Professional Documents
Culture Documents
Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
Αμήν.
«Παράτα μ’ ήσυχο!»
Ήταν μια κραυγή που γεννήθηκε βουβή στα βάθη του ύπνου,
όρμησε γοργά προς τα έξω, σαν στριγκλιά, με τη μορφή
παράφορης επιθετικότητας, κι έσβησε και χάθηκε σ’ ένα
ακατάληπτο παράπονο. Ήταν μια κραυγή πρωτόγονη, σαν μιας
βασανισμένης ψυχής, κατακλυσμένης από άπειρη διαμαρτυρία και
οδύνη.
2 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
«‘Ντάξει», μουρμούρισε.
Εκείνος άφησε την επίπληξη να πέσει κάτω. Δεν ήταν και πολύ
ομιλητικός. Επίσης έπαψε να την κοιτάζει παρακλητικά. Δεν
παραπονιόταν, κι η υπομονή του ήταν τρομερή, όπως και το
σχολείο όπου την είχε διδαχτεί. Τέλειωσε τον καφέ του, σκούπισε
το στόμα με την ανάστροφη του χεριού κι έκανε να σηκωθεί.
Το αγόρι δεν απάντησε και συνέχισε σταθερά τον δρόμο του. Στην
εργοστασιακή περιοχή πόρτες άνοιγαν από παντού και σύντομα
βρέθηκε στριμωγμένος μες στο πλήθος που προχωρούσε στα
σκοτεινά. Καθώς διέσχιζε την πύλη του εργοστάσιου, η σειρήνα
σφύριξε πάλι. Κοίταξε προς την ανατολή.
Έκατσε στη θέση του σε μια από τις πολλές, μακριές σειρές με τις
μηχανές. Μπροστά του, πάνω από ένα κουτί με μικρά μασούρια,
υπήρχαν μεγάλες μπομπίνες που περιστρέφονταν με πολύ μεγάλη
ταχύτητα. Πάνω σ’ αυτές, τύλιγε τα στριμμένα νήματα των μικρών
μασουριών. Η δουλειά ήταν απλή. Το μόνο που απαιτούσε ήταν
ταχύτητα. Οι μπομπίνες που άδειαζαν τα μασούρια ήταν πάρα
πολλές και τα μασούρια άδειαζαν τόσο γρήγορα που δεν υπήρχαν
στιγμές χαλάρωσης.
«Κοίτα καλά που το κάνει ο Τζώννυ – για’ δεν είσαι σαν κι αυτόν;»
ρώτησε ο ελεγκτής εξοργισμένος.
Ο Τζώννυ δεν έδινε σημασία σ’ όλα αυτά. Είχε τον τρόπο του να
δέχεται τα πράγματα. Εξάλλου, η επανάληψη φέρνει τη μονοτονία
και τη συγκεκριμένη σκηνή την είχε δει πολλές φορές. Του
φαινόταν το ίδιο ανώφελο ν’ αντιταχθεί στον επιτηρητή, όσο και ν’
αψηφήσει τη βούληση μιας μηχανής. Οι μηχανές ήταν φτιαγμένες
έτσι ώστε να λειτουργούν με συγκεκριμένους τρόπους και να
εκτελούν συγκεκριμένες εργασίες. Αυτό ίσχυε και για τον ελεγκτή.
«Λοιπόν. νεαρέ μου. θέλω να μου πεις την αλήθεια», είπε ή μάλλον
ούρλιαξε ο επιθεωρητής, σκύβοντας κοντά στο αυτί του παιδιού
για να τον ακούσει. «Πόσων χρονών είσαι;»
είχε ακούσει απ’ τα χείλια των διαφόρων επιστατών. Αφού είδε ότι
αυτό ήταν μάταιο κι έχοντας θυμηθεί την αξιοπρέπειά του,
ξανακλείστηκε σε ερμητική σιωπή.
πεζοπορία στο σκοτάδι κι η αχνή ματιά της μέρας πάνω απ’ τις
στέγες των σπιτιών, καθώς της γύριζε την πλάτη και περνούσε
κάτω απ’ την πύλη της φάμπρικας. Ήταν ακόμα μια μέρα σαν όλες
τις άλλες και ήταν όλες ίδιες.
Κι όμως, είχε υπάρξει ποικιλία στη ζωή του - κάθε φορά που
άλλαζε δουλειά ή που αρρώσταινε. Όταν ήταν έξι χρονών, ήταν
σαν πατέρας και μητέρα του Γουίλ και των υπόλοιπων παιδιών,
που ήταν ακόμα μικρότερα. Στα εφτά του πήγε στο εργοστάσιο -
τύλιγε μασούρια. Στα οχτώ του έπιασε δουλειά σε άλλο
εργοστάσιο. Η νέα του δουλειά ήταν εξαιρετικά εύκολη. Το μόνο
που έπρεπε να κάνει ήταν να κάθεται κάτω και μ’ ένα ξυλάκι στο
χέρι να καθοδηγεί ένα ρυάκι υφάσματος που κυλούσε μπροστά
του. Αυτό το υφασμάτινο ρυάκι έβγαινε απ’ το στόμιο μιας
μηχανής, περνούσε πάνω από έναν ζεστό κύλινδρο και συνέχιζε το
δρόμο του. Καθόταν, όμως, πάντα στην ίδια θέση, εκεί που δεν
έφτανε το φως της μέρας, από πάνω του ένα μπουρί εκτόξευε
υδρατμούς κι ο ίδιος αποτελούσε μέρος του μηχανισμού.
Ήταν πολύ χαρούμενος όταν είχε αυτή τη δουλειά, παρά τον υγρό
αέρα, γιατί ήταν ακόμα νέος κι είχε όνειρα και ψευδαισθήσεις. Και
τι υπέροχα όνειρα έκανε ενώ παρακολουθούσε το αχνιστό ύφασμα
να κυλά χωρίς σταματημό! Αυτή η εργασία, όμως, δεν
περιελάμβανε καμία άσκηση, ούτε απαιτούσε σκέψη κι έτσι
ονειρευόταν όλο και λιγότερο, ενώ το μυαλό του γινόταν ολοένα
και πιο ληθαργικό και νωθρό. Παρ’ όλα αυτά, έβγαζε δυο δολάρια
τη βδομάδα, και αυτά τα δυο δολάρια αντιπροσώπευαν τη
διαφορά μεταξύ της οξείας λιμοκτονίας και του χρόνιου
υποσιτισμού.
Στα εννιά του, όμως, έχασε αυτή τη δουλειά. Αιτία ήταν η ιλαρά.
Αφού ανάρρωσε, έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο γυαλιού. Ο
μισθός ήταν καλύτερος και η δουλειά απαιτούσε επιδεξιότητα.
Πληρωνόταν με το κομμάτι κι όσο πιο παραγωγικός ήταν, τόσο
περισσότερα λεφτά έβγαζε. Εδώ υπήρχε κίνητρο. Κι έχοντας
κίνητρο, εξελίχθηκε σε υποδειγματικό εργάτη.
Αλλά όλα αυτά ανήκαν στο απώτερο παρελθόν, όταν δεν ήταν
ακόμη πολύ μεγάλος και κουρασμένος για ν’ αγαπήσει. Επιπλέον,
εκείνη παντρεύτηκε και το μυαλό του έπεσε σε λήθαργο. Παρ’ όλα
αυτά, ήταν μια υπέροχη εμπειρία και συνήθιζε να τη σκέφτεται
συχνά, όπως άλλοι άντρες και γυναίκες αναπολούν την εποχή που
πίστευαν στις νεράιδες. Αυτός ποτέ του δεν είχε πιστέψει στις
νεράιδες ούτε στον Αϊ-Βασίλη. Είχε, όμως, πιστέψει ακράδαντα
στο χαμογελαστό μέλλον που είχε πλάσει η φαντασία του πάνω απ’
το ατμώδες υφασμάτινο ρυάκι.
Αντρώθηκε από πολύ νωρίς. Μπήκε στην εφηβεία στα εφτά, όταν
πληρώθηκε τους πρώτους του μισθούς. Τον κατέλαβε ένα
συναίσθημα ανεξαρτησίας κι η σχέση του με τη μητέρα του
άλλαξε. Κατά κάποιον τρόπο, ως βιοπαλαιστή και κουβαλητής,
ήταν μάλλον ίσα κι όμοια μ’ εκείνη. Ο ανδρισμός, στην πλήρη του
ακμή, τον βρήκε όταν ήταν έντεκα την εποχή που πήγε να
δουλέψει στη νυχτερινή βάρδια για έξι μήνες. Κανένα παιδί που
έχει κάνει νυχτέρι δεν παραμένει παιδί.
Είχαν συμβεί και κάποια σημαντικά γεγονότα στη ζωή του. Ένα
απ’ αυτά ήταν όταν η μητέρα του αγόρασε δαμάσκηνα
Καλιφόρνιας. Δύο άλλες εξαιρετικές περιστάσεις ήταν τότε που
τους έφτιαξε κρέμα κάσταρντ, από γάλα και αυγά. Αυτές ήταν
γλυκές αναμνήσεις. Και τότε η μητέρα του του είχε πει για ένα
εκστατικό φαγητό που θα έφτιαχνε κάποτε - το είχε πει «νησί που
αρμενίζει», «καλύτερο από κάσταρντ». Για πολλά χρόνια περίμενε
με ανυπομονησία τη μέρα που θα καθόταν στο τραπέζι με το νησί
που αρμενίζει μπροστά του, μέχρι που τελικά απώθησε αυτή τη
σκέψη στη λησμοσύνη των ανεκπλήρωτων ιδανικών.
Δεν είχε καμιά χαρά στη ζωή. Ποτέ δεν έβλεπε τη διαδοχή των
ημερών. Τις νύχτες κοιμόταν βαθιά σε μια νευρόσπαστη
ασυνειδητότητα. Τον υπόλοιπο καιρό δούλευε, με συνείδηση
μηχανική. Έξω απ’ αυτό, το μυαλό του ήταν ένα κενό. Δεν είχε
ιδανικά, αλλά μόνο μια αυταπάτη˙ ότι έπινε εξαιρετικό καφέ.
Ήταν ένα εργατικό ζώο. Δεν είχε καθόλου πνευματική ζωή. Κι
όμως βαθιά μέσα στις κρύπτες του μυαλού του εν αγνοία του,
ζύγιαζε κι εξέταζε κάθε λεπτό του μόχθου του, κάθε κίνηση των
χεριών του, κάθε τίναγμα των μυών του κι έκανε προετοιμασίες
για μια μελλοντική πορεία που θα εξέπληττε τον εαυτό του κι όλο
τον μικρόκοσμο του. Προς το τέλος της άνοιξης, γύρισε σπίτι απ’
τη δουλειά ένα βράδυ νιώθοντας πρωτόγνωρη κούραση. Μια
ενθουσιώδης προσμονή πλανιόταν στον αέρα καθώς έκατσε στο
τραπέζι, αλλά του πέρασε απαρατήρητη. Κοίταξε το φαγητό
κακόκεφος και σιωπηλός κι άρχισε να τρώει μηχανικά αυτό που
βρισκόταν στο πιάτο του. Τα παιδιά έβγαζαν επιφωνήματα
απόλαυσης και πλατάγιζαν τα χείλια τους. Αυτός όμως κώφαινε.
«Α», είπε.
Καθώς διέσχιζε την κουζίνα, ένιωθε τα ποδιά του, πιο βαριά απ’ ότι
συνήθως. Το να ξεντυθεί ήταν μια τιτάνια προσπάθεια, μια
τερατώδης ματαιότητα, κι έκλαψε αδύναμα σύρθηκε στο κρεβάτι,
με το ένα παπούτσι ακόμα στο πόδι.
Ήταν τόσο άρρωστος που δεν είναι ακόμα στα συγκαλά του»,
εξήγησε απολογητικά στον επισκέπτη.
Το επόμενο πρωί, όταν ζέστανε η μέρα, έκατσε στη θέση του στο
βεραντάκι. Αυτή τη φορά είχε μαζί του μολύβι και χαρτί και
συνέχισε με εκπληκτική προσήλωση, να παιδεύεται με τους
υπολογισμούς.
Την επόμενη μέρα. με την πρωινή σκοτεινιά, πήγε στο κρεβάτι του
να τον ξυπνήσει. Είχε χορτάσει ύπνο όλη την εβδομάδα και
ξύπνησε εύκολα. Δεν πάλεψε καθόλου κι ούτε αποπειράθηκε να
γαντζωθεί στα σεντόνια όταν τον ξεσκέπασε. Παρέμεινε
ξαπλωμένος και μίλησε ήρεμα. «Δεν έχει νόημα, μάνα».
«Θ’ αργήσεις», είπε, νομίζοντας ότι λέει κουταμάρες μες στον ύπνο
του.
«Ξύπνιος είμαι, μάνα και μην κουράζεσαι, σου λέω. Άσε μ’ ήσυχο,
καλύτερα. Δε σηκώνομαι με τίποτα»
Στις δέκα η ώρα ξύπνησε και ντύθηκε. Πήγε στην κουζίνα και
βρήκε τη μητέρα του με μια τρομαγμένη έκφραση στο πρόσωπο
της..
Μα δεν υπήρχε πικρία στη φωνή του. Ήξερε εδώ και καιρό τις
φιλοδοξίες της μητέρας του για τον νεαρότερο γιο, αλλά αυτή η
σκέψη δεν τον πονούσε πια. Τίποτα δεν είχε σημασία πια. Ούτε
καν αυτό.
«Τα ξέρω, μάνα, τα σχέδιά σου για τον Γουίλ - να τον κρατήσεις
στο σχολείο και να τον κάνεις λογιστή. Αλλά τώρα πια δεν έχει
σημασία. Παραιτήθηκα, θα πρέπει να δουλέψει».
Δεν απάντησε. Είχε πετάξει πάλι την ποδιά στο κεφάλι της και
πλάνταζε στο κλάμα. Ο Τζώννυ κοντοστάθηκε στην πόρτα.
Ήταν μακρύς ο δρόμος που ‘χε πάρει και δεν βιαζόταν. Πέρασε
μπροστά απ’ το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Το πνιχτό
βουητό των αργαλειών έφτασε στ’ αυτιά του και χαμογελάσει
Ήταν ένα ευγενικό, ευχάριστο χαμόγελο. Δεν ένιωθε μίσος για
κανέναν, ούτε καν για τις βροντερές, θορυβώδεις μηχανές. Δεν
είχε κακία μέσα του, τίποτα παρά μια υπερβολική δίψα για
ξεκούραση.