Professional Documents
Culture Documents
Γιὰ νὰ φανεῖ αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ καὶ ἀνατροπὴ ποὺ ἔγινε στὴν
Κωνσταντινούπολη, διακριτικὰ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ´, στὶς
ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μὲ θρασύτητα καὶ ὁρμὴ ἀπὸ τὸν τοποτηρητὴ
τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου μητροπολίτη Προύσσης Δωρόθεο
(Ἐγκύκλιος 1920), καὶ προκλητικὰ ἀπὸ τοὺς Μελέτιο Μεταξάκη,
Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαῖο, θὰ παρουσιάσουμε ἐνδεικτικὰ συνοδικὰ
καὶ πατριαρχικὰ κείμενα τοῦ 19ου αἰῶνος, γιὰ τὶς σχέσεις τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, κυρίως
πρὸς τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, τοὺς ὁποίους, ἀδίστακτα
χαρακτηρίζουν ὡς ἐπικίνδυνες αἱρέσεις, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι ἔχει
διακοπῆ ἡ διαδοχὴ στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ἑπομένως καὶ ἡ
διαδοχὴ στοὺς θρόνους, καὶ οἱ ὁποιεσδήποτε ἑπομένως
ἀποφάσεις λαμβάνονται ἢ θὰ ληφθοῦν δὲν θὰ προέρχονται ἀπὸ
Ὀρθόδοξη Σύνοδο, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδοσύνοδο αἱρετικῶν καὶ
αἱρετιζόντων.
† Ὁ Ἐφέσου Γεράσιμος
† Ὁ Ἡρακλείας Διονύσιος
13
† Ὁ Κυζίκου Ἄνθιμος-
† Ὁ Νικομηδείας Πανάρετος
† Ὁ Χαλκηδόνος Ἱερόθεος
† Ὁ Δέρκων Γερμανός
† Ὁ Θεσσαλονίκης Μελέτιος
† Ὁ Προύσης Ἄνθιμος
† Ὁ Ἄρτης ᾽Ιγνάτιος
† Ὁ Φιλαδελφείας Πανάρετος
† Ὁ Μαρωνείας Δανιήλ
† Ὁ Λήμνου Ἱερώνυμος
† Ὁ Δημητριάδος Ἰωσήφ
† Ὁ Νυσσάβας Νεκτάριος
† Ὁ Ἐρσεκίου Προκόπιος
† Ὁ Κενστεντελίου Ἀρτέμιος
† Ὁ Σαμακοβίου Νεόφυτος[3].
Κατὰ τὴν πρώτη αὐτοτελῆ ἔκδοσή της ἡ Ἐγκύκλιος ἔφερε τὸν τίτλο
«Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, παραινετικὴ πρὸς
τοὺς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους, καὶ πολλῷ πλέον πρὸς τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ,
Συρίᾳ τε καὶ Παλαιστίνη, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ἐπιπολαζούσης παπικῆς
πλάνης. Διακηρυχθεῖσα παρὰ τοῦ παναγιωτάτου οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου κ.κ. Γρηγορίου καὶ τῆς περὶ αὐτὸν ἱερᾶς Συνόδου, ἤδη
πρῶτον τύποις ἐκδοθεῖσα ἰδίοις ἀναλώμασι τῆς αὐτοῦ σεβασμιωτάτης
Παναγιότητος. Ἐν ἧ ἐπισυνάπτεται διὰ τοῦ τύπου καί τις ἐπιστολὴ
κατὰ τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν, Σύνταγμα τοῦ ἀοιδίμου Εὐγενίου τοῦ
Βουλγάρεως, ὡς πολλὰ ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμος. Κατὰ τὸ
Πατριαρχεῖον, ¸απλθ´».
ἀνδράποδα, οὐκ αἰσχύνονται νὰ λέγωσιν, ὅτι εἰσὶν ἱερεῖς καὶ ὅμοιοι καὶ
ὁμόφρονες κατὰ πάντα ἡμῖν τοῖς Ὀρθοδόξοις, δελεάζοντες καὶ
πλανῶντες διὰ τῆς ἐπιπλάστου ἐξωτερικῆς μόνης ἐξομοιώσεως
αὐτῶν[4] τοὺς ἁπλουστέρους τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ ἐκτραχηλίζοντες
αὐτοὺς εἰς τὰ βάραθρα τῶν αἱρέσεών των καὶ εἰς τοὺς ψυχοφθόρους
κρημνοὺς τῆς παπικῆς πλάνης των».
† Ὁ Ἡρακλείας Διονύσιος
† Ὁ Χαλκηδόνος Ἱερόθεος
† Ὁ Δέρκων Γερμανός
† Ὁ Θεσσαλονίκης Μελέτιος
† Ὁ Σερρῶν Ἀθανάσιος
† Ὁ Ἰωαννίνων Ἰωαννίκιος
† Ὁ ᾽Αγκύρας Νικηφόρος
† Ὁ Φιλαδελφείας Δανιήλ
† Ὁ Κενστεντιλίου Ἀρτέμιος
† Ὁ Λήμνου Ἱερώνυμος
† Ὁ Σκοπίων Γαβριήλ[5].
«Τούτων τῶν πλατυνθεισῶν, κρίμασιν οἷς οἶδεν Κύριος, ἐπὶ μέγα μέρος
τῆς οἰκουμένης αἱρέσεων, ἦν ποτε ὁ Ἀρειανισμός, ἔστι δὲ τὴν σήμερον
καὶ ὁ Παπισμός· ἀλλὰ καὶ οὗτος (ὥπερ κἀκεῖνος ὁ ἤδη παντάπασιν
ἐκλελοιπώς), καίτοι ἀκμαῖος τό γε νῦν, οὐκ ἰσχύσει εἰς τέλος, ἀλλὰ
διελεύσεται καὶ καταβληθήσεται, καὶ ἡ οὐράνιος μεγάλη φωνὴ ἠχήσει
“ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ”».
Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές:
21
† Ὁ Καισαρείας Παΐσιος
† Ὁ Ἐφέσου Ἄνθιμος
Ὁ Ἡρακλείας Διονύσιος
† Ὁ Κιζύκου Ἰωακείμ
† Ὁ Νικομηδείας Διονύσιος
† Ὁ Χαλκηδόνος Ἱερόθεος
† Ὁ Δέρκων Νεόφυτος
† Ὁ Ἀνδριανουπόλεως Γεράσιμος
22
† Ὁ Νεοκαισαρείας Κύριλλος
† Ὁ Βερροίας Θεόκλητος
† Ὁ Πισσιδείας Μελέτιος
† Ὁ Σμύρνης Ἀθανάσιος
† Ὁ Μελενίκου Διονύσιος
† Ὁ Σόφιας Παΐσιος
† Ὁ Λήμνου Δανιήλ
† Ὁ Δρυϊνουπόλεως Παντελεήμων
† Ὁ Ἐρσεκίου Ἰωσήφ
† Ὁ Βοδενῶν Ἄνθιμος.
† Ὁ Ἀρκαδίας Ζαχαρίας
† Ὁ Ἐμέσης Μεθόδιος
† Ὁ Τριπόλεως Ἰωαννίκιος
† Ὁ Λαοδικείας Ἀρτέμιος
† Ὁ Πέτρας Μελέτιος
† Ὁ Βηθλεὲμ Διονύσιος
† Ὁ Γάζης Φιλήμων
† Ὁ Νεαπόλεως Σαμουήλ
† Ὁ Σεβαστείς Θαββαῖος
† Ὁ Φιλαδελφείας Ἰωαννίκιος
† Ὁ Θαβωρίου Ἱερόθεος[6].
“Τὰ αὐτὰ καὶ ἡμεῖς ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων
τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως, νέας
῾Ρώμης· καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας ῾Ρώμης διὰ τὸ βασιλεύειν
τὴν πόλιν ἐκείνην οἱ πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα· καὶ
τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ρν´ ἐπίσκοποι τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν
τῷ τῆς νέας ῾Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ”. Ἐκ τοῦ κανόνος τούτου
καταφαίνεται, ὅτι ὁ ῾Ρώμης ἐστὶν ἐπίσκοπος ἰσότιμος τῷ ἐπισκόπῳ τῆς
Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῖς τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἐν
οὐδενὶ δὲ κανόνι καὶ παρ᾽ οὐδενὶ τῶν Πατέρων ὑπαινιγμός τις γίνεται,
ὅτι ποτὲ ὁ ῾Ρώμης μόνος ἐστὶν ὁ ἀρχηγὸς τῆς καθόλου Ἐκκλησίας καὶ
ὁ ἀλάθητος κριτὴς τῶν ἐπισκόπων τῶν ἄλλων ἀνεξαρτήτων καὶ
30
τοῦ ῥωμαϊκοῦ θρόνου ἦν ἅγιον παρὰ πᾶσι τοῖς λαοῖς τοῦ χριστιανικοῦ
κόσμου, ἡ δὲ Ἀνατολὴ ὁμοίως τῇ Δύσει ὁμοθυμαδὸν καὶ ἄνευ
ἀντιστάσεως ὑπετάσσετο τῷ ῾Ρωμαίῳ ἀρχιερεῖ, ὡς διαδόχῳ δῆθεν
νομίμῳ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, καὶ κατὰ συνέπειαν τοποτηρητῇ τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς».
Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές:
ἐννοηθεῖ ὅτι καὶ οἱ αἱρετικοὶ μπορεῖ νὰ ἔχουν τὴν ἀλήθεια καὶ ὅτι αὐτὸ
θὰ προκύψει ἀπὸ τὸν διάλογο. Αὐτὸ ἐπίστευε ὁ Κύριος συζητώντας μὲ
τὴν Σαμαρείτιδα, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες;
Διδάσκουμε κηρύττουμε, ὁμολογοῦμε τὴν ἀλήθεια, «μαθητεύουμε
πάντα τὰ ἔθνη», καὶ ἂν οἱ διδασκόμενοι καὶ νουθετούμενοι δὲν
πείθονται, τοὺς ἀφήνουμε νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμο τους. Δὲν
συζητοῦμε ἐπὶ πέντε, δέκα, εἴκοσι, σαράντα χρόνια. Εἶναι σαφὴς ὁ
λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ
δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ
ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος»[11]. Αὐτὸ ἐτήρησε καὶ ὁ πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β´, ὁ ὀνομαζόμενος Τρανός, στὸν δι᾽
ἀλληλογραφίας διάλογο ποὺ ἔκανε μὲ τοὺς Προτεστάντες θεολόγους
τῆς Τυβίγκης. Ὅταν ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τους κατάλαβε ὅτι ἐμμένουν
στὶς πλάνες τους, διέκοψε τὸν διάλογο καὶ τοὺς ἄφησε στὸν δρόμο τῆς
πλάνης. Τοὺς ἔγραψε τὸ 1581: «Ἀξιοῦμεν δὲ ὑμᾶς τοῦ λοιποῦ μὴ κόπους
παρέχειν ἡμῖν, μηδὲ περὶ τῶν αὐτῶν γράφειν καὶ ἐπιστέλλειν, εἴ γε τοὺς
τῆς Ἐκλησίας φωστῆρας καὶ θεολόγους ἄλλοτε ἄλλως μεταχειρίζεσθε,
καὶ τοῖς λόγοις τιμῶντες αὐτοὺς καὶ ἐπαίροντες τοῖς ἔργοις ἀθετεῖτε,
καὶ τὰ ὅπλα ἡμῶν ἄχρηστα ἀποδεικνύετε, τοὺς λόγους αὐτῶν τοὺς
ἁγίους καὶ θείους δι᾽ ὧν ἡμεῖς γράφειν καὶ ἀντιλέγειν ὑμῖν εἴχομεν.
Ὥστε τὸ καθ᾽ ὑμᾶς, ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τὴν ὑμετέραν
οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μὲν περὶ δογμάτων, φιλίας δὲ μόνης ἕνεκα, εἰ
βουλητόν, γράφετε»[12].
41
[1]. Β´ Τιμ. 2, 9.
πηγή:/impantokratoros.gr
ΜΕΡΟΣ Β΄
θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ
λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχει
συνεχὴς καὶ μεγάλη ἀντίδραση πολλῶν ἐκκλησιῶν, μερικὲς ἀπὸ τὶς
ὁποῖες καλῶς ἔπραξαν καὶ ἀποχώρησαν, ἄλλες δὲ τὸ εἶχαν ἀποφασίσει
καὶ ἀνέστειλαν τὴν ἀποχώρηση μετὰ ἀπὸ πιέσεις καὶ ἀπειλές! Καμμία
ἀπειλὴ οὔτε πίεση τότε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διασπασθεῖ ἡ ἑνότητα
σύμπλευση πρὸς τοὺς διαφωνοῦντες. Γράφει ὡς ἀνταπάντηση πρὸς
τὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τὸ 1904 διὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ
Γ´ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ἡ Ἐκκλησία
Κωνσταντινουπόλεως: «Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἡμερολογίου
τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπὸ
αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς
Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον... ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο
καινοτομῆσαι»[4].
Εἶναι λοιπό, σεβαστὸ καὶ ἑδραῖο, δηλαδὴ ἀμετακίνητο,
(αἰδέσιμον καὶ ἔμπεδον) τὸ Πάτριο παραδεδομένο Ἡμερολόγιο
καὶ εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ καὶ
καινοτομία: «Ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι».
Οὐσιαστικῶς πρόκειται γιὰ πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ
συμφωνοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, εἶναι σύμψηφες, ὡς πρὸς τὸ ὅτι
εἶναι ἀδύνατη ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση. Δὲν ἐχρειάζετο
τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ τηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση, καὶ
νὰ κλείσει τὸ θέμα, ὁπότε θὰ ἀποφεύγονταν ὅλες οἱ διαιρέσεις καὶ
51
ἑορτασμὸ τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὄχι μόνον δὲν ἐπέτυχε, ἀλλὰ τραυμάτισε
τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν
Χριστουγέννων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν
Ἁγίων.
Τό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τελικῶς ἀποφάσισε νὰ
«διορθωθεῖ» τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὴν ἀφαίρεση 13 ἡμερῶν,
οὐσιαστικῶς δηλαδὴ νὰ γίνει δεκτὸ τὸ Γρηγοριανό, ἐκτὸς τῆς ἑορτῆς
τοῦ Πάσχα ποὺ μένει ἀμετακίνητη. Γιὰ τὴν ἀφαίρεση τῶν 13 ἡμερῶν
ὁρίσθηκε κατ᾽ ἀρχὴν νὰ ἀριθμηθεῖ ἡ 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1923 ὡς 14
Ὀκτωβρίου, οἱ δὲ ἑορτὲς τῶν παραλειπομένων ἑορτῶν νὰ ἑορτασθοῦν
ἐφ᾽ ἅπαξ τὴν 14η Ὀκτωβρίου καὶ ἐφεξῆς ἢ ὅπως ὁρίσει ὁ ἀρχιερεὺς τῆς
ἐπαρχίας[9].
Παρὰ ταῦτα οὐδεμία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προχώρησε στὴν
ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως, οὔτε ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη,
μέχρις ὅτου ἐνεργοποιήθηκε δυναμικὰ καὶ ἀποφασιστικὰ ὁ
«συνεταῖρος» τοῦ Μεταξάκη, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ἐπιφανὴς καὶ
διακεκριμένος ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ
μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, δηλαδὴ ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος
Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Σὲ συνεννόηση μὲ τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφασίσθηκε καὶ ἀνακοινώθηκε πρὸς τοὺς
ἀρχιερεῖς καὶ τῶν δύο δικαιοδοσιῶν, ὅτι ἡ 10η Μαρτίου τοῦ 1924 θὰ
λογισθεῖ καὶ θὰ ὀνομασθεῖ 23η, χωρὶς μεταβολὴ τοῦ Πασχαλίου.
57
λέγει ὅτι στὸν Γενικὸ Διοικητὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ ἐκ
μέρους τῆς Κυβερνήσεως δι᾽ ἐγγράφου νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ
Ἡμερολογίου ἀπήντησε ὅτι «ἐν τοσούτῳ σοβαροῖς ζητήμασιν, ἐν
οἷς διακυβεύεται τὸ κῦρος Ἀποστολικῶν καὶ Συνοδικῶν κανόνων
ἀδυνατοῦμεν νὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς συστάσεις κοσμικῶν».
Στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἐπίσης, τὸ ὁποῖο μὲ ἐγκύκλιό του τῆς
27ης Φεβρουαρίου 1924 διέτασσε νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ
Ἡμερολογίου καὶ χαρακτήριζε «τὸ κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1923 συνελθὸν
ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Μεταξάκη
καταφανῶς ἀντορθόδοξον Συνέδριον ὡς Πανορθόδοξον,
γνωστοῦ ὄντος ὅτι οὐδεὶς τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς
Ἀνατολῆς ἀπεδέξατο νὰ συμμετάσχη αὐτοῦ», ἔστειλε ἐκτενέστατη
ἐπιστολὴ γιὰ νὰ ὑποδείξει τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει ἡ γαλήνη τῆς
Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου σὲ τόσο
δύσκολους καιρούς. Προσέθετε δὲ καὶ τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν Μεταξάκη:
«Ἐχαρακτηρίσαμεν δὲ πρεπόντως τὰ ἀντορθόδοξα σχέδια καὶ
ἐνεργείας τοῦ κακῇ τῇ μοίρᾳ διὰ μέσου τοσούτων παρανομιῶν
ἀνελθόντος τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον Μεταξάκη, ὅστις
νυχθημερὸν εἰργάζετο, ἵνα κλονίση τὰ ἀσάλευτα θεμέλια τῆς
Ὀρθοδοξίας, ἤτοι τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς παραδόσεις
καὶ διατάξεις·(σχ. Ομολογή εδώ ο Κασσανδρείας Ειρηναίος ότι
το ημερολόγιο είναι θεσπισμένο από: Ἀποστολικὰς καὶ
Συνοδικὰς παραδόσεις καὶ διατάξεις) ἐπιπροσθέτως ὅτι δὲν
60
Ἐπίλογος
Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ
πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατὶ δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη
ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν
Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ
διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν.
Πολλοὶ δέχθηκαν τὴν ἀλλαγὴ ὡς προσωρινὴ «κατ᾽ οἰκονομίαν» λύση,
μέχρις ὅτου μία Πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος καὶ
ἐπαναφέρει τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα, ποὺ ἦταν ἀδιατάρακτη στὴν
Ἐκκλησία ἐπὶ 1600 χρόνια, ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μέχρι τὸ
1924. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἀλλόδοξες «ἐκκλησίες»
καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσῳ τοῦ μασόνου πατριάρχου Μελετίου
Μεταξάκη.
Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ
μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» νὰ συζητήσει καὶ
νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ
διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο
73
Ἱεραρχία συνυποσχεθῇ, ὅτι ἀπὸ σήμερον κλείει ὁριστικῶς τὴν θύραν τῶν
καινοτομιῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἐκκλησίᾳ.
2) Ἂν ἀξιοχρέῳ ποιμαντικῇ προνοίᾳ θελήσῃ νὰ παύσῃ πᾶσαν καταδίωξιν ἢ
πίεσιν κατὰ τῶν στερρῶς ἐχομένων καὶ ἀνενδότως ἀφωσιωμένων εἰς τὸ
ἀπὸ τῆς πρώτης συστάσεως μέχρι σήμερον ἐν τῇ Ἀγίᾳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ ἐν
χρήσει ὑπάρχον Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον ἀγαπητῶν Ὁμογενῶν καὶ ἐν
Χριστῷ ἀδελφῶν καὶ τέκνων ἡμῶν καὶ
3) Ἂν ἀποφασίσῃ ἡ συνεδριάζουσα Ἱεραρχία, ἵνα ἀναθέσῃ εἰς τὴν σύνεσιν
τῶν κατὰ τόπους Ἁγίων ἀδελφῶν τὴν διὰ τῶν κανονικῶν Ἱερέων
ἐξοικονόμησιν καὶ θεραπείαν τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τῶν τυπτομένων
τὴν συνείδησιν εὐσεβῶν τῆς Ἐκκλησίας τέκνων “ὑπὲρ ὧν Χριστὸς
ἀπέθανεν”.
Ἄλλως διαμαρτυρόμενοι διὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων,
ἐπιφυλασσόμεθα ἵνα καταγγείλωμεν αὐτὰ ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἢ βράδιον
συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθoδόξου Συνόδου».
[15]. Ἀρχιμ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, «Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος», εἰς Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα (Μικρὰ
συμβολὴ εἰς τὴν ἐπίλυσίν του), Ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 2004,
σελ. 18-19.
[16]. Αὐτόθι, σελ. 20-21.
[17]. Αὐτόθι, σελ. 19-20.
[18]. Συνεδρία Γ´ (10 Ἰουνίου 1930), Πρακτικὰ τῆς Προκαταρκτικῆς
Ἐπιτροπῆς τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς συνελθούσης ἐν τῇ ἐν
Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ τοῦ Βατοπεδίου (8-23 Ἰουνίου 1930), ἐν
Κωνσταντινουπόλει 1930, σελ. 69: «Ἔχοντες πικρὰν τὴν πεῖραν ἐξ ἄλλης
79
1902 [6], τό Διάγγελμα τοῦ 1920 [7] καί τήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1952 [8]. Ἡ
πρώτη πραγματοποιεῖ τό οἰκουμενιστικό ἄνοιγμα στὴ Δυτική
Χριστιανοσύνη, ἐνῷ τά ἄλλα ἔχουν καθαρά προγραμματικό
χαρακτῆρα, ἐγκαινιάζοντας καί προωθώντας τήν πορεία πρός τόν
Οἰκουμενισμό μέ τήν «Οἰκουμενική Κίνηση». Ἡ συμμετοχή τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σ’ αὐτήν ὁδήγησε στίς σημερινές
ἐλεγχόμενες ἀπό τήν ὀρθόδοξη συνείδηση σχέσεις. Αὐτό ὅμως
συνδέεται ἄμεσα μέ τήν προοδευτική ἐξίσωση τῶν δυτικῶν ὁμολογιῶν
μέ τή Μία Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία. Μέ τό Διάγγελμα τοῦ 1920 τό
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προσέφερε τόν καταστατικό χάρτη γιά τήν
στάση, πού ὄφειλε νά τηρήσει στό μέλλον ἡ ὀρθόδοξη παράταξη μέσα
στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1902 ἄνοιξε τόν δρόμο στή συμμετοχή μας στήν
Οἰκουμενική Κίνηση, τό Διάγγελμα τοῦ 1920 προετοίμασε τήν εἴσοδό
μας στό ΠΣΕ, ἐνῷ ἡ ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρα Ἐγκύκλιος τοῦ 1952
[9] λειτούργησε ὡς ὁλοκλήρωση καί ἐπισφράγιση τῆς
προγραμματισμένης αὐτῆς πορείας. Γι’ αὐτό μεγάλοι ὀρθόδοξοι
θεολόγοι, ὅπως ὁ Ἰωάννης Καρμίρης καί ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ,
παρά τήν ἀφοσίωσή τους στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, δέν
παρέλειψαν νά ἐκφράσουν τόν δισταγμό τους στά ἀνοίγματα αὐτά καί
τίς ἐπιφυλάξεις τους γιά τίς μέσῳ αὐτῶν δρομολογημένες ἐξελίξεις
[10].
83
ανίσχοντα, κάν πρός δυόμενον, πανταχού την αυτήν ευρήσει κατά τον
αυτόν χρόνον επιτελουμένην πανήγυριν» (Migne 83,1241).
Ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας:
«Προϋπήρχε δ' άρα καί άλλη τις τούτων προτέρα νόσος αργαλεωτάτη
τάς εκκλησίας εκ μακρού διενοχλούσα, η τής σωτηρίου εορτής
διαφωνία» (βίος Μ.Κωνσταντίνου εκκλησιαστ.ιστορία Ευσεβίου
βιβλ.3,5). Καθώς και ): «...ο Βασιλεύς είπεν ότι αυτή (αναφέρεται στην
συμφωνία του κοινού εορτασμού του πάσχα) είναι η δευτέρα νίκη την
οποίαν εκέρδισεν κατά του εχθρού της εκκλησίας...» Όταν ο ίδιος ο
Μέγας Κωνσταντίνος λέει ότι η εορτολογική ανομοιομορφία ήταν
έργο του εχθρού της εκκλησίας, δηλαδή του διαβόλου , ποιός
προτιμά να εμμένει προσκολλημένος σε τέτοιου είδους έργα ;
Αλλά και ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος που τόσο μόχθησε για την Α'
Οικ.Σύνοδο γράφει:«...ήδη καί τόν προειρημένον λόγον καί τήν
παρατήρησιν τής αγιωτάτης ημέρας υποδέχεσθαί τε καί διατάττειν
οφείλετε, ίνα επειδάν πρός τήν πάλαι μοι ποθουμένην τής υμετέρας
διαθέσεως όψιν αφίκωμαι, εν μιά καί τή αυτή ημέρα τήν αγίαν μεθ'
υμών εορτήν επιτελέσαι δυνηθώ καί πάντων ένεκεν μεθ' υμών
ευδοκήσω, συνορών τήν διαβολικήν ωμότητα υπό τής θείας δυνάμεως
διά τών [ημετέρων] πράξεων ανηρημένην, ακμαζούσης πανταχού τής
ημετέρας πίστεως καί ειρήνης καί ομονοίας » (βίος Μ.Κωνσταντίνου
εκκλησιαστ.ιστορία Ευσεβίου βιβλ.3,20).Ο Ευσέβιος και πάλι «καί
ούτω μία Χριστού γέγονεν εορτή: καί ούτω τών μέν κυριοκτόνων
96
Ας δούμε όμως και μια άλλη εξίσου σοβαρή πτυχή του θέματος.α .
Όπως είπαμε το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι άγιοι Πατέρες της, ή
ταν να μη γιορτάζουν οι χριστιανοί το Πάσχα την ίδια μέρα, που
γιόρταζαν οι Εβραίοι το δικό τους Πάσχα. Για το σκοπό αυτό έπρεπε
να λάβουν υπ' όψη πως οι Εβραίοι προσδιόριζαν την εξεύρεση την
ημερομηνία γιορτασμού του Πάσχα τους.
Αυτό ακριβώς συνετέλεσε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος να ορίσει να
γιορτάζεται το χριστιανικό Πάσχα την πρώτη Κυριακή, μετά
την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία.(1) Την απόφασή της
αυτή η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συμπεριέλαβε όχι σε κάποιο Κανόνα
της, αλλά σε « Όρο». Στους « Όρους» οι Οικουμενικές
Σύνοδοι συμπεριλάμβαναν τα δογματικά θέματα. Θέλησαν με τον
να τρόπο αυτό, να δείξουν ότι το θέμα αυτό, το θεώρησαν δόγμα
πίστεως και ότι δεν χωράει καμιά οικονομία.
β. Ο « Όρος» της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, δεν διασώθηκε.
Μαθαίνουμε γι' αυτόν από Επιστολή που έστειλε ο Μέγας
Κωνσταντίνος στις Εκκλησίες, για να τις ενημερώσει για τις
αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, από τους διάφορους
ιστορικούς της εποχής εκείνης και από τον α΄ Κανόνα της Συνόδου
της Αντιόχειας.
Τον α΄ Κανόνα της Αντιόχειας τον παραθέτουμε σε μετάφραση:
99
α. Παρατήρηση πρώτη.
Ο Κανόνας αυτός αποκόπτει απ' την Εκκλησία κάθε πιστό που
παραβαίνει τον « Όρο» της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Δηλαδή,
αποκόπτει καθένα, που δεν γιορτάζει το Πάσχα που όρισε η Α΄
Οικουμενική Σύνοδος, όπως πρέπει να το γιορτάζουν οι Ορθόδοξοι.
Κάθε κληρικός που δεν γιορτάζει, ή δεν θα γιορτάζει στο μέλλον
την ημερομηνία αυτή το Πάσχα, είναι ήδη καθηρημένος από τότε,
δηλ. από τη μέρα που το αποφάσισε η Σύνοδος της Αντιόχειας, που
εξέδωσε τον Κανόνα αυτό.
Στον Κανόνα αυτό, το αξιοπερίεργο είναι ότι οι παραβάσεις
του, ακόμα και οι μελλοντικές, δεν παραπέμπονται να
δικαστούν από άλλη Σύνοδο, που θα λειτουργήσει σαν
Δικαστήριο, αλλά τις δικάζει η Σύνοδος που εξέδωσε τον
Κανόνα! Ο Κανόνας αυτός, κι' άλλοι δύο ακόμα, ο α΄ και β΄ της
Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, είναι οι μόνοι, από τους
υπεροκτακόσιους Κανόνες που υπάρχουν στην Εκκλησία, οι
οποίοι έχουν προδικάσει προκαταβολικά παραβάσεις της
Εκκλησίας προτού ακόμα συντελεστούν! Αυτό φαίνεται
ολοκάθαρα στον Κανόνα αυτό, όταν λέει για κάθε μελλοντικό
παραβάτη, ότι «τούτον η αγία Σύνοδος εντεύθεν ήδη αλλότριον
έκρινε της Εκκλησίας», δηλ. αυτόν τον παραβάτη η αγία Σύνοδος
από τώρα τον έκρινε ξένον, αποκομμένο από την Εκκλησία! Οι
λοιποί Κανόνες που προβλέπουν την επιβολή επιτιμίου σε
101