You are on page 1of 36

Athens Coaching Institute

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ
LIFE COACHING

www.athenscoaching.gr
ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ

Το παρόν αποτελεί υλικό σημειώσεων το οποίο προσφέρεται αποκλειστικά για


προσωπική χρήση με σκοπό την ενημέρωση. Δεν αποτελεί επίσημη έκδοση του
Athens Coaching Institute και δεν χρησιμοποιείται με σκοπό την πώληση.

Διανέμεται Δωρεάν.
Πετράς Χαράλαμπος, Ιδρυτής & Διευθυντής.
O Χαράλαμπος Πετράς είναι ιδρυτής και διευθυντής του
Athens Coaching Institute, από τους πρώτους Έλληνες
ερευνητές και εκπαιδευτές στον κλάδο της Coaching
Ψυχολογίας στην Ελλάδα. Είναι Coaching Psychologist,
Ψυχοθεραπευτής, Εκπαιδευτής και Συγγραφέας, πλήρες
μέλος του International Society for Coaching Psychology,
του Association for Coaching, του European Mentoring & Coaching Council και του
American Anthropological Association.

Σπούδασε Ψυχολογία, Ανθρωπολογία και Ιστορία, στο European University of Cyprus


και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο οποίο ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές του
σπουδές. Έχει εκπαιδευτεί στην Συστημική Ψυχοθεραπεία στο Ψ.Ν.Α., στην
Θεραπεία Ψυχικού Τραύματος EMDR στο Ινστιτούτο Τραυματοθεραπείας Αθηνών,
στην Ψυχοκοινωνική Αξιολόγηση στο 414 ΣΝΕΝ, στο Life Coaching στο Oxford College
και στο NLP στο Dynamic Equilibrium System – member of INLPTA.

Από το 2010 δραστηριοποιείται στον χώρο του Coaching. Σχεδιάζει και συντονίζει
προγράμματα εκπαίδευσης επαγγελματιών Coaches, πιστοποιημένα από διεθνείς
οργανισμούς, παρέχει υπηρεσίες Performance & Executive Coaching και
Συμβουλευτικής Ηγεσίας. Μέχρι σήμερα έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Ίδρυμα
Ερευνών, την Διεπιστημονική Εταιρία Ψυχολογικής Παρέμβασης «Ομπρέλα», το
Κέντρο Ψυχολογικών Ερευνών, μεγάλες ελληνικές και πολυεθνικές επιχειρήσεις,
τραπεζικούς ομίλους και υπηρεσίες. Από το 2016 εργάζεται ως εξωτερικός
συνεργάτης - εκπαιδευτής στα αντικείμενα της Ψυχολογίας και του Coaching, στο
Πανεπιστήμιο Αιγαίου και στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Είναι συγγραφέας του βιβλίου Η Τέχνη του Coaching, Εισαγωγή στην θεωρία και
πρακτική της Coaching Ψυχολογίας, που κυκλοφορεί από τον όμιλο εκδόσεων Πηγή
– iWrite.gr.
1. Ιστορική ανασκόπηση του Life Coaching
Γιατί χρειαζόμαστε την ιστορία του Coaching; Τι θα μπορούσε να σημαίνει για
εμάς, αλλά και για τον κάθε εκπαιδευόμενο νέο Coach, η έννοια Personal / Life-
Coaching-history; Η ιστορία δεν είναι απλώς μια γνώση για το παρελθόν, αλλά μια
σχέση. Είναι μια σχέση ανάμεσα στον Coach και το ευρύτερο πλαίσιο ανάπτυξης
αυτού του νέου επαγγέλματος. H ιστορία μας είναι η διερεύνηση του ποιος είμαι
επαγγελματικά, πού ανήκω και τι προσφέρω, πώς τελικά τοποθετώ και
αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου μέσα στην βιομηχανία του Coaching- σε μια
βιομηχανία μάλιστα που συνεχώς εξελίσσεται. Επομένως η ιστορία είναι μια σχέση
που αφορά το παρόν. Ποιο είναι το Coaching; Πού βρίσκεται τώρα; Πώς
ενεργοποιούμαι εγώ ως νέος Coach σήμερα και πώς επικοινωνώ το επάγγελμα του
Coaching στην κοινωνία; Παράλληλα όμως, η έννοια της ιστορίας στον δυτικό μας
πολιτισμό σημαίνει ταυτότητα. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας, τόσο της
ατομικής όσο και της συλλογικής. Έτσι και για το Coaching, αποκτώντας την ιστορία
του, αποκτά την ταυτότητά του, τη θέση και τον ρόλο του. Ξέρουμε πια ότι
προέρχεται από κάπου, διατηρεί κάποια στοιχεία από τις ρίζες του, ενώ σε άλλα
διαφοροποιείται και προχωρά προσανατολισμένο στο μέλλον. Η μελέτη της ιστορίας
του Life Coaching μας βοηθά στον προσδιορισμό του, να καταλάβουμε την ουσία του
και να το οριοθετήσουμε σε σχέση με τη συμβουλευτική, τη διοίκηση και τις άλλες
προσεγγίσεις από τις οποίες αναδύθηκε.
Μέχρι σήμερα η ακαδημαϊκή έρευνα για το Coaching και πιο συγκεκριμένα το
Personal Coaching, είναι ελάχιστη μπροστά στις ανάγκες που υπάρχουν. Ωστόσο, ήδη
από τις αρχές του 2000, κυρίως στην Ευρώπη, έχει διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο
μελέτης τόσο της μεθόδου όσο και της ιστορίας της, με γνώμονα τη σύνδεσή της με
τις ρίζες της στην Ψυχολογία και την Ψυχοθεραπεία. Κομμάτια από την ιστορία του
Coaching, λιγότερο ή περισσότερο διάσπαρτα ή δομημένα, εμπεριέχονται στις
εισαγωγές σχετικών εγχειριδίων και προγραμμάτων εκπαίδευσης όπως αυτό που
συμμετέχετε. Προφανώς κι αυτή η έλλειψη αποτελεί έναν δείκτη για το στάδιο στο
οποίο βρίσκεται η ανάπτυξη του νέου αυτού χώρου. Περιμένουμε λοιπόν με
ανυπομονησία νέες και πολλές διατριβές και μονογραφίες για την ιστορία του
Coaching.
Το Coaching επηρεασμένο από τη συμβουλευτική ψυχολογία, την
ψυχοθεραπεία, την προσωπική ανάπτυξη και τη διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού,
διαμορφώθηκε ως μια νέα διάδοχη κατάσταση στα επαγγέλματα υποστήριξης των
σύγχρονων ανθρώπων αποστασιοποιημένο από την αναζήτηση παθολογίας. Η
γνώση όλων αυτών των προσεγγίσεων όπως η αναλυτική – ψυχοδυναμική, γνωσιακή
– συμπεριφορική, ανθρωπιστική κλπ, θεωρείται απαραίτητη. Ωστόσο οι σχολές αυτές
και οι μεγάλοι (και πολλοί) θεωρητικοί και θεραπευτές, δεν μπορούν να
περιλαμβάνονται σε ένα μάθημα Life Coaching καθώς αποτελούν ο καθένας ένα
μάθημα από μόνος του. Χρειάζεται δηλαδή περαιτέρω μελέτη και σπουδή. Ωστόσο,
εδώ θα παρουσιαστούν συνοπτικά τα πεδία από τα οποία το Coaching έλκει αρχές,
μεθόδους και εργαλεία.
Οι απαρχές του Coaching ως τον δρόμο για την αυτογνωσία και την και την
αυτό-ανακάλυψη, βρίσκονται κυρίως στη Σωκρατική μέθοδο, φυσικά όχι ως
Coaching, αλλά τρόπος σκέψης. Επομένως αυτού του είδους η σχέση με στόχο τη
διάκριση και την επιτυχία εντάσσεται στη δυναμική μιας σκέψης που δεν
προσδιόρισε μόνο την κλασική Ελλάδα και τον πρόσφατο 20ό αιώνα. Αυτή η λογική
αναβιώνει αρχικά τη δεκαετία του 1950 στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες
Πολιτείες Αμερικής στον χώρο των επιχειρήσεων ως μέσο διοίκησης. Από τη δεκαετία
του 1980 και μετά, το Personal / Life Coaching ενίσχυσε την παρουσία του αρχικά στα
δύο αυτά κράτη.
Μέχρι και τη δεκαετία του 1990, το Coaching αφορούσε αποκλειστικά το
εταιρικό περιβάλλον, ήταν προϊόν και ταυτόχρονα συστατικό στοιχείο της εταιρικής
κουλτούρας. Στις αρχές τις δεκαετίας αυτής (1992) ιδρύθηκε το International Coach
Federation στις ΗΠΑ και μέσα από αρκετές προσπάθειες κατάφερε να κάνει αισθητή
την παρουσία του το 1996 στο πρώτο συνέδριο που διοργάνωσε. Με κύριο πεδίο
παραγωγής τις ΗΠΑ, άρχισαν παράλληλα να δημοσιεύονται τα πρώτα άρθρα
αυξάνοντας την παρουσία του Coaching στη δημόσια συζήτηση στον Τύπο, την
τηλεόραση και το διαδίκτυο. Στη στροφή του αιώνα είχε ήδη κάνει την εμφάνισή
του σε Ευρώπη, Αυστραλία, Καναδά, Ιαπωνία και άλλες χώρες. Σε αυτό το
αναπτυξιακό πλαίσιο, το Coaching ξεπέρασε τα στενά όρια της διοίκησης
επιχειρήσεων και ως Life Coaching πλέον έκανε τα πρώτα του βήματα στα μεγάλα
αστικά κέντρα. Μέσα από τη συνάντησή του με τους κατοίκους των πόλεων, δέχθηκε
και ανταποκρίθηκε στο αίτημα για τη συγκρότηση μιας μεθόδου αλλά και μιας
ευρύτερης λογικής, που απευθύνεται σε υγιείς ανθρώπους και δεν αναζητά ασθενείς.
Έτσι διατυπώθηκαν ερωτήματα για τον ορισμό και προσανατολισμό του Coaching, τη
σχέση του με τη θεραπεία, τη συμβουλευτική και αναδύθηκε η ανάγκη για
εξειδικευμένη εκπαίδευση νέων επαγγελματιών. Το Personal Coaching είναι
επομένως μια ιστορία της μη ψυχοπαθολογίας που βιώνει εσωτερικές ζυμώσεις και
παγκόσμια διάχυση.
Μέσα από όλες αυτές τις ζυμώσεις έχει διαμορφωθεί ως μια διεπιστημονικά
συγκροτημένη μέθοδος ανάπτυξης και αυτογνωσίας με πολλές και σημαντικές
επιρροές από τις κοινωνικές επιστήμες και τη φιλοσοφία. Το Coaching δεν είναι μια
παρθενογένεση όπως πολλοί το παρουσιάζουν. Ο διάλογος μεταξύ των επιστημών,
των ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων και η μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα
προέκυψε από τους ίδιους τους επαγγελματίες. Άνθρωποι από όλους τους χώρους,
στελέχη τμημάτων ανθρώπινου δυναμικού, θεραπευτές, σύμβουλοι ψυχολόγοι,
κοινωνιολόγοι, ψυχίατροι, εκπαιδευτικοί, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη νέα
αυτή Μεθοδολογία και Ηθική, αναζητώντας όχι μόνο απαντήσεις αλλά και νέα
ερωτήματα. Ο καθένας με το διαφορετικό του υπόβαθρο συνέβαλλε και
συνδιαμόρφωσε το Coaching και για να είμαστε ειλικρινείς αυτή η διαδικασία ακόμη
συνεχίζεται. Το Coaching θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, να διευρύνεται, να
ενσωματώνει νέα στοιχεία για πάντα, κι αυτή είναι η μαγεία του. Είναι επομένως
χρήσιμο και αναγκαίο να αναφερθούμε πολύ συνοπτικά στις θεμελιώδεις
προσεγγίσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και συμπεριφοράς που προσδιόρισαν το
Coaching ώστε να κατανοηθεί το παρελθόν αλλά και οι αλλαγές που συμβαίνουν
σήμερα. Βεβαίως μπορείτε να μελετήσετε εκατοντάδες άρθρα και μονογραφίες γι
αυτές τις σχολές σκέψης, εδώ θα παραθέσουμε κάποιες από αυτές.
Η Ανθρωπιστική - Υπαρξιακή προσέγγιση.
Η ανθρωπιστική προσέγγιση της προσωπικότητας προέκυψε από το
ανθρωπιστικό κίνημα των δεκαετιών του 1960 και 1970, σε ένα ευρύ φάσμα
επιστημών όπως η ψυχολογία, η ανθρωπολογία, η γλωσσολογία, πρωτίστως στις
Ηνωμένες Πολιτείες και αργότερα στην Ευρώπη. Το κίνημα αυτό διαμόρφωσε τομές
στις κοινωνικές επιστήμες εισάγοντας τις έννοιες του συμβόλου, του νοήματος, της
ελεύθερης επιλογής, της θετικής προσέγγισης και του συστήματος. Οι πρωτοβουλίες
αυτές λειτούργησαν περισσότερο συνδυαστικά προσπαθώντας να μηδενίσουν τις
θεωρητικές αποστάσεις μεταξύ των πειθαρχιών, και να αναζητήσουν τη λανθάνουσα
γνώση που ένωνε τις διαφορετικές προσεγγίσεις. Η ανθρωπιστική ψυχολογία από τη
μεριά της, απέρριψε σχεδόν ολοκληρωτικά την αναλυτική θεωρία και τον
συμπεριφορισμό, στρέφοντας το ενδιαφέρον της στη μελέτη των αρχών και των
αξιών που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ενώ οι μέχρι τότε προσεγγίσεις
αναζητούσαν το πρόβλημα, το σύμπτωμα, τη δυσλειτουργική κατάσταση των
ανθρώπων, οι ανθρωπιστικοί ψυχολόγοι εστίασαν στην ανάδειξη των θετικών
χαρακτηριστικών του ανθρώπου και στις ικανότητες που μπορούν να καλλιεργήσουν,
δουλεύοντας με τις δυνάμεις και τις αρετές της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κύριοι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος είναι οι Abraham Maslow και Carl
Rogers. Ο Maslow διατύπωσε μια θεωρία με βάση την ιεράρχηση των αναγκών του
ανθρώπου σε έναν άξονα εξέλιξης της προσωπικότητας η οποία ολοκληρώνεται στο
στάδιο της αυτοπραγμάτωσης του εαυτού. Στη γνωστή σε όλους πυραμίδα του, ο
Maslow περιγράφει ιεραρχικά τα εξής στάδια.
Στη βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι φυσιολογικές ανάγκες (νερό, τροφή,
ύπνος, σεξ), μετά η ανάγκη για ασφάλεια, αίσθηση του ανήκειν και αγάπη, η ανάγκη
για εκτίμηση από τους άλλους (αναγνώριση κοινωνική) και από τον εαυτό (αυτό-
εκτίμηση), και στη κορυφή η ανάγκη για αυτοπραγμάτωση (self-actualization). Όσο
πιο χαμηλά βρίσκονται οι ανάγκες στην πυραμίδα τόσο πιο σημαντικές είναι για την
επιβίωση άρα και πιο ισχυρές. Ο στόχος της αυτοπραγμάτωσης είναι να αναγνωρίσει
και συνειδητοποιήσει κάποιος τις δυνατότητές και τις αδυναμίες του. Η κινητοποίηση
προς την αυτοπραγμάτωση δεν προκύπτει από κάποια ενδοψυχική παρόρμηση ή
ένστικτο, αλλά από την θετικά βιωμένη επιθυμία για ολοκλήρωση της ζωής και του
εαυτού. Οι self-actualizers, εκείνοι δηλαδή που καλύπτουν την ανάγκη της
αυτοπραγμάτωσης χαρακτηρίζονται από επαρκή αντίληψη της πραγματικότητας,
αποδοχή του εαυτού και των άλλων, απλότητα, ιδιωτικότητα και ανεξαρτησία, από
ισχυρές διαπροσωπικές σχέσεις κλπ. Ο Maslow έδωσε έμφαση στην ελεύθερη
επιλογή των ανθρώπων κατά την ανάπτυξη των ανθρώπων έχοντας ως απώτερο
σκοπό της ζωής τους την αυτοπραγμάτωση.
Στο ίδιο πλαίσιο o Carl Rogers, με την πελατο-κεντρική (client-centered) του
προσέγγιση, έθεσε νέα στοιχεία στη συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία. Στη
Ροτζεριανή αντίληψη, εισάγονται με το περιεχόμενο που τις ξέρουμε σήμερα, οι
έννοιες της αποδοχής και της αγάπης, ο ρόλος τους στις ανθρώπινες σχέσεις γενικά
αλλά και στη μοναδική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον θεραπευτή και τον
θεραπευόμενο. Τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωποκενρικής θεραπείας είναι (α)
η επικέντρωση στο παρόν, στο «εδώ και τώρα», απορρίπτοντας αναλυτικού τύπου
προσκολλήσεις, (β) η άνευ όρων αποδοχή του πελάτη και (γ) η πίστη στη θετική
πλευρά των ανθρώπων και στις δυνατότητές τους. Έτσι, η θεραπεία ορίζεται ως
σχέση, η μοναδική σχέση αποδοχής και εμπιστοσύνης ανάμεσα στον θεραπευτή και
τον θεραπευόμενο. Η σχέση αυτή γίνεται το μέσον με το οποίο θα μοιραστούμε και
θα επεξεργαστούμε τα συναισθήματά μας. Έτσι, η επικοινωνία χαρακτηρίζεται από
αυθεντικότητα, γνησιότητα, στοιχεία που επιτρέπουν το καθρέφτισμα των
συναισθημάτων από την πλευρά του θεραπευτή. Ο Rogers εισήγαγε αυτό που
σήμερα περιγράφουμε ως μη κατευθυντικού τύπου παρέμβαση με βάση τη σχέση
που αναπτύσσεται ανάμεσα στον θεραπευτή και τον πελάτη.
Μεθοδολογικά, το Personal Coaching είναι μια διάδοχη μέθοδος της
Συμβουλευτικής σε μη παθολογικό πλαίσιο με κύριες επιρροές την ανθρωπιστική και
προσωποκεντρική οπτική. Με την ανθρωπιστική και συστημική στροφή της
ψυχολογίας, οι θεωρίες προσωπικότητας που καθόριζαν τη συμβουλευτική και
θεραπευτική πράξη, άλλαξαν προσανατολισμό και μεθοδολογία. Στη νέα αυτή
οπτική, η προσοχή μετατοπίστηκε από την ανάλυση των αδυναμιών και τον
εντοπισμό των συμπτωμάτων προς την αναζήτηση των θετικών στοιχείων των
ανθρώπων με πίστη στις δυνάμεις και τις ικανότητές τους. Το Coaching όπως το
γνωρίζουμε σήμερα, διατηρεί αυτό τον προσανατολισμό, αλλά ταυτόχρονα
απαγκιστρώνεται από οποιαδήποτε θεωρητική εξάρτηση. Οι σύμβουλοι και
θεραπευτές χρησιμοποιούν τη θεωρητική τους γνώση, το μοντέλο ανάπτυξης της
ανθρώπινης προσωπικότητας για να αξιολογήσουν τον πελάτη τους και να
οργανώσουν την παρέμβασή τους. Στο Coaching ο ίδιος ο πελάτης είναι που κατανοεί
τον εαυτό του χωρίς την επίβλεψη και τον επικαθορισμό κάποιας θεωρητικής
αυθεντίας . Ο Coach γίνεται ο αγωγός αυτής της επικοινωνίας- έχει αρχές και τεχνικές
αλλά δεν έχει θεωρία με την οποία ταξινομεί τις πληροφορίες που συλλέγει. Δεν
καθοδηγεί το υποκείμενο, αλλά μέσα από τις ερωτήσεις του και τον τρόπο που
διαχειρίζεται την επικοινωνία βοηθά τον πελάτη να βοηθήσει τον εαυτό του. Σκοπός
είναι η δυναμική ισορροπία, η ευεξία και η αυτοπραγμάτωση.

Θετική Ψυχολογία.
Η Carol Kauffman (2006), βασισμένη σε πειραματικές έρευνες για τα
συναισθήματα, υποστήριξε ότι η Θετική Ψυχολογία είναι η καρδιά του Coaching. H
θετική ψυχολογία αποτελεί μία από τις πηγές γνώσης και νοήματος του Coaching
καθώς αναδεικνύει πόσα επιτεύγματα μπορούν να προκύψουν από την ενίσχυση των
θετικών μας συναισθημάτων. Η ανάπτυξη και η αποτελεσματικότητα των ανθρώπων,
ιδιαίτερα σε πολύπλοκα περιβάλλοντα όπως το επιχειρησιακό, απαιτεί την
καλλιέργεια θετικής ενέργειας. Τι σημαίνει όμως αυτό και πώς καταλήξαμε σε μια
τέτοια άποψη;
Η Ψυχολογία δεν διακρίνεται σε αρνητική και θετική, ούτε και τα
συναισθήματά μας. Κάθε ψυχοσυναισθηματική και γνωστική μας εμπειρία έχει το
νόημά της, τις αιτίες, τα οφέλη και τις συνέπειές της. Θα ήταν γραφικό ως επικίνδυνο
να αξιολογούμε με μανιχαϊστικό τρόπο τα συναισθήματά μας, κάτι που ωστόσο
κάνουν επανειλημμένως όσοι υποστηρίζουν ότι το coaching είναι απλώς μια
«δοκιμασμένη τεχνική επιτυχίας» και αρκεί «να πιστέψουμε στον εαυτό μας». Με
τον όρο «Positive Psychology» περιγράφεται ένα κίνημα έρευνας και εφαρμογής στις
Νευρο-επιστήμες και την Ψυχολογία, που μελετά αυτό που ορίζει ως «Θετικά
συναισθήματα», τις δεξιότητες που αναπτύσσει ο άνθρωπος που βιώνει αυτά τα
συναισθήματα και τα επιτεύγματα που προκύπτουν από αυτές τις δεξιότητες. Μέχρι
τα μέσα 20ού αιώνα, είχε δοθεί έμφαση στον εντοπισμό των ελλειμμάτων του
ανθρώπου (άρα και της όποιας συμπτωματολογίας) με σκοπό να αντιμετωπιστούν. Η
διερεύνηση των αρνητικών συναισθημάτων όπως το άγχος, το στρες και ο φόβος είχε
σχεδόν κυριαρχήσει. Σε αυτή τη στροφή του ενδιαφέροντος διαμορφώθηκαν χώροι
όπως η Ανθρωπιστική Ψυχολογία και η Θετική Ψυχολογία αργότερα, που έδιναν στην
ανθρώπινη ύπαρξη το δικαίωμα στην προοπτική, στην ελεύθερη επιλογή ανάπτυξης
με στόχους που έχουν θετική χροιά. Κυρίαρχοι στόχοι ήταν αρχικά η αυτογνωσία, η
αυτονομία και η αυτενέργεια.
Αυτή η σύντομη και σχηματική απεικόνιση της αλλαγής της εστίασης στην
έρευνα, είναι απαραίτητη για να μιλήσουμε με σοβαρότητα για το Coaching. Ας
συγκρατήσουμε ωστόσο, ότι δεν αξιολογούμε και δεν επιλέγουμε τα συναισθήματά
μας, αλλά αναδεικνύουμε πού μας βοηθούν και πώς επηρεάζουν την αποδοτικότητά
μας. Κάθε προσέγγιση, η «αρνητική» ή η «θετική» είναι χρήσιμη. Με αυτή την
ισορροπία λοιπόν, ας δούμε πώς μας βοηθά το Coaching να επιτύχουμε σε
πολύπλοκα περιβάλλοντα. Τόσο ο φόβος, όσο κι η χαρά ή ο ενθουσιασμός, φαίνεται
να αυξάνουν τις σωματικές και ψυχολογικές μας ικανότητες, εφόσον βιώνονται με
την κατάλληλη ένταση και χρονική διάρκεια ώστε να μας βοηθούν να λύνουμε
προβλήματα χωρίς να δημιουργούμε καινούρια. Καθοριστικός παράγοντας στην
απάντηση «ποιο είναι τελικά αυτό που χρειαζόμαστε, ο φόβος ή ο ενθουσιασμός;»
είναι το πλαίσιο στο οποίο αναφερόμαστε. Το πλαίσιο περιλαμβάνει τις εσωτερικές
και εξωτερικές συνθήκες, τους πυροδότες, τις απαντήσεις μας σε αυτούς, καθώς και
τους στόχους και τις δραστηριότητες που καλούμαστε να επιτύχουμε. Όπως
αναδεικνύεται από την ανασκόπηση της Kauffman, τα θετικά ή αρνητικά
συναισθήματα συμβάλλουν στην επιβίωση και ανάπτυξή μας σε διαφορετικά
πλαίσια αναφοράς. Ο φόβος και το στρες θα ενεργοποιήσουν μηχανισμούς άμεσης
απάντησης, που θα μας βοηθήσουν να επιβιώσουμε σε καταστάσεις κινδύνου
αντιδρώντας ωστόσο μονοσήμαντα και με μόνο σκοπό την άμεση επιβίωση. Άρα
χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Από την άλλη, τα χαμηλά επίπεδα άγχους και
στρες (όχι τα μηδενικά), η ικανοποίηση και ο ενθουσιασμός, απελευθερώνουν τόσο
τις ανώτερες διανοητικές μας λειτουργίες όσο και τις πηγές ενέργειας που
χρειαζόμαστε, επιτρέποντάς μας να αναπτύξουμε δεξιότητες απαραίτητες για την
επιτυχή μας εξέλιξη σε πολύπλοκα συστήματα, όπως είναι ο σύγχρονος δυτικός
κόσμος. Έτσι, εν απουσία φυσικού και φαντασιακού κινδύνου και απειλής, το
Coaching απελευθερώνει και ταυτόχρονα μας βοηθά να καλλιεργήσουμε δεξιότητες,
δίνοντας έμφαση στα θετικά συναισθήματα. Τέτοιου είδους εφαρμογές είναι
ενδεικτικά:
Η διαμόρφωση οράματος άρα και απόδοσης θετικού νοήματος. Ο
σχεδιασμός ενός πλάνου είναι μια σύνθετη διαδικασία που πρέπει να γίνει
βιώνοντας θετικά συναισθήματα και απαιτεί φαντασία και δημιουργικότητα. Θετική
αφετηρία θα οδηγήσει σε θετικό πλάνο, μια συστολική στάση απογοήτευσης θα
γεννήσει ένα πλάνο περιορισμένων δυνατοτήτων.
Η μακρόπνοη στοχοθεσία. Ο Coaching στόχος είναι μόνο ο θετικά
διατυπωμένος στόχος που προκύπτει από μια θετική αυτοεικόνα και απαντά στο
επιθυμητό μας μέλλον με βάση το όραμα που διαμορφώνεται. Δεν είναι μια λύση
ανάγκης για να ξεφύγουμε από μια αρνητική κατάσταση αλλά μια ελεύθερη επιλογή
για το πού θέλουμε να πάμε.
Ο συνυπολογισμός πολλαπλών παραγόντων και ανάπτυξη στρατηγικών
επίλυσης προβλημάτων. Έμφαση δίδεται στον εντοπισμό, την ανάδειξη και
περαιτέρω ενδυνάμωση των θετικών χαρακτηριστικών και των πηγών ενέργειας και
πόρων για την επίλυση προβλημάτων. Έτσι, το αρχικό πρόβλημα μετατρέπεται
σταδιακά σε επιθυμητός στόχος (άρα και λύση). Η απόκτηση στρατηγικών
συμπεριφορών αφορά τη διαδικασία της μάθησης, «μαθαίνω από την εμπειρία» με
θετικό προσανατολισμό. Δηλαδή, στοχάζομαι πάνω σε αυτή, εντοπίζω μεθοδικά τα
θετικά στοιχεία και τι μπορώ να μάθω, πού αλλού μπορώ να συμπεριφερθώ και να
σκεφτώ με παρόμοιο τρόπο για να έχω αποτελέσματα.
Πραγματοποιώντας ένα λογοπαίγνιο, αν η μέχρι τώρα κλινική πρακτική της
ψυχολογίας αναζητούσε διαγνώσεις δυσλειτουργιών και ελλειμμάτων, η θετική
ψυχολογία διαγιγνώσκει δυνάμεις και δεξιότητες. Η Θετική προσέγγιση δεν
προσπαθεί μειώσει το άγχος αλλά να αυξήσει τις εμπειρίες θετικών συναισθημάτων
και τα ταλέντα των ανθρώπων. Αυτή η θέση δεν έχει απόλυτη εφαρμογή, ωστόσο
περιγράφει μέσα από την υπερβολή, το νέο προσανατολισμό. Υπάρχουν στην αγορά
εργαλεία, τεστ και ερωτηματολόγια τα οποία βοηθούν τον Coach να εντοπίσει και να
αναδείξει τα θετικά στοιχεία στο άτομο ή την ομάδα με την οποία εργάζεται.
Ελάχιστα είναι τυποποιημένα, έγκυρα και αξιόπιστα σύμφωνα με τα κριτήρια
ελέγχου τους. Πάρα πολλά διανέμονται και μέσω διαδικτύου. Όποιο και να επιλέξετε
ωστόσο, σημασία κατά τη γνώμη μου έχει να ενστερνιστεί κανείς αυτόν τον
προσανατολισμό και να τον ενσωματώσει στην καθημερινή του πρακτική.
Η θετική Ψυχολογία έχει συνδεθεί με το Coaching στην αναζήτηση της
ευτυχίας. Η ευτυχία είναι ένας τόσο πολιτισμικά όσο και υποκειμενικά
προσδιορισμένος στόχος για να αποπειραθούν γενικεύσεις. Γι αυτό και το Coaching
δεν ορίζει έναν συγκεκριμένο τύπο ευτυχίας και επιτυχίας, αλλά σέβεται τις επιλογές
και επιθυμίες των ανθρώπων. Ο καθένας αποφασίζει ελεύθερα το πώς θέλει να δει
τον εαυτό του. Το Coaching που επηρεάζεται από την Θετική Ψυχολογία, ακολουθεί
κατευθύνσεις, δηλαδή άξονες στους οποίους μπορεί να υφανθεί η ευτυχία. Αυτοί
έχουν προκύψει ερευνητικά. Αναφέρω ενδεικτικά από το άρθρο της Kauffman, το
έργο του Seligman που ορίζει τρία μονοπάτια προς την ευτυχία: 1) Μέσα από την
αύξηση των θετικών συναισθημάτων 2) Μέσα από τη σύνδεση – επαφή μας με
εσωτερικές και εξωτερικές δραστηριότητες [αυτογνωσία και σχέσεις] και (3) Μέσω
της απόκτησης προσωπικού νοήματος.
Βλέπουμε δηλαδή ότι συνδυάζεται η εμπειρία θετικών συναισθημάτων, με
την ενεργοποίησή μας στις ανθρώπινες σχέσεις, είτε με τον εαυτό είτε με τους
άλλους, και βέβαια με υπαρξιακού τύπου απόδοσης νοήματος, οράματος και
σκοπού. Αυτές τις αρχές μπορεί να ακολουθήσει και το Coaching, ώστε να συμβάλλει
στην πρωτοβουλία των ανθρώπων για ενδυνάμωση και αυτοβελτίωση. Χρειάζεται
χρόνος και μεθοδικότητα, δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές και εύκολα βήματα προς
μια αόριστη επιτυχία. Έτσι, οικοδομείται σταθερά και σταδιακά, η πίστη σε έναν
εαυτό που ορίζει τη ζωή του ικανοποιητικά, βιώνει αίσθημα θετικής
ανατροφοδότησης, διαμορφώνοντας θετική αυτοεικόνα, δηλαδή εσωτερικές και
εξωτερικές συνθήκες προοπτικής, κινητοποίησης, ελπίδας και ισορροπημένης
αυτοπεποίθησης.
Θα μιλήσουμε τώρα για μια συχνή παγίδα που σχετίζεται με την ευτυχία. Οι
άνθρωποι συνήθως, λένε ότι «θα είμαι ευτυχισμένος όταν…» και το συμπληρώνουν
ανάλογα. Το πρόβλημα σ’ αυτή την περίπτωση είναι το εξής, πάντα θα υπάρχει ένα
ακόμα «όταν». Δεν τελειώνουν ποτέ. Μόλις επιτύχουν το πρώτο «όταν», θα
εμφανιστεί το επόμενο που πρέπει να κατακτήσουν. Μετά ένα τρίτο και μετά ένα
τέταρτο και πάει λέγοντας. Αυτό τον κύκλο, τον ονομάζει ο Sharp «Τυραννία του
Όταν» και έχει τη βάση του στην πεποίθηση του Δυτικού πολιτισμού, κατά την οποία
η δουλεία μας βοηθάει να πετύχουμε τους στόχους μας και αυτό είναι που θα μας
οδηγήσει στην ευτυχία. Είναι όντως πραγματική τυραννία γιατί το άτομο δε θα νιώσει
ποτέ την ευτυχία που θεωρεί ότι θα πάρει.
Ο λόγος είναι ότι με το που επιτύχει το πρώτο όταν, το δεύτερο «όταν» θα του
«εξαφανίσει» το θετικό συναίσθημα. Έτσι θα καταλήξει σε μια ουδέτερη
συναισθηματικά θέση, κυνηγώντας για άλλη μια φορά την ευτυχία, χωρίς κάποιο
ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο στόχος- «όταν» δε μας οδηγεί πάντα στην ευτυχία γιατί
δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις που πρέπει. Δηλαδή ο στόχος πρέπει να ταυτίζεται
με τις αξίες του ατόμου που θέτει τους στόχους, να είναι επιλεγμένες από το ίδιο το
άτομο και να του ανεβάζουν την διάθεση. Αν κάποιος θέλει να πετύχει έναν στόχο ή
να αλλάξει επειδή του το απαιτεί κάποιος άλλος, το πιθανότερο είναι ότι δε θα
πετύχει το στόχο του ή ακόμα και αν το κάνει δε θα είναι ευτυχισμένος. Αυτό πρέπει
να το έχει ο Coach στο μυαλό του όταν μαζί με τον πελάτη θέτουν τους στόχους.
Επομένως, ξεκαθαρίζουμε ότι το Coaching λειτουργεί με την «αρχή του
επιτεύγματος» που βασίζεται στην εμπειρία θετικών συναισθημάτων, την
ενθάρρυνση, την ελεύθερη επιλογή και τη δημιουργικότητα. Όχι με την αρχή της
επιτυχίας. Αν ταυτιστεί το πεδίο αυτό με μοντέλα εγγυημένης επιτυχίας, τότε
πιστεύουμε σε ανθρώπους έρμαια της εμμονικής ανάγκης για διάκριση, ενός lifestyle
που έκανε τον κύκλο του καταστροφικά στην χώρα μας, και μιας κατάστασης στην
οποία ελλοχεύει η ματαίωση. Όλα αυτά αντιβαίνουν στην Ηθική και Δεοντολογία του
κλάδου. Αυτό ακριβώς είναι και το αντίδοτο στην «Τυραννία του Όταν», ή όπως το
ονομάζει ο Sharp, «η Δύναμη του Τότε». Πιο απλά η θετική κινητοποίηση και η
έμφαση των θετικών συναισθημάτων πριν τη στοχοθεσία που οδηγεί στη δημιουργία
θετικών εμπειριών.

Οι θεωρητικές βάσεις
Γίνεται επομένως όλο και πιο ξεκάθαρο, ότι το Coaching έχει επηρεαστεί από
όλα όσα έχουν προηγηθεί μέχρι σήμερα, στοιχεία όλων των προσεγγίσεων θα
βρούμε «κρυμμένα» στη μεθοδολογία και τις αρχές του, ωστόσο διαθέτει
ταυτόχρονα μια νέα ριζοσπαστική αντίληψη στο τι σημαίνει «βοηθώ» και πώς. Τα
κύρια χαρακτηριστικά των σχολών που δάνεισαν πολλά στοιχεία στο Coaching τα
τελευταία χρόνια (reality therapy, systemic therapy etc), είναι η επικέντρωση στη
λύση, που λύση σημαίνει αλλαγή και όχι η έμμονη αναζήτηση ψυχοπαθολογικών
χαρακτηριστικών. Η αλλαγή έτσι, γίνεται ένας Στόχος ο οποίος επιτυγχάνεται μέσα
από τη συνειδητοποίηση και την ελεύθερη επιλογή του μέλλοντος, «εγώ ορίζω τους
στόχους μου, αποφασίζω και τους πετυχαίνω». Συνοψίζοντας, αν συμπυκνώναμε σε
3 άξονες τις ιστορικές επιρροές στο Coaching αυτοί θα ήταν (α) τα επαγγέλματα
συμβουλευτικής και θεραπείας, όμως κυρίως οι σύγχρονες θεωρητικές τους τάσεις
όπως η ανθρωπιστική, υπαρξιακή ψυχοθεραπεία και οι στρατηγικές παρεμβάσεις,
(β) η ανάπτυξη – διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού διότι πρώτον, εκεί
χρησιμοποιήθηκε αρχικά το Coaching και δεύτερον τα τελευταία χρόνια
εφαρμόστηκαν σύγχρονες συστημικές μέθοδοι και (γ) η ιδέα και έννοια της
προσωπικής ανάπτυξης (personal development) η οποία αναφέρεται στην
αυτενέργεια, δηλαδή εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη του εαυτού μου, ζω σύμφωνα με
τις επιθυμίες και τους στόχους μου.
Σήμερα το Personal Coaching γνωρίζει μια άνευ προηγουμένου παγκόσμια
διάδοση και αποδοχή, στην οποία βέβαια συνέβαλλαν, (α) η ανάγκη για μια μέθοδο
αποκλειστικά για υγιείς ανθρώπους, (β) η προκατάληψη και το βεβαρημένο
παρελθόν των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και (γ) οι νέες τεχνολογίες. Η συζήτηση σε
αυτή την ιστορική περίοδο, έχει προσανατολιστεί στην επαγγελματοποίηση και
θεσμοθέτηση του Coaching στη δυτική κοινωνία. Τι κάνει ένα επάγγελμα να είναι
επάγγελμα; Μα φυσικά οι άνθρωποι οι οποίοι ενδιαφέρονται γι αυτό είτε ως πελάτες
είτε ως επαγγελματίες και εκπαιδευτές. Θέλουμε την ανάπτυξη και εξέλιξη της
συλλογικής δράσης επαγγελματιών παγκοσμίως, τη διατύπωση ενός ενιαίου Κώδικα
Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής και την ίδρυση και εξέλιξη ανταγωνιστικών
προγραμμάτων εκπαίδευσης νέων επαγγελματιών με πρόβλεψη για εποπτεία και δια
βίου επιμόρφωση. Η παρουσία των Coaches σε διάφορα πλαίσια στο εξωτερικό,
όπως η εκπαίδευση, η πολιτική, η εταιρική διοίκηση, είναι πλέον γεγονός. Ωστόσο, η
κατάρα της πολιτικής νομιμοποίησης του βιο-ιατρικού μοντέλου καλά κρατεί,
ιδιαίτερα μάλιστα στην Ελλάδα όπου κυριαρχούν συντεχνιακές λογικές παραγωγής,
διανομής και μονοπώλησης της επιστημονικής γνώσης. Έτσι, το Coaching και οι
Coaches έρχονται αντιμέτωποι με ερωτήματα για το αν μπορούν να θεραπεύσουν,
αν μπορούν να κάνουν διάγνωση, αν είναι επαγγελματίες, έχουν κάποιο πτυχίο κλπ.
Είναι ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν εύκολα διότι διατυπώνονται με
τη λογική αναζήτησης ασθενειών, της μανιχαϊστικής διάκρισης φυσιολογικό – μη
φυσιολογικό, καλό – κακό κλπ, με την οποία το Coaching ουδεμία επαφή διατηρεί.
Μοιάζει σαν να ρωτάμε στα ελληνικά έναν ιάπωνα ποιο είναι το όνομά του. Ξέρει
πώς ονομάζεται, αλλά δεν καταλαβαίνει την ερώτηση! Αν και η θεραπεία ήταν και
παραμένει αναγκαία στην κοινωνία μας, ιδιαίτερα για τους ψυχικά ασθενείς, το
Personal / Life Coaching μπορεί να βοηθήσει πραγματικά τον σύγχρονο άνθρωπο.
Μπορεί να συμβάλλει στην απόκτηση σκοπού και νοήματος στη ζωή και να τον
κινητοποιήσει προς τους αυθεντικούς του στόχους και την αυτοπραγμάτωση αλλά
δεν υποκαθιστά το έργο της ψυχοθεραπείας. Αρκετοί πιστεύουν ότι θα φτάσει και
πιθανώς να ξεπεράσει την ψυχοθεραπεία, σε μια εποχή που θα υπάρχει αμοιβαία
αναφορά μεταξύ θεραπευτών και Coaches.

2. Τι είναι και τι δεν είναι το Life Coaching.


i. Ορίζοντας το Personal Coaching.
Σε αυτή την ενότητα θα ορίσουμε το Personal / Life Coaching. Η έννοια του
ορισμού δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μια αυστηρή, περιοριστική και άκαμπτη
διατύπωση. Ο ορισμός πλέον αποτελεί μια διαδικασία (defining) που εντάσσεται
στην ευρύτερη επιστημονική έρευνα, είναι συνεχής και χαρακτηρίζεται από
συστημικότητα, αναθεώρηση και ρευστότητα. Οι ορισμοί, λοιπόν, είναι η πυκνή
περιγραφή ενός αντικειμένου, προσφέρουν την αφετηρία για περαιτέρω
επεξεργασία και τις βασικές κατευθύνσεις για την εφαρμογή του αντικειμένου. Γι
αυτό και σήμερα, χρειάζονται δεκάδες βιβλία και διδακτορικές διατριβές για να
οριστούν νέα πεδία στην τέχνη και την επιστήμη. Το Personal / Life Coaching
παραμένει ένα σχετικά ασαφές πεδίο, χωρίς να μπορεί κανείς να το ορίσει σε μία ή
δύο προτάσεις. Πάντοτε χρειάζεται περαιτέρω περιγραφή. Κατά τη γνώμη μου,
ακόμη και αν εντρυφήσουν μελλοντικοί μελετητές στον ορισμό αυτής της τέχνης, οι
διαστάσεις της ασάφειας και της αβεβαιότητας θα παραμείνουν, μάλλον, ανέγγιχτες.
Κι αυτό διότι αποτελούν συστατικά στοιχεία του Coaching και δεν είναι κάτι που
πρέπει να φοβόμαστε. Ο βαθμός στον οποίο το Coaching είναι «ασαφές» είναι ο
βαθμός προσαρμοστικότητάς του, δηλαδή είναι αυτό που του επιτρέπει να
προσαρμόζεται και να ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία τόσο του Coach όσο και του
Coachee. Η ασάφεια και η ασέβεια σε περιχαρακωμένους ορισμούς και πεδία, είναι
που επιτρέπει τελικά την ανάπτυξη και την εξέλιξη αυτής της μεθόδου, μιας μεθόδου
που, υπό όρους, μπορεί και εφαρμόζεται σε πάρα πολλά πεδία. Οι όροι αυτοί
περιλαμβάνουν τις ανάγκες του κάθε πλαισίου και τις εξειδικεύσεις που απαιτούνται
από τον Coach. Το Coaching συμβαίνει, δεν «είναι», που σημαίνει ότι αποτελεί μια
εμπειρία η οποία για να βιωθεί χρειάζεται την ενεργό συμμετοχή του Coach και του
Coachee, και όχι την παθητική κατανόηση ενός αντικειμενικού ορισμού. Το Personal
Coaching θα συνεχίσει να εμπλουτίζεται και θα εξελίσσεται μέσα από τους
επαγγελματίες και τους ανθρώπους που το μελετούν και το παρέχουν. Ευτυχώς που
συμβαίνει αυτό, είναι ένα ακόμη στοιχείο που το κάνει να διαφέρει από άλλες,
άκαμπτες προσεγγίσεις.
Το Personal Coaching είναι μια μέθοδος ανάπτυξης, όπως προέκυψε ιστορικά,
η οποία αγκαλιάζει ολιστικά την ανθρώπινη ύπαρξη. Ορίζεται, οριοθετείται και
χαρακτηρίζεται από τα εξής:
Είναι ανάπτυξη δεξιοτήτων, ελεύθερη σκέψη χωρίς παρεμβολές και εμπόδια,
όχι όμως αποκατάσταση δυσλειτουργιών με την οποία συνδέεται η Ψυχοθεραπεία
και προαπαιτεί τη διάγνωση και πρόγνωση.
Το Personal / Life Coaching χαρακτηρίζεται από την πίστη στη θετική διάσταση
της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι αυτό και αποτελεί μια διαδικασία αναγνώρισης και
καλλιέργειας μιας σειράς δεξιοτήτων στην σχέση με τον εαυτό και τους άλλους.
Είναι μια διαδικασία συνολικής στοχοθέτησης και επίτευξης των στόχων που
τίθενται. Ο πελάτης, χωρίς παρεμβολές και εμπόδια (ούτε του Coach) προσδιορίζει
τους στόχους που πραγματικά επιθυμεί, μέσα από τον οραματισμό του μέλλοντος
που ονειρεύεται για τον εαυτό του. Ωστόσο το Coaching δεν σταματά εκεί,
περιλαμβάνει τον σχεδιασμό και την πραγμάτωση των επιμέρους βημάτων που θα
οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων αυτών. Ο Coach θα είναι δίπλα στον πελάτη
του, σε κάθε βήμα ώστε να φροντίζει για την κινητοποίηση και την ενδυνάμωσή του.
Είναι μια διαδικασία προσανατολισμένη στο μέλλον. Αναγνωρίζεται με
ρεαλισμό και θετική δυναμική το παρόν, με τους πόρους και τις δυνατότητες που
προσφέρει, όμως είναι ο σκοπός και οι στόχοι που δίνουν νόημα στην προσωπική και
επαγγελματική ανάπτυξη. Για παράδειγμα, αν δεν είχατε θέσει ως στόχο να
εκπαιδευτείτε στο Personal Coaching, θα είχε νόημα να διαβάσετε όλες αυτές τις
σημειώσεις και να κάνετε όλες αυτές τις εργασίες;
Διαμορφώνει και παρέχεται σε ένα ασφαλές περιβάλλον αποδοχής, στο
οποίο ενθαρρύνεται η αυθεντική συναισθηματική έκφραση, η αυτοβελτίωση και η
αυτενέργεια. Ο πελάτης μαθαίνει τον τρόπο να βελτιώνεται, να παρατηρεί τον εαυτό
του και να μαθαίνει από την εμπειρία.
Εντάσσεται, έτσι, στις μεθόδους και τα επαγγέλματα υποστήριξης των
ανθρώπων. Με το Personal / Life Coaching υποστηρίζουμε αλλά δεν πιέζουμε και δεν
παρεμβαίνουμε στις αποφάσεις, τους στόχους και τις επιλογές τους. Ο πελάτης
κατευθύνει τον εαυτό του, όχι ο Coach.
Το Personal / Life Coaching είναι relation-based, βασίζεται δηλαδή στην σχέση
εμπιστοσύνης και στην ιδιαίτερη επικοινωνία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον
Coach και τον Coachee. Η σχέση αυτή οργανώνεται σε έναν θετικά φορτισμένο κύκλο
ανταλλαγής μηνυμάτων, δηλαδή σε μια πλούσια σε ουσία, πληροφορίες και
συμβολισμούς, αλληλεπίδραση. Πρόκειται για μια σχέση ισοτιμίας, δεν υπάρχουν
έτοιμες λύσεις, αυθεντίες και ειδικοί. Ωστόσο υπάρχουν σαφείς ρόλοι, δομή και
δυναμική, είναι μια ζωντανή διαδικασία.
Ταυτόχρονα, το Coaching είναι μια διεπιστημονικά συγκροτημένη τέχνη και
τεχνική. Ένας τρόπος οργάνωσης και πραγμάτωσης που απευθύνεται σε υγιείς
ψυχικά ανθρώπους, χωρίς ενεργό ψυχοπαθολογία ή αίτημα για θεραπεία και
ανακούφιση από ψυχολογικά συμπτώματα. Ωστόσο μπορεί και συνεπικουρεί, υπό
προϋποθέσεις στην κοινωνική αποκατάσταση, και την επανεκκίνηση της
προσωπικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής ανθρώπων που βίωσαν μια
δυσάρεστη ψυχική κατάσταση και δέχτηκαν τη φροντίδα ειδικών.
Χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα η οποία αφορά τόσο την έκβαση κάθε
συνεδρίας όσο και το συνολικό αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι δεν είναι τίποτε
νομοτελειακό και γι αυτό μπορούμε να παρέμβουμε προς την θετική αλλαγή του.
Αυτά είναι ένα στοιχείο που καλούμαστε συχνά να διαχειριστούμε και να τα
μετατρέψουμε σε ευκαιρίες για δημιουργικότητα.
Εν τέλει είναι μια Μεθοδολογία & Ηθική, ένα νέο πεδίο με ιστορία,
περιεχόμενο και όρους πρακτικής εφαρμογής. Προσφέρεται σε ωριαίες,
εβδομαδιαίες συναντήσεις με τον πελάτη (άτομο ή ομάδα). Η συνεργασία διαρκεί
από 12 – 16 εβδομάδες συνήθως και μετά ο πελάτης μπορεί να επισκέπτεται τον
Coach ανά τακτά διαστήματα, πχ κάθε 15 ημέρες ή κάθε μήνα εφόσον το επιθυμεί.
Μπορεί να γίνει με διαπροσωπική, φυσική επαφή, μέσω τηλεφώνου και μέσω
διαδικτύου είτε με Skype/MSN κλπ είτε με email. Η φυσική επαφή βρίσκεται σε
προτεραιότητα και δεν μπορούμε να αναπληρώσουμε όσα κερδίζουμε και
καταφέρνουμε μέσα από την ανθρώπινη συνάντηση. Ωστόσο, αρκετοί πελάτες είτε
για τεχνικούς είτε για ψυχολογικούς λόγους, εκφράζονται καλύτερα όταν δεν τους
βλέπει κάποιος. Στις τηλεφωνικές συνεδρίες φροντίστε να διασφαλίσετε το ασφαλές
περιβάλλον, δηλαδή να μην έχει κανείς άλλος πρόσβαση στο χώρο εκείνη την ώρα,
να μην μπορεί κάποιος να ακούσει τη συνδιάλεξη και να μην υπάρχει πιθανότητα
διακοπής. Βεβαίως θα πρέπει να ερμηνεύετε και να στέλνετε μηνύματα στην λεκτική
και εξωλεκτική επικοινωνία σας, αποκλειστικά μέσα από τον τόνο της φωνής, τον
ρυθμό της αναπνοής και την ταχύτητα του λόγου. Τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά μέσα
λειτουργούν συνεπικουρικά για την κυρίως εργασία σας (όπως για παράδειγμα να
σας στείλει μια άσκηση με email) και για περιπτώσεις όπου ο πελάτης σας βρίσκεται
εκτός πόλης για διάφορους λόγους και μπορείτε να καλύψετε μία – δύο συναντήσεις
μέσω διαδικτύου. Το κόστος των συναντήσεων είναι κάτι που ορίζετε εσείς.
Σχηματικά, με το Coaching πηγαίνουμε από το σημείο Α στο σημείο Β,
αφαιρώντας τα εμπόδια και τις παρεμβολές, χωρίς να δημιουργήσουμε νέα
προβλήματα. Το τελευταίο είναι και το σημαντικότερο το οποίο συχνά λησμονούν οι
νέοι Coaches. Είναι δηλαδή το όχημα με το οποίο θα οδηγηθούμε από το παρόν στο
επιθυμητό μέλλον. Το σημείο Α είναι το παρόν, το «τώρα», αναγνωρίζω το πού
βρίσκομαι, ξαναδιαβάζω πώς έφτασα ως εδώ αλλά δεν μένω στο παρελθόν. Το
σημείο Β είναι το μέλλον όπως το οραματίζομαι, θέτω στόχους ευθυγραμμισμένους
με τις πραγματικές μου επιθυμίες και τις αξίες μου, όχι γενικά κοινωνικά αποδεκτούς
στόχους. Τα εμπόδια που πρέπει να αφαιρεθούν είναι συχνά προβλήματα όπως η
διάθεση χρόνου, οι μειωμένοι οικονομικοί πόροι, ο φόβος, ο λάθος τρόπος σκέψης.
Παρεμβολές από την άλλη, είναι οι επιρροές στον ορισμό στόχων από άλλα
πρόσωπα, αρνητικές πεποιθήσεις κλπ. Ο πελάτης θα πρέπει να θέσει στόχους
πραγματικά εκείνος θέλει, χωρίς παρεμβολές από οικείους και από κοινωνικά
κυρίαρχες ηθικές αρχές. Το Personal Coaching αποτελεί μια εξατομικευμένη
υπηρεσία που προσαρμόζεται και αναδεικνύει τον εαυτό του πελάτη, προσαρμόζεται
στον τρόπο συμπεριφοράς και αντίληψης των πραγμάτων του Coachee. Εντοπίζει και
αναδεικνύει τα προσωπικά εργαλεία, τις εμπειρίες και τις πεποιθήσεις που
χρησιμοποιεί για να ερμηνεύσει την πραγματικότητά του. Σε αυτή τη βάση, τα
εμπόδια και οι παρεμβολές που καλούμαστε να αφαιρέσουμε, είναι προβλήματα
που προέκυψαν σε αυτό τον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας. Αν κάτι
θεωρείται και βιώνεται ως πρόβλημα και εμπόδιο για τον Coachee γίνεται αποδεκτό
από τον Coach χωρίς να ενδιαφέρει αν ο ίδιος θα το θεωρούσε πρόβλημα στη δική
του ζωή ή «αντικειμενικά». Εδώ χρειάζεται προσοχή γιατί πιθανώς να διατυπωθούν
αξιολογήσεις και κριτικές που δεν συνάδουν με το την μέθοδο, τη φιλοσοφία και τη
Δεοντολογία του Coaching. Πολλές φορές διερευνούμε τι πρέπει να κάνει κάποιος
για να αναπτυχθεί και να πετύχει τους στόχους του. Αν όμως θεωρήσουμε την εξέλιξη
στη ζωή ως μια φυσική πορεία, τότε το ερώτημα που θα πρέπει να θέσουμε είναι τι
σταματά κάποιον από τη συνεχή του εξέλιξη, ποιο εμπόδιο και ποια παρεμβολή
αναστέλλει αυτή την αέναη πορεία προς την αυτοπραγμάτωση.
Παρακάτω θα βρείτε έναν συγκριτικό πίνακα με το τι είναι ψυχοθεραπεία και
τι είναι Life Coaching βασισμένο στον αντίστοιχο στα Αγγλικά του P. Williams, για να
γίνουν πιο ξεκάθαρα τα δύο αυτά πεδία και να δούμε πρακτικά τις διαφορές τους.
Ψυχοθεραπεία Life Coaching

Υγιή άτομα που επιθυμούν μια καλύτερη


Αναγνωρισμένες δυσλειτουργίες στο άτομο
κατάσταση

Παρελθόν, παλιά τραύματα με στόχο τη Παρόν, σχεδίαση ενός πιο επιθυμητού


θεραπεία μέλλοντος

Βοηθά στην εκμάθηση νέων τεχνικών κ


Επούλωση παλιών τραυμάτων εργαλείων για τη δημιουργία επιτυχημένου
μέλλοντος

Σχέση γιατρού- ασθενή Ισότιμη, συν-δημιουργική σχέση

Συναισθήματα συμπτώματα Συναισθήματα κάτι το φυσιολογικό

Βοήθεια αναγνώρισης προκλήσεων,


Διάγνωση, επαγγελματική γνώση,
μετατροπή σε κατακτήσεις, προσήλωση στον
κατευθυντήριες γραμμές.
στόχο

Αργή και ίσως επώδυνη Γρήγορη και συνήθως ευχάριστη

ii. Το Coaching μέσα από μια συγκριτική προοπτική.


Μέσα από τη σύγκριση με άλλα πεδία που προϋπήρξαν, επηρέασαν αλλά και
συνυπάρχουν, μπορούμε να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια το πεδίο του
Personal Coaching. Πάντοτε ωστόσο, τα «σύνορα» των προσεγγίσεων
χαρακτηρίζονται από ρευστότητα και οι διαχωριστικές γραμμές δεν διακρίνονται με
γυμνό μάτι. Παρά το διάλογο όμως, και τις ανταλλαγές, που συνδέουν σχεδόν όλα τα
επαγγέλματα στήριξης σε μια συνθετική μέθοδο, παραμένουν κάποιες σημαντικές
διαφορές. Η σύγκριση και η ανάδειξη των διαφορών αυτών δεν πραγματοποιείται
για να διατυπωθούν αξιολογικές κρίσεις τους ενός ή του άλλου χώρου. Οι διαφορές
συμβάλλουν σε ξεκάθαρους ρόλους και αποτελούν βάση συζήτησης και δημιουργίας
για ακόμη πιο ολοκληρωμένες προσεγγίσεις, τόσο για τους επαγγελματίες όσο και
για τους χρήστες των υπηρεσιών. Ταυτόχρονα όμως, οι ομοιότητες συμβάλλουν στην
τεκμηρίωση. Μέσα από τη Σύνδεση του Coaching με την Ψυχολογία, τη
Συμβουλευτική και την Ψυχοθεραπεία, αντλούμε εργαλεία, επιστημονική
τεκμηρίωση και θεωρητικές αναφορές όπως αυτές που παρουσιάστηκαν παραπάνω.
Κι αυτή είναι η προσέγγιση του Evidence Based Coaching που θα μελετήσουμε
περισσότερο με όσους συνεχίσουμε σε Advanced Training Courses για το Coaching.
Ποια είναι επομένως η σχέση του Personal Coaching με την ψυχολογία, τη
συμβουλευτική/ψυχοθεραπεία και τον πνευματισμό; Η σύγκριση με τη Ψυχολογία
ως κλάδο γενικά, είναι ένα μεθοδολογικό λάθος το οποίο προκαλεί συγχύσεις,
οφείλεται στην ταύτιση της συμβουλευτικής/ψυχοθεραπείας με την ψυχολογία ως
συνώνυμα ή ως ένα και ενιαίο επάγγελμα. Αυτή η σύνδεση από άλλους
αμφισβητείται και από άλλους επιβάλλεται, στο εξωτερικό ωστόσο, η θεραπεία
αποτελεί μια ξεχωριστή σπουδή. Σε αυτή τη λογική συνεπώς, το Coaching συγκρίνεται
με την ψυχολογία, μια σύγκρισης που, επί της ουσίας, δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί διότι πρόκειται για δύο πράγματα που δεν μπορούν να
αντιστοιχηθούν ώστε να συγκριθούν, είναι πράγματα διαφορετικής τάξης. Η
Ψυχολογία είναι μια ακαδημαϊκά συγκροτημένη επιστήμη, μελετά την ανθρώπινη
συμπεριφορά και τις διεργασίες που συνδέονται με αυτή, όπως και άλλες επιστήμες
του κοινωνικού και ανθρωπιστικού πεδίου. Το Coaching από την άλλη είναι μια
μέθοδος, μια πρακτική εφαρμογή, μια τέχνη η οποία βασίζεται και δανείζεται
αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών αλλά φυσικά δεν είναι επιστήμη.
Αυτό που έχει ουσία για συζήτηση είναι η σχέση ανάμεσα στο Coaching και τη
συμβουλευτική/ψυχοθεραπεία. Πριν από οτιδήποτε άλλο όμως, η συμβουλευτική
και ψυχοθεραπεία έχουν τη δική τους ιστορία, δηλαδή το παρόν και ένα σπουδαίο
μέλλον στις ανθρώπινες κοινωνίες. Η συμβουλευτική έκανε την εμφάνισή της ήδη τον
19ο αιώνα συνυφασμένη με τον επαγγελματικό προσανατολισμό και έχει διανύσει
μια πορεία με σημαντικές συναντήσεις, ανταλλαγές και τη δημιουργία του
σύγχρονου πεδίου της ψυχοθεραπείας. Τα σύνορα πια, μετά το κίνημα της
υπαρξιακής ψυχολογίας, τη συστημική θεραπεία και ολιστική προσέγγιση, και του
διακλαδικού διαλόγου των επιστημών, έχουν παραμείνει μόνο σε ακαδημαϊκό ή
συντεχνιακό επίπεδο. Επί τω έργω, η έρευνα και η θεραπεία δεν είναι τόσο στεγανές
όσο τα κείμενα και η διδασκαλία της ανάλυσης ή του συμπεριφορισμού. Η
συμβουλευτική σήμερα έχει ταξινομηθεί ως κλάδος της ψυχολογίας (συμβουλευτική
ψυχολογία) και διδάσκεται σε μεταπτυχιακό επίπεδο, όπως και κάποιες
ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Ποιες όμως είναι οι ιστορικές επιρροές της
(Μαλικιώση-Λοΐζου 1999);
Το 19ο αιώνα στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της βιομηχανικής επανάστασης, η
συμβουλευτική εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, στο πεδίο του επαγγελματικού
προσανατολισμού. Παιδιά και έφηβοι δέχονταν τις υπηρεσίες ενός συμβούλου
σχετικά με τη θέση τους στην αναπτυσσόμενη αγορά εργασίας μιας
εκβιομηχανισμένης κοινωνίας.
Το κίνημα για την ψυχική υγεία, δηλαδή οι φωνές για από-ασυλοποίηση των
ασθενών και τον εξανθρωπισμό της ψυχιατρικής και κλινικής ψυχολογίας, έφερε
στο προσκήνιο την ανάγκη για συμβουλευτική – ψυχοθεραπευτική υποστήριξη
των πασχόντων και για κοινωνική αποκατάσταση ως μέρος της συνολικής
παρέμβασης. Η συμβουλευτική έτσι έκανε την είσοδό της στη θεραπεία και τις
ιατρικές δομές.
Το κίνημα της ψυχομετρίας, η τάση για τη μελέτη των ατομικών διαφορών,
των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και των δυνατοτήτων – δυσκολιών στα
παιδιά σχολικής ηλικίας, προσέφερε στη συμβουλευτική μια σειρά από εργαλεία
αξιολόγησης και μέτρησης στοιχείων των πελατών της.
Βεβαίως, η επιρροή του Carl Rogers και γενικά τις ανθρωπιστικής ψυχολογίας
συνέβαλλε στη διαμόρφωση της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας όπως
την ξέρουμε σήμερα. Ο C.Rogers ανέδειξε νέες προοπτικές για τη μετάβαση από
την παραδοσιακή μορφή του ψυχιάτρου – ψυχολόγου, σε εκείνη του
ψυχοθεραπευτή.
Τέλος, συνολικά οι αλλαγές στη θέσμιση της δυτικής κοινωνίας, κυρίως των
ΗΠΑ, και οι μετασχηματισμοί που βίωσαν και βιώνουν οι σύγχρονοι άνθρωποι
στον 20 και 21ο αιώνα, καθιστούν την συμβουλευτική ψυχολογία ως μία
αναγκαιότητα.
Η συμβουλευτική ψυχολογία ορίζεται ως την ειδικότητα συμβάλλει στην
αντιμετώπιση της υποκειμενικής δυσφορίας, στη διαχείριση κρίσεων και στην υγιή
προσαρμογή των ατόμων σε ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα. Πιο
συγκεκριμένα, σύμφωνα με το American Psychological Association, οι
συμβουλευτικοί ψυχολόγοι βοηθούν τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν τις
δυνατότητες και τους πόρους που διαθέτουν για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα
στην καθημερινότητά τους και σοβαρές αντιξοότητες. Παρέχουν συμβουλευτική και
ψυχοθεραπεία, εκπαίδευση και επιτελούν επιστημονική έρευνα με άτομα όλων των
ηλικιών, σε οικογένειες και οργανισμούς (σχολεία, νοσοκομεία, επιχειρήσεις). Οι
συμβουλευτικοί ψυχολόγοι βοηθούν τους ανθρώπους να κατανοήσουν και να
δραστηριοποιηθούν πάνω σε προβλήματα σταδιοδρομίας και εργασίας. Στο έργο
τους, λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές στο φύλο, την ηλικία, τη φυλή, τον σεξουαλικό
προσανατολισμό, τη θρησκεία κλπ. Πιστεύουν ότι η συμπεριφορά επηρεάζεται και
καθορίζεται από πολλά πράγματα, από τα ατομικά ποιοτικά στοιχεία (ψυχολογικοί,
φυσικοί και πνευματικοί παράγοντες) και από περιβαλλοντικούς παράγοντες
(οικογένεια, κοινωνία, πολιτισμός). (American Psychological Association,
http://www.apa.org 2012).
Όλες οι προσεγγίσεις, (ανάλυση, συστημική, συμπεριφορισμός, υπαρξιακή
κλπ) έχουν συνδιαμορφώσει και επηρεάσει τη συμβουλευτική πράξη και έννοια.
Επομένως, καταρχήν θα βρούμε πολλά κοινά ανάμεσα στη συμβουλευτική και το
Personal Coaching το οποίο έχει δανειστεί στοιχεία. Το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη
μου είναι εκείνο της συνεδρίας (session). Μέσα από τη διαδικασία της συνεδρίας
εγκαθίσταται η θεραπευτική σχέση στην θεραπεία και η σχέση ανάμεσα στον Coach
και τον Coachee στο Personal / Life Coaching. Πρόκειται για τη διαδικασία με τα
χαρακτηριστικά που περιγράφει ο C. Rogers. Ωστόσο η ερμηνεία, ανάλυση αλλά και
η επεξεργασία της συμπεριφοράς και των συναισθημάτων, που προκύπτουν από την
ψυχολογική επιστήμη, δεν αποτελούν αντικείμενο του Personal / Life Coaching. Στο
Coaching δεν πραγματοποιείται κάποιου είδους αξιολόγηση της συμπεριφοράς και
της προσωπικότητας του ανθρώπου με βάση κάποια συσκευή μέτρησης, μοντέλα
μετάβασης σε στάδια ανάπτυξης κλπ. Αν και χρησιμοποιούμε το εργαλείο της
συνέντευξης, ακόμη κι αυτό παίρνει μια περισσότερο αφηγηματική μορφή στο
πλαίσιο της γνωριμίας με τον πελάτη και το αίτημά του. Έτσι, δεν ταυτίζεται με την
κλινική ή διαγνωστική συνέντευξη των ειδικών. Ομοίως δεν πραγματοποιείται
κάποια επεξεργασία συναισθημάτων με τις μεθόδους ανάλυσης, αναβίωσης κλπ.
Πολλοί νέοι Coaches επηρεασμένοι από αναπαραστάσεις στα μέσα επικοινωνίας και
τον τύπο, οραματίζονται πώς θα κάνουν ερωτήσεις αναφορικά με τα βαθύτερα
συναισθήματα αναζητώντας κάποιο κρυμμένη πληροφορία. Αυτό βεβαίως είναι
λάθος, το Coaching δεν είναι ψυχολογία δεν είναι θεραπεία, o Coach καταγράφει τα
συναισθήματα και των δύο μερών, τα χρησιμοποιεί για την οικοδόμηση της σχέσης
όμως δεν «δουλεύει» με αυτά, δεν τα επεξεργάζεται. Έτσι, το Coaching δεν
βασιζόμαστε σε κάποια θεωρία προσωπικότητας και ανάπτυξης όπως η
συμβουλευτική, δεν είναι ακαδημαϊκή γνώση αλλά μέθοδος.
Περισσότερο από τη συμβουλευτική, η κλινική ψυχολογία και ψυχοθεραπεία,
η καθεμιά από τη δική της οπτική και τον ρόλο της, περιλαμβάνουν τη διάγνωση,
αξιολόγηση και θεραπεία ψυχικών διαταραχών, ψυχολογικών δυσκολιών και
προβλημάτων, σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο. Εδώ τα πράγματα είναι πιο εμφανή
διότι δεν βρίσκουμε κοινά στοιχεία. Το Personal Coaching δεν είναι θεραπεία, δεν
αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, τραύματα και δισεπίλυτα συναισθήματα,
δεν μπορεί φυσικά να διαγνώσει ψυχικές διαταραχές και να αξιολογήσει αν κάποιος
πάσχει από ψυχική νόσο ή όχι. Με άλλα λόγια, το Coaching δεν αναζητά συμπτώματα
και προβλήματα, αντίθετα επικεντρώνεται στη λύση με πίστη στη θετική πλευρά της
ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό που καλούμαστε να αναγνωρίσουμε στο Coaching είναι
τα θετικά γνωρίσματα μιας προσωπικότητας που τη βοηθούν να αντισταθμίσει τα
αρνητικά και να αναπτυχθεί. Αν κάποιος επομένως πάσχει από κατάθλιψη, κρίσεις
πανικού κλπ, και βεβαία από σοβαρότερα ψυχικά προβλήματα, το Coaching δεν έχει
κάτι να του προσφέρει. Χωρίς τη συμβολή ειδικού, μπορούν μάλιστα να προκληθούν
μεγαλύτερα προβλήματα με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Το ζήτημα της θεραπείας
είναι πολύ σημαντικό. Αν και όλοι, ο σύμβουλος, ο Coach, ο θεραπευτής, βοηθούν
τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν προβλήματα, αυτά είναι διαφορετικής φύσεως
και η αντιμετώπιση γίνεται με διαφορετικούς τρόπους. Γι αυτό και οι διάκριση των
ρόλων και των αντικειμένων είναι καθοριστική. Είναι χρήσιμη και καθοριστική στους
εξής άξονες:
(α) Στη σχέση του Coach με τον πελάτη: Πρώτον, αναφορικά με τις προσδοκίες
του από τη συνεργασία και την έκβασή της. Δεν θα πρέπει να δεχτείτε προσδοκίες ή
αιτήματα που θα καταλήξουν σε έναν απογοητευμένο πελάτη, με περισσότερα
προβλήματα από όσα είχε όταν ξεκίνησε. Δεύτερον, αναφορικά με την ηθική
διάσταση μιας ειλικρινούς σχέσης εμπιστοσύνης. Η οποιαδήποτε αοριστία για την
ιδιότητά και το αντικείμενό σας, προκαλεί αρνητικά την εμπιστοσύνη προς το
πρόσωπο και την εργασία σας.
(β) Σε νομικό επίπεδο: η έννοια της ψυχοθεραπείας παραπέμπει σε μια
θεσμοθετημένη επαγγελματικά σχέση με ακαδημαϊκές και άλλες προϋποθέσεις.
Συνεπώς αντιτίθεται στους νόμους του κράτους.
(γ) Σε επαγγελματικό επίπεδο: πρέπει να προωθήσετε μέσα από την πρακτική
σας στο κοινό, μια ξεκάθαρη εικόνα για το Personal / Life Coaching χωρίς φοβικές
αρνήσεις, και αντιεπαγγελματικές διαβεβαιώσεις που αντιβαίνουν τον Κώδικα
Δεοντολογίας.
Στην Ελλάδα, ο ψυχοθεραπευτής, ο σύμβουλος και ο ψυχολόγος, με έναν
τρόπο ταυτίζονται. Αυτό σημαίνει ότι πρακτικά θα πρέπει να αναδειχθούν οι
διαφορές και οι ομοιότητες κάπως ομογενοποιημένα, με το ευρύτερο πεδίο της
ψυχολογίας. Για τους συναδέλφους που προέρχονται από την ψυχοθεραπεία, το
Coaching θα εμπλουτίσει τις γνώσεις και προσδώσει μια νέα δυναμική στην
προσέγγιση υγιών ανθρώπων. Για τους Coaches που δεν έχουν σπουδή στην
ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία, θα πρέπει να μελετήσουν και να μάθουν αρκετές
από τις θεμελιώδεις αρχές και τεχνικές τους. Θα μπορούσαμε να σχηματοποιήσουμε
τις διαφορές σε έναν Coach, ψυχοθεραπευτή, και σύμβουλο ψυχολόγο.
(α) Ο θεραπευτής, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, θα διαγνώσει μια ψυχική
διαταραχή και θα εργαστεί με συντεταγμένο τρόπο, σε μακρόχρονη ή βραχύχρονη
θεραπεία, για την αντιμετώπιση αυτής της διαταραχής. Υπάρχουν διάφορες
ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, κάποιες είναι προσανατολισμένες στη λύση. Οι
στόχοι αυτοί δεν είναι του πελάτη αλλά ορίζονται στη βάση της επιστημονικής
διάκρισης μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού.
(β) Ο σύμβουλος ψυχολόγος θα βοηθήσει τον πελάτη του στη λεκτικοποίηση
και επεξεργασία των συναισθημάτων του ως το μέσο για την αυτογνωσία και
αυτοπραγμάτωση. Θα εργαστεί πιθανώς με δυσλειτουργικές σχέσεις και θα εστιάσει
στο πρόβλημα με βάση την εξειδίκευση που έχει λάβει.
Και οι δύο ειδικότητες, συμβουλευτική και θεραπεία, θέτουν στόχους που
αφορούν το μέλλον σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο κατά κύριο λόγο ασχολούνται
με ζητήματα από το παρελθόν και με τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν το παρόν
του ασθενή ή του συμβουλευόμενου.
(γ) Ο Personal Coach θα βοηθήσει τον πελάτη του να θέσει τους στόχους τους
και να ανακαλύψει τρόπους για την επίτευξή τους, αφαιρώντας εμπόδια και
παρεμβολές. Εστιάζει πάντοτε στο αποτέλεσμα και στην λύση, άρα σε ένα μέλλον
που ο ίδιος ο πελάτης οραματίζεται με βάση τις δικές του γνώσεις, αξίες και αρχές
χωρίς παρεμβάσεις.
Το πιο συχνό ερώτημα που διατυπώνουν οι εκπαιδευόμενοι είναι το πώς
μπορεί κάποιος μη ειδικός να διακρίνει αν ο πελάτης χρειάζεται Coaching ή
θεραπεία. Αυτό προϋποθέτει διάγνωση και εκτίμηση που κάνουν μόνο ειδικοί. Θα
δούμε απαντήσεις και απόψεις γι αυτό, στο επόμενο κεφάλαιο που παρουσιάσουμε
την πρώτη συνάντηση με τον πελάτη. Για τώρα, πρέπει να εμπεδωθούν εις βάθος οι
ομοιότητες και διαφορές του Coaching με άλλα πεδία που συχνά συγκρίνεται, σωστά
ή λανθασμένα.
Ας δούμε τώρα σχηματικά, κλείνοντας αυτή την ενότητα των συγκρίσεων, τις
βασικές διακρίσεις ανάμεσα στην έννοια της συμβουλής, της καθοδήγησης και του
Personal / Life Coaching.

Advice / Συμβουλές
Οι συμβουλές δεν βοηθούν και είναι αντιδεοντολογικές.
Ελέγχουμε την κατάσταση όχι τον πελάτη μας.
Ποτέ δεν ξέρουμε πώς θα καταλήξει μια συμβουλή.

Συμβουλή, κι εδώ δεν αναφερόμαστε στη διαδικασία της συμβουλευτικής


(counseling) είναι μια σχετικά άκαμπτη έννοια. Η συμβουλή δίνεται ως προτεινόμενη
λύση ή μέρος της λύσης από κάποιον/α ειδικό, από έναν που κατέχει τη γνώση και
την προσφέρει μέσω της συμβουλής στον πελάτη. Η συμβουλή είναι πιο ήπια από
την καθοδήγηση, όμως λόγω της σχέσης εξουσίας με τον «ειδικό», είναι σχετική η
«ηπιότητά» της. Είναι βεβαίως αντιδεοντολογική στο Coaching καθώς προσβάλλεται
η αρχή της ελεύθερης επιλογής και της αυτενέργειας του πελάτη. Σκοπός μας είναι
να ελέγχουμε το περιβάλλον που θα επιτρέψει την ανάπτυξη των ατόμων και όχι τα
ίδια τα άτομα. Ακόμη περισσότερο, δεν είμαστε σε θέση να ελέγξουμε την πορεία
μιας συμβουλής. Δίδετε για παράδειγμα μια συμβουλή στον πελάτη κατά τη διάρκεια
της συνεδρίας και πιστεύετε ότι την έχει ερμηνεύσει, την έχει καταλάβει με έναν
ορισμένο τρόπο. Η ζωή ωστόσο δεν βιώνεται στα όρια ενός γραφείου, οι ίδιες λέξεις,
ή ίδια παρότρυνση σε άλλη στιγμή μπορεί να ερμηνευθεί με εντελώς διαφορετικό
τρόπο χωρίς να μπορείτε να παρέμβετε και φυσικά με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Επομένως, οι συμβουλές και το Personal Coaching δεν συνάδουν καθώς
αποτελούν στοιχεία μιας άλλης σχέσης, μιας άλλης διαδικασίας με διαφορετικούς
ρόλους και δυναμική. Συχνά ωστόσο θεωρούμε ότι και η συμβουλευτική πράξη
εμπεριέχει την παροχή συμβουλών, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα. Η συμβουλευτική ψυχολογία δε χρησιμοποιείται με αυτόν τον
τρόπο και δεν έχει ως στόχο την παροχή συμβουλών σε κάποιον. Η συμβουλευτική
είναι μια διαδικασία αλληλοεπικοινωνίας που σκοπός της είναι η παροχή βοήθειας
σε ένα άτομο ή σε μια ομάδα ατόμων που αντιμετωπίζουν ψυχολογικές δυσκολίες
και προβλήματα που δεν μπορούν να διαχειριστούν μόνοι τους.

Guidance / Καθοδήγηση.
Καθοδήγηση σημαίνει επιβολή των απόψεών μας στον υποστηριζόμενο.
Είναι αντίθετη με την βασική αρχή του coaching για την αυτονομία και
τον σεβασμό στις επιθυμίες και τους στόχους του πελάτη.

Με σκληρότερο τρόπο από εκείνον της συμβουλής, η καθοδήγηση είναι μια


αυστηρή διαδικασία κατά την οποία το άτομο δέχεται παθητικά την πραγματικότητα
όπως του δίνεται. Είναι «υποχρεωμένο» εφόσον επιθυμεί να πετύχει κάτι
συγκεκριμένο, να εκπαιδευτεί σύμφωνα με τις γνώσεις και τις εντολές του μέντορά
του, του καθοδηγητή του χωρίς να έχει ευκαιρία αμφισβήτησης. Εξυπακούεται ότι ο
καθοδηγητής επιβάλει τις αρχές και τις απόψεις του ως την απόλυτη αλήθεια
αδιαφορώντας για τις επιθυμίες και την προσωπικότητά του άλλου. Εκ των
πραγμάτων, ουδεμία σχέση διατηρεί με το Personal Coaching, όχι μόνο τις τεχνικές
του, αλλά με τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη σχέση ανάμεσα στον Coach και
τον Coachee. Η σχέση ισοτιμίας με διακριτούς ρόλους δεν υφίσταται όταν έχουμε
καθοδήγηση.
Personal / Life Coaching:
Αλληλεπίδραση, Κατανόηση, Αποδοχή.
Βασική μεθοδολογία: ενεργή ακρόαση (active listening) β. ερωτήσεις.

Τελικά, το Personal / Life Coaching προχωρά πέρα από τα προηγούμενα, δεν


περιλαμβάνει παροχή στείρων συμβουλών και βέβαια δεν είναι καθοδήγηση. Μέσα
και από αυτή την σύγκριση κατανοούμε ότι είναι μια έμμεση διαδικασία, μια «μη
κατευθυντικού τύπου παρέμβαση», τρόπω τινά χειρουργική, κατά την οποία
διαμορφώνουμε το περιβάλλον και προσφέρουμε εκείνα με τα οποία ο πελάτης θα
μάθει να αναπτύσσεται, να αυτοβελτιώνεται και να θέτει στόχους που στη συνέχεια
πετυχαίνει. Είναι δηλαδή μια συμμαχία. Τα εργαλεία του Coach σε αυτή την
αλληλεπίδραση είναι μεταξύ άλλων, η ενεργή ακρόαση και τα σωστά ερωτήματα.
Σπάνια παρέχει καταφατικές θέσεις. Αντίθετα με την παθητική, η ενεργή ακρόαση
είναι μια διαδικασία ανατροφοδότησης και αντανάκλασης των μηνυμάτων που
ανταλλάσσονται κατά την ανθρώπινη επικοινωνία, θα δούμε λεπτομέρειες σε
επόμενη ενότητα και γι αυτό και για τη διατύπωση των ερωτήσεων.
Τέλος, το Personal / Life Coaching δεν είναι πνευματισμός, αίρεση ή
αναζήτηση μιας κρυμμένης αλήθειας που μόνο οι μυημένοι μπορούν να
κατακτήσουν. Δεν υπάρχει κάτι το μυστικιστικό, δεν σχετίζεται με ανατολικέ
παραδόσεις οριενταλιστικής (βλ. κίνημα οριενταλισμού) προέλευσης. Έχουν
εμφανιστεί διάφοροι «γκουρού» και «πνευματικοί ηγέτες» οι οποίοι
εκμεταλλεύονται το θεσμικό κενό και παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως Coaches
για να γίνουν πιο οικείοι στο μυαλό του ποιμνίου τους. Οι Coaches σεβόμαστε την
πίστη του κάθε ανθρώπου, τις διαφορετικές θρησκείες και αποδεχόμαστε την
πνευματική αναζήτηση. Όμως, δεν υιοθετούμε, δεν εκμεταλλευόμαστε και δεν
αξιολογούμε με κανένα τρόπο αυτές τις επιλογές, δεν εμπεριέχονται στο
επαγγελματικό μας αντικείμενο. Το Coaching είναι μία τέχνη που συγκροτήθηκε
διεπιστημονικά από επαγγελματίες και απευθύνεται σε όλους χωρίς διακρίσεις και
ηθικολογικές επιταγές.

3. Το προφίλ ενός Personal / Life Coach.


«Πάντα μου άρεσε να ακούω τους ανθρώπους», «από μικρή ονειρευόμουν
να αλλάξω τον κόσμο», «η μικρότερη κόρη μου με ενέπνευσε να γίνω Life Coach»,
«αν τα κατάφερα εγώ, σίγουρα μπορείτε κι εσείς». Αυτές είναι μερικές από δεκάδες
ατάκες, ομολογουμένως ανεπανάληπτες, τις οποίες θα εντοπίσετε διαβάζοντας τα
βιογραφικά διάφορων Coaches που διατηρούν ιστοσελίδα. Όλες οι παραπάνω
φράσεις είναι αυθεντικές, δεν αποτελούν δημιουργήματα φαντασίας και υπάρχουν
σε προφίλ ελλήνων και ξένων Life Coaches. Πρόκειται για το παράδειγμα ενός
“πνευματικού”, εκλαϊκευμένου Coaching από ανθρώπους χωρίς ουσιαστική
εκπαίδευση, και ένα κακέκτυπο της αμερικανικής Coaching κουλτούρας
(Αμερικανικοί Σύλλογοι). Σε αυτό το παράδειγμα ένας χαρισματικός γκουρού με μία
απλή κουβέντα, μια κίνηση, μάλλον με τη φωνή του και μόνο ή έστω με ένα
δοκιμασμένο «Μοντέλο Επιτυχίας» μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας. Υπάρχουν πολλά
σχετικά βίντεο στο διαδίκτυο. Ευτυχώς βεβαίως, τα κριτήρια για να γίνει κανείς
Personal / Life Coach αλλά και το προφίλ ενός επαγγελματία, απέχει αρκετά από
τέτοιου είδους προσεγγίσεις. Το Coaching δεν είναι «Συνταγή Επιτυχίας», η Αλλαγή
δεν είναι επιφανειακή και δεν υπάρχουν «αυθεντίες», όπως είδαμε παραπάνω, το
Coaching είναι μια εμπειρία που χρειάζεται και τα δύο μέρη με ενεργό ρόλο για να
βιωθεί. Η συγκεκριμένη ενότητα θα περιγράψει το προφίλ ενός επαγγελματία Coach,
δηλαδή ποιος είναι και τι σημαίνει Coach; ποια στοιχεία και χαρακτηριστικά κάνουν
έναν Coach να είναι Coach; Για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στο ρόλο του, ο Personal
Coach χρειάζεται εκπαίδευση και συνεχή επιμόρφωση, χρειάζεται να καλλιεργήσει
μια σειρά από δεξιότητες, ωριμάζοντας συναισθηματικά και διευρύνοντας την
αντίληψη του και βέβαια πρέπει να εργάζεται με πίστη στις αρχές που διέπουν την
ευρύτερη Coaching σκέψη. Μόνον έτσι, θα είναι σε θέση να εργαστεί με επάρκεια
και να ανταπεξέλθει με επιτυχία σε διάφορα πλαίσια, με διαφορετικές
προσωπικότητες χωρίς παράλληλα να δημιουργήσει νέα προβλήματα. Αυτό σημαίνει
ότι γνωρίζει όχι μόνο πότε να δεχθεί έναν πελάτη αλλά και πότε να αρνηθεί
παραπέμποντας σε κάποιον ειδικό θεραπευτή.
Γιατί και πώς μπορεί να ασχολείται κανείς με το Coaching; Αν και σήμερα
μπορείτε να εντοπίσετε με ευκολία χιλιάδες Coaches σε πόλεις της Ευρώπης και των
ΗΠΑ, ομοίως εκατοντάδες υπάρχουν και στην Αθήνα, οι περισσότεροι απλώς
αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι χωρίς ουσιαστικό κριτήριο. Άλλοι προσθέτουν στον
επαγγελματικό τους τίτλο τον όρο «Coach» για να πολλαπλασιάσουν τις ευκαιρίες
τους σε επίπεδο marketing χωρίς ωστόσο να ακολουθούν τον Coaching τρόπο
εργασίας. Κάποιοι εργάζονται ως Coaches συμπληρωματικά, μετά ή παράλληλα με
την κύρια εργασία τους και άλλοι θέτουν ως στόχο να γίνουν full-time- Coaches. Στις
περισσότερες των περιπτώσεων η επιλογή και αλλαγή της επαγγελματικής
σταδιοδρομίας προς το Coaching, σε διάφορες εκδοχές του (Executive, Personal / Life,
Team) συνδέεται με την προσωπική πορεία και ιστορία του κάθε ανθρώπου, τη σχέση
με τον εαυτό του, την ψυχική του κατάσταση και με γεγονότα ή εμπειρίες από την
προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι, γιατί
να διαλέξει κάποιος/α να γίνει Coach; Ειλικρινά δεν έχω ιδέα, όπως δεν έχω ιδέα γιατί
κάποιος έγινε ψυχολόγος ή θεραπευτής και δεν μπορώ να διατυπώσω καθολικά
συμπεράσματα. Αυτό που μπορώ ωστόσο να απαντήσω με σιγουριά είναι ότι η
επιλογή αυτή έχει για τον καθένα ένα συγκεκριμένο νόημα, εντάσσεται σε μια
συνολική προσωπική ιστορία. Οι άνθρωποι που στρέφονται στο Coaching δεν
αναζητούν για πρώτη φορά κάτι διαφορετικό στη ζωή τους, χαρακτηρίζονται από μια
αναζήτηση τόσο ενδοσκοπικά όσο και κοινωνικά/επαγγελματικά είτε το δείχνουν είτε
όχι.
Ποιες είναι οι βασικές αρχές και δεξιότητες με τις οποίες εργάζεται ο Coach;
Οι θεμελιώδεις αρχές και δεξιότητες είναι λίγες ωστόσο καθοριστικές.
(α) Εμπιστοσύνη: Ο Personal Coach με επαγγελματισμό διαμορφώνει ένα
πλαίσιο αποδοχής στο οποίο ο πελάτης μπορεί να επεξεργαστεί τις σκέψεις του με
ασφάλεια και να πάρει αποφάσεις. Ταυτόχρονα διαμορφώνει μια σχέση
εμπιστοσύνης η οποία οικοδομείται μέσα από κάθε πτυχή της Coaching επικοινωνίας
και συνεργασίας. Οι συναντήσεις με τον Coach είναι εμπιστευτικές και οι
πληροφορίες που μοιράζονται παραμένουν μη προσβάσιμες από τρίτους. Η
διαδικασία είναι απόρρητη, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως σε καταστάσεις
κινδύνου και απειλής της ζωής του πελάτη ή τρίτων. Ο Coach, τότε, επιβάλλεται να
ενημερώσει τους άμεσα εμπλεκόμενους. Αυτό γίνεται σε προηγούμενη συνεννόηση
με τον πελάτη είτε υπάρχει αρνητισμός είτε όχι (π.χ. αυτοκτονία).
(β) Αυθεντικότητα: o Coach είναι γνήσιος και ειλικρινείς. Απαντά και
μοιράζεται πληροφορίες με τον πελάτη του για όλα τα θέματα με αυθεντική έκφραση
χωρίς πολλαπλά νοήματα, παρεξηγήσεις ή έμμεσες διατυπώσεις. Δεν προσφέρει και
δεν υποθάλπει ψεύτικες προσδοκίες και με κανέναν τρόπο δεν εκμεταλλεύεται το
αδιέξοδο ή την εμπιστοσύνη που του δείχνουν οι πελάτες του.
(γ) Αποδοχή: αποδέχεται τη διαφορετικότητα, χωρίς κριτική για τις επιθυμίες,
τις επιλογές και τις πεποιθήσεις των ανθρώπων.
(δ) Προσωπικό κίνητρο: ο Coach χαρακτηρίζεται από κίνητρο και διάθεση να
βοηθά τους ανθρώπους έχοντας πίστη στις δυνατότητες, αγάπη και σεβασμό στην
ανθρώπινη ύπαρξη.
(ε) Διαθέτει υψηλές δεξιότητες στη διαπροσωπική επικοινωνία: είναι καλός
ακροατής ενθαρρύνοντας την αφήγηση του πελάτη και διευκολύνοντας τη ροή της
επικοινωνίας. Μέσα από την ενσυναίσθηση (empathy) κατανοεί τα συναισθήματα
του πελάτη χωρίς να αφομοιώνεται από αυτά, διατηρώντας μια ιδιαίτερη σχέση
εγγύτητας και απόστασης ταυτόχρονα. Και βέβαια διατυπώνει καλές ερωτήσεις που
συμβάλλουν στο έργο του και σπάνια τοποθετείται καταφατικά ή με οποιονδήποτε
άλλο τρόπο στη συζήτηση με τον πελάτη του.
(στ) Ταπεινότητα & αυτογνωσία: Ο Coach διατηρεί χαμηλό προφίλ, δεν
προκαλεί, δεν επαίρεται για τους πελάτες και τα επιτεύγματά του, έχει συνείδηση της
αβεβαιότητας των ανθρώπινων σχέσεων και της σχετικότητας των αποτελεσμάτων
της εργασίας του.
(ζ) Συνέπεια: Φροντίζει να βρίσκεται πάντοτε σε καλό επίπεδο φυσικής και
ψυχολογικής κατάστασης κατά την εργασία του και πραγματοποιεί όσα για τα οποία
έχει δεσμευθεί. Συνεχίζει να εκπαιδεύεται και να επιμορφώνεται δια βίου
(η) Τηρεί τον Κώδικα Δεοντολογίας και ενημερώνει πλήρως τον πελάτη του
για τη μορφή και το περιεχόμενο του Personal / Life Coaching χωρίς να ενθαρρύνει
λάθος προσδοκίες.
Η σχέση με επόπτη / επόπτρια είναι απολύτως απαραίτητη. Εποπτεία
σημαίνει ότι πραγματοποιείτε συναντήσεις με έναν πιστοποιημένο Coach, με τον
οποίο συζητάτε προβλήματα που αντιμετωπίζετε με τους πελάτες σας, αδιέξοδα που
τυχόν προκύπτουν στην εργασία ή στην προσωπική σας ζωή και βρίσκονται σε άμεση
σχέση με την εργασία σας. Συχνά η εποπτεία λαμβάνει τη μορφή συνεδρίας, είναι
Coaching για Coaches. Ο επόπτης ( supervisor ) μελετά τη σχέση σας με τους πελάτες,
σας βοηθά να αναγνωρίσετε τις δυνατότητες και τις αδυναμίες σας, να εντοπίσετε
«τυφλά σημεία» (blind spots) που σας διαφεύγουν λόγω εμπειρίας. Επομένως η
εποπτεία θα συμβάλλει στη δική σας επαγγελματική ανάπτυξη, στο ξεκίνημά σας
αλλά και στην καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών που λαμβάνουν τελικά οι πελάτες σας.
Συνήθως οι εποπτείες γίνονται στο γραφείο του επόπτη άλλοτε ατομικά και άλλοτε
σε ομάδες. Στη χώρα μας ωστόσο δεν υπάρχουν πιστοποιημένοι supervisors που θα
μπορούσαν να αναλάβουν αυτό το έργο, κι αν προσφέρεται είναι άτυπο καθώς θα
πρέπει να επιλέξετε έναν επόπτη που να είναι πιστοποιημένος από τον σύλλογο που
έχετε εγγραφεί και είστε υποψήφιοι για πιστοποίηση. Συνεπώς, θα κληθείτε να
καλύψετε την απόσταση με την τεχνολογία Skype / email και με την άριστη γνώση
της ξένης γλώσσας, συνήθως αγγλικά. Για να βρείτε και να επιλέξετε επόπτη
απευθυνθείτε στη γραμματεία του συλλόγου που είστε εγγεγραμμένοι. Συνολικά, για
την θετική επαγγελματική εξέλιξη ενός Coach συνεισφέρει ισχυρά και η προσωπική
σχέση Coaching πέρα από την εποπτεία, ώστε να θέτει και τους δικούς του στόχους
και να αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα. Το Personal / Life Coaching για τον
επαγγελματία αποτελεί μια διαρκή αυτοβελτίωση σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Η πιστοποίηση (accreditation) πραγματοποιείται από τους συλλόγους κα όχι
από ιδιώτες, σχολές κλπ, είναι διαφορετική διαδικασία η ολοκλήρωση ενός
αναγνωρισμένου προγράμματος εκπαίδευσης σαν κι αυτό που συμμετέχετε από
εκείνη της πιστοποίησης, όπως επίσης διαφορετικό να είναι κάποιος μέλος ενός
συλλόγου από το να είναι πιστοποιημένος Coach του συλλόγου αυτού. Η
πιστοποίηση διακρίνεται συνήθως σε διάφορα διαβαθμισμένα επίπεδα όπως
practitioner, master, supervisor κλπ. Γενικά, για την ανέλιξη σε αυτά τα επίπεδα
χρειάζεται (α) η σχετική εκπαίδευση, εμπειρία (β) συστατικές επιστολές από πελάτες
(γ) ηχογραφημένη ή βιντεοσκοπημένη συνεδρία, (δ) ένα έως δύο χρόνια εποπτεία με
πιστοποιημένο Coach του συλλόγου που θα απαντά και θα βοηθά τον νέο
επαγγελματία στα πρώτα του βήματα και (ε) κάποια τεστ που χορηγούνται
ηλεκτρονικά πλέον. Όλα τα παραπάνω μοιράζονται στα διάφορα επίπεδα, για
παράδειγμα το πρώτο επίπεδο δεν απαιτεί κάποια ηχογράφηση συνεδρίας, αλλά
συνήθως 2 συστατικές επιστολές πελατών και ένα τεστ μέσω διαδικτύου. Αυτό
σημαίνει ότι ένας νέος Personal ή Executive Coach μπορεί να ξεκινήσει με εποπτεία
σχεδόν σε 6 μήνες με έναν χρόνο μετά την πρώτη εκπαίδευσή του. Αναφέρω την
εποπτεία διότι αν δεν έχει πρότερη εμπειρία θα είναι δύσκολο στην αρχή.
Η συμμετοχή σε έναν σύλλογο, σε ένα σώμα επαγγελματιών έχει πολλαπλά
οφέλη, πέρα από την πιστοποίηση και την μελέτη του Κώδικα Δεοντολογίας. Μέσα
από το ανήκειν σε μια συλλογικότητα σαν κι αυτή, αναπτύσσεται η επαγγελματική
ταυτότητα του Coach την οποία τόσο έχει ανάγκη σήμερα, ενημερώνεται και
συμμετέχει σε συνέδρια, περιοδικά για το Personal / Life Coaching και έχει ειδικές
τιμές σε workshops που γίνονται σε Ευρώπη και Αμερική. Για μια αποκλειστική
καριέρα στο Coaching με προοπτική, είναι απαραίτητα όλα αυτά. Όπως θα
διαπιστώσετε σχετικά σύντομα, για έναν Coach που εργάζεται σε κάποια πόλη της
Ελλάδας είναι τεχνικά δύσκολο να παρακολουθήσει τις εργασίες και τις εξετάσεις
που οργανώνουν σύλλογοι του εξωτερικού. Γι αυτό υπάρχουν πρωτοβουλίες στη
χώρας για ίδρυση και ανάπτυξη ελληνικών συλλόγων. Σε νομικό επίπεδο ωστόσο, δεν
υπάρχει κρατικά θεσμοθετημένο επάγγελμα ή πιστοποίηση για το Coaching,
επομένως η πιστοποίηση που λαμβάνει κάποιος από τους σχετικούς συλλόγους έχει
ουσία, έχει ρόλο στην αγορά αλλά δεν αποτελεί αναγνωρισμένο από το κράτος
έγγραφο. Πολλοί εξειδικευμένοι Coaches εργάζονται και ως ψυχολόγοι, έχουν
σχετικές σπουδές στην ψυχολογία, τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, και άλλοι είναι
εκπαιδευμένοι σε κάποια θεραπευτική μέθοδο όπως η συμπεριφορική, γνωσιακή, η
συστημική ψυχοθεραπεία κλπ.
Τι δεν είναι και τι δεν κάνει ένας Personal Coach; όπως εύκολα θα
απαντήσουμε με βάση τον ορισμό του Coaching, δεν είναι ψυχολόγος ή ψυχίατρος,
δεν είναι θεραπευτής, δεν είναι αυθεντία, γκουρού και πνευματιστής. Δεν
συμβουλεύει, δεν καθοδηγεί και δεν παρεμβαίνει υποκειμενικά στη ζωή και τις
επιλογές των πελατών του. Δεν είναι παθητικός ακροατής αλλά ούτε προσφέρει και
έτοιμες λύσεις, δεν επιτρέπει τις ψευδείς προσδοκίες. Πολύ σωστά όλα αυτά, ωστόσο
συχνά λησμονούμε να ορίσουμε τον Personal / Life Coach σε σχέση με την φιλία. O
Coach δεν είναι και δεν γίνεται φίλος με τον πελάτη. Είναι ένας επαγγελματίας που
βοηθά χωρίς να παίρνει κάποια θέση, συχνά λέμε ότι δεν έχει φύλο, ηλικία και
μορφή. Αν γινόταν φίλος θα έπαιρνε έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο στη ζωή του
πελάτη, επομένως δεν είναι φίλος και δεν υποκαθιστά τις σημαντικές για την
συναισθηματική επιβίωση, φιλίες στη ζωή των ανθρώπων.
Συνοψίζοντας, ο Coach είναι ένας επαγγελματίας, εκπαιδευμένος στις
μεθόδους, τις τεχνικές και αρχές του Coaching που βοηθά τους ανθρώπους να
ορίσουν και να πετύχουν τους στόχους τους. Διαφέρει από τον σύμβουλο, ψυχολόγο
και τον θεραπευτή καθώς επικεντρώνεται στο παρόν και το μέλλον με θετική
δυναμική χωρίς να αναμοχλεύει ενδοσκοπικά εμπειρίες και γεγονότα.
Με στοιχεία από:

Brock Vicky, (2012). Sourcebook of Coaching History. Create Space Independent


Publishing Platform, 2nd edition.
Cavanagh, M., Grant, A., Kemp, T., (2005). Evidence-based Coaching Volume 1: Theory,
research and practice from the behavioral sciences. Australian Academic Press.
Dunbar, A., (2009). Essential Life Coaching Skills. Routledge.
Grant A., Cavanagh M., (2004). Toward a profession of coaching: Sixty-five years of
progress and challenges for the future. International Journal of Evidence-based
Coaching and Mentoring, Vol. 2, No 1, pp. 1-16.
Kauffman, C., Boniwell, I., Silberman, J., (2010). The Positive Psychology Approach to
Coaching. Στο Cox E., Bachirova, T., Clutterbuck, D.,(ed), (2010). The Complete
Handbook of Coaching. Sage Publications UK.
Stober, D., (2006). Coaching from the Humanistic Perspective. Στο Stober, D., Grant,
A., (ed). Evidence Based Coaching Handbook. Putting best practices to work for your
clients. Wiley, US & Canada
Athens Coaching Institute
www.athenscoaching.gr

---------------------------------Τέλος Υλικού---------------------------------

You might also like