You are on page 1of 20

See discussions, stats, and author profiles for this publication at: https://www.researchgate.

net/publication/340449653

“Η Αθήνα του 19ου Αιώνα: Κρυφές Όψεις και Απόψεις.” ["19th-century


Athens: Hidden Views and Opinions"]

Chapter · December 2015

CITATIONS READS

0 628

1 author:

Georgia Giannakopoulou
American College of Greece / University of Glasgow
30 PUBLICATIONS   0 CITATIONS   

SEE PROFILE

Some of the authors of this publication are also working on these related projects:

DAVID FRISBY ARCHIVE View project

All content following this page was uploaded by Georgia Giannakopoulou on 16 April 2020.

The user has requested enhancement of the downloaded file.


Γεωργία Γιαννακοπούλου

Η Αθήνα του 19ου Αιώνα – Κρυφές Όψεις και Απόψεις

Αυτό δεν είναι [η Αθήνα]. Είναι ένας μοναδικά τρομερός σωρός από ερείπια,

μία άμορφη, ομοιόμορφη γκριζοπράσινη μάζα από στάχτη και σκόνη’.1

O Ludwig Ross, ο αρχαιολόγος που ανέλαβε την κατεδάφιση των

μετακλασσικών προσθηκών από την Ακρόπολη την Βαυαρική περίοδο, άνηκε

στην ομάδα των ανθρώπων που ανέλαβαν ότι οι ίδιοι φαντάστηκαν ως την

αποκατάσταση του χαμένου μεγαλείου της Αθήνας. Παρά το ιδεώδες μίας

υπέροχης Αθήνας τον 19ο αιώνα το οποίο ενισχύθηκε αργότερα πρώτον από

τις αντιδράσεις για τις κατεδαφίσεις και δεύτερον από την ραγδαία

αστικοποίηση της περιόδου 1950-1960, οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της

πόλης του 19ου αιώνα δεν ήταν πάντα ικανοποιημένοι με την Αθήνα που τους

κληροδότησαν οι Βαυαροί. Πράγματι, η διάδοση και η διάχυση του επίσημου

ιδεώδους του κλασσικού παρελθόντος, ακολουθούνταν τόσο από τις

προβεβλημένες διθυραμβικές περιγραφές της πόλης όσο και από κάποιες

παραγνωρισμένες αρνητικές εμπειρίες της καθημερινότητάς της που

υποστήριζαν ότι ο Ross και οι Βαυαροί δεν κατάφεραν να ξανακάνουν την

Αθήνα ΑΘΗΝΑ.

1L. Ross (1976) Αναμνήσεις και Ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833), Αθήνα, Αφοί
Τολίδη, σ.163.
1
Κάποια από τα κείμενα που εξετάζουμε εδώ προσφέρουν μία

ρεαλιστικότερη προσέγγιση των συνθηκών στην πόλη και στοχεύουν στην

ανάδειξη και στην επίλυση των πρακτικών καθημερινών προβλημάτων της

Αθηναϊκής αστεακής ζωής. Αντίστοιχα, κάποια άλλα ακολουθούν

υποκειμενικότερες και ιδεολογικά φορτισμένες προσεγγίσεις. Σε ότι αφορά

στον Αθηναϊκό τύπο, η σάτιρα κρύβει είτε ξεκάθαρες αντιπολιτευτικές γραμμές

είτε μία απερίφραστη ενόχληση με την επίσημη αρχαιομανία· ενίοτε οι δύο

τάσεις συνδυάζονται. Από την άλλη πλευρά, οι αρνητικές περιγραφές της

Αθήνας στον Αγγλόφωνο τύπο συγκαλύπτουν πολιτικά κίνητρα που

υπερβαίνουν τα γεωγραφικά σύνορα της Ελλάδας. Για παράδειγμα, πολλοί

Άγγλοι επισκέπτες της Αθήνας απαξίωναν τους αλλοδαπούς ηγεμόνες της

Ελλάδας και διεκδικούσαν την κηδεμονία της χώρας και της πρωτεύουσάς

της. Παράλληλα, πολλοί Άγγλοι, Σκώτοι και Αμερικανοί ταξιδιώτες

αναζητούσαν στην Αθήνα τις ρίζες του δικού τους παρόντος. Αυτή η

κατηγορία ταξιδιωτών αναδείκνυε την κλασσική πόλη ως την γενέτειρα του

μοντέρνου Ευρωπαϊκού, και αργότερα ενός γενικότερου Δυτικού πολιτισμού.

Σταδιακά όμως εξέφρασε διχογνωμία για το ποιοι ήταν οι “πραγματικοί”

απόγονοι των αρχαίων Αθηναίων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ταξιδιώτες δεν

βρήκαν την πόλη της φαντασίας τους.

Όσο περισσότερο εκσυγχρονιζόταν η πόλη, για παράδειγμα με την

εγκατάσταση των σιδηροδρομικών γραμμών, πολλοί ταξιδιώτες αντιφάσκουν,

παραπονούμενοι μεν για τις ταλαιπωρίες που υφίσταντο εξαιτίας της

έλλειψης, σε σχέση με τις πατρίδες τους, των “σύγχρονων ανέσεων,”

γκρινιάζοντας δε επειδή η αρχαία Αθήνα που είχαν φανταστεί ζούσε πλάι σε

μία ζωντανή νέα πόλη. Τέλος, τα σχόλια πολλών Άγγλων, κυρίως,


2
επισκεπτών της πόλης απορρέουν από άνισες και προκαθορισμένες

συγκρίσεις με τις μεγάλες Βρετανικές πόλεις. Αυτά τα κατά κανόνα

ανθελληνικά ψευδοπεριηγητικά αποσιωπούσαν σημαντικά γεγονότα που

καθιστούσαν οποιαδήποτε σύγκριση εξ’ ορισμού λανθασμένη. Για

παράδειγμα, κανένας από αυτούς τους επισκέπτες δεν συνδύασε τον πλούτο

της Αγγλίας με τις ιμπεριαλιστικές της τακτικές, και κανείς τους δεν ανέφερε

την οικονομική εξαθλίωση των κατοίκων των Αγγλικών αποικιών του 19ου

αιώνα ή τα κοινωνικά προβλήματα των Βρετανικών πόλεων της εποχής (την

έλλειψη υποδομών, την εγκληματικότητα, τα υψηλά ποσοστά αλκοολισμού

στις φτωχότερες γειτονιές, κτλ.).

II

Σύμφωνα με τις πρώτες αγγλόφωνες περιγραφές της Οθωμανικής

Αθήνας,2 η πόλη αποτελείτο από “τρία ή τέσσερα χωριά που έχουν

στριμωχτεί άγαρμπα στους πρόποδες της δυτικής πλευράς της Ακρόπολης.”3

Αντίστοιχα, οδηγώντας εξ’ αρχής τον αναγνώστη σε μία αναβίωση της Αθήνας

πέρα από την Αθήνα, οι πρώτες περιγραφές της πόλης του 18204

αναγνώρισαν στην Βρετανία τον τόπο όπου “οι καλές τέχνες ανθίζουν τώρα

με τέτοιο σθένος που φαίνεται πιθανό να συναγωνίζεται τα καλύτερα προϊόντα

της αρχαιότητας·”5 η Αθήνα ήταν απλώς “απελπιστική.”6 Η θέση του Williams

δεν διέφερε πολύ από εκείνες των συγχρόνων του: συνέκρινε την Αθήνα με

2 Βλ. Ανώνυμος (1812) “Modern and Ancient Athens,” The New Annual Register, or, General
Repository of History, Politics and Literature, Ιανουάριος, 163-169. Αν και δεν υπογράφεται,
το κείμενο είναι απόσπασμα από το Voyages and Travels του Σκώτου συγγραφέα και
πολιτικού αναλυτή John Galt.
3 Ibid., σ.163.
4 Βλ. H.W. Williams (1820α) Travels in Italy, Greece and the Ionian Islands, Τόμος Α’, (1820β)

Travels in Italy, Greece and the Ionian Islands, Τόμος Β’ και (1820γ) Travels in Italy, Greece
and the Ionian Islands, Τόμος Γ’. Το βιβλίο εκδόθηκε στο Εδιμβούργο από τους Archibald
Constable & Co.
5 Βλ. H.W. Williams 1820α, ως άνω, σ.x.
6 Ibid., σ.288.

3
άλλες πόλεις, εν προκειμένου με το Stirling,7 προτίμησε να αγνοήσει τους

“σχεδόν αόρατους” Τούρκους και Αθηναίους,8 να θαυμάσει τα κλασσικά

μνημεία της Ακρόπολης9 και να γκρινιάξει επειδή δεν έβρισκε όμορφα

μαγαζιά.10

Η επόμενη δεκαετία σηματοδότησε την αντιπαράθεση της

προεπαναστατικής με την μετά-επαναστατική Αθήνα. Ο Christopher

Wordsworth (1807-1885), απόφοιτος του Κολλεγίου Trinity του Cambridge και

μετέπειτα επίσκοπος του Lincoln, περιόδευσε σε διάφορα μέρη της Αττικής το

1832 και το 1833, λίγο πριν την ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του

νεοσύστατου κράτους.11 Παρ’ ότι αναγνώρισε ότι η Αθήνα βρισκόταν υπό

Τουρκική κατοχή, ο Wordsworth παραπονιόταν για την έλλειψη βιβλίων,

φωτισμού, παραθύρων, αμαξών και ταχυδρομείου.12 Δεδομένου του πάθους

του για τα κλασσικά μνημεία, ο Wordsworth απογοητεύθηκε επειδή η Αθήνα

δεν ήταν μία εκσυγχρονισμένη πόλη με τα κριτήρια του Λονδίνου.

Η βιομηχανική ανάπτυξη της δεκαετίας του 1840 σηματοδότησε

τεχνικές και τεχνολογικές μεταρρυθμίσεις που διευκόλυναν τα ταξίδια και

διεύρυναν την περιηγητική ανθρωπογεωγραφία. Όπως μαρτυρά και ένα

άρθρο του Αυγούστου του 1844, οι συγκοινωνίες από και προς την Ελλάδα

ήταν γρηγορότερες και ευκολότερες13 και το ταξίδι “από τον Πύργο του

Λονδίνου στην Ακρόπολη των Αθηνών” διαρκούσε δεκατέσσερις ημέρες.14

7 Ibid., υποσημείωση, σ.289. Η αλλοτινή πρωτεύουσα της Σκωτίας, είναι ακόμα μία από τις
εντυπωσιακότερες πόλεις της χώρας.
8 Ibid., σ.295.
9 Ibid., σ.σ.300-305.
10 Ibid., σ.352.
11 C. Wordsworth (1833) Athens and Attica: Journal of a Residence There, Λονδίνο, John

Murray.
12 Ibid., σ.246-247.
13 Ανώνυμος (1844α) “Athens to London,” The Athenaeum, 878:773-775.
14 Ibid., σ.773.

4
Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν και κάποια σποραδικά σχόλια στις κοσμικές

στήλες του Βρετανικού τύπου. Για παράδειγμα, η Αγγλίδα Buxton-Whalley

χλεύαζε τους οικοδεσπότες μίας δεξίωσης προς τιμήν της Μαριάννας Μακρή,

της γνωστής “Κυράς των Αθηνών”:

Αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε πως,

άξεστη καθώς ήταν η διασκέδαση, ταίριαζε περισσότερο με την

κοινωνική θέση ενός λαού που οι Υπουργοί του δεν μπορούν

πάντα να διαβάσουν ή να γράψουν και που οι νομοθέτες του

επιβάλλουν, μερικές φορές, τα πολιτικά τους επιχειρήματα

εκσφενδονίζοντας τα παπούτσια τους στα πρόσωπά των

αντιπάλων τους, παρά με τον εξωτικό πολιτισμό της φανταχτερής

μικρής αυλής της οποίας ηγείται η αξιολάτρευτη όλων των

βασιλικών κυριών, η βασίλισσα Αμαλία.15

Προς το τέλος της δεκαετίας και ενώ διαμορφωνόταν το νέο αρχιτεκτονικό

πρόσωπο της νέας Αθήνας, ένας ανώνυμος Άγγλος ταξιδιώτης κατηγόρησε

τους Βαυαρούς για έλλειψη γούστου:

Φανταστείτε τον Περικλή, τον πρίγκηπα του γούστου, να επιστρέφει

στην ζωή για μία ώρα, να στέκεται στην παλιά Ακρόπολη […] και

να κοιτάζει από ψηλά το παλάτι του Όθωνα! Τι αντίθεση θα διέκρινε

ανάμεσα στην λαξευμένη αρχιτεκτονική των αρχαίων ημερών και

15Βλ. Mrs. Buxton-Whalley (1851) “A Visit to the ‘Maid of Athens’,” Bentley’s Miscellany,
30:67-68.
5
στον άμορφο πέτρινο σωρό όπου κατοικεί ο Βασιλιάς της

Μοντέρνας Ελλάδας.16

Παράλληλα με τον σχολιασμό των επιμέρους αρχιτεκτονικών της τμημάτων, η

Αθήνα διεκδικούσε την προσοχή των επισκεπτών της με γραπτά που

επικεντρώνονταν (είτε θετικά, είτε αρνητικά και σπανίως ουδέτερα) στην

καθημερινότητα και στην κοινωνική και πολιτική ζωή των κατοίκων της. Προς

το τέλος του 1863, ένας Άγγλος επισκέπτης μετέδιδε τα νέα της άφιξης του

Γεωργίου Α’ στην Ελλάδα.17 Οι Έλληνες, έγραφε, “είναι οι ίδιοι όπως και τις

μέρες του Θεμιστοκλή […]. Αγνώμονες, εκδικητικοί, αδιάφοροι για τις ηθικές

τους υποχρεώσεις, ειλικρινείς μόνο καταναγκαστικά.”18 Το ρεπορτάζ κατέληγε

ότι επρόκειτο για “μία δημοκρατία ληστών που συγκρατούνται σχετικά από τις

αναγκαιότητες του εμπορίου από την μία και από την από κοινού κατοχή τους

από την Γαλλία και την Αγγλία από την άλλη.”19

Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύθηκε ένα άρθρο με παρεμφερή

θεματολογία. Γραμμένες τον Νοέμβριο του 1863, οι σημειώσεις του Άγγλου

ταγματάρχη Herbert Byng Hall απέβλεπαν, κατά τα λεγόμενά του

τουλάχιστον, στην καταγραφή του παρόντος.20 “Το παρελθόν,” έγραφε, “είναι

το δηλητήριο που μαραζώνει το παρόν.”21 Ο Hall επικεντρώθηκε στο παρόν

για να υποστηρίξει ότι, αντίθετα με τις μοντέρνες Αγγλικές πόλεις, η νέα

Αθήνα δεν παρουσίαζε κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Πέραν του θαυμασμού

16 Βλ. Ανώνυμος (1857) “Modern Athens,” London Journal, 25(624):233.


17 Βλ. Ανώνυμος (1863) “The New King of Greece Entering the Port of Athens,” The London
Journal, 38(993):381-382.
18 Ibid., σ.381.
19 Ibid.
20 Βλ. H.B. Hall (1864) “Athens and Back, in November 1863,” The St. James Magazine,

Ιανουάριος, 224-236.
21 Ibid., σ.227.

6
του για τον βασιλιά (τον οποίο είχε εγκρίνει η Αγγλική κυβέρνηση), η

Μητρόπολη ήταν αδιάφορη και το παλάτι ήταν “ένα διαρκές μνημείο της

Βαυαρικής ματαιοδοξίας, ανοησίας και υπερβολής.”22 Πιθανόν επηρεασμένος

από την αντιπάθειά του προς τους Βαυαρούς (αλλά και για τους Έλληνες), ο

Άγγλος στρατιωτικός έφτασε στο σημείο να παραπονεθεί ακόμη και για τον

άνεμο και να επικεντρωθεί στις γευστικές και θρεπτικές διαφορές του μελιού

στην Αγγλία και στην Αθήνα. Τελικά έκρινε ότι το Αγγλικό μέλι ήταν “απείρως

ανώτερο” του Αθηναϊκού.23

Το 1874 το Λονδρέζικο Temple Bar, δημοσίευσε ένα ακόμη ανώνυμο

ανθελληνικό περιηγητικό. Αν και παραδέχθηκε ότι μπορεί να γενίκευε, ο

Βρετανός ταξιδιώτης έγραφε ότι “αν και ο Έλληνας είναι πανευτυχής που

κατέχει τα νησιά του Ιονίου, αναρωτιέμαι αν οι νησιώτες δεν θρηνούν την

απώλεια των Άγγλων προστατών τους,”24 ότι οι Έλληνες είναι “μία

μπάσταρδη ράτσα.”25 Κατά τ’ άλλα ανέφερε πως ξεκίνησε για την Αθήνα “με

αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα που έχει ένας άντρας όταν ξυπνά από ένα

όνειρο και τρομοκρατείται από την πραγματικότητα.”26

Το 1875, οπότε η κατεδάφιση του Πύργου από τα Προπύλαια ενίσχυσε

την “κλασσική” όψη της Ακρόπολης, το Saturday Review δημοσίευσε το “Η

Αθήνα όπως είναι” του συντηρητικού Άγγλου πολιτικού Alexander Beresford

Hope.27 Ο Hope επανέλαβε τα συνήθη Αγγλικά επιχειρήματα υπέρ του Έλγιν

22 Ibid., σ.228
23 Ibid., σ.229.
24 Ανώνυμος (1874) “Brindisi to Athens,” Temple Bar, 42:241.
25 Ibid., σ.242.
26 Ibid., σ.250.
27 Βλ. Ανώνυμος (1875) “Athens as it is,” Saturday Review of Politics, Literature Science and

Art, 39(1003):73-75.
7
και της παραμονής των γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο28

και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες ήταν ανίκανοι να

προστατεύσουν την αρχαιότητά τους:

Δεν μπορούμε παρά να θρηνούμε για την ανεπαρκή προστασία

των ενεπίγραφων και σμιλεμένων πετρών και θραυσμάτων στην

Ακρόπολη και στο Θησείο, τα οποία εκτίθενται στα στοιχεία της

φύσης και κάποια από τα οποία θα ήταν το καμάρι κάποιου

μουσείου αλλού.29

Την ίδια χρονιά, το θρησκευτικό περιοδικό Good Words δημοσίευσε ένα

κείμενο για την Αθήνα του Άγγλου Διοικητή Λάρνακας, Claude Delaval

Cobham.30 Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκαταβατικής και ανθελληνικής

στάσης πολλών συμπατριωτών του, ο Cobham υποστήριξε ότι η νέα και η

αρχαία Αθήνα είναι “δύο ξεχωριστά πράγματα,” ότι “υπάρχει μία άβολη

νεότητα και ακαμψία στην μοντέρνα πόλη.”31 Πέραν του ενδιαφέροντός του

(εξαιτίας της θεματολογίας του περιοδικού) για τα Ελληνικά εκκλησιαστικά

τελετουργικά, ο Delaval Cobham χαρακτήρισε τους Έλληνες “άπληστα,”

“ματαιόδοξα,” “ασταθή” και “δειλά παιδιά” που χρειάζονταν ξένη κηδεμονία.32

Η πλειοψηφία των Αγγλικών περιηγητικών κειμένων των υπόλοιπων

δεκαετιών του 19ου αιώνα εκφράζουν την απέχθεια των συγγραφέων τους για

τους μοντέρνους Έλληνες και την πρωτεύουσα που απεικονίζεται ως η

28 Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε ότι οι περισσότεροι Σκώτοι ταξιδιώτες στην Αθήνα
διαφωνούσαν με τους Άγγλους και κατηγορούσαν τον Έλγιν για κλοπή.
29 Ibid., σ.75.
30 Βλ. C. Delaval Cobham (1875) “From Rome to Athens,” Good Words, 16:407-413.
31 Ibid., σ.407.
32 Ibid., σ.409.

8
καταστροφή της “δικής τους” αρχαίας πόλης. Εύγλωττος σε αυτό το πλαίσιο

ήταν και ο ανταποκριτής του συντηρητικού Gentleman’s Magazine. Αρχικά, ο

Walter Thornbury ήταν πανευτυχής επειδή πραγματοποιούσε “τα όνειρα των

απολαυστικών μας καιρών”.33 Ύστερα όμως βίωσε με “τρόμο” την θέας της

Αθήνας:

Η πόλη του Σόλωνα και του Περικλή […] περιορίζεται σχεδόν

ολοκληρωτικά στην Ακρόπολη, στον Ναό του Διός και στο Θησείο,

γιατί η μοντέρνα πόλη μοιάζει με μία μικρή Γερμανική εμπορική

πόλη […]. Το Jonesville στις Η.Π.Α ή το πιο πρόσφατο μανιτάρι

του πολιτισμού [mushroom of civilization] δεν θα φαινόταν πιο νέο

ή πιο ανώριμο.34

Τέλος, ο Thornbury τάχθηκε ενάντια στους “εκφυλισμένους” Αθηναίους.35 Τον

Ιανουάριο του 1876, ο Άγγλο-Ινδός τεχνοκριτικός και λογοκριτικός Sidney

Colvin36 εξέδωσε μία εξίσου κακοπροαίρετη περιγραφή της Αθήνας.

Υποστηρίζοντας ότι η πόλη ήταν “μία ανυπόφορη παρωδία του περασμένου

της μεγαλείου,” δήλωσε ότι θα προτιμούσε να την εξαφανίσει μαζί με τους

κατοίκους της και να υπήρχαν μοναχά “ύαινες και η μοναξιά ανάμεσα [σε

εκείνον] και την Ακρόπολη.”37

33 W. Thornbury (1876) “Athens under King Otto,” Gentleman’s Magazine, 242:86. Ο τίτλος
του άρθρου είναι παραπλανητικός γιατί ο Όθωνας δεν κυβερνούσε πια την Ελλάδα.
34 Ibid., σ.87.
35 Ibid.
36 Βλ. S. Colvin (1876) “On Some Aspects of Athens,” The Portfolio: an Artistic Periodical,

7:184-188.
37 Ibid., σ.186.

9
Σε παρόμοιο πνεύμα κινήθηκε και το Rumbles and Studies in Greece

του φιλό-Τρικουπικού Ιρλανδού κλασικιστή sir John Pentland Mahaffy.38 Η

Αθήνα του Mahaffy δεν ήταν παρά ένα συνονθύλευμα “αθλιότητας και

βρωμιάς”39 που βελτιωνόταν στιγμιαία μόνο με την θέα της Ακρόπολης. Όσο

για τους Έλληνες, παρέμεναν “ακατάλληλοι” κηδεμόνες της αρχαιότητας.40

Την επόμενη δεκαετία αυξήθηκαν οι επισκέπτες που τόνιζαν τις διαφορές

ανάμεσα στην αρχαιότητα και την δική τους νεωτερικότητα· επιτομή αυτής της

τάσης είναι ένα κείμενο του 1890 που υποδεχόταν τους αναγνώστες του στην

Αθήνα του 470 π.Χ.41

Στο “A Day in Ancient Athens, B.C.470,” ο Βαπτιστής Άγγλος λόγιος και

μεταφραστής της Παλαιάς Διαθήκης Richard Francis Weymouth επιθυμούσε

να δώσει “στον αναγνώστη μία γρήγορη ματιά της Αρχαίας Αθήνας όπως

αυτή ήταν στην πιο ευγενή της ακμή.”42 Η ιστορία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια

και εξελίσσεται ως εξής: ο κύριος Smith μετονομάστηκε σε “Θαυματουργό” και

οδήγησε μία οικογένεια στην Αθήνα του 470. Τα παιδιά της παρέας θαύμασαν

το τοπίο αλλά απογοητεύθηκαν επειδή δεν είχε χτιστεί ακόμα ο κλασσικός

Παρθενώνας.43 Στα επόμενα κεφάλαια ο συγγραφέας πήρε θέση ως προς την

“διαμάχη” μεταξύ της κλασσικής και της χριστιανικής παράδοσης. Η συνεχής

σύγκριση της αρχαίας Αθήνας με την μοντέρνα Αγγλία έκανε περήφανη την

38 Βλ. J.P. Mahaffy (1886) Rumbles and Studies in Greece, Λονδίνο, MacMillan.
Χρησιμοποιώ την 3η έκδοση.
39 Ibid., σ.63.
40 Ibid., σ.83.
41 Βλ. R.F. Weymouth (1890α) “A Day in Ancient Athens, B.C.470,” Leisure Hour, Ιούλιος,

615-618 και (1890β) “A Day in Ancient Athens, B.C.470,” Leisure Hour, Αύγουστος, 689-695.
42 Βλ. R.F. Weymouth 1890α ως άνω, σ.615. Δεν γνωρίζω αν ο συγγραφέας επισκέφθηκε την

Αθήνα.
43 Βλ. ibid., σ.σ.689-695.

10
νεαρή Eudora αφού “δεν υπάρχουν σκλάβοι στην μοντέρνα Αγγλία,”44 ενώ ο

έτερος ενήλικας της παρέας συμπέρανε ότι,

βλέπουμε ένα από τα σκοτεινότερα στοιχεία του χαρακτήρα όχι

μόνο των Αθηναίων αλλά και των Ελλήνων γενικότερα. Η

καταπραϋντική επιρροή της γνώσης του ενός και μοναδικού Θεού

δεν έχει γίνει αισθητή εδώ.45

Πέραν αυτών των μυθοπλασιών καθώς και της παράλογης απαίτησης να

ανακαλύψουν οι αρχαίοι Έλληνες τον Χριστό πριν την γέννησή του, τα

περιηγητικά κείμενα της δεκαετίας του 1890 μιλούν για μία πόλη είτε αρχαία

είτε μοντέρνα· οι ταξιδιώτες όμως συνέχιζαν να επιλέγουν το τοπίο φαντασίας

και της προτίμησής τους. Η εξίσωση της πρωτεύουσας με την κλασσική

αρχαιότητα παραμένει αναλλοίωτη παρά το πέρασμα του χρόνου και τις

αλλαγές που αναδιαμόρφωσαν το μοντέρνο Αθηναϊκό αστεακό τοπίο. Η

ανακατασκευασμένη αρχαιότητα παρουσιάζεται μάλλον ενδυναμωμένη με

στόχο την επιβεβαίωση του κλασσικού ιδεώδους.

Το 1893 η Αμερικανίδα γεωγράφος Annie Peck οικειοποιήθηκε την

κλασσική αρχαιότητα. Έχοντας αποδείξει την άγνοιά της σχετικά με την

Ελληνική και την Αθηναϊκή πραγματικότητα με προτάσεις περί του πόσο

“βάρβαρη” ήταν η χώρα πριν την επανάσταση, ήταν βέβαιη ότι η επιστροφή

της χώρας στον “πολιτισμό” ήταν “ένα ζήτημα για το οποίο, όχι μόνο οι

44 Βλ. R.F. Weymouth 1890β ως άνω, σ.690.


45 Ibid., σ.695.
11
Έλληνες, αλλά όλος ο Δυτικός ο κόσμος έτρεφε συναισθήματα.”46 Στην

συνέχεια, θαύμασε την Αθηναϊκή Τριλογία (την Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο

και την Ακαδημία) 47 και τα ανάκτορα,48 αλλά η υπόλοιπη περιγραφή εκφράζει

αδιαφορία: μία πόλη σαν “πολλές άλλες στην Ευρώπη,”49 κάποιοι κεντρικοί

“όμορφοι δρόμοι”, κάποιοι κάπως “στενοί” και “καμπύλοι” με “περίεργα

μαγαζάκια” και ανθρώπους που την έκαναν να νοιώθει ότι ήταν ασφαλέστερο

να περπατά στην μέση του δρόμου.50

Τρία χρόνια αργότερα, ο ιερέας της Αμερικανικής Επισκοπικής

εκκλησίας, William Croswell Doane διαιώνισε την ιστορική λήθη και υπέθεσε

ότι “κάθε ιστορία της Αθήνας πρέπει να ξεκινά και να τελειώνει με τον

Παρθενώνα.”51 Αυτό φαίνεται να είναι το συμπέρασμα των περισσότερων

αρνητικών περιγραφών της νέας Αθήνας στον αγγλόφωνο τύπο του 19ου

αιώνα. Για αυτούς, η νέα Αθήνα ήταν μάλλον περιττή. Σε αυτό το πλαίσιο,

πολλοί κάτοικοι της πόλης αναγνώρισαν και διασκέδασαν με την εμμονή των

αρχών και των ταξιδιωτών με το ιδεώδες της κλασσικής αρχαιότητας. Δεν

διασκέδαζαν όμως με την καθημερινότητα στην οποία τους παγίδευσε αυτό το

ιδεώδες.

ΙΙΙ

Ενώ ο φιλό-κυβερνητικός και ο ρομαντικός τύπος του 19 ου αιώνα είτε

προπαγάνδιζε υπέρ οποιαδήποτε κυβερνητικής ή Δημοτικής “πρωτοβουλίας,”

ή εξέφραζε μία αποκλειστική αδυναμία για την κλασική Αθήνα, μέρος του

46 A.S. Peck (1893) “Greece and Modern Athens,” Journal of the American Geographical
Society of New York, 25:492-493.
47 Βλ. ibid., σ.σ.502-503.
48 Ibid., σ.499.
49 Ibid., σ.500.
50 Ibid., σ.σ.500-501.
51 Βλ. W. Croswell Doane (1896) “Visit to Athens,” Harper’s New Monthly Magazine, 93:3-14.

12
αντιπολιτευτικού ή του πιο κριτικού τύπου έστρεψε το βλέμμα του στην

καινούργια πόλη και ασχολήθηκε με τα κακώς κείμενα σε αυτήν. Με τις αρχές

να αδιαφορούν συστηματικά για τις εμπεριστατωμένες μελέτες που πρότειναν

λύσεις για τις υποδομές,52 η Αθήνα παρουσίαζε μία εικόνα που παραλείπεται

πλήρως από τις επίσημες αναπαραστάσεις της. Για να δώσουμε τρία μόνο

παραδείγματα, η αρθογραφία στον Ασμοδαίο του Εμμανουήλ Ροΐδη, στο Μη

Χάνεσαι του Βλάση Γαβριηλίδη και στο Άστυ του Γεωργίου Δροσίνη, είναι καθ’

όλα κατατοπιστική: η πρωτεύουσα του 19ου αιώνα ήταν μία πόλη σε “κρίση.”

Μέχρι την δεκαετία του 1880, η Αθήνα είχε εκκαθαρισθεί από τα ιστορικά

στοιχεία που απειλούσαν την υπεροχή του κλασσικού ιδεώδους. Οι

κυβερνήσεις της χώρας και οι δημαρχίες της πρωτεύουσας είχαν καταβάλει

κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Εν τούτοις, ο εκσυγχρονισμός

της πόλης δεν παρουσίαζε την ίδια επιτυχία.

Παρ’ ότι οι εργασίες σε επιμέρους δρόμους και στο ευρύτερο οδικό

δίκτυο άρχισαν από την δεκαετία του 1850 και παρ’ ότι η πρώτη απόπειρα του

Υπουργείου Εσωτερικών για την κεντρική επίβλεψη των δημοσίων έργων

έγινε το 1878, η ασφαλτόστρωση ξεκίνησε το 1905. Η Αιόλου, η Σταδίου, η

Αθηνάς και η Πανεπιστημίου απήλαυσαν πρώτες τα σχετικά προνόμια.53

Αντίστοιχα, ενώ οι σχετικές συζητήσεις είχαν ξεκινήσει στην Βουλή από την

δεκαετία του 1850,54 οι πρώτες εγκαταστάσεις φωταερίου τοποθετήθηκαν το

52 Βλ. για παράδειγμα την μελέτη του ορυκτολόγου Α. Κορδελλά για τα ύδατα, την
μορφολογία, την γεωγραφία, το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον της πόλης. Α. Κορδελλάς
(1879) Αἱ Ἀθῆναι Ἐξεταζόμενοι ὑπὸ Ὑδραυλικὴν Ἔποψιν, Αθήνα, Τυπογραφείο της
Φιλοκαλίας.
53 Βλ. Κ.Η. Μπίρης (1999) Ἀθήνα – Ἀπὸ τὸν 19ον στὸν 20ον Αἰώνα, Αθήνα, Μέλισσα, σ.σ.101-

103, σ.σ.190-191 και σ.253.


54 Βλ. ενδεικτικά τις συζητήσεις για ένα σχετικό νομοσχέδιο στα πρακτικά της 24 ης Απριλίου

1857 και το πρωτόκολλο ψηφοφορίας της 25ης Απριλίου 1857, στο Πρακτικά Συζητήσεων
Βουλής, Α’ Σύνοδος, 5η Βουλευτική Περίοδος, Τόμος Α’, Αθήνα, 1857, σ.σ.592-594 και 602-
605 αντίστοιχα. Οι συνεδριάσεις συνεχίστηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1850.
13
1862.55 Η δημοπρασία είχε γίνει 5 χρόνια νωρίτερα, επί βασιλείας Όθωνα. 56

Τον Ιούνιο του 1877 αντικαταστάθηκε και επεκτάθηκε το παλιό δίκτυο57 ενώ το

1889 δόθηκε άδεια στην Γενική Εταιρεία Εργοληψίας να παράγει και να

παράσχει ηλεκτρικό φως. Το δίκτυο όμως περιορίστηκε στην περιοχή που

σχηματίζουν η Πανεπιστημίου, η Σοφοκλέους, η Ερμού και η Αθηνάς. 58 Όπως

προκύπτει από τα σχόλια των Ελλήνων “ανταποκριτών” του 19ου αιώνα, η

Αθήνα στα χαρτιά ήταν πάντα πιο οργανωμένη από την πραγματική πόλη.

Στο τεύχος 96 του 1880, ο Ἀσμοδαῖος, δημοσίευσε τις φανταστικές

οδοιπορικές σημειώσεις του Μεφιστοφελή που είχε επισκεφθεί την Αθήνα

παρέα με τον Φάουστ για να παραστούν στον βασιλικό χορό της

Πρωτοχρονιάς του 1875.59 Ο Μεφιστοφελής δήλωνε φιλέλληνας και

παρατηρούσε πως στην πρωτεύουσα “συγχρωτίζονται τα πλέον ετερόκλητα

και ετερογενή στοιχεία.”60 Νωρίτερα, ο Ροΐδης, γνωστός και για τις διαφωνίες

του με διάφορους πολιτικούς της εποχής, υπογράμμιζε πως ο μοντέρνος

Αθηναίος “πάσχει τὴν μονομανία νὰ νομίζει ἑαυτὸν σύγχρονον τοῦ

Περικλέους”61 και σχολίαζε πως οι κυβερνήσεις είχαν “επιδεικτικό” και όχι

ειλικρινή σεβασμό προς την αρχαιότητα.62

Οι ελλιπείς υποδομές της Αθήνας, τις οποίες απέδιδε αποκλειστικά σε

πολιτική αδυναμία ή αδιαφορία, αποτελούσαν κεντρικό θέμα της αρθογραφίας

του Ροΐδη. Η Σταδίου που μάγευε πολλούς ξένους περιηγητές με την ομορφιά

55 Βλ. Κ.Η. Μπίρης 1999 ως άνω, σ.109.


56 Βλ. Α’ Σύνοδος, 5η Βουλευτική Περίοδος, Τόμος Α’, Αθήνα, 1857. Ευχαριστώ την κυρία
Θεώνη Καρτέρη για την βοήθεια με την έρευνα στα πρακτικά της Βουλής.
57 Βλ. Κ.Η. Μπίρης 1999 ως άνω, σ.σ.193-194.
58 Ibid.
59 Βλ. Ἀσμοδαῖος, Έτος Β, Περίοδος Β, 14 Δεκεμβρίου 1880, 96:1-2.
60 Ibid., σ.1.
61 Βλ. το κύριο άρθρο της 12ης Ιανουαρίου 1875 στο Ε. Ροΐδης (1978) Άπαντα, Τόμος Β’, Α.

Αγγέλου (Φιλ. επιμ.), Αθήνα, Φιλολογική Βιβλιοθήκη, σ.113. Για τον Ἀσμοδαῖο γενικά βλ.
Ibid., σ.σ.107-204.
62 Βλ., Ἀσμοδαῖος, Έτος Γ, Περίοδος Β, 22 Φεβρουαρίου 1881, 106:2.

14
της περιγράφεται ως “αποθήκη πετρών, χωμάτων και ασβέστη,” ως

“νεκροταφείο γάλων, ορνίθων και άλλων ζώων” και ως “βοσκότοπος

γάλων.”63 Η πόλη ήταν βρώμικη και ανθυγιεινή64 και οι δρόμοι της επικίνδυνοι,

σκονισμένοι, γεμάτοι λακκούβες,65 ανώνυμοι ή δίχως πινακίδες που να

αναγράφουν το όνομά τους. Στις 24 Αυγούστου 1880, ο Ροΐδης εστίασε στον

Αθηναϊκό οδικό τραγέλαφο και δημοσίευσε έναν φανταστικό διάλογο μεταξύ

δύο φίλων που προσπαθούσαν να συνεννοηθούν για την διεύθυνση ενός εξ

αυτών.

Όταν θα ήθελε να επισκεφθεί τον Γιάννη, ο φίλος του θα έπρεπε να

περάσει από ένα μανάβικο, να προχωρήσει προς μία μάντρα που είχε ένα

κυπαρίσσι στο κέντρο της και στα αριστερά της μάντρας θα συναντούσε έναν

τσαγκάρη που θα του έδειχνε τελικά το σπίτι του Γιάννη.66 Αλλού, η

περιήγηση στην πλατεία Συντάγματος του 1885, μας παγιδεύει σε μία

“αδιαμόρφωτη” και “ακατασκεύαστη” πλατεία όπου κυριαρχούσαν η λάσπη, η

σκόνη και μία κινούμενη “μάζα” ανθρώπων και ζώων.67 Και σαν να μην

έφτανε η ούτως ή άλλως τραγική κατάσταση των δρόμων της, η Αθήνα της

δεκαετίας του 1880 ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι: “η εταιρεία φωταερίου [είχε]

αναθέσει τα καθήκοντά της στην Σελήνη.”68 Ως αποτέλεσμα, ο Ροΐδης

σχολίαζε ότι η Αθήνα “δεν φωτίζεται … αλλά σεληνιάζεται.”69 Εναλλακτικά,

63 Βλ. Ε. Ροΐδης 1978 ως άνω, σ.164.


64 Βλ. ενδεικτικά, Ἀσμοδαῖος, Έτος Γ, Περίοδος Β, 9 Αυγούστου 1881, 130:1 και 16
Αυγούστου 1881, 131:1-2.
65 Βλ. ενδεικτικά τα σχόλια για την Πανεπιστημίου, Ἀσμοδαῖος, 18 Σεπτεμβρίου 1883, 240:2.
66 Βλ. Ἀσμοδαῖος, 24 Αυγούστου 1880, 80:4.
67 Ibid., Έτος Στ, Περίοδος Β, 1 Ιανουαρίου 1885, 308:6-8.
68 Ibid., Έτος Δ, Περίοδος Β, 9 Ιανουαρίου 1883, σ.2.
69 Ibid. Για τα προβλήματα με τον φωτισμό της πόλης βλ. ενδεικτικά το τεύχος 212 της 6 ης

Μαρτίου 1883 και το τεύχος 258 της 22ας Ιανουαρίου 1884.


15
ανέφερε ότι όταν η Σελήνη δεν πληρούσε τα καθήκοντά της, η πόλη

φωτιζόταν μόνο από την λιτανεία των Επιταφίων.70

Ήδη από το 1846, ο πρωθυπουργός (Κωλέττης) κατηγορούσε τον

Δήμαρχο Σπυρίδωνα Μπενιζέλο ότι δεν είχε κάνει τίποτα για να προσφέρει

πόσιμο νερό στους Αθηναίους,71 αλλά η λειψυδρία ταλάνιζε τους κατοίκους

μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Εν τω μεταξύ, οι κατάσταση στο

οδικό δίκτυο καθιστούσε τις σωτήριες βροχές μάλλον ανεπιθύμητες. Σύμφωνα

με το Μη Χάνεσαι της 6ης Σεπτεμβρίου 1881, η Πανεπιστημίου είχε γίνει μία

“λίμνη διαβατικώτατη,”72 ένα θέμα που επανήλθε στο προσκήνιο μετά τις

καλοκαιρινές βροχές του Αυγούστου του επόμενου χρόνου.73 Όταν δεν

έβρεχε, οι Αθηναίοι καλούνταν να διασχίσουν πυκνά νέφη σκόνης σαν εκείνο

που καθιστούσε την Σταδίου “αδιάβατη.”74 Πέραν των τεχνητών Αθηναϊκών

ποταμών νερού και σκόνης, οι κάτοικοι δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν

την ώρα στην πόλη. Ενώ το ρολόι της Μητρόπολης χτύπαγε 11, το ρολόι του

Έλγιν χτύπαγε μεσάνυχτα και το ρολόι στην Πλατεία Ηρώων του Ψυρρή

σήμανε 10·75 το ίδιο σχόλιο συναντάται και στον Ασμοδαίο.76

Το Μη Χάνεσαι της δεκαετίας του 1880 κατακεραύνωνε τους αρμόδιους

για την νέα τους πόλη. Από τα σχόλιά του ξεχωρίζουν τα δάνεια του Δήμου

για θέατρα την στιγμή που δεν δινόταν τίποτα για τις υποδομές όπως οι

υπόνομοι και η καθαριότητα77 με αποτέλεσμα την εμφάνιση τύφου και

70 Ibid., Έτος ΣΤ, Περίοδος Β, 8 Απριλίου 1884, 269:2.


71 Βλ. ενδεικτικά την συνεδρίαση της Βουλής της 25ης Ιουλίου 1846 στο Πρακτικά
Συνεδριάσεων Βουλής, Β’ Σύνοδος, 1η Βουλευτική Περίοδος, Τόμος Γ’, Αθήνα, 1846,
σ.σ.2078-2081.
72 Βλ. Μη Χάνεσαι, Έτος Β, Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 1881, 191:2.
73 Ibid., Έτος Γ, Κυριακή 15 Αυγούστου 1882, 333:7.
74 Ibid., Έτος Β, Κυριακή 4 Οκτωβρίου 1881, 196:4.
75 Ibid., Έτος Β’, Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 1881, 196:2.
76 Ασμοδαίος, Έτος Γ, Περίοδος Β, 1 Ιανουαρίου 1882, 151:1.
77 Βλ. Μη Χάνεσαι, Έτος Γ, Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 1882, 251:3-4.

16
ευλογιάς στην Αθήνα και στον Πειραιά.78 Αλλού αναφέρονται και οι δυσκολίες

στην μετακίνηση και την κυκλοφορία των κατοίκων εξαιτίας του ανεπαρκούς

φωτισμού των “στενών,” “αδιάβατων,” σκονισμένων και λασπωμένων

δρόμων.79 Ακόμα και μετά το δάνειο των 20,000,000 δραχμών που έλαβε ο

Δήμος το 1882 για τους δρόμους, οι συντάκτες του Μη Χάνεσαι φοβούνταν ότι

τα περισσότερα χρήματα “θα φαγωθούν.”80

Ο “ψωροπερίπατος,” η “κόλαση,” η “Σαχάρα,” το “σκονοκύλισμα” και η

“χωματοφαγούρα” της Πατησίων,81 το “δύσοσμον περιβόλι της πλατείας

Συντάγματος” και ο “ανοικτός υπόνομος” της Βάθης82 ολοκλήρωναν την

εικόνα της Αθήνας κάτω από την Ακρόπολη. Το Μη Χάνεσαι τόνιζε την

“Δημόσια Ἀκαθαρσία”83 της πρωτεύουσας με το πρωτοσέλιδο της 20ης Ιουλίου

1883 να αφιερώνεται στην χολέρα: “παγκοπρισμὸς λοιπόν, ἰδοῦ αἱ Ἀθῆναι.”84

Οι ανοιχτοί υπόνομοι και οι υπαίθριες τουαλέτες85 της πόλης του 1883 την

καθιστούσαν “καθ’ ὅλα ἕτοιμη νὰ (ὑπο)δεχθεῖ τὴν χολέρα.’86

Αντίθετα από τον Ροΐδη που αμφιταλαντευόταν σχετικά με την

ιστορικότητα της πόλης, μετά το 1883, ο Γαβριηλίδης μείωσε ξαφνικά τα

αρνητικά σχόλια για την πόλη και στράφηκε στην αρχαιότητα. Πιθανόν σε

αυτό να συντέλεσε και η τότε μεταστροφή του σε ότι αφορούσε στο έργο του

78 Βλ. ενδεικτικά ibid., Έτος Γ, Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 1882, 254:3, Σάββατο 11


Δεκεμβρίου 1882, 387:1-2, Έτος Δ, Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 1883, 565:3 και Τρίτη 13
Σεπτεμβρίου 1883, 568:5.
79 Βλ. ενδεικτικά ibid., Έτος Γ, Παρασκευή 15 Μαρτίου 1882, 263:3-4, Κυριακή 12 Δεκεμβρίου

1882, 388:3-4, Έτος Δ, Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 1883, 412:3 και Τρίτη 2 Αυγούστου 1883,
536:2.
80 Βλ. σχετικά το τεύχος 265 της Τετάρτης 10 Μαρτίου 1882.
81 Ibid., Έτος Γ, Κυριακή 25 Απριλίου 1882, 285:7.
82 Ibid., Έτος Γ, Παρασκευή 30 Απριλίου 1882, 287:3.
83 Ibid., Έτος Δ, Τετάρτη 3 Αυγούστου 1883, 537:2. Για τα προβλήματα με την καθαριότητα

και τα έργα επί Σούτσου τον οποίο και υποστήριζε ο Γαβριηλίδης βλ. επίσης Έτος Δ, Κυριακή
5 Ιουνίου 1883, 494:9-10, Πέμπτη 2 Ιουνίου 1883, 492:6-8.
84 Ibid., Έτος Δ, Τετάρτη 20 Ιουλίου 1883. 527:2.
85 Ibid.
86 Ibid., σ.3. Για τους υπονόμους βλ. επίσης Έτος Δ, Κυριακή 31 Ιουλίου 1883, 535:4-5.

17
δημάρχου Δημητρίου Σούτσου.87 Το φθινόπωρο του 1883, το Μη Χάνεσαι

δημοσίευσε τρία άρθρα που υποστήριζαν πως ενώ τα μουσεία και τα αρχαία

μπορούσαν να αποβούν ανεξάντλητη πηγή πλούτου για την χώρα, δεν

έπρεπε να ήταν αυτός ο μόνος τους προορισμός88 – και τα τρία άρθρα

υπογράφονταν από τον “Φιλάρχαιο.” Δεκατρείς μέρες μετά την δημοσίευση

του τρίτου άρθρου, το Μη Χάνεσαι ανακοίνωσε ότι μετονομαζόταν σε

ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, εξαιτίας της “καλλονής” και της “ιερότητας” του μνημείου.89

Από την αντίθετη, αμφιταλαντευόμενη και πάλι πλευρά, στις 6

Οκτωβρίου 1885, πρωτοδημοσιεύθηκε το Ἄστυ, με διευθυντή τον Θέμο

Άννινο, που διασκέδαζε να αναφέρεται στο Πανόραμα ως το “Πανούρημα”

των Αθηνών.90 Τον επόμενο χρόνο, το Ἄστυ υποστήριξε ότι η Αθήνα σωνόταν

πάντα από τους σεισμούς χάριν της “ελαφρότητάς” της που είχε γίνει

καταφανής τα τελευταία χρόνια91 και σχολίασε την πρώιμη παρακμή του

κτιρίου του Αρσακείου.92 Ορμώμενος από έκδηλη απογοήτευση με την

επιφανειακή ή ανύπαρκτη κρατική και δημαρχιακή δράση για την οργάνωση

των υποδομών της πρωτεύουσας, ένας σατυρικός διάλογος του 1890 μας

ενημερώνει ότι οι αρχές δεν είχαν ακόμη μεριμνήσει για το πρόβλημα της

λειψυδρίας. Καυστικός όσο και δυσοίωνος, ο διάλογος “Τα Ύδατα των

Αθηνών – Φαντασμαγορία του Παρόντος και του Μέλλοντος”93 ξεδίπλωνε ένα

87 Ο Σούτσος ήταν Δήμαρχος Αθηναίων την περίοδο 1879-1887.


88 Βλ. ibid., Έτος Δ, Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 1883, 579:1-2, Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 1883,
580:1-2 και Σάββατο 1 Οκτωβρίου 1883, 582:2-3.
89 Βλ. την σχετική αναγγελία στο τεύχος 591 της Παρασκευής 14 Οκτωβρίου 1883.
90 To Ἄστυ ιδρύθηκε από τους Γ. Δροσίνη και Δ, Κακλαμάνη. Για τις γελοιογραφίες του

Άννινου και τις αναφορές στο ‘Πανούρημα’ βλ. και το αφιέρωμα των εκδόσεων
Ελευθερουδάκη (1924) Θέμος Άννινος, 1878-1916, Αθήνα, Ελευθερουδάκης.
91 Βλ. Ἄστυ, Έτος Α, 24 Αυγούστου 1886, 49:3.
92 Ibid., Έτος Β, 26 Οκτωβρίου 1886, 58:4-7.
93 Ibid., Έτος Ε, 13 Μαΐου 1890, 241:2-3.

18
θλιβερό παρόν που κατά πως φαίνεται θα κληροδοτούσε τα προβλήματά του

στο μέλλον.

Αθήνα, Φεβρουάριος 2015

19

View publication stats

You might also like