You are on page 1of 284

ΘΕΟΔΩΡΟΥ Κ.

ΓΑΡΟΦΑΛΛΙΔΗ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ
ΤΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

Διατριβή έπ{ διδακτορία υποβληθείσα είς


την Νομικήν Σχολήν τοο Έθνικοο καΐ
ΚαποδιστριακοΟ Πανεπιστημίου "Αθηνών

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ


ΑΘΗΝΑ 1983
Νομικές εκδόσεις
ANT. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ
ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ
Αθήνα — Σόλωνος 69 Τηλ. 3615.440
Κομοτηνή — Ν. Ζωΐδου 88 Τηλ. 26.323
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Κ. ΓΑΡΟΦΑΛΛΙΔΗ
ΛΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ

/6χ
Ι: Υ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ
ΤΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΑΗΑΩΝ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ Μί-ΛΚΊΉ

y_At(U(>t(in èrti διδακτορία υηο(ίλ·ηϋεϊαα είς


τήν Νομικην Σχο> ή\ τοϋ ΚΟνικοπ καί
ΚαποΛίστρκ/κοΟ Πανεπιστημίου 'Αθηνών

£ΚΑΟΣ£ΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ


ΑΘΗΝΑ 1983
Κάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή του συγγραφέα

Ή εγκρισις διδακτορικής διατριβής ύπό τής Νομικής Σχολής του


Εθνικού καί Καποδιστριακοΰ Πανεπιστημίου Αθηνών δέν ύποδηλοΐ
άποδοχήν των γνωμών τοϋ συγγραφέως. Ν. 5343/1932 άρθρο 202 § 2
ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ

BlßAlOnüAEIO'GLORYBOOK-EcONOIBISr,
ΙΪΠΤΟΚΡΑΤΟΥΣ 39 Τ.Κ 106 8§ ΑβΗΝΑ
im, ΜΜΜ$
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

"Ενας τομέας τού Διοικητικού Δικαίου στον όποιο ελάχιστη σημα­


σία δίνεται τά τελευταία χρόνια,μολονότι ενδιαφέρει ένα πολύ μεγά­
λο πλήθος ανθρώπων, θά έλεγε κανείς μία ολόκληρη κοινωνική τάξη,
είναι τό δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο. 'Ελάχιστες εργασίες έχουν ασχο­
ληθεί σέ βάθος μέ τά προβλήματα πού παρουσιάζει τό δίκαιο πού
ρυθμίζει τίς σχέσεις του Κράτους και των άλλων νομικών προσώπων
δημόσιου δικαίου μέ τά όργανα τους, τά πρόσωπα δηλαδή πού
εκφράζουν και υλοποιούν τήν πολιτειακή βούληση. Ακόμα λιγότερες
ασχολούνται μέ τά δικαιώματα τών δημόσιων υπαλλήλων και τή σχέση
και τή θέση τού δημόσιου υπαλλήλου ώς πολίτη πού έχει — πρέπει νά
έχει — τά ατομικά δικαιώματα πού ανήκουν σέ κάθε πολίτη
"Ενα τέτοιο ατομικό δικαίωμα πού, καινοτομώντας, αναγνωρίζει
τό Σύνταγμα τού 1975 στους δημόσιους υπαλλήλους, όπως σέ κάθε
έλληνα πολίτη, είναι τό δικαίωμα απεργίας, πού αποτελεί τό αντικεί­
μενο της διατριβής αυτής, εξεταζόμενο από τήν άποψη του συγκριτι­
κού δημόσιου δικαίου.
Στον αναγνώστη θά φανεί 'ίσως παράδοξο τό γεγονός ότι ή διατρι­
βή ασχολείται, στό Κεφάλαιο Β' τού Δεύτερου Μέρους, κυρίως μέ τήν
ερμηνεία και τή συστηματική ανάλυση διατάξεων (τού Ν 643/1977)
πού δέν 'ισχύουν πλέον. "Οταν ομως γραφόταν ή διατριβή, μέχρι και
τήν σέ πρώτη φάση έγκριση της από τή Νομική Σχολή, ίσχυαν ο'ι δια­
τάξεις τού Ν 643/1977 πού ρύθμιζε τήν άσκηση τού δικαιώματος
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων. Τό Κεφάλαιο Γ τού Δεύτερου
Μέρους, πού περιέχει τήν ανάλυση τών διατάξεων τού νέου Νόμου
1264/1982, προστέθηκε, γιά λόγους πληρότητας της αναπτύξεως,
μετά τήν έγκριση της διατριβής άπό τή Νομική Σχολή, αμέσως μετά τή
8

δημοσίευση του νέου Νόμου και είναι αρκετά σύντομο διότι κατά τήν
ανάλυση πού έγινε στό Κεφάλαιο αυτό περιλήφθηκαν μόνο τά σημεία
πού τροποποίησε ό νέος Νόμος 1264/1982 Συνεπώς Ισχύουν
συμπληρωματικά και όσα αναπτύχθηκαν γιά τό Ν 643/1977, γιά όσα
θέματα δέν θίγονται κατά τήν ανάλυση των διατάξεων του νέου
Νόμου
Τέλος, θά ήθελα νά ευχαριστήσω θερμά τόν Καθηγητή του Διοι­
κητικού Δικαίου ατή Νομική Σχολή κ 'Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο
υπό τήν εποπτεία του όποιου συντάχθηκε ή διατριβή, γιά τις συμβου­
λές και υποδείξεις του, πού συνέβαλαν στην αρτιότητα, όπως πι­
στεύω, τής όλης εργασίας
'Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 1982
Θ.ΚΓ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ι. Σκοπός και αντικείμενο της διατριβής

1. Τό ίσχϋον ελληνικό Σύνταγμα του 1975, ειδικά στο άρθρο 23


παρ. 2 περιέχει μία προοδευτική διάταξη, άπό τήν οποία προκύπτουν
δύο σημαντικές καινοτομίες, τόσο σέ σχέση μέ τίς ρυθμίσεις των πα­
λαιότερων ελληνικών Συνταγμάτων, όσο καί σέ σύγκριση μέ Συντάγ­
ματα άλλων χωρών της Δυτικής Ευρώπης Πράγματι, τό άρθρο 23
παρ 2 του Συντάγματος τοϋ 1975 α) αναγνωρίζει μέ ρητή διάταξη τό
δικαίωμα απεργίας των εργαζομένων, ένώ τά προηγούμενα ελληνικά
Συντάγματα δέν περιείχαν σχετική διάταξη καί τό κενό αυτό καλυ­
πτόταν άπό τή θεωρία, πού δεχόταν οτι τό δικαίωμα απεργίας θεμε­
λιώνεται στίς διατάξεις τών Συνταγμάτων αυτών γιά τό συνδικαλιστι­
κό δικαίωμα (δικαίωμα τοϋ συνεταιρίζεσθαι) καί β) αναγνωρίζει μέ ρη­
τή επίσης διάταξη, στό δεύτερο έδάφιό του, τό δικαίωμα προσφυγής
σέ απεργία καί στους δημόσιους υπαλλήλους, μέ τους περιορισμούς
τοϋ νόμου ό όποιος θά ρυθμίζει τό θέμα τούτο, άλλα ό όποιος δέν θά
μπορεί νά θέσει περιορισμούς τέτοιους καί τόσους, ώστε ή αναγνώρι­
ση τοϋ δικαιώματος νά αποτελεί γράμμα κενό 'Αντίθετα, ύπό τήν
ισχύ τών προηγούμενων ελληνικών Συνταγμάτων, ή απεργία τών δη­
μόσιων υπαλλήλων ήταν, όπως είναι γνωστό, απαγορευμένη

2 Σκοπός τής διατριβής αυτής είναι ή εξέταση τοϋ θέματος τής


απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων στην 'Ελλάδα μετά τήν θέσπιση
10

τοϋ ισχύοντος Συντάγματος καί ή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων,


τόσο τοϋ Συντάγματος, οσο καί του Ν. 643/1977, πού εκδόθηκε σύμ­
φωνα μέ τήν επιταγή τοϋ Συντάγματος καί πού ρυθμίζει λεπτομερώς
τό δικαίωμα προσφυγής τών δημόσιων ύπαλλήλλων σέ απεργία.
Ή μελέτη όμως τοϋ θέματος στά πλαίσια μόνο τών ελληνικών
δεδομένων δέν θά είναι πλήρης, έάν δέν επεκταθεί καί στίς ρυθμί­
σεις τών ξένων νομοθετικών συστημάτων, σέ χώρες τών οποίων ή
νομική επιστήμη ανέκαθεν επηρεάζει τήν ελληνική νομική επιστήμη,
ρυθμίσεις χωρών πού ανήκουν στον Ίδιο γεωγραφικό χώρο καί έχουν
τό ϊδιο ή παρόμοιο κοινωνικό σύστημα καί πολίτευμα. Στή διατριβή
μας λοιπόν θά εξετάσουμε τίς αντίστοιχες μέ τίς ελληνικές θεωρητι­
κές καί νομοθετικές ρυθμίσεις τριών άπό τίς κυριότερες ευρωπαϊκές
χώρες, της Γαλλίας, της 'Ιταλίας καί της Γερμανίας, οι όποιες μάλιστα
ανήκουν στίς Ευρωπαϊκές Κοινότητες στίς όποιες εισήλθε πρόσφατα
καί ή 'Ελλάδα ώς πλήρες μέλος.
Γιά νά γίνει μάλιστα δυνατό νά συγκριθούν οι ελληνικές νομοθε­
τικές ρυθμίσεις προς τίς αντίστοιχες τών ξένων χωρών, αναγκαία θά
προηγηθεί ή εξέταση τών ισχυόντων στις ξένες χώρες καί θά ακολου­
θήσει ή εξέταση τών ελληνικών δεδομένων.
Πρίν ομως εισέλθουμε στην εξέταση τοϋ δικαιώματος απεργίας
τών δημόσιων υπαλλήλων, θά εξετάσουμε τήν έννοια της απεργίας,
τή σχέση της μέ τό συνδικαλιστικό δικαίωμα τών εργαζομένων, τίς
διάφορες φάσεις άπό τίς όποιες πέρασε τό φαινόμενο τής απεργίας,
τίς διάφορες μορφές καί τά εϊδη τής απεργίας Τέλος, θά κάνουμε
μιά σύντομη κριτική τών ορισμών πού δόθηκαν γιά τήν απεργία, ύπό
τό πρϊσμα τής έρευνας πού θά έχει προηγηθεί καί θά προτείνουμε
έναν ορισμό πού θά προκύπτει άπό τά στοιχεία πού εξετάσαμε.

II. Ορισμοί τής απεργίας


3. Είναι πολύ δύσκολο νά δοθεί ακριβής ορισμός τής απεργίας
διότι ή απεργία, σάν κοινωνικό φαινόμενο, παρουσιάζει μεγάλη ποικι­
λία μορφών κατά τήν εκδήλωση της, ποικιλία πού οφείλεται κατά τή
γνώμη μας στή διαρκή μεταβολή τής κοινωνικής πραγματικότητας
11

και ειδικότερα στην εφευρετικότητα τών εργαζομένων πού προσπα­


θούν νά πιέσουν τόν εργοδότη μέ κάθε νόμιμο μέσο γιά νά διεκδική­
σουν τήν ικανοποίηση τών αιτημάτων τους καί στην προσπάθεια τους
νά βρίσκονται οι απεργιακές τους εκδηλώσεις μέσα στά νόμιμα πλαί­
σια, πλαίσια πού κρίνονται από τήν αμερόληπτη δικαιοσύνη, κατά τήν
άσκηση της δικαιοδοσίας της γιά τήν επίλυση τών ιδιωτικών διάφο­
ρων, καί πού, ενδεχόμενα, είναι περισσότερο συντηρητικά άπό όσο
θά επιθυμούσαν οι εργαζόμενοι νά είναι.
"Εχουν δοθεί πολλοί ορισμοί τής απεργίας, τόσο στην ξένη βι­
βλιογραφία, όσο καί στην ελληνική. Θά παραθέσουμε αρκετούς άπό
τους ορισμούς αυτούς, πού αποδεικνύουν ακριβώς τή διαφορετική
οπτική γωνία άπό τήν οποία κάθε συγγραφέας αντιλαμβάνεται τήν
έννοια τής απεργίας.

4. 'Ορισμοί άπό τή γαλλική βιβλιογραφία. Κατά τους Ρ Durand


καί Α. Vitu 1 , απεργία είναι κάθε διακοπή τής εργασίας, προσωρινού
χαρακτήρα, παρακινούμενη άπό διεκδικήσεις πρόσφορες νά ευνοή­
σουν τό σύνολο ή ενα μέρος τών εργαζομένων καί οι όποιες βρί­
σκουν υποστήριξη μέσα σέ μία αρκετά αντιπροσωπευτική ομάδα τής
εργατικής κοινής γνώμης Κατά συντομότερο ορισμό τών ιδίων,
απεργία είναι μία προσυνεννοημένη παύση τής εργασίας πού επιδιώ­
κει κοινωνικές διεκδικήσεις. Κατά τους J Rivero καί J Savatier2,
απεργία είναι ή προσυνεννοημένη παύση τής εργασίας άπό τους μι­
σθωτούς μέ σκοπό νά εξαναγκάσει τόν εργοδότη, μέ αυτό τό μέσο
πιέσεως, νά αποδεχθεί τήν αποψή τους γιά τό θέμα τό όποιο αποτε­
λεί τό αντικείμενο τής διαμάχης Κατά τόν G.H Camerlynck3, απεργία
είναι μία πλήρης διακοπή τής εργασίας, συλλογικού χαρακτήρα καί
παρακινούμενη άπό επαγγελματικές διεκδικήσεις Κατά τους G Η

1 Traité de Droit du Travail, III. 1956, παρ 260, σελ 739


2 Droit du Travail, Paris, 1970, 5η εκδ , σελ 203
3 Dalloz, Répertoire de Droit Social et de Droit du Travail Grève No 14
σελ 16
12

Camerlynck καί G. Lyon-Caen4, απεργία είναι μία συλλογική καί


προσυνεννοημένη διακοπή της εργασίας, συνδεόμενη μέ μία επαγ­
γελματική διεκδίκηση. Κατά τους Brun καί Gallant5, απεργία είναι μία
προσυνεννοημένη δράση των μισθωτών, πού έχουν πάρει τή συλλογι­
κή απόφαση νά σταματήσουν τήν εργασία καί πού τήν πραγματο­
ποιούν. Ό de Lag range 6 θεωρεί τήν απεργία ώς τή συλλογική καί
προσυνεννοημένη παύση της εργασίας προς υποστήριξη τών επαγ­
γελματικών διεκδικήσεων αυτών πού τήν πραγματοποιούν. Ό Moran-
ges 7 ορίζει τήν απεργία ώς τήν προσυνεννοημένη άρνηση εργασίας,
προς τό σκοπό νά θριαμβεύσουν διεκδικήσεις μέ τήν άσκηση εξαναγ­
κασμού στά πρόσωπα πού θά ήταν δυνατό νά υποστούν ζημία από τό
γεγονός αυτής της αρνήσεως Ή Η. Sinay8 ορίζει τήν απεργία ώς τή
συλλογική καί προσυνεννοημένη άρνηση εργασίας πού εκδηλώνει
τήν πρόθεση τών μισθωτών νά τεθούν προσωρινά έκτος συμβάσεως
γιά νά εξασφαλίσουν τήν επιτυχία τών διεκδικήσεων τους. Τέλος, ό
R. Latournerie 9 θεωρεί ως απεργία κάθε συλλογική παύση τής εργα­
σίας άπό τους εργαζομένους μιας επιχειρήσεως ή μιας ομάδας επι­
χειρήσεων ή άπό μερικούς άπό αυτούς, όταν ή παύση αυτή είναι ή
άμεση συνέχεια μιας συλλογικής συγκρούσεως τής εργασίας πού θέ­
τ ε ι αντιμέτωπους αυτούς τους εργαζομένους καί τόν εργοδότη τους
καί πού τείνει νά ασκήσει πίεση σ' αυτόν γιά νά τόν αναγκάσει νά
ικανοποιήσει τίς διεκδικήσεις τών μισθωτών.

5 'Ορισμοί άπό τή γερμανική βιβλιογραφία. Κατά τόν H.C. Νίρ-


perdey 10 «απεργία είναι ή άπό κοινού καί άπό σχεδίου επερχόμενη

4 Précis de Droit du Travail, Paris, 1973. 6η εκδ . σελ 574


5 Droit du Travail. Paris, 1958, Sirey. σελ 917
6 Constitutionalité de la grève perlée, R Dalloz, 1961. Chron . σελ 35
7 Les grèves et I' Etat. R Dalloz. 1947. Chron .σελ 117
8 La grève Traité de Droit du Travail, publié sous la direction de G H
Camerlynck τόμ 6ος 1966 σελ 133
9 Le droit français de la grève Paris. 1972 Sirey, σελ 266
10 Τό δικαίωμα τής απεργίας. Έπιθ Έργατ Δικαίου τ 11 (1952) σελ
226 (σέ μετάφραση Ι. Καποδίστρια)
13

αναστολή της εργασίας ικανού αριθμού εργαζομένων εντός ώρισμέ-


νου επαγγέλματος ή επιχειρήσεως προς άγωνιστικόν σκοπόν, έπί τή
θουλήσει συνεχίσεως της εργασίας μετά τήν έπίτευξιν τοϋ αγωνιστι­
κού σκοπού ή τήν λήξιν του εργασιακού αγώνος». Κατά τους Α.
Hueck καί H.C. Nipperdey 11 απεργία είναι ή έξ αιτίας μιας αποφάσεως
γιά αγώνα από τήν πλευρά των εργαζομένων επακολουθούσα συλλο­
γική διακοπή τής εργασίας προς τό σκοπό, μέ τή βοήθεια της πιέ­
σεως πού ασκείται μέ αυτόν τόν τρόπο, νά επιτύχουν (επιθετική
απεργία) ή νά αποκρούσουν (αμυντική απεργία) μία εκούσια νέα ρύθ­
μιση μέ συλλογική σύμβαση. Κατά τόν Α. Nikisch 12 απεργία είναι ή
άπό ενα μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων πραγματοποιούμενη κοινή
απόφαση νά αποσύρουν άπό τόν εργοδότη έπί τόσο χρονικό διάστη­
μα τήν εργατική τους δύναμη, μέχρις οτου ό σκοπός πού επιδιώκεται
μέ αυτόν τόν τρόπο επιτευχθεί ή εγκαταλειφθεί. Ό Th. Tomandl 13
θεωρεί τήν απεργία ώς τήν προσυνεννοημένη κοινή διακοπή εργα­
σίας μιας ομάδας εργαζομένων μέ σκοπό τήν επιρροή στην πλευρά
των εργοδοτών αναφορικά μέ εργασιακούς ή οικονομικούς ορούς μέ
τή θέληση νά επαναλάβουν τήν εργασία μετά τό τέλος των αγωνιστι­
κών ενεργειών. Κατά τόν Η. Seiter, ό όποιος δέν δίνει ορισμό τής
απεργίας, άλλα του δικαιώματος απεργίας14, δικαίωμα απεργίας είναι
τό δικαίωμα μονομερούς αναστολής του καθήκοντος εργασίας κατά
τή διάρκεια τής απεργίας, διατηρούμενης κατά τά λοιπά τής σχέσεως
εργασίας, ή τό δικαίωμα πού επιτρέπει στον εργαζόμενο νά μήν πα­
ρέχει τήν εργασία του χωρίς προηγούμενη καταγγελία μέ σκοπό τήν
άπό κοινού άσκηση πιέσεως. Τέλος, κατά τόν W Zöllner15, απεργία
είναι ή άσκηση πιέσεως άπό μία πλειοψηφία εργαζομένων μέ τήν άπό
κοινού παρακράτηση τής παροχής εργασίας ή όποια πρέπει νά παρα­
σχεθεί βάσει τών κανόνων τής ατομικής συμφωνίας (συμβάσεως).

11 Lehrbuch des Arbeitsrechts, τ H/2 1970 7η εκδ σελ 892


12 Arbeitsrecht. II. 1959. 2η ε κ δ , σελ 84
13 Streik und Aussperrung als Mittel des Arbeitskampfes. Wien. 1965. σελ
11
14 Streikrecht und Aussperrungsrecht. Tubingen. 1975. σελ 47 καί 182
15 Arbeitsrecht, München. 1977. C Η Beck, σελ 264
14

6. 'Ορισμοί άπό τήν ιταλική βιβλιογραφία. Κατά τους M Comba


καί R Corrado 1 6 ή απεργία είναι μία σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ
μιας ομάδας εργαζομένων καί μιας ομάδας επιχειρηματιών, ή ακόμα
ενός μόνον επιχειρηματία, πού παρουσιάζεται ύπό τήν άποψη μιας
ενεργού διαμάχης καί πού συνίσταται στην αποχή, κατόπιν συμφω­
νίας, των εργαζομένων άπό τήν εργασία προς υπεράσπιση ενός συλ­
λογικού επαγγελματικού συμφέροντος Κατά τόν ορισμό πού έδωσε
στην απεργία τό ιταλικό 'Ακυρωτικό, πράγμα αρκετά παράδοξο γιά
δικαστήριο (τά δικαστήρια τίς περισσότερες φορές αρκούνται στην
υιοθέτηση ορισμών πού δίνει ή θεωρία), απεργία είναι, τό δικαίωμα
τού εργαζομένου νά απέχει άπό τήν εργασία, χωρίς νά καθίσταται
υπερήμερος στην υποχρέωση παροχής τής εργασίας καί νά εκτεθεί
στον κίνδυνο των άμεσων συνεπειών τής εκούσιας μή εκπληρώσεως
τής συμβάσεως εργασίας 1 7

7 Ορισμοί άπό τήν ελληνική βιβλιογραφία Κατά τόν Ί Καποδί­


στρια 1 8 , ό όποιος υιοθετεί πλήρως τόν ορισμό τού Nipperdey19, «ώς
απεργία χαρακτηρίζεται ή άπό κοινού καί άπό σχεδίου αναστολή της
παροχής εργασίας ικανού αριθμού εργαζομένων εντός ώρισμένου
επαγγέλματος ή ώρισμένης επιχειρήσεως προς άγωνιστικόν σκοπόν
έπί τη προθέσει συνεχίσεως της εργασίας μετά τήν έπίτευξιν τού αγω­
νιστικού σκοπού ή τήν λήξιν τού απεργιακού αγώνος». Κατά συντομό­
τερο ορισμό τού ίδιου 2 0 , απεργία είναι ή συλλογική αναστολή της παρο­
χής τής εργασίας έπί σκοπώ βελτιώσεως τών όρων αυτής. Κατά τόν Γ.Π
Σπυρόπουλο 21 , απεργία είναι «πάσα συλλογική καί κατόπιν κοινής απο­
φάσεως τών εργαζομένων διακοπή τής εργασίας, τείνουσα εις ώρισμέ-

16 II rapporto di lavoro nel diritto privato e pubblico. 4η εκδ 1956 τ I ,


σελ 45
17 Απόφαση No 534 τής 4 3 1952
18 Έρμ Α Κ υπ' αρθρ 652 άριθ 65
19 Βλ παραπάνω παραγρ 5, σημ 10
20 Τό δίκαιον τής απεργίας. Ε Ε Δ , τ 8 (1949). σελ 224
21 Ή πολιτική απεργία Ε Ε Δ τ 12 (1953). σελ 813
15

νον άγωνιστικόν σκοπόν». Κατά τόν Α. Τούση22, «απεργία θεωρείται ή


μετά προαπόφασιν αναστολή της εκτελέσεως της εργασίας έκ μέρους
των εκμισθωτών των υπηρεσιών προς τόν σκοπόν εξαναγκασμού του
εργοδότου εις άποδοχήν καλλιτέρων ή εις διατήρησιν των υφισταμέ­
νων όρων εργασίας, έπί προθέσει συνεχίσεως αυτής». Στό βιβλίο τών Α.
Τούση καί Στ. Σταυρόπουλου23 ό ορισμός τής απεργίας δέν διαφέρει
άπό τόν προηγούμενο ορισμό τοϋ Α. Τούση. 'Επίσης, δέν διαφέρει ό
ορισμός τοϋ Χρ. Άγαλλόπουλου24, άπό τόν ορισμό πού δίνουν ό Καπο­
δίστριας καί ό Nipperdey25. Τέλος, κατά τόν Δ. Κυρίτση26, απεργία είναι
«ή κατόπιν κοινής αποφάσεως πλειόνων μισθωτών συλλογική μή
έκπλήρωσις τής έκ τής συμβάσεως εργασίας άπορρεούσης υποχρεώ­
σεως παροχής εργασίας έπί τι χρονικόν διάστημα, έν τή επιδιώξει (ορι­
σμένου σκοπού καί μέ την πρόθεσιν επαναλήψεως τής προσφοράς τής
εργασίας μετά τήν λήξιν τής απεργίας, ανεξαρτήτως τής επιτυχίας ή
καί τής αποτυχίας τής έκβάσεως αυτής».

Στό σημείο αυτό θά έπρεπε νά παραθέσουμε καί τή δική μας άποψη


γιά róv ορισμό τής απεργίας Όμως αυτό δέν είναι δυνατό νά γίνει πρίν
ολοκληρωθεί ή ερευνά μας γιά τό φαινόμενο τής απεργίας, τίς διάφο­
ρες φάσεις του, τίς μορφές καί τά εϊδη τής απεργίας, καθώς καί τίς
σχέσεις της μέ άλλα συναφή δικαιώματα, διότι άπό τήν έρευνα αυτή θά
προκύψουν στοιχεία χρήσιμα γιά τή διαμόρφωση τής προσωπικής μας
απόψεως στό ολο πρόβλημα. Έτσι ή παράθεση τής κριτικής μας γιά
τους ορισμούς πού δόθηκαν γιά τήν απεργία, καθώς καί τοϋ ορισμού
πού προτείνουμε, θά γίνει στό τέλος τής Εισαγωγής, αφού θά έχουν
μελετηθεί ολα τά παραπάνω δεδομένα

22 Έργατικόν Δίκαιον, τ Α' 'Αθήναι, 1957. σελ 469


23 Έργατικόν Δίκαιον 'Αθήναι 1967 σελ 233
24 Έργατικόν Δίκαιον Σχέσις εργασίας 1958 σελ 96
25 Βλ παραπάνω, παραγρ 5 καί 7
26 Ό χαρακτηρισμός τής απεργίας ώς νομίμου ή παρανόμου 'Αθήναι,
1978 σελ 67
16

III. 'Απεργία καί συνδικαλιστικό δικαίωμα

8 Τό οτι ή απεργία αποτελεί σήμερα δικαίωμα των εργαζομένων,


δέν αμφισβητείται άπό κανένα. Τό πρόβλημα ομως πού ανακύπτει είναι,
αν είναι αυτοτελές δικαίωμα ή συναρτάται καί συνδέεται άμεσα μέ τό
συνδικαλιστικό δικαίωμα των εργαζομένων.
Γιά τό ζήτημα αυτό έχουν υποστηριχθεί δύο αντίθετες γνώμες.
Κατά τήν πρώτη γνώμη ή απεργία είναι αυτοτελές δικαίωμα. Ή συνταγ­
ματική κατοχύρωση του δικαιώματος τοϋ συνεταιρίζεσθαι δέν περιλαμ­
βάνει καί τήν αναγνώριση τοϋ δικαιώματος της απεργίας. Έτσι ό κοινός
νομοθέτης καί, φυσικά, πολύ περισσότερο τό ϊδιο τό Σύνταγμα, μπορεί
νά απαγορεύσει τήν απεργία ή νά θέσει περιορισμούς όσον άφορα τήν
άσκηση τοϋ δικαιώματος αύτοϋ 2 7 Τά μέσα μέ τά όποια διεκδικούνται,
κατά τήν άποψη αυτή, τά προβαλλόμενα από τίς νόμιμα συνεστημένες
συνδικαλιστικές οργανώσεις αιτήματα τών εργαζομένων, πρέπει νά
αναγνωρίζονται άπό τήν ϊδια έννομη τάξη, άπό τήν οποία αναγνωρίζε­
ται τό δικαίωμα συστάσεως τών οργανώσεων αυτών.
Ή άλλη άποψη υποστηρίζει οτι μέ τήν αναγνώριση τοϋ δικαιώματος
τοϋ συνεταιρίζεσθαι αυτόματα αναγνωρίζεται καί τό δικαίωμα της
απεργίας, διότι τούτο αποτελεί τή δυναμική εκδήλωση τοϋ συνδικαλι­
στικού δικαιώματος 28 Θεωρούμε ορθότερη τήν άποψη αυτή. Έφ' οσον
τό Σύνταγμα αναγνωρίζει τή δυνατότητα ιδρύσεως καί λειτουργίας
ενός επαγγελματικού σωματείου, θά πρέπει λογικά νά αναγνωρίζει καί
τή δυνατότητα δράσεως τοΰ σωματείου μέ τό μόνο αποτελεσματικό
μέσο τό όποιο διαθέτει Διότι ή υποβολή αιτημάτων τών εργαζομένων
προς τόν εργοδότη χωρίς τή δυνατότητα αποτελεσματικής διεκδική-
σεώςτους θυμίζει τό βιβλικό ρητό«φωνήβοώντος έντήέρήμω» Χωρίς
τή δυνατότητα ασκήσεως πιέσεως έπίτοΰ εργοδότη ή ικανοποίηση τών
αιτημάτων τών εργαζομένων εξαρτάται άπό τή φιλευσπλαχνία του ή,

27 Βλ τους υποστηρικτές της απόψεως αυτής εις Δ Κυρίτση οπ παρ


σελ 89 σημ 14
28 Βλ τους υποστηρικτές της δεύτερης απόψεως εις Δ Κυρίτση. οπ
παρ σελ 88 σημ 10-13
17

γιά νά χρησιμοποιήσουμε νομική έκφραση, «ανατίθεται εις τήν απόλυ­


τον κρίσιν του» (6λ άρθρο 372 Α.Κ. Βέβαια, άλλο είναι τό θέμα των
συνεπειών της αναθέσεως τοϋ καθορισμού της παροχής τής συμβά­
σεως εργασίας στην απόλυτη κρίση τοϋ ενός των συμβαλλομένων,
θέμα πού ρυθμίζεται άπό τά άρθρα 371 καί 372 Α.Κ , άλλα πού δέν μας
απασχολεί) Αναγνώριση τοϋ συνδικαλιστικού δικαιώματος των εργα­
ζομένων χωρίς νά περιέχεται στην αναγνώριση αυτή ώς απόλυτα συνυ­
φασμένο καί τό δικαίωμα τής απεργίας, είναι κάτι παρόμοιο μέ τήν
ψήφιση νόμου χωρίς κυρώσεις, ή τήρηση τού οποίου επαφίεται στην
καλή θέληση τοϋ πολίτη τόν όποιο άφορα. Συνδικαλιστικό δικαίωμα
χωρίς αναγνώριση τοϋ δικαιώματος απεργίας ώς αναγκαίας του συνέ­
πειας μοιάζει, κατά τήν ευφυέστατη παρομοίωση τού Potthoff29, μέ «ξί­
φος χωρίς λεπίδα» Ή απεργία αποτελεί επομένως τήν κύρωση τού
συνδικαλιστικού δικαιώματος.

9 Ή αποδοχή τής δεύτερης αυτής απόψεως έχει κεφαλαιώδη


πρακτική σημασία Έτσι. υπάρχουν σέ όλο τόν κόσμο χώρες πού στά
Συντάγματα τους αναγνωρίζουν τό δικαίωμα τού συνεταιρίζεσθαι σάν
ένα άπό τά θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Στά περισσότερα άπό τά
Συντάγματα των χωρών αυτών δέν γίνεται λόγος γιά τό δικαίωμα
απεργίας τών εργαζομένων Ή αποδοχή τής γνώμης ότι ή απεργία
δέν προστατεύεται συνταγματικά θά οδηγούσε αναγκαία στην άποψη
ότι ό κοινός νομοθέτης μπορεί νά απαγορεύσει τό δικαίωμα τής
απεργίας ή νά τό ρυθμίσει κατά τέτοιο τρόπο, θέτοντας πρίν καί κατά
τή διάρκεια τής ασκήσεως του τόσους καί τέτοιους περιορισμούς,
ώστε τελικά ή αναγνώριση τού δικαιώματος αύτοϋ καί, κατά συνέ­
πεια καί τού συνδικαλιστικού δικαιώματος νά αποτελεί γράμμα κενό
Ή αποδοχή αντίθετα, τής γνώμης οτι ή απεργία αποτελεί αναγκαία
συνέπεια καί κύρωση τοϋ συνδικαλιστικού δικαιώματος τών εργαζο­
μένων οδηγεί στό συμπέρασμα ότι ό κοινός νομοθέτης δέν μπορεί,
στίς χώρες όπου τά Συντάγματα τους αναγνωρίζουν τό δικαίωμα τού
συνεταιρίζεσθαι καί σιωπούν γιά τό θέμα τού δικαιώματος απεργίας

29 Nipperdey Τό δικαίωμα τής απεργίας ΕΕΔ τ 11 (1952) σελ 227

2
18

(καί μέ τήν προϋπόθεση οτι τά Συντάγματα έχουν ανώτερη τυπική


ισχύ άπό τους κοινούς νόμους, όπως συμβαίνει στην 'Ελλάδα, οπού ό
Καταστατικός Χάρτης έχει τόν χαρακτήρα αυστηρού Συντάγματος),
νά αποκλείσει άπό τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος αυτού ορισμένες κα­
τηγορίες εργαζομένων ή νά θέσει στην άσκηση του περιορισμούς,
τόσο γιά τό σύνολο των εργαζομένων, άσο καί γιά ορισμένες κατηγο­
ρίες άπό αυτούς, πού νά αναιρούν τό δικαίωμα αυτό Σάν επιβεβαίω­
ση των απόψεων αυτών, θά μπορούσε νά αναφερθεί τό γεγονός, οτι
οσα Συντάγματα ρυθμίζουν μέ ρητές διατάξεις τους τό δικαίωμα
απεργίας, τό κάνουν όχι διότι αναγνωρίζουν αυτά τά Ί'δια τό δικαίωμα
της απεργίας, δικαίωμα πού θεωρούν συναρτώμενο μέ τό δικαίωμα
του συνεταιρίζεσθαι καί αναγκαία συνέπεια του, άλλα γιά νά θεσπί­
σουν ή νά επιτρέψουν τή θέσπιση τών περιορισμών πού δέν μπορεί
νά θεσπίσει ό κοινός νομοθέτης, λόγω τοΰ υφιστάμενου άρρηκτου
συνδέσμου μεταξύ δικαιώματος τοΰ συνεταιρίζεσθαι καί δικαιώματος
απεργίας "Ετσι, αν δέν υπάρχουν ρητές διατάξεις στό Σύνταγμα μιας
χώρας σχετικά μέ τό δικαίωμα απεργίας, ένώ τό ϊδιο Σύνταγμα ανα­
γνωρίζει τό συνδικαλιστικό δικαίωμα (δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι),
μπορούμε νά υποστηρίξουμε οτι, βάσει της απόψεως πού θεωρεί τήν
απεργία αναγκαία συνέπεια καί κύρωση τοϋ συνδικαλιστικού δικαιώ­
ματος, δέν επιτρέπεται νά τεθούν άπό τόν κοινό νομοθέτη απαγο­
ρεύσεις της ασκήσεως του δικαιώματος της απεργίας ή υπέρμετροι
περιορισμοί στην άσκηση αυτή
'Αλλά καί μέ άλλη επιχειρηματολογία είναι δυνατή ή θεμελίωση
της απόψεως οτι ή απεργία κατοχυρώνεται συνταγματικά όταν τό
Σύνταγμα μιας χώρας αναγνωρίζει τό δικαίωμα τοΰ συνεταιρίζεσθαι,
σιωπά όμως γιά τό θέμα της απεργίας. Τά ατομικά δικαιώματα — καί
τέτοιο είναι καί τό δικαίωμα τοϋ συνεταιρίζεσθαι — είναι οι διατάξεις
του Συντάγματος πού καθορίζουν τή θέση καί τά άρια της κρατικής
30
εξουσίας έναντι τών πολιτών . Τό πρόβλημα λοιπόν τών ατομικών

30 Κ Γεωργόπουλου Έλληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον. Τεύχος Γ' 2η


εκδ 1973 σελ 3 καί 5, Άρ Μάνεση. Συνταγματικά δικαιώματα ατομικές
ελευθερίες 3η εκδ.. Θεσσαλονίκη. 1981, σελ 5 Ή άποψη αύτη δέν αγνοεί
19

δικαιωμάτων είναι πρόβλημα ορίων. Τά όρια πού θέτει ή εκάστοτε


πολιτική εξουσία κατά τήν κατάρτιση τοϋ Συντάγματος, καί μόνον αυ­
τά, είναι δυνατό νά δεσμεύουν τόν πολίτη Τά opta αυτά δέν επιδέ­
χονται αναλογική ερμηνεία προς περαιτέρω δέσμευση καί επιβολή
περιορισμών εις βάρος των πολιτών, πάντοτε δέ ερμηνεύονται στε-
νώς καί ποτέ ευρέως 3 1 , διότι αλλιώς παύουν νά είναι όρια καί καταν­
τούν ή αυθαίρετη επιβολή της κρατικής εξουσίας σέ όλες τίς εκδη­
λώσεις τής ανθρώπινης ζωής. Στίς διατάξεις περί ατομικών δικαιωμά­
των τών Συνταγμάτων τών περισσότερων χωρών περιέχονται ρυθμί­
σεις πού, ένώ αναγνωρίζουν τήν ύπαρξη τών δικαιωμάτων αυτών, θέ­
τουν συγχρόνως περιορισμούς στην άσκηση τους, περιορισμούς πού
κρίνονται αναγκαίοι στην κρατική εξουσία γιά λόγους δημόσιου συμ­
φέροντος (παράδειγμα οι περιορισμοί πού θέτει ό νομοθέτης σέ ατο­
μικά δικαιώματα γιά τή διασφάλιση τής εθνικής άμυνας ή τήν προστα­
σία τής δημόσιας υγείας). Έτσι, έφ' όσον ό συνταγματικός νομοθέ­
της δέν κρίνει αναγκαία τή θέσπιση περιορισμών στό συνδικαλιστικό
δικαίωμα, μέ τή ρύθμιση τού δικαιώματος τής απεργίας ή τή θέσπιση
συγκεκριμένων περιορισμών στην άσκηση της, τούτο σημαίνει οτι τό
δικαίωμα τής απεργίας αναγνωρίζεται απεριόριστα καί γιά όλους
τους εργαζομένους στην πρώτη περίπτωση, ή ύπό τους περιορισμούς
πού θέτει τό Σύνταγμα, καί μόνον αυτούς, στή δεύτερη περίπτωση

IV. Φάσεις κατά τήν εξέλιξη τοϋ φαινομένου τής απεργίας

10. Οι φάσεις τής εξελίξεως άπό άποψη δημόσιου δικαίου. Μολο­


νότι ή απεργία σάν κοινωνικό φαινόμενο εμφανίσθηκε ήδη άπό τήν
εποχή τής αρχαιότητας καί ήταν γνωστή καί κατά τό Μεσαίωνα, ευ­
ρεία καί μαζική χρήση της ώς μέσου επαγγελματικών διεκδικήσεων

βέβαια τήν ύπαρξη τής θεωρίας τής τριτενέργειας τών ατομικών δικαιωμά­
των γιά τήν οποία βλ Γ Κασιμάτη, Τό ζήτημα τής τριτενέργειας τών ατομι­
κών καί κοινωνικών δικαιωμάτων. Τό Σύνταγμα. 1981 σελ 1 έπ
31 Γιά τήν στενή ερμηνεία τών διατάξεων πού επιβάλλουν περιορισμούς
σέ ατομικά δικαιώματα βλ Άρ Μάνεση Συνταγματικό Δίκαιο Ι Θεσσαλονίκη
1980 σελ 203-204
20

των εργαζομένων άρχισε νά γίνεται μόνον άπό τή βιομηχανική επα­


νάσταση καί έπειτα, όταν οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων
στίς βιομηχανίες τό τελευταίο τέταρτο του 18ου καί τό πρώτο ήμισυ
τοϋ 19ου αιώνα ήσαν άθλιες καί τραγικές. Ή συνένωση καί κοινή
δράση των εργαζομένων γιά τήν επιδίωξη της βελτιώσεως των ορών
αμοιβής καί των συνθηκών εργασίας καί μέ τό μέσο τής απεργίας
ήταν ή αντίδραση τους στή συσσώρευση του μεγάλου κεφαλαίου,
κατά μία άποψη 32 καί στην άπό θέσεως ισχύος ρύθμιση καί επιβολή
τών όρων καί συνθηκών αυτών "Αλλά τότε, παρατηρούμε ότι επεμ­
βαίνει ή κρατική εξουσία καί, αντί νά αναλαμβάνει ρόλο διαιτητή στίς
σχετικές διαφορές μεταξύ εργοδοτών καί εργαζομένων, τήν βλέπου­
με νά θεσπίζει νόμους μέ τους όποιους απαγόρευε τό δικαίωμα τής
απεργίας, επιβάλλοντας μάλιστα καί δρακόντειες ποινές, συντασσό­
μενη έτσι ολόψυχα μέ τό μέρος τών εργοδοτών, τους οποίους άφηνε
ανενόχλητους νά καθορίζουν τίς συνθήκες εργασίας καί τους όρους
αμοιβής τών εργαζομένων κατά τήν απόλυτη κρίση τους μέ μόνο κρι­
τήριο τή μεγιστοποίηση τών κερδών τους. Τό πρώτο λοιπόν στάδιο, ή
πρώτη φάση στην αντιμετώπιση του φαινομένου τής απεργίας άπό τό
Κράτος ήταν ή απαγόρευση της
'Αξίζει έδώ νά σημειώσουμε, ότι καί ή Γαλλική 'Επανάσταση, στην
οποία τόσα πολλά οφείλει ή ανθρωπότητα άπό τήν άποψη τής κατο­
χυρώσεως τών ανθρώπινων δικαιωμάτων καί ατομικών ελευθεριών,
δέν αναγνώρισε οϋτε στή Διακήρυξη τών Δικαιωμάτων του άνθρωπου
καί τοϋ πολίτη (1789), οϋτε στό πρώτο Γαλλικό Σύνταγμα τό δικαίωμα
τοϋ συνεταιρίζεσθαι. 'Αντίθετα, ψήφισε τό Νόμο le Chapelier (1791)
πού απαγόρευε τίς εργατικές ενώσεις 33 , ακολουθώντας τό παράδειγ­
μα τοϋ παλαιοϋ καθεστώτος (τής βασιλείας). Στην 'Αγγλία επίσης,
όπου ή διδασκαλία περί φυσικού δικαίου του John Locke τόση έπί-

32 Βλ Η Rabie Le droit de grève comme aspect de la liberté syndicale


etc Roma 1953 παρ 6
33 Κ Γεωργόπουλου οπ παρ σελ 149 Τ Δημητρακάκη Ή απεργία τών
δημοσίων υπαλλήλων 'Αθήναι 1963 σελ 11 G Spyropoulos, La liberté syndi-
cale Paris 1956 σελ 11
21

δράση άσκησε στή διαμόρφωση του κοινοβουλευτικού καί φιλελεύ­


θερου καθεστώτος της, καθώς καί στον επηρεασμό άλλων θεωριών, ή
κρατική εξουσία χρησιμοποίησε τό τμήμα τής θεωρίας του Locke
περί προστασίας τής ιδιοκτησίας σάν ευαγγέλιο του κεφαλαίου καί
τής βιομηχανίας πού άρχισε νά αναπτύσσεται μέ ταχύτατο ρυθμό
δύο μόλις γενεές μετά τή διατύπωση τών θεωριών του 3 4 καί φάνηκε
αμείλικτη κατά τών ενώσεων τών εργατών, φθάνοντας μάλιστα στό
σημείο νά επιβάλλει ποινές ακρωτηριασμού κατά απεργών35! 'Αναφέ­
ρεται οτι μόνο στή Γαλλία μεταξύ τών ετών 1825 καί 1864 καταδικά­
σθηκαν σέ ποινές φυλακίσεως περίπου 10 000 άτομα 36 , επειδή μετεί­
χαν σέ απεργίες ή τίς υποκίνησαν
Όπως ολα τά κοινωνικά φαινόμενα, έτσι καί ή απεργία, μέ τήν
πάροδο τοϋ χρόνου, άρχισε νά μή θεωρείται ενέργεια καταδικαστέα
καί, αντίθετα, νά προκαλεί τή συμπάθεια τής κοινής γνώμης καί νά
γίνεται ευρύτερα κοινωνικά αποδεκτή Αυτό οδήγησε τήν κρατική
εξουσία στό νά φανεί λιγότερο άκαμπτη καί νά καταργήσει τό χαρα­
κτηρισμό τής απεργίας ώς ποινικού αδικήματος μέ πρωτοπόρο τή
Γαλλία, άφοϋ προηγουμένως είχε αναγνωρισθεί άπό τά Συντάγματα
τών διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών καί τό δικαίωμα τοϋ συνεταιρίζε-
σθαι καί είχε επιτραπεί ή σύσταση καί λειτουργία εργατικών, άλλα καί
εργοδοτικών, ενώσεων "Ετσι, άλλου νωρίτερα καί άλλου αργότερα,
λήγει ή πρώτη φάση τής αντιμετωπίσεως τοϋ φαινομένου τής απερ­
γίας άπό τό Κράτος, ή φάση δηλαδή τής απαγορεύσεως τής
απεργίας
Ή δεύτερη φάση, πού ακολούθησε, είναι ή τοϋ επιτρεπτού τής
απεργίας Μερικοί συγγραφείς 3 7 υποστηρίζουν οτι οι φάσεις πού ακο­
λούθησαν τή φάση τής απαγορεύσεως τής απεργίας, είναι περισσό-

34 C Ε Vaughan Studies in the history of political philosophy before and


after Rousseau Manchester 1939 τόμ Ι, Κεφ IV σελ 194-195
35 Βλ εισήγηση Π Τριανταφυλλάκου εις Σ Ε 574/1934 Θέμις ΜΕ' σελ
545
36 Η Sinay οπ παρ σελ 94
37 Τ Δημητρακάκης οπ.< παρ σελ 8 Δ Κυρίτσης οπ παρ σελ 25
22

τερεςάπόμία.Στίς απόψεις αυτές θά μπορούσε νά αντιταχθεί μέ τους


κανόνες της λογικής οτι ή απεργία ή θά απαγορεύεται από τήν οικεία
έννομη τάξη (συνταγματική ή νομοθετική), ή θά επιτρέπεται άπό αυ­
τήν. Τρίτο ενδεχόμενο δέν υπάρχει. Ή περιπτωσιολογία μπορεί νά
είναι ή έξης: α) Ή απεργία νά απαγορεύεται άπό τό Σύνταγμα μιας
χώρας. 6) Τό Σύνταγμα μιας χώρας νά σιωπά γιά τό θέμα τής αναγνω­
ρίσεως του δικαιώματος απεργίας. Τότε υπάρχουν τρία ενδεχόμενα
Ό νόμος νά επιτρέπει τό δικαίωμα τής απεργίας ή νά απαγορεύει τήν
άσκηση του, διότι στή χώρα αυτή επικρατεί ή αντίληψη οτι ή απεργία
δέν είναι αναγκαία συνέπεια καί επακόλουθο του δικαιώματος τοϋ
συνεταιρίζεσθαι. Τρίτο ενδεχόμενο είναι νά υπάρχει νομοθετικό κενό
στή ρύθμιση τοϋ θέματος τής απεργίας, οπότε, εϊτε μέ τήν αντίληψη
οτι ή απεργία είναι ή αναγκαία συνέπεια καί ή κύρωση τοϋ συνδικαλι­
στικού δικαιώματος τών εργαζομένων, εϊτε μέ τήν αντίληψη οτι στό
χώρο τών ατομικών δικαιωμάτων επιτρέπεται ο,τι δέν απαγορεύεται,
έφ' όσον τό Σύνταγμα καί οι νόμοι στους οποίους τούτο παραπέμπει
— καί δεχθήκαμε ώς δεδομένο οτι νόμος γιά τήν απεργία δέν υπάρ­
χει — αποτελούν τά τελευταία όρια επεμβάσεως τής κρατικής εξου­
σίας στην ελευθερία δράσεως τών πολιτών καί τέτοια όρια στην προ­
κειμένη περίπτωση δέν υφίστανται, θά πρέπει νά δεχθούμε οτι ή
απεργία επιτρέπεται γ) Τέλος, τό Σύνταγμα μιας χώρας είναι δυνατό
νά αναγνωρίζει αυτό τό 'ίδιο τό δικαίωμα τής απεργίας καί νά ρυθμίζει
τήν άσκηση του, ενδεχόμενα διαφορετικά γιά ορισμένες κατηγορίες
εργαζομένων καί διαφορετικά γιά άλλες

Αυτά όσον άφορα τίς φάσεις τοϋ φαινομένου τής απεργίας άπό
τήν άποψη τοϋ Δημόσιου Δικαίου, δηλαδή τήν αντιμετώπιση τής
απεργίας άπό τό Κράτος καί τίς σχέσεις αύτοϋ προς τους απεργούς

11 Οι φάσεις τής εξελίξεως τής απεργίας άπό άποψη ιδιωτικού


δικαίου Όσον αφορά τίς σχέσεις τών απεργών προς τους εργοδό­
τες, δηλαδή άπό τήν άποψη τοϋ ιδιωτικού δικαίου, τό φαινόμενο τής
απεργίας πέρασε επίσης άπό δύο φάσεις Κατά τήν πρώτη φάση. ή
συμμετοχή τοϋ εργαζομένου σέ απεργία θεωρούνταν άπό τή νομολο­
γία — καί μαζί της συμφωνούσε καί ή θεωρία — οτι επέφερε αύτοδί-
23

καια τή λύση τής συμβάσεως εργασίας μεταξύ των δύο μερών, εργο­
δότη καί εργαζομένου
Ή λύση αυτή πού έδινε ή νομολογία απετέλεσε τό μέγαλο όπλο
των εργοδοτών, άπό τήν απόλυτη κρίση τών οποίων εξαρτιόταν καί
πάλι ή έπαναπρόσληψη τών απεργών μετά τή λήξη τού εργατικού
αγώνα τους Συνήθως, βέβαια, μετά τή λήξη τών απεργιακών κινητο­
ποιήσεων, 'ιδίως όταν αυτές είχαν ευνοϊκό αποτέλεσμα γιά τους ερ­
γαζομένους, οι εργοδότες προσλάμβαναν καί πάλι αυτούς πού είχαν
απεργήσει, μέ νέα σύμβαση εργασίας, ανεξάρτητη τής παλαιάς, είχαν
όμως τό δικαίωμα νά μήν επαναπροσλάβουν, γιά παράδειγμα, τους
υποκινητές τής απεργίας ή τά μέλη του συμβουλίου του σωματείου
τών εργαζομένων πού αποφάσισαν τήν κήρυξη της Είχαν ακόμα πολ­
λοί εργοδότες τή δυνατότητα νά φέρουν εργάτες άπό άλλο μέρος
γιά νά εργασθούν στην επιχείρηση κατά τή διάρκεια τής απεργίας,
συνήθως μέ μικρότερη αμοιβή άπό εκείνη πού κατέβαλλαν στους
απεργούς πριν άπό τήν απεργία, καί έτσι δέν ενδιαφέρονταν νά
προσλάβουν τους ίδιους τους απεργούς, όταν, άποκαμωμένοι άπό
τήν ένδεια καί τήν έλλειψη στοιχειωδών πόρων ζωής,αποφάσιζαν τή
λύση τής απεργίας καί τήν επιστροφή τους στην εργασία τους Ή
φάση αυτή τοϋ φαινομένου τής απεργίας, κατά τήν οποία επερχόταν
ή λύση τής συμβάσεως εργασίας μέ τήν εκδήλωση τής απεργίας,
διάρκεσε πολύ περισσότερο άπό ο,τι ή φάση τής απαγορεύσεως της
άπό άποψη δημόσιου δικαίου, καί άρχισε νά παραμερίζεται κατά τό
μεταξύ τών δύο παγκόσμιων πολέμων χρονικό διάστημα
Ή δεύτερη φάση, αυτή πού διανύουμε σήμερα, είναι αυτή πού
διαμόρφωσε τή σύγχρονη έννοια τής απεργίας καί αποτελεί τήν πιό
πρόσφατη κατάκτηση τών εργαζομένων κατά τό μακρό αγώνα γιά τή
βελτίωση τής θέσεως τους άπό τήν άποψη δημιουργίας κατάλληλων
έξασφαλιστικών της θεσμών Κατ' αυτήν ή απεργία δέν λύει τή σύμ­
βαση εργασίας, άλλα απλώς αναστέλλει τά δικαιώματα καί τίς υπο­
χρεώσεις πού απορρέουν εκατέρωθεν άπό τή σύμβαση εργασίας
"Ετσι. κατά τή διάρκεια τής απεργίας αναστέλλεται ή υποχρέωση
τοϋ εργαζομένου νά παράσχει τήν εργασία του καί τό αντίστοιχο δι­
καίωμα του νά αξιώσει τό μισθό του ή, γενικότερα, τήν αμοιβή του
24

Από τήν πλευρά του εργοδότη αναστέλλεται ή αξίωση του νά απαι­


τήσει τήν παροχή εργασίας έκ μέρους του εργαζομένου καί ή αντί­
στοιχη υποχρέωση του νά καταβάλει σ' αυτόν τή συμφωνημένη ή νό­
μιμη αμοιβή του. Ή αναστολή λαμβάνεται μέ τήν 'ίδια έννοια, όπως ή
αναστολή της παραγραφής (άρθρο 257 παρ 2 Α Κ.) Αυτό σημαίνει ότι
μετά τή λήξη της απεργίας, τά δικαιώματα καί οι υποχρεώσεις των
εργαζομένων καί των εργοδοτών συνεχίζουν νά λειτουργούν όπως
καί πρίν άπό τήν εκδήλωση τής απεργίας. Τά ειδικότερα προβλήματα
πού προκύπτουν άπό τήν έννοια καί τή λειτουργία τής αναστολής
τής συμβάσεως εργασίας κατά τή διάρκεια τής απεργίας δέν αποτε­
λούν αντικείμενο τής διατριβής αυτής Πάντως, ή άποψη ότι ή απερ­
γία απλώς αναστέλλει τή σύμβαση εργασίας καί τά έξ αυτής απορ­
ρέοντα δικαιώματα καί υποχρεώσεις, μολονότι εμφανίσθηκε τό διά­
στημα του μεσοπολέμου, επεκράτησε ταχύτατα καί σήμερα θεωρεί­
ται γενικά αποδεκτή, καθιερώθηκε δέ καί νομοθετικά άπό αρκετές
χώρες μέ πρωτοπόρο καί πάλι τή Γαλλία, άπου μέ Νόμο τής 11ης
Φεβρουαρίου 1950 (άρθρο 4) ορίσθηκε άτι ή απεργία δέν λύει τή σύμ­
βαση εργασίας έκτος τής περιπτώσεως βαρέος πταίσματος 38

V Μορφές καί είδη απεργίας

12 Ό όρος «μορφές» θά χρησιμοποιηθεί γιά νά διακρίνουμε τά


είδη τής απεργίας άπό άποψη εξωτερικής εμφανίσεως του φαινομέ­
νου, ό δέ όρος «εϊδη» θά χρησιμοποιηθεί γιά νά κατατάξουμε τήν
απεργία ανάλογα μέ τά άλλα κριτήρια πού χρησιμοποιούν οι θεωρητι­
κοί γιά διευκόλυνση τής συστηματικής επεξεργασίας της

13 Μορφές απεργίας Οι διάφορες μορφές απεργίας 39 μπορεί


νά διακριθούν μέ κριτήριο τό άν ή εκδήλωση τους συνεπάγεται πλή­
ρη διακοπή τής παροχής εργασίας έκ μέρους των εργαζομένων ή όχι

38 Η Sinay La grève κλπ οπ παρ σελ 249


19 Γιά Tic μορφές τής απεργίας βλ Τ Δημητρακάκη οπ παρ σελ Λ Ι
Π Δ Κυοίτση οπ παρ σελ 79 έπ Η Sinay on παρ σελ 34 επ
25

"Οπως θά δοϋμε παρακάτω, οι περισσότεροι ορισμοί της απεργίας 40


διατυπώθηκαν μέ βάση την κλασσική μορφή της απεργίας καί έχουν
σήμερα ξεπερασθεί άπό τήν πραγματικότητα πού παρουσιάζει ή γόνι­
μη φαντασία των εργαζομένων στην προσπάθεια τους νά βρουν τρό­
πους καί μέσα πιέσεως των εργοδοτών γιά νά τους εξαναγκάσουν νά
αποδεχθούν τά αιτήματα τους. Ή απεργία σήμερα παρουσιάζεται κά­
τω άπό νέες μορφές, πολλές άπό τίς όποιες δέν βασίζονται στην πλή­
ρη διακοπή της παροχής εργασίας έκ μέρους τών εργαζομένων, αλλά
σέ άλλες μεθόδους, περισσότερο αποτελεσματικές γι' αυτούς, καί
πολύ οδυνηρότερες γιά τους κοινωνικούς αντιπάλους τους.
Θά εξετάσουμε πρώτα τίς μορφές απεργίας, ή εκδήλωση τών
οποίων συνεπάγεται ολοκληρωτική διακοπή τής παροχής εργασίας
τών εργαζομένων, εϊτε στό σύνολο τους, εϊτε ενός μέρους άπό
αυτούς

14. Πρώτη μορφή απεργίας, πού είναι καί ή αρχαιότερη, είναι ή


κλασσική απεργία ή απεργία διαρκείας Οί εργαζόμενοι πού καταφεύ­
γουν στό μέσο αυτό (απεργοί πλέον) διακόπτουν, ή ακριβέστερα ανα­
στέλλουν τήν παροχή εργασίας μέ σκοπό νά διεκδικήσουν τά αιτήμα­
τα τους καί νά εξαναγκάσουν έτσι τόν εργοδότη ή τόν κοινωνικό
τους αντίπαλο — πού μπορεί νά είναι καί τρίτος, π χ τό Κράτος — νά
τά αποδεχθεί, υπολογίζοντας τίς ζημίες πού θά υποστεί άπό μία
παρατεταμένη διακοπή τής παραγωγής ή τής οικονομικής δραστηριό­
τητας του ή τής λειτουργίας υπηρεσιών βασικών γιά τό κοινωνικό
σύνολο Ή μορφή αυτή τής απεργίας είναι μέν αποτελεσματική γιά
τους εργαζομένους, άλλα τους εξαντλεί, λόγω ελλείψεως πόρων
ζωής. πολύ γρηγορότερα άπό ο,τι τόν εργοδότη τους καί γι' αυτό
αντικαταστάθηκε άπό άλλες μορφές, λιγότερο οδυνηρές γιά τους ερ­
γαζομένους, χωρίς αυτό νά σημαίνει άτι έπαυσε νά εμφανίζεται σήμε­
ρα Πολλές φορές μάλιστα ή προσφυγή στην κλασσική μορφή απερ­
γίας επιβάλλεται εϊτε άπό τή φύση τής παρεχόμενης εργασίας 41 , εϊτε

40 Βλ παραπάνω παραγρ 4 έπ
41 Η Sinay on παρ σελ 37
26

άπό τό νόμο, οταν αυτός απαγορεύει τήν προσφυγή στίς άλλες, νεό­
τερες καί λιγότερο οδυνηρές γιά τους εργαζομένους, άλλα πολύ
οδυνηρές καί ενοχλητικές γιά τό κοινωνικό σύνολο, μορφές απερ­
γίας. "Αξιο προσοχής είναι ότι, γιά μεγάλο χρονικό διάστημα καί ή
θεωρία καί ή νομολογία θεωρούσαν ώς απεργία μόνο τήν κλασσική
μορφή της καί, στά πρώτα στάδια εμφανίσεως αυτών τών νέων μορ­
φών, αρνούνταν νά τίς χαρακτηρίσουν ώς απεργίες, μέ συνέπεια νά
θεωρούνται οι πρωτοπόροι τών νέων μορφών απεργοί ώς διαλύσαν-
τες τή σύμβαση εργασίας τους μέ τόν εργοδότη, ή ώς διαπράξαντες
βαρύ πταίσμα καί νά μήν απολαύουν της προστασίας πού παρέχει
στους εργαζομένους ή έννοια της αναστολής τής λειτουργίας τής
συμβάσεως εργασίας κατά τή διάρκεια τής απεργίας.

15. Δεύτερη μορφή απεργίας, τής οποίας ή εκδήλωση έχει ώς


συνέπεια τή διακοπή παροχής τής εργασίας έκ μέρους τών εργαζο­
μένων, είναι ή επανειλημμένη βραχεία διακοπή τής εργασίας (γαλλι­
κά débrayage, ιταλικά sciopero a singhiozzo) Κατ' αυτήν, οι εργαζό­
μενοι, αντί τής συνεχούς μέχρι τελικής νίκης (ή ήττας) διακοπής τής
εργασίας, παύουν νά παρέχουν τήν εργασία τους γιά μικρά χρονικά
διαστήματα γιά νά τήν επαναλάβουν καί πάλι καί ούτω καθεξής Ή
διακοπή τής εργασίας μπορεί νά είναι περιοδικά επαναλαμβανόμενη
ή αιφνιδιαστική, μικρής ή μεγάλης χρονικής διάρκειας κλπ., π χ μετά
άπό παροχή εργασίας τριών τετάρτων τής ώρας νά μεσολαβεί διακο­
πή ενός τετάρτου, μετά άπό εργασία πέντε ωρών διακοπή δύο ωρών,
μετά άπό εργασία 24 ωρών διακοπή τής εργασίας γιά 24 ώρες καί
όσες άλλες ποικιλίες μπορούν νά φαντασθούν οι εργαζόμενοι ανάλο­
γα μέ τίς συνθήκες εργασίας σέ κάθε τομέα, επιχείρηση ή υπηρεσία
KCl ανάλογα μέ τό πόσο ή επιλεγόμενη συγκεκριμένη ποικιλία είναι
δραστική, ώστε νά οδηγήσει στην ταχύτερη επίλυση τών αιτημάτων
τους μέ τίς μικρότερες δυνατές θυσίες άπό τήν πλευρά τους Διότι
— καί αυτό είναι τό μεγάλο πλεονέκτημα τής μορφής αυτής — ένώ οι
απεργοί πληρώνονται τίς αποδοχές τών ωρών πού εργάσθηκαν, χω-
οίς νά παθαίνουν τόσο μεγάλη ζημία άπό οικονομική άποψη, ή βρα-
27

χεΐα διακοπή τής εργασίας τους επιφέρει πλήρη εξάρθρωση της λει­
τουργίας της βιομηχανίας ή επιχειρήσεως ή υπηρεσίας, ώστε νά είναι
πολύ περισσότερο αισθητή στον αντίπαλο, πού εξακολουθεί νά κατα-
βάλλει γενικά έξοδα καί αμοιβές προσωπικού στους κλάδους πού δέν
απεργούν, ένώ ή παραγωγή του είναι πολύ περισσότερο μειωμένη
άπό όσο αντιστοιχεί στην απώλεια τών ωρών εργασίας των απεργών

16. "Αλλη μορφή απεργίας άπό αυτές πού οδηγούν σέ πλήρη δια­
κοπή της εργασίας έκ μέρους τών απεργών είναι ή έναρξη της εργα­
σίας άπό τήν πλευρά τους κατά ενα χρονικό διάστημα π χ. μισής, μιας
ή δύο ωρών, αργότερα άπό τό κανονικό ωράριο ή ή λήξη τής εργα­
σίας κατά ενα χρονικό διάστημα νωρίτερα άπό τό κανονικό, ή τέλος ή
άρνηση παροχής υπερωριών, όταν οι εργαζόμενοι σέ μία επιχείρηση
υποχρεωθούν, μετά τήν τήρηση τής νόμιμης διαδικασίας, νά εργα­
σθούν υπερωριακά γιά νά καλύψουν έκτακτες εποχικές ανάγκες τής
επιχειρήσεως Καί αυτή ή μορφή απεργίας έχει τά 'ίδια πλεονεκτήμα­
τα γιά τους απεργούς καί τίς ίδιες οδυνηρές επιπτώσεις γιά τήν πλητ­
τόμενη επιχείρηση, όπως καί ή προηγούμενη μορφή απεργίας Ή
μορφή αυτή απεργίας προσιδιάζει σέ διεκδίκηση ορισμένων αιτημά­
των τών εργαζομένων, όπως π χ προσαρμογή τοϋ ωραρίου στίς επι­
θυμητές γι' αυτούς συνθήκες ή αποτροπή μεταβολής τού ισχύοντος
ωραρίου ή, ή απεργία υπερωριών, όπως λέγεται, στην αύξηση τού
προσωπικού ή. στίς δημόσιες υπηρεσίες, καί στην αύξηση τής παρε­
χόμενης ωριαίας αποζημιώσεως γιά τήν υπερωριακή τους απασχόλη­
ση, όταν ή αποζημίωση αυτή καθορίζεται διοικητικά καί δέν είναι πά­
για καί νομοθετικά ορισμένη, όπως συμβαίνει γιά τους εργαζομένους
στον ιδιωτικό τομέα

17 Ή τελευταία μορφή απεργίας πού συνεπάγεται πλήρη διακο­


πή εργασίας γιά ενα μέρος τουλάχιστον τών εργαζομένων, μορφή
πού εφευρέθηκε τελευταία, διαδόθηκε ταχύτατα καί τής οποίας ή
σύλληψη φθάνει τά όρια τής τελειότητας άπό τήν άποψη δραστικότη­
τας τής πιέσεως πού εξασκείται εις βάρος τοϋ κοινωνικού αντιπάλου
28

είναι η εναλλασσόμενη ή έκ περιτροπής απεργία (γαλλικά grève


tournante, ιταλικά sciopero a scacchiera) Κατά τή μορφή αυτή, ένώ ό­
λοι οι εργαζόμενοι μετέχουν στην απεργιακή κίνηση, δέν απεργούν
όλοι μαζί, άλλα εναλλάξ ή έκ περιτροπής πότε οί μέν, πότε οι δέ
Διακρίνονται δύο τύποι τής μορφής αυτής απεργίας, ό οριζόντιος καί
ό κάθετος
α) Στην οριζόντια εναλλασσόμενη απεργία, κάθε ειδικότητα ερ­
γαζομένων τής επιχειρήσεως απεργεί έκ περιτροπής, άλλα λόγω τοϋ
στενού συνδέσμου καί τής αλληλεξαρτήσεως μεταξύ των τμημάτων ή
των διαφόρων ειδικοτήτων εργαζομένων δέν λειτουργεί κανένα τμή­
μα τής επιχειρήσεως ή υπηρεσίας Π χ σέ μια βιομηχανία απεργούν
πρώτα όλοι οί συγκολλητές, κατόπιν όλοι οί εφαρμοστές, καί τέλος
όλοι οί ηλεκτρολόγοι Ή στους σιδηροδρόμους απεργούν πρώτα οί
μηχανοδηγοί των τραίνων, μετά οί κλειδούχοι τών γραμμών, έπειτα οί
σταθμάρχες στους σταθμούς, οί υπάλληλοι ατά γραφεία εκδόσεως
εισιτηρίων κατόπιν καί τέλος οί ελεγκτές στά τραίνα "Η στις αστικές
συγκοινωνίες απεργούν τή μία βάρδια οί οδηγοί καί τήν άλλη βάρδια
οί εισπράκτορες "Η, τέλος, σέ μία βιομηχανία υφασμάτων απεργούν
πρώτα οί εργαζόμενοι στά κλωστήρια καί κατόπιν στά υφαντήρια
Όπως παρατηρεί κανείς οί συνέπειες γιά τήν πληττόμενη επιχείρη­
ση, εϊτε ιδιωτική είναι αυτή εϊτε δημόσια, είναι βαρύτατες διότι έχουν
ώς αποτέλεσμα τήν πλήρη διακοπή τής λειτουργίας τής επιχειρή­
σεως ένώ οί συνέπειες γιά τους απεργούς δέν είναι τόσο σοβαρές
β) Στην κάθετη μορφή τής εναλλασσόμενης απεργίας δέν παύει
ή παροχή εργασίας όλων τών ειδικοτήτων έκ περιτροπής, άλλα παύει
σέ ενα ορισμένο αυτοτελές τμήμα τής επιχειρήσεως ή υπηρεσίας,
έτσι ώστε στά άλλα τμήματα νά συνεχίζεται ανεμπόδιστη, αφού αυτά
είναι ανεξάρτητα καί δέν επηρεάζονται άπό τήν απεργία τών εργαζο­
μένων Π χ απεργεί έκ περιτροπής κάθε φορά τό προσωπικό τό απα­
σχολούμενο στην ύπ' άριθ 1 λεωφορειακή γραμμή αστικής συγκοινω­
νίας κατόπιν τό προσωπικό τής ύπ' άριθ 2 γραμμής καί ούτω καθε­
ξής μέχρι καλύψεως του συνόλου τών γραμμών τής αστικής συγκοι­
νωνίας Ή απεργούν οί εργαζόμενοι σέ μία μόνο ταινία παραγωγής
29

ενός εργοστασίου αυτοκινήτων, κατόπιν σέ άλλη κλπ Στή μορφή αυ­


τή της εναλλασσόμενης απεργίας οι συνέπειες γιά τήν πληττόμενη
επιχείρηση είναι ηπιότερες άπό ο,τι στην οριζόντια μορφή της, άλλα
δέν παύουν νά είναι σοβαρές, όσο καί στις προηγούμενες μορφές,
ένώ καί πάλι οι απεργοί δέν υφίστανται εξοντωτικές οικονομικές συν­
έπειες, άφοϋ εργάζονται κατά τό μεγαλύτερο διάστημα καί απεργούν
μόνο κατά ενα μικρό τμήμα της συνολικής απασχολήσεως τους.
Επειδή όμως οπωσδήποτε ή εξάρθρωση καί ή αποδιοργάνωση πού
υφίστανται οί επιχειρήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες στην εναλλασσό­
μενη απεργία, καί των δύο τύπων, άπό ο,τι στίς μορφές απεργίας πού
εξετάσαμε προηγουμένως, ή εναλλασσόμενη απεργία απαγορεύθηκε
στους εργαζομένους στό δημόσιο τομέα τής οικονομίας στή Γαλλία
μέ τό Νόμο τής 31 'Ιουλίου 1963, στή χώρα δηλαδή καί στον τομέα
πού πρωτοεμφανίσθηκε, άφοϋ τό «λίκνο» της 4 2 θεωρούνταν ότι
ήσαν οί δημόσιες επιχειρήσεις

18 Μέ τήν εξέταση τής εναλλασσόμενης απεργίας έκλεισε ή εξέ­


ταση των μορφών απεργίας πού συνεπάγονται διακοπή τής εργασίας
των απεργών Στό έξης θά ασχοληθούμε μέ τίς μορφές πού μεταχει­
ρίζονται άλλα μέσα προς άσκηση πιέσεως έπί του εργοδότη
'Αμφισβητήθηκε έντονα καί εξακολουθεί νά αμφισβητείται, άν οί
νεότερες αυτές μορφές εμπίπτουν στην έννοια τής απεργίας Καί ή
νομολογία καί ή θεωρία — λιγότερο ή τελευταία — αρνούνταν μέχρι
πρόσφατα νά αναγνωρίσουν τή λευκή κυρίως απεργία ώς πραγματική
απεργία μέ τό λογικό έκ πρώτης όψεως επιχείρημα οτι, έφ' όσον οί
απεργοί εξακολουθούν νά παρέχουν — μέ τόν τρόπο πού τήν παρέ­
χουν — εργασία, δέν δικαιολογείται ή αναστολή τών έκ τής συμβά­
σεως εργασίας δικαιωμάτων καί υποχρεώσεων, διότι ένώ απολαύουν
τών δικαιωμάτων αξιώνοντας τίς αποδοχές τους, δέν εκπληρώνουν
προσηκόντως τήν αντιπαροχή τους Πρόκειται, λέγουν, γιά μία απά­
τη, ή οποία δέν αξίζει νά προστατεύεται άπό τους θεσμούς του έργα-

42 Η Sinay on παρ ,σελ 36


30

τικοΰ δικαίου γιά τήν απεργία Πράγματι, οι περισσότεροι ορισμοί της


απεργίας, οπως είπαμε παραπάνω, έχουν σάν πρότυπο τήν κλασσική
απεργία Ό τ α ν εμφανίσθηκαν οι νέες μορφές απεργίας, οι θεωρητι­
κοί καί οί εφαρμοστές τοϋ δικαίου προσπάθησαν νά τίς υπαγάγουν
στους γνωστούς ορισμούς, οί περισσότεροι άπό τους οποίους — αν
οχι ολοι — είχαν τόν öpo «διακοπή της εργασίας» ή «αναστολή της
εργασίας» 4 3 Μέ βάση λοιπόν τό κριτήριο αυτό έκριναν άν κάθε αγω­
νιστική κινητοποίηση εργαζομένων είχε ή οχι τόν χαρακτήρα τής
απεργίας Ή λύση αυτή ήταν εντελώς ανεπιεικής, διότι έκεϊνο πού,
κατά τή γνώμη μας, έχει σημασία καί πρωταρχική βαρύτητα στον χα­
ρακτηρισμό μιας συλλογικής αγωνιστικής κινητοποιήσεως ώς απερ­
γίας είναι ή δυνατότητα ασκήσεως πιέσεως έπί τοϋ κοινωνικού αντι­
πάλου (εργοδότη ή τρίτου) γιά νά εξαναγκασθεί αυτός νά ικανοποιή­
σει τίς διεκδικήσεις καί τά αιτήματα των εργαζομένων Ποια μέσα θά
χρησιμοποιηθούν γιά τό σκοπό αυτόν, είναι αδιάφορο, άρκεΐ τά μέσα
αυτά νά μήν απαγορεύονται άπό τό νόμο ή νά μή χρησιμοποιούνται
κατά παράβαση των άρχων τής καλής πίστεως ή των χρηστών ηθών ή
νά μήν υπερβαίνουν καταφανώς τόν οικονομικό καί κοινωνικό σκοπό
τοϋ δικαιώματος τής απεργίας (βλ. άρθρο 281 Α.Κ ). Όπως πολύ σω­
στά παρατηρεί καί ή Η Sinay44, εκείνο πού χαρακτηρίζει τήν απεργία
δεν είναι τόσο ή παύση ή ή επιβράδυνση τής εργασίας, οσο ή ρήξη μέ
τήν καθημερινότητα. Οί απεργοί δέν κάνουν πλέον εκείνο πού έκα­
ναν κάθε μέρα, αλλάζουν συμπεριφορά, τροποποιούν τήν καθημερι­
νή τους δραστηριότητα Πράγματι, συνεχίζει, ατή λευκή απεργία δέν
φαίνεται νά υπάρχει διαφορά φύσεως, άλλα διαφορά βαθμού στην
άρνηση παροχής εργασίας. 'Αντίστοιχα, οί απεργοί δέν διαπράττουν
άπατη καταφεύγοντας στή λευκή απεργία, διότι υφίστανται οικονομι­
κή θυσία ανάλογη τής μειώσεως τής αποδόσεως τους, έφ' όσον ό
εργοδότης — στον ιδιωτικό τομέα — έχει τό δικαίωμα νά τους πλη­
ρώσει ανάλογα μέ τήν απόδοση της εργασίας τους. Τό ότι ή λευκή

43 Βλ. παραπάνω, παραγρ. 4 έπ


44 "Οπ παρ σελ 134
31

απεργία — και οι άλλες μορφές απεργίας πού δέν συνεπάγονται δια­


κοπή της παροχής εργασίας — είναι αληθινή μορφή απεργίας καί οχι
υπαίτια μή προσήκουσα εκπλήρωση τής παροχής των εργαζομένων
— όπως ακόμα εξακολουθεί νά δέχεται ή γαλλική νομολογία — δέ­
χονται καί οι Ρ. Durand καί Α Vitu 4 5 στή Γαλλία, ό Nipperdey46 στή
Γερμανία καί ή θεωρία καί πρακτική πολλών άλλων χωρών
Οι μορφές απεργίας πού δέν οδηγούν σέ διακοπή τής εργασίας
έκ μέρους των απεργών είναι πολλές, άλλα ορισμένες δέν θεωρούν­
ται αληθινές μορφές απεργίας, οχι διότι δέν συνεπάγονται διακοπή
τής εργασίας, άλλα διότι τό μέσο πιέσεως πού χρησιμοποιούν δέν
έχει σχέση μέ τήν παροχή ή μή εργασίας, άλλα μέ άλλες μεθόδους
πού θεωρούνται παράνομες
19. Ή πρώτη καί συνηθέστερη μορφή ι ή ς κατηγορίας τών απερ­
γιών πού δέν οδηγούν σέ διακοπή εργασίας είναι ή λευκή απεργία
(γαλλικά grève perlée, ιταλικά sciopero bianco, γερμανικά Sitzstreik)
Ή λευκή απεργία απαντάται σέ περισσότερες μορφές. Μία άπό αυτές
είναι ή εικονική εργασία, περισσότερο συνηθισμένη σέ δημόσιες υπη­
ρεσίες. ΟΊ απεργοί πηγαίνουν κανονικά στην εργασία τους, άλλα εκεί
δέν ασχολούνται ή ασχολούνται τόσο λίνο μέ τήν κύρια καί καθημερι­
νή τους εργασία, ώστε είναι σάν νά μήν εργάζονται "Αλλη μορφή
λευκής απεργίας είναι ή αισθητή μείωση τής αποδόσεως τών εργαζο­
μένων μέ τήν επιβράδυνση τοΰ ρυθμού τής εργασίας τους Οι παρα­
πάνω μορφές λευκής απεργίας θεωρούνται γενικά αληθινές μορφές
απεργίας.
20 Υπάρχουν όμως καί άλλα μέσα πιέσεως, τά όποια ένώ καλύ­
πτονται πίσω από τήν ονομασία «λευκή απεργία», δέν πρέπει νά ανα­
γνωρίζονται ώς μορφές της. Τέτοια μέσα καί μέθοδοι είναι ή παράνο­
μα ή ανήθικα ή ασκούνται καταχρηστικά καί γι' αυτό κατακρίνονται
άπό όλους 'Εκτός τών άλλων, δέν έχουν σχέση μέ τήν ποσότητα τής
εργασίας πού παρέχεται άπό τους εργαζομένους, άλλα μέ τήν ποιό­
τητα της ή άλλα κριτήρια.

45 Traité de Droit du Travail, III, παρ 261 4 σελ 742


46 Τό δικαίωμα της απεργίας Ε Ε Δ τ 11 (1952) σελ 226
32

Πράγματι, σάν μέσο πιέσεως καί εξαναγκασμού του εργοδότη γιά


τή ν ικανοποίηση των αιτημάτων τους χρησιμοποιήθηκε στό παρελθόν ή
σκόπιμη πλημμελής εκπλήρωση, άπό άποψη ποιότητας, της παρεχόμε­
νης εργασίας Οι εργαζόμενοι δηλαδή, χωρίς νά μειώσουν τό ρυθμό τής
εργασίας τους, χειροτερεύουν σκόπιμα τήν ποιότητα της, ώστε τά
παραγόμενα προϊόντα νά είναι κατώτερης ποιότητας ή ελαττωματικά,
έτσι ώστε ό εργοδότης νά διακινδυνεύει τή φήμη τής επιχειρήσεως του
απέναντι στους πελάτες του καί ενδεχόμενα νά υφίσταται τόν κίνδυνο
δικαστικών αγώνων γιά καταβολή αποζημιώσεως σέ όσους υποστούν
ζημία άπό τή χρησιμοποίηση τών ελαττωματικών προϊόντων της Ή
μέθοδος αυτή πιέσεως αντιβαίνει, κατά τή γνώμη μας, στά χρηστά
(συναλλακτικά) ήθη καί στοιχειοθετεί έπί πλέον τό έγκλημα τής φθο­
ράς ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 381 Π Κ ), άφοϋ τά παραγόμενα προϊόντα
ανήκουν στον εργοδότη, στον όποιο άνηκε καί ή πρώτη ϋλη γιά τήν
παραγωγή τους
"Αλλος τρόπος εξαναγκασμού, παρεμφερής μέ τόν προηγούμενο,
καλυπτόμενος καί αυτός πίσω άπό τό όνομα καί τή μορφή τής λευκής
απεργίας, είναι ή καταστροφή μέρους τής παραγωγής. Οι εργαζόμενοι,
δηλαδή, ένώ εργάζονται κανονικά καί μέ τό συνηθισμένο ρυθμό στην
ποσότητα καί ποιότητα τής εργασίας τους, αιφνιδιαστικά ή σέ τακτά
χρονικά διαστήματα καταστρέφουν ενα μέρος τών προϊόντων πού εί­
χαν οι Ίδιοι παραγάγει Καί τό μέσο αυτό πιέσεως είναι παράνομο, διότι
συνιστά ευθέως πλέον τό αδίκημα τής φθοράς ξένης ιδιοκτησίας καί
δέν αναγνωρίζεται γι αυτό ώς μορφή απεργίας
Τέλος, άλλος παραπλήσιος τρόπος είναι ή καταστροφή πρώτων
υλών ή ή αχρήστευση εργαλείων, ή ή σπατάλη στή χρησιμοποίηση
πρώτων υλών ή ό χαρακτηρισμός πρώτων υλών ώς δήθεν ακατάλλη­
λων προς χρήση. Καί στην περίπτωση αυτή ισχύουν τά όσα εϊπαμε
παραπάνω. Δέν πρόκειται γιά μορφές απεργίας 47
21 Επανερχόμενοι στην εξέταση μορφών απεργίας πού δέν συνε-
πάγονται διακοπή τής παροχής εργασίας έκ μέρους τών απεργών, θά

47 Σύμφωνος καί ό Δ Κυρίτσης οπ παρ . σελ 83


33

εξετάσουμε δύο ακόμα μορφές απεργίας, πού προσιδιάζουν κυρίως, αν


οχι αποκλειστικά, σέ δημόσιες υπηρεσίες
Ή μία άπό αυτές τίς μορφές είναι ή απεργία ζήλου (γαλλικά grève
du zèle, γερμανικά Dienst nach Vorschrift, αγγλικά go slow) Σ
αυτήν, οί δημόσιοι υπάλληλοι ή — σπανιότερα — άλλοι εργαζόμενοι
οϋτε διακόπτουν τήν παροχή τής εργασίας τους, οϋτε μειώνουν τήν
ποσοτική τους απόδοση, οϋτε χειροτερεύουν τήν ποιοτική τους από­
δοση 'Αντίθετα, ή απεργιακή τους εκδήλωση συνίσταται στην προσ­
πάθεια τους νά αποδώσουν όσο γίνεται τελειότερα Όμως ή τελειό­
τητα τής ποιότητας αποβαίνει εις βάρος τής ποσότητας τής εργα­
σίας, μέ αποτέλεσμα νά συσσωρεύεται όγκος εκκρεμούς εργασίας Ή
απεργία αυτής τής μορφής είναι ή πανηγυρικότερη επιβεβαίωση τής
γραφειοκρατίας πού μαστίζει όλες —λίγο ή πολύ— τίς χώρες άπό τήν
άποψη τής Δημόσιας Διοικήσεως Είναι πράγματι αδύνατο νά εφαρ­
μοσθούν κατά γράμμα στην καθημερινή ζωή οί απίθανες λεπτομέ­
ρειες των διοικητικών κανονισμών διαταγμάτων, αποφάσεων, εγκυ­
κλίων, χωρίς νά υπάρξει μεγάλη ανωμαλία καί σύγχυση στή Διοίκηση
Τά παραδείγματα πού ακολουθούν θά πείσουν γιά τό βάσιμο τής από­
ψεως αυτής
Υπάλληλοι πού ασχολούνται μέ τήν έκδοση διοικητικών πρά­
ξεων, π.χ. άδειων, ερευνούν μέ σχολαστικότητα όλα τά κείμενα νό­
μων, διαταγμάτων, εγκυκλίων κλπ , καθώς καί τή σχετική νομολογία
των διοικητικών δικαστηρίων, σέ κάθε λεπτομέρεια προκειμένου νά
εξακριβώσουν αν ό ενδιαφερόμενος πολίτης έχει τίς απαιτούμενες
προϋποθέσεις γιά τή λήψη τής τάδε άδειας καί νά εκδώσουν τή σχε­
τική διοικητική πράξη, πλήρως αιτιολογημένη καί άψογη άπό κάθε
πλευρά Οί τελωνειακοί ερευνούν μέχρι τήν τελευταία γωνία τίς απο­
σκευές των προσερχόμενων γιά έλεγχο στά τελωνεία τών σταθμών
συνόρων κλπ , όπως απαιτούν οί κανονισμοί γιά τήν ανακάλυψη
κρυμμένων ειδών, πού θά εισάγονταν λαθραία στή χώρα χωρίς νά
καταβληθούν οί ανάλογοι δασμοί Μέ τόν τρόπο αυτόν όμως προκα­
λούν αγανάκτηση στά πλήθη τών άναμενόντων τουριστών που απο­
βαίνει εις βάρος τής καλής φήμης τού τουρισμού τής χώρας Οί αε-

3
34

ρολιμενικοί, οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, οι πιλότοι της πολιτι­


κής αεροπορίας μέ τήν πιστή εφαρμογή των κανονισμών πού διέπουν
τίς πτήσεις τών αεροσκαφών γιά τήν ασφάλεια των πτήσεων, προκα­
λούν σημαντική καθυστέρηση στα δρομολόγια καί έντονη δυσφορία
τοϋ επιβατικού κοινού, πού καταλήγει εις βάρος τής φήμης τοϋ Κρά­
τους κυρίως στό εξωτερικό. Μέ τόν τρόπο αυτόν πιέζουν οι διάφοροι
εργαζόμενοι στό δημόσιο τομέα τής οικονομίας γιά τήν ικανοποίηση
τών αιτημάτων τους. Πρέπει έδώ νά επισημάνουμε τό έξης παράδοξο
έκ πρώτης όψεως γιά μορφή απεργίας· Ή απεργία ζήλου, όπως καί ή
διοικητική απεργία, τήν οποία θά εξετάσουμε παρακάτω, είναι οι μό­
νες μορφές πού δέν έχουν οικονομικές συνέπειες γιά τους απερ­
γούς, έφ' όσον οϋτε παύση τής εργασίας υπάρχει, οϋτε μείωση τής
αποδόσεως. Ποιος μπορεί νά κατηγορήσει τό δημόσιο υπάλληλο, για­
τί κάνει σωστά τό καθήκον του καί τηρεί κατά γράμμα τό νόμο; "Αν σέ
κανονικές συνθήκες εργασίας παραβλέπει ορισμένες βλακώδεις λε­
πτομέρειες τοϋ τέρατος τοϋ διοικητικού μηχανισμού, τό κάνει μέ δι­
κή του ευθύνη καί κίνδυνο, γιά νά διευκολύνει τήν κίνηση του τέρα­
τος καί νά εξυπηρετήσει τους πολίτες, παραμερίζοντας τήν πιθανό­
τητα νά διωχθεί πειθαρχικά γιά τή μή συμμόρφωση του προς τους
κανονισμούς Ή απεργία ζήλου είναι ή μόνη πού δέν αντιμετωπίζεται
μέ κρατικά μέσα αντιδράσεως, διότι οί απεργοί δέν διακινδυνεύουν
οικονομικές θυσίες. Είναι απόλυτα συνυφασμένος μέ τή φύση τής
δημόσιας υπηρεσίας ό κίνδυνος τοϋ νά υποστεί τό Κράτος ή γενικό­
τερα ό δημόσιος τομέας τίς συνέπειες μιας απεργίας ζήλου. Οί απερ­
γοί δημόσιοι υπάλληλοι ανταποδίδουν στό Κράτος τίς σοφιστείες
εκείνες πού υποστήριζαν παλαιότερα οί θεωρητικοί — καί μερικοί
εξακολουθούν νά υποστηρίζουν — γιά νά δικαιολογήσουν τήν απαγό­
ρευση προσφυγής τών δημόσιων υπαλλήλων στό θεσμό τής απερ­
γίας, δηλαδή τά περί συνέχειας τής δημόσιας υπηρεσίας, τά περί κα­
θήκοντος πίστεως κλπ Τό Κράτος πέφτει μόνο του στην παγίδα πού
έχει στήσει μέ τόν πολυδαίδαλο διοικητικό μηχανισμό πού δημιούρ­
γησε "Ετσι οί μόνες συνέπειες πού είναι δυνατό νά υποστούν οί δη­
μόσιοι υπάλληλοι πού απεργούν μέ τή μορφή τής απεργίας ζήλου
35

είναι διοικητικές — π.χ. μετάθεση σέ επαρχία, μετακίνηση σέ δευτε­


ρεύουσα θέση, καθυστέρηση προαγωγών — τίς όποιες ή Διοίκηση
μπορεί, άν είναι κακοήθης, νά επισείει ώς απειλή καί νά επιβάλλει, οχι
μόνο σέ απεργούς, άλλα σέ κάθε δημόσιο υπάλληλο πού δέν της εί­
ναι αρεστός καί τολμά νά διεκδικεί, μέσα πάντοτε στά πλαίσια των
νόμων, τά δικαιώματα του, π.χ μέ αναφορές στον 'Υπουργό ή μέ
προσφυγές στά αρμόδια διοικητικά ακυρωτικά δικαστήρια "Αλλη συν­
έπεια εις βάρος τών απεργών της απεργίας ζήλου είναι ή κοινωνική
αντιπάθεια πού προκαλεί ατούς συναλλασσόμενους μέ τίς δημόσιες
υπηρεσίες, οι όποιοι, επειδή ταλαιπωρούνται, διάκεινται εχθρικά
προς τους απεργούς. Αυτό κάνει τους απεργούς διστακτικούς στην
έπί μακρόν παράταση μιας απεργίας ζήλου.

22. Τελευταία άπό τίς μορφές απεργίας πού θά εξετάσουμε είναι


ή διοικητική απεργία (γαλλικά grève administrative, ιταλικά ostruzioni­
smo ή non collaborazione) Καί στή διοικητική απεργία δέν παρατη­
ρείται ούτε διακοπή της εργασίας, ούτε μείωση τής αποδόσεως Στή
μορφή αυτή, οι απεργοί περιορίζονται αυστηρά στά καθήκοντα τους
καί μόνο σ' αυτά Π.χ αρνούνται νά συμπληρώσουν στά φύλλα τών
έντυπων τά στοιχεία πού αφορούν τους διοικούμενους πού συναλ­
λάσσονται μέ τίς υπηρεσίες τους, αρνούνται νά δώσουν πληροφορίες
γιά τό ποϋ θά πρέπει νά απευθυνθεί ό διοικούμενος γιά τήν υπόθεση
του κλπ. Καί γιά τή μορφή τής διοικητικής απεργίας, πού είναι παρεμ­
φερής μέ τήν απεργία ζήλου, ισχύουν τά οσα ε'ίπαμε γιά τήν απεργία
ζήλου.
Κλείνοντας τό θέμα τών μορφών απεργίας, πρέπει νά παρατηρή­
σουμε ότι είναι δυνατή ή προσφυγή καί σέ μικτές μορφές απεργίας ή
ή μεταβολή τής μορφής απεργίας κατά τή διάρκεια τής εκδηλώσεως
της.

23 Εϊδη απεργίας Άφοϋ τελειώσαμε τήν εξέταση τών μορφών


απεργίας, δηλαδή τών τρόπων εμφανίσεως του φαινομένου τής
απεργίας στον εξωτερικό κόσμο, θά εξετάσουμε τά διάφορα εϊδη
απεργίας, ανάλογα μέ άλλες διακρίσεις, π χ ανάλογα μέ τους σκο-
36

πους πού επιδιώκει ή απεργία, την έκταση πού παίρνει, τά πρόσωπα


πού άφορα ή πού θίγει καί αλλά κριτήρια 4 8

24 'Ανάλογα μέ τους σκοπούς πού επιδιώκει ή απεργία, διακρίνε­


ται σέ επαγγελματική καί πολιτική. Βέβαια, πολύ σωστά έχει παρατη­
ρηθεί 4 9 , οτι στό σύγχρονο κόσμο είναι τέτοια καί τόση ή αλληλεξάρ­
τηση των πολιτικών, οικονομικών καί κοινωνικών σχέσεων, ώστε είναι
δύσκολο νά χαραχθεί ακριβής διαχωρισμός μεταξύ επαγγελματικής
καί πολιτικής απεργίας. Μπορεί όμως νά γίνει κατ' αρχήν δεκτή ή
άποψη οτι επαγγελματική απεργία είναι εκείνη, κατά τήν οποία ή
ασκούμενη πίεση στον εργοδότη αποσκοπεί στον εξαναγκασμό του
νά δεχθεί νά ικανοποιήσει επαγγελματικές διεκδικήσεις τών εργαζο­
μένων, πού έχουν σχέση μέ τους όρους αμοιβής ή τίς συνθήκες
εργασίας.
Πολιτική είναι ή απεργία πού στρέφεται άμεσα ή έμμεσα κατά
τοϋ Κράτους, επιδιώκοντας νά εξαναγκάσει τήν πολιτική εξουσία σέ
ενέργειες, πράξεις ή παραλείψεις (αποχή από σχεδιαζόμενες ενέρ­
γειες), πού έχουν σχέση μέ τά επαγγελματικά συμφέροντα τών εργα­
ζομένων, ή πού δέν έχουν τέτοια σχέση
Ή επαγγελματική απεργία διακρίνεται παραπέρα σέ άλλα εϊδη,
σέ απεργία αγωνιστική, προειδοποιητική, απεργία επιδείξεως καί
απεργία διαμαρτυρίας
'Αγωνιστική απεργία είναι εκείνη κατά τήν οποία οι απεργοί επι­
διώκουν νά εξαναγκάσουν τόν αντίπαλο στην ικανοποίηση τών αιτη­
μάτων τους Καί αυτή διακρίνεται παραπέρα σέ επιθετική καί αμυντι­
κή 5 0 . 'Επιθετική χαρακτηρίζεται ή απεργία, όταν οι απεργοί αγωνί­
ζονται νά μεταβάλουν υπέρ αυτών τους όρους αμοιβής ή τίς συνθή­
κες εργασίας, ένώ αμυντική όταν αγωνίζονται νά αποτρέψουν δυσμε­
νή μεταβολή τών όρων καί συνθηκών εργασίας, ή νά εξαναγκάσουν
τόν εργοδότη νά σεβασθεί όρους τους οποίους παραβιάζει.

48 Γιά τά είδη απεργίας βλ Τ Δημητρακάκη οπ παρ σελ 52 έπ


43 T Δημητρακάκη οπ παρ σελ 54
50 Βλ A Hueck — HC Nipperdey οπ παρ . σελ 892 βλ παραπάνω,
παράγρ 5
37

Προειδοποιητική απεργία είναι εκείνη κατά την οποία οι απεργοί


αποσκοπούν νά προειδοποιήσουν τόν αντίπαλο, μέ τήν απειλή, έάν
αυτός δέν ικανοποιήσει τά αιτήματα τους, νά μετατρέψουν τήν απερ­
γία τους σέ αγωνιστική, μακρότερης φυσικά διάρκειας.
Ή απεργία επιδείξεως μοιάζει μέ τήν προειδοποιητική, άλλα δια­
φέρει στό οτι δέν διατυπώνει απειλή μετατροπής της σέ αγωνιστική,
άλλα απλώς επιδιώκει νά προσελκύσει τήν προσοχή τοϋ αντιπάλου
στην προβολή τών αιτημάτων των απεργών καί στην ανάγκη επιλύ­
σεως τους.
Ή απεργία διαμαρτυρίας τέλος αποτελεί είδος της απεργίας επι­
δείξεως καί επιδιώκεται μέ αυτήν ή εκδήλωση αντιθέσεως καί δια­
μαρτυρίας σέ ορισμένο μέτρο, πού έλαβε ό εργοδότης
Καί ή πολιτική απεργία διακρίνεται παραπέρα σέ διάφορα εϊδη,
όπως τήν πολιτική επαναστατική απεργία, τήν πολιτική αγωνιστική
απεργία τήν πολιτική απεργία επιδείξεως καί διαμαρτυρίας

Ή πολιτική επαναστατική απεργία, μέσο στό όποιο γινόταν συχνή


προσφυγή κατά τή διάρκεια τοϋ περασμένου αιώνα καί στίς αρχές
του παρόντος αιώνα, αποσκοπούσε στην ανατροπή τοϋ πολιτειακού
καθεστώτος (συνήθως μοναρχικού, απολυταρχικού ή ολοκληρωτικού)
καί στην εγκαθίδρυση νέου (συνήθως προοδευτικού). Ή προσφυγή
στό μέσο αυτό πολιτικού αγώνα είναι σήμερα ξεπερασμένη.
Πολιτική αγωνιστική απεργία υπάρχει όταν οι εργαζόμενοι επι­
διώκουν τήν άσκηση πιέσεως στην κυβέρνηση γιά νά εξαναγκασθεί
νά λάβει ένα ορισμένο μέτρο, π.χ νά προωθήσει στή Βουλή προς
ψήφιση ενα νομοσχέδιο, νά καταργήσει έναν ανελεύθερο νόμο, νά
απομακρύνει από τήν κυβερνητική μηχανή κάποιο ανεπιθύμητο
στους απεργούς πρόσωπο κλπ
Πολιτική απεργία επιδείξεως καί διαμαρτυρίας έχουμε όταν εκ­
δηλώνεται ή γνώμη καί κυρίως ή δυσαρέσκεια τών απεργών σέ ενα
θέμα, π χ απεργία μέ αϊτημα τή μή εγκατάσταση πυρηνικών εργοστα­
σίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σέ ορισμένο τόπο

25 ' Ανάλογα μέ τήν έκταση πού παίρνει, ή απεργία διακρίνεται


38

σέ γενική καί μερική Γενική είναι ή απεργία οταν μετέχουν σ' αυτήν
ολοι οι εργαζόμενοι πού αποφάσισαν τήν κήρυξη της, εϊτε είναι εργα­
ζόμενοι σέ μία μόνον επιχείρηση ή υπηρεσία, εϊτε είναι ολοι ο'ι εργα­
ζόμενοι σέ ενα επάγγελμα ή μία κατηγορία συναφών επαγγελμάτων
εϊτε ακόμα ολοι οι εργαζόμενοι μιας πόλεως ή μιας χώρας.
Μερική είναι ή απεργία, οταν, αντίθετα μέ τή γενική απεργία, δέν
μετέχει σ' αυτήν τό σύνολο τών ενδιαφερόμενων εργαζομένων, άλλα
μόνο ενα μέρος αυτών Ό λόγος πού δέν μετέχει τό σύνολο τών ερ­
γαζομένων στην απεργία μπορεί νά είναι σκόπιμος ή νά οφείλεται σέ
διαφωνία τών εργαζομένων όσον άφορα τήν κήρυξη της απεργίας.
Σκοπιμότητα γιά τή μή συμμετοχή τοϋ συνόλου τών εργαζομένων
στην απεργία υπάρχει π χ. στίς μορφές τής εναλλασσόμενης απερ­
γίας Στή μερική απεργία, οταν αυτή έχει σκόπιμα κηρυχθεί μερική,
τό σύνολο τών εργαζομένων συμφωνεί μέ τήν κήρυξη της απεργίας
καί μετέχει στό σχέδιο τής απεργίας πού έχει χαραχθεί άπό τήν ηγε­
σία τών απεργών, υπακούοντας στίς εντολές της Μερική όμως μπο­
ρεί νά είναι ή απεργία καί οταν ενα μέρος άπό τους εργαζομένους
δέν συμφωνεί μέ τήν κήρυξη τής απεργίας, γιά οποιοδήποτε λόγο

26 "Αλλη διάκριση πού μπορεί νά γίνει στά εϊδη τής απεργίας


είναι ανάλογα μέ τους αντιπάλους Διακρίνουμε τήν απεργία ανάλο­
γα μέ τά πρόσωπα πού κήρυξαν τήν απεργία, ανάλογα μέ τό αν ειδο­
ποιήθηκε γιά τήν κήρυξη της ό κοινωνικός αντίπαλος, ανάλογα μέ τά
πρόσωπα γιά τά όποια κηρύχθηκε καί διεξάγεται ή απεργία κλπ.
'Ανάλογα μέ τά πρόσωπα πού κήρυξαν τήν απεργία, αυτή διακρί­
νεται σέ συνδικαλιστική ή οργανωμένη ή επίσημη καί σέ αδέσποτη ή
μή οργανωμένη ή ανεπίσημη ή άγρια απεργία. Στην πρώτη περίπτωση
ή απεργία αποφασίζεται καί κηρύσσεται άπό τή νόμιμα αναγνωρισμέ­
νη συνδικαλιστική οργάνωση τών εργαζομένων, ένώ στή δεύτερη
αποφασίζεται καί κηρύσσεται άπό έναν όμιλο εργαζομένων, χωρίς τή
συγκατάθεση ή παρά τήν αντίθεση τής συνδικαλιστικής οργανώσεως
ή, τέλος, οταν οι εργαζόμενοι δέν είναι οργανωμένοι σέ συνδικαλι­
στικό σωματείο
39

27. 'Ανάλογα μέ τό αν γιά τήν πρόθεση των εργαζομένων νά κη­


ρύξουν απεργία έχει ειδοποιηθεί ό εργοδότης ή άλλος, τρίτος, π.χ.
κάποια κρατική ή άλλη αρχή, ή απεργία διακρίνεται σέ απεργία κατό­
πιν προειδοποιήσεως καί σέ αιφνιδιαστική. Στην πρώτη, οι εργαζόμε­
νοι υποβάλλουν στον εργοδότη ή σέ κάποια κρατική αρχή τά αιτήμα­
τα τους, ενδεχόμενα αναμένουν, οικειοθελώς ή υποχρεωτικά, διότι
έτσι πιθανό νά απαιτείται άπό τό νόμο, νά παρέλθει ορισμένο χρονικό
διάστημα, καί αν ό εργοδότης ή ό κοινωνικός αντίπαλος δέν ικανο­
ποιήσει τά αιτήματα τους, τότε κηρύσσουν τήν απεργία. Στην αιφνι­
διαστική απεργία ό εργοδότης αιφνιδιάζεται, πληροφορούμενος τά
αιτήματα των απεργών συγχρόνως μέ τήν κήρυξη της απεργίας, κα­
θώς οι διατυπώσεις προειδοποιήσεως δέν ?χουν τηρηθεί

28. 'Ανάλογα μέ τόν αντίπαλο κατά του όποιου στρέφεται, ή


απεργία διακρίνεται σέ απεργία γιά τήν ικανοποίηση ιδίων συμφερόν­
των τών απεργών, οπού αντίπαλος κατά τοϋ οποίου στρέφεται ή
απεργία, είναι εκείνος πού αρνείται νά ικανοποιήσει τά αιτήματα τών
απεργών, καί σέ απεργία συμπαθείας ή αλληλεγγύης 'Απεργία αλλη­
λεγγύης υπάρχει όταν τά αιτήματα τών απεργών δέν άφοροϋν τους
'ίδιους τους απεργούς, άλλα άλλους, τά αιτήματα τών οποίων προ­
σπαθούν νά εξαναγκάσουν σέ ικανοποίηση ο'ι απεργοί Στην απεργία
συμπαθείας ή αλληλεγγύης αντίπαλος δέν είναι ό εργοδότης τών
απεργών, άλλα ό εργοδότης τών απεργών εκείνων, τους οποίους θέ­
λουν νά υποστηρίξουν οι απεργοί αλληλεγγύης Πρέπει έδώ νά τονι­
σθεί ότι ή απεργία αλληλεγγύης είναι παρεπόμενη, μέ τήν έννοια ότι
οι εργαζόμενοι πού διεκδικούν τήν ικανοποίηση τών δικών τους αιτη­
μάτων πρέπει νά απεργούν καί ο'ι 'ίδιοι, αλλιώς ή απεργία αλληλεγ­
γύης δέν είναι νοητή.

29. "Αλλη διάκριση πού μπορεί νά γίνει στό φαινόμενο της απερ­
γίας, έκτος άπό τίς μορφές καί τά εϊδη της, είναι ή διάκριση μέ κριτή­
ριο τό νόμιμο ή παράνομο της απεργίας, κριτήριο πού χαρακτηρίζει
ολα τά εϊδη καί όλες τίς μορφές απεργίας. Πραγματικά, ό νόμος μέ
40

τήν ευρεία — ή ουσιαστική — έννοια — δηλαδή καί τό Σύνταγμα —


είναι δυνατό νά περιορίζει τήν αναγνώριση του δικαιώματος της
απεργίας καί νά καθορίζει τους σκοπούς, τήν έκταση καί τίς μορφές
μέ τίς όποιες τό δικαίωμα αυτό μπορεί νά ασκηθεί καί νά αναγνωρίζε­
ται ώς νόμιμο Ό νομοθέτης — συνταγματικός ή κοινός — είναι δυ­
νατό νά απαγορεύει π χ τήν πολιτική απεργία, αναγνωρίζοντας ώς
νόμιμη μόνο τήν επαγγελματική, νά αναγνωρίζει μόνο τήν απεργία
πού κηρύσσεται άπό τίς συνδικαλιστικές οργανώσεις τών εργαζομέ­
νων αγνοώντας έτσι καί στερώντας από τήν προστασία του τήν αδέ­
σποτη απεργία ή, τέλος, νά απαγορεύει τήν προσφυγή σέ ορισμένες
μορφές απεργίας πού θεωρεί ότι έχουν πολύ βαρείες συνέπειες γιά
τό κοινωνικό σύνολο, π χ τήν εναλλασσόμενη απεργία 'Οφείλουμε
έδώ νά υπενθυμίσουμε όσα ε'ίπαμε γιά τά νόμιμα καί παράνομα μέσα
εξαναγκασμού τών αντιπάλων προς αποδοχή τών αιτημάτων τών ερ­
γαζομένων 51 καί νά διευκρινίσουμε οτι. ένώ στην περίπτωση πού εξε­
τάζαμε έκεϊ τά μέσα πιέσεως ενδιέφεραν γιά νά εξετασθεί αν εμπί­
πτουν στην έννοια της απεργίας έδώ ή παραδοχή τής έννοιας της
απεργίας είναι αναμφισβήτητη καί κηρύσσεται παράνομη ή πραγμα­
τοποίηση τής απεργίας Ή διαφορά είναι προφανής Όταν τά μέσα
εξαναγκασμού είναι παράνομα, ή ενέργεια τών εργαζομένων δέν
θεωρείται απεργία καί γιά νά θεωρηθεί, πρέπει νά αλλάξουν οί αντι­
λήψεις τών θεωρητικών γιά τήν έννοια τής απεργίας, ένώ οταν ή
απεργία είναι παράνομη, άρκεΐ, γιά νά θεωρηθεί επιτρεπτή, νά αλλά­
ξει ή νομοθεσία καί νά καταργηθεί ό νόμος πού χαρακτηρίζει τήν
απεργία παράνομη, πράγμα πολύ ευκολότερο στή σημερινή εποχή
τών έντονων πολιτικοκοινωνικών μεταβολών, πού προϋποθέτουν
απλώς μεταβολή τοϋ συσχετισμού τών δυνάμεων, καί οπωσδήποτε
πολύ ευκολότερο άπό τό νά μεταβληθούν οί αντιλήψεις τών θεωρητι­
κών γιά τήν έννοια τής απεργίας

51 Βλ παραπάνω παραγρ 20
41

VI. Κριτική των δοθέντων ορισμών.


Προτεινόμενος ορισμός της απεργίας

30 'Αφού εξετάσαμε τά εϊδη καί τίς μορφές τοϋ φαινομένου της


απεργίας άπό τήν ανάλυση των οποίων προκύπτει, νομίζουμε, καί ή
δική μας θέση στά διάφορα προβλήματα πού παρουσιάζονται άπό
θεωρητική άποψη, είναι καιρός νά επανέλθουμε στην αρχή, κάνοντας
μία συνοπτική κριτική των ορισμών πού έδωσαν οι διάφοροι θεωρητι­
κοί γιά τήν απεργία, ύπό τό φως τής έρευνας καί της αναλύσεως πού
ακολούθησε Από τήν κριτική αυτή θά πάρουμε όσα στοιχεία άπό
τους ορισμούς νομίζουμε ορθά καί σύμφωνα μέ τή σύγχρονη έννοια
τής απεργίας, θά απορρίψουμε όσα νομίζουμε εσφαλμένα, περιττά ή
μή ανταποκρινόμενα στή σημερινή έννοια τοϋ φαινομένου καί θά
διαμορφώσουμε .έναν ορισμό, πού θά διατυπώσουμε σάν
προτεινόμενο
Κατ' αρχήν, νομίζουμε οτι πρέπει νά απορρίψουμε στους διάφο­
ρους ορισμούς τους ορούς «διακοπή τής εργασίας» ή «παύση τής
εργασίας» καί νά προτιμήσουμε τόν öpo «αναστολή», σάν ανταποκρι­
νόμενο στή σύγχρονη έννοια τής απεργίας Οι όροι «διακοπή» καί
«παύση» μπορεί νά εκληφθούν σάν οριστική ρήξη των απεργών μέ
τόν εργοδότη τους καί σάν οριστική διάλυση τής συμβάσεως εργα­
σίας μεταξύ απεργών καί εργοδότη, ένώ, όπως εϊδαμε, στή σύγχρονη
εμφάνιση της ή απεργία απλώς αναστέλλει τά δικαιώματα καί τίς υπο­
χρεώσεις πού απορρέουν άπό τή σύμβαση εργασίας, κυρίως, δηλαδή,
τήν υποχρέωση τών εργαζομένων νά παράσχουν τήν εργασία τους
'Αλλά, όπως επίσης εϊπαμε, στή σύγχρονη έννοια τής απεργίας οι ερ­
γαζόμενοι δέν χρησιμοποιούν σάν μέσο πιέσεως μόνο τήν αναστολή
τής παροχής τής εργασίας τους, άλλα καί τή μή προσήκουσα— βάσει
τής συμβάσεως ή τών συναλλακτικών ηθών — παροχή τής εργασίας
τους πχ στην περίπτωση τής λευκής απεργίας ή τής απεργίας
ζήλου
Πρέπει ακόμα νά μή θέσουμε στον ορισμό τής απεργίας περιορι­
σμούς όσον άφορα τους σκοπούς πού επιδιώκει ή απεργία Πολλοί
ορισμοί περιέχουν τόν öpo οτι ή απεργία πρέπει νά αποσκοπεί στην
42

ικανοποίηση επαγγελματικών διεκδικήσεων των εργαζομένων, ένώ εί­


δαμε οτι ή απεργία μπορεί κάλλιστα νά έχει πολιτικά κίνητρα καί επι­
διώξεις. 'Επίσης δέν είναι ακριβές σέ πολλούς ορισμούς τό σημείο
οπού γίνεται λόγος γιά εξαναγκασμό ή άσκηση πιέσεως κατά τοϋ ερ­
γοδότη, άφοϋ είναι δυνατόν ή απεργία νά αποσκοπεί σέ άσκηση πιέ­
σεως κατά της πολιτικής εξουσίας 'Ορθότερο είναι νά γίνεται λόγος
περί κοινωνικού αντιπάλου 52 , ώστε νά περιλαμβάνονται καί οι δύο αυ­
τές περιπτώσεις
"Ετσι, παίρνοντας όσα κοινά στοιχεία αποδεχόμαστε άπό τους
ορισμούς πού έχουν δοθεί καί απορρίπτοντας άλλα προς τά όποια
δέν συμφωνούμε, θά αποπειραθούμε νά δώσουμε έναν ορισμό, σύμ­
φωνο προς τίς σύγχρονες εξελίξεις τής έννοιας τής απεργίας, πού νά
περιέχει τά αναγκαία στοιχεία τής απεργίας καί νά είναι ταυτόχρονα
τόσο ευρύς, ώστε νά περιλαμβάνει όλες τίς σύγχρονες μορφές απερ­
γίας καί όλα τά εϊδη της, όπως αναλύθηκαν παραπάνω

31 Κατά τή γνώμη μας, απεργία είναι ή συλλογική καί προσυνεν-


νοημένη αναστολή τής παροχής εργασίας ή τής προσήκουσας παρο­
χής εργασίας έκ μέρους τών εργαζομένων, μέ σκοπό νά ασκήσουν
πίεση στον κοινωνικό τους αντίπαλο καί νά τόν εξαναγκάσουν έτσι νά
αποδεχθεί τά αιτήματα τους

VII. Περιορισμός τοϋ θέματος

32. "Οπως αναφέρεται στον τίτλο τής διατριβής, ή μελέτη άφορα


τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων. Θά πρέπει λοιπόν νά
προσδιορισθεί ή έννοια τοϋ όρου αύτοϋ. Τό άρθρο 1 παρ. 2 τοϋ
ισχύοντος 'Υπαλληλικού Κώδικα (Π.Δ. 611/1977) παρέχει ενα νομοθε­
τικό ορισμό, πού διευκολύνει πολύ τό έργο εκείνου πού ασχολείται
μέ την ερμηνεία καί εφαρμογή τοϋ 'Υπαλληλικού Κώδικα καί συμπί­
πτει μέ οσα διδάσκουν οι θεωρητικοί, γι' αυτό θεωρείται ακριβής καί

52 Ό ρ ο πού χρησιμοποιούν oi A Hueck — HC Nipperdey, οπ παρ . σελ


908
43

γίνεται γενικά αποδεκτός στή χώρα μας. Σύμφωνα μέ τόν ορισμό αυ­
τόν, «δημόσιοι υπάλληλοι (καί υπάλληλοι νομικού προσώπου δημο­
σίου δικαίου) είναι τά έμμεσα, έμμισθα όργανα του Κράτους (ή του
νομικού προσώπου, αντιστοίχως), τά διατελούντα έν προαιρετική,
άμέσω, υπηρεσιακή καί πειθαρχική προς αυτό σχέσει».
Όπως παρατηρούμε, στον ορισμό αυτόν περιλαμβάνονται καί οι
υπάλληλοι των Ν.Π.Δ Δ., οι όποιοι εξομοιώνονται πλέον μέ τους δη­
μόσιους υπαλλήλους όσον άφορα τά θέματα τής υπηρεσιακής τους
καταστάσεως Κοινή είναι καί ή ρύθμιση των σχετικών μέ τό δικαίωμα
τής απεργίας θεμάτων, τόσο γιά τους δημόσιους υπαλλήλους όσο καί
γιά τους υπαλλήλους τών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου,
όπως προκύπτει από τίς διατάξεις τών άρθρων 1 παρ. 1 καί 5 παρ 1
τού Ν. 643/1977
33 Παρατηρούμε επίσης ότι, όπως είναι διατυπωμένος ό ορισμός
τού άρθρου 1 παρ 2 τού Υπαλληλικού Κώδικα, μπορεί νά καλύψει
ευρύτερο πεδίο από ο,τι εννοούμε συνήθως μέ τή χρησιμοποίηση
τού όρου «δημόσιοι υπάλληλοι» Στον ορισμό τού Νόμου τό βάρος
πέφτει στους όρους «έμμεσα, έμμισθα όργανα διατελούντα έν προαι­
ρετική, άμέσω, υπηρεσιακή καί πειθαρχική σχέσει». Οι όροι αυτοί κα­
λύπτουν, έκτος άπό τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους, γιά
τους οποίους έχει εφαρμογή ό 'Υπαλληλικός Κώδικας, καί τους στρα­
τιωτικούς υπαλλήλους, τους αξιωματικούς καί τους μόνιμους υπαξιω­
ματικούς, καθώς καί τους αξιωματικούς καί άνδρες τών Σωμάτων
'Ασφαλείας, αφού καί όλοι αυτοί πού αναφέραμε παραπάνω είναι
«έμμεσα, έμμισθα όργανα τού Κράτους διατελούντα έν προαιρετική
(αφού διάλεξαν τό επάγγελμα τού στρατιωτικού ή τού αστυνομικού
π.χ., ελεύθερα, χωρίς νά τους υποχρεώσει κανένας), άμέσω, υπηρε­
σιακή καί πειθαρχική (εντονότατη μάλιστα) προς αυτό σχέσει» Καλύ­
πτει ακόμα ό ορισμός τού νόμου τους δικαστικούς λειτουργούς,
αφού καί ώς προς αυτούς συντρέχουν έν μέρει οι όροι τού νόμου (τό
στοιχείο τού έμμεσου οργάνου συντρέχει ώς προς τους δικαστικούς
λειτουργούς, μολονότι δέν συντρέχει όταν οι τελευταίοι συγκροτούν
τά δικαστήρια σάν ανεξάρτητα όργανα τής Πολιτείας, αμφίβολο έπί-
44

σης είναι άν συντρέχει τό στοιχείο της υπηρεσιακής ιεραρχικής σχέ­


σεως), καί τους καθηγητές των 'Ανώτατων 'Εκπαιδευτικών 'Ιδρυμά­
των, τους οποίους τό Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ. 6) αποκαλεί δημό­
σιους λειτουργούς. 'Από τήν απαρίθμηση των κατηγοριών, τίς όποιες
μπορεί νά περιλάβει ή διάταξη τοϋ άρθρου 1 παρ. 2 τοϋ 'Υπαλληλικού
Κώδικα, φαίνεται άτι όλες αυτές οι κατηγορίες οργάνων τοϋ Κράτους
είναι, μέ ευρεία έννοια, δημόσιοι υπάλληλοι 'Εκείνο πού προέχει σέ
όλους, είναι ή υπαγωγή τους καί ή ρύθμιση της υπηρεσιακής τους
καταστάσεως άπό τό δημόσιο δίκαιο Συνεπώς, ή ερευνά μας θά επε­
κταθεί, τόσο στά ισχύοντα στην 'Ελλάδα, άσο καί στά ισχύοντα στό
εξωτερικό, σέ όλους όσοι συνδέονται μέ τό Δημόσιο μέ σχέση δημό­
σιου δικαίου καί παρέχουν σ' αυτό τήν εργασία τους, καθιστάμενοι
όργανα τοϋ Κράτους
34 'Από όσα αναφέραμε παραπάνω γίνεται ακόμα φανερό ότι ή
διατριβή αυτή δέν θά καλύψει τήν εξέταση τοϋ δικαιώματος απερ­
γίας τών εργαζομένων στο Δημόσιο καί τά νομικά πρόσωπα δημόσιου
δικαίου μέ σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, παρά μόνο παρεμπι­
πτόντως καί μόνο όσον άφορα τά ισχύοντα στην Ελλάδα, όπου τό
δικαίωμα απεργίας τών εργαζομένων αυτών ρυθμίζεται άπό τό Ν. 330/
1976. ό όποιος ρυθμίζει καί τό δικαίωμα προσφυγής σέ απεργία όλων
τών άλλων εργαζομένων, έκτος άπό τους δημόσιους υπαλλήλους καί
τους υπαλλήλους νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου Δέν θά κα­
λύψει ακόμα ή διατριβή αυτή τήν έρευνα τοϋ δικαιώματος απεργίας
τών άλλων κατηγοριών εργαζομένων πού αναφέρονται στή διάταξη
του άρθρου 23 παρ 2 τοϋ ισχύοντος Συντάγματος, σάν δυνάμενοι νά
υποστούν περιορισμούς στην άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας
(«προσωπικόν τών πάσης μορφής επιχειρήσεων δημοσίου χαρακτή-
ρος ή κοινής ωφελείας, ή λειτουργία τών οποίων έχει ζωτικήν σημα-
σίαν διά τήν έξυπηρέτησιν βασικών αναγκών τοϋ κοινωνικού συνό­
λου»), ή ρύθμιση τοϋ όποιου γίνεται επίσης άπό τό Ν. 330/1976 καί
όχι άπό τό Ν 643/1977 Τό προσωπικό αυτό γιά τό όποιο γίνεται λό­
γος στό Σύνταγμα μπορεί νά καλύψει τήν έννοια τής «δημόσιας υπη­
ρεσίας», όπως τήν εννοούν ο'ι Γάλλοι μέ τόν ορο service public καί οι
45

Γερμανοί μέ τόν öpo öffentlicher Dienst, άλλα ή ανάλυση της έννοιας


αυτής, καθώς καί τό τί μπορεί νά θεωρηθεί οτι υπάγεται στην έννοια
της δημόσιας υπηρεσίας, είναι τεράστιο θέμα, γιά τό όποιο έχουν χυ­
θεί ποταμοί μελάνης καί γιά τό όποιο πρέπει νά ασχοληθεί κανείς
αυτοτελώς καί όχι παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια της μελέτης άλλου
θέματος. Γι' αυτό, γιά νά μήν εμπλακούμε δηλαδή στά προβλήματα
πού ανακύπτουν από τήν έννοια της δημόσιας υπηρεσίας καί τό περι­
εχόμενο της, θά αποφεύγουμε όσο είναι δυνατό τή χρησιμοποίηση
του öpou «δημόσια υπηρεσία» καί θά τόν χρησιμοποιούμε μόνο
όπου υπάρχει σέ νομοθετικά ή άλλα παρόμοια κείμενα. Τό μόνο
πράγμα πού μπορεί νά λεχθεί γιά νά διευκολύνει τήν έρευνα μας,
όταν είναι αναγκαίο νά χρησιμοποιήσουμε τόν όρο «δημόσια υπηρε­
σία», είναι ή θεμελιώδης διάκριση μεταξύ δημόσιας υπηρεσίας ύπό
οργανική έννοια καί δημόσιας υπηρεσίας ύπό λειτουργική έννοια
"Ετσι, δημόσια υπηρεσία ύπό λειτουργική έννοια είναι «ή δραστηριό-
της των δημοσίων νομικών προσώπων, ή οποία έχει ώς άντικείμενον
τήν παροχήν αγαθών ή υπηρεσιών προς τους διοικούμενους διά τήν
ίκανοποίησιν ώρισμένων βασικών αναγκών αυτών, καθοριζομένων
εκάστοτε ύπό της έννομου τάξεως», ένώ δημόσιες υπηρεσίες ύπό
οργανική έννοια είναι «οι έκ φυσικών προσώπων καί περιουσιακών
μέσων οργανωτικοί σχηματισμοί του Κράτους καί των άλλων δημο­
σίων νομικών προσώπων, διά τών οποίων ταύτα επιδιώκουν τήν πραγ­
ματοποίησα τών σκοπών των, δι' ασκήσεως κατ' αρχήν δημοσίας
εξουσίας» 5 3 . "Οταν λοιπόν θά συναντάμε τόν öpo «δημόσια υπηρε­
σία» σέ νομοθετικά κείμενα τών χωρών, τών όποιων θά ερευνήσουμε
τό δίκαιο στό θέμα της απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων ή όταν ή
χρησιμοποίηση του όρου αύτοϋ δέν μπορεί έκ τών πραγμάτων νά
αποφευχθεί, θά διευκρινίζουμε μέ ποια άπό τίς δύο παραπάνω έν­
νοιες χρησιμοποιείται

53 Βλ τους δύο ορισμούς εις Ε Σπηλιωτόπουλον Έγχειρίδιον Διοικητι­


κού Δικαίου 'Αθήναι 1977 σελ 26
46

35 "Ωστε, ανακεφαλαιώνοντας, ή διατριβή αυτή θά ασχοληθεί


μόνο μέ τή μελέτη του δικαιώματος απεργίας των δημόσιων υπαλλή­
λων, δηλαδή των συνδεόμενων προς τό Κράτος μέ σχέση δημόσιου
δικαίου, καθώς καί όσων νομοθετικά εξομοιώνονται μέ αυτούς, πρώ­
τα στίς ξένες χώρες πού αναφέραμε στην αρχή καί κατόπιν στην
Ελλάδα
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΠΑΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ


ΣΕ ΞΕΝΑ ΚΡΑΤΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ A'

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΠΑΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ

Ι. Έννοια τοϋ δημόσιου υπαλλήλου στό γαλλικό δίκαιο

36 Όπως είπαμε στην Εισαγωγή 1 , αντικείμενο της διατριβής αυ­


τής δέν είναι τό δικαίωμα απεργίας οτίς δημόσιες υπηρεσίες, αλλά τό
δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων, δηλαδή των υπαλλή­
λων εκείνων πού εξασφαλίζουν τήν λειτουργία των οργάνων τοϋ Κρά­
τους καί των οποίων ή σχέση προς αυτό ρυθμίζεται άπό τό δημόσιο
δίκαιο, καθώς καί τό δικαίωμα απεργίας προσώπων πού νομοθετικά
εξομοιώνονται μέ δημόσιους υπαλλήλους. Έτσι, πρίν εισέλθουμε
στην εξέταση τού προβλήματος τής απεργίας των δημόσιων υπαλλή­
λων στή Γαλλία, πρέπει αναγκαία νά προσδιορίσουμε τήν έννοια τοϋ
δημόσιου υπαλλήλου στό γαλλικό δίκαιο καί, κατά συνέπεια, τήν
έκταση πού θά λάβει ή ανάπτυξη τοϋ θέματος τής απεργίας στην
εργασία αυτή

37. Στή Γαλλία, τό προσωπικό πού στελεχώνει τή Διοίκηση


αποτελείται άπό πρόσωπα των οποίων ή σχέση μέ τή Διοίκηση
ρυθμίζεται άπό τό δημόσιο δίκαιο καί από πρόσωπα πού προσλαμβά­
νονται καί διέπονται άπό κανόνες τοϋ ιδιωτικού δικαίου 2 . Γίνεται
φανερό ότι τά τελευταία βρίσκονται εξω άπό τή μελέτη τοϋ θέματος

1 Βλ παραπάνω παραγρ 32, 34


2 Βλ A de Laubadère, Traité élémentaire de droit administratif, 2ος τό­
μος. 5η εκδ . 1970, σελ 16 έπ

4
50

πού γίνεται έδώ. Όσον άφορα τό προσωπικό πού διέπεται από τό


δημόσιο δίκαιο, χρησιμοποιείται ό όρος agents publics (θά τόν μετα­
φράσουμε: δημόσια όργανα). Τά δημόσια όργανα διακρίνονται παρα­
πέρα σέ όργανα πού δέν είναι δημόσιοι υπάλληλοι καί σέ δημόσιους
υπαλλήλους (fonctionnaires publics). Ή ανάλυση του θέματος πού θά
γίνει στη μελέτη αύτη θά περιλάβει τά δημόσια όργανα καί όχι μόνο
τους δημόσιους υπαλλήλους μέ στενή έννοια. Ή γνώση της έννοιας
του δημόσιου υπαλλήλου γίνεται ύστερα άπό αυτό απαραίτητη γιά νά
προσδιορισθεί κατ' επέκταση καί ή έννοια τοΰ δημόσιου οργάνου,
πού είναι ευρύτερη άπό αυτή τού δημόσιου υπαλλήλου, καί διότι
υπάρχουν κανόνες οί όποιοι, μολονότι θεσπίσθηκαν γιά τους δημόσι­
ους υπαλλήλους, ισχύουν καί γιά τά δημόσια όργανα καί ακόμα διότι
υπάρχουν νόμοι, π.χ. ό γαλλικός Ποινικός Κώδικας, πού
χρησιμοποιούν τόν όρο «δημόσιοι υπάλληλοι», θέλοντας νά
υποδηλώσουν τά δημόσια όργανα 3 .

38. Σύμφωνα μέ τόν Duguit «δημόσιος υπάλληλος είναι κάθε όρ­


γανο πού μετέχει κατά τρόπο διαρκή καί κανονικό ατή λειτουργία
μιας δημόσιας υπηρεσίας, οποιοσδήποτε καί αν είναι κατ' αρχήν ό
χαρακτήρας των πράξεων πού κάνει» 4 . Σύμφωνα μέ τή νομολογία τού
Conseil α" Etat (στό έξης γιά συντομία: CE.) «δημόσιος υπάλληλος
είναι τό πρόσωπο πού κατέχει μία μόνιμη εργασία (investi d' un
emploi permanent) στά πλαίσια μιας δημόσιας υπηρεσίας»5. Ό ορι­
σμός αυτός αποτέλεσε τή βάση τοΰ ορισμού πού έχει τεθεί στό
όρθρο 1 τοΰ γαλλικού Καταστατικού Χάρτη των υπαλλήλων τού 1959
καί τοΰ προϊσχύσαντος τού 1946. Σύμφωνα μέ τους ορισμούς τοΰ
όρθρου αύτοΰ, «ό παρών Καταστατικός Χάρτης εφαρμόζεται στά
πρόσωπα, τά όποια, διοριζόμενα σέ μία μόνιμη εργασία (emploi
permanent), είναι κάτοχοι ενός βαθμού τής ιεραρχίας των κεντρικών
διοικήσεων τοΰ Κράτους».
Άπό τους ορισμούς αυτούς προκύπτει ότι δύο είναι τά κύρια
στοιχεία πού συγκροτούν τήν έννοια τοΰ δημόσιου υπαλλήλου: ή
μονιμότητα τής εργασίας καί ή ενσωμάτωση σέ μία διοικητική ιεραρ­
χία καί ένα τρίτο στοιχείο πού προστέθηκε άπό τή νομολογία τού CE.,
ό τύπος τής δημόσιας υπηρεσίας στην οποία μετέχει ό υπάλληλος.

3 A de Laubadère, on παρ , σελ 19


4 L Duguit, Manuel de droit constitutionnel, Paris, 1907, σελ 416
5 Βλ A de Laubadère, on παρ , σελ. 20
51

Εκείνοι άπό τους υπηρετούντες στή Δημόσια Διοίκηση ατούς


οποίους δέν συντρέχει ενα άπό τά τρία παραπάνω στοιχεία, όμως ή
κατάσταση τους καί οι σχέσεις τους μέ τό Κράτος ρυθμίζονται άπό τό
δημόσιο δίκαιο, χαρακτηρίζονται δημόσια όργανα. Δημόσια όργανα
θά πρέπει επίσης νά χαρακτηρισθούν εκείνοι στους οποίους δέν
εφαρμόζεται ό γενικός Καταστατικός Χάρτης των υπαλλήλων,
δηλαδή οι δικαστές της τακτικής δικαιοσύνης, οι στρατιωτικοί, τό
προσωπικό των υπηρεσιών καί δημόσιων ιδρυμάτων του Κράτους πού
παρουσιάζουν χαρακτήρα βιομηχανικό ή εμπορικό καί τό προσωπικό
των κοινοβουλευτικών σωμάτων, σύμφωνα με τό άρθρο 1 παρ. 2 του
Καταστατικού Χάρτη τού 19596.

39. Μετά τίς εννοιολογικές αυτές διευκρινίσεις, απαραίτητες γιά


τόν προσδιορισμό τού πεδίου πού θά ερευνήσουμε, θά εισέλθουμε
στην εξέταση τού δικαιώματος απεργίας πού απολαύουν τά δημόσια
οργαναικαίΐοί δημόσιοι υπάλληλοι. Ή ερευνά μας θά χωρισθεί σέ δύο
τμήματα: στην εξέταση τού θέματος πρίν άπό τό 1946 καί στην εξέ­
ταση τού δικαιώματος απεργίας άπό τό 1946 καί έπειτα. Ό διαχωρι­
σμός μέ βάση τό έτος οφείλεται στίς σημαντικότατες αλλαγές,
πολιτικές καί νομικές, πού συνέβησαν μετά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
καί ιδίως τό έτος εκείνο, όπως θά δούμε παρακάτω.

II. Ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων πρό τοϋ 1946

40. Άπό τίς αρχές τού αιώνα μας, οι κοινωνικές ζυμώσεις στή
Γαλλία είχαν ενταθεί, σέ σημείο ώστε νά μήν αφήσουν ανεπηρέα­
στους καί έξω άπό τό πεδίο τών κοινωνικών αγώνων τους δημόσιους
υπαλλήλους, μία κοινωνική τάξη, δηλαδή, πού θεωρούνταν — καί σέ
μεγάλο βαθμό ήταν — ή έκφραση καί τό στήριγμα τής αστικής
κοινωνίας, κατά τής οποίας εβαλλαν καί μάχονταν ή εργατική τάξη
καί οι σοσιαλιστές τής εποχής εκείνης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι διεκδι­
κούσαν καί αυτοί τό συνδικαλιστικό δικαίωμα καί τό συνδεόμενο μαζί
του δικαίωμα απεργίας, ζητώντας τήν υπαγωγή τους στίς διατάξεις
τού Νόμου τού 1884 περί επαγγελματικών συνδικάτων, πού επέτρεπε
στους εργάτες νά απεργούν, καταργώντας τό αδίκημα τής coalition

6 Βλ A de Laubadère, οπ παρ., σελ. 31.


52

πού προέβλεπε τό άρθρο 416 του Code Pénal7. Ποιο ήταν όμως
εκείνη την εποχή τό γενικότερο νομοθετικό πλαίσιο γύρω άπό τό
πρόβλημα τού δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλισμού καί τής
διεκδικήσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας,
Διάταξη νόμου πού νά απαγορεύει στους δημόσιους υπαλλήλους
τήν απεργία δέν υπήρχε. Οι μόνες διατάξεις πού μπορούσαν κάπως
νά φωτίσουν τό πρόβλημα ήσαν δύο άρθρα τοϋ Code Pénal: Τό
άρθρο 126 πού τιμωρούσε τή συλλογική υποβολή παραιτήσεως έκ μέ­
ρους δημόσιων οργάνων καί τό άρθρο 123 πού τιμωρούσε «κάθε συν­
εννόηση σέ μέτρα αντίθετα στους νόμους ασκούμενη είτε μέ τήν
ένωση ατόμων ή σωμάτων πού διαθέτουν μέρος της δημόσιας εξου­
σίας, είτε μέ αντιπροσωπεία ή αλληλογραφία μεταξύ τους»8. Ή πρώ­
τη διάταξη, λόγω μή συνδρομής των στοιχείων τής αντικειμενικής
υποστάσεως τοϋ εγκλήματος πού προέβλεπε τό άρθρο 126 τού Code
Pénal, σέ συνδυασμό μέ τήν αρχή τής στενής ερμηνείας τών ποινικών
νόμων, κρινόταν ανεφάρμοστη άπό τά δικαστήρια στην περίπτωση
τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων. Οι θεωρητικοί επίσης, μέ
μοναδική εξαίρεση τόν L Duguit, πού υποστήριζε τή δυνατότητα ε­
φαρμογής τού άρθρου 126 τού Code Pénal κατά τών απεργών δημό­
σιων υπαλλήλων, συμφωνούσαν μέ τήν ομόφωνη άποψη τής νομο­
λογίας Τό άρθρο 123 είναι πολύ αόριστο γιά νά μπορεί νά
εφαρμοσθεί. Ποια είναι τά μέτρα τά αντίθετα προς τους νόμους, πού
προβλέπει σάν προϋπόθεση του, στην περίπτωση απεργίας τών δημό­
σιων υπαλλήλων, άφοϋ δέν υπάρχει νόμος πού νά απαγορεύει καί νά
κηρύσσει παράνομη τήν απεργία τους 9 ;

41. Έτσι είχαν τά πράγματα μέχρι τό Μάρτιο τοϋ 1909, οπότε οί


ταχυδρομικοί υπάλληλοι προειδοποίησαν άτι θά κήρυσσαν απεργία.
Στην προειδοποίηση αυτή ή κυβέρνηση απάντησε μέ τήν έκδοση
ενός διατάγματος τής 18 Μαρτίου 1909 πού προέβλεπε τή
δυνατότητα τιμωρίας τών απεργών υπαλλήλων απευθείας μέ απόφα­
ση τού 'Υπουργού, χωρίς νά ληφθεί ή γνώμη τοϋ πειθαρχικού συμ­
βουλίου. Οι ταχυδρομικοί πραγματοποίησαν απεργία καί τό Μάιο τοϋ

7 Θ Αγγελοπούλου Δίκαιον τών πολιτικών υπαλλήλων έν 'Ελλάδι, τεύ­


χος Α' Αθήναι 1913. σελ 223
8 Βλ Long, Weil. Braibant, Les grands arrêts de la jurisprudence admini-
strative 5η εκδ Paris. 1969, σελ 329 έπ
9 Βλ J -Ρ Bouère. Le droit de grève. Paris, 1958, σελ 263 έπ
53

ίδιου έτους, οπότε ή κυβέρνηση απάντησε μέ μέτρα πρωτοφανούς


αυστηρότητας. 'Απέλυσε περίπου 600 ταχυδρομικούς 10 , χωρίς προη­
γουμένως νά τους κοινοποιήσει τόν ατομικό τους φάκελλο
(communication du dossier), όπως προέβλεπε τό άρθρο 65 τοϋ Νόμου
της 22 Απριλίου 1905, γιά τήν περίπτωση απολύσεως (και άλλων
δυσμενών διοικητικών μέτρων) δημόσιου υπαλλήλου. Ορισμένοι άπό
τους απολυθέντες υπέβαλαν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον τοϋ CE.
κατά της πράξεως τοϋ 'Υπουργού πού τους απέλυσε, ισχυριζόμενοι
οτι δέν τηρήθηκε ή διάταξη τοϋ άρθρου 65 τοϋ προαναφερθέντος
Νόμου. Τό CE. εξέδωσε μία άπό τίς σημαντικότερες αποφάσεις στην
ιστορία του. Είναι ή arrêt Winkeil (7 Αυγούστου 1909). Θά παραθέ­
σουμε ολόκληρο τό κείμενο ήης ιστορικής αυτής αποφάσεως, επειδή,
λόγω ελλείψεως νομοθετικής ρυθμίσεως τοϋ θέματος τήν εποχή πού
εκδόθηκε, είναι τό πρώτο επίσημο κείμενο πού αντιμετωπίζει ευθέως
τό πρόβλημα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, κείμενο μέ ισχύ
περίπου νομοθετική, ανάλογη μέ τίς διατάξεις τών πραιτώρων τής
Αρχαίας Ρώμης.

42. "Ελεγε λοιπόν ή απόφαση του CE..


«Λαμβάνοντας υπόψη οτι ή απεργία, αν είναι ένα γεγονός πού
μπορεί νά εμφανισθεί νόμιμα κατά τή διάρκεια τής εκτελέσεως μιας
συμβάσεως εργασίας πού διέπεται από τις διατάξεις τού 'ιδιωτικού
δικαίου, είναι, αντίθετα, όταν απορρέει άπό μία προσυνεννοημένη
άρνηση υπηρεσίας μεταξύ δημόσιων υπαλλήλων, πράξη παράνομη,
ακόμα και όταν δέν θά μπορούσε νά κατασταλεϊ μέ τήν εφαρμογή τοϋ
ποινικού νόμου- ότι, μέ τήν αποδοχή τής απασχολήσεως πού τοϋ
προσφέρθηκε, ό δημόσιος υπάλληλος υπήχθη σέ ολες τίς υποχρεώ­
σεις πού απορρέουν άπό τ/ς ίδιες τίς ανάγκες τής δημόσιας υπηρε­
σίας και αποποιήθηκε ολες τίς ευχέρειες τίς ασυμβίβαστες μέ τή
συνέχεια πού είναι απαραίτητη στην εθνική ζωή- οτι κάνοντας απερ­
γία τά όργανα πού διορίζονται ατή δημόσια υπηρεσία, υπό οποιαδή­
ποτε ονομασία, δέν διαπράττουν μόνο ατομικό πταίσμα, αλλά θέτουν
τά ίδια τόν εαυτό τους, μέ μία συλλογική πράξη, έξω άπό τήν εφαρ­
μογή τών νόμων και κανονισμών πού έχουν εκδοθεί μέ τό σκοπό νά
εγγυώνται τήν άσκηση τών δικαιωμάτων πού απορρέουν γιά τόν
καθένα άπό αυτούς άπό τή σύμβαση δημόσιου δικαίου πού τους ενώ­
νει μέ τή διοίκηση- οτι, στην περίπτωση συλλογικής ή προσυνεννοη-

10 Long, Weil, Braibant. οπ παρ σελ 90


54

μένης εγκαταλείψεως τής δημόσιας υπηρεσίας, ή διοίκηση είναι υπο­


χρεωμένη νά λάβει μέτρα επείγουσας ανάγκης και νά προχωρήσει σέ
άμεσες αντικαταστάσεις.
Λαυβάνοντας υπόψη ότι ό κύριος Winkeil δέν αμφισβητεί ότι ήταν
στον αριθμό των εργατών της υπηρεσίας των ταχυδρομείων πού έκα­
ναν απεργία τό μήνα Μάιο του 1909 και ότι, γιά νά ζητήσει τήν
ακύρωση της αποφάσεως μέ τήν όποια ό Υφυπουργός απάγγειλε τήν
απόλυση του, περιορίζεται νά ισχυρισθεί ότι τό μέτρο αυτό ελήφθη
χωρίς προηγουμένως νά λάβει γνώση του ατομικού του φακέλλου,
σύμφωνα μέ τό άρθρο 65 του Νόμου της 22 'Απριλίου 1905.
Αλλά λαμβάνοντας υπόψη ότι απορρέει από τά παραπάνω ότι,
οποιαδήποτε και άν είναι ή γενικότητα τών όρων του άρθρου αυτού, ò
νομοθέτης δέν μπορούσε νά περιλάβει τήν απεργία σέ μία δημόσια
υπηρεσία στον αριθμό τών περιπτώσεων έν όψει τών όποιων έθέσπισε
τήν προϋπόθεση αυτή...» (Απορρίπτει).

43. Μολονότι κανείς άπό τους θεωρητικούς του Δημόσιου


Δικαίου της εποχής εκείνης δέν είχε αντίθετη γνώμη στό ότι ή απερ­
γία τών δημόσιων υπαλλήλων έπρεπε νά απαγορεύεται 11 , ή απόφαση
αυτή τοϋ CE. δέχθηκε τήν όξεΐα καί έντονη κριτική τους, κυρίως γιά
τή θεωρητική της θεμελίωση καί, κατά δεύτερο λόγο, γιά τίς
συνέπειες της, όσον αφορά τή νομική θέση τών δημόσιων υπαλλήλων
πού απέργησαν. Πρίν όμως προχωρήσουμε στην παράθεση τής κριτι­
κής αυτής, θά εξετάσουμε τίς θέσεις πού αναπτύχθηκαν άπό τους
παράγοντες τής δίκης κατά τήν εκδίκαση τής υποθέσεως:
Θέση πρώτη, πού αναπτύχθηκε άπό τόν επίτροπο τής κυβερνή­
σεως (commissaire du gouvernement) Tardieu στην εισήγηση του
(conclusions) στό CE.· Μέ τήν απεργία, ό δημόσιος υπάλληλος εξέρ­
χεται αυτοδίκαια άπό τή δημόσια υπηρεσία. Μέ τήν απεργία, ό νομι­
κός δεσμός πού ενώνει τους υπαλλήλους μέ τό Κράτος διαρρηγνύε­
ται αυτοδίκαια, όπως συμβαίνει— συνέβαινε τήν εποχή στην οποία
αναφερόμαστε — στίς σχέσεις εργοδότη καί εργαζομένου, σύμφωνα
μέ τή νομολογία τοϋ 'Ακυρωτικού. "Ετσι δέν υπάρχει στην κυριολεξία

11. Βλ G Jèze, Revue du Droit Public, 1909, σελ 500, L. Rolland, Revue
du Droit Public. 1909, σελ 298 έπ, M Hauriou, R Sirey, 1909, III , σελ. 145
55

απόλυση γιά νά μπορεί νά εφαρμοσθεί τό άρθρο 65 του Νόμου του


1905.
Θέση δεύτερη, πού αναπτύχθηκε άπό τόν 'Υπουργό στίς απόψεις
του προς τό CE.: Κάνοντας απεργία, οι δημόσιοι υπάλληλοι παραμέ­
νουν στή δημόσια υπηρεσία, αλλά υποβάλλουν σιωπηρά τίς παραιτή­
σεις τους στον προϊστάμενο της υπηρεσίας- αυτός δικαιούται νά τίς
αποδεχθεί. Ή απόφαση της απολύσεως, αν επέλθει, δέν είναι στην
πραγματικότητα παρά μία αποδοχή παραιτήσεως καί πρέπει σάν τέ­
τοια νά αντιμετωπισθεί.
Θέση τρίτη: Ή σκέψη πού περιέχεται στην απόφαση τοΰ CE.:
Κάνοντας απεργία οι υπάλληλοι παραμένουν στή δημόσια υπηρεσία,
άλλα διαπράττουν πειθαρχικό παράπτωμα· θέτουν τόν εαυτό τους,
μέ μία συλλογική πράξη, εξω άπό τήν εφαρμογή τών νόμων καί κανο­
νισμών πού έχουν εκδοθεί μέ τό σκοπό νά εγγυώνται τήν άσκηση τών
δικαιωμάτων πού απορρέουν γιά τόν καθένα άπό αυτούς άπό τή σύμ­
βαση δημόσιου δικαίου πού τους ενώνει μέ τή διοίκηση.

44. Καί τίς τρεις αυτές θέσεις πού αναπτύχθηκαν στό CE. κατέ­
κριναν οί θεωρητικοί, κυρίως όμως ό G. Jèze12, ό όποιος μέ ευστοχό­
τατες παρατηρήσεις ανέτρεψε τά επιχειρήματα τους, χωρίς ωστόσο
να διαφωνεί ώς προς τήν ουσία του προβλήματος, πού ήταν ότι ή
απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων απαγορεύεται.
Κατά της πρώτης θέσεως του επιτρόπου Tardieu, ό Jèze παρατη­
ρούσε οτι σύμφωνα μέ τους νόμους καί κανονισμούς, ή απαρίθμηση
τών περιπτώσεων τερματισμού της δημόσιας υπαλληλικής σχέσεως
είναι περιοριστική. ΟΊ περιπτώσεις αυτές είναι ό θάνατος, ή αποδοχή
παραιτήσεως, ή απόλυση καί ή συνταξιοδότηση Ή απεργία δέν είναι
ανάμεσα σ' αυτές. Είναι αυθαίρετο νά τήν προσθέσουμε. Τό κυριότε­
ρο όμως επιχείρημα ήταν άλλη: Ή κυβέρνηση δέν απέλυσε όλους
τους απεργούς δημόσιους υπαλλήλους. Ποια είναι ή νομική θέση τών

12 Στό άρθρο του Conséquences d' une grève de fonctionnaires sur leur
condition juridique, Revue du Droit Public, 1909, σελ 494 έπ
56

υπαλλήλων πού δέν απολύθηκαν; Έάν ή απεργία συνεπάγεται τήν


αυτοδίκαιη λύση τοϋ υπαλληλικού δεσμού, πρέπει νά πούμε οτι ο'ι
απεργοί πού δέν απολύθηκαν, ενσωματώθηκαν καί πάλι στη Διοίκηση
αυτοδίκαια (ipso facto) επίσης. 'Αλλά αυτό είναι αντίθετο μέ όλους
τους κανόνες τοϋ δημόσιου δικαίου πού αφορούν τό διορισμό των
δημόσιων υπαλλήλων, αφού είναι γνωστό οτι χρειάζεται νομική πρά­
ξη γιά τό διορισμό ή επαναδιορισμό τους. "Αλλωστε, ποιος ό λόγος νά
επιβληθεί ή ποινή της απολύσεως, έάν οι απεργοί δημόσιοι υπάλλη­
λοι είχαν ήδη χάσει τήν ιδιότητα τους ώς δημόσιων υπαλλήλων μέ
μόνο τό γεγονός της απεργίας; 13 .
Κάνοντας κριτική της δεύτερης θέσεως, αυτής πού υποστήριξε ό
'Υπουργός στίς απόψεις τής Διοικήσεως προς τό CE., ό Jèze υποστη­
ρίζει οτι είναι τελείως αντίθετο μέ τά γεγονότα νά ερμηνεύσουμε τή
δήλωση βουλήσεως του υπαλλήλου περί συμμετοχής σέ απεργία σάν
δήλωση παραιτήσεως. Ό απεργός δημόσιος υπάλληλος δέν έχει τήν
πρόθεση νά εγκαταλείψει οριστικά τήν υπηρεσία αντίθετα εκδηλώνει
τήν πρόθεση του νά παραμείνει. Μέ τήν απεργία, ζητά νά βελτιώσει
τή θέση του ώς υπαλλήλου. Θά έκανε απεργία, αν ήθελε νά εξέλθει
τής υπηρεσίας; Ή απόλυση λοιπόν είναι μία καθαρή απόλυση καί όχι
αποδοχή παραιτήσεως.
Έκεΐ όμως πού ô Jèze επιφυλάσσει τά πιό εύστοχα βέλη τής κρι­
τικής του, είναι ή θέση πού έλαβε τό C Ε μέ τήν απόφαση του. Τό
C Ε ομιλεί γιά μία σύμβαση δημόσιου δικαίου πού ενώνει τόν υπάλ­
ληλο μέ τή Διοίκηση και δημιουργεί δικαιώματα καί υποχρεώσεις. 'Αλ­
λά κανείς δέν μπόρεσε ποτέ νά πει τί είναι ή σύμβαση δημόσιου δι­
καίου άν δέν είναι μία σύμβαση όπως όλες οί άλλες Καί τό σημαντι­
κότερο: από τό ενα μέρος τό CE βεβαιώνει ότι υπάρχουν «νόμοι καί
κανονισμοί πού έχουν εκδοθεί γιά νά εγγυώνται τήν άσκηση τών δι­
καιωμάτων» των υπαλλήλων καί, συνεπώς, τά δικαιώματα αυτά τών
υπαλλήλων απορρέουν άπό νόμους καί κανονισμούς καί οχί από σύμ­
βαση, καί άπό τό άλλο μέρος δηλώνει παρακάτω ότι αυτά τά δικαιώ-

13 Mougin La grève dans les services publics. Rennes, 1943, σελ 117
57

ματα των υπαλλήλων «απορρέουν από τήν σύμβαση δημόσιου δι­


καίου πού τους ενώνει μέ τήν διοίκηση«. "Ας καταλάβει οποίος μπο­
ρεί!, καταλήγει ειρωνικά ο Jèze στην κριτική του γιά τήν προσπάθεια
θεωρητικής θεμελιώσεως πού έκανε τό CE.
Όμως υπάρχει καί άλλο σημείο της αποφάσεως προς τό όποϊο
διαφώνησε ό Jèze: Ή σκέψη της αποφάσεως πού άφορα τήν άρνηση
των εγγυήσεων του άρθρου 65 τοϋ Νόμου τοϋ 1905. Μέ τήν απεργία,
δηλώνει τό C Ε., οι υπάλληλοι τίθενται εξω άπό τήν εφαρμογή των
νόμων καί κανονισμών πού τους παρέχουν εγγυήσεις. Ό Jèze δέν
παραδέχεται τήν άποψη αυτή. Δέν υπάρχει στό γαλλικό δίκαιο, παρα­
τηρεί, ό θεσμός τοϋ έκτος νόμου (outlaw). Ol εξουσίες των προϊστα­
μένων τών δημόσιων υπηρεσιών δέν είναι άλλες άπό εκείνες πού ρη­
τά ορίζουν οι νόμοι. Ή αυστηρή τήρηση τους είναι ή εγγύηση τών
ατομικών ελευθεριών. "Αν λοιπόν ό νόμος περιορίζει τήν πειθαρχική
εξουσία τών προϊσταμένων σέ όλες τίς περιπτώσεις μέ τήν υποχρέω­
ση της γνωστοποιήσεως τοϋ ατομικού φακέλλου, μάταια προσπαθεί
κανείς νά βρει τρόπους καί δικαιολογίες γιά νά μήν τηρήσει τήν υπο­
χρέωση αυτή. Έξ άλλου, ή επιλογή εκείνων άπό τους απεργούς πού
απέλυσε ή κυβέρνηση, έναντι άλλων πού δέν απολύθηκαν, έγινε καί
έν όψει τών δεδομένων του ατομικού τους φακέλλου 1 4 καί συνεπώς
ή μή γνωστοποίηση τοΰ φακέλλου στερεί άπό τόν υπάλληλο τή δυνα­
τότητα νά υπερασπίσει τόν εαυτό του καί νά πληροφορηθεί ποια
στοιχεία έβάρυναν στή λήψη της αποφάσεως περί απολύσεως του
Τήν άποψη ότι έπρεπε κανονικά νά τηρηθούν οι εγγυήσεις τοϋ
άρθρου 65 τοϋ Νόμου τοϋ 1905 εκφράζει έμμεσα καί ό Maurice Hau-
riou 1 5 , αν καί βρίσκει τήν απόφαση δικαιολογημένη, άπό τό γεγονός
ότι ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων άποτελεϊ οχι απλώς πράξη
παράνομη καί απαγορευμένη, αλλά πράξη επαναστατική Ήταν πόλε­
μος, υποστηρίζει, καί στον πόλεμο δέν είναι καιρός νά σταματά κα­
νείς στίς διατυπώσεις.

14 G Jèze οπ παρ. σελ 503, σημ 1


15 "Οπ παρ . σελ 146.
58

45. Στή συνέχεια ό Hauriou αναπτύσσει μία πρωτότυπη θεωρία


γιά νά δικαιολογήσει τη μή εφαρμογή του άρθρου 65. Λέγει συγκε­
κριμένα οτι τό άρθρο 65 δέν κρίθηκε εφαρμοστέο στην περίπτωση
της απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων ώς αντισυνταγματικό, καί ει­
δικότερα ώς αντίθετο στους απαραίτητους όρους υπάρξεως του Κρά­
τους, γιά τους οποίους μπορεί νά λεχθεί ότι είναι ακόμα πιό θεμελιώ­
δεις καί άπό τους θετικούς κανόνες τοϋ γραπτού Συντάγματος· αυτοί
οι θεμελιώδεις όροι υπάρξεως τοϋ Κράτους απαιτούν, αφενός οι δη­
μόσιες υπηρεσίες ο'ι απαραίτητες στή ζωή τοΰ Έθνους νά μή διακό­
πτονται, καί αφετέρου οι υπάλληλοι νά τελούν σέ κατάσταση ειρήνης
μέ τήν κυβέρνηση.
Κατά της θεωρίας αυτής παρατηρήθηκε 16 , οτι είναι πολύ τολμη­
ρή, διότι είναι αρκετά επικίνδυνο νά εκτείνει κανείς τήν έννοια της
αντισυνταγματικότητας πέρα από τις αποσπασματικές διατάξεις τοΰ
Συντάγματος καί θά είχε ώς αποτέλεσμα τά δικαστήρια νά κρίνουν
νόμους ώς αντίθετους μέ τίς αρχές της καλής οργανώσεως τοΰ Κρά­
τους, δηλαδή ώς αντισυνταγματικούς κατά τήν άποψη τοΰ Hauriou,
καί νά διατηρούν πράξεις τής Διοικήσεως αντίθετες μέ τους νόμους
αυτούς, πράγμα πού έρχεται σέ αντίθεση μέ τήν αρχή τής
νομιμότητας.

46. Αυτή υπήρξε ή απόφαση Winkeil καί αυτή ή κριτική πού ασκή­
θηκε εναντίον της. "Εκτοτε τό C Ε. τήν ακολούθησε πάγια σέ όλες τίς
περιπτώσεις απεργίας δημόσιων υπαλλήλων, τόσο ώς προς τίς συν­
έπειες πού συνεπάγεται ή απεργία, όσο καί ώς προς τή θεωρητική
της θεμελίωση, τήν τελευταία μέχρι τό 1937, όταν μέ τήν απόφαση
του τής 22.10.1937 (Demoiselle Minaire et autres) αντικατέστησε τίς
εκφράσεις περί συμβάσεως τοΰ δημόσιου δικαίου πού ενώνει τους
υπαλλήλους μέ τή Διοίκηση, μέ τή φράση «. νά εγγυώνται τήν άσκη­
ση τών δικαιωμάτων πού τους ανήκουν έναντι τής δημόσιας εξου­
σίας», εγκαταλείποντας έτσι οριστικά τή συμβατική θεωρία τής δημο-

16. Mougin, on παρ., σελ 121-122


59

σιοϋπαλληλικής σχέσεως 17 . Ή απόφαση Demoiselle Minaire, χωρίς νά


απομακρύνεται από τή βασική θέση της αποφάσεως Winkell του
1909, σύμφωνα μέ την οποία ή ποινή της άμεσης απολύσεως μπορεί
νά επιβληθεί χωρίς τίς εγγυήσεις τοϋ άρθρου 65 τοΰ Νόμου τοϋ
1905, θέτει ορισμένους δευτερεύοντες καί λεπτομερειακούς κανό­
νες, σύμφωνα μέ τους οποίους:
1. "Αν, μετά τή συμμετοχή του σέ απεργία, ό υπάλληλος ανέλαβε καί
πάλι υπηρεσία, ύπό συνθήκες τέτοιες ώστε νά θεωρείται ότι ή Διοί­
κηση δέχθηκε τήν ανάληψη υπηρεσίας καί τόν απέλυσε μετά άπό
48 ώρες άπό τήν ανάληψη υπηρεσίας, ή πειθαρχική ποινή της απο­
λύσεως μπορεί νά επιβληθεί μόνο μέ τή διαδικασία των πειθαρχι­
κών εγγυήσεων.
2. "Αν ή ποινή πού επιβλήθηκε εϊναι άλλη έκτος άπό τήν οριστική
απόλυση (μετάθεση, υποβιβασμός, διαθεσιμότητα), καί πάλι πρέπει
νά τηρηθεί ή διαδικασία των πειθαρχικών εγγυήσεων.
Τέλος, τό C Ε. δέχθηκε τή νομιμότητα ορισμένων μέτρων πού
έλαβε κατά καιρούς ή κυβέρνηση προκειμένου νά εξασφαλίσει τή
συνεχή λειτουργία τών δημόσιων υπηρεσιών κατά τή διάρκεια απερ­
γίας τών υπαλλήλων, όταν βέβαια δέν κατέφυγε στό μέτρο τής απο­
λύσεως τών απεργών, ή προκειμένου νά αποτρέψει τήν εκδήλωση
απεργιών, όπως ή επιστράτευση τών υπαλλήλων ή ή επίταξη τών υπη­
ρεσιών τους 1 8

47. Τό μοναδικό νομοθετικό κείμενο πού αφορούσε τήν απεργία


δημόσιων υπαλλήλων στή Γαλλία τήν εποχή πού εξετάζουμε, ήταν τό
άρθρο 17 τοϋ Νόμου τής 14.9 1941 περί καταστατικού χάρτη τών
δημόσιων υπαλλήλων πού εκδόθηκε άπό τήν κυβέρνηση τοϋ Vichy.
Τό άρθρο αυτό τοϋ παραπάνω Νόμου υιοθετούσε τίς λύσεις πού έδι­
νε μέχρι τότε τό CE. όσον αφορά τή δυνατότητα απολύσεως τών
απεργών χωρίς τήν τήρηση τών πειθαρχικών εγγυήσεων, αλλά ό Νό-

17 G Jéze, σχόλιο. Revue du Droit Public, 1938, σελ 123, Long, Weil,
Braibant, on παρ , σελ 91
18 Long, Weil, Braibant, οπ παρ , σελ 91
60

μος δέν επέζησε πέρα άπό τό δημιουργό του, πού κατέρρευσε μέ τήν
απελευθέρωση της Γαλλίας άπό τή γερμανική κατοχή. ΟΊ μεταγενέ­
στερες φάσεις του προβλήματος είναι συνέπεια της πολιτειακής αυ­
τής μεταβολής καί τοϋ πολιτικού καί κοινωνικού κλίματος πού απέρ­
ρευσε άπό αυτήν καί πού αντικατοπτριζόταν στό Σύνταγμα τοϋ 1946.
Συνεπώς, ή ανάπτυξη τους θά γίνει στό επόμενο τμήμα τοϋ Κεφα­
λαίου αύτοΰ.

III. Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων μετά τό 1946

48. Τό Σύνταγμα τής Γαλλίας τοϋ 1946 αποτέλεσε τόν πρώτο με­
γάλο σταθμό γιά τή μεταβολή τών αντιλήψεων σχετικά μέ τή φύση
τής απεργίας, τόσο στό ιδιωτικό όσο καί στό δημόσιο δίκαιο. Πράγμα­
τι, τό άρθρο 7 τοϋ Προοιμίου τοϋ γαλλικού Συντάγματος τοϋ 1946
αναγνώριζε τήν απεργία σάν δικαίωμα, διακηρύσσοντας: «Τό δικαίω­
μα απεργίας ασκείται μέσα στά πλαίσια τών νόμων πού τό
ρυθμίζουν».
Πρέπει στό σημείο αυτό νά λεχθεί ότι μέχρι τό 1971 υπήρχε
αμφισβήτηση στή θεωρία τοϋ γαλλικού Συνταγματικού Δικαίου, γιά
τό ζήτημα άν οι διατάξεις τών Προοιμίων τών γαλλικών Συνταγμάτων
τοϋ 1946 καί τοϋ 1958 αποτελούν κανόνες δικαίου ή κατευθυντήριες
αρχές. Τό 1971 όμως ή αμφισβήτηση αυτή έπαυσε νά υπάρχει, όταν
τό Συνταγματικό Συμβούλιο, μέ απόφαση του τής 16.7.1971, δέχθηκε
έμμεσα, αλλά σαφώς, ότι οι διατάξεις τοϋ Προοιμίου τοϋ Συντάγμα­
τος τοϋ 1946 έχουν χαρακτήρα κανόνων θετικού δικαίου 19 . Πρέπει
κατά συνέπεια νά διευκρινισθεί ότι ορισμένα σημεία απόψεων πού
αναπτύχθηκαν γιά τό πρόβλημα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλή­
λων, τήν εποχή πού υπήρχε ακόμα ή παραπάνω αμφισβήτηση, έχουν
χάσει τή σημασία πού είχαν τότε. Πάντως, ή διάταξη τοϋ άρθρου 7

19 NM Ρώτη, σχόλιο οτήν απόφαση αυτή του Συνταγματικού Συμβου­


λίου, Τό Σύνταγμα 1975, σελ 76-77. οπού καί τό κείμενο τής αποφάσεως σε
ελληνική μετάφραση, σελ 75-76
61

του Προοιμίου τού Συντάγματος τοϋ 1946, πού ισχύει καί σήμερα,
άφοϋ τό ισχύον γαλλικό Σύνταγμα τού 1958 στό δικό του Προοίμιο
παραπέμπει ρητά στό Προοίμιο τού Συντάγματος τού 1946, αποτέλε­
σε τόν πυρήνα, γύρω άπό τόν όποιο στράφηκε καί άπό τόν όποιο έκ-
πήγασε ή εξέλιξη τοϋ προβλήματος της απεργίας των δημόσιων
υπαλλήλων, γιά νά καταλήξει νά αποτελέσει δικαίωμα καί γιά τήν κα­
τηγορία αυτή των εργαζομένων.
Ή διάταξη, αύτή|καθ' έαυτήν, είναι πολύ αόριστη γιά νά αποτελέ­
σει κλειδί γιά τή λύση τοϋ προβλήματος, αν επιτρέπεται πλέον ή
απεργία στους δημόσιους υπαλλήλους, ή εξακολουθεί νά απαγο­
ρεύεται. Οι προπαρασκευαστικές εργασίες τού Συντάγματος δέν ρί­
χνουν πολύ φως. Κατά τίς συζητήσεις στή Συντακτική Εθνοσυνέλευ­
ση υποβλήθηκαν δύο, κατά κύριο λόγο, σχέδια γιά τό κείμενο τοϋ
άρθρου πού θά αναφερόταν στην απεργία: Τό ένα είχε τή διατύπωση
πού έχει σήμερα τό άρθρο 7 τοϋ Προοιμίου, καί τό άλλο, πού προτά­
θηκε άπό τήν αριστερή παράταξη της 'Εθνοσυνελεύσεως, όριζε ότι:
«Τό δικαίωμα της απεργίας αναγνωρίζεται σέ όλους μέσα στά πλαίσια
των νόμων πού τό ρυθμίζουν». Μιά άλλη πρόταση κάποιου βουλευτή
νά προβλεφθεί στό κείμενο τοϋ Συντάγματος ρητή εξαίρεση γιά τους
δημόσιους υπαλλήλους, δέν έτυχε υποστηρίξεως καί αποσύρθηκε,
μετά τή διευκρίνιση τοϋ Υπουργού ότι ό νόμος θά μπορούσε νά εγ­
γυηθεί καί νά διασφαλίσει τή λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών20.
Τέλος, ό Νόμος 46-2294 της 19.10 1946 περί Καταστατικού Χάρτη
των υπαλλήλων αγνοούσε τό θέμα, άφοϋ δέν περιείχε καμμία σχετική
διάταξη καί αρκούνταν μόνο νά αναγνωρίσει στό άρθρο 6 τό συνδικα­
λιστικό δικαίωμα των δημόσιων υπαλλήλων 'Αλλά, στή Γαλλία, ή θεω­
ρία υποστηρίζει ότι τό συνδικαλιστικό δικαίωμα καί τό δικαίωμα απερ­
γίας δέν είναι ισχυρά συνδεδεμένα καί τό δεύτερο δέν είναι αναγ­
καία συνέπεια καί κύρωση τοϋ πρώτου. Έτσι, έφ' όσον τό Σύνταγμα
(άρθρο 7 τοϋ Προοιμίου) παρέπεμπε στό νόμο καί νόμος, πού νά ρυθ-

20 G Leistner, Der Streik im öffentlichen Dienst Frankreichs. 1975. σελ


75. J -P Bouère, ön. παρ . σελ 269
62

μίζει ειδικά τό θέμα της απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων, δέν εκ­
διδόταν, ή αβεβαιότητα παρέμενε

49. Άπό τήν άλλη πλευρά, ή άπομείωση πού υπέστη τό δικαίωμα


απεργίας μέ τήν υιοθέτηση τής διατάξεως πού δέν δεχόταν ότι τό
δικαίωμα τής απεργίας αναγνωρίζεται «σέ όλους» 21 καί ή διευκρίνιση
τοϋ αρμόδιου Υπουργού ότι ό νόμος θά μπορούσε νά εγγυηθεί τή
λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, οδηγούσαν στό συμπέρασμα
ότι ήταν δυνατόν ό κοινός νομοθέτης νά απαγορεύσει τήν απεργία
στους δημόσιους υπαλλήλους ή τουλάχιστον σέ ορισμένες κατηγο­
ρίες άπό αυτούς, αφού καί ή απαγόρευση απεργίας «ρύθμιση» τού
δικαιώματος απεργίας αποτελεί 'Επακόλουθο τής απόψεως αυτής
υπήρξε ή ψήφιση διατάξεων σέ μερικά νομοθετήματα πού απαγο­
ρεύουν τήν απεργία σέ ορισμένες κατηγορίες δημόσιων υπαλλήλων
ή, γενικότερα, δημόσιων οργάνων. Οι διατάξεις αυτές είναι οι έξης·
1. Τό άρθρο 6 τού Νόμου 47-2384 τής 27 12 1947 πού απαγορεύει τήν
απεργία στους άνδρες των C R S
2.TÓ άρθρο 2 τοϋ Νόμου 48-1504 τής 28 9 1948 πού απαγορεύει τήν
απεργία στό προσωπικό τής αστυνομίας
3. Τό άρθρο 3 τής Ordonnance 58-696 τής 6.8 1958 πού απαγορεύει
τήν απεργία στό προσωπικό τής εξωτερικής υπηρεσίας τής σωφρο­
νιστικής διοικήσεως
4. Τό άρθρο 10 τής Ordonnance 58-1270 τής 22 12 1958 πού απαγο­
ρεύει τήν απεργία στους δικαστές \
5 Τό άρθρο 2 τοϋ Νόμου 64-650 τής 2.7.1964 πού απαγορεύει τήν
απεργία στους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας καί τους ηλεκτρο­
νικούς τής υπηρεσίας πολιτικής αεροπορίας.
6 Τό άρθρο 14 τοϋ Νόμου 68-695 τής 31.7.1968 πού απαγορεύει τήν
απεργία στό προσωπικό τής υπηρεσίας μεταδόσεων του Υπουρ­
γείου Εσωτερικών.

21 R Remandas, Die Freiheitsrechte der Angehörigen des öffentlichen


Dienstes in Frankreich, Mainz, 1965, σελ 110
63

7. Τό άρθρο 11 του Νόμου 72-662 της 13.7.1972 πού κηρύσσει την


απεργία ασυμβίβαστη προς τήν ιδιότητα τοΰ στρατιωτικού 22 .

'Επίσης, υπάρχουν καί τό άρθρο 26 τοΰ Νόμου 74-696 της


7.8.1974 καί τό άρθρο μόνο τοΰ Νόμου 79-634 της 26.7.1979, τροπο­
ποιητικό της πρώτης διατάξεως, πού ρυθμίζουν τό δικαίωμα απεργίας
τών<έργαζομένων|στά γαλλικά ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα, πού είναι δη­
μόσιες επιχειρήσεις καί των οποίων οι εργαζόμενοι δέν είναι δημό­
σιοι υπάλληλοι, άλλα εργάζονται μέ σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Οι
διατάξεις αυτές υποβάλλουν τό δικαίωμα απεργίας των εργαζομένων
στίς δημόσιες αυτές επιχειρήσεις σέ περιορισμούς, όπως ή προθε­
σμία προειδοποιήσεως καί ή παρουσία προσωπικού αναγκαίου γιά τή
στοιχειώδη λειτουργία των δικτύων, παρόμοιους μέ αυτούς πού
Ισχύουν γιά τους δημόσιους υπαλλήλους.
Τέλος, υπάρχει καί ό Νόμος 63-777 της 31.7.1963 πού αποτελεί τή
μοναδική μέχρι σήμερα προσπάθεια ευρύτερης νομοθετικής ρυθμί­
σεως τοΰ θέματος τής απεργίας στίς δημόσιες υπηρεσίες μέ τήν ευ­
ρεία ή λειτουργική έννοια τοΰ ορού (καί συνεπώς περιλαμβάνει ρύθ­
μιση του θέματος τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων) καί πού
απαγορεύει τήν προσφυγή σέ ορισμένες μορφές απεργίας στους
υπαγόμενους στίς διατάξεις του. 'Αλλά μέ τό Νόμο αυτόν θά ασχολη­
θούμε εκτενέστερα παρακάτω.
Όπως παρατηρούμε, ή νομοθετική ρύθμιση του δικαιώματος
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων είναι αρκετά περιορισμένη σέ
σχέση μέ τά προβλήματα πού ανακύπτουν. Άφορα κυρίως απαγόρευ­
ση απεργίας σέ ορισμένες κατηγορίες δημόσιων οργάνων γιά τά
όποια εκτιμάται ότι ή αναγνώριση του δικαιώματος απεργίας σ' αυτά
θά αποτελούσε επικίνδυνη έκθεμελίωση τών άρχων στίς όποιες στη­
ρίζεται ή κοινωνική συμβίωση τών ατόμων καί ή κρατική οργάνωση. Τί
συμβαίνει όμως μέ τίς μυριάδες τών άλλων δημόσιων υπαλλήλων πού

22 Βλ τίς διατάξεις αυτές στην έκδοση τής Direction Générale de Γ Ad­


ministration et de la Fonction Publique, Statut de la Fonction Publique· Texte
et jurisprudence, Fase 9, Droit syndical et droit de grève, Paris, 1976
64

καί αυτοί, κατά μέγιστο μέρος, συμβάλλουν στή λειτουργία της κρα­
τικής μηχανής, τήν εκπλήρωση των σκοπών του Κράτους, στην κοι­
νωνική καί οικονομική πρόοδο κάθε πολίτη; Στερούνται καί αυτοί τοϋ
δικαιώματος νά διεκδικήσουν τήν ικανοποίηση των αιτημάτων τους
μέ τό μόνο αποτελεσματικό μέσο πού διαθέτουν οι άλλοι εργαζόμε­
νοι ή, αντίθετα, έχουν τή δυνατότητα, κηρύσσοντας απεργίες, νά
παραλύουν σέ κάθε στιγμή οποιονδήποτε τομέα τής^κρατικής δρα­
στηριότητας χωρίς κανένα έλεγχο καί περιορισμό; Ή έλλειψη νομο­
θετικής ρυθμίσεως γιά τους ορους|καί'τίς προϋποθέσεις προσφυγής
όλων αυτών τών μυριάδων κρατικών οργάνων σέ απεργία καθιστά τό
πρόβλημα κυριολεκτικά ακανθώδες

50 'Ενώπιον αυτής τής καταστάσεως, πού περιγράφεται χαρα­


κτηριστικά από τόν commissaire du gouvernement Gazier μέ τίς φρά­
σεις «ή συντακτική εξουσία είναι εκούσια διφορούμενη, ή νομοθετι­
κή εξουσία συστηματικά απούσα, ή κυβερνητική αρχή διαρκώς διστα­
κτική» 2 3 , τό βάρος καί τήν ευθύνη τής λύσεως επωμίσθηκε τό Conseil
α" Etat, μέ τήν arrêt Dehaene, τής οποίας ή σημασία καί ή σπουδαιό­
τητα είναι αληθινά ιστορική 24 "Ας δούμε όμως τά γεγονότα καί τίς
συνθήκες ύπό τίς όποιες εκδόθηκε.
Στίς 13 'Ιουλίου 1948 ο'ι υπάλληλοι τών νομαρχιών έκήρυξαν
απεργία διεκδικώντας τήν ικανοποίηση επαγγελματικών αιτημάτων
Ό 'Υπουργός 'Εσωτερικών έκανε γνωστό, τήνϊδια ήμερα, ότι όλοι ο'ι
υπάλληλοι εξουσίας (agents α" autorité) — μέ τή διάκριση αυτή θά
ασχοληθούμε παρακάτω — καί πιό συγκεκριμένα οι έχοντες βαθμό
προϊσταμένου γραφείου και άνω, απαγορευόταν νά απεργήσουν, αλ­
λιώς θά τιμωρούνταν πειθαρχικά. 'Ορισμένοι προϊστάμενοι αγνόησαν
τή διαταγή του Υπουργού καί απέργησαν, γι' αυτό τους επιβλήθηκε
ή πειθαρχική ποινή τής μομφής. Μερικοί από τους τιμωρηθέντες,
μεταξύ τών οποίων καί ό Dehaene, υπέβαλαν αϊτηση ακυρώσεως κατά

23 Βλ Revue du Droit Public. 1950, σελ 708


24 R Latournerie. οπ παρ,σελ 603
65

της πειθαρχικής ποινής, ισχυριζόμενοι οτι ή άσκηση τοϋ δικαιώματος


απεργίας πού αναγνωρίσθηκε άπό τό Προοίμιο τοϋ Συντάγματος του
1946, δέν μπορούσε πλέον νά συνιστά παράπτωμα τέτοιο πού νά δι­
καιολογεί την επιβολή πειθαρχικής ποινής.

51 Τό C Ε , πού δίκασε τήν αϊτηση ακυρώσεως, εξέδωσε τήν από­


φαση του στίς 7.7.1950 Θά παραθέσουμε ολόκληρο τό κείμενο τής
αποφάσεως γιά τους λόγους πού κάναμε τό 'ίδιο καί στην απόφαση
Winkeil 2 5 Τό κείμενο τής arrêt Dehaene έχει ώς έξης
«"Οσον άφορα τήν μομφή:
Λαμβάνοντας υπόψη οτι ό κύριος Dehaene Ισχυρίζεται οτι ή κύ­
ρωση αυτή επιβλήθηκε κατά παραγνώριση τού δικαιώματος απεργίας
πού αναγνωρίζεται άπό τό Σύνταγμα.
Λαμβάνοντας υπόψη οτι, διαλαμβάνοντας ατό Προοίμιο του Συν­
τάγματος οτι «τό δικαίωμα απεργίας ασκείται μέσα στά πλαίσια των
νόμων πού τό ρυθμίζουν», ή Συντακτική 'Εθνοσυνέλευση είχε τήν
πρόθεση νά καλέσει τό νομοθέτη νά κάνει τήν απαραίτητη συμφιλίω­
ση μεταξύ τής υπερασπίσεως των επαγγελματικών συμφερόντων, τής
όποιας ή απεργία αποτελεί ενα μέσο, καί τής εξασφαλίσεως τοϋ γενι­
κού συμφέροντος, στό όποιο αυτή μπορεί νά επιφέρει βλάβη.
Λαμβάνοντας υπόψη οτι οι Νόμοι τής 27.12.1947 καί τής
28 9 1948, πού περιορίζονται στό νά υποβάλουν τό προσωπικό τών
C R S καί τής αστυνομίας σέ ειδικό καθεστώς καί νά τους στερήσουν,
σέ περίπτωση προσυνεννοημένης παύσεως τής υπηρεσίας, άπό τις
πειθαρχικές εγγυήσεις, δέν θά έπρεπε νά θεωρηθούν, αυτοί μόνοι,
οτι συνιστούν, όσον άφορα τις δημόσιες υπηρεσίες, τή ρύθμιση τού
δικαιώματος απεργίας πού αναγγέλλεται άπό τό Σύνταγμα
Λαμβάνοντας υπόψη οτι, έν απουσία αυτής τής ρυθμίσεως, ή ανα­
γνώριση τού δικαιώματος απεργίας δέν θά έπρεπε νά έχει ώς συνέ­
πεια νά αποκλείσει τους περιορισμούς πού πρέπει νά γίνουν στό δι­
καίωμα αυτό, όπως σέ κάθε άλλο, μέ σκοπό νά αποφευχθεί άσκηση

25 Βλ παραπάνω, παραγρ 41

5
66

καταχρηστική ή αντίθετη στίς ανάγκες της δημόσιας τάξεως- οτι στην


παρούσα κατάσταση της νομοθεσίας, ανήκει στην κυβέρνηση, υπεύ­
θυνη γιά τήν καλή λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, νά καθορίσει
ή ϊδια, υπό τόν έλεγχο τοϋ δικαστού, όσον αφορά τις υπηρεσίες αυ­
τές, τή φύση και τήν έκταση των παραπάνω περιορισμών.
Λαμβάνοντας υπόψη οτι μία απεργία πού, όποιο και αν είναι τό
κίνητρο της, θά είχε ώς συνέπεια νά εκθέσει, στίς απαραίτητες εκδη­
λώσεις της, σέ κίνδυνο τήν άσκηση τής νομαρχιακής λειτουργίας, θά
επέφερε βαρειά βλάβη στή δημόσια τάξη- οτι, έξ αυτού τοϋ λόγου, ή
κυβέρνηση μπορούσε νόμιμα νά απαγορεύσει και νά καταστείλει τή
συμμετοχή τών προϊσταμένων γραφείου των νομαρχιών στην απεργία
τού Ιουλίου 1948.
Λαμβάνοντας υπόψη οτι είναι βέβαιο ότι ό κύριος Dehaene, προϊ­
στάμενος γραφείου στή Νομαρχία... απέργησε, παρά τήν απαγόρευση
αυτή, από 13 έως 20 Ιουλίου 1948- οτι απορρέει από τά προηγηθέντα
οτι ή συμπεριφορά αυτή, ακόμα και άν εμπνεύσθηκε από λόγους αλ­
ληλεγγύης, συνιστά παρά ταύτα παράπτωμα τέτοιο πού νά δικαιολο­
γεί πειθαρχική κύρωση- οτι κατόπιν αυτού ό αϊτών αβάσιμα ισχυρίζε­
ται οτι επιβάλλοντας του μομφή ό Νομάρχης... υπερέβη τις εξουσίες
του...» (Απορρίπτει).

52. Άπό τήν ανάγνωση τής αποφάσεως αυτής γίνεται φανερή ή


αλλαγή στάσεως του C Ε. απέναντι στό πρόβλημα τής απεργίας τών
δημόσιων υπαλλήλων "Ας αναλύσουμε όμως τίς αρχές καίτούς κανόνες
πού απορρέουν άπό αυτήν
1 ) Μετά τό Σύνταγμα τοϋ 1946 ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων
είναι κατ' αρχήν νόμιμη.
2) Οι Νόμοι τής 27.12.1947 καίτής 28.9 1948 πού απαγορεύουν τήν
άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας στους άνδρες τών C.R.S. καί τής
αστυνομίας δέν θεωρείται οτι αποτελούν τους νόμους, πού προβλέπει
τό άρθρο 7 τού Προοιμίου τοϋ Συντάγματος, οι όποιοι θά ρυθμίζουν
τήν άσκηση τού δικαιώματος απεργίας καί συνεπώς δέν μπορεί νά
θεμελιωθεί αναλογική εφαρμογή τών Νόμων αυτών σέ όλους τους
υπαλλήλους τών δημόσιων υπηρεσιών.
67

3) Τό δικαίωμα της απεργίας, μολονότι είναι συνταγματικά κατοχυ­


ρωμένο, υπόκειται σέ περιορισμούς, όπως κάθε άλλο δικαίωμα. Οι
περιορισμοί αυτοί αφορούν τήν αδυναμία καταχρηστικής ασκήσεως
του δικαιώματος καί τίς ανάγκες τής δημόσιας τάξεως, οι όποιες συν­
δέονται, όπως αναφέρει ή απόφαση, μέ τήν αρχή τής συνεχούς 'καί
αδιάκοπης λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών.
4) Άπό τά ανωτέρω προκύπτει ότι, μέχρι νά παρέμβει ό νομοθέτης
καί νά ρυθμίσει τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας στίς δημόσιες
υπηρεσίες, ή κυβέρνηση, πού είναι κατά τό Σύνταγμα υπεύθυνη γιά τήν
καλή λειτουργία τών δημόσιων υπηρεσιών, είναι αρμόδια νά καθορίσει
ή ΐδια τή φύση καί τήν έκταση τών περιορισμών πού πρέπει νά υποστεί
τό δικαίωμα απεργίας τών εργαζομένων στίς δημόσιες υπηρεσίες, γιά
νά αποφευχθεί ή διακοπή υπηρεσιών, τών όποιων ή παράλυση θά
επέφερε βαρεία βλάβη στή δημόσια τάξη. Ό καθορισμός τής φύσεως
καί τής εκτάσεως τών περιορισμών μπορεί νά φθάσει μέχρι τήν απαγό­
ρευση του δικαιώματος απεργίας καί τήν επιβολή πειθαρχικών κυρώ­
σεων σέ όσους αγνόησαν τήν απαγόρευση.
5)Ό κυβερνητικός καθορισμός τών περιορισμών τοϋ δικαιώματος
απεργίας υπόκειται στον έλεγχο τοϋ δικαστού (τοϋ C.E.), πού θά εκτιμή­
σει τελεσίδικα αν τά κυβερνητικά μέτρα ήσαν ή όχι δικαιολογημένα,
ανάλογα μέ τή σοβαρότητα του κινδύνου βλάβης τής δημόσιας τάξεως
πού μπορούσε νά προκαλέσει ή απεργία, τή φύση τής πληττόμενης
υπηρεσίας, τήν αναλογία τών ληφθέντων μέτρων προς τόν απειλούμε­
νο κίνδυνο καί άλλους τέτοιους παράγοντες 26 .

53. Αυτές είναι οι κυριότερες αρχές πού θέτει ή απόφαση Dehaene.


Άπό τήν απόφαση όμως αυτή, προκύπτουν καί άλλες ειδικότερες
συνέπειες
Ή πρώτη καί ομόφωνα παραδεκτή συνέπεια είναι ή απαγόρευση
τής πολιτικής απεργίας. Πράγματι, αναφέροντας ή απόφαση Dehaene

26 Βλ τίς αρχές αυτές κυρίως εις J Rivero, Le droit positif de la grève


dans les services publics d' après la Jurisprudence du Conseil d' Etat, Droit
Socia,', 1951, σελ 592
68

οτι ή απεργία αποτελεί ενα μέσο υπερασπίσεως των επαγγελματικών


συμφερόντων, σημαίνει οτι αναγνωρίζει τη νομιμότητα μόνο τήςέπαγ-
γελματικής απεργίας καί απαγορεύει καί στερεί άπό κάθε προστασία
τήν πολιτική απεργία 27 .
"Αλλη συνέπεια πού προκύπτει από τήν απόφαση Dehaene,είναι ή
απαγόρευση καταχρηστικής ασκήσεως τοϋ δικαιώματος της απεργίας,
όπως καί ή δυνατότητα περιορισμών σ' αυτό, αν oi ανάγκες της δημό­
σιας τάξεως τό επιβάλλουν. Σχετικά με τήν πρώτη έννοια, καταχρηστι­
κή θά μπορούσε νά θεωρηθεί ή άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας,
όταν αυτή πραγματοποιείται χωρίς προειδοποίηση ή χωρίς προηγού­
μενες διαπραγματεύσεις 28 Ή άλλη έννοια, έκτος άπό τή σύνδεση πού
γίνεται στό κείμενο της αποφάσεως Dehaene μέ τήν αρχή τής συνέχειας
των δημόσιων υπηρεσιών, όπως εϊπαμε παραπάνω, συμπληρώνει
απλώς τήν πρώτη, γιά τις περιπτώσεις όπου ή επίκληση τής θεωρίας
τής καταχρήσεως δικαιώματος δέν θα μπορούσε νά δικαιολογήσει απα­
γορεύσεις καί περιορισμούς τού δικαιώματος απεργίας, παρά σέ ομα­
λές συνθήκες 2 9 , ένώ γιά τίς σοβαρότερες, τίς εξαιρετικές περιστάσεις,
επιτρέπεται ή επίκληση τών αναγκών τής δημόσιας τάξεως
Μία άλλη συνέπεια είναι ή αποδοχή τής αρχής τής συνέχειας τών
δημόσιων υπηρεσιών, ή οποία φαίνεται οτι αποτελεί τή βασική σκέψη
στην οποία στηρίχθηκε ή απόφαση τοϋ C Ε Ή αποδοχή τής αρχής
αυτής όμως, μέ ισχύ καί χαρακτήρα ύπερσυνταγματικό, κατά τρόπο
ώστε νά είναι δυνατό νά καταργήσει τό δικαίωμα απεργίας πού προβλέ­
πεται άπό συνταγματική διάταξη, αποτέλεσε τό αντικείμενο έντονης
κριτικής άπό τήν πλευρά τών θεωρητικών τοϋ δημόσιου δικαίου Έτσι,
θά εξετάσουμε τώρα τήν κριτική πού προκάλεσε ή απόφαση Dehaene
καί κατόπιν τίς πρακτικές συνέπειες πού είχε στην αναγνώριση τοϋ
δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων

27 Μ Waline, σχόλιο στην απόφαση Dehaene. Revue du Droit Public.


1950. σελ 701
28 M Waline. οπ παρ . σελ 702
29 J -Ρ Bouère, οπ παρ σελ 275
69

54. Ή αναγνώριση ώς ύπερσυνταγματικής εθιμικής αρχής τής


συνέχειας των δημόσιων υπηρεσιών πού μπορεί νά δικαιολογήσει
περιορισμούς στό δικαίωμα απεργίας τών εργαζομένων σ' αυτές,
οφείλεται στην εισήγηση τοΰ επιτρόπου τής κυβερνήσεως (commis­
saire du gouvernement) στην υπόθεση Dehaene, Gazier, τήν οποία
έκανε δεκτή τό CE. Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν εισήγηση, τό Προοίμιο
τοϋ Συντάγματος τοΰ 1946, στό όποιο αναγνωρίζεται τό δικαίωμα
απεργίας, δέν έχει τήν Ίδια νομική αξία μέ τό κυρίως κείμενο του
Συντάγματος, αλλά ισχύ γενικών άρχων τοϋ δικαίου 3 0 , προς τίς
όποιες είναι αντίθετη μία άλλη γενική αρχή, ή τής συνέχειας τών δη­
μόσιων υπηρεσιών. Ή άποψη αυτή δέχθηκε σφοδρή κριτική31, πού
υποστήριξε άτι τό Προοίμιο έχει τήν ίδια νομική ισχύ μέ τό κυρίως
κείμενο τοϋ Συντάγματος, αν οϊ διατάξεις πού περιέχει είναι τόσο
σαφείς καί συγκεκριμένες, ώστε νά είναι δυνατό νά εφαρμοσθούν
χωρίς τήν προηγούμενη παρέμβαση μιας νομοθετικής ή κανονιστικής
διατάξεως. Καί αυτή τήν ιδιότητα τήν έχει ή διάταξη τοΰ άρθρου 7
του Προοιμίου, στό μέτρο πού αναγνωρίζει τήν απεργία ώς ατομικό
δικαίωμα καί αναθέτει στό νομοθέτη καί μόνο τήν εξουσία νά θεσπί­
σει τίς ρυθμίσεις πού θά υπέβαλλαν τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος αυ­
τού, όπως καί όλων τών ατομικών δικαιωμάτων, στους περιορισμούς
πού είναι αναγκαίοι γιά νά εξασφαλισθούν τά πρωταρχικά δημόσια
συμφέροντα. Ή ιδιότητα αυτή τής διατάξεως τοϋ άρθρου 7 τοϋ
Προοιμίου μας οδηγεί στό δεύτερο σημείο τής κριτικής πού ασκήθη­
κε κατά τής αποφάσεως Dehaene, στό σημείο δηλαδή τής υποκατα­
στάσεως τής κυβερνήσεως, ύπό τόν έλεγχο τοϋ δικαστού, στά έργα
τοϋ άδρανοϋντος νομοθέτη, μέ τή δικαιολογία άτι ή κυβέρνηση είναι
υπεύθυνη γιά τήν καλή λειτουργία τών δημόσιων υπηρεσιών
Ό κυβερνητικός καθορισμός τών περιορισμών, περιλαμβανομέ­
νων καί τών απαγορεύσεων, τοϋ δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων
υπαλλήλων, σε συνδυασμό μέ τό δικαίωμα έπιτάξεως τοϋ προσωπι-

30 Long, Weil, Braibant. on παρ , σελ 331


31 Μ Waline, οπ παρ . σελ 694 έπ . οπού καί άλλες παραπομπές ύποστη-
ριζόντων τίς Ίδιες απόψεις
70

κοϋ των δημόσιων υπηρεσιών, πού επίσης διαθέτει ή κυβέρνηση καί


του οποίου τη νομιμότητα ανεγνώρισε τό CE. — γιά τό δικαίωμα αυ­
τό θά γίνει λόγος παρακάτω — οδηγούν στην διαπίστωση οτι «τό δι­
καίωμα απεργίας υπάρχει στίς δημόσιες υπηρεσίες κάθε φορά πού,
μή μπορώντας νά βλάψει κανένα, δέν χρησιμεύει σέ τίποτα γι' αυ­
τούς πού τό άσκοϋν» 32 , γιατί ή κυβέρνηση μπορεί νά επικαλείται πάν­
τοτε λόγους δημόσιου ή γενικού συμφέροντος, γιά νά εκδίδει πρά­
ξεις περιοριστικές τοΰ δικαιώματος απεργίας γιά νά αποτρέψει την
εκδήλωση απεργιών ή νά μειώνει τήν επιτυχία τους καί νά αρνείται
μέ τόν τρόπο αυτό τήν ικανοποίηση εύλογων αιτημάτων τών δημό­
σιων υπαλλήλων, καθώς τά μέτρα πού παίρνει της επιτρέπουν νά μήν
ενοχλείται καί πολύ άπό τήν κήρυξη τους, άφοΰ τίς καθιστούν ανίκα­
νες νά βλάψουν καί συνεπώς μή δυνάμενες νά επιτύχουν 33 , ό δέ
έλεγχος του δικαστού στίς κυβερνητικές αποφάσεις έρχεται πολύ
αργά γιά νά αποτελεί ουσιαστική προστασία κατά τών συχνά αυθαίρε­
των τέτοιων κυβερνητικών επεμβάσεων σέ ένα συνταγματικά κατο­
χυρωμένο δικαίωμα. Έξ άλλου είναι κάπως παράδοξη ή ανάθεση τής
ρυθμίσεως καί τοΰ περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων σέ διοικητικό
όργανο, άφοΰ θεμελιώδης αρχή τοΰ δημόσιου δικαίου, πού ισχύει
άπό τήν εποχή τής 'Επαναστάσεως τοΰ 1789 καί αναγράφεται στό
άρθρο 4 τής Διακηρύξεως τών δικαιωμάτων τοϋ 'Ανθρώπου καί τοϋ
Πολίτη, επιβάλλει νά γίνεται ό περιορισμός τών ατομικών δικαιωμά­
των άπό τό νόμο, καί ώς νόμος νοείται μόνον ό τυπικός νόμος 34 .
Ή λύση πού έδωσε τό CE. εκπορεύεται άπό τήν προσπάθεια
συμβιβασμού τοϋ δικαιώματος απεργίας, πού αποτελεί εκδήλωση τοΰ
συλλογικού συμφέροντος κοινωνικών επαγγελματικών ομάδων, μέ
τήν ανάγκη τής συνεχούς λειτουργίας τών δημόσιων υπηρεσιών, γιά
τήν εξυπηρέτηση τού γενικού συμφέροντος 35 , εφόσον ό νομοθέτης,

32 J Rivero, οπ παρ , σελ 594


33 J Rivero, οπ παρ , σελ 593
34 Ρ-M Gaudemet, σχόλιο, Revue pratique de droit administratif, 1956,
σελ 85
35 J Rivero, οπ παρ , σελ 592
71

στην αρμοδιότητα τοϋ οποίου ανήκει ό συμβιβασμός αυτός, αδρανεί


καί δεν επεμβαίνει γιά νά ρυθμίσει τό σχετικό θέμα 3 6 .

55. Ένθαρρυμένη ή κυβέρνηση από τήν κρίση τοϋ CE. γιά τή


νομιμότητα της ενέργειας της, έλαβε επανειλημμένα μέτρα προλη­
πτικά κατά των απειλούμενων απεργιών δημόσιων υπαλλήλων μέ τήν
έκδοση εγκυκλίων, πού άλλοτε περιόριζαν τό δικαίωμα απεργίας,
θέτοντας ορισμένους ορούς καί προϋποθέσεις προκειμένου νά ασκη­
θεί τούτο, απαιτώντας π.χ. τήν προειδοποίηση τών προϊσταμένων τών
υπηρεσιών στίς όποιες επρόκειτο νά εκδηλωθεί ή απεργία καί τήν
πάροδο ορισμένης προθεσμίας, καί άλλοτε απαγόρευαν στους υπαλ­
λήλους ορισμένων κατηγοριών ή ειδικοτήτων τή συμμετοχή τους σέ
απεργία Ήδη, πρίν άπό τήν απόφαση Dehaene, στίς 27.11.1947, είχε
εκδοθεί μιά τέτοια εγκύκλιος τοϋ Πρωθυπουργού μέ παρόμοιο περιε­
χόμενο 3 7 , άλλα οι κυριότερες εγκύκλιοι εκδόθηκαν μετά τήν απόφα­
ση αυτή, άλλοτε άπό μεμονωμένους Υπουργούς, πού όριζαν τά μέ­
τρα πού έκρινε ό καθένας σκόπιμα γιά νά αντιμετωπισθούν ο'ι συνέ­
πειες απεργίας στην οποία επρόκειτο νά συμμετάσχουν υπάλληλοι
τοϋ Υπουργείου του ή υπάλληλοι νομικών προσώπων εποπτευόμε­
νων άπό τό 'Υπουργείο του, καί άλλοτε άπό τους κατά καιρούς Πρω­
θυπουργούς, πού αφορούσαν όλους τους υπαλλήλους σέ εθνικό επί­
πεδο. Οι εγκύκλιοι τών Πρωθυπουργών εκδόθηκαν στίς 12.8.1953,
στίς 25.9.1954 καί στίς 14.3.1956, περιόριζαν όμως τήν εφαρμογή τών
μέτρων, τών όποιων επέβαλλαν τή λήψη, στους υπαλλήλους εκείνων

36. Προσωπικά κατανοούμε τή θέση τοϋ CE νά δώσει προτεραιότητα


στην ανάγκη συνεχούς λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, μιας έννοιας
πού είναι ή θεμελιωδέστερη τοϋ γαλλικού δημόσιου δικαίου 'Αναρωτιόμαστε
όμως μήπως ή λύση πού έδωσε τό CE , δημιουργώντας τό ϊδιο κανόνες δι­
καίου γιά τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, προκάλεσε τή μέ­
χρι σήμερα αδράνεια τοϋ νομοθέτη νά προβεί σέ συνολική ρύθμιση του θέμα­
τος "Επειτα, ό ρόλος τοϋ δικαστού δέν είναι νά δημιουργεί κανόνες δικαίου,
άλλα νά εφαρμόζει τους ισχύοντες κανόνες δικαίου
37 Βλ τά κύρια σημεία της εις R E Chartier, Y a-t-il un droit de grève
dans les services publics?, Jurisclasseur Périodique, 1950, I, 837
72

μόνο των δημόσιων υπηρεσιών, πού είναι απαραίτητες γιά τή ζωή του
"Εθνους.
Μέ τίς εγκυκλίους αυτές γινόταν ό καθορισμός ορισμένων κατη­
γοριών υπαλλήλων, ή ακόμα καί ορισμένων συγκεκριμένων υπαλλή­
λων, πού κατείχαν καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, πού όφει­
λαν νά παραμείνουν στις θέσεις τους κατά τή διάρκεια απεργιών συν­
αδέλφων τους γιά νά εξασφαλίσουν τή συνέχεια τών υπηρεσιών στίς
όποιες υπηρετούσαν. Έτσι, οφείλουν νά παραμείνουν στίς θέσεις
τους όλοι οι υπάλληλοι πού κατέχουν θέσεις εξουσίας (postes α" au­
torité), δηλαδή οι δικαστές της τακτικής δικαιοσύνης, οι ύπάλληλοι-
φορεΐς δημόσιας εξουσίας, τών οποίων ή παρουσία στην υπηρεσία
κατά τρόπο διαρκή είναι απαραίτητη στή ζωή τοΰ Έθνους, οι προϊ­
στάμενοι ή υπεύθυνοι τών δημόσιων νομικών προσώπων Άπό τους
ύπαλλήλους-έκτελεστικά όργανα οφείλουν νά παραμείνουν επίσης
στίς θέσεις τους εκείνοι πού κατέχουν θέσεις απαραίτητες γιά τή
φυσική ασφάλεια τών προσώπων, τή διασφάλιση τών εγκαταστάσεων
καί τοΰ υλικού, τή λειτουργία τών τομέων πού είναι απαραίτητοι γιά
τήν κυβερνητική δράση καί γενικά γιά τή διατήρηση τών απαραίτη­
των δραστηριοτήτων γιά τή ζωή τοΰ "Εθνους 'Ακόμα περιλαμβάνον­
ται στά μέτρα αυτά γιά τή διατήρηση της συνέχειας τών δημόσιων
υπηρεσιών, ορισμένοι υπάλληλοι τών οποίων ή δραστηριότητα δέν
μπορεί νά διακοπεί απότομα χωρίς νά θέσει σέ κίνδυνο τήν ασφάλεια
προσώπων ή εγκαταστάσεων γιά τά όποια, ύπό τήν απειλή κυρώσεων
γιά παράβαση επαγγελματικού καθήκοντος^ οι ενδιαφερόμενοι υπο­
χρεούνται νά τηρήσουν ενα minimum προθεσμίας μεταξύ χρόνου
κατά τόν όποιο αποφασίσθηκε ή απεργία καί χρόνου πραγματοποιή­
σεως αυτής 3 8 Ό καθορισμός αυτός τών υπαλλήλων πού οφείλουν νά
παραμείνουν στίς θέσεις τους, εξασφαλίζοντας τή συνέχεια τών ύπη-

38 R Catherine, Le fonctionnaire français, Paris, 1961, σελ 76 έπ , βλ τό


κείμενο της σπουδαιότερης εγκυκλίου, αυτής τοϋ Πρωθυπουργού της
25 9 1954 εις G Belorgey. Le droit de la grève et les services publics, Paris,
1964 σελ 221 έπ
73

ρεσιών, φαίνεται νά ακολουθεί τήν άποψη ενός θεωρητικού πού, λίγο


διάστημα μετά τήν απόφαση Dehaene, σέ σχόλιο του στην απόφαση
αύτη, υποδείκνυε τό διαχωρισμό των υπαλλήλων σέ κατηγορίες ανά­
λογα μέ τό αν άσκοϋν εξουσία ή είναι απλώς εκτελεστικά όργανα καί
ανάλογα μέ τό αν υπηρετούν σέ υπηρεσίες ασφάλειας ή τρέχουσας
διοικήσεως καί πρότεινε τήν στέρηση τοϋ δικαιώματος απεργίας
στους υπαλλήλους πού υπηρετούν σέ υπηρεσίες ασφάλειας (αστυνο­
μία, στρατός, δικαιοσύνη, κοινωνική βοήθεια) καί σέ εκείνους άπό
τους υπαλλήλους των υπηρεσιών τρέχουσας διοικήσεως πού είναι
φορείς εξουσίας καί τήν παραχώρηση του στους υπόλοιπους, δηλαδή
τους υπαλλήλους διαχειρίσεως 39 Επανερχόταν έτσι στην επικαιρό­
τητα ή παλαιά διάκριση τοϋ Berthélemy
Έκτος άπό τόν καθορισμό των κατηγοριών τών υπαλλήλων εκεί­
νων πού έπρεπε νά παραμείνουν στίς θέσεις τους γιά νά εξασφαλί­
σουν τή συνέχεια τών υπηρεσιών πού θεωρούνται απαραίτητες στή
ζωή του Έθνους, οϊ εγκύκλιοι τών Πρωθυπουργών τής 4ης Δημοκρα­
τίας καθόριζαν καί τόν τρόπο εφαρμογής τών μέτρων πού ελάμβα­
ναν, όριζαν δηλαδή μέ ποιο τρόπο θά εξασφαλισθεί ή παρουσία τών
υπαλλήλων, ή συμμόρφωση τους μέ τό περιεχόμενο τών εγκυκλίων.
Ό τρόπος αυτός ήταν ή επίταξη Έτσι, θά εξετάσουμε τώρα τό δεύ­
τερο όπλο πού έχει στά χέρια της ή κυβέρνηση γιά νά αντιμετωπίσει
τίς συνέπειες άπό τίς απεργίες τών δημόσιων υπαλλήλων

56 Λίγο πρίν άπό τήν έναρξη τοΰ 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, ψη­
φίσθηκε στή Γαλλία ό Νόμος τής 11 7 1938 γιά τήν οργάνωση τοΰ
"Εθνους σέ καιρό πολέμου, τό άρθρο 14 τοϋ οποίου ορίζει ότι «μπο­
ρεί επίσης νά υποβληθεί σέ επίταξη κάθε άτομο, διατηρώντας τή θέ­
ση του ή τήν εργασία του, τό σύνολο τοϋ προσωπικού μιας υπηρε­
σίας ή επιχειρήσεως ή οποία θεωρείται ώς απαραίτητη γιά νά
εξασφαλισθούν οί ανάγκες τής χώρας» Οι διατάξεις τοϋ Νόμου αυ­
τού παρατάθηκαν γιά περιορισμένες χρονικές περιόδους μέ άλλε-

39 G Liet-Veaux, σχόλιο, Revue Administrative, 1950 σελ. 366 έπ


74

πάλληλους Νόμους καί μετά τή λήξη τής εμπόλεμης καταστάσεως,


ώσπου μέ Νόμο του 1950 παρατάθηκαν χωρίς χρονικό όριο. Της δια­
τάξεως του άρθρου 14 του Νόμου της 11.7.1938 έκανε χρήση ή κυ­
βέρνηση γιά νά αντιμετωπίσει τίς συνέπειες των απεργιών πού πραγ­
ματοποιούνταν σε δημόσιες υπηρεσίες. Τό CE. έκρινε νόμιμη τήν εν­
έργεια αυτή τής κυβερνήσεως όταν ήλθε ενώπιον του αίτηση ακυρώ­
σεως ενός διατάγματος πού προέβλεπε τήν επίταξη του προσωπικού
τών δημόσιων επιχειρήσεων γκαζιού καί ηλεκτρισμού, μέ τήν απόφα­
ση του Fédération nationale de Γ éclairage et des forces-motrices
(10 11.1950), απορρίπτοντας τόν ισχυρισμό τών αιτούντων ότι τό διά­
ταγμα έπιτάξεως τοϋ προσωπικού, μολονότι νόμιμο, ώς στηριζόμενο
στό Νόμο τοϋ 1938, ήταν άκυρωτέο διότι επεδίωκε τή στέρηση τοϋ
δικαιώματος απεργίας του κατοχυρωμένου ,άπό τό Προοίμιο τοϋ Συν­
τάγματος. Τό CE. παρενέβαλε καί πάλι τήν έννοια τής συνέχειας τών
δημόσιων υπηρεσιών, στους ορισμούς τοϋ Νόμου του 1938, αναφέ­
ροντας στό σκεπτικό τής αποφάσεως του οτι τό διάταγμα τής έπιτά­
ξεως εκδόθηκε «γιά νά εξασφαλίσει τή συνέχεια τής λειτουργίας
ενός συνόλου υπηρεσιών ή επιχειρήσεων απαραίτητων γιά νά ικανο­
ποιηθούν ο'ι ανάγκες τής χώρας... οποία καί άν είναι ή αιτία τής παύ­
σεως τών υπηρεσιών αυτών τήν οποία επιχειρεί νά αποφύγει». Καί ή
λήψη τοϋ μέτρου τής έπιτάξεως τελεί ύπό τόν έλεγχο τοϋ δικαστού,
πού ελέγχει τίς εκτιμήσεις τής κυβερνήσεως γιά τό απαραίτητο ή μή
τών υπηρεσιών40.

57 'Εγκύκλιοι καθορισμού τοϋ αναγκαίου προσωπικού γιά νά


εξασφαλισθεί ή λειτουργία τών υπηρεσιών, καί δικαίωμα έπιτάξεως
τοϋ προσωπικού τών υπηρεσιών (ή έπιχειρήσεων)(πού είναι απαραίτη­
τες γιά τίς ανάγκες τοΰ Έθνους, δικαίωμα πού υλοποιείται μέ διάταγ­
μα, είναι λοιπόν τά δύο μέσα πού διαθέτει ή κυβέρνηση γιά νά προλά­
βει ή νά καταστείλει τίς απεργίες τών δημόσιων υπαλλήλων ή γιά νά
αμβλύνει τίς συνέπειες τους. Μεταξύ τών δύο αυτών μέσων ύπάρ-

40 Long, Weil, Braibant, örr παρ , σελ 337


75

χουν ορισμένες διαφορές. "Ετσι, οι εγκύκλιοι είναι άπλα εσωτερικά


μέτρα της Διοικήσεως, απευθυνόμενα στους υπαλλήλους τους
οποίους άφοροϋν, μέ περιορισμένη δημοσιότητα 41 , ένώ ή επίταξη
έχει επίσημο χαρακτήρα 42 , αφού αποφασίζεται μέ διάταγμα, κατόπιν
προτάσεως του 'Υπουργού Συμβουλίου, πού δημοσιεύεται στην 'Εφη­
μερίδα της Κυβερνήσεως. Ή άρνηση συμμορφώσεως στην εγκύκλιο
συνιστά απλώς πειθαρχικό αδίκημα, ένώ ή άρνηση υπακοής στην ατο­
μική πρόσκληση τής έπιτάξεως επισύρει, έκτος άπό τίς πειθαρχικές,
καί ποινικές κυρώσεις (φυλάκιση άπό ενα μήνα μέχρι ενα χρόνο ή
πρόστιμο άπό 60 μέχρι 12.000 φράγκα ή καί τά δύο). Τέλος, ή σπου­
δαιότερη διαφορά είναι οτι ή επίταξη μπορεί νά εφαρμοσθεί καί σέ
ιδιωτικές επιχειρήσεις 43 .

58. 'Εκτός άπό τίς δύο προαναφερόμενες βασικές αποφάσεις


του, πού έκριναν τή νομιμότητα τών ενεργειών τής κυβερνήσεως στό
πρόβλημα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, τό CE. εξέδωσε
καί πολλές άλλες αποφάσεις γιά ειδικότερα ζητήματα, έχοντας σάν
οδηγό του κυρίως τήν απόφαση Dehaene. "Ετσι μέ τήν απόφαση
Geoffroy (14 2 1951) δέχθηκε τήν καθιερωμένη καί στή θεωρία άποψη
οτι ή εξασφάλιση τοϋ συνδικαλιστικού δικαιώματος στους δημόσιους
υπαλλήλους άπό τό άρθρο 6 τοΰ Νόμου τής 19.10.1946 δέν περιλαμ­
βάνει καί τήν κατοχύρωση τοΰ δικαιώματος απεργίας.
Μέ τήν απόφαση Pagneux (8.2.1952) άλλαξε τελείως τή στάση
του ώς προς τό θέμα οτι ή απεργία τών υπαλλήλων συνεπαγόταν τήν
άρση τών πειθαρχικών εγγυήσεων, άποψη πού είχε δεχθεί προπολε­
μικά μέ τίς αποφάσεις Winkeil καί Delle Minaire, καί ακύρωσε τίς πει­
θαρχικές ποινές προστίμου πού είχαν επιβληθεί σέ απεργούς δημό­
σιους υπαλλήλους χωρίς νά τηρηθεί ή διαδικασία τής γνωστοποιή­
σεως τοΰ ατομικού τους φακέλλου, θεωρώντας άτι ή συμμετοχή

41 J.-P Bouère, οπ. παρ , σελ 270


42 S Salon, J -C Savignac, Fonction publique, Agents de Γ Etat, des col­
lectivités locales et des grands services publics, Paris, 1976, Dalloz, σελ 268
43 J Rivero, οπ. παρ., σελ 596.
76

υπαλλήλων σέ απεργία δέν έχει ώς αποτέλεσμα νά τους στερήσει τίς


εγγυήσεις πού προβλέπονται άπό τό Νόμο περί τοϋ καθεστώτος
τους.
Στην υπόθεση Hublin (16 3.1956), όπου ζητήθηκε νά ακυρωθεί οχι
ατομική πράξη επιβολής πειθαρχικής ποινής σέ απεργούς πού αγνόη­
σαν κυβερνητική εγκύκλιο περιορισμού τοΰ δικαιώματος απεργίας,
άλλα αυτή ή Ί'δια ή εγκύκλιος, τό CE. έκρινε νόμιμη αυτή τήν εγκύ­
κλιο πού περιόριζε έκ των προτέρων τό δικαίωμα απεργίας σέ υπαλ­
λήλους 4 4 , αναφέροντας ότι ό 'Υπουργός (αντί τής κυβερνήσεως, πού
ανέφερε ή απόφαση Dehaene), υπεύθυνος γιά τήν καλή λειτουργία
των δημόσιων υπηρεσιών, μπορεί νά εκδώσει τέτοια εγκύκλιο 4 5 .
Στην επόμενη απόφαση του Lépouse (28 11.1958), τό CE , αφού •
αναγνωρίζει σιωπηρά τόν εαυτό του αρμόδιο νά εξακριβώσει αν τά
μέτρα πού παίρνει ή κυβέρνηση μέ τίς εγκυκλίους της έχουν πράγμα­
τι τό σκοπό νά εξασφαλίσουν τήν ασφάλεια τών προσώπων, τή διατή­
ρηση των εγκαταστάσεων καί τή λειτουργία τών κυβερνητικών το­
μέων, θεωρεί αυθαίρετη τή γενική εξομοίωση τών υπαλλήλων τής κα­
τηγορίας Α (ή τών έπί συμβάσει πού απολαύουν μιας ορισμένης μετα­
χειρίσεως) προς τους υπαλλήλους πού μετέχουν στην κυβερνητική
δράση, ώς προς τους οποίους καί μόνο θεωρεί νόμιμη τήν επιβολή
περιορισμών καί απαγορεύσεων ατό δικαίωμα απεργίας, καί επιβάλλει
τήν εξέταση τής φύσεως τών ασκούμενων καθηκόντων σέ κάθε περί­
πτωση χωριστά, γιά νά διαπιστωθεί αν αυτά συνδέονται ή όχι μέ τήν
κυβερνητική δράση 4 6
Μέ τήν απόφαση Syndicat général de la navigation aérienne
(26 10 1960). δέχεται ότι ή αναγνώριση τοϋ δικαιώματος απεργίας δέν
σημαίνει ότι απαγορεύεται στην κυβέρνηση νά τό περιορίσει προκει­
μένου νά αποφύγει τήν καταχρηστική άσκηση του Ή απαγόρευση,
γιά λόγους δημόσιας τάξεως (καί πάλι συναντάμε τίς δύο αυτές εν-

44 Ρ -M Gaudemet, σχόλιο οπ παρ σελ 85


45 A Plantey, Traité pratique de la fonction publique, Paris, 1971. 3η εκδ
σελ 202. Ρ -M Gaudemet, on παρ
46 M Waline σχόλιο Revue du Droit Public, 1959, σελ 310 καί 311
77

νοιες της καταχρήσεως δικαιώματος καί των αναγκών της δημόσιας


τάξεως), της ασκήσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας σέ ορισμένους
υπαλλήλους επιφορτισμένους μέ ειδικά καθήκοντα καί ή υποβολή
της ασκήσεως τοΰ δικαιώματος αύτοϋ σέ προθεσμία, πρίν άπό τήν
πάροδο τής οποίας δέν μπορεί νά ασκηθεί, είναι νόμιμα μέτρα πού
δέν προξενούν βλάβη στά συνδικαλιστικά δικαιώματα των
υπαλλήλων.
"Αλλη σημαντική απόφαση είναι ή απόφαση Bernadet (19.1.1962),
πού δέχεται οτι ή απαγόρευση απεργίας πού περιέχεται σέ εγκύκλιο
τοϋ προϊσταμένου τής υπηρεσίας γιά ορισμένους υπαλλήλους δικαιο­
λογείται άπό τή βαρειά βλάβη πού επιφέρει ή απεργία στή δημόσια
τάξη καί άπό τήν απειλή πού προκαλεί γιά τήν ασφάλεια προσώπων
καί αγαθών. Δύο καινοτομίες υπάρχουν στην απόφαση αυτή. Ή πρώ­
τη απορρέει άπό τό γεγονός οτι ò αϊτών, υπάλληλος στην Εθνική
Μετεωρολογική 'Υπηρεσία τής Γαλλίας, δέν μπορούσε, λόγω του κα­
θαρά τεχνικού χαρακτήρα τής υπηρεσίας αυτής, νά θεωρηθεί ότι
ασκούσε καθήκοντα συνδεόμενα μέ τήν κυβερνητική δράση Συνε­
πώς, εγκαταλείπεται άπό τό C Ε τό κριτήριο τής συμμετοχής στην
κυβερνητική δράση. Ή δεύτερη καί σπουδαιότερη καινοτομία τής
αποφάσεως είναι ή αναγνώριση αρμοδιότητας εκδόσεως εγκυκλίων
περιοριστικών ή απαγορευτικών του δικαιώματος απεργίας όχι μόνο
σέ κυβερνητικά όργανα, άλλα καί στον προϊστάμενο κάθε υπηρεσίας,
πού είναι υπεύθυνος γιά τήν καλή λειτουργία της καί πού. όπως δέ­
χεται τό C Ε. άπό τό 1936 καί έπειτα, μετά τήν απόφαση Jamart, μπο­
ρεί νά παίρνει, άσχετα καί ανεξάρτητα άπό νομοθετική εξουσιοδότη­
ση, κάθε μέτρο πού εξασφαλίζει τήν καλή λειτουργία τής υπηρεσίας
τής οποίας προΐσταται 47 . Ή απόφαση Bernadet, λοιπόν, αποτελεί
εφαρμογή τών άρχων πού καθιέρωσε ή απόφαση Jamart. στό πρόβλη­
μα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων

Ή απόφαση Syndicat national de fonctionnaires et agents des


préfectures et sous-préfectures de France et d' outre-mer (19 6 1963),

47 J-P Gilli σχόλιο R Dalloz-Sirey. 1966 σελ 726


78

ακύρωσε μία απαγόρευση απεργίας πού αφορούσε τους υπαλλήλους


των νομαρχιών, διότι ή δραστηριότητα τοϋ συνόλου αυτών δέν ήταν
απόλυτα αναγκαία γιά νά αποφευχθεί ό κίνδυνος βλάβης της λει­
τουργίας υπηρεσιών, τών οποίων ή συνέχεια είναι απαραίτητη γιά τήν
κυβερνητική δράση καί τή δημόσια τάξη.

59. Διακόπτουμε έδώ τήν παράθεση τών κανόνων πού διαμόρφω­


σε ή νομολογία τοϋ CE. γιά νά ασχοληθούμε μέ τήν ανάπτυξη κανό­
νων πού παρεμβάλλονται χρονικά καί προέρχονται άπό τό αρμόδιο
όργανο, τή Νομοθετική δηλαδή Εξουσία, πού εδέησε ύπό τήν πίεση
τών πραγμάτων νά παρέμβει καί νά ρυθμίσει, έστω καί ατελώς, έστω
καί έν μέρει, τό δικαίωμα απεργίας τών εργαζομένων στίς δημόσιες
υπηρεσίες μέ τή λειτουργική έννοια τοϋ όρου. 'Αφορμή υπήρξε τό
γεγονός ότι τό καλοκαίρι τοϋ 1963, οι εργαζόμενοι στίς δημόσιες
υπηρεσίες καί επιχειρήσεις κήρυξαν αιφνιδιαστικά, χωρίς καμμία
προειδοποίηση, μία σειρά απεργιών, πολλές άπό τίς όποιες ήσαν εν­
αλλασσόμενες, μέ αποτέλεσμα τήν πλήρη εξάρθρωση της κρατικής
μηχανής καί της οικονομίας τοϋ δημόσιου τομέα καί τή μεγάλη ταλαι­
πωρία τών συναλλασσομένων. Τότε ή κυβέρνηση κατέθεσε στην
'Εθνοσυνέλευση ενα περιστασιακό νομοσχέδιο καί ζήτησε τήν κατε­
πείγουσα ψήφιση του, παρά τή σφοδρή αντίδραση της αντιπολιτεύ­
σεως, ή οποία δέν πέτυχε παρά μόνο νά καθυστερήσει τήν ψήφιση
του, μέ τήν απόρριψη του δύο φορές άπό τή Γερουσία, καί νά επιφέ­
ρει επουσιώδεις τροποποιήσεις καί βελτιώσεις. "Ετσι, άπό τό 1963,
ισχύει ό Νόμος 63-777 τής 31 7.1963 σχετικά μέ ορισμένους τρόπους
απεργίας στίς δημόσιες υπηρεσίες
Τό άρθρο 1 τοϋ Νόμου ορίζει τό πεδίο εφαρμογής τών διατάξεων
τών υπόλοιπων άρθρων του: ό Νόμος εφαρμόζεται στό πολιτικό
προσωπικό τοϋ Κράτους, τών νομών καί τών οργανισμών τοπικής αυ­
τοδιοικήσεως μέ πληθυσμό πάνω άπό 10.000 κατοίκους, ο ιως καί στό
προσωπικό τών επιχειρήσεων, οργανισμών καί νομικών προσώπων,
δημόσιων ή ιδιωτικών, όταν αυτές οι επιχειρήσεις, οργανισμοί ή νομι­
κά πρόσωπα είναι επιφορτισμένες μέ τή διαχείριση μιας δημόσιας
79

υπηρεσίας. Οι διατάξεις τοϋ Νόμου εφαρμόζονται ίδίως στίς επιχει­


ρήσεις πού αναφέρονται στό διάταγμα πού προβλέπεται άπό την
παράγραφο 2 τοϋ άρθρου 31-ο τοϋ 1ου βιβλίου τοϋ Κώδικα
'Εργασίας.
Είναι φανερό ότι τό μεγαλύτερο μέρος τοϋ προσωπικού πού κα­
λύπτει τό άρθρο 1 ανήκει σέ δημόσιες υπηρεσίες μέ λειτουργική έν­
νοια, οι σχέσεις του όμως μέ τους εργοδότες δέν ρυθμίζονται άπό τό
δημόσιο δίκαιο καί έτσι τό προσωπικό αυτό βρίσκεται εξω άπό τό
πλαίσιο της διατριβής αυτής, σύμφωνα μέ τόν περιορισμό πού θέσα­
με στην Εισαγωγή καί στην αρχή τοϋ Κεφαλαίου αυτού Ή κοινή ρύθ­
μιση τοϋ δικαιώματος απεργίας ομως, πού επιβάλλει ό Νόμος σέ όλο
αυτό τό προσωπικό, άσχετα άπό τή μορφή καί τή φύση τής απασχο­
λήσεως του, αποδεικνύει άτι στή Γαλλία υπάρχει ή σύγχρονη τάση νά
ρυθμισθούν μέ ενιαίο τρόπο τά θέματα όλων των εργαζομένων στό
δημόσιο τομέα τής οικονομίας.
Τό άρθρο 2 τοϋ Νόμου επεκτείνει σέ όλους τους εργοδότες πού
αναφέρει τό άρθρο 1, τίς διατάξεις τοϋ Νόμου τής 11.2 1950 όπως
έχει τροποποιηθεί, γιά τίς διαπραγματεύσεις πού πρέπει νά γίνονται
όταν ανακύπτει μία συλλογική διαφορά
Τό άρθρο 3 τοϋ Νόμου τής 31.7 1963 στην παρ. 1 ορίζει ότι όταν
τό προσωπικό πού αναφέρεται στό άρθρο 1 πρόκειται νά κάνει απερ­
γία, πρέπει νά απευθύνει προειδοποίηση, γενικεύοντας έτσι τήν υπο­
χρέωση πού επέβαλλαν διάφορες υπουργικές εγκύκλιοι σέ περίπτω­
ση απεργίας πού θά επηρέαζε τήν ασφάλεια προσώπων καί εγκατα­
στάσεων Μέ τίς διατάξεις τοϋ άρθρου 3 τοϋ Νόμου απαγορεύονται
οι αιφνιδιαστικές απεργίες. Στην παρ 2 τοϋ ίδιου άρθρου, ή προειδο­
ποίηση προέρχεται άπό τήν ή μία άπό τίς συνδικαλιστικές οργανώ­
σεις πού είναι οι πλέον αντιπροσωπευτικές σέ εθνικό επίπεδο, είτε
στην επαγγελματική κατηγορία εϊτε στην πληττόμενη επιχείρηση, ορ­
γανισμό ή υπηρεσία, καί προσδιορίζει τους λόγους τής προσφυγής σέ
απεργία Ή πρώτη συνέπεια πού απορρέει άπό τή διάταξη τής παρ 2
είναι ότι, αναγνωρίζοντας τόν θεμελιώδη ρόλο τής συνδικαλιστικής
οργανώσεως κατά τή χρησιμοποίηση τοϋ όπλου τής απεργίας στίς
80

διεκδικήσεις των εργαζομένων48, επιτρέπει μόνο τή συνδικαλιστική


απεργία καί απαγορεύει τήν αδέσποτη ή «άγρια» απεργία. Έτσι, μετά
τόν περιορισμό πού υφίσταται τό δικαίωμα απεργίας των εργαζομέ­
νων στίς δημόσιες υπηρεσίες, άπό τήν απαγόρευση της αιφνιδιαστι­
κής απεργίας, προστίθεται καί δεύτερος περιορισμός, ή απαγόρευση
σέ αυτόνομες ομάδες, μή οργανωμένες σέ συνδικαλιστικές οργανώ­
σεις, νά κηρύσσουν απεργία. Οι περιορισμοί προχωρούν. Δέν άρκεΐ
νά εξαγγέλλει τήν πρόθεση της νά κηρύξει απεργία μία οποιαδήποτε
συνδικαλιστική οργάνωση Πρέπει ή οργάνωση αυτή νά είναι αντιπρο­
σωπευτική, καί μάλιστα σέ εθνικό επίπεδο. Ή έννοια όμως τής πλέον
αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργανώσεως δημιουργεί πολλά
ερμηνευτικά προβλήματα, τά όποια αναπτύσσονται εκτενώς άπό
όλους όσοι ασχολήθηκαν μέ τήν ερμηνεία του Νόμου τοϋ 196349
Συμφώνα μέ τήν παρ. 3 τοϋ άρθρου 3, ή προειδοποίηση πρέπει νά
φθάσει πέντε πλήρεις ήμερες πρίν άπό τήν έναρξη τής απεργίας
στην ιεραρχικά προϊστάμενη αρχή ή στή διεύθυνση τοϋ ενδιαφερό­
μενου νομικού προσώπου, επιχειρήσεως ή οργανισμού. 'Ορίζει τόν
τόπο, τήν ημερομηνία καί τήν ώρα ενάρξεως, καθώς καί τή διάρκεια,
περιορισμένη ή απεριόριστη, τής απεργίας. Όπως είναι γνωστό, όταν
ή προθεσμία αποτελείται άπό πλήρεις ήμερες, ή ήμερα ενάρξεως καί
ή ήμερα λήξεως δέν υπολογίζονται στην προθεσμία. Τέλος, ή παρ 4
του 'ίδιου άρθρου 3 ορίζει ότι ή προειδοποίηση δέν εμποδίζει τίς δια­
πραγματεύσεις γιά τή ρύθμιση τής διαφοράς, κάτι σχεδόν
αυτονόητο

48 J -Μ Verdier, Aspects inattendus de la loi du 31 Juillet 1963. Préavis de


grève et droit syndical, R Dalloz, 1963, Chron , σελ 270
49 Βλ εκτενείς ερμηνείες τοϋ Νόμου εις G Belorgey, on. παρ . σελ 142
έπ , Η Sinay, La prohibition des grèves tournantes et des grèves - surprise
dans les services publics, Jurisclasseur Périodique, 1963, I, 1795, V Silvera, La
loi du 31 Juillet 1963 relative à certaines modalités de la grève dans les servi-
ces publics, R Sirey, 1963, Chron , σελ 69 έπ, A Mathiot, άρθρο μέ τόν ϊδιο
τίτλο, A J D Α , 1963, σελ 595 έπ . J Touscoz, Le droit de grève dans les servi-
ces publics et la loi du 31 Juillet 1963. Droit Social. 1964, σελ 20 έπ
81

Τό άρθρο 4 τοϋ Νόμου αποβλέπει στην απαγόρευση των εναλ­


λασσόμενων ή έκ περιτροπής απεργιών, τόσο των οριζόντιων όσο καί
των κάθετων. Ή διατύπωση τοϋ άρθρου πιθανόν νά δημιουργεί τήν
εντύπωση οτι απαγορεύονται καί οι απεργίες αλληλεγγύης, άλλα αυ­
τό πρέπει νά αποκλεισθεί, διότι κάτι τέτοιο δέν απορρέει άπό τήν
πρόθεση τοϋ νομοθέτη, όπως διευκρινίζεται στίς συζητήσεις στην
'Εθνοσυνέλευση 50 .
Τό άρθρο 5 καθορίζει τίς κυρώσεις πού επιβάλλονται σέ άσους
δέν τηρούν τίς διατάξεις των προηγούμενων άρθρων. Οι κυρώσεις
είναι μόνο πειθαρχικές καί άχι ποινικές. Οι πειθαρχικές ποινές, σύμ­
φωνα μέ τό άρθρο 5, λοιπόν, μπορεί νά επιβληθούν χωρίς άλλη διατύ­
πωση παρά μόνο μέ τήν κοινοποίηση τού ατομικού φακέλλου. Μόνο
στην περίπτωση πού πρόκειται νά επιβληθούν οι ποινές τού υποβιβα­
σμού καί της απολύσεως, τό άρθρο επαναφέρει τήν κανονική πειθαρ­
χική διαδικασία, δηλαδή καί τήν εγγύηση τού πειθαρχικού συμβου­
λίου. Έξ άλλου, ή ποινή τής απολύσεως δέν μπορεί νά συνοδεύεται
μέ ταυτόχρονη απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων Οι διατά­
ξεις τού άρθρου 5 αποτελούν οπισθοδρόμηση καί δυσμενέστερη
μεταχείριση έναντι τών κανόνων πού είχε καθιερώσει ή νομολογία
τού CE., πού απαιτούσε σέ κάθε περίπτωση τιμωρίας απεργών υπαλ­
λήλων πού μετείχαν σέ απεργία πού κρίνεται ως παράνομη, ακόμα
καί σέ πολιτική, τήν τήρηση άλων τών πειθαρχικών εγγυήσεων51
"Ετσι θά υπάρχουν δύο ρυθμίσεις γιά τό 'ίδιο θέμα, ή ρύθμιση πού
έχει καθιερώσει τό C Ε γιά τήν τήρηση τών πειθαρχικών εγγυήσεων
σέ κάθε παράνομη απεργία,-έκτος άπό αυτές πού προβλέπει ό Νόμος
τού 1963, γιά τίς όποιες θά ισχύουν οι ρυθμίσεις τού Νόμου αυτού
Τό 6ο καί-τελευταίο άρθρο τού Νόμου ορίζει άτι άσον άφορα τό
προσωπικό πού προβλέπεται στό άρθρο 1 τού Νόμου καί πού δέν
υπόκειται στίς διατάξεις τού άρθρου 4 τού Νόμου 61-825 τής
29.7 1961, ή απουσία πραγματικής υπηρεσίας συνεπεία προσυνεννοη-

50 V. Silvera, οπ παρ , σελ 75-76


51 V Silvera, οπ παρ σελ. 76

6
82

μένης παύσεως της εργασίας επισύρει ποσοστιαία μείωση των απο­


δοχών ή του μισθού καί των συμπληρωμάτων, έκτος άπό τά οικογε­
νειακά επιδόματα Πάντως, οποίος καί αν είναι ό τρόπος της μειώ­
σεως, ή παύση της εργασίας σέ διάρκεια μικρότερη άπό μία εργάσιμη
ήμερα επισύρει κράτηση ϊση προς τή μείωση πού αντιστοιχεί στην
ήμερα αυτή Ή διάταξη τοϋ άρθρου 6 αποδίδει τήν αρχή πού εφαρ­
μόζεται γενικά στην απεργία Οι κυβερνητικές εγκύκλιοι πού 'ίσχυαν
γιά τους δημόσιους υπαλλήλους προσδιόριζαν οτι ό απεργός υπάλλη­
λος δέν δικαιούται αποδοχών κατά τή διάρκεια τής απεργίας ελλείψει
παρεχόμενης υπηρεσίας. Επίσης, όριζαν ότι σέ περίπτωση· απεργίας
γιά κλάσμα τής ημέρας, ή κράτηση τών αποδοχών αντιστοιχούσε σέ
ολόκληρη τήν ήμερα (κανόνας τού «αδιαίρετου τριακοστού») Οι δια­
τάξεις αυτές τών εγκυκλίων κρίθηκαν μή νόμιμες άπό τό C Ε μέ μία
απόφαση του τής 22 4 1960, οπότε ή κυβέρνηση προώθησε στην
'Εθνοσυνέλευση καί ή τελευταία ψήφισε διάταξη, τό άρθρο 4 τού Νό­
μου 61-825 τής 29 7 1961 πού νομιμοποιούσε τήν πρακτική πού επέ­
βαλλαν οι κυβερνητικές εγκύκλιοι, αφορούσε όμως μόνο τους υπαλ­
λήλους τού Κράτους καί τών δημόσιων νομικών προσώπων διοικητι­
κού χαρακτήρα πού υπάγονταν στή ρύθμιση τής Ordonnance 59-244
τής 4 2 1959 περί τού γενικού καταστατικού χάρτη τών υπαλλήλων,
κειμένου πού αντικατέστησε τόν Νόμο 46-2294 τής 19 10 1946 μέ τόν
'ίδιο τίτλο Τό άρθρο 6 τού Νόμου τής 31 7 1963 αποβλέπει στην κάλυ­
ψη τού κενού καί στην επέκταση τής διατάξεως τού άρθρου 4 τοϋ
Νόμου τού 1961, σέ όλους όσοι αναφέρονται ατό άρθρο 1 τού παρα­
πάνω Νόμου τοϋ 1963

60 "Ηδη τίθεται τό ερώτημα, άν μετά τήν ψήφιση τοϋ νέου Νό­


μου διατηρούν τήν ισχύ τους αφενός ή νομολογία τού C Ε. πού επι­
τρέπει στην κυβέρνηση νά περιορίζει μέ εγκυκλίους της τό δικαίωμα
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων καί αφετέρου οι κανονιστικές αυ­
τές εγκύκλιοι τής κυβερνήσεως Τήν απάντηση δίνει αυτή ή ϊδια ή
εισηγητική έκθεση τοϋ νομοσχεδίου πού κατέθεσε ή κυβέρνηση,
όπου αναφέρεται οτι τό νομοσχέδιο «δέν ρυθμίζει τό σύνολο τών
83

συνθηκών ασκήσεως του δικαιώματος απεργίας στίς δημόσιες υπηρε­


σίες .. Κατά συνέπεια, δέν τροποποιεί τά δικαιώματα πού διαθέτει ή
κυβέρνηση στον τομέα αυτόν». Καταφατική απάντηση στό παραπάνω
ερώτημα δίνει καί ή θεωρία καί ή νομολογία του C.E., της οποίας θά
συνεχίσουμε τήν εξέταση μετά τήν ανάλυση πού έγινε στίς διατάξεις
του Νόμου της 31.7.1963
Πράγματι, τρεις αποφάσεις τοΰ C Ε του «Φεβρουαρίου 1966, Syn­
dicat national des fonctionnaires et des agents du groupement des
contrôles radioélectriques (4 2 1966), Syndicat unifié des techniciens
de la Radiodiffusion et Télévision Française et autres (4 2 1966), Fédé-
ration nationale de Γ Aviation Civile (9 2 1966), δέχονται οτι ό Νόμος
της 31 7 1963 δέν αποτελεί συνολική νομοθετική ρύθμιση του δικαιώ­
ματος απεργίας καί έτσι ή κυβέρνηση διατηρεί τό δικαίωμα νά ορίσει
τή φύση καί τήν έκταση των ορίων πού εκτιμά ώς απαραίτητα γιά τή
λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας ε'ίτε τίς εγκυ­
κλίους πού περιορίζουν τό δικαίωμα απεργίας (2 πρώτες αποφάσεις),
εϊτε τό δικαίωμα έπιτάξεως (3η απόφαση)52
Μέ τήν προαναφερθείσα απόφαση στην αϊτηση τοΰ συνδικάτου
τεχνικών της Γαλλικής Ραδιοτηλεοράσεως, έξ άλλου, προσδιορίζεται
καί διευκρινίζεται ή έννοια τής minimum υπηρεσίας καί ή έκταση πού
πρέπει νά έχει Οι εγκύκλιοι τοϋ γενικού διευθυντού τής R.T.F. όρι­
ζαν οτι σέ περίπτωση απεργίας, οφείλει νά παραμείνει στην υπηρεσία
προσωπικό επαρκές γιά νά μεταδώσει τήν τηλεφημερίδα, τίς εκπομ­
πές γιά τήν δοκιμή λήψεως τής εικόνας, τίς έκτακτες εκπομπές τών
ειδήσεων σέ περίπτωση ανάγκης καί, τέλος, ενα δίωρο πρόγραμμα μέ
κινηματογραφικές ταινίες γιά τήν ψυχαγωγία τών τηλεθεατών. Τό
CE ακύρωσε τήν τελευταία αυτή διάταξη τής εγκυκλίου μέ τήν αι­
τιολογία οτι «δέν δικαιολογούνταν άπό τίς ανάγκες έν όψει τών
οποίων ό Υπουργός Πληροφοριών μπορούσε νά περιορίσει τήν άσκη­
ση τοΰ δικαιώματος απεργίας τών υπαλλήλων τής R.T F. καί δέν θά
έπρεπε, κατά συνέπεια, νά περιληφθεί στή minimum υπηρεσία πού ό

52 J -Ρ Jilli, οπ παρ . σελ 724


84

Υπουργός μπορούσε νά επιβάλει στους έν λόγω υπαλλήλους σέ


περίπτωση απεργίας». Έτσι, επιβεβαιώνεται καί πάλι ή μέριμνα τοϋ
CE. γιά τόν περιορισμό των κυβερνητικών παρεμβάσεων στά μέτρα
καί μόνο πού επιβάλλονται άπό τή συνέχεια τών δημόσιων υπηρεσιών
πού κρίνονται απαραίτητες στην κυβερνητική δράση ή στή δημόσια
τάξη.
Πρίν από τίς τρεις αποφάσεις πού αναφέραμε ανωτέρω, είχε εκ­
δοθεί μία άλλη σημαντική απόφαση, ή απόφαση Pouzenc (9.7.1965).
Δύο είναι τά σπουδαιότερα σημεία της αποφάσεως αυτής. Τό πρώτο
είναι ότι κρίθηκε παράνομη ή επέμβαση του προϊσταμένου της υπη­
ρεσίας, πού αφορούσε τήν εντολή προς τόν αιτούντα νά παραμείνει
στην υπηρεσία καί νά μήν απεργήσει, διότι »ή υπηρεσία εξασφαλιζό­
ταν μέ υπαλλήλους πού δέν απεργούσαν; συνεπώς ή εντολή... δέν
δικαιολογούνταν άπό τήν ανάγκη τής διατηρήσεως μιας υπηρεσίας,
της οποίας ή διακοπή θά μπορούσε νά φέρει βαρειά βλάβη στό δημό­
σιο συμφέρον». Τό δεύτερο σημαντικό σημείο είναι ότι ή εξουσία τοΰ
προϊσταμένου τής υπηρεσίας νά λαμβάνει μέτρα γιά τή συνέχεια τής
λειτουργίας της σέ περίπτωση απεργίας αναγνωρίζεται καί στό δή­
μαρχο, «υπεύθυνο, όσον άφορα τή δημοτική διοίκηση, γιά τήν καλή
λειτουργία τών υπηρεσιών πού έχουν τεθεί ύπό τήν εξουσία του».
Ή τελευταία αυτή απόφαση, όπως καί ή απόφαση Syndicat ...
R.T.F., καθώς καί άλλες προγενέστερες, δείχνουν ότι τό CE. άσκεϊ
λεπτομερέστατο έλεγχο στις πράξεις τών διοικούντων μέ τίς όποιες
περιορίζεται τό δικαίωμα απεργίας τών υπαλλήλων τών δημόσιων
υπηρεσιών, εξετάζοντας καί πραγματικά περιστατικά ουσίας, προκει­
μένου νά διαπιστώσει αν τά λαμβανόμενα μέτρα είναι τά κατάλληλα
καί απόλυτα αναγκαία γιά νά εξασφαλισθεί ή συνέχεια τών δημόσιων
υπηρεσιών. "Ετσι, ακύρωσε πράξεις τής Διοικήσεως επισημαίνοντας
παρανομίες, οι όποιες δέν εξηγούνταν παρά μόνο άπό τή νεαρότητα
τοΰ προβλήματος καί τή δυσκολία ευρέσεως τοϋ σημείου Ισορροπίας
μεταξύ επιτρεπτού καί απαγορεύσεως53. Ή νομολογία τοΰ CE στό

53 R Latournerie. απ. παρ σελ 639


85

θέμα αυτό τοποθετείται στό ευρύτερο πλαίσιο της νομολογίας του


γιά τή σύγκρουση μεταξύ τοϋ σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων
άπό τή μία πλευρά καί των αναγκών της δημόσιας τάξεως σχετικά μέ
τίς εξουσίες πού έχει καί τίς διαταγές πού μπορεί νά εκδίδει ή αστυ­
νομία γιά νά αντιμετωπίσει τίς ανάγκες αυτές, άπό την άλλη
πλευρά 5 4 .
'Ακολουθεί ή απόφαση Syndicat national des fonctionnaires et
agents des préfectures κλπ. (6.12 1966), πού δέχεται ότι ορισμένοι
υπάλληλοι μπορούν νόμιμα νά στερηθούν τό δικαίωμα απεργίας όχι
λόγω τοϋ βαθμού τους, άλλα λόγω της φύσεως της αποστολής τους
καί των καθηκόντων πού ασκούν. Καί ή απόφαση αυτή είναι συνεπής
προς τό πνεύμα των προηγούμενων αποφάσεων του CE. πού διακρί­
νουν τους υπαλλήλους σέ αναγκαίους καί μή αναγκαίους γιά τήν εξα­
σφάλιση τής συνέχειας τών υπηρεσιών πού είναι απαραίτητες γιά τή
ζωή τοϋ "Εθνους καί δέχονται τήν επιβολή περιορισμών καί στερή­
σεων γιά τους πρώτους
Τό 1967 τό CE., ερμηνεύοντας τή διάταξη τοΰ άρθρου 6 τοΰ Νό­
μου τής 31.7.1963, μέ τήν απόφαση του Syndicat national de Γ ensei­
gnement secondaire (8.2 1967), δέχθηκε ότι απουσία άπό τήν υπηρε­
σία, πού μπορεί νά οδηγήσει σέ κράτηση τών αποδοχών, συνιστά καί
ή άρνηση εκπληρώσεως ορισμένων δευτερευόντων καθηκόντων
Ή απόφαση Syndicat chrétien de Γ Administration centrale des
Affaires Sociales (22 11 1968) δέχεται ότι δέν αποτελεί προσβολή του
δικαιώματος απεργίας ή απαγόρευση στους προϊσταμένους γραφείου
τοϋ Κεντρικής Διοικήσεως Κοινωνικών 'Υποθέσεων νά σταματήσουν
τά καθήκοντα τους σέ περίπτωση απεργίας.
Τό 1970 εκδίδονται δύο αποφάσεις τοϋ C Ε. γιά τό πρόβλημα τής
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων. Στην πρώτη, Hôpital rural de
Granvilliers (16 1.1970), γίνεται ερμηνεία τοΰ άρθρου 3 τοϋ Νόμου

54 M Waline. La grève et le service public. Rapport général Travaux de Γ


Association Henri Gapitant. Journée de Bruges. Τόμος 9ος 1955 Paris 1957
σελ 270. R Latournerie. οπ παρ, σελ 639
86

της 31.7.1963. Μέ αυτήν, τό CE. δέχεται οτι όταν μία προειδοποίηση


ενάρξεως απεργίας κατατεθεί σέ εθνικό επίπεδο, δέν είναι αναγκαίο
νά κατατεθεί παρόμοια προειδοποίηση στή διεύθυνση κάθε δημόσιου
νομικού προσώπου, τοϋ οποίου τό προσωπικό προτίθεται νά απεργή­
σει. Σχετικά μέ τόν αποδέκτη της προειδοποιήσεως απεργίας σέ εθνι­
κό επίπεδο, τό CE. δέχεται οτι αυτός μπορεί νά είναι καί ό Πρωθυ­
πουργός. Στην άλλη απόφαση, Syndicat national des fonctionnaires
des impôts κλπ. (21.10.1970), κρίθηκε παράνομη μία γενική απαγόρευ­
ση του δικαιώματος απεργίας σέ υπαλλήλους ορισμένου βαθμού, διό­
τι δέν δικαιολογούνταν από τή συνέχεια της δημόσιας υπηρεσίας.
Οι μεταγενέστερες αποφάσεις τοϋ CE. ακολουθούν βασικά τίς
αρχές πού χάραξε ή απόφαση Dehaene. Δύο αποφάσεις πρέπει νά
επισημανθούν ιδιαίτερα άπό τό 1970 καί έπειτα. Ή απόφαση Centre
hospitalier régional d' Orléans (7.1.1976) επιβεβαιώνει τήν αρχή πού
έγινε δεκτή μέ τήν απόφαση Bernadet, αναγνωρίζοντας εξουσία καί
αρμοδιότητα ρυθμίσεως τής ασκήσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας καί
στον προϊστάμενο τής υπηρεσίας. Ή άλλη πολύ σημαντική απόφαση,
Syndicat général C G.T. du personnel des Affaires Sociales κλπ.
(14.10.1977), ακύρωσε μία εγκύκλιο των Υπουργών 'Εργασίας καί
Υγείας κατά τό μέρος πού περιελάμβανε στό πεδίο εφαρμογής της
τά δημόσια νομικά πρόσωπα πού βρίσκονται ύπό τήν εποπτεία τους,
περιοορίζοντας τήν αρμοδιότητα τών 'Υπουργών μόνο όσον άφορα
τίς υπηρεσίες πού υπάγονται στην εξουσία τους καί αναγνωρίζοντας
αρμοδιότητα γιά τόν περιορισμό τής ασκήσεως τού δικαιώματος
απεργίας τών υπαλλήλων τών νομικών προσώπων μόνο στά όργανα
πού διευθύνουν τά νομικά αυτά πρόσωπα.
Γιά τήν πληρότητα τής αναπτύξεως αναφέρουμε, μολονότι ξε­
φεύγει άπό τά πλαίσια τής διατριβής αυτής όπως καθορίσθηκαν στην
αρχή τοϋ Κεφαλαίου αύτοϋ καί οτήν Εισαγωγή, οτι τό πρόβλημα τής
απεργίας τών εργαζομένων στίς δημόσιες υπηρεσίες μέ τή λειτουργι­
κή έννοια τοϋ όρου απασχόλησε τελευταία καί τό γαλλικό Συνταγμα­
τικό Συμβούλιο. Πράγματι, μέ απόφαση του πού εκδόθηκε στίς
25.7.1979 κήρυξε αντισυνταγματικές ορισμένες φράσεις τοϋ Νόμου
87

634 πού κυρώθηκε τήν επομένη καί πού αφορούσε τή ρύθμιση του
δικαιώματος απεργίας των εργαζομένων στα γαλλικά ραδιοτηλεοπτι­
κά δίκτυα μέ σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Έτσι, άπαλείφθηκαν άπό τό
κείμενο τοΰ Νόμου οι φράσεις της παρ. 3 τού άρθρου μόνου «γιά νά
εξασφαλίσουν τήν κανονική υπηρεσία» καί «απαραίτητα γιά τήν
εκπλήρωση των αποστολών...», διότι κρίθηκε ότι αντιβαίνουν στίς
συνταγματικές αρχές πού αναγνωρίζουν τό δικαίωμα απεργίας55.

IV. 'Ανακεφαλαίωση — Συμπεράσματα


61. Άπό τή μελέτη τού γαλλικού δικαίου σχετικά μέ τό δικαίωμα
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, συνοψίζουμε τά συμπεράσματα
μας μέ τίς έξης παρατηρήσεις: α) ότι υπάρχει ή τάση τόσο της νομο­
λογίας τού CE. όσο καί της νομοθεσίας (Νόμος της 31.7.1963), γιά
ενιαία ρύθμιση τού θέματος αυτού σέ όλους τους τομείς της διοική­
σεως καί της οικονομίας πού ελέγχονται άπό τό Κράτος, β) ότι, λόγω
της αδράνειας τού νομοθέτη νά ρυθμίσει τό θέμα, ανήκει στην κυ­
βέρνηση, υπεύθυνη γιά τήν καλή λειτουργία τών δημόσιων υπηρε­
σιών, ή αρμοδιότητα νά καθορίσει ή ϊδια, ύπό τόν έλεγχο τού δικα­
στού, τή φύση καί τήν έκταση τών περιορισμών τού δικαιώματος
απεργίας τών εργαζομένων στίς δημόσιες υπηρεσίες, γ) ότι, μέ τόν
καθορισμό τών ορίων καί περιορισμών τοΰ δικαιώματος απεργίας, εμ­
φανίζεται ή διάκριση τών υπηρεσιών, καθώς καί τών υπαλλήλων πού
υπηρετούν σ' αυτές,σέ απαραίτητες καί μή απαραίτητες γιά τίς ανάγ­
κες τού "Εθνους, οπότε οι υπάλληλοι πού υπηρετούν σέ υπηρεσίες
πού κρίνονται απαραίτητες, είναι δυνατό, μέ τά κυβερνητικά μέτρα,
νά στερηθούν τό δικαίωμα απεργίας καί δ) ότι ή νομοθετική ρύθμιση
πού επήλθε αργότερα δέν αποτελεί συνολική ρύθμιση τού δικαιώμα­
τος απεργίας τών υπαλλήλων τών δημόσιων υπηρεσιών καί συνεπώς
ισχύει, παράλληλα προς τή νομοθετική αυτή ρύθμιση, ή κυβερνητική
αρμοδιότητα καθορισμού τών περιορισμών τοΰ δικαιώματος απερ­
γίας γιά τους υπαλλήλους αυτούς

55 Βλ τό κείμενο της αποφάσεως αυτής τοϋ Συνταγματικού Συμβουλίου


σέ ελληνική μετάφραση εις Τό Σύνταγμα 1980, σελ 426, μέ παρατηρήσεις
Σπ Παππά-Πρ Παυλόπουλου. σελ 421-426
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Ι. Έννοια τοϋ δημόσιου υπαλλήλου στό ιταλικό δίκαιο

62. Θεωρούμε σκόπιμο νά υπενθυμίσουμε, πρίν εισέλθουμε οτήν


εξέταση τοϋ θέματος κατά τό ιταλικό δίκαιο, τό αντικείμενο της δια­
τριβής, πού είναι ή εξέταση του δικαιώματος απεργίας των δημόσιων
υπαλλήλων, καί σάν τέτοιους εννοούμε τους υπαλλήλους εκείνους
του Κράτους καί των άλλων δημόσιων νομικών προσώπων, πού απο­
τελούν όργανα του Κράτους ή τών δημόσιων νομικών προσώπων στά
όποια υπηρετούν καί τών οποίων ή σχέση προς τό Κράτος ρυθμίζεται
άπό κανόνες του δημόσιου δικαίου. "Ετσι, πρέπει πρώτα νά προβούμε
στον προσδιορισμό της έννοιας του δημόσιου υπαλλήλου σύμφωνα
μέ τό ιταλικό δίκαιο

63 Κατά τό ιταλικό διοικητικό δίκαιο, τά φυσικά πρόσωπα πού


αναλαμβάνουν μία οποιαδήποτε υπηρεσία στό Κράτος ή τά άλλα δη­
μόσια νομικά πρόσωπα πού ασκούν διοίκηση, μέ αρμοδιότητες εϊτε
κατά τόπον, εϊτε καθ' ϋλην (στό έξης, γιά νά μήν επαναλαμβάνουμε
την ϊδια φράση μέ τό διαζευκτικό ή, θά εννοείται άτι περιλαμβάνον­
ται καί τά δημόσια νομικά πρόσωπα σέ κάθε αναφορά πού θά γίνεται
σχετικά μέ υπηρεσίες, υπαλλήλους κλπ., έκτος αν ρητά αναφέρεται
διαφορετική ρύθμιση γΓ αυτά), ή θεωρία τά διακρίνει σέ διάφορες
89

κατηγορίες πού δέν ενδιαφέρουν έδώ1. Ή διάκριση πού μας ενδιαφέ­


ρει άφορα τά πρόσωπα πού αναλαμβάνουν την άσκηση δημόσιας
υπηρεσίας ώς επάγγελμα, παρέχοντας εξαρτημένη εργασία στό Κρά­
τος 2 . Καί τά πρόσωπα αυτά διακρίνονται πάλι σέ κατηγορίες πού δέν
μας ενδιαφέρουν, έκτος άπό μία. Πράγματι, ή Διοίκηση μπορεί νά
ρυθμίζει τίς σχέσεις του προσωπικού της μέ δύο τρόπους: εϊτε μέ
κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, εϊτε μέ κανόνες τοϋ δημόσιου
δικαίου 3 .

64. Συνήθως ή Διοίκηση χρησιμοποιεί στίς σχέσεις της μέ τά


πρόσωπα πού προσλαμβάνει γιά νά εκπληρώσει τους κρατικούς σκο­
πούς, τό δημόσιο δίκαιο. Ή σχέση αύτη τοϋ δημόσιου δικαίου μεταξύ
Κράτους καί προσλαμβανόμενων προσώπων λέγεται pubblico impie­
go (όρος τόν όποιο θά μεταφράσουμε «δημοσιοϋπαλληλική σχέση»
καί πού αντιστοιχεί στον γαλλικό ορο fonction publique μέ στενή έν­
νοια). Πάντως, ή σχέση της δημόσιας υπηρεσίας είναι άσχετη μέ τά
καθήκοντα πού εκτελεί ό εργαζόμενος. Έτσι, ή σχέση δημόσιου δι­
καίου πού ρυθμίζει τίς σχέσεις τού Κράτους ώς εργοδότη μέ τόν
αξιωματικό, τόν δικαστή, τόν δημόσιο υπάλληλο μέ στενή έννοια
(pubblico impiegato), τόν καθηγητή, είναι δυνατό νά ρυθμίζει καί τίς
σχέσεις του μέ έναν εργάτη. Ό λ ο ι αυτοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι μέ
ευρεία έννοια (pubblici dipendenti). Συνεπώς, θά έπρεπε, σύμφωνα
μέ τόν περιορισμό πού θέσαμε στην αρχή, νά μας απασχολήσει τό
ζήτημα τοϋ δικαιώματος απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων μέ τήν
ανωτέρω ευρεία έννοια, δηλαδή εκείνων πού ή σχέση τους μέ τόν
έργοδότη-Κράτος ρυθμίζεται άπό τό δημόσιο δίκαιο. Όμως τά πράγ­
ματα δέν είναι ακριβώς έτσι. Περιπλέκονται άπό τήν ϋπαρξη μιας άλ­
λης έννοιας τοϋ δημόσιου υπαλλήλου σέ έναν άλλο κλάδο τοϋ δι­
καίου: τό ποινικό δίκαιο, τό όποιο εμπλέκεται στό πρόβλημα, επειδή

1 Α Sandulli, Manuale di Diritto Amministrativo, 12η εκδ , Napoli,


1974, σελ. 187-191
2 Α. Sandulli, ön. παρ , σελ 191
3 Α Sandulli, απ παρ , σελ 193
90

ό ισχύων ιταλικός Ποινικός Κώδικας (Codice Penale, στό έξης γιά


συντομία C.P.), περιέχει διατάξεις πού απαγορεύουν την απεργία
ατούς δημόσιους υπαλλήλους καί ορίζουν καί ποιοί θεωρούνται δη­
μόσιοι υπάλληλοι.
Τό άρθρο 357 τοϋ ισχύοντος ιταλικού Ποινικού Κώδικα ορίζει οτι:
«Ώς προς τίς συνέπειες του ποινικού νόμου, εϊναι δημόσιοι υπάλλη­
λοι (pubblici ufficiali — νέος όρος πού υπεισέρχεται έδώ):
1) Οι υπάλληλοι τοϋ Κράτους, ή άλλου δημόσιου νομικού προσώ­
που, πού ασκούν, διαρκώς ή πρόσκαιρα, μία δημόσια λειτουργία
(pubblica funzione), νομοθετική, διοικητική ή δικαστική.
2) Κάθε άλλο πρόσωπο πού άσκεϊ, διαρκώς ή πρόσκαιρα, δωρεάν
ή μέ αμοιβή, εκούσια ή υποχρεωτικά, μία δημόσια λειτουργία, νομο­
θετική, διοικητική ή δικαστική».
Τό επόμενο άρθρο 358 τοϋ ιταλικού Π.Κ. ορίζει οτι:
«Ώς προς τίς συνέπειες τοϋ ποινικού νόμου, εϊναι πρόσωπα επι­
φορτισμένα μέ δημόσια υπηρεσία (persone incaricate di un pubblico
servizio):
1) Οι υπάλληλοι τοϋ Κράτους, ή άλλου δημόσιου νομικού προσώ­
που, πού παρέχουν, διαρκώς ή πρόσκαιρα, μία δημόσια υπηρεσία
('pubblico servizio)
2) Κάθε άλλο πρόσωπο πού παρέχει, διαρκώς ή πρόσκαιρα, δω­
ρεάν ή μέ αμοιβή, εκούσια ή υποχρεωτικά, μία δημόσια υπηρεσία».

65. Όπως διαπιστώνει κανείς άπό τήν ανάγνωση των δύο αυτών
άρθρων,τά πρόσωπα πού παρέχουν τίς υπηρεσίες τους στό Κράτος (ή
τά άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα) διαχωρίζονται σέ δύο κατηγορίες:
εκείνα πού ασκούν δημόσια λειτουργία (esercitano una pubblica
funzione) καί εκείνα πού — απλώς — παρέχουν δημόσια υπηρεσία
(prestano un pubblico servizio). Ή διάκριση, όσον άφορα τό θέμα της
εργασίας αυτής, δέν έχει έπί τοϋ παρόντος σημασία, άν υποτεθεί άτι
αναφέρεται σέ πρόσωπα, τών οποίων ή σχέση μέ τόν έργοδότη-
Κράτος ρυθμίζεται άπό τό δημόσιο δίκαιο, άφοϋ προς τό παρόν, μή
γνωρίζοντας ακόμα τίς ειδικότερες ρυθμίσεις πού επιφυλάσσει τό
91

Ιταλικό δίκαιο σχετικά μέ τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλ­


λήλων, είναι αδιάφορο αν ό δημόσιος υπάλληλος, μέ τήν έννοια τοϋ
διοικητικού δικαίου, εκείνος δηλαδή πού παρέχει επαγγελματικά τήν
εργασία του στό Κράτος, είναι έπενδεδυμένος μέ εξουσίες καί άσκεΐ
δημόσια λειτουργία (είναι π.χ. νομάρχης ή οικονομικός έφορος), σύμ­
φωνα μέ τό άρθρο 357 C.P. ή είναι επιφορτισμένος μέ δημόσια υπη­
ρεσία, ασκώντας τεχνικές ή υλικές δραστηριότητες (είναι π.χ. δακτυ­
λογράφος ή οδηγός αυτοκινήτου), κατά τό άρθρο 358 C.P. 'Αλλά κάτι
τέτοιο — δηλαδή περιορισμός της έννοιας τοϋ υπαλλήλου μόνο στίς
περιπτώσεις πού ρυθμίζονται άπό τό δημόσιο δίκαιο — δέν προκύ­
πτει άπό τίς διατάξεις πού εξετάζουμε. 'Αντίθετα, οι δύο διατάξεις
επεκτείνουν υπέρμετρα τήν έννοια τοϋ υπαλλήλου, άφοϋ περιλαμβά­
νουν καί κάθε άλλο πρόσωπο, πού ασκεί δημόσια λειτουργία ή παρέ­
χει δημόσια υπηρεσία, διαρκώς ή πρόσκαιρα, δωρεάν ή μέ αμοιβή,
εκούσια ή υποχρεωτικά. Γίνεται επομένως φανερό ότι, όταν πρόκει­
ται νά εφαρμοσθούν διατάξεις τοϋ Codice Penale, σέ πρόσωπα τά
όποια παρέχουν τίς υπηρεσίες τους στό Κράτος, δωρεάν ή υποχρεω­
τικά, ή έννοια τοϋ δημόσιου υπαλλήλου, ή γνωστή άπό τό διοικητικό
δίκαιο, παραμερίζεται τελείως. Διότι, όπως είδαμε 4 , κύρια στοιχεία
της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως είναι, αφενός ή προαιρετική της
επιλογή καί αφετέρου ή κατ' επάγγελμα άσκηση τής δημόσιας υπηρε­
σίας, πού αναγκαία συνεπάγεται τήν καταβολή αμοιβής σάν αντάλ­
λαγμα γιά τίς προσφερόμενες υπηρεσίες, δύο προϋποθέσεις δηλαδή
πού δέν συντρέχουν στίς περιπτώσεις τών προσώπων πού είναι δυνα­
τό νά παρέχουν τίς υπηρεσίες τους στό Κράτος δωρεάν ή υποχρεωτι­
κά, καί πού, όπως εϊπαμε παραπάνω, θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι
μέ τήν έννοια πού δίνει στον όρο αυτόν τό ποινικό δίκαιο.

66. Ή έκταση αυτή τής έννοιας τοϋ δημόσιου υπαλλήλου στό


ποινικό δίκαιο, μας υποχρεώνει νά εξετάσουμε τό θέμα πού μας απα­
σχολεί, σέ μεγαλύτερο πλάτος άπό ο,τι θά τό εξετάζαμε αν περιορι-

4 Βλ παραπάνω, παραγρ 63.


92

ζόμαστε στην έννοια του δημόσιου υπαλλήλου κατά τό διοικητικό δί­


καιο. Κυρίως μας υποχρεώνει νά μή λάβουμε υπόψη τή διάκριση
μεταξύ εργαζομένων των οποίων οι σχέσεις προς τό Κράτος-
έργοδότη ρυθμίζονται άπό τό δημόσιο δίκαιο και εκείνων των οποίων
οι σχέσεις ρυθμίζονται άπό τό Ιδιωτικό δίκαιο "Ετσι, ή εξέταση τού
προβλήματος τοϋ δικαιώματος απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων
στην 'Ιταλία θά περιλάβει καί τις δύο παραπάνω κατηγορίες, άλλα τό
βάρος της θά πέσει στην παραδεκτή άπό τό διοικητικό δίκαιο έννοια
τού δημόσιου υπαλλήλου, με ευρεία καί μέ στενή έννοια, καί όπου
τυχόν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση γιά τους εργαζομένους μέ σχέ­
ση ιδιωτικού δικαίου, θά αναφέρεται καί ή ρύθμιση αυτή
Μετά τόν προσδιορισμό της έννοιας τοϋ δημόσιου υπαλλήλου,
θά προχωρήσουμε στην εξέταση τού θέματος μας, χωρίζοντας το σέ
δύο τμήματα' Τήν απεργία των δημόσιων υπαλλήλων πρίν άπό τό
1948 καί τήν απεργία μετά τό έτος αυτό

II. Ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων πρό τοϋ 1948

67 "Οπως σέ ολα τά ευρωπαϊκά Κράτη, έτσι καί στην Ιταλία, τόν


περασμένο αιώνα ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων θεωρούνταν
αδιανόητη Φαίνεται όμως οτι οι ιταλοί δημόσιοι υπάλληλοι θά διεκδί­
κησαν, νωρίτερα άπό άλλους ευρωπαίους συναδέλφους τους, ήδη
άπό τά τέλη τού περασμένου αιώνα, τήν ικανοποίηση αιτημάτων τους
μέ τό γνωστό άπό τήν εποχή τής βιομηχανικής επαναστάσεως στίς
ιδιωτικές επιχειρήσεις μέσο εργατικού αγώνα, τήν απεργία, ή μέ
απειλές γιά κήρυξη απεργίας Γι' αυτό, ήδη ό Ποινικός Κώδικας τού
1889 — ό καλούμενος Κώδικας Zanardelli — περιέλαβε διάταξη, τό
άρθρο 181, πού τιμωρούσε ποινικά τήν απεργία τών δημόσιων υπαλ­
λήλων 'Επίσης, τό 1908, τό Δ/γμα 693 τής 22.11 1908 περί τού νομι­
κού καθεστώτος τών υπαλλήλων τού Κράτους, στό άρθρο 43, όριζε
οτι θεωρούνται παραιτηθέντες οι υπάλληλοι τού Κράτους πού εγκα­
τέλειψαν οικειοθελώς τήν υπηρεσία καί επιφυλάσσεται στον 'Υπου­
ργό ή ευχέρεια νά επιβάλει αναστολή άπό τό βαθμό καί τό μισθό
93

ρύθμιση πού στό πρώρο σκέλος της εφαρμόσθηκε ενα χρόνο αργότε­
ρα άπό τό γαλλικό Conseil α" Etat, στην περίφημη απόφαση Winkeil.

68. Λίγο μετά τόν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, επικράτησε τό φασιστικό


καθεστώς, τοϋ οποίου ή ιδεολογία στον οικονομικό τομέα βασιζόταν
στίς αρχές τοϋ συνεταιριστικού συστήματος, στό πλαίσιο τοϋ οποίου
γιά την εξομάλυνση των οικονομικών καί κοινωνικών αντιθέσεων καί
διαφορών μεταξύ εργοδοτών καί εργαζομένων είχαν συσταθεί διάφο­
ρα συλλογικά όργανα μέ αρμοδιότητα νά λύνουν τίς παραπάνω δια­
φορές Στά συλλογικά αυτά όργανα έπρεπε νά απευθυνθούν ύπρ.;- ;
χρεωτικά οι εργαζόμενοι γιά την ικανοποίηση τών οικονομικών καί;·
εργασιακών διεκδικήσεων τους. "Ετσι, κατά τό διάστημα τού μεσοπο­
λέμου ή απεργία τόσο στό δημόσιο τομέα της οίκονομίας, όσο καί
στον ιδιωτικό, έπαυσε νά χρησιμοποιείται σάν μέσο πιέσεως τών ερ­
γαζομένων γιά τή διεκδίκηση τών αιτημάτων τους, άφοΰ ακόμα καί
στον ιδιωτικό τομέα της οίκονομίας, μέ Νόμο τοϋ 1926, αποτέλεσε
ποινικά κολάσιμη πράξη.
Στό οπλοστάσιο τού δικτατορικού φασιστικού καθεστώτος κατά
της απεργίας στό δημόσιο τομέα τής οικονομίας περιλήφθηκαν κυ­
ρίως δύο διατάξεις. Ή πρώτη ήταν τό άρθρο 47 τοϋ Βασ Δ/τος 2960
τής 30.12 1923 περί τού νομικού καθεστώτος τών πολιτικών υπαλλή­
λων τών 'Υπηρεσιών τού Κράτους, πού όριζε τά έξης:

« 1. Θεωρούνται παραιτηθέντες, ανεξάρτητα άπό τήν ποινική δίω­


ξη, οι υπάλληλοι ο'ι οποίοι οικειοθελώς εγκαταλείπουν τήν υπηρεσία ή
παρέχουν τό έργο τους μέ τρόπο, ώστε νά διακόπτουν ή νά διαταράσ­
σουν τή συνέχεια καί τήν κανονικότητα τής υπηρεσίας, καθώς καί οι
υποκινητές τους.
2. Δύναται όμως ό Υπουργός, λαμβάνοντας υπόψη τίς ατομικές
συνθήκες καί τίς προσωπικές ευθύνες, νά επιβάλει τήν αναστολή άπό
τό βαθμό μέ στέρηση τού μισθού.
3. Έκτος τών παραπάνω κυρώσεων, ό απεργός δημόσιος υπάλλη­
λος στερείται τό μισθό κατά τή διάρκεια τής αποχής άπό τά καθήκον­
τα τής υπηρεσίας».
94

Ή δεύτερη διάταξη πού αφορούσε την απαγόρευση της απερ­


γίας των δημόσιων υπαλλήλων ήταν τό άρθρο 330 τοΰ ιταλικού Ποινι­
κού Κώδικα τοϋ 1930 πού Ισχύει ακόμα καί σήμερα καί καλείται Κώδι­
κας Rocco, στον όποιο ενσωματώθηκαν, σάν άρθρα 502 έπ., τά άρθρα
τοΰ Νόμου τοϋ 1926 πού τιμωρούσαν ποινικά τήν απεργία στον ιδιω­
τικό τομέα της οικονομίας. "Οριζε λοιπόν τό άρθρο 330:

1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι (pubblici ufficiali), οι επιφορτισμένοι


μέ δημόσια υπηρεσία έχοντες τήν Ιδιότητα του υπαλλήλου (δηλαδή οι
αναφερόμενοι στον αριθμό 1 τοϋ άρθρου 358 C.P.), ο'ι Ιδιώτες πού
ασκούν υπηρεσίες δημόσιες ή δημόσιας ανάγκης, μή οργανωμένες
σέ επιχειρήσεις, καί οι υπάλληλοι σέ επιχειρήσεις υπηρεσιών δημό­
σιων ή δημόσιας ανάγκης, ο'ι όποιοι, τρεις ή περισσότεροι τόν αριθμό,
εγκαταλείπουν συλλογικά τό γραφείο, τή θέση, τήν υπηρεσία ή τήν
εργασία, ή τά παρέχουν μέ τρόπο πού νά διαταράσσει τή συνέχεια ή
τήν κανονικότητα τιμωρούνται μέ φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2. Οι αρχηγοί, υποκινητές ή οργανωτές τιμωρούνται μέ φυλάκιση
από δύο μέχρι πέντε ετών.
3. Ο'ι ποινές επαυξάνονται, έάν τό γεγονός:
1) διαπράττεται γιά πολιτικούς σκοπούς
2) προκάλεσε διαδηλώσεις, αναταραχές ή λαϊκές εξεγέρσεις».

Τό άρθρο 330 C Ρ βρίσκεται ενταγμένο ατό κεφάλαιο των εγκλη­


μάτων κατά της δημόσιας διοικήσεως ανάμεσα σέ άλλα άρθρα, τά
όποια, ανάλογα μέ τίς περιστάσεις, ήταν δυνατό νά αποτελέσουν —
καί αποτέλεσαν πράγματι, καί μάλιστα μετά τήν πτώση τοϋ φασιστι­
κού, καθεστώτος καί τήν εγκαθίδρυση τής Δημοκρατίας — οπλα έμ­
μεσα της Διοικήσεως κατά των απεργιακών κινητοποιήσεων τών
υπαλλήλων της Παραθέτουμε τους τίτλους τών άρθρων αυτών:
"Αρθρο 328: Παράλειψη ή άρνηση πράξεων τής υπηρεσίας. 329: "Αρ­
νηση ή καθυστέρηση υπακοής διαπραττόμενη άπό στρατιωτικό ή άπό
όργανο τής δημόσιας δυνάμεως: 331 : Διακοπή υπηρεσίας δημόσιας ή
δημόσιας ανάγκης. 332' Παράλειψη καθηκόντων τής υπηρεσίας σέ
περίπτωση εγκαταλείψεως δημόσιας υπηρεσίας ή διακοπής δημόσιας
95

υπηρεσίας. 333: 'Ατομική εγκατάλειψη δημόσιας θέσεως, υπηρεσίας


ή εργασίας.
Ύπό τίς συνθήκες αυτές καί τό πρακτικό καί τό θεωρητικό-
έπιστημονικό ενδιαφέρον γιά τό πρόβλημα τής απεργίας των δημό­
σιων υπαλλήλων οσο διάρκεσε τό δικτατορικό φασιστικό καθεστώς
στην 'Ιταλία, ήταν ανύπαρκτο.

69. 'Αμέσως μετά τήν πτώση του φασισμού, καταργήθηκε μέ δια­


τάγματα τής Στρατιωτικής Διοικήσεως τό συνεταιριστικό σύστημα
τής οικονομίας πού αποτέλεσε τή θεωρητική βάση γιά τίς ρυθμίσεις
πού αναφέραμε παραπάνω, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα τής οικονομίας.
Οι επόμενες φάσεις τοϋ προβλήματος είναι συνέπεια τής πολι­
τειακής μεταβολής τής καταρρεύσεως τοϋ φασισμού καί τής εγκαθι­
δρύσεως τής Δημοκρατίας, γι' αυτό θά εξετασθούν στό επόμενο τμή­
μα τοϋ Κεφαλαίου αυτού.

III. Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων μετά τό 1948

70. Μέ τήν πτώση τοϋ φασισμού, ή πρώτη μεταπολεμική ελεύθε­


ρα εκλεγμένη ιταλική Βουλή είχε σάν κύριο έργο της τήν κατάρτιση
τοϋ νέου Συντάγματος τής 'Ιταλίας. Τό έργο αυτό ανέλαβε μία επι­
τροπή, αποτελούμενη άπό 75 μέλη, ή οποία χωρίσθηκε σέ τρεις υποε­
πιτροπές, κάθε μία άπό τίς όποιες ανέλαβε νά επεξεργασθεί συγκε­
κριμένο τομέα συνταγματικής ΰλης.
"Ετσι ή 1η υποεπιτροπή πού ασχολήθηκε μέ τήν επεξεργασία των
διατάξεων τοΰ Κεφαλαίου «περί δικαιωμάτων καί υποχρεώσεων των
πολιτών» περιέλαβε ώς διάταξη στό προτεινόμενο σχέδιο Συντάγμα­
τος τό ακόλουθο κείμενο, αναφερόμενο στό δικαίωμα απεργίας-
«Διασφαλίζεται σέ ολους τους εργαζομένους τό δικαίωμα της
απεργίας. Ό νόμος καθορίζει τους τρόπους ασκήσεως μόνο όσον
άφορα τή διαδικασία τής κηρύξεως, τήν προηγούμενη προσπάθεια
απόπειρας συνδιαλλαγής καί τή διατήρηση των υπηρεσιών πού είναι
απόλυτα απαραίτητες γιά τή συλλογική ζωή».
96

'Αντίθετα ή 3η υποεπιτροπή, αρμόδια γιά τά «οικονομικο­


κοινωνικά δικαιώματα καί καθήκοντα» έκρινε, μετά άπό μακρά συζή­
τηση, οτι δέν ήταν αναγκαίο νά περιληφθεί στό Σύνταγμα διάταξη
σχετικά μέ τό δικαίωμα απεργίας καί οτι ή ρύθμιση έπρεπε νά αφεθεί
στον κοινό νομοθέτη.
Σάν συμβιβασμός των δύο αυτών απόψεων προτάθηκε άπό κά­
ποιον βουλευτή ή υιοθέτηση της διατάξεως τοΰ άρθρου 7 τοϋ Προοι­
μίου τοϋ γαλλικού Συντάγματος, πρόταση πού έγινε τελικά αποδεκτή
άπό τή Βουλή. "Ετσι, τό άρθρο 40 τοϋ ιταλικού Συντάγματος, ενταγ­
μένο στό Κεφάλαιο τών «οίκονομικο-κοινωνικών σχέσεων» ορίζει:
« Τό δικαίωμα, απεργίας ασκείται μέσα στά πλαίσια τών νόμων πού
τό ρυθμίζουν».

71. Όπως κάθε νέα νομοθετική ρύθμιση δημιουργεί προβλήματα,


έτσι καί κατά μείζονα λόγο μία συνταγματική μεταβολή, πού μετέτρε­
πε μία ορισμένη συμπεριφορά άπό έγκλημα σέ δικαίωμα
"Ενα άπό τά κυριότερα προβλήματα πού ανέκυψαν άπό τή θέση
σέ ισχύ τοϋ ιταλικού Συντάγματος, άπό τήν 1η 'Ιανουαρίου 1948,
ήταν αν ή διάταξη τοϋ άρθρου 40 ήταν επιτακτικού χαρακτήρα, μέ
άμεση ισχύ καί εφαρμογή, ή είχε απλώς χαρακτήρα προγραμματικής
διακηρύξεως, πού θά είχε εφαρμογή όταν θά ψηφίζονταν οι νόμοι
στους οποίους παρέπεμπε καί οί όποιοι θά όριζαν τους όρους καί
τρόπους ασκήσεως τοϋ δικαιώματος αύτοϋ.
Στό πρόβλημα αυτό καί ή θεωρία καί ή νομολογία τάχθηκαν, μέ
ελάχιστες εξαιρέσεις, υπέρ της απόψεως οτι ή διάταξη τοϋ άρθρου
40 περιείχε επιτακτικό κανόνα άμεσης εφαρμογής, ανεξάρτητα άπό
τίς διατάξεις τών νόμων οί όποϊοι θά εκδίδονταν καί θά ρύθμιζαν τό
θέμα.
"Ενα άλλο πρόβλημα, συνδεόμενο μέ τό παραπάνω, ήταν αν εξα­
κολουθούν νά ισχύουν οί διατάξεις πού θεσπίσθηκαν έπί φασιστικού
καθεστώτος, έφ' όσον δέν έχουν ψηφισθεί νομοθετικές διατάξεις έπί
καθεστώτος τής Δημοκρατίας.
Καί τέλος, τό ακανθώδες πρόβλημα: 'Εφόσον στό Σύνταγμα δέν
97

αναφέρεται κανένας περιορισμός ώς προς τά πρόσωπα πού απο­


λαύουν του δικαιώματος απεργίας, είναι δυνατό νά υποστηριχθεί οτι
στερούνται τό δικαίωμα απεργίας ορισμένες κατηγορίες εργαζομέ­
νων (όλοι καταλαβαίνουν οτι κάτω από τόν öpo αυτόν, νοούνται οι
δημόσιοι υπάλληλοι5), ή οτι θά ήταν σύμφωνος μέ τό άρθρο 40 τοϋ
Συντάγματος ένας νόμος πού θά όριζε οτι ο'ι δημόσιοι υπάλληλοι ή
ορισμένες κατηγορίες άπό αυτούς δέν έχουν δικαίωμα νά
απεργήσουν;
Τά προβλήματα αυτά διατηρούν αμείωτο τό ενδιαφέρον των νο­
μικών ακόμα καί σήμερα, διότι άπό τήν έναρξη ίσχύος τοΰ Συντάγμα­
τος, έπί 34 ολόκληρα χρόνια, ή μόνη διάταξη θετικού δικαίου γιά τό
δικαίωμα απεργίας είναι αυτή ή ϊδια ή συνταγματική διάταξη 6 Μόνο
πολύ πρόσφατα, τόν 'Ιούλιο τοϋ 1980, ή ιταλική Βουλή έψήφισε Νόμο
πού απαγορεύει τήν απεργία στους αστυνομικούς 7
Τό φλέγον θέμα τοϋ αν οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα
απεργίας μετά τήν έναρξη ίσχύος τοϋ Συντάγματος τού 1948, δη­
μιουργεί άλλα, μερικότερα, προβλήματα: Μετά τό Σύνταγμα τοϋ
1948, είναι δυνατή ή επιβολή ποινής κατά απεργών δημόσιων υπαλ­
λήλων βάσει τού άρθρου 330 C.P., ή τό άρθρο αυτό θεωρείται πλέον
καταργημένο, ώς αντίθετο μέ τό άρθρο 40 τοϋ Συντάγματος; Μετά
τό Σύνταγμα μπορούσε νά εφαρμοσθεί τό άρθρο 47 τοϋ Β. Δ/τος
2960 τής 30.12.1923 περί τοϋ νομικού καθεστώτος των δημόσιων πο­
λιτικών υπαλλήλων, γιά όσο χρόνο τό διάταγμα αυτό τοϋ φασιστικού
καθεστώτος παρέμεινε σέ ισχύ μετά τήν πτώση τοϋ δημιουργού του;

72 Τά προβλήματα αυτά δέν βρήκαν τή λύση τους οϋτε μέ τό Π


Δ/γμα 3 τής 10 1 1957 περί τοϋ καταστατικού χάρτη των πολιτικών

5. G. Varese, Gli articoli 39 e 40 della Costituzione, Roma, 1968, σελ. 113.


6. G. Lerstner, Der Streik im öffentlichen Dienst Italiens, Stuttgart, 1976,
σελ. 88.
7. C. Rodotà, E legittimo rimpiazzare il lavoratore che sciopera nel servizio
pubblico, La Repubblica, 25.7 1980, σελ 5.

7
98

υπαλλήλων τοϋ Κράτους, τό κείμενο δηλαδή πού θά ήταν τό πιό


κατάλληλο γιά νά λύσει οριστικά τό σχετικό θέμα καί τίς αμφισβητή­
σεις πού προκαλεί. Πράγματι, ατό άρθρο 81 παρ. 2 περίπτ. Ε' τοϋ
παραπάνω Δ/τος προβλέπεται πειθαρχική ποινή γιά τόν υπάλληλο,
τοϋ οποίου «ή συμπεριφορά προξενεί διακοπή ή διατάραξη στην κα­
νονικότητα ή ατή συνέχεια της υπηρεσίας» καί γιά «εκούσια εγκατά­
λειψη υπηρεσίας». Ή διάταξη ομως αυτή δέν εφαρμόζεται στην περί­
πτωση πού οι ανωτέρω ενέργειες αφορούν τήν προστασία των συλ­
λογικών καί ατομικών συμφερόντων των υπαλλήλων, διότι τό άρθρο 4
τοϋ εξουσιοδοτικού Νόμου 1181 της 20.12.1954 αναφέρει άτι τά άφο-
ρώντα τήν διεκδίκηση τών συλλογικών καί ατομικών συμφερόντων
των δημόσιων υπαλλήλων θά προβλεφθούν ξεχωριστά, όπως δέχθηκε
τό Consiglio di Stato, ερμηνεύοντας τίς δύο αυτές διατάξεις (VI Τμ.,
απόφαση 978/1956)8
Σχετικά μέ τήν έλλειψη νομοθετικού κειμένου πού νά άφορα τή
ρύθμιση τοϋ δικαιώματος απεργίας γενικά άπό τό αρμόδιο κατά τό
Σύνταγμα όργανο, μέρος τής θεωρίας φαίνεται νά υποστηρίζει τήν
άποψη ότι ή έλλειψη αυτή θεραπεύεται άπό τόν αυτοπεριορισμό (au­
todisciplina) πού κάνουν τά συνδικάτα τών εργαζομένων στά κατα­
στατικά τους, τά όποια, υποβαλλόμενα καί σέ δικαστικό έλεγχο, σύμ­
φωνα μέ τό άρθρο 39 τοϋ Συντάγματος 9 , περιέχουν καί διατάξεις
αναφερόμενες στίς προϋποθέσεις, τους όρους καί τή διαδικασία
προσφυγής τών εργαζομένων πού ανήκουν σ' αυτά στό δικαίωμα τής
απεργίας 10 .
Τό πρόβλημα όμως εξακολουθεί νά παραμένει, διότι καί στην

8. Α. de Taranto, Il diritto di sciopero ed i pubblici impiegati, Burocrazia,


1958, τ. 8-9, σελ. 14, G.B Goletti, Notazioni sul diritto di sciopero con partico­
lare riguardo ai dipendenti pubblici, Funzione Amministrativa, 1967, σελ. 340.
9. V. Sica, Sciopero e pubblico impiego, Rassegna di Diritto Pubblico,
1955, σελ. 27.
10 Αυτό υπαινίσσεται ó M. S Giannini, Diritto Amministrativo, I, Milano,
1970, σελ. 379, μέ τήν έκφραση «regolamentazione extrastatale»
99

περίπτωση πού δεχόμαστε οτι είναι δυνατή ή υποκατάσταση της νο­


μοθετικής ρυθμίσεως μέ την αΰτορρύθμιση των καταστατικών των
συνδικαλιστικών οργανώσεων, πάλι ανακύπτει τό ερώτημα αν ή αύ-
τορρύθμιση περιλαμβάνει καί τους δημόσιους υπαλλήλους

73. Μπροστά σ' αυτό τό κενό του δικαίου, καί ή θεωρία καί ή
νομολογία διχάζονται. Ό διχασμός αυτός ήταν εντονότατος τά πρώ­
τα χρόνια μετά τήν έναρξη ισχύος του Συντάγματος, γιά νά υποχωρή­
σει βαθμιαία, οσο περνούσε ό καιρός καί οι δημόσιοι υπάλληλοι, επω­
φελούμενοι άπό τή μή ενιαία θεωρητική καί νομολογιακή αντιμετώπι­
ση του θέματος, έκήρυσσαν καί πραγματοποιούσαν απεργίες, διακιν­
δυνεύοντας τίς ενδεχόμενες αρνητικές εις βάρος τους συνέπειες.
"Ετσι, μπορεί κανείς βάσιμα νά ισχυρισθεί οτι οι δημόσιοι υπάλληλοι
στην Ιταλία κατέκτησαν μόνοι τους τό δικαίωμα απεργίας, ανεξάρτη­
τα άπό τήν ύπαρξη διατάξεως θετικού δικαίου πού νά τους αναγνωρί­
ζει τό δικαίωμα αυτό, αναγκάζοντας έτσι τή θεωρία καί τή νομολογία
νά προσχωρήσουν στην άποψη πού δεχόταν τό δικαίωμα απεργίας
καί σ' αυτούς καί νά προσαρμοσθούν στή δύναμη τών κοινωνικών
φαινομένων. Έτσι, σήμερα καί στή θεωρία καί στην — πάντοτε συν­
τηρητικότερη — νομολογία δέν υπάρχουν άρνητές του δικαιώματος
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων11, τουλάχιστον όλων συλλήβδην,
καί ολοι ασχολούνται μέ τήν προσπάθεια περιορισμού τοΰ δικαιώμα­
τος αυτού στά φυσικά καί λογικά του όρια, έχοντας υπόψη καί τίς
επιβλαβείς συνέπειες πού προκαλεί στον κρατικό μηχανισμό καί τό
κοινωνικό σύνολο ή χωρίς όρια άσκηση του, καί προσπαθώντας νά
αμβλύνουν τίς συνέπειες αυτές. Ή συνέχεια λοιπόν της εξετάσεως
τοϋ θέματος μας θά περιλάβει τήν παράθεση των θεωρητικών από­
ψεων πού αναπτύχθηκαν καί τών νομολογιακών λύσεων πού δόθηκαν
σχετικά μέ τό πρόβλημα αυτό.

11. Ό Ι. Scotto βρέθηκε τελείως απομονωμένος οταν έκυκλοφόρησε τήν


2η έκδοση τοϋ θιθλίου του II diritto di sciopero, Roma, 1968, οπού τασσόταν
κατά της απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων.
100

74. Θά αρχίσουμε πρώτα άπό τή θεωρία καί μάλιστα από τό μέρος


της εκείνο πού ήταν άρνητής του δικαιώματος απεργίας των δημό­
σιων υπαλλήλων.
Ό πρώτος λόγος υπέρ της απαγορεύσεως τού δικαιώματος
απεργίας στους δημόσιους υπαλλήλους έγκειται στή φύση της δημο­
σιοϋπαλληλικής σχέσεως. Σέ αντίθεση μέ τή σύμβαση εργασίας του
ιδιωτικού δικαίου, υποστηρίζεται 12 , οπού ό εργαζόμενος καί ό εργο­
δότης βρίσκονται, από νομική άποψη, σέ θέση ισοτιμίας, στή δημο­
σιοϋπαλληλική σχέση υπάρχει ό κυριαρχικός χαρακτήρας της νομι­
κής υπεροχής του Κράτους. Τό Κράτος ρυθμίζει τή δημοσιοϋπαλληλι­
κή σχέση μονομερώς μέ νόμους, καί δέν είναι νοητή απεργία πού θά
στρέφεται κατά τών νόμων μέ αίτημα τήν τροποποίηση τους, όπως
θά γινόταν αν στή θέση τών νόμων υπήρχαν συλλογικές συμβάσεις
εργασίας, κείμενα δηλαδή πού εκφράζουν ισότιμες βουλήσεις. "Αν γι­
νόταν παραδεκτή ή άποψη του επιτρεπτού τής απεργίας τών δημό­
σιων υπαλλήλων, αυτό θά έσήμαινε τήν παραδοχή δικαιώματος αντι­
στάσεως τών πολιτών απέναντι στίς κυρίαρχες αρμοδιότητες τού
Κοινοβουλίου καί τών άλλων οργάνων τού Κράτους, όπως τής Κυβερ­
νήσεως Τό Κράτος, έξ άλλου, σάν εργοδότης δέν μπορεί νά ικανο­
ποιήσει τά οικονομικά αιτήματα τών δημόσιων υπαλλήλων, παρά μόνο
μέ πράξη νομοθετική πού θά τροποποιεί τόν κρατικό προϋ­
13
πολογισμό .
Ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων θά διατάρασσε τή συνέ­
χεια καί τήν κανονικότητα τών δημόσιων υπηρεσιών καί μέ τήν έν­
νοια αυτή θά ήταν αντίθετη μέ τό άρθρο 97 τού ιταλικού Συντάγμα­
τος πού ορίζει ότι οί δημόσιες υπηρεσίες πρέπει νά λειτουργούν
κατά τρόπο πού νά εξασφαλίζεται ή καλή λειτουργία τους καί ή αμε­
ροληψία τους Τό επόμενο άρθρο 98 τού Συντάγματος ορίζει στην
παρ. 1 οτι οί δημόσιοι υπάλληλοι βρίσκονται στην αποκλειστική ύπη-

12. Ι. Scotto, Lo sciopero dei pubblici dipendenti, Il Diritto del Lavoro ,1955,
Ι, σελ. 123.
13. V. Simi, Il diritto di sciopero e il rapporto di pubblico impiego dei di­
pendenti dello Stato, Rivista di Diritto del Lavoro, 1954, Ι, σελ. 46.
101

ρεσία του "Εθνους, πράγμα πού κατά τήν άποψη των άρνητών του
δικαιώματος απεργίας σημαίνει άτι υπηρετούν τό Έθνος καί τά συμ­
φέροντα του καί δέν επιτρέπεται νά θέτουν τά προσωπικά οικονομι­
κά τους συμφέροντα πάνω άπό τά συμφέροντα τοϋ Έθνους.
"Αλλος λόγος πού συνηγορεί υπέρ της απαγορεύσεως της απερ­
γίας των δημόσιων υπαλλήλων είναι ό σύνδεσμος πού υπάρχει, κατά
τήν άποψη αυτή, μεταξύ απεργίας καί Ιδιωτικής επιχειρήσεως. Ή
απεργία προϋποθέτει τήν ϋπαρξη ιδιωτικής επιχειρήσεως, ή οποία εί­
ναι ενα ίδιαίτερο σημείο στην εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ κεφα­
λαίου καί εργασίας.
Ή επιχείρηση, υποστηρίζεται 14 , είναι ή οργάνωση κεφαλαίου καί
εργασίας μέ σκοπό τό κέρδος. Τό κέρδος τοϋ επιχειρηματία προσδιο­
ρίζεται από τή διαφορά μεταξύ της τιμής τοϋ παραγόμενου άγαθοΰ ή
υπηρεσίας καί τοϋ κόστους παραγωγής, μεταξύ των παραγόντων τοϋ
οποίου κυριότερος είναι ό μισθός, δηλαδή τό κόστος της εργασίας.
Ό επιχειρηματίας, πού διαθέτει τό κεφάλαιο, τείνει νά μειώσει τό κό­
στος αυτό καί αντίστροφα ό εργαζόμενος τείνει νά μειώσει τό κέρ­
δος τοϋ επιχειρηματία, αυξάνοντας τήν αμοιβή του Στή σύγκρουση
πού ακολουθεί, ό πιό αδύνατος άπό τους συμβαλλόμενους μοιραία
θά ύπέκυπτε στή δύναμη τοϋ κεφαλαίου, αν δέν είχε τό όπλο αυτό
τής απεργίας Ή απεργία λοιπόν παρεμβάλλεται σάν δύναμη τοϋ ερ­
γατικού κινήματος γιά τήν επαναφορά τής οικονομικής Ισορροπίας
Συνεπώς, άπου λείπει ό σύνδεσμος κεφαλαίου καί εργασίας δέν είναι
νοητή ή απεργία.
Στή δημοσιοϋπαλληλική σχέση, πράγματι, τό Κράτος οϋτε κεφά­
λαιο διαθέτει, οϋτε παρουσιάζεται σάν επιχειρηματίας πού άσκεΐ κερ­
δοσκοπική δραστηριότητα Τό Κράτος-έργοδότης τοϋ δημόσιου
υπαλλήλου δέν επιδιώκει κέρδος κατά τή λειτουργία του, άλλα τήν
εκπλήρωση τών σκοπών του,πού είναι ή ικανοποίηση των συμφερόν­
των τοϋ κοινωνικού συνόλου Έτσι. λείπει στην περίπτωση τής άπερ-

14. Ι. Scotto, οπ. παρ., σελ. 125 έπ., ό ίδιος, Il diritto di sciopero, 2η εκδ ,
Roma, 1968, σελ. 94 έπ.
102

γίας των δημόσιων υπαλλήλων ενα στοιχείο απαραίτητο κατά την


άποψη αυτή, γιά τόν προσδιορισμό της έννοιας της απεργίας από οι­
κονομική άποψη, ή διάθεση κεφαλαίου μέ σκοπό τήν επιδίωξη
κέρδους

75 Αυτοί είναι οι κυριότεροι λόγοι πού παραθέτουν οι άρνητές


τοϋ δικαιώματος απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων15 Καί τώρα θά
παρουσιάσουμε τόν αντίλογο 16 ·
Τό άρθρο 40 τοϋ ιταλικού Συντάγματος δέν θέτει κανένα περιο­
ρισμό οσον άφορα τους δικαιούχους τοΰ δικαιώματος απεργίας πού
απολαύουν οι εργαζόμενοι. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι αναμφισβή­
τητα εργαζόμενοι. Όταν τό άρθρο 1 τοϋ Συντάγματος αναφέρει άτι
«ή 'Ιταλία είναι δημοκρατική Πολιτεία θεμελιωμένη έπί της εργα­
σίας», δέν εννοεί εργασία μόνον αυτήν πού παρέχεται άπό τους ερ­
γαζομένους στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, άλλα καί αυτήν πού
παρέχεται στον πολύ σπουδαιότερο δημόσιο τομέα κυρίως άπό τους
δημόσιους υπαλλήλους. Ή θέση αυτή ενισχύεται καί άπό τό άρθρο
35 τοϋ Συντάγματος, πού ορίζει άτι «ή Πολιτεία προστατεύει τήν ερ­
γασία σέ όλες της τίς μορφές καί εφαρμογές». Δέν μπορεί κανείς νά
διασπάσει τήν ομοιογένεια της εργασίας καί των εργαζομένων, αρ­
νούμενος σέ μερικές κατηγορίες τήν παροχή εξουσιών καί δικαιωμά­
των πού αναφέρονται γενικά στους εργαζομένους. Ή αξιολόγηση
της εργασίας άπό τό Σύνταγμα δέν υπόκειται σέ διαφοροποιήσεις καί
ειδικεύσεις ανάλογα μέ κατηγορίες. Ή διάταξη τοϋ άρθρου 35 είναι ή
βασική διάταξη μέ τήν οποία αρχίζει τό Κεφάλαιο τών «οικονομικών

15 Βλ. συνοπτική παράθεση τών λόγων υπέρ της απαγορεύσεως της


απεργίας τών δημ. υπαλλήλων εις P. de Longis, Lo Stato, la serrata e lo scio­
pero dei pubblici dipendenti, Rivista di Polizia, 1960, σελ. 453.
16. Βλ. αναλυτική παράθεση τών λόγων υπέρ τοϋ επιτρεπτού της απερ­
γίας εις V. Sica, οπ. παρ., σελ. 5 έπ., E. Simonetta, Spunti sul diritto di sciope­
ro, Atti della Scuola di perfezionamento in disciplina del lavoro dell' Università
di Padova, Padova, 1968, σελ. 95 έπ., C. Lavagna, Sullo sciopero degli statali, Il
Foro Amministrativo,1954, στ. 46 έπ
103

σχέσεων» του Συντάγματος καί καθορίζει τό μέτρο μέ τό όποιο πρέ­


πει νά ερμηνεύονται ολες οι διατάξεις τοϋ Κεφαλαίου αύτοϋ. 'Ακόμα,
τό άρθρο 3 παρ. 2 τοϋ Συντάγματος θέτει στην κυβέρνηση τό καθή­
κον «νά άρει τά εμπόδια οίκονομικής καί κοινωνικής φύσεως τά
όποϊα, περιορίζοντας στην πραγματικότητα τήν ελευθερία καί τήν
ισότητα των πολιτών, εμποδίζουν τήν πλήρη εξέλιξη τής ανθρώπινης
προσωπικότητας καί τήν αποτελεσματική συμμετοχή ολων τών εργα­
ζομένων στην πολιτική, οικονομική καί κοινωνική οργάνωση της Χώ­
ρας». Τέλος, τό άρθρο 36 τοϋ Συντάγματος επιβάλλει νά καθορίζεται
ή αμοιβή τής εργασίας όχι μόνο βάσει τής οίκονομικής αξίας τής ερ­
γασίας, άλλα καί βάσει «τής επάρκειας νά εξασφαλίζει στον εργαζό­
μενο καί στην οικογένεια του μία ϋπαρξη (διαβίωση) ελεύθερη καί
αξιοπρεπή». Αυτές οι δύο τελευταίες διατάξεις δέν είναι βάσιμο νά
ισχυρισθεί κανείς ότι αναφέρονται μόνο στην εργασία πού παρέχεται
άπό εργαζομένους σέ ιδιωτικές επιχειρήσεις. Κανένα ερμηνευτικό
στοιχείο δέν συνηγορεί υπέρ αύτοϋ Όλοι οι εργαζόμενοι επομένως
έχουν τά 'ίδια δικαιώματα καί μπορούν νά χρησιμοποιούν τά Ίδια όπλα
στην επιδίωξη τους νά μετέχουν στην πολιτική, οικονομική καί κοινω­
νική οργάνωση τής Χώρας, σύμφωνα μέ τό άρθρο 3 παρ. 2 τοϋ Συν­
τάγματος, καί νά ζητούν αμοιβή πού νά ανταποκρίνεται καί στην
ελεύθερη καί αξιοπρεπή διαβίωση αυτών καί τών οικογενειών τους,
σύμφωνα μέ τό άρθρο 36 τοϋ Συντάγματος. "Αρα τό δικαίωμα απερ­
γίας έχουν σάν μέσο αγώνα καί οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Ή άποψη πού ισχυρίζεται άτι δέν έχουν δικαίωμα απεργίας οί δη­


μόσιοι υπάλληλοι επικαλείται υπέρ αυτής τήν διάταξη τοϋ άρθρου 98
παρ 1 τοϋ Συντάγματος, πού ορίζει άτι οί δημόσιοι υπάλληλοι βρί­
σκονται στην αποκλειστική υπηρεσία τοϋ Έθνους Ή διάταξη ομως
αυτή, λέγουν οί υπέρμαχοι τοϋ δικαιώματος απεργίας, δέν θεσπίσθη­
κε γιά νά αποκλείσει τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων.
Θεσπίσθηκε γιά νά δεσμεύσει τή Δημόσια Διοίκηση ώς προς τήν υπο­
χρέωση ουδετερότητας καί αμεροληψίας. Τό νά είναι οί δημόσιοι
υπάλληλοι στην αποκλειστική υπηρεσία τοϋ "Εθνους σημαίνει οτι δέν
104

πρέπει νά είναι στην υπηρεσία ενός πολιτικοϋ κόμματος, του κόμμα­


τος της εκάστοτε πλειοψηφίας 17 .
Τό επιχείρημα πού υποστηρίζουν οι άρνητές τοϋ δικαιώματος
απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων, οτι ή οικονομική έννοια της
απεργίας είναι συνδεδεμένη μέ τήν 'ιδιωτική επιχείρηση καί μέ τό
κέρδος πού αυτή επιδιώκει, καταπίπτει εϋκολα, άν σκεφθεί κανείς οτι
καί τά φιλανθρωπικά καί άλλα ευαγή ιδρύματα δέν επιδιώκουν κέρ­
δος άπό τή λειτουργία τους, καί όμως κανείς ποτέ δέν ισχυρίσθηκε
οτι οι εργαζόμενοι σ' αυτά δέν έχουν δικαίωμα απεργίας18.
Τό επιχείρημα, τέλος, των άρνητών τοϋ δικαιώματος απεργίας,
οτι ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων θίγει τίς αρμοδιότητες τοϋ
Κοινοβουλίου, τοϋ οποίου εκβιάζει τήν επέμβαση, γιά νά ψηφίσει νό­
μο ή νόμους πού θά τροποποιούν τή δημοσιοϋπαλληλική σχέση, είναι
αβάσιμο, διότι ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων άφορα τίς σχέ­
σεις τους μέ τήν 'Εκτελεστική εξουσία, στίς όποιες καλείται νά πα­
ρέμβει τό Κοινοβούλιο, όπως θά έκανε σέ οποιαδήποτε άλλη περί­
πτωση πού τό δημόσιο συμφέρον θά επέβαλλε τήν παρέμβαση τοϋ
νομοθέτη, γιά τή ρύθμιση σχέσεων καί καταστάσεων της κοινωνικής
καί οικονομικής ζωής 19

76. Είπαμε παραπάνω, οτι καί ο'ι υποστηρικτές τοϋ δικαιώματος


απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων, δέν εννοούν οτι στην άσκηση
τοϋ δικαιώματος απεργίας δέν είναι δυνατό νά τεθούν περιορισμοί,
διότι κάθε δικαίωμα έχει στην Ίδια τή φύση του καί τά οριά του. "Ετσι,
άφοϋ δέν υπήρχε νομοθετικό κείμενο, προσπάθησε ή θεωρία νά υπο­
δείξει περιορισμούς στην άσκηση τοϋ δικαιώματος αύτοϋ, έχοντας
υπόψη καί τίς διαφαινόμενες προθέσεις τοϋ συνταγματικού νομοθέ­
τη καί τίς απαράδεκτες συνέπειες πού προκύπτουν άπό τήν άπεριόρι-

17. V. Sica, απ. παρ., σελ. 25.


18. V. d' Orsi, Del diritto di sciopero, con particolare riguardo allo sciopero
dei pubblici dipendenti, Rivista di Polizia, 1956, σελ. 214.
105

στη και ανεξέλεγκτη άσκηση του καί πού οδηγούν στην παράλυση
της κρατικής μηχανής.
Πράγματι, ολοι οι υποστηρικτές τοϋ δικαιώματος απεργίας των
δημόσιων υπαλλήλων ομόφωνα παραδέχονται ότι από τήν ένταξη τής
διατάξεως τοϋ άρθρου 40 τοϋ Συντάγματος στό Κεφάλαιο του «περί
των οικονομικών σχέσεων», προκύπτει ό πρώτος βασικός περιορι­
σμός τοϋ δικαιώματος απεργίας: Τούτο πρέπει νά ασκείται μόνο γιά
οικονομικούς καί κοινωνικούς σκοπούς, σκοπούς δηλαδή πού προ­
βλέπει τό Σύνταγμα στό ϊδιο αυτό Κεφάλαιο. "Ασκηση τοϋ δικαιώμα­
τος απεργίας γιά πολιτικούς σκοπούς θεωρείται ότι δέν απολαύει τής
προστασίας τοϋ Συντάγματος, απαγορεύεται καί τιμωρείται.
Δέν θεωρείται επίσης επιτρεπτή ή προσφυγή άπό δημόσιους
υπαλλήλους σέ ορισμένες μορφές απεργίας, όπως ή εναλλασσόμενη
ή έκ περιτροπής απεργίας (sciopero a scacchiera), ή επανειλημμένη
σύντομη απεργία (sciopero a singhiozzo), ή διοικητική καί ή λευκή
απεργία (ostruzionismo, non collaborazione)20, επειδή οι συνέπειες
άπό τήν προσφυγή σ' αυτές είναι βαρύτατες γιά τήν κρατική
μηχανή 2 1 .
Σχετικά μέ τους δικαιούχους τοϋ δικαιώματος απεργίας μέσα
στην ευρύτερη κατηγορία των δημόσιων υπαλλήλων μέ ευρεία έν­
νοια, ή θεωρία σχεδόν ομόφωνα δέχεται ότι δέν έχουν δικαίωμα
απεργίας οι στρατιωτικοί, οι αστυνομικοί, οι ανήκοντες στά σώματα
των Carabinieri, τής Guardia di Finanza (Οικονομικής Αστυνομίας),
των Guardie Notturne (νυκτοφύλακες), οι Vigili Urbani (δημοτικοί
αστυνομικοί), οί δασοφύλακες, ο'ι αγροφύλακες καί γενικότερα όλοι
οσοι ανήκουν στίς Ένοπλες Δυνάμεις καί τά Σώματα 'Ασφαλείας.
Στην κατηγορία αυτή των υπαλλήλων ή θεωρία υποστηρίζει οτι παρέ­
χει τό ιδιαίτερο καθεστώς υποταγής (status subjectionis), τό όποιο
απορρέει άπό τήν έννοια τοϋ στρατεύματος καί τής πειθαρχίας καί

19. C. Lavagna, οπ. παρ., στ. 50 έπ.


20. Γιά τήν έννοια των μορφών αυτών απεργίας βλ. Εισαγωγή.
21. Προσωπικά δέν συμφωνούμε μέ τήν άποψη αυτή. Όλες οί μορφές
απεργίας, εφόσον εμπίπτουν στην έννοια της απεργίας, είναι επιτρεπτές. Γιά
νά πάψουν νά είναι, χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση.
106

οτι τό οικονομικό στοιχείο της σχέσεως τους μέ τό Κράτος είναι δευ­


τερεύον καί πρέπει αναγκαία νά θυσιασθεΐ22.
Σχετικά μέ μία άλλη κατηγορία υπαλλήλων, τρύς δικαστές, ή
θεωρία τά πρώτα χρόνια μετά τήν ισχύ τοϋ Συντάγματος, δεχόταν οτι
δέν έχουν δικαίωμα απεργίας, διότι ασκούν κυρίαρχη εξουσία 23 .
Ό μ ω ς ή αντίληψη αυτή δέχθηκε έντονη κριτική24, πού υποστήριξε
οτι ή άποψη οτι οι δικαστές ασκούν κυρίαρχη λειτουργία δέν σημαί­
νει οτι απολαύουν καί αυτονομίας, γιά νά μπορούν νά καθορίζουν οι
'ίδιοι τό ϋψος των αποδοχών τους, όπως συμβαίνει μέ τους βουλευ­
τές. Ή πορεία τών πραγμάτων απέδειξε οτι ή τελευταία αυτή άποψη
υπήρξε προφητική, άφοϋ τό 1979 απέργησαν ο'ι δικαστές τών διοικη­
τικών δικαστηρίων καί μάλιστα χωρίς νά υποστούν κυρώσεις

77 Όσον άφορα τίς πρακτικές συνέπειες, ή θεωρεία πού δέχεται


τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, υποστηρίζει ότι μέ
τήν έναρξη ισχύος του Συντάγματος πρέπει νά θεωρηθούν καταργη­
μένες, ώς αντίθετες μέ τό άρθρο 40, ολες οι διατάξεις εκείνες, πού
καθιστούσαν τήν απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων πράξη ποινικά
τιμωρητή ή πειθαρχικά άξιόμεμπτη "Ετσι, πρέπει νά θεωρηθεί οτι
καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 330 C.P καί τοΰ άρθρου 47
τοϋ Β Δ/τος 2960 της 30 12 1923, χωρίς νά λείπουν καί απόψεις μερι­
κών πού υποστηρίζουν ενδιάμεσες θέσεις
"Αλλη μία πρακτική συνέπεια, μεγάλης σημασίας, είναι τό κατά
πόσον οι απεργοί δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται τίς αποδοχές τους
γιά όσο χρόνο απέχουν άπό τήν υπηρεσία τους μετέχοντας σέ απερ­
γία Τό ζήτημα τίθεται άν παραδεχθεί κανείς οτι μέ τό άρθρο 40 τοΰ
Συντάγματος καταργήθηκε τό άρθρο 47 τοϋ Β. Δ/τος τού 1923 πού
προέβλεπε μεταξύ τών άλλων καί τή στέρηση τών αποδοχών τών
απεργών δημόσιων υπαλλήλων, αλλά καί μετά τή ρητή κατάργηση
τοϋ Δ/τος αύτοϋ άπό τό Πρ Δ/γμα τοϋ 1957 πού, άπως είπαμε, άπο-

22 G Varese, οπ παρ , σελ. 118


23 Ι Scotto, Il diritto di sciopero, Roma, 1968, σελ 96
24 G Varese, οπ παρ , σελ 122, E. Simonetta, οπ παρ., σελ 105 έπ.
107

τελεί τό νέο καταστατικό χάρτη των δημόσιων πολιτικών υπαλλήλων.


Ή μεγάλη πρακτική σημασία τοϋ θέματος αύτοϋ προκύπτει άπό τό
γεγονός ότι ή στέρηση των αποδοχών των απεργών δημόσιων υπαλ­
λήλων είναι τό μόνο μέτρο πού έλαβε μέχρι τώρα ή Διοίκηση κατά
των απεργών πού μετέχουν σέ απεργίες |μέ αιτήματα οικονομικά 25 ,
στηριζόμενη άλλοτε στό άρθρο 47 τοϋ Δ/τος τοϋ 1923 καί άλλοτε
στό άρθρο 1460 τοϋ ιταλικού 'Αστικού Κώδικα26 Τό άρθρο αυτό ορί­
ζει τά έξης:

«Στίς συμβάσεις μέ αντίστοιχες παροχές, έκαστος των συμβαλλο­


μένων δύναται νά αρνηθεί νά εκπληρώσει τήν υποχρέωση του, αν ό
έτερος δέν εκπληρώνει ή δέν προσφέρεται νά εκπληρώσει ταυτόχρο­
να τή δική του, έκτος αν οροί διάφοροι γιά τήν εκπλήρωση έχουν
συμφωνηθεί άπό τά μέρη, ή προκύπτουν άπό τή φύση της
συμβάσεως».
Τό άρθρο απαιτεί σάν προϋπόθεση τή μή εκπλήρωση τής υπο­
χρεώσεως ενός τών μερών, δηλαδή τήν παράβαση τής υποχρεώσεως.
Μπορεί όμως νά θεωρηθεί παράβαση υποχρεώσεως ή άσκηση ενός
δικαιώματος συνταγματικά κατοχυρωμένου;
Ή κρατούσα γνώμη υποστηρίζει άτι τό άρθρο 1460 C.C. δέν
εφαρμόζεται στην περίπτωση τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλή­
λων, διότι στή δημοσιοϋπαλληλική σχέση ελλείπει ή αντιστοιχία τών
εκατέρωθεν παροχών πού αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του
ανωτέρω άρθρου. Δέν υπάρχει ή αντιστοιχία αυτή διότι ό υπάλληλος,
του οποίου θά καθυστερήσει ή πληρωμή, δέν έχει τό δικαίωμα νά
απόσχει άπό τήν εκπλήρωση τής υποχρεώσεως του νά παρέχει τίς
υπηρεσίες του, μέχρι νά εκπληρώσει τό Κράτος τή δική του νά κατα-
βάλει τό μισθό του. "Αν ό υπάλληλος απείχε άπό τήν εργασία του, θά
υποβαλλόταν σέ πειθαρχικές κυρώσεις. "Ετσι, ή απλή δήλωση τής

25 E. Guicciardi, Variazioni giurisprudenziali in tema di sciopero dei di­


pendenti pubblici, Giurisprudenza Italiana, 1965, III, or. 54.
26 O. de Tullio, Sciopero e retribuzione dei pubblici dipendenti, Nuova
Rassegna, 1955, σελ. 1224.
108

Διοικήσεως νά μή καταβάλει τις αποδοχές πού αναλογούν στή διάρ­


κεια της απεργίας είναι παράνομη. Ή Διοίκηση οφείλει νά κινήσει τήν
πειθαρχική διαδικασία, οπού ό υπάλληλος θά μπορεί νά υπερασπισθεί
τόν εαυτό του. Κατά τόν καθορισμό της πειθαρχικής κυρώσεως ή
Διοίκηση μπορεί νά επιβάλει ώς ποινή, στέρηση αποδοχών πού νά
μήν αντιστοιχεί στίς αποδοχές τών ήμερων απεργίας, άλλα, σταθμί­
ζοντας τή βαρύτητα του πειθαρχικού αδικήματος, αν υποτεθεί οτι ή
απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, νά
επιβάλει στέρηση αποδοχών γιά μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό
διάστημα, οπως μπορεί καί νά απαλλάξει τόν υπάλληλο, αν κρίνει τήν
αποχή του δικαιολογημένη 2 7 .

78. Μετά τίς θεωρητικές απόψεις, θά ασχοληθούμε μέ τίς λύσεις


πού έδωσε ή νομολογία σέ διάφορα ζητήματα πού ανακύπτουν άπό
τήν ύπαρξη τοϋ γενικότερου καί μείζονος ζητήματος του επιτρεπτού
ή μή της απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων. Θά αρχίσουμε άπό τή
νομολογία τών τακτικών δικαστηρίων της ουσίας γιά νά καταλήξουμε
σ' αυτήν τού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Οί πιό αξιόλογες αποφάσεις, καί μάλιστα πολύ προοδευτικότερες
άπό τίς αντίστοιχες κατευθύνσεις της θεωρίας πού αναφέραμε παρα­
πάνω, πού εξέδωσαν τά τακτικά δικαστήρια στό θέμα τής απεργίας
τών δημόσιων υπαλλήλων, είναι οί έξης·
'Απόφαση τοϋ Πρωτοδικείου τού Μιλάνου τής 9.10.195128, ή
οποία δέχεται ότι τό άρθρο 330 C.P. πρέπει νά θεωρηθεί οτι καταργή­
θηκε ώς ασυμβίβαστο μέ τό άρθρο 40 τού Συντάγματος. Στην παρού­
σα (τότε, άλλα καί τώρα) κατάσταση τής νομοθεσίας, τό δικαίωμα
απεργίας ανήκει ακόμα καί στους εργαζομένους στίς δημόσιες υπη­
ρεσίες καί μπορεί νά ασκηθεί εϊτε γιά οικονομικούς σκοπούς, εϊτε καί
γιά πολιτικούς σκοπούς (καί έδώ έγκειται ή πρωτοπορία τής άποφά-

27. E. Guicciardi, Sciopero dt dipendenti pubblici e diritto allo stipendio,


Rivista Amministrativa, 1950, σελ. 551 έπ.
28. Βλ. Rivista Giuridica del Lavoro, 1952, II, σελ. 61
109

σεως έναντι τής ομόφωνης σχεδόν απόψεως της θεωρίας ότι ή απερ­
γία είναι επιτρεπτή μόνο γιά οικονομικούς σκοπούς).
'Απόφαση τοϋ Πρωτοδικείου της Ρώμης της 5.5.I96029, ή οποία
δέχεται οτι ή απεργία δέν παύει νά αποτελεί τή νόμιμη άσκηση τοϋ
δικαιώματος τοϋ εγγυημένου άπό τό άρθρο 40 τοϋ Συντάγματος,
ακόμα καί όταν τό επαγγελματικό οικονομικό συμφέρον των απερ­
γών, πού απορρέει άπό τήν ιδιαίτερη ιδιότητα τους ώς εργαζομένων
καί όχι ώς πολιτών, μπορεί νά ικανοποιηθεί μόνο μέ τήν παρέμβαση
της νομοθετικής εξουσίας. Γι' αυτό είναι νόμιμη ή απεργία ακόμα καί
έναντι της νομοθετικής εξουσίας, όταν άπό αυτήν εξαρτάται οπωσ­
δήποτε τό Κράτος γιά νά παρέμβει στή ρύθμιση τών οικονομικών
σχέσεων μεταξύ εργαζομένων καί εργοδότη (καί αυτή ή απόφαση εί­
ναι πρωτοποριακή, διότι ή θεωρία έδίδασκε οτι ή απεργία πού στρέ­
φεται κατά τοϋ νομοθέτη είναι πολιτική απεργία).
Τέλος, ή απόφαση τοϋ Ποινικού Δικαστηρίου τοϋ Reggio Emilia
της 20.10.196130 αθώωσε άπό τήν κατηγορία γιά παράβαση τοϋ
άρθρου 330 C.P 34 δημοτικούς αστυνομικούς (vigili urbani), έφ' οσον
αυτοί ασκούσαν δικαίωμα εγγυημένο άπό τό άρθρο 40 τοϋ Συντάγμα­
τος καί συνεπώς ήταν μή τιμωρητέοι σύμφωνα μέ τό άρθρο 51 C.P.
(καί ή απόφαση αυτή είναι αντίθετη προς τίς απόψεις της θεωρίας).

79. "Αν όμως τά τακτικά δικαστήρια τής ουσίας εξέδωσαν αποφά­


σεις υπερβολικά προοδευτικές, τό 'Ακυρωτικό, αντίθετα, εξέδωσε
αποφάσεις έπί τοϋ θέματος αύτοϋ, πού δέχθηκαν έντονη κριτική γιά
τή συντηρητικότητά τους. Μολονότι δέχθηκε καί αυτό τήν άποψη τής
μή εφαρμογής τοϋ άρθρου 330 C.P. μέ τήν αιτιολογία οτι οι απεργοί
δημόσιοι υπάλληλοι ασκούσαν 'ίδιο δικαίωμα πού προβλέπεται άπό
νομική διάταξη καί συνεπώς αποκλείεται τό αξιόποινο, σύμφωνα μέ
τό άρθρο 51 C.P. (άπόφ 25.5.1951), έκρινε οτι ή έκταση τοϋ δικαιώμα­
τος απεργίας δέν μπορεί νά φθάσει στό σημείο νά νομιμοποιήσει τή

29. Βλ II Diritto del Lavoro, 1960, II, σελ 439


30. Βλ Democrazia e Diritto, 1961, σελ 615
110

μή τήρηση υποχρεώσεων πού έχουν τεθεί γιά λόγους τάξεως, ασφα­


λείας ή δημόσιας υγείας, άπό νόμους ή ακόμα και από διοικητικές
πράξεις επείγοντος ή προσωρινού χαρακτήρα 31 . "Ετσι, επικύρωσε τήν
καταδίκη ενός γιατρού του ιταλικού 'Ιδρύματος Κοινωνικών 'Ασφαλί­
σεων (ΙΝΑΜ) γιά παράβαση του άρθρου 328 C.P (άρνηση πράξεων
της υπηρεσίας), ό όποιος, απεργώντας, αρνήθηκε νά εξετάσει ασθε­
νείς, καθώς καί τήν καταδίκη ενός οδηγού λεωφορείου αστικών συγ­
κοινωνιών γιά παράβαση τού άρθρου 331 C Ρ. (διακοπή δημόσιας
υπηρεσίας). Οι αποφάσεις αυτές δέχθηκαν έντονη κριτική γιά τή λύ­
ση πού υποστήριξαν, διότι σύμφωνα μέ τήν άποψη τών επικριτών
τους, όλοι οι απεργοί δημόσιοι υπάλληλοι διαπράττουν άρνηση πρά­
ξεων της υπηρεσίας ή διακοπή δημόσιας υπηρεσίας καί δέν είναι σω­
στό ενα δικαίωμα πού παρέχεται μέ τό ενα χέρι νά αφαιρείται μέ τό
άλλο
80. Τό 'Ελεγκτικό Συνέδριο της 'Ιταλίας (Corte dei Conti) έγινε
32
ευρύτερα γνωστό μέ μία απόφαση του τής 15.6.1954 , μέ τήν όποια
δέχθηκε τίς απόψεις τών άρνητών τού δικαιώματος απεργίας τών δη­
μόσιων υπαλλήλων Πράγματι, άφοΰ δέχθηκε άτι ή πολιτική απεργία
δέν απολαύει τής συνταγματικής προστασίας, αποφάνθηκε ότι:
«Τό άρθρο 40 του Συντάγματος πού προβλέπει ,ην ϋπαρξη καί
πραγματοποίηση μιας εξουσίας ασκήσεως του δικαιώματος απεργίας
πού περιέχεται μέσα στά πλαίσια τών νόμων πού τό ρυθμίζουν, δέν
μπορεί νά αναφέρεται, λόγω τής φύσεως τής δημοσιοϋπαλληλικής
σχέσεως, στην απεργία τών κρατικών υπαλλήλων, στους όποιους επι­
βάλλονται οι πειθαρχικές ποινές πού προβλέπονται στίς περιπτώσεις
τής αδικαιολόγητης απουσίας από τήν υπηρεσία ή τής οικειοθελούς
εγκαταλείψεως ή*τής παροχής τής ίδιας εργασίας κατά τρόπο, ώστε
νά διακόπτεται ή νά διαταράσσεται ή συνέχεια ή ή κανονικότητα τής
υπηρεσίας».

31. GB. Goletti, οπ. παρ., σελ. 339.


32. Βλ. Foro Italiano, 1955, III, στ. 71.
111

Ή απόφαση ανέφερε στό σκεπτικό της όλους τους λόγους θεω­


ρητικής θεμελιώσεως της απαγορεύσεως του δικαιώματος απεργίας
των δημόσιων υπαλλήλων πού αναφέραμε αναπτύσσοντας τίς θεωρη­
τικές απόψεις.
81. Πολύ περισσότερο εκτεταμένη είναι ή νομολογία τοϋ ιταλι­
κού Συμβουλίου της Επικρατείας (Consiglio di Stato) γιά τό θέμα της
απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων, αν καί οι περισσότερες αποφά­
σεις του θίγουν απλώς τό θέμα ασχολούμενες μέ δευτερεύουσες
απόψεις καί ζητήματα τοϋ προβλήματος, διότι ποτέ τό C.d.S. δέν
έκρινε χρήσιμο νά αντιμετωπίσει σέ βάθος τά ζητήματα της απεργίας
των δημόσιων υπαλλήλων, μέ αποτέλεσμα νά μήν έχει ακόμα ή νομο­
λογία του προσδιορίσει επακριβώς καί σαφώς, αν οι δημόσιοι υπάλλη­
λοι μπορούν νά απεργήσουν ή όχι33.
Ή πρώτη απόφαση μετά τήν εφαρμογή τοϋ Συντάγματος πού
εξέδωσε τό C.d.S. ήταν ή απόφαση της 'Ολομέλειας της 8 5 1951 πού
δέχθηκε ότι ή διοικητική πράξη μέ τήν οποία ενα δημόσιο νομικό
πρόσωπο δέν παρέχει τίς αποδοχές στους απεργούς υπαλλήλους γιά
τή διάρκεια τής απεργίας δέν έχει χαρακτήρα πειθαρχικό καί ότι νό­
μιμα ή Διοίκηση δέν παρέχει τίς αποδοχές στους υπαλλήλους πού
απείχαν άπό τήν παροχή τών υπηρεσιών τους, λόγω κηρύξεως απερ­
γίας, βάσει τής αρχής πού εκφράζει τό άρθρο 1460 C C, πού τίποτε
δέν εμποδίζει νά εφαρμοσθεί καί στή δημοσιοϋπαλληλική σχέση. Ή
απόφαση παρέκαμψε τό θέμα άν τό άρθρο 40 τοϋ Συντάγματος δια­
τήρησε ή κατάργησε τό άρθρο 47 τοϋ Δ/τος τοϋ 1923 περί τοϋ νομι­
κού καθεστώτος τών δημόσιων υπαλλήλων34

'Ακολουθεί μία απόφαση τής 23.5 1952, πού λύνει καταφατικά τό


παραπάνω θέμα χωρίς ωστόσο νά αναφέρει άν τό μέτρο τής στερή­
σεως αποδοχών πού λαμβάνεται βάσει τής παραπάνω διατάξεως έχει
χαρακτήρα πειθαρχικό (μάλλον συντάσσεται μέ τήν άποψη τής 'Ολο­
μέλειας ότι τό μέτρο δέν έχει πειθαρχικό χαρακτήρα).

33 E Giucciardi, Variazioni κλπ., οπ παρ., στ. 54.


34. E. Giucciardi, Variazioni κλπ., οπ παρ., στ. 49
112

"Αλλη απόφαση τοϋ 'ίδιου έτους (1017/9.12.1952) στηρίζεται


απλώς στό άρθρο 40 τοϋ Συντάγματος γιά νά δικαιολογήσει την έλ­
λειψη αμοιβής κατά τή διάρκεια τής απεργίας.
'Ακολουθούν τό έτος 1954 αποφάσεις πού δέχονται οτι ή συνταγ­
ματική διάταξη πού αναγνωρίζει τό δικαίωμα απεργίας, αναφέρεται
μόνο στίς συλλογικές διακοπές εργασίας πού έχουν ώς σκοπό τήν
υπεράσπιση επαγγελματικών συμφερόντων των εργαζομένων, άλλα
δέν προστατεύει τήν πολιτική απεργία στίς διάφορες μορφές της καί
κατά συνέπεια μπορεί ή τελευταία αυτή νά τιμωρηθεί νόμιμα σάν πει­
θαρχικό αδίκημα (απόφαση 671/1954) καί νά αποτελέσει αρνητικό
στοιχείο εκτιμήσεως στίς εκθέσεις ικανότητας τών δημόσιων υπαλλή­
λων (απόφαση 700/1954), άλλα τό C.d.S. δέν υπεισέρχεται στην κατ'
ούσίαν κρίση περί του χαρακτήρα τής απεργίας ώς πολιτικής, άρκού-
μένο στό χαρακτηρισμό πού δίνει στην απεργία ή Κυβέρνηση καί ή
Διοίκηση 35
Αυτές οι δύο αποφάσεις δείχνουν τή διαφαινόμενη πρόθεση τοϋ
C.d.S. νά χαρακτηρίσει επιτρεπτή τήν απεργία τών δημόσιων υπαλλή­
λων γιά οικονομικούς σκοπούς 36 , πρόθεση πού ρητά πλέον διακηρύσ­
σεται στην απόφαση 797/1954, πού δέχεται ότι είναι άκυρη ή πειθαρ­
χική κύρωση πού επιβλήθηκε μέ τή μορφή κρατήσεως αποδοχών μιας
ημέρας σέ απεργούς υπαλλήλους 3 7 , άλλα εξακολουθεί νά θεωρεί οτι
οι απεργοί δέν δικαιούνται αποδοχών γιά τήν περίοδο αποχής άπό
τήν εργασία τους 3 8
Παραφωνία αποτελεί ή απόφαση 978/1956 πού συντασσόμενη μέ
τήν άποψη τοϋ Corte dei Conti δέν δέχεται τό επιτρεπτό τής απερ­
γίας οϋτε γιά οικονομικούς σκοπούς 39 .
Τό 1957 εκδίδονται δύο αποφάσεις, ή 782/28 9.1957 πού επιβε­
βαιώνει τή θέση τοϋ C.d.S. γιά απαγόρευση καί δυνατότητα πειθαρχι-

35 G. Borsellino, Sciopero politico e sciopero economico dei pubblici di­


pendenti, Giustizia Civile, 1955, II, σελ. 50 έπ.
36 G Β Goletti, οπ. παρ , σελ 339
37. V d' Orsi, οπ παρ , σελ. 213
38 E Guicciardi, Variazioni κλπ , οπ παρ , στ 50
39 E Guicciardi, Variazioni κλπ., οπ. παρ , στ 51
113

KOÛ κολασμού της πολιτικής απεργίας καί πού δέχεται σάν τέτοια καί
τήν απεργία διαμαρτυρίας εναντίον ενός νομοσχεδίου, καί ή 794/
6.11 1957 πού θεωρεί παράνομη τήν απεργία αλληλεγγύης, διότι επι­
φέρει τεχνητή αυθαίρετη διεύρυνση των αντίπαλων συμφερόντων
καί επίσης τεχνητή καί αυθαίρετη επιβάρυνση τής μονομερούς πιέ­
σεως πού αντιπροσωπεύουν οι συνδικαλιστικές δυνάμεις των απερ­
γών αλληλεγγύης 4 0 .
"Αλλες δύο αποφάσεις, σέ σύντομο χρονικό διάστημα ή μία άπό
τήν άλλη, ή 1021/30 12 1959 καί ή 102/9.3 1960, δέχονται ότι ή Διοίκη­
ση δέν μπορεί νά επιβάλει πειθαρχικές κυρώσεις γιά τήν οικονομική
απεργία, άλλα μόνο κράτηση τών αποδοχών γιά τό χρόνο αποχής άπό
τήν υπηρεσία. Καί αυτές οι δύο αποφάσεις αποφεύγουν νά αντιμετω­
πίσουν καί νά λύσουν ευθέως τό πρόβλημα τής εφαρμογής ή μή τού
άρθρου 40 τού Συντάγματος στους δημόσιους υπαλλήλους, αρκού­
με νες νά επικαλεσθούν τήν αρχή, κατά τήν οποία ή άσκηση τού δι­
καιώματος απεργίας (άλλα τότε, δέν επικαλούνται τό άρθρο 40,) συν­
επάγεται αναστολή τής σχέσεως εργασίας καί τών εκατέρωθεν υπο­
χρεώσεων τών συμβαλλομένων καί άτι ή αρχή αυτή εφαρμόζεται καί
στή δημοσιοϋπαλληλική σχέση 41 .
Ή νομολογία τού C.d.S. φαίνεται νά αποκρυσταλλώνεται τέλος
στην απόφαση 930/27.7.1964, όπου ή κράτηση τών αποδοχών γιά τό
χρόνο τής απεργίας θεμελιώνεται στην έννοια τής αναστολής πού
επιφέρει ή απεργία στίς εκατέρωθεν υποχρεώσεις εργοδότη καί ερ­
γαζομένου καί εγκαταλείπεται ή επίκληση τού άρθρου 1460 C C διότι
«στην απεργία δέν υπάρχει ένοχη μή εκπλήρωση»
Ό λ ε ς όμως οι αποφάσεις τού C.d.S. περιέχουν μία επιφύλαξη,
αναφέροντας τή φράση «στην παρούσα κατάσταση τής νομοθεσίας»,
θέλοντας προφανώς νά αφήσουν ανοικτή τήν πόρτα μιας ενδεχόμε­
νης νομοθετικής ρυθμίσεως μέ αρνητικό περιεχόμενο 42 , καί, όπως εϊ-

40 Βλ Rivista di Diritto del Lavoro, 1958, II, σελ 148 έπ.


41. E. Guicciardi, Variazioni κλπ , οπ παρ , στ 51
42 U. Natoli, In tema di sciopero di pubblici dipendenti e di sospensione
dello stipendio, Giurisprudenza Costituzionale, 1960, σελ 296.
114

πάμε ήδη, προσπάθησαν νά λύσουν τά συγκεκριμένα προβλήματα


στά όποια καλούνταν νά αποφανθούν χωρίς νά αντιμετωπίσουν τό
βασικό πρόβλημα του επιτρεπτού ή μή τής απεργίας των δημόσιων
υπαλλήλων.

82. 'Αφήσαμε τελευταίο τό ανώτατο δικαστικό Σώμα τής Ιταλίας,


τό αρμοδιότερο νά αποφανθεί στό πρόβλημα, τό Συνταγματικό Δικα­
στήριο (Corte Costituzionale). Τό Συνταγματικό Δικαστήριο, λοιπόν,
έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 4 αποφάσεις έπί τοϋ θέματος, χωρίς νά
αντιμετωπίζει τό πρόβλημα ανάλογα μέ τό κύρος τής ποιοτικής του
συνθέσεως 43 , προσπαθώντας καί αυτό νά αποφανθεί έπί των μεμονω­
μένων θεμάτων τά όποια έπρεπε νά λύσει καί όχι έπί τοϋ Θέματος
τοϋ επιτρεπτού ή μή τής απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων, θέλον­
τας νά υποκατασταθεί στή θέση του νομοθέτη καί νά επιβάλει αυτό
μέ τή νομολογία του τίς ρυθμίσεις καί τους περιορισμούς πού απορ­
ρέουν άπό τήν ανάγκη λειτουργίας των υπηρεσιών του δημόσιου το­
μέα καί πού αδρανεί νά επιβάλει ό νομοθέτης 4 4 .
Στην πρώτη απόφαση του, τήν 46/2.7.1958, έκρινε οτι τό άρθρο
333 C.P (ατομική εγκατάλειψη δημόσιας θέσεως, υπηρεσίας ή εργα­
σίας μέ σκοπό νά διαταράξει τή συνέχεια ή τήν κανονικότητα τους)
δέν αντίκειται στό άρθρο 40 τού Συντάγματος, διότι μία τέτοια εγκα­
τάλειψη μπορεί, στή συγκεκριμένη περίπτωση, νά πραγματοποιηθεί
γιά λόγους άσχετους μέ τήν απεργία. Δέν πρόκειται συνεπώς γιά θέ­
μα συνταγματικότητας ή μή τού άρθρου 333 C.P., άλλα γιά θέμα κα­
θαρά ερμηνευτικό τής διατάξεως αυτής, μέ τήν έννοια οτι αυτή δέν
μπορεί νά εφαρμοσθεί, όταν ή εγκατάλειψη τής δημόσιας θέσεως,
υπηρεσίας ή εργασίας συνιστά απλή συμμετοχή σέ απεργία, αν καί
εφόσον αυτή μπορεί νά θεωρηθεί νόμιμη.
Στή δεύτερη απόφαση του, τήν 123/28.12.1962, τό Συνταγματικό
Δικαστήριο έκρινε οτι τά άρθρα 330 (συλλογική εγκατάλειψη δημό-

43. G. Varese, on. παρ., σελ 118.


44. G. Pera, Sciopero dei marittimi e nei servizi pubblici secondo la Co­
stituzione, Il Diritto del Lavoro, 1963, II, σελ. 230.
115

σιας θέσεως, υπηρεσίας ή εργασίας), 504 (εξαναγκασμός δημόσιας


'Αρχής μέ απεργία ή ανταπεργία) καί 505 C.P. (απεργία ή ανταπεργία
αλληλεγγύης ή διαμαρτυρίας) δέν αντιβαίνουν στό άρθρο 40 τοϋ
Συντάγματος, διότι οι διατάξεις των άρθρων αυτών, λόγω της γενικό­
τητας των ορισμών τους, περιλαμβάνουν καί περιπτώσεις εγκαταλεί­
ψεως υπηρεσίας πού δέν μπορεί νά θεωρηθούν ώς πράξεις ασκή­
σεως τοϋ δικαιώματος απεργίας πού απονεμήθηκε στους εργαζομέ­
νους από τό άρθρο 40 τοϋ Συντάγματος.
Ό δικαστής οφείλει νά μήν εφαρμόσει τίς διατάξεις πού περιέ­
χονται στά προαναφερόμενα άρθρα όταν τά στοιχεία τοϋ πραγματι­
κού αποδεικνύουν οτι ή εγκατάλειψη τής εργασίας συνιστά πράξη
ασκήσεως του δικαιώματος απεργίας, αφού, σέ μία τέτοια περίπτωση,
συντρέχει ή απαλλαγή πού προβλέπεται άπό τό άρθρο 51 C.P.
Ή εγκατάλειψη τής εργασίας συνιστά πράξη ασκήσεως τοϋ δι­
καιώματος απεργίας, όταν κατευθύνεται σέ επιδίωξη σκοπών οικονο­
μικού χαρακτήρα 4 5 .
'Αλλά τό Δικαστήριο, περιοριζόμενο καί πάλι, μετά τίς γενικές
αυτές διακηρύξεις, ατή συγκεκριμένη υπόθεση πού είχε τεθεί ενώ­
πιον του, έκρινε μή τιμωρητή τή συγκεκριμένη απεργία, διότι οι δη­
μόσιες υπηρεσίες τοϋ εϊδους εκείνου (επρόκειτο γιά τίς αστικές συγ­
κοινωνίες τοϋ Livorno) «δέν έχουν τό βαθμό σπουδαιότητας επαρ­
κούς γιά νά προκαλέσει, μέ τή βλάβη τών συμφερόντων πού προκύ­
πτει άπό τή διακοπή τους, τήν απώλεια τής ασκήσεως δικαιώματος
εγγυημένου άπό τό άρθρο 40 τοϋ Συντάγματος», πράγμα πού σημαί­
νει οτι τό δικαστήριο σταθμίζει τό μείζον ή έλασσον τής βλάβης τών
συμφερόντων πού συνεπάγεται ή απεργία καί έτσι ρητά απαγορεύει
τήν απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων καί επιτρέπει τήν τιμωρία τών
απεργών, τουλάχιστον στό σημείο πού οι απαραίτητες υπηρεσίες
πρέπει νά διασφαλισθούν 46 .

45. Βλ. τά κείμενα τών παραπάνω δύο αποφάσεων στην έκδοση Corte
Costituzionale: Decisioni della Corte Costituzionale in materia di sciopero e di
serrata, Milano, 1969.
46. G. Milone, Lo sciopero nel Diritto Pubblico, Penale, Amministrativo,
Disciplinare, Castelbuono, 1963, σελ. 13.
116

Ή απόφαση αυτή δέχθηκε έντονη κριτική. Προσπάθησε, είπαν,


νά συμβιβάσει τή συνταγματική αρχή μέ τίς παλιές κατασταλτικές
διατάξεις της συνεταιριστικής νομοθεσίας καί νά τίς μετατρέψει μέ
αρκετή δόση φαντασίας, ώστε νά εξακολουθούν νά ισχύουν καί μέ τό
νέο Σύνταγμα. "Ετσι όμως αποκαλύφθηκαν νέες διατάξεις πού κανέ­
νας δέν είχε υπόψη του. Παραβιάζεται έτσι ή αρχή τής σαφούς καί
ακριβούς διατυπώσεως της αξιόποινης συμπεριφοράς, έτσι ώστε ό
πολίτης νά μήν ξέρει πού διακινδυνεύεται ή ελευθερία του καί πού
όχι. Σύμφωνα μέ τήν απόφαση, λοιπόν, ή διάταξη τοΰ άρθρου 330
C.P. διαμορφώθηκε ώς έξης: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι κλπ... τιμωρούν­
ται ..., έκτος άν ή συλλογική εγκατάλειψη τής υπηρεσίας πραγματο­
ποιείται γιά τήν προστασία τών οικονομικών συμφερόντων τής κατη­
γορίας». Ή προσθήκη έγινε γιά νά επιτρέψει τήν οικονομική απεργία.
"Οταν ή απεργία είναι πολιτική, ή ποινική διάταξη ανακτά πλήρη τήν
ισχύ της. Οι ποινικές όμως διατάξεις είναι αδιαίρετες, δέν μπορεί έν
μέρει νά διατηρούνται καί έν μέρει νά καταργούνται. Ή αντίθεση
προς ανώτερο ή μεταγενέστερο κείμενο καθιστά ανίσχυρη ολόκληρη
τή διάταξη, άν προκύπτει ότι ό νομοθέτης δέν θά τήν είχε θεσπίσει,
άν είχε υπόψη του ότι θά αποκλειόταν τό κρινόμενο ώς παράνομο
μέρος της. Όσον άφορα πάντοτε τήν πρώτη αύτη διαμόρφωση της
διατάξεως άπό τό Συνταγματικό Δικαστήριο, παρατηρείται, τέλος, ότι
τό άρθρο 330 C.P. προβλέπει σάν επιβαρυντική περίπτωση τήν πολι­
τική απεργία. Πώς τιμωρείται ή πολιτική απεργία; Μέ τήν ποινή τής
παρ. 3 τής επιβαρυντικής περιπτώσεως, πού είναι ή μόνη δυνατή σή­
μερα περίπτωση τιμωρητής απεργίας, ή μέ τήν ποινή τής απλής εγκα­
ταλείψεως τής υπηρεσίας πού προβλέπει ή παρ. 1 ; Ή παρ. 3 δέν έχει
πλέον καμμία σημασία, άφοΰ, οταν πέσει ή βάση, δέν μπορεί νά μεί­
νει όρθια μόνον ή κορυφή.

Όπως εϊπαμε, τό δικαστήριο έθεσε καί άλλους περιορισμούς,


πού απορρέουν «άπό τήν ανάγκη νά συμβιβασθούν οι απαιτήσεις τής
αυτοπροστασίας τής (επαγγελματικής) κατηγορίας μέ τίς άλλες πού
απορρέουν άπό γενικά συμφέροντα πού βρίσκουν ευθέως προστασία
σέ αρχές πού καθιερώνονται οτό ίδιο τό Σύνταγμα». Σύμφωνα μέ τό
117

δικαστήριο, μπορεί ό νομοθέτης νά επέμβει όταν υφίσταται ή ανάγκη


εξασφαλίσεως των γενικών συμφερόντων, ακόμα καί όσον άφορα
τους δικαιούχους του δικαιώματος απεργίας, αρνούμενος τήν παρο­
χή τοϋ δικαιώματος αύτοϋ σέ ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων σέ
δημόσιες υπηρεσίες μέ λειτουργική έννοια, των οποίων φαίνεται
αδιανόητη ή παράλυση. Τό δικαστήριο, υποκαθιστώντας τό νομοθέ­
τη, θέτει τό 'ίδιο τά όρια μέ βάση τό αν οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν
ή όχι «τό βαθμό σπουδαιότητας επαρκούς γιά νά προκαλέσει,, τήν
απώλεια της ασκήσεως δικαιώματος εγγυημένου άπό τό άρθρο 40
τοϋ Συντάγματος». "Ετσι, παραμορφώνει γιά δεύτερη φορά τή διάτα­
ξη τοϋ άρθρου 330 C.P , πού θά πρέπει νά έχει πλέον τό έξης περιε­
χόμενο' «Τιμωρούνται οι υπάλληλοι δημόσιων υπηρεσιών, οι όποιες
έχουν τέτοιο βαθμό σπουδαιότητας, ώστε νά δικαιολογεί γιά τήν
προστασία τους τή θυσία του δικαιώματος απεργίας» Τό άρθρο 330
όμως, θεσπίζοντας τήν απαγόρευση απεργίας, δέν κάνει διάκριση
ανάλογα μέ τή σπουδαιότητα των δημόσιων υπηρεσιών Ποιος θά πει
στους εργαζομένους έκ τών προτέρων, άτι ή υπηρεσία τους δέν είναι
σημαντική στην κοινωνική ζωή, ώστε νά δικαιούνται νά απεργήσουν;
Στην απόφαση δέν προσδιορίζεται τό κριτήριο βάσει τού οποίου γίνε­
ται ό διαχωρισμός σέ υπηρεσίες απαραίτητες καί μή απαραίτητες 47 .
Οι ατέλειες καί τά αδύνατα σημεία της αποφάσεως αυτής τού
1962 ανάγκασαν τό Συνταγματικό Δικαστήριο νά ασχοληθεί έκ νέου
μέ τό 'ίδιο θέμα, ερμηνεύοντας κατά κάποιο τρόπο τήν 'ίδια τήν από­
φαση του καί λύνοντας τίς απορίες πού γεννήθηκαν άπό τή συγκε­
κριμένη εφαρμογή τών κατευθύνσεων πού έδωσε στό θέμα τού δι­
καιώματος απεργίας τών εργαζομένων στίς δημόσιες υπηρεσίες
Πράγματι, στην απόφαση του 31/17 3.196948, τό Συνταγματικό Δι­
καστήριο επιβεβαιώνει ρητά καί δικαιολογεί πλήρως τήν ερμηνεία
τών άρθρων 330 C.P καί 40 τού Συντάγματος πού δόθηκε μέ τήν

47 Βλ γιά τήν κριτική της αποφάσεως G. Pera, οπ. παρ , σελ 211-231,
άπου εκτίθενται οι γνώμες τόσο τοϋ ίδιου του σχολιάζοντος, όσο καί άλλων
πού σχολίασαν τήν 'ίδια απόφαση πρίν άπό αυτόν
48 Βλ. Foro Italiano, 1969, Ι, στ. 795 έπ
118

απόφαση του· 123/1962 και άπαντα στην κριτική πού έγινε σ' αυτήν
καί πού επικαλέσθηκαν οι προσφεύγοντες, μολονότι καταλήγει σέ
διατακτικό τελείως διαφορετικό άπό εκείνο της προηγούμενης απο­
φάσεως. Πράγματι, ένώ στην απόφαση 123/1962, τό Δικαστήριο έκρι­
νε αβάσιμο τό ερώτημα γιά τήν αντισυνταγματικότητα τοϋ άρθρου
330 αΡ.,στήν απόφαση 31/1969:
«κηρύσσει τήν αντισυνταγματικότητα τοϋ άρθρου 330 C.P. περιοριστι­
κά οσον αφορά τήν εφαρμογή του στην οίκονομική απεργία πού δέν
διακινδυνεύει νά βλάψει απαραίτητες δημόσιες λειτουργίες ή υπηρε­
σίες, πού έχουν χαρακτήρα προέχοντος γενικού συμφέροντος κατά
τήν έννοια τοϋ Συντάγματος».
'Απαντώντας τό Δικαστήριο στους ισχυρισμούς των προσφευγόν­
των, πού χρησιμοποίησαν, οπως είπαμε, τά επιχειρήματα τής κριτικής
πού ασκήθηκε κατά τής αποφάσεως 123/1962, αποφάνθηκε ότι καί
ή ελευθερία τοϋ νομοθέτη ώς προς τό θέμα αυτό δέν μπορεί νά
ασκηθεί κατά τρόπο πού νά βλάπτονται άλλες συνταγματικές αρχές,
πού τείνουν στην προστασία αγαθών των πολιτών ή τών αναγκαίων
απαιτήσεων νά διασφαλισθεί ή ϊδια ή ζωή τής κοινότητας καί τοϋ
Κράτους. Καί ανήκει στό Συνταγματικό Δικαστήριο ή αρμοδιότητα νά
επιβεβαιώσει καί νά καθορίσει αυτά τά όρια, οταν αυτό καθίσταται
αναγκαίο.

Ή άποψη, συνεχίζει ή απόφαση, ότι τό άρθρο 40 τοϋ Συντάγμα­


τος, προβλέποντας μόνο περιορισμούς ώς προς τήν άσκηση τοϋ δι­
καιώματος, δέν ανέχεται νά εκτείνονται αυτοί καί στους δικαιούχους
του, είναι αβάσιμη, διότι οί τελευταίοι συνδέονται αναγκαία μέ τους
πρώτους. Δέν μπορεί νά αμφισβητηθεί ή απαίτηση νά περιορισθεί τό
δικαίωμα γιά εκείνους, στους οποίους έχει ανατεθεί τό καθήκον νά
εξασφαλίζουν τό σεβασμό τών συμφερόντων τά όποια θά ήταν δυνα­
τό νά υποστούν βλάβη άπό απεργούς πού θά υποστήριζαν τά αιτήμα­
τα τους μέ βιαιοπραγίες απέναντι σέ θεμελιώδεις άξιες συνδεδεμέ­
νες μέ τή ζωή καί τήν προσωπικότητα τών πολιτών, ή διασφάλιση τών
οποίων, μαζί μέ τήν ασφάλεια έναντι εξωτερικών κινδύνων, αποτελεί
τόν πρώτο καί κυριότερο λόγο υπάρξεως τοϋ Κράτους.
119

Θά μπορούσε κανείς νά ισχυριστεί οτι ή ικανοποίηση των σκοπών


αυτών δέν απαιτεί αναγκαία καί τόν αποκλεισμό άπό τό δικαίωμα
απεργίας όλων εκείνων πού έχουν ταχθεί στα καθήκοντα αυτά. 'Αλλά
ή ρύθμιση μιας τέτοιας χρήσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας δέν μπο­
ρεί νά γίνει παρά μέ νόμο.
Τέλος, τά παραπάνω συμπεράσματα άπό τήν ερμηνεία τοϋ
άρθρου 40 δέν επηρεάζονται καθόλου άπό τήν επίκληση τοϋ άρθρου
3 τοϋ Συντάγματος, διότι ή ισότητα στην απόλαυση τών δικαιωμάτων
προϋποθέτει ισότητα καταστάσεων, καί τέτοια προϋπόθεση δέν
υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση.
Ή απόφαση παραπέμπει γιά τήν κρίση κάθε περιπτώσεως στό δι­
καστή της ουσίας, πού μέ βάση τά παραπάνω κριτήρια θά|πρέπεινά
αποφανθεί, αν σέ κάθε κατηγορία εργαζομένων αναγνωρίζεται ή όχι
τό δικαίωμα απεργίας.
Ή τελευταία απόφαση τοϋ Συνταγματικού Δικαστηρίου γιά τό θέ­
μα της απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων εκδόθηκε πολύ πρόσφα­
τα, στίς 24 7.1980 Μέ αυτήν έκρινε οτι είναι νόμιμα ολα εκείνα τά
μέτρα πού, χωρίς καθόλου νά βιάζουν τήν ελευθερία τοϋ εργαζομέ­
νου πού έχει τήν πρόθεση νά απεργήσει, τείνουν νά αμβλύνουν τά
ζημιογόνα αποτελέσματα της απεργίας, ειδικά όταν αυτά αναφέρον­
ται σέ απαραίτητες δημόσιες υπηρεσίες. Έτσι έκρινε νόμιμη τήν
αντικατάσταση απεργών δικαστικών γραμματέων μέ άλλο προσωπικό,
δεχόμενο οτι ή προστασία τών συμφερόντων πού επηρεάζονται άπό
τήν απεργία μπορεί άριστα νά πραγματοποιηθεί μέ μέτρα ρυθμιστικά
καί οργανωτικά, διαφορετικά άπό τήν επέμβαση στό ϊδιο τό δικαίωμα
της απεργίας, δηλαδή χωρίς τήν ανάγκη αποκλεισμού της δυνατότη­
τας απεργίας ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων 49

IV. Συμπεράσματα άπό τή μελέτη τοϋ ιταλικού δικαίου

83. Συνοψίζοντας τά συμπεράσματα πού προκύπτουν άπό τή με­


λέτη τού ιταλικού δικαίου σχετικά μέ τό δικαίωμα τών δημόσιων

49 C. Rodotà, οπ. παρ.


120

υπαλλήλων, θά λέγαμε ότι κυριαρχείται άπό τά έξης χαρακτηριστικά:


α) τή διεύρυνση της έννοιας του δημόσιου υπαλλήλου, θ) τήν κοινή
ρύθμιση τοϋ δικαιώματος απεργίας των εργαζομένων στις δημόσιες
υπηρεσίες μέ οποιαδήποτε σχέση, δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, πού
είναι συνέπεια της διευρύνσεως της έννοιας τοϋ δημόσιου υπαλλή­
λου, γ) τήν ασάφεια πού απορρέει άπό τή γενικότητα τής σχετικής
συνταγματικής διατάξεως, τήν αδράνεια τοϋ νομοθέτη νά ρυθμίσει
τό θέμα καί τή διαφωνία τής θεωρίας καί διάσταση τής νομολογίας
πού προέκυψαν άπό τίς δύο αυτές αιτίες, δ) τήν διαφαινόμενη προ­
σπάθεια τοϋ Συνταγματικού Δικαστηρίου, υποκαθιστώντας τό νομο­
θέτη, νά καθορίσει αυτό τά όρια καί τους περιορισμούς τοϋ δικαιώμα­
τος απεργίας των εργαζομένων στίς δημόσιες υπηρεσίες μέ λειτουρ­
γική έννοια, ακολουθώντας τό παράδειγμα τοϋ γαλλικού Conseil α"
Etat καί ε) τό διαχωρισμό των δημόσιων υπηρεσιών σέ απαραίτητες
καί μή απαραίτητες γιά τή ζωή τού "Εθνους πού έχει ώς συνέπεια τήν
άρνηση τοϋ δικαιώματος απεργίας στους εργαζομένους στίς πρώτες
καί τήν παραχώρηση του στους εργαζομένους στίς υπόλοιπες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Ι. Έννοια τοϋ δημόσιου υπαλλήλου οτό γερμανικό δίκαιο

84 Όπως στά προηγούμενα Κεφάλαια, έτσι καί στό Κεφάλαιο


στό όποιο θά πραγματευθοϋμε τό γερμανικό δίκαιο, θά ξεκινήσουμε
από τόν προσδιορισμό της έννοιας τοϋ δημόσιου υπαλλήλου

Τό Κράτος, λέγουν οί γερμανοί δημοσιολόγοι, εκπληρώνει τους


σκοπούς γιά τους οποίους δημιουργήθηκε, μέσω των ατόμων τά
όποια καλεί νά τό υπηρετήσουν μέ τρεις τρόπους α) υποχρεωτικά,
βάσει της σχέσεως Κράτους προς πολίτη-ύπήκοο Στην κατηγορία
αυτή των παρεχόμενων υπηρεσιών έκ μέρους τών ατόμων προς τό
Κράτος ανήκουν ή στρατιωτική θητεία, ή ύποχρέση παροχής προσω­
πικών υπηρεσιών προς τό Κράτος καί τίς Κοινότητες ('Οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοικήσεως),τό καθήκον τού ένορκου, τό καθήκον τοϋ
επιτρόπου καί ορισμένα άλλα 6) Τό Κράτος μπορεί νά συνάψει σύμ­
βαση μέ οποιονδήποτε πολίτη, πού αναλαμβάνει νά τοϋ παρέχει ορι­
σμένες υπηρεσίες Στην περίπτωση αυτή δέν υπάρχει σχέση υποτα­
γής, άλλα τό Κράτος ενεργεί ώς ισότιμος συμβαλλόμενος προς αυ­
τόν πού παρέχει τίς υπηρεσίες του, όπως θά ενεργούσε οποιοσδήπο­
τε άλλος εργοδότης Ή σύμβαση αυτή είναι σύμβαση τοϋ ιδιωτικού
δικαίου, έχει ώς αντικείμενο τήν παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής
καί ό αντισυμβαλλόμενος τοϋ Κράτους είναι (συνηθέστατα) εργαζό­
μενος καί όχι δημόσιος υπάλληλος γ) Τό Κράτος μπορεί, τέλος, νά
122

προσλάβει ενα φυσικό πρόσωπο γιά νά θέσει τίς υπηρεσίες του στη
διάθεση αύτοϋ (του Κράτους) μέ τή συγκατάθεση του. Ή σχέση του
προσλαμβανόμενου (δημόσιου υπαλλήλου) είναι σχέση τοϋ δημόσιου
δικαίου, σχέση εξουσιαστική, στην οποία κυριαρχούν ή υποταγή τοϋ
υπαλλήλου, ή ιδιαίτερη υποχρέωση πίστεως προς τό Κράτος καί ό
μονομερής, έκ μέρους τού Κράτους, καθορισμός των όρων απασχο­
λήσεως καί αμοιβής, καθορισμός πού γίνεται μέ νόμο 1 .
Μετά από τή διάκριση αυτή, πού ισχύει καί στά δίκαια των άλλων
χωρών πού εξετάσαμε, θά δώσουμε πλέον τόν ορισμό τοϋ δημόσιου
υπαλλήλου μέ τήν έννοια τοϋ δημόσιου δικαίου (υπάρχουν καί άλλες
έννοιες τοϋ öpou «δημόσιος υπάλληλος» πού δέν ενδιαφέρουν τήν
ανάπτυξη τοϋ θέματος πού μας απασχολεί στή διατριβή αυτή). Δημό­
σιος υπάλληλος (Beamte) μέ τήν έννοια τού δημόσιου δικαίου είναι
τό φυσικό πρόσωπο πού τελεί σέ μία δημόσιου δικαίου σχέση υπηρε­
σίας καί πίστεως, στην οποία καλείται μέ τήν παράδοση τοϋ έγγρα­
φου τοϋ διορισμού 2 . Τό έγγραφο αυτό, γιά νά είναι έγκυρο, πρέπει νά
αναγράφει τίς λέξεις «μέ πρόσκληση στή δημοσιοϋπαλληλική σχέση
(unter Berufung in das Beamtenverhältnis)»3. Συνεπώςή δημοσιοϋ­
παλληλική σχέση αποτελείται άπό δύο στοιχεία· τό ουσιαστικό στοι­
χείο τής σχέσεως δημόσιου δικαίου υπηρεσίας καί πίστεως καί τό τυ­
πικό στοιχείο τής έγχειρίσεως (παραδόσεως) τοϋ έγγραφου τοϋ διο­
ρισμού πού πρέπει νά έχει ορισμένο περιεχόμενο.

85. Μετά τόν προσδιορισμό τής έννοιας τού δημόσιου υπαλλή­


λου, θά εξετάσουμε κατά πόσον ό δημόσιος υπάλληλος έχει δικαίωμα
απεργίας σύμφωνα μέ τό γερμανικό δίκαιο Ή εξέταση τοϋ προβλή­
ματος θά περιορισθεί στην παραπάνω,δημόσιου δικαίου έννοια τοϋ
δημόσιου υπαλλήλου καί δέν θά επεκταθεί σέ όσους απασχολούνται

1 Βλ Flad, Streikrecht der Beamten?, Das Recht, 1922. στ 88


2 Besonderes Verwaltungsrecht, hrsg Ingo von Munch, 1976, σελ 15
3 Η Wolff — Ο Bachof Verwaltungsrecht, II, 4η εκδ . München, 1976,
σελ 486, 492
123

στό Κράτος καί erra άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα μέ σύμβαση του
ιδιωτικού δικαίου γιά τους οποίους ισχύει καί άλλη ονομασία. Αυτοί
ονομάζονται «ανήκοντες στη δημόσια υπηρεσία» ή «υπάλληλοι καί
εργάτες της δημόσιας υπηρεσίας» (Angehörigen, Angestellten und
Arbeiter im öffentlichen Dienst) καί σύμφωνα μέ τόν περιορισμό του
θέματος πού θέσαμε στην Εισαγωγή, δέν περιλαμβάνονται στή μελέ­
τη του προβλήματος. Ή έρευνα θά διαιρεθεί σέ δύο τμήματα: Στό
πρώτο θά ασχοληθούμε μέ τό πρόβλημα της απεργίας τών δημόσιων
υπαλλήλων μέχρι τό 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στό δεύτερο θά ασχολη­
θούμε μέ τό 'ίδιο πρόβλημα άπό τό τέλος τοϋ Πολέμου καί έπειτα, μέ
έναν ακόμα περιορισμό: Θά εξετασθεί μόνο τό δίκαιο πού ισχύει στην
'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καί οχι καί στό άλλο τμή­
μα του γερμανικού εδάφους πού ανήκει στή Γερμανική Λαϊκή Δημο­
κρατία, χώρα πού ανήκει στον 'Ανατολικό Συνασπισμό καί τής οποίας
τό καθεστώς δέν είναι κοινοβουλευτικού δημοκρατικού τύπου, όπως
τών άλλων Κρατών τών οποίων εξετάσαμε τό δίκαιο στά προηγούμε­
να δύο Κεφάλαια.

II. Ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων πριν άπό


τό 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο

86 Ή απεργία, όπως έχουμε πεΤ οτήν Εισαγωγή, είναι συνέπεια


της βιομηχανικής επαναστάσεως. Ή βιομηχανική επανάσταση στή
Γερμανία παρουσιάσθηκε)στά|μέσα περίπου τοΰ 19ου αιώνα καί λίγο
αργότερα έκανε τήν εμφάνιση του καί τό φαινόμενο τής απεργίας
στά εργοστάσια καί τίς βιομηχανίες τής Γερμανίας. Τό θεωρητικό επι­
στημονικό ενδιαφέρον καί ή πρακτική άρχισαν νά ασχολούνται μέ τά
προβλήματα πού γεννά ό νέος θεσμός τής απεργίας λίγο μετά τήν
είσοδο στον 20ό αιώνα. Πράγματι, τό Γερμανικό 'Ακυρωτικό εξέδωσε
τήν πρώτη απόφαση του γιά τό θέμα τής απεργίας τό 1908. Ή απερ­
γία αφορούσε όμως μόνο τους εργαζομένους σέ ιδιωτικές επιχειρή­
σεις 'Επέκταση της στους δημόσιους υπαλλήλους ή ακόμα καί στους
εργαζομένους στό Κράτος μέ σχέση 'ιδιωτικού δικαίου θεωρούνταν
αδιανόητη. Ή απαγόρευση τής απεργίας γιά τους δημόσιους ύπαλλή-
124

λους θεμελιοϋνταν πριν από τόν 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο στον πρωσσι-


κό Νόμο περί δημόσιων υπαλλήλων της 12.7 1852, οι παράγραφοι 8
καί 9 του οποίου όριζαν τίς συνέπειες γιά τήν αυθαίρετη απουσία των
υπαλλήλων από τήν υπηρεσία. Στό 'ίδιο αυτό χρονικό διάστημα ενα
μόνο άρθρο άπό τήν πλευρά της θεωρίας γιά τό θέμα της απεργίας
των δημόσιων υπαλλήλων είδε τό φως της δημοσιότητας 4 . Συνεπώς
τό θεωρητικό ενδιαφέρον γιά τό πρόβλημα ήταν ανύπαρκτο, μολονό­
τι συλλογικές κινήσεις μέ τή μορφή της σήμερα γνωστής ώς απερ­
γίας ζήλου έγιναν άπό τους σιδηροδρομικούς στή Γερμανία καί άπό
τους τελωνειακούς στή γειτονική Αύστροουγγρική Αυτοκρατορία
Μολονότι οί δημόσιοι υπάλληλοι είχαν κάποιο, περιορισμένο έστω,
συνδικαλιστικό δικαίωμα, τοϋ οποίου οί περιορισμοί γίνονταν διαρ­
κώς χαλαρότεροι, κανένας θεωρητικός δέν διανοούνταν νά συνδέσει
τό συνδικαλιστικό δικαίωμα (Koalitionsrecht, Vereinigungsfreiheit) μέ
τό δικαίωμα απεργίας, γιά τό όποιο δέν γινόταν σκέψη οϋτε καί άπό
τους δημόσιους υπαλλήλους καί τίς συνδικαλιστικές οργανώσεις
τους

87 Ή κατάσταση άλλαξε τελείως μετά τό τέλος τοϋ 1ου Παγκό­


σμιου Πολέμου. Μέ τήν κατάρρευση τοΰ μετώπου εξερράγη στή Γερ­
μανία επανάσταση. Στίς 12 11.1918, τό Συμβούλιο τών αντιπροσώπων
τοϋ Λαού σέ διάγγελμα του προς τόν γερμανικό λαό, τό όποιο είχε
ισχύ νόμου, δήλωνε τά έξης στό σημείο 2: «Τό δικαίωμα τοϋ συνεται-
ρίζεσθαι καί τοϋ συνέρχεσθαι (Vereins- und Versammlungsrecht) δέν
υφίσταται κανένα περιορισμό, ακόμα καί γιά τους δημόσιους υπαλλή­
λους καί τους εργαζομένους στό Κράτος». Μία ήμερα αργότερα, στίς
13.11.1918, ή πρωσσική επαναστατική κυβέρνηση απηύθυνε διάγγελ­
μα στό λαό σχετικά μέ τίς αρχές πού επρόκειτο νά διέπουν στό μέλ­
λον τή μετεπαναστατική Πρωσσία. 'Ανάμεσα στίς αρχές αυτές ήταν
«ή καθιέρωση της απεριόριστης συνδικαλιστικής ελευθερίας (Koali-

4 Th Ramm, Das Koalitions- und Streikrecht der Beamten Köln 1970


σελ 61
125

tionsfreiheit) γιά όλους τους κρατικούς εργάτες καί υπαλλήλους».


'Ανάλογες διατάξεις περιέλαβαν τά τοπικά Συντάγματα των Χωρών
της Βάδης της 21.3.1919 (παρ. 17 II) καί τοϋ Όλδεμβούργου της
17.6.1919 (παρ. 9, 2). Τέλος, γιά νά επανέλθουμε στό επίπεδο του
γερμανικού Κράτους (Reich), ό Πρωθυπουργός Scheidemann οτίς
προγραμματικές του δηλώσεις ενώπιον της πρώτης μεταπολεμικά
εκλεγμένης Γερμανικής 'Εθνοσυνελεύσεως πού είχε καί συντακτική
αρμοδιότητα,στίς 13.2.1919, δήλωνε οτι: «Ή συνδικαλιστική ελευθε­
ρία (Koalitionsfreiheit) θά διασφαλισθεί στό Σύνταγμα γιά τόν καθέ­
να» (σημείο 8 τοϋ κυβερνητικού προγράμματος) καί οτι «στον δημό­
σιο υπάλληλο θά εξασφαλισθούν τά αστικά καί επαγγελματικά δικαιώ­
ματα περιλαμβανόμενου καί του συνδικαλιστικού δικαιώματος» (ση­
μείο 10).
Αυτή υπήρξε ή πρώτη φάση τοΰ μέ επαναστατική ορμή καθιερω-
θέντος συνδικαλιστικού δικαιώματος στους δημόσιους υπαλλήλους.
Πρέπει τώρα νά εξετασθεί, αν ή αναγνώριση τοΰ συνδικαλιστικού δι­
καιώματος περιελάμβανε καί τό δικαίωμα απεργίας. Καμμία ένδειξη
γιά τό αντίθετο δέν προκύπτει από τή γραμματική ερμηνεία τών δια­
τάξεων πού προαναφέραμε. Ή τελολογική ερμηνεία επίσης δείχνει
τήν πρόθεση τών συντακτών τους νά εξομοιωθεί νομικά ή θέση τών
δημόσιων υπαλλήλων προς τή θέση τών άλλων εργαζομένων καί νά
παραμερισθεί ή ειδική φύση τής δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως ώς
ιδιαίτερης εξουσιαστικής σχέσεως καί νά εξομοιωθεί αυτή κατ' αρχήν
μέ τήν εργασιακή σχέση 5 Τέλος, υπέρ τής απόψεως οτι ή αναγνώρι­
ση τοϋ συνδικαλιστικού δικαιώματος περιελάμβανε καί τήν αναγνώρι­
ση τοϋ δικαιώματος απεργίας συνηγορούσαν καί πραγματικά γεγονό­
τα· Ή παραδοχή του έκ μέρους τής κυβερνήσεως σέ προφορικές συ­
ζητήσεις καί διαπραγματεύσεις μέ υπαλληλικές οργανώσεις καί ακό­
μα ή πραγματοποίηση πολυάριθμων τοπικών απεργιών δημόσιων
υπαλλήλων χωρίς ή κυβέρνηση νά λάβει ποινικά ή πειθαρχικά μέτρα
κατά τών απεργών6 Έ ξ άλλου στή Γερμανία υποστηρίχθηκε γιά πρώ-

5 Th Ramm, on παρ , σελ 70


6. F. Winters, Zur Frage des Streikrechts des Beamten, Berlin, 1919, σελ
10.
126

τη φορά (άπό τόν Potthoff) ή άποψη άτι τό συνδικαλιστικό δικαίωμα


χωρίς τήν απεργία είναι «ξίφος χωρίς λεπίδα»7, άποψη πού σημαίνει
ότι ή απεργία είναι απόλυτα συνυφασμένη μέ τό συνδικαλιστικό δι­
καίωμα καί αποτελεί τήν αναγκαία του συνέπεια. "Ολα αυτά οδήγησαν
τή μεγάλη πλειοψηφία τής δημοσιοϋπαλληλικής τάξεως νά έχει τήν
πεποίθηση οτι απολαύει του δικαιώματος απεργίας8.

88. Ένώ μέχρις έδώ ή εξέλιξη είναι πάρα πολύ προοδευτική, άπό
τό σημείο αυτό αρχίζει μία αισθητή οπισθοδρόμηση. Στην Πρωσσία
τόν 'Απρίλιο του 1919 οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι απείλησαν οτι θά
κηρύξουν απεργία. Ή πρωσσική κυβέρνηση απάντησε μέ τήν έκδοση
μιας εγκυκλίου τής 7.4.1919 άπου έλεγε οτι στή μόνιμη θέση τών δη­
μόσιων υπαλλήλων καί στην εγγύηση έκ μέρους τοϋ Κράτους τών
ιδιαίτερων δικαιωμάτων τους αντιστοιχεί ό δεσμός τους μέ τήν υπη­
ρεσία τους, τόν όποιο δέν μπορούν νά λύσουν μονομερώς. Τό συνδι­
καλιστικό δικαίωμα δέν δικαιολογεί τήν παραβίαση τής συμβάσεως
Κάθε άρνηση υπηρεσίας θά θεωρείται παράβαση καθήκοντος καί θά
επισύρει τίς νόμιμες συνέπειες. Ή απεργία τών σιδηροδρομικών,
επειδή θά έχει σάν συνέπεια τήν έλλειψη μέσων διατροφής καί πρώ­
των υλών λόγω αδυναμίας μεταφοράς τους, είναι έγκλημα εναντίον
ολόκληρου του λαοϋ.
Ή εγκύκλιος αυτή τής πρωσσικής κυβερνήσεως προκάλεσε τά
ειρωνικά σχόλια τών θεωρητικών πού τόνισαν οτι είναι παράλογο νά
αναγνωρίζεται ή ύπαρξη ενός δικαιώματος καί νά απαγορεύεται καί
νά καθίσταται αδίκημα ή άσκηση τού δικαιώματος αύτοϋ 9 .
Οι σιδηροδρομικοί αγνόησαν τήν εγκύκλιο αυτή καί πραγματο­
ποίησαν απεργία τόν Ιούνιο τοϋ 1919, οπότε ή πρωσσική κυβέρνηση
απείλησε μέ απολύσεις τών απεργών. ΟΊ σιδηροδρομικοί αναγκάσθη­
καν νά επιστρέψουν καί νά αναλάβουν πάλι υπηρεσία. Οι λίγοι πού

7 Βλ παραπάνω, Εισαγωγή, παραγρ 8


8 F Winters, Das Streikrecht der Beamten, Arbeitsrecht, 1919, σελ 100
9 F Winters. Zur Frage κλπ . ön παρ . σελ 10
127

δέν συμμορφώθηκαν, απολύθηκαν και δέν τους επιτράπηκε ποτέ


πλέον νά επανέλθουν στην υπηρεσία. Έτσι, λίγους μόνο μήνες μετά
τήν, διά τοϋ επαναστατικού δικαίου, καθιέρωση τοΰ απεριόριστου
συνδικαλιστικού δικαιώματος των δημόσιων υπαλλήλων, επήλθε μία
εντυπωσιακή μεταστροφή καί επιβλήθηκαν καί οι πρώτες κυρώσεις
κατά απεργών δημόσιων υπαλλήλων.

89. Στό μεταξύ προχωρούσαν καί ολοκληρώθηκαν οί συζητήσεις


γιά τήν κατάρτιση του νέου γερμανικού Συντάγματος άπό τή γερμα­
νική Συντακτική 'Εθνοσυνέλευση. Τό Σύνταγμα τής Βαϊμάρης τού Αυ­
γούστου τοϋ 1919 περιείχε αρκετές διατάξεις πού μπορούσαν νά φω­
τίσουν τό πρόβλημα μετά τήν εϊσοδο τής Γερμανίας σέ φιλελεύθερο
δημοκρατικό καθεστώς, μολονότι ρητή διάταξη σχετικά μέ τό δικαίω­
μα απεργίας δέν υπήρχε στό Σύνταγμα.
Τό άρθρο 124 τού Συντάγματος τής Βαϊμάρης προέβλεπε ότι
όλοι οί γερμανοί έχουν τό δικαίωμα να σχηματίζουν ενώσεις καί εται­
ρείες γιά σκοπούς πού δέν αντίκεινται στους ποινικούς νόμους καί
ότι τό δικαίωμα αυτό δέν μπορεί νά περιορισθεί μέ προληπτικά
μέτρα.
Τά άρθρα 129, 130 καί 131 περιέχουν ειδικές διατάξεις γιά τά δι­
καιώματα καί τά καθήκοντα τών δημόσιων υπαλλήλων Έκεϊνες πού
ενδιαφέρουν τό πρόβλημα πού μας απασχολεί, είναι ή δεύτερη περί­
οδος τής παρ 1 τού άρθρου 129 οπού ορίζεται ότι «τά κεκτημένα
δικαιώματα τών δημόσιων υπαλλήλων είναι απαραβίαστα» καί ή παρ.
2 τοϋ άρθρου 130 πού όριζε ότι «σέ όλους τους δημόσιους υπαλλή­
λους είναι εγγυημένη ή ελευθερία τών πολιτικών φρονημάτων καί ή
συνδικαλιστική- ελευθερία (Vereinigungsfreiheit)».
Τέλος, σέ άλλο Κεφάλαιο τοϋ Συντάγματος υπάρχει ή διάταξη
τοϋ άρθρου 159 πού εγγυάται τή συνδικαλιστική ελευθερία όπως τήν
εννοούμε σήμερα, χωριστά άπό τό δικαίωμα τού συνεταιρίζεσθαι, τοϋ
σχηματισμού δηλαδή ενώσεων καί σωματείων πού κατοχύρωνε τό
άρθρο 124. Όριζε λοιπόν τό άρθρο 159:
«Ή συνδικαλιστική ελευθερία (Vereinigungsfreiheit) γιά τή διαφύ-
128

λαξη καί προώθηση τών εργασιακών και οικονομικών ορών είναι εγ­
γυημένη γιά τόν καθένα καί για ολα τά επαγγέλματα. Όλα τά μέτρα
πού τείνουν νά περιορίσουν ή νά εμποδίσουν τήν ελευθερία αυτή εί­
ναι παράνομα»
Άπό τήν παράθεση των διατάξεων αυτών προκύπτει αφενός οτι
γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι καί
συνδικαλιστικού δικαιώματος, καί αφετέρου οτι κατοχυρώνονται συν­
ταγματικά τά κεκτημένα δικαιώματα τών δημόσιων υπαλλήλων, περι­
λαμβανομένου καί τοΰ συνδικαλιστικού δικαιώματος. Ήδη όμως είχε
περάσει ή πρώτη επαναστατική προοδευτική ορμή καί είχαν αρχίσει
νά κυριαρχούν καί πάλι τά παλαιά δόγματα. Σ' αυτήν τήν εξέλιξη συν­
έβαλε ή σκέψη τού χάους πού θά δημιουργούνταν άπό τήν παράλυση
της κρατικής μηχανής πού θά προκαλούσε τυχόν απεργία τών δημό­
σιων υπαλλήλων, εϊτε γενική, εϊτε ορισμένων μόνο κλάδων τους, καί
πού θά προσετίθετο στή δεινή οικονομική κατάσταση της ηττημένης
κατά τόν 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανίας 'Επιστήμονες καί πολιτι­
κοί λοιπόν προσπάθησαν νά βρουν επιχειρήματα γιά νά δικαιολογή­
σουν τόν περιορισμό τού συνδικαλιστικού δικαιώματος τών δημόσιων
υπαλλήλων κατά τρόπο ώστε ή αναγνώριση του νά μήν περιλαμβάνει
καί τό δικαίωμα απεργίας

90 Τό πρώτο επιχείρημα τών θεωρητικών πού ήσαν αντίθετοι


προς τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων ήταν οτι κατά
τή διατύπωση τού άρθρου 159 του Συντάγματος της Βαϊμάρης γιά τή
συνδικαλιστική ελευθερία προτιμήθηκε ό όρος Vereinigungsfreiheit
αντί τού öpou Koalitionsfreiheit, όχι μόνο διότι ήταν καθαρά γερμανι­
κή έκφραση απέναντι σέ μία λατινογενή λέξη, άλλα καί διότι ό ορός
Koalition περιείχε στην εννοιά του καί τό δικαίωμα απεργίας, τή συν­
ταγματική κατοχύρωση τού όποιου θέλησε νά αποκλείσει ό γερμανός
συνταγματικός νομοθέτης, γι' αυτό καί χρησιμοποίησε τή λέξη Verei­
nigung 1 0 . Τό επιχείρημα καταπίπτει εϋκολα αν σκεφθεί κανείς öriVer-
einigung καί Koalition σημαίνουν τό ϊδιο πράγμα, συνένωση, καί συν-

10 Flad, on παρ . στ 85
129

επώς Koalition δέν σημαίνει απεργία11, και οτι ή συνδικαλιστική ελευ­


θερία των δημόσιων υπαλλήλων κατοχυρώνεται δύο φορές: Μία φο­
ρά στο άρθρο 130 παρ. 2 καί δεύτερη φορά οτό άρθρο 159 του Συν­
τάγματος, οπού αναφέρεται οτι ή συνδικαλιστική ελευθερία εξασφα­
λίζεται γιά τόν καθένα καί γιά ολα τά επαγγέλματα. Βάσει αυτής της
φράσεως καί του συλλογισμού οτι τό ϊδιο άρθρο, έφ' όσον παρέχει τή
συνδικαλιστική ελευθερία γιά τή διαφύλαξη καί τήν προώθηση τών
εργασιακών καί οικονομικών ορών, πρέπει νά παρέχει καί τά μέσα μέ
τά όποια θά διαφυλαχθούν καί θά προωθηθούν οι οροί αυτοί, μέσα τά
όποια, σύμφωνα μέ τήν ϊδια πάντοτε συνταγματική διάταξη, δέν είναι
δυνατό νά περιορισθούν ή νά παρεμποδισθούν, είναι αδύνατο νά δι­
καιολογήσει κανείς τήν άρνηση του δικαιώματος απεργίας γιά τους
δημόσιους υπαλλήλους12.
"Αλλο επιχείρημα κατά του επιτρεπτού της απεργίας ήταν οτι οι
δημόσιοι υπάλληλοι απολαμβάνουν ιδιαίτερα πλεονεκτήματα έναντι
τών άλλων εργαζομένων, όπως τή μονιμότητα καί τό δικαίωμα συντά­
ξεως. Τό επιχείρημα αυτό χρησιμοποίησε, όπως είδαμε, ή πρωσσική
κυβέρνηση στην εγκύκλιο της της 7.4 1919, μέ τήν οποία απαγόρευσε
τήν απεργία τών σιδηροδρομικών του έτους εκείνου 'Αλλά μέ τους
νόμους πού είχαν ψηφισθεί τά τελευταία χρόνια της περιόδου της
Αυτοκρατορίας είχε παρασχεθεί δικαίωμα συντάξεως καί ατούς ιδιω­
τικούς υπαλλήλους καί εργαζομένους. Έτσι άλλο ενα επιχείρημα
αποδεικνυόταν σαθρό

Τέλος, άλλο επιχείρημα γιά τήν απαγόρευση απεργίας τών δημό­


σιων υπαλλήλων ήταν οτι τό δικαίωμα απεργίας δέν συμβιβάζεται μέ
τήν ιδιαίτερη υποχρέωση πίστεως πού έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι
προς τόν κύριο τών υπηρεσιών τους, τό Κράτος ή τά άλλα δημόσια
νομικά πρόσωπα. Κατά του επιχειρήματος αυτού αντιτάχθηκε οτι ή
δημοσιοϋπαλληλική σχέση είναι μία τυπική εργασιακή σχέση, όπως
κάθε άλλη Ό λ ε ς οι εργασιακές σχέσεις, ακόμα καί αυτές πού θεω-

11 F Winters, Zur Frage κλπ, ön παρ . σελ 11


12 L Bendix. Das Streikrecht der Beamten Berlin 1922 σελ 90

9
130

ροϋσε κανείς παλαιότερα σάν σχέσεις του ιδιωτικού αποκλειστικά δι­


καίου, διέπονται άπό ενα μίγμα σχέσεων καί διατάξεων ιδιωτικού καί
δημόσιου δικαίου Καί οί δημόσιοι υπάλληλοι καί οι μή δημόσιοι υπάλ­
ληλοι είναι υποχρεωμένοι απέναντι του εργοδότη τους τό ϊδιο ακρι­
βώς σέ πίστη. Ή υποχρέωση πίστεως των δημόσιων υπαλλήλων απορ­
ρέει άπό τό Σύνταγμα καί τους υπαλληλικούς νόμους, ένώ των άλλων
εργαζομένων κατά βάση άπό τόν 'Αστικό Κώδικα13.
Ή ανασκευή τών επιχειρημάτων κατά του επιτρεπτού της απερ­
γίας τών δημόσιων υπαλλήλων καί τό πολύ πρόσφατο επαναστατικό
παρελθόν, δέν αρκούσαν γιά νά αποτρέψουν τήν οπισθοδρόμηση
προς τήν αποσύνδεση της απεργίας άπό τό συνδικαλιστικό δικαίωμα
καί τήν απαγόρευση της πρώτης. Έτσι, καί στην 'Εθνοσυνέλευση καί
στό νομικό τύπο ακούονται καί γράφονται ολοένα καί εντονότερα καί
συχνότερα γνώμες κατά τοΰ δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων
υπαλλήλων Ή κυβέρνηση, τόσο τοΰ Reich, όσο καί τών Χωρών, ιδιαί­
τερα της Πρωσσίας, συμφωνούσε καί υπερθεμάτιζε. 'Ιδιαίτερη σημα­
σία έχει ή δήλωση της πρωσσικής κυβερνήσεως στίς 20.2.1920, σέ
ερώτηση πού υποβλήθηκε στην πρωσσική τοπική Συνέλευση. Στή δή­
λωση αυτή αναφέρονται όλα τά κατά καιρούς επιχειρήματα πού προ­
βλήθηκαν υπέρ της απαγορεύσεως τής απεργίας

91 Οί αμφισβητήσεις έπαυσαν καί ή κατάσταση ξεκαθάρισε ορι­


στικά τό 1922, όταν απέργησαν καί πάλι οί σιδηροδρομικοί, αυτή τή
φορά όμως σέ ολόκληρη τή γερμανική επικράτεια Μετά τήν έκδοση
μιας εγκυκλίου τοΰ Υπουργού Συγκοινωνιών Groener στίς 25 1 1922,
πού προειδοποιούσε τους σιδηροδρομικούς γιά τίς πειθαρχικές διώ­
ξεις πού θά εφαρμόζονταν εναντίον τους, αν πραγματοποιούσαν τήν
απεργία πού είχαν εξαγγείλει, καί τήν όποια οί σιδηροδρομικοί
αγνόησαν, ή κυβέρνηση εξέδωσε στίς 1.2 1922, βάσει τής διατάξεως
τού άρθρου 48 παρ 2 του Συντάγματος, πού προέβλεπε τους όρους
καί τή διαδικασία εκδόσεως τού δικαίου τής ανάγκης (Notrecht), ενα

13 L Bendix, on παρ σελ 84


131

'Αναγκαστικό Διάταγμα (Notverordnung), υπογραφόμενο από τόν


Πρόεδρο της Δημοκρατίας, πού απαγόρευε τήν απεργία τών σιδηρο­
δρομικών όπως και τών άλλων δημόσιων υπαλλήλων, «σύμφωνα μέ τό
ισχύον δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο» καί τιμωρούσε μέ φυλάκιση ή
πρόστιμο ή αμφότερα τους απεργούς σιδηροδρομικούς καί ελάμβανε
καί άλλα μέτρα γιά τήν εξασφάλιση της λειτουργίας τών σιδηροδρό­
μων. Βάσει αυτού του Διατάγματος ή 'Αστυνομία τοΰ Βερολίνου συν­
έλαβε πρόσωπα τά όποια παρακινούσαν τους υπαλλήλους στην απερ­
γία ή διατάρασσαν τίς μεταφορές.
Ή απεργία αυτή διάρκεσε μία εβδομάδα. Όταν έληξε, ή κυβέρ­
νηση ήρε τό 'Αναγκαστικό αυτό Διάταγμα, υποσχέθηκε ότι θά ανακα­
λούσε τίς μαζικές πειθαρχικές δίκες κάί τίς μαζικές απολύσεις απερ­
γών πού είχε διατάξει καί περιορίσθηκε στην πειθαρχική τιμωρία τών
υποκινητών της απεργίας καί οσων είχαν κάνει δολιοφθορές ή επιθέ­
σεις εναντίον συρμών ή είχαν χρησιμοποιήσει βία ή απειλή βίας κατά
υπαλλήλων πού εκτελούσαν τά καθήκοντα τους. Μέ τά μέτρα αυτά
απολύθηκαν 1200 σιδηροδρομικοί καί έγιναν 350 πειθαρχικές δίκες.
Τά μέτρα αυτά κρίθηκαν νόμιμα τόσο άπό τό πρωσσικό ανώτατο διοι­
κητικό δικαστήριο καί τό ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο, όσο καί άπό
τό γερμανικό 'Ακυρωτικό, τό όποιο στήριξε τήν απόφαση του στον
'Υπαλληλικό Νόμο, δεχόμενο ότι ό υπάλληλος τελεί σέ μία δημόσιου
δικαίου σχέση εξουσίας καί υποταγής πού αποκλείει τή μονομερή άρ­
νηση της εκπληρώσεως τών αναλαμβανόμενων υπηρεσιακών καθη­
κόντων. "Ετσι, κατά τά μέσα τοΰ 1922 έληξε άδοξα ή διεκδίκηση του
δικαιώματος απεργίας έκ μέρους τών δημόσιων υπαλλήλων στή Γερ­
μανία, μία χώρα όπου ή λατρεία προς τήν τάξη είναι παροιμιώδης καί
όπου ή επανάσταση τοΰ 1918, μέ τά ριζοσπαστικά της μέτρα, ήταν
δυνατό νά κλονίσει τό οικοδόμημα της τάξεως στον πιό καίριο τομέα
του, τή λειτουργία τής κρατικής μηχανής

92. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι όσο διαρκούσε ακόμα ή αμφι­


σβήτηση γιά τό θέμα, καί παρά τίς αντίθετες προς τό δικαίωμα απερ­
γίας θέσεις τής κυβερνήσεως, ή 'ίδια ή κυβέρνηση προσπάθησε νά
132

πείσει καί έπεισε πράγματι τους δημόσιους υπαλλήλους νά κάνουν


απεργία, όταν τήν άνοιξη του 1920 εξερράγη τό αποτυχόν τελικά
στρατιωτικό πραξικόπημα του Kapp. "Ετσι διαμορφώθηκε στή θεωρία
ή άποψη ότι ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων είναι επιτρεπτή,
οταν αποβλέπει στή διατήρηση ή αποκατάσταση της συνταγματικής
τάξεως στό Κράτος (Ordnungsstreik)14, άποψη πού έγινε δεκτή καί
άπό τίς συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπαλλήλων. "Αλλη μία περί­
πτωση επιτρεπτής απεργίας πού υποστήριξαν οί συνδικαλιστικές ορ­
γανώσεις καί βρήκε απήχηση καί στή θεωρία 15 , ήταν εκείνη πού επι­
διώκει τήν εξασφάλιση τών ζωτικών συμφερόντων τής δημοσιοϋπαλ­
ληλικής τάξεως, καί μέ τήν έκφραση «ζωτικά συμφέροντα» εννοούσε
ολα τά κεκτημένα δικαιώματα τών δημόσιων υπαλλήλων, οπως τή μο­
νιμότητα, τό δικαίωμα συντάξεως καί τή μέριμνα γιά τους απογόνους
τών υπαλλήλων σέ περίπτωση θανάτου
Πέρα άπό τίς δύο αυτές περιπτώσεις απεργίας, ή συντριπτική
πλειοψηφία τής δημοσιοϋπαλληλικής τάξεως δέν έδειχνε ενδιαφέ­
ρον νά καταφύγει στό μέσο τής απεργίας άπό λόγους οικονομικούς
16
Πράγματι, ή εκτεταμένη ανεργία καί ή δεινή οικονομική κατάστα­
ση τής Γερμανίας δέν άφηναν περιθώρια γιά παραπέρα μείωση του
εισοδήματος τών δημόσιων υπαλλήλων, πού θά προέκυπτε άπό τή μή
πληρωμή τών ήμερων απεργίας. Άπό τήν άλλη πλευρά, τό αίσθημα
ασφάλειας πού κατείχε τους δημόσιους υπαλλήλους, λόγω μονιμότη­
τας, τους έκανε διστακτικούς νά προσφύγουν σέ απεργία καί νά δια­
κινδυνεύσουν τή θέση τους μέ πειθαρχικά μέτρα ή απόλυση.

93 Ό μόνος άπό τους θεωρητικούς πού μέσα σ' αυτό τό δυσμε­


νές κλίμα εξακολούθησε νά υποστηρίζει τό επιτρεπτό καί νόμιμο τής
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, ήταν ό L Bendix, μερικές άπό
τίς απόψεις τοϋ οποίου παραθέσαμε οταν γινόταν λόγος γιά τά επι­
χειρήματα πού έφεραν οί άρνητές τοϋ δικαιώματος απεργίας καί γιά

14 Flad, on παρ , στ 87
15 F Winters, Zur Frage κλπ, ön παρ , σελ 23
16 Th Ramm, οπ παρ, σελ 98
133

τήν αντίκρουση των επιχειρημάτων αυτών. Πράγματι, ό Bendix παρα­


δεχόταν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι, έκτος άπό τους αστυνομικούς,
τους στρατιωτικούς καί εκείνους άπό τους υπόλοιπους πού είναι φο­
ρείς κρατικών εξουσιαστικών δικαιωμάτων καί κάνουν μή εξαρτημένη
εργασία 1 7 , δηλαδή όλοι οι κατώτεροι καί οι μεσαίοι δημόσιοι υπάλλη­
λοι, καθώς καί εκείνοι άπό τους ανώτερους υπαλλήλους πού είναι
επιφορτισμένοι μέ καθαρά τεχνικά καθήκοντα, έχουν τό δικαίωμα
απεργίας
Αυτή υπήρξε ή εξέλιξη του δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων
υπαλλήλων υπό τό καθεστώς της Δημοκρατίας τής Βαϊμάρης, μία
εξέλιξη πού υπήρξε βραχεία καί, αντίθετα άπό τίς άλλες χώρες στίς
όποιες εξετάσαμε τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων,
ξεκίνησε άπό τήν αναγνώριση του δικαιώματος αυτού καί κατέληξε
σέ απαγόρευση του, ήταν δηλαδή οπισθοδρομική

94 Κατά τή διάρκεια του Έθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, τέ­


λος, εξαφανίσθηκε τελείως άπό τό προσκήνιο ή συζήτηση γιά τό πρό­
βλημα αυτό, άφοϋ ο'ι αρχές στίς όποιες βασίσθηκε τό δημοσιοϋπαλ­
ληλικό δίκαιο τήν εποχή εκείνη, μετά τήν έκδοση τών 'Υπαλληλικών
Νόμων, ήσαν αρχές διαπνεόμενες άπό τήν κοσμοθεωρία τοϋ Ναζι­
σμού, αρχές ενός ολοκληρωτικού Κράτους. Μετά τήν κατάρρευση
του καί τήν καταστρεπτική γιά τή Γερμανία έκβαση τού 2ου Παγκό­
σμιου Πολέμου, τό τμήμα τού γερμανικού εδάφους πού καταλήφθηκε
άπό τους Δυτικούς Συμμάχους, αναδιοργανώθηκε σέ Κράτος μέ δη­
μοκρατικές αρχές. Στό επόμενο τμήμα τού Κεφαλαίου θά εξετασθεί
πώς αντιμετωπίζεται τό πρόβλημα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλ­
λήλων στό νέο Κράτος, τήν 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής
Γερμανίας.

17 L. Bendix, οπ παρ, σελ 81-82.


134

III. To πρόβλημα της απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων στην 'Ομο­


σπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας

α) Συνταγματικό και νομοθετικό καθεστώς

95 Κάθε συζήτηση σχετικά μέ τό νομικό χαρακτήρα καί τή νομι­


κή φύση τής απεργίας, άπα άποψη δημόσιου δικαίου, πρέπει νά έχει
ώς αφετηρία τίς διατάξεις τοϋ Συντάγματος κάθε χώρας. "Αν θελή­
σουμε νά εφαρμόσουμε τήν αρχή αυτή γιά τήν 'Ομοσπονδιακή Δημο­
κρατία τής Γερμανίας (στό έξης, γιά συντομία, απλώς: Γερμανία), θά
'διαπιστώσουμε οτι απουσιάζει άπό τό γερμανικό Σύνταγμα (Grundge­
setz) οποιαδήποτε διάταξη σχετική μέ τήν απεργία γενικά, πολύ δέ
περισσότερο απουσιάζει ρύθμιση σχετικά μέ τήν ειδικότερη περίπτω­
ση τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων μέ ευρεία έννοια. Στίς συ­
ζητήσεις πού έγιναν γιά τήν κατάρτιση τού γερμανικού Συντάγματος
στην κοινοβουλευτική επιτροπή τής 'Ομοσπονδιακής Βουλής
(Bundestag) έπί του σχεδίου Συντάγματος, εκδηλώθηκε διαφωνία
κατά τή συζήτηση τής διατάξεως πού αναφερόταν ρητά στό δικαίωμα
απεργίας καί ρύθμιζε τήν άσκηση του, δηλαδή τής παρ 4 τοϋ
άρθρου 9 τοϋ σχεδίου, γι' αυτό ή σχετική διάταξη δέν υπάρχει στό
κείμενο τοϋ Συντάγματος πού υιοθετήθηκε τελικά Ή διαφωνία πού
εκδηλώθηκε άφοροϋσε τήν απροθυμία τής πλειοψηφίας νά συγκατα­
τεθεί στην επιθυμία τών συνδικαλιστικών οργανώσεων νά αναγνωρι­
σθεί τό δικαίωμα απεργίας μόνο γιά τίς απεργίες εκείνες πού οργα­
νώνονται καί τελούν ύπό τήν προστασία τών συνδικαλιστικών οργα­
νώσεων, διότι αυτό θά σήμαινε τήν αναγνώριση μιας ιδιαίτερης δυνά­
μεως στίς συνδικαλιστικές οργανώσεις 18 "Ετσι τό άρθρο 9 τοϋ γερμα­
νικού Συντάγματος τοϋ 1949, πού άφορα τό δικαίωμα τοϋ συνεταιρί-
ζεσθαι καί τό συνδικαλιστικό δικαίωμα, δέν περιέχει διάταξη πού νά
αναγνωρίζει σάν θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα (Grundrecht) τό δι­
καίωμα απεργίας, μέ αποτέλεσμα τό δικαίωμα αυτό νά απορρέει εμ-

18 W Thiele, Dürfen im öffentlichen Dienst Beschäftigte streiken?, Neue


Deutsche Beamtenzeitung, 1960, σελ 251
135

μέσα, αφενός ώς συνέπεια τοΰ συνδικαλιστικού δικαιώματος καί αφε­


τέρου — δευτερευόντως — ώς συνέπεια της γενικότερης ελευθε­
ρίας αναπτύξεως της προσωπικότητας. Ή πρώτη συνταγματική διάτα­
ξη, λοιπόν, πού σχετίζεται έμμεσα μέ τό δικαίωμα απεργίας γενικότε­
ρα, άλλα καί μέ τό πρόβλημα της απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων,
είναι ή διάταξη τού άρθρου 9 παρ. 3 τοΰ Συντάγματος σύμφωνα μέ
τήν οποία·
« Τό δικαίωμα σχηματισμού ενώσεων για τή διαφύλαξη καί προώ­
θηση των εργασιακών καί οικονομικών ορών, είναι εγγυημένο γιά τόν
καθένα καί γιά ολα τά επαγγέλματα. Συμφωνίες πού επιδιώκουν νά
περιορίσουν ή νά εμποδίσουν τό δικαίωμα αυτό είναι άκυρες καί μέ­
τρα πού κατευθύνονται στον ϊδιο σκοπό είναι παράνομα. Μέτρα πού
λαμβάνονται σύμφωνα μέ τά άρθρα 12α, 35 παρ. 2 καί 3, 87α παρ. 4
καί 91 δέν επιτρέπεται νά κατευθύνονται εναντίον εργατικών αγώνων
πού διεξάγονται από ενώσεις γιά τή διαφύλαξη καί προώθηση τών ερ­
γασιακών καί οικονομικών όρων κατά τήν έννοια τού πρώτου
εδαφίου».
"Αλλες δύο συνταγματικές διατάξεις πού, λόγω ελλείψεως ρητής
ρυθμίσεως τοΰ θέματος της απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, ειδι­
κότερα πλέον, σχετίζονται έμμεσα μέ τό πρόβλημα, καί έπί τών
οποίων οι θεωρητικοί τοΰ Διοικητικού Δικαίου προσπαθούν νά θεμε­
λιώσουν τίς απόψεις τους, είναι οι δύο τελευταίες παράγραφοι τού
άρθρου 33 τού Συντάγματος, πού αφορούν τή ρύθμιση τής δημόσιας
υπηρεσίας (öffentlicher Dienst) άπό άποψη Συνταγματικού Δικαίου 1 9 .
Οι διατάξεις αυτές ορίζουν τά έξης·
"Αρθρο 33 παρ. 4: «Ή άσκηση αρμοδιοτήτων μέ εξουσιαστικά δι­
καιώματα πρέπει νά ανατίθεται ώς διαρκές καθήκον κατά κανόνα σε
υπαλλήλους τής δημόσιας υπηρεσίας, ο'ι όποιοι τελούν σέ μία δημό­
σιου δικαίου σχέση υπηρεσίας καί πίστεως (Dienst- und
Treueverhältnis)».

19. Maunz-Dürig-Herzog, Grundgesetz, Kommentar, 4η εκδ , 1974, σελ 33-


5
136

"Αρθρο 33 παρ. 5: «Τό δίκαιο της δημόσιας υπηρεσίας πρέπει νά


ρυθμίζεται άφου ληφθούν υπόψη (unter Berücksichtigung) οι καθιε­
ρωμένες αρχές (hergebrachten Grundsätze) της επαγγελματικής δη­
μοσιοϋπαλληλικής σχέσεως».
Κατά τή συζήτηση στην κοινοβουλευτική επιτροπή της γερμανι­
κής 'Ομοσπονδιακής Βουλής πού θά κατάρτιζε τό Σύνταγμα, ένας
βουλευτής έπρότεινε νά διατυπωθούν έτσι οι παράγραφοι 4 καί 5 του
άρθρου 33, ώστε νά αφήνεται ανοικτό τό θέμα τής δυνατότητας
απεργίας έκ μέρους των δημόσιων υπαλλήλων20. Συγκεκριμένα έπρό­
τεινε τήν απάλειψη άπό τήν παρ. 4 τής εκφράσεως «σχέση πίστεως»,
στην οποία θεμελιώνεται κατά κύριο λόγο ή αρνητική άποψη πού
λαμβάνουν οι περισσότεροι θεωρητικοί στό πρόβλημα τής απεργίας
των δημόσιων υπαλλήλων. Ή σχετική πρόταση όμως απορρίφθηκε 21

96. Τήν έλλειψη ρητής διατάξεως σχετικά μέ τό πρόβλημα τής


απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων στό Σύνταγμα, ακολούθησε ή έλ­
λειψη ρητής ρυθμίσεως του θέματος άπό τόν κοινό νομοθέτη σέ
ομοσπονδιακό επίπεδο. Πράγματι, ό 'Ομοσπονδιακός Υπαλληλικός
Νόμος (Bundesbeamtengesetz) του 1953 δέν περιέχει σχετική διάτα­
ξη, παρά τό γεγονός ότι στό κυβερνητικό σχέδιο του νόμου υπήρχε
διάταξη, ή παρ. 57] πού απαγόρευε στους ομοσπονδιακούς υπαλλή­
λους τήν προσφυγή σέ απεργία, διότι ή διάταξη αυτή αποσύρθηκε
ϋστερα άπό πιέσεις τής γερμανικής συνομοσπονδίας δημόσιων υπαλ­
λήλων πού υποστήριξε ότι τυχόν υιοθέτηση τής διατάξεως θά ήταν
δυνατό νά αποκλείσει τό δικαίωμα αντιστάσεως πού καθιερώνεται
άπό τό άρθρο 20 παρ. 4 του Συντάγματος, στό μέτρο πού τό δικαίω­
μα αντιστάσεως κατά τής καταλύσεως τής φιλελεύθερης δημοκρατι­
κής τάξεως θά μπορούσε νά ασκηθεί μέ τή μορφή τής απεργίας άπό

20. J Μ Westpfahl,Streikrecht der Beamten?. Zeitschrift für Beamtenrecht,


1970, σελ 5
21 W. Däubler, Der Streik im öffentlichen Dienst. 2η εκδ . Tübingen. 1971
σελ 19
137

δημόσιους υπαλλήλους 22 . Τό ηθελημένο κενό τοϋ 'Ομοσπονδιακού


'Υπαλληλικού Νόμου σχετικά μέ τό θέμα της απεργίας μιμήθηκε ό
νομοθέτης τοϋ Νόμου-πλαισίου γιά τό δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο
(Beamtenrechtsrahmengesetz) του 1957 καί τοϋ 1965 πού άφορα τους
υπαλλήλους όλων των άλλων, έκτος τοϋ 'Ομοσπονδιακού Κράτους,
νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου (Χωρών, οργανισμών τοπικής
αυτοδιοικήσεως καί άλλων νομικών προσώπων τών Χωρών)23.

97. Ένώ όμως στό επίπεδο τοϋ 'Ομοσπονδιακού Κράτους ό νομο­


θέτης, συνταγματικός καί κοινός, έδειχνε ηθελημένη αδράνεια νά
προβεί στή ρύθμιση τοϋ προβλήματος τής απεργίας τών δημόσιων
υπαλλήλων, στό επίπεδο ορισμένων Χωρών (Länder) πού αποτέλε­
σαν τό 'Ομοσπονδιακό Κράτος, επικράτησε ή τάση τής συγκεκριμέ­
νης ρυθμίσεως, μέ τόν ενα ή τόν άλλο τρόπο, τόσο του γενικότερου
θέματος τής αναγνωρίσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας, όσο καί τοϋ
ειδικότερου θέματος τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων "Ετσι,
τό άρθρο 29 τοϋ Συντάγματος τής "Εσσης (1946) εγγυάται ρητά τό
δικαίωμα τής απεργίας, ακόμα καί γιά τους δημόσιους υπαλλήλους24
Τό 'ίδιο ισχύει καί γιά τό Σύνταγμα τής Βρέμης (άρθρο 51 παρ 3). Τό
γεγονός αυτό, τής κατοχυρώσεως δηλαδή τοϋ δικαιώματος απεργίας
ακόμα καί γιά τους δημόσιους υπαλλήλους, απορρέει άπό τήν αντίλη­
ψη πού είχαν ο'ι συντάκτες τών δύο αυτών Συνταγμάτων, άτι οι δημό­
σιοι υπάλληλοι είναι καί αυτοί εργαζόμενοι, αντίληψη πού αντικατο­
πτρίζεται στή διάταξη πού περιέχουν τά δύο Συντάγματα ότι «γιά
όλους τους υπαλλήλους, εργάτες καί δημόσιους υπαλλήλους πρέπει
νά δημιουργηθεί ενα ενιαίο έργατικόδίκαιο»(άρθρα 29 παρ 1 καί 30
παρ 1 τών δύο Συνταγμάτων αντίστοιχα) 25 'Αντίθετα, στό Σύνταγμα
τής Βαυαρίας οί δημόσιοι υπάλληλοι υπάγονται σέ ιδιαίτερο καθε-

22 W Däubler, οπ παρ , σελ 20


23 Η J. Wolff - Ο Bachof, οπ παρ . σελ 461
24 R Hoffmann, Zum Streikrecht der Beamten, Gewerkschaftliche Mo­
natshefte. 1964, σελ 610
25 Th Ramm, οπ παρ. σελ 13
138

στώς, γεγονός πού θεωρείται ότι αποκλείει τό δικαίωμα απεργίας


στην κατηγορία αύτη. "Αλλα δύο Συντάγματα, της Ρηνανίας-
Παλατινάτου καί του Σάαρ, κάνουν τόν ϊδιο διαχωρισμό μεταξύ δημό­
σιων υπαλλήλων καί υπόλοιπων εργαζομένων. Ένώ όμως τό Σύνταγ­
μα της Ρηνανίας-Παλατινάτου (άρθρο 127) εγγυάται σέ όλους τους
ανήκοντες στή δημόσια υπηρεσία τή συνδικαλιστική ελευθερία, τό
Σύνταγμα του Σάαρ, στό άρθρο του 119 παρ. 6, ορίζει ότι «ή θέση
των δημόσιων υπαλλήλων προς τό Κράτος αποκλείει τό δικαίωμα
απεργίας» "Ενα άλλο Σύνταγμα πού αποκλείει στους δημόσιους
υπαλλήλους τήν απεργία, είναι αυτό του Δυτικού Βερολίνου, όπου
μολονότι αναγνωρίζεται τό δικαίωμα απεργίας (άρθρο 18 παρ. 3), οι
συνδικαλιστικές οργανώσεις δέν πρέπει νά επιδιώκουν σκοπό ή μέ­
τρα πού θά διακινδυνεύουν τήν εκπλήρωση των καθηκόντων των
συνταγματικών οργάνων καί των διοικητικών υπηρεσιών δημόσιου δι­
καίου (άρθρο 18 παρ. 2). Όσον άφορα τά Συντάγματα τών Χωρών πού
αναγνωρίζουν καί στους δημόσιους υπαλλήλους τους τό δικαίωμα
απεργίας, ανακύπτει τό ερώτημα, τοϋ οποίου ή έρευνα καί ή απάντη­
ση βρίσκονται έξω άπό τά πλαίσια της διατριβής αυτής, αν οι διατά­
ξεις αυτές υπερισχύουν τών διατάξεων τών ομοσπονδιακών νόμων
καί συγκεκριμένα τοϋ Νόμου-πλαισίου γιά τό δημοσιοϋπαλληλικό δί­
καιο πού, όπως εϊπαμε παραπάνω,ρυθμίζει τίς σχέσεις τών δημόσιων
υπαλλήλων τών Χωρών, καί πού, όπως υποστηρίζει ή κρατούσα γνώ­
μη, δέν επιτρέπει τό δικαίωμα απεργίας, μολονότι δέν υπάρχει ρητή
διάταξη γιά τό θέμα αυτό.

β) Θεωρητική αντιμετώπιση

98 'Ενώπιον αυτής τής άσαφοϋς καταστάσεως, τών ηθελημένων


κενών πού άφησαν οι συντάκτες τοϋ Συντάγματος καί τών νόμων τοϋ
'Ομοσπονδιακού Κράτους, καθώς καί τής ποικιλίας ρυθμίσεως τοϋ
θέματος άπό τίς νομοθεσίες τών Χωρών, προσπάθησαν οι θεωρητικοί
τοϋ δημόσιου δικαίου νά θεμελιώσουν τίς απόψεις τους στηριζόμενοι
στίς διατάξεις τοϋ 'Ομοσπονδιακού Συντάγματος πού παραθέσαμε
παραπάνω. Τά πρώτα χρόνια τοϋ βίου τής 'Ομοσπονδιακής Γερμανίας
139

ομόφωνη ήταν ή αντίληψη των θεωρητικών ότι ή απεργία των δημό­


σιων υπαλλήλων απαγορεύεται. Μέ τήν πάροδο όμως των ετών ή κα­
θιερωμένη αυτή αντίληψη τίθεται ολοένα καί περισσότερο σέ αμφι­
σβήτηση καί κριτική, καί πληθαίνουν οι φωνές πού είναι υπέρμαχες
τοϋ δικαιώματος απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων. Μεγάλη είναι
κατά τήν τελευταία δεκαετία ή σχετική μέ τό θέμα αυτό αρθρογρα­
φία καί βιβλιογραφία. Παρά τή σφοδρή καί έντονη κριτική πού δέχε­
ται ή καθιερωμένη αντίληψη γιά τό μή επιτρεπτό τής απεργίας των
δημόσιων υπαλλήλων, εξακολουθεί νά είναι ή κρατούσα καί νά επη­
ρεάζει αποφασιστικά τήν τύχη καί τής νομοθεσίας, καθώς αυτή αι­
σθάνεται δεσμέ υ μένη άπό τή γνώμη αυτή, πού προσδίδει στην απαγό­
ρευση καί συνταγματική Ισχύ, αλλά καί τής νομολογίας, καθώς είναι
σχεδόν βέβαιο οτι, αν τό θέμα φθάσει στά δικαστήρια, τά τελευταία
θά ταχθούν μέ τήν άποψη του μή επιτρεπτού τής απεργίας των δημό­
σιων υπαλλήλων26. Παρακάτω θά εκθέσουμε τίς θεωρητικές απόψεις,
τόσο τοϋ μή επιτρεπτού τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, πού
είναι καί οί επικρατέστερες, όσο καί του επιτρεπτού

99 Ή παλαιότερη άποψη, καί γι' αυτό κάπως ξεπερασμένη, στην


προσπάθεια της νά θεμελιώσει θεωρητικά τήν απαγόρευση απεργίας
τών δημόσιων υπαλλήλων, υποστηρίζει οτι ή απεργία τών δημόσιων
υπαλλήλων είναι πολιτική απεργία27, διότι στρέφεται εναντίον όρων
εργασίας πού έχουν καθορισθεί κυριαρχικά άπό τό νομοθέτη καί σάν
πολιτική απεργία είναι παράνομη, διότι εμποδίζει τό λαό νά ασκήσει
ελεύθερα τήν κρατική εξουσία διά τών οργάνων τής νομοθετικής καί
τής εκτελεστικής εξουσίας, καί εκβιάζει τήν επέμβαση τοΰ νομοθέτη
ώστε νά ικανοποιήσει τά αιτήματα τών απεργών δημόσιων ύπαλλή-

26. W Däubler, Der Kampf um das Beamtenstreikrecht, Gewerkschaftliche


Monatshefte, 1&72, σελ 315
27. 'Υποστηρικτές τής απόψεως αυτής είναι κυρίως οί J Kaiser, Der poli­
tische Streik, Berlin, 1955, σελ 27, 33, 41 έπ , W Otto, Streikbeteiligung privat­
rechtlich beschäftigter Beamten z.W ?, Zeitschrift fur Beamtenrecht, 1955, σελ
227, J M Westpfahl, Streikrecht der Beamten?, Zeitschrift für Beamten recht,
1970, σελ 7-8, Ρ Hanau, Kein Streikverbot für Beamte?, Juristische Schu lung.
1971, σελ 121
140

λων. Στή δημοσιοϋπαλληλική σχέση δέν υπάρχει ή αντίθεση κεφα­


λαίου καί εργασίας, επιχειρηματία πού έχει σάν σκοπό τό κέρδος καί
ημερομίσθιου εργάτη πού προσπαθεί νά μειώσει τό κέρδος αυτό καί
νά συμμετάσχει στή διανομή των αγαθών Γι' αυτό δέν πρέπει νά
υπάρχει έδαφος γιά συνδικαλιστικές επιδιώξεις καί συνδικαλιστικά
αγωνιστικά μέτρα πού προκύπτουν άπό τήν αντίθεση κεφαλαίου καί
εργασίας Τό Κράτος δέν είναι οϋτε βιομήχανος οϋτε ένωση εργοδο­
τών, άλλα είναι ή πολιτική καί νομική μορφή μέ τήν οποία υπάρχει τό
έθνος Ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων, λοιπόν, ακόμα καί όταν
δέν διεκδικεί τίποτε άλλο έκτος άπό μισθούς καί όρους εργασίας,
είναι κατακριτέα, διότι στρέφεται κατά του έθνους καί τής ολότητας
Είναι στην ουσία μία επανάσταση 28 Έξ άλλου, ή απεργία είναι νοητή,
όταν ό κοινωνικός αντίπαλος, κατά του οποίου στρέφεται, έχει τή
δυνατότητα νά αποδεχθεί ό 'ίδιος τά αιτήματα τών εργαζομένων,
πράγμα πού δέν συμβαίνει στην περίπτωση τής απεργίας τών δημό­
σιων υπαλλήλων, οπού ή κυβέρνηση, άμεσος αντίπαλος, δέν έχει τή
νομική δυνατότητα αποδοχής τών αιτημάτων τους, αποδοχής πού
ανήκει στην αρμοδιότητα τοϋ Κοινοβουλίου29
Μεγαλύτερη διάδοση καί ευρύτερη αποδοχή έχουν, αντίθετα μέ
τήν παραπάνω προσπάθεια θεωρητικής θεμελιώσεως τής απαγορεύ­
σεως τής απεργίας στους δημόσιους υπαλλήλους, οι επόμενες δύο
θεωρητικές απόψεις Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, ή απεργία τών δημό­
σιων υπαλλήλων απαγορεύεται, διότι έρχεται σέ αντίθεση μέ τή σχέ­
ση πίστεως (Treueverhältnis), στην οποία τελεϊ απέναντι τοϋ Κράτους
ό δημόσιος υπάλληλος, όπως αναφέρει καί τό άρθρο 33 παρ. 4 τοϋ
Συντάγματος Ή σχέση αυτή καί τό καθήκον πίστεως τοϋ δημόσιου
υπαλλήλου έναντι τοϋ Κράτους απαιτούν πλήρη υπακοή καί αφοσίω­
ση καί εργασία μέ όλες τίς δυνάμεις τοϋ υπαλλήλου, απαιτήσεις προς
τίς όποιες είναι ασυμβίβαστη ή άρνηση υπηρεσίας ή ή αναστολή τής
παροχής εργασίας προς επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών, όπως θεωρούν­
ται τά αιτήματα οικονομικής βελτιώσεως τής θέσεως τών δημόσιων
υπαλλήλων

28 J Kaiser, on παρ , σελ 41 έπ., 47


29. W Otto, on παρ , σελ 227
141

Κατά τή δεύτερη γενικά παραδεκτή καί ευρύτερα αναγνωριζόμε­


νη προσπάθεια θεωρητικής θεμελιώσεως τής απόψεως πού δέν
παραδέχεται τό δικαίωμα απεργίας στους δημόσιους υπαλλήλους, ή
απαγόρευση απεργίας, εϊτε αυτοτελώς, εϊτε μέ τήν αιτιολογία τής
σχέσεως πίστεως του δημόσιου υπαλλήλου προς τό Κράτος, αποτε­
λεί «καθιερωμένη αρχή (hergebrachte Grundsatz)»,,πού πρέπει νά
ληφθεί υπόψη, όπως απαιτεί τό άρθρο 33 παρ 5 τού Συντάγματος,
κατά τή διαμόρφωση τοϋ δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου.
Άπό τίς άλλες αντίθετες στην αναγνώριση τού δικαιώματος
απεργίας απόψεις, συνδεόμενες λίγο ή πολύ μέ τίς παραπάνω,κυριό­
τερες είναι περιληπτικά 1) ή μονομερής ρύθμιση των εργασιακών καί
οικονομικών όρων τών δημόσιων υπαλλήλων αποκλειστικά άπό τό νο­
μοθέτη καί ή μή αναγνώριση στους δημόσιους υπαλλήλους ικανότη­
τας συνάψεως συλλογικών συμβάσεων (αυτονομίας) καί 2) ή προκύ­
πτουσα άπό τήν ισοβιότητα ή μονιμότητα τών δημόσιων υπαλλήλων
έλλειψη αβεβαιότητας καί κινδύνου απώλειας τής θέσεως τους 3 0 .
Οί απόψεις όμως αυτές κατά τού επιτρεπτού τής απεργίας τών
δημόσιων υπαλλήλων δέχθηκαν πρόσφατα έντονη κριτική καί δέν
μπορούν πλέον νά πείσουν αποτελεσματικά τους επικριτές τής απα­
γορεύσεως τής απεργίας 31 . Στή θέση τους υπεισήλθε ή παραπομπή
στην αρχή τοϋ Κοινωνικού Κράτους (Sozialstaatsprinzip), ή όποια
απαγορεύει τήν προσωρινή διακοπή ακόμα καί τών μή απαραίτητων
κρατικών λειτουργιών ή υπηρεσιών, όπως καί στό καθήκον τής άμε­
σης καί χωρίς προφάσεις εκτελέσεως έκ μέρους τής Διοικήσεως τών
νόμων πού ψηφίζονται άπό τό Κοινοβούλιο 32 .

100. Αυτές ήταν οί απόψεις τών θεωρητικών πού τάσσονται κατά

30. Βλ λεπτομερή καί αρκετά πρωτότυπη συστηματική παράθεση θεωρη­


τικών απόψεων υπέρ της απαγορεύσεως τής απεργίας στους δημόσιους
υπαλλήλους έίς J. Isensee, Beamtenstreik, Bonn-Bad Godesberg, 1971, σελ
33-134
31 W Däubler, Der Kampf κλπ, οπ παρ , σελ 314
32 Βλ W Däubler, Der Kampf κλπ , οπ παρ σελ 314-315. πού παραπέμ­
πει στον Ι von Münch, Rechtsgutachten zur Frage eines Streikrechts der
Beamten, 1970, σελ 46 έπ
142

του δικαιώματος απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων καί πού, οπως


είπαμε, αποτελούν ακόμα τήν κρατούσα γνώμη Αυτό ακριβώς τό γε­
γονός ώθησε τους δημόσιους υπαλλήλους, πού γνωρίζουν οτι δέν
μπορούν νόμιμα νά απεργήσουν, έκτος άπό διάφορες κινητοποιήσεις
γιά τή νομοθετική άρση της απαγορεύσεως απεργίας καί αναγνώριση
τοϋ δικαιώματος τούτου καί σ' αυτούς, σε προσπάθειες «περιγρα­
φής» τής απαγορεύσεως Ό τρόπος περιγραφής συνίσταται στην
κατά γράμμα τήρηση τών διατάξεων τών νόμων, κανονισμών ή εγκυ­
κλίων σχετικά μέ τόν τρόπο διεξαγωγής τής υπηρεσίας (Dienst nach
Vorschrift), πράγμα πού οδηγεί σέ μεγάλες καθυστερήσεις στή διεξα­
γωγή τής δημόσιας υπηρεσίας καί στην ταλαιπωρία τών συναλλασσο­
μένων. Ή μορφή αυτή αγωνιστικής διεκδικήσεως τών αιτημάτων τών
δημόσιων υπαλλήλων, πού μοιάζει, αν όχι καί συμπίπτει, μέ τή μορφή
τής «απεργίας ζήλου» πού αναλύθηκε στην Εισαγωγή τής διατριβής,
κρίνεται παράνομη, ακόμα καί άπό όσους τάσσονται υπέρ τοϋ επιτρε­
πτού τής κλασσικής μορφής απεργίας, μολονότι ή Διοίκηση δέν έλα­
βε πειθαρχικά μέτρα εναντίον τών δημόσιων υπαλλήλων πού χρησι­
μοποίησαν τό μέσο αυτό πιέσεως33

101 'Αλλά αν τό αγωνιστικό μέτρο τής κατά γράμμα τηρήσεως


τών διατάξεων θεωρούν παράνομο καί κατακρίνουν ακόμα καί οι
υπέρμαχοι τού δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων,
υπάρχει μία περίπτωση απεργίας γιά τήν οποία ακόμα καί οι πολέμιοι
του παραδέχονται ότι αποτελεί όχι μόνο νόμιμη άσκηση δικαιώματος,
αλλά καί εκπλήρωση καθήκοντος τού δημόσιου υπαλλήλου. Είναι ή
περίπτωση απεργίας πού έχει ώς σκοπό τή διατήρηση ή τήν αποκατά­
σταση τής συνταγματικής τάξεως, όταν αυτή απειλείται ή έχει καταρ­
ρεύσει καί περιέλθει σέ πρόσωπα πού δέν αναδείχθηκαν κατά τόν
τρόπο πού ορίζει τό Σύνταγμα (περίπτωση πραξικοπήματος ή έπανα-

33 R Hoffmann, Beamtentum und Streik, Archiv des öffentlichen Rechts,


91 (1966), σελ 146. J Isensee, Dienst nach Vorschrift als vorschriftswidriger
Dienst, Juristenzeitung, 1971, σελ 74
143

στάσεως). Στην περίπτωση αύτη γίνεται σχεδόν ομόφωνα δεκτό 3 4 ότι


ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων αποτελεί εκδήλωση του προβλε­
πόμενου άπό τό Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 4) δικαιώματος αντιστά­
σεως καί ότι παραμερίζεται ό, ύπό διαφορετικές συνθήκες, παράνο­
μος χαρακτήρας της απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων.

102. Άφοϋ εξετάσαμε τίς απόψεις πού αντιτίθενται στό δικαίωμα


απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων, θά ερευνήσουμε τώρα τίς από­
ψεις των κυριότερων θεωρητικών πού υπεραμύνονται του δικαιώμα­
τος αύτοϋ.
Ό R. Hoffmann 35 είχε πρώτος τήν τόίμη νά αμφισβητήσει τή μέ­
χρι τότε (1966) μονοσήμαντη καί μονολιθική αντίληψη γιά τήν απαγό­
ρευση της απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων Στην άποψη ότι ή
απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων είναι ασυμβίβαστη μέ τή σχέση καί
τό καθήκον πίστεως πού διακρίνει τή δημοσιοϋπαλληλική σχέση,
άπαντα ότι ή σχέση καί τό καθήκον πίστεως είναι κατάλοιπα της πα­
λιάς αντιλήψεως της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως ώς σχέσεως υπο­
ταγής καί άφοσιώσεως προς τό πρόσωπο τοϋ μονάρχη Σήμερα ομως
ή υπηρεσιακή σχέση τοϋ υπαλλήλου δέν έχει ώς αποδέκτη της τό
πρόσωπο τοϋ μονάρχη, άλλα τό νομικό πρόσωπο τοϋ Κράτους. "Ετσι,
ή σχέση πίστεως πρέπει νά θεωρηθεί άτι άλλαξε περιεχόμενο ανάλο­
γα μέ τήν εξέλιξη πού υπέστη ή δημοσιοϋπαλληλική σχέση καί νά
νοηθεί ότι αναφέρεται στό σύστημα τών διατάξεων τοϋ Συντάγματος,
τή συνειδητή τήρηση τοϋ οποίου απαιτεί έκ μέρους τοϋ δημόσιου
υπαλλήλου ό δημόσιος υπάλληλος οφείλει πίστη στό Σύνταγμα καί
πρέπει νά υλοποιεί τίς διατάξεις τοϋ Συντάγματος 36 Όσον άφορα

34 Βλ W Otto, οπ. παρ , σελ 227, W Reuter, Beamte und Streik, Der
Deutsche Beamte, 1958, σελ 100. R Hoffmann, οπ παρ. σελ 183. W Reuss,
Grenzen der Streikfreiheit im öffentlichen Dienst, εις Oeffentlicher Dienst
Festschrift für Carl Hermann Ule, Köln, 1977, σελ 424
35 Στό άρθρο του Beamtentum und Streik, Archiv des öffentlichen Rechts,
91 (1966), σελ 141-192
36 R Hoffmann, οπ παρ , σελ 177-178
144

τήν άποψη οτι ή απαγόρευση απεργίας των δημόσιων ' υπαλλήλων


αποτελεί καθιερωμένη αρχή πού πρέπει νά ληφθεί υπόψη κατά τ ή
διαμόρφωση του δικαίου της δημόσιας υπηρεσίας, ό Hoffmann παρα­
τηρεί οτι ή σχετική διάταξη τοϋ Συντάγματος αποτελεί απλώς μία
υπόδειξη προς τό νομοθέτη γιά τή μελλοντική ρύθμιση τοϋ δημο­
σιοϋπαλληλικού δικαίου, δέν ισχύει όμως άμεσα σάν υπαλληλικό δί­
καιο Ή παρ 5 τοϋ άρθρου 33 πρέπει νά συσχετισθεί μέ τήν παρ. 4, ή
οποία αποτελεί τόν κεντρικό πυρήνα καί ή οποία κατά τό συγγραφέα
δέν απαγορεύει τήν απεργία των δημόσιων υπαλλήλων.Έξ άλλου, οι
δογματικές αντιλήψεις πού επικρατούσαν πρίν άπό τό 1949, έτος εν­
άρξεως ισχύος τοϋ Συντάγματος, γιά τή δημοσιοϋπαλληλική σχέση,
'ίσχυαν σέ ενα μή δημοκρατικό Κράτος καί δέν πρέπει νά διατηρή­
σουν τήν ισχύ τους ώς «καθιερωμένες αρχές» καί στό Κράτος πού
διέπεται άπό τό νέο Σύνταγμα Τέλος, άπό τήν ιστορία της ψηφίσεως
τής διατάξεως τοϋ άρθρου 33 παρ 5 προκύπτει άτι κατά τή συζήτηση
στην Κοινοβουλευτική 'Επιτροπή, ώς καθιερωμένες αρχές τής επαγ­
γελματικής υπαλληλικής σχέσεως αναφέρθηκαν απλώς ή ισοβιότητα,
ή απόλυση μόνον ϋστερα άπό υπηρεσιακή διαδικασία καί ή πρόνοια
πού έχουν οι υπάλληλοι κατά τήν αποχώρηση τους (σύνταξη, ασφάλι­
ση λόγω ασθενείας κλπ ) 37
"Αλλος συγγραφέας πού τάσσεται υπέρ του δικαιώματος απερ­
γίας τών δημόσιων υπαλλήλων είναι ό W. Benz38. Οι τασσόμενοι κατά
τοϋ δικαιώματος απεργίας, υποστηρίζει, ξεκινούν άπό τήν εσφαλμένη
αντίληψη ότι κάθε απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων προξενεί κίνδυ­
νο γιά τήν ύπαρξη καί τήν ικανότητα λειτουργίας τοϋ Κράτους, ένώ
αυτό δέν είναι ακριβές. Πρέπει νά ερευνάται κάθε συγκεκριμένη
περίπτωση χωριστά, προκειμένου νά διαπιστωθεί μέχρι ποιο σημείο
μία απεργία συγκεκριμένου δημοσιοϋπαλληλικού κλάδου, λόγω τών
συνεπειών της, είναι δυνατό νά θίξει καίριους τομείς τής κρατικής

37 R Hoffmann, οπ παρ , σελ 150-153


38. Στό βιβλίο του Beamtenverhältnis und Arbeitsverhältnis, Stuttgart,
1969, Μέρος 4o, Κεφάλαιο Ι, σελ 128-143
145

μηχανής καί γι' αυτό πρέπει νά απαγορεύεται. 'Εξετάζοντας κάτω


άπό τό πρίσμα αυτό ορισμένες κατηγορίες δημόσιων υπαλλήλων, ό
Benz διακρίνει υπαλλήλους πού πρέπει νά στερούνται τό δικαίωμα
απεργίας καί άλλους πού έχουν τό δικαίωμα αυτό. "Ετσι, στερούνται
τό δικαίωμα απεργίας οι στρατιωτικοί, οι υπάλληλοι της 'Υπηρεσίας
προστασίας των συνόρων, τής 'Υπηρεσίας Άντικατασκοπείας καί της
'Υπηρεσίας προστασίας τού άμαχου πληθυσμού, διότι οι υπηρεσίες
αυτές σχετίζονται άμεσα με τήν ασφάλεια της Χώρας προς τά έξω. Τό
'ίδιο συμβαίνει μέ όσες υπηρεσίες έχουν ώς καθήκον τήν ασφάλεια
τής Χώρας άπό εσωτερικούς κινδύνους, οπως ή Υπηρεσία προστα­
σίας τοϋ Συντάγματος καί ή 'Αστυνομία. Παρόμοια ισχύουν καί γιά τή
λειτουργία τής Δικαιοσύνης, πού επίσης εξυπηρετεί τή δημιουργία
αισθήματος ασφάλειας προς τά έσω, είτε μέ τόν ποινικό κολασμό,
είτε μέ τή λύση των ιδιωτικών διαφορών. "Αλλος ένας τομέας στον
όποιο οι δημόσιοι υπάλληλοι στερούνται τό δικαίωμα απεργίας, είναι
οι κοινωνικές υπηρεσίες, μόνον όμως όσον άφορα τήν εξασφάλιση
του ελάχιστου ορίου συντηρήσεως τών ατόμων (π.χ. νοσοκομεία, κοι­
νωνική βοήθεια γερόντων καί άντπήρων κλπ.). Σέ άλλους τομείς, τό
επιτρεπτό ή ανεπίτρεπτο τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων
εξαρτάται άπό τό χρονικό σημείο ενάρξεως τής απεργίας καί άπό τή
διάρκεια της. Γιά όλους τους άλλους δημόσιους υπαλλήλους, πού ή
διακοπή εκπληρώσεως τών καθηκόντων τους δέν δημιουργεί προ­
βλήματα συγκρούσεων μέ συνταγματικές διατάξεις, οϋτε προσβάλλει
δικαιώματα άλλων, ό Benz παραδέχεται τό δικαίωμα απεργίας.
Ό Th Ramm 39 ξεκινά από τήν αντίληψη άτι τό άρθρο 9 παρ. 3
τοϋ Συντάγματος περί συνδικαλιστικής ελευθερίας περιλαμβάνει καί
τήν κατοχύρωση τοϋ δικαιώματος απεργίας ακόμα καί γιά τους δημό­
σιους υπαλλήλους καί προσπαθεί νά αποδείξει άτι οι παράγραφοι 4
καί 5 τοϋ άρθρου 33 τοϋ Συντάγματος δέν περιέχουν — δέν είναι
δυνατό νά περιέχουν — απαγόρευση απεργίας γιά τους δημόσιους
υπαλλήλους Αυτό προκύπτει άπό τή συστηματική κατάταξη τοϋ

39 Στό βιβλίο του Das Koalitions-und Streikrecht der Beamten. Köln,


1970
146

άρθρου 33, πού δέν μπορεί νά περιέχει γενικούς περιορισμούς των


ατομικών δικαιωμάτων γιά τους δημόσιους υπαλλήλους, επειδή δέν
βρίσκεται στό Κεφάλαιο τοϋ Συντάγματος πού ρυθμίζει τά ατομικά
δικαιώματα 40 . Στή συνέχεια καταρρίπτει τά διάφορα επιχειρήματα
των άρνητών τοϋ δικαιώματος απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων,
ισχυριζόμενος, όσον άφορα ειδικότερα τήν άποψη οτι ή απαγόρευση
απεργίας αποτελεί καθιερωμένη αρχή, οτι δέν μπορεί νά θεωρηθεί
καθιερωμένη αρχή κάτι πού δέν συμβιβάζεται κατά περιεχόμενο μέ
τό Σύνταγμα. Τό Σύνταγμα, λέγει, επιτάσσει στό άρθρο 123 οτι «τό
δίκαιο πού ίσχυε πρίν άπό τή συγκρότηση της 'Ομοσπονδιακής Βου­
λής εξακολουθεί νά ισχύει, εφόσον δέν αντίκειται στό Σύνταγμα» 41 .
"Επειτα προβαίνει στή χάραξη των ορίων τοϋ δικαιώματος απεργίας
μέ βάση τά δικαιώματα άλλων καί τή συνταγματική τάξη, διαχωρί­
ζοντας και αυτός, όπως ό Benz, τους δημόσιους υπαλλήλους σέ εκεί­
νους πού είναι δυνατό νά υφίστανται περιορισμούς καί απαγόρευση
στό δικαίωμα απεργίας καί εκείνους πού έχουν δικαίωμα απεργίας,
ανάλογα μέ τίς κοινωνικές καί κρατικές λειτουργίες πού ασκούν.
Τέλος, ό W. Däubler42 αναλύει ενα προς ένα τά επιχειρήματα τών
άρνητών τοϋ δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων καί τά
ανατρέπει προβάλλοντας τίς αντιρρήσεις του. Στό επιχείρημα οτι ό
δημόσιος υπάλληλος, μέ τήν εϊσοδό του στην υπηρεσία, παραιτείται
άπό κάθε ατομικό δικαίωμα πού θά μπορούσε νά έλθει σέ σύγκρουση
μέ τήν έννοια καί τό σκοπό τής σχέσεως στην οποία προσχώρησε, ό
Däubler παρατηρεί οτι ή παραίτηση άπό τά ατομικά δικαιώματα δέν
συμβιβάζεται μέ τό φιλελεύθερο χαρακτήρα του γερμανικού Συντάγ­
ματος, άλλα καί μέ τή ρητή διάταξη τού άρθρου 1 παρ. 2 αυτού, πού
ομιλεί γιά «απαραβίαστα καί αναπαλλοτρίωτα» ανθρώπινα δικαιώμα-

40. Th Ramm, οπ παρ , σελ 35


41 Th. Ramm, οπ παρ , σελ 51
42 Στό βιβλίο του Der Streik im öffentlichen Dienst, 2η εκδ , Tübingen,
1971
147

τα. Σκοπός των διατάξεων περί ατομικών δικαιωμάτων είναι ή προ­


στασία του πιό αδύνατου (πολίτη) άπό τόν πιό ισχυρό (Κράτος), πράγ­
μα πού μπορεί νά επιτευχθεί μόνο μέ διατάξεις καταναγκαστικές και
μή επιδεχόμενες παραίτηση. Συνεπώς ή παραίτηση άπό τά ατομικά
δικαιώματα τών δημόσιων υπαλλήλων πρέπει νά αποκλεισθεί43 Στό
επιχείρημα εκείνων πού θεωρούν τήν απαγόρευση απεργίας τών δη­
μόσιων υπαλλήλων ώς «καθιερωμένη αρχή», αντιτάσσει τή· μή ύπαρ­
ξη ομοφωνίας μεταξύ τών υποστηρικτών της απόψεως αυτής, ώς
προς τό ποιες είναι οι καθιερωμένες αρχές της επαγγελματικής
υπαλληλικής σχέσεως. Μία άλλη αντίρρηση άφορα τήν έννοια τοϋ
«καθιερωμένου». Σύμφωνα μέ τή νομολογία τοϋ 'Ομοσπονδιακού
Συνταγματικού Δικαστηρίου, γιά νά αποτελέσει ένας κανόνας «κα­
θιερωμένη αρχή», πρέπει νά αναγνωρίζεται γενικά καί έπί ενα μεγάλο
χρονικό διάστημα, έτσι ώστε νά δημιουργείται παράδοση, τουλάχι­
στον άπό τήν εποχή τοϋ Συντάγματος της Βαϊμάρης. 'Αλλά άπό τό
1918 μέχρι τό 1922, τά πρώτα χρόνια ισχύος τοϋ Συντάγματος τής
Βαϊμάρης, ϊσχυε τό επιτρεπτό τής απεργίας, καί έτσι ή άποψη αυτή
καταπίπτει 4 4 Γιά τήν προσπάθεια θεωρητικής θεμελιώσεως τής απα­
γορεύσεως απεργίας στην υφιστάμενη σχέση πίστεως τοϋ δημόσιου
υπαλλήλου, ό Däubler παρατηρεί ότι δέν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ
τών υποστηρικτών τής απόψεως αυτής ώς προς τό ερώτημα σέ ποιόν
υποχρεούται ό υπάλληλος σέ ιδιαίτερη πίστη, άφοϋ ή παλιά αντίληψη
τής υποχρεώσεως πίστεως προς τό πρόσωπο του μονάρχη δέν είναι
δυνατό νά υποστηριχθεί. Τό καθήκον πίστεως τοΰ δημόσιου υπαλλή­
λου δέν διαφέρει στην ουσία άπό εκείνο τοϋ εργαζομένου προς τόν
εργοδότη του. πού αποτελεί παρεπόμενη παροχή τής κύριας παρο­
χής εκτελέσεως τής ανατιθέμενης εργασίας, καί πού δέν αποτελεί
εμπόδιο στην κήρυξη ή συμμετοχή τοΰ εργαζομένου σέ απεργία.
Συνεπώς, οϋτε καί ή σχέση ή τό καθήκον πίστεως τοϋ δημόσιου
υπαλλήλου μπορούν νά θεμελιώσουν τήν απαγόρευση απεργίας 45

43. W Däubler, Der Streik κλπ , οπ παρ , σελ 99-102


44 W Däubler, Der Streik κλπ., οπ παρ., σελ. 105-107
45 W. Däubler, Der Streik κλπ, οπ παρ., σελ 114-122
148

Στην αποψη του Reuss οτι ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων δέν
συμβιβάζεται μέ τόν εξουσιαστικό, δημόσιου δικαίου χαρακτήρα της
δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως46, παρατηρεί οτι ό γενικά παραδεκτός
διαχωρισμός σέ δημόσιο καί ιδιωτικό δίκαιο δέν αποκλείει τή χρησι­
μοποίηση διατάξεων ή καί ολόκληρων νομικών θεσμών του ενός το­
μέα άπό τόν άλλο: τό κλασσικότερο παράδειγμα αποτελεί ό θεσμός
τής συμβάσεως. Τό Ί'διο συμβαίνει καί μέ τήν απεργία47. Σέ άλλη άπο­
ψη πού ισχυρίζεται οτι ή απεργία τών δημόσιων οργάνων καθιστά τό
Κράτος ανίκανο νά εκπληρώσει τήν αποστολή του, άπαντα οτι ή ταυ­
τόχρονη απεργία όλων τών δημόσιων οργάνων είναι πρακτικά αδύνα­
τη, ένώ υπάρχουν παραδείγματα νόμιμης διακοπής τής εκπληρώσεως
ορισμένων κρατικών λειτουργιών, οπως ή απονομή τής δικαιοσύνης,
κατά τη διάρκεια τών δικαστικών διακοπών48. Στή συνέχεια ό Däubler
έρευνα καί αυτός, οπως οι Benz καί Ramm, αν υπάρχει δικαίωμα
απεργίας γιά κάθε επαγγελματική ομάδα δημόσιων υπαλλήλων ξεχω­
ριστά, μέ κριτήριο τό αν ή άσκηση τοϋ δικαιώματος αύτοϋ αντίκειται
ή οχι στους ποινικούς νόμους ή τή συνταγματική τάξη.

IV. Ανακεφαλαίωση — Συμπεράσματα

103. Συνοψίζοντας τά όσα αναφέρθηκαν γιά τό ισχύον δίκαιο τής


'Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας σχετικά μέ τό πρόβλη­
μα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, μπορούμε νά καταλήξου­
με στά έξης συμπεράσματα- Ρητή διάταξη πού νά ρυθμίζει τό θέμα
αν οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν ή οχι δικαίωμα απεργίας δέν υπάρχει
ούτε στό 'Ομοσπονδιακό Σύνταγμα, οϋτε στον 'Ομοσπονδιακό 'Υπαλ­
ληλικό Νόμο Παρά ταύτα ή κρατούσα γνώμη υποστηρίζει οτι ή απερ­
γία απαγορεύεται στους δημόσιους υπαλλήλους Τήν άποψη της στη­
ρίζει στά έξης κυρίως επιχειρήματα 1) οτι ή απεργία τών δημόσιων

46. W Reuss, Arbeitskampf im Bereich der öffentlichen Verwaltung,


Deutsches Verwaltungsblatt, 1968, σελ. 57 έπ.
47 W Däubler, Der Streik κλπ , ön. παρ . σελ 123-127
48 W Däubler, Der Streik κλπ, on παρ , σελ 130-132
149

υπαλλήλων είναι πολιτική απεργία καί συνεπώς παράνομη, διότι επι­


διώκει τόν εξαναγκασμό του νομοθέτη νά δεχθεί τήν ικανοποίηση
τών αιτημάτων των δημόσιων υπαλλήλων, 2) ότι ή απεργία των δημό­
σιων υπαλλήλων είναι ασυμβίβαστη μέ τή σχέση πίστεως στην οποία
τελεί ό δημόσιος υπάλληλος σύμφωνα μέ τό Σύνταγμα, 3) ότι ή απα­
γόρευση απεργίας αποτελεί μία άπό τίς καθιερωμένες αρχές της
επαγγελματικής υπαλληλικής σχέσεως πού πρέπει νά ληφθούν υπό­
ψη κατά τή διαμόρφωση του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου. Τά τελευ­
ταία όμως χρόνια ή κρατούσα γνώμη δέχεται έντονη κριτική άπό
νέους συγγραφείς, πού ανατρέπουν τά επιχειρήματα της. 'Ομοφωνία
υπάρχει άπό όλους τους θεωρητικούς γιά τό επιτρεπτό καί νόμιμο
μιας μόνο περιπτώσεως απεργίας δημόσιων υπαλλήλων, εκείνης πού
πραγματοποιείται μέ σκοπό τή διατήρηση ή τήν αποκατάσταση τής
συνταγματικής τάξεως στή Χώρα. περιπτώσεως πού θεωρείται ότι
αποτελεί εκδήλωση τοϋ δικαιώματος αντιστάσεως πού καθιερώνει τό
Σύνταγμα
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΗΝ


ΕΛΛΑΔΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ A

Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ 1975

Ι. Θεωρητικές απόψεις

104 Όπως είναι γνωστό, στην 'Ελλάδα τά προβλήματα τοϋ Διοι­


κητικού Δικαίου άρχισαν νά αποτελούν αντικείμενο μελέτης μόλις
στίς αρχές τοϋ αιώνα μας, σέ αντίθεση μέ άλλες χώρες τοϋ Ευρωπαϊ­
κού χώρου, άπου είχαν ήδη τεθεί οι βάσεις γιά τήν πλήρη ανάπτυξη
του Τόν περασμένο αιώνα ή ενασχόληση μέ τό Διοικητικό Δίκαιο
στην 'Ελλάδα ήταν λίγο ώς πολύ ερασιτεχνική, άσυστηματοποίητη
καί διατηρούνταν σέ εμβρυακή κατάσταση Ό πρώτος πού ασχολήθη­
κε κατά τρόπο συστηματικό καί μέ επιστημονική μέθοδο μέ τό Διοι­
κητικό Δίκαιο ήταν ό Θ 'Αγγελόπουλος Στό κλασσικό έργο του 1
ασχολείται μέ τά προβλήματα τού δικαίου τών δημόσιων υπαλλήλων
σέ όλες του τίς πλευρές Σχετικά μέ τό θέμα πού απασχολεί τήν ερ­
γασία αυτή, γράφει (στό Κεφάλαιο περί περιορισμών τοϋ υπαλλήλου)
ότι ή συνδικαλιστική ελευθερία τών δημόσιων υπαλλήλων
«περιορίζεται μόνον εν τή εκλογή τών μέσων προς έπιτυχίαν τοϋ
επιδιωκομένου σκοπού. Καί ή μέν μετά κοινήν σύσκεψιν καί άπόφασιν
υποβολή τής από της υπηρεσίας παραιτήσεως έπί σκοπώ τού νά πα-
ρεμποδισθή καί διακοπή ή λειτουργία τής διοικήσεως τιμωρείται υπό
τοϋ νόμου ώς ποινικόν αδίκημα 'Αλλά καί ή απλή από τών καθηκόν­
των αποχή τών δημοσίων υπαλλήλων έπιζητούντων διά τοϋ μέσου

1 Δίκαιον τών πολιτικών υπαλλήλων έν 'Ελλάδι, Τεύχος Ar, 'Αθήναι, 1913.


154

τούτου νά έκβιάσωσι τήν συναίνεσιν της Κυβερνήσεως ε/ς τά αιτήμα­


τα αυτών, αποτελεί κατά πάσαν περίπτωσιν βαρύτατον πειθαρχικόν
αδίκημα»
Σέ υποσημείωση αναφέρει τά ισχύοντα στή Γαλλία καί τίς έκεΐ
κινήσεις γιά τήν κατάκτηση τοϋ δικαιώματος της απεργίας2 Σέ άλλο
σημείο ομως τοϋ ϊδιου έργου του 3 , ομολογεί οτι οι υπάλληλοι πού
καταφεύγουν σέ απεργία είναι δυνατό νά βρίσκουν τήν αγωνιστική
τους κινητοποίηση δικαιωμένη απέναντι στην κοινή γνώμη, οπότε,
«διατάξεις, ώς ή τοϋ άρθρου 451 τοϋ Ποινικού ημών νόμου, είναι καί
προληπτικώς αλυσιτελείς καί κατασταλτικώς ανεφάρμοστοι. Διότι
απεργία προερχομένη έκ μέρους υπαλλήλων ικανών, έντιμων καί φι­
λόπονων, εις οϋς ή πολιτεία δέν παρέχει τά προς συντήρησιν εαυτών
καί της οικογενείας απαιτούμενα υλικά μέσα, θά θεωρηθή ευλόγως
ώς φυσική άμυνα έν τώ υπέρ της Ιδίας υπάρξεως άγώνι. Όταν δ' ή
κοινή γνώμη συμπαθή καί δικαιολογή τους απεργούς, ή τε πειθαρχική
καί ή ποινική απειλή θά μείνη πιθανώτατα γράμμα νεκρόν».

105. Θεωρητικές απόψεις γιά τό θέμα της απεργίας των δημό­


σιων υπαλλήλων ανέπτυξε κυρίως ό Π. Τριανταφυλλάκος στην πλήρη
καί εμπεριστατωμένη εισήγηση του στην 'Ολομέλεια τοϋ Συμβουλίου
της 'Επικρατείας κατά τήν εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως απολυθέν­
των απεργών δημόσιων υπαλλήλων4 'Αναφέρει συγκεκριμένα οτι-
«οι υπάλληλοι είναι έμμεσα όργανα τού Κράτους... Ή πρόσληψις των
δημοσίων υπαλλήλων είναι, οπως τών στρατιωτικών, κατά βάθος έπί-
ταξις ηθελημένη. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ένσωματοϋνται εις τήν διοί-
κησιν ώς θεσμόν διά τού διορισμού των, οστις είναι μονομερής άπό-
φασις τής δημοσίας εξουσίας, της καταστάσεως των ούσης νομίμου
κανονιστικής καί ουχί συμβατικής. Εις τόν διορισμόν τού υπαλλήλου
τό προέχον είναι οι ηθικοί δεσμοί, αϊ υποχρεώσεις, τά καθήκοντα καί
τά πλεονεκτήματα, ατινα πάντα συνδέουν τόν ύπάλληλον προς τήν

2 "Οπ. παρ., σελ. 222-223


3 "Οπ. παρ , σελ 50
4 θέμις, ΜΕ' (1934), σελ 545-556
155

θέσιν του καί διά ταύτης προς τήν Διοίκησιν ώς θεσμόν... Έν τη πραγ-
ματικότητι ή διοίκησις καί οι υπάλληλοι δέν είναι στοιχεία αντιτιθέμε­
να, αλλ' είναι εν και τό αυτό πράγμα. Είναι αυτό τούτο τό Κράτος».
Καί συνεχίζει παρακάτω:
«Ή δημοσία υπηρεσία στηριζομένη έπί της Ιεραρχίας, καί ώς έκ
της φύσεως της τείνουσα ε'ις τήν κατίσχυσιν τοΰ γενικού συμφέρον­
τος απέναντι του 'ιδιωτικού, διευκολύνεται εις τήν πραγμάτωσιν τοϋ
σκοπού τούτου διά της συνεχείας της τακτικής καί τής ομαλής διεξα­
γωγής ταύτης.
Ή απεργία των δημοσίων οργάνων ρηγνύει τήν συνέχειαν καί τα-
κτικότητα καί αντιτίθεται καταφώρως προς τήν Ίεραρχικήν τάξιν. Ή
απεργία τών δημοσίων υπαλλήλων είναι γεγονός δι' ου υποτάσσεται ή
ικανοποίησης ανάγκης γενικής εις τά ιδιαίτερα ατομικό ή συλλογικά
συμφέροντα τών υπαλλήλων. "Οσον καί αν είναι σεβαστά, οσον καί αν
είναι εν τινι μέτρω καί υπό ώρισμένας συνθήκας δεδικαιολογημένα τά
ιδιαίτερα συμφέροντα τών δημοσίων υπαλλήλων, δέν δύνανται νά κα-
τισχύσωσι τοϋ γενικού συμφέροντος»5.

106. Τό πρόβλημα τοϋ αν οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα


απεργίας απασχόλησε, μεταπολεμικά πλέον, τήν Ειδική Διακομματική
'Επιτροπή πού συνέταξε τό οριστικό σχέδιο τοϋ 'Υπαλληλικού Κώδι­
κα. Στό προσχέδιο πού είχε συνταχθεί άπό επιτροπή νομικών καί υπη­
ρεσιακών παραγόντων, ή οποία είχε συσταθεί μέ τό Νόμο 342/1947,
περιλαμβανόταν στό άρθρο 28 ώς παρ 2 ή φράση: «Ή απεργία αντί­
κειται απολύτως προς τήν εννοιαν τής δημοσίας υπαλληλικής σχέ­
σεως» Στή συνεδρίαση Ζ' τής 6ης Σεπτεμβρίου 19486 έγινε ευρύτατη
συζήτηση γιά τό θέμα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων καί
αναπτύχθηκαν θεωρητικές απόψεις άπό τά μέλη τής Διακομματικής
'Επιτροπής. Ό Π. Λυκουρέζος, εισηγητής γιά τό άρθρο 28, είπε ότι ή
απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων αντίκειται στην έννοια καί τή φύση

5. Όπ. παρ , σελ 549 καί 550.


6. Βλ. Πρακτικά της Ειδικής Διακομματικής 'Επιτροπής έπί τοΰ Υπαλληλι­
κού Κωδικός, 'Αθήναι, 1949, σελ. 51-59.
156

της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, διότι επιφέρει τήν διακοπή τής


λειτουργίας τής Διοικήσεως, τήν οποία έχουν σάν πρωταρχικό καθή­
κον νά διασφαλίζουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, γι' αυτό ή απεργία είναι
τό βαρύτερο άπό ολα τά πειθαρχικά αδικήματα. Ό Δ. Μπέης-Άντω-
νόπουλος ανέφερε οτι εφόσον ό δημόσιος υπάλληλος είναι ενα άπό
τά όργανα άπό τά όποια συγκροτείται ό οργανισμός τού Κράτους, τό
όργανο αυτό δέν δικαιούται νά προβαίνει σέ πράξεις πού θά κατέ-
λυαν τόν οργανισμό τού Κράτους, διότι αυτό θά αποτελούσε φυσική
αντινομία Δέν υπάρχει επίσης στην δημοσιοϋπαλληλική σχέση ή
αντίθεση των δύο οικονομικών συμφερόντων πού υπάρχει στή σύμ­
βαση εργασίας τού ιδιωτικού δικαίου, άλλα συμπίπτοντα συμφέροντα
καί σκοποί, αφού κύρια οικονομική επιδίωξη τού Κράτους είναι ή επι­
δίωξη πληρωμής των υπαλλήλων του. 'Επειδή λοιπόν ή απεργία των
δημόσιων υπαλλήλων πλήττει τό Κράτος καί τείνει στή διακοπή των
υπηρεσιών πού παρέχει προς τό κοινωνικό σύνολο, πρέπει νά απαγο­
ρεύεται Ό 'ίδιος ομιλητής πρότεινε αμέσως παρακάτω τή σύσταση
ενός συλλογικού οργάνου τό όποιο θά ήταν αρμόδιο νά επιλαμβάνε­
ται αιτημάτων τών δημόσιων υπαλλήλων πού έχουν σχέση μέ αύξηση
τών μισθών καί νά λύνει ώς διαιτητής τή διαφορά.
Παρόμοιες απόψεις μέ τά ίδια επιχειρήματα τής ανυπαρξίας αντι­
θέσεως οικονομικών συμφερόντων στή δημοσιοϋπαλληλική σχέση,
καί τής ανάγκης ικανοποιήσεως τού συμφέροντος τού κοινωνικού
συνόλου πού πλήττεται στην περίπτωση τής απεργίας τών δημόσιων
υπαλλήλων, ανέπτυξε ό Σ. Καζάκος πού ήταν μέλος τής 'Επιτροπής
πού συνέταξε τό προσχέδιο,τού 'Υπαλληλικού Κώδικα καί πού αποτε­
λούνταν, όπως εϊπαμε, άπό ανώτατους δικαστικούς καί υπηρεσιακούς
παράγοντες
Όλοι όμως οί ομιλητές διατύπωσαν τήν άποψη ότι ή απαγόρευση
τής απεργίας γιά τους δημόσιους υπαλλήλους προϋποθέτει τήν ανα­
γνώριση καί τήν ικανοποίηση, άπό μέρους τής κυβερνήσεως, τών δί­
καιων μισθολογικών καί άλλων αιτημάτων τής δημοσιοϋπαλληλικής
τάξεως "Αν τά δίκαια αιτήματα τών δημόσιων υπαλλήλων, τόνισαν,
δέν ικανοποιούνται ένώ ή κοινή γνώμη αναγνωρίζει τό δίκαιο τών
157

αιτημάτων αύτώνικαί διάκειταιεύνοϊκά προς τους δημόσιους υπαλλή­


λους, τότε ή οποιαδήποτε κυβέρνηση δέν θά τολμούσε νά επιβάλει
κατά των υπαλλήλων πού θά κατέφευγαν στό μόνο δραστικό μέσο,
τήν απεργία, τίς κυρώσεις πού συνοδεύουν τήν απαγόρευση της, διό­
τι οι απεργοί, οπως δήλωσε τό υπηρεσιακό μέλος της Επιτροπής του
προσχεδίου πού προαναφέραμε, δέν θά έκαναν τίποτε περισσότερο
άπό ο,τι εκείνος πού, σύμφωνα μέ τόν Ποινικό Νόμο, βρίσκεται σέ
κατάσταση ανάγκης.
Παρόμοιες απόψεις αναπτύχθηκαν κατά τή συζήτηση, ενώπιον
της Επιτροπής αναθεωρήσεως τοϋ Συντάγματος της Δ' 'Αναθεωρητι­
κής Βουλής (1946-1950), τοϋ άρθρου περί δικαιώματος τοϋ συνεταιρί-
ζεσθαι 7 , μολονότι τό κύριο θέμα πού απασχολούσε τά μέλη τής Επι­
τροπής εκείνης δέν ήταν ή θεωρητική θεμελίωση τής απαγορεύσεως
τής απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων, άλλα ή δραστικότερη καί
αποτελεσματικότερη επιβολή τής απαγορεύσεως αυτής, μέ τό ύπό
ψήφιση Σύνταγμα.

107. Μετά τήν ψήφιση τοϋ 'Υπαλληλικού Κώδικα, τά διάφορα εγ­


χειρίδια Διοικητικού Δικαίου, ερμηνεύοντας τό σχετικό άρθρο γιά
τήν απαγόρευση τής απεργίας, περιείχαν καί τήν άπό θεωρητική άπο­
ψη δικαιολόγηση τής απαγορεύσεως. "Ετσι ό Μ. Στασινόπουλος γρά­
φει ότι οί θεωρητικές βάσεις τής απαγορεύσεως τής απεργίας στους
δημόσιους υπαλλήλους καί όσους διέπονται άπό τόν 'Υπαλληλικό Κώ­
δικα βρίσκονται στην οργανική σχέση των υπαλλήλων αυτών, έξ αι­
τίας τής οποίας ενσωματώνονται στους δημόσιους οργανισμούς καί
αναλαμβάνουν τήν άσκηση δημόσιας εξουσίας, διέπονται δηλαδή
άπό ενα στοιχείο, τό όποιο δέν υπάρχει στην ιδιωτική σύμβαση εργα­
σίας 8 'Αλλά καί αυτός αμέσως παρακάτω αναφέρει οτι πρακτικά είναι
δύσκολο νά εφαρμοσθούν οί κυρώσεις των ποινικών νόμων κατά τών

7. Βλ. Πρακτικά τής 'Επιτροπής έπί της αναθεωρήσεως τοϋ Συντάγματος


τής Δ' 'Αναθεωρητικής Βουλής, Τόμος Γ, συνεδριάσεις ΡΖ', ΡΗ', ΡΘ', σελ
953-998.
8 Μιχ Στασινόπουλου, 'Υπαλληλικός Κώδιξ, 1951, σελ 152-153.
158

απεργών υπαλλήλων, διότι παρεμβάλλονται παράγοντες οικονομικοί


καί κοινωνικοί, πού εμποδίζουν τίς εκάστοτε κυβερνήσεις νά εφαρ­
μόσουν τίς ποινικές αυτές κυρώσεις, καί έτσι συχνά οι απαγορευτι­
κές αυτές διατάξεις ατονούν 'Ακριβώς τά 'ίδια επαναλαμβάνει ό Μ.
Στασινόπουλος σέ άλλο βιβλίο του 9
Ό Γ Παπαχατζής10 γράφει οτι ή απεργία αντίκειται στην έννοια
τής δημόσιας υπηρεσίας Τό Κράτος δέν είναι εργοδότης των υπαλ­
λήλων του, άλλα εκδηλώνει τήν ΰπαρξη καί τη βούληση του διά τών
τελευταίων αυτών ώς οργάνων του. Ό Ήλ. Κυριακόπουλος11 γράφει
οτι ό υπάλληλος, αναστέλλοντας τή λειτουργία τής δημόσιας υπηρε­
σίας, διαπράττει τό σοβαρότερο πειθαρχικό αδίκημα διότι παραβαίνει
τό πρωταρχικό του καθήκον νά εκτελέσει τήν υπηρεσία πού τοϋ έχει
ανατεθεί Μόνο μία περίπτωση νόμιμης απεργίας δημόσιων υπαλλή­
λων αναγνωρίζει ό παραπάνω συγγραφέας όταν σέ τυχόν απόπειρα
ανατροπής τής νόμιμης κυβερνήσεως, οι υπάλληλοι, γιά νά προστα­
τεύσουν τό νόμιμο πολίτευμα, απέχουν άπό τήν υπηρεσία γιά νά εξα­
ναγκάσουν τους σφετεριστές τής εξουσίας νά αποχωρήσουν, διότι
υποχρεούνται νά υπακούουν μόνο σέ εντολές τής νόμιμης κυβερνή­
σεως. Ή άποψη αυτή θά μπορούσε νά ισχύσει καί μέ τό ισχύον Σύν­
ταγμα, αν αυτό δέν είχε διάταξη πού νά αναγνωρίζει τό δικαίωμα
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, αφού στό άρθρο 120 παρ 4 αυ­
τού αναγνωρίζεται τό δικαίωμα καί ή υποχρέωση κάθε "Ελληνα πολίτη
νά άνθίσταται «διά παντός μέσου .. κατά παντός έπιχειρούντος τήν
βιαίαν κατάλυσιν» τής συνταγματικής τάξεως καί τού δημοκρατικού
καθεστώτος Τά ίδια γράφεκό Κυριακόπουλος καί σέ άλλο βιβλίο
του 1 2 .

9 Μ. Στασινόπουλου, Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, 'Αθήναι, 1957, σελ


366.
10. Σύστημα τοϋ έν 'Ελλάδι ισχύοντος Διοικητικού Δικαίου, Γεν Μέρος,
'Αθήναι, 1952, 2α εκδ., σελ. 292
11 Δίκαιον τών πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, Θεσσαλονίκη, 1954,
σελ. 171
12. Έλληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, Τόμος Γ', Θεσσαλονίκη, 1959, 3η εκδ ,
σελ. 238
159

Τέλος, ό Μιχ. Δένδιας 1 3 γράφει οτι σύμφωνα μέ τήν κρατούσα


θεωρία γιά τή φύση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, ή απεργία εί­
ναι ασυμβίβαστη προς τήν ιδιότητα τού δημόσιου υπαλλήλου. Ό
υπάλληλος συνδέεται προς τό Κράτος μέ σχέση εξουσιαστική, πού
ρυθμίζεται μονομερώς από τό Κράτος μέ τήν ισχύουσα νομοθεσία,
καί επειδή σ' αυτήν περιλαμβάνεται ή υποχρέωση τού υπαλλήλου νά
εκπληρώνει χωρίς προφάσεις τά υπαλληλικά του καθήκοντα, είναι
φανερό οτι μέ τήν απεργία παραβαίνει βασική του υποχρέωση.Έξ άλ­
λου ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων αντίκειται στό γενικό συμ­
φέρον πού επιβάλλει τή συνεχή καί απρόσκοπτη λειτουργία τών δη­
μόσιων υπηρεσιών, διότι προκαλεί τή διακοπή τους

108. Κάνοντας μία επισκόπηση τών θεωρητικών απόψεων πού


αναπτύχθηκαν μέχρι τώρα. παρατηρούμε οτι βασίζονται σέ τρεις κυ­
ρίως θεωρίες.
Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, ή απεργία τών δημόσιων ύταλλήλων
αντιβαίνει προς τή φύση τής δημόσιας υπηρεσίας καί τής δημοσιοϋ­
παλληλικής σχέσεως, διότι ό δημόσιος υπάλληλος δέν συνάπτει μέ
τό Κράτος σύμβαση εργασίας τού ιδιωτικού δικαίου, αλλά υπάγεται
σέ ενα καθεστώς πού ρυθμίζεται μονομερώς από τό Κράτος καί γίνε­
ται όργανο τού Κράτους διά τού όποιου εκφράζεται ή κρατική βούλη­
ση Συνεπώς, κατά τή θεωρία αυτή, απεργία δημόσιων υπαλλήλων
δέν είναι νοητή, διότι δέν υπάρχουν κοινωνικοί αντίπαλοι μέ αντιτι­
θέμενες απόψεις καί συμφέροντα, όπως στή σύμβαση εργασίας τού
ιδιωτικού δικαίου. Το Κράτος δέν είναι ό εργοδότης τών δημόσιων
υπαλλήλων, άλλα ή αφηρημένη έννοια, τήν οποία συγκεκριμενο­
ποιούν αυτοί οι 'ίδιοι, ή, τουλάχιστον, καί αυτοί οί ίδιοι
Σύμφωνα μέ τή δεύτερη θεωρία, ή απεργία τών δημόσιων υπαλ­
λήλων προκαλεί τή διακοπή τής λειτουργίας τών δημόσιων υπηρε­
σιών, δηλαδή υπηρεσιών, οί όποιες ικανοποιούν θοσικές ανάγκες τού
κοινωνικού συνόλου, πράγμα πού είναι απαράδεκτο γι' αυτό καί πρέ­
πει νά απαγορεύεται

13. Διοικητικόν Δίκαιον, Τόμος Α', 'Αθήναι, 1964, 5η εκδ , σελ. 332
160

Σύμφωνα μέ τήν τρίτη, τέλος, θεωρία, παρεμφερή μέ τή δεύτερη,


ή απεργία έκ μέρους δημόσιων υπαλλήλων αποσκοπεί στην ικανο­
ποίηση των ιδιωτικών συμφερόντων των δημόσιων υπαλλήλων εις βά­
ρος του γενικού, συλλογικού συμφέροντος πού επιβάλλει τή συνεχή
λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών.
Ό λ ε ς αυτές οι απόψεις, πού βασικά έχουν τίς ρίζες τους στους
γάλλους θεωρητικούς τοϋ περασμένου αιώνα, πού διαμόρφωσαν τήν
έννοια τής δημόσιας υπηρεσίας, ξεπεράσθηκαν βαθμιαία άπό τή δύ­
ναμη των κοινωνικών ανακατατάξεων, καί άπό τά αιτήματα τών και­
ρών. "Ετσι, σέ πείσμα απαγορεύσεων θεωρητικών καί νομοθετικών,
απεργίες δημόσιων υπαλλήλων έγιναν καί μάλιστα τίς περισσότερες
φορές επιβεβαιώθηκαν οι επιφυλάξεις τών ϊδιων θεωρητικών γιά τήν
αδυναμία αποτελεσματικής επιβολής τής απαγορεύσεως μέ απαγγε­
λία ποινικών, πειθαρχικών ή άλλων διοικητικών κυρώσεων κατά τών
απεργών. Ό νομοθέτης καί ή θεωρία αναγκάσθηκαν νά προσαρμο­
σθούν, οπως συμβαίνει, άλλωστε, πάντοτε, στά κοινωνικά φαινόμενα
καί την εξέλιξη πού παρουσιάζουν.

II. Προϊσχϋσαν δίκαιο

109 Τήν εποχή τής συστάσεως του 'Ελληνικού Κράτους θεω­


ρούνταν παντού, τόσο έδώ όσο καί σέ άλλα Ευρωπαϊκά Κράτη, αδια­
νόητη ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων "Ετσι ό Ποινικός Νόμος
τοϋ 1836 δέν περιείχε διάταξη πού νά απαγορεύει καί νά τιμωρεί ποι­
νικά τήν απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων. Πολλοί συγγραφείς
προσπάθησαν νά θεμελιώσουν τήν άποψη ότι ή απεργία τών δημό­
σιων υπαλλήλων αποτελούσε ποινικά κολάσιμη πράξη, στό άρθρο 451
τοΰ Ποινικού Νόμου. "Ελεγε τό άρθρο αυτό.
«Μέ φυλάκισιν τουλάχιστον δύο ετών τιμωρούνται δημόσιοι
υπάλληλοι, οϊτινες κατά κοινήν σύσκεψιν καί άπόφασιν έζήτησαν τήν
άπό τής υπηρεσίας παραίτησίν των, έπί σκοπώ του νά έμποδίσωσιν ή
διακόψωσι τήν ένέργειαν τής δικαιοσύνης, τής διοικήσεως, ή άλλου
κυβερνητικού κλάδου»
161

Όπως διαπιστώνεται άπό τήν ανάγνωση τοϋ άρθρου, δέν συντρέ­


χουν τά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως τοϋ εγκλήματος
στην απεργία των δημόσιων υπαλλήλων Οι απεργοί δημόσιοι υπάλλη­
λοι δέν υποβάλλουν παραίτηση άπό τήν υπηρεσία, αλλά απλώς ανα­
στέλλουν τήν παροχή ή τήν προσήκουσα παροχή των υπηρεσιών
τους. Καί αν ακόμα υποστηριχθεί οτι συντρέχει ή υποκειμενική υπό­
σταση τοϋ εγκλήματος του άρθρου 451 τοϋ Π Ν , πράγμα αμφίβολο
(διότι οι απεργοί δέν έχουν ώς σκοπό — άμεσο σκοπό — τή διακοπή
της λειτουργίας τής διοικήσεως κλπ., άλλα τήν άσκηση πιέσεως στον
αντίπαλο γιά νά αποδεχθεί αυτός τά αιτήματα τους, απλώς γνωρίζουν
οτι ή απεργία τους θά έχει ώς αναγκαία συνέπεια τή διακοπή τής
λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών καί τήν αποδέχονται, έχουν
συνεπώς «γνώση» κατά τίς γνωστές διακρίσεις τοϋ δόλου στό Ποινι­
κό Δίκαιο 1 4 ), καί πάλι ή αρχή nullum crimen nulla poena sine lege
stricta μας οδηγεί στό συμπέρασμα οτι βάσει τοϋ άρθρου 451 τοϋ
Π Ν ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων δέν ήταν πράξη αξιόποινη
Τήν άποψη αυτή αποδέχονται τόσο ό Θ. 'Αγγελόπουλος 15 , όσο καί ό
Μ Δένδιας 1 6 Έξ άλλου καί στή Γαλλία, τής οποίας ό Code Pénal
περιέχει τό άρθρο 126, ακριβώς όμοιο σέ διατύπωση μέ τό άρθρο 451
τοΰ Π Ν., οι θεωρητικοί, όλοι, πλην τοϋ Duguit, καί ή νομολογία θεω­
ρούσαν ότι ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων δέν είναι ποινικά
κολάσιμη 1 7

110 Τό πρώτο ελληνικό νομοθέτημα, στό όποιο αντιμετωπίζεται


ευθέως τό ζήτημα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, ήταν τό
ΝΔ τής 5/8 9.1923 «περί πειθαρχικού έλεγχου απεργούντων δημο­
σίων υπαλλήλων καί υπηρετών» Στό μοναδικό άρθρο του προέβλεπε
οτι οι δημόσιοι υπάλληλοι πού απεργούν ή παρακωλύουν τό έργο

14. Βλ. Ν. 'Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, Τεύχος Δ',


'Αθήναι, σελ 333 έπ.
15. "Οπ. παρ., σελ. 222-223.
16. "Οπ. παρ., σελ. 333.
17. Βλ. παραπάνω στό Κεφάλαιο τών ισχυόντων οτήν Γαλλία

11
162

τους ή προτρέπουν άλλους νά απεργήσουν, είναι δυνατό νά|τιμωρη-


θοϋν πειθαρχικά, χωρίς προηγούμενη κλήση σέ απολογία, μέ προσω­
ρινή απόλυση μέχρι τριών μηνών, καί άν κληθούν άπό τήν προϊσταμέ­
νη τους αρχή νά επανέλθουν καί νά αναλάβουν τά καθήκοντα τους
σέ τακτή προθεσμία καί δέν υπακούσουν, απολύονται οριστικά άπό
τήν υπηρεσία καί δέν μπορούν νά έπαναδιορισθούν πρίν άπό τήν πα­
ρέλευση τριετίας καί μόνο μετά άπό γνωμοδότηση των αρμόδιων
Συμβουλίων, επιτρέπεται τέλος στον 'Υπουργό νά προσλαμβάνει μέ
απόφαση του προσωρινούς αναπληρωτές γιά τήν αντικατάσταση τών
απολυόμενων απεργών δημόσιων υπαλλήλων, ακόμα καί χωρίς νά
έχουν τά προσόντα πού προβλέπουν οι νόμοι
'Ακολούθησε ό Ν 3453/1928, ό όποιος στό άρθρο 1 όρισε οτι οι
δημόσιοι υπάλληλοι πού απεργούν θεωρείται οτι υπέβαλαν παραίτη­
ση άπό τήν υπηρεσία, ή οποία δέν μπορεί νά ανακληθεί καί γίνεται
υποχρεωτικά αποδεκτή, ο'ι δέ υπάλληλοι δέν μπορούν νά έπαναδιο­
ρισθούν πρίν άπό τήν παρέλευση εξαμήνου, στό άρθρο 2 τιμωρεί ποι­
νικά τους μετέχοντες σέ απεργία καί μάλιστα αυστηρότερα τους
υποκινητές της απεργίας, καί στό άρθρο 3 τιμωρεί ποινικά μέ τήν
ποινή της απόπειρας τοΰ αδικήματος τοϋ άρθρου 2 όσους συνεν­
νοούνται γιά κήρυξη απεργίας ή απειλούν τέτοια κήρυξη.
Τρία χρόνια αργότερα, ψηφίσθηκε ό Ν 4879/1931. ό όποιος,
άφοϋ στά άρθρα 1 καί 2 επέβαλλε περιορισμούς στό δικαίωμα τού
συνεταιρίζεσθαι τών δημόσιων υπαλλήλων, στό άρθρο 3 απαγόρευε
τήν απεργία καί τή λευκή απεργία έκ μέρους τών δημόσιων υπαλλή­
λων, τιμωρούσε ποινικά τόσο τους μετέχοντες στην απεργία, όσο καί
τά μέλη τοΰ Διοικητικού Συμβουλίου τού σωματείου τών υπαλλήλων
πού αποφάσισε τήν κήρυξη της απεργίας, τά τελευταία καί μέ χρημα­
τική ποινή, γιά τήν καταβολή της οποίας καθιστούσε υπεύθυνο τό
σωματείο αλληλέγγυα μέ τους καταδικασθέντες, καί όριζε οτι ή κατα­
δίκη τών υπαλλήλων συνεπάγεται αυτοδίκαια τήν έκπτωση άπό τήν
υπηρεσία καί τή στέρηση «όλων τών μετ' αυτής συνδεομένων ή άπ'
αυτής πηγαζόντων πλεονεκτημάτων»' 8 , στό άρθρο 6 έπεξέτεινε τίς

18 Νά εννοούσε άραγε ό νομοθέτης τό δικαίωμα συντάξεως; ή είσηγητι-


163

διατάξεις τοϋ Νόμου καί στό εργατοτεχνικό προσωπικό του Δημο­


σίου καί τέλος στό άρθρο 9 προέβλεπε οτι τά εγκλήματα τά όποια
θέσπιζαν τά προηγούμενα άρθρα διώκονται κατ' έγκληση της προϊ­
σταμένης αρχής, οτι ή ποινική δίωξη αφορούσε μόνο τους υπαλλή­
λους κατά των οποίων στρεφόταν ή έγκληση, ένώ οι υπόλοιποι απερ­
γοί δημόσιοι υπάλληλοι αντιμετώπιζαν πειθαρχική δίωξη ενώπιον ειδι­
κού πειθαρχικού συμβουλίου, ή σύνθεση τού οποίου καθοριζόταν
στό άρθρο 5 Οι υπαίτιοι μέχρι τό τέλος της ποινικής ή πειθαρχικής
δίκης ήταν δυνατό νά υποχρεωθούν νά απέχουν άπό τά καθήκοντα
τους μέ διαταγή τού Υπουργού. Τέλος, τό 'ίδιο άρθρο 9 καταργούσε
τό άρθρο 1 τού Ν 3453/1928 πού, οπως εϊπαμε. θεωρούσε τους μετέ­
χοντες σέ απεργία δημόσιους υπαλλήλους ώς ύποβαλόντες παραίτη­
ση πού έπρεπε νά γίνει υποχρεωτικά αποδεκτή

111. Ένα χρόνο αργότερα, επειδή φαίνεται οτι τά μέτρα πού θε­
σπίσθηκαν μέ τό Ν. 4879/1931 δέν κρίθηκαν αποτελεσματικά, ψηφί­
σθηκε ό Ν. 5458/1932. Σύμφωνα μέ τό άρθρο 1 τού Νόμου αύτοϋ,
απαγορεύεται ή απεργία καί ή λευκή απεργία τών δημόσιων υπαλλή­
λων καί υπηρετών κάθε βαθμού καί κλάδου, ένώ τό άρθρο 2 επανα­
λαμβάνει τή διάταξη τού άρθρου 1 τού Ν. 3453/1928, πού εϊχε
καταργηθεί μέ τό Ν. 4879/1931. Έτσι ή συμμετοχή τού υπαλλήλου
σέ απεργία θεωρείται ώς υποβολή παραιτήσεως πού γίνεται υπο­
χρεωτικά αποδεκτή. Οι υπάλληλοι πού εκδιώκονται μέ αυτόν τόν τρό­
πο δέν μπορούν νά έπαναδιορισθοΰν πρίν άπό τήν παρέλευση έτους
(κατά τροποποίηση τού εξαμήνου πού προέβλεπε ό Ν. 3453/1928), άλ­
λα ή προθεσμία μπορεί νά συντμηθεϊ μέ απόφαση τού 'Υπουργικού
Συμβουλίου. Στό άρθρο 3 τού Νόμου επαναλαμβάνονται οι ποινικές
διατάξεις τού άρθρου 3 τού Ν. 4879/1931 καί τών άρθρων 2 καί 3 τού
Ν. 3453/1928, ένώ στην παρ. 3 τού ίδιου άρθρου προβλέπεται ή δυνα­
τότητα προσλήψεως αναπληρωτών τών απεργών, μέ απόφαση τού
'Υπουργού. Τέλος τό άρθρο 4 περιείχε δικονομική διάταξη περί αύτε-

κή έκθεση τοϋ Νόμου δέν διευκρινίζει, ασχολούμενη αποκλειστικά μέ τήν


παράθεση θεωρητικών απόψεων τών γάλλων καί γερμανών δημοσιολόγων
πού αρνούνται τό δικαίωμα απεργίας στους δημόσιους υπαλλήλους
164

πάγγελτης διώξεως καί εισαγωγής μέ απευθείας κλήση χωρίς


προανάκριση.
Ό Νόμος αυτός ήταν ό πρώτος πού εφαρμόσθηκε, τόσο άπό τή
Διοίκηση (αποδοχή παραιτήσεων απεργών) όσο καί άπό τά δικαστήρια
— ποινικά καί διοικητικά. Τά ποινικά δικαστήρια απάγγειλαν καταδι­
καστικές αποφάσεις εις βάρος τών απεργών δημόσιων υπαλλήλων
καί τό Συμβούλιο 'Επικρατείας ασχολήθηκε μέ τήν εκδίκαση αιτή­
σεων ακυρώσεως δημόσιων υπαλλήλων κατά τών πράξεων μέ τίς
όποιες έγιναν αποδεκτές οι κατά πλάσμα δικαίου υποβληθείσες
παραιτήσεις τους
Δύο ήταν οι κυριότεροι λόγοι ακυρώσεως πού προβλήθηκαν ενώ­
πιον τού Συμβουλίου 'Επικρατείας Τό οτι γιά τήν — κατ' ούσίαν —
απόλυση τών αιτούντων δέν τηρήθηκε ή διάταξη τού άρθρου 114 τού
Συντάγματος τοϋ 1927, πού επέβαλλε νά γίνεται ή απόλυση μέ από­
φαση 'Υπηρεσιακού Συμβουλίου, οργανωμένου σύμφωνα μέ τό νόμο
καί αποτελούμενου κατά τά δύο τρίτα τουλάχιστον άπό μόνιμους
υπαλλήλους, καί τό οτι ή αποδοχή της παραιτήσεως έγινε μετά τήν
παρέλευση εύλογου χρόνου άπό τήν δήθεν υποβολή της, δηλαδή
άπό τήν έναρξη τής απεργίας
'Εξετάζοντας τόν πρώτο λόγο ακυρώσεως, τό Συμβούλιο 'Επικρα­
τείας, μέ τήν ύπ' άριθ 574/1934 απόφαση του, πού ακολουθήθηκε
άπό σειρά άλλες πανομοιότυπες, δέχθηκε οτι ή απεργία τών δημό­
σιων υπαλλήλων αποτελεί έκτακτο γεγονός πού επιφέρει διάσπαση
τής συνέχειας καί τής ομαλότητας τής δημόσιας υπηρεσίας καί είναι
ασυμβίβαστη μέ τήν έννοια τού δημόσιου υπαλλήλου καί τής δημό­
σιας υπηρεσίας Τέτοια έκτακτα γεγονότα δέν είχε υπόψη του ό συν­
ταγματικός νομοθέτης όταν προέβλεπε τήν απόλυση τών υπαλλήλων
μέ τίς εγγυήσεις τοϋ άρθρου 114 τού τότε ισχύοντος Συντάγματος
τού 1927, γι' αυτό καί δέν τά ρύθμισε Συνεπώς, τό άρθρο 114 τού
Συντάγματος δέν μπορεί νά εφαρμοσθεί στην περίπτωση τής απερ­
γίας τών δημόσιων υπαλλήλων καί ή πλασματική παραίτηση — κατ'
ούσίαν απόλυση — τών απεργών έγκυρα έγινε χωρίς τίς συνταγματι­
κές εγγυήσεις
165

Ό σ ο ν άφορα τό δεύτερο λόγο ακυρώσεως, τό Συμβούλιο 'Επι­


κρατείας έκρινε στή συγκεκριμένη περίπτωση εύλογο τό χρονικό διά­
στημα των εννέα (9) ήμερων άπό τήν έναρξη της απεργίας — χρονικό
σημείο υποβολής τής πλασματικής παραιτήσεως — μέχρι τήν ημερο­
μηνία δημοσιεύσεως τής περί αποδοχής της πράξεως, απορρίπτον­
τας τό σχετικό ισχυρισμό των αιτούντων. Έκρινε επίσης ότι ή τυχόν
μή κοινοποίηση τής πράξεως αποδοχής τής παραιτήσεως στον ενδια­
φερόμενο έχει τήν έννοια τής ανακλήσεως τής περί αποδοχής τής
παραιτήσεως διοικητικής πράξεως.
Άπό τους θεωρητικούς ό μόνος πού άσκησε κριτική κατά τής
574/1934 αποφάσεως του Σ.τ Ε., ήταν ό Στρ 'Ανδρεάδης 19 , υποστηρί­
ζοντας ότι οποιαδήποτε παράβαση δημόσιου υπαλλήλου περί τήν
άσκηση των καθηκόντων του συνιστά έκτακτο καί ανώμαλο γεγονός
καί συνεπώς δέν είναι συνταγματικά επιτρεπτό νά στερείται ό απερ­
γός δημόσιος υπάλληλος τίς εγγυήσεις πού θεσπίζονται γιά όλους
τους άλλους παραβάτες τοϋ υπαλληλικού τους καθήκοντος.

112. Κατά τήν διάρκεια τής εχθρικής κατοχής εκδόθηκαν 5 νομο­


θετήματα αναφερόμενα στην απεργία των δημόσιων υπαλλήλων Τό
Ν.Δ 1240/1942 προέβλεπε τή δυνατότητα επιβολής τής ποινής τοϋ
θανάτου (!) στους απεργούς δημόσιους υπαλλήλους. Τό Ν.Δ. 1319/
1942 προέβλεπε ότι τιμωρούνται μέ τήν ποινή τοϋ άρθρου 3 παρ 2
τοϋ Ν. 5458/1932 οι διευθυντές καί προϊστάμενοι των δημόσιων υπη­
ρεσιών πού δέν άσκησαν τήν επιρροή τους γιά νά αποτρέψουν τήν
εκδήλωση απεργίας Τό Ν.Δ 1732/1942 προέβλεπε οτι οι απεργοί δη­
μόσιοι υπάλληλοι πού απολύονται άπό τήν υπηρεσία βάσει τοΰ Ν.
5458/1932 δέν δικαιούνται τίς τρίμηνες αποδοχές πού προβλέπει ή
συνταξιοδοτική νομοθεσία Τό Ν.Δ. 1750/1942 έπεξέτεινε τίς διατά­
ξεις τοϋ Ν 5458/1932 καί τού Ν.Δ. 1240/1942 καί στους υπαλλήλους
καί γενικά τό προσωπικό τών επιχειρήσεων καί οργανισμών κοινής
ωφελείας, όπως τίς συγκοινωνίες καί τίς επιχειρήσεις παροχής ύδα­
τος, φωτισμού καί θερμάνσεως Τέλος, μέ τό Ν.Δ 2195/1943 ή κυβέρ-

19. Διοικητικόν Δίκαιον, 'Αθήναι, 1968, 2η εκδ., σελ. 546


166

νηση μπορούσε νά επιτάσσει τίς υπηρεσίες των δημόσιων υπαλλή­


λων, οπότε οι μή συμμορφούμενοι καί μή προσερχόμενοι γιά νά ανα­
λάβουν υπηρεσία ήταν δυνατό νά άπελαθοϋν(!) 20 , λογίζονταν αυτο­
δίκαια απολυθέντες καί στερούνταν τό δικαίωμα συντάξεως καί κάθε
άλλη παροχή πού απέρρεε άπό τήν υπαλληλική τους ιδιότητα άπό
οποιοδήποτε ασφαλιστικό ταμείο. Τά νομοθετήματα αυτά, περιστα­
σιακού χαρακτήρα, υπαγορεύονταν προφανώς άπό τά κελεύσματα
καί τίς ανάγκες των άρχων κατοχής, γι' αυτό καί τρία άπό αυτά δέν
διατηρήθηκαν μετά τήν απελευθέρωση τής Χώρας. Έτσι, τά Ν Δ.
1732/1942 καί 2195/1943 ακυρώθηκαν καί θεωρήθηκαν ώς ουδέποτε
εκδοθέντα μέ τήν 290/1946 Π.Υ.Σ., καί τό Ν.Δ. 1240/1942 ακυρώθηκε
καί θεωρήθηκε ώς μηδέποτε ισχύσαν μέ τό άρθρο 1 τοϋ Ν.Δ. 624/
1948. 'Αντίθετα, μέ τό άρθρο 4 του ίδιου Ν.Δ 624/1948 κυρώθηκε καί
παρέμεινε σέ ισχύ τό Ν.Δ. 1750/1942. Γιά τό Ν.Δ. 1319/1942 δέν γίνε­
ται λόγος σέ κανένα κείμενο εκκαθαρίσεως νομοθετημάτων τής κα­
τοχικής περιόδου.

113. Μετά τήν αποκατάσταση τής ομαλότητας στή Χώρα, στην


πρώτη μεταπολεμική Βουλή —πού ήταν καί αναθεωρητική — συζητή­
θηκαν καί ψηφίσθηκαν πολλά κείμενα σχετικά μέ τήν απαγόρευση
τής απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων. Τά κείμενα αυτά ήταν τό ύπό
κατάρτιση Σύνταγμα, ό Ποινικός Κώδικας, ό Υπαλληλικός Κώδικας, ό
Κώδικας Δημοτικών καί Κοινοτικών 'Υπαλλήλων.
Θά αρχίσουμε άπό τήν παράθεση τής διατάξεως τής σχετικής μέ
τήν απεργία των δημόσιων υπαλλήλων πού υπήρχε στό Σύνταγμα τοϋ
1952, σάν κείμενο ανώτερης τυπικής ισχύος. Όριζε λοιπόν τό άρθρο
11 παρ. 4 τοϋ Συντάγματος τοϋ 1952 άτι- «Ή απεργία εις τους δημο­
σίους υπαλλήλους καί εις τους υπαλλήλους νομικών προσώπων καί
οργανισμών δημοσίου δικαίου απαγορεύεται».

20 Νά απελαθούν που; "Οπως είναι γνωστό, ή απέλαση είναι μέτρο πού


επιβάλλεται αποκλειστικά κατά αλλοδαπών (βλ άρθρο 74 Π.Κ ). 'Απέλαση
ημεδαπού είναι αδιανόητη
167

Πρίν όμως άπό τήν έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1952,
είχαν ήδη ψηφισθεί τά σημαντικά νομοθετήματα πού προαναφέραμε.

114. Ό Ποινικός Κώδικας (Ν. 1492/1950) στό Κεφ. IB' του Ειδικού
Μέρους περιέχει τό άρθρο 247 σύμφωνα μέ τό όποιο τιμωρούνται μέ
ποινή φυλακίσεως μέχρις ενός έτους δημόσιοι υπάλληλοι, οι όποιοι,
τρεις τουλάχιστον, έπειτα άπό κοινή σύσκεψη καί απόφαση καί μέ
τόν σκοπό νά εμποδίσουν ή νά διακόψουν τή λειτουργία μιας δημό­
σιας υπηρεσίας, εϊτε α) υπέβαλαν τήν παραίτηση τους άπό τήν υπη­
ρεσία, εϊτε θ) εγκαταλείπουν τήν άσκηση των καθηκόντων τους (κά­
νουν δηλαδή απεργία), εϊτε γ) παραμελούν τήν άσκηση των καθηκόν­
των τους (κάνουν δηλαδή λευκή απεργία), εϊτε δ) συνεννοούνται μέ
οποιοδήποτε τρόπο γιά νά κηρύξουν απεργία ή απειλούν τήν κήρυξη
απεργίας ή υποβάλλουν αιτήματα καί συνδέουν τήν αποδοχή τους μέ
τήν εγκατάλειψη της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Ή παρ 2 του
'ίδιου άρθρου τιμωρεϊ μέ τήν 'ίδια ποινή τους δημόσιους υπαλλήλους
πού προσχωρούν έκ των υστέρων σέ μία άπό τίς πράξεις πού αποδο­
κιμάζει καί τιμωρεί ή παρ. 1 τού άρθρου Σύμφωνα μέ τήν παρ 3.
μέλη τοϋ διοικητικού συμβουλίου σωματείου δημόσιων υπαλλήλων
πού αποφασίζουν τήν κήρυξη απεργίας, τιμωρούνται μέ φυλάκιση
τουλάχιστον τριών μηνών καί μέ χρηματική ποινή, γιά τήν καταβολή
τής οποίας ευθύνεται τό νομικό πρόσωπο τού σωματείου εις όλόκλη-
ρον μέ τά καταδικασθέντα μέλη τού διοικητικού συμβουλίου. Τέλος,
ή παρ. 4 προβλέπει ότι γιά κάθε καταδίκη σέ οποιαδήποτε ποινή πού
απαγγέλλεται γιά τίς ποινικά κολάσιμες ενέργειες τών τριών πρώτων
παραγράφων τού άρθρου 247, επιβάλλεται καί στέρηση τών πολιτι­
κών δικαιωμάτων σάν παρεπόμενη ποινή, κατά παρέκκλιση τής διατά­
ξεως τού άρθρου 61 Π.Κ., πού ορίζει σάν απαραίτητη προϋπόθεση
τήν επιβολή ποινής τουλάχιστον ενός έτους
Ή νομολογία τών ποινικών δικαστηρίων, πού ασχολήθηκαν μέ τή
διάταξη αυτή, δέχθηκε, ύπό τήν ισχύ τοϋ Συντάγματος τού 1952, ότι
ή διάταξη αφορά μόνο μόνιμους υπαλλήλους καί όχι υπαλλήλους έπί
168

συμβάσει ιδιωτικού δικαίου 21 . Είχε υποστηριχθεί επίσης22 οτι ή ποινι­


κή τιμωρία της απεργίας άφορα, λόγω της στενής διατυπώσεως του
άρθρου 247 Π Κ , μόνο τους δημόσιους υπαλλήλους καί όχι τους
υπαλλήλους των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου 'Επειδή ομως
τό άρθρο 11 παρ 4 τοϋ Συντάγματος τοϋ 1952 απαγορεύει τήν άπερ-
γία καί στους υπαλλήλους νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, εί­
ναι δυνατή ή τιμωρία τών παραπάνω υπαλλήλων γιά παράβαση καθή­
κοντος (άρθρο 259 Π Κ.), άφοϋ συντρέχουν στην περίπτωση αυτή τά
στοιχεία τοϋ εγκλήματος τούτου 2 3
'Ακόμα κρίθηκε άπό τή νομολογία (Πλημμελειοδικείο Καλαμάτας
165/1964) οτι ή έπί μακρόν αχρησία τής διατάξεως τοϋ άρθρου 247
Π Κ καί ή μή εφαρμογή της σέ περιπτώσεις απεργιών δημόσιων
υπαλλήλων, όπως καί ή μή λήψη τών άλλων διοικητικών μέτρων πού
προβλέπονται άπό τόν 'Υπαλληλικό Κώδικα, καθώς καί τό γεγονός οτι
τήν απεργία αποφάσισαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών υπαλλή­
λων ( Ο Λ Μ Ε καί Δ Ο Ε ), οδήγησαν δημόσιους υπαλλήλους (εκπαι­
δευτικούς) στην πεποίθηση οτι δικαιούνταν νά απεργήσουν (συγγνω­
24
στή νομική πλάνη) .

115 Ό'Υπαλληλικός Κώδικας (Ν 1811/1951). τό κατ'εξοχήν νομο­


θέτημα στό όποιο βρίσκονται οι διατάξεις γιά τά δικαιώματα καί τις
υποχρεώσεις, τά καθήκοντα, τίς απαγορεύσεις καί τους περιορι­
σμούς τών δημόσιων υπαλλήλων, περιέχει στό άρθρο 47 παρ 2 διά­
ταξη, σύμφωνα μέ τήν οποία «Ή απεργία αντίκειται απολύτως προς
τήν φύσιν τής δημοσίας υπαλληλικής σχέσεως»
Σάν επακόλουθο τής γενικής αυτής διατάξεως - απαγορεύσεως
υπάρχουν καί διατάξεις - κυρώσεις. "Ετσι, στό άρθρο 132 του Ύπαλ-

21. Γ Βαβαρέτου, Ποινικός Κώδιξ, 'Αθήναι, 1970, 4η εκδ., σελ. 805


22. Μ. Στασινόπουλος, οπ παρ., σελ 152, Ή. Κυριακόπουλος, οπ παρ,
σελ 169, ύποσημ. 127.
23 Γ Βαβαρέτος, οπ. παρ., σελ 806.
24 Βλ. τήν απόφαση αύτη εις Ποινικά Χρονικά, Τόμος ΙΔ' (1964), σελ
310-312
169

ληλικοϋ Κώδικα, οπού απαριθμούνται ενδεικτικά τά πειθαρχικά αδι­


κήματα, «ή συμμετοχή εις άπεργίαν, έστω καί λευκήν, ώς καί πάσα
ενέργεια τείνουσα εις πρόκλησιν ή προπαρασκευήν ταύτης» αναγνω­
ρίζεται ώς πειθαρχικό αδίκημα άπό τά σοβαρότερα, γιά τό όποιο, σύμ­
φωνα μέ τό άρθρο 133 παρ. 4, μπορεί νά επιβληθεί ή ποινή τής ορι­
στικής παύσεως.
"Αλλη διάταξη - κύρωση τής απαγορεύσεως απεργίας είναι αυτή
του άρθρου 182 τοϋ 'Υπαλληλικού Κώδικα. Κατά τήν διάταξη αυτή, οι
υπάλληλοι πού μετέχουν σέ απεργία θεωρείται άτι υπέβαλαν παραί­
τηση, ή οποία δέν μπορεί νά ανακληθεί (αυτήν τήν έννοια έχει ή μή
εφαρμογή τής παρ. 1 τοϋ άρθρου 181). Έάν ή πλασματική αυτή
παραίτηση δέν γίνει αποδεκτή σέ ενα μήνα άπό τήν έναρξη τής απερ­
γίας, θεωρείται άτι δέν έγινε αποδεκτή (στό σημείο αυτό υπάρχει δια­
φορά σέ σχέση μέ τό Ν 5458/1932 πού 'ίσχυε πριν άπό τόν 'Υπαλληλι­
κό Κώδικα, διότι ό Νόμος αυτός προέβλεπε ότι ή πλασματική παραί­
τηση υπαλλήλου πού μετέχει σέ απεργία γίνεται υποχρεωτικά
αποδεκτή).
Ή Διοίκηση έχει επομένως νά διαλέξει δύο τρόπους ενέργειας
σέ περίπτωση πού θέλει νά τιμωρήσει απεργούς δημόσιους υπαλλή­
λους εϊτε νά δημοσιεύσει τήν πράξη αποδοχής τής πλασματικής
παραιτήσεως σέ χρονικό διάστημα ενός μηνός άπό τήν υποβολή της,
δηλαδή άπό τήν έναρξη τής απεργίας, εϊτε νά αφήσει νά παρέλθει ή
προθεσμία τοϋ μηνός χωρίς νά αποδεχθεί τήν παραίτηση καί νά
ασκήσει κατά τοϋ υπαλλήλου πειθαρχική δίωξη, οπότε τό πειθαρχικό
συμβούλιο πού θά επιληφθεί τής υποθέσεως μπορεί νά επιβάλει τήν
ποινή τής οριστικής παύσεως, σύμφωνα μέ τό άρθρο 133 παρ 4 Τό
αποτέλεσμα έκ πρώτης οψεως είναι τό ϊδιο, εφόσον ό δημόσιος
υπάλληλος πού συμμετέσχε σέ απεργία απομακρύνεται αναγκαστικά
άπό τήν υπηρεσία. Ή επιλογή όμως τοϋ δεύτερου τρρπου ενέργειας
έκ μέρους τής Διοικήσεως μπορεί νά έχει ευνοϊκότερες ή καί δυσμε­
νέστερες συνέπειες γιά τόν διωκόμενο απεργό δημόσιο υπάλληλο. Ή
ευνοϊκότερη συνέπεια είναι ότι τό πειθαρχικό συμβούλιο — πού
απλώς «δύναται» νά επιβάλει τήν ποινή τής οριστικής παύσεως —
170

μπορεί, σταθμίζοντας τίς περιστάσεις καί τίς συνθήκες γενικά ύπό τίς
όποιες ό υπάλληλος άπέσχε άπό τά καθήκοντα του μετέχοντας σέ
απεργία, νά επιβάλει μικρότερη ποινή άπό εκείνη τής οριστικής παύ­
σεως. Ή δυσμενέστερη συνέπεια είναι οτι σέ περίπτωση πού τό πει­
θαρχικό συμβούλιο επέβαλλε τήν ποινή τής οριστικής παύσεως, ό
καταδικαζόμενος υπάλληλος δέν ήταν δυνατό νά διορισθεί ποτέ
πλέον σέ θέση δημόσιου υπαλλήλου25, σύμφωνα μέ τό άρθρο 19 παρ
2 του Υπαλληλικού Κώδικα (αργότερα ό ισόβιος αποκλεισμός μειώ­
θηκε σέ δεκαπενταετή αποκλεισμό, μέ τροποποίηση τοϋ άρθρου
αύτοϋ)

116 Ό Κώδικας Δημοτικών καί Κοινοτικών Υπαλλήλων (Ν 1726/


1951) περιείχε ακριβώς τίς 'ίδιες διατάξεις, όπως ό Υπαλληλικός Κώ­
δικας. Έτσι, στό άρθρο 36 παρ 2 περιείχε τή διάταξη πού απαγόρευε
τήν απεργία σέ υπαλλήλους των Δήμων καί Κοινοτήτων, στό άρθρο
76 περιελάμβανε τήν απεργία μεταξύ τών πειθαρχικών αδικημάτων,
στό άρθρο 77 παρ. 4 προέβλεπε τή δυνατότητα επιβολής τής πειθαρ­
χικής ποινής τής οριστικής παύσεως γιά τό πειθαρχικό αδίκημα τής
συμμετοχής σέ απεργία, έστω καί λευκή, ένώ στό άρθρο 119 επανα­
λάμβανε τή διάταξη τοϋ άρθρου 182 του 'Υπαλληλικού Κώδικα περί
πλασματικής παραιτήσεως τών απεργών υπαλλήλων

117 Τό πλέγμα αυτό τής νομοθεσίας διατηρήθηκε μέχρι τό 1975.


Στό μεταξύ όμως τό Σύνταγμα τής δικτατορίας περιέλαβε διάταξη
(άρθρο 19 παρ 6 τοϋ Συντάγματος τοϋ 1968) πού όριζε τά έξης.
«£/ς τους πάσης φύσεως υπαλλήλους τών δημοσίων υπηρεσιών,
τών οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλων νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου, απαγορεύεται ή απεργία ϋφ' οιανδήποτε μορφήν.
Ή συμμετοχή τών υπαλλήλων τούτων ε'ις άπεργίαν θεωρείται αυτοδι­
καίως ώς δήλωσις παραιτήσεως».
Στή διάταξη αυτή πρέπει νά κάνουμε δύο παρατηρήσεις. Πρώ-

25. Ή. Κυριακόπουλος, οπ παρ , σελ 172


171

τον, οτι ή απαγόρευση τής απεργίας εκτείνεται όχι μόνο στους τακτι­
κούς υπαλλήλους του Δημοσίου, των Δήμων καί Κοινοτήτων καί των
Ν.Π.Δ.Δ., άλλα καί στους υπαλλήλους μέ σύμβαση ιδιωτικού δικαίου
(αυτή είναι ή έννοια της φράσεως «εις τους πάσης φύσεως υπαλλή­
λους») Δεύτερον, οτι περιβλήθηκε μέ «συνταγματικό» κύρος ή διά­
ταξη περί πλασματικής παραιτήσεως πού υπήρχε στά άρθρα 182 του
'Υπαλληλικού Κώδικα καί 119 τού Κώδικα Δημοτικών καί Κοινοτικών
'Υπαλλήλων Σέ συμφωνία μέ τήν συνταγματική αυτή διάταξη ήσαν οί
διατάξεις δύο νομοθετημάτων τής δικτατορικής περιόδου πού
ισχύουν ακόμα καί σήμερα Τοϋ Ν Δ 962/1971 «περί Κωδικός Δικαστι­
κών Λειτουργών» και τού Ν.Δ 1025/1971 «περί Κωδικός καταστάσεως
Δικαστικών Υπαλλήλων» Στό Ν Δ 962/1971, τό άρθρο 18 απαγόρευε
τήν απεργία στους δικαστικούς λειτουργούς, τό άρθρο 149 (περίπτ.
δ') καθιστούσε τή συμμετοχή ή τήν πρόκληση σέ απεργία πειθαρχικό
παράπτωμα καί τό άρθρο 201 καθιέρωνε τή συμμετοχή σέ απεργία ώς
πλασματική υποβολή παραιτήσεως 'Ανάλογες διατάξεις περιείχε τό
Ν Δ 1025/1971 στά άρθρα 28 παρ 2 καί 96 παρ 2 περίπτ ιη' καί 97
παρ 5 αυτού
118 Τό Σύνταγμα τής δικτατορίας καταργήθηκε μετά τή μεταπο­
λίτευση άπό τήν Κυβέρνηση 'Εθνικής Ενότητας καί επαναφέρθηκε
προσωρινά μέχρι τήν ψήφιση νέου Συντάγματος άπό τή Βουλή, τό
Σύνταγμα τού 1952 Έτσι, τό νομοθετικό πλέγμα πού ίσχυε τόσο πρίν
άπό τήν δικτατορία, οσο καί εκείνο πού ψηφίσθηκε άπό αυτήν, διατη­
ρήθηκε, εφόσον τό Σύνταγμα τού 1952 στό άρθρο 11 παρ 4 απαγό­
ρευε τήν απεργία, μέχρι πού τό ισχύον Σύνταγμα τοϋ 1975. καινοτο­
μώντας, ακολούθησε τά παραδείγματα ορισμένων δυτικοευρωπαϊκών
χωρών καί προέβη σέ μία προοδευτική αντιμετώπιση καί ρύθμιση τοϋ
όλου θέματος ρύθμιση πού θά εξετάσουμε σέ έκταση καί λεπτομε­
ρώς στό επόμενο Κεφάλαιο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΠΑΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ


ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ
Ι. 'Αντικείμενο μελέτης

119. Πρίν εισέλθουμε οτήν εξέταση τοϋ ισχύοντος δικαίου σχετι­


κά μέ τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων στην 'Ελλάδα,
κρίνουμε σκόπιμο νά υπενθυμίσουμε ότι τό αντικείμενο της διατρι­
βής αυτής περιορίζεται σέ όσους υπηρετούν μόνο μέ σχέση δημό­
σιου δικαίου στό Κράτος καί τά άλλα νομικά πρόσωπα δημόσιου δι­
καίου, τά όποια δημιουργεί ό νομοθέτης γιά τήν καλύτερη εκπλήρω­
ση των σκοπών τοϋ Κράτους. Ό περιορισμός αυτός τοϋ θέματος τη­
ρήθηκε, έξ άλλου, καί στά Κεφάλαια πού προηγήθηκαν Στό Κεφάλαιο
ομως αυτό θά αναφερθούμε εντελώς παρεμπιπτόντως καί απλώς γιά
νά συγκρίνουμε τίς σχετικές ρυθμίσεις, καί στό δικαίωμα απεργίας
των υπαλλήλων τοϋ Δημοσίου καί των νομικών προσώπων δημόσιου
δικαίου πού εργάζονται μέ σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου Ό δια­
χωρισμός τών δύο αυτών κατηγοριών εργαζομένων όσον άφορα τή
ρύθμιση τοϋ δικαιώματος απεργίας, έχει νομοθετική προέλευση.
Πράγματι, γιά τους δημόσιους κλπ. υπαλλήλους (ή έννοια τοϋ «κλπ.»,
όπως ή σύντμηση αυτή αναφέρεται στον τίτλο τοϋ Νόμου 643/1977,
είναι ακριβώς οτι περιλαμβάνει όλους τους εργαζομένους μέ σχέση
δημόσιου δικαίου), ισχύει ό Ν. 643/1977, τά άρθρα 5 έπ. του οποίου
αναφέρονται στή ρύθμιση τοϋ δικαιώματος απεργίας τής κατηγορίας
αυτής καί ρητά, μέ τό άρθρο 21, εξαιρούν τό έπί συμβάσει ιδιωτικού
δικαίου προσωπικό τού Δημοσίου καί τών Ν.Π.Δ.Δ. Γιά τό τελευταίο
ισχύει ό Ν. 330/1976, πού στά άρθρα του 32-38 ρυθμίζει τό δικαίωμα
προσφυγής σέ απεργία όλων τών προσώπων πού εργάζονται σέ το-
173

μείς πού καλύπτει ή διατύπωση της διατάξεως τοΰ άρθρου 23 παρ. 2


έδ. β' τοϋ Συντάγματος του 1975, οπως καί ολων των άλλων εργαζο­
μένων στό λεγόμενο ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Ό διαχωρισμός αυτός άπό νομοτεχνική, άλλα καί άπό νομοθετι­
κή άποψη, είναι άτυχης. Νομίζουμε άτι θά έπρεπε νά αντιμετωπισθεί
σέ ενα ενιαίο νομοθετικό κείμενο ή ρύθμιση τοϋ δικαιώματος απερ­
γίας τόσο των δημόσιων υπαλλήλων καί των εργαζομένων μέ σχέση
δημόσιου δικαίου, όσο καί των άλλων εργαζομένων μέ σχέση ιδιωτι­
κού δικαίου στό Δημόσιο, τά Ν.Π Δ.Δ , τίς επιχειρήσεις δημόσιου χα­
ρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, σέ τομείς δηλαδή πού καλύπτονται άπό
τή διατύπωση τής διατάξεως τοϋ άρθρου 23 παρ. 2 έδ. 6' τοϋ ισχύον­
τος Συντάγματος, διότι στό δικαίωμα απεργίας αυτών τών εργαζομέ­
νων καί μόνον επιτρέπει τό Σύνταγμα νά τεθούν περιορισμοί Τίποτε
βέβαια δέν εμποδίζει να θεσπισθούν άλλες διατάξεις γιά τόν περιορι­
σμό τοϋ δικαιώματος απεργίας τών εργαζομένων μέ σχέση δημόσιου
δικαίου καί διαφορετικές — πιό ήπιες ενδεχόμενα — γιά τόν περιορι­
σμό τοϋ αντίστοιχου δικαιώματος τών εργαζομένων στον υπόλοιπο
δημόσιο τομέα της οικονομίας μέ σχέση ιδιωτικού δικαίου. Ή λύση
τής ενιαίας — αν καί αποσπασματικής — νομοθετικής ρυθμίσεως τοϋ
δικαιώματος απεργίας γιά τους εργαζομένους τοϋ δημόσιου τομέα
ακολουθείται, οπως είδαμε, στή Γαλλία άπό τό Νόμο της 31.7.1963
(άρθρο 1)\ ένώ καί στην 'Ιταλία υπάρχει παρόμοια ρύθμιση, πού προ­
κύπτει άπό τά άρθρα 357-358 τοϋ Codice Penale2.

120 Μία άλλη μεταβολή πού θά γίνει στό Κεφάλαιο αυτό σέ σχέ­
ση μέ τά προηγούμενα, είναι ή αλλαγή μεθόδου μελέτης Ένώ στά
προηγούμενα Κεφάλαια προτιμήθηκε τό σύστημα τής ιστορικής άνα-
σκοπήσεως του προβλήματος άπό τότε πού πρωτοεμφανίστηκε μέχρι
τή σημερινή εποχή, στό Κεφάλαιο αυτό θά ακολουθηθεί τό σύστημα
τής συστηματικής ερμηνείας τών σχετικών μέ τό δικαίωμα απεργίας
τών δημόσιων υπαλλήλων διατάξεων θετικού δικαίου καί τής επιση­
μάνσεως διαφόρων προβλημάτων πού ανακύπτουν άπό αυτές Ό λό­
γος τής αλλαγής είναι οτι ένώ μέχρι τώρα μας απασχολούσε τό σχετι­
κό πρόβλημα σέ ενα μεγάλο χρονικό διάστημα — άπό τίς αρχές τοϋ
αιώνα — πράγμα πού καθιστούσε δυνατή τή μελέτη τής ιστορικής

1 Βλ. παραπάνω, Μέρος 1ο, Κεφ Α', παράγρ 59


2. Βλ παραπάνω, Μέρος 1ο, Κεφ Β', παράγρ 64-66
174

εξελίξεως του φαινομένου κατά τίς διάφορες φάσεις του, στό Κεφά­
λαιο αυτό ή ιστορική εξέλιξη είναι ανύπαρκτη, άφοϋ τό ίσχϋον δίκαιο
διανύει ακόμα τήν ., νηπιακή του ηλικία (5-7 χρόνια).
Τέλος, άλλος ένας περιορισμός πού θά ισχύσει κατά τήν επεξερ­
γασία του Κεφαλαίου αύτοϋ καί πού προκύπτει άπό τόν τίτλο του,
είναι ότι ή μελέτη θά γίνει κυρίως βάσει του θετικού δικαίου καί μόνο
παρεμπιπτόντως de lege ferenda.

II. 'Ερμηνεία συνταγματικής διατάξεως

121. Όπως εϊπαμε στό τέλος τοϋ προηγούμενου Κεφαλαίου,


μετά τήν κατάρρευση τής δικτατορίας, επαναφέρθηκε προσωρινά,
μέχρι τήν ψήφιση τοϋ νέου Συντάγματος 3 , τό Σύνταγμα τοϋ 1952 καί
συνεπώς 'ίσχυαν γιά τό ζήτημα τής απεργίας των δημόσιων υπαλλή­
λων οι νομοθετικές διατάξεις πού είχαν θεσπισθεί μέχρι τότε (1974)
Τά δύο σχέδια Συντάγματος πού κατάρτισε καί κατέθεσε στή
Βουλή ή Κυβέρνηση πού προήλθε άπό τίς εκλογές τοϋ Νοεμβρίου
19744 περιείχαν, όσον άφορα τό θέμα πού απασχολεί τή διατριβή αυ­
τή, σχεδόν ταυτόσημη τή διάταξη τοϋ άρθρου 11 παρ 4 τοϋ Συντάγ­
ματος τοϋ 1952 γιά τήν απαγόρευση τής απεργίας στους δημόσιους
υπαλλήλους Τό πρώτο σχέδιο περιείχε τή σχετική διάταξη στό
άρθρο 11 παρ. 6 καί τό δεύτερο σχέδιο, πού αποτέλεσε τό αντικείμε­
νο τών συζητήσεων στή Βουλή γιά τό νέο Σύνταγμα, στό άρθρο 24
παρ. 5.
Ή Β' 'Υποεπιτροπή τής ειδικής κοινοβουλευτικής 'Επιτροπής5,

3 Ή τότε Κυβέρνηση 'Εθνικής 'Ενότητας εξέδωσε τήν άπό 3/4.101974


Συντακτική Πράξη μέ τήν οποία οριζόταν στό άρθρο 2 οτι ή 'Εθνική 'Αντιπρο­
σωπεία πού θά προερχόταν άπό τίς εκλογές πού θά διεξάγονταν, θά κατάρτι­
ζε τό νέο Σύνταγμα τής Χώρας, βάσει σχεδίου πού θά συνέτασσε καί θά υπέ­
βαλλε στην μέ συντακτική αρμοδιότητα Βουλή, ή Κυβέρνηση πού θά προερ­
χόταν άπό τίς εκλογές.
4 Σέ εκτέλεση τής επιταγής πης παραπάνω (ύποοημ. 3) Συντακτικής Πρά­
ξεως, ή Κυβέρνηση κατάρτισε καί κατέθεσε στή Βουλή δύο σχέδια Συντάγμα­
τος Τό πρώτο, μέ ημερομηνία 23.12 1974, κατατέθηκε στή Βουλή τήν 'ίδια
ήμερα. Τό δεύτερο σχέδιο, πού δέν έχει ημερομηνία, κατατέθηκε στή Βουλή
στίς 7.1.1975 (Ολ. Πρακτικά Συντάγματος 1975, Α' καί Β' 'Υποεπιτροπών, σελ
γ') καί είναι αυτό, βάσει τοΰ όποιου έγιναν στή Βουλή οι συζητήσεις γιά τήν
κατάρτιση τοϋ νέου Συντάγματος
5 Ή Βουλή γιά τήν καλύτερη καί αρτιότερη επεξεργασία τοϋ κυβερνητι­
κού σχεδίου Συντάγματος, συνέστησε ειδική κοινοβουλευτική 'Επιτροπή άπό
175

στην οποία άνηκε ή επεξεργασία της ενότητας των διατάξεων περί


«κοινωνικών δικαιωμάτων» τοϋ κυβερνητικού σχεδίου, ψήφισε τή
διάταξη τή σχετική μέ τήν απαγόρευση απεργίας των δημόσιων υπαλ­
λήλων 6 . Στή συζήτηση πού προηγήθηκε ομως ή αντιπολίτευση αντέ­
δρασε καί στην αγόρευση τοϋ εισηγητή της μειοψηφίας διατυπώθηκε
μία πρόταση πού ήταν ό πρόδρομος τής σημερινής διατάξεως τοϋ
άρθρου 23 παρ. 2 έδ. 6' του Συντάγματος 7 .
Ή 'Επιτροπή έπί τοϋ Συντάγματος σέ 'Ολομέλεια, πού σέ δεύτε­
ρη φάση επεξεργάσθηκε τό κυβερνητικό σχέδιο όπως είχε διαμορ­
φωθεί άπό τήν επεξεργασία τών δύο 'Υποεπιτροπών, άφησε, από έλ­
λειψη χρόνου, ανεπεξέργαστο ολόκληρο τό Μέρος περί ατομικών καί
κοινωνικών δικαιωμάτων8 καί τό παρέπεμψε στην 'Ολομέλεια τής
Βουλής, όπου θά γινόταν ή τελική επεξεργασία καί ψήφιση τοϋ Συν­
τάγματος "Αρα, υιοθέτησε τό κυβερνητικό σχέδιο καί τήν πρόταση
τής Β' 'Υποεπιτροπής στό θέμα πού μας απασχολεί, οπως φαίνεται
καί άπό τήν εισηγητική έκθεση τοϋ Προέδρου τής Ειδικής έπί τοϋ
Συντάγματος Κοινοβουλευτικής 'Επιτροπής προς τήν 'Ολομέλεια τής
Βουλής 9 .
122. Στην 'Ολομέλεια τής Βουλής, ή συζήτηση δέν έγινε έπί τής
διατάξεως τοϋ άρχικοϋ κυβερνητικού σχεδίου πού υιοθετήθηκε άπό
τήν Β' 'Υποεπιτροπή καί χωρίς συζήτηση άπό τήν 'Ολομέλεια τής
'Επιτροπής έπί τοϋ Συντάγματος Σέ κάποια φάση τών συζητήσεων, ή
Κυβέρνηση, μετά άπό τή σφοδρή επίκριση τής 'Αντιπολιτεύσεως,
απέσυρε τήν αρχική διάταξη καί υιοθέτησε μία τροπολογία βουλευ­
τών τής συμπολιτεύσεως. άπό τίς πολλές πού είχαν υποβληθεί άπό
όλες τίς παρατάξεις τής Βουλής γιά τό θέμα τής απεργίας τών δημό­
σιων υπαλλήλων 10 Έτσι διαμορφώθηκε ή συνταγματική διάταξη
σχετικά μέ τό δικαίωμα απεργίας, τόσο τών εργαζομένων γενικά, άσο

37 μέλη Ή 'Επιτροπή αυτή διαιρέθηκε σέ δύο Υποεπιτροπές γιά τήν ταχύτε­


ρη περάτωση του έργου της επεξεργασίας τών διατάξεων τοϋ σχεδίου, γιά
τήν όποια είχε τεθεί συντομότατη προθεσμία, καί κάθε μία Υποεπιτροπή ανέ­
λαβε τήν επεξεργασία συγκεκριμένων ενοτήτων συναφών θεμάτων
6 Πρακτικά Συντάγματος 1975, Α' καί Β' 'Υποεπιτροπών, σελ 554
7. Πρακτικά Συντάγματος 1975, Α' καί Β' Υποεπιτροπών, σελ 353-354.
8 Πρακτικά 'Ολομελείας τής 'Επιτροπής του Συντάγματος 1975, σελ. 369
9 Πρακτικά 'Ολομελείας τής 'Επιτροπής του Συντάγματος 1975, σελ. 445.
10. Βλ τίς διατάξεις τών κυβερνητικών σχεδίων καί τίς τροπολογίες πού
υποβλήθηκαν ατή Β' 'Υποεπιτροπή καί στή Βουλή σχετικά μέ τό δικαίωμα
απεργίας γενικά, στό Παράρτημα Α'
176

καί των δημόσιων υπαλλήλων καί τών εργαζομένων σέ «δημόσιες


υπηρεσίες» μέ την ευρύτατη (λειτουργική) έννοια του όρου. Ή διά­
ταξη αντιμετωπίζει τό θέμα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων
σαφώς προοδευτικά, αναγνωρίζοντας καί στην κατηγορία αυτή τών
εργαζομένων τό δικαίωμα απεργίας. 'Ορίζει λοιπόν ή διάταξη τοϋ
άρθρου 23 παρ. 2 τοϋ νέου Συντάγματος τοϋ 1975'
« Ή απεργία αποτελεί δικαίωμα, ασκείται δέ υπό τών νομίμως συνε-
στημένων συνδικαλιστικών οργανώσεων προς διαφύλαξιν καί προα-
γωγήν τών οικονομικών καί εργασιακών έν γένει συμφερόντων τών
εργαζομένων.
'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους δικα­
στικούς λειτουργούς καί τους υπηρετούντος ε'ις τά σώματα ασφα­
λείας. Τό δικαίωμα προσφυγής εις άπεργίαν τελεί υπό τους συγκεκρι­
μένους περιορισμούς του ρυθμίζοντος τούτο νόμου προκειμένου
περί τών δημοσίων υπαλλήλων καί τών υπαλλήλων τής τοπικής αυτο­
διοικήσεως καί τών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ώς καί του
προσωπικού τών πάσης μορφής επιχειρήσεων δημοσίου χαρακτήρος
ή κοινής ωφελείας, ή λειτουργία τών όποιων έχει ζωτικήν σημασίαν
δια τήν έξυπηρέτησιν βασικών αναγκών τού κοινωνικού συνόλου Οι
περιορισμοί ούτοι δέν δύνανται νά εξικνούνται μέχρι τής καταργή­
σεως τού δικαιώματος τής απεργίας ή τής παρακωλύσεως τής νομί­
μου ασκήσεως αυτού».

123 'Ερμηνεύοντας τή διάταξη αυτή. θά πρέπει νά κάνουμε τίς


έξης παρατηρήσεις Τό πρώτο της εδάφιο αναφέρεται στους όρους
καί τίς προϋποθέσεις πού ό συνταγματικός νομοθέτης έκρινε αναγ­
καίο νά θεσπίσει γιά τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας άπό
όλους γενικά τους εργαζομένους Συνεπώς οί προϋποθέσεις αυτές
ισχύουν καί γιά τους εργαζομένους πού αναφέρονται στό δεύτερο
εδάφιο τής διατάξεως, μολονότι γιά τους τελευταίους αυτούς θά θε­
σπισθούν άπό τόν κοινό νομοθέτη πρόσθετοι περιορισμοί
Ή διάταξη αναγνωρίζει τήν απεργία σάν αυτοτελές ατομικό δι­
καίωμα, ανεξάρτητο τοϋ συνδικαλιστικού δικαιώματος. Έτσι. δέν
χρειάζεται νά καταφεύγει κανείς σέ συλλογισμούς, όπως έκαναν ύπό
τήν ισχύ τοϋ Συντάγματος τοϋ 1952. πού συνδέουν τό δικαίωμα
απεργίας μέ τό συνδικαλιστικό δικαίωμα ώς αναγκαία συνέπεια τοϋ
τελευταίου, ή προσπαθούν νά τό θεμελιώσουν ώς απόρροια τής οικο­
νομικής ελευθερίας Πρακτική συνέπεια τής αυτοτελούς συνταγματι­
κής αναγνωρίσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας είναι ή αδυναμία τοϋ
177

κοινού νομοθέτη νά θεσπίσει με νόμο γενική απαγόρευση της


απεργίας
Τό δικαίωμα απεργίας ασκείται μόνο άπό τίς νόμιμα συνεστημέ-
νες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Τοϋτο σημαίνει ότι δέν μπορούν νά
ασκήσουν νόμιμα τό δικαίωμα απεργίας αυτόνομες ομάδες εργαζο­
μένων, μή οργανωμένων σέ συνδικαλιστικά σωματεία Τό Σύνταγμα
απαγορεύει δηλαδή τήν αδέσποτη ή άγρια απεργία, επιτρέποντας μό­
νο τή συνδικαλιστική απεργία.
Τό δικαίωμα απεργίας ασκείται μόνο γιά τή διαφύλαξη καί προα­
γωγή των οικονομικών καί εργασιακών γενικά συμφερόντων τών ερ­
γαζομένων Έδώ τίθεται άπό τό Σύνταγμα περιορισμός ώς προς τους
σκοπούς πού πρέπει νά επιδιώκει ή απεργία καί έτσι απαγορεύεται ή
πολιτική απεργία καί επιτρέπεται μόνον ή επαγγελματική 11

124 "Οσον άφορα τό δεύτερο εδάφιο της έρμηνευόμενης συν­


ταγματικής διατάξεως πού κυρίως μας ενδιαφέρει γιά τό θέμα πού
μας απασχολεί, εντύπωση προξενεί τό γεγονός ότι ή διάταξη δέν
αναφέρει ότι απαγορεύεται ή απεργία στους υπηρετούντες στίς
"Ενοπλες Δυνάμεις Ή παράλειψη αυτή επισημάνθηκε καί κατά τή συ­
ζήτηση στή Βουλή γιά τή διάταξη αυτή, οπότε ό αρμόδιος 'Υπουργός
δήλωσε ότι ή απαγόρευση απεργίας στους στρατιωτικούς θεωρήθηκε
αυτονόητη, διότι «ή απεργία του στρατού σημαίνει στάσιν»12
Ή απαρίθμηση τών κατηγοριών στίς όποιες απαγορεύεται ή
απεργία είναι περιοριστική Αυτό σημαίνει ότι ή απαγόρευση απερ­
γίας ισχύει μόνο γιά τίς κατηγορίες πού ρητά αναφέρονται στή διάτα­
ξη ή πού ή πρόθεση τοΰ συνταγματικού νομοθέτη τίς περιελάμβανε
στην απαγόρευση 'Επέκταση της απαγορεύσεως σέ άλλες κατηγο­
ρίες εργαζομένων μέ βάση οποιαδήποτε κριτήρια είναι ενέργεια αντι­
συνταγματική Ή σημασία της παρατηρήσεως αυτής θά φανεί πιό κά­
τω, άλλα ή θεμελίωση της απορρέει άπό τήν θεμελιώδη αρχή του
Συνταγματικού Δικαίου, της στενής ερμηνείας δηλαδή τών διατά­
ξεων πού επιβάλλουν περιορισμούς στά ατομικά δικαιώματα Πράγ­
ματι, άπό τήν έννοια τών διατάξεων αυτών, πού αποτελούν τά ορια
επεμβάσεως τής κρατικής εξουσίας στην ελευθερία δράσεως τών πο-

11. Γιά τά εϊδη τής απεργίας πού αναφέρονται έδώ, 6λ Εισαγωγή, παρα­
γρ. 26 καί 24 αντίστοιχα
12 Πρακτικά Βουλής έπί του Συντάγματος 1975, σελ 813
178

λιτών, προκύπτει οτι τά ορια αυτά, ακριβώς επειδή είναι ορια, δέν
επιδέχονται διεύρυνση πού καταλήγει σέ επιβολή περιορισμών
περισσότερων άπό εκείνους πού θέλησε ό συνταγματικός
νομοθέτης 1 3 .

125. Ποιοί ανήκουν στίς κατηγορίες αυτές γιά τίς όποιες ισχύει ή
απαγόρευση απεργίας προσδιορίζεται άπό άλλες διατάξεις τοϋ Συν­
τάγματος ή διατάξεις νόμων. Όσον άφορα τους δικαστικούς λειτουρ­
γούς, στό ερώτημα αυτό δίνουν απάντηση τά άρθρα 87-100 του Τμή­
ματος περί Δικαστικής 'Εξουσίας του Συντάγματος καί τό άρθρο 1
τού Ν.Δ. 962/1971 περί Κωδικός Δικαστικών Λειτουργών Ή εξαίρεση
πού υπάρχει στό τελευταίο αυτό άρθρο γιά τά μέλη τού 'Ελεγκτικού
Συνεδρίου δέν έχει τήν έννοια ότι αυτοί δέν είναι δικαστικοί λειτουρ­
γοί, αφού τή φύση τού 'Ελεγκτικού Συνεδρίου ώς Δικαστηρίου ορίζει
τό ϊδιο τό Σύνταγμα (άρθρο 98), άλλα απλώς οτι διέπονται άπό τήν
ειδική γιά τό Δικαστήριο αυτό νομοθεσία

126. Περισσότερο περίπλοκη είναι ή έρευνα γιά τήν απάντηση


στό ερώτημα ποιοί υπάγονται στους υπηρετούντες στά Σώματα
'Ασφαλείας, επειδή στό Σύνταγμα δέν προσδιορίζεται ποια είναι τά
Σώματα 'Ασφαλείας, ένώ καί σχετικά μέ τους υπηρετούντες σ' αυτά
οι συνταγματικές διατάξεις δέν φωτίζουν επαρκώς τό πρόβλημα
Συνεπώς, πρέπει νά ανατρέξουμε στους νόμους πού συνέστησαν τά
διάφορα Σώματα 'Ασφαλείας καί νά διαπιστώσουμε άν άπό τίς αρμο­
διότητες πού έχουν ανατεθεί άπό τόν κοινό νομοθέτη σ' αυτά, δικαι-
λογεΐται ό χαρακτηρισμός τους ώς Σωμάτων 'Ασφαλείας "Ετσι, άν
ανατρέξουμε στους νόμους περί συστάσεως καί αρμοδιοτήτων τών
γενικά παραδεδεγμένων ώς Σωμάτων 'Ασφαλείας, διαπιστώνουμε οτι
ό χαρακτηρισμός αυτός δικαιολογείται γιά τά έξης Σώματα. 1) τή Χω­
ροφυλακή, πού βάσει τού άρθρου 1 τού ΝΔ 3365/1955 «είναι ενο-
πλον Σώμα 'Ασφαλείας καί 'Αστυνομίας, έχει στρατιωτικήν ιδιότητα
καί πειθαρχίαν άποστολήν έχει τήν διαχείρισιν της Δημοσίας καί
'Εθνικής 'Ασφαλείας, τήν τήρησιν της Δημοσίας Τάξεως, τήν άσκησιν
της 'Αστυνομίας έν γένει, τήν έκτέλεσιν τών διά Νόμων τού Κρά­
τους ανατιθεμένων διά τήν Άστυνομίαν καθηκόντων καί τήν έξασφά-
λισιν της εκτελέσεως τών νομίμων καί αρμοδίως εκδιδομένων απο­
φάσεων τών 'Αρχών τού Κράτους» 2) Τήν 'Αστυνομία Πόλεων, ή αρ­
μοδιότητα της όποιας καθορίζεται στό άρθρο 2 τού Κ.Ν 2458/1953

13. Βλ παραπάνω, Εισαγωγή, παραγρ. 9


179

καί είναι ή ϊδια περίπου μέ τήν αρμοδιότητα της Χωροφυλακής. 3) Τό


Λιμενικό Σώμα, πού σύμφωνα μέ τό άρθρο 1 τοϋ Ν.Δ. 444/1970 άσκεΐ
τήν 'Αστυνομία «εις τόν θαλάσσιον χώρον, έπί των πλοίων, των πάσης
φύσεως πλωτών ναυπηγημάτων, έπί των λιμένων καί τής χερσαίας
ζώνης αυτών...» 4) Τό Πυροσβεστικό Σώμα, ή αρμοδιότητα τοϋ
οποίου καθορίζεται στό άρθρο 1 τοϋ Ν. 4661/1930 καί δικαιολογεί, ως
έκ τής αποστολής τοϋ Σώματος αυτού, τόν χαρακτηρισμό του ώς Σώ­
ματος 'Ασφαλείας Τέλος, 5) τήν 'Αγροφυλακή, πού βάσει του άρθρου
1 του Ν.Δ. 3030/1954, έχει ώς αποστολή τήν φρούρηση τών αγροτι­
κών κτημάτων, προς πρόληψη τής κλοπής, τής φθοράς καί τών άλλων
αδικημάτων, καθώς καί τήν προανάκριση τών αδικημάτων αυτών, τήν
δίωξη καί εκδίκαση όσων άπό τά αδικήματα αυτά είναι σέ βαθμό πταί­
σματος καί, τέλος, τήν αστυνόμευση τών αρδευτικών υδάτων Γιά
όλα τά ανωτέρω Σώματα, κοινή είναι ή αρμοδιότητα ασκήσεως καθη­
κόντων αστυνομίας καί τηρήσεως τής τάξεως καί ασφαλείας. Πρόκει­
ται κατά βάση γιά ένοπλα Σώματα στά όποια οι υπηρετούντες διέπον­
ται άπό στρατιωτική οργάνωση καί πειθαρχία Έξ άλλου καί ή βαθμο­
λογική καί μισθολογική αντιστοιχία τών υπηρετούντων σ' αυτά (έκτος
άπό τήν Αγροφυλακή) είναι ομοια προς τους στρατιωτικούς, έστω
καί αν σέ ορισμένα Σώματα ('Αστυνομία Πόλεων, Πυροσβεστικό Σώ­
μα) οί υπηρετούντες έχουν τήν ιδιότητα τοϋ πολιτικού υπαλλήλου
(βλ. ενδεικτικά τίς αποφάσεις τοϋ Σ.τ.Ε. 111/1929, 1450/1975, 2991/
1976, 4204/1976, 2284, 4025, 4742, 4743/1977 πού δέχονται οτι οί υπη­
ρετούντες στην 'Αστυνομία Πόλεων είναι πολιτικοί υπάλληλοι). Κοινή
είναι επίσης ή ρύθμιση τών θεμάτων τής υπηρεσιακής καταστάσεως,
τής ιεραρχίας καί τών προαγωγών γιά τους υπηρετούντες στά Σώμα­
τα τής Χωροφυλακής, τής 'Αστυνομίας Πόλεων, του Λιμενικού καί
του Πυροσβεστικού Σώματος άπό τόν κοινό νομοθέτη (Ν 671/1977.
πού ισχύει γιά τους αξιωματικούς, Ν Δ 649/1970 γιά τους ανθυπασπι­
στές καί τους αντιστοιχούντες προς αυτούς τών άλλων Σωμάτων,
Ν.Δ. 974/1971 γιά τά κατώτερα όργανα, Ν Δ 139/1969, πού 'ίσχυε πα­
λαιότερα γιά τους αξιωματικούς καί τών τεσσάρων Σωμάτων καί εξα­
κολουθεί νά ισχύει καί σήμερα μόνο γιά τους αξιωματικούς τοϋ Λιμε­
νικού Σώματος μετά τήν αντικατάσταση τών διατάξεων του γιά τους
τών τριών άλλων Σωμάτων άπό τό Ν 671/1977), ανεξάρτητα άπό τήν
έπισημανθεΐσα διαφορά ώς προς τή στρατιωτική καί πολιτική ιδιότητα
τών υπηρετούντων 14 Τά προέχοντα κοινά χαρακτηριστικά τών Σωμά-

14. "Οσον άφορα τό ζήτημα γιατί οί υπηρετούντες σέ ορισμένα Σώματα


θεωρούνται πολιτικοί υπάλληλοι, ένώ οί υπηρετούντες σέ άλλα θεωρούνται
180

των 'Ασφαλείας είναι λοιπόν ή άσκηση αρμοδιοτήτων αστυνομίας καί


ασφάλειας, τό οτι οί υπηρετούντες φέρουν όπλα καί οτι εξομοιώνον­
ται βαθμολογικά καί μισθολογικά μέ τους στρατιωτικούς.

127. Ό λ ο ι οί άλλοι εργαζόμενοι μέ σχέση δημόσιου δικαίου δι­


καιούνται νά απεργήσουν τηρώντας τους όρους του νόμου. Αυτό
ισχύει καί γιά τους Καθηγητές των 'Ανώτατων 'Εκπαιδευτικών 'Ιδρυ­
μάτων, πού τό Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ. 6) χαρακτηρίζει δημόσιους
λειτουργούς 1 5 , καθώς καί γιά τό υπόλοιπο (βοηθητικό) διδακτικό
προσωπικό των Α.Ε.Ι (σχετική ή 246/1978 γνωμοδότηση του Ν Σ.Κ ,
πού δέχεται οτι τό προσωπικό αυτό υπάγεται στίς διατάξεις του Ν
643/1977), γιά τά μέλη τοϋ κύριου προσωπικού τοϋ Νομικού Συμβου­
λίου τοϋ Κράτους (πού μολονότι εξομοιώνονται βαθμολογικά καί μι­
σθολογικά μέ δικαστικούς λειτουργούς δέν παύουν νά είναι όργανα
της Διοικήσεως, όπως προκύπτει άπό τό άρθρο 1 τοϋ ΒΔ. 6/1961,
σύμφωνα μέ τό όποιο τό Νομικό Συμβούλιο τοϋ Κράτους αποτελεί
«ένιαίαν άνωτάτην έν τώ κρατικώ όργανισμώ 'Αρχήν ..» καί δέν είναι
Δικαστήριο, οϋτε άσκεΐ δικαιοδοτική αρμοδιότητα) καί γιά κάθε άλλο
πολιτικό υπάλληλο σέ δημόσιες υπηρεσίες τοϋ Κράτους, τών 'Οργα­
νισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως καί τών άλλων Νομικών Προσώπων
Δημόσιου Δικαίου. Ή σημασία τής παρατηρήσεως αυτής θα γίνει
κατανοητή πιό κάτω, όταν θά γίνεται ή ανάλυση τών δικαιούχων τοϋ
δικαιώματος απεργίας, όπως αυτοί προκύπτουν άπό τό άρθρο 5 τοϋ
Ν 643/1977.

128 Στή συνέχεια τού άρθρου 23 παρ. 2 τοϋ Συντάγματος ορίζε­


ται οτι τό δικαίωμα απεργίας τελεί ύπό τους συγκεκριμένους περιορι­
σμούς του νόμου πού θά εκδοθεί καί πού θά ρυθμίσει μέ λεπτομέ­
ρειες τήν άσκηση του άπό τους δημόσιους υπαλλήλους καί τους

στρατιωτικοί, παρά τό γεγονός οτι τά Σώματα στα όποια υπηρετούν ασκούν


τίς ίδιες αρμοδιότητες αστυνομίας καί ασφάλειας, δέν μπορούμε νά δώσουμε
άλλη λογική εξήγηση άπό τό οτι ό νομοθέτης θέλησε άλλα Σώματα νά έχουν
στρατιωτική ιδιότητα (Χωροφυλακή, Λιμενικό Σώμα) καί άλλα νά λειτουργούν
σάν πολιτικές υπηρεσίες ('Αστυνομία Πόλεων, Πυροσβεστικό Σώμα,
Αγροφυλακή).
15. Ή έννοια τοϋ δημόσιου λειτουργού είναι οτι αυτός έχει μεγαλύτερη
λειτουργική, άλλα καί προσωπική, ανεξαρτησία άπό αυτήν τοϋ δημόσιου
υπαλλήλου, πού είναι παρόμοια μέ τήν ανεξαρτησία πού έχουν κατά τό Σύν­
ταγμα οί δικαστικοί λειτουργοί
181

υπαλλήλους των 'Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως καί των άλ­


λων Ν.Π.Δ.Δ., όπως καί άπό τό προσωπικό των κάθε μορφής επιχειρή­
σεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, ή λειτουργία των
οποίων έχει ζωτική σημασία γιά τήν εξυπηρέτηση βασικών αναγκών
του κοινωνικού συνόλου. Ό νόμος πού προβλέπει τό Σύνταγμα, είναι
οι σχετικές μέ τό δικαίωμα απεργίας διατάξεις τοϋ Νόμου 643/1977
γιά τους υπαλλήλους τοϋ Κράτους, τών 'Οργανισμών Τοπικής Αυτο­
διοικήσεως καί τών Ν.Π.Δ.Δ. πού εργάζονται μέ σχέση δημόσιου δι­
καίου καί τοϋ Νόμου 330/1976 γιά όλους τους υπόλοιπους εργαζομέ­
νους. Ό νόμος πού προβλέπει τή ρύθμιση της ασκήσεως τοϋ δικαιώ­
ματος απεργίας, όπως οι παραπάνω, μπορεί νά θέσει μόνο περιορι­
σμούς — καί αυτούς «συγκεκριμένους» — καί όχι απαγορεύσεις σέ
κατηγορίες εργαζομένων. Τίς απαγορεύσεις τίς έθεσε περιοριστικά ό
συνταγματικός νομοθέτης. Κάθε άλλη νομοθετική απαγόρευση είναι
σαφώς αντισυνταγματική.
Ή τελευταία περίοδος τοϋ άρθρου 23 παρ. 2 τοϋ Συντάγματος,
όπου ορίζεται οτι οι περιορισμοί πού θά θέσει ό κοινός νομοθέτης
δεν μπορεί νά φθάσουν μέχρι τήν κατάργηση τοϋ δικαιώματος απερ­
γίας ή τήν παρεμπόδιση τής νόμιμης ασκήσεως του — έδώ ό ορός
«νόμιμη άσκηση» σημαίνει άσκηση σύμφωνα μέ τό Σύνταγμα, αλλιώς
αποτελεί ταυτολογία — απηχεί αρχή αυτονόητη οσο καί δικαστικά
διαμορφωμένη 1 6 Πράγματι, ή νομολογία έχει δεχθεί οτι οι νόμοι πού
ρυθμίζουν τήν άσκηση κάθε ατομικού δικαιώματος δέν μποροϋν, μέ
τους περιορισμούς πού επιβάλλουν,νά θίξουν τόν πυρήνα τοϋ ατομι­
κού δικαιώματος, δηλαδή δέν μπορούν νά επιβάλλουν περιορισμούς
τέτοιους καί τόσους, ώστε ή αναγνώριση τοϋ ατομικού δικαιώματος
νά καταλήξει νά αποτελεί γράμμα κενό

129 Ζήτημα γεννήθηκε κατά τήν εφαρμογή τοΰ άρθρου 23 παρ


2 έδ. β' τοϋ Συντάγματος, άν ή διάταξη πού παρέχει τό δικαίωμα
απεργίας στους δημόσιους υπαλλήλους έχει άμεση ισχύ καί εφαρμο­
γή, ή άν ή άσκηση τοϋ δικαιώματος εξαρτάται άπό τήν έκδοση τοϋ
προβλεπόμενου άπό τό Σύνταγμα νόμου πού θά ρυθμίσει τήν άσκηση
αυτή. Τό πρόβλημα γεννήθηκε πρίν άπό τήν έκδοση τοϋ Νόμου 643/
1977. όταν απέργησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οπότε ή Διοίκηση ίσχυ-

16 Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου τής 'Επικρατείας 1929-1959, σελ


80
182

ρίσθηκε στό Συμβούλιο Επικρατείας, οπού έφθασε ή υπόθεση γιά


άλλο θέμα, οτι ή διάταξη παραμένει ανενεργός μέχρι πού νά εκδοθεί
ό νόμος πού θά ρυθμίζει τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας. Τό
ζήτημα έλυσε τό Σ τ.Ε μέ τήν 1491/1977 απόφαση του, μέ τήν οποία
δέχθηκε τή σωστή άποψη — σύμφωνη καί μέ τά ισχύοντα στή Γαλλία
καί 'Ιταλία, όπως εϊδαμε στα οικεία Κεφάλαια 17 — οτι ή διάταξη έχει
άμεση 'ισχύ καί εφαρμογή, ανεξάρτητα άπό τήν έκδοση τού νόμου
πού θά ρυθμίσει τήν άσκηση τού δικαιώματος απεργίας καί πού απαι­
τείται μόνο γιά νά θεσπίσει τους αναγκαίους περιορισμούς τού δι­
καιώματος Πράγματι, ή υποστήριξη τής αντίθετης απόψεως οδηγεί
στό συμπέρασμα ότι μπορεΤ νά εμποδίζεται έπ' άπειρον ή υλοποίηση
ενός δικαιώματος συνταγματικά κατοχυρωμένου καί αναγνωρισμέ­
νου, εφόσον ή Βουλή δέν ψηφίζει τό σχετικό νόμο

130. Μέ τήν λύση τής άμεσης εφαρμογής τής διατάξεως τοϋ


άρθρου 23 παρ 2 έδ 6' τοϋ Συντάγματος, πρέπει νά θεωρηθεί άτι
καταργήθηκαν όλες οί διατάξεις πού είχαν εκδοθεί ύπό τό Σύνταγμα
τοϋ 1952. όταν 'ίσχυε ή απαγόρευση απεργίας γιά τους δημόσιους
υπαλλήλους, καί πού θέσπιζαν κυρώσεις γιά τους παραβαίνοντες τήν
απαγόρευση Έτσι καταργήθηκαν καί ρητά άπό τό άρθρο 22 παρ 1
τοϋ Ν 643/1977, τό άρθρο 182 τοϋ Ν 1811/1951 (αρχικού κειμένου
τοϋ 'Υπαλληλικού Κώδικα) πού καθιέρωνε τήν πλασματική παραίτηση
τοϋ συμμετέχοντος σέ απεργία δημόσιου υπαλλήλου καί σιωπηρά τό
άρθρο 247 τοϋ Ποινικού Κώδικα πού είχε αναγάγει σέ έγκλημα τή
συμμετοχή δημόσιων υπαλλήλων σέ απεργία Ζήτημα άμως γεννάται
αν επιτρέπεται ή εφαρμογή τού άρθρου 247 Π Κ, εις βάρος εκείνων
των κατηγοριών υπαλλήλων γιά τίς όποιες ή απεργία απαγορεύεται,
δηλαδή εις βάρος δικαστικών λειτουργών καί οργάνων των Σωμάτων
'Ασφαλείας πού ενδεχόμενα θά απεργούσαν αγνοώντας τή συνταγ­
ματική απαγόρευση, ή τοϋ άρθρου 201 τοϋ Ν.Δ. 962/1971 πού θεωρεί
τή συμμετοχή τού δικαστικού λειτουργού σέ απεργία σάν πλασματική
υποβολή παραιτήσεως. Νομίζουμε οτι ή εφαρμογή τού άρθρου 247
Π.Κ. δέν δημιουργεί προβλήματα άπό άποψη συνταγματικότητας, διό­
τ ι ή επιβολή κυρώσεων είναι συμφυής μέ τήν απαγόρευση απεργίας
των δικαστικών λειτουργών καί των οργάνων των Σωμάτων Άσφα-

17 Βλ παραπάνω, Μέρος 1ο, Κεφ Α', παράγρ 52 καί Κεφ Β', παράγρ
71
183

λείας. 'Αντίθετα, αμφίβολης συνταγματικότητας είναι ή διάταξη τοϋ


άρθρου 201 τοϋ Ν.Δ. 962/1971, διότι ή αποδοχή της πλασματικής
παραιτήσεως — στην ουσία απόλυση — τοϋ απεργού δικαστικού λει­
τουργού επέρχεται χωρίς νά τηρηθεί ή διάταξη τοϋ άρθρου 88 παρ. 4
τοϋ Συντάγματος πού επιβάλλει ή παύση τού δικαστικού λειτουργού
νά γίνεται μόνο μέ δικαστική απόφαση, ακόμα καί γιά περιστατικά μή
οφειλόμενα σέ υπαιτιότητα τού δικαστικού λειτουργού (νόσος ή ανα­
πηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια). Συνεπώς, κατά μείζονα λόγο οι εγ­
γυήσεις τού άρθρου 88 παρ. 4 τού Συντάγματος πρέπει κατά τή γνώ­
μη μας νά τηρηθούν καί στην περίπτωση υπαίτιας παραβάσεως, όπως
είναι ή συμμετοχή σέ απεργία, ενέργεια πού απαγορεύεται άπό τό
'ίδιο τό Σύνταγμα.

131 'Ολοκληρώνουμε την ερμηνεία των συνταγματικών διατά­


ξεων σχετικά μέ τό δικίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων μέ
τήν παρατήρηση οτι παρά τό γεγονός οτι τό Σύνταγμα αναγνωρίζει
νόμιμη μόνο τήν απεργία πού επιδιώκει οικονομικούς ή εργασιακούς
σκοπούς, απαγορεύοντας έτσι τήν πολιτική απεργία, πρέπει νά δε­
χθούμε οτι είναι νόμιμη μία περίπτωση πολιτικής απεργίας δημόσιων
υπαλλήλων, εκείνη πού έχει ώς σκοπό τή διατήρηση ή τήν αποκατά­
σταση της δημοκρατικής συνταγματικής τάξεως, οταν αυτή κινδυ­
νεύει ή έχει καταλυθεί Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα μέ τό άρθρο
120 παρ 4 τοϋ Συντάγματος, ολοι οι Έλληνες πολίτες, καί πολύ
περισσότερο οι δημόσιοι υπάλληλοι, έχουν τό δικαίωμα άλλα καί τήν
υποχρέωση νά αντισταθούν μέ κάθε μέσο, οταν επιχειρηθεί ή βίαιη
κατάλυση τού Συντάγματος, ένα δέ άπό τά μέσα αυτά, 'ίσως τό πιό
αποτελεσματικό, είναι ή κήρυξη απεργίας έκ μέρους τών δημόσιων
υπαλλήλων έτσι ώστε ό επίδοξος δικτάτορας νά μή μπορεί νά χρησι­
μοποιήσει τόν κρατικό μηχανισμό γιά νά επιβάλει τήν παράνομη θέ­
ληση του Ή λύση αυτή γίνεται δεκτή, άλλωστε, καί ατή Γερμανία
άπό τή θεωρία 1 8

18 Βλ παραπάνω, Μέρος 1ο, Κεφ Γ, παράγρ 92 καί 101.


184

III. 'Ερμηνεία των σχετικών μέ τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων


υπαλλήλων διατάξεων τοΰ Ν. 643/1977

132. Ό Νόμος 643/1977 πού ψηφίσθηκε δύο χρόνια μετά την έν­
αρξη ισχύος τοϋ Συντάγματος (άρχισε νά ισχύει από 22.7 1977, ημε­
ρομηνία δημοσιεύσεως του στό Φ Ε Κ Α' 200, όπως οριζε τό άρθρο
του 23), φαίνεται ότι είναι απόρροια της 1491/1977 αποφάσεως της
'Ολομέλειας τοϋ Σ.τ.Ε. καί συγκεκριμένα της σκέψεως εκείνης πού
δέχεται οτι ή διάταξη τοΰ άρθρου 23 παρ 2 έδ. 6' τοϋ Συντάγματος
έχει άμεση ισχύ καί εφαρμογή καί δέν εξαρτάται άπό την έκδοση τοϋ
νόμου πού θά ρυθμίζει τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας των
δημόσιων υπαλλήλων, απορρίπτοντας τόν αντίθετο ισχυρισμό της
Διοικήσεως. Ύπό τήν πίεση των πραγμάτων, λοιπόν, ή Κυβέρνηση κα­
τέθεσε στή Βουλή στίς 14 6.1977 τό νομοσχέδιο πού έγινε τελικά ό Ν.
643/1977 καί ζήτησε νά ψηφισθεί κατεπειγόντως πρίν άπό τίς θερινές
διακοπές της Βουλής πράγμα πού έγινε. Ό Νόμος διαιρείται σέ τρία
Κεφάλαια Τό πρώτο Κεφάλαιο, πού περιέχει τά άρθρα 1-4, άφορα τό
συνδικαλιστικό δικαίωμα τών δημόσιων υπαλλήλων καί τήν προστασία
τών συνδικαλιστικών τους οργανώσεων καί δέν θά μας απασχολήσει
κατά τήν ανάπτυξη τοϋ θέματος Θά ασχοληθούμε διεξοδικά μέ τό
δεύτερο Κεφάλαιο τοϋ Νόμου (άρθρα 5-16), πού άφορα τους όρους
ασκήσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων καί
μέ όσες άπό τίς διατάξεις τοϋ τρίτου Κεφαλαίου αφορούν τήν
απεργία

133 Στό δεύτερο Κεφάλαιο του Νόμου, ό νομοθέτης ασχολείται


πρώτα μέ τόν λεπτομερέστερο άπό ο,τι στό Σύνταγμα προσδιορισμό
τών δικαιούχων τοϋ δικαιώματος απεργίας Στή συνέχεια θεσπίζει
τους κατά τήν κρίση του αναγκαίους όρους καί περιορισμούς κατά
τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας έκ μέρους τών δημόσιων
υπαλλήλων Οι περιορισμοί αυτοί έχουν δύο στόχους Ό πρώτος
τους στόχος είναι νά παρεμποδισθεί καί νά προληφθεί άσο είναι δυ­
νατόν, ή κήρυξη αδικαιολόγητων καί μέ ελαφρά συνείδηση απεργιών
Οι περιορισμοί λοιπόν αυτοί θά μπορούσε νά ονομασθούν προληπτι­
κοί περιορισμοί Ό δεύτερος στόχος τών νομοθετικών περιορισμών
είναι νά γίνουν οι απεργίες πού θά κηρυχθούν όσο τό δυνατό λιγό­
τερο αισθητές στην κρατική μηχανή καί στό κοινωνικό σύνολο Οί
περιορισμοί μέ τό δεύτερο στόχο μπορεί νά χαρακτηρισθούν κατά-
185

σταλτικοί περιορισμοί, άφοϋ σκοπός τους είναι νά καταστήσουν τήν


απεργία πού αποφασίζουν νά κηρύξουν οι δημόσιοι υπάλληλοι λιγό­
τερο αισθητή καί επιβλαβή. Τέλος, ό νομοθέτης ρυθμίζει τίς συνέ­
πειες της ασκήσεως του δικαιώματος απεργίας άπό τους δημόσιους
υπαλλήλους. Συνεπώς, οι νομοθετικές ρυθμίσεις γιά τό δικαίωμα
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, θά εξετασθούν συστηματικά μέ
βάση τόν παραπάνω διαχωρισμό τών διατάξεων τοϋ Νόμου Στό
παράρτημα Β' τής διατριβής αυτής παρατίθεται, γιά διευκόλυνση τού
αναγνώστη, αυτούσιο τό κείμενο τών διατάξεων τοϋ Ν. 643/1977 πού
αφορούν τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων

α) Δικαιούχοι τοϋ δικαιώματος απεργίας

134. Τους δικαιούχους τοϋ δικαιώματος απεργίας, καθώς καί τό


σκοπό γιά τόν όποιο πρέπει νά ασκείται τό δικαίωμα απεργίας, καθο­
ρίζει ό νομοθέτης λεπτομερέστερα άπό ο,τι στό Σύνταγμα μέ τό
άρθρο 5 τού Νόμου.
Τό πρώτο θέμα πού γεννάται άπό τίς διατάξεις τού άρθρου αυ­
τού είναι ποιος δικαιούται νά κηρύξει απεργία, ή ακριβέστερα, ποια
είναι ή «νομίμως συνεστημένη καί λειτουργούσα συνδικαλιστική όρ-
γάνωσις» πού αναφέρει ό νόμος. Είναι δυνατό νά κηρυχθεί απεργία
δημόσιων υπαλλήλων από νομικά πρόσωπα στά όποια μετέχουν υπο­
χρεωτικά, σύμφωνα μέ τό νόμο, όλοι όσοι ασκούν ορισμένο επάγγελ­
μα (συνήθως επιστημονικό); Τό ερώτημα γεννήθηκε γιά τους κατά
τόπους Ιατρικούς Συλλόγους, άλλα τό ίδιο ισχύει καί γιά άλλες παρό­
μοιες επιστημονικές οργανώσεις, όπως π.χ. τό Τεχνικό 'Επιμελητήριο
τής 'Ελλάδος. Μπορούν οι επιστημονικές αυτές οργανώσεις, πού εί­
ναι νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, νά κηρύξουν νόμιμα απεργία
γιά όσα άπό τά μέλη τους είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι άλ­
λων Ν.Π.Δ.Δ.; Ή απάντηση πού έδωσε τό Νομικό Συμβούλιο τού Κρά­
τους ('Ολομέλεια) μέ τήν 254/1980 γνωμοδότηση του είναι αρνητική.
Σύμφωνα μέ τήν γνωμοδότηση, τό άρθρο 1 τού Ν. 330/1976, στον
όποιο παραπέμπει τό άρθρο 17 τού Ν. 643/1977 σχετικά μέ τή νομο­
θεσία πού διέπει τίς συνδικαλιστικές οργανώσεις τών δημόσιων
υπαλλήλων, ορίζει ότι δέν υπάγονται στίς διατάξεις τού νόμου γιά τά
επαγγελματικά (συνδικαλιστικά) σωματεία οί επαγγελματικές οργα­
νώσεις πού συνιστώνται βάσει τού νόμου ώς νομικά πρόσωπα δημό­
σιου δικαίου. Συνεπώς ό νόμος απαιτεί άλλες οργανώσεις, ανεξάρτη­
τες άπό τίς επαγγελματικές οργανώσεις, στίς όποιες εγγράφονται
186

υποχρεωτικά öoot άσκοϋν τό οικείο επάγγελμα, ανεξάρτητα άπό τήν


δημοσιοϋπαλληλική ή μή ιδιότητα τους. Στό ίδιο συμπέρασμα κατα­
λήγει καί ή, χρονικά μεταγενέστερη, γνωμοδότηση των Καθηγητών
Άλ. Καρακατσάνηκαί Έπ. Σπηλιωτόπουλου πού δέχεται ότι νομική
κάλυψη της απεργίας πού κηρύσσουν ιατροί πού παρέχουν τίς υπη­
ρεσίες τους μέ σχέση δημόσιου (αλλά καί Ιδιωτικού) δικαίου άπό τόν
Ιατρικό Σύλλογο δέν είναι δυνατή, διότι ό 'Ιατρικός Σύλλογος σέ
σχέση μέ τίς έπί μέρους συνδικαλιστικές οργανώσεις των ιατρών δέν
είναι υπερκείμενη επαγγελματική οργάνωση, δηλαδή ένωση επαγγελ­
ματικών σωματείων (πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια) 19 . "Αλλος ένας
λόγος γιά τόν όποιο, κατά τή γνώμη μας, δέν μπορεί νά αποφασίσει
τήν κήρυξη απεργίας ή ώς νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου συστα­
θείσα επαγγελματική οργάνωση, είναι ότι τό άρθρο 1 παρ. 6 τού Ν.
643/1977 επιβάλλει νά μετέχουν στίς συνδικαλιστικές οργανώσεις
των δημόσιων υπαλλήλων αποκλειστικά καί μόνο δημόσιοι υπάλληλοι,
απαγορεύοντας τή συμμετοχή μή δημόσιων υπαλλήλων.

135 Άλλο θέμα πού γεννάται κατά τήν ερμηνεία της διατάξεως
της παρ. 1 του άρθρου 5, είναι αν επιτρέπεται ή συμμετοχή σέ απερ­
γία πού κηρύσσει ενα συνδικαλιστικό σωματείο δημόσιων υπαλλήλων
ή μία δευτεροβάθμια ένωση δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων ή
ακόμα καί ή τριτοβάθμια οργάνωση, π.χ. ή ΑΔΕΔΥ, δημόσιων υπαλλή­
λων πού δέν μετέχουν σέ σωματείο. Ή συμμετοχή μή συνδικαλισμέ­
νων εργαζομένων σέ απεργία επιτρέπεται άπό τό άρθρο 32 παρ. 1 έδ.
β' τού Ν. 330/1976 γιά όσους εργαζομένους διέπονται άπό τό Νόμο
αυτόν. Γιά τους δημόσιους υπαλλήλους τό ενδεχόμενο αυτό πρέπει
νά αποκλεισθεί. Πρώτον, διότι ή διάταξη ορίζει ότι ή απεργία είναι
δικαίωμα τών δημόσιων υπαλλήλων, όταν αποφασίζεται άπό τή συνδι­
καλιστική οργάνωση,«εις τήν οποίαν ούτοι ανήκουν». Δεύτερον, καί
άν ακόμα δέν υπήρχε ή φράση αυτή τού Νόμου, άπό τό γεγονός ότι
δέν επαναλαμβάνεται ή διάταξη τού άρθρου 32 παρ. 1 έδ. β' τού Ν.
330/1976, σέ συνδυασμό μέ τή συνταγματική διάταξη τού άρθρου 23
παρ 2 έδ α' πού ορίζει ότι τό δικαίωμα απεργίας «ασκείται ύπό τών ...
συνδικαλιστικών οργανώσεων», πρέπει νά συναχθεί τό συμπέρασμα
ότι οι μή οργανωμένοι σέ συνδικαλιστικά σωματεία δημόσιοι υπάλλη­
λοι δέν δικαιούνται νά συμμετάσχουν σέ απεργία, διότι φορείς τού
δικαιώματος απεργίας, μέσω τών όποιων ασκείται τούτο άπό τά ύπο-

19 «'Απεργία» ιατρών ελευθέρων επαγγελματιών, γνωμοδότηση, 'Επι­


θεώρηση 'Εργατικού Δικαίου, Τόμος 40 (1981), σελ. 195
187

κείμενα του, τά άτομα, είναι μόνον οι συνδικαλιστικές οργανώσεις


καί οχι τά Ίδια τά άτομα.

136. Σχετικά μέ τή φράση τοϋ Νόμου οτι ή απεργία επιτρέπεται


μόνο γιά τή διαφύλαξη καί προαγωγή των οικονομικών, επαγγελματι­
κών καί ασφαλιστικών συμφερόντων τών υπαλλήλων, γεννάται τό ζή­
τημα άν ή διάταξη μέ τή φράση αυτή καλύπτει μία απεργία πού γίνε­
ται, π.χ. γιά νά υποχρεωθεί ή Διοίκηση νά εφαρμόσει ακυρωτικές
αποφάσεις τών αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων πού δικαιώνουν
ορισμένους ύπαλλήλους-μέλη τοϋ σωματείου πού κήρυξε τήν απερ­
γία, ανεξάρτητα από τή δυνατότητα δικαστικής προστασίας πού δια­
θέτουν τά θιγόμενα μέλη. Ή περίπτωση αυτή πρέπει, νομίζουμε, νά
υπαχθεί στην υποστήριξη επαγγελματικών συμφερόντων τών υπαλ­
λήλων, διότι τό σωματείο τών υπαλλήλων έχει έννομο συμφέρον νά
φροντίζει γιά τήν από τήν πλευρά της Διοικήσεως τήρηση τής νομι­
μότητας απέναντι στά μέλη του καί νά θεωρεί οτι ή μή συμμόρφωση
τής Διοικήσεως προς ακυρωτικές αποφάσεις τών Δικαστηρίων αποτε­
λεί συλλογική υπόθεση καί οχι προσωπική μόνον υπόθεση τών θιγο­
μένων, αν καί ή συνδικαλιστική αλληλεγγύη, τουλάχιστον στην 'Ελλά­
δα, δέν έχει φθάσει στό υψηλό αυτό σημείο. Ή περίπτωση αυτή τής
απεργίας πού γίνεται γιά νά εξαναγκασθεί ή Διοίκηση νά συμμορφω­
θεί σέ ακυρωτικές αποφάσεις Δικαστηρίων, πού αφορούν μέλη τοϋ
σωματείου, δέν πρέπει νά θεωρηθεί σάν απεργία αλληλεγγύης, είδος
απεργίας πού απαγορεύεται άπό τή διάταξη, διότι έκτος άπό τήν επι­
χειρηματολογία πού αναπτύχθηκε παραπάνω, δέν συντρέχει καί τό
κυριότερο εννοιολογικό στοιχείο τής απεργίας αλληλεγγύης, πού
απαιτεί νά απεργεί καί ή ϊδια ή οργάνωση προς τήν οποία επιδιώκεται
ή επίδειξη αλληλεγγύης, προϋπόθεση πού δέν συντρέχει στην εξετα­
ζόμενη περίπτωση, άπου ή οργάνωση πού απεργεί είναι μία καί οχι
δύο.

137. Σχετικά μέ τήν παρ 2 τού άρθρου 5, πρόβλημα δημιουργεί­


ται άπό τήν ασάφεια τής διατάξεως ώς προς τίς κατηγορίες υπαλλή­
λων πού περιλαμβάνει ή απαγόρευση απεργίας. Άπό τήν εισηγητική
έκθεση τοϋ Νόμου στό άρθρο 5, όσο καί άπό τό Ίδιο τό κείμενο τού
άρθρου, φαίνεται ή πρόθεση διευρύνσεως τής συνταγματικής απαγο­
ρεύσεως, τουλάχιστον όσον άφορα τους υπαλλήλους τής Κ.Υ.Π. Τό
μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι άν ή διάταξη περιλαμβάνει στην
απαγόρευση τους πολιτικούς υπαλλήλους τοϋ Υπουργείου 'Εθνικής
'Αμύνης ή τών Σωμάτων 'Ασφαλείας (τό πρόβλημα δέν άφορα, προ-
188

φανώς, τά εξομοιούμενα μέ τους στρατιωτικούς όργανα των Σωμά­


των 'Ασφαλείας, παρά τό χαρακτηρισμό τους ως πολιτικών υπαλλή­
λων, όπως εϊπαμε παραπάνω). Ή συζήτηση του άρθρου 5 στή Βουλή 20
δέν αϊρει τήν ασάφεια, διότι έκεΐ υποστηρίχθηκαν καί οι δύο απόψεις,
χωρίς νά υπάρξει διευκρινιστική δήλωση άπό τήν πλευρά της Κυβερ­
νήσεως. Μέ τό πρόβλημα ασχολήθηκε τό Νομικό Συμβούλιο του Κρά­
τους, μέ τήν 263/1978 γνωμοδότηση της 'Ολομέλειας του. Ή γνωμο­
δότηση αυτή τοϋ Ν.Σ.Κ., παρά τό πνεύμα της συνταγματικής διατά­
ξεως πού, ενταγμένη στίς διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων,
επιδέχεται μόνο στενή καί όχι διασταλτική ερμηνεία, δέχεται οτι οι
πολιτικοί υπάλληλοι τών Σωμάτων 'Ασφαλείας καί τοϋ 'Υπουργείου
'Εθνικής 'Αμύνης δέν έχουν δικαίωμα απεργίας. Ή γνωμοδότηση
στηρίζει τήν αποψή της στό οτι ή απαγόρευση της απεργίας στους
υπηρετούντες στά Σώματα 'Ασφαλείας έχει ώς δικαιολογία τό οτι ή
τήρηση της δημόσιας τάξεως καί ασφάλειας, ή οποία είναι ή βασική
αρμοδιότητα τών Σωμάτων αυτών, είναι ή πρωταρχική και βασική
αποστολή αύτοϋ του ίδιου τοϋ Κράτους καί επομένως ή λειτουργία
τών υπηρεσιών αυτών δέν πρέπει νά διακόπτεται ή νά διαταράσσεται
άπό απεργιακές εκδηλώσεις, πράγμα πού μπορεί νά συμβεί καί στην
περίπτωση απεργίας τών πολιτικών δημόσιων υπαλλήλων πού υπηρε­
τούν σ' αυτά. Τό Ί'διο 'ισχύει, σύμφωνα μέ τή γνωμοδότηση, καί γιά
τους πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους τών 'Ενόπλων Δυνάμεων,
δηλαδή τού 'Υπουργείου 'Εθνικής 'Αμύνης, πού, ας σημειωθεί, δέν
περιλαμβάνονται στην απαγορευτική διάταξη τού άρθρου 5 παρ. 2
τοϋ Νόμου.
Στους συλλογισμούς αυτούς πρέπει νά παρατηρηθεί οτι ή ίδια
απαγόρευση απεργίας θά έπρεπε τότε νά ισχύει καί γιά τό μέ σχέση
ιδιωτικού δικαίου προσωπικό τών 'Ενόπλων Δυνάμεων καί τών Σωμά­
των 'Ασφαλείας, πράγμα πού δέν συμβαίνει καί έχουν πραγματοποιη­
θεί αρκετές απεργίες τόσο από τό προσωπικό αυτό (συνήθως εργα­
τοτεχνικό), όσο καί άπό τους εργαζομένους στίς διάφορες βιομηχα­
νίες πολεμικού υλικού πού εφοδιάζουν τίς Ένοπλες Δυνάμεις της
Χώρας. "Αν λόγος τής απαγορεύσεως απεργίας ήταν νά προστατευ­
θεί ή αδιάκοπη καί αδιατάρακτη λειτουργία τών υπηρεσιών πού
έχουν σχέση μέ τήν άμυνα καί τήν ασφάλεια τής Χώρας, θά έπρεπε,
έκτος άπό τους πολιτικούς υπαλλήλους τής Κ.Υ.Π., πού άπό τίς δια-

20 Πρακτικά Βουλής, 'Ολομέλεια, Περίοδος Α' Προεδρευομένης Δημο­


κρατίας, Σύνοδος Γ', Τόμος 6ος, Συνεδρίαση PNB', 24 6 1977, σελ 6285-6290
189

τάξεις πού διέπουν τις αρμοδιότητες της (άρθρο 2 Ν.Δ. 380/1969)


ασχολείται μέ την ασφάλεια τής Χώρας, νά απαγορεύεται ή απεργία
καί στους υπαλλήλους του Υπουργείου 'Εξωτερικών, πού και αυτοί
παρέχουν υπηρεσίες χρήσιμες γιά τήν ασφάλεια της Χώρας, καί ομως
τούτο δέν συμβαίνει. Τέλος, επειδή ή απεργία των δημόσιων πολιτι­
κών υπαλλήλων πού υπηρετούν σέ Σώματα άπου ή απεργία απαγο­
ρεύεται θά είχε σάν συνέπεια τή διακοπή ή διατάραξη της κανονικής
λειτουργίας τους, θά έπρεπε, έφ' όσον ή απεργία απαγορεύεται
στους δικαστικούς λειτουργούς, νά απαγορεύεται καί στους δικαστι­
κούς υπαλλήλους (υπαλλήλους τής γραμματείας των δικαστηρίων),
άλλα κανείς δέν διανοήθηκε κάτι τέτοιο, μολονότι ή συγκρότηση τών
Δικαστηρίων είναι τις περισσότερες φορές αδύνατη χωρίς υπαλλή­
λους τής γραμματείας.
"Επειτα άπό τά παραπάνω καί αφού έγινε δεκτό άτι δικαιολογητι­
κός λόγος τής απαγορεύσεως τής απεργίας στίς Ένοπλες Δυνάμεις
καί τά Σώματα Ασφαλείας δέν είναι ή προστασία τής άμυνας καί τής
ασφάλειας τής Χώρας, θά εξετασθεί ποιος μπορεί νά είναι ό λόγος
αυτός Νομίζουμε ότι ό λόγος τής απαγορεύσεως τής απεργίας πρέ­
πει νά αναζητηθεί στην αιτιολογία γιά τήν οποία είναι αυτονόητη ή
απαγόρευση γιά τους υπηρετούντες στίς "Ενοπλες Δυνάμεις. Είπε ό
αρμόδιος 'Υπουργός στή Βουλή κατά τή συζήτηση τού Συντάγματος,
άτι απεργία τού στρατού σημαίνει στάση. Ό ίδιος λόγος πρέπει νά
ισχύσει καί γιά όσους άπό τους υπηρετούντες στά Σώματα 'Ασφα­
λείας φέρουν — ή μπορούν νά φέρουν — άπλα. Πράγματι, απεργία
τών 'Ενόπλων Δυνάμεων καί Σωμάτων καταλήγει ή μπορεί νά καταλή­
ξει σέ στάση κατά τού νόμιμου Κράτους καί στην κατάλυση τού δη­
μοκρατικού πολιτεύματος. Απέναντι σέ ενα τέτοιο ενδεχόμενο ό
συνταγματικός νομοθέτης, ύστερα μάλιστα άπό τήν πικρή εμπειρία
τής ύπερεπταετούς δικτατορίας, είναι πολύ προσεκτικός καί φρόντι­
σε νά δημιουργήσει τίς κατάλληλες ασφαλιστικές δικλείδες, όπως εί­
ναι οι διατάξεις τών άρθρων 87 παρ. 2, 120 παρ. 3 καί 4 τού Συντάγ­
ματος. Στό πνεύμα αυτό πρέπει νά ενταχθεί καί ή διάταξη τού
άρθρου 23 παρ. 2 έδ. β' τού Συντάγματος, όπως πρέπει νά ερμηνευ­
θεί κατά τήν προσωπική μας γνώμη. 'Ενώ λοιπόν ή απεργία τών οργά­
νων τών Ενόπλων Δυνάμεων καί τών Σωμάτων 'Ασφαλείας σημαίνει ή
μπορεί νά σημαίνει στάση, δέν συμβαίνει τό Ίδιο μέ τους πολιτικούς
δημόσιους υπαλλήλους ούτε τού Υπουργείου 'Εθνικής 'Αμύνης, ού­
τε τών Σωμάτων 'Ασφαλείας, ούτε τής Κ.Υ.Π. Οι υπάλληλοι αυτοί
έχουν τό δικαίωμα απεργίας, όπως καί οι συνάδελφοι τους τών άλλων
Υπουργείων καί ή διάταξη τού άρθρου 5 παρ. 2 τού Ν. 643/1977 είναι, •
190

κατά τό μέρος πού μπορεί νά ερμηνευθεί άτι περιλαμβάνει καί τους


πολιτικούς υπαλλήλους στην απαγόρευση απεργίας, αντισυνταγματι­
κή, διότι έκτος των άλλων αντίκειται καί στην τελευταία περίοδο του
άρθρου 23 παρ. 2 έδ. β' τοϋ Συντάγματος, άφοϋ καταργεί τό δικαίωμα
απεργίας των κατηγοριών αυτών δημόσιων υπαλλήλων. Έξ άλλου,
τόσο τό Σύνταγμα οσο καί τό άρθρο 5 παρ. 2 τοϋ Ν. 643/1977, χρησι­
μοποιούν τόν άρο «υπηρετούντες οτά Σώματα Ασφαλείας» άχι διότι
θέλουν νά συμπεριλάβουν καί τους πολιτικούς υπαλλήλους τών Σω­
μάτων αυτών, άλλα διότι υπάρχουν, όπως ε'ίπαμε παραπάνω, ένοπλα
όργανα τών Σωμάτων αυτών πού έχουν ιδιότητα πολιτικών υπαλλή­
λων καί οχι στρατιωτικών ('Αστυνομία Πόλεων, Πυροσβεστικό Σώμα
καί Αγροφυλακή), πού αλλιώς θά διέφευγαν άπό τήν απαγόρευση
απεργίας. Οι αναμφισβήτητες ανάγκες προστασίας τής άμυνας καί
ασφάλειας τής Χώρας μπορούν έξ άλλου νά αντιμετωπισθούν, στό
πλαίσιο τοΰ υφιστάμενου θετικού δικαίου, μέ τή χρησιμοποίηση
προσωπικού του άρθρου 13 τοΰ Νόμου σέ μεγαλύτερη κλίμακα άπό
ο,τι στίς άλλες υπηρεσίες πού δέν έχουν σχέση μέ τόν κρίσιμο αυτόν
τομέα τής εθνικής ζωής. "Αν οι συνθήκες επιβάλλουν ολοσχερή απα­
γόρευση απεργίας σέ ολο τό προσωπικό πού απασχολείται σέ υπηρε­
σίες ή δραστηριότητες πού έχουν σχέση μέ τήν άμυνα καί τήν ασφά­
λεια τής Χώρας, αυτό μπορεί νά γίνει μόνο μέ τροποποίηση τής συν­
ταγματικής διατάξεως τού άρθρου 23 παρ. 2 έδ. θ' προς αυτήν τήν
κατεύθυνση. Κάθε άλλη λύση θά είναι αμφίβολης
συνταγματικότητας.

138. Άπό νομοθετική άποψη, σέ ενδεχόμενη τροποποίηση τοΰ


άρθρου 5 τοΰ Νόμου, ή διατύπωση του θά πρέπει νά επιτρέπει τήν
απεργία σέ όλους τους πολιτικούς υπαλλήλους τών 'Ενόπλων Δυνά­
μεων καί Σωμάτων 'Ασφαλείας, πού, χωρίς νά είναι οργανικά ενταγμέ­
νοι στά Σώματα αυτά, παρέχουν εϊτε τεχνικές, είτε καθαρά βοηθητι­
κές υπηρεσίες (π.χ. μηχανικοί καί άλλοι τεχνικοί πολιτικοί υπάλληλοι,
δακτυλογράφοι, οδηγοί αυτοκινήτων, τεχνίτες συντηρητές κλπ.),
απαγορεύοντας τήν απεργία μόνο στά όργανα εκείνα τών Σωμάτων
'Ασφαλείας πού σύμφωνα μέ τίς οργανικές καταστατικές διατάξεις
τους είναι ένοπλα ή εξομοιώνονται βαθμολογικά καί μισθολογικά μέ
τους στρατιωτικούς.

β) Προληπτικοί περιορισμοί τοϋ δικαιώματος απεργίας

139. Οι προληπτικοί περιορισμοί πού θέτει ò νομοθέτης στό δι-


191

καίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων περιλαμβάνονται στα


άρθρα 6-11 τού Νόμου. Οι περιορισμοί αυτοί αφορούν την υποβολή
των αιτημάτων των συνδικαλιστικών οργανώσεων τών υπαλλήλων γιά
τήν ικανοποίηση τους, τήν δημιουργία οργάνου πού είναι αρμόδιο γιά
τή συμβιβαστική επίλυση ή διευθέτηση τών αιτημάτων καθώς καί
τόν τρόπο λειτουργίας του καί τή διαδικασία πού ακολουθείται γιά τό
σκοπό αυτόν, τή διαδικασία πού πρέπει νά ακολουθηθεί μετά τήν
αποτυχία τών διαπραγματεύσεων γιά τήν ικανοποίηση τών αιτημά­
των, γιά νά είναι δυνατό νά κηρυχθεί νόμιμα ή απεργία, τό αρμόδιο
όργανο πού θά λάβει τήν απόφαση γιά τήν κήρυξη της, τίς πλειοψη­
φίες καί προθεσμίες πού απαιτούνται καί άλλες παρόμοιες προϋπο­
θέσεις. Παρακάτω θά αναλύσουμε κάθε έναν άπό τους προληπτικούς
περιορισμούς, επισημαίνοντας κυρίως τά προβλήματα πού γεννώνται
κατά τήν ερμηνεία τών σχετικών διατάξεων πού τους καθιερώνουν.

(1)Ύποβολή αιτημάτων συνδικαλιστικών οργανώσεων

140. Τήν υποβολή τών αιτημάτων τών συνδικαλιστικών οργανώ­


σεων τών δημόσιων υπαλλήλων στην Κυβέρνηση (καί μάλιστα σέ συγ­
κεκριμένους Υπουργούς) προβλέπει τό άρθρο 6 τοϋ Νόμου.
Γιά τό άρθρο αυτό, πρόβλημα ανακύπτει μέ ποιο τρόπο πρέπει νά
γίνεται ή υποβολή τών αιτημάτων της συνδικαλιστικής οργανώσεως
προς τους αρμόδιους Υπουργούς. Γιά τό προσωπικό τοϋ Δημοσίου,
τών Ν.Π.Δ.Δ. καί τών δημόσιων επιχειρήσεων κλπ. πού εργάζεται μέ
σχέση ιδιωτικού δικαίου, τό άρθρο 36 παρ. 1 τοϋ Ν. 330/1976 απαιτεί
τήν υποβολή τών αιτημάτων μέ έγγραφο κοινοποιούμενο μέ δικαστι­
κό επιμελητή. Νομίζουμε ότι άπαξ καί καθιερώθηκε ό τρόπος αυτός
υποβολής τών αιτημάτων, ή σκοπιμότητα τοϋ οποίου δέν μας απα­
σχολεί, πρέπει νά τηρηθεί καί γιά τήν υποβολή τών αιτημάτων τών
συνδικαλιστικών οργανώσεων τών δημόσιων υπαλλήλων.

141. Σχετικά μέ τήν παράγραφο 2 τοϋ άρθρου 6, πρέπει νά ση­


μειώσουμε ότι ό Υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως, πού καθίσταται
άπό τή διάταξη εκπρόσωπος της Κυβερνήσεως στίς σχέσεις της καί
επαφές της μέ τίς συνδικαλιστικές οργανώσεις τών δημόσιων υπαλ­
λήλων, υποχρεούται νά απαντήσει μέσα στην προθεσμία πού καθιε­
ρώνεται άπό τήν ϊδια διάταξη άν δέχεται νά ικανοποιήσει τά υποβλη­
θέντα αιτήματα, ή νά τά παραπέμψει στό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής
πού προβλέπεται άπό τίς διατάξεις τοϋ άρθρου 7. Ή υποχρέωση τοϋ
Υπουργού καλύπτει καί τίς δύο ενέργειες, καί τήν απάντηση καί τήν
192

(διαζευκτική) παραπομπή στό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής. Σέ περίπτω­


ση πού ό 'Υπουργός παραβεί τήν υποχρέωση του νά παραπέμψει τά
αιτήματα στό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής, ή διάταξη δίνει τή δυνατότη­
τα στή συνδικαλιστική οργάνωση νά υποβάλει ή ϊδια τά αιτήματα της
στό Συμβούλιο αυτό.
Ή υποβολή των αιτημάτων πρέπει νά συνοδεύεται άπό τήν τυπι­
κή δήλωση ότι ή μή ικανοποίηση τους μπορεί νά οδηγήσει σέ κήρυξη
απεργίας. Πρόθεση του νομοθέτη, όπως διευκρινίζεται άπό τή συζή­
τηση στή Βουλή 21 , είναι νά ασχολείται τό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής
μόνο μέ αιτήματα, ή μή ικανοποίηση τών οποίων συνδέεται μέ απειλή
κηρύξεως απεργίας. Γι' αυτό, ή υποβολή τοϋ αιτήματος στον 'Υπουρ­
γό έκ μέρους της συνδικαλιστικής οργανώσεως σκόπιμο είναι νά συν­
οδεύεται άπό τήν τυπική δήλωση τής απειλής κηρύξεως απεργίας,
ώστε νά αποδυναμώνεται τό ενδεχόμενο επιχείρημα τής Διοικήσεως
ότι τό αίτημα δέν παραπέμφθηκε άπό τόν Υπουργό στό Συμβούλιο
Συνδιαλλαγής, διότι δέν συνοδευόταν άπό τήν απειλή κηρύξεως
απεργίας. Ή σημασία τής παρατηρήσεως αυτής θά γίνει αντιληπτή
όταν θά ασχοληθούμε μέ τήν ανάλυση τών περιορισμών πού αφο­
ρούν στην κήρυξη τής απεργίας, όπως αυτοί καθορίζονται στό άρθρο
10 τοΰ Νόμου.

(2) Σύσταση και λειτουργία Συμβουλίου Συνδιαλλαγής

142. Δεύτερος προληπτικός περιορισμός πού καθιερώνεται άπό


τά άρθρα 7 καί 8 τοϋ Ν. 643/1977, είναι ή σύσταση και λειτουργία τοϋ
Συμβουλίου Συνδιαλλαγής, πού είναι αρμόδιο γιά τήν διαπραγμάτευ­
ση καί συμβιβαστική διευθέτηση αιτημάτων πού προβάλλονται άπό
τίς συνδικαλιστικές οργανώσεις καί τών οποίων ή απόρριψη ή μή ολο­
σχερής ικανοποίηση συνδέεται μέ τήν απειλή κηρύξεως απεργίας. Τό
άρθρο 7 άφορα τή συγκρότηση τοϋ Συμβουλίου Συνδιαλλαγής καί
δέν παρουσιάζει ερμηνευτικά προβλήματα. Στην παρ. 7 τοϋ άρθρου
παρέχεται εξουσιοδότηση γιά τή σύσταση καί άλλων Συμβουλίων
Συνδιαλλαγής. Μέ τό Π.Δ. 1010/1977 έγινε ήδη χρήση τής εξουσιοδο­
τήσεως αυτής καί ιδρύθηκε Β' Συμβούλιο Συνδιαλλαγής. Οι αρμοδιό­
τητες τών δύο πλέον Συμβουλίων καθορίζονται άπό τό παραπάνω
Π.Δ., τοϋ οποίου ο'ι διατάξεις, λεπτομερειακές κατά βάση, δέν παρου­
σιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον.

21 Πρακτικά Βουλής, οπ παρ , Συνεδρίαση PNB', 24.6 1977, σελ 6290


193

143. Τό άρθρο 8 καθορίζει τή διαδικασία συζητήσεων καί λήψεως


αποφάσεων άπό τό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής. Καί στό άρθρο αυτό οι
περισσότερες διατάξεις δέν παρουσιάζουν ερμηνευτικά προβλήματα.
Σχετικά μέ τήν παρ. 9 ανακύπτει τό πρόβλημα τί θά γίνει άν ή Κυβέρ­
νηση, παρά τή συμφωνία πού επιτεύχθηκε μέ τήν συνδικαλιστική
οργάνωση, αμελήσει νά προβεί στίς ενέργειες εκείνες πού υλο­
ποιούν τή συμφωνία, δέν καταθέτει π.χ. τά σχετικά νομοσχέδια στή
Βουλή, ή καθυστερεί πέρα άπό ενα εύλογο χρονικό διάστημα τήν ψή­
φιση τους. Τό πρόβλημα έγκειται στό άν, άφοϋ παρέλθει ό εύλογος
χρόνος καί εξαντληθεί ή υπομονή της συνδικαλιστικής οργανώσεως,
χρειάζεται νά τηρηθεί έκ νέου ή χρονοβόρα διαδικασία τής υποβολής
τού αιτήματος, τής αναμονής απαντήσεως καί τής συζητήσεως στό
Συμβούλιο Συνδιαλλαγής (23 τουλάχιστον εργάσιμες ήμερες = 27
πλήρεις) γιά νά κηρυχθεί απεργία. Νομίζουμε ότι ή απαίτηση νά τηρη­
θούν έκ νέου όλες αυτές οι διατυπώσεις εγγίζει τήν υπέρμετρη πα­
ρεμπόδιση τής νόμιμης ασκήσεως τού δικαιώματος απεργίας καί γι'
αυτό κάτι τέτοιο αντιβαίνει στό Σύνταγμα. 'Ορθότερο είναι στην
περίπτωση αυτή ή κήρυξη τής απεργίας νά γίνει μετά τήν τήρηση των
διατυπώσεων τού άρθρου 10 καί μόνο τού Νόμου. Τήν άποψη ότι δέν
απαιτείται ή έκ νέου τήρηση τής διαδικασίας τού Συμβουλίου Συν­
διαλλαγής δέχεται καί ή 9620/1980 απόφαση τού 'Εφετείου 'Αθηνών.
Ό σ ο ν άφορα τή φύση τής συμφωνίας πού επιτυγχάνεται στό
Συμβούλιο Συνδιαλλαγής, τό Συμβούλιο 'Επικρατείας έκρινε μέ τήν
863/1981 απόφαση του, άτι ή πράξη τού Προέδρου τού Συμβουλίου
Συνδιαλλαγής, μέ τήν οποία διαπιστώνεται ή επίτευξη συμφωνίας,
δέν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη καί επομένως δέν προσβάλλε­
ται παραδεκτώς μέ αίτηση ακυρώσεως.

144 "Αλλο ενα πρόβλημα ανακύπτει σχετικά μέ τήν παρ. 12 τού


άρθρου 8, οπού ορίζεται ότι οι συνέπειες τής μή επιτεύξεως συμφω­
νίας, πού αναφέρονται στην παρ. 11 τού ίδιου άρθρου, εφαρμόζονται
καί στην περίπτωση απουσίας άπό τίς συνεδριάσεις τού Συμβουλίου
Συνδιαλλαγής, «καίτοι κληθέντος», οχι μόνον τού εκπροσώπου τής
ΑΔΕΔΥ, άλλα καί τού εκπροσώπου της συνδικαλιστικής οργανώσεως
πού υπέβαλε τό αίτημα. Νομίζουμε ότι στην τελευταία αυτή περίπτω­
ση, άλλες θά έπρεπε νά είναι οι συνέπειες, διότι κατ' αυτόν τόν τρό­
πο, ό εκπρόσωπος τής συνδικαλιστικής οργανώσεως πού υπέβαλε τό
αίτημα, απουσιάζοντας σκόπιμα, θά μπορεί νά ματαιώνει τήν επίτευξη
συμφωνίας, καί στίς περιπτώσεις εκείνες ακόμα πού θά συμφωνοΰ-
194

σαν γιά τήν ικανοποίηση τοΰ αιτήματος καί οι κυβερνητικοί εκπρόσω­


ποι καί ό εκπρόσωπος της ΑΔΕΔΥ.

145. Άπό νομοθετική επίσης άποψη, στό πλαίσιο των διαπραγμα­


τεύσεων πού γίνονται, πρέπει νά μελετηθεί καί τό ενδεχόμενο, μία
συμφωνία πού θά επιτευχθεί κατά τίς διαπραγματεύσεις, νά ισχύει
αμέσως μέ τήν επίτευξη της καί όχι νά αναμένεται ή ψήφιση του Νό­
μου πού θά υλοποιεί τή συμφωνία, ψήφιση πού μπορεί νά καθυστε­
ρήσει τυχαία, άλλα Ίσως καί σκόπιμα άπό τήν πλευρά της κυβερνή­
σεως, πράγμα πού δίνει αφορμή σέ νέες διενέξεις.

(3) Κήρυξη απεργίας.

146. Σχετικά μέ τους όρους καί τίς προϋποθέσεις προσφυγής τής


συνδικαλιστικής οργανώσεως σέ απεργία, μετά τήν αποτυχία τής επι­
λύσεως των αιτημάτων της μέσω τής διαδικασίας του Συμβουλίου
Συνδιαλλαγής, προβλέπουν τά άρθρα 10 καί 11 του Νόμου.
Στό άρθρο 10 υπάρχουν έντονοι περιορισμοί του δικαιώματος
απεργίας, των οποίων ή συνταγματικότητα είναι αμφισβητήσιμη.
'Υποστηρίχθηκε δηλαδή, ότι ή απαίτηση νά τηρηθεί οπωσδήποτε ή
διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Συνδιαλλαγής πρίν αποφασισθεί
άπό τό αρμόδιο όργανο τής συνδικαλιστικής οργανώσεως ή κήρυξη
απεργίας, είναι αντισυνταγματική 22 Ή παραπομπή των αιτημάτων
στό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής, πράγματι, αποτελεί υποχρέωση τοϋ
'Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως καί δικαίωμα — μόνο — τής συν­
δικαλιστικής οργανώσεως. Είναι αντίθετο στίς αρχές τής καλής πί­
στεως καί τής χρηστής Διοικήσεως νά ορίζονται οι 'ίδιες συνέπειες
γιά τήν παράλειψη ασκήσεως μιας υποχρεώσεως άπό τή μία πλευρά
καί ενός δικαιώματος άπό τήν άλλη. Θεμιτός στόχος τών περιορι­
σμών πού ανέχεται τό Σύνταγμα στην απεργία τών δημόσιων υπαλλή­
λων είναι ή αποτροπή αιφνιδιασμού τής Πολιτείας καί ή διευκόλυνση
τής συμβιβαστικής επιλύσεως τών διαφορών Ή κήρυξη λοιπόν τής
απεργίας, χωρίς νά προηγηθεί ή διαδικασία τής συνδιαλλαγής, δέν
συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά τών απεργών, άλλα πρόδηλη
υπαιτιότητα (αμέλεια, ή ακόμα καί σκόπιμη ενέργεια) τού 'Υπουργού,
πού παρά τήν υποχρέωση πού είχε έκ τοϋ νόμου, δέν παρέπεμψε τά

22 Κ Μπέη, Τό δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων, 'Επιθεώρη­


ση Εργατικού Δικαίου, 38 (1979), σελ 418-419
195

αιτήματα ατό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής. Αυτό καταλήγει στην υπέρ­


μετρη παρακώλυση ασκήσεως του δικαιώματος απεργίας.

147. "Αλλος ένας, αμφισβητήσιμης συνταγματικότητας, περιορι­


σμός τίθεται, κατά τή γνώμη μας, στην 'ίδια διάταξη της παρ. 1 του
άρθρου 10, όταν γιά τή λήψη αποφάσεως άπό τό αρμόδιο, σύμφωνα
μέ τό άρθρο 11, όργανο της συνδικαλιστικής οργανώσεως, γιά τήν
κήρυξη απεργίας, πρέπει νά έχει περατωθεί ή διαδικασία στό Συμ­
βούλιο Συνδιαλλαγής. Είπαμε παραπάνω, ότι ή υποβολή τοϋ αιτήμα­
τος στον Υπουργό, γιά νά εξετασθεί άπό τό Συμβούλιο Συνδιαλλα­
γής, πρέπει νά συνοδεύεται καί άπό τή δήλωση ότι ή ενδεχόμενη
απόρριψη του θά οδηγήσει τήν οργάνωση σε κήρυξη απεργίας. Γιά
ενα τόσο σοβαρό θέμα, όμως, όπως ή κήρυξη απεργίας, είναι μάλλον
απίθανο νά αποφασίσουν ό Πρόεδρος καί ό Γενικός Γραμματέας μιας
συνδικαλιστικής οργανώσεως, πού συνήθως υπογράφουν τό έγγραφο
γιά τήν υποβολή τοϋ αιτήματος οτά αρμόδια 'Υπουργεία "Αν λοιπόν
τό αρμόδιο, κατά τό άρθρο 11 του Νόμου, όργανο τής συνδικαλιστι­
κής οργανώσεως συνέλθει καί αποφασίσει γιά τήν υποβολή των αιτη­
μάτων τοϋ Κλάδου, καί συνδέσει τήν απόρριψη των αιτημάτων μέ τήν
απειλή κηρύξεως απεργίας, είναι ανάγκη νά επανέλθει μετά τήν
απόρριψη των αιτημάτων καί νά ξανασυζητήσει τό θέμα; Γιά ποιο
σκοπό; Τί θά έχει αλλάξει μέσα σέ 20 εργάσιμες ήμερες άπό τήν υπο­
βολή τών αιτημάτων, "Αν στόχος του νομοθέτη ήταν ή αποφυγή αιφ­
νιδιασμού των αρμόδιων κρατικών παραγόντων μέ τήν απόρριψη τών
αιτημάτων άπό τό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής, ώστε νά υποτεθεί ότι μέ
τή μεταγενέστερη τής διαδικασίας ενώπιον τοϋ Συμβουλίου απόφα­
ση κηρύξεως απεργίας προετοιμάζεται ή κυβέρνηση νά αντιμετωπί­
σει τήν έκτακτη κατάσταση πού θά προκύψει άπό τήν απεργία, τί
χρειάζεται ή επίσημη καί ρητή προειδοποίηση κατά τήν υποβολή τοϋ
αιτήματος, σύμφωνα μέ τό άρθρο 6; Τί χρειάζεται ή έπί πλέον τριήμε­
ρη προθεσμία άπό τή λήψη τής αποφάσεως μέχρι τήν έναρξη τής
απεργίας; Άπό τή στιγμή πού παρήλθαν οι δέκα ήμερες τής προθε­
σμίας απαντήσεως τοϋ 'Υπουργού, οι άλλες δέκα ήμερες στό Συμ­
βούλιο Συνδιαλλαγής καί δέν ικανοποιήθηκαν τά αιτήματα τών υπαλ­
λήλων, ή κυβέρνηση πρέπει νά αναμένει ότι θά αντιμετωπίσει τήν
αντίδραση τών υπαλλήλων. Καί άν ή νέα προθεσμία τών τριών ήμε­
ρων, πού αποβλέπει στην αποτροπή τών αιφνιδιαστικών απεργιών,
μπορεί νά φανεί εύλογη, αφού μέχρι τήν δεκάτη ήμερα τών συζητή­
σεων στό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής υπάρχει θεωρητικά ή ελπίδα επι­
τεύξεως συμφωνίας, όλες οι άλλες προθεσμίες καί τό χρονικό διά-
196

στημα συγκλήσεως τοϋ οργάνου πού είναι αρμόδιο γιά νά λάβει από­
φαση γιά την κήρυξη απεργίας, ύπό τήν προϋπόθεση πάντοτε ότι τό
ϊδιο όργανο συνήλθε καί πρίν άπό τήν υποβολή τοϋ αιτήματος, δέν
αποβλέπουν παρά στην παρακώλυση τής ασκήσεως τοϋ δικαιώματος
απεργίας καί γι' αυτό ή διάταξη αυτή, ύπό τίς προϋποθέσεις πού εκ­
θέσαμε, είναι αντισυνταγματική.

148. Σχετικά μέ τήν παρ. 2 τοϋ άρθρου 10, πού ορίζει ότι τό αρμό­
διο όργανο γιά τή λήψη αποφάσεως περί απεργίας μπορεί νά εξου­
σιοδοτήσει τή διοίκηση τής συνδικαλιστικής οργανώσεως νά καθορί­
σει τήν ημερομηνία ενάρξεως τής απεργίας, γεννάται τό πρόβλημα
μέ ποιόν τρόπο θά γίνει ή κοινοποίηση τής αποφάσεως προς τους
αρμόδιους Υπουργούς, καί τί θά περιέχει τό έγγραφο μέ τό όποιο θά
ανακοινώνεται ή απόφαση γιά τήν απεργία. Ώ ς προς τό πρώτο ζήτη­
μα, νομίζουμε ότι πρέπει νά εφαρμοσθεί αναλογικά ή διάταξη τοϋ
άρθρου 6 παρ. 1 τοϋ Ν. 643/1977, όπως ερμηνεύθηκε έδώ καί νά γίνει
αναλογική εφαρμογή τοϋ άρθρου 36 παρ. 1 τοϋ Ν. 330/1976, δηλαδή
ή κοινοποίηση τής αποφάσεως γιά τήν κήρυξη απεργίας νά γίνει μέ
δικαστικό επιμελητή. "Οσον άφορα τό ζήτημα ποια είναι τά ουσιώδη
στοιχεία τοϋ έγγραφου πού θά ανακοινώνει στους 'Υπουργούς τήν
κήρυξη απεργίας, νομίζουμε ότι τό έγγραφο μπορεί νά ανακοινώνει
μόνο τή διάρκεια τής απεργίας καί δέν είναι απαραίτητο νά εξαγγέλ­
λει καί τήν ημερομηνία ενάρξεως της, άφοϋ αυτή δέν είναι αναγκαίο
νά ορίζεται μέ τήν απόφαση τοϋ αρμόδιου γιά τήν κήρυξη τής απερ­
γίας οργάνου, τό όποιο μπορεί νά εξουσιοδοτεί τό Διοικητικό Συμ­
βούλιο νά ορίσει αυτό τήν έναρξη τής απεργίας, σέ χρόνο πού θά
κρίνει πιό κατάλληλο, ώστε ή απεργία νά γίνει αισθητή. Βέβαια, ή
απόφαση τοϋ Διοικητικού Συμβουλίου γιά τήν ημερομηνία ενάρξεως
τής απεργίας σέ χρόνο πού θά κριθεί ότι εξυπηρετεί καλύτερα τό
σκοπό τής απεργίας, υπόκειται σέ τρεις δραστικούς περιορισμούς:
Πρώτον, ή απόφαση γιά τήν κήρυξη τής απεργίας δέν μπορεί νά υλο­
ποιηθεί καί ή απεργία νά αρχίσει πρίν άπό τρεις ήμερες άπό τή λήψη
τής αποφάσεως καί μετά άπό τριάντα ήμερες άπό τήν 'ίδια χρονική
αφετηρία, σύμφωνα μέ τήν παρ. 3 τοϋ Ί'διου άρθρου 10. Δεύτερον,
μπορεί ή κυβέρνηση νά ζητήσει τήν αναστολή της απεργίας, σύμφω­
να μέ τό άρθρο 12 τοϋ Νόμου. Στην περίπτωση αύτή,όπως ορίζει τό
δεύτερο εδάφιο τής παρ. 3 τοϋ άρθρου 10, δέν τρέχει ή προθεσμία
γιά τήν πραγματοποίηση τής απεργίας, πού θέτει τό πρώτο εδάφιο.
Τρίτον, ή απόφαση γιά τήν έναρξη τής απεργίας, είτε λαμβάνεται άπό
τό αρμόδιο όργανο, εϊτε άπό τό Διοικητικό Συμβούλιο κατ' έξουσιο-
197

δότησή του, δέν πρέπει νά αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος, σύμφω­


να καί μέ γενική αρχή τού δικαίου, πού έχει πλέον καί συνταγματικό
κύρος (άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος) καί μέ τή διάταξη του
άρθρου 14 παρ. 1 του Νόμου. Μέ τήν ανάλυση των περιορισμών πού
θέτουν τά άρθρα στά όποΐαπαραπέμψαμε,θά ασχοληθούμε παρακά­
τω, στους κατασταλτικούς περιορισμούς τού δικαιώματος απεργίας.

149. Πρέπει νά σημειωθεί στό σημείο αυτό άτι ή διάταξη της παρ.
2 τοϋ άρθρου 10, ορίζοντας άτι τό αρμόδιο γιά τή λήψη αποφάσεως
όργανο της συνδικαλιστικής οργανώσεως καθορίζει τή διάρκεια της
απεργίας καί τήν ημερομηνία ενάρξεως της, μέ τή δυνατότητα νά
εξουσιοδοτεί τό Διοικητικό Συμβούλιο νά ορίσει αυτό τήν ημερομη­
νία ενάρξεως, έχει υπόψη της μόνο τή συνεχή απεργία ή τήν πραγμα­
τοποιούμενη μία μόνο φορά καί γιά μία ή λίγες ήμερες. Τί συμβαίνει
όμως όταν ή απεργία έχει τή μορφή διακεκομμένης απεργίας; Στην
περίπτωση αυτή ποια άπό τά στοιχεία της μορφής αυτής απεργίας
πρέπει νά αποφασίζονται άπό τό όργανο τό αρμόδιο γιά τή λήψη της
αποφάσεως κηρύξεως τής απεργίας καί ποια άπό τό Διοικητικό Συμ­
βούλιο κατ' εξουσιοδότηση τοϋ αρμόδιου οργάνου; Νομίζουμε ότι τό
Διοικητικό Συμβούλιο έχει τήν αρμοδιότητα νά καθορίσει καί έδώ μό­
νο τήν ημερομηνία ενάρξεως τής απεργίας, σάν σύνολο νοούμενης,
ολα δέ τά υπόλοιπα στοιχεία τής διακεκομμένης απεργίας πρέπει νά
καθορισθούν άπό τό αρμόδιο όργανο, σύμφωνα μέ τό άρθρο 11 τοϋ
Νόμου. Τά στοιχεία αυτά είναι τό χρονικό διάστημα τής απεργίας
(περιορισμένο, π.χ. γιά ενα μήνα, ή απεριόριστο, μέχρι τήν ικανοποίη­
ση των αιτημάτων), τό χρονικό διάστημα κάθε διακεκομμένης αποχής
άπό τήν εργασία, όπως καί ή συχνότητα καί ή περιοδικότητα τής απο­
χής (π.χ. 1 ή 2 ήμερες κάθε εβδομάδα, έκ των προτέρων όμως ορι­
σμένες, τήν πρώτη Δευτέρα κάθε μήνα ή κάθε δεκαπενθήμερου, μία
εβδομάδα αποχή άπό τήν εργασία καί μία εβδομάδα κανονική εργα­
σία καί άσους άλλους συνδυασμούς μπορεί νά σκεφθεί ή συνδικαλι­
στική οργάνωση πού κηρύσσει τήν απεργία), έτσι ώστε νά μπορούν
νά προσδιορισθούν επακριβώς οι συγκεκριμένες ήμερες κατά τίς
όποιες οι υπάλληλοι θά απεργήσουν, οπως σωστά δέχεται ή 96207
1980 απόφαση τοϋ Εφετείου 'Αθηνών.
Ή διακεκομμένη απεργία είναι μία καί ενιαία απεργία καί όχι δια­
φορετικές απεργίες, καί συνεπώς αφενός δέν απαιτείται ή λήψη απο­
φάσεως τού αρμόδιου οργάνου γιά κάθε αποχή, ύπό τίς προϋποθέ­
σεις πού εκθέσαμε παραπάνω, καί αφετέρου ο'ι συγκεκριμένες απο­
χές άπό τήν εργασία, σύμφωνα μέ τό σχέδιο τής απεργίας, μπορούν
198

νά πραγματοποιηθούν νόμιμα καί μετά την προθεσμία των 30 ήμερων


άπό τή λήψη της αποφάσεως γιά τήν κήρυξη της.

150. Μέ τήν παρ. 4 του άρθρου 10 ό νομοθέτης, συναισθανόμε­


νος Ίσως τό ενδεχόμενο ότι οι περιορισμοί πού έθεσε μέχρι τώρα
μπορεί νά θεωρηθεί ότι παρακωλύουν υπέρμετρα τήν άσκηση του δι­
καιώματος απεργίας, θέτει περιορισμό στους... περιορισμούς, ορίζον­
τας ότι μετά τήν παρέλευση 30 εργάσιμων ήμερων άπό τήν υποβολή
του αιτήματος καί μέχρι τήν αποτυχία της διαδικασίας στό Συμβούλιο
Συνδιαλλαγής, ή άσκηση του δικαιώματος απεργίας μπορεί νά γίνει
ανεμπόδιστα, ύπό τήν προϋπόθεση οτι θά ληφθεί απόφαση γιά τήν
κήρυξη απεργίας άπό τό αρμόδιο όργανο τής συνδικαλιστικής οργα­
νώσεως, όπως αυτό καθορίζεται άπό τό άρθρο 11 του Νόμου.

151. Τό άρθρο 11, πού καθορίζει τό αρμόδιο όργανο γιά τήν κή­
ρυξη απεργίας, σέ κάθε μία άπό τίς τρεις παραγράφους του αντιμε­
τωπίζει ξεχωριστές περιπτώσεις. "Ετσι, στην παρ. 1 ορίζεται άπό ποιο
όργανο καί μέ ποια πλειοψηφία πρέπει νά ληφθεί ή απόφαση γιά τήν
κήρυξη απεργίας άπό ενα συνδικαλιστικό σωματείο (πρωτοβάθμια ορ­
γάνωση) 'Αρμόδιο όργανο γιά τή λήψη αποφάσεως είναι ή συνέλευ­
ση των μελών του σωματείου Όσον άφορα τήν απαρτία, ή διατύπω­
ση τής παρ. 1, επειδή δέν αναφέρει τίποτε γι' αυτήν, μέ τίς φράσεις
«δι' απολύτου πλειοψηφίας τών εγγεγραμμένων...μελών» καί «διά
πλειοψηφίας του 1/3 τών εγγεγραμμένων...μελών»,έχει παραμερίσει
τήν απαρτία κατά τή συνέλευση καί έχει θέσει μόνο τήν απαίτηση τής
παρουσίας ορισμένου αριθμού μελών γιά τή λήψη αποφάσεως. Έτσι
γιά τήν πρώτη συνεδρίαση απαιτείται ή απόλυτη πλειοψηφία τοϋ
όλου αριθμού τών εγγεγραμμένων μελών, καί γιά τή δεύτερη συνε­
δρίαση πλειοψηφία πού νά φθάνει καί νά υπερβαίνει τό 1/3 τών εγγε­
γραμμένων μελών (π.χ. έπί 1000 εγγεγραμμένων μελών απαιτείται
πλειοψηφία 501 ψήφων γιά τή λήψη αποφάσεως περί απεργίας καί σέ
περίπτωση πού δέν παρουσιασθούν στή συνέλευση 501 μέλη, ώστε
νά ληφθεί έγκυρα απόφαση γιά τήν κήρυξη ή μή απεργίας, στή δεύ­
τερη συνεδρίαση απαιτείται ή πλειοψηφία νά υπερβαίνει τίς 334 ψή­
φους, δηλαδή τό 1/3 τών εγγεγραμμένων μελών). Οι πλειοψηφίες
υπολογίζονται έπί του αριθμού τών εγγεγραμμένων μελών καί οχι,
όπως συνήθως γίνεται, έπί τοΰ αριθμού τών ταμειακά έν'τάξειί(ή εν­
εργών) μελών. Ό νομοθέτης θέλει τή συμμετοχή όλων τών εγγε­
γραμμένων μελών γιά τή λήψη αποφάσεως σέ ενα τόσο σοβαρό θέμα
καί νομίζουμε ότι ό περιορισμός τού δικαιώματος απεργίας πού προ-
199

κύπτει άπό τήν απαίτηση αύτη του νομοθέτη δέν μπορεί νά θεωρηθεί
αντισυνταγματικός. Ή διάταξη απαιτεί επίσης τήν αυτοπρόσωπη πα­
ρουσία καί ψηφοφορία των μελών κατά τή συνέλευση, πράγμα πού
αποκλείει τήν παροχή εξουσιοδοτήσεως άπό ενα μέλος προς άλλο
γιά νά ψηφίσει τό τελευταίο καί γιά τά δύο μέλη, ή τήν αποστολή
επιστολής έκ μέρους ενός απόντος μέλους προς τή συνέλευση πού
νά περιέχει τήν ψήφο του γιά τό θέμα τής κηρύξεως ή μή απεργίας.
Τέλος, ή ψηφοφορία γιά τό θέμα αυτό πρέπει νά είναι μυστική.

152. Στην παρ. 2 του άρθρου 11 αντιμετωπίζεται ή περίπτωση πού


τά περισσότερα άπό τά μέλη του σωματείου δέν υπηρετούν στην πό­
λη πού βρίσκεται ή έδρα του σωματείου, άλλα σέ άλλες πόλεις, οπό­
τε είναι δύσκολο νά μετακινηθούν γιά νά παρευρεθούν σέ συνέλευ­
ση πού συγκαλείται μέ σκοπό τή λήψη αποφάσεως γιά τήν κήρυξη ή
μή απεργίας. Στην περίπτωση αυτή ή σχετική απόφαση λαμβάνεται
άπό τό Διοικητικό Συμβούλιο τού συνδικαλιστικού σωματείου μέ
πλειοψηφία των 2/3 τού συνολικού αριθμού των μελών του, μέ αυτο­
πρόσωπη (καί, κατ' αναλογία τής παρ. 1, μυστική) ψηφοφορία. Καί
έδώ δέν υπάρχει ή απαίτηση απαρτίας τών μελών τού Δ.Σ. τού σωμα­
τείου. Πρέπει νά τονισθεί ότι ή διάταξη τής παρ. 2 εφαρμόζεται μόνο
όταν ή πλειονότητα τών μελών τού σωματείου υπηρετούν σέ πόλεις
έκτος τής έδρας αυτού, καί όχι σέ κάθε περίπτωση πού υπάρχει ορι­
σμένος αριθμός υπηρετούντων σέ άλλες πόλεις ύπαλλήλων-μελών
τού σωματείου, οπότε εφαρμόζεται ή παρ. 1 τού άρθρου 11 καί απαι­
τείται ή σύγκληση συνελεύσεως.

153. Στην παρ. 3 τού 'ίδιου άρθρου, τέλος, ορίζεται τό αρμόδιο


όργανο καί ή απαρτία καί ή πλειοψηφία πού απαιτούνται γιά τή λήψη
αποφάσεως περί απεργίας άπό μία ένωση συνδικαλιστικών σωμα­
τείων (δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση).
Στην περίπτωση αυτή ή διάταξη δημιουργεί ενα νέο όργανο, στό
όποιο αναθέτει τή λήψη αποφάσεως. Τό όργανο αυτό συγκροτείται
άπό τό Διοικητικό Συμβούλιο τής ενώσεως καί τους προέδρους τών
Διοικητικών Συμβουλίων τών σωματείων ή ενώσεων πού απαρτίζουν
τή δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια ένωση. Τό σώμα αυτό συνέρχεται
σέ κοινή συνεδρίαση καί αποφασίζει γιά τήν κήρυξη ή μή απεργίας μέ
πλειοψηφία τών 2/3 τού όλου αριθμού τών μελών του, καί πάλι μέ
αυτοπρόσωπη ψηφοφορία. Σέ περίπτωση πού δέν προσέλθουν τά 2/3
τών μελών πού συγκροτούν τό ιδιότυπο αυτό όργανο, συγκαλείται
δεύτερη συνεδρίαση τού σώματος καί τότε ή απόφαση λαμβάνεται
200

μέ τήν απόλυτη πλειοψηφία τοϋ συνολικού αριθμού των μελών του


σώματος, μέ αυτοπρόσωπη, όπως πάντοτε, ψηφοφορία. Παράδειγμα:
Μία ένωση δημοσιοϋπαλληλικών σωματείων μέ 15μελές Διοικητικό
Συμβούλιο, καί μέ 35 σωματεία εγγεγραμμένα στή δύναμη της, γιά νά
λάβει απόφαση περί απεργίας, πρέπει νά ψηφίσουν υπέρ της κηρύ­
ξεως απεργίας 34 μέλη τοϋ κοινού σώματος Διοικητικού Συμβουλίου
καί Προέδρων Δ.Σ. τών σωματείων. "Αν δέν προσέλθουν 34 μέλη, σέ
δεύτερη συνεδρίαση πρέπει νά ψηφίσουν υπέρ της κηρύξεως απερ­
γίας 26 τουλάχιστον μέλη τοϋ κοινού σώματος. Ή διάταξη προβλέπει
οτι στην περίπτωση πού μέλη τοϋ Διοικητικού Συμβουλίου της ενώ­
σεως είναι ταυτόχρονα καί Πρόεδροι Διοικητικών Συμβουλίων τών
σωματείων ή ενώσεων πού τήν απαρτίζουν, δέν έχουν διπλή ψήφο
λόγω τής διπλής ιδιότητας τους.

154. Γιά τίς περιπτώσεις πού τό άρθρο 11 προβλέπει επαναληπτι­


κές συνεδριάσεις τών οργάνων πού είναι αρμόδια νά λάβουν απόφα­
ση περί απεργίας, δέν ορίζει τό χρόνο συγκλήσεως τών επαναληπτι­
κών αυτών συνεδριάσεων. Στίς περιπτώσεις αυτές πρέπει νά ανατρέ­
ξουμε στίς διατάξεις τών καταστατικών τών σωματείων ή ενώσεων
πού ορίζουν τή διαδικασία συγκλήσεως τών συνελεύσεων γιά ολα τά
άλλα θέματα γιά τά όποια είναι αρμόδιες νά αποφασίζουν

155. Άπό νομοθετική άποψη, ή λήψη αποφάσεως άπό τή συνέ­


λευση πρέπει κατά τή γνώμη μας νά γίνεται μέ τή συνήθη απαρτία καί
πλειοψηφία πού ορίζει τό καταστατικό τής συνδικαλιστικής οργανώ­
σεως, γιά τά άλλα θέματα αρμοδιότητας τής συνελεύσεως. Εδώ, ό
Νόμος, έχοντας παραμερίσει τόν θεσμό τής απαρτίας κατά τή συνέ­
λευση καί απαιτώντας τήν απόλυτη πλειοψηφία τών εγγεγραμμένων
μελών γιά νά ληφθεί απόφαση γιά τήν κήρυξη απεργίας, θέτει έναν
περιορισμό, πού μπορεί νά μή χαρακτηρισθεί ώς αντισυνταγματικός,
οπωσδήποτε όμως είναι υπερβολικός καί εξαιρετικά ανεπιεικής. Διότι
όταν τό καταστατικό ενός σωματείου θεσπίζει τήν απαρτία, ακόμα καί
γιά θέματα πολύ σοβαρότερα, όπως ή τροποποίηση τοϋ καταστατι­
κού ή ή αλλαγή τοϋ σκοπού τού σωματείου, πώς είναι δυνατό νά
μήν υπάρχει ό θεσμός τής απαρτίας γιά ενα θέμα, όπως ή κήρυξη
απεργίας, πού οπωσδήποτε βρίσκεται εντός τού κύκλου τών σκοπών,
γιά τήν εξυπηρέτηση τών οποίων συστήθηκε ακριβώς τό σωματείο;

156. Όσον άφορα γενικότερα τό πρόβλημα τών προληπτικών


περιορισμών άπό νομοθετική άποψη, νομίζουμε οτι ό Ν. 643/1977,
201

στην προσπάθεια του νά αποφύγει καταχρήσεις έκ μέρους των δημό­


σιων υπαλλήλων στην άσκηση του δικαιώματος απεργίας, οδηγήθηκε
στην κατάχρηση θεσπίσεως περιορισμών. Οι προληπτικοί περιορισμοί
πού θέτει, είναι τόσοι πολλοί καί έχουν τόσες λεπτομερείς διαδικα­
σίες καί τύπους, πού καί αν ακόμα — καθένας χωριστά — δέν θεωρη­
θούν αντισυνταγματικοί, είναι οπωσδήποτε δυσβάστακτοι καί άπό τό
γεγονός ότι απαιτείται ή σωρευτική τήρηση τους. Κατά τήν άποψη
μας θά αρκούσαν ώς προληπτικοί περιορισμοί τοϋ δικαιώματοςάπερ-
γίας τών δημόσιων υπαλλήλων ή υποβολή τών αιτημάτων των συνδι­
καλιστικών τους οργανώσεων στον Υπουργό ή τους Υπουργούς πού
είναι αρμόδιοι γιά τήν ικανοποίηση τους, ενδεχόμενα διαπραγματεύ­
σεις μεταξύ συνδικαλιστικών εκπροσώπων καί 'Υπουργών ή υπηρε­
σιακών παραγόντων (πάντως όμως άτυπες, χωρίς τή σύσταση ιδιαίτε­
ρων οργάνων, όπως τών Συμβουλίων Συνδιαλλαγής τοϋ Νόμου), ή λή­
ψη αποφάσεως γιά τήν κήρυξη απεργίας άπό τή γενική συνέλευση ή
τό Διοικητικό Συμβούλιο της συνδικαλιστικής οργανώσεως καί μία μι­
κρή προθεσμία γιά τήν έναρξη τής απεργίας, χωρίς ή απαρίθμηση
πού γίνεται έδώ νά έχει τήν έννοια τής διαδοχικής τηρήσεως τών
παραπάνω προϋποθέσεων (π.χ. ή απόφαση γιά τήν κήρυξη απεργίας
είναι δυνατό νά ληφθεί καί πρίν ακόμα άπό τήν υποβολή τών αιτημά­
των, ώστε ενδεχόμενη απόρριψη τους άπό τήν κυβέρνηση νά οδηγή­
σει σέ κήρυξη απεργίας μόνο μετά άπό τήν τήρηση τής προθεσμίας
προειδοποιήσεως).

γ) Κατασταλτικοί περιορισμοί τοϋ δικαιώματος απεργίας

157. Ά φ ο ϋ ό νομοθέτης θέσπισε τους προληπτικούς περιορι­


σμούς τοΰ δικαιώματος απεργίας, πού έχουν, οπως είπαμε, στόχο νά
προλάβουν καί νά παρεμποδίσουν τή συχνή καί άμετρη προσφυγή σέ
απεργία έκ μέρους τών δημόσιων υπαλλήλων, θέτει στή συνέχεια
κατασταλτικούς περιορισμούς, πού στόχο τους έχουν τήν ελαχιστο­
ποίηση τών δυσμενών συνεπειών άπό τήν πραγματοποίηση τών απερ­
γιών, δηλαδή τής παραλύσεως τοϋ κρατικού μηχανισμού καί τής τα­
λαιπωρίας του κοινωνικού συνόλου πού συναλλάσσεται μέ τίς δημό­
σιες υπηρεσίες. Οι περιορισμοί αυτοί, πού απορρέουν άπό λόγους
δημόσιου συμφέροντος, περιλαμβάνονται στά άρθρα 12 καί 13 τοΰ
Νόμου.
202

(1) 'Αναστολή και διακοπή της απεργίας.

^ 158. Στό άρθρο 12 τού Νόμου υπάρχει ένας έντονος περιορισμός


τοϋ δικαιώματος απεργίας. Ή κυβέρνηση, μέ αίτηση τοϋ Υπουργού
Προεδρίας Κυβερνήσεως ή τοϋ αρμόδιου (προϊστάμενου των απερ­
γών υπαλλήλων) Υπουργού, μπορεί νά ζητήσει άπό τό Τριμελές (πο­
λιτικό) 'Εφετείο στό όποιο υπάγεται κατά τόπον ή έδρα της συνδικα­
λιστικής οργανώσεως πού κηρύσσει τήν απεργία, την αναστολή ενάρ­
ξεως τής απεργίας ή τή διακοπή μιας απεργίας πού έχει ήδη αρχίσει,
έπί 20 ήμερες τό πολύ. Γιά νά κάνει χρήση ή κυβέρνηση τής ευχέ­
ρειας αυτής, πρέπει νά επικαλεσθεί (καί νά αποδείξει) εξαιρετικές
περιστάσεις, πού από τήν έναρξη τής απεργίας κατά τό χρονικό ση­
μείο πού επέλεξαν οί απεργοί, μπορεί νά προκληθεί κίνδυνος ανεπα­
νόρθωτης βλάβης τής κοινωνικής ή τής οικονομικής ζωής, εϊτε σέ
ολόκληρη τή Χώρα, είτε σέ συγκεκριμένο διαμέρισμα της, ή μεγάλης
κατηγορίας προσώπων σέ εποχή πού αναλαμβάνουν ή εκπληρώνουν
συμβατικές συνήθως (άλλα καί νόμιμες) υποχρεώσεις τους, όπως τή
συγκομιδή ή τή διάθεση γεωργικών προϊόντων (τό παράδειγμα πού
αναφέρεται στό Νόμο είναι ενδεικτικό).

Οί επόμενες παράγραφοι 2, 3 καί 4 τού ίδιου άρθρου 12 προβλέ­


πουν τή διαδικασία πού εφαρμόζεται γιά τήν εκδίκαση τής υποθέ­
σεως άπό τό Εφετείο. Ή παρ. 2 προβλέπει τήν προδικασία καί δέν
δημιουργεί ερμηνευτικά προβλήματα. Στην παρ. 3 ορίζεται ότι γιά
τήν εκδίκαση τής υποθέσεως στό ακροατήριο εφαρμόζεται ανάλογα
ή διαδικασία τών εργατικών διαφορών (άρθρα 664-666 καί 668-672
ΚΠολΔ). Ή παρ. 4 τέλος ορίζει ότι ή απόφαση τοϋ 'Εφετείου είναι
αμετάκλητη. Άπό τήν παρ. 4, επίσης, σέ συνδυασμό μέ τήν|παρ.2 τού
άρθρου αύτοϋ, προκύπτει ότι ή διαδικασία ενώπιον τοϋ 'Εφετείου
δέν επιτρέπεται νά διαρκέσει παραπάνω άπό 10 ήμερες (5 ήμερες
άπό τήν κατάθεση τής αιτήσεως στην Γραμματεία τοΰ Εφετείου μέ­
χρι τή συζήτηση τής υποθέσεως στό ακροατήριο καί 5 άπό τή συζήτη­
ση μέχρι τήν έκδοση τής αποφάσεως). Ώστε, αν τό 'Εφετείο μέ από­
φαση του διατάξει τήν αναστολή τής απεργίας γιά 20 ήμερες, ή καθυ­
στέρηση στην υλοποίηση τής αποφάσεως πού έλαβε ή συνδικαλιστι­
κή οργάνωση γιά τήν κήρυξη τής απεργίας, φθάνει τίς 30 ήμερες. Τό
χρονικό αυτό διάστημα τής καθυστερήσεως δέν υπολογίζεται, οπως
είδαμε παραπάνω, στην προθεσμία πού θέτει ή παρ. 3 τοϋ άρθρου 10
γιά τήν έναρξη τής απεργίας άπό τήν ήμερα λήψεως τής αποφάσεως
γιά τήν κήρυξη της.
203

159. Τό σημαντικότερο ομως πρόβλημα πού ανακύπτει κατά τήν


ανάλυση τοϋ περιορισμού πού θέτει τό άρθρο 12 του Νόμου, είναι ή
έρευνα του θέματος της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στό όποιο
ανατέθηκε ή επίλυση της διαφοράς. Άπό τή συζήτηση στή Βουλή 23 ,
άλλα καί άπό τή φύση της υποθέσεως, προκύπτει ότι ή κυβέρνηση,
διά τοϋ αρμόδιου Υπουργού, ζητώντας άπό τό Δικαστήριο νά εκδώ­
σει απόφαση γιά τήν αναστολή ή τή διακοπή τής απεργίας, έν οψει
καί των λόγων τους οποίους επικαλείται, ενεργεί ώς Imperium, ώς
Διοίκηση («υπεύθυνη γιά τήν καλή λειτουργία τών δημόσιων υπηρε­
σιών», γιά νά θυμηθούμε τήν απόφαση Dehaene τοϋ Conseil α" Etat),
εξουσιαστικά καί όχι ώς ιδιώτης. Συνεπώς, ή διαφορά πού δημιουρ­
γείται μεταξύ κυβερνήσεως καί συνδικαλιστικής οργανώσεως είναι,
κατά τή γνώμη μας, διοικητική καί όχι ιδιωτική διαφορά, πράγμα πού
σημαίνει οτι υπάγεται στή δικαιοδοσία τών διοικητικών καί οχι τών
πολιτικών δικαστηρίων, σύμφωνα μέ τό άρθρο 94 παρ. 1 τοϋ Συντάγ­
ματος του 1975. Ή ανάθεση τής υποθέσεως στή δικαιοδοσία τών πο­
λιτικών δικαστηρίων (Τριμελών Εφετείων) δέν μπορεί νά γίνει οϋτε
βάσει τών διατάξεων τοϋ δεύτερου εδαφίου τής παρ. 1 καί τής παρ. 2
τοϋ παραπάνω άρθρου 94, διότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν τήν
εξακολούθηση τής εκδικάσεως άπό τά πολιτικά δικαστήρια μόνο τών
μή ύπαχθεισών «εισέτι» (δηλαδή μέχρι τή δημοσίευση τοϋ Συντάγμα­
τος) στά διοικητικά δικαστήρια διοικητικών διαφορών, καί οχι καί
εκείνων πού δημιουργούνται άπό τήν έναρξη ισχύος τοϋ Συντάγμα­
τος καί εντεύθεν, γιά τίς όποιες ό νόμος πρέπει νά προβλέψει τήν
ανάθεση τής εκδικάσεως στά διοικητικά δικαστήρια. Επειδή θά μπο­
ρούσε νά προβληθεί ό ισχυρισμός οτι ή διαφορά μεταξύ κυβερνή­
σεως καί συνδικαλιστικής οργανώσεως δέν είναι διοικητική, παρατη­
ρείται οτπαν ή κυβέρνηση άνέστελλε ή ϊδια τήν απεργία ή διέτασσε
τή διακοπή μιας απεργίας πού έχει ήδη αρχίσει, αντί νά καταφεύγει
στό Δικαστήριο καί νά ζητά απόφαση του γιά αναστολή ή διακοπή, θά
μπορούσε ή συνδικαλιστική οργάνωση νά προσφύγει στό αρμόδιο Δι­
καστήριο κατά τής εκτελεστής διοικητικής πράξεως τής κυβερνή­
σεως ή τού αρμόδιου Υπουργού, οπότε αναμφισβήτητα θά δημιουρ­
γούνταν διοικητική διαφορά. Δέν αγνοούμε βέβαια οτι ο'ι απόψεις
πού υποστηρίζουμε, έρχονται σέ αντίθεση μέ τήν γενικά παραδεκτή
έννοια τής διοικητικής διαφοράς,ενα άπό τά στοιχεία τής οποίας εί­
ναι ή ύπαρξη πράξεως ή παραλείψεως ενός οργάνου τού δημόσιου

23. Πρακτικά Βουλής, οπ παρ , Συνεδρίαση ΡΝΓ, 25 6 1977, σελ 6323


204

νομικού προσώπου, τήν οποία προσβάλλει ό διοικούμενος 24 . Όμως


δέν παύει νά συντρέχει στην περίπτωση πού εξετάζουμε τό άλλο
στοιχείο της έννοιας της διοικητικής διαφοράς, τό οτι δηλαδή ή έν­
νομη σχέση διέπεται από τους ειδικούς κανόνες τού Διοικητικού Δι­
καίου. Ή υποστήριξη τής άπόψεωςρτι δέν υπάρχει διοικητική διαφο­
ρά, οταν δέν υπάρχει πράξη ή παράλειψη διοικητικού οργάνου τήν
οποία προσβάλλει ό διοικούμενος, θά έχει ώς συνέπεια ή ϊδια στην
ουσία υπόθεση, όπως αυτή πού εξετάζουμε, νά θεωρείται διοικητική
ή ιδιωτική διαφορά,ανάλογα μέ τόν διάδικο στον όποιο ό νομοθέτης
παρέχει τήν ευχέρεια νά προσφύγει στά Δικαστήρια, ή ανάλογα μέ
τόν διάδικο πού πρόφθασε νά ασκήσει πρώτος τό ένδικο μέσο πού
τού παρέχει ό νόμος, στην περίπτωση πού ό νομοθέτης παρέσχε τό
δικαίωμα τής ένδικης προστασίας καί στους δύο διαδίκους, τή Διοί­
κηση καί τόν διοικούμενο. Ή διάταξη τού άρθρου 12 παρ. 1 του Νό­
μου, λοιπόν, κατά τό μέρος πού αναθέτει μία διοικητική διαφορά στό
Τριμελές (πολιτικό) 'Εφετείο, είναι κατά τή γνώμη μας αντισυνταγμα­
τική, καί τό πολιτικό Δικαστήριο, έπιλαμβανόμενο τής εκδικάσεως
τής υποθέσεως, υπερβαίνει τή δικαιοδοσία του.

160. Άπό νομοθετική άποψη, νομίζουμε οτι προτιμότερο θά ήταν


ή κυβέρνηση νά άνέστελλε ή ϊδια μέ απόφαση της τήν απεργία, αντί
νά ζητά άπό τό Δικαστήριο νά εκδώσει απόφαση γιά αναστολή ή δια­
κοπή τής απεργίας, διότι έτσι μεταθέτει τήν ευθύνη γιά μία απόφαση,
γιά τή λήψη τής οποίας τά κριτήρια είναι κυρίως πολιτικά καί όχι
νομικά.

161. Άπό νομοθετική επίσης άποψη, άξια προσοχής είναι ή διάτα­


ξη πού παρέχει στην κυβέρνηση τήν ευχέρεια νά ζητήσει καί τή δια­
κοπή μιας απεργίας πού έχει ήδη αρχίσει. Στην περίπτωση τής διακο­
πής ακριβώς τής απεργίας, νομίζουμε οτι ό νομοθέτης πρέπει νά εί­
ναι πολύ πιό αυστηρός καί απαιτητικός ώς προς τίς προϋποθέσεις
ασκήσεως του δικαιώματος αυτού τής κυβερνήσεως, άπό ο,τι στην
περίπτωση τής αναστολής ενάρξεως τής απεργίας. Πράγματι, είναι
μάλλον απίθανο ό λόγος τής διακοπής τής απεργίας, όπως ορίζεται
άπό τό άρθρο 12 τού Ν. 643/1977, νά ανέκυψε μετά τήν έναρξη τής
απεργίας. Τό πιθανότερο είναι οτι ό ϊδιος ακριβώς λόγος πού επικα­
λείται ή κυβέρνηση γιά τή διακοπή τής απεργίας, υπήρχε καί πρίν
άπό τήν έναρξη τής απεργίας, οπότε ή κυβέρνηση μπορούσε νά ζητή-

24. Έπ Σπηλιωτόπουλου, οπ παρ, σελ 311-312.


205

σει την αναστολή ενάρξεως της, πράγμα πού δέν έκανε. Ένώ ομως
για τήν κυβέρνηση αναστολή καί διακοπή της απεργίας σημαίνουν τό
Ίδιο πράγμα, δέν σημαίνουν τό ίδιο καί γιά τους απεργούς, άφοϋ ή
έναρξη της απεργίας σημαίνει απώλεια των αντίστοιχων αποδοχών.
Είναι λοιπόν πολύ πιθανό νά χρησιμοποιήσει τό μέτρο αυτό ή κυβέρ­
νηση, γιά νά προκαλέσει τήν αποτυχία τής απεργίας, ένώ αν ή απερ­
γία διαρκούσε έστω καί λίγες ήμερες ακόμα, θά ήταν από τήν τροπή
των πραγμάτων υποχρεωμένη νά ικανοποιήσει τά αιτήματα τών απερ­
γών. Διότι στην περίπτωση αυτή οι απεργοί καί τίς αποδοχές πού
αντιστοιχούσαν στίς ήμερες απεργίας έχασαν καί τήν ικανοποίηση
τών αιτημάτων τους, έξ αιτίας τής μονομερούς ενέργειας τής κυβερ­
νήσεως, δέν επέτυχαν. Ή απεργία μοιάζει μέ μία ζυγαριά, οπού οι
απεργοί τοποθετούν στον ένα της δίσκο τίς απώλειες τών αποδοχών
τών ήμερων απεργίας καί στον άλλο δίσκο τήν προσδοκία βελτιώ­
σεως τής θέσεως τους πού θά προέλθει άπό τήν αποδοχή τών αιτη­
μάτων τους έκ μέρους του εργοδότη. Ό τ α ν λοιπόν ή κυβέρνηση δια­
κόπτει τήν απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων, ανατρέποντας μονομε­
ρώς τήν ισορροπία τής ζυγαριάς σέ τρόπο πού νά δείχνει μόνο τίς
απώλειες τών εργαζομένων, συμπεριφέρεται σάν τόν Γαλάτη εκείνο
κατακτητή τής αρχαίας Ρώμης πού έβαλε τό σπαθί του πάνω στό δί­
σκο τών βαρών, ανατρέποντας τήν ισορροπία βαρών καί λύτρων πού
θά πλήρωναν σέ χρυσό οι Ρωμαίοι καί φώναξε «ούαί τοις ήττημέ-
νοις». Γι' αυτό, έχουμε τή γνώμη ότι θά πρέπει νά ορίζεται ότι όταν ή
κυβέρνηση ζητά τή διακοπή μιας απεργίας πού έχει ήδη αρχίσει καί
όχι απλώς τήν αναστολή ενάρξεως της, υποχρεούται νά καταβάλει
στους απεργούς τίς αποδοχές τών ήμερων απεργίας μέχρι τή διακο­
πή της.

(2) Προσωπικό ασφάλειας καί στοιχειώδους λειτουργίας.

162. Στό άρθρο 13 του Νόμου υπάρχουν ακόμα εντονότεροι περι­


ορισμοί του δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, μέ τήν
απαίτηση νά παραμένουν στην υπηρεσία ορισμένοι υπάλληλοι πού θά
φροντίζουν γιά τήν ασφάλεια τών εγκαταστάσεων καί θά εξασφαλί­
ζουν τή στοιχειώδη λειτουργία τής υπηρεσίας.
Σχετικά μέ τόν περιορισμό πού θέτει τό άρθρο αυτό του Νόμου
γεννώνται πολλά προβλήματα. Ένα πρώτο πρόβλημα πού ανακύπτει
άφορα τό ζήτημα άν όλες οι υπηρεσίες πρέπει νά διαθέτουν σέ περί­
πτωση απεργίας προσωπικό πού θά φροντίζει τήν ασφάλεια τών εγκα­
ταστάσεων τών υπηρεσιών γιά τήν πρόληψη καταστροφών ή άτυχη-
206

μάτων. Νομίζουμε ότι τό προσωπικό πού αναφέρει ή παρ. 1 τοϋ


άρθρου 13, πρέπει νά διαθέτουν μόνο οι υπηρεσίες εκείνες πού δια­
θέτουν πράγματι μηχανικό εξοπλισμό καί εγκαταστάσεις τέτοιες,
ώστε ή μή παρουσία τοϋ απόλυτα αναγκαίου προσωπικού πού θά επι­
φορτισθεί νά επιβλέπει τίς εγκαταστάσεις αυτές, νά μπορεί νά οδη­
γήσει σέ βλάβες ή φθορές των μηχανημάτων καί άλλων εγκαταστά­
σεων. Ή ανάγκη αύτη της παρουσίας του αναγκαίου προσωπικού γιά
τήν ασφάλεια των εγκαταστάσεων καί τήν πρόληψη καταστροφών ή
ατυχημάτων ισχύει γιά υπηρεσίες όπως τό 'Εθνικό Τυπογραφείο, ή
Μετεωρολογική 'Υπηρεσία, ή Υπηρεσία Πολιτικής 'Αεροπορίας, τά
Μηχανογραφικά Κέντρα ηλεκτρονικών υπολογιστών, τό Γενικό Χη­
μείο του Κράτους καί τά παραρτήματα του καί άλλες παρόμοιες υπη­
ρεσίες πού διαθέτουν δαπανηρές εγκαταστάσεις καί μηχανικό εξο­
πλισμό ή άλλες υπηρεσίες όπου φυλάσσεται ή αποθηκεύεται υλικό
τοϋ Δημοσίου ή τών Ν.Π.Δ.Δ. Όσον άφορα ομως τίς υπηρεσίες γρα­
φείου, πού εϊναι καί οι ασύγκριτα περισσότερες, νομίζουμε οτι δέν
υπάρχει ανάγκη διαθέσεως έκ μέρους τής συνδικαλιστικής οργανώ­
σεως πού κηρύσσει τήν απεργία, προσωπικού γιά τήν ασφάλεια τών
εγκαταστάσεων, πρώτον διότι δέν υπάρχουν εγκαταστάσεις πού νά
κινδυνεύουν καί δεύτερον διότι οι εγκαταστάσεις (δηλαδή κυρίως τά
κτίρια) διατρέχουν ούτως ή άλλως τόν κίνδυνο μιας τυχαίας κατα­
στροφής τίς απογευματινές καί νυκτερινές ώρες πού οι υπηρεσίες
δέν λειτουργούν.Ό κίνδυνος, έξ άλλου, μειώνεται ακόμα περισσότε­
ρο από τό γεγονός οτι διατίθεται προσωπικό γιά τή στοιχειώδη λει­
τουργία τών υπηρεσιών, τό όποιο ασφαλώς θά αντιμετωπίσει καί τόν
κίνδυνο π.χ μιας τυχαίας πυρκαϊάς, ειδοποιώντας τήν Πυροσβεστική
'Υπηρεσία 'Υπέρ τής απόψεως αυτής τάσσονται έμμεσα καί οι 2335/
1980 καί 868/1981 αποφάσεις τοΰ Συμβουλίου 'Επικρατείας, οι
όποιες, μέ τήν επικύρωση πράξεως τοϋ Προέδρου τοΰ Συμβουλίου
Συνδιαλλαγής, πού εκδόθηκε σύμφωνα μέ τήν παρ. 3 τοϋ άρθρου 13
καί πού αφορούσε τήν υπαγωγή στίς διατάξεις του άρθρου 13 τών
δασκάλων καί τών καθηγητών τής δημόσιας εκπαιδεύσεως, δέχθηκαν
οτι στά σχολεία εφαρμόζεται μόνον ή διάταξη τής παρ. 2 τοΰ άρθρου
13 πού επιβάλλει υποχρέωση διαθέσεως προσωπικού στοιχειώδους
λειτουργίας Κατά τά άλλα, οι αποφάσεις αυτές τοϋ Σ.τ.Ε. δέχονται
οτι προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας πρέπει νά διαθέτουν ολες
οί υπηρεσίες, αφού ή διάταξη τής παρ. 2 τού άρθρου 13 δέν προβλέ­
πει εξαιρέσεις

163 "Αλλο θέμα πού ανακύπτει άπό τίς διατάξεις τών παρ. 1 καί 2
207

τοϋ άρθρου 13, είναι τό ζήτημα αν τό προσωπικό πού οφείλει νά


παραμείνει στην υπηρεσία, είτε ώς προσωπικό ασφάλειας εϊτε ώς
προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας, ορίζεται άπό τή συνδικαλιστι­
κή οργάνωση πού πραγματοποιεί τήν απεργία, ή άπό τή Διοίκηση.
Άπό τή διατύπωση καί των τριών παραγράφων τοϋ άρθρου 13 προκύ­
πτει οτι ή Διοίκηση ('Υπηρεσίες Π.Σ.Ε.Α. καί Διοικητικού) ορίζει μόνο
τόν αριθμό τών υπαλλήλων πού οφείλουν νά παραμείνουν στίς θέ­
σεις τους (μπορεΤ νά ορίσει τόν αριθμό καί πιό συγκεκριμένα, π.χ.
κατά βαθμούς καί κλάδους ή ειδικότητες) καί ή συνδικαλιστική οργά­
νωση ορίζει τά συγκεκριμένα πρόσωπα πού εμπίπτουν στον πίνακα,
εφόσον βέβαια δέν διαφωνεί μέ τή σύνθεση πού καθορίζει ό πίνακας.
"Αν διαφωνεί, ό αρμόδιος 'Υπουργός υποχρεούται νά παραπέμψει τή
διαφωνία στον Πρόεδρο τοϋ Συμβουλίου Συνδιαλλαγής, πού καθορί­
ζει τελεσίδικα τήν σύνθεση τοϋ πίνακα μέ εκτελεστή διοικητική πρά­
ξη, υποκείμενη σέ αίτηση ακυρώσεως ενώπιον τοϋ Σ.τ.Ε. (βλ. απόφα­
ση 2335/1980 Σ.τ.Ε.). Ό ορισμός τών συγκεκριμένων προσώπων άπό
τή Διοίκηση θά έσήμαινε απαγόρευση ασκήσεως του δικαιώματος
απεργίας έκ μέρους της καί θά ήταν ενέργεια αντισυνταγματική, διό­
τι, οπως είδαμε, τίς απαγορεύσεις ασκήσεως τοϋ δικαιώματος απερ­
γίας έθεσε μόνο ό συνταγματικός νομοθέτης. Τόν ορισμό τών συγκε­
κριμένων προσώπων, πού θά αποτελέσουν τό προσωπικό ασφάλειας
καί στοιχειώδους λειτουργίας της υπηρεσίας, άπό τίς συνδικαλιστι­
κές οργανώσεις τών απεργών καί οχι άπό τή Διοίκηση δέχθηκε καί ή
562/1978 γνωμοδότηση τοϋ Νομικού Συμβουλίου τοϋ Κράτους ('Ολο­
μέλεια, πλειοψηφία)

164. Γεννάται επίσης τό πρόβλημα άν τό προσωπικό πού παραμέ­


νει στην υπηρεσία κατά τή διάρκεια της απεργίας δικαιούται αποδο­
χές ή οχι. Τό προσωπικό αυτό, μολονότι animo συμμετέχει στην
απεργία, corpore βρίσκεται στην υπηρεσία καί εργάζεται. 'Επειδή δι­
καιολογητικός λόγος τής μή πληρωμής τών ήμερων απεργίας είναι ή
μή προσφορά υπηρεσίας, νομίζουμε άτι δέν υπάρχει περίπτωση νόμι­
μης αρνήσεως τής Διοικήσεως νά καταθάλει τίς αποδοχές τοϋ
προσωπικού πού παραμένει στην υπηρεσία, ώς προσωπικό ασφάλειας
καί στοιχειώδους λειτουργίας.

165. "Ενα τελευταίο ζήτημα πού ανακύπτει κατά τήν ανάλυση τοϋ
περιορισμού πού τίθεται άπό τό άρθρο 13 είναι άτι άν κατά τή διάρ­
κεια μιας απεργίας υπάρχουν υπάλληλοι πού δέν απεργούν (άπεργο-
σπάστες) περισσότεροι άπό αυτούς πού ορίσθηκαν σάν προσωπικό
208

ασφάλειας κλπ., ατονεί στην περίπτωση αύτη ή υποχρέωση παρου­


σίας του τελευταίου, διότι οι ανάγκες ασφάλειας καί στοιχειώδους
λειτουργίας της υπηρεσίας καλύπτονται άπό τους υπαλλήλους πού
δέν απεργούν. Ή λύση αυτή έγινε δεκτή στή Γαλλία άπό τό Conseil
α" Etat. Βέβαια, ή λύση αύτη μπορεί νά εφαρμοσθεί τότε μόνο, όταν
τό προσωπικό πού δέν απεργεί είναι της ίδιας ειδικότητας μέ τό
προσωπικό ασφάλειας καί στοιχειώδους λειτουργίας.

166. Σημειώνουμε, τέλος, ότι διατάξεις ανάλογες προς αυτές τού


άρθρου 13 του Ν. 643/1977, περιέχει τό άρθρο 37 τοϋ Ν. 330/1976 πού
προβλέπει υποχρέωση διαθέσεως προσωπικού ασφάλειας γιά κάθε
εργοδότη, προσωπικού δέ στοιχειώδους λειτουργίας μόνο γιά τό Δη­
μόσιο, τά Ν.Π.Δ.Δ. καί τις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής
ωφέλειας, τό προσωπικό των οποίων υπάγεται στίς διατάξεις τού τε­
λευταίου αύτοϋ Νόμου (γιά τό Δημόσιο καί τά Ν.Π.Δ.Δ. τό προσωπικό
αυτό είναι μόνον ο'ι εργαζόμενοι μέ σχέση ιδιωτικού δικαίου, όπως
έχουμε πει).

167. Όσον άφορα τους κατασταλτικούς περιορισμούς, άπό νομο­


θετική άποψη, θά πρέπει οι αμφισβητήσεις πού αφορούν τους περιο­
ρισμούς αυτούς, εϊτε προκαλούνται μέ πρωτοβουλία της κυβερνή­
σεως, όπως στην περίπτωση των άρθρων 12 καί 14 τού Ν. 643/1977
(αναστολή ή διακοπή απεργίας, νόμιμης ή παράνομης), εϊτε μέ πρω­
τοβουλία τών συνδικαλιστικών οργανώσεων (διαφωνία γιά τόν πίνακα
τού προσωπικού ασφάλειας καί στοιχειώδους λειτουργίας), νά επι­
λύονται άπό τά διοικητικά δικαστήρια, επειδή οι σχετικές διαφορές
είναι διοικητικές, άφοϋ προέρχονται άπό τήν άσκηση της διοικητικής
δράσεως.

δ) Συνέπειες ασκήσεως τού δικαιώματος απεργίας

168. Στίς διατάξεις τών άρθρων 14, 15, 16 καί 18 τού Νόμου ορί­
ζονται οι συνέπειες ασκήσεως τού δικαιώματος απεργίας άπό τους
δημόσιους υπαλλήλους

(1) Διακοπή παράνομης ή καταχρηστικής απεργίας

169 Τό άρθρο 14 τού Νόμου ορίζει τίς συνέπειες της απεργίας


πού πραγματοποιείται χωρίς νά έχουν τηρηθεί οί διατάξεις τών προη­
γούμενων άρθρων πού θεσπίζουν προληπτικούς καί κατασταλτικούς
209

περιορισμούς, ή κατά κατάχρηση δικαιώματος καί θέτει ταυτόχρονα


κάί έναν ακόμα κατασταλτικό περιορισμό Στην περίπτωση αυτή καί
πάλι ή κυβέρνηση, διά του αρμόδιου Υπουργού, μέ αίτηση ενώπιον
τοϋ Τριμελούς 'Εφετείου, ζητά άπό τό δικαστήριο νά βεβαιώσει τήν
παράνομη ή καταχρηστική άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας άπό τη
συνδικαλιστική οργάνωση πού τήν κήρυξε, καί νά διατάξει τή διακοπή
της

170 Τά οσα εκθέσαμε σχετικά μέ τή δικαιοδοσία τού δικαστη­


ρίου, οταν μας απασχολούσε ή ανάλυση τού περιορισμού πού θέτει
τό άρθρο 12 τού Νόμου, ισχύουν καί γιά τό άρθρο 14 Καί έδώ νομί­
ζουμε ότι ή διαφορά πού κρίνει τό Τριμελές (πολιτικό) 'Εφετείο είναι
διοικητική καί συνεπώς έκφεύγει της δικαιοδοσίας των πολιτικών δι­
καστηρίων, διότι ή κυβέρνηση, μέ τή σχετική αίτηση της, ενεργεί ώς
, εκτελεστική εξουσία καί άχι ώς ιδιώτης

171. Ή διάταξη τού άρθρου 14 δέν ορίζει οϋτε ενδεικτικά τίς


περιπτώσεις άπου μία απεργία δημόσιων υπαλλήλων είναι ή γίνεται
καταχρηστική, όπως κάνει ή διάταξη τοϋ άρθρου 33 παρ 2 τοϋ Ν.
330/1976, γιά τους υπόλοιπους εργαζομένους 'Αναλογική εφαρμογή
τής τελευταίας αυτής διατάξεως δέν είναι νοητή, διότι οι περιπτώ­
σεις πού καλύπτει, ρυθμίζονται ρητά άπό τίς διατάξεις τών άρθρων
τού Ν 643/1977, καί έτσι παράβαση τών περιπτώσεων αυτών καθιστά
τήν απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων παράνομη καί οχι απλώς κατα­
χρηστική Ή διάταξη αποτελεί, οσον άφορα τήν απαγόρευση τής
καταχρηστικής απεργίας, συγκεκριμενοποίηση τής συνταγματικής
διατάξεως τού άρθρου 25 παρ 3, πού ορίζει ότι απαγορεύεται ή κατα­
χρηστική άσκηση τών ατομικών καί κοινωνικών δικαιωμάτων πού κα­
θιερώνει τό Σύνταγμα "Ετσι, πολλά προβλήματα πού θά ανέκυπταν
άν δέν υπήρχε ή συνταγματική αυτή διάταξη, δέν ανακύπτουν πλέον
Πότε μία απεργία δημόσιων υπαλλήλων είναι καταχρηστική, είναι ζή­
τημα πού θά κρίνουν τά δικαστήρια πού θά επιληφθούν τυχόν αιτή­
σεων τής κυβερνήσεως

172 Μέχρι τόν Οκτώβριο τοϋ 1981 ή κυβέρνηση είχε ζητήσει τήν
εφαρμογή τοϋ άρθρου 14 τοϋ Νόμου 6 φορές καί τό Τριμελές 'Εφε­
τείο 'Αθηνών έχει εκδώσει αποφάσεις, στίς τέσσερις άπό τίς όποιες
(4875/1979, 9620/1980, 309/1981 καί 8288/1981) δέχθηκε τίς αιτήσεις
τής κυβερνήσεως καί έκήρυξε παράνομες τίς απεργίες, διατάσσον-
210

τας τή διακοπή τους, ένώ δύο φορές εκδόθηκαν άπό τά δικαστήρια


απορριπτικές αποφάσεις (11419/1980 'Εφετείου 'Αθηνών καί 1140/
1981 Εφετείου Πειραιώς).
Στίς αποφάσεις μέ τις όποιες έκανε δεκτές τίς αιτήσεις γιά τή
διακοπή των απεργιών, τό 'Εφετείο βρήκε διάφορες παραβάσεις του
Νόμου, σχετικά μέ τήν κήρυξη απεργίας. "Ετσι, μέ τήν 4875/1979 από­
φαση του έκήρυξε παράνομη τήν απεργία των καθηγητών τής Μέσης
Εκπαιδεύσεως διότι α) τήν απόφαση γιά τήν κήρυξη της έλαβε ή
Σ Ε Δ Ο , ώς τριτοβάθμια δήθεν οργάνωση, ή οποία όμως δέν είχε συ­
σταθεί νόμιμα καί συνεπώς δέν είχε νομική προσωπικότητα ώς συνδι­
καλιστική οργάνωση, β) ή απόφαση γιά τήν απεργία δέν ελήφθη σέ
κοινή συνεδρίαση τών μελών του Δ.Σ. τής Ο Λ Μ.Ε. μέ τους προέ­
δρους των 65 τοπικών Ε Λ.Μ Ε., άλλα απλώς οί πρόεδροι τών τοπικών
ενώσεων έστειλαν τηλεγραφήματα προς τήν Ο Λ Μ Ε. μέ τά όποια
ανάγγελλαν τίς αποφάσεις ιών συνελεύσεων τους, πράγμα πού αντι­
βαίνει προς τήν απαίτηση του Νόμου γιά αυτοπρόσωπη ψηφοφορία,
γ) γιά πολλά άπό τά τηλεγραφήματα αυτά είχε παρέλθει ή προθεσμία
τών 30 ήμερων όταν άρχισε ή απεργία καί δ) ή 'ίδια ή Ο.Λ Μ Ε. δέν
έτήρησε αυτοτελώς τήν προδικασία τής κηρύξεως απεργίας πού προ­
βλέπουν τά άρθρα 6 καί 7 του Νόμου Μέ τήν 9620/1980 απόφαση τό
Εφετείο έκήρυξε παράνομη τήν απεργία τών ιατρών του ΙΚΑ. κυρίως
διότι ή συνέλευση τού σωματείου δέν αποφάσισε γιά τόν τρόπο μέ
τόν όποιο επρόκειτο νά γίνει ή διακεκομμένη απεργία πού εξάγγειλε,
άλλα ανέθεσε τό σχεδιασμό τών λεπτομερειών, όπως τών διαστημά­
των αποχής καί τής συχνότητας τους στό Δ Σ τού σωματείου "Αλ­
λος λόγος γιά τόν όποιο κηρύχθηκε παράνομη ή απεργία ήταν ή άμε­
ση, μετά τή λήψη τής αποφάσεως τής συνελεύσεως, εναρξή της, χω­
ρίς νά μεσολαβήσει ή τριήμερη προθεσμία τού άρθρου 10 παρ. 3 τοϋ
Νόμου Ή απόφαση 309/1981 έκήρυξε παράνομη καί διέταξε τή δια­
κοπή τής απεργίας πού κήρυξε ή Ο Λ Μ Ε , διότι α) κατά τήν υποβολή
τών αιτημάτων της στό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής δέν συνέδεσε ρητά
τή μή ικανοποίηση τους μέ τήν κήρυξη απεργίας, όπως απαιτεί ή διά­
ταξη τοϋ άρθρου 6 παρ 2 τού Νόμου καί β) αποφασίσθηκε ή κήρυξη
διακεκομμένης απεργίας χωρίς νά προσδιορίζονται, άπό τό αρμόδιο
όργανο τού άρθρου 11 παρ 3 τοϋ Νόμου, ημερολογιακά τά διαστήμα­
τα αποχής, ό αριθμός τους καί ή συχνότητα τους, άλλα τά στοιχεία
αυτά καθορίζονταν άπό τό Δ Σ κατ' εξουσιοδότηση καί συνεπώς ή
απεργία αντέβαινε στό άρθρο 10 παρ 2 τοϋ Νόμου "Επίσης έκήρυξε
τήν απεργία καταχρηστική, διότι συνεχιζόταν παρά τό γεγονός ότι
δέν υπήρχε ελπίδα ικανοποιήσεως τών αιτημάτων, λόγω εξαντλή­
σεως τών περιθωρίων τού κρατικού προϋπολογισμού καί διότι άπό τό
211

παραπάνω γεγονός προκύπτει οτι ή απεργία δέν οδηγούσε στην


προαγωγή των οικονομικών καί εργασιακών συμφερόντων των απερ­
γών (ή αιτιολογία αύτη φαίνεται ελάχιστα πειστική, διότι μέ τή λογική
αυτή καμμία απεργία δέν οδηγεί στην προαγωγή των οικονομικών
κλπ. συμφερόντων τών εργαζομένων, εφόσον ό εργοδότης πάντοτε
μπορεί νά ισχυρίζεται οτι δέν έχει περιθώρια ικανοποιήσεως τών αι­
τημάτων τους). Ή τελευταία απόφαση του 'Εφετείου Αθηνών πού
διέκοψε δημοσιοϋπαλληλική απεργία ήταν ή 8288/1981, μέ τήν οποία
κηρύχθηκε καταχρηστική καί διακόπηκε ή απεργία πού είχαν κηρύξει
οι γεωπόνοι. Ή απόφαση αυτή εξετάζει ένα προς ενα τά αιτήματα
τών απεργών γεωπόνων, τά βρίσκει υπερβολικά ή παράλογα ή μή τεκ­
μηριωμένα άπό στοιχεία, τά όποια δέν αποδεικνύει τό καθ' ου σωμα­
τείο τών γεωπόνων (έδώ νομίζουμε οτι ή απόφαση αντιστρέφει τό
βάρος της αποδείξεως, απαιτώντας άπό τό καθ ου ή αϊτηση σωμα­
τείο νά αποδείξει ισχυρισμούς πού προβάλλονται άπό τόν αιτούντα
Υπουργό) καί κρίνει οτι ή συνέχιση της απεργίας σέ μία εποχή πού
γίνεται ή συγκομιδή τών φρούτων καί ή εξαγωγή τους ατό εξωτερικό,
είναι καταχρηστική διότι θά έχει ώς συνέπεια τή βλάβη τόσο τών
συμφερόντων τών παραγωγών, όσο καί τής εθνικής οικονομίας (άπό
τήν απώλεια συναλλάγματος πού θά είσέρρεε στή Χώρα άπό τις
εξαγωγές)

173 Ή πρώτη περίπτωση κατά τήν όποια τό 'Εφετείο 'Αθηνών


απέρριψε αϊτηση διακοπής απεργίας, ήταν εκείνη κατά τήν όποια μέ
τήν 11419/1980 απόφαση του απέρριψε τό αϊτημα του 'Υπουργού
Συγκοινωνιών νά διακοπεί ή απεργία τών ελεγκτών εναέριας κυκλο­
φορίας, αϊτημα πού υποβλήθηκε μέν όσο διαρκούσε ή απεργία μέ τή
μορφή 48ωρων αποχών άπό τήν εργασία, κατά τό τελευταίο 48ωρ,ο
τής σχεδιασθείσης απεργίας, εκδικάσθηκε ομως μετά τή λήξη της, ώς
αβάσιμο, δηλαδή ώς άνευ αντικειμένου, αφού ή απεργία είχε ήδη λή­
ξει καί δέν προβλεπόταν νέα απεργιακή εκδήλωση Ή δεύτερη περί­
πτωση κατά τήν όποια απορρίφθηκε, μέ τήν 1140/1981 απόφαση τού
Εφετείου Πειραιώς, αίτηση του 'Υπουργού γιά τή διακοπή απεργίας,
ήταν αυτή τής απεργίας πού είχε κηρύξει ή 'Ομοσπονδία Υπαλλήλων
Λιμένων 'Ελλάδος (ΟΜΥΛΕ) Ή σύντομη αυτή απόφαση δέχθηκε οτι ή
κηρυχθείσα απεργία ήταν καί νόμιμη καί εύλογη, αφού επεδίωκε τήν
ψήφιση ενός νομοσχεδίου πού εκκρεμούσε έπί πολύ χρόνο στην
Βουλή καί πού ικανοποιούσε τά αιτήματα τών απεργών υπαλλήλων
καί τήν έκδοση ενός κανονιστικού Διατάγματος πού προβλεπόταν
από τό Ν 411/1976 εντός εξαμήνου, ένώ είχε ήδη παρέλθει 5ετία Ή
απόφαση επίσης δέχθηκε ότι ή ικανοποίηση τών στοιχειωδών άναγ-
212

κών λειτουργίας των λιμένων εξασφαλίζεται μέ τό διατιθέμενο


προσωπικό ασφάλειας καί μέ τό προσωπικό τό απασχολούμενο μέ
σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, πού δέν μετείχε στην απεργία,
ένώ ή ζημία πού επέρχεται ή απειλείται νά επέλθει στην εθνική οικο­
νομία είναι συμφυής μέ τήν έννοια της απεργίας ώς δυναμικού μέ­
σου επιδιώξεως της ικανοποιήσεως των επαγγελματικών καί οικονο­
μικών συμφερόντων των απεργών

174. Άπό ουσιαστική άποψη, σχετικά μέ τή δυνατότητα κηρύ­


ξεως μιας απεργίας ώς καταχρηστικής, πράγμα πού σημαίνει τή δια­
κοπή της, θέτουμε τό ερώτημα άν, έπειτα άπό όλα τά εμπόδια, τους
περιορισμούς, τίς προθεσμίες, τις δύσκολα έπιτυγχανόμενες πλειο­
ψηφίες καί τίς άλλες συμπληγάδες πέτρες πού απαιτείται νά υπερπη­
δηθούν γιά τήν κήρυξη τής απεργίας, υπάρχει καί τό ελάχιστο έστω
περιθώριο νά ασκηθεί καταχρηστικά έκ μέρους των δημόσιων υπαλ­
λήλων τό δικαίωμα τής απεργίας Νομίζουμε ότι ή κατάχρηση δικαιώ­
ματος στην περίπτωση αυτή βρίσκεται στην πλευρά τής κυβερνή­
σεως ή οποία θά ζητούσε τή διακοπή τής απεργίας μέ τήν αιτιολο­
γία ότι ασκείται κατά κατάχρηση δικαιώματος. 'Αλλά καί γενικότερα,
κατάχρηση δικαιώματος σέ έναν αγώνα πού κύρια χαρακτηριστικά
του έχει τήν επιμονή καί τήν υπομονή, καθώς καί τήν επίδειξη δυνά­
μεως έκ μέρους τών δύο αντιπάλων μέχρι τήν τελική επικράτηση, πο­
λύ λίγο είναι νοητή Γι' αυτό, ή δυνατότητα πού έχει ή κυβέρνηση,
άπό τό άρθρο 14 του Νόμου, νά ζητήσει τήν κήρυξη μιας απεργίας
δημόσιων υπαλλήλων ώς καταχρηστικής, καί κατά συνέπεια τή διακο­
πή της, θά πρέπει κατά τή γνώμη μας νά ασκείται μέ μεγάλη
περίσκεψη

(2) Περικοπή αποδοχών απεργούντων

175 Τό άρθρο 15 τού Νόμου, πού ορίζει ότι οι αποδοχές τών α­


περγών υπαλλήλων πού αντιστοιχούν στίς ήμερες απεργίας περικό­
πτονται μέ πράξη τού έκκαθαριστοϋ, περιέχει τή σπουδαιότερη συνέ­
πεια τής ασκήσεως τού δικαιώματος απεργίας Ή διάταξη δέν διακρί­
νει μεταξύ νόμιμης καί παράνομης απεργίας, άρα εφαρμόζεται καί
στην περίπτωση τής νόμιμης απεργίας "Ετσι, ενα άπό τά πιό κρίσιμα
θέματα στό πρόβλημα τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, λύθη­
κε νομοθετικά καί κατόπιν αυτού οι θεωρητικές απόψεις καί κατα­
σκευές περιττεύουν 'Ενδιαφέρον όμως έχει καί ή προϊστορία τού ζη-
213

τήματος, άν δηλαδή στο διάστημα κατά τό όποιο είχε καθιερωθεί


συνταγματικά, χωρίς νά έχει ρυθμισθεί και νομοθετικά τό δικαίωμα
απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων, 'ίσχυε περικοπή των αποδοχών
Τό ζήτημα παρουσιάζει ενδιαφέρον καί άπό άλλη άποψη, τί θά συνέ­
βαινε δηλαδή στην περίπτωση πού δέν υπήρχε, ή πού θά καταργούν­
ταν, ή διάταξη τού άρθρου 15 τοϋ Νόμου

176. Τό παραπάνω ζήτημα έλυσε ή 1491/1977 απόφαση τού Συμ­


βουλίου 'Επικρατείας, πού δέχθηκε τήν περικοπή τών αποδοχών τών
δημόσιων υπαλλήλων σέ περίπτωση απεργίας, εφαρμόζοντας αναλο­
γικά τό άρθρο 67 τού Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 1811/1951), πού επι­
βάλλει τήν περικοπή τών αποδοχών τοϋ υπαλλήλου πού απουσιάζει
υπαίτια καί δέν παρέχει υπηρεσία Ή αναλογική εφαρμογή τού
άρθρου 67 τοϋ 'Υπαλληλικού Κώδικα είναι μάλλον άτυχης, διότι,
όπως παρατηρείται 25 , στην περίπτωση τής απεργίας, δέν υπάρχει
υπαίτια απουσία καί μή παροχή υπηρεσίας, διότι ή υπαιτιότητα
προϋποθέτει πρώτον, παράβαση υποχρεώσεως καί δεύτερον, πταί­
σμα (δόλο ή αμέλεια). Τά στοιχεία όμως αυτά δέν υπάρχουν στην
περίπτωση τής απεργίας, πού είναι δικαίωμα καί άχι υπαίτια παράβα­
ση υποχρεώσεως.Συνεπώςδένύπάρχουν οι προϋποθέσεις τής αναλο­
γίας. Βέβαια, ή απόφαση τοϋ Σ.τ.Ε. δέν λέγει οτι ή απεργία αποτελεί
υπαίτια μή παροχή υπηρεσίας, λέγει όμως άτι αποτελεί ηθελημένη,
άλλα νόμιμη, μή παροχή υπηρεσίας Τότε όμως είναι παράδοξο νά
εφαρμόζει μία διάταξη - κύρωση πού προϋποθέτει υπαιτιότητα. Διότι
ή διάταξη πού επιβάλλει τήν περικοπή μισθού γιά τήν υπαίτια απου­
σία τού υπαλλήλου, συνδυάζεται μέ άλλες διατάξεις τοϋ περί πειθαρ­
χικού δικαίου Μέρους τού Υπαλληλικού Κώδικα, πού θεωρούν τήν
αδικαιολόγητη αποχή άπό τήν υπηρεσία πειθαρχικό αδίκημα ( άρθρο
206 παρ. 1 περίπτ. ιη'), πού μπορεί νά επισύρει ακόμα καί τήν ποινή
τής οριστικής παύσεως, αν ή αδικαιολόγητη αποχή διάρκεσε περισ­
σότερες άπό τριάντα ήμερες (άρθρο 207 παρ. 4 περίπτ. γ'). Καί ερω­
τάται: Πώς είναι δυνατό νά δεχθούμε άτι υπάρχει πειθαρχικό αδίκημα
στην περίπτωση τής απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, γιά τό όποιο
μπορεί νά επιβληθεί καί ή ποινή τής οριστικής παύσεως, έάν ή απερ­
γία (ηθελημένη αποχή άπό τήν υπηρεσία, σύμφωνα μέ τό Σ.τ.Ε ) διάρ-

25 Γ Χατζόπουλου. Τό δικαίωμα τής απεργίας καί ή αξίωση τού Δημοσίου


περικοπής μισθοϋ τών απεργούντων δημοσίων υπαλλήλων, Νομικό Βήμα,
1977 (25), σελ 633
214

κεσε περισσότερες άπό 30 ήμερες, οταν τό Σύνταγμα τήν καθιερώνει


σάν δικαίωμα; Νομίζουμε οτι ή αιτιολογία της αποφάσεως στό θέμα
αυτό προήλθε άπό τήν προσπάθεια τοϋ Σ.τ Ε. νά βρει συγκεκριμένη
διάταξη νόμου στην οποία νά στηρίξει τήν ορθή άποψη τής περικο­
πής των αποδοχών τών δημόσιων υπαλλήλων γιά τίς ήμερες απερ­
γίας, ένώ θά ήταν αρκετό κατά τήν γνώμη μας νά παραπέμψει στην
αναστολή πού συνεπάγεται ή απεργία στά εκατέρωθεν δικαιώματα
καί υποχρεώσεις εργοδότη καί εργαζομένου Στην έννοια τής ανα­
στολής θεμελιώνεται έξ άλλου καί ή αντίστοιχη περικοπή τοϋ μισθού
τών εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα σέ περίπτωση απεργίας,χωρίς
κανένας νά προσπαθήσει νά τή θεμελιώσει σέ νομοθετικά κείμενα,
μολονότι αυτό θά αποτελούσε εξαιρετικού ενδιαφέροντος καί σημα­
σίας προσπάθεια. Ή προσπάθεια νά δικαιολογηθεί μέ νομοθετικές
διατάξεις ή περικοπή τών αποδοχών τών ήμερων απεργίας τών δημό­
σιων υπαλλήλων δέν ήταν αναγκαία, διότι τό Σύνταγμα, όταν εισάγει
έναν θεσμό τού ιδιωτικού δικαίου στό δημόσιο δίκαιο, τόν εισάγει
όπως έχει διαμορφωθεί ό θεσμός αυτός άπό τήν επιστήμη καί τή νο­
μοθεσία τού ιδιωτικού δικαίου, είναι δέ σέ όλους γνωστό ότι ή απερ­
γία, όπως διαμορφώθηκε άπό τήν επιστήμη τού 'Εργατικού Δικαίου,
συνεπάγεται τήν αναστολή τής εργασιακής σχέσεως καί τή μή κατα­
βολή αποδοχών γιά τό χρονικό διάστημα τής απεργίας Γι' αυτό, νομί­
ζουμε οτι ή ρητή αναγραφή τής στερήσεως τών αποδοχών τών δημό­
σιων υπαλλήλων γιά τίς ήμερες απεργίας, σέ διάταξη νόμου, δέν
προσθέτει πολλά πράγματα.
Στην Ί'δια λύση μέ τήν 1491/1977 απόφαση τού Συμβουλίου 'Επι­
κρατείας κατέληξε καί ή 341/1976 πράξη τού 'Ελεγκτικού Συνεδρίου
(Ι Τμήμα) πού, αφού δέχθηκε τήν εφαρμογή τού άρθρου 67 τού
'Υπαλληλικού Κώδικα στην περίπτωση απεργίας τών δημόσιων υπαλ­
λήλων, περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τά πράγματα, υποστηρίζοντας
οτι ή έξ αίτιας απεργίας αποχή άπό τήν υπηρεσία δέν καθιστά δικαιο­
λογημένη τήν απουσία τών απεργών υπαλλήλων

177. Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, προσδιορίζουν, νομίζουμε, τή


θέση μας καί στά επιχειρήματα τής άλλης πλευράς, τών απεργών δη­
μόσιων υπαλλήλων, πού υποστηρίζουν οτι οι αποδοχές τών δημόσιων
υπαλλήλων δέν αποτελούν αντάλλαγμα τών παρεχόμενων προς τό
Κράτος υπηρεσιών, άλλα παροχή πού αποσκοπεί στην εξασφάλιση
τών μέσων συντηρήσεως τού υπαλλήλου καί τής οικογένειας του
ώστε νά αφοσιώνεται απερίσπαστος στην εκτέλεση τών καθηκόντων
- ου Τά επιχειρήματα αυτά ισχύουν στίς περιπτώσεις όπου ό ύπάλλη-
215

λος, γιά λόγους ανεξάρτητους άπό τή θέληση του, δέν παρέχει —


δέν μπορεί νά παράσχει — τίς υπηρεσίες του (π χ ασθένεια, διαθεσι­
μότητα, αργία, προσωρινή παύση, στέρηση της προσωπικής ελευθε­
ρίας) καί δέν αφορούν τίς περιπτώσεις άπου ό υπάλληλος εκούσια
άσκεΐ ενα δικαίωμα πού του παρέχεται άπό τό νόμο ή τό Σύνταγμα

178. Όπως είναι διατυπωμένη ή διάταξη του άρθρου 15, απο­


κλείει τήν καταβολή αποδοχών όχι μόνο στίς περιπτώσεις των μορ­
φών απεργίας πού έχουν ώς συνέπεια τήν αναστολή τής παροχής
εργασίας, άλλα καί στίς περιπτώσεις τών μορφών πού συνεπάγονται
τήν αναστολή τής προσήκουσας παροχής εργασίας έκ μέρους τών
δημόσιων υπαλλήλων. Οϊ μορφές αυτές είναι, όπως έχουμε πεϊ στην
Εισαγωγή τής διατριβής 26 , ή λευκή απεργία, ή απεργία ζήλου καί ή
διοικητική. Τό γεγονός τής μή καταβολής αποδοχών καί γιά τίς μορ­
φές αυτές απεργίας, θά έχει ώς δυσάρεστη παρενέργεια νά παρακι­
νεί τους δημόσιους υπαλλήλους καί τίς συνδικαλιστικές τους οργα­
νώσεις, εϊτε νά προσφεύγουν σέ απεργία μέ πλήρη αναστολή τής ερ­
γασίας, πράγμα πού σημαίνει ότι οί κρατικές υπηρεσίες διακόπτουν
τή λειτουργία τους, ένώ θά ήταν δυνατό νά λειτουργήσουν μερικά
καί νά εξυπηρετήσουν τό κοινό, άν κηρυσσόταν π χ απεργία ζήλου
εϊτε νά προσφεύγουν στίς μορφές απεργίας μέ αναστολή τής προσή­
κουσας παροχής εργασίας κατά τρόπο κρύφιο καί σιωπηρό χωρίς νά
ανακοινώνουν τήν κήρυξη απεργίας καί χωρίς νά υπάρχει ή εγγύηση
τηρήσεως τών όρων τού Νόμου, ακριβώς γιά νά αποφεύγεται ή περι­
κοπή τών αποδοχών, πού συνεπάγεται ή δημοσιότητα πού απαιτεί ό
Νόμος γιά τήν κήρυξη απεργίας κάθε μορφής Οί ενέργειες αυτές
αφετηρία έχουν τήν απόφαση τού νομοθέτη νά κατοχυρώσει ρητά
μέ νομοθετική διάταξη, τήν καθιερωμένη στό κοινό εργατικό δίκαιο
άρνηση καταβολής αποδοχών γιά τό χρονικό διάστημα τής απεργίας
τών δημόσιων υπαλλήλων

179 Ή διάταξη τού άρθρου 15 τού Νόμου έχει αυτοτέλεια σε


σχέση μέ τή διάταξη τού άρθρου 67 τού αρχικού κειμένου τού Υπαλ­
ληλικού Κώδικα Έτσι, δέν μπορούν νά εφαρμοσθούν αναλογικά οϋτε
τό δεύτερο εδάφιο τής παρ 2 τού άρθρου 67 πού προβλέπει τή δυ­
νατότητα ασκήσεως προσφυγής έκ μέρους τού θιγόμενου υπαλλή-

26 Βλ παραπάνω Εισαγωγή παράγρ 19, 21 καί 22


216

λου ενώπιον του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, οϋτε οι διατάξεις πού


προβλέπουν τήν απόδοση των παρακρατούμενων λόγω αδικαιολόγη­
της απουσίας αποδοχών στό Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών 'Υπαλλήλων
Ό σ ο ν άφορα τό πρώτο θέμα, ό θιγόμενος υπάλληλος, αν θέλει, μπο­
ρεί νά ασκήσει αίτηση ακυρώσεως (οχι προσφυγή ουσίας) ενώπιον
τού αρμόδιου Δικαστηρίου κατά της πράξεως τοϋ έκκαθαριστοΰ μέ
τήν οποία τοϋ περικόπτονται οϊ αποδοχές. Ώ ς προς τό δεύτερο θέ­
μα, τό ποσό τών περικοπτόμενων αποδοχών παραμένει στό Δημόσιο
καί δεν αποδίδεται στό Μ.Τ Π.Υ.

180. Ένα ακόμα θέμα πού έχει σχέση μέ τήν περικοπή τών απο­
δοχών κατά τίς ήμερες απεργίας έλυσε τό 'Ελεγκτικό Συνέδριο μέ
πρακτικό της 53ης Γενικής Συνεδριάσεως της 'Ολομέλειας του της
19.11.1980, στό όποιο δέχθηκε ότι όταν οι υπάλληλοι απεργούν τήν
31η τών μηνών, περικόπτεται τό 1/30 τών μηνιαίων αποδοχών τους,
διότι ή 31η ήμερα δέν παύει νά αποτελεί ήμερα απεργίας, τής οποίας
ο'ι αποδοχές πρέπει νά περικοπούν, αφού ό νομοθέτης θέλησε τήν
περικοπή τών αποδοχών τών ήμερων απεργίας «κατά πάσαν
περίπτωσιν»

181. Τέλος, άλλο θέμα πού ανακύπτει άπό τή διάταξη τοϋ άρθρου
15 τοϋ Νόμου, είναι τό αν θά πρέπει νά καταβάλλονται οι αποδοχές
τών ήμερων αργίας πού εμπίπτουν μέσα στό χρονικό διάστημα τής
απεργίας. Έδώ θά μπορούσε νά γίνει δεκτή ή επιεικής λύση τής
καταβολής τών αποδοχών αυτών, λύση πού ακολουθείται στή Γαλλία,
ένώ ορθότερη φαίνεται ή λύση πού έδωσαν τά δικαστήρια στην 'Ιτα­
λία, όπου δέχθηκαν ότι ή καταβολή τών αποδοχών τών ήμερων αρ­
γίας δικαιολογητικό λόγο έχει τήν καταβολή κόπου καί μόχθου κατά
τίς εργάσιμες ήμερες, λόγος πού δέν συντρέχει όταν δέν καταβάλλε­
ται τέτοιος κόπος, λόγω απεργίας κατά τίς εργάσιμες ήμερες Ή
καταβολή τών αποδοχών τών ήμερων αργίας πού εμπίπτουν μέσα
στίς ήμερες απεργίας μπορεί νά οδηγήσει, καί έχει οδηγήσει πράγμα­
τι, στό τέχνασμα νά κηρύσσονται εξαήμερες διαδοχικές απεργίες
από Δευτέρα μέχρι Σάββατο, ώστε νά αποφεύγεται νά συμπεριλαμ­
βάνεται καί ή Κυριακή στίς ήμερες απεργίας, συμπεριφορά πού μπο­
ρεί σίγουρα νά θεωρηθεί καταχρηστική

(3) Χρόνος νόμιμης απεργίας ώς χρόνος υπηρεσίας

182 Τό άρθρο 16 τοϋ Νόμου, πού θεωρεί ώς χρόνο πραγματικής


217

δημόσιας υπηρεσίας γιά κάθε μεταβολή της υπηρεσιακής καταστά­


σεως τού υπαλλήλου (π.χ. χρόνος συμπληρώσεως 35ετίας, συμπλή­
ρωση χρόνου υπηρεσίας γιά προαγωγή ή γιά μετάθεση κλπ.), μόνο τό
χρόνο της νόμιμης απεργίας, δημιουργεί πολλά προβλήματα. Σύμφω­
να με τό πνεϋμα τοϋ Νόμου, πού απορρέει άπό πολλές διατάξεις του
(π.χ. άρθρα 5, 6, 13, 18 παρ. 2), τήν ευθύνη γιά τήν κήρυξη καί γενικά
γιά τ ή διεξαγωγή της απεργίας έχει ή συνδικαλιστική οργάνωση, δη­
λαδή κατά βάση τό Διοικητικό της Συμβούλιο. Όμως έδώ ή κύρωση
της παραβάσεως τών διατάξεων τοϋ Νόμου πλήττει όλους τους
απεργούς. Τί ευθύνη όμως έχει ό απλός απεργός, όταν π.χ. ή συνδι­
καλιστική οργάνωση (δηλαδή τό Διοικητικό της Συμβούλιο) παρέλει­
ψε νά ορίσει προσωπικό ασφάλειας καί στοιχειώδους λειτουργίας
στίς υπηρεσίες ή απέσυρε τό προσωπικό αυτό κατά τή διάρκεια της
απεργίας, μέ συνέπεια ή απεργία νά «αποβεί» παράνομη μετά τήν
κήρυξη της; Στην τελευταία αυτή περίπτωση ανακύπτει τό ερώτημα'
Θά αφαιρεθεί άπό τήν ενεργό πραγματική υπηρεσία όλος ό χρόνος
της απεργίας ή μόνο τό διάστημα κατά τό όποιο συνέβησαν οί παρα­
βάσεις τοϋ Νόμου; "Αν δεχθούμε τή δεύτερη λύση, τί θά συμβεί στην
περίπτωση πού τό χρονικό σημείο τών παραβάσεων δέν προκύπτει μέ
ακρίβεια, ή είναι διαφορετικό άπό υπηρεσία σέ υπηρεσία; Καί άν δο­
θεί ή απάντηση ότι ό υπάλληλος μπορεί καί είναι υποχρεωμένος νά
ελέγξει τή νομιμότητα τών αποφάσεων της συνδικαλιστικής του ορ­
γανώσεως μέ τίς όποιες κηρύσσεται ή απεργία καί νά αρνηθεί νά
συμμετάσχει σέ παράνομη απεργία, τί πρέπει νά λεχθεί γιά τήν περί­
πτωση μιας απεργίας πού κηρύσσεται καταχρηστική, άρα φέρει όλα
τά τυπικά στοιχεία μιας νόμιμης απεργίας, Πώς θά πρέπει νά προβλέ­
ψει ό απεργός υπάλληλος τόν έκ τών υστέρων χαρακτηρισμό της
απεργίας ώς καταχρηστικής; Αυτές τίς αδυναμίες παρουσιάζει ή θέ­
σπιση της συνέπειας πού έχει περιληφθεί στό άρθρο 16 τοϋ Νόμου
Γι' αυτό, άπό νομοθετική άποψη, ορθότερο θά ήταν νά υπολογίζεται
σάν χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας ό χρόνος οποιασδήπο­
τε απεργίας, νόμιμης ή παράνομης.

(4) Ποινικές καί άλλες κυρώσεις γιά τήν παράνομη απεργία

183. Ή πρώτη σημαντική παρατήρηση πού πρέπει νά γίνει στην


παρ. 2 τοϋ άρθρου 18, πού προβλέπει τίς ποινικές μόνο κυρώσεις εις
βάρος απεργών υπαλλήλων παραβατών τών προηγούμενων διατά­
ξεων τοϋ Νόμου, είναι ότι ή διάταξη, θεσπίζοντας ποινή φυλακίσεως
έως 6 μήνες ή χρηματική ποινή ή καί τά δύο (σύμφωνα μέ τό άρθρο
218

458 του Ποινικού Κώδικα) μόνο γιά τά μέλη τής διοικήσεως της συν­
δικαλιστικής οργανώσεως πού κήρυξε τήν παράνομη απεργία (παρα­
νομία πού βεβαιώθηκε δικαστικά, σύμφωνα μέ τό άρθρο 14 του Νό­
μου), κατάργησε σιωπηρά τό άρθρο 247 τοϋ Ποινικού Κώδικα πού τι­
μωρούσε τους απεργούς υπαλλήλους Συνεπώς, άπό τήν έναρξη
ισχύος τοϋ Νόμου οι απεργοί υπάλληλοι μένουν ατιμώρητοι.
Τό δεύτερο εδάφιο τής παρ. 2 θεσπίζει ώς παρεπόμενη ποινή τήν
αυτοδίκαιη έκπτωση των καταδικαζόμενων άπό τό αξίωμα πού κατεί­
χαν ώς μέλη τής διοικήσεως τής συνδικαλιστικής οργανώσεως, όταν
ή καταδίκη τους γίνει αμετάκλητη.
Ή διάταξη, παραπέμποντας ατό άρθρο 14 τοϋ Νόμου γιά τήν έν­
νοια τής παράνομης απεργίας, περιλαμβάνει καί τήν περίπτωση τής
καταχρηστικής απεργίας. Όπως ομως επισημάνθηκε κατά τή συζήτη­
ση τοϋ άρθρου αυτού στη Βουλή 27 , ή απειλή ποινής κατά των μελών
τής διοικήσεως τής συνδικαλιστικής οργανώσεως γιά τήν κήρυξη
απεργίας, τυπικά νόμιμης πού θά κριθεί έκ των υστέρων καταχρηστι­
κή, είναι αντισυνταγματική, διότι δέν προσδιορίζει μέ τρόπο σαφή καί
συγκεκριμένο καί έκ τών προτέρων καθορισμένο τά στοιχεία τής
αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος καί έτσι αντιβαίνει στό
άρθρο 7 παρ 1 τοϋ Συντάγματος («άνευ νόμου ορίζοντος τά στοι­
χεία τής πράξεως») καί στή θεμελιώδη αρχή του Ποινικού Δικαίου
nullum crimen, nulla poena sine lege certa. Πράγματι, ή πλέον αόρι­
στη έννοια στό δίκαιο είναι ή έννοια τής καταχρήσεως δικαιώματος
Συνεπώς ή διάταξη αυτή πού στην ουσία λέγει άτι «τιμωρείται
όποιος κάνει κατάχρηση δικαιώματος» είναι αόριστη καί γι' αυτό
αντισυνταγματική.

184 Στην παρ 3 ορίζεται άτι είναι αξιόποινη ή έκ προθέσεως πα­


ρεμπόδιση, έκ μέρους απεργών, μέ χρήση ή απειλή χρήσεως βίας,
όπως προβλέπει τό άρθρο 330 Π Κ αυτών πού θέλουν νά εργασθούν
κατά τή διάρκεια τής απεργίας Προβλεπόμενη ποινή είναι ή Ίδια
όπως στό άρθρο 330 (φυλάκιση μέχρι 2 ετών) Μέ τήν ϊδια ποινή καί
ύπό τίς ίδιες — εννοείται — προϋποθέσεις πού προβλέπει τό άρθρο
330. τιμωρείται καί ή παρεμπόδιση ασκήσεως τοϋ δικαιώματος απερ­
γίας, μία περίπτωση πού λογικά φαίνεται απίθανη, άλλα καί δέν απο­
κλείεται εντελώς

27 Πρακτικά Βουλής οπ παρ Συνεδρίαση ΡΝΓ 25 6 1977. σελ 6343


219

185. Τέλος μέ τήν παρ 4 τοϋ άρθρου 18 ποινικοποιεΐται — καί


μάλιστα πολύ αυστηρά, άφοϋ ή προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση
από 3 μήνες μέχρι 5 χρόνια, πράγμα πού σημαίνει ότι επιτρέπεται καί
προφυλάκιση γιά τήν πράξη αυτή — ή παράλειψη συμμορφώσεως
προς τίς διατάξεις τοϋ άρθρου 13 τοϋ Νόμου. Έδώ ανακύπτει τό θέ­
μα αν ή διάταξη προβλέπει τήν τιμωρία μόνο τής διοικήσεως της συν­
δικαλιστικής οργανώσεως πού κήρυξε τήν απεργία χωρίς νά ορίσει
προσωπικό ασφάλειας καί στοιχειώδους λειτουργίας, οπως υπο­
χρεούται, ή μήπως προβλέπει καί τήν τιμωρία των υπαλλήλων εκεί­
νων πού ορίζονται ώς προσωπικό ασφάλειας ή στοιχειώδους λειτουρ­
γίας καί δέν παρουσιάζονται νά εκτελέσουν τήν υπηρεσία τους Έκ
πρώτης όψεως φαίνεται ότι ή διάταξη προβλέπει τήν τιμωρία μόνο
τής πρώτης άπό τίς δύο περιπτώσεις, άφοϋ ή μή συμμόρφωση άφορα
τήν υποχρέωση τής συνδικαλιστικής οργανώσεως νά διαθέσει τό
αναγκαίο προσωπικό. Ή εντύπωση όμως αυτή είναι απατηλή καί
καταρρίπτεται μέ τό συλλογισμό ότι πρόθεση τοϋ νομοθέτη κατά τή
θέσπιση τοϋ άρθρου 13 ήταν ή διαφύλαξη τής ασφάλειας των δημό­
σιων υπηρεσιών καθώς καί ή πρόβλεψη γιά τή στοιχειώδη λειτουργία
τους, απαιτήσεις πού δέν επιτυγχάνονται οχι μόνο όταν ή συνδικαλι­
στική οργάνωση δέν ορίζει τό αναγκαίο προσωπικό, αλλά καί όταν τό
προσωπικό αυτό δέν παρουσιασθεί στίς θέσεις του Συνεπώς, πρέπει
νά τιμωρούνται καί οι υπάλληλοι πού αποτελούν τό προσωπικό ασφά­
λειας καί στοιχειώδους λειτουργίας, σέ περίπτωση απουσίας από τίς
θέσεις τους κατά τή διάρκεια τής απεργίας

186. Τό άρθρο 18 τοϋ Νόμου δέν προβλέπει καθόλου πειθαρχικές


κυρώσεις Γι' αυτές προβλέπει τό άρθρο 206 παρ 1 περίπτ κ' τού
νέου κειμένου τοϋ 'Υπαλληλικού Κώδικα (Π Δ 611/1977), πού ορίζει
ότι ή συ μετοχή σέ απεργία, πού γίνεται κατά παράβαση τού άρθρου
23 παρ. 2 τοϋ Συντάγματος καί τού νόμου πού ρυθμίζει τό δικαίωμα
απεργίας, αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα πού μπορεί νά τιμωρηθεί
ακόμα και μέ τήν ποινή τής οριστικής παύσεως, σύμφωνα μέ τό
άρθρο 207 παρ 4 περίπτ στ' τού 'ίδιου Κώδικα Νομίζουμε όμως οτι
τό θέμα αυτό δέν είναι δυνατό νά αντιμετωπισθεί αφηρημένα, άλλα
μόνο αφού τεθούν υπόψη συγκεκριμένα στοιχεία πού θά επιτρέψουν
τήν έρευνα όλης τής υποθέσεως άπό τόν πειθαρχικό δικαστή, οπως
π χ τό προφανές ή κατάδηλο τής παρανομίας τής κηρυσσόμενης
(απεργίας καί ή δυνατότητα διαπιστώσεως του, ή προειδοποίηση άπό
τήν κυβέρνηση οτι ή κήρυξη τής απεργίας είναι παράνομη οτον πνα-
220

φέρει συγκεκριμένες παραβάσεις τοϋ Νόμου, ό Κλάδος καί ό βαθμός


του απεργού υπαλλήλου κλπ. Μία τέτοια περίπτωση πειθαρχικού αδι­
κήματος είναι ή συμμετοχή τοϋ υπαλλήλου πού είναι απλό μέλος της
συνδικαλιστικής οργανώσεως (οχι μέλος τοϋ Δ.Σ. της) σέ παράνομη
απεργία. "Αλλη περίπτωση είναι ή συμμετοχή υπαλλήλου μή οργανω­
μένου σέ συνδικαλιστικό σωματείο, σέ απεργία πού κηρύσσεται άπό
τέτοιο σωματείο, ή σέ απεργία αδέσποτη. "Αλλη, τέλος, περίπτωση
άφορα τήν παρεμπόδιση ασκήσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας, μέ τήν
αναγραφή στίς υπηρεσιακές εκθέσεις των υπαλλήλων, άπό τόν προϊ­
στάμενο ή τους προϊσταμένους τους, τοϋ γεγονότος τής συμμετοχής
τους σέ νόμιμη απεργία, ώς δυσμενούς στοιχείου κρίσεως στίς προα­
γωγές κλπ., πού μπορεί νά θεωρηθεί άτι συνιστά καί τό αδίκημα τής
παρ. 3 τοϋ άρθρου 18 τοϋ Νόμου, οπωσδήποτε όμως συνιστά παράνο­
μη καί άκυρωτέα, σέ περίπτωση προσβολής της, ενέργεια.

(5) Καταργούμενες διατάξεις τού προϊσχύσαντος δικαίου

187. Στην παράγραφο αυτή θά εξετασθεί μία συνέπεια πού απορ­


ρέει άπό τήν αναγνώριση τού δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων
υπαλλήλων, έστω καί άν δέν άφορα τήν άσκηση τού δικαιώματος αυ­
τού. Ή συνέπεια αυτή άφορα τις καταργούμενες διατάξεις τοϋ προϊ-
σχύσαντος δικαίου πού αναφέρονται στό άρθρο 22 τοϋ Ν 643/1977
Ή παρ. 1 τοϋ άρθρου αυτού καταργεί τή ρητή απαγόρευση απερ­
γίας πού περιείχε τό άρθρο 47 παρ. 2 τοϋ παλαιού κειμένου τοϋ
'Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 1811/1951) καί τό αμάχητο τεκμήριο αποδο­
χής τής παραιτήσεως τού συμμετέχοντος σέ απεργία υπαλλήλου,
πού καθιέρωνε τό άρθρο 182 τοϋ 'ίδιου Κώδικα
Μέ τήν παρ 2 καταργείται καί κάθε άλλη διάταξη πού αντίκειται
στή ρύθμιση τοϋ δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων
πού γίνεται άπό τό Ν. 643/1977. Ειδικότερα, θεωρείται άτι καταργήθη­
κε τό άρθρο 247 τού Ποινικού Κώδικα πού τιμωρούσε τήν απεργία
τών δημόσιων υπαλλήλων ώς ποινικά κολάσιμη πράξη, καθώς καί οί
διατάξεις τών άρθρων 132 παρ. 1 περίπτ κ' καί 133 παρ 4 περίπτ στ'
τοϋ αρχικού κειμένου τοϋ 'Υπαλληλικού Κώδικα, πού θέσπιζαν τή
συμμετοχή δημόσιων υπαλλήλων σέ απεργία ώς πειθαρχικό αδίκημα
πού μπορούσε νά τιμωρηθεί καί μέ τήν ποινή τής οριστικής παύσεως
"Ηδη, πειθαρχικό αδίκημα αποτελεί ή απεργία πού γίνεται μόνο κατά
παράβαση τών κανόνων, συνταγματικών καί νομοθετικών, πού ρυθμί­
ζουν τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας.
Τό ϊδιο πρέπει νά ισχύσει καί γιά τίς αντίστοιχες διατάξεις τών
221

Νόμων πού ρυθμίζουν την υπηρεσιακή κατάσταση καί σχέση δύο άλ­
λων κατηγοριών εργαζομένων πού απασχολούνται μέ σχέση δημό­
σιου δικαίου στό Κράτος καί τά Ν Π.Δ.Δ. Πρόκειται γιά τίς διατάξεις
των άρθρων 28 παρ. 2, 96 παρ. 2 περίπτ. ιη', 97 παρ. 5 περίπτ. στ' καί
146 του Ν Δ 1025/1971 «περί Κωδικός καταστάσεως δικαστικών
υπαλλήλων» καί τών άρθρων 36 παρ. 2, 76 παρ 1 περίπτ. κ', 77 παρ. 4
περίπτ. στ' καί 119 του Ν. 1726/1951 «περί Κωδικός καταστάσεως δη­
μοτικών καί κοινοτικών υπαλλήλων», πού αντίστοιχα, απαγόρευαν ρη­
τά τήν απεργία, τήν καθιστούσαν πειθαρχικό αδίκημα πού μπορούσε
νά τιμωρηθεί καί μέ τήν ποινή της οριστικής παύσεως καί καθιέρωναν
τό αμάχητο τεκμήριο αποδοχής τής παραιτήσεως τού συμμετέχοντος
σέ απεργία δικαστικού υπαλλήλου καί δημοτικού ή κοινοτικού υπαλ­
λήλου Καί στά νομοθετικά αυτά κείμενα πρέπει νά γίνει αναλογική
εφαρμογή τών διατάξεων τού 'Υπαλληλικού Κώδικαοπωςι'ισχύει σήμε­
ρα, γιά τίς προϋποθέσεις ύπό τίς όποιες θεωρείται ή απεργία ώς πει­
θαρχικό αδίκημα, όπως είπαμε παραπάνω Ή προσαρμογή αυτή έγινε
ήδη γιά τό ενα άπό τά δύο παραπάνω νομοθετήματα, μέ τήν κατάργη­
ση τού Ν. 1726/1951 καί τήν αντικατάσταση τού νομοθετικού καθε­
στώτος πού διέπει τό προσωπικό τών 'Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοι­
κήσεως άπό τόν πρόσφατο Ν 1188/1981 «περί κυρώσεως τού Κωδι­
κός καταστάσεως προσωπικού Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοική­
σεως». Πράγματι, τό άρθρο 165 παρ 1 περίπτ κ' τού νέου Κώδικα
περιέχει διάταξη μέ τήν 'ίδια διατύπωση τού άρθρου 206 παρ 1 περί­
πτ κ' τού νέου κειμένου τού 'Υπαλληλικού Κώδικα (Π Δ 611/1977)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 1264/1982 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΤΩΝ


ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Ι. 'Ερμηνεία των διατάξεων του νέου νόμου

188. Ό εντελώς πρόσφατος Ν 1264/1982 «Για τόν εκδημοκρατι­


σμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος καί τήν κατοχύρωση των συνδι­
καλιστικών ελευθεριών τών εργαζομένων» (δημοσιεύθηκε στό ΦΕΚ Α'
79 της 1 7.1982 καί άρχισε νά ισχύει τήν ϊδια ήμερα, σύμφωνα μέ τό
άρθρο του 33) πού ψήφισε ή Βουλή πού προήλθε από τίς εκλογές τής
18ης 'Οκτωβρίου 1981 καί πού αντικατοπτρίζει τίς αντιλήψεις τής
νέας σοσιαλιστικής κυβερνήσεως τής Χώρας σχετικά μέ τό θέμα πού
αναφέρει στον τίτλο του, κατάργησε μέ τό άρθρο του 32 τους Νό­
μους 330/1976 καί 643/1977 καί περιέχει διατάξεις πού ρυθμίζουν καί
τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας τών εργαζομένων. Στό άρθρο
30, ό νέος Νόμος επεκτείνει τίς διατάξεις τών περισσότερων άπό τά
προηγούμενα άρθρα του καί στους δημόσιους υπαλλήλους, μέ τίς
απαραίτητες προσαρμογές Στά άρθρα αυτά περιλαμβάνονται καί οι
διατάξεις τοϋ Κεφαλαίου ΣΤ' γιά τήν απεργία. "Ετσι άπό τήν 1η Ιου­
λίου 1982, ή άσκηση τοϋ δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλ­
λήλων ρυθμίζεται άπό τίς διατάξεις τού Νόμου 1264/1982.

189. Άπό νομοτεχνική άποψη ή νέα ρύθμιση έχει καί πλεονεκτή­


ματα καί μειονεκτήματα. Τό πλεονέκτημα της είναι άτι σέ ενα ενιαίο
νομοθέτημα βρίσκονται οι διατάξεις πού αφορούν τίς συνδικαλιστι­
κές ελευθερίες καί τό συναφές μέ αυτές δικαίωμα απεργίας τών ερ­
γαζομένων τόσο στον ιδιωτικό, άσο καί στό δημόσιο τομέα τής οίκο-
223

νομίας, των τελευταίων μέ οποιαδήποτε σχέση καί αν εργάζονται, εϊ-


τε δημόσιου είτε ιδιωτικού δικαίου. Τά μειονεκτήματα της ρυθμίσεως
σέ σχέση μέ τήν άσκηση του δικαιώματος απεργίας των δημόσιων
υπαλλήλων είναι ό αποσπασματικός χαρακτήρας της ρυθμίσεως αυ­
τής καί οι διαδοχικές παραπομπές στίς όποιες αναγκάζεται ό ερμη­
νευτής γιά νά διαπιστώσει τι ακριβώς 'ισχύει σχετικά μέ τό δικαίωμα
απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων Πράγματι, γιά τό δικαίωμα απερ­
γίας των δημόσιων υπαλλήλων αφιερώνονται τρεις πολύ σύντομες
παράγραφοι του άρθρου 30, ή πρώτη άπό τίς όποιες παραπέμπει τόν
εφαρμοστή του Νόμου σέ διάταξη τού Κεφαλαίου ΣΤ', που πραγμα­
τ ε ύ ε τ α ι τή ρύθμιση της ασκήσεως τού δικαιώματος απεργίας γιά
τους εργαζομένους μέ σχέση ιδιωτικού δικαίου, ή οποία μέ τή σειρά
της παραπέμπει σέ άλλες διατάξεις, ένώ οι άλλες δύο παράγραφοι θά
ήταν δυνατό νά απουσιάζουν, διότι τά θέματα πού ρυθμίζουν, ρυθμί­
ζονται άπό διατάξεις στίς όποιες γίνεται έμμεσα παραπομπή άπό τήν
πρώτη παράγραφο. Τά μειονεκτήματα αυτά αφαιρούν πολύ άπό τή
σαφήνεια καί τήν ομοιογένεια πού πρέπει νά έχει ένα νομοθέτημα
πού ρυθμίζει ατομικά δικαιώματα Πάντως, ή εκτενής ανάλυση τών
διατάξεων τού νέου Νόμου 1264/1982 πού αφορούν τό δικαίωμα
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων θά γίνει παρακάτω, μέ βάση τό
/'διάγραμμα πού ακολουθήθηκε καί γιά τήν ανάλυση τών διατάξεων
του Ν. 643/1977, διότι αφενός, έτσι είναι ευχερέστερο νά γίνει
σύγκριση τών νέων ρυθμίσεων μέ τίς παλαιές καί αφετέρου, λόγω
της αποσπασματικότητας και τών διαδοχικών παραπομπών τών νέων
ρυθμίσεων, είναι δύσκολο νά βρεθεί άλλο καταλληλότερο διάγραμμα
μελέτης, άφοΰ αυτό πού ακολουθήθηκε ήδη προσφέρει επαρκείς δυ­
νατότητες συστηματικής ερμηνείας Έτσι, θά εξετασθούν πρώτα οί
δικαιούχοι τού δικαιώματος απεργίας, κατόπιν οί περιορισμοί τού δι­
καιώματος, προληπτικοί καί κατασταλτικοί, καί τέλος οί συνέπειες
τής ασκήσεως τού δικαιώματος απεργίας άπό τους δημόσιους υπαλ­
λήλους. Στό παράρτημα Γ' τής διατριβής αυτής παρατίθεται αυτού­
σιο τό κείμενο τών διατάξεων εκείνων τού νέου Νόμου 1264/1982
πού αφορούν τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων

α) Δικαιούχοι του δικαιώματος απεργίας

190 Σύμφωνα μέ τήν παρ 1 τού άρθρου 30 τού νέου Νόμου, οί


διατάξεις τών περισσότερων άπό τά προηγούμενα άρθρα του, μεταξύ
τών οποίων καί οί διατάξεις τών άρθρων πού αναφέρονται στή ρύθμι-
224

ση τοϋ δικαιώματος απεργίας των εργαζομένων μέ σχέση εργασίας


ιδιωτικού δικαίου, εφαρμόζονται, μέ τίς ειδικές ρυθμίσεις καί προσ­
αρμογές τοϋ Ίδιου αύτοϋ άρθρου, ανάλογα καί στους έμμισθους πο­
λιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, στους μόνιμους ή μέ θητεία
υπαλλήλους των 'Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, τών Ανώτα­
των 'Εκπαιδευτικών 'Ιδρυμάτων, τών εκκλησιαστικών Ν.Π.Δ.Δ. καθώς
καί ολων τών άλλων Ν.Π.Δ.Δ., ακόμα δέ καί στους υπαλλήλους μέ
σχέση ιδιωτικού δικαίου πού κατέχουν οργανικές θέσεις, σύμφωνα
μέ τό άρθρο 103 παρ. 3 τοϋ Συντάγματος. Σύμφωνα μέ τήν παρ. 2 τοϋ
'ίδιου άρθρου 30, εργαζόμενοι θεωρούνται καί οι δημόσιοι υπάλληλοι,
εργοδότης δέ, επιχείρηση ή εκμετάλλευση θεωρούνται καί τό Δημό­
σιο καί τά νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου μέ τίς αρμόδιες υπηρε­
σίες τους.
Σχετικά μέ τους υπαλλήλους μέ σχέση ιδιωτικού δικαίου πού κα­
τέχουν οργανική θέση, σύμφωνα μέ τό άρθρο 103 παρ. 3 τού Συντάγ­
ματος (καί τέτοιοι υπάλληλοι είναι αυτοί πού κατέχουν θέσεις ειδι­
κού επιστημονικού, τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού), ή διάταξη
τού άρθρου 30 παρ. 1 τού Ν. 1264/1982 τους ξεχωρίζει άπό τους άλ­
λους υπαλλήλους τού Δημοσίου, τών 'Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοι­
κήσεως ή τών άλλων Ν.Π.Δ.Δ. πού παρέχουν τήν εργασία τους μέ
σχέση ιδιωτικού δικαίου, ή ρύθμιση τού δικαιώματος απεργίας τών
οποίων γίνεται μέ τά άρθρα 19 παρ. 2 καί επόμενα τού 'ίδιου Νόμου.
Νομίζουμε ότι ή έννοια τής διατάξεως είναι νά υπαχθούν άσοι άπό
τους εργαζομένους στό Δημόσιο μέ σχέση εργασίας ιδιωτικού δι­
καίου κατέχουν οργανικές θέσεις, καλύπτοντας πάγιες καί διαρκείς
ανάγκες τής δημόσιας υπηρεσίας, στίς διατάξεις γιά τή ρύθμιση τού
δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, ένώ γιά τους υπό­
λοιπους (όσους δέν κατέχουν οργανικές θέσεις) ό νομοθέτης αρκεί­
ται στις διατάξεις πού ρυθμίζουν τό δικαίωμα απεργίας τών εργαζο­
μένων στίς επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, ή
λειτουργία τών όποιων έχει ζωτική σημασία γιά τήν εξυπηρέτηση βα­
σικών αναγκών τού κοινωνικού συνόλου.
Αυτά θά είχε νά πει κανείς έκ πρώτης όψεως. Όμως ή ομοιότητα
τών ρυθμίσεων γιά τό δικαίωμα απεργίας μεταξύ δημόσιων υπαλλή­
λων καί εργαζομένων μέ σχέση ιδιωτικού δικαίου στό δημόσιο τομέα,
ή όποια προκύπτει άπό τήν ανάλυση τών διατάξεων πού θά ακολου­
θήσει, πιθανόν νά υπονοεί άτι ό νομοθέτης θεωρεί τήν κατηγορία
τών εργαζομένων στό Δημόσιο ή στά Ν Π.Δ Δ μέ σχέση ιδιωτικού δι­
καίου πού κατέχουν οργανική θέση, σάν τρίτη, ξεχωριστή κατηγορία,
άποψη κατά τή γνώμη μας εσφαλμένη, αφού μόνο δύο ειδών μπορεί
225

νά είναι οί σχέσεις πού διέπουν τήν παροχή εργασίας άπό τους εργα­
ζομένους προς τό Κράτος· ή σχέση τοϋ δημόσιου δικαίου καί ή σχέση
του ιδιωτικού δικαίου. Ή διάταξη τού άρθρου 30 παρ. 1 τού νέου
Νόμου, λοιπόν, πάσχει στό σημείο αυτό άπό νομοτεχνική καί νομοθε­
τική άποψη καί ό διαχωρισμός πού κάνει στή ρύθμιση τοϋ δικαιώμα­
τος απεργίας τών εργαζομένων στό Δημόσιο ή σέ Ν Π Δ Δ μέ σχέση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ένώ στην ουσία δέν προσθέτει τίποτε,
άπό τήν άλλη πλευρά δημιουργεί σύγχυση καί περιπλέκει τή ρύθμιση.

191 Όσον άφορα ενα άλλο πρόβλημα σχετικά μέ τους δικαιού­


χους τοϋ δικαιώματος απεργίας, πού γεννούσε ή διάταξη τού άρθρου
5 τού Ν 643/1977, νομίζουμε ότι τό πρόβλημα αυτό δέν γεννάται
πλέον Ή διάταξη τού άρθρου 30 παρ 1 τού νέου Νόμου, επιτάσσον­
τας τήν αναλογική εφαρμογή τών διατάξεων τού Κεφαλαίου ΣΤ' γιά
τήν άσκηση τού δικαιώματος απεργίας, επιτρέπει, σέ αντίθεση μέ τή
διάταξη τού προ'ισχύσαντος δικαίου όπως ερμηνεύθηκε στό προη­
γούμενο Κεφάλαιο της διατριβής αυτής 1 , τή συμμετοχή σέ απεργία
δημόσιων υπαλλήλων πού δέν είναι μέλη τής συνδικαλιστικής οργα­
νώσεως πού κήρυξε τήν απεργία, οπως προβλέπει τό άρθρο 20 παρ 1
έδ δ' τού νέου Νόμου, τήν εφαρμογή τού οποίου δέν εξαιρεί τό
άρθρο 30 παρ 1. 'Επιτρέπεται ακόμα ή κήρυξη απεργίας, σύμφωνα μέ
τό ίδιο άρθρο 20 παρ 1, οχι μόνο άπό τή συνδικαλιστική οργάνωση,
άλλα καί άπό ενώσεις προσώπων πού συνιστώνται σύμφωνα μέ τους
όρους τού άρθρου 1 παρ. 3 περίπτ α' ύποπερίπτ γγ' Τίς ενώσεις
αυτές, ανά μία γιά κάθε δημόσια υπηρεσία, Ν Π Δ Δ. ή 'Οργανισμό
Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, συνιστούν 10 τουλάχιστον υπάλληλοι μέ
'ιδρυτική πράξη πού καταθέτουν στό γραμματέα τού αρμόδιου Ειρη­
νοδικείου καί κοινοποιούν στην αντίστοιχη προϊστάμενη τους 'Αρχή,
εφόσον ό συνολικός αριθμός τών υπαλλήλων δέν υπερβαίνει τους 40
καί δέν υπάρχει σωματείο μέ τους μισούς τουλάχιστον υπαλλήλους
ώς μέλη του Οί ένωσης αυτές παύουν νά υπάρχουν μόλις παύσει νά
συντρέχει έστω καί μία άπό τίς παραπάνω προύποθέσεις. Οί ενώσεις
προσώπων στην ιδρυτική τους πράξη πρέπει νά αναφέρουν τό σκοπό
γιά τόν όποιο συστήθηκαν, δύο εκπροσώπους τους καί τή διάρκεια
τους (τό πολύ εξάμηνη) Αυτές λοιπόν οί ενώσεις τών υπαλλή­
λων μπορούν, μέ μυστική ψηφοφορία τών μελών τους, νά αποφασί­
σουν μέ πλειοψηφία τήν κήρυξη απεργίας στή δημόσια υπηρεσία, τό

1 Βλ παραπάνω. Μέρος 2ο Κεφ Β' παράγρ 135


226

Ν Π Δ.Δ ή τόν 'Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοικήσεως οπού υπηρετούν.


Πρόβλημα συνταγματικότητας της ρυθμίσεως αυτής αναφορικά μέ
τό άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος δέν ανακύπτει, διότι οι ενώσεις
προσώπων πού συνιστώνται σύμφωνα μέ τό άρθρο 1 παρ 3 περίπτ α'
ύποπερίπτ. γγ' είναι κάλλιστα δυνατό νά θεωρηθούν «νομίμως συνε-
στημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις», όπως απαιτεί ή σχετική συν­
ταγματική διάταξη, άφοϋ καί συνδικαλιστική οργάνωση, περιορισμέ­
νης έστω χρονικής διάρκειας, υπάρχει, καί νόμιμη σύσταση, σύμφωνα
μέ τίς διατάξεις αυτές τοΰ νέου Νόμου.

192 Μία άλλη καινοτομία τού νέου Νόμου, σέ σχέση μέ τό Ν.


643/1977, αναφέρεται στό σκοπό πού μπορεί νά επιδιώκει ή απεργία
των δημόσιων υπαλλήλων. Πράγματι, μέ τή διάταξη τού άρθρου 19
παρ 1 περίπτ α' τού νέου Νόμου, ή οποία εφαρμόζεται αναλογικά,
σύμφωνα μέ τό άρθρο 30 παρ 1, καί γιά τήν απεργία των δημόσιων
υπαλλήλων, είναι πλέον επιτρεπτή ή απεργία αλληλεγγύης

193 Σχετικά μέ άλλα προβλήματα πού αφορούν τους δικαιού­


χους τού δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, όπως αυ­
τά είχαν επισημανθεί κατά τήν ανάλυση τών διατάξεων τού προϊσχύ-
σαντος Ν. 643/1977, ό νέος Νόμος δέν δίνει λύσεις Συνεπώς, οσα
αναπτύχθηκαν έκεΐ γιά τά προβλήματα αυτά 2 , ισχύουν καί μέ τίς ρυθ­
μίσεις του νέου Νόμου

β) Προληπτικοί περιορισμοί του δικαιώματος απεργίας

(1) 'Υποβολή τών αιτημάτων τής συνδικαλιστικής οργανώσεως

194. Πρώτος περιορισμός πού τίθεται άπό τή διάταξη τού άρθρου


30 παρ 8 έδ α' στό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων,
είναι ή υποβολή τών αιτημάτων τών συνδικαλιστικών τους οργανώ­
σεων στους αρμόδιους γιά τήν επίλυση τους Υπουργούς ή άλλα όρ­
γανα Ή υποβολή τών αιτημάτων γίνεται μέ έγγραφο πού πρέπει νά
κοινοποιηθεί, μέ δικαστικό επιμελητή, στά 'Υπουργεία Προεδρίας Κυ­
βερνήσεως καί Οικονομικών, οπωσδήποτε, στό 'Υπουργείο πού υπά­
γονται οι υπάλληλοι, άν δέν υπάγονται σέ ενα άπό τά δύο παραπάνω
Υπουργεία, καθώς καί στά αρμόδια όργανα πού διοικούν τους άλ-

2 Βλ παραπάνω Μέρος 2ο Κεφ Β παράγρ 134 καί 137


227

λους φορείς (πρόκειται έδώ γιά τά Ν.Π.Δ.Δ.), όταν πρόκειται νά κη­


ρυχθεί απεργία υπαλλήλων τους Στην τελευταία περίπτωση πρέπει
νά γίνει κοινοποίηση καί στό Υπουργείο πού εποπτεύει τά νομικά
αυτά πρόσωπα. Ή υποβολή των αιτημάτων πρέπει νά είναι αιτιολογη­
μένη, νά συνοδεύεται δηλαδή, όπως αναφέρει ή διάταξη τοϋ Νόμου,
άπό τους λόγους πού τά θεμελιώνουν καί δικαιολογούν τήν αποδοχή
τους άπό τήν Πολιτεία Σημειώνουμε άτι σύμφωνα μέ τή διάταξη τοϋ
άρθρου 30 παρ. 7 έδ α' του Νόμου, πού παραπέμπει στό άρθρο 19
παρ 2 καί αυτό μέ τή σειρά του στό άρθρο 20 παρ 2, ή απεργία δέν
μπορεί νά άφορα αιτήματα πού δέν γνωστοποιήθηκαν μέ τόν παρα­
πάνω τρόπο. Ή διάταξη αυτή επιδιώκει νά αποθαρρύνει τήν κακόπι­
στη καί καταχρηστική πρακτική πού τηρούνταν στό παρελθόν άπό
ορισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις, νά κηρύσσεται απεργία μέ
ένα αίτημα πού γνωστοποιούνταν στον κοινωνικό αντίπαλο καί κατά
τή διάρκεια της απεργίας νά προστίθενται καί άλλα αιτήματα Μέ τή
νέα αυτή διάταξη ή εξακολούθηση της πρακτικής αυτής καθιστά τήν
απεργία παράνομη

(2) Παρέλευση προθεσμίας

195. Μετά τή γνωστοποίηση τών αιτημάτων τής συνδικαλιστικής


οργανώσεως στά αρμόδια 'Υπουργεία καί άλλα όργανα, καί μέ τήν
προϋπόθεση ότι έχει ληφθεί απόφαση γιά τήν κήρυξη τής απεργίας
άπό τό αρμόδιο όργανο τής συνδικαλιστικής οργανώσεως, προϋπόθε­
ση γιά τήν οποία θά μιλήσουμε αμέσως παρακάτω, πρέπει νά παρέλ­
θουν 4 πλήρεις ήμερες γιά νά μπορεί νόμιμα νά πραγματοποιηθεί ή
απεργία. Όπως είναι γνωστό, όταν ό νόμος απαιτεί προθεσμία πλή­
ρων ήμερων, ή ημερομηνία λήξεως τής προθεσμίας δέν υπολογίζεται
γιά τήν πραγματοποίηση τού δικαιώματος, συνεπώς πρέπει νά παρέλ­
θει ολόκληρη ή τέταρτη ήμερα, όπως επίσης δέν υπολογίζεται γιά
τήν έναρξη τής προθεσμίας ή ήμερα τής κοινοποιήσεως τοϋ έγγρα­
φου πού περιέχει τά αιτήματα στά αρμόδια 'Υπουργεία, καί αν οι κοι­
νοποιήσεις δέν έγιναν όλες τήν ϊδια ήμερα, πρέπει νά παρέλθουν 4
ήμερες άπό τήν ημερομηνία τής τελευταίας κοινοποιήσεως. Ή απερ­
γία λοιπόν μπορεί νόμιμα νά πραγματοποιηθεί μέ τίς λίγες αυτές
προϋποθέσεις καί μέ τήν επιφύλαξη άτι θά έχει ληφθεί απόφαση γιά
τήν πραγματοποίηση της άπό τό αρμόδιο όργανο τής συνδικαλιστι­
κής οργανώσεως. Ποιο είναι αυτό τό όργανο, θά αναπτύξουμε αμέ­
σως παρακάτω.
(3) Λήψη αποφάσεως γιά τήν κήρυξη απεργίας. 'Αρμόδιο όργανο.

196. Γιά τό όργανο πού κηρύσσει τήν απεργία των δημόσιων


υπαλλήλων προβλέπει ή παρ. 8 του άρθρου 30 στό 6' έδάφιό της· «Ή
απεργία κηρύσσεται άπό δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες οργανώσεις
μετά άπό απόφαση της Γενικής Συνέλευσης». Ή διάταξη αυτή έκ
πρώτης όψεως δημιουργεί τήν εντύπωση ότι ή κήρυξη τής απεργίας
επιτρέπεται μόνο στίς δευτεροβάθμιες καί τριτοβάθμιες οργανώσεις
των δημόσιων υπαλλήλων. Όμως πρόθεση του νομοθέτη, όπως διευ­
κρινίσθηκε κατά τή συζήτηση τής διατάξεως αυτής οτή Βουλή 3 , άλλα
επίσης καί στην ερμηνευτική εγκύκλιο πού κυκλοφόρησε τό 'Υπουρ­
γείο Προεδρίας Κυβερνήσεως γιά τήν εφαρμογή του νέου Νόμου στό
χώρο των συνδικαλιστικών οργανώσεων τών δημόσιων υπαλλήλων,
δέν ήταν νά αποκλείσει τή δυνατότητα νόμιμης κηρύξεως απεργίας
άπό πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις δημόσιων υπαλλή­
λων, άλλα απλώς νά τροποποιήσει τή διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1
τοϋ Νόμου, πού καθορίζει τό αρμόδιο όργανο γιά τή λήψη αποφά­
σεως κηρύξεως απεργίας, σέ όλες τίς άλλες συνδικαλιστικές οργανώ­
σεις, έκτος άπό αυτές τών δημόσιων υπαλλήλων
'Αρμόδιο λοιπόν όργανο γιά νά λάβει απόφαση γιά απεργία είναι-
α) γιά τίς πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ή Γενική
τους Συνέλευση, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοϋ άρθρου 20 παρ. 1 έδ.
α' περίοδος πρώτη τοϋ Νόμου.
β) γιά τίς ενώσεις προσώπων πού συνιστώνται σύμφωνα μέ τό
άρθρο 1 παρ. 3 περίπτ. α' ύποπερίπτ γγ' ή πλειοψηφία τών δημόσιων
υπαλλήλων πού συνέστησαν τήν ένωση προσώπων, μέ απόφαση
τους, γιά τήν οποία ή ψηφοφορία πρέπει νά είναι μυστική. Τίς ρυθμί­
σεις αυτές θέτει τό άρθρο 20 παρ. 1 έδ. γ' περίοδος πρώτη τοϋ νέου
Νόμου. Ή δεύτερη περίοδος τοϋ Ίδιου εδαφίου, δέν είναι δυνατό νά
εφαρμοσθεί στην περίπτωση κηρύξεως απεργίας δημόσιων υπαλλή­
λων, επειδή απαιτεί απόφαση 'Εργατικού Κέντρου, καί σύμφωνα μέ
τό άρθρο 30 παρ. 2, όπου ό Νόμος αναφέρει 'Εργατικά Κέντρα, ή
μνεία δέν άφορα τους δημόσιους υπαλλήλους καί συνεπώς οι διατά­
ξεις αυτές είναι ανεφάρμοστες γι' αυτούς.
γ) γιά τίς δευτεροβάθμιες καί τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές ορ­
γανώσεις, ή Γενική τους Συνέλευση, σύμφωνα μέ τή διάταξη τοϋ

3 Πρακτικά Βουλής, 'Ολομέλεια, Περίοδος Γ' Προεδρευομένης Δημοκρα­


τίας Σύνοδος Α' Συνεδρίαση ΡΙΔ', 14 6 1982, σελ 4688-4689
229

άρθρου 30 παρ. 8 έδ. β' τοϋ Νόμου, πού τροποποιεί στό σημείο αυτό
τή διάταξη τοϋ άρθρου 20 παρ 1 έδ. β', πού προβλέπει ότι ή απεργία
κηρύσσεται «μέ απόφαση τοϋ διοικητικού συμβουλίου, έκτος έάν τό
καταστατικό τους ορίζει διαφορετικά».

197. Πρέπει νά σημειωθεί στό σημείο αυτό ότι οί διατάξεις τοϋ


άρθρου 30 τοϋ νέου Νόμου έχουν υπόψη τους την απεργία πού κη­
ρύσσεται γιά διάστημα μεγαλύτερο της μιας ημέρας, όπως επίσης καί
συνδικαλιστικές οργανώσεις μέ μέλη δημόσιους υπαλλήλους πού
υπηρετούν στην Ίδια δημόσια υπηρεσία καί στον ίδιο τόπο Έάν κη­
ρυχθεί απεργία δημόσιων υπαλλήλων, μέ τή μορφή ολιγόωρων στά­
σεων εργασίας, εφόσον δέν πραγματοποιούνται οί στάσεις αυτές τήν
'ίδια ήμερα ή μέσα στην ϊδια εβδομάδα, ανακύπτει τό ερώτημα άν θά
εφαρμοσθεί ή διάταξη της δεύτερης περιόδου τοϋ πρώτου εδαφίου
τοϋ άρθρου 20 παρ. 1, πού αρκείται σέ απόφαση τοϋ Διοικητικού Συμ­
βουλίου της συνδικαλιστικής οργανώσεως, έκτος άν τό καταστατικό
ορίζει διαφορετικά. Τό 'ίδιο ερώτημα ανακύπτει σχετικά μέ τό πρό­
βλημα της απεργίας πού κηρύσσεται άπό πρωτοβάθμιες συνδικαλι­
στικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής εκτά­
σεως, περίπτωση μέ τήν οποία ασχολείται ή διάταξη τής τρίτης περιό­
δου τοϋ πρώτου εδαφίου τοϋ άρθρου 20 παρ 1. Νομίζουμε ότι ή
απάντηση στά ερωτήματα των δύο αυτών περιπτώσεων πρέπει νά
επηρεασθεί άπό τήν τροποποίηση πού έγινε στό άρθρο 20 παρ. 1 έδ.
β' άπό τό άρθρο 30 παρ. 8 έδ. β' καί ότι πρέπει στις δύο αυτές περι­
πτώσεις νά απαιτείται απόφαση τής Γενικής Συνελεύσεως των συνδι­
καλιστικών οργανώσεων. Πράγματι, άπό τό πνεύμα τής διατάξεως
τοϋ άρθρου 30 παρ 8 έδ β' προκύπτει άτι όταν πρόκειται γιά συνδι­
καλιστικές οργανώσεις δημόσιων υπαλλήλων, ό νομοθέτης δυσπι­
στεί νά αναθέσει στό Διοικητικό Συμβούλιο τήν αρμοδιότητα λήψεως
αποφάσεως γιά τήν κήρυξη απεργίας, απαιτώντας οπωσδήποτε από­
φαση τής Γενικής Συνελεύσεως Όταν λοιπόν ό Νόμος τροποποιεί
τόσο σημαντικά τή διάταξη γιά τό αρμόδιο όργανο λήψεως αποφά­
σεως γιά τήν κήρυξη απεργίας μιας δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας
οργανώσεως δημόσιων υπαλλήλων, είναι εϋλογο νά δεχθούμε ότι ή
τροποποίηση αυτή πρέπει νά ισχύσει αφενός στην περίπτωση τής
πρωτοβάθμιας οργανώσεως ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής
εκτάσεως, οπού ισχύουν οί ίδιες — λίγο ή πολύ — συνθήκες λειτουρ­
γίας μέ αυτές τής δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας οργανώσεως, καί
αφετέρου στην περίπτωση τής απεργίας πού κηρύσσεται μέ τή μορ­
φή ολιγόωρων στάσεων εργασίας, όταν αυτές δέν πραγματοποιούν-
230

ται τήν ϊδια ήμερα ή μέσα στην ϊδια εβδομάδα, δηλαδή συνεχίζονται
καί πέρα από μία εβδομάδα, διότι ή απεργία τής μορφής αυτής, όταν
μάλιστα κηρύσσεται άπα δημόσιους υπαλλήλους, είναι πολύ περισσό­
τερο όχληρή γιά τό κοινωνικό σύνολο καί τους συναλλασσόμενους
μέ τίς δημόσιες υπηρεσίες άπό ο,τι θά ήταν μία απεργία μέ διάρκεια
μιας ή δύο ήμερων.

198. Σχετικά μέ τό όργανο μιας δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας


οργανώσεως δημόσιων υπαλλήλων, πού είναι αρμόδιο νά λάβει από­
φαση γιά τήν κήρυξη απεργίας καί πού, όπως εϊπαμε, είναι ή Γενική
Συνέλευση, αν παρατηρήσει κανείς τά καταστατικά τών δευτεροβάθ­
μιων καί τριτοβάθμιων οργανώσεων, θά διαπιστώσει ότι στίς περισσό­
τερες άπό αυτές δέν υπάρχει όργανο μέ τήν ονομασία Γενική Συνέ­
λευση. Ή ΑΔΕΔΥ, π.χ., ή μόνη τριτοβάθμια οργάνωση στό χώρο του
δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλισμού, έχει κύρια όργανα της τό Γενι­
κό Συμβούλιο καί τήν 'Εκτελεστική 'Επιτροπή. Ποιο άπό τά όργανα
αυτά είναι ή Γενική Συνέλευση, είναι ζήτημα ερμηνείας τών διατά­
ξεων τού καταστατικού. Συνεπώς θά πρέπει νά ανατρέξει κανείς στά
καταστατικ. τών διαφόρων δευτεροβάθμιων ή τριτοβάθμιων οργανώ­
σεων καί ν Ϊ έρει νήσει σέ ποιο άπό τά όρ\ ίνα τών οργανώσεων αυ­
τών, όταν αυτά δέν φέρουν τίς συνήθεις e νομασίες — ι Γενική Συνέ­
λευση, Διοικητικό Συμβούλιο, έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες πού συν­
ήθως ασκούνται άπό τή Γενική Συνέλευση τών συνδικαλιστικών ορ­
γανώσεων, όπως καί κάθε σωματείου, γιά νά αποφανθεί ποιο όργανο
είναι αρμόδιο νά αποφασίσει τήν κήρυξη απεργίας

199 Στίς διατάξεις τών καταστατικών τών συνδικαλιστικών οργα­


νώσεων πρέπει επίσης νά ανατρέξει κανείς, εφόσον οι διατάξεις τού
άρθρου 30 τού Νόμου σιωπούν, γιά τά θέματα απαρτίας καί πλειοψη­
φίας μέ τίς όποιες λαμβάνεται ή απόφαση τής Γενικής Συνελεύσεως
γιά τήν κήρυξη απεργίας, απαρτία καί πλειοψηφία πού ισχύει καί γιά
τά άλλα θέματα γιά τά όποια είναι αρμόδια νά αποφασίζει ή Γενική
Συνέλευση, αν φυσικά δέν υπάρχει στό καταστατικό ειδική απαρτία
καί πλειοψηφία γιά τό θέμα τής κηρύξεως απεργίας
Σέ περίπτωση πού τό καταστατικό δέν ορίζει, ισχύουν οι διατά­
ξεις τού άρθρου 8 παρ 2 καί 3 τού νέου Νόμου, πού προβλέπουν
απαρτία τού 1/3 τών οικονομικά τακτοποιημένων (ή ενεργών) μελών
καί σέ περίπτωση πού δέν επιτυγχάνεται ή απαρτία αυτή, οι διατάξεις
προβλέπουν επαναληπτικές συνεδριάσεις, όπου ή απαίτηση γιά
απαρτία μειώνεται στό 1/4 τών ενεργών μελών γιά τή δεύτερη συνε-
231

δρίαση καί στό 1/5 γιά τήν τρίτη. Πλειοψηφία πού απαιτείται γιά νά
ληφθεί απόφαση (καί γιά τό θέμα της κηρύξεως απεργίας) καί μέ τήν
επιφύλαξη καί πάλι ότι τό καταστατικό δέν ορίζει διαφορετικά, είναι ή
σχετική πλειοψηφία των παρόντων, εκτός άπό τήν περίπτωση πού εί­
τε σύμφωνα μέ τό καταστατικό, είτε κατά τίς διατάξεις του Νόμου,
παρίστανται στή Συνέλευση τό 1/4 — ή καί λιγότεροι — των ενεργών
μελών, οπότε γιά νά ληφθεί απόφαση γιά απεργία πρέπει νά υπάρχει
πλειοψηφία τών 3/4 τών παρόντων Ή ψηφοφορία γιά τήν κήρυξη ή
μή απεργίας είναι πάντοτε μυστική καί αυτοπρόσωπη (αποκλείεται ή
εξουσιοδότηση) -^

200 Άπό τήν ανάπτυξη πού έγινε παραπάνω, προκύπτει, νομί­


ζουμε, ή διαφορά τών ρυθμίσεων τοϋ νέου Νόμου 1264/1982, σέ
σύγκριση μέ τόν προϊσχύσαντα Ν. 643/1977 Μέ τό Ν 643/1977, μετά
τήν υποβολή τών αιτημάτων στά αρμόδια 'Υπουργεία, τά αιτήματα
παραπέμπονταν στό Συμβούλιο Συνδιαλλαγής, όπου ακολουθούσε
μιά μακρά διαδικασία, διάρκειας 20 ήμερων, πού συνήθως κατέληγε
στην απόρριψη τών αιτημάτων, άφοϋ, γιά νά γίνουν δεκτά τά αιτήμα­
τα, έπρεπε νά επέλθει συμφωνία τριών παραγόντων άπό τους μετέ­
χοντες στό Συμβούλιο. Μετά τήν απόρριψη τ(^ν αιτημάτων ή συνδικα­
λιστική οργάνωση δικαιούνταν νά συγκαλέσει τό αρμόδιο όργανο
της, γιά νά λάβει απόφαση γιά απεργία, πράγμα πού προκαλούσε νέα
καθυστέρηση, άφοϋ τό όργανο έπρεπε νά συνέλθει, μετά άπό πρόσ­
κληση, μετά τήν απόρριψη τών αιτημάτων άπό τό Συμβούλιο Συνδιαλ­
λαγής καί μάλιστα έπρεπε νά αποφασίσει τήν κήρυξη απεργίας μέ
αυξημένες άπαρτίες καί πλειοψηφίες, πού δέν ήταν εύκολο νά επι­
τευχθούν, μέ αποτέλεσμα νά προβλέπεται καί σύγκληση επαναληπτι­
κών συνεδριάσεων τών αρμόδιων οργάνων Όπως υπολογίσαμε, ανα­
λύοντας τίς διατάξεις πού θέσπιζαν τους προληπτικούς περιορι­
σμούς τοϋ Ν. 643/19774, μετά τήν υποβολή τών αιτημάτων τής συνδι­
καλιστικής οργανώσεως στά αρμόδια Υπουργεία, κήρυξη απεργίας
δημόσιων υπαλλήλων μπορούσε νά γίνει, μέ τίς ευνοϊκότερες προϋ­
ποθέσεις πού έθετε ό Νόμος άπό άποψη παρόδου τών προθεσμιών,
μετά άπό 27 πλήρεις ήμερες. Μέ τίς ρυθμίσεις τοΰ νέου Νόμου 1264/
1982 τό χρονικό αυτό διάστημα συντομεύεται καί γίνεται 4 πλήρεις
ήμερες. Πράγματι, μετά τήν υποβολή τών αιτημάτων, ή μόνη προϋπό­
θεση πού απαιτείται πλέον είναι ή πάροδος τής προθεσμίας τών 4

4 Βλ παραπάνω Μέρος 2ο Κεφ Β παράγρ 143


232

ήμερων. 'Εφόσον ό νέος Νόμος δέν ορίζει, όπως όριζε ρητά ό Ν 643/
1977, οτι ή λήψη της αποφάσεως γιά τήν κήρυξη απεργίας πρέπει νά
πραγματοποιηθεί μετά τήν πάροδο των προθεσμιών πού θέτει, είναι
κάλλιστα δυνατόν, ή σύγκληση του αρμόδιου οργάνου καί ή λήψη
αποφάσεως γιά κήρυξη απεργίας νά πραγματοποιηθούν πρίν άπό τήν
υποβολή των αιτημάτων στά 'Υπουργεία, ώστε ή απόφαση νά καλύ­
πτει καί τήν έγκριση υποβολής τών αιτημάτων καί τήν κήρυξη απερ­
γίας σέ περίπτωση μή ικανοποιήσεως τους μέσα στην προθεσμία τών
4 ήμερων Είναι φανερό, έπειτα άπό τήν παραπάνω ανάλυση, οτι οι
προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος απεργίας άπό τους δημό­
σιους υπαλλήλους έγιναν πολύ πιό ευχερείς Τό μόνο σημείο οτό
όποιο οι προϋποθέσεις αυτές δυσχεραίνονται κάπως μέ τίς διατάξεις
τοϋ νέου Νόμου, είναι ή απαίτηση του γιά τήν κήρυξη απεργίας άπό
δευτεροβάθμιες καί τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις μετά
άπό απόφαση τής Γενικής τους Συνελεύσεως, αντί γιά απόφαση τοϋ
Διοικητικού Συμβουλίου, ενισχυμένου άπό τους προέδρους τών Δ Σ
τών πρωτοβάθμιων οργανώσεων καί μέ πλειοψηφία τών 2/3 τών με­
λών τού ιδιότυπου αυτού Σώματος, όπως προέβλεπε ό Ν 643/19775
Οί διατάξεις τού νέου Νόμου όσον άφορα τους προληπτικούς περιο­
ρισμούς τού δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων είναι
παρόμοιες μέ εκείνες τού γαλλικού Νόμου τοϋ 1963 σχετικά μέ τό
δικαίωμα απεργίας τών εργαζομένων στό δημόσιο τομέα τής οικονο­
μίας, συμπορεύονται δέ και μέ τίς προσωπικές μας θέσεις, τίς όποιες
εκφράσαμε στό προηγούμενο Κεφάλαιο τής διατριβής αυτής, όταν
επιχειρήσαμε κριτική τών σχετικών διατάξεων τού Ν 643/1977 άπό
νομοθετική άποψη6

201. Γ ιά τήν πληρότητα τής αναλύσεως, σημειώνουμε ότι οϊ προ­


ληπτικοί περιορισμοί τής υποβολής τών αιτημάτων τής συνδικαλιστι­
κής οργανώσεως στά Υπουργεία καί άλλους φορείς πού είναι αρμό­
διοι γιά τήν ικανοποίηση τους, τής παρόδου τής 4ήμερης προθεσμίας
καί τής λήψεως αποφάσεως γιά τήν κήρυξη απεργίας άπό τό αρμόδιο
όργανο τής συνδικαλιστικής οργανώσεως, όπως αυτό καθορίζεται
άπό τό άρθρο 20 παρ 1 τού νέου Νόμου, ισχύουν καί γιά τους εργα­
ζομένους μέ σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στό Δημόσιο, στά
Ν Π.Δ.Δ καί στίς επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέ­
λειας, ή λειτουργία τών όποιων έχει ζωτική σημασία γιά τήν έξυπηρέ-

5 Βλ παραπάνω. Μέρος 2ο. Κεφ Β', παράγρ 153


6 Βλ παραπάνω. Μέρος 2ο Κεφ Β', παράγρ 155 καί 156
233
τηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, δηλαδή στό πλέγμα
τών φορέων εκείνων του δημόσιου τομέα της οικονομίας, γιά τό
προσωπικό τών οποίων τό άρθρο 23 παρ. 2 έδ. β' τοϋ ισχύοντος Συν­
τάγματος επιτρέπει τη θέσπιση περιορισμών στην άσκηση τοϋ δικαιώ­
ματος απεργίας. ^

202. 'Αναλύσαμε μέχρι τώρα τους προληπτικούς περιορισμούς


τοϋ δικαιώματος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, εκείνους δηλα­
δή πού αφορούν τήν απεργία πριν εκδηλωθεί καί τείνουν νά περιορί­
σουν τόν αριθμό τών απεργιών Στίς επόμενες παραγράφους θά
ασχοληθούμε μέ τους κατασταλτικούς περιορισμούς του δικαιώμα­
τος, εκείνους δηλαδή πού πλήττουν τήν απεργία μετά τήν έναρξη
της καί έχουν ώς στόχο τους νά περιορίσουν τίς δυσμενείς συνέ­
πειες πού προκαλεί ή απεργία.

γ) Κατασταλτικοί περιορισμοί τοϋ δικαιώματος απεργίας

(1) Προσωπικό ασφάλειας καί στοιχειώδους λειτουργίας

203 Ή διάταξη τοϋ άρθρου 30 παρ. 7 έδ. α' τοϋ νέου Νόμου, μέ
τήν παραπομπή στή διάταξη τοϋ άρθρου 19 παρ. 2, πού μέ τή σειρά
της παραπέμπει στά άρθρα 20 παρ 2 καί 21, κύριο σκοπό της έχει νά
περιλάβει ώς κατασταλτικό περιορισμό τή διάταξη τοϋ άρθρου 21
που προβλέπει τήν υποχρέωση της συνδικαλιστικής οργανώσεως πού
κηρύσσει τήν απεργία, νά φροντίσει ώστε νά παραμείνει στην υπηρε­
σία ό αναγκαίος αριθμός δημόσιων υπαλλήλων, αφενός γιά τήν ασφά­
λεια των εγκαταστάσεων πού τυχόν υπάρχουν καί τήν πρόληψη κατα­
στροφών ή ατυχημάτων, καί αφετέρου γιά τή στοιχειώδη λειτουργία
της δημόσιας υπηρεσίας καί τήν αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών
του κοινωνικού συνόλου Οι υποχρεώσεις αυτές τής συνδικαλιστικής
οργανώσεως τών δημόσιων υπαλλήλων πού κήρυξε τήν απεργία, εί­
ναι οί ϊδιες μέ εκείνες πού προέβλεπε τό άρθρο 13 τοϋ προϊσχύσαν-
τος Ν. 643/1977 καί συνεπώς ή ανάλυση πού έγινε σχετικά μέ τά προ­
βλήματα πού παρουσίαζε ή ερμηνεία τοϋ άρθρου εκείνου 7 , ισχύει
ανάλογα καί γιά τή διάταξη τοϋ άρθρου 21 τοϋ νέου Νόμου 1264/
1982. Οί διαφοροποιήσεις πού γίνονται στή νέα αυτή διάταξη είναι
επουσιώδεις καί αφορούν τόν τρόπο καί τή διαδικασία γνωστοποιή-

7 Βλ. παραπάνω. Μέρος 2ο Κεφ Β' παράγρ 162-165


234

σεως του αριθμού καί των ειδικοτήτων του προσωπικού ασφάλειας


καί στοιχειώδους λειτουργίας πού υποχρεούται νά διαθέσει ή συνδι­
καλιστική οργάνωση. Πράγματι, τά στοιχεία αυτά (αριθμός καί ειδικό­
τητες του προσωπικού) γνωστοποιούνται άπό τίς συνδικαλιστικές ορ­
γανώσεις μέσα στό πρώτο 15θήμερο τοΰ Ιανουαρίου κάθε χρόνου,
μέ έγγραφο τους,} πού κοινοποιείται μέ δικαστικό επιμελητή στά όρ­
γανα καί τους φορείς στους οποίους γίνεται ή γνωστοποίηση τών αι­
τημάτων τών συνδικαλιστικών οργανώσεων, όταν πρόκειται νά κη­
ρυχθεί απεργία. "Ετσι, νομίζουμε ότι γιά τίς συνδικαλιστικές όργανώ^
σεις τών δημόσιων υπαλλήλων δέν χρειάζεται νά γίνει κοινοποίηση.,
τοϋ έγγραφου γνωστοποιήσεως του προσωπικού ασφάλειας στό
'Υπουργείο Έργαασίας 'Αντίθετα πρέπει οπωσδήποτε νά γίνει γνω­
στοποίηση στό Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως καί στό Υπουρ­
γείο πού υπάγονται ή άπό τό όποιο εποπτεύονται οί υπάλληλοι πού
θά απεργήσουν, καθώς καί στό όργανο πού διοικεί τό νομικό πρόσω­
πο δημόσιου δικαίου, αν πρόκειται γιά υπαλλήλους του
Ή διάταξη στή συνέχεια προβλέπει ότι σέ περίπτωση πού ή υπη­
ρεσία διαφωνεί μέ τά στοιχεία πού υπέβαλε ή συνδικαλιστική οργά­
νωση ή ή οργάνωση δέν υπέβαλε τά στοιχεία, παρά τήν όχληση τής
υπηρεσίας, ή 'Επιτροπή του άρθρου 15 τοΰ νέου Νόμου καί σέ περί­
πτωση έκτακτης καί απρόβλεπτης ανάγκης μόνος ό πρόεδρος της
Επιτροπής αυτής, αποφασίζει καί αίρει τή διαφωνία μέσα στό δεύτε­
ρο 15θήμερο τοϋ Ιανουαρίου, ένώ υπάρχει ή δυνατότητα νά ζητηθεί,
ύστερα άπό αίτηση είτε τής συνδικαλιστικής οργανώσεως είτε τής
υπηρεσίας, ή τροποποίηση roù πίνακα συνθέσεως του προσωπικού
ασφάλειας καί στοιχειώδους λειτουργίας, κατά τή διάρκεια τής απερ­
γίας αν οί συνθήκες που επικρατούσαν στις αρχές τού χρόνου, όταν
καταρτίσθηκε ό πίνακας έχουν μεταβληθεί Σημειώνουμε ότι όταν
πρόκειται γιά δημόσιους υπαλλήλους, ή Επιτροπή τοϋ άρθρου 15
του Νόμου συγκροτείται συμφωνά μέ τή διάταξη τοΰ άρθρου 30"παρ
6

204 Οί διατάξεις πού αφορούν τό προσωπικό ασφάλειας καί στοι­


χειώδους λειτουργίας, αφορούν έντονα τήν προστασία τού δημόσιου
συμφέροντος καί ή παραβίαση τους άπό τή συνδικαλιστική οργάνωση
πού έχει τήν ευθύνη γιά τήν πραγματοποίηση τής απεργίας, παραβία­
ση πού μπορεί νά γίνει όταν ή οργάνωση εϊτε δέν διαθέσει τό προσω­
πικό πού καθορίζει ό πίνακας, εϊτε αποσύρει τό προσωπικό αυτό κατά
τή διάρκεια τής απεργίας, οδηγεί στό νά καταστήσει τήν απεργία
παράνομη.
235

205. Oi διατάξεις του άρθρου 21 του νέου Νόμου, τέλος, ισχύουν


καί γιά τό προσωπικό πού εργάζεται στό Δημόσιο, στά Ν.Π Δ.Δ. καί τίς
επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας μέ σχέση έργα- /
σίας ιδιωτικού δικαίου.

(2) Δικαστική αναγνώριση παράνομης απεργίας

206 Μέ τόν κατασταλτικό αυτόν περιορισμό ασχολείται ή διάτα­


ξη του άρθρου 22 παρ. 4 του νέου Νόμου. ΟΊ διατάξεις των 2 πρώτων
παραγράφων του άρθρου αυτού είναι ανεφάρμοστες στην απεργία
των δημόσιων υπαλλήλων βάσει τού άρθρου 30 παρ 1, άλλα καί ή
τρίτη παράγραφος τού ϊδιου άρθρου είναι κατά τή γνώμη μας ανε­
φάρμοστη, ειδικά γιά τους δημόσιους υπαλλήλους', από τή φύση τών
πραγμάτων Ή διάταξη τοϋ άρθρου 22 παρ 4 προβλέπει λοιπόν ότι
γιά διαφορές πού δημιουργούνται άπό τήν εφαρμογή τών άρθρων
τοϋ Κεφαλαίου ΣΤ' τού νέου Νόμου σχετικά μέ τή νομιμότητα ή μή
της απεργίας, είναι αρμόδιο τό Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας
τής συνδικαλιστικής οργανώσεως πού κήρυξε τήν απεργία Νομίζου­
με όμως άτι ή απεργία τών δημόσιων υπαλλήλων συνδέεται μέ τή
λειτουργία καί τή δράση τής Διοικήσεως, τήν όποια σκοπό έχει νά
πλήξει καί έτσι ή διαφορά πού δημιουργείται άπό τήν αμφισβήτηση
τής νομιμότητας μιας απεργίας δημόσιων υπαλλήλων είναι κατά τή
γνώμη μας διοικητική διαφορά, οπως αναπτύξαμε εκτενώς κατά τήν \
ανάλυση τών αντίστοιχων διατάξεων τού προ'ιοχύσαντος Ν 643/
19778 επομένως υπάγεται στή δικαιοδοσία τών διοικητικών — καί άχι
τών πολιτικών — δικαστηρίων, άσχετα βέβαια άπό τό γεγονός άτι μία
τέτοια διαφορά είναι αδύνατο νά δικασθεΐ σήμερα άπό τά διοικητικά
δικαστήρια, επειδή δέν υπάρχει τό κατάλληλο δικονομικό πλαίσιο
"Αν όμως θεωρηθεί ότι ή διαφορά μεταξύ Διοικήσεως καί συνδικαλι­
στικής οργανώσεως σχετικά μέ τή νομιμότητα ή μή μιας απεργίας
δημόσιων υπαλλήλων δέν είναι διοικητική, αλλά ιδιωτική,πράγμα γιά
τό όποιο πολύ αμφιβάλλουμε, τό δικονομικό πλαίσιο τής εκδικάσεως
της προσδιορίζεται άπό τή διάταξη τού άρθρου 22 παρ 4 τού νέου
Νόμου 1264/1982, πού ορίζει άτι ή διαφορά δικάζεται κατά τή διαδικα­
σία τών εργατικών διαφορών (άρθρα 663 εως 676 τού Κώδικα Πολιτι­
κής Δικονομίας) Πάντως, οϋτως ή άλλως, ενδεχόμενη αναγνώριση,
μέ δικαστική απόφαση, τής παρανομίας μιας απεργίας δημόσιων

8 Βλ παραπάνω Μέρος 2ο Κεφ Β παράγρ 159


236

υπαλλήλων, συνεπάγεται, αν όχι νομική υποχρέωση διακοπής τής


απεργίας, άφοϋ κάτι τέτοιο δέν προβλέπεται άπό τό νέο Νόμο, έφ'
όσον καταργήθηκε ή διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 643/1977, τουλά­
χιστον ηθική υποχρέωση τής συνδικαλιστικής οργανώσεως πού κήρυ­
ξε τήν παράνομη απεργία, καθώς καί απειλή πειθαρχικών κυρώσεων
γιά τους μετέχοντες στην απεργία υπαλλήλους, σύμφωνα μέ τό
άρθρο 206 παρ. 1 περίπτ. κ' του 'Υπαλληλικού Κώδικα (Π.Δ. 611/1977),
πράγμα πού αποτελεί τή μόνη δυνατότητα αντιδράσεως τής Διοική­
σεως σέ περίπτωση κηρύξεως παράνομης απεργίας δημόσιων υπαλ­
λήλων. Στό σημείο αυτό ό νέος Νόμος εμφανίζει αδυναμίες σέ σχέση
μέ τόν προϊσχύσαντα.

δ) Συνέπειες ασκήσεως του δικαιώματος απεργίας

207. Οι δύο άπό τίς συνέπειες τής ασκήσεως του δικαιώματος


απεργίας άπό τους δημόσιους υπαλλήλους, περιλαμβάνονται πολύ
συνοπτικά στή διάταξη του άρθρου 30 παρ. 7 έδ. β' τοϋ νέου Νόμου,
είναι δέ ή μή καταβολή τών αποδοχών τών απεργών γιά τή διάρκεια
της απεργίας καί ή αναγνώριση τοϋ χρόνου απεργίας τών δημόσιων
υπαλλήλων ώς χρόνου πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας. Όσον αφο­
ρά τήν πρώτη συνέπεια, ουσιαστικά αποτελεί επανάληψη τής διατά­
ξεως τοϋ άρθρου 15 του Ν. 643/1977 καί συνεπώς ή ανάλυση πού
έγινε στή διάταξη εκείνη γιά τά προβλήματα πού ανακύπτουν σχετι­
κά 9 , ισχύει καί έδώ. Όσον άφορα τή δεύτερη συνέπεια, ή διάταξη
καινοτομεί σέ σύγκριση μέ τήν αντίστοιχη τοϋ Ν. 643/1977, μή κάνον­
τας διάκριση ανάμεσα σέ νόμιμη καί παράνομη απεργία, αναγνωρί­
ζοντας συνεπώς καί τό χρόνο τής παράνομης απεργίας δημόσιων
υπαλλήλων ώς χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, πράγμα πού
συμφωνεί μέ τίς απόψεις πού διατυπώσαμε οταν σχολιάζαμε τό
άρθρο 16 τοϋ Ν. 643/1977 άπό νομοθετική άποψη10

Μία τρίτη συνέπεια πού απορρέει άπό τήν άσκηση τοϋ δικαιώμα­
τος απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, θέτει ή εντελώς νέα διάταξη
τού άρθρου 30 παρ. 9 τοϋ νέου Νόμου, μέ τήν οποία απαγορεύεται
"στην κυβέρνηση, στην προσπάθεια της νά αντιμετωπίσει τίς δυσμε­
νείς επιπτώσεις πού έχει στή λειτουργία τής Διοικήσεως μία απεργία

9 Βλ παραπάνω, Μέρος 2ο, Κεφ Β', παράγρ 175-181


10 Βλ παραπάνω. Μέρος 2ο, Κεφ Β', παράγρ 182
237

δημόσιων υπαλλήλων, νά προσλάβει έκτακτους υπαλλήλους, μέ σχέ­


ση ιδιωτικού δικαίου γιά όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ή απεργία,
Τέλος, ό νέος Νόμος καινοτομεί καί άπό τήν άποψη οτι δέν προ­
βλέπει, σέ αντίθεση μέ τό Ν. 643/1977, ποινικές κυρώσεις κατά των
απεργών πού θά παρέβαιναν τίς διατάξεις του.

II. Σύγκριση των διατάξεων τοϋ νέου Νόμου μέ αυτές τοϋ


προϊσχύσαντος.

208. Γιά διευκόλυνση του αναγνώστη, κλείνουμε τό Κεφάλαιο


στό όποιο ασχοληθήκαμε μέ τήν ερμηνεία τών διατάξεων τοϋ νέου
Νόμου 1264/1982 πού αφορούν τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων
υπαλλήλων, μέ μία συνοπτική σύγκριση καί αντιπαραβολή τών ρυθμί­
σεων τών δύο Νόμων, 1264/1982 καί 643/1977
"Ετσι, αντίθετα μέ τίς ρυθμίσεις του Ν. 643/1977, μέ τίς διατάξεις
τοϋ νέου Νόμου: α) επιτρέπεται ή συμμετοχή σέ απεργία πού κηρύσ­
σεται άπό μία δημοσιοϋπαλληλική συνδικαλιστική οργάνωση, υπαλλή­
λων πού δέν είναι μέλη τής συνδικαλιστικής οργανώσεως, β) επιτρέ­
πεται ή κήρυξη απεργίας άπό ενώσεις προσώπων πού συνιστώνται
σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τού νέου Νόμου καί όχι μόνο άπό συνδικα­
λιστικές οργανώσεις (σωματεία), γ) επιτρέπεται ή κήρυξη απεργίας
αλληλεγγύης γιά τήν υποστήριξη απεργίας άλλης συνδικαλιστικής
οργανώσεως, δ) απαγορεύεται ή απεργία μέ αιτήματα διαφορετικά
άπό εκείνα πού γνωστοποιήθηκαν στά άομόδια Υπουργεία, σύμφωνα
μέ τ ή νόμιμη διαδικασία, ε) καταργήθηι* ε ή χρονοβόρα καί ατελέσφο­
ρη διαδικασία στά Συμβούλια Συνδιαλλαγής καί συντομεύθηκε έτσι
τό χρονικό διάστημα άπό τή λήψη αποφάσεως γιά τήν κήρυξη απερ­
γίας μέχρι τήν υλοποίηση της καί τήν έναρξη τής απεργίας, στ) επι­
τρέπεται ή λήψη αποφάσεως γιά τήν κήρυξη απεργίας ακόμα καί πρίν
άπό τήν υποβολή τών αιτημάτων τής συνδικαλιστικής οργανώσεως,
ώστε ενδεχόμενη απόρριψη τους άπό τά αρμόδια 'Υπουργεία νά είναι
δυνατό νά οδηγήσει σέ έναρξη τής απεργίας μόνο μετά τήν παρέλευ­
ση τής μικρής (4ήμερης) προθεσμίας προειδοποιήσεως, ζ) ή απόφαση
γιά τήν κήρυξη απεργίας άπό δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικα­
λιστική οργάνωση λαμβάνεται, όπως καί στην περίπτωση τής πρωτο­
βάθμιας οργανώσεως, άπό τή Γενική της Συνέλευση, η) ή απαρτία καί
πλειοψηφία πού απαιτείται γιά νά ληφθεί απόφαση γιά απεργία εί­
ναι ή συνηθισμένη γιά όλα τά θέματα γιά τά όποια αποφασίζει ή Γενι­
κή Συνέλευση, θ) δέν υπάρχει πλέον δυνατότητα αναστολής ή διακο­
πής νόμιμης απεργίας δημόσιων υπαλλήλων μέ δικαστική ή κυβερνη-
238

τική απόφαση, ι) ό χρόνος οποιασδήποτε απεργίας, νόμιμης ή παρά­


νομης, θεωρείται χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας καί ια)
δέν προβλέπονται πλέον ποινικές κυρώσεις κατά των δημόσιων
υπαλλήλων πού θά κήρυσσαν απεργία χωρίς νά έχουν τηρήσει τίς
διατάξεις του νέου Νόμου

209 Προσωπική μας εκτίμηση είναι ότι ό νέος Νόμος, χωρίς νά


είναι τέλειος, παρουσιάζει σημαντικές προοδευτικές καινοτομίες σέ
ο ^ έ σ η μ έ τόν προηγούμενο, καινοτομίες πού δείχνουν μία τάση εξο­
μοιώσεως των δημόσιων υπαλλήλων μέ τους υπόλοιπους εργαζομέ­
νους καί πού, 'ίσως, καθιστούν τή Διοίκηση περισσότερο τρωτή σέ
απεργίες των οργάνων της, καί λιγότερο ικανή νά εκπληρώσει τήν
αποστολή της γιά τήν εξυπηρέτηση τού κοινωνικού συνόλου, μέρος
τοϋ οποίου αποτελούν καί οί ίδιοι οί δημόσιοι υπάλληλοι
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

210 Κλείνοντας τήν έρευνα του θέματος για τό δικαίωμα απερ­


γίας των δημόσιων υπαλλήλων, θά κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις
πού δέν έχουν σχέση μέ τό θέμα, άπό τή σκοπιά πού εξετάσθηκε
μέχρι τώρα.
Εϊδαμε στην Εισαγωγή ότι ή εμφάνιση τοϋ φαινομένου της απερ­
γίας ανάγεται στην εποχή της βιομηχανικής επαναστάσεως, όταν ή
σύμβαση εργασίας έπαυσε νά αποτελεί αντικείμενο ελεύθερης δια-
πραγματεύσεως μεταξύ εργοδότη καί εργαζομένου καί άπό τήν οικο­
νομική ισχύ πού απέκτησε ό εργοδότης μεταβλήθηκε σέ μονομερή
επιβολή των όρων της στον εργαζόμενο. Τό 'ίδιο πρέπει νά ισχύσει
καί γιά τή σχέση εργασίας τού δημόσιου δικαίου πού υπάρχει μεταξύ
Κράτους καί δημόσιου υπαλλήλου, πού λόγω τής νομικής ισχύος καί
υπεροχής τοϋ Κράτους επιβάλλεται στό δημόσιο υπάλληλο, όπως
διαμορφώνεται εκάστοτε άπό τή νομοθετική εξουσία Όπως λοιπόν ή
απεργία αποτέλεσε στον ιδιωτικό τομέα τό μοναδικό μέσο άμυνας
τοϋ εργαζομένου κατά τής αυθαίρετης επιβολής των όρων εργασίας
άπό τόν εργοδότη, έτσι πρέπει νά τήν_διαθέτει σαν οπ\ο καί,ό δημό.-
σιος υπάλληλος γιά τή διαμόρφωση τής. δημοσιοϋπαλληλικής σχέ­
σεως σύμφωνα μέ τίς εκάστοτε απαιτήσεις τής κοινωνικής καί οίκο;
νομικής ζωής. Τό επιχείρημα αυτό ισχύει σάν απάντηση στους λίγους _
σήμερα άρνητές τού δικαιώματος απεργίας των δημόσιων
υπαλλήλων

211 Άπό τήν άλλη πλευρά όμως δέν μπορεί νά μήν αναγνωρι­
σθεί ότι ανεξέλεγκτη καί απεριόριστη χρήση τοϋ δικαιώματος αύτοϋ,,
οδηγεί στην πλήρη παράλυση τοϋ Κράτους καί τοϋ ρόλου καί τής_„3
αποστολής πού ύπό τίς σύγχρονες συνθήκες έχει ανατεθεί σ' αυτό
Γίνεται λοιπόν αναγκαίος ό συνταγματικός ή νομοθετικός περιορι-
240

σμός τοϋ δικαιώματος απεργίας τών εργαζομένων στό δημόσιο τομέα


τή'ς Οικονομίας κάθε Κράτους, εφόσον γίνεται κατ*'αρχήν δεκτοΓοτι*
έχουν τό δικαίωμα απεργίας. _„„„_,-
Στό σημείο αυτό οι ξένες νομοθεσίες της Γαλλίας καί της Ίτα;
λίας~πού εξετάσαμε, διακρίνονται από κάποια αοριστία, ασάφεια καί
ελαστικότητα, πού επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία καί ικανότητα
προσαρμογής. Ή αοριστία όμως αυτή τών συνταγματικών κυρίως δια­
τάξεων επέτρεψε αφενός τή διατύπωση καί αντίθετων απόψεων,
όπως στή Γερμανία, όπου ή κρατούσα γνώμη υποστηρίζει ότι ή απερ­
γία τών δημόσιων υπαλλήλων απαγορεύεται, καί αφετέρου τήν υπο­
κατάσταση του νομοθέτη πού είτε αδρανεί είτε έχει ρυθμίσει ελλι­
πώς τό θέμα, άπό τό δικαστή. 'Αντίθετα, τό ελληνικό Σύνταγμα τού
1975 ήταν άπό τά πρώτα Συντάγματα στον κόσμο, πού κατοχύρωσε,
ρητά τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων μέ σαφή καί
ανεπίδεκτη αμφισβητήσεων διάταξη. Ό κοινός νομοθέτης, μέ τό Ν.
643/1977, στην προσπάθεια του νά εξασφαλίσει τή λογική χρήση τοϋ
δικαιώματος απεργίας καί νά αποφύγει τήν παράλυση τοϋ κρατικού
μηχανισμού, υπήρξε πολύ λεπτομερειακός καί υπερβολικός στή ρύθ­
μιση πού κάνει. Ή πρόσφατη νομοθετική μεταβολή πού έγινε μέ. τό
Ν. 1264/1982, χωρΓςνά διεκδικεί τήν τελειότητα, παρουσιάζει σημαν­
τικές προοδευτικές καινοτομίες. Τό πρόβλημα τής απεργίας τών δη­
μόσιων υπαλλήλων είναι κατά τή γνώμη μας πρόβλημα συμβιβασμού
τοϋ ατομικού δικαιώματος τής απεργίας, πού απολαύουν καί πρέπει
νά απολαύουν οί δημόσιοι υπάλληλοι, μέ τίς ανάγκες λειτουργίας τοϋ
Κράτους καί εκπληρώσεως τής αποστολής καί τοϋ ρόλου του γιά τήν
εξυπηρέτηση καί τήν πρόοδο τοϋ κοινωνικού συνόλου. Στην επιστή­
μη καί τή νομολογία ανήκει τό έργο νά βρει τή χρυσή τομή στό πρό­
βλημα αυτό, ώστε καί ή στοιχειώδης λειτουργία τοϋ κρατικού μηχανι­
σμού νά εξασφαλίζεται καί τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλ­
λήλων νά μή στραγγαλίζεται καί φαλκιδεύεται. Ή διατριβή μας αυτή
ας θεωρηθεί ώς συμβολή στην προσπάθεια καί τό έργο αυτό τής
επιστήμης.
Παράρτημα A'

Ή ιστορική διαδρομή της ψηφίσεως των σχετικών με τό δικαίωμα


απεργίας διατάξεων τοϋ ισχύοντος Συντάγματος.

Πρώτο κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος από 23 Δεκεμβρίου 1974

"Αρθρο 11
5 Ή προσφυγή εις άπεργίαν προς έπιδίωξιν πολιτικών ή άλλων σκοπών,
ξένων προς τά υλικά καί τά ηθικά συμφέροντα τών εργαζομένων,
απαγορεύεται
6 'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους πάσης κατη­
γορίας υπαλλήλους τών δημοσίων υπηρεσιών, τών οργανισμών τοπικής αυτο­
διοικήσεως, ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου

Δεύτερο κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος (κατατέθηκε στή Βουλή στίς 7


Ιανουαρίου 1975)

Άρθρο 24
4 'Αναγνωρίζεται τό δικαίωμα τής απεργίας προς διαφύλαξιν καί προαγω-
γήν τών οικονομικών καί εργασιακών έν γένει συμφερόντων τών απεργών
5 'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους πάσης κατη­
γορίας υπαλλήλους τών δημοσίων υπηρεσιών, τών οργανισμών τοπικής αυτο­
διοικήσεως ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
Τροπολογίες βουλευτών στό δεύτερο κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος
πού αφορούν τό δικαίωμα απεργίας.
Τροπολογία βουλευτού Κ Σερεπίσιου τής 22 1 1975
Μετά τήν παρ 5 νά αναγραφή ώς παρ 6 «6 Απαγορεύεται πάσα ύφ'
οιανδήποτε μορφήν απεργία, κατά τάς περιπτώσεις πολέμου, θεομηνιών, ώς
καί περί τών οποίων τά άρθρα 44 καί 48 τού παρόντος»
240

σμός του δικαιώματος απεργίας των εργαζομένων στό δημόσιο τομέα


της Οικονομίας κάθε Κράτους, εφόσον γίνεται κατ" άρχην δεκτο"όττ
έχουν τό δικαίωμα απεργίας. ~-~
Στό σημείο αυτό οι ξένες νομοθεσίες της Γαλλίας καί της Ίτα-
λίας~πόύ εξετάσαμε, διακρίνονται από κάποια αοριστία, ασάφεια καί
ελαστικότητα, πού επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία καί ικανότητα
προσαρμογής. Ή αοριστία όμως αύτη των συνταγματικών κυρίως; δία.- ~
τάξεων επέτρεψε αφενός τη διατύπωση καί αντίθετων απόψεων,
οπως στή Γερμανία, όπου ή κρατούσα γνώμη υποστηρίζει ότι ή απερ­
γία των δημόσιων υπαλλήλων απαγορεύεται, καί αφετέρου τήν υπο­
κατάσταση του νομοθέτη πού εϊτε αδρανεί εϊτε έχει ρυθμίσει ελλι­
πώς τό θέμα, άπό τό δικαστή. Αντίθετα, τό ελληνικό Σύνταγμα τού
1975 ήταν άπό τά πρώτα Συντάγματα στον κόσμο, πού κατοχύρωσε~~
ρητά τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων μέ σαφή καί
ανεπίδεκτη αμφισβητήσεων διάταξη. Ό κοινός νομοθέτης, μέ τό Ν.
643/1977, στην προσπάθεια του νά εξασφαλίσει τή λογική χρήση τού
δικαιώματος απεργίας καί νά αποφύγει τήν παράλυση του κρατικού
μηχανισμού, υπήρξε πολύ λεπτομερειακός καί υπερβολικός στή ρύθ­
μιση πού κάνει. Ή πρόσφατη νομοθετική μεταβολή πού έγινε, μέ.ιό
Ν. 1264/1982, χωρίς~να διεκδικεί τήν τελειότητα, παρουσιάζει σημαν­
τικές προοδευτικές καινοτομίες Τό πρόβλημα τής απεργίας τών δη­
μόσιων υπαλλήλων είναι κατά τή γνώμη μας πρόβλημα συμβιβασμού
τού ατομικού δικαιώματος τής απεργίας, πού απολαύουν καί πρέπει
νά απολαύουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, μέ τίς ανάγκες λειτουργίας τού
Κράτους καί εκπληρώσεως τής αποστολής καί τού ρόλου του γιά τήν
εξυπηρέτηση καί τήν πρόοδο του κοινωνικού συνόλου. Στην επιστή­
μη καί τή νομολογία ανήκει τό έργο νά βρει τή χρυσή τομή στό πρό­
βλημα αυτό, ώστε καί ή στοιχειώδης λειτουργία τοϋ κρατικού μηχανι­
σμού νά εξασφαλίζεται καί τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλ­
λήλων νά μή στραγγαλίζεται καί φαλκιδεύεται. Ή διατριβή μας αυτή
ας θεωρηθεί ώς συμβολή στην προσπάθεια καί τό έργο αυτό τής
επιστήμης.
243

-
Τροπολογία βουλευτών Θ. Μανάβη, Βιργ Τσουδεροϋ τής 21.1 1975
5. 'Αναγνωρίζεται τό δικαίωμα της απεργίας προς διαφύλαξιν καί προαγω-
γήν των ηθικών, οικονομικών καί εργασιακών έν γένει συμφερόντων τών
εργαζομένων.
6 'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους δικαστικούς
λειτουργούς, τους στρατιωτικούς καί τους υπηρετούντος εις τά σώματα
ασφαλείας.

Τροπολογία βουλευτών Α Κακλαμάνη, Ι Σκουλαρίκη, Ι 'Αλευρά της


21 1 1975.
Ή παρ 4 νά απαλειφθή καί νά τεθή. Τό δικαίωμα της απεργίας αναγνωρί­
ζεται χωρίς όρους καί περιορισμούς εις όλους τους εργαζομένους "Ελληνες
πολίτες
Ή παρ 5 τοϋ άρθρου 24 ν' απαλειφθή

Τροπολογία βουλευτών Η Ήλιου, Χ Δρακοπούλου, Λ Κύρκου τής


20 1 1975
2 Ή απεργία αποτελεί δικαίωμα τών εργαζομένων άσκούμενον άνευ δια­
κρίσεων καί περιορισμών
Σχέδιο Συντάγματος όπως διαμορφώθηκε άπό τήν Β' 'Υποεπιτροπή της
Επιτροπής τοϋ Συντάγματος καί από τήν 'Ολομέλεια τής ίδιας Επιτροπής.

"Αρθρο 24
4 Τό δικαίωμα τής απεργίας αναγνωρίζεται, ασκείται δέ ϋπό τών νομίμως
συνεστημένων συνδικαλιστικών οργανώσεων προς διαφύλαξιν καί προαγωγήν
τών υλικών ή ηθικών συμφερόντων τών εργαζομένων καί έφ' όσον έξηντλή-
θησαν απασαι αϊ κατά νόμον δυνατότητες διαπραγματεύσεων ή διαιτησίας
Διά νόμου καθορίζονται τά δικαιώματα καί αϊ υποχρεώσεις τών εργαζομένων
έν περιπτώσει κηρύξεως απεργίας
5 'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους πάσης κατη­
γορίας υπαλλήλους τών δημοσίων υπηρεσιών, τών οργανισμών τοπικής αυτο­
διοικήσεως ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου

Τροπολογίες βουλευτών πού υποβλήθηκαν κατά τή συζήτηση τοϋ σχε­


δίου Συντάγματος στην Ολομέλεια τής Βουλής

Τροπολογία βουλευτών Σ Εύστρατιάδη, Χρ Ιωάννου, Ίππ. Ταυλάριου, Ι


Προκοπίδη, Λίνας Κουτήφαρη, Ν Αθανασίου, Δ Χατζηδημητρίου, Διομ Ψη­
λού, Π Τουρίκη, Σ Παπαδάκη, Χ Τσαντούλα, Γ Άποοτολάτου, Γ Γκαράνη,
Ταρσής Μπουγά, Κ Παπαρρηγοπούλου, Δ Παπαγιάννη, Στ Ταταρίδη, Ε Ζαν-
νή, Ε Άνερούση, Σ. Περτσινίδη, Δ Ευαγγέλου, Β Φασούλα, Κ Χριστοπούλου,
Π Λιάτου, Δ Παπαδοπούλου, Α Μιχαλάκη, Γ Γαλλή, Θ Μπάλλα τής
22 4 1975
244

6 Ή απεργία αποτελεί δικαίωμα, ασκείται δε ύπό των νομίμως συνεστη-


μένων συνδικαλιστικών οργανώσεων προς διαφύλαξιν καί προαγωγήν τών οι­
κονομικών καί εργασιακών έν γένει συμφερόντων τών εργαζομένων
'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους δικαστικούς
λειτουργούς καί τους υπηρετούντος εις τά σώματα ασφαλείας Τό δικαίωμα
προσφυγής εις άπεργίαν τελεί ύπό συγκεκριμένους περιορισμούς τού ρυθμί­
ζοντος τούτο νόμου προκειμένου περί τών δημοσίων υπαλλήλων καί τών
υπαλλήλων τών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, της τοπικής αυτοδιοι­
κήσεως καί τού προσωπικού τών πάσης μορφής επιχειρήσεων δημοσίου χαρα-
κτήρος ή κοινής ωφελείας, ή λειτουργία τών οποίων έχει ζωτικήν σημασίαν
διά τήν έξυπηρέτησιν βασικών αναγκών τού κοινωνικού συνόλου Οί περιορι­
σμοί ούτοι δέν δύνανται νά αποβλέπουν εις κατάργησιν τού δικαιώματος τής
απεργίας, ή εις παρακώλυσιν τής νομίμου ασκήσεως αυτού

Τροπολογία βουλευτών Κ Γ Σερεπίσιου, Ι Δημοπούλου, Χ Τσαντούλα,


Π Χατζηνικολάου, Λ Μπουρνιά, Δ. Φράγκου, Ε Άνερούση, Ν Αθανασίου, Μ
Αντωνιάδη, Δ Κ Παπαδοπούλου, Η Βουγιουκλάκη, Ι Σπύρου, Δ Βρεττάκου,
Σ Χατζηγάκη, Ε Ελευθεριάδη, Κ Σαψάλη, Δ Χατζηδημητρίου, Ι Κατσαφά-
δου, Ταρσής Μπουγά, Ν Βιγέλη τής 24 4 1975
Μετά τήν παρ 4 νά προστεθή «Απαγορεύεται πάσα ύφ'οιανδήποτε μορ­
φήν απεργία, κατά τάς περιπτώσεις πολέμου, θεομηνιών, ώς καί τού άρθρου
48 τού Συντάγματος»

Τροπολογία βουλευτών Σ Παπαδόπετρου, Σ Κούνδουρου, Α Άβραμίδη,


Δ Δεληγιάννη, Θ Μπάλλα, Π Λιάτου, Γ Χαλικιόπουλου, Δ Ευαγγελίου, Γ
Ροδίου, Μ Χατζηγεωργίου, Δ Στάμου, Γ Παπαγεωργίου, Θ Αλεξίου, Ι Βαγιά-
τη, Ε Άθανασάκου, Κ Παπαδημητρίου, Ταρσής Μπουγά, Χ Έρμίδη, Ι Σαβού­
ρα, Ι Καβαρατζή, Ι Κοντούλη, Π Τουρίκη τής 17 5 1975
6 Ή απεργία αποτελεί δικαίωμα, ασκείται δέ ύπό τών νομίμως συνεστη-
μένων συνδικαλιστικών οργανώσεων προς διαφύλαξιν καί προαγωγήν τών οι­
κονομικών καί εργασιακών έν γένει συμφερόντων τών εργαζομένων
'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους δικαστικούς
λειτουργούς καί τους υπηρετούντος εις τά σώματα ασφαλείας Τό δικαίωμα
προσφυγής εις άπεργίαν τελεί ύπό συγκεκριμένους περιορισμούς τού ρυθμί­
ζοντος τούτο νόμου προκειμένου περί τών δημοσίων υπαλλήλων καί τών
υπαλλήλων τών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τής τοπικής αυτοδιοι­
κήσεως καί τού προσωπικού τών πάσης μορφής επιχειρήσεων δημοσίου χαρα-
κτήρος ή κοινής ωφελείας, ή λειτουργία τών οποίων έχει ζωτικήν σημασίαν
διά τήν έξυπηρέτησιν βασικών αναγκών τού κοινωνικού συνόλου Οί περιορι­
σμοί ούτοι δέν δύνανται νά αποβλέπουν εις κατάργησιν τού δικαιώματος τής
απεργίας, ή εις παρακώλυσιν τής νομίμου ασκήσεως αύτοϋ

Τροπολογία βουλευτών Γ Μαύρου, Α Παπανδρέου, Λ Κύρκου τής


12 5 1975
245

4 Ή απεργία αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων


5 Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους δικαστικούς
λειτουργούς, τους στρατιωτικούς καί τους υπηρετούντος εις τά οώματα
ασφαλείας

Τροπολογία του Προέδρου τοϋ ΠΑ ΣΟ Κ Α Παπανδρέου της 25 4 1975


4 Τό δικαίωμα της απεργίας αναγνωρίζεται εις όλους τους εργαζομένους
Έλληνας αδιακρίτως
5 Απαγορεύεται ή απεργία εις τους άνδρας τών 'Ενόπλων Δυνάμεων καί
των Σωμάτων 'Ασφαλείας

Σχέδιο Συντάγματος όπως ψηφίσθηκε στην κατ' άρθρο ψήφιση άπό τήν
Βουλή

"Αρθρο 24
6 Ή απεργία αποτελεί δικαίωμα, ασκείται δέ ύπό τών νομίμως συνεστη-
μένων συνδικαλιστικών οργανώσεων προς διαφύλαξιν καί προαγωγήν τών οι­
κονομικών καί εργασιακών έν γένει συμφερόντων τών εργαζομένων
'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους δικαστικούς
λειτουργούς καί τους υπηρετούντος εις τά σώματα ασφαλείας Τό δικαίωμα
προσφυγής εις άπεργίαν τελεί ύπό συγκεκριμένους περιορισμούς, του ρυθμί­
ζοντος τούτο νόμου, προκειμένου περί τών δημοσίων υπαλλήλων καί τών
υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοικήσεως καί τών νομικών προσώπων δημο­
σίου δικαίου ώς καί τού προσωπικού τών πάσης μορφής επιχειρήσεων δημο­
σίου χαρακτήρος ή κοινής ωφελείας, ή λειτουργία τών οποίων έχει ζωτικήν
σημασίαν διά τήν έξυπηρέτησιν βασικών αναγκών τοϋ κοινωνικού συνόλου
Οι περιορισμοί ούτοι δέν δύνανται νά αποβλέπουν εις κατάργησιν τοϋ δικαιώ­
ματος τής απεργίας ή εις παρακώλυσιν τής νομίμου ασκήσεως αυτού

Τό σχετικό μέ τό δικαίωμα απεργίας κείμενο τού ισχύοντος Συντάγματος

"Αρθρο 23

2 Ή απεργία αποτελεί δικαίωμα, ασκείται δέ ύπό τών νομίμως συνεστη-


μένων συνδικαλιστικών οργανώσεων προς διαφύλαξιν καί προαγωγήν τών οι­
κονομικών καί εργασιακών έν γένει συμφερόντων τών εργαζομένων
'Απαγορεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία εις τους δικαστικούς
λειτουργούς καί τους ύπηρετοϋντας εις τά σώματα ασφαλείας Τό δικαίωμα
προσφυγής εις άπεργίαν τελεί ύπό τους συγκεκριμένους περιορισμούς τού
ρυθμίζοντος τούτο νόμου προκειμένου περί τών δημοσίων υπαλλήλων καί
τών υπαλλήλων τής τοπικής αυτοδιοικήσεως καί τών νομικών προσώπων δη­
μοσίου δικαίου, ώς καί τοϋ προσωπικού τών πάσης μορφής επιχειρήσεων δη­
μοσίου χαρακτήρος ή κοινής ωφελείας, ή λειτουργία τών οποίων έχει ζωτικήν
246

σημασίαν διά την έξυπηρέτησιν βασικών αναγκών τοϋ κοινωνικού συνόλου


Οι περιορισμοί ούτοι δέν δύνανται νά εξικνούνται μέχρι της καταργήσεως
τού δικαιώματος της απεργίας ή της παρακωλύσεως της νομίμου ασκήσεως
αυτού

Παράρτημα Β'

Οι σχετικές μέ τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων


διατάξεις τοϋ Ν. 643/1977.

"Αρθρο 5

Δικαίωμα καί σκοπός απεργίας


1 Ή απεργία είναι δικαίωμα τών δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων καί Γών
υπαλλήλων τών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όταν αποφασίζεται ύπό
της νομίμως συνεστημένης καί λειτουργούσης συνδικαλιστικής οργανώσεως,
εις τήν οποίαν ούτοι ανήκουν, προς διαφύλαξιν καί προαγωγήν τών οικονομι­
κών, επαγγελματικών καί ασφαλιστικών έν γένει συμφερόντων αυτών. Απερ­
γία έπιδιώκουσα οιονδήποτε άλλον σκοπόν, ή τήν έκδήλωσιν αλληλεγγύης
προς άλλην απεργούσαν όργάνωσιν, απαγορεύεται
2 Εις τους δικαστικούς λειτουργούς καί τους υπηρετούντος εις τά Σώμα­
τα 'Ασφαλείας, περιλαμβανομένων καί τών υπηρετούντων εις τό Λιμενικόν
Σώμα, τήν Κεντρικήν Ύπηρεσίαν Πληροφοριών καί τήν Άγροφυλακήν απαγο­
ρεύεται ή ύφ' οιανδήποτε μορφήν απεργία

"Αρθρο 6

Υποβολή αιτημάτων συνδικαλιστικών οργανώσεων


1 Ή συνδικαλιστική όργάνωσις υποχρεούται νά ύποβάλη προς τόν
Ύπουργόν Προεδρίας Κυβερνήσεως καί τόν κατά περίπτωσιν άρμόδιον
Ύπουργόν, τά άπασχολούντα τήν όργάνωσιν θέματα προς ϊκανοποιητικήν
έπίλυσιν αυτών Κατά πασαν περίπτωσιν τό αίτημα κοινοποιείται καί εις τους
Υπουργούς Συντονισμού καί Οικονομικών
2 Ό 'Υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως εντός δέκα εργασίμων ημερών
άπό της λήψεως τού αιτήματος υποχρεούται νά γνωστοποίηση τάς απόψεις
του εις τήν ϋποβαλούσαν τό αϊτημα συνδικαλιστικήν όργάνωσιν, ή νά παρα-
πέμψη τό αίτημα εις τό κατά τό άρθρον 7 Συμβούλιον Συνδιαλλαγής Ή συν­
δικαλιστική όργάνωσις μετά τήν λήψιν της απαντήσεως τοϋ 'Υπουργού Προε­
δρίας Κυβερνήσεως, ή τήν πάροδον τής κατά τό προηγούμενον εδάφιον προ­
θεσμίας, δύναται νά ύποβάλη οποτεδήποτε τό αίτημα της εις τό Συμβούλιον
Συνδιαλλαγής, μετά δηλώσεως ότι ή μή ίκανοποίησις αύτοϋ είναι δυνατόν νά
όδηγήση τήν όργάνωσιν εις κήρυξιν απεργίας
247

"Αρθρο 7
Συμβούλιον Συνδιαλλαγής
1 Συνιστάται Συμβούλιον Συνδιαλλαγής άρμόδιον προς διαπραγμάτευση
καί συμθιβαστικήν διευθέτησιν των κατά τό προηγούμενον άρθρον αιτημά­
των, ή προβολή των οποίων συνδέεται με τήν κήρυξιν απεργίας
2 Τό Συμβούλιον Συνδιαλλαγής συγκροτείται ώς ακολούθως.
α) έξ ενός μέλους του Συμβουλίου της 'Επικρατείας ή τοϋ 'Αρείου Πάγου
ή του 'Ελεγκτικού Συνεδρίου ώς Προέδρου, οριζομένου μετά τοϋ αναπληρω­
τού του ύπό τοϋ Προέδρου τοϋ οικείου Σώματος, κατόπιν ερωτήματος τοϋ
Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως.
β) έκ δύο κυβερνητικών εκπροσώπων, τού ενός τούτων οριζομένου μετά
του αναπληρωτού του ύπό τοϋ 'Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως κατά τά
έν παρ 5 οριζόμενα, τοϋ έτερου δέ οριζομένου, επίσης μετά τοϋ αναπληρω­
τού του, κατά περίπτωσιν ύπό τοϋ αύτοϋ Ύπουργοϋ, δι' έγγραφου του προς
τόν Πρόεδρον τοϋ Συμβουλίου Συνδιαλλαγής.
γ) έξ ενός εκπροσώπου τής 'Ανωτάτης Διοικήσεως Ενώσεως Δημοσίων
'Υπαλλήλων (Α Δ Ε Δ Υ ), οριζομένου μετά τοϋ αναπληρωτού του ύπ' αυτής,
ώς μέλους
δ) έξ ενός εκπροσώπου τής προβαλούσης τό αίτημα συνδικαλιστικής ορ­
γανώσεως, οριζομένου ύπό τής διοικήσεως αυτής δι' έγγραφου της προς τόν
Πρόεδρον τού Συμβουλίου Συνδιαλλαγής, ώς μέλους
3 Περί τής συνθέσεως τού Συμβουλίου Συνδιαλλαγής εκδίδεται άπόφα-
σις τοϋ 'Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως δημοσιευομένη εις τήν Εφημε­
ρίδα τής Κυβερνήσεως καί περιλαμβάνουσα τόν Πρόεδρον, τόν κυβερνητικόν
έκπρόσωπον καί τόν έκπρόσωπον τής ΑΔΕΔΥ, διοριζόμενους απαντάς έπί διε-
τεϊ θητεία 'Εάν ή ΑΔΕΔΥ, καλούμενη εγγράφως, δεν όρίση έκπρόσωπον της
εντός 15θημέρου, ορίζεται εκπρόσωπος αυτής ύπό τοϋ Προέδρου Πρωτοδι­
κών τοϋ τόπου τής έδρας της, δικάζοντος κατά τήν διαδικασίαν τών ασφαλι­
στικών μέτρων, τή αιτήσει τού 'Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως
4 Γραμματεύς τοϋ Συμβουλίου ορίζεται μετά τού αναπληρωτού του διά
τής κατά τήν προηγουμένην παράγραφον αποφάσεως ανώτερος υπάλληλος
τής Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίας Διοικήσεως, έπί διετεϊ θητεία
5 Ό ορισμός τού Προέδρου, τών έν παραγράφω 3 μελών καί τού γραμμα­
τέως γίνεται κατά τό πρώτον δεκαπενθήμερον τοϋ μηνός Δεκεμβρίου έκα­
στου δευτέρου έτους Εις περίπτωσιν τής λύσεως έξ οιουδήποτε λόγου τής
υπαλληλικής σχέσεως μέλους τινός τοϋ Συμβουλίου, διορίζεται νέον μέλος
διά τό ύπόλοιπον τής θητείας τού άντικαθιστωμένου μέλους ΕΊς περίπτωσιν
αλλαγής τών μελών διοικήσεως τής ΑΔΕΔΥ επιβάλλεται άντικατάστασις τού
έν τω Συμβουλίω Συνδιαλλαγής εκπροσώπου αυτής διά τό ύπόλοιπον τής
θητείας
6 Κατά τήν πρώτην έφαρμογήν τοϋ παρόντος τά έν παραγράφω 3 μέλη
καί ό γραμματεύς τοϋ Συμβουλίου Συνδιαλλαγής όρισθήσονται εντός 10 ήμε­
ρων άπό τής ισχύος τού παρόντος, ή δέ θητεία των λήγει τήν 31 Δεκεμβρίου
1978
248

7 Διά Π Διαταγμάτων, εκδιδομένων τη προτάσει του Υπουργού Προε­


δρίας Κυβερνήσεως, επιτρέπεται ή σύστασις πλειόνων Συμβουλίων Συνδιαλ­
λαγής Διά του αύτοϋ Διατάγματος ρυθμίζεται ή μεταξύ των Συμβουλίων τού­
των άρμοδιότης, ό συντονισμός του έργου αυτών ύπό του αρχαιοτέρου ή
ανωτέρου κατά βαθμόν προέδρου ενός έξ αυτών, ώς και πάσα έτερα λεπτο­
μέρεια Κατά τά λοιπά εφαρμόζονται α'ι διατάξεις τοϋ παρόντος νόμου Ή
διάταξις της παραγράφου 6 εφαρμόζεται αναλόγως καί έν προκειμένω, τής έν
αυτή προθεσμίας αρχομένης από τής εκδόσεως τού οικείου Π Διατάγματος.

Άρθρο 8

Λειτουργία Συμβουλίου Συνδιαλλαγής


1 Τό Συμβούλιον Συνδιαλλαγής εξυπηρετείται έν τή λειτουργία του έν
γ έ ν ε ι ύπό τής Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίας Διοικήσεως τού 'Υπουργείου
Προεδρίας Κυβερνήσεως
2 Τό Συμβούλιον Συνδιαλλαγής, έφ' όσον έχει παραπεμφθή θέμα ε'ις
τοϋτο συγκαλείται ύπό τού Προέδρου εις συνεδρίασιν προς συζήτησιν τού­
του εντός τριών εργασίμων ήμερων από τής εις αυτό περιελεύσεως τού
παραπεμπτηρίου έγγραφου Άμα τή λήψει τού παραπεμπτηρίου έγγραφου, ό
Πρόεδρος τού Συμβουλίου ειδοποιεί τήν προβαλούσαν τό αίτημα συνδικαλι-
στικήν όργάνωσιν όπως όρίση άμελητί τόν έκπρόσωπον αυτής, κατά τά έν
αρθρω 7 παρ 2 έδ δ' τοϋ παρόντος οριζόμενα Εις ας περιπτώσεις τό αίτημα
υποβάλλεται εις τό Συμβούλιον Συνδιαλλαγής ύπό τής συνδικαλιστικής οργα­
νώσεως, αύτη ορίζει συγχρόνως καί τόν εις τό Συμβούλιον έκπρόσωπον
αυτής
3 Προς τό Συμβούλιον δύναται νά ϋποβάλη υπομνήματα οιαδήποτε εν­
διαφερόμενη υπηρεσία ή συνδικαλιστική όργάνωσις έν σχέσει προς παρα-
πεμφθέν εις αυτό αίτημα
4 Στοιχεία πάσης φύσεως απαιτούμενα κατά τήν κρίσιν τού Προέδρου
διά τήν έπίλυσιν τής διαφοράς αιτούνται παρ' αύτοϋ παρ' οιασδήποτε υπηρε­
σίας ή συνδικαλιστικής οργανώσεως, υποχρεούμενης εις άμεσον παροχήν
τούτων
5 Τά μέλη τού Συμβουλίου συμμετέχουν εις τάς συζητήσεις αύτοϋ
ίσοτίμως
6 Ό Πρόεδρος τού Συμβουλίου διευθύνει τάς μεταξύ τών μελών τοϋ
Συμβουλίου συζητήσεις, παρεμβαίνει, κατά τήν κρίσιν του, εις τάς συζητήσεις
προς τόν σκοπόν συμβιβαστικής διευθετήσεως τοϋ ύπό συζήτησιν θέματος
καί κηρύσσει τό πέρας αυτών
7 Υπό τού γραμματέως τηρούνται πρακτικά εις τά όποια καταχωρείται
περίληψις τών συζητήσεων μετά μνείας τών ύπό τών μελών έκτεθεισών από­
ψεων τού πορίσματος εις ο κατέληξε τό Συμβούλιον καί παντός έτερου στοι­
χείου αναγκαίου κατά τήν κρίσιν τοϋ Προέδρου Τά πρακτικά υπογραφόμενα
υπό τού Προέδρου καί τοϋ γραμματέως τοϋ Συμβουλίου κατατίθενται έν πρω-
Ότύπω παρά τή Γενική Διευθύνσει Δημοσίας Διοικήσεως, άντίγραφον δέ αύ-
249

των διαβιβάζεται ύπό τοϋ γραμματέως εις την ύποβαλοϋσαν τό αίτημα συνδι-
καλιστικήν όργάνωσιν.
8 Αϊ συζητήσεις έπί της εισαχθείσης εις τό Συμβούλιον Συνδιαλλαγής
υποθέσεως δέν δύνανται νά διαρκέσουν πέραν των δέκα εργασίμων ήμερων
από της ενάρξεως των. Παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης θεωρείται οτι
δέν επετεύχθη συμφωνία προς διευθέτησιν τοϋ αιτήματος, ό δε Πρόεδρος
κηρύσσει περαιωμένην τήν συζήτησιν, έκτος έάν άπαντα τά μέλη συμφωνή­
σουν εις τήν παράτασιν των συζητήσεων
9 Εις περίπτωσιν επιτεύξεως συμφωνίας μεταξύ τών μελών, απόσπασμα
τοϋ περιέχοντος ταύτην πρακτικού υποβάλλεται άμελητί εις τους 'Υπουρ­
γούς Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών καί τόν τυχόν έτερον άρμόδιον
Ύπουργόν, υποχρεούμενους εις τήν λήψιν τών αναγκαίων μέτρων διά τήν
έφαρμογήν της συμφωνίας.
10 Συμφωνία θεωρείται έπιτυγχανομένη έάν άπαντα τά μέλη τοϋ Συμ­
βουλίου, τά εκπροσωπούντα τήν Κυβέρνησιν καί τάς συνδικαλιστικός οργα­
νώσεις, συμφωνήσουν περί τής δοτέας λύσεως εις τό ύπό συζήτησιν θέμα
11 Έν περιπτώσει μή επιτεύξεως συμφωνίας τών κατά τήν προηγουμέ-
νην παράγραφον μελών, ό Πρόεδρος τοϋ Συμβουλίου προέρχεται εις τήν δη-
μοσίευσιν εις δύο ημερησίας εφημερίδας τής Πρωτευούσης καί μίαν έπαγ-
γελματικήν τοιαύτην πράξεως του περιλαμβανούσης έν περιλήψει τό συζητη-
θέν αίτημα καί τάς ύπό τών μελών ύποστηριχθείσας απόψεις Ή πράξις τοϋ
Προέδρου υποβάλλεται άμελητί εις τόν Ύπουργόν Προεδρίας Κυβερνήσεως,
τόν Ύπουργόν τών Οικονομικών καί τόν οίκεΐον Ύπουργόν καί κοινοποιείται
εις τήν ύποβαλοϋσαν τό αίτημα συνδικαλιστικήν όργάνωσιν
12 Τά έν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα εφαρμόζονται αναλό­
γως καί εις τήν περίπτωσιν καθ' ην ή ματαίωσις τής επιτεύξεως συμφωνίας
οφείλεται εις τήν μή προσέλευσιν εις τάς συνεδριάσεις τοϋ Συμβουλίου τοϋ
εκπροσωπούντος τήν ΑΔΕΔΥ μέλους, καίτοι κληθέντος ή τοϋ εκπροσωπούν­
τος τήν προβαλοϋσαν τό αίτημα συνδικαλιστικήν όργάνωσιν μέλους, καίτοι
είδοποιηθεϊσαν προς τοϋτο, κατά τά έν παραγράφω 2 τοϋ παρόντος άρθρου
οριζόμενα

"Αρθρο 9

Δαπάναι λειτουργίας Συμβουλίου Συνδιαλλαγής


1 Αί δαπάναι λειτουργίας τοϋ Συμβουλίου Συνδιαλλαγής βαρύνουν τόν
προϋπολογισμόν τοϋ Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως
2 Τά τής αποζημιώσεως τοϋ Προέδρου, τών μελών καί γραμματέως τοϋ
Συμβουλίου ρυθμίζονται διά κοινών αποφάσεων τών Υπουργών Προεδρίας
Κυβερνήσεως καί Οικονομικών
3 Αί διά τό τρέχον έτος αναγκαίοι πιστώσεις εγγράφονται εις τόν προϋ­
πολογισμόν εξόδων τοϋ Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως (Γενικής Διευ­
θύνσεως Δημοσίας Διοικήσεως) δι' αποφάσεως τοϋ Υπουργού Οικονομικών
250

"Αρθρο 10

Προσφυγή εις άπεργίαν


1. Άπόφασις περί κηρύξεως απεργίας δέν δύναται νά ληφθή, έάν τό δι' ο
ή απεργία α'ίτημα δέν παραπεμφθή εις τό Συμβούλιον Συνδιαλλαγής Μετά
τήν κατά τό άρθρον 8 παρ 11 κοινοποίησιν τής πράξεως τοϋ Προέδρου του
Συμβουλίου Συνδιαλλαγής, ή οικεία συνδικαλιστική όργάνωσις δύναται νά χω-
ρήση εις τήν λήψιν αποφάσεως περί ασκήσεως ή μή τοϋ δικαιώματος της
απεργίας κατά τά έν άρθρω 11 οριζόμενα
2 Εις ην περίπτωσιν άποφασισθή ή άσκησις του δικαιώματος τής απερ­
γίας, τό κατά τό άρθρον 11 άποφασίζον όργανον ορίζει τήν διάρκειαν τής
απεργίας καί τήν ήμερομηνίαν ενάρξεως αυτής, δυνάμενον και νά έξουσιοδο-
τή τήν διοίκησιν τής συνδικαλιστικής οργανώσεως διά τόν ύπ' αυτής όρισμόν
τής ημερομηνίας ενάρξεως τής απεργίας. Ή περί απεργίας άπόφασις κοινο­
ποιείται εις τους κατά τήν παρ. 11 του άρθρου 8 'Υπουργούς άμελητί
3 Κατά πάσαν περίπτωσιν ή περί απεργίας άπόφασις δέν δύναται νά
πραγματοποιηθή πρό τής παρόδου τριών ήμερων, ουδέ μετά πάροδον τριά­
κοντα ήμερων άπό τής λήψεως αυτής
Εις τόν χρόνον τών τριάκοντα ήμερων δέν υπολογίζεται ό χρόνος τής
ενώπιον τοϋ 'Εφετείου κατά τό άρθρον 12 διαδικασίας, καί μέχρις εκδόσεως
αποφάσεως, ώς καί ό χρόνος τής τυχόν κατά τό άρθρον τοϋτο διαταχθείσης
αναστολής
4 Κατά πάσαν περίπτωσιν ή άπό τής κατά τό άρθρον 6 παρ 1 υποβολής
τοϋ αιτήματος μέχρι τής κατά τήν παράγραφον 11 τοϋ άρθρου 8 κοινοποιή­
σεως τής πράξεως τοϋ Προέδρου τοϋ Συμβουλίου Συνδιαλλαγής προθεσμία
δέν δύναται νά ύπερβή τάς 30 έν συνόλω εργασίμους ημέρας, πλην τής περι­
πτώσεως παρατάσεως τών συζητήσεων κατά τό δεύτερον εδάφιον τής παρα­
γράφου 8 τοϋ άρθρου 8

"Αρθρο 11

Λήψις αποφάσεως περί απεργίας


1 Η πραγματοποίησις απεργίας επιτρέπεται μόνον κατόπιν αποφάσεως
τής συνελεύσεως τών μελών τοϋ επαγγελματικού σωματείου, λαμβανομένης
έν μυστική ψηφοφορία, διά απολύτου πλειοψηφίας τών εγγεγραμμένων αυτο­
προσώπως ψηφιζόντων μελών Μή παρισταμένου τοϋ άναγκαιοϋντος διά τήν
λήψιν αποφάσεως αριθμού μελών, συγκαλείται δευτέρα συνέλευσις, κατά τήν
οποίαν ή περί απεργίας άπόφασις λαμβάνεται, επίσης έν μυστική ψηφοφορία,
διά πλειοψηφίας του 1/3 τών εγγεγραμμένων, αυτοπροσώπως κατ' αυτήν ψη­
φιζόντων μελών
2 Εάν τά μέλη τοϋ επαγγελματικού σωματείου υπηρετούν κατά πλειονό­
τητα έκτος τής έδρας αύτοϋ, ή περί απεργίας άπόφασις λαμβάνεται διά
πλειοψηφίας τών 2/3 του όλου αριθμού τών μελών τής διοικήσεως αύτοϋ
αυτοπροσώπως ψηφιζόντων
251

3 Προκειμένου περί ενώσεως, ή πραγματοποίησις απεργίας επιτρέπεται


μόνον κατόπιν αποφάσεως λαμβανομένης έν κοινή συνεδριάσει των μελών
της διοικήσεως αυτής μετά τών προέδρων τών υπ' αυτής εκπροσωπουμένων
σωματείων ή ενώσεων, διά πλειοψηφίας τών 2/3 τοϋ όλου αριθμού αυτών,
αυτοπροσώπως ψηφιζόντων
Εν μή προσελεύσει τών 2/3 τουλάχιστον τοϋ ολου αριθμού τών μελών
τής διοικήσεως τής ενώσεως καί τών προέδρων τών υπ' αυτής εκπροσωπου­
μένων σωματείων ή ενώσεων, συγκαλείται δευτέρα συνεδρίασις, κατά τήν
οποίαν ή άπόφασις λαμβάνεται διά πλειοψηφίας τού ήμίσεος πλέον ενός του
όλου αριθμού αυτών αυτοπροσώπως ψηφιζόντων Μέλη διοικήσεως ενώσεως
επαγγελματικών σωματείων ή ενώσεων έχοντα καί τήν ιδιότητα τού προέ­
δρου τοϋ σωματείου ή ενώσεως δέν δικαιούνται καί ετέρας ψήφου έκ τής
ιδιότητος των ταύτης

"Αρθρο 12

'Αναστολή καί διακοπή τής απεργίας


1 Εις εξαιρετικός περιπτώσεις, κατά τάς οποίας δύναται νά προκληθή έκ
τής απεργίας κίνδυνος αναπότρεπτου βλάβης είς τήν κοινωνικήν ή τήν οίκο-
νομικήν ζωήν τής Χώρας ή διαμερίσματος αυτής, ή είς μεγάλην κατηγορίαν
προσώπων κατά τόν χρόνον αναλήψεως ή εκπληρώσεως ύπό τούτων υπο­
χρεώσεων, ιδία παραγωγών γεωργικών προϊόντων κατά τήν περίοδον τής συγ­
κομιδής ή διαθέσεως αυτών, τό Τριμελές Έφετεϊον τής έδρας τής συνδικαλι­
στικής οργανώσεως ή οποία απεφάσισε τήν άπεργίαν, δύναται, κατ' αϊτησιν
τοϋ 'Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως ή τοϋ κατά περίπτωσιν αρμοδίου
'Υπουργού, άπευθυνομένην κατά τής οικείας συνδικαλιστικής οργανώσεως,
νά διάταξη τήν άναστολήν ενάρξεως τής απεργίας ή τήν διακοπήν άρξαμέ-
νης, έπί ώρισμένον, κατά τήν κρίσιν του, χρονικόν διάστημα, μή δυνάμενον
είς ούδεμίαν περίπτωσιν νά ύπερβή τάς 20 ημέρας
2. Ή κατά τήν προηγουμένην παράγραφον αίτησις κατατίθεται είς τήν
γραμματείαν τού δικαστηρίου, συντασσόμενης εκθέσεως Ή γραμματεία υπο­
βάλλει παραχρήμα τήν αϊτησιν είς τόν Πρόεδρον τού δικαστηρίου, ό όποιος
ορίζει ήμέραν καί ώραν συζητήσεως αυτής εντός 5 ήμερων από τής καταθέ­
σεως της, καί διατάσσει τήν κλήτευσιν τών καθ' ών απευθύνεται ή αίτησις
Άντίγραφον τής αιτήσεως μετά τής κλήσεως προς συζήτησιν κοινοποιείται,
επιμέλεια τής γραμματείας, προς τους καθ' ών απευθύνεται αϋτη, δύο τουλά­
χιστον πλήρεις εργασίμους ημέρας πρό τής ημέρας τής συζητήσεως
3 Τό δικαστήριον κρίνει έπί τής αιτήσεως κατά τάς διατάξεις τών άρθρων
664 εως 666 καί 668 εως 672 τού Κωδικός Πολ Δικονομίας, αναλόγως
εφαρμοζόμενος
4 Ή άπόφασις εκδίδεται εντός 5 ήμερων άπό τής συζητήσεως Κατ' αυ­
τής ουδέν ενδικον μέσον επιτρέπεται
252

"Αρθρο 13

'Υποχρεώσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων


1 Ή πραγματοποιούσα την άπεργίαν συνδικαλιστική όργάνωσις μεριμνά
όπως διαρκούσης της απεργίας, εξακολούθηση παρέχον τάς υπηρεσίας του
τό άναγκαΐον προσωπικόν δια τήν άσφάλειαν τών εγκαταστάσεων των υπηρε­
σιών καί τήν πρόληψιν καταστροφών ή ατυχημάτων.
2. Πέραν της κατά τήν προηγουμένην παράγραφον υποχρεώσεως, ή
πραγματοποιούσα τήν άπεργίαν συνδικαλιστική όργάνωσις, υποχρεούται νά
διάθεση τό άναγκαΐον προσωπικόν διά τήν όλως στοιχειώδη τουλάχιστον εξυ­
πηρέτηση/ τής λειτουργίας τών οίκείων υπηρεσιών
3 "Αμα τή δημοσιεύσει του παρόντος αϊ κατά περίπτωσιν Ύπηρεσίαι Πολι­
τικής Σχεδιάσεως 'Εκτάκτου 'Ανάγκης, έν συνεργασία μετά τών οίκείων 'Υπη­
ρεσιών Διοικητικού καταρτίζουν πίνακα του κατά τάς παραγράφους 1 καί 2
τού παρόντος άρθρου άναγκαιούντος προσωπικού Ό καταρτισθείς πίναξ κοι­
νοποιείται υποχρεωτικώς εις τάς συνδικαλιστικός οργανώσεις τών οικείων
'Υπουργείων αϊ όποΐαι εντός δεκαπενθημέρου τό βραδύτερον γνωστοποιούν
εις τήν οίκείαν Ύπηρεσίαν Πολιτικής Σχεδιάσεως Εκτάκτου Ανάγκης τάς τυ­
χόν διαφωνίας των ώς προς τόν άναγκαιοϋντα αριθμόν υπαλλήλων Έπί τής
διαφωνίας αποφασίζει οριστικώς ό Πρόεδρος τού Συμβουλίου Συνδιαλλαγής
κατά παραπομπήν τού οικείου 'Υπουργού Τροποποίησις τού πίνακος ενεργεί­
ται κατά τήν αυτήν διαδικασίαν

"Αρθρο 14

Παράνομος, καταχρηστική απεργία


1 'Απεργία πραγματοποιούμενη κατά παράβασιν τών διατάξεων τού πα­
ρόντος, ή κατά κατάχρησιν δικαιώματος, είναι παράνομος καί απαγορεύεται
2 Έπί τών περιπτώσεων τής προηγουμένης παραγράφου ώς καί έπί τής
περιπτώσεως, κατά τήν οποίαν κηρυχθείσα απεργία απέβη παράνομος ή κατα­
χρηστική, τό Τριμελές Εφετεΐον τής έδρας τής συνδικαλιστικής οργανώσεως
ήτις απεφάσισε τήν άπεργίαν, κατόπιν αιτήσεως τού Υπουργού Προεδρίας
Κυβερνήσεως ή τού κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού, διατάσσει τήν δια-
κοπήν τής απεργίας
3 'Επί τής κατά τήν παρ 2 αιτήσεως εφαρμόζονται αί διατάξεις τών παρα­
γράφων 2 εως 4 τού άρθρου 12

"Αρθρο 15
Άποδοχαί απεργούντων
Κατά πάσαν περίπτωσιν αϊ άντιστοιχοϋσαι εις τάς ημέρας απεργίας άπο­
δοχαί τών απεργούντων υπαλλήλων περικόπτονται. Ή περικοπή ενεργείται
διά πράξεως τού εντεταλμένου τήν έκκαθάρισιν καί πληρωμήν τών αποδοχών,
είδοποιουμένου προς τούτο ύπό τού προϊσταμένου τής υπηρεσίας τών απερ­
γούντων υπαλλήλων
253

"Αρθρο 16
Ό χρόνος τής νομίμου απεργίας θεωρείται ώς χρόνος πραγματικής δη­
μοσίας υπηρεσίας διά πάσαν μεταβολήν της υπηρεσιακής καταστάσεως του
υπαλλήλου

"Αρθρο 17

(Δέν άφορα τό δικαίωμα απεργίας)

"Αρθρο 18

Ποινικοί καί ετεραι κυρώσεις


1 (Δέν άφορα τό δικαίωμα απεργίας)
2. Έπ'ι παρανόμου, κατά τήν εννοιαν τοϋ άρθρου 14 τοϋ παρόντος, απερ­
γίας, τά μέλη τής διοικήσεως τής οικείας συνδικαλιστικής οργανώσεως τιμω­
ρούνται κατά τάς διατάξεις του άρθρου 458 τοϋ Ποινικού Κωδικός
Οι κατά τό προηγούμενον εδάφιον καταδικαζόμενοι εκπίπτουν έκ τοϋ
παρ' αυτών κατεχομένου αξιώματος αυτοδικαίως άφ' ής ή καταδικαστική άπό-
φασις καταστή αμετάκλητος
3. Ό έκ προθέσεως παρεμποδίζων, ύπό τάς προϋποθέσεις τοϋ άρθρου
330 τοϋ Ποινικού Κωδικός, τους επιθυμούντος νά εργασθούν κατά τήν διάρ-
κειαν τής απεργίας τιμωρείται διά τής έν τω Ίδίω άρθρω οριζόμενης ποινής
Διά τής αυτής ποινής τιμωρείται καί ό παρεμποδίζων τινά άπό τής ασκήσεως
τοϋ δικαιώματος τής απεργίας
4 Ή μή συμμόρφωσις προς τάς διατάξεις τοϋ άρθρου 13 τιμωρείται διά
φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών

"Αρθρα 19 καί 20
(Δέν αφορούν τό δικαίωμα απεργίας)

Άρθρο 21
Εξαιρέσεις
Αί διατάξεις τοϋ παρόντος δέν εφαρμόζονται έπί τών συνδικαλιστικών
οργανώσεων τών έπί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων τοϋ δημοσίου
καί τών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου

"Αρθρο 22
Καταργούμενοι διατάξεις
1 Αί διατάξεις τής παρ 2 τοϋ άρθρου 47 καί τοϋ άρθρου 182 του Ν 1811/
1951 «περί Κωδικός καταστάσεως τών δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων»
καταργούνται
2 Ωσαύτως καταργείται πάσα διάταξις αντικείμενη προς τόν παρόντα
νόμον καί αναφερομένη εις θέματα ύπ' αύτοϋ ρυθμιζόμενα
254

Παράρτημα Γ

Οί σχετικές μέ τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων διατά­


ξεις του Ν. 1264/1982

"Αρθρο 30

Συνδικαλιστικές ελευθερίες καί δικαιώματα δημοσίων υπαλλήλων


1 Ό νόμος αυτός, όπως είναι, έκτος άπό τίς διατάξεις των άρθρων 14
παρ 3-10, 16 παρ. 7-10, 22 παρ 1 καί 2, 24 καί 27, εφαρμόζεται μέ τίς είδικές
ρυθμίσεις πού προβλέπονται παρακάτω ανάλογα καί στους έμμισθους πολιτι­
κούς υπαλλήλους του Δημοσίου, όπως καί στους μόνιμους ή μέ θητεία υπαλ­
λήλους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τών 'Ανωτάτων 'Εκπαιδευ­
τικών 'Ιδρυμάτων, τών εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου
καί λοιπών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ακόμη δέ καί στους υπαλ­
λήλους μέ σχέση ιδιωτικού δικαίου πού κατέχουν οργανικές θέσεις, σύμφωνα
μέ τό άρθρο 103 παρ 3 του Συντάγματος
2 Γιά τήν επέκταση της κατά τήν προηγούμενη παράγραφο εφαρμογής,
ώς εργαζόμενοι λογίζονται καί οί δημόσιοι υπάλληλοι. Όπου στον παρόντα
νόμο αναφέρονται οί λέξεις εργοδότης, επιχείρηση, εκμετάλλευση, μέ τόν
ορο αυτό νοούνται καί τό Δημόσιο καί τά πιό πάνω νομικά πρόσωπα μέ τίς
αρμόδιες υπηρεσίες τους Όπου γίνεται λόγος γιά 'Εργατικό Κέντρο, ή μνεία
δεν άφορα τους δημοσίους υπαλλήλους
3 Δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις τών δημοσίων υπαλλή­
λων είναι α) Οί ομοσπονδίες τών κατά κλάδους ή ειδικότητες σωματείων,
πού τά μέλη τους υπάγονται οργανικά σέ ενα ή καί σέ περισσότερα 'Υπουρ­
γεία ή τά Ν Π Δ Δ τής παρ 1 τοϋ παρόντος καί β) οί ομοσπονδίες σωματείων
πού τά μέλη τους υπάγονται οργανικά στό 'ίδιο 'Υπουργείο ή στά κατά τήν
παράγραφο 1 τού παρόντος άρθρου Ν Π Δ.Δ ή ομάδα Ν Π Δ Δ πού τελεί ύπό
τήν εποπτεία τοϋ ίδιου 'Υπουργείου
Όπου υπάλληλοι ενός Υπουργείου ανήκουν σέ μιά καί ενιαία συνδικαλι­
στική οργάνωση τοϋ 'Υπουργείου αυτού, μέ περισσότερους κλάδους, ή οργά­
νωση τους θεωρείται, γιά τό λόγο αυτό, καί σάν δευτεροβάθμια.
Κάθε πρωτοβάθμια οργάνωση μπορεί νά γίνει μέλος σέ μιά μόνο δευτε­
ροβάθμια, εφόσον δέν υπάρχει άλλη οργάνωση
Σέ περίπτωση πού πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση ανήκει σέ
περισσότερες άπό μιά δευτεροβάθμιες οργανώσεις υποχρεούται, στην πρώτη
γενική συνέλευση τών μελών της, πού θά συγκληθεί μετά τήν ισχύ τοϋ νόμου
αυτού, νά αποφασίσει σέ ποια δευτεροβάθμια (ομοσπονδία) θά παραμείνει ώς
μέλος της
4 καί 5 (Δέν αφορούν τό δικαίωμα απεργίας τών δημοσίων υπαλλήλων)
6 Ή επιτροπή τοϋ άρθρου 15 τού νόμου αυτού όταν πρόκειται γιά δημο­
σίους υπαλλήλους αποτελείται
α) 'Από τόν Πρόεδρο Πρωτοδικών τής περιφέρειας οπού παρέχει τίς ύπη-
255

ρεσίες του ò υπάλληλος ή Πρωτοδίκη ή Ειρηνοδίκη πού ορίζεται απ' αυτόν μέ


τήν αναφερόμενη στό άρθρο 11 σειρά, γιά ετήσια θητεία
β) Άπό έναν υπάλληλο, πού ορίζει ò 'Υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως,
ϋστερα άπό συνεννόηση μέ τόν κατά περίπτωση αρμόδιο 'Υπουργό
γ) Άπό έναν εκπρόσωπο των υπαλλήλων, πού υποδεικνύει ή πιό αντιπρο­
σωπευτική τριτοβάθμια οργάνωση τής χώρας.
7. Ή διάταξη τής παρ 2 τού άρθρου 19 του νόμου αυτού εφαρμόζεται καί
γιά τό δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων
Ό χρόνος τής απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων θεωρείται ώς χρόνος
πραγματικής δημοσίας υπηρεσίας, χωρίς όμως νά καταβάλλονται οι αποδοχές
του χρόνου απεργίας
8 α) Προκειμένου γιά δημοσίους υπαλλήλους τής παραγράφου 1 τού πα­
ρόντος άρθρου, κήρυξη τής απεργίας δέν μπορεί νά πραγματοποιηθεί πριν
περάσουν τέσσερις (4) πλήρεις μέρες, άπό τήν γνωστοποίηση των αιτημάτων
καί των λόγων πού τά θεμελιώνουν, μέ έγγραφο πού κοινοποιείται, μέ δικα­
στικό επιμελητή, στό 'Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως, στό Υπουργείο
Οικονομικών, στό 'Υπουργείο πού υπάγονται οί υπάλληλοι αυτοί, καθώς επί­
σης καί στίς διοικήσεις τών φορέων πού εποπτεύονται άπ' αυτό, όταν πρόκει­
ται γιά απεργία υπαλλήλων τους
β) Ή απεργία κηρύσσεται άπό δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες οργανώ­
σεις μετά άπό απόφαση τής Γενικής Συνέλευσης.
9 Κατά τή διάρκεια απεργίας τών δημοσίων υπαλλήλων τής παραγράφου
1 τοϋ παρόντος άρθρου δέν επιτρέπεται ή πρόσληψη έκτακτων υπαλλήλων
10 (Δέν άφορα τό δικαίωμα απεργίας τών δημοσίων υπαλλήλων)

Άρθρο 1

Αντικείμενο
1 καί 2 (Δέν αφορούν τό δικαίωμα απεργίας τών δημοσίων υπαλλήλων)
3 Οί συνδικαλιστικές οργανώσεις διακρίνονται σέ πρωτοβάθμιες, δευτε­
ροβάθμιες καί τριτοβάθμιες
α) Πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι
αα) , ββ)
γγ) Οί ενώσεις προσώπων, μία γιά κάθε εκμετάλλευση, επιχείρηση, δημό­
σια υπηρεσία, Ν Π Δ Δ ή Ο Τ Α , πού συνιστούν δέκα (10) τουλάχιστοέργαζό-
μενοι μέ ιδρυτική πράξη τήν οποία καταθέτουν στό γραμματέα τού αρμόδιου
Ειρηνοδικείου καί κοινοποιούν στον εργοδότη, εφόσον ό συνολικός αριθμός
τών εργαζομένων δέν υπερβαίνει τους σαράντα (40) καί δέν υπάρχει σωμα­
τείο μέ τους μισούς τουλάχιστο ώς μέλη του Εάν, μετά τήν τυχόν σύσταση
τής ένωσης προσώπων, πάψει νά συντρέχει μία άπό τίς πιό πάνω προϋποθέ­
σεις, ή ένωση προσώπων διαλύεται, χωρίς άλλη διατύπωση Ή ιδρυτική πράξη
τής ένωσης προσώπων πρέπει νά αναφέρει απαραίτητα τό σκοπό της, δύο
εκπροσώπους της καί τή διάρκεια της πού δέν υπερβαίνει τό εξάμηνο
Γιά τίς ενώσεις προσώπων έκτος άπό τό άρθρο 20 παρ 1 έδάφ γ' έφαρ-
256

μόζονται ανάλογα και οι διατάξεις γιά τά σωματεία τών άρθρων 3 παρ 1α, 7
παρ 1, 5, 6, 7 καί 8 τοϋ νόμου αύτοϋ
Γιά τήν εκλογή τών εκπροσώπων της ένωσης προσώπων επιμελείται τρι­
μελής εφορευτική επιτροπή
β)
Υ)

"Αρθρο 8

Συνέλευση μελών — Απαρτία — Λήψη — Προσβολή αποφάσεων


1
2 Με τήν επιφύλαξη τών άρθρων 99 καί 100 Α Κ όπως καί κάθε άλλης
διάταξης μέ τήν οποία προβλέπεται ειδική απαρτία καί εφόσον τό καταστατι­
κό δεν ορίζει διαφορετικά, γιά νά γίνει συζήτηση καί γιά νά ληφθεί απόφαση,
κατά τίς Συνελεύσεις, απαιτείται ή παρουσία τουλάχιστο τοϋ ενός τρίτου (1/3)
τών οικονομικά τακτοποιημένων μελών "Αν δέν υπάρχει απαρτία κατά τήν
πρώτη συζήτηση συγκαλείται νέα συνέλευση μέσα σέ δύο (2) μέχρι δεκαπέν­
τε (15) μέρες κατά τήν οποία απαιτείται ή παρουσία τουλάχιστο τοϋ ενός τε­
τάρτου (1/4) τών οικονομικά τακτοποιημένων μελών Έάν δέν υπάρξει απαρ­
τία κατά τή δεύτερη συνέλευση, συγκαλείται μέσα σέ δύο (2) μέχρι δεκαπέν­
τε (15) μέρες τρίτη, κατά τήν οποία είναι αρκετή ή παρουσία τοϋ ενός
πέμπτου (1/5) τών οικονομικά τακτοποιημένων μελών
Απαγορεύεται ή συμμετοχή στις Συνελεύσεις καί στίς ψηφοφορίες μέ
οποιουδήποτε είδους εξουσιοδότηση
3 Ή Γενική Συνέλευση αποφασίζει πάντοτε μέ ψηφοφορία, ποτέ άμως
διά βοής
Είναι μυστική κάθε ψηφοφορία πού αναφέρεται σέ εκλογές διοικητικού
συμβουλίου, ελεγκτικής καί εφορευτικής επιτροπής καί αντιπροσώπων σέ
δευτεροβάθμια καί τριτοβάθμια οργάνωση, επιλογή δευτεροβάθμιας οργάνω­
σης γιά αντιπροσώπευση στην τριτοβάθμια, θέματα εμπιστοσύνης προς τή
διοίκηση, έγκριση λογοδοσίας, προσωπικά ζητήματα καί κήρυξη απεργίας
Οι αποφάσεις τής Συνέλευσης, αν δέν ορίζεται διαφορετικά στό καταστα­
τικό, λαμβάνονται μέ σχετική πλειοψηφία τών παρόντων
Σέ κάθε περίπτωση μυστικής ψηφοφορίας, άν γιά τήν απαρτία τής Συνέ­
λευσης είναι αρκετή ή παρουσία ώς καί τοϋ ενός τετάρτου (1/4) τών μελών,
είναι δέ παρόντα τόσα μέλη όσα νά καλύπτουν τόν ελάχιστο αυτόν αριθμό,
απαιτείται πλειοψηφία τών τριών τετάρτων (3/4) τών παρόντων

"Αρθρο 19
Δικαίωμα απεργίας
1 Η απεργία αποτελεί δικαίωμα τών εργαζομένων πού ασκείται άπό τίς
συνδικαλιστικές οργανώσεις α) ώς μέσο γιά τήν διαφύλαξη καί προαγωγή τών
257

οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών καί ασφαλιστικών συμφερόντων


των εργαζομένων καί ώς εκδήλωση αλληλεγγύης γιά τους αυτούς σκοπούς
καί β) ώς εκδήλωση αλληλεγγύης εργαζομένων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύ­
σεων πού εξαρτώνται άπό πολυεθνικές εταιρείες προς εργαζομένους σέ επι­
χειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή στην έδρα της ϊδιας πολυεθνικής εταιρείας, καί
εφόσον ή έκβαση της απεργίας τών τελευταίων θά έχει άμεσες επιπτώσεις
στά οικονομικά ή εργασιακά συμφέροντα τών πρώτων.
Ή απεργία στην περίπτωση β' κηρύσσεται μόνο άπό τήν πιό αντιπροσω­
πευτική τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση.
Γιά τήν άσκηση τοϋ δικαιώματος τής απεργίας απαιτείται προειδοποίηση
τοϋ εργοδότη ή τής συνδικαλιστικής του οργάνωσης 24 τουλάχιστο ώρες πρίν
άπό τήν πραγματοποίηση της.
2. Ή απεργία τών εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στό
δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, στά νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου, στίς επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας,
ή λειτουργία τών οποίων έχει ζωτική σημασία γιά τήν εξυπηρέτηση βασικών
αναγκών τοϋ κοινωνικού συνόλου, επιτρέπεται μετά άπό τήν τήρηση τής δια­
δικασίας τών άρθρων 20 παρ. 2 καί 21 τοΰ παρόντος
'Επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, ή λειτουργία τών
όποιων έχει ζωτική σημασία γιά τήν εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοι­
νωνικού συνόλου, χαρακτηρίζονται ο'ι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις'
α) Παροχής υγειονομικών υπηρεσιών άπό νοσηλευτικά έν γένει ιδρύματα
β) Διύλισης καί διανομής ύδατος
γ) Παραγωγής καί διανομής ηλεκτρικού ρεύματος ή καυσίμου αερίου
δ) Παραγωγής ή διύλισης ακάθαρτου πετρελαίου
ε) Μεταφοράς προσώπων καί αγαθών άπό τήν ξηρά, τή θάλασσα καί τόν
αέρα.
στ) Τηλεπικοινωνιών καί ταχυδρομείων, Ραδιοφωνίας καί Τηλεόρασης
ζ) 'Αποχέτευσης καί απαγωγής ακάθαρτων υδάτων καί λυμάτων
η) Φορτοεκφόρτωσης καί αποθήκευσης εμπορευμάτων στά λιμάνια

Άρθρο 20
Κήρυξη απεργίας
1 Ή απεργία στίς πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσε­
ται μέ απόφαση τής Γενικής Συνέλευσης Γιά ολιγόωρες στάσεις εφόσον δέν
πραγματοποιούνται τήν ίδια μέρα ή μέσα στην ίδια εβδομάδα αρκεί απόφαση
του διοικητικού συμβουλίου έκτος αν τό καταστατικό ορίζει διαφορετικά Ή
απεργία στίς πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέ­
ρειας ή πανελλαδικής έκτασης κηρύσσεται μέ απόφαση τοϋ διοικητικού συμ­
βουλίου, έκτος αν τό καταστατικό ορίζει διαφορετικά
Ή απεργία στίς δευτεροβάθμιες καί τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργα­
νώσεις κηρύσσεται μέ απόφαση του διοικητικού συμβουλίου εκτός έάν τό
καταστατικό τους ορίζει διαφορετικά
'Ενώσεις προσώπων, κατά τήν έννοια τοϋ άρθρου 1 παράγρ 3 περίπτωση
258

α' υποπερίπτωση γγ', μπορούν νά ασκήσουν τό δικαίωμα απεργίας ύστερα


άπό απόφαση, με μυστική ψηφοφορία, της πλειοψηφίας των εργαζομένων σε
εκμετάλλευση, επιχείρηση, δημόσια υπηρεσία, Ν Π Δ Δ ή Ο Τ Α Γιά τους ερ­
γαζομένους σέ εκμετάλλευση, επιχείρηση, δημόσια υπηρεσία, Ν Π Δ Δ ή
Ο Τ Α , έάν δέν υπάρχει ένωση προσώπων ή επιχειρησιακό σωματείο ή κλαδι­
κό σωματείο μέ μέλη τους περισσότερους άπό αυτούς, τήν απόφαση γιά
απεργία μπορεί νά πάρει τό πιό αντιπροσωπευτικό Εργατικό Κέντρο της περι­
οχής πού εργάζονται.
'Εργαζόμενοι τού κλάδου ή της επιχείρησης πού δέν είναι μέλη τής συν­
δικαλιστικής οργάνωσης πού κήρυξε απεργία μπορούν νά λάβουν μέρος σ'
αυτή.
2 Προκειμένου γιά εργαζομένους τού άρθρου 19 παρ 2 κήρυξη απεργίας
δέν μπορεί νά πραγματοποιηθεί πρίν περάσουν τέσσερις (4) πλήρεις ήμερες
άπ' τή γνωστοποίηση των αιτημάτων καί των λόγων πού τά θεμελιώνουν μέ
έγγραφο πού κοινοποιείται μέ δικαστικό επιμελητή οτόν εργοδότη ή στους
εργοδότες, στό Υπουργείο τό όποιο άσκεΐ τή σχετική εποπτεία καί στό
Υπουργείο Εργασίας
Ή απεργία δέν μπορεί ν' άφορα αιτήματα διάφορα άπό έκεϊνα που
γνωστοποιήθηκαν

"Αρθρο 21
Προσωπικό ασφαλείας
1 Ή συνδικαλιστική οργάνωση ή όποια κηρύσσει απεργία φροντίζει κατά
τή διάρκεια τής απεργίας νά υπάρχει τό αναγκαίο προσωπικό γιά τήν ασφά­
λεια των εγκαταστάσεων τής επιχείρησης καί τήν πρόληψη καταστροφών ή
ατυχημάτων
2 Κατά τή διάρκεια τής απεργίας οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών ερ­
γαζομένων, πού αναφέρονται στό άρθρο 19 παρ 2, πρέπει νά διαθέτουν
έκτος άπό τό προσωπικό τής παραγράφου 1 καί τό αναγκαίο προσωπικό γιά
τήν αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών τού κοινωνικού συνόλου
Οί συνδικαλιστικές οργανώσεις γνωστοποιούν μέσα στό πρώτο δεκαπεν­
θήμερο τού μηνός Ιανουαρίου κάθε χρόνο στον εργοδότη, στό έποπτεϋον
Υπουργείο καί στό 'Υπουργείο Εργασίας μέ δικαστικό επιμελητή τόν αριθμό
καί τις ειδικότητες τού προσωπικού που θά διαθέτουν κατά τήν ενδεχόμενη
άσκηση τού δικαιώματος τής απεργίας κατά τή διάρκεια τού χρόνου
Σέ περίπτωση πού ό εργοδότης διαφωνεί γιά τόν αριθμό καί τις ειδικότη­
τες τού αναγκαίου προσωπικού ή ή οργάνωση δέν υποβάλλει κατάσταση
προσωπικού ύστερα άπό αίτηση τού εργοδότη, ή Επιτροπή τού άρθρου 15
αποφασίζει μέσα στό δεύτερο δεκαπενθήμερο τού ίδιου μήνα, ένώ σέ περί­
πτωση έκτακτης καί απρόβλεπτης ανάγκης αποφασίζει μόνος ό Πρόεδρος
τής Επιτροπής αυτής
Κατά τή διάρκεια τής απεργίας μπορεί ή συνδικαλιστική οργάνωση ή ο
εργοδότης νά ζητήσει άπό τήν Επιτροπή τού άρθρου 15 τήν τροποποίηση
τής αρχικής καταστάσεως προσωπικού ασφαλείας μέ βάση τις συνθήκες που
259

"Αρθρο 22

'Απαγόρευση προσλήψεων άπεργοσπαστών


'Απαγόρευση ανταπεργίας — νομιμότητα απεργίας

1 καί 2. (Δέν εφαρμόζονται στην περίπτωση απεργίας των δημοσίων


υπαλλήλων, σύμφωνα μέ τό άρθρο 30 παρ 1 του παρόντος Νόμου)
3 Δεν επιτρέπεται ή δικαστική απαγόρευση απεργίας μέ ασφαλιστικά
μέτρα
4 Γιά διαφορές πού προκύπτουν από τήν εφαρμογή των διατάξεων των
άρθρων 19-22 αποφασίζει τό Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της συνδικα­
λιστικής οργάνωσης πού έχει κηρύξει τήν απεργία, κατά τή διαδικασία των
άρθρων 663 εως 676 τοϋ Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Σέ επείγουσες περιπτώσεις οι πρόεδροι των αρμόδιων πρωτοβάθμιων καί
δευτεροβάθμιων δικαστηρίων προσδιορίζουν σύντομη δικάσιμη καί συντέ­
μνουν τίς προθεσμίες επίδοσης των δικογράφων, ώστε ή συζήτηση νά πραγ­
ματοποιηθεί μέσα σέ πέντε (5) μέρες άπό τήν κατάθεση τους, ανεξάρτητα
από τόν αριθμό των υποθέσεων πού εκκρεμούν.
Ή προθεσμία της έφεσης είναι τρεις (3) μέρες

"Αρθρο 32

Καταργούνται, μέ τήν επιφύλαξη τής παρ. 2 έδ. β' τοϋ άρθρου 1:


1. Ό Ν 330/1976 «περί επαγγελματικών σωματείων καί ενώσεων καί δια­
σφαλίσεως τής συνδικαλιστικής ελευθερίας».
2
3. Ό Α.Ν 1803/1951 «περί προστασίας τών συνδικαλιστικών στελεχών».
4. Οι διατάξεις νόμων, βασιλικών διαταγμάτων, αναγκαστικών νόμων καί
νομοθετικών διαταγμάτων, πού είχαν καταργηθεί μέ τό αρθρ. 41 παρ. 1 του Ν.
330/1976 θεωρούνται επίσης καταργημένες.
5 Ό Ν 643/1977 «περί διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας
τών δημοσίων υπαλλήλων καί περί τοϋ δικαιώματος τής απεργίας αυτών».
6. "Οσες διατάξεις νόμων, διαταγμάτων καί υπουργικών αποφάσεων είναι
αντίθετες προς τίς διατάξεις τού παρόντος νόμου ή αναφέρονται σέ θέματα
ρυθμιζόμενα μέ αυτόν
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ι. 'Ελληνική

Άγαλλόπουλος Χρ., Έργατικόν Δίκαιον, Σχέσις εργασίας, 1958.


Αγγελόπουλος Θ., Δίκαιον των πολιτικών υπαλλήλων έν 'Ελλάδι, Τεύ­
χος Α', 'Αθήναι, 1913.
'Ανδρεάδης Στρ., Διοικητικόν Δίκαιον, Αθήναι, 2α εκδ., 1968.
'Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, Τεϋχος Δ',
'Αθήναι.
Άνθεμίδης Α., 'Απεργία των υπαλλήλων τής Δημοσίας Διοικήσεως καί
των δημοτικών καί κοινοτικών υπαλλήλων. Συνταγματική προστα­
σία, Έπιθεώρησις Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, 1977, σελ. 987-1034.
Βαβαρέτος Γ., Ποινικός Κώδιξ, 'Αθήναι, 4η εκδ., 1970.
Γεωργόπουλος Κ., Έλληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, Τεύχος Γ',
'Αθήναι, 1973
Δαγτόγλου Πρ., Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τόμος α', 'Αθήναι, 1977.
Δένδιας Μιχ., Διοικητικόν Δίκαιον, Τόμος Α', 'Αθήναι, 5η εκδ., 1964.
Δημητρακάκης T., Ή απεργία των δημοσίων υπαλλήλων κατά τά νεώ­
τερα επιστημονικά δεδομένα, Έπιθεώρησις Δημοσίου καί Διοικη­
τικού Δικαίου, Τόμοι: 4ος (1960), σελ. 375-384, 5ος (1961), σελ.
51-62, 158-175, 247-272, 383-404, 6ος (1962), σελ. 71-82, 157-165,
280-287, 371-403, 7ος (1963), σελ. 119-149.
Δημητρακάκης T., Ή απεργία τών δημοσίων υπαλλήλων (μελέτη
συγκριτικού δημοσίου δικαίου), Αθήναι, 1963.
Καποδίστριας /., Τό δίκαιον τής απεργίας, Έπιθεώρησις 'Εργατικού
Δικαίου, Τ. 8ος (1949), σελ. 224 έπ.
Καποδίστριας Ι., ΈρμΑΚ, υπ' άρθρον 652.
262

Καρακατσάνης Άλ.-Σπηλίωτόπουλος Έπ., «Απεργία» ιατρών ελευθέ­


ρων επαγγελματιών, γνωμοδότηση, Έπιθ Έργατ. Δικαίου, 1981,
σελ. 195 έπ.
Κασψάτης Γ., Τό ζήτημα της τριτενέργειας τών ατομικών καί κοινωνι­
κών δικαιωμάτων, Τό Σύνταγμα, 1981, σελ 1 έπ
Κυριακόπουλος Ήλ., Δίκαιον τών πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων,
Θεσσαλονίκη, 1954.
Κυριακόπουλος Ήλ., Έλληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, Τόμος Γ', Θεσ­
σαλονίκη, 3η εκδ , 1959.
Κυρίτσης Δημ., Ό χαρακτηρισμός της απεργίας ώς νομίμου ή παρα­
νόμου, 'Αθήναι, 1978.
Μάνεσης Αρ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ι, Θεσσαλονίκη, 1980
Μάνεσης 'Αρ., Συνταγματικά δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες, Θεσ­
σαλονίκη, 3η εκδ., 1981
Μίχας Β., 'Απεργία δικαστικών υπαλλήλων Δέν συγχωρείται κατά τό
ισχύον Σύνταγμα περικοπή του μισθού αυτών κατά τόν χρόνον
τής απεργίας, Νομικόν Βήμα, 1977, σελ 301.
Μπέης Κ., Τό δικαίωμα απεργίας τών δημοσίων υπαλλήλων, Έπιθ
Έργατ Δικαίου, 1979, σελ 417 έπ.
Nipperdey H.C., Τό δικαίωμα τής απεργίας (μετάφραση), Έπιθ Έργατ
Δικαίου, 1952, σελ 225 έπ.
Παπαχατζής Γ., Σύστημα τού έν Ελλάδι ισχύοντος Διοικητικού Δι­
καίου, Γενικόν Μέρος, 'Αθήναι, 2α εκδ., 1952.
Πάππος Σπ.-Παυλόπουλος Πρ., σχόλιο, Τό Σύνταγμα, 1980, σελ. 421
έπ.
Ρώτης N.M., σχόλιο, Τό Σύνταγμα, 1975, σελ 75 έπ
Σβώλος Άλ.-Βλάχος Γ, Τό Σύνταγμα τής Ελλάδος, Τόμος Α', 'Αθή­
ναι, 1954
Σπηλιωτόπουλος Έπ.,Έγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 'Αθήναι, 1977
Σπυρόπουλος Γ., Ή πολιτική απεργία, Έπιθ., Έργατ. Δικαίου, 1953,
σελ 813 έπ
Στασινόπουλος Μ., Υπαλληλικός Κώδιξ, 1951
Στασινόπουλος Μ., Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, 'Αθήναι, 1957.
Στασινόπουλος Μ , σχόλιο, Έπιθ Δημοσίου καί Διοικητικού Δικαίου,
1959, σελ 204 έπ , 320 έπ
Τούσης Ά., Έργατικόν Δίκαιον, Τόμος Α', 'Αθήναι, 1957
Τούσης Ά.-Σταυρόπουλος Στ., Έργατικόν Δίκαιον, 'Αθήναι, 1967
263

Τριανταφυλλάκος Π., εισήγηση στην 574/1934 απόφαση του Σ.τ.Ε.,


Θέμις, ΜΕ' (1934), σελ. 545-556.
Χατζόπουλος Γ., Τό δικαίωμα της απεργίας καί ή αξίωση του Δημο­
σίου περικοπής μισθού των απεργούντων δημοσίων υπαλλήλων,
Νομικόν Βήμα, 1977, σελ 631 έπ.

'Επίσημες Εκδόσεις

Πρακτικά τής 'Επιτροπής έπί τής αναθεωρήσεως του Συντάγματος


τής Δ' 'Αναθεωρητικής Βουλής, Τόμος Γ', 'Αθήναι, 1948.
Πρακτικά τής Ειδικής Διακομματικής 'Επιτροπής έπί του Υπαλληλι­
κού Κωδικός, 'Αθήναι, 1949.
Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου τής 'Επικρατείας 1929-1959,
'Αθήναι.
Πρακτικά των Α' καί Β' Υποεπιτροπών τής 'Επιτροπής του Συντάγμα­
τος 1975, 'Αθήναι, 1975
Πρακτικά τής 'Ολομελείας τής 'Επιτροπής τού Συντάγματος 1975,
'Αθήναι, 1975.
Πρακτικά τής Βουλής έπί τού Συντάγματος 1975, 'Αθήναι, 1975.
Πρακτικά τής Βουλής, 'Ολομέλεια, Περίοδος Α' Προεδρευομένης Δη­
μοκρατίας, Σύνοδος Γ', Τόμος 6ος, 'Αθήναι, 1977.
Πρακτικά τής Βουλής, 'Ολομέλεια, Περίοδος Γ' Προεδρευομένης Δη­
μοκρατίας, Σύνοδος Α', Συνεδρίαση ΡΙΔ', 'Αθήναι, 1982.

II. -ενόγλωσση

Ανώνυμος Das Streikrecht der Polizeibeamten, Soziale Praxis, 1922,


σελ. 380.
Arata L, Manovre contro il diritto di sciopero nel pubblico impiego,
Democrazia e Diritto, 1964, σελ. 442.
Ardau G., Lo sciopero ed i servizi pubblici, Diritto del Lavoro, 1955, I,
σελ. 172.
α" Audino V., Lo sciopero degli statali e la Costituzione, Foro Ammini­
strativo, 1948, IV, 41
Balzarmi R., Sciopero e interesse pubblico, Studi sul diritto di sciope­
ro. Atti della Scuola di Perfezionamento in discipline del lavoro
dell' Università di Padova, Padova, 1968, σελ. 158.
264

Belorgey G., Le droit de la grève et les services publics, Paris, Collec-


tion: L' Administration Nouvelle, 1964.
Bendix L, Das Streikrecht der Beamten, Berlin, 1922.
Bennati P., Potranno scioperare i dipendenti della Pubblica Ammini-
strazione, Corriere Amministrativo, 1951, σελ. 166.
Benz W., Beamtenverhältnis und Arbeitsverhältnis, Stuttgart, 1969.
Bongiovanni V., H diritto di sciopero in ordine anche al rapporto di
pubblico impiego, Nuova Rassegna, 1951, σελ. 570.
Borghs H.-Ohm W., Gewerkschaftsmacht und Staat. Dokumentation
und Anmerkungen zum politischen Streik und Beamtenstreik als
Mittel der Beeinflussung staatlicher Willensbildung, Berichte des
Deutschen Industrie-Instituts zu Gewerkschaftsfragen, 6 (1972),
nr. 4.
Borzellino G., Sciopero politico e sciopero economico dei pubblici di­
pendenti, Giustizia Civile, 1955, II, σελ. 49.
Bouère J.-P., Le droit de grève, Paris, 1958.
Brun - Gallant Droit du Travail, Paris, 1958, Sirey.
Calogero M., Illegittimità della punizione dei dipendenti pubblici per
partecipazione allo sciopero, Rivista Giuridica del Lavoro, 1953, I,
σελ. 233.
Camerlynck G.-H., Grève, No 14, Dalloz, Répertoire de Droit Social et
de Droit du Travail.
Camerlynck G.-H., Lyon-Caen G., Précis de Droit du Travail, Paris, 6η
εκδ., 1973.
Canino Α., Diritto di sciopero e rifiuto di atti di ufficio, Giustizia Penale,
1951, II, σελ. 1264.
Capotosti R., Lo sciopero dei pubblici dipendenti e Γ applicabilità dell'
articolo 330 C.P., Giustizia Penale, 1956, Ι, σελ. 221.
Carabba E.F., I delitti dei pubblici ufficiali e degli incaricati di pubblico
servizio, Empoli.
de Carolis C, Osservazioni circa lo sciopero dei vigili urbani, Rivista di
Polizia, 1965, σελ. 427.
Catherine R., Le fonctionnaire français, Paris, 1961.
Catherine R., La grève et les fonctionnaires, Revue Administrative,
1949, No 10, σελ. 1.
Chartier, Y a-t-il un droit de grève dans les services publics?, Jurisclas-
seur Périodique, 1950, I, 837.
Ciccia Α., Lo sciopero nelle pubbliche Amministrazioni, Corriere Am­
ministrativo, 1948, σελ. 659.
265

Ciocchetti M.T., Lo sciopero. Bibliografia (1948-1965), Milano, 1967.


Comba M.-Corrado R., Il rapporto di lavoro nel diritto privato e pubbli­
co, Ι, 4η £κδ., 1956.
Corte Costituzionale, Decisioni della Corte Costituzionale in materia di
sciopero e di serrata, Milano, 1969.
Cottrau G., Alcune considerazioni sullo sciopero nei pubblici servizi
alla luce della più recente giurisprudenza della Corte Costituzio-
nale, Rivista di Diritto del Lavoro, 1970, Ι, σελ. 368.
Däubler W., Der Streik im öffentlichen Dienst, Tübingen, 2η εκδ., 1971.
Däubler W., Der Kampf um das Beamtenstreikrecht, Gewerkschaftliche
Monatshefte, 1972, σελ. 310-324.
Dietz K., Der Streik gegen den Staat in Frankreich, Freiburg, 1967.
Dioguardi G., Le droit de grève, Paris, 1961
Direction Générale de Γ Administration et de la Fonction Publique: Statut
de la fonction publique, Texte et jurisprudence, Fascicule 9: Droit
syndical et droit de grève, Paris, 1976, La Documentation
Française.
Dominedò F.M., Lo sciopero nei pubblici servizi, Rivista di Diritto Inter-
nazionale e Comparato del Lavoro, 1953, σελ. 417.
Dominedò FM., Lo sciopero nei pubblici servìzi, Stato Sociale, 1959, I,
σελ. 3.
Dran M., L' évolution contemporaine du droit de grève dans la fonction
publique en France et à Γ étranger, Montpellier, 1963 (Mémoire
D.E.S).
Duguit L, Manuel de Droit Constitutionnel, Paris.
Durand P.-Vitu A , Traité de Droit du Travail, III, Paris, 1956.
Elia M., Lo sciopero dei pubblici funzionari, Rivista di Diritto del Lavo-
ro, 1951, Ι, σελ. 89.
Elster, Streik als Vertragsbruch (Anhang: Das Streikrecht der Beam­
ten), Arbeitsrecht, 1919, σελ. 98.
Eschenburg Th., Dürfen Beamte streiken? Lehren aus den Aktionen
«Igel» und «Adler», Die Zeit, 1962, nr. 34, σελ. 2.
Flad, Streikrecht der Beamten?, Das Recht, 1922, σελ. 85.
Gabourdès Α., La grève dans les services publics, Montpellier, 1913.
Garin, Orientations récentes de la jurisprudence en matière de grève
dans les services publics, Actualité Juridique Droit Administratif,
1966, Ι, σελ. 267.
Gaudemet P.-M., Grève des fonctionnaires et garanties disciplinaires,
266

Revue Pratique de Droit Administratif, 1955, σελ. 184.


Gaudemet P.-M., σχόλιο, Revue Pratique de Droit Administratif, 1956,
σελ. 84.
Giannini M.S., Diritto Amministrativo, I, Miiano, 1970.
GHIi J.-P., La loi «anti-grève»: Beaucoup de bruit pour rien, R. Dalloz,
1964, Chron., σελ. 81.
Gilli J.-P., σχόλιο, R. Dalloz, 1966, σελ. 720.
Giunta G., Brevi osservazioni sul diritto di sciopero degli statali, Giusti­
zia Penale, 1955, Ι, σελ. 315.
Golletti GB., Notazioni sul diritto di sciopero con particolare riguardo
ai dipendenti pubblici, Funzione Amministrativa, 1967, σελ. 337.
Groh, βιβλιοκρισία, Archiv des öffentlichen Rechts, 1923, σελ. 369.
Guicciardi E., Sciopero dei pubblici dipendenti e il diritto allo stipen­
dio, Rivista Amministrativa, 1950, σελ. 548.
Guicciardi E., Ancora in tema di sciopero dei dipendenti pubblici, Gi­
urisprudenza Italiana, 1951, III, σελ. 161.
Guicciardi E., Variazioni giurisprudenziali in tema di sciopero dei di­
pendenti pubblici, Giurisprudenza Italiana, 1965, III, σελ. 49.
Hanau P., Kein Streikverbot für Beamte?, Juristische Schulung, 1971,
σελ. 120-124.
Hanau P., Streiks im öffentlichen Dienst. Eine rechtspolitische Nachle-
se, Zeitschrift für Rechtspolitik, 1974, σελ. 111-114.
Hauriou Μ., σχόλιο, R Sirey, 1909, III, σελ. 145.
Heyde L, Betrachtungen zur Revolte der Eisenbahnbeamten, Soziale
Praxis, 1922, στ. 177-184
Hoffmann R., Zum Streikrecht der Beamten, Gewerkschaftliche Mo­
natshefte, 1964, σελ. 610.
Hoffmann R., Beamtentum und Streik, Archiv des öffentlichen Rechts,
1966, σελ. 141.
Hoffmann R., Beamtenstreik und Verfassungsverständnis vom So-
zialstaat, Kritische Justiz, 1971, σελ. 45-59.
Hueck Α., - Nipperdey H.C., Lehrbuch des Arbeitsrechts, II/2, 7η εκδ.,
1970.
Isele, Bericht: Französisches Streikgesetz für den öffentlichen Dienst,
Recht der Arbeit, 1964, σελ. 145.
Isensee J., Beamtenstreik. Zur rechtlichen Zulässigkeit des
Dienstkampfes, Bonn, Bad Godesberg, 1972.
Isensee J., Dienst nach Vorschrift als vorschriftswidriger Dienst Ver-
267

waltungsrechtliche Betrachtungen zu einem Streiksurrogat der


Beamten, Juristenzeitung, 1971, σελ. 73-80.
Jemolo A.C., Lo sciopero dei magistrati, Rassegna dei Magistrati, 1963,
σελ. 97.
Jèze G., Conséquences d' une grève de fonctionnaires sur leur condi-
tion juridique, Revue du Droit Public, 1909, σελ. 494
Jèze G., σχόλιο, Revue du Droit Public, 1913, σελ. 504.
Jèze G., σχόλιο, Revue du Droit Public, 1938, σελ. 121.
Kaiser J., Der politische Streik, Berlin, 1955
Latournerie R., Le droit français de la grève, Paris, 1972, Sirey
de Laubadère A , Traité élémentaire de droit administratif, Τόμος 2ος,
Paris, 5η εκδ., 1970.
de Laubadère A. Rapport· La grève et les services publics, Journées
belges de Bruges, Travaux de Γ Association Henri Capitant, Τόμος
9, 1955, Paris, 1957, Dalloz, σελ. 49.
Lavagna C, Sullo sciopero degli statali, Foro Amministrativo, 1954, III,
σελ. 46.
Leistner G., Der Streik im öffentlichen Dienst Frankreichs, 1975.
Leistner G., Der Streik im öffentlichen Dienst Italiens, Stuttgart, 1976.
Leoni Β., Statali senza sciopero?, Burocrazia, 1949, No 11, σελ 11
Liet-Veaux G., σχόλιο, Revue Administrative, 1950, σελ. 366
Liet-Veaux - Martin, Grève et service public, Revue Administrative,
1954, No 37, σελ. 6.
Long M. - Weil P. - Braibant G., Les grands arrêts de la jurisprudence
administrative, Paris, 5η εκδ., 1969
de Longis, Lo Stato, la serrata e lo sciopero dei pubblici dipendenti,
Rivista di Polizia, 1960, σελ. 452.
Luciani Α., Indebito il rifiuto di atti di ufficio da parte dell' incaricato di
pubblico servizio in sciopero?, Rivista Giuridica del Lavoro, 1951,
II, σελ. 388
Lyon-Caen G., Le droit de grève des fonctionnaires, Droit Ouvrier,
1952, σελ 1
Malinverno R., Lo sciopero e i dipendenti pubblici, Corriere Ammini­
strativo, 1954, σελ 2.
Mathiot Α., La loi du 31 juillet 1963, Actualité Juridique Droit Admini-
stratif, 1963, σελ. 595.
Maunz - Dùrig - Herzog, Grundgesetz, Kommentar, 4η εκδ., 1974
I

268

Mazzeo Α., In tema di sciopero dei pubblici dipendenti, Corriere Ammi­


nistrativo, 1959, σελ. 128.
Miglioli C, Diritto di sciopero ed interruzione di pubblico servizio, Rivi­
sta Giuridica del Lavoro, 1953, II, σελ. 478.
Miglioli C, Legittimità di sciopero e interruzione di pubblico servizio,
Giustizia Penale, 1954, II, σελ. 213.
Milone G., Lo sciopero nel Diritto Pubblico, Penale, Amministrativo,
Disciplinare, Castelbuono, 1963.
Moranges G., Les grèves et Γ Etat, R. Dalloz, 1947, Chron., σελ. 117.
Mougin, La grève dans les services publics, Rennes, 1943.
von Münch /., (hrsg.) Besonderes Verwaltungsrecht, 1976.
Natoli U., In tema di sciopero dei pubblici dipendenti e di sospensione
dello stipendio, Giurisprudenza Costituzionale, 1960, σελ. 295.
Natoli U., Ancora in tema di sciopero dei pubblici dipendenti e di diritto
allo stipendio, Rivista Giuridica del Lavoro, 1960, II, σελ. 206.
Nikisch Α., Arbeitsrecht, II, 2η έκδ., 1959.
ο" Orsi V., Del diritto di sciopero con particolare riguardo allo sciopero
dei pubblici dipendenti, Rivista di Polizia, 1956, σελ. 209.
Otto W., Streikbeteiligung privatrechtlich beschäftigter Beamten z.W.?,
Zeitschrift für Beamtenrecht, 1955, σελ. 226.
Pera G., Sciopero dei marittimi e nei servizi pubblici secondo la Co­
stituzione, Diritto del Lavoro, 1963, II, σελ. 211.
Peronacci Α., Lo sciopero di persone incaricate di un pubblico servi­
zio, Rivista Giuridica del Lavoro, 1952, II, σελ. 61.
Pisi Α., Anche i pubblici ufficiali possono scioperare, Democrazia e
Diritto, 1961, σελ. 615.
Plantey Α., Traité pratique de la fonction publique, Paris, 3η έκδ., 1971.
Quermonne, Le droit public prétorien de la grève, R. Dalloz, 1959,
Chron , σελ. 13.
Quermonne, σχόλιο, R. Dalloz, 1959, σελ. 263.
Rabie H.-A., Le recours à la grève comme aspect de la liberté syndica-
le et sa réglementation juridique dans la législation comparée, Ro-
ma, 1953.
Ramm Th., Das Koalitions - und Streikrecht der Beamten, Köln, 1970.
Remandas R., Die Freiheitsrechte der Angehörigen des öffentlichen
Dienstes in Frankreich, Mainz, 1965.
Reuss W., Arbeitskampf im Bereich der öffentlichen Verwaltung,
Deutsches Verwaltungsblatt, 1968, σελ. 57.
269

Reuss W., Grenzen der Streikfreiheit im öffentlichen Dienst, Öffentli-


cher Dienst: Festschrift für Carl Hermann Ule, Köln, 1977.
Reuter W., Beamte und Streik, Der Deutsche Beamte, 1958, σελ. 99.
Reuter W., Soldaten und Streik, Der Deutsche Beamte, 1960, σελ. 118.
Richard R., Brevissimi sugli scioperi politici e di solidarietà dei pubbli-
ci dipendenti, Rivista di Diritto del Lavoro, 1958, II, σελ. 149.
Rivero J., Le droit positif de la grève dans les services publics d' après
la jurisprudence, Droit Social, 1951, σελ. 591
Rivero J., Les grèves d' août 1953 et Γ évolution du droit de grève des
agents publics, Droit Social, 1953, σελ. 517.
Rivero J.- Savatier J., Droit du Travail, Paris, 5η εκδ., 1970.
Roche J., Le syndicalisme et la grève dans les services publics, Paris,
1947.
Rodotà C, E legittimo rimpiazzare il lavoratore che sciopera nel servi-
zio pubblico, La Repubblica, 25.7.1980, σελ. 5.
Rolland, Les deux grèves des postes et le droit public, Revue du Droit
Public, 1909, σελ. 287.
Rosso G., Orientamenti costituzionalistici circa la liceità penale dell'
abbandono del lavoro da parte di dipendenti pubblici, Studi sul
diritto di sciopero. Atti della Spuola di Perfezionamento in discipli-
ne del lavoro dell' Università di Padova, Padova, 1968, σελ. 53.
Rüthers, Gemerkschaftsmacht gegen Staatsmacht. Schlussfol-
gerungen aus dem Streik im öffentlichen Dienst, Frankfurter
Allgemeine Zeitung, 23.2.1974, No 46, σελ. 9.
Rüthers, άρθρο, Frankfurter Allgemeine Zeitung, 14.12.1974, No 290,
σελ. 13.
Salon S. - Savignac J.-C, Fonction Publique, Agents de Γ Etat, des
collectivités locales et des grands services publics, Paris, 1976,
Dalloz.
Sandulli Α., Manuale di Diritto Amministrativo, Napoli, 12η εκδ., 1974.
Saraceno D., Lo sciopero dei pubblici dipendenti, Nuova Rassegna,
1962, σελ. 1667.
Schröer,Kollision zwischen internazionalem und nazionalem Beam-
tenrecht, Archiv des öffentlichen Rechts, 1965, σελ. 61.
Scorza M., In tema di sciopero degli impiegati pubblici, Foro Italiano,
1955, III, σελ. 107.
Scotto /., Il diritto di sciopero, Roma, 2η εκδ., 1968.
Scotto I., Lo sciopero dei pubblici dipendenti, Diritto del Lavoro, 1955,
Ι, σελ. 120.
270

Scotto I., In tema di sciopero dei pubblici dipendenti, Diritto del Lavo­
ro, 1960, II, σελ. 444.
Seiter Η., Streikrecht und Aussperrungsrecht, Tübingen, 1975
Severino M., Diritto di sciopero e privazione dello stipendio nel rappor-
to di impiego pubblico, Rivista Giuridica del Lavoro, 1953, II, σελ
116.
Sica V., Sciopero e pubblico impiego, Rassegna di piritto Pubblico,
1955, σελ. 1
Silvera V., La loi du 31 juillet 1963, R. Sirey, 1963, Chron., σελ 69.
Simi V., Il diritto di sciopero e il rapporto di pubblico impiego dei di­
pendenti dello Stato, Rivista di Diritto del Lavoro, 1954, Ι, σελ. 38.
Simonetto E., Spunti sul diritto di sciopero, Studi sul diritto di sciopero.
Atti della Scuola di Perfezionamento in discipline del lavoro dell'
Università di Padova, Padova, 1968, σελ. 93.
Sinay H., La grève, Traité de Droit du Travail, publié sous la direction
de G.-H. Camerlynck, Τόμος VI, 1966.
Sinay H., La prohibition des grèves tournantes et des grèves-surprise
dans les services publics, Jurisclasseur Périodique, 1963, I, 1795
Sossi M., Lo sciopero dei pubblici dipendenti alla luce della vigente
legislazione penale e della Carta Costituzionale della Repubblica
Italiana, Giustizia Penale, 1963, Ι, σελ. 23.
Spyropoulos G., La liberté syndicale, Paris, 1956.
de Taranto A , Il diritto di sciopero ed i pubblici impiegati, Burocrazia,
1958, No 8-9, σελ. 7.
Thiele W., Dürfen im öffentlichen Dienst Beschäftigte streiken?, Neue
Deutsche Beamtenzeitung, 1960, σελ. 249.
Tomandl Th., Streik und Aussperrung als Mittel des Arbeitskampfes,
Wien, 1965
Touscoz J., Le droit de grève dans les services publics et la loi de 1963,
Droit Social, 1964, σελ. 20.
de Tullio Ο., Sciopero e retribuzione dei dipendenti pubblici, Nuova
Rassegna, 1955, σελ. 1223.
Tunc R., La grève de la justice, Revue Administrative, 1951, No 23
Vaillant G., La réglementation du droit de grève dans les services
publics, Revue Politique et Parlementaire, Octobre 1963, σελ. 97.
Varese G., Gli articoli 39 e 40 della Costituzione, Roma, 1968.
Vaughan CE., Studies in the History of political philosophy before and
after Rousseau, Τόμος I, Manchester, 1939
271

Verdier J.-M, Aspects inattendus de la loi du 31 juillet 1963· Préavis de


grève et droit syndical, R. Dalloz, 1963, Chron,, σελ. 269.
Wägenbaur R., Das Streikrecht der französischen Beamten in ver-
fassungsrechtlicher Sicht, Tubingen, 1960
Waline M., La grève des agents des services publics, Revue du Droit
Public, 1950, σελ. 691-709.
Waline M., Rapport général· La grève dans les services publics,
Travaux de I' Association Henri Capitant, Τόμος 9, 1955, Paris,
1957
Waline M., σχόλιο, Revue du Droit Public, 1959, σελ 306-314
Westpfahl J.M., Streikrecht der Beamten?, Zeitschrift für Beamten-
recht, 1970, σελ. 4-9
Winters F., Zur Frage des Streikrechts der Beamten, Berlin, 1919.
Winters F., Das Streikrecht der Beamten, Arbeitsrecht, 1919, σελ 99-
101
Wolff Η. - Bachof Ο, Verwaltungsrecht, II, München, 4η έκδ , 1976.
Zöllner W, Arbeitsrecht, München, 1977
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ι. Σκοπός καί αντικείμενο της διατριβής 9
II.'Ορισμοί της απεργίας 10
III. 'Απεργία καί συνδικαλιστικό δικαίωμα 16
IV. Φάσεις κατά την εξέλιξη τοϋ φαινομένου της απεργίας 19
V. Μορφές καί είδη απεργίας 24
VI. Κριτική των δοθέντων ορισμών. Προτεινόμενος ορισμός
της απεργίας 41
VII. Περιορισμός τοΰ θέματος 42

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων σέ ξένα
Κράτη

Κεφάλαιο Α'
Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων στή
Γαλλία
Ι. "Ενννοια τοϋ δημόσιου υπαλλήλου ατό γαλλικό δίκαιο 49
II. Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων πρό τοϋ 1946 51
III. Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων μετά τό
1946 60
IV. Άνακεφαλαίωση-Συμπεράσματα 87

Κεφάλαιο Β'
Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων στην
'Ιταλία
Ι. "Εννοια τοϋ δημόσιου υπαλλήλου στό Ιταλικό δίκαιο 88
II. Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων πρό τοϋ 1948 92
III. Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων μετά τό 1948 95
IV. Συμπεράσματα άπό τή μελέτη τοϋ ιταλικού δικαίου 119
274

Κεφάλαιο Γ'
Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων στη Γερ­
μανία
Ι. "Εννοια τοΰ δημόσιου υπαλλήλου στό γερμανικό δίκαιο 121
II. Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων πρίν άπό τόν 2ο
Παγκόσμιο Πόλεμο 123

III. Τό πρόβλημα της απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων


στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας 134
α) Συνταγματικό καί νομοθετικό καθεστώς 134
6) Θεωρητική αντιμετώπιση 138
IV. Άνακεφαλαίωση-Συμπεράσματα 148

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων στην 'Ελλάδα

Κεφάλαιο Α'
Ή απεργία των δημόσιων υπαλλήλων πρίν άπό τό 1975
Ι. Θεωρητικές απόψεις 153
II. Προϊσχϋσαν δίκαιο 160

Κεφάλαιο Β'
Τό δικαίωμα απεργίας των δημόσιων υπαλλήλων σύμφωνα
μέ τό ισχύον δίκαιο

Ι 'Αντικείμενο μελέτης 172


II. 'Ερμηνεία συνταγματικής διατάξεως 174
III. 'Ερμηνεία των σχετικών μέ τό δικαίωμα απεργίας των
δημόσιων υπαλλήλων διατάξεων του Ν 643/1977 184
α) Δικαιούχοι τού δικαιώματος απεργίας 185
β) Προληπτικοί περιορισμοί τού δικαιώματος απεργίας 190
γ) Κατασταλτικοί περιορισμοί τού δικαιώματος απερ­
γίας 201
δ) Συνέπειες ασκήσεως τού δικαιώματος απεργίας 208

Κεφάλαιο Γ'
Οι διατάξεις τού Ν. 1264/1982 σχετικά μέ τό δικαίωμα
απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων
Ι 'Ερμηνεία τών διατάξεων τού νέου Νόμου 222
α) Δικαιούχοι τού δικαιώματος απεργίας 223
275

β) Προληπτικοί περιορισμοί του δικαιώματος απεργίας 226


γ) Κατασταλτικοί περιορισμοί τοϋ δικαιώματος απερ­
γίας 233
δ) Συνέπειες ασκήσεως τοϋ δικαιώματος απεργίας 236
Μ. Σύγκριση των διατάξεων τοϋ νέου Νόμου μέ αυτές τοϋ
προϊσχύσαντος 237

Επίλογος 239

Παράρτημα Α'
Ή ιστορική διαδρομή της ψηφίσεως των σχετικών μέ τό
δικαίωμα απεργίας διατάξεων τού Ισχύοντος Συντάγματος
241

Παράρτημα Β'
Οί σχετικές μέ τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλή­
λων δ ιατάξε ις το ϋ Ν. 643/1977 246

Παράρτημα Γ'
Οί σχετικές μέ τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλή­
λων διατάξεις τοϋ Ν. 1264/1982 254

Βιβλιογραφία
Ι. 'Ελληνική 261
II. Ξενόγλωσση 263
Περιεχόμενα 273
φωτοστοιχειοθεσία: ντουνιά κουσ'ιδου, vauaplvou 11, 3601.942
σελιδοποίηση: γωγώ κεχαγιά
μοντάζ: μαρ'ια ιωαννιδου
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ

Στό βιβλίο «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΠΑΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ»


του Θεοδώρου Κ. Γαροφαλλίδη

ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 4 ΤΟΥ Ν. 1365/1983 ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗ­


ΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ Ή ΚΟΙΝΗΣ ΩΦΕΛΕΙΑΣ

Τό νέο, τρίτο κατά σειρά σέ διάστημα μικρότερο τοϋ ενός χρό­


νου, νομοθετικό καθεστώς σχετικά μέ τό δικαίωμα απεργίας των ερ­
γαζομένων στό δημόσιο τομέα μας αναγκάζει νά προσθέσουμε στό
βιβλίο μας τό συμπλήρωμα αυτό, ώστε νά είναι πλήρως ενημερωμένο
σέ σχέση μέ τόν τελευταίο Νόμο 1365/1983 γιά τήν κοινωνικοποίηση
των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, τό άρθρο
4 του οποίου τροποποιεί σημαντικά τίς διατάξεις τοϋ Ν. 1264/1982
σχετικά μέ τό δικαίωμα απεργίας των εργαζομένων στό δημόσιο
τομέα.
Πρέπει κατ' αρχήν νά ερευνήσουμε αν οι διατάξεις τοϋ άρθρου 4
τοϋ Νόμου γιά τήν κοινωνικοποίηση, έκτος άπό τό δικαίωμα απεργίας
των εργαζομένων σέ όσες άπό τίς επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα
ή κοινής ωφέλειας, πού ή λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία γιά
τήν εξυπηρέτηση βασικών αναγκών τοϋ κοινωνικού συνόλου, αναφέ­
ρονται στό άρθρο 19 παρ. 2 έδ. θ' τού Ν. 1264/1982, οι όποιες κοινω­
νικοποιούνται μέ τό άρθρο 2 roü πρόσφατου Νόμου, ρυθμίζουν καί
τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων. Πρέπει νά έχουμε
υπόψη μας ότι oi διατάξεις τών άρθρων 19 παρ. 2, 20 καί 21 τού Ν.
1264/1982 πού ρύθμιζαν, μέχρι τήν έναρξη ισχύος τού νέου Νόμου
1365/1983 (22 Ιουνίου 1983, ημερομηνία δημοσιεύσεως του στό ΦΕΚ
Α' 80) τό δικαίωμα απεργίας τών εργαζομένων στίς επιχειρήσεις δη­
μόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, εξακολουθούν νά ρυθμίζουν,
σύμφωνα μέ τό άρθρο 30 παρ. 7 έδ. α τού Ν. 1264/1982, καί τό δι­
καίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων. Ό τ α ν λοιπόν τό άρθρο 4
τού νέου Ν. 1365/1983 τροποποιεί, ειδικά γιά τους εργαζομένους σέ
επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, τους όρους
προσφυγής τους σέ απεργία, τους οποίους προηγούμενα καθόριζε
κυρίως τό άρθρο 20 (αλλά καί τό άρθρο 8) τού Ν. 1264/1982, ή τρόπο-
2

ποίηση αύτη επεκτείνεται καί στους δημόσιους υπαλλήλους, άφοϋ τό


δικαίωμα απεργίας αυτών ρυθμίζεται άπό τό άρθρο 30 παρ. 7 έδ. α'
πού παραπέμπει στό άρθρο 19 παρ. 2 καί αυτό μέ τή σειρά του στό
τροποποιούμενο πλέον άρθρο 20 (καί στό άρθρο 21) τού Ν. 1264/
1982. 'Ενδεχόμενη προβολή της αντιρρήσεως ότι έπί νομοθετήσεως
κατά παραπομπή, ή μεταβολή του νόμου στον όποιο γίνεται ή παρα­
πομπή, δέν σημαίνει αναγκαία καί μεταβοιλή του παραπέμποντος νό­
μου καί συνεπώς εφόσον τό άρθρο 4 τοϋ Ν. 1365/1983 τροποποιεί τό
άρθρο 19 παρ. 2 ή τροποποίηση δέν επεκτείνεται αυτόματα καί στό
άρθρο 30 παρ. 7 έδ. α', οπως αυτό παραπέμπει στό άρθρο 19 παρ. 2
τοϋ Ν. 1264/1982, καταρρίπτεται εϋκολα μέ τήν ακόλουθη σκέψη :
Νομίζουμε δηλαδή ότι σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη του
άρθρου 23 παρ. 2 έδ. 6', πού αποτελεί τό έρεισμα των Νόμων 1264/
1982 καί 1365/1983 είναι νά εξασφαλίσει, σέ περίπτωση απεργίας, τή
στοιχειώδη λειτουργία τού Κράτους καί τών δημόσιων υπηρεσιών μέ
οργανική έννοια πρώτα καί τών δημόσιων υπηρεσιών μέ λειτουργική
έννοια ταυτόχρονα, πράγμα πού δέν θά μπορούσε νά επιτευχθεί άν
τό Κράτος καί οι δημόσιες υπηρεσίες μέ οργανική έννοια ήταν περισ­
σότερο τρωτές σέ απεργίες τών οργάνων τους άπό ο,τι οι δημόσιες
υπηρεσίες μέ λειτουργική έννοια. Συνεπώς ή απάντηση στό ερώτημα
άν τό άρθρο 4 τοϋ πρόσφατου Νόμου περιλαμβάνει οτή ρύθμιση του
καί τό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλήλων, είναι κατά τή
γνώμη μας καταφατική.
Όσον άφορα τήν ουσία τών τροποποιήσεων πού τό άρθρο 4 τού
Ν. 1365/1983 επιφέρει στό δικαίωμα απεργίας τών δημόσιων υπαλλή­
λων καί τών εργαζομένων στό δημόσιο τομέα της οικονομίας, αφετη­
ρία έχει τή διαπίστωση πού κάναμε στην τελευταία παράγραφο τού
Κεφαλαίου Γ' τού Δεύτερου Μέρους τού βιβλίου μας. Είχαμε πει
στην παράγραφο εκείνη (209, σελ. 238) άτι «προσωπική μας εκτίμηση
είναι ότι ό Ν. 1264/1982, χωρίς νά είναι τέλειος, παρουσιάζει σημαντι­
κές προοδευτικές καινοτομίες σέ σχέση μέ τόν προηγούμενο, καινο­
τομίες πού ... καθιστούν τή Διοίκηση περισσότερο τρωτή σέ απεργίες
τών οργάνων της, καί λιγότερο ικανή νά εκπληρώσει τήν αποστολή
της γιά τήν εξυπηρέτηση τού κοινωνικού συνόλου, μέρος τού όποιου
αποτελούν καί ο'ι ϊδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι». Ή διαπίστωση καί ή
εκτίμηση μας αυτή, πού 'ίσχυε γιά τό σύνολο τών εργαζομένων στό
δημόσιο τομέα, εφόσον καί αυτών τό δικαίωμα απεργίας ρύθμιζαν οι
ίδιες διατάξεις, αποδείχθηκε κατά κάποιον τρόπο προφητική. Πράγ­
ματι, τό άρθρο 4 τού Ν. 1365/1983, πού ψηφίσθηκε μετά άπό άλλε-
3

πάλληλες μακρές απεργίες εργαζομένων ατό δημόσιο τομέα, πού


καταταλαιπώρησαν τό κοινωνικό σύνολο, αποτελεί την απάντηση της
Πολιτείας στίς απεργίες αυτές, μέ τη σκλήρυνση της στάσεως του
κοινού νομοθέτη, πού γίνεται αυστηρότερος στίς προϋποθέσεις κη­
ρύξεως απεργίας άπό τους εργαζομένους στό δημόσιο τομέα.
Ή πρώτη καί πολύ σημαντική τροποποίηση πού εισάγει τό άρθρο
4 στίς προϋποθέσεις κηρύξεως απεργίας άπό δημόσιους υπαλλήλους
— εξειδικεύουμε καί πάλι τήν ανάπτυξη στό αντικείμενο τοϋ βιβλίου
μας — είναι ή απαίτηση πού θέτει γιά τή λήψη αποφάσεως γιά κήρυξη
απεργίας άπό τήν απόλυτη πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών
της συνδικαλιστικής οργανώσεως. Ή νέα διάταξη απέχει πάρα πολύ
άπό τήν προηγούμενη ρύθμιση πού προέβλεπε τή λήψη αποφάσεως
γιά κήρυξη απεργίας άπό Γενική Συνέλευση στην οποία αρκούσε ή
πλειοψηφία τών παρόντων γιά ύπαρξη απαρτίας μελών (1/3, 1/4 ή καί
1/5 τών οικονομικά τακτοποιημένων μελών της οργανώσεως, σέ δια­
δοχικές συνεδριάσεις). Στην απαίτηση αυτή τοϋ άρθρου 4 προβλήθη­
καν, κατά τή συζήτηση τοϋ Νόμου στή Βουλή, εντονότατες αντιρρή­
σεις, πού βασικό τους επιχείρημα είχαν τό γεγονός ότι τά απόντα
άπό τήν ψηφοφορία μέλη της συνδικαλιστικής οργανώσεως θεωρεί­
ται κατά πλάσμα τοϋ νόμου ότι ψήφισαν κατά της κηρύξεως απερ­
γίας. Οι αντιρρήσεις αυτές είναι — καί κατά τήν προσωπική μας γνώ­
μη — βάσιμες άπό θεωρητική καί άπό νομοθετική άποψη. Μία άλλη
αντίρρηση στή ρύθμιση τοϋ άρθρου 4 γιά τήν απαίτηση της απόλυτης
πλειοψηφίας τών εγγεγραμμένων μελών, είχαμε εκφράσει προσωπικά
κατά τήν ανάλυση της αντίστοιχης καί όμοιας διατάξεως τοϋ άρθρου
11 τοϋ Ν. 643/1977 (βλ. Μέρος 2ο, Κεφ. Β', παρ. 155, σελ. 200). Είχαμε
εκεί εκφράσει τή γνώμη άτι ή απαίτηση της απόλυτης πλειοψηφίας
τών εγγεγραμμένων γιά τήν κήρυξη απεργίας «θέτει ενα περιορισμό,
πού μπορεί νά μή χαρακτηρισθεί ώς αντισυνταγματικός, οπωσδήποτε
όμως είναι υπερβολικός καί εξαιρετικά ανεπιεικής. Διότι όταν τό
καταστατικό ενός σωματείου θεσπίζει τήν απαρτία, ακόμα καί γιά θέ­
ματα πολύ σοβαρότερα, ... πώς είναι δυνατό νά μήν υπάρχει ò θε­
σμός της απαρτίας γιά ενα θέμα, όπως ή κήρυξη απεργίας, πού οπωσ­
δήποτε βρίσκεται εντός τοϋ κύκλου τών σκοπών, γιά τήν εξυπηρέτη­
ση τών οποίων συστήθηκε ακριβώς τό σωματείο;». Όσον άφορα τίς
άλλες αντιρρήσεις τών αντίπαλων τοϋ άρθρου 4 τοϋ Νόμου, όπως
αυτές εκφράσθηκαν κατά τή συζήτηση στή Βουλή, φαίνονται λιγότε­
ρο βάσιμες. Πράγματι, ή μία άπό αυτές αφορά τή σκοπιμότητα αντι­
καταστάσεως τών οικονομικά τακτοποιημένων μελών, πού προέβλε-
4

πε ό Ν. 1264/1982, από τους εγγεγραμμένους στη συνδικαλιστική ορ­


γάνωση. Κατά της αντιρρήσεως αυτής προβλήθηκε (βλ. Πρακτικά
Βουλής, 'Ολομέλεια, Περίοδος Γ' Προεδρευομένης Δημοκρατίας,
Σύνοδος Β', Συνεδρίαση ΡΛΣΓ, 30.5.1983, σελ. 6905 καί 6920) οτι
εφόσον ό Ν. 1264/1982 προβλέπει τήν παρακράτηση τής συνδικαλι­
στικής εισφοράς άπό τίς αποδοχές των μελών, οι εγγεγραμμένοι εί­
ναι ταυτόχρονα καί οικονομικά τακτοποιημένοι. Ή δεύτερη αντίρρη­
ση άφορα τήν αδυναμία νά ψηφίσουν οι απόντες πού υπηρετούν σέ
τόπους εξω άπό τήν πόλη πού συγκαλείται ή Συνέλευση πού θά απο­
φασίσει γιά τήν κήρυξη ή μή απεργίας. Καί τήν αντίρρηση αυτή προ­
λαβαίνει καί καλύπτει τό εδάφιο δ' της παρ. 1 τοϋ άρθρου 4, άφοΰ
προβλέπει τή δυνατότητα νά ψηφίζουν τά μέλη τής συνδικαλιστικής
οργανώσεως πού υπηρετούν στην επαρχία, ή στον τόπο πού ορίζεται
άπό τό καταστατικό σάν έδρα παραρτήματος τής οργανώσεως, ή, αν
δέν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, οτήν έδρα του νομού πού υπηρετούν.
Ή δυνατότητα όμως αυτή νά ψηφίζουν τά μέλη μιας πρωτοβάθμιας
δημοσιοϋπαλληλικής συνδικαλιστικής οργανώσεως ευρύτερης ή πα­
νελλαδικής εκτάσεως στην έδρα τού νομού πού υπηρετούν καί στή
συνέχεια νά διαβιβάζεται τό αποτέλεσμα τής ψηφοφορίας κάθε νο­
μού στην έδρα της συνδικαλιστικής οργανώσεως, θά δημιουργήσει
στην πράξη προβλήματα πού έχουν σχέση μέ τή διασφάλιση τού
απόρρητου τής ψηφοφορίας. Πράγματι, λόγω τού μικρού αριθμού
των υπαλλήλων πού υπηρετούν σέ κάθε νομό, τό απόρρητο τής ψη­
φοφορίας διασφαλίζεται τότε μόνο, όταν υπάρχουν αντίθετες ψήφοι.
"Αν τό αποτέλεσμα τής ψηφοφορίας είναι μονοσήμαντο, δηλαδή άν
ολα τά υπηρετούντα σέ ενα νομό μέλη της συνδικαλιστικής οργανώ­
σεως ψηφίσουν υπέρ ή κατά τής κηρύξεως απεργίας, εξαφανίζεται ή
εγγύηση τής μυστικότητας τής ψηφοφορίας.
Άπό τήν παραπάνω ανάλυση προκύπτει, νομίζουμε, οτι ή παρ. 1
τού άρθρου 4 τού Ν. 1365/1983 πού καθιερώνει τή λήψη αποφάσεως
γιά τήν κήρυξη απεργίας άπό τήν πλειοψηφία των εγγεγραμμένων
στή συνδικαλιστική οργάνωση δημόσιων υπαλλήλων ή εργαζομένων
στον κοινωνικοποιούμενο δημόσιο τομέα, εμφανίζει σοβαρές αδυνα­
μίες. Κατά τή γνώμη μας, μία διάταξη πού θά όριζε οτι γιά νά ληφθεί
απόφαση γιά απεργία απαιτείται ή απόλυτη πλειοψηφία τών ψηφισάν­
των μελών, πού δέν θά μπορεί νά είναι λιγότερα τών 3/4 ή τών 4/5
τών εγγεγραμμένων, πρόταση πού διατυπώθηκε καί κατά τή συζήτη­
ση στή Βουλή (βλ. Πρακτικά Βουλής, οπ. παρ., σελ. 6918), θά ήταν
νομοθετικά ή σωστότερη, άφοΰ καί τήν απαίτηση γιά συμμετοχή άσο
5

τό δυνατό μεγαλύτερου αριθμού μελών της συνδικαλιστικής οργανώ­


σεως στή λήψη αποφάσεως γιά κήρυξη απεργίας ικανοποιεί, καί τίς
βάσιμες αντιρρήσεις πού αναφέραμε παραπάνω σχετικά μέ τήν απαί­
τηση της πλειοψηφίας τών εγγεγραμμένων μελών αποτρέπει καί
παραμερίζει.
Ή παρ. 2 του άρθρου 4 άφορα τίς απεργίες πού κηρύσσονται άπό
συνδικαλιστικές οργανώσεις ανώτερου βαθμού καί εισάγει τή δεύτε­
ρη σημαντική τροποποίηση στίς διατάξεις του Ν. 1264/1982 γιά τήν
κήρυξη απεργίας. Τό πρώτο έδάφιό της δεν μας απασχολεί, διότι δέν
εφαρμόζεται στίς δευτεροβάθμιες καί τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές
οργανώσεις τών δημόσιων υπαλλήλων, άφοϋ γιά τήν κήρυξη απερ­
γίας άπό τίς οργανώσεις αυτές απαιτείται, σύμφωνα μέ τό άρθρο 30
παρ. 8 έδ. β' του Ν. 1264/1982, απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως
καί οχι απλώς τοϋ Διοικητικού Συμβουλίου. Όσον άφορα τό δεύτερο
εδάφιο της παρ. 2 τοΰ άρθρου 4, εισάγει τήν αρχή της αυτοτέλειας
της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργανώσεως σέ σχέση μέ τήν
απόφαση γιά κήρυξη απεργίας πού πήρε ή δευτεροβάθμια ή τριτο­
βάθμια οργάνωση στην οποία μετέχει. Ή διάταξη προβλέπει τή δυνα­
τότητα συγκλήσεως τής Γενικής Συνελεύσεως, είτε μέ απόφαση τού
Διοικητικού Συμβουλίου, εϊτε μέ αίτηση τού 1/10 τών μελών τής πρω­
τοβάθμιας οργανώσεως, μέ θέμα νά αποφασίσει, μέ τήν απόλυτη
πλειοψηφία τών εγγεγραμμένων, τή συμμετοχή της ή μή στην απερ­
γία πού έχει κηρύξει ή υπερκείμενη συνδικαλιστική οργάνωση.
Ή διάταξη διασπά, νομίζουμε, τήν ενότητα τού συνδικαλιστικού
κινήματος. Θά είχε κάποιο λογικό έρεισμα, άν έλειπε ή τελευταία
περίοδος τού εδαφίου, πού προβλέπει ότι ή συμμετοχή μελών τής
πρωτοβάθμιας οργανώσεως σέ απεργία πού κηρύσσει ή δευτεροβάθ­
μια ή τριτοβάθμια οργάνωση είναι παράνομη άπό τή στιγμή πού απο­
φασίσθηκε άπό τό Διοικητικό Συμβούλιο ή κατατέθηκε ή αίτηση τού
1/10 τών μελών γιά τή σύγκληση Γενικής Συνελεύσεως. Μέ τόν τρόπο
αυτόν επιτυγχάνεται ή υποταγή τής πλειοψηφίας τών 9/10, πού κατά
τεκμήριο πειθαρχεί στην απόφαση τής ανώτερου βαθμού συνδικαλι­
στικής οργανώσεως, στή μειοψηφία τοΰ 1/10, πράγμα αντίθετο καί
στον διακηρυσσόμενο σκοπό τοΰ Νόμου, πού εϊναι, σύμφωνα μέ τήν
εισηγητική του έκθεση, ή καθιέρωση τής αρχής τής πλειοψηφίας στή
λήψη αποφάσεως γιά κήρυξη απεργίας στό δημόσιο τομέα. Γιά τή
διάταξη αυτή έχουν ήδη εκφρασθεί επιφυλάξεις όσον άφορα τή συν­
ταγματικότητα της, μέ τό επιχείρημα ότι αφού ή απεργία τής υπερ­
κείμενης συνδικαλιστικής οργανώσεως κηρύχθηκε νομικά ή παροχή
6

τής δυνατότητας αναστολής της εφαρμογής τής αποφάσεως αυτής


άπό τό Διοικητικό Συμβούλιο ή τό 1/10 των μελών τής πρωτοβάθμιας
οργανώσεως σημαίνει ουσιαστικά τήν παροχή δυνατότητας παρακω-
λύσεως τής νόμιμης ασκήσεως του δικαιώματος απεργίας άπό τίς
ανωτέρου βαθμοϋ οργανώσεις, κατά παράταση τοϋ άρθρου 23 παρ. 2
έδ. τελευταίο του Συντάγματος (Άλ.Καρακατσάνη, Ζητήματα άπό τό
άρθρο 4, Έπιθ. Έργατ. Δικαίου, 1983, σελ. 583, Στ. Γαρδίκα, Ή άπό
συνταγματική σκοπιά θεώρηση τοϋ άρθρου 4 τοϋ Ν. 1365/83, Έπιθ.
Έργατ. Δικαίου, 1983, σελ. 561, Γ. Λεβέντη, Ή απεργία στίς κοινωνι­
κοποιημένες επιχειρήσεις, Δελτ. Έργατ. Νομοθεσίας, 1983, σελ. 699).
"Αλλη, τέλος, ουσιαστική τροποποίηση εισάγεται μέ τήν παρ. 5
τοϋ άρθρου 4, πού προβλέπει άτι εργαζόμενοι σέ κοινωνικοποιούμε-
νες επιχειρήσεις τού δημόσιου τομέα καί, κατ' επέκταση, δημόσιοι
υπάλληλοι πού δέν μετέχουν σέ συνδικαλιστικό σωματείο μπορούν
νά συμμετάσχουν σέ απεργία, πού κήρυξε μόνο ή πιό αντιπροσωπευ­
τική συνδικαλιστική οργάνωση σέ σχέση μέ τήν εργασιακή τους ιδιό­
τητα ή ειδικότητα καί όχι, όπως συνέβαινε μέ τό Ν. 1264/1982, οποια­
δήποτε οργάνωση.
Οι παράγραφοι 3 καί 4 τοϋ άρθρου 4 τροποποιούν τίς διατάξεις
τού Ν. 1264/1982 σέ επουσιώδη θέματα διαδικασίας καί γι' αυτό δέν
θά μας απασχολήσουν στην ερμηνεία πού επιχειρήσαμε, στό συμπλή­
ρωμα αυτό τού βιβλίου μας, στό άρθρο 4 τού Ν. 1365/1983.
Παραθέτουμε παρακάτω τό κείμενο τού άρθρου 4 τού Ν. 1365/
1983.

"Αρθρο 4

1 Η απόφαστ] για κήρυξη οποιασδήποτε μορφής απεργιακής κινητοποίη-


•σης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις του άρθρου 2 παρ 1 του παρόντος
νόμου λαμβάνεται από τη Γ.Σ. της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής
οργάνωσης.
Η Γ Σ., η οποία ευρίσκεται σε νόμιμη απαρτία με την παρουσία οποιουδή­
ποτε αριθμού των μελών της, συζητά για το θέμα της απεργιακής κινητοποίη­
σης και εκλέγει με πλειοψηφία των παρόντων σε κεντρικό και περιφερειακό
επίπεδο τις εφορευτικές επιτροπές για τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας.
Για να ληφθεί απόφαση για απεργιακή κινητοποίηση απαιτείται η απόλυτη
πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών της οργάνωσης.
Στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις ευρύτερης ή πανελλαδικής έκτασης η
ψηφοφορία για τη λήψη της παραπάνω απόφασης γίνεται στις έδρες των
κεντρικών και περιφερειακών παραρτημάτων που προβλέπονται από τα κατά-
7

στατικά τους. Αν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη ή ρύθμιση η ψηφοφορία για


τα μέλη που εργάζονται στην περιφέρεια γίνεται στην έδρα του νομού του
τόπου δουλειάς τους ή στους τόπους που ορίζονται από τη διοίκηση της ορ­
γάνωσης με απόφαση της.
Η απόφαση για κήρυξη οποιασδήποτε μορφής απεργιακής κινητοποίησης
από τοπικά παραρτήματα συνδικαλιστικής οργάνωσης ευρύτερης περιφέ­
ρειας ή πανελλαδικής έκτασης πλην της περιφέρειας του νομού Αττικής και
για θέματα τοπικού αποκλειστικά χαρακτήρα λαμβάνεται από τη συνέλευση
των τοπικών παραρτημάτων κατά τη διαδικασία του εδ. 6 και εγκρίνεται από
το κεντρικό διοικητικό συμβούλιο της συνδικαλιστικής οργάνωσης.
2. Στις ανωτέρου βαθμού συνδικαλιστικές οργανώσεις των παραπάνω ερ­
γαζομένων η απόφαση για την κήρυξη οποιασδήποτε μορφής απεργιακών κι­
νητοποιήσεων λαμβάνεται από το Δ.Σ. με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου
των μελών του.
Η διοίκηση πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης ή το ένα δέκατο
(1/10) των μελών της μπορεί να ζητήσει να συγκληθεί η Γενική της Συνέλευ­
ση μέσα σέ πέντε (5) ημέρες από την απόφαση του Δ Σ. ή την κατάθεση της
σχετικής αίτησης, προκειμένου να αποφασίσει τη συμμετοχή ή όχι στην απερ­
γιακή κινητοποίηση που αποφασίστηκε από την ανώτερη συνδικαλιστική ορ­
γάνωση στην οποία μετέχει άμεσα ή έμμεσα Για την απαρτία και τις αρμοδιό­
τητες της γενικής συνέλευσης εφαρμόζεται η παρ. 1 Από τη λήψη της από­
φασης της διοίκησης του σωματείου ή την κατάθεση αίτησης του 1/10 των
μελών και μέχρις ότου αποφασίσει με την απόλυτη πλειοψηφία των εγγε­
γραμμένων μελών σχετικά η Γενική Συνέλευση, η συμμετοχή των εργαζομέ­
νων μελών της πρωτοβάθμιας αυτής οργάνωσης στις απεργιακές κινητοποιή­
σεις είναι παράνομη.
3. Η σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης για λήψη απόφασης απεργιακών
κινητοποιήσεων από την διοίκηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης γίνεται
οποτεδήποτε με την επιφύλαξη του εδαφίου β της παραγράφου 2, ανεξάρτη­
τα από τις προθεσμίες που προβλέπουν τα καταστατικά ή ο Ν 1264/1982, και
η ψηφοφορία μπορεί να διαρκέσει, ανάλογα με τις περιστάσεις, μέχρι δύο
ημέρες.
4. Η απόφαση για την κήρυξη και την πραγματοποίηση οποιασδήποτε
μορφής απεργιακής κινητοποίησης λαμβάνεται ύστερα από μυστική ψηφοφο­
ρία, με την παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου και την επίδειξη της αστυνο­
μικής ταυτότητας και του εκλογικού βιβλιαρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 13 και
28 παρ. 1 του Ν 1264/1982
Στην ψηφοφορία των περιφερειακών τμημάτων ο Πρόεδρος του αρμο­
δίου Πρωτοδικείου μπορεί να ορίσει ως δικαστικό αντιπρόσωπο και δικηγόρο
της περιφέρειας του Πρωτοδικείου
5 Το εδάφιο δ της παρ 1 του άρθρου 20 του Ν 1264/1982 προκειμένου
για τις κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις του παρόντος νόμου και μόνο αντί-
8

καθίσταται ως εξής:
«Εργαζόμενοι της επιχείρησης που δεν είναι μέλη καμιάς συνδικαλιστι­
κής οργάνωσης μπορούν να λάβουν μέρος σε απεργία που κήρυξε νόμιμα η
πλέον αντιπροσωπευτική σε σχέση με την εργασιακή τους ιδιότητα
οργάνωση».
6 Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν 1264/1982.

You might also like