Professional Documents
Culture Documents
ΕΛΠ42
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Ακαδημαϊκό έτος: 2018-19
2η Γραπτή Εργασία
(λέξεις 2.945)
Τάτση Πηνελόπη
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
Εισαγωγή…..…………………………………….……………………………............3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Κύρια Θεωρητικά Ρεύματα της Αρχαιολογίας
I. Παραδοσιακή Αρχαιολογία………………………………………………….……..4
II. Νέα Διαδικαστική και Γνωστική Διαδικαστική
Αρχαιολογία…………………………….….………….………....................................5
III. Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία…………………………………………………6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η Παλαιολιθική Εποχή στον Ελλαδικό Χώρο
Οι Προσεγγίσεις των τριών κυρίαρχων Σχολών στην Έρευνα της Παλαιολιθικής
στον Ελλαδικό χώρο……………………………………………………………..……7
Συμπεράσματα…………………………………………………………………….....12
Βιβλιογραφία ………………………………………………………………………..13
2
Εισαγωγή
Από τα τέλη του 19ου αιώνα η αρχαιολογία σταματά την απλή συλλογή και
μελέτη των αρχαίων αντικειμένων με βάση την αξία τους και πλέον ταξινομεί με
συστηματικές και πιο επιστημονικές μεθόδους όλο το αρχαιολογικό υλικό. Η εισαγωγή
νέων επιστημονικών μεθόδων, φέρνοντας στο φως νέες μαρτυρίες, κατέδειξε πως το
ανθρώπινο είδος έχει τις ρίζες του στο πολύ μακρινό παρελθόν και μάλιστα
παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία στην ανάπτυξη πολιτισμών. Με όλη αυτή την γνώση
στα χέρια τους οι αρχαιολόγοι έθεσαν βασικά ερωτήματα για να την τοποθετήσουν σε
νέα βάση: «τί;», «πώς;», «πού;», «γιατί;». Για να μπορέσουν να απαντήσουν οι ειδικοί
σε αυτές τις ερωτήσεις βασίστηκαν σε κάποιες θεωρητικές προσεγγίσεις. Έτσι ήταν
μοιραίο, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, να αναπτυχθούν διάφορες θεωρίες που
συμπλήρωναν το πρακτικό μέρος της επιστήμης, προκειμένου να ερμηνεύσουν την
αρχαιολογική μαρτυρία που έρχεται στην επιφάνεια και να γεφυρώσουν το τώρα με το
τότε. (Κουκουζέλη, 2003: 246/248-250)
Οι σπουδαιότερες «Σχολές» που εμφανίστηκαν τον 19ο και στις αρχές του 20ο
αιώνα, είναι η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία που προέκρινε την πολιτισμική
ιδιαιτερότητα ως κύριο παράγοντα ανάλυσης των αρχαιολογικών δεδομένων. Στην
δεκαετία του 1960, ο Binford εγκαινιάζει μια νέα προσέγγιση στην αρχαιολογική
μεθοδολογία που δίνει μεγάλη προτεραιότητα στα συμπεράσματα που βγαίνουν από
την εκτενή χρήση των θετικών επιστημών εγκαινιάζοντας την Νέα ή Διαδικαστική
Αρχαιολογία. Τέλος, στις δεκαετίες 1970-1980, μέσω του προβληματισμού και της
κριτικής που αναπτύσσεται σε σχέση με τον τρόπο που «μεταφράζει» τα δεδομένα η
διαδικαστική προσέγγιση, για να μπορεί να συνδέσει την πολιτισμική εξέλιξη των
αρχαίων λαών στο διηνεκές του χρόνου, ώστε να συνδεθεί με το παρόν, έρχεται στο
προσκήνιο η Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία. Με την χρήση πλέον, ανθρωπιστικών
επιστημών προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις βασιζόμενη σε εννοιολογικές προσεγγίσεις
του πολιτισμού. Κύρια εφαρμογή αυτών των θεωρητικών πεδίων τέθηκε στην μελέτη
της παλαιολιθικής εποχής με βάση τα δεδομένα που ήρθαν στο φως τους δύο
προηγούμενους αιώνες. (Κουκουζέλη, 2003: 254/260/269 ﮲Κουρτέση-Φιλιππάκη,
1996: 6-12)
3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Κύρια Θεωρητικά Ρεύματα της Αρχαιολογίας
I. Παραδοσιακή Αρχαιολογία
Η προσέγγιση της ιστορίας στο πλαίσιο της πολιτισμικής της εξέλιξης είχε ως
αφετηρία την δεκαετία του 1880, όπου ο εθνικισμός αναπτυσσόταν με ραγδαίους
ρυθμούς και είχε ως κύριο δόγμα, ότι οι λαοί των ευρωπαϊκών κρατών αποτελούσαν ο
κάθενας μια ξεχωριστή εθνική οντότητα με τα δικά της χαρακτηριστικά που καθόριζαν
και την πολιτισμική συμπεριφορά της. Με το ίδιο σκεπτικό και οι αρχαιολόγοι
χρονολόγησαν και καταχώρησαν γεωγραφικά τα τέχνεργα αποδίδοντας τα σε
ξεχωριστές εθνικές πολιτισμικές ομάδες του παρελθόντος, ώστε να αναδιοργανώσουν
τον αρχαίο ευρωπαϊκό χάρτη ενισχύοντας την ιστορία του κάθε εθνικού κράτους.
(Κουκουζέλη, 2003: 254-255)
Καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της θεωρίας αυτής έπαιξε ο Oscar Mondelius
δημιουργός της μεθόδου της τυπολογίας, εξαιτίας της οποίας κατέστη εφικτή η
ταξινόμηση και η σύγκριση των διαφορετικών τύπων τεχνέργων. Παράλληλα
χρησιμοποιώντας αυτές τις ομάδες, που κατά την κρίση του αντιπροσώπευαν κάποιους
από τους αρχαίους πολιτισμούς, μπόρεσε να δημιουργήσει πολιτισμικές χρονολογικές
ακολουθίες για όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, συνεισφέροντας έτσι στην ευρωπαϊκή
προϊστορία. Σύμφωνα δε, με αυτή την θεωρία ο κάθε λαός αναπτύσσει την δική του
συμπεριφορά βάσει της βιολογικής του σύνθεσης και έτσι η πολιτισμική αλλαγή δεν
δύναται να προέλθει από τα ίδια τα άτομα, αλλά μόνο από εξωτερικούς παράγοντες
όπως η διάδοση των ιδεών μεταξύ εθνικών ομάδων και η μετανάστευση που μπορεί να
επιφέρει την αντικατάσταση ενός πολιτισμού από κάποιον άλλο. (Κουκουζέλη, 2003:
255-256)
Θεμελιωτές της θεωρίας θεωρούνται ο Franz Boas και ο Gordon Childe. Ο μεν
πρώτος πρέσβευε ότι ο κάθε πολιτισμός μελετάται με τους δικούς του όρους,
δεδομένου ότι είναι μια συλλογή από συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά και κανόνες
γενικώς αποδεκτούς, που διαμορφώθηκαν μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες για κάθε
πολιτισμό που δεν είναι συγκρίσιμος με ένα παγκόσμιο μέτρο. Έτσι ο Boas πρότεινε
να δοθεί έμφαση στους επιμέρους πολιτισμούς με την συγκέντρωση και ταξινόμηση
μεγάλου όγκου δεδομένων, για να ανασυντεθεί η ιστορία κάθε πολιτισμού ξεχωριστά
4
για κάθε γεωγραφική περιοχή. Το 1925 ο Childe καθόρισε και προχώρησε στην
συστηματική εφαρμογή, σε ένα μεγάλο γεωγραφικό κομμάτι της Ευρώπης, την έννοια
του αρχαιολογικού πολιτισμού, διαχωρίζοντας ορισμένους τύπους τεχνέργων και
άλλων αρχαιολογικών μαρτυριών που εμφανίζονταν μαζί, ως χαρακτηριστικά ενός
πολιτισμού, ταξινομώντας τα χρονολογικά και τυπολογικά με την βοήθεια της
στρωματογραφίας. (Κουκουζέλη, 2003: 256-257)
Οι βάσεις για την ανάπτυξη της Διαδικαστικής Αρχαιολογίας τέθηκαν μετά τον
Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και βασίστηκαν σε δύο θεωρητικά πλαίσια, στον φονξιαλισμό
που μελετούσε πως λειτουργούσαν οι πολιτισμοί και στην διαδικαστική προσέγγιση
που εξηγούσε πως αυτοί άλλαξαν. Ήταν αποτέλεσμα της κριτικής προς τους στόχους
της Παραδοσιακής Αρχαιολογίας. Η επιρροές προήλθαν από τον οικολογικό
προσανατολισμό της σκανδιναβικής Αρχαιολογίας, από την κοινωνική υπόσταση που
έδιναν στα αρχαιολογικά ευρήματα οι αρχαιολόγοι της Σοβιετικής Ένωσης ως προς
την εσωτερική λειτουργία των πολιτισμών, αλλά και από τη θεωρία του λειτουργισμού
στο νεοσύστατο κλάδο της κοινωνιολογίας. Με τον τρόπο αυτό η Νέα Αρχαιολογία
απεγκλωβίστηκε από την απλή μελέτη της τυπολογίας των τεχνέργων και ερμήνευσε
πλέον την λειτουργία τους, όπως και των υπόλοιπων αρχαιολογικών ευρημάτων.
Έδωσε σημασία στην ανασύνθεση του περιβάλλοντος με δεδομένα από τους αρχαίους
πολιτισμούς ως προς την κοινωνική και οικονομική ζωή ή την διατροφή, με την
συνδρομή διαφόρων ειδικών επιστημόνων όπως βοτανολόγους ή ζωολόγους.
(Κουκουζέλη, 2003: 260-261)
5
Ταυτόχρονα τονίζεται και η σημασία της ανθρωπολογίας γεγονός που σημαίνει ότι
παύει η στείρα ταξινόμηση των τεχνέργων, σύμφωνα με την πρακτική της
Παραδοσιακής Αρχαιολογίας, που αγνοούσε την συμβολή του ανθρώπου σε αυτά και
την υπεραπλουστευμένη ταύτιση ανθρώπινων ομάδων του παρελθόντος με
«αρχαιολογικούς πολιτισμούς». (Κουκουζέλη, 2003: 262-2 ﮲Renfrew/Bahn, 2013: 485)
Στην αυγή της δεκαετίας του 1980, μια ομάδα αρχαιολόγων της Μ. Βρετανίας
αμφισβήτησε την ικανότητα της Διαδικαστικής Αρχαιολογίας να ερμηνεύσει τους
αρχαίους πολιτισμούς και την τις πολιτισμικές μεταβολές, ώστε να γεφυρώσει το
σήμερα με το χθες. Τα τελευταία χρόνια αρκετοί αρχαιολόγοι ασκούν κριτική στην
συγκεκριμένη «Σχολή», ζητώντας να μετατοπιστεί η προσέγγιση από το επιστημονικό
στο θεωρητικό πλαίσιο, βασιζόμενη σε σύγχρονες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί στις
ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, όπως η σημειολογία, ερμηνευτική, ο
δομισμός κ.α. Αυτού του είδους η τοποθέτηση ονομάστηκε μεταδιαδικαστική και
δημιούργησε μια ομάδα θεωρητικών σχολών την Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία.
(Κουκουζέλη, 2003: 269)
6
έχει αμφίσημη λειτουργία, αφού είναι τόσο το προϊόν όσο και το μέσο καθορισμού της
ανθρώπινης συμπεριφοράς. Πρόκειται για μία κατασκευή των ισχυρότερων
κοινωνικών ομάδων που επιβάλλεται, με τη χρήση συγκεκριμένων κοινωνικών και
πολιτικών στρατηγικών, στις ασθενέστερες ομάδες. Αυτό πραγματοποιείται μέσω της
αριστοτεχνικής και συνειδητής χρήσης του υλικού πολιτισμού από τα δρώντα άτομα,
που δημιουργούν προϋποθέσεις σύγκρουσης των κοινωνικών ομάδων, με αποτέλεσμα
την πολιτισμική αλλαγή. Ο πολιτισμός είναι, δηλαδή, ενεργός και ρευστός και
μεταβάλλεται μέσω των συγκρούσεων. (Κουκουζέλη, 2003: 270-271).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ο όρος Παλαιολιθικός εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα σε έρευνα του
Lubbock που τον χρησιμοποιεί για να τον διαχωρίσει από τον νεολιθικό. Η
Παλαιολιθική Εποχή, ξεκινά με την εμφάνιση των πρώτων επεξεργασμένων λίθινων
εργαλείων από τον άνθρωπο και περιλαμβάνει όλα εκείνα τα εργαλειακά σύνολα της
7
περιόδου της Πλειστόκαινου χωρίς να διαχωρίζεται γεωγραφικά ή βιολογικά. Με αυτή
την έννοια έχει ταυτιστεί και ο όρος πολιτισμικός. Η οικονομία αυτής της εποχής
καθορίζεται από την φυσική εκμετάλλευση του περιβάλλοντος από τον πρώτο
άνθρωπο, που συμπεριλαμβάνει φυσικούς και ζωικούς πόρους, αλλά και από τον
νομαδικό τρόπο ζωής του. (Κουρτέση-Φιλιππάκη, 1996: 6)
8
κυρίως τις διπρόσωπες φυλλόσχημες, τα ξέστρα αλλά και ο τύπος του χειροπέλεκυ που
ακόμα επιβιώνει. Εδώ κάνει την εμφάνιση της και η τεχνική Λεβαλλουά, που έχει
σχέση με την προετοιμασία του υλικού και την διεξαγωγή εργασιών που θα παράγουν
ένα εργαλείο με προκαθορισμένη μορφή. (Πυργάκη, 2002: 22 ﮲Renfrew/Bahn, 2013:
327)
9
ο συγκεκριμένος αρχαιολόγος θα προσπαθήσει να εξηγήσει θέματα κατανομής στο
χώρο, ώστε να κατανοήσει τον τρόπο ζωής, να αποκαλύψει δομές και να
πραγματοποιήσει παλαιοεθνογραφικές μελέτες. Με την συγκεκριμένη μέθοδο έγινε και
η ανασκαφή της βραχοσκεπής στη θέση Κλειδί της Ηπείρου. (Κουρτέση-Φιλιππάκη,
1996: 18).
Εδώ θα πρέπει να συνέβαλαν και οι γεωλόγοι, που έχουν καλή γνώση της
κατανομής των πρώτων υλών στη φύση, και οι ορυκτολόγοι, που γνωρίζουν τα είδη
τομών στους λίθους ώστε να εντοπίσουν ότι στη Μποΐλα υπήρχε καλής ποιότητας
πυριτόλιθος όπως και συγκεκριμένοι τύποι όστρεων. Τα υλικά αυτά όμως θα πρέπει να
τα προμηθεύονταν οι τότε κάτοικοι από αλλού, μέσω των μετακινήσεων τους ή ως
10
ανταλλαγές με άλλες ομάδες, που όμως να τα επεξεργάζονταν στο σημείο αυτό.
(Renfrew/Bahn, 2013: 333 ﮲Πυργάκη, 2002: 27)
Επίσης, αυτό που θα ενδιέφερε αυτή την «Σχολή», είναι να αξιολογήσει τον
χρόνο που μεσολαβεί για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας πράξης ως ένδειξη
γνωστικών ικανοτήτων. Έτσι, με βάση τα δεδομένα από το Κλειδί, η μεταφορά του
υλικού του πυριτόλιθου από κάποιο άλλο μέρος, δείχνει προτίμηση στο συγκεκριμένο
υλικό, για το οποίο απαιτήθηκε να διανύσει ο άνθρωπος απόσταση για να το αποκτήσει.
Ή ακόμα να αποδώσει συμβολικό χαρακτήρα στην χρήση όστρεων ως αντικείμενα
«ιδιοκτησίας». (Renfrew/Bahn, 2013: 405 ﮲Πυργάκη, 2002: 27)
11
Συμπεράσματα
12
Βιβλιογραφία
13