You are on page 1of 60

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ – ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ – ΤΟΜΕΑΣ ΓΣΓ

ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

ΡΟΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙΣ
ΣΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ
ΤΟΥ ΑΝ∆ΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: Μ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΙΟΥΝΙΟΣ 2009
«Βλέ̟ετε, αγα̟ητέ µου ̟λοίαρχε, δεν υ̟άρχει ακόµα εις τον κόσµο ένα ντοκ αρκετά µεγάλο για
να µας δεχθή!», ανεφώνησε ο Άγγλος ευ̟ατρίδης και ενώ τα µάτια του και η έκφρασις του
̟ροσώ̟ου του έδειχναν έξαρσιν µεγάλην, αµέσως ̟ρόσθεσε: «Μια µέρα όµως, φίλοι µου, θα
υ̟άρξη!»
«Ναι!… Ναι!…», ανεφώνησε και ο Ανδρέας Σ̟έρχης καταλαµβανόµενος και αυτός α̟ό
̟αρόµοιαν έξαρσιν. «∆εν υ̟άρχει και δεν θα υ̟άρξη για ̟ολύ καιρό ακόµη… Θα έλθη όµως µια
ευλογηµένη µέρα ̟ου θα υ̟άρξη!»

Ανδρέας Εµπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα, 1990, Μέρος Πέµπτον, τόµος Θ΄


(σελ.227)

2
Περιεχόµενα

1. Εισαγωγή
2. Ο µύθος του «ποιητή – λυτρωτή»
3. Η επίκληση της Φύσης, της φαντασίας και του ονείρου
4. Η αποσπασµατικότητα, η γλώσσα και η ειρωνεία
5. Η αναγγελία µιας υπόσχεσης, ενός οράµατος, µιας ουτοπίας
6. Το ουτοπία της ενότητας, της αρµονίας και της ευτυχίας
7. Η ουτοπία του τέλους του Οιδιπόδειου συµπλέγµατος
8. Η ουτοπία της κοινότητας, της αδερφότητας και της οικουµενικότητας
9. Ο θάνατος, η απαισιοδοξία, η µελαγχολία και η κατάθλιψη
10. Βιβλιογραφία

3
1. Εισαγωγή

Σκοπός της διπλωµατικής αυτής εργασίας είναι να δείξει πως θεµελιώδη στοιχεία της
ροµαντικής θεωρίας (που συγκρότησαν την κοινή «φωτεινή πηγή» που παρήγαγε αυτό το
τεράστιο πολιτιστικό τοπίο, εξαιρετικής πολλαπλότητας), αν και έχουν αποµακρυνθεί από τις
παραδόσεις του 18ου αιώνα, αν και έχουν υπερβεί την ιστορική κοσµοεικόνα του ροµαντισµού
ως αισθητικής τάσης, φιλοσοφίας, πολιτικής και µόδας (οι ιδεατότητες της Φύσης, του Εγώ,
της γενέθλιας γης, του Θεού δεν µπορούν να επιστρέψουν µε τον ίδιο τρόπο), ωστόσο
επιβιώνουν «ως δρώσες εµπειρίες του σύγχρονου ατοµικισµού, ως «τόνος» εγωισµού και
αυτονοµίας στα πλαίσια της εποχής µας και, βεβαίως το πιο πρόσφορο έδαφος για να τα
ανιχνεύσουµε, είναι τα κείµενα της λογοτεχνίας»1, και δη στην περίπτωσή µας, στο κείµενο
του Μεγάλου Ανατολικού του Ανδρέα Εµπειρίκου.

Ο Μέγας Ανατολικός άρχισε να γράφεται το 1945 και, ακολουθώντας διαδοχικές εξελίξεις,


σταµάτησε, όπως εικάζουµε, το 1970. Η πρώτη εµφάνιση του Μεγάλου Ανατολικού στα
βιβλιοπωλεία έγινε τα Χριστούγεννα του 1990 και προκάλεσε πολλές, ποικίλες και έντονες
αντιδράσεις. Οι αρχικοί τόµοι εξαντλήθηκαν σε πολύ σύντοµο χρονικό διάστηµα και επί
πολλούς µήνες το µυθιστόρηµα ήταν πρώτο σε πωλήσεις στα περισσότερα βιβλιοπωλεία.

Το µυθιστόρηµα πραγµατεύεται το παρθενικό ταξίδι του φανταστικού υπερωκεάνιου «Μέγας


Ανατολικός» από το λιµάνι του Λίβερπουλ στη Νέα Υόρκη, το οποίο ξεκινά στις 22 Μαΐου
του 1867, στην ακµή της Βικτοριανής εποχής. Σύµφωνα µε την περιγραφή που δίνεται, το
εκτόπισµα του πλοίου υπερέβαινε τους 25.000 τόνους, το µήκος του ήταν άνω των 690
ποδιών, το πλάτος του άνω των 80, ενώ το βάθος του άγγιζε τα 58 πόδια, µεγέθη που το
καθιστούσαν το µεγαλύτερο πλοίο της υφηλίου. Το ταξίδι του «Μεγάλου Ανατολικού» του
Ανδρέα Εµπειρίκου, σχετίζεται µε τον ιστορικό πλου του ατµόπλοιου Greta Eastern που
συνέδεσε τη Μεγάλη Βρετανία µε τις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής του 1860. Με αυτό το
πλοίο ταξίδεψε ο Ιούλιος Βερν στην Αµερική το 1867, περιγράφοντας αργότερα το ταξίδι του
στο µυθιστόρηµα Πλωτή Πολιτεία (1871).

Τα συµβάντα που περιγράφονται στο µυθιστόρηµα, καλύπτουν χρονικά δέκα µέρες, από το
απόγευµα της 21ης Μαΐου µέχρι το µεσηµέρι της 1ης Ιουνίου. Η αφήγηση είναι σχεδόν
γραµµική, χωρίς να λείπουν χρονικές παρεκβάσεις που οφείλονται σε αφηγήσεις των
χαρακτήρων, και πραγµατοποιείται σε τρίτο πρόσωπο, αν και µερικές φορές ο αφηγητής
εµφανίζεται να διαδραµατίζει ένα ρόλο στα δρώµενα. Σε όλη την έκταση του έργου,
επιχειρείται µια εξαιρετικά λεπτοµερής περιγραφή όλων των γεγονότων. Τα τρία πρώτα µέρη
του έργου περιγράφουν αντίστοιχα τις τρεις πρώτες µέρες του ταξιδιού, στο τέταρτο µέρος
πληροφορούµαστε για µια καταιγίδα που ξεσπά το βράδυ της τρίτης ηµέρας, που διαρκεί δύο

1 Νίκος Σεβαστάκης, Ρωμαντική εμπειρία και νεωτερικότητα, Λεβιάθαν, Β΄ Περίοδος, 1990

4
ηµέρες, καθώς και τα γεγονότα της έκτης και έβδοµης ηµέρας. Το πέµπτο και συντοµότερο
µέρος του µυθιστορήµατος εξιστορεί τα γεγονότα της δέκατης και τελευταίας ηµέρας,
περιγράφοντας την άφιξη του υπερωκεάνιου στο λιµάνι της Νέας Υόρκης.

Σύµφωνα µε τον Οδυσσέα Ελύτη, το ταξίδι που περιγράφει ο Εµπειρίκος στο «Μέγα
Ανατολικό», αποτελεί στην πραγµατικότητα µια «αφορµή «για να δηµιουργήσει µια
κινούµενη µονάδα–νησίδα όπου, χωρίς τους περιορισµούς της πιθανοφάνειας, θα
συσσωρεύσει όλες τις παραλλαγές και τις εκφάνσεις της σαρκικής οµιλίας, αρχινώντας από
την ονείρωξη και τον αυνανισµό ως την επιδειξιοµανία, τον ηδονοβλεπτισµό, τον λεσβιασµό,
την παιδεραστία, την αιµοµιξία, τον φετιχισµό, τον σαδισµό, τον µαζοχισµό, την κοπροφαγία
και οτιδήποτε άλλο µπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου αποβλέποντας στην ικανοποίηση
του ερωτικού ενστίκτου».2

Πρωταγωνιστές του µυθιστορήµατος είναι οι επιβάτες του υπερωκεάνιου, οι οποίοι ανήκουν σ’


όλες τις τάξεις και οι περισσότεροι από αυτούς είναι Αγγλοσάξονες, Βρετανοί και
Βορειοαµερικάνοι, αν και συνολικά εκπροσωπείται µια πληθώρα εθνικοτήτων, µε την
εµφάνιση Γάλλων, Πορτογάλων, Ισπανών, Ολλανδών, Σκώτων, Ιρλανδών, Ιταλών, Πολωνών,
ενός ζεύγους Σουηδών, µιας οικογένειας Λαπώνων, ενός Ινδού µεγιστάνα, τριών Ελλήνων,
Ρώσων, Γερµανών, Εβραίων, ενός Ελβετού, ενός ζεύγους Ούγγρων, µιας οικογένειας από τη
Χαβάη, ενός Μεξικανού, Νοτιοαµερικάνων και Βορειοαµαρικάνων αφρικανικής καταγωγής.
Ανάµεσα τους ξεχωρίζει ο χαρακτήρας του Έλληνα ποιητή Ανδρέα Σπέρχη, που κατά γενική
οµολογία είναι εν µέρει αυτοβιογραφικός.

Η σχέση του Μεγάλου Ανατολικού µε το ροµαντισµό έχει σηµειωθεί από αρκετούς


θεωρητικούς στο παρελθόν, είτε µέσω των δάνειων µορφολογικών του στοιχείων από τον
ροµαντισµό, σύµφωνα µε τον Άρη Μαργκόπουλο «ο Εµπειρίκος συνδέεται µε την ευρωπαϊκή
παράδοση των ροµαντικών και των συµβολιστών και είναι γνωστές οι αναφορές του στο έργο
τους»3, είτε µέσω της σχέσης του υπερρεαλισµού µε τον ροµαντισµό, για τη Φραγκίσκη
Αµπατζοπούλου «όλα εκείνα τα στοιχεία του υπερρεαλισµού, όπως η υπερπραγµατικότητα, η
εικονοποιητική θεωρία, η λειτουργία του φανταστικού, του αντικειµενικού τυχαίου και του
θαυµαστού που θεωρήθηκαν δάνεια από τον ροµαντισµό, τα συναντά κανείς στο εµπειρίκειο
έργο».4

Ωστόσο εκείνο που στην περίπτωσή µας ενδιαφέρει είναι, να καταδείξουµε τη άµεση
συγγένεια του ογκωδέστατου έργου του Μεγάλου Ανατολικού µε τον ροµαντισµό όχι µόνο µε
µορφολογικά ή ειδολογικά χαρακτηριστικά και µε φιλολογικούς όρους αλλά και µε

2 Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Ύψιλον, 1980


3 Άρης Μαραγκόπουλος, Ο μοντερνιστής… Ανατολικός, Το ΒΗΜΑ, 23-12-2001
4 Φραγγίσκη Αμπατζοπούλου, «Ανδρέας Εμπειρίκος: από την πρωτοπορία των ποιητών στην

παράδοση των ειρώνων», ΤΑ ΝΕΑ, 20-11-1999

5
φιλοσοφικούς ή καλύτερα ανθρωπολογικούς όρους αντιµετωπίζοντας τον ως µια
Weltanschauung5, µια κοσµοθεωρία, µια συνολική στάση ζωής, που επιβιώνει µέσα στο χρόνο.
Κι αυτό γιατί η ροµαντική εµπειρία, στάση, τόνος απέναντι στη ζωή, δεν είναι µόνο ένα
σχολαστικό, φιλολογικό πρόβληµα, αλλά ένα σύνθετο φαινόµενο που διαπερνά την αισθητική
σφαίρα ανάγοντάς την σε πρωταρχική εκφραστική αρχή, ένα φαινόµενο µε αδιάκοπη συνέχεια
µέσα στα πολιτισµικά και καλλιτεχνικά ρεύµατα του εικοστού αιώνα, αλλά και µε ισχυρή
επιρροή στη φιλοσοφική και πολιτική θεωρία µέχρι σήµερα.

Για πολλούς συγγραφείς, µεταξύ των οποίων και οι Michael Lowy και Robert Sayre6, «ο
ροµαντισµός στις αρχές του 20ου αιώνα παίρνει σάρκα και οστά µε τη µορφή του µαρξιστικού
κινήµατος, των αριστερών καλλιτεχνικών πρωτοποριών, όπως του υπερρεαλισµού, του
πνεύµατος του Μάη του ’68, καθώς αντιπροσωπεύει µια κριτική της νεωτερικότητας, δηλαδή
του σύγχρονου καπιταλιστικού πολιτισµού, στο όνοµα αξιών και ιδεωδών του παρελθόντος».
Είναι, επίσης, αδύνατον να µη συσχετίσει κανείς το περιεχόµενο του ροµαντισµού µε τη
συζήτηση για τη µετανεοτερικότητα ή τη «δεύτερη νεωτερικότητα», όπως ονοµάζει ο Ulrich
Beck7 την περίοδο του µεταµοντερνισµού. Όπως σηµειώνει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
χαρακτηριστικά του µεταµοντερνισµού όπως: «οι εξασθενηµένες προσωπικές ταυτότητες σε
αντινοµικό συνδυασµό µε την καλπάζουσα εξατοµίκευση, η προσήλωση στο ιδανικό της
αυτοβιογραφίας, η αδιαφορία για τους εκ παραδόσεως κεντρικούς θεσµούς, η αδιάκοπη
προβολή του αιτήµατος της αυτοπραγµάτωσης, η υπερδιόγκωση του εγώ, που οδηγεί σε
άτακτη υποχώρηση το δηµόσιο χώρο, όπως και η θεαµατική παρείσδυση της έννοιας της
υποκειµενικότητας στα αναλυτικά εργαλεία των ανθρωπιστικών επιστηµών, δεν σηµαδεύουν
άραγε σήµερα µία ακόµη αναβίωση του ροµαντισµού, δείχνοντας τις απεριόριστες όσο και
υπό διαρκή µετασχηµατισµό δυνατότητές του;» 8

Αφήνοντας κατά µέρος τις θεωρίες που µιλούν για πολλούς ροµαντισµούς9 και αποδεχόµενοι
την άποψη του Rene Wellek, πως «τα µεγαλύτερα ροµαντικά κινήµατα σχηµατίζουν µιαν

5 Η λέξη (γερμ.) δηλώνει το σύνολο των παραστάσεων, αντιλήψεων και απόψεων περί του
κόσμου και της εξωτερικής πραγματικότητας. Μπορεί ν’ αποδοθεί ως «κοσμοπαράσταση»,
κοσμοαντίληψη ή κοσμοθεωρία. Τη σύγχρονη έννοια της κοσμοαντίληψης επεξεργάστηκε ο
κοινωνιολόγος του πολιτισμού Λυσιέν Γκόλντμαν, ο οποίος αναπτύσσει και αναβαθμίζει μια
μεγάλη παράδοση στη γερμανική σκέψη, κυρίως από τον Βίλχελμ Ντίλτεϋ. (Λυσιέν Γκόλντμαν,
Για μια κοινωνιολογία του Μυθιστορήματος, (1964), Αθήνα, Πλέθρον, 1979)
6 Michael Lowy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία, (1992), Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα,

1999
7 Ulrich Beck, Ελευθερία ή καπιταλισμός. Συζητήσεις με τον Γιοχάνες Βιλμς, (2000), (Freiheit oder
Kapitalismus. Gesellschaft neu denken. Ulrich Beck im Gespräch mit Johannes Willms)
Καστανιώτης, 2005
8 Βαγγέλης Χατζηβασιλείου,» Είμαστε όλοι ρομαντικοί»; Ελευθεροτυπία, 23 -3-2000

9 Είναι γεγονός πως από τότε που ο Friedrich Schlegel εισήγαγε τον όρο ως σήμερα, ο

Ρομαντισμός ποτέ δεν έπαψε να χρησιμοποιείται προς όλες τις κατευθύνσεις και με κάθε
δυνατή έννοια. Παρ’ όλο που όλοι συμφωνούν για τη γέννησή του κατά τον 18ο αιώνα, στις
συνθήκες της Βιομηχανικής και της Γαλλικής επανάστασης, και την ανάπτυξή του κυρίως στη

6
ενότητα θεωριών, φιλοσοφιών και ύφους, συνιστούν µια συνεκτική οµάδα ιδεών κάθε µια από
τις οποίες συνεπάγεται την άλλη»10 άλλα και άλλων συγγραφέων όπως του Στέφανου
Ροζάνη11, ο οποίος θεωρεί πως η πολλαπλότητα των ροµαντισµών δεν είναι παρά ένα
επιφανειακό, επιδερµικό ή στενά φιλολογικό φαινόµενο το οποίο, ακυρώνει την κοινή ουσία
του ροµαντισµού ως συνολικής κοσµοθεώρησης, θα προσπαθήσουµε να εντοπίσουµε τα
βασικά στοιχεία αυτής της συνολικής στάσης ζωής, της Weltanschauung, της ροµαντικής
κοσµοθεωρίας, λαµβάνοντας υπόψη µας τις απόψεις πολλών σύγχρονων µελετητών του
ροµαντισµού όπως :

Γερμανία, στην Αγγλία και τη Γαλλία, ο Ρομαντισμός δεν παρουσιάστηκε, και δεν θα ήταν
δυνατόν, ως ενιαίο φιλοσοφικό ρεύμα. Οι Michael Lowy και Robert Sayre στο Εξέγερση και
μελαγχολία, διακρίνουν έξι αποκλίνουσες διανοητικές παραδόσεις: Η πρώτη είναι ο λεγόμενος
αποκαταστασιακός ρομαντισμός, ο οποίος πρεσβεύει την ιδέα της ανασυγκρότησης του
παρελθόντος απαξιώνοντας κάθε πτυχή του παρόντος. Η δεύτερη είναι αυτή του
συντηρητικού ρομαντισμού, που επιδιώκει τη διατήρηση της κατεστημένης τάξης πραγμάτων
δημιουργώντας φραγμούς στην εκσυγχρονιστική διαδικασία, Η τρίτη είναι ο υποταγμένος
ρομαντισμός, ο οποίος υιοθετεί την κριτική αποδοχή του παρόντος έχοντας επίγνωση της
ιστορικής δυναμικής ή της αναγκαιότητας του εκσυγχρονισμού. Η τέταρτη διανοητική
παράδοση είναι ο μεταρρυθμιστικός ή φιλελεύθερος ρομαντισμός, οργανωτική αρχή του
οποίου είναι η εξεύρεση τρόπων θεραπείας των παθολογικών φαινομένων που προκύπτουν
από την εκκοσμίκευση της σφαίρας του πολιτισμού. Η πέμπτη παράδοση χαρακτηρίζεται ως
φασιστικός ρομαντισμός και συνδέεται με τον «αντιδραστικό μοντερνισμό και τέλος η έκτη
κατά σειρά διανοητική παράδοση, πιο κοντά στην οποία βρίσκεται και ο Ανδρέας Εμπειρίκος
είναι αυτή του επαναστατικού ή ουτοπικού ρομαντισμού. Η τελευταία αυτή παράδοση
εμφανίζει στο βιβλίο τους ευρεία διαφοροποίηση. ∆ιακρίνουμε σε αυτή πέντε παράλληλες ή
αλληλοδιάδοχες υποπαραδόσεις: α) τον ιακωβινικό-δημοκρατικό ρομαντισμό, που ασκεί διττή
πολεμική τόσο εναντίον των ιεραρχιών της παραδοσιακής κοινωνίας όσο και εναντίον αφενός
της φορμαλιστικής και αφετέρου της αριστοκρατικής εκδοχής του κοινοβουλευτισμού β) τον
λαϊκίστικό ρομαντισμό, που εξιδανικεύει τον προκαπιταλιστικό τρόπο παραγωγής
συναρτώντας τον με το ιδεώδες της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας γ) τον ουτοπικό –
ουμανιστικό ρομαντισμό, δ) τον ελευθεριακό /αναρχικό /αναρχοσυνδικαλιστικό ρομαντισμό,
που μάχεται τον καπιταλισμό και το συγκεντρωτικό αστικό κράτος στο όνομα μιας
«αποκεντρωμένης ομοσπονδίας τοπικών κοινοτήτων» και ε) τον μαρξιστικό ρομαντισμό, ο
οποίος συνδυάζει τον ιστορικισμό και εγελιανισμό της σκέψης του νεαρού κυρίως Μαρξ με την
ουτοπία της πανανθρώπινης χειραφέτησης και τη νοσταλγία ενός κόσμου μη
πραγμοποιημένης εργασίας.
10
Rene Wellek, Γερμανικός και Αγγλικός ρομαντισμός, Μια προσέγγιση, Έρασμος, 2008
11 Όπως σημειώνει ο Στέφανος Ροζάνης στο Πρόλογό του στο βιβλίο της Λίλιαν Φρουστ, Η
προοπτική του ρομαντισμού, [(1969,1979), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001], «αν διαβάσουμε τους
Ρομαντικούς» προκειμένου να εντοπίσουμε ασυνέπειες και/ή αυθαιρεσίες, σίγουρα θα τις
βρούμε. Θα χάσουμε όμως την ευκαιρία να καταλάβουμε το ρομαντισμό ως φαινόμενο, να
κατανοήσουμε το εύρος και το βάθος της ρομαντικής στάσης, να διεισδύσουμε στον
ρομαντικό οραματισμό, ν’ ανακαλύψουμε την προοπτική του ρομαντισμού μέσα στις
ρομαντικές εκφραστικές των σύγχρονων φιλοσοφικών και καλλιτεχνικών – λογοτεχνικών
τάσεων και προσανατολισμών».

7
• του Rene Wellek12, ο οποίος αναζήτησε τις βάσεις αυτής της κοσµοθεωρίας σε τρία
θεµελιώδη κριτήρια: α) Φαντασία στη θεώρηση της ποιήσεως, β) Φύση στη θεώρηση του
κόσµου, γ) Σύµβολο και Μύθος στη θεώρηση του ποιητικού ύφους,
• της Lilian Furst13, η οποία εκτιµά ως βασικές ιδιότητες της ροµαντικής τέχνης: τον
ατοµικισµό της, τον ιδεαλισµό της, την κυρίαρχη δηµιουργική φαντασία, την υποκειµενική
αντίληψη της φύσης, την τεράστια σηµασία του αισθήµατος και τη χρήση της συµβολικής
εικόνας,
• του Charles Larmore14, ο οποίος στο κέντρο αυτής της ροµαντικής κοσµοθεωρίας, του
ροµαντικού «κοσµοείδωλου», όπως λέει, τοποθετεί τη φύση και την έννοια της
δηµιουργικής φαντασίας ως µορφοποιούσας αρχής, ως ποιητικού αιτίου των ροµαντικών
αντιλήψεων για τον κόσµο και για την τέχνη, και ως κεντρικού προτάγµατος το οποίο
καθορίζει την ουσία των επακόλουθων ροµαντικών συλλήψεων, όπως εκείνων της
κοινότητας, της αίσθησης του ανήκειν και της ειρωνείας,
• του Isaiah Berlin15, ο οποίος παρουσιάζει τον ροµαντισµό σαν µια εκδήλωση του «Αντι-
∆ιαφωτισµού και βασικό χαρακτηριστικό των ροµαντικών την άρνηση τους στις
κατευθυντήριες αρχές του ∆ιαφωτισµού – την οικουµενικότητα, την αντικειµενικότητα,
τον ορθολογισµό- διακήρυξαν την πίστη τους στις διαισθητικές πνευµατικές δυνατότητες
καις τις οργανικές µορφές της κοινωνικής ζωής,
• των Michael Lowy και Robert Sayre, οι οποίοι ως σηµαίνουσα δοµή της ροµαντικής
κοσµοθεώρησης θεωρούν την κριτική που ασκεί ο ροµαντισµός στην «νεωτερικότητα»,
κύρια χαρακτηριστικά της οποίας θεωρούν ότι είναι: το πνεύµα του υπολογισµού
(Rechenhaftigkeit), η αποµάγευση του κόσµου (Entzauberung der Welt), ο εργαλειακός
ορθολογισµός (Zweckrationalitat), η γραφειοκρατική κυριαρχία,

Τα βασικά στοιχεία αυτής της συνολικής στάσης ζωής, της Weltanschauung, της ροµαντικής
κοσµοθεωρίας θα προσπαθήσουµε να τα εντοπίσουµε και ερχόµενοι σ’ επαφή µε ροµαντικά
λογοτεχνικά και θεωρητικά κείµενα που προέρχονται κυρίως από το γερµανικό ροµαντικό
κίνηµα, κι αυτό γιατί οι Γερµανοί, σ’ αντίθεση µε τους Γάλλους και τους Άγγλους
ροµαντικούς, βάλθηκαν µε αυτοπεποίθηση, όπως και ο Ανδρέας Εµπειρίκος, εκτός από το ν’
αναµορφώσουν τη λογοτεχνία, να µεταµορφώσουν όλο τον κόσµο µε µια διαδικασία που θα
του έδινε προοδευτικά ποιητική µορφή.

Μέσα απ’ αυτή τη λογική και λαµβάνοντας υπόψη την υπάρχουσα βιβλιογραφία σταθήκαµε
περισσότερο στις θεωρίες του Novalis, του Γιόχαν Φίχτε (1762-1814), για το Εγώ της
οικουµενικής βούλησης που υπάρχει ως αντίσταση στην ανυπόταχτη φυσική πραγµατικότητα,
του Φρίντριχ Σέλλινγκ (1775-1854) για τη βιταλιστική, σχεδόν «µπερξονική», θεωρία του για
τις σκοτεινές και ασυνείδητες δυνάµεις που ενυπάρχουν σε φύση και τέχνη, στη σύγκλιση Φίχτε

12
Rene Wellek, Γερμανικός και Αγγλικός ρομαντισμός, Μια προσέγγιση, Έρασμος, 2008
13
Lilian Furst, H προοπτική του ρομαντισμού, (1969, 1979), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001
14 Τσαρλς Λάρμορ, Η ρομαντική κληρονομιά, (1996), Αθήνα, Πόλις, 1998

15 Isaiah Βerlin, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, (1999), Scripta, 2002

8
και Σέλινγκ και τη συµβολική, δηµιουργική ανάπλαση της ζωής µέσα από την αδάµαστη,
ανυπόταχτη ανθρώπινη βούληση, στις θεωρίες του Johan Georg Haman (1730-1788), µε το
κήρυγµα του εναντίον της επιστήµης και υπέρ της ποιητικής, θρησκευτικής ενατένισης του
κόσµου, του Γιόχαν Χέρντερ (1744-1803), ο οποίος προβάλει ως κριτήριο αξιολόγησης του
έργου τέχνης την κοινωνική συνθήκη που το γέννησε και ο οποίος υπερασπίζεται την
πολιτισµική διαφορετικότητα και του Καντ, ο οποίος εισάγει την προτεραιότητα της ελευθερίας
της βούλησης έναντι της µηχανιστικής αιτιοκρατίας, του Σίλλερ (1762-1814), και στις ουτοπικές
απόψεις του για την ανθρώπινη ηθική και τον αδυσώπητο πόλεµο κατά της αιτιοκρατίας,

Συνδετικός κρίκος µεταξύ του ροµαντισµού και του Μεγάλου Ανατολικού του Ανδρέα
Εµπειρίκου θα αποτελέσουν και ο υπερρεαλισµός και η ψυχανάλυση. ∆ύο κινήµατα που κατά
συνδέονται άµεσα µε τον ροµαντισµό και που επηρέασαν το έργο του Εµπειρίκου. Είναι
γνωστό πως ο Ανδρέας Εµπειρίκος από το 1926 ως το 1931 ζώντας στο Παρίσι
συναναστράφηκε αδιαλείπτως τον Rene Laforgue, ιδρυτικό µέλος της νεοσύστατης
Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, ενώ γύρω στα 1929 γνώρισε τους Breton, Lacan,
Queneau, Battaille και µπήκε στον κύκλο των υπερρεαλιστών.

Απ’ όλα τα πρωτοποριακά κινήµατα του 20ου αιώνα, ο υπερρεαλισµός είναι αναµφίβολα αυτός
που ανήγαγε στην ανώτερη έκφρασή του το ροµαντικό ιδανικό της αποµάγευσης, εκ νέου, του
κόσµου. Ο Μπρετόν και οι φίλοι του δεν έκρυψαν ποτέ τη βαθειά προσήλωσή τους στη
ροµαντική παράδοση του 19ου αιώνα- τόσο τη γερµανική (Novalis, Arnim) όσο και την
αγγλική (το µαύρο µυθιστόρηµα) ή τη γαλλική (Ουγκώ, Petrus Borel). Ο υπερρεαλισµός είναι
επίσης εκείνος που ενσάρκωσε µε τον πιο ριζικό τρόπο την επαναστατική διάσταση του
ροµαντισµού. Η εξέγερση του πνεύµατος και η κοινωνική επανάσταση, η αλλαγή της ζωής
(Ρεµπώ) και ο µετασχηµατισµός του κόσµου (Μαρξ), είναι οι δυο πολικοί αστέρες που
κατηύθυναν το κίνηµα από τη γένεσή του, σπρώχνοντάς το στη διαρκή αναζήτηση µιας
ανατρεπτικής πολιτιστικής πρακτικής.16

Όπως παρατηρεί ο Παντελής Βουτέρης στο βιβλίο του «Η συνοχή του τοπίου» 17: «η σχέση του
Εµπειρίκου µε τον υπερρεαλισµό δεν χαρακτηρίζεται από µιαν «ορθόδοξη» προσήλωση και
συνέπεια στις καταστατικές αρχές και επιλογές του κινήµατος. Πρόκειται αντίθετα για µια
«επεισοδιακή», επιλεκτική σχέση, η οποία έχει να επιδείξει «έλξεις» αλλά και «απωθήσεις».
Θα µπορούσαµε να πούµε ότι ο Εµπειρίκος έχει αφοµοιώσει τις περισσότερες θέσεις της
πρώτης «διαισθητικής» περιόδου: αναφερόµαστε κυρίως στην υπερπραγµατικότητα, στην
εικονοποιητική θεωρία, στη λειτουργία του φανταστικού, του «αντικειµενικού τυχαίου», και
του «θαυµαστού». Αναµφισβήτητα όµως δεν ακολούθησε σε καµία περίπτωση τον Breton και
του συντρόφους του στο άλµα που επιχείρησαν στα 1925 και παρέµεινε τελείως ξένος µε τους

16 Michael Lowy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία, (1992) Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις,
1999
17
Παντελής Βουτέρης, Η συνοχή του τοπίου, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997

9
προβληµατισµούς, τις πολιτικές επιλογές, τις θεωρητικές αναζητήσεις, και υπερρεαλιστικό
πνεύµα της δεύτερης περιόδου, της «εκλογίκευσης».

Από τον άλλη µεριά και ο Freud, πατέρας της ψυχανάλυσης, «στο µεταίχµιο ∆ιαφωτισµού και
Ροµαντισµού, υιοθετεί κεντρικά ροµαντικά σηµαίνοντα, όχι βέβαια για να στραφεί εναντίον
των δηµιουργικών δυνατοτήτων του διαφωτιστικού Λόγου, όπως εν µέρει έκαναν οι
ροµαντικοί, αλλά για να συµπληρώσει αυτές τις δυνατότητες, προσβλέποντας σε άλλες πηγές
και κυριότατα στις πηγές των συναισθηµάτων, της φαντασίας και «υψηλού», που οι
ροµαντικοί είχαν αναδείξει ως κατεξοχήν δηµιουργικές πηγές, θέλοντας έτσι να
εντατικοποιήσει τις ψυχαναλυτικές του συλλήψεις».18

Οι Richard Askay και Jensen Farquhar19 συνοψίζουν τις φροϋδικές οφειλές στον Ροµαντισµό
σε επτά συνολικά θεµατικές: α. στο Λόγο και στη θέση του µέσα στην ανθρώπινη κατανόηση,
β. στον κρυµµένο εαυτό, γ. σε µια οργανικά ενοποιηµένη, τελεολογική σύλληψη του
σύµπαντος, δ. στην κατάλληλη διαδικασία για την αποκάλυψη των µυστικών της Φύσης, ε.
στη Φύση ως ενοποιηµένο όλον, στ. στο Σύµπαν ως κυβερνώµενο από πολικότητες και ζ. στα
αρχέγονα φαινόµενα.

Με βάση, λοιπόν, την παραπάνω συλλογιστική επιλέξαµε να ασχοληθούµε µε οχτώ βασικά


χαρακτηριστικά της ροµαντικής κοσµοθεωρίας που πιστεύουµε πως τα συναντάµε και στο
εµπιρίκειο έργο:1. το µύθο του «ποιητή – λυτρωτή», 2. την επίκληση της φύσης, της
φαντασίας και του ονείρου, 3. την αποσπασµατικότητα, την γλώσσα και την ειρωνεία, 4. την
αναγγελία µιας υπόσχεσης ενός οράµατος, µιας ουτοπίας, 5. την ουτοπία ενότητας, της
αρµονίας και της ευτυχίας, 6. την ουτοπία του τέλους του Οιδιπόδειου συµπλέγµατος, 7. την
ουτοπία της κοινότητας, της αδερφότητας και της οικουµενικότητας και τέλος 8. το φόβο του
θανάτου, την απαισιοδοξία, τη µελαγχολία και την κατάθλιψη.

18 Στέφανος Ροζάνης, Ένας λανθάνων ρομαντισμός, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2007


19
Η συνάφεια του Freud με τον Ρομαντισμό του Goethe είναι ομολογημένη από τον ίδιο τον
Freud, καθώς και από πλήθος ερευνητών. Οι Richard Akay και Jensen Farquhar σχολιάζοντας
αυτή τη σχέση γράφουν: «Για παράδειγμα ο Goethe αναγνωρίζει την αξεπέραστη δύναμη των
συναισθηματικών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων και κατανοούσε ότι αυτοί διαμορφώνονταν
μέσα στο συμφραζόμενο των οικογενειακών σχέσεων. Επίσης, ο Geothe είχε συνείδηση ότι ο
λαβύρινθος των παθών βρίσκεται κάτω από το περιεχόμενο των ονείρων…» (Richard Askay
και Jensen Farquhar, Apprehending the Inaccessible, Northwestern University Press, Ιλλινόις
2006)

10
2. Ο µύθος του «ποιητή – λυτρωτή»

«Αν ο έρωτας και η ποίηση αφαιρεθούν από τη ζωή όλα τα άλλα καταρρέουν».
Ανδρέας Εµπειρίκος20

Οι ροµαντικοί υιοθετώντας ολόψυχα τον ατοµικισµό που γεννήθηκε στην εποχή τους, ο
Novalis έγραφε: «µόνο το άτοµο ενδιαφέρει, εποµένως ότι είναι κλασσικό δεν είναι
ατοµικό»21, θέτουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους τον άνθρωπο στον ενικό αριθµό,
δηλαδή ως ατοµικότητα - και όχι γενικά την ανθρωπότητα. Η νέα αυτή στάση του ατόµου
απέναντι στον εαυτό του, το ενδιαφέρον για τον εαυτό του, το οποίο τον παρασύρει να
αναλύσει ενδοσκοπικά τις σκέψεις του, τις αντιδράσεις του, τα συναισθήµατα του, έµελλε να
γίνει ένα θεµελιώδες χαρακτηριστικό του Ροµαντικού κυρίως λόγω των έντονων επιδράσεων
του Ficthe και της επιταγής του να στρέφει κανείς πάντοτε το βλέµµα του µέσα του, - «άκου
µόνο τον εαυτό σου: πάψε να κοιτάς γύρω σου, κοίτα µέσα σου. Αυτό είναι το πρώτο πράγµα
που ζητά η φιλοσοφία από τους µαθητές της. Ότι υπάρχει γύρω σου δεν έχει καµία σηµασία,
σηµασία έχει µόνο ο εαυτός σου»22.

Οι Fruhromantiker τελειοποίησαν ένα σύστηµα υποκειµενισµού, σύµφωνα µε το οποίο η


ύπαρξη όλου του σύµπαντος στηριζόταν µόνο στο όραµα του ατόµου. «Το πρωταρχικό και
αιώνιο στοιχείο στον άνθρωπο είναι η ατοµικότητα του» έγραφε ο Friedrich Schlegel και
συνέχιζε: «η λατρεία της δηµιουργίας και της ανάπτυξης αυτής της ατοµικότητας θα
αποτελούσε ένα είδος θεϊκού εγωισµού». Ο Novalis συµφωνούσε µε τον Friedrich Schlegel
πως: «ο υπέρτατος στόχος της ανάπτυξης του ανθρώπου είναι να καταλάβει τον υπερβατικό
εαυτό του, να γίνει, ας πούµε, η πεµπτουσία του εαυτού του», ισχυριζόταν όµως ότι: «το Εγώ
δεν είναι παρά η µεταβατική και φευγαλέα ψευδαίσθηση της φύσης. Η πραγµατικότητα
χτίζεται µε φόντο το µηδέν και τον θάνατο». 23

Η διαπίστωση αυτή δεν οδηγούσε στο συµπέρασµα πως το Εγώ και η φύση είναι δυο
διαφορετικά πράγµατα, αλλά δύο όψεις του ίδιου νοµίσµατος που είναι το άπειρο, απλά η
πρόσβαση στο άπειρο δεν είναι δυνατή µέσω της σκέψεως. Έπρεπε, λοιπόν, να
«κατασκευασθεί ένας διαµεσολαβητικός µηχανισµός ανάµεσα στην αίσθηση και στη σκέψη,
ανάµεσα στη φύση και στο πνεύµα, και αυτός ο µηχανισµός δεν ήταν άλλος από το ίδιο το

20 Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Α. Εμπειρίκου στην Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, Αθήνα,


Μάρτης, 1967
21 Novalis, Blutenstaub 59, στο Werke (Verlag Lambert Schneidrer, Χαϊδελβέργη, 1953), Ι 323

22 Lilian Furst, H προοπτική του ρομαντισμού, (1969, 1979), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

23 Novalis, Blutenstaub 30, στο Werke (Verlag Lambert Schneidrer, Χαϊδελβέργη, 1953), Ι 315

11
Εγώ ως τµήµα του Απείρου, ως τµήµα της φύσης, µία ικανότητα που διέθεταν λίγοι άνθρωποι,
µεταξύ αυτών οι ποιητές, οι ροµαντικοί καλλιτέχνες».24

Ο καλλιτέχνης, διαθέτοντας µια ιδιαίτερα υψηλή αντίληψη και ικανότητα να βιώνει έντονα τις
εµπειρίες του, έχει µια βαθύτερη γνώση για τις λειτουργίες του σύµπαντος, µια πιο άµεση
επαφή µε τις απεριόριστες δυνάµεις της υπερβατικής φαντασίας. Έτσι µπορεί πιο εύκολα να
µαντέψει («erraten» είναι η λέξη που χρησιµοποιεί ο Νοβάλις) το νόηµα της ζωής και ο
βασικός του ρόλος είναι να λειτουργεί ως µεσολαβητής, να µεταφέρει τις οραµατικές του
διαισθήσεις στους άλλους: «Κάθε καλλιτέχνης είναι ο µεσολαβητής των υπολοίπων».25

Αποκορύφωση, λοιπόν, της θεωρίας του ατοµικισµού, και µία από τις κεντρικές θέσεις της
ροµαντικής κοσµοθεωρίας, την οποία συναντάµε και στο εµπειρίκειο έργο – όχι µόνο στον
Μεγάλο Ανατολικό αλλά στο σύνολο του έργου του Εµπειρίκου - είναι ο µύθος του «ποιητή –
λυτρωτή» και η πίστη ότι η λογοτεχνία και η τέχνη µπορούν να ξαναφτιάξουν τον κόσµο, την
πραγµατικότητα. Σύµφωνα µε τον Novalis η πραγµατικότητα πρέπει να επινοηθεί (ή να
µετασχηµατιστεί) ξανά ώστε να είναι δυνατή µόνο ως ποίηση και για να συµβεί κάτι τέτοιο
απαιτείται το ξεπέρασµα του διαχωρισµού τέχνης και καθηµερινής ζωής. «Ο κόσµος πρέπει να
ροµαντικοποιηθεί»,26 όπως έλεγε.

Ο ποιητής άρα εκτός από µια µεσολαβητική δύναµη είναι και µια «τροποποιητική» δύναµη,
που µπορεί να µετασχηµατίζει και να δηµιουργεί µια σύνθεση καινούργια µε τη δύναµη της
φαντασίας. «Η πίστη στη µεταµορφωτική δύναµη της φαντασίας ήταν πολύ δυνατή στη
Γερµανία, όπου πήρε παράδοξη µορφή πρακτικής αλλά θεωρητικής σκέψης. Ο
µετασχηµατισµός του κόσµου της πραγµατικότητας (Realitat) σε µιαν ανώτερη πνευµατική
κατηγορία ύπαρξης (Wirklichkeit) ήταν ο αρχικός σκοπός του προγράµµατος. Οι Γερµανοί
πίστευαν στ’ αλήθεια ότι υπήρχε η δυνατότητα ενός δηµόσιου παραδείσου, µιας Ουτοπίας που
θα διαρκούσε και που θα πραγµατοποιούνταν µε τη µετάβαση του κόσµου σε µιαν ανώτερη
κατάσταση. Το έργο τέχνης αντιπροσώπευε γι’ αυτούς µόνο µία πρόγευση, ένα πρώτο βήµα
στην προσπάθεια που έκαναν να ποιητικοποιήσουν το σύµπαν.»27

24 Θεόδωρος Γεωργίου, «Η παρακαταθήκη του Νοβάλις», ΒΗΜΑ, 1-6-1997


25 Lilian Furst, H προοπτική του ρομαντισμού, (1969, 1979), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001
26 «Ο κόσμος πρέπει να ρομαντικοποιηθεί. Έτσι θα αποκαλυφθεί ξανά το αυθεντικό του νόημα.

Το να τον ρομαντικοποιήσουμε δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά μια εκθετική εξύψωση. Σ’ αυτή
τη διαδικασία ο κατώτερος εαυτός μας ταυτίζεται με έναν καλύτερο εαυτό. ∆ιότι ακριβώς ο
εαυτός μας αποτελεί μέρος μιας τέτοιας εκθετικής αλληλουχίας. Αυτή η διαδικασία είναι ακόμη
εντελώς άγνωστη. Επενδύοντας τους κοινούς τόπους με μια υψηλή σημασία, την
καθημερινότητα με μια μυστηριακή πτυχή, το οικείο με το κύρος του πρωτόγνωρου, το
πεπερασμένο με την όψη του απείρου, ρομαντικοποιώ τον κόσμο.» (Novalis, Fragmente des
Jahres 1978, Gesammelte Werke, No. 879)
27 Lilian Furst, H προοπτική του ρομαντισμού, (1969, 1979), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

12
Η ποιητική αυτή αλήθεια, που γίνεται µεσολαβητικός και τροποποιητικός µηχανισµός της
πραγµατικότητας, σύµφωνα µε τους ροµαντικούς, είναι µια αλήθεια που κατείχαν άλλοτε όλοι
οι άνθρωποι, όταν ήταν παιδιά, προτού τους επηρεάσει η λογική και η σύνεση. Τώρα πλέον
είναι σπάνια και πολύτιµη και εκείνος που την κατέχει είναι ο ροµαντικός ποιητής, ο οποίος
ανήκει σε µιαν ανώτερη κατηγορία πλασµάτων. «Ο γνήσιος ποιητής», λέει ο Novalis, «είναι
πάντα ένας ιερέας», ενώ ο Goethe στο δοκίµιό του για την γερµανική αρχιτεκτονική
χαρακτηρίζει τον καλλιτέχνη «χρισµένο από το Θεό»., ενώ κατά τον Σέλλεϋ, «ο ποιητής
συνδυάζει το χαρακτήρα του νοµοθέτης και του προφήτη.»28

Το λυτρωτικό αυτό µήνυµα του ροµαντισµού όπως και η πίστη στον ποιητή – λυτρωτή είναι
παρόν σ’ όλα τα δηµιουργήµατα του Εµπειρίκου. Η πίστη αυτή στον Εµπειρίκο συνδέεται,
βέβαια, µε τις Υπερρεαλιστικές και τις ψυχαναλυτικές του καταβολές. Όπως παρατηρεί και ο
Gauy Saunier29 «για τον Εµπειρίκο, τόσο ο υπερρεαλισµός όσο και η ψυχανάλυση έχουν ως
σκοπό και ως αποτέλεσµα τη λύτρωση του ανθρώπου, και συγκεκριµένα την επίγεια λύτρωσή
του. Ο Ανδρέας Εµπειρίκος έδωσε µάλιστα στην έγνοια και στην προσπάθεια
πραγµατοποίησης αυτής της λύτρωσης ακραία σηµασία, αφιερώνοντας της όλη του τη ζωή, µε
την άσκηση του επαγγέλµατος του ψυχαναλυτή αφενός, µε τη συγγραφική του δραστηριότητα
αφετέρου. Στη λογοτεχνία και στην ποίηση του ο αγώνας για τη λύτρωση πήρε τη µορφή του
µύθου, και ειδικότερα, όλο και περισσότερο, από βιβλίο σε βιβλίο, τη µορφή ενός ερωτικού
Μεσσιανισµού.»

Αναφερόµενος, επίσης, ο Γιώργης Γιατροµανωλάκης κυρίως στο ποιητικό έργο του Ανδρέα
Εµπειρίκου τον χαρακτηρίζει «έναν ποιητή – µέντιουµ, έναν ποιητή µεσολαβητή ανάµεσα στο
κοινό και στην αλήθεια της αποκάλυψης30». Όµως και στην περίπτωση του «Μεγάλου
Ανατολικού» θα µπορούσε κανείς να πει πως ο Ανδρέας Εµπειρίκος µε το ογκωδέστατο έργο
του σίγουρα προσπαθεί να προκαλέσει µια µορφή τροπισµού31 στους αναγνώστες, µια αλλαγή
προσανατολισµού στη ζωή τους και αν και ο βασικός τρόπος µε τον οποίο επιχειρεί να το
πετύχει είναι µε τις εκτενείς περιγραφές και αφηγήσεις του, κι όχι τόσο µε τη χρήση

28 Monroe C. Beardsley, Ιστορία των Αισθητικών Θεωριών, Αθήνα, Νεφέλη, 1989


29 Gauy Saunier, Ανδρέας Εμπειρίκος. Μυθολογία και πολιτική. Αθήνα, Άγρα, 2001
30 Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Αποκάλυψη και αναγέννηση στον Α. Εμπειρίκο», Λόγου Χάριν,

Φθινόπωρο 1992
31 Το «πώς;», είναι τροπικό επίρρημα και χρησιμοποιείται για τη διατύπωση ερωτήσεων σχετικά

με τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει κάτι ή γίνεται. Οι λέξεις τροπικό, τρόπος προέρχονται από
το αρχαίο ρήμα «τρέπω», το οποίο σημαίνει κάνω κάποιον ν’ αλλάξει κατεύθυνση ή στάση ή
και μεταβάλλω τη σύσταση, την ποιότητα κάποιου πράγματος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια
έννοια της βιολογίας, ο τροπισμός. «Τροπισμός είναι το βιολογικό φαινόμενο, κατά το οποίο
ακίνητοι οργανισμοί ή τα όργανά τους αλλάζουν προσανατολισμό ή ρυθμό αυξήσεως υπό την
επίδραση διαφόρων ερεθισμάτων, είτε φυσικών, όπως το φως, η βαρύτητα, η επαφή, είτε
χημικών, όπως η παρουσία ορισμένων χημικών στοιχείων (φωτοτροπισμός, γεωτροπισμός,...).
Μπορούμε να έχουμε θετικό τροπισμό, δηλαδή, ανάπτυξη προς το ερέθισμα, ή αρνητικό
τροπισμό, δηλαδή, ανάπτυξη μακριά από το ερέθισμα. (Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας
Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, 1998)

13
φιλοσοφικών ή ψυχολογικών όρων, δεν λείπουν στο έργο του αρκετά σηµεία όπου εκεί ο
συγγραφέας καταγράφει ευθέως το όραµά του και την πίστη του στο ρόλο του ποιητή
λυτρωτή. Όπως παρατηρεί και ο Σάββας Μιχαήλ «ο Μέγας Ανατολικός, δεν είναι µόνον η
Μεγάλη Ναυς, το µέσον της µετάβασης, ο διαµεσολαβητής, είναι η ίδια η µετάβαση, η
αντιφατική περιπετειώδης διαδικασία της διάβασης της ωκεάνιας αβύσσου που χωρίζει τον
παλιό από το Νέο Κόσµο του µέλλοντός µας».32

32 Σάββας Μιχαήλ, «Το Ασυνείδητο σαν Ταξίδι», Τα ΝΕΑ, 27-5-2000

14
3. η επίκληση της Φύσης, της φαντασίας και του ονείρου

«Ο κόσµος θα γίνει όνειρο και το όνειρο κόσµος.» Νοβάλις

«Καλά ως εδώ. Όλοι θα συµφωνούν δικαίως, ότι ονειρευόµουν. Αλλά τι θα πουν όσοι διαβάζουν
τούτες τις γραµµές, όταν θα µάθουν τα ακόλουθα.» Ανδρέας Εµπειρίκος33

«Εναντίον της επιστήµης και υπέρ της ποιητικής, θρησκευτικής ενατένισης του κόσµου.»
Johan Georg Haman

Για να µετασχηµατιστεί η πραγµατικότητα, για να επινοηθεί ποιητικά, για να


ροµαντικοποιηθεί ο κόσµος, οι ροµαντικοί αναζητούσαν, όπως έχουµε ήδη αναφέρει, να
βρεθεί ένας διαµεσολαβητικός, τροποποιητικός µηχανισµός, ο οποίος θα βρίσκεται κάπου
ανάµεσα στην αίσθηση και στη σκέψη. Αυτό το διαµεσολαβητικό µηχανισµό τον βρήκαν στη
µεταφυσική εµπειρία της φύσης και τη διαισθητική επαφή µαζί της34. Καµιά κουλτούρα, καµιά
εποχή δεν επικαλέστηκε τη φύση µε τόση νοσταλγία, δεν πρόβαλε, αναγνώρισε και λάτρεψε
στη φύση µε µια τόσο πλούσια πληρότητα νοηµάτων όσο ο Ροµαντισµός. Από την εποχή του
Ρουσσώ, η φύση δεν είναι πλέον ο αντίπαλος του πνεύµατος, αλλά η ζωοδόχος δύναµη ενός
κόσµου ανοιχτού στον εαυτό του και για τον εαυτό του, που δεν παίρνει πια από τον άνθρωπο
την κίνηση και το νόηµα του, αλλά αντίθετα τον σπρώχνει να ευρύνει τις περιορισµένες
δυνάµεις του και τον οδηγεί έξω από τον πολιτισµένο εαυτό του, προς το µέγα Όλον, το εν και
το παν, από το οποίο έχει οδυνηρά αποσπαστεί.

Για τον Γερµανικό ροµαντισµό µόνο παρατηρώντας τη Φύση κατανοούµε τον εαυτό µας κι
αυτό γιατί υπάρχει µια προγονική κατάσταση µη χωρισµού από τη Φύση, µια ενότητα
ανθρώπου, Φύσης και Ιστορίας. Στη φύση φαίνεται η ενότητα πνεύµατος και ύλης και µέσω
της Φύσης πλησιάζουµε το Θείο. «Το σύστηµα της φύσης», λέει ο Σέλλινγκ, «είναι το ίδιο µε
το σύστηµα της του πνεύµατός µας», πράγµα που δεν σηµαίνει ότι είναι φτιαγµένο «µε τις
σκέψεις µας».35 Μ’ αυτό τον τρόπο η φύση παύει να είναι πλαίσιο, γίνεται µέσο για µια
µεταφυσική εµπειρία. Στο κάθε στοιχείο της Φύσης υπάρχει το Θείο Πνεύµα, το οποίο µιλάει
στον άνθρωπο και αυτός είναι ικανός να το ακούσει µέσω της διαίσθησης. Οι ποιητές ή είναι

33 Ανδρέας Εμπειρίκος, Η Μανταλένια, στο Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία (1936-1946), Αθήνα,


Άγρα, (1980), 2004
34 «Η ρομαντική αντίληψη για τη φύση, για τη σχέση της φύσης για τον άνθρωπο, είναι και ένας

από τους λίγους ασφαλείς δείκτες που μπορούν ν’ αποδώσουν την ενιαία ουσία των
ρομαντικών και την ενότητα των αισθητικών τους αντιλήψεων.» (Αθηνά Γεωργαντά, «Η
ρομαντική αντίληψη της φύσης», στο Ο Ρομαντισμός στην Ελλάδα (12-13 Νοεμβρίου 1999)
Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 2001)
35 Κώστας Παπαϊωάννου, Η αποθέωση της Ιστορίας, μτφρ. Σπύρος Κακουριώτης, Αθήνα,

Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1992

15
Φύση ή αναζητούν τη Φύση. «Για τον ροµαντικό καλλιτέχνη, τα στοιχεία του φυσικού τοπίου
δεν αντιπροσωπεύουν απλά αντικείµενα. Αποτελούν πρωτίστως ένα σύστηµα συµβόλων, και
πύλες εισόδου που επιτρέπουν την επικοινωνία µε έναν άλλον κόσµο, πέρα από τον κόσµο της
ορατής φύσης». 36

Η επικοινωνία αυτή δεν είναι όµως δυνατόν να επιτευχθεί εµπειρικά µέσω των αισθητικών
εντυπώσεων. «Οι ροµαντικοί», γράφει η Lilian Furst37, «έχοντας απόλυτη συνείδηση του
χάσµατος ανάµεσα στον παροδικό κοινό κόσµο του φαινοµενικού, και το αιώνιο απέραντο
βασίλειο της αλήθειας, της καλοσύνης και της οµορφιάς, πίστευαν πως ο άνθρωπος µπορεί να
έρθει σ’ επαφή µαζί του και να τον αντιληφθεί µόνον µέσω της φαντασίας. Οι ροµαντικοί
βλέπουν µε τα µάτια της φαντασίας – κι αυτό τους επιτρέπει να δουν το υπερβατικό πέραν της
επιφανειακής πραγµατικότητας. Ο Fr. Schlegel έγραφε ότι η τέχνη δεν ήταν τίποτα «άλλο από
µια ιερογλυφική έκφραση της εξωτερικής εικόνας της φύσης, που µεταµορφώνεται από την
φαντασία».

Η πίστη στη µεταµορφωτική δύναµη της φαντασίας ήταν πολύ δυνατή στη Γερµανία, όπου πήρε
παράδοξη µορφή πρακτικής αλλά και θεωρητικής σκέψης. Ο µετασχηµατισµός του κόσµου
της πραγµατικότητας (Realitat) σε µιαν ανώτερη πνευµατική κατηγορία ύπαρξης
(Wirklichkeit) ήταν ο αρχικός σκοπός του προγράµµατος των Fruhromantiker, ένας
µετασχηµατισµός που θα επιτυγχανόταν µέσω του µορφοποιητικού πνεύµατος της φαντασίας.
«Κατά τη γνώµη µου» έγραφε ό Fr. Schlegel για τον όρο ροµαντικό, «ροµαντικό είναι αυτό
που παρουσιάζει ένα υποκειµενικό θέµα µε µια φαντασιακή µορφή».38

Σ’ ένα γράµµα του προς τον Fouquet (1806), ο Άουγκουστ Βίλχελµ Σλέγκελ οµολογεί ότι
έβρισκε στους µεγάλους ποιητές (Όµηρο, ∆άντη, Σαίξπηρ) «το χρησµό [Orakelspruch] της
καρδιάς, τις βαθιές εκείνες ενοράσεις στις οποίες το σκοτεινό αίνιγµα της ύπαρξης µας
φαίνεται να λύνεται»39. Στον ισχυρισµό ότι υπάρχει ένα τέτοιο είδος γνώσης οφείλεται η νέα
θεωρία της φαντασίας, η οποία χαρακτηρίστηκε από µια νέα επέκταση του όρου «φαντασία»,
προκειµένου να καλύψει όχι µόνο την ικανότητα του ανθρώπου να επινοεί και να
ανασυναρµολογεί υλικά, αλλά την ικανότητα να συλλαµβάνει άµεσα σηµαντικές αλήθειες.
Πράγµατι, οι δύο αυτές ιδέες – της επινόησης και της ανακάλυψης- ταυτίζονται συχνά µεταξύ
τους, κάτω από την επίδραση της «Κοπερνίκειας Επανάστασης» του Καντ και των
µεταφυσικών θεωριών του Φίχτε. Η θεωρία του Καντ ότι η µορφή των εµπειριών µας
προέρχεται από την ίδια τη διάνοια µας που επιβάλλει τις a priori κατηγορίες της στα
αισθητηριακά δεδοµένα, και η θεωρία του Φίχτε ότι η πραγµατικότητα είναι ένα µη Εγώ που,

36 Αθηνά Γεωργαντά, «Η ρομαντική αντίληψη της φύσης», στο Ο Ρομαντισμός στην Ελλάδα (12-
13 Νοεμβρίου 1999) Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας,
2001
37 Lilian Furst, Η προοπτική του ρομαντισμού, (1969), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

38 Lilian Furst, Η προοπτική του ρομαντισμού, (1969), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

39
Lilian Furst, Η προοπτική του ρομαντισμού, (1969), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

16
όπως είπε, το Εγώ «θέτει» για να αυτοπραγµατωθεί, κάνουν το νου να είναι ένας από τους
παράγοντες που διαπλάθουν την πραγµατικότητα όπως αυτή είναι, έτσι ώστε, ως ένα βαθµό,
γνωρίζοντας την πραγµατικότητα ο νους αναγνωρίζει το ίδιο του το έργο.40

Με πιο απλά λόγια για πρώτη φορά γίνεται µια ξεκάθαρη διάκριση ανάµεσα στις δύο πλευρές
της φαντασίας: η µία είναι η δύναµη ανάκλησης του νου, και η λιγότερο ή περισσότερο
λεπτοµερής αναπαραγωγή εµπειριών που αποτελούν ήδη βίωµα του παρελθόντος, και η άλλη
είναι η δύναµη της δηµιουργίας, που δηµιουργεί πνευµατικές εικόνες πραγµάτων τα οποία ο
ποιητής δεν έχει βιώσει, αλλά απλώς τα αναφέρει ή τα υπαινίσσεται. Για τους Ροµαντικούς
άρα η φαντασία δεν ήταν τόσο η ικανότητα του ποιητή να σχηµατίζει εικόνες από την
πραγµατικότητα όσο το χάρισµα να σχηµατίζει εικόνες που υπερβαίνουν την πραγµατικότητα,
εικόνες που δηµιουργούνται από τα εσωτερικά µάτια και µεταµορφώνουν την υπαρξιακή
πραγµατικότητα σε µια υψηλότερη πραγµατικότητα.41

Υπό την έννοια αυτή, η ροµαντική φαντασία είναι µία κατάσταση υπερφυσικισµού, η οποία
συγκροτεί την κατεξοχήν παραγωγική δραστηριότητα του ανθρώπινου και του φυσικού, χωρίς
να αντανακλά τίποτε περισσότερο από τον εαυτό της. Πρόκειται δηλαδή για έναν καθρέφτη
που αναπαριστά τον εαυτό του και όχι κάποιο εξωτερικό είδωλο. Ωστόσο, και παρά την
κλειστότητά της, η ροµαντική φαντασία αξιώνει µια έξοδο, µια δια της εξόδου αυτοέκφραση
µέσα στον φυσικό κόσµο και στον ανθρώπινο νου. Αυτή η αξίωσή της µπορεί να επιτευχθεί
µόνο µέσω του δραστικού µετασχηµατισµού του σκοτεινού τόπου ο οποίος τη συγκροτεί. Σ’
αυτή τη περίπτωση, ο κύριος φορέας του µετασχηµατισµού είναι η ονειρική κατάσταση, η
ονειροπόληση, το παιχνίδι: ένας κόσµος, δηλαδή, που είναι όνειρο και ένα όνειρο που είναι
κόσµος. 42

Η ανάγκη, λοιπόν, για µια µεταφυσική εµπειρία της φύσης και µια διαισθητική επαφή µαζί της
µέσω της φαντασίας, οδήγησε τους ροµαντικούς στη λογοτεχνία της παραίσθησης και του
ονείρου. Όχι µόνο τα παραµύθια του Τηκ αλλά και η ροµαντική λογοτεχνία στο σύνολό της:
πρόκειται για µια εκδοχή της µεταφοράς του βιβλίου της φύσης. Το Ρούνενµπεργκ είναι το
«µαγεµένο βουνό, επειδή αποτελεί καθαυτό µια µυστική γραφή. Στην αισθητική του ο Καντ
αναφερόταν ήδη στην «κωδική γραφή µέσω της οποίας µας µιλά συµβολικά η φύση µε τις
ωραίες µορφές». Έτσι µια παλαιότερη ερµητική παράδοση που διατείνεται ότι η φύση οµιλεί
(natura loquitur), ότι ενέχει µια γραφή που µπορεί να διαβαστεί και ότι µέσα σε όλα τα
πράγµατα κοιµάται ένα τραγούδι ή ένας θρήνος, αναβιώνει στα ροµαντικά παραµύθια του
Τηκ. Μόνο που η εν λόγω γραφή δεν διαβάζεται αντι-νατουραλιστικά µέσω αλγόριθµων, όπως
σήµερα ο γενετικός κώδικας, αλλά µε τον ψυχεδελικό τρόπο της ονειρικής φαντασίας που
µεταµορφώνει κάθε κωδικό σηµείο σε οπτικο - ακουστική παραίσθηση (όπως το «γαλάζιο
άνθος» µεταµορφώνεται σε ιδανική γυναίκα στην Προσδοκία του Νοβάλις). Έτσι ως λογο-

40 Monroe C. Beardsley, Ιστορία των Αισθητικών Θεωριών, Αθήνα, Νεφέλη, 1989


41 Lilian Furst, Η προοπτική του ρομαντισμού, (1969), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001
42
Στέφανος Ροζάνης, Ένας λανθάνων ρομαντισμός, Αθηνα, Μεταίχμιο, 2007

17
τεχνική της παραίσθησης και του ονείρου, ο ροµαντισµός επιχειρεί να καλύψει το κενό που
άφησε ο ∆ιαφωτισµός αγωνιζόµενος κατά των εικόνων». 43

Στα έργα των Ροµαντικών η φαντασία, το όνειρο, η παραίσθηση λειτουργούν αρχικά και ως
επί το πλείστον σαν δυνάµεις που δηµιουργούν εικόνες: αυτή είναι θεµελιώδης γενίκευση που
αφορά σχεδόν χωρίς αµφιβολία όλη την Ευρώπη. «Αν υποστηρίξουµε την άποψη», γράφει η
Lilian Furst, «ότι η φαντασία των όλων των Ροµαντικών απέβλεπε στη δηµιουργία εικόνων,
τότε καθίσταται ακόµη πιο απαραίτητο να εξετάσουµε τις ιδιαίτερες τεχνικές τους. Με τον
ροµαντικό αναπροσανατολισµό η εικόνα αποτέλεσε θεµελιώδη παράγοντα στη δηµιουργική
διαδικασία, έγινε πιο κατανοητό µέσο έκφρασης των υποσεινήδητων παρορµήσεων κι
εποµένως ο βασικός φορέας εννοιών».44

«Εµβληµατικές» και «συµβολικές»: αυτά είναι τα δύο επίθετα που χαρακτηρίζουν µε τον πιο
απτό τρόπο τις εικόνες που δηµιουργούσαν οι ροµαντικοί. Ενώ η αντιπροσωπευτική εικόνα
προσανατολίζεται προς µια εξωτερική πραγµατικότητα, η συµβολική εικόνα δηµιουργείται
τροφοδοτούµενη από εσωτερικές πηγές. Ως προϊόν της δηµιουργικής φαντασίας, αποτελεί
επίσης την τέλεια έκφραση της ιδιαίτερης αντίληψης των Ροµαντικών γι’ αυτή τη δύναµη, και
καθώς κατά τον σχηµατισµό της µπορούν να βρουν πλήρη εφαρµογή η µεσολαβητική και
τροποποιητική δύναµη της φαντασίας. Όταν η ροµαντική εικόνα βρίσκεται ανάµεσα στο
φυσικό και στο υπερβατικό, όπως συµβαίνει συνήθως στα κείµενα του ροµαντισµού, εντέλει
όχι µόνο ενώνει αλλά µεσολαβεί µε µια πιο σαφή αποκάλυψη του µη αντιληπτού. Σ’ αυτήν
ακριβώς την προσέγγιση [rapprochement] ή ακόµη στη συµφιλίωση των αντίθετων βρίσκεται
ο µεγαλύτερος θρίαµβος της φαντασίας της συµβολικής εικόνας, η οποία τελικά µπορεί να
µεταµορφώνει παρουσιάζοντας ένα εντελώς διαφορετικό όραµα για το σύµπαν.45

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως για τους ροµαντικούς έχουµε µία πλήρη συγχώνευση
γνώσης και δηµιουργίας πως γι’ αυτούς σε κάθε σηµαντική νοητική ενέργεια υπάρχουν και οι
δυο. Καµιά τους δεν µπορεί να εµφανισθεί µόνη της σε καθαρή µορφή απρόσµικτη από την
άλλη, αφού, αφ’ ενός, τίποτα δεν είναι δυνατό να γνωσθεί χωρίς να διαπλασθεί ως ένα βαθµό
από το γνώστη και αφ’ ετέρου, η φαντασία δεν µπορεί να επινοήσει τίποτα, να δεν δει, δεν
ζήσει κάτι καινούργιο. Άρα και το ίδιο το συναίσθηµα ανάγεται στους ροµαντικούς σε ένα είδος
ενόρασης.

Το συναίσθηµα, στη ροµαντική θεωρία της τέχνης, δεν είναι µονάχα η πρωταρχική αιτία και το
σηµαντικότερο αποτέλεσµα της τέχνης, αλλά είναι και πηγή γνώσης. Για τον Φίχτε «αν είσαι
απλώς ένα στοχαστικό ον που ψάχνει απαντήσεις στα ερωτήµατα όπως «τι να κάνω;» ή «πώς
να ζήσω;» στο βασίλειο της γνώσης δεν πρόκειται να βρεις απάντηση. Οι ζωές δεν εξαρτώνται

43 ∆ιονύσης Καββαθάς, Το βρώμικο μυστικό. Φαλλός, φύση και αιμομιξία στη λογοτεχνία του
γερμανικού ρομαντισμού, Το ΒΗΜΑ, 1-4-2007
44 Lilian Furst, Η προοπτική του ρομαντισμού, (1969), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

45 Lilian Furst, Η προοπτική του ρομαντισμού, (1969), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

18
από τη διανοητική γνώση. Η ζωή δεν αρχίζει µε τον αντικειµενικό στοχασµό επί της φύσης και
των πραγµάτων. Η ζωή αρχίζει µε τη δράση – το πράττειν. Η γνώση είναι απλό όργανο, ένα
εργαλείο– όπως θα επιβεβαιώσουν αργότερα ο William James, ο Bergson και πλήθος άλλοι.
«∆εν πράττει κανείς επειδή γνωρίζει», µας λέει, «γνωρίζει επειδή καλείται να πράξει». «∆εν
προσδιορίζοµαι από τους σκοπούς, οι σκοποί προσδιορίζονται από εµένα». Η εµπειρία,
λοιπόν, είναι κάτι το οποίο προσδιορίζω επειδή δρω, επειδή πράττω. «Το να είσαι ελεύθερος»,
λέει ο Ficthe, «δεν είναι τίποτε, το να καθίστασαι ελεύθερος είναι θείον».46

Παρόµοια φαίνεται να είναι και θεωρία της γνώσης ή καλύτερα η ποιητική της γνώσης που ο
Ανδρέας Εµπειρίκος προτείνει τόσο στο ποιητικό του έργο όσο και στο Μεγάλο Ανατολικό,
αρκεί στο αίτηµα των ροµαντικών για επαφή µε τη φύση και τον εαυτό µέσω της φαντασίας
και του ονείρου και του µύθου να προσθέσουµε και το ρόλο του ασυνείδητου, και στο αίτηµα
για δράση – πράττειν των ροµαντικών να τοποθετήσουµε το αίτηµα του Ανδρέα Εµπειρίκου για
τον έρωτα.

Ο Ανδρέας Εµπειρίκος, επηρεασµένος από το υπερρεαλιστικό αίτηµα για βαθύτερη


κατανόηση της φύσης και του ανθρώπου, γράφει στο «Φωτοφράκτη»: «Ο ρεµβασµός αυξάνει τη
ζωή και δίδει στην κάθε εικόνα την κίνηση και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη µιας πηγής (της
ιδικής του) ζεστό το πιο κρυφό της νόηµα».47 Αυτός ο υπερρεαλιστικός ρεµβασµός του Ανδρέα
Εµπειρίκου δεν στρέφεται αποκλειστικά στην κατανόηση του υποκειµένου - ποιητή αλλά στην
κατανόηση του πέριξ αυτού κόσµου, στο σύνολο της εµπειρίας. Φιλοδοξία του Εµπειρίκου δεν
είναι να οργανώσει τον αισθητό κόσµο κατά τρόπο που αντιστοιχεί στην έκφραση της δικής
του υποκειµενικότητας, αλλά να µετατρέψει την ποιητική του φωνή, «την πηγή του
ρεµβασµού του», σε µέσο έκφρασης της βαθύτερης σηµασίας του αισθητού κόσµου, «και των
µεγάλων και των µικρών και των παραµικρών48» πραγµάτων.

«Ο κάµπος και ο ωκεανός, όπως τα πολύ ψηλά βουνά και τα παρθένα δάση έχουν µια µυστική λαλιά
δική των, που µόνο όσοι εννοούν τα σύµβολα και αγαπούν τα κοσµικά στοιχεία µπορούν να την
ακούσουν, που µόνο όσοι µπορούν να ταυτισθούν µαζύ των είναι σε θέσι να καταλάβουν.»49

Όπως για τους ροµαντικούς η επαφή µε την φύση δεν είναι από µόνη της αρκετή για την
κατανόηση του κόσµου και θα χρειαστεί να επικαλεστούν τη συµβολή της φαντασίας, έτσι και
ο Ανδρέας Εµπειρίκος, σαφώς επηρεασµένος από τους υπερρεαλιστές, καταφεύγει στο
ασυνείδητο προκειµένου να αποκαταστήσει τη φαντασία στον βασικό της ρόλο. Ο
υπερρεαλισµός, ιδιαίτερα κατά την πρώιµη φάση του, επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στο
ασυνείδητο, και προσπάθησε να αναδείξει το ανορθολογικό στοιχείο και τη φαντασία που
εδράζονται σ’ αυτήν τη σκοτεινή περιοχή. Αν και ο όρος «ασυνείδητο» είναι άγνωστος στους

46 Isaiah Berlin, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, (1999), Scripta, 2002


47 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Φωτοφράκτης, Αθήνα, Άγρα, 2001
48 Ανδρέας Εμπειρίκος, Οι Αθάνατοι, Οκτάνα, Αθήνα, Ίκαρος, 1980

49 Εμπειρίκος Ανδρέας, Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Τρίτον, τόμος Α΄

19
ροµαντικούς, εντούτοις πολλοί µελετητές του ροµαντισµού, όπως οι. Lovejoy, η Lilian R.
Furst, κάνουν λόγο για «αναγωγή του ασυνείδητου, στο ροµαντισµό, σε προνοµιακό µηχανισµό
για την προσέγγιση της φύσης και την αποκαλυπτική γνώση του υπερφυσικού»50

«Αν στη βάση του ροµαντικού δόγµατος», σηµειώνει ο Στέφανος Ροζάνης, «υπάρχει η
φαντασία ως το πλέον αυθεντικό γενεσιουργό αίτιο της ποιητική δηµιουργίας, στη βάση του
υπερρεαλιστικού δόγµατος υπάρχει το [φροϋδικό] ασυνείδητο και µέσα σ’ αυτό αναζητούνται
οι πηγές της δηµιουργίας. Το ασυνείδητο είναι µια άλλη ορολογία της φαντασίας του
Ροµαντισµού».51 Τι άλλο από το ασυνείδητο µπορεί να εννοεί ο Novalis όταν αναρωτιέται
αναφερόµενος στη φαντασία γράφει: «Ονειρευόµαστε ταξίδια στο διάστηµα. ∆εν είναι όµως
το διάστηµα εντός µας; ∆εν γνωρίζουµε τα βάθη της ψυχής µας. Είναι προς τα εντός που µας
οδηγεί το µυστικό µονοπάτι. Εντός µας ή πουθενά κείται η αιωνιότητα και οι κόσµοι της, το
παρελθόν και το µέλλον.» 52

Και στον Ανδρέα Εµπειρίκο η κάθοδος στα βάθη του ασυνείδητου είναι όχι απλά µια µέθοδος
αυτογνωσίας, αυτό-ανάλυσης, γνώσης του υποκειµένου, αλλά και των αντικειµένων, των
άλλων ανθρώπων και των στοιχείων της φύσης. Κατερχόµενος στα βάθη του ασυνείδητου ο
ποιητής απεκδύεται την κοινωνικά δοµηµένη υποκειµενικότητα του, και επικοινωνεί µε τη
βαθύτερη φύση, όχι απλά του ανθρώπου αλλά του κόσµου, στον οποίο ανήκει και του οποίου
αποτελεί µια έκφανση και µια παραλλαγή.
«Εκ πρώτης όψεως, τα πάντα φαίνονται αλλοπρόσαλλα, όµως µια πιο προσεκτική θεώρησις του
συνόλου καταδεικνύει στα έκθαµβα µάτια των παρατηρητών ότι παντού υπάρχει µια εκπληκτική
συνέπεια, µια δοµή, µια αρχιτεκτονική όχι όµως της επιστήµης ή του ορθολογισµού, όπως εις τας
λιθοδοµάς ή τα άλλα κτίσµατα, µα που αποτελεί την κατά ποικίλα διαστήµατα προσωρινήν όψιν µιας
αείποτε εκτιλυσσοµένης εντελέχειας, µαις αείποτε πολλαπλασιαζόµενης διαρθρώσεως και
επικοινωνίας, ενός αείποτε τελούµενου µυστηρίου, που άλλοι ονοµάζουν Κόσµον, άλλοι Χάος ή
Αρµονίαν και άλλοι Θεού σοφίαν53».

Το ποιητικό – φιλοσοφικό αυτό απόσπασµα περιγράφει τις γενικότερες προθέσεις µιας


ποιητικής που αγκάλιασε πλήθος ετερόκλητων αντικειµένων, από τα ευτελέστερα στοιχεία της
καθηµερινής ζωής του ποιητή έως τις µακρινές χώρες της Νότιας Αµερικής και της Ασίας, από
τους αστερισµούς και τους πλανήτες έως τις θάλασσες και τους Ωκεανούς και τα πετρώµατα
που απαρτίζουν το φλοιό της γης. «Η σχέση µε τη φύση γίνεται αντιληπτή «εντός» αλλά και
«πέραν του ατοµικού», όπου ο ποιητής γίνεται απλά ένας δίαυλος έκφρασης αυτής της
εντελέχειας, κάνοντας την υποκειµενικότητα του, την ειδική πηγή του ρεµβασµού του, έναν

50 Γιώργος Κόκκινος, Η διασπορά του πολιτικού ρομαντισμού στην Ελλάδα στο Ο Ρομαντισμός
στην Ελλάδα (12-13 Νοεμβρίου 1999) Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και
Γενικής Παιδείας, 2001)
51
Στέφανος Ροζάνης, ∆οκίμια Κριτικής, Αθήνα, Εσία, 1976
52 Novalis, Blutenstaub, No 16, Gesammelte Werke.

53 Ανδρέας Εμπειρίκος, Οι Αθάνατοι, Οκτάνα, Αθήνα, Ίκαρος, 1980

20
χώρο ελεύθερης αποτύπωσης των αντικειµένων και όχι έναν χώρο κυριαρχίας του
υποκειµένου πάνω σ’ αυτά.»54

Παράλληλα, η επιθυµία ενοποίησης της εξωτερικής µε την εσωτερική πραγµατικότητα


κατηύθυνε το Εµπειρίκο, όπως και τους υπερρεαλιστές στο χώρο του ονείρου. Στο όνειρο
εντοπίζονται όλα εκείνα τα στοιχεία στα οποία θεµελιώνεται η υπερρεαλιστική θεωρία: το
απροσδόκητο, η αµφισηµία των συµβόλων και η αυθαίρετη σηµασιοδότηση, η ανατροπή της
αιτιότητας, η κατάργηση ιδεολογικών στερεοτύπων όπως οι έννοιες του χρόνου και του
χώρου.55

Οι υπερρεαλιστές θεωρούσαν τα όνειρα, όχι όπως οι φροϋδιστές ως µαρτυρία ανεπιθύµητης


νεύρωσης ή νευρικής µνήµης τραύµατος αλλά απόδειξη της δύναµης και διείσδυση της
φαντασίας χωρίς τη µεσολάβηση της διάνοιας. 56 Σύµφωνα µε τον ίδιο τον Breton, τα όνειρα
παρέχουν τη δυνατότητα στον καλλιτέχνη να συλλάβει νέους τρόπους και µεθόδους
συνθέσεως, καθώς οι παράξενες δυνάµεις οι κρυµµένες στα βάθη του πνεύµατος µας έχουν
την ικανότητα ή ν’ αυξήσουν τις αντίστοιχες δυνάµεις της επιφάνειας ή ν’ αγωνιστούν
εναντίον τους57. Όπως δηλώνεται και στο Μανιφέστο του Υπερρεαλισµού, 1924, οι
υπερρεαλιστές πίστευαν «στη µελλοντική συγχώνευση αυτών των δύο καταστάσεων – που
εξωτερικά δείχνουν τόσο αντιφατικές – του ονείρου και της πραγµατικότητας, σ’ ένα είδος
απόλυτης πραγµατικότητας, µιας υπερπραγµατικότητας. 58

Εδώ αξίζει να καταθέσουµε την παρατήρηση του Παντελή Βουτέρη όσον αφορά κατά πόσο οι
εικόνες αυτές, τα όνειρα των υπερρεαλιστών είναι επινοήµατα της «φαντασίας», όπως την
αντιλαµβάνονταν οι ροµαντικοί. Η ποιητική εικόνα – σύµφωνα πάντα µε την υπερρεαλιστική
θεωρία – δεν αποτελεί επινόηµα, αλλά έχει την αρχή της στον περιβάλλοντα κόσµο και
προϋπάρχει σε λανθάνουσα µορφή στο ασυνείδητο, πριν από τον – λεκτικό – ποιητικό
µετασχηµατισµό της. Από τη στιγµή όµως που θα θεωρήσουµε την εικόνα ως «γεγονός» µια
πραγµατικότητα του κόσµου (και όχι ένα παράγωγο της φαντασίας ή της έµπνευσης) τότε δεν
µπορούµε παρά να θέσουµε το ερώτηµα εάν – αυτή η εικόνα – ανταποκρίνεται σε µια βιωµένη
εµπειρία. Η ποιητική εικόνα –όπως διαβεβαιώνουν – προκύπτει από την επενέργεια του ποιητή

54 Νίκος Σιγάλας, «Ο υπερρεαλισμός πέραν της ατομικότητας και των πατρίδων ή Η αναρχική
γεωγραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου στο Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η Άνδρος. Ιστορικές και
κοινωνικές ρίζες», Πρακτικά της Γ΄ Συνάντησης στη μνήμη του Ανδρέα Εμπειρίκου, Χώρα
Άνδρου, 17-18 Ιουλίου 2004, Αθήνα, Εταιρία Ανδρίων Επιστημών, 2006
55
Παντελής Βουτέρης, Η συνοχή του τοπίου, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997
56 C.W.E. Bigsby, Ντατά και Σουρρεαλισμός, (1970), Αθήνα, Ερμής, 1972

57
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ανδρέας Εμπειρίκος. Ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, Αθήνα,
Κέδρος, 1983
58 Αν όμως για τον ρομαντισμό η εικόνα μεσολαβεί ανάμεσα στην έμπνευση και την ανάγκη να

μεταδώσει κανείς την εσωτερική αυτή γοητεία, για τον σουρεαλισμό η εικόνα δεν είναι
έκφραση του άρρηκτου, δημιουργεί το άρρηκτο. Ο σουρρεαλισμός δεν είναι εμπνευσμένος,
είναι εμπνευστής.(C.W.E. Bigsby, Ντατά και Σουρρεαλισμός, (1970), Αθήνα, Ερμής, 1972)

21
στην πραγµατικότητα που τον περιβάλλει, και µ’ αυτή την έννοια έχει το χαρακτήρα της
υποκειµενικής δηµιουργίας. Αυτό, ωστόσο, δεν σηµαίνει ότι η βιωµένη υπερρεαλιστική εικόνα
υστερεί σε εγκυρότητα ακόµη και από µια φωτογραφική απεικόνιση.59

Υπέρ των ονείρων και υπέρ των εικόνων που «κινούνται, επικοινωνούν αναµεταξύ των και
συναγελάζονται, που έχουν ένα modus vivendi και ένα status quo δικών των, που δεν περιορίζονται
από ένα συνειδητό µηχανισµό, που έχουν µια αυτονοµία, της οποίας η διάρθρωσις δεν ρυθµίζεται
από µια επιβολή θεληµατική, µα από µιαν αυτόµατη και ασυνείδητη προωθητική ενέργεια, που
ξεφεύγει από τον έλεγχο της συνειδητής πλευράς της προσωπικότητας, όπως συµβαίνει κατά τας προ
της πλήρους εγρηγορήσεως στιγµάς αφυπνίσεως, κατά τας στιγµάς της µέθης του ύπνου, ή, ακόµη
καλύτερα, όπως συµβαίνει στα όνειρα», τάσσεται και ο Ανδρέας Εµπειρίκος στο Αµούρ-Αµούρ,
επηρεασµένος, όπως εξοµολογείται, από τον υπερρεαλισµό και την ψυχανάλυση60. «Κάτι
τέτοιο δεν µπορεί να συµβαίνει», συνεχίζει, «υπό τον έλεγχο της λογικής διατελούσα ποίησι ή τέχνη,
συµβαίνει όµως συνεχώς, µέσα στα συναισθήµατα, στα όνειρα, και στις φαντασιώσεις µας».

Για αυτό και στο Μέγα Ανατολικό, «υπάρχει µια ακατάπαυστη ροή ερωτικών φαντασιώσεων,
όπως στα όνειρα γιατί ο Μέγας Ανατολικός είναι ένα µεγάλο όνειρο. Όπως σε όλα τα όνειρα,
έτσι και σ’ αυτό υπάρχει το “έκδηλο” και το “λανθάνον περιεχόµενο”, όπως θα έλεγε ο
Φρόιντ, και ο “οµφαλός” του, το κλειδί του».61 Το έ κ δ η λ ο στο όνειρο του Μεγάλου
Ανατολικού είναι ο οργασµικός έρωτας, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο του ποιητικού και
κοσµολογικού συστήµατος του Εµπειρίκου. Αν στο ροµαντισµό η ζωή δεν αρχίζει απλά µε τον
αντικειµενικό στοχασµό επί της φύσης και των πραγµάτων, αλλά µε τη δράση–το πράττειν,
στον Εµπειρίκο η ζωή αρχίζει µε τον έρωτα.
«∆ιατί να µη δηµιουργήσω, δια της αµέσου δράσεως (εννοεί τον έρωτα), εδώ, επί του ωραίου πλοίου,
µιαν επιπλέον θεσπέσιαν π ε ρ ι ο χ ή ν Π α ρ α δ ε ί σ ο υ,επί και εντός του πλοίου αυτού», του
οποίου το όνοµα – τώρα το έβλεπε, δια πρώτην φοράν, ο Ιούλιος Βερν– συµβολίζει τον Έρωτα;»62

«Η ποιητική της γνώσης του Ανδρέα Εµπειρίκου είναι συνυφασµένη, όπως και στους
υπερρεαλιστές, µε την ερωτική του θεωρία, στο πλαίσιο της οποίας οι ερωτικές ενορµήσεις,
όπως γράφει συχνά στο Μεγάλο Ανατολικό, πρέπει να ικανοποιούνται λυσιτελώς».63 Η
«οργασµική του ιδεολογία» επιζητεί σταθερά την ευτυχία της σεξουαλικής εκπλήρωσης, ο
έρωτας κυριαρχείται από την παρόρµηση και τα ένστικτα, και σε καµιά περίπτωση δεν
παρεκκλίνει από τον «κανονικό» σεξουαλικό σκοπό: την εκφόρτιση. Ο έρωτας µ’ αυτόν τον

59 Παντελής Βουτέρης, Η συνοχή του τοπίου, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997


60 Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1936-1946), Αθήνα, Άγρα, (1980), 2004
61 Φραγγίσκη Αμπατζοπούλου, «Ανδρέας Εμπειρίκος: από την πρωτοπορία των ποιητών στην

παράδοση των ειρώνων», ΤΑ ΝΕΑ, 20-11-1999


62 Εμπειρίκος Ανδρέας, Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Τέταρτον, τόμος Β΄

63 Νίκος Σιγάλας, «Ο υπερρεαλισμός πέραν της ατομικότητας και των πατρίδων ή Η αναρχική

γεωγραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου στο Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η Άνδρος. Ιστορικές και
κοινωνικές ρίζες», Πρακτικά της Γ΄ Συνάντησης στη μνήμη του Ανδρέα Εμπειρίκου, Χώρα
Άνδρου, 17-18 Ιουλίου 2004, Αθήνα, Εταιρία Ανδρίων Επιστημών, 2006

22
τρόπο λειτουργεί ως ενστικτική διαδικασία και ως εξωτερίκευση του πόθου για ηδονή, ο
οποίος στην φροϋδική θεωρία ταυτίζεται µε την επιθυµία για τη ζωή και τη σεξουαλικότητα.64

Η γοητεία που ασκούσε σε ο ερωτισµός στους υπερρεαλιστές και στον Ανδρέα Εµπειρίκο
ήταν προϊόν της φροϋδικής επιρροής. Ο Freud πίστευε ότι η καταστολή ορισµένων
σεξουαλικών παρορµήσεων ήταν καταπιεστική και µπορούσε να προκαλέσει τραύµατα. Οι
σουρεαλιστές αυτό το είδαν ως απόδειξη της ακρωτηριαστικής επίδρασης µιας κοινωνίας που
είχε µάθει να αντικαθιστά τη ζωτικότητα και την αποκάλυψη µ ένα αποχαυνωτικό σεβασµό
προς τη µηχανική τάξη, τη ρουτίνα και την αξιοπρέπεια. Οι υπερρεαλιστές λοιπόν αντέταξαν
στη στειρότητα και την απαθή περιοριστικότητα του κόσµου τον πόθο – που γι’ αυτούς
σήµαινε όχι µόνο τον σεξουαλικό πάθος αλλά κι ολόκληρο το σύστηµα µε το οποίο επιδίωκαν
να ευρύνουν το πεδίο της συνείδησης. Η σεξουαλικότητα ενδιέφερε γιατί έλκυε την προσοχή
προς το αυθόρµητο, το ενστικτώδες και το ενορατικό κι ήταν δύναµη διαθέσιµη σε όλους.65

Παρόµοια µε τον ροµαντισµό, και «οι υπερρεαλιστές αν και δεν κατάφεραν να «επιβάλλουν
ένα συλλογικό µύθο, αν και δεν µπόρεσαν να δηµιουργήσουν «µια οικουµενική µυθολογία,
προικισµένη µε γενικό συµβολισµό (Σέλλινγκ), ούτε ν’ ανακαλύψουν, µε τη βοήθεια
αποκρυφιστικών µύθων, «τον µηχανισµό του οικουµενικού συµβολισµού», εν τούτοις
επινόησαν έναν καινούργιο µύθο. «Ένα µύθο», όπως λέει ο Μπρετόν66, «από τους πιο
ισχυρούς που εξακολουθεί να µε κρατά δεµένο»: τον τρελό έρωτα, «τον έρωτα που εξουσιάζει
τα πάντα» και µέσα στον οποίο «κατοικεί όλη η δύναµη της αναγέννησης του κόσµου». Στο
συµπέρασµα του βιβλίου του, Arcane 17 (1944), o Μπρετόν βλέπει «την υπέρτατη έκφραση
της ροµαντικής ιδέας» και «το πιο ζωντανό σύµβολο που µας κληροδότησε: είναι η ίδια η
επανάσταση, µόνο η επανάσταση, που γεννά το φως. Και αυτό το φως δεν µπορεί κανείς να το
γνωρίσει παρά µόνο ακολουθώντας τρεις δρόµους: την ποίηση, την ελευθερία και τον έρωτα.»

Ποιος είναι όµως ο νέος µύθος που περικλείει, που ενώνει, που συγκεντρώνει την επανάσταση,
την ποίηση, και τον έρωτα; ∆εν είναι άλλος από τον ίδιο τον υπερρεαλισµό, µε τη «προφητική
του δύναµη» (Σλέγκελ), µε το ουτοπικό βλέµµα στραµµένο προς τον «χρυσό αιώνα που ακόµα
περιµένουµε να έρθει» (Σλέγκελ). Ως ποιητικός µύθος, ο υπερρεαλισµός είναι ο κληρονόµος
του προγράµµατος που αναγγέλθηκε, ενάµιση αιώνα νωρίτερα, από τη Fruhromantik. Έχει
ωστόσο τούτο το ιδιαίτερο, ότι πρόκειται για ένα µύθο εν κινήσει, πάντα ανολοκλήρωτο και
πάντα ανοιχτό στη δηµιουργία νέων µορφών και µυθολογικών εικόνων. Για τους
υπερρεαλιστές ο τρελός έρωτας δεν είναι µόνο ένας δρόµος για την υπερπραγµατικότητα,
αλλά µια στάση ζωής κι ένα µέσο γνώσης του κόσµου.

64 Παντελής Βουτέρης, Η συνοχή του τοπίου, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997


65 C.W.E. Bigsby, Ντατά και Σουρρεαλισμός, (1970), Αθήνα, Ερμής, 1972
66 Bigsby C.W.E., Ντατά και Σουρρεαλισμός, (1970), Αθήνα, Ερμής, 1972

23
Σ’ ένα από τα πιο κρίσιµα σηµεία της αφήγησης του Μεγάλου Ανατολικού εκεί που το
υπερωκεάνιο συναντάει, µέσα στη νύχτα του Ατλαντικού, τη µεγάλη δοκιµασία, έναν φοβερό
Κυκλώνα, και όπου ο Εµπειρίκος γράφει µερικές από τις ωραιότερες σελίδες του, την ίδια
στιγµή που συντελείτε η έκρηξη όλων των δυνάµεων της Φύσης, συντελείτε ταυτόχρονα και
µία έκρηξη όλων των ερωτικών ενορµήσεων. «Το κλυδωνιζόµενο υπερωκεάνιο, που πλέει
ατρόµητο κόντρα στον καιρό µέχρι του απειλητικού σηµείου µια ολοκληρωµένης
καταστροφής, η Κιβωτός του Έρωτα περνάει νικηφόρα τη δοκιµασία, γεννώντας στου πάντες
την ελπίδα ότι η µετάβαση σε έναν νέο κόσµο επιτέλους θα συντελεσθεί.»67
«Η τρικυµία έπρεπε να υπερνικηθή. Η Αυτοκρατορία έπρεπε να µείνη ακλόνητος. Η Ζωή έπρεπε να
θριαµβεύση. Όχι µόνο από ανάγκην, όχι µόνον από καθήκον, µα – προ παντός – και από κ έ φ ι.»68

Κι αυτό είναι “λανθάνον περιεχόµενο του ονείρου του Εµπειρίκου. Μέσω του έρωτα η
απελευθέρωση των ορµεµφύτων, η απελευθέρωση των ονειρικών δυνατοτήτων της
ανθρώπινης φυλής, για να γεφυρωθεί το χάσµα Φύσης / πολιτισµού, για να οδηγηθούµε σε µια
παραδείσια κατάσταση.69 Στο κέντρο του φιλοσοφικού του στοχασµού βρίσκεται αυτός ο νέος
κόσµος, η ιδέα µια surrealite – η προοπτική δηλαδή µιας διευρυµένης πραγµατικότητας. Η
οραµατική αυτή σύλληψη περνά µέσα από διαδικασία καθολικής συνένωσης, µετατροπής της
αντίθεσης σε ταυτότητα και αρµονικής ανασύνταξης των αντώνυµων όρων, µέσω του έρωτα
– για την ακρίβεια µέσω της ενοποιητικής φύσης του έρωτα – καταργεί κάθε ετερότητα,
εκµηδενίζει την ατοµικότητα και µετατρέπει τους εραστές σε κάτι ενιαίο. Ο ιστορικός ρόλος
του έρωτα βρίσκεται στην καρδιά της κοσµοθεωρίας του Ανδρέα Εµπειρίκου. Για τον
Εµπειρίκο, αρµονία του σύµπαντος και της φύσης πρέπει να αντανακλά την εσωτερική
αρµονία του ανθρώπου και αυτή ισόρροπη σχέση διασφαλίζεται από την εκπλήρωση της
ερωτικής επιθυµίας.70

67 Φραγγίσκη Αμπατζοπούλου, «Ανδρέας Εμπειρίκος: από την πρωτοπορία των ποιητών στην
παράδοση των ειρώνων», ΤΑ ΝΕΑ, 20-11-1999
68 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Τρίτον, τόμος Β΄,

σελ.213
69 Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή ο

«Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Αθήνα, Άγρα, 1995


70 Ζ. Ι. Σιαφλέκης, Από τη νύχτα των αστραπών στο ποίημα γεγονός. Συγκριτική ανάγνωση

Ελλήνων και Γάλλων υπερρεαλιστών, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1989

24
4. Η αποσπασµατικότητα, η γλώσσα και η ειρωνεία

«Τα άπαντα του Geothe εδέσποζαν εις εν σηµείον. Πλησίον εις αυτά ευρίσκοντο τα άπαντα του
Σχιλλέρου, τα έργα του Hoelderlin, του Κλάιστ, τα έργα του Χάινε, και πλησίον σε αυτά ο
Ελβετός διέκρινε µετά χαράς ότι δεν απουσιάζε και το µικρόν αλλά βαρύ εις περιεχόµενον και
ουσίαν παράδοξον έργον του Novalis.»
Ανδρέας Εµπειρίκος71

Καταργώντας τα αυστηρά όρια ανάµεσα στα διάφορα είδη της καλλιτεχνικής έκφρασης, ο
ροµαντισµός καθιέρωσε το λεγόµενο συνολικό έργο τέχνης (Gesamtkunstwerk)72, ενώ, ενάντια
στην παντογνωσία του ∆ιαφωτισµού, αντέταξε την ανοιχτή φόρµα του αποσπασµατικού έργου
(Fragment) ως αλληγορία της πραγµάτωσης του ανθρώπου µέσα στην άφθαρτη απεραντοσύνη
του σύµπαντος. ∆ιαποτισµένος από το πνεύµα του αέναου γίγνεσθαι, έθεσε έτσι υπό
αµφισβήτηση την έννοια του τετελεσµένου έργου, θέτοντας συγχρόνως τις βάσεις για τη
γέννηση του µοντερνισµού.

Ο Φρ. Σλέγκελ στο 116ο Απόσπασµα γράφει: «Η ροµαντική ποίηση είναι µια προοδευτική
οικουµενική ποίηση. Ο προορισµός της δεν είναι απλώς να επανενώσει τα διαφορετικά
ποιητικά είδη και να συνδέσει την ποίηση µε τη φιλοσοφία µε τη ρητορική. Θα αναµείγνυε και
συγχώνευε, και όφειλε να το κάνει, την ποίηση µε την πρόζα, την ιδιοφυία και την κριτική, την
καλλιτεχνικά επεξεργασµένη ποίηση και τη φυσική ποίηση, θα έκανε την ποίηση ζωντανή και
κοινωνική, τη ζωή και την κοινωνία ποιητικές, θα έδινε ποιητικό ύψος στο πνεύµα, θα γέµιζε
και θα διαπότιζε όλες τις µορφές της τέχνης µε αξιόλογα θέµατα.»

Και ο Εµπειρίκος έχει την έντονη «τάση να γκρεµίζει τα τείχη ανάµεσα στα είδη του λόγου και
να δίνει έκφραση στα βαθύτερα ρεύµατα της µεταβατικής µας εποχής: την απαίτηση της
ιστορικής ανάπτυξης για µια νέα σχέση ανάµεσα στην Επιστήµη και την Τέχνη, για µια

71
Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος ∆εύτερον, τόμος Α΄,
σελ.254
72 «Όπως αναφέρει ο Schlegel οι ρομαντικοί θαύμαζαν το μυθιστόρημα Wilhelm Meister του

Goethe, όχι τόσο για την αφηγηματική του δύναμη, αλλά επειδή σ’ αυτό συντελούνταν μια
σειρά από ορμητικές μεταβάσεις από ένα κομμάτι νηφάλιου πεζού λόγου σε εκστατικές,
ποιητικές και λυρικές αφηγήσεις και πάλι πίσω σ’ ένα αυστηρό πεζό λόγο. Οι ορμητικές αυτές
μεταβάσεις αποτελούν για τους ρομαντικούς ένα θαυμαστό εργαλείο για την ανατροπή της
ανυπόφορα κατεστημένης πραγματικότητας».( Berlin Isaiah, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, (1999),
Scripta, 2002)
Με τη σειρά του και «ο Goethe συµµερίστηκε κάποιες από τις ιδέες του Schlegel στο έργο του
«Αφορισµοί της τέχνης και η Ιστορία της Τέχνης», τονίζοντας την ανάγκη των καλλιτεχνών και των
κριτικών να ενώσουν τα φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά βασίλειά τους» (Wheeler M. Kathleen,
German aesthetic and literary criticism, Cambridge University Press, 1984)

25
υπέρβαση των ορίων ανάµεσα στους διάφορους χώρους της κουλτούρας, ανάµεσα στην ίδια
την κουλτούρα και την καθηµερινή ζωή».73

Όπως διαπιστώνει ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος η κατάλυση των κανόνων του είδους που έγινε
πρωταρχικός στόχος των ροµαντικών, χαρακτηρίζει όχι µόνο τον Μέγα Ανατολικό αλλά και όλα
τα έργα του Ανδρέα Εµπειρίκου: «Η Υψικάµινος καταλύει, το 1935, τις συµβάσεις τις ποίησης,
τα κείµενα από τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, ιδίως όσα προδηµοσιεύονται, καταλύουν
τις συµβάσεις του αφηγήµατος, η Αργώ ή Πλούς Αερόστατου προσπαθεί να ανεραίσει τη
διάκριση µεταξύ “µείζονος ή υψηλής και ελάσσονος” λογοτεχνίας»74 και τέλος ο Μέγας
Ανατολικός, ο οποίος βάλλει κατά της διάκρισης µεταξύ του τι είναι και τι δεν είναι
λογοτεχνία. «Στον Μέγα Ανατολικό η µία –ερωτική- σκηνή φέρνει την άλλη, η µία – ερωτική
– φαντασίωση την επόµενη, η µία επιθυµία την άλλη επιθυµία, η επιθυµία του ενός την
επιθυµία του άλλου. Τι συµβαίνει µ’ αυτήν την απεριόριστη παράθεση; ∆ύο πράγµατα
ταυτοχρόνως: αφενός καταλύονται οι συµβάσεις της τρέχουσας ηθικής, αφετέρου καταλύονται
οι συµβάσεις του όποιου λογοτεχνικού είδους, στο οποίο θα µπορούσαµε να κατατάξουµε το
έργο (µυθιστόρηµα, ερωτογραφία, πορνογράφηµα, ταξιδιωτικές αναµνήσεις κ.τ.λ.)»75

Η συνοµιλία του Εµπειρίκου µε την ευρωπαϊκή παράδοση του ροµαντισµού τεκµηριώνεται και
από τους τρόπους της παραθεµατικής τεχνικής του. «Τα ξένα λογοτεχνικά δάνεια
ενσωµατώνονται στο εµπειρίκειο κείµενο ως υπαρκτή εµπειρία του πραγµατικού, η οποία,
κατά τη µεταγραφή της, αυτοµάτως “εκτροχιάζει” την αφήγηση σε εκτός πραγµατικών ορίων
συµβολική φαντασίωση. Η τεχνική αυτή διαπιστώνεται στα περισσότερα κείµενα του
Εµπειρίκου που παραθέτουν ξένο δάνειο (από το Αργώ ή Πλους Αερόστατου ως τον Μέγα
Ανατολικό).»76 «Ενδεικτική της διακειµενικής τριβής του «Μεγάλου Ανατολικού» µε την
ερωτογραφική παράδοση του 19ου αιώνα, ιδίως σε ό,τι αφορά το θέµα της ερωτικής µύησης
και µαθητείας, είναι ο εγκιβωτισµός ολόκληρων αποσπασµάτων από µυθιστορήµατα-ερωτικά
Bidungsroman µε ηρωίδες κορίτσια, τα οποία παρατίθενται στο αγγλικό ή γαλλικό πρώτυπο
και ανήκουν στη βιβλιοθήκη του «Μεγάλου Ανατολικού.»77

Ένα άλλο ιδιαίτερο µορφολογικό χαρακτηριστικό του Ανδρέα Εµπειρίκου, το οποίο και
συνδέθηκε µε τον ροµαντισµό είναι η χρήση της γλώσσας. Όχι µόνο στο Μέγα Ανατολικό
αλλά και σε ολόκληρο το έργο του Ανδρέα Εµπειρίκου αν και η βάση της σύνταξης του είναι
σαφώς δηµοτική, η φωνητική και η µορφολογία του Εµπειρίκου είναι λόγιες. Η λεξιπλαστική

73 Σάββας Μιχαήλ, «Το Ασυνείδητο σαν Ταξίδι», Τα ΝΕΑ, 27-5-2000


74 Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, «Αφηγηματικές συμπτώσεις σε ένα κείμενο του Εμπειρίκου», Ο
Πολίτης, τευχ. 72, Μάιος – Ιούλιος 1986
75 Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, «Φαντασίωση του μυθιστορήματος, μυθιστόρημα των
φαντασιώσεων», Λόγου Χάριν, Φθινόπωρο 1992
76 Α. Μαραγκόπουλος, «Ο μοντερνιστής… Ανατολικός», Το ΒΗΜΑ, 23-12-2001

77 Ίλια Παπαστάθη, Ο πλούς των «ανθισμένων κοριτσιών». Το αρχείο της επιθυμίας και οι

γυναίκες –παιδίσκες του Μεγάλου Ανατολικού, Μεταπτυχιακή ∆ιπλωματική Εργασία,


Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2007

26
ικανότητά του να χρησιµοποιεί δηµοτικές καταλήξεις σε λόγιες λέξεις, πλάθοντας επίσης
λόγιες λέξεις πάνω σε λαϊκές ρίζες ή ακόµα και βωµολοχίες78, συνδέθηκε από κάποιους
µελετητές του έργου του, µε τη στενή σχέση του υπερρεαλισµού µε τον ροµαντισµό και κατ’
επέκταση της σύνδεση του Εµπειρίκου µε την αθηναϊκή ροµαντική σχολή. Για κάποιους
άλλους, όµως, όπως ο Αλέξανδρος Αργυρίου79 και ο Αριστοτέλης Νικολαϊδης80 δεν ήταν η
ροµαντική διάθεση αυτή που έκανε να χρησιµοποιεί τη λόγια διάρθρωση της γλώσσας µας,
αλλά το απλούστατο γεγονός, ότι αυτή ήταν η γλώσσα του, όπως αυτή ήταν η διδασκόµενη
και οµιλούµενη γλώσσα των αστών, ιδίως της διασποράς. Ο ίδιος ο Εµπειρίκος αναφερόταν
στη χρήση της καθαρεύουσας ως µια φυσική συνέπεια της εκπαίδευσής του, θεωρώντας τα
εκφραστικά του µέσα στη δηµοτική ως ακαδηµαϊκά και «ψεύτικα»81.

Ωστόσο όπως ο Γιώργος Αριστηνός82 σηµειώνει, και µ’ αυτήν την άποψη θα συµφωνήσουµε
κι εµείς, «Ο Εµπειρίκος χρησιµοποιεί, εκτός των άλλων λόγων, αυτόν τον γλωσσικό τύπο
λόγω της καθαρότητάς του, λόγω της «ποιητικότητας» του. Τη γλώσσα του Εµπειρίκου,
µπορούµε να τη δούµε, «σαν ρηµατική επένδυση µια ερωτικής προσµονής. Η καθαρεύουσα
στην ιστορική της πορεία, υπήρξε συνυφασµένη µε την αιδηµοσύνη, την απόκρυψη, τη
µεταµφίεση. ∆εν ήταν µια γλώσσα άµεση γιατί έκφραζε τον ιδεολογικό λόγο. Όντας µια
πλούσια γλώσσα και έχοντας διαφυλάξει πάντοτε την εννοιολογική ασφάλεια και ακρίβεια,
ήταν η πιο πρόσφορη γλώσσα για να εκφράσει, να αναµεταδόσει το φιλοσοφικό και
επιστηµονικό λόγο. Κατ’ αυτή την έννοια, µένοντας στο περιθώριο της καθηµερινής χρήσης,
διαφύλαξε µια διαύγεια και µιαν εσωτερική ακρίβεια µακριά από στερεοτυπίες και
νοθεύσεις.».

Πέραν όµως της αποσπασµπατικότητας, και της εκλετικής χρήσης της γλώσσας
(εναλλασσόµενη χρήση λόγιας και δηµώδους), η βιβλιογραφία σηµειώνει κι άλλες
µορφολογικές συγγένειες του Ανδρέα Εµπειρίκου µε την ροµαντική λογοτεχνική παράδοση,
όπως: την αυτοαναφορικότητα, µε την εµµονή όχι στο πραγµατικό άλλα στο δυνάµει
πραγµατικό, την µετατροπή της αναφορικής λειτουργίας της γλώσσας σε τελεστική, την
εναλλαγή υψιπετούς και λαϊκότροπου ύφους, το «µικτό είδος» της ποιητικής πρόζας. Όλα τα
παραπάνω ροµαντικά µορφολογικά και ειδολογικά χαρακτηριστικά συνδέονται όµως µε ένα
άλλο κύριο γνώρισµα του ροµαντισµού αλλά και του εµπειρίκειου έργου την ειρωνεία.83

78 Suanier Guy, Ανδρέας Εμπειρίκος: Μυθολογία και Ποιητική, Αθήνα, Άγρα, 2001
79
Αλέξανδρος. Αργυρίου, Αφιέρωμα στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Το ∆έντρο 10 (Φθινόπωρο 1979)
80 Αριστοτέλης Νικολαϊδης, «Η οργασμική «ιδεολογία» του Εμπειρίκου και η ποίηση του», Χάρτης,

τευχ.17/18, Νοέμβριος 1985


81 Εμπειρίκος Ανδρέας, Περιοδικό Χάρτης, «Συζήτηση στην Θεσσαλονίκη», τ.17/18, Αθήνα,

Νοέμβριος 1985
82
Γιώργης Αριστηνός, «Επιθυμία και Γλώσσα στο έργο του Α. Εμπερίκου», Σπείρα, τευχ.1,
Καλοκαίρι 1984
83 Α. Μαραγκόπουλος, «Ο μοντερνιστής… Ανατολικός», Το ΒΗΜΑ, 23-12-2001

27
Η ροµαντική ειρωνεία, διαφορετική από τις δύο εδραιωµένες παραδόσεις περί ειρωνείας, την
κλασσική ρητορική ειρωνεία του Αριστοτέλη (όπου πίσω από την άρση της θέσης κρύβεται το
αντίθετο), και την Σωκρατική, ηθική, και διαλεκτική ειρωνεία (όπου πίσω από την άρση της
θέσης κρύβεται ίσως κάτι άλλο, ανοιχτή), αλλά και διαφορετική τόσο από την τραγική
ειρωνεία του Nietzsche, όσο και από την ειρωνεία που µέσω ενός γλωσσικού συντάγµατος που
εκφέρεται καταργεί το πλαίσιο µέσα στο οποίο βρίσκεται, λειτουργεί µε τέσσερις
διαφορετικούς τρόπους:
α) µε την είσοδο του συγγραφέα84 και σχόλια πάνω στην παραγωγή του κειµένου (Stern,
Hoffman), β) µε την κατάργηση της αισθητικής του ρεαλισµού, γ) µε το οι χαρακτήρες να
διαβάζουν και να σχολιάζουν το κείµενο (∆ον Κιχώτης, Willenmeister του Goethe), δ) µε
διαφορετικούς τρόπους αφήγησης που συντίθενται (σπάσιµο κανόνων των ειδών).

Και µε τους τέσσερις αυτούς τρόπους η ροµαντική ειρωνεία προσπαθεί να πετύχει, αυτό που
κατά τη γνώµη της Lilian Furst: «πολύ εύστοχα περιέγραψε ο R. Huch, «την ικανότητα του
πνεύµατος να πετάει». Αυτή η έξυπνη φράση υπαινίσσεται την αποστασιοποίηση του
ποιητικού υποκειµένου που είναι η ουσία οποιασδήποτε ειρωνείας υψηλής ή όχι. Αυτό, είναι
που υπαινίσσεται και ο Α. Β. Σλέγκελ στο σχόλιο του για την ειρωνεία, την οποία ορίζει ως
εξής: «λίγο-πολύ λεπτοί υπαινιγµοί, διάσπαρτοι στην ποιητική αναπαράσταση, οι οποίοι
υποδέχονται την υπερβολική τους µονοµέρεια ως προς το ρόλο που αποδίδουν στη φαντασία
και στο συναίσθηµα».85

«Για τη ροµαντική κοσµοαντίληψη η ειρωνεία είναι ο κατ’ εξοχήν τροπισµός µέσω του οποίου
η δηµιουργική Φαντασία αποδεσµεύει τον κόσµο από την σταθερότητα των πραγµάτων και
δηµιουργεί έναν κόσµο ροµαντικοποιηµένο, έναν κόσµο ο οποίος εισβάλλει στο πραγµατικό
και το εξαρθρώνει, προκειµένου να το ανασυνθέσει ως σηµασία πέραν των ορατών σηµασιών
και ως νόηµα πέρνα των εδραιωµένων νοηµάτων. Μέσω της ροµαντικής ειρωνείας τα
πράγµατα του κόσµου από-οικειώνονται, αποκολλώνται από τη σταθερή τάξη και τις
αυτονόητες σχέσεις και δηµιουργούν έναν κόσµο ροµαντικοποιηµένο, έναν κόσµο ο οποίος
εισβάλλει στο πραγµατικό και το εξαρθρώνει, προκειµένου να το ανασυνθέσει ως σηµασία

84 Στο Μέγα Ανατολικό ο συγγραφέας πολύ συχνά εισβάλλει στο κείμενο απευθυνόμενος προς
τους αναγνώστες του και κάνοντας σχόλια:
«…σας απευθύνω πριν συνεχίσω την αφήγησίν µου, κατά τρόπον που τα λόγια αυτά να αποτελούν µέρος
αδιαίρετον και αναπόσπαστον του όλου έργου, σας απευθύνω, επάνω και µέσα από τας οικουµενικάς και τας
ατοµικάς µας τρικυµίας, επάνω απ’ όλας τα αβαθείς και αρνητικάς διδασκαλίας και επάνω από τας απατηλάς
και καταστρεπτικάς των πάντων, ταπεινότατα υλιστικάς δηµοκοπίας, προς υµάς, τους απανταχού της
εργάτας όλων ανεξαιρέτως των «εγκάτων», προς υµάς, τους φανερούς ή αφανείς γεννήτορας παντός
µεταγενέστερου κλέους των ηλιόλουστων επιφανειών της γης και πάσης εν τω παρόντι και εν τω µέλλοντι
οφθαλµοφανούς χαράς και δόξης των ανθρώπων, σας απευθύνω, εκ βάθους καρδιάς ένθερµον και
παλλόµενον χαιρετισµόν ευγνωµοσύνης και αλληλεγγύης.» (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας
Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Τρίτον, τόμος Β΄, σελ.208)
85
Lilian Furst, Η προοπτική του ρομαντισμού, (1969), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

28
πέραν των ορατών σηµασιών και ως νόηµα πέραν των εδραιωµένων νοηµάτων. Τα πράγµατα
δεν είναι πλέον παρά η πρόφαση ή η αφετηρία ενός κόσµου καινούργιου».86

Πολλοί Έλληνες µελετητές του Εµπειρίκου έχουν µιλήσει για ειρωνεία στο Μέγα Ανατολικό,
εντοπίζοντας την κυρίως στην κατάργηση της αισθητικής του ρεαλισµού, είτε µε την
διαφορετική χρήση της γλώσσας, όπως η Φραγκίσκη Αµπατζοπούλου:
«ο Εµπειρίκος εµπλούτισε το υπερρεαλιστικό µάθηµα της ανατροπής των παραδοσιακών
ποιητικών µορφών µε µια ριζικά «αλλιώτικη» χρήση της νεοελληνικής γλώσσας, αξιοποιώντας
στο έπακρο τον πλούτο της, πέραν των ορίων της δηµοτικής και καθαρεύουσας, κι έτσι έφτασε
να δώσει ένα έργο πρωτεϊκό. […] Και η γλώσσα του απέκτησε πρόσθετη γοητεία, επειδή
χρησιµοποιήθηκε σ’ ένα ποιητικό πρόγραµµα ειρωνικό, που έθεσε ως στόχο την εκ βάθρων
διασάλευση του οπλοστασίου των γνωστών και δόκιµων ποιητικών θεµάτων και µοτίβων, που
οδηγεί σε µια νέα απροσδόκητη σύνθεση. […] Ο Ανδρέας Εµπειρίκος διατάραξε τις
αναγνωστικές µας συνήθειες µε ποικίλους τρόπους και στρατηγικές, και πιστεύω πως µία από
αυτές, που ίσως δεν έχει επαρκώς τονιστεί, είναι η ειρωνική διάσταση, που ο Breton ονόµασε
«µαύρο χιούµορ», και που εµφανίζεται µε τη µορφή παρωδίας, απόκλισης από τις επίσηµες
εκδοχές απεικόνισης της πραγµατικότητας ή από τις καθιερωµένες αφηγήσεις της ιστορίας, της
µυθολογίας κ.λ.π. Πρόκειται για ένα χιούµορ που µας αποκαλύπτει, όπως η ειρωνεία του
Σωκράτη, τη φτώχεια των βεβαιοτήτων µας και δρα επαναστατικά στη σκέψη µας,»87

είτε στην εξαντλητική καταγραφή της γενετήσιας πράξης και στη ληµµατογράφηση της, όπως ο Α.
Μαραγκόπουλος παρατηρεί: «η καταγραφή της γενετήσιας πράξης σε ανεξάντλητες (και
εξαντλητικές) µορφές προσλαµβάνει εν τέλει τη µορφή ενός ατέρµονος µυητικού λεξικού. Η
ανθρωπιστική στη πρόθεση, προφητική στο ύφος, µεσσιανική στο όραµα γραφή του
εµπεριέχει εκ παραλλήλου και τους θεµελιώδεις κανόνες µια ουτοπικής Ελευθεριακής
Πολιτείας, που και αυτοί ληµµατογραφούνται, στα όρια ειρωνείας και πολεµικής, µε τη
σοβαροπρέπεια λαϊκής εγκυκλοπαίδειας. Η τεχνική της (ερωτικής) “φλυαρίας” και της
(επιστηµονικοφανούς) “κατάχησης”, ως δοµικές δεσπόζουσες στο φαντασιακό Λεξικό του,
που στοχεύουν να εκβιάσουν τη συµµετοχή του αναγνώστη, βρίσκουν στον Εµπειρίκο άριστη
εφαρµογή.»88

Ωστόσο εκεί όπου εµείς βλέπουµε περισσότερο στοιχεία ειρωνείας τα οποία συγγενεύουν µε
την ροµαντική ειρωνεία είναι στην υπερβολή της αναπαράστασης της ερωτικής πράξη που
διατρέχει όλο το κείµενο. «Για υπερβολή της αναπαράστασης της ερωτικής πράξης που
ακολουθεί το τυπικό µιας λαγνικής φαντασίας κατεξοχήν ανδρικής ή και φαλλοκρατικής, η
οποία ελευθερώνει τις κριτικές δυνάµεις της παρωδίας», κάνει λόγο και ο ∆ιονύσης Καψάλης:

86 Στέφανος Ροζάνης, Επίμετρο στο Η ρομαντική κληρονομιά του Τσαρλς Λάρμορ, (1996),
Αθήνα, Πόλις, 1998
87 Φραγγίσκη Αμπατζοπούλου, «Ανδρέας Εμπειρίκος: από την πρωτοπορία των ποιητών στην

παράδοση των ειρώνων», ΤΑ ΝΕΑ, 20-11-1999


88 Α. Μαραγκόπουλος, «Ο μοντερνιστής… Ανατολικός», Το ΒΗΜΑ, 23-12-2001

29
«ο φαλλοκεντρισµός ως λανθάνουσα ιδεολογία της ερωτικής λογοτεχνίας υπονοµεύεται
συστηµατικά στον Μέγα Ανατολικό από την ίδια την υπερβολή της πλήρους δοξαστικής
αναπαράστασής του […] Για τον Εµπειρίκο, η λογοτεχνία δεν µπορεί παρά να είναι υπερβολή,
σύµφωνα µ’ ένα ροµαντικό µεταφυσικό αξίωµα που βεβαιώνει- για να θυµηθούµε τον Blake –
ότι «ο δρόµος της υπερβολής οδηγεί στο ανάκτορό της σοφίας». Και αυτή υπερβολή ή
περίσσεια πρέπει να είναι εµφανής, ορατή και δια γυµνού οφθαλµού, σ’ όλη την κατασκευή
ενός κειµένου, από τη θεµατολογία του έως την έκτασή του, από τη ρητορική του ανάπτυξη
έως τις πιο ενοχλητικές κυριολεξίες του.»89

Η εµπειρίκεια ειρωνεία έγκειται σ’ αυτό ακριβώς. Στο ότι, όπως ακριβώς και η ροµαντική
ειρωνεία, η µόνη υπευθυνότητα που αναγνωρίζει έναντι του κόσµου και του εαυτού είναι η
µέθη της υπερβατολογικής υποκειµενικότητας. Όπως η µαγική και ποιητική ελευθερία της
ροµαντικής ειρωνείας, που εξαρθρώνει τον κόσµο για να τον ανασυνθέσει ως κόσµο µέσα στον
κόσµο, κρατώντας για τον εαυτό της µόνο την υπευθυνότητα της µυθοπλασίας της, την
υπευθυνότητα της µυθιστορηµατικής ελευθερίας, έτσι και η εµπειρίκεια ειρωνεία µέσω της
υπερβολής της αναπαράστασης της ερωτικής πράξη από-οικειώνει τα πράγµατα και τους
χαρακτήρες, ώστε µέσω του έργου του να προτείνει τον «κόσµο της» ως τη µοναδική αλήθεια
του κόσµου.90

89 ∆ιονύσης Καψάλης, «Ο Μέγας Ανατολικός του Ανδρέα Εμπειρίκου», Λόγου Χάριν 3,


Φθινόπωρο 1992
90 Στέφανος Ροζάνης, Επίμετρο στο Η ρομαντική κληρονομιά του Τσαρλς Λάρμορ, (1996),
Αθήνα, Πόλις, 1998

30
5. η αναγγελία µιας υπόσχεσης ενός οράµατος, µιας ουτοπίας

Σύµφωνα µε τον Νικόλα Σεβαστάκη η ιδιάζουσα σχέση µε το πεπρωµένο µια Αναγγελίας και
µιας Υπόσχεσης είναι αυτό που δίνει τον «τόνο του ροµαντικού». «Η ροµαντική εµπειρία
συναντάται πάντοτε στη σχέση µε τη µοίρα µιας αναγγελίας της οποίας τα «αντικείµενα»
(πολιτικές, φιλοσοφικές, ηθικές ή αισθητικές ιδεατότητες) υπόκεινται σε διαρκή µεταµόρφωση
και τελικά απορροφούνται στο χάος των προγνώσεων, των «αναµνήσεων» και των
διαγνώσεων. Στη ροµαντική εµπειρία η σχέση ανάµεσα στη σκέψη, την ευγνωµοσύνη, τη µνήµη
και την υπόσχεση είναι θεµελιακή. Στη ροµαντική σκέψη υποβόσκει ένα «αναµνηστικό» νεύµα
που στα πλαίσια του απόλυτου ιδεαλισµού γίνεται η ίδια η Σκέψη ως Reflexion η οποία
επιδιώκει να κρατήσει µέσα της (Er-innerung) το παρελθόν της, το σύνολο των στιγµών που
την προετοιµάζουν και την προαναγγέλουν. Ταυτόχρονα είναι ένα νεύµα ευχαριστίας προς ένα
καταγωγικό σηµείο που περιµένει την εκπλήρωσή του ως πραγµάτωση της αναγγελίας του
µέσα στην Ιστορία, «άλωση της πραγµατικότητας από την εκπληρούµενη αναγγελία». Το
τραγικό της ροµαντικής εµπειρίας όπως εκδηλώνεται στα πλαίσια του ροµαντισµού είναι ότι
ενώ φιλοσοφικά η εµπειρία φθάνει στην πλήρωσή της (στην εγελιανή τελεολογία, στην
φιχτεϊκή επιστήµη, στη σελλινγκιανή µεταφυσική), ως τόνος παρακάµπτει πάντοτε το
οντοθεολογικό ρίζωµα στην «ασφάλεια» της Αρχής (στο Άπειρο ως Θεό, πνεύµα, βούληση
κ.λ.π) και ρίχνεται διαρκώς στον κίνδυνο ενός «καταγωγικού κενού» για να µεταχειριστούµε
την ωραία έκφραση του J. Derrida.»91

Μία από τις θεµελιώδεις αρχές της ροµαντικής κοσµοθεωρίας, η οποία βρίσκεται στο
επίκεντρο της «ροµαντικής εµπειρίας» (και κατά την άποψή µας και στο Μέγα Ανατολικό)
βρίσκεται αυτή ακριβώς η νοσταλγία, η επιθυµία, δηλαδή, να ξαναβρούµε την εστία µας, να
επιστρέψουµε στην πατρίδα. Η ροµαντική αντίληψη διαλέγει µια στιγµή του παρελθόντος όπου
δεν είχαν εµφανιστεί ακόµη τα νοσηρά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας και όπου
επιβίωναν οι καταπνιγµένες από αυτήν ανθρώπινες αξίες, και τη µετατρέπει σε ουτοπία, την
διαµορφώνει σε ενσάρκωση των ροµαντικών προσδοκιών. Η νοσταλγία ενός χαµένου
παραδείσου συνοδεύεται, συνήθως και από την αναζήτηση εκείνου που έχει χαθεί. Αυτή η
αναζήτηση µπορεί να επιχειρηθεί µε πολλούς τρόπους: στο επίπεδο του φαντασιώδους ή του
πραγµατικού, και µε την προοπτική µιας πραγµάτωσης στο παρόν και στο µέλλον. 92

Μια σηµαντική τάση αναλαµβάνει σε φαντασιακό επίπεδο, να ανασυστήσει τον παράδεισο


αυτό στο παρόν, µέσω της ποιητικοποίησης ή της αισθητικοποίησης του παρόντος. Αυτό πρέπει
να εκδηλωθεί µε την ανάδυση του υπερφυσικού, του φανταστικού, του ονειρικού ή και µε την
αίσθηση του «µεγαλείου» σε µερικά έργα τέχνης. Κατά µία έννοια κάθε ροµαντική

91 Νίκος Σεβαστάκης, «Ρωμαντική εμπειρία και νεωτερικότητα», Λεβιάθαν, Β΄Περίοδος, 1990


92 Michael Lowy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία, (1992), Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις,
1999

31
καλλιτεχνική δηµιουργία είναι µια ουτοπική προβολή στο παρόν – ένας κόσµος οµορφιάς,
δηµιουργηµένος από τη φαντασία. Μια άλλη σηµαντική τάση επιθυµεί να ξαναβρεί τον
παράδεισο στο παρόν, αυτή τη φορά όµως µέσα στην πραγµατικότητα. Επιδιώκει την αλλαγή
του άµεσου περιβάλλοντος και της ίδιας της ζωής, παραµένοντας πάντα στο εσωτερικό της
αστικής κοινωνίας. Αυτό µπορεί να πάρει τη µορφή του δανδισµού ή του αισθητισµού – µε
λογοτεχνικό πρότυπο το des Esseintes του Huysmans-, τη δηµιουργία µιας κοινότητας αδελφών
ψυχών – τα συµπόσια – µιας ουτοπικής εµπειρίας – οι σαιν-σιµονιστές-, ή απλούστατα του
ερωτικού πάθους ή µπορούµε να αναζητήσουµε το ιδεατό στη σφαίρα της παιδικότητας,
εκτιµώντας ότι, στα παιδιά, διαφυλάσσονται οι αξίες που χαρακτήριζαν ολόκληρη την ενήλικη
κοινωνία σε πιο αρχέγονη κατάσταση της ανθρωπότητας. 93

Και στο έργο του Ανδρέα Εµπειρίκου, σύµφωνα µε τη Φραγκίσκη Αµπατζοπούλου, «ο Μέγας
Ανατολικός είναι ένα απολύτως ιδιόρρυθµο κράµα στο οποίο συνυπάρχουν το ποιητικό
πολιτικό πρόγραµµα, το στοχαστικό δοκίµιο και το µεσσιανικό όραµα για µια µέλλουσα
ανθρωπότητα, µια νέα Εδέµ που συναγωνίζεται το φαλανστήριο του Φουριέ, ενώ το
ερωτολογικό µέρος του βιβλίου απολήγει σε ένα είδος καθαρτικής δοκιµασίας κι έτσι
διαφοροποιείται ριζικά από το πνεύµα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Σκοπός εδώ είναι η
πραγµάτωση µιας «ουτοπίας», 94 η οποία υπόσχεται, εξαγγέλλεται και αναµένεται:
«Ο “Μέγας Ανατολικός” γλυστρούσε εις τα σκοτεινά νερά ως υπερκόσµιον φάντασµα και
προχωρούσε εις το αυροφίλητον έρεβος, ουχί ως µονάς, αλλά ως ολόκληρη αρµάδα, νύκτωρ
εξορµήσασα, µε όλα τα φώτα της αναµµένα, ως στόλος πανηγυρικός και ατρόµητος, πλέων, εν πυκνώ
σχηµατισµώ, προς κατάκτησιν ενός νέου κόσµου».95

Και ο Οδυσσέας Ελύτης βλέπει στους οραµατισµούς για µια µέλλουσα ανθρωπότητα, την
ουτοπική διάθεση του Ανδρέα Εµπειρίκου: «Οι οραµατισµοί του Ανδρέα Εµπειρίκου είναι
ανώτεροι και του πλέον ευφάνταστου Φουρριέ. Ο χωρισµός της υδρογείου σε ζώνες εργασίας
και ζώνες παραδείσου π.χ. όπου οι πληθυσµοί θα εναλλάσσονται αµοιβαία· η κυκλοφορία
χαρτονοµισµάτων που το χρώµα τους µέσα σε τακτή προθεσµία θ’ αλλοιώνεται ούτως, ώστε η
αποταµίευση τους να µην καθίσταται δυνατή·και η ίδρυση Ιµερολυκείων, όπου τα παιδιά θα
διδάσκονται την τεχνική των ερωτικών θωπειών και περιπτύξεων, είναι τα πιο πρόχειρα
παραδείγµατα που µου έρχονται αυτή τη στιγµή στο νου.»96
«Βλέπετε, αγαπητέ µου πλοίαρχε, δεν υπάρχει ακόµα εις τον κόσµο ένα ντοκ αρκετά µεγάλο για να
µας δεχθή!», ανεφώνησε ο Άγγλος ευπατρίδης και ενώ τα µάτια του και η έκφρασις του προσώπου του
έδειχναν έξαρσιν µεγάλην, αµέσως πρόσθεσε: «Μια µέρα όµως, φίλοι µου, θα υπάρξη!»

93 Michael Lowy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία, (1992), Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις,
1999
94 Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, «Ανδρέας Εμπειρίκος: Ρηξικέλευθο σχολείο ποιητών», ΤΑ ΝΕΑ,

27-5-2000
95 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Πρώτον, τόμος Α΄,

σελ.207
96 Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Αθήνα, Ύψιλον, 1980

32
«Ναι!… Ναι!…», ανεφώνησε και ο Ανδρέας Σπέρχης καταλαµβανόµενος και αυτό από παρόµοιαν
έξαρσιν. «∆εν υπάρχει και δεν θα υπάρξη για πολύ καιρό ακόµη… Θα έλθη όµως µια ευλογηµένη
µέρα που θα υπάρξη!» 97

Οι δύο αυτές δίδυµες λειτουργίες: η αναµονή και η έλευση, οι οποίες αποτελούν


χαρακτηριστικές εκφάνσεις µιας µεσσιανικής παρόρµησης, βρίσκονται στο επίκεντρο τόσο της
υπερρεαλιστικής όσο και της εµπειρίκειας αναζήτησης.98 Οι δύο αυτές λειτουργίες συνθέτουν
ένα σχήµα πολύ ισχυρό στην ποιητική του Εµπειρίκου. Ο αναµενόµενος – και εντέλει
αφικνούµενος – µεσσίας, εµφανίζεται µάλιστα µε διάφορα προσωπεία: συχνότατα καταφθάνει
ως ωραιότατη παιδίσκη, ως υπερ-ωκεάνειο, υπερ-σιβηρικός σιδηρόδροµος, υπερ-ον (Κιγκ-
Κογκ), ως φάλαινα. Επίσης ταυτίζεται µε διάφορους πρόδροµους ποιητές στην Οκτάνα, µε
τους «Μπεάτους», οι οποίοι, ο καθένας µε τον τρόπο του, υπήρξαν ευαγγελιστές των νέων
παραδείσων. Έτσι φυσιολογικά ο µεσσίας ταυτίζεται και µε τον ποιητή Ανδρέα Εµπειρίκο.99

Πάνω σ’ αυτή τη διαπίστωση στηρίζεται και η κριτική που ασκήθηκε στον Ανδρέα Εµπειρίκο
πως «η ουτοπία, ο νέος κόσµος, που ευαγγελίζεται ακατάπαυστα, ο Μέγας Ανατολικός,
παραµένει ένα όραµα υπερβατικό, απολίτικο και ανιστορικό, πως το κήρυγµα του σε καµιά
περίπτωση δεν σχετίζεται µε έναν ιστορικά προσδιορισµένο χώρο και χρόνο (η αλήθεια είναι
πως στο έργο του αποφεύγεται και η ελάχιστη αναφορά στη σύγχρονή του ελληνική
πραγµατικότητα; τη δικτατορία, δηλαδή, του Μεταξά, την Κατοχή και τον Εµφύλιο, τη
δικτατορία των συνταγµαταρχών του 1976).

Μπορεί όπως υποστηρίζει ο Σάββας Μιχαήλ, ο η Παγκόσµια Συµπολιτεία που ονειρεύεται ο


Ιούλιος Βερν – Εµπειρίκος επί του Μεγάλου Ανατολικού να καταργεί τη συσσώρευση του
κεφαλαίου, τις τάξεις και κάθε µορφή εκµετάλλευσης, ωστόσο η ουτοπική πολιτική
κοσµοθεωρία του χαρακτηρίζεται από την ίδια µεταφυσική υπερβατικότητα που χαρακτηρίζει
και τον ερωτικό (πιο σωστά τον σεξουαλικό) λόγο του Εµπειρίκου. Με «µανιώδη επιµονήν» ο
Εµπειρίκος αναπαράγει εικόνες, δανείζεται ή επινοεί σύµβολα για να συστήσει εντέλει ένα
ποιητικό λόγο, αν όχι τον πιο ερωτικό στη νεοελληνική λογοτεχνία, αναµφισβήτητα τον πιο
αφοσιωµένο και έµµονα προσανατολισµένο στη σεξουαλική πράξη. Ωστόσο, οι σχοινοτενείς
και µονότονα επαναλαµβανόµενες οργασµικές περιγραφές, οι οποίες πλεονάζουν στον Μέγα
Ανατολικό, η εξεζητηµένη ελευθεροστοµία, η σκόπιµη υπερβολή και ακόµη η αναγωγή της
στιγµής του οργασµού σε θεοτική – υπερβατική εµπειρία, οδηγούν εντέλει σε µια µυθοποίηση
της σεξουαλικής πράξης. Η σεξουαλική δηλαδή επαφή, έτσι όπως παρουσιάζεται στο έργου
του Εµπειρίκου, αποµακρύνεται συνειδητά από ό,τι θα µπορούσε να χαρακτηριστεί «φυσική»,
«βιωµένη», ή «βιώσιµη» αντικειµενική εµπειρία. Μ’ αυτόν τον τρόπο και η ερωτική του αλλά

97 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Πέμπτον, τόμος Θ΄,
σελ.227
98 C.W.E. Bigsby, Ντατά και Σουρρεαλισμός, (1970), Αθήνα, Ερμής, 1972

99
Παντελής Βουτέρης, Η συνοχή του τοπίου, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997

33
και η πολιτική του ιδεολογία απαγορεύει οποιονδήποτε συσχετισµό µε τη βιωµένη εµπειρία ή
γενικότερα µε την αντικειµενική πραγµατικότητα.100

Η κριτική που ασκεί ο Παντελής Βουτέρης στον Εµπειρίκο, φαίνεται να ταιριάζει και µε την
κριτική που ασκεί στο τέλος του βιβλίου της και η Lilian Furst, όταν λέει πως οι ροµαντικοί
«αν και ξεκίνησαν µε τον διακηρυγµένο στόχο να ποιητικοποιήσουν ολόκληρο τον κόσµο,
µέσω της δηµιουργικής φαντασίας του καλλιτέχνη, ως πηγή νέων αντιλήψεων, νέων µορφών,
νέου ύφους, εντελώς νέων κόσµων, η ιδιαίτερη µυστικιστική, ψευδοπροφητική λειτουργία που
προσέδωσαν στην λειτουργία της φαντασίας, προσπαθώντας να φτάσουν ή να ξεπεράσουν το
µεγαλείο του Γκαίτε και του Σίλλερ, άγγιξαν σύντοµα τη σφαίρα της µεταφυσικής» 101.

100 Παντελής Βουτέρης, «Πόσο υπερρεαλιστής ήταν ο Εμπειρίκος», ΤΑ ΝΕΑ, 20-1-2001


101 Lilian Furst, H προοπτική του ρομαντισμού, (1969, 1979), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

34
6. η ουτοπία της ενότητας, της αρµονίας και της ευτυχίας

Όλες οι µορφές ροµαντισµού εκφράζουν την εξέγερση της καταπιεσµένης, χειραγωγηµένης


και διαστρεβλωµένης υποκειµενικότητας102 και συναισθηµατικότητας και την απαίτηση για
µια νέα µορφή «ατοµικισµού» και παράλληλα την απαίτηση για ενότητα και καθολικότητα.
Ενότητα του εγώ µε δύο περιεκτικές ολότητες: από τη µια πλευρά µε ολόκληρο το σύµπαν, ή
τη Φύση, κι από την άλλη µε το ανθρώπινο σύµπαν, µε την ανθρώπινη κοινότητα. Στο
Ροµαντισµό η καρτεσιανή διάκριση σώµατος – πνεύµατος καταργείται και επιζητείται η
απόλυτη αρµονία αντικειµένου – υποκειµένου, η αποκατάσταση της αρµονίας ανθρώπου –
φύσης, ο χαµένος παράδεισος. Ο αληθινός πυρήνας των αξιών στο έργο των ροµαντικών
βρίσκεται σ’ αυτήν ακριβώς την ένωση µε τους ανθρώπους και το φυσικό σύµπαν και στην
αρµονία µαζί τους. 103

«Οι Fruhromantiker έδιναν µεγάλη έµφαση στο ρόλο της αρµονίας τόσο στα θεωρητικά τους
κείµενα όσο και στην ίδια τους τη ζωή. Προσπάθησαν να πραγµατοποιήσουν το ιδανικό τους
καλλιεργώντας το Geselligkeit, ένα είδος συνεκτικότητας υψηλού πνευµατικού επιπέδου. Ο
Α.Β. Σλέγκελ ερµήνευσε την αναζήτηση για αρµονία ως φυγή από την επώδυνη συναίσθηση
ενός έντονου δυϊσµού και µιας δυσαρµονίας. Η προφανώς αφελής τους επιθυµία για τη
δηµιουργία µιας Ουτοπίας δέχεται έτσι µια νέα ερµηνεία. Η επανάστασή τους ενάντια στον
καρτεσιανό δυισµό σώµατος και πνεύµατος τους οδήγησε στη διαµαρτυρία εναντίον της
επιστηµονικής ουδετερότητας της φύσης.»104

102 «Η Catherine Belsey δίνοντας έμφαση στην ιστορική φύση της υποκειμενικότητας, στο Critical
Practice [Κριτική πρακτική] ισχυρίζεται ότι η κατασκευή ενός ενοποιημένου υποκειμένου είναι
προς το συμφέρον μιας σταθεροποιημένης ταξικής κοινωνίας και εξαρτάται με τη σειρά της
από μια ορισμένη ιδεολογική σταθερότητα. «Όμως σε στιγμές κρίσης στον κοινωνικό
σχηματισμό, όταν, για παράδειγμα απειλείται σοβαρά ή βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο, η
εμπιστοσύνη στην ιδεολογία της υποκειμενικότητας διαβρώνεται». Σε καιρούς όμως όπως το
μεταβατικό στάδιο από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό, η λανθάνουσα ιδέα της διαίρεσης
του υποκειμένου βγαίνει στην επιφάνεια και στοιχεία της είναι θεατά στα λογοτεχνικά κείμενα
της περιόδου.» Παραθέτει ως παραδείγματα τον Donne κατι τον Shakespeare και στο άρθρο
της «The Romantic construction of the unconscious» [Η ρομαντική κατασκευή του
ασυνείδητου] τους άγγλους ρομαντικούς ποιητές. Υποστηρίζει ότι το ίδιο το ασυνείδητο είναι
ένα ιστορικό φαινόμενο που ανακύπτει μόνο με την ανάδυση του ενοποιημένου υποκειμένου
της αστικής ιδεολογίας. Το μεσαιωνικό υποκείμενο δομείται διαφορετικά, ως μια μόνιμη
ανοιχτή αντίφαση μεταξύ της επιθυμίας της ψυχής και της επιθυμίας του σώματος, έτσι που
δεν έχει νόημα να μιλάμε για μεσαιωνικό ασυνείδητο». [Cella Britton, ∆ομιστικές και
μεταδομιστικές ψυχαναλυτικές και μαρξιστικές θεωρίες, στο Από τον φορμαλισμό στον
μεταδομισμό, Ιστορία της Λογοτεχνίας/8, επιμέλεια: Raman Selden, Ινστιτούτο Νεοελληνικών
Σπουδών, 2004 (1995), (σελ. 354-355)]
103 Michael Lowy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία, (1992), Αθήνα, Εναλλακτικές

Εκδόσεις,, 1999
104 Lilian Furst, H προοπτική του ρομαντισμού, (1969, 1979), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

35
Και «στις φιλοσοφικές συζητήσεις που γίνονται µεταξύ των προσώπων του Μεγάλου
Ανατολικού προβάλλει το κυρίαρχο αίτηµα ενός Νέου Κόσµου στον οποίο έχει καταργηθεί η
διχοτόµηση σώµατος – ψυχής και έχει επιτευχθεί το όραµα της αρχικής ενότητας.
«Ο αληθώς ευτυχισµένος άνθρωπος, λέει, δεν χρειάζεται ούτε το παρελθόν, ούτε το µέλλον αλλιώς
παρά µονάχα ως υπόσχεσιν και εγγύησιν της διαιωνίσεως της Ηδονής, και εκείθεν, της διαιωνίσεως της
ζωής του Σύµπαντος που µας εδόθη προς Έρωτα, προς Μέθεξιν και προς τελείαν ταύτισιν µε το
άπειρον Σώµα και το άπειρον Πνεύµα, προς διηνεκή µετασχηµατισµόν του Χθες, του Σήµερον και
του Αύριον, εις εν αδιαίρετον και ατέρµον Σύνολον ευδαιµονίας και αθανασίας.»105

Οι ροµαντικοί τις ελπίδες τους για αυτή την αρµονία, σώµατος και ψυχής ή πνεύµατος, για την
αρµονία υποκειµένου και αντικειµένου τις εναποθέτουν είτε σε µια νέα εκδοχή της επιστήµης,
είτε σε µία αντίληψη της θρησκείας αλλά κυρίως µέσω της τέχνης και της δηµιουργικής
φαντασίας. Στον Ανδρέα Εµπειρίκο οι ελπίδες εναποτίθενται και πάλι στον έρωτα. Η ποιητική
του Ανδρέα Εµπειρίκου είναι στραµµένη προς την απελευθέρωση του αντικειµένου από το
ναρκισσισµό του υποκειµένου που πλάθεται κάτω από την πίεση των καταναγκασµών που του
επιβάλλουν τα συστήµατα εξουσίας στο κοινωνικό του πρόσωπο. Η ποίηση του είναι µια
πράξη γένεσης µέσα στο υποκείµενο, µέσα στον ρεµβασµό, της βαθύτερης έννοιας του
αντικειµένου, της ειδικής του λειτουργίας. Αυτός είναι ο τρόπος µε τον οποίο είναι λυτρωτική
και βέβαια κλειδί αυτής της λύτρωσης είναι ο έρωτας.106
«Πολλοί επιβάται, άλλοι µεµονωµένοι, άλλοι συναθροιζόµενοι και αποτελούντες παρέας ή φιλικάς
οµάδας, απελάµβαναν επί των αναπεπταγµένων καταστρωµάτων την ωραίαν πρωίαν⋅ οι µέν ευτυχείς,
ως άνθρωποι αµέριµνοι και ελευθεροϊµεροι, πραγµατοποιεί της ηδονής, φυσιολογικώς ανεπµποδιστοι⋅
οι δε ηδονισταί, οι δεν ολιγώτερον ευτυχείς καθώς και στενάζοντες εκ θλίψεως και δυστυχίας, ακόµη
και αυτοί απελάµβανον κατά τον τρόπον εκείνον, που η ύπαρξις µιας νέας ελπίδος (της ελπίδος που
εγέννησε η θριαµβευτική έξοδος του υπερωκεάνειου εκ της προσφάτου θεοµηνίας) επέτρεπε να έχουν
παρά της δυστυχίας και τα άγχη των, φωτίζουσα τας ψυχάς των, και να αναζητούν και αυτοί οι
δυστυχείς ακόµη, εν τω µέτρω των δυνάµεων ενός έκαστου και αναλόγως της εφέσεως που είχε ο
καθείς προς αποτίναξιν των ζυγών, προς συντριβήν των δεσµών, προς ψυχικήν και σωµατικήν εν τέλει
ανάτασιν.»107

Όπως παρατηρεί και ο Σάββας Μιχαήλ108: «στον Σαντ, το υποκείµενο της Επιθυµίας
καταστρέφει, µηδενίζει το αντικείµενο της και αποκτά συνείδηση του εαυτού του ως Μηδενός.

105 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα,1990, Μέρος Πρώτον, τόμος Α’
106 Νίκος Σιγάλας, «Ο υπερρεαλισμός πέραν της ατομικότητας και των πατρίδων ή Η αναρχική
γεωγραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου στο Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η Άνδρος. Ιστορικές και
κοινωνικές ρίζες», Πρακτικά της Γ΄ Συνάντησης στη μνήμη του Ανδρέα Εμπειρίκου, Χώρα
Άνδρου, 17-18 Ιουλίου 2004, Αθήνα, Εταιρία Ανδρίων Επιστημών, 2006
107 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Πέμπτον, τόμος Θ΄,
σελ.137
108 Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή

ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Αθήνα, Άγρα, 1995

36
Η καταστροφή του αντικειµένου ταυτίζεται µε την επιθυµία του υποκειµένου που
αυτοκαταστρέφεται καθώς στο θρίαµβό του επί του θύµατός του συνειδητοποιεί ότι δεν είναι
τίποτα µέσα σε µια Φύση – Τέρας, που βασανίζει και καταστρέφει τα έργα της. Αυτή η
καταστροφή της διαφοράς υποκειµένου – αντικειµένου είναι η Απόλαυση κατά Σαντ. Ο
Χέγκελ θα την έλεγε απλή ή τυπική άρνηση. Στον Εµπειρίκο, το υποκείµενο της Επιθυµίας
αλληλεπιδρά και αλληλοδιεισδύει µε το αντικείµενό της, παράγοντας ένα πλεόνασµα ζωής.
Ουσία της Φύσης είναι ο Έρωτας, η ζωή που παράγει πλεόνασµα ζωής. Όπως θα πει µια άλλη
persona του Εµπειρίκου, ο λόρδος Κλίφφορντ:
«Ο έρωτας εν τη πληρότητί του, ο έρωτας ο αληθινός, ο έρωτας ο βιολογικός και πάσα ωστική φορά
ή δύναµις είναι εν και το αυτό – δηλαδή ενέργεια ερωτική και ηδονική του σώµατος και της ψυχής,
τουτέστιν η πλήρης, ενιαία και αδιαίρετη ουσία, όχι µόνο του ατόµου, αλλά και της καθολικής
υπάρξεως του κόσµου.»109

Η άνευ όρων ηδονή και ο άνευ ορίων οργασµός είναι η υπέρτατη µεταφυσική εµπειρία των
ανθρώπων. Στο κάθε είδους οργασµό, ο Εµπειρίκος βλέπει να «ξεζαρώνει» το συρρικνωµένο
µας Εγώ και ανακλαδίζεται ξανά σε όλο το Σύµπαν. Εκείνη τη στιγµή για τον Εµπειρικό η
«θεµελιακή διχάλωση της φύσης σε υποκείµενο και σε αντικείµενο παύει να υφίσταται».110
«Ο λόρδος Κλίφφορντ, σιωπηλός και καυλοπυρέσσων, τώρα ανέµενε την υπέρτατην στιγµήν που
ανοίγουν εις τα ψυχάς των εραστών οι ουρανοί και αισθάνεται οι καθείς τον µέγαν εκτοξευτικόν
σπασµόν, τον µέγα ερωτικόν σεισµόν που θεο̟οιεί έκαστον εραστήν και τον ταυτίζει, όσο διαρκεί ο
οργασµός, µε ά̟αντα τα κοσµικά στοιχεία, µέσα εις την εκστατικήν και ̟αµµέγιστην ενήδονον ̟ληρότητα και
τελειότητα της ύλης.»111

Για να γίνει όµως «ένα µε το άπειρον» το υποκείµενο και το αντικείµενο διαµέσω του έρωτα
ακολουθείται µια πολύπλοκη διαδικασία µετασχηµατισµών. ∆ιαµεσολαβητής–κλειδί σ’ αυτή
τη διαδικασία είναι η αγαπηµένη φαντασίωση του Εµπειρίκου: η π α ι δ ί σ κ η. «Αυτή,
λοιπόν, η λιγνή, “χαρίεσσα, εις το µεταίχµιον της ήβης”, αυτή “η χιµαιρική κορασίς”», όπως
γράφει η ∆ιαµάντη Αναγνωστοπούλου112, που διασχίζει το ποιητικό, φωτογραφικό και
µυθιστορηµατικό έργο του συγγραφέα, «είναι ένα αντικείµενο µικρό α (objet petit a)» χαµένο
αντικείµενο πόθου και «ελπίδα µας αυριανή»113. «Η ποίησις», όπως γράφει και στην Ενδοχώρα,
«είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι µεγαλώνουµε. Οι δρόµοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη

109 Ανδρέας Εμπειρίκος, Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Πρώτον, τόμος Α’,
σελ.19
110 ∆ιονύσης Λιάρος, Ο ερχομός και η ανάγκη των νέων παραδείσων, Χάρτης, τευχ.17/18,

Νοέμβριος 1985
111 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1992, Μέρος Πέμπτον, τόμος Η΄,

σελ.211
112 ∆ιαμαντή Αναγνωστοπούλου, Η Ποιητική του Έρωτα στο Έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου,

Αθήνα, Ύψιλον, 1990


113 Ανδρέας Εμπειρίκος, Έαρ σαν πάντα, Ενδοχώρα, Αθήνα, Άγρα, 1980

37
µιλούν. Από τα πέταλά τους συχνά αναδύονται µικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδροµή αυτή δεν έχει
τέλος.»114

Όπως µαρτυρά ο Οδυσσέας Ελύτης στο έργο του «Αναφορά στον Εµπειρίκο», απευθυνόµενος
σε δεύτερο πρόσωπο στον Ανδρέα Εµπειρίκο, «η έννοια της θεότητας – παιδούλας συνέπεσε
απ’ ανέκαθεν ν’ αποτελεί και για τους δυο µας κίνητρο ζωής, ελατήριο δηµιουργίας. Έτσι τον
Ιούλιο του 1954, στην Πάρο – σα να την ξαναβλέπω τη σκηνή – κει που προχωρούσαµε το
καταµεσήµερο µες στα στενά, είδαµε να µας έρχεται απ’ αντίκρυ µ’ ελάχιστο ρούχο – κι
εκείνο στον αέρα – µια ξανθή παιδούλα θα ’λεγες µόλις βγαλµένη από τον Όµηρο, µια σωστή
Ίρις Αγγελέουσα, που τσακίστηκες να την φωτογραφήσεις αλλά σου ξέφυγε. «Είναι σαν την
έµπνευση» µου είπες. «∆εν την προλαβαίνεις δυστυχώς πάντοτε».115

Ο Εµπειρίκος, όπως και ο Ελύτης βέβαια, παραλαµβάνει τη γυναίκα-παιδίσκη (la femme-


enfant) ως έννοια και ως παρουσία από τους υπερρεαλιστές οι οποίοι – ανατρέχοντας στη
λογοτεχνική παράδοση του 18ου και 19ου αιώνα- .την εικονογραφούν ως ύπαρξη «ενστικτώδης
και υπέροχη»116, αθώα, απρόσιτη, και γι’ αυτό αστείρευτη πηγή της ανδρικής φαντασίωσης
και επιθυµίας. Όµως οι παιδίσκες του «Μεγάλου Ανατολικού», η Φλώσσυ Νόρρις, η Ειρήνη, η
Έθελ, η Αλεξάνδρα Μαίησον, όλες ηλικίας 11-14 χρόνων, σε αντίθεση µε τις υπερρεαλιστικές,
εξιδανικευµένες µέσα στην αθωότητά και την αδυναµία τους από τους άνδρες
υπερρεαλιστές117, φέρουν και «µετουσιώνονται» τον πόθο, είναι το ίδιο το αντικείµενο-
υποκείµενο που δέχεται και αναπροσανατολίζει την όλη κίνηση προς την αρχέγονη ενότητα,
της οποίας γίνονται προ-εικόνισµα, προ-έκφανση118.

Όπως για τον Ανδρέα Εµπειρίκο, όσο υπάρχει άλυτη αντίφαση και ένταση ανάµεσα στο
υποκείµενο και στο αντικείµενο, στα όρια του Σώµατος και στο «άνευ ορίων και άνευ όρων»
της Επιθυµίας, «τόσο ο άνθρωπος θα νιώθει ανείπωτη νοσταλγία, την νοσταλγία του άπω
παρελθόντος ή του απώτατου µέλλοντος, τη νοσταλγία που ένα παρόν σφικτά πολιορκηµένο
δηµιουργεί.»119, τόσο θα υπάρχει η παρόρµηση για την επιστροφή στην αρχική ενότητα µέσω

114 Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο πλόκαμος της Αλταμίρας (1936-1937), Ενδοχώρα, Αθήνα, Άγρα, 2003
115 Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Αθήνα, Ύψιλον, 1980
116 Gautier X, Surrealisme et sexualite, Παρίσι, Gallimard

117 «Η Melusine της Αρκάνας 17 του Μπρετόν βγάζει μόνο φωνές, ενώ η Elise μένει πάντα
σιωπηλή, και στο «τυφλό» τους βλέμμα ο άνδρας ατενίζει μόνο το δικό του είδωλο, ή
εξαφανίζει στην αγκαλιά του «αυτό το γλυκό και ασπαίρων πράγμα», όπως ο Aragon την
αγαπημένη του στο Fou d’ Elsa Αντίθετα, οι «ασπαίρουσες» μικρούτσικες γυναίκες του
«Μεγάλου Ανατολικού» δηλώνουν τη συνεχή και επίμονη παρουσία τους μέσα από το σώμα,
τη φωνή και το βλέμμα τους, καθρεφτίζοντας όχι μόνο την επιθυμία του άλλου, αλλά
αναβλύζοντας τη δική τους.» (Ίλια Παπαστάθη, Ο πλούς των «ανθισμένων κοριτσιών». Το
αρχείο της επιθυμίας και οι γυναίκες –παιδίσκες του Μεγάλου Ανατολικού, Μεταπτυχιακή
∆ιπλωματική Εργασία, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2007)
118 Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή

ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Άγρα, 1995


119 Ανδρέα Εμπειρίκου, ∆ύο άλογα του Giorgio de Chirico, Οκτάνα, Αθήνα, Ίκαρος

38
του έρωτα και της παιδούλας - θεότητας, έτσι και για τους Ροµαντικούς θα υπάρχει πάντοτε η
αναζήτηση του «γαλάζιου άνθους».

Ο Isaiah Berlin «σ’ όλες αυτές τις προσπάθειες συγγραφής φανταστικών ιστοριών από τους
ροµαντικούς που πραγµατεύονται µεταµορφώσεις και µετασχηµατισµούς, που είναι
αλληγορικές ή συµβολικές ή που περιέχουν κάθε λογής συγκαλυµµένες και απόκρυφες
αναφορές, σ’ όλη αυτή την αλλόκοτη και ερµητική εικονοποιία που προβληµατίζει εδώ και
χρόνια του κριτικούς –σ’ βλέπει την προσπάθεια νόστου ή επιστροφής των ροµαντικών σε ότι
τους κατατρύχει: πρόκειται για την αέναη Sehnsucht των ροµαντικών, για την αναζήτηση του
γαλάζιου άνθους, όπως έλεγε ο Novalis. Και η αναζήτηση του γαλάζιου άνθους είναι είτε µια
προσπάθεια ν’ απορροφήσει κανείς το άπειρο, να ενοποιηθεί µε αυτό, είτε µια προσπάθεια να
διαχυθεί µέσα σε αυτό.»120

Η παιδίσκη του Ανδρέα Εµπειρίκου είναι το γαλάζιο άνθος των ροµαντικών και όπως οι ήρωες
του Εµπειρίκου προσέρχονται εν πλήρη αθωότι προς την παιδίσκη – θεότητα µε τον ίδιο τρόπο
ζητούν και οι ροµαντικοί από τους ήρωες τους να προσέρχονται προς τον κόσµο, µε τα µάτια
ενός µικρού παιδιού. Στους ροµαντικούς η απόλυτη ένωση και αρµονία των πραγµάτων θα
επιτευχθεί όταν το δηµιουργικό άτοµο έχει την ικανότητα να βλέπει τον κόσµο µε τα µάτια
ενός µικρού παιδιού. Αυτόν ακριβώς τον αυθορµητισµό, την ίδια παιδικότητα και αφέλεια που
υπήρχε κατά τους ροµαντικούς στο λαό, και συγκεκριµένα στην κοινωνία του Μεσαίωνα, όπου
οι δεσµοί των ανθρώπων ήταν ακόµα αγνοί, αδιάρρηκτοι και απαλλαγµένοι από κάθε ίχνος
ορθολογισµού, την εντοπίζουµε και στους ήρωες του Μεγάλου Ανατολικού.

Όπως σηµειώνει ο Σάββας Μιχαήλ «η αξία η απώτερη βρίσκεται στην παναγαθοσύνη του
ποιητή που διαχέεται πάνω στους χαρακτήρες και τις πράξεις των πλέον διαφορετικών τύπων
του έργου, πρωταγωνιστών ή κοµπάρσων και αναεκπέµπεται αδιάκοπα στον αναγνώστη σαν
ένα είδος ευλογίας. Σε αντίθεση µε τα ρεαλιστικά µυθιστορήµατα, όπου το καλό και το κακό
µοιράζονται κατά κανόνα και ισοσταθµίζονται ή τα σαδοµαζοχιστικού περιεχοµένου, όπου
κάθε ηδονή καταντά κι από µια νοσηρή φρικαλεότητα, ένας αέρας παραδείσιος πνέει σ’ όλη τη
διάρκεια της παράδοξης αυτής ποντοπορίας που κανείς ακόµη δεν γνωρίζει µε ποιο τρόπο
τερµατίζεται. Η αγαθότητα του Ανδρέα Εµπειρίκου έρχεται από – και τραβάει για – πολύ
µακριά. ∆εν είναι η δεοντολογική των θρησκευόµενων ή η βλακώδης των αδυνάτων.
Υποδηλώνει µια πίστη: ότι τα υλικά και οι προϋποθέσεις για το καλό έχουν δοθεί στον
άνθρωπο που αν δεν τα εκµεταλλεύεται είναι απλώς από δικό του λάθος, από την ανικανότητά
του να υπερνικήσει τις µακραίωνες προλήψεις και τα χωρίς λόγο κατατυραννισµένα στο
σκότος της ψυχής του συµπλέγµατα.»121

120 Berlin Isaiah, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, (1999), Αθήνα, Scripta, 2002
121 Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατ άπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή
ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Αθήνα, Άγρα, 1995

39
7. η ουτοπία του τέλους του Οιδιπόδειου συµπλέγµατος

Όπως πολλές φορές µέχρι τώρα έχουµε διαπιστώσει ο έρωτας αποτέλεσε κοινή αφετηρία για
τους ροµαντικούς και τους υπερρεαλιστές για πολλές από τις θεωρητικές και αισθητικές τους
αναζητήσεις. Αν ο Freud αποτέλεσε το φόντο της υπερρεαλιστικής προβληµατικής του
«τρελού έρωτα», οι γερµανοί ροµαντικοί το συµπλήρωσαν γραµµατολογικά. «Είναι συχνές οι
αναφορές των υπερρεαλιστών στους Novalis, Holderlin, Kleist, Nerval, Vigny, Stendhal,
Baudlelaire και είναι γνωστό πως πήραν από τον ροµαντισµό την ίδια αίσθηση του πάθους,
του απόλυτου, της µυστικής δύναµης που ενώνει ερωτικά δύο ανθρώπους, για να τα
µεταβάλλουν σε προτάσεις-διεκδικήσεις για τον εκσυγχρονισµό των ρόλων των δύο φύλων,
για το λυτρωτικό χαρακτήρα της γυναικείας παρουσίας, για τη διαλεκτική των σχέσεων
γυναίκα – άνδρα , για ελευθεροσύνη (libertinage)»122.

Το ερωτικό πάθος για τους υπερρεαλιστές είναι µια ευκαιρία να βρουν σ’ αυτό ένα µέσο
εξέγερσης και ρήξης µε τη δεδοµένη πραγµατικότητα. Ο έρωτας ανάγεται σ’ ένα είδος
πανάκειας για το σηµερινό άνθρωπο, για τα συγκεκριµένα προβλήµατά του και τις επιδιώξεις
του. Ο Εµπειρίκος αξιοποιεί τόσο την εµπειρία των υπερρεαλιστών για να προτείνει τον έρωτα
ως οδό για την ατοµική απελευθέρωση. Για τον Εµπειρίκο, «ο έρωτας δεν είναι ποτέ καταφυγή
και αυτοπεριορισµός στη φενάκη του ιδιωτικού. Είναι η ακατανίκητη δύναµη του Σύµπαντος,
που ξεκινώντας από τα έγκατα της ύλης υψούται στο στερέωµα του Πνεύµατος και θριαµβεύει
στο Τέλος της Ιστορίας των ανθρώπινων βασάνων. Ο έρωτας του Εµπειρίκου αρχίζει από την
έντονη ερωτική διάθεση και καταλήγει σε παγκόσµια και συµπαντική ενέργεια και δράση, και
ενώ δεν έχει τίποτα το µεταφυσικό, αποτελεί µια υπερβατική κοσµολογική ουσία. Αυτή η
συµφιλιωτική και ενωτική τάση ξεκινά και συγκεκριµενοποιείται αρχικά στην ερωτική πράξη,
αλλά εξικνείται πέραν από τον έρωτα των σωµάτων. Χαρακτηρίζει τη φύση και τα στοιχεία
της, διατρέχει την αξία του χρόνου και καταλύει τις συµβατικές διαιρέσεις του σε παρελθόν-
παρόν-µέλλον, ανακατανέµει τη γεωγραφία και την τοπογραφία, επεµβαίνει στις δοµές του
ηθικού πολιτισµού και αναταράσσει τη σύµβαση καλού και κακού, του απαγορευµένου και
του επιτρεπτού και µας οδηγεί στην ιδέα ενός µελλοντικού καθολικού οράµατος του απόλυτου
έρωτα και της απόλυτης ελευθερίας.123

Ο Ανδρέας Εµπειρίκος ευαγγγελίζεται στη χειµαζόµενη ανθρωπότητα έναν Νέο Κόσµο


καθολικής ελευθερίας όπου θα λάµπει ο Ίµερος εναργής κάτω από το φως του Ήλιου της
∆ικαιοσύνης. Έναν τελείως νέο πολιτισµό λυτρωµένο από το σαράκι της θανάσιµης
δυσφορίας, από το συντριπτικό βάρος της οιδιπόδειας κληρονοµιάς και των κατηγορικών της

122
Ζ. Ι. Σιαφλέκης, Από τη νύχτα των αστραπών στο ποίημα γεγονός. Συγκριτική ανάγνωση
Ελλήνων και Γάλλων υπερρεαλιστών, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1989
123 Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ανδρέας Εμπειρίκος. Ο ποιητής του έρωτα και του νόστου,

Αθήνα, Κέδρος, 1983

40
προσταγών. Ο ναυπηγός του Μεγάλου Ανατολικού λέει δια στόµατος του Ελβετού
ιατροφιλόσοφου Χανς Έντελµαν:
«… ποτέ δεν είπα ότι η απόλυτος ελευθερία πρέπει να χορηγηθή µόνο εις τον έρωτα. Πρεσβεύω και
ισχυρίζοµαι, αγαπητοί µου φίλοι, ότι η ελευθερία πρέπει να είναι καθολική, αλλά συγχρόνως πιστεύω
και πρεσβεύω ότι πρέπει να έχη την αρχήν και την πληρότητά της εις τον έρωτα, διότι εκτός που
αυτός είναι η υπέρτατη εκδήλωση της Ζωής, είναι συγχρόνως και ο καλύτερος εγγυητής εις την
λυσιτελή επιδίωξιν πραγµατοποιήσεως όλων των άλλων αλλαγών ή µεταρρυθµίσεων των οποίων
βεβαίως έχει ανάγκην απόλυτον η βλακωδώς όσον και κατά ανίερον τρόπον χειµαζόµενη ανθρωπότης
. (…) εγώ ονειρεύοµαι, και µπορώ να πω ότι εργάζοµαι για έναν τελείως νέον πολιτισµόν, για ένα
καινούργιο κόσµο».124

Όπως και στο Μέγα Ανατολικό οι διάφορες persones του Εµπειρίκου µας βάζουν «να
συζητήσουµε αξεχώριστα τον έρωτα και τη φύση, µέσα από τον βιολογικά απελευθερωµένον
άνθρωπο…»125, έτσι και «τα µέλη του κύκλου της Ιένας – µεταξύ των οποίων
συγκαταλέγονται ο αδελφοί Schlegel, κάποια στιγµή ο Ficthe126, o Schleiermacher, αλλά και ο
Schelling-, ασπάζονταν και διακήρυσσαν κατά το σφοδρότερο τρόπο τη σπουδαιότητα της
απόλυτης ελευθερίας ακόµη και της ερωτικής. 127 «Ο έρωτας σαν αγνό συναίσθηµα, αυθόρµητη
ορµή, ακατανίκητη απέναντι σε κάθε υπολογισµό και ανταγωνιστική µε όλες τις ορθολογικές
στρατηγικές του γάµου ή αλλιώς, σαν αναβάθµιση των διαισθήσεων, των ενστίκτων, των
συναισθηµάτων», γίνεται µέσω για την αποκατάσταση των µη ορθολογικών ή και µη
εκλογικευµένων συµπεριφορών.»128

Το µυθιστόρηµα «Lucinde» που δηµοσιεύτηκε από τον Friedrich Schlegel στα τέλη του
δέκατου όγδοου αιώνα στάθηκε για την εποχή του ένα είδος Λαίδης Τσάτερλυ. Επρόκειτο για
ένα εξόχως ερωτικό µυθιστόρηµα, που περιείχε γλαφυρότατες περιγραφές διαφόρων µορφών
της ερωτικής πράξης, αλλά και ροµαντικά διδάγµατα για την αναγκαιότητα της ελευθερίας και
της ελευθερίας της έκφρασης. Το µυθιστόρηµα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και όπως το
βιβλίο του Lawrence Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ θεωρήθηκε ότι ήταν αντιπνευµατικό. Την
υπεράσπισή του ανέλαβε ο Schleiermacher ο οποίος υποστήριζε ότι όλες οι σωµατικές
περιγραφές ήταν αλληγορικές και το έργο ένα σηµαντικό κήρυγµα, ένας ύµνος στην
πνευµατική ελευθερία του ανθρώπου που έχει πλέον απαλλαγεί από τα δεσµά της κίβδηλης
συµβατικότητας.»129

124 Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1992, Μέρος Τέταρτον, τόμος Α΄, σελ.213
125 Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Αθήνα, Ίκαρος, (1974), 1982
126 «Ή θα πιστεύεις σε μια βασική αρχή εντός του ανθρώπου – μιαν ελευθερία, μιαν ικανότητα

τελειοποίησης, μιαν αέναη πρόοδο του είδους μας – ή δεν θα πιστεύεις σε καμία.» Η
παραπάνω φράση ανήκει στον Φίχτε, του οποίου η θεωρία της γνώσης είχε μεγάλο αντίχτυπο
στους Γερμανούς ρομαντικούς. (Isaiah Berlin, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, (1999), Scripta, 2002)
127 Isaiah Berlin, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, (1999), Scripta, 2002

128 Michael Lowy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία, (1992) Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις,

1999
129 Isaiah Berlin, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, (1999), Scripta, 2002

41
Εκτός από τη «Lucinde» του Friedrich Schlegel, στη Γερµανία πάλι ο ροµαντισµός µας
κληροδότησε µερικά ωραία δείγµατα ερωτικής λογοτεχνίας. «Ο Γκαίτε, µε τα Erotica
roamana και τα Βενετσιάνικα επιγράµµατα, ο Ε.Τ.Α. Χόφµαν µε την Αδελφή Μόνικα. Στην
Αδελφή Μόνικα, η ηρωίδα διηγείται στις καλόγριες που την «περιβάλλουν» τη ζωή της
µητέρας της, της Λουίζ φον Βιλάου, της πιο αισθησιακής κοπέλας του Τροπάου. Η Λουίζ είχε
πέντε φίλες και διασκέδαζαν όλες µαζί µε σαπφικά παιχνίδια, όπως µε το να γυµνώνονται και
να αλληλοδέρνονται µε κλαδιά τριανταφυλλιάς. Αργότερα γνώρισε τον συνταγµατάρχη Φον
Χάλντεν τον οποίο ξελόγιασε. Τον απάτησε όµως µ’ ένα Γάλλο, τον ανθυπολοχαγό
Μποµπουά και αναγκάστηκε να φύγει παίρνοντας και την κόρη της καθώς και τον παιδαγωγό
της και τον αδεφλφό της.Κατέφυγε στο Τίσεν, στο σπίτι της θείας της, έβαλε τη Μόνικα
εσωτερική στο Παρθεναγωγείο, όπου γίνονταν όργια.» 130

Οι ελευθεριάζουσες αυτές ιστορίες όµως σε καµιά περίπτωση, ούτε στον ροµαντισµό ούτε στον
υπερρεαλισµό δεν φτάνουν στο αίτηµα που προβάλλεται στο σύνολο σχεδόν του έργου του
Ανδρέα Εµπειρίκου και που η εµπειρίκεια ουτοπία περικλείει ή προϋποθέτει, που δεν είναι
άλλο από το το τέλος του Οιδιπόδειου συµπλέγµατος, ως καταστατικής αρχής της
ψυχαναλυτικής θεωρίας και άρα το τέλος αυτής της θεωρίας. Αν ο Φρόυντ κατέδειξε την
οιδιπόδεια τραγωδία, ο Εµπειρίκος κατεβαίνοντας στο έσχατο βάθος της, προσπαθεί ν’ ανέβει
στο ύψος απ’ όπου γίνεται ορατός ένας πέραν του Οιδίποδα Νέος Κόσµος, ένας µελλοντικός
αντι-οιδιπόδειος Παράδεισος, που δεν θα τον κυβερνά ο Νόµος αλλά θα τον φωτίζει ο
µεσσιανικός Ήλιος της ∆ικαιοσύνης και το Μέγα Έλεος».131 Στο κέντρο της µεσσιανικής
αυτής προσδοκίας ενός Νέου Κόσµου βρίσκεται η οδύνη και η ελπίδα της ίασης της πληγής
του ταµπού της αιµοµιξίας, η προσδοκία της ρήξης του οιδιπόδειου φαύλου κύκλου.

Στο κείµενο «Οιδίπους Ρεξ» (αφιερωµένο στη Μαρία Βοναπάρτου), το οποίο


συµπεριλαµβάνεται στα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία132, ο Εµπειρίκος διηγείται το µέρος
εκείνο του µύθου του Οιδίποδα, το οποίο πραγµατεύονται οι τραγωδίες Οιδίπους επί Κολωνώ
του Σοφοκλή και Φοίνισσαι του Ευρυπίδη και κατασκευάζει µια ουτοπία στην οποία βασιλεύει
ο Χαβρίας, το «γέννηµα-θρέµµα του Πανός και των Αµαδρυάδων», ο απλός και υγιής
άνθρωπος των δασών. Το ενδιαφέρον στην κατασκευή αυτού του χαρακτήρα είναι ότι
θεµατοποιεί την µετα-οιδιπόδεια άρση της αιµοµικτικής απαγόρευσης, µια και ξέρει τον µύθο,
ξέρει τις θέσεις των ιστορικών και ποιητών και ευαγγελίζεται µια ουτοπία που βασίζεται στην
υπέρβαση του κοινωνικού συστήµατος. Η βαθειά του γνώση αποκαλύπτεται µε τον τρόπο µε
τον οποίο χρησιµοποιεί τον τρόπο της ειρωνείας, όταν εξηγεί στον Οιδίποδα ότι:
«Ματαίως τιµωρήθηκες και αδίκως τυρανιέσαι… θα έλθει ηµέρα, που η αιµοµιξία θα θεωρείται εξ
ίσου φυσική µε τους άλλους έρωτας, και τότε µη φοβούµενος κανείς τον πατέρα του, δεν θα έχει

130 Saran. Alexandrian, Ιστορία της Ερωτικής Λογοτεχνίας, (1989),Αθήνα, Τραυλός- Κωσταράκη,
1997
131 Σάββας Μιχαήλ, Το Ασυνείδητο σαν Ταξίδι, Τα ΝΕΑ, 27-5-2000

132 Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, Αθήνα, Άγρα, (1980), 2004

42
ανάγκη να σκοτώνη. Οι άνθρωποι και ο έρωτας θα είναι επιτέλους ελεύθεροι, όπως εµείς οι απλοί και
υγιείς άνθρωποι των δασών…», και όταν µετά στρέφεται προς τον αναγνώστη και λέει:
«Εις το σηµείον όµως τούτο θα ήθελα να προσθέσω: “Μόνον οι εθελοτυφλούντες δεν το εννοούν».
Σκεφθείς όµως ότι τούτο θα ήτο δυνατόν να εκληφθή ως ειρωνεία από τον τυφλόν βασιλέα,
απεσιώπησα αυτήν την σκέψιν”.»133

Αλλά και στον Μεγάλο Ανατολικό, όταν Ο Ιούλιος Βερν οραµατίζεται τη Νέα Ιερουσαλήµ σαν
αταξική ερωτική Παγκόσµια Συµπολιτεία, αργότερα ο ποιητής θα την ονοµάσει Οκτάνα, ο
απελευθερωµένος Ίµερος λειτουργεί, όπως τονίζει και ο Έντελµαν, ήρωας του Μεγάλου
Ανατολικού, ως εγγυητής των γενικότερων κοινωνικών και πολιτισµικών αλλαγών: η αταξική
κοινωνία ή είναι πέρα από τον Οιδίποδα ή δεν υπάρχει.134 Ενδεικτική της σηµασίας που
αποδίδει ο Εµπειρίκος στο αίτηµα αυτό είναι και η ιστορία του πλοίου –φαντάσµατος, της
Αλµπέρτας που αφηγείται στο Τέταρτο Μέρος, Τόµος Α, κεφάλαιο 72.

«Όταν ο Μέγας Ανατολικός συναντάει το Αρνητικό του, τον εαυτό του όπως δεν ’θελε ποτέ να
τον ξέρει: ένα εγκαταλελειµµένο πλοίο-φάντασµα, που πλανιέται επί των υδάτων του Ωκεανού
– ή µήπως του Άδη; - κουβαλώντας πάνω του το µισόγυµνο κορµί µιας ωραίας νεαρής
γυναίκας που ’χει στα στήθη της ένα Μήνηµα καρφωµένο µ’ ένα µαχαίρι, ο Σκωτσέζος
συγγραφέας Μακ Γρκέγκορ είναι εκείνος που θα προσπελάσει το µυστικό της. Πρόκειται για
την τραγωδία ενός αιµοµικτικού έρωτα του Ιρλανδού ιατρού Ο’ Χάρα µε την εικοσάχρονη
κόρη του Αικατερίνη, που κατέληξε στη σφαγή της δεύτερης και την αυτοχειρία του πρώτου.
Η συνάντηση µε την αιµοµιξία είναι η συνάντηση µε το Ακατονόµαστο και η συνάντηση µε το
Ακατονόµαστο είναι συνάντηση Θανάτου. Αυτό µαρτυρά και η τραγική τύχη της
διδασκάλισσας Μαρίας. Παρά την απελευθέρωσή από τις αναστολές της στη διάρκεια της
τρικυµίας, µετά τη µοιραία συνάντηση µε το πλοίο-φάντασµα της αιµοµιξίας θα παραφρονήσει,
θα βουλιάξει στην ψύχωση, καθώς ταυτίζει τον ενταφιασµό της Αικατερίνης στα νερά του
Ωκεανού µε τον πνιγµό στο πηγάδι της Αλκµήνης, της πρώτης της ερωµένης, που
αυτοκτόνησε µπροστά στην κατακραυγή και την οργή του µισητού πατέρα της Μαρίας. Όλοι
σχεδόν οι επιβάτες του «Μεγάλου Ανατολικού» θα φτάσουν σ’ ένα Νέο Κόσµο. Μόνο η
Μαρία θα καταλήξει στον εγκλεισµό. Είναι το µαύρο σηµείο στο φωτεινό τοπίο.»135

«Η ανάλυση της οιδιπόδειας τραγωδίας της «Αλµπέρτα», και η αναγκαία ανάπτυξή της µέσα
από την αυτό-ανάλυση του Γεώργιου Μακ Γκρέγκορ δεν καταλήγει, µετά την συνάντηση µε
τον πατέρα και τη συµφιλίωση, στην εδραίωση του Νόµου. Το αντίθετο. Η ενοχή κυρήσσεται
ένοχη κι ο Νόµος τίθεται εκτός νόµου. Οι πιο ακραίες παραβιάσεις του Νόµου, η αιµοµιξία

133 Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Η «Προσωπική Μυθολογία» του Ανδρέα Εμπειρίκου και η


ψυχαναλυτική θεωρία στη λογοτεχνία
134 Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή

ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Αθήνα, Άγρα, 1995


135 Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή

ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Αθήνα, Άγρα, 1995

43
µετά φόνου του Θωµά Ο’ Χάρα ή η νεκροφιλία του Μπερτράν, είναι συνέπειες του ίδιου του
Νόµου και τον ισχυροποιούν»136. Το συµπέρασµα στο οποίο καταλήγει ο συγγραφέας
αυτοαναλυόµενος είναι ότι για να σωθούµε από την κατάρα του Νόµου χρειάζεται:
«µία και µόνη επαναστάτισσα πολύ µεγάλη, µια επανάστασις τα πάντα δυνάµενη να αναπλάση, µια εκ
βαθέων και εκ βάθρων επανάστασις – η επανάστασις του ¨Ερωτος, η επανάστασις του Ιµέρου».137

Η απελευθέρωση του Έρωτα, όπως εξηγεί παρακάτω ο Έντελµαν δεν είναι υποκατάστατο µια
καθολικής απελευθέρωσης αλλά ο «καλύτερος εγγυητής εις την λυσιτιλή επιδίωξιν
πραγµατοποιήσεως όλων των άλλων αλλαγών η µεταρρυθµίσεων των οποίων βεβαίως έχει ανάγκην
απόλυτον η βλακωδώς όσον και κατά το ανίερον τρόπον χειµαζόµενη ανθρωπότης». 138
«Η απελευθέρωση των καταπιεσµένων και εκµεταλλευόµενων ανθρώπων και πόθων οδηγεί
πέραν του Νόµου. Όχι πίσω, σε µια ζωώδη κατάσταση, αλλά στο πρώτο αληθινά ανθρώπινο
πολιτισµό, κάτω από τον Ήλιο της πέραν από το ∆ίκαιο ∆ικαιοσύνης που λάµπει ως αδάµας
ερωτικός.» 139 Και όπως µαρτυρά το ίδιο της το µαρτύριο της παραφροσύνης της
οσιοµάρτυρας του «Μεγάλου Ανατολικού», της Μαρίας, θύµα της Αλµπέρτας, η γη της
επαγγελίας δεν θα είναι παρά ένα φρενοκοµείο αν η γενιά του Οιδίποδα δεν λυτρωθεί από την
καταραµένη του κληρονοµιά. Κι ο Μέγας Ανατολικός είναι ο Αντι-Οιδίποδας και ο Αντι-
Οιδίποδας ταυτίζεται µε τον Μεσσία.

Αντίστοιχη ιστορία συναντάµε και στον ροµαντισµό στον Ξανθό Έκµπερτ του Τηκ. «Ο
Ξανθός Έκµπερτ, που έχει χαρακτηριστεί επανειληµµένως ως το κατ’ εξοχήν ροµαντικό
παραµύθι, επέχει θέση συνοπτικού πρωτοκόλλου του νέου οικογενειακού κώδικα των
ροµαντικών. Ενώ το µεσαιωνικό παραµύθι προωθεί τον συµβολικό κώδικα του γενεαλογικού
δένδρου των συγγενειών, ο ροµαντισµός µεταµορφώνει όλες τις φιγούρες του µυθιστορήµατος
σε µέλη µιας και αυτής οικογένειας. Το ζεύγος Έκµπερτ και Μπέρτα, αδέλφια από τον ίδιο
πατέρα, περιπίπτουν στο αµάρτηµα της αιµοµιξίας εν αγνοία τους. Ο Έκµπερτ δολοφονεί τον
ακροατή φίλο του, τον µάρτυρα της αιµοµικτικής σχέσης, ο οποίος θα µπορούσε να
δηµοσιοποιήσει το οικογενειακό µυστικό και να το καταστήσει έτσι κείµενο µιας παράδοσης
και µετά πεθαίνει και ο ίδιος όταν µαθαίνει από τη γριά µάγισσα ότι όλοι οι µάρτυρες της
ιστορίας του (Βάλτερ και Χούγκο) αποτελούν ενσαρκώσεις της και ότι η Μπέρτα είναι αδελφή
του. Αντί να εγγραφεί όµως το γενεαλογικό όνοµα (Μπέρτα) στη συµβολική τάξη, όπως
συνέβαινε στο ιπποτικό µυθιστόρηµα, ο Έκµπερτ «ξεψυχεί µε σαλεµένο µυαλό», την ίδια
στιγµή που οι φωνές της µητέρας φύσης (το γάβγισµα του σκύλου, το τραγούδι του πουλιού, η
οµιλία της γριάς) συγχέονται µε τα φαντάσµατά του στο αδιαφοροποίητο φάσµα του λευκού

136 Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή
ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Αθήνα, Άγρα, 1995
137
Εμπειρίκος Ανδρέας, Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Τέταρτον, τόμος Β΄,
σελ.88
138
Εμπειρίκος Ανδρέας, Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Τέταρτον, τόμος Β΄,
σελ.212
139 Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή

ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Αθήνα, Άγρα, 1995

44
θορύβου, ήτοι στην παράνοια. Και παρ’ ότι «τον κυνηγούσε πάντα αυτή η τροµακτική
σκέψη», ποτέ του δεν κατάφερε να «αισθανθεί» (αδυναµία ερµηνευτικής!) το θανάσιµο
αµάρτηµα της αιµοµιξίας που η ίδια η γλώσσα επέτασσε και ονόµαζε ανέκαθεν. Το τροµερό
µυστικό αποκαλύπτεται στο τέλος της ιστορίας από µια µάγισσα, η οποία αποτελεί το σηµείο
φυγής όλων των φαντασµάτων του παιδαριώδους άτεκνου ζεύγους. Απόλυτη κυρίαρχη
µητρική φιγούρα στο επίπεδο του περιεχοµένου, η µάγισσα υποκαθιστά τους γονείς που η
Μπέρτα είχε εγκαταλείψει εξαιτίας της αυστηρότητας του πατέρα για να δραπετεύσει σε έναν
παραµυθένιο κόσµο µακριά από τον συµβολικό νόµο κοντά στην αρχαϊκή µητέρα (φύση), η
οποία ήταν η µόνη που επέτρεπει στα παιδιά της ροµαντικής κουλτούρας να εκπληρώσουν την
επιτακτική εντολή για ατοµική δηµιουργικότητα, όπως αυτή τους ενεγράφη από το νέο
σύστηµα κοινωνικοποίησης.»140

140 ∆ιονύσης Καββαθάς, «Το βρώμικο μυστικό. Φαλλός, φύση και αιμομιξία στη λογοτεχνία του
γερμανικού ρομαντισμού», Το ΒΗΜΑ, 1-4-2007

45
8. Η ουτοπία της κοινότητας, της αδερφότητας, της οικουµενικότητας

Ο Ficthe ήταν εκείνος που θα ανέπτυσσε το ευρύτατο εκείνο όραµα που έµελλε να
κατακυριεύσει τη φαντασία των ροµαντικών. Σύµφωνα µ’ αυτό, «το µόνο πράγµα που αξίζει
είναι η αποκάλυψη της ουσίας ενός συγκεκριµένου Εγώ, η δηµιουργική δραστηριότητα αυτού
του Εγώ, το γεγονός ότι το Εγώ επιβάλλει µορφές στην ύλη, διεισδύει σε διάφορα πράγµατα,
δηµιουργεί αξίες και αφοµοιώνεται από αυτές. Το Εγώ δεν ταυτίζεται πλέον µε το άτοµο, αλλά
µε µιαν υπερπροσωπική οντότητα (µια κοινότητα, µιαν Εκκλησία, ένα κράτος, µια τάξη) η
οποία προσλαµβάνει τη µορφή µια τεράστιας και αυθαίρετης προελαύνουσας βούλησης και
επιβάλλει την προσωπικότητα της όχι µόνο στον εξωτερικό κόσµο, µα και στις ίδιες τις
συνιστώσες της».141

Ωστόσο µεταξύ των Γερµανών Ροµαντικών – από τον Herder µέσω του κύκλου της Ιένας τη
δεκαετία του 1790 µέχρι τον Hegel-, το έθνος ήταν εκείνο που θεωρήθηκε ως η αποφασιστική
µορφή της ηθικής κοινότητας. «Ο Εθνικός χαρακτήρας», «το πνεύµα του λαού» (Volksgeist),
«το οργανικό κράτος», αν και συνιστούν µονάχα µια ιδιαίτερη, και όχι αναπόφευκτη,
εφαρµογή της γενικότερης αναγνώρισης της ηθικής σηµασίας του ανήκειν των ροµαντικών
συνδέθηκαν αποκλειστικά µε τη ροµαντική πολιτική σκέψη. Αυτή η εξαπλούστευση στην
εξίσωση κοινότητας και έθνους142, η οποία έγινε όχι µόνο από τους µετέπειτα µελετητές του
ροµαντισµού αλλά και από πολλούς ροµαντικούς της εποχής εκείνης, οδήγησε στο ν’ αγνοηθεί
το εύρος του αισθήµατος του ανήκειν και της αξίας της ηθικής κοινότητας, όπως αυτή είχε
εκφραστεί από ροµαντικούς στοχαστές, όπως ο Ficthe ή για κάποιους τhς Fruhromantik.

Για την Fruhromantik, ο µύθος, µία από τις ροµαντικές στρατηγικές επαναµάγευσης του
κόσµου, ιδιαίτερη θέση δεν κατέχει ο «εθνικός-γερµανικός» αλλά ανθρώπινος-οικουµενικός
µύθος. Στο µάθηµά του στο Βύζρτζµπουργκ (1804), ο Σέλλινγκ εξηγούσε: «Η µυθολογία δεν
είναι δηµιούργηµα του ατόµου, ούτε καν του είδους, αλλά ενός είδους κυριευµένου και
διαπνεόµενου από ένα καλλιτεχνικό ένστικτο. Η δυνατότητα µιας µυθολογίας µας παραπέµπει
σε µια απαίτηση ακόµη πιο υψηλή. Η ανθρωπότητα πρέπει να ξαναγίνει ενιαία, τόσο γενικά
όσο και ειδικά. Μας λείπει µια οικουµενική µυθολογία, εφοδιασµένη µ’ ένα καθολικό
συµβολισµό». Ο Σλέγκελ επίσης, στον Λόγο περί µυθολογίας (1800), ονειρεύεται µια
µυθολογία χωρίς σύνορα, που θ’ αναζητούσε την έµπνευσή της όχι µόνο στην ευρωπαϊκή
λογοτεχνία και στην αρχαιότητα αλλά και στους «θησαυρούς της Ανατολής» και στην Ινδία,
καταλήγοντας έτσι σε µια οικουµενικότητα»143

141 Isaiah Berlin, Οι ρίζες του Ρομαντισμού, (1999), Scripta, 2002


142 Τσαρλς Λαρμόρ, Η ρομαντική κληρονομιά, (1996), Αθήνα, Πόλις, 1998
143 Michael Lowy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία, (1992) Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις,

1999

46
Και στις δύο περιπτώσεις βλέπουµε η ηθική κοινότητα να υπερβαίνει, όχι τυχαία αλλά εκ
προθέσεως, τη σφαίρα των εθνικών διαφορών και ν’ ανάγεται σε µια οικουµενική αδερφότητα.

Ο Ανδρέας Εµπειρίκος µαζί µε τον ήρωά του Ιούλιο Βερν144 στη βιβλιοθήκη του Μεγάλου
Ανατολικού ονειρεύεται τη Νέα Ιερουσαλήµ σαν αταξική ερωτική Παγκόσµια Συµπολιτεία.
Αργότερα ο ποιητής θα την ονοµάσει Οκτάνα. Σε κάθε περίπτωση, ο απελευθερωµένος Ίµερος
λειτουργεί, όπως τονίζει ο Έντελµαν, ως εγγυητής των γενικότερων κοινωνικών και

144 Ο Ανδρέας Εμπειρίκος τοποθετεί στο μυθιστόρημά του, στο Μέγα Ανατολικό, ένα αγαπημένο
του ιστορικό πρόσωπο, τον συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Ιούλιο Βερν. Η παιδική του
μνήμη», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης, «ήταν γεμάτη από τις παλαιές μεταφράσεις του Ιούλιου
Βερν που τις καταβρόχθιζε με βουλιμία και που είχανε συνδέσει μια για πάντα μέσα στην
τρυφερή ψυχή του την δίψα για περιπέτεια και για περιπλάνηση σε περιοχές ανεξερεύνητες με
τις καθαρά ποιητικές του παρορμήσεις». Στην ιδιαίτερη αυτή αγάπη που είχε ο Ανδρέας
Εμπειρίκος με το έργο του Ιούλιου Βερν μπορούμε να δούμε και μια ακόμα απόδειξη της
στενής σχέσης του με τον Ρομαντισμό. Σύμφωνα με τον Νικόλα Σεβαστάκη «ο ρομαντικός
τόνος του Ιούλιου Βερν πρέπει να αναζητηθεί στο αίτημα για συνάντηση με το αναπάντεχο
μέσα στο αισθητό, για την ανασκαφή της υψηλής εμπειρίας μέσα στην πρόζα των
αντικειμένων του κόσμου, για την αναζήτηση του μυστηρίου στην προσωπικότητα και στα
φυσικά φαινόμενα. Στους ήρωες του Βερν διασταυρώνονται η ρομαντική δίψα του απείρου, το
περιπετειώδες Εγώ του πιονέρου αποικιστή και η ορθολογική μονομανία του σύγχρονου
ερευνητή. Ακόμη και στους ορθολογικούς και «θετικιστικούς» χαρακτήρες του, όπως ο
μηχανικός Κύρος Σμιθ στη Μυστηριώδη νήσο ή σε κωμικές φιγούρες όπως ο Πασπαρτού στον
Γύρο του Κόσμου σε ογδόντα μέρες δεν λείπει ποτέ αυτή η χάρη αινιγματικού. Αλλά
περισσότερο από τα πρόσωπα, η ουσία στον μυθοπλάστη Βερν βρίσκεται στις ευφυείς
ανατροπές του χώρου και του χρόνου. Αυτές οι μετατροπές μπορεί να μεταμορφώσουν μια
επιστημονική αποστολή σε μυητικό ταξίδι και μια εξερευνητική περιπέτεια σε σταδιακή
συνάντηση με το καταγωγικό μυστήριο του κόσμου. [..] Ό,τι άλλωστε αποκαλούμε
«επιστημονική φαντασία» είναι ίσως μια κοινόχρηστη σύμβαση μέσα στην οποία εμείς οι
σύγχρονοι αποθέσαμε το νεκρό σώμα της ουτοπίας. Αυτό που έκανε εν τέλει ο Βερν μαζί με το
παράξενο συνάφι των ηρώων του, τις μηχανές, τους ωκεανούς και τα νησιά του, είναι το
αντίθετο: διατήρησε ζωντανό το δίπτυχο παιχνίδι της ουτοπίας, την κίνηση προς τα πίσω, που
είναι επίσης προσδοκία και υπόσχεση μιας διαφορετικής εκδοχής για το μέλλον του ανθρώπου
και του πολιτισμού.» (Νικόλας Σεβαστάκης, Μετρ των επικίνδυνων αποστολών, ΒΗΜΑ, 22-0-
2003)
Στο μυθιστόρημα ωστόσο, ο Ιούλιος Βερν αντιπροσωπεύει τους ανθρώπους, ίσως και μία από
τις πολλές πτυχές του συγγραφέα, που αν και διαθέτουν φαντασία αδυνατούν να ζήσουν την
πραγματικότητα, ίσως γιατί η φαντασία τους πηγάζει από μια «σεμνότητα και συγκράτηση».
∆εν είναι τυχαίο που ο Ανδρέας Εμπειρίκος βάζει τον Ιούλιο Βερν να συλλαμβάνει την ιδέα της
γέννησης του Βιβλίου του «Η Πλωτή Πόλη» αμέσως μετά από την αποτυχημένη προσπάθεια
του να ικανοποιήσει την ερωτική του επιθυμία:
«∆ια µίαν στιγµήν ο Ιούλιος Βερν έκλεισε τα µάτια του και αµέσως τα ήνοιξε πάλιν. «∆ιατί, µόνο µε την
φαντασία µου, να τη γαµώ;» είπε µονολογών ενδοµύχως ο µέγας συγγραφεύς. «∆ιατί όχι και εις την
πραγµατικότητα, αφού συµµερίζοµαι τις ιδέες του Έντελµαν και του Μπερτιέ, και προδήλως – ύστερα από
όσα ήκουσα – και της ίδιας της Τζέην; ∆ιατί να µη δηµιουργήσω, δια της αµέσου δράσεως, εδώ, επί του
ωραίου πλοίου, µίαν επί πλέον θεσπέσιαν π ε ρ ι ο χ ή ν Π α ρ α δ ε ί σ ο υ, επί και εντός του πλοίου αυτού,
του οποίου το όνοµα – τώρα το έβλεπε, δια πρώτην φοράν, ο Ιούλιος Βέρν – συµβολίζει τον Έρωτα;»
(Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα, 1992, Μέρος Πέμπτον, τόμος Η΄, σελ.233)

47
πολιτισµικών αλλαγών. Στον Εµπειρίκο η ερωτική και κοινωνική απελευθέρωση όχι µόνο
είναι αλληλένδετες αλλά επέρχονται ως ποιοτική ρήξη της συνέχειας µέσα στην Ιστορία των
ταξικών κοινωνιών και της «∆υσφορίας µέσα στον Πολιτισµό», ως υπέρβασή τους.» 145 Στο
σύνολο του έργου του ενυπάρχει το όραµα ενός άλλου κόσµου κι ενός άλλου συστήµατος
ζωής. Όπλα για αυτήν την αλλαγή είναι ο ερωτισµός, ο ηδονισµός, η αρχή της ευχαρίστησης
εναντίον της αρχής της πραγµατικότητας της αιτίας, η επιθυµία, το ελεύθερο ξετύλιγµα της
σεξουαλικής ενόρµησης, ο έρωτας, η αγάπη. Η οικουµενική διάσταση και η πρόθεση της
ενότητας του κόσµου µέσα από τον έρωτα συνιστούν τον κυρίαρχο άξονα.

«Είναι αυτονόητο πως αυτό το πλωτό νησί, αποµονωµένο µέρες ολόκληρες µεσοπέλαγα και
κατοικηµένο από εκκεντρικούς ταξιδιώτες, έπαιρνε το σχήµα µιας νοµαδικής ουτοπίας, µιας
µεγάλης ερωτικής αδελφότητας. Όπως ο Μπρετόν και ίσως κάτω από την επίδρασή του, ο
Εµπειρίκος γνώριζε τις κοινωνικές και ελευθέριες θεωρίες του Σαρλ Φουριέ και ο Μέγας
Ανατολικός µετατράπηκε σ’ ένα νέου τύπου [κατά Φουριέ} «φαλανστίριο» που έπλεε.»146
«…και ως δοξαστικοί αίνοι, αφ’ ενός προς το ατοµικόν µουνίδιον της γαµούµένης κορασίδος, όσον
και προς το οικουµενικόν µουνί απασών των γυναικών, και, αφ’ ετέρου, ως ύµνοι προς την
υπερατοµικήν, οικουµενικήν όλων ανεξαιρέτως των καλών αρρένων…»147

145 Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατάπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή
ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Άγρα, 1995
146 Jacques Lacarriere, Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας, Χατζηνικολή, 2001

147 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα, 1992, Μέρος Πέμπτον, τόμος Η΄, σελ.210

48
9. Το «µέγα τραύµα της ιστορίας» ή το άγγιγµα του θανάτου

«Μόνον έτσι ησθάνετο ο λόρδος Κλίφφορντ, ότι ολοκληρούται η ζωή. ∆ια του Έρωτος, δια της Νίκης. Μόνον
έτσι ησθάνετο ο Άγγλος ευ̟ατρίδης, ότι αντιµετω̟ίζεται και ο θάνατος µε ελαφράν την καρδίαν.»

«Τοιούτοι θάνατοι, δεν είναι θάνατοι, αλλά µια ε̟ί ̟λέον νίκη, και οι ̟ί̟τοντες εν ηδονή, δεν είναι ̟οτέ νεκροί,
αλλ’ άστρα ̟ου σελαγίζουν εσαεί εις φως αθανασίας» Ανδρέας Εµ̟ειρίκος 148

Ο Ανδρέας Εµπειρίκος διαµορφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1920 έως ’30 και είναι µία από τις
σπάνιες περιπτώσεις, σε παγκόσµια ίσως κλίµακα, που το κλίµα και οι ιδέες της εποχής αυτής
τον συνόδευσαν επί τέσσερεις τουλάχιστον δεκαετίες χωρίς καµία σχεδόν παραλλαγή. Την
περίοδο εκείνη τα σπέρµατα του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου που υπήρχαν µέσα στις αντιφάσεις
των καιρών και τις ιδεολογίες (φασισµός, χιτλερισµός, κεφαλαιοκρατικός λιµπεραλισµός,
αποικιοκρατικός αµοραλισµός και ρατσισµός) αντισταθµιστικά ή οπωσδήποτε αλλιώς
εύρισκαν στην τέχνη όλες σχεδόν τις εκρήξεις: φουτουρισµός, ντανταϊσµός, γερµανικός
εξπρεσιονισµός, αφαιρετισµός, ψυχαναλυτισµός, µαρξισµός, κι άλλα παλιά δαιµόνια εν εξάρσει
και, φυσικά ο υπερρεαλισµός, καθώς τα πάντα περνούσαν την προφητική και µεσσιανική149
τους διάσταση. 150

Όπως µας πληροφορεί ο Οδυσσέας Ελύτης στο βιβλίο του Αναφορά στον Ανδρέα Εµπειρίκο τη
δεκαετία αυτή είτε από επιλογή είτε από «αντίδραση» κάποιες φορές ο συγγραφέας του
Μεγάλου Ανατολικού θα ασπασθεί ιδέες της εποχής που θα τον φέρουν σ’ αντίδραση µε το
οικογενειακό του περιβάλλον: «Εάν υπολογίσει κανείς πως για µιαν ολόκληρη δεκαετία, από
το 1921 έως το 1931, όπου εντέλει επιστρέφει στην Αθήνα, ο Ανδρέας Εµπειρίκος ζει και
κινείται ανάµεσα στο Λονδίνο, τη Λωζάννη, το Παρίσι και Cap-Estel, θα καταλάβει πως, ένα
τόσο µεγάλο άνοιγµα του διαβήτη επέτρεψε να περάσουν – έστω και από αντίδραση κάποτε -
µορφές ιδεολόγων και ανατροπέων που ασκήσανε αδιαφιλονίκητη γοητεία επάνω του, όπως ο

148 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Τρίτον, τόμος Β΄,
σελ.202
149
Μια γενιά Εβραίων διανοούμενων, όπως ο Heine, o Marx, o Freud, o Kafka, o Ernst Bloch, o
Walter Benjamin, που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του τελευταίου τέταρτου του 19ου αιώνα,
τα γραπτά των οποίων αντλούν ταυτόχρονα από γερμανικές πηγές (το ρομαντισμό) και
εβραϊκές (το μεσσιανισμό), αρθρώνουν γύρω από την εβραϊκή (καβαλιστική) ιδέα του Tikkoun,
πολύσημος όρος ο οποίος σημαίνει ταυτόχρονα: λύτρωση (Erlosung), αποκατάσταση
(restitution), επανόρθωση (reparation), μεταρρύθμιση (reforme), επανεγκαθίδρυση
(retablissement) της χαμένης αρμονίας.. (Michael Lowy, Λύτρωση και ουτοπία, (1988), Αθήνα,
Ψυχογιός, 2002)
150 Αριστοτέλης Νικολαϊδης, «Η οργασμική «ιδεολογία» του Εμπειρίκου και η ποίηση του»,

Χάρτης, τευχ.17/18, Νοέμβριος 1985

49
Μαρξ και ο Έγγελς, ο Πλεχάνωφ και ο Κάουτσυ, ο Κροπότκιν και ο Μπακούνιν και πως, µε
τη βαθµιαία ωρίµανση, έφτασε να εντοπιστεί στην τριάδα Φρόυδ – Τρότσκυ – Μπρετόν».151
Μιλώντας δια στόµατος του Ανδρέα Σπέρχη, µιας από τις πολλές περσόνες του ποιητή στον
«Μέγα Ανατολικό», αλλά και της πιο κοντινής στο πρόσωπο του Ανδρέα Εµπειρίκου,
αναφέρεται και σ’ άλλους συγγραφείς που τον επηρέασαν:
«µεταξύ του 17ου και 18ου έτους της ηλικίας του, ο Έλλην ποιητής έγραψε τα πρώτα του ποιήµατα άτινα έφεραν
καταφανώς την σφραγίδα της επ’ αυτού επιδράσεως εν µέρει του ∆ιονύσιου Σολωµού και, έτι µάλλον του
Ανδρέα Κάλβου.[…] Εις το Λονδίνο εγνώρισε τα έργα τριών µεγάλων ποιητών που ηγάπησε και εθαύµαζε
έκτοτε εις µέγιστον βαθµόν – τουτέστιν τα έργα William Blake, του Καρόλου Μ̟ωντλαίρ και του Walt Whitman,
χωρίς να µιµήται όµως κανένα εκ των τριών, παρά την επίδρασιν που είχε επ’ αυτού το πνεύµα, ιδίως του
πρώτου και του τελευταίου.»152

Όπως και οι ροµαντικοί επηρεάστηκαν από την Γαλλική Επανάσταση και τους
Ναπολεόντειους πολέµους, έτσι και ο Εµπειρίκος την εποχή εκείνη επηρεάστηκε απ’ τη
πολιτισµική επανάσταση της εποχής του και τη µυθολογία της, όπου όλα φαίνονταν δυνατά,
εκρηκτικά και πραγµατοποιήσιµα στις αντιθέσεις τους.153Η λατρεία του πρωτόγονου, του
αρχέγονου, του πρωτογενούς και η επαναφορά του µύθου στο προσκήνιο αποτέλεσαν τον
πυρήνα ή την πρώτη αποτύπωση των παραπάνω ιδεολογιών της ηδονής και της

151 Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Ύψιλον, 1980


152 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Άγρα, 1992, Μέρος Πέμπτον, τόμος Η΄, σελ.147
153
Αν και γνωρίζουμε από πολλές μαρτυρίες, τόσο στο Μέγα Ανατολικό, όσο και δια
στόματος του ίδιου του Ανδρέα Εμπειρίκου, πως ο συγγραφέας στη συνέχεια της ζωής
του απαρνήθηκε τη ρώσικη επανάσταση και τον κομμουνισμό. Όταν το 1962 ο Ανδρέας
Εμπειρίκος μαζί με τους Οδυσσέα Ελύτη και τον Θεοτοκά δέχονται την πρόσκληση της ΕΣΣ∆
και επισκέπτονται την Ρωσία, το ταξίδι αυτό πέρα από τις παιδικές του μνήμες ξυπνά στον
Ανδρέα Εμπειρικό και τα νεανικά του διλήμματα:
«Το ταξίδι µου στη Ρωσσία, αν και δεν ολοκληρώθηκε ακόµη , µε απεγοήτευσε βαθύτατα και µε γέµισε µε
µεγάλη θλίψι και µε µεγάλες ανησυχίες. Νοµίζω ή µάλλον αισθάνοµαι, ότι όλα αυτά που έγιναν και γίνονται
στην ΕΣΣ∆ είναι µάταια – εκτός ίσως που εξυπηρέτησαν το lumpen proletariatο αυτού του αφαντάστως
πλουσίου τόπου και τους αρχοµανείς εκ των επαναστατών που σήµερα αποτελούν το καθεστώς». […] «Με
την ψυχή στα χείλη µου, διερωτώµην στην ηλικία που έφθασα αν έκανα καλά ή άσχηµα (φιλειρηνικώς και
πνευµατικώς) που γύρισα την ράχη µου στον Μαρξισµό και εγκατέλειψα την Επανάστασι, που τόσο φλόγιζε
τα νεανικά µου χρόνια, όταν ο Λένιν κήρυχνε ακόµη και ο Στάλιν ετοίµαζε την διαρπαγή της εξουσίας
ολίγον κηδόµενος της αγνής ιδεολογίας.» […] «Έλεγα και ξανάλεγα καθ’ όλην την διάρκεια του διάπλου:
«Υπάρχει ο Μαρξ, µα και η σαρξ», και µε δύο φίλους έφθασα εις την ΕΣΣ∆, µε το ατµόπλοιον «Φελίξ
Ντζερζίνσκυ», σκεπτόµενος εντατικώς τα παιδικά µου χρόνια, την τόσο αγαπητή σε µε Ρωσσία και τον
Οκτώβριο του 1917, τον νεανικό µου Μαρξισµό και την µετέπειτα ειλικρινή µου άρνησι του επιστηµονικού
δογµατισµού του. [..] ∆εν είµαι πιστός του Μαρξισµού, και είµαι παροιµιωδώς πρόσωπον και ψυχή βαθέως
αντιπολιτική (διότι η πολιτική δεν πάει ποτέ µαζύ µε την αλήθεια και επί πλέον µετέρχεται συστήµατα και
τρόπους σε κάθε σηµείο της γης, πράγµατα που ως άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να τα δεχθώ)… »153

50
αυτοπραγµάτωσης, οι οποίες συχνότατα συνυφαίνονται µε κάθε λογής µυστικισµού και
εξωτισµούς.

Ο µύθος, που µετά από σχετικώς µακρά παραµονή στο περιθώριο της ιστορίας των ιδεών
τιµάται πάλι από τον λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό µοντερνισµό, αναλαµβάνει τώρα την
αποστολή ν’ αντικαταστήσει τις ρηχές επιστηµονικές εξηγήσεις της νόησης µε καλύτερες και
να συναρµόσει ξανά σε οργανική ενότητα το σύµπαν. Ταυτόχρονα απευθύνεται στη βαθύτερη
και πιο αρχέγονη διάσταση της ανθρώπινης ψυχής για να την κινητοποιήσει και να την κάνει
να µιλήσει. Ο µύθος του κόσµου ή η ψυχή µπορούσαν να εξουσιάζονται από κάτι δαιµονικό ή
ζωφερό, εξ ίσου δυνατή ήταν όµως η κυριαρχία του εκ καταγωγής καλού και αδιάφθορου, που
εκθειαζόταν σε ουτοπικά, εξωτικά ή ειδυλλιακά σχεδιογραφήµατα.

Μιαν ιδιαίτερα σηµαντική ανάµεσα στις πολλές του µεταµορφώσεις γνώρισε το µυθικό-
αρχέγονο ή ανορθολογικό-διονυσιακό στοιχείο στην ντανταϊστική και σουρρεαλιστική
πρωτοπορία, όπου κάτω από την επίδραση της ψυχαναλυτικής διαδικασίας υµνήθηκε ως
ελεύθερος συνειρµός, φαντασία ή όνειρο, ενώ συνάµα η ανακάλυψη της λειτουργίας του µέσα
στην ψυχή συνδέθηκε µε το αίτηµα της απελευθέρωσης των καταπιεσµένων ψυχικών
δυνάµεων και της αποδέσµευσης της δηµιουργικότητας του ατόµου (εδώ είναι φανερό πως
έχουµε να κάνουµε µ’ ένα καθαρό ροµαντικό αίτηµα). Όχι τυχαία οι ιδέες τούτες- και πάλι
ανάµικτες µε διάφορους ανορθολογισµούς και εξωτισµούς – επανακαλύφθηκαν ακριβώς από
την πολιτισµική επανάσταση της δεκαετίας του 1960 και του 1970 και έπαιξαν σηµαντικό
ρόλο στη διαµόρφωση της ιδέας της αυτοπραγµάτωσης.

Είναι εµφανές πως οι υπερρεαλιστικές ιδέες και αντιλήψεις που ευαγγελίζεται ο Ανδρέας
Εµπειρίκος συγγενεύουν µ’ αυτές της πολιτισµικής επανάστασης της δεκαετίας του 1960 και
του 1970. Για τους υπερρεαλιστές, αλλά και γενικά για την πρωτοπορία, η άγρια αποδέσµευση
του γενετήσιου ενστίκτου, δεν οικτίρεται ως υποδούλωση του έλλογου µέρους του ανθρώπου,
αλλά υµνείται ως απελευθέρωση του όλου ή του «αληθινού» ανθρώπου και αναπτύσσεται
ένας µυστικισµός της σάρκας, που παρουσιάζει τη γενετήσια πράξη ως λυτρωτική αναβάπτιση
του ατόµου στις άδολες πηγές της ζωής. Σε θετικό φως εµφανίζεται η ανατίµηση του
ασυνείδητου και ανορθολογικού και στις περιπτώσεις όπου στις άγονες αναστολές του Λόγου
αντιπαρατίθεται η απελευθερωτική επήρεια του ονείρου και της φαντασίας. Αν όµως οι
πραγµατικοί µηχανισµοί της ανθρώπινης σκέψης εν γένει βρίσκονται στο όνειρο, τότε δεν
υπάρχει Λόγος ικανός να τα βγάλει πέρα µε τις δυνάµεις του ενστίκτου. Η κυριαρχία του
ενστικτώδους και του ανορθολογικού λοιπόν αναγκαστικά απέκοψε το άτοµο από τις
κοινωνικές και πολιτικές του συνάφειες και το ξανάριξε στις σκοτεινές περιοχές της ύπαρξής
του, όπου δεν µπορούσε παρά να ήταν µόνο του. Με παρόµοιο τρόπο και η λεγόµενη γενιά
των beat, δηµιουργούσε µια ιδεολογία στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν η επιστροφή στη
φύση, η απόρριψη της τεχνικής και τη βίας, η µια µυστικιστική διερεύνηση της συνείδησης
καθώς και η αποθέωση της γενετήσιας σχέσης.

51
Εκείνο όµως που είναι αφάνταστο είναι πόσον ο Εµπειρίκος έµεινε προσκολληµένος µέσα σ’
αυτό το κλίµα της εποχής αυτής «σαν ένας αιώνιος νοσταλγός, και σχεδόν εν αθωότητι, µαζί
µε τα “παιδιά των λουλουδιών” της δεκαετίας του 1960 και λίγο πιο πριν µε το κίνηµα των
“Μπεάτων”, όπως τους αποκαλούσε, µαζί µε τους Κερουάκ, Γκίνσµπεργκ και Κόρσο, τους
ξεχασµένους µπίτνικς τον Χένρι Μίλερ, τον Ιησού Χριστό, τον Μωάµεθ, τον Φρόιντ, τον
Μπακούνιν, τον Άγγελο Σικελιανό,τον Νίτσε άλλα και τον Νοβάλις, ο Εµπειρίκος θα συνεχίσει
ακάθεκτος να οραµατίζεται «τη δηµιουργία ενός ελεύθερου, αταξικού, ερωτικά
απελευθερωµένου κόσµου. Συνεκτική ουσία αυτού του νέου κόσµου θα είναι ο απόλυτος
ερωτισµός, που κάποτε εκφράζεται µε γλώσσα θρησκευτικού φανατισµού, και χώρος
πραγµατώσεως του οράµατος, η Νέα Πόλη, που µε την πάροδο του χρόνου αποβάλλει τα
συγκεκριµένα, εθνικά ονόµατα της Ιερουσαλήµ, του Ιούτας, της Γρανάδας και παίρνει το
υπερεθνικό όνοµα Οκτάνα.»154

Το ίδιο προσκολληµένος, το ίδιο ακάθεκτος ο Ανδρέας Εµπειρίκος θα συνεχίσει και επί ένα
τέταρτο του αιώνα να γράφει και να ξαναγράφει ένα απέραντο ερωτογράφηµα, ένα κοινώς
(και κακώς) λεγόµενο “πορνογράφηµα”155, κάτι που παραµένει ακόµα και σήµερα αίνιγµα για
πολλούς µελετητές του έργου του: γιατί ένας αναµφίβολα µεγάλος ποιητής να αναλώσει τόσο
πνευµατικό µόχθο σ’ ένα τέτοιο εγχείρηµα;

Ο δοκιµιογράφος Σάββας Μιχαήλ προτείνει µία ερµηνεία γι’ αυτήν την αδιάκοπη γραφή και
επανεγγραφή του Μεγάλου Ανατολικού θεωρώντας το έργο ως µια ταυτόχρονη επεξεργασία
του πένθους των Κρώρων και του πένθους της αποκοπής του Εµπειρίκου από το Μαρξισµό και
τη διακοπή της ψυχαναλυτικής κλινικής πρακτικής156. «Ένας τέτοιος ανεξάντλητος
πνευµατικός µόχθος δεν µπορεί να πηγάζει από την ανάγκη απλώς µια λογοτεχνικής παιδείας,
έστω ερωτικής. Από µια πληγή που όσο κι αν αιµάσσει ούτε κλείνει, ούτε εξαντλείται το αίµα
της».157

Θα σταθούµε σ’ αυτήν την ερµηνευτική εκδοχή του Σάββα Μιχαήλ µιας και αυτή θα
αποτελέσει το διαµεσολαβητή για ν’ αναπτύξουµε το επιχείρηµά µας πως πίσω από την
εµπειρίκεια ουτοπία, πίσω από την νεοροµαντική κοσµοθεωρία του κρύβεται όχι απλά το
«µέγα τραύµα της Ιστορίας158» όπως διατείνεται ο Σάββας Μιχαήλ, αλλά τρεις καθαρά

154 Αριστοτέλης Νικολαϊδης, «Η οργασμική «ιδεολογία» του Εμπειρίκου και η ποίηση του»,
Χάρτης, τευχ.17/18, Νοέμβριος 1985
155 Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Ανδρέας Εμπειρίκος: Ρηξικέλευθο σχολείο ποιητών», ΤΑ ΝΕΑ,

27-5-2000
156 Μιχαήλ Σάββας, Πλους και κατ’ άπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή

ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Άγρα, 1995


157 Σάββας Μιχαήλ, «Επί της πηγής της τικτούσης αβύσσους…» Ο Ανδρέας Εμπειρίκος in fine

saeculi adieu a Gillies Deleuze”, στο Ελληνικός μεταπολεμικός Υπερρεαλισμός, Πανεπιστήμιο


Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Πάτρα, Εκδόσεις περί τεχνών, 2005
158
Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατ’ άπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή
ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Άγρα, 1995

52
ροµαντικές έννοιες: η απαισιοδοξία, η θλίψη, ο φόβος του θανάτου, που στην περίπτωσή µας,
του Ανδρέα Εµπειρίκου, η νεωτερικότητα είναι αυτή που τις εµφυσεί στο σύγχρονο άνθρωπο
ως αρνητικότητα της ατοµικότητάς του.

Είναι γνωστό πως στους ροµαντικούς το µοτίβο του θανάτου, είτε µε τη µορφή της νεκρής
αγαπηµένης, όπως στη Λίµνη του Λαµαρτίν είτε µε τη µορφή του νεκρού παιδιού, όπως στο
Εξωτικό του Γκαίτε, είτε µε πλείστες όσες µορφές, επανέρχεται συχνά στα ροµαντικά
ποιήµατα για να δηλώσει την αγωνία των ποιητών απέναντι στο πεπερασµένο της ζωής και
την αµείλικτη φθορά του χρόνου. Η συνεχής πάλη µε αυτή τη δαιµονική µορφή του χρόνου, ο
οποίος παρέρχεται τάχιστα και αφανίζει τα πάντα ανεπιστρεπτί, οδηγεί τους ποιητές σε µια
αίσθηση πρόωρης γήρανσης, τάσεις αυτοκτονίας, απόλυτη µελαγχολία, ο ροµαντικός
προσδοκά το βίαιο θάνατο και η ασφυκτική ψυχική του κατάσταση συνδυάζεται µε το
φλογερό πόθο, την απογοήτευση και την εξαπάτηση.

Όπως εξηγεί η Lilian Furst: «αυτή η ψυχική κατάσταση µπορεί να δηµιουργείται, εκτός από την
αγωνία του θανάτου, και από την κακή σχέση του ατόµου µε το περιβάλλον. Μια τέτοια σχέση
µπορεί να δηµιουργηθεί όταν οι απαιτήσεις του εγώ αποκτούν δυσανάλογη σηµασία, στην
οποία υποτάσσονται τα πάντα. Αν οι επιθυµίες του µένουν ανικανοποίητες, το άτοµο κλείνεται
στον εαυτό του και αναπτύσσει µια αίσθηση θλίψης - εξού και οι θλίψεις του νέου Βέρθερου –
ένα Weltschmerz που στην ουσία είναι µια µορφή εγωιστικού Ichschmerz (αυτοοικτιρµού). Η
ανικανότητα να προσαρµόσει το εγώ στις απαιτήσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος, η
παραφωνία και η ένταση ανάµεσα στο ιδεώδες και στο πραγµατικό είναι η ουσία του
βερθερισµού, του Weltschmerz (της Θλίψης του αιώνα).»159

Όπως επισηµαίνει και ο Σάββας Μιχαήλ: «όσοι κατά καιρούς διατύπωσαν την άποψη ότι ο
Εµπειρίκος είναι ένας αισιόδοξος και φωτεινός συγγραφέας, ένας αισιόδοξος άνθρωπος
δηλαδή που διαλαλεί σε κάθε ευκαιρία τις χαρές του έρωτα, αγνοώντας επιδεικτικά τη
σκοτεινή πλευρά των πραγµάτων, θα πρέπει να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους. Έτσι κι
αλλιώς το ως σήµερα δηµοσιευµένο έργο του είχε πείσει πολλούς από εµάς ότι κάτω από τη
φαινοµενική αισιοδοξία, κάτω από τους λαµπρούς οραµατισµούς και διακηρύξεις, κρύβεται
µια αρκετά έντονη απαισιοδοξία.»160

Εξάλλου οι ηµερολογιακές εγγραφές του ποιητή µας αποκαλύπτουν καθαρά τουλάχιστον πως
σε αρκετές φάσεις του βίου του υποφέρει από βαρύτατη κατάθλιψη. «Φοβάµαι», οµολογεί, «ότι
είµαι ένας maniaque-depressif, ήπιας µάλλον, αλλά αρκετά οχληράς µορφής. Χρόνια τώρα υποφέρω
από αυτήν την κατάστασι. Το µόνο που µε σώζει είναι το «equanil», όταν η κρίσις είναι ισχυρά – ιδίως
όταν έχω άγχος.». Η κατάσταση αυτή φαίνεται να επιδεινώνεται στη Ρωσία: «Αισθάνοµαι µία
κατάθλιψι που δεν µπορώ, παρά τις προσπάθειες µου να την κατανικήσω, και η κατάθλιψις αυτή, που

159 Lilian Furst, H προοπτική του ρομαντισμού, (1969, 1979), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001
160 Μιχαήλ Σάββας, Πλους και κατ άπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή
ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Αθήνα, Άγρα, 1995

53
από καιρού εις καιρόν συνοδεύεται από άγχος µε τυραννεί. Σε τέτοιες στιγµές µε καταλαµβάνει µια
απελπισία και δεν µπορώ να δω να ανοίγη πουθενά ο ορίζων γύρω µου ή µπροστά µου, και
αισθάνοµαι σαν προγεγραµµένος.»161

Πού οφείλεται όµως η απελπισία, η θλίψη, η µελαγχολία του ποιητή; Σύµφωνα µε τον Σάββα
Μιχαήλ ο Ανδρέας Εµπειρίκος λίγα χρόνια πριν αρχίσει να γράφει το µυθιστόρηµα ο Μέγας
Ανατολικός και συγκεκριµένα στις 31 ∆εκεµβρίου του 1944 βιώνει µία τραυµατική εµπειρία
που έµελε να σηµαδέψει όλη του την υπόλοιπη ζωή αλλά και το έργο του. Την ηµέρα αυτή ο
Ανδρέας Εµπειρίκος συλλαµβάνεται στο σπίτι του από την ΟΠΛΑ και περνά από ανάκριση.
Με την απαγκίστρωση και υποχώρηση του ΕΛΛΑΣ από την Αθήνα στις 2 Ιανουαρίου
οδηγείται µαζί µε άλλους οµήρους, που σχηµατίζουν φάλαγγα, στο χωριό Κρώρα (σήµερα
Στεφάνη). Κοντά στη Θήβα, ο Εµπειρίκος διαφεύγει, φτάνει στο Κακοσάλεσι κι από εκεί στις
10 Ιανουαρίου επιστρέφει στην Αθήνα εξαντληµένος. Ένα χρόνο µετά, το 1945162 θ’ αρχίσει
να γράφει τον Μέγα Ανατολικό και θα τον τελειώσει, την πρώτη γραφή, το 1951163, χρονιά
που ζήσει τη δεύτερη τραυµατική/ ευνουχιστική του εµπειρία την απαγόρευση της άσκησης
της ψυχανάλυσης από το συντηρητικό κατεστηµένο των νικητών του εµφυλίου.

Ο Σάββας Μιχαήλ επιχειρώντας μία σύγκριση του Εμπειρίκου με τον Μαρκήσιο ντε Σαντ θα
τοποθετήσει «στο κέντρο της ψυχής του Εμπειρίκου, όπως και του Σαντ, μια Μαύρη Τρύπα, μια
πελώρια, χαίνουσα, αιμμάσουσα πληγή, όχι απ’ αυτές που προκαλούν οι μικροτραυματισμοί, οι
κακοτοπιές μιας συνηθισμένης ζωής, ή κι η Φύση από μόνη της, αλλά από εκείνες τις τεράστιες
πληγές που μόνο η Ιστορία των ανθρώπων μπορεί να προκαλέσει, στις τρομερές της στιγμές, στις
μεγάλες της καμπές, στις μεταβατικές της εποχές. Γεννήματα και οι δύο μεταβατικών εποχών,
άνθρωποι των μεταίχμιων, ανάμεσα σε αντίθετους κόσμους, μέσα κι έξω από την τάξη τους,
γόνοι παρηκμασμένης άρχουσας τάξης και προδότες της τάξης τους, μέσα κι έξω από την
επανάσταση – την αστική επανάσταση του 18ου αιώνα ο ένας, τη σοσιαλιστική του 20ου αιώνα ο
άλλος-, σύμμαχοι κι απόβλητοι του επαναστατικού στρατοπέδου, κυνηγημένοι απ’ όλα τα
καθεστώτα, σαν τα αγρίμια του Κάφκα, που τα πισινά τους ποδάρια κολλάνε στον παλιό κόσμο
που λακτίζουν ενώ τα μπροστινά του λαχταρούν να πατήσουν στο έδαφος ενός νέου κόσμου,
αγέννητου ακόμα – ο μαρκήσιος ντε Σαντ κι ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος δέχτηκαν κατάστηθα
το Μέγα Τραύμα της Ιστορίας και δεν καταδέχτηκαν καταπραϋντικά. Ο πρώτος χάθηκε στο
Σαραντόν, μέσα στη Μαύρη Τρύπα που τον ρούφηξε. Ο δεύτερος μπήκε και βγήκε μέσα από τη
Μαύρη Τρύπα, ανελκύοντας απ’ το βυθό της το όραμα ενός κόσμου άλλου, εκπληκτικού.»164

161 Ανδρέας Εμπειρίκος, Ταξίδι στη Ρωσσία. Ημερολόγιο και Φωτογραφίες, ∆εκέμβριος 1962,
Αθήνα, Άγρα, 2001
162
Την επόμενη χρονιά το 1946 βγαίνει το διαζύγιό του με τη Μάτση Χατζηλαζάρου. Το 1947
παντρεύεται με τη Βιβίκα Ζήση.
163
Ωστόσο το έργο, που στην αρχική του μορφή αποτελείται από 1.700 χειρόγραφες σελίδες
συνέχισε να το συμπληρώνει και να του προσθέτει νέα κεφάλαια ως το τέλος της ζωής του το
1975.
164
Σάββας Μιχαήλ, Πλους και κατ’ άπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύμα της ιστορίας ή
ο «Μέγας Ανατολικός» εν πλω, Άγρα, 1995

54
Μέσα όµως στο εκπληκτικό όραµα του Ανδρέα Εµπειρίκου, στην ουτοπία του άκρατου
ερωτισµού εµπλέκεται το ψυχαναλυτικό δίδυµο έρως-θάνατος. Ήδη από τα Γραπτά και την
Οκτάνα η ένωση αυτή των αντίθετων, η συνύπαρξη του ηδονικού και του πένθιµου λαµβάνει
µία επιπλέον σηµασία και διάσταση: αποβαίνει σχέση εσωτερικότερη και δραµατικότερη. Στο
«Πολλές φορές τη νύκτα» (1963), σύµφωνα µε τον Γιώργη Γιατροµανωλάκη, φαίνεται να
επιστεγάζει εντέλει τον ερωτισµό ή, για να το θέσουµε αλλιώς, µε το τέλος του κειµένου
αντιλαµβανόµαστε πώς και οι πιο τολµηρές ερωτικές περιγραφές αποτελούν έναν άλλο τρόπο
«λύτρωσης» από µια πιεστική, βιαστική αγωνία. Έκδηλη είναι η επιθυµία του συγγραφέα να
διαχωρίσει την αληθινή θλίψη (ή λέξη δύο φορές) τη βαθιά απελπισία, από τα «µικρά ή
ψεύτικα σεκλέτια», ενώ ο ρεαλισµός των ερωτικών στιγµών εξισώνεται µε τη συνεχή
παρουσία του θανάτου και του αίµατος που αναβλύζει ως σπέρµα165.

Όπως επισηµαίνει η Ανδροµάχη Σκαρπολέζου « ο ιδιαίτερος χαρακτήρας στη γραφή του


Ανδρέα Εµπειρίκου, είτε πρόκειται για στίχους είτε για πεζογραφία, βρίσκεται στο διχασµένο
υποκείµενο, το υποκείµενο του κειµένου, που στο µεταίχµιο της φαντασίας και του πάθους
διατυπώνει τις πρωταρχικές φαντασιώσεις φτάνοντάς τες ως τα τελικά τους όρια, την ερωτική
συνεύρεση ή τον θάνατο».166 Ο Ανδρέας Εµπειρίκος όπως και οι ροµαντικοί, δύο αιώνες
σχεδόν πριν, πάσχουν από το θάνατο και ζητούν µέσω της ουτοπίας να τον εξορίσουν από την
πραγµατικότητα τους.

Το ζήτηµα, από τη µεριά του ουτοπικού πνεύµατος, δεν είναι η κατάργηση του θανάτου, αλλά
αντίθετα η αναγνώριση του θανάτου ως ερωτήµατος χωρίς απάντηση, το οποίο, ωστόσο,
φανερώνει την απειρότητα του πεπερασµένου, το πέραν µέσα στο εδώ, αυτό που δεν έχει
ακόµα ανακαλυφθεί µέσα στο ήδη αποκαλλυµένο, τη θέση όλων των πιθανών θέσεων, τον
ωκεανό των δυνατοτήτων µέσα στην αποξήρανση του υπάρχοντος.» 167

Σύµφωνα µε τον Emmanuel Levinas «ο θάνατος είναι η ακύρωση της ονειροπόλησης της
ζωής, η ακύρωση της προσδοκίας ενός καλύτερου κόσµου, η αναίρεση του χρόνου ως
υποµονής του χρόνου. Το ουτοπικό πνεύµα πάσχει από το θάνατο, ζητά να τον εξορίσει από
την προοπτική του χρόνου, να τον ρίξει στην ανυπαρξία. Το ουτοπικό πνεύµα αντιτίθεται στη
νεωτερική γεγονικότητα του θανάτου προτάσσοντας τον «άπειρο κόσµο» και τη σχέση του
ανθρώπου µ’ αυτόν. Και µολονότι η αντι-ουτοπία του θανάτου θίγει την θίγει την αυτονοµία
του ανθρώπινου όντος, µολονότι η νεωτερικότητα εγκαθιστά τον θάνατο ως αρνητικότητα της
ατοµικότητας, ο θάνατος δεν παύει να αποτελεί ένα χωρίς απάντηση ερώτηµα, που αναδύει τον
άπειρο χρόνο και τον άπειρο κόσµο ως προτάγµατα της ανθρώπινης κατάστασης. Ο θάνατος

165
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ανδρέας Εμπειρίκος. Ο ποιητής του έρωτα και του νόστου,
Αθήνα, Κέδρος, 1983
166
Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου, «Ανδρέας Εμπειρίκος. Πρωταρχικές φαντασιώσεις και λόγος, ένα
κοινωνικό σωτήριο άνοιγμα», στο Μνήμη Ανδρέα Εμπειρίκου, Αθήνα, Ύψιλον, 1987
167 Στέφανος Ροζάνης, Για το πνεύμα της ουτοπίας, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2007

55
είναι η καταδήλωση του άγνωστου και άρρητου που διαρρηγνύει την εκµηδένιση, την
ακυρώνει ως πραγµατικότητα, και αποκαλύπτει το πραγµατικό της πραγµατικότητας µέσα
στην αναµονή και την προσδοκία ενός ονείρου ευτυχισµένης αιωνιότητας. «Ο χρόνος»
ειδοποιεί ο Emmanuel Levinas «δεν είναι ο περιορισµός του είναι αλλά η σχέση του µε το
άπειρο. Ο θάνατος δεν είναι εκµηδένιση αλλά αναγκαίο ερώτηµα, ώστε αυτή η σχέση µε το
άπειρο ή µε το χρόνο να παραχθεί»168.

168 Emmanuel Levinas, Dieu, La Mosr et le Temps, Paris, Grasset, 1993

56
11. Βιβλιογραφία

Α. ΠΗΓΕΣ

Εµπειρίκος Ανδρέας, Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος ∆εύτερον, τόµος Α’
Εµπειρίκος Ανδρέας, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Πρώτον, τόµος Α’
Εµπειρίκος Ανδρέας, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1992, Μέρος Πέµπτον, τόµος Η΄
Εµπειρίκος Ανδρέας, Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Τέταρτον, τόµος Β΄
Ανδρέας Εµπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, Αθήνα, Άγρα, 1990, Μέρος Τρίτον, τόµος Β΄
Εµπειρίκος Ανδρέας, Οκτάνα, Αθήνα, Ίκαρος, 1997
Εµπειρίκος Ανδρέας, Αργώς ή Πλους αερόστατου, Αθήνα, (1980), Ύψιλον, 1990
Εµπειρίκος Ανδρέας, Ταξίδι στη Ρωσία. Ηµερολόγιο και Φωτογραφίες. ∆εκέµβριος 1962, Αθήνα, Άγρα,
2001
Εµπειρίκος Ανδρέας, Γραπτά ή Προσωπική µυθολογία (1936-1946), (1960), Αθήνα, Άγρα, 1991
Ανδρέας Εµπειρίκος, Ενδοχώρα, (1945), Αθήνα, Άγρα, 2003
Ανδρέα Εµπειρίκου, Υψικάµινος, (1935), Αθήνα, Άγρα, 1980

Β. ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ

Alexandrian Saran., Ιστορία της Ερωτικής Λογοτεχνίας, (1989),Αθήνα, Τραυλός- Κωσταράκη, 1997
Askay Richard και Farquhar Jensen, Apprehending the Inaccessible, Northwestern University Press,
Ιλλινόις 2006
Beardsley Monroe C., Ιστορία των Αισθητικών Θεωριών, Αθήνα, Νεφέλη, 1989
Beck Ulrich, Ελευθερία ή καπιταλισµός. Συζητήσεις µε τον Γιοχάνες Βιλµς, (2000), (Freiheit oder
Kapitalismus. Gesellschaft neu denken. Ulrich Beck im Gespräch mit Johannes
Willms) Καστανιώτης, 2005
Berlin Isaiah, Οι ρίζες του Ροµαντισµού, (1999), Scripta, 2002
Bigsby C.W.E., Ντατά και Σουρρεαλισµός, (1970), Αθήνα, Ερµής, 1972
Bouchard Jacques, Με τον Ανδρέα Εµπειρίκο παρά δήµον ονείρων, ΑΓΡΑ, 2001
Britton Cella, ∆οµιστικές και µεταδοµιστικές ψυχαναλυτικές και µαρξιστικές θεωρίες, στο Από τον
φορµαλισµό στον µεταδοµισµό, Ιστορία της Λογοτεχνίας/8, επιµέλεια: Raman
Selden, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2004 (1995)
Derrida Jaucques, Συνοµιλίες, (1992), Πλέθρον, Αθήνα, 1995
Emmanuel Levinas, Dieu, La Mosr et le Temps, Paris, Grasset, 1993
Ηolub Robert, Ερµηνευτική, Ιστορία της Λογοτεχνίας/8, επιµέλεια: Raman Selden, Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών, 2004 (1995)
Furst Lilian, H προοπτική του ροµαντισµού, (1969, 1979), Αθήνα, Ψυχογιός, 2001
Gautier X, Surrealisme et sexualite, Παρίσι, Gallimard
Goldmann Lucien, Για µια κοινωνιολογία του Μυθιστορήµατος, (1964), Αθήνα, Πλέθρον, 1979
Lacan Jacques, Kant avec Sade, Ecrits II, Editions du Seuil, Coll. Points 1971

57
Lacarriere Jacques, Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας, Αθήνα, Χατζηνικολή, 2001
Lowy Michael, Sayre Robert, Εξέγερση και µελαγχολία, (1992), Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1999
Michael Lowy, Λύτρωση και ουτοπία, (1988), Αθήνα, Ψυχογιός, 2002
Novalis, Blutenstaub 16, Gesammelte Werke. (Verlag Lambert Schneidrer, Χαϊδελβέργη, 1953)
Novalis, Blutenstaub 30, στο Werke (Verlag Lambert Schneidrer, Χαϊδελβέργη, 1953), Ι 315
Novalis, Blutenstaub 59, στο Werke (Verlag Lambert Schneidrer, Χαϊδελβέργη, 1953), Ι 323
Novalis, Fragmente des Jahres 1978, Gesammelte Werke, No. 879
Suanier Guy, Ανδρέας Εµπειρίκος: Μυθολογία και Ποιητική, Αθήνα, Άγρα, 2001
Rene Wellek, Γερµανικός και Αγγλικός ροµαντισµός, Μια προσέγγιση, Έρασμος, 2008
Wheeler M. Kathleen, German aesthetic and literary criticism, Cambridge University Press, 1984

Βουτέρης Παντελής, Η συνοχή του τοπίου, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997


Γιατροµανωλάκης Γιώργης, «Επιλεγόµενα», στον Μεγάλο Ανατολικό, τ.8, Αθήνα Άγρα, 1992
Γιατροµανωλάκης Γιώργης, «Επίµετρο», στο Μεγάλο Ανατολικό, τ.1, Αθήνα. Άγρα, 1990
Γιατροµανωλάκης Γιώργης, Ανδρέας Εµπειρίκος. Ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, Αθήνα. Κέδρος,
1893
Ελύτης Οδυσσέας, Αναφορά στον Ανδρέα Εµπειρίκο, Αθήνα, Ύψιλον, 1980
Ελύτης Οδυσσέας, Ανοιχτά Χαρτιά, Αθήνα, Ίκαρος, (1974), 1982
Εµπειρίκου Ανδρέα, Φωτοφράκτης. Οι φωτογραφίες του Ανδρέα Εµπειρίκου, Αθήνα, Άγρα, 2001
Ζ. Ι. Σιαφλέκης, Από τη νύχτα των αστραπών στο ποίηµα γεγονός. Συγκριτική ανάγνωση Ελλήνων και
Γάλλων υπερρεαλιστών, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1989
Κακνάβατος Έκτωρ, Για τον «Μεγάλο Ανατολικό», Αθήνα, Άγρα, 1990
Λάρµορ Τσαρλς, Η ροµαντική κληρονοµιά, (1996), Αθήνα, Πόλις, 1998
Μιχαήλ Σάββας, Μορφές Μεσσιανικού, Αθήνα, Άγρα, 1999
Μιχαήλ Σάββας, Μορφές της περιπλάνησης, Αθηνα, Άγρα, 2004
Μιχαήλ Σάββας, Πλους και κατ’ άπλους του «Μεγάλου Ανατολικού. Το τραύµα της ιστορίας ή ο «Μέγας
Ανατολικός» εν πλω, Αθήνα, Άγρα, 1995
Παπαγεωργίου Κων/νος, Πρόλογος στο «Η ροµαντική κληρονοµιά» του Τσαρλς Λάρµορ, (1996),
Αθήνα, Πόλις, 1998
Παπαϊωάννου Κώστας, Η αποθέωση της Ιστορίας, µτφρ. Σπύρος Κακουριώτης, Αθήνα, Εναλλακτικές
Εκδόσεις, 1992
Παπαστάθη Ίλια, Ο πλούς των «ανθισµένων κοριτσιών». Το αρχείο της επιθυµίας και οι γυναίκες –
παιδίσκες του Μεγάλου Ανατολικού, αδηµ. µεταπτυχιακή διπλωµατική εργασία,
Θεσσαλονίκη, Τµήµα Φιλολογίας, Τοµέας ΜΝΕΣ, ΑΠΘ, Νοέµβριος 2007
Ροζάνης Στέφανος, Για το πνεύµα της ουτοπίας, Αθήνα, Μεταίχµιο, 2007
Ροζάνης Στέφανος, Ένας λανθάνων ροµαντισµός, Αθήνα, Μεταίχµιο, 2007
Ροζάνης Στέφανος, Επίµετρο στο «Η ροµαντική κληρονοµιά» του Τσαρλς Λάρµορ, (1996), Αθήνα,
Πόλις, 1998
Ροζάνης Στέφανος, Η ροµαντική εξέγερση, Αθήνα, Ύψιλον, 1987
Ροζάνης Στέφανος, Πρόλογός στο βιβλίο της Lilian Furst, Η προοπτική του ροµαντισµού, (1969, 1979),
Αθήνα, Ψυχογιός, 2001

58
Σκαρπολέζου Ανδροµάχη, συνέντευξη του Ανδρέα Εµπειρίκου

Γ. ΑΡΘΡΑ

Α. Μαραγκόπουλος, Ο µοντερνιστής… Ανατολικός, Το ΒΗΜΑ, 23-12-2001


Αµπατζοπούλου Φραγγίσκη, «Ανδρέας Εµπειρίκος: από την πρωτοπορία των ποιητών στην παράδοση
των ειρώνων», ΤΑ ΝΕΑ, 20-11-1999
Αµπατζοπούλου Φραγκίσκη, «Ανδρέας Εµπειρίκος: Ρηξικέλευθο σχολείο ποιητών», ΤΑ ΝΕΑ, 27-5-
2000
Αναγνωστοπούλου ∆ιαµαντή, Η Ποιητική του Έρωτα στο Έργο του Ανδρέα Εµπειρίκου, Αθήνα,
Ύψιλον, 1990
Αριστηνός Γιώργης, «Επιθυµία και Γλώσσα στο έργο του Α. Εµπερίκου», Σπείρα, τευχ.1, Καλοκαίρι
1984
Βουτούρης Παντελής, «Πόσο υπερρεαλιστής ήταν ο Εµπειρίκος», ΤΑ ΝΕΑ, 20-1-2001
Γεωργαντά Αθηνά, «Η ροµαντική αντίληψη της φύσης», στο Ο Ροµαντισµός στην Ελλάδα (12-13
Νοεµβρίου 1999) Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισµού και Γενικής
Παιδείας, 2001
Γεωργίου Θ., «Η παρακαταθήκη του Νοβάλις», ΒΗΜΑ, 1-6-1997
Γιώργος Κόκκινος, Η διασπορά του πολιτικού ροµαντισµού στην Ελλάδα στο Ο Ροµαντισµός στην
Ελλάδα (12-13 Νοεµβρίου 1999) Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού
Πολιτισµού και Γενικής Παιδείας, 2001)
Καββαθάς ∆ιονύσης, «Το βρώµικο µυστικό. Φαλλός, φύση και αιµοµιξία στη λογοτεχνία του γερµανικού
ροµαντισµού», Το ΒΗΜΑ, 1-4-2007
Καψάλης ∆ιονύσης, «Ο Μέγας Ανατολικός του Ανδρέα Εµπειρίκου», Λόγου Χάριν 3, Φθινόπωρο 1992
Μιχαήλ Σάββας, «Το Ασυνείδητο σαν Ταξίδι», Τα ΝΕΑ, 27-5-2000
Μιχαήλ Σάββας, «Επί της πηγής της τικτούσης αβύσσους…» Ο Ανδρέας Εµπειρίκος in fine saeculi adieu
a Gillies Deleuze”, στο Ελληνικός µεταπολεµικός Υπερρεαλισµός, Πανεπιστήµιο
Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Πάτρα, Εκδόσεις περί τεχνών, 2005
Σεβαστάκης Νικόλας, «Μετρ των επικίνδυνων αποστολών», ΒΗΜΑ, 22-0-2003
Σεβαστάκης Νίκος, «Ρωµαντική εµπειρία και νεωτερικότητα», Λεβιάθαν, Β΄ Περίοδος, 1990
Σεβαστάκης Νίκος, Ρωµαντική εµπειρία και νεωτερικότητα, Λεβιάθαν, Β΄ Περίοδος, 1990
Σιγάλας Νίκος, «Ο υπερρεαλισµός πέραν της ατοµικότητας και των πατρίδων ή Η αναρχική γεωγραφία
του Ανδρέα Εµπειρίκου στο Ο Ανδρέας Εµπειρίκος και η Άνδρος. Ιστορικές και
κοινωνικές ρίζες», Πρακτικά της Γ΄ Συνάντησης στη µνήµη του Ανδρέα
Εµπειρίκου, Χώρα Άνδρου, 17-18 Ιουλίου 2004, Αθήνα, Εταιρία Ανδρίων
Επιστηµών, 2006
Σκαρπαλέζου Ανδροµάχη, «Ανδρέας Εµπειρίκος. Πρωταρχικές φαντασιώσεις και λόγος, ένα κοινωνικό
σωτήριο άνοιγµα», στο Μνήµη Ανδρέα Εµπειρίκου, Αθήνα, Ύψιλον, 1987
Συζήτηση από το ραδιόφωνο των Εµπειρίκου, Γκάτσου, Καραντώνη που µεταδόθηκε στις 20
Σεπτεµβρίου 1960, Περιοδικό Γράµµατα και Τέχνες, Ιούνιος 1982

59
Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Είµαστε όλοι ροµαντικοί;» Ελευθεροτυπία, 23 -3-2000
Χρυσανθόουλος Μιχάλης, «Φαντασίωση του µυθιστορήµατος, µυθιστόρηµα φαντασιώσεων. Ανδρέα
Εµπειρίκου: Ο Μέγας Ανατολικός, τόµοι 1-4», λόγου χάριν 3, 1992
Χρυσανθόπουλος Μιχάλης, «Αφηγηµατικές συµπτώσεις σε ένα κείµενο του Εµπειρίκου», Λογοτεχνικός
Πολίτης 72, 1986
Χρυσανθόπουλος Μιχάλης, «Για να γιορτάσεις… Η σήµερον ως αύριον και ως χθες» του Ανδρέα
Εµπειρίκου», Το Τέταρτο 1, 1985
Χρυσανθόπουλος Μιχάλης, «Η Προσωπική Μυθολογία» του Ανδρέα Εµπειρίκου και η ψυχαναλυτική
θεωρία στη λογοτεχνία

∆. ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΠΕΡΙΟ∆ΙΚΩΝ

Ηριδανός 4 (Φεβρουάριος – Μάρτιος (1976). «Αφιέρωµα στον Ανδρέα Εµπειρίκο». Συνεργάτες: Ν.


Εγγονόπουλος, Μ. Αραβαντινού, Α. Σκαρπαλέζου, Ν. Βαλαωρίτης, Α. Αργυρίου,
Φρ. Αµπατζοπούλου, ∆. Μεντζέλος, Κ. Ουράνης, Ν. Καλαµάρης, Γ. Σαραντάρης,
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Α. Αλεξάνδρου, Ν. Βρεττάκος, Κ.Θ. ∆ηµαράς, Α.
Σικιελιανός, Μ. Αυγέρης, Κ. Τσάτσος, Τ. Παπατζώνης, Οδ. Ελύτης, Γ. Πετρής, Μ.
Blanchot. Στο αφιέρωµα περιλαµβάνεται συνέντευξη του Ανδρέα Εµπειρίκου.

Το ∆έντρο 10 (Φθινόπωρο 1979). «Αφιέρωµα στον Ανδρέα Εµπειρίκο». Συνεργάτες: Α. Αργυρίου, Ν.


Βαλαωρίτης, Κ.Ε. ∆ασκαλόπουλος, Ν. Εγγονόπουλος, Οδ. Ελύτης, Γ. Κακουλίδης,
∆. Καλοκύρης, Γ. Λίκος, Μ. Σαχτούρης, Ντ. Σιώτης, Θ. Τζούλης

Χάρτης 17-18 (Νοέµβριος 1985). «Αφιέρωµα στον Ανδρέα Εµπειρίκο – ∆έκα χρόνια από το θάνατό
του». Συνεργάτες: Ι. Μ. Βούρτσης, Ν. Βαλαωρίτης, Μ. Φ. ∆ραγούµης, ∆.
Καλοκύρης, Θ. Τζαβάρας, Α. Νικολαϊδης, ∆. Α. Λιάρος, Α. Αργυρίου, Γ.
Γιατροµανωλάκης, Ρ. Ζαµάρου, Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Γ. Χουλιάρας, G. Saunier. Στο
αφιέρωµα περιλαµβάνεται η «Συζήτηση στην Θεσσαλονίκη» και η «Ψυχανάλυσις
στη ζωή µας» (συζήτηση στο ραδιόφωνο), µε τη συµµετοχή του Α. Εµπειρίκου

∆ιαβάζω 358 (∆εκέµβριος 1995). «Ανδρέας Εµπειρίκος». Συνεργάτες: Γ. Γιατροµανωλάκης, J.


Bouchard, Χρ. Ντουνιά, Ν. Βαλαωρίτης

60

You might also like