You are on page 1of 105

1

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ


ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ του π. Θεόδωρου Ζήση ,καθηγητού της Θεολογηκής
σχολής του Α.Π.Θ.
Επησημάνσεις κειμένου και σχόλια από : xristianorthodoxipisti.blogspot.com

1. Ἐξαπλώνεται ἀνεμπόδιστα ὁ Οἰκουμενισμός


Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ χειρότερη αἵρεση ὅλων τῶν
ἐποχῶν, προελαύνει ἀκάθεκτη· διαβρώνει συνειδήσεις κληρικῶν,
μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, χωρὶς ἀποτελεσματικὴ ἀντίσταση. Ἐμφανίζεται
μὲ ἔνδυμα προβάτου, ὡς δῆθεν ἀγάπη, εἰρήνη, καὶ ἑνότητα πρὸς τοὺς
ἀλλοθρήσκους καὶ αἱρετικούς, ἐνῶ πρόκειται γιὰ βαρὺ καὶ ἄγριο λύκο
ποὺ κατασπαράσσει τὸ ποίμνιο. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ποιμένες ἔχουν
ἀσπασθῆ τὴν αἵρεση καὶ ἔχουν μεταβληθῆ σὲ λύκους· οἱ περισσότεροι
εἶναι μισθωτοὶ καὶ δὲν θέλουν νὰ διώξουν τοὺς λύκους γιὰ νὰ μὴ
χάσουν τὴν καλοπέραση, τὶς τιμὲς καὶ τὶς δόξες, ἄλλοι εἶναι δειλοὶ καὶ
φοβοῦνται τοὺς λύκους, καὶ μόνον ὀλίγοι ἀγωνίζονται νὰ τοὺς διώξουν.
Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι τὸ ποίμνιο ἀκατήχητο καὶ ἀκαθοδήγητο,
ἀνυποψίαστο, δὲν διακρίνει τοὺς λύκους κάτω ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τοῦ
προβάτου, καὶ ὄχι μόνο δὲν προφυλάσσεται, ἀλλὰ τοὺς τιμᾶ καὶ τοὺς
δοξάζει. Στὶς ἐνορίες οἱ ἱερεῖς διστάζουν νὰ ὁμιλήσουν ἐναντίον
τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ νὰ ἐνημερώσουν τοὺς
πιστούς, διότι οἱ μὲν ἐξ᾽ αὐτῶν ἄγαμοι ἐπιθυμοῦν νὰ φορέσουν
ἀρχιερατικὴ μίτρα, ποὺ δίδεται κατὰ κανόνα σὲ οἰκουμενιστὲς ἢ
σὲ καλοπερασάκηδες τῶν συμποσίων καὶ τῶν πολυτελῶν
ἀμφίων, οἱ δὲ ἔγγαμοι πρεσβύτεροι ὑπολογίζοντες εὐμενεῖς ἢ
2

δυσμενεῖς τοποθετήσεις, μεταθέσεις καὶ ἄλλες συνέπειες γιὰ τὶς


οἰκογένειές τους σιωποῦν καὶ δὲν ἐκδηλώνονται, ἐκτὸς
ἐξαιρέσεων ἐπαινετῶν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ νὺξ βαθεῖα καὶ σκότος γιὰ τὸν
εὐλογημένο λαὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂς ψάλλουμε σὲ κάθε λειτουργία
«Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον,
εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυ­νοῦντες». Ἡ
ἀληθινὴ πίστη διώκεται, συκοφαντεῖται, κακοποιεῖται,
ἀναμει­γνυόμενη μὲ φρικτὲς αἱρέσεις, καὶ ἡ Ἁγία Τριάδα
βλασφημεῖται μὲ τὸ εὕρημα ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες,
Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμὸς καὶ Ἰσλάμ, ἔχουν τὸν ἴδιο Θεὸ καὶ
ἄλλες ἀντιτριαδικὲς δοξασίες.
Στὰ πλαίσια λοιπὸν αὐτῆς τῆς ἀνάγκης νὰ ἐνημερώσουμε τοὺς πιστοὺς
γιὰ τοὺς πρωτεργάτες καὶ ὑποστηρικτὲς τῆς συγκρητιστικῆς αἱρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀναλαμβάνουμε νὰ παρουσιάσουμε τά «Λεχθέντα
τῶν Οἰκουμενιστῶν» ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τοῦ ἀπατεῶνος,
ποὺ θεωρεῖται ὡς ὁ αἰώνας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐνδεικτικὰ βέβαια,
ὥστε καὶ «ἐξ ὄνυχος» νὰ κατανοήσουν οἱ ἀμφιβάλλοντες τόν «λέοντα»
αὐτὸν τῆς προδοσίας καὶ ἀποστασίας ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Κατὰ
τὸν πρόχειρο σχεδιασμὸ ποὺ κάναμε θὰ παρουσιάσουμε πρῶτα
οἰκουμενιστικὲς θέσεις τῶν πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωακεὶμ
τοῦ Γ´, τοῦ τοποτηρητοῦ Δωροθέου Προύσσης, τοῦ Μελετίου Δ´
Μεταξάκη, τοῦ Ἀθηναγόρα Α´, τοῦ Δημητρίου Β´ καὶ τοῦ
Βαρθολομαίου Α´. Θὰ ἀκολουθήσουν οἰκουμενιστικὰ λεχθέντα
3

ἀρχιερέων καὶ κατόπιν οἰκουμενιστικὲς θέσεις ἐπωνύμων καθηγητῶν


τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ὅπως καὶ ἀπαράδεκτες οἰκουμενιστικὲς
ἀποφάσεις σὲ θεολογικοὺς διαλόγους καὶ συνελεύσεις τοῦ
«Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἤγουν τοῦ «Παγκοσμίου
Συμβουλίου Αἱρέσεων καὶ Πλανῶν». Δὲν θὰ παραλείψουμε νὰ
σχολιάζουμε ὀρθοδόξως τὰ λεγόμενα καὶ προβαλλόμενα, διότι πολλοί,
λόγῳ ἀγνοίας καί «καλῶν λογισμῶν», δὲν ἐντοπίζουν τὶς πλάνες.
2. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατὰ τὸν ΙΘ´ αἰώνα. Ὀρθοδοξεῖ τὸ
Πατριαρχεῖο, προτεσταντίζει ἡ Ἑλλάδα
Στὸν χῶρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸν 19ο αἰώνα τίποτε δὲν
προεμήνυε τὴν μεγάλη ἀλλαγὴ καὶ ἀνατροπὴ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ
στὶς ἀρχὲς καὶ καθ᾽ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Ἡ πολιτικὰ
αἰχμάλωτη στοὺς Ὀθωμανοὺς Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς
Κωνσταντινουπόλεως μὲ βάση τὰ προνόμια ποὺ τῆς παρεχώρησε κατὰ
θεία ρύθμιση ὁ πορθητὴς φάνηκε ἄξια τῶν καιρῶν καὶ τῶν
περιστάσεων. Μὲ σύνεση, ταπείνωση, διάκριση σταμάτησε τὸ
μεγάλο ρεῦμα τῶν ἐξισλαμισμῶν, ἀνέδειξε νεομάρτυρες,
μιμούμενη τὴν Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων, διεφύλαξε καὶ
ἐπροστάτευσε τὸν Μοναχισμὸ καὶ τὴν εὐσεβῆ παιδεία, μέσα σὲ
κρυφὰ καὶ φανερὰ σχολεῖα, καὶ οὐσιαστικῶς μέσα στὴν
ὑπάρχουσα Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἀνέστησε τὴν
ἑλληνορθόδοξη αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, τὴν Ρωμιοσύνη,
4

ὥστε προσφυῶς νὰ χαρακτηρίζεται ἡ περίοδος αὐτὴ ὡς


«Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο». (σχ. Οί Άγιοι νεομάρτυρες αυτοί
λάμπριναν και δόξασαν την Ορθόδοξο εκκλησία , ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ
ΑΝΑΛΑΜΠΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ!!!)

Τὴν ἴδια στάση ποὺ κράτησε ἀπέναντι στὸν ἐξ Ἀνατολῶν κίνδυνο, τὸ


Ἰσλάμ, κράτησε καὶ ἀπέναντι στὸν ἐκ Δύσεως κίνδυνο τῶν δυτικῶν
ἱεραποστόλων, Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι
ἐκμεταλλευόμενοι τὴν φτώχεια καὶ τὴν ἀμάθεια τοῦ λαοῦ ἐπιχειροῦσαν
μὲ ποικίλους τρόπους νὰ τοὺς ἐκδυτικίσουν, ἀλλὰ στὴν συνέχεια καὶ
ἀπέναντι στὸν ἄθεο Δυτικὸ Διαφωτισμό, «στὰ ἄθεα γράμματα», ὅπως
ἔλεγε ὁ Χριστοφόρος Παπουλάκος. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς τὸ ἔργο
τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ ἔγινε μὲ τὴν εὐλογία τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνανέωση τοῦ Ἡσυχασμοῦ
στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸν 18ο αἰώνα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Κολλυβάδες Πατέρες,
κάτω ἀπὸ τὴ στέγη καὶ εὐλογία τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Καμμία ἔκπτωση, κανένας συμβιβασμὸς στὰ θέματα τῆς πίστεως,
καμμία ἀλλαγὴ στάσεως, καὶ συμπεριφορᾶς ἀπέναντι στὶς παλαιὲς καὶ
στὶς νέες αἱρέσεις, ἀπέναντι στὶς ἄλλες θρησκεῖες. Τῶν Ἀποστόλων τὸ
κήρυγμα καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τό «μὴ μεταίρειν ὅρια αἰώνια ἃ
ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν» (σχ. Τα όρια που έθεσαν οι Άγιοι
συμπεριλαμβάνουν και τον κοινό εορτασμό όλων των
ορθοδόξων τα οποία καταλύθικαν με την αλλαγή του
ημερολογίου . Όπως η Ιερά παράδοση δεν είναι θέμα πίστεως ?
το Θεόθεν καθιερωμένο ημερολογιο υπό της Α΄ Οικουμενικής
5

Συνόδου , που επί 2000 χρόνια χρησιμοποιούσε η Εκκλησια


χωρίς πρόβλημα , ΚΑΙ ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΑΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ δεν
είναι κανόνας και ΔΟΓΜΑ ενώτητος της Εκκλησίας ? Με την
αλλαγή του ημερολογίου εγινε και η αρχη της αλλαγής στάσεως
έναντι των αιρετικών ,διότι όσοι ακολούθησαν το
καταδικασμένο νέο ημερολογιο-εορτολόγιο επαψαν να συν-
εορτάζουν μετα της στρατευομένης ουράνιας εκκλησιας και της
επί γής στρατευομενης και συνεορτάζουν με τους αιρετικούς
!)καὶ τό «ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι», ἦσαν ἡ ἀσφαλὴς ὁδὸς πάνω
στὴν ὁποία ἐπορεύετο ἡ Ἐκκλησία Κωνσταν­τινουπόλεως, χωρὶς νὰ
παρεκκλίνει, μέχρι τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀνήκουσα ἐπὶ αἰῶνες στὴν δικαιοδοσία τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐκινδύνευσε μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ
1822 καὶ τὴν δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, μὲ ἐξαίρεση τὸ
σύντομο διάστημα τῆς διακυβέρνησης ἀπὸ τὸν Ἰωάννη
Καποδίστρια, νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἡ
περίοδος τῆς Βαυαροκρατίας τοῦ Ὄθωνος, μὲ πρωτεργάτες τὸν
προτεστάντη Γερμανὸ Μάουερ καὶ τὸν συνεργάτη του ἀρχιμανδρίτη
Θεόκλητο Φαρμακίδη, συνεργάτη καὶ ὀπαδὸ τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ,
εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ μαῦρες σελίδες τῆς ἑλλαδικῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἱστορίας. Φοβούμενοι οἱ ξένοι Βαυαροὶ καὶ οἱ ντόπιοι συνεργάτες τους
ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὴν πεῖρα καὶ τὴν παράδοση τῶν
αἰώνων θὰ ἀντιδροῦσε στὰ σχέδια ἐκδυτικισμοῦ καὶ
6

ἐκπροτεσταντισμοῦ τῶν ὑπηκόων τοῦ νέου κράτους ἀπέκοψαν


αὐθαίρετα τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸ 1933 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο, διακηρύξαντες αὐτογνωμόνως τὴν ἀνεξαρτησία της καὶ
προκαλέσαντες ἔτσι σχισματικὴ κατάσταση ἐπὶ δεκαεπτὰ ἔτη μέχρι τὸ
1850, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἀμοιβαῖες συζητήσεις ἤρθη τὸ σχίσμα καὶ
παραχωρήθηκε μὲ τὸν συνοδικὸ τόμο τοῦ 1850 κανονικὰ τὸ
αὐτοκέφαλο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο στὴν ᾽Εκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Μάουρερ καὶ Φαρμακίδης ὑπέταξαν ἀπολύτως τὴν Ἐκκλησία


στὴν Πολιτεία, ὁ ἀρχηγὸς τῆς ὁποίας, ὁ βασιλεύς, ἦταν καὶ
ἀρχογὸς καὶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ μέλη τῆς πενταμελοῦς
συνόδου διορίζονταν ἀπὸ τὸν βασιλέα, χωρὶς δὲ τὴν παρουσία τοῦ
βασιλικοῦ ἐπιτρόπου δὲν μποροῦσε νὰ συνεδριάσει ἡ σύνοδος, οἱ
δὲ ἀποφάσεις της χωρὶς τὴν ὑπογραφή του ἦσαν ἄκυρες.
Ἀπόλυτη προτεσταντικὴ πολιτειοκρατία, δέσμιοι καὶ αἰχμάλωτοι
οἱ συνοδικοί.

Ἀκολούθησε ἡ διάλυση τῶν 412 ἀπὸ τὰ 500 μοναστήρια, καὶ


πετάχθη­καν στοὺς δρόμους, οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχές, γιὰ νὰ μὴ
μποροῦν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀντιδράσουν στὴν κατεδάφιση τῆς Ὀρθοδοξίας·
δόθηκε πλήρης ἐλευθερία καὶ ἀσυδοσία στὶς ξένες ἱεραποστολές,
παπικὲς καὶ προτεσταν­τικές, νὰ ἱδρύουν σχολεῖα, συλλόγους,
φιλανθρωπικὰ καταστήματα κ.τ.λ. καὶ νὰ προσηλυτίζουν τοὺς
Ὀρθοδόξους. Σὲ ἐκκλησιαστικὸ καὶ θεολογικὸ ἐπίπεδο ἦταν
ἀποτελεσματικὴ ἡ ἀντίδραση τοῦ λογίου ἐγγάμου κληρικοῦ
7

Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων ἀπέναντι στὶς θεολογικὲς


καὶ κανονικὲς ἀκροβασίες τοῦ Θεοκλήτου Φαρμακίδη. Κατὰ τὰ ἄλλα
μία ἄφωνη ἱεραρχία ὑποταγμένη κυριολεκτικὰ στὸν Καίσαρα. Καὶ ὅταν
οἱ ἁπλοϊκοὶ ἀγωνιστὲς Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος καὶ Χριστόφορος
Παπουλάκος ἐνημέρωναν καὶ ἀφύπνιζαν τὸν λαό, συλλαμβάνονταν
καὶ φυλακίζονταν ὡς βλάσφημοι, ὑβριστὲς καὶ συνωμότες. Ἡ
θεολογικὴ παιδεία ἐπίσης ποὺ παρεχόταν στὴν νεοϊδρυθεῖσα
Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κατὰ τὰ προτεσταντικὰ
γερμανικὰ πρότυπα, μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς πρώτους καθηγητὰς τὸν
Θεόκλητο Φαρμακίδη, ἐμποτίσθηκε ἀπὸ τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὸν
φιλελευθερισμὸ μὲ ἀνάλογους καρποὺς στὴν μόρφωση τῶν κληρικῶν
καὶ τῶν θεολόγων, παραμερισθείσης σχεδὸν καθ᾽ ὁλοκληρίαν τῆς
Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Θεολογίας, μέχρι τέτοιου σημείου, ὥστε ἀκόμη
καὶ μεγάλοι πανεπιστημιακοὶ καθηγηταὶ τοῦ 20οῦ αἰῶνος νὰ
περιορίζουν τὴν πατερικὴ παράδοση χρονικὰ μέχρι τὸν 8ο αἰώνα καὶ
νὰ ἀπορρίπτουν τὴν ἡσυχαστικὴ θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ. Χρειάσθηκε πολὺς καιρὸς καὶ δόθηκαν πολλοὶ ἀγῶνες ἀπὸ
τοὺς εἰρωνικὰ χαρακτηριζόμενους ὡς συντηρητικοὺς καὶ
παραδοσιακούς, γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ ἐλευθερώνεται ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν
προτεσταντικὴ πολιτειοκρατία, νὰ ἐπιστρέφουν οἱ Πατέρες στὴν
Θεολογία καὶ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐνισχύεται καὶ
ἀνασυγκροτεῖται ὁ διαλυμένος καὶ δυσφημισμένος Μοναχισμὸς κατὰ
τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος.
8

Τὸ ἀξιοπαρατήρητο εἶναι ὅτι τὴν ἴδια περίοδο ποὺ στὴν Ἑλλάδα


κυριαρχοῦσαν οἱ «φωτισμένοι» τοῦ Κοραῆ καὶ οἱ προτεσταντίζοντες
τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ Φαρμακίδη, στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καθ᾽
ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ 19ου αἰῶνος ἐπικρατοῦσε ἀκραιφνὴς Ὀρθοδοξία
καὶ ποιμαντικὴ ἀγρύπνια ἐναντίον τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντικῶν
διεισδύσεων καὶ ἐπιρροῶν, οἱ ὁποῖες ἐλεύθερα ἁλώνιζαν στὸν ἑλλαδικὸ
ἐκκλησιαστικὸ καὶ θεολογικὸ χῶρο. Ἂν αὐτὸ συνεχιζόταν καὶ στὸν 20ὸ
αἰώνα, θὰ παρετηρεῖτο μία ἀληθινὴ νεοπατερικὴ ἄνθηση, ἕνα
ἰσχυρότατο Ὀρθόδοξο μέτωπο, διότι οἱ ἀναδυόμενες στὴν Ἑλλάδα
ὀρθόδοξες φιλοπατερικὲς παραδοσιακὲς δυνάμεις θὰ ἐνίσχυαν
σημαντικὰ τὸ μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος παραδοσιακὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.

3. Τὸ Πατριαρχεῖο ἀλλάζει πορεία. Ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ὁδὸ


τῶν Ἁγίων Πατέρων

Δυστυχῶς, οἱ ρόλοι ἀντεστράφησαν. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος,


τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο προχωρεῖ σὲ πρωτόγνωρη στὴν ἱστορία
ἀλλαγὴ πορείας. Ἀνοίγεται στὸν Οἰκουμενισμό, γίνεται φιλοπαπικὸ καὶ
φιλοπροτεσταντικό, διακριτικὰ στὴν ἀρχή, ὁλοφάνερα καὶ προκλητικὰ
στὴν συνέχεια μέχρι τῶν ἡμερῶν μας· καυχιέται γι᾽ αὐτὴν τὴν ἀλλαγή,
γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καὶ τὴν περιφρόνηση
τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Συναντιέται τώρα καὶ συμμαχεῖ μὲ τοὺς ἐν
Ἑλλάδι “προοδευτικούς”, τοὺς συνεχιστὰς τῆς γραμμῆς τοῦ Κοραῆ καὶ
τοῦ Φαρμακίδη, τοὺς θιασῶτες τῆς Μεταπατερικῆς Θεολογίας τοῦ
9

Βόλου καὶ τοὺς καιροκόπους τοῦ Θεολογικοῦ Συνδέσμου «Καιρός», οἱ


ὁποῖοι ἐπὶ ἔτη ἀγωνίζονται νὰ μεταβάλουν τὸ ὁμολογιακὸ ὀρθόδοξο
μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν σὲ θρησκειολογία καὶ νὰ εἰσαγάγουν στὶς
Θεολογικὲς Σχολὲς τὴν διδασκαλία τοῦ Κορανίου μὲ τὴν ἵδρυση μέσα
σ᾽ αὐτές «Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν». Ξεπέρασαν καὶ τὸν Κοραῆ
καὶ τὸν Θεόκλητο Φαρμακίδη. Τὰ εὐλογοῦν καὶ τὰ προωθοῦν ὅλα αὐτὰ
κρυφὰ καὶ φανερὰ καὶ τὸ Φανάρι καὶ ἡ Ἀθήνα, ἀφοῦ τοὺς
πρωτεργάτες τοὺς τοποθετοῦν σὲ θέσεις διευθυντῶν, συμβούλων,
συνεργατῶν, μελῶν σὲ διάφορες ἐπιτροπές, τοὺς ἐπαινοῦν καὶ τοὺς
βραβεύουν. Ἡ Ἱεραρχία τοῦ Φαναρίου παντελῶς κωφὴ καὶ ἄλαλη, ἡ δὲ
τῆς Ἑλλάδος ἐπαμφοτερίζουσα, δειλή, διστακτικὴ καὶ ἄπραγη, πλὴν
ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων.

Ὅλη δὲ αὐτὴ ἡ κατάσταση προδικάζει καὶ προμηνύει τὶς ἀντορθόδοξες


ἀποφάσεις ποὺ θὰ ληφθοῦν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τοῦ 2016
στὴν Κωνσταντινούπολη, τῆς ὁποίας κύριος στόχος εἶναι ὄχι ἡ ἐπίλυση
ἐπειγόντων ποιμαντικῶν προβλημάτων, ὅπως τὸ σχίσμα ποὺ
προκάλεσε ἡ ἀδικαιολόγητη ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου τὸ 1924 καὶ ἡ
θεραπεία του, οὔτε ἡ καύση τῶν νεκρῶν, οἱ μεικτοὶ γάμοι, ἡ ἐπέλαση
τοῦ Ἰσλάμ, ὁ ἀποχριστιανισμὸς τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἑλλάδος, ὁ
ἐξοβελισμὸς τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ὁ πολιτικὸς γάμος, ἡ
ὁμοφυλοφιλία, ἡ ἠθικὴ κατάσταση τοῦ κλήρου, καὶ πολλὰ ἄλλα, ἀλλὰ
ἡ σχέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο,
δηλαδὴ ὁ Οἰκουμενισμός, ὡσὰν νὰ μὴν εἶναι γνωστή, θεοπαράδοτη,
10

ἀποστολοπαράδοτη καὶ πατροπαράδοτη ἡ σχέση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς


τοὺς αἱρετικούς.

Γιὰ νὰ φανεῖ αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ καὶ ἀνατροπὴ ποὺ ἔγινε στὴν
Κωνσταντινούπολη, διακριτικὰ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ´, στὶς
ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μὲ θρασύτητα καὶ ὁρμὴ ἀπὸ τὸν τοποτηρητὴ
τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου μητροπολίτη Προύσσης Δωρόθεο
(Ἐγκύκλιος 1920), καὶ προκλητικὰ ἀπὸ τοὺς Μελέτιο Μεταξάκη,
Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαῖο, θὰ παρουσιάσουμε ἐνδεικτικὰ συνοδικὰ
καὶ πατριαρχικὰ κείμενα τοῦ 19ου αἰῶνος, γιὰ τὶς σχέσεις τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, κυρίως
πρὸς τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, τοὺς ὁποίους, ἀδίστακτα
χαρακτηρίζουν ὡς ἐπικίνδυνες αἱρέσεις, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι ἔχει
διακοπῆ ἡ διαδοχὴ στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ἑπομένως καὶ ἡ
διαδοχὴ στοὺς θρόνους, καὶ οἱ ὁποιεσδήποτε ἑπομένως
ἀποφάσεις λαμβάνονται ἢ θὰ ληφθοῦν δὲν θὰ προέρχονται ἀπὸ
Ὀρθόδοξη Σύνοδο, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδοσύνοδο αἱρετικῶν καὶ
αἱρετιζόντων.

4. Πατριαρχικὰ καὶ συνοδικὰ κείμενα τοῦ 19ου αἰῶνος γιὰ τὶς


αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ

α´ Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1836. Κατὰ


τῶν Διαμαρτυρομένων ἱεραποστόλων
11

Ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐξαπόλυση τῆς πατριαρχικῆς καὶ συνοδικῆς ἐγκυκλίου


ἦταν ἡ προσηλυτιστικὴ δράση τῶν Προτεσταντῶν ἱεραποστόλων
μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ καθηγητὴς
Ἰω. Καρμίρης «φαίνεται λίαν πιθανὸν ὅτι εἰς τὴν σύνταξιν αὐτῆς
συνεργάσθησαν ὑπὸ τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Ἄνθιμον Ϛ´ κατὰ
πρῶτον μὲν καὶ κύριον λόγον ὁ Στέφανος Καραθεοδωρῆς, εἶτα δὲ
συμβουλευτικῶς καὶ ὁ Ἠλίας Τανταλίδης, εἰς τοὺς “Παπιστικοὺς
ἐλέγχους” τοῦ ὁποίου παραπέμπεται ῥητῶς καὶ ἐπανειλημμένως ἐν τῇ
προσθήκῃ τῆς β´ ἐκδόσεως τοῦ 1863, καὶ ἴσως τελευταῖος ἐπίσης
συμβουλευτικῶς καὶ ὁ παραλλήλως καὶ ἀνεξαρτήτως συντάσσων τότε
τὴν ἰδίαν “Ἀπάντησίν” του Κωνστάντιος Α´ ὁ ἀπὸ Σιναίου πρῴην
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ οὕτω δὲ καταρτισθεῖσα
Ἐγκύκλιος πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους ὑπεβλήθη ὑπὸ τὴν
κρίσιν καὶ τῶν ὑπολοίπων Πατριαρχῶν καὶ τῶν πατριαρχικῶν αὐτῶν
Συνόδων, ὑφ᾽ ὧν τελικῶς ἐνεκρίθη, ἴσως μετά τινας τροποποιήσεις,
καὶ ὑπεγράφη ὑπ᾽ αὐτῶν.

Ἡ παροῦσα ὀρθόδοξος Ἐγκύκλιος ἐξεδόθη αὐτοτελῶς ὑπὸ τὸν τίτλον:


“Ἐγκύκλιος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας
ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξους, ἐν Κων/πόλει, ἐκ τῆς
πατριαρχικῆς τοῦ γένους τυπογραφίας, 1848”».

Γράφει τὸ κείμενο τῆς ἐγκυκλίου: «Διὰ ταῦτα καὶ οἱ σήμερον


ἀναφανέντες αἱρετικοὶ εἶναι καὶ οἱ πλέον πολυάριθμοι καὶ οἱ πλέον
δόλιοι καὶ οἱ πλέον ἐπιτήδειοι εἰς τὸ νὰ κρύπτωσι τὸν φαρμακερὸν
12

αὐτῶν ἰὸν ὑπὸ τὰ πλέον εὔσχημα σεμνολογήματα καὶ ἐπωφελῆ δῆθεν


εὐεργετήματα, ὥστε νὰ ἐξαπατῶσι πολλούς, μάλιστα τῶν ἁπλουστέρων
καὶ ἀκάκων... Οἱ σημερινοὶ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι καταπολεμοῦσι καὶ
διαφθείρουσι τὴν ἱερὰν ἡμῶν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν δολερῶς καὶ
ὑπούλως, εἶναι μαθηταὶ καὶ ὀπαδοὶ τοῦ Λουθήρου, τοῦ Ζβιγγλίου, τοῦ
Καλβίνου, τῶν Σωκίνων καὶ ἄλλων παλαιῶν τοιούτων αἱρετικῶν».

Ἀκολουθοῦν κεφάλαια α) Περὶ τοῦ Λουθήρου καὶ τῶν αὐτοῦ αἱρέσεων


β) Περὶ τῶν ὀλεθρίων ἀποτελεσμάτων τῶν αἱρέσεων τοῦ Λουθήρου γ)
Περὶ Σβιγγλίου καὶ τῶν αὐτοῦ αἱρέσεων δ) Περὶ τοῦ Καλβίνου καὶ τῶν
αὐτοῦ αἱρέσεων ε) Περὶ τῶν Σωκίνων καὶ τῶν αὐτῶν αἱρέσεων στ)
Περὶ τῶν σημερινῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἐπιβουλῶν αὐτῶν ζ) Πρὸς τοὺς
ἀποστόλους τῶν σημερινῶν αἱρετικῶν η) Διαταγαὶ πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς
τοῦ πατριαρχικοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου θ) Συμβουλαὶ πρὸς τοὺς
ἀρχιερεῖς τῶν ἄλλων παροικιῶν ι) Προτροπὴ πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ
ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς ια) Νουθεσίαι πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ
Ὀρθοδόξου λαοὺς ιβ) Πρὸς τοὺς προσηλύτους αὐτῶν καὶ ἡμῶν
ὁμογενεῖς ἢ βοηθοῦντας αὐτοὺς τοὺς νέους αἱρετικούς. Ἀκολουθοῦν οἱ
ὑπογραφές:

† Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ϛ´ ἀποφαίνεται.

† Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιος ἀποφαίνεται.

† Ὁ Ἐφέσου Γεράσιμος

† Ὁ Ἡρακλείας Διονύσιος
13

† Ὁ Κυζίκου Ἄνθιμος-

† Ὁ Νικομηδείας Πανάρετος

† Ὁ Χαλκηδόνος Ἱερόθεος

† Ὁ Δέρκων Γερμανός

† Ὁ Θεσσαλονίκης Μελέτιος

† Ὁ Προύσης Ἄνθιμος

† Ὁ Ἄρτης ᾽Ιγνάτιος

† Ὁ Φιλαδελφείας Πανάρετος

† Ὁ Μαρωνείας Δανιήλ

† Ὁ Λήμνου Ἱερώνυμος

† Ὁ Δημητριάδος Ἰωσήφ

† Ὁ Νυσσάβας Νεκτάριος

† Ὁ Ἐρσεκίου Προκόπιος

† Ὁ Κενστεντελίου Ἀρτέμιος

† Ὁ Σαμακοβίου Νεόφυτος[3].

β´ Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1838 κατὰ


τῶν Λατινικῶν καινοτομιῶν
14

Κατὰ τὴν πρώτη αὐτοτελῆ ἔκδοσή της ἡ Ἐγκύκλιος ἔφερε τὸν τίτλο
«Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, παραινετικὴ πρὸς
τοὺς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους, καὶ πολλῷ πλέον πρὸς τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ,
Συρίᾳ τε καὶ Παλαιστίνη, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ἐπιπολαζούσης παπικῆς
πλάνης. Διακηρυχθεῖσα παρὰ τοῦ παναγιωτάτου οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου κ.κ. Γρηγορίου καὶ τῆς περὶ αὐτὸν ἱερᾶς Συνόδου, ἤδη
πρῶτον τύποις ἐκδοθεῖσα ἰδίοις ἀναλώμασι τῆς αὐτοῦ σεβασμιωτάτης
Παναγιότητος. Ἐν ἧ ἐπισυνάπτεται διὰ τοῦ τύπου καί τις ἐπιστολὴ
κατὰ τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν, Σύνταγμα τοῦ ἀοιδίμου Εὐγενίου τοῦ
Βουλγάρεως, ὡς πολλὰ ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμος. Κατὰ τὸ
Πατριαρχεῖον, ¸απλθ´».

Ὑπενθυμίζεται κατ᾽ ἀρχὴν στὴν Ἐγκύκλιο ἡ εὐθύνη τῶν ποιμένων


ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ ἐξαπόλυση πρὸ δύο ἐτῶν ἐγκύκλιας
ἐπιστολῆς κατὰ τῆς «ψυχολέθρου λύμης τῶν Λουθηροκαλβινιστῶν»,
καὶ στὴν συνέχεια ἐκτίθενται οἱ πλάνες τοῦ Παπισμοῦ, τὸν ὁποῖον
χαρακτηρίζουν «ἀπάτην καὶ σατανικὴν πλάνην»:

«Ἀλλ᾽ ἤδη πάλιν μὲ ὑπερβάλλουσαν τῆς ψυχῆς μας λύπην


ἐνωτισθέν­τες τὰ κατὰ Συρίαν, Αἴγυπτον καὶ Παλαιστίνην
ραδιουργήματα καὶ τὰ κα­τὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπιβουλεύματα τῶν τῆς
πλάνης τοῦ Παπισμοῦ ὀπα­δῶν, καὶ μὴ ἀνεχόμενοι νὰ θεωρῶμεν
διαδιδομένην καὶ ἐπὶ πλέον ἐπεκτει­νομένην τὴν τοιαύτην ψυχόλεθρον
ἐν τοῖς Ὀρθοδόξοις λύμην, ἀλλ᾽ ἐπιθυμοῦντες νὰ στήσωμεν καὶ τὸν
ροῦν τῆς ἀπάτης ταύτης καὶ σατανικῆς πλά­νης, ἵνα μὴ τῷ χρόνῳ
15

συμπροϊοῦσα πᾶν τὸ ὀρθόδοξον λυμήνηται πλήρωμα, οὐκ ὠκνήσαμεν


κ.τ.λ... στηλιτεύσωμεν δημοσίως, ὁποῖοί εἰσιν οἱ προβατόσχημοι οὗτοι
λύκοι, οἱ δόλιοι καὶ ἀπατεῶνες οἱ νεωστὶ ἤδη ἀπὸ τοῦ Λιβανίου ὄρους,
ὡς ἄλλοι σκοτεινοὶ ἑωσφόροι ἀναφανέντες καὶ κατασκιάσαντες ὡς
νέφος μέλαν τε καὶ ἐπαχθὲς καὶ πνιγηρὸν τὰ μέρη τῆς Συρίας,
Αἰγύ­πτου καὶ Παλαιστίνης, λαλοῦντες βλάσφημα, κατὰ τῆς
εὐαγγελικῆς ἀληθείας, καὶ διδάσκοντες σοφιστικῶς ἐναντίον τῆς
ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, καὶ οὕτω προφυλάξωμεν τοὺς ἀληθῶς
εὐσεβεῖς ἀπὸ τῆς ἑωσφορικῆς πλά­νης αὐτῶν καὶ τὰ γνήσια τέκνα τῆς
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰς βλασφημίας τοῦ Παπισμοῦ. Καθότι ἡ
ἀκόρεστος λύσσα τοῦ Παπισμοῦ κ.τ.λ.».

Ἐκθέτει στὴ συνέχεια τὶς πλάνες, καινοτομίες καὶ βλασφημίες τοῦ


Παπισμοῦ: α) Τὴν καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
(Filioque), β) τὸ Βάπτισμα διὰ ραντίσματος καὶ ὄχι μὲ τριττὴ
κατάδυση καὶ ἀνάδυση μέσα στὸ ὕδωρ, γ) τὴν χρήση ἀζύμων στὴν
τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας, δ) τὴν βρώση πνικτῶν καὶ αἵματος, ε) τὴ
νηστεία κατὰ τὸ Σάββατο, στ) τὴν ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ κλήρου, ζ)
τὸ καθαρτήριο πῦρ, η) τὸ πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο τοῦ πάπα, θ) τὴν διὰ
χρημάτων χορήγηση συγχωροχαρτίων.

Πρὸ τῆς παραθέσεως τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας ὡς πρὸς τὶς πλάνες


τοῦ Παπισμοῦ λέγουν: «Οἱ δὲ τῶν Κατολίκων αὐτῶν ἀνίεροι,
φρονοῦντες καὶ δογματίζοντες κατ᾽ ἔκτασιν ὅσα καὶ αὐτὸς ὁ τῶν
δογμάτων αὐτῶν κορυφαῖος, πρὸς ὃν ὑπόκεινται τετυφλωμένως ὡς
16

ἀνδράποδα, οὐκ αἰσχύνονται νὰ λέγωσιν, ὅτι εἰσὶν ἱερεῖς καὶ ὅμοιοι καὶ
ὁμόφρονες κατὰ πάντα ἡμῖν τοῖς Ὀρθοδόξοις, δελεάζοντες καὶ
πλανῶντες διὰ τῆς ἐπιπλάστου ἐξωτερικῆς μόνης ἐξομοιώσεως
αὐτῶν[4] τοὺς ἁπλουστέρους τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ ἐκτραχηλίζοντες
αὐτοὺς εἰς τὰ βάραθρα τῶν αἱρέσεών των καὶ εἰς τοὺς ψυχοφθόρους
κρημνοὺς τῆς παπικῆς πλάνης των».

Ἡ ἐγκύκλιος καταλήγει μὲ τὰ ἑξῆς: «Ταῦτα ἐξεθέμεθα, τέκνα ἡμῶν


ἀγαπητά, συντόμως μὲν καὶ κεφαλαιωδῶς, σαφῶς δὲ πρὸς διάκρισιν
ὑμετέραν καὶ ἀσφάλειαν εἰς τὰ περὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἵνα γνωρίσητε
ὅσον τὸ διάφορον ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τῶν Κατολίκων, καὶ ἵνα
μὴ ἀπατᾶσθε τοῦ λοιποῦ ἀπὸ τὰ σοφίσματα καὶ καινοφωνίας τῶν
ψυχοφθόρων τούτων αἱρετικῶν, οἵτινες ἀκολουθοῦντες σοφιστικαῖς
κακοτεχνίαις καὶ παραλελογισμέναις διδασκαλίαις, ἐκτρεπόμενοι εἰς
βεβήλους καινοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις ψευδωνύμων γνώσεων,
ἠστόχησαν κατὰ τὸν Παῦλον, περὶ τὴν πίστιν, καὶ ἀγωνίζονται ὅλαις
δυνάμεσιν καὶ ἑτέρους συνεφελκύσαι εἰς τὸ ἴδιον βάραθρον, καὶ
προσηλύτους ποιῆσαι ὑμᾶς τῆς ματαιοφρόνου καὶ σατανικῆς τούτων
αἱρέσεως...».Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές:

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος, ἔχων καὶ τὰς γνώμας τῶν


μακαριωτάτων Πατριαρχῶν,

τοῦ τε Ἀλεξανδρείας κυρίου Ἱεροθέου καὶ τοῦ Ἀντιοχείας κυρίου


Μεθοδίου,
17

ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀποφαίνεται.

† Ὁ Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ συναποφαίνεται.

† Ὁ Ἡρακλείας Διονύσιος

† Ὁ Χαλκηδόνος Ἱερόθεος

† Ὁ Δέρκων Γερμανός

† Ὁ Θεσσαλονίκης Μελέτιος

† Ὁ Σερρῶν Ἀθανάσιος

† Ὁ Ἰωαννίνων Ἰωαννίκιος

† Ὁ ᾽Αγκύρας Νικηφόρος

† Ὁ Φιλαδελφείας Δανιήλ

† Ὁ Κενστεντιλίου Ἀρτέμιος

† Ὁ Λήμνου Ἱερώνυμος

† Ὁ Σκοπίων Γαβριήλ[5].

γ´. Ἀπάντησις τῶν Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς


τὸν πάπαν Πῖον θ´(1848)

Τὸ σπουδαῖο αὐτὸ κείμενο ποὺ ὑπογράφεται ἀπὸ τέσσαρες πατριάρχες


(Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεοροσολύμων) καὶ
ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς μητροπολίτες τῶν πατριαρχείων, ἐν ὅλῳ 29,
18

ἀποτελεῖ ἀπάντηση στὴν ἐγκύκλιο τοῦ πάπα Πίου θ´ «Πρὸς τοὺς


Ἀνατολικούς», μὲ τὴν ὁποία καλοῦσε τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἑνωθοῦν
ἀναγνωρίζοντας τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα.

Οἱ Ὀρθόδοξοι πατριάρχες στὴν ἀπάντησή τους ἀναφέρονται στὴν


ἀρ­χὴ στὸν κίνδυνο ποὺ πέρασε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς παλαιὲς αἱρέσεις,
πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες χάθηκαν, ἄλλες φθίνουν καὶ ἀπομαραίνονται,
ἄλλες ὅμως θάλλουν καὶ πλατύνονται, ὅπως ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος
ὅμως τελικῶς θὰ ἐξαφανισθεῖ:

«Τούτων τῶν πλατυνθεισῶν, κρίμασιν οἷς οἶδεν Κύριος, ἐπὶ μέγα μέρος
τῆς οἰκουμένης αἱρέσεων, ἦν ποτε ὁ Ἀρειανισμός, ἔστι δὲ τὴν σήμερον
καὶ ὁ Παπισμός· ἀλλὰ καὶ οὗτος (ὥπερ κἀκεῖνος ὁ ἤδη παντάπασιν
ἐκλελοιπώς), καίτοι ἀκμαῖος τό γε νῦν, οὐκ ἰσχύσει εἰς τέλος, ἀλλὰ
διελεύσεται καὶ καταβληθήσεται, καὶ ἡ οὐράνιος μεγάλη φωνὴ ἠχήσει
“ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ”».

Στὴν συνέχεια ἀναιρεῖται μὲ ἰσχυρὰ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα ἡ πλάνη


τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», ἡ ὁποία
χαρακτηρίζεται ἐμφανῶς ὡς αἵρεση, ἀπαγορεύεται δὲ ρητῶς κάθε
κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων πρὸς τοὺς Παπικοὺς αἱρετικούς:

«Διὰ τοῦτο ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἑπομένη


τοῖς ἴχνεσι τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν τε καὶ δυτικῶν, ἐκήρυξέ τε
πάλαι ἐπὶ τῶν Πατέρων ἡμῶν, καὶ κηρύττει πάλιν σήμερον συνοδικῶς,
αὐτὴν μὲν τὴν ρηθεῖσαν καινοφανῆ δόξαν, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον
19

ἐκπορεύεται ἐκ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, εἶναι οὐσιωδῶς αἵρεσιν, καὶ τοὺς


ὀπαδοὺς αὐτῆς, οἱοιδήποτε καὶ ἂν ὦσιν, αἱρετικούς, κατὰ τὴν ρηθεῖσαν
συνοδικὴν ἀπόφασιν τοῦ ἁγιωτάτου πάπα Δαμάσου, καὶ τὰς ἐξ αὐτῶν
συγκροτουμέ­νας συνάξειςαἱρετικάς, καὶ πᾶσαν κοινωνίαν
πνευματικὴν καὶ θρησκευτικὴν τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων τῆς Καθολικῆς
Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς τοιαύτους ἄθεσμον, μάλιστα τῇ δυνάμει τοῦ ζ´
κανόνος τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου».

Κατόπιν γίνεται ἱστορικὴ ἀναφορὰ στὴν ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως στὴν


Δύση ἐπὶ ἀρκετοὺς αἰῶνες, μέχρις ὅτου κατακυριεύθηκε τὸν 9ο αἰώνα
καὶ ἡ πρεσβυτέρα Ρώμη, ἐνῶ δύο πάπες κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Φωτίου
τὴν ἀπεκήρυξαν «οἷος Λέων ὁ Γ´ καὶ Ἰωάννης ὁ Η´, ὁ μὲν διὰ τῶν
ἀργυρῶν ἐκείνων ἀσπίδων, ὁ δὲ διὰ τῆς εἰς τὴν Η´ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδον πρὸς τὸν ἱερὸν Φώτιον ἐπιστολῆς αὐτοῦ». Οἱ προκάτοχοι
Πατέρες προσεπάθησαν νὰ θεραπεύσουν τὸ τραῦμα, ἀλλὰ
προσέκρουσαν στὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἀμετανοησία τῶν Παπικῶν, καὶ
ἔτσι «μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν ἀδελφικήν»παρητήθησαν.
«Ἔκτοτε οὐδεμία κοινωνία πνευματικὴ ἡμῖν τε καὶ αὐτοῖς· βαθὺ γὰρ
ὤρυξαν τὸ χάσμα ἰδίαις χερσὶ τὸ μεταξὺ αὐτῶν τε καὶ τῆς
Ὀρθοδοξίας».

Χαρακτηρίζουν οἱ πατριάρχες τὴν ἐγκύκλιο τοῦ πάπα «Πρὸς τοὺς


Ἀνατολικούς» ὡς «ἔξωθέν ποθεν ἐρχόμενον μίασμα» καὶ στὴ συνέχεια
διὰ πολλῶν ἱστορικῶν καὶ θεολογικῶν ἐπιχειρημάτων κονιορτοποιοῦν
τὴν ἀξίωση τοῦ πάπα περί «πρωτείου». Μεταξὺ δὲ τῶν πολλῶν ἄλλων
20

προσθέτουν ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μεταβολὲς καὶ νοθεύσεις εἰς


τὰ τῆς πίστεως δὲν γίνονται οὔτε ἀπὸ πατριάρχες οὔτε ἀπὸ συνόδους,
διότι φύλακας τῆς πίστεως εἶναι τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ λαός:
«Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ
εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα
αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ». Οἱ
Ὀρθόδοξοι κρατοῦμε ἄδολη καὶ ἀνόθευτη τὴν πίστη, ὅπως τὴν
παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες «ἀποστρεφόμενοι πάντα
νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου· ὁ δεχόμενος
νεωτερισμὸν κατελέγχει ἐλλιπῆ τὴν κεκηρυγμένην ὀρθόδοξον
πίστιν. Ἀλλ᾽ αὕτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ
ἐπιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν
ἥντιναοῦν,(σχ. Η αλοίωσι και αλλαγή του ημερολογίου και ο
συνεορτασμος μετα πασών των αιρετικών εδώ καταδικάζεται
για άλλη μία φορά υπό τής ως άνω Ορθοδόξου συνόδου ) καὶ ὁ
τολμῶν ἢ πρᾶξαι ἢ συμβουλεῦσαι ἢ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη
ἠρνήθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἑκουσίως καθυπεβλήθη εἰς
τὸ αἰώνιον ἀνάθεμα διὰ τὸ βλασφημεῖν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὡς
τάχα μὴ ἀρτίως, λαλῆσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καὶ διὰ τῶν
οἰκουμενικῶν Συνόδων».

Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές:
21

† Ἄνθιμος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας


῾Ρώμης, καὶ οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς
ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.

† Ἱερόθεος ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης γῆς


Αἰγύπτου, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.

† Μεθόδιος ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης τῆς μεγάλης θεουπόλεως


Ἀντιοχείας καὶ πάσης Ἀνατολῆς, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς
καὶ εὐχέτης.

† Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καὶ πάσης


Παλαιστίνης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.

Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἱερὰ Σύνοδος

† Ὁ Καισαρείας Παΐσιος

† Ὁ Ἐφέσου Ἄνθιμος

Ὁ Ἡρακλείας Διονύσιος

† Ὁ Κιζύκου Ἰωακείμ

† Ὁ Νικομηδείας Διονύσιος

† Ὁ Χαλκηδόνος Ἱερόθεος

† Ὁ Δέρκων Νεόφυτος

† Ὁ Ἀνδριανουπόλεως Γεράσιμος
22

† Ὁ Νεοκαισαρείας Κύριλλος

† Ὁ Βερροίας Θεόκλητος

† Ὁ Πισσιδείας Μελέτιος

† Ὁ Σμύρνης Ἀθανάσιος

† Ὁ Μελενίκου Διονύσιος

† Ὁ Σόφιας Παΐσιος

† Ὁ Λήμνου Δανιήλ

† Ὁ Δρυϊνουπόλεως Παντελεήμων

† Ὁ Ἐρσεκίου Ἰωσήφ

† Ὁ Βοδενῶν Ἄνθιμος.

Ἡ ἐν Ἀντιοχείᾳ ἱερὰ Σύνοδος

† Ὁ Ἀρκαδίας Ζαχαρίας

† Ὁ Ἐμέσης Μεθόδιος

† Ὁ Τριπόλεως Ἰωαννίκιος

† Ὁ Λαοδικείας Ἀρτέμιος

Ἡ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἱερὰ Σύνοδος


23

† Ὁ Πέτρας Μελέτιος

† Ὁ Βηθλεὲμ Διονύσιος

† Ὁ Γάζης Φιλήμων

† Ὁ Νεαπόλεως Σαμουήλ

† Ὁ Σεβαστείς Θαββαῖος

† Ὁ Φιλαδελφείας Ἰωαννίκιος

† Ὁ Θαβωρίου Ἱερόθεος[6].

δ´. Γρηγορίου Στ´ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀπόρριψις


τῆς Παπικῆς προσκλήσεως εἰς τὴν ἐν Βατικανῷ Σύνοδον (1868)

Ὁ ἴδιος πάπας Πῖος Θ´ ἀπέστειλε πρόσκληση στὶς 8 Σεπτεμβρίου τοῦ


1868 «Πρὸς πάντας τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τοὺς
μὴ κοινωνοῦντας τῇ Ἀποστολικῆ ἕδρᾳ», ἐπαναλαμβάνων τὶς περὶ
πρωτείου ἀξιώσεις του. Τὴν πρόσκληση ἐπεχείρησε νὰ ἐπιδώσει στὶς 6
᾽Οκτωβρίου τοῦ 1868 τετραμελὴς παπικὴ ἀντιπροσωπεία, ἀλλὰ ὁ
πατριάρχης Γρηγόριος Στ´ ἀρνήθηκε νὰ τὴν παραλάβει, ἐφ᾽ ὅσον
ἐξακολουθοῦσε ὁ πάπας νὰ μένει στὶς ἴδιες πλάνες τοῦ 1848, τὶς ὁποῖες
τότε εἶχαν ἀπορρίψει οἱ πατριάρχες τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως εἴδαμε στὸ
προηγούμενο κείμενο. Σὲ ἐπίσημο ἀνακοινωθὲν τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου ἀναφέρονται οἱ λόγοι τοῦ πατριάρχου πρὸς τὴν παπικὴ
ἀντιπροσωπεία. Σὲ ἐρώτηση ἐκπροσώπου τοῦ πάπα ποιές εἶναι οἱ
πλάνες τοῦ Παπισμοῦ ὁ πατριάρχης ἀπήντησε:
24

«Ἵνα παραλίπωμεν τὰ καθέκαστα, ἡμεῖς, ἐφόσον ὑπάρξει ἡ Ἐκκλησία


τοῦ Σωτῆρος ἐπὶ τῆς γῆς, δὲν δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι ἐν τῇ
ὅλῃ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ἐπίσκοπός τις ἄρχων καὶ κεφαλὴ
ἄλλη καὶ ἄλλος παρὰ τὸν Κύριον· ὅτι Πατριάρχης τις ὑπάρχει
ἀλάθητος καὶ ἀναμάρτητος, ὁμιλῶν ἀπὸ καθέδρας καὶ ὑπέρτερος τῶν
οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐν αἷς ἔνεστι τὸ ἀλάνθαστον, συμφωνούσαις
τῇ Γραφῇ καὶ τῇ ἀποστολικῇ Παραδόσει· ἢ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ὑπῆρξαν
ἄνισοι πρὸς ὕβριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ φωτίσαντος ἐπίσης τοὺς
πάντας· ἢ ὅτι οὗτος ἢ ἐκεῖνος ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Πάπας ἔσχον τὰ
πρεσβεῖα τῆς ἕδρας οὐκ ἀπὸ συνοδικοῦ καὶ ἀνθρωπίνου, ἀλλ᾽ ἐκ θείου
ὡς λέγετε, δικαίου, καὶ τὰ τούτοις ὅμοια».

Σὲ τοποθέτηση ἄλλου παπικοῦ ἀντιπροσώπου ὅτι ἡ ἐν Φλωρεντίᾳ


Σύνοδος τὰ ἐξήτασε αὐτὰ καὶ ἕνωσε τὶς δύο Ἐκκλησίες καὶ ὅτι ὁ πάπας
καλεῖ τώρα στὴν νέα οἰκουμενικὴ σύνοδο γιὰ νὰ ἑνωθοῦν ὅσοι τότε δὲν
ἑνώθηκαν, ὁ πατριάρχης σχεδὸν προσβλητικὰ ἀπήντησε ὅτι μόνον
«ἀπαί­δευτος ἄνθρωπος ἐνδέχεται ν᾽ ἀγνοῇ πόσα ἐρρέθησαν καὶ
ἐγράφησαν κατὰ τῆς Φλωρεντινῆς συνόδου», καὶ βέβαια δὲν θεωρεῖ
ἀπαίδευτο τὸν ὁμιλήσαντα. Λέγει ὅτι ἡ βεβιασμένη καὶ
καταναγκασμένη ἐκείνη ἕνωση «ἀπέθανεν εἰς τὰ σπάργανά της». Περὶ
τοῦ ποιά σύνοδος μπορεῖ νὰ χαρακτηρι­σθεῖ ὡς οἰκουμενικὴ καὶ πῶς
συγκαλεῖται λέγει τὰ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα ὁ πατριάρχης, ἐν ὄψει καὶ τῆς
ἰδικῆς μας Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου:
25

«Καθ᾽ ἡμᾶς οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία καὶ


ἀληθινὴ καθολικότης ἐστὶ καὶ λέγεται ἐκεῖνο τὸ ἅγιον καὶ ἀκήρατον
σῶμα, ἐν ᾧ ἀνεξαρτήτως τοῦ ὑλικοῦ πληθυσμοῦ αὑτοῦ
συγκεφαλαιοῦται ἁγνὴ ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ ἡ πίστις
πάσης τοπικῆς Ἐκκλησίας, στηριχθεῖσα καὶ βασανισθεῖσα ἀπὸ τῆς
θεμελιώσεως τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τῶν ὀκτὼ πρώτων αἰώνων, ἐν οἷς οἱ
Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως καὶ αἱ ἁγιώταται καὶ
πνευματοκίνητοι Σύνοδοι καὶ ἐκεῖνοι οἱ σεβάσμιοι Πατέρες, ὧν γνωστὰ
τοῖς πᾶσιν εἰσὶ τὰ συγγράμματα, γινέσθωσαν ὁ ἄπταιστος καὶ ἀσφαλὴς
ὁδηγὸς παντὸς χριστιανοῦ καὶ ἐπισκόπου τῆς Δύσεως, τοῦ εἰλικρινῶς
ποθοῦντος καὶ ζητοῦντος τὴν εὐαγγελικὴν ἀλή­θειαν. ᾽Εκεῖνοί εἰσι τὸ
ὑπέρτατον κριτήριον τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας· ἐκεῖνοί εἰσιν ἡ
ἀσφαλὴς ὁδός, ἐφ᾽ ἧς δυνάμεθα νὰ συναντηθῶμεν ἐν τῷ ἁγίῳ φιλήματι
τῆς δογματικῆς ἑνώσεως· πᾶς δὲ ὁ ἐκτὸς τῆς τροχιᾶς ἐκείνης
περιπορευόμενος θεωρηθήσεται παρ᾽ ἡμῶν ἔκκεντρος καὶ ἀναρμό­διος
εἰς τὸ συγκεντρῶσαι περὶ ἑαυτὸν τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
Ἐκκλησίας. Εἰ δὲ τυχὸν ἔνιοι τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων, ἔχοντες
ἀμφιβολίαν περὶ τινων δογμάτων αὑτῶν, θέλουσι νὰ συνέλθωσι,
συνερχέσθωσαν καὶ ἀναθεωρείτωσαν αὐτὰ καθ᾽ ἡμέραν, εἰ βούλονται.
Ἡμεῖς οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ἔχομεν περὶ τῶν πατροπαραδότων καὶ
ἀναλλοιώτν δογμάτων τῆς εὐσεβείας. Καὶ ἄλλως δέ, ὦ σεβάσμιοι
ἀββάδες, περὶ οἰκουμενικῆς Συνόδου ὄντος τοῦ λόγου, δὲν διαφεύγει
βεβαίως τὴν μνήμην ὑμῶν, ὅτι αἱ οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἄλλως πως
26

συνεκροτοῦντο, ἢ ὅπως ἤδη διεκήρυξεν ἡ Α. Μακαριότης. Ἐὰν ὁ τῆς


῾Ρώμης μακαριώτατος Πάπας ἠσπάζετο τὴν ἀποστολικὴν ἰσοτιμίαν
καὶ ἰσαδελφίαν, ἔπρεπεν, ὡς ἐν ἴσοις τὴν ἀξίαν καὶ πρῶτος τῇ τῆς
ἕδρας τάξει, κατὰ τὸ κανονικὸν δίκαιον, ν᾽ ἀπευθύνῃ γράμμα ἰδιαίτερον
πρὸς ἕκαστον τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν Συνόδων τῆς Ἀνατολῆς, οὐχ
ἵνα ἐπιβάλῃ ἐγκυκλίως καὶ δημοσιογραφικῶς, ὡς πάντων ἄρχων καὶ
δεσπότης, ἀλλ᾽ ἵνα ἐρωτήσῃ ἀδελφοὺς ἀδελφός, ἰσότιμός τε καὶ
ἰσοβάθμιος, εἰ συνεγκρίνουσι, ποῦ καὶ πῶς καὶ ὁποίας ἱερᾶς Συνόδουξ
τὴν συγκρότησιν. Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἢ ἀναδραμεῖσθε καὶ ὑμεῖς εἰς
τὴν Ἱστορίαν καὶ εἰς τὰς οἰκουμενικὰς Συνόδους, ἵνα ἱστορικῶς
κατωρθωθῇ ἡ παρὰ πάντων ποθουμένη ἀληθὴς καὶ χριστοσύλλεκτος
ἕνωσις, ἢ πάλιν ἀρκεσθησόμεθα εἰς τὰς ἡμῶν διηνεκεῖς προσευχὰς καὶ
δεήσεις ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, τῆς εὐσταθείας τῶν
ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως. Ἐν δὲ
τοιαύτῃ περιπτώσει μετὰ λύπης διαβεβαιοῦμεν ὑμῖν, ὅτι περιττὴν καὶ
ἄκαρπον νομίζομεν τήν τε πρόσκλησιν καὶ ὅπερ συνεπιφέρετε
ἐπιστολιμαῖον τοῦτο φυλλάδιον»[7].

ε´ Ἀπάντησις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1895 πρὸς


τὸν πάπα Λέοντα ΙΓ´

Ἀφορμὴ γιὰ τὴν τελευταία αὐτὴ Ὀρθόδοξη πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ


ἀπάντηση τοῦ 19ου αἰῶνος ἔδωσε ἡ ἐγκύκλιος τοῦ πάπα Λέοντος ΙΓ´,
τὴν ὁποία ἀπηύθυνε «Πρὸς τοὺς ἡγεμόνας καὶ τοὺς λαοὺς τῆς
οἰκουμένης» τὸν Ἰούνιο τοῦ 1894, καλώντας καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ
27

ἑνωθοῦν μὲ τὸν παπικὸ θρόνο. Τὸ ἀρχικὸ σχέδιο τῆς ἀπαντήσεως


ἑτοίμασε ὁ τότε καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης καὶ
μετέπειτα μητροπολίτης Καστορίας καὶ θρυλικὸς Μακεδονομάχος
Γερμανὸς Καραβαγγέλης, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ τὸ ἐξήτασε τριμελὴς
συνοδικὴ ἐπιτροπή, ἔγινε δεκτὸ ἀπὸ τὴν Σύνοδο, μεταφράσθηκε σὲ
ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ σχολιάσθηκε εὐμενῶς[8].

Τὸ κείμενο ἀρχίζει μὲ ἀναφορὰ στὶς αἱρέσεις ποὺ ὡς ζιζάνια


ἐφύτρωσαν στὸν ἀγρὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς σπέρματα πονηρὰ
δικαίως ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὸ ὑγιὲς σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς
τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τῇ ἐπηρείᾳ τοῦ Διαβόλου
ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁλόκληρα ἔθνη τῆς
Δύσεως, ἐξ αἰτίας τῆς ἀλαζονείας τῶν ἐπισκόπων τῆς Ρώμης, οἱ ὁποῖοι
ἐγέννησαν ἄθεσμες καὶ ἀντιευαγγελικὲς καινοτομίες.

Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸν πόθο τῆς


ἑνώσεως. «Συμφώνως δὲ πρὸς τὸν ἱερὸν τοῦτον πόθον ἡ καθ᾽ ἡμᾶς
Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία πάντοτε ἑτοίμως ἔχει ἀποδέξασθαι
πᾶσαν περὶ ἑνώσεως πρότασιν, ἐὰν μόνον ὁ τῆς Ρώμης ἐπίσκοπος
ἀποτινάξῃ ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ὁρμαθὸν τῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ
παρεισαχθέντων πολλῶν καὶ ποικίλων ἀντευαγγελικῶν νεωτερισμῶν».
Ἡ ἕνωση μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ὄχι ἡ ἕνωση τῶν
Ἐκκλησιῶν) πρέπει νὰ γίνει «ἐν τῷ ἑνὶ κανόνι τῆς πίστεως». Δὲν εἶναι
δυνατὸν μέσα στὴν Ἐκκλησία ἄλλος νὰ πιστεύει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός, καὶ ἄλλος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ·
28

ἄλλος στὸ Βάπτισμα νὰ ραντίζει, καὶ ἄλλος νὰ βυθίζει τρεῖς φορές·


ἄλλος στὴ Θ. Εὐχαριστία νὰ χρησιμοποιεῖ ἔνζυμο ἄρτο, καὶ ἄλλος
ἄζυμο· ἄλλος νὰ μεταδίδει στὸ λαὸ καὶ ἀπὸ τὸ ἅγιο ποτήριο, καὶ ἄλλος
μόνο ἀπὸ τὸν ἄρτο. Παρουσιάζονται στὴν συνέχεια καὶ ἀναιροῦνται
δέκα καινοτομίες τοῦ Παπισμοῦ κατὰ σειράν: ἡ ἐκπόρευση καὶ ἐκ τοῦ
Υἱοῦ (Filioque), τὸ ράντισμα στὸ Βάπτι­σμα, τὰ ἄζυμα στὴν Θ.
Εὐχαριστία, ὁ καθαγιασμὸς τῶν Τιμίων Δώρων διὰ τῶν λόγων τοῦ
Κυρίου καὶ ὄχι διὰ τῆς ἐπικλήσεως, ἡ κοινωνία τῶν λαϊκῶν μόνον ἀπὸ
τὸν ἄρτο, τὸ καθαρτήριο πῦρ, ἡ περισσεύουσα ἀξιομισθία τῶν ἁγίων
καὶ οἱ ἀφέσεις, ἡ πλήρης μακαριότης τῶν ἁγίων πρὸ τῆς δευτέρας
παρουσίας, ἡ ἄσπιλος σύλληψη τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ
πάπα. Στὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα δίνει ἰδιαίτερη βαρύτητα ἡ ἀπάντηση,
διότι οἱ παπικοὶ παραθεωροῦν τὶς ἄλλες σημαντικὲς διαφορὲς καὶ
θεωροῦν ὅτι μόνον αὐτὴ εἶναι τὸ ἐμπόδιο, πρέπει ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι
νὰ τὸ δεχθοῦν, διότι ἔχει θεία προέλευση, στηρίζεται στὸ πρωτεῖο τοῦ
Ἀποστόλου Πέτρου. Εἶναι σαφέστατη, ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ ἡ
θέση τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1895 καὶ ἀπορεῖ κανεὶς
πῶς εὑρίσκονται σήμερα θεολόγοι τοῦ Φαναρίου, γεγηρακότες καὶ
νεοσσοί, οἱ τελευταῖοι ὄντως νήπια ἀθεολόγητα, νὰ ὁμιλοῦν περὶ
παγκοσμίου πρωτείου τοῦ πάπα καὶ τοῦ πατριάρχου, ὁ ὁποῖος
ἄκουσον, ἄκουσον! δὲν εἶναι πρῶτος μεταξὺ ἴσων (primus inter pares),
ὅπως ἡ συνοδικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση ἐπιτάσσει, ἀλλὰ πρῶτος ἄνευ
ἴσων (primus sine paribus), ὅπως ὁ φιλοπαπικὸς καὶ
29

φιλοπατριαρχικὸς ἀνώριμος νοῦς τους καὶ ἡ ἀμάθεια τοὺς ὑπαγορεύει.


Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν Βαρθολομαῖο, ποὺ κατακρημνίζει τὴν Παράδοση,
ὅλοι οἱ πρὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος πατριάρχες καὶ σύνοδοι στηρίζουν καὶ
ἐνισχύουν τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση. Γράφει σχετικὰ
τὸ πατριαρχικὸ καὶ συνοδικὸ κείμενο: «Οἱ θεῖοι Πατέρες, τιμῶντες τὸν
ἐπίσκοπον Ρώμης μόνον ὡς ἐπίσκοπον τῆς πρωτευούσης πόλεως τοῦ
κράτους, ἀπέδωκαν αὐτῷ προεδρείας πρεσβεῖα τιμητικά, θεωρήσαντες
αὐτὸν ἁπλῶς ὡς πρῶτον τῇ τάξει ἐπίσκοπον, τουτ᾽ ἔστι πρῶτον ἐν
ἴσοις, ἅπερ πρεσβεῖα καὶ τῷ Κωνσταντινουπόλεως ἀπένειμαν κατόπιν,
ὅτε ἡ πόλις αὕτη ἐγένετο πρωτεύουσα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, ὡς
μαρτυρεῖ περὶ τούτου ὁ κη´ κανὼν τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι οἰκουμενικῆς
Συνόδου, λέγων πρὸς τοῖς ἄλλοις τάδε:

“Τὰ αὐτὰ καὶ ἡμεῖς ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων
τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως, νέας
῾Ρώμης· καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας ῾Ρώμης διὰ τὸ βασιλεύειν
τὴν πόλιν ἐκείνην οἱ πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα· καὶ
τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ρν´ ἐπίσκοποι τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν
τῷ τῆς νέας ῾Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ”. Ἐκ τοῦ κανόνος τούτου
καταφαίνεται, ὅτι ὁ ῾Ρώμης ἐστὶν ἐπίσκοπος ἰσότιμος τῷ ἐπισκόπῳ τῆς
Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῖς τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἐν
οὐδενὶ δὲ κανόνι καὶ παρ᾽ οὐδενὶ τῶν Πατέρων ὑπαινιγμός τις γίνεται,
ὅτι ποτὲ ὁ ῾Ρώμης μόνος ἐστὶν ὁ ἀρχηγὸς τῆς καθόλου Ἐκκλησίας καὶ
ὁ ἀλάθητος κριτὴς τῶν ἐπισκόπων τῶν ἄλλων ἀνεξαρτήτων καὶ
30

αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἢ διάδοχος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καὶ


τοποτηρητὴς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.

Ἑκάστη κατὰ μέρος αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία ἔν τε τῇ Ἀνατολῇ καὶ τῇ


Δύσει ἦν ὅλως ἀνεξάρτητος καὶ αὐτοδιοίκητος κατὰ τοὺς χρόνους τῶν
ἑπτὰ οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅπως δὲ οἱ ἐπίσκοποι τῶν αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, οὕτω καὶ οἱ τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Ἱσπανίας, τῶν
Γαλλιῶν, τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Βρεττανίας ἐκυβέρνων τὰ τῶν
Ἐκκλησιῶν αὑτῶν ἕκαστοι διὰ τῶν ἰδίων τοπικῶν Συνόδων, οὐδὲν
ἀναμίξεως δικαίωμα ἔχοντος τοῦ ἐπισκόπου ῾Ρώμης, ὅστις καὶ αὐτὸς
ἐπίσης ὑπήγετο καὶ ὑπεῖκεν εἰς τὰς συνοδικὰς ἀποφάσεις. Ἐν
σπουδαίοις δὲ ζητήμασι, δεομένοις τοῦ κύρους τῆς καθόλου
Ἐκκλησίας, ἐγίνετο ἔκκλησις εἰς οἰκουμενικὴ Σύνοδον, ἥτις μόνη ἦν
καὶ ἔστι τὸ ἀνώτατον ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ κριτήριον. Τοιοῦτον
ὑπῆρχε τὸ ἀρχαῖον τῆς Ἐκκλησίας πολίτευμα· οἱ δὲ ἐπίσκοποι ἦσαν
ἀνεξάρτητοι ἀπ᾽ ἀλλήλων καὶ ἐλεύθεροι ὅλως ἐν τοῖς ἰδίοις ἕκαστος
ὁρίοις, μόνον ταῖς συνοδικαῖς διατάξεσιν ὑπείκοντες, καὶ παρεκάθηντο
ἴσοι πρὸς ἀλλήλους ἐν ταῖς συνόδοις· οὐδεὶς δὲ αὐτῶν διεξεδίκει ποτὲ
μοναρχικὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Εἰ δὲ ποτε
φιλοδοξοῦντές τινες ἐπίσκοποι τῆς ῾Ρώμης ἤγειρον ὑπερφιάλους
ἀξιώσεις ἀγνώστου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπολυταρχίας, οἱ τοιοῦτοι
προσηκόντως ἠλέγχθησαν καὶ ἐπετιμήθησαν. Ἀνακριβὲς ἄρα καὶ
προφανὴς πλάνη ἐξελέγχεται, ὅπερ διϊσχυρίζεται ὁ Λέων ΙΓ´ λέγων ἐν
τῇ ἐγκυκλίῳ αὐτοῦ, ὅτι πρὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ μεγάλου Φωτίου τὸ ὄνομα
31

τοῦ ῥωμαϊκοῦ θρόνου ἦν ἅγιον παρὰ πᾶσι τοῖς λαοῖς τοῦ χριστιανικοῦ
κόσμου, ἡ δὲ Ἀνατολὴ ὁμοίως τῇ Δύσει ὁμοθυμαδὸν καὶ ἄνευ
ἀντιστάσεως ὑπετάσσετο τῷ ῾Ρωμαίῳ ἀρχιερεῖ, ὡς διαδόχῳ δῆθεν
νομίμῳ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, καὶ κατὰ συνέπειαν τοποτηρητῇ τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς».

Περὶ τὸ τέλος ἡ συνοδικὴ καὶ πατριαρχικὴ ἀπάντηση συμπεραίνει τὰ


ἑξῆς συνοψίζουσα ὅσα περὶ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ τοῦ Παπισμοῦ
ἐπίστευεν ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν αἰώνων: «Ἡ Ὀρθόδοξος ἄρα Ἀνατολικὴ
Ἐκκλησία δικαίως καυχᾶται ἐν Χριστῷ, ὅτι ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία τῶν ἑπτὰ
οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἐννέα πρώτων αἰώνων τοῦ
Χριστιανισμοῦ, ἑπομένως ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησία, “στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” ἡ δὲ νῦν
῾Ρωμαϊκή ἐστιν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν
συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας
τῆς τε ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ὅρων τῶν ἁγίων Συνόδων· διὸ εὐλόγως
καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἐφ᾽ ὅσον ἂν ἐμμένῃ ἐν τῇ
πλάνῃ αὐτῆς. “Κρείσσων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος, λέγει καὶ ὁ θεῖος
Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ”».

Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές:

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιμος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς


ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
32

† Ὁ Κυζίκου Νικόδημος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ


εὐχέτης.

† Ὁ Νικομηδείας Φιλόθεος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ


εὐχέτης.

† ῾Ο Νικαίας Ἱερώνυμος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ


εὐχέτης.

† Ὁ Προύσης Ναθαναὴλ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ


εὐχέτης.

† Ὁ Σμύρνης Βασίλειος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ


εὐχέτης.

† Ὁ Φιλαδελφείας Στέφανος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ


εὐχέτης.

† Ὁ Λήμνου Ἀθανάσιος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ


εὐχέτης.

† Ὁ Δυρραχίου Βησσαρίων ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ


εὐχέτης.

† Ὁ Βελεγράδων Δωρόθεος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ


εὐχέ­της.

† Ὁ Ἐλασσῶνος Νικόδημος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ


εὐχέ­της.
33

† Ὁ Καρπάθου καὶ Κάσσου Σωφρόνιος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς


ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.

† Ὁ Ἐλευθερουπόλεως Διονύσιος ἐν Χρι­στῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς


ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης[9].

5. Τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῶν πατριαρχικῶν καὶ συνοδικῶν


κειμένων, τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ ἡ σημερινή τους ἀθέτηση.

Ἐπειδὴ ὅσοι ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀθέσμου καὶ


ἀντιπατερικῆς ἀνατροπῆς καὶ ἀλλαγῆς κατηγορούμαστε ἀπὸ κάποιους
ὡς παρασυνάγωγοι καὶ ἀνυπάκουοι, ἐνῶ ἀντίθετα ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε
καὶ ὑπακούουμε στὶς τόσο πυκνὲς πατριαρχικὲς καὶ συνοδικὲς
ἀποφάσεις τοῦ 19ου αἰῶνος, ποὺ ἀποτελοῦν σταθερὴ καὶ ἀδιάκοπη
συνέχεια καὶ διαδοχὴ ὅλων τῶν αἰώνων, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ
φατριάζουν καὶ ἀπειθοῦν, ὅπως προκύπτει σαφέστατα ἀπὸ τὰ κείμενα
ποὺ καταθέσαμε, θὰ συνοψίσουμε ἐδῶ γιὰ εὐκολώτερη κατανόηση
μερικὲς ἀπὸ τὶς θέσεις τῶν κειμένων, οἱ ὁποῖες σήμερα ἔχουν
ἐγκαταλειφθῆ καὶ συκοφαντηθῆ:

α) Οἱ Οἰκουμενισταὶ ἀποκαλοῦν σήμερα τοὺς Παπικούς «ἀδελφὲς


ἐκκλησίες», συμμετέχουμε ἰσότιμα, ἐπὶ ἴσοις ὅροις, μὲ τοὺς
Προτεστάντες, στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δεχόμαστε
ὅτι ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια καὶ χορηγοῦν τὴν Χάρη καὶ τὴν σωτηρία,
ἐνῶ στὰ ὀρθοδοξώτατα καὶ πατερικὰ κείμενα τοῦ 19ου αἰῶνος
ἀποκαλοῦνται «αἱρέσεις» μὲ βαρεῖς χαρακτηρισμούς. Ἑπομένως βάσει
34

τῶν συνοδικῶν καὶ πατριαρχικῶν κειμένων ἔχουμε δίκαιο ὅσοι


ἀποκαλοῦμε τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ὀρθότατα καὶ
ὀρθοδοξώτατα ὡς «Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων».

β) Ἀπέναντι αὐτῶν τῶν αἱρέσεων δὲν ὑπάρχει σήμερα ἀγωνία καὶ


ποιμαντικὴ μέριμνα, ὥστε νὰ μὴ βλαβεῖ τὸ ποίμνιο καὶ χάσει τὴν
σωτηρία του. Οὔτε ἡ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῶν αἱρέσεων ἀσχολεῖται
μὲ αὐτές. Ἀντίθετα εἶναι ἔκδηλο τὸ ποιμαντικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ
ἀγωνία τῶν συνοδικῶν καὶ πατριαρχικῶν κειμένων, ποὺ φθάνει μέχρι
τοῦ σημείου νὰ ἀναιροῦνται μία πρὸς μία οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ πλάνες. Τὸ
ποίμνιο ἀγνοεῖ σήμερα τὸν κίνδυνο ἀπὸ αὐτὲς τὶς αἱρέσεις τοῦ
Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ.

γ) Τοὺς Χριστιανοὺς τοῦ Πάπα δὲν τοὺς ὀνομάζουν τὰ κείμενα οὔτε


Καθολικοὺς οὔτε Ρωμαιοκαθολικούς, ἀλλὰ Κατόλικους καὶ Παπιστάς.
Χρησιμοποιοῦν τό «Κατόλικοι», γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἔχουν νοθεύσει τό
«Καθολικοί», ἀλλὰ καὶ ἀκουόμενο νὰ ὑπενθυμίζει τοὺς λύκους: «Κατό-
λυκοι». Ἀληθινὰ Καθολικοὶ εἴμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι, ὡς μέλη τῆς Μιᾶς,
Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ
Ρωμαιοκαθολικοί, διότι ἀκολουθοῦμε, τὴν ὀρθόδοξη παλαιὰ Ρώμη (τῆς
Ἰταλίας) καὶ τὴν ὀρθόδοξη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη).

δ) Σήμερα ἡ αἱρετίζουσα θρασύτητα τῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν


Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος (Βόλος), θέλει, καὶ
ἐπιδιώκει νὰ παραμερίσει νὰ περιθωριοποιήσει τοὺς Ἁγίους Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν γνωστὴ «Μεταπατερικὴ Θεολογία» ἤ
35

«Μεταπατερικὴ Αἵρεση», ὅπως τὴν ἀποκάλεσε γνωστὸς ἑλλαδίτης


ἐπίσκοπος. Τὴν «Μεταπατερικὴ Αἵρεση» καλύπτουν καὶ τὸ Φανάρι καὶ
ἡ Ἀθήνα μὲ ἐπαίνους, ἐγκώμια, βραβεῖα κ.ἄ. πρὸς τοὺς ἐκπροσώπους
της, ἀντὶ ποινῶν καὶ ἐπιπλήξεων, δυστυχῶς στὴν πράξη πράττουν τὸ
ἴδιο καὶ κάποιοι ἐπίσκοποι ποὺ τὴν ἐπικρίνουν στὴν θεωρία. Στὰ
συνοδικὰ καὶ πατριαρχικὰ κείμενα ἀντίθετα εἶναι ἔκδηλος ὁ σεβασμὸς
καὶ συχνότατη ἡ ἐπίκληση τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν ὁποίων
ἀκολουθοῦν μὲ πιστότητα τὴν αὐστηρὴ στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν.
Παραμερίζουν τοὺς Ἁγίους Πατέρες, διότι ἀποτελοῦν φραγμὸ καὶ
ἐμπόδιο στὴν κακὴ «ἕνωση» ποὺ ἑτοιμάζουν μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ
ἀλλοθρήσκους. Ἔτσι μόνον δικαιολογεῖται ἡ παντελῶς ἀδικαιολόγητη,
ἀπαράδεκτη καὶ βλάσφημη, οἰκουμενιστικὴ ρήση τοῦ πατριάρχου
Βαρθολομαίου, ποὺ ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος,
οἱ ὁποῖες κατασίγασαν δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ ἀστεῖες, γιὰ παιδιὰ καὶ
ἀνοήτους, ἐξηγήσεις. Εἶπε ὁ πατριάρχης, γιὰ νὰ θυμόμαστε: «Οἱ
κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν
ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου Ὄφεως καὶ εὑρίσκονται
ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ
ἔλεος τοῦ Θεοῦ»[10]. Νὰ λοιπὸν ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ «ἐπὶ ἴσοις ὅροις»·
σατανοκίνητοι οἱ αἱρετικοί, σατανοκίνητοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὁ Μ.
Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ
Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, οἱ Ἅγιοι Κολλυβάδες κ.ἄ. Ὑπάρχει
χειρότερη βλασφημία; Μὲ βάση αὐτὴν τὴν δήλωση θὰ πρέπει νὰ
36

κατεβάσουμε τὶς εἰκόνες αὐτῶν τῶν Ἁγίων, ὁμολογητῶν καὶ ἀγωνιστῶν


τῆς Ὀρθοδοξίας, νὰ καταργήσουμε τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς ἀκολουθίες τους,
καὶ ἀντὶ νὰ ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες τους, νὰ κάνουμε μνημόσυνα, γιὰ νὰ
τοὺς συγχωρήσει ὁ Θεός. Δὲν ἀποκλείεται καὶ αὐτὸ νὰ συμβεῖ, ἀφοῦ
ἀκολουθοῦμε καὶ θαυμάζουμε τὸν πάπα. Λίγους ἁγίους κατήργησε ὁ
ἀλάθητος καί «πρῶτος χωρὶς ἴσους» πάπας;

ε) Στὸν Διάλογο Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν ποὺ διαρκεῖ τριάντα πέντε


χρόνια, γιατὶ ἐκτὸς τῶν ἄλλων λόγων συζητούσαμε ἐπὶ ἔτη, κατὰ
παγκόσμια ἱστορικὴ πρωτοτυπία ὄχι γιὰ τὰ διαιροῦντα ἀλλὰ γιὰ τὰ
ἑνοῦντα, ἀρχίσαμε ἐπὶ τέλους νὰ συζητοῦμε γιὰ τὸ τεράστιο θέμα τοῦ
«πρωτείου» τοῦ πάπα. Καὶ στὸ θέμα αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ Ὀρθόδοξοι
θεολόγοι ἀπέκλιναν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ
ἐδέχθησαν, παπίζοντες καὶ λατινίζοντες, πρωτοφανῆ κακόδοξη θεωρία
ὅτι τό «πρωτεῖο» ὑπάρχει σὲ τρία ἐπίπεδα· σὲ τοπικὸ σὲ περιφερειακὸ
καὶ σὲ παγκόσμιο. Σὲ τοπικὸ πρῶτος εἶναι ὁ ἐπίσκοπος σὲ σχέση μὲ
τοὺς ἄλλους κληρικούς, σὲ περιφερειακὸ ὁ μητροπολίτης σὲ σχέση μὲ
τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους, καὶ σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο ὁ πάπας σὲ σχέση
μὲ ὅλους τοὺς ἐπισκόπους. Ἡ παπικὴ αὐτὴ θεωρία, ὑποστηρίχθηκε γιὰ
πρώτη φορὰ ἀπὸ τοὺς θεολόγους τοῦ Φαναρίου μέσα στὸν Διάλογο,
διότι ἂν γινόταν δεκτή -εὐτυχῶς ποὺ δὲν ἔγινε- καὶ δεδομένου ὅτι ὁ
πάπας, πρὶν νὰ γίνει ἡ ἕνωση, ἔχει δικαιοδοσία μόνον ἐπὶ τῶν Παπικῶν,
ὡς πρῶτος μεταξὺ τῶν Ὀρ­θοδόξων σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο ἀπομένει ὁ
πατριάρχης Κωνσταντινουπό­λεως. Μεγάλη θεολογικὴ ἀνακάλυψη γιὰ
37

τὴν στήριξη τοῦ Φαναρίου, ἡ ὁποία συμπληρώθηκε ἀπὸ μικροὺς καὶ


ἀνόητους θεολόγους μὲ δύο ἄλλες μεγάλες θεολογικὲς ἀνακαλύψεις!
Ὅτι ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πολὺ περισσότερο ὁ πάπας,
εἶναι πρῶτος ὄχι μεταξὺ ἴσων, ὅπως διαχρονικὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δέχεται ἡ
Ἐκκλησία (primus inter pares), ἀλλὰ εἶναι πρῶτος χωρὶς ἴσους
(primus sine paribus). Καὶ γιὰ νὰ μὴ στηρίζεται τὸ πρωτεῖο μόνο σὲ
ἱστορικοὺς λόγους, στὴν πολιτικὴ δηλαδὴ σημασία τῶν θρόνων, στὴν
Ρώμη καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρωτεύουσα τῆς
αὐτοκρατορίας, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τοὺς ῾Ιεροὺς Κανόνες, ἀλλὰ γιὰ
νὰ ἔχει καὶ θεολογικὴ θεμελίωση, νὰ προέρχεται ὄχι ἐξ ἀνθρωπίνου,
ἀλλὰ ἐκ θείου δικαίου, ἐφεῦραν τὴν τριαδολογικὴ θεμελίωση τοῦ
πρωτείου μὲ βάση τὸ πρωτεῖο τοῦ Πατρὸς σὲ σχέση μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα. Ποιός μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν φωτίζει καὶ τοὺς σημερινοὺς θεολόγους στὴν
διεκδίκηση πρωτείων, πρωτοκαθεδρίας, ἀξιωμάτων; Δὲν τὰ ἐγνώριζαν
αὐτὰ μεγάλοι Ἅγιοι Πατριάρχες, δὲν τοὺς εἶχε φωτίσει τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, καὶ μᾶς παρέδωσαν, ὅπως καὶ τὰ συνοδικὰ καὶ πατριαρχικὰ
κείμενα τοῦ 19ου αἰῶνος, ὅτι δὲν ὑπάρχουν «πρωτεῖα ἐξουσίας» ἀλλά
«πρεσβεῖα τιμῆς»; Ὅτι καὶ ὁ πάπας τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καὶ ὁ
πατριάρχης τῆς Νέας Ρώμης εἶναι ἴσοι μὲ ὅλους τοὺς ἐπισκόπους;
Ἁπλῶς κατὰ τὴν τάξη τῶν θρόνων εἶναι «πρῶτοι μεταξὺ ἴσων» καὶ
αὐτὴ ἡ πρωτιά τους, αὐτὴ ἡ πρόταξη, ὀφείλεται στὴν πολιτικὴ σημασία
38

τῶν πόλεων-θρόνων, δὲν προέρχεται ἐκ θείου δικαίου, ποὺ δὲν


ἀλλάσσει, ἀλλὰ ἐξ ἀνθρωπίνου δικαίου, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει.

στ) Προωθοῦν σήμερα οἱ Οἰκουμενισταὶ ὄχι τὴν ἀληθινὴ ἕνωση, ἀλλὰ


τὴν κακὴ ἕνωση, ὅπως ἔγινε καὶ στὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-
Φλωρεντίας. Ἀληθινὴ εἶναι ἡ ἕνωση, ὅταν ὑπάρχει ἑνότητα στὴν πίστη,
ὅταν πιστεύουν ὅλοι στὰ ἴδια δόγματα τῆς πίστεως, καὶ κατ᾽ ἐπέκτασιν
ὅταν ὑπάρχει ἑνό­τητα στὴν λατρεία καὶ στὴν διοίκηση· σὲ θέματα
μάλιστα πίστεως δὲν δι­καιολογεῖται καμμία ποικιλομορφία· «ἰῶτα ἕν,
ἢ μία κεραία» δὲν ἐπι­τρέ­πεται νὰ διαφέρει. Αὐτὸς ποὺ ἀλλάσσει τὴν
πίστη στὸ παραμικρό, αὐτὸς καταστρέφει τὸ πᾶν. Ἡ ἕνωση ποὺ
προβάλλεται σήμερα εἶναι κακὴ ἕνωση· ἐπιτρέπονται καὶ
δικαιολογοῦνται οἱ διαφορὲς στὴν πίστη, ὅπως στὰ συγκρητιστικὰ
συστήματα· θὰ κρατήσουμε ὅλοι τὰ πιστεύματά μας, καὶ οἱ αἱρέσεις τὶς
πλάνες τους, καὶ θὰ ἑνώσουμε τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμμα· αὐτὸ ποὺ
ἐνδιαφέρει τὸν πάπα εἶναι νὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε ὡς πρῶτο, τοὺς δὲ
Προτεστάντες νὰ πιστεύουν καὶ νὰ διδάσκουν, ὡς ἄλλοι πάπες, ὁ
καθένας ὅ,τι θέλει, ὥστε νὰ ὑπάρχει πολλότης καὶ ποικολομορφία. Τὰ
κείμενα, συνοδικὰ καὶ πατριαρχικὰ ποὺ παραθέσαμε «ἑπόμενα τοῖς
Ἁγίοις Πατράσι», διδάσκουν ὅτι ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ τὴν ἕνωση εἶναι
ἡ ἀποτίναξη, ἡ ἀπόρριψη ὅλων τῶν αἱρέσεων καὶ κατόπιν ἡ ἕνωση
«μετὰ τῆς Ἐκκλησίας»· ὄχι «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» ἀλλά «ἕνωση μὲ
τὴν Ἐκκλησία».
39

ζ) Πρὶν νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ ἕνωση τῶν αἱρετικῶν μὲ τὴν


Ἐκκλησία, κάθε ἐπικοινωνία μὲ αὐτοὺς εἶναι ἄθεσμη, ἀντικανονική.
Καὶ αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἔλλειψη ἀγάπης, ἀλλὰ ἀπὸ ἀληθινὴ
ἀγάπη. Γιὰ νὰ διερωτηθοῦν, γιατί δὲν ἐπικοινωνοῦμε μαζί τους, καὶ νὰ
μάθουν ὅτι ὅσα πιστεύουν καὶ πράττουν εἶναι ἀντιευαγγελικὰ καὶ
ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. Ὅποιος ἀγαπᾶ λέγει τὴν ἀλήθεια στὸν
ἀγαπώμενο, δὲν τὸν παραπλανᾶ.

η) Οἱ διεξαγόμενοι σήμερα Διάλογοι «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» ἀποτελοῦν


τέχνασμα τοῦ Διαβόλου, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐξισώσει τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ
ψεῦδος, τὴν ᾽Ορθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση. Τὸ «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» σημαίνει
ὅτι ἀποδέχονται οἱ διαλεγόμενοι ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχουν τὴν ἀλήθεια καὶ οἱ
δύο πλευρές· δὲν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια ἀποκλειστικὰ στὴ μία πλευρά. Καὶ
μόνον ἡ ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ ὅρου σημαίνει ὅτι ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὸ ἂν
ὁ Χριστός, ἡ Ἐκκλησία, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες ἔχουν καὶ διδάσκουν
τὴν ἀλήθεια. Ἂν στὴν «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» συζήτηση τῶν ἀληθειῶν τῆς
πίστεως, λόγῳ ρητορικῆς δεινότητος τῶν αἱρετικῶν, ὑψηλοτέρου
μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, διαλεκτικῆς ἱκανότητος ὑπερισχύσουν τῶν
ἀσθενεστέρων εἰς αὐτὰ Ὀρθοδόξων ἢ τοὺς ἐξαναγκάσουν μὲ
διαφόρους τρόπους, ὅπως ἔγινε στὴν Φερράρα-Φλωρεντία, νὰ δεχθοῦν
τὰ τῶν αἱρετικῶν, αὐτὸ σημαίνει ὅτι βρέθηκε ἡ ἀλήθεια; Ἡ Ἐκκλησία
διὰ τῶν αἰώνων κηρύσσει, διδάσκει, νουθετεῖ, ὁμολογεῖ τὴν ἀλήθεια
πρὸς τοὺς ἀντιφρονοῦντες, πιστεύουσα ἀκραδάντως ὅτι ἔχει τὴν
ἀλήθεια· δὲν ἐξισώνεται μὲ τὴν αἵρεση «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», ἀφήνουσα νὰ
40

ἐννοηθεῖ ὅτι καὶ οἱ αἱρετικοὶ μπορεῖ νὰ ἔχουν τὴν ἀλήθεια καὶ ὅτι αὐτὸ
θὰ προκύψει ἀπὸ τὸν διάλογο. Αὐτὸ ἐπίστευε ὁ Κύριος συζητώντας μὲ
τὴν Σαμαρείτιδα, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες;
Διδάσκουμε κηρύττουμε, ὁμολογοῦμε τὴν ἀλήθεια, «μαθητεύουμε
πάντα τὰ ἔθνη», καὶ ἂν οἱ διδασκόμενοι καὶ νουθετούμενοι δὲν
πείθονται, τοὺς ἀφήνουμε νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμο τους. Δὲν
συζητοῦμε ἐπὶ πέντε, δέκα, εἴκοσι, σαράντα χρόνια. Εἶναι σαφὴς ὁ
λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ
δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ
ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατά­κριτος»[11]. Αὐτὸ ἐτήρησε καὶ ὁ πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β´, ὁ ὀνομαζόμενος Τρανός, στὸν δι᾽
ἀλληλογραφίας διάλογο ποὺ ἔκανε μὲ τοὺς Προτεστάντες θεολόγους
τῆς Τυβίγκης. Ὅταν ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τους κατάλαβε ὅτι ἐμμένουν
στὶς πλάνες τους, διέκοψε τὸν διάλογο καὶ τοὺς ἄφησε στὸν δρόμο τῆς
πλάνης. Τοὺς ἔγραψε τὸ 1581: «Ἀξιοῦμεν δὲ ὑμᾶς τοῦ λοιποῦ μὴ κόπους
παρέχειν ἡμῖν, μηδὲ περὶ τῶν αὐτῶν γράφειν καὶ ἐπιστέλλειν, εἴ γε τοὺς
τῆς Ἐκλησίας φωστῆρας καὶ θεολόγους ἄλλοτε ἄλλως μεταχειρίζεσθε,
καὶ τοῖς λόγοις τιμῶντες αὐτοὺς καὶ ἐπαίροντες τοῖς ἔργοις ἀθετεῖτε,
καὶ τὰ ὅπλα ἡμῶν ἄχρηστα ἀποδεικνύετε, τοὺς λόγους αὐτῶν τοὺς
ἁγίους καὶ θείους δι᾽ ὧν ἡμεῖς γράφειν καὶ ἀντιλέγειν ὑμῖν εἴχομεν.
Ὥστε τὸ καθ᾽ ὑμᾶς, ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τὴν ὑμετέραν
οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μὲν περὶ δογμάτων, φιλίας δὲ μόνης ἕνεκα, εἰ
βουλητόν, γράφετε»[12].
41

θ) Τέλος, εἶναι ἀπαραίτητο καὶ κρίσιμο νὰ τονισθεῖ ὅτι τελικῶς στὶς


συνοδικὲς διεργασίες ἀποφασιστικὸ ρόλο καὶ λόγο ἔχει ὁ πιστὸς λαός,
ὁ ὁποῖος διαμορφώνει μὲ τὴν στάση του, θετικὰ ἢ ἀρνητικά, τὴν
συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν συγκατάθεση
καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀποφάσεις
ὁποιωνδήποτε ἐπισκόπων καὶ ὁποιωνδήποτε συνόδων, ἀκόμη καὶ
οἰκουμενικῶν, εἶναι ἄκυρες καὶ ἄ­χρηστες. Αὐτὸ συνέβη πολλὲς φορὲς
στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅπως π.χ. μὲ τὴν εἰκονομαχικὴ σύνοδο
τῆς Ἱερείας τοῦ 754 καὶ μὲ τὴν ψευδο­σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας
(1438-1439), ποὺ μολονότι συγκλήθηκαν ὡς οἰκουμενικές,
ἀπορρίφθηκαν ὡς αἱρετικές. Αὐτὸ ὀφείλουν νὰ τὸ λάβουν σοβαρὰ ὑπ᾽
ὄψιν οἱ ὑπεύθυνοι τῆς συγκλήσεως τὸ ἑπόμενο ἔτος (2016) τῆς Ἁγίας
καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ ἔτη
κάτω ἀπὸ τὸν οὐδέτερο τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο» προσπαθοῦν νὰ
ἀποχαρακτηρίσουν τὶς αἱρε­τικὲς χριστιανικὲς κοινότητες καὶ νὰ τὶς
δεχθοῦν, γιὰ πρώτη φορὰ στοὺς αἰῶνες, ὡς ἐκκλησίες καὶ ὡς ὁδοὺς
σωτηρίας. Ἐπαναλαμβάνουμε τὶ ἀπήν­τησαν οἱ Ὀρθόδοξοι
Πατριάρχες τὸ 1848 πρὸς τὸν πάπα Πίο Θ´: «Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε
Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι, ἐδυνήθησαν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ
ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι
αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον
καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»[13].
42

[1]. Β´ Τιμ. 2, 9.

[2]. Α´ Κορ. 2, 25.

[3]. Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς


Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τόμ. ΙΙ, Akademische Druck – u.
Verlagsanstalt Graz-Austria 19682, σελ. 951-972.

[4]. Ἐννοοῦν τοὺς Οὐνίτες ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι, ἐνδυόμενοι ἐξωτερικὰ


ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ στὴν λατρεία καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, παρασύρουν
πολλοὺς ἁπλοὺς πιστοὺς στὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ.

[5]. Ιωαννου Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 973-982.

[6]. Αὐτόθι, σελ. 982-1005.

[7]. Αὐτόθι, σελ. 1006-1010.

[8]. Περὶ αὐτοῦ ὁ Τ. Γριτσοπουλοσ, γράφει εἰς «Θρησκευτικὴ καὶ


Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία», τόμ. 4, στ. 400: «Μεταξὺ 1891 καὶ 1896
ἐδίδαξεν ὡς καθηγητὴς τῆς Σχολῆς Χάλκης. Εὐρέως ἔγινε τότε
γνωστὸς ἀπὸ τὴν περίφημον κατ᾽ ἐντολὴν Ἀνθίμου Στ´ ἐγκύκλιον εἰς
ἀπάντησιν τοῦ πάπα Λέοντος ΙΓ´, καλοῦντος εἰς ἕνωσιν τὰς
ἀνατολικὰς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐν λόγῳ πατριαρχικὴ ἐγκύκλιος
μετεφράσθη εἰς ὅλας τὰς εὐρωπαϊκὰς γλώσσας καὶ ἐσχολιάσθη
εὐμενῶς».

[9]. Ιωαννου Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 1016-1032.


43

[10]. Περιοδικό «Ἐπίσκεψις» τοῦ «Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ


Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης, τεῦχος 563,
σελ. Δημοσιεύθηκε ἐπίσης στήν «Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια» τῶν
Ἀθηνῶν στὶς 16-2-1998. Ἡ δικαιολογητικὴ ἀπάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου πρὸς τοὺς Ἁγιορεῖτες δὲν δημοσιεύθηκε ποτέ. Ἂς τὴν
δημοσιεύσουν ἐπὶ τέλους εἴτε οἱ ἀποστείλαντες εἴτε οἱ παραλῆπτες.

[11]. Τίτ. 3, 10-11.

[12]. Ιωαννου Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 569.

[13]. Αὐτόθι, σελ. 1000.

πηγή:/impantokratoros.gr

ΜΕΡΟΣ Β΄

Σε άλλο κείμενο του ο π. Θεόδωρος Ζήσης γράφει :


Ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ τοῦ 1924 διέσπασε τὴν λειτουργικὴ
ἑνότητα καὶ προκάλεσε διαιρέσεις στην Ορθόδοξο εκκλησία .
Τὴν ὁποία, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, μονομερῶς καὶ
πραξικοπηματικῶς, ἐπέβαλαν ἀπὸ τὸ 1924 τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τὴν μεταρρύθμιση
δέχθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες
Ὀρθόδοξες ᾽Εκκλησίες ἀντέδρασαν καὶ τὴν ἀπέρριψαν, ὅπως τὰ
τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας,
Ἱεροσολύμων, οἱ λοιπὲς Ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
44

Ἡ ἀντισυνοδική, ἀντικανονικὴ καὶ ἀναμφιβόλως λανθασμένη


αὐτὴ ἐνέργεια, ποὺ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ καμμία ποιμαντικὴ
ἀναγκαιότητα, ἐτραυμάτισε τὴν ἑνότητα τῆς ᾽Εκκλησίας
ἑορτολογικὰ καὶ λειτουργικά, ἡ ὁποία ἑνότητα ἐπὶ δεκαέξι
αἰῶνες, ἀπὸ τὴν Α´ δηλαδὴ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενι-κὴ Σύνοδο (325),
ποὺ καθόρισε τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, παρέμενε
ἀδιατάρακτη.
Ἡ ἑνότητα τραυματίσθηκε σὲ δύο ἐπίπεδα. Στὸ ἐπίπεδο ἐν πρώτοις τῶν
τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν
ἀποδέχθηκαν τὴν μεταρρύθμιση καὶ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νὰ
ἑορτάζουν τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων κατὰ τὸ παραδεδομένο
Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ χαρακτηρίζεται τώρα ὡς Παλαιό.
Ἄλλες ἐκκλησίες προσχώρησαν σταδιακὰ στὴν μεταρρύθμιση καὶ
ἀποδέχθηκαν τὸ ἀποκληθὲν Νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο μερικοὶ
ἀποκαλοῦν «διορθωμένο» Ἰουλιανό, ἐνῶ οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ
τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ
τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ, ὁ ὁποῖος τὸ 1582 ἔκανε τὴν ἀλλαγὴ
Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὴν Δύση, ὅπου καὶ ἐκεῖ στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξαν
ἀντιδράσεις, σιγά-σιγὰ ὅμως υἱοθετήθηκε ἀπὸ ὅλους καὶ ἰσχύει μέχρι
σήμερα ὡς κοινὸ Εὐρωπαϊκὸ Ἡμερολόγιο.
Ἡ μεταξὺ τῶν δύο ἡμερολογίων χρονικὴ διαφορὰ τῶν 13 ἡμερῶν, γιὰ
τὴν διόρθωση τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ ἡ ἀλλαγή, συντελεῖ τώρα, ὥστε σὲ
μεγαλύτερη ἔκταση νὰ ἔχουμε διάσπαση τῆς ἑορτολογικῆς
45

ἑνότητας ἀπὸ τὴν πρὸ τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου


περίοδο, διότι τότε ὑπῆρχε ἡ διαφορὰ στὸν ἑορτασμὸ μόνον τοῦ
Πάσχα, ἐνῶ τώρα ἡ διαφορὰ περιλαμβάνει ὅλες τὶς ἑορτές,
Δεσποτικὲς, Θεομητορικὲς καὶ μνῆμες Ἁγίων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο
βασικοὺς λόγους ποὺ συνεκλήθη ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος,
ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἦταν νὰ
ἀποκαταστήσει τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα καὶ νὰ
προσδιορίσει καὶ τὸν χρόνο ἑορτασμοῦ του μὲ ἀστρονομικὰ
δεδομένα (ἐαρινὴ ἰσημερία, πανσέληνος), ὥστε νὰ μὴ συμπίπτει ὁ
ἑορτασμός του μὲ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ
δυσκόλεψε τοὺς μεταρρυθμιστὰς νὰ προχωρήσουν καὶ στὴν
ἀλλαγὴ τοῦ Πασχαλίου, διότι θὰ ἀνέτρεπαν ἐμφανῶς κανόνες καὶ
ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι᾽ αὐτὸ ἄφησαν ἄθικτο τὸ
Πάσχα, νὰ ἑορτάζεται κατὰ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, καὶ αὐτὸς
εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα ἀπὸ κοινοῦ ὅλοι οἱ
Ὀρθόδοξοι, γιατὶ δὲν ἐθίγη ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα. Ἔτσι ὅμως
ἔχουμε πολλὲς παραδοξότητες· υἱοθετήσαμε τὸ Νέο Ἡμερολόγιο,
ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὸ Παλαιὸ στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα.
Γιορτάζουμε ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπὸ κοινοῦ τὴν
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ χωριστά, μὲ διαφορὰ δεκατριῶν
ἡμερῶν τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, τὴν Κοίμηση τῆς
Παναγίας καὶ ὅλες τὶς μνῆμες Ἁγίων, ὅλες δηλαδὴ τὶς ἀκίνητες
ἑορτὲς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἔτους. Καὶ αὐτὸ γίνεται γιὰ πρώτη
46

φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ


γνωρίσματα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἑνότητα στὴ λατρεία, μαζὶ μὲ τὴν
ἑνότητα στὴν πίστη καὶ στὴν διοίκηση.
Περισσότερο ἐπώδυνη εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας σὲ τοπικὸ
ἐπίπεδο. Ἐπειδὴ ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ
ποιμαντικὴ ἀνάγκη, δὲν προῆλθε δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ
ἐπεβλήθη ἐκ τῶν ἄνω, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἐξωεκκλησιαστικὲς
σκοπιμότητες, ὑπῆρξε σφοδρὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ ἀντίδραση
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, πολλῶν ἀρχιερέων, ἱερέων,
μοναχῶν καὶ λαϊκῶν μὲ συνέπεια νὰ δημιουργηθοῦν διαιρέσεις
καὶ διαστάσεις μεταξὺ ἐπισκόπων καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μεταξὺ
ἱερέων καὶ ἐπισκόπων, μοναστηριῶν καὶ ἐπισκόπων, μεταξὺ
ἱερέων καὶ λαϊκῶν σὲ ἐπίπεδο ἐνορίας, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν
μελῶν τῆς ἰδίας τῆς οἰκογενείας. Ποιός βάσκανος νοῦς
σοφίσθηκε αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ καὶ κατέστρεψε σὲ μεγάλη ἔκταση
τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ τοπικὸ καὶ σὲ
ὑπερτοπικὸ ἐπίπεδο; Ἡ Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
ἀποκατέστησε τὴν ἑνότητα μὲ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ
τώρα γιατί κάποιοι κατέστρεψαν ἀντισυνοδικὰ καὶ ἀντικανονικὰ
σὲ μεγαλύτερη ἔκταση αὐτὴ τὴν ἑνότητα; Δὲν θὰ ὑπάρξει κάποια
ἄλλη Σύνοδος ποὺ θὰ ἐπαναφέρει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη, θὰ
θεραπεύσει τὰ τραύματα ποὺ προκάλεσε ἡ μονομερής,
ἀντισυνοδική, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἡμερολογιακὴ
47

μεταρρύθμιση τοῦ 1924; Κοντεύει νὰ συμπληρωθεῖ ἕνας αἰώνας


καὶ τὸ τραῦμα στὴν ἑνότητα παραμένει. Φροντίζουμε νὰ
ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικούς, Προτεστάντες,
Μονοφυσίτες, χωρὶς νὰ ἀποκηρύξουν τὶς αἱρέσεις τους, καὶ
μένουμε χωρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας τοῦ Πατρίου
Ἡμερολογίου, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε καμμία διαφορὰ σὲ
θέματα πίστεως.

2. Ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση τοῦ 1904: Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀλλάξει


τὸ Ἡμερολόγιο. «Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»
Εἶναι πολὺ πικρὴ ἡ ἱστορία τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης καὶ ἔ-
χουν γραφῆ γι᾽ αὐτὴν πλῆθος πολὺ ἄρθρων καὶ βιβλίων, μὲ
ἀλληλοσυγκρουόμενη καὶ ἀλληλοαναιρούμενη ἐπιχειρηματολογία,
ὥστε νὰ φαίνεται δύσκολο κατ᾽ ἀρχὴν νὰ βγάλει κανεὶς ἄκρη γιὰ τὸ
ποῦ βρίσκεται τὸ δίκαιο. Πολὺ ἁπλᾶ καὶ σύντομα ἡ πορεία τοῦ
πράγματος κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα ἔχει ὡς ἑξῆς:
Σὲ ἐπιστημονικοὺς κύκλους στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σὲ
δυτικίζοντες καὶ ἐκκοσμικευμένους κύκλους ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν,
ἄρχισε νὰ συζητεῖται τὸ θέμα περὶ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, χωρὶς
καμμία εὐρύτερη ἀπήχηση στὸ σύνολο τοῦ κλήρου καὶ στοὺς λαϊκούς.
Γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε ἐπισήμως τὸ θέμα ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´
στὴν γνωστὴ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1902, πρὸς τοὺς
προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ
48

ἐγκύκλιο ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀλλάξει τὴν αὐστηρὴ παραδοσιακὴ


θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι στοὺς ἀπεσχισμένους
αιρετικούς<< χριστιανοὺς >>τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία πάντως δὲν
πέρασε πανορθοδόξως μέχρι σήμερα. Ἡ ἐγκύκλιος φαίνεται νὰ
τηρεῖ ἴσες ἀποστάσεις ἀπέναντι τῶν δύο πλευρῶν, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ
ἐπιθυμοῦν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ αὐτῶν ποὺ ἀντιτίθενται σ᾽
αὐτή, καταλήγει ὅμως μὲ τὴν σωστὴ ἐπισήμανση ὅτι ὁποιαδήποτε
ἀπόφαση πρέπει νὰ εἶναι κοινὴ ὅλων τῶν
Ὀρθοδόξων·«διαμείψασθαι πρὸς ἀλλήλας τὰς ἁγίας ὀρθοδόξους
Ἐκκλησίας σχετικὰς ἀνακοινώσεις, ἵνα καὶ περὶ τούτου
διαμορφωθῆ κοινὸν ἐν αὐταῖς φρόνημα, μία δὲ γνώμη καὶ
ἀπόφασις τῆς καθόλου ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[1]. Ἡ οὐδέτερη
στάση τῆς ἐγκυκλίου δὲν ἀπαλλάσει τῆς εὐθύνης οὔτε τὸν πατριάρχη,
οὔτε τοὺς συνοδικούς, διότι προέβαλαν πρὸς συζήτηση καὶ ἐπίλυση
ἕνα θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε καμμία ποιμαντικὴ καὶ
ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἄλλες σκοπιμότητες, πολιτικές,
οἰκονομικές, διαχριστιανικές, ἄνωθεν ἐπιβαλλόμενες. Αὐτὸ προκύπτει
ὁλοφάνερα ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ποὺ
εἶναι στὸ σύνολό τους αὐστηρὰ ἀρνητικές. Μνημονεύουμε τὴν
κατακλεῖδα τῆς ἐπὶ τοῦ σχετικοῦ θέματος ἀπαντήσεως τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ἐπισημαίνει τὶς διαιρέσεις καὶ τὴν
ἀταξία ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προκληθοῦν, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια
ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη: «Ἡ τοιαύτη γὰρ μεταβολή, ὡς
49

διασαλεύουσα τὴν ἀνέκαθεν καὶ πολλάκις καθαγιασθεῖσαν ὑπὸ


τῆς Ἐκκλησίας τάξιν, συνεπήγετο ἂν ἀναμφιβόλως διασαλεύσεις
τινὰς καὶ ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ βίῳ, ἐνῷ ἐν τῇ προκειμένῃ
περιπτώσει τοιαῦται διασαλεύσεις οὐδεμίαν ἑαυταῖς εὑρίσκουσιν
ἐπαρκῆ δικαιολογίαν οὔτε ἐν τῇ ἀποκλειστικῇ ὀρθότητι τῆς
προτεινομένης μεταρρυθμίσεως οὔτε ἐν ὡριμασάσῃ τινι
ἐκκλησιαστικῇ ἀνάγκῃ»[2]. Στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς
Ρουμανίας: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς ἁγίας Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου
Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας φρονεῖ καὶ ἐξαιτεῖται ἵνα μένωμεν εἰς
ἅπερ εὑρισκόμεθα σήμερον· ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θίξωμεν
τὰς κανονικὰς διατάξεις, ἐὰν ἠθέλομεν σκεφθῇ περὶ μεταβολῆς
τινος ἢ μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μεθ᾽ οὗ ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῆ ἀπὸ τοσούτου χρόνου ἢ καὶ νὰ μὴ
αἰσθανθῇ στενοχωρίαν. Ἐκτὸς τούτου οὔτε διὰ τοῦ δακτύλου δὲν
ἐπιτρέπεται ἡμῖν νὰ θίξωμεν τὰς ἀπηρχαιωμένας ἀποφάσεις,
αἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν ἡμετέραν ἐκκλησιαστικὴν δόξαν»[3].
Εἶναι πάντως πρὸς τιμὴν καὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ καὶ τῶν
συνοδικῶν ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ὅτι, μετὰ
τὶς ἀρνητικὲς ἀπαντήσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὄχι μόνον ἔκλεισαν
τὸ θέμα, ἀλλὰ καὶ ἐκτιμοῦν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει
ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου:
«Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Πόσο θὰ εὐχόμασταν ἡ ἴδια
στάση νὰ ἐτηρεῖτο ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο σήμερα καὶ στὸ
50

θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ
λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχει
συνεχὴς καὶ μεγάλη ἀντίδραση πολλῶν ἐκκλησιῶν, μερικὲς ἀπὸ τὶς
ὁποῖες καλῶς ἔπραξαν καὶ ἀποχώρησαν, ἄλλες δὲ τὸ εἶχαν ἀποφασίσει
καὶ ἀνέστειλαν τὴν ἀποχώρηση μετὰ ἀπὸ πιέσεις καὶ ἀπειλές! Καμμία
ἀπειλὴ οὔτε πίεση τότε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διασπασθεῖ ἡ ἑνότητα
σύμπλευση πρὸς τοὺς διαφωνοῦντες. Γράφει ὡς ἀνταπάντηση πρὸς
τὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τὸ 1904 διὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ
Γ´ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ἡ Ἐκκλησία
Κωνσταντινουπόλεως: «Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἡμερολογίου
τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπὸ
αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς
Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον... ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο
καινοτομῆσαι»[4].
Εἶναι λοιπό, σεβαστὸ καὶ ἑδραῖο, δηλαδὴ ἀμετακίνητο,
(αἰδέσιμον καὶ ἔμπεδον) τὸ Πάτριο παραδεδομένο Ἡμερολόγιο
καὶ εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ καὶ
καινοτομία: «Ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι».
Οὐσιαστικῶς πρόκειται γιὰ πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ
συμφωνοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, εἶναι σύμψηφες, ὡς πρὸς τὸ ὅτι
εἶναι ἀδύνατη ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση. Δὲν ἐχρειάζετο
τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ τηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση, καὶ
νὰ κλείσει τὸ θέμα, ὁπότε θὰ ἀποφεύγονταν ὅλες οἱ διαιρέσεις καὶ
51

τὰ τραύματα στὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Στὶς


ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία ἔβγαινε ἀλώβητη ἀπὸ τὴν ἐπίθεση
τοῦ Πονηροῦ.
3. Μονομερής, ἀντισυνοδικὴ καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια τοῦ
πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου
Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου
Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν κράτησε γιὰ πολύ, διότι τὰ ἐκκλησιαστικὰ
πράγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀναστάτωσε καὶ ἀνατάραξε μία
πολυτάλαντη, ἰσχυρή, ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ πολὺ ἐπικίνδυνη
προσωπικότητα, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ἀναλαβὼν ὑψηλὰ
ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα σὲ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες, σπάνιο
καὶ μοναδικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως σπάνια
καὶ μοναδικὴ εἶναι καὶ ἡ ζημία ποὺ προκάλεσε στὴν ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἴδιος καὶ διὰ τῶν διαδόχων του πατριαρχῶν
στὴν Κωνσταντινούπολη Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαίου, ποὺ
βαδίζουν στὰ ἴχνη του. Μητροπολίτης Κιτίου στὴν Κύπρο (1910-1918),
μητροπολίτης (=ἀρχιεπίσκοπος) Ἀθηνῶν (1918-1920), οἰκουμενικὸς
πατριάρχης ὡς Μελέτιος Δ´ (1921-1923) καὶ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
ὡς Μελέτιος Β´ (1926-1935). Τὴν εὔκολη καὶ πολλὲς φορὲς παράνομη
καὶ ἀντικανονικὴ ἀναρρίχησή του σὲ ὕπατα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα
καὶ δι᾽ αὐτῶν τὴν ἐκθεμελίωση τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας,
πολλοὶ ἀποδίδουν εἰς τὸ ὅτι ἦτο μεγαλομασόνος 33ου βαθμοῦ. Δὲν
ἀγνοοῦμε τὶς προσπάθειες τῶν Οἰκουμενιστῶν σὲ ἐκκλησιαστικοὺς καὶ
52

πανεπιστημιακοὺς κύκλους νὰ τὸν προβάλουν ὡς μεγάλη καὶ


σημαντικὴ ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα μὲ ἄρθρα, μελέτες καὶ
συνέδρια, ὀργανούμενα μέχρι καὶ τῶν προσφάτων ἡμερῶν μας. Ὅσα
ὅμως ἐπαινετικὰ καὶ ἂν εἰπωθοῦν, καὶ ὅσες ἐνέργειές του, μερικὲς
πράγματι σημαντικές, καὶ ἂν ἐξαρθοῦν, συνολικὰ ἡ προσφορά του
εἶναι ἀρνητική, διότι προκάλεσε σχίσματα, διαιρέσεις,
ἀντιγνωμίες, συγκρούσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μὲ τὴν
ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση, καὶ ὡς γνωστὸν εἶναι ἀναντίρρητο
τὸ ἀπόφθεγμα «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται». Ὡς
ἀντίβαρο στοὺς ἐπαίνους γιὰ τὸν Μεταξάκη προτείνουμε νὰ διαβάσουν
οἱ ὑποστηρικτές του ὅσα λέγει περὶ αὐτοῦ μία μεγάλη ὁσιακὴ μορφὴ
τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, τὰ ὁποῖα
παρουσιάσαμε σὲ πρόσφατο ἔργο μας[5], καὶ ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ
πάμπολα ποὺ ἔχουν γράψει ἐναντίον του ἐπιφανεῖς ἄλλες
ἐκκλησιαστικὲς μορφές, στὶς ὁποῖες θὰ ἀναφερθοῦμε.
Δὲν θὰ μποῦμε σὲ λεπτομέρειες γιὰ τὸ πῶς ἐπανῆλθε ἡ συζήτηση γιὰ τὸ
Ἡμερολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιο. Τὴν ἐπανέφερε ὁ Μεταξάκης ὡς
πανίσχυρος μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ὅπου τὸν ἀναβίβασε ὁ
μεσουρανῶν τότε στὸ πολιτικὸ στερέωμα τῆς Ἑλλάδος
συντοπίτης καὶ φίλος του Ἐλευθέριος Βενιζέλος· παρὰ ταῦτα δὲν
μπόρεσε νὰ τὴν ἐπιβάλει τότε παρὰ ἀργότερα, ὡς πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, συνεργασθεὶς μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο
Ἀθηνῶν καὶ πανεπιστημιακὸ καθηγητὴ Χρυσόστομο
53

Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, πρὶν γίνει ἀρχιεπίσκοπος


εἶχε γνωματεύσει ὡς μέλος εἰδικῆς ἐπιτροπῆς τὸ 1919 ὅτι «ἡ
μεταβολὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μὴ προσκρούουσα εἰς
δογματικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους, δύναται νὰ γίνῃ μετὰ
συνεννόησιν μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν, ἰδίως μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ὃ καὶ θὰ ἦτο ἀνάγκη ν᾽ ἀνατεθῇ, ἡ
πρωτοβουλία πάσης σχετικῆς ἐνεργείας»[6].
Ἡ συνεννόηση αὐτή «μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων
Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν» οὐδέποτε ἔγινε, διότι ἦσαν ὅλες
σχεδὸν ἀντίθετες. Ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἡμερολογίου ἔγινε
μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη
καὶ τὴν Ἀθήνα, τὶς ὁποῖες ἀκολούθησε καὶ ἡ Κύπρος. Ὡς
πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συνεκάλεσε ὁ Μελέτιος τὸ γνωστό
«Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923 (10 Μαΐου -
8 Ἰουνίου), στὸ ὁποῖο πάντως δὲν ἔλαβαν μέρος ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες, καὶ κυρίως οἱ περισσότερες ἀπέρριψαν τὶς ἀποφάσεις του
γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου. Στὴν «Πατριαρχικὴ Ἐπιστολή» ποὺ
ἔστειλε «Πρὸς τοὺς Μακαριωτάτους καὶ Σεβασμιωτάτους Προέδρους
τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας,
Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Κύπρου, Ἑλλάδος καὶ Ρουμανίας» (3
Φεβρουαρίου 1923), μὲ τὴν ὁποία παρακαλοῦσε νὰ ἀποστείλουν ἕνα ἢ
δύο ἀντιπροσώπους στὸ Συνέδριο, ποὺ ἀρχικῶς ὀνόμαζε «Ἐπιτροπή»,
54

συνδέει τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση μὲ τὸ αἴτημα τῆς


παγχριστιανικῆς ἑνότητος, ἐξομοιώνοντας Ὀρθοδόξους καὶ
αἱρετικοὺς καὶ ἐνισχύοντας ἔτσι τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα
τῶν δύο προηγουμένων πατριαρχικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καὶ
τοῦ 1920. Γράφει: «Διὰ τοι τοῦτο καὶ πανταχόθεν ἐκφέρεται εὐχὴ
καὶ παράκλησις πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπως ἐξευρεθῇ τρόπος
ἐπικρατήσεως ἑνὸς καὶ μόνον ἡμερολογίου ἔν τε τοῖς κοσμικοῖς
καὶ τοῖς θρησκευτικοῖς, οὐ μόνον πρὸς ἁρμονίαν αὐτοῦ τούτου
τοῦ ὀρθοδόξου πρὸς ἑαυτὸν ὥς τε πολίτην καὶ χριστιανόν, ἀλλὰ
καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν ἔν γε τούτῳ τῷ μέρει τῆς παγχριστιανικῆς
ἑνότητος πάντων τῶν ἐπικαλουμένων τῷ ὀνόματι Κυρίου,
ἑορταζόντων τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὴν Γέννησιν αὐτοῦ καὶ τὴν
Ἀνάστασιν»[7]. Τὰ ἴδια ἐπανέλαβε καὶ κατὰ τὸν ἐναρκτήριο λόγο του
κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν ἐργασιῶν τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου»
(10 Μαΐου 1923). Προσπαθώντας νὰ ἀνατρέψει τὴν προηγούμενη
πανορθόδοξη ἀπόφαση, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ὁποιαδήποτε
ἀλλαγὴ στὸ Ἡμερολόγιο, ὅπως τὴν ἐξέφρασε ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´
στὴν ἀνταπάντησή του πρὸς τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, «ὡς
οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι», ἐπικαλεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι «τὰ
ὀρθόδοξα κράτη ὡς ἀπὸ συνθήματος ἑνὸς ἐχώρησαν εἰς τὴν διὰ νόμου
ἀντικατάστασιν τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου διὰ τοῦ νέου», ἑπομένως
πρέπει καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, ὥστε οἱ πιστοὶ
νὰ ἀκολουθοῦν τὸ ἴδιο ἡμερολόγιο καὶ στὸν κοσμικὸ καὶ στὸν
55

θρησκευτικὸ βίο. Συσκοτίζοντας δὲ περισσότερο τὰ πράγματα


ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἀντιπαπικός, ἐνῷ προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει τὸ
παπικὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, λέγοντας ὅτι τὴν ἑνότητα στὸν
ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ποὺ διατηρήθηκε ἐπὶ δεκατρεῖς αἰῶνες, μετὰ τὴν
Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τήν «διέσπασεν πρὸ τριῶν καὶ ἡμίσεως
αἰώνων ἡ μονομερὴς ἀπόφασις τοῦ Ἀρχηγοῦ μιᾶς Μεγάλης
Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας»,ἐννοώντας τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση
τοῦ 1582 ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ´, καὶ ὅτι τώρα ἦλθε ἡ ὥρα «τῆς ἐκ
νέου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν τουλάχιστον ἐν
τῷ σημείῳ τούτῳ»[8]. Ἀσύγγνωστη ἐπιπολαιότητα καὶ ἀδιακρισία, ἡ
ὁποία οὔτε τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἐπέτυχε μὲ τοὺς
ἄλλους Χριστιανούς, ἀφοῦ τὸ Πασχάλιο ρυθμίζεται ἐπὶ τῇ βάσει
τοῦ Πατρίου Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἀλλὰ προκάλεσε νέες
διαιρέσεις μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ σῶμα τῶν
Ὀρθοδόξων, μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποδοχὴ τοῦ Νέου
Ἡμερολογίου, ἡ ὁποία εἶχε καὶ ἔχει ὡς συνέπεια μεταξὺ τῶν
τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νὰ ἑορτάζονται τὰ
Χριστούγεννα, οἱ Θεομητορικὲς ἑορτὲς καὶ οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων
μὲ διαφορὰ δεκατριῶν (13) ἡμερῶν, νὰ ἐπέλθει δὲ μεγάλη
ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμη καὶ στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας
τῆς οἰκογενείας, καὶ νὰ δημιουργηθοῦν εὐνοϊκὲς καταστάσεις γιὰ
τὴν δημιουργία στὴ συνέχεια σχισμάτων ποὺ διατηροῦνται μέχρι
σήμερα. Ἔτσι ὁ στόχος τοῦ Μεταξάκη γιὰ παγχριστιανικὸ
56

ἑορτασμὸ τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὄχι μόνον δὲν ἐπέτυχε, ἀλλὰ τραυμάτισε
τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν
Χριστουγέννων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν
Ἁγίων.
Τό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τελικῶς ἀποφάσισε νὰ
«διορθωθεῖ» τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὴν ἀφαίρεση 13 ἡμερῶν,
οὐσιαστικῶς δηλαδὴ νὰ γίνει δεκτὸ τὸ Γρηγοριανό, ἐκτὸς τῆς ἑορτῆς
τοῦ Πάσχα ποὺ μένει ἀμετακίνητη. Γιὰ τὴν ἀφαίρεση τῶν 13 ἡμερῶν
ὁρίσθηκε κατ᾽ ἀρχὴν νὰ ἀριθμηθεῖ ἡ 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1923 ὡς 14
Ὀκτωβρίου, οἱ δὲ ἑορτὲς τῶν παραλειπομένων ἑορτῶν νὰ ἑορτασθοῦν
ἐφ᾽ ἅπαξ τὴν 14η Ὀκτωβρίου καὶ ἐφεξῆς ἢ ὅπως ὁρίσει ὁ ἀρχιερεὺς τῆς
ἐπαρχίας[9].
Παρὰ ταῦτα οὐδεμία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προχώρησε στὴν
ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως, οὔτε ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη,
μέχρις ὅτου ἐνεργοποιήθηκε δυναμικὰ καὶ ἀποφασιστικὰ ὁ
«συνεταῖρος» τοῦ Μεταξάκη, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ἐπιφανὴς καὶ
διακεκριμένος ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ
μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, δηλαδὴ ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος
Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Σὲ συνεννόηση μὲ τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφασίσθηκε καὶ ἀνακοινώθηκε πρὸς τοὺς
ἀρχιερεῖς καὶ τῶν δύο δικαιοδοσιῶν, ὅτι ἡ 10η Μαρτίου τοῦ 1924 θὰ
λογισθεῖ καὶ θὰ ὀνομασθεῖ 23η, χωρὶς μεταβολὴ τοῦ Πασχαλίου.
57

4. Ἡ ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἡμερολογιακοῦ πραξικοπήματος


α) Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος: Μόνον Πανορθόδοξη
Σύνοδος εἶναι ἁρμόδια νὰ ἀποφασίσει.
Οἱ ἀντιδράσεις ὑπῆρξαν σεισμικὲς ἀλλὰ καὶ ἀναμενόμενες. Πολλὲς
ἐκκλησίες ἀντέδρασαν, ὅπως καὶ πολλοὶ ἱεράρχες, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ
λαϊκοὶ καὶ ἰδιαίτερα τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Φώτιος σὲ ἀπαντητική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν
καὶ μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ γράφει ὅτι δὲν ὑπῆρχε καμμία
ἀνάγκη γιὰ τὴν διόρθωση τοῦ Ἡμερολογίου τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, καὶ εἰς αὐτὸ συμφωνοῦν καὶ οἱ λοιποὶ προκαθήμενοι τῶν
ἀποστολικῶν καὶ ἀρχεγόνων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδὴ οἱ
πατριάρχες Ἀντιοχείας Γρηγόριος, Ἱεροσολύμων Δαμιανὸς καὶ Κύπρου
Κύριλλος, οἱ ὁποῖοι ἐπρότειναν «συγκρότησιν συνόδου πασῶν τῶν
Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, μόνης δυναμένης ἁρμοδίως καὶ
ὁριστικῶς ἀποφήνασθαι». Δὲν ἀποκρύπτει τὴν λύπην του, διότι
ἀποκρούσθηκε ἡ ἀδελφικὴ σύσταση τεσσάρων Ἀποστολικῶν θρόνων
νὰ μὴ προχωρήσει ἡ «διόρθωσις» τοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐν
χρήσει ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θεωρεῖ ὡς πρόφαση καὶ δικαιολογία τὴν
συναίνεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ὅλοι γνωρίζουν «ἐν
οἵᾳ νῦν τελεῖ καταστάσει ὁ ἁγιώτατος Ἀποστολικὸς καὶ Πατριαρχικὸς
θρόνος, ἀπωρφανισμένος μὲν τὰ πολλά, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος,
58

ἀπωρφανισμένος δὲ τοῦ πλείστου, ἵνα μὴ λέγωμεν παντὸς τοῦ


ποιμνίου, γυμνὸς δὲ καὶ πάσης τῆς προτέρας δυνάμεως καὶ χρήζων
αὐτὸς συγκροτήσεως ἐν τῇ νέα καταστάσει καὶ πανθομολογουμένως
ὑπὸ περιπετείας διατελῶν θλιβερωτάτας»[10].
Ἐνωρίτερα μετὰ τὴν λήξη καὶ τὶς ἀποφάσεις τοῦ «Πανορθοδόξου
Συνεδρίου» ὁ αὐτὸς πατριάρχης Φώτιος γράφοντας πρὸς τὸν Ἀθηνῶν
Χρυσόστομο (ἀριθ. Σ. Πρωτ. 2664/1/14.8.1923) λέγει ὅτι ἀπὸ τὴν
Κωνσταντινούπολη μὲ ζῆλο «οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν»
ἐκσφενδονίσθηκαν ἀποφάσεις ἐπὶ ζημίᾳ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, καὶ
μὲ ἁρπακτικὴ ὁρμὴ αἰώνιοι ἐχθροὶ βυσσοδομοῦν ἐναντίον τῆς
ἁγιωτάτης μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐννοώντας τὶς δυσμενεῖς
ἐπιπτώσεις τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης στὸ
προσκυνηματικὸ καθεστὼς τῶν Ἁγίων Τόπων»[11].

β) Ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος: Ἀλλόδοξες ἐκκλησίες


καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες πίσω ἀπὸ τὸν Μελέτιο Μεταξάκη.
Ὁ σοβαρός, συνετὸς καὶ ἐπιφανὴς μητροπολίτης Κασανδρείας
Εἰρηναῖος, ἐνῶ εὑρίσκετο ἀκόμη ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πρὸ τῆς παραχωρήσεως δηλαδὴ τὸ 1928
τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» ἐπιτροπικῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς
Ἑλλάδος, γράφει ἐπιστολὴ σὲ φίλο του ἱερομόναχο στὶς Καρυὲς τοῦ
Ἁγίου Ὄρους τὴν 1/14 Μαΐου 1924, στὴν ὁποία ἐκθέτει πῶς ἀντέδρασε
στὴν μεταρρύθμιση τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Ἀθήνας. Τοῦ
59

λέγει ὅτι στὸν Γενικὸ Διοικητὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ ἐκ
μέρους τῆς Κυβερνήσεως δι᾽ ἐγγράφου νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ
Ἡμερολογίου ἀπήντησε ὅτι «ἐν τοσούτῳ σοβαροῖς ζητήμασιν, ἐν
οἷς διακυβεύεται τὸ κῦρος Ἀποστολικῶν καὶ Συνοδικῶν κανόνων
ἀδυνατοῦμεν νὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς συστάσεις κοσμικῶν».
Στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἐπίσης, τὸ ὁποῖο μὲ ἐγκύκλιό του τῆς
27ης Φεβρουαρίου 1924 διέτασσε νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ
Ἡμερολογίου καὶ χαρακτήριζε «τὸ κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1923 συνελθὸν
ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Μεταξάκη
καταφανῶς ἀντορθόδοξον Συνέδριον ὡς Πανορθόδοξον,
γνωστοῦ ὄντος ὅτι οὐδεὶς τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς
Ἀνατολῆς ἀπεδέξατο νὰ συμμετάσχη αὐτοῦ», ἔστειλε ἐκτενέστατη
ἐπιστολὴ γιὰ νὰ ὑποδείξει τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει ἡ γαλήνη τῆς
Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου σὲ τόσο
δύσκολους καιρούς. Προσέθετε δὲ καὶ τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν Μεταξάκη:
«Ἐχαρακτηρίσαμεν δὲ πρεπόντως τὰ ἀντορθόδοξα σχέδια καὶ
ἐνεργείας τοῦ κακῇ τῇ μοίρᾳ διὰ μέσου τοσούτων παρανομιῶν
ἀνελθόντος τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον Μεταξάκη, ὅστις
νυχθημερὸν εἰργάζετο, ἵνα κλονίση τὰ ἀσάλευτα θεμέλια τῆς
Ὀρθοδοξίας, ἤτοι τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς παραδόσεις
καὶ διατάξεις·(σχ. Ομολογή εδώ ο Κασσανδρείας Ειρηναίος ότι
το ημερολόγιο είναι θεσπισμένο από: Ἀποστολικὰς καὶ
Συνοδικὰς παραδόσεις καὶ διατάξεις) ἐπιπροσθέτως ὅτι δὲν
60

πρέπει νὰ παρασύρηται τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑπὸ τῶν


εἰσηγήσεων τοῦ Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ ἀποστολὴν νὰ
ἐφαρμόσῃ τὸ ἀντορθόδοξον πρόγραμμα τοῦ συνεταίρου του
Μεταξάκη πρὸς ἐπικράτησιν τῆς ἀπιστίας»[12].
Ὁ αὐτὸς μητροπολίτης Εἰρηναῖος, ὡς μέλος πλέον τῆς ἱεραρχίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπέβαλε βαρυσήμαντο «Ὑπόμνημα πρὸς τὴν
Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας» ποὺ συνεκλήθη στὶς 14.6.1929, στὸ ὁποῖο
καταφέρεται μὲ πολλὴ αὐστηρότητα ἐναντίον τοῦ Μελετίου
Μεταξάκη. Γράφει εἰς αὐτὸ ὅτι τὸ πνεῦμα τῶν νεωτερισμῶν καὶ τῆς
ἀνταρσίας ἐναντίον τῶν καλῶς ἐχόντων στὴν Ἀνατολικὴ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνσαρκώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ μοιραίου
Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος υἱοθετώντας ὅσα
σποραδικῶς γράφονται σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, ἀνάλογα μὲ τὸ τὶ
ἀρέσει σὲ κάθε δημοσιογράφο, «καὶ ἱκανοποιῶν ἁμαρτωλὰς
θελήσεις καὶ ἰδιοτελεῖς ἐπιθυμίας ἀλλοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ
μυστικῶν ἑταιρειῶν», οἱ ὁποῖες ἱκανοποίησαν τὴν τυφλὴ φιλοδοξία
του καὶ τὸν ἐβοήθησαν νὰ ἀνέλθει στὰ ὕπατα ἀξώματα τοπικῶν
Ἐκκλησιῶν, συνεκάλεσε τὸ τιτλοφορούμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο,
στὴν ἀλήθεια ὅμως ἀντορθόδοξο, στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Μάϊο
τοῦ 1923, ὅπου ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἀποφάσεις ἀντικατέστησε τὸ
Ἐκκλησιαστικὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὸ Γρηγοριανό,
ἀγνοώντας ὅλες τὶς σχετικὲς ἀπαγορεύσεις. Ἀναφέρεται καὶ στὶς
ἄλλες ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τοῦ Συνεδρίου ποὺ τὶς χαρακτηρίζει
61

καινοτομίες καὶ διερωτᾶται: «Ποῖον δικαίωμα εἶχεν ὁ ἔπηλυς οὗτος,


ἄνευ τῆς γνώμης τῶν ἐπὶ μέρους μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Θρόνου, νὰ συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Συνέδριον; Καὶ κατὰ ποῖον
νόμον ἢ κανόνα ὁ ἀρχηγὸς μιᾶς ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας ἀπεφάσισε
τὴν ἀκύρωσιν ἀποφάσεως ὅλων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς,
γενομένης ἐν τῇ ὑπὸ τῶν ἐξεχόντων μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς
Κων/πόλεως, ᾽Εκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ Πατριαρχῶν Ἱερεμίου τοῦ
Β´ Κων/πόλεως, τοῦ Ἀλεξανδρείας Μελετίου Πηγᾶ, τοῦ
Ἀντιοχείας Ἰωακεὶμ καὶ Ἱεροσολύμων Σωφρονίου, ἐπὶ τοῦ
ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου; Ἐπιτρέπεται ἡ
ἀκύρωσις ἀποφάσεως μείζονος δικαστηρίου ὑπὸ ἐλάσσονος;
Δικαιοῦται τὸ Πρωτοδικεῖον, λόγου χάριν, νὰ ἀνατρέψῃ
ἀπόφασιν Ἐφετείου;». Οἱ καινοτομίες τοῦ Μεταξάκη
ἀπομάκρυναν τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ
ἐρήμωσαν τοὺς ναοὺς τῆς ὑπαίθρου, ἀλλὰ καὶ διήρεσαν καὶ
ἐχώρισαν μεταξύ τους τὶς τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ποὺ
ἦσαν μὲ ζηλευτὸ τρόπο ἑνωμένες στὴν λατρεία καὶ ἐξύμνηση τοῦ
Θεοῦ. Γιὰ πρώτη φορά, λέγει, ἐγίναμε ὅλοι μάρτυρες τοῦ
θλιβεροῦ γεγονότος νὰ γιορτάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ρουμανικὴ
Ἐκκλησία τὸ Πάσχα πέντε Κυριακὲς ἐνωρίτερα ἀπὸ τὶς ἄλλες
Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατὰ τὸ παρὸν ἔτος (1929). Καὶ αὐτὴν τὴν
καταπάτηση τῆς ἑνότητας στὸν ἑορτασμό τῆς λαμπροφόρου
Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τὴν ἐπλήρωσε πολὺ ἀκριβά, γιατὶ
62

ἀποσχίσθηκαν περὶ τὰ 8 ἐν ὅλῳ ἑκατομμύρια Ρουμᾶνοι, κυρίως


στὴν Βεσσαραβία, ποὺ γιόρτασαν τὸ Πάσχα κατὰ τὸ ἀρχαῖο
καθεστὼς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.[13]
Σημαντικώτερη εἶναι ἡ ἐνέργεια στὴν ὁποία προέβη ὁ μητροπολίτης
Κασσανδρείας μαζὶ μὲ τοὺς μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως καὶ
Δημητριάδος. Στὴν συνεδριάζουσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος στὶς 4 Ἰουλίου τοῦ 1929 ὑπέβαλε ἱστορικὴ ὄντως καταγγελία
καὶ πρόταση γιὰ τὴν προσωρινὴ διευθέτηση τοῦ ἡμερολογιακοῦ
ζητήματος. Εἰς αὐτὴν ἔθετε κάποιους ὅρους, οἱ ὁποῖοι, πράγματι, ἂν
ἐγίνοντο δεκτοί, θὰ ἀποφεύγονταν οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Σὲ
ἀντίθεση περίπτωση ἐξέφραζαν τὴν διαμαρτυρία τους γιὰ τὴν
ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων καὶ ἐπεφυλάσσοντο νὰ τὰ
καταγγείλουν«ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἡ βράδιον συγκληθησομένης
μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου». Τὸ σπουδαῖο αὐτὸ κείμενο τὸ
παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση[14].
Ο Φιλόθεος Ζερβάκος: Ὁ μασόνος πατριάρχης Μελέτιος
Μεταξάκης παρέσυρε τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο. Νὰ
ἐπανέλθουμε στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο. Τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ στὶς
ὑγιεῖς ἀντιδράσεις γιὰ τὴν μὴ ἀναγκαία, μονομερῆ, ἀντισυνοδικὴ
πραξικοπηματικὴ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, ποὺ εἶναι
πάμπολλες, θὰ τὴν κλείσουμε μὲ ἐλάχιστα ἀπὸ ὅσα λέγει γιὰ τὸ
Ἡμερολόγιο ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος,
δὲν ἔπαυσε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νὰ ἀγωνίζεται, νὰ συμβουλεύει
ἀρχιερεῖς, ὅπως τὸν ἀγωνιστὴ καὶ ὁμολογητὴ ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο
63

Καντιώτη, ἀκόμη καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Β´


Χατζησταύρου, νὰ ἐπαναφέρουν τὸ παλαιὸ ἑορτολόγιο, διότι αὐτὸ τοῦ
εἶχε ἀποκαλυφθῆ ὡς ὀρθὴ λύση ἐξ οὐρανοῦ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχή.
Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα γράφει ὁ Φιλόθεος
Ζερβάκος : «Τὴν διαίρεσιν καὶ τὸ σχίσμα ἐπέφερεν ἡ ἀπρομελέτητος,
ἄσκοπος, ἄκαιρος καὶ διαβολικὴ καινοτομία, ἤτοι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ
Γρηγοριανοῦ (Παπικοῦ) ἡμερολογίου ὑπὸ τοῦ μασόνου προκατόχου
σας Μελετίου Μεταξάκη παρασύραντος τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπον
Ἀθηνῶν Χρυσόστομον Παπαδόπουλον»[19].
Ὅλοι περίμεναν νὰ λύσει τὸ Ἡμερολογιακὸ ἡ μέλλουσα
Σύνοδος
Ἀπὸ τὴν σύντομη ἀναφορὰ στὴν πικρὴ ἱστορία τῆς ἡμερολογιακῆς
μεταρρύθμισης προκύπτει ὅτι μετὰ τὸ μεγάλο τραῦμα στὴν λειτουργικὴ
ἑνότητα μεταξὺ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ στὶς
διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα μεταξὺ τῶν πιστῶν, ὅλοι ἐκτιμοῦσαν ὅτι ἡ
τραυματικὴ καὶ νοσηρὴ αὐτὴ κατάσταση ἔπρεπε νὰ θεραπευθεῖ
ἐπειγόντως μὲ τὴν σύγκληση Πανορθόδοξης ἢ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Καὶ μόνο γιὰ τὸ θέμα αὐτό, γι᾽ αὐτὴν τήν «κατεπείγουσα χρεία», ἦταν
ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη ἡ σύγκληση Μεγάλης Πανορθόδοξης
Συνόδου. Τὸ ἐπρότειναν πολλὲς τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ τὸ συνιστοῦσαν
Ἅγιοι Γέροντες, συμβουλεύοντας νὰ κάνουν οἱ πιστοὶ ὑπομονή, γιατὶ
ἐπρόκειτο περὶ προσωρινῆς ἀταξίας καὶ ἀνωμαλίας, τὴν ὁποία θὰ
ἐθεράπευε ἡ Ἐκκλησία.
64

Εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ ἀξιοσημείωτο ὅτι ἐπὶ ἑβδομήντα πέντε


χρόνια τώρα ποὺ διαρκεῖ ἡ προσυνοδικὴ διαδικασία, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν
«Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους» ποὺ συνεδρίασε στὴ
Μονὴ Βατοπαιδίου τὸ 1930, ἡ ὁποία καὶ κατήρτισε ἕνα πρῶτο
κατάλογο θεμάτων, μέχρι πρὶν ἀπὸ δύο μῆνες, μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ
2016, τὸ Ἡμερολογιακὸ καὶ τὸ συνημμένο μὲ αὐτὸ θέμα τοῦ Πασχαλίου
παρέμενε σταθερὰ καὶ ἀμετακίνητα ὡς κύριο καὶ βασικὸ θέμα πρὸς
ἐπίλυση. Στὸν πρῶτο εὐρύτατο κατάλογο τῆς Α´ Πανορθόδοξης
Διάσκεψης τῆς Ρόδου τὸ 1961 τὸ θέμα ἀναγραφόταν στὸ κεφάλαιο ΙΙΙ
τῶν θεμάτων ὡς ἑξῆς: «Ἡμερολογιακὸν ζήτημα. Μελέτη τοῦ ζητήματος
ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Πασχαλίου ἀπόφασιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου καὶ ἐξεύρεσις τρόπου πρὸς ἀποκατάστασιν συμπράξεως μεταξὺ
τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ». Ἡ Δ´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη
ποὺ συνῆλθε στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1968 περιόρισε τὸν ἀριθμὸ
τῶν θεμάτων, ἀλλὰ ἄφησε ἀμετακίνητο τὸ Ἡμερολογιακὸ μὲ τὸν ἴδιο
τίτλο ποὺ μνημονεύσαμε. Ἡ πρώτη προσυνοδικὴ Διορθόδοξη
Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου στὸ
Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1971 ἔπραξε τὸ ἴδιο. Τελικῶς στὸν ὁριστικὸ
κατάλογο τῶν δέκα (10) θεμάτων ποὺ ἐπρότεινε ἡ Α´ Προσυνοδικὴ
Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης τὸ 1976 περιλαμβανόταν καὶ τὸ
θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ὑπὸ τὸν τίτλο «Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ
ἡμερολογίου».
65

6. Μὲ παρέμβαση τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν Προτεσταντῶν


ἐγκαταλείπεται τὸ Ἡμερολογιακό. Νέο θέμα: Ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς
τοῦ Πάσχα.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ συμμετοχή μας στὸ (σχ. αντίχριστο) «Παγκόσμιο
Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ τὰ «ἑνωτικά» ἀνοίγματα πρὸς τὸν
Παπισμὸ ἐνεθάρρυναν αὐτοὺς τοὺς χώρους νὰ ζητήσουν ἀπὸ τοὺς
Ὀρθοδόξους τὴν συμφωνία γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα σὲ μία
σταθερὴ Κυριακὴ τοῦ Ἀπριλίου. Κρατήσαμε τὴν ἑνότητά μας οἱ
Ὀρθόδοξοι, τουλάχιστον στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ μετὰ τὴν
ἡμερολογιακὴ καινοτομία τοῦ Μεταξάκη· τώρα ὁ ἔξωθεν πειραστής,
ἀφοῦ μας διήρεσε ὡς πρὸς ὅλες τὶς μεγάλες ἀκίνητες ἑορτὲς καὶ
συντηρεῖ πολὺ καλὰ αὐτὸν τὸν χωρισμό, ἐπιδιώκει καὶ ἄλλα σχίσματα
μὲ τὸν προτεινόμενο κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Στὶς συζητήσεις μὲ
τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες δὲν ἀπορρίψαμε αὐτὴν τὴν νέα
σχισματικὴ ἀντορθόδοξη πρόταση, ἀλλὰ ἁπλῶς σὲ συνέδρια
οἰκουμενιστικὰ καὶ παρεμφερεῖς συναντήσεις ἐπιφυλαχθήκαμε νὰ
συμφωνήσουμε, φοβούμενοι νέα σχίσματα καὶ ἀταξίες, χωρὶς νὰ
παύσουν κάποιοι ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι μας, ὅπως ὁ πατριάρχης
Βαρθολομαῖος, νὰ δηλώνουν τὴν συμφωνία καὶ ἐπιθυμία τους γιὰ κοινὸ
ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα.
Ἡ νέα αὐτὴ ἀπαίτηση καὶ ἐξέλιξη περὶ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα,
κατὰ τὴν πάνσοφη πονηρία τῶν ὑποκινητῶν, ποὺ στηρίζεται στὸ
ἐπιχείρημα «ζήτα περισσότερα γιὰ νὰ κρατήσεις αὐτὰ ποὺ
66

ἔχεις», συνετέλεσε ὥστε τὸ μεγάλο ζήτημα τῆς ἡμερολογιακῆς


μεταρρύθμισης τοῦ 1924 νὰ περάσει ὄχι μόνο σὲ δεύτερη μοίρα, ἀλλὰ
σχεδὸν νὰ ξεχασθεῖ καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει πλέον κάποια προοπτικὴ καὶ
ἐλπίδα νὰ ἐπανέλθουν οἱ τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες
σὲ λειτουργικὴ ἑνότητα, καὶ ἡ διαίρεση τῶν πιστῶν σὲ
παλαιοημερολογίτες καὶ νεοημερολογίτες νὰ τραυματίζει τὴν ἑνότητα
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποκατέστησαν τὴν ἑνότητα στὸν
ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα· οἱ σύγχρονοι «Πατέρες» διέσπασαν τὴν
ἑνότητα σὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἑορτές, καὶ ὄχι μόνον δὲν κάνουν τίποτε
γιὰ νὰ τὴν ἀποκαταστήσουν, ἀλλὰ αὐθαιρέτως οἱ προκαθήμενοι
τὸν περασμένο Ἰανουάριο, πραξικοπηματικῶς, χωρὶς συνοδικὲς
ἀποφάσεις τῶν ἱεραρχιῶν τους, ἔβγαλαν τὸ θέμα τοῦ
Ἡμερολογίου καὶ τοῦ Πασχαλίου ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν
θεμάτων, τὸ μόνο ἐπεῖγον καὶ ἀναγκαῖο πρὸς ἐπίλυσιν θέμα.
Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἄλλωστε ἦταν προσανατολισμένο καὶ τὸ
προσυνοδικὸ κείμενο ποὺ ἑτοίμασε ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη
Διάσκεψη τῆς Γενεύης τοῦ 1982, τὸ ὁποῖο δέχθηκε ἀμετάβλητο ἡ
«Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή», ποὺ συνέστησαν οἱ Προκαθήμενοι τὸν
Μάρτιο τοῦ 2014, καὶ τὸ παρέπεμψε ὡς εἶχε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη
Σύνοδο, ὅπου ὅμως δὲν θὰ φθάσει ποτέ, ἀφοῦ τὸ ἀπέσυραν οἱ
Προκαθήμενοι.
67

Στὸ κείμενο αὐτό, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει τὶς ἐκτιμήσεις μας, καὶ τὸ


παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση, τὸ βάρος ρίπτεται στὸν
κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Δὲν ὑπάρχει καμμία σκέψη, πρόταση,
ἐκτίμηση γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ τραῦμα τοῦ 1924 καὶ τὴν ἀνάγκη
θεραπείας του. Οὐσιαστικῶς δικαιώνεται τὸ πραξικόπημα τοῦ
Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, καὶ
καλοῦνται σὲ ὑπακοή «οἱ τυχὸν ἀντιφρονοῦντες πρὸς τὴν κανονικὴν
αὐτῶν ἐκκλησίαν»[20].

Γιατί ἀποσύρθηκε τὸ Ἡμερολογιακὸ ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν


θεμάτων; Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα κατώτερες τῶν
περιστάσεων. Δὲν σήκωσαν τό «βάρος τῆς ἡμέρας».
Γιατί τότε ἀποσύρθηκε τὸ κείμενο ἀπὸ τὰ θέματα τῆς Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου; Οἱ ἐξηγήσεις τῶν ὑπευθύνων προσώπων δὲν
συμφωνοῦν ἀπολύτως, δίδουν πάντως τὴν δυνατότητα κάποιων
ἐκτιμήσεων. Ὁ μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, πρόεδρος τῆς
Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν δύο τελευταίων
Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, ἐνημερώνοντας τοὺς ἱεράρχες τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ περασμένο καλοκαίρι (29.8.2015) εἶπε
γιὰ τὸ θέμα: «Τὸ θέμα τοῦτο ἀπησχόλησε τὴν Β´ Προσυνοδικὴν
Διάσκεψιν κατόπιν μακρᾶς προετοιμασίας, ἡ ὁποία περιελάμβανε
γνωμοδοτήσεις καὶ συσκέψεις εἰδικῶν ἀστρονόμων, διὰ τῶν ὁποίων
κατεδεικνύετο ἡ ἀνάγκη προσαρμογῆς τοῦ τρόπου ὑπολογισμοῦ τοῦ
68

χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καὶ διετυποῦτο ἡ πρότασις περὶ


διερευνήσεως τῆς δυνατότητος κοινοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὑφ᾽
ὅλων τῶν χριστιανῶν. Κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, εἰς τὴν
ὁποίαν τὸ κείμενον παρεπέμφθη ὑπὸ τῶν Προκαθημένων δι᾽ ἐπιμέλειαν
διετυπώθη ὑπὸ τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσσίας, Σερβίας καὶ
Γεωργίας ἡ πρότασις ὅπως τὸ ὅλον θέμα ἐκπέσῃ τοῦ καταλόγου τῶν
θεμάτων τῆς Συνόδου ὡς μὴ ἀπασχολοῦν πλέον τὴν Ὀρθόδοξον
Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ αἱ λοιπαὶ
ἀντιπροσωπεῖαι ἔκριναν ὅτι τὸ ζήτημα τοῦτο δὲον νὰ παραμείνῃ ἀνοικτὸν
δοθέντος ὅτι, ἰδίᾳ ἐν τῇ Διασπορᾷ, τὸ θέμα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα
ἀποτελεῖ ποιμαντικὸν πρόβλημα, ἰδίᾳ εἰς περιπτώσεις μικτῶν γάμων καὶ
γενικῶς λόγῳ τῆς ἀνάγκης τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως μετὰ τῶν μὴ
Ὀρθοδόξων. Οὕτω, τὸ Κείμενον τῆς Β´ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως μὴ
ὑποστὰν οἱανδήποτε μεταβολὴν ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς παραπέμπεται ὡς ἔχει
εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον».
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στὴν τελευταία καὶ
ἀποφασιστικὴ συνάντηση τῶν Προκαθημένων στὴν Γενεύη τὸν
προηγούμενο Ἰανουάριο (2016) στὴν ἐναρκτήρια εἰσήγησή του (22
Ἰανουαρίου 2016) εἶπε γιὰ τὸ θέμα τὰ ἑξῆς: «Ἐν τῷ μεταξὺ χρόνῳ καὶ
παρὰ τὰ ὁμοφώνως ἀποφασισθέντα Ἐκκλησίαι τινὲς ἐξέφρασαν τὴν
ἐπιθυμίαν ἢ καὶ ἀξίωσιν ὅπως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀναβληθῇ,
μέχρις ὅτου συζητηθοῦν καὶ τύχουν ὁμοφώνου ἀποδοχῆς τόσον τὰ θέματα
τοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ τῶν Διπτύχων, ὅσον καὶ τὰ μὴ τυχόντα ὁμοφώνου
69

τροποποιήσεως ὑπὸ τῆς ἀνωτέρω μνημονευθείσης Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς


Κείμενα τῆς Β´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1982) περὶ
Κωλυμάτων γάμου καὶ Κοινοῦ ἡμερολογίου. ῾Ως πρὸς τὰ τελευταῖα δύο
θέματα δὲν δυνάμεθα εἰμὴ νὰ ἐκφράσωμεν τὴν ἔκπληξιν ἡμῶν ἐκ τῆς ὡς
ἄνω ἀξιώσεως, δοθέντος ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνάξεως ἡμῶν τοῦ ἔτους
2014 οὐδόλως προέβλεπε ριζικὴν ἀναθεώρησιν (revision) τῶν κειμένων
τούτων, ἀλλ᾽ ἁπλῆν «ἐπιμέλειαν» (editing) αὐτῶν ὑπὸ τῆς Εἰδικῆς
Ἐπιτροπῆς, διὸ καὶ ὀρθῶς ὁ προεδρεύων αὐτῆς δὲν ἐπέτρεψεν ριζικήν τινα
ἀναθεώρησιν αὐτῶν, διότι τοῦτο θὰ ἀπετέλει παράβασιν ἢ ὑπέρβασιν τῆς
δοθείσης τῇ Ἐπιτροπῇ ὑπὸ τῆς Συνάξεως ἡμῶν ἐντολῆς. Ἡ περὶ
ἀναθεωρήσεως τῶν ἐν λόγῳ κειμένων ἀξίωσις ὡρισμένων Ἐκκλησιῶν θὰ
ἀπῄτει σαφῶς νέαν ὁμόφωνον ἀπόφασιν τῆς Συνάξεως τῶν
Προκαθημένων, διάφορον τῆς ληφθείσης ἐν ἔτει 2014 τοιαύτης περὶ ἁπλῆς
ἐπιμελείας τῶν ἐν λόγῳ κειμένων, ἥτις ἐπιμέλεια, ὡς ἐκ τῆς φύσεως αὐτῆς,
δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ θίξῃ τὸν πυρῆνα τοῦ περιεχομένου τῶν κειμένων
τούτων».
Ἀπὸ Ἀνακοίνωση τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν
Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (23 Ἰανουαρίου 2016)
πληροφορούμαστε τὰ ἑξῆς: «Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
εἶναι βέβαιος ὅτι ἀναθεωρήσεως χρήζει τὸ σχέδιο κειμένου “Tὸ ζήτημα τοῦ
Ἡμερολογίου” καὶ τόνισε ὅτι τὸ θέμα τοῦ “ἀκριβοῦς προσδιορισμοῦ τῆς
ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα” γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐπίκαιρο
καὶ μόνο σύγχυση μπορεῖ νὰ προκαλέσει στοὺς πολλοὺς πιστούς».
70

Ἀπὸ τὶς τοποθετήσεις τῶν τριῶν αὐτῶν κατ᾽ ἐξοχὴν ὑπευθύνων


προσώπων προκύπτουν τὰ ἑξῆς. Ὁ μητροπολίτης Περγάμου
ὑπεραμυνόμενος σταθερὰ τὴν γραμμὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
ἐμμένει νὰ κρατήσει ζωντανὴ τὴν πρόταση περί «κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ
Πάσχα ὑφ᾽ ὅλων τῶν Χριστιανῶν», δεδομένου μάλιστα ὅτι στὶς χῶρες
τῆς Διασπορᾶς αὐτὸ ἀποτελεῖ ποιμαντικὸ πρόβλημα, καὶ παρὰ τὶς
ἀντιδράσεις τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας, Σερβίας καὶ
Γεωργίας, ποὺ πρότειναν νὰ ἐκπέσει τὸ θέμα καὶ νὰ μὴ συζητηθεῖ,
κατόρθωσε νὰ τὸ περάσει χωρὶς ἀλλαγὲς καὶ νὰ τὸ στείλει στὴ Σύνοδο.
Ἂν αὐτὸ τελικὰ γινόταν καὶ τὸ κείμενο ἐγκρινόταν ἀπὸ τὴ Σύνοδο,
ὅπως ἤδη εἴπαμε, αὐτὸ θὰ ἀποτελοῦσε δικαίωση τῆς ἡμερολογιακῆς
μεταρρύθμισης τοῦ Μεταξάκη καὶ διαιώνιση τοῦ ἡμερολογιακοῦ
σχίσματος, ἀλλὰ καὶ θὰ ἄνοιγε εὐέλπιδες προοπτικὲς γιὰ τὸν
καθορισμὸ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὁ πατριάρχης τῆς
Ρωσίας Κύριλλος, διπλωματικώτερα, δὲν ἐζήτησε νὰ ἀποσυρθεῖ τὸ
κείμενο, ἀλλὰ νὰ γίνουν τροποποιήσεις. Φαίνεται ὅμως ὅτι οἱ
τροποποιήσεις ποὺ ζητοῦσε ἀνέτρεπαν τὰ δύο σημαντικὰ στοιχεῖα τῆς
γραμμῆς τοῦ Φαναρίου ποὺ μνημονεύσαμε, δηλαδὴ τὴν διατήρηση τοῦ
Νέου Ἡμερολογίου καὶ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ὁπότε
προτίμησε καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς νὰ μὴ συζητηθεῖ τὸ θέμα ἀπὸ τὸ νὰ
ἡττηθεῖ καὶ νὰ ἀνατρέψει τὴν οἰκουμενιστικὴ πολιτικὴ τῆς
Κωνσταντινούπολης. Κερδισμένη πάντως περισσότερο εἶναι ἡ Μόσχα,
ποὺ καυχᾶται ἤδη στοὺς δικούς της πιστοὺς ὅτι δὲν ἄφησε νὰ
71

προχωρήσουν καὶ νὰ δικαιωθοῦν οἱ μεταρρυθμίσεις στὸ Ἡμερολόγιο


καὶ στὸ Πασχάλιο. Εἶναι χαμένη ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατὶ
στερεῖται πλέον οἰκουμενικῶν διδασκάλων καὶ ἡγετῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν
βλέπουν μόνον στενὰ καὶ τοπικὰ τὸ δικό τους ποίμνιο καὶ δὲν
ἀλλοιθωρίζουν πρὸς τὴν ἰσχυρὴ καὶ αἱρετικὴ Δύση, ἀλλὰ καθολικὰ καὶ
φιλάδελφα βέπουν ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, στὴν ἀντιμετώπιση τῶν
αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων. Ποιός θὰ ἐπαναφέρει καὶ πότε τὴν
λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸν
ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τῶν Θεομητορικῶν
ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων; Δὲν ἐνδιαφέρεται γι᾽ αὐτὸ ἡ Μόσχα;
Μὲ τὴν τοπικιστική, μὴ καθολικὴ αὐτὴ νοοτροπία, οὔτε τὸ θέμα τοῦ
Ἀρείου, οὔτε τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα θὰ ἔλυε ἡ Α´
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Τὸ πιὸ πικρὸ ὅμως καὶ ὀδυνηρὸ εἶναι ὅτι Κωνσταντινούπολη καὶ
Μόσχα, παρὰ τὶς διαφορές τους σὲ ἐπὶ μέρους ζητήματα, προχωροῦν
ὁμόφρονες καὶ ἀγαλλομένῳ ποδὶ στὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς
παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν Θεολογικῶν
Διαλόγων καὶ τῶν αἱρετικῶν κειμένων ποὺ αὐτοὶ ἔχουν ἐκπονήσει καὶ
μὲ τὴν συνέχιση τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὸ «Παγκόσμιο
Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὑποβιβάζοντας καὶ εὐτελίζοντας τὴν Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, σὲ μικρὸ κομμάτι καὶ συμπλήρωμα αὐτῆς τῆς αἱρετικῆς
πανσπερμίας. Ὑπάρχει κάτι ἀνάλογο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας; Ἐκ
72

τῶν προτέρων διαπιστώνεται ὅτι μὲ αὐτὲς τὶς προδιαγραφὲς καὶ


κατευθύνσεις ἡ Σύνοδος δὲν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν προηγουμένων
συνόδων καὶ θὰ ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς
Ἐκκλησίας ὡς ψευδοσύνοδος.

Ἐπίλογος
Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ
πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατὶ δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη
ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν
Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ
διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν.
Πολλοὶ δέχθηκαν τὴν ἀλλαγὴ ὡς προσωρινὴ «κατ᾽ οἰκονομίαν» λύση,
μέχρις ὅτου μία Πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος καὶ
ἐπαναφέρει τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα, ποὺ ἦταν ἀδιατάρακτη στὴν
Ἐκκλησία ἐπὶ 1600 χρόνια, ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μέχρι τὸ
1924. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἀλλόδοξες «ἐκκλησίες»
καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσῳ τοῦ μασόνου πατριάρχου Μελετίου
Μεταξάκη.
Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ
μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» νὰ συζητήσει καὶ
νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ
διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο
73

θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς


τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ
τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων
ἑορτῶν, ποὺ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη.
Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν
κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον
θέμα. Καὶ ἀποσύρθηκε, διότι ἡ μὲν Μόσχα, ἀκολουθοῦσα πάντοτε τὸ
Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, δὲν ἤθελε νομιμοποίηση τῆς
ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μεταξάκη καὶ μεταφορὰ τῶν
διαιρέσεων καὶ στὸ δικό της ποίμνιο, ἡ δὲ Κωνσταντινούπολη,
ἀδιαφοροῦσα γιὰ τὸ τραῦμα τῆς ἑνότητος ποὺ ἡ ἴδια προκάλεσε,
ἐξακολουθεῖ νὰ ὑποστηρίζει τὸ Νέο Ἡμερολόγιο καὶ νὰ συμφωνεῖ μὲ
τὴν πρόταση γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Καὶ ἐπειδὴ ἀμφότερες οἱ
ἡγεσίες συμφωνοῦν στὴν νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ εἶναι πολὺ βαρύτερο θέμα ἀπὸ τὸ Ἡμερολόγιο καὶ
τὸ Πασχάλιο, ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ μέση τὰ «χωρίζοντα» γιὰ νὰ
προχωρήσουν μὲ τά «ἑνοῦντα», ὅπως θέλουν πάλι ἐξωεκκλησιαστικὰ
κέντρα καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, γιὰ νὰ προκαλέσουν καὶ νέα σχίσματα.

[1]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΡΜΙΡΗ, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς


Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος 2, Graz–Austria 19682, σελ.
1039 καὶ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Κείμενα Διορθοδόξων καὶ
74

Διαχριστιανικῶν Σχέσεων, Ἐκδ. Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη


1991, σελ. 15.
[2]. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Αὐτόθι, σελ. 38.
[3]. Αὐτόθι, σελ. 53.
[4]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΡΜΙΡΗ, Αὐτόθι, σελ. 1043. ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Αὐτόθι σελ. 81. Ὁ ἀείμνηστος Ἁγιορείτης μοναχὸς
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, ἀπὸ τοὺς καλυτέρους γνῶστες καὶ μελετητὲς
τοῦ θέματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου κρίνει διαφορετικὰ τὴν
ἀπόφαση τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´, σὲ μελέτη του μὲ τίτλο
«Οἰκουμενισμὸς καὶ ἀλλαγὴ Πασχαλίου», εἰς Οἰκουμενισμός. Γένεση-
Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ
Συνεδρίου. Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης 23-25 Σεπτεμβρίου 2004, Ἐκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη
2008, τόμ. 2, σελ. 937. Γράφει:
«Ἔτσι ὁ Ἰωακείμ, “ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν” (Λουκ. 8, 35), ὡς μύστης
τῆς φαναριωτικῆς διπλωματίας, ἀναδιπλώθηκε καὶ ἀπέστειλε νέο Ἐγκύκλιο
Γράμμα τὸ 1904, ὅπου ὑπερθεματίζει γιὰ τὴ μὴ ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου καὶ
Πασχαλίου! Πλὴν ὅμως, ὡς ἔμπειρος διπλωμάτης, μετέθετε τὸ θέμα τοῦ
Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὸ μέλλον. Ἰδοὺ χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα
τοῦ Γράμματός του τοῦ 1904: “...Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς Ἡμερολογίου
τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον (=σεβαστό) εἶναι καὶ ἔμπεδον
(=ἑδραῖο καὶ ἀμετακίνητο) τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον,
κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον, ὡς (=ὥστε)
οὐκ ἐξόν (=νὰ μὴν εἶναι δυνατό) περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι... Πρόωρον, τό
γε νῦν, καὶ ὅλως περιττὸν ἡγούμεθα· ἡμεῖς τε γὰρ οὐδαμῶς ἀπὸ
75

ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ὑποχρεούμεθα μεταλλάττειν Ἡμερολόγιον”.Πῶς


νὰ χαρκατηρίσουμε τὴν ἀνωτέρω παράγραφο; Θαυμάσιο ἐγκώμιο ὑπὲρ τοῦ
“αἰδεσίμου καὶ ἐμπέδου... ”Ἡμερολογίου-Πασχαλίου; Δυστυχῶς ΟΧΙ,
ἐφόσον περιέχει τὴν ἀκροτελεύτια περίοδο καὶ φράση καὶ μάλιστα τὶς
λέξεις “πρόωρον...τό γε νῦν...”. Προφανῶς οἱ λέξεις αὐτὲς εἶναι μιὰ
χαραμάδα ἢ ρωγμὴ στὸ ἀρραγὲς ὀρθόδοξο τεῖχος ἢ μιὰ σταγόνα
δηλητηρίου σ᾽ ἕνα ὡραῖο ποτὸ ἢ φαγητό!...Ἐνῶ ρητὰ προαναφέρει“ὡς οὐκ
ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι...οὐδαμῶς...”, κατακλείει τὸ διπλωματικό
του λόγο μὲ τὶς λέξεις“πρόωρον ..τὸ γε νῦν” ἢ ἄλλως “οὔπω καιρός”.
Ὡσὰν δηλαδὴ νὰ λέγει: Περιμένετε λίγο, ὣς τὰ θλιβερὰ ἔτη 1920 καὶ
1923-24, ὁπότε ὁ δικός μου σπόρος θὰ ἔχει φυτρώσει καὶ θὰ ἔχει γίνει
δένδρο μέ “μεγάλας ἀναδενδράδας...», ποὺ θὰ “ἑνωθοῦν” μὲ ἐκεῖνες
τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ».
[5]. Πρωτοπρεσβύτερος ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ὁ όσιος Φιλόθεος
Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀναφορὲς
στὴν ἐπικαιρότητα, Ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014, σελ.
80-101.
[6]. Βλ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, μητροπολίτου
Δημητριάδος (μετέπειτα ἀρχιεπι-σκόπου Ἀθηνῶν),Ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ
θεώρηση τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Ζητήματος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ
τὴν ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, Ἀθῆναι 1982, σελ. 41.
[7]. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου
Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923), ἐν Κωνσταντινουπόλει, Ἐκ τοῦ
Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου 1923, σελ. 6.
[8]. Αὐτόθι, σελ. 13-14.
76

[9]. Αὐτόθι, σελ. 67.


[10]. Ὁλόκληρη ἡ ἐπιστολὴ εἰς ΓΡΗΓ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ, Ἡ πραγματικὴ
ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, Ἀθῆναι 1924,
ἐπανέκδοση ἀπὸ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1977, σελ.
29-33.
[11]. Βλ. ᾽Αρχιμ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ Α. ΣΤΡΑΓΚΑ, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος
Ἱστορία, τόμ. 2, Ἀθῆναι 1970, σελ. 1161-1162: «...καὶ περὶ ἄλλων μέντοι
θεμάτων ὅσα τε ζήλῳ οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν ἐξεσφενδόνισται ἀπὸ
Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ ζημίᾳ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καὶ ὅσα ἅρπαγι ὁρμῇ
ἐχθρῶν αἰωνίων βυσσοδομεῖται καὶ ἐπισείεται κατὰ τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς
τῶν Ἐκκλησιῶν...».
[12]. ΓΡΗΓ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ, Αὐτόθι, σελ. 185-186.
[13]. Μητροπολίτου Κασσανδρείας ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ, Ὑπόμνημα εἰς τὴν
Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, συγκληθεῖσαν τῇ 14 Ἰουνίου
1929, Ἐν Ἀθήναις, Τύποις «Αὐγῆς», Ἀθαν. Παπασπύρου 1929.
[14]. Βλ. Εἰς ΓΡΗΓ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ, Αὐτόθι, σελ. 201-203: «Τῶν
ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐπὶ Ἱερεμίου τοῦ Β´ τοῦ Τρανοῦ, ἐν
Μεγάλῃ Συνόδῳ ἀποκηρυξάντων τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον καὶ δεινοῖς
ἐπιτιμίοις ἀποκλεισάντων οἱανδήποτε ἀλλαγὴν τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου
καὶ Πασχαλίου, μόνον Μείζονι Συνόδῳ Τοπικῇ ἢ Οἰκουμενικῇ νόμοις καὶ
Ἱεροῖς Κανόνιν ἐπιτέτραπται πᾶσα περαιτέρω ἀνακίνησις τῶν ζητημάτων
τούτων.
Κατὰ ταῦτα
Οὐδεμία τῶν ἐπὶ μέρους Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἴτε
Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὀνομάζεται αὕτη εἴτε Αὐτοκέφαλος
77

Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἢ ἄλλη τις ἐπὶ μέρους Ἐκκλησία, ἐδικαιοῦτο


μονομερῶς, ἐφ᾽ ὕβρει τῶν οὕτω ὁμοφώνως θεσπισάντων Ἱερωτάτων
Πατριαρχῶν καὶ ἀσεβεῖ καταπατήσει τῶν ὑπὲρ τῆς εἰρήνης,
εὐσταθείας, ἑνότητος καὶ ὁμοφωνίας τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν
ἐν τῷ συνεορτασμῷ τῶν Μεγάλων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως
ἑορτῶν καὶ ἰδίᾳ τοῦ Ἁγίου Πάσχα ὑπὸ τῶν Μ. καὶ Ἁγίων 7
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καθορισθέντων, ἵνα διὰ τοῦτον ἢ ἐκεῖνον τὸν
λόγον εἰσαγάγῃ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μετηρρυθμισμένα
ἡμερολόγια καὶ Πασχάλια, διασπῶσα οὕτω τὴν ζηλευτῶς ἐπὶ αἰῶνας
βασιλεύουσαν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ Καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ κατὰ
Ἀνατολὰς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, Ἑνότητα, Ὁμόνοιαν καὶ Ἀγάπην,
καὶ σκανδαλίζουσα τὰ μετ᾽ ἀφοσιώσεως καὶ ἐν ἀφελότητι καρδίας
προσκεκολλημένα εἰς τὸ ἀποπνέον ἀποστολικότητα, πατερικότητα καὶ
οἰκουμενικότητα ἀρχαῖον Ἐκκλησιαστικὸν καθεστὼς πιστὰ τῆς
Ἐκκλησίας τέκνα.
Οἱ ὑποφαινόμενοι Μητροπολῖται τῶν ἐν ταῖς Νέαις Χώραις διοικητικῶς
ἡνωμένων Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μετὰ τῶν τῆς
Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὑρισκόμενοι ἀπέναντι
τετελεσμένων γεγονότων, τὴν ἀνάγκην ποιούμενοι φιλοτιμίαν καὶ τὰ
Μητρικὰ σφάλματα υἱϊκῇ στοργῇ καὶ σεβασμῷ συγκαλύπτοντες,
ἀνεχόμεθα τὰ συναρπαγῇ τελεσθέντα καὶ ἑτοίμως ἔχομεν ἀποδέξασθαι
ταῦτα, ἕως οὗ μείζων Σύνοδος ἐπιληφθῇ καὶ διευθετήσῃ αὐτά, ὑπὸ τοὺς
ἑξῆς τρεῖς ὅρους:
1) Ἂν διὰ τοῦ ὑπὸ ὑπογραφὴν σήμερον περὶ ἡμερολογίου τῆς προχθὲς
Τρίτης 2 Ἰουλίου Πρακτικοῦ ὁλόκληρος ἡ συνεδριάζουσα Ἑλληνικὴ
78

Ἱεραρχία συνυποσχεθῇ, ὅτι ἀπὸ σήμερον κλείει ὁριστικῶς τὴν θύραν τῶν
καινοτομιῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἐκκλησίᾳ.
2) Ἂν ἀξιοχρέῳ ποιμαντικῇ προνοίᾳ θελήσῃ νὰ παύσῃ πᾶσαν καταδίωξιν ἢ
πίεσιν κατὰ τῶν στερρῶς ἐχομένων καὶ ἀνενδότως ἀφωσιωμένων εἰς τὸ
ἀπὸ τῆς πρώτης συστάσεως μέχρι σήμερον ἐν τῇ Ἀγίᾳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ ἐν
χρήσει ὑπάρχον Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον ἀγαπητῶν Ὁμογενῶν καὶ ἐν
Χριστῷ ἀδελφῶν καὶ τέκνων ἡμῶν καὶ
3) Ἂν ἀποφασίσῃ ἡ συνεδριάζουσα Ἱεραρχία, ἵνα ἀναθέσῃ εἰς τὴν σύνεσιν
τῶν κατὰ τόπους Ἁγίων ἀδελφῶν τὴν διὰ τῶν κανονικῶν Ἱερέων
ἐξοικονόμησιν καὶ θεραπείαν τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τῶν τυπτομένων
τὴν συνείδησιν εὐσεβῶν τῆς Ἐκκλησίας τέκνων “ὑπὲρ ὧν Χριστὸς
ἀπέθανεν”.
Ἄλλως διαμαρτυρόμενοι διὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων,
ἐπιφυλασσόμεθα ἵνα καταγγείλωμεν αὐτὰ ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἢ βράδιον
συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθoδόξου Συνόδου».
[15]. Ἀρχιμ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, «Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος», εἰς Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα (Μικρὰ
συμβολὴ εἰς τὴν ἐπίλυσίν του), Ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 2004,
σελ. 18-19.
[16]. Αὐτόθι, σελ. 20-21.
[17]. Αὐτόθι, σελ. 19-20.
[18]. Συνεδρία Γ´ (10 Ἰουνίου 1930), Πρακτικὰ τῆς Προκαταρκτικῆς
Ἐπιτροπῆς τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς συνελθούσης ἐν τῇ ἐν
Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ τοῦ Βατοπεδίου (8-23 Ἰουνίου 1930), ἐν
Κωνσταντινουπόλει 1930, σελ. 69: «Ἔχοντες πικρὰν τὴν πεῖραν ἐξ ἄλλης
79

Συσκέψεως, ἐν ᾗ καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἶχεν Ἀντιπροσώπους,


ἀναγκαζόμεθα νὰ εἴμεθα ὠμῶς εἰλικρινεῖς. Εἶνε γνωστὸν ὅτι αἱ ἀποφάσεις
τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης, καίπερ μὴ γενόμεναι ἀποδεκταί, ἐθεωρήθησαν
ὡς Ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τοῦτο ἐδημιούργησεν εἶδός τι
σχίσματος. Διό καὶ ἐζητήσαμεν διασαφήσεις, διότι ἀπεστάλημεν ἐνταῦθα
μὲ πνεῦμα συντηρητικότητος». Στὴ δευτερολογία του: «Ὁ Σεβασμιώτατος
Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος, εὐχαριστῶν, ἐρωτᾷ μήπως ἡ παροῦσα Συνέλευσις ἔχῃ
σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον Κωνσταντινουπόλεως, καὶ
ἐπὶ τῇ ἀρνητικῇ ἀπαντήσει τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Προέδρου
εὐχαριστεῖ καὶ αὖθις θερμῶς, δικαιολογῶν ἅμα τὴν ἐρώτησιν ἐκ τῶν τοῖς
πᾶσι γνωστῶν ἀνωμαλιῶν, αἵτινες προῆλθον ἀπὸ τοῦ Συνεδρίου τούτου».
Βλ. σχετικῶς Μοναχοῦ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ἡ Μασονία καὶ οἱ Πατριάρχες»,
Θεοδρομία 16 (2014) 524-525.
[19]. Περὶ ὅλων αὐτῶν καὶ ἄλλων βλ. εἰς Πρωτοπρεσβύτερος ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΖΗΣΗΣ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος…, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 80-101.
Πηγή : .impantokratoros.gr
Toῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, ὁμοτίμου καθηγητοῦ
Πανεπιστημίου : Ἀπό τήν ἁγιοπατερική παράδοση στήν
«μεταπατερική ἀσυνέχεια» «Χωρίς Πατέρες ὅλα ἐπιτρέπονται»!
Παράδοση στήν γλῶσσα τῆς Ὀρθοδοξίας σημαίνει τήν ἀδιάκοπη
συνέχεια τοῦ ὀρθοδόξου τρόπου ὑπάρξεως, πού κλείνει μέσα του τήν
ἀληθινή πίστη, ὡς φρόνημα καί στάση ζωῆς σέ ὅλες τίς πτυχές της.
1. Ἡ Θεολογία καί Ποιμαντική Πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μέχρι τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς
80

(1453) εἶχε ὡς κύριο στόχο της τήν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς


τῆς« ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθείσης πίστεως» (Ἰούδ. 3), γιά τήν
συνέχεια τῆς ὁμολογίας καί παραδόσεως τῶν Ἀποστόλων καί τῶν
ἁγίων Πατέρων. Αὐτό ὅμως ἀπαιτοῦσε καί τήν λόγῳ καί ἔργῳ
ἀπόκρουση τῶν αἱρέσεων γιά τήν προστασία τοῦ Ποιμνίου καί τήν
διασφάλιση τῆς δυνατότητας σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως.
Ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τόν 15ο ὥς τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα
παρέμεινε ἀμετακίνητη στή στάση της ἀπέναντι στόν δυτικό
χριστιανισμό, τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό (λουθηρανισμό,
καλβινισμό, κ.λπ.) καί τόν ἀγγλικανισμό, πού χαρακτηρίζονται σαφῶς
ὡς….αἱρετικές ἐκπτώσεις ἀπό τή Μία Ἐκκλησία.
Στά ὀρθόδοξα δογματικοσυμβολικά κείμενα [1] αὐτῆς τῆς περιόδου
ἐκφράζεται θετικά ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική πίστη καί ἀποκρούονται
οἱ πλάνες τῶν δυτικοχριστιανικῶν ὁμάδων, πού ἔχουν στερηθεῖ τόν
χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας, σέ μία ἀδιατάραχτη συνέχεια καί
συμφωνία μέ τήν βυζαντινή ἀντιρρητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Παρέμεινε ἔτσι ἀκμαία ἡ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, κατά τήν ὁποία «ἡ
Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἀνατολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία οὐ μόνον
αἱρετικόν οὐ προσίεται δόγμα, ἀλλά καί τάς ὑποψίας αὐτάς
ἀποκρούεται» [2].
Ὁμολογεῖται, ἐπίσης, χωρίς περιστροφές, ὅτι «αὐτή μόνη ἡ τῶν
Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων (πάλαι μέν Ἑλλήνων, νῦν δέ Γραικῶν καί
81

Νέων Ρωμαίων διά τήν Νέαν Ρώμην καλουμένων) χριστιανῶν πίστις


ἐστίν ἀληθής μόνη ἀκραιφνεστάτη» [3].
Μέ ἀπόλυτη δέ κατάφαση τῆς ὀρθοδόξου ταυτότητος διαπιστώνεται,
ὅτι «τά λουθηροκαλβινικά καί παπιστικά δόγματα οὐ συνάδει τῇ
Ὀρθοδόξῳ ἡμῶν πίστει, ἀνθίστανται δέ μᾶλλον αὐτῇ καί πόρρω τῆς
ἀληθείας ἀπεσχοίνισται» [4] (ἒχουν ἀπορριφθεῖ).
Μόνη, συνεπῶς, παραδεκτή βάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως εἶναι ἡ
ἀπόλυτος ἑνότης τῆς πίστεως καί ἡ ὁμοφροσύνη στά δόγματα διά τῆς
ἀνεπιφυλάκτου παρά τῶν ἑτεροδόξων ἀποδοχῆς τῶν ὀρθοδόξων
δογμάτων. Μέ βάση δέ τήν σχετική δἠλωση τοῦ ἁγίου Μάρκου
διακηρύσσεται ἐκ νέου ὅτι «ἐν τοῖς θείοις δόγμασιν οὐδαμοῦ χώραν
ἔχει ποτέ ἡ οἰκονομία ἢ συγκατάβασις» [5]. Καί ὅλα αὐτά λέγονται σέ
περίοδο ἐξουθενωτικῆς δουλείας καί ταπεινώσεως τοῦ Γένους τῶν
Ὀρθοδόξων.
2. Ἡ ἀταλάντευτη αὐτή στάση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας
ἀπέναντι στήν ἑτερόδοξη Δύση ἄλλαξε ἐπίσημα στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ
αἰῶνα, ἐπί πατριαρχίας Ἰωακείμ τοῦ Γ΄(+1912). Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ
πνεῦμα θετικό ἐγκαινιάζεται στό ἐθναρχικό κέντρο μία νέα στάση
ἀπέναντι στήν ἀποκρουόμενη ἕως τότε Δύση, κατά τό πνεῦμα τοῦ
φιλοδυτικισμοῦ καί τῶν «οἰκουμενικῶν σχέσεων». Τό κύριο σημεῖο
ἀναφορᾶς δέν θά εἶναι πλέον ἡ Ἀνατολή, ἀλλά ἡ Δύση, μέ ὅ,τι αὐτή
ἐκφράζει. Ἡ ἀλλαγή αὐτή ὁριοθετεῖται ἀπό τρία σπουδαῖα κείμενα τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τήν Ἐγκύκλιο τοῦ πατριάρχου Ἰωακείμ Γ΄ τό
82

1902 [6], τό Διάγγελμα τοῦ 1920 [7] καί τήν Ἐγκύκλιο τοῦ 1952 [8]. Ἡ
πρώτη πραγματοποιεῖ τό οἰκουμενιστικό ἄνοιγμα στὴ Δυτική
Χριστιανοσύνη, ἐνῷ τά ἄλλα ἔχουν καθαρά προγραμματικό
χαρακτῆρα, ἐγκαινιάζοντας καί προωθώντας τήν πορεία πρός τόν
Οἰκουμενισμό μέ τήν «Οἰκουμενική Κίνηση». Ἡ συμμετοχή τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σ’ αὐτήν ὁδήγησε στίς σημερινές
ἐλεγχόμενες ἀπό τήν ὀρθόδοξη συνείδηση σχέσεις. Αὐτό ὅμως
συνδέεται ἄμεσα μέ τήν προοδευτική ἐξίσωση τῶν δυτικῶν ὁμολογιῶν
μέ τή Μία Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία. Μέ τό Διάγγελμα τοῦ 1920 τό
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προσέφερε τόν καταστατικό χάρτη γιά τήν
στάση, πού ὄφειλε νά τηρήσει στό μέλλον ἡ ὀρθόδοξη παράταξη μέσα
στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1902 ἄνοιξε τόν δρόμο στή συμμετοχή μας στήν
Οἰκουμενική Κίνηση, τό Διάγγελμα τοῦ 1920 προετοίμασε τήν εἴσοδό
μας στό ΠΣΕ, ἐνῷ ἡ ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρα Ἐγκύκλιος τοῦ 1952
[9] λειτούργησε ὡς ὁλοκλήρωση καί ἐπισφράγιση τῆς
προγραμματισμένης αὐτῆς πορείας. Γι’ αὐτό μεγάλοι ὀρθόδοξοι
θεολόγοι, ὅπως ὁ Ἰωάννης Καρμίρης καί ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ,
παρά τήν ἀφοσίωσή τους στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, δέν
παρέλειψαν νά ἐκφράσουν τόν δισταγμό τους στά ἀνοίγματα αὐτά καί
τίς ἐπιφυλάξεις τους γιά τίς μέσῳ αὐτῶν δρομολογημένες ἐξελίξεις
[10].
83

Ὑπεύθυνη ὅμως καί ἀντικειμενική κριτική στήν Οἰκουμενική Κίνηση


ἔχει ἀσκήσει ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος (Πόποβιτς), χαρακτηρίζοντας τόν
Οἰκουμενισμό μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο:
«Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανούς, διά
τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.(σχ. Και σήμερα και της
Ανατολικής ) Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδιά ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν
οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν παπισμόν. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ
ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο
παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν . Τό κοινόν
εὐαγγελικόν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις». Καί διερωτᾶται:
«Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτό τό
πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καί ὀργανισμός τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ, νά ταπεινωθῆ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της
θεολόγοι, ἀκόμη καί ἱεράρχαι, νά ἐπιζητοῦν τήν ὀργανικήν μετοχήν καί
συμπερίληψιν εἰς τό ΠΣΕ; Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία» [11].
Ὁ οἰκουμενισμός σ’ ὅλες τίς διαστάσεις καί ἐκδοχές του ἔχει ἀποβεῖ
ἀληθινή βαβυλώνιος αἰχμαλωσία σχεδόν ὅλων τῶν τοπικῶν ἡγεσιῶν
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ καύχηση καί ὁ αὐτοθαυμασμός τῶν
οἰκουμενιστῶν μας «γιά μία δῆθεν νέα ἐποχή, πού ἄνοιξε τό
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο» μέ τίς πατριαρχικές Ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν
1902 καί 1920, δέν δικαιώνονται, διότι «αὐτό πού κατορθώθηκε εἶναι νά
νομιμοποιήσουμε τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα τοῦ παπισμοῦ καί τοῦ
84

προτεσταντισμοῦ». Αὐτό εἶναι τό κατασταλαγμένο συμπέρασμα τοῦ π.


Θεοδώρου Ζήση [12], τό ὁποῖο ἀδίστακτα προσυπογράφω.
3. Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ὁ οἰκουμενισμός ἀποδείχθηκε πλέον ὡς
ἐκκλησιολογική αἵρεση, ὡς ἕνας «δαιμονικός συγκρητισμός», πού
ἐπιδιώκει μία ὁμοσπονδιακή ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν δυτική
αἱρετική πανσπερμία. Ἔτσι ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἐπηρεάζει
σωτηριολογικά τόν μή ὀρθόδοξο κόσμο, διότι ἔχει ἐγκλωβιστεῖ αὐτή,
στά πρόσωπα τῶν κατά τόπους ἡγεσιῶν της, στίς παγίδες τοῦ
οἰκουμενισμοῦ, πού κατεργάζονται τήν φθορά καί τήν ἀλλοτρίωσή
της.
Ἀντί, λοιπόν, ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία μας, νά ἀκολουθεῖ τό
παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων μας στή διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας,
ὡς τῆς μόνης δυνατότητας σωτηρίας ἀνθρώπου καί κοινωνίας, πράττει
ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Συμφύροντας τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν αἵρεση, στά
ὅρια τοῦ οἰκουμενισμοῦ, καί οὐσιαστικά καταξιώνοντας τήν αἱρετική
πλάνη, ἐπιφέρει τήν ἄμβλυνση τῶν κριτηρίων τοῦ ὀρθοδόξου
πληρώματος καί στερεῖ καί αὐτό καί τόν κόσμο ἀπό τήν
δυνατότητα σωτηρίας.
Στήν κατεύθυνση δέ αὐτή ἀκριβῶς ἀποδεικνύεται δαιμονική ἡ
παρέμβαση τῆς λεγομένης «Μεταπατερικῆς Θεολογίας», ἡ ὁποία
προσφέρει θεολογική κάλυψη καί στήριξη στήν οἰκουμενιστική μας
ὑστερία καί στήν κατεδάφιση τῶν πατερικῶν καί παραδοσιακῶν μας
θεμελίων. Αὐτό δέν γίνεται, βέβαια, μέ τήν κατ’ εὐθεῖαν πολεμική κατά
85

τῆς συνοδικῆς καί πατερικῆς πίστεως –τοὐναντίον αὐτή συχνά


ἐπαινεῖται ὑποκριτικά καί ἐξαίρεται- ἀλλά μέ τήν ἀμφισβήτηση τῶν
νηπτικῶν προϋποθέσεών της, τήν ἀποφυγή τῆς καταδίκης τῶν
αἱρέσεων καί τήν de facto, ἔτσι, ἀναγνώρισή τους ὡς Ἐκκλησίας,
σωτηριολογικοῦ δηλαδή μεγέθους, ἰσοτίμου μέ τήν Ὀρθοδοξία.
Μέ αὐτό τόν τρόπο παραμερίζονται τελικά οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἡ
διδασκαλία τους μέ τήν ἀνομολόγητη ἀνατροπή τῆς πίστεως καί
πράξεως τῆς ἁγιοπατερικῆς Παράδοσης. Ἡ μεταπατερικότητα,
δηλαδή, εἶναι, στήν οὐσία τηςἀντιπατερικότητα, διότι ἀποδυναμώνει
τήν πατερική παράδοση, χωρίς τήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία παραμένει
ἀθωράκιστη στή δίνη τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τήν ἐξυπηρέτηση τῶν
σχεδίων τῆς Νέας Ἐποχῆς. Καί γιά νά παραφράσουμε τόν
Ντοστογιέφσκυ: «Χωρίς Πατέρες ὅλα ἐπιτρέπονται»!
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο ὅμως τόν Παλαμᾶ, «τοῦτό ἐστιν ἀληθής
εὐσέβεια, τό μή πρός τούς θεοφόρους Πατέρας ἀμφισβητεῖν»!
Ἡ ἀπόλυτη δηλαδή ὑπακοή στούς Ἁγίους Πατέρες μας.
1. Βλ. Ἰω. Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. 1, Ἀθῆναι 19602 καί τ. ΙΙ, Άθῆναι
1953.
2. «Ἀποκρίσεις… πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους, Ἰ. Καρμίρη, σ.
791.
3. Στό ἴδιο, σ. 789.
4. Στό ἴδιο, σ. 793.
86

5. Στό ἴδιο, σ. 791.


6. Βλασίου Ι. Φειδᾶ, Αἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ 1902 καί τοῦ 1904 ὡς πρόδρομοι
τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 ἐν τῇ εὐρυτέρᾳ οἰκουμενικῇ προοπτικῇ τῆς
Μητρός Ἐκκλησίας, Ὀρθοδοξία 2003, σ.129-139 (ἐδῶ:129).
7. Διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Πρός τάς ἁπανταχοῦ
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», Ἰω. Καρμίρη, σ. 950.
8. Στό ἴδιο, σ. 960.
9. Ἀπευθύνεται «πρός τάς αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας».
10. Ὁ μέν π. Φλωρόφσκυ τό 1961 ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό ΠΣΕ, ὁ δέ
Ἰωάννης Καρμίρης (τὸ 1953) δηλώνει περίφροντις ἀπό τίς ἐξελίξεις:
«Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀνεπιφύλακτος καί ἄνευ ὅρων συμμετοχή (τῆς
Ὀρθοδοξίας) εἰς δογματικά συνέδρια καί ἡ ὀργανική σύνδεσις αὐτῆς
μετά πολυαρίθμων ποικιλωνύμων Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν καί
αἱρέσεων ἐπί βάσεως δογματικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς ἐν τῷ
Παγκοσμίῳ Συμβουλίῳ τῶν Ἐκκλησιῶν θά ἐσήμαινε παρέκκλισιν ἀπό
τῆς ὑπό τοῦ Πατριαρχικοῦ Διαγέλματος τοῦ 1920 χαραχθείσης
γραμμῆς περί συνεργασίας αὐτῆς μόνον ἐν τοῖς ζητήμασι τοῦ
Πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ καί γενικῶς δέν θά ἦτο σύμφωνος πρός τάς
θεωρητικάς ἀρχάς τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν μακραίωνα παράδοσιν
αὐτῆς, ὡς καί τήν διδασκαλίαν καί πρᾶξιν τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καί τῶν μεγάλων Πατέρων αὐτῆς» (ὅπ. π., σ. 953).
11. π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ
Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
87

12. Βλ. ἄρθρο του στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» τῆς 16.7.2004.


Σιγίλλιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου (Β΄) καί τοῦ
Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Σιλβέστρου πρός τούς Ὀρθοδόξους
τῆς Μικρᾶς Ρωσίας, κατά τῆς παπικῆς περί τό ἡμερολόγιον
καινοτομίας.
+Ἱερεμίας ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κων/πλεως νέας Ρώμης καί
Οἰκουμενικός Πατριάρχης,
+Σίλβεστρος ἐλέῳ Θεοῦ πάπας καί πατριάρχης τῆς μεγάλης πόλεως
Ἀλεξανδρείας καί κριτής τῆς Οἰκουμένης.
Ἐνδοξότατε, ἐκλαμπρότατε, εὐσεβέστατε καί ὀρθοδοξότατε αὐθέντα
καί δέσποτα Ὀστροβίας, ἀρχηγέ Λιτβανίας καί Κιοβίας καί κριτά
Βλαδιμηρίας, καί οἱ λοιποί ὀρθοδοξότατοι καί εὐσεβέστατοι δεσπόται
καί ἄρχοντες πάσης τῆς μικρᾶς Ρωσίας, υἱοί κατά πνεῦμα ἀγαπητοί τῆς
ἡμῶν μετριότητος χάριν, ἔλεος, εἰρήνην, εὐλογίαν, ῥῶσιν, ψυχῆς τε καί
σώματος, καί πᾶν εἴ τι ἄλλον ἀγαθόν καί σωτήριον παρά Θεοῦ Πατρός
καί Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δοθῆναι τῇ δεσποτικῇ ὑμῶν καί παντί
τῷ ὑφ' ὑμῶν χριστωνύμῳ πληρώματι εὐχόμεθα.
Ἔφθασε καί εἰς τάς ἀκοάς τῆς ἡμῶν μετριότητος καί πάσης τῆς περί
αὐτήν ἱερᾶς τῶν ἀρχιερέων συνόδου, ὅτι καί ἡ αὐτόθι τοῦ Χριστοῦ
Ἐκκλησία ἡ τῇ αὐτοῦ προνοίᾳ καί χάριτι, μέχρι τοῦ νῦν διατηρουμένη
ἀκύμαντος καί ἀστασίαστος, στάσεως οὐ μικρᾶς πρό ὀλίγου καί
ταραχώδει συνεταράχθη συγχύσει. Τό δ' αἴτιον, ὅτι καί πάλιν ἡ
ἐκκλησία τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, ὥστε ταῖς παραλόγοις καί ἀθέσμοις
88

καινοτομίαις χαίρουσα, τοῖς περί αὐτήν ἀστρονόμοις ἀπερισκέπτως


συνήνεσε, καί προφανῶς συγκεχώρηκεν. Ὡσάν τό μέν ἐπικρατῆσαν
πασχάλιον τῶν χριστιανῶν εἰς οὐδέν λογισθείη ὡς σφαλερόν καί
ἀβέβαιον, (ὅπερ μετά τῶν ἁγίων ἀπό τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καί μέχρι
τοῦ νῦν οἵ τε τῆς Νέας Ρώμης τῆς καθ' ἡμᾶς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας
ὑπήκοοι καί οἱ τῆς παλαιᾶς Ρώμης ἔστερξαν τε ἐκράτησαν, ὡς καρδίας
θεωρηθέν καί παρ' ἁγίων καί θεοσόφων ἀνδρῶν τυπωθέν ἄριστα, εἰς
κανόνιον θαυμάσιον), ἀντισαχθείη δέ παρ’ αὐτῶν ἄλλο νέον, ὡς αὐτοῖς
δοκῇ, οὕτω πως βέλτιον. Οὗ δή γενομένου, τάς μέν ἑορτασίμους
ἡμέρας συνέβη πάσας ἀνατραπῆναι, μάλιστα δέ τήν σεβασμίαν τε καί
σωτήριον ἡμέραν τοῦ ἱεροῦ Πάσχα, ἡμᾶς δέ τούς εὐσεβεῖς καί
Ὀρθοδόξους συγχύσεσι περιπεσεῖν καί ἀθυμίαις. Τοιγαροῦν, ἡ
μετριότης ἡμῶν, χρέος ἔχουσα ἀπαραίτητον, τό ἐς ἀεί προνοῆσθαι καί
ὑμῶν, ὡς λόγον τῷ Θεῷ ἀποδοσουσαν, διάσκεψαμένη συνοδικῶς,
παρόντος καί τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας τοῦ ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι ἀδελφοῦ καί συλλειτουργοῦ, γράφοντος πρός ὑμᾶς καί ἐν
Ἁγίῳ Πνεύματι, ὑφηγεῖται καί διατάττεται: ἵνα γινώσκητε καί
ὁμολογῆτε, μηδέν ἀνεχόμενοι, ὡς οὐκ ἔστιν ἀσύστατον τό παρ' ἡμῖν
παλαιόν Πασχάλιον καί Ἑορτολόγιον ἀλλά καί ἀκόλουθον τοῖς
ὁρισθεῖσι παρά τῶν ἐν Νικαίᾳ ἁγίων ἀνδρῶν, καί ἀκριβῶς ἐξετασθέν
παρά θεοσόφων ἁγίων ἀνδρῶν, ἐσκεμμένων τε καί ἐπιστημόνων, τοῖς
εὐσεβέσι ἐκδέδοται τυπωθέν· καί οὐδέποτε ἀθετηθέντος, ἔς ἀεί διαμένῃ
φιλάττον τήν τάξιν ἥν ἔλαχεν, τεσσάρων γάρ ὄντων τῶν τοῦ Πάσχα
89

διορισμῶν, ὥς ἐν αὐτῷ τῷ κανονίῳ πλατύτερον γνώσεσθε, μετ'


ἐπιμελείας αὐτό σκεπτόμενοι.
Ὁ πρῶτος (ὅρος) ἐντέλεται, ὅτι δεῖ μετά ἰσημερίαν ἐαρινήν τό
Πάσχα ἐπιτελεῖν, ὁ δεύτερος (ὅρος), ὅτι οὐ τήν αὐτήν ἡμέραν τῆς
ἰουδαϊκῆς τελετῆς, ὁ τρίτος, ὅτι οὐ αὐτήν μετά ἰσημερίαν (μόνον) ἀλλά
τήν πρώτην μετά ἰσημερίαν πανσέληνον, ὁ δέ γε τέταρτος, ὅτι καί τῇ
μετά τήν ἰσημερίαν πανσέληνον .... τῆς ἑβδομάδος πρώτῃ (ἡμέρᾳ
Κυριακῇ).
Ὅθεν ὅλως μηδείς νομισάτω, ὅτι διέλαθε τῶν παναρίστων ἐκείνων
Πατέρων καί διδασκάλων ἡμῶν τό δοκοῦν τοῦτο λάθος, ἵνα παρά τοῖς
νῦν ἀστρονόμοις τύχῃ βελτίονος διορθώσεως. Καί γάρ ἐκεῖνοι διά τῷ
καλούς καί ἐπιστήμονας εἰδέναι ταῦτα, ὡς πάσης σοφίας καί
μαθηματικῆς ἐπιστήμης ἔμπλεοι, καί βίον ἔσχον θεόληπτον καί
ἀνθρώπινον καί τήν ἀρετήν δίκην ἡλίου διαλάμπουσαν, καί τόν τῆς
ψυχῆς αὐτῶν ὀφθαλμόν ἐπιφωτίζουσαν.
Τούτων οὖν οὕτως ἐχόντων καί καλῶς παρά τῶν ἁγίων
θεωρηθέντων καί τεθέντων, ὄντως ὑπέρ τοῦ δέοντος καί τῆς ἀληθείας
ἀφηρέθησαν αἱ δέκα ἡμέραι τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός παρά τῶν
ἀστρονόμων τῆς Παλαιᾶς 'Ρώμης, ἀρξαμένοις διακρῖναι ἀπό τῆς μετά
Νίκαιαν γενομένης (καθάπερ εἴρηται διασκέψεως, καί τοῦτο γάρ πρός
τοῖς ἄλλοις ἡ παλαιά 'Ρώμη κατετόλμησε τήν ἀφαίρεσιν τῶν δέκα
ἡμερῶν ποιήσασα, ἤ μᾶλλον ἀπό τήν μετά σκέψεως πνευματεμφόρου
90

ἀποφανθείσης ἀσφαλοῦς τάξεως σύγχυσιν, ἐν ἑαυτῷ περιέχει τήν


ἀνατροπήν, ἀναλογιζόμενόν τε καί ἀναθεωρούμενον.
Εἰ γάρ δι' ὅλων 1134 ἐν δέκα αὐτῶν, νυχθήμερον ἕν πλῆρες
συνάγεται, ὥς δοκεῖ τι οὐδέν αὐτῶν, εὔδηλον πάντως, ὅτι ἀπό τῆς
πρώτης συνόδου μέχρι τοῦ νῦν ὄντων ἐτῶν 1265, τριακοσίων δέκα καί
ὀκτώ πρό αὐτῆς παρεληληθότων ἀπό τῆς Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν
γεννήσεως ἡμέρας, μόνον ἐννέα καί ὥρας δέκα σύν στιγμαῖς λ καί δ
(34 λεπτά), συμποσούμεναι καθεστήκασι καί τῷ ούδέν. Εἰ δέ πάλιν δι'
ὅλων μόνων ρ καίκ (120) χρόνων ὡς .... αὐτῶν ἔδοξεν, νυχθήμερον
ὁλόκληρον γίγνεται, ἡμέραι πλήρεις δέκα συνάζονται καί ὧραι
δεκατρεῖς. Αἱ δέ τοιαῦται ἀναμετρήσεις, ἀμφότεραι οὐ καθ' ἑαυτάς
μόνον εὑρίσκονται στασιάζουσαι, ὡς ἀλλήλαις ἀντικείμεναι, ἡμῶν
ἔλαττον μέν τῶν δέκα ἡμερῶν, ἡ δέ πλεονάζουσα ἀλλά καί τούς περί
τήν μαθηματικήν καί ἀστροθεάμονα ἐπιστήμην δεινούς, τόν μέγα φημί,
Πτολεμαῖον καί τούς ἄλλους ἐσφαλμένον εὑρίσκοντες, θεωρούμεναι
καί ποσούμεναι. Ἐν τριάκοντα γάρ ἔτεσιν ἐκεῖνος ὅλον νυχθήμερον ἕν
συνάγεται καί ἀποφαίνεται καί τοῦτο οὐκ ἀπό τῆς τοῦ ἡλίου κινήσεως,
(ὁμαλήν γάρ ἐκεῖνος ποιεῖται τήν κίνησιν καί ἀπαρέκλιτον), γίγνεσθαι,
ἀλλά παρά τήν τῶν ἐνιαυσιέων ἡμερῶν ἀπαρίθμησιν.
Ὥστε κατ' αὐτόν τόν πρῶτον καί δεινόν περί τά μετέωρα φροντιστήν
ἡμέραι 4 καί ὧραι 5 καί στιγμαί 12 συναθροίζονται, ἀπό τῆς ἐν Νίκαιαν
συγκροτηθείσης Πρώτης Συνόδου. Τούτου τοίνοιν οὕτως ἔχοντος οὐ
μόνον τε ὥς καί ἄλλοτε ἡ ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης οὐδεμιᾶς
91

θεαρέστου σωτηριώδους ὠφελείας φαίνεται πρόξενος, καινοτομοῦσαν


καί τῶν καλῶς ἐχόντων καταφονοῦσα καί παραβλέπουσα, ἀλλά καί
πάσης συγχύσεως καί ἀκαταστασίας σκοτόμαιναν διεγείρει. Ἔνθεν
κακεῖθεν ἀμβλυωποῦσα καί περινοστοῦσα δίκην στροφάλιγγος.
Ἐπιλείψει διηγουμένους ἡμᾶς ὁ χρόνος, ἅτινα διά τό μάκρος καί ὅτι
δῆλα παντί τῷ νοεῖν ἔχοντι τά λατίνοις καινοτομηθέντα. Τό γε νῦν ἔχον
ἀφιέμεθα. Τοῦτο καί μόνον προσέτι λέγοντες, τοῦ χριστιανικοῦ πάσχα
καί τῆς λοιπῆς τῶν ἑορτασίμων ἡμερῶν παρατηρήσεως ὑπερ-
απολογούμενοι. Ὅτι οὐκ ἔξεστιν μεταποιεῖν τήν καλῶς καί θεοσόφως
παρά τῶν ἁγίων ἀνδρῶν γεγονυῖαν τάξιν καί ὁροθέτησιν περί τοῦ
πάσχα καί τῶν λοιπῶν κατασφαλιζομένην τῷ θείῳ κανόνι.
Πρῶτον μέν παρά τῶν σεπτῶν καί ἁγίων ἀποστόλων ἐγράφη καί
κανονικῶς κηρύττομεν. Εἰ τά παρά τῆς Πρώτης Οἰκουμενικης καί
Ἁγίας Συνόδου συζητηθεῖσαν καί ἀποφανθεῖσαν καί καθ' ἑξῆς ὑπό τῶν
λοιπῶν ἁγίων ἀνδρῶν διερευνηθεῖσαν, τυπωθεῖσαν τε καί διελθοῦσαν
εἰς κανόνιον κάλλιστον καί θαυμάσιον καί διατηρηθεῖσαν ὥς εἴρηται
χρόνῳ μακρῷ παρά τε τῆς Παλαιᾶς καί Νέας Ρώμης καί τῆς ἀληθείας
αὐτῆς. Εἰ γάρ ταῖς τῶν θεολόγων γνώμαις καί ἀποφάσεσι παρ' αὐτῶν
ταῦτα ἐδιορθώθησαν, εἶχεν ἄν τό ζητούμενον λόγον. Ἐπεί δέ τῇ τῶν
ἔξω σοφῶν γνώμῃ ἀπερισκέπτως αὐτά ἐξετάζοντες και
παραλογιζόμενοι τοῖς θείοις μυστηρίοις τῆς ἀκραιφνοῦς ἡμῶν πίστεως,
σύνοδος τ ... πηγήν αὐτούς εἶναι πάσης τέχνης καί ἐπιστήμης
σφετεριζόμενοι ὥς αὐτοῖς μόνοις δοκεῖν περί τήν ἀστροθεάμονα
92

τέχνην ἀσχάλειν (ἴσως ἄν ἤσχοληκέναι) καί μέχρι τῆς περί τά μετέωρα


λεπτῆς διασκέψεως καί κατανοήσεως πεφθακέναι, αὐτοκάρβανοι (;)
ὡροσκόποι, ἀναφανέντες καί πάντας τούς περί τά τοιαῦτα μεγίστους,
Πτολεμαῖον καί τούς ἄλλους περιφρονοῦντες καί τούς καθ' ἡμᾶς
θεολόγους. Οὐχ ἵνα τά τῆς χριστιανικῆς καταστάσεως καί
παραδόσεως ἡμῶν μυστήρια στηρίξωσι καί κρατίνωσιν (ὡς λέγουσιν
αὐτοί μυθολογοῦντες καί διαπλάττοντες), ἀλλ' ἵνα μέγα τι ποιοῦντες
δόξωσι τοῖς ἀνθρώποις, διά τήν ὑπέρογκον αὐτῶν δόξαν καί οἴησιν μή
αἰσχυνόμενοι ἐν ταῖς ἀθέσμοις καί παραλόγοις καινοτομίαις αὐτῶν
μετά λήρους παρσύροντες τούς ἡμετέρους τῶν θεολόγων, (ὅτε
δεήσειεν), εἰς τό ἑαυτῶν συστήσασθαι θέλημα, ὡς καί ἐν τῇ τοῦ
παλαιοῦ καί ζωοποιοῦ πνεύματος πεποιήκασι, καί ἐν ἄλλοις πολλοῖς
τοῖς ἔξω καί πέραν τῆς θεολογικῆς γνώμης καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἡμῶν παραδόσεως γενομένης. Καί πάντας ἀναφανδόν πάσῃ τῇ τάξει
καί τοῖς θείοις καί θεοπνεύστοις δόγμασι τῆς καθ' ἡμῶν ἁγίας
ἐκκλησίας καί καθολικῆς συνόδου. Διά τοι τοῦτο κατάπτυστος καί
ἐρεσχελίας πάσης ἀνάμεστος ἥ τε συζήτησις αὐτῶν καί ἡ πάσης
ἀτασθαλίας καί ἀκαταστασίας πλήρης παρ' αὐτῶν γενομένη ἀπόφασις.
Μένετε τοιγαροῦν πάντες ὑμεῖς οἱ εὐσεβεῖς καί ὀρθόδοξοι,
ἐνστερνιζόμενοι καί περπτυσσόμενοι, ἅ παρελάβετε παρά τε τῶν
σοφῶν ἀποστόλων καί τῶν λοιπῶν ἁγίων ἀνδρῶν.
93

Διακατέχοντες ἀσφαλῶς τό ἐπικρατῆσαν περί τε τοῦ πάσχα


κανόνιον καί τῶν λοιπῶν ἑορτασίμων ἡμερῶν, ὀφείλοντες
διακρατεῖν αὐτό καί ἑορτάζειν χριστιανικῶς ὡς ἐπεκράτησε.
Νεωτερισμοῖς καί καινοτομίαις τά ἐκείνων μή προσανέχοντες ὡς
στάσεως ὅτι πλείστης καί παραβάσεως προφανοῦς τῆς τοῦ θείου τῶν
δέκα (ἡμερῶν) διδασκαλίαις πρόξενα. Καλῶς γιγνώσκοντες ὅτι νῦν
συντομίᾳ χρώμενοι, ταῦτα ὑμῖν ἐπιπέμπομεν ζητήσασιν ἐν καιρῷ τῷ
προσήκοντι ἵνα μή τις παρακούσῃ.+
(Χειρόγραφα Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Αρ. 2346-2347)
ΥΠΟΚΡΙΝΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ! Πως και γιατί οιΟρθόδοξες
Εκκλησίες ,και οι ακολουθούντες αυτές κληρικοί και λαϊκοί
αποκόπηκαν από την ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ,και έγιναν
σχισματο αιρετικές , έχασαν δε την Αποστολική Διαδοχή και την
χάρι των ΙΕΡΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ , λόγο των φρικτών Αναθεμάτων
και Αφορισμών που έχουν από όλες τις οικουμενικές συνόδους !
"Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώση ὑμᾶς", λέγει
τό Εὐαγγέλιον, ἀλλά καί ὁ Μέγας Βασίλειος συνιστᾶ: "Οὐδείς
ἁπλῶς οὐδέ ἀνεξετάστως ἀπό τῶν ὑποκρινομένων τήν ἀλήθειαν
συναρπάζεσθαι"(Μεγάλου Βασιλείου , Ὅροι Ἠθικοί, ΚΗ, 1) (=
Κανείς ἐπιπολαίως καί χωρίς ἀκριβῆ ἐξέτασιν νά μήν
παρασύρεται ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ὑποκρίνονται ὅτι κηρύσσουν
τήν ἀλήθειαν.)
ΠΑΣΧΑΛΙΟ ΚΑΙ ΣΧΙΣΜΑ
Όσοι άλλαξαν το Παλιό Ημερολόγιο κατηγορούν εκείνους που έμειναν
πιστοί σ' αυτό, ότι είναι σχισματικοί γιατί αναίτια διέκοψαν την
εκκλησιαστική κοινωνία , τότε (δηλ. το 1924) όταν δεν υπήρχε
εμφανώς θέμα Οικουμενισμού. Τους κατηγορούν μάλιστα ότι οι
94

αιτιάσεις τους περί Οικουμενισμού είναι πολύ όψιμες για να


δικαιολογήσουν τάχα την σχισματική τους κατάσταση.
Προς στήριξη δε των ισχυρισμών τους λένε ότι η αλλαγή του
ημερολογίου δεν έθιξε το Πασχάλιο της Εκκλησίας. Οτι τάχα μόνο
αυτό έχει σημασία , δηλαδή ότι δεν άλλαξε το Πάσχα , αποσιωπώντας
όμως ότι άλλαξαν όλες οι ακίνητες εορτές του έτους (Χριστούγεννα,
Φώτα, Κοίμηση Θεοτόκου κλπ.) εορτάζοντας ταυτόχρονα με τους
αιρετικούς και διακόπτοντας τον ταυτόχρονο εορτασμό μέσα στο
σύνολο της Ορθοδοξίας.
Ο ΄Αγιος Επιφάνιος γράφει για τα προ της Α' Οικουμενικής Συνόδου
«τα σχίσματα ήν και ήν χλεύη Ελλήνων λεγόντων και χλευαζόντων την
εν τη Εκκλησία διαφωνίαν» μετα όμως «επι Κωνσταντίνου δια της των
επισκόπων σπουδής ,συνηνώθη μάλλον το σχίσμα εις μίαν ομόνοιαν.
Τι ουν τούτου έστι χαριέστερον απο γής περάτων, εν μια ημέρα
απαλλάτειν λαόν Θεού συμφωνιών τε και αγρυπνιών και τας αυτάς
ημέρας ίσας φέρειν εν τε αγρυπνίαις και δεήσεσι και ομονοία και
λατρεία ,νηστεία τε και ξηροφαγία και αγνεία;» (Migne 42,371)
Ο Θεοδώρητος (5ος αι. μ.Χ.) παρομοίως αναφέρει : «Επειδή δε το
νοερόν φώς (το Άγιο Πνεύμα δια της Α'Οικουμενικής Συνόδου ) την
αχλύν (ομίχλη) εκείνην εσκέδασε , πανταχού γης και θαλάσσης,
ηπειρώται και νησιώται κοινή του Θεού και Σωτήρος επιτελούσι τας
εορτάς και ένθα αν τις αποδημήσαι θελήσει ,κάν προς ήλιον
95

ανίσχοντα, κάν πρός δυόμενον, πανταχού την αυτήν ευρήσει κατά τον
αυτόν χρόνον επιτελουμένην πανήγυριν» (Migne 83,1241).
Ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας:
«Προϋπήρχε δ' άρα καί άλλη τις τούτων προτέρα νόσος αργαλεωτάτη
τάς εκκλησίας εκ μακρού διενοχλούσα, η τής σωτηρίου εορτής
διαφωνία» (βίος Μ.Κωνσταντίνου εκκλησιαστ.ιστορία Ευσεβίου
βιβλ.3,5). Καθώς και ): «...ο Βασιλεύς είπεν ότι αυτή (αναφέρεται στην
συμφωνία του κοινού εορτασμού του πάσχα) είναι η δευτέρα νίκη την
οποίαν εκέρδισεν κατά του εχθρού της εκκλησίας...» Όταν ο ίδιος ο
Μέγας Κωνσταντίνος λέει ότι η εορτολογική ανομοιομορφία ήταν
έργο του εχθρού της εκκλησίας, δηλαδή του διαβόλου , ποιός
προτιμά να εμμένει προσκολλημένος σε τέτοιου είδους έργα ;
Αλλά και ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος που τόσο μόχθησε για την Α'
Οικ.Σύνοδο γράφει:«...ήδη καί τόν προειρημένον λόγον καί τήν
παρατήρησιν τής αγιωτάτης ημέρας υποδέχεσθαί τε καί διατάττειν
οφείλετε, ίνα επειδάν πρός τήν πάλαι μοι ποθουμένην τής υμετέρας
διαθέσεως όψιν αφίκωμαι, εν μιά καί τή αυτή ημέρα τήν αγίαν μεθ'
υμών εορτήν επιτελέσαι δυνηθώ καί πάντων ένεκεν μεθ' υμών
ευδοκήσω, συνορών τήν διαβολικήν ωμότητα υπό τής θείας δυνάμεως
διά τών [ημετέρων] πράξεων ανηρημένην, ακμαζούσης πανταχού τής
ημετέρας πίστεως καί ειρήνης καί ομονοίας » (βίος Μ.Κωνσταντίνου
εκκλησιαστ.ιστορία Ευσεβίου βιβλ.3,20).Ο Ευσέβιος και πάλι «καί
ούτω μία Χριστού γέγονεν εορτή: καί ούτω τών μέν κυριοκτόνων
96

(Ιουδαίων) απέστησαν, τοίς δέ ομοδόξοις συνήφθησαν: η φύσις


γάρ έλκει τά όμοια πρός τά όμοια»(π ερί της του Πάσχα εορτής PG
24,701).
Συμπεραίνουμε αβίαστα λοιπόν ότι το πνεύμα των Πατέρων της Α'
Οικ. Συνόδου ήταν αφενός μέν να συνεορτάζουν όλοι οι χριστιανοί την
ίδια ημέρα το Πάσχα και αφετέρου να διαχωρίσουν το συνεορτασμό
του Πάσχα με τους Ιουδαίους δηλαδή εκτός από τη συνταύτιση μεταξύ
των ομοδόξων ,επετεύχθη ταυτόχρονα και η απομάκρυνση του
συνεορτασμού του Πάσχα με τους Ιουδαίους. Τους τότε Αγίους τους
ενδιέφερε να μην συνεορτάζουν με αιρετικούς ή αλλοθρήσκους.
Αυτό άλλωστε έγινε και νόμος της Εκκλησίας π.χ. : «Ου δεί παρά
των Ιουδαίων ή αιρετικών τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν,
μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς» (37ος καν. Λαοδικείας) και αλλού.
Έτσι τότε καταδικάστηκαν ως αιρετικοί από την Β' Οικ. Σύνοδο οι
λεγόμενοι πρωτοπασχίτες οι οποίοι γιόρταζαν το Πάσχα την
«τεσσερεσκαιδεκάτη» , και ενώ σε όλα τα άλλα ήταν ορθόδοξοι ,
διέφεραν μόνο στο θέμα του «ταυτόχρονου» εορτασμού με την
υπόλοιπη Εκκλησία. Στον λόγο του Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου εις
τους τα πρώτα Πάσχα νηστεύοντας (Ε.Π.Ε.34,170-172) βέπουμε να
απευθύνεται προς τους πρωτοπασχίτες : «...και από των αθλητών
τούτων η Σύνοδος άπασα συγκεκρότητο τότε και μετά της Πίστεως
και τούτο ενομοθέτησαν, ώστε κοινή και συμφώνως την εορτήν
97

ταύτην επιτελείν...Όρα τι ποιείς τοσούτους κατακρίνων Πατέρας ,


ούτως ανδρείους και σοφούς».
Η λατρευτική ενότητα λοιπόν αποτελεί επιταγή των Αγίων μας και
συνοψίζουν σύγχρονοι καθηγητές επ αυτού:
"Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΙΒΗΣ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΥΓΙΑ ΑΝΤΙΛΗΨΙΝ ΔΕΝ ΕΓΚΕΙΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΙΣ
ΤΗΝ ΚΑΤΑ ΓΝΩΣΙΝ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑΝ ΕΝΙΑΙΑΝ ΚΑΙ ΑΠΑΡΑΛΛΑΚΤΟΝ
ΠΙΣΤΙΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑ ΠΡΑΞΙΝ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΟΝ ΚΑΙ

ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΟΝ ΕΚΔΗΛΩΣΙΝ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΥΣΙΝ ΑΥΤΗΣ." (βλ.

Ανδρούτσου, Δογματική της Όρθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας,


Αθήναι 1956, σελ. 274)
Προφανώς ο κανονισμός των Πατέρων της Α' Οικ. Συνόδου αποτελεί
οδοδείκτη και για τη συνέχεια ,δηλαδή θα πρέπει να αποφεύγεται ο
συνεορτασμός με κάθε είδους αιρετικό:
«...έτσι κατανοείται η εκκλησιαστικοκανονική εντολή από την Α'
Οικ.Σύνοδο που έλυσε τελεσίδικα το θέμα του εορτασμού του Πάσχα
325 μ.Χ. ως σήμερα «μη μετά Ιουδαίων συνεορτάζειν»
ΠΟΥ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΜΕ ΤΟ «ΜΗ ΜΕΘ' ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ
ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΕΙΝ» ...Γι αυτό ήδη το 1582 η ορθόδοξη Ανατολή απέρριψε το
νέο ημερολόγιο όχι για λόγους επιστημονικούς ,αλλά εκκλησιολογικούς,
διότι Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ
ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΕΝΩΤΙΚΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΗΣ
ΣΥΜΠΤΩΣΗΣ ΩΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΗΣ ΚΑΙ «ΕΚ ΤΩΝ ΚΑΤΩ» (ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
ΒΑΣΗ) ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ . ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΝΣΑΡΚΩΝΕ ΚΑΙ Η
98

ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ 1920...» ( π.Γ.


Μεταλληνός εφημ. Καθημερινή 14/4/96 ).

Ας δούμε όμως και μια άλλη εξίσου σοβαρή πτυχή του θέματος.α .
Όπως είπαμε το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι άγιοι Πατέρες της, ή
ταν να μη γιορτάζουν οι χριστιανοί το Πάσχα την ίδια μέρα, που
γιόρταζαν οι Εβραίοι το δικό τους Πάσχα. Για το σκοπό αυτό έπρεπε
να λάβουν υπ' όψη πως οι Εβραίοι προσδιόριζαν την εξεύρεση την
ημερομηνία γιορτασμού του Πάσχα τους.
Αυτό ακριβώς συνετέλεσε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος να ορίσει να
γιορτάζεται το χριστιανικό Πάσχα την πρώτη Κυριακή, μετά
την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία.(1) Την απόφασή της
αυτή η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συμπεριέλαβε όχι σε κάποιο Κανόνα
της, αλλά σε « Όρο». Στους « Όρους» οι Οικουμενικές
Σύνοδοι συμπεριλάμβαναν τα δογματικά θέματα. Θέλησαν με τον
να τρόπο αυτό, να δείξουν ότι το θέμα αυτό, το θεώρησαν δόγμα
πίστεως και ότι δεν χωράει καμιά οικονομία.
β. Ο « Όρος» της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, δεν διασώθηκε.
Μαθαίνουμε γι' αυτόν από Επιστολή που έστειλε ο Μέγας
Κωνσταντίνος στις Εκκλησίες, για να τις ενημερώσει για τις
αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, από τους διάφορους
ιστορικούς της εποχής εκείνης και από τον α΄ Κανόνα της Συνόδου
της Αντιόχειας.
Τον α΄ Κανόνα της Αντιόχειας τον παραθέτουμε σε μετάφραση:
99

« Όλοι όσοι τολμούν να καταπατούν τον Όρον της αγίας και


μεγάλης Συνόδου, που συγκλήθηκε στη Νίκαια με την παρουσία
της ευσέβειας του θεοφιλέστατου βασιληά Κωνσταντίνου,
σχετικά με τη γιορτή του σωτηρίου Πάσχα, να είναι ακοινώνητοι
και απόβλητοι από την Εκκλησία, αν επιμένουν να αντιστέκονται
με εριστικό πνεύμα σ' όσα ορθά έχουν αποφασιστεί, και αυτά ας
ορίζονται για τους λαϊκούς.
Κι' αν κάποιος από τους επικεφαλής της Εκκλησίας, δηλ.
επίσκοπος ή
Πρεσβύτερος ή διάκονος, ύστερα από αυτόν τον Όρον, τολμήσει
να αυθαιρετήσει έτσι, ώστε να προκαλέσει διαστροφή του
πλήθους και ταραχή των Εκκλησιών και να τελέσει το Πάσχα
μαζί με τους Ιουδαίους, αυτόν η αγία Σύνοδος από τώρα και στο
εξής τον έκρινε κιόλας ξένο προς την Εκκλησία, επειδή όχι μόνο
επισωρεύει αμαρτίες για τον εαυτό του, αλλά γίνεται αίτιος
διαφθοράς και διαστροφής για πολλούς.
Και δεν καθαιρεί μόνο αυτούς από το λειτούργημά τους,
αλλά και όσους θα τολμήσουν να «κοινωνήσουν» μ' αυτούς μετά
την καθαίρεσή τους. Και όσοι καθαιρέθηκαν να στερούνται και
την εξωτερική τιμή την οποία απολαμβάνει ο άγιος κανόνας και
το ιερατείο του Θεού».(2)
Ο α΄ Κανόνας της Συνόδου Αντιόχειας είναι πολύ σημαντικός. Θα
κάνουμε τρεις παρατηρήσεις έπ' αυτού.
100

α. Παρατήρηση πρώτη.
Ο Κανόνας αυτός αποκόπτει απ' την Εκκλησία κάθε πιστό που
παραβαίνει τον « Όρο» της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Δηλαδή,
αποκόπτει καθένα, που δεν γιορτάζει το Πάσχα που όρισε η Α΄
Οικουμενική Σύνοδος, όπως πρέπει να το γιορτάζουν οι Ορθόδοξοι.
Κάθε κληρικός που δεν γιορτάζει, ή δεν θα γιορτάζει στο μέλλον
την ημερομηνία αυτή το Πάσχα, είναι ήδη καθηρημένος από τότε,
δηλ. από τη μέρα που το αποφάσισε η Σύνοδος της Αντιόχειας, που
εξέδωσε τον Κανόνα αυτό.
Στον Κανόνα αυτό, το αξιοπερίεργο είναι ότι οι παραβάσεις
του, ακόμα και οι μελλοντικές, δεν παραπέμπονται να
δικαστούν από άλλη Σύνοδο, που θα λειτουργήσει σαν
Δικαστήριο, αλλά τις δικάζει η Σύνοδος που εξέδωσε τον
Κανόνα! Ο Κανόνας αυτός, κι' άλλοι δύο ακόμα, ο α΄ και β΄ της
Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, είναι οι μόνοι, από τους
υπεροκτακόσιους Κανόνες που υπάρχουν στην Εκκλησία, οι
οποίοι έχουν προδικάσει προκαταβολικά παραβάσεις της
Εκκλησίας προτού ακόμα συντελεστούν! Αυτό φαίνεται
ολοκάθαρα στον Κανόνα αυτό, όταν λέει για κάθε μελλοντικό
παραβάτη, ότι «τούτον η αγία Σύνοδος εντεύθεν ήδη αλλότριον
έκρινε της Εκκλησίας», δηλ. αυτόν τον παραβάτη η αγία Σύνοδος
από τώρα τον έκρινε ξένον, αποκομμένο από την Εκκλησία! Οι
λοιποί Κανόνες που προβλέπουν την επιβολή επιτιμίου σε
101

παραβάσεις τους χρησιμοποιούν στη διατύπωσή τους συνήθως


για τον παραβάτη τα ρήματα, που είναι στην προστακτική, όπως
το «αφοριζέσθω», «καθαιρείσθω», «ανάθεμα έστω» κτλ. Ο
παραπάνω Κανόνας της Αντιόχειας αναφερόμενος στον
παραβάτη λέει ότι «καθαιρεί» και «εντεύθεν έκρινεν ήδη»!
Επομένως, κάθε παραβάτης του «΄Ορου» της Α΄ Οικουμενικής
Συνόδου έχει ήδη κριθεί και έχει καταδικασθεί είτε σε αφορισμό,
είτε σε καθαίρεση!
β. Παρατήρηση δεύτερη
Ο α΄ Κανόνας της Αντιόχειας ότι όσοι κληρικοί «κοινωνούν»
με ήδη καθηρημένους από τη Σύνοδο κληρικούς επειδή
παραβαίνουν τον « Όρο» της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, είναι και
αυτοί πλέον καθηρημένοι!
γ. Παρατήρηση τρίτη.
Ορίζει ακόμα ο ίδιος Κανόνας της Αντιόχειας ότι ο κληρικός
εκείνος (επίσκοπος, πρεσβύτερος ή διάκονος) ο οποίος «μετά
τον Όρον τούτον τολμήσειεν επί διαστροφή των λαών και
ταραχή των Εκκλησιών ιδιάζειν, και μετά Ιουδαίων επιτελείν το
Πάσχα, τούτον η αγία Σύνοδος εντεύθεν ήδη αλλότριον έκρινεν
της Εκκλησίας»!
Δηλαδή, με βάση τον Κανόνα αυτό είναι αποκομμένος από το
σώμα της Εκκλησίας κάθε κληρικός που θα τολμήσει να
αυθαδιάσει εναντίον του «Όρου» της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου
102

και θα θελήσει να διαστρέψει τους πιστούς να μην τηρούν τις


δεσμεύσεις του, προκαλώντας ταραχή στην Εκκλησία, για να
γιορτάζεται το Πάσχα με τους Ιουδαίους! Ποιοι είναι αυτοί οι
κληρικοί που αυθαδιάζουν κατ' αυτό τον τρόπο;
Είναι όσοι καλλιεργούν το έδαφος για αλλαγή του Πασχαλίου,
προτείνοντας τον γιορτασμό του Πάσχα, όχι στην ημερομηνία
που όρισαν οι άγιοι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά
σε άλλη!
3. Το 1924 είναι γεγονός ότι ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος δεν
άλλαξε το Πασχάλιο, όπως είχε προταθεί από το λεγόμενο
«Πανορθόδοξο Συνέδριο» της Κωνσταντινουπόλεως του 1923. Η
Εκκλησία της Φινλανδίας όμως δέχτηκε την ημερολογιακή
μεταβολή. Άλλαξε πριν ογδόντα χρόνια, όχι μόνο το Παληό
ημερολόγιο, αλλά και το Πασχάλιο! Έκτοτε, γιορτάζει το Πάσχα
με τους παπικούς, που πολλές φορές συμπίπτει με το Πάσχα των
Εβραίων, ή και πριν από αυτό. Αυτό σημαίνει σύμφωνα με τον
παραπάνω Κανόνα της Αντιόχειας ότι οι κληρικοί της είναι ήδη
καθηρημένοι και οι πιστοί αποκομμένοι απ' την Εκκλησία.
Θα διερωτηθεί κάποιος, τι μας ενδιαφέρει εμάς, αν η
Εκκλησία της Φινλανδίας, δέχτηκε το παπικό Πασχάλιο! Όμως,
μας ενδιαφέρει άμεσα. Γιατί δεν πρέπει οι Ορθόδοξοι κληρικοί,
όπως ορίζει ο α΄ Κανόνας της Αντιόχειας, να έχουν «κοινωνία»
με τους κληρικούς της Φινλανδίας. Όσοι κληρικοί έχουν
103

«κοινωνία» με τους κληρικούς της Εκκλησίας αυτής, είναι και


αυτοί καθηρημένοι, σύμφωνα με τον παραπάνω Κανόνα.
Ποιοι κληρικοί έχουν «κοινωνία» με την Εκκλησία της
Φινλανδίας; Μόνο οι κληρικοί που δέχτηκαν ή ανέχονται το
Νέο Γρηγοριανό Ημερολόγιο! Επομένως, μπορεί ορισμένοι
επίσκοποι να μην άλλαξαν το Πασχάλιο, όμως επειδή έχουν
«κοινωνία» με την Εκκλησία της Φινλανδίας, είναι σαν
να άλλαξαν και οι ίδιοι το Πασχάλιο. Οι συνέπειες είναι ακριβώς
οι ίδιες!
4. Σύμφωνα με τον παραπάνω Κανόνα όσοι κληρικοί
αυθαδιάζουν προς τον «΄Ορον» της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου με
το να ζητούν την αλλαγή της ημερομηνίας γιορτασμού του
Πάσχα είναι ήδη, προκαταβολικά από τη Σύνοδο της Αντιόχειας,
καθηρημένοι!
Ποιοι είναι αυτοί; Είναι όσοι κατά καιρούς έχουν ταχθεί υπέρ
της αλλαγής της ημερομηνίας του Πάσχα, για να το γιορτάζουμε
την ίδια μέρα με τους Λατίνους, όπως είναι ο Μελέτιος
Μεταξάκης, ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, μέχρι τον
Αθηναγόρα και τους διαδόχους του Δημήτριο και Βαρθολομαίο.
ΗΒ΄ Σύνοδος του Βατικανού στις 4 Δεκεμβρίου 1963 διακήρυξε:
« Η Αγία Σύνοδος δεν εναντιούται εις το να ορισθεί παγία
Κυριακή δια την εορτήν του Πάσχα εν τω Γρηγοριανώ
ημερολογίω, συγκατανευόντων όσων ενδιαφέρονται σχετικώς,
104

ιδία δε των διϊσταμένων προς την κοινωνίαν της Αποστολικής


έδρας αδελφών…».(3)
Ο Αθηναγόρας σε μήνυμά του προς το οικουμενιστικό
«Συμπόσιο», που διοργάνωσε ο Δραγάν στην Αθήνα στις 11
Ιουνίου 1969, γράφει: « Και αύθις επαναλαμβάνομεν εις όλον
τον χριστιανικόν κόσμον ως ημέραν κοινού εορτασμού του
Πάσχα την δευτέραν Κυριακήν του Απριλίου, ελπίζοντες, ότι ο
κοινός ούτος εορτασμός, ο σταθερός, θα αποτελέσει όχι μόνον
έν σύμβολον, αλλά και μίαν θετικήν συμβολήν εις την τελείωσιν
της χριστιανικής ενότητος».(4)
Παραλείπουμε τις άλλες δηλώσεις των Πατριαρχών για το θέμα αυτό.
Αυτό όμως που αποδεικνύεται είναι, πως οι εκκλησιαστικοί αυτοί
ηγέτες με τις δηλώσεις τους αυτές, σύμφωνα με τον α΄ Κανόνα της
Αντιόχειας, είναι ήδη καθηρημένοι και ακοινώνητοι.
Ύστερα από τα παραπάνω συνάγεται, ότι ναι μεν όσοι άλλαξαν το
Ημερολόγιο, δεν άλλαξαν ευθέως και το Πασχάλιο, όμως εφόσον
έχουν κοινωνία, αφ' ενός μεν με την Εκκλησία της Φινλανδίας, που
δέχτηκε το παπικό Πασχάλιο και αφ' ετέρου με τους Πατριάρχες
ΚΠόλεως, που ζητούν την αλλαγή της ημερομηνίας γιορτασμού του
Πάσχα και είναι ως εκ τούτου προκαταβολικά καθηρημένοι, είναι
προφανές, ότι παραβαίνουν τον « Όρο» της Α΄ Οικουμενικής
Συνόδου, κατά τον α΄ Κανόνα της Αντιόχειας, πράγμα το οποίο είναι
θέμα πίστεως.
105

1. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης γράφει ότι η δέσμευση


να γιορτάζεται το Πάσχα μετά την πρώτη πανσέληνο και ημέρα
Κυριακή, έχομε από την Παράδοση και όχι από τον «΄Ορον»
της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (Πηδάλιο, ερμηνεία εις 7ον
Αποστολικό Κανόνα).
2 «Πάντας τους τολμώντας παραλύειν τον ΄Ορον της Αγίας
και Μεγάλης Συνόδου της εν Νικαία συγκροτηθείσης επί
παρουσία της ευσεβείας του θεοφιλεστάτου βασιλέως
Κωνσταντίνου, περί της αγίας εορτής του σωτηριώδους Πάσχα,
ακοινωνήτους και αποβλήτους είναι της Εκκλησίας, ει
επιμένοιεν φιλονεικότερον ενιστάμενοι προς τα καλώς
δεδογμένα, και ταύτα ειρήσθω περί των λαϊκών.
3 Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και παπισμός, τομ. Β΄σελ.571
4 αυτόθι σ. 571.
http://clubs.pathfinder.gr/antioikoumene/593610

You might also like