You are on page 1of 13

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΕΛΠ42

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Ακαδημαϊκό έτος: 2018-19

ΣΕΠ: Γεώργιος Βαβουράκης


Συντονιστής: Ανδρομάχη Γκαζή

2η Γραπτή Εργασία
(λέξεις 2.945)

Προϊστορία στον Ελλαδικό Χώρο: Προσεγγίσεις


των κυρίαρχων θεωρητικών ρευμάτων της
Αρχαιολογίας

Τάτση Πηνελόπη

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

Εισαγωγή…..…………………………………….……………………………............3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Κύρια Θεωρητικά Ρεύματα της Αρχαιολογίας
I. Παραδοσιακή Αρχαιολογία………………………………………………….……..4
II. Νέα Διαδικαστική και Γνωστική Διαδικαστική
Αρχαιολογία…………………………….….………….………....................................5
III. Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία…………………………………………………6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η Παλαιολιθική Εποχή στον Ελλαδικό Χώρο
Οι Προσεγγίσεις των τριών κυρίαρχων Σχολών στην Έρευνα της Παλαιολιθικής
στον Ελλαδικό χώρο……………………………………………………………..……7

Συμπεράσματα…………………………………………………………………….....12

Βιβλιογραφία ………………………………………………………………………..13

2
Εισαγωγή
Από τα τέλη του 19ου αιώνα η αρχαιολογία σταματά την απλή συλλογή και
μελέτη των αρχαίων αντικειμένων με βάση την αξία τους και πλέον ταξινομεί με
συστηματικές και πιο επιστημονικές μεθόδους όλο το αρχαιολογικό υλικό. Η εισαγωγή
νέων επιστημονικών μεθόδων, φέρνοντας στο φως νέες μαρτυρίες, κατέδειξε πως το
ανθρώπινο είδος έχει τις ρίζες του στο πολύ μακρινό παρελθόν και μάλιστα
παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία στην ανάπτυξη πολιτισμών. Με όλη αυτή την γνώση
στα χέρια τους οι αρχαιολόγοι έθεσαν βασικά ερωτήματα για να την τοποθετήσουν σε
νέα βάση: «τί;», «πώς;», «πού;», «γιατί;». Για να μπορέσουν να απαντήσουν οι ειδικοί
σε αυτές τις ερωτήσεις βασίστηκαν σε κάποιες θεωρητικές προσεγγίσεις. Έτσι ήταν
μοιραίο, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, να αναπτυχθούν διάφορες θεωρίες που
συμπλήρωναν το πρακτικό μέρος της επιστήμης, προκειμένου να ερμηνεύσουν την
αρχαιολογική μαρτυρία που έρχεται στην επιφάνεια και να γεφυρώσουν το τώρα με το
τότε. (Κουκουζέλη, 2003: 246/248-250)

Οι σπουδαιότερες «Σχολές» που εμφανίστηκαν τον 19ο και στις αρχές του 20ο
αιώνα, είναι η Πολιτισμική Ιστορική Αρχαιολογία που προέκρινε την πολιτισμική
ιδιαιτερότητα ως κύριο παράγοντα ανάλυσης των αρχαιολογικών δεδομένων. Στην
δεκαετία του 1960, ο Binford εγκαινιάζει μια νέα προσέγγιση στην αρχαιολογική
μεθοδολογία που δίνει μεγάλη προτεραιότητα στα συμπεράσματα που βγαίνουν από
την εκτενή χρήση των θετικών επιστημών εγκαινιάζοντας την Νέα ή Διαδικαστική
Αρχαιολογία. Τέλος, στις δεκαετίες 1970-1980, μέσω του προβληματισμού και της
κριτικής που αναπτύσσεται σε σχέση με τον τρόπο που «μεταφράζει» τα δεδομένα η
διαδικαστική προσέγγιση, για να μπορεί να συνδέσει την πολιτισμική εξέλιξη των
αρχαίων λαών στο διηνεκές του χρόνου, ώστε να συνδεθεί με το παρόν, έρχεται στο
προσκήνιο η Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία. Με την χρήση πλέον, ανθρωπιστικών
επιστημών προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις βασιζόμενη σε εννοιολογικές προσεγγίσεις
του πολιτισμού. Κύρια εφαρμογή αυτών των θεωρητικών πεδίων τέθηκε στην μελέτη
της παλαιολιθικής εποχής με βάση τα δεδομένα που ήρθαν στο φως τους δύο
προηγούμενους αιώνες. (Κουκουζέλη, 2003: 254/260/269‫ ﮲‬Κουρτέση-Φιλιππάκη,
1996: 6-12)

3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Κύρια Θεωρητικά Ρεύματα της Αρχαιολογίας

I. Παραδοσιακή Αρχαιολογία

Η προσέγγιση της ιστορίας στο πλαίσιο της πολιτισμικής της εξέλιξης είχε ως
αφετηρία την δεκαετία του 1880, όπου ο εθνικισμός αναπτυσσόταν με ραγδαίους
ρυθμούς και είχε ως κύριο δόγμα, ότι οι λαοί των ευρωπαϊκών κρατών αποτελούσαν ο
κάθενας μια ξεχωριστή εθνική οντότητα με τα δικά της χαρακτηριστικά που καθόριζαν
και την πολιτισμική συμπεριφορά της. Με το ίδιο σκεπτικό και οι αρχαιολόγοι
χρονολόγησαν και καταχώρησαν γεωγραφικά τα τέχνεργα αποδίδοντας τα σε
ξεχωριστές εθνικές πολιτισμικές ομάδες του παρελθόντος, ώστε να αναδιοργανώσουν
τον αρχαίο ευρωπαϊκό χάρτη ενισχύοντας την ιστορία του κάθε εθνικού κράτους.
(Κουκουζέλη, 2003: 254-255)

Καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της θεωρίας αυτής έπαιξε ο Oscar Mondelius
δημιουργός της μεθόδου της τυπολογίας, εξαιτίας της οποίας κατέστη εφικτή η
ταξινόμηση και η σύγκριση των διαφορετικών τύπων τεχνέργων. Παράλληλα
χρησιμοποιώντας αυτές τις ομάδες, που κατά την κρίση του αντιπροσώπευαν κάποιους
από τους αρχαίους πολιτισμούς, μπόρεσε να δημιουργήσει πολιτισμικές χρονολογικές
ακολουθίες για όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, συνεισφέροντας έτσι στην ευρωπαϊκή
προϊστορία. Σύμφωνα δε, με αυτή την θεωρία ο κάθε λαός αναπτύσσει την δική του
συμπεριφορά βάσει της βιολογικής του σύνθεσης και έτσι η πολιτισμική αλλαγή δεν
δύναται να προέλθει από τα ίδια τα άτομα, αλλά μόνο από εξωτερικούς παράγοντες
όπως η διάδοση των ιδεών μεταξύ εθνικών ομάδων και η μετανάστευση που μπορεί να
επιφέρει την αντικατάσταση ενός πολιτισμού από κάποιον άλλο. (Κουκουζέλη, 2003:
255-256)

Θεμελιωτές της θεωρίας θεωρούνται ο Franz Boas και ο Gordon Childe. Ο μεν
πρώτος πρέσβευε ότι ο κάθε πολιτισμός μελετάται με τους δικούς του όρους,
δεδομένου ότι είναι μια συλλογή από συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά και κανόνες
γενικώς αποδεκτούς, που διαμορφώθηκαν μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες για κάθε
πολιτισμό που δεν είναι συγκρίσιμος με ένα παγκόσμιο μέτρο. Έτσι ο Boas πρότεινε
να δοθεί έμφαση στους επιμέρους πολιτισμούς με την συγκέντρωση και ταξινόμηση
μεγάλου όγκου δεδομένων, για να ανασυντεθεί η ιστορία κάθε πολιτισμού ξεχωριστά

4
για κάθε γεωγραφική περιοχή. Το 1925 ο Childe καθόρισε και προχώρησε στην
συστηματική εφαρμογή, σε ένα μεγάλο γεωγραφικό κομμάτι της Ευρώπης, την έννοια
του αρχαιολογικού πολιτισμού, διαχωρίζοντας ορισμένους τύπους τεχνέργων και
άλλων αρχαιολογικών μαρτυριών που εμφανίζονταν μαζί, ως χαρακτηριστικά ενός
πολιτισμού, ταξινομώντας τα χρονολογικά και τυπολογικά με την βοήθεια της
στρωματογραφίας. (Κουκουζέλη, 2003: 256-257)

II. Νέα Διαδικαστική και Γνωστική Διαδικαστική Αρχαιολογία

Οι βάσεις για την ανάπτυξη της Διαδικαστικής Αρχαιολογίας τέθηκαν μετά τον
Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και βασίστηκαν σε δύο θεωρητικά πλαίσια, στον φονξιαλισμό
που μελετούσε πως λειτουργούσαν οι πολιτισμοί και στην διαδικαστική προσέγγιση
που εξηγούσε πως αυτοί άλλαξαν. Ήταν αποτέλεσμα της κριτικής προς τους στόχους
της Παραδοσιακής Αρχαιολογίας. Η επιρροές προήλθαν από τον οικολογικό
προσανατολισμό της σκανδιναβικής Αρχαιολογίας, από την κοινωνική υπόσταση που
έδιναν στα αρχαιολογικά ευρήματα οι αρχαιολόγοι της Σοβιετικής Ένωσης ως προς
την εσωτερική λειτουργία των πολιτισμών, αλλά και από τη θεωρία του λειτουργισμού
στο νεοσύστατο κλάδο της κοινωνιολογίας. Με τον τρόπο αυτό η Νέα Αρχαιολογία
απεγκλωβίστηκε από την απλή μελέτη της τυπολογίας των τεχνέργων και ερμήνευσε
πλέον την λειτουργία τους, όπως και των υπόλοιπων αρχαιολογικών ευρημάτων.
Έδωσε σημασία στην ανασύνθεση του περιβάλλοντος με δεδομένα από τους αρχαίους
πολιτισμούς ως προς την κοινωνική και οικονομική ζωή ή την διατροφή, με την
συνδρομή διαφόρων ειδικών επιστημόνων όπως βοτανολόγους ή ζωολόγους.
(Κουκουζέλη, 2003: 260-261)

Δίνεται πλέον μεγαλύτερη έμφαση σε μια μεθοδολογία πιο επιστημονική,


περισσότερο αντικειμενική, απαγκιστρωμένη από προκαταλήψεις που θα προσπαθήσει
να ερμηνεύσει το παρελθόν. Η νέα αυτή προσέγγιση προέκρινε την χρήση της
υποθετικής-παραγωγικής-νομολογικής μεθόδου κάνοντας σαφή διαχωρισμό της
θεωρίας από τα δεδομένα και του παρελθόντος από το παρόν. Δηλαδή, κατασκευάζει
ένα θεωρητικό πρότυπο, με βάση υποθέσεις για το τρόπο ανάπτυξης ενός πολιτισμού
που στη συνέχεια ελέγχεται σύμφωνα με τα δεδομένα, που έχουν οι αρχαιολόγοι στα
χέρια τους, δηλαδή τα ευρήματα, σαν να διεξάγουν ένα πείραμα. Τα συμπεράσματα
αυτά δημιουργούν μια σειρά νόμων με καθολική ισχύ που εξηγούν το παρελθόν.

5
Ταυτόχρονα τονίζεται και η σημασία της ανθρωπολογίας γεγονός που σημαίνει ότι
παύει η στείρα ταξινόμηση των τεχνέργων, σύμφωνα με την πρακτική της
Παραδοσιακής Αρχαιολογίας, που αγνοούσε την συμβολή του ανθρώπου σε αυτά και
την υπεραπλουστευμένη ταύτιση ανθρώπινων ομάδων του παρελθόντος με
«αρχαιολογικούς πολιτισμούς». (Κουκουζέλη, 2003: 262-2 ‫﮲‬Renfrew/Bahn, 2013: 485)

Πιο συγκεκριμένα η Νέα Αρχαιολογία όρισε τον πολιτισμό ως ένα σύστημα


αυτόνομο και αδιάσπαστο με την δομή ενός δικτύου από υποσυστήματα, τα οποία
αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, καθώς είναι συνδεδεμένα λειτουργικά μέσω μηχανισμών
ανατροφοδότησης που εξυπηρετεί στην μετάδοση πληροφοριών εξασφαλίζοντας την
επιβίωση του πολιτισμού. Η αρμονική συνεργασία αυτών των υποσυνόλων δημιουργεί
συνθήκες ισορροπίας και σταθερότητας διασφαλίζοντας την ομοιόσταση, και την
εσωτερική και την εξωτερική, δηλαδή στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Η
Διαδικαστική Αρχαιολογία θεωρεί ότι ο πολιτισμός είναι ένα άρρηκτο κομμάτι του
οικολογικού συστήματος με δυνατότητες προσαρμογής, δηλαδή αποτελεί μέσο, με την
συνδρομή του οποίου, η κοινωνία διατηρεί την προσαρμοστικότητα της και την
ισορροπία της εξασφαλίζοντας έτσι και την επιβίωση της. (Κουκουζέλη, 2003: 264-
265).

III. Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία

Στην αυγή της δεκαετίας του 1980, μια ομάδα αρχαιολόγων της Μ. Βρετανίας
αμφισβήτησε την ικανότητα της Διαδικαστικής Αρχαιολογίας να ερμηνεύσει τους
αρχαίους πολιτισμούς και την τις πολιτισμικές μεταβολές, ώστε να γεφυρώσει το
σήμερα με το χθες. Τα τελευταία χρόνια αρκετοί αρχαιολόγοι ασκούν κριτική στην
συγκεκριμένη «Σχολή», ζητώντας να μετατοπιστεί η προσέγγιση από το επιστημονικό
στο θεωρητικό πλαίσιο, βασιζόμενη σε σύγχρονες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί στις
ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, όπως η σημειολογία, ερμηνευτική, ο
δομισμός κ.α. Αυτού του είδους η τοποθέτηση ονομάστηκε μεταδιαδικαστική και
δημιούργησε μια ομάδα θεωρητικών σχολών την Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία.
(Κουκουζέλη, 2003: 269)

Η νέα αυτή τάση θεωρεί πως ο πολιτισμός είναι νοηματοδοτημένος με


συμβολισμούς που ενυπάρχουν σε αυτόν που δεν είναι εύκολα αντιληπτοί. Υπάρχει
δηλαδή μια συμβολική δομή, ένας καμβάς κανόνων που απαιτεί ερμηνεία. Αυτή η δομή

6
έχει αμφίσημη λειτουργία, αφού είναι τόσο το προϊόν όσο και το μέσο καθορισμού της
ανθρώπινης συμπεριφοράς. Πρόκειται για μία κατασκευή των ισχυρότερων
κοινωνικών ομάδων που επιβάλλεται, με τη χρήση συγκεκριμένων κοινωνικών και
πολιτικών στρατηγικών, στις ασθενέστερες ομάδες. Αυτό πραγματοποιείται μέσω της
αριστοτεχνικής και συνειδητής χρήσης του υλικού πολιτισμού από τα δρώντα άτομα,
που δημιουργούν προϋποθέσεις σύγκρουσης των κοινωνικών ομάδων, με αποτέλεσμα
την πολιτισμική αλλαγή. Ο πολιτισμός είναι, δηλαδή, ενεργός και ρευστός και
μεταβάλλεται μέσω των συγκρούσεων. (Κουκουζέλη, 2003: 270-271).

Η Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία θεωρεί πως ο πολιτισμός διαφοροποιείται


σημαντικά και έχει τις ρίζες του στην ιστορικότητα, άρα η καλύτερη οπτική είναι η
«εσωτερική». Ο καλύτερος τρόπος είναι δηλαδή, να εξετάζονται οι πολιτισμοί από την
πλευρά των ίδιων των κοινωνικών ομάδων που δρούσαν σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό
πλαίσιο και να γίνεται προσπάθεια κατανόησης των ιδεών και των συμβόλων ή, ακόμα
καλύτερα, βιωματικά να έρχονται σε επαφή με την καθημερινότητα εκείνων των
ανθρώπων. Τέλος, η νέα αυτή προσέγγιση πιστεύει πως η Αρχαιολογία δεν είναι μια
θετική επιστήμη, αλλά κοινωνική που μπορεί να ασκήσει κριτική στην παρούσα
κατάσταση και να ενισχύσει την γνώση, μέσω της ερμηνευτικής. Το κύριο μέρος
ενασχόλησης των αρχαιολόγων είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά που είναι απρόβλεπτη,
άρα δεν αποδίδεται με έναν γενικό επιστημονικό κανόνα, που εν τέλει μπορεί και να
εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες. Έτσι το σωστότερο, σύμφωνα με την άποψη τους,
είναι να γίνεται η ερμηνεία των νοημάτων για τον αρχαίο υλικό πολιτισμό, τόσο στο
παρόν όσο και στο παρελθόν, αφού αυτά διαφοροποιούνται ανά εποχή και ανά άτομο.
(Κουκουζέλη, 2003: 272-274).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η Παλαιολιθική Εποχή στον Ελλαδικό Χώρο

Ο όρος Παλαιολιθικός εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα σε έρευνα του
Lubbock που τον χρησιμοποιεί για να τον διαχωρίσει από τον νεολιθικό. Η
Παλαιολιθική Εποχή, ξεκινά με την εμφάνιση των πρώτων επεξεργασμένων λίθινων
εργαλείων από τον άνθρωπο και περιλαμβάνει όλα εκείνα τα εργαλειακά σύνολα της

7
περιόδου της Πλειστόκαινου χωρίς να διαχωρίζεται γεωγραφικά ή βιολογικά. Με αυτή
την έννοια έχει ταυτιστεί και ο όρος πολιτισμικός. Η οικονομία αυτής της εποχής
καθορίζεται από την φυσική εκμετάλλευση του περιβάλλοντος από τον πρώτο
άνθρωπο, που συμπεριλαμβάνει φυσικούς και ζωικούς πόρους, αλλά και από τον
νομαδικό τρόπο ζωής του. (Κουρτέση-Φιλιππάκη, 1996: 6)

Η ΠΕ διαιρείται σε τρεις εποχές που ανταποκρίνονται στο ρυθμό ανάπτυξης


της τεχνολογίας‫ ﮲‬η Πρώιμη, που είναι μεγαλύτερη σε διάρκεια και προσδιορίζεται από
τον έλεγχο των βασικών κανόνων της επεξεργασίας του λίθου. Ακολουθεί η Μέση
εποχή, όπου αναπτύσσονται και μεταδίδονται νέες τεχνικές, όπως αυτές των φολίδων,
αφού ο άνθρωπος μπορεί τώρα να κατασκευάσει εργαλεία των οποίων την μορφή
καθορίζει ο ίδιος. Τέλος, έρχεται η Ύστερη που διαρκεί λιγότερο και την περίοδο αυτή
ο άνθρωπος ανακαλύπτει την τεχνική των λεπίδων που του δίνει την δυνατότητα να
εκμεταλλεύεται καλύτερα τις πρώτες ύλες που προέρχονται από πέτρα και να
δημιουργεί νέους τύπους εργαλείων. (Κουρτέση-Φιλιππάκη, 1996: 6)

Πιο συγκεκριμένα η ανθρώπινη κατοίκηση στον Ελλαδικό χώρο αρχίζει στην


Πρώιμη Παλαιολιθική, αφού η περιοχή βρίσκεται στο μέσο της διαδρομής από την
Εγγύς Ανατολή στην Ευρώπη και λόγω γεωγραφικής της θέσης προξενεί μεγάλο
ενδιαφέρον η μελέτη της. Αυτό συνέβη λόγω των αλλαγών του κλίματος κατά την
διάρκεια της Πλειστόκαινου στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, που δεν είναι
ωστόσο τόσο ευδιάκριτες στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η παγετώδης περίοδος της Würm
δημιούργησε παγετώνες στην Πίνδο με αποτέλεσμα η στάθμη της θάλασσας να
υποχωρήσει 100 μέτρα πιο κάτω από το σημερινό επίπεδο. Αυτό έφερε στην επιφάνεια
πολλά τμήματα ξηράς και με τις κλιματικές μεταβολές στο μεσοδιάστημα επέκτεινε τη
στέπα έναντι του δάσους, γεγονός που επηρέασε τόσο την πανίδα όσο και την χλωρίδα
της περιοχής. (Πυργάκη, 2002:17/19)

Οι Προσεγγίσεις των τριών κυρίαρχων Σχολών στην Έρευνα της Παλαιολιθικής


στον Ελλαδικό χώρο

Στην ελληνική επικράτεια το μεγαλύτερο μέρος των θέσεων της Μέσης ΠΕ


βρίσκονται στην ύπαιθρο και σε αυτές εντοπίστηκε η Μουστέρια πολιτισμική φάση,
όπως στην Κέρκυρα και την Ήπειρο. Πρόκειται για μια περίοδο που εξαπλώνονται τα
εργαλειακά σύνολα σε φολίδες, με τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους τις αιχμές,

8
κυρίως τις διπρόσωπες φυλλόσχημες, τα ξέστρα αλλά και ο τύπος του χειροπέλεκυ που
ακόμα επιβιώνει. Εδώ κάνει την εμφάνιση της και η τεχνική Λεβαλλουά, που έχει
σχέση με την προετοιμασία του υλικού και την διεξαγωγή εργασιών που θα παράγουν
ένα εργαλείο με προκαθορισμένη μορφή. (Πυργάκη, 2002: 22 ‫﮲‬Renfrew/Bahn, 2013:
327)

Ένας αρχαιολόγος της Παραδοσιακής Αρχαιολογίας θα προβεί σε κάθετη


στρωματογραφική τομή που θα τον βοηθήσει να αποκαλύψει τα στρώματα και να
μελετήσει τον τρόπο που δημιουργούνται οι επιστρώσεις στο πέρασμα του χρόνου. Η
ανασκαφή αυτή έχει μικρή έκταση αλλά προχωρά σε πολύ μεγάλο βάθος και μπορούν
να γίνουν περισσότερες από μία ανασκαφικές τομές στην ίδια θέση. Αυτή η μέθοδος
έχει ακολουθηθεί στις περιοχές, όπως και στην χώρα μας, που βρίσκονται στην αρχή
των ανασκαφικών έργων και έχει δοθεί προτεραιότητα στη χρονολόγηση των
στρωμάτων. (Κουρτέση-Φιλιππάκη, 1996: 18).

Τα σύνολα λίθινων εργαλείων που θα βρεθούν στο σημείο της Μέσης


Παλαιολιθικής και που αποδίδονται στους Neanderthals θα χαρακτηριστούν γενικά ως
μουστέρια που αποτελούσαν τον εξοπλισμό διαφόρων ομάδων που έζησαν ταυτόχρονα
εκείνη την περίοδο. Αυτό θα ονομαστεί αρχαιολογικός πολιτισμός και θα ερμηνευθεί
με βάσει των διαφορών στα εργαλειακά σύνολα ως ένδειξη ύπαρξης ανόμοιων εθνικών
ομάδων. (Renfrew/Bahn, 2013: 406)

Πιο συγκεκριμένα η παραδοσιακή προσέγγιση που είναι συστηματική, με το


δικό της τρόπο, θα προσπαθήσει να τοποθετήσει προσεκτικά το εργαλείο στο χώρο και
τον χρόνο. Αυτό θα επιτευχθεί με τον σχεδιασμό ενός χάρτη από τον αρχαιολόγο
κατανομής της εμφάνισης του και θα ορίσει την θέση του στη στρωματογραφική
διαδοχή στις περιοχές που εμφανίζεται. Έπειτα ακολουθεί η ένταξη του στη σωστή
θέση σε έναν πολιτισμό στον οποίο εμφανίζεται ένα συνεχές επαναλαμβανόμενο
σύνολο από τεχνουργήματα, σύμφωνα με τον Childe. Ο αρχαιολογικός πολιτισμός,
σύμφωνα με την Πολιτισμική Αρχαιολογία, είναι η έκφραση με υλικούς όρους ενός
συγκεκριμένου λαού, άρα πρέπει να γίνει μια εθνική κατάταξη. (Renfrew/Bahn, 2013:
485)

Στον αντίποδα αυτής της μεθοδολογίας βρίσκεται η Νέα Αρχαιολογία που θα


εφαρμόσει μια πρόσφατη τεχνική την οριζόντια αποκάλυψη στρωμάτων, που καλύπτει
πολύ μεγαλύτερη έκταση και στο οριζόντιο τμήμα της ανασκαφής. Με αυτόν τον τρόπο

9
ο συγκεκριμένος αρχαιολόγος θα προσπαθήσει να εξηγήσει θέματα κατανομής στο
χώρο, ώστε να κατανοήσει τον τρόπο ζωής, να αποκαλύψει δομές και να
πραγματοποιήσει παλαιοεθνογραφικές μελέτες. Με την συγκεκριμένη μέθοδο έγινε και
η ανασκαφή της βραχοσκεπής στη θέση Κλειδί της Ηπείρου. (Κουρτέση-Φιλιππάκη,
1996: 18).

Επίσης, τα τέχνερχα που θα ανευρεθούν θα ερμηνευθούν, βάσει της θεωρίας


Binford, ανάλογα με τις λιθοτεχνίες, που αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς τύπους
εργαλείων, ώστε να τα κατατάξει σε διαφορετικές λειτουργικές ανάγκες των ομάδων,
οι οποίες συσχετίζονται με κάποιο τρόπο μεταξύ τους. Έπειτα ακολουθούν πειράματα
με τα οποία θα γίνει προσπάθεια να καθοριστούν ποιες χρήσεις είναι πιθανές ή εφικτές
(Renfrew/Bahn, 2013: 333/406)

Μεγαλύτερη σημασία θα δοθεί στο περιβάλλον που χαρακτηρίστηκε από τον


Flannery ως «μη πολιτιστικά φαινόμενα». Δηλαδή στον τονισμό της οικονομίας και
ιδιαίτερα στα μέσα επιβίωσης. Έτσι με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης
ανασκαφής στη βραχοσκεπή της Μποΐλα, εξάγεται το συμπέρασμα από τον
διαδικαστικό αρχαιολόγο ότι το συγκεκριμένο μέρος κατοικούνταν εποχιακά και ότι
το χρησιμοποιούσαν προκειμένου να εκμεταλλευτούν το άμεσο οικοσύστημα στις
όχθες του ποταμού εντός και εκτός της κοιλάδας αυτής. Φαίνεται ότι εκεί συνέλλεγαν
την πρώτη ύλη, δηλαδή κροκάλες από πυριτόλιθο, μικρών διαστάσεων για κατασκευή
εργαλείων. Υπάρχει ποικιλία αιχμών στα ευρήματα που φαίνεται να προδίδει την
χρήση τόξου για κυνήγι κυρίως αιγαγροειδών. (Πυργάκη, 2002: 26-27)

Επίσης, κάποια από αυτά τα εργαλεία, που τα περισσότερα είναι οστέινα,


φαίνεται να χρησιμοποιούταν για την κοπή του κρέατος, ενώ άλλα για την αφαίρεση
του λίπους. Από αυτό διεξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν προτιμούσαν μεγάλη ποικιλία
σε φυτικές ύλες, ενώ έτρωγαν περισσότερο μυελό, για τις θρεπτικές του ουσίες, καθώς
επίσης ψάρια, σαλιγκάρια, ελάφια και όστρεα του γλυκού νερού. Κάποια μικρά
θηράματα τα χρησιμοποιούσαν μόνο για την γούνα τους. (Πυργάκη, 2002: 27).

Εδώ θα πρέπει να συνέβαλαν και οι γεωλόγοι, που έχουν καλή γνώση της
κατανομής των πρώτων υλών στη φύση, και οι ορυκτολόγοι, που γνωρίζουν τα είδη
τομών στους λίθους ώστε να εντοπίσουν ότι στη Μποΐλα υπήρχε καλής ποιότητας
πυριτόλιθος όπως και συγκεκριμένοι τύποι όστρεων. Τα υλικά αυτά όμως θα πρέπει να
τα προμηθεύονταν οι τότε κάτοικοι από αλλού, μέσω των μετακινήσεων τους ή ως

10
ανταλλαγές με άλλες ομάδες, που όμως να τα επεξεργάζονταν στο σημείο αυτό.
(Renfrew/Bahn, 2013: 333‫ ﮲‬Πυργάκη, 2002: 27)

Όμως η Μεταδιαδικαστική προσέγγιση έχει άλλη άποψη για τον τρόπο


χειρισμού τέτοιου τύπου ευρημάτων. Διότι η δημιουργία ενός τόσο όμορφου
αντικειμένου από τον Homo Erectus, όπως ο αχελαίος χειροπέλεκυς φαίνεται πιο
εξελιγμένη από αυτή του πρόγονου του Homo habilis. Με μια πειραματική μέτρηση
του χρόνου κατασκευής του εργαλείου, αλλά και του εύρους διαφορετικών ειδών στους
τύπους εργαλείων σε ένα σύνολο τεχνουργημάτων. Με αυτό τον τρόπο ο Isaac που
έκανε τέτοιου είδους ποσοτικές αναλύσεις διαπίστωσε ότι στο πέρασμα του χρόνου
υπήρξε η τάση να παράγονται, όλο και περισσότερο, πιο συγκεκριμένες ποικιλίες ενός
ή συνόλου τύπων εργαλείων για διαφορετικές λειτουργίες. Άρα αυτή η διαδικασία θα
πρέπει να χρειάστηκε γνωστικές ικανότητες που να τους διαχώριζαν από τους
πρώιμους ανθρώπους. (Renfrew/Bahn, 2013: 405).

Επίσης, αυτό που θα ενδιέφερε αυτή την «Σχολή», είναι να αξιολογήσει τον
χρόνο που μεσολαβεί για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας πράξης ως ένδειξη
γνωστικών ικανοτήτων. Έτσι, με βάση τα δεδομένα από το Κλειδί, η μεταφορά του
υλικού του πυριτόλιθου από κάποιο άλλο μέρος, δείχνει προτίμηση στο συγκεκριμένο
υλικό, για το οποίο απαιτήθηκε να διανύσει ο άνθρωπος απόσταση για να το αποκτήσει.
Ή ακόμα να αποδώσει συμβολικό χαρακτήρα στην χρήση όστρεων ως αντικείμενα
«ιδιοκτησίας». (Renfrew/Bahn, 2013: 405‫ ﮲‬Πυργάκη, 2002: 27)

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο ενδιαφέρον έχει η μελέτη των


αποθέσεων για την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς από τους αρχαιολόγους
αυτής της θεωρίας. Η θέση στη Μποΐλα καταδεικνύει ότι στην περιοχή αυτή
διεξαγόταν δραστηριότητα από ανθρώπους της εποχής, που κατασκεύαζαν εργαλεία
και τα χρησιμοποιούσαν για να εξάγουν το μεδούλι από τα οστά. Αυτή η θέση
θεωρήθηκε ως χώρος κατοίκησης ή προσωρινής εγκατάστασης συγγενικών ομάδων
που κατένειμαν ισότιμα την τροφή μεταξύ τους, γεγονός που σημαίνει κάποιο είδος
σταθερής συμπεριφοράς μεταξύ των μελών της ομάδας, ως εκ τούτου και μια
στοιχειώδη κοινωνική οργάνωση που απαιτεί αυξημένες γνωστικές ικανότητες.
(Renfrew/Bahn, 2013: 405-406‫ ﮲‬Πυργάκη, 2002: 26)

11
Συμπεράσματα

Προσωπικά από την συγκεκριμένη μελέτη των ανωτέρω κυρίαρχων


θεωρητικών Σχολών στην Αρχαιολογία, συμπεραίνω ότι η Παραδοσιακή είναι
πεπερασμένη, λόγω του περιορισμένου εύρους συμπερασμάτων που μπορεί να διεξάγει
από την μελέτη των ευρημάτων που έρχονται στο φως από την ΠΕ. Θεωρώ ότι η
καλύτερη προσέγγιση είναι η κοινή χρήση της Διαδικαστικής και Μεταδιαδικαστικής
Αρχαιολογίας, που μπορούν να μας δώσουν περισσότερα στοιχεία τόσο για την
λειτουργικότητα των ευρημάτων της εποχής αυτής, όσο και για τον εννοιολογικό τους
προσδιορισμό, όσο αυτό είναι δυνατό με την αντίληψη που έχουμε σήμερα για τα
πράγματα.

12
Βιβλιογραφία

1. Κουκουζέλη Αλ, Κλάδοι και προβληματική της Αρχαιολογίας. Η ερμηνεία της


πολιτισμικής αλλαγής, στο: Ιστορική Διαδρομή της Αρχαιολογίας. Ορισμός,
Αντικείμενο, Βασικές Αρχές, Κλάδοι και Προβληματική, στο: Αρχαιολογία στον
Ελληνικό Χώρο, τ. Α’, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σς. 245-297
2. Κουρτέση-Φιλιππάκη Γ., Η Διερεύνηση της Παλαιολιθικής, στο: Αρχαιολογία
και Τέχνες, Τεύχος 58, Εκδόσεις Αρχαιολογία και Τέχνες ΑΕΕ, Αθήνα 1996,
σς. 6-89
3. Πυργάκη Μ., Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή, στο: Η εποχή του Λίθου στον
ελληνικό χώρο, στο: Κύρια Αρχαιολογικά Πεδία στον Ελληνικό χώρο και η
Πολιτισμική Αξία τους, στο: , στο: Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, τ. Α’,
Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σς. 13-34
4. Renfrew C. - Bahn P., Αναλλοίωτα Υλικά, στο: Πώς έφτιαχναν και πώς
χρησιμοποιούσαν τα εργαλεία; Τεχνολογία, στο: Αρχαιολογία – Θεωρίες,
Μεθοδολογία και Πρακτικές εφαρμογές, μτφρ.: Καραλή-Γιαννακοπούλου Λ.,
επιμ. Καλλέγια Α., 3η Έκδοση, Εκδόσεις Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α.
Καρδαμίτσα, Αθήνα 2013, σς. 322-336
5. Renfrew C. - Bahn P., Ερευνώντας πώς αναπτύχθηκαν οι ανθρώπινες
δυνατότητες του συμβολισμού, στο: Τί σκέπτονταν; Γνωστική αρχαιολογία, τέχνη
και θρησκεία, στο: Αρχαιολογία – Θεωρίες, Μεθοδολογία και Πρακτικές
εφαρμογές, μτφρ.: Καραλή-Γιαννακοπούλου Λ., επιμ. Καλλέγια Α., 3η Έκδοση,
Εκδόσεις Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2013, σς. 401-411
6. Renfrew C. - Bahn P., Γιατί μεταβλήθηκαν τα πράγματα; Η ερμηνεία στην
αρχαιολογία, στο: Αρχαιολογία – Θεωρίες, Μεθοδολογία και Πρακτικές
εφαρμογές, μτφρ.: Καραλή-Γιαννακοπούλου Λ., επιμ. Καλλέγια Α., 3η Έκδοση,
Εκδόσεις Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2013, σς. 481-511

13

You might also like