Professional Documents
Culture Documents
Κανόνες τονισμοῦ
Κανόνες τονισμοῦ
ʹ ό
Ἔχουμε τρεῖς τόνους: τὴν ὀξεία (μὲ κλίση πρὸς τὰ δεξιά: «τ »), τὴν
Ἔχουμε δύο πνεύματα: τὴν ψιλὴ (δεξὶ φεγγαράκι: ᾿ «ἐδῶ») καὶ τὴν
δασεία (ἀριστερὸ φεγγαράκι: ῾ «ὁ»).
Κάθε λέξη ποὺ ἀρχίζει μὲ φωνῆεν (α, ε, η, ι, ο, υ, ω) παίρνει ὁπωσδήποτε
1. ὅταν ἡ λέξη ἀρχίζει μὲ δίφθογγο (αι, αυ, ει, ευ, ηυ, οι, ου) τότε τὸ
ἰ
πνεῦμα μπαίνει στὸ δεύτερο γράμμα τῆς διφθόγγου: «α τία, α γό, ὐ
ἰ ὐ
ε δικά, ε χή, η ὐξημένος, οἰκία, οὐλή». Ὅταν πάλι ἡ δίφθογγος
ἔχει χωρισθεῖ τότε τὸ πνεῦμα ἐπανέρχεται στὸ πρῶτο φωνῆεν (καὶ
ἀριστερὰ καὶ τὸν τόνο δεξιά: « ἄν, ἔψιλον, ἥβη, ἵδρυμα, ὅλο,
ὕλη, ὥς»·
στὴν περίπτωση τῆς περισπωμένης βάζουμε τὸ πνεῦμα κάτω ἀπὸ
ἶ
τὴν περισπωμένη: «ε μαι, ο ὗτος, ὧρα».
Στὰ πεζὰ γράμματα τὸ πνεῦμα (ἢ ὁ συνδυασμὸς τόνου καὶ πνεύματος)
ἔ
μπαίνει πάνω ἀπὸ τὸ γράμμα: « λα, ὅμως, ἦταν». Στὰ κεφαλαῖα
μπαίνει πρὶν (δηλαδὴ ἀριστερὰ) ἀπὸ τὸ γράμμα: «Ἔλα, Ὅμως,
Ἦταν».
[Ὅσον ἀφορᾶ τὰ κεφαλαῖα ἀρχικὰ φωνήεντα, σημειῶστε ὅτι ἐνῷ στὴν
γραφομηχανὴ καὶ στὴν «χειροκίνητη» τυπογραφία (κάσα, λινοτυπία,
μονοτυπία) ἔμπαινε πρῶτα τὸ πνεῦμα ἢ ὁ συνδυασμὸς πνεῦμα+τόνος καὶ
ὕστερα τὸ φωνῆεν οὕτως ὥστε νὰ θεωροῦμε τὸ πνεῦμα ἢ τὸν συνδυασμὸ
πνεῦμα+τόνος ὡς ἀνεξάρτητη ἑνότητα, στὴν πληροφορικὴ (καὶ
συγκεκριμένα στὴν κωδικοσελίδα Unicode) θεωροῦμε ὅτι ἀνήκει στὸ
φωνῆεν καὶ μαζὶ ἀποτελοῦν μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα.]
1. τὰ ἄρθρα: ὁ, ἡ, οἱ·
2. οἱ κτητικὲς ἀντωνυμίες (ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ οὐσιαστικό): μου,
σου, του, της, μας, σας, τους. Προσοχή: ὅταν εἶναι προσωπικὲς
ἀντωνυμίες (καὶ μπαίνουν πρὶν τὸ ρῆμα) τονίζονται: «ὁ πατέρας
μου μοῦ εἶπε», «οἱ δάσκαλοί τους τοὺς μάθαιναν», «μᾶς ἀκοῦνε τὰ
παιδιά μας;»·
3. οἱ προθέσεις ἐκ, ἐν, εἰς, ἐξ. Προσοχή: τὰ ὁμόηχα ἀριθμητικὰ ἓν (=
ἕνα), εἷς (= ἕνας) καὶ ἓξ (= ἕξι) τονίζονται·
4. ἡ σύμπτυξη κι τοῦ «καὶ»·
5. ἡ πρόθεση ὡς (= σὰν). Προσοχή: ὁ σύνδεσμος ὣς (= ἕως, μέχρι)
τονίζεται.
Παίρνουν περισπωμένη:
o τὰ ἄρθρα στὴν γενικὴ καὶ στὴν δοτική: τοῦ, τῆς, τῶν, τῷ,
τῇ, τοῖς, ταῖς (ἡ δοτικὴ ναὶ μὲν δὲν χρησιμοποιεῖται στὴν
δημοτικὴ ἀλλὰ τὴν βρίσκουμε σὲ πολλὲς ἐκφράσεις ὅπως
«Δόξα τῷ Θεῷ», «ἐν πάσῃ περιπτώσει», «ἰδίαις χερσίν»,
κ.λπ.)·
o τὰ ἐρωτηματικὰ ποῦ («ποῦ μένεις;») καὶ πῶς («πῶς σοῦ
φαίνεται;»), ποὺ καὶ στὸ μονοτονικὸ τονίζονται.
ἄν, ἄς, βγῶ, βιά, βιός, γειά, γῆ, γῆς, γιά, γιός, γκρί, δά, δέ, δέν,
δή, δίς, δρῶ, δυό, δῶ, ζῶ, θά, θειά, θειός, καί, κἄν, λά, λύγξ, μά,
μέ, μέν, μές, μὴ, μὴν, μί, μιά, μπὰς καί, μπέζ, μπλέ, μπρός, μπῶ,
μῦς, μώβ, νά, ναί, νί, νιά, νιός, νοῦς, ντέ, ντίπ, ντό, ξί, ὄν, πά, πᾶν,
πί, πιά, πιό, πλὴν, πλιά, πλιό, πλοῦς, ποιός, πρίν, πρό, πρὸ-πό,
πρός, πῦρ, ρό, ρόζ, ροῦς, ρώ, σά, σάν, σβῶ, σέ, σὴς, σί, σιόρ, σόλ,
στιά, σύ, σῦν, ταῦ, τί, τρεῖς, τρίς, φά, φί, φῶς, χθές, χί, χτές, ψές,
ψί, κ.λπ.
Ὅπως βλέπουμε οἱ πιὸ πολλὲς λέξεις παίρνουν ὀξεία. Στὴν λίστα
αὐτὴ περισπωμένη παίρνουν κυρίως τὰ ρήματα βγῶ, δρῶ, δῶ, ζῶ,
μπῶ, κ.λπ., (θὰ δοῦμε τὰ ρήματα στὸ Μάθημα 7). Ἐπίσης παίρνουν
περισπωμένη κάποιες λέξεις τῆς ἀρχαίας: γῆ, γῆς, μῦς, νοῦς, πᾶν,
πλοῦς, πῦρ, ροῦς, σῦν, ταῦ, τρεῖς, φῶς·
ἄλτ, βάλς, βάμπ, βάτ, βίπς, βόλτ, γιέν, γιότ, γκάγκ, γκέλ, γκὲστ
στάρ, γκί, γκόλ, γκόλφ, γκρά, γκρὰν πρί, γκράς, γκρίλ, γκρό,
γκρὸ πλάν, γκρός, γκρούμ, γκρούπ, δόν, ζέν, ζὶγκ-ζάγκ, ζούμ,
κάλτ, κάρστ, κάστ, κάτς, κίλτ, κίτς, κλάμπ, κλίπ, κλόμπ, κλός,
κλού, κόκ, κοὺβρ λί, κούλ, κοὺνγκ φού, κούπ, κοὺς κούς, κράκ,
κράχ, κρέμ, κρέπ, κρὶς κράφτ, λάκ, λάξ, λούκ, λούξ, λούτρ,
μαῖτρ, μάρς, μάτ, μάτς, μὰτς μούτς, μὶξτ γκρίλ, μίς, μόν, μόρς,
μούς, μπάκ, μπάρ, μπὰς κλάς, μπέκ, μπίζ, μπίς, μπλόκ, μπλού,
μπλοὺ τζίν, μπλούζ, μπόλ, μπόξ, μπόρ, μπρὰ ντὲ φέρ, μπρίκ,
μπρίτζ, ντάμπλ, ντόκ, ντού, ντοὺμπλ φάς, ντούς, ντράμς, ὂπ
ἂρτ, ὃρ τέξτ, πάζλ, πάλ, πάμπ, πάνκ, πάντς, πάτ, πὲ χά, πὶκ ἂπ,
πὶνγκ πόνγκ, πλάζ, πλάξ, πόντς, πόπ, πὸπ ἂρτ, πούφ, πρὲς ρούμ,
πρίμ, ράξ, ράπ, ρίνγκ, ρίς, ρόκ, ρὸκ ἒντ ρόλ, ρὸμπ ντὲ σάμπρ,
ρούζ, σάξ, σέξ, σέρ, σέρζ, σέτ, σέφ, σίκ, σκέτς, σκί, σκόρ,
σκράμπλ, σκράπ, σλίπ, σνάκ, σνὰκ μπάρ, σνάπς, σνόμπ, σόκ,
σόρτ, σός, σού, σούτ, σπόρ, σπότ, σπρίντ, στάντ, στάρ, στίκ,
στίλ, στόκ, στόπ, στόρ, στράς, στρές, στρέτς, στύλ, τάκτ, τάλκ,
τὰμ τάμ, τὰμπλ ντότ, τάνκ, τές, τέστ, τζάζ, τζὰζ μπάντ, τζέτ,
τζὲτ σέτ, τζίν, τζίπ, τζοὺκ μπόξ, τίκ, τός, τόστ, τράκ, τράμ,
τράνς, τράστ, τρὲντς κότ, τρίκ, τρύκ, τσὲ τσέ, τσέκ, τσίπ, τσίφ,
φάν, φάξ, φὰστ φούντ, φίλμ, φίξ, φίς, φλάς, φλὰς μπάκ, φλέρτ,
φλίτ, φλός, φλού, φὸξ τρότ, φούλ, φροὺ φρού, χέρτς, χόλ, ψίτ,
κ.λπ.
3. ἐπιφωνήματα:
ἄχ! βάχ! βούρ! βρέ! ἔ! ἔμ! κίχ! κλάκ! μπά! μπάμ! μπούμ! μπρέ!
οὔστ! οὔφ! ὄχ! ρέ! σούτ! τὶκ τάκ τσάκ! φτού! χά! ὤχ!, κ.λπ.
Μάθημα 3: Ἡ δασεία
Εἴπαμε ὅτι ὅλες οἱ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ φωνῆεν παίρνουν πνεῦμα,
εἴτε στὸ φωνῆεν αὐτὸ εἴτε στὸ φωνῆεν ποὺ τὸ ἀκολουθεῖ ἂν πρόκειται γιὰ
δίφθογγο.
Δύο τινά: πρῶτον, οἱ πιὸ πολλὲς λέξεις παίρνουν ψιλή· δεύτερον, αὐτὲς
ποὺ παίρνουν δασεία εἶναι μὲν ἀριθμητικὰ λιγότερες ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ
εἶναι πολὺ σημαντικὲς καὶ συχνὲς λέξεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
οἱ σύνδεσμοι ἀνά, ἀμφί, ἀντί, ἀπό, ἐν, ἐκ/ἐξ, ἐπὶ παίρνουν ψιλὴ
καὶ ἄρα καὶ ὅλες οἱ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ αὐτούς: ἀνάταση,
ἀμφίδρομος, ἀντίσταση, ἀπόφαση, ἔνσταση, ἐκβολή, ἐξαγωγή,
ἐπίθεση, ...
Ἂς δοῦμε τώρα τὶς δύο πρακτικὲς μεθόδους ἐξακρίβωσης τοῦ ἂν μία λέξη
δασύνεται ἢ ὄχι.
Πρώτη μέθοδος.
Μπορεῖτε π.χ. νὰ προσθέσετε ἕναν ἀπὸ τοὺς συνδέσμους ἀντί, ἀπό, ἐπί,
κατά, μετά, ὑπό. Ἔτσι οἱ ἀκόλουθες λέξεις δασύνονται (προσπαθῆστε νὰ
τὶς ἐντυπωθεῖτε ὀπτικά):
ἅγιος → καθαγιάζω
ἁγνός → καθαγνίζω
αἷμα → ἀφαίμαξη, καθαιμάσσω
αἵρεση → ἀφαίρεση, καθαίρεση, ὑφαίρεση
ἁλάτι → ἀφαλάτωση, καθαλάτωση, ὑφάλμυρος
ἅμιλλα → ἐφάμιλλος
ἅπαξ → ἐφάπαξ
ἅπλωμα → ἐφάπλωμα
ἅπτομαι → ἐφάπτομαι, καθάπτω
ἁρμόζω → ἐφαρμόζω
ἕδρα → ἐφεδρεύω, καθέδρα
ἕκαστος → καθέκαστα
ἑλκύω → καθέλκυση
Ἕλληνας → ἀνθέλληνας
ἕλος → ἀνθελονοσιακός
ἕξη → ἀνθεκτικός, ἐφεκτικός, καχεκτικός, μέθεξη
ἑξῆς → καθεξῆς
ἑορτή → μεθεόρτια
ἑπόμενος → μεθεπόμενος
ἑρμηνεία → μεθερμήνευση
ἕρπω → ὑφέρπω
ἕση → ἔφεση
ἑστία → ἐφέστιος
εὕρεση → ἐφεύρεση
ἥβη → ἐφηβεία
ἡγεσία → ἀφήγηση, καθηγεσία, ὑφηγεσία
ἥλιος → ἀφήλιο, ὑφήλιος
ἡμέρα → ἐφημερεύω, καθημερινός
ἡνία → ἀφηνιάζω
ἡσυχία → ἐφησυχάζω, καθησύχαση
ἵδρυμα → καθίδρυμα
ἱδρώτας → ἀνθιδρωτικός, ἀφίδρωση, ἐφιδρώνω
ἱερός → ἀφιερώνω, καθιέρωση
ἵζημα → καθίζηση
ἱκετεύω → καθικετεύω
ἱκνός → ἀφικνοῦμαι
ἵππος → ἀφίππευση, ἔφιππος
ἵσταμαι → ἀνθίσταμαι, καθίσταμαι, ὑφίσταμαι
ὁδός → ἀφόδευση, ἔφοδος, κάθοδος, μέθοδος
ὁλικός → καθολικό
ὁμιλῶ → καθομιλουμένη
ὅμοιος → ἀφομοιώνω
ὁμολογῶ → καθομολογία
ὅπλο → ἀφοπλίζω, ἐφοπλίζω
ὁριακός → ἐφοριακός
ὁρίζω → ἀφορίζω, καθορίζω
ὅριο → μεθοριακός
ὁρμή → ἀφορμή, ἐφόρμηση, μεθορμίζω
ὅσιος → ἀφοσιώνομαι, καθοσίωση
ὅσο → ἐφόσον, καθόσον
ὅτι → καθότι
ὅτου → ἀφότου
ὑαλί → ἀφυάλωση
ὕβρις → καθυβρίζω
ὑγίεια → ἀνθυγιεινός
ὑγρός → ἐφυγραίνω, καθυγραίνω
ὕδωρ → ἀφυδατώνω
ὕλη → ἀνθυλιστικός
ὕμνος → ἐφύμνιο
ὑπηρέτης → ἀφυπηρετῶ
ὕπνος → ἀνθυπνωτικός, ἀφυπνίζω
ὕποπτος → καχύποπτος
ὑστέρημα → καθυστερῶ
ὡς → καθώς
ἀγαπῶ → ἀνταγαπῶ
ἀγγελία → ἀπαγγελία, ἐπαγγελία
ἀγγίζω → μεταγγίζω
ἀγκίστρι → ἀπαγκιστρώνομαι
ἀγορά → ἀνταγορεύω, ἀπαγόρευση, κατηγορῶ, ὑπαγόρευση
ἀγοράζω → ἀνταγοράζω
ἄγριος → ἀπαγριώ
ἄγρυπνος → ἐπαγρύπνηση
ἀγχόνη → ἀπαγχονίζω
ἀγωγή → ἀνταγωγή, ἀπαγωγή, ἐπαγωγή, μεταγωγή, ὑπαγωγή
ἀγώνας → ἀνταγωνίζομαι
ἀδικῶ → ἀνταδικῶ
ἄθλιος → ἀπαθλίωση
ἄθλο → ἔπαθλο
αἴθριος → ὑπαίθριος
αἴνιγμα → ὑπαινιγμός
αἶνος → ἔπαινος
αἴσθηση → ἐπαισθητός, ὑπαισθησία
αἶσχος → ἐπαίσχυντος
αἴτηση → ἐπαίτης
αἰτία → ὑπαίτιος
ἀκοή → ὑπακοή
ἀκόλουθος → ἐπακόλουθο
ἀκόντιο → ἐπακόντιος
ἀκούω → ἐπακούω
ἄκρα → ἔπακρο, ἀκριβῶς, ἐπακριβής
ἀκτή → ἐπακτή
ἀλήθεια → ἐπαλήθευση
→ ἀνταλλαγή, ἀπαλλαγή, ἐπαλλαγή, μεταλλαγή,
ἀλλαγή
ὑπαλλαγή
ἄλληλος → ἐπάλληλος, ὑπάλληλος
ἄλλος → μέταλλο
ἀλλότριος → ἀπαλλοτρίωση
ἀλοιφή → ἀπαλοιφή, ἐπαλείφω
ἄμα → ἀντάμα
ἀμοιβή → ἀνταμοίβω, ἐπαμοίβω, ὑπαμοίβω
ἄνδρας → ἐπανδρώνω, ὑπανδρεία
ἄνεμος → ἀπάνεμος, ὑπήνεμος
ἄνθος → ἀπανθίζω, ἐπάνθημα
ἄνθρακας → ἀπανθράκωμα
ἄνθρωπος → ὑπάνθρωπος
ἄνω → ἐπάνω
ἄξιος → ἐπάξιος
ἀπειλή → ἐπαπειλητικός
ἄργιλος → ἐπαργιλίωση
ἄργυρος → ἐπάργυρος
ἀριστερός → ἐπαρίστερος
ἀρκῶ → ἐπαρκῶ
ἄρμα → ἔπαρμα
ἄρση → ἔπαρση
ἀρχή → ἐπαρχείο, ὕπαρξη
ἀστυνομία → ὑπαστυνόμος
ἀσφάλεια → ἀντασφάλεια
ἄσχημος → κακάσχημος
αὐγή → ἀνταύγεια, ἀπαυγάζω
αὐλή → ἔπαυλη
αὔξηση → ἐπαύξηση
αὔριο → ἐπαύριον
αὐτός → ἀπαυτώνω
ἀφή → ἐπαφή
ἐγγραφή → μετεγγραφή, ἀντέγγραφο
ἐγγύηση → ὑπεγγύηση
ἔδαφος → κατεδάφιση, ὑπέδαφος
ἔθνος → ἀντεθνικός
εἰρήνη → ἀντειρηνικός
εἰρωνεία → κατειρωνεύομαι
εἴσοδος → ἐπεισόδιο
ἐκπαίδευση → μετεκπαίδευση
ἔκτυπο → κακέκτυπο
ἐλαύνω → ἀπέλαση, ἐπελαύνω
ἐλευθερία → ἀπελευθερία
ἔλευση → ἐπέλευση
ἐλπίδα → ἀπελπισία
ἔναντι → ἀπέναντι
ἐνέργεια → ἀντενεργῶ
ἐντρέχεια → κακεντρέχεια
ἔργο → ἀπεργώ, κακεργέτης
ἔργο → κατεργάζομαι
ἐρείπιο → κατερειπώνω
ἔρημος → ἀπερημώνω
ἔρχομαι → ἀπέρχομαι, ἐπέρχομαι, κατέρχομαι, μετέρχομαι
ἐρώτηση → ἐπερώτηση
ἔτος → ἐπέτειος, ἐπετηρίδα
εὐθεία → ἀπευθείας, κατευθείαν
εὐθύνη → ὑπεύθυνος
εὐφημία → ἐπευφημία
εὐχή → ἀπευχή
ἔχω → ἀντέχω, ἀπέχω, ἐπέχω, κατέχω, μετέχω, ὑπέχω
ἦχος → ἀντήχηση, κατήχηση
ἰατρός → ὑπίατρος
ἴλαρχος → ὑπίλαρχος
οἰκία → κατοικία, μετοικεσία
οἶκος → ἐποίκηση
ὀλισθαίνω → κατολισθαίνω
→ ἀντωνυμία, ἐπώνυμο, κακωνυμία, κατονομάζω,
ὄνομα
μετονομάζω, μετωνυμία
ὀπή → μέτωπο
ὄπισθεν → μετόπισθεν
ὀπτική → κατόπτευση
ὀπτικός → ἐποπτικός
ὀρθός → κατορθώνω
οὖλο → ἐπούλωση
οὖρο → κατούρημα
οὖς → ἐπωτίδα
οὐσία → ἀπουσία, μετουσιώνω
ὄφελος → ἐπωφελής
ὀφθαλμός → ἐποφθαλμιῶ
ὀχυρό → κατοχυρώνω
ὄψη → κάτοψη
ὠδή → ἐπωδή
ὠόν → ἐπώαση
Δεύτερη μέθοδος.
Προσοχή, αὐτὸς ὁ κανόνας δὲν ἰσχύει γιὰ τὰ ἰταλικὰ (οἱ Ἰταλοὶ ἀπὸ τὴν
ἐποχὴ τοῦ Δάντη κιόλας κατάργησαν τὸ h αὐτῶν τῶν λέξεων: eroismo,
euristica...).
Μάθημα 4: Ἡ βαρεία
Τὸ πιὸ καταδιωγμένο ἀπὸ τὰ σημάδια τοῦ τονισμοῦ εἶναι ἡ βαρεία. Ἀπὸ
τὴν δεκαετία τοῦ 50 κιόλας ἔπεσε θῦμα μιᾶς ἁπλοποίησης ποὺ ἦταν
πρόδρομος τῆς «μονοτονικῆς μεταρρύθμισης». Περάσαμε δηλαδὴ ἀπὸ τὸ
τριτονικὸ στὸ διτονικό, γιὰ νὰ περάσουμε 30 χρόνια μετὰ καὶ στὸ
μονοτονικό. Καὶ ὁ λόγος; Οἱ γραφομηχανὲς δὲν εἶχαν ἀρκετὰ πλῆκτρα γιὰ
νὰ καλύψουν τὴν βαρεία καὶ τοὺς διαφόρους συνδυασμοὺς βαρείας καὶ
πνεύματος...
Μὲ ἄλλα λόγια: ὅταν ἔχουμε μία λήγουσα καὶ ξέρουμε ὅτι δὲν παίρνει
περισπωμένη, τότε ἡ ἐπιλογὴ μεταξὺ βαρείας καὶ ὀξείας ἐξαρτᾶται μόνο
ἀπὸ τὴν παρουσία ἢ ὄχι τελείας, ἄνω τελείας, ἄνω-κάτω τελείας,
κόμματος, θαυμαστικοῦ, ἐρωτηματικοῦ, κ.λπ. μετὰ τὴν λέξη.
Ὅσο δὲ γιὰ τὰ εἰσαγωγικὰ (»), τὴν παρένθεση ()), τὴν ἀγκύλη (]), τὸ
ἄγκιστρο (}), τὴν μεγάλη παῦλα (—), αὐτὰ εἶναι «ἀόρατα» γιὰ τὴν βαρεία:
ἡ μετατροπή της σὲ ὀξεία ἐξαρτᾶται δηλαδὴ ἀπὸ τὸ τί ἀκολουθεῖ μετὰ τὸ
σημεῖο στίξης: ἂν ἀκολουθεῖ σημεῖο στίξης ποὺ νὰ μετατρέπει τὴν βαρεία
σὲ ὀξεία, τότε αὐτὴ γίνεται ὀξεία, ἂν ὄχι, παραμένει βαρεία.
Παραδείγματα: «τὸ «δὲν» καὶ τὸ «θά».», «ὁ πρῶτος (ἐγὼ) καὶ ὁ δεύτερος
(ἐσύ).», κ.λπ.
Ὁ κανόνας αὐτὸς τηρεῖται καὶ στὶς ξένες γλῶσσες: π.χ. στὰ γερμανικὰ ἡ
λέξη Hüte (καπέλλα) προφέρεται μὲ μακρὸ ü ἐνῷ ἡ λέξη Hütte (καλύβα)
μὲ βραχὺ ü: μόνη διαφορὰ μεταξύ τους τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν δεύτερη τὸ
φωνῆεν ἀκολουθεῖται ἀπὸ διπλὸ σύμφωνο.
Ἀνακεφαλαίωση
Μποροῦμε νὰ ποῦμε συνοπτικὰ ὅτι ἔχουμε τοὺς ἑξῆς κανόνες ποὺ εἶναι
ἀνεξάρτητοι τοῦ γραμματικοῦ τύπου τῆς λέξης καὶ ἐφαρμόζονται μὲ
μαθηματικὴ ἀκρίβεια:
ἀγαπῶ
ἀγαπᾶς
ἀγαπᾶ
ἀγαπᾶμε (στὸ ἑπόμενο μάθημα)
ἀγαπᾶτε (στὸ ἑπόμενο μάθημα)
ἀγαποῦν
ποθῶ
ποθεῖς
ποθεῖ
ποθοῦμε (μακρὸν πρὸ βραχέος)
ποθεῖτε (μακρὸν πρὸ βραχέος)
ποθοῦν
νὰ δῶ
νὰ δεῖς
νὰ δεῖ
νὰ δοῦμε (μακρὸν πρὸ βραχέος)
νὰ δεῖτε (μακρὸν πρὸ βραχέος)
νὰ δοῦν
φοβοῦ («φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς καὶ δῶρα φέροντας»)
θοῦ («θοῦ Κύριε φυλακὴν τῷ στόματί μου»)
εἰπεῖν («φερ᾿ εἰπεῖν»)
Πρώτη συζυγία
ἂν ἡ παραλήγουσα εἶναι βραχεία τότε
ὀξύνεται οὕτως ἢ ἄλλως (Μάθημα 6), ἂν
Ἐνεστῶτας γράφω
εἶναι μακρὰ τότε ὀξύνεται γιατὶ ἡ
λήγουσα εἶναι μακρὰ (Μάθημα 6)
γράφεις μακρὸν ; πρὸ μακροῦ
γράφει τὸ ἴδιο
γράφουμε προπαραλήγουσα (Μάθημα 5)
γράφετε τὸ ἴδιο
γράφουν μακρὸν ; πρὸ μακροῦ
Παρατατικὸς ἔγραφα προπαραλήγουσα
ἔγραφες τὸ ἴδιο
ἔγραφε τὸ ἴδιο
γράφαμε τὸ ἴδιο
γράφατε τὸ ἴδιο
ἔγραφαν τὸ ἴδιο
Μέλλων θὰ γράψω μακρὸν ; πρὸ μακροῦ
θὰ γράψεις τὸ ἴδιο
θὰ γράψει τὸ ἴδιο
θὰ γράψουμε προπαραλήγουσα
θὰ γράψετε τὸ ἴδιο
θὰ γράψουν μακρὸν ; πρὸ μακροῦ
Ἀόριστος ἔγραψα προπαραλήγουσα
ἔγραψες τὸ ἴδιο
ἔγραψε τὸ ἴδιο
γράψαμε τὸ ἴδιο
γράψατε τὸ ἴδιο
ἔγραψαν τὸ ἴδιο
Παρακείμενος, ἔχω/εἶχα
μακρὸν ; πρὸ μακροῦ
κ.λπ. γράψει
Προστακτικὴ γράψε κανόνας 4 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος
γράψτε τὸ ἴδιο
Ἐνεστῶτας γράφομαι προπαραλήγουσα
γράφεσαι τὸ ἴδιο
γράφεται τὸ ἴδιο
γραφόμαστε τὸ ἴδιο
γράφεστε τὸ ἴδιο
γράφονται τὸ ἴδιο
Παρατατικὸς γραφόμουν τὸ ο εἶναι βραχὺ
γραφόσουν τὸ ἴδιο
γραφόταν τὸ ἴδιο
γραφόμασταν προπαραλήγουσα
γραφόσασταν τὸ ἴδιο
γράφονταν τὸ ἴδιο
Μέλλων θὰ γραφτῶ λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7)
θὰ γραφτεῖς τὸ ἴδιο
θὰ γραφτεῖ τὸ ἴδιο
θὰ γραφτοῦμε μακρὸν πρὸ βραχέος
θὰ γραφτεῖτε μακρὸν πρὸ βραχέος
θὰ γραφτοῦν λήγουσα τοῦ ρήματος
Ἀόριστος γράφτηκα προπαραλήγουσα
γράφτηκες τὸ ἴδιο
γράφτηκε τὸ ἴδιο
γραφτήκαμε τὸ ἴδιο
γραφτήκατε τὸ ἴδιο
γράφτηκαν τὸ ἴδιο
Παρακείμενος, ἔχω/εἶχα
λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7)
κ.λπ. γραφτεῖ
Προστακτικὴ γράψου λήγουσα μακρὰ
γραφτεῖτε μακρὸν πρὸ βραχέος
Δεύτερη συζυγία
περισπωμένη στὴ λήγουσα τοῦ
Ἐνεστῶτας ἀγαπῶ
ρήματος ποὺ τονίζεται: Μάθημα 7
ἀγαπᾶς τὸ ἴδιο
ἀγαπάει λήγουσα μακρὰ
ἀγαπᾶμε κανόνας 4 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος
ἀγαπᾶτε τὸ ἴδιο
περισπωμένη στὴ λήγουσα τοῦ
ἀγαποῦν
ρήματος
κανόνας 2 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος:
Παρατατικὸς ἀγαποῦσα λήγουσα βραχεία, καὶ ἄρα μακρὸν πρὸ
βραχέος
ἀγαποῦσες μακρὸν πρὸ βραχέος (Μάθημα 6)
ἀγαποῦσε τὸ ἴδιο
ἀγαπούσαμε προπαραλήγουσα
ἀγαπούσατε τὸ ἴδιο
ἀγαποῦσαν κανόνας 2 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος
Μέλλων θὰ ἀγαπήσω μακρὸν πρὸ μακροῦ
θὰ ἀγαπήσεις τὸ ἴδιο
θὰ ἀγαπήσει τὸ ἴδιο
θὰ ἀγαπήσουμε προπαραλήγουσα
θὰ ἀγαπήσετε τὸ ἴδιο
θὰ ἀγαπήσουν μακρὸν πρὸ μακροῦ
Ἀόριστος ἀγάπησα προπαραλήγουσα
ἀγάπησες τὸ ἴδιο
ἀγάπησε τὸ ἴδιο
ἀγαπήσαμε τὸ ἴδιο
ἀγαπήσατε τὸ ἴδιο
ἀγάπησαν τὸ ἴδιο
Παρακείμενος, ἔχω/εἶχα
μακρὸν πρὸ μακροῦ
κ.λπ. ἀγαπήσει
κανόνας 3 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος:
Προστακτικὴ ἀγάπα λήγουσα μακρὰ καὶ ἄρα ὀξεία ὅποιο
μῆκος καὶ νὰ ἔχει ἡ παραλήγουσα
ἀγαπῆστε μακρὸν πρὸ βραχέος
Ἐνεστῶτας θυμᾶμαι κανόνας 4 αὐτοῦ τοῦ μαθήματος
θυμᾶσαι τὸ ἴδιο
θυμᾶται τὸ ἴδιο
θυμόμαστε προπαραλήγουσα
θυμόσαστε τὸ ἴδιο
μακρὸν πρὸ βραχέος (τὸ αι εἶναι
θυμοῦνται βραχὺ στὴ λήγουσα ὅταν δὲν
ἀκολουθεῖ ἄλλο γράμμα, Μάθημα 6)
Παρατατικὸς θυμόμουν τὸ ο εἶναι βραχὺ
θυμόσουν τὸ ἴδιο
θυμόταν τὸ ἴδιο
θυμόμασταν προπαραλήγουσα
θυμόσασταν τὸ ἴδιο
θυμόνταν τὸ ο εἶναι βραχὺ
Μέλλων θὰ θυμηθῶ λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7)
θὰ θυμηθεῖς τὸ ἴδιο
θὰ θυμηθεῖ τὸ ἴδιο
θὰ θυμηθοῦμε μακρὸν πρὸ βραχέος
θὰ θυμηθεῖτε μακρὸν πρὸ βραχέος
θὰ θυμηθοῦν λήγουσα τοῦ ρήματος
Ἀόριστος θυμήθηκα προπαραλήγουσα
θυμήθηκες τὸ ἴδιο
θυμήθηκε τὸ ἴδιο
θυμηθήκαμε τὸ ἴδιο
θυμηθήκατε τὸ ἴδιο
θυμήθηκαν τὸ ἴδιο
Παρακείμενος, ἔχω/εἶχα
λήγουσα τοῦ ρήματος (Μάθημα 7)
κ.λπ. θυμηθεῖ
Προστακτικὴ θυμήσου μακρὸν πρὸ μακροῦ
θυμηθεῖτε μακρὸν πρὸ βραχέος
Ἄλλη μιὰ φορά, στὴν περίπτωση τῆς λήγουσας ὁ κανόνας εἶναι πολὺ
ἁπλός: τὰ οὐσιαστικὰ καὶ τὰ ἐπίθετα, ὅταν τονίζονται στὴν λήγουσα
παίρνουν ὀξεία σὲ ὅλες τὶς πτώσεις ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γενικὴ καὶ τὴν
δοτικὴ (τοῦ ἑνικοῦ καὶ τοῦ πληθυντικοῦ) ποὺ παίρνουν πάντα
περισπωμένη:
Ὀνομαστικὴ ὁ καλὸς ἰατρὸς οἱ καλοὶ ἰατροὶ
Γενικὴ τοῦ καλοῦ ἰατροῦ τῶν καλῶν ἰατρῶν
(Δοτικὴ) (τῷ καλῷ ἰατρῷ) (τοῖς καλοῖς ἰατροῖς)
Αἰτιατικὴ τὸν καλὸ ἰατρὸ τοὺς καλοὺς ἰατροὺς
Κλητικὴ ὦ καλὲ ἰατρὲ ὦ καλοὶ ἰατροὶ
Ἄλλες ἐξαιρέσεις:
Ἔχουμε καὶ πάλι (ὅπως στὸ μάθημα 8) τέσσερις κανόνες ποὺ καλύπτουν
ὅλες τὶς περιπτώσεις:
1. τὰ α, ι, υ στὴν παραλήγουσα εἶναι πάντα βραχέα: δάσος,
κράτος, μύθος, μύτες, ξύλο, ξίφος, ἄνδρες, βράδυ, κ.λπ.
2. τὰ α, ι, υ, τῆς λήγουσας τῶν ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν ὀνομάτων
εἶναι μακρά: ὡραία («ἡ ὡραία Ἑλένη»), ὁ σωτήρας, ὁ ἀγώνας, τῆς
Ἀθήνας, ἡ ὥρα/τῆς ὥρας, ὁ ἐφημεριδοπώλις, ὁ πήχυς, ἡ χρήσις,
κ.λπ.
3. τὸ α τῆς λήγουσας τῶν οὐδετέρων καὶ τῶν ἐπιρρημάτων εἶναι
βραχύ: ὡραῖα («τὰ ὡραῖα βιβλία»), τὸ σχῆμα, τὸ σῶμα, κ.λπ.
4. τὰ ι, υ τῆς λήγουσας τῶν οὐδετέρων εἶναι μακρά: τὸ μαχαίρι, τὸ
λουλούδι, τὸ χείλι, τὸ ποτήρι, τὸ θήλυ, κ.λπ.
Κανόνες τονισμοῦ
Περιεχόμενα
Ἄτονες λέξεις
Μερικὲς μονοσύλλαβες λέξεις δὲν παίρνουν τόνο καὶ γι᾿ αὐτὸ λέγονται
ἄτονες. Ἄτονες λέξεις εἶναι τὰ ἄρθρα ὁ, ἡ, οἱ καὶ τὸ ἐπίρρημα ὡς.
Ἐγκλιτικὲς λέξεις
Τὸ βιβλίο μου. Τὸ τετράδιό σου. Στὰ παραδείγματα αὐτὰ οἱ λέξεις μοῦ, σοῦ
προφέρονται τόσο στενὰ ἑνωμένες μὲ τὴν προηγούμενη λέξη, ποὺ ὁ τόνος
τους ἢ δὲν ἀκούεται (τὸ βιβλίο μου) ἢ ἀκούεται ὡς δεύτερος τόνος στὴ
λήγουσα τῆς προηγούμενης λέξης (τὸ τετράδιό σου).
Οἱ μονοσύλλαβες λέξεις ποὺ χάνουν τὸν τόνο τους ἢ ποὺ τὸν ἀνεβάζουν
στὴ λήγουσα τῆς προηγούμενης λέξης λέγονται ἐγκλιτικές.
μεταφέρεται ὡς ὀξεία:
o στὴ λήγουσα τῆς προηγούμενης λέξης, ὅταν αὐτὴ τονίζεται
στὴν προπαραλήγουσα: ὁ πρόεδρός μας (σας, τους).
o στὴν προηγούμενη λέξη, ὅταν εἶναι κι αὐτὴ ἐγκλιτικὴ καὶ ἡ
πρὶν ἀπὸ αὐτὴν εἶναι παροξύτονη ἢ προπερισπωμένη: φέρε
μού το, δῶσε μάς το.
ἀποβάλλεται, ὅταν ἡ προηγούμενη λέξη τονίζεται στὴ λήγουσα ἢ
στὴν παραλήγουσα: τὸ φῶς μας, ἡ χαρά μου, νά τους, τὰ δῶρα του,
οἱ φίλοι σας.
Τὰ πνεύματα
Κάθε λέξη ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ φωνῆεν παίρνει σ᾿ αὐτὸ ἕνα σημαδάκι ποὺ
λέγεται πνεῦμα: ἀνθίζω, Ἑλλάδα, ἅγιος, ἔχω. Τὰ πνεύματα εἶναι δύο, ἡ
ψιλὴ (᾿) καὶ ἡ δασεία (῾).
Μακρὰ εἶναι μιὰ συλλαβή, ὅταν περιέχη μακρὸ ἢ διψήφιο φωνῆεν: μη-τέ-
ρα, ὥ-ρα, οὐ-ρα-νός, γυ-ναί-κα, κα-τοι-κί-α, σει-ρά, υἱ-ο-θε-τῶ.
Θέσει μακρὰ λέγεται ἡ συλλαβὴ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ βραχὺ φωνῆεν καὶ
ἀκολουθεῖται ἀπὸ σύμπλεγμα συμφώνων, σύνθετο σύμφωνο ἢ διπλό: ἀ-
σβέ-στης, ὕ-ψος, τά-ξη, ἄλ-λος.
Σημ. Γιὰ τὰ διψήφια φωνήεντα αι, οι στὸ τέλος τῶν λέξεων βλ. § 172.
§ 151. Ὁ τρίτος μουσικὸς τόνος πρέπει νὰ ἦταν πιὸ μελωδικός, γιατὶ εἶχε
καὶ ἀνέβασμα καὶ κατέβασμα τῆς φωνῆς, ἦταν δηλαδὴ ταυτόχρονα καὶ
μακρότερος καὶ συνάμα ὀξὺς καὶ βαρὺς στὸ ἴδιο φωνῆεν· αὐτὸ ἔπρεπε
ὑποχρεωτικὰ νὰ εἶναι μακρό, νὰ ἔχη δηλ. μεγαλύτερη φωνητικὴ ἔκταση
ἀπὸ τὸ βραχύ, ἔτσι ὥστε νὰ μπορῆ ὁ τόνος νὰ ἀνεβοκατεβῆ μὲ τρόπον ποὺ
νὰ γίνη αἰσθητὸς στὸν ἀκροατή. Αὐτὸς ὁ μουσικὸς τόνος ὀνομάστηκε
*ὀξυβαρὺς-ὀξυβαρεῖα ἢ περισπωμένη. Ὁ ὅρος ὀξυβαρεία εἶναι σαφής, γιατὶ
περιλαμβάνει, καὶ τὴν ὀξεία καὶ τὴν βαρεία, ἡ περισπωμένη ὅμως δηλώνει
τὴν περὶ-σπάση, τὸ τσάκισμα, ὅτι δηλ. ὁ τόνος περι-σπᾶται, τσακίζεται, ἢ
καλύτερα, λυγίζει πρὸς τὰ κάτω, ἀφοῦ ἀνεβῆ πρῶτα πρὸς τὰ πάνω.
Σημ. 1. Ὅπου οἱ λλ. βαρεῖα, δασεῖα, κτλ. ἔχουν περισπωμένη, εἶναι γιατὶ τὶς παραθέτουμε
ὡς ΑΕ τύπους.
Σημ. 2. Ἔχει κάποιο ἐνδιαφέρον νὰ προσθέσουμε ὅτι οὔτε τὸ βέλασμα οὔτε τὸ βελάζω
μαρτυροῦνται στὰ ΑΕ (τὸ βελάζω εἶναι μεσαιωνικόν, βλ. Κριαρᾶ, Λεξ. Μεσ.).
II. ΠΝΕΥΜΑΤΑ
Σημ. Ἡ ψιλὴ δὲν δηλωνόταν στὴν κλασσικὴ ἐποχὴ (στὴν γραφή). Μόνο τὴν δασεία
συναντοῦμε σὲ ἐπιγραφὲς πρὶν ἀπὸ τὸ 403 π.Χ., ποὺ δηλωνόταν μὲ ἕνα Η (ΗΟΡΟΣ ὅρος,
ὅριο, σύνορο). Γιὰ τὴν ἐξέλιξη βλ. § 17, 18.
§ 155. Σήμερα, ὁ τόνος,εἶναι δυναμικὸς (§ 18), πέφτει δηλ. μὲ τὸν ἴδιο τρόπο
σὲ κάθε τονούμενη συλλαβή, ἐνῶ τὰ πνεύματα δὲν εἶναι καθόλου
αἰσθητὰ στὴν προφορά, ἐπηρεάζουν ὅμως ἀκόμα τὴν σύνθεση τῶν
λέξεων, ἐπειδή, ναὶ μὲν δὲν ἔχει σημασία ἂν θὰ τοποθετήσουμε ἢ ὄχι
ψιλὴν ἢ δασεία στὸ ἀλλαγή, ἅλας, ἵππος, κτλ., ἔχει ὅμως σημασία, ὅταν
θελήσουμε νὰ συνθέσουμε ἢ νὰ ἀναλύσουμε τὶς λέξεις: ἀπὸ-ἀλλαγὴ >
ἀπαλλαγή, ἀπὸ-ἁλάτωση > ἀφαλάτωση, ἐπὶ-ἵππου > ἔφιππος, καὶ ἄλλα
τέτοια. Στὴν πρώτη περίπτωση, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ξέρουμε ὅτι ἡ
ἀρχαία ψιλὴ τοῦ ἀλλαγή, καὶ κάθε ψιλή, δὲν ἐπηρέαζε τὴν ἄρθρωση ἑνὸς
συμφώνου ποὺ ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἀρχικὸ φωνῆεν τῆς ἀκόλουθης
λέξης, στὴν δεύτερη ὅμως πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι ἡ δασεία, καὶ κάθε
δασεία, τροποποιοῦσε μερικὰ σύμφωνα τῆς προηγούμενης λέξης ποὺ
ἔρχονταν σὲ ἐπαφὴ μὲ αὐτὴν καὶ μὲ τὸ φωνῆεν ποὺ αὐτὴ συνὁδευε. Τὰ
σύμφωνα αὐτὰ ὀνομάζονταν μάλιστα καὶ ψιλὰ καὶ ἦταν τὰ κ, π, τ, ποὺ τὰ
ὀνομάζουμε σήμερα ἄηχα στιγμιαῖα (βλ. § 107, 108), καὶ ποὺ τρέπονται ἢ
τρέπονταν στὰ ἀντίστοιχά τους ἄηχα διαρκῆ στὴν συνεκφώνηση ἢ στὴν
σύνθεση: ἀπὸ ἑνὸς-ἀπὸ ἑτέρου > ἀφ᾿ ἑνὸς-ἀφ᾿ ἑτέρου, κατὰ ἕνα(ς) >
καθένας, κακὴ ἕξις > καχεξία, κατὰ ἑξῆς > καθ᾿ ἑξῆς, καὶ τὰ σύμφωνα
αὐτὰ ὀνομάζονταν δασέα. Στὴν περίπτωση αὐτήν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι
τὰ φαινόμενα εἶναι ἐσωτερικά, δηλ. ὀργανικά, ἀκόμα, στὴν γραπτὴ
γλώσσα, ὄχι ὅμως πιὰ στὴν προφορικὴ (βλ. § 159).
Σημ. 1. ᾽Απὸ τὶς διάφορες λύσεις ποὺ προτάθηκαν, προσκόλληση τοῦ προκλιτικοῦ ἢ τοῦ
ἐγκλιτικοῦ τύπου στὴν κύρια λέξη, —ὁ πατέραςμου εἶπε ἢ ὁ πατέρας μοῦεἷπε- ἢ σύνδεσὴ
του μὲ μικρὴ παύλα, τὴν συνέχεια ([βλ. § 212 α], ὁ πατέρας-μου εἶπε ἢ ὁ πατέρας μου-
εἷπε), νομίζουμε ὅτι ἡ πρακτικότερη εἷναι νὰ τονίζεται μόνο τὸ προκλιτικό, μιὰ πού, ἔτσι
κι ἀλλιῶς, τὸ ἐγκλιτικό, καὶ ὅταν χάνη τὸν τόνο καὶ ὅταν τὸν ἀνεβάζη στὴν λήγουσα τῆς
προηγούμενης λέξης, μένει ἄτονο: ὁ πατέρας μου εἶπε ἢ ὁ πατέρας μοῦ εἶπε (βλ. καὶ § 124,
σημ. 2).
Σημ, 2. Πρόβλημα δημιουργεῖται στὴν γραφὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος καὶ μὲ τοὺς
μονοσύλλαβους ἐγκλιτικοὺς τύπους, ὅταν βρεθοῦν ὕστερα ἀπὸ προπαροξύτονη λέξη καὶ
πρέπει νὰ μεταβιβάσουν τὸν τόνο τους στὴν λήγουσὰ της, σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαῖο
φωνητικὸ νόμο ποὺ ἰσχύει καὶ σήμερα. Οἱ τύποι αὐτοί, σύμφωνα μὲ τὸ μονοτονικό,
γράφονται ἄτονοι, μεταβιβάζουν ὅμως τόνον, σύμφωνα μὲ τὸν φωνητικὸ νόμο ποὺ
ἀναφέραμε, στὴν λήγουσα τῆς προηγούμενης λέξης, ὅπως ὁρίζεται καὶ στὸν κανόνα τῆς
σχολικῆς κρατικῆς Νεοελληνικῆς Γραμματικῆς (§ 28, 3: «ὁ πρόεδρὸς μας...») καὶ ὁπως
γράφεται καὶ στὰ τυπωμένα μονοτονικὰ κείμενα (βιβλία κ.ἄ.). Φαίνεται ὅμως ὅτι ἡ
σχολικὴ πράξη δὲν παρακολουθεῖ αὐτὸν τὸν κανόνα, ἂν κρίνη κανεὶς ἀπὸ γραπτὰ
ἐξετάσεων (ὑποψηφίων κ.ἄ.).
§ 160. Δασυνόμενες λέξεις. Εἴπαμε ὅτι τὰ πνεύματα εἶναι δύο: ἡ ψιλὴ (᾿)
καὶ ἡ δασεία (῾) καὶ ὅτι αὐτὰ τοποθετοῦνταν ἐπάνω στὰ ἀρχικὰ φωνήεντα
τῶν λέξεων.
Παίρνουν δασεία ὅλες οἱ λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ υ ἢ υι: ὑγεία, υἱικός, καὶ
οἱ ἀκόλουθες, μὲ ἀλφαβητικὴ σειρὰ —(καὶ τὰ παράγωγὰ τους):
ἁβρός, ἅγιος, ἁγνός, Ἅδης, ἁδρός, αἷμα, Αἷμος, αἵρεση, αἱρετός, ἅλας -άτι,
Ἁλιάκμονας, ἁλιεία, Ἁλικαρνασσός, ἁλίπαστος, ἁλίπεδο, ἅλμα, ἅλμη,
ἁλμυρός, Ἁλόννησος, ἁλτῆρες, ἁλυκή, ἁλυσίδα, ἁλώνι, ἅλωση, ἅμα,
Ἁμαδρυάδα, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅμιλλα, ἁπαλός, ἁπλός, ἅρμα (διαφορετικὸ
ἀπὸ τὰ ἄρματα = ὅπλα, ποὺ παίρνουν ψιλὴ < λατ. arma), ἅρμη, ἁρμόζω,
ἁρμός, ἁρπάζω, ἁφή, ἁψίδα, ἁψίθυμος, ἁψίκορος, ἁψὺς
Δὲν παίρνουν δασεία ξένες λέξεις ποὺ γράφονται στὴν γλώσσα τους μὲ
ἀρχικὸ h (δασὺ πνεῦμα): ᾽Αδριανός, -ούπολη, ᾽Αμβοῦργο, Ἄμλετ (-έτος),
᾽Αννίβας, ᾽Αψβοῦργος, Ἔγγελος, ἐκτάριο, ᾽Ελβετία, ᾽Ελιγολάνδη, ᾽Ελσίνκι,
ἐραλδική, ἐρραρτιανός, ᾽Ερζεγοβίνη, ᾽Ερρίκος, ᾽Ινδοστάν, ᾽Ισπανία,
᾽Ολλανδία, ᾽Οράτιος, όρδή, ὀρτανσία, ὄστια, Οὐγγαρία, οὐγενότος,
οὐμανισμός, Οὐμβέρτος, Οὐμβόλδος, Οὗννοι, Οὐσσάροι.
III. ΒΑΣΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ - ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΤΟΝΟΥ - ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ
ΤΟΝΟΥ - ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΤΟΝΙΣΜΟΥ
§ 164. Ἀνάλογη μὲ τὸν τύπο τῶν λέξεων εἶναι καὶ ἡ κίνηση τοῦ τόνου.
᾽Απὸ τὴν ὀνομαστικὴ ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὸν τόνο στὴν προπαραλήγουσα,
περνοῦμε στὴν γενικὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἔχουμε ἀλλαγὴ τοῦ τύπου καὶ
μετακίνηση τοῦ τόνου στὴν παραλήγουσα. Προχωρώντας ὅμως στὴν
αἰτιατικὴ ἐνικοῦ καὶ στὸν πληθυντικὸ θὰ ξαναποῦμε πάλι τὸν ἄνθρωπο,
οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ἀνθρώπους, κτλ. Τὸ ἴδιο καὶ στὰ
πηγαίνω-πηγαίνεις-πηγαίνουμε, ὅπου ὁ τόνος μένει σταθερὰ στὴν
συλλαβὴ -γαί-, ἔστω καὶ ἂν στὸ πηγαίνουμε προστέθηκε μιὰ συλλαβή, ἐνῶ
ἂν ποῦμε πήγαἱνα-πήγαινες-πήγαινε, βλέπουμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ
μετακίνηση κατὰ μίαν συλλαβὴ πρὸς τὴν νέα προπαραλήγουσα. Ὕστερα
ὅμως ἔχουμε πάλι μετακίνηση τοῦ τόνου στὰ πηγαίναμε-πηγαίνατε καὶ
ξανὰ ἐπιστροφὴ στὸ πήγαιναν.
§ 165. Εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ ἐδῶ, ἀκόμα λειτουργεῖ ὁ νόμος τῆς
τρισυλλαβίας (βλ. § 126 δ), συνεχίζεται δηλ. ἡ παράδοση ποὺ
δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν αἰσθητὰ τὰ μακρὰ καὶ βραχέα
φωνήεντα, ὁπότε ἡ προπαραλήγουσα τονιζόταν ὅταν ἡ λήγουσα ἦταν
βραχεία, δὲν τονιζόταν ὅμως ὅταν ἡταν μακρά: ὁ ἄνθρω-πος - τοῦ ἀνθρὼ-
που εἶχε στὴν πρώτη περίπτωση τὴν λήγουσα βραχεία, ἐνῶ στὴν δεύτερη
ἡ λήγουσα αὐτὴ γινόταν μακρά. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ πηγαίν-ω-εις-ει-ουν, ὅπου
τὰ -ω-εις-ει-ουν εἶναι μακρά, ἐνῶ στὰ πηγαίνου-με, -ετε μὲ τὴν προσθήκη
μιᾶς βραχείας συλλαβῆς ὁ τόνος βρίσκεται στὴν προπαραλήγουσα χωρὶς
νὰ μετακινῆται. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ πήγαινα-ες-ε, ὅπου τονίζεται ἡ
προπαραλήγουσα, ἐπειδὴ ἡ λήγουσα ἦταν κάποτε βραχεία, μετακινεῖται
ὅμως ὁ τόνος στὴν νέα προπαραλήγουσα, ἐπειδὴ προστέθηκε μιὰ νέα
συλλαβή, ποὺ καὶ αὐτὴ ἄλλοτε ἦταν κάποτε βραχεία: πηγαὶ-ναμε-ατε. Στὸ
πήγαιναν διαπιστώνουμε ὅτι ὁ τόνος ξαναπήδησε αὐτόματα πρὸς τὰ πίσω,
ἐπειδὴ ἔλειψε ἡ πρόσθετη λήγουσα-συλλαβὴ καὶ ἡ παλιὰ λήγουσα ἦταν
ἐπίσης βραχεία (ἐβαίνομεν-ἐβαίνετε-ἔβαινον): πήγαιναν. Ἐπίσης βλέπω-
ἔβλεπα, βλέπαμε-ἔβλεπαν κτλ.
§ 167. Ἡ συλλαβὴ στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ τόνος στὰ ἀρχαῖα καὶ στὰ νέα
ἑλληνικὰ μπορεῖ νὰ εἶναι: ἡ μία τῶν μονοσύλλαβων λέξεων, μιὰ ἀπὸ τὶς
δύο στὶς δισύλλαβες λέξεις, μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς στὶς τρισύλλαβες καὶ μιὰ ἀπὸ
τὶς τρεῖς τελευταῖες στὶς πολυσύλλαβες λέξεις. Ὁ τόνος στὶς
μονοσύλλαβες λέξεις καὶ στὴν τονισμένη συλλαβὴ τῶν δισύλλαβων
λέξεων μπορεῖ νὰ εἶναι ἢ ὀξεία ἢ περισπωμένη. Ὁ τόνος στὶς τρισύλλαβες
καὶ πολυσύλλαβες λέξεις εἶναι: ὀξεία ἢ περισπωμένη στὴν λήγουσα καὶ
παραλήγουσα, μόνο ὀξεία ὅμως στὴν προπαραλήγουσα (§ 174 γ).
§ 168. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι: α) ὅταν ὁ τόνος πέφτη στὴν λήγουσα τῶν
μονοσύλλαβων, δισύλλαβων καὶ ὑπερδισύλλαβων λέξεων, μπορεῖ νὰ
εἶναι ὀξεία ἢ περισπωμένη, καὶ τότε ἡ λέξη καὶ ἡ συλλαβὴ λέγεται
ἀντίστοιχα ὀξύτονη ἢ περισπώμενη· β) ὅτι ὅταν πέφτη στὴν παραλήγουσα
τῶν δισύλλαβων ἢ ὑπερδισύλλαβων λέξεων, ἡ λέξη λέγεται παροξύτονη ἢ
προπερισπώμενη, ἂν ὁ τόνος εἶναι ὀξεία ἢ περισπωμένη, καὶ γ) ὅταν
πέφτη στὴν προπαραλήγουσα τῶν τρισύλλαβων καὶ πολυσύλλαβων
λέξεων, τότε εἶναι μόνο ὀξεία καὶ ἡ λέξη καὶ ἡ συλλαβὴ λέγεται
προπαροξύτονη.
Σημ. Βαρύτονες χαρακτηριζουμε ἀόριστα καὶ τις λλ. ποὺ τονίζονται στὴν παραλήγουσα
καὶ προπαραλήγουσα.
Σημ. Στὶς εὐθεῖες ἐρωτήσεις ἡ ὀξεία διατηρεῖται στὴν λήγουσα καὶ ὅταν τὸ ἐρωτηματικὸ
δὲν βρίσκεται κοντὰ στὴν ἐρωτηματικὴ ἀντωνυμία ἢ τὸ ἐρωτηματικὸ ἐπίρρημα: τί θέλεις
νὰ μοῦ πῆς; γιατί ζητᾶς τόσα χρήματα; Γίνεται ὅμως βαρεία στὶς πλάγιες ἐρωτήσεις: πὲς
μου τὶ θέλεις· δὲν μοῦ εἶπες τὶ τὰ χρειάζεσαι τόσα χρήματα (βλ. § 721 σημ.).
Σημ. 1. Γιὰ τὰ ἐπίθετα ποὺ τονίζονται στὴν προπαραλήγουσα ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι
μακρὰ (ὁ ἀπίθανος-ἡ ἀπίθανη) βλ. § 390.
Σημ. 2. Παίρνουν ὀξεία οἱ σύνδεσμοι ὥστε, οὔτε, μήτε, εἴτε, εἴθε, ἐπειδὴ οἱ λέξεις εἶναι
σύνθετες μὲ τὸν ἀρχαῖο ἐγκλιτικὸ σύνδεσμο τε, ὁ ὁποῖος ἀνεβάζει τὸν τόνο του στὴν
προηγούμενη ἄτονη λέξη (βλ. § 170 κἑ.). Τὸ τε εἶχε τὴν σημασία τοῦ καὶ στὰ ΑΕ. Γιὰ τὸ
εἴθε δὲν ξέρουμε ἀκριβῶς τὴν ἐτυμολογία τοῦ -θε.
Σημ. 3. Μία ὀξεία τοποθετεῖται ψηλὰ καὶ δεξιὰ στὸν ἀριθμὸ ποὺ δηλώνει τὰ πρῶτα
λεπτὰ (π.χ. 8.15ʹ), καὶ δύο σ᾿ αὐτὸν ποὺ δηλώνει τὰ δευτερόλεπτα (8.15ʹ καὶ 12ʹʹ). Τέτοια
πλάγια καὶ ὑπερυψωμένη ὀξεία τοποθετεῖται ἐπίσης (συνήθως) καὶ κοντὰ στὴν
ἀρίθμηση μὲ γράμματα (αʹ, βʹ, γʹ, κτλ.) (βλ. καὶ § 219α).
Σημ. 4. Ἕνα μικρὸ ° δεξιὰ καὶ ψηλότερα (π.χ. 6°) δηλώνει τὸν βαθμὸ θερμότητας, μοιρῶν
κ.ττ.
§ 176. Λήγουσα.
Τὸν ἴδιο τόνο παίρνουν καὶ οἱ λέξεις ποὺ στὴν καθαρεύουσα ἔπαιρναν
περισπωμένη, ἐπειδὴ τὸ τελικὸ τους φωνῆεν ἦταν συνηρημένο ἢ
θεωροῦνταν τέτοιο ἀπὸ ἀναλογία: ἡ ᾽Αθηνά, ἡ Ναυσικά, ἡ ἁπλή, ἡ γή, ἡ
διπλή, ἡ φακή, ἡ χρυσή, ὁ ἁμαξάς, ὁ Θωμάς, ὁ Λουκάς, ὁ Μεταξάς, ὁ
Παλαμάς, ὁ φωνακλάς, ὁ Ἑρμής, ὁ Θαλής, ὁ Θεμιστοκλής, ὁ μερακλής, ὁ
Μωυσής, ὁ Περικλής (§ 175).
δ) Οἱ γενικὲς τοῦ ἑνικοῦ καὶ τοῦ πληθυντικοῦ σὲ -ᾶς, -ῆς, -οῦ, -οῦς, -ῶς, -ῆ,
-ᾶ, -ῶν: τῆς γιαγιᾶς, μαμᾶς, κακῆς, καλῆς, κακοῦ, καλοῦ, ἀλεποῦς,
μυλωνοῦς, τοῦ άκριβοῦς, τοῦ ἀσφαλοῦς, τῆς ἀσφαλοῦς, τῆς ἀφελοῦς, τοῦ
πονηροῦ, τῆς πονηρῆς, τῆς Ἡρῶς, τῆς Μαριγῶς, τοῦ Θωμᾶ, τοῦ
πραματευτῆ, τοῦ ψωμᾶ, τῶν καλῶν, κακῶν, τριῶν, κεριῶν.
ε) Οἱ γενικὲς καὶ δοτικο-γενικὲς ἑνικοῦ καὶ πληθ. (βλ. § 458 κἑ., 467 κἐ.)
τῶν προσωπικῶν καὶ κτητικῶν ἀντωνυμιῶν: μοῦ, σοῦ, τοῦ-τῆς-τοῦ, μᾶς,
σᾶς, τοῦς (= τῶν).
Σημ. Οἱ τύποι αὐτοὶ παίρνουν τόνο ὅταν εἶναι προκλιτικοὶ (μοῦ ἕδωσε, μᾶς εἶπε). Ὁ τύπος
τοὺς μπορεῖ νὰ εἶναι αἰτιατική: τοὺς ἔφερα στὸ σπίτι (= αὐτοὺς) καὶ παίρνει ὁξεία. Μπορεῖ
ὅμως νὰ εἶναι καὶ δοτικο-γενική: τοῦς ἔφερα ἕνα δῶρο (= σ᾿ αὐτούς), καὶ παίρνει
περισπωμένη. Οἱ ἴδιοι τύποι ὡς γενικὲς κτητικὲς εἶναι πάντα ἄτονοι: ὁ πατέρας μας, σας,
τους (των).
§ 177. Παραλήγουσα.
γ1) Φυσικά, εἶναι βραχὺ καὶ τὸ -ο, -ος στὴν λήγουσα τῶν οὐδετέρων: τὸ
γεῖσο, τὸ δῶρο, τὸ ποῦρο, τὸ μῆκος, τὸ χεῖλος.
δ) Τὸ -ι στὴν ὀνομαστικὴ τῶν οὐδετέρων εἶναι βραχὺ καὶ στὰ ὀξύτονα καὶ
στὰ παροξύτονα, γιατὶ προερχόταν ἀπὸ ἀρχαία κατάληξη -ίον, παιδίον,
ψωμίον, καὶ -ʹιον, κυδώνιον, ποτήρἱον, στὴν ὁποία τὸ ι ἦταν βραχύ. Αὐτὰ
ἐξελίχθηκαν σὲ ὀξύτονους τύπους, ἰγδίον > γουδί, δαδί, κλαδί, κλειδί,
παιδί, ψωμΙ καὶ σὲ παροξύτονους ραρίδι, καρύδι, κεράσι, κουλούρι,
κουνούπι, κυδώνι, μαρούλι, ξυπνητήρι, πειρούνι, ποτήρι, σανίδι, σκαλιστήρι,
στασίδι, κτλ., καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐξακολουθοῦν νὰ παίρνουν ὀξεία, ἔστω καὶ
ὅταν ἡ νέα τους παραλήγουσα εἶναι μακρά. Αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ἡ
κλίση τους ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὅμοια μὲ ἐκείνων ποὺ διατήρησαν τὴν
κατάληξη -ο: βιβλί-ο, βιβλί-ου, βιβλί-α, βιβλί-ων, καὶ παιδί, παιδι-οῦ, παιδι-ά,
παιδι-ῶν (βλ. § 342, 345).
Σημ. Προπαραλήγουσα εἶναι ἡ τρίτη συλλαβὴ πρὶν ἀπὸ τὴν λήγουσα, καὶ
ἀντιπροπαραλήγουσα ἡ τέταρτη (βλ. § 148 β).
§ 178. α) Ἡ τονισμένη λήγουσα τῶν ρημάτων -ω -ας -α -ουν, -ω -εις -ει -ουν
προέρχεται ἀπὸ ἀρχαία συναίρεση σὲ -αω καὶ -εω (§ 490 γ) καὶ παίρνει
περισπωμένη: ἀγαπῶ-ᾶς-ᾶ-οῦν (< ἀγαπά-ω), καλῶ-εῖς-εῖ-οῦν (< καλέ-ω). Τὰ
ρήματα αὐτὰ ὀνομάζονται συνηρημένα ἢ περισπώμενα.
β) Μερικὰ βαρύτονα ρήματα (§ 553 δ), ποὺ ἔχουν φωνῆεν ἁπλὸ ἢ διψήφιο
πρὶν ἀπὸ τὴν κατάληξη -ω, ὅπως τὰ ἀκούω, καίω, κλαίω, φταίω, συναιροῦν
μερικοὺς τύπους τοῦ ἐνεστώτα, ἰδιαίτερα στὸν προφορικὸ λόγο, καὶ
παίρνουν περισπωμένη: ἀκούεις-ἀκοῦς, ἀκούουν-ἀκοῦν, καῖς-καῖν, κλαῖς-
κλαῖν, φταῖς-φταῖν.
γ) Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ μερικὰ ποὺ πρὶν ἀπὸ τὴν κατάληξη -ω ἔχουν γ,
τὸ ὁποῖο ἀποσιωπᾶται στὸν προφορικὸ λόγο, ὅπως τὰ λέγω-λέω καὶ
τρώγω-τρώω (§ 238 α, 247 δ). Καὶ αὐτὰ συναιροῦν τὸ βʹ ἑνικὸ πρόσωπο
(λές, τρῶς) καὶ τὸ γʹ πληθ. (λέν, τρῶν), τὰ λὲς καὶ λὲν ὅμως παίρνουν
ὀξεία, γιατὶ τὸ ε εἶναι βραχύ, ἐνῶ τὸ τρῶς-τρῶν παίρνει περισπωμένη,
γιατὶ τὸ ω εἶναι μακρό.
Σημ. 1. Οἱ τύποι ψάξ ᾽τε, κάψ ᾽τε, ἀνεβάσ ᾽τε, κτλ. προέρχονται ἀπὸ συγκοπὴ ἀκέραιων
προπαροξύτονων τύπων (§ 84) άνεβάσετε, κάψετε, ψάξετε καὶ παίρνουν ὀξεία.
Σημ. 2. Στὴν μικρογράμματη γραφὴ τὰ πνεύματα καὶ οἱ τόνοι σημειώνονται ἐπάνω στὰ
γράμματα· τὰ πνεύματα στὸ ἀρχικὸ φωνῆεν, οἱ τόνοι στὸ τονούμενο φωνῆεν. Στὸ ἀρχικὸ
κεφαλαῖο γράμμα τὸ πνεῦμα ἢ τὸ πνεῦμα καὶ ὁ τόνος τοποθετεῖται κάπως ψηλά,
ἀριστερά του: Ὅμηρος. Στὰ σύνθετα (διψήφια) φωνήεντα τὸ πνεῦμα (καὶ ὁ τόνος)
σημειώνονται ἐπάνω στὸ δεύτερο φωνῆεν: οὑρανός, εἶδα, υἱοθετῶ. Σὲ λέξεις γραμμένες
μόνο μὲ κεφαλαῖα δὲν σημειώνεται οὔτε τόνος οὔτε πνεῦμα: ΟΜΗΡΟΣ (κακῶς, ἐπειδὴ
συχνά, —π.χ. ὀνόματα—, δὲν ξέρουμε ποῦ θὰ τονίσουμε μιὰν λέξη).
3. Ἡ βαρεία
§ 179. Είπαμε ἤδη (§ 169) ὅτι ἡ βαρεία δὲν γράφεται ἀπὸ κανέναν στὸ
χειρόγραφο γράψιμο καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ οὔτε στὶς γραφομηχανές, εἶναι
ὅμως ἀκόμα ἕνα τυπογραφικὸ σημάδι ποὺ τοποθετεῖται μόνο στὴν
λήγουσα τῶν λέξεων στὰ ΑΕ κείμενα καὶ σὲ λίγα ΝΕ, σύμφωνα μὲ τοὺς
ἑξῆς κανόνες:
β) Ὅταν μετὰ τὴν ὁξύτονη λέξη ἀκολουθῆ στίξη, δηλ. κόμμα, ἄνω τελεία,
τελεία, δύο τελεῖες (:), ἐρωτηματικό, θαυμαστικό, τότε ἡ βαρεία
σημειώνεται ὡς ὀξεία: Παιδιά, ἐτοιμαστῆτε. Θὰ ξεκινήσουμε πολὺ πρωί,
γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν κορυφή, πρὶν βγῆ ὁ ἥλιος. Δὲν μοῦ λές, θέλεις ν᾽
ἀνεβῆς κι ἐσύ; ᾽Εμπρός, περάσ᾽ τε. Τὶ φοβερό!
γ) Ὅταν μετὰ τὴν ὀξύτονη λέξη ἀκολουθῆ ἐγκλιτικό, τότε ἡ βαρεία τῆς
λήγουσας γίνεται ὀξεία· ἀντί νὰ γράψουμε δηλ. «ὁ γιὸς μου πῆρε τὸ
ἐνδεικτικὸ του μὲ καλὸν βαθμό», θὰ γράψουμε: «ὁ γιός μου πῆρε τὸ
ἐνδεικτικό του μὲ καλὸν βαθμό».
Σημ. Πρέπει νὰ προσέξουμε ὅτι ὁ τόνος τῶν ἐγκλιτικῶν μοῦ, σοῦ, τοῦ, κτλ. εἶναι
περισπωμένη, στὴν ἔγκλιση τοῦ τόνου ὅμως μετακινεῖται ὡς ὁξεία (§ 170).
Σημ. Στὶς πλάγιες ἐρωτήσεις (§ 721 σημ.) τὸ γιατὶ καὶ τὸ τὶ παίρνουν βαρεία: μάθε πρῶτα
γιατὶ σὲ ζητᾶ· ρώτησε τὶ σὲ θέλει. Τὸ ποῦ καὶ πῶς διατηροῦν τὴν περισπωμένη: δὲν ἤξερα
ποῦ νὰ πάω· δὲν κατάλαβα πῶς ῆρθε μπροστὰ μου. Τὸ γιατὶ παίρνει βαρεία καὶ ὅταν
ἀκολουθῆ παρενθετικὴ πρόταση (ποὺ χωρίζεται μὲ κόμμα): «Δὲν ῆρθε τότε γιατὶ, ὅπως
μοῦ ἐξήγησε ἀργότερα, ἔπρεπε νὰ φύγη ἀμέσως».
η) Τὸ δεικτικὸ ἐπίρρημα νά: νά, πάρτο· νά, φίλος, δημιουργεῖ μιὰν μικρὴ
παύση καὶ πρέπει νὰ παίρνη κόμμα ἀμέσως ὕστερα —καὶ ὀξεία. Τὸ
ἐπίρρημα-πρόθεση γιά, ἂν καὶ προτρεπτικό, δὲν φαίνεται νὰ τὸ
χρειάζεται, ἴσως ἐπειδὴ ἀκολουθεῖται πάντα ἀπὸ ρῆμα, κοντὰ στὸ ὁποῖο,
πάντως ὁ τόνος του εἶναι αἰσθητὸς (ὀξύς): γιὰ δὲς τον· γιὰ τόλμησε (§ 636
θ, 675).
Σημ. Εἷναι αὐτονόητο ὃτι, ὣς τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μονοτονικοῦ, ὅλες οἱ ἐκδόσεις
ἐφάρμοζαν αὐτοὺς τοὺς τονικοὺς κανόνες.
Δασυνόμενες λέξεις
Α
ἁβρός, ἅγιος, ἁγνός, Ἅδης, ἁδρός, αἷμα, Αἷμος, αἵρεση, ἁλάτι, Ἁλιάκμονας,
ἁλιεία, Ἁλικαρνασσός, ἁλίπαστο, ἅλμα, Ἁλόννησος, ἁλυκή, ἁλυσίδα,
ἁλώνι, ἅλωση, ἅμα, ἁμάξι, ἁμαρτάνω, ἅμιλλα, ἁπαλός, ἁπλός, ἅρμα (= τὸ
ὄχημα, ἐνῶ ἄρμα = τὸ ὅπλο), ἅρμη, ἁρμόζω, ἁρπάζω, ἁφή, ἁψίδα,
ἁψίθυμος, ἁψίκορος, ἁψύς.