You are on page 1of 82

ΚΟΣΜΑΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ

Τυπώθηκε τόν Νοέμβριο τοΰ 1976 στο τυπογραφείο


Δ. ΚΕΦΑΑΛΗΝΟΓ, Τζαβέλλα 1, τηλ. 36.22.566 για
λογαριασμό των εκδόσεων ΕΡΑΣΜΟΣ, Μαυρομιχάλη 84
Αθήναι, τηλ. 36.39.995 και 36.02.668.
ΚΟΣΜΑΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
ΤΗΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ
ΜΙΑΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΚΑΙ Η ΚΑΝΤΙΑΝΗ
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΑΣΜΟΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Επιμέλεια: Ανδρέα. Μίλωνα
άρ. 5

ΚΟΣΜΑΣ Ψ Γ Χ Ο Π Α Ι Δ Η Σ : Τό πρόβλημα της


θεμελίωσης μιας κριτικής του θεσμικού
λόγου και ή Καντιανή διαλεκτική
ΜΙΑ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Η Γ Ι Α TON
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

Ή μελέτη πού ακολουθεί γράφτηκε μέ τήν ελπίδα'ότι


θα · προσφέρει συγκεκριμένη βοήθεια για να προσεγγιστούν
και να κατανοηθούν στις θεμελειώδεις τους προϋποθέσεις
μερικά από τα σημαντικότερα θεωρητικά Ιργα της εποχής
μας: Τά Καντιανά κείμενα πού αναφέρονται στην πολιτι­
κή θεωρία και τούς κοινωνικούς θεσμούς. Ή ανάγκη μελέ­
της του Καντιανού Ιργου καΐ γενικά ολης της κλασικής πο­
λιτικής θεωρίας, γίνεται Ιδιιαίτίερα αισθητή σ' αυτόν πού θέ­
λει νά καταπιαστεί μέ τ ή σύγχρονη θεωρία των πολιτικών
θεσμών σ' ενα επίπεδο βαθύτερο άπό τδ επίπεδο εξωτερι­
κών χαρακτηρισμών τους.
Ιδιαίτερα στον τόπο μας γίνεται αισθητή ή αδυναμία
μας γιά συστηματική και γόνιμη μελέτη της κλασικής πο­
λιτικής θεωρίας, πού οφείλεται στήν απουσία ακαδημαϊκής
παράδοσης στή φιλοσοφία και στις κοινωνικές επιστήμες,
αλλά καΐ στήν απουσία έξωπανεπιστημιακής συζήτησης καΐ
στήν αντικατάσταση τους είτε άπδ πολιτικό δογματισμό, εί­
τε άπό έπιστημονικισμό .
Τό βασικό πρόβλημα πού αντιμετωπίζει δ σύγχρονος
αναγνώστης τών κλασικών κειμένων του γερμανικού Ι δ ε ­
αλισμού είναι τό πρόβλημα τής Ινταξής τους στον Εστορικό
Χρόνο, μέσα στον οποίο γεννήθηκαν και τής αποκατάστα­
σης τής σχέσης τους μέ τήν δική μας ιστορία καΐ τά δικά
μας προβλήματα. Θέσεις δπως λ.χ. δτι δ γερμανικός Ιδεαλι­
σμός εΐναι «Προοδευτική», «επαναστατική» ή «αντιδραστική»
θεωρία κλπ. παραμένουν ψεύτικες διαβεβαιώσεις, δσο δεν
παραπέμπουν σέ μία εσωτερική έρευνα των αφετηριών καΙ
των αναλύσεων της κλασικής θεωρίας καΐ τών κοινωνι­
κών προϋποθέσεων της πού νά γίνεται μέ τό συμφέρον καΐ
τήν ελπίδα, δτι θά μάθουμε κάτι για τόν εαυτό μας ,γιά τή
δικιά .μας σχέση πρός τους σύγχρονους θεσμούς καΊ για τις
δυνατότητες μας νά ζήσουμε στόν σύγχρονο θεσμοποιημένο
κόσμο, νά τόν αποδεχθούμε ή νά τόν αλλάξουμε. Έ ξ ίσου
ψεύτικη είναι και ή στάση τών «καθαρών» θεωρητικών, πού
οχυρώνονται πίσω άπό τήν αυθεντία τοο γράμματος θεωρη­
τικών κειμένων, δχι για νά πουν τΐ μπορούν νά σημαίνουν
αύτα γιά μας, άλλα γιά νά τό αποκρύψουν — από συντη­
ρητισμό-, από ακαδημαϊκό ή πολιτικό καιροσκοπισμό καΐ φό­
βο, ή απλώς επειδή δέν είναι σέ θέση νά τό διακρίνουν.
Τό μελέτημα πού ακολουθεί επιχειρεί μιά εΕσαγωγή
στήν πολιτική και κοινωνική θεωρία του Κάντ θέτοντας
στό κέντρο της έρευνας τό ερώτημα γιά τόν χαρακτήρα τών
1
πολιτικών θεσμών. Δέν πρόκειται δηλαδή γιά ανάπτυξη
της Καντιανής θεωρίας του φυσικοϋ δικαίου, της θεωρίας
της Φυσικής κατάστασης καΐ του Κράτους, δπως αυτές εκτί­
θενται στό πρώτο μέρος της «Μεταφυσικής τών Ηθών» καΐ
2
στά μικρά πολιτικά δοκίμια του Κάντ, αλλά γιά προσπά­
θεια ανάλυσης τών θεωρητικών προϋποθέσεων κατανόησης
τών επί- μέρους αυτών θεωριών ξεκινώντας από τήν ενότητα
του καντιανού έργου. Παράλληλα επιχειρείται ή · Ινταξη
τών μορφικών στοιχείων της καντιανής θεωρητικής κατα­
σκευής στά πλαίσια τής μορφής της αστικής πολιτικής κοι­
νωνίας, μέσα στήν οποία ή Καντιανή θεωρία γεννήθηκε
και τήν οποία προσπάθησε νά κατανοήσει καΐ νομιμοποιήσει.
Ό σκοπός λοιπόν αυτής τής μελέτης γιά τόν Κάντ
δέν εχει αυστηρά φιλολογικό ούτε δμως καΐ ιστορικό χαρα­
κτήρα, άλλά θεωρητικό και κοινωνικοεπιστημονικό. Γίνεται
ή προσπάθεια νά αναπτυχθούν ερωτήματα και μέθοδοι με-

8
λέτης στά πλαίσια τής Πολιτικής Επιστήμης και τής Κοι­
νωνιολογίας τής γνώσης πού νά προσεγγίζουν το καντιανό
Ιργο ώς «ιδεολογία», άλλά παράλληλα και ώς θεωρητική
κατασκευή πού ξεπερνάει τήν ιδεολογία και μας επιτρέπει
νά προσεγγίσουμε μέσω αυτής κατ' εξοχήν τό πρόβλημα
τής σχέσης ιδεολογίας και κοινωνίας:
Προσπαθούμε νά αναπτύξουμε τήν Εννοια του Κοινω­
νικού μέσω τών καντιανών γνωσιοθεωρητικών, τελεολογικών
και ηθικών αναλύσεων και νά προβάλουμε τό ερώτημα τής
σύστασης τών θεσμών ώς λανθάνον, άλλά αποφασιστικό συν­
δετικό στοιχείο τής φιλοσοφικής κατασκευής. Κάτω άπό
αυτό τό πρίσμα ο ανθρωποκεντρισμός του Κάντ, ή αντικατά­
σταση τής δογματικής ενότητας του έγώ μέ τόν κόσμο άπό
τ:ς κριτικές επεμβάσεις τοϋ έγώ, τό πέρασμα άπό τήν υπα­
κοή στήν Αυθεντία στήν υπακοή στόν Ιμφυτο ηθικό νόμο,
παύουν νά παρουσιάζονται ώς αφηρημένη φιλοσοφία και
προβάλλονται ώς «αποφάσεις» πού παίρνει ή Δυτική συνεί­
δηση πάνω σέ καθαρά προβλήματα κοινωνικών εφαρμογών.
01 «αποφάσεις» αυτές προϋποθέτουν τήν ιστορική α­
νάπτυξη τής αστικής κοινωνίας πού αναπαράγεται μέσω
τής αγοράς αναπαράγοντας τά μέλη της ώς ίσους και ελεύ­
θερους πολίτες. Οί κοινωνικές διαδικασίες καταμερισμού τής
εργασίας συντελούνται μέσα άπό την πράξη εγωιστικών μο­
νάδων" ή φιλοσοφική συνείδηση οδηγείται νά εντοπίσει τό
«γενικό» συνδετικό στοιχείο τής κοινωνίας στόν χώρο του
πολιτικού. Ή πραγματικότητα και ή θεωρία τής Γαλλικής
επανάστασης αναγκάζει τόν διανοούμενο του λήγοντος 18ου
αιώνα νά σκεφθεί δχι μόνο τήν ιστορική σημασία τών ανερ­
χομένων Ιδεωδών τής ανθρώπινης ελευθερίας καΙ αξιοπρέ­
πειας, άλλά και τήν σημασία τής ιστορικής βίας, μέσω τής
οποίας επιβάλλεται ή αστική κοινωνική μορφή τής ελευθε­
ρίας.

9
Τά θέματα αυτά θίγονται εδώ δπως διαθλώνται στό
εσωτερικό του καντιανού έργου. Έ δ ώ οι κοινωνικές πρα­
κτικές αναλύονται άπό τήν σκοπιά άπριόρι θεωρουμένων
φυσικοεπιστημονικών εφαρμογών και τεχνικών επιδεξιοτή­
των πού αναπτύσσονται μέσω του «φυσικού» ανταγωνισμού.
Οί πρακτικές αυτές αντιμετωπίζονται στά πλαίσια μιας «θε­
ωρίας» τών εφαρμογών και άντιπαρατίθενται στήν ηθική
πράξη, πού δικαιώνει και τήν φιλοσοφία. "Ομως δ φορμα­
λισμός τής πρακτικής ηθικής συνείδησης, πού εχει σκοπό
νά τήν κρατήσει καθαρή άπό κάθε είδους εγωιστικά κίνη­
τρα, μοιάζει νά καλύπτει ταυτόχρονα και τήν αδυναμία της
μπρος σέ διαδικασίες γενικής επιβολής του κοινωνικού ε­
γωισμού, διαδικασίες πού διέγνωσε άλλά δέν μπορεί νά ε­
πηρεάσει.
Ή καντιανή τοποθέτηση τών προβλημάτων αυτών ε­
πηρέασε διπλά τήν προοπτική μας" θέτοντας πρώτα ερω­
τήματα γιά τόν χαρακτήρα ενός πραγματικού κοινωνικού
«σχηματισμού» καΙ φορμαλισμού, μέσα άπό τούς οποίους α­
ναπαράγεται ή αστική πολιτική κοινωνία και θεμελιώνοντας
ταυτόχρονα τόν τρόπο πού προβάλλονται καΙ απαντώνται
αυτά τά ερωτήματα σ'.όν θεωρητικό ορίζοντα μας. Θεμε­
λιώνει δηλ. ή καντιανή σκέψη τήν γνώση μας τής σύγχρο­
νης κοινωνίας και στέκεται στήν αρχή μιας παράδοσης πού
συνεχίζεται άπό τόν Έ γ ε λ ο , τόν Μαρξ και τόν Μάξ Βέμ­
περ και στήν οποία είναι υποχρεωμένος νά ανατρέξει δ με­
λετητής τής κοινωνικής θεωρίας και τών πολιτικών θεσμών
προκειμένου νά κατανοήσει τόν σύγχρονο κόσμο.
Ή μελέτη πού παρουσιάζουμε στόν "Ελληνα αναγνώ­
στη προτείνει θεωρητικές συνδέσεις γιά ενα συγκεκριμένο
τρόπο κατανόησης τοϋ καντιανού έργου, χωρίς νά επιμένει
σέ ειδικά προβλήματα, προϋποθέτει παρ' δλ' αυτά έξοικίω-
ση μέ τά βασικά προβλήματα πού θέτει τό Ιργο αυτό καΙ

ίο
απευθύνεται σ' ένα κοινό πού Ιχει προχωρήσει στήν μελέ­
τη τών καντιανών κειμένων.
Γιά τήν διευκόλυνση τού κοινού παραθέτουμε στό τέ­
λος έκτος άπό ξενόγλωσση βιβλιογραφία, βιβλιογραφία βα­
σικών έργιον στά ελληνικά πού συνέταξε δ Π . Σούρλας, κα­
θώς και ένα γλωσσάρι μέ τις προτάσεις μας γιά απόδοση
καντιανών δρων.

G O E T T I N G E N 15 Σεπτ. 1976-

11
I

Κ ά θ ε προσπάθεια ανάπτυξης τής Καντιανής θεωρίας


τών κοινωνικών και πολιτικών θεσμών έχει πρώτα νά αντι­
μετωπίσει τό ερώτημα τής σχέσης τής θεωρίας αυτής μέ τό
ολο σύστημα θεμελίωσης θεωρίας, πράξης και τελεολογίας
στό* Καντιανό έργο. Οι πολιτικές και πολιτισμικές αντινο­
μίες, πού επισημαίνει ή Καντιανή σκέψη, δεν μπορούν νά
κατανοηθούν παρά ώς εκφράσεις και συχνά επικαλύψεις βα­
θύτερων διαλεκτικών αντινομιών, τών οποίων ή κατανόηση
προϋποθέτει τήν αναγωγή στις θεμελιώδεις αρχές τής Καν­
τιανής συστηματικής, δηλ. στό χωρισμό εποπτείας καΐ δια­
νοίας στά πλαίσια τοϋ γνωσιοθεωρητικου - φυσικομαθηματι­
κού συστήματος τής Κριτικής του καθαρού λόγου και στό
χωρισμό του δλου γνωσιοθεωρητικου συστήματος, ώς συστή­
ματος φυσικομαθηματικά ελεγμένης θεωρίας καΙ εφαρμογής,
άπό τό επίπεδο τής πραξεολογίας.
Τό σύστημα θεωρητικού, πρακτικού και τελεολογικού
Λόγου συνιστά κατά τόν Κάντ τήν ολότητα τών προϋποθέ­
σεων τών δυνατών προσβάσεων του ανθρώπου πρός xby εαυτό
του και τόν Κόσμο. Πρέπει νά αναζητήσουμε λοιπόν στήν ε­
σωτερική δομή αύτοϋ του συστήματος και τή θεμελίωση τών
θεσμών μέ Καντιανές προϋποθέσεις. Ό Κάντ δεν Ιθεσε βέβαι­
α δ ίδιος ριζικά τό πρόβλημα τής θεμελίωσης μιας θεωρίας
τών πολιτισμικών θεσμών ( K U L T U R T H E O R I E ) , δπως αυ­
τό έγινε αργότερα άπό τόν D I L T H E I , τόν Ε . L A S K και
τόν R I C K E R T . "Εθεσε δμως βασικές αφετηρίες γιά μιά τέ-

13
-τοια θεμελίωση στά πλαίσια τής διερεύνησης τών αρχών και
τής αύτοσύστασης τοΰ λόγου. Ό Καντιανός πρακτικός λό­
γος είναι στήν εσωτερική του σύσταση κοινωνικός, μεταφυ­
σική αντιπροσώπευση και οντοΧο^ο%οΐΊ]θΎ\ μιας κοινωνίας
πού αύτοσυνισταται, αύτοθεσπίζεται πρωταρχικά ώς εποπτι­
κή δύναμη, ώς διανοητική καΙ ελλογη ενεργοποίηση, ώς
τελεολογία, συνιστώντας ταυτόχρονα τις εσωτερικές της σχέ­
σεις ώς κατηγορήματα του εαυτού της.
Τόν σημερινό μελετητή ενδιαφέρει ή διερεύνηση μιας
θεωρίας τοΰ θεσμικού λόγου μέ καντιανές προϋποθέσεις ώς έ­
ρευνα μιας άπό τις σημαντικώτερες θεωρίες τής σύγχρονης
•εποχής γιά τό φυσικό Δίκαιο, πού επιχειρεί νά κατανοήσει
τό πολιτικό και τό θεσμικό ξεκινώντας άπό τήν ενότητα
τών πολιτισμικών μορφών και ακολουθώντας τό αίτημα μιας
ενιαίας θεωρητικής θεμελίωσης τους. Στά πλαίσια τής προ­
βληματικής αυτής εντάσσεται καΙ τό ερώτημα πού αναφέρε­
ται στή σύσταση τής ϊδιας τής θεωρητικής στάσης σέ σχέση
μέ τό Ιδιαίτερο αντικείμενο της: τήν αστική πολιτική κοι­
νωνία.
Ή αναζήτηση τών λογικών δομών πού συνιστούν τό
κοινωνικοπολιτικό είναι στήν Καντιανή θεωρία ταυτόχρο­
να αναζήτηση τών δομών πού θεωρήθηκαν άπό τήν κλα­
σική θεωρία ώς θεμελιακές γιά τήν κοινωνική σύνθεση και
τή μεθοδική ανάπτυξη τών πολιτικών θεσμών, άλλά και τών
κριτηρίων,· πού οδήγησαν τήν Καντιανή σκέψη νά αποδεχτεί
συγκεκριμένου τύπου θεμελιώσεις ώς μεθοδολογικά ενδιαφέ­
ρουσες και νά απορρίψει άλλες, νά προβεί σέ συγκεκριμένου
τύπου συνδέσεις και νά απορρίψει άλλες. Ή έρευνα μας ανα­
φέρεται λοιπόν βασικά στό πρόβλημα τής εσωτερικής σχέσης
τών γνωσιοθεωρητικών, πρακτικών καΙ τελεολογικών προσ­
βάσεων τής θεματικής τοΰ κοινωνικοπολιτικού είναι στό καν­
τιανό έργο μέ τις ειδικές καντιανές αναλύσεις γιά τήν κοι-

14
νωνία και τήν πολιτική. Ή δυσκολία μιας τέτοιας αναζή­
τησης συνίσταται στό γεγονός δτι τά ίδια τά κείμενα, στά
όποια αναφερόμαστε, μόνον έμμεσα δηλώνουν τήν εσωτερική
αυτή σχέση. "Αν και ο Κάντ πίστευε δτι οί τρεις «Κριτικές»
του θεμελιώνουν τις προϋποθέσεις έρευνας τής ολότητας τών
γνωστικών και πρακτικών στάσεων του ανθρώπου, δεν α­
σχολήθηκε δμως συστηματικά μέ τήν ιδιαίτερη θεμελίωση
μιας Κριτικής του θεσμικού λόγου. "Ετσι και ή ίδια ή δυνα­
τότητα μιας τέτοιας θεμελίωσης είναι θέμα τής αναζήτησης
μας.
Ξεκινώντας άπό τήν καντιανή θεμελίωση τής Γνωσιο-
θεωρίας στήν Κριτική του Καθαρού λόγου αντιμετωπίζομε α­
μέσως τή γνωσιοθεωρητική διατύπωση ενός θέματος, πού έ­
χει κεντρική σημασία γιά τήν κατανόηση τών συγχρόνων
θεσμών: τό πρόβλημα τής «Εφαρμογής». Ή καντιανή έν­
νοια του «Υπερβατικού» δέν περιλαμβάνει απλώς τήν διε­
ρεύνηση άπριόρι νόμων πού συγκροτούν τις προϋποθέσεις τής
γνώσης και τή θεμελίωση τών φυσικών επιστημών, αλλά ε­
ξαρτά τήν εγκυρότητα αυτών τών νόμων άπό τήν εφαρμογή
τους πάν(ύ σέ αντικείμενα τής εμπειρίας.
Ό Κάντ προβαίνει σέ μιά συγκεκριμένου τύπου παρα­
γ ω γ ή άπό τήν έννοια τής συνθετικής ενέργειας τής Διάνοιας
ενός συνόλου άπριόρι κατηγοριών, τις όποιες αντιλαμβάνε­
ται ώς δρους τής δυνατότητας τής επιστημονικής εμπειρίας
έν γένει. Ή εμπειρία προϋποθέτει κατά τόν Κάντ τήν δυνα­
τότητα συνθετικών κρίσεων άπριόρι, δηλαδή κρίσεων πού
κατασκευάζονται μεν άπριόρι (χωρίς αναδρομή σέ εμπειρι­
κά δεδομένα), στίς οποίες δμως τό κατηγορούμενο δέν περι­
έχεται στό υποκείμενο. Γιά τόν Κάντ μιά τέτοια κρίση είναι
λ.χ. ή κρίση: «"Ο,τι συμβαίνει έχει μιά αίτία». Ά π ό τήν
έννοια τοΰ συμβαίνειν μπορεί κανείς νά συνάγει αναλυτικά
τήν. διαδοχή σημείων στό χρόνο, δχι δμως και τήν έννοια
τής αιτίας. Ή έννοια αυτή προκύπτει άν αναφερθούμε στήν
ολότητα τών άπριόρι διανοητικών αρχών (κατηγοριών), στις
όποιες περιέρχεται ώς κατηγορία τής σχέσης. Ή ύπαρξη τών
κατηγοριών αποδεικνύεται κατά τόν Κάντ άπό τήν ϊδια τήν
ύπαρξη τών φυσικών επιστημών. Ό Κάντ υποστηρίζει, δτι
ή ύπαρξη κατηγοριών άπριόρι έχει νόημα μόνο ώς πρός τήν
εφαρμογή τών άρχων αυτών στόν κόσμο τών φαινομένων,
δηλαδή ώς υπερβατική άρχή τής θεμελίωσης έγκυρης φυσι­
κό - επιστημονικής γνώσης. Έ δ ώ γίνεται φανερό, δτι ol συν­
θετικές κρίσεις άπριόρι αποκτούν τό συνθετικό άπριόρι χα­
ρακτήρα τους ώς δροι τής επιστημονικής στάσης τοΰ άνθρω­
που απέναντι στή φύση,δ όποιος τελικά γνωρίζει τή φύση
στό βαθμό πού τήν ανάγει στό λειτουργικό πλαίσιο πού θε­
μελιώνει τήν κοινωνική του πρακτική. Αυτή ή επιστημο­
λογική αλήθεια, τήν οποία έθεσε ό VIOO γιά τις Ιστορικές
επιστήμες, γίνεται στόν Κάντ υπερβατικός δρος θεμελίωσης
τής φυσικής επιστήμης πού συνοψίζεται στήν θέση, δτι οι
αρχές πού άποτελοΰν προϋποθέσεις τής εμπειρίας αποτελούν
ταυτόχρονα δρους τών αντικειμένων της. Ή ιδια ή φυσικό -
επιστημονική πρακτική έχει μιά υπερβατική θεμελίωση, σύμ­
φωνα μέ τήν οποία συνθετικές κρίσεις άπριόρι είναι δυνατές
μόνον ώς πρός τήν εφαρμογή τών άπριόρι αρχών σέ αντικεί­
μενα τής εποπτείας στό χωροχρόνο.
Τό πρόβλημα τής εφαρμογής τών γενικών άπριόρι νό­
μων τής διανοίας στήν εμπειρία προϋποθέτει τό χωρισμό δια­
νοίας και εποπτείας, «ανώτερης» και «κατώτερης» γνωστι­
κής δύναμης. Τό Καντιανό ερώτημα γιά τή σύνδεση τών
δύο πηγών γνώσης παίρνει ώς δεδομένο αυτό τό χωρισμό.
Ό Κάντ πραγματεύεται τό ερώτημα τής εσωτερικής σύνδε­
σης τής εποπτείας μέ τήν διάνοια ώς πρόβλημα τής εφαρ­
μογής τών διανοητικών κατηγοριών πάνω στήν εποπτεία στις
αναλύσεις του τοΰ σχηματισμοΰ. Τό υπερβατικό σχήμα μεσο-

,16
λαβεΐ μεταξύ κατηγορίας και εμπειρίας, μεταξύ ανώτερης
και κατώτερης γνωστικής δύναμης. ( Ή ίδια ή θεωρία τοΟ
σχηματισμού, τής διαμεσολάβησης μεταξύ τών άκρων τού
γνωσιοθεωρητικοΰ δυϊσμού μπορεί νά θεωρηθεί ώς προσπά­
θεια νά ξεπεραστεί δ αυστηρός χαρακτήρας τοΰ χωρισμού
πού χαρακτηρίζει τήν Καντιανή σκέψη και νά ερευνηθούν
μορφές σκέψης πού διαλεκτικοποιοΰν τούς Καντιανούς δυϊ­
σμούς) .
Ή δυϊστική αντίληψη τών δυνάμεων δδηγεΐ στδ ερώτη­
μα, ποιά άπδ τις δυο δυνάμεις είναι σέ σχέση μέ τήν άλλη
θεμελιακή και ποιά θεμελιούμενη. Βέβαια ή ίδια ή ιδέα τοΰ
Δυϊσμοΰ αποκλείει έδώ μία θεμελίωση μέ τήν έννοια τής
πλήρους παραγωγής, υπάρχει ωστόσο τό πρόβλημα τής θε-.
μελίωσης ώς μορφικοΰ καθορισμού, ώς χαρακτηρισμού τής
μίας δύναμης άπό τήν άλλη. Ό ίδιος δ Κάντ αφήνει ίσως
στήν Α' έκδοση τής «Κριτικής τοΰ Καθαρού Λόγου» νά δη­
μιουργηθεί ή εντύπωση, δτι δ σχηματισμός είναι ενέργεια
τής υπερβατικής φαντασίας. Ή υπερβατική φαντασία ενερ­
γεί μέσα στήν εποπτεία ώς Ικανότητα δημιουργικής άναπα-
ραγιογής εικόνων μέσα στόν χωροχρόνο. Ή ίδια της ή επο­
πτική ενέργεια παρέχει τό υλικό στό τυπικό άπριόρι τής ε­
ποπτείας (στόν φυσικομαθηματικό χωροχρόνο). Ή ανθρώπι­
νη εποπτεία δέν εξαντλείται σ' ένα άπριόρι φυσικομαθημα­
τικό χαρακτήρα, άλλά είναι ταυτόχρονα βιωμένη, μετέχει
τοΰ φανταστικού και θεμελιώνεται σέ εικόνες, δηλαδή ή επο­
πτεία είναι σχέση βιωμένη, απεικόνιση στό χρόνο πού διαμε-
σολαβεϊται άπό ένα, θά λέγαμε, τεχνικό χαρακτήρα, ένα
φυσικομαθηματικό άπριόρι τοΰ χωροχρόνου.
Ξεκινώντας άπό μιά τέτοια προβληματική, θά μπορούσε
κανείς νά υποθέσει, δτι δ σχηματισμός στόν Κάντ, ή διαμε­
σολάβηση διανοίας καΙ εποπτείας, δέν είναι τίποτε άλλο άπό
ενέργεια τής υπερβατικής φαντασίας, άποκρυστάλλωμά της:

17
δτι δ άνθρωπος είναι δν πού συνίσταται στό φανταστικό, τό
δποϊο αποκρυσταλλώνει σχήματα, έννοιες και ορθολογικές
μορφές πού αυτονομούνται καΙ συναποτελοΰν τόν κόσμο τής
διανοίας, δτι δηλαδή π η γ ή και προέλευση του σχηματισμού
και τών κατηγοριών είναι ή εποπτεία πού στήν αλήθεια της
είναι τό φανταστικό. Πράγματι αυτός είναι δ τρόπος πού τί­
θεται τό πρόβλημα αυτό στήν μετα - Καντιανή παράδοση, Ι­
δίως στό SCHELLING. Αυτή δμως ή σκέψη παρανοεί τό
ποιόν τής Καντιανής επιχειρηματολογίας, ή δποία, μετά άπό
ένα αρχικό δισταγμό, καταλήγει στήν ιδεαλιστική θέση, δτι
ή διάνοια σέ σχέση μέ τήν εποπτεία είναι θεμελιακή λειτουρ­
γία μέ τήν έννοια δτι ol κατηγορίες καΙ τά σχήματα δίνουν
μορφή στά προϊόντα τής υπερβατικής φαντασίας, τά υπάγουν
στή σχηματική της λογική. Τ ά προϊόντα τής υπερβατικής
φαντασίας μπορούν νά αποτελέσουν αντικείμενο έγκυρης γνώ­
σης, μόνον έφ' όσον έχουν υποταγεί στή συνθετική, ύπαγωγι-
κή ενεργητικότητα τής διανοίας. Ό Κάντ συλλαμβάνει αυτή
τή σχέση υπαγωγής λογικά ώς καθοριστική κρίση.
Στήν Καντιανή και μετακαντιανή πολιτική φιλοσοφία
ή γνωσιοθεωρητική αυτή προβληματική θά επεκταθεί σέ
προβληματική τής σύστασης τοΰ κοινωνικοΰ Είναι. Στήν επι­
χειρηματολογία πού ξεκινάει άπό τό θεμελιακό χαρακτήρα
cou φανταστικοΰ περιέχεται ή πίστη σ' ένα γνωσιοθεωρητι-
κό υλισμό τοΰ φανταστικοΰ και τό πρακτικό αίτημα τής απε­
λευθέρωσης τοΰ φανταστικού στή γνώση και στό χρόνο (ιστο­
ρία) άπό τά ορθολογικά δεσμά.
Ή σκέψη αυτή θά συνδεθεί στό νέο MARX μέ τήν ελ­
πίδα δτι τά μή αποτελεσματικά (μή αστικά), κοινωνικά
στρώματα, προλεταριακοί ένσαρκωτές ενός εποπτικού ύλι-
σμοΰ, θά διαρρήξουν τήν αστική διανοητική κοινωνία.
Ή Καντιανή ανάλυση ξεκινάει άπό τήν αντίληψη, δτι
είναι αδύνατη ή «κατασκευή» τοΰ μορφικοΰ στοιχείου ξεκι-

18
•νώντατ, άπό ένα υλικό στοιχείο, ακριβώς γιατί ήδη δ λόγος
γ ι ά τόν χαρακτήρα τοϋ «υλικού» προϋποθέτει ενέργεια μορ­
φικών λειτουργιών, τών οποίων τό άπριόρι αναπτύσσεται
-στον πίνακα υπερβατικών κατηγοριών. Γιά τόν Κάντ, στο
-βαθμό πού διατυπώνει μιά θεωρία τών κοινωνικών θεσμών,
τό ερώτημα τής αποδοχής τής αρχής τής υποταγής τοΰ φαν­
ταστικού στήν διάνοια δέν αποτελεί απλώς πρόβλημα ανα­
λογικής επέκτασης τών γνωσιοθεωρητικών του θέσεων στήν
αοινωνική ανάλυση, άλλα προβληματική μιας μεθοδολογίας
"πού θέλει νά διερευνήσει τό φανταστικό καΐ τό διανοητικό
=στοιχεϊο στήν πραγματικότητα τών θεσμών. Πράγματι τό
-φανταστικό δέν εμφανίζεται ποτέ στόν κο\νωνικό θεσμό «κα­
θαρό», αλλά πάντα ώς κοινωνική σχέση, μέσα στήν οποία
συγκεκριμενοποιείται. Κι' αν ακόμα ή κοινωνική θεωρία θά
^θελε, μέ μιά μεθοδολογική αφαίρεση, νά ανακατασκευάσει
τό θεσμικό πλαίσιο ξεκινώντας άπό τό φανταστικό, θά ώφειλε
-εκ τών ύστερων νά άποκατασττήσει τις διαμεσολαβήσεις πού
-συνδέουν τήν άρ/.ική αφαίρεση μέ τό κοινωνικά συγκεκριμένο,
τό δποΐο εμπεριέχει τις κοινωνικά αποτελεσματικές μορφές,
ίμέσα στίς δποΐες δρα τό φανταστικό. Οι κοινωνικά αποτελε­
σματικές αυτές μορφές εμφανίζονται στήν Καντιανή σκέψη
»ώς άνιστορική δομή τοΰ Λόγου, ώς καθαρές σχέσεις πού ε­
κλογικεύουν τήν εποπτεία και τόν Ιστορικό χρόνο. Είναι τό
.κοινωνικά αποτελεσματικό Γενικό, στό δποΐο υπάγεται τό Ι ­
διαίτερο και τό φανταστικό. 'Ωστόσο σέ αντίθεση μέ τόν
Έ γ ε λ ο ή Καντιανή φιλοσοφική κατασκευή περιλαμβάνει και
j.ua θεωρία τοΰ Ιδιαιτέρου, δηλαδή τοΰ εμπειρικού υλικού
πού δέν μπορεί νά υπαχθεί στήν γενικότητα τής καθοριστι­
κής κρίσης και είναι άπό τήν πλευρά τής γνωσιοθεωρίας ίδω-
ρ,ένο τό «"Ιδιαίτερο» πού δέν αντιστοιχεί στό «Γενικό», άκα-
τάτακτο υπόλειμμα, άλογη «διαφορά». Τό σύστημα τών Ιδι­
αιτέρων περιεχομένων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων πού

19
δέν υποτάσσονται στις καθοριστικές κρίσεις τοΰ Λόγου, απο­
τελεί γιά τόν Κάντ τό «πράγμα καθ' εαυτό», τοΰ οποίου μό­
νον ή Ιδέα είναι δυνατή ( Ι δ έ α ενός Κόσμου), μιά Ιδέα πού
έχει μόνο «ρυθμιστικό» — δχι καθοριστικό — χαρακτήρα,
άπό γνωσιοθεωρητική άποψη.
"Αν θελήσουμε νά προσεγγίσουμε αυτή τήν ιδέα, μετα­
τοπιζόμαστε άπό τό χώρο τής γνωσιοθεωρίας στό χώρο τ ή ς
τέχνης, τής αισθητικής. Έ δ ώ δέν έχομε κυριαρχία τοΰ γενι­
κού πάνω στό ιδιαίτερο, άλλά τό πρόβλημα τής αυτονομίας
τοΰ Ιδιαιτέρου. Ή αυτονομία αυτή στό χώρο τής αισθητικής
δέν μπορεί βέβαια νά σημαίνει μιά αυτονομία χωρίς προϋπο­
θέσεις, μιά κα·! τίθεται ώς πρόβλημα γιά τόν άνθρωπο και
προϋποθέτει ακριβώς τήν ανθρώπινη διάνοια και τόγ ανθρώ­
πινο λόγο. Μόνο πού δ Κάντ στόν χώρο τής αισθητικής δέν
ξεκινά άπό τήν προτεραιότητα τοΰ Γενικού, άλλά προσπαθεί
νά σκεφθεί μία κρίση, ή δποία δοκιμάζει τις άπειρες δυνα­
τότητες συσχετισμού τοΰ Γενικού μέ τό Ιδιαίτερο, τής δια­
νοίας μέ τήν φαντασία, κάτω άπό κριτήρια πού δέν είναι
δοσμένα άπριόρι, δπως γίνεται μέ τίς κατηγορίες, άλλά εναλ­
λασσόμενα, ελεύθερα, χωρίς προκαθορισμένους σκοπούς ή
μάλλον μέ άπειρους σκοπούς, σάν παιχνίδι. Αυτή τήν κρίση
δ Κάντ τήν ονομάζει αναλογιστική — "αντανακλαστική. Ή
αναλογιστική κρίση εγκαθιδρύει μία (γνωσιοθεωρητικά μή -
δεσμευτική) σχέση τής φαντασίας πρός τίς γενικές δια­
νοητικές μορφές πού δέν είναι σχηματική. Ή σχέση αυτή;
εκφράζεται μέ τά σύμβολα, δπως αυτά μας παρουσιάζονται
στήν καλλιτεχνική δημιουργία.

II
Στό σημείο αυτό θά πρέπει νά ξαναγυρίσουμε στήν αρ­
χική μας ερώτηση γιά τήν δυνατότητα διατύπωσης μιας θεω­
ρίας τών πολιτισμικών και τών πολιτικών θεσμών μέ καντια-

20
•νές προϋποθέσεις. Μπορούμε άραγε νά σκεφτούμε τήν ίδια
τήν πολιτισμική ολότητα σέ αναλογία μέ τήν καντιανή γνω-
^ιοθεωρητική κατασκευή ώς σχέση διανοίας και φαντασίας,
•ώς σ/^έση μιας εγκαθιδρυμένης γενικής διανοίας τών ένερ-
-γών και αποτελεσματικών νομοτελειών, πού διέπουν τήν κοι­
νωνία και τή συσταθείσα πολιτεία, και τής κοινωνικής φαν­
τασίας, ώς ενέργειας κοινωνικών ατόμων ή δποία σχηματο­
ποιείται, «φορμάρεται» άπό τήν νομοτέλεια του άπριορίστι-
κου, δραστικά ένεργοϋ θεσμικού πλαισίου; Μπορούμε ya σκε­
φθούμε τή σχέση κοινωνικού νόμου και ατομικής πράξης
<ώς προκείμενων μιας καθοριστικής κρίσης πού συνάγει συμ­
περάσματα μέ φυσικομαθηματική αυστηρότητα;
ΕΙ'δαμε προηγουμένως, δτι δ Κάντ ασπάζεται τό θεώρη­
μ α τοϋ ιδεαλισμού, κατά τό δποΐο εγκαθιδρύεται δ χωρισμός
ανώτερης και κατώτερης γνωστικής λειτουργίας και καθιερώ­
νεται ή διάνοια ώς θεμελιακή λειτουργία σέ σχέση μέ τήν
•εποπτεία.
Ή κοιν^ονικοφιλοσοφική σημασία αυτού τοϋ θεωρήματος
θά μπορούσε νά νοηθεί ώς προτεραιότητα τοΰ θεσμικού πλαι­
σίου, τής εγκαθιδρυμένης κοινωνικής και πολιτικής πρακτι­
κής απέναντι στήν πρακτική, στους σκοπούς και στις επι­
διώξεις τών επί μέρους ατόμων.
Τό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, θά μπορούσε κανείς νά
συμπέρανε ι,αποτελεί μέ καντιανές προϋποθέσεις τό υπερβα­
τικό πλαίσιο, τήν άπριόρι νομοτελειακή ενότητα, άπό τήν
;
"όποία τελικά καθορίζεται τό «Ιδιαίτερο», ή πρακτική τών
ατόμων, οί φαινομενικά τυχαίες επιδιώξεις και στόχοι τους.
*Λν δεχθούμε αυτή τήν αντίληψη δεσμευόμαστε μεθοδολογι­
κ ά νά αναζητήσουμε προσβάσεις πρός τό αντικείμενο μας πού
νά αντιστοιχούν στή φύση του: 01 ίδιες ol γνωσιοθεωρητικές
εργασίες τοΰ Κάντ, θά μας έδιναν σ' αυτή τήν περίπτωση τίς
•μεθοδολογικές αρχές γιά μία ανάλυση τοΰ θεσμικοΰ Λόγου.

21
Όπωσδήποτε δμως μιά τέτοια αναζήτηση θά ήταν έξ αρχής;
μεθοδολογικά προβληματική.
Πράγματι, ή κατασκευή τών κοινωνικοπολιτικών θε­
σμών βάσει τών κατηγοριών πού προτείνουν ο! γνωσιοθεω­
ρητικές εργασίες του Κάντ θά σήμαινε, δτι ή κοινωνία, σέ:
αντιστοιχία μέ τή φύση, γίνεται κατανοητή αποκλειστικά ώς;
«αντικείμενο», ώς σύνολο αίτιακών σχέσεων και θά απέκλειε,
τή θεμελίωση της πάνω στήν ελευθερία. Ή καντιανή μεθο­
δολογία θέτει δμως ακριβώς ώς στόχο της νά θεμελιώσει τίς;
φυσικές έπιστή,μες σέ άπριόρι υπερβατικές αρχές, χωρίς νά.
θυσιάσει σ' αυτές τό αίτημα τοΰ ήθικοΰ αύτοκαθορισμοΰ τοΰ·
άνθρωπου. Στήν ανάλυση τής κοινωνίας και τής πολιτικής
σφαίρας δ Κάντ θά ξαναθέσει τό πρόβλημα πού διατυπώνε­
ται στόν πλατωνικό Θρασύμαχο: Eivat τό Δίκαιο και ή Πο­
λιτική τεχνική σχέση επιβολής τής βούλησης τοΰ ενός στή
βούληση τοΰ άλλου («τό δίκαιον ουκ άλλο τι ή τό τοΰ κρείτ­
τονος ξυμφέρον» 338C) ή θεμελιώνεται σέ κάποια ανώτερη,
ιδεαλιστική "Αρχή; — ενώ θά προσπαθήσει ταυτόχρονα νά
αποδεσμεύσει τό ερώτημα αυτό άπό μία παραδοσιακή, κυρί­
ως αριστοτελική συνύφανσή του μέ τό πρόβλημα τοΰ περιε­
χομένου, τής ευδαιμονίας και νά σκεφθεί τήν θεμελιακή αρ­
χή αποκλειστικά ώς «μορφή», ώς ήθικοπρακτικό τύπο.
Ή καντιανή κριτική τής Πολιτικής ώς τεχνικής, αύτο-
κατανοεϊται ώς διαφωτιστική αντίληψη δτι ή θεωρητική με­
θοδολογία στήν ανάλυση τών κοινωνικών φαινομένων επικα­
λύπτει σχέσεις εξουσίας. Ό Κάντ έχει συσχετίσει τήν θετι­
κιστική αρχή, δτι θά πρέπει νά παίρνουμε τίς κοινωνικές-
σχέσεις «δπως είναι», μέ τό συμφέρον διατήρησης σχέσεων
έξουσιασμοΰ, άπό τίς όποιες βυιζορρίουν οΕ δεδομένες κοινω­
νικές σχέσεις («Οί πολιτικοί πού παίρνουν τούς ανθρώπους
3
δπως είναι, τούς έκαναν ol ίδιοι έτσι» V I , 3 5 1 , 3 5 2 ) . " Α ν
στά πλαίσια μιας συνεπούς Θεωρητικής μεθοδολογίας άπο-

22
κλεισθεί δ αύτοκαθορισμός άπό ελευθερία, δ άνθρωπος μπαί­
νει σέ μία κατηγορία μέ τδ ζώο, τήν ζώσα μηχανή (VI,241).
Ωστόσο, παρά τις δίκαιες αυτές επιφυλάξεις, δ προσεκτικός
αναγνώστης του Καντιανού Ιργου δέν μπορεί παρά νά επιση­
μάνει στίς Καντιανές γνωσιοθεωρητικές αναλύσεις μιά σει­
ρά άπό μεθοδικές προσεγγίσεις πού φαίνονται νά ευνοούν τήν
κοινωνικοπολιτική ανάλυση. 01 προσδιορισμοί τής ανθρώ­
πινης πράξης θά μπορούσαν, στά πλαίσια τής ανάλυσης τής
αύθορμησίας τής διανοίας, νά καθορισθούν ώς διαδικασίες
3τό Χρόνο, πού διέπονται άπό τήν αιτιότητα. Οι ίδιες οι
έννοιες τοϋ Ένεργεϊν και Ύφίστασθαι αναφέρονται στή διά­
νοια ώς κατηγορήματα τής αιτιότητας, καθώς και οι έννοιες,
τής Δημιουργίας, τής Παρέλευσης και τής Α λ λ α γ ή ς ώς.
κατηγορήματα τοϋ Τρόπου (II, 1 2 0 ) .
Μελετώντας τήν Κριτική του Καθαρού Λόγου, ανακα­
λύπτουμε μιά σειρά άπό αναλύσεις πού θέτουν τό ερώτημα
μιας θεμελίωσης κατηγοριών ανάλυσης τών κοινωνικών και
πολιτικών θεσμών στά πλαίσια ενός μή σχηματικού, ωστόσο
θεωρητικού Λόγου. Ό Κάντ χρησιμοποιεί τόγ δρο «Λογικές
μορφές εννοιών» ( I I , 160) γιά έννοιες, οι δποΐες, επειδή
ακριβώς δέν αναφέρονται στήν εποπτεία, δέν μπορούν νά χα­
ρακτηρισθούν ώς πραγματικές. Ώ ς παράδειγμα αναφέρει τήν
ε ν ό τ η τ α , μία θεωρητική Ι δ έ α πού Ιχει δμως πρακτική;
σημασία. Στίς αναλύσεις του τής αρνητικής διάνοιας (II,,
277) δ Κάντ αναφέρεται πάλι σέ πράγματα, στά δποΐα φτά­
νουμε κάνοντας αφαίρεση άπό τήν εποπτεία. Αυτά έχουν
προβληματικό χαρακτήρα, ή ίδια ή διάνοια πού τά περιέχει
είναι προβληματική, δμως άπό τήν πρακτική σκοπιά γίνον­
4
ται αντικείμενα μιας μή αισθητικής εποπτείας ( I I , 2 8 2 ) ,
είναι «επιτρεπτά» άπό τό Λόγο, και ακριβώς λόγω τής πρα­
κτικής τους σημασίας «αναπόφευκτα».
Ά π ό τήν άδυνατότητα ενός σχηματισμού στό Χώρο τού"

2a
Πρακτικού προκύπτει τό ερώτημα τών έλλόγων προϋποθέ­
σεων τής θεωρίας τοΰ σχηματισμού. "Αν αποκλείσουμε τούς
κανόνες τών φυσικών επιστημών άπό τήν κοινωνικοφιλοσο-
φική μεθοδολογία (γιά τόν λόγο δτι αναφέρονται σέ μή Ιλ-
λογα, εμπειρικά στοιχ εΐα, πού θίγουν τήν καθαρότητα τής α­
(

νάλυσης) είναι εύλογο νά αναζητήσουμε θεωρητικούς κα­


νόνες, οι όποιοι δμως δέν αναφέρονται σέ εμπειρικές προ­
ϋποθέσεις, δηλαδή ν' αναζητήσουμε αρχές του Λόγου, άφοΟ
κατά τόν Κάντ, ακριβώς στή γνώση πού πηγάζει άπό αρ­
χές μπορούμε νά γνωρίσουμε τό Ιδιαίτερο μέσα στό Γενικό
μέ τή βοήθεια εννοιών ( I I , 312, 313) . Στις αναλύσεις τής
Κριτικής του Καθαρού Λόγου δ Κάντ βλέπει τή γνώση αυτή
πράγματι ώς μεθοδολογία προσανατολισμένη στή διερεύνη­
ση μιας αστικής νομοθεσίας. Ή διερεύνηση τής πολλαπλό­
τητας τών αστικών νόμων επιχειρείται ώς διερεύνηση τών
αρχών τους. Κατά τή διερεύνηση αυτή διαπιστώνουμε, δτι
οί νόμοι είναι περιορισμοί τής ελευθερίας πού δδηγουν σέ
προϋποθέσεις, κάτω άπό τις όποιες ή ελευθερία αυτή νά μή
έρχεται σέ αντίθεση μέ τόν εαυτό της. Δηλ. οι νόμοι, ένώ φαι­
νομενικά περιορίζουν τήν ελευθερία, στήν πραγματικότητα
τήν συνιστούν μέ τό νά αναφέρονται «σέ κάτι, πού είναι ολο­
κληρωτικό εργο μας και τοΰ δποίου είμαστε έμεΐς ol ίδιοι τό
αίτιο μέσω αυτών τών εννοιών» ( I I , 3 1 4 ) .
Ώ ς πρός τή μέθοδο μιας τέτοιας διερεύνησης δ Κάντ
διατυπώνει σκέψεις σέ σχέση μέ τήν προβληματική μιας θεω­
ρητικής Ιδέας μιας συνταγμένης πολιτείας υπό νόμους ώς
συμφωνία τής ελευθερίας του ενός μέ τήν ελευθερία του άλ­
λου βάσει τής νομοθεσίας. Σέ μία πρώτη προσέγγιση αυτής
τής Ιδέας θά πρέπει νά κάνουμε αφαίρεση άπό εμπόδια πού
πιθανόν προκύπτουν άπό παραμέληση τών γνησίων Ιδεών
κατά τήν νομοθεσία ( I I , 3 2 4 ) . Ή δρθή εφαρμογή τών άρ­
χων αυτών θά μπορούσε νά οδηγήσει σέ μία αληθινή αίτιό-
τητα στό χώρο της ηθικής, θ ά έπρεπε δηλαδή νά ληφθούν
δρθα μέτρα στόν δρθό χρόνο σύμφωνα μέ αυτές τις Ιδέες,
ένα μέγιστο τής εφαρμογής τους νά τεθεί ώς υπόδειγμα,
σύμφωνα μέ τό δποΐσ θά πλησίαζε τό δικαιακό σύνταγμα
τών ανθρώπων συνεχώς στήν μεγίστη δυνατή τελειότητα
(IBID).
Ή προβληματική αυτή επαναλαμβάνεται στήν Καντιανή
θεωρία γιά τήν υποθετική χρήση τοΰ θεωρητικού Λόγου. Ή
υποθετική χρήση τοΰ Λόγου έχει χαρακτήρα επαγωγικό καί
ρυθμιστικό, δμως εγγυάται τήν έννοια τής διανοητικής γνώ­
σης ( I I , 5 6 7 ) . Ιδιαίτερες περιπτώσεις συγκρίνονται έδώ
μέ ένα κανόνα μέ κριτήριο αν πηγάζουν άπό αυτόν ή δχι,
καί στήν περίπτωση πού φαίνεται δτι πηγάζουν άπό αυτόν,
δέχεται δ. Λόγος, πρός τό ίδιο του τό συμφέρον, τήν γε­
νικότητα τοΰ κανόνα. Καί αύχή ή λειτουργία τοΰ Λόγου,
κατά τόν Κάντ, δέν αναφέρεται σέ εφαρμογή πάνω στά αντι­
κείμενα τής εμπειρίας. Ωστόσο περιέχει υπερβατικές αρχές
«οικονομίας τών φυσικών αιτίων» δπως τήν ομοιότητα, συγ­
γένεια, ποικιλία (ειδίκευση), οί όποιες θά μποροΰσε κανείς
νά υποθέσει δτι έχουν ίσως εφαρμογή καί στό χώρο τοΰ κοι­
νωνικού.
Τ ά ερωτήματα τά όποια αντιμετωπίζονται απέναντι σ'
αυτές τίς Καντιανές αναλύσεις, τίς δποϊες διαβάζουμε μέ τό
συμφέρον διατύπωσης μιας θεωρίας τών πολιτικών θεσμών
είναι αυτό πού ήδη εντοπίσαμε. Π ώ ς νομιμοποιούμαστε, νά
χρησιμοποιήσουμε τίς αναλύσεις αυτές, ενώ αυτές διατυπώ­
νονται άπό τόν Κάντ ώς μέρος τής θεωρητικής του φιλοσο­
φίας (έστω καί αν δέν έχουν σχηματικό χαρακτήρα) ; Δέν
έρχονται οί αναλύσεις αυτές σέ αντίθεση μέ τήν ιδέα τής
Πράξης καί τής Ελευθερίας, ιδέες πού διέπουν τό Χώρο
τοΰ Ήθικοΰ καί τοΰ Πολιτικού; θ ά πρέπει νά αναζητήσου­
με γιατί δ Κάντ παρ' δλα αυτά επιχειρεί τίς αναλύσεις αύ-

25
τές στά πλαίσια τών θεωρητικών του κατασκευών και πώς
σχετίζονται οί αναλύσεις αυτές μέ τήν πρακτική φιλοσοφία
τοΰ Κάντ, συγκεκριμένα αν είναι δυνατόν οι αναλύσεις αυ­
τές νά έχουν ισχύ στή βάση τής Πράξης και τής Ελευθερί­
ας, και ποιος είναι ό μεθοδολογικός τους χαρακτήρας.
Ξέρουμε δτι ό Κάντ δεν δέχεται κανένα εξωτερικό
προσδιορισμό τής ανθρώπινης πράξης, και καθιερώνει μία
ηθική πραξεολογία σύμφωνα μέ κατηγορικές προσταγές, οί
όποιες δέν αναφέρονται σέ καθορισμό μέσων προς επίτευξη
διαφόρων σκοπών, αλλά στόν ίδιο τόν άνθρωπο, στήν ανθρω­
πότητα ώς σκοπό. Ή 'ίδια ή αντίληψη αυτή τής πράξης α­
ποκλείει τήν έννοια τής κοινωνίας ώς υποταγή τοΰ Ι δ ι α ι ­
τέρου στή λογική τοΰ εγκαθιδρυμένου γενικοΰ θεσμικού
πλαισίου. Ξεκινώντας άπό τις αναλύσεις τής Καντιανής
πρακτικής φιλοσοφίας είμαστε υποχρεωμένοι νά αποκλεί­
σουμε τό σχηματισμό στό χώρο τοΰ Πρακτικοΰ. Έ δ ώ δμως
αντιμετωπίζουμε μία κεντρική δυσχέρεια. Βλέπουμε δτι στόν
κόσμο, στόν δποΐο ζούμε, τόσο στόν κόσμο τής φυσικής δσο
και τής κοινωνίας ώς δεύτερης φύσης, έχει εφαρμογή δ νό­
μος τής αιτιότητας, οί φυσικομαθηματικές σχέσεις και ή λο­
γική τοΰ καθορισμού μέσων γιά τήν επίτευξη σκοπών. Πώς
δμως συμβιβάζεται αυτή ή λογική τής αιτιότητας (δ Κάντ
τή θεωρεί ώς πρός τόν «τρόπο» λογική τής αναγκαιό­
τητας) μέ τήν ελευθερία τοΰ ήθικοΰ αύτοκαθορισμοΰ, δηλ.
τήν ελευθερία άπό μέσα, άπό προϋποθέσεις απέναντι σέ σκο­
πούς, άπό τήν ίδια τήν αναγκαιότητα. "Ηδη στήν Κριτική
τοΰ Καθαροΰ Λόγου, στίς αναλύσεις του τής τρίτης αντινο­
μίας τοΰ Καθαρού Λόγου, δ Κάντ προσπαθεί νά απαντή­
σει σ' αυτό τό ερώτημα ανάγοντας το στήν ίδια τήν διασπα­
σμένη φύση τοΰ Είδέναι. Ή τρίτη αντινομία διατυπώνεται
ώς αντιπαράθεση μίας θέσης πρός μία αντίθεση. Ή «θέση»
τής τρίτης αντινομίας είναι: «Ή αιτιότητα σύμφωνα μέ

26
νόμους τής φύσης δέν είναι ή μόνη αιτιότητα, άπδ τήν ο­
ποία μπορούν νά παραχθούν στό σύνολο τους τά φαινόμενα
τού κόσμου. Είναι ανάγκη νά υποθέσουμε καί μία αιτιότητα
άπδ Ελευθερία γιά νά εξηγήσουμε αυτά τά φαινόμενα». Ή
δέ «αντίθεση» τής τρίτης αντινομίας είναι: «Δέν υπάρχει
Ελευθερία, αντιθέτως τά πάντα στον κόσμο συμβαίνουν α­
ποκλειστικά κατά τούς νόμους τής Φύσης».
Είναι αξιοσημείωτο, δτι δ Κάντ ονομάζει τήν άντινο-
μική αύτη σχέση δ ι α λ ε κ τ ι κ ή . Εννοεί μέ αυτό μία
αντίθεση πού φαίνεται αξεπέραστη στο βαθμό πού δέν ανά­
γεται στους υπερβατικούς δρους πού τήν συνιστούν καί τήν
λύνουν συγχρόνως. Αυτή ή σύσταση καί ή λύση τής δια­
λεκτικής αντινομίας είναι συνυφασμένη μέ τό πρόβλημα τής
Πράξης. [Ξεκινώντας άπό τήν πρακτικοηθική σκοπιά, δια­
πιστώνουμε, δτι δ γνωσιοθεωρητικός διχασμός διανοίας -
φαντασίας, τόν οποίο γνωρίσαμε, καί δ οποίος διαμεσολαβεί
σχηματικά τούς πόλους του, συγκροτεί τή σφαίρα τής θεω­
ρίας, τής θεωρητικής θεμελίωσης τών φυσικών επιστημών
καί τών μαθηματικών, τή σφαίρα τής αναγκαιότητας. Ή
διασπασμένη αυτή θεωρητική δομή αντιπαρατίθεται στή
σφαίρα τής Πράξης, τού Ηθικού Νόμου καί τών κατηγο­
ρικών προσταγών. Ή σφαίρα τής θεωρίας καί ή σφαίρα
τής πράξης ανάγονται σέ δύο πλευρές τοΰ ανθρώπινου υπο­
κειμένου, τήν εμπειρική (διανοητικό - εποπτική) καί τήν Ι­
δεατή - έλλογη. Ή πρώτη είναι σχηματική καί μετέχει
τής αναγκαιότητας, ή δεύτερη δέν μετέχει τοΰ σχηματικού
καί συνιστά τήν Ελευθερία.
Βλέπουμε δτι δ Κάντ αντιλαμβάνεται τήν διαλεκτική
ώς σχέση επιπέδων τής δλης φιλοσοφικής του κατασκευής,
μεταξύ τών δποίων υπάρχουν ρήγματα πού γιά νά υπερπη­
δηθούν θά πρέπει νά αναχθούν σέ θεμελιακώτερα επίπεδα
καί ργ'ιγματα μέχρι νά φτάσουμε στις βασικές «αποφάσεις»

27
τοΰ Καντιανού Κριτικισμου, στόν χωρισμό θεωρίας καί ε­
φαρμογής μέσα στό χώρο τής θεωρίας καί στόν χωρισμό τής
σφαίρας τής θεωρίας άπό τήν σφαίρα τής πράξης στά πλαί­
σια τής δλης κριτικής αρχιτεκτονικής. Οί αποφάσεις αυτές
είναι ταυτόχρονα αποφάσεις γιά τόν χαρακτήρα της ολό­
τητας τών πολιτισμικών θεσμών τοΰ σύγχρονου κόσμου.
Ή διαλεκτική τών ρωγμών στήν Καντιανή συστημα­
τική οδηγεί στήν ανάγκη διερεύνησης τοΰ χαρακτήρα μιας
διαλεκτικής τών διαμεσολαβήσεων, τοΰ γεφυρώματος τών
γνωστικών επιπέδων. "Ηδη ή ιδέα ενός σχ ηματισμοΰ τοΰ
(

καθαροΰ λόγου αποτελεί προσπάθεια μιας τέτοιας διαμεσο­


λάβησης, ή οποία οδηγεί άπό μία διαλεκτική Καντιανού τύ­
που, πού ξεκινάει άπό τήν αντίληψη πρωταρχικών, αγε­
φύρωτων χωρισμών, σέ μία διαλεκτική Έγελιανοΰ - Μαρξι­
στικού τύπου, πού ρωτάει γιά τίς προϋποθέσεις ενός ενιαίου
συστήματος παραγωγής καί αναπαραγωγής τών «χωρισμών»
καί τών αντιθετικών επιπέδων. Είδαμε δμως δτι δ Κάντ α­
ποκλείει τήν "ιδέα τοΰ Σχηματισμού ώς μορφής διαμεσολά­
βησης Γενικού καί Ιδιαιτέρου, Νόμου καί ατομικής Πρά­
ξης στόν κοινωνικό χώρο, επειδή αυτή ή ϊδέα, πού συνε­
πάγεται υπαγωγή, υποταγή τοΰ Ιδιαιτέρου στό Γενικό μέ
τήν ακρίβεια μίας καθοριστικής κρίσης, αποκλείει τήν Πρα­
κτική Ιδέα τοΰ αύτοκαθορισμοΰ τοΰ υποκειμένου, δπως αυτή
διατυπώνεται στήν Πρακτική φιλοσοφία. Ά π δ τήν άλ­
λη μεριά ή διατύπωση τής τρίτης αντινομίας, ή οποία θε­
ωρείται άπό τούς περισσότερους ερευνητές σάν θεμελίωση τοΰ
κοινωνικού Είναι στόν Κάντ, μας φαίνεται οπωσδήποτε πο­
λύ αφηρημένη γιά νά μας βοηθήσει στήν ακριβή κατανόηση
τής Φύσεως, τής Κοινωνίας καί τής Πολιτείας. Πράγματι
έδώ αντιπαρατίθεται στήν φυσικομαθηματική αιτιότητα δ υ­
ποκειμενικός αύτοκαθορισμός, χωρίς νά. μπαίνει τό πρόβλημα
τής σύνδεσης τοΰ υποκειμενικού αύτοκαθορισμοΰ μέ τόν πο-

28
λιτισμικό θεσμό, μέ τήν διαλεκτική τοΰ αντικειμενικού πνεύ­
ματος, όπως θα τό ζητήσει αργότερα δ Έ γ ε λ ο ς . Ή πρά­
ξη σύμφωνα μέ κατηγορικές προσταγές είναι πράξη σύμ­
φωνη μέ τό απόλυτο δέον, δέν αναφέρεται δμως στίς κοι­
νωνικές δυνατότητες πραγματοποίησης τοΰ δέοντος αύτοΰ,
δέν αναρωτιέται γιά τό ιστορικά πραγματώσιμο ή δχι τέ­
τοιων πράξεων, γιά τήν κοινωνική τους σημασία κλπ. κλπ.
"Ομως, έστω κι αν δ Κάντ επιμένει στόν απόλυτο, ανεξάρ­
τητο άπό τήν ιστορικότητα και τήν κοινωνία χαρακτήρα
τής ηθικής πραξεολογίας του, θά πρέπει, προκειμένου νά
κατανοήσουμε τό χαρακτήρα τοΰ κοινωνικοπολιτικού Είναι
στήν Καντιανή θεωρία, νά θέσουμε τό ερώτημα ακριβώς τής
σχέσης μεταξύ τής απόλυτης Πραξεολογίας άφ' ενός και
τής Ιστορίας και τής Κοινωνίας άφ' έτερου. Γιατί είναι α­
κριβώς αίτημα τής Κριτικής φιλοσοφίας ή πραγματοποίηση
τοΰ Πρακτικού δέοντος σέ Κοινωνία και 'Ιστορία, παρ' δτι
τό δέον αυτό δέν θεμελιώνεται παρά μόνον στόν ίδιο τόν
Πρακτικό Λόγο.
Ερχόμαστε έτσι αντιμέτωποι μέ τό πρόβλημα τής εφαρ­
μογής τοΰ Πρακτικού Λόγου επάνω στήν εμπειρική (ιστο­
ρικό - κοινωνική) πραγματικότητα. Ό Κάντ, χωρίς νά έχει
διατυπώσει μία ολοκληρωμένη Κριτική τοΰ κοινωνικοπολι-
τικοΰ Είναι, αντιμετωπίζει τό πρόβλημα αυτό κατ' αρχήν
γενικά ώς πρόβλημα τής «τυπικής» τοΰ Πρακτικοΰ Λόγου.
Στήν Κριτική τοΰ πρακτικοΰ Λόγου (IV, 189) δ Κάντ γρά­
φει, δτι δ ηθικός νόμος δέν εχει άλλη γνωστική δυνατότητα
πού νά διαμεσολαβεί τήν εφαρμογή του σέ αντικείμενα τής
φύσης άπό τήν ίδια τήν διάνοια. Ή διάνοια στήν περίπτω­
ση αυτή μας δίνει ένα κατά τήν μορφή «φυσικό νόμο» γιά
τις ανάγκες τής ανθρώπινης κρίσης, πού δέν έχει σχημα­
τικό χαρακτήρα και μπορεί νά ονομαστεί Τύπος τοο Η θ ι ­
κού Νόμου. Ή φύση τοΰ αισθητού κόσμου χρησιμοποιείται

29
.έδώ ώς Τ ύ π ο ς μίας ύπεραισθητής φύσης.
Έδώ μας φαίνεται δτι βρήκαμε ένα στήριγμα γιά νά
.ξεπεράσουμε τήν μεθοδολογική απορία στήν οποία μας έχει
•φέρει ή αντινομία θεωρίας καί πράξης καί ταυτόχρονα νά
διατυπώσουμε μερικές θέσεις γιά τον χαρακτήρα του κοι­
νωνικού Είναι σέ σχέση μέ τήν πράξη.
Είδαμε, δτι δ Κάντ ήδη στις θεωρητικές του αναλύσεις
ανέπτυξε τήν προβληματική μή σχηματικών κανόνων πού
θά μπορούσαν νά εφαρμοστούν σάν θεωρητική αφετηρία γιά
τή διερεύνηση τών αστικών θεσμών. Βασική ιδέα, πρδς τήν
<δποία προσανατολίζεται, είναι ή Ιδέα τού νόμου πού περιέ­
χεται τόσο στις φυσικές δσο καί στις ηθικές, πολιτικές επι­
στήμες. Ή μέθοδος του είναι ή γνωσιοθεωρητική διερεύνηση
-τής δ υ ν α τ ό τ η τ α ς ύπαρξης γενικών νόμων πού
νά αντιστοιχούν σέ πράξεις σύμφωνα μέ τό Λόγο, καί σέ ένα
δεύτερο βήμα ή αποδοχή τής δυνατότητας αυτής ώς αναγ­
καιότητας, πρός τό συμφέρον τοΰ πρακτικού Λόγου. Ό Κάντ
"λέει δτι δ καθαρός Λόγος περιέχει στήν πρακτική του χρή­
ση «αρχές τής δ υ ν α τ ό τ η τ α ς τ ή ς έ μ π ε ι ρ ί -
α ς», δηλ. τέτοιων πράξεων, πού θά μπορούσαν νά άνευρε-
θοΰν στήν Ι σ τ ο ρ ί α τοΰ Άνθρωπου σύμφωνα μέ ηθι­
κές επιταγές. Γιατί, άφοΰ δρίζει δτι τέτοιες πράξεις πρέπει
•νά συμβαίνουν, θά πρέπει καί νά μποροΰν νά συμβαίνουν
ώστε οί αρχές τοΰ καθαρού Λόγου νά έχουν στήν πρακτική,
Ιδιαίτερα ηθική τους χρήση αντικειμενική ύπαρξη» ( I I ,
6 7 8 / 9 ) . Ό πρακτικός Λόγος αύτοπραγματοποιεΐται ώς α­
ναφορά στήν ίδια του τήν δόμηση, ώς κατηγορία τοΰ Τρόπου
πού αναπτύσσεται άπό τήν δυνατότητα στήν πραγματικό­
τητα καί αναγκαιότητα. Σ ' αυτή τήν πραγματοποίηση τοΰ
Λόγου θεμελιώνεται καί ή κοινωνικοφιλοσοφική σημασία τών
θεωρητικών αναλύσεων τοΰ Κάντ. Αυτό πού είχε αναλυθεί
ώς θεωρία καί δυνατότητα ενεργοποιείται καί εφαρμόζεται

30
πρακτικά στήν ανθρώπινη ιστορία. Ά π ό τήν άποψη τής
πράξης ή θεωρητική δομή του Λόγου είναι δυνατότητα, τήν
οποία καλείται ή ί'δια νά πραγματοποιήσει, πραγματοποιών­
τας έτσι τόν Λόγο.

III.
Ή πράξη, επιχειρηματολογεί δ Κάντ στίς αναλύσεις
του τής «Τυπικής» τοϋ πρακτικού Λόγου, διαμεσολαβεϊται
άπό ένα θεωρητικό, ωστόσο μή ύπαγωγικο - σχηματικό χα­
ρακτήρα, δ δποϊος υπάρχει πρός τό συμφέρον τής Κριτικής
Ικανότητας, δηλ. τής τελεολογικής θεώρησης. Ό Κάντ επι­
χειρεί έδώ ακριβώς νά σκεφθεί τό πρόβλημα τής διαμεσο­
λάβησης θεωρίας και πράξης, αναγκαιότητας και ελευθερί­
ας, ξεπερνώντας τους αρχικούς δυϊσμούς τούς δποίους καθιέ­
ρωσε. Γιά νά τό πετύχει προσανατολίζεται κυρίως στήν Τρί­
τη Κριτική του, άλλά και στά κοινωνικοπολιτικά γραπτά
πρός τήν εικόνα τοΰ Όργανισμοΰ, τοΰ βιολογικού δργανι-
σμοΰ και — προχωρώντας πιό πέρα — τοΰ κοινωνικού όρ­
γανισμοΰ, τής ολότητας τών πολιτισμικών θεσμών. Ή βασική
του σκέψη είναι ότι δ οργανισμός διέπεται άπό σχέσεις
μέσων πρός σκοπούς έτσι ώστε τά μέρη νά αναπαράγουν τό
ένα τό άλλο και στήν εξέλιξη τους νά αλληλοσυμπληρώνον­
ται μέχρι τήν ολοκλήρωση τοΰ τελικού "Ολου, τό δποΐο, άν
και αποτέλεσμα τής εξέλιξης τών μερών, μπορεί νά θεωρηθεί
ώς θεμελιακή αιτία τής εξελικτικής πορείας πού δδήγησε
σ' αυτόν. "Ηδη δ Αριστοτέλης είχε χρησιμοποιήσει τήν Σδέα
τοΰ Όργανισμοΰ γιά νά καθορίσει τή σχέση τής Κοινωνίας
πρός τό Κράτος. Ό Αριστοτέλης είχε υποστηρίξει δτι τό
Κράτος, τό δποΐο Ιστορικά εμφανίζεται μ ε τ ά τους οικι­
σμούς και τις ενώσεις οικισμών, είναι στήν πραγματικότη­
τα και ή οργανωτική τους άρχή, πρός τήν δποία έντελεχεια-
κά τείνουν (πρότερον δή τή φύσει πόλις ή οικία, Πολιτ. Α

31
1 2 5 3 ) . Ό Κάντ δέχεται τήν οργανικό - τελεολογική άρχή
γιά τίς αναλύσεις τών πολιτισμικών θεσμών. Έ δ ώ δμως ή
εφαρμογή της έχει μόνον ρ υ θ μ ι σ τ ι κ ό χαρακτήρα, μιά
και τδν καθοριστικό χαρακτήρα τόν αποδέχεται μόνο γιά
τήν γνωσιοθεωρία, ή οποία θεμελιώνει τίς φυσικομαθηματι­
κές επιστήμες.
Μέ τήν αποδοχή τής οργανικό - τελεολογικής θεωρίας
γιά τή θεμελίωση τής Ιστορίας και τών πολιτισμικών θε­
σμών δ Κάντ εφαρμόζει τή γνωσιοθεωρητική αρχή τοϋ Ι ­
δεαλισμού στήν κοινωνική του φιλοσοφία. Είδαμε δτι στή
γνωσιοθεωρία οί απεικονίσεις τής φανταστικής αναπαραγω­
γής καί δ χρόνος υπάγονται στή σχηματική ενέργεια τής
5
διανοίας ώς υλικό της καί οργανώνονται σέ σχέση μ αυτήν.
Μέ τήν τελεολογική άρχή, πού δέχεται γιά τήν ιστορία δ
Κάντ, επιχειρεί νά εισάγει μία οιονεί υπαγωγή, έναν οιονεί
σχηματισμό τοΰ ιστορικού γίγνεσθαι κάτω άπό τήν κυριαρχία
τοΰ Λόγου. Ό χαρακτήρας αυτού τοΰ οιονεί σχηματισμού, εί­
ναι, δπως είδαμε, άπό τήν πλευρά τού πρακτικοΰ Λόγου μία
συμπεριφορά του πρός τόν ίδιο τόν Τύπο, δηλ. πρός μία μή
σχηματική θεωρητική άρχή. Ή ίδια ή ιδέα τοΰ οργανισμού
συνεπάγεται, δτι οί αίτιακές συνδέσεις μπορούν ταυτόχρονα
νά έρμηνευτοΰν σάν συνδέσεις ώς πρός ένα τέλος. Ακριβώς
αυτός δ διπλός χαρακτηρισμός τών σχέσεων μέσα σ' έναν
οργανισμό επιτρέπει μία τελεολογική θεώρηση. Τό Συμβάν
επιδέχεται πέρα άπό τούς αίτιακούς καθορισμούς καί τήν έν­
ταξη του σέ μία τελεολογική άλυσσίδα, δπου εμφανίζεται ώς
βαθμίδα στήν «εξέλιξη» σπερματικών καταστάσεων καί δια­
θέσεων πού δδηγοΰν σέ μία συγκεκριμένη έλλογη ολοκλήρω­
ση τοΰ συστήματος. Κ ι ' άπ' τήν άλλη μεριά: Οί αίτιακές
άλυσσίδες, ή ίδια ή αίτιακή λειτουργία, δπως αυτή δρα στήν
κοινωνία καί στή φύση, εμφανίζεται ώς «μέσον» τού πρα­
κτικοΰ λόγου, ώς «τεχνική διάνοια» πού οργανώνει αίτιακές

32
σχέσεις προετοιμάζοντας τες γιά ν' αποδειχτούν ώς βαθμί­
δες τελείωσης του πρακτικοτελεολογικοΰ Λόγου.
"Ετσι ή ιστορία τής ανθρωπότητας εως τήν διαμόρφω­
ση αστικής πολιτικής κοινωνίας άλλά και ή εξέλιξη ηθι­
κοποίησης τής «αστικής κοινωνίας» σύμφωνα μέ τίς επι­
ταγές τοΰ Πρακτικού Λόγου εμφανίζεται ώς ανάπτυξη ένδς
δργανισμοΰ άπό πρωταρχικά σ π έ ρ μ α τ α και φυσικές
5
καταβολές τοΰ ανθρώπινου γένους (VI, 33) . Ή μεθοδολο­
γική σύσταση τής Ιστορίας ανάγεται στήν ιδιότυπη σχέση
θεωρίας (διανοίας) καί Πράξης (πρακτικοΰ Λόγου), δπως
αυτή θεμελιώνεται στις τελεολογικές Αναλύσεις τής Κριτι­
κής Ικανότητας και εικονογραφείται στά μικρά κοινωνι­
κοπολιτικά δοκίμια τοΰ Κάντ.
Ή σχέση μή - σχηματικής διανοίας πρός τόν Πρακτικό
Λόγο, στήν ιστορική τους δράση, ή ιστορικότητα ή ίδια, εί­
ναι γιά τόν Κάντ αποτέλεσμα τής ενέργειας δύο παράλλη­
λων στρατηγικών: τής στρατηγικής τής Φύσης (πού δέν εί­
ναι άλλη άπό τήν στρατηγική τής διανοίας πού, στόν βαθμό
πού σχηματοποιείται, συνιστά τις φυσικές επιστήμες) και τής
στρατηγικής τού Πρακτικού Λόγου. Ή φύση επιτυγχάνει
τούς σκοπούς της μέσω ενός μηχανισμού αντιθέσεων και αν­
ταγωνισμών, δ Λόγος μέσω ηθικών επιταγών (καθηκόντων)
πού απορρέουν γιά τούς ανταγωνιζομένους ανθρώπους άπό
αυτές τίς αντιθέσεις (VI, 2 2 7 ) . Στήν ενέργεια του δ Λόγος
υπερβαίνει τή φύση, άφοΰ αυτή στό υψηλότερο σημείο τής
ανάπτυξης της δέν είναι παρά μέσο πραγματοποίησης τών
επιδιώξεων τοΰ Λόγου. Ή ίδια ή ανάπτυξη τών φυσικών δυ­
νατοτήτων τοΰ ανθρώπου είναι βαθμίδα πραγματοποίησης
τοΰ Λόγου. Ή ανάπτυξη αυτή πραγματώνεται τελεολογικά
στό ανθρώπινο γένος καθώς αυτό ιστορικά εξελίσσεται πρός
τό καλύτερο, ολοκληρώνει δηλ. τή δυνατότητα του νά χρη­
σιμοποιεί τόν πρακτικό Λόγο ώς κίνητρο τών αποφάσεων καί

33
πράξεων του («Στον άνθρωπο (πού είναι τό μόνο ελλογο
πλάσμα τής γής) οί φυσικές καταβολές πού σκοπό έχουν νά
τόν κάνουν νά χρησιμοποιεί τόν Λόγο (=λογικό) του, προο­
ρίζονται νά εξελιχτούν τελείιος μόνο μέσα στό γένος, όχ,ι
6
μέσα στό άτομο») V I , 35 .
Γιά νά κατανοήσουμε τήν ήθικοτελεολογική θεωρία τής
Ιστορίας, πού διατυπώνει δ Κάντ, ώς θεωρία τής εξέλιξης
πρός τό καλύτερο, πρέπει νά ανατρέξουμε στήν αντίληψη του
γιά τις ανθρώπινες καταβολές. Στήν «Ανθρωπολογία» (VI,
674, 678) αναφέρει ώς τέτοιες καταβολές:
α) τεχνικές καταβολές: ενσυνείδητες διαθέσεις χειρισμού
πραγμάτων
β) πραγματιστικές καταβολές: συνίστανται στήν ικανότητα
νά χρησιμοποιεί κανείς άλλους ανθρώπους γιά τήν πρα­
γματοποίηση δικών του σκοπών
γ) ηθικές: πού οδηγούν σέ πράξεις κατά τόν νόμο τής ε­
λευθερίας υπό ηθικές επιταγές.
Ή σημασία αυτής τής διάκρισης γιά μία πραξεολογία
σέ καντιανές προϋποθέσεις θά μας απασχολήσει πιό κάτω.
Αυτό πού έδώ ενδιαφέρει είναι δτι τό σύστημα τών κατα­
βολών έχει μία αντιστοιχία μέ τό γνωσιοθεωρητικό - αρχι­
τεκτονικό σύστημα. Τό τεχνικό - πραγματιστικό μέρος τής
ανθρώπινης δραστηριότητας, πού αναπτύσσεται διαρκώς μέ
τόν ανταγωνισμό, συνίσταται σέ ανάπτυξη τής φαντασίας καί
τής κρίσης, οί οποίες είναι υποταγμένες σέ σκοπούς, ώς πρός
τούς οποίους ορίζονται μέσα καί κατευθύνεται ή πράξη: "Ε­
χουμε έδώ μία τεχνικό - αίτιακή Λογική πού θεμελιώνεται
στήν μή σχηματική διάνοια. Στήν επιχειρηματολογία τής
Κριτικής τής Κριτικής Ικανότητας αντιστοιχούν ή τεχνική
καί ή Πραγματιστική Λογική μέ τήν ανάπτυξη τής διανοίας.
Ή διάνοια επιβάλλει κανόνες αίτιακοΰ καθορισμού τεχνικών
καί — τεχνικοπραγματιστικά ιδωμένων — κοινωνικών δια-

34
τ ω ν
οικασιών καθώς καί 6ρ§ο\ογοποίτρΎΐ διαδικασιών αυ­
τών. Ή «ανάπτυξη» τής κοινωνικής διανοίας είναι ανάπτυξη
τής καταλληλότητας (TAUGLICHKEIT) καί επιδεξιότη­
τ α ς (GESCHICKLICHKEIT) τοϋ ανθρώπου απέναντι σέ
•οποιουσδήποτε σκοπούς. Στό Β ' μέρος τής Κριτικής τής Κρι­
τικής Ικανότητας θέτει δμως δ Κάντ τδ ερώτημα τής σχέ­
σης μιας τέτοιας διανοίας πρός τόν Πρακτικό Λόγο. ( Ό
ΤΚάντ χαρακτηρίζει τελεολογική κριτική ικανότητα τήν ικα­
νότητα «νά κρίνουμε τήν πραγματική (αντικειμενική) σκο-
'πιμότητα τής φύσης μέσω τής διανοίας καί τοΰ Λόγου). Ή
^δυνατότγ^τα τοΰ πρακτικού Λόγου νά επενεργεί ιστορικά ανά­
βεται στήν «Πρακτικά Η θ ι κ ή Διάθεση» τής Ανθρωπότη­
τ α ς . Ή ύπαρξη της θεμελιώνει τήν δυνατότητα τής ηθικο­
ποίησης τής τεχνικοπραγματιστικής κοινωνίας, στήν οποία
οδηγούν οί διανοητικές καταβολές. Πρέπει έδώ νά τονίσου­
μ ε , δτι διάνοια κ α ί Λόγος είναι λογικά συνδεμένες καί
ιεραρχημένες στήν μεθοδολογική πρόσβαση τής «Κριτικής
'τής Κριτικής Ικανότητας», έτσι ώστε ή ανάπτυξη τοϋ τεχνι-
•κοπραγματιστικοΰ Συστήματος τής αναγκαιότητας νά δδηγεί
^μέ λογική συνέπεια αναγκαστικά στήν ήθικοπρακτική ελευ­
θερία.

Ή δραστηριότητα τής τεχνικό - πραγματιστικής δια­


νοίας στήν Ιστορία αποτελεί αυτό πού δ Κάντ ονομάζει «πρό­
θεση τής Φύσης». Μέσα άπό τήν ανταγωνιστική κοινωνική
δραστηριότητα, τήν αντίθεση ιδιαιτέρων συμφερόντων, απο­
κρυσταλλώνεται κάτι γενικό, ένας κοινωνικός νόμος, σαν
••μυστικό πλάνο τής φύσης. Ή ενέργεια αύτοΰ τοΰ νόμου φα­
νερώνεται σ' αυτό πού δ Κάντ αποκαλεί «KULTUR», δηλ.
τήν κοινωνική μορφή πλ*/]ρους καλλιέργειας καί ανάπτυξης
εργασιακών διαδικασιών, τής καταλληλότητας καί τής επι­
δεξιότητας γιά τήν πραγμάτωση οιονδήποτε σκοπών, τελικά

35
τήν εξειδίκευση που βασίζεται στόν καταμερισμό τής εργα­
σίας.
Ό Κάντ κατανοεί τήν κοινωνία αύτη, τήν αστική κοι­
νωνία τής εποχής του, ώς κοινωνία τής ανισότητας και τής,
εξουσίας του ανθρώπου πάνω στόν άνθρωπο, οί όποιες μέ τή
σειρά τους είναι μ έ σ α , σύμφωνα μέ τήν πρόθεση τής.
Φύσης, γιά νά ολοκληρωθεί και νά ύπερβαθεΐ ή κοινωνία
τής διανοίας. Στις αναλύσεις του τής τελεολογικής κρίσης,
δ Κάντ χαρακτηρίζει τήν κοινωνία αυτή ώς εξής: «Ή επι­
δεξιότητα δέν μπορεί νά αναπτυχθεί καλά στό ανθρώπινο
γένος παρά μόνον μέσω τής ανισότητας μεταξύ τών ανθρώ­
πων" επειδή δ μεγαλύτερος αριθμός τών ανθρώπων εξασφα­
λίζει τά αναγκαία πρός τό ζην μέ κάπως μηχανικό τρόπο·
χωρίς νά χρειάζεται γ ι ' αυτό ιδιαίτερη τέχνη, πρός άνεση
και σχόλη άλλων, οί δποϊοι. ασχολούνται μέ τά λιγώτερο α­
ναγκαία μέρη τής κουλτούρας, δηλ. τήν Επιστήμη και τήν
Τέχνη, κι' επειδή οί τελευταίοι αυτοί κρατούν τούς πολλούς,
σέ μία κατάσταση πίεσης, σκληρής δουλειάς και λίγων απο­
λαύσεων* στήν κατώτερη τάξη ωστόσο εξαπλώνεται βαθμιαία
κάτι άπό τήν κουλτούρα τής ανώτερης. Τ ά βάσανα δμως
αυξάνουν μέ τήν πρόοδο τής κουλτούρας (τό δέ επίπεδο ανά­
πτυξης τής προόδου ονομάζεται Πολυτέλεια όταν ή τάση
γιά τό μή - απαραίτητο αρχίζει νά υποσκελίζει τήν τάση
5
γιά τό Απαραίτητο) έξ ϊσου ίσχυρά κι' άπ τις δύο πλευ­
ρές, άπό τήν μία λόγω αλλότριας βιαιότητας, άπό τήν άλλη
λόγω έλλειψης εσωτερικής Ικανοποίησης» (V, 5 5 4 ) .
Τέχνη, «κουλτούρα» και επιδεξιότητα πηγάζουν άπό
τήν εγωιστική ανταγωνιστικότητα, τό ϊδιο δμως τό σύστη­
μα τής εγωιστικής ανταγωνιστικότητας, δ κοινωνικός νό­
μος, δέν μπόρεσε νά βρει στόν Κάντ αυτόνομη έκφραση. Ή
ιδέα μιας τεχνικοπραγματιστικής κοινωνικής διανοίας δέν~
διατυπώθηκε στήν πραγματικότητα ποτέ άπό τόν Κάντ άνε-

36
ξάρτητα άπό τήν Ιδέα μιας πολιτικό - νομικής διανοίας, τής
αστικής συνταγματικής τάξης, πού ήταν γιά τόν Κάντ τό
Γενικό, πρός τό όποιο τελεολογικά τείνουν οι ιδιαιτερότητες
τών συμφερόντων τών εγωιστών αστών. Ή σκοπιμότητα τής
φύσης δέν είναι κοινωνικοοικονομική, άλλά πολιτική: Ή α­
νάπτυξη τών Τεχνών καί τοϋ καταμερισμού τής εργασίας
νέξετάζεται ακριβώς ώς προϋπόθεση δημιουργίας τοΰ ουσιώ­
δους πολιτικοΰ πλαισίου τής αστικής συνταγματικής τάξης.
Καί αυτή μέ τή σειρά της δμως δέν είναι αυτοσκοπός, άλλά
μέσον τής πραγμάτωσης τής πρακτικής αυτονομίας τοΰ Κα­
θαρού Λόγου.
Υποστηρίχτηκε δτι δ Κάντ σκέπτεται φυσιοκρατικά
στό βαθμό πού ή ίδια ή γνωσιοθεωρία του προϋποθέτει μία
«δραστηριότητα», τήν εργασία τής διανοίας ώς πρός Ινα φυ­
σικό δοσμένο εποπτικό υλικό (σέ αντίθεση μέ τόγ F I C H T E
κατά τόν όποιον τό Αστικό Υποκείμενο θ έ τ ε ι έξ άρ-
7
γ ής, εκ τοΰ μηδενός τό αντικείμενο του) . Στήν πραγματι­
4

κότητα δ Κάντ, δπως άλλωστε καί δ Έγελος, φαίνεται νά


βρίσκονται πίσω άπό τούς Φυσιοκράτες, μιά καί δέν μπόρε­
σαν νά συλλάβουν, δπως οί Φυσιοκράτες, τήν έννοια τής κοι­
νωνικής αναπαραγωγής ώς κοινωνικού νόμου πού καθορίζει
καί τά πλαίσια, άλλά και τις μορφές πού παίρνει ή εγωι­
στική δράση τών ατόμων στήν αστική κοινωνία. Ή συνο­
δική κοινωνική αναπαραγωγή είναι γιά τόν Κάντ αύτοα-
ναπαραγωγή τοΰ Πρακτικού Λόγου, τοΰ δποίου δ χαρακτή­
ρας είναι νομικό - πολιτικός, δχι κοινωνικό - οικονομικός.
""Εχουμε έδώ διείσδυση τοΰ Ιστορικού Χρόνου στό φιλοσο­
φικό παιχνίδι. Τό Γερμανικό Φυσικό Δίκαιο θέτει ώς στόχο
του δχι νά καταστρέψει παραδοσιακές μορφές πολιτικής ε­
ξουσίας, γιά νά απελευθερώσει σύγχρονες (αστικές) κοινω­
νικές μορφές, άλλά νά σ υ μ β ι β ά σ ε ι τίς αστικές μορ­
φές αναπαραγωγής μέ τήν πρωσσική αυταρχική μορφή πο-

37
λιτικής εξουσίας. Ή θεμελίωση τοΰ κοινωνικού είναι έδώ»
το πολιτικό. Όποτε αναγκαστικά και ή Κριτική τοΰ κοι­
νωνικού Λόγου δέν είναι δυνατή παρά ώς Κριτική τοΰ θε­
σμικού Λόγου. "Ετσι και οί έννοιες Αστική Κοινωνία και
ΙΙολιτικό Σύνταγμα συγχέονται στόν Κάντ,
Λυτό φαίνεται καθαρά στήν « Ι δ έ α γιά μιά κοσμοπολί­
τικη Ιστορία». Ή θέση πού διατυπώνει εδώ δ Κάντ είναι.
«Τό μ έ γ ι σ τ ο π ρ ό β λ η μ α γ ι ά τ ό α ν θ ρ ώ ­
π ι ν ο γένος, πού ή φύση α ν α γ κ ά ζ ε ι τόν
ά ν θ ρ ω π ο νά τ ό λ ύ σ ε ι , ε ί ν α ι τ ό π ώ ς θά,
φτάσει σέ μ ί α κ ο ι ν ω ν ί α πολιτών πού
θά α π ο ν έ μ ε ι γ ε ν ι κ ά τό δίκαιο».
Άφοΰ μόνο στήν κοινωνία, και μάλιστα σέ κείνην τήν
κοινωνία- πού έχει τήν π ώ μεγάλη ελευθερία, μαζί και ένα
γενικόν άνταγωνισμόν τών μελών της, αλλά και τόν ακριβέ­
στερο καθορισμό και τήν εξασφάλιση τών ορίων αυτής τής:
ελευθερίας, ώστε νά μπορεί νά συνυπάρχει μέ τήν ελευθερία,
άλλων* άφοΰ λοιπόν μόνο σ' αυτήν τήν κοινωνία μπορεί νά
πραγματοποιηθεί ή πιό υψηλή πρόθεση τής φύσης στή σφαί­
ρα τής ανθρωπότητας, δηλαδή ή εξέλιξη όλων τών καταβο­
λών της — ή Φύση επίσης θέλει ή ίδια νά δίνει στόν εαυτό-
της αυτόν, όπως και όλους τούς σκοπούς τοΰ προγράμματος
της* άρα μία κοινωνία, όπου «ή ε λ ε υ θ ε ρ ί α ύ π ό ν ό ­
μ ο υ ς ε ξ ω τ ε ρ ι κ ο ύ ς , στόν κατά τό δυνατόν μέγι­
στο βαθμό, βρίσκεται ενωμένη μέ ακατανίκητη δύναμη, δη­
λαδή ένα τελείως δ ί κ α ι ο π ο λ ί τ ε υ μ α πρέπει νά
είναι ή ύψιστη επιδίωξη τής Φύσης γιά τό ανθρώπινο γένος»
8
(VI, 39) .
Έδώ βλέπουμε πώς ή φορμαλιστική, τελεολογικά- δια­
τυπωμένη, πρόθεση τής φύσης πού οδηγεί στήν οργανική
ανάπτυξη πρός Ινα σκοπό, τό τέλος τοΰ όργανισμοΰ, αποδει­
κνύεται ότι συνίσταται στήν ανάπτυξη τής φιλελεύθερης κοι-

38
νωνίας πού εγγυάται τήν ελευθερία 6πό εσωτερικούς (νομι­
κούς) κανόνες, δηλαδή κανόνες πού μπορούν νά γίνουν α­
ναγκαστικά αποδεκτοί. Ή αναγκαιότητα τοΰ άστικοΰ νομι­
κού πλαισίου, τδ συνταγματικό πολίτευμα δέν θεμελιώνεται
στο κοινωνικό πλαίσιο μέ τδ όποιο είναι αναπόσπαστα συν­
δεδεμένη, δηλαδή τήν κοινωνική οικονομία, άλλά στήν ίδια
τήν Ι δ έ α τής Ελευθερίας.

IV

Οι εξωτερικοί νόμοι πού εγκαθιδρύονται ώς σκοποί τής


φύσης στήν αστική κοινωνία άντιπαρατίθενται πρός τούς εσω­
τερικούς (ηθικούς) νόμους πού είναι δ ύψιστος σκοπός τοϋ
πρακτικοΰ Λόγου. Ή πραγματοποίηση τοΰ Πρακτικοΰ Λότ-
γου προϋποθέτει καί πραγματοποίηση τής πρακτικοτεχνι-
κής καί νομικοπολιτικής κοινωνικής διανοίας δηλαδή τήν
σύσταση μιας ευνομούμενης κοινωνίας, τής οποίας τά μέλη
δέν. δρουν υπό κριτήρια ηθικά, άλλά εγωιστικά. Ό ίδιος δ
πρακτικός Λόγος εμφανίζεται έδώ ώς πραγματιστής καί π α -
νοΰργος καί ή ιστορία ώς «Πανουργία τοΰ Λόγου»..Επειδή
δέν είναι δυνατόν νά ελπίσουμε οτι τδ εγωιστικό άτομο μπο­
ρεί νά εγκαταλείψει αμέσως τά εγωιστικά του κίνητρα καί
νά δράσει βάσει ηθικών επιταγών, δ Καντιανός Πρακτικός
Λόγος θέ'τει ανάμεσα στήν ίδια του τήν πραγμάτωση καί τήν
κοινωνική κατάσταση, πού χαρακτηρίζεται αποκλειστικά άπό
τόν εγωιστικό χαρακτήρα τών πράξεων τών δρώντων, μιά
κατάσταση πραγματιστικής καί νομικίστικης διανοητικής,
κοινωνίας πού πραγματοποιεί τήν ιδέα τής αστικής κοινω­
νίας. Ώ ς κοινωνία μή σχηματικής διανοίας είναι ή αστική
κοινωνία «τύπος εφαρμογής», λογική προϋπόθεση καί π ρ α ­
γμάτωση τοΰ Ηθικού Νόμου. Ή αστική κοινωνία δικαιώ­
νεται ηθικά ώς μία τέτοια προϋπόθεση ένώ δέν προϋποθέτει
κανενός είδους ηθικότητα, άφοΰ πραγματώνεται μέσω τού
39'
υφιστάμενου ανταγωνισμού καί τών εγωιστικών κινήτρων:
«Τό πρόβλημα τής Ιδρυσης κράτους είναι, δσο σκληρά κι*
άν ηχεί αυτό, δυνατόν νά λυθεί ακόμα καί γιά ένα λαό δια­
βόλων (έφ' δσον έχουν διάνοια) καί έχει ώς έξης: ένα σύν­
ολο έλλόγων δντων, πού ζητούν γενικούς δρους γιά τήν συν­
τήρηση τους, άπό τά όποια δμως τό καθένα τείνει μυστικά
νά εξαιρέσει τόν εαυτό του άπό αυτούς τούς νόμους, νά τα­
κτοποιηθούν καί νά διαρρυθμίσουν τό σύνταγμα τους κατά
τέτοιο τρόπο, ώστε άν καί αντιτίθενται μεταξύ τους στους
προσωπικούς τους διαλογισμούς νά άλληλοπεριορίζουν κατά
τέτοιο τρόπο τή δυνατότητα πραγματοποίησης τους ώστε κατά
τή δημοσιά τους συμπεριφορά τό αποτέλεσμα νά είναι ακρι­
βώς τό ίδιο, σά νά μήν είχαν καθόλου πονηρούς διαλογι­
σμούς». (VI, 2 2 4 ) .
Ώ ς προϋπόθεση γιά μιά τέτοια ισορροπία τών εγωιστι­
κών συμφερόντων τών διαβολικών αυτών δντων θέτει δ Κάντ
τήν ύπαρξη διανοίας πού συνεπάγεται τεχνικοπραγματιστική
συμπεριφορά πού δδηγεϊ αναγκαστικά στήν αστική νομιμό­
τητα. Είναι φανερό δτι τά διαβολικά δντα συμπίπτουν έδώ
μέ τόν οικονομικά εγωιστή άστό ιδιοκτήτη, τόν BOUR­
G E O I S , πού ταυτίζει τόν εαυτό του μέ τήν ιδιαιτερότητα
τών συμφερόντων του καί γιά τόν δποΐο τό γενικό συμφέρον,
ή πολιτική κοινωνία, δ ίδιος του, δ εαυτός ώς μέτοχος τοΰ
γενικού, δηλαδή ώς CITOTEN, δέν είναι παρά μέ'σον πού
τοΰ εγγυάται τούς γενικούς δρους γιά τήν επίτευξη τών
εγωιστικών του σκοπών. Στήν έννοια τής διανοίας περιέχον­
ται καί τά δύο στοιχεία: Τόσο τό εγωιστικό, τεχνικοπραγμα-
τιιστικό συμφέρον άπό τό δποΐο ξεκινάει ρεαλιστικά δ Κάντ,
δσο καί τό τέλος στό δποΐο δδηγοΰν οί εγωιστικές πράξεις
καί πού συνίσταται στήν ισχύ ενός γενικοΰ Νόμου, τής αστι­
κής συνταγματικής τάξης, ή οποία δμως δέν αντιμετωπίζεται
άπό τά κοινωνικά δρώντα άτομα ώς αυτοσκοπός, άλλά μόνον

40
ώς μέσον γιά τήν εκπλήρωση τών ατομικών τους σκοπών. Ή
ιδιαιτερότητα και ή γενικότητα πού άντιπαρατίθενται έδώ,
δέν είναι γιά τόν Κάντ ιστορικά διαμορφωμένες κατηγορίες,
άλλά άπριόρι κατηγορίες, θεμελιωμένες στήν κριτική αρχι­
τεκτονική, τις οποίες έχουμε χαρακτηρίσει ώς εξωτερικό
τύπο του εσωτερικού πρακτικοηθικοΰ Λόγου, ώς πανουργία
αυτού τοΰ Λόγου, αναγκαία γιά τήν εφαρμογή του σέ κοι-
νωνία και ιστορία.
Προϋπόθεση τής επιτυχίας μιας τέτοιας πανουργίας
τοΰ Λόγου είναι μία αντίληψη περί κοινωνικής πράξης, κα­
τά τήν οποία ή ί δ ι α κ ο ι ν ω ν ι κ ή συμπεριφο­
ρ ά νά είναι δυνατόν νά οφείλεται σέ αντιτιθέμενα κίνητρα
Βηλαδή είτε ηθικά είτε εγωιστικά - πραγματιστικά. Ή συμ­
περιφορά είναι επιτρεπτή, έστω κι αν έχει εγωιστικά κίνη­
τρα, άπό τόν πανούργο Λόγο όχι γιατί αυτός εγκρίνει τά
κίνητρα της αυτά, άλλά γιατί θέλει νά ισχύει κοινωνικά μιά
εξωτερική συμπεριφορά, τής οποίας τά κίνητρα νά είναι δυ­
νατόν νά είναι κ α ί ηθικά. Στό βαθμό όμως πού κοινωνικά
εγκαθιδρύεται αναγκαστικά μιά τέτοια συμπεριφορά, ό λόγος
θέτει στά δρώντα άτομα τό καθήκον νά τήν θέλουν ορμώμενα
άπό ηθικά κίνητρα (νά τήν θέλουν δηλαδή καθ' έαυτήν) στή
γενικότητα της καί οχι άπό εγωιστικά κίνητρα (ώς μέσο
γ ι ά τήν επιδίωξη ιδιαιτέρων σκοπών).
Ό Κάντ βλέπει τό εγωιστικό κίνητρο αποκλειστικά σάν
αναγκαίο κακό γιά τήν επίτευξη τής επιθυμητής κυριαρχίας
ενός γενικού κοινωνικού νόμου (έδώ φαίνεται σαφώς καί ή
διαφορά μέ τόν Έ γ ε λ ο , γιά τόν οποίο τό «δικαίωμα τής ι­
διαιτερότητας» τής εγωιστικής πράξης είναι καθ' εαυτό ορ­
γανικό μέρος τής κοινωνικής τελεολογίας).
Ή ιδιότυπη Καντιανή διαλεκτική τής πράξης ώς μέσου
καί ώς.σκοπού έχει τή ρίζα της ήδη στήν καντιανή σύλληψη
της εννοίας τοΰ έπιθυμητικοΰ, πού' είναι ή Εκανότητα διά-

41
μόρφωσης παραστάσεων πού μπορεί νά γίνονται αίτίες αν­
θρώπινης πράξης. Τέτοιες αίτίες μπορούν νά ανάγονται στήν
αίσθηση, δηλαδή τδ έπιθυμητικό νά «έλκεται» άπδ τήν αί­
σθηση ( A F F I Z I E R E N ) . Οί αντίστοιχες πράξεις πραγμα­
τώνουν σκοπούς πού ανάγονται σέ αίτίες αναφερόμενες στήν
αίσθηση, τών οποίων τδ σύστημα δδηγεϊ ύπδ φυσικομαθημα­
τικές προϋποθέσεις σ\ένα τυχαίο πραξεολογικό σύνολο, ύπδ·
τελεολογικές προϋποθέσεις στήν ευδαιμονία τοϋ κοινωνικού
συνόλου ώς αποτέλεσμα τής κοινωνικής ανάπτυξης τών αν­
θρώπινων ικανοτήτων καί ευχερειών. Ό Κάντ υποστηρίζει
όμως δτι ή ανθρώπινη θέληση είναι μέν A R B I T R I U M
S E N S I T I V U M , δηλαδή μπορεί νά έλκεται άπδ τήν αίσθη­
ση, δχι δμως μέ τήν έννοια· τοΰ αναγκαστικού αίτιακοΰ^
καθορισμού, δπως ή ενστικτώδης θέληση τών ζώων, άλλά
είναι μάλλον A R B I T R I U M L I B E R I U M , βάσει τοΰ οποίου
δ άνθρωπος έχει τήν ικανότητα νά αύτοκαθορίζεται ανεξάρ­
τητα άπδ κίνητρα αναφερόμενα στήν αίσθηση. Καί ακριβώς
αυτή ή ανθρώπινη δυνατότητα πρέπει νά γίνει πραγματι­
κότητα έν δνόματι τής πρακτικής Ιδέας τοΰ αύτοκαθορισμοΰ
τοΰ ανθρώπου, δηλαδή τοΰ καθορισμού τής πράξης του α­
νεξάρτητα άπδ εξωτερικές αίτίες.
Τδ αυτονομιστικό ιδεώδες τής καντιανής φιλοσοφίας
5
πραγματοποιείται έφ δσον δ Πρακτικός Λόγος τεθεί ώς κα­
θοριστικό αίτιο τής πράξης, δηλαδή ή πράξη καθορίζεται
άπδ Ινα κανόνα, πού δέν είναι άλλος άπδ τήν ίδια τή γενι­
κή μορφή τοϋ πρακτικού Λόγου ώς πραξεολογική άρχή τής
βούλησης: «Βούληση είναι λοιπόν τδ έπιθυμητικό, δχι άπλα
ιδωμένο ώς θέληση σέ συσχετισμό μέ μία πράξη, άλλά μάλ­
λον σέ σχέση μέ τά καθοριστικά αίτια πού καθορίζουν τή
θέληση μας γιά τήν πράξη καί δέν έχει ή ίδια μπρος της,,
στήν πραγματικότητα κανένα καθοριστικό αίτιο, άλλά είναι
έφ' δσον μπορεί νά καθορίζει τή θέληση μας δ ίδιος δ πρα-

42
κτικός Λόγος (IV, 3 1 7 ) . Ή ηθική πράξη δέν μπορεί λοιπόν
νά έχει οποιονδήποτε σκοπό (τέλος) ώς περιεχόμενο της»
άλλά έχει ώς κίνητρο τήν ίδια τή μορφή του γενικού Ήθι-
κοΰ Νόμου, τήν ίδια τή γενικευτική λειτουργία τοΰ πρακτι­
κού Λόγου, στήν οποία αίρεται καί δ χωρισμός περιεχομένου
καί μορφής, μιά καί δ ηθικός νόμος, τό μορφικό Γενικό, απο­
τελεί ταυτόχρονα καί τό ύψιστο πραξεολογικό περιεχόμενο.
"Ομως σέ τί συνίσταται τό περιεχόμενο αύτό,ποιά είναι ή
ταυτότητα τοΰ Ήθικοΰ Νόμου στήν οποία αυτός αναφέρεται;
Είδαμε, δτι δ Κάντ προσπαθεί νά σκεφθεί τήν Πράξη ώς
άρν'ηση τής ενεργείας τής σχηματικής Λογικής, ή δποία
εφαρμόζει τίς κατηγορίες πάνω στήν εποπτεία, καί νά θέσει
τό πρόβλημα τής πραγμάτωσης τοΰ Λόγου ώς ερώτημα γιά
τήν πραγματοποίηση τών άπριόρι εννοιών ώς σχέσεων ελευ­
θερίας, ώς κατηγοριών τής ελευθερίας. Ή γενικευτική λει­
τουργία τοΰ Πρακτικοΰ Λόγου είναι αναφορά του στόν εαυ­
τό του, στήν ποσοτική κατηγορία τής γενικότητας ιδωμέ­
νης ώς κατηγορίας ελευθερίας. Ή υπεραισθητή εφαρμογή
τών κατηγοριών είναι κατά τόν Κάντ θεωρητικά προβλημα­
τική, πρακτικά δμως είναι αποδεικτικός Νόμος. Προβλημα­
τικότητα καί άποδεικτικότητα αναφέρονται στή δομή του
Πρακτικοΰ Συλλογισμοΰ τοΰ Τρόπου.
Ά λ λ ά καί ή δυνατότητα ενός καθορισμού τής κοινωνι­
κής πράξης είτε ξεκινώντας άπδ αισθητικούς είτε άπό πρα­
κτικό - ηθικούς καθορισμούς είναι αναφορά τοΰ Πρακτικοΰ
Λόγου στόν ίδιο τδν εαυτό του. Ό Πρακτικός Λόγος, μέ τδ
νά μελετά τήν δυνατότητα τής πραγμάτωσης του, ή δποία
δέν είναι άλλο άπό τήν πραγμάτωση μιας σχέσης ελευθερίας,
έτσι ώστε αυτή ή σχέση νά είναι αναγκαία, αναφέρεται στις
κατηγορίες τοΰ τρόπου (δυνατότητα, πραγματικότητα, αναγ­
καιότητα) ,"τίς θέτει μπρος στό πρόβλημα τής πραγμάτωσης
τής σχέσης ελευθερίας. Ή σχέση ελευθερίας θά πρέπει νά

43
πραγματωθεί κοινωνικά σύμφωνα μέ τις πρακτικές κατηγο­
ρίες της σχέσης, δηλαδή τήν ουσία, τήν αιτιότητα καί τήν
αλληλεπίδραση (άλληλενέργεια) ώς σχ,έσεις ελευθερίας.
Προκειμένου νά είναι δυνατές τέτοιες σχέσεις, συμπεραίνει
b πρακτικός Λόγος, θά πρέπει αναγκαστικά νά έχει συστα­
θεί μία κοινωνία, στήν δποία νά είναι δυνατή κοινωνική πρά­
ξη άπό ελευθερία, στήν οποία, θά μπορούσαμε νά πούμε, ή
αναγκαία κοινωνική πράξη νά είναι δυνατόν νά είναι κ α i
ελεύθερη. Ό συλλογισμός αυτός οδηγεί στό κέντρο τής προ­
βληματικής τής σύστασης τοΰ κοινωνικού Είναι ώς αύτσσύ-
στασης τοΰ Πρακτικοΰ Λόγου.
Ά π ό τή σκοπιά τοΰ Πρακτικοΰ Λόγου πρέπει νά δια­
σφαλίζεται ή δυνατότητα μιας κοινωνικής πρακτικής πού
κατευθύνεται πρός τήν ευδαιμονία, έχει δηλαδή εγωιστικά
καί όχι ηθικά κίνητρα, ακριβώς γιατί ή πραγματοποίηση
τής κοινωνικής ευδαιμονίας είναι προϋπόθεση τής πραγμα­
τοποίησης τής ηθικής. Κατά τόν Κάντ ή διασφάλιση τής
ευδαιμονίας τών συνανθρώπων του είναι γιά τόν πολίτη ηθι­
κή υποχρέωση, γιατί ξέρει ότι μία κοινωνία πού ζεί σέ ευ­
δαιμονία περιορίζει τις ανεξέλεγκτες ορμές καί χους εγωι­
σμούς τών ανθρώπων καί έτσι προετοιμάζει τό έδαφος γιά
μία ηθική κοινωνία. Τό πρόβλημα δηλαδή πού θέτει ό Κάντ
δέν είναι νά ύπερβαθεί ή εύδαιμσνική κοινωνία ώς κοινωνία
στήν οποία εγωιστικά κίνητρα διέπουν τις πράξεις, άλλά
αντίθετα νά διασφαλιστεί καί νά δικαιωθεί ή κατ' εξοχήν
εύδαιμονική αστική κοινωνία ώς κοινωνία, στήν οποία οί ε­
γωισμοί βρίσκουν ενα γενικό πλαίσιο εκδήλωσης κάτω άπό
τήν κυριαρχία τοΰ γενικού αστικού νόμου.
Ή Καντιανή κατασκευή τής αστικής κοινωνίας μπορεί
νά νοηθεί ώς συνολικό αποτέλεσμα μιας κοινωνικής πρακτι­
κής εξετασμένης ώς πρός τις αρχές πού τήν διέπουν ^προ­
στακτικές τοΰ πράττειν). Στό βαθμό πού ο! προστακτικές·ά-

'44
ναφέρανται σέ καθορισμό μέσων για τήν επίτευξη σκοπών,
ή κοινωνία έχει χαρακτήρα εύδαιμονικό (IV, 4 4 ) . Ol προ-
στακτικές αυτές μποροΰν νά είναι προστακτικές τών σχετικών
δυνατοτήτι,ον πού αναφέρονται σέ τεχνική γνώση τών μεθό­
δων καί του ύλικοϋ ή προστακτικές αναφερόμενες στή λει­
τουργική χρησιμοποίηση τών κοινωνικών δεδομένων πρός
όφελος ενός άνθρωπου, ή μιας ομάδας ή σέ μεθόδους επίδρα­
σης σέ άλλους ανθρώπους τέτοιες πού νά εξασφαλίζει συγκε­
κριμένες ενέργειες τους σύμφωνα μέ συγκεκριμένους σκο­
πούς. Στή θεμελίωση τής «Μεταφυσικής τών Ηθών», δ Κάντ
ονομάζει αυτές τις τελευταίες προστακτικές Προστακτικές
τής φρόνησης. Ή Καντιανή φρόνηση ώς χρησιμοποίηση άλ­
λων γιά τούς σκοπούς μου, πού ό Κάντ ονομάζει δημόσια
φρόνηση, είναι προσπάθεια νά ύπερβαθεΐ ή Αριστοτελική
παθητική αντίληψη τής αρετής τής φρόνησης καί νά εισαχθεί
μία σύγχρονη αντίληψη τής φρόνησης ώς ένεργοΰ τεχνικό -
επεμβατικής στάσης τοΰ κοινωνικοΰ άτομου, πού οπωσδήπο­
τε συγγενεύει μέ τούς σύγχρονους φορμαλιστικούς προσδιο­
ρισμούς τής εξουσίας (π.χ. στήν παράδοση τοΰ MAX WE­
B E R εξουσία είναι ή τεχνική νά κινητοποιώ συναίνεση τών
άλλων γιά- τήν επίτευξη δικών μου σκοπών). Τό σύνολο τών
τεχνικών Προστακτικών καί τών προστακτικών τής φρόνη­
σης ονομάζει ό Κάντ υποθετικές προστακτικές, γιά ya τίς
διακρίνει άπό τήν κατηγορική προστακτική. Ή διάκριση
υποθετικής καί κατηγορικής προστακτικής ανάγεται στή δι­
άρθρωση τοΰ πρακτικού Αόγου, στις πρακτικές κρίσεις σχέ­
σεων ουσίας (κατηγορικές κρίσεις) καί αιτιότητας (υποθε­
τικές κρίσεις). Ή τελευταία.σχέση είναι τοΰ τύπου: έάν θέ­
λω νά πετύχω (α) πρέπει νά πράξω α ϊ , α2, α 3 . Ή αντί­
στοιχη πρακτική αναφέρει τήν υποθετική κρίση σέ κρίσεις
τοΰ τρόπου προβληματικές (τής τεχνικής δυνατότητας) ή
πραγματικές (τής πραγματιστικής φρόνησης). Αντίθετα οί

45
-κατηγορικές κρίσεις διέπουν μία κοινωνική πρακτική, πού
είναι καθ' εαυτή επιθυμητή ώς προς τήν έλλογη μορφή της,
γι* αύτδ καί ή κατηγορική σχέση αναφέρεται στήν τροπική
-κρίση τής αναγκαιότητας.
Είδαμε, δτι δ Κάντ διακρίνει στήν θεωρητική του φιλο­
σοφία συνθετικές άπδ αναλυτικές κρίσεις άπριόρι καί δτι τδ
κριτήριο ύπαρξης συνθετικών κρίσεων άπριόρι είναι ένα κρι­
τήριο εφαρμογής τους πάνω στήν εποπτεία. Ή προβληματι­
κή αυτή τίθεται πάλι δταν αναρωτηθούμε γιά τδ λογικό χα­
ρακτήρα τών προστακτικών. Οί προστακτικές τής επιδεξιό­
τητας είναι αναλυτικές προστακτικές, άφοΰ στήν επιδίωξη
.ενός σκοπού αναλυτικά συνεκφέρεται ή επιδίωξη τών τεχνι­
κών μέσων γιά τήν επίτευξη του. Τδ ίδιο ισχύει έν μέρει καί
γ ι ά τήν προστακτική τής φρόνησης — θά ίσχυε πλήρως άν
δεχόμαστε δτι είναι τεχνικά δυνατόν νά κατονομασθούν πλή­
ρως τά μέσα πού οδηγούν στήν ανθρώπινη ευδαιμονία. Σέ
αντίθεση μέ αυτές τίς τεχνικοπρακτικές προστακτικές δ Κάντ
θεωρεί τήν κατηγορική προστακτική ώς συνθετική πρόταση
άπριόρι, γιατί έδώ συνδέεται ή πράξη μέ τή βούληση, χω­
ρίς νά προϋποτίθενται δροι αναφερόμενοι σέ εγωιστικά κίνη­
τρα, δρμές κλπ. Κι' δμως καί έδώ λανθάνει ένας δρος, πού
χαρακτηρίζει ακριβώς τον συνθετικό άπριόρι χαρακτήρα τής
πρότασης καί αναφέρεται στήν ύπαρξη εγκαθιδρυμένης α­
στικής κοινωνίας. Ό Κάντ λέει γιά τήν κατηγορική προστα­
γ ή , δτι δέν υπάρχει γι αυτήν εμπειρικό παράδειγμα, γιατί
δέν μπορούμε νά ελέγξουμε άν μία πράξη είναι αποτέλεσμα
μίας κατηγορικής προσταγής ή μιας προστακτικής τής φρό­
νησης. Αυτό δμως συμβαίνει σέ πράξεις συνδεόμενες μέ ένα
συγκεκριμένο, εγκαθιδρυμένο γενικό θεσμικό πλέγμα (τούς
•αστικούς θεσμούς), τό οποίο αναπαράγεται μέ τίς πράξεις
αυτές ανεξάρτητα άπό τό .(εγωιστικό ή ηθικό) κίνητρο τους.
"Απέναντι στό πλέγμα αυτό, στήν εγκαθιδρυμένη αστική κοι-

46
νωνία, ή εφαρμογή τοϋ κατηγορικού νόμου ηθικοποιεί αυτό,
τό όποιο κοινωνικά οπωσδήποτε ήδη ίσχρει. Τήν έλλογη
σχέση υποθετικής καί κατηγορικής προστακτικής μπορούμε
νά κατανοήσουμε καλύτερα μέ ένα Καντιανό παράδειγμα, τό
παράδειγμα τοΰ έντιμου έμπορου (IV, 2 3 ) . Αυτός «καθορί­
ζει μία γενική τιμή τών εμπορευμάτων γιά τόν καθένα, ώσ­
τε καί ένα παιδί νά μπορεί νά αγοράζει άπ' αυτόν έξ ίσου
καλά, δπως καί οποιοσδήποτε άλλος. Εξυπηρετεί δηλαδή
τούς πελάτες έντιμα (...) τδ συμφέρον του τό απαιτεί. "Ωσ­
τε ή πράξη του δέν συνέβη άπό ηθικό καθήκον, ουτε άπό ά­
μεση παρόρμηση, άλλά μέ ιδιοτελή πρόθεση». Θά μπορούσε
κανείς βάσει αύτοϋ τοϋ παραδείγματος νά υποστηρίξει, δπως
κάνει λ.χ. δ L. GOLDMANN, δτι δ Κάντ διατυπώνει μία
κριτική τοϋ αστικού έγιοϊστικοϋ πράττειν έν ονόματι τής
φορμαλιστικής ηθικής; Όπωσδήποτε δ Κάντ κάνει καί
αυτό. Ωστόσο δ χαρακτήρας τής κριτικής του είναι τέτοιος
πού δέν θέτει σέ αμφισβήτηση, άλλά μάλλον επικυρώνει τούς
αστικούς θεσμούς. Αυτό, τό όποιο γίνεται αντικείμενο κριτι­
κής τοϋ Κάντ, δέν είναι ή εμπορευματική σχέση, ή δποία
έξ δρισμοΰ προϋποθέτει εγωιστικά κίνητρα τών πράξεων,
καί τά προϋποθέτει ακριβώς γιατί ή ίδια τά θέτει, άλλά
"μόνον τά κίνητρα. Ό ηθικός έμπορος είναι έντιμος δχι γιατί
αυτό τόν συμφέρει, άλλά επειδή είναι σέ θέση νά ανάγει τήν
εντιμότητα καθ' έαυτήν σέ γενικό κανόνα. Τό γεγονός, δτι
άπό τήν εντιμότητα του απορρέουν γ ι ' αυτόν καί εμπορικά
οφέλη (καλό δνομα κλπ.), είναι αναγκαίο επακόλουθο, δχι
λόγος τής έντιμης συμπεριφοράς του. Ά λ λ ά έδώ ακριβώς
βρίσκεται ή Καντιανή θεμελίωση τών αστικών θεσμών: Ή
αστική κοινωνία είναι γιά τόν Κάντ πλέγμα υποθετικών
προστακτικών καί μιας αντίστοιχης πρακτικής πού αποτε­
λούν αναγκαία προϋπόθεση, άλλά καί αναγκαία επακόλουθα
τής ηθικής πράξης. Κι' άν ακόμα όλοι οί άνθρωποι δροΰ-

47
σαν ηθικά, ή αστική μορφή τής Κοινωνίας, ή Κοινωνία τής
ανταλλακτικής σχέσης θά παρέμενε αμετάβλητη ώς εξωτε­
ρική κοινωνική πρακτική, έστω καί χωρίς τά εγωιστικά κί­
νητρα τών δρώντων, ανάγοντας τόν εξωτερικό της χαρακτή­
ρα σέ ύψιστο κανόνα, έσωτερικοποιώντας τον.
"Οσο όμως ή κοινωνία αυτή δέν έχει πραγματοποιη­
θεί, είναι και ή πράξη σύμφωνα μέ υποθετικές προστακτι­
κές αναγκαία επικουρική στρατηγική τοΰ Λόγου μέσα στήν
ιστορική τελεολογία. Ή πράξη αυτή δικαιώνεται άπό τήν
ανάγκη τής ολοκλήρωσης αστικών κοινωνικών καί πολιτι­
κών θεσμών, δηλ. θεσμών πού νά διέπονται άπό τήν γενι­
κότητα τοΰ Νόμου, μία γενικότητα αναγκαστική στήν αστι­
κή κοινωνία πού γίνεται αυτοσκοπός στήν ηθική κοινωνία.
Πρόκειται γιά τήν πρακτική εξωτερική - νομική καί εσωτε­
ρική - ηθική κατηγορία τής γενικότητας πού αποκλείει τήν
εξαίρεση (IV, 29, 30) άπό τούς γενικούς νομικοθεσμικούς
όρους τής αστικής πολιτικής κοινωνίας, ακριβώς γιά νά δια­
σφαλίσει τά έτερώνυμα συμφέροντα, μέσα άπό τά όποια δια-
μεσολαβείται ή αναπαραγωγή τής κοινωνίας αυτής.

V.

Τ ή θεμελίωση τής Αστικής Κοινωνίας στήν ίδια τή δο­


μή τής Καντιανής Συστηματικής μας τήν φανερώνει μία α­
νάλυση στίς «Αρχές τής Μεταφυσικής τών' Ηθών» (IV,
68 έ π . ) , πού θέτει τό πρόβλημα τής ανταλλακτικής σχέσης,
τοΰ μορφικοΰ στοιχείου τής αστικής κοινωνικής σύνθεσης,
στό κέντρο τής κοινωνικοηθικής ανάλυσης. Έ δ ώ ό Κάντ
διακρίνει τήν ανθρώπινη πράξη ώς πρός τήν αγοραστική τι­
μή, τήν τιμή παρόρμησης, τήν αξιοπρέπεια. Ή αγοραστική
τιμή τής πράξης αναφέρεται στήν τεχνική έπιτηδειότητα,
μέ τήν δποία συντελείται ή πράξη, ευσυνειδησία, εργατικό­
τητα κλπ. Ή τιμή παρόρμησης αναφέρεται στήν ζωντάνια

48
και στήν φαντασία πού τήν συνοδεύουν, συνδυασμένη μέ κρι­
τική ικανότητα (WITZ) καί ευδιαθεσία. Ή αξιοπρέπεια
(WUERDE) είναι ή εσωτερική αξία, ή καλή πίστη πού πε­
ριέχουν οί συναλλαγές καί οί συμβατικές υποσχέσεις καί ή
εύμένεια πού στηρίζεται σέ αρχές, δχι σέ ένστικτο, καί εί­
ναι προϋπόθεση γιά νά είναι κάτι σκοπός καθ' εαυτόν.
Ό Κάντ λέει δτι στό βασίλειο τών σκοπών τά πάντα
έχουν ή τιμή ή αξιοπρέπεια. "0;τι έχει τιμή μπορεί νά αν­
τικατασταθεί μέ κάτι άλλο, τό ανταλλακτικό του ισότιμο. Ή
αγοραστική τιμή καί ή τιμή παρόρμησης έ'χουν μία «σχε­
τική αξία», αναφέρονται στό σύνολο τής κοινωνικής πρακτι­
κής ώς σύστημα ανταλλακτικών σχέσεων. Αντίθετα ή αξιο­
πρέπεια αναφέρεται στή γενική μορφή τής Ηθικότητας καί
τής Ανθρωπότητας καί έχει εσωτερική ηθική αξία. Είναι
φανερό, δτι ή κατασκευή αυτής τής διάκρισης θεμελιώνεται
στήν ίδια τήν υπερβατική μεθοδολογία. Ή αγοραστική τιμή
της πράξης συνδέει τήν πράξη μέ ένα σύστημα εγωιστικών
καθορισμών, σκοπών ή μέσων γιά τήν επιδίωξη ιδιωτικών
συμφερόντων, δηλ. μέ μία κοινωνία τών αίτιακών αναγκαί­
ων σχέσεων πού αναφέρονται σέ μία κοινωνική πραγματι­
κότητα, πού γίνεται αισθητή. Αναφέρεται δηλ. σέ κοινω­
νικές σχέσεις πού μπορεί νά κατασκευαστούν σέ αναλογία
μέ φυσικομαθηματικές σχέσεις, μεθοδολογικά στά πλαίσια
ενός οιονεί θεωρητικοΰ σχηματισμοΰ: Ή τιμή παρόρμησης
συνδέει τήν πράξη μ' ένα χώρο κοινωνικής τελεολογίας,
δπου ή πράξη, πέρα άπό τήν αξία έπιτηδειότητας, αντιμε­
τωπίζεται βάσει ποιοτικών κριτηρίων (λ.χ. καλλιτεχνικών)
αναφερομένων στήν κριτική ικανότητα ( Ή i'Öta ή έννοια
τής έπιτηδειότητας καί καπατσοσύνης, τό W I T Z , άγγλ.
W I T υπήρξε, δπως έδειξε δ GADAMER, τζρόο'ρο^ος τής
καντιανής τελεολογικής κρίσης).
5
Π α ρ δλο πού είναι κι' αυτή μέρος ενός δλου άνταλ-

49
λακτικών σχέσεων, δηλ. άναγώγιμη σέ αγοραστικές τιμές,
μας φανερώνει τήν δυνατότητα μιας μή ανταλλακτικής σχέ­
σης πού διέπει τήν πράξη μας. Ή σχέση αυτή είναι ή σχέ­
ση Αξιοπρέπειας στηριγμένη στόν Πρακτικό Λόγο, ή δποία
διαρρηγνύει τήν όλότητα τών ανταλλακτικών σχέσεων, μέ τό
νά μετέχει ώς σχέση Αρετής στή γενική νομοθεσία πού θέ­
τει στόν εαυτό του ό Λόγος αποβλέποντας σ' ένα έλλογο δν
(IV, 6 9 ) , άλλά ταυτόχρονα ή Αξιοπρέπεια θεμελιώνει τήν
ολότητα αυτή μέ τό νά ορίζει τήν ανταλλακτική καί παρορ­
μητική αξία σέ σχέση μέ τόν εαυτό της ώς εξωτερικές της
αξίες. Ή αξιοπρέπεια ορίζεται φορμαλιστικά ώς εσωτερική
αξία του συστήματος τών ισοτίμων, δηλ. ώς κατάφαση του
γενικού συστήματος τών ανταλλακτικών σχέσεων, δχι ώς
πρός τά εξωτερικά πραξεολογικά κίνητρα άλλά ώς πρός τή
μορφή τής έσωτερικευμένης σέ ηθική επιταγή γενικότητας.
Ό Κάντ θεωρεί δτι ή «τιμή αγοράς» καί ή τιμή παρόρμη­
σης είναι τρόποι νά φαντασθούμε τήν Η θ ι κ ή Ά ρ χ ή , δέν
είναι δηλ. παρά τύποι τοΰ ίδιου Νόμου πού θεμελιώνονται
δλοι στήν ανθρώπινη Αξιοπρέπεια (IV, 6 9 ) . Οί τύποι αυ­
τού φέρνουν τήν ιδέα τοΰ Λόγου κοντύτερα στήν ανθρώπινη
αίσθηση καί στήν κρίση, θά μπορούσαμε δηλ. νά ποΰμε δτι
εκλογικεύουν τίς εγωιστικές παρορμήσεις καί. τίς ατομικές
επιδιώξεις αντιπαραθέτοντας σ' αυτές τήν ολότητα, γενικό­
τητα καί αναγκαιότητα τής αστικής αναπαραγωγής ώς
Ηθικό Καθήκον. Οί ίδιες οί γνωσιοθεωρητικές δομές τής
αίσθησης καί τής κρίσης είναι προετοιμασίες γιά τήν υπο­
ταγή τους στόν αστικό πρακτικοηθικό λόγο: είναι «εισαγω­
γές», προσεγγίσεις πρός τήν ηθική, πού δίνουν τή δυνατό­
τητα μιας προϊούσας ηθικοποίησης τών υλικών τους χαρα­
κτήρων. Βρίσκομε έδώ εν σπέρματι τήν έγελιανή ιδέα δτι
τό Πρακτικό τέλος, ό συγκεκριμένος Λόγος, θεσπίζεται α­
ναγκαστικά μέσα άπό τίς αφηρημένες δομές τής αίσθησης

50
y.al τής κρίσης, μέσα από τ:ς προ - αστικές θά λέγαμε γνω-
σιοθεωρητικές του συνιστώσες, πρός τις οποίες συμπεριφέ­
ρεται δπως τό δλον στά μέρη του. ' Ά ν αυτό ισχύει γιά τήν
έγελιανή θεωρία, ισχύει δπως είδαμε μόνο υπό δρους γιά
τήν Καντιανή κοινωνική θεωρία. Ό Κάντ βλέπει τά επίπε­
δ α τοΰ έγωϊστικοΰ πράττειν ώς επικουρικές στρατηγικές τοΰ
•πρακτικού Λόγου γιά νά μας φέρει έκεΐ πού τό ίδιο μας τό
1
Πρακτικό - ηθικό Λογικό θά μπορούσε νά μας φέρει κατ
•ευθείαν. Στήν πράξη δηλαδή σύμφωνα μέ κατηγορικές προ­
σταγές.
Οί επικουρικές αυτές στρατηγικές, οί οποίες δπως εί­
δαμε, θεμελιώνουν καί τήν Ιστορία σέ καντιανές προϋποθέ­
σεις, έχουν επιτυχία γιατί εισάγουν αυτό, τό οποίο θά απο­
δειχθεί ώς αυτοσκοπός, κατ' αρχήν ώς μ έ σ ο ν , εισάγουν
:
δηλ. τή αστική μορφή τής Γενικότητας τοΰ Νόμου ώς πα­
ραδεκτό άπό οίους μέσον, ώς προϋπόθεση γιά τήν επιδίωξη
ατομικών σκοπών. Τόσο ή τιμή Αγοράς δσο καί ή τιμή
Παρόρμησης-καί ή Αξιοπρέπεια περιέχουν τήν μορφή τής
"γενικότητας. Οί δύο πρώτες ώς στοιχείο διαμόρφωσης ισο­
τίμων ανταλλακτικών σχέσεων, ή τελευταία ώς πρακτικό
-•αυτοσκοπό, ώς σύστημα τοΰ συνόλου τών ισοτίμων ανταλλα­
γών μέ τό γενικό νόμο. Αυτός είναι καί ό λόγος πού ή Α ­
ξιοπρέπεια δέν έχει ισότιμο, γιατί διαμορφώνεται ώς επίπε­
δο θεμελίωσης τών ανταλλακτικών σχέσεων, θεμελιώνει, δ­
πως θά έλεγε δ κοινιονιολόγος, οχι <τή στάση τοΰ συνετού
εμπόρου άλλά τοΰ ευσυνείδητου γραφειοκράτη, γιά τόν δ-
.ποίον τό σύνολο τών ανταλλακτικών σχέσεων είναι αναγκαίο
αντικείμενο πού πρέπει νά συμφωνεί μέ τή γενική διοικη­
τική μορφή.
5
'Ωστόσο κι* απ τήν πλευρά τοΰ έμπορου θά ήταν κατά
τόν Κάντ αξιοπρεπές νά αντιμετωπίζει .τήν πράξη του οχι
απλώς ώς κατάλληλο χειρισμό πρός κερδοσκοπία, άλλά ώς

51
μέρος ενός έλλόγου συστήματος σχέσεων, θεμελιωμένου τελι­
κά στόν πρακτικό Λόγο. Βλέπουμε Οτι ό Κάντ προσπαθεί νά,.
εντάξει όλα τά δυνατά ενεργήματα (AKTE) σ' ένα σύστη­
μα σχέσεων ανταλλαγής, τοΰ οποίου τήν ενότητα εγγυάται
ό Πρακτικός Λόγος. ' Τ ά έπί μέρους ενεργήματα προϋποθέ­
τουν στάσεις πού είναι (στό βαθμό πού δέν συμπίπτουν μέ
τή στάση τής Αξιοπρέπειας) περισσότερο ή λιγότερο α π ο ­
(

μακρυσμένες άπό τή στάση, τοΰ ίδιου τοΰ Πρακτικού Λό­


γου, είναι δηλ. στάσεις πού άπολυτοποιοΰν τόν ίδιο τους τόν
χαρακτήρα και δέν είναι σέ θέση νά τόν δουν σέ σχέση μέ.
τήν αλήθεια τους στά πλαίσια τών στρατηγικών καί πανουρ­
γιών τοΰ Πρακτικού Λόγου. "Εχομε δηλαδή έδώ τήν ενέρ­
γεια αύτοΰ πού δ Κάντ ονόμασε διαλεκτική, όχι πιά σέ γ ν ω -
σιοθεωρητικό, άλλά σέ κοινωνικό επίπεδο: Ή γνωσιοθεωρη-
τική διαλεκτική βασίζεται στήν αδυναμία διαχωρισμοΰ τώ>
γνωστικών επιπέδων καί τής ένταξης τών φιλοσοφικών προ­
βλημάτων στά κριτικά γνωσιοθεωρητικά πλαίσια, έτσι πού·
λανθασμένες εντάξεις νά φαντάζουν ώς έγκυρες. "Ομως κι'
αυτές οί λανθασμένες εντάξεις δέν ήταν γιά τόν Κάντ τ υ ­
χαίες, άλλά πρόβαλαν σάν αναγκαστικές εντάξεις στή συνεί­
δηση, ήταν μιά μορφή αναγκαστικής αύτοπλαστογράφησης,
τοΰ Λόγου, τής οποίας αποκρυπτογράφηση είναι ή ίδια ή
καντιανή θεωρία τοΰ Καθαρού Λόγου. Ό Κάντ ονόμασε α υ ­
τή τήν λανθασμένη γνώση Έπιφαινομενικότητα.
Ή γνωσιοθεωρητική προβληματική μιας αναγκαστικά,
λανθασμένης συνείδησης αποκτά ιδιαίτερη σημασία στήν
Καντιανή κοινωνική θεωρία. Καί έδώ εγκαθιδρύονται αναγ­
καστικά ηθικές στάσεις πού συνοδεύουν κοινωνικές πρακτι­
κές ενταγμένες στό όλο τής ιστορικής καί κοινωνικής Τελεο­
λογίας: ή εγωιστική λ.χ. στάση καί ή πράξη σύμφωνα μέ
υποθετικές προσταγές είναι ό ιδιαίτερος καί αναγκαίος τρό­
πος (παρ' όλη του τήν τυφλότητα όσον άφορα τό τί συνι-

52
>-στά τήν ηθική συμπεριφορά, καί μέσα άπ' αυτήν) σύστα­
σης τών αστικών θεσμών, τούς οποίους, δπως είδαμε, δ Κάντ
«θεωρεί, αναλύοντας τις πανουργίες του Πρακτικού Λόγου,
ιπρούπόθεση τής ηθικής εξέλιξης τής κοινωνίας.
Στόν ορίζοντα τοΰ εγωιστικού πράττειν ή κοινωνία ώς
"Ολο εμφανίζεται (ERSCHEINT) ώς εύδαιμονικό σύνολο,
ταύτό δμως τό επιφαινόμενο (SCHEIN) είναι αναγκαία αύ-
-τοδόμηση τού Λόγου στήν πορεία αύτοσύστασής του ώς ήθι-
κοπρακτικοΰ "Ολου.
Βλέπομε έδώ πώς ή προβληματική πού διατύπωσε ό
Κάντ στή γνωσιοθεωρία ώς διαλεκτική τοΰ Λόγου συνδέεται
^στίς συνέπειες της στήν κοινωνική του φιλοσοφία μέ μία
•προβληματική τής διαμόρφωσης αναγκαίας πλαστής συνεί­
δησης στήν αστική κοινωνία. Έ ν σπέρματι διατυπώνεται έδώ
.μία θεωρία, ή οποία στήν ανάπτυξη της άπδ τόν Έ γ ε λ ο
καί τό Μαρξ θά αποτελέσει αυτό πού σήμερα δνομάζομε θε-
-ωρία τής 'Λστικής Ιδεολογίας. Αντιλαμβάνεται δηλ. τίς
•κοινωνικές στάσεις καί συμπεριφορές ώς κοινωνικούς χαρα-
ατήρες, οί όποιοι, καί έκεϊ δπου δέν συνειδητοποιούν τήν κοι­
νωνική πραγματικότητα ώς Όλότητα, συμμετέχουν στή δια­
μόρφωση της, καί διατυπώνει τή θέση δτι ή σύσταση τής
•κοινωνίας ώς Όλότητας προϋποθέτει ακριβώς μή συνειδη­
τούς κοινιονικούς χαρακτήρες, πίσω άπό τούς οποίους δρα
καί τούς οποίους στήν αναγκαία τους μορφή τής μή συνει-
δητότητας ορίζει ή συγκεκριμένη ολότητα τοΰ Κοινωνικού
Μ
Είναι. Λν δμο^ς ζητήσουμε νά ορίσουμε πώς αντιλαμβάνε­
ται ό Κάντ στά γενικά της χαρακτηριστικά τή συγκεκρι­
μένη θεμελιακή Όλότητα τής αστικής κοινωνίας, βλέπομε
δτι αυτή συμπίπτει μέ τή δομή τής κριτικής Αρχιτεκτονι­
κ ή ς , δηλ. τό σύνολο σχέσεων πού διαμορφώνονται μεταξύ
θεωρίας, πράξης καί τελεολογίας, δηλ. μέ τή δομή τοΰ ίδιου
•τοϋ Λόγου. Ό Πρακτικός Λόγος ανευρίσκει τόν εαυτό του


στά ίδια του τά. ενεργήματα καί στις εκλογικεύσεις τών*
περιεχομένων πού συναντά. Ό φιλοσοφικός στοχασμός α ύ -
τοαναγορεύεται ώς θεμελιακή δομή τής αστικής κοινωνικής,
σύνθεσης, τής οποίας παράγωγο είναι ή κοινωνική αναπα­
ραγωγή. Στήν ταύτιση αυτή τής ουσίας τής Όλότητας τοΰ
Κοινωνικού Είναι μέ τό χαρακτήρα τοΰ φιλοσοφικού Στο­
χασμού αποδεικνύεται ή ίδια ή Καντιανή σκέψη, ή δποία.
όπως είδαμε κάνει ίΗμα της τό πρόβλημα τών Ιδεολογιών,,
ώς ιδεολογική, ώς αναγκαίος χαρακτήρας τής κοινωνικής
σύνθεσης στήν αστική κοινωνία. Ή σκέψη αυτή αντιμετωπί­
ζει .τήν κοινωνία ώς απόρροια τοΰ εαυτού της, ενώ ή ίδια δέν
συστηματοποιεί παρά τίς κοινωνικές (ιστορικές καί δχι.
υπερβατικές) έμφάνειες, τίς όποιες καί άπολυτοποιεϊ, δηλα­
δή τόν εγκαθιδρυμένο χωρισμό θεωρίας καί πράξης καί θε­
ωρίας καί εφαρμογής στήν αστική κοινωνία καί τήν αστική
ιστορική τελεολογία, ή οποία θέτει τόν Τύπο τής αστικής;
πολιτικής Κοινωνίας ώς ιστορικό Τέλος.
Ή δυνατότητα αυτής τής αναγωγής μιας κοινωνικής,
διαδικασίας ορισμού τών μορφών τής πράξης σέ διαδικασία
αύτοκαθορισμοΰ τοΰ Λόγου ενυπάρχει στήν έννοια τού Νό­
μου, δπως αυτή παρουσιάζεται στό Καντιανό έργο. Είδαμε:
δτι ή καντιανή έννοια τού νόμου προσανατολίζεται πρός τόν
γνωσιοθεωρητικό διανοητικό νόμο καί είναι αμφίσημη: σ'"
αυτήν περιέχεται ένα στοιχείο κοινωνικοθεωρητικό, πού α­
ναφέρεται σέ κοινωνικές νομοτέλειες πού επιβάλλονται τελεο­
λογικά μέσα άπό τήν τυχαία εγωιστική δράση τών κοινωνι­
κών μονάδων, καί ένα στοιχείο νομικίστικο, δ γενικός δηλ.
νομικοπολιτικδς χαρακτήρας τής αστικής συνταγματικής τά­
ξης, ό όποιος πραγματώνεται μέσα άπό τούς αστικούς κοι­
νωνικούς θεσμούς. Ό Κάντ σκέφτεται τήν αλήθεια τής κοι­
νωνικής νομοτέλειας τελικά ώς επιβολή τής θεσμικής νομο­
τέλειας, τήν πλήρωση τοΰ κοινωνικού Είναι ώς έγκαθίδρυ-
ση τοΰ πολιτικού Λόγου. Στόν τυπικό της χαρακτήρα ή αν­
τίληψη αυτή τοΰ νόμου εισχωρεί ώς τίς αναλύσεις τής καν­
τιανής γνωσιοθεωρίας, έτσι ώστε ή θεωρία αυτή νά «έλκε­
ται» άπό τήν θεωρία τοΰ Πολιτικοΰ καί τών θεσμών. Μέσα
άπό αυτό τό πρίσμα προχωρούμε στήν κατανόηση τής συγ­
γένειας γνωσιοθεωρητικής καί κοινωνικής κατασκευής πού
έχουμε επισημάνει ήδη στή γλώσσα τής Κριτικής τοΰ κα-
θαροΰ Λόγου. Κατανοούμε δτι δέν είναι άπλή μεταφορά ή
ιδέα τοΰ Λόγου ώς δικαστήριο, μπρος στό δποΐο δίνουν λό­
γο μεθοδολογικά ρεύματα κα: φιλοσοφικές δοξασίες, ή ή ι­
δέα τοΰ Λόγου ώς αστική πολιτική ένωση πού έρχεται σέ.
αντίθεση μέ τόν δεσποτισμό (τό φιλοσοφικό δογματισμό) καί
μέ τόν άναρχισμό (σκεπτικισμό) ( I I , 1 2 ) , άλλά δτι ή ίδια
ή Καντιανή φιλοσοφία έχει στή σύσταση της δεθεί μέ τήν
κοινωνία καί τήν ιστορία, πού τίς βλέπει ώς κοινωνία τοΰ
Λόγου καί Ιστορία τοΰ Λόγου, δοσμένη στους διαφόρους ά­
πριόρι τρόπους καί σχέσεις του.

VI.

Ή ανάπτυξη τής κατηγορίας τοΰ νόμου, ώς κεντρικής;


κατηγορίας ανάλυσης τοΰ νομικοπολιτικοΰ Είναι, γίνεται
στήν καντιανή θεωρία τοΰ δικαίου. Έ δ ώ ή νομική κατασκευή
συμπυκνώνει δλες τίς εμπειρίες πού απορρέουν άπό τίς μ ε ­
θοδολογικές απορίες τής καντιανής συστηματικής καί προ­
σπαθεί νά τούς δώσει λύση στήν ανάλυση τοΰ πολιτικοΰ θε-
σμοΰ. Στή θεωρία τοΰ δικαίου πρέπει άπό τή μιά μεριά νά
πραγματοποιηθεί τό αίτημα τής μεθοδικής παραγωγής
(ABLEITUNG) τοΰ θεσμοΰ άπό τόν Λόγο, νά ισχύσει δηλ.
ή θεωρία τοΰ δικαίου ώς «Μεταφυσική τών Ηθών». Ά π ό τήν
άλλη ή θεωρία τοΰ δικαίου, στό βαθμό πού αναφέρεται στήν
κοινωνική πράξη (IV, 3 0 9 ) , πρέπει νά έχει εφαρμογή πά­
νω στήν εμπειρική ολότητα τών ενεργημάτων τών κοινωνι-

55-
κών ατόμων, ή δποία δέν μπορεί, ακριβώς λόγω του εμπει­
ρικού της χαρακτήρα, νά συστηματοποιηθεί πλήρως. Ό ι­
διαίτερος τύπος κατασκευής τής σχέ'σης δικαίου πρέπει δηλ.
νά περιέχει Ινα καθαρό μορφικό στοιχείο, αναγόμενο στήν
τυπική_ σχέση (τήν σχέση δηλ. πού κάνει αφαίρεση άπό πε­
ριεχόμενα) τών βουλήσεων τών κοινωνικά δρώντων ατόμων,
πού νά εντάσσεται στήν μορφική τελσλογία του πρακτικού
Λόγου, χωρίς νά συμπίπτει μέ τήν ηθική σχέση, ένώ ταυτό­
χρονα πρέπει νά περιέχει τήν δυνατότητα μή σχηματικής
εμπειρικής εφαρμογής, δηλ. εφαρμογής σέ σχέσεις πού δη­
μιουργούνται άπό ενεργήματα πού συνοδεύονται άπό συγκε­
κριμένους σκοπούς (περιεχόμενα). Ώ ς πρός τό πρώτο στοι­
χείο, τόν 'τυπικό χαρακτήρα τής σχέσης δικαίου, δ Κάντ ε­
πιχειρεί τόν παραλληλισμό της μέ μία (καθαρή) φυσικομα­
θηματική σχέση, υποστηρίζοντας δτι κατά τόν προσδιορισμό
τού νομικού καθήκοντος ( R E C H T S P F L I C H T ) θά πρέπει
«νά καθορισθεί επακριβώς στή ζυγαριά τής Δικαιοσύνης τό
δικό μου καί τό δικό σου κατά τήν άρχή τής ισότητας απο­
τελέσματος καί άνταποτελέσματος, πράγμα πού είναι ανάλο­
γο μέ τήν ακρίβεια μαθηματικής καταμέτρησης μεγεθών»
(IV, 5 0 3 ) .
Ώ ς πρός τήν ικανότητα τής σχέσης δικαίου νά καλύ­
πτει εμπειρικά περιεχόμενα, αυτό δέν μπορεί νά σημαίνει
δτι οί αρχές τοϋ δικαίου προκύπτουν επαγωγικά άπό εμπει­
ρικά πρός ρύθμιση περιεχόμενα. Μία τέτοια κατασκευή θά
περιέκλειε τήν δυνατότητα απείρων εξαιρέσεων άπό τήν γε­
νική άρχή πού πρέπει νά ισχύει (IV, 3 2 0 ) . Στήν πραγμα­
τικότητα ή γενική άρχή δέν είναι δυνατόν νά κατασκευα­
στεί εμπειρικά άλλά νά άνευρεθεΐ ώς κριτήριο Δικαίου στη­
ριγμένο στό Λόγο. "Ομως ό Κάντ δέχεται δτι ή επαγωγική
μεθοδολογία θά μπορέσει νά βοηθήσει σ' αυτήν τήν αναζή­
:
τηση - ανεύρεση ώς όδηγητικός μίτος καί βοηθητική ά π ό

56
δειξη μιας ήδη εγκαθιδρυμένης σχέσης τοΰ Λόγου.
Ά π ό τΙς μεθοδολογικές αυτές προσεγγίσεις μποροϋμε
νά παρακολουθήσουμε πώς ή Καντιανή έρευνα προσπαθεί νά
επεξεργαστεί ένα «ενδιάμεσο» επίπεδο μεταξύ άμεσης θεμε­
λίωσης τοΰ δικαίου στόν Ηθικό Λόγο άφ' ενός καί άφ' έτε­
ρου θεμελίωσης του σέ εμπειρικές σχέσεις καί στό ώμό γε­
γονός τής ύπαρξης εκτελεστού θετικού δικαίου. Ώ ς πρόβλη­
μα τοΰ θεμελιωμένου στό Λόγο φυσικοΰ δικαίου μποροϋμε
νά δοΰμε τήν καντιανή αναζήτηση ενός ενδιαμέσου μεταξύ
τοΰ εσωτερικού φυσικού δικαίου, πού αντιστοιχεί στήν ίδια
τήν εσωτερική διάρθρωση τοΰ Ήθικοπρακτικοΰ Λόγου, καί
εξωτερικού δικαίου τό δποΐο δέν αποκαθιστά σχέσεις πρός
τόν ήθικοπρακτικό Λόγο, άλλά τοΰ είναι ξένο καί αναφέρε­
ται μόνο στό ώμό γεγονός τής ίδιας του τής έξαναγκαστό-
τητας καί θετικότητας ώς θεμελιωτική άρχή. Τό ενδιάμεσο
αότό επίπεδο είναι γιά τόν Κάντ τό επίπεδο μιας δυνατής θε­
τικής νομοθεσίας πού νά μή αποκλείει τόν καθορισμό της
άπό τό Λόγο, νά μή είναι δηλ. «τελείως εξωτερική». Αυτό
τδ ενδιάμεσο επίπεδο δ Κάντ τό χαρακτηρίζει νομιμότητα
( L E G A L I T A E T ) . Κατά τήν διερεύνηση τών εμπειρικών
νόμων, υποστηρίζει ό Κάντ, είναι δυνατόν νά άνευρεθεΐ μία
τελεολογική σύνδεση τους μέ τό Λόγο, στό βαθμό πού δ θε­
τικός νόμος θά αναφέρεται στή βάση τής νομιμότητας. Κι'
άπό τήν άλλη μεριά: έάν έχει εγκαθιδρυθεί ή νομιμότητα,
είναι δυνατόν στή βάση της, ώς δυνατή βάση μιάς νομοθε­
σίας, νά διατυπωθοΰν καί νά θεμελιωθοΰν θετικοί νόμοι.
Στήν αστική κοινωνία, ώς κοινωνία εγκαθιδρυμένης νο­
μιμότητας συμβαίνει αυτό κατ* εξοχήν: οί θετικοί νόμοι ανα­
φέρονται στήν νομιμότητα καί ανάγουν τή θετικότητα τους
δχι στήν ώμή άναγκαστότητα άλλά στό χαρακτήρα τους ώς
:
στοιχεία εφαρμογής, ώς θετικοπόιήσεις τής νομιμότητας. Ή
νομιμότητα είναι, στά πλαίσια τοΰ φυσικού δικαίου, τό έπί-

57
πεδο θετικοποίησης τοΰ Δικαίου, λογικά είναι κεντρική κα­
τηγορία τής καντιανής διαλεκτικής τών διαμεσολαβήσεων
πού προκύπτει άπδ τίς μεθοδολογικές αναλύσεις τών Καν­
τιανών κριτικών, στδ βαθμό πού αυτές θά θεωρηθούν, δπως
προσπαθήσαμε νά τό κάνουμε, προσεγγίσεις τοΰ προβλήμα­
τος σύστασης τοΰ Κοινωνικοθεσμικοΰ Είναι.
Στά πλαίσια τής θεμελίωσης τοΰ φυσικοΰ Δικαίου στόν
Πρακτικοηθικό Λόγο επαναλαμβάνεται ή προβληματική πού
παρακολουθήσαμε συζητώντας τό πρόβλημα τής εφαρμογής
τοΰ ήθικοΰ νόμου. Ή δομή τής νομιμότητας, τής οποίας ή
εγκαθίδρυση προϋποτίθεται, προκειμένου νά υπάρξουν οι ο­
ροί ηθικής πράξης, είναι ή ίδια αποτέλεσμα μιας τελεολο­
γίας τοΰ 'φυσικοΰ δικαίου, ή δποία στήν εξέλιξη της θέτει
καί λύνει τό πρόβλημα τής ένεργοΰ καί δραστικής εφαρμο­
γής τοΰ Δικαίου. Τό φυσικό δίκαιο, υποστηρίζει δ Κάντ,
ενυπάρχει στόν έμφυτο Λόγο, δπως αυτός υπάρχει σέ πρω­
τόγονη (προ - αστική) μορφή στόν κάθε άνθρωπο. Χαρακτη­
ριστικό αύτοΰ τοΰ έμφυτου φυσικοΰ Δικαίου (ANGEBORE-
NESRECHT, IV, 3 4 5 ) , είναι ή πρωτόγονη εσωτερικότη­
τα (ηθικότητα) πού διέπει τήν κοινωνική πρακτική σέ ένα
(υποθετικό) λογικό υπόδειγμα κοινωνίας δπου δέν υπάρχουν
ρυθμισμένες σχέσεις κτήσης πρός τόν αντικειμενικό Κόσμο.
Τό έμφυτο εσωτερικό δίκαιο συνίσταται σέ
α) Ελευθερία (Ανεξαρτησία άπό τήν καταναγκαστική
βούληση τών άλλων ανθρώπων σέ συμφωνία μέ ένα γ ε ­
νικό νόμο).
β) Ισότητα, δηλ. τήν ανεξαρτησία πού επιτρέπει ya μή
δεσμεύεται κανείς περισσότερο άπό δσο δ ίδιος συμβα­
τικά αυτοδεσμεύεται.
γ) Επικοινωνία ώς δυνατότητα ένεργοΰ συμπεριφοράς, α­
πέναντι σέ άλλους, σέ βαθμό πού αυτό δέν μειώνει τόν
δικό τους βιοτικό χώρο. Αυτή ή μορφή πρακτικής έπι-

κ η
κοινωνίας συμπεριλαμβάνει τήν επικοινωνία των Ιδεών.
Αντίστοιχα διακρίνει ό Κάντ ήθικονομικές υποχρεώ­
σεις αναφερόμενες σττό υποκείμενο (τό ζήν έντίμως = H O ­
N E S T E VIVE) στίς σχέσες μεταξύ υποκειμένων (οί άλλοι
νά είναι γιά σένα σκοπός: ΝΑΕΜΙΝΕΜ LAEDE) καί τήν
διαμόρφωσ-^ κοινιονικότητας μεταξύ τών ανθρώπων (μες σέ
ρυθμισμένες κοινωνικές σχέσεις — SUUM CUIQUE T R I -
BUE).
Eivat φανερό, ότι τόσο οί αρχές τοΰ Έσωτερικοΰ Δι­
καίου όσο καί τά αντίστοιχα ήθικονομικά καθήκοντα, πού
αναφέρονται σέ μιά δομή τοΰ έμφυτου λόγου καί συγκεκρι­
μένα στίς «κατγ]γορίες» τής σχέσης: Ουσία (υποκείμενο),
Αιτιότητα καί 'Αλληλενέργεια, θεωροΰνται έδώ ώς προκοι-
νωνικές δυνατότητες ανθρωπίνων σχέσεων, τών οποίων ό χα­
ρακτήρας πρόκειται νά πραγματοποιηθεί κοινωνικά. Χαρα­
κτηριστικά δεσπόζει έδώ ή ανεξαρτησία άπό τήν καταναγ­
καστική βούληση κα: ή ίδια ή δέσμευση ώς αυτοδέσμευση.
Λογικά όλες οί αρχές πού απορρέουν άπό τή δομή τοΰ Λό­
γου σέ προαστική κατάσταση είναι α ν α λ υ τ ι κ έ ς ,
δηλ. περιέχονται στόν ίδιο τό χαρακτήρα τοΰ Πρακτικοΰ
Λόγου, στό βαθμό πού σ' αυτόν δέν συμπεριλάβουμε άπριό­
ρι αρχές τής Κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς του Εφαρμογής,
τής αποτελεσματικής του πραγματοποίησης στήν κοινωνία.
"Οπως είδαμε, δ συνθετικός άπριόρι χαρακτήρας τής κρί­
σης εμπεριέχει ένα κριτήριο εφαρμογής. Ή γνωσιοθεωρη-
τική αυτή άρ/,ή δείχνεται έδώ στήν κοινωνική της σημα­
σία. Στή βάση τών αναλυτικών άρχων τοΰ έσωτερικοΰ Δι­
καίου τής Ελευθερίας δέν είναι δυνατόν νά κατασκευασθούν
συνθετικές αρχές τής θετικοποίησης τοΰ Δικαίου, δηλ. αρχές
τής Νομιμότητας. Οί Α ρ χ έ ς αυτές ανάγονται κατά τόν Κάντ
σ' Ινα εξωτερικό φυσικό δίκαιο πού άνά<ρέρεταΓ στό ενέρ­
γημα κτήσης ( B E S I T Z A K T , E R W E R B U N G ) καί στή

69
σχέση τοΰ κτήτορα πρός τό κτήμα ("Εχειν, HABEN) καί
αποκαθιστά μία γενική σχέση του μή εσωτερικά δικόΰ μου
πρός τό εσωτερικά δικό μου, δηλ. μία σχέση του εξωτερικού
μου στοιχείου πρός τό εσωτερικό μου στοιχείο. Ή ήθικοδι-
καιακή σχέση τής Ελευθερίας (εσωτερικό Δίκαιο) πρέπει
πρός τό συμφέρον τής κοινωνικής της εφαρμογής νά μπορεί
νά αύτοπαρασταθεΐ ώς Νομιμότητα θεμελιωμένη στό φυσι­
κό Δίκαιο, ώς άπριόρι τής εξωτερικής σχέσης. Στή βάση
της είναι δυνατόν τό «έξω άπό μένα» νά μπορώ νά τό αντι­
μετωπίζω ώς πρός τήν ουσία του ώς πράγμα, ώς πρός τήν
αιτιότητα του ώς εξαρτημένη βάσει τής συμβατικής υπόσχε­
σης βούληση, ώς προς τήν άλληλενέργεια τέλος όχι πιά ώς
επικοινωνία, άλλά ώς αλληλεξάρτηση ανθρώπων καί πραγ­
μάτων σέ μιά κοινωνία ελευθερίας τών ατομικών εγωισμών.
Ή σχέση εξωτερικού καί εσωτερικού στοιχείου τής ε­
λευθερίας, πού προτείνει ό Κάντ, διαρθρώνει τήν ίδια τήν
έννοια τής νομοθεσίας καί θεμελιώνει τή διάκριση σέ ηθική
καί νομική νομοθεσία. Κάθε νομοθεσία περιλαμβάνει, όπως
είδαμε, άφ' ενός τό στοιχείο τοΰ κανόνα, ό όποιος διατυπώ­
νεται μέ γενική μορφή (καί μπορεί νά συνδεθεί μέ τό κα­
θήκον τής τήρησης του), άφ' ετέρου τό στοιχείο τοΰ κινή­
τρου τήρησης τοΰ κανόνα. Τό κίνητρο μπορεί νά ανάγε­
ται σέ ο π ο ι ο δ ή π ο τ ε λόγο πού οδηγεί στήν πράξη,
άρα καί στό γεγονός, ότι είναι κανείς αναγκασμένος νά τη­
ρήσει τόν νομικό κανόνα. Έ φ ' όσον τό κίνητρο συμπίπτει μέ
τό καθήκον ( P F L I C H T ) , ό λόγος ανάγεται σέ αποδοχή ενός
γενικοΰ κανόνα. Ό κανόνας αυτός δεσμεύει μέ συγκεκριμένο
τρόπο τή θέληση, υποχρεώνοντας την νά τόν αποδεχθεί. Τό
κριτήριο τής ηθικότητας ή νομιμότητας βασίζεται ακριβώς
στόν χαρακτήρα αυτής τής δέσμευσης, όχι στόν χαρακτήρα
τής μορφής τοΰ κανόνα, πού είναι στήν γενικότητα του· "κοι­
νός καί γιά τήν νομιμότητα καί γιά τήν ηθικότητα (IV>

GO
3 2 5 ) . Τ ά καθήκοντα πού αναφέρονται στήν νομιμότητα εί­
ναι αυτοδεσμεύσεις γιά τήν αποδοχή τής γενικότητας τοϋ
νόμου, αναφερόμενος σέ κίνητρα σκοπιμότητας καί ευδαιμο­
νίας. Αντιθέτως τά καθήκοντα πού αναφέρονται στήν ηθικό­
τητα αναφέρονται σέ αύτοαναγκασμό πού ανάγεται στήν α­
ποδοχή τής μορφής τής γενικής νομοθεσίας ώς αυτοσκοπού,
ό όποιος πραγματώνει τήν τελειότητα τοΰ ανθρώπινου Λόγου.
Στό σημείο αυτό πρέπει νά επιμείνουμε σέ μία βασική
Καντιανή διάκριση, τήν διάκριση ηθικής καθηκοντολογίας
καί αυτόνομης ηθικότητας (IV, 5 1 2 ) . Ό Κάντ υποστηρίζει,
δτι μία κοινωνία αυτόνομης ηθικότητας είναι στήν πραγμα­
τικότητα απραγματοποίητη γιά .ανθρώπινα δντα καί αποτελεί
μόνο οριακό μέγεθος, πρός τό όποιο πρέπει αυτά νά προσανα­
τολίζονται. Ό λόγος είναι, δτι πλήρης ηθικότητα σημαίνει
αυτονομία άπό τήν δύναμη τής Εποπτείας, προϋποθέτει δη­
λαδή λογικά δντα χωρίς αίσθηση, κοινωνία αγγέλων. "Ο­
ταν ό άνθρι,ϋπος σκέπτεται τήν κοινωνία αυτόνομης ηθικότη­
5
τας, σκέφτεται μαζί μ' αυτήν — ώς αντίθεση σ αυτήν —
τήν προαίσθησή του καί τόν φυσικό του θάνατο. Στό δοκί­
μιο: «τό τέλος δλων τών Πραγμάτων» δ Κάντ αναπτύσσει δ
ίδιος τή συνέπεια αυτή τής ίδιας του τής μεθοδολογίας.
Ά π ' τήν ανάπτυξη αυτή προκύπτει, δτι ή πλήρως αυτόνομη
ηθικά κοινο^νία είναι δυνατή μόνον ώς κίνητρο καί σκοπός
τής πραξεολογίας καί τής ηθικής Καθηκοντολογίας. Ά π ό
τήν πλευρά τής λογικής τών εφαρμογών, πού αναπτύξαμε,
ή πραξεολογία αυτή δδηγεϊ στήν επιβολή γενικών νόμων,
τών οποίων ή μορφή συμπίπτει μέ τή μορφή τοΰ Λόγου,
ενώ τά κίνητρα πού δδηγοΰν στήν εφαρμογή τους τείνουν
πρός διαρκή ηθικοποίηση στά πλαίσια μιας ιστορικής τελεο­
λογίας. Ή εγκαθιδρυμένη αστική κοινωνία αποτελεί, άν δε-
χθοΰμε αυτή τήν ανάλυση, ώς πρός τή μορφή της πραγμα­
τοποίηση τοΰ γενικοΰ νόμου, ενώ ώς πρός τό περιεχόμενο της

61
αντιμετωπίζεται ώς κοινωνική δομή πού επιδέχεται τήν εν­
έργεια τής ιστορικής τελεολογίας, είναι δηλαδή άπδ τήν ά­
ποψη αυτή «εφαρμογή», τύπος τοΰ πρακτικοΰ Λόγου, πού
ενέχει κατά τό περιεχόμενο τή δυνατότητα ιστορικών απο­
κλίσεων.
Αναλύοντας τήν έννοια τής τελειότητας, μποροϋμε νά
παρακολουθήσουμε τήν προβληματική αυτής τής πραξεολο-
γικής τελεολογίας στή σύνδεση της μέ τήν ιστορική τελεο­
λογία, πού δδηγεϊ στήν εγκαθίδρυση τών αστικών θεσμών.
Ό Κάντ διακρίνει μεταξύ υπερβατικής - θεωρητικής τελειό­
τητας, τήν οποία χαρακτηρίζει «υλική» καί «ποσοτική», καί
-τελεολογικής τελειότητας, τήν δποία χαρακτηρίζει ώς «τυ­
πική» καί «ποιοτική» (IV, 5 1 6 ) . Ή πρώτη περιλαμβάνει
τήν ολότητα τοΰ ποικίλου ύλικοΰ τής εποπτείας ενός πρά­
γματος. Ή δεύτερη συνίσταται στήν συμφωνία μεταξύ ενός
πράγματος καί ενός σκοπού. Ά π ό τή σκοπιά τής ύπερβατι-
κής/θεο>ρητικής τελειότητας υπάρχει μόνο μία μορφή τε­
λειότητας, άπό τελεολογική σκοπιά υπάρχουν πολλές. Γιά
νά επιτευχθεί θεωρητική τελείωση, πρέπει νά έχει υπαχθεί
•ή πολλαπλότητα τού εμπειρικού υλικού κάτω άπό μιά άρχή
σχηματικής υπαγωγής. Εύλογα γεννιέται έδώ τό ερώτημα,
γιατί δ Κάντ δέν θεωρεί τήν άρχή αυτή τυπική (FOR­
M A L ) , άλλά τήν χαρακτηρίζει δπως είδαμε υλική, (σέ άλ­
λ α κείμενα του, δπως λ.χ. στις αναλύσεις του γιά τόν χαρα­
9
κτήρα τής γλώσσας δ Κάντ μιλάει γιά θεωρητικό - τυπική
τελειότητα), καί αναφέρει τόν τυπικό χαρακτήρα στήν τε­
λεολογική τελειότητα. Αντιμετωπίζουμε έδώ τή δυσκολία
πού προκύπτει στήν ανάπτυξη τών κοινωνικοπρακτικών καί
ηθικών κατηγοριών στό Καντιανό έργο άπό τό γεγονός, δτι
τό Κοινωνικό Είναι άπό τή φύση του, πού συνίσταται στήν
Ελευθερία, ύλη, αντικείμενο μιας θεωρητικά αυστηρής νο­
μοτέλειας, μόνο στό βαθμό πού είναι ταυτόχρονα τό ίδιο

62
μορφή, πού εμφανίζεται δηλαδή ταυτόχρονα ώς τυπικό υπο­
κείμενο τής ίδιας του τής ύλικότητας καί ούσιαστικότητας.
"Οταν δ Κάντ αναλύει ένα «πράγμα» ώς πρός τήν τελειό­
τητα του διακρίνει περισσότερες τελειότητες αντίστοιχα μέ
τήν πολλαπλότητα τών σκοπών πού συνδέονται μέ τήν σύ­
σταση τοΰ Πράγματος, λ.χ. τελειότητα τής Επιδεξιότητας,
τής φρόνησης κλπ. Ά π ό αυτή τήν άποψη μποροϋμε νά μιλή­
σουμε γιά τυπικές, μορφικές τελειότητες πού συγκροτοΰν τό
πράγμα, μέ τήν έννοια τής πολλαπλότητας τών σκοπών καί
πρακτικών προσβάσεων, ώς πρός τίς όποιες όρίζομε τήν
τελειότητα, καί οί όποιες ώς κοινωνική πρακτική συναντών­
ται στό πράγμα. Έδώ οπωσδήποτε βλέπομε στόν Κάντ μία
προβληματική πού συγγενεύει μέ τήν αριστοτελική στήν αν­
τίληψη πού λανθάνει έδώ, δτι στις πρακτικές επιστήμες δέν
είναι δυνατό νά εφαρμοσθούν αποδεικτικές - θεωρητικές, άλ­
λά μόνο πιθανολογικές μέθοδοι, κι' δτι οί μέθοδοι αυτές άν-
τιστοιχοΰν στήν πολλαπλότητα τών επιδιωκομένων σκοπών
σέ σχέση μέ τά ίδαίτερα αντικείμενα τους μέσα στήν κοινω­
νική πρακτική. Ή εξέταση τοΰ πλέγματος αύτοΰ άπό τήν
πλευρά ιεράρχησης τών σκοπών μας οδηγεί στόν Κάντ στήν
έννοια ενός ύψιστου σκοποΰ, πού είναι ταυτόχρονα καθήκον
καί συνίσταται στήν τ ε λ ε ι ό τ η τ α τ ο ΰ έ α υ τ ο ΰ
μ ο υ. Ή τελειότητα αυτή είναι πρακτικοτελεολογικη καί
αναφέρεται στήν άξιολογία τοΰ συνόλου τών δυνατοτήτων τής
ανθρώπινης πραξεολογίας. Είναι ενεργητικότητα ανθρώπι­
νη, ανθρώπινη πράξη, πού δέν δίνεται άπό τήν φύση, άλλά
είναι ενέργημα μας καί ορίζεται ώς καλλιέργεια καί ανά­
πτυξη μέσα στήν ανθρώπινη Κοινωνία τών δυνατοτήτων πού
ό άνθρωπος έχει σπερματικά άπό τή φύση (KULTUR DES
V E R M O E G E N S ) . Έ δ ώ βλέπουμε τή σαφή απόκλιση άπό
τήν αριστοτελική ανάλυση, δεδομένου δτι ό Κάντ αναφέρει
τόν ύψιστο σκοπό στήν ίδια τήν τυπική δομή τών άνθρωπί-

63
νων δυνατοτήτων, ένώ ή αριστοτελική ανάλυση οδηγεί σ' ένα
σκοπό καθ' εαυτό πού συνίσταται στό Αγαθόν ώς περιεχόμε­
νο, ώς Ευδαιμονία (εί δή τό τέλος εστί τών πρακτών ό δι'
αυτό βουλόμεθα τ ' άλλα δέ δια τούτο (...) δήλον ώς τοΰτ'
5
αν ειη τ αγαθόν καί τό άριστον) Ή θ . Νικ. 1094α 18.
Ό Κάντ κατανοεί τήν τελειότητα ώς τελειότητα τού
εαυτού μας, πού είναι καλλιέργεια τών έμφυτων δυνάμεων
μας δηλαδή τής διανοίας (ώς δυνατότητας τών εννοιών, ά­
ρα καί τών εννοιών πού αναφέρονται σέ ηθικές υποχρεώ­
σεις) , άλλά καί καλλιέργεια τής βούλησης (τοϋ ηθικού τρό­
που σκέψης) νά ανταποκρινόμαστε σέ όλα τά καθήκοντα γε­
νικά (IV, 5 1 6 ) .
Κατά τήν καλλιέργεια του άνθρωπου έως τήν τελειότη­
τα, ή διάνοια είναι ένα στοιχείο τής τελεολογικής τυπικής
ανάπτυξης. Ή τυπικότητα της δέν είναι σχηματική, άλλά
τελεολογική, ξεκινώντας δηλαδή άπό τό πρίσμα τής Ιστορι­
κής τελεολογίας δεχόμαστε ότι ή διάνοια δια-μορφώνει τό
«υλικό» τών γεγονότων σέ έλλογα σχήματα μέ τό νά πειθαρ­
χεί τις ορμές καί τις επιθυμίες τών δρώντων.
Ή εξέλιξη τής ιστορικής τελεολογίας δδηγεΐ, όπως εί­
δαμε, βάσει τών προθέσεων τής φύσης στήν Κοινωνία τής
Διανοίας, τής ισχύος τών γενικών νόμων καί τής ανάπτυ­
ξης τών κοινωνικών έπιτηδειοτήτων άπό άτομα δρώντα σύμ­
φωνα μέ υποθετικές προστακτικές. Ή πραγματοποίηση τής
κοινωνίας τής διανοίας σημαίνει μεθοδολογικά τήν μετάβα­
ση άπό τήν τελεολογική στήν θεωρητικό - διανοητική ανά­
λυση, τή «θεμελίωση» τής τελεολογικής ιστορικότητας στόν
Αστικό νόμο. Στίς Καντιανές σημειώσεις βρίσκουμε τήν πα­
ρατήρηση: «Ή τελειοποιημένη τελεολογική κρίση είναι ή
10
ίδια ή Διάνοια».
Ή τελεολογική εξέλιξη «απορροφάται» άπό τήν τυπική
αστική νομοθεσία, εμφανίζεται ώς προϊστορία της, τής δποί-

64
ας τδ νόημα αποδεικνύεται δτι συνίσταται στή διαμόρφωση
τών αστικών θεσμών.
Ή αστική κοινωνία θεμελιώνει τήν ιστορία, ή ιστορία
«τελειώνει» στήν αστική κοινωνία. Ποιος είναι δ λογικός
χαρακτήρας αύτης τής τελείωσης; Τπάρχουν κείμενα του
Κάντ, στά όποια φαίνεται σάν νά υποστηρίζει δτι ή θεμε­
λίωση τών αστικών θεσμών εχει φυσικοεπιστημονική δεσμευ-
τικότητα (λ.χ. V I , 3 6 2 ) . "Ομως δ θεωρητικός χαρακτήρας
τών αστικών θεσμών δέν είναι σχηματικός" ή διανοητικότη­
τα τής αστικής πολιτικής κοινωνίας εξηγείται μόνο άν τή
δεχθούμε ώς τυπική τοΰ πρακτικού Λόγου, ώς συστατικό
στοιχείο μίας «υλικής» τελειότητας, τής οποίας δ υλικός,
περιεχομενικός χαρακτήρας συνίσταται ακριβώς στό δτι στόν
πρακτικό Λόγο, τόν όποιο καλούνται τά μέλη της νά πραγμα­
τώσουν, μορφή καί περιεχόμενο συμπίπτουν, τό περιεχόμενο
δέν είναι τίποτε άλλο άπδ τήν μορφή ώς ύψιστος σκοπός.

VII

Ή προσπάθεια θεμελίωσης τών πολιτικών θεσμών καί


τοΰ Δικαίου στόν Πρακτικό Λόγο φέρνει τόν Κάντ αντιμέτω­
πο μέ τό πρόβλημα τής έξαναγκαστικότητας τοΰ δικαίου. Αυ­
τή ή άναγκαστικότητα λανθάνει ήδη στόν κλασικό Καντιανό
ορισμό τοΰ δικαίου ώς συνόλου προϋποθέσεων συνύπαρξης
τής βουλήσεως τοΰ ενός μέ τή βούληση τοϋ άλλου σύμφωνα
μ' έ'να γενικό κανόνα τής Ελευθερίας (IV, 337 καί I V ,
5 1 1 ) . Ό δρισμός αυτός θεμελιώνει άπριόρι τόν γενικό κανό­
να τοϋ δικαίου, χωρίς νά τόν συνδέει μέ τούς σκοπούς πού
επιδιώκουν οί βουλήσεις τών ατόμων, πού πρόκειται νά τόν
τηρήσουν.
Ό άπριόρι χαρακτήρας τοΰ κανόνα συνίσταται, δπως
είδαμε, στό νά θέσουν οί ελεύθερες βουλήσεις τήν κοινότητα
τους ώς κίνητρο τών πράξεων τους. Γιά νά είναι αυτό τό
ηθικό ενέργημα αποτελεσματικό, πρέπει οί βουλήσεις νά εν­
ταχθούν σ' ένα σύστημα πού νά διέπεται άπό γενικούς κανό­
νες καί, σ' ένα πρώτο βήμα, ανεξάρτητα άπό τούς σκοπούς
πού επιδιώκουν. 'Εφ' δσον οί βουλήσεις αυτές ε ξ α ν α γ ­
κ α σ θ ο ύ ν , γιά έναν οποιοδήποτε λόγο, νά θεσπίσουν κοι­
νότητα, παρουσιάζεται ή δυνατότητα νά αποδεχθούν τήν
πραγματική αυτή κατάσταση ώς αντικείμενο τής βούλησης
τους.
Γιά τήν σύσταση τής σχέσης δικαίου ενδιαφέρει τό στοι­
χείο τής μορφής, τής κοινότητας, ανεξάρτητα άπό τό περιε­
χόμενο τών σκοπών τών δρώντων. Γιά νά επιβληθεί τδ μορ­
φικό στοιχείο, πρέπει νά περιοριστούν οί επί μέρους βουλή­
σεις καί νά έγκαταλε-'ψ^υν τήν απόλυτη ατομική τους ελευ­
θερία χάριν τού γενικού νόμου τής συνύπαρξης τής ελευθε­
ρίας τοΰ ενός μέ τήν ελευθερία κάθε άλλου. Αυτή ή εγκα­
τάλειψη τής εγωιστικής ελευθερίας είναι άπό τήν πλευρά
τών μεμονομένων ατόμων καθήκον («καθήκον» καί «έγκατά-
λε-ψη» είναι συνώνυμα στά γερμανικά: AUFGABE) άπό
τήν πλευρά τοΰ Λόγου αυτοπεριορισμός, περιλαμβανόμενος
στήν ίδια τήν δομή του πρός τό συμφέρον τής αύτοπραγμα-
τοποίησής του. Στό επίπεδο τοΰ Δικαίου δμως ή έγκατάλει-,
ψη τής εγωιστικής ελευθερίας δέν σημαίνει δτι τό άτομο ο­
φείλει νά προβεί σέ αυτοπεριορισμό (γιατί αυτό αναφέρεται
στό επίπεδο τής ηθικής), άλλά απλώς δτι ή ατομική ελευθε­
ρία τοΰ ενός μπορεί νά περιοριστεί άπό τούς άλλους. "Οτι
δηλαδή είναι επιτρεπτός άπό τόν Πρακτικό Λόγο περιορι­
σμός τής Ελευθερίας καί σύσταση νομιμότητας εξωτερικών
νόμων, οί όποιοι είναι συστατικά στοιχεία κοινωνικής ελευ­
θερίας καί μποροΰν, χωρίς νά αναφέρονται στά κίνητρα τών
επί μέρους πράξεων, νά καταναγκάζουν τίς ατομικές βουλή­
σεις σέ σύσταση τής κοινότητας τους ύπδ ένα γενικό νόμο.
Ξεκινώντας άπό αυτή τήν προβληματική δ Κάντ δδη-

66
•γεΐται στό νά συμπεριλάβει στόν ορισμό τοΰ δικαίου τήν έν­
νοια τής έξαναγκαστικότητας, ορίζοντας ταυτόχρονα τό πε­
ριεχόμενο της σέ σχέση μέ τήν ελευθερία. Τό Δίκαιο, πού
σύμφωνα μέ αυτόν τόν ορισμό συμπίπτει μέ τήν νομιμότητα,
συνδέεται συστατικά μέ τόν καταναγκασμό, παρ' όλο πού θε­
μελιώνεται στόν Λόγο. Τό δίκαιο στρέφεται κατά τής χρή­
σης τής ελευθερίας, στό βαθμό πού ή χρήση αυτή είναι εμ­
πόδιο στήν επιβολή νόμων ελευθερίας. Αυτό σημαίνει, ότι ό
"καταναγκασμός τοΰ Δικαίου είναι «έμποδισμός ενός εμποδί­
ου τής Ελευθερίας» (IV, 3 3 8 ) .
Στή φύση τοΰ δικαίου περιέχεται τόσο τό στοιχείο κα­
θορισμού τοΰ «δικοΰ μου» καί τοΰ «δικού σου» κατά μία άρ-
7/ή ενεργείας και άντενεργείας, δηλαδή φυσικομαθηματικά
•μετρημένης «κοινωνίας», όσο καί τό στοιχείο τής δικαιοσύ­
νης, πού συνίσταται στήν δυνατότητα αποδοχής τοΰ γενι-
"κοΰ θεσμικοΰ πλαισίου ώς Όρθοΰ, στάση πού υπερβαίνει τό
επίπεδο διανοίας καί τείνει πρός τό Λόγο. Ή συμπλοκή τών
δύο στοιχείων είναι τέτοια, πού νά μήν είναι δυνατό νά κομ­
ματιαστεί ή έννοια τοΰ δικαίου σ' Ινα κομμάτι Λόγο καί σ'
"κομμάτι καταναγκασμό. Ό Κάντ επιμένει, ότι τό δίκαιο δέν
•συνίσταται αποκλειστικά σέ καταναγκασμό, δέν είναι τελείως
εξωτερικό (ή έννοια τοΰ τελείως - εξωτερικού δικαίου θά
-σήμαινε σχηματικό χαρακτήρα τοΰ Δικαίου, δ δποίος έχει
αποκλειστεί) . Ή νομιμότητα συμπυκνώνει τήν νομική (εξω­
τερική ηθική) δεσμευτικότητα μέ τήν δυνατότητα καταναγ-
κασμοΰ. Ή νομιμότητα δέν είναι καθαρά θεωρητική, ούτε η­
θική έννοια, δέν είναι ούτε I U S LATUM, όπως ή επιείκεια
ή τό αναγκαστικό Δίκαιο. Είναι ή κοινωνικά αποτελεσματι­
κή εφαρμογή τοΰ Γενικοΰ πάνω στό Ιδιαίτερο, ή οποία γιά
τόν Κάντ όντολογοποιεΐται, γίνεται έκφραση τοΰ άστικοΰ ί-
•πτορικοθεσμικοΰ Λόγου. ,
Είδαμε ότι στή θεωρία προϋποτίθεται ένα "Ολο άπριόρι
Ivyotöv, ύπδ τΙς οποίες μπορεί νά σχηματοποιηθεί τό εμπει­
ρικό υλικό, ενώ χαρακτηριστικό τής πρακτικής σφαίρας εί­
ναι ότι σ' αυτήν όέν επιτρέπεται σχηματισμός. Στό χώρο
τοΰ πρακτικοΰ τό Ιδιαίτερο δέν υπάγεται στό σχήμα, άλλά
τίθεται ό)ς αυτόνομο. Στήν Καντιανή φιλοσοφία τοΰ δικαίου
επιχειρείται νά συσταθεί ή κοινότητα τών ιδιαιτέρων βουλή­
σεων χωρίς νά πάψει ή κοινότητα αυτή νά είναι κοινότητα
ελευθερίας. Αυτό επιτυγχάνεται στό βαθμό πού ή ανάλυση
αποδεικνύει, δτι δ αναγκαίος περιορισμός τής ελευθερίας τών
επί μέρους βουλήσεων είναι συστατικός τής κοινωνικής ελευ­
θερίας, ή οποία περιλαμβάνει τήν έλλογη σχέση γενικού καί.
ιδιαιτέρου.
Ή φνάλυση τής λογικής δομής τοΰ δικαίου προσανατο­
λίζεται λοιπόν άπό τή μία μεριά πρός τίς θεωρητικές άνα-
λύσεις τοΰ Κάντ, προσπαθώντας άπό τήν άλλη νά αμφισβη­
τήσει τίς συνέπειες πού έχουν οί αναλύσεις αυτές, άν θειορη-
θούν υποδείγματα μιάς σχηματικής κοινωνικής λογικής, καί
νά αποκαταστήσει τή σχέση μέ τίς πρακτικές κατηγορίες.
Ή προβληματική αυτή συμπυκνώνεται κυρίως στό ερώτημα
τής σχέσης τής εξωτερικής χρήσης τής ελευθερίας τής βού­
λησης πρός τήν εσωτερική της χρήση καί τό ερώτημα τής ε­
φαρμογής τών εξωτερικών νόμων στόν αισθητό κόσμο.
Τό πρώτο ερώτημα προκύπτει άπό τήν Καντιανή θέση*
δτι οί κανόνες- τής νομιμότητας, ώς νόμοι τής Ελευθερίας
στήν «εξωτερική» της χρήση, μπορούν νά αναχθούν σέ νό­
μους τής ηθικότητας (IV, 3 1 8 ) , δηλαδή τοΰ Πρακτικοΰ Λό­
γου πού περιλαμβάνει δλους τούς κανόνες Ελευθερίας, τόσον
εσωτερικής δσο εξωτερικής καθώς καί τής αναγκαίες σχέ­
σεις τους. Ή Καντιανή ανάλυση παραπέμπει Ιδώ στή θεω­
ρητική αναγωγή σχέσεων χώρου σέ σχέσεις χρόνου: «Στό-
χώρο βρίσκονται μόνο τά αντικείμενα τών εξωτερικών αισθή­
σεων, στό χρόνο δμως δλα, τόσο τά αντικείμενα .τών έξωτε-

68
φρικών αισθήσεων, δσο καί τής εσωτερικής αίσθησης» (IV,
3 1 9 ) . Σύμφωνα μέ τις θεωρητικές αναλύσεις ανήκουν «δλες
οί παραστάσεις, είτε έχουν εξωτερικά πράγματα ώς αντικεί­
μενα είτε δχι, πάντως καθ* εαυτές, ώς προσδιορισμοί του θυ­
μικού, στήν εσωτερική κατάσταση ( . . . ) ' δμως αυτή ή εσω­
τερική κατάσταση ανήκει στδν τυπικδ δρο τής εσωτερικής
•εποπτείας, συνεπώς του Χρόνου: ώστε δ Χρόνος sivat άπρι­
όρι δρος δλων τών φαινομένων γενικώς, καί μάλιστα δ άμε­
σος δρος τών εσωτερικών (ψυχικών μ α ς ) , άλλά ακριβώς μέ­
σω αυτών κα: έμμεσα τών εξωτερικών φαινομένων» ( I I ,
•81).

Σέ αναλογία μέ τή θεωρητική αναγωγή τών διαμορφω-


,μάτων του χώρου σέ χρόνο επιχειρεί δ Κάντ στήν πρακτική
"σφαίρα τήν αναγωγή τής νομιμότητας σέ ηθικότητα. Έ δ ώ
δμως δέν πρόκειται γιά προσδιορισμούς τού θυμικού, άλλά
•γιά νόμους τοΰ Λόγου. Ωστόσο καί έδώ τίθεται τδ ερώτημα
τής άναγωγιμότητας ενός δομημένου διαμορφώματος (τής
"έννομης τάξης), σ' ένα θεμελιακό στοιχείο. Ή αναγωγή δέν
μπορεί νά διεξαχθεί στήν πρακτική σφαίρα στό εσωτερικό
της θυμικής ενότητας, δπως συμβαίνει στή θεωρία, γιατί ή
•πρακτική σφαίρα δέν ανάγεται στήν εποπτεία. Τά νομικά
'διαμορφώματα πρέπει νά αναχθούν στήν ενότητα τοϋ 'Γπερ-
αισθητοϋ (Ηθικότητα) . "Αν ό Κάντ συγκρίνει τίς δύο ανα­
γωγές, αυτό εκφράζει μία αντιστοιχία Ηθικότητας καί Χρό­
νου, στό βαθμό πού ή Χρονικότητα, ή ανθρώπινη ίστορία,ό-
•φείλει νά διαμορφώνεται σύμφωνα μέ κριτήρια ανεξάρτητα
•άπό τήν αίσθηση, νά ηθικοποιείται. Ή ιστορικότητα ώς τυ-
•χαία μεταβολή στό χρόνο οφείλει νά αρθεί, οφείλει νά τεθεί
•ώς σχέση ηθικότητας, ώς κοινότητα ανθρωπίνων σκοπών.
Είναι γνωστό, δτι στήν «Κριτική τοΰ Καθαρού Λόγου»
-στις αναλύσεις του τής «αντίκρουσης τοΰ Ιδεαλισμού» (II,
"254 έπ.) ό Κάντ αναπτύσσει τό μόρφωμα τοΰ χώρου ώς

69
δρο τοΰ χρόνου. Έάν σκεφθοΰμε έδώ μέχ,ρι τέλους τήν ανα­
λογία μέ τήν πρακτική σφαίρα, φτάνουμε στό συμπέρασμα»
δτι τήν ενότητα τοϋ Ύπεραισθητοΰ δέν μποροϋμε νά τήν
συλλάβουμε παρά μόνο ξεκινώντας άπό τήν ενεργοποίηση
της στή θεωρία τής ευδαιμονίας καί τής πρακτικής διανοίας
(Νομιμότητα), δπου θεωροΰμε δτι ανθρώπινες «ουσίες» βρί­
σκονται σ' ένα χώρο σέ διαρκή αλληλεπίδραση. Ξεκινώντας
άπό τήν υπάρχουσα νομοθεσία μπορούμε νά φωτίσουμε τό
Ήθικοπρακτικό, ώς «καθαρή» της βάση, στήν οποία θεμε­
λιώνεται τό θετικό Δίκαιο.
"Εχοντας αποκαταστήσει τή σχέση Ηθικής καί Νο­
μιμότητας, ό Κάντ προχωρεί στή διευκρίνηση τοΰ επομένου
ερωτήματος γιά τή σχέση τής μεθόδου εφαρμογής τών κ α ­
νόνων δικαίου στήν εμπειρία πρός τή θεωρητική μεθοδο­
λογία. Οί αναλύσεις αυτές προϋποθέτουν τήν κατανόηση-
τής φύσης τοϋ Καταναγκασμού ώς οιονεί σχηματισμού, ό*
όποιος ώς πρός τή θεμελίωση είναι κατηγορία Ελευθερίας,
αφού είναι, όπως είδαμε, «παρεμπόδιση τών εμποδίων τής;
ελευθερίας», ώς πρός τήν εφαρμογή δμως λειτουργεί μέ τήν
αυστηρότητα μιας θεωρητικής κατασκευής. Αντίστοιχα καί
ή νομιμότητα, τό μή τελείως εξωτερικό δίκαιο, είναι ώς,
πρός τήν εφαρμογή της αυστηρό Δίκαιο, (Βλέπουμε έδώ
καθαρά τήν προέκταση τής αποδοχής συνθετικών κρίσεων
άπριόρι ώς πρός τήν εφαρμογή καί στόν χώρο ανάλυσης-*
τοϋ θεσμικού καί πολιτικοΰ στοιχείου). Όρίζοντας τό αυ­
στηρό Δίκαιο (IV, 339) δ Κάντ γράφει: «Αυτό εδράζεται,
μεν στή συνείδηση τής δέσμευσης τοΰ καθ' ενός άπό τό·
νόμο, άλλά ή βούληση τής ρύθμισης (ανθρωπίνων σχέσε­
ων, Κ.Ψ.) σύμφωνα μ' αυτό ούτε επιτρέπεται, ούτε μπορεί,.,
προκειμένου τό δίκαιο αυτό νά είναι καθαρό, νά επικαλεί­
ται αυτή τή συνείδηση ώς κίνητρο, άλλά βασίζεται γ ι ' αυ­
τόν τό λόγο στήν άρχή τής δυνατότητας ενός εξωτερικού-
καταναγκασμού, πού νά μπορεί νά συνυπάρχει μέ τήν έλευ-

70
θεριά τοϋ καθενός σύμφωνα μέ γενικούς νόμους». Ή θετι-
κοποίηση τής εννοίας τοΰ δικαίου δέν θεωρείται έδώ στοι­
χείο θεμελίωσης τοΰ δικαίου, άλλά αναγκαίος δρος εφαρ­
μογής του.
Ή άρχή τής δυνατότητας τοΰ Καταναγκασμού του
ενός άπό τόν άλλο κατά τό αυστηρό δίκαιο ανάγεται κατά
τόν Κάντ σέ μία θεωρητική κατασκευή: τής μεθοδικής
ανάπτυξης (DARSTELLUNG) τοΰ Δικαίου σέ μία καθαρή
εποπτεία άπριόρι, κατ' αναλογία πρός τή δυνατότητα ελεύ­
θερης κίνησης τών σωμάτων με τό νόμο τής Ισότητας τοϋ
αποτελέσματος και άνταποτελέσματος (IV, 3 4 0 ) . Σύμφω·*
να μέ τήν Καντιανή θεωρητική φιλοσοφία μία κίνηση δέν εί­
ναι ποτέ απόλυτη άλλά πάντοτε, ώς μετακίνηση μεταξύ δύο
τόπων, σχετική πρός τήν αίσθηση. "Ολες οί σχέσεις στόν
χώρο βρίσκονται σέ μία εμπειρική σχέση στό θυμικό σέ
αλληλουχία και ισότητα: στή σχέση τού αποτελέσματος ή
οποία θεμελιώνεται στήν κατηγορία τής σχέ'σης. Στή φιλο­
σοφία τοΰ δικαίου ό Κάντ εισάγει τήν έννοια τοΰ κατανα-
γκασμοΰ πού αντιστοιχεί στή νομιμότητα, «καταναγκασμού
ό όποιος έχει τεθεί ύπό ένα γενικό νόμο, συμφωνεί μέ τήν
έννοια τοϋ δικαίου καί είναι σέ διαρκή αλληλουχία καί ισό­
τητα». Ακριβώς αυτός ό καταναγκασμός κάνει δυνατή τήν
μεθοδική ανάπτυξη τής έννοιας τοΰ δικαίου σέ μία εποπτεία,
άπριόρι. Ό καταναγκασμός είναι λοιπόν «οιονεί σχήμα» τοΰ
δικαίου, είναι ό Τρόπος εφαρμογής τοΰ Δικαίου στήν εμ­
πειρία. Οί αίτιακές σχέσεις στό χώρο τοΰ Κοινωνικού διαμε-
σολαβοϋνται άπό τόν Καταναγκασμό* ή θεωρητική μέθοδος,
έχει ίσχύ πάνω στήν κοινωνική ζωή ακριβώς επειδή συνδέ­
εται μέ τήν ιδέα τής εξουσίας εφαρμογής τοΰ γενικού π ά ­
νω στό Ιδιαίτερο. Στίς ενδιαφέρουσες αναλύσεις τους γιά
τήν σχέση θεωρητικής μεθόδου καί θεωρίας τοΰ Δικαίου οί
LEHMANN, σελ. 208 καί NIESCHMIDT, σελ. 3 5 , αποτυ­
γχάνουν νά αποκαταστήσουν τή σχέση θεωρητικής μεθόδου

71
καί καταναγκασμού. Ξεκινώντας άπό τή θεμελίωση τής α­
νάλυσης του τής κατασκευής νομικών σχέσεων στήν εμπειρία,
δ Κάντ δέν διστάζει νά χρησιμοποιήσει ώς υπόδειγμα τής
κατασκευής αυτής τήν γεωμετρική κατασκευή τών μαθη­
ματικών στήν άπριόρι εποπτεία: «Τό Δίκαιο (Όρθόν, RE­
CTUM) αντιπαρατίθεται, ώς "Ισον άφ' ενός πρός τό Κυρτό,
άφ' έτερου πρός τό Κοίλο. Τό πρώτο είναι ή εσωτερική σύ­
σταση μίας γραμμής έτσι ώστε μεταξύ δύο δεδομένων ση­
μείων νά υπάρχει μία καί μόνη, τό δεύτερο ή θέση δύο άλ-
ληλοτεμνομένων ή συναντουμένων γραμμών Ιτσι ώστε μία
καί μόνο (ή κάθετη) νά υπάρχει, πού νά μήν κλίνει πε­
ρισσότερο ούτε πρός τή μία ουτε πρός τήν άλλη πλευρά καί
πού νά τέμνει τό χώρο έξ ίσου πρός τις δύο πλευρές. Κατ*
αυτήν τήν αναλογία επιδιώκει καί ή θεωρία τοϋ Δικαίου
νά καθορίζει στόν καθένα τό δικό του τμήμα μέ μαθημα­
τική ακρίβεια, πράγμα πού δέν μπορούμε νά περιμένουμε
άπό τήν καθηκοντολογία, στήν δποία δέν μπορεί νά απο­
κλειστεί ότι χωρούν κατά κάποιο τρόπο εξαιρέσεις (LATI-
TUDINEM)» (IV, 3 4 0 ) . Αυτή ή κατασκευή γεωμετρι­
κού τύπου σχέσεων δικαίου στήν εμπειρία είναι «εφαρμογή»
τής εγκαθιδρυμένης πρακτικοδιανοητικής σχέσης, τής κοινό­
τητας καί άλληλενέργειας ώς εσωτερικής σχέσης τοΰ λό­
γου πού δεσμεύει τό άπριόρι τής εποπτείας, τή χρονικότητα,
αναπαράγοντας σ' αυτό τήν ίδια του τή μορφή. Μέ τή γεω­
μετρική αυτή κατασκευή τών σχέσεων δικαίου, ή Καντια­
νή, θεωρία τοποθετείται σέ μία παράδοση καθορισμοΰ τής
ορθής κοινωνικής αναλογίας ώς θεμελιωμένης στήν Ι δ έ α
καί τήν ανανεώνει. Ή παραδοσιακή θεωρία, στηριγμένη
στόν Πλάτωνα, είχε θέσει τό πρόβλημα τής δίκαιης πρά­
ξης σέ σχέση μέ τήν μαθηματική ανάλυση ώς μέτρηση τοΰ
μεγαλύτερου καί τοΰ μικρότερου. Ό Πλάτων είχε δείξει^
ότι μία θεωρία τοΰ„ δικαίου πού ανάγεται σέ μαθηματικές
σχέσεις δέν είναι σέ θέση νά εμβαθύνει στό αντικείμενο της
παρά ξεπερνώντας τόν χαρακτήρα τής τέχνης τής μέτρη­
σης (μεΐζόν τε άμα καί ελαττον μετρεϊσθαι μή πρός άλλη­
λα μόνον άλλά καί πρός τήν τοϋ μετρίου γένεσιν). Καί ρω­
τώντας γιά τό πρέπον, τόν καιρόν καί τό δέον (Πολιτικός
2&4 D, Ε , ) , τελικά ό Πλάτων προσανατολιζόταν πρός ένα
θεμελιακό μέτρον ώς πρώτον κτήμα (Φίληβος 6 6 α ) , πού
11
νά θεμελιώνει καί τή σχέση τής μέτρησης . Στήν Καντια­
νή ανάλυση, δπως είδαμε, ή προβληματική αυτή συνδέεται
μέ τόν ερωτηματικό τρόπο τής αστικής κοινωνικής φιλοσο­
φίας: άπ' τή μία μεριά ο! «γεωμετρικές σχέσεις» δικαίου θε­
μελιώνονται σέ ένα επίπεδο πρακτικοδιανοητικής κοινωνί­
ας, πού αποδεικνύεται δτι δέν είναι άλλη άπό τήν εγκα­
θιδρυμένη αστική Κοινωνία. Ή αλήθεια τών σχέσεων
δικαίου πρέπει νά αναζητηθεί στήν ιστορική τελεολογία καί
στήν πανουργία τοΰ Λόγου, πού σχεδιάζουν αυτή τήν κοινω­
νία καί τήν αφήνουν νά εγκαθιδρυθεί ώς κοινωνία νομιμό­
τητας, ή οποία επιτρέπει χάριν τής εφαρμογής της στήν
εμπειρία τήν πραγματική καί μεθοδολογική της διάρθρωση
€άσει κριτηρίων θεωρητικών (αυστηρών). Ή ίδια ή δομή
τοΰ πρακτικοΰ Λόγου είναι τελικά τό μέτρο τής δίκαιας
νομικής ρύθμισης τών αστικών σχέσεων. Ά π ό τή δομή τοΰ
πρακτικοΰ Λόγου ξεκινώντας μποροϋμε νά κατανοήσουμε,
ώς ενέργειες πού τήν πραγματώνουν, τά μορφώματα τής
γεωμετρικότητας καί τοϋ οιονεί σχηματικοΰ στις σχέσεις
δικαίου. Στήν πορεία αυτής τής διερεύνησης φανερώνεται,
δτι δ Καντιανός Πρακτικός Λόγος εξετάζει τήν πολιτική
θεωρία καί τή θεωρία τοΰ δικαίου στή συστατική τους σύν­
δεση μέ θεμελιακές αποφάσεις τοΰ συγχρόνου άστικοΰ πο-
λιτισμοΰ, δηλ. στή σύνδεση τους μέ τήν δομή. τοΰ κοινωνι­
κού φορμαλισμοΰ, μέσα στόν όποιο συντελείται δ χωρισμός
τής θεωρίας άπδ τήν πράξη καί τής θεωρίας άπό τήν εφαρ­
μογή, κοινωνικούς χωρισμούς πού ή Καντιανή σκέψη άφι-
στοροποιεΐ ανάγοντας τους σέ φιλολογικά άπριόρι.-

73
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Όρισμένα άπό τά θεωρητικά προβλήματα πού αναπτύσσονται,


στή μελέτη αυτή έχουν εκτεθεί στή γερμανική μου εργασία γιά τόν
Κάντ (δες βιβλιογραφία) ιδίως κεφ. I καί II.
2. Πολλά άπό τά πολιτικά δοκίμια τοΰ Κάντ έχουν μεταφρασθεί
στά Ε λ λ η ν ι κ ά άπό τόν Έ . Π. Παπανούτσο (Αθήνα, 1 9 7 1 ) . "Οσες
φορές αναφέρομαι σ' αυτά τά κείμενα παραπέμπω στή μετάφραση,
του Παπανούτσου, ή δποία μέ βοήθησε γενικότερα στή λύση προβλη­
μάτων διατύπωσης καί ανάπτυξης Καντιανών θεμάτων, κάνοντας:
Ετσι κατά κάποιο τρόπο δυνατή τήν συγγραφή τής μελέτης αυτής
στά ελληνικά.
3 . Οί λατινικοί αριθμοί παραπέμπουν στόν τόμο, οί αραβικοί στή.
σελίδα τής έκδοσης KANT, WERKE (W. WEICHEDEL) WISBA-
DEN 1956
4. Ό δρος «αισθητικός» χρησιμοποιείται έδω μέ τήν καντιανή
σημασία, δηλ. υποδηλώνει δ,τι προέρχεται άπό τίς αισθήσεις ή ανα­
φέρεται-σ' αυτές και δχι δ,τι σχετίζεται πρδς τήν επιστήμη τοΰ ω­
ραίου, πρβλ. Ά ν . Γιανναρά, σελ. 67.
5. Παπανούτσος, σελ. 24 έπ.
6. Παπανούτσος, σελ. 26.
7. "Ετσι δ SCHNAEDELBACH, σελ. 70.
8. Παπανούτσος, σελ. 30.
9. Πρβλ. έκδοση CASSIRER (1922, τόμ. IV, σελ. 527.
10. Πρβλ. σχετικά W. FROST σελ. 135.
11. Πρβλ. εισαγωγικά RICOEUR, σελ. 2 4 .

74
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Α' ξενόγλωσση
Baeumler, Α., Das Irrationalitätsproblem in der Ästhetik und
Logik des 18 Jahrhunderts, Tübingen 1967 . 2

Brptherus, K.R., I. Kants Philosophie der Geschichte


Heisingfords 1905.
Burleigh, Τ. W., Teleology in Kant's Philosophy of History, in:
History and Theory 5 (1966).
Cassirer, E. Die Philosophie der Aufklärung, Tübingen 1932.
Cohen, H. Kants Begründung der Ethik nebst ihren Anwendun-
f

gen auf Recht, Religion und Geschichte, Berlin 1910.


Dörpinghaus, W. Der Begriff der Gesellschaft bei Kant (Diss.)
Köln 1956.
Ebbinghaus, J., Die Idee des Rechts, in: Zeitschrift für philoso-
phische Forschung, Bd. 12 (1958)
Frost, W. Der Begriff der Urteilskraft bei Kant, Halle 1906.
Gadamer, H-G., Wahrheit und Methode, Tübingen 1965 2

Gerresheim, E. (Hrg.), I. Kant 1724/1974, Kant als politischer


Denker
Goldmann, L, Mensch, Gemeinschaft und Welt in der Philosophie
Kants (Diss.), Zürich 1945
Heidegger, M. Kant und des Problem der Metaphysik, Frankfurt
1965 3

Horkheimer, M., Über Kants Kritik der Urteilskraft als Bindeglied


zwischen theoretischer und praktischer Philosophie,
Frankfurt 1925.
Kaulbach, F., I. Kant, Berlin 1969 (Sammlung Göschen 536/536a)
Καλή εισαγωγή στό Καντιανό έργο γενικά
Lask, Ε., Fichtes Idealismus und die Geschichte, in: Gesam­
melte Schriften, Bd. 1, Tübingen, 1923
Lehmann, Beiträge zur Geschichte und interpretation der Phi-
losophie Kants, Berlin 1969
Marcuse, H., Ideen zu einer kritischen Theorie der Gesellschaft,
Frankfurt 1969

75
Medicus, F., Kants Philosophie der Geschichte, in: Kant-Stu-
dien 7/1902
Metzger, W., Untersuchungen zur Sitten-und Rechtslehre Kants
und Fichtes, Heidelberg 1912.
Mörchen, H., Die Einbildungskraft bei Kant, in: Jahrbuck für
Philosophie und phänomenologische Forschung, Halle 1930
Nieschmidt, G.P., Praktische Vernunft und ewiger Friede (Diss.).
München 1965.
Psychopedis, K., Spontaneität und Gesetz. Zur Methode der
Kantschen Sozialphilosophie (Diss.), Frankfurt 1973.
Ricoeur, P., Piaton et Aristote, "Le cours de Sorbonne", Centre
de documentation universitaire, Paris 1968.
Rickert, R., Kant als Philosoph der modernen Kultur, Tübingen
1924.
Seage, R., Eigentum, Staat und Gesellschaft bei f. Kant,
Stuttgart, Berlin Köln Mainz 1973.
Καλή εισαγωγή στήν πολιτική θεωρία τοΰ Κάντ
Sohnädelbach, Η., Zum Verhältnis von Logik und Gesellschafts-
theorie bei Hegel, in: 0 . Negt (Hrg.) Aktualität und Folgen
der Philosophie Hegels, Frankfurt 1970.
Sigl, R., Kants Kulturbegriff (Diss.), Berlin 1954.
Vlachos, G., La pansee politique de Kant, Paris 1962
Well, E., Ruyssen, T., La philosophie politique de Kant, Institut
international de philosophie politique, Paris 1962
Weyand, K., Kants Geschichtsphilosophie, Ihre Entwicklung und
ihr Verhältnis zur Aufklärung, Köln 1964.

B' εργ α τοΰ ή γιά τόν Κ ά ν τ στήν


έλλην. γλώσσα

Γ ι α ν ν α ρ ά , Αναστασίου; Κεφάλαια άπό τή θεωρητική φιλοσο­


φία τοϋ Κάντ, Πανεπιστημιακές παραδόσεις. Άθήτ
ναι 1976.
Γ ι ε ρ ο ϋ, Χαραλάμπους: Ά π ό ΚΑΝΤ εις FICHTE. Αθήναι (χω­
ρίς χρονολογία)
Θ ε ο δ ω ρ α κ ο π ο ύ λ ο υ Ι ω ά ν ν ο υ ; Διάνοια, δύναμη τής κρίσης

76
και νους στόν Κάντ. Άρχεΐον Φιλοσοφίας και θ ε ­
ωρίας των Επιστημών. I (1939) σελ. 1 - 2 4 .
Ι μ β ρ ι ώ τ η , Γιάννη: Ή φιλοσοφία τοΰ Κάντ. Μαρξιστική θεώ­
ρηση. Αθήνα 1974.
Κ ά ν τ , Ίμμάνουελ; Προλεγόμενα εις πάσαν μέλλουσαν μεταφυ-
σικήν. Μετάφρασις - εισαγωγή - σχόλια Χ. Γ ι ε-
ρ ο υ. Αθήναι (χωρίς χρονολογία).
— : "Η ηθική φιλοσοφία. I. Οί αρχές τής Μεταφυσικής
των Ή6ών. Μετάφραση μέ πρόλογο, εισαγωγικές
μελέτες γιά τή ζωή, τήν προσωπικότητα και τή
φιλοσοφία του Κάντ και σημειώματα Ν. Δ. Κορ.-
κοφίγκα. "Αθήνα 1937.
— : Κριτική τοΰ Καθαρού Λόγου. Μετ. Γρηγ. Λ ιόν η
(χωρίς χρονολογία).
— : Δοκίμια. Εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια Ε . II.
Π α π α ν ο ύ τ σ ο υ . Αθήνα 1971.
— : Κριτική τοΰ Πρακτικοΰ Λόγου. Μετάφρ. Γ. Δ.
Σ κ ο ύ ρ τ σ η , Αθήνα (χωρίς χρονολογία).
Μεγ. Έ λ λ η ν . Εγκυκλοπαίδεια «ΠΓΡΣΟΓ», Τόμ. ΙΓ' σελ. 718 λήμ­
μα Κ ά ν τ ι ο ς Εμμανουήλ, άπό I. Ν. θ ε ο δ ω
ρ α κ ό π ο υ λ ο καί Κ. Δ. Τσάτσο.
Τ σ ά τ σ ο υ , Κωνσταντίνου; Ή γνωσιολογία τοΰ Κάντ ώς εισαγω­
γή στήν Ίδεοκρατία. Άρχεΐον Φιλοσοφίας καί θεω­
ρίας τών Επιστημών Ε ( 1 9 3 4 ) , σελ. 49 - 117.
— : Ή κοινωνική φιλοσοφία τοΰ Κάντ. Ά ρ χ . Φιλοσο­
φίας καί θεωρίας τών Επιστημών Ε ( 1 9 3 4 ) , σελ.
3 8 8 - 439.

77
Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ I

αιτία Ursache
αιτιότητα Kausalität
αίσθηση Sinnlichkeit
αλλαγή Veränderung
αλληλεπίδραση (άλληλενέργεια) Wechselwirkung
αναγκαιότητα Notwendigkeit
άναγκασμόα Nötigung
άναγκαστότητα Zwang
ανάπτυξη Entwicklung
ανάπτυξη μεθοδική Darstellung
αντίκρουση τοΰ Ιδεαλισμού Widerlegung des Idealismus
αξιοπρέπεια Würde
αρετή Tugend
άρχή Prinzip
βούληση Wille
γενικότητα Allgemeinheit
διαμεσολάβηση Vermittlung
διαμόρφωμα Gestalt
διάνοια Verstand
δίκαιο Recht
δίκαιο αυστηρό striktes Recht
δίκαιο έμφυτο angeborenes Recht
δίκαιο θετικό positives Recht
δίκαιο φυσικό Naturrecht
δύναμη Vermögen
δυνατότητα Möglichkeit
ειδίκευση Spezifikation
εικόνα Bild
έλξη Affizieren
ελατήριο Triebfeder
εμπειρία Erfahrung
ενέργεια Handlung

•78
ενέργεια συνθετική τής ινοίας Apperzeption
ενέργημα Akt
έννοια Begriff
ενότητα Einheit
επαγωγή Induction
επιδεξιότητα Geschicklichkeit
έπιθυμητικό Begehrungsvermögen
έ π ι φ α ι νο με νικότητα Schein
εποπτεία Anschaung
ευδαιμονία Glückseligkeit
εφαρμογή Anwendung
ηθική Moral
ηθικότητα Moralität
ηθικότητα αυτόνομη autonome Sittenlehre
θέληση Willkür
θεσμός Institution
θυμός Gemüt
ιδιαίτερο Besonderes
ισότητα Gleichheit
ισότιμο ανταλλακτικό Äquivalent
καθήκον Pflicht
καθήκον ηθικό Tugendpflicht
κανόνας Regel
καταβολές φυσικές Anlagen
καταλληλότητα Tauglichkeit
κατηγορούμενο Prädikat
κλίση Neigung, Hang
κοινωνία αστική bürgerliche Gesellschaft
κρίση Urteil
κρίση αναλογιστική/
reflektierend
αντανακλαστική
κρίση καθοριστική bestimmend
κριτική ικανότητα Urteilskraft
κτήση Erwerbung
Λόγος Vernunft
.μορφή Form
νομιμότητα Legalität
νόμος Gesetz
ουσία Substanz
πανουργία τοϋ Λόγου List der Vernunft
παράσταση Vorstellung
παρέλευση Vergehen
ποικιλία Varietät
πράγμα Ding
πράγμα καθ' εαυτό Ding an sich
πραγματικότητα Wirklichkeit
πραγματιστικό pragmatisch
πρόθεση τής φύσης Naturabsicht
προκείμενες Prämissen
προστακτική Imperativ
ρυθμιστικό regulativ
συγγένεια Affinität
συλλογισμός Schluß
συναίσθημα Gefühl
σύσταση Konstitution
σχέση Relation, Beziehung
σχηματισμός Schematismus
τελειότητα Vollkommenheit
τέλος Zweck
τρόπος Modalität
τυπικός formal
υλικό Material
υπαγωγή Subsumtion
ύπερσισθητό übersinnlich
υπερβατικό transzendental
ύφίστασθαι Leiden
φαινόμενο Erscheinung
φαντασία Einbildungskraft
φρόνηση Klugheit
φρόνηση δημόσια Weltklugheit

80
Οί ΙΔΕΕ3

LUCIEN GOLDMANN, Ε ι σ α γ ω γ ή στόν Α ο ό κ α τ ς καί στόν Χάϊντεγ-


γερ — ΜΑΝΟΑΠ ΛΑΜΠΡΙΔΗ. Ή σύγκρουση μ έ τό Ν ό μ ο ώς έμ­
πρακτη κριτική τοϋ Δ ι κ α ί ο υ καί τό συναίσθημα ε ν ο χ ή ς •—• K A R L
K O R S C H , Ά π ό τ ή δ ι α λ ε κ τ ι κ ή τοΰ Χ έ γ κ ε λ στή δ ι α λ ε κ τ ι κ ή τοΰ Μαρξ.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

GEORGE ORWELL, Δοκίμια — BLAISE CENDRARS, Ιΐαναμας, ή


οί π ε ρ ι π έ τ ε ι ε ς τών ε π τ ά μου θείων — R . W E L L E Κ, Γ ε ρ μ α ν ι κ ό ς και

Αγγλικός Ρομαντισμός — PETER SZONDI, Ή έννοια τής τραγι­


κότητας στόν Σέλλιγκ, Χ α ί λ ν τ ε ρ λ ι ν και Χ έ γ κ ε λ — EZRA POUNT,
Έπτά CANTOS.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

T . W . A D O R N O , Σέ τί χ ρ η σ ι μ ε ύ ε ι α κ ό μ η ή φ ι λ ο σ ο φ ί α — F . M . COR-
"NFORD, Ή ά γ ρ α φ η φ ι λ ο σ ο φ ί α — Η. M A R C U S E , Τ ό τ έ λ ο ς τοΰ Έ -

γ ε λ ι α ν ι σ μ ο ϋ — E R N S T C A S S I R E R , Κ ά ν τ καί Ρουσσώ.

ΨΓΧΟΛΟΓΙΑ

Η. K O H U T , « θ ά ν α τ ο ς στή Βενετία».

You might also like