You are on page 1of 13

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΣΚΟΔΡΑ

ΘΕΜΑ
«Τύφλωση ή σοβαρή διαταραχή όρασης και δυσκολίες κινητικότητας και προσανατολισμού.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πίνακας Περιεχομένων .................................................................. 2

1. Περίληψη .................................................................................. 3

2. Εισαγωγή .................................................................................. 4

3. Α’ Μέρος .................................................................................... 6

4. Βιβλιογραφικές Αναφορές......................................................... 23
1. Περίληψη

Στην παρούσα εργασία γίνεται αναφορά στην τύφλωση και τις σοβαρές
διαταραχές όρασης, καθώς και στις δυσκολίες που ανακύπτουν για το άτομο
τόσο σε επίπεδο κινητικότητας όσο και προσανατολισμού. Παρουσιάζονται
κάποια γενικά στοιχεία που σχετίζονται με την αίσθηση της όρασης και τα
όργανά της, καθώς και μερικές από τις προεκτάσεις των αναπηριών όρασης σε
διάφορους τομείς της καθημερινότητας. Τέλος, παρατίθεται Αφίσα, που έχει ως
στόχο την ευαισθητοποίηση σχετικά με τα προβλήματα αυτά.
2. Εισαγωγή

Η όραση αποτελεί αναμφίβολα τη βασικότερη αίσθηση, με την οποία ο


άνθρωπος ταυτίζει σχεδόν απόλυτα την ατομικότητά του. Τα δεδομένα της
όρασης δεν απευθύνονται σε έναν παθητικό δέκτη, που απλώς «βλέπει», αλλά
εισέρχονται στον ψυχισμό και τη διανόηση του ανθρώπου συνειδητά ή
ασυνείδητα, καθορίζοντας το «εγώ» του. Ως εκ τούτου, οι σοβαρές διαταραχές
όρασης συνιστούν ένα σοβαρό πρόβλημα με ποικίλες προεκτάσεις, ικανές να
ανατρέψουν όλες τις «σταθερές της ζωής.

Η κινητικότητα και ο προσανατολισμός είναι από τους τομείς που


πλήττονται περισσότερο, σε μία τέτοια περίπτωση. Τα άτομα με σοβαρά
προβλήματα όρασης κινδυνεύουν να απομονωθούν κοινωνικά, αν δεν υπάρξει
η κατάλληλη διδασκαλία από εξειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό, το οποίο
θα τους δώσει τη δυνατότητα να υπερνικήσουν τις δυσκολίες και τις
ανασφάλειές τους και να διεκδικήσουν δυναμικά τη ζωή τους. Ο
προσανατολισμός αναφέρεται στην ικανότητα αντίληψης του περιβάλλοντος,
πράγμα εξαιρετικά απαιτητικό όταν πρόκειται για την επιβίωση εντός του
αστικού ιστού. Η έλλειψη των κατάλληλων υποδομών και της απαιτούμενης
παιδείας σε θέματα αναπηριών, εναποθέτουν περισσότερα προβλήματα στα ήδη
υπάρχοντα για τους μη βλέποντες.
3. Σοβαρές διαταραχές όρασης/ τύφλωση και δυσκολίες κινητικότητας
και προσανατολισμού

Η αίσθηση της όρασης- δομή του ματιού

Η όραση αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη αίσθηση για τον άνθρωπο.


Όπως αναφέρει ο Leydhecker (1990), το άτομο ταυτίζεται με τα μάτια όσο με
κανένα άλλο όργανο και κάθε πάθηση που σχετίζεται με αυτά εξελίσσεται πολύ
κοντά στο «εγώ». Ως εκ τούτου, οι σοβαρές διαταραχές όρασης προκαλούν
στον άνθρωπο βαθύτατο ψυχολογικό πλήγμα. Ο ψυχισμός του μεταβάλλεται
ραγδαία, το άτομο γίνεται ευάλωτο και κατακλύζεται από άγχος, κυρίως όταν
η τύφλωση είναι ολοκληρωτική ή η όρασή του έχει υποστεί σημαντικό
εκφυλισμό.

Η όραση επιτυγχάνεται μέσω των δύο ματιών, τα οποία περιλαμβάνουν


επιμέρους βοηθητικά όργανα. Το σπουδαιότερο μέρος, ο βολβός, περιέχει τον
αμφιβληστροειδή, ο οποίος αποτελεί μία γεμάτη νευρώνες προέκταση του
εγκεφάλου, ευαίσθητη στο φως. Κάθε σημείο του αμφιβληστροειδούς
αντιστοιχεί και σε ένα σημείο του χώρου (Leydhecker, 1990), ενώ από τα 10
εκατομμύρια πληροφορίες, οι οποίες προσλαμβάνονται από το μάτι, μόλις οι 10
απομονώνονται ως σημαντικές και συνειδητές (Heward, 2011).

Ο αμφιβληστροειδής επίσης, υπολογίζει την απόσταση του ανθρώπου


από τα αντικείμενα, καθώς και την καθαρότητα της απεικόνισης και την
ποσότητα του φωτός. Τα 7 εκατομμύρια κωνία αναλαμβάνουν την αναγνώριση
των χρωμάτων και περίπου 120 εκατομμύρια ραβδία βοηθούν στην αντίληψη
των κινήσεων και των αντικειμένων, τόσο στο σκοτάδι όσο και στο φως
(Leydhecker, 1990). Το ίδιο το μάτι, σύμφωνα με τον Leydhecker (1990),
ταξινομεί και διευθετεί τα οπτικά ερεθίσματα, που προέρχονται από το
εξωτερικό περιβάλλον, διοχετεύοντάς τα στον εγκέφαλο με περιεκτική και
διορθωμένη μορφή, παρά το γεγονός ότι η αρχική τους απεικόνιση δεν είναι
έτσι.
Η κεντρική και η περιφερειακή όραση αποτελούν δύο οπτικές ικανότητες,
που επιτρέπουν αντίστοιχα στο μάτι να εστιάσει προς κάποιο συγκεκριμένο
αντικείμενο μέσω της ωχράς κηλίδας ή να αποκτήσει γενικότερη αντίληψη του
περιβάλλοντος χώρου και των ασαφών εικόνων, οι οποίες γίνονται πιο
ευκρινείς καθώς πλησιάζουν προς την ωχρά κηλίδα.

Το σπουδαιότερο όμως είναι, πως η όραση δεν αποτελεί απλά μία αίσθηση
που μεταφέρει τα δεδομένα του εξωτερικού κόσμου σε έναν παθητικό δέκτη,
αλλά συνιστά μία διαδικασία ταυτόχρονα συνειδητή και υποσυνείδητη, με
ψυχικές και νοητικές προεκτάσεις. Ως εκ τούτου, είναι καθοριστικής σημασίας
για τον άνθρωπο, καθώς τον συνδέει οργανικά με τον εξωτερικό και τον
εσωτερικό του κόσμο.

Μερικές διαβαθμίσεις της οπτικής δυνατότητας

Η διεθνής βιβλιογραφία χρησιμοποιεί τους όρους «νομική τύφλωση» και


«πλήρης τύφλωση». Η πρώτη, σύμφωνα με την αμερικανική διαβάθμιση,
συνεπάγεται ότι η όραση στον καλύτερο οφθαλμό δεν ξεπερνά το όριο 20/200,
που σημαίνει ότι το μάτι, ακόμα και με γυαλιά ή φακούς επαφής, δεν είναι ικανό
να δει σε απόσταση μεγαλύτερη από τα 20 πόδια, που αντιστοιχούν περίπου σε
7 μέτρα. Ο όρος χρησιμοποιείται τόσο από κυβερνητικούς οργανισμούς όσο και
από ιδρύματα αποκατάστασης, τα οποία φροντίζουν να εξασφαλίσουν για τα
άτομα με προβλήματα όρασης πλεονεκτήματα και παροχές (Heward, 2011).

Επιπρόσθετα, ο όρος “Legal Blindness” αναφέρεται και σε ανθρώπους με


σοβαρή απώλεια όρασης αλλά και σε αυτούς με πλήρη τύφλωση (Bailey& Hall,
1989). Απορρέει λοιπόν, ότι δεν είναι απόλυτα τυφλοί όλοι όσοι εμπίπτουν στην
παραπάνω κατηγορία, όπως εσφαλμένα συνήθως πιστεύεται, αλλά
περιλαμβάνονται και πάσχοντες με χαμηλή όραση. Αντίθετα, σύμφωνα με τους
Bailey& Hall (1989), ο όρος «πλήρης τύφλωση» περιγράφει την ολοκληρωτική
απουσία της όρασης. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, βρίσκεται ο όρος “Low
Vision”, ενώ πιο συχνή είναι η διάκριση ανάμεσα στην «πλήρη» και τη
«λειτουργική τύφλωση», κατά την οποία το φως γίνεται αντιληπτό, ωστόσο η
πηγή του δεν είναι ευδιάκριτη.

Πληθώρα διεθνών όρων αναφέρεται σε διάφορες παραμέτρους της


τύφλωσης, οι οποίοι, καθώς είναι εξαιρετικά εξειδικευμένοι, δε κρίνεται
σκόπιμο να αναφερθούν στην παρούσα εργασία.

Γνωστικές λειτουργίες

Οι διαταραχές όρασης ενδέχεται να είναι εγγενείς ή επίκτητες. Κρίσιμη


θεωρείται η ηλικία των 5 ετών, καθώς η απώλεια της όρασης πριν από αυτήν
συνεπάγεται απώλεια της διατήρησης των οπτικών «αναμνήσεων»
(Τζουριάδου, 1992).

Περίπου το 85% των πληροφοριών που προσλαμβάνονται από τον


εγκέφαλο, προέρχονται από την όραση και ακολουθούν οι άλλες αισθήσεις στις
οποίες αντιστοιχεί το υπόλοιπο 15%. Συνεπώς, ένα παιδί με απώλεια όρασης
μαθαίνει από το εξωτερικό περιβάλλον με ρυθμό σημαντικά αργότερο σε σχέση
με τα βλέποντα παιδιά της ίδιας ηλικίας (Heward, 2011). Τόσο η γλώσσα όσο
και η γνώση για τον κόσμο, παρουσιάζονται κατακερματισμένες και
αποσπασματικές και το παιδί καλείται διαρκώς να συνθέσει τις διαφορετικές και
τμηματικές πληροφορίες σε ένα όλον. Αυτό, όπως είναι φυσικό αποτελεί μία
δύσκολη διαδικασία, που απαιτεί εξάσκηση και χρόνο.

Το ίδιο ισχύει για την κινητική ανάπτυξη, στην οποία παρατηρείται επίσης
καθυστέρηση και ποικίλες δυσκολίες, γεγονός που συχνά οδηγεί σε σωματική
και κοινωνική αποστασιοποίηση (Heward, 2011). Καθώς τα οπτικά ερεθίσματα
απουσιάζουν, ελαχιστοποιούνται και οι απόπειρες του παιδιού να φτάσει και να
αγγίξει τα αντικείμενα που το περιβάλλουν και των οποίων συχνά αγνοεί την
ύπαρξη. Ωστόσο, είναι λάθος να θεωρηθεί πως ένα τυφλό άτομο υπολείπεται ή
υστερεί νοητικά, λόγω μίας συγκεκριμένης αναπηρίας, εν συγκρίσει με κάποιον
βλέποντα, καθώς η διαφοροποίηση ανάμεσά τους έγκειται στη μέθοδο
πρόσληψης της γνώσης και τον χρόνο που απαιτείται για την κατάκτησή της
και όχι σε ποιοτικά χαρακτηριστικά (Heward, 2011).

Κινητικότητα και προσανατολισμός

Για ένα άτομο με σοβαρές διαταραχές όρασης η γνώση του κόσμου


προκύπτει από τις υπόλοιπες αισθήσεις. Τα κυριότερα γνωστικά μέσα, που
διαθέτει σε αυτή την περίπτωση, είναι η αφή και η ακοή, με την πρώτη να
συντελεί στη λεκτική επικοινωνία, τη διδασκαλία και την καθοδήγησή του,
ενισχύοντας τη σχέση του με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, και τη
δεύτερη να ενισχύει τη μετάδοση της γνώσης και της «αναγνώρισης» των
αντικειμένων. Η ακοή ειδικότερα, βοηθά καθοριστικά στην κινητικότητα και τον
προσανατολισμό (Best, 1992). Κατά καιρούς διατυπώθηκαν απόψεις που
υποστηρίζουν πως την απώλεια μίας αίσθησης, αντισταθμίζει μία άλλη αίσθηση,
που εμφανίζεται περισσότερο οξυμμένη. Ωστόσο, η επιστημονική έρευνα έχει
καταρρίψει τέτοιου είδους υποθέσεις (Τζουριάδου, 1992).

Με δεδομένα τα παραπάνω, η προσπάθεια που θα πρέπει να καταβάλει


ένα τυφλό άτομο, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την κινητικότητα, είναι
τεράστια. Μία ακόμα δυσκολία, με την οποία θα έρθει αντιμέτωπο, σχετίζεται
με τον επαρκή προσανατολισμό, που συνιστά την ικανότητα μίας διανοητικής
πρόσληψης του περιβάλλοντος και τη γνώση σχετικά με τη θέση των
αντικειμένων μέσα σ’ αυτό. Οι αβεβαιότητες για κάποιον μη βλέποντα είναι
πολλές, το ίδιο και το άγχος σε σχέση με τους επικείμενους κινδύνους, γεγονός
ικανό να οδηγήσει σε έλλειψη κινήτρων για κινητοποίηση και τελικά σε
απομόνωση.

Τα σημεία αναφοράς είναι ελάχιστα και υπάρχει περίπτωση το τυφλό


άτομο να μη συνειδητοποιεί τα όρια και τη θέση του ίδιου του σώματός του στο
χώρο. Σύμφωνα με τον Best (1992), ειδικά τα παιδιά, δεν έχουν τη δυνατότητα
να παρατηρήσουν τις κινήσεις τους και, εφόσον δεν έχουν τη δυνατότητα να
παρακολουθήσουν άλλους ανθρώπους, δε γνωρίζουν τι σημαίνει να στέκεται
κάποιος όρθιος, να σκύβει ή να κυλιέται. Το ίδιο δύσκολη είναι και η
αναγνώριση των ήχων και ο εντοπισμός της προέλευσής τους, γεγονός που
καταδεικνύει πόσο αναγκαία είναι η συνδρομή εξειδικευμένων δασκάλων, που
θα δώσουν τη δυνατότητα στο οπτικά ανάπηρο άτομο να κινείται
αποτελεσματικά στο περιβάλλον του, και πόσο χρειάζεται μία εκ βάθρων
αναθεώρηση στον τρόπο δόμησης και λειτουργίας των σύγχρονων αστικών
κέντρων.

Όταν η τύφλωση είναι επίκτητη ενδέχεται να υφίστανται μνημονικές


παραστάσεις, που ίσως κάνουν τη ζωή του τυφλού ατόμου κάπως πιο εύκολη.
Άλλωστε, σύμφωνα με τον Κοσμόπουλο (1995), λόγω της μακραίωνης σχέσης
του ανθρώπου με το χώρο, είναι σχεδόν αδύνατο να νιώσει κανείς εντελώς
χαμένος. Πάντα θα έχει στη διάθεσή του μία ορισμένη αντίληψη, που θα τον
βοηθά να γνωρίζει αν βρίσκεται σε ανοιχτό ή κλειστό χώρο, στη φύση ή στο
κέντρο μιας πόλης.

Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο όταν πρόκειται για αστικά


κέντρα, τα οποία δημιουργούν σύγχυση και απώλεια προσανατολισμού στους
ανθρώπους που αναγκάζονται να κινηθούν σε αυτά. Ο χαοτικός ρυθμός τους,
η κίνηση ανθρώπων και οχημάτων, οι κακοτεχνίες, η έλλειψη υποδομών και η
ηχορύπανση δυσκολεύουν ακόμα και τον πιο έμπειρο βλέποντα, πόσο μάλλον
ένα άτομο με οπτική αναπηρία.

Ο αποκλεισμός στην προσβασιμότητα αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά


προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ένας τυφλός. Η αρχιτεκτονική των
σύγχρονων πόλεων και ο αστικός σχεδιασμός είναι στοιχεία αλληλένδετα με
την κοινωνία και μαρτυρούν την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων. Παρά το
γεγονός ότι η συλλογική κουλτούρα σταδιακά μεταβάλλεται προς την
κατεύθυνση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ίσων ευκαιριών, υπάρχουν
πολλά που πρέπει να γίνουν ώστε να καταστεί το αστικό περιβάλλον φιλικό
προς όλους και να υπερνικηθούν οι όποιες αδυναμίες της νομοθεσίας για την
αντιμετώπιση των δυσκολιών των ατόμων με προβλήματα όρασης.

Επίλογος

Τα δικαίωμα όλων των ανθρώπων ανεξαιρέτως για μετακίνηση, εργασία


και αναψυχή είναι αδιαμφισβήτητο και μη διαπραγματεύσιμο. Η δομή των
σύγχρονων αστικών κέντρων, ωστόσο, τείνει να το καταστρατηγεί, οδηγώντας
στον περιορισμό της κοινωνικής κινητικότητας και στην απομόνωση των
ανθρώπων με τύφλωση. Πρόκειται για ένα ζήτημα εξαιρετικά σοβαρό, καθώς
παρεμποδίζει την ανεξαρτητοποίησή τους και επιβαρύνει την οικονομική και
κοινωνική τους κατάσταση. Τα σύγχρονα κτίρια μεν πληρούν τις προϋποθέσεις
πρόσβασης, ωστόσο οι δρόμοι εξακολουθούν να είναι απροσπέλαστοι.
Η εικόνα ανακτήθηκε από το ιντερνέτ στις 5/1/18

(https://static1.squarespace.com/static/51ca804ce4b0ff1650b3d00a/51cb7fb7e4b0fd44824f2d1d/51cb7fb9e4b0fd44824
f2eb4/1372294001081/blindness.jpeg)
Βιβλιογραφικές Αναφορές

Αρτινοπούλου, Β. (2010). Η σχολική διαμεσολάβηση. Αθήνα: Νομική


Βιβλιοθήκη.

Κοσμόπουλος Π. (1995): Η περιβαλλοντική ψυχολογία και η υποκειμενική


χαρτογράφηση» του χώρου. Πρακτικά 2ου Εθνικού Συνεδρίου
Χαρτογραφίας. Χαρτογραφική Επιστημονική Εταιρία Ελλάδας 1996,
Εκδόσεις Ζήτη.

Παντελιάδου, Σ. (2002). Μαθησιακές Δυσκολίες και Εκπαιδευτική Πράξη.


Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πόρποδας, Κ. (1998). Εισαγωγή στις μαθησιακές δυσκολίες. Πάτρα.

Συνήγορος του πολίτη. Σχολική Διαμεσολάβηση. Πως λειτουργεί ο θεσμός


σήμερα σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Ελλάδας,
Ανακτήθηκε από:
http://www.0-18.gr/downloads/Scholiki%20Diamesolabisi.pdf.

Τζιβινίκου, Σ., (2015). Μαθησιακές δυσκολίες - Διδακτικές παρεμβάσεις.


[ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών
Βιβλιοθηκών. Ανακτήθηκε από: http://hdl.handle.net/11419/5332.

Τζουριάδου Μ. (1992): Σημειώσεις, Εισαγωγή στην ειδική αγωγή.


Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Παιδαγωγικό Τμήμα
Νηπιαγωγών.

Bailey, I. L. & Hall, A. (1989). Visual impairment: An overview. New York:


American Foundation of the Blind.

Best A.B. 1992: Teaching Children with Visually Impairments. Milton Keynes:
Open University Press.

Cowie, H. & Jennifer, D. (2009). Engaging Children and Young People


Actively in Research. In K. Bryan (ed.), Communication in Healthcare.
London: Peter Lang European Academic Publishers.

Department of Education and Early Childhood Development (n.d.).


Identifying and Addressing Bullying.
http://www.education.vic.gov.au/about/programs/bullystoppers/Pages
/teachinter.aspx
Heward, W. L. (2011). Παιδιά με ειδικές ανάγκες. Μία εισαγωγή στην Ειδική
Εκπαίδευση. Α. Δαβάζογλου & Κ. Κόκκινος (επιμ.), (Χ. Λυμπεροπούλου,
μεταφρ.). Αθήνα: Τόπος. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 2009).

Leydhecker W. (1990): Οφθαλμολογία, έκδοση 21η. Ιατρικές Εκδόσεις


Λίτσας.

You might also like