You are on page 1of 61

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ.

1
[1] Η περιοχή της Φωκίδας, που βρίσκεται γύρω από την Τιθορέα και τους Δελφούς,
είναι φανερό πως από πολύ παλιά πήρε το όνομα αυτό από ένα Κορίνθιο, τον Φώκο, γιο
του Ορνυτίωνα. Λίγα χρόνια αργότερα, επικράτησε το όνομα αυτό σε όλη την περιοχή
που λέγεται στις μέρες μου Φωκίδα, όταν Αιγινήτες ήρθαν με πλοία στη χώρα μαζί με
τον Φώκο τον γιο του Αιακού.

[2] Οι Φωκείς φτάνουν ως τη θάλασσα, απέναντι από την Πελοπόννησο, όπου


βρίσκεται το επίνειο των Δελφών Κίρρα, και προς τη Βοιωτία, εκεί που είναι η πόλη
Αντίκυρα. Προς το μέρος του Λαμιακού κόλπου τους εμποδίζουν να φτάσουν ως τη
θάλασσα οι Υποκνημίδιοι Λοκροί• γιατί αυτοί κατοικούν ψηλά σ' αυτό το μέρος της
Φωκίδας, οι Σκαρφείς πέρα από την Ελάτεια, ενώ πέρα από την Υάμπολη και τις Άβες
κατοικούν όσοι κατέχουν την πόλη Οπούντα και το επίνειο των Οπουντίων Κύνο.

[3] Τα επιφανέστερα έργα των Φωκέων είναι κοινά• πήραν μέρος στον πόλεμο κατά
του Ιλίου και πολέμησαν κατά των Θεσσαλών πριν οι Μήδοι έρθουν κατά των
Ελλήνων, οπότε και οι Φωκείς επέδειξαν αξιομνημόνευτα κατορθώματα. Τότε, κοντά
στην Υάμπολη, όπου περίμεναν να εισβάλουν οι Θεσσαλοί, τοποθέτησαν υδρίες
πήλινες, έριξαν πάνω τους χώμα και περίμεναν το ιππικό των Θεσσαλών. Οι Θεσσαλοί
που δεν είχαν πληροφορηθεί το τέχνασμα των Φωκέων, χωρίς να το καταλάβουν,
πέρασαν με το ιππικό πάνω από τις υδρίες. Εκεί, τραυματίζονταν τα άλογα, επειδή τα
πόδια τους έμπαιναν μέσα στις υδρίες, και οι άνδρες σκοτώνονταν και έπεφταν από τα
άλογα.

[4] Οι Θεσσαλοί περισσότερο οργισμένοι από πριν κατά των Φωκέων,


συγκεντρώθηκαν απ’ όλες τις πόλεις και εκστράτευσαν κατά της Φωκίδας• τότε οι
Φωκείς, που φοβόνταν πολύ και την πολεμική προετοιμασία των Θεσσαλών και
περισσότερο το πλήθος του ιππικού και, εκτός από τον αριθμό των αλόγων, την
εξάσκηση στον πόλεμο των ιππέων, έστειλαν στους Δελφούς ζητώντας από τον θεό
τρόπο αποφυγής του επερχόμενου κινδύνου• και τους ήρθε ο εξής χρησμός:

Θα κάνω ώστε να πολεμήσουν ένας θνητός με έναν αθάνατο,θα δώσω τη νίκη και
στους δυο, περισσότερο όμως στον θνητό.

[5] Όταν οι Φωκείς το έμαθαν αυτό, έστειλαν στους εχθρούς μόλις άρχισε η νύχτα
τριακόσιους επίλεκτους άνδρες με αρχηγό τον Γέλωνα και με την εντολή να
κατασκοπεύσουν τους Θεσσαλούς όσο πιο μυστικά μπορούσαν και να επιστρέψουν
πίσω στο στρατόπεδο από τον πιο άγνωστο δρόμο, χωρίς να αρχίσουν μάχη με τη
θέλησή τους. Αυτοί οι επίλεκτοι άντρες εξοντώθηκαν όλοι από τους Θεσσαλούς, μαζί
και ο αρχηγός τους Γέλωνας, καθώς ποδοπατιούνταν από τα άλογα και φονεύονταν από
τους άντρες.

[6] Η συμφορά αυτή τέτοια κατάπληξη προξένησε στο στρατόπεδο των Φωκέων, ώστε
συγκέντρωσαν σ’ ένα μέρος τις γυναίκες, τα παιδιά, όσα υπάρχοντα μπορούσαν να
οδηγήσουν ή να μεταφέρουν, ακόμη και εσθήτες, χρυσά και αργυρά αντικείμενα και τα
αγάλματα των θεών, ετοίμασαν όσο το δυνατό μεγαλύτερη πυρά και άφησαν σ' αυτά
τριάντα άντρες.
[7] Σ' αυτούς δόθηκε η διαταγή, αν συμβεί να νικηθούν οι Φωκείς στη μάχη, να
σφάξουν πρώτα τις γυναίκες και τα παιδιά, να ανεβάσουν ως σφάγια πάνω στην πυρά
και αυτά και τα αντικείμενα και να ανάψουν έπειτα φωτιά και να σκοτωθούν οι ίδιοι
είτε μεταξύ τους είτε πέφτοντας πάνω στο ιππικό των Θεσσαλών. Απ’ αυτή την
απόφαση όλες οι σκληρές σκέψεις ονομάζονται από τους Έλληνες Φωκική απόνοια
[πράξη απελπισίας]. Αμέσως μετά οι Φωκείς έκαναν επίθεση κατά των Θεσσαλών.

[8] Στρατηγοί ήταν του πεζικού ο Ροίος από την Άμβροσσο και του ιππικού ο
Δαϊφάντης από την Υάμπολη• την κυριότερη όμως θέση ανάμεσα στους άρχοντες την
είχε ο Ηλείος μάντης Τελλίας και στον Τελλία στήριζαν οι Φωκείς τις ελπίδες της
σωτηρίας.

[9] Όταν άρχισε η συμπλοκή, οι Φωκείς έχοντας υπόψη τους την απόφαση για τις
γυναίκες και τα παιδιά και βλέποντας πως η σωτηρία τους ταλαντευόταν αβέβαια,
αποτολμούσαν κάθε είδους πράξεις• επειδή είχαν και την εύνοια των θεών, πέτυχαν
λαμπρότατη νίκη.

[10] Τότε ο χρησμός που δόθηκε από τον Απόλλωνα στους Φωκείς έγινε κατανοητός
απ' όλους τους Έλληνες• οι στρατηγοί δηλαδή έδιναν στις μάχες ως σύνθημα, οι
Θεσσαλούς την Ιτωνία Αθηνά και οι Φωκείς τον Φώκο, από τον οποίο πήραν το όνομά
τους. Για το κατόρθωμα αυτό οι Φωκείς έστειλαν και αφιερώματα στους Δελφούς, τον
Απόλλωνα, τον μάντη Τελλία και όσους ήταν στρατηγοί στη μάχη και μαζί και
κάποιους τοπικούς ήρωες• αυτές οι εικόνες ήταν έργα του Αργείου Αριστομέδοντα. Οι
Φωκείς σοφίστηκαν και αργότερα, τέχνασμα όχι κατώτερο από τα προηγούμενα.

[11] Τα στρατόπεδα ήταν παραταγμένα το ένα απέναντι στο άλλο, εκεί όπου γινόταν η
εισβολή στη Φωκίδα, πεντακόσιοι επίλεκτοι Φωκείς περίμεναν την πανσέληνο και
επιτέθηκαν τη νύχτα κατά των Θεσσαλών, αλειμμένοι οι ίδιοι με γύψο και
χρησιμοποιώντας όπλα ασπρισμένα με γύψο. Τότε λένε πως σκοτώθηκαν πάρα πολλοί
Θεσσαλοί, γιατί θεώρησαν αυτό που συνέβη τη νύχτα περισσότερο εκπληκτικό από μία
εχθρική έφοδο. Και ήταν ο Ηλείος Τελλίας που σοφίστηκε αυτά κατά των Θεσσαλών
για χάρη των Φωκέων.

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 2[1] Όταν ο στρατός των Περσών πέρασε στην Ευρώπη,
λέγεται πως οι Φωκείς εξαναγκάστηκαν να προσχωρήσουν στον βασιλιά, κατά τη μάχη
όμως των Πλαταιών αυτομόλησαν από τους Μήδους και παρατάχτηκαν με τον
Ελληνικό στρατό. Αργότερα συνέβη να τιμωρηθούν από τους Αμφικτύονες με
πρόστιμο• δεν μπόρεσα να μάθω την αλήθεια, αν δηλαδή η τιμωρία τους επιβλήθηκε
επειδή αδίκησαν ή αν οι Θεσσαλοί, που τους μισούσαν από παλιά, φρόντισαν να
τιμωρηθούν οι Φωκείς.

[2] Καθώς ήταν στενοχωρημένοι για το μεγάλο ποσό του προστίμου, ανέλαβε σ' αυτούς
την εξουσία ο Φιλόμηλος, ο γιος του Θεοτίμου, που δεν ήταν κατώτερος σε τιμές από
κανένα Φωκέα –πατρίδα του ήταν ο Λέδοντας, μια Φωκική πόλη. Ο Φιλόμηλος αυτός
απέδειξε ότι ήταν αδύνατη η πληρωμή του προστίμου και τους έπεισε να καταλάβουν
το ιερό των Δελφών, λέγοντας μεταξύ των άλλων πειστικών επιχειρημάτων ότι οι
σχέσεις τους με τους Αθηναίους και τη Λακεδαίμονα ήταν φιλικές από την αρχή και ότι
αν οι Θηβαίοι ή κάποιος άλλος τους πολεμήσει, αυτοί θα υπερτερούν και στην ανδρεία
και στα χρήματα.

[3] Ενώ έλεγε αυτά ο Φιλόμηλος, οι Φωκείς δεν διαφώνησαν είτε γιατί ο θεός θόλωσε
το μυαλό τους είτε γιατί και αυτοί από τη φύση τους προτιμούσαν το κέρδος από την
ευσέβεια. Οι Φωκείς κατέλαβαν τους Δελφούς, όταν πρύτανης στους Δελφούς ήταν ο
Ηρακλείδης και άρχοντας στην Αθήνα ο Αγαθοκλής, τον τέταρτο χρόνο της εκατοστής
πέμπτης ολυμπιάδας, όταν ο Κυρηναίος Πρώρος νίκησε στο στάδιο.

[4] 'Οταν κατέλαβαν το ιερό, μάζεψαν τους ισχυρότερους μισθοφόρους στην Ελλάδα
και οι Θηβαίοι άρχισαν φανερά τον πόλεμο εναντίον τους, επειδή και προηγουμένως
είχαν διαφορές μαζί τους. Πολεμούσαν συνεχώς για δέκα χρόνια και σ’ ένα τόσο μακρό
πόλεμο πολλές φορές νίκησαν οι Φωκείς και οι μισθοφόροι τους και πολλές φορές
επικράτησαν οι Θηβαίοι. Σε συμπλοκή που έγινε κοντά στην πόλη Νεώνα, οι Φωκείς
τράπηκαν σε φυγή και ο Φιλόμηλος κατά τη φυγή πήδηξε από ψηλό και απότομο
γκρεμό και σκοτώθηκε• άλλωστε η τιμωρία αυτή είχε οριστεί από τους Αμφικτύονες
για τους ιερόσυλους.

[5] Όταν πέθανε ο Φιλόμηλος, οι Φωκείς έδωσαν την ηγεμονία στον Ονόμαρχο• την
εποχή αυτή ο Φίλιππος, ο γιος του Αμύντα, έγινε σύμμαχος με τους Θηβαίους. Έπειτα,
όταν νίκησε ο Φίλιππος σε συμπλοκή, ο Ονόμαρχος φεύγοντας έφτασε ως τη θάλασσα,
όπου τον σκότωσαν με τα ακόντια οι στρατιώτες του, γιατί απέδιδαν την ήττα τους στην
δική του ατολμία και στην έλλειψη πολεμικής πείρας.

[6] Τέτοιο τέλος επιφύλαξε ο θεός στον Ονόμαρχο. Οι Φωκείς τότε εξέλεξαν στρατηγό
με απόλυτη εξουσία τον αδελφό του Ονομάρχου Φάυλο. Λένε πως αυτός ο Φάυλος,
μόλις πήρε την εξουσία στους Φωκείς, είδε το εξής όνειρο• ανάμεσα στα αφιερώματα
του Απόλλωνα υπήρχε χάλκινο ομοίωμα νεκρού γέροντα, που οι σάρκες του είχαν ήδη
λιώσει και έμεναν μόνα τα οστά του• οι κάτοικοι των Δελφών έλεγαν πως ήταν
αφιέρωμα του γιατρού Ιπποκράτη. Του φάνηκε λοιπόν ότι έμοιαζε με το αφιέρωμα
αυτό. Αμέσως τον πρόσβαλε ασθένεια που τον έφθειρε και πραγματοποίησε τη μαντεία
του ονείρου.

[7] 'Οταν πέθανε ο Φάυλος, η εξουσία των Φωκέων πέρασε στον γιο του Φάλαικο, που
κατηγορήθηκε πως πήρε μέρος του ιερού θησαυρού και παύτηκε από την εξουσία.
Αφού πέρασε λοιπόν με πλοία στην Κρήτη μαζί με τους Φωκείς που τον υποστήριζαν
και με τμήμα των μισθοφόρων, πολιορκώντας την Κυδωνία, που δεν ήθελε να του
δώσει τα χρήματα που ζητούσε, έχασε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και
σκοτώθηκε και ο ίδιος.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 3

[1] Τον δέκατο χρόνο μετά την κατάληψη του ιερού, ο Φίλιππος έβαλε τέλος στον
πόλεμο, που ονομάστηκε Φω κικός ή ιερός, όταν άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο
Θεόφιλος, τον πρώτο χρόνο της εκατοστής όγδοης ολυμπιάδας, στην οποία ο
Κυρηναίος Πολυκλής νίκησε στο στάδιο. Οι πόλεις των Φωκέων που κυριεύτηκαν
γκρεμίστηκαν• ανάμεσά τους η Λίλαια, η Υάμπολις, η Αντίκυρα, οι Παραποτάμιοι, ο
Πανοπέας και η Δαυλίς.

[2] Το όνομά τους ήταν γνωστό από παλιά, κυρίως από τα ποιήματα του Ομήρου•
κάποιες άλλες, που είχε κάψει ο στρατός του Ξέρξη, έγιναν περισσότερο γνωστές στην
Ελλάδα, όπως ο Έρωχος, η Χαράδρα, η Αμφίκλεια, ο Νεώνας, το Τιθρώνιο και η
Δρυμαία. Οι υπόλοιπες, εκτός από την Ελάτεια, δεν ήταν πριν φημισμένες, όπως η
Φωκική Τραχίνα, ο Φωκικός Μεδεώνας, η Εχεδάμεια, η Άμβροσσος, ο Λέδοντας, το
Φλυγόνιο και η Στίρις. Αυτές οι πόλεις, εκτός της Άβας, κατασκάφτηκαν τότε και οι
κάτοικοί τους διασκορπίστηκαν σε κώμες. Οι Αβαίοι δεν είχαν λάβει μέρος στην ασεβή
πράξη ούτε στην κατάληψη του ιερού ούτε στον πόλεμο.

[3] Από τους Φωκείς αφαιρέθηκε και το δικαίωμα της συμμετοχής στο ιερό των
Δελφών και στο Ελληνικό συνέδριο• οι Αμφικτύονες έδωσαν τις ψήφους τους στους
Μακεδόνες. Αργότερα όμως οι πόλεις των Φωκέων κατοικήθηκαν πάλι και αυτοί από
τις κώμες εγκαταστάθηκαν πάλι στις πατρίδες τους, εκτός από μερικές που τις εμπόδισε
η αρχική τους αδυναμία και η τότε έλλειψη χρημάτων• την επιστροφή τους στις πόλεις
ανέλαβαν οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι, προτού συμβεί η ατυχία των Ελλήνων στη
Χαιρώνεια.

[4] Και στη μάχη της Χαιρώνειας πήραν μέρος οι Φωκείς και αργότερα πολέμησαν
κοντά στη Λαμία και στον Κραννώνα κατά του Αντιπάτρου και των Μακεδόνων.
Εναντίον των Γαλατών και του Κελτικού στρατού πολέμησαν προθυμότερα απ’ όλους
τους Έλληνες, για να βοηθήσουν τον θεό των Δελφών και για να εξιλεωθούν, νομίζω,
για τα παλιά τους σφάλματα. Αυτά ήταν τα αξιομνημόνευτα έργα τους.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 4

[1] Είκοσι στάδια από τη Χαιρώνεια βρίσκεται η πόλη των Φωκέων Πανοπέας, αν
μπορεί να την ονομάσει κανείς πόλη, αφού δεν έχει ούτε δημόσια κτίρια ούτε γυμνάσιο
ούτε θέατρο ούτε αγορά ούτε νερό να τρέχει σε κρήνη• εδώ κατοικούν σε χαράδρα, σε
καλύβες με κοίλες στέγες, που μοιάζουν πολύ με αυτές των βουνών. Έχουν όμως κι
αυτοί σύνορα που χωρίζουν τη χώρα τους από τους γείτονες και στέλνουν κι αυτοί
αντιπροσώπους στο Φωκικό συνέδριο. Λένε ότι η πόλη πήρε το όνομά της από τον
πατέρα του Επειού και ότι οι ίδιοι δεν είναι Φωκείς, αλλά αρχικά ήταν Φλεγύες που
διέφυγαν στη Φωκίδα από τη χώρα του Ορχομενού.

[2] Βλέποντας τον αρχαίο περίβολο των Πανοπέων υποθέτουμε ότι είναι περίπου εφτά
στάδια. Θυμάμαι τους στίχους του Ομήρου, που έγραψε για τον Τιτυό, ονομάζοντας
την πόλη των Πανοπέων «καλλίχορον» και τους σχετικούς με τη μάχη για τον νεκρό
Πάτροκλο, όπου αναφέρει ότι ο βασιλιάς των Φωκέων Σχεδίος, ο γιος του Ιφίτου, που
σκοτώθηκε από τον Έκτορα, κατοικούσε στον Πανοπέα. Και μου φαίνεται πως η αιτία
γι αυτό είναι είναι η εξής• ο βασιλιάς κατοικούσε εδώ για να χρησιμοποιεί τον Πανοπέα
για φρούριο, από τον φόβο των Βοιωτών, γιατί απ’ αυτό το σημείο είναι ευκολότερη η
διάβαση από τη Βοιωτία στη Φωκίδα.
[3] Γιατί όμως ονόμασε τον Πανοπέα «καλλίχορον» δεν μπορούσα να το καταλάβω,
προτού το μάθω από τις ονομαζόμενες στους Αθηναίους Θυιάδες• οι Θυιάδες είναι
γυναίκες της Αττικής που με τις γυναίκες των Δελφών πηγαίνουν κάθε δεύτερο χρόνο
στον Παρνασσό για τα όργια του Διονύσου. Οι Θυιάδες αυτές συνηθίζουν κατά την
πορεία τους από την Αθήνα να στήνουν χορούς και σε άλλα μέρη, μεταξύ των οποίων
και στον Πανοπέα• φαίνεται λοιπόν ότι το επίθετο του Ομήρου για τον Πανοπέα
υπαινίσσεται τον χορό των Θυιάδων.

[4] Στον Πανοπέα κοντά στον δρόμο υπάρχει μικρό οίκημα από ωμές πλίνθους και
μέσα σ’ αυτό άγαλμα από μάρμαρο της Πεντέλης• άλλοι λένε ότι είναι του Ασκληπιού
και άλλοι του Προμηθέα• παρουσιάζουν και αποδείξεις γι’ αυτό. Στη χαράδρα
υπάρχουν πέτρες, που το μέγεθός τους είναι τέτοιο που θα μπορούσε να αποτελέσει
αρκετό φορτίο αμαξιού• το χρώμα τους είναι σαν του πηλού, όχι αυτού που γίνεται από
χώμα, αλλά αυτού που σχηματίζεται σε μια χαράδρα ή αμμουδερό χείμαρρο και έχουν
μυρωδιά παρόμοια με του ανθρώπινου δέρματος• λένε ότι αυτές απέμειναν από τον
πηλό με τον οποίο ο Προμηθέας έπλασε το ανθρώπινο γένος. Εδώ στη χαράδρα υπάρχει
και μνήμα του Τιτυού.

[5] Η περιφέρεια του χωμάτινου σωρού είναι περίπου το ενα τρίτο του σταδίου• ο
στίχος της Οδύσσειας:

Κείτονταν καταγής, στο μάκρος εννιά πλέθρα,

δεν αφορούσε στο μέγεθος του Τιτυού, αλλά στο μέρος που θάφτηκε ο Τιτυός, το οποίο
ονομαζόταν Εννιά πλέθρα.

[6] Ο Μάγνητας Κλέωνας από εκείνους που κατοικούν στον Έρμο, έλεγε πως οι
άνθρωποι που δεν έτυχε να δουν στη ζωή τους ασυνήθιστα πράγματα δεν πιστεύουν
στα παράδοξα• αυτός έλεγε ότι πίστευε ότι ο Τιτυός και άλλοι ήταν έτσι, όπως τους
παρουσιάζει η παράδοση• γιατί έτυχε να βρίσκεται στα Γάδειρα και, σύμφωνα με τη
διαταγή του Ηρακλή, έφυγε πλέοντας και ο ίδιος και όλοι οι άλλοι από το νησί• όταν
επέστρεψε στα Γάδειρα, βρήκε άντρα που έβγαλε η θάλασσα στην ξηρά• αυτός
καταλάμβανε χώρο πέντε πλέθρα και καιγόταν χτυπημένος με κεραυνό από τον θεό.
Αυτά έλεγε εκείνος.

[7] Είκοσι εφτά στάδια από τον Πανοπέα απέχει η Δαυλίς. Οι άνθρωποι εδώ δεν είναι
πολλοί, είναι όμως στην εποχή μου οι πιο φημισμένοι από τους Φωκείς για το μέγεθος
και τη δύναμη τους. Το όνομα λένε πως δόθηκε στην πόλη από τη νύμφη Δαυλίδα, που
ήταν κόρη του Κηφισού. Άλλοι έλεγαν ότι το μέρος, όπου κτίστηκε η πόλη, ήταν
σκεπασμένο με δέντρα και οι πυκνόφυτοι τόποι ονομάζονταν από παλιά δαύλα. Γι’
αυτό και ο Αισχύλος ονόμασε τα γένια του Ανθηδόνιου Γλαύκου «πυκνό δαύλο».

[8] Εδώ στη Δαυλίδα λέγεται ότι οι γυναίκες έδωσαν στον Τηρέα να φάει το παιδί•
αυτό ήταν το πρώτο μίασμα σε ανθρώπινο τραπέζι. Ο τσαλαπετεινός, στον οποίο λένε
ότι μεταμορφώθηκε ο Τηρέας, είναι στο μέγεθος πιο μεγάλος από ορτύκι και στο
κεφάλι του τα φτερά υψώνονται σε σχήμα λοφίου.
[9] Είναι αξιοθαύμαστο ότι στη χώρα αυτή τα χελιδόνια ούτε γεννούν ούτε κλωσούν
αβγά, αλλά ούτε θα έχτιζε χελιδόνι φωλιά σε σκεπή κτίσματος. Οι Φωκείς λένε ότι στη
Φιλομήλα, ενώ είχε τη μορφή πουλιού, παρουσιάστηκε το φάντασμα του Τηρέα και
έτσι απομακρύνθηκε από την πατρίδα του Τηρέα. Στη Δαυλίδα υπάρχει ιερό της
Αθηνάς και παλιό άγαλμα• το ακόμα παλιότερο ξόανο λένε ότι το έφερε από την Αθήνα
η Πρόκνη.

[10] Στη Δαύλεια υπάρχει τοποθεσία που λέγεται Τρωνίς• εκεί υπάρχει ηρώο για τον
ήρωα Αρχηγέτη• ο ήρωας αυτός άλλοι λένε ότι είναι ο Ξάνθιππος, ο ένδοξος στον
πόλεμο, και άλλοι ο Φώκος, ο γιος του Ορνυτίωνα, γιου του Σισύφου. Του προσφέρουν
τιμές κάθε μέρα και οι Φωκείς φέρνουν εδώ σφάγια, των οποίων το αίμα χύνουν στον
τάφο από μια τρύπα, ενώ το κρέας συνηθίζουν να το τρώνε εκεί.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 5

[1] Υπάρχει και δρόμος μέσα από τη Δαυλίδα προς την κορυφή του Παρνασσού, που
είναι πιο μακρύς από αυτόν που ξεκινά από τους Δελφούς, δεν είναι όμως το ίδιο
δύσβατος. Επιστρέφοντας κανείς από τη Δαυλίδα στον ευθύ δρόμο προς τους Δελφούς
και προχωρώντας, συναντά αριστερά του δρόμου οικοδόμημα που λέγεται Φωκικό,
όπου συγκεντρώνονται οι Φωκείς από κάθε πόλη.

[2] Το οίκημα είναι μεγάλο σε μέγεθος και στο εσωτερικό υπάρχουν κατά μήκος
κίονες• από τους κίονες υπάρχουν σκαλοπάτια για καθένα από τους δύο τοίχους, πάνω
στους οποίους κάθονται οι σύνεδροι των Φωκέων. Στην άκρη δεν υπάρχουν ούτε κίονες
ούτε σκαλοπάτια, αλλά αγάλματα του Δία, της Αθηνάς και της Ήρας• ο Δίας κάθεται σε
θρόνο, η Ήρα παριστάνεται να στέκεται δεξιά και η Αθηνά αριστερά.

[3] Προχωρώντας από εδώ φτάνει κανείς στη λεγόμενη Σχιστή οδό• σ' αυτήν ο
Οιδίποδας σκότωσε τον πατέρα του. Ήταν αναγκαίο σ’ όλη την Ελλάδα να
διατηρηθούν πράγματα που υπενθυμίζουν τα παθήματα του Οιδίποδα. Όταν γεννήθηκε
τρύπησαν τα σφυρά του και τον εγκατέλειψαν στο βουνό Κιθαιρώνα, στη χώρα των
Πλαταιών. Ο Οιδίποδας μεγάλωσε στην Κόρινθο και στη χώρα γύρω από τον Ισθμό•
έπειτα η Φωκική γη και η Σχιστή οδός δέχτηκαν το μίασμα της πατροκτονίας. Η Θήβα
φημίστηκε περισσότερο για τον γάμο του Οιδίποδα και για το αδίκημα του Ετεοκλή.

[4] Η Σχιστή οδός και το τόλμημα του Οιδίποδα προς αυτή ήταν η αρχή των συμφορών
του• τα μνήματα του Λαΐου και του δούλου που τον ακολουθούσε υπάρχουν ακόμη στη
μέση του τρίστρατου και πάνω σ’ αυτά είναι συσσωρευμένες ακατέργαστες πέτρες•
λένε ότι είχε βρει τους νεκρούς ο βασιλιάς των Πλαταιών Δαμασίστρατος και τους
έθαψε.

[5] Από εδώ η λεωφόρος για τους Δελφούς γίνεται περισσότερο ανηφορική και
δυσκολότερη για πεζοπόρο. Λέγονται πολλά και διαφορετικά για τους ίδιους τους
Δελφούς, κι ακόμη περισσότερα για το μαντείο του Απόλλωνα. Λενε ότι πολύ παλιά το
μαντείο ήταν της Γης και ότι η Γη είχε ορίσει σ’ αυτό προφήτισσα τη Δαφνίδα, που
ήταν νύμφη του βουνού.
[6] Υπάρχει και στους Έλληνες ποίημα, που λέγεται Ευμολπία και το οποίο αποδίδεται
στον Μουσαίο, τον γιο του Αντιοφήμου• αναφέρεται λοιπόν σ’ αυτό ότι το μαντείο
ήταν κοινό του Ποσειδώνα και της Γης και ότι χρησμοδοτούσε η ίδια, ενώ ο
Ποσειδώνας είχε για υπηρέτη στους χρησμούς τον Πύρκωνα. Οι στίχοι είναι οι εξής:

Αμέσως η φωνή της Χθονίας είπε συνετό λόγο

και μαζί της ο Πύρκωνας, ο υπηρέτης του φημισμένου Εννοσιγαίου.

Αργότερα λέγεται ότι η Γη έδωσε στη Θέμιδα το μερίδιό της και έπειτα το πήρε ο
Απόλλωνας ως δώρο από τη Θέμιδα. Σ' αντάλλαγμα του μαντείου ο Απόλλωνας έδωσε
στον Ποσειδώνα την Καλαύρεια που βρίσκεται μπροστά στην Τροιζήνα.

[7] Άκουσα ακόμη πως ανακάλυψαν το μαντείο κάποιοι, βοσκοί, οι οποίοι από τον
ατμό καταλήφθηκαν από τον θεό και μάντεψαν από τον Απόλλωνα. Η επικρατέστερη
και αποδεκτή από τους περισσότερους άποψη είναι ότι πρώτη προφήτισσα του θεού
ήταν η Φημονόη, που πρώτη έψαλλε και σε εξάμετρο. Η ντόπια Βοιώ, που έγραψε ύμνο
για τους Δελφούς, είπε πως το μαντείο το ίδρυσαν για τον θεό αυτοί που ήρθαν από
τους Υπερβορείους και ο Ωλήνας• αυτός πρώτος προφήτεψε και πρώτος έψαλε σε
εξάμετρο.

[8] Η Βοιώ αυτή έγραψε τα εξής:

εδώ ίδρυσαν αλάθητο μαντείο, τα παιδιά

των Υπερβόρειων, ο Παγασός και ο θεϊκός Αγυιέας.

Και αφού απαρίθμησε και τους άλλους Υπερβόρειους, στο τέλος του ύμνου
κατονομάζει τον Ωλήνα:

Ο Ωλήνας, που ήταν ο πρώτος προφήτης του Φοίβου

και πρώτος συνέθεσε άσμα αρχαίων ποιημάτων.

Δεν θυμούνται να ανήκε η μαντεία σε άλλον άνδρα, αλλά μόνο σε γυναίκες.

[9] Ο πιο παλιός ναός του Απόλλωνα λένε ότι έγινε από δάφνη, που κλαδιά της έφεραν
από τη δάφνη των Τεμπών• ο ναός αυτός θα είχε το σχήμα καλύβας. Οι κάτοικοι των
Δελφών λένε ότι ο δεύτερος ναός έγινε από μέλισσες, με κερί μελισσών και φτερά• λένε
ότι αυτόν τον έστειλε στους Υπερβόρειους ο Απόλλωνας.

[10] Υπάρχει και άλλη παράδοση, ότι τον ναό τον κατασκεύασε κάποιος κάτοικος των
Δελφών που λεγόταν Πτεράς• το όνομα λοιπόν αυτό δόθηκε στον ναό απ’ αυτόν που
τον κατασκεύασε. Από τον Πτερά αυτόν λένε πως ονομάστηκε και η Κρητική πόλη
Απτερεοί, με την προσθήκη ενός γράμματος. Όσα λένε σχετικά με τη φτέρη που
φυτρώνει στα βουνά, ότι δηλαδή από το φυτό αυτό, όταν ήταν ακόμη χλωρό, έπλεξαν
ναό, δεν τα δέχομαι καθόλου.
[11] Ότι ο τρίτος από τους ναούς έγινε από χαλκό δεν είναι καθόλου παράξενο, αν ο
Ακρίσιος έφτιαξε θάλαμο από χαλκό για την κόρη του, και στη Σπάρτη σώζεται μέχρι
τις μέρες μου ιερό της Χαλκιοίκου Αθηνάς και στη Ρώμη η αγορά, που είναι
αξιοθαύμαστη για το μέγεθος και την άλλη κατασκευή, έχει χάλκινη οροφή. Έτσι δεν
είναι απίθανο και ο ναός του Απόλλωνα να έγινε από χαλκό.

[12] Τα άλλα όμως που αναφέρουν, δεν τα πιστεύω• ότι δηλαδή ο ναός ήταν έργο του
Ηφαίστου ή τα σχετικά με τις χρυσές αοιδούς πάνω στον ναό που τις έψαλλε ο
Πίνδαρος:

πάνω από το αέτωμα του ναού χρυσές Κηληδόνες τραγουδούσαν.

Αυτός νομίζω ότι μιμείται σ’ αυτό τις Σειρήνες του Ομήρου. Με ποιον τρόπο συνέπεσε
να εξαφανιστεί ο ναός, δεν βρήκα σύμφωνες τις απόψεις• λένε πως είτε έπεσε μέσα σε
χάσμα της γης είτε έλιωσε από φωτιά.

[13] Ο τέταρτος ναός χτίστηκε από τον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη και αναφέρουν ότι
ήταν λίθινος. Κάηκε όταν ήταν άρχοντας στην Αθήνα ο Ερξικλείδης, τον πρώτο χρόνο
της πεντηκοστής όγδοης ολυμπιάδας, στην οποία νίκησε ο Διόγνητος από τον
Κρότωνα. Τον ναό που υπάρχει στην εποχή μου τον έχτισαν για τον θεό οι
Αμφικτύονες με ιερά χρήματα• αρχιτέκτονας ήταν κάποιος Κορίνθιος Σπίνθαρος.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 6

[1] Η παλιότερη πόλη λένε πως κτίστηκε εδώ από τον Παρνασσό, γιο της νύμφης
Κλεοδώρας. Ως πατέρες, όπως και για άλλους από τους λεγόμενους ήρωες,
αναφέρονται ο θεός Ποσειδώνας και ο θνητός Κλεόπομπος. Λένε ότι απ' αυτό τον
Παρνασσό πήρε το όνομα και το βουνό και η Παρνάσσια νάπη. Τις μαντείες από το
πέταγμα των πουλιών λένε ότι τις επινόησε ο Παρνασσός.

[2] Η πόλη αυτή κατακλύχτηκε από την καταιγίδα που συνέβη την εποχή του
Δευκαλίωνα. Από τους ανθρώπους, όσοι μπόρεσαν να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό,
σώθηκαν στην κορυφή του Παρνασσού έχοντας οδηγούς στην πορεία τα ουρλιαχτά των
λύκων και τα ίδια τα θηρία• γι’ αυτό την πόλη που έχτισαν την ονόμασαν Λυκώρεια.

[3] Λέγεται και κάτι διαφορετικό από το προηγούμενο, ότι ο Απόλλωνας απέκτησε από
Κωρυκία νύμφη τον Λύκωρο και ότι από τον Λύκωρο ονομάστηκε η πόλη Λυκώρεια,
ενώ από τη νύμφη πήρε το όνομά του το Κωρύκιον άντρο. Αναφέρονται τα εξής• ο
Ύαμος, γιος του Λυκώρου, είχε κόρη την Κελαινώ και ο Δελφός, από τον οποίο
ονομάστηκε η πόλη στις μέρες μου, ήταν γιος της Κελαινώς, κόρης του Υάμου, και του
Απόλλωνα.

[4] Άλλοι υποστηρίζουν την ύπαρξη ενός αυτόχθονα, του Κασταλίου, που είχε κόρη τη
Θυία, που πρώτη έγινε ιέρεια του Διονύσου και τέλεσε τα όργια για τον θεό. Απ' αυτή
ονομάστηκαν αργότερα από τους ανθρώπους Θυιάδες όσες καταλαμβάνονται από
μανία για τον Διόνυσο. Θεωρούν λοιπόν τον Δελφό γιο του Απόλλωνα και της Θυίας.
Άλλοι λένε πως μητέρα του ήταν η Μέλαινα, κόρη του Κηφισού.

[5] Αργότερα οι περίοικοι ονόμασαν την πόλη όχι μόνο Δελφούς αλλά και Πυθώ, όπως
την αναφέρει και ο Όμηρος στον κατάλογο των Φωκέων. Όσοι λοιπόν θέλουν να
βρίσκουν σ’ όλα γενεαλογίες, πιστεύουν πως ο Δελφός είχε γιο τον Πύθη, και απ'
αυτόν, όταν έγινε βασιλιάς, η πόλη πήρε το όνομά της. Η πιο διαδομένη παράδοση
αναφέρει πως αυτός που σκότωσε με το τόξο ο Απόλλωνας σάπισε εδώ και γι’ αυτό η
πόλη ονομάστηκε Πυθώ, γιατί τότε χρησιμοποιούσαν τη λέξη «πύθεσθαι» για όσα
σάπιζαν• ο Όμηρος γράφει στο ποίημά του ότι το νησί των Σειρήνων ήταν γεμάτο οστά,
επειδή όσοι άνθρωποι άκουγαν το άσμα τους σάπιζαν εκεί.

[6] Εκείνος που σκότωσε ο Απόλλωνας οι ποιητές λένε πως ήταν δράκοντας, τον οποίο
είχε ορίσει η Γη φύλακα του μαντείου. Λέγεται ακόμη ότι στην περιοχή της Εύβοιας
ήταν ηγεμόνας ο Κριός, που είχε έναν αλαζόνα γιο• αυτός σύλησε το ιερό του θεού και
λεηλάτησε σπίτια πλουσίων. 'Οταν εκστράτευσε εναντίον τους για δεύτερη φορά, οι
Δελφοί παρακάλεσαν τον Απόλλωνα να τους προστατέψει από τον επερχόμενο κίνδυνο.

[7] Η Φημονόη, που ήταν τότε προφήτισσα, τους χρησμοδότησε τα εξής σε εξάμετρο:

Εδώ κοντά ο Φοίβος θα χτυπήσει με βαρύ βέλος

τον ληστή του Παρνασσού• Κρήτες άνδρες θα καθαρίσουν

τα χέρια του από τον φόνο• η δόξα ποτέ δεν θα χαθεί.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 7

[1] Φαίνεται πως από την αρχή πολλοί έχουν επιβουλευτεί το ιερό των Δελφών, όπως ο
ληστής από την Εύβοια και μετά από χρόνια οι Φλεγύες, ακόμη ο Πύρρος, ο γιος του
Αχιλλέα, τμήμα του στρατού του Ξέρξη, οι άρχοντες των Φωκέων, που για πολύ καιρό
και με μεγάλη επιμονή έκαναν επιθέσεις κατά των θησαυρών του θεού, και ο στρατός
των Γαλατών. 'Εμελλε το ιερό να δοκιμάσει και την περιφρόνηση του Νέρωνα για τα
πάντα, ο οποίος αφαίρεσε από τον Απόλλωνα πεντακόσιες χάλκινες εικόνες θεών και
ανθρώπων.

[2] Το πιο αρχαίο αγώνισμα για το οποίο πρώτα θέσπισαν βραβείο αναφέρουν ότι ήταν
το να ψάλλουν ύμνο για τον θεό• έψαλε και νίκησε ο Χρυσόθεμις από την Κρήτη, του
οποίου ο πατέρας, ο Καρμάνορας, λένε ότι έκανε τον καθαρμό του Απόλλωνα. Μετά
τον Χρυσόθεμη αναφέρουν ότι νίκησε στο άσμα ο Φιλάμμωνας και έπειτα ο Θάμυρις,
γιος του Φιλάμμωνα. Λένε πως ο Ορφέας από εγωισμό για τις τελετές και γενικά από
υπερηφάνεια, καθώς και ο Μουσαίος που σ' όλα μιμούνταν τον Ορφέα, δεν θέλησε να
συναγωνιστεί στη μουσική.

[3] Λένε πως και ο Ελευθήρας κέρδισε Πυθική νίκη για τη δυνατή και γλυκιά φωνή
του, αν και το άσμα που έψαλλε δεν ήταν δική του σύνθεση. Λέγεται ότι και ο Ησίοδος
αποκλείστηκε από το αγώνισμα, γιατί δεν είχε μάθει να παίζει κιθάρα και ταυτόχρονα
να τραγουδά. Ο Όμηρος πήγε στους Δελφούς για να ζητήσει χρησμό για όσα ήθελε είχε
μάθει μάλιστα να καθαρίζει, αλλά η ικανότητά του ήταν άχρηστη εξαιτίας του
παθήματος των ματιών του.

[4] Τον τρίτο χρόνο της τεσσαρακοστής όγδοης ολυμπιάδας, στην οποία νίκησε ο
Κροτωνιάτης Γλαυκίας, οι Αμφικτύονες προκήρυξαν έπαθλα για τραγούδι με συνοδεία
κιθάρας [κιθαρωδία], όπως και στην αρχή, πρόσθεσαν όμως και αγώνισμα τραγουδιού
με συνοδεία αυλού [αυλωδία] και αγώνισμα μόνο αυλών• νικητές αναγορεύτηκαν ο
Κεφαλλήνας Μελάμπους στην κιθαρωδία, ο Αρκάδας Εχέμβροτος στην αυλωδία και ο
Αργείος Σακάδας στον αυλό. Ο Αργείος Σακάδας κέρδισε και άλλες δύο νίκες στις δύο
επόμενες πυθιάδες.

[5] Τότε πρώτη φορά προκήρυξαν και βραβεία για αθλητές των ολυμπιακών
αγωνισμάτων, εκτός του τεθρίππου, και όρισαν δόλιχο και δίαυλο παίδων. Στη δεύτερη
όμως πυθιάδα δεν κάλεσαν πια τους αθλητές να αγωνιστούν για έπαθλα, αλλά όρισαν
από τότε να δίνεται στεφάνι για τη νίκη. Κατάργησαν τότε και την αυλωδία, κρίνοντας
ότι το άκουσμα της δεν είναι ευοίωνο, επειδή αποτελείται από τα πιο μελαγχολικά μέλη
των αυλών και από θρηνητικά άσματα που συνοδεύουν τους αυλούς.

[6] Αυτό το επιβεβαιώνει το αφιέρωμα του Εχέμβροτου, χάλκινος τρίποδας που


αφιερώθηκε στον Ηρακλή της Θήβας• ο τρίποδας αυτός είχε το εξής επίγραμμα:

Ο Αρκάς Εχέμβροτος αφιέρωσε στον Ηρακλή αυτό το άγαλμα, για τη νίκη του στους
Αμφικτυονικούς αγώνες ψάλλοντας για τους Έλληνες μελωδίες και θρήνους.

Έτσι καταργήθηκε το αγώνισμα της αυλωδίας. Πρόσθεσαν όμως αγώνα δρόμου αλόγων
και ανακηρύχτηκε νικητής σε αρματοδρομία ο Κλεισθένης, ο τύραννος της Σικυώνας.

[7] Στην όγδοη πυθιάδα πρόσθεσαν αγώνα κιθαριστών χωρίς άσμα και κέρδισε το
στεφάνι ο Τεγεάτης Αγέλαος. Στην εικοστή τρίτη πυθιάδα πρόσθεσαν το αγώνισμα του
δρόμου οπλιτών και πήρε σ' αυτό τη δάφνη ο Τιμαίνετος από τον Φλιούντα, πέντε
ολυμπιάδες μετά τη νίκη του Ηραιέα Δαμαρέτου. Στην τεσσαρακοστή όγδοη πυθιάδα
εισήγαγαν και αγώνα δρόμου συνωρίδας• νίκησε η συνωρίδα του Εξηκεστίδη από τη
Φωκίδα. Πέντε πυθιάδες αργότερα όρισαν αγώνισμα άρματος με πουλάρια και νίκησε
το τέθριππο του Θηβαίου Ορφώνδα.

[8] Παγκράτιο παίδων και συνωρίδα με πουλάρια και αγώνα πουλαριού χωρίς άρμα
καθιερώθηκαν πολλά χρόνια μετά τους Ηλείους• το παγκράτιο στην εξηκοστή πρώτη
πυθιάδα, όπου νίκησε ο Θηβαίος Ιολαΐδας. Μια πυθιάδα αργότερα εισήγαγαν αγώνα
δρόμου πουλαριού χωρίς άρμα και την εξηκοστή ένατη πυθιάδα εισήγαγαν αγώνα
συνωρίδας με πουλάρια. Νικητής στον αγώνα με πουλάρια αναδείχτηκε ο Λαρισαίος
Λυκόρμας και στη συνωρίδα ο Μακεδόνας Πτολεμαίος –οι βασιλείς της Αιγύπτου
χαίρονταν να αποκαλούνται Μακεδόνες, όπως και ήταν. Δίνεται στεφάνι δάφνης για τη
νίκη στα Πύθια νομίζω όχι γι’ άλλο λόγο, αλλά γιατί ο Απόλλωνας αγάπησε την κόρη
του Λάδωνα [Δάφνη], όπως λέει η παράδοση.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο


"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 8

[1] Νομίζουν πως το συνέδριο των Ελλήνων εδώ οργανώθηκε από τον Αμφικτύονα, τον
γιο του Δευκαλίωνα, και γι' αυτό οι σύνεδροι ονομάστηκαν Αμφικτύονες• ο
Ανδροτίωνας όμως στο έργο του για την Αττική, λέει πως αρχικά ονομάστηκαν
Αμφικτύονες οι εκπρόσωποι των περιοίκων που συνέρχονται στους Δελφούς, με τον
καιρό όμως επικράτησε το σημερινό όνομα.

[2] Λένε πως ο Αμφικτύονας ο ίδιος συνένωσε σε κοινό συνέδριο τις εξής Ελληνικές
φυλές• Ίωνες, Δόλοπες, Θεσσαλούς, Αινιάνες, Μαγνήτες, Μαλιείς. Φθιώτες, Δωριείς,
Φωκείς, Λοκρούς που συνόρευαν με τους Φωκείς που κατοικούν κάτω από το όρος
Κνήμις. Όταν οι Φωκείς κατέλαβαν το ιερό και μετά κατά το δέκατο έτος έληξε ο
πόλεμος, επήλθε μεταβολή στην Αμφικτυονία• οι Μακεδόνες κατόρθωσαν να
συμπεριληφθούν μεταξύ των Αμφικτυόνων, ενώ το έθνος των Φωκέων και από τους
Δωριείς οι Λακεδαιμόνιοι που μετείχαν στο συνέδριο, τώρα αποκλείστηκαν, οι Φωκείς
εξαιτίας της παράτολμης πράξης τους και οι Λακεδαιμόνιοι εξαιτίας της συμμαχίας
τους με τους Φωκείς.

[3] Όταν ο Βρέννος οδήγησε τον στρατό των Γαλατών στους Δελφούς, οι Φωκείς
έδειξαν για τον πόλεμο μεγαλύτερη προθυμία από τους άλλους Έλληνες και μετά απ'
αυτό προσχώρησαν πάλι στην Αμφικτυονία και κατά τα άλλα μπόρεσαν να περισώσουν
το παλιό τους γόητρο. Ο αυτοκράτορας Αύγουστος θέλησε να μετέχουν στο συνέδριο
των Αμφικτυόνων και οι κοντά στο Άκτιο Νικοπολίτες• όρισε οι Μαγνήτες, οι Μαλιείς,
οι Αινιάνες και οι Φθιώτες να θεωρηθούν Θεσσαλοί και τις ψήφους αυτών και των
Δολόπων –γιατί δεν υπήρχε πια το γένος των Δολόπων– να τις πάρουν οι Νικοπολίτες.

[4] Οι Αμφικτύονες στην εποχή μου ήταν τριάντα• από τη Νικόπολη, τη Μακεδονία και
τους Θεσσαλούς έρχονταν έξι αντιπρόσωποι• από τους Βοιωτούς –παλιότερα κι αυτοί
κατοικούσαν στη Θεσσαλία και τότε λέγονταν Αιολείς–, από τους Φωκείς και τους
Δελφούς μετείχαν δύο αντιπρόσωποι από τον καθένα και από την παλιά Δωρίδα ένας.

[5] Έναν αντιπρόσωπο ο καθένας στέλνουν και οι λεγόμενοι Οζόλες Λοκροί και οι
απέναντι από την Εύβοια• ένας επίσης στέλνεται και από την Εύβοια. Από τους
Πελοποννησίους οι Αργείοι, οι Σικυώνιοι, οι Κορίνθιοι και οι Μεγαρείς στέλνουν έναν
αντιπρόσωπο και έναν οι Αθηναίοι. Οι πόλεις Αθήνα, Δελφοί και Νικόπολις στέλνουν
τον αντιπρόσωπο σε κάθε συνεδρίαση της Αμφικτυονίας• κάθε πόλη από τα έθνη που
ανέφερα πρέπει να περιμένει ορισμένο χρόνο για να στείλει αντιπρόσωπο στην
Αμφικτυονία.

[6] Μπαίνοντας κανείς στην πόλη συναντά σειρά ναών. Ο πρώτος απ' αυτούς ήταν
ερείπια, ο επόμενος είναι άδειος χωρίς αγάλματα και ανδριάντες• ο τρίτος είχε εικόνες
μερικών Ρωμαίων αυτοκρατόρων και ο τέταρτος λέγεται της Προνοίας Αθηνάς. Από τα
αγάλματα αυτό που βρίσκεται στον πρόναο είναι αφιέρωμα των Μασσαλιωτών,
μεγαλύτερο στο μέγεθος από το άγαλμα που βρίσκεται στο εσωτερικό. Οι
Μασσαλιώτες είναι άποικοι των Φωκέων στην Ιωνία, ένα μέρος κι αυτοί από εκείνους
που εγκατέλειψαν τη Φώκαια για να αποφύγουν τον Μήδο Άρπαγο. Αυτοί νίκησαν στη
θάλασσα τους Καρχηδονίους, κυρίεψαν τη χωρα που τώρα κατέχουν και έφτασαν σε
μεγάλη ευημερία.

[7] Το αφιέρωμα των Μασσαλιωτών είναι χάλκινο• χρυσή ασπίδα, που πρόσφερε ο
Λυδός Κροίσος στην Προνοία Αθηνά, oι Δελφοί έλεγαν πως τη σύλησε ο Φιλόμηλος.
Κοντά στο ιερό της Προνοίας υπάρχει τέμενος του ήρωα Φυλάκου. Οι Δελφοί λένε ότι
ο Φύλακος αυτός τους βοήθησε κατά την επίθεση των Περσών εναντίον τους.

[8] Στον υπαίθριο χώρο του γυμνασίου λένε ότι υπήρχε κάποτε δάσος με άγρια δέντρα
και ότι εκεί το αγριογούρουνο τραυμάτισε τον Οδυσσέα πάνω από το γόνατο, όταν
αυτός είχε έρθει στον Αυτόλυκο και κυνηγούσε με τους γιους του Αυτολύκου. Αν
στρίψει κανείς στ’ αριστερά από το γυμνάσιο και κατηφορίσει όχι περισσότερο,
πιστεύω, από τρία στάδια, φτάνει στον ποταμό που λέγεται Πλείστος. Ο Πλείστος
αυτός κατεβαίνει προς την Κίρρα, το επίνειο των Δελφών, και την εκεί θάλασσα.

[9] Ανηφορίζοντας από το γυμνάσιο προς το ιερό, έχει δεξιά του δρόμου το νερό της
Κασταλίας, που πίνεται ευχάριστα και λούζεται ωραία. Το όνομα στην πηγή άλλοι λένε
ότι το έδωσε μια ντόπια γυναίκα και άλλοι κάποιος άνδρας Καστάλιος• ο Πανύασσις, ο
γιος του Πολυάρχου, που έκανε επικό ποίημα για τον Ηρακλή, λέει πως η Κασταλία
ήταν κόρη του Αχελώου. Λέει για τον Ηρακλή:

Τον χιονισμένο Παρνασσό περνώντας γρήγορα, έφτασε στ’ αθάνατα νερά της
Κασταλίας του Αχελώου.

[10] Άκουσα και κάτι άλλο, ότι το νερό της Κασταλίας είναι δώρο του Κηφισού. Το
έγραψε αυτό ο Αλκαίος στο προοίμιό του για τον Απόλλωνα• το επιβεβαιώνουν όμως
περισσότερο οι Λιλαιείς, που ρίχνουν σε καθορισμένες μέρες στην πηγή του Κηφισού
ντόπια γλυκά και ό,τι άλλο συνηθίζουν και λένε πως αυτά επανεμφανίζονται στην
Κασταλία.
"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 9
[1] Η πόλη των Δελφών είναι όλη χτισμένη σε ανηφορικό μέρος• όπως η πόλη, έτσι
έχει χτιστεί και ο ιερός περίβολος του Απόλλωνα. Αυτός είναι πολύ ευρύχωρος και
βρίσκεται στο ψηλότερο μέρος της πόλης. Υπάρχουν διά μέσου αυτού συνεχείς δίοδοι.
Θα αναφέρω παρακάτω τα αφιερώματα όσα μου φαίνονται περισσότερο αξιόλογα.

[2] Όσοι αθλητές ή αγωνιστές μουσικών αγώνων δεν θεωρήθηκαν σημαντικοί από τους
περισσότερους ανθρώπους, νομίζω ότι δεν αξίζει να με απασχολήσουν. Τους αθλητές
που απέκτησαν υστεροφημία τους ανέφερα στο έργο μου για τους Ηλείους. Ο
Κροτωνιάτης Φάυλος όμως δεν νίκησε στην Ολυμπία• στην Πυθώ όμως κέρδισε δύο
νίκες στο πένταθλο και τρίτη στο στάδιο. Αυτός ναυμάχησε και εναντίον των Μήδων
με πλοίο που ο ίδιος ετοίμασε και το επάνδρωσε με Κροτωνιάτες που έμεναν στην
Ελλάδα• ανδριάντας του υπάρχει στους Δελφούς. Αυτά για τον Κροτωνιάτη.

[3] Μόλις μπει κανείς στο τέμενος, υπάρχει χάλκινος ταύρος, έργο του Αιγινήτη
Θεοπρόπου και αφιέρωμα των Κερκυραίων. Λέγεται ότι ένας ταύρος στην Κέρκυρα,
εγκαταλείποντας τις άλλες αγελάδες, κατέβαινε από τα βοσκοτόπια στην ακροθαλασσιά
και μούγκριζε• επειδή αυτό γινόταν κάθε μέρα, κατέβηκε στη θάλασσα ο βοσκός και
είδε ένα αναρίθμητο πλήθος τόνων.
[4] Αυτός το ανέφερε στους Κερκυραίους στην πόλη• εκείνοι, θέλοντας να πιάσουν
τους τόνους, ταλαιπωρήθηκαν άδικα• έστειλαν τότε ανθρώπους στους Δελφούς• έτσι
θυσίασαν τον ταύρο στον Ποσειδώνα και αμέσους μετά τη θυσία έπιασαν τα ψάρια. Το
ένα δέκατο απ' αυτά το αφιέρωσαν στην Ολυμπία και στους Δελφούς.

[5] Στη συνέχεια υπάρχουν αφιερώματα των Τεγεατών αττό τη νίκη τους κατά των
Λακεδαιμονίων, ο Απόλλωνας, η Νίκη και οι ντόπιοι ήρωες Καλλιστώ, κόρη του
Λυκάονα, Αρκάς, ο επώνυμος του τόπου, και οι γιοι του Αρκάδα, Έλατος, Αφείδας και
Αζάνας, και εκτός απ αυτούς ο Τρίφυλος• μητέρα αυτού του Τριφύλου δεν ήταν η
Ερατώ αλλά η Λαοδάμεια, η κόρη του Αμύκλα, που ήταν βασιλιάς της Λακεδαίμονας.
Είναι αφιερωμένος και ο Έρασος, γιος του Τριφύλου.

[6] Από τα αγάλματα αυτά, ο Απόλλωνας και η Καλλιστώ είναι έργα του Απολλωνιάτη
Παυσανία, η Νίκη και η εικόνα του Αρκάδα του Σικυωνίου Δαιδάλου, ο Τρίφυλος και ο
Αζάν του Αρκάδα Σαμόλα και ο 'Έλατος, ο Αφείδας και ο Έρασος του Αργείου
Αντιφάνη. Οι Τεγεάτες τα έστειλαν στους Δελφούς, όταν έπιασαν αιχμαλώτους τους
Λακεδαιμονίους που είχαν κάνει εκστρατεία εναντίον τους.

[7] Απέναντι απ' αυτά βρίσκονται αφιερώματα των Λακεδαιμονίων από τη νίκη τους
κατά των Αθηναίων, οι Διόσκουροι, ο Δίας, ο Απόλλωνας και η Άρτεμη• εκτός απ'
αυτούς ο Ποσειδώνας και ο Λύσανδρος, γιος του Αριστοκρίτου, που στεφανώνεται από
τον Ποσειδώνα, ο Αγίας, που τότε μάντευε στον Λύσανδρο, και ο Έρμωνας, ο
κυβερνήτης της ναυαρχίδας του Λυσάνδρου.

[8] Ο Έρμωνας αυτός είναι έργο του Μεγαρέα Θεοκόσμου, γιατί οι Μεγαρείς είχαν
πολιτογραφήσει τον 'Έρμωνα• οι Διόσκουροι είναι έργα του Αργείου Αντιφάνη και ο
μάντης έργο του Πίσωνα από την Καλαύρεια των Τροιζηνίων. Ο Δαμέας φιλοτέχνησε
την Άρτεμη, τον Ποσειδώνα και τον Λύσανδρο και ο Αθηνόδωρος τον Απόλλωνα και
τον Δία. Αυτοί είναι Αρκάδες από τον Κλείτορα.

[9] Πίσω απ' αυτά που ανέφερα είναι και άλλα για όσους συνεργάστηκαν με τον
Λύσανδρο στους Αιγός ποταμούς, είτε από τους ίδιους τους Σπαρτιάτες είτε από τους
συμμάχους τους• αυτοί είναι οι εξής• ο Άρακος από τη Λακεδαίμονα και ο Βοιωτός
Εριάνθης... πάνω από τον Μίμαντα, από εδώ ο Αστυκράτης και οι Χίοι Κηφισοκλής,
Ερμόφαντος και Ικέσιος, οι Ρόδιοι Τίμαρχος και Διαγόρας, ο Κνίδιος Θεόδαμος, από
την Έφεσο ο Κιμμέριος, ο Μιλήσιος Αιαντίδης.

[10] Αυτούς τους έκαμε ο Τίσανδρος. Ο Σικυώνιος Άλυπος έκανε τους επόμενους,
δηλαδή τον Μύνδιο Θεόπομπο, τον Σάμιο Κλεομήδη, από την Εύβοια τον Καρύστιο
Αριστοκλή και τον Ερετριέα Αυτόνομο, τον Κορίνθιο Αριστόφαντο, τον Τροιζήνιο
Απολλόδωρο και τον Δίωνα από Επίδαυρο της Αργολίδας. Μετά απ' αυτούς είναι ο
Αχαιός Αξιόνικος από την Πελλήνη, ο Θεάρης από την Ερμιόνη, ο Φωκέας Πυρρίας, ο
Μεγαρέας Κώμωνας, ο Σικυώνιος Αγασιμένης, ο Τηλυκράτης από τη Λευκάδα, ο
Κορίνθιος Πυθόδοτος και ο Αμβρακιώτης Ευαντίδας. Τελευταίοι είναι οι
Λακεδαιμόνιοι Επικυδίδας και Ετεόνικος• λένε ότι είναι έργα του Πατροκλή και του
Κανάχου.
[11] Για την ήττα στους Αιγός ποταμούς οι Αθηναίοι δεν δέχονται ότι συνέβη με δίκαιο
τρόπο, αλλά επειδή προδόθηκαν για χρήματα από τους στρατηγούς τους•
δωροδοκήθηκαν από τον Λύσανδρο ο Τυδέας και ο Αδείμαντος. Για να αποδείξουν τον
ισχυρισμό τους επικαλούνται τον παρακάτω χρησμό της Σίβυλλας:

Και τότε ο Δίας που ψηλά βροντά, ο δυνατότερος, θα ρίξει στους Αθηναίους
βαρυστέναχτες συμφορές, μάχη και σκληρό αγώνα στα πολεμικά πλοία, που θα χαθούν
με δόλιο τρόπο για τη φαυλότητα των ηγεμόνων τους.

Αναφέρουν και χρησμούς του Μουσαίου:

Άγρια καταιγίδα θα ξεσπάσει κατά των Αθηναίων για τη φαυλότητα των ηγεμόνων
τους• θα βρουν κάποια

Παρηγοριά για την ήττα• δεν θα ξεφύγουν όμως την προσοχή της πόλης, αλλά θα
τιμωρηθούν.

[12] Αρκετά για το θέμα αυτό. Σχετικά με τον αγώνα των Λακεδαιμονίων και των
Αργείων για τη λεγόμενη Θυρέα, και γι' αυτόν η Σίβυλλα προείπε πως θα αποβεί
ισόπαλος για τις πόλεις• οι Αργείοι όμως αξιώνοντας να κερδίσουν περισσότερα στον
πόλεμο έστειλαν στους Δελφούς χάλκινο ίππο, τον δούρειο ίσως• είναι έργο του
Αργείου Αντιφάνη.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 10

[1] Στο βάθρο κάτω από τον δούρειο ίππο υπάρχει επίγραμμα ότι οι εικόνες
αφιερώθηκαν από τη δεκάτη της μάχης του Μαραθώνα• είναι της Αθηνάς, του
Απόλλωνα και του Μιλτιάδη, ενός από τους στρατηγούς. Από τους λεγόμενους ήρωες
παριστάνονται ο Ερεχθέας, ο Κέκροπας, ο Πανδίονας, ο Λεώς και ο Αντίοχος, γιος του
Ηρακλή από τη Μήδα, κόρη του Φύλαντα• επίσης παριστάνεται ο Αιγέας και από τα
παιδιά του Θησέα ο Ακάμας. Αυτοί έδωσαν τα ονόματά τους στις Αθηναϊκές φυλές,
σύμφωνα με χρησμό των Δελφών. Ο γιος του Μελάνθου Κόδρος, ο Θησέας και ο
Νηλέας δεν είναι ανάμεσα στους επώνυμους.

[2] Τα έργα που ανέφερα είναι του Φειδία και είναι πραγματικά από τη δεκάτη της
μάχης. Τον Αντίγονο, τον γιο του Αντιγόνου Δημήτριο και τον Πτολεμαίο της
Αιγύπτου οι Αθηναίοι τους έστειλαν στους Δελφούς αργότερα, τον Πτολεμαίο από
συμπάθεια, τον Αντίγονο όμως και τον Δημήτριο από φόβο.

[3] Κοντά στο άλογο είναι και άλλα αφιερώματα των Αργείων• παριστάνονται οι
αρχηγοί όσων εκστράτευσαν κατά της Θήβας με τον Πολυνείκη, δηλαδή ο Άδραστος,
γιος του Ταλαού, ο Τυδέας, γιος του Οινέα, και οι απόγονοι του Προίτου Καπανέας,
γιος του Ιππόνου, και Ετέοκλος, γιος του Ίφη, επίσης ο Πολυνείκης και ο Ιππομέδοντας,
γιος της αδελφής του Αδράστου. Εκεί κοντά βρίσκεται και το άρμα του Αμφιάραου και
ο Βάτωνας πάνω στο άρμα που ήταν ηνίοχος, αλλά και συγγενής με τον Αμφιάραο.
Τελευταίος είναι ο Αλιθέρσης.
[4] Αυτά είναι έργα του Υπατοδώρου και του Αριστογείτονα• το αφιέρωμα έγινε, όπως
λένε οι Αργείοι, για τη νίκη των ίδιων των Αργείων και των Αθηναίων συμμάχων τους
στην Οινόη του Άργους εναντίον των Λακεδαιμονίων. Για την ίδια νίκη νομίζω ότι
αφιέρωσαν οι Αργείοι και τους Επιγόνους, όπως τους λένε οι Έλληνες, γιατί υπάρχουν
και εικόνες αυτών, δηλαδή του Σθενέλου και του Αλκμαίωνα, που νομίζω ότι
προτιμήθηκε από τον Αμφίλοχο εξαιτίας της ηλικίας του• εκτός απ' αυτούς εκεί
βρίσκονται και ο Πρόμαχος, ο Θέρσανδρος, ο Αιγιαλέας και ο Διομήδης• ο Ευρύαλος
βρίσκεται ανάμεσα στον Διομήδη και στον Αιγιαλέα.

[5] Απέναντι απ' αυτούς είναι και άλλοι ανδριάντες, που αφιέρωσαν οι Αργείοι για τη
συμμετοχή τους στον οικισμό των Μεσσηνίων από τους Θηβαίους και τον
Επαμεινώνδα• υπάρχουν εικόνες ηρώων, του Δαναού, του ισχυρότερου βασιλιά του
Αργους, και της Υπερμήστρας, που μόνη από τις αδελφές κράτησε τα χέρια της
αμόλυντα• κοντά σ' αυτή παριστάνεται ο Λυγκέας και όλη η γενιά των ηρώων ως τον
Ηρακλή κι ακόμη παλιότερα ως τον Περσέα.

[6] Τα χάλκινα άλογα και οι αιχμάλωτες γυναίκες τα αφιέρωσαν οι Ταραντίνοι για τη


νίκη τους κατά των Μεσσαπίων, που είναι βάρβαροι και γειτονεύουν με τη χώρα των
Ταραντίνων• είναι έργα του Αργείου Αγελάδα. Οι Λακεδαιμόνιοι αποίκησαν τον
Τάραντα και ιδρυτής του είναι ο Σπαρτιάτης Φάλανθος. Όταν έστειλαν τον Φάλανθο
για να ιδρύσει αποικία, έφτασε χρησμός από τους Δελφούς• όταν βρέξει κάτω από την
αίθρα [αίθριο καιρό], τότε η χώρα θα αποκτήσει πόλη.

[7] Χωρίς να εξετάσει αμέσως τη μαντεία και χωρίς να την αναγγείλει σε κάποιον
εξηγητή, αποβιβάστηκε με πλοία στην Ιταλία. Όταν όμως, αν και νίκησε τους
βαρβάρους, δεν μπορούσε ούτε να καταλάβει καμιά πόλη ούτε να επικρατήσει σε
κάποια περιοχή της χώρας, θυμήθηκε τον χρησμό και νόμισε πως ο θεός του προφήτεψε
κάτι αδύνατο, γιατί δεν μπορεί να είχε βροχή σε καθαρή και αίθρια ατμόσφαιρα. Η
σύζυγος του, που τον είχε ακολουθήσει, ανάμεσα στις άλλες περιποιήσεις που του
πρόσφερε όταν τον έβλεπε απελπισμένο, είχε ακουμπήσει το κεφάλι του άντρα της στα
γόνατα της και του αφαιρούσε τις ψείρες. Και εξαιτίας της τρυφερότητας η γυναίκα
δάκρυσε, καθώς έβλεπε ότι οι προσπάθειες του άντρα της δεν απέδιδαν.

[8] Κι ενώ έχυνε περισσότερα δάκρυα, επειδή έβρεχε το κεφάλι του Φαλάνθου, εκείνος
κατάλαβε το νόημα του χρησμού, επειδή η σύζυγός του ονομαζόταν Αίθρα. Έτσι, όταν
νύχτωσε, κυρίεψε τον Τάραντα από τους βαρβάρους, που ήταν η μεγαλύτερη και
πλουσιότερη παραθαλάσσια πόλη. Λένε ότι ο ήρωας Τάρας ήταν γιος του Ποσειδώνα
και μιας ντόπιας νύμφης και ότι απ' αυτόν ονομάστηκαν η πόλη και ο ποταμός, γιατί κι
ο ποταμός, όπως και η πόλη, έχει το όνομα Τάρας.

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 11

[1] Κοντά στο αφιέρωμα των Ταραντίνων είναι ο θησαυρός των Σικυωνίων. Δεν θα δεις
όμως χρήματα ούτε σε άλλον από τους λεγόμενους θησαυρούς. Οι Κνίδιοι μετέφεραν
στους Δελφούς τα παρακάτω αγάλματα• τον οικιστή της Κνίδου Τριόπα να στέκεται
δίπλα σε άλογο, τη Λητώ, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, που ρίχνουν βέλη εναντίον
του Τιτυού. Αυτός μάλιστα είναι πληγωμένος στο σώμα. Αυτά τα έργα βρίσκονται
κοντά στον θησαυρό των Σικυωνίων.

[2] Θησαυρό κατασκεύασαν και οι κάτοικοι της Σίφνου, για τον εξής λόγο. Το νησί της
Σίφνου είχε ορυχεία χρυσού και ο θεός πρόσταξε να προσφέρουν στους Δελφούς τη
δεκάτη των εισόδων τους. Αυτοί λοιπόν κατασκεύασαν θησαυρό και προσέφεραν τη
δεκάτη. 'Οταν, όμως, από απληστία σταμάτησαν την προσφορά, τότε πλημμύρισε η
θάλασσα και εξαφάνισε όλα τα μεταλλωρυχεία.

[3] Αφιέρωσαν ανδριάντες και οι Λιπαραίοι, επειδή νίκησαν σε ναυμαχία τους


Τυρρηνούς. Οι Λιπαραίοι ήταν άποικοι των Κνιδίων και λένε ότι αρχηγός της αποικίας
ήταν ένας Κνίδιος άντρας. Ονομαζόταν Πένταθλος, όπως λέει ο Συρακούσιος Αντίοχος,
ο γιος του Ξενοφάνη, στη συγγραφή του για τη Σικελία. Λέει ακόμη ότι, αφού έκτισαν
πόλη στο ακρωτήριο Πάχυνο στη Σικελία, διώχτηκαν από εκεί με πόλεμο από τους
Έλυμους και τους Φοίνικες. Κατέλαβαν τα νησιά που ήταν τότε ακόμη ακατοίκητα και
έδιωξαν τους παλιούς κατοίκους τους. Αυτά τα νησιά και στα Ομηρικά έπη, αλλά
ακόμη και σήμερα, ονομάζονται του Αιόλου.

[4] Αφού έχτισαν την πόλη τους στη Λιπάρα, έμεναν εκεί• ενώ τα άλλα νησιά, την Ιέρα,
τη Στρογγύλη και τις Δίδυμες, τα καλλιεργούσαν πηγαίνοντας με πλοία. Στη Στρογγύλη
φαίνεται φωτιά να ανεβαίνει από τα βάθη της γης. Ενώ στην Ιέρα, σε κορυφή του
νησιού, καίει συνεχώς φωτιά από μόνη της και κοντά στη θάλασσα υπάρχουν ωφέλιμα
λουτρά, αν βέβαια μπει κανείς προσεκτικά, γιατί διαφορετικά είναι πολύ επικίνδυνο να
μπει εξαιτίας της ψηλής θερμοκρασίας.

[5] Οι θησαυροί των Θηβαίων έγιναν από τα πολεμικά κατορθώματα, ομοίως και των
Αθηναίων. Δεν γνωρίζω αν οι Κνίδιοι τον κατασκεύασαν για κάποια νίκη ή για επίδειξη
του πλούτου τους. Οι Θηβαίοι κατασκεύασαν τον θησαυρό από τη νίκη τους στα
Λεύκτρα και οι Αθηναίοι για τη νίκη τους εναντίον όσων αποβιβάστηκαν στον
Μαραθώνα μαζί με τον Δάτη. Οι Κλεωναίοι υπέφεραν από λοιμώδη ασθένεια, όπως και
οι Αθηναίοι, και κατόπιν χρησμού των Δελφών θυσίασαν τράγο κατά την ανατολή του
ήλιου και, επειδή βρήκαν λύση στη συμφορά τους, αφιέρωσαν χάλκινο τράγο στον
Απόλλωνα. Οι Συρακούσιοι κατασκεύασαν τον θησαυρό για τη μεγάλη συμφορά της
Αθήνας, ενώ οι Ποτιδαιάτες της Θράκης από την ευσέβειά τους προς τον θεό.

[6] Οι Αθηναίοι οικοδόμησαν στοά από τα πολεμικά λάφυρα εναντίον των


Πελοποννησίων και των συμμαχικών Ελληνικών πόλεων προς τους Πελοποννησίους.
Επίσης στη στοά βρίσκονται και τα ακραία διακοσμητικά των πλοίων και χάλκινες
ασπίδες. Το επίγραμμα πάνω τους απαριθμεί τις πόλεις, από τις οποίες οι Αθηναίοι
έστειλαν τα ακροθίνια. Αυτά προέρχονται από τις πόλεις των Ηλείων και των
Λακεδαιμονίων, δηλαδή τη Σικυώνα, τα Μέγαρα, την Πελλήνη της Αχαΐας, την
Αμβρακία, τη Λευκάδα και την Κόρινθο. Από τα λάφυρα των ναυμαχιών αυτών λέει
ότι έγιναν και θυσίες στον Θησέα και στον Ποσειδώνα στο λεγόμενο Ρίο. Μου φαίνεται
πως το επίγραμμα αναφέρεται στον Φορμίωνα, τον γιο του Ασωπίχου, και στους
άθλους του.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο


"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 12

[1] Υπάρχει πέτρα που εξέχει πάνω από τη γη. Πάνω σ’ η αυτή την πέτρα οι Δελφοί
λένε ότι στεκόταν και έψαλλε τους χρησμούς της κάποια Ηροφίλη, με την επωνυμία
Σίβυλλα. Την παλιά Σίβυλλα, που ήταν και η πιο μεγάλη απ’ όλες, οι Έλληνες έλεγαν
ότι ήταν κόρη του Δία και της Λαμίας, της κόρης του Ποσειδώνα και ότι ήταν η πρώτη
γυναίκα που έψαλλε χρησμούς, καθώς και ότι πήρε το όνομα Σίβυλλα από τους Λίβυες.

[2] Η Ηροφίλη, όμως, ήταν νεότερη απ΄ αυτή, έστω κι αν φαίνεται ότι έζησε πριν από
τον Τρωικό πόλεμο και ότι έδωσε χρησμό για την Ελένη, ότι θα ανατραφεί στη Σπάρτη
για τον όλεθρο της Ασίας και της Ευρώπης και ότι εξαιτίας της θα κυριευτεί το Ίλιο
από τους Έλληνες. Οι Δήλιοι μνημονεύουν και ύμνο της γυναίκας αυτής προς τιμήν του
Απόλλωνα. Στα έπη της αποκαλεί τον εαυτό της όχι μόνο Ηροφίλη, αλλά και Άρτεμη.
Και λέει ότι ήταν σύζυγος του Απόλλωνα, άλλοτε αδελφή και αλλού λέει ότι είναι κόρη
του.

[3] Αυτά τα έγραψε ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μανίας και την κατείχε ο θεός. Σε
άλλο μέρος των χρησμών της είπε ότι ήταν κόρη αθάνατης μητέρας, μιας από τις
νύμφες της Ίδης, και θνητού πατέρα• έτσι λένε οι στίχοι:

Γεννήθηκα μισή θνητή και μισή θεά, από αθάνατηνύμφη και από πατέρα σιτοφάγο.
Από τη μητέρα είμαιαπό την Ίδη και πατρική μου χώρα είναι η ερυθρήΜάρπησσος,
ιερή της μητέρας, και ο ποταμός Αϊδωνέας.

[4] Υπήρχαν ακόμα στην Τρωική Ίδη ερείπια της πόλης Μαρπήσσου, που οι κάτοικοί
της είναι περίπου εξήντα άνθρωποι. Η γη γύρω από τη Μάρπησσο είναι κοκκινωπή και
πολύ ξερή. Γι' αυτό και ο ποταμός Αϊδωνέας βυθίζεται μέσα στη γη και πάλι ανεβαίνει
και παθαίνει το ίδιο, ενώ στο τέλος εξαφανίζεται τελείως κάτω από τη γη• μου φαίνεται
αιτία γι’ αυτό ότι η Ίδη είναι στο μέρος αυτό πολύ λεπτή και πορώδης. Η Μάρπησσος
απέχει από την Αλεξάνδρεια της Τρωάδας διακόσια σαράντα στάδια.

[5] Αυτοί που κατοικούν στην Αλεξάνδρεια λένε ότι η Ηροφίλη ήταν φύλακας του ναού
του Σμινθέα Απόλλωνα. Εκεί με αφορμή το όνειρο της Εκάβης είχε προφητέψει όσα
γνωρίζουμε πως πραγματοποιήθηκαν. Η Σίβυλλα αυτή έζησε τον περισσότερο χρόνο
της ζωής της στη Σάμο, αλλά έφτασε στην Κλάρο των Κολοφωνίων, στη Δήλο και
στους Δελφούς. Κάθε φορά που ερχόταν στους Δελφούς, στεκόταν πάνω σ’ αυτό τον
βράχο και έψαλλε.

[6] Πέθανε στην Τρωάδα και το μνήμα της είναι στο άλσος του Σμινθέα.Το ελεγείο
πάνω στη στήλη είναι το εξής:

Είμαι η Σίβυλλα, αλάνθαστη προφήτισσα του Φοίβου,θαμμένη κάτω από τον πέτρινο
τάφο παρθένα,που πριν είχα φωνή και τώρα για πάντα άφωνη,αφού η φοβερή μοίρα μ’
έριξε σ’ αυτά τα δεσμά.Είμαι όμως θαμμένη κοντά στις Νύμφες και στον Ερμή,έχοντας
μέρος της παλιάς κυριαρχίας μου καιστον κάτω κόσμο.

Ο πέτρινος Ερμής στέκεται κοντά στο μνήμα και έχει τετράγωνο σχήμα. Στ’ αριστερά,
είναι πηγή, που τα νερά της κατεβαίνουν σε κρήνη, και αγάλματα των Νυμφών.
[7] Οι Ερυθραίοι –γιατί αυτοί φιλονικούν περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες για την
Ηροφίλη– δείχνουν το βουνό που λέγεται Κώρυκο και στο βουνό σπήλαιο, όπου λένε
ότι γεννήθηκε η Ηροφίλη και ότι είναι κόρη του ντόπιου βοσκού Θεοδώρου και μιας
νύμφης• η νύμφη είχε την επωνυμία Ιδαία, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή τότε έλεγαν
τις περιοχές με τα πολλά δέντρα «ίδες». Τον στίχο που αναφέρεται στη Μάρπησσο και
στον ποταμό Αΐδωνέα οι Ερυθραίοι τον αφαιρούν από τους χρησμούς.

[8] Ο Υπέροχος από την Κύμη έγραψε ότι εκτός απ’ αυτή προφήτευε με τον ίδιο
ακριβώς τρόπο μια άλλη γυναίκα από την Κύμη της Οπικής που λεγόταν Δημώ. Οι
Κυμαίοι όμως δεν είχαν να πουν κανένα χρησμό αυτής της γυναίκας, αλλά δείχνουν
μικρή υδρία από πέτρα στο ιερό του Απόλλωνα και λένε ότι εκεί βρίσκονται τα οστά
της Σίβυλλας.

[9] Μετά τη Δημώ, ανατράφηκε στους Εβραίους που κατοικούν πέρα από την
Παλαιστίνη γυναίκα χρησμολόγος, το όνομα της οποίας ήταν Σάββη. Λένε ότι η Σάββη
ήταν κόρη του Βηρόσου και της Ερυμάνθης. Άλλοι λένε ότι ήταν Βαβυλωνία κι άλλοι
Αιγύπτια Σίβυλλα.

[10] Χρησμούς από τον θεό έδωσε και η Φαεννίς, κόρη του βασιλιά των Χαόνων,
καθώς και οι Πέλειες της Δωδώνης• δεν ονομάστηκαν όμως Σίβυλλες. Για να
καταλάβει κανείς πότε έζησε και να διαβάσει τους χρησμούς της..., γεννήθηκε η
Φαεννίς όταν ο Αντίοχος συνέλαβε αιχμάλωτο τον Δημήτριο και έγινε βασιλιάς. Για τις
Πελειάδες λένε ότι ήταν αρχαιότερες της Φημονόης και ότι αυτές πρώτες έψαλλαν τους
εξής στίχους:

Ο Δίας υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Μεγάλε Δία,η Γη γεννά καρπούς, γι' αυτό
τιμάτε τη μητέρα Γη.

[11] Υπήρξαν και άνδρες χρησμολόγοι, όπως ο Κύπριος Εύκλους και οι Αθηναίοι
Μουσαίος, γιος του Αντιοφήμου και Λύκος, γιος του Πανδίονα• αναφέρουν και τον
Βάκη από τη Βοιωτία, για τον οποίο λένε ότι τον καταλάμβαναν νύμφες. Εκτός από του
Λύκου τους χρησμούς όλων των άλλων τους διάβασα.Αυτοί ήταν οι άντρες και οι
γυναίκες που λένε ότι έχουν δώσει μέχρι την εποχή μου προφητείες του θεού. Μπορεί
στο πέρασμα του χρόνου να υπάρξουν και άλλα παρόμοια φαινόμενα.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 13

[1] Υπάρχει και χάλκινο κεφάλι βίσονα, δηλαδή ταύρου της Παιονίας, που το έστειλε
στους Δελφούς ο βασιλιάς των Παιόνων Δρωπίωνας, γιος του Λέοντα. Οι βίσονες αυτοί
είναι πολύ άγρια θηρία και δεν μπορείς να τα πιάσεις εύκολα ζωντανά, επειδή δεν
γίνονται τόσο ισχυρά δίχτυα που να αντέχουν στην ορμή τους. Κυνηγούν τους βίσονες
ως εξής. Βρίσκουν κατηφορική πλαγιά που απολήγει, σε πολύ κλειστή κοιλότητα και
ύστερα περιφράζουν την περιοχή αυτή με δυνατό τείχος. Κατόπιν, στρώνουν με
φρεσκογδαρμένα τομάρια τόσο την πλαγιά χαμηλά, όποως και την κατηφοριά της, όπου
καταλήγει. Αν δεν έχουν φρέσκα δέρματα, κάνουν γλιστερά τα ξηρά, αλείφοντας τα με
λάδι.

[2] Τότε οι καλύτεροι ιππείς συγκεντρώνουν τους βίσονες στο μέρος που ανέφερα•
αυτοί μόλις πατήσουν στα πρώτα τομάρια γλιστρούν και κυλούν προς τα κάτω μέχρι να
φτάσουν σε ομαλό έδαφος. Στην αρχή τους αφήνουν εκεί ριγμένους.

[3] Την τέταρτη ή την πέμπτη μέρα, όταν πια τα ζώα έχουν αποκάμει από την πείνα και
την ταλαιπωρία, τα πλησιάζουν ειδικοί στο να τα εξημερώνουν, ταΐζοντάς τα με
καθαρισμένους καρπούς πεύκου, γιατί στην αρχή τα ζώα δεν τρώνε τίποτε άλλο. Τέλος,
αφού τα δέσουν, τα κουβαλούν. Έτσι, λοιπόν, πιάνουν τους βίσονες.

[4] Απέναντι από το χάλκινο κεφάλι του βίσονα υπάρχει ο ανδριάντας ενός άνδρα που
φορά θώρακα και χλαμύδα πάνω απ’ αυτόν. Είναι αφιέρωμα των κατοίκων της Άνδρου,
όπως λένε οι Δελφοί, και παριστάνει τον οικιστή τους Ανδρέα. Το άγαλμα του
Απόλλωνα, της Αθηνάς και της Άρτεμης είναι αφιερώματα των Φωκέων από τα
λάφυρα νίκης κατά των Θεσσαλών, που συνορεύει με τα μέρη τους –εκτός από τα μέρη
όπου παρεμβάλλονται οι Επικνημίδιοι Λοκροί– και που ήταν πάντοτε εχθροί τους.

[5] Αφιερώματα έχουν προσφέρει και οι Θεσσαλοί από τα Φάρσαλα και από τους
Μακεδόνες όσοι κατοικούν στην πόλη Δίο κάτω από τα Πιέρια όρη και οι Κυρηναίοι
από τους Έλληνες της Λιβύης• αυτοί έχουν άρμα με άγαλμα του Άμμωνα σ’ αυτό, οι
Μακεδόνες του Δίου τον Απόλλωνα που κρατά ελάφι και οι Φαρσάλιοι τον Αχιλλέα
έφιππο και τον Πάτροκλο να τρέχει δίπλα στο άλογο. Θησαυρό έχτισαν και οι Δωριείς
της Κορίνθου• εκεί είχαν βάλει το χρυσάφι της Λυδίας.

[6] Το άγαλμα του Ηρακλή είναι αφιέρωμα της Θήβας από τον λεγόμενο ιερό πόλεμο
κατά των Φωκέων. Και οι Φωκείς, όμως, έχουν αφιερώσει χάλκινες εικόνες για τη
δεύτερη νίκη τους κατά του ιππικού των Θεσσαλών. Οι Φλιάσιοι αφιέρωσαν στους
Δελφούς χάλκινο Δία και άγαλμα της Αίγινας. Οι Αρκάδες της Μαντινείας αφιέρωσαν
χάλκινο Απόλλωνα που είναι κοντά στον θησαυρό των Κορινθίων.

[7] Ο Ηρακλής και ο Απόλλωνας παριστάνονται να κρατούν τρίποδα και να φιλονικούν


γι’ αυτόν. Η Λητώ και η Άρτεμη προσπαθούν να κατασιγάσουν την οργή του
Απόλλωνα και η Αθηνά του Ηρακλή. Αυτό είναι αφιέρωμα των Φωκέων για τη νίκη
τους, όταν ο Ηλείος Τελλίας τους οδήγησε κατά των Θεσσαλών. Τα υπόλοιπα
αγάλματα είναι έργα του Διύλλου και του Αμυκλαίου, ενώ η Αθηνά και η Άρτεμη του
Χίονη• λένε ότι αυτοί είναι Κορίνθιοι.

[8] Οι Δελφοί λένε ότι ο Ηρακλής, γιος του Αμφιτρύωνα, ήρθε στο μαντείο, αλλά η
προφήτισσα Ξενόκλεια αρνήθηκε να του δώσει χρησμό εξαιτίας του φόνου του Ιφίτου.
Όταν ο Ηρακλής άρπαξε τον τρίποδα και τον έβγαζε έξω, η ιέρεια του είπε:

Ο Τιρύνθιος Ηρακλής είναι άλλος και όχι ο Κανωβέας.

Πριν από εκείνον είχε πάει στους Δελφούς ο Αιγύπτιος Ηρακλής. Έτσι ο γιος του
Αμφιτρύωνα έδωσε πίσω τον τρίποδα στον Απόλλωνα και η Ξενόκλεια του είπε όλα
όσα ήθελε να μάθει. Για την παράδοση αυτή οι ποιητές έχουν γράψει πολλά ποιήματα
και ψάλλουν τη μάχη του Ηρακλή και του Απόλλωνα για τον τρίποδα.

[9] Εκεί υπήρχε αφιερωμένος και χρυσός τρίποδας πάνω σε χάλκινο φίδι, κοινό
αφιέρωμα των Ελλήνων για τη νίκη στις Πλαταιές. Στις μέρες μου είχε απομείνει το
χάλκινο μέρος του αφιερώματος, αλλά οι άρχοντες όμως της Φωκίδας δεν φρόντισαν να
μείνει και το χρυσό μέρος στην ίδια κατάσταση.

[10] Οι Ταραντίνοι έστειλαν στους Δελφούς και άλλη δεκάτη από τα λάφυρα των
βαρβάρων Πευκετίων. Τα αφιερώματά τους είναι έργα του Αιγινήτη Ονάτα και του
Αργείου Αγελάδα• είναι εικόνες πεζών και ιππέων και παριστάνουν τον Ώπη, τον
βασιλιά των Ιαπύγων, που ήρθε ως σύμμαχος των Πευκετίων. Αυτός σκοτώθηκε στη
μάχη και κοντά του παριστάνονται όρθιοι ο ήρωας Τάρας και ο Φάλανθος από τη
Λακεδαίμονα• κοντά στον Φάλανθο υπάρχει δελφίνι, επειδή λένε ότι ο οικιστής τους
Φάλανθος, προτού φτάσει στην Ιταλία, ναυάγησε στο Κρισαίο πέλαγος και τον έβγαλε
στην ακτή ένα δελφίνι.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 14

[1] Υπάρχουν και πελέκεις του Τενέδιου Περικλύτου, γιου του Ευθυμάχου, που
σχετίζονται με αρχαίο θρύλο. Λένε ότι ο Κύκνος ήταν βασιλιάς των Κολώνων και γιος
του Ποσειδώνα. Οι Κολώνες ήταν πόλη στην Τρωάδα, απέναντι από το νησί
Λεύκοφρυς.

[2] Ο Κύκνος, λοιπόν, είχε αποχτήσει μια κόρη που λεγόταν Ημιθέα, και ένα γιο με το
όνομα Τέννης από την Πρόκλεια, που ήταν κόρη του Κλυτία και αδελφή του
Καλήτορα• γι’ αυτόν γράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα ότι σκοτώθηκε από τον Αίαντα, ενώ
ο Καλήτορας έφερνε τη φωτιά κάτω από το πλοίο του Πρωτεσιλάου. Όταν η Πρόκλεια
πέθανε πριν απ’ αυτόν, η δεύτερη γυναίκα του, η Φιλονόμη, κόρη του Κραγάσου,
επειδή ερωτεύτηκε τον Τέννη, τον κατηγόρησε στον άντρα της ότι προσπάθησε να τη
βιάσει παρά τη θέλησή της. Ο Κύκνος εξαπατήθηκε και τοποθέτησε τον Τέννη και την
αδελφή του σε λάρνακα και τους έριξε στη θάλασσα.

[3] Τα παιδιά βγήκαν ασφαλή στη Λεύκοφρη και από τότε το νησί πήρε το όνομα του
Τέννη. Ο Κύκνος, που δεν επρόκειτο να αγνοεί για πάντα την απάτη, πήγε με πλοίο
στον γιο του για να ομολογήσει την άγνοιά του και να ζητήσει συγγνώμη για το σφάλμα
του. Μόλις αγκυροβόλησε στο νησί και έδεσε το σκοινί του πλοίου σε πέτρα ή σε
δέντρο, ο Τέννης από οργή άρπαξε ένα τσεκούρι και έκοψε τα σκοινιά.

[4] Από τότε επικράτησε να λέγεται για όποιον αρνείται με επιμονή κάτι ότι «το έκοψε
με Τενέδιο πέλεκυ». Οι Έλληνες λένε πως ο Τέννης σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα
υπερασπιζόμενος τη χώρα του. Με το πέρασμα του χρόνου οι Τενέδιοι από αδυναμία
προσχώρησαν στην Αλεξάνδρεια, στα ηπειρωτικά της Τρωάδας.

[5] Οι Έλληνες που πολέμησαν εναντίον του βασιλιά αφιέρωσαν χάλκινο Δία στην
Ολυμπία και Απόλλωνα στους Δελφούς από τα λάφυρα της ναυμαχίας στο Αρτεμίσιο
και στη Σαλαμίνα. Λέγεται ότι πήγε στους Δελφούς και ο Θεμιστοκλής για να
αφιερώσει στον Απόλλωνα από τα λάφυρα των Μήδων• όταν ρώτησε την Πυθία αν
επιτρεπόταν να βάλει τα αφιερώματα μέσα στον ναό, εκείνη του απάντησε να τα βγάλει
έξω από το ιερό. Οι στίχοι του χρησμού σχετικά μ’ αυτό ήταν οι εξής:

Μην αφήνεις τα όμορφα στολίδια των Περσικών λαφύρων στον ναό μου, αλλά στείλ'
τα πίσω στην πατρίδα το γρηγορότερο.

[6] Μου έκανε εντύπωση που ο θεός αρνήθηκε μόνο απ’ αυτόν τα Μηδικά λάφυρα.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι θα είχε αρνηθεί απ' όλους τους άλλους τα πλούτη των
Περσών, αν και οι άλλοι, όπως ο Θεμιστοκλής, ρωτούσαν τον θεό προτού κάνουν το
αφιέρωμα. Άλλοι είπαν ότι γνώριζε ότι ο Θεμιστοκλής θα έφτανε ως ικέτης στον Πέρση
και γι’ αυτό δεν δέχτηκε τα αφιερώματα, για να μην κάνει μεγαλύτερη την εχθρότητα
των Μήδων. Η εισβολή των Περσών στην Ελλάδα είχε προλεχθεί από τον Βάκη και
αυτά αναφέρονται από τον Εύκλο στα ποιήματα του.

[7] Κοντά στον μεγάλο βωμό υπάρχει χάλκινος λύκος, αφιέρωμα των Δελφών. Λένε ότι
κάποτε ένας άντρας σύλησε μέρος από τους θησαυρούς του θεού. Ο ίδιος μαζί με τον
χρυσό κρύφτηκε στον Παρνασσό, εκεί που το δάσος είναι πολύ πυκνό και άγριο. Του
επιτέθηκε λύκος, ενώ κοιμόταν, και τον σκότωσε. Ο λύκος από τότε ερχόταν στην πόλη
και ούρλιαζε. Οι άνθρωποι σκέφτηκαν πως θα είχε κάποια σχέση με τον θεό, κι έτσι τον
ακολούθησαν και βρήκαν το ιερό χρυσάφι. Έτσι αφιέρωσαν τον χάλκινο λύκο στον
θεό.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 15

[1] Υπάρχει και επίχρυση εικόνα της Φρύνης, που είναι αφιέρωμα της ίδιας της Φρύνης
και έργο του Πραξιτέλη που ήταν κι αυτός εραστής της. Μετά απ’ αυτή είναι δύο
αγάλματα του Απόλλωνα, από τα οποία το ένα είναι αφιέρωμα των Επιδαυρίων της
Αργολίδας για τη νίκη τους κατά των Μήδων και το άλλο των Μεγαρέων για τη νίκη
τους σε μάχη κοντά στη Νίσαια κατά των Αθηναίων. Υπάρχει και βόδι, αφιέρωμα των
Πλαταιέων για τη νίκη τους μαζί με άλλους Έλληνες κατά του Μαρδονίου, του γιου του
Γωβρύα. Υπάρχουν άλλα δύο αγάλματα του Απόλλωνα, το ένα αφιέρωμα των
Ηρακλεωτών του Εύξεινου πόντου και το άλλο των Αμφικτυόνων, από το χρηματικό
πρόστιμο που επέβαλαν στους Φωκείς για την καλλιέργεια της χώρας του θεού.

[2] Οι κάτοικοι των Δελφών αποκαλούν αυτό τον Απόλλωνα Σιτάλκα• έχει ύψος
τριάντα πέντε πήχεις. Τα αφιερώματα των Αιτωλών για τις νίκες τους κατά των
Γαλατών είναι οι περισσότεροι στρατηγοί τους καθώς και αγάλματα της Άρτεμης, της
Αθηνάς και δύο του Απόλλωνα. Η Φαεννίς στους χρησμούς της μια γενιά πριν τα
γεγονότα, είχε προβλέψει ότι ο στρατός των Κελτών θα περνούσε από την Ευρώπη
στην Ασία και θα κατέστρεφε τις πόλεις:

[3] Πραγματικά, αν τότε περάσει το στενό πέρασμα του Ελλησπόντου, θα παίξει τους
αυλούς ο τρομερός στρατός των Γαλατών, που ανόσια θα λεηλατήσει την Ασιατική γη.
Και περισσότερες συμφορές θα ρίξει ο θεός σ’ όσους ζουν στα παράλια, αλλά για λίγο•
γιατί γρήγορα ο γιος του Κρόνου θα τους στείλει ισχυρό σύμμαχο τον λατρευτό γιο του
ταύρου, που ανατράφηκε από θεό, ο οποίος θα φέρει συμφορές σ' όλους τους Γαλάτες.
Γιο του ταύρου ονόμασε τον Άτταλο, τον βασιλιά της Περγάμου, για τον οποίο ένα
μαντείο χρησιμοποίησε την ονομασία «ταυροκέρατος».

[4] Για τη νίκη κατά του ιππικού των Αθηναίων, οι Φεραίοι αφιέρωσαν στον Απόλλωνα
εικόνες των αρχηγών του ιππικού τους, που παριστάνονται έφιπποι. Τον χάλκινο
φοίνικα και τον ίδιο και το επίχρυσο άγαλμα της Αθηνάς πάνω σ’ αυτόν τα αφιέρωσαν
οι Αθηναίοι, από τα λάφυρα των νικών που πέτυχαν την ίδια μέρα κοντά στον
Ευρυμέδοντα, τη μία στην ξηρά και την άλλη με τα πλοία στον ποταμό. Το άγαλμα έχει
φθαρεί σε μερικά σημεία του χρυσού.

[5] Εγώ αποδίδω τη ζημιά σε κακούργους και κλέφτες, αλλά ο Κλειτόδημος, ο πιο
παλιός απ' όσους έγραψαν για τους Αθηναίους, υποστηρίζει στο έργο του για την
Αττική ότι τις μέρες που οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν για την εκστρατεία στη Σικελία
σμήνος από κοράκια έπεσαν πάνω στους Δελφούς και τσιμπούσαν το άγαλμα με τα
ράμφη τους, αποσπώντας το χρυσάφι απ' αυτό. Λέει ακόμα ότι τα κοράκια έσπασαν με
τα ράμφη τους το δόρυ και τις κουκουβάγιες, καθώς και το μέρος του έργου που
παρίστανε τον καρπό της φοινικιάς.

[6] Ο Κλειτόδημος αναφέρει και άλλα θεόσταλτα σημάδια που απέτρεπαν τον απόπλου
των Αθηναίων για τη Σικελία. Οι Κυρηναίοι αφιέρωσαν στους Δελφούς παράσταση με
τον Βάττο πάνω σε άρμα. Αυτός τους είχε οδηγήσει από τη Θήρα στη Λιβύη. Ηνίοχος
του άρματος είναι η Κυρήνη. Ο Βάττος στέκει πάνω στο άρμα και η Λιβύη τον
στεφανώνει. Είναι έργο του Αμφίονα από την Κνωσό, γιου του Ακέστορα.

[7] Όταν ο Βάττος αποίκισε την Κυρήνη, λέγεται ότι θεραπεύτηκε από το ελάττωμα της
ομιλίας του ως εξής. Διέσχιζε τη χώρα των Κυρηναίων, ακόμα και στις πιο απόμακρες
γωνιές της που ήταν ακόμα ακατοίκητες, όταν είδε ξαφνικά ένα λιοντάρι. Από τον φόβο
του έβγαλε κραυγή καθαρή και δυνατή. Κοντά στον Βάττο, οι Αμφικτύονες αφιέρωσαν
άγαλμα του Απόλλωνα από τη χρηματική ποινή που επέβαλαν στους Φωκείς για την
ιεροσυλία τους προς τον θεό.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 16

[1] Δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο από τα αφιερώματα των βασίλειων των Λυδών,
εκτός από μια σιδερένια βάση του κρατήρα του Αλυάττη, που ήταν έργο του Χίου
Γλαύκου, που πρώτος κατάφερε να κολλήσει το σίδερο. Κάθε έλασμα της βάσης
ενώνεται με το επόμενο χωρίς περαστά δεσίματα ή καρφιά. Μόνο η κόλλα τα συνδέει
και αυτή αποτελεί το δέσιμο του σιδήρου.

[2] Το σχήμα της βάσης μοιάζει με πύργο που είναι πλατύς κάτω, αλλά προς τα πάνω
στενεύει. Οι πλευρές της βάσης δεν κλείνουν από παντού, αλλά υπάρχουν οριζόντιες
ζώνες από σίδηρο, που μοιάζουν με σκαλοπάτια• τα κάθετα ελάσματα από σίδηρο στο
πάνω άκρο τους είναι λυγισμένα προς τα έξω και έτσι στηρίζουν καλύτερα τον
κρατήρα.
[3] Ο λεγόμενος από τους Δελφούς Ομφαλός είναι φτιαγμένος από λευκό μάρμαρο και
βρίσκεται στο κέντρο της γης, όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι οι Δελφοί• ο Πίνδαρος σε μία
ωδή του λέει το ίδιο.

[4] Εδώ υπάρχει και αφιέρωμα των Λακεδαιμονίων, έργο του Κάλαμη, που παριστάνει
την κόρη του Μενελάου Ερμιόνη, που παντρεύτηκε τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα,
και πριν απ' αυτό τον Νεοπτόλεμο, τον γιο του Αχιλλέα. Οι Αιτωλοί έχουν αφιερώσει
τον στρατηγό τους Ευρύδαμο, που οδήγησε τον στρατό κατά των Γαλατών.

[5] Στα βουνά της Κρήτης υπάρχει και στην εποχή μου μια πόλη Έλυρος. Στους
Δελφούς οι κάτοικοι της έστειλαν χάλκινη κατσίκα που παριστάνεται να τρέφει με το
γάλα της τον Φυλακίδη και τον Φίλανδρο. Οι Ελύριοι λένε ότι αυτά τα παιδιά ήταν γιοι
του Απόλλωνα και της νύμφης Ακακαλλίδας. Ο θεός ενώθηκε μαζί της στο σπίτι του
Καρμάνορα, στην πόλη Τάρρα.

[6] Οι Ευβοείς της Καρύστου αφιέρωσαν και αυτοί στον Απόλλωνα χάλκινο βόδι από
τα λάφυρα του πολέμου κατά των Μήδων. Οι Καρύστιοι και οι Πλαταιείς νομίζω ότι
αφιέρωσαν βόδια, επειδή αποκρούοντας τον βάρβαρο απέκτησαν γενική ευημερία και
το δικαίωμα να καλλιεργούν ελεύθερα τη χώρα. Το έθνος των Αιτωλών, που υπέταξε
τους γείτονες του Ακαρνάνες, έστειλε στους Δελφούς εικόνες των στρατηγών, καθώς
και του Απόλλωνα και της Άρτεμης.

[7] Εκεί έμαθα και μια παράξενη επιτυχία των Λιπαραίων στον πόλεμο εναντίον των
Τυρρηνών. Η Πυθία είχε συμβουλέψει τους Λιπαραίους να ναυμαχήσουν εναντίον των
Τυρρηνών με όσο το δυνατό λιγότερα πλοία• έτσι αντιμετώπισαν τους Τυρρηνούς μόνο
με πέντε πολεμικά πλοία. Οι Τυρρηνοί, επειδή ντρέπονταν να φανούν κατώτεροι από
τους Λιπαραίους παρέταξαν ισάριθμα πλοία με τους εχθρούς τους. Οι Λιπαραίοι, όμως,
κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν αυτά τα πλοία και άλλα πέντε, που έστειλαν στη
συνέχεια, και κατόπιν και τρίτη και τέταρτη πεντάδα. Έπειτα αφιέρωσαν στους
Δελφούς αγάλματα ισάριθμα με τα πλοία που αιχμαλώτισαν.

[8] Το μικρό άγαλμα του Απόλλωνα είναι αφιέρωμα του Εχεκρατίδη από τη Λάρισα και
οι κάτοικοι των Δελφών λένε ότι αυτό το αφιέρωμα ήταν το πρώτο που έγινε στο ιερό.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 17

[1] Από τους βαρβάρους της Δύσης οι κάτοικοι της Σαρδώς αφιέρωσαν χάλκινη εικόνα
του ήρωα που έδωσε το όνομα στο νησί. Η Σαρδώ είναι ίση στον πλούτο και στο
μέγεθος με τα πιο περίφημα νησιά. Δεν ξέρω ποιο ήταν το παλιό ονομά της, που της
έδωσαν οι ντόπιοι, αλλά γνωρίζω ότι οι Έλληνες που έφταναν εκεί για εμπόριο την
έλεγαν Ιχνούσα, γιατί το σχήμα της μοιάζει με αποτύπωμα ποδιού. Το μήκος του
νησιού είναι χίλια εκατόν είκοσι στάδια και το πλάτος του τετρακόσια είκοσι.

[2] Λένε ότι πρώτοι ήρθαν στο νησί με πλοία οι Λίβυες. Είχαν επικεφαλής τον Σάρδο,
τον γιο του Μάκηρη, που οι Λίβυες και οι Αιγύπτιοι επονομάζουν Ηρακλή. Ο ίδιος ο
Μάκηρις ήταν περίφημος για το ταξίδι του στους Δελφούς. Επικεφαλής των Λιβύων
ήταν ο Σάρδος, που τους οδήγησε στην Ιχνούσα, και γι’ αυτό τον λόγο έδωσε το όνομα
του στο νησί. Οι Λίβυες που εισέβαλαν δεν έδιωξαν τους ντόπιους• οι παλιοί κάτοικοι
δέχτηκαν ως συνοίκους τους ξένους, περισσότερο από ανάγκη παρά από συμπάθεια.
Ούτε οι Λίβυες ήξεραν να χτίσουν πόλεις ούτε οι ντόπιοι κάτοικοι. Έτσι ζούσαν
σκόρπια σε καλύβες και σπηλιές, όπως τύχαινε.

[3] Πέρασαν χρόνια μετά τους Λίβυες και έφτασε στο νησί από την Ελλάδα ο
Αρισταίος και αυτοί που τον ακολουθούσαν. Λένε ότι ο Αρισταίος ήταν γιος του
Απόλλωνα και της Κυρήνης. Στεναχωρήθηκε πολύ για τη συμφορά του Ακταίωνα και
μισώντας τη Βοιωτία και όλη την Ελλάδα λένε ότι αποφάσισε να μετοικίσει στη Σαρδώ.

[4] Μερικοί υποστηρίζουν ότι και ο Δαίδαλος, όταν εκστράτευσαν οι Κρήτες, απέδρασε
τότε από την Ίνυκο και συμμετείχε στην αποικία της Σαρδώς μαζί με τον Αρισταίο. Θα
ήταν παράλογο να δεχτεί κανείς ότι ο Δαίδαλος, που έζησε την εποχή του Οιδίποδα,
του βασιλιά της Θήβας, έλαβε μέρος σε αποικία ή σε κάτι άλλο μαζί με τον Αρισταίο,
που παντρεύτηκε την Αυτονόη, την κόρη του Κάδμου. Αυτοί δεν ίδρυσαν καμιά πόλη,
επειδή, νομίζω, ήταν λίγοι σε αριθμό και κατώτεροι σε δύναμη απ’ όσο χρειάζεται για
να χτιστεί μια πόλη.

[5] Μετά τον Αρισταίο έκαναν απόβαση στη Σαρδώ οι Ίβηρες με αρχηγό τον Νώρακα
και έχτισαν την πόλη Νώρα. Αυτή λένε ότι ήταν η πρώτη πόλη του νησιού. Επίσης ότι
ο Νώρακας ήταν γιος του Ερμή και της Ερυθείας, κόρης του Γηρυόνη. Οι τέταρτοι που
έφτασαν ήταν ο Ιόλαος με στρατό από την Αττική και τις Θεσπιές, που έπλευσαν στη
Σαρδώ και έχτισαν την πόλη Ολβία και οι Αθηναίοι την πόλη Ογρύλη, για να
κρατήσουν ζωντανό στη μνήμη το όνομα κάποιου δήμου της πατρίδας τους. Ίσως όμως
και κάποιος Ογρύλος να συμμετείχε στην εκστρατεία. Ακόμα και στις μέρες μου
υπάρχουν περιοχές με το όνομα Ιολάια στη Σαρδώ και ο Ιόλαος εξακολουθεί να τιμάται
από τους κατοίκους.

[6] Όταν κυριεύτηκε το Ίλιο, μερικοί Τρώες κατάφεραν να διαφύγουν και να βρουν τη
σωτηρία τους με τον Αινεία. Μέρος απ' αυτούς παρασύρθηκε με το πλοίο από τους
ανέμους στη Σαρδώ κι εκεί αναμείχθηκε με τους προηγούμενους Έλληνες κατοίκους.
Οι βάρβαροι δεν πολέμησαν ούτε με τους Έλληνες ούτε με τους Τρώες, επειδή και οι
δύο πλευρές ήταν το ίδιο έτοιμες για πόλεμο. Επιπλέον, ο ποταμός Θόρσος κυλούσε
ανάμεσα στις δύο χώρες και δεν ήταν εύκολο για κανένα από τις δύο πλευρές να τον
διαβούν.

[7] Πολλά χρόνια αργότερα οι Λίβυες ήρθαν πάλι στο νησί με μεγαλύτερη δύναμη.
Πολέμησαν εναντίον των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να αφανιστούν όλοι οι Έλληνες,
εκτός από λίγους. Οι Τρώες κατέφυγαν στα βουνά, που είναι δύσβατα εξαιτίας των
γκρεμών, και οχυρώθηκαν με πασσάλους. Οι κάτοικοι διατηρούν μέχρι σήμερα το
όνομα Ιλιείς, αλλά η εμφάνιση τους, τα όπλα και ο τρόπος ζωής τους μοιάζει με αυτό
των Λιβύων.

[8] Κοντά στη Σαρδώ βρίσκεται ένα άλλο νησί, που οι Έλληνες το λένε Κύρνο, ενώ οι
Λίβυες που το κατοικούν το λένε Κορσική. Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων του
νησιού αναγκάστηκε λόγω επαναστάσεων να μεταναστεύσει στα ορεινά της γειτονικής
χώρας Σαρδώς. Οι κάτοικοι της Σαρδώς τους ονομάζουν με το παλιό τους όνομα
Κορσούς.

[9] Όλοι οι κάτοικοι της Σαρδώς, εκτός από τους Ιλιείς και τους Κορσούς –αυτοί
σώθηκαν από την υποδούλωση χάρη στην οχυρότητα των βουνών–, υποτάχθηκαν από
τους Καρχηδονίους, όταν αυτοί εξελίχτηκαν σε μεγάλη ναυτική δύναμη. Οι ίδιοι οι
Καρχηδόνιοι ίδρυσαν στο νησί πόλεις, την Κάραλη και τους Σύλκους. Μερικοί
σύμμαχοι τους, Λίβυες ή Ίβηρες, ξεσηκώθηκαν από αγανάκτηση καθώς φιλονικούσαν
για τα λάφυρα και εγκαταστάθηκαν στα ορεινά του νησιού. Ονομάστηκαν Βαλαροί στη
γλώσσα των Κυρνίων• οι Κύρνιοι αποκαλούν Βαλαρούς τους φυγάδες.

[10] Αυτές οι φυλές ζουν στη Σαρδώ και έτσι εγκαταστάθηκαν σ' αυτή. Στα βόρεια του
νησιού και από τη μεριά της ηπειρωτικής Ιταλίας υπάρχουν δύσβατα βουνά που
συνδέονται μεταξύ τους. Αν κάνεις τον περίπλου, θα διαπιστώσεις ότι δεν υπάρχει
όρμος σ’ αυτό το μέρος του νησιού, ενώ από τις απόκρημνες κορυφές των βουνών
πνέουν δυνατοί άνεμοι προς τη θάλασσα.

[11] Βουνά υπάρχουν και στο εσωτερικό του νησιού, αλλά λιγότερο ψηλά. Η
ατμόσφαιρα εδώ είναι πνιγηρή και ανθυγιεινή, εξαιτίας του αλατιού από την εξάτμιση
[του νερού] και του δυνατού και βίαιου νότιου ανέμου που φυσά. Επειδή τα όρη που
ορθώνονται προς την Ιταλία είναι ψηλά, όταν φυσούν άνεμοι το καλοκαίρι, δεν
μπορούν να δροσίσουν σ’ αυτό τον τόπο τον αέρα και τη γη. Μερικοί υποστηρίζουν ότι
η Κύρνος, που απέχει από τη Σαρδώ περίπου οκτώ στάδια, είναι ψηλή και ορεινή σ’
όλη την έκταση της• νομίζουν ότι η Κύρνος εμποδίζει τον Ζέφυρο και τον Βορέα να
φτάσουν στη Σαρδώ.

[12] Στο νησί αυτό δεν υπάρχουν καθόλου φίδια, είτε επιβλαβή για τους ανθρώπους
είτε αβλαβή, ούτε λύκοι. Οι τράγοι δεν είναι μεγαλύτεροι απ' αυτούς που ζουν αλλού,
αλλά μοιάζουν με τα άγρια κριάρια που βλέπουμε στις ανάγλυφες παραστάσεις
σύμφωνα με την Αιγινήτικη τεχνοτροπία. Το στήθος τους βέβαια είναι πιο δασύτριχο
απ' αυτό που συνηθίζει να παριστάνει η Αιγινήτικη τέχνη. Αλλά τα κέρατά τους
εξέχουν προς τα έξω και ύστερα στρέφονται προς τα μέσα, δίπλα στ' αυτιά τους, χωρίς
να απομακρύνονται από το κεφάλι. Είναι ταχύτερα απ' όλα τα ζώα.

[13] Στο νησί δεν υπάρχουν δηλητηριώδη βοτάνια, που προκαλούν τον θάνατο, εκτός
από ένα φυτό• το φυτό αυτό μοιάζει με σέλινο και λένε ότι όποιος το φάει πεθαίνει
γελώντας. Γι’ αυτό και ο Όμηρος και οι μεταγενέστεροι ονομάζουν «Σαρδάνιο γέλωτα»
κάθε γέλιο, που δεν είναι για καλό. Αυτό το φυτό φυτρώνει κοντά στις πηγές, αλλά δεν
δηλητηριάζει το νερό τους.Παρέθεσα στο βιβλίο για τη Φωκίδα ολ’ αυτά για τη Σαρδώ,
επειδή οι Έλληνες για το νησί αυτό δεν έχουν ακούσει πολλά.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 18

[1] Μετά τον ανδριάντα του Σάρδου υπάρχει άλογο που λένε ότι το αφιέρωσε ο
Αθηναίος Καλλίας, ο γιος του Λυσιμαχίδη, από τα προσωπικά του λάφυρα κατά τον
πόλεμο εναντίον των Περσών, όπως αναφέρει και ο ίδιος. Οι Αχαιοί έχουν αφιερώσει
ένα άγαλμα της Αθηνάς για την άλωση ύστερα από πολιορκία μιας Αιτωλικής πόλης,
που λέγεται Φάνα. Λένε ότι η πολιορκία κράτησε πολύ καιρό και επειδή οι Αχαιοί δεν
μπορούσαν να κυριέψουν την πόλη, έστειλαν αντιπροσώπους στους Δελφούς και
έλαβαν τον εξής χρησμό:

[2] Κάτοικοι της χώρας του Πέλοπα και της Αχαΐας, ήρθατε στην Πυθώ για να μάθετε
πώς θα κυριέψετε την πόλη. Εμπρός λοιπόν• σκεφτείτε πόσο μέρος από το νερό πίνουν
κάθε μέρα οι άνθρωποι και, όταν το πιουν, σώζεται η πόλη που το ήπιε• έτσι θα
κυριέψετε την πόλη Φάνα, με τους ισχυρούς πύργους.

[3] Επειδή δεν κατάλαβαν την έννοια του χρησμού, αποφάσισαν να λύσουν την
πολιορκία και να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Οι πολιορκημένοι στο μεταξύ δεν
έδειχναν να υπολογίζουν τους πολιορκητές και έστειλαν έξω μια γυναίκα να φέρει νερό
από την πηγή που ήταν κάτω από το τείχος. Τότε κάποιοι από τους πολιορκητές
έτρεξαν και την αιχμαλώτισαν και έμαθαν απ' αυτή ότι οι πολιορκούμενοι το λίγο νερό
που έπαιρναν κάθε νύχτα το μοιράζονταν και ότι δεν είχαν άλλο για να ξεδιψάσουν. Οι
Αχαιοί τότε σκέπασαν την πηγή με χώμα και έτσι κυρίευσαν την πόλη.

[4] Οι Ρόδιοι της Λίνδου αφιέρωσαν το άγαλμα του Απόλλωνα κοντά στην Αθηνά. Οι
Αμβρακιώτες επίσης αφιέρωσαν χάλκινο γάιδαρο, για τη νίκη τους τη νύχτα εναντίον
των Μολοσσών. Οι Μολοσσοί τους είχαν στήσει νυχτερινή ενέδρα• έτυχε όμως να
οδηγείται από το χωράφι ένας γάιδαρος, που άρχισε να κυνηγά το θηλυκό με δυνατό
μούγκρισμα και με υβριστική ορμή. Ο ιδιοκτήτης του γαϊδάρου τον κυνηγούσε φώναζε
ασαφείς και άπρεπες φράσεις• οι Μολοσσοί που ενέδρευαν φοβήθηκαν και βγήκαν έξω.
Έτσι οι Αμβρακιώτες αντιλήφθηκαν το τέχνασμα των αντιπάλων τους, επιτέθηκαν τη
νύχτα και νίκησαν μαχόμενοι τους Μολοσσούς.

[5] Οι Ορνεάτες στην Αργολίδα, όταν κάποτε τους πίεζαν οι Σικυώνιοι, υποσχέθηκαν
στον Απόλλωνα ότι αν απαλλαχτούν από τον στρατό των Σικυωνίων, θα προσφέρουν
καθημερινά πομπή γι' αυτόν και θα του θυσιάσουν καθορισμένο είδος και αριθμό
σφαγίων. Έτσι νίκησαν σε μάχη τους Σικυωνίους• διαπίστωσαν όμως πολύ γρήγορα ότι
αυτές οι καθημερινές πομπές ήταν πολύ δαπανηρές και ακόμη πιο πολύ από τις δαπάνες
ήταν κοπιαστικές. Τότε σκέφτηκαν να αφιερώσουν στον θεό χάλκινα ομοιώματα της
θυσίας και της πομπής.

[6] Εδώ υπάρχει και παράσταση του άθλου του Ηρακλή, του σχετικού με την ύδρα.
Είναι έργο και αφιέρωμα του Τισαγόρα. Ο Ηρακλής και η ύδρα είναι από σίδερο• η
κατεργασία του σιδήρου είναι πολύ δύσκολη για τη γλυπτική και πολύ επίπονη. Το
έργο του Τισαγόρα είναι αξιοθαύμαστο, όποιος και αν ήταν αυτός ο Τισαγόρας. Εξίσου
θαυμαστά είναι και τα κεφάλια λιονταριού και αγριογούρουνου στην Πέργαμο, που
είναι επίσης από σίδηρο και αφιερώθηκαν στον Διόνυσο.

[7] Οι Φωκείς της Ελάτειας που με τη βοήθεια του Αθηναίου Ολυμπιόδωρου άντεξαν
την πολιορκία του Κασσάνδρου, έστειλαν στους Δελφούς χάλκινο λιοντάρι για τον
Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας που είναι κοντά στο λιοντάρι είναι αφιέρωμα των
Μασσαλιωτών για τη νικηφόρα ναυμαχία κατά των Καρχηδονίων. Οι Αιτωλοί έχουν
αφιερώσει τρόπαιο και άγαλμα ένοπλης γυναίκας, που συμβολίζει την Αιτωλία. Τα
αφιέρωσαν οι Αιτωλοί, όταν πήραν εκδίκηση από τους Γαλάτες για τη σκληρότητα
απέναντι στους Καλλιείς. Εκεί υπάρχει και επίχρυση εικόνα του Γοργία από τους
Λεοντίνους, που παριστάνει τον ίδιο τον Γοργία.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 19

[1] Κοντά στον Γοργία είναι αφιέρωμα των Αμφικτυόνων, που παριστάνει τον
Σκιωναίο Σκύλλη, για τον οποίο λέγεται ότι καταδύθηκε σε πολύ βαθιά νερά. Έμαθε
την τέχνη των καταδύσεων και στην κόρη του Ύδνα.

[2] Αυτοί συντέλεσαν στην καταστροφή του στόλου του Ξέρξη αφαιρώντας τις άγκυρες
και κάθε άλλη ασφάλεια που είχαν οι τριήρεις, όταν τα πλοία του Ξέρξη έπεσαν σε
φοβερή τρικυμία κοντά στο Πήλιο. Γι' αυτό οι Αμφικτύονες αφιέρωσαν εικόνες του
Σκύλλη και της κόρης του. Ο Νέρωνας ανάμεσα στους άλλους ανδριάντες που πήρε
από τους Δελφούς ήταν και η εικόνα της Ύδνας. [Από το γένος των γυναικών βουτούν
στη θάλασσα μόνο όσες είναι ακόμη παρθένες].

[3] Τώρα θα σας διηγηθώ μια παράδοση της Λέσβου. Ένας ψαράς στη Μήθυμνα έπιασε
κάποτε στα δίχτυα του κεφάλι από ξύλο ελιάς, που έμοιαζε να παριστάνει κάποιον θεό,
ξένο κι όχι Ελληνικό. Οι Μηθυμναίοι ρώτησαν λοιπόν την Πυθία σε ποιον από τους
θεούς ή τους ήρωες ανήκε η εικόνα• εκείνη τους συμβούλεψε να τιμούν τον Κεφαλήνα
Διόνυσο. Οι Μηθυμναίοι κράτησαν κοντά τους το ξόανο που ανέσυραν από τη
θάλασσα και το τιμούν με θυσίες και προσευχές, ενώ έστειλαν στους Δελφούς ένα
χάλκινο.

[4] Στα αετώματα παριστάνονται η Άρτεμη, η Λητώ, ο Απόλλωνας, οι Μούσες, η δύση


του Ήλιου, ο Διόνυσος και οι Θυιάδες γυναίκες. Απ' αυτά, τα πρώτα είναι έργα του
Αθηναίου Πραξία, μαθητή του Κάλαμη• πέθανε όμως προτού ολοκληρωθεί ο ναός και
έτσι η υπόλοιπη διακόσμηση των αετωμάτων έγινε από τον Ανδροσθένη, έναν άλλο
Αθηναίο, μαθητή του Ευκάδμου. Στα επιστύλια είναι χρυσά όπλα• οι ασπίδες που
αφιέρωσαν οι Αθηναίοι από τα λάφυρα του Μαραθώνα και οι Αιτωλοί από τα λάφυρα
που πήραν από τους Γαλάτες, όσα είναι στο πίσω και αριστερό μέρος• το σχήμα τους
πλησιάζει πολύ τα Περσικά γέρρα.

[5] Στην επιδρομή των Γαλατών στην Ελλάδα αναφέρθηκα όταν έγραψα για το
βουλευτήριο της Αθήνας. Όμως στον λόγο μου για τους Δελφούς, ήθελα να αναφερθώ
με πιο μεγάλη σαφήνεια σ' αυτούς, επειδή σ' αυτή την περιοχή έκαναν οι Έλληνες τα
πιο μεγάλα έργα τους εναντίον των βαρβάρων. Στην πρώτη εκστρατεία που έκαναν οι
Κελτοί έξω από τα όρια της χώρας τους είχαν αρχηγό τον Καμβαύλη. Τότε έφτασαν ως
τη Θράκη, αλλά δεν τόλμησαν να προχωρήσουν πιο κάτω, επειδή καταλάβαιναν ότι
ήταν πολύ λίγοι και λιγότερο ικανοί στη μάχη από τους Έλληνες.

[6] Τη δεύτερη φορά που εκστράτευσαν εναντίον ξένης χώρας –τους παρακινούσαν σ’
αυτό εκείνοι που είχαν εκστρατεύσει με τον Καμβαύλη και είχαν ήδη γευτεί τις
λεηλασίες και λαχταρούσαν την αρπαγή και τα κέρδη– συγκέντρωσαν πολυάριθμο
πεζικό και όχι λίγο ιππικό. Οι αρχηγοί χώρισαν τη στρατιά σε τρία τμήματα και όρισαν
να εκστρατεύσει ο κάθε αρχηγός σ’ άλλη χώρα.
[7] Ο Κερέθριος επρόκειτο να εκστρατεύσει εναντίον της Θράκης και του έθνους των
Τριβαλλών, ο Βρέννος και ο Ακιχώριος ήταν αρχηγοί του τμήματος που βάδιζε
εναντίον της Παιονίας, ενώ ο Βόλγιος εναντίον των Ιλλυριών και των Μακεδόνων.
Άρχισε έτσι πόλεμο κατά του Πτολεμαίου, που την εποχή εκείνη ήταν βασιλιάς της
Μακεδονίας. Ο Πτολεμαίος αυτός δολοφόνησε τον γιο του Αντιόχου Σέλευκο, αφού
κατέφυγε ως ικέτης σ' αυτόν• είχε την επωνυμία Κεραυνός, επειδή διακρινόταν για την
τόλμη του. Ο ίδιος ο Πτολεμαίος σκοτώθηκε στη μάχη και οι Μακεδόνες είχαν σοβαρές
απώλειες. Ούτε τότε οι Κελτοί είχαν το θάρρος να βαδίσουν εναντίον της Ελλάδας.
Αλλά και μετά τη δεύτερη εκστρατεία επέστρεψαν στην πατρίδα τους.

[8] Ο Βρέννος, όμως, και στα στρατιωτικά συμβούλια των Γαλατών και στον κάθε
ηγεμόνα χωριστά πρότεινε να εκστρατεύσουν κατά της Ελλάδας, λέγοντας πως εκείνη
την εποχή οι 'Ελληνες ήταν καταβεβλημένοι, η Ελλάδα είχε όμως πολύ πλούτο στα
δημόσια ταμεία και στα ιερά περισσότερο σε αφιερώματα και σε νομίσματα από χρυσό
και ασήμι. Έτσι έπεισε τους Γαλάτες να εκστρατεύσουν εναντίον της Ελλάδας• ο
Βρέννος διάλεξε για συστρατήγους του, ανάμεσα σ' άλλους άρχοντες, και τον
Ακιχώριο.

[9] Συγκέντρωσε στρατό από εκατόν πενήντα δύο χιλιάδες πεζούς και είκοσι χιλιάδες
τετρακόσιους ιππείς. Τόσοι ήταν οι ιππείς που μπορούσαν να παίρνουν κάθε φορά
μέρος στον πόλεμο, αλλά ο αληθινός αριθμός ήταν εξήντα μία χιλιάδες διακόσιοι, αφού
σε κάθε ιππέα αντιστοιχούσαν δυο σκλάβοι, που ήταν και αυτοί καλοί ιππείς και είχαν
άλογα.

[10] Όταν το ιππικό των Γαλατών ριχνόταν στη μάχη, οι δούλοι έμεναν πίσω
βοηθώντας τους ως εξής. Αν ο ιππέας ή το άλογο τραυματίζονταν, τότε έδινε το άλογό
του για να ανέβει ο κύριός του και, αν ο τελευταίος πέθαινε, ο δούλος ανέβαινε στο
άλογο αντί του κυρίου. Αν το μοιραίο έβρισκε και τους δυο, τότε υπήρχε έτοιμος
ιππέας. Αν τραυματίζονταν, τότε ο ένας δούλος οδηγούσε στο στρατόπεδο τον
τραυματία και ο άλλος έπαιρνε τη θέση αυτού που έφευγε.

[11] Πιστεύω ότι αυτή η συνήθεια των Γαλατών ήταν απομίμηση του στρατού των
δέκα χιλιάδων Περσών, που ονομάζονταν Αθάνατοι. Η διαφορά ήταν ότι οι Πέρσες
αναπλήρωναν τις θέσεις των σκοτωμένων, όταν η μάχη τελείωνε, ενώ οι Γαλάτες
αντικαθιστούσαν τους ιππείς στην ακμή της μάχης. Στη γλώσσα τους ονόμαζαν τον
στρατό αυτό «τριμαρκισία»• κι ας γνωρίζει κανείς ότι οι Κελτοί αποκαλούν «μάρκα» το
άλογο.

[12] Αυτές λοιπόν ήταν οι προετοιμασίες και αυτοί οι στόχοι του Βρέννου καθώς
βάδιζε κατά της Ελλάδας. Το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων ήταν τότε σε κακή
κατάσταση, αλλά ο φόβος τους ανάγκαζε να πολεμούν για την Ελλάδα.
Συνειδητοποίησαν ότι αυτός ο πόλεμος δεν γινόταν για την ελευθερία τους, όπως
άλλοτε κατά των Μήδων, και ούτε αν έδιναν «γη και ύδωρ» θα εξασφάλιζαν τη
σωτηρία τους. Στη μνήμη τους ήταν ζωντανά ακόμα όσα έπαθαν οι Μακεδόνες, οι
Θράκες και οι Παίονες από την προηγούμενη επίθεση των Γαλατών, ενώ τώρα έφταναν
ειδήσεις για τις βιαιοπραγίες τους κατά των Θεσσαλών. Ήθελαν λοιπόν, ο καθένας
χωριστά και οι πόλεις από κοινού ή να χαθούν ή να νικήσουν.
Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 20

[1] Όποιος θέλει μπορεί να συγκρίνει τον αριθμό αυτών που συγκεντρώθηκαν κατά του
βασιλιά Ξέρξη στις Θερμοπύλες με αυτούς που συγκεντρώθηκαν τότε κατά των
Γαλατών. Κατά των Μήδων ήρθαν οι εξής Έλληνες. Οι Λακεδαιμόνιοι του Λεωνίδα
δεν ήταν περισσότεροι από τριακόσιοι, οι Τεγεάτες ήταν πεντακόσιοι και ισάριθμοι οι
Μαντινείς, και αυτοί που είχαν έρθει από τους Ορχομενίους Αρκάδες εκατόν είκοσι,
από τις άλλες Αρκαδικές πόλεις χίλιοι, ογδόντα από τις Μυκήνες, από τον Φλιούντα
διακόσιοι, ενώ οι Κορίνθιοι ήταν διπλάσιοι απ' αυτούς. Έφτασαν εφτακόσιοι Βοιωτοί
από τις Θεσπιές και τετρακόσιοι από τη Θήβα. Χίλιοι Φωκείς φρουρούσαν το πέρασμα
στην Οίτη και ας συμπεριληφθούν κι αυτοί σ' όλους τους 'Ελληνες.

[2] Τους Λοκρούς κάτω από το βουνό Κνήμις ο Ηρόδοτος δεν τους απαριθμεί, αλλά
λέει ότι είχαν φθάσει απ' όλες τις πόλεις. Είναι δυνατόν να υπολογίσει κανείς τον
πραγματικό αριθμό τους με μεγάλη ακρίβεια• γιατί οι Αθηναίοι που πολέμησαν στον
Μαραθώνα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δεν ήταν σε χρήσιμη ηλικία και των
δούλων, δεν ξεπερνούσαν τους εννέα χιλιάδες• οι μάχιμοι Λοκροί λοιπόν που ήρθαν
στις Θερμοπύλες δεν ήταν πάνω από έξι χιλιάδες. Έτσι, όλος ο στρατός έφτανε τους
έντεκα χιλιάδες διακόσιους άνδρες. Φαίνεται όμως ότι ούτε αυτοί έμειναν διαρκώς στη
φρούρηση των Θερμοπυλών• εκτός απ' αυτούς τους Λακεδαιμονίους, τους Θεσπιείς και
τους Μυκηναίους, οι υπόλοιποι έφυγαν πριν το τέλος της μάχης.

[3] Εναντίον όμως των βαρβάρων που ήρθαν από τον Ωκεανό παρατάχτηκαν στις
Θερμοπύλες οι εξής Έλληνες• δέκα χιλιάδες οπλίτες και πεντακόσιοι ιππείς από τους
Βοιωτούς• είχαν βοιωτάρχες τον Κηφισόδοτο, τον Θεαρίδα, τον Διογένη και τον
Λύσανδρο. Από τους Φωκείς πεντακόσιοι ιππείς και τρεις χιλιάδες πεζοί• οι στρατηγοί
των Φωκέων ήταν ο Κριτόβουλος και ο Αντίοχος.

[4] Τους Λοκρούς από το νησί Αταλάντη διοικούσε ο Μειδίας• ήταν εφτακόσιοι και δεν
είχαν ιππείς. Από τους Μεγαρείς έφτασαν τετρακόσιοι οπλίτες• αρχηγός του ιππικού
τους ήταν ο Μεγαρέας. Οι Αιτωλοί έστειλαν τον περισσότερο στρατό, ικανό για κάθε
είδος μάχης. Δεν αναφέρουν πόσοι ήταν οι ιππείς, οι ψιλοί όμως ήταν εφτακόσιοι
ενενήντα και οι οπλίτες ήταν περισσότεροι από εφτά χιλιάδες. Επικεφαλής των
Αιτωλών ήταν ο Πολύαρχος, ο Πολύφρονας και ο Λακράτης.

[5] Όπως ανέφερα και προηγουμένως στον λόγο μου, στρατηγός των Αθηναίων ήταν ο
Κάλλιππος, γιος του Μοιροκλή, και η δύναμη τους ήταν τριήρεις, όλες κατάλληλες να
πλεύσουν, πεντακόσιοι ιππείς και χίλιοι πεζοί. Αυτοί είχαν την ηγεμονία εξαιτίας του
αρχαίου κύρους τους. Έφθασαν και μισθοφόροι των βασιλέων, πεντακόσιοι από τη
Μακεδονία και ισάριθμοι από την Ασία. Αρχηγός όσων έστειλε ο Αντίγονος ήταν ο
Μακεδόνας Αριστόδημος και όσων στάλθηκαν από τον Αντίοχο και την Ασία ήταν ο
Τελέσαρχος, ένας από τους Σύρους του Ορόντη.

[6] Οι Έλληνες που συγκεντρώθηκαν στις Θερμοπύλες, όταν έμαθαν ότι ο στρατός των
Γαλάτων είχε ήδη φτάσει στη Μαγνησία και στη Φθιώτιδα χώρα, αποφάσισαν να
στείλουν στον Σπερχειό χίλιους ψιλούς και το ιππικό, προκειμένου να μην διαβούν οι
βάρβαροι ούτε τον ποταμό χωρίς μάχη και κινδύνους. Αυτοί, όταν έφτασαν, γκρέμισαν
τις γέφυρες και στρατοπέδευσαν κοντά στις όχθες. Ο Βρέννος όμως δεν ήταν τόσο
ανόητος ούτε ήταν άπειρος, όπως κάθε βάρβαρος, να επινοήσει τεχνάσματα κατά των
εχθρών.

[7] Αμέσως λοιπόν την επόμενη νύχτα, όχι εκεί που ήταν οι παλιές γέφυρες του
ποταμού, αλλά προς τα κάτω, για να μην τους αντιληφθούν οι Έλληνες που θα
περνούσαν, και μάλιστα στο σημείο όπου ο Σπερχειός απλωνόταν στο μεγαλύτερο
μέρος της πεδιάδας και σχημάτιζε έλος και λίμνη, αντί για το ορμητικό και στενό
ρεύμα, σ' αυτό το σημείο ο Βρέννος έστειλε δέκα χιλιάδες Γαλάτες, όσους απ' αυτούς
ήξεραν κολύμπι και όσους ήταν ψηλότεροι από τους περισσότερους• οι Κελτοί
άλλωστε ξεπερνούν στο ύψος όλους τους άλλους ανθρώπους.

[8] Αυτοί λοιπόν διαβαίνουν στη διάρκεια της νύχτας κολυμπώντας το λιμνώδες μέρος
του ποταμού, χρησιμοποιώντας τα όπλα τους και τους ντόπιους θυρεούς αντί για
σχεδίες. Οι πιο ψηλοί απ' αυτούς μπόρεσαν να βγουν περπατώντας στο νερό. Μόλις οι
Έλληνες, που βρίσκονταν στον Σπερχειό, πληροφορήθηκαν ότι τμήμα των βαρβάρων
είχε περάσει το έλος, αμέσως υποχώρησαν στο στρατόπεδό τους. Ο Βρέννος στο
μεταξύ διέταξε όσους κατοικούσαν γύρω από τον Μαλιακό κόλπο να ζεύξουν με
γέφυρες τον Σπερχειό. Οι άνθρωποι με προθυμία εκτελούσαν το έργο, τόσο από τον
φόβο για εκείνον όσο και από την επιθυμία τους να φύγουν από τη χώρα τους οι
βάρβαροι και να μην την καταστρέφουν περισσότερο μένοντας.

[9] Αυτός, αφού πέρασε τη στρατιά από τις γέφυρες, κατευθύνθηκε στην Ηράκλεια. Οι
Γαλάτες λεηλάτησαν τη χώρα και σκότωσαν τους ανθρώπους που είχαν εγκαταλειφθεί
στα χωράφια, δεν κυρίευσαν όμως την πόλη. Ένα χρόνο πριν απ' αυτούς, οι Αιτωλοί
εξανάγκασαν τους Ηρακλεώτες να προσχωρήσουν στην Αιτωλική συμπολιτεία• τώρα
λοιπόν υπερασπίζονταν την πόλη σαν να μην ανήκε στους Ηρακλεώτες αλλά σ' αυτούς.
Ο Βρέννος όμως ελάχιστα ενδιαφερόταν για την Ηράκλεια, αλλά θεωρούσε κύριο
μέλημα του να διώξει όσους είχαν παραταχτεί στα στενά και να προχωρήσει στην
Ελλάδα προς τα μέσα των Θερμοπυλών.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 21

[1] Αφού προχώρησε λοιπόν από την Ηράκλεια –είχε πληροφορηθεί από τους
λιποτάκτες πόσοι είχαν συγκεντρωθεί στις Θερμοπύλες από κάθε πόλη– περιφρόνησε
τους Έλληνες και την επομένη, μόλις ανέτειλε ο ήλιος, τους επιτέθηκε, χωρίς να έχει
Έλληνα μάντη και χωρίς να χρησιμοποιήσει τις τοπικές τελετές, αν βέβαια υπάρχει
Κελτική μαντεία. Οι Έλληνες βάδισαν εναντίον του σιωπηλά και με τάξη. Όταν
άρχισαν οι συμπλοκές, ούτε το πεζικό έτρεχε έξω από την παράταξή του, ώστε να
διαλυθεί η φάλαγγα τους, και οι ψιλοί έμεναν στις θέσεις τους και πετούσαν ακόντια
και χτυπούσαν με τόξα και σφεντόνες.

[2] Το ιππικό ήταν άχρηστο και για τις δύο πλευρές, όχι μόνο επειδή η περιοχή μετά τις
Θερμοπύλες ήταν στενή, αλλά και επειδή ήταν λείο από τις φυσικές πέτρες και
ολισθηρό από το συνεχές κατά το πλείστον ρεύμα των νερών. Ο εξοπλισμός των
Γαλατών ήταν κατώτερος, γιατί είχαν μόνο τους ντόπιους θυρεούς και κανένα άλλο
όπλο για να προστατεύουν το σώμα τους. Ακόμα ήταν κατώτεροι και στην πολεμική
εμπειρία.

[3] Ορμούσαν στους αντιπάλους γεμάτοι θυμό και οργή, χωρίς καμιά λογική, όπως
προχωρούν τα θηρία. Και ούτε όταν τους διαμέλιζαν με πελέκεις ή μαχαίρια, δεν τους
άφηνε αυτή η μανία, ούτε όταν τους διαπερνούσαν βέλη και ακόντια έχαναν το θάρρος
τους, όσο διάστημα έμενε η ψυχή τους. Μερικοί μάλιστα έβγαζαν από τα τραύματα τα
δόρατα που τους είχαν τρυπήσει και τα πετούσαν στους Έλληνες ή τα χρησιμοποιούσαν
κρατώντας τα στα χέρια.

[4] Στο μεταξύ οι Αθηναίοι που ήταν πάνω στις τριήρεις, πλέοντας στην ξηρά με
δυσκολία και με κινδύνους μέσα από τη λάσπη που απλωνόταν σε μεγάλη έκταση στη
θάλασσα και κρατώντας τα πλοία τους κοντά στους βαρβάρους, τους χτυπούσαν στα
πλάγια με κάθε λογής βέλη και τόξα. Επειδή οι Κέλτες υπέφεραν περισσότερο απ' όσο
μπορεί να περιγραφεί με λόγια και επειδή στο στενό μέρος δεν κατόρθωναν πολλά, ενώ
υπέφεραν διπλά και τετραπλά, οι αρχηγοί τους διέταξαν να υποχωρήσουν στο
στρατόπεδο. Καθώς αυτοί αποχωρούσαν άτακτα χωρίς κανένα σχηματισμό, πολλοί
καταπατήθηκαν μεταξύ τους και πολλοί έπεσαν στο τέλμα και χάθηκαν στη λάσπη. Οι
απώλειες τους κατά την υποχώρηση δεν ήταν λιγότερες απ' αυτές που είχαν στην ακμή
της μάχης.

[5] Εκείνη την ημέρα οι Αθηναίοι ξεπέρασαν στο θάρρος όλους τους Έλληνες.
Γενναιότερος από τους ίδιους τους Αθηναίους αποδείχτηκε ο Κυδίας, που ήταν νέος
στην ηλικία και πολεμούσε τότε για πρώτη φορά. Όταν σκοτώθηκε από τους Γαλάτες,
οι συγγενείς του αφιέρωσαν στον Ελευθέριο Δία την ασπίδα, με το εξής επίγραμμα:

Αποζητώντας ακόμη τα νιάτα του Κυδία, η ασπίδα του ένδοξου άνδρα, ωραίο
αφιέρωμα στον Δία, μ’ εμένα άπλωσε πρώτος το αριστερό του μπράτσο, όταν
κορυφωνόταν η άγρια μάχη κατά των Γαλατών.

[6] Αυτή η επιγραφή υπήρχε, προτού αρπάξει ο στρατός του Σύλλα και τ' άλλα στην
Αθήνα και τις ασπίδες στη στοά του Ελευθερίου Δία. Τότε στις Θερμοπύλες, οι
Έλληνες μετά τη μάχη έθαβαν τους δικούς τους και σκύλευαν τους βαρβάρους, αλλά οι
Γαλάτες δεν έστειλαν κήρυκα για να θάψουν τους νεκρούς τους και αδιαφόρησαν αν θα
θάβονταν στη γη ή αν θα γίνονταν βορά θηρίων ή των πουλιών που κυνηγούν πτώματα.

[7] Πιστεύω ότι τους έπεισαν να αδιαφορήσουν για την ταφή των νεκρών τους δύο
πράγματα• για να φοβίσουν τους εχθρούς και επειδή συνήθιζαν να μην νιώθουν οίκτο
για τους πεθαμένους. Στη μάχη σκοτώθηκαν σαράντα Έλληνες. Όσο για τους
βαρβάρους, δεν μπορεί να υπολογίσει κανείς με ακρίβεια, γιατί πολλοί απ' αυτούς
χάθηκαν στη λάσπη.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 22


[1] Την έβδομη μέρα ύστερα από τη μάχη ένας λόχος Γαλατών προσπάθησε να ανεβεί
στην Οίτη από τη μεριά της Ηράκλειας. Εκεί υπάρχει στενό μονοπάτι που φτάνει μέχρι
τα ερείπια της Τραχίνας• πάνω από την πόλη υπήρχε τότε το ιερό της Τραχινίδας
Αθηνάς και αφιερώματα σ' αυτό. Είχαν την ελπίδα λοιπόν ότι από το μονοπάτι θα
ανέβαιναν στην Οίτη και ότι από εκεί, ως δευτερεύουσα επιχείρηση, θα λεηλατούσαν
το ιερό... φρουρά του Τελέσαρχου. Όταν νίκησαν τους βαρβάρους στη μάχη,
σκοτώθηκε ο ίδιος ο Τελέσαρχος, άνδρας αφοσιωμένος στους Έλληνες περισσότερο
από κάθε άλλον.

[2] Οι άλλοι αρχηγοί των βαρβάρων φοβήθηκαν τους Έλληνες και βρίσκονταν σε
αδιέξοδο για το μέλλον, γιατί έβλεπαν πως οι επιχειρήσεις δεν εξελίσσονταν καλά. Ο
Βρέννος σκέφτηκε τότε πως αν εξανάγκαζε τους Αιτωλούς σε υποχώρηση στην πατρίδα
τους την Αιτωλία, θα γινόταν ευκολότερος ο πόλεμος γι' αυτόν κατά των Ελλήνων.
Διάλεξε λοιπόν σαράντα χιλιάδες πεζούς και οχτακόσιους ιππείς και όρισε επικεφαλής
σ' αυτούς τον Ορεστόριο και τον Κόμβουτη.

[3] Αυτοί προχωρώντας πίσω στις γέφυρες του Σπερχειού και μέσω της Θεσσαλίας
εισέβαλαν στην Αιτωλία. Ο Ορεστόριος και ο Κόμβουτις ήταν αυτοί που διέπραξαν σε
βάρος των Καλλιέων τα πιο ανόσια πράγματα, που γνωρίζουμε επειδή τα ακούσαμε και
που δεν μοιάζουν με καμιά παράτολμη ανθρώπινη πράξη. Έσφαξαν όλους τους άνδρες
και με τον ίδιο τρόπο τους γέρους και τα μωρά πάνω στο στήθος της μητέρας τους•
αφού σκότωναν όσα ήταν παχύτερα από το γάλα, οι Γαλάτες έπιναν το αίμα τους και
έτρωγαν τις σάρκες τους.

[4] Οι γυναίκες και όσες παρθένες ήταν σε ώρα γάμου, όσες είχαν κάποια υπερηφάνεια,
αυτοκτονούσαν, ενώ κυριευόταν η πόλη. Όσες έμειναν ζωντανές υπέφεραν κάθε είδους
εξευτελισμό εξαναγκαζόμενες με τη βία, γιατί αυτοί δεν ένιωθαν ούτε έλεος ούτε και
έρωτα. Όσες γυναίκες έβρισκαν τα μαχαίρια των Γαλατών αυτοκτονούσαν. Οι
υπόλοιπες γρήγορα πέθαναν από την πείνα και την αϋπνία, γιατί οι ακόλαστοι βάρβαροι
ασελγούσαν ο ένας μετά τον άλλον και συνευρίσκονταν αδιακρίτως με ετοιμοθάνατες
ακόμα και με πεθαμένες.

[5] Οι Αιτωλοί έμαθαν από αγγελιαφόρους τι είδους συμφορά τους βρήκε και
οδηγώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τον στρατό τους από τις Θερμοπύλες έτρεξαν
στην Αιτωλία, οργισμένοι για τα παθήματα των Καλλιέων, αλλά πιο πολύ επιθυμώντας
να σώσουν όσες πόλεις δεν είχαν ακόμα κυριευτεί. Απ' όλες τις πόλεις της πατρίδας
κατατάσσονταν στον στρατό όσοι βρίσκονταν σε μάχιμη ηλικία και ανάμεσα τους
υπήρχαν και γέροντες από ανάγκη και γενναιοψυχία. Ακόμα και οι γυναίκες
στρατεύονταν με τη θέλησή τους και η οργή τους για τους Γαλάτες ήταν μεγαλύτερη
και απ' αυτή των ανδρών.

[6] Αφού οι βάρβαροι λεηλάτησαν τα σπίτια και τα ιερά και πυρπόλησαν το Κάλλιο,
επέστρεφαν από τον ίδιο δρόμο. Τότε οι Πατρείς, οι μόνοι από τους Αχαιούς που ήρθαν
σε βοήθεια των Αιτωλών, αντιτάχθηκαν στους βαρβάρους, γιατί είχαν εκπαιδευμένους
οπλίτες, αλλά υπέφεραν πολλά εξαιτίας του πλήθους των Γαλατών και της απελπισίας
τους στη μάχη. Οι Αιτωλοί στο μεταξύ και οι γυναίκες της Αιτωλίας είχαν παραταχτεί
κατά μήκος όλου του δρόμου και έριχναν ακόντια στους βαρβάρους• και καθώς εκείνοι
δεν είχαν τίποτε άλλο εκτός από τους ντόπιους θυρεούς, λίγες φορές έχαναν τον στόχο
τους. Όταν τους κυνηγούσαν, αυτοί εύκολα ξέφευγαν και μόλις επέστρεφαν από την
καταδίωξη αυτοί έκαναν αμέσως νέα επίθεση.

[7] Παρ' όλο που οι συμφορές των Καλλιέων ήταν τόσο μεγάλες, ώστε να φαίνονται
αληθινά όσα είχε γράψει ο Όμηρος για τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, η
εκδίκηση τους όμως ήταν αντάξια• από τους σαράντα χιλιάδες οκτακόσιους βαρβάρους
που επιτέθηκαν λιγότεροι από τους μισούς επέστρεψαν σώοι στο στρατόπεδο στις
Θερμοπύλες.

[8] Στους Έλληνες στις Θερμοπύλες συνέβαιναν και άλλα στο ίδιο διάστημα. Μέσα από
το όρος Οίτη περνούν δύο μονοπάτια• το ένα πάνω από την Τραχίνα και στο
μεγαλύτερο μέρος απόκρημνο και πολύ ανηφορικό, ενώ από το άλλο, που περνά από τη
χώρα των Αινιάνων, είναι ευκολότερη η διέλευση του στρατού και από εκεί είχε
επιτεθεί στα νώτα των Ελλήνων που ήταν με τον Λεονίδα και ο Μήδος Υδάρνης.

[9] Απ' αυτό τον δρόμο υποσχέθηκαν οι Ηρακλεώτες και οι Ανιάνες να οδηγήσουν τον
Βρέννο, όχι από κακή πρόθεση προς τους Έλληνες, αλλά επειδή ήθελαν να διώξουν
τους Κελτούς από τη χώρα τους και να μην την καταστρέφουν μένοντας για πολύ χρόνο
εκεί. Μου φαίνεται ότι ο Πίνδαρος είπε την αλήθεια και γι' αυτό, ότι δηλαδή καθένας
υποφέρει για τις δικές του συμφορές και δεν φροντίζει καθόλου για τα πράγματα των
άλλων.

[10] Τώρα λοιπόν ο Βρέννος είχε ξεσηκωθεί με την υπόσχεση των Αινιάνων και των
Ηρακλεωτών. Αφησε τον Ακιχώριο στον στρατό, με την εντολή να επιτεθούν κι
εκείνοι, όταν θα είχαν περικυκλώσει τους Έλληνες. Ο ίδιος διάλεξε σαράντα χιλιάδες
στρατιώτες και προχώρησε μέσα από το μονοπάτι.

[11] Εκείνη την ημέρα έτυχε να πέσει τόση πολλή ομίχλη στο βουνό και να
σκοτεινιάσει εξαιτίας αυτής ο ήλιος, ώστε οι Φωκείς που φρουρούσαν το μονοπάτι δεν
αντιλήφθηκαν πρωτύτερα τους βαρβάρους να έρχονται, παρά μόνον όταν πλησίασαν.
Αυτοί τότε άρχισαν τη μάχη, ενώ οι άλλοι αντιστάθηκαν σθεναρά, αλλά στο τέλος
απωθήθηκαν και έφυγαν από το μονοπάτι. Έτρεξαν λοιπόν στους συμμάχους και
ανακοίνωσαν όσα είχαν συμβεί, προτού οι Έλληνες τους περικυκλώσουν από παντού.

[12] Τότε οι Αθηναίοι πρόφτασαν να απομακρύνουν τους Έλληνες από τις Θερμοπύλες
με τις τριήρεις. Έτσι διασκορπίστηκαν ο καθένας στην πατρίδα του και ο Βρέννος,
χωρίς να χάσει χρόνο, βάδισε κατά των Δελφών, προτού φτάσει από το στρατόπεδο ο
Ακιχώριος με τους δικούς του. Οι κάτοικοι των Δελφών έτρεξαν φοβισμένοι στο
μαντείο, αλλά ο θεός δεν τους άφησε να φοβούνται και τους ανήγγειλε ότι θα
υπερασπιζόταν ο ίδιος ό,τι του ανήκε.

[13] Ήρθαν και οι παρακάτω Έλληνες για να βοηθήσουν τον θεό• Φωκείς απ' όλες τις
πόλεις, τετρακόσιοι οπλίτες από την Άμφισσα, λίγοι από τους Αιτωλούς αμέσως μόλις
άκουσαν ότι προελαύνουν οι βάρβαροι, και χίλιοι διακόσιοι άνδρες που οδήγησε
αργότερα ο Φιλόμηλος. Στον στρατό του Ακιχωρίου επιτέθηκαν οι ακμαιότεροι
Αιτωλοί, οι οποίοι δεν άρχισαν τη μάχη, αλλά έκαναν επιθέσεις κατά των τελευταίων,
καθώς εκείνοι βάδιζαν, αρπάζοντας τις αποσκευές και σκοτώνοντας τους άνδρες. Μ'
αυτό τον τρόπο λοιπόν καθυστερούσαν την πορεία τους. Ο Ακιχώριος είχε αφήσει γύρω
από την Ηράκλεια τμήμα του στρατού, για να φυλάσσει τα πράγματα του στρατοπέδου.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 23

[1] Εναντίον του Βρέννου είχε αντιταχθεί ο στρατός των Ελλήνων, που είχε
συγκεντρωθεί στους Δελφούς, αλλά και ο θεός έδωσε πολύ γρήγορα στους βαρβάρους
σημάδια, που ήταν τα πιο εμφανή απ' όσα γνωρίζω• γιατί όλη η γη, που καταλάμβανε
το στρατόπεδο των Γαλατών, σειόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας βίαια και
έπεφταν συνεχείς βροντές και κεραυνοί.

[2] Αυτά φόβισαν τους Κελτούς και τους εμπόδιζαν να ακούσουν τις διαταγές. Όσα
έρχονταν από τον ουρανό δεν έκαιγαν μόνο αυτόν πάνω στον οποίο έπεφταν, αλλά και
όσους βρίσκονταν γύρω του, καθώς και τα όπλα τους. Τότε εμφανίστηκαν και τα
φαντάσματα των ηρώων, ο Υπέροχος, ο Λαόδοκος και ο Πύρρος• άλλοι αναφέρουν και
τέταρτο τοπικό ήρωα των Δελφών, τον Φύλακο.

[3] Ανάμεσα στους πολυάριθμους Φωκείς που σκοτώθηκαν πολεμώντας ήταν κι ο


Αλεξίμαχος, που στη μάχη αυτή εξαιτίας της νεανικής του ηλικίας ανάμεσα στους
Έλληνες, της σωματικής δύναμης και του γενναίου φρονήματος σκότωσε πολλούς
βαρβάρους. Οι Φωκείς έφτιαξαν εικόνα του Αλεξιμάχου και την έστειλαν στον
Απόλλωνα στους Δελφούς.

[4] Όλη την ημέρα οι βάρβαροι δοκίμαζαν συμφορές και τρόμο. Τη νύχτα όμως έμελλε
να πάθουν χειρότερα, γιατί απλώθηκε παγωνιά και μαζί με το κρύο χιόνι. Από τον
Παρνασσό άρχισαν να κυλούν μεγάλες πέτρες και να κατολισθαίνουν βράχοι, που
έπεφταν πάνω στους βαρβάρους και τους αφάνιζαν όχι έναν έναν ή ανά δυο, αλλά ανά
τριάντα και ακόμη περισσότερους, που σκοτώνονταν αθρόοι από το πέσιμο των
βράχων, όταν τύχαινε να φρουρούν ή να αναπαύονται στο ίδιο μέρος.

[5] Όταν ξημέρωσε, τους επιτέθηκαν από τους Δελφούς οι Έλληνες, άλλοι στέλνοντας
τον στρατό τους κατευθείαν, ενώ οι Φωκείς, επειδή ήξεραν καλύτερα τον τόπο,
κατέβηκαν μέσα στο χιόνι από τα απότομα μέρη του Παρνασσού και έφτασαν κρυφά
στα νώτα των Κελτών• πετούσαν ακόντια και έριχναν με τόξα, δίχως να φοβούνται
καθόλου τους βαρβάρους.

[6] Όταν άρχισε η μάχη, οι άνδρες του Βρέννου –αυτοί ήταν οι ψηλότεροι και οι
γενναιότεροι από τους Γαλάτες– αμύνθηκαν με σθένος, παρά το γεγονός ότι βάλλονταν
από παντού και υπέφεραν, κυρίως οι πληγωμένοι, από το κρύο. Όταν όμως ο Βρέννος
πληγώθηκε και τον έβγαλαν λιπόθυμο από τη μάχη, οι βάρβαροι, επειδή οι Έλληνες
έκαναν επιθέσεις από παντού, αποχωρούσαν χωρίς τη θέλησή τους και σκότωναν όσους
δεν μπορούσαν από τα τραύματα και την αρρώστια να τους ακολουθήσουν.

[7] Στρατοπέδευσαν εκεί που τους βρήκε η νύχτα καθώς υποχωρούσαν και τη νύχτα
τους κατέλαβε Πανικός φόβος• λένε ότι ο φόβος απ' αυτόν [τον θεό Πάνα] γεννιέται
χωρίς καμιά αιτία. Έπεσε λοιπόν το βράδυ στο στράτευμα ταραχή και λίγοι στην αρχή
παραφρόνησαν και νόμιζαν ότι άκουγαν ποδοβολητό αλόγων που έρχονταν εναντίον
τους και έφοδο εχθρών• πολύ γρήγορα η ψευδαίσθηση μεταδόθηκε σ' όλους.

[8] Πήραν λοιπόν τα όπλα και αφού χωρίστηκαν σκότωναν ο ένας τον άλλον, χωρίς να
αναγνωρίζουν ούτε τη ντόπια γλώσσα ούτε τα πρόσωπα μεταξύ τους ούτε το σχήμα των
θυρεών• αλλά και οι δύο παρατάξεις, εξαιτίας των ψευδαισθήσεων, νόμιζαν ότι αυτοί
που τους αντιστέκονταν είναι Έλληνες και ότι τα όπλα και η γλώσσα τους ήταν της
Ελλάδας. Η μανία που προξενήθηκε από τον θεό συντέλεσε στον φόνο των
περισσότερων Γαλατών.

[9] Οι πρώτοι που έμαθαν όσα συνέβησαν τη νύχτα στους βαρβάρους και ειδοποίησαν
τους 'Ελληνες, ήταν όσοι από τους Φωκείς είχαν μείνει εκεί για να φυλάσσουν τα ζώα
τους. Οι Φωκείς τότε αναθάρρησαν και επιτέθηκαν με μεγαλύτερη ορμή στους
Κελτούς. Φρουρούσαν τότε με περισσότερες δυνάμεις τα αγροκτήματά τους και δεν
τους άφηναν χωρίς μάχη να αρπάζουν από τη χώρα όσα χρειάζονταν και με αποτέλεσμα
όλος ο στρατός των Γαλατών να υποφέρουν από έλλειψη σιταριού και άλλων
τροφίμων.

[10] Τελικά, στη Φωκίδα σκοτώθηκαν λιγότεροι από έξι χιλιάδες στις μάχες, ενώ τη
χειμωνιάτικη νύχτα και αργότερα στον Πανικό φόβο χάθηκαν πάνω από δέκα χιλιάδες
και άλλοι τόσοι από την πείνα.

[11] Στους Δελφούς ήρθαν κάποιοι Αθηναίοι για να εξετάσουν την κατάσταση• όταν
επέστρεψαν, ανακοίνωσαν ανάμεσα στ' άλλα που συνέβησαν στους βαρβάρους και την
παρέμβαση του θεού. Αυτοί εκστράτευσαν και περνώντας από τη Βοιωτία ενώθηκαν με
τους Βοιωτούς. Μόλις πλησίασαν και οι δύο τους βαρβάρους έστηναν ενέδρες και
σκότωναν διαρκώς τους τελευταίους.

[12] Την προηγούμενη νύχτα ενώθηκαν με τον στρατό του Βρέννου που υποχωρούσε
και αυτοί που ήταν με τον Ακιχώριο. Οι Αιτωλοί, πετώντας συνέχεια ακόντια και ό,τι
άλλο έβρισκαν, τους καθυστερούσαν, ώστε μικρό τμήμα απ' αυτούς διασώθηκε στο
στρατόπεδο στην Ηράκλεια. Υπήρχαν ελπίδες να σωθεί ο Βρέννος από τα τραύματα.
Λένε ότι από τον φόβο και τη ντροπή για τους πολίτες, επειδή έγινε αιτία συμφορών
στην Ελλάδα, αυτοκτόνησε πίνοντας ανέρωτο κρασί.

[13] Ύστερα απ' αυτό οι βάρβαροι έφτασαν στον Σπερχειό με δυσκολία, ενώ οι Αιτωλοί
έκαναν εναντίον τους σφοδρές επιθέσεις. Όταν έφτασαν στον Σπερχειό, οι Θεσσαλοί
και οι Μαλιείς, που ήταν εκεί παραταγμένοι, σκότωσαν τόσους ώστε δεν άφησαν
κανένα Γαλάτη να γυρίσει σώος στην πατρίδα του.

[14] Η εκστρατεία των Κελτών κατά της Ελλάδας και η καταστροφή τους έγινε όταν
άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Αναξικράτης, τη δεύτερη χρονιά της εκατοστής εικοστής
πέμπτης ολυμπιάδας, τότε που νίκησε στο στάδιο ο Λάδας από το Αίγιο. Τον επόμενο
χρόνο, όταν άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Δημοκλής, οι Κελτοί πέρασαν πάλι στην
Ασία.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο


"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 24

[1] Ας γνωρίζει λοιπόν κανείς ότι έτσι έγιναν τα πράγματα. Στον πρόναο στους
Δελφούς είναι γραμμένα ρητά χρήσιμα για τη ζωή των ανθρώπων, που γράφτηκαν απ'
αυτούς που οι Έλληνες λένε ότι έγιναν σοφοί. Αυτοί ήταν από την Ιωνία ο Θαλής ο
Μιλήσιος και ο Βίας ο Πριηνέας, ο Πιττακός ο Μυτιληναίος από τους Αιολείς της
Λέσβου, ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος από τους Δωριείς της Ασίας, ο Αθηναίος Σόλωνας
και ο Σπαρτιάτης Χίλωνας. Ο Πλάτωνας, ο γιος του Αρίστωνα, αναφέρει έβδομο αντί
για τον Περίανδρο, τον γιο του Κυψέλου, τον Μύσωνα τον Χηνέα• οι Χήνες είναι
κωμόπολη στο βουνό Οίτη. Αυτοί λοιπόν οι άνδρες πήγαν στους Δελφούς και
αφιέρωσαν στον Απόλλωνα τα αποφθέγματα «Γνώρισε τον εαυτό σου» και «Τίποτε
υπερβολικό».

[2] Αυτοί λοιπόν έγραψαν εδώ τα αποφθέγματα και πάνω σε στήλη μπορεί να δει
κανείς χάλκινη εικόνα του Ομήρου και να διαβάσει τον χρησμό, που λένε ότι δόθηκε
στον Όμηρο:

Ευτυχισμένε και δυστυχισμένε, γιατί και για τα δυο γεννήθηκες, ζητάς την πατρίδα σου.
Έχεις μόνο μητρική και όχι πατρική γη.

Το νησί Ίος είναι η πατρίδα της μητέρας σου και όταν πεθάνεις θα σε δεχτεί. Πρόσεχε
τα αινίγματα των μικρών παιδιών.

Οι κάτοικοι της Ίου δείχνουν και μνήμα του Ομήρου στο νησί τους. Σ' άλλο μέρος είναι
θαμμένη η Κλυμένη και λένε ότι αυτή είναι μητέρα του Ομήρου.

[3] Οι Κύπριοι, που επίσης διεκδικούν τον Όμηρο, λένε ότι μητέρα του ήταν κάποια
ντόπια, η Θεμιστώ, και ότι ο Εύκλος είχε προφητέψει τη γέννηση του Ομήρου στους
εξής στίχους:

Στη θαλασσοδαρμένη Κύπρο κάποτε θα έρθει σπουδαίος ποιητής, που γα γεννήσει στα
χωράφια της η θεϊκή Θεμιστώ, πολύ ονομαστό, μακριά από την πλούσια Σαλαμίνα.
Αφού αφήσει την Κύπρο θα χτυπηθεί και θα βγει από τα κύματα, μόνος αυτός θα
ψάλλει πρώτος τις συμφορές της ευρύχωρης Ελλάδας και θα μείνει αθάνατος και
αγέραστος για πάντα.

Αυτά άκουσα και διάβασα τους χρησμούς, χωρίς να γράψω τη δική μου άποψη για την
πατρίδα και την ηλικία του Ομήρου.

[4] Στον ναό έχουν φτιάξει βωμό του Ποσειδώνα, επειδή το παλιότερο μαντείο ανήκε
και στον Ποσειδώνα. Υπάρχουν και δύο αγάλματα των Μοιρών• αντί για την τρίτη,
έχουν στήσει τον Μοιραγέτη Δία και τον Μοιραγέτη Απόλλωνα. Μπορεί να δει κανείς
εστία, πάνω στην οποία σκότωσε ο ιερέας του Απόλλωνα τον Νεοπτόλεμο, τον γιο του
Αχιλλέα. Έχω ήδη αφηγηθεί αλλού τα σχετικά με τον θάνατο του Νεοπτόλεμου.

[5] Κοντά στην εστία είναι αφιερωμένος ο θρόνος του Πίνδαρου• ο θρόνος είναι από
σίδηρο και λένε ότι σ’ αυτόν καθόταν ο Πίνδαρος, όταν ερχόταν στου Δελφούς, και
έψελνε τους ύμνους του στον Απόλλωνα. Στα ενδότερα του ναού μπαίνουν λίγοι και
εκεί είναι αφιερωμένο κι άλλο χρυσό άγαλμα του Απόλλωνα.

[6] Βγαίνοντας από τον ναό και στρίβοντας αριστερά, υπάρχει περίβολος και μέσα σ'
αυτόν τάφος του Νεοπτόλεμου, γιου του Αχιλλέα. Οι κάτοικοι των Δελφών του
προσφέρουν εναγισμούς κάθε χρόνο. Ανεβαίνοντας από το μνήμα ψηλότερα βρίσκεις
μικρό βράχο• σ' αυτόν καθημερινά χύνουν λάδι και σε κάθε γιορτή προσφέρουν
ακατέργαστο μαλλί. Υπάρχει και μύθος ότι αυτός ο βράχος δόθηκε στον Κρόνο αντί
του γιου του και ότι αμέσως έκανε εμετό και τον έβγαλε ο Κρόνος.

[7] Επιστρέφοντας στον ναό, μετά την επίσκεψη στον βράχο, υπάρχει πηγή που λέγεται
Κασσοτίς. Εκεί υπάρχει μικρό τείχος και περνώντας απ' αυτό ανεβαίνουμε στην πηγή.
Λένε ότι το νερό της Κασσοτίδας κατεβαίνει στη γη και στο άδυτο του θεού και δίνει
στις γυναίκες μαντικές ικανότητες. Λένε ότι πήρε το όνομα της από μια νύμφη του
Παρνασσού.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 25

[1] Πάνω από την Κασσοτίδα υπάρχει οίκημα, που έχει ζωγραφιές του Πολυγνώτου.
Είναι αφιέρωμα των Κνιδίων και οι κάτοικοι των Δελφών το ονομάζουν Λέσχη, επειδή
εδώ άλλοτε μαζεύονταν για να συζητήσουν σοβαρά ζητήματα και μύθους. Τέτοια
υπήρχαν πολλά στην Ελλάδα, όπως λέει ο Όμηρος στα πικρά λόγια της Μελανθώς προς
τον Οδυσσέα:

Δεν θέλεις να κοιμηθείς σε χαλκοστολισμένο σπίτι ή σε κάποια λέσχη, αντί να φλυαρείς


εδώ.

[2] Μπαίνοντας στο οίκημα αυτό, βλέπεις όλη τη ζωγραφιά στα δεξιά να απεικονίζει
την άλωση του Ιλίου και τον απόπλου των Ελλήνων. Ετοιμάζουν την αναχώρηση του
Μενελάου και είναι ζωγραφισμένο το πλοίο και ανάμεσα στους ναύτες διακρίνεις
άνδρες καί παιδιά και στη μέση του πλοίου τον κυβερνήτη Φρόντη να κρατάει δυο
κοντάρια. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Νέστορας μιλάει στον Τηλέμαχο μεταξύ άλλων και
για τον Φρόντη• ήταν γιος του Ονήτορα και κυβερνήτης του Μενελάου, φημισμένος για
την τέχνη του και πέθανε όταν έπλεε γύρω από το Σούνιο της Αττικής. Μέχρι τότε ο
Μενέλαος ταξίδευε με τον Νέστορα, αλλά μετά έμεινε πίσω για να φτιάξει μνήμα στον
Φρόντη και να τον τιμήσει όπως αξίζει στους νεκρούς.

[3] Αυτός λοιπόν είναι στη ζωγραφιά του Πολυγνώτου και κάτω απ' αυτόν ο Ιθαιμένης
που μεταφέρει εσθήτα και ο Εχοίακας που κατεβαίνει από την αποβάθρα, κρατώντας
χάλκινη υδρία. Ο Πολίτης, ο Στρόφιος και ο Αλφιός μαζεύουν τη σκηνή του Μενελάου,
που είναι κοντά στο πλοίο. Ο Αμφίαλος μαζεύει άλλη σκηνή και στα πόδια του
Αμφιάλου κάθεται ένα παιδί• δεν υπάρχει επιγραφή για το παιδί και ο Φρόντις είναι ο
μόνος που έχει γένια. Μόνο το όνομα αυτού πήρε από την Οδύσσεια ο Πολύγνωτος,
ενώ τ' άλλα ονόματα μου φαίνεται ότι τα έπλασε ο ίδιος.
[4] Απεικονίζεται όρθια η Βρισηίς, πάνω απ' αυτήν η Διομήδη και μπροστά στις δύο η
Ίφις• όλες μοιάζουν να εξετάζουν τη μορφή της Ελένης. Η Ελένη είναι καθιστή και
δίπλα της ο Ευρυβάτης• νομίζω ότι ήταν κήρυκας του Οδυσσέα, αλλά δεν έχει γένια. Η
Θεραπαινίδα Πανθαλίς στέκει δίπλα στην Ελένη και η Ηλέκτρα φορά τα σανδάλια της
κυρίας της. Ο Όμηρος δίνει διαφορετικά ονόματα στην Ιλιάδα, όταν παρουσιάζει την
Ελένη και τις δούλες της να πηγαίνουν στο τείχος.

[5] Πάνω από την Ελένη κάθεται άνδρας, που φορά κόκκινο ιμάτιο και είναι πολύ
θλιμμένος• καταλαβαίνει κανείς ότι είναι ο Έλενος, ο γιος του Πριάμου, προτού
διαβάσει το επίγραμμα. Κοντά στον Έλενο είναι ο Μέγης• ο Μέγης είναι
τραυματισμένος στον βραχίονα, όπως έγραψε και στο έργο του Ιλίου πέρσις ο
Πυρραίος Λέσχεως, ο γιος του Αισχυλίνου. Αυτός λέει ότι χτυπήθηκε από τον Άδμητο,
τον γιο του Αυγεία, στη μάχη που έκαναν νύχτα οι Τρώες.

[6] Δίπλα στον Μέγη είναι ζωγραφισμένος ο Λυκομήδης, ο γιος του Κρέοντα, με
τραύμα στον καρπό• ο Λέσχεως γράφει ότι τον τραυμάτισε ο Αγήνορας. Είναι φανερό
ότι ο Πολύγνωτος δεν θα είχε φτιάξει έτσι τις πληγές, αν δεν είχε διαβάσει τα ποιήματα
του Λέσχεω• προσθέτει όμως μια στον αστράγαλο του Λυκομήδη και μία τρίτη στο
κεφάλι του. Τραυματισμένος είναι και ο Ευρύαλος, γιος του Μηκιστέα, στο κεφάλι και
στον καρπό του χεριού.

[7] Αυτοί εικονίζονται στη ζωγραφιά πάνω από την Ελένη. Μετά την Ελένη είναι η
μητέρα του Θησέα με κοντοκουρεμένα μαλλιά και ο Δημοφώντας, ένας από τους γιους
του Θησέα αναρωτιέται, όπως φαίνεται από τη στάση του, πώς θα μπορέσει να σώσει
την Αίθρα. Οι Αργείοι λένε ότι ο Θησέας είχε άλλον ένα γιο, τον Μελάνιππο, από την
κόρη του Σίνη και ότι ο Μελάνιππος νίκησε στον αγώνα δρόμου, όταν οι λεγόμενοι
Επίγονοι διοργάνωσαν, δεύτεροι μετά τον Άδραστο, τα Νέμεια.

[8] Ο Λέσχεως γράφει για την Αίθρα ότι, όταν κυριεύτηκε το Ίλιο, μπήκε κρυφά στο
στρατόπεδο των Ελλήνων, όπου την αναγνώρισαν τα παιδιά του Θησέα, και ο
Δημοφώντας τη ζήτησε από τον Αγαμέμνονα• εκείνος του απάντησε ότι θέλει να του
κάνει αυτή τη χάρη, αλλά όχι προτού ρωτήσει την Ελένη. Έστειλε αγγελιαφόρο στην
Ελένη και εκείνη του έκανε τη χάρη. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Ευρυβάτης απεικονίζεται
την ώρα που έρχεται στην Ελένη για την Αίθρα και ρωτά όσα του παράγγειλε ο
Αγαμέμνονας.

[9] Οι Τρωαδίτισσες φαίνονται να είναι ήδη αιχμάλωτες και να θρηνούν. Είναι


ζωγραφισμένη η Ανδρομάχη και δίπλα το παιδί της που κρατάει το στήθος της. Ο
Λέσχεως γράφει ότι τον σκότωσαν ρίχνοντάς τον από τα τείχη• όμως δεν το
αποφάσισαν οι Έλληνες, αλλά ο ίδιος ο Νεοπτόλεμος θέλησε να τον σκοτώσει με τα
ίδια του τα χέρια. Είναι ζωγραφισμένη και η Μηδεσικάστη, από τις νόθες κόρες του
Πριάμου κι αυτή• ο Όμηρος λέει ότι πήγε στην πόλη Πήδαιο και παντρεύτηκε τον
Ίμβριο, τον γιο του Μέντορα.

[10] Η Ανδρομάχη και η Μηδεσικάστη φορούν καλύμματα στο κεφάλι, ενώ η


Πολυξένη έχει τα μαλλιά της σηκωμένα και πλεγμένα, όπως συνηθίζουν οι παρθένες.
Οι ποιητές ψάλλουν ότι πέθανε πάνω στο μνήμα του Αχιλλέα και έχω δει ζωγραφιές
στην Αθήνα και στην πέρα από τον Κάικο Πέργαμο, που απεικονίζουν τα παθήματα της
Πολυξένης.

[11] Ζωγράφισε και τον Νέστορα να φορά στο κεφάλι πίλο και να κρατά στο χέρι δόρυ.
Φαίνεται και άλογο έτοιμο να κυλιστεί στο χώμα. Μέχρι το άλογο είναι γιαλός και
φαίνονται βότσαλα μέσα σ' αυτόν, αλλά πιο πέρα δεν φαίνεται θάλασσα.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 26

[1] Πιο ψηλά από τις γυναίκες, που είναι ανάμεσα στην Αίθρα και στον Νέστορα,
βρίσκονται και άλλες αιχμάλωτες και η Κλυμένη, η Κρέουσα, η Αριστομάχη και η
Ξενοδίκη. Ο Στησίχορος, στο έργο του Ιλίου πέρσις, αναφέρει την Κλυμένη μεταξύ των
αιχμαλώτων, όπως και στο ποίημα του Νόστοι λέει για την Αριστομάχη ότι ήταν κόρη
του Πριάμου και σύζυγος του Κριτολάου, γιου του Ικετάονα. Δεν γνωρίζω όμως
κανένα ποιητή ή πεζογράφο που να αναφέρει την Ξενοδίκη. Για την Κρέουσα λένε ότι
την έσωσαν από τη δουλεία των Ελλήνων η μητέρα των θεών και η Αφροδίτη, επειδή η
Κρέουσα ήταν σύζυγος του Αινεία. Ο Λέσχεως και τα Κύπρια έπη αναφέρουν την
Ευρυδίκη ως γυναίκα του Αινεία.

[2] Πάνω απ' αυτές είναι ζωγραφισμένες σε κλίνη η Δηινόμη, η Μητιόχη, η Πείσις και
η Κλεοδίκη. Απ' αυτές μόνο η Δηινόμη αναφέρεται στη λεγόμενη μικρά Ιλιάδα και μου
φαίνεται ότι τα ονόματα των υπόλοιπων γυναικών τα έπλασε ο Πολύγνωτος. Ο Επειός
απεικονίζεται γυμνός την ώρα που γκρεμίζει τα τείχη των Τρώων. Μόνο το κεφάλι του
δούρειου ίππου εξέχει πάνω απ' αυτό. Ο Πολυποίτης, γιος του Πειρίθου, έχει δέσει στο
κεφάλι του ταινία, ενώ ο Ακάμας, γιος του Θησέα, στέκει πίσω του με κράνος στο
κεφάλι• στο κράνος υπάρχει λοφίο.

[3] Εκεί είναι και ο Οδυσσέας... και φορά τον θώρακά του ο Οδυσσέας. Ο Αίας, γιος
του Οϊλέα, στέκει μπροστά στον βωμό κρατώντας ασπίδα και ορκίζεται να εκδικηθεί
την Κασσάνδρα. Η Κασσάνδρα κάθεται κάτω και κρατά το άγαλμα της Αθηνάς, όπως
είχε ανατρέψει εκ βάθρων το ξόανο, όταν ο Αίας την έσυρε έξω από την ικεσία της.
Απεικονίζονται και τα παιδιά του Ατρέα, φορώντας κι αυτά κράνη. Ο Μενέλαος κρατά
και ασπίδα, πάνω στην οποία είναι σκαλισμένος δράκοντας, εξαιτίας του θεϊκού
σημείου που φάνηκε την ώρα της θυσίας στην Αυλίδα.

[4] Κάτω απ' αυτούς που ορκίζουν τον Αίαντα, στην ίδια ευθεία με το άλογο που
βρίσκεται δίπλα στον Νέστορα, είναι ο Νεοπτόλεμος που έχει σκοτώσει τον Έλασο –
όποιος κι αν είναι αυτός ο Έλασος. Αυτός εικονίζεται ν' αναπνέει με δυσκολία. Τον
Αστύνοο, τον οποίο αναφέρει και ο Λέσχεως, πεσμένο στα γόνατα τον χτυπά με ξίφος ο
Νεοπτόλεμος. Ο μοναδικός Έλληνας που απεικονίζει ο Πολύγνωτος να σκοτώνει
Τρώες είναι ο Νεοπτόλεμος, επειδή όλη η ζωγραφιά προοριζόταν για τον τάφο του
Νεοπτόλεμου. Ο Όμηρος σ' όλο το ποιητικό έργο του ονομάζει Νεοπτόλεμο τον γιο του
Αχιλλέα. Στα Κύπρια έπη όμως λένε ότι τον ονόμασε Πύρρο ο Λυκομήδης και
Νεοπτόλεμο ο Φοίνικας, επειδή ο Αχιλλέας άρχισε πολύ νέος να πολεμά.
[5] Στη ζωγραφιά εικονίζεται βωμός και μικρό παιδί που φοβισμένο κρατιέται από τον
βωμό. Πάνω στον βωμό υπάρχει χάλκινος θώρακας. Στην εποχή μου ήταν σπάνιο αυτό
το σχήμα θωράκων, αλλά τους φορούσαν παλιά. Ήταν δύο χάλκινα εξαρτήματα, που το
ένα έδενε στο στήθος και το άλλο προστάτευε την πλάτη• τα ονόμαζαν γύαλα.
Προσάρμοζαν το ένα μπροστά και το άλλο πίσω και έπειτα τα συνέδεαν με παραμάνες.

[6] Φαίνεται ότι τους παρείχαν μεγάλη προστασία ακόμα και χωρίς ασπίδες. Γι’ αυτό
και ο Όμηρος αναφέρει για τον Φρύγα Φόρκυνα ότι δεν χρειαζόταν ασπίδα, γιατί
φορούσε γυαλοθώρακα. Εγώ είδα ότι απεικόνισε τέτοιους θώρακες και ο Πολύγνωτος,
αλλά και στον ναό της Εφεσίας Άρτεμης ο Σάμιος Καλλιφώντας απεικόνισε μερικές
γυναίκες να στερεώνουν στον Πάτροκλο τα γύαλα του θώρακα.

[7] Ζωγράφισε τη Λαοδίκη να στέκει πέρα από τον βωμό. Κανένας ποιητής δεν την
αναφέρει ανάμεσα στις αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες και πιστεύω ότι οι Έλληνες άφησαν
τη Λαοδίκη αμέσως ελεύθερη. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει τη φιλοξενία του
Μενελάου και του Οδυσσέα από τον Αντήνορα και πως η Λαοδίκη ήταν σύζυγος του
Ελικάονα, του γιου του Αντήνορα.

[8] Ο Λέσχεως αναφέρει ότι ο Ελικάονας πληγώθηκε στην νυχτερινή μάχη, αλλά λέει
ότι τον αναγνώρισε ο Οδυσσέας και τον τράβηξε ζωντανό έξω από τη μάχη. Εξαιτίας
των φιλικών δεσμών του Μενελάου και του Οδυσσέα με τον οίκο του Αντήνορα, ο
Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος δεν συμπεριφέρθηκαν άσχημα στη γυναίκα του
Ελικάονα. Όσα έγραψε σχετικά με τη Λαοδίκη ο Χαλκιδέας Ευφορίωνας δεν
θεωρούνται καθόλου πιθανά.

[9] Μετά τη Λαοδίκη υπάρχει μαρμάρινη βάση, πάνω στην οποία υπάρχει χάλκινος
λουτήρας. Η Μέδουσα κάθεται στο έδαφος και κρατά τη βάση με τα δυο της χέρια. Στο
ποίημα του Ιμεραίου συγκαταλέγεται κι αυτή μεταξύ των θυγατέρων του Πριάμου.
Κοντά στη Μέδουσα βρίσκεται ηλικιωμένη γυναίκα με κοντοκουρεμένα μαλλιά ή
κάποιος ευνούχος• έχει στα γόνατα γυμνό παιδί, που έχει κλείσει φοβισμένο τα μάτια
με τα χέρια του.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 27

[1] Ανάμεσα στους νεκρούς είναι κάποιος Πήλις που απεικονίζεται γυμνός και
πεσμένος ανάσκελα. Πιο κάτω από τον Πήλη έχουν πέσει νεκροί ο Ηιονέας και ο
Άδμητος και φοράνε ακόμα τους θώρακές τους. Ο Λέσχεως λέει ότι ο Νεοπτόλεμος
σκότωσε τον Ηιονέα, ενώ τον Φιλοκτήτη ο Άδμητος. Πιο ψηλά βρίσκονται άλλοι
νεκροί. Κοντά στον λουτήρα είναι πεσμένος ο Λεώκριτος, ο γιος του Πουλυδάμαντα,
που σκοτώθηκε από τον Οδυσσέα. Πιο πάνω από τον Ηιονέα και τον Άδμητο είναι ο
Κόροιβος, ο γιος του Μύγδονα. Περίφημος τάφος του Κοροίβου βρίσκεται στα σύνορα
των Στεκτορηνών Φρυγών• απ' αυτόν βγήκε η ονομασία Μύγδονες για τους Φρύγες
από τους ποιητές. Ο Κόροιβος είχε πάει να παντρευτεί την Κασσάνδρα και, όπως οι
περισσότεροι πιστεύουν, τον σκότωσε ο Νεοπτόλεμος, ενώ ο Λέσχεως γράφει ότι τον
σκότωσε ο Διομήδης.
[2] Πιο ψηλά από τον Κόροιβο βλέπεις τον Πρίαμο, τον Αξίονα και τον Αγήνορα.
Σύμφωνα με τον Λέσχεω ο Πρίαμος δεν σκοτώθηκε στον βωμό του Ερκείου, αλλά τον
τράβηξε από τον βωμό και τον σκότωσε εύκολα ο Νεοπτόλεμος κοντά στην πόρτα του
σπιτιού του. Όσον αφορά στην Εκάβη, ο Στησίχορος λέει στο ποίημα Ιλίου πέρσις ότι
μεταφέρθηκε στη Λυκία από τον Απόλλωνα. Τον Αξίονα, τον γιο του Πριάμου, ο
Λέσχεως υποστηρίζει ότι τον σκότωσε ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα. Σύμφωνα με
τον ίδιο τον ποιητή, τον Αγήνορα τον σκότωσε ο Νεοπτόλεμος με τα χέρια του.
Φαίνεται λοιπόν ότι τον Αγήνορα τον σκότωσε ο Νεοπτόλεμος, ενώ τον Έχεκλο, τον
γιο του Αγήνορα, ο Αχιλλέας.

[3] Βλέπεις τον Σίνωνα, τον σύντροφο του Οδυσσέα, και τον Αγχίαλο, που
παριστάνονται να μεταφέρουν έξω το πτώμα του Λαομέδοντα. Στη ζωγραφιά υπάρχει
άλλος ένας νεκρός, που έχει γραμμένο το όνομα Έρεσος. Απ' ό,τι ξέρω κανένας ποιητής
δεν αναφέρεται στους άθλους του Ερέσου και του Λαομέδοντα.

[4] Εκεί είναι και το σπίτι του Αντήνορα. Στην είσοδο έχουν κρεμάσει το δέρμα
λεοπάρδαλης, που για τους 'Ελληνες σήμαινε ότι δεν έπρεπε να πειράξουν το σπίτι του
Αντήνορα. Η Θεανώ απεικονίζεται με τους γιους της. Ο Γλαύκος κάθεται πάνω στα
γύαλα του θώρακα, ενώ ο Ευρύμαχος σε πέτρα. Δίπλα του βλέπεις τον Αντήνορα και
στη συνέχεια την κόρη του Αντήνορα Κρινώ• η Κρινώ κρατά το μωρό της. Στα
πρόσωπα όλων των ανθρώπων είναι ζωγραφισμένη η συμφορά που τους βρήκε. Δούλοι
φορτώνουν σ' ένα γάιδαρο το κιβώτιο και άλλα σκεύη. Πάνω στον γάιδαρο κάθεται ένα
μικρό παιδί. Εκεί είναι γραμμένο και ένα δίστιχο ελεγειακό ποίημα του Σιμωνίδη:

Ο Πολύγνωτος, ο γιος του Αγλαοφώντα, από τη Θάσο, ζωγράφισε την άλωση της
ακρόπολης του Ιλίου.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 28

[1] Στην άλλη μεριά της ζωγραφιάς, στα αριστερά της εισόδου, βλέπεις την κάθοδο του
Οδυσσέα στον λεγόμενο Άδη προς αναζήτηση της ψυχής του Τειρεσία, για να τον
ρωτήσει πώς θα σωθεί στην πατρίδα του. Η εικόνα είναι ως εξής. Το νερό που
απεικονίζεται μοιάζει με ποταμό και προφανώς είναι ο Αχέροντας. Στα νερά του, εκεί
που έχουν φυτρώσει καλάμια, υπάρχουν και ψάρια. Το περίγραμμα των ψαριών είναι
τόσο ασαφές, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι σκιές και όχι ψάρια. Στον
ποταμό βλέπεις και μια βάρκα με τον βαρκάρη να κάνει κουπί.

[2] Νομίζω ότι ο Πολύγνωτος βασίστηκε στο ποίημα Μινυάς και συγκεκριμένα στους
στίχους της Μινυάδας που αναφέρονται στον Θησέα και στον Πειρίθουν:

Δεν ήταν τότε στην όχθη το πορθμείο που μεταφέρει τους νεκρούς, με τον γέροντα
Χάρωνα στα κουπιά.

Γι’ αυτό τον λόγο ο Πολύγνωτος ζωγράφισε τον Χάρωνα σαν γέρο.
[3] Οι μορφές στο πλοίο δεν είναι πολύ γνωστές. Ο Τέλλις παριστάνεται ως έφηβος και
η Κλεόβοια ως νεαρή παρθένα. Στα γόνατά της κρατάει μια πυξίδα, σαν εκείνες που
υπάρχουν συνήθως για τη Δήμητρα. Το μόνο που ξέρω για τον Τέλλη ήταν πως ο
ποιητής Αρχίλοχος ήταν τρίτος απόγονος του Τέλλη. Για την Κλεόβοια λένε ότι ήταν η
πρώτη που εισήγαγε τις τελετές της Δήμητρας στη Θάσο από την Πάρο.

[4] Στις όχθες του Αχέροντα υπάρχουν ενδιαφέρουσες παραστάσεις, πιο κάτω από το
πλοίο του Χάρωνα, όπως ένας άνδρας που φέρθηκε άδικα στον πατέρα του και
στραγγαλίζεται από τον πατέρα του. Παλιά οι άνθρωποι τιμούσαν ιδιαιτέρως τους
γονείς, και μπορεί να το δει κανείς, εκτός από αλλού, και στους ονομαζόμενους
Ευσεβείς της Κατάνης. Όταν η λάβα της Αίτνας κυλούσε στην Κατάνη, κανένας δεν
έδωσε σημασία στα χρυσαφικά και στα ασημικά, αλλά ο ένας κουβάλησε τον πατέρα
τους, ενώ ο άλλος τη μητέρα τους προσπαθώντας να γλιτώσουν. Ενώ προχωρούσαν όσο
το δυνατόν πιο γρήγορα, η λάβα και οι φλόγες τους πρόφτασαν, όμως εκείνοι δεν
εγκατέλειψαν τους γονείς τους. Τότε λένε πως το ποτάμι της λάβας χωρίστηκε στα δυο
και παρέκαμψε τους γονείς και τα παιδιά, δίχως να τους πειράξει.

[5] Στην Κατάνη εξακολουθούν να τους τιμούν μέχρι τις μέρες μου. Στη ζωγραφιά του
Πολυγνώτου, κοντά στον γιο που μεταχειριζόταν άδικα τον πατέρα του, τιμωρείται και
ένας ιερόσυλος. Η γυναίκα που τον βασανίζει γνωρίζει και άλλα δηλητήρια και εκείνα
που είναι βλαβερά για τους ανθρώπους.

[6] Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι ήταν πολύ ευσεβείς προς τους θεούς. Αυτό το
απέδειξαν και οι Αθηναίοι, όταν κατέλαβαν το ιερό του Ολυμπίου Δία στις
Συρακούσες, και δεν άγγιξαν τα αφιερώματα του, αλλά επέτρεψαν να το φρουρεί ένας
Συρακούσιος ιερέας. Ακόμα και ο Μήδος Δάτις απέδειξε την ευσέβεια του, όταν
έβγαλε λόγο προς τους Δηλίους, και αργότερα με έργα, όταν επέστρεψε στους
Ταναγραίους στη Δήλο ένα άγαλμα του Απόλλωνα που το βρήκε μέσα σε Φοινικικό
πλοίο. Όλοι τιμούσαν τότε τους θεούς και γι' αυτό και ο Πολύγνωτος ζωγράφισε την
τιμωρία του ιερόσυλου.

[7] Πάνω απ' όσα ανέφερα είναι ο Ευρύνομος. Οι εξηγητές των Δελφών υποστηρίζουν
ότι ο Ευρύνομος είναι δαίμονας του Άδη, που τρώει τις σάρκες των νεκρών και αφήνει
μόνο τα κόκαλα. Το ποίημα του Ομήρου για τον Οδυσσέα, αλλά και η λεγόμενη
Μινυάς και οι Νόστοι –όλα τα ποιήματα που αναφέρονται στον Άδη και σ' όσα
συμβαίνουν εκεί– δεν γνωρίζουν κανένα δαίμονα Ευρύνομο. Θα περιγράψω πάντως τον
Ευρύνομο και την παράσταση του στην εικόνα. Το δέρμα του έχει μελανό χρώμα, σαν
τις μύγες που κάθονται πάνω στα κρέατα, δείχνει τα δόντια του και είναι καθισμένος σε
δέρμα γύπα.

[8] Μετά τον Ευρύνομο, πιο πέρα, βλέπεις την Αύγη από την Αρκαδία και την
Ιφιμέδεια. Η Αύγη είχε πάει στη Μυσία, στην αυλή του Τεύθραντα. Ήταν αυτή από τις
γυναίκες που, σύμφωνα με την παράδοση, ζευγάρωσαν με τον Ηρακλή και γέννησε ένα
παιδί όμοιο με τον πατέρα του. Την Ιφιμέδεια την τιμούν πολύ οι Κάρες στα Μύλασα.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 29


[1] Πάνω απ' αυτούς που ανέφερα είναι οι σύντροφοι του Οδυσσέα, Περιμήδης και
Ευρύλοχος, που μεταφέρουν σφάγια• τα σφάγια είναι μαύρα κριάρια. Μετά απ' αυτούς
είναι καθιστός ένας άνδρας, που σύμφωνα με την επιγραφή ονομάζεται Όκνος.
Παριστάνεται να πλέκει σκοινί, και δίπλα του είναι ένα θηλυκό γαϊδούρι που κατατρώει
το σκοινί που πλέκει ο άνδρας. Για τον Όκνο λένε ότι ήταν πολύ εργατικός άνθρωπος
και είχε μια πολύ σπάταλη γυναίκα. Όσα έβγαζε εκείνος με τη δουλειά του, αυτή
γρήγορα τα ξόδευε.

[2] Ο Πολύγνωτος προφανώς εδώ υπαινίσσεται τη γυναίκα του Όκνου. Γνωρίζω ότι και
οι Ίωνες, όταν θέλουν να δείξουν ότι κάποιος προσπαθεί για ανώφελα πράγματα, λένε
ότι «αυτός πλέκει το σκοινί του Όκνου». Όκνο επίσης ονομάζουν και ένα πουλί οι
μάντεις που εξετάζουν τους οιωνούς. Ο όκνος αυτός είναι ο πιο μεγάλος και ωραίος
από τους ερωδιούς και είναι από τα πιο σπάνια πουλιά.

[3] Είναι ζωγραφισμένος και ο Τιτυός, που δεν τιμωρείται πια. Είναι πολύ
καταβεβλημένος από τη διαρκή τιμωρία, σαν φάντασμα αμυδρό και ακρωτηριασμένο.
Στη συνέχεια, πολύ κοντά σ' αυτόν που στρέφει το σκοινί, μπορεί να δει κανείς και την
Αριάδνη. Κάθεται σε πέτρα και κοιτάζει την αδελφή της Φαίδρα να αιωρείται σε μια
κούνια κρατώντας στα χέρια και από τις δύο πλευρές τα σκοινιά της κούνιας. Η
ζωγραφιά είναι πολύ χαριτωμένη, αλλά υπαινίσσεται και το τέλος της Φαίδρας.

[4] Την Αριάδνη, για την οποία δεν γνωρίζω αν την συνάντησε τυχαία ή της είχε στήσει
επίτηδες ενέδρα, ο Διόνυσος την άρπαξε από τον Θησέα, που τον αντιμετώπισε με
μεγάλο στόλο• δεν πρόκειται για άλλο Διόνυσο, αλλά για εκείνο που έκανε και την
πρώτη εκστρατεία εναντίον των Ινδών και γεφύρωσε πρώτος τον Ευφράτη ποταμό. Η
πόλη που χτίστηκε κοντά στο σημείο που γεφυρώθηκε ο Ευφράτης ονομάστηκε
Ζεύγμα. Υπάρχει στις μέρες μας το χοντρό σχοινί με το οποίο ένωσε τον ποταμό•
ολόγυρα του έχει πλεχτεί κλήμα αμπελιού και κισσού.

[5] Για τον Διόνυσο λέγονται πολλά και από τους Έλληνες και από τους Αιγυπτίους.
Κάτω από τη Φαίδρα μπορείς να δεις την Χλώρη ξαπλωμένη στα γόνατα της Θυίας.
Δεν θα κάνει λάθος, αν υποθέσει κανείς ότι αυτές οι δύο γυναίκες όσο ζούσαν ήταν
στενές φίλες. Η Χλώρις ήταν από τον Ορχομενό της Βοιωτίας, ενώ η άλλη ήταν κόρη
του Κασταλίου από τον Παρνασσό. Η σχετική μ' αυτή παράδοση έχει αναφερθεί και
από άλλους, ότι δηλαδή η Θυία ζευγάρωσε με τον Ποσειδώνα, ενώ η Χλώρις
παντρεύτηκε τον γιο του Ποσειδώνα Νηλέα.

[6] Κοντά στη Θυία στέκει η Πρόκρις, η κόρη του Ερεχθέα. Μετά απ' αυτήν η Κλυμένη
έχει γυρισμένη την πλάτη της προς την Πρόκρη. Στο ποίημα Νόστοι λέγεται ότι η
Κλυμένη ήταν κόρη του Μινύα και γυναίκα του Κεφάλου, του γιου του Δηίονα, με τον
οποίο απέκτησε τον Ίφικλο. Όσον αφορά στην Πρόκρη όλοι λένε πως ζούσε με τον
Κέφαλο πριν την Κλυμένη και τον τρόπο με τον οποίο την σκότωσε ο άντρας της.

[7] Στο βάθος, πιο πίσω από την Κλυμένη είναι η Μεγάρα από τη Θήβα που
παντρεύτηκε τον Ηρακλή, αργότερα όμως την απομάκρυνε, επειδή έχασε όλα τα παιδιά
που απέκτησε μαζί της και θεώρησε τον γάμο τους άτυχο. Πάνω απ' αυτές τις γυναίκες
που ανέφερα είναι η κόρη του Σαλμωνέα καθισμένη σε πέτρα με την Εριφύλη όρθια
δίπλα της. Κάτω από τον χιτώνα της, στο ύψος του λαιμού, προβάλλουν τα
ακροδάχτυλά της. Μπορείς να βγάλεις το συμπέρασμα ότι μέσα στις πτυχές του χιτώνα
κρατά με το ένα από τα χέρια της το ξακουστό περιδέραιο της.

[8] Ψηλότερα από την Εριφύλη ζωγράφισε τον Ελπήνορα και τον Οδυσσέα γονατιστό
να κρατά το ξίφος του πάνω από τον λάκκο. Ο μάντης Τειρεσίας φαίνεται να προχωρά
προς τον λάκκο, ενώ μετά τον Τειρεσία, σε βράχο, είναι καθιστή η μητέρα του
Οδυσσέα Αντίκλεια. Ο Ελπήνορας αντί για άλλο ρούχο φορά τον «φορμό» που
συνήθως φορούν οι ναυτικοί.

[9] Πιο κάτω από τον Οδυσσέα βλέπεις καθισμένους σε θρόνο τον Θησέα που κρατά
στα χέρια δυο ξίφη –το δικό του και του Πειρίθου– και τον Πειρίθου, που κοιτάζει τα
ξίφη. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι είναι στεναχωρημένος για τα ξίφη, επειδή τους
είναι άχρηστα και δεν τους βοήθησαν στα παράτολμα σχέδια τους. Ο Πανύασσις έχει
γράψει στο ποίημα του ότι ο Θησέας και ο Πειρίθους δεν ήταν δεμένοι με σκοινιά
στους θρόνους τους, αλλά η πέτρα είχε γίνει ένα με τη σάρκα τους και αυτή αποτελούσε
τα δεσμά τους.

[10] Τη λεγόμενη φιλία του Θησέα και του Πειρίθου μνημονεύει ο Όμηρος και στα δυο
ποιήματα του. Ο Οδυσσέας παριστάνεται να λέει στους Φαίακες:

Θα έβλεπα τους αρχαίους άνδρες που ήθελα να συναντήσω,τον Θησέα και τον
Πειρίθουν, τα περίφημα παιδιά των θεών.

Και στην Ιλιάδα, όταν ο Νέστορας δίνει συμβουλές στον Αγαμέμνονα και στον
Αχιλλέα, λέει και τα εξής:

Ούτε είδα ποτέ, μα ούτε και θα δω άντρες σαν τον Πειρίθουν και τον Δρύαντα, τον
αρχηγό των λαών, τον Καινέα, τον Εξάδιο, τον ισόθεο Πολύφημο, και τον γιο του
Αιγέα Θησέα, που είναι όμοιος με τους αθάνατους.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 30

[1] Πιο πέρα ο Πολύγνωτος έχει ζωγραφίσει τις κόρες του Πανδάρεω. Ο Όμηρος
παρουσιάζει την Πηνελόπη να λέει ότι οι γονείς των παρθένων πέθαναν εξαιτίας της
οργής των θεών και ότι η Αφροδίτη τις ανέθρεψε ορφανές και ότι οι άλλες θεές τις
προίκισαν με χαρίσματα. Η Ήρα τους έδωσε σύνεση και ομορφιά, η Άρτεμη τους έκανε
δώρο το ψηλό ανάστημα και η Αθηνά τους έμαθε όλες τις γυναικείες δουλειές.

[2] Όταν όμως η Αφροδίτη αναλήφθηκε στον ουρανό για να ζητήσει από τον Δία να
εξασφαλίσει ωραίο γάμο για τις παρθένες, ενώ εκείνη απουσίαζε, άρπαξαν τις παρθένες
οι Άρπυιες και τις παρέδωσαν στις Ερινύες. Αυτά έγραψε ο Όμηρος σχετικά μ' αυτές. Ο
Πολύγνωτος τις απεικόνισε ως παρθένες που φοράνε στεφάνια από λουλούδια και
παίζουν με αστραγάλους και τις ονόμασε Καμειρώ και Κλυτίη. Πρέπει να γνωρίζει
κανείς ότι ο Πανδάρεως ήταν Μιλήσιος από τη Μίλητο της Κρήτης και συνένοχος του
Ταντάλου στο σχέδιο κλοπής και στην επιορκία.
[3] Μετά τις κόρες του Πανδάρεω παριστάνεται ο Αντίλοχος με το ένα πόδι του πάνω
σε βράχο και με το κεφάλι του και το πρόσωπο του μέσα στα δύο του χέρια. Μετά τον
Αντίλοχο είναι ο Αγαμέμνονας που κρατά το σκήπτρο του κάτω από την αριστερή του
μασχάλη και στα χέρια του κρατά ράβδο. Ο Πρωτεσίλαος είναι καθιστός και κοιτάζει
προς τον Αχιλλέα. Πιο ψηλά από τον Αχιλλέα είναι ο Πάτροκλος. Όλοι οι άλλοι εκτός
από τον Αγαμέμνονα δεν έχουν γενειάδα.

[4] Λίγο πιο ψηλά απεικονίζεται ο νεαρός Φώκος, την ώρα που ο γενειοφόρος Ιασέας
αφαιρεί το δαχτυλίδι από το αριστερό χέρι του Φώκου. Αυτό έχει σχέση με την εξής
παράδοση. Όταν ο Φώκος, ο γιος του Αιακού, έφτασε από την Αίγινα στην
ονομαζόμενη Φωκίδα, θέλησε ν' αποκτήσει την εξουσία των κατοίκων της αυτής της
ηπειρωτικής περιοχής και να κατοικήσει ο ίδιος εδώ. Ο Ιασέας έγινε φίλος του και του
έκανε δώρα, μεταξύ των οποίων ένα σφραγιδόλιθο δεμένο με χρυσό. Όταν ο Φώκος
επέστρεψε μετά από λίγο καιρό στην Αίγινα, ο Πηλέας οργάνωσε αμέσως το σχέδιο
δολοφονίας του. Γι’ αυτό και η εικόνα απεικονίζει τη φιλία αυτή παριστάνοντας τον
Ιασέα να θέλει να δει τη σφραγίδα και τον Φώκο να τον αφήνει να την πάρει.

[5] Πιο πάνω απ' αυτούς παριστάνεται η Μαίρα καθισμένη σε βράχο. Στο ποίημα
Νόστοι έχει γραφτεί ότι η Μαίρα πέθανε ενώ ήταν ακόμη παρθένα. Ήταν κόρη του
Προίτου, του γιου του Θέρσανδρου, του γιου του Σίσυφου. Μετά τη Μαίρα είναι ο
Ακταίωνας, γιος του Αρισταίου, και η μητέρα του Ακταίωνα. Κάθονται και οι δύο πάνω
σε δέρμα ελαφιού και κρατάνε στα χέρια τους ένα ελαφάκι. Πιο πέρα είναι ξαπλωμένο
ένα κυνηγόσκυλο, που θυμίζει τη ζωή του Ακταίωνα και τον τρόπο του θανάτου του.

[6] Αν κοιτάξει κανείς χαμηλότερα στη ζωγραφιά, μετά τον Πάτροκλο θα δει τον
Ορφέα καθισμένο σε λόφο να κρατά στο αριστερό του χέρι κιθάρα και με το άλλο χέρι
ν' αγγίζει μια ιτιά• με τα χέρια του αγγίζει τα κλαδιά του δέντρου και στηρίζει το σώμα
του στο ίδιο δέντρο. Φαίνεται ότι πρόκειται για το άλσος της Περσεφόνης, εκεί που,
όπως λέει ο Όμηρος, φυτρώνουν λεύκες και ιτιές. Ο Ορφέας μοιάζει με Έλληνα και
ούτε η εσθήτα ούτε το κάλυμμα του κεφαλιού είναι Θρακικά.

[7] Από την άλλη μεριά της ιτιάς στηρίζεται σ' αυτήν ο Προμέδοντας. Υπάρχουν
μερικοί που πιστεύουν ότι ο Πολύγνωτος επινόησε το όνομα του Προμέδοντα για
λόγους ποιητικούς• μερικοί λένε ότι ήταν Έλληνας που του άρεσαν όλα τα είδη
μουσικής και ιδιαίτερα το άσμα του Ορφέα.

[8] Στο μέρος αυτό της ζωγραφιάς είναι και ο Σχεδίος, ο αρχηγός των Φωκέων στην
Τροία. Μετά απ' αυτόν είναι ο Πελίας καθισμένος σε θρόνο• τα μαλλιά και τα γένια του
είναι λευκά και κοιτάζει τον Ορφέα. Ο Σχεδίος κρατά μαχαίρι και είναι στεφανωμένος
με χλόη. Κοντά στον Πελία είναι ο Θάμυρις, του οποίου τα μάτια δεν φαίνονται καθαρά
και έχει ατημέλητη εμφάνιση. Τα μαλλιά και τα γένια του είναι πλούσια.

[9] Στα πόδια του είναι πεσμένη η λύρα και έχει σπασμένα πλαίσια και χορδές. Πιο
πάνω από τον Θάμυρη παριστάνεται καθισμένος σε βράχο ο Μαρσύας. Κοντά του είναι
ο Όλυμπος με τη μορφή όμορφου αγοριού, που μαθαίνει να παίζει αυλό. Οι Φρύγες των
Κελαινών υποστηρίζουν ότι ο ποταμός που διαρρέει την πόλη τους ήταν άλλοτε ο
περίφημος εκείνος αυλητής. Λένε ακόμα ότι αυτός έγραψε το άσμα για αυλό, το
Μητρώο, και ότι πολέμησαν τους Γαλάτες κατά την εκστρατεία, επειδή τους βοήθησε ο
Μαρσύας• είχαν για άμυνα εναντίον των βαρβάρων το νερό του ποταμού και τη
μελωδία του.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 31

[1] Κοιτώντας το πάνω μέρος της εικόνας, βλέπει κανείς μετά τον Ακταίωνα τον
Αίαντα της Σαλαμίνας, τον Παλαμήδη και τον Θερσίτη να παίζουν κύβους, δηλαδή την
εφεύρεση του Παλαμήδη. Ο άλλος Αίας παρακολουθεί τους δύο που παίζουν. Το
χρώμα του προσώπου του Αίαντα είναι σαν το χρώμα ενός ναυαγού που έχει ακόμη την
άλμη.

[2] Ο Πολύγνωτος έβαλε επίτηδες σε μια μεριά όλους τους εχθρούς του Οδυσσέα. Ο
Αίας του Οϊλέα έγινε εχθρός του Οδυσσέα, επειδή ο Οδυσσέας ξεσήκωσε τον κόσμο να
λιθοβολήσουν τον Αίαντα για το τόλμημά του σε βάρος της Κασσάνδρας. Ο
Παλαμήδης, όπως πληροφορήθηκα από τα Κύπρια έπη, πνίγηκε ενώ ψάρευε, και τον
σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας.

[3] Λίγο πιο ψηλά από τον Αίαντα του Οϊλέα είναι ο Μελέαγρος, ο γιος του Οινέα, και
μοιάζει να κοιτάζει τον Αίαντα. Όλοι τους απεικονίζονται με γένια εκτός από τον
Παλαμήδη. Σχετικά με τον θάνατο του Μελεάγρου ο Όμηρος έγραψε ότι πέθανε, επειδή
η Ερινύα εισάκουσε τις κατάρες της Αλθαίας. Οι λεγόμενες Ηοίες και η Μινυάς, όμως,
συμφωνούν μεταξύ τους στο εξής. Τα έργα αυτά αναφέρουν ότι σκότωσε τον
Μελέαγρο ο Απόλλωνας βοηθώντας τους Κούρητες στον πόλεμο κατά των Αιτωλών.

[4] Τον μύθο σχετικά με τον δαυλό ότι δηλαδή αυτός δόθηκε στις Μοίρες από την
Αλθαία και ότι ο Μελέαγρος δεν θα πέθαινε, αν η φωτιά του δαυλού δεν έσβηνε
εντελώς, και ότι η Αλθαία εξαιτίας του θυμού της τον έκαψε, τον έγραψε ο Φρύνιχος, ο
γιος του Πολυφράδμονα, στο έργο του Πλευρωνίες:

Γιατί δεν γλίτωσε από την κρύα μοίρα, τον έφαγε η γρήγορη φλόγα, καθώς ο δαυλός
καταστράφηκε από τη φοβερή μητέρα που σχεδίασε τη συμφορά του.

Ο Φρύνιχος φαίνεται ότι δεν επεξεργάστηκε τον μύθο περισσότερο, όπως θα έκανε
κανείς αν είχε επινοήσει κάποιο μύθο, αλλά απλώς ανέφερε την παράδοση, που ήταν
ήδη γνωστή σ' όλη την Ελλάδα.

[5] Στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς, μετά τον Θράκα Θάμυρη, βλέπει κανείς καθιστό
τον Έκτορα, να έχει τα δύο του χέρια γύρω από το αριστερό γόνατό του και να μοιάζει
θλιμμένος. Μετά απ' αυτόν είναι καθιστός σε βράχο ο Μέμνονας και μετά τον Μέμνονα
ο Σαρπηδόνας. Ο Σαρπηδόνας έχει κρύψει το πρόσωπό του στα δυο του χέρια, ενώ ο
Μέμνονας έχει το ένα του χέρι γύρω από τον ώμο του Σαρπηδόνα.

[6] Όλοι απεικονίζονται με γένια. Η χλαμύδα του Μέμνονα έχει κεντημένα πουλιά. Τα
πουλιά είναι οι λεγόμενες Μεμνονίδες που, όπως λένε οι κάτοικοι του Ελλησπόντου,
πετάνε κάθε χρόνο ορισμένες μέρες στον τάφο του Μέμνονα και το μέρος που είναι
χωρίς δέντρα και χλόη το ποτίζουν με το νερό, με το οποίο τα πουλιά βρέχουν τα φτερά
τους στο νερό του Αισήπου.

[7] Επειδή ο Μέμνονας ήταν βασιλιάς των Αιθιόπων, απεικονίζεται κοντά στον
Μέμνονα ένα γυμνό παιδί από την Αιθιοπία. Στο Ίλιο πάντως δεν ήρθε από την
Αιθιοπία, αλλά από τα Σούσα της Περσίας και από τον ποταμό Χοάσπη, αφού
καθυπόταξε όλους τους λαούς που κατοικούσαν στο πέρασμα του. Οι Φρύγες δείχνουν
την πορεία από την οποία έφερε τον στρατό ακολουθώντας πάντα τον συντομότερο
δρόμο• κατά μήκος της πορείας έχουν βάλει τόπους για στάθμευση.

[8] Πιο πάνω από τον Σαρπηδόνα και τον Μέμνονα είναι ο Πάρις χωρίς γένια ακόμα,
που χτυπά τα χέρια του• ο χτύπος που προκαλείται μοιάζει με αγροίκου άνδρα. Θα
έλεγε κανείς ότι το χτύπημα των χεριών του μοιάζει με τον Πάρη που καλεί κοντά του
την Πενθεσίλεια• η Πενθεσίλεια επίσης παριστάνεται να κοιτάζει τον Πάρη, έχει όμως
περιφρονητικό ύφος και δείχνει να τον αγνοεί. Η Πενθεσίλεια απεικονίζεται σαν
παρθένα που κρατά τόξο σαν τα Σκυθικά και έχει στους ώμους της δέρμα λεοπάρδαλης.

[9] Πάνω από την Πενθεσίλεια βλέπεις γυναίκες που μεταφέρουν νερό με σπασμένα
πήλινα κανάτια. Η μία απ' αυτές είναι ακόμα νέα, αλλά η άλλη είναι ηλικιωμένη. Δεν
υπάρχει ιδιαίτερη επιγραφή για την κάθε γυναίκα χωριστά, αλλά εφόσον αναφέρει και
τις δύο λέει ότι είναι από τις γυναίκες που δεν έχουν μυηθεί.

[10] Πάνω απ' αυτές είναι η κόρη του Λυκάονα Καλλιστώ, η Νομία και η κόρη του
Νηλέα Πηρώ. Ο Νηλέας ζήτησε γι’ αυτή ως γαμήλιο δώρο τις αγελάδες του Ιφίκλου. Η
Καλλιστώ παριστάνεται ξαπλωμένη σε τομάρι αρκούδας αντί για στρώμα• έχει βάλει τα
πόδια της στα γόνατα της Νομίας. Εχω ήδη εξηγήσει σε προηγούμενο μέρος του έργου
μου ότι οι Αρκάδες θεωρούν τη Νομία ντόπια νύμφη. Οι ποιητές λένε για τις νύμφες ότι
ζουν πολλά χρόνια, αλλά δεν είναι αθάνατες. Μετά την Καλλιστώ και τις γυναίκες μαζί
της, υπάρχει κάτι που έχει το σχήμα γκρεμού και ο Σίσυφος, ο γιος του Αιόλου, που
προσπαθεί να ανεβάσει πάνω στην απόκρημνη πλαγιά ένα βράχο.

[11] Στη ζωγραφιά παριστάνεται επίσης πιθάρι, γέρος, αγόρι και γυναίκες, η νεαρή
είναι κάτω από τον βράχο και η συνομήλικη του γέρου είναι κοντά σ' αυτόν. Όλοι
κουβαλούν νερό, αλλά μπορεί να δει κανείς ότι το κανάτι της γριάς είναι σπασμένο και
ότι όσο νερό απόμεινε μέσα του χύνεται στο πιθάρι. Συμπεραίνω ότι πρόκειται για
ανθρώπους που δεν αναφέρουν καθόλου τα δρώμενα της Ελευσίνας. Οι παλιοί Έλληνες
τιμούσαν τα Ελευσίνια περισσότερο απ' όλα τ' άλλα, όσα είναι σχετικά με τους θεούς,
όσο βέβαια θεωρούσαν ανώτερους τους θεούς από τους ήρωες.

[12] Κάτω από το πιθάρι αυτό είναι ο Τάνταλος που υποφέρει όσα αναφέρει στο ποίημα
του ο Όμηρος. Ο Πολύγνωτος ακολούθησε την εκδοχή του Αρχιλόχου, γι' αυτό και
πρόσθεσε τον φόβο από τον κρεμασμένο βράχο. Δεν ξέρω αν ο Αρχίλοχος έμαθε από
άλλους τον μύθο σχετικά με τον βράχο ή ο ίδιος τον εισήγαγε στην ποίηση. Αυτή
λοιπόν είναι η όμορφη ζωγραφιά και ο πλούτος της εικόνας του καλλιτέχνη από τη
Θάσο.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο


"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 32

[1] Στη συνέχεια προς τον ιερό περίβολο είναι το θέατρο, που αξίζει να το δει κανείς.
Αν ανηφορίσει κανείς από τον περίβολο είναι ένα άγαλμα του Διονύσου, αφιέρωμα των
Κνιδίων. Το στάδιο βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της πόλης. Ήταν φτιαγμένο από
τις πέτρες που είναι πολλές στον Παρνασσό, αλλά αργότερα το διακόσμησε με
Πεντελικό μάρμαρο ο Αθηναίος Ηρώδης. Αυτά, λοιπόν, τα μνημεία διατηρήθηκαν
στους Δελφούς στην εποχή μου, όσα άξιζε να περιγράψει κανείς.

[2] Ανεβαίνοντας από τους Δελφούς προς τις κορυφές του Παρνασσού, σε απόσταση
εξήντα σταδίων από τους Δελφούς βρίσκεται ένα χάλκινο άγαλμα. Η πορεία που οδηγεί
στο Κωρύκιο άντρο είναι εύκολη για ένα πεζοπόρο, απ' αυτούς που χρησιμοποιούν
μουλάρια και άλογα. Εχω ήδη αναφέρει ότι η σπηλιά πήρε το όνομά της από μια νύμφη
Κωρυκία. Μου φαίνεται ότι είναι ένα από τα πιο αξιοθέατα σπήλαια που έχω δει.

[3] Ακόμα κι αν ήθελα να απαριθμήσω όλα τα σπήλαια που έχουν την είσοδό τους σε
ακρογιαλιές ή στη βαθιά θάλασσα θα ήταν αδύνατο. Όμως τα πιο ξακουστά σπήλαια
της Ελλάδας και της γης των βαρβάρων είναι τα εξής. Οι Φρύγες που κατοικούν γύρω
από τον ποταμό Πεγκέλα και είχαν έρθει τα παλιά χρόνια σ' αυτή τη χώρα από τους
Αρκάδες Αζάνες δείχνουν τη σπηλιά που ονομάζουν Στεύνο• η Στεύνος είναι
στρογγυλή και περίφημη για το ύψος της• είναι αφιερωμένη στη Μητέρα και υπάρχει
και άγαλμα της Μητέρας.

[4] Οι Φρύγες κατοικούν και το Θεμισώνιο πέρα από τη Λαοδίκεια. Οι Θεμισονείς λένε
ότι, όταν ο στρατός των Γαλατών πολιορκούσε την Ιωνία και τις γειτονικές περιοχές
της Ιωνίας, σώθηκαν χάρη στον Ηρακλή, τον Απόλλωνα και τον Ερμή• αυτοί με όνειρα
έδειξαν στους άρχοντες μια σπηλιά. Διέταξαν τους Θεμισωνείς να κρύψουν τις γυναίκες
και τα παιδιά τους σ' αυτή τη σπηλιά.

[5] Γι’ αυτό τον λόγο έχουν βάλει μπροστά στη σπηλιά μικρά αγάλματα του Ηρακλή,
του Ερμή και του Απόλλωνα, τα οποία ονομάζονται Σπηλαΐτες. Αυτή η σπηλιά απέχει
περίπου τριάντα στάδια από την πόλη και μέσα σ' αυτή υπάρχουν πηγές νερού. Δεν
υπάρχει είσοδος προς αυτή και δεν τη βλέπει πολύ ο ήλιος. Το πιο μεγάλο μέρος της
οροφής της είναι κοντά στο έδαφος.

[6] Οι Μάγνητες που κατοικούν κοντά στον ποταμό Ληθαίο έχουν μια περιοχή, που
ονομάζεται Αυλές. Εκεί υπάρχει σπηλιά αφιερωμένη στον Απόλλωνα. Η σπηλιά δεν
είναι αξιοθαύμαστη για το μέγεθος της, αλλά το άγαλμα του Απόλλωνα είναι
πανάρχαιο και έχει θαυματουργές ιδιότητες. Όσοι άνδρες αφιερώνονται σ' αυτόν
πηδάνε από απότομους και ψηλούς βράχους, ξεριζώνουν πολύ ψηλά δέντρα και
βαδίζουν φορτωμένοι σε στενά μονοπάτια.

[7] Το Κωρύκιο άντρο είναι μεγαλύτερο από όσα ανέφερα και μπορεί κανείς να βαδίσει
στο μεγαλύτερο μέρος του χωρίς δάδα. Η οροφή του βρίσκεται σε ψηλό επίπεδο, ενώ
βγαίνει νερό από πηγές ακόμη όμως περισσότερο στάζει από την οροφή. Έτσι βλέπεις
στο έδαφος της σπηλιάς καθαρά τα ίχνη από ρυάκια. Οι κάτοικοι γύρω από τον
Παρνασσό πιστεύουν ότι το σπήλαιο είναι ιερό των Κωρυκίων Νυμφών και του θεού
Πάνα. Από το Κωρύκιο άντρο και πέρα είναι δύσκολη η πορεία ακόμα και για
πεζοπόρους ως την κορυφή του Παρνασσού. Η κορυφή χάνεται μέσα στα σύννεφα.
Εδώ οι Θυιάδες έρχονται σε κατάσταση μανίας για τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο.

[8] Θα μπορούσε κανείς να υπολογίσει την απόσταση από τους Δελφούς στην Τιθορέα
σε εκατόν ογδόντα στάδια, αν ακολουθήσει τον δρόμο μέσα από τον Παρνασσό.
Υπάρχει όμως και άλλος δρόμος, που μπορεί να είναι περισσότερα στάδια, αλλά δεν
είναι παντού ορεινός και μάλιστα είναι κατάλληλος ακόμα και για οχήματα. Για το
όνομα της πόλης γνωρίζω ότι άλλα λέει ο Ηρόδοτος στον λόγο του για την Περσική
εκστρατεία και άλλα ο Βάκις στους χρησμούς του.

[9] Ο Βάκις ονόμασε τον λαό της πόλης Τιθορείς, ενώ ο Ηρόδοτος λέει ότι, όταν οι
βάρβαροι βάδιζαν εναντίον τους, όσοι κατοικούσαν εδώ ανέβηκαν στην κορυφή• η
πόλη λεγόταν Νεώνα και η Τιθορέα ήταν η κορυφή του Παρνασσού. Φαίνεται λοιπόν
ότι επικράτησε η ονομασία Τιθορέα σ' όλη τη χώρα και έπειτα, όταν οι άνθρωποι
μετέτρεψαν τις κωμοπόλεις σε συνοικισμό πόλεων, επικράτησε η πόλη να μην
ονομάζεται Νεώνα αλλά Τιθορέα. Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι το όνομα Τιθορέα οφείλεται
σε μια νύμφη Τιθορέα απ' αυτές που οι ποιητές της αρχαιότητας έλεγαν ότι ξεφύτρωναν
από τα δέντρα και μάλιστα από τις βελανιδιές.

[10] Η τύχη έφερε στην Τιθορέα τη συμφορά, μια γενιά προτού γεννηθώ εγώ. Έχει
διατηρηθεί μέχρι σήμερα το θέατρο και ο περίβολος αρχαίας αγοράς. Το πιο
αξιομνημόνευτο μνημείο της πόλης είναι το άλσος της Αθηνάς, ο ναός και το άγαλμά
της. Επίσης υπάρχει το μνήμα της Αντιόπης και του Φώκου. Εκεί που αναφέρθηκα
σχετικά με τη Θήβα εξήγησα πώς θύμωσε ο Διόνυσος και τρέλανε την Αντιόπη• επίσης
ανέφερα πώς προκάλεσε εναντίον της την οργή του θεού.

[11] Ακόμα πώς την αγάπησε και την παντρεύτηκε ο Φώκος, ο γιος του Ορνυτίωνα, και
ότι τάφηκαν μαζί και τέλος τι έγραψε ο μάντης Βάκις στον τάφο τους και στον τάφο
του Ζήθου και του Αμφίονα στη Θήβα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο απ' όσα ανέφερα για
να μνημονεύσω σ' αυτή τη μικρή πόλη. Ένας ποταμός που διαρρέει την Τιθορέα
παρέχει πόσιμο νερό• οι κάτοικοι κατεβαίνουν στον ποταμό και παίρνουν νερό• ο
ποταμός λέγεται Καχάλης.

[12] Σε απόσταση εβδομήντα σταδίων από την Τιθορέα βρίσκεται ο ναός του
Ασκληπιού του επονομαζόμενου Αρχαγέτα. Οι Τιθορείς τον τιμούν όπως εξάλλου και
οι άλλοι Φωκείς. Μέσα στον περίβολο υπάρχουν οικήματα για τους ικέτες και για
όσους υπηρετούν τον θεό. Ο ναός βρίσκεται στη μέση του περιβόλου καθώς και το
λίθινο άγαλμα του θεού που τον παριστάνει με γένια και με ύψος πάνω από δύο πόδες.
Στα δεξιά του αγάλματος έχουν μια κλίνη. Στον θεό επιτρέπεται να θυσιάσει κανείς
οτιδήποτε εκτός από κατσίκια.

[13] Σε απόσταση σαράντα σταδίων από τον ναό του Ασκληπιού βρίσκεται περίβολος
και άδυτο ιερό της Ίσιδας, το πιο ιερό απ' όσα έχουν ιδρύσει σ' όλη την Ελλάδα προς
τιμήν της Αιγυπτίας θεάς. Οι Τιθορεείς δεν συνηθίζουν να χτίζουν κατοικίες στη γύρω
περιοχή και η είσοδος στο άδυτο απαγορεύεται, εκτός κι αν η ίδια η Ίσις παρουσιαστεί
στο όνειρο κάποιου και τον καλέσει. Το ίδιο κάνουν και οι λαοί που ζουν στις πόλεις
πέρα από τον Μαίανδρο, σχετικά με τους θεούς του Κάτω κόσμου. Οι θεοί αυτοί
στέλνουν σχετικά όνειρα σ' εκείνους που επιθυμούν την είσοδο τους στα άδυτα.
[14] Στη χώρα των Τιθορέων γιορτάζουν την Ίσιδα δυο φορές τον χρόνο, μια την
άνοιξη και μια το φθινόπωρο. Την τρίτη μέρα πριν από κάθε γιορτή μπαίνουν στο
άδυτο όσοι επιτρέπεται και καθαιρούν το άδυτο με μυστικό τρόπο• βγάζουν έξω τα
υπολείμματα των θυσιών της προηγούμενης γιορτής και τα θάβουν πάντα στο ίδιο
μέρος. Το μέρος αυτό υπολογίσαμε ότι βρίσκεται σε απόσταση περίπου δύο σταδίων
από το άδυτο.

[15] Αυτά γίνονται εκείνη τη μέρα στο ιερό. Την επόμενη μέρα στήνουν τριγύρω
σκηνές από καλάμια οι έμποροι και άλλα πρόχειρα υλικά. Την τελευταία από τις τρεις
μέρες πανηγυρίζουν και πουλάνε εκτός από δούλους, αντικείμενα από χρυσό και ασήμι,
κάθε είδος ενδυμάτων και ζώα.

[16] Μετά το μεσημέρι αρχίζουν τις θυσίες. Οι πιο πλούσιοι θυσιάζουν βόδια και
ελάφια, ενώ οι φτωχοί χήνες και όρνιθες, που τις λένε μελαχρινές. Τα πρόβατα, τα
κατσίκια ή τα γουρούνια δεν χρησιμοποιούνται στις θυσίες. Εκείνοι που καίνε τα
σφάγια, σύμφωνα με επιθυμία του θεού και τα στέλνουν στο άδυτο, αφού τελειώσουν
τη θυσία πρέπει να τυλίξουν τα θύματα με λωρίδες από κοινό ή λεπτό λινό, σύμφωνα
με τον Αιγυπτιακό τρόπο προετοιμασίας.

[17] Όλες οι θυσίες μεταφέρονται με πομπή. Άλλοι φέρνουν τα σφάγια μέσα στο άδυτο,
άλλοι μπροστά σ' αυτό• καθαγιάζουν τις σκηνές και φεύγουν οι ίδιοι βιαστικά. Λένε ότι
κάποτε ένας ιερόσυλος από αυτούς που δεν επιτρέπεται να μπουν στο άδυτο, όταν
άρχισε να καίει η φωτιά, μπήκε στο άδυτο από παράτολμη περιέργεια. Νόμισε πως όλος
ο χώρος ήταν γεμάτος φαντάσματα. Όταν γύρισε στην Τιθορέα και είπε όσα είχε δει,
πέθανε.

[18] Μια παρόμοια ιστορία άκουσα από κάποιο Φοίνικα. Οι Αιγύπτιοι γιορτάζουν την
Ίσιδα την εποχή που καθώς λένε θρηνεί τον Όσιρη• την περίοδο αυτή φουσκώνει ο
Νείλος. Λένε μάλιστα ότι τα δάκρυά της είναι που πλημμυρίζουν τον ποταμό και
ποτίζουν τα γύρω χωράφια. Κάποτε λοιπόν ο Ρωμαίος διοικητής της Αιγύπτου
δωροδόκησε έναν άνθρωπο να πάει να κατεβεί στο ιερό της Ίσιδας στο Κόπτο. Ο
άνθρωπος που στάλθηκε βγήκε έξω από το άδυτο και όταν είπε όσα είχε δει, πέθανε κι
αυτός. Μου φαίνεται ότι ο Όμηρος μιλούσε σωστά, όταν έλεγε ότι δεν βγαίνει σε καλό
στους ανθρώπους να κοιτούν τους θεούς από κοντά.

[19] Η παραγωγή λαδιού της Τιθορέας είναι μικρότερη σε ποσότητα από εκείνη της
περιοχής της Αττικής και της Σικυώνας, αλλά το χρώμα και η γεύση του είναι καλύτερη
κι από το Ιβηρικό και του νησιού της Ίστριας. Γι’ αυτό φτιάχνουν τα διάφορα είδη
μύρου και στέλνουν στον αυτοκράτορα απ' αυτό το λάδι.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 33

[1] Από την Τιθορέα ξεκινά άλλος δρόμος που οδηγεί στον Λέδοντα. Άλλοτε ο
Λέδοντας ήταν πόλη, μα τώρα έχει ξεπέσει και εγκαταλειφθεί από τους Λεδοντίους.
Μόνο εβδομήντα περίπου άνθρωποι κατοικούν κοντά στον Κηφισό. Ο οικισμός τους
έχει το όνομα Λέδοντας και έχουν κι αυτοί το δικαίωμα να μετέχουν στο συνέδριο των
Φωκέων, όπως και οι Πανοπείς. Τα ερείπια του αρχαίου Λέδοντα βρίσκονται σε
απόσταση σαράντα σταδίων πάνω από τον οικισμό αυτό του Κηφισού. Η πόλη λένε ότι
πήρε το όνομά της από ντόπιο άνδρα.

[2] Οι αδικοπραγίες των κατοίκων της περιοχής έγιναν αιτία να καταστραφούν και
άλλες πόλεις, αλλά ιδιαίτερα το Ίλιο χάθηκε εξαιτίας της προσβολής του Αλεξάνδρου
[Πάρη] προς τον Μενέλαο και η Μίλητος από την επιπόλαιη συμπεριφορά του
Εστιαίου, εξαιτίας του πόθου του για την πόλη των Ηδωνών, και γιατί ήθελε να γίνει
σύμβουλος του Δαρείου, και άλλοτε επειδή ήθελε να επιστρέψει στην Ιωνία. Ο
Φιλόμηλος λοιπόν στάθηκε η αιτία, που εξαιτίας της ασέβειας του καταστράφηκαν όλοι
οι Λεδόντιοι.

[3] Η Λίλαια απέχει μια μέρα δρόμο κατά τον χειμώνα από τους Δελφούς. Ο δρόμος
που κατεβαίνει μέσω του Παρνασσού, όπως βγάζουμε συμπέρασμα, έχει μήκος εκατόν
ογδόντα στάδια. Αυτοί οι κάτοικοι και μετά την ανόρθωση της πόλης τους υπέστησαν
κι άλλη καταστροφή από τους Μακεδόνες. Τους πολιόρκησε ο Φίλιππος, ο γιος του
Δημητρίου, και τους εξανάγκασε να παραδοθούν κατόπιν συμφωνίας. Εγκατέστησε
στην πόλη τους Μακεδονική φρουρά ωσότου κάποιος ντόπιος που ονομαζόταν
Πάτρωνας, όμως, συγκέντρωσε τους πολίτες που ήταν σε κατάλληλη ηλικία εναντίον
της φρουράς, νίκησε τους Μακεδόνες σε μάχη και τους ανάγκασε να φύγουν μετά από
συνθήκη. Οι Λιλαιείς για το καλό που τους έκανε του πρόσφεραν ανάθημα στους
Δελφούς.

[4] Η Λίλαια έχει θέατρο, αγορά, λουτρά• υπάρχουν και ιερά του Απόλλωνα και ένα
της Άρτεμης με όρθια αγάλματα από Πεντελικό μάρμαρο, Αττικής τεχνοτροπίας. Για τη
Λίλαια λένε ότι ήταν μία από τις ονομαζόμενες Ναΐδες, κόρη του Κηφισού. Από τη
νύμφη αυτή λένε ότι πήρε το όνομα η πόλη.

[5] Εδώ είναι οι πηγές του ποταμού. Πηγάζει από τη γη, αλλά όχι πάντα με ηρεμία. Τις
πιο πολλές φορές ιδίως όταν μεσημεριάζει, καθώς πηγάζει βγαίνει ένας ήχος• τον ήχο
του νερού θα τον παρομοίαζε κανείς με μούγκρισμα ταύρου. Η Λίλαια έχει εύκρατο
κλίμα και την άνοιξη και το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Τον χειμώνα όμως το βουνό
Παρνασσός εμποδίζει το κλίμα να είναι ήπιο.

[6] Η Χαράδρα βρίσκεται σε απόσταση είκοσι σταδίων και είναι χτισμένη σε μια
απόκρημνη πλαγιά. Οι κάτοικοι εδώ έχουν προβλήματα με το πόσιμο νερό.
Κατεβαίνουν περίπου τρία στάδια για να πάρουν πόσιμο νερό από τον ποταμό
Χάραδρο. Ο Χάραδρος εκβάλλει στον Κηφισό και νομίζω ότι ο Χάραδρος έδωσε το
όνομα του στην πόλη. Στην αγορά των Χαραδραίων υπάρχουν βωμοί αφιερωμένοι
στους λεγόμενους 'Ηρωες, άλλοι λένε ότι είναι των Διοσκούρων και άλλοι τοπικών
ηρώων.

[7] Η χώρα που εκτείνεται γύρω από τον Κηφισό είναι η πιο εύφορη της Φωκίδας για
να φυτέψεις, να σπείρεις και για να βοσκήσουν τα ζώα. Η έκταση αυτή καλλιεργείται
περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή της χώρας, ώστε λένε ότι δεν υπήρξε πόλη με το
όνομα Παραποτάμιοι, αλλά στους γεωργούς γύρω από τον Κηφισό αναφέρεται και το
έπος:
Αυτοί που κατοικούν κοντά στον ποταμό, τον θεϊκό Κηφισό.

[8] Ο Ηρόδοτος λέει διαφορετική ιστορία στο έργο του, και είναι διαφορετικά με όσα
αναφέρονται στους νικητές στα Πύθια. Τα Πύθια οργανώθηκαν για πρώτη φορά από
τους Αμφικτύονες και εκείνος που κέρδισε τότε στην πυγμαχία παίδων ήταν ο Αιχμέας
από τους Παραποτάμιους. Ο Ηρόδοτος πάλι, στον κατάλογο των πόλεων, που από τα
πράγματα των Φωκέων έκαψε ο βασιλιάς Ξέρξης, συμπεριλαμβάνει σ' αυτές και την
πόλη Παραποτάμιοι. Οι Αθηναίοι και οι Βοιωτοί δεν βοήθησαν στον επανοικισμό των
Παραποτάμιων, επειδή ήταν πολύ φτωχοί και λίγοι και διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη.
Δεν μπόρεσα να βρω ερείπια των Παραποτάμιων ούτε θυμόταν κανείς πού ήταν παλιά
η πόλη.

[9] Ο δρόμος που οδηγεί από τη Λίλαια στην Αμφίκλεια είναι εξήντα στάδια. Το όνομα
Αμφίκλεια έχει παραφθαρεί από τους ντόπιους. Ο Ηρόδοτος ονόμασε την πόλη
Αμφίκαια, ακολουθώντας την αρχαιότερη παράδοση. Ύστερα, όμως, όταν οι
Αμφικτύονες αποφάσισαν να καταστρέψουν όλες τις παλιές Φωκικές πόλεις, την
ονόμασαν Αμφίκλεια. Οι ντόπιοι λένε σχετικά μ' αυτή τα εξής. Ένας άρχοντας που
υποψιαζόταν ότι οι αντίπαλοί του σχεδίαζαν κάτι κακό για τον νεογέννητο γιο του
έβαλε το παιδί σε δοχείο και το έκρυψε σε μέρος της περιοχής, όπου ήξερε ότι θα ήταν
ασφαλές. Ένας λύκος απειλούσε το παιδί, αλλά το προστάτεψε φίδι που είχε τυλιχτεί
γύρω από το δοχείο.

[10] Όταν ο πατέρας πήγε να πάρει το παιδί του, νομίζοντας ότι το φίδι το απειλούσε,
έριξε το ακόντιο και σκότωσε και το φίδι, αλλά και το παιδί. Όταν οι βοσκοί του είπαν
ότι είχε σκοτώσει τον ευεργέτη και φύλακα του παιδιού του, άναψε πυρά για να κάψει
μαζί το παιδί και το φίδι. Λένε ότι το μέρος αυτό μοιάζει ακόμα με νεκρική πυρά και
ότι η πόλη τους ονομάστηκε Οφιτεία από το φίδι εκείνο.

[11] Αξιόλογες είναι και οι τελετές οργίων που κάνουν για τον Διόνυσο. Είσοδος στο
άδυτο δεν υπάρχει ούτε άγαλμα, που να μπορεί να το δει κανείς. Οι Αμφικλειείς λένε
ότι αυτός ο θεός είναι ο προφήτης τους και ο βοηθός τους στις αρρώστιες. Τόσο οι ίδιοι
οι Αμφικλειείς όσο και οι γείτονες τους γιατρεύονται με όνειρα. Ο ιερέας είναι ο
προφήτης και δίνει χρησμό με θεϊκή έμπνευση.

[12] Σε απόσταση δεκαπέντε στάδια από την Αμφίκλεια βρίσκεται στην πεδιάδα η πόλη
Τιθρώνιο, που δεν έχει τίποτε το αξιομνημόνευτο. Σε απόσταση είκοσι στάδια από το
Τιθρώνιο είναι η Δρυμαία. Στο σημείο όπου αυτός ο δρόμος συναντά τον δρόμο που
οδηγεί κατευθείαν από την Αμφίκλεια προς τη Δρυμαία, γύρω από τον Κηφισό, υπάρχει
το άλσος του Απόλλωνα των Τιθρωνέων. Εκεί υπάρχουν βωμοί και ναός, αλλά δεν
υπάρχει άγαλμα. Η Δρυμαία απέχει ογδόντα στάδια από την Αμφίκλεια, αν στρίψει
κανείς στ' αριστερά... απ' ό,τι λέει ο Ηρόδοτος, αλλά στα παλιά χρόνια Ναυβολείς. Λένε
ότι οικιστής τους ήταν ο γιος του Φώκου, γιου του Αιακού. Οι Δρυμαίοι έχουν αρχαίο
ιερό της Θεσμοφόρου Δήμητρας. Το άγαλμα παριστάνει τη θεά όρθια και είναι από
μάρμαρο. Κάθε χρόνο διοργανώνουν προς τιμή της τη γιορτή των Θεσμοφορίων.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο


"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 34

[1] Η Ελάτεια είναι η μεγαλύτερη πόλη από τις άλλες της Φωκίδας εκτός από τους
Δελφούς και βρίσκεται απέναντι από την Αμφίκλεια. Ο δρόμος προς αυτή από την
Αμφίκλεια είναι εκατόν ογδόντα στάδια και στο μεγαλύτερο μέρος είναι πεδινός και
όταν πλησιάζεις στην Ελάτεια γίνεται ανηφορικός. Στην πεδιάδα κυλά ο Κηφισός.
Κοντά στον Κηφισό ζουν πουλιά και ιδιαίτερα αυτά που ονομάζονται ωτίδες.

[2] Οι κάτοικοι της Ελάτειας κατάφεραν να απωθήσουν τον Κάσσανδρο και τον στρατό
των Μακεδόνων και να αποτρέψουν τον πόλεμο που έκανε ο στρατηγός του Μιθριδάτη
Ταξίλος. Για τον λόγο αυτό οι Ρωμαίοι τους άφησαν ελεύθερους και επέτρεψαν να
κατοικούν στη χώρα χωρίς να πληρώνουν φόρους. Οι Ελατείς λένε ότι έχουν ξένη
καταγωγή και ότι κατάγονται από Αρκάδες. Λένε ότι ο Έλατος, ο γιος του Αρκάδα,
όταν οι Φλεγύες εκστράτευσαν κατά του ιερού των Δελφών, υπερασπίστηκε τον θεό
και, αφού έμεινε εκεί με τον στρατό του, έγινε οικιστής της Ελάτειας.

[3] Η Ελάτεια πρέπει να υπολογιστεί ανάμεσα στις πόλεις της Φωκίδας που
πυρπολήθηκαν από τους Μήδους. Κοινές συμφορές βρήκαν τις άλλες πόλεις των
Φωκέων, αλλά η τύχη επιφύλασσε ιδιαίτερα στην Ελάτεια την καταστροφή από τους
Μακεδόνες. Στον πόλεμο που έκανε ο Κάσσανδρος, ο Ολυμπιόδωρος ήταν εκείνος που
σταμάτησε την πολιορκία των Μακεδόνων• ο Φίλιππος όμως, ο γιος του Δημητρίου,
έσπειρε τον τρόμο στον δήμο της Ελάτειας δωροδοκώντας τους άρχοντές της.

[4] Ο Ρωμαίος ηγεμόνας Τίτος, που είχε εντολή από τους Ρωμαίους να ελευθερώσει
όλη την Ελλάδα, υποσχέθηκε στους Ελατείς να τους αποκαταστήσει στο αρχικό τους
πολίτευμα αρκεί να εγκαταλείψουν τους Μακεδόνες. Ο δήμος και όσοι κατείχαν την
εξουσία πήραν την απόφαση από αχαριστία να μείνουν πιστοί στον Φίλιππο, οπότε ο
Ρωμαίος στρατηγός τους πολιόρκησε και τους υπέταξε. Λίγο αργότερα οι Ελατείς, όταν
τους πολιόρκησε ο στρατηγός του Μιθριδάτη Ταξίλος με τους βαρβάρους από τον
Πόντο, αντιστάθηκαν στην πολιορκία και γι' αυτό οι Ρωμαίοι τους έδωσαν την
ελευθερία τους.

[5] Στην Ελάτεια είχαν επιτεθεί και οι Κοστοβώκοι, όταν στην εποχή μου επιτέθηκαν
εναντίον της Ελλάδας. Κάποιος Μνησίβουλος τότε συγκέντρωσε στρατό και αφού
σκότωσε πολλούς βαρβάρους, σκοτώθηκε κι αυτός στη μάχη. Ο Μνησίβουλος είχε
κερδίσει πολλές νίκες σε αγωνίσματα δρόμου και αλλού• στη διακοσιοστή τριακοστή
πέμπτη ολυμπιάδα είχε νικήσει στον αγώνα δρόμου στο στάδιο και στον δίαυλο με
ασπίδα. Χάλκινος ανδριάντας του δρομέα Μνησιβούλου είναι πάνω στον δρόμο που
οδηγεί στην Ελάτεια.

[6] Αξίζει να δει κανείς την αγορά και την εικόνα του Ελάτου σε στήλη. Δεν ξέρω αν
έκαναν τη στήλη αυτή για να τον τιμήσουν σαν οικιστή ή για να την βάλουν πάνω στο
μνήμα του. Υπάρχει ναός για τον Ασκληπιό και άγαλμα του που τον παριστάνει με
γένια. Το άγαλμα είναι έργο του Τιμοκλή και του Τιμαρχίδη, που κατάγονταν από την
Αττική. Στο δεξιό άκρο της πόλης είναι το θέατρο και παλιό χάλκινο άγαλμα της
Αθηνάς. Λένε ότι η θεά τους βοήθησε κατά των βαρβάρων του Ταξίλου.
[7] Σε απόσταση είκοσι στάδια από την Ελάτεια είναι το ιερό της Αθηνάς της
επονομαζόμενης Κραναίας. Ο δρόμος γίνεται τόσο ομαλά ανηφορικός, ώστε δεν είναι
κουραστικός και μάλλον ξεχνιέται εύκολα η ανηφοριά του. Στο τέλος του δρόμου είναι
λόφος, που είναι στο μεγαλύτερο μέρος του απότομος, όχι πολύ μεγάλος ούτε ψηλός.
Το ιερό είναι χτισμένο πάνω σ' αυτό τον λόφο. Εκεί υπάρχουν στοές και κατοικίες που
προσεγγίζονται διαμέσου των στοών, όπου μένουν όσοι ορίστηκε να υπηρετούν τη θεά,
ιδιαιτέρως οι ιερείς.

[8] Ο ιερέας επιλέγεται από τα παιδιά που είναι σε μικρή ηλικία και φροντίζουν να
περνά ο χρόνος της ιεροσύνης προτού γίνουν έφηβοι. Η ιεροσύνη κρατά πέντε χρόνια
και σ' αυτό το διάστημα ο ιερέας ζει κοντά στη θεά και λούζεται σε ασάμινθο
[λουτήρα], σύμφωνα με τον παλιό τρόπο. Κι αυτό το άγαλμα είναι έργο των γιων του
Πολυκλή. Παριστάνει τη θεά οπλισμένη για μάχη, ενώ στην ασπίδα της υπάρχει
ανάγλυφη παράσταση, απομίμηση των παραστάσεων στην ασπίδα της θεάς της
ονομαζόμενης από τους Αθηναίους Παρθένου.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 35

[1] Από την Ελάτεια αν πάρει κανείς ένα δρόμο ορεινό στα δεξιά της Ελάτειας μπορεί
να πάει στις Άβες και στην Υάμπολη. Η λεωφόρος από τον Ορχομενό προς τον
Οπούντα οδηγεί σ’ αυτές τις πόλεις. Πηγαίνοντας λοιπόν από τον Ορχομενό προς τον
Οπούντα συναντά τον δρόμο προς τις Άβες, που στρίβει προς τ’ αριστερά και δεν είναι
πολύ μεγάλος. Οι κάτοικοι των Αβών λένε ότι ήρθαν στη γη της Φωκίδας από το Άργος
και ότι οικιστής της πόλης ήταν ο Άβας, γιος του Λυγκέα και της Υπερμήστρας, της
κόρης του Δαναού. Από τα παλιά χρόνια θεωρούν τις Άβες ιερή πόλη του Απόλλωνα
και έχουν και μαντείο εκεί του Απόλλωνα.

[2] Οι Πέρσες και οι Ρωμαίοι δεν τίμησαν τον θεό των Αβών με τον ίδιο τρόπο. Ο
στρατός του Ξέρξη έκαψε την πόλη και το ιερό των Αβών, ενώ οι Ρωμαίοι
παραχώρησαν στις Άβες την αυτονομία τους από ευσέβεια προς τον Απόλλωνα. Οι
Έλληνες που αντιστάθηκαν τότε στους βαρβάρους αποφάσισαν να μην ξαναχτίσουν τα
ιερά που έκαψαν οι Πέρσες, αλλά να τα αφήσουν για πάντα ερειπωμένα, ώστε να
θυμούνται το μίσος τους. Γι’ αυτό και οι ναοί της περιοχής της Αλιάρτου έμειναν μέχρι
σήμερα μισοκαμένοι καθώς και το Ηραίο των Αθηνών στον δρόμο του Φαλήρου και
της Δήμητρας στο Φάληρο.

[3] Νομίζω ότι και το ιερό των Αβών θα ήταν σ’ αυτή την κατάσταση, προτού
καταφύγουν ως ικέτες κατά τον Φωκικό πόλεμο μερικοί Φωκείς που νικήθηκαν. Τότε
οι Θηβαίοι πυρπόλησαν τους ίδιους και το ιερό, για δεύτερη φορά μετά τους Μήδους. Ο
ναός αυτός υπήρχε πάντως ως τις μέρες μου, ως το πιο αδύνατο ερείπιο από όσα
καταστράφηκαν από φωτιά. Γιατί τη φωτιά που άρχισαν οι Πέρσες τη συμπλήρωσαν οι
Βοιωτοί.

[4] Κοντά στον μεγάλο ναό υψώνεται ένας μικρότερος, αφιερωμένος στον Απόλλωνα
από τον αυτοκράτορα Αδριανό. Τα αγάλματα είναι αφιερώματα των Αβαίων και είναι
αρχαιότερα από τον ναό. Είναι χάλκινα και παριστάνουν όρθιους τον Απόλλωνα, τη
Λητώ και την 'Αρτεμη. Οι Άβες έχουν θέατρο και αγορά, χτισμένα και τα δύο στα
παλιά χρόνια.

[5] Επανερχόμενοι στον δρόμο που οδηγεί κατευθείαν στον Οπούντα συναντά κανείς
ευθεία την Υάμπολη. Το όνομα της πόλης δηλώνει ποιοι ήταν κάποτε οι κάτοικοί της
και από πού ήρθαν σ’ αυτή τη χώρα. Οι Ύαντες από τη Θήβα που ξέφυγαν από τον
Κάδμο και τον στρατό του κατέφυγαν εδώ• πιο παλιά ονομάζονταν από τους γείτονες
«Υάντων πόλις». Αργότερα καθιερώθηκε το όνομα Υάμπολις.

[6] Η πόλη κάηκε από τον βασιλιά Ξέρξη και ισοπεδώθηκε αργότερα από τον Φίλιππο,
υπήρχε όμως η αγορά που κατασκευάστηκε στα παλιά χρόνια, το βουλευτήριο, όχι
μεγάλο οικοδόμημα, και θέατρο κοντά στις πύλες τους. Ο αυτοκράτορας Αδριανός
κατασκεύασε στοά• η στοά αυτή πήρε το όνομα του δωρητή της. Έχουν και πηγάδι,
από το οποίο χρησιμοποιούν το νερό και για πόσιμο αλλά και για να πλένονται. Δεν
έχουν άλλο νερό εκτός απ’ αυτό που ρίχνει τον χειμώνα ως βροχή ο θεός.

[7] Τιμούν ιδιαίτερα την Άρτεμη και έχουν χτίσει για την Άρτεμη ναό. Δεν περιγράφω
το άγαλμα, γιατί έχουν τη συνήθεια να ανοίγουν το ιερό μόνο δύο φορές τον χρόνο.
Λένε ότι όποια ζώα αφιερώνουν στην Άρτεμη μεγαλώνουν υγιή και γίνονται πιο
παχουλά από τα υπόλοιπα.

[8] Ο δρόμος αυτός που οδηγεί στους Δελφούς μέσω του Πανοπέα, της Σχιστής οδού
και της Δαυλίδας δεν είναι ο μόνος από τη Χαιρώνεια στη γη των Φωκέων. Υπάρχει και
άλλος δρόμος δύσβατος και ορεινός από τη Χαιρώνεια που κατά το μεγαλύτερο μέρος
του οδηγεί στην πόλη των Φωκέων που λέγεται Στίρις. Έχει μήκος εκατόν είκοσι
στάδια. Οι Στιρίτες λένε ότι δεν είναι Φωκείς στην καταγωγή αλλά Αθηναίοι. Ήρθαν σ'
αυτά τα μέρη ακολουθώντας τον Πετεό, τον γιο του Ορνέα, όταν τον έδιωξε από την
Αθήνα ο Αιγέας. Επειδή οι περισσότεροι που τον ακολούθησαν ήταν από τον δήμο των
Στιρέων, έδωσαν στην πόλη το όνομα Στίρις.

[9] Οι Στιρίτες ζουν σε ορεινά, βραχώδη εδάφη, γι’ αυτό και υποφέρουν από λειψυδρία
το καλοκαίρι. Τα πηγάδια εδώ δεν είναι πολλά ούτε δίνουν κατάλληλο νερό για πόσιμο.
Δίνουν το νερό αυτό στα ζώα ή το χρησιμοποιούν για πλύσιμο, αλλά για πόσιμο νερό
για τους ίδιους αναγκάζονται να κατεβαίνουν σε μια πηγή που απέχει τέσσερα στάδια.
Αυτή η πηγή είναι μέσα στα βράχια και για να αντλήσουν νερό μπαίνουν μέσα σ' αυτή.

[10] Στην Στίρη υπάρχει ιερό της επονομαζόμενης Στιρίτιδας Δήμητρας. Το


κατασκεύασαν με ωμές πλίνθους, αλλά το άγαλμα τους είναι από Πεντελικό μάρμαρο
και η θεά παριστάνεται να κρατά δάδες. Δίπλα σ' αυτή υπάρχει άλλο άγαλμα τυλιγμένο
με ταινίες, από τα πιο παλιά που υπάρχουν για τη Δήμητρα.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 36

[1] Η Άμβροσσος απέχει από τη Στίρη περίπου εξήντα στάδια. Ο δρόμος είναι ομαλός
και περνά από πεδιάδες ανάμεσα σε βουνά• το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας είναι
γεμάτο αμπελώνες. Υπάρχουν και κάτι θάμνοι που μοιάζουν με αμπέλια, αλλά δεν είναι
τόσο πυκνοί στην περιοχή της Αμβρόσσου. Τον θάμνο αυτό οι Έλληνες και οι Ίωνες το
λένε «κόκκο» και οι Γαλάτες, που κατοικούν πέρα από τη Φρυγία, το λένε «υς». Η
κόκκος έχει το μέγεθος της λεγόμενης ράμνου, αλλά τα φύλλα είναι πιο σκούρα και πιο
μαλακά από του σκίνου.

[2] Ο καρπός της μοιάζει με τον καρπό του στρύχνου, αλλά στο μέγεθος μοιάζει πιο
πολύ με του ροβιού. Μέσα στον καρπό της κόκκου βγαίνει ένα ζωύφιο, που μόλις
ωριμάσει ο καρπός και βρεθεί στον αέρα, πετάει και μοιάζει με κουνούπι. Προτού το
ζωΰφιο αυτό αρχίσει να πετά, μαζεύουν τους καρπούς της κόκκου και χρησιμοποιούν
το αίμα του στη βαφή του μαλλιού.

[3] Η Άμβροσσος είναι στους πρόποδες του Παρνασσού, από την αντίθετη πλευρά των
Δελφών. Λένε ότι πήρε το όνομά της η πόλη από τον ήρωα Άμβροσσο. Όταν η Θήβα
άρχισε τον πόλεμο εναντίον των Μακεδόνων και του Φιλίππου, ύψωσε γύρω από την
Άμβροσσο διπλό τείχος, φτιαγμένα από μια σκληρή σκούρα πέτρα της περιοχής. Κάθε
περίβολος του τείχους έχει πλάτος περίπου μία οργιά και ύψος δυόμισι οργιές, όπου δεν
έχει καταστραφεί.

[4] Μεταξύ των δύο περιβόλων η απόσταση είναι περίπου μια οργιά. Δεν έφτιαξαν
πυργίσκους και επάλξεις ή κάποια διακόσμηση του τείχους, γιατί το έχτισαν μόνο για
άμυνα. Η αγορά της Αμβρόσσου δεν είναι πολύ μεγάλη με μαρμάρινους ανδριάντες σ'
αυτή, από τους οποίους οι πιο πολλοί είναι σπασμένοι.

[5] Αν στραφεί κανείς προς την Αντίκυρα, θα δει ότι στην αρχή ο δρόμος είναι
απότομος, αλλά αφού προχωρήσει περίπου δύο στάδια θα φτάσει σε ομαλό μέρος. Στα
δεξιά του δρόμου είναι ιερό της Άρτεμης της επονομαζόμενης Δικτυνναίας, την οποία
οι κάτοικοι της Αμβρόσσου τιμούν ιδιαίτερα. Το άγαλμά της είναι αιγινήτικης
τεχνοτροπίας και είναι φτιαγμένο από μαύρη πέτρα. Από το ιερό της Δικτυνναίας ο
δρόμος μέχρι την Αντίκυρα είναι κατηφορικός. Στα παλιά τα χρόνια η πόλη λένε ότι
ονομαζόταν Κυπάρισσος και πως ο Όμηρος την καταχωρίζει μ' αυτό το όνομα στον
κατάλογο των Φωκέων. Ήδη όμως στην εποχή του ονομαζόταν Αντίκυρα, αφού ο
Αντικυρέας ήταν σύγχρονος του Ηρακλή.

[6] Η πόλη είναι χτισμένη απέναντι από τα ερείπια της Μεδεώνας. Έχω ήδη αναφέρει
στην αρχή των Φωκικών την ιεροσυλία των Αντικυρέων στο ιερό των Δελφών• ο
Φίλιππος, ο γιος του Αμύντα, τους εκπάτρισε και για δεύτερη φορά ο Ρωμαίος Οτίλιος,
επειδή ήταν υπήκοοι του Φίλιππου του γιου του Δημητρίου, του βασιλιά των
Μακεδόνων. Ο Οτίλιος είχε σταλεί από τη Ρώμη για να βοηθήσει τους Αθηναίους κατά
του Φίλιππου.

[7] Τα βουνά πάνω από την Αντίκυρα είναι βραχώδη. Εκεί φυτρώνει προπαντός ο
ελλέβορος. Ο μαύρος ελλέβορος χρησιμεύει ως καθαρτικό των εντέρων, ενώ ο λευκός
είναι εμετικός. Το μέρος του ελλέβορου που αποτελεί καθαρτικό είναι η ρίζα του
φυτού.

[8] Η αγορά της Αντίκυρας έχει χάλκινους ανδριάντες. Στο λιμάνι έχουν ιερό του
Ποσειδώνα, όχι μεγάλο που το έχτισαν με ακατέργαστες πέτρες, αλλά το εσωτερικό
είναι σοβατισμένο. Το άγαλμα είναι χάλκινο και παριστάνει τον Ποσειδώνα όρθιο με το
ένα του πόδι πάνω σε δελφίνι και το χέρι στην πλευρά αυτή είναι ακουμπισμένο στον
μηρό. Με το άλλο κρατά τρίαινα.

[9] Απέναντι στο γυμνάσιο, όπου είναι τα λουτρά, υπάρχει άλλο γυμνάσιο αρχαίας
κατασκευής που έχει χάλκινο ανδριάντα• η επιγραφή που έχει ο ανδριάντας λέει ότι ο
Ξενόδαμος, ο παγκρατιαστής, από την Αντίκυρα, νίκησε σε αγώνες στην Ολυμπία. Αν
η επιγραφή είναι αληθινή, τότε ο Ξενόδαμος πήρε τον κότινο στη διακοσιοστή
ενδέκατη ολυμπιάδα, την μοναδική από τις ολυμπιάδες που δεν έχουν κρατήσει στους
πίνακες οι Ηλείοι.

[10] Πάνω από την αγορά υπάρχει πηγή σε φρεάτιο, το οποίο φυλάσσεται από τον ήλιο
με οροφή που στηρίζεται με κίονες. Λίγο πιο πάνω από την πηγή υπάρχει τάφος
φτιαγμένος από κοινές πέτρες. Λένε ότι εκεί είναι θαμμένοι οι γιοι του Ιφίτου. Ο ένας
από αυτούς γύρισε σώος από την Τροία αλλά πέθανε στην πατρίδα του. Για τον Σχεδίο
λένε ότι πέθανε στην Τρωική γη και ότι έφεραν εδώ μόνο τα οστά του.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 37

[1] Στα δεξιά, προχωρώντας κανείς από την πόλη δύο περίπου στάδια, υπάρχει ψηλός
βράχος που αποτελεί μέρος του βουνού και πάνω στον βράχο είναι ιερό της Άρτεμης.
Το άγαλμά της είναι έργο του Πραξιτέλη, ο οποίος την παριστάνει με δάδα στο δεξί
χέρι και φαρέτρα στους ώμους. Δίπλα της αριστερά παριστάνεται ένα σκυλί. Το
μέγεθος είναι λίγο μεγαλύτερο από το φυσικό ύψος μιας ψηλής γυναίκας.

[2] Στα σύνορα της Φωκίδας υπάρχει πόλη που πήρε το όνομά της από τον Βούλωνα,
τον αρχηγό της αποικίας• η πόλη συνοικίστηκε με κατοίκους των πόλεων της αρχαίας
Δωρίδας. Οι Βούλιοι λέγεται ότι όταν ο Φιλύμηλος και οι Φωκείς... στο κοινό των
Φωκέων. Ο δρόμος προς τη Βούλη απέχει ογδόντα στάδια από τη Βοιωτική πόλη
Θίσβη. Δεν έχω ιδέα, όμως, αν υπάρχει δρόμος από τη Φωκική Αντίκυρα. Τα βουνά
που χωρίζουν τη Βούλη από την Αντίκυρα είναι ψηλά και δύσβατα. Από την Αντίκυρα
μέχρι το λιμάνι της Βούλης η απόσταση είναι εκατό στάδια, ενώ από το λιμάνι μέχρι
την πόλη Βούλη ο δρόμος από την ξηρά είναι εφτά στάδια.

[3] Στη θάλασσα χύνεται ένας χείμαρρος που οι ντόπιοι ονομάζουν Ηράκλειο. Η Βούλη
είναι χτισμένη στα ορεινά και όσοι πηγαίνουν μέσω της θάλασσας από την Αντίκυρα
στο Λέχαιο της Κορίνθου πλέουν κοντά σ' αυτή. Οι περισσότεροι από τους μισούς
άνθρωπους ασχολούνται με την αλιεία οστράκων πορφύρας, απ' όπου βγάζουν τη βαφή
πορφύρα. Δεν υπάρχουν θαυμαστά οικήματα στη Βούλη• ανάμεσα στ' άλλα έχουν ιερά
του Διονύσου και της Άρτεμης, τα αγάλματα είναι ξύλινα και δεν μπόρεσα να
διαπιστώσω τίνος έργα ήταν. Οι Βούλιοι λατρεύουν περισσότερο κάποιον θεό που τον
ονομάζουν Μέγιστο. Το όνομα αυτό είναι μάλλον επίκληση του Δία. Οι Βούλιοι έχουν
και πηγή που λέγεται Σαύνιο.

[4] Οι Δελφοί απέχουν εξήντα στάδια από το επίνειο των Δελφών, την Κίρρα. Στην
πεδιάδα χαμηλά υπάρχει ιππόδρομος –εκεί διοργανώνουν τους ιππικούς αγώνες των
Πυθίων. Σχετικά με τον Ταράξιππο της Ολυμπίας αναφέρομαι στον λόγο μου για τους
Ηλείους. Και στον ιππόδρομο του Απόλλωνα μπορεί να είχαν ατυχίες κάποιοι
αναβάτες, αφού ο θεός μοιράζει ίσα και δίκαια σ' όλους τους ανθρώπους τα καλά και τα
άσχημα χωρίς διάκριση. Αλλά και η κατασκευή αυτού του ιππόδρομου δεν προξενεί
στα άλογα αναστάτωση και ταραχή ούτε εξαιτίας κάποιου ήρωα ούτε για άλλο λόγο.

[5] Η πεδιάδα της Κίρρας είναι χωρίς βλάστηση. Δεν ξέρω αν φταίει κάποια κατάρα
που οι ντόπιοι δεν θέλουν να φυτεύουν δέντρα ή επειδή ξέρουν ότι το έδαφος δεν
προσφέρεται για δεντροφύτευση. Λένε ότι η Κίρρα... και ότι η περιοχή πήρε το όνομα
της από αυτή την Κίρρα. Ο Όμηρος όμως αναφέρει την πόλη με την αρχαία ονομασία
της Κρίσας και στην Ιλιάδα και στον Ύμνο προς τον Απόλλωνα. Με το πέρασμα του
χρόνου οι κάτοικοι της Κίρρας ασέβησαν και άλλο προς τον Απόλλωνα. Σφετερίστηκαν
και μέρος της γης που ανήκε στον θεό.

[6] Η Αμφικτυονία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Κίρρας και όρισε στρατηγό τον
Κλεισθένη, τον τύραννο των Σικυωνίων• κάλεσαν τον Σόλωνα από την Αθήνα για να
τους δίνει οδηγίες. Όταν ρώτησαν την Πυθία πώς θα νικούσαν, ο χρησμός που τους
δόθηκε έλεγε τα εξής:

Δεν θα κυριεύσετε αυτή την πόλη και δεν θα ρίξετε τους πύργους της προτού έρθει το
κύμα της γαλανομάτας Αμφιτρίτης βρυχώμενο στη βαθιά θάλασσα και καταστρέψει το
τέμενος μου.

Έτσι, ακολουθώντας τη συμβουλή του Σόλωνα, αφιέρωσαν την περιοχή της Κίρρας
στον Απόλλωνα, για να συνορέψει η θάλασσα με το τέμενος του Απόλλωνα.

[7] Ο Σόλωνας επινόησε και άλλο τέχνασμα κατά των Κιρραίων και έτρεψε τα νερά του
ποταμού Πλείστου, που ύδρευε μέχρι τότε την πόλη, προς άλλη κατεύθυνση. Οι
Κιρραίοι, όμως, άντεξαν και πάλι στην πολιορκία, γιατί είχαν νερό από πηγάδια και από
τις βροχές. Τότε ο Σόλωνας έριξε ρίζες ελλέβορου στον Πλείστο και όταν σιγουρεύτηκε
ότι τα νερά του είχαν αρκετό φάρμακο, έτρεψε το νερό στο αρχικό του κανάλι. Οι
Κιρραίοι ήπιαν άφθονο από το νερό αυτό και τους έπιασε αμέσως διάρροια, που τους
ανάγκασε να εγκαταλείψουν το τείχος.

[8] Όταν οι Αμφικτύονες κατέλαβαν την πόλη, τιμώρησαν τους Κιρραίους για χάρη του
θεού. Από τότε η Κίρρα έγινε επίνειο των Δελφών. Μπορείς να δεις στην Κίρρα ναό
του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητώς. Τα αγάλματά τους είναι πολύ μεγάλα και
έχουν αττική τεχνοτροπία. Μαζί με αυτά έχουν στήσει και άγαλμα της Αδράστειας, που
είναι πιο μικρό από τ' άλλα.

Προηγούμενο κεφάλαιο Επόμενο κεφάλαιο

"Φωκικά" Παυσανία - Κεφ. 38

[1] Η χώρα των Λοκρών που λέγονται Οζόλες συνορεύει με τη Φωκίδα στην περιοχή
της Κίρρας. Για την επωνυμία των Λοκρών έχω ακούσει διαφορετικές εκδοχές, και θα
σας τις πω όλες. Όταν ήταν βασιλιάς ο Ορεσθέας, ο γιος του Δευκαλίωνα, είχε μια
σκύλα που γέννησε αντί για σκυλί ένα ξύλο. Λένε ότι ο Ορεσθέας έχωσε το ξύλο στη
γη και από εκεί φύτρωσε την άνοιξη αμπέλι. Οι ντόπιοι πήραν την ονομασία τους από
τους όζους [τα κλαδιά] του ξύλου αυτού.

[2] Άλλη εκδοχή είναι ότι, όταν ο Ηρακλής τραυμάτισε τον Νέσσο, την εποχή που ήταν
πορθμέας στον Εύηνο, δεν ξεψύχησε αμέσως, αλλά κατέφυγε στη χώρα αυτή. Εκεί
πέθανε και έμεινε άταφος, και σκορπούσε στον αέρα η άσχημη μυρωδιά της
αποσύνθεσης. Σύμφωνα με την τρίτη εκδοχή, οι αναθυμιάσεις και το νερό των ποταμών
έχουν άσχημη μυρωδιά. Ο τέταρτος μύθος σχετικά λέει ότι φυτρώνουν στις όχθες του
ποταμού άφθονοι ασφόδελοι, που ανθίζουν από τη μυρωδιά.

[3] Τέλος, λένε ότι οι πρώτοι κάτοικοι της χώρας που ήταν αυτόχθονες δεν ήξεραν να
υφαίνουν ενδύματα και φορούσαν για να προφυλάγονται από το κρύο τομάρια ζώων
ακατέργαστα. Για να έχουν πιο καλαίσθητη εμφάνιση, γύριζαν από την έξω μεριά το
μαλλί του δέρματος• έτσι το δέρμα τους μύριζε άσχημα όπως τα δέρματα των ζώων.

[4] Η Άμφισσα βρίσκεται σε απόσταση εκατόν είκοσι σταδίων από τους Δελφούς. Είναι
η πιο μεγάλη και φημισμένη πόλη των Λοκρών. Οι κάτοικοί της υποστηρίζουν ότι είναι
Αιτωλοί, επειδή τους ντροπιάζει το όνομα Οζόλες. Και είναι εύλογο, γιατί όταν οι
Αιτωλοί εκπατρίστηκαν από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, που ήθελε να αποικίσει τη
Νικόπολη, το μεγαλύτερο μέρος του λαού ειχε φύγει στην Άμφισσα. Εντούτοις οι
κάτοικοι της Άμφισσας είναι στην καταγωγή Λοκροί. Το όνομα της πόλης λένε ότι
προήλθε από την Άμφισσα, την κόρη του Μάκαρα, του γιου του Αιόλου, και λένε ότι
την αγάπησε ο Απόλλωνας.

[5] Η πόλη έχει διακοσμηθεί και με άλλα οικοδομήματα, αλλά ξεχωρίζει ο τάφος της
Άμφισσας και ένας του Ανδραίμονα• μαζί με τον Ανδραίμονα λένε ότι έχει ταφεί και η
γυναίκα του Ανδραίμονα Γόργη, κόρη του Οινέα. Στην ακρόπολη έχουν ναό της
Αθηνάς, με χάλκινο άγαλμα που την παριστάνει όρθια. Λένε ότι το άγαλμα το έφερε
από το Ίλιο ο Θόας και ότι ανήκει στα λάφυρα της Τροίας, πράγμα που δεν μπορώ να
δεχτώ.

[6] Έχω ήδη αναφέρει ότι ο τρόπος της καθολικής τήξης του χαλκού ήταν ανακάλυψη
των Σαμίων Ροίκου, γιου του Φιλαίου, και Θεοδώρου, γιου του Τηλεκλή, και πρώτοι
αυτοί έχυσαν χαλκό σε καλούπι. Δεν μπόρεσα να βρω κανένα έργο του Θεοδώρου που
να είναι φτιαγμένο από χαλκό. Όμως στο ιερό της Εφεσίας Άρτεμης καθώς προχωράμε
προς το οικοδόμημα με τις ζωγραφιές, υπάρχει θριγκός από πέτρα πάνω από τον βωμό
της λεγόμενης Πρωτοθρονίας Άρτεμης• πάνω στον θριγκό έχουν βάλει μαζί με άλλα
αγάλματα μια πλαστική εικόνα γυναίκας, που οι Εφέσιοι ονομάζουν Νύχτα και λένε ότι
είναι έργο του Ροίκου.

[7] Το άγαλμα αυτό φαίνεται να είναι παλιό, αλλά είναι πιο κακότεχνο από το άγαλμα
της Αθηνάς της Άμφισσας. Οι κάτοικοι της Άμφισσας τελούν κάποια μυστήρια προς
τιμήν των λεγόμενων Ανάκτων παιδιών. Δεν υπάρχει σαφής άποψη για το ποιοι είναι οι
Άνακτες παίδες. Άλλοι λένε ότι πρόκειται για τους Διοσκούρους, άλλοι για τους
Κούρητες, ενώ εκείνοι που πιστεύουν ότι ξέρουν τα πράγματα καλύτερα λένε ότι
πρόκειται για τους Καβείρους.
[8] Υπάρχουν και οι εξής πόλεις των Λοκρών. Στο εσωτερικό, πάνω από την Άμφισσα,
βρίσκεις τη Μυονία σε απόσταση τριάντα σταδίων από την Άμφισσα. Οι κάτοικοί της,
οι Μυάνες, είναι εκείνοι που αφιέρωσαν στην Ολυμπία την ασπίδα του Δία. Η πόλη
τους είναι χτισμένη σε ύψωμα και έχει άλσος στο οποίο υπάρχει βωμός στους
Μειλίχιους θεούς. Προσφέρουν στους Μειλίχιους θεούς θυσίες μετά τη δύση του ήλιου
και σύμφωνα με την τοπική παράδοσή τους, τρώνε το κρέας εκείνο το μέρος πριν την
ανατολή του ήλιου. Έχουν και τέμενος αφιερωμένο στον Ποσειδώνα, πάνω από την
πόλη, που λέγεται Ποσειδώνιο• μέσα σ΄αυτό υπάρχει ναός του Ποσειδώνα. Το άγαλμα
δεν σώζεται μέχρι τις μέρες μου.

[9] Αυτοί λοιπόν κατοικούν στην ενδοχώρα πάνω από την Άμφισσα. Στη θάλασσα είναι
η πόλη Οιάνθεια και η Ναύπακτος που συνορεύει μ' αυτή. Εκτός από τους Αμφισσείς,
οι άλλοι από τους Πατρείς διοικούνται από τους Αχαιούς κατόπιν παραχώρησης του
αυτοκράτορα Αυγούστου. Στην Οιάνθεια υπάρχει ιερό της Αφροδίτης και λίγο πιο
ψηλά από την πόλη άλσος από κυπαρίσσια και πεύκα. Μέσα στο άλσος υπάρχει ναός
της Άρτεμης και άγαλμά της. Οι ζωγραφιές στους τοίχους χάθηκαν με το πέρασμα του
χρόνου και δεν μπορείς πια να διακρίνεις τίποτα.

[10] Υποθέτω ότι η πόλη πήρε το όνομά της από κάποια γυναίκα ή νύμφη. Όσον αφορά
στη Ναύπακτο, λένε ότι η περιοχή πήρε το όνομά της, επειδή εκεί ναυπήγησαν τα πλοία
τους οι Δωριείς, που ήταν μαζί με τους γιους του Αριστομάχου, και με τα οποία
πέρασαν στην Πελοπόννησο. Σχετικά με τους Ναυπακτίους, με ποιον τρόπο δηλαδή
έδιωξαν οι Αθηναίοι τους Λοκρούς από τη Ναύπακτο και την έδωσαν να την
κατοικήσουν οι Μεσσήνιοι της Ιθώμης, που την εποχή των σεισμών της Λακεδαίμονας
είχαν αποστατήσει και πώς μετά την καταστροφή των Αθηναίων στη θέση Αιγός
Ποταμοί κατάφεραν οι Λακεδαιμόνιοι να εκπατρίσουν τους Μεσσηνίους από τη
Ναύπακτο, όλ' αυτά τα ανέφερα διεξοδικά στον λόγο μου για τη Μεσσηνία. Οι Λοκροί
μπόρεσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, αφού οι Μεσσήνιοι αναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν τη Ναύπακτο.

[11] Το έπος που οι Έλληνες ονομάζουν Ναυπάκτια έπη θεωρείται από τους πιο
πολλούς έργο ενός Μιλησίου, αλλά ο Χάρωνας, ο γιος του Πύθη, υποστηρίζει ότι το
έγραψε ο Ναυπάκτιος Καρκίνος. Δέχομαι την άποψη του Λαμψακηνού, γιατί πώς το
ποίημα ενός Μιλησίου, που έχει σχέση με γυναίκες, θα μπορούσε να ονομαστεί
Ναυπάκτια έπη.

[12] Κοντά στη θάλασσα υπάρχει ναός του Ποσειδώνα με χάλκινο άγαλμα που
παριστάνει τον θεό όρθιο. Υπάρχει και ιερό της Άρτεμης με άγαλμα που είναι
φτιαγμένο από λευκό μάρμαρο. Η θεά παριστάνεται να ρίχνει ακόντιο και έχει την
επωνυμία Αιτωλή. Υπάρχει και σπήλαιο προς τιμήν της Αφροδίτης. Προσεύχονται σ'
αυτή και για άλλα θέματα, αλλά κυρίως οι χήρες ζητούν από τη θεά δεύτερο σύζυγο.

[13] Το ιερό του Ασκληπιού είναι ερειπωμένο. Το είχε χτίσει ένας ιδιώτης Φαλύσιος.
Επειδή κάποτε υπέφερε από ασθένεια στα μάτια και είχε σχεδόν τυφλωθεί, ο θεός της
Επιδαύρου του έστειλε με την ποιήτρια των επών Ανύτη μια σφραγισμένη πινακίδα. Η
γυναίκα νόμισε ότι το είχε δει στο όνειρό της, αλλά αμέσως φάνηκε ότι ήταν
πραγματικότητα, γιατί κρατούσε στα χέρια της τη σφραγισμένη πινακίδα. Πήγε στη
Ναύπακτο και ζήτησε από τον Φαλύσιο να ανοίξει τη σφραγίδα και να τη διαβάσει.
Ήταν σίγουρος ότι δεν θα μπορούσε να διακρίνει τα γράμματα με την ασθένεια στα
μάτια του, επειδή όμως περίμενε κάτι καλό από τον Ασκληπιό, την άνοιξε.
Θεραπεύτηκε όταν κοίταξε στο κερί και έδωσε στην Ανύτη αυτό που διάβασε γραμμένο
στην πινακίδα: δυο χιλιάδες στατήρες χρυσού.

You might also like