Professional Documents
Culture Documents
(Πρώτο μέρος)
Καθηγητής
Νίκος Καλαϊτζίδης
Με τον όρο Μοντέρνα τέχνη αναφερόμαστε κυρίως στην καλλιτεχνική παραγωγή που
παρατηρήθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα έως περίπου το 1970. Πολλές φορές
χρησιμοποιείται και ο όρος σύγχρονη τέχνη, ωστόσο δηλώνει περισσότερο την πλέον
πρόσφατη καλλιτεχνική παραγωγή. Η Μοντέρνα τέχνη χαρακτηρίζεται από μια νέα
προσέγγιση στις τέχνες, τέτοια ώστε πλέον να μην έχει πρωτεύουσα σημασία η ακριβής
αναπαράσταση των αντικειμένων (π.χ στη ζωγραφική ή γλυπτική) όσο ο πειραματισμός με
νέους και πρωτότυπους τρόπους απεικόνισης τους, συχνά αποδομώντας το αντικείμενο ή
προβάλλοντας το αφαιρετικά.
Η έννοια της μοντέρνας τέχνης ταυτίζεται συχνά και με τον όρο Μοντερνισμός.
20ος αιώνας
Ανάμεσα στα κινήματα μοντέρνας τέχνης που άνθισαν στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ο
Φωβισμός, ο Κυβισμός, ο Εξπρεσιονισμός και ο Φουτουρισμός. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
έθεσε ένα τέλος σε αυτά τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οδήγησε ωστόσο παράλληλα στη
δημιουργία αρκετών νεότερων κινημάτων (ή αντι-κινημάτων), όπως ο Ντανταϊσμός και ο
Υπερρεαλισμός. Άλλα ρεύματα όπως το Μπαουχάους(Bauhaus) ή το κίνημα του
Νεοπλαστικισμού (κίνημα de Stijl) βοήθησαν επίσης σημαντικά στον ερχομό νέων ιδεών
στην τέχνη και ειδικότερα σε ότι αφορά τη σύνδεση της με την αρχιτεκτονική και το σχέδιο.
Η μοντέρνα τέχνη παρουσιάστηκε και στην Αμερική κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου
πολέμου, όταν ένας σημαντικός αριθμός καλλιτεχνών αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο στις
Η.Π.Α. Ο Φράνσις Πικαμπιάείχε ιδιαίτερα σημαντική συνεισφορά στην είσοδο της
μοντέρνας τέχνης στη Νέα Υόρκη. Μετά και τον Β' παγκόσμιο πόλεμο η Αμερική έγινε το
επίκεντρο της μοντέρνας τέχνης και ο τόπος όπου αναπτύχθηκαν πολλές νέες τάσεις,
όπως χαρακτηριστικά ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός και η Ποπ Αρτ (Pop Art) στις
δεκαετίες 50', 60' αντίστοιχα καθώς και ο Φωτορεαλισμός στη δεκαετία του '70. Αυτή η
περίοδος συνδέεται και με την αποκαλούμενη μετα-μοντέρνα τέχνη.
Αρ Νουβό
A. Mackintosh, Symbolism and Art Nouveau 1978
Με τον όρο Αρ Νουβό, Αρ Νουβώ, Αρτ Νουβό ή Αρτ Νουβώ (γαλλικά Art Nouveau,
σημαίνει Νέα Τέχνη) αναφερόμαστε στο διεθνές καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα
τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο όρος είναι γνωστός και με τη
γερμανική του ονομασία, Jugendstil, ενώ στην Αυστρία ονομάζεται Secession.
Ανάλογα με τον γεωγραφικό τόπο στον οποίο εξελίχθηκε, έλαβε διάφορες ονομασίες,
όπως Stile Liberty στην Ιταλία, Μοντέρνο Στυλ στην Αμερική ή Μοντερνισμός στην Ισπανία,
ενώ στη Γερμανία εμφανίστηκε με τον όρο Jugendstil. Ο γαλλικός όρος Αrt Νouveau
χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία και το Βέλγιο και αποδίδεται ως Νέα Τέχνη.
Ως κίνημα το Αρ Νουβό δεν διέθετε μεγάλη ομοιογένεια, εκδηλώθηκε κυρίως στο χώρο της
διακόσμησης και της αρχιτεκτονικής, αγγίζοντας όμως και όλους τους τομείς της
καλλιτεχνικής έκφρασης και επηρέασε μεταγενέστερες τάσεις στη Μοντέρνα τέχνη.
Ανάπτυξη
Το ύφος της Αρ Νουβό θεωρείται πως άρχισε να διαμορφώνεται στη δεκαετία του 1880
αλλά η περίοδος σημαντικής ακμής του τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 1892-1902.
Μετά το 1905 συναντούμε περιορισμένες και μεμονωμένες εκφράσεις του. Αποτέλεσε
κίνημα με διεθνή χαρακτηριστικά, καθώς αναπτύχθηκε σε πολλές διαφορετικές χώρες
μεταξύ των οποίων η Αμερική, η Αγγλία, η Ολλανδία και η Σκανδιναβία.
Η ονομασία Art Nouveau χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από σύγχρονους κριτικούς
τέχνης στο Βέλγιο και αργότερα αποτέλεσε την ονομασία της γκαλερί του Παρισιού Maison
de l'Art Nouveau, υπό την διεύθυνση του Σάμουελ Μπινγκ (Samuel Bing) και η οποία
ειδικευόταν σε σύγχρονα έργα Αρ Νουβό καλλιτεχνών. Εκεί εκτίθενται έργα καλλιτεχνών
που θεωρούνται σήμερα ως οι πατέρες του κινήματος, όπως ο Έντβαρτ Μουνκ (Edvard
Munch) ή ο γλύπτης Ροντέν.
Παρά την καλλιτεχνική δραστηριότητα της πόλης του Παρισιού, η Αρ Νουβό φαίνεται πως
εξελίχθηκε ακόμα περισσότερο στο Νανσύ, τόσο ώστε να δημιουργηθεί και η αντίστοιχη
Σχολή της. Καταλυτικό όμως ρόλο στην εξέλιξη της Αρ Νουβό θεωρείται πως διαδραμάτισε
η Διεθνής Έκθεση του 1900 στο Παρίσι, όπου το πρωτοποριακό νέο ύφος κυριάρχησε.
Χαρακτηριστικά
Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κινήματος είναι η επιτήδευση της μορφής, κυρίως
για στοιχεία που αντλούνται από τη φύση καθώς και η στενή συσχέτιση του με το κίνημα
του συμβολισμού. Η Αρ Νουβό συνδέθηκε ακόμα με την ιαπωνική και τη γοτθική τέχνη.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι ιαπωνικές επιρροές εντείνονταν διαρκώς, όπως το
μαρτυρά η δημοσίευση του περιοδικού Καλλιτεχνική Ιαπωνία (1881-1991) από τον
Σάμουελ Μπινγκ, καθώς και οι εκθέσεις ιαπωνικής τέχνης που οργανώνονταν από την
Κεντρική Ένωση Διακοσμητικών Τεχνών (1893) και τη Σχολή Καλών Τεχνών (1890). Η
ιαπωνική τέχνη προσέφερε στην Αρ Νουβό τη μίμηση των φυσικών μορφών αλλά και την
αναζήτηση περίπλοκων διακοσμητικών θεμάτων.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Αρ Νουβό, είναι η διάθεση των καλλιτεχνών να καταργήσουν
τις αποστάσεις μεταξύ των διαφορετικών μορφών της τέχνης, τις οποίες και προσπαθούν
να ενοποιήσουν. Για το λόγο αυτό θεωρείται και ένα συνολικό ύφος που συνδέθηκε με
κάθε είδους σχέδιο, στην αρχιτεκτονική, στην εσωτερική διακόσμηση, στη γλυπτική, στην
επιπλοποιία, στα κοσμήματα, στη βιοτεχνία και αλλού.
Στην αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση, το ύφος της Αρ Νουβό δανείστηκε αρκετά στοιχεία
από την τέχνη της Βικτωριανής εποχής, προσθέτοντας παράλληλα σύγχρονες ιδέες στα
περισσότερο αφηρημένα στοιχεία του μπαρόκ ύφους.
Τα νέα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά της Αρ Νουβό θεωρείται πως προετοίμασαν τα
μεταγενέστερα πρωτοποριακά κινήματα του 20ου αιώνα, όπως ήταν η Αρ Ντεκό (Art
Deco), ο εξπρεσιονισμός, ο κυβισμός και ο υπερρεαλισμός.
Γκούσταφ Κλιμτ
(Gustav Klimt, 14 Ιουλίου 1862 – 6 Φεβρουαρίου 1918)
Ηταν Αυστριακός ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του
κινήματος της Απόσχισης (Sezession) της Βιέννης που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην
ανάπτυξη της Αρ Νουβό (Art Nouveau). Είχε σημαντική συμβολή στη διεθνή αναγνώριση
της αυστριακής τέχνης και υπήρξε από τους πρώτους που κατάφεραν να συνδυάσουν την
εικονιστική με την αφηρημένη ζωγραφική.
Ο Κλιμτ έγινε αρχικά γνωστός μέσα από τα διακοσμητικά έργα που φιλοτέχνησε μαζί με
τον αδελφό του, Ερνστ Κλιμτ, και τον Φραντς Ματς. Τα πρώιμα έργα του υπήρξαν
περισσότερο συμβατικά, ακολουθώντας τα καθιερωμένα αισθητικά πρότυπα της εποχής
και με έντονες επιρροές από το έργο του ακαδημαϊκού Χανς Μάκαρτ (1840-1884), ηγετικής
φυσιογνωμίας του βιεννέζικου ιστορικισμού. Οι τρεις νέοι καλλιτέχνες ανέλαβαν μάλιστα
την ολοκλήρωση του έργου του Μάκαρτ για τη διακόσμηση του κλιμακοστάσιου του
Μουσείου Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη, μετά τον πρόωρο θάνατο του τελευταίου. Ο
Κλιμτ επηρεάστηκε λιγότερο από τα ροκοκό στοιχεία της τεχνοτροπίας του Μάκαρτ και
περισσότερο από τον πλούσιο διάκοσμο των πινάκων του, χαρακτηριστικό που συναντάται
επίσης σε αρκετά έργα του ίδιου, όπου το φόντο διακοσμείται με πολυάριθμα σχήματα και
λεπτομέρειες, συχνά με φύλλα χρυσού και αργύρου. Ήδη στα έργα που φιλοτέχνησε για το
Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης, διαφαίνεται η διάθεση του Κλιμτ να υπερβεί τα όρια του
ακαδημαϊσμού, γεγονός που έγινε περισσότερο έκδηλο αργότερα, με την συμμετοχή του
στην Απόσχιση της Βιέννης.
Εξπρεσιονισμός
Βασίλι Καντίνσκι
Μόσχα 16 Δεκεμβρίου 1866 – Νεϊγί-συρ-Σεν, Γαλλία, 13 Δεκεμβρίου 1944
Ηταν Ρώσος ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης. Θεωρείται ένας από τους
σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα και ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της
αποκαλούμενης αφηρημένης τέχνης. Έλαβε μέρος σε ορισμένα από τα σημαντικότερα
ρεύματα της μοντέρνας τέχνης εισάγοντας τις δικές του καινοτομίες και μία νέα αντίληψη
για τη ζωγραφική, καταγράφοντας ένα πλούτο θεωριών και ιδεών στην πραγματεία Για το
πνευματικό στην τέχνη.
Το 1896, σε ηλικία τριάντα ετών, εγκατέλειψε τη Μόσχα και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, με
σκοπό να ακολουθήσει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Η πόλη του Μονάχου ήταν εκείνη
την εποχή καλλιτεχνικό κέντρο ενώ από το 1892 είχε δημιουργηθεί η Απόσχιση
(Sezession) του Μονάχου, ομάδα που συσπείρωνε καλλιτέχνες που ακολουθούσαν
διαφορετικές τεχνοτροπίες. Ο Καντίνσκι φοίτησε αρχικά στη σχολή ζωγραφικής του Αντόν
Αζμπέ και αργότερα προσέγγισε τον Φραντς φον Στουκ, ο οποίος αποτελούσε έναν από
τους σημαντικότερους δασκάλους σχεδίου και ζωγράφους. Εκείνος του πρότεινε να
παρακολουθήσει μαθήματα στην Ακαδημία του Μονάχου, ωστόσο ο Καντίνσκι απέτυχε
στις εξετάσεις και όταν πλησίασε εκ νέου τον Στουκ, τον δέχθηκε στην τάξη του, όπου
υπήρξε συμφοιτητής με τον Πάουλ Κλέε.
Τον επόμενο χρόνο εγκατέλειψε το εργαστήριο του Στουκ με στόχο να ακολουθήσει
αυτόνομη πορεία και να συνενώσει άλλους καλλιτέχνες που μοιράζονταν κοινά πρότυπα
και αντιλήψεις. Το 1901 ίδρυσε την ένωση Phalanx και οργάνωσε την πρώτη έκθεση έργων
δικών του καθώς και άλλων καλλιτεχνών. Παράλληλα ξεκίνησε να δημοσιεύει κριτικές σε
περιοδικά της Ρωσίας, καυτηριάζοντας το συντηρητισμό και τον ακαδημαϊσμό της
καλλιτεχνικής σκηνής του Μονάχου. Μέχρι τη διάλυσή της το 1904, η Phalanx παρουσίασε
συνολικά δώδεκα εκθέσεις, μέσα από τις οποίες αναδείχθηκε το έργο συμβολιστών,
μεταϊμπρεσιονιστών και καλλιτεχνών της Αρ Νουβό. Στο σύνολό τους αντιμετωπίστηκαν με
αδιαφορία ή εχθρότητα, καθώς θεωρήθηκαν αρκετά τολμηρές για τα δεδομένα της
καλλιτεχνικής ζωής του Μονάχου. Ο ίδιος ο Καντίνσκι επεδίωκε μέσα από το έργο του,
αλλά και σε συνεργασία με άλλους ομοϊδεάτες καλλιτέχνες, να θεμελιώσει μία νέα τάξη
πραγμάτων στην τέχνη, στη βάση νέων αρχών. Την ίδια περίοδο δημιούργησε στενή
σχέση με τη νεαρή ζωγράφο Γκαμπριέλε Μύντερ, με την οποία συνεργάστηκε και έζησε
μετά το χωρισμό του από τη σύζυγό του.
Ο Καντίνσκι παρουσίασε έργα του στις εκθέσεις «Salon d' Automne» και «Salon des
Indépendants» στο Παρίσι, όπου είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με εκπροσώπους
των κινημάτων του φωβισμού και του κυβισμού. Την Άνοιξη του 1908 επέστρεψε στο
Μόναχο, έπειτα από σύντομα ταξίδια στη Δυτική Ευρώπη και τη Ρωσία, ενώ για μεγάλα
διαστήματα έζησε στην μικρή πόλη Μούρναου, στους πρόποδες των Άλπεων. Τα έργα που
ολοκλήρωσε εκεί χαρακτηρίζονταν από μεγάλες επιφάνειες έντονων χρωματισμών και
αντιθέσεων, σταδιακά απομακρυνόμενων από το αναπαραστατικό στοιχείο και
περισσότερο αφηρημένα.
Τον Ιανουάριο του 1909 ίδρυσε τη «Νέα Ένωση Καλλιτεχνών», οργανώνοντας ομαδικές
εκθέσεις στο Μόναχο και κατορθώνοντας να προσελκύσει σε αυτές σημαντικούς
καλλιτέχνες, όπως ο Ζωρζ Μπρακ και ο Πάμπλο Πικάσσο. Η νέα ανεικονική εικαστική εξέλιξη
του Καντίνσκι βρήκε ωστόσο επικριτές και εξαιτίας της ακύρωσης εκθέσεων της Ένωσης
για αυτό το λόγο, οδηγήθηκε στην παραίτησή του από τη θέση του προέδρου. Μαζί με το
ζωγράφο Φραντς Μαρκ, σχεδίασε την έκδοση ενός βιβλίου, με τίτλο Γαλάζιος Καβαλάρης
(Der Blaue Reiter) στο οποίο θα εξέθετε τις νέες κατευθύνσεις στην τέχνη.
Γαλάζιος Καβαλάρης
Στις 18 Δεκεμβρίου 1911 οργανώθηκε η πρώτη έκθεση της ομάδας του Γαλάζιου
Καβαλάρη με συμμετοχή του Καντίνσκι, του Μαρκ, του Αουγκούστ Μάκε, του Ρομπέρ
Ντελωναί και άλλων. Ο κατάλογος της έκθεσης προανήγγειλε επίσης την κυκλοφορία του
ομώνυμου αλμανάκ, το οποίο προετοίμαζε ο Καντίνσκι σε συνεργασία με τον Μαρκ. Την
ίδια περίπου περίοδο δημοσιεύτηκε η πραγματεία του Καντίνσκι Για το Πνευματικό στην
Τέχνη, η οποία «υποστήριξε» την έκθεση εκθέτοντας συγχρόνως τις θεωρητικές ιδέες του.
Για τον Καντίνσκι, όλες οι μορφές τέχνης είχαν αρχίσει να προσεγγίζουν το αφηρημένο, το
οποίο αποτελούσε και τον αντικειμενικό τους σκοπό. Οι αντιλήψεις του για το χρώμα και τη
δομή θα οδηγούσαν σε μία «καθαρή ζωγραφική», «[...] μία ανάμειξη χρώματος και φόρμας
όπου το καθένα υπάρχει ξεχωριστά αλλά και μαζί, σε μία κοινή ζωή που ονομάζεται εικόνα
και προκύπτει ως εσωτερική αναγκαιότητα.». Το κίνημα του Γαλάζιου Καβαλάρη ήταν για
τους Καντίνσκι και Μαρκ κάτι ευρύτερο από ένα κίνημα στη ζωγραφική, φιλοδοξώντας να
αποτελέσει έκκληση για μία πνευματική αναγέννηση σε όλες τις μορφές τέχνης. Η πρώτη
ομαδική έκθεση της ομάδας περιόδευσε στην Κολωνία, στο Βερολίνο, στη Βρέμη και στη
Φρανκφούρτη. Τον Οκτώβριο του 1912, ο Καντίνσκι πραγματοποίησε επίσης την πρώτη
του ατομική έκθεση στη γκαλερί Der Sturm του Χέρβαλτ Βάλντεν. Η δραστηριότητα της
ομάδας έφθασε σύντομα στο απόγειό της, ωστόσο υπήρξε τελικά βραχύβια,
διοργανώνοντας συνολικά δύο ομαδικές εκθέσεις.
Έγκον Σίλε
(Egon Schiele, 12 Ιουνίου 1890 - 31 Οκτωβρίου 1918)
Ηταν Αυστριακός ζωγράφος. Ήταν προστατευόμενος του Γκούσταβ Κλιμτ και ένας από
τους σπουδαιότερους ζωγράφους πορτραίτων του 20ου αιώνα. Οι πίνακές του
χαρακτηρίζονται κυρίως από ένταση. Χαρακτηρίστηκε επίσης ως ζωγράφος
του εξπρεσιονισμού, ωστόσο είχε και επιρροές από την Αρ Νουβό.
Ο Έγκον Σίλε γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου 1890 στο Τουλν αν ντερ Ντόναου στην Κάτω
Αυστρία. Ο πατέρας του, Άντολφ, εργαζόνταν στους Αυστριακούς Σιδηροδρόμους. Η
μητέρα του, Μαρί Σουκούπ(οβα) ήταν γεννημένη στο Κρούμαου της Βοημίας. Όταν ο Σίλε
ήταν 15 ετών, ο πατέρας του πέθανε από σύφιλη και κηδεμόνας του έγινε ο θείος του,
Λέοπολντ Τσίχατσεκ, ο οποίος, αν και ήταν ενοχλημένος που ο Σίλε δεν ενδιαφερόταν για
τις ακαδημαϊκές του επιδόσεις, αναγνώρισε το ταλέντο του στη ζωγραφική.
Το 1906 στάλθηκε να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βιέννης, ωστόσο, την
επόμενη χρονιά, ο Σίλε εγκατέλειψε τη σχολή, καθώς ήταν απογοητευμένος από την
αυστηρότητα της σχολής. Το 1907, ο Σίλε αναζήτησε τον Γκούσταβ Κλιμτ, ο οποίος
ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το ταλέντο του νεαρού Σίλε και αγόρασε ορισμένους πίνακές
του. Ο Κλιμτ εισήγαγε τον Σίλε στη Wiener Werkstätte, το εργαστήριο που ήταν
συνδεδεμένο με τον Ζετσεσιονισμό. Πολλά από τα έργα του χαρακτηρίστηκαν ακόμα και
ως πορνογραφικά, γι' αυτό τον λόγο, ο Σίλε δικάστηκε και τελικά φυλακίστηκε για τρεις
μέρες επειδή ορισμένοι πίνακές του είχαν εκτεθεί σε χώρο που ήταν προσβάσιμος από
παιδιά. Όσο ήταν στη φυλακή, ο Σίλε ζωγράφισε 12 πίνακες που απεικόνιζαν τις δυσκολίες
της ζωής στη φυλακή.
Στις 17 Ιουνίου 1915, ο Σίλε παντρεύτηκε την Εντίθ Χαρμς. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, ο Σίλε κλήθηκε να υπηρετήσει στη Πράγα. Πολλοί στρατιωτικοί αναγνώρισαν το
ιδιαίτερο ταλέντο του στη ζωγραφική, γι' αυτό τού συμπεριφέρθηκαν καλά. Κατά το
φθινόπωρο του 1918, είχε ξεσπάσει η Ισπανική γρίπη, που σκότωσε περίπου 20.000.000
άτομα στην Ευρώπη. Η σύζυγός του, Εντίθ, που ήταν 6 μηνών έγκυος, πέθανε στις 28
Οκτωβρίου, ενώ εκείνος πέθανε τελικά στις 31 Οκτωβρίου 1918, τρεις μόλις μέρες μετά τον
θάνατο της συζύγου του, μόλις στα 28 του χρόνια. Κατά το διάστημα των τριών ημερών
μεταξύ του θανάτου της συζύγου του και του δικού του, ζωγράφισε ορισμένα σκίτσα της
Εντίθ, τα οποία ήταν τα τελευταία του έργα.
Φωβισμός
Ο Φωβισμός (γαλλικά: Fauvisme) αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα της μοντέρνας τέχνης, στη
ζωγραφική. Τοποθετείται χρονικά την περίοδο 1905-1908. Το κίνημα του φωβισμού
αναπτύχθηκε στη Γαλλία και ενώ είχε πολύ μικρή διάρκεια ζωής, θεωρείται ένα από τα
πρώτα επαναστατικά κινήματα στη ζωγραφική και με σημαντικό αντίκτυπο στην εξέλιξη της
τέχνης του 20ου αιώνα.
Ετυμολογία
Η έννοια φωβισμός προέρχεται από τη γαλλική λέξη fauve που μπορεί να μεταφραστεί
άγριο θηρίο (χρησιμοποιείται πολλές φορές για να δηλώσει και τα αιλουροειδή) και δεν θα
έπρεπε να συγχέεται με την ελληνική λέξη -φόβος. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το
1905 στην πρώτη έκθεση της ομάδας των φωβιστών στο Παρίσι.
Πάλι ο Λουΐ Βοξέλ ονομάτισε πρώτος τη τάση που, αντίθετα με το κυβισμό, τελικά
θεωρήθηκε οργανωμένο κίνημα με σαφώς περιορισμένους και καθορισμένους στόχους,
τούτη γεννήθηκε κι άνθισε με αυτοσχεδιαστικό, παρορμητικό τρόπο και κάπως
συγκυριακά. Σε μια έκθεση όπου συμμετείχαν πολλοί "νέοι" υποστηρικτές της νέας
ζωγραφικής, υπήρχε ανάμεσά τους κι ένα έργο Αναγεννησιακού τύπου. Ο Βοξέλ,
περνώντας και βλέποντας τούτο, αναφώνησε "Τι δουλειά έχει ο Donatelo, μεταξύ τούτων
των ...αγριμιών"; (Fauve=αγρίμι). Έτσι οι νέοι αυτοί δημιουργοί, καθώς κι η ζωγραφική
τους, απέκτησε όνομα.
Χαρακτηριστικά
Οι φωβιστές αποτέλεσαν ουσιαστικά μια ομάδα Γάλλων ζωγράφων, μαθητών του Γκυστάβ
Μορώ στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, ανάμεσα στους οποίους ο Ανρί Ματίς (ο
οποίος αναφέρεται συχνά ως ο ηγέτης του φωβισμού), ο Αντρέ Ντεραίν και ο Ζωρζ
Μπρακ, ο οποίος λίγο αργότερα αποτέλεσε κεντρική φυσιογνωμία του κινήματος του
κυβισμού.
Ο φωβισμός ως καλλιτεχνική τάση, βασίστηκε σε μία χαρακτηριστική ρήση του Πωλ
Γκωγκέν σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε, αν ένας καλλιτέχνης φαντάζεται τα φύλλα των
δέντρων να είναι κίτρινα, να τα ζωγραφίζει κατά αυτό τον τρόπο. Τα έργα που ανήκουν στο
ρεύμα του φωβισμού χαρακτηρίζονται από έντονα χρώματα, συχνά σκοτεινά και με έντονες
αντιθέσεις, με έμφαση στο κόκκινο χρώμα και απλές γραμμές, πολλές φορές ελαφρά
παραμορφωμένες. Σημαντική επίδραση στην τεχνοτροπία των φοβιστών είχε εκτός από
τον Γκωγκέν και ο Βαν Γκόγκ.
Παρουσιάστηκαν συνολικά μόλις τρεις εκθέσεις από την ομάδα των φωβιστών.
Ανρί Ματίς
Henri Émile Benoît Matisse, 31 Δεκεμβρίου 1869 – 3 Νοεμβρίου 1954
Ηταν ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ζωγράφους του 20ου αιώνα. Θεωρείται
ιδρυτής του καλλιτεχνικού κινήματος του φωβισμού καθώς και μία από τις σημαντικότερες
μορφές της μοντέρνας τέχνης.
Ο Ματίς παράγει τους πρώτους του πίνακες επηρεασμένος από τα έργα των Σεζάν,
Γκωγκέν, βαν Γκογκ, αλλά και από την παραδοσιακή ιαπωνική τέχνη. Η μεθοδολογία του
περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον ίδιο, αρχικά την ανεξάρτητη επεξεργασία επιμέρους
στοιχείων του πίνακα και στο τελικό μόνο στάδιο την ανάμιξή τους για την παραγωγή της
τελικής σύνθεσης. Η τεχνοτροπία του Ματίς είναι αυτή που χαρακτηρίζει το κίνημα των
φωβιστών. Η θεματολογία του ήταν διανθισμένη συνήθως με έντονα, φωτεινά χρώματα και
αποτελείται κυρίως από προσωπογραφίες, εσωτερικούς χώρους και θέματα νεκρής φύσης.
Η πρώτη ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχε πραγματοποιήθηκε το 1901 ενώ η πρώτη
ατομική του έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1904. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει σε πολλές
πόλεις της Ευρώπης. Την περίοδο 1908-1912 εκθέτει επίσης πολλά έργα του σε Μόσχα,
Βερολίνο, Μόναχο και Λονδίνο.
Αν και το κίνημα των φωβιστών, του οποίου αποτελεί ηγετική μορφή, χάνει την αίγλη του
μετά το 1906, ο ίδιος ο Ματίς γνωρίζει σημαντική καλλιτεχνική αναγνώριση με τα έργα που
παράγει την περίοδο 1906-1917 τα οποία ξεφεύγουν από τα όρια του φωβισμού.
Ο Ματίς συνδέθηκε φιλικά με τον Πάμπλο Πικάσο αν και μεταξύ τους υπήρχε πάντα και το
στοιχείο του ανταγωνισμού.
Από το 1917 μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του, ο Ματίς έζησε στην πόλη Σιμιέ
(Cimiez), σημερινό προάστιο της Νίκαιας (Nice). Το 1941 διαγνώστηκε πως πάσχει από
καρκίνο και ένα μέρος των τελευταίων χρόνων της ζωής του αναγκάστηκε να το περάσει σε
αναπηρική καρέκλα. Παρά το γεγονός αυτό, δεν εγκατέλειψε το έργο του, αντιθέτως
ασχολήθηκε ενεργά με την τεχνική του κολάζ, μέσω της οποίας κατάφερε να παραγάγει
μερικά από τα ιδιαίτερα αναγνωρίσιμα σήμερα έργα του.
Ζωρζ Μπρακ
(Georges Braque, 13 Μαΐου 1882 – 31 Αυγούστου 1963)
Ο Ζωρζ Μπρακ ήταν Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος, από τις
ηγεμονικές φυσιογνωμίες της εικαστικής δημιουργίας του 20ου αιώνα και ένας από τους
θεμελιωτές του κινήματος του κυβισμού μαζί με τον Πάμπλο Πικάσο.
Τα πρώτα έργα του Μπρακ χαρακτηρίζονται ως ιμπρεσιονιστικά αλλά σύντομα το ύφος του
δανείζεται στοιχεία και από το κίνημα των φωβιστών, ιδρυτής του οποίου θεωρείται ο Ανρί
Ματίς.
Το διάστημα 1909-1911, εργάστηκε μαζί με τον Πικάσο πάνω στην ανάπτυξη του
κυβισμού. Επιπλέον, ο Μπρακ είναι ο εμπνευστής της τεχνικής των παπιέ κολέ
(κολλημένων χαρτιών ή αλλιώς κολάζ), με το έργο του Πιάτο του φαγητού και ποτήρι
(1912). Η συνεργασία του με τον Πικάσο έληξε περίπου το 1914.
Πωλ Γκωγκέν
(Eugène Henri Paul Gauguin, Παρίσι, 7 Ιουνίου 1848 – Νήσοι Μαρκέζας, 8 Μαΐου 1903)
Ηταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος, εκπρόσωπος του ρεύματος του μεταϊμπρεσιονισμού
και έντονα πειραματικός καλλιτέχνης που επηρέασε τα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης.
Θεωρείται σήμερα ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών.
Ο Γκωγκέν, με καταγωγή από Ισπανούς αποίκους στη Λατινική Αμερική, γεννήθηκε στο
Παρίσι αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην πρωτεύουσα του Περού, Λίμα. Σπούδασε
στην Ορλεάνη της Γαλλίας και αμέσως μετά ταξίδεψε ανά τον κόσμο με εμπορικά πλοία και
αργότερα με το Γαλλικό Ναυτικό για ένα διάστημα περίπου έξι ετών. Επέστρεψε στη
Γαλλία το 1870, όπου και εργάστηκε ως βοηθός χρηματιστή. Παράλληλα με αυτή την
ιδιότητά του, ο Γκωγκέν περνούσε μέρος του χρόνου του ζωγραφίζοντας με τον Καμίλ
Πισαρό και τον Πωλ Σεζάν. Αν και οι πρώτες προσπάθειές του ήταν αδέξιες, σημείωσε
σταδιακά αξιοσημείωτη πρόοδο. Την περίοδο 1876–1886, ο Γκωγκέν βρίσκονταν σε
επαφή με τους ιμπρεσιονιστές καλλιτέχνες και συμμετείχε με έργα του στις εκθέσεις τους.
Το 1884 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κοπεγχάγη, όπου προσπάθησε να
ακολουθήσει, χωρίς όμως επιτυχία, επαγγελματική σταδιοδρομία στις επιχειρήσεις. Τελικά,
επέστρεψε στο Παρίσι το 1885, αφήνοντας την οικογένειά του στη Δανία και
αποφασισμένος να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Χωρίς επαρκείς πόρους
επιβίωσης, η σύζυγος και τα παιδιά του επέστρεψαν στην οικογένειά της.
Την περίοδο 1886–1891, ο Γκωγκέν έζησε κυρίως στην περιοχή της Βρετάνης, όπου
ζούσαν επίσης αρκετοί πειραματικοί ζωγράφοι που εντάσσονται συχνά στη λεγόμενη
«Σχολή της Pont-Aven». Επηρεασμένος από τον ζωγράφο Εμίλ Μπερνάρ, ο Γκωγκέν
μετάβαλε σημαντικά το ύφος της ζωγραφικής του. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα
της ζωγραφικής του έγιναν η χρήση μεγάλων επιφανειών και έντονων χρωμάτων. Ο
Γκωγκέν δήλωνε πλέον απογοητευμένος από τον ιμπρεσιονισμό και στράφηκε
περισσότερο στην αφρικανική τέχνη και την τέχνη της Ασίας. Παράλληλα γύρω στο 1888,
ήρθε σε επαφή με το έργο του Βίνσεντ βαν Γκογκ, έργο το οποίο αναγνώρισε ως ιδιαίτερα
σημαντικό, και συνδέθηκε φιλικά μαζί του, τόσο ώστε να συγκατοικήσουν για 2 μήνες στην
Αρλ. Εξαιτίας όμως της κατάθλιψης από την οποία έπασχαν αμφότεροι, η συγκατοίκηση
αυτή κατέληξε σε έντονη διαμάχη μεταξύ τους με αποτέλεσμα ο βαν Γκογκ να κόψει μέρος
του αριστερού αυτιού του, αφού προηγουμένως είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν.
Σε κακή ψυχολογική κατάσταση, ο Γκωγκέν εγκατέλειψε την Ευρώπη το 1891, για να
ταξιδέψει στην Πολυνησία. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην Ταϊτή και αργότερα στις νήσους
Μαρκέζας. Εκεί πέρασε σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή του, πραγματοποιώντας μόνο μία
μόνον επίσκεψη στην Γαλλία. Τα έργα της περιόδου αυτής θεωρούνται ίσως τα καλύτερα
δείγματα της εργασίας του και ξεχωρίζουν για τον έντονο συμβολισμό τους και τον πολλές
φορές θρησκευτικό χαρακτήρα τους, εμφανώς επηρεασμένα από τον πολιτισμό των
ιθαγενών της Πολυνησίας. Το σύνολο του έργου του Γκωγκέν και κυρίως οι πειραματισμοί
του γύρω από τη χρήση των χρωμάτων, θεωρείται πως επηρέασε σημαντικά τα
καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα και ειδικότερα τον φωβισμό.
Κυβισμός
Ο κυβισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής, στην Ευρώπη του
20ού αιώνα. Αναπτύχθηκε κυρίως από το 1907 έως το 1914 χάρη στους διάσημους
ζωγράφους Πάμπλο Πικάσσο και Ζωρζ Μπρακ. Ακολούθησαν και άλλοι σημαντικοί
καλλιτέχνες όπως ο Ζαν Μετζινγκέρ (Jean Metzinger), ο Άλμπερτ Γκλεζέ (Albert Gleizes), ο
ομπέρ Ντελωναί, ο Ανρί Λε Φοκοννιέ (Henri Le Fauconnier) και ο Φερνάν Λεζέ (Fernand
Léger). Η κορύφωση της περιόδου του αναλυτικού κυβισμού βρίσκεται ανάμεσα στο 1907
και στο 1912. Ακολουθεί ο συνθετικός κυβισμός το 1912 ο οποίος χαρακτηρίζεται από τα
κολάζ του Ζωρζ Μπράκ. Κατά τη διάρκεια του 1ου παγκοσμίου πολέμου (1914-1917)
υπήρξε μία παύση στο συνθετικό κυβισμό αλλά το 1917, χάρη στον Ζωρζ Μπρακ, τον
Χουάν Γκρίς (Juan Gris) και την οικονομική βοήθεια που προσέφερε ο έμπορας έργων
τέχνης Λεόνς Ροζεμπεργκ (Léonce Rosenberg) ο κυβισμός ανθίζει εκ νέου μέχρι τη
δεκαετία του 1920. Στα μέσα αυτής της δεκαετίας με την έλευση της αφηρημένης τέχνης
και του σουρεαλισμού, ο κυβισμός αρχίζει να οπισθοχωρεί. Παρ' όλα αυτά, παράλληλα με
τα νεότερα έργα τέχνης τους, ο Πικάσσο, ο Μπρακ, ο Γκλέιζε και ο Μετζινγκέρ κατά
περιόδους γυρνούν πίσω στον κυβισμό. Ακόμα και αν ο κυβισμός είναι γνωστότερος στο
πεδίο της ζωγραφικής, η γλυπτική έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή του. Μετά τον
Πικάσσο ο οποίος είναι και ο εκκινητής της κυβιστικής γλυπτικής από το 1909, ακολουθούν
σημαντικοί γλύπτες όπως ο Ζακ Λιπσίτζ (Jacques Lipchitz), ο Χένρι Λόρενς (Henry
Laurens), ο Ρειμόν Ντουσάν-Βιγιόν (Raymond Duchamp-Villon) ο (Ossip Zadkine) και ο
Πάμπλο Γκαργκάλλο (Pablo Gargall).
Προέλευση του όρουΟ όρος κυβισμός προέρχεται από μία παρατήρηση του Ανρί Ματίς
(Henri Matisse) ο οποίος προσδιόρισε τον πίνακα του Ζωρζ Μπρακ (Maisons à l'Estaque)
ως "κυβιστικό". Ο κριτικός τέχνης Λουί Βοξέλλ (Louis Vauxcelles) ξαναχρησιμοποίησε την
ίδια ιδέα και ονόμασε τα σπιτάκια στον πίνακα του Μπρακ ως μικρούς κύβους. Το 1906 ο
κριτικός Λουί Σασσεβέν (Louis Chassevent) σε ένα άρθρο του χαρακτήρισε τον Μέτζινγκερ
ως ζωγράφο που μοιάζει με τον Σινιάκ (Signac) αλλά πιο συγκεκριμένος σε ότι αφορά το
διαχωρισμό των κύβων και των χρωμάτων, οι οποίοι μοιάζουν σα να βγήκαν από μηχανή.
Η γενική χρήση του όρου κυβισμός άρχισε να χρησιμοποιείται από το 1911, κυρίως
αναφερόμενος στους παρακάτω καλλιτέχνες: Μετζινγκέρ, Γκλεζέ,Ντελωναί και Λεζέ. Το
1911, ο ποιητής και κριτικός Γκιγιώμ Απολλιναίρ χρησιμοποίησε τον όρο αυτό για μία
ομάδα καλλιτεχνών οι οποίοι ήταν καλεσμένοι στους "Ανεξάρτητους" των Βρυξελλών για
να εκθέσουν τα έργα τους. Επίσης το 1912 εκδόθηκε το βιβλίο τέχνης "Κυβισμός" από
τους Γλέιζε και Μέτζινγκερ το οποίο ξεδιάλυνε κάπως τη σύγχυση γύρω από τη λέξη
κυβισμός. Αυτό το βιβλίο ήταν η πρώτη γραπτή θεωρία που κυκλοφόρησε πάνω στην
έννοια της λέξης αυτής και παραμένει η πιο ξεκάθαρη. Το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο η
συνεργασία των δύο καλλιτεχνών αλλά και η αποκάλυψη συζητήσεων μέσα στον κύκλο
των ζωγράφων. Μέσα στο βιβλίο αναπτύχθηκε η έννοια του κυβισμού: κυβισμός είναι η
παρατήρηση ενός θέματος από διάφορες πλευρές ταυτόχρονα, δηλαδή, το να μετακίνησε
γύρω από ένα αντικείμενο για να το παρατηρήσεις από όλες τις μεριές του οι οποίες θα
συγχωνευτούν σε μία εικόνα.
Το 1913, ο Απολλιναίρ δημοσιεύει μια συλλογή σχολίων και παρατηρήσεων, την οποία
ονομάζει Κυβιστές Καλλιτέχνες. Ο Απολινέρ είχε αφοσιωθεί αποκλειστικά στα έργα του
Πικάσσο από το 1905 και του Μπρακ από το 1907 αλλά αργότερα έδωσε προσοχή και στα
έργα των Μετζινγκέρ, Γκλεζέ, Ντελωναί, Πικαμπιά και Ντυσάν.
Ιστορία του κυβισμού
Κατά την διάρκεια αυτής της φάσης του κυβισμού το αντικείμενο απεικονίζεται απ' όλες τις
πλευρές του οι οποίες παρουσιάζονται ως μικρές επιφάνειες. Το χαρακτηριστικό αυτής της
περιόδου είναι ότι η παλέτα των χρωμάτων είναι πολύ περιορισμένη (γκρι, καφέ, πράσινο,
μπλε σκούρο). Αντίθετα, ο φωτισμός παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και μοιράζεται με
διαφορετικό τρόπο σε κάθε σχήμα. Ο αναλυτικός κυβισμός αφορά κυρίως τον Μπρακ με
τους πίνακές το Broc et Violon (1909-1910), Violon et Palette και Piano et Mandore.
Συνδέεται επίσης με τον Πικάσο με τον πίνακα Le Joueur de guitare.Συνθετικός κυβισμός
(1912-1914)
Η περίοδος του συνθετικού κυβισμού χαρακτηρίζεται από την επιστροφή των έντονων
χρωμάτων και από τη χρησιμοποίηση της τεχνικής των κολάζ. Το πρώτο κολάζ είναι ένα
έργο του Μπρακ το οποίο ονόμασε Compotier et Verre (1912). Ο ζωγράφος επιλέγει με
προσοχή τις πλευρές του αντικειμένου που θα προβάλει στον πίνακα (αντίθετα με την
δεύτερη φάση κυβισμού στην οποία δεν υπάρχει επιλογή). Στον πίνακα του ο Μπρακ
ενσωματώνει στοιχεία της πραγματικότητας μέσα από το κολάζ. Η χρήση υλικών όπως
ψεύτικο ξύλο, μάρμαρο κλπ κάνει τον Πικάσο να κατασκευάσει κάτι παρόμοιο ένα χρόνο
αργότερα: Guitare et Bouteille de Bas (1913).
Ορφισμός
Ακόμα και αν οι κυβιστικές έρευνες του Πικάσο αφορούν πρώτα απ' όλα τη ζωγραφική,
από το 1909, Η κεφαλή του Φερνάντε (La Tête de Fernande), από μπρούτζο,
αντιπροσωπεύει την τρισδιάστατη εκδοχή του αναλυτικού κυβισμού. Όμως ο Πικάσο,
δυσαρεστημένος, διαπιστώνει ότι αυτή του η προσπάθεια είναι μοναχά μια “γλυπτική
ψευδαίσθηση” της κυβιστικής τέχνης. Εκ τούτου ο διάσημος καλλιτέχνης σταματάει τη
γλυπτική έως το 1912, που ξεκινάει μία μικρή σειρά κιθαρών (Guitares) του συνθετικού
κυβισμού. Προτείνει μία τολμηρή και καινοτόμα λύση: τη συγκέντρωση και συγχώνευση
φτωχών υλικών όπως το χαρτόνι, το ξύλο και η κλωστή. Μετά τον Πικάσο, ο Ζακ Λίπχιτζ
(Jacques Lipchitz) με το φίλο του Ανρί Λοράν (Henri Laurens) είναι ο πιο τυπικός γλύπτης
του κυβισμού από το 1913. Άλλοι διάσημοι γλύπτες όπως ο Ρεμόντ Ντουσάν-Βιλλόν, ο
Πάμπλο Γκάργκαλλο, ο Όσιπ Ζάντκιν και ο Αρσιπένκο αντιπροσωπεύουνε την ανάπτυξη
της κυβιστικής γλυπτικής προς νέα ρεύματα: ορφισμός, πουρισμός κλπ. Ο Ντουσάν-
Βιλλόν, εκτελεστής ενός σχεδίου για ένα κυβιστικό σπίτι, εισάγει τον όρο του ρεύματος στο
έργο του Cheval Majeur. Αυτό το γλυπτό δίνει την αίσθηση μίας ζωντανής μηχανής και
συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με το φουτουριστικό ρεύμα.
Πάμπλο Πικάσο
(25 Οκτωβρίου 1881 - 8 Απριλίου 1973)
Λόγω της ποικιλομορφίας αλλά και της χρονικής έκτασης που παρουσιάζει το έργο του
Πικάσο, χωρίζεται συνήθως σε διαφορετικές περιόδους. Ο κυριότερες από αυτές είναι:
•Μπλε ή Γαλάζια περίοδος (1901-1904): οι πίνακες του Πικάσο, αυτής της περιόδου,
χαρακτηρίζονται από το μπλε χρώμα ή αποχρώσεις του και συμβολίζουν μία
συναισθηματικά φορτισμένη περίοδο της ζωής του. Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του
ανήκουν σε αυτή, απεικονίζοντας ακροβάτες, αρλεκίνους, πόρνες, επαίτες και καλλιτέχνες.
Η μπλε περίοδος περιλαμβάνει πίνακες που ολοκληρώθηκαν κυρίως στο Παρίσι αλλά είναι
περισσότερο επηρεασμένοι από την ισπανική ζωγραφική.
•Ροζ ή Ρόδινη περίοδος (1905-1907): Στους πίνακες αυτής της περιόδου, κυριαρχούν τα
κεραμικά χρώματα και οι γήινοι τόνοι, ενώ συχνά χαρακτηρίζονται ως περισσότερο λυρικοί
και εύθυμοι. Θεωρείται η περίοδος κατά την οποία ο Πικάσο επηρεάστηκε περισσότερο
από την γαλλική ζωγραφική.
•Συνθετικός κυβισμός (1912-1915): η περίοδος κατά την οποία ο Πικάσο και ο Μπρακ
εξέλιξαν την κυβιστική οπτική, χρησιμοποιώντας την τεχνική του κολάζ.
•
Οι επόμενες περίοδοι στο έργο του Πικάσο περιλαμβάνουν μια στροφή του σε
περισσότερο κλασικές μορφές και ένα μεσογειακό πνεύμα (1916-1924), την
αλληλεπίδρασή του με το υπερρεαλιστικό κίνημα στα μέσα της δεκαετίας του 1920, την
ενασχόλησή του με την γλυπτική (από τα τέλη της δεκαετίας του '20) καθώς και το έργο
που πραγματοποίησε μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
Αν και ο Πικάσο ήταν πρώτα απ' όλα ζωγράφος (στην πραγματικότητα θεωρούσε ότι ένας
καλλιτέχνης οφείλει να ζωγραφίζει για να μπορεί να θεωρηθεί αληθινός καλλιτέχνης),
εργάστηκε επίσης με μικρά κεραμικά και χάλκινα γλυπτά, ενώ έγραψε ακόμη και ποιήματα.
Ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν και ως ποιητής λέγοντας "Je suis aussi un poète", δηλαδή
"είμαι κι εγώ ένας ποιητής". Θεωρείται πως μέσα από τα ποιήματά του, ο Πικάσο εξέφρασε
πιο έντονα την σχέση του με τον υπερρεαλισμό. Ξεκίνησε τη συγγραφή τους το 1934 και
συλλογές αυτών δημοσιεύτηκαν αργότερα στα περιοδικά Cahiers d' Art (Τετράδια τέχνης)
και La Caceta de Arte.
Το διασημότερο ίσως έργο του Πικάσο είναι η Γκερνίκα (ή Γκερνίκα, με λατινική απόδοση
στα ελληνικά), η απεικόνιση του Γερμανικού βομβαρδισμού της πόλης της Ισπανίας
Γκερνίκα. Αυτός ο μεγάλος καμβάς περιγράφει την απανθρωπιά, την βιαιότητα και την
απόγνωση του πολέμου. Η διαδικασία της ζωγραφικής του πίνακα αποτυπώθηκε σε μια
σειρά φωτογραφιών από τη διασημότερη ερωμένη του Πικάσσο, την Dora Maar, μια
διακεκριμένη καλλιτέχνιδα. Η Γκερνίκα έμεινε κρεμασμένη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης
της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια και ο Πικάσο είχε δηλώσει πως δε θα επέστρεφε στην
Ισπανία προτού αποκατασταθεί πλήρως η δημοκρατία. Το 1981 η Γκερνίκα επιστράφηκε
στην Ισπανία και εκτέθηκε αρχικά στο Casón del Buen Retiro και κατόπιν στο Μουσείο
ντελ Πράδο. Το 1992 ο πίνακας μεταφέρθηκε στην οριστική του θέση στο Εθνικό Μουσείο
Τέχνης Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη, του οποίου έγινε το διασημότερο και σπουδαιότερο
έκθεμα.
Πωλ Σεζάν
(19 Ιανουαρίου 1839 – 22 Οκτωβρίου 1906)
Ζακ Λιπσίτζ
(Jacques Lipchitz, 22 Αυγούστου 1891 - 16 Μαΐου 1973)
Ηταν Λιθουανός γλύπτης του κυβισμού. Ο Ζακ Λιπσίτζ γεννήθηκε ως Chaim Jacob
Lipschitz, από λιθουανική οικογένεια Εβραίων, ήταν γιος εργολάβου οικοδομών στην
Ντρουσκινίνκαϊ της Λιθουανίας και μετέπειτα στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Αρχικά, και ύστερα
από παρότρυνση του πατέρα του σπούδασε μηχανολογία, έπειτα και με την υποστήριξη
της μητέρας του μετακόμισε στο Παρίσι (1909) για μελέτη στην École des Beaux-Arts και
στην Académie Julian.
Ήταν εκεί, στην καλλιτεχνική κοινότητα της Μονμάρτρης και του Μονπαρνάς, που
προσχώρησε σε ομάδα καλλιτεχνών με μέλη όπως ο Juan Gris και ο Πάμπλο Πικάσο. Εκεί
ήταν που ο φίλος του, ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ζωγράφισε τον Ζακ και την Μπέρθα Λιπσίτζ.
Ζώντας σε αυτό το περιβάλλον, ο Λιπσίτζ σύντομα άρχισε να δημιουργεί κυβιστική
γλυπτική. Το 1912 παρουσίασε τα έργα του στο Salon de la Société Nationale des Beaux-
Arts και στο Salon d'Automne με την πρώτη προσωπική του έκθεση να πραγματοποιείται
στη Galerie L’Effort Moderne του Léonce Rosenberg στο Παρίσι το 1920. Το 1922 του
ανατέθηκε από το Ίδρυμα Μπάρνς στο Merion της Πενσυλβάνια για να φτιάξει πέντε
ανάγλυφα.
Με την καλλιτεχνική καινοτομία να ανθίζει, το 1920 πειραματίστηκε με αφηρημένες μορφές
που ονόμασε διάφανα γλυπτά. Αργότερα ανέπτυξε ένα πιο δυναμικό στυλ, το οποίο
εφάρμοσε σε σειρά από μπρούντζινες συνθέσεις φιγούρων και ζώων.
Κατά τη γερμανική κατοχή της Γαλλίας τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και την απέλαση των
Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, ο Ζακ Λιπσίτζ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει
τη Γαλλία. Με τη βοήθεια του Αμερικανού δημοσιογράφου Βάριν Φράι στη Μασσαλία,
δραπέτευσε από το ναζιστικό καθεστώς και πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, τελικά
εγκαταστάθηκαν στο Hastings-on-Hudson, της Νέας Υόρκης.
Ήταν ένας από τους 250 γλύπτες που εξέθεσαν τα έργα τους στην Τρίτη Διεθνή Έκθεση
Γλυπτικής, που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφεια το καλοκαίρι του
1949. Έχει αναγνωριστεί μεταξύ των εβδομήντα γλυπτών που πόζαραν για τη
δημοσιευμένη φωτογραφία του περιοδικού Life που τραβήχτηκε στα πλαίσια της έκθεσης.
Το 1954 μια αναδρομική έκθεση του Λιπσίτζ ταξίδεψε από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης
της Νέας Υόρκης στο Walker Art Center στη Μινεάπολη και στο The Cleveland Museum of
Art. Το 1959, η σειρά των μικρών μπρούντζινων με τίτλο "στο όριο του πιθανού",
παρουσιάστηκε στους Fine Arts Associates στη Νέα Υόρκη.
Από τις αρχές του 1963 επέστρεφε στην Ευρώπη για αρκετούς μήνες κάθε έτους και
εργαζόταν στο Pietrasanta στην Ιταλία. Ανέπτυξε στενή φιλία με τον συνάδελφό του
γλύπτη, Fiore de Henriquez. Το 1972 η αυτοβιογραφία του, που συνέγραψε με τον Ε.
Χάρβαρντ Άρνασον, δόθηκε στη δημοσιότητα με την ευκαιρία της έκθεσης γλυπτικής του
στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. .
Φουτουρισμός
Ο Φουτουρισμός ήταν λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό και ουτοπικό κίνημα του 20ου αιώνα.
Θεωρείται κυρίως ιταλική σχολή στο χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης που ωστόσο
υιοθετήθηκε και από καλλιτέχνες άλλων χωρών, ειδικότερα της Ρωσίας. Ο Φουτουρισμός
αναπτύχθηκε σχεδόν σε όλες της μορφές της τέχνης, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την
ποίηση, τη μουσική, το θέατρο αλλά και στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Τοποθετείται
χρονικά την περίοδο 1909-1920.
Βασική μορφή του φουτουριστικού κινήματος αποτέλεσε ο Ιταλός ποιητής Φίλιππο Τομάσο
Μαρινέτι, που είναι και ο δημιουργός του περίφημου ιδρυτικού μανιφέστου του
Φουτουρισμού. Αρχικά δημοσιεύτηκε στο Μιλάνο (1909) αλλά και στην γαλλική εφημερίδα
Le Figaro (Φιγκαρό) στις 20 Φεβρουαρίου 1909.
Χαρακτηριστικά
Οι Φουτουριστές εισήγαγαν κάθε νέο μέσο στην καλλιτεχνική έκφραση και χαιρέτησαν τα
νέα τεχνολογικά μέσα της εποχής ως ένα θρίαμβο του ανθρώπου απέναντι στη φύση.
Αντιτάχθηκαν στο Ρομαντισμό, τις παλιές τεχνοτροπίες, την παράδοση, την ηθική, την
αρχαιολογία, τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες κλπ. και ύμνησαν την ταχύτητα και τις
βιομηχανικές πόλεις. Κατά την έκφρασή τους: «ένα αυτοκίνητο... είναι ωραιότερο από τη
Νίκη της Σαμοθράκης», ενώ επιζητούσαν να υμνηθεί η δύναμη, η ταχύτητα, ο πόλεμος, οι
μηχανές και τα πολυβόλα! Πίστευαν στη βιομηχανία, στο σίδερο και στην ταχύτητα.
Πρότειναν ακόμα τη χρήση ενός εναλλακτικού συντακτικού της γλώσσας στην τέχνη.
Όπως θα γράψει και ο ίδιος ο Μαρινέτι:
O Φουτουρισμός βασίζεται στην πλήρη ανανέωση της ανθρώπινης ευαισθησίας,
που προκαλείται από τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις. Oι άνθρωποι που
χρησιμοποιούν τον τηλέγραφο, το τηλέφωνο, το φωνόγραφο, το ποδήλατο, τη
μοτοσικλέτα, το αυτοκίνητο, το υπερωκεάνιο, το πηδαλιοχούμενο, το αεροπλάνο,
τον κινηματογράφο, τη μεγάλη εφημερίδα δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη πως
αυτά τα μέσα επικοινωνίας, μεταφοράς και πληροφόρησης ασκούν
αποφασιστική επίδραση στην ψυχή τους».
Ηταν Ιταλός ποιητής και συγγραφέας. Αποτέλεσε έναν από τους κύριους ιδρυτές του
κινήματος του φουτουρισμού στις αρχές του 20ού αιώνα.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια
της Παβίας και της Γένοβας στην Ιταλία. Με το τέλος των σπουδών του αποφασίζει
να αφοσιωθεί στην λογοτεχνία και αρχίζει να δημοσιεύει έργα του, τόσο στα Ιταλικά
όσο και στα Γαλλικά. Το 1905 ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό Poesia (Ποίηση), το
οποίο εκδίδεται στο Μιλάνο για συνολικά τέσσερα χρόνια. Στις 20 Φεβρουαρίου του
1909, ο Μαρινέτι δημοσιεύει στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro το μανιφέστο του
φουτουρισμού που θεωρείται και το σημαντικότερο έργο του, πηγή έμπνευσης και για
άλλους Ιταλούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Κάρλο Καρά, ο Ουμπέρτο Μποτσιόνι
και ο Τζιάκομο Μπάλα. Το 1910 δημοσιεύεται και το πρώτο του μυθιστόρημα, με τον
τίτλο Mafarka il futurista.
Στην συλλογή ποιημάτων Guerra sola igiene del mundo (1915) ο Μαρινέτι χαιρέτησε το
ξέσπασμα του Α' παγκοσμίου πολέμου και ενθάρρυνε την συμμετοχή της Ιταλίας. Το 1918
ιδρύει το Φουτουριστικό Πολιτικό Κόμμα (Partito Politica Futurista) και ο ίδιος αποτελεί
έναν από τους πρώτους υποστηρικτές του φασιστικού ιταλικού κόμματος. Μαζί με τον
εθνικο-συνδικαλιστή Αλσέστε ντε Άμπρις (Alceste De Ambris) συνέταξε τον Φασιστικό
μανιφέστο το 1919.
Ουμπέρτο Μποτσιόνι
(Umberto Boccioni, (ορθότερη προφορά Μποτσόνι), 19 Οκτωβρίου 1882 - 17 Αυγούστου
1916)
Ηταν Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης, μέλος του κινήματος του φουτουρισμού. Τα έργα του
διακρίνονται για τα δυναμικά τους στοιχεία και την έκφραση της κίνησης και της ταχύτητας.
Γεννήθηκε το 1882 στην περιοχή της Καλαβρίας. Το 1901 σπούδασε σχέδιο στη Ρώμη και
τον επόμενο χρόνο ζωγραφική – κυρίως τις τεχνικές του ιμπρεσιονισμού– στο Παρίσι. Το
χειμώνα του 1906-1907 παρακολουθεί επιπλέον μαθήματα στην ιταλική Ακαδημία Καλών
Τεχνών. Το 1908 σημειώνεται η καθοριστική γνωριμία του με τον Ιταλό φουτουριστή ποιητή
Φιλίππο Τομάζο Μαρινέτι στο Μιλάνο. Τον επόμενο χρόνο ο Μαρινέτι δημοσιεύει το
μανιφέστο του φουτουρισμού που συνοδεύεται και από τα δύο μανιφέστα των
φουτουριστών ζωγράφων Manifesto dei pittori futuristi (Μανιφέστο των φουτουριστών
ζωγράφων) και Manifesto tecnico della pittura futurista (Τεχνικό μανιφέστο της
φουτουριστικής ζωγραφικής) με συμμετοχή του Μποτσιόνι, ο οποίος μετατρέπεται σε έναν
από τους κύριους θεωρητικούς του φουτουρισμού.
Την Άνοιξη του 1911 επισκέπτεται το Παρίσι όπου έρχεται σε επαφή με τον Πάμπλο
Πικάσσο και τον ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Έργα του εκτίθενται στην πρώτη
φουτουριστική έκθεση στο Παρίσι, το 1912. Η ίδια έκθεση παρουσιάστηκε αργότερα στο
Λονδίνο, το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες. Την ίδια περίοδο, ο Μποτσιόνι αρχίζει να
αφοσιώνεται περισσότερο στη γλυπτική ενώ το 1913 πραγματοποιείται ατομική του έκθεση
ζωγραφικής και γλυπτικής στο Παρίσι.
Το 1914 δημοσιεύει την μελέτη Manifesto tecnico della scultura futurista (Τεχνικό
μανιφέστο της φουτουριστικής γλυπτικής) όπου αναπτύσσει θεωρητικά το περιεχόμενο των
τεχνικών των φουτουριστών στη γλυπτική. Ένα χρόνο αργότερα, κατατάσσεται στον
ιταλικό στρατό και το 1916 πεθαίνει σε ηλικία 34 ετών κατά τη διάρκεια πολεμικών
ασκήσεων.
Νεοπλαστικισμός
Χαρακτηριστικά
Πητ Μοντριάν
(Piet Mondrian, πραγματικό όνομα Pieter Cornelis Mondriaan, 7 Μαρτίου 1872 –
1 Φεβρουαρίου 1944)
Ηταν Ολλανδός ζωγράφος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μοντέρνας
τέχνης και συνιδρυτής του κινήματος του νεοπλαστικισμού μαζί με τον Theo van Doesburg.
Θεωρείται από τους πλέον επιδραστικούς ζωγράφους του 20ου αιώνα.
Ο Μοντριάν γεννήθηκε στην πόλη Αμερσφόρτ της Ολλανδίας και σπούδασε στην Ακαδημία
Καλών Τεχνών του Άμστερνταμ την περίοδο 1892 – 1895 χωρίς να σημειώσει
αξιοσημείωτες επιδόσεις. Τα πρώτα του έργα - κυρίως τοπία - χαρακτηρίζονται από
νατουραλιστικά και ιμπρεσιονιστικά στοιχεία ενώ είναι επηρεασμένα και από τα έντονα
χρώματα των φωβιστών. Η τέχνη του Μοντριάν είναι παράλληλα συνδεδεμένη και με τις
έντονες πνευματικές του αναζητήσεις, καθώς από το 1908 δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για
την θεοσοφία. Το έργο του Μοντριάν μέχρι το 1912 είναι επίσης επηρεασμένο από το
κίνημα του κυβισμού, με το οποίο ήρθε σε επαφή ο Μοντριάν χάρη στην έκθεση κυβισμού
στο Άμστερνταμ, το 1911.
Το 1912 ο Μοντριάν επισκέπτεται το Παρίσι όπου εστιάζει ακόμα περισσότερο στον
κυβισμό. Είναι επίσης η περίοδος κατά την οποία υπογράφει ως "Mondrian" αντί του
πραγματικού του ονόματος "Mondriaan". Η παραμονή του για περίπου δύο χρόνια στο
Παρίσι σημαδεύεται από την επαφή του με το έργο του Ζωρζ Μπρακ, του Πικάσο αλλά και
του Σεζάν και η σημαντική επίδραση που ασκούν οι συγκεκριμένοι ζωγράφοι στο
προσωπικό του έργο. Τα έργα του σταδιακά αποκτούν πιο έντονα γεωμετρικά
χαρακτηριστικά ενώ τείνουν να γίνουν περισσότερο αφηρημένα, χρησιμοποιώντας στοιχεία
του κυβισμού, χωρίς όμως να τον υιοθετεί πλήρως.
Σε αντίθεση με τους κυβιστές, ο Μοντριάν αναζητούσε τον συγκερασμό της ζωγραφικής με
τους πνευματικούς και φιλοσοφικούς του στοχασμούς, με αποτέλεσμα να έρθει τελικά σε
οριστική ρήξη με την εικονική ζωγραφική των ρεαλιστικών αναπαραστάσεων. Η επιστροφή
του στην Ολλανδία συνοδεύεται με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου και για τον
λόγο αυτό παραμένει αναγκαστικά στην Ολλανδία μέχρι τη λήξη του. Στο διάστημα αυτό
συνδέεται με τους Bart van der Leck και Theo van Doesburg. Με τον τελευταίο θα
δημιουργήσουν και την περιοδική έκδοση De Stijl, στην οποία δημοσιεύουν θεωρητικές
απόψεις που θα αποτελέσουν και την βάση για το κίνημα του νεοπλαστικισμού (ή κίνημα
De Stijl). Ο ίδιος ο Μοντριάν, την περίοδο 1917 - 1918, δημοσιεύει την θεωρητική μελέτη
The New Plastic in Painting, όπου καταγράφει συστηματικά το νέο ύφος που εκπροσωπεί.
Ο Μοντριάν επιστρέφει στο Παρίσι το 1919 όπου και παραμένει μέχρι το 1938
καλλιεργώντας ένα προσωπικό και αναγνωρίσιμο καλλιτεχνικό ύφος. Οι πίνακες του αυτής
της περιόδου χαρακτηρίζονται από το γενικότερο ύφος του νεοπλαστικισμού και αποτελούν
αφηρημένες γεωμετρικές συνθέσεις, όπου κυριαρχούν λεπτές, μαύρες, οριζόντιες ή
κάθετες γραμμές σχηματίζοντας ένα είδος πλέγματος που διακόπτεται από την παρουσία
έγχρωμων γεωμετρικών όγκων, συνήθως παραλληλόγραμμες ή τετραγωνικές επιφάνειες.
Ένα σημαντικό στοιχείο της ιδιαίτερης τεχνοτροπίας του Μοντριάν είναι ο μινιμαλισμός και
η απλοϊκότητα των νέων συνθέσεων.
Το Σεπτέμβριο του 1938, ωθούμενος από την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού εγκαταλείπει
το Παρίσι για το Λονδίνο ενώ δύο χρόνια αργότερα εγκαταλείπει οριστικά την Ευρώπη για
την Αμερική και ειδικότερα την πόλη της Νέας Υόρκης όπου θα παραμείνει μέχρι το τέλος
της ζωής του. Το ύφος της ζωγραφικής του δεν αλλοιώνεται αισθητά κατά την παραμονή
του στην Αμερική αλλά δημιουργεί μερικά από τα περισσότερο γνωστά έργα του. Ο
πίνακας του Broadway Boogie-Woogie, αυτής της περιόδου, θεωρείται σήμερα ως ένας
από τους πλέον επιδραστικούς πίνακες αφηρημένης τέχνης. Επιπλέον σηματοδοτεί μία
αλλαγή στην τεχνοτροπία του Μοντριάν, με τη χρήση περισσότερων χρωμάτων, η οποία
όμως δεν θα συνεχιστεί εξαιτίας του θανάτου του το 1944.
Μεταφυσική ζωγραφική ( Pittura metafisica )
Ιστορία
Είναι γενικά δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια το πού και πότε ξεκίνησε το κίνημα του
Ντανταϊσμού. Χαρακτηριστικά, ο Ραούλ Χάουσμαν, αρχηγός του κινήματος στο Βερολίνο,
επισημαίνει ότι είναι τόσο δύσκολο όσο ο προσδιορισμός της γενέτειρας του Ομήρου. Ο
ίδιος ο Χάουσμαν θεωρούσε τον εαυτό του ιδρυτή του Ντανταϊσμού στα 1915. Αντίθετα, ο
Κλωντ Ριβιέρ, σε άρθρο του στο περιοδικό τέχνης Artsυποστήριξε πως ο γεννήτορας του
Νταντά είναι ο Φράνσις Πικαμπιά περί τα 1913. Σύμφωνα με τον Άλφρεντ Μπαρ, πρώην
διευθυντή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, το Νταντά ξεκίνησε το 1916
στη Νέα Υόρκη και στη Ζυρίχη.
Είναι γεγονός πως ντανταϊστικά έργα, ήδη από το 1915 έκαναν την εμφάνισή τους στη
Ρωσία. Επιπλέον, τα μανιφέστα των Ιταλών φουτουριστών που δημοσιεύτηκαν το 1909
χαρακτηρίζονταν από πολλές ομοιότητες με τα αντίστοιχα των Ντανταϊστών, τα οποία
εκδόθηκαν λίγα χρόνια αργότερα. Δεν είναι επίσης τυχαίο πως και ο Αντρέ Ζιντ
χαρακτηρίζεται από αρκετούς ως ο πρώτος ντανταϊστής ενώ στην ίδια κατηγορία
εντάσσονται συχνά και ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ ή ο Αλφρέντ Ζαρύ και ο Μπρισέ.
Ο Χανς Ρίχτερ, μέλος του ντανταϊστικού κινήματος γράφει χαρακτηριστικά:"Ακόμα και ο
διάσημος εκείνος Ηρόστρατος της αρχαιότητας που έβαλε φωτιά στο ναό της Αρτέμιδος
στην Έφεσσο μόνο και μόνο για να ξεσηκώσει τους συμπολίτες του ήταν ασφαλώς ένας
ντανταϊστής"[1]. Ντανταϊστικές τάσεις και εκδηλώσεις (ατομικές ως επί το πλείστον)
μπορούν να ανακαλυφθούν σε αρκετές περιόδους, ακόμα και του μακρινού παρελθόντος.
Είναι ωστόσο γεγονός πως στην περίοδο 1915-1916, άρχισαν να εκδηλώνονται
παραπλήσια καλλιτεχνικά γεγονότα, σε διαφορετικά σημεία ανά τον κόσμο, τα οποία
μπορούν να ενσωματωθούν στον ντανταϊσμό. Η ουδέτερη - την περίοδο του Α'
Παγκοσμίου πολέμου - Ελβετία, φαίνεται πως προσέφερε το κατάλληλο υπόβαθρο για την
κυοφορία του Ντανταϊστικού πνεύματος. Το ελβετικό Νταντά ξεκίνησε στη Ζυρίχη και
ειδικότερα καλλιεργήθηκε στο ιστορικό Καμπαρέ Βολταίρ (Cabaret Voltaire) στις αρχές του
1916. Εκεί σχηματίστηκε μια ομάδα από εντελώς διαφορετικών εθνικοτήτων
προσωπικότητες που αργότερα επεκτάθηκε σε άλλες πόλεις και εξελίχθηκε στο κίνημα του
Ντανταϊσμού.
Ζυρίχη (1915-1919)
Την 1η Φεβρουαρίου του 1916, o Χούγκο Μπαλ εγκαινίασε το Καμπαρέ Βολταίρ
προσελκύοντας σε αυτό μία ομάδα καλλιτεχνών και με σκοπό να αποτελέσει ένα κέντρο
καλλιτεχνικής ψυχαγωγίας. Μεταξύ των καλλιτεχνών που ανταποκρίθηκαν πρώτοι,
βρίσκονταν ο Τριστάν Τζαρά και ο ζωγράφος Μαρσέλ Γιανκό ενώ σύντομα ο χώρος αυτός
διαμόρφωσε τον κεντρικό πυρήνα των ντανταϊστών.
Στις 15 Ιουνίου, κυκλοφόρησε η έκδοση Καμπαρέ Βολταίρ (Cabaret Voltaire), ένα
περιοδικό που αποτελούσε ίσως το πρώτο συλλογικό έργο μιας πρώιμης ντανταϊστικής
ομάδας, ενώ στις 14 Ιουλίου, ο Μπαλ απήγγειλε το πρώτο μανιφέστο της ομάδας. Τον
Ιούλιο του 1917, κυκλοφόρησε το πρώτο περιοδικό Dada, με εκδότη και οργανωτή τον
Τριστάν Τζαρά. Οι πέντε πρώτες εκδόσεις του περιοδικού έγιναν στη Ζυρίχη, ενώ οι δύο
τελευταίες στο Παρίσι. Με τη διακοπή της λειτουργίας του Καμπαρέ Βολταίρ, ο Μπαλ
εγκατέλειψε την Ευρώπη και ο Τριστάν Τζαρά αναδείχθηκε ως ο ηγέτης του ντανταϊσμού
με σημαντική συμβολή στην διάδοση των ιδεών του κινήματος.
Βερολίνο (1917-1923)
Η ντανταϊστική ομάδα του Βερολίνου διέφερε σημαντικά από την αντίστοιχη της Ζυρίχης,
με περισσότερο πολιτικό περιεχόμενο. Σημαντικό ρόλο στην διάδοση του ντανταϊσμού στο
Βερολίνο διαδραμάτισε ο Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ, ο οποίος έφτασε εκεί στις αρχές του 1917.
Το Φεβρουάριο του 1918, πραγματοποίησε μία ομιλία για τον ντανταϊσμό, ασκώντας
παράλληλα επιθετική κριτική απέναντι στην αφηρημένη τέχνη και τα ρεύματα του
φουτουρισμού, του εξπρεσιονισμού και του κυβισμού. Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε επίσης
το δικό του μανιφέστο, με το οποίο αναγγελόταν και επίσημα το ντανταϊστικό κίνημα στο
Βερολίνο. Εκτός από το έντονο πολιτικό στοιχείο, το Νταντά του Βερολίνου χαρακτηρίστηκε
και από νέες τεχνικές ανακαλύψεις στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, με σημαντικότερες
αυτές του φωτομοντάζαπό τους Γκεόργκ Γκρος και Τζον Χάρτφηλντ, και του
αποκαλούμενου ηχητικού ποιήματος. Την κορύφωση των ντανταϊστικών εκδηλώσεων στο
Βερολίνο αποτέλεσε η πρώτη Διεθνής Γιορτή Νταντά, το 1920, όπου έλαβαν μέρος όλα τα
μέλη του τοπικού κινήματος.
Επί γερμανικού εδάφους, το ντανταϊστικό κίνημα οργανώθηκε επίσης - αν και σε μικρότερη
κλίμακα - στην Κολωνία και το Αννόβερο, με κύριους εκροσώπους τους Μαξ Ερνστ και
Κουρτ Σβίττερς αντίστοιχα.
Παρίσι(1919-1923)
Στο Παρίσι, ο ντανταϊσμός είχε ήδη αρχίσει να αναδεικνύεται, παράλληλα με το κίνημα της
Ζυρίχης, κυρίως μέσα από την συνεργασία του Τριστάν Τζαρά με φιλολογικούς κύκλους
του Παρισιού, όπως την αλληλογραφία του με τον Απολλιναίρ και τη συμμετοχή των Αντρέ
Μπρετόν και Λουί Αραγκόν στην τέταρτη και πέμπτη έκδοση του περιοδικού Dada. Πολλά
από τα μέλη της μεταγενέστερης πρώτης υπερρεαλιστικής ομάδας συμμετείχαν στις
εκδηλώσεις του ντανταϊσμού στο Παρίσι, ενώ το 1922 σημειώθηκε η ρήξη στις σχέσεις του
Μπρετόν με τον Τζαρά, γεγονός που συνδυάστηκε με την σταδιακή φθορά του κινήματος.
Ζαν Αρπ
(Hans/Jean Arp, 16 Σεπτεμβρίου 1886 – 7 Ιουνίου 1966
Ηταν γλύπτης, ζωγράφος και ποιητής γαλλο-γερμανικής καταγωγής, που συνέδεσε το
όνομά του με ορισμένα από τα σπουδαιότερα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά κινήματα στο
πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Μεγάλο μέρος του έργου του φιλοξενείται σήμερα στο
Μουσείο Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης του Στρασβούργου, καθώς και στο Μουσείο
Αρπ της Γερμανίας. Η δεύτερη σύζυγός του, Μαργερίτ Χάγκενμπαχ, οργάνωσε το Ίδρυμα
Αρπ (Fondation Arp), που στεγάζεται στο σπίτι και εργαστήριο του Αρπ στο δάσος του
Μεντόν, όπου έζησε για ένα διάστημα.
Γεννήθηκε στο Στρασβούργο από μητέρα Αλσατή και Γερμανό πατέρα. Πέρασε τα νεανικά
του χρόνια στο Στρασβούργο, όπου και σπούδασε στην σχολή καλών τεχνών École des
Arts et Métiers. Στη συνέχεια επισκέφτηκε το Παρίσι όπου δημοσίευσε τις πρώτες του
ποιητικές συλλογές.
Την περίοδο 1905-1907, σπούδασε στην γερμανική σχολή τεχνών Kunstschule στη
Βαϊμάρη ενώ το 1908 επέστρεψε στο Παρίσι συνεχίζοντας τις σπουδές του στην ακαδημία
Julian. Τα πρώτα του έργα θεωρούνται επηρεασμένα από την αφηρημένη τεχνοτροπία του
Καντίνσκυ, ενώ αργότερα ο Αρπ ενδιαφέρθηκε και για τον κυβισμό. Το 1915 αναχώρησε
για την Ελβετία, προκειμένου να εκμεταλλευτεί την ουδετερότητά της κατά την περίοδο του
Α' Παγκοσμίου πολέμου. Στη Ζυρίχη αποτέλεσε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του
ντανταϊστικού κινήματος, ενώ μαζί με τον Μαξ Ερνστ οργάνωσαν την ντανταϊστική ομάδα
της Κολωνίας. Αργότερα προσχώρησε στον υπερρεαλισμό και το 1925 συμμετείχε σε μία
από τις πρώτες εκθέσεις των υπερρεαλιστών στο Παρίσι. H δεκαετία του 1930 αποτέλεσε
ιδιαίτερα δημιουργική περίοδο για τον Αρπ, κατά την οποία προσχώρησε (1931) στο
καλλιτεχνικό ρεύμα Abstraction-Création, με έδρα το Παρίσι, όπου συμμετείχαν επίσης ο
Theo van Doesburg, ο Μοντριάν και ο Κουρτ Σβίττερς. Συμμετείχε επίσης στην περιοδική
έκδοση Transition της ίδιας ομάδας.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, έγραψε αρκετά δοκίμια και ποιήματα (τόσο στα γαλλικά όσο
και στα γερμανικά), ενώ το 1949 επισκέφτηκε τη Νέα Υόρκη, όπου πραγματοποίησε μία
ατομική έκθεση. Το 1954 κέρδισε το πρώτο βραβείο γλυπτικής στην Μπιενάλε της Βενετίας
ενώ το 1958 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνηςτης Νέα Υόρκης φιλοξένησε μία αναδρομική
έκθεση για το σύνολο του έργου του, έκθεση που ακολουθήθηκε και από μία ανάλογη το
1962 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι.
Φράνσις Πικαμπιά
(Francis-Marie Martinez de Picabia, 22 Ιανουαρίου 1879 - 30 Νοεμβρίου 1953)
Ήταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος και ποιητής, γεννημένος από Γαλλίδα μητέρα
και Ισπανό πατέρα, ο οποίος εργαζόταν στην κουβανική πρεσβεία στο Παρίσι. Γεννήθηκε
στο Παρίσι όπου και σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών. Οι πρώτες του δημιουργίες
ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένες από τον ιμπρεσιονιστή ζωγράφο Άλφρεντ Σίσλεϋ.
Το 1909 είναι η χρονιά που έρχεται σε επαφή με το κίνημα του κυβισμού που θα τον
επηρεάσει σημαντικά. Λίγο αργότερα μάλιστα (1911) θα γίνει μέλος της ομάδας
κυβιστών Puteaux όπου θα γνωρίσει και τον Μαρσέλ Ντυσάν.
Την περίοδο 1913-1915, ταξιδεύει συχνά στη Νέα Υόρκη όπου συμμετέχει σε αβάν γκαρντ
(avant-garde) ρεύματα και προωθεί την μοντέρνα τέχνη στην Αμερική. Αργότερα, το 1916
και ενώ βρίσκεται στην Βαρκελώνη, δημοσιεύει το ντανταϊστικό περιοδικό 391 όπου και
εμφανίζονται για πρώτη φορά τα λεγόμενα μηχανικά σχέδια του.
Ο Πικαμπιά συνέχισε την ενασχόληση του με το ντανταϊστικό κίνημα το 1919 στη Ζυρίχη
και το Παρίσι μέχρι που το εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον υπερρεαλισμό. Κάτω από
την επίδραση του σουρεαλισμού και περί τα 1925 σηματοδοτείται και μια αλλαγή στην
τεχνική των έργων του.
Τη δεκαετία του 1930 συνδέεται φιλικά με την Γερτρούδη Στάιν, σημαντική μορφή της
μοντέρνας τέχνης. Πριν τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου επιστρέφει στο Παρίσι όπου
ασχολείται κυρίως με αφηρημένη ζωγραφική αλλά και γράφει ποιήματα.
Το 1949 παρουσιάζεται σημαντική αναδρομική έκθεση για τον Πικαμπιά στο Παρίσι, στην
γκαλερί René Drouin.
Χαρακτηριστικό του Πικαμπιά είναι το γεγονός ότι ποτέ δεν ακολούθησε δογματικά κάποιο
ρεύμα ή τεχνοτροπία στη ζωγραφική, παράλληλα όμως ο ίδιος, υπήρξε πρόδρομος των
κυριότερων ρευμάτων της μοντέρνας τέχνης.
Υπερρεαλισμός ή Σουρεαλισμός
Ο υπερρεαλισμός ή σουρρεαλισμός, από τις γαλλικές λέξεις sur (επάνω, επί) και réalisme
(ρεαλισμός, πραγματικότητα) όπου στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «πάνω ή
πέρα από την πραγματικότητα», ήταν ένα κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως στο χώρο της
λογοτεχνίας αλλά εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτικό ρεύμα. Άνθισε κατά
κύριο λόγο στη Γαλλία των αρχών του 20ου αιώνα, κατά την περίοδο μεταξύ του πρώτου
και δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Στη φύση του επαναστατικό κίνημα, ο υπερρεαλισμός
επιδίωξε πολλές ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της τέχνης αλλά και της σκέψης
γενικότερα, ασκώντας επίδραση σε μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών. Τα μέλη του
αντέδρασαν σε αυτό που οι ίδιοι ερμήνευαν ως μία βαθιά κρίση του Δυτικού πολιτισμού,
προτείνοντας μία ευρύτερη αναθεώρηση των αξιών, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής,
στηριζόμενοι στις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ και στα πολιτικά ιδεώδη του
Μαρξισμού. Ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις εικαστικές τέχνες,
προέβαλαν τον «αυτοματισμό», επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνειδήτου, την
απελευθέρωση της φαντασίας «με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική» και
διακηρύτοντας τον απόλυτο μη κομφορμισμό.
Οι καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το κίνημα καταγράφηκαν στο πρώτο Μανιφέστο του
υπερρεαλισμού (1924) του Αντρέ Μπρετόν, καθώς και στην πραγματεία Une Vague de
rêves (1924) του Λουί Αραγκόν, ενώ συμμετείχαν ενεργά στα περιοδικά La Révolution
surréaliste και Litterature που εξέδιδε η υπερρεαλιστική ομάδα. Ο Μπρετόν αναγνωρίζεται
ως κεντρική φυσιογνωμία και ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς τού κινήματος,
ενώ άλλα διακεκριμένα μέλη υπήρξαν οι ποιητές Πωλ Ελυάρ, Ρενέ Κρεβέλ, Ρομπέρ
Ντεσνός, Μπενζαμίν Περέ, Ροζέ Βιτράκ, όπως και οι καλλιτέχνες Μαξ Ερνστ, Μαν Ραίη,
Ζαν Αρπ, Αντρέ Μασόν και Χουάν Μιρό. Πολλοί από τους πρώιμους υπερρεαλιστές
προήλθαν από το προγενέστερο κίνημα του Ντανταϊσμού.
Ορισμός
Ο όρος Σουρεαλισμός ή Υπερρεαλισμός επινοήθηκε το 1917 από το Γάλλο ποιητή Γκιγιώμ
Απολλιναίρ, ο οποίος τον χρησιμοποίησε χαρακτηρίζοντας το παράδοξο θεατρικό έργο του
Οι Μαστοί του Τειρεσία(Les Mamelles de Tiresias), ως «υπερρεαλιστικό δράμα» (drame
surrealiste). Κατά τον Απολλιναίρ, ο όρος αυτός δήλωνε τον αναλογικό τρόπο με τον οποίο
μπορεί να αποδοθεί η πραγματικότητα. Όταν λόγου χάρη ο άνθρωπος θέλησε να μιμηθεί
το βάδισμα δεν εφηύρε τα μηχανικά πόδια αλλά τον τροχό. Με τον ίδιο τρόπο ερμήνευε τη
συμπεριφορά του ποιητή, ο οποίος προκειμένου να μεταδώσει κάποιες ιδέες, δεν
αντιγράφει τον κόσμο και τις καταστάσεις του στατικά και νατουραλιστικά, αλλά δυναμικά,
με τρόπο αναλογικό και δημιουργική φαντασία. Ο Απολλιναίρ εισήγαγε τον όρο
περισσότερο αφηρημένα, χωρίς να προτείνει μία νέα καλλιτεχνική σχολή ή θεωρία και
ενδεχομένως ο σουρρεαλισμός να είχε παραμείνει ένας πολύ ειδικός και ακαδημαϊκός όρος
(όπως π.χ ο Γκονγκορισμός ή ο Ευφυϊσμός), αν ο Αντρέ Μπρετόνδεν είχε ενσωματώσει
μετέπειτα στον υπερρεαλισμό όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θεμελίωσαν το
υπερρεαλιστικό κίνημα, όπως τις θεωρίες του Φρόυντ για τα όνειρα ή το ασυνείδητο και
κυρίως τον αυτοματισμό.
O όρος χρησιμοποιήθηκε επίσης το 1920 από τον Πωλ Ντερμέ στην επιθεώρηση L' Esprit
Nouveau και τέσσερα χρόνια αργότερα από τον Yvan Goll, ως τίτλος ενός βραχύβιου
περιοδικού που εξέδωσε. Στο ίδιο το Σουρρεαλιστικό Μανιφέστο που δημοσιεύτηκε το
1924, ο Μπρετόν έδωσε στη λέξη τον ακόλουθο ορισμό:
Σουρρεαλισμός, ουσ. αρ. Αυτοματισμός ψυχικός, καθαρός, με τον οποίο προτίθεται κανείς
να εκφράσει είτε προφορικά είτε γραπτά, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, την
πραγματική λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης, με την απουσία κάθε
ελέγχου από τη λογική, έξω από κάθε προκατάληψη αισθητική ή ηθική.
Εγκυκλ. Φιλοσ. Ο σουρεαλισμός στηρίζεται στην πίστη στην ανώτερη πραγματικότητα
ορισμένων τύπων συσχετισμών αγνοημένων ως τώρα, στην παντοδυναμία του ονείρου.
στο αδιάφορο παιχνίδι της σκέψης. Τείνει να καταλύσει όλους τους άλλους ψυχικούς
μηχανισμούς και να υποκατασταθεί στη θέση της στη λύση των κυριότερων προβλημάτων
της ζωής.
Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται με διαφορετικούς τρόπους για να υποδηλώσει κάτι
φανταστικό, αλλόκοτο, παράλογο ή τρελό. Η απλοϊκή αυτή χρήση του όρου είναι
ανεπαρκής για την περιγραφή του υπερρεαλιστικού κινήματος, έχει παρ'όλα αυτά
ενσωματωθεί στην καθομιλουμένη (π.χ. "...ήταν μια εντελώς σουρρεαλιστική σκηνή!").
Ιστορία
Ο υπερρεαλισμός γεννήθηκε στο Παρίσι και αναπτύχθηκε ως επί το πλείστον από νεαρούς
ποιητές της εποχής, κυρίως από την ομάδα που διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό
Litterature στο διάστημα 1919-1924, διαμορφώνοντας την τάση που αργότερα οδήγησε
στη δημοσίευση ενός Μανιφέστου που ανήγγειλε τη δημιουργία ενός νέου κινήματος.
Βασικές επιρροές αυτής της πρώιμης υπερρεαλιστικής ομάδας υπήρξαν οι Ρεμπώ,
Λωτρεαμόν και Μαλλαρμέ, αλλά και σύχρονοι λογοτέχνες της εποχής όπως ο Απολλιναίρ
και Πιέρ Ρεβερντύ. Άλλες σαφείς επιρροές προήλθαν από τον γερμανικό Ρομαντισμό αλλά
και το αγγλικό γοτθικό μυθιστόρημα. Το περιοδικό Litterature ήταν αρχικά υπό την
διεύθυνση των Λουί Αραγκόν, Αντρέ Μπρετόν και Φιλίπ Σουπώ και συνεργάστηκε με
πρωτοποριακούς αλλά και περισσότερο παραδοσιακούς καλλιτέχνες. Σε σύντομο χρονικό
διάστημα, και με τον ερχομό στο Παρίσι του Τριστάν Τζαρά, ενός από τους πρωτεργάτες
του κινήματος του ντανταϊσμού, το περιοδικό ακολούθησε ένα δρόμο περισσότερο
επαναστατικό, αντίθετα σε όλα τα ρεύματα της τέχνης που προηγήθηκαν και κυρίως
αντίθετα στο κατεστημένο της εποχής και την αδρανή αστική τάξη. Η δυσπιστία απέναντι
στον ορθολογισμό και τις τυπικές συμβάσεις που αποτελούσαν «ιερές» αξίες για την εποχή
και για αρκετούς καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, αποτέλεσε τη βάση για την εξερεύνηση του
χώρου του ασυνείδητου και του ονείρου. Υπό αυτές τις συνθήκες καθιερώθηκε και η
μέθοδος της αυτόματης γραφής, η οποία έδωσε το πρώτο γνήσια υπερρεαλιστικό έργο, τα
Μαγνητικά Πεδία (Les Champs Magnetiques, 1920) των Αντρέ Μπρετόν και Φιλίπ Σουπώ.
Πυρήνα των υπερρεαλιστικών ιδεών αποτέλεσαν παράλληλα οι θεωρίες του Φρόυντ, αν
και οι υπερρεαλιστές δεν ενδιαφέρονταν για τις θεραπευτικές δυνατότητες της
ψυχαναλυτικής μεθόδου, αλλά για τα όνειρα ως καταστάσεις απελευθέρωσης της
ανθρώπινης φαντασίας.
Από τον Μάρτιο του 1922, ο Αντρέ Μπρετόν ανέλαβε αποκλειστικά τη διεύθυνση της
Litterature και οδήγησε στην οριστική ρήξη τού περιοδικού με την πρωτοπορία της εποχής
όπως και με τον ντανταϊσμό, τον οποίο αποκήρυξε δημόσια (Littérature, no. 2, Απρίλιος
1922). Κύρια αιτία της ρήξης με το Νταντά ήταν η διαφωνία σχετικά με το αν υπάρχει κάτι
που μπορεί να γίνει αποδεκτό ή όχι, με δεδομένη την προσήλωση των υπερρεαλιστών
στον αυτοματισμό και στις φροϋδικές θεωρίες. Παρά το γεγονός πως ο υπερρεαλισμός
διαμορφώθηκε όντας άρρηκτα συνδεδεμένος με το ρεύμα τού ντανταϊσμού, τα μέλη του
δεν χαρακτηρίζονταν από τον αρνητισμό των ντανταϊστών, αλλά αναζητούσαν ένα
κοινωνικό όραμα και μια κατεύθυνση έκφρασης απαλλαγμένη από κάθε είδους λογικά
τεχνάσματα. Κατά την περίοδο αυτή, η ομάδα των υπερρεαλιστών εμπλουτίστηκε με τη
συμμετοχή αρκετών καλλιτεχνών, όπως του φωτογράφου Μαν Ραίη από τη Νέα Υόρκη,
του ζωγράφου Φράνσις Πικαμπιά που επιμελήθηκε όλα τα εξώφυλλα της Litterature, του
ποιητή Πωλ Ελυάρ, του Μαρσέλ Ντυσάν και του Μαξ Ερνστ από την Κολωνία,
διαμορφώνοντας τον πρώτο πολύ ισχυρό πυρήνα του υπερρεαλισμού. Η Litterature
υπήρξε όργανο τού κινήματος και μέσα από τις σελίδες του εκφράστηκαν τα ιδεώδη του
υπερρεαλισμού, δημοσιεύοντας ποικίλα κείμενα – κυρίως ποιήματα – που αποτελούσαν
ως επί το πλείστον προϊόντα αυτόματης γραφής. Την ίδια περίοδο, η ομάδα των
υπερρεαλιστών ξεκίνησε να διοργανώνει τακτικές συγκεντρώσεις των μελών αλλά και να
εμφανίζεται σε ομαδικές εκδηλώσεις, καθιερώνοντας ομαδικά παιχνίδια και ενισχύοντας με
αυτό τον τρόπο τη συνοχή της.
Τον Ιούνιο του 1924 το κίνημα περιλάμβανε επιπλέον στους κόλπους του, τους ποιητές
Μπεντζαμέν Περέ, Ρομπέρ Ντεσνός, Ροζέ Βιτράκ, Μαξ Μορίζ, Ζωρζ Λεμπούρ, Ζοζέφ
Ντελτέιγ, Ζακ Μπαρόν και Ρενέ Κρεβέλ. Στην πορεία των επόμενων χρόνων συνέβησαν
αρκετές ανακατατάξεις, με αποχωρήσεις μελών και συμμετοχή νέων προσώπων. Στο
Βέλγιο διαμορφώθηκε παράλληλα μία αυτόνομη υπερρεαλιστική ομάδα που έλαβε
επίσημη αναγνώριση το 1926. Μέλη της υπήρξαν οι εκδότες των ντανταϊστικών
περιοδικών œsophage (1925) και Marie (1926), ο ζωγράφος Ρενέ Μαγκρίτ, ο καλλιτέχνης
και ποιητής ΕLT Messens, οι Paul Nougé (1895–1967), Marcel Lecomte (1900–66) και
Camille Goemans (1900–60), καθώς και ο μουσικός André Souris. Οι Goemans και
Μαγκρίτ εγκαταστάθηκαν αργότερα στο Παρίσιέχοντας αξιοσημείωτη συμβολή στην
υπερρεαλιστική ομάδα της πρωτεύουσας. Ο πρώτος υπήρξε ο ιδρυτής μίας ομώνυμης
γκαλερί όπου διοργανώνονταν υπερρεαλιστικές εκθέσεις, ενώ ο Μαγκρίτ αποτέλεσε
σημαντικό εκπρόσωπο της ομάδας, συνεισφέροντας στην επιθεώρηση La Révolution
surréaliste.
Υπερρεαλιστές καλλιτέχνες
Σαλβαδόρ Νταλί
(πλήρες όνομα: Salvador Felipe Jacinto Dalí i Domènech, Φιγέρες, 11 Μαΐου 1904 —
Φιγέρες, 23 Ιανουαρίου 1989)
Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους. Συνδέθηκε με το καλλιτεχνικό
κίνημα του υπερρεαλισμού, στο οποίο ανήκε για ένα διάστημα. Αποτελεί έναν από τους
πιο γνωστούς ζωγράφους του 20ου αιώνα και μια πολύ εκκεντρική φυσιογνωμία της
σύγχρονης τέχνης.
Ο Νταλί γεννήθηκε στην πόλη Φιγέρες της Ισπανίας και ανήκε σε μια οικονομικά
ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και συμβολαιογράφος, αλλά δεν
φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης με τις ικανότητες του Νταλί στη ζωγραφική και το
σχέδιο, ικανότητες που έδειξε ότι διέθετε σε σχετικά νεαρή ηλικία. Χάρη κυρίως στην
συμπαράσταση της μητέρας του, ο Νταλί παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα
ζωγραφικής στη Δημοτική σχολή σχεδίου της πόλης του. Tο 1916 φιλοξενήθηκε από την
οικογένεια του τοπικού καλλιτέχνη Ramon Pichot, της πόλης Καδακές, στη διάρκεια
θερινών διακοπών της οικογένειας Νταλί, όπου και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τη
μοντέρνα ζωγραφική.
Σε ηλικία 15 ετών, ο Νταλί συμμετείχε στη δημόσια έκθεση του Δημοτικού Θεάτρου τού
Φιγέρες, το 1919. Το 1921 έχασε την μητέρα του από καρκίνο, ενώ μετά το θάνατό της, ο
πατέρας του παντρεύτηκε την αδελφή της, γεγονός που δεν αποδέχτηκε ο Νταλί, ο οποίος
ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται στη Μαδρίτη όπου και ξεκινά τις σπουδές του στην
Ακαδημία των Τεχνών (Academia de San Fernando).
Αυτή την περίοδο, ο Νταλί πειραματίζεται με τον κυβισμό, αν και οι γνώσεις του γύρω από
το νέο αυτό κίνημα είναι αρχικά ελλιπείς και στη Μαδρίτη δεν υπάρχουν άλλοι κυβιστές
καλλιτέχνες. Επίσης, έρχεται σε επαφή με το ριζοσπαστικό κίνημα του ντανταϊσμού το
οποίο θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Συνδέεται
παράλληλα φιλικά με τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και με τον σκηνοθέτη Λουίς
Μπουνιουέλ. Το 1926 αποβάλλεται από την ακαδημία λίγο πριν τις τελικές του εξετάσεις,
καθώς δηλώνει πως κανένας από τους καθηγητές του δεν είναι άξιος να τον κρίνει. Την ίδια
χρονιά, επισκέπτεται για πρώτη φορά το Παρίσι όπου συναντά τον Πικάσσο, ο οποίος είχε
ήδη κάποια γνώση γύρω από το έργο του Νταλί. Τα επόμενα χρόνια, στα έργα του Νταλί
αποτυπώνονται ισχυρές επιδράσεις από το έργο του Πικάσο αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να
διαφαίνεται ένα προσωπικό ύφος στους πίνακες του Νταλί. Οι εκθέσεις έργων του στη
Βαρκελώνη προκαλούν αρκετές συζητήσεις αλλά και διαφωνίες μεταξύ των κριτικών
τέχνης.
Το 1929, ο Νταλί συνεργάζεται με τον Λουίς Μπουνιουέλ για τη δημιουργία της ταινίας
μικρού μήκους Ανδαλουσιανός Σκύλος. Ο Νταλί βοηθά ουσιαστικά στο σενάριο της ταινίας,
η οποία αποτελεί έως σήμερα την πιο καθαρή εφαρμογή του υπερρεαλισμού στον
κινηματογράφο. Παράλληλα, ο Νταλί γνωρίζει την μελλοντική σύζυγο του και μούσα του,
Ελένα Ντμτρίεβνα Ντελούβινα Ντιακόνοβα, ρωσικής καταγωγής, περισσότερο γνωστή ως
Γκαλά (από το όνομα Γαλάτεια). Την ίδια περίοδο, γίνεται και επίσημα μέλος του
υπερρεαλιστικού κινήματος, αν και το υπερρεαλιστικό στοιχείο υπάρχει στα έργα του ήδη
λίγα χρόνια νωρίτερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Νταλί επινοεί επιπλέον την
Παρανοϊκο-κριτική μέθοδο, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, που αποτελεί ένα είδος
υπερρεαλιστικής τεχνικής με σκοπό την πρόσβαση στο ασυνείδητο προς όφελος της
καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Νταλί στηρίζει την μέθοδο αυτή στην ικανότητα του
ανθρώπου να λειτουργεί συνειρμικά, συνδέοντας εικόνες ή αντικείμενα που δεν συνδέονται
μεταξύ τους κατ' ανάγκη λογικά. Συνδέεται άμεσα με τον υπερρεαλιστικό αυτοματισμό και
τις φροϋδικές θεωρίες γύρω από τα όνειρα.
Ο Νταλί συμμετέχει στην πρώτη μεγάλη υπερρεαλιστική έκθεση στην Αμερική, το 1932,
όπου και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Λίγο αργότερα όμως, ο Αντρέ Μπρετόν τον
διαγράφει από το υπερρεαλιστικό κίνημα λόγω των πολιτικών θέσεων του, κυρίως σε ότι
αφορά την υποστήριξη που φαίνεται να παρέχει στον Φράνκο της Ισπανίας. Στα πλαίσια
αυτής της διαμάχης, ο Νταλί δηλώνει πως ο ίδιος είναι όλος ο υπερρεαλισμός ενώ ο
Μπρετόν επινοεί τον περίφημο αναγραμματισμό του ονόματος του Νταλί, Avida Dollars (σε
ελεύθερη μετάφραση άπληστος για δολάρια) ασκώντας κριτική στο αμιγώς εμπορικό
πνεύμα που κατά τη γνώμη των υπερρεαλιστών είχε αναπτύξει ο Νταλί.
Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη, ο Νταλί μαζί με την Γκαλά, εγκαθίσταται στις
Ηνωμένες Πολιτείες το 1940 όπου και θα ζήσει για τα επόμενα οκτώ χρόνια. To 1941
εργάζεται για την Walt Disney πάνω στη δημιουργία ενός κινούμενου σχεδίου (το Destino)
αλλά μόνο 15 δευτερόλεπτα παρουσιάζονται ολοκληρωμένα πέντε χρόνια αργότερα. Το
1942 δημοσιεύεται και η αυτοβιογραφία του The Secret Life of Salvador Dali (Η κρυφή ζωή
του Σαλβαδόρ Νταλί).
Μετά την παραμονή του στην Αμερική, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην
Ισπανία. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την δικτατορία του Φράνκο, προκαλεί δυσμενή
σχόλια, τα οποία επεκτείνονται συχνά και στα καλλιτεχνικά του έργα. Την περίοδο 1960 –
1974 εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά για την δημιουργία του Θεάτρου-Μουσείου Γκαλά-
Σαλβαντόρ Νταλί στο Φιγέρες.
Το 1982 ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας του απονέμει τον τίτλο του μαρκήσιου. Την
ίδια χρονιά, στις 10 Ιουνίου πεθαίνει η Γκαλά, γεγονός που προκαλεί έντονη θλίψη στον
Νταλί, ο οποίος αποπειράται να αυτοκτονήσει.
Ο Νταλί πέθανε τελικά από καρδιακό επεισόδιο στις 23 Ιανουαρίου του 1989 στην πόλη
που γεννήθηκε. Ο τάφος του βρίσκεται μέσα στο Μουσείο του στο Φιγέρες.
Ρενέ Μαγκρίτ
(René François Ghislain Magritte, 21 Νοεμβρίου 1898 – 15 Αυγούστου 1967)
Ήταν Βέλγος σουρρεαλιστής καλλιτέχνης με επιρροές από το καλλιτεχνικό κίνημα του
ντανταϊσμού.
Σπούδασε για δύο χρόνια στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, από το
1916 έως το 1918. Εκεί γνωρίστηκε με την Ζωρζέτ Μπερζέ με την οποία παντρεύτηκε το
1922.
Ο Μαγκρίτ δούλεψε σε εργοστάσιο που κατασκεύαζε ταπετσαρίες, και σχεδίαζε αφίσες και
διαφημίσεις μέχρι το 1926. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο με την Galerie la Centaure των
Βρυξελλών, γεγονός που του επέτρεψε να ασχολείται συνέχεια με την ζωγραφική.
Το 1926, ο Μαγκρίτ ζωγράφισε τον πρώτο του σουρρεαλιστικό πίνακα, Le jockey perdu,
και έκανε την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες το 1927. Οι κριτικοί τού επιτέθηκαν μαζικά.
Απογοητευμένος με την αποτυχία, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έγινε φίλος με τον Αντρέ
Μπρετόν και έγινε μέλος της ομάδας των σουρρεαλιστών.
Όταν η Galerie la Centaure έκλεισε και τα εισοδήματα από το συμβόλαιο σταμάτησαν, ο
Μαγκρίτ επέστρεψε στις Βρυξέλλες και εργάστηκε στη διαφήμιση. Κατόπιν, έφτιαξε με τον
αδελφό του ένα πρακτορείο με το οποίο έβγαζαν τα προς το ζην.
Την εποχή της γερμανικής κατοχής του Βελγίου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέμεινε
στις Βρυξέλλες, χάνοντας την επαφή με τον Μπρετόν. Εκείνη την εποχή αποκήρυξε την βία
και την απαισιοδοξία των προηγουμένων έργων του, αν και αργότερα επέστρεψε στα ίδια
θέματα.
Η τεχνοτροπία του
Πίστευε απόλυτα ότι το "μη πραγματικό είναι το κέλυφος του πραγματικού" και πάνω σε
αυτή την πεποίθηση ύφανε τη ζωή και την τέχνη του. Αναζητούσε πάντα το παράξενο και
το ασύνηθες, συνδυάζοντας απίθανα μεταξύ τους πράγματα τα οποία απέδιδε με
ρεαλιστικό τρόπο. Έτσι στα έργα του μπορεί κανείς να δει ένα κλουβί και μέσα ένα αυγό ή
ένα ποτήρι νερό πάνω σε μία ομπρέλα. Στους πίνακές του επιδίωκε να αποκαλύψει τις
πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας δημιουργώντας εξωπραγματική ατμόσφαιρα με την
χρήση ονειρικών και υπερλογικών στοιχείων[1].
Στα έργα του συχνά παραθέτει συνηθισμένα αντικείμενα, ή κάποιο ασυνήθιστο πλαίσιο,
δίνοντας νέες ερμηνείες σε γνωστά αντικείμενα. Η χρήση αντικειμένων διαφορετικά απ' ό,τι
φαίνονται, είναι χαρακτηριστική στο έργο του Η προδοσία των εικόνων (La trahison des
images), όπου μία πίπα καπνιστή παρουσιάζεται σαν μοντέλο για διαφήμιση μαγαζιού
εμπορίας καπνού. Κάτω από την πίπα ο Μαγκρίτ έγραψε την φράση «Αυτό δεν είναι μία
πίπα» («Ceci n'est pas une pipe»), που μοιάζει με οξύμωρο, αλλά σημαίνει πως η
ζωγραφιά δεν είναι αυτό που φαίνεται. Στο βιβλίο του Αυτό δεν είναι μία πίπα, ο Γάλλος
κριτικός Μισέλ Φουκώ αναλύει την ζωγραφική του πίνακα του Μαγκρίτ και αυτό το
παράδοξο.
Η τέχνη του Μαγκρίτ δείχνει ένα πιο αντιπροσωπευτικό ύφος του σουρρεαλισμού σε
σύγκριση με το «αυτόματο» ύφος που συναντάται σε έργα καλλιτεχνών όπως ο Χουάν
Μιρό. Εκτός από φανταστικά στοιχεία, το έργο του είναι συχνά πνευματώδες και
διασκεδαστικό. Επίσης ζωγράφισε μια σειρά σουρρεαλιστικής εκδοχής άλλων γνωστών
πινάκων.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ περιέγραψε τα έργα του λέγοντας:
Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι — προκαλούν
μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει
στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: «Tι σημαίνει αυτό;» Οι πίνακές μου
δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι — είναι απλώς
άγνωστο.
Ζουάν Μιρό
(Joan Miró i Ferrá, Βαρκελώνη, 20 Απριλίου 1893 – Πάλμα ντε Μαγιόρκα, 25 Δεκεμβρίου
1983)
Ήταν Ισπανός ζωγράφος και γλύπτης και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους
υπερρεαλιστές καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.
Γεννήθηκε το 1893 στην Βαρκελώνη και σε ηλικία 14 ετών φοίτησε στην Εμπορική Σχολή,
αν και παράλληλα παρακολουθούσε κρυφά μαθήματα στην Σχολή Καλών Τεχνών και
αργότερα στην Ακαδημία Galí μέχρι το 1915. Το 1920 μετακόμισε στο Παρίσι όπου
συμμετείχε στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Μονμάρτης και γνωρίστηκε αρχικά με το
κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα με τους υπερρεαλιστές, κάτω από την επίδραση των
οποίων άρχισε να διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο και προσωπικό ύφος στη ζωγραφική του. Ο
μεγαλύτερος ίσως θεωρητικός του υπερρεαλισμού και ένα από τα ηγετικά στελέχη του, ο
ντρέ Μπρετόν, αναφερόμενος στον Μιρό δήλωσε πως "είναι ο περισσότερο σουρρεαλιστής
από όλους". Το 1921 πραγματοποιήθηκε η πρώτη ατομική του έκθεση στο Παρίσι, ενώ
περίπου δέκα χρόνια αργότερα, η πρώτη ατομική του έκθεση στη Νέα Υόρκη.
Το 1926 ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία και σε συνεργασία με τον Μαξ Ερνστ σχεδίασε τα
κοστούμια και τα σκηνικά για τα Ρώσικα Μπαλέτα Σεργκέι Ντιαγκίλεφ. Το 1955 εγκατέλειψε
προσωρινά τη ζωγραφική και αφοσιώθηκε περισσότερο στις γραφικές τέχνες και τα
κεραμικά.
Μαν Ραίη
(Man Ray, 27 Αυγούστου 1890 - 18 Νοεμβρίου 1976)
Ηταν Αμερικανός καλλιτέχνης, γνωστός κυρίως για το φωτογραφικό του έργο και την
ανάμιξή του στα κινήματα του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Emmanuel Rudzitsky και γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια της
Πενσυλβανίας στην Αμερική το 1890, ενώ μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέα Υόρκης. Την
περίοδο 1910-1911 παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής αφού προηγουμένως έχει
αρνηθεί μια υποτροφία για σπουδές στην αρχιτεκτονική. Το 1915 πραγματοποιεί την
πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής, στη Νέα Υόρκη γεγονός που αποτελεί επίσης την
αφορμή ώστε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, καθώς φωτογραφίζει ο ίδιος τα έργα του
για την δημιουργία καταλόγου. Από εκείνη τη στιγμή, ο Μαν Ραίη αφοσιώνεται στο
φωτογραφικό μέσο και οι πρώτες σημαντικές φωτογραφίες του παρουσιάζονται το 1918.
Παράλληλα, ο Μαν Ραίη μαζί με τον Μαρσέλ Ντυσάν, συμμετέχουν στην οργάνωση ενός
ντανταϊστικού ρεύματος στην Αμερική, την ίδια εποχή που ο ντανταϊσμός σημειώνει άνθιση
στην Ευρώπη. Ακολουθεί η έκδοση ενός μοναδικού τεύχους της επιθεώρησης New York
Dada το 1920, ωστόσο ο ίδιος ο Μαν Ραίη αποφαίνεται πως το ρεύμα του ντανταϊσμού δεν
είναι εφικτό να αναπτυχθεί στην Αμερική.
Το καλοκαίρι του 1921 εγκαταλείπει τις Ηνωμένες πολιτείες και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Η
περίοδος που ακολουθεί είναι ίσως η πιο δημιουργική για τον Μαν Ραίη, ο οποίος συνεχίζει
να ασχολείται με τη φωτογραφία διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο ύφος αλλά και μια
προσωπική τεχνική. Πολύ σύντομα από την άφιξή του στη Γαλλία, χρησιμοποιεί τις
αποκαλούμενες Ραιη-γραφίες (rayographies) φωτογραφίες που παράγονται τοποθετώντας
αντικείμενα πάνω σε μια φωτοευαίσθητη επιφάνεια και στη συνέχεια με έκθεσή τους σε
φως. Η τεχνική αυτή στην πραγματικότητα ήταν ήδη γνωστή, ωστόσο ο Μαν Ραίη την
υϊοθέτησε για αμιγώς καλλιτεχνικούς σκοπούς.
Το 1925 συμμετέχει μαζί με τους Μαξ Ερνστ, Χουάν Μιρό, Πάμπλο Πικάσσο και Ζαν Αρπ
στην πρώτη υπερρεαλιστική έκθεση που πραγματοποείται στο Παρίσι. Παράλληλα με τις
υπερρεαλιστικές φωτογραφίες του, το έργο του Μαν Ραίη περιλαμβάνει και μια πληθώρα
πορτρέτων, συμπεριλαμβανομένων και γνωστών καλλιτεχνών όπως του Ζαν Κοκτώ, του
Ανρί Ματίς καθώς και των υπερρεαλιστών Αντρέ Μπρετόν, Τριστάν Τζαρά, Μαρσέλ
Ντυσάν, Μαξ Ερνστ και άλλων.
Λουίς Μπουνιουέλ
(Luis Buñuel Portolés, 22 Φεβρουαρίου 1900 – 29 Ιουλίου 1983)
Ηταν ένας από τους μείζονες σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Συνδέθηκε με το κίνημα του
υπερρεαλισμού, ενώ κατόρθωσε με το έργο του να διαμορφώσει ένα προσωπικό
κινηματογραφικό ύφος. Πολλές από τις ταινίες του θεωρούνται σήμερα κλασικές. Εκτός
από τον " κινηματογραφικό αναρχισμό", ο Μπουνιουέλ είχε επίσης Αναρχικές πεποιθήσεις
και στα πολιτικά θέματα, κάτι που μπορεί να αντιληφθεί κάποιος κάλλιστα και από το
σύνολο της φιλμογραφίας του.
Την περίοδο 1917-1924 σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης όπου αρχικά –και
κατόπιν προτροπής του πατέρα του– στόχευε στην απόκτηση ενός διπλώματος
αγρονόμου μηχανικού. Στην πορεία άλλαξε προσανατολισμό και στράφηκε στη
μηχανολογία της βιομηχανίας, ενώ για ένα χρόνο εργάστηκε και στο Μουσείο Φυσικής
Ιστορίας της Μαδρίτης και ειδικότερα στον τομέα της εντομολογίας, όπου ο Μπουνιουέλ
είχε μεγάλη κλίση. Η τελευταία του στροφή σημειώθηκε με την απόκτηση διπλώματος
φιλοσοφίας με ειδικότητα στην ιστορία. Στη φοιτητική εστία του πανεπιστημίου γνωρίστηκε
–μεταξύ άλλων Ισπανών καλλιτεχνών– και με τον ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί καθώς και με
τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά.
Μετά τις σπουδές του ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη στο Παρίσι αν και οι
γνώσεις του γύρω από τη σκηνοθεσία και τις τεχνικές του κινηματογράφου ήταν ελάχιστες.
Η πρώτη του προσωπική κινηματογραφική απόπειρα εκδηλώθηκε με τον Ανδαλουσιανό
σκύλο, το 1929, μία ταινία μικρού μήκους, μόλις 17 λεπτών, αμιγώς υπερρεαλιστική. Το
σενάριο της ταινίας συνυπογράφει μαζί με τον Μπουνιουέλ και ο Νταλί. Η επόμενη ταινία
του Μπουνιουέλ ήταν η Χρυσή Εποχή (1930).
Ανδρέας Εμπειρίκος
(2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975)
Ηταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη
Μπράιλατης Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα
παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου
συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση,
κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931
εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα
ελληνικά γράμματα το 1935.
Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους
εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του
υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, πιστός στο κίνημα όσο κανένας άλλος Έλληνας
συγγραφέας, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο,
ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται ως
ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές», κατέχοντας περίοπτη θέση στον
ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το
έργο του. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο
Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα
πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που
προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό
τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.