You are on page 1of 52

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗMA ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη
Η΄ εξάμηνο κατεύθυνσης Γλωσσολογίας
Α.Μ. 1560200323265

Γλωσσικά λάθη:
αιτίες, μηχανισμοί και επίπεδα εμφάνισης

Πτυχιακή εργασία
Εποπτεύουσα: Μ. Κακριδή-Ferrari

Αθήνα
Ιούνιος-Ιούλιος 2010
2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγή………………………………………………………………………….....3
2. Δεδομένα και μεθοδολογία……………………………………………………….....7
2.1. Τα δεδομένα και η συλλογή τους……………………………………………….7
2.2. Ταξινόμηση του υλικού και τα σχετικά προβλήματα………………………….7
3. Ανάλυση δεδομένων……………………………………………………………….14
3.1. Επίπεδα εμφάνισης λαθών…………………………………………………….14
α. Φωνολογικό επίπεδο………………………………………………………..14
β. Μορφολογικό επίπεδο………………………………………………………15
γ. Συντακτικό επίπεδο…………………………………………………………23
δ. Σημασιολογικό επίπεδο……………………………………………………..28
ε. Πραγματολογικό επίπεδο…………………………………………………...32
στ. Ορθογραφικό επίπεδο……………………………………………………...32
3.2. Ενδείξεις λαθών……………………………………………………………….35
3.3. Η λογική του λάθους..........................................................................................36
3.4. Ταυτότητα των λαθών…………………………………………………………36
3.5. Ταυτότητα των ομιλητών που διαπράττουν γλωσσικά λάθη.............................37
4. Συμπέρασμα………………………………………………………………………..40
4.1. Υπάρχει τελικά η έννοια του «λάθους»;………………………………………40
4.2. Τα σημερινά λάθη είναι τα αυριανά σωστά;......................................................42
4.3. Γλώσσα και σχολείο...........................................................................................45
5. Παράρτημα………………………………………………........................................48
6. Βιβλιογραφία……………………………………………………………………….49
3

1. Εισαγωγή

Στην εργασία αυτή εξετάζονται τα γλωσσικά λάθη από διπλή σκοπιά. Από τη μία,
μελετώνται οι αιτίες γέννησης, οι μηχανισμοί δημιουργίας και τα πεδία εμφάνισης των
γλωσσικών λαθών. Από την άλλη, εξετάζεται το τι σηματοδοτούν αυτά τα λάθη.
Εξετάζεται δηλαδή, το αν τα λάθη είναι ενδείξεις παρακμής της γλώσσας ή αποτέλεσμα
της εξελικτικής της πορείας.
Ωστόσο, προκειμένου να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα θα πρέπει πρώτα να
ξεχωρίσουμε τι ακριβώς είναι τα γλωσσικά λάθη. Υπάρχουν πολλά είδη λαθών, όπως λάθη
που έχουν βιολογική αιτία (π.χ. ελλιπή ή ατελή όργανα, μέθη κ.ά.) ή λάθη που οφείλονται
σε ψυχολογικούς παράγοντες κι εκφράζουν προθέσεις, παρορμήσεις και τάσεις του
υποκειμένου. Τέτοια λάθη είναι τα σαρδάμ, οι σολοικισμοί, τα ανακόλουθα σχήματα κ.ά.
Άλλη κατηγορία είναι τα λάθη που γίνονται από χρήστες, είτε παιδιά είτε αλλόγλωσσους,
στα πρώτα στάδια εκμάθησης της γλώσσας, κατά τα οποία δεν είναι γνωστή και
κατακτημένη η λειτουργία του γλωσσικού συστήματος (Θεοφανοπούλου-Κοντού 1999).
Τα παραπάνω λάθη δεν θα μας απασχολήσουν στην παρούσα εργασία, καθώς αφορούν
μεμονωμένα τον κάθε ομιλητή και αποτελούν υλικό έρευνας για άλλους τομείς, όπως η
Ψυχολογία ή η Ψυχογλωσσολογία.1 Εδώ θα μας απασχολήσουν τα γλωσσικά λάθη που
γίνονται από φυσικούς ομιλητές και αφορούν τα διάφορα επίπεδα του γλωσσικού
συστήματος (φωνολογικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό, πραγματολογικό).
Σε αυτήν την κατηγορία αναφερόμενοι οι Θεοδωροπούλου & Παπαναστασίου
δηλώνουν ότι «ως γλωσσικό λάθος ορίζεται κάθε απόκλιση από τη νόρμα» (2001:199). Σε
νόρμα ανάγεται μία συγκεκριμένη γλωσσική διάλεκτος ή ποικιλία, η οποία χρησιμοποιείται

1
Εξαίρεση σε σχέση με τη μεμονωμένη εμφάνιση λαθών αποτελεί η τελευταία κατηγορία, στην οποία
παρόμοια λάθη παρουσιάζονται σχετικά συστηματικά. Ωστόσο γίνονται από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν
ακόμα τη γλώσσα. Έτσι, τα δεδομένα αυτής της κατηγορίας είναι χρήσιμα για τη μελέτη του τρόπου
πρόσληψης και κατάκτησης της γλώσσας από ομιλητές που μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα αλλά και για
τη μελέτη του τρόπου διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης γλώσσας.
4

από την ανώτερη κοινωνική τάξη και που για μία σειρά κοινωνικών, οικονομικών και
πολιτικών παραγόντων προτυποποιείται. Η προτυποποίηση συντελείται κυρίαρχα μέσω της
κωδικοποίησης της συγκεκριμένης γλωσσικής ποικιλίας σε λεξικά, γραμματικές και
ορθογραφικούς οδηγούς. Επίσης, μέσα από τη χρήση της στις επιστήμες, το δίκαιο, τη
διοίκηση και τη λογοτεχνία καθώς και μέσω της αναγνώρισής της από την πλειονότητα
των μελών της γλωσσικής κοινότητας ως της «ορθότερης» εκδοχής της γλώσσας. Φυσικά
αυτή η διαδικασία ολοκληρώνεται μέσα από τη δημιουργία θεσμών υπεύθυνων για τη
διδασκαλία και τη διάδοσή της με βασικό αυτόν του εκπαιδευτικού μηχανισμού (Αρχάκης
& Κονδύλη 2004: 62-3, Μαρκόπουλος 2006).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό τόσο ότι παρά την ύπαρξη μίας
επικρατούσας γλωσσικής ποικιλίας, άλλες γλωσσικές ποικιλίες συνεχίζουν να υπάρχουν
και να εξελίσσονται (π.χ. διάλεκτοι ή κοινωνιόλεκτοι) όσο και το ότι η ανάδειξη μίας
γλωσσικής ποικιλίας σε νόρμα δεν είναι παράγωγο του γλωσσικού μηχανισμού αλλά της
κοινωνίας και των χρηστών της γλώσσας. Αυτό αποδεικνύει ότι ο στιγματισμός ενός
γλωσσικού σημείου ως λανθασμένου είναι αρκετά σχετικός και βασίζεται στη σύγκρισή
του μόνο με μία από τις εκφάνσεις της γλωσσικής ποικιλίας. Ο στιγματισμός αυτός
μάλιστα πολύ περισσότερο επικαθορίζεται από την κυρίαρχη ιδεολογία εν γένει, παρά από
επιστημονικά πορίσματα για τη γλώσσα που προκύπτουν από τη μελέτη του ίδιου του
γλωσσικού συστήματος. Ως κυρίαρχη ιδεολογία ορίζουμε τα πρότυπα που έχει επιβάλει η
ανώτερη κοινωνική τάξη στις υπόλοιπες τάξεις μέσω μηχανισμών, τους οποίους η ίδια έχει
συστήσει με σκοπό να μπορεί να αναπαράγεται και σε ιδεολογικό επίπεδο. Τα πρότυπα
αυτά φορούν όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας και μπορεί να είναι από πολιτικά
μέχρι πολιτιστικά πρότυπα. Βασικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί θεωρούνται ο ιδεολογικός
μηχανισμός της εκπαίδευσης, της οικογένειας και φυσικά τα ΜΜΕ (Althusser 1999). Στα
πρότυπα που επιβάλλονται, προφανώς, συμπεριλαμβάνεται και ένα «τυπικό καλής χρήσης
της γλώσσας». Στην Ελλάδα, το τυπικό αυτό συνήθως μιλάει για την απαρέγκλιτη χρήση
της νόρμας εμπλουτισμένης με αρχαιοπρεπή στοιχεία, προκειμένου να προβάλλεται το
πρότυπο του μορφωμένου πολίτη. Ενός πολίτη, του οποίου ο λόγος θα πρέπει να είναι
παρόμοιος με τον λόγο των ομιλητών των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αν θέλει να
έχει δυνατότητες κοινωνικής ανόδου.
5

Εξάλλου, σχετικός καθίσταται ο ορισμός ενός στοιχείου ως γλωσσικού λάθους, γιατί


και τα ίδια τα εγχειρίδια που κωδικοποιούν τη νόρμα, την κωδικοποιούν σε συγκεκριμένη
χρονική στιγμή αδυνατώντας να συμπεριλάβουν τη συνεχή εξέλιξη της γλώσσας ή τους
μηχανισμούς που μπορούν να οδηγήσουν σε αυτήν την εξέλιξη.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η νόρμα είναι η γλωσσική ποικιλία που επιβάλλεται σε μία
γλωσσική κοινότητα με την επίφαση του «αποδεδειγμένα σωστού» και με την ισχύ κανόνα,
η στάση της γλωσσικής κοινότητας απέναντί της απολυτοποιείται (Θεοδωροπούλου-
Παπαναστασίου, 2001: 199). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον κοινωνικό στιγματισμό των
χρηστών που διαπράττουν γλωσσικά λάθη ως αμόρφωτων ή κατώτερης κοινωνικής
καταγωγής.
Παράλληλα, η αντίληψη ότι η νόρμα είναι η μοναδικά σωστή γλωσσική ποικιλία δεν
είναι χαρακτηριστικό μόνο των καιρών μας αλλά αντίληψη που υπάρχει αιώνες, ιδιαίτερα
στην Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτήν, οποιαδήποτε απόκλιση από τη νόρμα σηματοδοτεί την
αλλοίωση του γλωσσικού εργαλείου και κατά συνέπεια τη σταδιακή παρακμή του. Κοινό
χαρακτηριστικό αυτής της αντίληψης, οποιαδήποτε χρονική στιγμή κι αν εμφανίζεται, είναι
ο στιγματισμός των νεολογιών και των χρηστών που κάνουν λάθη ή που δεν
χρησιμοποιούν αρκετά γλωσσικούς τύπους προερχόμενους από παλιότερες φάσης της
χρησιμοποιούμενης κάθε φορά γλωσσικής ποικιλίας. Αιτία της στάσης αυτής είναι το πολύ
παλιό, αλλά μέχρι σήμερα ισχύον, ιδεολόγημα περί της συνέχειας και της αδιάσπαστης,
ενιαίας ελληνικής γλώσσας και συνεπώς περί της ενότητας του έθνους καθ’ όλη τη
διάρκεια της Ιστορίας στον ελλαδικό χώρο. Είναι αυτή η αιτία και η αντίληψη που
κρύβεται πίσω από τις περισσότερες διαφωνίες σε σχέση με ζητήματα της γλώσσας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, από την πρόσφατη Ιστορία της Ελλάδας, είναι το περίφημο
γλωσσικό ζήτημα και αργότερα –ιδιαίτερα τα χρόνια μετά τη χούντα– η διαμάχη για την
επικράτηση της καθαρεύουσας ή της δημοτικής (Φραγκουδάκη 2001).
Οι διαφορετικές αντιλήψεις σε σχέση με τον τρόπο εξέλιξης της γλώσσας έχουν
οδηγήσει και σε διαφορετικές προσεγγίσεις τόσο ως προς τον τρόπο χρήσης της γλώσσας
όσο και ως προς τον τρόπο προσέγγισής της στο σχολείο και τη διδασκαλία της.
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα επιστημόνων και λογοτεχνών που «κρούουν τον
κώδωνα του κινδύνου» σε σχέση με την αποπτώχευση της ελληνικής γλώσσας και τελικά
6

τον αφανισμό της. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πλειονότητα των φιλολόγων που
παρατηρεί άγνοια του λεξιλογικού πλούτου από τη μεγαλύτερη μερίδα των μαθητών κι
επισημαίνει την ανάγκη επανασύνδεσης με «τις ρίζες της γλώσσας μας», προτείνοντας την
εισαγωγή περισσότερων μαθημάτων αρχαίων ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Αν εξαιρέσουμε την ένταση των λεγομένων όσων ανά περιόδους τοποθετούνται σχετικά με
ζητήματα γλώσσας (η ένταση εξάλλου έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει και με την πολιτική
τοποθέτηση αυτών των ανθρώπων), υπάρχει (ανεξάρτητα πλέον πολιτικής τοποθέτησης)
μία κοινή συνισταμένη: Ο φόβος για την προϊούσα μορφωτική αποπτώχευση των νέων
Ελλήνων που αναπόφευκτα οδηγεί στο λειτουργικό θάνατο της ελληνικής γλώσσας. Σε
αυτό το ερώτημα προσπάθησαν να απαντήσουν μια σειρά συνεδρίων και βιβλίων
(Καλιόρης 1986, Καρζής 1991, Παπαζαφείρη 1994, Κωβαίος 1997, Μαρκαντωνάτος 2008)
τα τελευταία χρόνια, αποφεύγοντας όμως μία λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένη
τοποθέτηση και μία προσέγγισή της γλώσσας με επιστημονικά δεδομένα.
Τέτοιου είδους προσεγγίσεις έχουν ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του χρήστη ως
υπεύθυνου για τα γλωσσικά λάθη με την κατηγορία κακοποίησης και αλλοίωσης της
γλώσσας. Η κατηγορία όμως αυτή αποδίδεται χωρίς να ερευνάται το αν αυτά τα λάθη
παρουσιάζουν συστηματικότητα στην εμφάνισή τους ή κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Με
αυτόν τον τρόπο δεν εξετάζεται καν το ενδεχόμενο το ίδιο το γλωσσικό σύστημα να δίνει
τη δυνατότητα ή ακόμα και να καθοδηγεί τους χρήστες στη διάπραξη των συγκεκριμένων
γλωσσικών λαθών, προκειμένου για τη διασφάλιση της λειτουργίας και της ύπαρξής του.
Με λίγα λόγια, η εργασία αυτή προσπαθεί να αποδείξει ότι η πλειονότητα των γλωσσικών
λαθών υπαγορεύεται από την ίδια τη γλώσσα, με αποτέλεσμα τα λάθη να είναι προϊόντα
υγιούς εξέλιξης αυτής της γλώσσας και όχι θανατηφόρας ασθένειας της.
7

2. Δεδομένα και μεθοδολογία

2.1. Τα δεδομένα και η συλλογή τους

Η απόδειξη της παραπάνω άποψης επιχειρείται να γίνει μέσω της αιτιολόγησης,


ταξινόμησης και περιγραφής μίας σειράς γλωσσικών λαθών που έχουν συλλεχθεί είτε από
αντίστοιχες μελέτες είτε από εγχειρίδια «καλής και κακής χρήσης της γλώσσας» είτε πολύ
περισσότερο από την καθημερινή ζωή (συνομιλίες φίλων, συγγενών και αγνώστων,
αποσπάσματα από λογοτεχνικά βιβλία, άρθρα σε blogs, πινακίδες καταστημάτων) και
φυσικά από τα ΜΜΕ (ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, αγορεύσεις βουλευτών και
μελών πολιτικών κομμάτων).
Πολλά από τα γλωσσικά λάθη που παρατίθενται, σήμερα θεωρούνται από τους
περισσότερους γλωσσολόγους πλήρως ή σχεδόν ενσωματωμένα στη νόρμα. Ωστόσο
επέλεξα την καταγραφή τους για δύο λόγους. Αρχικά, γιατί ακόμα και τύποι που δεν
θεωρούνται λανθασμένοι από την πλειονότητα των χρηστών και μάλιστα των επιστημόνων
της γλώσσας, συνεχίζουν να εγείρουν διαφωνίες σε κάποια τμήματα των ομιλητών. Αυτό
είναι μία επιπλέον απόδειξη για το πόσο ιδεολογικά φορτισμένη μπορεί να είναι μία
συζήτηση σχετικά με το τι θεωρείται νόρμα και κατ’ επέκταση ποιοι γλωσσικοί τύποι θα
πρέπει να λογίζονται ως λάθη. Στη συνέχεια, γιατί αυτοί οι τύποι ενώ αποτελούσαν
γλωσσικά λάθη για την πλειονότητα των χρηστών μέχρι πρόσφατα, σήμερα βλέπουμε να
ενσωματώνονται στη νόρμα με μικρές αντιδράσεις. Να λοιπόν ένα ακόμα επιχείρημα για
το κατά πόσο τα χτεσινά λάθη μπορεί να γίνουν τα σημερινά σωστά.

2.2. Ταξινόμηση του υλικού και τα σχετικά προβλήματα

Η μελέτη άλλων ερευνών σε σχέση με τα γλωσσικά λάθη φέρνει στην επιφάνεια


διαφορετικές προσεγγίσεις αυτού του ζητήματος. Οι διαφωνίες αυτές προκύπτουν από το
διαφορετικό τρόπο ταξινόμησης των γλωσσικών λαθών.
8

Συγκεκριμένα, οι Θεοδωροπούλου & Παπαναστασίου (2001) προτείνουν την εξής


τριμερή διάκριση: Λάθη που αφορούν το ίδιο το γλωσσικό σύστημα και τα επίπεδά του,
λάθη στη χρήση της γλώσσας και λάθη στην ορθογραφία.
Ο Σετάτος (1991) διαχωρίζει τα λάθη σε «δικαιολογημένα» (δηλαδή λάθη που έχουν
παγιωθεί κι ενσωματωθεί στη νόρμα) και σε λάθη που αφορούν όλα τα επίπεδα της
γλωσσικής περιοχής (φωνολογικό, μορφολογικό κ.λπ.). Μάλιστα, για τα τελευταία
προτείνει τρόπους διόρθωσης και αντιμετώπισής τους.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι οι μέθοδοι ταξινόμησης δεν υπόκεινται στην ίδια λογική. Η
μεν πρώτη δεν διαχωρίζει το επίπεδο εμφάνισης των γλωσσικών λαθών (φωνολογικό,
μορφολογικό κ.λπ.) από τα εξωτερικά αίτια που οδηγούν στη διάπραξή τους (χρήση), με
αποτέλεσμα να φαίνεται ότι άλλα λάθη εμφανίζονται στο επίπεδο της γλώσσας και άλλα
στο επίπεδο της χρήσης. Θεωρώ ότι η ταξινόμηση των λαθών με το συγκεκριμένο τρόπο
κατηγοριοποιεί τα λάθη σε δύο εντελώς διαφορετικά επίπεδα, στο επίπεδο της αιτίας λόγω
της οποίας δημιουργούνται και στο επίπεδο του πεδίου, όπου εμφανίζονται.
Στην ταξινόμηση του Σετάτου από την άλλη, θεωρώ ότι υφέρπει μία αξιολογική κρίση
σε σχέση με τη φύση των λαθών που δεν έχουν ενσωματωθεί στη νόρμα, όπως επίσης και
μία τάση για ρυθμιστική προσέγγιση του ζητήματος, από τη στιγμή που προτείνονται
τρόποι αντιμετώπισης των μη ενσωματωμένων λαθών ενώ τα ενσωματωμένα θεωρούνται
«δικαιολογημένα».
Αντίθετα, η Θεοφανοπούλου αποδεικνύει ότι τα γλωσσικά λάθη στο σύνολό τους
προκύπτουν από το ίδιο το γλωσσικό σύστημα λόγω κενών και αδιαφάνειας που αυτό
παρουσιάζει. Υπό αυτό το πρίσμα προσεγγίζει τα γλωσσικά λάθη προσπαθώντας να
περιγράψει και να αποδείξει τη συστηματικότητα στην εμφάνισή τους.
Η παρούσα εργασία θα παραθέσει τα γλωσσικά λάθη ταξινομώντας τα στα γλωσσικά
επίπεδα, στα οποία εμφανίζονται και αναλύοντάς τα. Πριν από αυτό όμως, θα πρέπει να
γίνει ξεκάθαρα ο εξής διαχωρισμός: Είναι ένα πράγμα το αν τα γλωσσικά λάθη είναι
αυθαίρετα κατασκευάσματα των χρηστών ή προκύπτουν από το ίδιο το σύστημα που
καθορίζει ότι το γλωσσικό λάθος θα γίνει με αυτήν τη μορφή και όχι με την άλλη, είναι
άλλο πράγμα η αιτία που ωθεί σε ενεργοποίηση τους υπεύθυνους για τα λάθη γλωσσικούς
9

μηχανισμούς και είναι άλλο πράγμα τα γλωσσικά επίπεδα, όπου εμφανίζονται τα γλωσσικά
λάθη.
Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν εδώ ότι η αιτία ενεργοποίησης των παραπάνω γλωσσικών
μηχανισμών είναι αμιγώς κοινωνιογλωσσολογική. Κάνει την εμφάνισή της μέσα από μία
σειρά αναγκών που γεννιούνται στους χρήστες. Πολύ συχνά πρόκειται για την ανάγκη
υφολογικής διαφοροποίησης ή παροχής έντασης στο νόημα μιας λέξης ή έκφρασης (π.χ. το
καλυτερότερο).
Άλλοτε προκύπτει από την προσπάθεια χρήσης αρχαιοπρεπών τύπων, τα
χαρακτηριστικά των οποίων είναι άγνωστα στον χρήστη (π.χ. από ανέκαθεν).
Επίσης, δεν είναι λίγες οι φορές που σχετικά ανεπιτήδευτοι ομιλητές χρησιμοποιούν
λανθασμένα έναν τύπο από φόβο να αποφύγουν το λάθος (π.χ. προσθέτοντας αύξηση εκεί
που δεν υπήρχε ποτέ, βλ: απήντησε) και με την πρόθεση να προσδώσουν αίγλη ή
επισημότητα στο λόγο τους. Η τάση αυτή είναι γνωστή και ως τάση υπερδιόρθωσης
(Labov 1972:123· Παναγιωτίδης 2007).
Σημαντικός είναι επίσης ο παράγοντας της γεωγραφικής καταγωγής του ομιλητή.
Πολλές φορές οι χρήστες διαπράττουν γλωσσικά λάθη είτε γιατί έχουν στο μυαλό τους
τύπους της διαλέκτου τους, που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους τύπους της
νόρμας, είτε γιατί σε επικοινωνιακές περιστάσεις, στις οποίες οι συνομιλητές τους
χρησιμοποιούν τη νόρμα, οι ίδιοι χρησιμοποιούν αυτούσιες διαλεκτολογικές εκφράσεις.
Ακόμα και αυτές, πολλές φορές θεωρούνται από τους χρήστες της νόρμας γλωσσικά λάθη.
Ωστόσο, οι συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν θα μας απασχολήσουν στην παρούσα εργασία,
παρά μόνο στο βαθμό που συμβάλλουν στο μετασχηματισμό της νόρμας. Εδώ,
σημαντικότερος θεωρείται ο παράγοντας της κοινωνιολέκτου. Για παράδειγμα, πολλές
φορές οι κοινωνιόλεκτοι των κατώτερων κοινωνικών τάξεων συγκρούονται με τη νόρμα,
πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα το στιγματισμό τόσο των χρηστών όσο και στοιχείων των
κοινωνιολέκτων ως λανθασμένων.
Τέλος, είναι σημαντικό να προστεθεί ακόμα μία περίπτωση, η οποία δεν είναι άλλη από
την άμεση, συνεχή κι έντονη επαφή με την αγγλική γλώσσα (ή την αμερικάνική εκδοχή
της), στην οποία έρχεται καθημερινά το σύνολο των χρηστών της ελληνικής γλώσσας. Οι
δίαυλοι επικοινωνίας είναι πάρα πολλοί: Μέσα από την τηλεόραση και τα ΜΜΕ
10

γενικότερα, την εργασία, τους διαδικτυακούς τόπους, την εργασία, την τέχνη ή ακόμα και
μέσα από την εκμάθηση ξένων γλωσσών από παιδιά πολύ μικρής ηλικίας. Αυτού του
είδους οι επαφές οδηγούν τον ομιλητή στο να μιμείται τον τρόπο έκφρασης των ομιλητών
της Αγγλικής. Π.χ. μου πήρε ώρα από το it took me hours (Χάρης 2003).
Ως προς το αν τα γλωσσικά λάθη είναι αυθαίρετα κατασκευάσματα του χρήστη ή
προκαλούνται από τον ίδιο το γλωσσικό μηχανισμό, αυτό μπορεί να αποδειχθεί κυρίως
μέσα από την παρατήρηση και την έρευνα των χαρακτηριστικών των γλωσσικών λαθών.
Ωστόσο, οφείλουμε εδώ να υιοθετήσουμε και μία θεωρητική αρχή, σύμφωνα με την οποία,
όπου το γλωσσικό σύστημα είναι αδιαφανές, τότε πιθανώς να βρεθούμε μπροστά σε
επαναπροσαρμογές κι ανακατατάξεις που γίνονται με σκοπό να το καταστήσουν πιο
διαφανές στα διάφορα επίπεδα (Θεοφανοπούλου-Κοντού 1999). Αυτό συμβαίνει γιατί,
όπως έχει παρατηρηθεί (Lightfoot 1979, King 1969), η διαφάνεια στα διάφορα επίπεδα του
γλωσσικού συστήματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάκτησή του.2
Ως προς την αρχή, βάσει της οποίας θα πρέπει να ταξινομηθούν τα γλωσσικά λάθη στα
διάφορα επίπεδα, συμφωνώ με την τοποθέτηση του Ξυδόπουλου (2004), κατά την οποία
«δεχόμενοι την αυτονομία του λεξικού, καταλήγουμε στο ότι τα γλωσσικά λάθη
προκαλούνται από τους εγγενείς μηχανισμούς που διέπουν τις διάφορες διαστάσεις των
λεξικών στοιχείων». Ο ίδιος κατατάσσει τα γλωσσικά λάθη στο φωνολογικό, μορφολογικό
και λεξικοσημασιολογικό μηχανισμό. Ξεχωριστή αναφορά κάνει στο συντακτικό
μηχανισμό, τον οποίο δεν χρησιμοποιεί ως επίπεδο ανάλυσης, ακριβώς γιατί «τα λάθη που
εμφανίζονται λόγω άγνοιας του θεματικού πλέγματος ενός κατηγορήματος, το οποίο
αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της λεξικής του υπόστασης, (…) δεν εμφανίζονται λόγω

2
Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι το γλωσσικό σύστημα διέπεται από εσωτερικούς νόμους που δεν
συνδέονται με τη βούληση του ομιλητή, γι’ αυτό και τα γλωσσικά λάθη παρουσιάζουν συστηματικότητα και
δεν είναι μεμονωμένα. Ωστόσο, αποδεικνύεται επίσης, ότι ο ομιλητής είναι αυτός που ενεργοποιεί τους
μηχανισμούς που μετασχηματίζουν τη γλώσσα και με αυτήν την έννοια η γλώσσα είναι ένα εργαλείο στα
χέρια των χρηστών, που δεν υπάρχει και δεν εξελίσσεται χωρίς αυτούς. Άρα λοιπόν, η μελέτη της γλώσσας
δεν μπορεί να γίνεται πέρα κι έξω από την πραγμάτωσή της, γιατί, ενώ με αυτόν τον τρόπο δίνεται η
δυνατότητα ενδελεχούς μελέτης των εσωτερικών της νόμων, ωστόσο χάνονται από το πεδίο μελέτης οι αιτίες
λειτουργίας αυτών των εσωτερικών νόμων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η έρευνα να καταλήξει σε
συμπεράσματα που είναι μόνο κατά το ήμισυ αληθινά.
11

μη ορθής εφαρμογής ενός συντακτικού κανόνα που, όπως κι αν τον αντιληφθούμε, θα


πρέπει να είναι περιβαλλοντικά ελεύθερος, δηλαδή ανεξάρτητος από λεξικές ιδιομορφίες.».
Ωστόσο, θα κατατάξω τα γλωσσικά λάθη διαφορετικά από τον Ξυδόπουλο, στα επίπεδα
της φωνολογίας, μορφολογίας, του συντακτικού, της σημασιολογίας, της πραγματολογίας
και της ορθογραφίας, καθώς θεωρώ ότι η ταξινόμηση των λαθών μόνο στα επίπεδα της
φωνολογίας, μορφολογίας και λεξικοσημασιολογίας διολισθαίνει πάλι σε μία ταξινόμηση
που αναμειγνύει τις αιτίες δημιουργίας των λαθών με τα πεδία της γλώσσας που αυτά
επηρεάζουν. Βέβαια ο Ξυδόπουλος ταξινομεί με αυτόν τον τρόπο, ορίζοντας ως βάση της
ταξινόμησης τους μηχανισμούς που κινητοποιούνται και δημιουργούν τα λάθη. Στην
παρούσα εργασία βάση της ταξινόμησης είναι τα γλωσσικά πεδία που επηρεάζονται από τα
γλωσσικά λάθη και όχι οι μηχανισμοί που είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία τους, χωρίς
όμως να μπορεί κανείς να αρνηθεί το βαθμό αλληλεπίδρασής τους. Το συντακτικό επίπεδο
λοιπόν θα αναφερθεί, γιατί, παρόλο που δεν είναι υπεύθυνο καθεαυτό για μία σειρά από
λάθη, επηρεάζεται από τα λάθη αυτά. Πιο συγκεκριμένα, θεωρώ ότι το συντακτικό επίπεδο
είναι το πεδίο επίδρασης κάποιων γλωσσικών λαθών, τα οποία έχουν ως βασική αιτία την
άγνοια εκ μέρους του ομιλητή του συνόλου των πληροφοριών που φέρει κάθε λέξημα.
Εξάλλου, όλα τα λήμματα φέρουν φωνολογικές, μορφολογικές, συντακτικές και
σημασιολογικές πληροφορίες. Τελικά, τα επίπεδα αυτά δεν αναφέρονται γενικά κι αόριστα
στα επίπεδα του γλωσσικού συστήματος, αλλά στις πληροφορίες, τις οποίες κάθε λέξημα
φέρει από τη στιγμή που μετέχει σε όλα τα επίπεδα του γλωσσικού συστήματος και κατ’
επέκταση τα επηρεάζει.
Το ορθογραφικό επίπεδο αναφέρεται, από τη στιγμή που αποτελεί μία ακόμα
πληροφορία για τα λεξήματα. Είναι ωστόσο προφανές ότι αποτελεί ένα πεδίο, στο οποίο η
γλωσσική αλλαγή είτε παρατηρείται πολύ αργότερα από το χρόνο πραγματοποίησής της (οι
γλωσσικές αλλαγές παρατηρούνται πρώτα και κύρια στην προφορική ομιλία) είτε
αποφεύγεται συνειδητά η αποτύπωσή της. Με λίγα λόγια, η ορθογραφία είναι το κατεξοχήν
πεδίο, όπου παρατηρείται εντονότερα από κάθε άλλο η προσπάθεια συντήρησης της
νόρμας, ακόμα κι αν πολλά από τα χαρακτηριστικά της εκλείπουν από τον προφορικό λόγο
τη δεδομένη στιγμή και μάλιστα χωρίς αυτό να θεωρείται λάθος από τους θεματοφύλακες
της γλωσσικής νόρμας. Τελικά, η ορθογραφία είναι το επίπεδο, στο οποίο αποτυπώνεται
12

ξεκάθαρα η κυρίαρχη γλωσσική ιδεολογία. Με αυτήν την έννοια έχει νόημα η παρατήρησή
της τόσο ως προς το είδος των λαθών που παρουσιάζονται όσο και ως προς τον τρόπο και
την ένταση διόρθωσής τους.
Το πραγματολογικό επίπεδο αναφέρεται καθόσον που γίνεται κομμάτι του γλωσσικού
συστήματος μέσω της γραμματικοποίησης των σχέσεων μεταξύ γλώσσας και
συμφραζομένων (Levinson 1983:9). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση του
πληθυντικού, όταν αναφερόμαστε σε ένα μόνο πρόσωπο για λόγους ευγένειας. Έτσι, λάθος
στο πραγματολογικό επίπεδο συνιστά το να απευθυνόμαστε σε ένα πρόσωπο σε ενικό όταν
αυτό αντιτίθεται στους κανόνες ευγένειας. Εξάλλου, με βάση τη λογική του Levinson, θα
πρέπει να υποθέσουμε ότι η ύπαρξη νόρμας επεκτείνεται και στις σχέσεις γλώσσας και
συμφραζομένων από τη στιγμή που αυτές γραμματικοποιούνται.
Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να δηλωθεί ακόμα μία παράμετρος, η οποία εξηγεί κι εν
μέρει το γιατί εντοπίζω τα γλωσσικά λάθη στην περιφέρεια των λεξημάτων και όχι στη
δομή του γλωσσικού συστήματος. Από τον ορισμό της έννοιας του λάθους και της νόρμας
προκύπτει ότι, όταν ο ομιλητής διαπράττει κάποιο γλωσσικό λάθος, αυτό δεν
καταστρατηγεί επί της ουσίας την επικοινωνία του με τον δέκτη. Αντιθέτως, το μήνυμά του
γίνεται κατανοητό, παρόλο που η εκφώνησή του γίνεται εκτός των ορίων των εκάστοτε
συμβάσεων. Μπορούμε να πούμε δηλαδή, ότι ο επικοινωνιακός στόχος επιτυγχάνεται κατά
το ήμισυ. Για να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να
αποκλείσουμε είδη λαθών που σε καμία περίπτωση δεν διαπράττουν οι φυσικοί ομιλητές,
εφόσον βέβαια κατέχουν τη γλώσσα και έχουν σώας τας φρένας. Παραδείγματα λαθών που
δεν παρατηρούνται:
 * τί έρθεις Πέτρος;
* πότε αν φύγεις;
* κοιμάμαι την καρέκλα
* δεν έχω καταλάβω τίποτα (Θεοφανοπούλου-Κοντού 1999)
* κοντεύει να βρέχει (ό.π.)
Τα παραπάνω παραδείγματα αποτελούν παραβίαση καθολικών αρχών. Αντίθετα, τα
γλωσσικά λάθη των φυσικών ομιλητών εντοπίζονται στις πληροφορίες που φέρουν τα
λεξήματα και όχι στην ίδια τη δομή της γλώσσας.
13

3. Ανάλυση δεδομένων

3.1. Επίπεδα εμφάνισης λαθών

α. Φωνολογικό επίπεδο

(1) Περιπτώσεις συνίζησης με ουρανικοποίηση του πρόσθιου φωνήεντος. Κατ’ αναλογία


με το σχηματισμό των λέξεων στη ΝΕ (πρβλ. [δjavázo]):
 03.04.2010, Mega, Γλυκές Αλχημείες, Στέλιος Παρλιάρος:
(α) Προσθέτουμε 100 [γramarja] ζάχαρη στο μίγμα μας. (vs [γramária])
 17.05.2010, σε φιλική κουβέντα, απόφοιτος Φιλοσοφικής 25 ετών:
(β) Όλα αυτά σου τα λέω με την καλή [éņa]. (vs [énia])
 13.05.2010, σε πολιτική συζήτηση φοιτητικής παράταξης, κορίτσι 20 ετών:
(γ) Ας μην κάνουμε [δjáloγο], ας κάνουμε ολοκληρωμένες τοποθετήσεις. (vs
[δiáloγο])
Συμβαίνει σε λέξεις λόγιας προέλευσης, στις οποίες δεν έχει εφαρμοστεί ο κανόνας
συνίζησης της ΝΕ (Κλαίρης & Μπαμπινιώτης 2004). Παρατηρείται η ανάγκη του χρήστη
για περαιτέρω εφαρμογή των κανόνων που χρησιμοποιούνται στην πλειονότητα των
λεξημάτων της ΝΕ. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται πιο διαφανής ο σχηματισμός των
λέξεων.

(2) Συνίζηση με ουρανικοποίηση του /i/. Κατ’ αναλογία με την ευρέως χρησιμοποιούμενη
λέξη «γιατρός».
 22.04.2010, γυναίκα 50 ετών, γραμματέας, σε συνομιλία με πελάτη στο
τηλέφωνο:
(α) Το γιατρείο είναι ανοιχτό μόνο απόγευμα. (vs ιατρείο)
(3) Κατ’ αναλογία με τη δάσυνση του τελευταίου φθόγγου του πρώτου συνθετικού μίας
λέξης που προηγείται της δασυνόμενης λέξης.
14

 02.02.2010, κοπέλα 20 ετών, σε συζήτηση με συνομηλίκους της για ζητήματα


γλώσσας:
(α) Ο τρόπος διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο σχολείο, με έμφαση
περισσότερο στη γραμματική παρά στο κείμενο, είναι ανθεπιστημονικός. (vs
αντιεπιστημονικός)3
Πρόκειται για παράδειγμα υπερδιόρθωσης, όπου η κοπέλα στοχεύει να φανεί
μορφωμένη και ενημερωμένη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για «διόρθωση»
μίας αρχαιοπρεπούς λέξης («επιστήμη>επίσταμαι»), για την οποία όμως η ομιλήτρια δεν
έχει την απαραίτητη πληροφορία ότι δεν δασύνεται. Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη
ομιλήτρια σε διαφορετική συζήτηση χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο «σωστά» (βλ.
«αντιεπιστημονικός»).

(4)4 Απλή δημιουργία συνθετικού σύμφωνα με τα πρότυπα της ΝΕ.


 02.02.2010, απόφοιτος Φιλοσοφικής, 25 ετών, σε φιλική κουβέντα:
(α) Όταν διοριστώ, θα πηγαίνω συνοδός στις πενταήμερες. (vs πενθήμερες)
Ο ομιλητής δεν γνωρίζει ότι η λέξη «ημέρα» ήταν δασυνόμενη (εξάλλου η προσωδία
έχει καταργηθεί εδώ και χρόνια) ούτε αντιλαμβάνεται πρόβλημα χασμωδίας μεταξύ του
τελευταίου φθόγγου του πρώτου συνθετικού και του πρώτου φωνήεντος του δεύτερου
συνθετικού για τον ίδιο λόγο. Στα ΝΕ άλλωστε είναι λίγες οι σύνθετες λέξεις, το πρώτο
συνθετικό των οποίων παθαίνει έκθλιψη. Έτσι, ο ομιλητής δεν προχωρά ούτε σε έκθλιψη
του /a/ ούτε σε δάσυνση του /t/.

β. Μορφολογικό επίπεδο

Πρόκειται για λάθη, τα οποία προκύπτουν είτε από άγνοια των μορφολογικών
συστατικών που συμμετέχουν στην παραγωγή είτε από την ασυμβατότητα μεταξύ των

3
Το συγκεκριμένο παράδειγμα δεν μπορεί να ενταχθεί ξεκάθαρα στο φωνολογικό επίπεδο, γιατί πρόκειται
για λέξημα που παράγεται μετά από σύνθεση, οπότε εδώ λειτουργεί παράλληλα και ο μορφολογικός
μηχανισμός. Επομένως, είναι πιο δόκιμο να καταταγεί στο ευρύτερο επίπεδο της μορφοφωνολογίας.
4
ό.π.
15

μορφολογικών μηχανισμών της ΝΕ και παλαιότερων μορφών της γλώσσας είτε ακόμα από
την προσπάθεια ομαλοποίησης των παραδεδομένων τύπων λόγω της αναλογικής επίδρασης
των ισχυόντων κανόνων της ΝΕ (Ξυδόπουλος 2004). Ειδικά ως προς την πρώτη
περίπτωση, πολλές φορές έχει ως αποτέλεσμα την παρετυμολογία (ή λαϊκή ετυμολογία),
κατά την οποία «ο ομιλητής προσπαθώντας να φέρει στα μέτρα του μία “ανοίκεια” λέξη,
την ετυμολογεί εσφαλμένα προσαρμόζοντάς την σε μορφές που είναι ήδη γνωστές ώστε να
προκύψει γι’ αυτόν διαφάνεια» (Θεοδωροπούλου & Παπαναστασίου 2001). Συγκεκριμένα:

(5) Λάθη που γίνονται σε επίθετα τριγενή και δικατάληκτα, το κλιτικό σύστημα των
οποίων δεν διατίθεται στη ΝΕ.5 Αντίθετα, στη ΝΕ υπάρχουν κατά κανόνα τριγενή και
τρικατάληκτα επίθετα, από τα οποία απουσιάζει η κατάληξη –ς στην ονομαστική θηλυκών
και ουδετέρων. Στη γενική από την άλλη, ενώ στη ΝΕ το –ς υπάρχει στην κατάληξη του
θηλυκού, στα αρχαιόκλιτα τριγενή και δικατάληκτα εμφανίζεται ως κατάληξη στο
αρσενικό και το ουδέτερο. Επιπλέον, ο πληθυντικός των δικατάληκτων είναι κοινός για τα
αρσενικά και τα θηλυκά, το –ς παρουσιάζεται σε μη ανισοσύλλαβο αρσενικό επίθετο και
το /i/ είναι καταληκτικό φωνήεν θηλυκών και ουδετέρων, πάλι διαφορετικά με ό,τι ισχύει
στη ΝΕ (Μακρή-Τσιλιπάκου 1997).
 15.02.2010, τελειόφοιτος Φιλοσοφικής σχολής, σε φιλική συζήτηση:
(α) Νους υγιή εν σώματι υγιεί, που λένε… (vs υγιής)
 10.03.2010, φοιτήτρια σε πολιτική συζήτηση:
(β) Πρέπει να είμαστε σε συνεχή καρτέρι για να μη γίνουν πράγματα που δεν θα
αντιληφθούμε. (vs συνεχές)
 05.03.2010, φοιτητής Γεωπονικής σχολής, τοποθέτηση σε πολιτική διαδικασία:
(γ) Η μεγαλειώδες απεργία που πέρασε δείχνει το δρόμο για το πώς να συνεχίσουμε
από δω και πέρα. (vs μεγαλειώδης)
Τα περισσότερα λάθη παρουσιάζονται στο θηλυκό, όπου παρατηρείται η τάση
αποβολής του τελικού –ς προκειμένου το επίθετο να ταιριάζει με τη μορφολογία των
επιθέτων της ΝΕ. Παρόμοια λειτουργούν οι ομιλητές και στην περίπτωση των
5
Γι’ αυτόν τον λόγο μάλιστα, όπου είναι δυνατόν, τα επίθετα αυτά έχουν αντικατασταθεί είτε από μετοχές
είτε από άλλα επίθετα, όπως ενστικτώδικος αντί ενστικτώδης ή συνηθισμένος αντί συνήθης.
16

αρχαιόκλιτων ουσιαστικών (βλ. παράδειγμα (6)). Ωστόσο, το παράδειγμα (5γ) δεν


ακολουθεί αυτήν την πρακτική, διότι ο ομιλητής περισσότερο παρακινείται από
υπερδιρθωτικότητα, καθώς απευθύνεται σε μεγάλο αριθμό ακροατών και θέλει να
προσδώσει κύρος στα λεγόμενά του.
Αναφορικά με το (5β) παρατηρούμε άγνοια μίας κλίσης που δεν συμφωνεί με τα κύρια
κλιτικά παραδείγματα των επιθέτων της ΝΕ. Ο ομιλητής «κλίνει» το ουσιαστικό σύμφωνα
με τους κανόνες της ΝΕ: απουσιάζουν τα –ν και –ς από την κατάληξη του ουδέτερου στην
ονομαστική, αιτιατική και κλιτική.

(6) Αλλαγή στην κλίση των ουσιαστικών


Αλλαγή στην κλίση των ουσιαστικών με την αφαίρεση του τελευταίου φθόγγου της
κατάληξης του θηλυκού ουσιαστικού στην ονομαστική ενικού:
 25.06.2010, συζήτηση μεταξύ αντρών 40 ετών:
(α) - Πέρσι το καλοκαίρι πήγα στη Σύρο.
- Α, ναι; Η Σύρο είναι πολύ ωραία. (vs Η Σύρος)
 Φλεβάρης 2010, διάγγελμα του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου στην τηλεόραση:
(β) … ήταν μια ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα. (vs μια ψήφος)
Η ΝΕ δεν σχηματίζει ουσιαστικά γένους θηλυκού με κατάληξη –ος. Επομένως, ο
ομιλητής προσπαθεί να εντάξει αυτές τις λέξεις που είναι αρχαϊκής προέλευσης στο κλιτικό
σύστημα της ΝΕ.
Αλλαγή στην κλίση αρσενικού ουσιαστικού μέσω της αντικατάστασης της κατάληξής
του στην ονομαστική ενικού με την αντίστοιχη κατάληξη που διατίθεται στη ΝΕ:
 04.03.2010, φοιτητής τμήματος μουσικών σπουδών, σε πολιτική τοποθέτηση:
(γ) Μέχρι τώρα στο συγκεκριμένο αντικείμενο ήταν μόνο ένας τομής… (δηλ. [tomís
vs toméas])
Πρόκειται πάλι για λέξη με κατάληξη αρχαιοπρεπή. Στη ΝΕ σπανίζουν τα ουσιαστικά
αρσενικού γένους με κατάληξη ονομαστικής ενικού –έας. Αντίθετα, τα αρσενικά στην
ονομαστική ενικού κατά κύριο λόγο έχουν την κατάληξη –ης, την οποία και προσπάθησε
να εφαρμόσει εδώ ο ομιλητής.
17

Αλλαγή της κλίσης των ουσιαστικών μέσω της χρήσης ονομαστικής σε σημεία όπου
αντιστοιχεί αιτιατική:
 Μάρτιος 2010, άντρας 50 ετών, οδηγός ταξί, απευθυνόμενος σε πελάτισσα:
(δ) Σε ποιά οδός μένεις κοπελιά; (vs οδό)
 01.03.2010, Alpha, εκπομπή «Κάτι ψήνεται», άντρας 45 ετών:
(ε) … και το τελευταίο πιάτο για τη μικρή μας δεσποινίς. (vs δεσποινίδα)
Τόσο η «οδός» όσο και το «δεσποινίς» είναι αρχαιόκλιτα ουσιαστικά. Το πρώτο
διατηρεί τις καταλήξεις του αρσενικού, πράγμα που δε συμβαίνει στα ΝΕ. Το δεύτερο έχει
κατάληξη, η οποία επίσης εκλείπει από το κλιτικό σύστημα της ΝΕ. Στις συγκεκριμένες
περιπτώσεις οι ομιλητές προκειμένου να εντάξουν τους παραδεδομένους τύπους στο λόγο
τους, τους χρησιμοποιούν στην ονομαστική ενικού είτε από την αδυναμία τους να τους
κλίνουν είτε ίσως από την αδυναμία να συμπεράνουν τι μέρος του λόγου είναι, αν δηλαδή
κλίνονται ή όχι κ.λπ.

(7) Αλλαγή γένους στα ουσιαστικά


 01.07.2010, ΣΚΑΪ, εκπομπή «WeGR», Δήμητρα Παπαδοπούλου:
(α) Ευχαριστούμε πάρα πολύ για τους ψήφους σας. (vs τις ψήφους)
Η κατάληξη -ος στο κλιτικό σύστημα της ΝΕ είναι κατεξοχήν κατάληξη ονομάτων
γένους αρσενικού. Ο ομιλητής, υποκινούμενος από αυτόν τον κανόνα, προσπαθεί να
προσδώσει στη λέξη τα χαρακτηριστικά της ΝΕ και γι’ αυτόν το λόγο, της προσδίδει το
γένος που λογικά θα της αντιστοιχούσε σύμφωνα με τους κανόνες της ΝΕ.
 Ημέρα ανακοίνωσης περικοπής του 14ου μισθού των δημοσίων υπαλλήλων, Γ.
Παπακωνσταντίνου, υπουργός Οικονομικών:
(β) … το αντίκτυπο των νέων μέτρων… (vs ο αντίκτυπος)
Η αλλαγή γένους εδώ συμβαίνει λόγω άγνοιας της ετυμολογία της λέξης (αντί+χτύπος).
Εξαιτίας αυτού, ο ομιλητής μεταφέρει το γένος της παραπλήσιας σημασιολογικά λέξης
«αποτέλεσμα».

(8) Αλλαγή στις καταλήξεις των ρημάτων


18

 12.03.2010, φοιτητής ΕΜΠ, σε πολιτική συζήτηση:


(α) Το πεδίο στο οποίο αντιπαρατιθόμαστε, θα αποτελέσει πεδίο τριών παράλληλων
μονόλογων. (vs αντιπαρατιθέμεθα)
Τα μεσοπαθητικά έχουν πάντοτε κατάληξη –ομαι κι εδώ ο χρήστης επεκτείνει
αναλογικά αυτόν τον κανόνα.
 17.02.2010, ραδιοφωνικός σταθμός «Κόκκινο», συνέντευξη του κ. Ρεκλείτη,
υπουργού Άμυνας:
(β) …ούτε τότε δικιολογόταν η θέση της Ελλάδας παγκόσμια για τις αμυντικές
δαπάνες. (vs δικαιολογείτο)
Προσπάθεια προσαρμογής στον τρόπο κλίσης των ρημάτων στον Παρατατικό της ΝΕ.
 28.04.2010, νέος εργαζόμενος (~ 26 ετών), σε φιλική συζήτηση:
(γ) Το σχέδιό μας και αυτό που θέλαμε επιτεύχθηκε. (vs επετεύχθη)
Η χρήση της χρονικής αύξησης στη ΝΕ είναι ασαφής και δεν συνδέεται απαραίτητα με
παρελθοντικούς χρόνους (Ξυδόπουλος 2004:523). Επιπλέον, κατάληξη –θηκα παίρνουν τα
ρήματα παθητικής φωνής στον Αόριστο της ΝΕ. Αυτόν τον κανόνα επεκτείνει ο ομιλητής
και στο συγκεκριμένο ρήμα αρχαϊκής προέλευσης.
 08.03.2010, Alpha, εκπομπή «Κάτι ψήνεται», γυναίκα 30 ετών:
(δ) Την έλλειψη σοκολάτας την αντικαταστούσε το παγωτό και το γλυκό του
κουταλιού. (vs αντικαθιστούσε)
Ρήμα αρχαϊκότερης προέλευσης. Στη ΝΕ δεν υπάρχει κανόνας παραγωγής ρημάτων
από προθήματα εκ, αντί, επί κ.λπ., ενώ τα ρήματα με κατάληξη –μι απουσιάζουν.
Πρόκειται ξανά για ασυμβατότητα στην κλίση της αρχαίας και της νέας ελληνικής. Εδώ ας
προστεθεί ότι οι ομιλητές της ΝΕ έχουν συχνότερη επαφή με το ουσιαστικό που παράγεται
από το συγκεκριμένο ρήμα (βλ. αντικατάσταση), η κλίση του οποίου μάλιστα έχει
επικρατήσει να γίνεται βάσει κανόνων της ΝΕ.6
 Μάρτιος 2010, απόφοιτος Ιατρικής σχολής, σε πολιτική διαδικασία:

6
Αυτό ισχύει από τη στιγμή που δεχόμαστε ως εξίσου «σωστό» τον τύπο «αντικατάστασης» με τον τύπο
«αντικαταστάσεως». Εξάλλου η ευρεία χρήση του πρώτου τύπου από τη πλειονότητα των φυσικών ομιλητών
έχει περιορίσει τη συγκεκριμένη ποικιλία (η χρήση του δεύτερου τύπου είναι ελάχιστη και γίνεται μόνο για
λόγους υφολογικής διαφοροποίησης) και τον έχει αναγάγει σε νόρμα.
19

(ε) Το να εκκινάς από αυτό το σημείο, μου φαίνεται αρκετά μεγάλο λάθος. (vs
εκκινείς)
Ο συγκεκριμένος τύπος είναι αρχαιοπρεπής κι έχει αντικατασταθεί στη ΝΕ από τον
τύπο «ξεκινώ», την κλίση του οποίου μιμείται εδώ ο ομιλητής.
 ό.π:
(στ) … δεν είναι το πρόβλημα ότι εμπλακήκαμε σε μία τέτοιου είδους διαδικασία.
(vs ενεπλάκημεν)
Την κατάληξη –άμε που αντιστοιχεί στο πρώτο πληθυντικό των ρημάτων ενεργητικής
φωνής της ΝΕ επεκτείνει ο ομιλητής στο παραπάνω λόγιας προέλευσης ρήμα.7

(9) Αλλαγή στον τρόπο παραγωγής ρημάτων


 20.05.2010, φοιτητής Φιλοσοφικής, σε συνομιλία με συμφοιτητές του:
(α) Αυτό που έγινε, ας μην το ανάγουμε σε μείζον ζήτημα. (vs αναγάγουμε)
Άγνοια της ανωμαλίας του συγκεκριμένου ρήματος στην ΑΕ.
 03.07.2010, Ant1, εκπομπή «Όλα 10», Βίκυ Καγιά:
(β) …με έχει εξεπλήξει… (vs εκπλήξει)
 08.02.2010, γραμματέας στο ΙΚΑ, γυναίκα 40 ετών:
(γ) Υπέγραψε σε αυτό το φύλλο, σε παρακαλώ. (vs υπόγραψε)
(9β-γ): Η χρήση της χρονικής αύξησης στη ΝΕ είναι ασαφής και δεν συνδέεται
απαραίτητα με παρελθοντικούς χρόνους (Ξυδόπουλος 2004:523).
 25.06.2010, δικηγόρος 50 ετών, σε συνομιλία με συνάδελφό της:
(δ) Αυτά τα λεφτά θα εκπίψουν στη συνέχεια (…). (vs εκπέσουν)
Το συγκεκριμένο ρήμα είναι ανώμαλο στην ΑΕ. Η ομιλήτρια προσπαθώντας να
χρησιμοποιήσει τον παραδεδομένο τύπο για λόγους επαγγελματικής ορολογίας, αγνοεί την
ανωμαλία του και σχηματίζει το Μέλλοντα σύμφωνα με τους κανόνες σχηματισμού που
επιβάλλει η ΝΕ.
 26.02.2010, ΝΕΤ, δελτίο ειδήσεων, παρουσιαστής (~ 35 ετών):

7
Επίσης, δεν υπάρχει χρονική αύξηση, αφού οι ιδιομορφίες που έτσι κι αλλιώς παρουσιάζει στη ΝΕ
εντείνονται, όταν πρόκειται για σύνθετα ρήματα
20

(ε) Στην ερώτηση που του απηύθυναν οι δημοσιογράφοι σχετικά με το Διεθνές


Νομισματικό Ταμείο ο πρωθυπουργός απήντησε (…). (vs απάντησε)
Για λόγους υφολογικής διαφοροποίησης και από άγχος επιτέλεσης, ο ομιλητής
χρησιμοποιεί τον αρχαϊκής προέλευσης κανόνα της αύξησης σε λέξη που ουδέποτε έπαιρνε
αύξηση.

(10) Αλλαγή στον τονισμό


 01.07.2010, κοπέλα (~ 23 ετών), συζήτηση μεταξύ συμφοιτητών, σε
εκπαιδευτική κινητοποίηση:
(α) Τα νέα μέτρα θα πλήξουν πρώτα απ’ όλους εμάς ως νέους εργαζόμενους. (vs
εργαζομένους)
 12.03.2010, φοιτητής ΕΜΠ, σε πολιτική συζήτηση:
(β) Το πεδίο στο οποίο αντιπαρατιθόμαστε, θα αποτελέσει πεδίο τριών παράλληλων
μονόλογων. (vs μονολόγων)
Ο τόνος δεν «πέφτει» στην αιτιατική (α) και τη γενική (β) πληθυντικού της μετοχής και
του ουσιαστικού. Κλίση των ονομάτων και των μετοχών κατά την αρχή της ισοτονίας λόγω
κατάργησης της προσωδίας (Θεοφανοπούλου 1999).

(11)
 14.02.2010, κοπέλα 25 ετών, απευθυνόμενη σε φίλη της:
(α) Τον Οκτώμβρη δίνω εξετάσεις για το δίπλωμα του αυτοκινήτου. (vs Οκτώβρη)
Σχηματισμός της λέξης κατ’ αναλογία του σχηματισμού των λέξεων που δηλώνουν
τους υπόλοιπους μήνες.

(12) Μετατροπή του επιρρήματος σε επίθετο.


 08.03.2010, Alpha, εκπομπή «Κάτι ψήνεται», άντρας 35 ετών:
(α) Η γεύση του κυρίους πιάτου ήταν εξαιρετική. (vs κυρίως)
Στη ΝΕ δεν συνηθίζεται η ύπαρξη επιρρήματος πριν από ουσιαστικό. Η λειτουργία
αυτή επιτυγχάνεται είτε με αναφορική πρόταση (πχ. το πιάτο που είναι κύριο) είτε με
επίθετο (πχ. το κύριο πιάτο). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ομιλητής προκειμένου να
21

χρησιμοποιήσει μία παγιωμένη αναφορικά με την «ορολογία της κουζίνας» έκφραση,


μετατρέπει το επίρρημα σε επίθετο.
 Ιούνιος 2010, γυναίκα 60 ετών, συζήτηση στη λαϊκή αγορά:
(β) Πήρα την αστυνομία να δηλώσω κλοπή αλλά μπορούσα να συνεννοηθώ με την
τηλεφωνήτρια και ζήτησα τον επικεφαλή. (vs επικεφαλής)
Το συγκεκριμένο επίρρημα «λόγω της κατάληξής του θυμίζει οξύτονο αρσενικό
όνομα» κι έτσι μετατρέπεται σε όνομα που κλίνεται κανονικά (Ξυδοπουλος 2004).

(13) Λάθη στην παραγωγή σύνθετων λέξεων


 23.04.2010, εργαζόμενη 36 ετών, σε συζήτηση στο τηλέφωνο:
(α) Δεν μπορώ να ανταπεξέλθω στις απαιτήσεις της δουλειάς. Οι ευθύνες είναι πάρα
πολλές. (vs αντεπεξέλθω)
 1999, δίσκος «Με λένε Πόπη», Τζίμης Πανούσης:
(β) … ο ακατανόμαστος… (vs ακατονόμαστος)
 03.07.2010, ΑΝΤ1, εκπομπή «Όλα 10», άντρας (~ 55 ετών):
(γ) … το πρόβλημα είναι ότι είμαι πολύ ανθηρόστομος. (vs αθυρόστομος)8
(13α-β-γ): Λόγιες λέξεις. Ο ομιλητής αγνοεί τα παραγωγικά προσφύματα και τα θέματα
που συμμετέχουν στην παραγωγή τέτοιου είδους λέξεων. Εξάλλου, αντίστοιχοι μηχανισμοί
δεν διατίθενται στη ΝΕ (Ξυδόπουλος 2004).

(14) Προσθήκη επιθημάτων για τη δημιουργία θηλυκών επαγγελματικών ονομάτων


 08.06.2010, συζήτηση μεταξύ συμφοιτητριών στο κυλικείο αναγνωστηρίου:
(α) Οι γιατρίνες που διαβάζουν εδώ πρέπει να είναι πολύ καλές φοιτήτριες. Τις
βλέπω να διαβάζουν με τις ώρες.

8
Το συγκεκριμένο παράδειγμα θα μπορούσε να καταχωρηθεί και στο σημασιολογικό επίπεδο, καθώς το
«γλωσσικό λάθος» σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που σημαίνει η «σωστή» λέξη. Ωστόσο,
επειδή το λάθος προκύπτει από την κινητοποίηση μορφολογικών μηχανισμών, το λέξημα ταξινομείται στο
μορφολογικό επίπεδο. Όμως, είναι προφανές ότι το σημασιολογικό επίπεδο είναι εξίσου σημαντικό για την
ανάλυση του συγκεκριμένου λάθους τόσο ως προς την αιτία γένεσής του όσο και ως προς το βαθμό που ο
λάθος επηρεάζει αυτό το επίπεδο.
22

Ο σεξισμός με τη μορφή που υπάρχει στη σημερινή κοινωνία, δηλαδή με τη μορφή της
κοινωνικής διάκρισης του άντρα έναντι της γυναίκας με γνώμονα το φύλο,
αποκρυσταλλώνεται και στη μορφολογία της γλώσσας με χαρακτηριστικό το παράδειγμα
των ουσιαστικών που δηλώνουν καταξιωμένο κοινωνικά επάγγελμα και βρίσκονται στη
γλώσσα μόνο σε γένος αρσενικό. Η προσπάθεια απόδοσης σε αυτά τα ουσιαστικά
καταλήξεων θηλυκού γένους τα κάνει να αξιολογούνται ως γλωσσικά λάθη. Ωστόσο, σε
περιπτώσεις που υπάρχει ανάγκη υφολογικής διαφοροποίησης, όχι μόνο δεν εντοπίζονται
ως λάθη αυτοί οι τύποι αλλά γίνονται απολύτως δεκτοί από τους ομιλητές, π.χ. Θα πάω σε
έναν άντρα γιατρό, δεν μπορώ να εμπιστευτώ τις γιατρίνες, στο βαθμό που υπάρχει ανάγκη
για σαφή υποτιμητική συνδήλωση.

(15) Επαναδρομή του παραγωγικού κανόνα του συγκριτικού βαθμού που εφαρμόζεται με
μεγαλύτερη παραγωγικότητα στα επίθετα
 12.06.2010, άντρας 60 ετών, απευθυνόμενος στο παιδί του:
(α) Είναι πιο καλύτερα να πάρουμε το λεωφορείο παρά το αυτοκίνητο. (vs πιο καλά
ή καλύτερα)
Προσθήκη της λέξης «πιο» στην προσπάθεια απόδοσης έμφασης στο λόγια του
ομιλητή. Πρόκειται για το φαινόμενο της ενίσχυσης. Συχνά εμφανίζεται όχι μόνο
ηθελημένα, για λόγους υφολογικής διαφοροποίησης δηλαδή (βλ. γλώσσα των νέων: το
καλυτερότερο) αλλά και για λόγους ασάφειας των μορφολογικών μηχανισμών
παλαιότερων μορφών της γλώσσας. Χαρακτηριστικά η Θεοφανοπούλου-Κοντού (1999)
υποστηρίζει ότι «το επίθημα “–τερος” δεν δηλώνει σαφώς την έννοια του συγκριτικού».
Εξάλλου το –τερος δεν είναι δυνατόν να συνοδεύσει όλα τα ονόματα που μπορούν να
γίνουν συγκριτικά (π.χ. πιο συγκροτημένος και όχι συγκροτημενέστερος) ενώ το πιο είναι
δυνατόν να συνοδεύσει τόσο τα ονόματα που μπορούν να πάρουν το συγκριτικό επίθημα
όσο και αυτά που δεν μπορούν, με αποτέλεσμα η χρήση του να είναι πιο συχνή.

γ. Συντακτικό επίπεδο
23

Για τα λάθη που αναφέρονται σε αυτήν την κατηγορία λογίζεται ως δεδομένο ότι
σχετίζονται με την άγνοια των συντακτικών πληροφοριών που φέρουν τα λήμματα στο
λεξικό και όχι με τη μη εφαρμογή κάποιου συντακτικού κανόνα.
24

(16)
 25.06.2010, φοιτητής ΕΜΠ, σε συζήτηση με συμφοιτητή του:
(α) Όσον αφορά για τα νέα μέτρα (…). (vs στα)
 14.04.2010, άντρας 37 ετών, τοποθέτηση στη συνέλευση του σωματείου του:
(β) Όσον αφορά την τομή που θα επιχειρήσει το νέο νομοσχέδιο (…). (vs στην)
Άγνοια του ομιλητή σχετικά με το πλέγμα πληροφοριών που χαρακτηρίζει αυτό το
ρήμα λόγιας προέλευσης. Έτσι, στο (α) χρησιμοποιεί το σύνδεσμο «για», που κανονικά θα
ταίριαζε αν ο ομιλητής χρησιμοποιούσε την –πιο κοντινή στους κανόνες της ΝΕ– έκφραση
«μιλώντας για». Στο (β) από την άλλη, γίνεται χρήση της απλής αιτιατικής, σύμφωνα με
τον κανόνα σύνταξης των μονόπτωτων ρημάτων της ΝΕ. Ας σημειωθεί όμως εδώ ότι από
παλιά υπάρχει διαφωνία σε σχέση με τη σύνταξη του συγκεκριμένου ρήματος. Άλλοι
υποστηρίζουν ότι συντάσσεται με απλή και άλλοι με εμπρόθετη αιτιατική. Το παράδειγμα
παρατίθεται, γιατί οι περισσότεροι φιλόλογοι στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια
εκπαίδευση συντάσσουν το ρήμα εμπρόθετα και διορθώνουν τη διαφορετική σύνταξη.

(17)
 (βλ. και παραπάνω):
(α) Η συλλογικές συμβάσεις σαν θεσμός μπορούν να διασφαλίσουν (…). (vs ως)
Το λέξημα «ως» είναι λόγιας προέλευσης και δεν χρησιμοποιείται ευρέως στη ΝΕ.
Ειδικά η λειτουργία του ως παραβολικού συνδέσμου στην ΑΕ τείνει να αντικατασταθεί
από το ομοιωματικό μόριο «σαν», το οποίο φέρεται ως μετάφραση του «ως». Αποτέλεσμα
η άρση της σημασιολογικής διαφοροποίησης των δύο λεξημάτων (το «ως» δηλώνει
πραγματική κατάσταση, ενώ το «σαν» παρομοίωση με κάτι το πραγματικό). Πρόκειται γι’
ακόμα ένα λάθος που αφομοιώνεται πολύ γρήγορα στη νόρμα. Ωστόσο, οι πιο
συντηρητικοί ομιλητές καταδικάζουν ακόμα αυτή τη χρήση. Η αποστροφή τους για το
«σαν» είναι μάλιστα τόσο μεγάλη που πολλές φορές χρησιμοποιούν το «ως» ακόμα κι εκεί
που θα χρειαζόταν «σαν».
 ό.π.:
(β) Βάλλονται τα δικαιώματά μας ως εργαζόμενοι. (vs εργαζομένων)
25

Η λόγια προέλευση του συνδέσμου τον καθιστά αδιαφανή για τον ομιλητή της ΝΕ ως
προς τις συντακτικές πληροφορίες που τον χαρακτηρίζουν. Μία από αυτές είναι ότι το
όνομα που τον ακολουθεί μπαίνει στην ίδια πτώση με το όνομα που υποβάλλεται σε
παραβολή. Ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διαφάνεια περιορίζεται ακόμα
περισσότερο αν σκεφτούμε ότι το υπό παραβολή λέξημα είναι το «μας», που έχει τη θέση
κτητικής αντωνυμίας και που στην ΑΕ θα βρισκόταν κανονικά σε πτώση γενική (δηλ. τα
δικαιώματα ημών = γενική κτητική).

(18)
 21.06.2010, ΑΝΤ1, εκπομπή «Όλα 10», Γιάννης Λάτσιος:
(α) Αυτό που ήθελα να πω δεν το επικοινώνησα σωστά. (το ρήμα είναι αμετάβατο)
 30.06.2010, κοπέλα 25 ετών, σε τηλεφωνική συνομιλία με φίλη της:
(β) Παντρεύονται; Απίστευτο! Να το διαρρεύσω; (το ρήμα είναι αμετάβατο)
Οι ομιλητές καθιστούν μεταβατικά ρήματα που σύμφωνα με τους γραμματικούς
κανόνες είναι αμετάβατα. Πρόκειται πάλι για ρήματα λόγιας προέλευσης (σύνθεση με
συνδέσμους επί, δια κ.λπ.). Ο ομιλητής τα καθιστά μεταβατικά έχοντας στο μυαλό του
παραπλήσια σημασιολογικά ρήματα όπως το γνωστοποιώ ή το κοινοποιώ.9

(19)
 23.04.2010, γυναίκα 50 ετών απευθυνόμενη στην κόρη της:
(α) Πες σε όλους όσους βρίσκονται στο σαλόνι να περάσουν στην τραπεζαρία. (vs
όλους όσοι)
Καθ’ έλξη από την αιτιατική της λέξης «όλους». Το «όλοι όσοι» λογίζεται ως αχώριστο
ζευγάρι λέξεων (μονομορφηματικό δηλαδή) και με αυτήν την έννοια οι ομιλητές

9
Τα ρήματα με δεύτερο συνθετικό το –ποιώ παρόλο που είναι και αυτά λόγιας προέλευσης παρουσιάζουν
αυξημένη παραγωγικότητα στη ΝΕ. Επίσης, πολλά από τα λάθη τέτοιου είδους οφείλονται στην επιρροή
ξένων γλωσσών και κυρίως της Αγγλικής, π.χ. Ο Γιάννης προμηθεύει την αεροπορία με ανταλλακτικά (vs Ο
Γιάννης προμηθεύει ανταλλακτικά την αεροπορία ή Ο Γιάννης προμηθεύει ανταλλακτικά στην αεροπορία).
Εδώ βλέπουμε ότι ο χρήστης είναι επηρεασμένος από το αγγλικό: John provides the Air Force with spare
parts. (Ξυδόπουλος 2004)
26

τοποθετούν τις λέξεις στην ίδια πτώση σαν να ήταν μία λέξη. Η χρήση του είναι τόσο
ευρεία σήμερα, που πλέον έχει υποβιβάσει το «όλους όσοι» σε θέση ποικιλίας που
στοχεύει στην υφολογική διαφοροποίηση.

(20)
 30.06.2010, νέα 20 ετών απευθυνόμενη σε συγγενικό της πρόσωπο:
(α) Αγόρασα ένα φόρεμα, το οποίο το χάρισα τελικά σε μία φίλη μ ου. (vs το οποίο)
Σύμφωνα με τη Θεοφανοπούλου-Κοντού (1999) ο ρόλος των κλιτικών είναι διπλός:
Συντακτικός και γραμματικός. Η δε παρουσία τους άλλοτε υποχρεωτική (βλ. «όποιος
περνούσε τον χαιρετούσε») και άλλοτε προαιρετική (βλ. το κορίτσι που (του) έδωσα τις
σημειώσεις ήταν φίλη του Άλκη), με αποτέλεσμα να εξουδετερώνεται η διαφοροποίηση
μεταξύ συντακτικού και πραγματολογικού ρόλου. Αντίθετα, ο Ξυδόπουλος (2004) θεωρεί
απαραίτητη την παρουσία του κλιτικού σε προτάσεις όπως του προηγούμενου
παραδείγματος. Θεωρώ πως η άποψη της Θεοφανοπούλου σχετικά με την προαιρετική
εμφάνιση του κλιτικού είναι σωστή, με δεδομένο ότι οι ομιλητές της ΝΕ όταν δημιουργούν
αναφορικές προτάσεις χρησιμοποιώντας το «που» άλλοτε χρησιμοποιούν ταυτόχρονα το
κλιτικό κι άλλοτε όχι. Ωστόσο, παρατηρείται στα παραδείγματά μου ότι στη συντριπτική
πλειονότητα των περιπτώσεων οι ομιλητές χρησιμοποιούν το κλιτικό.10

10
Για την υποστήριξη αυτής της άποψης διενήργησα ένα μικρό αυτοσχέδιο πείραμα, με βοηθούς (i) μία
φοιτήτρια 21 ετών, (ii) έναν φοιτητή 22 ετών, (iii) μία γυναίκα 51 ετών πανεπιστημιακής μόρφωσης, (iv) μία
γυναίκα 52 ετών, απόφοιτη Λυκείου, (v) έναν άντρα 57 ετών, απόφοιτο ΤΕΙ, (vi) έναν άντρα 30 ετών
πανεπιστημιακής μόρφωσης και (vii) μία φιλόλογο 26 ετών. Το πείραμα ζητούσε από τους ομιλητές να
φτιάξουν όσο το δυνατόν περισσότερες προτάσεις χρησιμοποιώντας και συνδυάζοντας με διαφορετικό κάθε
φορά τρόπο τα δεδομένα που θα τους δίνονταν και προσθέτοντας μόνο τα απαραίτητα στοιχεία για να
δημιουργηθούν ολοκληρωμένες προτάσεις με νόημα. Τα δεδομένα που δόθηκαν στους ομιλητές και τα οποία
θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν αυτούσια στις προτάσεις τους ήταν: κορίτσι, φίλη του Άλκη, έχω δώσει
σημειώσεις. Οι απαντήσεις των ομιλητών ήταν:
(i) (α) Έδωσα σημειώσεις στο κορίτσι που είναι φίλη του Άλκη.
(β) Το κορίτσι, στο οποίο έδωσα σημειώσεις είναι φίλη του Άλκη.
(γ) Το κορίτσι που (…παύση) του έδωσα σημειώσεις είναι φίλη του Άλκη.
27

Ένα ακόμα δεδομένο είναι ότι στη ΝΕ τη θέση της αναφορικής κλιτής αντωνυμίας ο
οποίος, η οποία, το οποίο έχει πάρει στις περισσότερες περιπτώσεις το αναφορικό «που».
Έτσι λοιπόν, η ομιλήτρια του παραδείγματος (20α) επεξέτεινε τη χρήση του κλιτικού και
στη συγκεκριμένη περίπτωση που δεν ήταν απαραίτητο λόγω ύπαρξης της αναφορικής
αντωνυμίας. Άρα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι «η χρήση του κλιτικού σχετίζεται με τη
μετάβαση από τη χρήση της κλιτής αναφορικής στη χρήση του άκλιτου που. Όπως είναι
γνωστό, και αναφέρει και η Θεοφανοπούλου-Κοντού (1999:256), “τα κλιτικά
«επαναχαρακτηρίζονται ως εκφραστικά/ενισχυτικά στοιχεία (τη πτώσης ή της λειτουργίας

(ii) (α) Μία φίλη του Άλκη που της είχα δώσει σημειώσεις είναι καλό κορίτσι.
(β) Ένα κορίτσι που της είχα δώσει σημειώσεις είναι φίλη του Άλκη.
(iii) (α) Το κορίτσι που του έδωσα τις σημειώσεις είναι φίλη του Άλκη.
(β) Η φίλη του Άλκη στην οποία έδωσα τις σημειώσεις είναι έξυπνη.
(iv) (α) Σ’ ένα κορίτσι που (...παύση) όχι λάθος.
(β) Σ’ ένα κορίτσι που είναι φίλη του Άλκη, έδωσα σημειώσεις.
(γ) Στο κορίτσι που έδωσα σημειώσεις είναι φίλη του Άλκη.
(δ) Το κορίτσι, στο οποίο έδωσα σημειώσεις είναι φίλη του Άλκη.
(v) (α) Έχω δώσει τις σημειώσεις σ’ ένα κορίτσι, φίλη του Άλκη.
(β) Το κορίτσι που έχει τις σημειώσεις μου είναι φίλη του Άλκη.
(γ) Το κορίτσι στο οποίο έδωσα τις σημειώσεις είναι φίλη του Άλκη.
(δ) Το κορίτσι που έδωσα τις σημειώσεις είναι φίλη του Άλκη.
(vi) (α) Έδωσα σημειώσεις στο κορίτσι, τη φίλη του Άλκη.
(β) Η φίλη του Άλκη είναι το κορίτσι που του έδωσα σημειώσεις.
(γ) Το κορίτσι, στο οποίο έδωσα σημειώσεις, είναι φίλη του Άλκη.
(vii) (α) Σε ένα κορίτσι που είναι φίλη του Άλκη έδωσα σημειώσεις.
(β) Αυτό το κορίτσι είναι μία φίλη του Άλκη που της έχω δώσει σημειώσεις.
(γ) Έχω δώσει σημειώσεις σ’ ένα κορίτσι που είναι φίλη του Άλκη.
(δ) Αυτό το κορίτσι που έχω δώσει σημειώσεις είναι φίλη του Άλκη.
Βλέπουμε ότι οι νεότεροι ομιλητές, που ήρθαν απευθείας σε επαφή με τη δημοτική χρησιμοποιούν το
«που» μαζί με το κλιτικό. Αντίθετα, ομιλητές που διδάχθηκαν την καθαρεύουσα και περισσότερο
χρησιμοποιούσαν την αναφορική αντωνυμία, είτε δε βάζουν το κλιτικό μετά το «που» είτε το βάζουν με το
δισταγμό μήπως κάνουν λάθος. Όσον αφορά στην πρόταση της τελευταίας ομιλήτριας, το κλιτικό λείπει
επειδή η ένταση που θα προσέδιδε αντικαθίσταται από τη δεικτική αντωνυμία «αυτό».
28

της ΟΦ στην οποία αναφέρονται)”. Η κλιτική αναφορική αντωνυμία δεν έχει ανάγκη
ενίσχυσης, αφού κωδικοποιεί μορφολογικά τα γραμματικά χαρακτηριστικά της ΟΦ στην
οποία αναφέρεται. Αντιθέτως, το που δε φέρει μορφολογία και συνεπώς έχει ανάγκη αυτής
της ενίσχυσης από το κλιτικό. Δηλαδή από άκλιτο γίνεται εμμέσως κλιτό με τη χρήση του
κλιτικού: τον οποίο= που…τον. Η ταυτόχρονη χρήση της κλιτής αναφορικής αντωνυμίας
και του κλιτικού υποδηλώνει ότι βρισκόμαστε στ μεταβατική φάση πλήρους απόρριψης
του οποίος, -α, -ο και υιοθέτησης του που» (Ξυδόπουλος 2004:528).

(21)
 28.06.2010, συζήτηση μεταξύ συμφοιτητριών:
(α) -Εσύ που θα πας τελικά διακοπές;
-Δεν ξέρω ακόμα, θα το αποφασίσω μετά από το τέλος της εξεταστικής. (vs
μετά)
Το πλαίσιο υποκατηγοριοποίησης της «μετά» δίνει τη δυνατότητα σύνταξής της είτε με
ονοματική φράση κι αιτιατική είτε με εμπρόθετη φράση. Σε αυτό ας συνυπολογίσουμε ότι
τα περισσότερα επιρρήματα που δηλώνουν τόπο ή χρόνο συντάσσονται με πρόθεση
(Θεοφανοπούλου-Κοντού 1992). Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η ομιλήτρια του
παραδείγματος κινήθηκε κατ’ αναλογία με τη συνηθέστερη χρήση τέτοιου είδους
επιρρημάτων.

δ. Σημασιολογικό επίπεδο

Τα λάθη στο σημασιολογικό επίπεδο προκύπτουν κυρίαρχα από λανθασμένη


διαχείριση του νοήματος λέξεων λογιότερης ή αρχαϊκότερης προέλευσης11 ή ακόμα και
από την προσπάθεια αντικατάστασής τους με παραπλήσιες της ΝΕ.

(22)
 παρατίθεται στο Τζαννετάκος (1992). Προφανώς πρόκειται γι’ άντρα ομιλητή:

11
Σε αυτό το σημείο επίσης απαντά συχνά το φαινόμενο της παρετυμολογίας.
29

(α) Ο διαιτητής σφυρίζει φάουλ για τον Ολυμπιακό. (vs υπέρ)


Τάση των ομιλητών για αντικατάσταση των συνδέσμων παλιότερης προέλευσης με
συνδέσμους της ΝΕ. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα μπορούμε να πούμε είτε ότι η
σημασιολογική διαφάνεια του «για» ορίζεται από τα συμφραζόμενα (το φάουλ είναι
αρνητικό για την ομάδα που το κάνει και θετικό για την αντίπαλη) είτε ότι ο «για»
χρησιμοποιείται με τη χαριστική σημασία του. Αν ο ομιλητής ήθελε να δηλώσει την ομάδα
που διέπραξε το φάουλ, πιθανότατα να έλεγε: «Ο διαιτητής σφύριξε φάουλ στην ομάδα
Χ».

(23)
 27.06.2010, γυναίκα 50 ετών, απευθυνόμενη σε συγγενικό πρόσωπο:
(α) Αύριο θα πάμε τη γιαγιά στο νοσοκομείο για εξετάσεις, γιατί απ’ ό, τι φαίνεται
έχει πρόβλημα με το κυκλοφοριακό της. (vs κυκλοφορικό)
Η ομιλήτρια ξεχνά την ακριβή σημασία των δύο λέξεων. Μεγαλύτερη σύγχυση
μάλιστα προκαλεί και το γεγονός ότι οι δύο λέξεις είναι παραπλήσιες φωνολογικά,
μορφολογικά αλλά και σημασιολογικά.

(24)
 25.02.2010, Τ. Μπιρμπίλη, υπουργός Περιβάλλοντος, εκπομπή στη ΝΕΤ:
(α) … αν αναβαθμίσουμε ξανά την ιστορικότητα του κέντρου της Αθήνας … (vs
αναβαθμίσουμε)
 02.07.2010, νέα 27 ετών, απευθυνόμενη σε συνάδελφό της:
(β) Μετά από τόσες προσπάθειες είναι κρίμα που ξαναεπανέρχομαι στην ίδια
κατάσταση. (vs επανέρχομαι ή ξανάρχομαι)
Οι ομιλήτριες χρησιμοποιούν το επίρρημα ξανά αγνοώντας ή ξεχνώντας ότι η έννοιά
του είναι ενσωματωμένη στο πρώτο συνθετικό των λόγιας προέλευσης λέξεων
«αναβαθμίσουμε» και «επανέρχομαι». Επίσης, ρόλο παίζει και η συμβατικοποίηση των
ρημάτων, κατά την οποία οι επιμέρους σημασίες που εκφράζουν τα δύο συνθετικά γίνονται
μία. Τα λάθη αυτά, προφανώς γίνονται και στο πλαίσιο της προσπάθειας των ομιλητριών
30

να προσδώσουν έμφαση στα λεγόμενά τους με δεδομένους και τους λιγότερο αυστηρούς
κανόνες του προφορικού λόγου.

(25)
 08.06.2010, καθηγήτρια τμήματος Φιλολογίας, απευθυνόμενη σε φοιτητές πριν
την έναρξη της εξέτασης μαθήματος:
(α) Εύχομαι καλή επιτυχία σε όλους. (vs επιτυχία)
Η λέξη «επιτυχία» είναι από μόνη της θετικά φορτισμένη, οπότε από μικρή μερίδα
φιλολόγων καθώς και το κ. Μπαμπινιώτη (με αντίστοιχη παρατήρηση στο αμφιθέατρο),
θεωρείται πλεονασμός το επίθετο που προηγείται. Ωστόσο, είναι μία προσπάθεια να
ενταθεί η έννοια και πιο συγκεκριμένα η ευχή της ομιλήτριας. Μάλιστα, η έκφραση έχει
ενσωματωθεί στη νόρμα και είναι τόσο παγιωμένη, που περισσότερο θα ξένιζε αν η
ομιλήτρια ευχόταν απλώς «Επιτυχία».

(26)
 15.01.2010, καθηγήτρια Γυμνασίου (~ 35 ετών), κατά τη διάρκεια παράδοσης
του μαθήματος:
(α) Όπως σας είπα προηγούμενα… (vs προηγουμένως)
 05.05.2010, φοιτητής 24 ετών, σε συζήτηση με φίλους:
(β) Τα ΜΑΤ χτυπούσαν αδιάκριτα, όποιον έβλεπαν μπροστά τους κι έριχναν
συνεχώς δακρυγόνα. (vs αδιακρίτως)
 15.01.2010, καθηγήτρια (~ 40 ετών), κατά τη διάρκεια παράδοσης σε τάξη
Λυκείου:
(γ) Να προσέξετε ιδιαίτερα τα κεφάλαια Γ, Ε και ΣΤ. (vs ιδιαιτέρως)
Οι χρήστες της ΝΕ γενικεύουν τη χρήση επιρρημάτων σχηματισμένων σύμφωνα με
τους κανόνες της ΝΕ, ακόμα και σε περιπτώσεις που συνυπάρχουν στη γλώσσα
επιρρήματα ίδιας ρίζας αλλά διαφορετικής κατάληξης και σημασίας. Αυτό συμβαίνει λόγω
σύγχυσης της σημασίας που φέρουν τύποι φωνολογικά και μορφολογικά παρόμοιοι.
31

(27)
 11.02.2010, διαφήμιση περιοδικού σχετικού με ζητήματα αλιείας στο
ραδιοφωνικό σταθμό «Κόκκινο»:
(α) Μαζί με το περιοδικό δώρο dvd με μαθήματα αλίευσης. (vs αλιείας)
Η συγκεκριμένη λέξη είναι λόγιας προέλευσης και στη ΝΕ έχει αντικατασταθεί από τη
λέξη «ψάρεμα». Ο δημιουργός της φράσης αγνοεί την παραγωγή της ΑΕ, κατά την οποία η
κατάληξη –εία δηλώνει την τέχνη του ψαρέματος γενικά. Αντίθετα, χρησιμοποιεί τη λέξη
αλίευση (που σημαίνει τη διαδικασία του ψαρέματος), η παραγωγή της οποίας είναι
κοντινότερη προς τους κανόνες παραγωγής της ΝΕ. Διαφορετική ερμηνεία θα έβλεπε ότι η
λέξη αλίευση φαίνεται λογιότερη και γι’ αυτό με μεγαλύτερο κύρος, πράγμα που παρακινεί
για τη χρήση της.

(28)
Μάρτιος 2010, STAR, κεντρικό δελτίο ειδήσεων, Τζούλια Αλεξανδράτου:
(α) …οι κάμερες ήταν δύο. Ήταν εμού και του ιδίου.
Η ομιλήτρια σε μία προσπάθεια να αποσείσει τις κατηγορίες για έκλυτο βίο, προσπαθεί
να παρουσιαστεί ως μορφωμένο και συγκροτημένο άτομο. Έτσι λοιπόν χρησιμοποιεί τη
λόγια έκφραση «εμού του ιδίου», το σημασιολογικό περιεχόμενο της οποίας αγνοεί. Η
προσπάθεια για υφολογική διαφοροποίηση την οδηγεί σε γλωσσικό λάθος.

(29)
 26.06.2010, άντρας 57 ετών, αστειευόμενος σε γεύμα:
(α) Παρακαλώ, μου περνάτε το αλάτι; (vs μου δίνετε)
Ο ομιλητής μπορεί να αστειευόταν, ωστόσο μιμούταν φράση που πολλές φορές λέγεται
σε επίσημα γεύματα ή δείπνα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ομιλητές χρησιμοποιούν το
ρήμα «περνάω» επηρεασμένοι από αντίστοιχες εκφράσεις της αγγλικής γλώσσας (βλ.
Could you pass me the salt please?).

(30)
 26.06.2010, φοιτήτρια 20 ετών, απευθυνόμενη σε φίλη της:
32

(α) Καλά, η χτεσινή συναυλία τα ’σπασε!


Η ομιλήτρια χρησιμοποιεί μία μη παγιωμένη μεταφορική σημασία του ρήματος
«σπάω». Κινητοποιείται από την ανάγκη για υφολογική-ηλικιακή διαφοροποίηση. Η
συγκεκριμένη έκφραση θεωρείται λανθασμένη και κυριότερα «απρεπής» μόνο όταν φτάσει
στα αφτιά μεγαλύτερων ηλικιακά ομιλητών. Ειδάλλως, είναι στοιχείο της γλώσσας των
νέων και χαρακτηρίζεται από το καλυμμένο γόητρο, συμμετοχής και αναγνώρισης από την
ομάδα των συνομήλικων φίλων της. Είναι χαρακτηριστικό το πώς η εμμονή όχι μόνο στη
γραμματική αλλά και στη νόρμα που αφορά το επικοινωνιακό πλαίσιο μπορεί να
στιγματίσει ακόμα και μεταφορικές χρήσεις της γλώσσας.

ε. Πραγματολογικό επίπεδο

Εδώ, τα λάθη προκύπτουν κυρίαρχα από άγνοια των κανόνων γλωσσικής


συμπεριφοράς.

(31) Ανάμειξη στοιχείων διαφορετικών κειμενικών ειδών σε περιβάλλοντα που δεν το


επιτρέπουν (π.χ. εμπλοκή αφήγησης κι επιχειρηματολογίας σε ένα επιστημονικό κείμενο) ή
χρήση γλωσσικών στοιχείων οικείου ύφους σε επίσημο κείμενο και το αντίστροφο.

(32) Χρήση ενικού όταν αναφερόμαστε σε άνθρωπο με ανώτερη θέση σε χώρο εργασίας.
(Θεοδωροπούλου & Παπαναστασίου 2001).

στ. Ορθογραφικό επίπεδο

Σε αντίθεση με την προφορική γλωσσική ικανότητα που φυσιολογικά αναπτύσσεται σε


κάθε άνθρωπο, η γραφή αποτελεί επίκτητη ικανότητα, η οποία χρειάζεται άσκηση και
μάθηση για να επιτευχθεί. Η γραφή, επομένως, αποτελεί έναν αυθαίρετο τρόπο
καταγραφής της προφορικής ομιλίας. Αν μάλιστα σε αυτό προσθέσουμε το γεγονός ότι η
έννοια της ορθογραφίας δημιουργείται παράλληλα με την προτυποποίηση ενός τρόπου
33

γραφής μίας γλώσσας, δηλαδή με την καθιέρωση μιας γραπτής μορφής ως προτύπου,
συμπεραίνουμε ότι η γραφή ουσιαστικά παύει να έχει στόχο την καταγραφή της τρέχουσας
μορφής γλώσσας, αλλά στοχεύει στη διατήρηση μίας μορφής γλώσσας που θεωρείται
σπουδαία για διάφορους κοινωνικούς λόγους. Καθώς λοιπόν η γλώσσα αλλάζει χωρίς όμως
να την ακολουθεί και ο τρόπος γραφής οδηγούμαστε στη λεγόμενη «ιστορική
ορθογραφία»12 (Μαρκόπουλος 2008).
Από αυτό συμπεραίνουμε ότι τα περισσότερα ορθογραφικά λάθη προκύπτουν είτε από
τη μη εγγράψιμη στην ορθογραφία γλωσσική αλλαγή είτε από την άγνοια των ομιλητών σε
σχέση με τα χαρακτηριστικά των λέξεων λόγιας προέλευσης, δηλαδή από την ατελή
εκμάθηση τη ιστορικής ορθογραφίας.

(33)
 ταμπέλα σε υποκατάστημα εφορίας:
(α) ΗΜΙΟΡΟΦΟΣ (vs ημιώροφος)
Άγνοια της ιστορικής ορθογραφίας και συγκεκριμένα του νόμου της αρχαίας περί
«εκτάσεως εν συνθέσει»
 παρατίθεται στο Τεγόπουλος-Φυτράκης (1993):
(β) νεότερος και νεώτερος
Από τη στιγμή που το νεότερος καταγράφεται με «ο» στα λεξικά και τις σχολικές
γραμματικές, φαίνεται ότι ένα «ορθογραφικό λάθος» σύμφωνα με το φιλόλογο του
παρελθόντος τώρα προτυποποιείται.

(34)
 σχόλιο στο facebook:
(α) Κάνει πολύ ζέστη ή μου φαίνεται; (vs πολλή)
Στη ΝΕ το συγκεκριμένο επίθετο τείνει να πάρει χαρακτηριστικά ποσοτικού
επιρρήματος όταν συνοδεύει μη μετρήσιμα ονόματα και τίθεται στον ενικό. Ως επίθετο

12
«Γραφηματική αναπαράσταση παλαιότερης προφοράς των λέξεων, σύμφωνα με το πώς παραδίδεται η
προφορά αυτή στα ιστορικά κείμενα της κοινότητας (Κακριδή-Ferrari 2008).
34

λειτουργεί περισσότερο στον πληθυντικό, από τη στιγμή μάλιστα που συνοδεύει μετρήσιμα
αριθμητικά μεγέθη (π.χ. πολλές κοπέλες).

(35)
 παρατίθεται στο site SETimes.com :
(α) Η Β-Ε καταβάλει προσπάθεια για να καταπιαστεί με το ζήτημα των ισλαμιστών
εξτρεμιστών. (vs καταβάλλει)
Άγνοια ορθογραφικής διάκρισης. Στον προφορικό λόγο της ΝΕ η διάκριση γίνεται
βάσει των συμφραζομένων.

(36)
 παρατίθεται στο site ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (εβδομαδιαία οικονομική εφημερίδα):
(α) Αμφισβητείστε αυτούς που αμφισβητούν τη νοημοσύνη σας. (vs αμφισβητήστε)
Εξομοίωση τρόπου γραφής της προστακτικής με τον τρόπο γραφής της παθητικής
οριστικής. Κατ’ αναλογία με την αντίστοιχη εξομοίωση στον τρόπο γραφής της
υποτακτικής και της οριστικής, όπως καθορίστηκε από τη μεταρρύθμιση του 1976.13

(37)
 παρατίθεται στο site diorsmos.gr :
(α) Εάν πρόκειται να αμοίβομαι με 800€ καθαρά (…) (vs αμείβομαι)
Λόγια λέξη που παρουσιάζει ορθογραφική ιδιομορφία, την οποία αγνοεί ο γράφων.

(38)
 παρατίθεται στο Τεγόπουλος-Φυτράκης (1993):
(α) βρόμα (vs βρώμα)
(β) αβγό (vs αυγό)

13
Βλ. περισσότερα για τις μεταρρυθμίσεις στην ορθογραφία στο Κακριδή-Ferrari (2008).
35

Και οι δύο τύποι γραφών υπάρχουν τόσο σε λογοτεχνικά κείμενα όσο και σε
επιστημονικά εγχειρίδια για τη γλώσσα. Ένα παλαιότερο χρονικό διάστημα, στα επίσημα
κείμενα υπήρχε μόνο η γραφή («βρώμα» και «αυγό»). Η απλοποίηση της γραφής στη ΝΕ
ωστόσο έχει οδηγήσει σε ευρύτατη χρήση και τον δεύτερο τρόπο γραφής, ο οποίος μάλιστα
προτυποποιείται. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι οπαδοί της λόγιας χρήσης της γλώσσας
επιμένουν στον πρώτο τύπο γραφής, θεωρώντας ως λάθος τον δεύτερο.
 παρατίθεται στο έργο του Τίτου Πατρίκιου: «Θάλασσα επαγγελίας», έκδ:
Θεμέλιο, 1977:23 :
(γ) … το τρένο… (vs τραίνο)
Στην ίδια κατηγορία με τις παραπάνω λέξεις ανήκει και η συγκεκριμένη. Η διαφορά
όμως είναι ότι η διαφωνία ως προς τη γραφή της δεν έγκειται στη διαφωνία ως προς την
ετυμολογία της, αλλά στο ότι η λέξη αυτή αποτέλεσε δάνειο προς την ελληνική από τη
γαλλική γλώσσα και μεταφέρθηκε μιμητικά η γραφή της (πρβλ. train).

3.2. Ενδείξεις λαθών (Μακρή-Τσιλιπάκου, 1997)

α) Δισταγμός / καθυστέρηση
Ενόψει της χρήσης κάποιου αδιαφανούς τύπου οι ομιλητές καταφεύγουν σε τακτικές
καθυστέρησης χρόνου, προκειμένου να μπορέσουν να επεξεργαστούν καλύτερα την τελική
μορφή του εκφωνήματός τους, με σκοπό να αποφύγουν η διάπραξη γλωσσικού λάθους.
Τέτοιες τακτικές είναι οι παύσεις, οι επαναλήψεις, η επιμήκυνση φωνήεντος ή συμφώνου
και η εισαγωγή κάποιου προσδιορισμού.

β) Τροποποίηση / ματαίωση
Οι ομιλητές είτε αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν τον αδιαφανή τύπο είτε
χρησιμοποιούν κάποιον εναλλακτικό, που πολλές φορές είναι περίφραση.

γ) Διόρθωση με / χωρίς σχολιασμό


Σε περιπτώσεις που το γλωσσικό λάθος έχει εκφωνηθεί και γίνεται αντιληπτό από τους
ομιλητές, τότε είτε ο ομιλών είτε ο δέκτης προβαίνουν σε διόρθωση του λάθους. Πρόκειται
36

για τα ενδεχόμενα αυτοδιόρθωσης κι ετεροδιόρθωσης αντίστοιχα. Η ετεροδιόρθωση


ειδικότερα δεν είναι επιθυμητή σε σχέση με την αυτοδιόρθωση, καθώς συνιστά έναν τρόπο
ελέγχου της ανεπαρκούς εκμάθησης της πρακτικής της αυτοδιόρθωσης, ενώ ταυτόχρονα
πλήττει το κύρος (face) του ομιλητή.

δ) Αβίαστη εκφορά λανθασμένων τύπων


Τις περισσότερες φορές συμβαίνει γιατί ο ομιλητής ή / και ο συνομιλητής δεν έχει
αντιληφθεί το λάθος. Δεν είναι λίγες όμως οι φορές που ο ομιλητής αντιλαμβάνεται το
λάθος του και δεν προβαίνει στη διόρθωσή του, προκειμένου να μην πληγεί το κύρος του.
Για τον ίδιο λόγο και από ευγένεια συχνά οι συνομιλητές, ακόμα κι αν αντιληφθούν το
γλωσσικό λάθος, αποφεύγουν την ετεροδιόρθωση.

3.3. Η λογική του λάθους

Η πλειονότητα των γλωσσικών λαθών αναφέρεται σε λέξεις λογιότερης προέλευσης


(ως προς την παραγωγή, ετυμολογία κ.ά.). Γι’ αυτούς τους λόγους, οι περισσότεροι
ομιλητές –ακόμα και οι πιο μορφωμένοι– δεν γνωρίζουν τις απαραίτητες πληροφορίες
(παραγωγή, κλίση, σημασία, σύνταξη). Με δεδομένο το γεγονός ότι πολλές λόγιες
εκφράσεις ή λέξεις έχουν κληροδοτηθεί ως τέτοιες στη ΝΕ, οι ομιλητές συχνά είναι
αναγκασμένοι να τις χρησιμοποιήσουν (πέρα από τις φορές που λόγιες εκφράσεις
χρησιμοποιούνται με στόχο την υφολογική διαφοροποίηση). Οι χρήστες λοιπόν
διαπράττουν γλωσσικά λάθη στην προσπάθειά τους να εντάξουν τα αδιαφανή λεξήματα
στους κανόνες παραγωγής, κλίσης και σύνταξης της ΝΕ. Με λίγα λόγια, η προσπάθειά
τους συνίσταται στην ενσωμάτωση του παλιού υλικού σε νέο πλαίσιο. Αν πάρουμε αυτό
ως δεδομένο, διαπιστώνουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνονται τα γλωσσικά λάθη κρύβει
μία πολύ συγκεκριμένη λογική και μεθοδολογία. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι η κύρια
λογική, βάσει της οποίας λειτουργούν οι ομιλητές όταν κάνουν γλωσσικά λάθη, είναι η
αναλογική προσαρμογή παλαιότερου τύπου λέξεων στη ΝΕ. Χαρακτηριστικά, ο ομιλητής
κατ’ αναλογία με την παραγωγή επιθέτων στη ΝΕ αφαιρεί την κατάληξη –ς από το θηλυκό
επιθέτων, όπως το «συνήθης». Επίσης κατ’ αναλογία με τους κανόνες σύνθεσης της ΝΕ
37

μιλάει για την πενταήμερη. Άρα λοιπόν, τα γλωσσικά λάθη δεν αποτελούν γενικά δείκτη
άγνοιας της γλώσσας από τη μεριά των ομιλητών. Αντιθέτως, μπορεί να αποτελούν δείκτη
άγνοιας παλαιότερων μορφών της γλώσσας αλλά σίγουρα αποτελούν δείκτη γνώσης της
συγχρονικής μορφής της.

3.4. Ταυτότητα των λαθών

Από τα παραδείγματα που παρατέθηκαν βλέπουμε ότι τα περισσότερα λάθη αφορούν


τον τομέα της μορφολογίας.14 Σε αυτό συναινεί το γεγονός ότι πολλά λόγια λεξήματα
χρησιμοποιούνται αναλλοίωτα –ως προς τα χαρακτηριστικά και τις πληροφορίες που
φέρουν– στη ΝΕ, χωρίς ακόμα να έχουν προσαρμοστεί στους κανόνες της. Έτσι, οι
ομιλητές, όταν δεν έχουν άλλη επιλογή από το να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους τύπους,
ασυνείδητα τους εντάσσουν στο σύστημα της ΝΕ. Αντίθετα, σε άλλα επίπεδα, όπως το
σημασιολογικό, είναι δυνατόν η χρήση του αρχαϊκής προέλευσης λεξήματος να
αντικατασταθεί από κάποια περίφραση ή παραπλήσιο σημασιολογικά λέξημα της ΝΕ.
Τελικά, αν κάποιος θέλει να παρατηρήσει βασικές μεταβολές και μετεξελίξεις της
γλώσσας, θα πρέπει πρώτα και κύρια να παρατηρήσει και να ελέγξει τα λάθη που
συμβαίνουν στα πλαίσια της μορφολογίας.

3.5. Ταυτότητα των ομιλητών που διαπράττουν γλωσσικά λάθη

Τα παραδείγματα γλωσσικών λαθών που παρατίθενται στην παρούσα έρευνα έχουν


συλλεχθεί κι αναλυθεί με βάση ποιοτικά κι όχι στατιστικά δεδομένα. Ωστόσο, έχει
ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε έστω και κατά προσέγγιση τα χαρακτηριστικά των
ομιλητών που παρατίθενται πιο πάνω. Κοιτάζοντας το επίπεδο της φωνολογίας, της
μορφολογίας, της σύνταξης και της σημασιολογίας διαπιστώνουμε ότι από το σύνολο των
λαθών σε αυτά τα επίπεδα (57) τα 32 αντιστοιχούν σε άντρες ομιλητές και τα 25 σε

14
Βλ. Παράρτημα, όπου παρατίθεται η συγκεντρωτική κατάσταση των λαθών.
38

γυναίκες ομιλήτριες.15 Ας κρατηθεί μάλιστα, ότι τον κοινωνικό κύκλο από τον οποίο
συνέλεξα τα γλωσσικά λάθη (με εξαίρεση όσα προέρχονται από τα ΜΜΕ) απαρτίζουν ως
επί το πλείστον γυναίκες. Με βάση αυτό αλλά και ειδικότερες έρευνες που έχουν γίνει επί
του θέματος (Lakoff 1973, Trudgill 1975, Μακρή-Τσιλιπάκου 1986)16 καταλήγουμε στο
ότι οι γυναίκες παρουσιάζουν τάση μεγαλύτερης προσκόλλησης στην ορθότερη χρήση της
γλώσσας. Ένα επιπλέον επιχείρημα γι’ αυτό είναι και το διαπιστωμένο γεγονός ότι πολύ
περισσότερο οι γυναίκες παρά οι άντρες προβαίνουν σε ετεροδιόρθωση των συνομιλητών
τους, όταν αυτοί εκφωνούν κάποιο γλωσσικό λάθος. Αυτό έχει κοινωνιολογική εξήγηση, η
οποία, κατά τη γνώμη μου, συνδέεται με την προσπάθεια των γυναικών να προβληθούν ως
άτομα μορφωμένα, δηλαδή ως άτομα με κύρος κι αξιοσέβαστο κοινωνικό status.
Συγκεκριμένα, η γλώσσα για τις γυναίκες αποτελεί –εκτός των άλλων– κι ένα εργαλείο
κοινωνικής ανόδου. Αυτή η στάση είναι η φυσική αντίδραση των γυναικών απέναντι στους
ρόλους που η ανδροκρατούμενη κοινωνία τους αποδίδει. Οι ρόλοι αυτοί περιορίζονται
στους ρόλους της μητέρας, της καλής συζύγου ακόμα και της καλής εργαζόμενης. Πολύ
πιο σπάνια αντίθετα, η γυναίκα αναγνωρίζεται σε τομείς που έχουν σχέση με την επιστήμη,
την πολιτική ή την οικονομία. Η προσπάθεια για ορθή χρήση της γλώσσας από τις γυναίκες
έχει επομένως στόχο να ανατρέψει τα πρότυπα που τους επιβάλλονται.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό των παραπάνω ομιλητών είναι το μορφωτικό τους
επίπεδο.17 Αναφορικά πάλι με τα τέσσερα πρώτα επίπεδα (φωνολογικό, μορφολογικό,
συντακτικό, σημασιολογικό), από τους 57 συνολικά ομιλητές γνωρίζω το μορφωτικό
επίπεδο των 37, δηλαδή του 64,91% των ομιλητών. Από αυτούς οι 16 είναι φοιτητές
Πανεπιστημίου (43,24%), οι 20 έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση (54,05%) και ο ένας είναι
απόφοιτος Λυκείου (2,7%). Παρατηρούμε δηλαδή ότι γλωσσικά λάθη διαπράττει ένας
πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων πανεπιστημιακής μόρφωσης. Άρα λοιπόν, θα ήταν
αρκετά μερικό αν παραδεχόμασταν ότι βασική αιτία των γλωσσικών λαθών είναι το
χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των ομιλητών.

15
Βλ. Παράρτημα.
16
Παρατίθεται στο Μακρή-Τσιλιπάκου (1997:541).
17
Βλ. Παράρτημα.
39

Όσον αφορά την ηλικία των ομιλητών, βλέπουμε ότι στην πλειονότητά τους είναι
ανάμεσα στα 20 και 35 χρόνια. Το δεδομένο αυτό μπορεί να οδηγήσει ορισμένους στο
συμπέρασμα ότι τέτοιοι ομιλητές διαπράττουν γλωσσικά λάθη ακριβώς επειδή ποτέ δε
διδάχθηκαν ή δε διδάχθηκαν επαρκώς την Αρχαία Ελληνική. Ως μία ακόμα αιτία, θα
μπορούσαν να προσθέσουν ότι μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον όπου η χρήση της
καθαρεύουσας είχε εκλείψει ακόμα και στο επίπεδο της κρατικής διοίκησης. Με αυτόν τον
τρόπο θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η αναβάθμιση της εκπαίδευσης των αρχαίων στο
σχολείο θα ήταν ένας τρόπος αντιμετώπισης των γλωσσικών λαθών. Ωστόσο, ας μην
ξεχνάμε δύο βασικές παραμέτρους: Από τη μία η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών έχει
επανεισαχθεί στα σχολεία ήδη από την Α΄ Γυμνασίου μέχρι την Γ΄ Λυκείου. Από την άλλη,
όπως έχουν δείξει παλιότερες έρευνες (Μακρή-Τσιλιπάκου 1997), γλωσσικά λάθη κάνουν
και άνθρωποι που έχουν διδαχθεί αρχαία ελληνικά τουλάχιστον τρία χρόνια στην
εκπαίδευση. Οι ίδιοι άνθρωποι μάλιστα κάνουν λάθη σε ποσοστό πολύ παρόμοιο με τους
ανθρώπους που δεν έχουν διδαχθεί αρχαία ελληνικά. Επομένως, μάλλον χρήζει
διαφορετικής αντιμετώπισης η προσέγγιση της αιτίας και του τρόπου διόρθωσης των
γλωσσικών λαθών.
40

4. Συμπέρασμα

4.1. Υπάρχει τελικά η έννοια του «λάθους»;

Για τους γλωσσολόγους, που αποστολή τους είναι η παρατήρηση, περιγραφή κι


ερμηνεία της γλώσσας (και όχι η ρύθμιση), δεν τίθεται ζήτημα αξιολογικής τοποθέτησης.
Με αυτήν την έννοια, ο γλωσσολόγος δεν μπορεί να αποφανθεί για ένα φαινόμενο ότι είναι
καλό ή κακό, μπορεί όμως να περιγράψει τις αιτίες εμφάνισής του και τους κανόνες που το
διέπουν. Γι’ αυτόν το λόγο ο γλωσσολόγος είναι δυνατόν να ερευνά χωρίς προκαταλήψεις,
όχι γιατί ο ίδιος θα τις παραμερίσει, όπως προτρέπει ο Χαραλαμπάκης (1999:267), αλλά
γιατί ένας ορθός τρόπος έρευνας δεν αφήνει χώρο σε οποιαδήποτε προκατάληψη να
παρεισφρήσει.
Εξάλλου, η δημιουργία της έννοιας του «σωστού» και του «λάθους» είναι συνέχεια της
δημιουργίας κι επικράτησης μίας ποικιλίας ως νόρμας. Έτσι, τα μέλη μίας γλωσσικής
κοινότητας προσδιορίζουν το «σωστό» και το «λάθος» ως προς τη νόρμα, με ό,τι
ιδεολογήματα μπορεί να φέρει πίσω του αυτός ο διαχωρισμός.
Ξαναγυρνώντας στην έννοια της νόρμας, διαπιστώνουμε ότι αυτό που κωδικοποιείται
ως νόρμα στην Ελλάδα σήμερα είναι η ΝΕ εμπλουτισμένη με λόγια στοιχεία που
προέρχονται ως επί το πλείστον από τη γλωσσική νόρμα της αρχαίας Αττικής διαλέκτου
του 4ου-5ου αι. π.Χ. Η τάση να λαμβάνεται ως μέτρο σύγκρισης η ποικιλία αυτής της
περιόδου δεν είναι ούτε καινούρια ούτε φυσικά στηρίζεται σε επιστημονικά κριτήρια
(Βελουδής 1996). Έλκει την καταγωγή της από την αντίληψη ότι η περίοδος εκείνη
αποτέλεσε τη χρυσή περίοδο για τον ελληνισμό συνολικά, το ζενίθ της εξελικτικής του
πορείας. Με αυτήν την έννοια ό,τι παρήγαγε αυτός ο πολιτισμός από τη μία αγγίζει το
τέλειο, άρα μπορεί να καταστεί και ως μέτρο σύγκρισης, από την άλλη μπορεί να
αποτελέσει φάρο για τη συγκρότηση αυτού που ονομάζουμε «έθνος» και την άρση
οποιασδήποτε «ιστορικής ασυνέχειας» υπήρξε στην Ιστορία του ελλαδικού χώρου.
Εξάλλου, η αντίληψη αυτή πρώτη φορά εμφανίζεται την περίοδο των ελληνιστικών
41

χρόνων, είναι γνωστή ως κίνημα του «Αττικισμού» και υπεύθυνη για τη δημιουργία της
διπλής παράδοσης της Ελληνικής, της λόγιας και της δημώδους.
Τα τελευταία 30 χρόνια ο τρόπος χρήσης της ελληνικής γλώσσας έχει γνωρίσει πολλές
διαφορετικές προσεγγίσεις. Από την καθαρεύουσα στο δημοτικισμό με το καλυμμένο
γόητρο των δημοκρατικών πεποιθήσεων και από κει ξανά στην εισαγωγή λογιότερων
εκφράσεων στο λόγο των ομιλητών. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, είναι σαφές ότι
σήμερα η κυρίαρχη τάση τείνει να διαχωρίζει τους ομιλητές σε μορφωμένους κι
αμόρφωτους με βάση την ύπαρξη στο λόγο τους λιγότερων ή περισσότερων
«εκλεπτυσμένων» εκφράσεων. Παράλληλα, σημαίνει συναγερμό ορμώμενη από την
«αποπτωχευμένη» γλώσσα των νέων και την «επέλαση της Αγγλικής» για τον κίνδυνο
συρρίκνωσης κι αφανισμού της γλώσσας μας, «μίας γλώσσας που κατάφερε να συνέχει τον
πολιτισμό τόσων αιώνων επιβιώνοντας σε δύσκολα χρόνια».18
Σε αυτό το σημείο αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η αγανάκτηση ορισμένων για τα
γλωσσικά λάθη περιορίζεται μόνο στα λάθη που αφορούν τη «λανθασμένη» χρήση
λογιότερων λέξεων και δεν στηλιτεύει τα λάθη που γίνονται από επιτηδευμένους ομιλητές
μέσω της υπέρμετρης χρήσης αρχαιοπρεπών εκφράσεων. Αντίθετα, αυτούς τους θεωρούν
μορφωμένους, «ρήτορες» πολλές φορές. Μήπως τελικά μία τέτοια διαχείριση της γλώσσας
δεν καταστρατηγεί τους κανόνες του συγχρονικού συστήματος; Δηλαδή, δεν αποτελεί
γλωσσικό λάθος το να χρησιμοποιεί υπέρμετρα κάποιος στοιχεία μίας ποικιλίας γλωσσικά
ξεπερασμένης; Η παραπάνω στάση είναι μία ακόμα απόδειξη για το πόσο η προσέγγιση
των γλωσσικών λαθών από μη επιστήμονες επικαθορίζεται από την ιδεολογία και μάλιστα
την πιο συντηρητική ιδεολογία, που πρεσβεύουν ανώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και
κατώτερα –από τη στιγμή που για μία σειρά από λόγους εμπεδώνουν την κυρίαρχη αυτή
ιδεολογία.
Όμως, όπως είδαμε και παραπάνω η «κακή», σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, χρήση
της γλώσσας αφενός δεν περιορίζεται μόνο στους νέους αφετέρου λίγα είναι τα λάθη που
προξενεί η επίδραση της Αγγλικής. Επίσης, γλωσσικά λάθη κάνουν άνθρωποι

18
Δεν είναι τυχαίο ότι φωνές περί συρρίκνωσης της γλώσσας ακούγονται και σε άλλες χώρες. Εξάλλου, το
φαινόμενο της φοβικής αντιμετώπισης της εξέλιξης είναι χαρακτηριστικό κοινωνικών ομάδων σε παγκόσμιο
επίπεδο.
42

πανεπιστημιακού επιπέδου όταν πρόκειται για λόγιες λέξεις κι ας έχουν διδαχθεί στο
σχολείο αντίστοιχες ποικιλίες. Προφανώς, «δεν υπάρχει κανένας φυσικός ομιλητής που να
κατέχει πλήρως το γλωσσικό απόθεμα και τις ποικιλίες της γλώσσας του» (Χαραλαμπάκης
1999:267). Επίσης, είναι σημαντικό να δούμε ότι πολλοί ομιλητές κάνουν λάθη σε λέξεις,
το πλαίσιο υποκατηγοριοποίησης των οποίων θεωρητικά γνωρίζουν. Τα λάθη αυτά όμως
γίνονται στον προφορικό, δηλαδή στον αβίαστο λόγο των ομιλητών, ακριβώς γιατί οι ίδιοι
έχουν μάθει να παράγουν κείμενο σύμφωνα με τους κανόνες ενός άλλου συστήματος, του
συστήματος της ΝΕ.
Είναι λοιπόν προφανές ότι τα γλωσσικά λάθη βαραίνουν πολύ περισσότερο το
γλωσσικό σύστημα παρά τον χρήστη. Γι’ αυτόν το λόγο θα πρέπει να θεωρούνται
αποτελέσματα των κενών που παρουσιάζει το σύστημα, παρά λανθασμένες επιλογές που
προέρχονται από την άγνοια των χρηστών. Αυτή η οπτική γωνία, οδηγεί και σε
διαφορετική αντιμετώπιση τόσο της γλώσσας όσο και των ομιλητών. Κυρίως όμως
υποδεικνύει μία διαφορετική διδακτική προσέγγιση της γλώσσας και του τρόπου
αντιμετώπισης τω λαθών.

4.2. Τα σημερινά λάθη είναι τα αυριανά σωστά;

Είναι αποδεδειγμένο ότι στοιχεία της γλωσσικής ποικιλίας που ανά περιόδους παίρνει
τη θέση της νόρμας θεωρούνταν λάθη σε σχέση με την μέχρι τότε νόρμα, καθώς τα λάθη
βρίσκονται στη βάση του μηχανισμού που προκαλεί τη γλωσσική εξέλιξη. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα στην Ελληνική είναι οι λέξεις νοικοκύρης, ανεβαίνω, φοβάμαι και πολλά
άλλα. Συγκεκριμένα, ο νοικοκύρης παλιότερα ήταν οικοκύρης και οποιαδήποτε άλλη
φωνολογική πραγμάτωσή του κρινόταν στη χειρότερη περίπτωση λανθασμένη και στην
καλύτερη υφολογική διαφοροποίηση που δήλωνε ομιλητές χαμηλού μορφωτικού επιπέδου.
Ωστόσο σήμερα, η λέξη παραδίδεται ως νοικοκύρης στα λεξικά και τις σχολικές
γραμματικές και κανείς δεν μπορεί να προσάψει τίποτα σε αυτήν την χρήση. Αντίστοιχα,
το ανεβαίνω ήταν αναβαίνω και μάλιστα αμετάβατο, αλλά σήμερα κανείς δεν διορθώνει
τον χρήστη που δηλώνει πως ανεβαίνει τη σκάλα. Με παρόμοιο τρόπο προτυποποιήθηκε
και το ρήμα φοβάμαι, παρόλο που ήταν αδιανόητη κάποτε οποιαδήποτε άλλη χρήση πέρα
43

από το φοβούμαι. Τέλος, λέξεις, όπως άντρας, δέντρο –αντί των άνδρας, δένδρο– κ.ά., οι
οποίες θεωρούνταν υφολογικές διαφοροποιήσεις ανθρώπων λαϊκότερης καταγωγής,
σήμερα καταγράφονται ως τέτοιες στα λεξικά. Είναι βέβαια φανερό ότι αυτά τα δεδομένα
δεν είναι παρά απειροελάχιστα δείγματα της γλωσσικής εξέλιξης μέσα από τα λάθη.
Τελικά, ο Χριστίδης (1999) είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι αυτοί που μιλούν για τον
αφανισμό της γλώσσας, εξαιτίας της κακής διαχείρισής της και των λαθών που κάνουν οι
αμόρφωτοι ομιλητές, είναι ανιστόρητοι.
Ειδικότερα, σύμφωνα με μελέτες, η γλωσσική μεταβολή πραγματοποιείται όταν
υπάρχουν αδιαφάνειες και κενά στο γλωσσικό σύστημα (Θεοφανοπούλου-Κοντού 1999)
και όταν συνυπάρχουν ποικιλίες στη γλώσσα (ενδοσυστημικές και εξωσυστημικές, π.χ.
κοινωνιόλεκτοι) (Κακριδή-Ferrari & Χειλά-Μαρκοπούλου 1996). Μάλιστα, τα
συστηματικά λάθη εμφανίζονται αρχικά ως εναλλασσόμενοι τύποι (πρβλ. πολυτυπία,
πολυμορφία) με υφολογική διαφοροποίηση (Θεοφανοπούλου-Κοντού 1999). Από κει και
πέρα, το αν ένα γλωσσικό λάθος με τα παραπάνω χαρακτηριστικά τελικά πάρει τη θέση της
νόρμας εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες. Μερικοί από αυτούς κατά τη γνώμη μου
είναι το ποσοστό των ομιλητών που χρησιμοποιούν τους «λανθασμένους» τύπους, το
μορφωτικό επίπεδο των ομιλητών που κάνουν «λάθη» και κατ’ επέκταση η θέση που
κατέχουν στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, η συχνότητα εμφάνισης των
«λανθασμένων» τύπων και το περιβάλλον εμφάνισής τους. Με λίγα λόγια, οι
«λανθασμένοι» τύποι που χρησιμοποιούνται από μεγάλο μέρος της γλωσσικής κοινότητας
ή / και από ανθρώπους υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου, ενώ εμφανίζονται συχνά στο
λόγο και μάλιστα στον επίσημο, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποτελέσουν
μελλοντικά τη νόρμα σε αντίθεση με λέξεις που δεν φέρουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Βεβαίως η διαδικασία εμφάνισης, εξέλιξης, διάδοσης κι εδραίωσης του λάθους είναι
μακρόχρονη και πολλές φορές ασύνειδη στους χρήστες. Σε αυτό συναινεί και το γεγονός
ότι πρόκειται για αλλαγές «από τα κάτω», αλλαγές δηλαδή που δεν επιβάλλονται από την
ανώτερη κοινωνική τάξη προς τις υπόλοιπες, αλλά προέρχονται από τα ασθενέστερα
κοινωνικά στρώματα. Ας προστεθεί ότι για την καταγραφή κάποιου τύπου σε λεξικά και
σχολικά εγχειρίδια παίζει σημαντικό ρόλο η αντίληψη για το ρόλο της εκπαίδευσης αλλά
και συνολικά η ιδεολογική τοποθέτηση της εκάστοτε κυβέρνησης.
44

Τα περισσότερα παραδείγματα που αναφέρονται παραπάνω υφίστανται στη γλώσσα ως


ποικιλίες με υφολογική κατανομή. Κάποια από αυτά μάλιστα αποτελούν ένα φάσμα
λαθών, τα οποία, σύμφωνα με πολλούς γλωσσολόγους, έχουν ήδη προτυποποιηθεί κι έχουν
εκτοπίσει τους προηγούμενους «σωστούς τύπους» στο επίπεδο της λιγότερο
χρησιμοποιούμενης γλωσσικής ποικιλίας. Χαρακτηριστικά, στο επίπεδο της
μορφοφωνολογίας διαπιστώνουμε ότι η λέξη πενταήμερη που παλαιότερα ήταν casus
beli για τους καθηγητές των μαθητών που συνήθως χρησιμοποιούσαν τον συγκεκριμένο
τύπο, σήμερα είναι ευρέως διαδεδομένη όχι μόνο στη μαθητική κοινότητα, αλλά και σε
ομιλητές μεγαλύτερης ηλικίας. Αντίστοιχα, οι καθηγητές τις περισσότερες φορές όχι μόνο
δεν διορθώνουν το συγκεκριμένο «λάθος» αλλά το εκφωνούν και οι ίδιοι.
Στο μορφολογικό πεδίο πολύ πιο αποδεκτές σήμερα είναι η νεοελληνικές καταλήξεις
που προσθέτουν οι ομιλητές σε αρχαιόκλιτα ρήματα όπως αυτά των παραδειγμάτων (8α, β,
γ) και (9α). Τέλος, λέξεις όπως το ανταπεξέρχομαι είναι πλέον δεδομένες και αποδεκτές.
Στο πεδίο της σύνταξης εδώ και καιρό έχει παρέλθει ο διαχωρισμός μεταξύ των
παραβολικών ως και σαν, ενώ το όλους όσους παίρνει τη θέση του όλοι όσοι χωρίς πολλές
παρατηρήσεις.
Σημασιολογικά, δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς την ευρύτατη πλέον χρήση του
από ανέκαθεν. Εξάλλου, παραπλήσιοι πλεονασμοί παρατηρούνται και στην αρχαία
ελληνική γραμματεία.19
Τέλος, οι λέξεις τρένο, αβγό, βρόμα, νεότερος κωδικοποιούνται με αυτήν την
ορθογραφία ακόμα και στα σχολικά εγχειρίδια.
Στο σημείο αυτό και με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα, θα διακινδυνεύσω μία
εκτίμηση για το ποια από τα λάθη των παραπάνω παραδειγμάτων παρατηρούνται αρκετά
διευρυμένα ώστε τείνουν να προτυποποιηθούν το επόμενο διάστημα.20 Εδώ και πολλά
χρόνια παρατηρείται η προσπάθεια προσαρμογής των παλαιότερων τριγενών και

19
Βλ. τα Ομηρικά: Τηλε + «από» (Θεοφανοπούλου-Κοντού 1999) ή το «απ’ ουρανόθεν», Ιλιάδα 8.365
(Σαραντάκος 2007)
20
Εξάλλου, όπως επισημαίνει και ο Σαραντάκος (2007) πολλές από τις γλωσσικές εξελίξεις στη χώρα μας
έχουν καθυστερήσει λόγω της επίμονης προσπάθειας των υπέρμαχων της καθαρεύουσας για χρήση
λογιότερων εκφράσεων ή της ανελαστικής διόρθωσης των ενσωματωμένων στη ΝΕ τύπων.
45

δικατάληκτων ουσιαστικών στο σύστημα της ΝΕ. Μάλιστα, αναφορικά με τη γενική του
αρσενικού, η εκφορά των «λανθασμένων» τύπων είναι τόσο συχνή που δεν ξενίζει πια (βλ.
ο ασθενής, –ή αντί –ούς κατά το ο μαθητής , -ή). Παρόμοια συμβαίνει με τη λέξη ψήφος
που λίγοι πλέον γνωρίζουν ότι είναι γένους θηλυκού. Ακόμα, φαίνεται να εδραιώνεται και
η τάση για ισοτονία. Τέλος, τα επιρρήματα ιδιαίτερα, αδιάκριτα κ.λπ. χρησιμοποιούνται
πολύ περισσότερο από τα ιδιαιτέρως ή αδιακρίτως, ακόμα και σε επίσημα κείμενα.
Απέναντι σε όλα αυτά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως, επειδή η πλειονότητα
των Ελλήνων κάνει τέτοιου είδους λάθη, δεν σημαίνει ότι αυτά δεν είναι λάθη και ότι δεν
πρέπει να αποφεύγονται και να διορθώνονται. Να μην ξεχνάμε όμως την αναμφισβήτητη
πραγματικότητα ότι οι ίδιοι οι χρήστες είναι αυτοί που διαμορφώνουν τη γλώσσα κι
επομένως ότι η γλώσσα δεν υπάρχει πέρα κι έξω από την πραγμάτωσή της, πέρα κι έξω
από αυτούς. Βέβαια, τη διόρθωση των λαθών, ειδικά στο σχολικό περιβάλλον, δεν μπορεί
να την αρνηθεί κανείς. Ωστόσο, έχει σημασία με ποιον τρόπο και σκοπό θα γίνει αυτή η
διόρθωση.

4.3. Γλώσσα και σχολείο

Αν το σχολείο είναι ο βασικός κρατικός θεσμός διδασκαλίας της γλώσσας, επωμίζεται


το βάρος διδασκαλίας της γλώσσας σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη. Συγκεκριμένα, τη
γλωσσική διδασκαλία αντικαθιστά η προβολή ενός γλωσσικού προτύπου και η προσπάθεια
επιβολής του σαν τη μόνη εκδοχή του λόγου. Οι λόγιες λέξεις θεωρούνται πρότυπο
γλωσσικής ευγένειας η ανωτερότητας, ενώ η διδασκαλία των αρχαίων γίνεται διδασκαλία
όχι μίας αρχαίας γλώσσας και λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά αυστηρή διδασκαλία της
γραμματικής και του συντακτικού μίας γλώσσας που παρουσιάζεται ως πρότυπο της
πρωτογενούς και αυθεντικής ελληνικής. Έτσι, η γλωσσική εκπαίδευση παίρνει τη μορφή
λογοκρισίας, υποβιβάζοντας στην κατηγορία του «λάθους» όλες τις κοινωνικές διαλέκτους
(βλ. Φραγκουδάκη 1999).
Παρόλα αυτά, συνεχίζουν να υπάρχουν και να εντείνονται οι φωνές που θεωρούν ως
θεραπεία στη «λεξιπενία που χαρακτηρίζει τους σύγχρονους μαθητές» την περαιτέρω
46

εισαγωγή της διδασκαλίας των αρχαίων21 στην τάξη και ως αντίδοτο στα γλωσσικά λάθη
τη βαθύτερη διδασκαλία γραμματικής και συντακτικού της γλώσσας μας. Ας πάρουμε
όμως τα πράγματα από την αρχή. Αν ως «λεξιπενία» χαρακτηρίζεται η μη χρήση λόγιων
εκφράσεων από τους νέους σήμερα, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από παρέμβαση στο ύφος
που χρησιμοποιούν και στο νόημα που θέλουν να εκφράσουν. Αν όμως θεωρείται ο
περιορισμένος αριθμός των λέξεων που χρησιμοποιούν, τότε θα πρέπει να δούμε τα
επικοινωνιακά περιβάλλοντα στα οποία καλούνται να ανταπεξέλθουν. Γιατί, όταν οι
μαθητές καλούνται να εκφράσουν σύνθετα νοήματα ή να γίνουν πειστικοί, τότε ο αριθμός
των χρησιμοποιούμενων λέξεων σαφώς και αυξάνεται. Επιπλέον, ας σκεφτούμε ότι «κακοί
χρήστες» της γλώσσας θεωρούνται και τα παιδιά που διδάσκονται αρχαία ελληνικά από το
πρωτότυπο ήδη από την Α΄ Γυμνασίου.
Εδώ δεν θα μπορούσαμε παρά να παρατηρήσουμε ότι ο τρόπος διδασκαλίας της
γλώσσας, όπως περιγράφηκε παραπάνω, τελικά καθίσταται εμπόδιο στην κατανόηση της
γλωσσικής πραγματικότητας, αναστέλλοντας έτσι τη φυσική γλωσσική δημιουργικότητα
των μαθητών.
Γι’ αυτόν το λόγο, οι μαθητές θα πρέπει πρώτα να συνειδητοποιούν τους λεκτικούς
μηχανισμούς που οι φυσικοί ομιλητές χρησιμοποιούν αυθόρμητα, ώστε κάτω από αυτό το
πρίσμα να παρουσιάζει το σχολείο τους μηχανισμούς του γλωσσικού συστήματος. Με
αυτόν τον τρόπο πρέπει να ξεκινάμε, από το φαινόμενο δηλαδή, και στη συνέχεια να
προχωράμε στη θεωρητικοποίησή του κι όχι το αντίστροφο.
Κυριότερος στόχος της γλωσσικής διδασκαλίας πρέπει να είναι η ανάπτυξη της
επικοινωνιακής δεξιότητας των μαθητών, κάτι που προϋποθέτει τόσο την κατάκτηση του
συστήματος όσο και τη δυνατότητα επιλογής του κατάλληλου τύπου για την κατάλληλη
περίσταση. Βέβαια, σημαντικός κόμβος σε αυτή τη διαδικασία είναι και η εξοικείωση των
μαθητών με διάφορα κειμενικά είδη, τα οποία θα πρέπει να εξετάζονται κατά κύριο λόγο
ως προς τη λογοτεχνικότητα - λειτουργικότητά τους και δευτερευόντως ως προς τη
γραμματική και το λεξιλόγιο. Έτσι, εξοικειώνεται ο μαθητής στο να αναγνωρίζει τους
κοινωνικούς κανόνες της επικοινωνίας.
21
Δεν είναι τυχαίο ότι ζητείται η εισαγωγή αρχαίων ελληνικών και όχι π.χ. η διδασκαλία ποικιλιών της
μεσαιωνικής περιόδου ή ακόμα και διαλεκτολογικών ποικιλιών.
47

Η γραμματική από την άλλη, θα πρέπει να είναι «περιγραφική» και να παρουσιάζει τη


νόρμα ως αποτέλεσμα επιλογών για την παγίωσή της ως της μόνης ορθής εκδοχής του
λόγου (Φραγκουδάκη 1999). Μία τέτοια προσέγγιση της γλώσσας από το σχολείο ωστόσο,
προϋποθέτει και τη γνώση από τη μεριά των εκπαιδευτικών κοινωνιογλωσσολογίας και
κοινωνιολογίας της γλώσσας, που σήμερα εκλείπει. Σύμφωνα με την παραπάνω λογική, τα
γλωσσικά λάθη θα πρέπει να διορθώνονται στο σχολείο αφού όμως πρώτα έχει εκτεθεί
αναλυτικά ο μηχανισμός δημιουργίας τους, προκειμένου οι μαθητές να μην νιώθουν ότι
διαπράττουν κάποιο έγκλημα όταν κάνουν γλωσσικά λάθη, αλλά ότι λειτουργούν βάσει
μίας πολύ συγκεκριμένης λογικής. Βέβαια λάθη, όπως πενταήμερη, όλους όσους,
ανταπεξέρχομαι κ.λπ. θεωρώ ότι σήμερα δεν χρήζουν διόρθωσης από τον δάσκαλο. Γενικά,
ο δάσκαλος θα πρέπει να είναι ανοιχτός στη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται ποια λάθη
τείνουν να προτυποποιηθούν και ποια όχι και να έχει αντίστοιχα διαφορετική
αντιμετώπιση. Οι μαθητές θα πρέπει να κατανοήσουν ότι η εκμάθηση της νόρμας είναι
απαραίτητο εφόδιο για την κοινωνική επιτυχία και όχι για την κατάκτηση του γλωσσικού
μηχανισμού συνολικά. Εξάλλου, κάθε γλωσσική κοινότητα διέπεται από συγκεκριμένες
συμβάσεις επικοινωνίας, οι οποίες πρέπει αναγκαστικά να τηρούνται προκειμένου να
επιτυγχάνεται η επικοινωνία μεταξύ των μελών. Η ανατροπή αυτών των συμβάσεων
προϋποθέτει μία σειρά από άλλες κοινωνικές διεργασίες που αφορούν το σύνολο της
κοινωνικής δομής. Ωστόσο, παρά τις υπάρχουσες επικοινωνιακές συμβάσεις, ένα είναι
σίγουρο: Σήμερα είναι εφικτό και αναγκαίο να απαγκιστρωθούμε από αγκυλώσεις του
παρελθόντος και του παρόντος γυρνώντας την πλάτη σε κάθε είδους αρχαιομανία και
αντιμετωπίζοντας τη συγχρονική μορφή της γλώσσας μας ως ισότιμη με όλες τις
υπόλοιπες. Έτσι, είναι δυνατόν να δοθεί χώρος στη γλωσσική δημιουργικότητα και να
αποτελέσει η γλώσσα πραγματικό εργαλείο στα χέρια όλων των χρηστών και όχι
τροχοπέδη.
48

5. Παράρτημα

Λάθη στα επίπεδα α, β, γ, δ

Άντρες 32
Γυναίκες 25

Φοιτητές Πανεπιστημίου 16
Κάτοχοι πανεπιστημιακού τίτλου 20
Απόφοιτοι Λυκείου 1

Φωνολογικό Μορφολογικό Συντακτικό Σημασιολογικό


Άντρες 3 20 5 4
Γυναίκες 3 10 4 8
49

6. Βιβλιογραφία

Althusser L. (1999). Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους. Στο Θέσεις, 7η
έκδ. [1η έκδ.: 1977]. Αθήνα: Θεμέλιο.

Αρχάκης Α. & Κονδύλη Μ. (2004). Εισαγωγή σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας, 2η έκδ.


[1η έκδ.: 2002]. Αθήνα: Νήσος.

Βελούδης Γ. (1996), «Κάποιος, κάπου, κάποτε», στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα,
Πρακτικά της 15ης ετήσιας συνάντησης του τομέα Γλωσσολογίας της Φιολοσοφικής
Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκής, 4-6 Μαΐου 1995, Θεσσαλονίκη:
1996, 366-377

Θεοδωροπούλου Μ. & Παπαναστασίου Γ. (2001). Το γλωσσικό λάθος. Στο Χριστίδης Α.-


Φ. (επίμ., σε συνεργασία με τη Θεοδωροπούλου Μ), Εγκυκλοπαιδικός οδηγός για τη
γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 199-202.

Θεοφανοπούλου-Κοντού Δ. (1992). Οι σύνθετες προθετικές φράσεις της ΝΕ και η δομή


τους. Στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα, Πρακτικά της 13ης ετήσιας συνάντησης του
Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Τομέας Γλωσσολογίας, 311-
331.

Θεοφανοπούλου-Κοντού Δ. (1999). Η ανατομία του λάθους. Στο 1976 – 1996 - Είκοσι


χρόνια από την καθιέρωση της Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας, Πρακτικά
συνεδρίου για την ελληνική γλώσσα. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τομέας
Γλωσσολογίας) και η Εν Αθήναις Γλωσσική Εταιρεία, 253-259.
50

Κακριδή-Ferrari Μ. & Χειλά-Μαρκοπούλου Δ. (1996). Η γλωσσική ποικιλία και η


διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Στο Η Νέα Ελληνική ως ξένη γλώσσα.
Προβλήματα διδασκαλίας. Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 17-51.

Κακριδή-Ferrari Μ. (2008). Ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις : στάσεις και αντιστάσεις. Στο


Θεοδωροπούλου Μ. (επιμ.), Θέρμη και φως. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας,
365-383.

Καλιόρης Γ. (1986). Παρεμβάσεις II. Γλωσσικά. Αθήνα: Εξάντας.

Καρζής Θ. (1991). Τα σωστά ελληνικά, 3η έκδ. Αθήνα: Φιλιππότης.

Κλαίρης Χ. & Μπαμπινιώτης Γ. κ.ά. (2004). Γραμματική της Νέας Ελληνικής, 10η έκδ.
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κωβαίος Γ. (1997). Λέγειν και γράφειν: Ασκήσεις και παιχνίδια για να μιλάμε και να
γράφουμε σωστά. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Labov W. (1972), Sociolinguistic Patterns, Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press

Levinson S.C. (1983), Pragmatics, Κέιμπριτζ: Cambridge University Press

Μακρή-Τσιλιπάκου Μ. (1986). Μερικές στιγματισμένες φόρμες της Νεοελληνικής. Στο


Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της 7ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα
Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 261-277.

Μακρή-Τσιλιπάκου Μ. (1997). Κρασί ημιαφρώδη και ψωμάκια πλήρης για να έχουμε


υγιείς μαλλιά επειδή είναι δυσμενή χρονιά. Στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα,
Πρακτικά της 17ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος
51

Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


Θεσσαλονίκη: Τομέας Γλωσσολογίας, 532-546.

Μαρκαντωνάτος Γ. (2008). Γράφε μίλα ορθά ελληνικά. Ένας πρακτικός οδηγός. Αθήνα:
Gutenberg.

Μαρκόπουλος Θ. (2006). Η γλωσσική ιδεολογία του «σωστού» και του «λάθους».


http://anorthografies.blogspot.com/2006/02/blog-post_23.html (τελευταία πρόσβαση
16.07.2010).

Μαρκόπουλος Θ. (2008). Ορθογραφία και Ορθωγραφεία.


http://anorthografies.blogspot.com/2008/03/blog-post.html (τελευταία πρόσβαση
16.07.2010).

Ξυδόπουλος Γ. (2004). Τι είναι τελικά τα γλωσσικά λάθη; Στο Μελέτες για την ελληνική
γλώσσα, Πρακτικά της 24ης ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος
Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Θεσσαλονίκη: Τομέας Γλωσσολογίας, 519-530.

Παναγιωτίδης Φ. (2007). Άσε με να κάνω λάθος.


http://epanagiotidis.blogspot.com/2007/07/blog-post_22.html (τελευταία πρόσβαση
16.07.2010).

Παπαζαφείρη Ι. (1994). Λάθη στη χρήση της γλώσσας μας, 9η έκδ. Αθήνα: Σμίλη.

Σαραντάκος Ν. (2007). Γλώσσα μετ’ εμποδίων. Συμβολή στη χαρτογράφηση του γλωσσικού
ναρκοπεδίου. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

Σετάτος Μ. (1991). Τα γλωσσικά λάθη και η αντιμετώπισή τους. Φιλόλογος 63, 17-39.
52

Τεγόπουλος-Φυτράκης. (1993). Ελληνικό λεξικό. Αθήνα: Αρμονία.

Τζαννετάκος Γ. (1992). Λόγος ελληνικός στη δημοσιογραφία. Αθήνα: Λύχνος.

Φραγκουδάκη Ά. (1999). Γλώσσα και ιδεολογία. Κοινωνιολογική προσέγγιση της ελληνικής


γλώσσας. 8η έκδ. [1η έκδ.: 1987]. Αθήνα: Οδυσσέας.

Φραγκουδάκη Ά. (2001). Η γλώσσα και το έθνος. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Χαραλαμπάκης Χ. (1999). Η «καλή» και η «κακή» χρήση τα νεοελληνικής: θεωρητικά και


πρακτικά προβλήματα. Στο 1976-1996 - Είκοσι χρόνια από την καθιέρωση της
Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας, Πρακτικά Συνεδρίου για την ελληνική
γλώσσα. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τομέας Γλωσσολογίας) και η Εν Αθήναις
Γλωσσική Εταιρεία, 261-275.

Χάρης Γ. (2003). Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη. Αθήνα: Πόλις.

Χριστίδης Α.-Φ. (1999). Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός. Αθήνα: Πόλις.

You might also like