Professional Documents
Culture Documents
Επιστρέφοντας
στο
ΔρόμοτουΜεταξιού
24grammata.com
2
3
2014
4
ISBN: 978-618-80957-2-4
Σελίδες: 116
Γραμματοσειρά: FranklinGothicMedium
Περιεχόμενα
σελ.
1. Εισαγωγή στο δρόμο του μεταξιού 13
2. Απαραίτητες γνώσεις και διευκρινίσεις 23
3. Σύντομη ιστορία του μεταξιού 27
4. Η περίοδος από το 200 έως το 600 περίπου μ.Χ. 47
5. Το ταξίδι του Faxian στην Ινδία 51
6. Η Τρίτη χρυσή εποχή του Δρόμου του Μεταξιού 63
7. Οι επιπτώσεις των ταξιδιών του Xuanzang 73
8. Η εμφάνιση του Τζένγκις Χαν στην Ιστορία 83
9. Pax Mongolica 87
10. Τα καραβάνια και ο ρόλος τους στο Δρόμο του Μεταξιού. 95
11. Παναγιώτης Ποταγός (1838-1903)-Ένας μεγάλος αλλά ξεχασμένος
γιατρός-εξερευνητής 105
12. Βιβλιογραφία σχετικών παραθεμάτων και αναφορών 111
8
9
“Once, at the dreaming dawn of history, before the world was categorized and
regulated by mortal minds, before solid boundaries formed between the mortal world
and any other fairies roamed freely among men, and the two races knew each other
well. Yet the knowing was never straightforward, and the adventures that mortals
and fairies had together were fraught with uncertainty, for fairies and humans were
alien to each other”
Ακριβώς έξω από τη δυτική πύλη της πόλης Χίβα, ενός φημισμένου σκλαβοπάζαρου, ο
σημερινός επισκέπτης προετοιμάζεται για το ταξίδι στο παρελθόν, για την επίσκεψη ενός
σπουδαίου σταθμού του Μεγάλου Δρόμου του Μεταξιού.
10
11
Η καλύτερη ώρα της μέρας όταν το κουρασμένο καραβάνι αργά το βράδυ, φτάνει στο
πάντα φιλόξενο καραβανσεράι.
Χάρη στα πλοία και γενικώς τις πλωτές οδούς η Ιαπωνία από τη μια μεριά και οι
πολύ δυτικές περιοχές της Βόρειας Αφρικής και της Ευρώπης από την αντίπερα,
μοιράζονταν τα αγαθά, τις ιδέες και όλα τα άλλα συμπαρομαρτούντα που
μεταφέρονταν σε όλους τους σταθμούς του Δρόμου του Μεταξιού, που θα
15
Η γενέτειρα του Αλισέρ Ναβάι, Χεράτ, πρωτεύουσα της Χορασάν, ένδοξη πόλη–σταθμός
του Μεγάλου Δρόμου.
Στο αποκορύφωμά του, στον 7ο και 8ο αιώνα μ.Χ. το κύριο τμήμα του χερσαίου
Δρόμου του Μεταξιού, εκτεινόταν για πάνω από 4000 μίλια από τα ανατολικά
προς τα δυτικά, από τη Changan (τη σημερινή Xian) την πρωτεύουσα της
δυναστείες των Han και Tang στην βόρεια και κεντρική Κίνα, έως την Αντιόχεια,
την Τύρο, την Κωνσταντινούπολη και άλλες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου.
Καθ’ όλο το μήκος του διερχόταν μέσα από θρυλικές πόλεις όπως ήταν η Χίβα, η
Μπουχάρα και η Σαμαρκάνδη στο σημερινό Ουζμπεκιστάν, από την Καμπούλστο
Αφγανιστάν, τη Σούσα στο Ιράν, τη Βαγδάτη στο Ιράκ και την ξακουστή Παλμύρα
μέσα στη έρημο της Συρίας. Διέσχιζε ερήμους, στέπες, ποτάμια και οροσειρές, το
16
Πωλητές φρούτων σε ανατολίτικο παζάρι της κεντρικής Ασίας, γύρω στα 1870.
Επίδοξοι ληστές και κακοποιοί κυνηγούσαν άγρια τους ταξιδιώτες και εμπόρους,
ενώ πολλά παράξενα φαγητά, το νερό, και βεβαίως αναρίθμητοι μικρο-
οργανισμοί, απειλούσαν την υγεία των ταξιδιωτών με ασθένειες κατ’ εξοχήν
θανατηφόρες εκείνες πάντοτε τις εποχές. Εκτός αυτών όμως, σοβαρές ψυχικές
ασθένειες ήταν πολύ συχνές, αλλά σπανίως αναφέρονταν και τότε, αλλά και
αργότερα.
Για ένα διάστημα τα εσωτερικά τείχη της πόλης Χίβα, στην επιφάνεια με τη μικρότερη
κλίση, χρησιμοποιήθηκαν και για την ταφή των νεκρών όπως φαίνεται χαρακτηριστικά
και σήμερα.
το λόγο οι ομάδες των ταξιδιωτών φροντίζουν να είναι πολύ κοντά η μία στην
άλλη. Πριν κοιμηθούνε βάζουνε σημάδι, που να δείχνει την κατεύθυνση που
πρέπει να πάρουνε για το ταξίδι τους. Και γύρω από το λαιμό όλων των ζώων
τους, δένουνε μικρά κουδούνια, έτσι ακούγοντας τον ήχο μπορούν να τα
προλάβουν να μη βγουν από το μονοπάτι και χαθούν μέσα στην έρημο… ’’.
Οι συχνοί και υπαρκτοί κίνδυνοι του ταξιδιού κατά μήκος του Δρόμου του
Μεταξιού μειώθηκαν αισθητά, οι συνθήκες βελτιώθηκαν και τα ταξίδια
κατέστησαν δυνατά με τη δημιουργία των αποκαλούμενων καραβανσεραγιών και
των παρεμφερών αρχιτεκτονικών δομών που επέτρεπαν στους ταξιδιώτες να
κατευθύνονται από το ένα ασφαλές καταφύγιο στο άλλο, με ρυθμό περίπου 20
έως 25 μίλια (σαράντα περίπου χιλιόμετρα) την ημέρα, με τη βοήθεια βέβαια
πληθώρας δυνατών και υπομονετικών συνάμα ζώων, όπως καμήλες Βακτριανής,
βόδια, βουβάλια, άλογα, αραβικές καμήλες, γαϊδούρια, κι ακόμη ελέφαντες. Από
όλα τα προαναφερθέντα όμως, η αργή σε ταχύτητα αλλά δυνατή Βακτριανή
καμήλα, αυτή δηλαδή με τους δύο ύβους στη ράχη, ήταν το ζώο που μπορούσε
να μεταφέρει φορτία μέχρι τριακόσια κιλά, και φυσικά διεκπεραίωνε αγόγγυστα
το μεγαλύτερο μέρος των μεταφορών στις αφιλόξενες ερήμους της κεντρικής
Ασίας.
Τα τείχη της ακρόπολης στη σημερινή Χεράτ του Αφγανιστάν, βασικός σταθμός του
δικού μας Παναγιώτη Ποταγού.
Κατά μήκος λοιπόν των διαδρομών του Δρόμου του Μεταξιού μετακινούνταν
έμποροι και εμπορεύματα, προσκυνητές επισκέπτονταν ιερούς τόπους,
ιεραπόστολοι αναζητούσαν υποψήφιους πιστούς για προσηλυτισμό σε
συγκεκριμένη θρησκεία την οποία πίστευαν και υπηρετούσαν και στις οποίες
συγκαταλέγονταν Χριστιανοί, Ζωροάστρες και Βουδιστές, κατά κύριο λόγο,
στρατοί ταξίδευαν για αποστολές κατάκτησης νέων εδαφών, κάποιες φορές για
ειρηνευτικές αποστολές, άποικοι εξωθούνταν, άλλες φορές με τη θέλησή τους κι
άλλες όχι, και εκτοπίζονταν σε απομακρυσμένες και παραμεθόριες περιοχές,
πρέσβεις και πολύφερνες νύφες ταξίδευαν σε μακρινές χώρες για να
εδραιώσουν διακρατικές συμμαχίες και αυτοκρατορικοί υπάλληλοι τοποθε-
τούνταν σε προχωρημένα φυλάκια με σκοπό απώτερο τι άλλο, παρά την
εξυπηρέτηση των συμφερόντων των χωρών τους. Εκτός από τα βιομηχανικά
προϊόντα, ζώα, φρούτα και λαχανικά μεταφέρονταν σε νέα κι απομακρυσμένα
σπίτια και συνοικίες μεσαιωνικών αστικών κέντρων, όπου σταδιακά γινόντουσαν
21
Δεν ήταν πάντα όμως οι πάσης φύσεως μετακινήσεις, για καλό σκοπό! Ασθένειες
δύσκολες ταξίδευαν ένθεν κακείθεν σε αυτές τις πορείες, και επικίνδυνοι
μικροοργανισμοί οι οποίοι δεν επιδέχονταν θεραπείας για τα δεδομένα της
εποχής τους, μεταφέρονταν μαζί με τις ανθρώπινες και ζωικές υπάρξεις.
23
Οι ταξιδιώτες και περιηγητές κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού κατά τη
διάρκεια της κλασσικής εποχής αναφέρονταν στα δρομολόγια με πολλούς και
διαφορετικούς όρους. Κι ακόμα, πρέπει να τονίσουμε, δεν υπάρχει καμία
απόδειξη ή έστω ένδειξη τι ονομαζόταν ‘‘Δρόμος του Μεταξιού’’, κι αν αυτός
τελικώς συμπεριελάμβανε μέρος ή ολόκληρο το μήκος του όπως παραδοσιακά
αναφέρεται από τους ιστορικούς. Ο όρος είναι προφανώς μια σύγχρονη εκδοχή.
Κατά τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, μεγάλες ομάδες
δυτικών, κυρίως ευρωπαίων, οι οποίες περιελάμβαναν περίεργους, τυχοδιώκτες
24
αλλά και επιστήμονες, άρχισαν να ταξιδεύουν μέσα σε αυτή την τεράστια περιοχή
της Κεντρικής Ασίας η οποία ήταν γνωστή ως Τουρκεστάν, ουσιαστικά αφιλόξενα
εδάφη για τα δεδομένα των ευρωπαίων, που κυριαρχούνταν από ποιμένες και
νομάδες, οι οποίοι μιλούσαν μια ποικιλία τουρκικών γλωσσών, με σκοπό να
διερευνήσουν και αποκαλύψουν τα σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένα ερείπια μυθικών
πολιτειών, να εντοπίσουν ξεχασμένους πλούτους, μαζί ή ξεχωριστά από
θρησκευτικά προσκυνήματα κατά μήκος των αρχαίων καραβανιών που συνέδεαν
την Ανατολή και τη Δύση.
μεγαλύτερο τμήμα της Άπω Ανατολής, μεταξύ των ετών 1860 και 1862. Στην
πραγματικότητα, στόχος της διπλωματικής εκείνης αποστολής, ήταν η σύναψη
διπλωματικών και εμποριών σχέσεων της Πρωσίας και της Γερμανικής
Τελωνειακής Ένωσης με την Κίνα, την Ιαπωνία και το Σιάμ.
Δεν προέκυψε κάτι το σημαντικό από αυτά τα ταξίδια, και δυστυχώς το
μεγαλύτερο μέρος των αρχείων του Richthofen και των συλλογών, χάθηκαν. Για
να είμαστε όμως ακριβοδίκαιοι, την εποχή εκείνη η Κίνα ήταν απρόσιτη λόγω της
εξέγερσης Taiping, αλλά ο Richthofen ήταν εντυπωσιασμένος με τη σκοπιμότητα
της εξερεύνησης και δεν έχασε την ευκαιρία που του δινόταν μπροστά του
απλόχερα.
Ένα από τα πλοία της αποστολής Eulenburg (Φρεγάτα SMSThetis vor Anker).
μια γενική γεωγραφική πραγματεία. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι έδωσε ιδιαίτερη
προσοχή στους οικονομικούς πόρους των χωρών που διερχόταν. Έγραψε επίσης
μια πολύτιμη σειρά επιστολών με το Εμπορικό Επιμελητήριο της Σαγκάης, και ο
πρώτος που επέστησε την προσοχή στη σημασία των ορυχείων της Shantung και
του Kiaochow ως λιμάνι. Σημειωτέον παρά το γεγονός ότι διορίστηκε καθηγητής
της Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1875, ανέλαβε τα καθήκοντά του
επίσημα το 1879, λόγω της πλήρους απασχόλησής του με το έργο του στην Κίνα.
‘‘Autviaminveniamautfaciam’’
Αννίβας, 247-183 π.Χ., Καρχηδόνιος στρατηλάτης
Ιταλοί και οι Γάλλοι, αρχικά τουλάχιστον, έγιναν αυθεντίες και συνεχιστές της
συγκεκριμένης τέχνης.
Δρόμος της παλιάς πόλης της Τασκένδης, το 1916. Ουζμπέκοι ιθαγενείς με εθνική
ενδυμασία και βακτριανή καμήλα με σαμάρι.
Επανερχόμενοι στους Seres, ήταν καθολικά αποδεκτό, ότι αυτοί ήσαν έξυπνοι
ειδικά στο εμπόριο, συνετοί, δίκαιοι και συμπονετικοί άνθρωποι, με ευγενική
φύση, εθισμένοι περιέργως στην άνεση και κάποιας μορφής πολυτέλεια, την
ειρήνη και την αρμονία. Για τους Ρωμαίους, το παλιό και αμοιβαία κερδοφόρο
εμπόριο μαζί τους περιήλθε σε κίνδυνο όταν οι μεσάζοντες, τουτέστιν οι Πάρθοι,
σφετερίστηκαν από τους Σασσανίδες.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Ρωμαίοι ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με το
μετάξι στην ολέθρια μάχη της Carrhae. Η μάχη των Καρρών πραγματοποιήθηκε
το 53 π.Χ. ανάμεσα στους Ρωμαίους του Μάρκου Λικίνιου Κράσσου και τους
Πάρθους του Σουρένα, στις Κάρρες της Μεσοποταμίας, τη σημερινή Χαρράν της
Τουρκίας. Κάποιες μαρτυρίες για τη μάχη ισχυρίζονται ότι ο στρατός των Πάρθων
ξεδίπλωσε μαζικές ποσότητες μεταξένιων υφασμάτων και άλλων παρεμφερών
αντικειμένων που έλαμπαν σε τέτοια ένταση ώστε η σύγχυση, ο φόβος και το
θάμπωμα που επέφερε στις τάξεις των επτά ρωμαϊκών λεγεώνων, συνέβαλε
καθοριστικά στην ήττα τους. Οι Ρωμαίοι, όμως, σύντομα έμαθαν να αγαπούν κι
όχι να φοβούνται το μετάξι, σε τέτοιο βαθμό ώστε το 14 μ.Χ. ο αυτοκράτορας
Τιβέριος προσπάθησε ανεπιτυχώς να απαγορεύσει στους άνδρες του να φορούν
ρούχα που γινόντουσαν από αυτό το ‘‘παρακμιακό’’ υλικό το οποίο ήρθε στην
30
ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μέσω του εμπορίου με τις πόλεις της βόρειας Συρίας και
του Ιράκ. Στην αρχή ενώ το δαπανηρό ύφασμα ήταν διαθέσιμο μόνο στους πολύ
πλούσιους, αργότερα το μετάξι ήρθε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε τόσο μεγάλη
ποσότητα, ώστε το 380 μ. Χ. ένας ρωμαίος ιστορικός θα μπορούσε να αναφέρει
με κάποια δόση υπερβολής ίσως, ότι το μετάξι ήταν άφθονο και ανέξοδο και
εξαπλώθηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμη και στους φτωχότερους. Ήταν
σίγουρα αρκετά κοινό κατά τον 4ο αιώνα, αφού το χρησιμοποιούσαν και για
σάβανα στους ενταφιασμούς.
Όσο σημαντικό όμως κι αν ήταν το μετάξι, δεν ήταν το μόνο στοιχείο και αγαθό
που αντάλλασσαν, πωλούσαν και αγόραζαν στο Δρόμο του Μεταξιού. Από την
Κίνα έρχονταν ο σίδηρος, η λάκα, οι πορσελάνες και βεβαίως πολλά άλλα
βιομηχανικά εμπορεύματα. Σε αντάλλαγμα, η Κίνα ελάμβανε από τη Νότια Ασία,
βαφές και μπαχαρικά, καθώς και βουδιστικά κειμήλια και κείμενα, ενώ από την
Κεντρική Ασία, δυνατά άλογα και πολύτιμο νεφρίτη.
Κατά την διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων, η Δύση έστελνε προς ανατολάς
χρωματιστά υαλικά, κεχριμπάρι, χάλκινα αγαλματίδια και ιδίως χρυσό και ασήμι.
31
Πράγματι, η κύρια μορφή πληρωμής από τη ρωμαϊκή Δύση για το μετάξι και τα
άλλα πολυτελή αγαθά της Ανατολής ήταν ο χρυσός, πράγμα που σημαίνει ότι ο
ρωμαϊκός κόσμος υπέφερε από ένα είδος εμπορικής και οικονομικής
ανισορροπίας με την Ανατολή. Ο Ρωμαίος φιλόσοφος, φυσιοδίφης και
ιστοριογράφος Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79), αναστατωμένος από όλη τη
σπατάλη του πλούτου στην αυτοκρατορία σημείωνε την επικίνδυνη εκροή
συναλλάγματος από τη χώρα του προς την Ινδία. Από τον 3ο αιώνα και μετά, η
ανισορροπία του εμπορίου συνέβαλε, κι αυτή με της σειρά της, σε μεγάλο βαθμό
στη συνολική κοινωνική και οικονομική μιζέρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η εσωτερική ορθογώνια αυλή και η όλη αρχιτεκτονική της δομής του πολυτελούς,
σήμερα, ξενοδοχείου Abbasi στο Ισφαχάν του Ιράν, παραπέμπει σαφώς σε παλιό
καραβανσεράι.
Η πρώτη χρυσή εποχή, η οποία είδε το πραγματικό άνοιγμα του δρόμου του
μεταξιού, εκτεινόταν από το 100 π. Χ. έως το 200 μ.Χ., όταν δύο μεγάλες
αυτοκρατορίες, η Κίνα και η Ρώμη, αγκυροβολημένες στα άκρα του δρόμου του
μεταξιού, καθώς και δύο άλλες αυτοκρατορίες, η αυτοκρατορία Kushan της
βόρειας Ινδίας και του Αφγανιστάν και η αυτοκρατορία των Πάρθων του Ιράν και
του Ιράκ, παρείχαν την πολυπόθητη ασφάλεια για τη διακίνηση εμπορευμάτων
και ανθρώπων σε όλη την καρδιά της εσωτερικής Ασίας.
Το μετάξι όμως και πολλά άλλα προϊόντα είχαν ταξιδέψει μεγάλες αποστάσεις
σε ολόκληρη την Ευρασία και πριν από την κλασσική εποχή του Δρόμου του
Μεταξιού. Η προϊστορική Κίνα εισήγαγε νεφρίτη από την Κεντρική Ασία και πριν
από το 2000 π. Χ. Κινέζικο μετάξι που χρονολογείται στα 1500 π. Χ. βρέθηκε
επίσης και στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν, ενώ κάποια κομμάτια μεταξιού
βρέθηκαν σε αιγυπτιακούς τάφους που χρονολογούνται περίπου στο μακρινό
1000 π. Χ.
Η Κίνα όμως ήταν η κινητήρια δύναμη που οδηγούσε το εμπόριο του Δρόμου του
Μεταξιού κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τριών από τις τέσσερις χρυσές εποχές
του, ενώ ο Δρόμος αυτός δεν θα άνοιγε και άκμαζε ποτέ, εάν δεν αποκτούσε η
33
Η πολύβουη περιοχή της Ακρόπολης της Μπουχάρας γύρω στα 1890, σε φωτογραφία
του Engel.
Με την επιτυχία των στρατιωτικών δυνάμεων του Han Wudi στη στενή εκείνη
περιοχή, η αυτοκρατορία αποκτούσε πρόσβαση για σταθερή προμήθεια των
ονομαζόμενων ‘‘Ουράνιων Αλόγων’’ (HeavenlyHorses ή επίσης γνωστών ως
Dragon Horses). Αυτά τα υπέροχα άλογα από τα βοσκοτόπια της κοιλάδας
Φεργκάνα (Fergana Valley) του ανατολικού Ουζμπεκιστάν, προσέδιδαν επιθετική
δύναμη στο κινεζικό ιππικό για την καταπολέμηση των νομάδων σε σχεδόν
ισότιμη βάση.
Ο κινέζος αυτοκράτορας Wudi (βασίλεψε από 141 π.Χ. έως 87 π.Χ.) της
δυναστείας Χαν, ήταν αληθινός οπαδός της ιππασίας και είχε ακούσει πολλές
φορές γι αυτά τα άλογα που εξέτρεφαν κάποιες φυλές Ινδών και Σκύθων στη
σημερινή έκταση της Κεντρικής Ασίας. Οι Ούννοι (Hsiung-nu), τουρκο-μογγόλοι
νομάδες θεωρούνταν σοβαρή απειλή για την προσφάτως, από το τέλος του τρίτου
αιώνα π.Χ., ενωμένη Κίνα. Το Σινικό Τείχος, ειρήσθω εν παρόδω, ολοκληρώθηκε
στα 215 π.Χ. προκειμένου να προστατευθεί η Κίνα από τους αιμοδιψείς Hsiung-
nu, οι οποίοι είχαν τη συνήθεια να πίνουν το αίμα των σκοτωμένων εχθρών τους,
36
Υπολείμματα καραβανσεραγιού χτισμένου γύρω στα 1600 από τον Σάχη Αμπάς τον
Μεγάλο. Από τα μεγαλύτερα (εμβαδού δέκα στρεμμάτων) που χτίστηκαν στην περιοχή
του Χορασάν, στο βορειοανατολικό Ιράν.
Ο πρώτος πόλεμος στην ιστορία για άλογα, έγινε στα 104 π.Χ. Γύρω στο έτος
αυτό λοιπόν, ο διορισμένος πρεσβευτής της Κίνας σκοτώθηκε, αφού οι κάτοικοι
της κοιλάδας Φεργκάνα, δεν ήθελαν να δώσουν σε άλλους τα ανώτερα αυτά
άλογα τα οποία θεωρούσαν αποκλειστικό θησαυρό της χώρας τους. Ο κινεζικός
στρατός τότε, υπό τον στρατηγό LiKuang-li επιτέθηκε στον Τα-γιουάν (Ta-yuan)
στην κοιλάδα Φεργκάνα, με σκοπό να πάρει βιαίως τα άλογα εκείνα, έχασε όμως
τη μάχη και επέστρεψε στην πατρίδα του χωρίς αυτά. Οι ιστορικοί ονόμασαν τη
μάχη αυτή ως την πρώτη που έγινε για την απόκτηση αλόγων. Το 102 π.Χ., δύο
χρόνια αργότερα, εξήντα χιλιάδες άνδρες πάλι υπό τον στρατηγό LiKuang-li,
βάδισαν εναντίον της Φεργκάνα, στο δεύτερο πλέον πόλεμο για άλογα! Ο πόλεμος
έληξε αφού η περιοχή της Φεργκάνα πρόσφερε στον κινεζικό στρατό μερικές
δεκάδες εκλεκτών αλόγων και τρείς χιλιάδες μεσαίας μάλλον κατηγορίας. Όταν ο
κινέζος στρατηγός γύρισε πίσω, είχε στη διάθεσή του μόνον δέκα χιλιάδες άντρες
38
και μόλις τα χίλια από τις τρείς χιλιάδες άλογα που κατόρθωσαν να επιβιώσουν
από το μακρύ δρόμο για την Κίνα.
Για να εξασφαλίσουν λοιπόν, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, αυτό το ζωτικό
σύνδεσμο με τη γη στα δυτικά, οι κινέζοι δεν επέκτειναν μόνο τους πύργους
ελέγχου, αλλά δημιούργησαν επίσης τέσσερις οχυρωμένες πόλεις κατά μήκος της
στενής αυτής περιοχής οι οποίες όπως είναι ευνόητο, παρείχαν αυξημένη
ασφάλεια απέναντι στις επιθέσεις και εισβολές των νομάδων από τις στέπες.
Ταυτοχρόνως όμως, μετατράπηκαν αναπόφευκτα και σε δημοφιλέστατα
εμπορικά κέντρα. Σε μία από αυτές τις πόλεις, την Zhangye, οι πρέσβεις είκοσι
επτά διαφορετικών εδαφών συγκεντρώθηκαν γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα, για
ένα συνέδριο που αφορούσε τι άλλο από το εμπόριο, γεγονός που υποδήλωνε την
εξέχουσα στρατηγική θέση και καθοριστικό ρόλο της Κίνας πάνω στο Δρόμο του
Μεταξιού.
Μια από τις πολύτιμες βαριές στολές του ανώτατου Χαν της Μπουχάρας, στο Μουσείο
της Ακρόπολης της μυθικής πόλης.
39
τη στροφή του ισχίου και του ποδιού μακριά από τους ώμους και το κεφάλι για να
μεταδώσει μια αίσθηση δυναμισμού σε ένα κατά τα άλλα στατικό άγαλμα, και
τέλος την έμφαση στην έκφραση και τις λεπτομέρειες του προσώπου. Χάρη στις
ελληνορωμαϊκές επιρροές, ιδιαίτερα όπως έχει αποτυπωθεί από καλλιτέχνες της
αυτοκρατορίας Kushan στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, η βουδιστική γλυπτική
τέχνη έφτασε σε αξιοζήλευτο πράγματι επίπεδο.
Κατά παρόμοιο όμως τρόπο, η ζωγραφική στα βουδιστικά σπήλαια
κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, βασίστηκε σε πολλές και διαφορετικές
παραδόσεις, όπως Ινδική, Περσική και Δυτική. Το 1907, κατά τη διάρκεια
ανασκαφών, ήρθαν στην επιφάνεια θραύσματα τοιχογραφίας στα ερείπια της
πόλης Δρόμου του Μεταξιού Miran, η οποία βρίσκεται δυτικά της Dunhuang.
Μέχρι που η πόλη της Miran εξαφανίστηκε κάτω από την άμμο της ερήμου τον
11ο αιώνα, ήταν ένα σημαντικότατο σημείο στάσης κατά μήκος εκείνης της
νότιας διαδρομής στη λεκάνη Ταρίμ (TarimBasin). Λίγα πράγματα παραμένουν
από την Miran σήμερα, αλλά η ανακάλυψη των τοιχογραφιών της
αποτελεί την καλύτερη μαρτυρία του τρόπου με τον οποίο έγινε ανάμιξη των
ανατολικών και δυτικών πολιτισμών, κατά μήκος φυσικά πάντοτε του Δρόμου του
Μεταξιού.
42
Οι πίνακες που ανευρέθησαν στη Miran, φαίνεται να είναι όλοι έργο ενός
καλλιτέχνη και των μαθητών του. Σ’ ένα τμήμα τοιχογραφίας, φαίνεται το όνομα
του καλλιτέχνη, Tita, που για ορισμένους μελετητές είναι τουρκική παραλλαγή του
λατινικού ονόματος Titus. Πιθανόν αν κοιτάξουμε κάπως καλύτερα και με κάποια
δόση φαντασίας τα κομμάτια, ο καλλιτέχνης να ήταν Ρωμαίος. Οι πίνακες
παρουσιάζουν τους νέους θιασώτες του βουδισμού, τα πρόσωπα των οποίων
θυμίζουν την τέχνη αιγυπτιακών και ρωμαϊκών ζωγράφων ταφικών πορτραίτων.
Κάπου εκείνη την εποχή, αναφερόμαστε στον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ., η ενότητα της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας άρχισενα διαλύεται, και ένας από τους παράγοντες
που επιδείνωσαν την κρίση, ήρθε… από το Δρόμο του Μεταξιού. Από τα μέσα του
43
2ου έως και τον 6ο αιώνα, μια σειρά νέων ασθενειών ταξίδεψαν κατά μήκος του
Δρόμου του Μεταξιού, από την ανατολή προς δυσμάς, οι οποίες κατέστρεψαν την
ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Κάθε νέα ασθένεια, ιλαρά, ευλογιά και
βουβωνική πανώλη, εμφανιζόταν μέσα σε ένα απροστάτευτο και ανύποπτο
ανθρώπινο πληθυσμό και οδηγούσε σε αμέτρητους θανάτους και μαζικές
εξοντώσεις κοινωνιών και περιοχών. Οι επιπτώσεις των αιφνιδίων θανάτων
εκατομμυρίων κατοίκων της Μεσογείου κατά τη διάρκεια αυτών των τεσσάρων
και μισού αιώνων, συνέβαλε σημαντικά και αποφασιστικά στον τελικό
μετασχηματισμό του Ρωμαϊκού κόσμου.
Η αγορά Τσορσού (Chorsu) της Σαμαρκάνδης στη σημερινή της κατάσταση. Στο βάθος οι
μεντρεσέδες της πλατείας Ρεγκιστάν.
Ανεξάρτητα των θανάτων αυτών όμως, το εμπόριο σε όλο το μήκος του Δρόμου
του Μεταξιού συνεχίστηκε, μερικές φορές όμως κάπως αραιότερα, και μετά
βεβαίως από την πτώση της δύναμης των αυτοκρατοριών της Ρώμης
και της Κίνας, που ακολούθησε. Κατά τον 4ο, 5ο και στις αρχές του 6ου αιώνα
μ.Χ., το εμπόριο μεταξύ της Άπω Ανατολής και της Δύσης επιβραδύνθηκε
44
μερικώς, αλλά ποτέ δεν εξαφανίστηκε εντελώς. Τα πλούτη που αποκτούσαν και
είχαν στη διάθεσή τους οι έμποροι, τους έκαναν πρόθυμους και τους ωθούσαν να
αντέξουν τους κινδύνους αυτού του δύσκολου και δύσβατου δικτύου των δρόμων
που συνέδεαν την ανατολική με τη δυτική Ευρασία. Ο Δρόμος του Μεταξιού, ήταν
πολυποίκιλα ελκυστικός για να τον αγνοήσουν!
Η διαδρομή μέσα στα βουνά είχε μεγαλύτερους κινδύνους και ταλαιπωρίες για το
προσωπικό και τα εμπορεύματα του καραβανιού.
Μαζί με όλα τα εμπορικά αγαθά, κατά μήκος αυτών των διαδρομών ταξίδευαν,
όπως ήδη είπαμε, καλλιτεχνικά στυλ και φυσικά, θρησκείες. Έτσι βλέπουμε
κάποια αποδεικτικά στοιχεία βουδιστικών επιδρομών από την Ινδία στην δυτική
Κίνα ήδη από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., παρόλο που αρχικά ο Βουδισμός δεν
ήταν και πολύ ευπρόσδεκτος εκεί, επειδή η μεταφυσική και κοσμοθεωρία του,
ήταν ξένα στοιχεία προς τις βασικά κοσμικές, με οικογενειακό προσανατολισμό,
αξίες της Κίνας.
Αυτή η αντίσταση στα μηνύματα του Βουδισμού άρχισε να αλλάζει πλέον με την
κατάρρευση της αυτοκρατορίας Χαν το 220 μ.Χ., με την Κίνα να εισέρχεται σε
μια περίοδο πολιτικού κατακερματισμού που διήρκεσε κάπου τρεισήμισι αιώνες,
μέχρι το έτος 589. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου πλήρους
πολιτικής διχόνοιας, ένας αριθμός τουρκικών λαών διείσδυσε στις δυτικές και
βόρειες περιφέρειες της Κίνας, με αποτέλεσμα τη σύσταση βασιλείων που
45
Έως τώρα αναφερθήκαμε στην πρώτη, τη χρυσή ηλικία του Δρόμου του
Μεταξιού, την εποχή των Χαν, των Πάρθων και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και
είδαμε εν συντομία την πρώτη προσπάθεια διείσδυσης του Βουδισμού στην Κίνα
η οποία ακολούθησε την κατάρρευση της δυναστείας των Χαν το 220μ.Χ. Η
συνέχεια ήταν σχεδόν γνωστή. Συνέχιση και επίταση της βουδιστικής επιρροής
στην Κίνα και στα επιτυχημένα 1300 χρόνια της κλασσικής εποχής του Δρόμου
του Μεταξιού.
Η περίοδος από το 200 έως το 600 περίπου μ.Χ., είδε την κυριαρχία των
εμπορικών δρόμων της εσωτερικής Ασίας από τους κατοίκους της Σογδιανής,
έναν ανατολικό ιρανικό λαό. Η Σογδιανή που παλιότερα ονομαζόταν και
Υπερωξιανή, ήταν επαρχία της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών της Περσίας και
σε διαφόρους περιόδους της ιστορίας της, περιελάμβανε τις περιοχές γύρω από
την Μπουχάρα, τη Σαμαρκάνδη, τη Χουσάν και την Σαχριζάμπ, που σήμερα
ανήκουν στη Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν.
Ο μεντρεσές Σιρ Ντορ (SherDor) της πολλαπλώς δοξασμένης Σαμαρκάνδης, από πίνακα
(περίπου του 1870), του VasilyVereshchagin.
Σογδιανή, ήταν το ελληνικό όνομα για την περιοχή της στέπας ακριβώς ανατολικά
του ποταμού Αμού Νταριά (Όξος ποταμός), που θα μπορούσαμε να την ορίσουμε
γεωγραφικά, νοτίως της Βακτριανής, ανατολικά της Χωρεσμίας, μεταξύ του Ώξου
ποταμού και του ποταμού Ιαξάρτη (Συρ Νταριά) περικλείοντας την εύφορη
κοιλάδα της Ζεραβσάν.Η Σογδιανή πολιτικά ήταν διαιρεμένη σε μικρές πόλεις-
κράτη, όπως η Μπουχάρα και η Σαμαρκάνδη, αλλά ήταν από πλευράς
πολιτισμικής, ενωμένη. Περισσότερο από κάθε άλλο λαό, οι Σογδιανοί
υπηρέτησαν ως χερσαίοι έμποροι οι οποίοι έφερναν σε επαφή τα εδάφη της
49
δυτικής Ευρασίας με εκείνα της Ανατολής και ήταν σημαντικοί φορείς αγαθών,
αλλά και ιδεών. Πράγματι, ετυμολογικά ή λέξη Σογδιανός, ήταν συνώνυμημε τον
‘‘έμπορο’’ και η ιρανική γλώσσα της Σογδιανής ήταν ηlinguafranca (κοινή
γλώσσα) των εμπορικών δρόμων της Κεντρικής Ασίας. Τα γλυπτά των εμπόρων
από τη Σογδιανή, με τα κωνικά καπέλα τους (φρυγιανά καπέλα), τις πλήρεις
γενειάδες, συχνά κόκκινου χρώματος, και τις μεγάλες μύτες, ήταν ένα πρότυπο
στοιχείο για τους Κινέζους γλύπτες κεραμικών, για πολλούς αιώνες. Οι Σογδιανοί
είχαν εμπορικές σχέσεις με τα συνήθως ισχυρά και σταθερά κράτη της Περσίας,
της Ανατολικής Μεσογείου και της Ινδίας, αλλά στη Κίνα επικρατούσε
ομολογουμένως πολιτικό χάος. Οι έμπειροι έμποροι της Σογδιανής, μετέφεραν το
έργο τους στα βάθη της Ασίας, και συχνά προστατεύονταν από νομαδικά
τουρκικά φύλα, τα οποία όμως επωφελήθηκαν επίσης γενναία από τις εμπορικές
αυτές δραστηριότητες των Σογδιανών.
Το έργο όμως των τελευταίων, ήταν κάτι περισσότερο από την αγορά και πώληση
συνήθων αγαθών. Ο πολιτισμός των Σογδιανών ήταν βαθιά ζωροαστρικός, αλλά η
συχνή περιπλάνησή τους, είχε ως αποτέλεσμα πολλοί να υιοθετήσουν τη
βουδιστική, μανιχαϊστική, κι ακόμη τη Νεστοριανή χριστιανική πίστη.
Επισκεπτόμενοι και διαμένοντας σε κοινότητες της διασποράς κατά μήκος των
μεγάλων διαδρομών του Δρόμου του Μεταξιού, μέχρι και τη βόρεια Κίνα, οι
Σογδιανοί αποδείχτηκαν οι κύριοι φορείς αυτών των τεσσάρων ξένων θρησκειών,
ιδίως του Βουδισμού, ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο γι αυτές σε όλα τα βάθη
της Ασίας και βεβαίως στην Κίνα. Δεδομένου ότι ήταν και καλοί γνώστες ποικιλίας
γλωσσών, όπως άρμοζε στον εμπορικό τρόπο ζωής τους, οι Σογδιανοί
μετέφρασαν επίσης στα κινεζικά μεγάλο αριθμό βουδιστικών, μανιχαϊστικών και
Χριστιανικών κειμένων.
Παρά το γεγονός ότι οι Σογδιανοί εισήγαγαν μερικές από τις πρώτες Βουδιστικές
σούτρες (sutras) ή ιερά βιβλία στην Κίνα, σύντομα οι γηγενείς Κινέζοι Βουδιστές
προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν περισσότερα από τη λογοτεχνία και τους
θησαυρούς του ‘‘Κεντρικού Μονοπατιού’’ (Μέση Οδό, Middle Path,Middle Way),
χωρίς να περιμένουν άλλο τους Σογδιανούς να τους προσκομίσουν πρόσθετες
σούτρες. Ως Κεντρικό Μονοπάτι, ειρήσθω εν παρόδω, θεωρούμε τον όρο που
χρησιμοποίησε ο Σιντάρτα Γκαουτάμα για να περιγράψει την πορεία προς την
απελευθέρωση.
50
Πάνω απ’ όλα όμως,ο Δρόμος του Μεταξιού ήταν ένας δρόμος διπλής
κατεύθυνσης. Στα 399 μ.Χ., ο Faxian (337-422 μ. Χ.), ένας Κινέζος βουδιστής
μοναχός και προσκυνητής, ξεκίνησε με τα πόδια από τη βόρεια Κίνα για την Ινδία,
με σκοπό να βρει ιερές τοποθεσίες και σούτρες. Λέγεται ότι περπάτησε όλη τη
διαδρομή από την Κίνα, σε όλη την παγωμένη έρημο και τις απόκρημνες ορεινές
διαβάσεις. Επισκέφτηκε πολλούς ιερούς βουδιστικούς τόπους, την Xinjiang, την
Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν, το Νεπάλ, το Μπαγκλαντές και τέλος τη Σρι Λάνκα,
μεταξύ των ετών 399 και 412, για την απόκτηση βουδιστικών γραφών. Ο Φα Ξιαν
(Faxian) επισκέφθηκε την Ινδία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του
ChandraguptaII, ενώ δεν παρέλειψε να επισκεφτεί τη Lumbini, τη γενέτειρα του
Γκαουτάμα Βούδα, στο Νεπάλ. Ο Faxian ισχυριζόταν ότι οι αρχικοί κάτοικοι της
Κεϋλάνης (Σρι Λάνκα), ήταν δαίμονες και δράκοι.
Μετά από χρόνια μελέτης και συλλογής των πολυπόθητων βουδιστικών
κειμένων, ο Faxian επέλεξε να πλεύσει πίσω στο σπίτι του από την Κεϋλάνη, μέσω
των νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Ίσως δεν μπορούσε, λένε μερικοί, να
αντιμετωπίσει τη δριμύτητα και τις κακουχίες ενός άλλου οδικού ταξιδιού. Όποιος
όμως κι αν ήταν όμως ο λόγος, η επιλογή του παραλίγο να του στοιχίσει την ίδια
του τη ζωή. Στο ταξίδι επιστροφής του Faxian πίσω στην Κίνα, μετά από δύο
χρόνια παραμονής στην Κεϋλάνη, μια βίαιη καταιγίδα οδήγησε το πλοίο του σε
ένα νησί, που ήταν πιθανώς η Ιάβα. Μετά από παραμονή εκεί πέντε μηνών, ο
Faxian πήρε ένα άλλο πλοίο για τη νότια Κίνα, αλλά και πάλι, μετά από μια
ριψοκίνδυνο ταξίδι σε θάλασσες τρικυμισμένες και γεμάτες απρόοπτα, έφτασε
πίσω στην Κίνα το 414, στο Laoshan, στη σημερινή χερσόνησο Shandong της
βόρειας Κίνας, τριάντα χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης Qingdao, αλλά
εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια από το λιμάνι προορισμού του. Τον 5ο αιώνα
σημειωτέον, τα ταξίδια στη θάλασσα δεν ήταν γρήγορα, σίγουρα ή ασφαλή και
αυτός βεβαίως ήταν ένας λόγος για την υπεροχή του Δρόμου του Μεταξιού ως
μέσου επικοινωνίας και μετακίνησης, ανθρώπων και εμπορευμάτων.
52
Όταν τελικά έφτασε στο σπίτι του, ο Faxian πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του
μεταφράζοντας στα κινεζικά τις γραφές που είχε αποκτήσει. Οι γνώσεις μας
σήμερα γι αυτόν, προέρχονται από ένα θαυμάσιο οδοιπορικό που συνέθεσε και
κατέγραψε, γεμάτο από περιπέτειες, αλλά, πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι δεν
ήταν ο πρώτος ή ο μοναδικός κινέζος βουδιστής που ταξίδεψε για αναζήτηση της
φώτισης. Το βιβλίο του, ‘‘Μια καταγραφή των βουδιστικών βασιλείων - Μια
καταγραφή από τον κινέζο μοναχό Fa-hien των ταξιδιών του στην Ινδία και την
Κεϋλάνη, τα έτη 399-414, εις αναζήτηση βουδιστικών βιβλίων πειθαρχίας’’,
περιέχει τα ταξίδια του, ιστορικά στοιχεία για τις απαρχές του Βουδισμού, και
οπωσδήποτε όμορφες λεπτομέρειες για τη γεωγραφία και την ιστορία πολλών
χωρών κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, στα τέλη του 5ου αιώνα μ.Χ.
53
Σε πολλά σημεία της ερήμου Κιζίλ Κουμ της Ασίας σήμερα, με επίπονη και μακροχρόνια
άρδευση από τα κανάλια του ποταμού, οι παραδοσιακές γιούρτες των νομάδων, έδωσαν
τη θέση τους σε χωμάτινους μικρούς οικιστικούς σχηματισμούς. Διακρίνονται οι μικροί
ανθεκτικοί θάμνοι που αναπτύσσονται ταχύτατα στα πέριξ, καθώς και μερικές άλλες
υποψίες πρασίνου.
Ας δούμε ένα απόσπασμα από μια αγγλική έκδοση του βιβλίου του ‘‘A Record of
Buddhistic Kingdoms Being an Account by the Chinese Monk Fa-Hien of His
Travels in India and Ceylon (A.D. 399-414) in Search of the Buddhist Books of
Discipline’’ (Oxford, 1886):
‘‘Ο Fa-Hien ζούσε στο Ch'ang-gan. Εκφράζοντας τη λύπη του για την
ακρωτηριασμένη και ατελή κατάσταση της συλλογής των βιβλίων της Πειθαρχίας
.... ήρθε σε συμφωνία με τους Hwuy-king, Tao-Ching, Hwuy-Ying και Hwuy-Wei, ότι
θα έπρεπε να πάνε στην Ινδία και να ψάξουν για τους Κανόνες Πειθαρχίας. Αφού
ξεκίνησαν από το Ch'ang-gan, πέρασαν μέσω τουLung(στην ανατολική Gansu)
και… έφτασαν στο εμπορικό κέντρο του Chang-yih (βόρεια και δυτικά της
Lanzhou, κοντά στο Σινικό Τείχος). Εκεί βρήκαν τον τόπο σε πολύ άσχημη
54
επανασυνδέθηκαν με τον Pao-Yun και τους συντρόφους του. Στο τέλος αυτής της
περιόδου, οι άνθρωποι της Woo-e ξεπέρασαν τα καθήκοντα της ευπρέπειας και
της δικαιοσύνης, και αντιμετώπιζαν τους ξένους με τόσο φιλάργυρο τρόπο, ώστε
οι Che-yen, Hwuy-keen, και Hwuy-wei, γύρισαν πίσω στη Kao-chang (κοντά στη
Turfan), με την ελπίδα να βρουν εκεί τα απαραίτητα μέσα για να συνεχίσουν το
ταξίδι τους. Ο Fa-Hien και οι υπόλοιποι, όμως, με κάποια γενναιοδωρία από τον
Foo Kung-sun, κατάφεραν να πάνε κατ’ ευθείαν προς τα εμπρός με νοτιοδυτική
κατεύθυνση, αλλά βρήκαν τη χώρα όσο προχωρούσαν, ακατοίκητη. Οι δυσκολίες
που ανέκυψαν κατά τη διέλευση των ρεμάτων και των ποταμών στην διαδρομή
τους, καθώς και τα δεινά που υπέστησαν, ήταν άνευ προηγουμένου για την
ανθρώπινη εμπειρία, αλλά μετά από διαδρομή ενός μηνός και πέντε ημερών,
μπόρεσαν επιτέλους να καταλήξουν στη Yu-teen (Khotan).
χώρα, τα σπίτια των ανθρώπων είναι ξεχωριστά σαν αστέρια και κάθε οικογένεια
έχει μια μικρή στούπα μπροστά από την πόρτα του. Η μικρότερη από αυτές
μπορεί να είναι είκοσι πήχες υψηλή, μπορεί και περισσότερο. Στα μοναστήρια
φτιάχνουν δωμάτια και καταλύματα που διατίθενται σε όσους μοναχούς φθάνουν
εκεί, και οι οποίοι εφοδιάζονται με ότι άλλο χρειάζονται. Ο άρχοντας της χώρας
φιλοξένησε τον Fa-hien και τους άλλους άνετα, και τους ικανοποίησε όλες τις
επιθυμίες τους, σε ένα μοναστήρι που ονομάζεται Γομάτι (Gomati), της σχολής
Μαχαγιάνα (Mahayana). Εδώ βρίσκονται προσκολλούμενοι τρεις χιλιάδες
μοναχοί, οι οποίοι καλούνται για να γευματίσουν με τον ήχο ενός κουδουνιού.
Όταν μπαίνουν στην τράπεζα, η συμπεριφορά τους χαρακτηρίζεται από ευλαβική
σοβαρότητα και παίρνουν τις θέσεις τους με τάξη, σιωπηλοί. Κανένας ήχος δεν
ακούγεται από τα κύπελλα της ελεημοσύνης και τα άλλα σκεύη. Όταν
οποιοσδήποτε από αυτούς τους αγνούς ανθρώπους χρειάζεται τρόφιμα, δεν τους
επιτρέπεται να φωνάξουν στους παρευρισκομένους γι 'αυτό, αλλά κάνουν μόνο
σημάδι με τα χέρια τους.
Οι Hwuy-king, Tao-ching, και Hwuy-tah ξεκίνησαν απ’ εκεί για τη χώρα K'eeh-ch'a,
αλλά ο Fa-hien και οι άλλοι που επιθυμούσαν να δουν την περιφορά των εικόνων,
παρέμειναν πίσω για τρεις μήνες. Υπάρχουν σε αυτή τη Χώρα τέσσερα μεγάλα
μοναστήρια, χωρίς να υπολογίζονται τα μικρότερα. Ξεκινώντας από την πρώτη
ημέρα του τέταρτου μήνα, σκουπίζουν και ρίχνουν νερό στους δρόμους μέσα
στην πόλη, κάνοντας μεγάλη επίδειξη στις παρόδους και τα στενά σοκάκια. Πάνω
από την πύλη της πόλης στήνουν μια μεγάλη σκηνή, στολισμένη με κάθε δυνατό
τρόπο και μεγαλοπρέπεια, στην οποία ο βασιλιάς και η βασίλισσα, μαζί με τις
κυρίες, όμορφα παραταγμένοι όλοι απολαμβάνουν την παραμονή και την ώρα
τους.
57
Οι μοναχοί της μονής Γομάτι (Gomati), είναι οπαδοί Μαχαγιάνα τους οποίους
σέβεται απεριόριστα ο βασιλιάς και έχουν το προβάδισμα από όλους τους άλλους
στην πομπή. Σε μια απόσταση τριών έως τεσσάρων li (κινεζική μονάδα μήκους,
συνήθως πεντακόσια μέτρα, αλλά όχι πάντα) από την πόλη, είχαν μιαν άμαξα
τετράτροχη, πάνω από τριάντα πήχεις ψηλή, που έμοιαζε με μεγάλη αίθουσα
μοναστηριού η οποία κινείται κατά μήκος. Οι επτά πολύτιμες ουσίες (δηλαδή
χρυσός, ασήμι, λάπις λάζουλι, βραχώδης κρύσταλλος, ρουμπίνια, διαμάντια ή
σμαράγδια και αχάτης) εμφανίζονταν μεγαλειωδώς γύρω απ’ αυτή με μεταξωτές
σερπαντίνες και στέγαστρα τριγύρω. Η εικόνα του αρχηγού (προφανώς του
Σακιαμούνι, Sakyamuni) βρισκόταν στη μέση της άμαξας, ενώ δύο Bodhisattvas
ήταν παρόντες, μαζί με τα απαραίτητα devas (υπερφυσικά όντα στη βουδιστική
μυθολογία), όλα έξοχα σκαλισμένα πάνω σε χρυσό και ασήμι που κρέμονταν στον
αέρα. Όταν η άμαξα βρισκόταν εκατό βήματα από την πύλη, ο βασιλιάς έβγαλε
το στέμμα του κράτους, άλλαξε το μανδύα του με μια νέα στολή, και με γυμνά
πόδια, κουβαλώντας στις λουλούδια στα χέρια και το θυμίαμα, και με δύο σειρές
οπαδούς του, βγήκε έξω στην πύλη για να αντικρύσει την εικόνα και αφού
58
Επτά ή οκτώ li προς τα δυτικά της πόλης, υπάρχει αυτό που ονομάζεται Νέα
Μονή του βασιλιά, η κατασκευή του οποίου διήρκεσε ογδόντα χρόνια και πάνω
από τρεις βασιλείες. Μπορεί να είναι 250 πήχεις ψηλή, πλούσια σε κομψά
σκαλίσματα και ένθετες εργασίες, που καλύπτεται εξωτερικά με χρυσό και ασήμι,
και τελειωμένη εξ ολοκλήρου με συνδυασμό όλων των πολύτιμων υλικών. Κάπου
πίσω βρίσκεται μια αίθουσα για το Βούδα υψίστης μεγαλοπρέπειας και
ομορφιάς, της οποίας τα δοκάρια, οι κολώνες, οι πόρτες και τα παράθυρα, είναι
όλα επικαλυμμένα με φύλλα χρυσού. Εκτός από αυτό, τα διαμερίσματα για τους
μοναχούς είναι επιβλητικά και κομψά διακοσμημένα, που δεν υπάρχουν λέξεις
για να περιγράψουν και εκφράσουν…
Όταν οι πομπές των εικόνων στον τέταρτο μήνα τελείωσαν, ο Sang-Shao μόνος
του ακολούθησε έναν Τάρταρο και αναχώρησε για την Kophene (περιοχή της
Καμπούλ), ενώ ο Fa-hien και οι άλλοι τράβηξαν μπροστά προς το βασίλειο της
Tsze-hoh (το Μπαλτιστάν του βόρειου Πακιστάν), που τους πήρε είκοσι πέντε
ημέρες για να φθάσουν. Ο βασιλιάς της ήταν σθεναρός οπαδός του νόμου μας
και είχε γύρω του περισσότερους από χίλιους μοναχούς, κυρίως οπαδούς της
Μαχαγιάνα. Εδώ οι ταξιδιώτες παρέμειναν για δεκαπέντε ημέρες και στη
συνέχεια κατευθύνθηκαν νότια για τέσσερις ημέρες, έως τα βουνά Ts'ung-ling,
και έφθασαν στη χώρα του Yu-hwuy, όπου σταμάτησαν. Μετά πήγαν στους
λόφους για είκοσι πέντε ημέρες, κι ύστερα στη K'eeh-ch'a (Skardu, μια πόλη προς
τα ανατολικά στη Ladak), όπου επανασυνδέθηκαν με Hwuy-kingκαι δύο
συντρόφους του…
Η χώρα που είναι ανάμεσα στους λόφους και το κρύο, δεν παράγει τα άλλα
δημητριακά και μόνο το σιτάρι ωριμάζει. Υπάρχει επίσης ένα δόντι του Βούδα,
και περισσότεροι από χίλιοι μοναχοί και μαθητές τους, όλοι οπαδοί του Hinayana.
59
Στα ανατολικά αυτών των λόφων τα ρούχα των καθημερινών ανθρώπων είναι από
χοντροκομμένα υλικά … Οι κανόνες που τηρούνται από τους μοναχούς, είναι
αξιοσημείωτοι, αλλά πολλοί για να τους αναφέρουμε εδώ αναλυτικά. Καθώς
πηγαίνετε προς τα εμπρός σε αυτά τα βουνά, τα φυτά, τα δέντρα και τα φρούτα
είναι όλα διαφορετικά από εκείνα της γης των Χαν, με εξαίρεση μόνο το
μπαμπού, το ρόδι και το ζαχαροκάλαμο. Από εδώ, οι ταξιδιώτες πήγαν δυτικά
προς τη Βόρεια Ινδία, και αφού βρισκόντουσαν στο δρόμο για ένα μήνα,
κατάφεραν περάσουν όλο το εύρος των βουνών Κρεμμύδι (Onionmountains). Το
χιόνι βρίσκεται πάνω τους τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι. Υπάρχουν
επίσης ανάμεσά τους δηλητηριώδεις δράκοι οι οποίοι όταν προκληθούν, φτύνουν
από εμπρός δηλητηριώδεις ανέμους, και προκαλούν βροχές από το χιόνι και
καταιγίδες άμμου και χαλικιού. Απ’ εκεί δεν γλυτώνει ούτε ένας στους δέκα
χιλιάδες. Οι άνθρωποι της χώρας αποκαλούν την περιοχή με το όνομα ‘‘Τα βουνά
του Χιονιού’’. Όταν οι ταξιδιώτες τα πέρασαν, βρέθηκαν στη Βόρεια Ινδία και
αμέσως μετά τα σύνορα σε ένα μικρό βασίλειο που ονομαζόταν T'o-Leih, όπου
υπήρχαν πολλοί μοναχοί, όλοι οπαδοί του Hinayana…
Οι ταξιδιώτες συνέχισαν προς τα νότια-δυτικά για δεκαπέντε ημέρες στους
πρόποδες των βουνών και ακολουθώντας την πορεία τους. Ο δρόμος ήταν
δύσκολος και τραχύς, μια όχθη εξαιρετικά απόκρημνη ήταν μπροστά εκεί, ένας
βράχος σαν λόφος, 10.000 πήχεις από τη βάση. Όταν κάποιος πλησίαζε την άκρη
του, τα μάτια του γίνονταν ασταθή και αν ήθελε να πάει προς την ίδια
κατεύθυνση, δεν υπήρχε μέρος στο οποίο θα μπορούσε να στηρίξει το πόδι του.
Από κάτω ήταν τα νερά του ποταμού που ονομαζόταν Ινδός. Σε παλαιότερες
εποχές οι άνδρες είχαν δημιουργήσει λαξευμένα μονοπάτια κατά μήκος των
βράχων, και διένεμαν σκάλες, συνολικά εφτακόσιες, στο κάτω μέρος του οποίου
υπήρχε μια κρεμαστή γέφυρα από σχοινιά, μέσω της οποίας μπορούσες να
διασχίσεις τον ποταμό που είχε πλάτος ογδόντα βημάτων.
Οι μοναχοί ρώτησαν τον Fa-hien αν θα μπορούσαν να μάθουν, πότε ο βουδισμός
πήγε προς τα ανατολικά. Εκείνος απάντησε: ‘Όταν ρώτησα τους ανθρώπους
αυτών των χωρών γι αυτό, όλοι είπαν ότι τους είχε παραδοθεί από τους πατέρες
τους, από παλιά και ότι μετά τη δημιουργία της εικόνας του Μαϊτρέγια
Μποντισάτβα, υπήρχαν Ινδοί μοναχοί που διέσχισαν αυτό το ποτάμι,
κουβαλώντας μαζί τους σούτρες και Βιβλία Πειθαρχίας’. Τώρα η εικόνα αυτή
συστάθηκε περισσότερο από τριακόσια χρόνια μετά την νιρβάνα του Βούδα, που
εντοπίζεται στα χρόνια της βασιλείας του βασιλιά P'ing της δυναστείας Chow.
Σύμφωνα με αυτό, μπορούμε να πούμε ότι η διάδοση των μεγάλων δογμάτων μας
60
στα ανατολικά ξεκίνησε από τη δημιουργία αυτής της εικόνας… Γνωρίζουμε μια
αλήθεια ότι το άνοιγμα ενός τέτοιου δρόμου και η διάδοση δεν είναι έργο ενός
ανθρώπου, κι έτσι το όνειρο του αυτοκράτορα Ming των Χαν είχε σωστή αιτία και
αφορμή ( Εδώ αναφέρεται στην πεποίθηση ότι ένα όνειρο του αυτοκράτορα Χαν
το 61 μ.Χ., τον οδήγησε να αναζητήσει το Βουδισμό και να τον καθιερώσει στην
Κίνα)…
Μετά τη διέλευση του ποταμού, οι ταξιδιώτες έφτασαν στο βασίλειο Woo-chang
(Udyana, βόρεια του Punjab), τμήμα πράγματι της Βόρειας Ινδίας. Οι άνθρωποι
όλοι χρησιμοποιούν τη γλώσσα της Κεντρικής Ινδίας, και Κεντρική Ινδία είναι αυτό
που πρέπει να ονομάζουμε ‘‘Μέσο Βασίλειο’’ (MiddleKingdom). Το φαγητό και τα
ρούχα των κοινών ανθρώπων είναι τα ίδια με αυτά του Κεντρικού Βασιλείου, ενώ
οι αρχές του Βουδισμού, βρίσκονται σε άνθηση… Υπάρχει μια παράδοση ότι όταν
ο Βούδας ήρθε στην Βόρεια Ινδία, ήρθε σε αυτόν εδώ τον τόπο, και ότι εδώ
άφησε ένα αποτύπωμα του ποδιού του… Οι Hwuy-king, Hwuy-tah καιTao-ching,
προχώρησαν προς την κατεύθυνση της πατημασιάς του Βούδα στη χώρα Nagara,
αλλά ο Fa-hienκαι οι άλλοι παρέμειναν στο Woo-Chang όλο το καλοκαίρι, κι όταν
έφυγαν κατέβηκαν νότια και έφτασαν στη χώρα Soo-ho-να. Σε αυτή τη χώρα
επίσης, ο Βουδισμός είναι ανθηρός… Οι ταξιδιώτες, προχωρώντας κάτω και
ανατολικά, μέσα σε πέντε μέρες έφτασαν στη χώρα της Gandhara, ο τόπος όπου
βασίλευε ο γιός του Ασόκα (ο μεγάλος προστάτης του Βουδισμού τον τρίτο αιώνα
π.Χ.). Λέγεται ότι όταν ο Βούδας ήταν ένας Μποντισάτβα, έδωσε τα μάτια του και
για έναν άλλο άνθρωπο εδώ (άλλος ένας μύθος Jataka) και στο σημείο εκείνο έχει
ανεγερθεί μια μεγάλη στολισμένη στούπα με στρώματα από πλάκες χρυσού και
ασημιού. Οι άνθρωποι της χώρας ήταν κυρίως οπαδοί του Hinayana. Επτά μέρες
ταξίδι από αυτό το σημείο προς τα ανατολικά, έφερε τους ταξιδιώτες στο
βασίλειο των Τάξιλα (Taxila), που σημαίνει ‘‘το κομμένο κεφάλι’’ στη γλώσσα της
Κίνας. Εδώ, όταν ο Βούδας ήταν Μποντισάτβα, έδωσε το κεφάλι του σε έναν
άνθρωπο (άλλος μύθος Jataka), και από αυτό το γεγονός, το βασίλειο πήρε το
όνομά του.Πηγαίνοντας για δύο ημέρες ανατολικότερα, ήρθαν στον τόπο όπου ο
Βούδας έριξε το σώμα του για να ταΐσει ένα πεινασμένο τίγρη (Mahasattva
Jataka). Σε αυτά τα δύο μέρη έχουν κατασκευαστεί μεγάλες στούπες, όλες
στολισμένες με στρώματα πολύτιμων ουσιών. Οι βασιλείς, οι υπουργοί και οι
άνθρωποι των βασιλείων συναγωνίζονται όλοι τριγύρω κάνοντας τις προσφορές
τους…
Πηγαίνοντας προς τα νότια από την Gandhara, οι ταξιδιώτες σε τέσσερις ημέρες
έφτασαν στο βασίλειο του Purushapura (Πεσαβάρ, Peshawar). Παλαιότερα, όταν
61
ο Βούδας ταξίδευε στη χώρα αυτή με τους μαθητές του, είπε στον Ανάντα: ‘‘Μετά
την παρι-νιρβάνα μου, θα υπάρξει ένας βασιλιάς που θα ονομάζεται Kanishka (ο
περίφημος αυτοκράτορας της δυναστείας Kushan, 127-151 μ.Χ.), ο οποίος σε
αυτό το σημείο θα οικοδομήσει μια στούπα (Στο Βουδισμό, παρι-νιρβάνα είναι η
πλήρης νιρβάνα η οποία εμφανίζεται μετά το θάνατο κάποιου στον οποίο έχει
επιτευχθεί πλήρης αφύπνιση)… Πράγματι απ’ όλες τις στούπες και ναούς που
είδαν οι ταξιδιώτες, δεν υπήρχε καμία συγκρίσιμη με αυτή στην ομορφιά,
ομορφιά και μεγαλείο. Σύμφωνα με μια φράση, αυτή είναι η καλύτερη στούπα
στη Jambudvipa…
Μπορεί να υπάρχουν εκεί περισσότεροι από επτακόσιοι μοναχοί. Κοντά στο
μεσημέρι παίρνουν το κύπελλό τους και μαζί με τους κοινούς ανθρώπους κάνουν
τις προσφορές κι ύστερα λαμβάνουν το μεσημεριανό γεύμα τους...’’.
62
63
Έτσι, οι Σογδιανοί δεν ήταν οι μόνοι ταξιδιώτες κατά μήκος των πολλαπλών
μονοπατιών και διακλαδώσεων του Δρόμου του Μεταξιού. Ινδοί, Κινέζοι και
ιδιαίτερα Πέρσες χρησιμοποιούσαν επίσης τα δρομολόγια για πολλούς και
φυσικά, διαφορετικούς σκοπούς. Αλλά οι Σογδιανοί έπαιξαν τον κυριότερο ρόλο
κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων όταν η Κίνα ήταν πολιτικά
κατακερματισμένη. Ακόμη και μετά το 589, όταν η Κίνα ήταν και πάλι ενωμένη σε
μια ενιαία αυτοκρατορία, οι Σογδιανοί συνέχισαν να είναι σημαντικοί ρυθμιστικοί
παράγοντες της κυκλοφορίας κατά μήκος των οδών της Κεντρικής Ασίας.
Πράγματι, προσηλυτίστηκαν γρήγορα σχετικά στο Ισλάμ και αποδείχθηκαν
κρίσιμος παράγοντας στην προώθηση της νέας θρησκείας, ώστε αυτή να γίνει
σχεδόν οικουμενικά αποδεκτή, παράλληλα βεβαίως και με την ανάπτυξη του
ισλαμικού πολιτισμού. Ήταν αυτοί που συνδύασαν έξυπνα το σθένος του Ισλάμ και
της Δεύτερης Κινεζικής Αυτοκρατορίας, που οδήγησε τελικά στην επόμενη ή την
τρίτη, όπως αποκαλείται, ηρωική εποχή της δραστηριότητας του Δρόμου του
Μεταξιού.
Η Τρίτη χρυσή εποχή του Δρόμου του Μεταξιού διήρκεσε από το 600 έως το
850 περίπου, μια περίοδος που συνέπεσε περίπου χρονικά με τη δεύτερη
αυτοκρατορία της Κίνας (τη δυναστεία των Sui από 589 έως 618, και τη
δυναστεία των Tang από 618 έως 907), όταν μια επανενωμένη αυτοκρατορική
Κίνα και ένας ταχύτατα αναπτυσσόμενος ισλαμικός κόσμος, δημιούργησε ένα
ολόκληρο σύστημα συνδεδεμένων μεταξύ των οντοτήτων, που εκτεινόταν σε
ολόκληρη την Ευρασία και ακόμα τη Βόρεια Αφρική. Ήταν μια εποχή κατά την
οποία η Κίνα άνοιξε τον εαυτό της προς τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ ο Δρόμος του
Μεταξιού διέθετε τους ιεραποστόλους, καθώς και τους εμπόρους με βολικά
δρομολόγια προς το Μέσο Βασίλειο.
Η βουδιστική επιρροή συνέχισε να ρέει προς την Κίνα, ειδικά οι μορφές της οι
οποίες σήμερα είναι γνωστές ως Μαχαγιάνα Βουδισμός. Η περίοδος από το 600
έως περίπου το 850 μ.Χ., δικαίως αποκαλείται Περίοδος του Κινέζικου
64
Η ενασχόληση των κατοίκων της Κεντρικής Ασίας με τα άγρια πτηνά είναι γνωστή εδώ
και αιώνες.
Νωρίς στην περίοδο διακυβέρνησης των Tang, το 634 για να είμαστε ακριβείς, το
Ισλάμ εξερράγη κυριολεκτικά και σκόρπισε έξω από την Αραβική Χερσόνησο, ενώ
οι πιστοί στρατοί του κατελάμβαναν, ταχύτατα και βίαια, εδάφη που έως τότε
αποτελούσαν μέρος του δυτικού και κεντρικού τμήματος του Δρόμου του
Μεταξιού. Στα 651 μ.Χ. η αυτοκρατορία των Σασσανιδών της Περσίας έπεσε στα
χέρια του αραβικού στρατού του Ισλάμ, ενώ το 750 οι μουσουλμάνοι είχαν
προχωρήσει και περάσει τη Σογδιανή και την κοιλάδα του Ινδού ποταμού της
βορειοδυτικής Ινδίας. Η διαδικασία εξισλαμισμού των λαών των οποίων τα εδάφη
κατακτήθηκαν ήταν πολύ πιο αργή και σταδιακή διαδικασία, αλλά την εποχή που
η δυναστεία των Αββασιδών (750-1258 μ.Χ.) καθιέρωσε ως πρωτεύουσά του τη
Βαγδάτη το 762, το Ισλάμ γινόταν και ήταν οσονούπω μια σημαντικότατη
παγκόσμια θρησκεία που περιελάμβανε πολλούς λαούς και εδάφη. Οι
μουσουλμάνοι έμποροι, Άραβες, Σογδιανοί, Πέρσες και Τούρκοι έκαναν την
παρουσία τους όλο και πιο συχνά και αριθμητικά σε όλο το μήκος του Δρόμου του
Μεταξιού, ενώ οι ισλαμικές κοινότητες των Αράβων και των Περσών και οι
έμποροι, προωθήθηκαν προς τη δυτική και βόρεια Κίνα, καθώς και στις πόλεις-
67
οάσεις πέρα από το διάδρομο της Gansu, όπου η Κίνα είχε κάποια σχετική, αλλά
επισφαλή έως τότε, ηγεμονία.
Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι επειδή το Ισλάμ στις αρχές του
8ου αιώνα εκτεινόταν από την Κεντρική Ασία έως και την Ισπανία και τη δυτική
Βόρεια Αφρική, η εμβέλεια του Δρόμου του Μεταξιού ήταν σαφώς μεγαλύτερη
και συναγωνιζόταν άνετα την εποχή των Χαν της Κίνας και της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας, αν και θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ίσως να ήταν
ακόμη μεγαλύτερη. Στη δυτική Ευρασία, ο σκανδιναβικός κόσμος των Βίκινγκς
και ο φράγκικος χριστιανικός κόσμος, ενώθηκαν με το επίκεντρο του βυζαντινού
κόσμου στην Κωνσταντινούπολη, ως αποδέκτες αλλά και ως συνεισφέροντες στην
μετακίνηση και τις ανταλλαγές του Δρόμου του Μεταξιού. Στην ανατολική
Ευρασία, η Ιαπωνία η οποία επηρεάστηκε βαθιά από την κουλτούρα της
δυναστείας των Tang κατά τη διάρκεια του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα,
έγινε επίσης αποδέκτης των επιρροών του Δρόμου του Μεταξιού και βεβαίως
όλων των αγαθών. Τα εμπορεύματα που μεταφέρονταν στα σπίτια κατά τη
διάρκεια της εποχής της Δεύτερης Κινεζικής Αυτοκρατορίας, ήταν πολλά και
ποικίλα. Τα σταφύλια και η τέχνη της οινοποιίας βρήκαν το δρόμο τους έως την
Κίνα ως συνέπεια της ταχείας επέκτασης του Μέσου Βασιλείου στα τουρκικά και
ιρανικά εδάφη της Δύσης. Πράγματι, η οινοποιία έγινε μια νέα βιομηχανία στην
Κίνα, και οι σταφίδες, επίσης, έγιναν αναπόσπαστο μέρος της κινεζικής δίαιτας.
Άλλα νέα τρόφιμα που έφτασαν στην Κίνα εκείνη την περίοδο, συμπεριελάμβαναν
το σπανάκι, κάποια είδη από λάχανα, πράσα, φιστίκια, καρύδια, ρόδια, διάφορα
πεπόνια, και ενδεχομένως το ζαχαρότευτλο. Από τη Δύση έφτασαν επίσης μερικά
φυτά, όπως οι χουρμαδιές και οι κρόκοι σαφράν.
68
Απομεσήμερο στο βάθρο του αγάλματος του Αλ Χουαρίζμι με θέα τα δυτικά τείχη της
παλιάς πόλης της Χίβας.
Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, και κυρίως πριν από τα μέσα του 8ου αιώνα,
άραβες, ινδοί και πέρσες γιατροί και επιστήμονες, Βραχμάνοι ιερείς, και μουσικοί
και χορευτές από την εσωτερική Ασία και πέρα, συνωστίζονταν στο δυτικό τμήμα
της Chang'an, όπου σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς πάνω από 5.000
αλλοδαποί ήταν μαζεμένοι και έμεναν σε αυτή την πόλη των σχεδόν δύο
εκατομμυρίων κατοίκων. Οι γνώσεις και οι τέχνες τους, όχι μόνο γονιμοποίησαν
την κινεζική κουλτούρα, αλλά, όπως ήδη ελέχθη, η Κίνα υπηρέτησε ως
ενδιάμεσος σταθμός, μεταδίδοντας αυτές τις ξένες επιρροές σε μεγάλο μέρος
της υπόλοιπης Ασίας, και ειδικά της Ιαπωνίας.
Πολλοί ταξιδιώτες από μακριά επισκέπτονταν την Κίνα, αλλά το Μέσο Βασίλειο
είχε επίσης τους δικούς του ταξιδιώτες, με γνωστότερο το βουδιστή μοναχό,
Xuanzang. Μεταξύ του 629 και 645, ο Xuanzang ταξίδεψε περίπου 10.000
χιλιόμετρα από την Chang'an στην Ινδία και πίσω, κατά μήκος των διαφόρων
δρομολογίων του Δρόμου του Μεταξιού, εις αναζήτηση ιερών Βουδιστικών
κειμένων.Στο ταξίδι της μετάβασης του, αυτός ο εικοσιεπτάχρονοςλόγιος μοναχός
69
ταξίδεψε στο σημερινό Αφγανιστάν, όπου είδε και αντιμετώπισε με δέος και
σεβασμό τα δύο κολοσσιαία αγάλματα (53 και 35 μέτρων αντιστοίχως), του
Βούδα του Μπαμιγιάν, τα οποία καταστράφηκαν από τους Ταλιμπάν, το Μάρτιο
του 2001, ως ‘‘είδωλα’’. Τα αγάλματα αυτά, στην κοιλάδα του Μπαμιγιάν στο
Αφγανιστάν, ήταν ιερά έργα τέχνης της εποχής του 3ου ως 10ου αιώνα.
Βρίσκονταν ψηλά σε υψόμετρο 2500 μέτρων, λαξεμένα σε βράχους της
κοιλάδας Μπαμιγιάν, ενώ ήταν μοναδικά στο είδος τους και αναπαρίσταναν τον
Βούδα όρθιο.
Η καταστροφή των δύο αγαλμάτων του Βούδα στην κοιλάδα του Μπαμιγιάν στο
Αφγανιστάν, το 2001, από τους Ταλιμπάν.
Μετά λοιπόν την διαφυγή από ληστές και πολλούς άλλους παρεμφερείς
κινδύνους που αντιμετώπισε ο Xuanzang, έφτασε στην Ινδία το φθινόπωρο του
630, μετά από ένα ταξίδι που είχε ήδη διαρκέσει έναν ολόκληρο χρόνο. Όπως
όλοι οι ταξιδευτές μακρινών και μεγάλων αποστάσεων στον Δρόμο του Μεταξιού,
είχε σπάσει και διαιρέσει το ταξίδι τουμε αρκετά εκτεταμένες στάσεις και
70
διαμονή στις πόλεις-οάσεις, όπου ξεκουραζόταν και ανακτούσε τις δυνάμεις του
ώστε να μπορέσει να συνεχίσει και επιτελέσει την αποστολή του απρόσκοπτα.
Στη μονή αυτή, η οποία είχε ήδη ιστορία περίπου επτά αιώνων, οι μοναχοί και οι
άλλοι σπουδαστές και μελετητές ερχόντουσαν από μακρινές χώρες και μέρη,
όπως τη Σουμάτρα, το Θιβέτ, την Κεϋλάνη, την Κίνα, τη Μογγολία και την Ιαπωνία.
Εδώ μελετούσαν τις Βουδιστικές γραφές, τα ιερά ινδουιστικά βιβλία, σανσκριτική
λογοτεχνία, μαθηματικά, αστρονομία και ακόμα μια μεγάλη ποικιλία άλλων
θεμάτων.
72
Τον Απρίλιο του 643,ο Xuanzang άρχισε το ταξίδι της οδυνηρής επιστροφής στην
Κίνα, στο οποίο έχασε πενήντα ιερά βιβλία ενώ περνούσε τον Ινδό ποταμό,
δραπέτευσε από μια ομάδα ληστών, έχασε έναν ελέφαντα ενώ διέσχιζε ένα
πέρασμα στα ψηλά βουνά Παμίρ, και φυσικά υπέστη τα επακόλουθα του ταξιδιού
μέσα στην έρημο. Αυτός ο μοναχός, ο οποίος δικαίως μάλλον έχει χαρακτηριστεί
ως το ‘‘κόσμημα της αυτοκρατορίας’’, επέστρεψε στη χώρα τουφέρνοντας μαζί
του μεγάλο αριθμό ιερών κειμένων, αγαλμάτων και λειψάνων.
Φωτογραφία από το άγαλμα του Xuanzang στην Wild Goose Pagoda, στη σημερινή Xi'an,
όπου μετέφρασε πολλές Βουδιστικές γραφές μετά την επιστροφή του από την Ινδία.
Εκεί ευθύς αμέσως άρχισε και προχώρησε μαζί με μια ομάδα άλλων μοναχών,
στη μετάφραση αυτών των γραφών στα κινέζικα. Όλες αυτές οι μεταφρασμένες
γραφές στη συνέχεια στεγάστηκαν στην Μεγάλη Παγόδα της Άγριας Χήνας
(GreatWild GoosePagoda), στην Chang'an, μια ινδικής εμπνεύσεως πέτρινη δομή
την ανέγερση της οποίας διέταξε ο αυτοκράτορας Gaozong κατόπιν σχετικού
αιτήματος του Xuanzang.
73
Είναι κάπως δύσκολο, μάλλον αδύνατο, σήμερα να εκτιμήσουμε, έστω και κατά
προσέγγιση, τις επιπτώσεις που είχαν οι παραπάνω ενέργειες και περιπέτειες του
Xuanzang στην ανάπτυξη του κινεζικού Βουδισμού, όπως επίσης και του βιβλίου
του ‘‘Μια αναφορά των εδαφών της Δύσης’’ (A Record of the Lands of the West),
ενός εκ των καλυτέρων ταξιδιωτικών βιβλίων του κόσμου, όλων των εποχών.
Επιπλέον δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, ότι οι περιπέτειες και τα
ανδραγαθήματα του Xuanzang, εισήλθαν αργά αλλά σταδιακά και βρήκαν τη
δέουσα θέση τους στο δαιδαλώδες σώμα της κινεζικής λαογραφίας, και έγιναν
στην Κίνα ισοδύναμο του Σεβάχ του Αραβικού κόσμου, αποδίδοντας σε αυτόν
αναρίθμητες φανταστικές περιπέτειες. Στα τέλη του 16ου αιώνα, κυκλοφόρησε
ένα τεράστιο μυθιστόρημα βασισμένο σε αυτά τα παραμύθια, με τίτλο ‘‘Ταξίδι στη
Δύση’’ .Οι κριτικοί στις μέρες μας, το συγκρίνουν ευνοϊκά με την Οδύσσεια, το Δον
Κιχώτη και τις περιπέτειες του Χάκλμπερυ Φιν, ως πραγματικό αριστούργημα της
παγκόσμιας λογοτεχνίας το οποίο περιστρεφόταν γύρω από ένα επικό ταξίδι.
Αλλά και σήμερα ο Xuanzang παραμένει αρκετά δημοφιλής στη σύγχρονη Κίνα,
όπου τα κατορθώματά του γιορτάζονται σε όπερα, κόμικς και βεβαίως να μη
λησμονήσουμε και την αποτελεσματική στις μέρες μας, τηλεόραση.
Εκτός από τους ταξιδιώτες όμως, κι ένας αριθμός ιδεών και τεχνολογικών
συσκευών που κατασκευάζονταν εκεί, εξάγονταν από την Κίνα στη Δύση. Στις
περισσότερες περιπτώσεις, οι διαδικασίες της μεταφοράς και οι ημερομηνίες
άφιξης στη Δύση είναι ασαφείς, αλλά κάποια από αυτά τα γεγονότα είναι
αρκούντως σαφή. Πριν από το 730 μ.Χ., η Δύση είχε λάβει τον αναβολέα, μια
συσκευή η οποία προφανώς αναπτύχθηκε στο 4ο αιώνα στην Κίνα, ενώ γύρω στα
900 και πιθανώς πολύ πριν από τότε, η Ευρώπη έλαβε τη χειράμαξα και το
σκληρό κολάρο του αλόγου.
Λίγο αργότερα, κάποια στιγμή στο 11ο αιώνα, η Ευρώπη δέχτηκε τη βαλλίστρα ή
τόξο, το οποίο οι Κινέζοι είχαν αναπτύξει πολλούς αιώνες νωρίτερα για την
καταπολέμηση των νομάδων της στέπας. Στα μέσα του 12ου αιώνα οι Ευρωπαίοι
έλαβαν ακόμα, μέσω των μουσουλμάνων, τους οποίους όμως πολέμησαν στις
Σταυροφορίες, τον καταπέλτη ή αντισταθμισμένη σφεντόνα πυροβολικού. Σε άλλη
μια πάλι περίοδο, δέχτηκαν τη μαγνητική πυξίδα, μέσω όμως μουσουλμάνων
μεσαζόντων. Ακόμα πιο αργότερα, στις αρχές του 14ου αιώνα, πήραν και την
πυρίτιδα ή μπαρούτι. Η πυρίτιδα δημιουργήθηκε στην Κίνα, ενδεχομένως, στο 9ο
αιώνα και από τον 12ο αιώνα, οι κινέζοι τη χρησιμοποιούσαν για να
δημιουργήσουν βόμβες, χειροβομβίδες και να προχωρήσουν σε ανατινάξεις,
κυρίως βραχωδών περιοχών. Στην Ευρώπη, αναφέρθηκε για πρώτη φορά το
1326-1327. Αυτά τα δύο τελευταία στοιχεία, η πυξίδα και πυρίτιδα, έγιναν στη
συνέχεια επαναστατικές συσκευές στα χέρια των υποψιασμένων Δυτικο-
ευρωπαίων.
Η ιδέα για μια τρίτη επαναστατική συσκευή, αυτή της εκτύπωσης, θα μπορούσε
να θεωρηθεί ότι έχει προέλθει από την Κίνα, η οποία είχε πιεστήρια για αιώνες
πριν αναπτυχθεί η τεχνική στη Δύση γύρω στα 1450, χωρίς όμως να αποκλείεται
ότι ο ευρωπαϊκός Τύπος δεν απετέλεσε και ανεξάρτητη εφεύρεση. Αλλά σίγουρα
το χαρτί εισήχθη στην Ευρώπη μέσω του ισλαμικού κόσμου κατά τη διάρκεια του
75
12ου αιώνα, περίπου 1.200 χρόνια μετά την εφεύρεσή του στην Κίνα. Βεβαίως
μερικές ιδέες και διαδικασίες κινήθηκαν αργά μεταξύ των εμπορικών δρόμων
της Ευρασίας.
Οι στοίβες των κλαδιών της μουριάς από τα οποία θα προέλθει το υλικό για τον πολτό.
Η τέχνη της κατασκευής χαρτιού, που ήρθε στη Σαμαρκάνδη από την Κίνα
μάλλον τον 7ο αιώνα, ήταν από καιρό ξεχασμένη, αλλά αναβίωσε σχετικά
πρόσφατα με τη συνδρομή της Ουνέσκο. Σήμερα το περίφημο χαρτί της
Σαμαρκάνδης γίνεται και πάλι με τον παραδοσιακό τρόπο σε ένα ειδικά
κατασκευασμένο παραδοσιακό μύλο σε μια ιδανική τοποθεσία χάριν της
παρουσίας ενός ποταμού δέκα χιλιόμετρα μακριά και ανατολικά από το κέντρο
της Σαμαρκάνδης. Εδώ, όπως και πριν από πολλούς αιώνες, μπορεί κανείς να δει
με τα ίδια του τα μάτια την διαδικασία παραγωγής του διάσημου χαρτιού της
Σαμαρκάνδης, σύμφωνα με την παλιά τεχνολογία που ξαναήλθε στην επιφάνεια.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα η Σαμαρκάνδη ήταν διάσημη για τα προϊόντα της,
όπως τα χαλιά, την κλωστοϋφαντουργία και το χαρτί. Το πρώτο εργοστάσιο
χαρτοποιίας στη μυθική πόλη της Βαγδάτης, εμφανίστηκε μόλις μισό αιώνα μετά
την ημερομηνία παραγωγής χαρτιού στη Σαμαρκάνδη.
76
Το ξεφλούδισμα των κλαδιών γίνεται με τα χέρια της εργάτριας, όπως άλλωστε γινόταν
αιώνες τώρα.
γίνουν φύλλα χαρτιού από φρέσκα μπαμπού, μουριά, ιτιά, κάνναβη, καθώς και
από διάφορα κουρέλια και παλιά δίχτυα αλιείας.
Αφού τοποθετηθεί το υλικό σε ένα πέτρινο δοχείο, αναμειγνύεται με νερό έως
ότου μετατραπεί σε υγρό πολτό. Ο τελευταίος τοποθετείται σε μια φόρμα και
ανακατεύεται σε όλες τις κατευθύνσεις έτσι ώστε οι ίνες να γίνουν ένα και να
αποτελέσουν ένα φύλλο χαρτιού. Όταν το νερό στραγγίσει, το υγρό φύλλο
χαρτιού αφαιρείται προσεκτικά, τοποθετείται σε ένα πλαίσιο και αποξηραίνεται
στον ήλιο. Η δέσμη των φύλλων στη συνέχεια τοποθετείται κάτω από ένα ξύλινο
πιεστήριο για να λάβει το απαραίτητο επίπεδο και ευθυγραμμισμένο σχήμα.
Σαμαρκάνδης κυρίως από ίνες μουριάς, ώστε εξοστράκισαν δεόντως από την
αγορά, τις άλλες ποικιλίες χαρτιού.
Εκεί που κάποτε διέμεναν και σπούδαζαν μαθητές, σήμερα μετατράπηκε σε εμπορικά
στέκια πάσης φύσεως. Σε ένα κεντρικό μεντρεσέ της Σαμαρκάνδης.
Και οι δύο γραφές, Εβραϊκή και Ισλαμική, είχαν γίνει σε περγαμηνή και, το
σπουδαιότερο, ήταν κάπως απρόθυμες να συνεχίσουν σε κάτι τόσο μικρό, όπως
το χαρτί, παρά την διαγνωσμένη του δύναμη και αντοχή. Η ροή του χαρτιού στην
Ευρώπη επίσης, πρέπει να πούμε ότι επιβραδύνθηκε από τους Χριστιανούς, οι
οποίοι αρχικά θεωρούσαν και αποκάλεσαν την τεχνολογία, άπιστη. Η Κεντρική
Ευρώπη δεν υιοθέτησε το χαρτί μέχρι τον 14ο αιώνα και η Αγγλία μόνο προς το
τέλος του 15ου αιώνα. Κάπου στα 1578 είχε φτάσει στη Ρωσία μετά από μακρύ
ταξίδι-αγκύλη από την Κίνα, μέσω της Σαμαρκάνδης, στους Άγιους Τόπους, στη
Βόρεια Αφρική, στην Ευρώπη και τελικά στη Μόσχα.
Η εξήγηση βεβαίως ήταν και είναι μάλλον απλή! Απλώς κατά τη διάρκεια της
εποχής των Song, οι κινέζοι έμποροι αλλά και όσοι ταξίδευαν προς την Κίνα,
χρησιμοποιούσαν ολοένα και περισσότερο τις θάλασσες και το θαλάσσιο
εμπόριο, αφού αυτό ήταν απείρως ασφαλέστερο και φθηνότερο, σε αντίθεση με
τις ημέρεςτου Faxian. Το γεγονός ότι η λεγόμενη προσωρινή πρωτεύουσα της
Νότιας δυναστείας Σονγκ (1127-1279) ήταν το πολύβουο λιμάνι της πόλης της
Hangzhou (όταν η μόνιμη πρωτεύουσα στην ενδοχώρα της Kaifeng ξεπεράστηκε,
απαξιώθηκε και κατελήφθη από ανθρώπους προερχόμενους από τις στέπες,
γνωστοί ως Jurchen), υποδηλώνει τη σημασία του θαλάσσιου εμπορίου στην Κίνα.
Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, η κινεζική ναυτική τεχνολογία οδηγούσε
αποφασιστικά τις σχετικές εξελίξεις σε ολόκληρο τον γνωστό κόσμο.
82
83
Οι Μογγόλοι υπό τον Τζένγκις Χαν και των άμεσων διαδόχων του, απεδείχθησαν
αιμοδιψείς προσωπικότητες οι οποίες πολεμούσαν και νικούσαν για τη χαρά της
νίκης, αυτής καθεαυτής, αλλά από τα μέσα του 13ου αιώνα άρχισαν να
εγκαθίστανται και να προσπαθούν κατά κάποιο τρόπο, να κυβερνήσουν την
τεράστια αυτοκρατορία που είχαν δημιουργήσει όλες εκείνες τις δεκαετίες. Αν
και μπορεί όμως για πολλούς να φαίνεται ακραία οξύμωρο, από περίπου το 1260
έως περίπου το 1360, η Ευρασία βίωσε ένα φαινόμενο που οι ιστορικοί
αποκαλούν Pax Mongolica, όπερ εστί μεθερμηνευόμενο ‘‘Ειρήνητων Μογγόλων’’!
9. Pax Mongolica
“Sometimes a journey arises out of hope and instinct, the heady conviction, as your finger travels
along the map: Yes, here and here ... and here.
These are the nerve-ends of the world ...”
Η τέταρτη χρυσή εποχή του Δρόμου του Μεταξιού, ήταν αυτή η εποχή που
ονομάζεται Pax Mongolica, όταν μία μεγάλη μογγολική Αυτοκρατορία διατηρούσε
και παρείχε ένα τεράστιο δίκτυο ευρασιατικών δομών, που εκτεινόταν από την
Κίνα προς τη Ρωσία και που επέτρεψε σε ταξιδιώτες όπως ο Marco Polo, να
περιπλανηθούν σε μακρινούς πολιτισμούς και εδάφη. Εκτός από τον Μάρκο Πόλο,
τα ταξίδια του οποίου διήρκεσαν από το 1271 έως το 1295, πολλοί άλλοι έμποροι
δυτικών χωρών, ιδιαίτερα οι Ιταλοί, ταξίδεψαν και εγκαταστάθηκαν στην Κίνα σε
αναζήτηση πλούτου και οτιδήποτε άλλου τους προσέφεραν τα ταξίδια εκείνη την
εποχή και σε εκείνα τα εδάφη.
Πράγματι, τα ταξίδια σε μακρινές τοποθεσίες της Κίνας, Cathay όπως
χαρακτηριστικά ονομαζόταν, έγιναν αρκετά σημαντικά, έτσι ώστε περίπου στα
1340, ο Francesco Pegolotti, ένας τραπεζίτης της Φλωρεντίας, συνέθεσε ένα
εγχειρίδιο για όσους σκοπεύουν να ταξιδέψουν προς την Κίνα, το αποκαλούμενο
‘‘Pratica del la Mercatura’’ (Η πρακτική του εμπορίου, The Practice of
Commerce).
88
Σε αυτό το βιβλίο, ο Pegolotti έπαιρνε τον έμπορο που ήθελε να ταξιδέψει στην
Κίνα, βήμα προς βήμα μέσα από τη σχετική διαδικασία, εξηγώντας του
ποια δρομολόγια ήταν ασφαλέστερα, τις προμήθειες που θα πρέπει να πάρει μαζί
του, τι θα μπορούσε να αγοράσει κατά μήκος του δρόμου αυτού, τι θα μπορούσε
να αναμένει και αντιμετωπίσει και βεβαίως σε ποιες περιοχές, και τέλος τι είδους
υπηρέτες και βοηθούς θα έπρεπε να προσλάβει και απασχολήσει όλο το χρονικό
αυτό διάστημα. Ο Pegolotti ακόμα έδινε λεπτομερείς πίνακες νομισματικής
ισοτιμίας και βαρών, όλα υπολογισμένα σύμφωνα με τα Πρότυπα των Γενουατών.
Το εκπληκτικό βεβαίως στην όλη υπόθεση είναι ότι ο Pegolotti, στο βαθμό που
γνωρίζουμε, δεν ταξίδεψε ποτέ πέρα από την Ανατολική Μεσόγειο! Η λεπτομερής
γνώση του Δρόμου του Μεταξιού που παρουσιάζει στο βιβλίο του, βασίστηκε στις
αφηγήσεις των ευρωπαίων εμπόρων και πάσης φύσεως τυχοδιωκτών οι οποίοι
είχαν επισκεφτεί την Κίνα και γύρισαν στη συνέχεια πίσω!
Η ιστορία δέχτηκε όμως στοργικά τις …πολυποίκιλες περιπλανήσεις του τις οποίες
και φιλοξενεί στα σπλάχνα της. Ο Francesco Balducc Pegolotti (1310-1347), ήταν
ένας έμπορος της Φλωρεντίας και συνάμα πολιτικός. Ο πατέρας του, Balduccio
Pegolotti, εκπροσώπησε την πόλη της Φλωρεντίας στις εμπορικές
διαπραγματεύσεις με τη Σιένα, το 1311, και ο αδελφός του, Rinieri di Balduccio,
ήταν ύποπτος για συμμετοχή και συνενοχή στην εξαφάνιση μιας αποστολής
89
Επιπλέον, μεταξύ του 1245 και του τέλους της δεκαετίας του 14ου αιώνα,
ρωμαίοι καθολικοί μοναχοί που υπηρετούσαν ως διπλωμάτες στον Χαν των
Μογγόλων και ως ιεραπόστολοι σε όλους τους μη καθολικούς λαούς τους οποίους
συνάντησαν, ταξίδευαν στη Μογγολία, Ινδία και Κίνα κατά μήκος των διαδρομών
του Δρόμου του Μεταξιού.
Πράγματι, περίπου στα 1294 μια εκκλησία αποστολής ιδρύθηκε στην Κίνα από
τον Friar John του Monte Corvino, ο οποίος κατάφερε να κρατήσει την
απαραίτητη επαφή με τους Φραγκισκανούς ανωτέρους του στην Ευρώπη μέσω
επιστολών που πήγαιναν και έφερναν οι ιταλοί έμποροι του Δρόμου αυτού. Στα
1307, ο Πάπας Clement V τοποθέτησε τον Friar John αρχιεπίσκοπο της Κίνας, με
κέντρο των δραστηριοτήτων του την πρωτεύουσα των Μογγόλων, Khanbaliq (Η
πόλη του Χαν), το σύγχρονο δηλαδή Πεκίνο. Αλλά και άλλοι όμως ιεραπόστολοι
εστάλησαν εκεί και ίδρυσαν εκκλησίες στη νότια Κίνα. Οι περισσότεροι βέβαια
από αυτούς που προσηλυτίστηκαν στον Ρωμαιοκαθολικό Χριστιανισμό, φαίνεται
ότι προέρχονταν από τις τάξεις των Νεστοριανών χριστιανών των περιοχών και όχι
από τους πληθυσμούς των Κινέζων και των Μογγόλων. Φυσικά αυτοί οι
ιεραποστολικοί μοναχοί υπηρετούσαν ταυτόχρονα και τις πνευματικές ανάγκες
των ευρωπαίων εμπόρων που βρίσκονταν για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό
διάστημα στην Κίνα. Παρά την αποδεδειγμένη θέρμη, ικανότητα και ζήλο στο
έργο τους, ο μικρός αριθμός και η αντίσταση των γηγενών στα θρησκευτικά τους
μηνύματα, η επίδραση και επιπτώσεις που είχαν στην κινεζική και μογγολική
κουλτούρα, ήταν σχετικά ανεπαίσθητες. Οι ιεραποστολές αυτές εργάζονταν αργά
91
αλλά σταθερά μέχρι τα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα, οπότε και
εξαφανίστηκαν.
Παλιό καραβανσεράι σε κάποια πόλη πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού. Μια εικόνα όμως,
όχι και τόσο μακρυνή.
Όλοι οι μεντρεσέδες του σημερινού Ουζμπεκιστάν είναι γεμάτοι από εμπόρους και
καλλιτέχνες και τις ανάλογες επιδιώξεις τους.
Η επιδημία ίσως φούντωσε στην Κεντρική Ασία το 1331-1332, και από εκεί
εξαπλώθηκε προς τα έξω σε όλες τις κατευθύνσεις, την Κίνα, την Ινδία και δυτικά
προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Έφθασε στη νότια Ρωσία το 1345-
1346, μεταφέρθηκε από τη Μαύρη Θάλασσα στην Κωνσταντινούπολη και στη
συνέχεια στην Ιταλία από τους Γενουάτες, το 1347. Το Μάιο του 1348, έφθασε
και στη Σκανδιναβική χερσόνησο. Σύμφωνα με τις καλύτερες εκτιμήσεις μας,
μέχρι το έτος 1350 περίπου, ο μισός συνολικά πληθυσμός στην Ευρώπη είχε
πεθάνει από την επιδημία, και ακόμα εκτιμάται ότι και τα ποσοστά θνητότητας
για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ήταν κατά πάσα πιθανότητα, περίπου
τα ίδια. Αυτή η πανδημία όμως, η οποία έγινε γνωστή στην Ευρώπη ως Μαύρος
Θάνατος, δεν έκλεισε εντελώς τις διαδρομές κατά μήκος των οποίων κινείτο.
Άλλωστε δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας που επιβράδυνε το εμπόριο και τα
ταξίδια κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού. Παρόλα αυτά ήταν ένα σημαντικό
πλήγμα για το Δρόμο του Μεταξιού, και ποτέ ξανά ο Δρόμος του Μεταξιού δεν θα
γινόταν τόσο σημαντικός, όπως ήταν κάποτε!
93
Η μυθική πόλη Χίβα, σπουδαίο σκλαβοπάζαρο πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού. Σημαντική
θέση εδώ, κατείχε το χαρέμι του Χαν, στο κέντρο της φωτογραφίας.
1500, λόγω της αυξημένης εξάρτησής του από τις θαλάσσιες διαδρομές μέσω
του Ινδικού Ωκεανού.
Κεντρική Ασία στα τέλη του 19ου αιώνα. Μπροστά από τη νομαδική σκηνή –γιούρτα στην
έρημο.
Στις ορεινές περιοχές του δυτικού Ιράν και τις παράκτιες περιοχές της Κασπίας
Θάλασσας, ήταν σύνηθες να ταξιδεύουν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στις
δύστροπες στέπες όμως και στις ερημικές περιοχές του κεντρικού Ιράν και της
Κεντρικής Ασίας, τα καραβάνια ταξίδευαν τη νύχτα και αναπαύονταν την ημέρα,
λόγω φυσικά των ιδιόρρυθμων θερμοκρασιακών κυρίως συνθηκών. Ήταν επίσης
σύνηθες και κανόνας να αναπαύονται όλοι, άνθρωποι και ζώα, προσωπικό και
προσκολλημένοι ταξιδευτές, μια ημέρα ή κάποιες ώρες αν κρινόταν σκόπιμο από
τον αρχηγό, ιδιαίτερα μετά από μια κουραστική και επίπονη διαδρομή. Τα
καραβάνια, όπως ήδη είπαμε, ακολουθούσαν πάντα προκαθορισμένη διαδρομή,
τα διάφορα στάδια της οποίας καθορίζονταν από το συγκεκριμένο μέρος που θα
έβρισκαν νερό, φαγητό, άλλα απαραίτητα αγαθά και κατάλληλους χώρους
ανάπαυσης, δηλαδή στα πάντοτε φιλόξενα καραβανσεράγια πάνω στις γραμμές
του Δρόμου του Μεταξιού. Αυτές οι επιμέρους διαδρομές του Δρόμου του
Μεταξιού, θα πρέπει να αναπτύχτηκαν σταδιακά από τις παραδοσιακές
συνήθειες των ταξιδιωτών των επιμέρους κοινωνιών και πολιτισμικών ομάδων οι
οποίες εμπλέκονταν τόσο στα καραβάνια, όσο και στα εμπορικά κέντρα, τα
προϊόντα και τα αγαθά των πόλεων - οάσεων.
Τα καραβάνια από την αρχαιότητα ταξίδευαν σε όλες τις ερήμους και στέπες της
Βόρειας Αφρικής, μέσω της Εγγύς Ανατολής στην Ινδία και μέσω του Δρόμου του
Μεταξιού σε όλες τις τεράστιες εκτάσεις της Κεντρικής και της Ανατολικής Ασίας
που διαχώριζαν τα περσικά οροπέδια από την Κίνα. Η καλή και απρόσκοπτη
κίνηση στους Δρόμους του Μεταξιού εξαρτιόταν όχι μόνο από την
αποτελεσματικότητα και εγρήγορση των Περσικών πολιτικών αρχών, αλλά και των
άλλων περιοχών της Κεντρικής Ασίας από τις οποίες περνούσαν τα καραβάνια,
συμπεριλαμβανομένων των επαρχιών οι οποίες τελούσαν υπό κινεζική διοίκηση.
99
Ανατολής, του Βυζαντίου και του Καυκάσου, αφενός και αφετέρου της Κεντρικής
Ασίας και της Κίνας.
Μέχρι το τέλος της περιόδου των Μογγόλων, η πόλη του Ρέι (Ray), ήταν το
σημαντικότερο σημείο αναφοράς και γεωμετρικός τόπος των διαδρομών των
καραβανιών, αφού βρισκόταν στο σημείο όπου συνδέονταν η Βαγδάτη και η
Μοσούλη με τις πόλεις Σάβα, Χαμαντάν και Κερμανσάχ. Η κύρια διαδρομή
συνέχιζε ανατολικά κατά μήκος της βάσης των βουνών Έλμπουρτζ προς τη
Νισαπούρ, τη Μέρβ, τη Μπουχάρα και την Σαμαρκάνδη, την Φεργκάνα και στο
Ξιάν (Xinjiang) στην Κίνα. Ένας άλλος δρόμος οδηγούσε από τη Νισαπούρ, μέσω
της Μασάντ, προς τη Χεράτ και από εκεί μακρύτερα προς τα ανατολικά είτε με
βόρεια ή νότια διαδρομή. Ένας δρόμος από το Ρέυ περνούσε από το Ισφαχάν
προς τη Γιαζντ, Κερμάν και τη Μπαμ αφενός, και προς τη Σιράζ αφετέρου.
Στα βορειοδυτικά το Ρέυ συνδέονταν με την Ταμπρίζ, από την οποία μια βόρεια
σύνδεση οδηγούσε μέσω της Ναχιτσεβάν στην Αρμενία, τη Γεωργία και τον
Καύκασο και μια δεύτερη για το Ερζερούμ και την Τραπεζούντα στην Ανατολία.
Από την Ταμπρίζ επίσης, ξεκινούσε ένας άλλος δρόμος για την περιοχή του
Χαλεπίου, διαδρομή εξαιρετικά σημαντική κατά την περίοδο Σαφαβιδών. Ως
συνέπεια της κατάκτησης της Περσίας από τους Μογγόλους, περίπου στα 1256,
η Περσία συνδέθηκε στενότερα με την Κεντρική Ασία και την Κίνα και ο Δρόμος
του Μεταξιού συνέχισε να ακμάζει και στην περίοδο των Τιμουριδών που
ακολούθησε (1370-1500). Οι διαδρομές των καραβανιών πολλαπλασιάστηκαν,
και η κίνηση αυξήθηκε. Με την κατάρρευση όμως της αυτοκρατορίας των
Τιμουριδών κατά την έναρξη του 16ου αιώνα και τον κατακερματισμό της
πολιτικής εξουσίας στην Περσία, την Τρανσοξανία (Transoxania) και την Κεντρική
Ασία, οι διασυνδέσεις μέσω των καραβανιών μεταξύ της Περσίας και
Τρανσοξανίας, διαταράχτηκαν, προς όφελος του σύγχρονου ευρωπαϊκού
θαλασσίου εμπορίου μεταξύ του Ινδικού Ωκεανού και του Περσικού Κόλπου. Στις
αρχές του 16ου αιώνα, οι διαδρομές των καραβανιών γίνονταν περισσότερο
οργανωμένα, με την έννοια ότι κάθε τόπος και περιφέρεια, σε κάθε μεγάλη
αυτοκρατορία διατηρούσε σε λειτουργία το δικό της ξεχωριστό δίκτυο διαδρομών
των καραβανιών. Στην Περσία, οι δρόμοι, τα καραβάνια, τα καραβανσεράγια και
οι άλλες σχετικές δομές, έφτασαν στο υψηλότερο σημείο ανάπτυξης και
ποιότητας συγκριτικά με τις προηγούμενες περιόδους, ιδιαίτερα όταν η
πρωτεύουσα μετακινήθηκε στο Ισφαχάν, στα χρόνια 1596-1597. Ακόμα κι αν το
κέντρο του περσικού εμπορίου μετατοπίστηκε προς τα νότια, από το Ρέυ στο
101
Η tarantassήταν μια τετράτροχη ιππήλατη άμαξα που στηριζόταν πάνω σε ένα μακρύ
πλαίσιο που σκοπό είχε εκτός των άλλων τη μείωση των κραδασμών και
ταρακουνημάτων στα οδικά ταξίδια μεγάλων αποστάσεων. Χρησιμοποιούνταν ευρέως
στη Ρωσία κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα και μετέφερε γενικώς τέσσερις επιβάτες.
Μέσα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τα καραβάνια των προσκυνητών στο
Μασάντ, είτε από το Ισφαχάν, την Κασάν ή Τεχεράνη ήταν ιδιαίτερα συχνά, αν και
έπρεπε να φυλάσσονται επιμελώς από τις επιδρομές των διαφόρων φυλών των
Τουρκμένων που αναζητούσαν εναγωνίως αιχμαλώτους για τα απαιτητικά τότε
σκλαβοπάζαρα της Χίβα και της Μπουχάρα. Κι αυτό γιατί στη σουνιτική Κεντρική
Ασία, οι σιίτες θεωρούνταν άπιστοι, κάτι που τους έδινε μερικώς το επιθυμητό
άλλοθι να τους συλλάβουν και να τους οδηγήσουν στα σκλαβοπάζαρα.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα το εσωτερικό εμπόριο με καραβάνια στη Περσία
απομονώθηκε σταδιακά όλο και περισσότερο από εκείνο των γειτονικών χωρών,
καθώς η κυβέρνηση άρχισε να αναπτύσσει ένα σύγχρονο σύστημα μεταφορών,
103
Με την είσοδο στον εικοστό αιώνα, οι στρατιωτικές κυρίως ανάγκες της χώρας,
οδήγησαν στην εισαγωγή των ελαφρών και βαρέων φορτηγών, χερσαίων
οχημάτων παρόμοιων με τζιπ, και τελικώς των λεωφορείων. Ταυτόχρονα, τα
καραβανσεράγια αντικαταστάθηκαν από στάσεις ανάπαυσης για γρήγορο
φαγητό των ταξιδιωτών, συνεργεία αυτοκινήτων, καθώς και αποθήκες, ειδικά στα
προάστια των πόλεων. Καμήλες και μουλάρια υπάρχουν ακόμα σε χωριά για τη
μεταφορά εμπορευμάτων των χωρικών σε μικρές αποστάσεις, αλλά τα
καραβάνια με τη μορφή που τα ξέραμε δεν υφίστανται πλέον στο σημερινό Ιράν.
Χεράτ του Αφγανιστάν, σε αυτή την πόλη που βρίσκεται πάνω στον αρχαίο δρόμο
της Μέσης Ανατολής προς το Πακιστάν, την Ινδία και την Κίνα, διαπίστωσε ιδίοις
όμασι, ότι στο λεξιλόγιο των κατοίκων της βρισκόντουσαν ακόμα, μεταξύ των
άλλων, και κάποιες Ελληνικές λέξεις, που όλα ήταν χειροπιαστή απόδειξη της
ελληνικής παρουσίας εκεί, αλλά περισσότερο κάποιων πολιτιστικών στοιχείων που
κληροδότησαν στη χώρα και την περιοχή. Πέρασε από τη σημερινή γη των Καλάς,
το Καφιριστάν (τη γη των απίστων), περιγράφοντας τις συνήθειες τους που
έμοιαζαν τόσο με των αρχαίων Ελλήνων. Από εκεί πέρασε στην οροσειρά του
Παμίρ και του Ινδοκαύκασου (Ινδοκούς), για να καταλήξει στις επαρχίες Κασγκάρ
και Χάμια της Κίνας, κι απ’ εκεί, πάνω στο άλογό του πάντοτε, περνώντας στις
αφιλόξενες και δύστροπες ερήμους της Μογγολίας, εξερευνώντας και
θαυμάζοντας τα εναλλασσόμενα τοπία των ερήμων και τους σκληροτράχηλους
κατοίκους της περιοχής. Κατέληξε στη Σιβηρία, που ήταν το τέλος του ταξιδιού
του στην Ασία, αλλά αναχώρησε για την Αγία Πετρούπολη για να καταλήξει στην
Κωνσταντινούπολη το 1873, όπου για έναν χρόνο άσκησε την ιατρική.
Μετά από αυτή την απίθανη περιπέτεια, το μυαλό του ήταν καθηλωμένο στα
ταξίδια και στην περιπέτεια. Έτσι μοιραία σχεδίασε το δεύτερο επικό του ταξίδι.
Ετούτο ξεκινάει το 1875 από το Σουέζ της Αιγύπτου, διέσχισε τη Συρία, τη νότιο
τμήμα του Ιράν και ξαναπέρασε από το Αφγανιστάν, όπου διάφορες φατρίες
ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν εμφύλιο πόλεμο, αλλά ο Παναγιώτης Ποταγός χάρις
το κύρος του κατάφερε να τον σταματήσει εν τη γενέσει του, συμφιλιώνοντας τις
αντίπαλες παρατάξεις. Οι πληροφορίες που μας έδωσε είναι μοναδικές γιατί
επισκέφτηκε τις περιοχές εκείνες είκοσι περίπου χρόνια πριν από τον
υποχρεωτικό εξισλαμισμό τους που έλαβε χώρα το 1896, ο οποίος πρέπει να
πούμε ότι εξαφάνισε δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στοιχείου που
ακόμα, έστω και μερικώς, επιβίωνε. Ταξίδεψε στην βορειοδυτική Ινδία
καταγράφοντας το φυσικό τοπίο και τους ανθρώπους της, κι από εκεί ξαναγύρισε
στο Κάιρο, δρομολογώντας το τρίτο του ταξίδι.
Στο τρίτο του ταξίδι, με αρχή το Κάϊρο, τον Ιανουάριο του 1876, κατευθύνθηκε
νότια προς την αρχαία Νουβία (Σουδάν) και από εκεί έφτασε στο βόρειο Κονγκό
(Ζαΐρ) και προχώρησε πιο πέρα από κάθε προηγούμενο εξερευνητή και ανάμεσα
σ' όλα τα άλλα ανακάλυψε τον μεγάλο ποταμό Μπόμου το 1877. Η μεγάλη εδώ
συμβολή του είναι ότι αυτός παρατήρησε για πρώτη φορά, ότι δεν χύνεται στο
Νείλο όπως πιστευόταν έως τότε, αλλά στον ποταμό Κόνγκο ο οποίος τελικά
εκβάλλει στον Ατλαντικό Ωκεανό.
107
Το έργο του Ποταγού μπορεί να μην αναγνωρίστηκε επίσημα από τη χώρα του,
αλλά το έπραξε η Γεωγραφική Εταιρία της Γαλλίας, η σημαντικότερη της εποχής,
και η οποία τον κατέταξε δίπλα στους μεγαλύτερους γεωγράφους Stanley και
Livingston. Κι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φώτης Κόντογλου, “ο
καινούργιος Οδυσσέας, ο Παναγιώτης Ποταγός– περπατώντας μήνες και χρόνια
για να ‘βρει κείνον τον ξεχασμένο Λίθινον Πύργο του Πτολεμαίου, μέσα στα
άσπλαχνα Iμαλάγια ή τα όρη της Σελήνης μέσα στο καμίνι της Αφρικής…”. Ο ίδιος
πέθανε πάμφτωχος στο χωριό Νυμφές της Κέρκυρας, όπου πέρασε τα δεκαεφτά
τελευταία χρόνια της ζωής του, προσφέροντας δωρεάν τις ιατρικές του
υπηρεσίες στους απλούς ανθρώπους της περιοχής. Η μοναδική του φωτογραφία
βρέθηκε και σώθηκε από τον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος και διέσωσε τη μνήμη
του γράφοντας σχετικά γι’ αυτόν και ζωγραφίζοντάς τον καθισμένο σταυροπόδι
και φορώντας ανατολίτικη φορεσιά, στο βιβλίο του ‘‘Φημισμένοι άντρες και
Λησμονημένοι’’. Στο βιβλίο αυτό ο Ποταγός περιγράφει τα τρία κύρια ταξίδια του,
τα δύο στην Ασία και το τρίτο στην Αφρική: ‘‘…Έφιππος επί του ίππου μου
Mουνσίμπαση, και ακολουθούμενος υπό του ετέρου μου ίππου Kουσούλ
προυχώρουν εν τη λεωφόρω μόνος… προωρισμένος ίνα κολυμβήσω εις
κινδύνους… οι κίνδυνοι περιγραφόμενοι δεν έχουσι σκοπόν να τέρψωσιν
αναγνώστας· διότι δεν διεκινδύνευσα χάριν τούτου, αλλά ίνα ανερευνήσω τας
αληθείας περιδιαβαίνοντας τας κεντρικάς της Ασίας χώρας και, ει δυνατόν, προς
τας περιγραφάς των αρχαίων μας Γεωγράφων…’’.
Το πρωτότυπο έργο του, αποτελείται από εφτακόσιες περίπου σελίδες και φέρει
τον τίτλο ‘‘Περίληψις Περιηγήσεων’’, γιατί αποτελεί μια συμπυκνωμένη
καταγραφή των περιηγήσεων, μελετών και καταγραφών του μεγάλου Παναγιώτη
Ποταγού. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είχε θέσει ως σκοπό και την έκδοση σε
108
του πρώτου, θα περιείχε πολύτιμες λεπτομέρειες των ηθών, των εθίμων, των
θρησκειών και τις ιστορίες των λαών που γνώρισε στις πορείες του. Άνθρωποι
μικρόψυχοι, ανεπαρκέστατοι, ανίδεοι, μικρόνοες, αδιάφοροι, σε καίριες και
επιτελικές θέσεις στο δημόσιο μηχανισμό του ελληνικού κράτους, παρά τις
επίμονες προσπάθειες τόσο από το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό της χώρας,
βρέθηκαν απέναντι σε αυτή την προσπάθεια και στέρησαν από την νεοελληνική
βιβλιογραφία κι απ’ όλες τις επόμενες γενιές, έναν πολύτιμο και μοναδικό
θησαυρό. Σύμφωνα με τον Φώτη Κόντογλου ο οποίος στο έργο του ‘‘Φημισμένοι
άντρες και λησμονημένοι’’, επιχείρησε μία βιογραφική προσέγγιση του Ποταγού,
τα ανέκδοτα χειρόγραφα που βρίσκονταν στο σπίτι του Ποταγού, στις Νυφές της
Κέρκυρας, καταστράφηκαν από τους κληρονόμους του! ‘‘Γύρεψα να βρω τίποτα
τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα μου ‘πανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα
μάθανε οι συγγενείς του από τη Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον
κληρονομήσουνε, και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε
πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ότι χαρτιά πέσανε στα χέρια
τους’’.
Για την συνολική ανεκτίμητη προσφορά του, τιμήθηκε από Γαλλική κυβέρνηση, τη
Γεωγραφική Εταιρεία της Γαλλίας και το βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο Β’, ο
οποίος τότε ήταν Πρόεδρος της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρείας. Ο
τελευταίος έδωσε το όνομα ‘‘Λεωφόρος Ποταγού’’ σε κεντρική αρτηρία της πόλης
Ισίρο (Παουλίς) του Βελγικού Κονγκό, κι όταν του ζήτησε να υπογράψει στη χρυσή
βίβλο των περιηγητών, εκείνος έγραψε μόνο δυο λέξεις: ‘‘Εις Έλλην’’!
Δεν νομίζω να είναι δύσκολο να φαντασθεί κάποιος την κατάσταση της Ελλάδας
το χρόνο που γεννήθηκε ο Παναγιώτης Ποταγός. Το 1838, λίγα μόλις χρόνια μετά
την επανάσταση του 1821, η Ελλάδα ήταν μικρή και φτωχή χώρα, πλήρως
αποδιοργανωμένη και χωρίς βασικές οργανωτικές δομές, καμία σχέση έχουσα,
στα μάτια Ελλήνων και ξένων, με την αρχαία της μεγαλοπρέπεια. Έτσι δεν ήταν
παράξενο που πολλοί κάτοικοι έφευγαν αλλαχού σε αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Σε εκείνο το περιβάλλον και εποχή γεννήθηκε στην Βυτίνα της Αρκαδίας, ο
Παναγιώτης Ποταγός. Μεγάλωσε με τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς, τα
κείμενα των οποίων του έδωσαν τα απαραίτητα κίνητρα για εξερεύνηση άλλων
κόσμων και τόπων, μακριά από τον δικό του. Παράλληλα με όλα αυτά αποφάσισε
να σπουδάσει και ακολουθήσει την επιστήμη της ιατρικής προσφέροντας τις
γνώσεις στους συνανθρώπους του. Οι πανταχού παρούσες πολιτικές έριδες στη
νεοσύστατη χώρα οι οποίες αποσκοπούσαν στη νομή της εξουσίας, ήταν η
σταγόνα που ξεχείλισε την υπομονή του νεαρού Ποταγού. Η ελληνική πολιτική
πραγματικότητα, μαζί με όλα τα προηγούμενα, τον οδήγησαν στο Παρίσι για
σπουδές ιατρικής. Εκείνη την εποχή στο Παρίσι βρισκόταν σε εξέλιξη επιδημία
χολέρας και μοιραία, παράλληλα με τις σπουδές του, ενεπλάκη ενεργά στην
αντιμετώπισή της για την οποία προσφορά και βραβεύτηκε. Παρά τη φήμη του
ως γιατρός αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα, να ταξιδέψει μακριά στα χνάρια
του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τολμώντας έτσι το 1867 και σε ηλικία τριάντα περίπου
ετών, το πρώτο του ταξίδι στα βάθη της Ασίας.
Μετά τα ταξίδια του όπως είπαμε, αποσύρθηκε σ' ένα μικρό χωριουδάκι της
Κέρκυρας, στις Νύμφες, όπου άσκησε την ιατρική επί 17 συναπτά έτη και πέθανε
το 1903 σε ηλικία 65 ετών, αναλογιζόμενος πάντα την περιπέτεια και τα ταξίδια
που είχε κάνει, όπως κι αυτά που δεν πρόλαβε να κάνει. Όπως έλεγε ο ίδιος για
τον λόγο που τον έκανε να ταξιδεύει, ‘‘Διακινδύνευσα την ζωή μου για την τιμή της
χώρας μου, που δεν πρέπει να αντιπροσωπεύεται μόνο από το έδαφός μας και τα
ένδοξα ερείπιά μας, αλλά από εμάς τους ίδιους στην προσπάθειά μας να γίνουμε
αντάξιοι των προγόνων μας’’.
111
Ξενόγλωσσηβιβλιογραφίακαιδημοσιεύματα
AkinerShirin: Islamic people of the Soviet Union. Keagan Paul International Ltd.
1983. London. U.K.
Arapov A.V.: Samarkand. ‘’SMI-ASIA’’ (3nd edition). 2010. Tashkent. Uzbekistan.
Arapov A.V.: Bukhara. ‘’SMI-ASIA’’ (2nd edition). 2010. Tashkent. Uzbekistan.
Bennigsen Alexandre, Wimbush S. Enders: Muslims of the Soviet empire: a guide. C.
Hurst & Co. (Publishers) Ltd. 1985. London. U.K.
113
Conolly Lt. Arthur: Journey to the North of India through Russia, Persia and
Afghanistan (2 Vols.). London, Richard Bentley, 1834. Reprints: Elibron Classics,
2002. Laurier Books Ltd, Asian Educational Services, 2001. New Delhi. India.
DienΕ. Albert: "The Stirrup and Its Effect on Chinese Military History". ArsOrientalis.
1986; Vol. 16: 33-56.
Frye N. Richard: The History of Bukhara. Markus Wiener Publishers. 2007. Princeton.
U.S.A.
Hopkirk Peter: The great game. On secret service in high Asia. Oxford University
Press. 2001. Oxford. U.K.
Huygbe Francois-Bernard: In the wake of Marco Polo. The UNESCO Courier. January
1991:48-50. Paris.
Huygbe Francois-Bernard: A mysterious journey. The UNESCO Courier. January
1995:9-12. Paris.
Lynn White Jr.: Medieval Technology and Social Change. Oxford University Press.
1964. London, Oxford, New York.
Masood Ehsan: Islam and Science: An Islamist revolution. Nature 2006;444: 22-25.
Potagos P.: Dix annees de voyages dans l’ AsieCentrale et l’Afrique equatorial.
Ernest LerouxEditeur. 1885. Paris.
Ruy Gonzalez de Clavijo: Narrative de Clavijo to the court of Timur at Samarkand,
A.D. 1403-6 (1859). Translated in English by Sir Markham Clements Robert. Printed
for the Hakluyt Society. 1859. London. U.K.
Thubron Colin: Fairies and Elves (The Enchanted World). Time Life Education. (June
1984). U.K.
Weitz Richard: Averting a New Great Game in Central Asia. The Washington
Quarterly 2006; 29 (3): 155–167.
Wijdan Ali: The Arab contribution to Islamic art: from the seventh to the fifteenth
centuries. American University in Cairo Press. 1999. Cairo. Egypt.
114
115
116
ISBN: 978-618-80957-2-4
νέοe-book
24grammata.com
σειρά: εν καινώ, αρ. σειράς: 80