You are on page 1of 7

Ραψωδία Ζ, 369-529

στ. 371 «Αλλ’ όμως την λευκόχερην δεν ηύρεν Ανδρομάχη» : Η συνάντηση του Έκτορα και της
Ανδρομάχης είναι μοναδική. Πρέπει να ξεχωρίσει από το συνηθισμένο και το καθημερινό, γι΄ αυτό
και η συνάντησή τους γίνεται «μετ’ εμποδίων». Ο Έκτορας πηγαίνει να την βρει στο μέγαρο, όπου
διαμένει η οικογένειά του. Από την άλλη η Ανδρομάχη έχει πάει στον πύργο των Σκαιών πυλών,
από όπου οι γυναίκες και οι γέροντες παρακολουθούν τις μάχες. Επομένως, ο ένας αναζητά τον
άλλο στον «φυσικό του χώρο». Φυσικός χώρος της Ανδρομάχης είναι το σπίτι της, ενώ για τον
Έκτορα είναι το πεδίο των μαχών. Ωστόσο, ο Έκτορας επειδή νιώθει άβολα να βρίσκεται στο σπίτι
του, ενώ οι υπόλοιποι Τρώες πολεμούν, βιάζεται να φύγει και να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης.

στ. 376 – 380 « Να εύρει συννυφάδα της ή ανδράδελφην επήγεν, ή στο ναό της Αθηνάς όπου κι
οι άλλες είναι δέσποινες και την τρομερήν θεάν εξιλεώνουν;» : Όπως αναφέρει και το σχολικό
βιβλίο στη σελ. 78, ο Όμηρος εδώ χρησιμοποιεί την τεχνική των «άστοχων ερωτημάτων». Ο
ήρωας, δηλαδή, και εν προκειμένω ο Έκτορας ρωτάει κάτι και παρουσιάζει 3 πιθανές απαντήσεις
στο ερώτημά του. Παρά το γεγονός ότι οι απαντήσεις – εκδοχές στην ερώτησή του είναι πολύ
εύλογες, τελικά καμία δεν ισχύει. Μάλιστα, αυτός που καλείται να απαντήσει, εδώ η οικονόμα,
πρέπει να απορρίψει και τις 3 πιθανές εκδοχές και στο τέλος να αποκαλύψει την αλήθεια. Αυτήν
την τεχνική τη χρησιμοποιεί ο Όμηρος, για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο τι πραγματικά
συμβαίνει, προκαλώντας ταυτόχρονα την αγωνία των ακροατών, μιας και η αλήθεια αργεί να
αποκαλυφθεί. Άρα, η τεχνική των άστοχων ερωτημάτων συνιστά και επιβράδυνση της πλοκής.

στ. 390 – 395 « ο Έκτωρ έφθασε στες Σκαιές πύλες. Στην στιγμήν που εκίνα εις το πεδίον με
ορμήν εμπρός του επρόβαλεν η ασύγκριτη Ανδρομάχη» : Η συνάντηση του Έκτορα και της
Ανδρομάχης μοιάζει να ματαιώνεται. Ο ποιητής παίζει με την αγωνία του ακροατή και η συνάντηση
των δύο συζύγων πραγματοποιείται τελικά από σύμπτωση. Πριν συναντηθούν οι δύο σύζυγοι,
πρέπει να χαθούν. Ο Έκτωρ δεν βρίσκει την Ανδρομάχη στο σπίτι τους, η Ανδρομάχη δεν βλέπει τον
Έκτορα στο πεδίο της μάχης, όπως θα περίμενε κανείς. Αντίθετα, η συνάντησή τους γίνεται κάπου
ενδιάμεσα, σε έναν μεταίχμιο χώρο, στην είσοδο των Σκαιών πυλών, όπου συναντιέται ο χώρος του
μάχιμου στρατιώτη και του άμαχου πληθυσμού.

στ. 402 «Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη τον λέγαν» : Ο Έκτορας και η
Ανδρομάχη είχαν δώσει στον γιο τους το όνομα «Σκαμάνδριος», προφανώς για να τιμήσουν τον
ποταμό Σκάμανδρο που έκανε εύφορη την τρωική πεδιάδα και λατρευόταν ως θεός – προστάτης
της Τροίας. Οι υπόλοιποι, όμως, Τρώες χρησιμοποιούσαν το όνομα «Αστυάναξ» για τον γιο του
Έκτορα ( άστυ = πόλη, άναξ = βασιλιάς, Αστυάναξ = βασιλιάς της πόλης). Αυτό το έκαναν, για να
τιμήσουν τον Έκτορα – υπερασπιστή της Τροίας, αλλά και για να δείξουν πως μετά τον Πρίαμο
περίμεναν να γίνει βασιλιάς ο Έκτορας και στη συνέχεια ο γιος του.

στ. 404 – 406 «Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του ήσυχα. Και από το χέρι του πιασμένη
η Ανδρομάχη εδάκρυσε» : Την ανέλπιστη συνάντηση των δύο συζύγων ο Όμηρος τη δίνει με
απαράμιλλη διακριτικότητα, απλότητα και γλαφυρότητα. Δεν υπάρχουν συναισθηματικές εξάρσεις
και κουραστικές λεπτομέρειες. Οι κινήσεις του ζεύγους είναι συγκρατημένες και απεικονίζονται με
λιτό τρόπο.

στ. 413 – 428 «τον μέγαν Αετίωνα μου φόνευσε ο θείος Πηλείδης. Αλλά τον εσεβάσθη νεκρόν,
δεν τον εγύμνωσεν, τον έκαυσε, κι εσήκωσέ του μνήμα. Όλους τους αδερφούς μου τους
εθανάτωσεν ο θείος Αχιλλέας. Και τη σεπτήν μητέρα μου δούλην εδώ την έφερε.» : Ο Αχιλλέας,
όταν κατέλαβε τη Θήβα, την πατρίδα της Ανδρομάχης, σκότωσε τον πατέρα της τον Αετίωνα ή
Ηετίωνα, τα εφτά της αδέρφια και τη μητέρα της την πήρε ως λάφυρο. [Από τη Θήβα είχε πάρει ως
λάφυρο και τη Χρυσηίδα, από την οποία ξεκίνησαν όλα, η οποία, όμως, δόθηκε ως δώρο στον
Αγαμέμνονα]. Επομένως, ο Αχιλλέας έχει παίξει καταλυτικό ρόλο στη ζωή της Ανδρομάχης. Βέβαια,
στο συγκεκριμένο απόσπασμα η ίδια εξιστορεί το παρελθόν της, χωρίς να γνωρίζει ότι ο άνθρωπος
που έχει καταστρέψει την πατρική της οικογένεια θα διαλύσει και την οικογένεια που έχει φτιάξει
με τον Έκτορα, αφού ο Αχιλλέας θα τον σκοτώσει πολύ σύντομα (τραγική ειρωνεία). Μάλιστα,
εξαιτίας του θανάτου του Έκτορα, η Τροία θα μείνει ανυπεράσπιστη κι έτσι οι Αχαιοί θα την
καταλάβουν, ενώ ο Οδυσσέας θα ρίξει από τα τείχη της πόλης τον μικρό Αστυάνακτα, γιατί υπήρχε
χρησμός που έλεγε πως, εάν ο Αστυάναξ έμενε ζωντανός, θα έπαιρνε εκδίκηση για τον θάνατο του
πατέρα του.
Σε ό,τι αφορά τον Όμηρο αυτό που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι η εξιστόρηση του τι
έκανε ο Αχιλλέας στην οικογένεια της Ανδρομάχης γίνεται με επική άνεση. Με αυτόν τον τρόπο, ο
ποιητής, μέσω της πλατιάς εξιστόρησης της Ανδρομάχης :

1. αναφέρεται πλατιά στον Αχιλλέα, στη γενναιότητα και τον ιπποτισμό του. Έτσι, ο Όμηρος
δείχνει την αγάπη του για τον Πηλείδη, αλλά και ο ακροατής δεν ξεχνάει τον κεντρικό ήρωα του
έπους ( άσχετα με το τι διδάσκεται στο σχολικό βιβλίο, ο Αχιλλέας εμφανίστηκε τελευταία φορά
στη ραψωδία Α, ενώ τώρα βρισκόμαστε στη ραψωδία Ζ). Επίσης, αν κάποιος αναρωτηθεί πού
φαίνεται ο «ιπποτισμός» του Αχιλλέα, με δεδομένο ότι ξεκλήρισε μια ολόκληρη οικογένεια, η
απάντηση βρίσκεται στους στ. 416-419 και 425-428. Από τη μια τον πατέρα της Ανδρομάχης τον
Ηετίωνα δεν τον «εγύμνωσε», δηλαδή δεν του αφαίρεσε τα όπλα, πράγμα που συνήθιζαν να
κάνουν οι πολεμιστές, όταν σκότωναν τον αντίπαλό τους, για να τον εξευτελίσουν. Εδώ, ο
Αχιλλέας στερείται αυτήν την ικανοποίηση, που θα σήμαινε ατίμωση για τον γέροντα βασιλιά
των Κιλίκων. Αντί να κακοποιήσει το πτώμα του βασιλιά, το καίει (αναχρονισμός) και στη
συνέχεια του υψώνει μνήμα (δυστυχώς ο Αχιλλέας δε θα συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο στο
πτώμα του Έκτορα). Αντίστοιχα, και τη μητέρα της Ανδρομάχης, τη βασίλισσα των Κιλίκων,
αρχικά την παίρνει ως λάφυρο και στη συνέχεια δέχεται την εξαγορά της με λύτρα,
αποδεικνύοντας τον ιπποτισμό του (σε αντίστοιχη περίπτωση ο Αγαμέμνων στην ραψωδία Α΄
είχε αρνηθεί την εξαγορά της Χρυσηίδας από τον πατέρα της).
2. Έμμεσα ο Όμηρος μας υποβάλλει την εντύπωση πως η Ανδρομάχη δεν πρόκειται να ξεφύγει
από την τραγικότητα της γενιάς της. Δυστυχώς, ο άντρας και το παιδί της θα πεθάνουν και η
ίδια θα καταλήξει δούλα στα χέρια του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα.

στ. 406 – 439 Ο λόγος της Ανδρομάχης: Η Ανδρομάχη με τον λόγο της προσπαθεί να πείσει τον
Έκτορα να μην επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, γιατί φοβάται ότι θα πεθάνει. Τα επιχειρήματά της
είναι ψυχολογικά και ως στόχο έχουν να κάνουν τον Έκτορα να την λυπηθεί :

1. στ. 406-407 «Θα σε αφανίσει τούτη σου η τόλμη» : η υπερβολική τόλμη του Έκτορα ίσως
ερμηνευτεί από τους θεούς και από τη μοίρα ως ύβρις, άρα υπάρχει το ενδεχόμενο να
επισύρει και την τιμωρία του.
2. στ. 407 – 413 «το βρέφος δε λυπείσαι κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω
ογρήγορα και άμα σε χάσω, κάτω στον μαύρον Άδη ας κατέβω» : προσπαθεί να λυγίσει
τον Έκτορα επικαλούμενη την πατρική και τη συζυγική του αγάπη. Εάν ο Έκτορας γυρίσει
στη μάχη, η Ανδρομάχη είναι σχεδόν βέβαιη πως θα πέσουν πάνω του όλοι οι Αχαιοί να
τον σκοτώσουν. Σε αυτήν την περίπτωση, το παιδί τους θα μείνει ορφανό και η ίδια χήρα.
Αυτό το χρησιμοποιεί ως επιχείρημα, για να πείσει τον Έκτορα να μείνει κοντά τους.
Μάλιστα το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιεί προς το τέλος του λόγου της, στους στ. 432-433,
προφανώς επειδή το θεωρεί ως το πιο πειστικό.
3. 413 – 430 «Έκτορ, συ είσαι δι΄ εμέ πατέρας και μητέρα, συ αδελφός, συ ανθηρός της
κλίνης σύντροφός μου» : Στο μεγαλύτερο κομμάτι του λόγου της η Ανδρομάχη διηγείται
την τραγική ιστορία της οικογένειάς της. Ο Αχιλλέας σκότωσε τον πατέρα και τα αδέρφια
της, ενώ η μητέρα της πέθανε από φυσικά αίτια (στ. 426 «την έσβησεν η Άρτεμις»), αφού,
όμως, είχε προηγηθεί η αιχμαλωσία της από τον Αχιλλέα και στη συνέχεια η
απελευθέρωσή της με λύτρα. Όλες αυτές τις λεπτομέρειες ο Όμηρος τις αναφέρει, για να
μην ξεχάσουμε τον Αχιλλέα, αλλά η Ανδρομάχη αποσκοπεί να κάνει τον Έκτορα να την
λυπηθεί και να την προστατέψει, αφού δεν της έχει απομείνει κανένας δικός της
άνθρωπος ζωντανός.

στ. 433 – 439 «Εκεί στην αγριοσυκιά στήσε τους άνδρες, όπου είναι η πόλη καλοανέβατη,
καλόπαρτο το τείχος» : Παρόλο που η Ανδρομάχη προσπάθησε στο μεγαλύτερο μέρος του λόγου
της να πείσει τον Έκτορα να μην επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, βαθιά μέσα της ξέρει πως αυτό
δεν πρόκειται να συμβεί, γι’ αυτό και του δίνει μια πρακτική συμβουλή : να στήσει τους άντρες στο
σημείο του τείχους που είναι ευάλωτο. Σύμφωνα με μια παράδοση, τα τείχη της Τροίας είχαν
χτιστεί από τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα, άρα ήταν άτρωτα. Υπήρχε, όμως , και ένα κομμάτι
του τείχους που είχε χτιστεί από τον θνητό Αιακό και η Ανδρομάχη προφανώς αναφέρεται σε αυτό.
Αυτό που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι αυτή η πρακτική, έξυπνη και εύστοχη αμυντική
τακτική προέρχεται από μια γυναίκα, που η θέση της ήταν να υφαίνει μέσα στο παλάτι και όχι να
γνωρίζει τεχνικές λεπτομέρειες και να κάνει εύστοχες υποδείξεις στον αρχηγό του στρατού. Αυτή η
παρατήρηση μας αποδεικνύει πως η σύζυγος του Έκτορα δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα, αλλά
έξυπνη, διορατική, παρατηρητική, που φρόντιζε να ενημερώνεται για το συμβαίνει στη μάχη, σε
αντίθεση με την Ελένη, η οποία στη ραψωδία Γ΄ ύφαινε στον αργαλειό, δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε
στη μάχη και αναγκάστηκε να παρέμβει η Ίριδα, η αγγελιαφόρος των θεών, για να εμφανιστεί η
στα τείχη.

στ. 441 – 446 «φοβούμαι και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων, αν μ’ έβλεπαν
ως άνανδρος να φεύγω από την μάχην. Ουδ’ η καρδιά μου το θέλει, που μ’ έμαθε να είμαι
γενναίος πάντοτε κι εμπρός να μάχομαι των Τρώων χάριν της δόξας του πατρός και της δικής
μου ακόμη» : Ο Έκτορας εξομολογείται ότι συμμερίζεται τις σκέψεις και τα συναισθήματα της
συζύγου του, αλλά δεν μπορεί να ενδώσει στις εκκλήσεις της να μην πάει στο πεδίο της μάχης.
Χρησιμοποιεί το ρήμα «φοβάμαι», ενώ ο Όμηρος στο πρωτότυπο είχε χρησιμοποιήσει το ρήμα
«αιδέομαι», που παραπέμπει στην «αιδώ» (= ντροπή για το τι θα πουν οι άλλοι + σεβασμός της
κοινής γνώμης). Ίσως πιο κατάλληλη θα ήταν η μετάφραση «ντρέπομαι». Πάντως, ο φόβος της
ατίμωσης και η φωνή του χρέους και της συνείδησή τους είναι αυτά που κάνουν τον Έκτορα να
επιστρέψει στη μάχη. Αγωνίζεται όχι μόνο για την υπεράσπιση της πατρίδας του, αλλά και για τη
διαφύλαξη της τιμής και της δόξας της δικής του, αλλά και του πατέρα του. Σύμφωνα με τα ιδεώδη
της ομηρικής εποχής, ο γιος είχε το καθήκον όχι μόνο να διαφυλάξει την πατρική δόξα, αλλά και να
την αυξήσει. Μόνο με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζει την τιμή και την υστεροφημία του. Στις
περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες το καθήκον των παιδιών είναι να φανούν αντάξια των γονιών
τους, για τον Έκτορα, όμως, αυτό δεν είναι αρκετό. Πρέπει να τους ξεπεράσει. Ουσιαστικά όλα
αυτά που αναφέρει εδώ ο Έκτορας, ότι δηλαδή δεν πολεμάει για τη νίκη, αλλά για την τιμή και τη
δόξα της γενιάς του, μας θυμίζουν ένα ιστορικό γεγονός πολύ μεταγενέστερο, τη θυσία των
Σπαρτιατών και των Θεσπιέων στις Θερμοπύλες.

στ. 450 – 465 «Των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο και του πατρός μου ο θάνατος και της
σεμνής μητρός μου και των γλυκών μου αδερφών, όσο ο καημός ο δικός σου, όταν κανείς των
Αχαιών σε πάρει εις τη δουλείαν, ενώ εσύ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις» : Ο Έκτορας προβλέπει εδώ
όσα θα συμβούν μετά τον θάνατό του : ο θάνατος του πατέρα, της μητέρας, των αδερφών του και
η υποδούλωση της γυναίκας του (προοικονομία). Από όλα αυτά αυτό που τον στενοχωρεί
περισσότερο είναι το γεγονός ότι η Ανδρομάχη θα γίνει δούλα, θα αναγκαστεί να πάει στην Ελλάδα
και θα υφαίνει στον αργαλειό. Ας σημειωθεί εδώ πως με τον αργαλειό ασχολιόντουσαν οι
ελεύθερες γυναίκες και κυρίως όσες ήταν αριστοκράτισσες. Αυτό που στενοχωρεί τον Έκτορα είναι
ότι η Ανδρομάχη θα υφαίνει «προσταγμένη», ενώ οι υπόλοιποι θα την κοροϊδεύουν για το πώς
κατάντησε. Γνωρίζοντας ότι όλα αυτά θα συμβούν, ο Έκτορας προτιμά να είναι νεκρός, ώστε να μην
ακούει τον θρήνο της γυναίκας του.

στ. 466 – 475 «Ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του. Έσκουξε εκείνο, φοβήθη τον
πατέρα του καθώς είδε να αστράφτουν τα άρματα. Εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή
μητέρα. Και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαία. Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί
του.» : Πρόκειται για μια από τις πιο συγκινητικές σκηνές της Ιλιάδας. Ο μικρός Αστυάνακτας
βλέπει την πανοπλία του πατέρα του να λαμπυρίζει και τη χαίτη από την περικεφαλαία να
κουνιέται και φοβάται. Ο Έκτορας βγάζει την περικεφαλαία και στη συνέχεια παίρνει τον γιο του
αγκαλιά. Το γεγονός ότι ο Όμηρος μέσα σε ένα καθαρά πολεμικό έπος κατάφερε να περιγράψει
ρεαλιστικά και γλαφυρά μια τόσο συγκινητική σκηνή αποδεικνύει πως τόσο η Οδύσσεια όσο και η
Ιλιάδα διακρίνονται για τον ανθρωπισμό τους. Επίκεντρο, δηλαδή, και των δύο επών είναι ο
άνθρωπος με τα προβλήματα, τις αγωνίες, τις αντιζηλίες, τα πάθη του.

στ. 475 – 481 «Ω πατέρα Δία και όλοι οι επουράνιοι θεοί δώσετε εις το παιδί μου στο γένος του
να λάμπει. Στ’ άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιον βασιλέας…» : Ο Έκτορας έχοντας το παιδί του
στην αγκαλιά του εύχεται οι θεοί να του χαρίσουν τιμή και δόξα, να αναδειχτεί γενναίος
πολεμιστής, ισχυρός βασιλιάς και να αναγνωρίζουν όλοι την υπεροχή του σε σχέση με τον πατέρα
του. Μάλιστα λέει ότι η Ανδρομάχη θα αισθάνεται μεγάλη χαρά ακούγοντας όλα αυτά τα
κολακευτικά λόγια. Αυτές οι ευχές του Έκτορα έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις προβλέψεις που
είχε κάνει πριν για την άλωση της Τροίας και τη υποδούλωση της Ανδρομάχης. Αυτή η αλλαγή
εξηγείται από το γεγονός πως στη συγκεκριμένη σκηνή επίκεντρο είναι το παιδί, οπότε δεν μπορεί
να ακουστεί κάτι κακό. Επικρατεί αισιοδοξία. Εδώ ο Έκτορας μιλάει ως πατέρας που μόνο καλές και
αισιόδοξες σκέψεις μπορεί να κάνει ή αλλιώς εκφράζει αυτό που θα ήθελε να συμβεί. Πριν μίλησε
ο Έκτωρ ως σύζυγος και πολεμιστής και εξέφρασε αυτό που του υπαγορεύει η λογική του ότι θα
συμβεί.

στ. 484 – 493 «Μη θέλεις δι’ εμέ να θλίβεσαι, στοχάσου ότι στον Άδη δεν θα με στείλει
άνθρωπος η ώρα μου πριν φτάσει. Και άνθρωπος άμα γεννηθεί, είτε γενναίος είναι είτε δειλός,
δεν δύναται τη μοίρα να αποφύγει. Αλλ’ άμε σπίτι, έχε στον νουν τα έργα τα δικά σου» : Η
προηγούμενη αισιοδοξία του Έκτορα έχει αντικατασταθεί εδώ με μια τετράγωνη και ψυχρή
λογική. Στην προσπάθειά του να παρηγορήσει την Ανδρομάχη της λέει ότι ο θάνατος είναι
δεδομένος για όλους τους ανθρώπους και μάλιστα δεν μπορεί να έρθει πριν την «καθορισμένη»
ώρα από τη μοίρα. Στο τέλος, την προστάζει να καταπιαστεί με τις γυναικείες ενασχολήσεις και να
αφήσει κατά μέρος τις αντρικές υποθέσεις. Αν και φαίνεται αρκετά αυστηρός και απότομος,
μάλλον η πρόθεσή του είναι αρκετά αλτρουιστική: δε θέλει να βλέπει τη γυναίκα του να αγχώνεται
και να στενοχωριέται. Ίσως πάλι θέλει να αποκαταστήσει την εικόνα του ευαίσθητου πατέρα που
έδειξε πριν.

στ. 500 «και ζωντανόν τον Έκτορα στο σπίτι του εθρηνούσαν» : Με την επιστροφή της
Ανδρομάχης στο σπίτι της, όλες οι γυναίκες ξεσπούν σε θρήνο γνωρίζοντας πως ο Έκτωρ δε θα
γυρίσει ζωντανός (προοικονομία). Η αλήθεια είναι πώς μέχρι τον θάνατό του θα μεσολαβήσουν
περίπου 8 ημέρες, κατά τις οποίες ο Έκτορας θα επιδείξει τρομακτικά κατορθώματα, ωστόσο ο
Όμηρος δε θα μας τον ξαναπαρουσιάσει ποτέ στο σπίτι του.

στ. 506 – 514 : Από την ραψωδία Γ, όπου ο Πάρις είχε μονομαχήσει με τον Μενέλαο και η
Αφροδίτη τον μετέφερε τραυματισμένο στο δωμάτιο της Ελένης, για να γλυτώσει τον θάνατο, δεν
έχει εμφανιστεί στο πεδίο της μάχης. Τώρα, στο τέλος της ραψωδίας Ζ, εμφανίζεται με την
πανοπλία του, έτοιμος να πολεμήσει. Μάλιστα, ο Όμηρος χρησιμοποιεί μια πλατιά – ομηρική
παρομοίωση, για να τονίσει την ομορφιά του Πάρη, τον ενθουσιασμό, την ταχύτητα και τη ρώμη
του. Τον παρομοιάζει με ένα άλογο, που μόλις έσπασε τα δεσμά του και τρέχει στην πεδιάδα με τη
χαίτη του να ανεμίζει.

στ. 521 – 529 : Ο Έκτορας αναδεικνύει την ανωτερότητά του. Αντί να κατηγορήσει τον Πάρη και την
οκνηρία του, εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ο Πάρης δίνει το δικαίωμα στους άλλους
Τρώες να τον κατηγορήσουν ως τεμπέλη. Επίσης, στο τέλος του λόγου του κάνει μια ευχή : να
μπορέσουν μα προσφέρουν στους θεούς έναν κρατήρα ως ένδειξη ευγνωμοσύνης που τους
βοήθησαν να απαλλαγούν από τους Αχαιούς. Με δεδομένο ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, στο
σημείο αυτό έχουμε τραγική ειρωνεία.

 Η σκηνή αυτή της ραψωδίας Ζ΄ μας παρουσιάζει τον Έκτορα ως γιο, αδερφό, πατέρα και
σύζυγο. Και μάλιστα τον παρουσιάζει ως άντρα-πρότυπο, όπως και την Ανδρομάχη ως
γυναίκα-πρότυπο. Ας σημειωθεί ότι ο Όμηρος δεν επέλεξε ως πρότυπα κάποιους από
τους ομοεθνείς του Αχαιούς, αλλά από τους Τρώες. Ούτε και ο ίδιος ο Αχιλλέας, ο
κατεξοχήν ήρωας του έπους, δεν σκιαγραφείται με τέτοια τάση εξιδανίκευσης. Έτσι,
όπως χειρίζεται ο ποιητής την όλη σκηνή και τους ήρωές του μας δείχνει ότι δεν
πρόκειται για έναν πόλεμο ανάμεσα στους «καλούς» Αχαιούς και τους «κακούς» Τρώες.
Ο Αχιλλέας μπορεί να είναι ένας εξαιρετικά γενναίος στρατιώτης, αλλά ο Έκτορας είναι
ο ιδανικός σύζυγος, πατέρας, γιος. Προφανώς, αυτό που βγαίνει ως συμπέρασμα είναι η
εκτίμηση του αγαθού της ειρήνης και η αποστροφή για τον πόλεμο. Πάντα και στις
δυο πλευρές υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι και οι απώλειες αφορούν όλους, άρα ο
πόλεμος δεν είναι κάτι επιθυμητό. Το πώς καταφέρνει ο Όμηρος να μας περάσει ένα
αντιπολεμικό μήνυμα μέσα από ένα καθαρά πολεμικό έπος είναι πραγματικά
αξιοθαύμαστο και φυσικά είναι ένας από τους λόγους που η Ιλιάδα διδάσκεται εδώ
και χιλιάδες χρόνια.

You might also like