρητικές απόψεις
θέσιν του καί διά ταύτης προς τήν Διοίκησιν ώς θεσμόν... Έν τη πραγ-
ματικότητι ή διοίκησις καί οι υπάλληλοι δέν είναι στοιχεία αντιτιθέμε
να, αλλ' είναι εν και τό αυτό πράγμα. Είναι αυτό τούτο τό Κράτος».
Καί συνεχίζει παρακάτω:
«Ή δημοσία υπηρεσία στηριζομένη έπί της Ιεραρχίας, καί ώς έκ
της φύσεως της τείνουσα ε'ις τήν κατίσχυσιν τοΰ γενικού συμφέρον
τος απέναντι του 'ιδιωτικού, διευκολύνεται εις τήν πραγμάτωσιν τοϋ
σκοπού τούτου διά της συνεχείας της τακτικής καί τής ομαλής διεξα
γωγής ταύτης.
Ή απεργία των δημοσίων οργάνων ρηγνύει τήν συνέχειαν καί τα-
κτικότητα καί αντιτίθεται καταφώρως προς τήν Ίεραρχικήν τάξιν. Ή
απεργία τών δημοσίων υπαλλήλων είναι γεγονός δι' ου υποτάσσεται ή
ικανοποίησης ανάγκης γενικής εις τά ιδιαίτερα ατομικό ή συλλογικά
συμφέροντα τών υπαλλήλων. "Οσον καί αν είναι σεβαστά, οσον καί αν
είναι εν τινι μέτρω καί υπό ώρισμένας συνθήκας δεδικαιολογημένα τά
ιδιαίτερα συμφέροντα τών δημοσίων υπαλλήλων, δέν δύνανται νά κα-
τισχύσωσι τοϋ γενικού συμφέροντος»5.
13. Διοικητικόν Δίκαιον, Τόμος Α', 'Αθήναι, 1964, 5η εκδ , σελ. 332
160
11
162
111. Ένα χρόνο αργότερα, επειδή φαίνεται οτι τά μέτρα πού θε
σπίσθηκαν μέ τό Ν. 4879/1931 δέν κρίθηκαν αποτελεσματικά, ψηφί
σθηκε ό Ν. 5458/1932. Σύμφωνα μέ τό άρθρο 1 τού Νόμου αύτοϋ,
απαγορεύεται ή απεργία καί ή λευκή απεργία τών δημόσιων υπαλλή
λων καί υπηρετών κάθε βαθμού καί κλάδου, ένώ τό άρθρο 2 επανα
λαμβάνει τή διάταξη τού άρθρου 1 τού Ν. 3453/1928, πού εϊχε
καταργηθεί μέ τό Ν. 4879/1931. Έτσι ή συμμετοχή τού υπαλλήλου
σέ απεργία θεωρείται ώς υποβολή παραιτήσεως πού γίνεται υπο
χρεωτικά αποδεκτή. Οι υπάλληλοι πού εκδιώκονται μέ αυτόν τόν τρό
πο δέν μπορούν νά έπαναδιορισθοΰν πρίν άπό τήν παρέλευση έτους
(κατά τροποποίηση τού εξαμήνου πού προέβλεπε ό Ν. 3453/1928), άλ
λα ή προθεσμία μπορεί νά συντμηθεϊ μέ απόφαση τού 'Υπουργικού
Συμβουλίου. Στό άρθρο 3 τού Νόμου επαναλαμβάνονται οι ποινικές
διατάξεις τού άρθρου 3 τού Ν. 4879/1931 καί τών άρθρων 2 καί 3 τού
Ν. 3453/1928, ένώ στην παρ. 3 τού ίδιου άρθρου προβλέπεται ή δυνα
τότητα προσλήψεως αναπληρωτών τών απεργών, μέ απόφαση τού
'Υπουργού. Τέλος τό άρθρο 4 περιείχε δικονομική διάταξη περί αύτε-
Πρίν όμως άπό τήν έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1952,
είχαν ήδη ψηφισθεί τά σημαντικά νομοθετήματα πού προαναφέραμε.
114. Ό Ποινικός Κώδικας (Ν. 1492/1950) στό Κεφ. IB' του Ειδικού
Μέρους περιέχει τό άρθρο 247 σύμφωνα μέ τό όποιο τιμωρούνται μέ
ποινή φυλακίσεως μέχρις ενός έτους δημόσιοι υπάλληλοι, οι όποιοι,
τρεις τουλάχιστον, έπειτα άπό κοινή σύσκεψη καί απόφαση καί μέ
τόν σκοπό νά εμποδίσουν ή νά διακόψουν τή λειτουργία μιας δημό
σιας υπηρεσίας, εϊτε α) υπέβαλαν τήν παραίτηση τους άπό τήν υπη
ρεσία, εϊτε θ) εγκαταλείπουν τήν άσκηση των καθηκόντων τους (κά
νουν δηλαδή απεργία), εϊτε γ) παραμελούν τήν άσκηση των καθηκόν
των τους (κάνουν δηλαδή λευκή απεργία), εϊτε δ) συνεννοούνται μέ
οποιοδήποτε τρόπο γιά νά κηρύξουν απεργία ή απειλούν τήν κήρυξη
απεργίας ή υποβάλλουν αιτήματα καί συνδέουν τήν αποδοχή τους μέ
τήν εγκατάλειψη της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Ή παρ 2 του
'ίδιου άρθρου τιμωρεϊ μέ τήν 'ίδια ποινή τους δημόσιους υπαλλήλους
πού προσχωρούν έκ των υστέρων σέ μία άπό τίς πράξεις πού αποδο
κιμάζει καί τιμωρεί ή παρ. 1 τού άρθρου Σύμφωνα μέ τήν παρ 3.
μέλη τοϋ διοικητικού συμβουλίου σωματείου δημόσιων υπαλλήλων
πού αποφασίζουν τήν κήρυξη απεργίας, τιμωρούνται μέ φυλάκιση
τουλάχιστον τριών μηνών καί μέ χρηματική ποινή, γιά τήν καταβολή
τής οποίας ευθύνεται τό νομικό πρόσωπο τού σωματείου εις όλόκλη-
ρον μέ τά καταδικασθέντα μέλη τού διοικητικού συμβουλίου. Τέλος,
ή παρ. 4 προβλέπει ότι γιά κάθε καταδίκη σέ οποιαδήποτε ποινή πού
απαγγέλλεται γιά τίς ποινικά κολάσιμες ενέργειες τών τριών πρώτων
παραγράφων τού άρθρου 247, επιβάλλεται καί στέρηση τών πολιτι
κών δικαιωμάτων σάν παρεπόμενη ποινή, κατά παρέκκλιση τής διατά
ξεως τού άρθρου 61 Π.Κ., πού ορίζει σάν απαραίτητη προϋπόθεση
τήν επιβολή ποινής τουλάχιστον ενός έτους
Ή νομολογία τών ποινικών δικαστηρίων, πού ασχολήθηκαν μέ τή
διάταξη αυτή, δέχθηκε, ύπό τήν ισχύ τοϋ Συντάγματος τού 1952, ότι
ή διάταξη αφορά μόνο μόνιμους υπαλλήλους καί όχι υπαλλήλους έπί
168
μπορεί, σταθμίζοντας τίς περιστάσεις καί τίς συνθήκες γενικά ύπό τίς
όποιες ό υπάλληλος άπέσχε άπό τά καθήκοντα του μετέχοντας σέ
απεργία, νά επιβάλει μικρότερη ποινή άπό εκείνη τής οριστικής παύ
σεως. Ή δυσμενέστερη συνέπεια είναι οτι σέ περίπτωση πού τό πει
θαρχικό συμβούλιο επέβαλλε τήν ποινή τής οριστικής παύσεως, ό
καταδικαζόμενος υπάλληλος δέν ήταν δυνατό νά διορισθεί ποτέ
πλέον σέ θέση δημόσιου υπαλλήλου25, σύμφωνα μέ τό άρθρο 19 παρ
2 του Υπαλληλικού Κώδικα (αργότερα ό ισόβιος αποκλεισμός μειώ
θηκε σέ δεκαπενταετή αποκλεισμό, μέ τροποποίηση τοϋ άρθρου
αύτοϋ)
τον, οτι ή απαγόρευση τής απεργίας εκτείνεται όχι μόνο στους τακτι
κούς υπαλλήλους του Δημοσίου, των Δήμων καί Κοινοτήτων καί των
Ν.Π.Δ.Δ., άλλα καί στους υπαλλήλους μέ σύμβαση ιδιωτικού δικαίου
(αυτή είναι ή έννοια της φράσεως «εις τους πάσης φύσεως υπαλλή
λους») Δεύτερον, οτι περιβλήθηκε μέ «συνταγματικό» κύρος ή διά
ταξη περί πλασματικής παραιτήσεως πού υπήρχε στά άρθρα 182 του
'Υπαλληλικού Κώδικα καί 119 τού Κώδικα Δημοτικών καί Κοινοτικών
'Υπαλλήλων Σέ συμφωνία μέ τήν συνταγματική αυτή διάταξη ήσαν οί
διατάξεις δύο νομοθετημάτων τής δικτατορικής περιόδου πού
ισχύουν ακόμα καί σήμερα Τοϋ Ν Δ 962/1971 «περί Κωδικός Δικαστι
κών Λειτουργών» και τού Ν.Δ 1025/1971 «περί Κωδικός καταστάσεως
Δικαστικών Υπαλλήλων» Στό Ν Δ 962/1971, τό άρθρο 18 απαγόρευε
τήν απεργία στους δικαστικούς λειτουργούς, τό άρθρο 149 (περίπτ.
δ') καθιστούσε τή συμμετοχή ή τήν πρόκληση σέ απεργία πειθαρχικό
παράπτωμα καί τό άρθρο 201 καθιέρωνε τή συμμετοχή σέ απεργία ώς
πλασματική υποβολή παραιτήσεως 'Ανάλογες διατάξεις περιείχε τό
Ν Δ 1025/1971 στά άρθρα 28 παρ 2 καί 96 παρ 2 περίπτ ιη' καί 97
παρ 5 αυτού
118 Τό Σύνταγμα τής δικτατορίας καταργήθηκε μετά τή μεταπο
λίτευση άπό τήν Κυβέρνηση 'Εθνικής Ενότητας καί επαναφέρθηκε
προσωρινά μέχρι τήν ψήφιση νέου Συντάγματος άπό τή Βουλή, τό
Σύνταγμα τού 1952 Έτσι, τό νομοθετικό πλέγμα πού ίσχυε τόσο πρίν
άπό τήν δικτατορία, οσο καί εκείνο πού ψηφίσθηκε άπό αυτήν, διατη
ρήθηκε, εφόσον τό Σύνταγμα τού 1952 στό άρθρο 11 παρ 4 απαγό
ρευε τήν απεργία, μέχρι πού τό ισχύον Σύνταγμα τοϋ 1975. καινοτο
μώντας, ακολούθησε τά παραδείγματα ορισμένων δυτικοευρωπαϊκών
χωρών καί προέβη σέ μία προοδευτική αντιμετώπιση καί ρύθμιση τοϋ
όλου θέματος ρύθμιση πού θά εξετάσουμε σέ έκταση καί λεπτομε
ρώς στό επόμενο Κεφάλαιο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
120 Μία άλλη μεταβολή πού θά γίνει στό Κεφάλαιο αυτό σέ σχέ
ση μέ τά προηγούμενα, είναι ή αλλαγή μεθόδου μελέτης Ένώ στά
προηγούμενα Κεφάλαια προτιμήθηκε τό σύστημα τής ιστορικής άνα-
σκοπήσεως του προβλήματος άπό τότε πού πρωτοεμφανίστηκε μέχρι
τή σημερινή εποχή, στό Κεφάλαιο αυτό θά ακολουθηθεί τό σύστημα
τής συστηματικής ερμηνείας τών σχετικών μέ τό δικαίωμα απεργίας
τών δημόσιων υπαλλήλων διατάξεων θετικού δικαίου καί τής επιση
μάνσεως διαφόρων προβλημάτων πού ανακύπτουν άπό αυτές Ό λό
γος τής αλλαγής είναι οτι ένώ μέχρι τώρα μας απασχολούσε τό σχετι
κό πρόβλημα σέ ενα μεγάλο χρονικό διάστημα — άπό τίς αρχές τοϋ
αιώνα — πράγμα πού καθιστούσε δυνατή τή μελέτη τής ιστορικής
εξελίξεως του φαινομένου κατά τίς διάφορες φάσεις του, στό Κεφά
λαιο αυτό ή ιστορική εξέλιξη είναι ανύπαρκτη, άφοϋ τό ίσχϋον δίκαιο
διανύει ακόμα τήν ., νηπιακή του ηλικία (5-7 χρόνια).
Τέλος, άλλος ένας περιορισμός πού θά ισχύσει κατά τήν επεξερ
γασία του Κεφαλαίου αύτοϋ καί πού προκύπτει άπό τόν τίτλο του,
είναι ότι ή μελέτη θά γίνει κυρίως βάσει του θετικού δικαίου καί μόνο
παρεμπιπτόντως de lege ferenda.
11. Γιά τά εϊδη τής απεργίας πού αναφέρονται έδώ, 6λ Εισαγωγή, παρα
γρ. 26 καί 24 αντίστοιχα
12 Πρακτικά Βουλής έπί του Συντάγματος 1975, σελ 813
178
λιτών, προκύπτει οτι τά ορια αυτά, ακριβώς επειδή είναι ορια, δέν
επιδέχονται διεύρυνση πού καταλήγει σέ επιβολή περιορισμών
περισσότερων άπό εκείνους πού θέλησε ό συνταγματικός
νομοθέτης 1 3 .
125. Ποιοί ανήκουν στίς κατηγορίες αυτές γιά τίς όποιες ισχύει ή
απαγόρευση απεργίας προσδιορίζεται άπό άλλες διατάξεις τοϋ Συν
τάγματος ή διατάξεις νόμων. Όσον άφορα τους δικαστικούς λειτουρ
γούς, στό ερώτημα αυτό δίνουν απάντηση τά άρθρα 87-100 του Τμή
ματος περί Δικαστικής 'Εξουσίας του Συντάγματος καί τό άρθρο 1
τού Ν.Δ. 962/1971 περί Κωδικός Δικαστικών Λειτουργών Ή εξαίρεση
πού υπάρχει στό τελευταίο αυτό άρθρο γιά τά μέλη τού 'Ελεγκτικού
Συνεδρίου δέν έχει τήν έννοια ότι αυτοί δέν είναι δικαστικοί λειτουρ
γοί, αφού τή φύση τού 'Ελεγκτικού Συνεδρίου ώς Δικαστηρίου ορίζει
τό ϊδιο τό Σύνταγμα (άρθρο 98), άλλα απλώς οτι διέπονται άπό τήν
ειδική γιά τό Δικαστήριο αυτό νομοθεσία
17 Βλ παραπάνω, Μέρος 1ο, Κεφ Α', παράγρ 52 καί Κεφ Β', παράγρ
71
183
132. Ό Νόμος 643/1977 πού ψηφίσθηκε δύο χρόνια μετά την έν
αρξη ισχύος τοϋ Συντάγματος (άρχισε νά ισχύει από 22.7 1977, ημε
ρομηνία δημοσιεύσεως του στό Φ Ε Κ Α' 200, όπως οριζε τό άρθρο
του 23), φαίνεται ότι είναι απόρροια της 1491/1977 αποφάσεως της
'Ολομέλειας τοϋ Σ.τ.Ε. καί συγκεκριμένα της σκέψεως εκείνης πού
δέχεται οτι ή διάταξη τοΰ άρθρου 23 παρ 2 έδ. 6' τοϋ Συντάγματος
έχει άμεση ισχύ καί εφαρμογή καί δέν εξαρτάται άπό την έκδοση τοϋ
νόμου πού θά ρυθμίζει τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας των
δημόσιων υπαλλήλων, απορρίπτοντας τόν αντίθετο ισχυρισμό της
Διοικήσεως. Ύπό τήν πίεση των πραγμάτων, λοιπόν, ή Κυβέρνηση κα
τέθεσε στή Βουλή στίς 14 6.1977 τό νομοσχέδιο πού έγινε τελικά ό Ν.
643/1977 καί ζήτησε νά ψηφισθεί κατεπειγόντως πρίν άπό τίς θερινές
διακοπές της Βουλής πράγμα πού έγινε. Ό Νόμος διαιρείται σέ τρία
Κεφάλαια Τό πρώτο Κεφάλαιο, πού περιέχει τά άρθρα 1-4, άφορα τό
συνδικαλιστικό δικαίωμα τών δημόσιων υπαλλήλων καί τήν προστασία
τών συνδικαλιστικών τους οργανώσεων καί δέν θά μας απασχολήσει
κατά τήν ανάπτυξη τοϋ θέματος Θά ασχοληθούμε διεξοδικά μέ τό
δεύτερο Κεφάλαιο τοϋ Νόμου (άρθρα 5-16), πού άφορα τους όρους
ασκήσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων καί
μέ όσες άπό τίς διατάξεις τοϋ τρίτου Κεφαλαίου αφορούν τήν
απεργία
135 Άλλο θέμα πού γεννάται κατά τήν ερμηνεία της διατάξεως
της παρ. 1 του άρθρου 5, είναι αν επιτρέπεται ή συμμετοχή σέ απερ
γία πού κηρύσσει ενα συνδικαλιστικό σωματείο δημόσιων υπαλλήλων
ή μία δευτεροβάθμια ένωση δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων ή
ακόμα καί ή τριτοβάθμια οργάνωση, π.χ. ή ΑΔΕΔΥ, δημόσιων υπαλλή
λων πού δέν μετέχουν σέ σωματείο. Ή συμμετοχή μή συνδικαλισμέ
νων εργαζομένων σέ απεργία επιτρέπεται άπό τό άρθρο 32 παρ. 1 έδ.
β' τού Ν. 330/1976 γιά όσους εργαζομένους διέπονται άπό τό Νόμο
αυτόν. Γιά τους δημόσιους υπαλλήλους τό ενδεχόμενο αυτό πρέπει
νά αποκλεισθεί. Πρώτον, διότι ή διάταξη ορίζει ότι ή απεργία είναι
δικαίωμα τών δημόσιων υπαλλήλων, όταν αποφασίζεται άπό τή συνδι
καλιστική οργάνωση,«εις τήν οποίαν ούτοι ανήκουν». Δεύτερον, καί
άν ακόμα δέν υπήρχε ή φράση αυτή τού Νόμου, άπό τό γεγονός ότι
δέν επαναλαμβάνεται ή διάταξη τού άρθρου 32 παρ. 1 έδ. β' τού Ν.
330/1976, σέ συνδυασμό μέ τή συνταγματική διάταξη τού άρθρου 23
παρ 2 έδ α' πού ορίζει ότι τό δικαίωμα απεργίας «ασκείται ύπό τών ...
συνδικαλιστικών οργανώσεων», πρέπει νά συναχθεί τό συμπέρασμα
ότι οι μή οργανωμένοι σέ συνδικαλιστικά σωματεία δημόσιοι υπάλλη
λοι δέν δικαιούνται νά συμμετάσχουν σέ απεργία, διότι φορείς τού
δικαιώματος απεργίας, μέσω τών όποιων ασκείται τούτο άπό τά ύπο-
στημα συγκλήσεως τοϋ οργάνου πού είναι αρμόδιο γιά νά λάβει από
φαση γιά την κήρυξη απεργίας, ύπό τήν προϋπόθεση πάντοτε ότι τό
ϊδιο όργανο συνήλθε καί πρίν άπό τήν υποβολή τοϋ αιτήματος, δέν
αποβλέπουν παρά στην παρακώλυση τής ασκήσεως τοϋ δικαιώματος
απεργίας καί γι' αυτό ή διάταξη αυτή, ύπό τίς προϋποθέσεις πού εκ
θέσαμε, είναι αντισυνταγματική.
148. Σχετικά μέ τήν παρ. 2 τοϋ άρθρου 10, πού ορίζει ότι τό αρμό
διο όργανο γιά τή λήψη αποφάσεως περί απεργίας μπορεί νά εξου
σιοδοτήσει τή διοίκηση τής συνδικαλιστικής οργανώσεως νά καθορί
σει τήν ημερομηνία ενάρξεως τής απεργίας, γεννάται τό πρόβλημα
μέ ποιόν τρόπο θά γίνει ή κοινοποίηση τής αποφάσεως προς τους
αρμόδιους Υπουργούς, καί τί θά περιέχει τό έγγραφο μέ τό όποιο θά
ανακοινώνεται ή απόφαση γιά τήν απεργία. Ώ ς προς τό πρώτο ζήτη
μα, νομίζουμε ότι πρέπει νά εφαρμοσθεί αναλογικά ή διάταξη τοϋ
άρθρου 6 παρ. 1 τοϋ Ν. 643/1977, όπως ερμηνεύθηκε έδώ καί νά γίνει
αναλογική εφαρμογή τοϋ άρθρου 36 παρ. 1 τοϋ Ν. 330/1976, δηλαδή
ή κοινοποίηση τής αποφάσεως γιά τήν κήρυξη απεργίας νά γίνει μέ
δικαστικό επιμελητή. "Οσον άφορα τό ζήτημα ποια είναι τά ουσιώδη
στοιχεία τοϋ έγγραφου πού θά ανακοινώνει στους 'Υπουργούς τήν
κήρυξη απεργίας, νομίζουμε ότι τό έγγραφο μπορεί νά ανακοινώνει
μόνο τή διάρκεια τής απεργίας καί δέν είναι απαραίτητο νά εξαγγέλ
λει καί τήν ημερομηνία ενάρξεως της, άφοϋ αυτή δέν είναι αναγκαίο
νά ορίζεται μέ τήν απόφαση τοϋ αρμόδιου γιά τήν κήρυξη τής απερ
γίας οργάνου, τό όποιο μπορεί νά εξουσιοδοτεί τό Διοικητικό Συμ
βούλιο νά ορίσει αυτό τήν έναρξη τής απεργίας, σέ χρόνο πού θά
κρίνει πιό κατάλληλο, ώστε ή απεργία νά γίνει αισθητή. Βέβαια, ή
απόφαση τοϋ Διοικητικού Συμβουλίου γιά τήν ημερομηνία ενάρξεως
τής απεργίας σέ χρόνο πού θά κριθεί ότι εξυπηρετεί καλύτερα τό
σκοπό τής απεργίας, υπόκειται σέ τρεις δραστικούς περιορισμούς:
Πρώτον, ή απόφαση γιά τήν κήρυξη τής απεργίας δέν μπορεί νά υλο
ποιηθεί καί ή απεργία νά αρχίσει πρίν άπό τρεις ήμερες άπό τή λήψη
τής αποφάσεως καί μετά άπό τριάντα ήμερες άπό τήν 'ίδια χρονική
αφετηρία, σύμφωνα μέ τήν παρ. 3 τοϋ Ί'διου άρθρου 10. Δεύτερον,
μπορεί ή κυβέρνηση νά ζητήσει τήν αναστολή της απεργίας, σύμφω
να μέ τό άρθρο 12 τοϋ Νόμου. Στην περίπτωση αύτή,όπως ορίζει τό
δεύτερο εδάφιο τής παρ. 3 τοϋ άρθρου 10, δέν τρέχει ή προθεσμία
γιά τήν πραγματοποίηση τής απεργίας, πού θέτει τό πρώτο εδάφιο.
Τρίτον, ή απόφαση γιά τήν έναρξη τής απεργίας, είτε λαμβάνεται άπό
τό αρμόδιο όργανο, εϊτε άπό τό Διοικητικό Συμβούλιο κατ' έξουσιο-
197
149. Πρέπει νά σημειωθεί στό σημείο αυτό άτι ή διάταξη της παρ.
2 τοϋ άρθρου 10, ορίζοντας άτι τό αρμόδιο γιά τή λήψη αποφάσεως
όργανο της συνδικαλιστικής οργανώσεως καθορίζει τή διάρκεια της
απεργίας καί τήν ημερομηνία ενάρξεως της, μέ τή δυνατότητα νά
εξουσιοδοτεί τό Διοικητικό Συμβούλιο νά ορίσει αυτό τήν ημερομη
νία ενάρξεως, έχει υπόψη της μόνο τή συνεχή απεργία ή τήν πραγμα
τοποιούμενη μία μόνο φορά καί γιά μία ή λίγες ήμερες. Τί συμβαίνει
όμως όταν ή απεργία έχει τή μορφή διακεκομμένης απεργίας; Στην
περίπτωση αυτή ποια άπό τά στοιχεία της μορφής αυτής απεργίας
πρέπει νά αποφασίζονται άπό τό όργανο τό αρμόδιο γιά τή λήψη της
αποφάσεως κηρύξεως τής απεργίας καί ποια άπό τό Διοικητικό Συμ
βούλιο κατ' εξουσιοδότηση τοϋ αρμόδιου οργάνου; Νομίζουμε ότι τό
Διοικητικό Συμβούλιο έχει τήν αρμοδιότητα νά καθορίσει καί έδώ μό
νο τήν ημερομηνία ενάρξεως τής απεργίας, σάν σύνολο νοούμενης,
ολα δέ τά υπόλοιπα στοιχεία τής διακεκομμένης απεργίας πρέπει νά
καθορισθούν άπό τό αρμόδιο όργανο, σύμφωνα μέ τό άρθρο 11 τοϋ
Νόμου. Τά στοιχεία αυτά είναι τό χρονικό διάστημα τής απεργίας
(περιορισμένο, π.χ. γιά ενα μήνα, ή απεριόριστο, μέχρι τήν ικανοποίη
ση των αιτημάτων), τό χρονικό διάστημα κάθε διακεκομμένης αποχής
άπό τήν εργασία, όπως καί ή συχνότητα καί ή περιοδικότητα τής απο
χής (π.χ. 1 ή 2 ήμερες κάθε εβδομάδα, έκ των προτέρων όμως ορι
σμένες, τήν πρώτη Δευτέρα κάθε μήνα ή κάθε δεκαπενθήμερου, μία
εβδομάδα αποχή άπό τήν εργασία καί μία εβδομάδα κανονική εργα
σία καί άσους άλλους συνδυασμούς μπορεί νά σκεφθεί ή συνδικαλι
στική οργάνωση πού κηρύσσει τήν απεργία), έτσι ώστε νά μπορούν
νά προσδιορισθούν επακριβώς οι συγκεκριμένες ήμερες κατά τίς
όποιες οι υπάλληλοι θά απεργήσουν, οπως σωστά δέχεται ή 96207
1980 απόφαση τοϋ Εφετείου 'Αθηνών.
Ή διακεκομμένη απεργία είναι μία καί ενιαία απεργία καί όχι δια
φορετικές απεργίες, καί συνεπώς αφενός δέν απαιτείται ή λήψη απο
φάσεως τού αρμόδιου οργάνου γιά κάθε αποχή, ύπό τίς προϋποθέ
σεις πού εκθέσαμε παραπάνω, καί αφετέρου ο'ι συγκεκριμένες απο
χές άπό τήν εργασία, σύμφωνα μέ τό σχέδιο τής απεργίας, μπορούν
198
151. Τό άρθρο 11, πού καθορίζει τό αρμόδιο όργανο γιά τήν κή
ρυξη απεργίας, σέ κάθε μία άπό τίς τρεις παραγράφους του αντιμε
τωπίζει ξεχωριστές περιπτώσεις. "Ετσι, στην παρ. 1 ορίζεται άπό ποιο
όργανο καί μέ ποια πλειοψηφία πρέπει νά ληφθεί ή απόφαση γιά τήν
κήρυξη απεργίας άπό ενα συνδικαλιστικό σωματείο (πρωτοβάθμια ορ
γάνωση) 'Αρμόδιο όργανο γιά τή λήψη αποφάσεως είναι ή συνέλευ
ση των μελών του σωματείου Όσον άφορα τήν απαρτία, ή διατύπω
ση τής παρ. 1, επειδή δέν αναφέρει τίποτε γι' αυτήν, μέ τίς φράσεις
«δι' απολύτου πλειοψηφίας τών εγγεγραμμένων...μελών» καί «διά
πλειοψηφίας του 1/3 τών εγγεγραμμένων...μελών»,έχει παραμερίσει
τήν απαρτία κατά τή συνέλευση καί έχει θέσει μόνο τήν απαίτηση τής
παρουσίας ορισμένου αριθμού μελών γιά τή λήψη αποφάσεως. Έτσι
γιά τήν πρώτη συνεδρίαση απαιτείται ή απόλυτη πλειοψηφία τοϋ
όλου αριθμού τών εγγεγραμμένων μελών, καί γιά τή δεύτερη συνε
δρίαση πλειοψηφία πού νά φθάνει καί νά υπερβαίνει τό 1/3 τών εγγε
γραμμένων μελών (π.χ. έπί 1000 εγγεγραμμένων μελών απαιτείται
πλειοψηφία 501 ψήφων γιά τή λήψη αποφάσεως περί απεργίας καί σέ
περίπτωση πού δέν παρουσιασθούν στή συνέλευση 501 μέλη, ώστε
νά ληφθεί έγκυρα απόφαση γιά τήν κήρυξη ή μή απεργίας, στή δεύ
τερη συνεδρίαση απαιτείται ή πλειοψηφία νά υπερβαίνει τίς 334 ψή
φους, δηλαδή τό 1/3 τών εγγεγραμμένων μελών). Οι πλειοψηφίες
υπολογίζονται έπί του αριθμού τών εγγεγραμμένων μελών καί οχι,
όπως συνήθως γίνεται, έπί τοΰ αριθμού τών ταμειακά έν'τάξειί(ή εν
εργών) μελών. Ό νομοθέτης θέλει τή συμμετοχή όλων τών εγγε
γραμμένων μελών γιά τή λήψη αποφάσεως σέ ενα τόσο σοβαρό θέμα
καί νομίζουμε ότι ό περιορισμός τού δικαιώματος απεργίας πού προ-
199
κύπτει άπό τήν απαίτηση αύτη του νομοθέτη δέν μπορεί νά θεωρηθεί
αντισυνταγματικός. Ή διάταξη απαιτεί επίσης τήν αυτοπρόσωπη πα
ρουσία καί ψηφοφορία των μελών κατά τή συνέλευση, πράγμα πού
αποκλείει τήν παροχή εξουσιοδοτήσεως άπό ενα μέλος προς άλλο
γιά νά ψηφίσει τό τελευταίο καί γιά τά δύο μέλη, ή τήν αποστολή
επιστολής έκ μέρους ενός απόντος μέλους προς τή συνέλευση πού
νά περιέχει τήν ψήφο του γιά τό θέμα τής κηρύξεως ή μή απεργίας.
Τέλος, ή ψηφοφορία γιά τό θέμα αυτό πρέπει νά είναι μυστική.
σει την αναστολή ενάρξεως της, πράγμα πού δέν έκανε. Ένώ ομως
για τήν κυβέρνηση αναστολή καί διακοπή της απεργίας σημαίνουν τό
Ίδιο πράγμα, δέν σημαίνουν τό ίδιο καί γιά τους απεργούς, άφοϋ ή
έναρξη της απεργίας σημαίνει απώλεια των αντίστοιχων αποδοχών.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανό νά χρησιμοποιήσει τό μέτρο αυτό ή κυβέρ
νηση, γιά νά προκαλέσει τήν αποτυχία τής απεργίας, ένώ αν ή απερ
γία διαρκούσε έστω καί λίγες ήμερες ακόμα, θά ήταν από τήν τροπή
των πραγμάτων υποχρεωμένη νά ικανοποιήσει τά αιτήματα τών απερ
γών. Διότι στην περίπτωση αυτή οι απεργοί καί τίς αποδοχές πού
αντιστοιχούσαν στίς ήμερες απεργίας έχασαν καί τήν ικανοποίηση
τών αιτημάτων τους, έξ αιτίας τής μονομερούς ενέργειας τής κυβερ
νήσεως, δέν επέτυχαν. Ή απεργία μοιάζει μέ μία ζυγαριά, οπού οι
απεργοί τοποθετούν στον ένα της δίσκο τίς απώλειες τών αποδοχών
τών ήμερων απεργίας καί στον άλλο δίσκο τήν προσδοκία βελτιώ
σεως τής θέσεως τους πού θά προέλθει άπό τήν αποδοχή τών αιτη
μάτων τους έκ μέρους του εργοδότη. Ό τ α ν λοιπόν ή κυβέρνηση δια
κόπτει τήν απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων, ανατρέποντας μονομε
ρώς τήν ισορροπία τής ζυγαριάς σέ τρόπο πού νά δείχνει μόνο τίς
απώλειες τών εργαζομένων, συμπεριφέρεται σάν τόν Γαλάτη εκείνο
κατακτητή τής αρχαίας Ρώμης πού έβαλε τό σπαθί του πάνω στό δί
σκο τών βαρών, ανατρέποντας τήν ισορροπία βαρών καί λύτρων πού
θά πλήρωναν σέ χρυσό οι Ρωμαίοι καί φώναξε «ούαί τοις ήττημέ-
νοις». Γι' αυτό, έχουμε τή γνώμη ότι θά πρέπει νά ορίζεται ότι όταν ή
κυβέρνηση ζητά τή διακοπή μιας απεργίας πού έχει ήδη αρχίσει καί
όχι απλώς τήν αναστολή ενάρξεως της, υποχρεούται νά καταβάλει
στους απεργούς τίς αποδοχές τών ήμερων απεργίας μέχρι τή διακο
πή της.
163 "Αλλο θέμα πού ανακύπτει άπό τίς διατάξεις τών παρ. 1 καί 2
207
165. "Ενα τελευταίο ζήτημα πού ανακύπτει κατά τήν ανάλυση τοϋ
περιορισμού πού τίθεται άπό τό άρθρο 13 είναι άτι άν κατά τή διάρ
κεια μιας απεργίας υπάρχουν υπάλληλοι πού δέν απεργούν (άπεργο-
σπάστες) περισσότεροι άπό αυτούς πού ορίσθηκαν σάν προσωπικό
208
168. Στίς διατάξεις τών άρθρων 14, 15, 16 καί 18 τού Νόμου ορί
ζονται οι συνέπειες ασκήσεως τού δικαιώματος απεργίας άπό τους
δημόσιους υπαλλήλους
172 Μέχρι τόν Οκτώβριο τοϋ 1981 ή κυβέρνηση είχε ζητήσει τήν
εφαρμογή τοϋ άρθρου 14 τοϋ Νόμου 6 φορές καί τό Τριμελές 'Εφε
τείο 'Αθηνών έχει εκδώσει αποφάσεις, στίς τέσσερις άπό τίς όποιες
(4875/1979, 9620/1980, 309/1981 καί 8288/1981) δέχθηκε τίς αιτήσεις
τής κυβερνήσεως καί έκήρυξε παράνομες τίς απεργίες, διατάσσον-
210
180. Ένα ακόμα θέμα πού έχει σχέση μέ τήν περικοπή τών απο
δοχών κατά τίς ήμερες απεργίας έλυσε τό 'Ελεγκτικό Συνέδριο μέ
πρακτικό της 53ης Γενικής Συνεδριάσεως της 'Ολομέλειας του της
19.11.1980, στό όποιο δέχθηκε ότι όταν οι υπάλληλοι απεργούν τήν
31η τών μηνών, περικόπτεται τό 1/30 τών μηνιαίων αποδοχών τους,
διότι ή 31η ήμερα δέν παύει νά αποτελεί ήμερα απεργίας, τής οποίας
ο'ι αποδοχές πρέπει νά περικοπούν, αφού ό νομοθέτης θέλησε τήν
περικοπή τών αποδοχών τών ήμερων απεργίας «κατά πάσαν
περίπτωσιν»
181. Τέλος, άλλο θέμα πού ανακύπτει άπό τή διάταξη τοϋ άρθρου
15 τοϋ Νόμου, είναι τό αν θά πρέπει νά καταβάλλονται οι αποδοχές
τών ήμερων αργίας πού εμπίπτουν μέσα στό χρονικό διάστημα τής
απεργίας. Έδώ θά μπορούσε νά γίνει δεκτή ή επιεικής λύση τής
καταβολής τών αποδοχών αυτών, λύση πού ακολουθείται στή Γαλλία,
ένώ ορθότερη φαίνεται ή λύση πού έδωσαν τά δικαστήρια στην 'Ιτα
λία, όπου δέχθηκαν ότι ή καταβολή τών αποδοχών τών ήμερων αρ
γίας δικαιολογητικό λόγο έχει τήν καταβολή κόπου καί μόχθου κατά
τίς εργάσιμες ήμερες, λόγος πού δέν συντρέχει όταν δέν καταβάλλε
ται τέτοιος κόπος, λόγω απεργίας κατά τίς εργάσιμες ήμερες Ή
καταβολή τών αποδοχών τών ήμερων αργίας πού εμπίπτουν μέσα
στίς ήμερες απεργίας μπορεί νά οδηγήσει, καί έχει οδηγήσει πράγμα
τι, στό τέχνασμα νά κηρύσσονται εξαήμερες διαδοχικές απεργίες
από Δευτέρα μέχρι Σάββατο, ώστε νά αποφεύγεται νά συμπεριλαμ
βάνεται καί ή Κυριακή στίς ήμερες απεργίας, συμπεριφορά πού μπο
ρεί σίγουρα νά θεωρηθεί καταχρηστική
458 του Ποινικού Κώδικα) μόνο γιά τά μέλη τής διοικήσεως της συν
δικαλιστικής οργανώσεως πού κήρυξε τήν παράνομη απεργία (παρα
νομία πού βεβαιώθηκε δικαστικά, σύμφωνα μέ τό άρθρο 14 του Νό
μου), κατάργησε σιωπηρά τό άρθρο 247 τοϋ Ποινικού Κώδικα πού τι
μωρούσε τους απεργούς υπαλλήλους Συνεπώς, άπό τήν έναρξη
ισχύος τοϋ Νόμου οι απεργοί υπάλληλοι μένουν ατιμώρητοι.
Τό δεύτερο εδάφιο τής παρ. 2 θεσπίζει ώς παρεπόμενη ποινή τήν
αυτοδίκαιη έκπτωση των καταδικαζόμενων άπό τό αξίωμα πού κατεί
χαν ώς μέλη τής διοικήσεως τής συνδικαλιστικής οργανώσεως, όταν
ή καταδίκη τους γίνει αμετάκλητη.
Ή διάταξη, παραπέμποντας ατό άρθρο 14 τοϋ Νόμου γιά τήν έν
νοια τής παράνομης απεργίας, περιλαμβάνει καί τήν περίπτωση τής
καταχρηστικής απεργίας. Όπως ομως επισημάνθηκε κατά τή συζήτη
ση τοϋ άρθρου αυτού στη Βουλή 27 , ή απειλή ποινής κατά των μελών
τής διοικήσεως τής συνδικαλιστικής οργανώσεως γιά τήν κήρυξη
απεργίας, τυπικά νόμιμης πού θά κριθεί έκ των υστέρων καταχρηστι
κή, είναι αντισυνταγματική, διότι δέν προσδιορίζει μέ τρόπο σαφή καί
συγκεκριμένο καί έκ τών προτέρων καθορισμένο τά στοιχεία τής
αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος καί έτσι αντιβαίνει στό
άρθρο 7 παρ 1 τοϋ Συντάγματος («άνευ νόμου ορίζοντος τά στοι
χεία τής πράξεως») καί στή θεμελιώδη αρχή του Ποινικού Δικαίου
nullum crimen, nulla poena sine lege certa. Πράγματι, ή πλέον αόρι
στη έννοια στό δίκαιο είναι ή έννοια τής καταχρήσεως δικαιώματος
Συνεπώς ή διάταξη αυτή πού στην ουσία λέγει άτι «τιμωρείται
όποιος κάνει κατάχρηση δικαιώματος» είναι αόριστη καί γι' αυτό
αντισυνταγματική.
Νόμων πού ρυθμίζουν την υπηρεσιακή κατάσταση καί σχέση δύο άλ
λων κατηγοριών εργαζομένων πού απασχολούνται μέ σχέση δημό
σιου δικαίου στό Κράτος καί τά Ν Π.Δ.Δ. Πρόκειται γιά τίς διατάξεις
των άρθρων 28 παρ. 2, 96 παρ. 2 περίπτ. ιη', 97 παρ. 5 περίπτ. στ' καί
146 του Ν Δ 1025/1971 «περί Κωδικός καταστάσεως δικαστικών
υπαλλήλων» καί τών άρθρων 36 παρ. 2, 76 παρ 1 περίπτ. κ', 77 παρ. 4
περίπτ. στ' καί 119 του Ν. 1726/1951 «περί Κωδικός καταστάσεως δη
μοτικών καί κοινοτικών υπαλλήλων», πού αντίστοιχα, απαγόρευαν ρη
τά τήν απεργία, τήν καθιστούσαν πειθαρχικό αδίκημα πού μπορούσε
νά τιμωρηθεί καί μέ τήν ποινή της οριστικής παύσεως καί καθιέρωναν
τό αμάχητο τεκμήριο αποδοχής τής παραιτήσεως τού συμμετέχοντος
σέ απεργία δικαστικού υπαλλήλου καί δημοτικού ή κοινοτικού υπαλ
λήλου Καί στά νομοθετικά αυτά κείμενα πρέπει νά γίνει αναλογική
εφαρμογή τών διατάξεων τού 'Υπαλληλικού Κώδικαοπωςι'ισχύει σήμε
ρα, γιά τίς προϋποθέσεις ύπό τίς όποιες θεωρείται ή απεργία ώς πει
θαρχικό αδίκημα, όπως είπαμε παραπάνω Ή προσαρμογή αυτή έγινε
ήδη γιά τό ενα άπό τά δύο παραπάνω νομοθετήματα, μέ τήν κατάργη
ση τού Ν. 1726/1951 καί τήν αντικατάσταση τού νομοθετικού καθε
στώτος πού διέπει τό προσωπικό τών 'Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοι
κήσεως άπό τόν πρόσφατο Ν 1188/1981 «περί κυρώσεως τού Κωδι
κός καταστάσεως προσωπικού Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοική
σεως». Πράγματι, τό άρθρο 165 παρ 1 περίπτ κ' τού νέου Κώδικα
περιέχει διάταξη μέ τήν 'ίδια διατύπωση τού άρθρου 206 παρ 1 περί
πτ κ' τού νέου κειμένου τού 'Υπαλληλικού Κώδικα (Π Δ 611/1977)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
νά είναι οί σχέσεις πού διέπουν τήν παροχή εργασίας άπό τους εργα
ζομένους προς τό Κράτος· ή σχέση τοϋ δημόσιου δικαίου καί ή σχέση
του ιδιωτικού δικαίου. Ή διάταξη τού άρθρου 30 παρ. 1 τού νέου
Νόμου, λοιπόν, πάσχει στό σημείο αυτό άπό νομοτεχνική καί νομοθε
τική άποψη καί ό διαχωρισμός πού κάνει στή ρύθμιση τοϋ δικαιώμα
τος απεργίας τών εργαζομένων στό Δημόσιο ή σέ Ν Π Δ Δ μέ σχέση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ένώ στην ουσία δέν προσθέτει τίποτε,
άπό τήν άλλη πλευρά δημιουργεί σύγχυση καί περιπλέκει τή ρύθμιση.
άρθρου 30 παρ. 8 έδ. β' τοϋ Νόμου, πού τροποποιεί στό σημείο αυτό
τή διάταξη τοϋ άρθρου 20 παρ 1 έδ. β', πού προβλέπει ότι ή απεργία
κηρύσσεται «μέ απόφαση τοϋ διοικητικού συμβουλίου, έκτος έάν τό
καταστατικό τους ορίζει διαφορετικά».
ται τήν ϊδια ήμερα ή μέσα στην ϊδια εβδομάδα, δηλαδή συνεχίζονται
καί πέρα από μία εβδομάδα, διότι ή απεργία τής μορφής αυτής, όταν
μάλιστα κηρύσσεται άπα δημόσιους υπαλλήλους, είναι πολύ περισσό
τερο όχληρή γιά τό κοινωνικό σύνολο καί τους συναλλασσόμενους
μέ τίς δημόσιες υπηρεσίες άπό ο,τι θά ήταν μία απεργία μέ διάρκεια
μιας ή δύο ήμερων.
δρίαση καί στό 1/5 γιά τήν τρίτη. Πλειοψηφία πού απαιτείται γιά νά
ληφθεί απόφαση (καί γιά τό θέμα της κηρύξεως απεργίας) καί μέ τήν
επιφύλαξη καί πάλι ότι τό καταστατικό δέν ορίζει διαφορετικά, είναι ή
σχετική πλειοψηφία των παρόντων, εκτός άπό τήν περίπτωση πού εί
τε σύμφωνα μέ τό καταστατικό, είτε κατά τίς διατάξεις του Νόμου,
παρίστανται στή Συνέλευση τό 1/4 — ή καί λιγότεροι — των ενεργών
μελών, οπότε γιά νά ληφθεί απόφαση γιά απεργία πρέπει νά υπάρχει
πλειοψηφία τών 3/4 τών παρόντων Ή ψηφοφορία γιά τήν κήρυξη ή
μή απεργίας είναι πάντοτε μυστική καί αυτοπρόσωπη (αποκλείεται ή
εξουσιοδότηση) -^
ήμερων. 'Εφόσον ό νέος Νόμος δέν ορίζει, όπως όριζε ρητά ό Ν 643/
1977, οτι ή λήψη της αποφάσεως γιά τήν κήρυξη απεργίας πρέπει νά
πραγματοποιηθεί μετά τήν πάροδο των προθεσμιών πού θέτει, είναι
κάλλιστα δυνατόν, ή σύγκληση του αρμόδιου οργάνου καί ή λήψη
αποφάσεως γιά κήρυξη απεργίας νά πραγματοποιηθούν πρίν άπό τήν
υποβολή των αιτημάτων στά 'Υπουργεία, ώστε ή απόφαση νά καλύ
πτει καί τήν έγκριση υποβολής τών αιτημάτων καί τήν κήρυξη απερ
γίας σέ περίπτωση μή ικανοποιήσεως τους μέσα στην προθεσμία τών
4 ήμερων Είναι φανερό, έπειτα άπό τήν παραπάνω ανάλυση, οτι οι
προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος απεργίας άπό τους δημό
σιους υπαλλήλους έγιναν πολύ πιό ευχερείς Τό μόνο σημείο οτό
όποιο οι προϋποθέσεις αυτές δυσχεραίνονται κάπως μέ τίς διατάξεις
τοϋ νέου Νόμου, είναι ή απαίτηση του γιά τήν κήρυξη απεργίας άπό
δευτεροβάθμιες καί τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις μετά
άπό απόφαση τής Γενικής τους Συνελεύσεως, αντί γιά απόφαση τοϋ
Διοικητικού Συμβουλίου, ενισχυμένου άπό τους προέδρους τών Δ Σ
τών πρωτοβάθμιων οργανώσεων καί μέ πλειοψηφία τών 2/3 τών με
λών τού ιδιότυπου αυτού Σώματος, όπως προέβλεπε ό Ν 643/19775
Οί διατάξεις τού νέου Νόμου όσον άφορα τους προληπτικούς περιο
ρισμούς τού δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων είναι
παρόμοιες μέ εκείνες τού γαλλικού Νόμου τοϋ 1963 σχετικά μέ τό
δικαίωμα απεργίας τών εργαζομένων στό δημόσιο τομέα τής οικονο
μίας, συμπορεύονται δέ και μέ τίς προσωπικές μας θέσεις, τίς όποιες
εκφράσαμε στό προηγούμενο Κεφάλαιο τής διατριβής αυτής, όταν
επιχειρήσαμε κριτική τών σχετικών διατάξεων τού Ν 643/1977 άπό
νομοθετική άποψη6
203 Ή διάταξη τοϋ άρθρου 30 παρ. 7 έδ. α' τοϋ νέου Νόμου, μέ
τήν παραπομπή στή διάταξη τοϋ άρθρου 19 παρ. 2, πού μέ τή σειρά
της παραπέμπει στά άρθρα 20 παρ 2 καί 21, κύριο σκοπό της έχει νά
περιλάβει ώς κατασταλτικό περιορισμό τή διάταξη τοϋ άρθρου 21
που προβλέπει τήν υποχρέωση της συνδικαλιστικής οργανώσεως πού
κηρύσσει τήν απεργία, νά φροντίσει ώστε νά παραμείνει στην υπηρε
σία ό αναγκαίος αριθμός δημόσιων υπαλλήλων, αφενός γιά τήν ασφά
λεια των εγκαταστάσεων πού τυχόν υπάρχουν καί τήν πρόληψη κατα
στροφών ή ατυχημάτων, καί αφετέρου γιά τή στοιχειώδη λειτουργία
της δημόσιας υπηρεσίας καί τήν αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών
του κοινωνικού συνόλου Οι υποχρεώσεις αυτές τής συνδικαλιστικής
οργανώσεως τών δημόσιων υπαλλήλων πού κήρυξε τήν απεργία, εί
ναι οί ϊδιες μέ εκείνες πού προέβλεπε τό άρθρο 13 τοϋ προϊσχύσαν-
τος Ν. 643/1977 καί συνεπώς ή ανάλυση πού έγινε σχετικά μέ τά προ
βλήματα πού παρουσίαζε ή ερμηνεία τοϋ άρθρου εκείνου 7 , ισχύει
ανάλογα καί γιά τή διάταξη τοϋ άρθρου 21 τοϋ νέου Νόμου 1264/
1982. Οί διαφοροποιήσεις πού γίνονται στή νέα αυτή διάταξη είναι
επουσιώδεις καί αφορούν τόν τρόπο καί τή διαδικασία γνωστοποιή-
Μία τρίτη συνέπεια πού απορρέει άπό τήν άσκηση τοϋ δικαιώμα
τος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, θέτει ή εντελώς νέα διάταξη
τού άρθρου 30 παρ. 9 τοϋ νέου Νόμου, μέ τήν οποία απαγορεύεται
"στην κυβέρνηση, στην προσπάθεια της νά αντιμετωπίσει τίς δυσμε
νείς επιπτώσεις πού έχει στή λειτουργία τής Διοικήσεως μία απεργία
211 Άπό τήν άλλη πλευρά όμως δέν μπορεί νά μήν αναγνωρι
σθεί ότι ανεξέλεγκτη καί απεριόριστη χρήση τοϋ δικαιώματος αύτοϋ,,
οδηγεί στην πλήρη παράλυση τοϋ Κράτους καί τοϋ ρόλου καί τής_„3
αποστολής πού ύπό τίς σύγχρονες συνθήκες έχει ανατεθεί σ' αυτό
Γίνεται λοιπόν αναγκαίος ό συνταγματικός ή νομοθετικός περιορι-
240
"Αρθρο 11
5 Ή προσφυγή εις άπεργίαν προς έπιδίωξιν πολιτικών ή άλλων σκοπών,
ξένων προς τά υλικά καί τά ηθικά συμφέροντα τών εργαζομένων,
απαγορεύεται
6 'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους πάσης κατη
γορίας υπαλλήλους τών δημοσίων υπηρεσιών, τών οργανισμών τοπικής αυτο
διοικήσεως, ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
Άρθρο 24
4 'Αναγνωρίζεται τό δικαίωμα τής απεργίας προς διαφύλαξιν καί προαγω-
γήν τών οικονομικών καί εργασιακών έν γένει συμφερόντων τών απεργών
5 'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους πάσης κατη
γορίας υπαλλήλους τών δημοσίων υπηρεσιών, τών οργανισμών τοπικής αυτο
διοικήσεως ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
Τροπολογίες βουλευτών στό δεύτερο κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος
πού αφορούν τό δικαίωμα απεργίας.
Τροπολογία βουλευτού Κ Σερεπίσιου τής 22 1 1975
Μετά τήν παρ 5 νά αναγραφή ώς παρ 6 «6 Απαγορεύεται πάσα ύφ'
οιανδήποτε μορφήν απεργία, κατά τάς περιπτώσεις πολέμου, θεομηνιών, ώς
καί περί τών οποίων τά άρθρα 44 καί 48 τού παρόντος»
240
-
Τροπολογία βουλευτών Θ. Μανάβη, Βιργ Τσουδεροϋ τής 21.1 1975
5. 'Αναγνωρίζεται τό δικαίωμα της απεργίας προς διαφύλαξιν καί προαγω-
γήν των ηθικών, οικονομικών καί εργασιακών έν γένει συμφερόντων τών
εργαζομένων.
6 'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους δικαστικούς
λειτουργούς, τους στρατιωτικούς καί τους υπηρετούντος εις τά σώματα
ασφαλείας.
"Αρθρο 24
4 Τό δικαίωμα τής απεργίας αναγνωρίζεται, ασκείται δέ ϋπό τών νομίμως
συνεστημένων συνδικαλιστικών οργανώσεων προς διαφύλαξιν καί προαγωγήν
τών υλικών ή ηθικών συμφερόντων τών εργαζομένων καί έφ' όσον έξηντλή-
θησαν απασαι αϊ κατά νόμον δυνατότητες διαπραγματεύσεων ή διαιτησίας
Διά νόμου καθορίζονται τά δικαιώματα καί αϊ υποχρεώσεις τών εργαζομένων
έν περιπτώσει κηρύξεως απεργίας
5 'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους πάσης κατη
γορίας υπαλλήλους τών δημοσίων υπηρεσιών, τών οργανισμών τοπικής αυτο
διοικήσεως ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
Σχέδιο Συντάγματος όπως ψηφίσθηκε στην κατ' άρθρο ψήφιση άπό τήν
Βουλή
"Αρθρο 24
6 Ή απεργία αποτελεί δικαίωμα, ασκείται δέ ύπό τών νομίμως συνεστη-
μένων συνδικαλιστικών οργανώσεων προς διαφύλαξιν καί προαγωγήν τών οι
κονομικών καί εργασιακών έν γένει συμφερόντων τών εργαζομένων
'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους δικαστικούς
λειτουργούς καί τους υπηρετούντος εις τά σώματα ασφαλείας Τό δικαίωμα
προσφυγής εις άπεργίαν τελεί ύπό συγκεκριμένους περιορισμούς, του ρυθμί
ζοντος τούτο νόμου, προκειμένου περί τών δημοσίων υπαλλήλων καί τών
υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοικήσεως καί τών νομικών προσώπων δημο
σίου δικαίου ώς καί τού προσωπικού τών πάσης μορφής επιχειρήσεων δημο
σίου χαρακτήρος ή κοινής ωφελείας, ή λειτουργία τών οποίων έχει ζωτικήν
σημασίαν διά τήν έξυπηρέτησιν βασικών αναγκών τοϋ κοινωνικού συνόλου
Οι περιορισμοί ούτοι δέν δύνανται νά αποβλέπουν εις κατάργησιν τοϋ δικαιώ
ματος τής απεργίας ή εις παρακώλυσιν τής νομίμου ασκήσεως αυτού
"Αρθρο 23
Παράρτημα Β'
"Αρθρο 5
"Αρθρο 6
"Αρθρο 7
Συμβούλιον Συνδιαλλαγής
1 Συνιστάται Συμβούλιον Συνδιαλλαγής άρμόδιον προς διαπραγμάτευση
καί συμθιβαστικήν διευθέτησιν των κατά τό προηγούμενον άρθρον αιτημά
των, ή προβολή των οποίων συνδέεται με τήν κήρυξιν απεργίας
2 Τό Συμβούλιον Συνδιαλλαγής συγκροτείται ώς ακολούθως.
α) έξ ενός μέλους του Συμβουλίου της 'Επικρατείας ή τοϋ 'Αρείου Πάγου
ή του 'Ελεγκτικού Συνεδρίου ώς Προέδρου, οριζομένου μετά τοϋ αναπληρω
τού του ύπό τοϋ Προέδρου τοϋ οικείου Σώματος, κατόπιν ερωτήματος τοϋ
Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως.
β) έκ δύο κυβερνητικών εκπροσώπων, τού ενός τούτων οριζομένου μετά
του αναπληρωτού του ύπό τοϋ 'Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως κατά τά
έν παρ 5 οριζόμενα, τοϋ έτερου δέ οριζομένου, επίσης μετά τοϋ αναπληρω
τού του, κατά περίπτωσιν ύπό τοϋ αύτοϋ Ύπουργοϋ, δι' έγγραφου του προς
τόν Πρόεδρον τοϋ Συμβουλίου Συνδιαλλαγής.
γ) έξ ενός εκπροσώπου τής 'Ανωτάτης Διοικήσεως Ενώσεως Δημοσίων
'Υπαλλήλων (Α Δ Ε Δ Υ ), οριζομένου μετά τοϋ αναπληρωτού του ύπ' αυτής,
ώς μέλους
δ) έξ ενός εκπροσώπου τής προβαλούσης τό αίτημα συνδικαλιστικής ορ
γανώσεως, οριζομένου ύπό τής διοικήσεως αυτής δι' έγγραφου της προς τόν
Πρόεδρον τού Συμβουλίου Συνδιαλλαγής, ώς μέλους
3 Περί τής συνθέσεως τού Συμβουλίου Συνδιαλλαγής εκδίδεται άπόφα-
σις τοϋ 'Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως δημοσιευομένη εις τήν Εφημε
ρίδα τής Κυβερνήσεως καί περιλαμβάνουσα τόν Πρόεδρον, τόν κυβερνητικόν
έκπρόσωπον καί τόν έκπρόσωπον τής ΑΔΕΔΥ, διοριζόμενους απαντάς έπί διε-
τεϊ θητεία 'Εάν ή ΑΔΕΔΥ, καλούμενη εγγράφως, δεν όρίση έκπρόσωπον της
εντός 15θημέρου, ορίζεται εκπρόσωπος αυτής ύπό τοϋ Προέδρου Πρωτοδι
κών τοϋ τόπου τής έδρας της, δικάζοντος κατά τήν διαδικασίαν τών ασφαλι
στικών μέτρων, τή αιτήσει τού 'Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως
4 Γραμματεύς τοϋ Συμβουλίου ορίζεται μετά τού αναπληρωτού του διά
τής κατά τήν προηγουμένην παράγραφον αποφάσεως ανώτερος υπάλληλος
τής Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίας Διοικήσεως, έπί διετεϊ θητεία
5 Ό ορισμός τού Προέδρου, τών έν παραγράφω 3 μελών καί τού γραμμα
τέως γίνεται κατά τό πρώτον δεκαπενθήμερον τοϋ μηνός Δεκεμβρίου έκα
στου δευτέρου έτους Εις περίπτωσιν τής λύσεως έξ οιουδήποτε λόγου τής
υπαλληλικής σχέσεως μέλους τινός τοϋ Συμβουλίου, διορίζεται νέον μέλος
διά τό ύπόλοιπον τής θητείας τού άντικαθιστωμένου μέλους ΕΊς περίπτωσιν
αλλαγής τών μελών διοικήσεως τής ΑΔΕΔΥ επιβάλλεται άντικατάστασις τού
έν τω Συμβουλίω Συνδιαλλαγής εκπροσώπου αυτής διά τό ύπόλοιπον τής
θητείας
6 Κατά τήν πρώτην έφαρμογήν τοϋ παρόντος τά έν παραγράφω 3 μέλη
καί ό γραμματεύς τοϋ Συμβουλίου Συνδιαλλαγής όρισθήσονται εντός 10 ήμε
ρων άπό τής ισχύος τού παρόντος, ή δέ θητεία των λήγει τήν 31 Δεκεμβρίου
1978
248
Άρθρο 8
των διαβιβάζεται ύπό τοϋ γραμματέως εις την ύποβαλοϋσαν τό αίτημα συνδι-
καλιστικήν όργάνωσιν.
8 Αϊ συζητήσεις έπί της εισαχθείσης εις τό Συμβούλιον Συνδιαλλαγής
υποθέσεως δέν δύνανται νά διαρκέσουν πέραν των δέκα εργασίμων ήμερων
από της ενάρξεως των. Παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης θεωρείται οτι
δέν επετεύχθη συμφωνία προς διευθέτησιν τοϋ αιτήματος, ό δε Πρόεδρος
κηρύσσει περαιωμένην τήν συζήτησιν, έκτος έάν άπαντα τά μέλη συμφωνή
σουν εις τήν παράτασιν των συζητήσεων
9 Εις περίπτωσιν επιτεύξεως συμφωνίας μεταξύ τών μελών, απόσπασμα
τοϋ περιέχοντος ταύτην πρακτικού υποβάλλεται άμελητί εις τους 'Υπουρ
γούς Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών καί τόν τυχόν έτερον άρμόδιον
Ύπουργόν, υποχρεούμενους εις τήν λήψιν τών αναγκαίων μέτρων διά τήν
έφαρμογήν της συμφωνίας.
10 Συμφωνία θεωρείται έπιτυγχανομένη έάν άπαντα τά μέλη τοϋ Συμ
βουλίου, τά εκπροσωπούντα τήν Κυβέρνησιν καί τάς συνδικαλιστικός οργα
νώσεις, συμφωνήσουν περί τής δοτέας λύσεως εις τό ύπό συζήτησιν θέμα
11 Έν περιπτώσει μή επιτεύξεως συμφωνίας τών κατά τήν προηγουμέ-
νην παράγραφον μελών, ό Πρόεδρος τοϋ Συμβουλίου προέρχεται εις τήν δη-
μοσίευσιν εις δύο ημερησίας εφημερίδας τής Πρωτευούσης καί μίαν έπαγ-
γελματικήν τοιαύτην πράξεως του περιλαμβανούσης έν περιλήψει τό συζητη-
θέν αίτημα καί τάς ύπό τών μελών ύποστηριχθείσας απόψεις Ή πράξις τοϋ
Προέδρου υποβάλλεται άμελητί εις τόν Ύπουργόν Προεδρίας Κυβερνήσεως,
τόν Ύπουργόν τών Οικονομικών καί τόν οίκεΐον Ύπουργόν καί κοινοποιείται
εις τήν ύποβαλοϋσαν τό αίτημα συνδικαλιστικήν όργάνωσιν
12 Τά έν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα εφαρμόζονται αναλό
γως καί εις τήν περίπτωσιν καθ' ην ή ματαίωσις τής επιτεύξεως συμφωνίας
οφείλεται εις τήν μή προσέλευσιν εις τάς συνεδριάσεις τοϋ Συμβουλίου τοϋ
εκπροσωπούντος τήν ΑΔΕΔΥ μέλους, καίτοι κληθέντος ή τοϋ εκπροσωπούν
τος τήν προβαλοϋσαν τό αίτημα συνδικαλιστικήν όργάνωσιν μέλους, καίτοι
είδοποιηθεϊσαν προς τοϋτο, κατά τά έν παραγράφω 2 τοϋ παρόντος άρθρου
οριζόμενα
"Αρθρο 9
"Αρθρο 10
"Αρθρο 11
"Αρθρο 12
"Αρθρο 13
"Αρθρο 14
"Αρθρο 15
Άποδοχαί απεργούντων
Κατά πάσαν περίπτωσιν αϊ άντιστοιχοϋσαι εις τάς ημέρας απεργίας άπο
δοχαί τών απεργούντων υπαλλήλων περικόπτονται. Ή περικοπή ενεργείται
διά πράξεως τού εντεταλμένου τήν έκκαθάρισιν καί πληρωμήν τών αποδοχών,
είδοποιουμένου προς τούτο ύπό τού προϊσταμένου τής υπηρεσίας τών απερ
γούντων υπαλλήλων
253
"Αρθρο 16
Ό χρόνος τής νομίμου απεργίας θεωρείται ώς χρόνος πραγματικής δη
μοσίας υπηρεσίας διά πάσαν μεταβολήν της υπηρεσιακής καταστάσεως του
υπαλλήλου
"Αρθρο 17
"Αρθρο 18
"Αρθρα 19 καί 20
(Δέν αφορούν τό δικαίωμα απεργίας)
Άρθρο 21
Εξαιρέσεις
Αί διατάξεις τοϋ παρόντος δέν εφαρμόζονται έπί τών συνδικαλιστικών
οργανώσεων τών έπί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων τοϋ δημοσίου
καί τών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
"Αρθρο 22
Καταργούμενοι διατάξεις
1 Αί διατάξεις τής παρ 2 τοϋ άρθρου 47 καί τοϋ άρθρου 182 του Ν 1811/
1951 «περί Κωδικός καταστάσεως τών δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων»
καταργούνται
2 Ωσαύτως καταργείται πάσα διάταξις αντικείμενη προς τόν παρόντα
νόμον καί αναφερομένη εις θέματα ύπ' αύτοϋ ρυθμιζόμενα
254
Παράρτημα Γ
"Αρθρο 30
Άρθρο 1
Αντικείμενο
1 καί 2 (Δέν αφορούν τό δικαίωμα απεργίας τών δημοσίων υπαλλήλων)
3 Οί συνδικαλιστικές οργανώσεις διακρίνονται σέ πρωτοβάθμιες, δευτε
ροβάθμιες καί τριτοβάθμιες
α) Πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι
αα) , ββ)
γγ) Οί ενώσεις προσώπων, μία γιά κάθε εκμετάλλευση, επιχείρηση, δημό
σια υπηρεσία, Ν Π Δ Δ ή Ο Τ Α , πού συνιστούν δέκα (10) τουλάχιστοέργαζό-
μενοι μέ ιδρυτική πράξη τήν οποία καταθέτουν στό γραμματέα τού αρμόδιου
Ειρηνοδικείου καί κοινοποιούν στον εργοδότη, εφόσον ό συνολικός αριθμός
τών εργαζομένων δέν υπερβαίνει τους σαράντα (40) καί δέν υπάρχει σωμα
τείο μέ τους μισούς τουλάχιστο ώς μέλη του Εάν, μετά τήν τυχόν σύσταση
τής ένωσης προσώπων, πάψει νά συντρέχει μία άπό τίς πιό πάνω προϋποθέ
σεις, ή ένωση προσώπων διαλύεται, χωρίς άλλη διατύπωση Ή ιδρυτική πράξη
τής ένωσης προσώπων πρέπει νά αναφέρει απαραίτητα τό σκοπό της, δύο
εκπροσώπους της καί τή διάρκεια της πού δέν υπερβαίνει τό εξάμηνο
Γιά τίς ενώσεις προσώπων έκτος άπό τό άρθρο 20 παρ 1 έδάφ γ' έφαρ-
256
μόζονται ανάλογα και οι διατάξεις γιά τά σωματεία τών άρθρων 3 παρ 1α, 7
παρ 1, 5, 6, 7 καί 8 τοϋ νόμου αύτοϋ
Γιά τήν εκλογή τών εκπροσώπων της ένωσης προσώπων επιμελείται τρι
μελής εφορευτική επιτροπή
β)
Υ)
"Αρθρο 8
"Αρθρο 19
Δικαίωμα απεργίας
1 Η απεργία αποτελεί δικαίωμα τών εργαζομένων πού ασκείται άπό τίς
συνδικαλιστικές οργανώσεις α) ώς μέσο γιά τήν διαφύλαξη καί προαγωγή τών
257
Άρθρο 20
Κήρυξη απεργίας
1 Ή απεργία στίς πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσε
ται μέ απόφαση τής Γενικής Συνέλευσης Γιά ολιγόωρες στάσεις εφόσον δέν
πραγματοποιούνται τήν ίδια μέρα ή μέσα στην ίδια εβδομάδα αρκεί απόφαση
του διοικητικού συμβουλίου έκτος αν τό καταστατικό ορίζει διαφορετικά Ή
απεργία στίς πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέ
ρειας ή πανελλαδικής έκτασης κηρύσσεται μέ απόφαση τοϋ διοικητικού συμ
βουλίου, έκτος αν τό καταστατικό ορίζει διαφορετικά
Ή απεργία στίς δευτεροβάθμιες καί τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργα
νώσεις κηρύσσεται μέ απόφαση του διοικητικού συμβουλίου εκτός έάν τό
καταστατικό τους ορίζει διαφορετικά
'Ενώσεις προσώπων, κατά τήν έννοια τοϋ άρθρου 1 παράγρ 3 περίπτωση
258
"Αρθρο 21
Προσωπικό ασφαλείας
1 Ή συνδικαλιστική οργάνωση ή όποια κηρύσσει απεργία φροντίζει κατά
τή διάρκεια τής απεργίας νά υπάρχει τό αναγκαίο προσωπικό γιά τήν ασφά
λεια των εγκαταστάσεων τής επιχείρησης καί τήν πρόληψη καταστροφών ή
ατυχημάτων
2 Κατά τή διάρκεια τής απεργίας οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών ερ
γαζομένων, πού αναφέρονται στό άρθρο 19 παρ 2, πρέπει νά διαθέτουν
έκτος άπό τό προσωπικό τής παραγράφου 1 καί τό αναγκαίο προσωπικό γιά
τήν αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών τού κοινωνικού συνόλου
Οί συνδικαλιστικές οργανώσεις γνωστοποιούν μέσα στό πρώτο δεκαπεν
θήμερο τού μηνός Ιανουαρίου κάθε χρόνο στον εργοδότη, στό έποπτεϋον
Υπουργείο καί στό 'Υπουργείο Εργασίας μέ δικαστικό επιμελητή τόν αριθμό
καί τις ειδικότητες τού προσωπικού που θά διαθέτουν κατά τήν ενδεχόμενη
άσκηση τού δικαιώματος τής απεργίας κατά τή διάρκεια τού χρόνου
Σέ περίπτωση πού ό εργοδότης διαφωνεί γιά τόν αριθμό καί τις ειδικότη
τες τού αναγκαίου προσωπικού ή ή οργάνωση δέν υποβάλλει κατάσταση
προσωπικού ύστερα άπό αίτηση τού εργοδότη, ή Επιτροπή τού άρθρου 15
αποφασίζει μέσα στό δεύτερο δεκαπενθήμερο τού ίδιου μήνα, ένώ σέ περί
πτωση έκτακτης καί απρόβλεπτης ανάγκης αποφασίζει μόνος ό Πρόεδρος
τής Επιτροπής αυτής
Κατά τή διάρκεια τής απεργίας μπορεί ή συνδικαλιστική οργάνωση ή ο
εργοδότης νά ζητήσει άπό τήν Επιτροπή τού άρθρου 15 τήν τροποποίηση
τής αρχικής καταστάσεως προσωπικού ασφαλείας μέ βάση τις συνθήκες που
259
"Αρθρο 22
"Αρθρο 32
Ι. 'Ελληνική
'Επίσημες Εκδόσεις
II. -ενόγλωσση
268
Scotto I., In tema di sciopero dei pubblici dipendenti, Diritto del Lavo
ro, 1960, II, σελ. 444.
Seiter Η., Streikrecht und Aussperrungsrecht, Tübingen, 1975
Severino M., Diritto di sciopero e privazione dello stipendio nel rappor-
to di impiego pubblico, Rivista Giuridica del Lavoro, 1953, II, σελ
116.
Sica V., Sciopero e pubblico impiego, Rassegna di piritto Pubblico,
1955, σελ. 1
Silvera V., La loi du 31 juillet 1963, R. Sirey, 1963, Chron., σελ 69.
Simi V., Il diritto di sciopero e il rapporto di pubblico impiego dei di
pendenti dello Stato, Rivista di Diritto del Lavoro, 1954, Ι, σελ. 38.
Simonetto E., Spunti sul diritto di sciopero, Studi sul diritto di sciopero.
Atti della Scuola di Perfezionamento in discipline del lavoro dell'
Università di Padova, Padova, 1968, σελ. 93.
Sinay H., La grève, Traité de Droit du Travail, publié sous la direction
de G.-H. Camerlynck, Τόμος VI, 1966.
Sinay H., La prohibition des grèves tournantes et des grèves-surprise
dans les services publics, Jurisclasseur Périodique, 1963, I, 1795
Sossi M., Lo sciopero dei pubblici dipendenti alla luce della vigente
legislazione penale e della Carta Costituzionale della Repubblica
Italiana, Giustizia Penale, 1963, Ι, σελ. 23.
Spyropoulos G., La liberté syndicale, Paris, 1956.
de Taranto A , Il diritto di sciopero ed i pubblici impiegati, Burocrazia,
1958, No 8-9, σελ. 7.
Thiele W., Dürfen im öffentlichen Dienst Beschäftigte streiken?, Neue
Deutsche Beamtenzeitung, 1960, σελ. 249.
Tomandl Th., Streik und Aussperrung als Mittel des Arbeitskampfes,
Wien, 1965
Touscoz J., Le droit de grève dans les services publics et la loi de 1963,
Droit Social, 1964, σελ. 20.
de Tullio Ο., Sciopero e retribuzione dei dipendenti pubblici, Nuova
Rassegna, 1955, σελ. 1223.
Tunc R., La grève de la justice, Revue Administrative, 1951, No 23
Vaillant G., La réglementation du droit de grève dans les services
publics, Revue Politique et Parlementaire, Octobre 1963, σελ. 97.
Varese G., Gli articoli 39 e 40 della Costituzione, Roma, 1968.
Vaughan CE., Studies in the History of political philosophy before and
after Rousseau, Τόμος I, Manchester, 1939
271
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων σέ ξένα
Κράτη
Κεφάλαιο Α'
Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων στή
Γαλλία
Ι. "Ενννοια τοϋ δημόσιου υπαλλήλου ατό γαλλικό δίκαιο 49
II. Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων πρό τοϋ 1946 51
III. Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων μετά τό
1946 60
IV. Άνακεφαλαίωση-Συμπεράσματα 87
Κεφάλαιο Β'
Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων στην
'Ιταλία
Ι. "Εννοια τοϋ δημόσιου υπαλλήλου στό Ιταλικό δίκαιο 88
II. Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων πρό τοϋ 1948 92
III. Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων μετά τό 1948 95
IV. Συμπεράσματα άπό τή μελέτη τοϋ ιταλικού δικαίου 119
274
Κεφάλαιο Γ'
Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων στη Γερ
μανία
Ι. "Εννοια τοΰ δημόσιου υπαλλήλου στό γερμανικό δίκαιο 121
II. Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων πρίν άπό τόν 2ο
Παγκόσμιο Πόλεμο 123
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων στην 'Ελλάδα
Κεφάλαιο Α'
Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων πρίν άπό τό 1975
Ι. Θεωρητικές απόψεις 153
II. Προϊσχϋσαν δίκαιο 160
Κεφάλαιο Β'
Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων σύμφωνα
μέ τό ισχύον δίκαιο
Κεφάλαιο Γ'
Οι διατάξεις τού Ν. 1264/1982 σχετικά μέ τό δικαίωμα
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων
Ι 'Ερμηνεία τών διατάξεων τού νέου Νόμου 222
α) Δικαιούχοι τού δικαιώματος απεργίας 223
275
Επίλογος 239
Παράρτημα Α'
Ή ιστορική διαδρομή της ψηφίσεως των σχετικών μέ τό
δικαίωμα απεργίας διατάξεων τού Ισχύοντος Συντάγματος
241
Παράρτημα Β'
Οί σχετικές μέ τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλή
λων δ ιατάξε ις το ϋ Ν. 643/1977 246
Παράρτημα Γ'
Οί σχετικές μέ τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλή
λων διατάξεις τοϋ Ν. 1264/1982 254
Βιβλιογραφία
Ι. 'Ελληνική 261
II. Ξενόγλωσση 263
Περιεχόμενα 273
φωτοστοιχειοθεσία: ντουνιά κουσ'ιδου, vauaplvou 11, 3601.942
σελιδοποίηση: γωγώ κεχαγιά
μοντάζ: μαρ'ια ιωαννιδου
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
"Αρθρο 4
καθίσταται ως εξής:
«Εργαζόμενοι της επιχείρησης που δεν είναι μέλη καμιάς συνδικαλιστι
κής οργάνωσης μπορούν να λάβουν μέρος σε απεργία που κήρυξε νόμιμα η
πλέον αντιπροσωπευτική σε σχέση με την εργασιακή τους ιδιότητα
οργάνωση».
6 Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν 1264/1982.