You are on page 1of 84

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μ Ο Ρ Ε Α Σ
Μ Π Ο Ν Τ Ε Λ Α Ι Ρ
Β Ε Ρ Λ Α Ι Ν
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

ΓΕΩΡ. ΣΗΜΗΡΙΩΤΗ

ΑΘΗΝΑΙ
1929
ΕΚΔΟΤΙΚΟΝ «ΦΟΙΒΟΣ»
Ἀθῆναι, Τύποις Παρασκευᾶ Λεώνη
JEAN MORÉAS
1856—1910

Ὁ J e a n Moréas (Ἰωάννης Παπαδιαμαντόπουλος) γεννήθηκε στήν Ἀ­


θήνα στίς 15 Ἀπριλίου 1856. Ὁ ἕνας παπποῦς του, ὁ Ναύαρχος Τομπά­
ζης κι' ὁ ἄλλος ὁ Παπαδιαμαντόπουλος, κοτζάμπασης τοῦ Μωριᾶ, πέθαναν
στήν πολιορκία τοῦ Μεσολογγιοῦ. Ὁ πατέρας του, εἰσαγγελεύς τοῦ Ἁρείου
Πάγου, καί ἡ μητέρα του, ἤτανε ἀπό τήν Πάτρα.
Ὁ Moréas σπούδασε στήν Ἀθήνα καί γράφτηκε στό Πανεπιστήμιο,
στή Νομική Σχολή. Πολύ νέος μόλις 18 χρονῶν ἔγραψε καί ἐξέδωσε ἑλ­
ληνικά τούς πρώτους του στίχους: «Τρυγόνες καί Ἔχιδνες». Ἡ φωτιά
τοῦ ταλέντου του καί ἡ λαχτάρα νά γνωρίσει καί νά ζήσει τή μεγάλη ζωή
γιά νά μπορέσει νά ἐκδηλωθῇ πνευματικῶς, τόν ἔκαναν ὅπως καί ἄλλους
μεγάλους Ἕλληνας καλλιτέχνας, νά ἐγκαταλείψει τήν Ἑλλάδα, ὅπου τό
ἀντιποιητικό κοινωνικό περιβάλλον τόν ἔπνιγε, καί νά φύγει στήν Εὐρώπη.
Ἐπεσκέφτηκε στήν ἀρχή τήν Ἰταλία καί τή Γερμανία καί ἀφοῦ ἔμεινε
γιά λίγο καιρό στήν Χαϊδελβέργη, στή Φραγκφούρτη καί τή Στουτγδάρη,
ἐπῆγε κατόπιν στό Παρίσι. Ἐκεῖ ἔμεινε μονάχα 10 ἑβδομάδες καί ξανα­
γύρισε στήν Ἑλλάδα. Ὕστερα ἀπό λίγα χρόνια ξανάφυγε γιά τό Παρίσι
ὅπου ἐγκατεστάθηκε ὁριστικῶς.
Ὁ Moréas ἄρχισε τό ποιητικό του στάδιο μέ τίς «Syrtes» πού ἐξέ­
δωσε τόν Νοέμβριο τοῦ 1884. Ἡ συλλογή του αὐτή ἔχει τήν ἐπίδραση τοῦ
Παρνασσισμοῦ καί τότε πού τήν ἔγραψε σχεδόν ὅλοι οἱ νέοι ποιηταί εἶχαν
ξεσπαθώσει γιά τό συμβολισμό. Ὁ Moréas ὅμως δέν ἄργησε νά τούς ἀ­
κολουθήσει μέ τή δεύτερή του συλλογή τις «Cantilènes» καί νά πετάξει
τό περίφημο ἐκεῖνο μανιφέστο πού ἔκανε τόσο θόρυβο. Μέ τό μανιφέστο
αὐτό ὑπερασπίζεται τό συμβολισμό. Ὁλόκληρη φάλαγγα ἀπό πενήντα
ποιητάς τόν χειροκροτεῖ, γίνονται μαθηταί του καί τόν ἀνακηρύττουν
πρίγκηπα τῆς Γαλλικῆς ποιήσεως. Ἀλλά δέν ἄργησε ν' ἀπογοητεύσει καί
ν' ἀπελπίσει τούς ὀπαδούς τῆς συμβολικῆς σχολῆς μέ τόν «Περιπαθή Προ­
σκυνητή» πού ἐξέδωσε κατόπιν. Στό ἔργο του αὐτό ὑποστηρίζει ἄλλες
ποιητικές ἀρχές καί ἱδρύει νέα σχολή, τή ρομανική. Τήν ὀνομάζει νέα
τέχνη, χωρίς σύμβολα, χωρίς μεταφορές, χωρίς βάρβαρα στολίδια λέξεων,
χωρίς μεταφυσική καί σκοτεινές ἐκφράσεις καί πρό πάντων τή θέλει νά
ἔχει μεγάλη ελευθερία στά μέτρα. Γυρεύει τώρα νά παρουσιάσει γυμνή τήν
ποιητική εἰκόνα, ὅπως τή συλλαμβάνει ἡ φαντασία του. Μά ὅλ' αὐτά δέ
βαστοῦν πολύ καί ἡ ποιητική του ἰδιοφυία τόν σπρώχνει ὅλο καί πιό
μπροστά στήν τελειότερη ἔκφραση καί μορφή. Καί ἔτσι μέ τήν «Ἐριφίλη»
τήν «Ἰφιγένεια» καί πρό πάντων μέ τίς «Στροφές» τό ἀριστούργημά του,
γίνεται πιά ὁ κλασσικός ποιητής πού ἐδημιούργησε ἕνα ἔργο πού θά ζήσει.
Στίς «Στροφές» τά ποιητικά του ὄργανα εἶναι πολύ ἁπλά καί οἱ ἐμπνεύσεις
του πιό βαθιές καί πιό ἥρεμες. Ὁ ποιητής ἔχει τήν ἰσορροπία καί τό συγ­
κρατημένο τῆς σκέψεως ὅπως οἱ αρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι. Συχαίνεται
τά βίαια αἰσθήματα καί πάθη καί δέν ἔχει ἀπολύτως καμμιά αἰσιοδοξία ἤ
ἀπαισιοδοξία. Ἄν καί ἡ βαθιά γνώση τῶν ἀνθρώπων καί τῶν πραγμάτων,
τόν κάνει νά κρούει μελαγχολικά τή λύρα του, δέχεται ὅμως μέ μιά ὑπε­
ρήφανη ἐγκαρτέρηση τά χτυπήματα τῆς μοίρας καί τῆς δυστυχίας καί δέν
τραγουδεῖ μέ λιγώτερο ἐνθουσιασμό τά δῶρα τῆς εὐτυχίας καί τό μεγαλεῖο
καί τή χαρά τῆς φύσεως. Στήν ὁριστική αὐτή μεταβολή τῆς ποιητικῆς
του διαθέσεως δυναμώνεται καί ἀπό τίς ἀναμνήσεις καί ἐντυπώσεις τῆς
ἀγαπημένης του ἑλληνικῆς γῆς. Πολλά ἀπό τά τελευταῖα του ποιήματα
πλημμυρίζουν ἀπό τή διαύγεια καί ἀπό ὅλη τή χάρη καί τή φυσική ὀ­
μορφιά τῆς Ἑλλάδος.
Μέ ποιές ξεχωριστές καί μαγικές χάρες, ρωτᾷ ὁ Paul Souchon, κα­
τώρθωσε ὁ Moréas ἀφοῦ πέρασε θάλασσες, χῶρες, κι' ὅλες τίς ποιητικές
σχολές : τόν ντεκαταντισμό, τόν παρνασσισμό, τό ρομαντισμό καί τό συμ­
βολισμό, νά μᾶς δώσει σχεδόν σέ ἡλικία πενήντα χρονῶν τίς «Στροφές»,
αὐτές τίς τόσο ἀνθρώπινες, τόσο ἁγνές καί τόσο ὑψηλές πού μᾶς φαίνονται
καί εἶναι πραγματικά θεῖες; ... Τί μᾶς νοιάζει ὅμως. Ἄς ἀφίσομε σέ ἄλ­
λους νά ἐξετάσουν τίς μεταμορφώσεις τοῦ ποιητοῦ. Ἔχομε ἕνα λουλούδι
μπροστά μας. Ἄς τό μυρίσομε. Κάθε «Στροφή» του εἶναι σάν ἕνα κρυ­
σταλλωμένο δάκρυ. Τί πολλά καί σπάνια πετράδια! Κανένας ἀπό τούς
ποιητάς μας δέν ἔχει τήν ποίησή του. Εἶναι ἡ πνοή τῆς Σαπφῶς καί
τῶν ἐλεγειακῶν Ἑλλήνων καί Λατίνων ποιητῶν πού ξαναζωντανεύεται
στόν Moréas.
Ὁ Moréas ἔλειψε ἀπό τήν Ἀθήνα εἵκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Στό διά­
στημα αὐτό τήν ἐπεσκέφτηκε δύο μονάχα φορές καί στήν τελευταία πα­
ρευρέθηκε στήν παράσταση τοῦ ἔργου του «Ἰφιγένεια» πού δόθηκε στό
Στάδιο ἀπό τό Σιλβαίν καί ὅπου ὁ ἑλληνικός λαός τόν καταχειροκρότησε.
Ἡ Γαλλική Κυβέρνηση τοῦ ἔδωσε τό παράσημο τῆς Λεγεῶνος τῆς Τιμῆς
καί τόν τίτλο τοῦ Γάλλου πολίτου.
Ὁ Moréas ἀπέθανε ἀπό καρδιακή προσβολή στίς 30 Μαρτίου 1910 στό
Παρίσι, στήν κλινική τοῦ S a i n t Mandé. Τήν κηδεία του παρηκολούθησαν
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῶν Γραμμάτων καί τῆς Καλλιτεχνίας. Οἱ τελευταῖες μέ­
ρες τοῦ ποιητοῦ ἤτανε ἀντάξιες σέ ὅλα μέ τό ὡραῖο καί ὑψηλό του ἔργο.
Οἱ πολλοί στενοί του φίλοι πού τόν ἔβλεπαν κάθε μέρα, τίς δυό βδο­
μάδες πού βάσταξε ἡ καρδιακή κρίση, διηγοῦνται ὅτι κουβέντιαζε ἥσυχα
γιά τό διαρκές καί ἀκούραστο πάθος τoυ, τήν ποίηση. Τίποτε ἄλλο δέ
συλλογιζόταν. Ἀπήγγελε ποιήματα τοῦ Ronsard, τοῦ Malherbe καί δικά
του. Ὅταν δέ ὁ Maurice Barrés, λίγες στιγμές πρίν ξεψυχήσῃ τόν ρώ­
τησε —Δάσκαλε ποιά εἶναι ἡ ποιητική σχολή πού πρέπει ν' ἀκολουθήσο­
με, ἐκεῖνος ἐγύρισε καί μ' ὅλη τή φωτεινότητα τοῦ πνεύματός του, ἔδωσε
τήν καλλίτερη ἀπάντηση πού θά μποροῦσε νά δώσῃ ποτέ ἕνας μεγάλος
ποιητής: «Δέν υπάρχουν, λέγει, σχολές στήν Τέχνη, ὑπάρχουν μόνον ὡ­
ραῖα καί ἄσκημα ποιήματα». Καί ἔτσι σάν ἕνας σοφός τῆς ἀρχαίας Ἑλ­
λάδος ἐπερίμενε κ' ἐδέχτηκε γαλήνια τό θάνατο καί τόν ἐξωράϊσε μέ τό
τραγούδι στό στόμα.
Σ Τ Ρ Ο Φ Ε Σ

Ωκαθάριοι
οὐρανέ ὁλαέρινε, φωτοπλημμυρισμένε,
κόρφοι τῶν γιαλῶν κι' ὁλόλαμπροι ἐκεῖ πέρα,
καπνέ, στήν ἀχυροσκεπή, ἀκύμανταὑψωμένε,
καί μαῦρα κυπαρίσσιαὀρθά μέσ' τό γαλάζιο αἰθέρα·

Κ' ἐσεῖς ἐλιές τοῦ Κηφισσοῦ,ὦ φύλλ' ἀπ'ἁρμονίες,


πού σᾶς θροεῖ τοῦ Σοφοκλῆ πνοή, μέ τίς πνοές,
ναοί, πού κι' ἄν σᾶς ρήμαξαν βαρβαρικές μανίες,
μόνο σεῖς μέσα κρύβετε τοῦ μέλλοντος αὐγές·

Πάρνη,Ὑμηττέ περήφανε, πού διώχνεις τά σκοτάδια,


κρατῶντας στίς ροδοπλαγιές τῆς μέρας τή λαμπράδα·
δέντρα, βουνά κι' ὁρίζοντες,ὡραῖοι γιαλοί, ρημάδια,
πιότερο σᾶς ἀγάπησα, τώρα πού σᾶς ξανάδα.
II

Σ ύνεφα, τώρα πούὄμορφη σᾶς περιζώνει μέρα,


κι' ὁἴσκιος σας στά νειόβγαλτα τά στάχυα πάνω πέφτει,
σεῖς πού μοῦ φαίνεστε ψηλά, στή γαληνιά τοῦ αἰθέρα,
καθώς καϊκάκια ὁλόλευκα, σέ θάλασσας καθρέφτη·

Σεῖς, πού σέ λίγο θἄχετε, γυρτά στά οὐράνια πλατιά,


τ' ἀγριωπό σκοτείνιασμα, πού ἡ θύελλα θά φέρει,
σᾶς συντροφεύει μου ἡ καρδιά,ὦ γοργά τ' ἀπείρου ἄτια !
αὐτή ἡ καρδιά πού μοιάζει σας καί πού κανείς δέν ξέρει.
ΙΙΙ

Σ τή χάρη μοιάζεις, ὦ κισσέ, βουκολικό στεφάνι,


μνημεῖα ἀρχαῖα σά σκεπάζεις !
Μ' ἀρέσεις κι' ὁλοτρόγυρα στό γέρικο πλατάνι,
τρελλά σάν τό σφιχταγκαλιάζεις.

Ὅμως μ' ἀρέσεις πιότερο, κισσέ, μουχρά, αἱματένια,


τά φῦλλα ὅπως κρεμνᾶς σέ βρύση,
κι' ἀφίνεις τό νερό νά κλαίει στή γούρνα τήν πετρένια,
ὁπού 'χει ἀπ τόν Καιρό ραΐσει.
IV

Σ κίζοντας ξάφνου τῆς βροχῆς τά νέφη τά θλιμένα,


στίς καστανιές πού ξεφυλλοῦν στή λιμνοσκοτεινάδα,
στά ὄψιμ' ἀνθοκήπια αὐτά, καί στή θωριά μου ἐμένα,
ἥλιε φθινοπωρνέ, κι'ὠχρός, παντοῦ σκορπᾶς γλυκάδα.

Ἥλιε! τί θέλεις ἀπό μᾶς ; ἄσ' τἄνθος πιά νά λείψει!


τά φῦλλα, πού σαπίζουνε, τ' ἀέρι νά τά σηκώνει!
ἄσ' τά νερά στή σκοτεινιά, ἄσ' καί σ' ἐμέ τή θλίψη,
πού τήν ψυχή, τή σκέψη μου, θρέφει καί δυναμώνει.

Σ άστήθἄρθει τό φθινόπωρο καί κούφια φῦλλα ρίξει


γοῦρνα τοῦ νερόμυλου, ποὔχει μισογκρεμίσει,
στίς πόρτες του τίς ἀνοιχτές ὁ ἀέρας σά σφυρίξει,
καί στ' ἄδειο, πού ἡ μυλόπετρα τοῦ κάκου εἶχε γυρίσει,

Θά πάω καί πάλι μοναχός νά γύρω ἐκεῖ κοντά του,


στόν τοῖχο, πού ὁ γέρο-κισσός μιά κοκκινάδ' ἀφίνει·
κι'ὥρα πολλά μέσ' τά ψυχρά καί θλιβερά νερά του,
θά δῶ μέ τήν εἰκόνα μου, κι' ὁἥλιος χλωμός, νά σβύνει.
VI

Μ όνος καί σκεφτικός ἐγώ, τό δρόμο θά τραβήξω,


κάτω ἀπ' τούς κρύους οὐρανούς πού πλέον χαρά δέ δείχνουν·
καί μέ καρδιά πονετική, στά χέρια θα βαστάξω,
τά φῦλλα τοῦ φθινοπώρου πού κούφια οἱ λεῦκες ρίχνουν.

Θά ἀκούσω τό ψιθύρισμα τῆς αὔρας, τῶν πουλιῶν,


καθώς πετοῦνε στούς ἀγρούς, πού ἐκεῖ βραδυάζει τώρα.
Στό ἔρμο λειβάδι, τἄχαρο, στή θλίψη τῶν νερῶν,
τό θάνατο καί τή ζωή θά ἀνειρευτῶ πολληώρα.

Τά σύνεφα θά σταματοῦν ἀπ' τοῦ βορριᾶ τόν πάγο,


καί στήνὀμίχλη θά σβυστῆ τό δεῖλι ἀγάλια-ἀγάλι.
Τότε ἀπ' τήν κούραση βαρύς, χάμου θά γύρω πάλι,
κ'ἥσυχος τό πικρό ψωμί θά κόψω γιά νά φάγω.
VII

Μ ήμιάλέτε πώς φαιδρό ἡ ζωή γλέντι 'ναι ἀπ' ἄκρη ὡς ἄκρη·


τέτοια σκέψη σ' ἄμυαλον ἤ σέ χυδαῖο ταιριάζει·
καί προπαντός μή λέτε, μή, πώς εἶν' αἰώνιο δάκρυ·
αὐτό 'ναι θάρρος ἄσκημο πού γρήγορα κουράζει.

Γελᾶτε ὅπως τήν ἄνοιξη σειοῦνται τά κλώνια μόνο·


κλάψτε σάν κῦμα, σά βορριᾶς στ' ἀκρόγιαλα τριγύρου
χαρῆτε κάθε μιά ἡδονή, νοιώσετε κάθε πόνο,
καί πῆτε : εἶναι πολύ ἄν κι' αὐτό, εἶναι σκιάὀνείρου.
VIII

αῖρε!» σφυρίζ' ἡ μηχανή καί τόν καπνό της χύνει·


«
Χτραῖνο περνάει στή νυχτιά ἤ ἄγκυρα πλοῖο σηκώνει·
τόἴδιο 'ναι! πᾶν, ἔρχονται, τό κῦμα «χαῖρε!» ἀφίνει,
εἴτε τραβάει γιά πέλαγο, εἴτε στεριά σιμώνει.

Θ' ἀνοίξουν, θά τά κόψουμε τά ρόδα ὅλα πού θέμε·


θά πέσουν ἕνα-ἕναὠχρά τά φῦλλα στό περβόλι.
Σέ θάνατο καί σέ ζωή «χαίρετε!» πάντ' ἄς λέμε,
κι'ὡσάν τήν εὐτυχία περνᾶ κ' ἡ δυστυχία μας ὅλη!
IX

Π ότε πιά κάθε ἀνώφελη φροντίδα ἐγώ θ' ἀφίσω,


τήν πλήξη τήν καθημερνή, μιᾶς πόλης φρενιασμένης,
νά πάω στά δάση, στῆς δροσιᾶς τ' ἄσυλα, νά γνωρίσω
τόν ἑαυτό μου, στίςὀχτιές λίμνης φωτολουσμένης!

Μά πιότερο, νάὀνειρευτῶ θἄθελα στούς γιαλούς σου,


θάλασσα, λίκνο ὁλόγλυκο τῶν παιδικῶν μου χρόνω.
Ν' ἀκούσω οἱ γλάροι οἱ ἄγριοι νά σκούζουν στούς ἀφρούς σου,
κ' ἡἅρμη τῶν κυμάτων σου νά μέ δροσίσει μόνο.

Ὁ πρώϊμος χειμῶνας, ἄ! μή θά ξαφνιάσει ἐμένα;


ὅλα τά δῶρα τ' Ἀπριλιοῦ τἄχω πιά σπαταλήσει·
σταφύλι ἀπ' τό φθινόπωρο δέν τρύγησα κανένα,
κι' ἄλλοι τά πλούσια στάχυα μου τά ἔχουνε θερίσει.
Χ

Μ όν' oἱ νεκροί μ' ἀκοῦν ἐμέ, καί μέσ' τούς τάφους γέρνω·
κι'ὥς πού νά σβύσω θἆμ' ἐχθρός στόνἴδιον ἑαυτό μου.
Σ' ἀχάριστους πάει ἡ δόξα μου, σέὄρνια τό σπαρτό μου,
καί δίχως νά θερίσω ἐγώ ποτές,ὀργώνω, σπέρνω.

Μά δέ θά παραπονεθῶ : μέ νοιάζ' ἡὀργή σου Μοῖρα,


τ'ὀνείδισμα κ' οἱ προσβολές τάχα, κ' ἡ καταφρόνια,
ἀφοῦ καθώς ἀγγίζω σε,ὦ Ἀπολλώνια λύρα,
πάντα καί πιό σοφή ἀντηχεῖς, καθάρια κ' ἐναρμόνια;

XI

Σ τῆς νειότης τό χρυσό καιρό,ὦ Λύρ'ἁρμονικιά μου,


σάν κάτω ἀπ' τἄνθια τό νερό, τραγούδαγε ἡ φωνή σου·
μά τώρ' ἄχ, παραλήρημα μοιάζουν οἱ στεναγμοί σου,
ματώνουν στίς χορδές σου πιά, τά κρύα δάχτυλά μου.

Τό ποταμάκι τόἥσυχο καί τό φωτολουσμένο,


τόν οὐρανό καί τά πουλιά,ὦ Λύρα, καθρεφτίζει·
μά τό νερό πού, ρέοντας, τήν πέτρα τρώει καί σκίζει
στά βάθη σκοτεινῆς σπηλιᾶς, εἶναι πιό μαγεμένο.
CANTILENES

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Τ όκ-τόκ, τόκ-τόκ,—καρφώνει βιαστικός,


τόκ-τόκ, νεκροκρεββάτια ὁ μαραγκός.

«Καλέ τεχνίτη καί μάστορά μου,


ἀπό καρύδι γιά 'πό ἐλάτι,
κόψε μεγάλο νεκροκρεββάτι,
νά βάλω μέσα τόν ἔρωτά μου».

Τόκ-τόκ, τόκ-τόκ,—καρφώνει βιαστικός,


τόκ-τόκ, νεκροκρεββάτια ὁ μαραγκός.

«Νἆναι στρωμένο κι' ἀπ' ἄσπρ' ἀτλάζια,


σάν τά δοντάκια της στ'ὡραῖο στόμα,
καί νἄχει φιόγκους μ' ἐκειό τό χρῶμα
ποὔχουν τά μάτια της τά γαλάζια».

Τόκ-τόκ, τόκ-τόκ,—καρφώνει βιαστικός,


τόκ-τόκ, νεκροκρεββάτια ὁ μαραγκός.

«Κεῖ κάτου, κάτου στά ρεμμολίθια,


κεῖ στά δροσᾶτα πλατάνια πλάϊ,
τότε πού ὁ κοῦκος λαλεῖ τό Μάη,
ἄλλος τῆς φίλησε τ' ἄσπρα στήθεια».

Τόκ-τόκ, τόκ-τόκ,—καρφώνει βιαστικός,


τόκ-τόκ, νεκροκρεββάτια ὁ μαραγκός.

«Καλέ τεχνίτη καί μάστορά μου,


ἀπό καρύδι γιά 'πό ἐλάτι,
κόψε μεγάλο νεκροκρεββάτι,
νά βάλω μέσα τόν ἔρωτά μου».
ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΑ ΠΛΟΥΣΙΑ ΣΑΣ ΜΑΛΛΙΑ...

Κ άτω ἀπ' τά πλούσια σας μαλλιά, μικροῦλες μου νεράϊδες


μέ τραγουδήσατε γλυκά-γλυκά ἀποκοιμισμένο,
κάτω ἀπ' τά πλούσια σας μαλλιά, μικροῦλες μου νεράϊδες
μέσα στό δάσος τ'ὄμορφο καί τ' ἀπομαγεμένο.

Μέσα στό δάσος τ'ὄμορφο, μέσ' τίς γιορτές στή φύση,


πονετικά μου πνεύματα, τήνὥρα πού κοιμόμουν,
πνεύματα, μέ τά χέρια σας μοῦ εἴχατε χαρίσει,
χρυσή κορῶνα, ἀλλοίμονο! τήνὥρα πού κοιμόμουν.

Ξέρω ἀπό κεῖνο τόν καιρό καί μάγια, βρόχια λέω,


κορῶνες ποὖναι ὁλόχρυσες, τραγούδια μέσ' τό δάσος.
Ὅμως σάν τό μικρό παιδί πιστεύω καί τά κλαίω,
καί θἄθελα νά κοιμηθῶ καί πάλι μέσ' τό δάσος,

ἀδιάφορο πώς μάγια πιά καί βρόχια ἐγώ τά λέω.


1

CHARLES BAUDELAIRE
1821 - 1867

Ὁ Baudelaire γεννήθηκε στό Παρίσι. Ὁ πατέρας του


ἦταν ἀριστοκράτης καί πολύ μορφωμένος ἄνθρωπος. Ἡ
μητέρα του, ὅταν ἀπέθανε ὁ πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε
τόν στρατηγό Aupik. Μαθητής ἀκόμα, ἄρχισε νά καταγί­
νεται μέ τή φιλολογία καί οἱ γονεῖς του γιά νά τόν ἀπο­
σπάσουν ἀπό τήν ἐπικίνδυνη αὐτή κλίση του, τόν ἔστει­
λαν σέ ἡλικία 22 χρονῶν στάς Ἰνδίας γιά νά ἐμπορευθῇ.
Ἐκεῖ ὅμως ἀντί ν' ἀσχοληθῇ μέ τό ἐμπόριο, ἄρχισε νά
μαγεύεται ἀπό τήν ὀμορφιά τῶν παραδόξων αὐτῶν τόπων
μέ τίς γιγαντιώδεις βλαστήσεις, πού ἔτσι μεγαλόπρεπα
ἐζωγράφισε κατόπιν στά ποιήματά του. Ἡ ἀποτυχία του
στό ἐμπορικό στάδιο, τόν ἔκανε νά ξαναγυρίσῃ στό Πα­
ρίσι. Ὁ μόνος θησαυρός πού ἔφερε μαζύ του ἀπό τό τα­
ξείδι ἦταν μιά μελαψή καλλονή τῶν Ἰνδιῶν πού τήν
ἐτραγούδησε σέ μερικά του ποιήματα. Ἀπό τήν ἐποχή
αὐτή ἀρχίζει καί τό ποιητικό στάδιο τοῦ Baudelaire. Ἡ
μικρή του, στήν ἀρχή φήμη, προσείλκυσε ἀμέσως στό κομ­
ψό διαμέρισμα τοῦ Πιμοντάν, ἐκλεκτούς ποιητάς καί καλ­
λιτέχνας καθώς καί ἀρκετές διανοητικές γυναίκες τοῦ Πα­
ρισιοῦ. Ὅπως δέ ἀναφέρει ὁ ποιητής Gautier, ὁ ξεχωρι­
στός φίλος τοῦ Baudelaire, ἡ φήμη του αὐτή δέν εἶχε πε­
ράσῃ ἀκόμα τά στενά ὅρια τοῦ καλλιτεχνικοῦ αὐτοῦ κύ­
κλου, ὅταν ὁ ποιητής παρουσιάστηκε μιά μέρα στό πολύ
κοινόν κρατώντας τήν ποιητική ἀνθοδέσμη τῶν «Ἀνθέων
τοῦ Κακοῦ». Καμμιά ἴσως ἄλλη ποιητική συλλογή—καί
εἶναι ἡ μόνη ἔμμετρη πού ἔγραψε ὁ Baudelaire—δέν ἔκανε
τόσο θόρυβο στό Παρίσι. Καί βέβαια, δέν εἶχε ἄδικο ὁ
Hugo νά πῆ σάν τήν πρωτοδιάβασε ὅτι φέρνει στήν Ποίηση
μιά «καινούργια ἀνατριχίλα». Τά ποιήματα καί τά σονέτα
τῶν «Ἀνθέων τοῦ Κακοῦ», μέ τούς φωτεινούς καί μεγαλο­
πρεπεῖς στό βάδισμα στίχους καί μέ τή σπανία ἐκλογή
τῶν λέξεων, εἶναι, λέγει ὁ Gautier, σάν τά πολύτιμα
ἐκεῖνα πετράδια, πού μονάχα ἕνας μεγάλος τεχνίτης θά
μποροῦσε νά κατεργασθῆ καί νά δέσῃ ἔτσι σοφά καί ἁρ­
μονικά, γιά νά κάνῃ τά λεπτεπίλεπτα βραχιόλια, τά πε­
ριδέραια καί τά διαδήματα πού ἐστόλισε μ' αὐτά ὁ B a u ­
delaire τή Μούσα. Ἐκτός τῆς συλλογῆς τῶν «Ἀνθέων
τοῦ Κακοῦ» ὁ Baudelaire ἔγραψε καί τά «Μικρά Πεζά
Ποιήματα». Δέ θέλησε ν' ἀφίσῃ περισσότερα ἔργα, γιατί
ἦταν ἀπό τούς ποιητάς ἐκείνους πού σέβονται τήν Τέχνη
κι' ἔχουν πάντοτε στό νοῦ, τό Ἑλληνικό ρητό «οὐκ ἐν τῷ
πολλῷ τό εὖ». Γενικά ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει κυρίως,
μαζύ μέ τήν ὀμορφιά, τή γλυκύτητα, τή σκέψη καί τή
χάρη τῶν στίχων τοῦ Baudelaire, εἶναι καί ὁ θρηνητι­
κός τόνος, ὁ σαρκασμός καί οἱ παροξυσμοί τῶν Spleen
καί τῆς ἀπελπισίας, ἀπό τά ὁποῖα ὑπέφερε, ὄχι φανταστι­
κά ἀλλά πραγματικά ὁ Baudelaire. Ἴσως δέ τά τρικυμιώδη
του πάθη καθώς καί ἡ μεγάλη του ἀγάπη καί ἀηδία μαζύ,
γιά τή ζωή, τόν ἔκαναν στό τέλος νά γίνῃ καί ὀπιομανής.
Ἡ ὑγεία τοῦ Μεγάλου Ποιητοῦ προσεβλήθη κατά τό
1867 ἀπό προϊούσα παράλυση καί πέθανε ὕστερα ἀπό λί­
γους μῆνες.
ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

ἀνοησία, τ'ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κ' ἡ πλάνη,


κυριεύουνε τή σκέψη μας καί φθείρουν τό κορμί μας,
κ' εὐχάριστα λές θρέφουμε τίς τύψεις στήν ψυχή μας,
καθώς πού θρέφουν πάνω τους τίς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.

Φταῖχτες, καί στή μετάνοια ἄναντροιὥς τήν ἄκρηα,


πληρώνουμε πολύ ἀκριβά κάθε μετανοιωμό μας,
καί ξαναμπαίνουμ' εὔκολα στό βοῦρκο τόν παληό μας,
θαρρώντας πώς ξεπλαίνεται μέ τά δειλά μας δάκρυα.

Στό προσκεφάλι τοῦ Κακοῦ ὁ Σατανᾶς γερμένος,


αἰώνια μές τά μάγια του τό νοῦ μας νανουρίζει·
τήν πιό ἀτσαλένια θέληση μέ μιᾶς τήν ἐξατμίζει
αὐτός ὁ μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.

Ὁ Διάβολος, τό νήμ' αὐτός κρατᾶ πού μᾶς κινάει !


Τά πράμματα τά βρωμερά πιότερο τ' ἀγαπᾶμε·
κι' ὅλο καί πρός τήν Κόλαση κάθε στιγμή τραβᾶμε,
μέ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στό σκότος πού βρωμάει.
Σάν τόν ξενύχτη τό φτωχό πού πέφτει καί δαγκώνει
μιᾶς γρηᾶς πόρνης ἀγκαλιά πολυμαρτυρισμένη,
κλεφτᾶτ'ἁρπάζουμε κ' ἐμεῖς καμμιά ἡδονή θλιμένη,
πού σφίγγουμε στά στήθια μας καθώς σαπιολεμόνι.

Σάν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,


μές τό μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τά πλήθη,
κι' ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στά στήθη,
σάν ἄϋλος ποταμός κυλᾶ, σιωπηλά θρηνῶντας.

Ἄν τό φαρμάκι, ἄν ἡ φωτιά, ἡ βία καί τό μαχαίρι,


δέν ἔχουνε τά φανταχτά κεντίδια ἀκόμα κάνει
πάνω στῆς παναθλίας μας μοίρας τό καμβοπάνι,
εἶναι πού λείπει ἀπ' τήν ψυχή τό θάρρος κι' ἀπ' τό χέρι.

Μά μές τούς λύκους, τούς σκορπιούς, τά φείδια, τά τσακάλια,


τούς πάνθηρες, τούς πίθηκους, τούς γύπες, τά θηρία,
πού γρούζουν, σέρνουντ', ἀλλυχτοῦν κι' οὐρλιάζουν μέ μανία
μές τῶν παθῶν μας τ' ἄτιμο κλουβί, προβαίνει ἀγάλια,

Κάποιο θεριό πιό βρώμικο τήν ἀσκημιά νά δείξη!


Κι' ἄν δέ σαλεύει κι' οὔτε ἀκούει κανείς τό μουγγριτό του,
ὅλη τή γῆς θά ρήμαζε, καί στό χασμουρητό του,
θἄθελε νά κατάπινε τόν κόσμο —αὐτό 'ναι ἡ Πλήξη!

Πού δακρυσμένη ἀθέλητα, στό βλέμμα της κοιτάζεις,


καπνίζοντας τήν πίπα της κρεμάλες νά στυλώνη.
Καί ξέρεις ἀναγνώστη αὐτό τό τέρας πῶς δαγκώνει!
—Ὦ ἀναγνώστηὑποκριτή, —ἀδέρφι πού μοῦ μοιάζεις!
Η ΟΜΟΡΦΙΑ

άνὄνειρο μαρμάρινο, ἔτσ' εἶμ'ὡραία,ὦ φίλοι!


Τά στήθια μου πού πάνω τους τσακίζουντ' ὅλοι, ἐκπνέουν,
πανεύμορφα πλαστή κάνε στόν ποιητή νά ἐμπνέουν
κάποιαν ἀγάπη σιωπηλή κ' αἰώνια σάν τήνὕλη.

Σά σφίγγα ἀκατανόητη στούς οὐρανούς καθίζω·


λευκή σάν κύκνος, μέ καρδιά 'πό χιόνι καμωμένη·
ἐχτρεύουμαι τήν κίνηση πού τή γραμμή ἀσκημαίνει
κι' οὔτε γελάω ἐγώ ποτές οὔτε ποτές δακρύζω.

Οἱ ποιητές, τίς φανταχτές πόζες μου σάν κοιτᾶνε,


πού λές στά πιό περήφανα μνημεῖα τίς λαξεύουν,
μέρα καί νύχτα τρώγουνται για νά τίς μελετᾶνε.

Γιατί τούς ἐραστές μου αὐτούς κάνω καί τούς μαγεύουν


κάτι καθρέφτες διάφανοι πού ὅλα πιό ὡραῖα τά δείχνουν :
Τά μάτια, τά θεῖα μάτια μου πού φῶς αἰώνιο ρίχνουν!
ΠΕΤΑΓΜΑ

Π άνω από λίμνες, θάλασσες, πάνω ἀπ' τίς λαγκαδιές,


πάνω ἀπ' τά δάση, τά βουνά, τά νέφη, τούς ἀγέρες,
πάνω ἀπ' τόν ἥλιο τό χρυσό, πάνω ἀπό τούς αἰθέρες,
καί πάνω ἀπό τίς κάταστρες τοῦ σύμπαντος κορφές.

Ἡ σκέψη μου ἀνυψώνεται, πλανιέται φτερωτή,


καί σάν καλός κολυμπητής πού στό νερό ξαπλώνει,
μέ μιά ἀναγάλια τ' ἀπείρου τά τρίσβαθ' αὐλακώνει,
καί μέ μιά πρωτονόητη κι' ἀντρίκιαν ἡδονή.

Πέτα 'πό τά μιάσματα τῆς νέκρας μακρυά,


πήγαινε νά καθαριστῆς μές τόν οὐράνιο αἰθέρα
καί πιές σάν καθαρό πιοτό καί θεϊκό ἐκεῖ πέρα,
τό φῶς πού πλημμυρίζειἁγνό καί διάφανο ψηλά.

Πέρ' ἀπ' τίς πλῆξες τίς βαρυές, τίς θλίψες τίς τρανές,
ὅπου βαραίνουνε φριχτά τή σκοτεινή μας ζήση,
καλότυχος ὅποιος μπορεῖ γοργά νά φτερουγίση,
καί στίς γαλήνιες νά ριχτῆ καί φωτεινές μεριές!

Ὅποιος μέ σκέψεις ποὔχουνε φτερά κορυδαλῶν,


πρός τά οὐράνια κάθε αὐγή ἐλεύθερα πετάει,
—πού πάνω ἀπ' τή ζωή τραβᾶ κι' ἀκούραστα γροικάει
τό μίλημα τῶν ἄφωνων κόσμων καί λουλουδιών!
Η ΑΙΜΑΤΟΡΟΥΦΗΧΤΡΑ

σύ, πού μπῆκες σά μιά μαχαιριά,


μές τήν καρδιά μου τή θρηνοδαρμένη
Ἐσύ, πού σά δαιμόνων μυρμηγκιά,
ἦρθες φριχτή, τρελλή καί στολισμένη,

Στό πνεῦμα μου ποὖχε ταπεινωθῇ,


κατοικία νά κάνης το καί κοιτίδα·
—Ἄτιμη! πού μαζύ σου ἔχω δεθῆ
σάν ὁ κατάδικος στήνἁλυσίδα,

Σάν ἕνας χαρτοπαίχτης στό χαρτί,


σάν ἕνας μεθύστακας στήν μποτίλλια,
σύ στό ψοφήμι σκουληκιῶν τά χείλια,
—Κατάρατη, κατάρατη ἐσύ!

Ἱκέτεψα τό κοφτερό σπαθί,


νά μοῦ χαρίση τήν ἐλευτεριά μου·
κ' εἶχα στό δολερό φαρμάκι πῆ,
νά βοηθήσῃ μου τήν ἀτολμιά μου.

Ἀλλοίμονο! φαρμάκι καί σπαθί,


εἶπαν μέ περιφρόνηση σ' ἐμένα:
«Δέν πρέπει νά ξεσκλαβωθῆς ἐσύ,
ἀπ' τά δεσμά σου τά καταραμένα.

Ἄμυαλε! γιά νά σπάσῃς τά δεσμά,


κ' ἐμεῖς ἄν βοηθούσαμέ σε ἀκόμα,
ξανά θ' ἀνάσταινες μέ τά φιλιά,
τῆς αἱματορουφήχτρας σου τό πτῶμα!»
ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

έ τά φρύδια σά σουφρώνεις
κ' ἔτσι τή ματιά σου ἀλλάζεις
ἄν καί μ' ἄγγελο δέ μοιάζεις,
μάγισσα πού μέ σκλαβώνεις,

Σέ λατρεύω μέ λατρεία
τέτοια, κ' ἔρωτος μιά τρέλλα,
ὅπως,ὦ τρελλή κοπέλλα,
ὁ παπάς τήν Παναγία!

Μόσχους ραίνουν στή δετή σου


κόμη, οἱ ἐρημιές, τά δάση,
καί μυστήριου παίρνει στάση,
κ' αἰνιγμά του ἡ κεφαλή σου

Τό κορμί κ' ἡ ἀνασαμιά σου,


θυμιατοῦ σκορπᾶ εὐωδία,
σέρνει σά βραδυοῦ μαγεία,
ἡ νεράϊδινη ἀγκαλιά σου.
Ἄ! ποιό φίλτρο παραβγαίνει
τό φιλί σου πού λιγώνει;
καί τό χάδι ξέρεις μόνη,
ὅπου καί νεκρό ἀνασταίνει!

Εἶν' οἱὦμοι ἐρωτεμένοι,


μέ τούς κόρφους, τά πλευρά σου·
καί μεθᾶς τά στρώματά σου
σάν ξαπλώνεις λαγγεμένη.

Κάποτε γιά νά δαμάζης


κάποια λύσσα μυστική σου,
σοβαρή, μέ τό φιλί σου,
καί τό δάγκωμά σου βάζεις.

Πῶς μέ σφάζει, μελαψή μου,


ἡ μαργιόλικιά σου χάρη,
πρίν νά ρίξης σά φεγγάρι,
γλυκό βλέμμα στήν ψυχή μου.

Κάτω ἀπ' τἄσπρο σου σκαρπίνι,


κι' ἀπ' τό πόδι σου κυρά μου,
μοῖρα, δόξα καί χαρά μου,
ἄχ! καί τήν καρδιά καί κείνη,

Βάζω ἐγώ, τή γιατρεμένη,


ἀπό σένα, φῶς, μαγεία,
καί καλοκαιριά χυμένη
στή φριχτή μου Σιβηρία!
Ο ΕΧΘΡΟΣ

λη μου ἡ νιότη πέρασε καθώς μιά μαύρη μπόρα,


χρυσοσκισμένη ποῦ καί ποῦ ἀπ'ἥλιους στραφτερούς
κ' ἔτσι ἡ βροχή τή ρήμαξε κι' ὁ κεραυνός πού τώρα,
λίγους μές τό περβόλι μου βρίσκω καρπούς γερούς.

Καί νά πού τοῦ φθινοπώρου σίμωσα τ' ἀκρογιάλι,


καί πρέπει πιά νά βάλω 'μπρός τό φτιάρι, τό τσαπί,
τήν πλημμυροχωμένη γῆς νά μεταφτιάσω πάλι,
πού ἄνοιξαν λάκκοι ἀπ' τά νερά, βαθεῖς σάν τάφοι ἐκεῖ.

Καί ποιός ξέρ' ἄν τά λούλουδα τά νέα πού ἐλπίζω ἀκόμα


θά βροῦν στό ξεπλυμένο αὐτό σάν ἀκρογιάλι, χῶμα,
τήν κρύφια θροφή ποὔδινε μιά δύναμη σ' αὐτά;

—Ὦ πόνε! πόνε! Ὁ Καιρός τρώει τή ζωή, τή λυώνει,


κι' ὁ σκοτεινός αὐτός ἐχθρός, πού τήν καρδιά μασσᾶ,
ἀπ' ὅσο αἷμα χάνουμε, ἀνθεῖ καί δυναμώνει!
SEMPER EADEM

οῦθε ἡ ἀλλοιώτικη, ἔλεγες, ἡ λύπη αὐτή σέ πιάνει,


πού λούζει σάν τή θάλασσα τό βράχο τό γυμνό;»
—Ἅμα ἡ καρδιά μας μιά φορά τόν τρύγο της τόν κάνει,
νά ζῇ κανείς εἶν' ἄσκημο, τό ξέρουν ὅλοι αυτό.

Πόνος πολύἁπλός εἶναι, δέν εἶναι κρύφιος, ἔλα!


σάν τή δική σου τή χαρά φαίνεται στή στιγμή.
Πάψε λοιπόν νά μέ ρωτᾶς, περίεργη κοπέλλα,
κι' ἄν κ' ἡ φωνή σου εἶναι γλυκιά,ὡραία μου, σώπα ἐσύ!

Σώπαινε, ἀνίδεη ψυχή, μ' ὅλα ξετρελλαμένη!


στόμα μέ γέλοιο παιδικό! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι δεμένοι
πιότερο μέ τό Θάνατο παρά μέ τή Ζωή.

Ἄς τήν καρδιά μου, ἄς τηνα στό ψέμμα νά μεθύσῃ!


στοῦὡραίου ματιοῦ σου τ'ὄνειρο τ'ὡραῖο ν'ἁρμενίση,
καί στῶν βλεφάρων σου τή σκιά πολύ νάὀνειρευτῆ!
ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

ενήτρα κάθε θύμησης, στίς ἐρωμένες πρώτη!


Σύ, ὅλες μου οἱ χαρές μαζύ καί κυβερνήτρα σ' ὅλα!
θά θυμηθῆς τά χάδια μας, τή γλύκα κι'ὡραιότη
στό τζάκι ἐκεῖ, καί τίς βραδυές μέ μάγια φεγγοβόλα,
γενήτρα κάθε θύμησης, στίς ἐρωμένες πρώτη!

Τά βράδυα ποὔλαμπε ἡ φωτιά στό τζάκι τῆς φωληᾶς σου


καί τά ροδαχνοσκέπαστα τά βράδυα στό μπαλκόνι·
πόσο γλυκιά ἡ ἀγκάλη σου! καλή 'ταν ἡ καρδιά σου!
λογάκια πού δέ σβοῦν ποτέ συχνόπαμε 'κεῖ μόνοι,
τά βράδυα ποὔλαμπε ἡ φωτιά στό τζάκι τῆς φωληᾶς σου.

Ὁἥλιος! πόσο εἶν'ὄμορφος στά θερινά τά βράδυα!


καί πόσ' ὁ οὐρανός βαθύς! γερή ἡ καρδιά μας πόσου!
Στήν ἀγκαλιά σου γέρνοντας,ὧ ρήγισσα στά χάδια!
θαρροῦσα πώς ἐμύριζα τά μῦρα τοῦ αἵματός σου.
Ὁἥλιος! πόσο εἶν'ὄμορφος στά θερινά τά βράδυα!
Ἔπεφτ' ὁἴσκιος τῆς νυχτός σάν πέπλο στά κλαδάκια,
καί μές τά σκότη ἐμάντευα τίς κόρες τῶν ματιῶν σου·
κ' ἔπινα τίς ἀνάσες σου,ὦ γλύκες,ὦ φαρμάκια!
καί κοίμιζα στά χέρια μου τά κάλλη τῶν ποδιῶν σου,
κ' ἔπεφτε ὁἴσκιος τῆς νυχτός σάν πέπλο στά κλαδάκια.

Ξέρω τήν τέχνη νά καλῶ στιγμές εὐτυχισμένες!


νά ζῶ τά περασμένα μας, ξανά στά γόνατά σου·
γιατί πού νἄβρω ἐγώ μορφιές πιό λιγοθυμισμένες,
μακρυά ἀπ' τό θεῖο σου κορμί καί τήν καλή καρδιά σου;
Ξέρω τήν τέχνη νά καλῶ στιγμές εὐτυχισμένες!

Ἐκεῖν' οἱ ὅρκοι, οἱ εὐωδιές, τ' ἀτέλειωτα φιλιά μας,


πού κύλησαν στούς ἄπατους βυθούς, θά ξαναβγοῦνε
σάν πού ἀνεβαίνουν πιό λαμπροί κάποιοιἥλιοι μπροστά μας
ἀφοῦ πρίν μές τῆς θάλασσας τ' ἀπόβαθα λουστοῦνε;
Ὦ! κεῖνοι οἱ ὅρκοι, οἱ εὐωδιές, τ' ἀτέλειωτα φιλιά μας!
ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΒΑΤΙΣΣΑ

οῦ δρόμου τ'ὀχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα,


ψηλή, λιγνή, στά μαῦρα της, ἀρχοντολυπημένη,
κάποια γυναίκα διάβηκε, κρατῶντας σηκωμένη
μ' ἐπίδειξη, τῆς ρόμπας της τήν ταντελλένια γύρα.

Εὐκίνητη κ' εὐγενικιά μ' ἀγαλματένιο πόδι!


Κ' ἐγώ ρουφοῦσα,ὠσάν τρελλός ὁπού παραμιλάει,
στά μάτια της, τεφρό οὐρανό πού θύελλες γεννάει,
μιά μέθη πού τό νοῦ πλανᾶ, μιά γλύκα θανατώδη.

Κάποια ἀστραπή... σκότος μετά! Διαβάτισσά μου ωραία,


πού ξαφνικά στό βλέμμα σου ξανάνοιωσα, γιά 'πέ μου,
ἀλλοῦ πιά μόνο θά σέ δῶ, σέ κάποια ζωή νέα;

Ἀλλοῦ! πολύ μακρυά ἀπό 'δῶ! ἀργά! κ'ἴσως ποτέ μου!


Γιατί ποιός ξέρει ἄν πουθενά θέλω πιά σ' ἀνταμώση,
Ὦ σένα πού θ' ἀγάπαγα!ὦ σύ πού τὦχες νοιώσῃ!
ΒΡΑΔΥΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ

ά πού ξανάρθαν οἱ καιροί πού κλαδανεμισμένο,


κάθε λουλούδι ἀχνοβολᾶ σά μοσχοθυμιατήρι!
Οἱ ἀντίλαλοι κ' οἱ εὐωδιές στό βραδυνό γεφύρι,
κυλοῦν σέ βάλς μελάγχολο, τρελλό καί λαγγεμένο.

Κάθε λουλούδι ἀχνοβολᾶ σά μοσχοθυμιατήρι·


καί σάν καρδούλα πού λυποῦν, κάποιο βιολί θλιμένο,
ξεσπᾶ σέ βάλς μελάγχολο, τρελλό καί λαγγεμένο,
κι' ὁ οὐρανός εἶν'ὄμορφος σά μέγα θυσιαστήρι!

Σά μιά καρδούλα πού λυποῦν κλαίει τό βιολί θλιμένο·


καρδούλ' ἀγάπης, πού μισεῖ στόν τάφο νάὑπνογύρη!
Ὁ οὐρανός εἶν'ὄμορφος σά μέγα θυσιαστήρι,
κι' ὁἥλιος, μές στό αἷμα του, πνίγηκε, τό χυμένο!

Καρδούλ' ἀγάπης, πού μισεῖ στόντάφο νάὑπνογύρη,


ζῇ μόνο ἀπό τό παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο!
Ὁἥλιος μές τό αἷμα του, πνίγηκε τό χυμένο,
—κ' Ἐσύ, σάνἅγιο, μέσα μου λάμπεις, δισκοποτήρι!
Η ΡΑΓΙΣΜΕΝΗ ΚΑΜΠΑΝΑ

Π ικρό 'ναι καί γλυκό ν' ἀκοῦς σέ νύχτες παγωμένες,


κοντά στό τζάκι πού καπνούς ἀφήνει καί σπιθίζει,
νά σοὔρχουνται σιγά—σιγά θύμησες περασμένες,
μέ τῆς καμπάνας τόν ἀχό πού τήνὀμίχλη σκίζει.

Καλότυχ' ἡ καμπάν' αὐτή μέ τό γερό λαιμό της,


πού χαρωπή κι' ὅλο ζωή, ὅσο καί νά γερνάη,
ρίχνει πιστά στόν ἄνεμο τόν ἱερό σκοπό της,
σά στρατιώτης γέροντας πού στή σκοπιά φυλάει!

Ἐμένα ράγισε ἡ καρδιά, κι' ὅταν γιά νά ξεσκάση


τραγούδια πάει μές τίς νυχτιές τίς κρύες νά σκορπίση,
μοιάζει συχνά ἡ φωνούλα της ὅπου θαρρεῖς θά σβύσει,

Μέ λαβωμένου ρογχασμό βραχνό, ποὔχουν ξεχάσει


μέσα σέ λάκκο ἀπ' αἵματα κι' ἀπό νεκρούς γεμᾶτο,
καί πού χαροπαλαίοντας πεθαίνει ἐκεῖ ἀπό κάτω!
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Κ' Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Πάντα ἡ θάλασσ' ἄνθρωπ' ἀνυπόταχτε σέ τραβᾶ!


εἶν' ὁ καθρέφτης σου αὐτή· κοιτάζεις τούς βυθούς σου
στοῦ κύματός της τ' ἄπειρο τό κύλισμα, κι' ὁ νοῦς σου
μέ βάθη δέν εἶν' ἄβυσσος, λιγώτερο πικρά.

Σ' ἀρέσει νά θωρεῖς ἐκεῖ τόνἴδιο σου ἑαυτό·


μέ χέρια, μέ λαχταριστή ματιά τήν ἀγκαλιάζεις,
καί τῆς καρδιᾶς σου κάποτε τήν τρικυμία ἡσυχάζεις,
σ' αὐτόν της τόν ἀδάμαστο κι' ἄγριο στεναγμό.

Εἶστε κ' οἱ δυό σας σκοτεινοί καί μυστικοί : κανείς,


ὦ ἄνθρωπε, δέ μέτρησε τήν ἄπατη ἄβυσσό σου·
κανείς δέν ξέρει,ὦ θάλασσα, τον πλοῦτο τόν κρυφό σου,
τόσο μέ ζήλεια κρύβετε τά μυστικά σας σεῖς!

Κι' ὅμως νά, πού ἀναρίθμητους αἰῶνες, χωριστοί,


μέ δίχως τύψη καί καμμιά εὐσπλαχνία πολεμᾶτε,
τόσο κ' οἱ δυό σας τή σφαγή, τό θάνατο ἀγαπᾶτε,
ὦ πολέμαρχοι αιώνιοι, ἀμέρευτοι ἀδερφοί!
Η ΑΓΟΝΗ ΟΜΟΡΦΙΑ

Μέκι'τήνὅτανἀχνή της φορεσιά κυματική στ' ἀγέρι,


ἀκόμα περπατεῖ, θαρρεῖς λαφροχορεύει,
καθώς τό φεῖδι τό μακρύ, πού οἱ φακίραι οἱ γέροι,
τό κάνουν πάνω στό ραβδί καί ρυθμικά σαλεύει.

Καί σάν τόν ἄμμο τό βουβό καί τῆς ἐρμιᾶς τά βάθη,


πού ἀναίσθητα κοιτάζουνε κάθε μας δυστυχία,
καί σάν τά βουβοκύματα πού ὁ σάλος φουσκοπλάθει,
ἔτσι στά χρόνια ἀνθίζοντας, περνᾶ μ' ἀδιαφορία.

Τά γυαλιστά τά μάτια της ἀπ'ὥριες πέτρες γίναν,


καί μέσα στά παράξενα συμβολικά της κάλλη,
ὅπου ὁ παρθένος ἄγγελος κ' ἡ ἀρχαία σφίγγα ἔμειναν,

Κι' ὅπού 'ναι ὅλα της χρυσός, διαμάντι, φῶς κι' ἀτσάλι,
αἰώνια κι' ἀνωφέλευτα, λάμπει σάν ἄστρο κρύο,
τῆς γυναικός τῆς ἄγονης τό μάταιο μεγαλεῖο.
DE PROFUNDΙS CLAMAVI

ητῶ λίγη εὐσπλαχνία ἀπό Σέ, τή μόνη πού ἀγαπάω!


Βαθειά στό μαῦρο βάραθρο πού βρίσκομαι πεσμένος,
εἶν' ἕνας κόσμος θλιβερός, μολυβοσκεπασμένος,
πού μόνο φρίκη, βλαστημιές, μέσ' τή νυχτιά ἀγροικάω.

Τούς ἕξη μῆνες ἄθερμος ὁἥλιος ψηλά πλανιέται,


τούς ἄλλους ἕξη σκοτεινιά πέφτει στόν κόσμον ὅλο·
εἶν' ἕνας τόπος πιό γυμνός κι' ἀπό τό στέρφο πόλο,
μήτε ποτάμια, ζῶα, μηδέ χόρτο ἤ δεντρί γενιέται!

Λοιπόν φρίκη καμμιά στή γῆ, ποτέ δέν ξεπερνάει


τήν κρύα σκληρότη πού τό φῶς τό παγερό σκορπάει,
καί τό σκοτάδι πού σ' αὐτό σά μέσ' τό χάος σαλεύω.

Τήν τύχη τῶν πιό ταπεινῶν τῶν ζώων ἐγώ ζηλεύω,


πού σ'ὕπνο πέφτουνε κουτόν ἡ νύστα σάν τά σμίγει,
—τόσ' ὁ Καιρός τό νῆμα του ἀργά τό ξετυλίγει!
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΥΨΗ

ταν,ὦ σκοτεινήὀμορφιά, κλειστά θἄχεις τά μάτια


στό μνῆμα μέ τ' ὁλόμαυρο τό μάρμαρο φτιασμένο,
κι' ὅταν ἀντί γιά κλίνη σου χρυσή καί γιά παλάτια,
τήν κρύπτη θἄχεις τήνὑγρή, τό λᾶκκο τό σκαμένο·

Ὅταν ἡ πλάκα σφίγγοντας τά στήθεια τά δειλά σου,


καί τά πλευρά σου, πού στ'ἁβρά τά πούπουλα λιγᾶνε,
δέ θέ ν' ἀφίνει νά χτυπᾶ καί νά ποθεῖ ἡ καρδιά σου,
οὔτε σ' ἐρώτων ραντεβοῦ τά πόδια νά πετᾶνε,

Ὁ τάφος τότε πού σ' αὐτόν θ' ἀνοίξω τήν ψυχή,


—γιατί ὁ τάφος πάντοτε νοιώθει τόν ποιητή,—
σ' αὐτές τίς μακρυές νυχτιές πού ὁὕπνος θά σοῦ λείψει,

Θέ νά σοῦ πῆ : «Τί κέρδισες, ἀνήδονη ἐρωμένη,


πού δέν ἐγνώρισες αὐτό πού κλαῖν οἱ πεθαμένοι;»
—Καί τό σκουλήκι θά σοῦ τρώει τή σάρκα σου σάν τύψη.
Η ΓΑΤΑ

Ελακαίγατίτσα μουὄμορφη στή φλογερή μου ἀγκάλη


μάζεψε τά νύχια σου κομμάτι·
καί ἄσε με νά βυθιστῶ στάὡραῖα σου μάτια πάλι,

Ὅταν τά δάχτυλά μου ἐμέ, χαϊδέψουν ξενοιασμένα


τή λαστιχένια ράχη καί τήν κεφαλή σου,
κι' ὅταν ἀπό τό χάδι αὐτό τά νοιώθω μεθυσμένα,
στόἠλεκτρισμένο πάνω τό κορμί σου,

Ὁ νοῦς μου στή γυναῖκα μου πάει μέ μιᾶς· ἡ ματιά της


σάν τή δική σου, ζῶο ἀγαπημένο,
ρίχνει βαθειά τήν κοφτερή καί κρύα σαϊτιά της·

Κι' ἀπό τά νύχιαὥς τήν κορφή χυμένο,


τή ζώνει ἀέρι αἰθέρινο μ' ἐπίφοβη εὐωδιά,
πού μέσα ἐκεῖ τό μελαψό κορμί της κολυμπᾶ.
Ο ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΣ

έ κρέπι ὁἥλιος κρύφτηκε. Καθώς τό φῶς αὐτό,


Σ φεγγάρι τῆς ζωῆς μου ἐσύ, μέσ' τή σκιά βυθίσου!
κοιμήσου ἄν θέλεις, κάπνιζε, σώπαινε, συλλογίσου,
ἤ πέσε ὁλάκερη βαθειά στῆς Πλήξης τό βυθό.

Μ' ἀρέσεις ἔτσι! Μ' ἄν τό θές ἀπόψε,ὦ φῶς γλυκό!


—σάν ἕν' ἀστέρι ποὔλειπε κι' ἀπ' τό λυκόφως βγαίνει,—
νά πᾶς στά μέρη νά δειχτῆς πού ἡ Τρέλλα ξετρελλαίνει,
ἐμπρός ! ἔβγα ἀπ' τή θήκη σου, στιλέτο θελκτικό!

Ἄς λάμψουνε τά μάτια σου στό φῶς τῶν πολυελαίων


Ἄναψε τήν ἐπιθυμιά στά μάτια τῶν χυδαίων!
Ὅλα σου μέ σκοτώνουνε, σκορπῶντας μου ἡδονή·

Γίνου ὅ,τι θές, μαύρη νυχτιά, φλόγινη αὐγή, πιστεύω


δέ θἄβρεις μιάν αἱμοσταλιά σ' ὅλο μου τό κορμί,
πού νά μήν κράζει:Ὦ Βελζεβούλ γλυκέ μου, σέ λατρεύω!
ΑΠΟΨΕ ΤΙ ΘΑ ΠΗΣ

πόψε τί θά πῆς φτωχή ψυχή ἐγκαταλειμένη,


A καί τί θά πῆς καρδιά μου ἐσύ πού ζῇς στό μαρασμό,
στήν πιόὄμορφη, στήν πιό καλή, τήν πιό ἀγαπημένη,
πού ξάφνου τό θεῖο βλέμμα της ξανάκανέ σε νειό;

Περήφανα τίς χάρες της νά μοῦ τίς ψάλλεις, λύρα!


μέ τίποτα ὁ γλυκός της, ναί, δέ μοιάζει σκλαβωμός·
ἡ σάρκα της πνευμάτινη, ξεχύνει Ἀγγέλων μῦρα,
καί τ' ἀχτιδένια μάτια της μᾶς ντύνουνε μέ φῶς.

Κ' εἴτε στῆς νύχτας τή σιωπή, τή μοναξιά ἄν πηγαίνει,


εἴτε στούς δρόμους πού βοοῦν κοσμοπλημμυρισμένοι,
φλόγα στ' ἀέρι ὁἴσκιος της, χορεύει, ὅπως πλανᾶται.

Κάποτε λέει : «Εἶμ'ὄμορφη, καί πῶς θά ἐπιθυμούσα,


γιά τή δική μου ἀγάπη ἐσεῖς, τ'Ὡραῖο ν' ἀγαπᾶτε!
Εἶμαι ὁ ΦύλαξἌγγελος, ἡ Παναγιά κ' ἡ Μούσα.»
ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ

Ε ρχεσ' ἀπ' τό βαθύ οὐρανό ἤ μι' ἄβυσσο σέ βγάζει,


ἐσέὈμορφιά; Τό βλέμμα σου, θεῖο, σατανικό,
μαζύ μέ τό εὐεργέτημα τό ἔγκλημα μοιράζει,
γι' αὐτό μπορῶ, μέ τό κρασί πώς μοιάζεις, νά σοῦ πῶ.

Κρύβεις βαθειά στα μάτια σου ἀνατολή καί δύση·


σκορπᾶς ἀρώματα σά μιά βραδυά θυελλική·
τό φίλημά σου φίλτρο 'ναι, τό στόμα μόσχου βρύση,
πού κάνουν τόνἥρωα ἄναντρο κι' ἀντρεῖο τό παιδί.

Ἀπό τό μαῦρο βάραθρο ἤ ἀπ' τ' ἀστέρια φτάνεις;


ἡ Μοῖρα τό φουστάνι σου σά σκύλος ἀκλουθᾶ·
τόν κόσμο πότε μιά χαρά, πότε ρημάδι κάνεις,
καί κυβερνᾶς τά πάντα ἐσύ δίχως εὐθύνη μιά.

Πατᾶς πάνω σέ πτώματ'Ὀμορφιά καί κοροϊδεύεις·


ἡ Φρίκη ἀπ' τά διαμάντια σου δέ λείπει, τό καλά·
κι' ὁ Φόνος ἀπ' τά πιό ἀρεστά στολίδια πού μαζεύεις,
στήν ξεπαρμένη σου κοιλιά χορεύει ἐρωτικά.
Τό φῶς πού γύρω ὁ θαυμασμός ὁ ἐφήμερος σοῦ στέρνει,
σπιθοβολᾶ, φλόγα καί λέει : Εὐλογημένη Αὐτή!
Κι' ὁ πονεμένος ἐραστής 'πό πάνω σου σά γέρνει,
χαϊδεύει λές τόν τάφο του σά νά ψυχομαχεῖ.

Εἴτ' ἔρχεσ' ἀπ' τόν οὐρανό, τόνἅδη, τί μέ νοιάζει,


τί,Ὀμορφιά, τέρας τρανό, ἀθῶο, φοβερό,
ἀφοῦὀφθαλμός καί γέλοιο σου και πόδι σου, μέ βάζει
σ' ἄγνωστους κόσμους πού ἀγαπῶ χωρίς νά τούς ἰδῶ;

Σειρήνα ἤἌγγελος, Θεός ἤ Σατανάς μπροστά μου,—


ὤ! τί μέ νοιάζει, ἀφοῦ μ' αὐτή τή νεραϊδοματιά,
κάνεις—ὦ φῶς, ρυθμέ, εὐωδιά, μόνη βασίλισσά μου!—
τή γῆ πιόὡραία καί τή στιγμή λιγώτερο βαρειά;
ΕΝΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ

Σ τήν κατακόμβη τ' ἄπειρου τοῦ πένθους πού ριγμένο


μ' ἔχει πιά σάν κατάδικο ἡ μαύρη μου Εἰμαρμένη,
πού ἀχτίδα ἐκεῖ ροδόχαρη ποτέ δέν κατεβαίνει,
πού μόνος μέ τήν ἄχαρη τή Νύχτα πάντα μένω,

Πού ἐκεῖ, ἕνας σαρκαστής Θεός, καθώς ζωγράφο, ἀλλοιά μου!


νά ζωγραφίζω μ' ἔβανε στό σκότος τό θλιμένο,
κ' ὅπου σάν ἕνα μάγειρα θανατοπεινασμένο,
μ' ἔχει νά τρώγω, βράζοντας, τήνἴδια τήν καρδιά μου,

Κάποτε 'μπρός μου φαίνεται, λάμπει μεγαλωμένη,


κάποια σκιά ἀπό φῶς πολύ καί χάρη καμωμένη:
Ἀπ' τήν ἀνατολίτικη ρεμβή περπατησιά της,

Κι' ὅταν πιά παίρνει ὁλάκερη τή θεία κορμοστασιά της,


καταλαβαίνω ποιά 'ναι αὐτή, ἡ πανωραία σου ξένη:
—Ὦ, εἶν' ἐκείνη! σκοτεινή κι' ὅμως ἀχτιδωμένη!
ΙΙ

Η ΜΥΡΩΔΙΑ

Μ ήνσάἔχεις ἀναγνώστη ἐσύ, καμμιά φορά μυρίσει


μεθυσμένος καί μ' ἀργή, μεγάλη λαιμαργία,
κάποιο μοσχοθυμίαμα πού χύνει ἡ ἐκκλησία,
ἡ μυρωδιά πού φυλαχτό παμπάλαιο ἔχει ἀφίσει;

Θέλγητρο μαγικό, βαθύ, πού τόσο μᾶς μεθάει,


φέρνοντας τόν Παληό Καιρό ξαναζωντανεμένο!
Ἔτσι σά γέρνει κι' ὁ ἐραστής σέ σῶμα ἀγαπημένο,
ρουφᾶ τό ἐξαίσιο λούλουδο πού ἡ θύμηση γενάει.

Ἀπ' τήν βαρειά τήν κόμη της καί τήν ἐλαστιχένια,


σά μυροφόρι ζωντανό, θυμίαμα σά παστάδα,
ἀνέβαινε μιά ἐξωτική ἀγριμιοῦ μοσχοβολάδα.

Κι' ἀπ' τά φορέματα τ' ἀχνά ἤ ἀπ' τά βελουδένια,


πού ἤταν ἀπ' τ' ἀθῶα της τά νειάτα μουσκεμένα,
μιά μυρωδιά γουναρικοῦ χυνότανε σ' ἐμένα.
ΙII

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

αθώςὡραῖο πλαίσιο τή ζωγραφιά στολίζει,


ἔστω κι' ἄν τή ζωγράφισε πινέλο ξακουσμένο,
δέν ξέρω τί τό ἀλλοιώτικο καί τί τό μαγεμένο,
τήν ἔκανε μέσ' τήν τρανή φύση νά ξεχωρίζει.

Ἔτσι, κοσμήματα, ἔπιπλα, χρυσαφικά, στρωσίδια,


ταιριάζανε πάρα πολύ στή σπάνιανὀμορφιά της·
τίποτε δέν ἐθάμπωνε τό φεγγοβόλημά της,
κι' ὅλα θαρροῦσες γύρω της, γενότανε στολίδια.

Κάποτε θἄλεγε κανείς, πώς κ' ἡἴδια ἐθαρροῦσε,


πώς ὅλα τήν ἀγάπη της ζητοῦσαν· κολυμποῦσε
μέσ' τ' ἀτλαζένια τά φιλιά καί μέσ' τά νταντελένια,

Γεμᾶτο ἀνατριχιάσματα τ'ὡραῖο γυμνό κορμί της·


καί πότε ἀργή, πότε γοργή, κάθε μιά κίνησή της,
χάρη παιδιάτικη ἔδειχνε, μιά χάρη μαϊμουδένια.
IV

ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ

Ἀρρώστεια καί ὁ Θάνατος σκόνη τά κάνουν ὅλα·


Η ἀπ' ὅλη ἐκείνη τή φωτιά ὁπού 'λαμψε γιά μᾶς,
ἀπ' τά γλυκά τά μάτια της τά τόσο φεγγοβόλα,
τό στόμ' αὐτό πού μοὔπνιξε τά φύλλα τῆς καρδιᾶς.

Ἀπ' τά φιλιά της, δυνατά σά βάλσαμου βοτάνι,


τήν ἀγκαλιά της, πιό θερμή κι' ἀπ' ἀχτιδοβολή,
τί ἀπομένει; εἶναι φριχτό ὁ νοῦς μου νά τό βάνει!
μονάχα ἕνα θαμβόσβυστο πρόσωπο στό πανί.

Πού σάν καί μένα, ἔτσι κι' αὐτό στή μοναξιά τελειώνει,
καί πού τ' ἀγγίζει ὁ Καιρός ὁ γέρο-χλευαστής,
κι' ὁλημερίς μέ τή σκληρή φτερούγα του τό λυώνει...

Ὦ δολοφόνε σκοτεινέ, τῆς Τέχνης, τῆς Ζωῆς,


ποτέ δέ θά σκοτώσεις σύ μέσα στή θύμησή μου,
Κείνη πούἦταν ἡ δόξα μου κ' ἡ εὐχαρίστησή μου!
MOESTA ET ERRABUNDA

Π έςμακρυά
μου ἡ καρδιά σου κάποτε, πετᾶ, γλυκιά μου Ἀγάθη,
ἀπ' τό μαῦροὠκεανό τῆς πόλης πού βρωμᾶ,
σέ κάποιον ἄλλοὠκεανό πού ἡ λάμψη του στά βάθη,
ξεσπᾶ γαλάζια, διάφανη, βαθιά σάν παρθενιά;
πές μου ἡ καρδιά σου κάποτε, πετᾶ κεῖ πέρ' Ἀγάθη;

Τούς κόπους μου ἡ θάλασσα πόσο παρηγοράει!


Ποιός δαίμονας στή θάλασσα νἄδωσε, τή βραχνή,
πού μέ τ'ἁρμόνιο τ' ἄπειρο τοῦ ἀνέμου τραγουδάει,
τή νανουρίστρα χάρη αὐτή, τή θεία, τήν τρανή;
Τούς κόπους μας ἡ θάλασσα πόσο παρηγοράει!

Πάρε με τραῖνο! πάρε με φρεγάτα στά πανιά σου!


Μακρυά! μακρυά! ἡ λάσπη ἐδῶ μέ δάκρυ ἔχει γενῆ!
—Ἀγάθη, ἀλήθεια 'ναι πώς λέει κάποτε κ' ἡ καρδιά σου:
μακρυά ἀπ' τό κρῖμα, τούς καϋμούς, τῆς τύψης τή φωνή,
πάρε με τραῖνα, πάρε με φρεγάτα στά πανιά σου!
Πόσο παράδεισοι ἀνθηροί, εἶστε μακρυά ἀπό μένα!
ἐκεῖ πού μέσ' τό φῶς γελᾶ, ἡ ἀγάπη κ' ἡ χαρά,
πού ὅσ' ἀγαποῦμε, ἀξίζει ἐκεῖ νά εἶν' ἀγαπημένα,
κεῖ πού ἡ καρδιά σέ μιά ἡδονή καθάρια κολυμπᾶ!
Πόσο παράδεισοι ἀνθηροί, εἶστε μακρυά ἀπό μένα!

Μά ὁ πράσινος παράδεισος τῶν παιδικῶν ἐρώτων,


τ' ἄνθη καί τά τρεξίματα, τ' ἄσματα, τά φιλιά,
πίσω ἀπ' τούς λόφους τά βιολιά μέ τόν γλυκολυγμό των,
μέ τό κροντήρι τοῦ κρασιοῦ κάτω ἀπό τά πευκά,
— μά ὁ πράσινος παράδεισος τῶν παιδικῶν ἐρώτων.

Μέ τίς κρυφές κι' ἀγνές χαρές στάὡραῖα κεῖνα μέρη,


τάχ' ἀπ' τήν Κίνα πιό μακρυά, νἆναι καί τή Χιλή;
Μπορεῖ μέ τίς θρηνοκραυγές κανείς πιά νά τόν φέρει,
μπορεῖ ἀπό μιά ἀργυρόηχη φωνή ν' ἀναστηθῆ,
μέ τίς κρυφές κι'ἁγνές χαρές στάὡραῖα κεῖνα μέρη.
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

Ε ἶσ'μάὄμορφη σά ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δεῖλι!


ἡ λύπηὡς κῦμα μέσα μου, φουσκώνει, σκοτεινό,
κι' ἀφίνει, πλημμυρίζοντας, στό ἀράθυμό σου χεῖλι!
τῆς θύμησης τῆς πιό πικρῆς τόν κατασταλαγμό.

—Μάταια γλυστρᾶς τό χέρι σου στοῦ στήθους μου τά ψύχη·


κεῖνο πού θέλεις, φίλη μου, ρημάδι ἐγίνη πιά,
ἀπ' τῆς γυναίκας τ' ἄγριο τό δόντι καί τό νύχι·
μή τήν καρδιά μου πιά ζητεῖς, τή φάγαν τά θεριά.

Εἶν' ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ' ὄχλους ρημαγμένο,


μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνουνται,ἁρπιοῦνται ἀπ' τά μαλλιά!
—Μ' ἀπό τόν κόρφο σου ἄρωμα, βγαίνει, τό γυμνωμένο!...

Ὦ τῶν ψυχῶν κακιά πληγή! μιά καί τό θές Μορφιά,


μέ τά φλογώδη μάτια σου πού λάμπουν ἔτσι θεῖα,
ἀπόκαψε τά ἐρείπια αὐτά πού ἀφίσαν τά θηρία!
Η ΘΛΙΨΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ

πόψε ἡ σελήνη 'ναι σ'ὄνειρο βυθισμένη,


σά μορφονιά ποὔχει στ' ἀχνά πούπουλα ξαπλωθῆ,
καί πού μέ χέρι ἀνάλαφρο χαϊδεύει ἀφηρημένη,
τά στρογγυλά τά στήθεια της, πρίν ἀπακοιμηθῆ.

Σέ προσκεφάλια ἀτλαζωτά καί μαλακά σά χιόνι,


σβύνοντας, πέφτει σέ βαθιές γλυκολιγοθυμιές,
καί σ' ὁραματισμούς λευκούς τά μάτια της καρφώνει,
πού στά οὐράνιαἁπλώνονται σάν ἄνθισες χρυσές.

Κι' ὅταν καμμιά φορά στή γῆ, πάνω στό λαγγεμό της,
ἀφίνει κανένα κρυφό δάκρυο καί κυλάει,
ὁ ποιητής πού ξαγρυπνᾶ καί τή δοξολογάει,

Παίρνει στή φούχτ' αὐτό τ'ὠχρό ἀργυροδάκρυό της,


πού τρεμολάμπ' ἰριδωτά σάνὀπαλιοῦ κομμάτι,
καί τ' ἀποκορύβει στήν καρδιά, μακρυά ἀπ' τοῦ ἡλιοῦ τό μάτι.
SPLEEN

ἶμαι σάν ἕνας βασιλιάς σέ βροχερό ἕνα μέρος,


πλούσιος, μά δίχως δύναμη, νειός, κι' ὅμως πολύ γέρος,
πού στούς σοφούς του ἀδιάφορος, πού σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει μέ τ' ἄλογα καθώς καί μ' ὅλα τά σκυλιά του·
κυνήγι, γλέντια, τίποτα πιά αὐτόν δέν τόν φαιδρύνει,
οὔτ' ὁ λαός του πού μπροστά στ' ἀνάκτορά του σβύνει.
Μά καί τ' ἀστεῖα πού ὁ τρελός παληάτσος κάνειὀμπρός του,
δέν ξεθολώνουν τή ματιά τ' ἄκαρδου αὐτοῦ ἀρρώστου·
σάν τάφος τοὖναι ἡ κλίνη του ποὖναι σάν περιβόλι·
κ' οἱ αὐλικές, πούὡραῖοι γι' αὐτές, οἱ βασιλεῖς εἶν' ὅλοι,
δέν ξέρουν πιά μέ τί ἄσεμνες στολές νά φιγουράρουν,
ἴσως κι' ἀπ' τό κουφάρι αὐτό χαμόγελο ἕνα πάρουν.
Κι' ὁ ἀλχημιστής, ὁπού μπορεῖ χρυσάφι νά τοῦ κάνει,
δέ μπόρεσε τό μαρασμό 'πό μέσα του νά βγάνει,
κι' οὔτε μέσ' τά αἱμάτινα Ρωμαϊκά λουτρά,
πού τά θυμοῦνται οἱ ἄρχοντες πάνω στά γερατειά,
δέ μπόρεσε τό πτῶμ' αὐτό τό κρῦο ν' ἀναστήσει,
πού ἀντίς γιά αἷμα, μέσα του, τῆς Λήθης τρέχ' ἡ βρύση.
SPLEEN

ο ταν βαρύς καί χαμηλός ὁ οὐρανός πλακώνει


τό πνεῦμα, πού ἀπ' τήν πλήξη του τήν τόση ἀγκομαχιά,
καί γύρω τόν ὁρίζοντα ὁλόκληρο κυκλώνει,
καί φῶς θαμπό πιό θλιβερό κι' ἀπ' τή νυχτιά σκορπᾶ,

Ὅταν ἡ πλάση φυλακή λές κ' εἶναι μουσκεμένη,


ὅπου ἡ ἐλπίδα, φεύγοντας, σά νυχτερίδα πάει
κι' ἀγγίζει τή φτερούγα της στούς τοίχους δειλιασμένη,
καί σά σέ σαπιοτάβανα τήν κεφαλή χτυπάει,

Ὅταν τ' ἀτέλειωτο, ἡ βροχή, κλωστόνερό της χύνει,


καί σιδερόφραχτη τή γῆ, σάν κάτεργο, τή δείχτει,
πού, πλῆθος, ἄτιμες, βουβές ἀράχνες, πάει καί στήνει
βαθειά μέσ' τό κεφάλι μας τό δολοφόνο δίχτυ,

Ἄξαφνα τότε ἀκούγουνται καμπάνες φρενιασμένες,


πού τό φριχτό τους οὔρλιασμα στούς οὐρανούς σκορπᾶνε,
καθώς ψυχές πού τριγυρνοῦν, ἀπάτριδες, χαμένες,
κι' ἀρχίζουν ἀπελπιστικά καί κλαῖνε καί βογγᾶνε·

Καί κάποια, δίχως μουσική καί τύμπανα, κηδεία,


μέσ' τήν ψυχή μου ἀργοπερνᾶ... Κλαίει νικημέν' ἡ Ἐλπίδα,
καί στό κρανίο μου ἡ φριχτή, δεσποτική Ἀγωνία,
καρφώνει τῆς σημαίας της τή μαύρη τή λωρίδα.
ΚΑΤΑΝΥΞΗ

Πόνε μου, φρονίμεψε κ' ἡσύχασε λιγάκι!


Νἄλθει τό Βράδυ ζήταγες, καί νάτο, κατεβαίνει...
μιά ἀτμόσφαιρα σκοτεινωπή, στήν πόλη 'ναιἁπλωμένη,
σ' ἄλλους γαλήνη φέρνοντας, καί σ' ἄλλους τό φαρμάκι.

Κι'ὥς ὅτου τῶν θνητῶν αὐτῶν τά ταπεινά τά πλήθη,


κάτω ἀπ' τήν Ἡδονή βογγοῦν σάν ἀπό δήμιο κάτω,
καί πᾶν τίς τύψεις γιά νά βροῦν μέσ' τῶν γλεντιῶν τή λήθη,
Πόνε μου, δός τό χέρι σου καί πᾶμε παρακάτω!

Μακρυά ἀπ' αὐτούς! Γιά κοίταξε στά οὐράνια ἐκεῖ μπαλκόνια,


μέσ' τούς παληούς μανδύες τους γέρνουν τά πρῶτα Χρόνια,
κ' ἡ Νοσταλγία ἀπ' τά βαθειά νερά χαμογελάει.

ὉἭλιος πάει νά δύσειὠχρός κάτου ἀπό μιάν ἀψίδα,


καί σέρνοντας πρός τήν Αὐγη σαβάνου μιά χλαμίδα,
ὦ Πόνε μου, ἄκου, ἄκου! ἡ γλυκιά ἡ Νύχτα περπατάει...
ΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ

υλοῦσε κάπου κι' ὁ Πασκάλ μέσα στό βάραθρό του.


—Ἀλλοί! ὅλά 'ναι ἄβυσσος,—λόγος, ἐνέργεια, πόθοι!
Ἔχει καί μένα τό κορμί τόν ἀνατριχιασμό του,
πού κάπου νά περνᾶ ἀπ' αὐτό τ' ἀέρι τοῦ φόβου νοιώθει.

Ψηλά, κάτου στή γῆ, παντοῦ, τά βύθια, τά ἐρμογιάλια,


ἡ σιωπή καί τό φριχτό τ' ἄπειρο πού ἀπελπίζει.
Μέσ' τίς νυχτιές μου ὁ Θεός σοφά κ' ἀγάλια-ἀγάλια,
ἕνα βραχνά πολύμορφον αἰώνια ζωγραφίζει.

Ὁὕπνος σά βαθύς γκρεμός μέ κάνει καί τρομάζω


γεμάτος φρίκη ἀόριστη, πού δέ γροικῶ πού φέρνει,
ἀπ' ὅλα τά παράθυρα ὅλο καί χάος κοιτάζω...

Κ' ἡ σκέψη μου, πού ὁἴλιγγος πάντα τή συνεπαίρνει,


τοῦ Μηδενός τήν ἄφωνην ἀναισθησία φθονεῖ.
—Ὤ! ἀπ' τούς ἀριθμούς κανείς νά μή μπορεῖ νά βγῆ!
ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Δ
άση τρανά, φοβᾶμαι σας σάν τίς Μητρόπολές μας·
βογγᾶτε σάν τ'ἁρμόνιο: μέσ' τίς πικρές καρδιές μας,
κάμαρες πένθους ἄσωστου, πού ἀρχαῖοι ρόγχοι ἀχοῦνε,
ξανά τῶν De profundis σας οἱ ἀντίλαλοι ἀπαντοῦνε.

Καί σένα,Ὠκεανέ ! μισῶ, τό σάλο, τό βουϊτό σου,


τόν ξαναβρίσκω μέσα μου ! Τό πικρό γέλοιο αὐτό σου,
τοῦ νικημένου τοῦ ἄνθρωπου, τοῦ θρηνικοῦ, τοῦ πλάνου,
τ' ἀκούω στό γέλοιο τ' ἄπειρο τῆς θάλασσας ἀπάνου.

Πόσο θά μ' ἄρεσες, Νυχτιά ! δίχως αὐτά σου τ' ἄστρα,


ὁπού τό φῶς τους μᾶς μιλεῖ μέ μίλημα γνωστό !
Ἐγώ τό σκότος, τό μηδέν καί τήν ἐρμιά ζητῶ !

Γιατ' ἔχουν τά σκοτάδια αὐτά χάρη γιά μένα Πλάστρα !


φέρνουν χιλιάδες ζωντανά στά μάτια μου μπροστά,
τά βλέμματα τά γνώριμα πού δένὑπάρχουν πιά !
ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Τ καίὄμορφος ποὖναι ὁἭλιος πρωί-πρωί σά βγαίνει!


ροδοσκάνει ἀφοῦ στή γῆ τήν «καλημέρα» ἀφίσει!
—Καλότυχος πού μ' ἔρωτα μπορεί νά χαιρετήσει
καί τό λαμπρό του τ'ὄνειρο στή δύση ὅταν πηγαίνει.

Θυμᾶμαι!..Ὅλα, λούλουδα, κάμπους, πηγές, τά εἶδα


σά μιά καρδιά στό βλέμμα του ν' ἀπολιγοθυμᾶνε...
—Ἄς τρέξουμε πρός τά βουνά, ἐμπρός, γιατί ἀργά 'ναι,
ν'ἁρπάξουμε τουλάχιστον κάποια λοξή του ἀχτίδα !

Τοῦ κάκου ὅμως τόν κυνηγῶ... νά ὁ Θεός μισεύει !


κι' ἀρχίζ' ἡ ἀκατανίκητη Νύχτα νά βασιλεύει,
ὑγρή, μαύρη κι' ἀπαίσια γεμάτη ἀνατριχίλα·

Μιά τάφου μυρωδιά βαριά τό σκότος της σκορπάει,


καί τό δειλό τό πόδι μου στά βάλτα ἐδῶ πατάει,
βατράχια πού ἄξαφνα πηδοῦν καί σάλιαγκους στά φύλλα.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ

έ λίγο βυθιζόμαστε στό παγερό σκοτάδι·


χαίρετε ἀχτίδες θερινές! τί λίγο πού βαστοῦν!
Ἀκούω νά μέσ' τίς αὐλές ρίχνουν τά ξῦλα ὁμάδι.
πού μ' ἕνα κρότο πένθιμο στίς πλάκες τους βροντοῦν.

Πάλι ὁ χειμῶνας μέσα μου θά μπῆ: τό ρῖγος του ὅλο,


ἡὀργή του, ἡ φρίκη κ' ἡ σκληρή καί στανική δουλιά·
κι' ὅπως ὁἥλιος γέρνοντας στόν παγωμένο πόλο,
ἔτσ' ἡ καρδιά μου κόκινη καί κρύα θἆναι πιά.

Μέ τρόμο ἀκούω κάθε κορμό τίς πλάκες νά τραντάζει·


κρεμάλα σά στυλώνουνε πιό κούφια δέ βροντᾶ.
Μέ πύργο πού γκρεμίζουνε, ἔτσι κι' ὁ νοῦς μου μοιάζει
πού πέφτει ἀπό χτυπήματα, ἀκούραστα, βαρειά.
Καί λές πώς ὁ μονότονος χτύπος τους μέ λικνίζει,
πώς κάπου, κάποιο φέρετρο καρφώνουν βιαστικά...
Γιά ποιόν; —τό θέροςἦταν χθές· φθινόπωρο μυρίζει!
Σάνὥρα χωρισμοῦ ὁ κρυφός κρότος τους ἀντηχᾶ.

II.

Πῶς μέ τραβοῦν οἱ λαμπεροί πρασινωποίὀφθαλμοί σου


γλυκειάὀμορφιά ! μά σήμερα τά βλέπω ὅλα πικρά,
και τίποτα, οὔτ' ὁ ἔρως σου, τό τζάκι, ἡ κάμαρή σου,
δέ μοιάζει σάν τό ἡλιόγερμα πού λάμπει στά νερά.

Ὅμως ἀγάπα με ἄγγελε! γίνου ἀδελφή, μητέρα,


ἄν κ' εἶμαι ἀχάριστος, κακός, γίνου ἐρωμένη ἐσύ·
γίνου γιά μέ ἡ ἐφήμερη γλύκα πού τήν ἐσπέρα
ὁἥλιος τοῦ φθινοπώρου σκορπᾶ σά χρυσοσβεῖ.

Τοῦ κάκου! ὁ τάφος καρτερεῖ κι' ἀχόρταγο ἔχει στόμα!


Ἄφισε ν' ἀπογύρω ἄχ! στά γόνατά σου αὐτά.
γιά νά χαρῶ, θυμούμενος τό καλοκαίρι ἀκόμα,
μιά ἀχτίδα τοῦ φθινοπώρου κίτρινη καί γλυκιά!
Υ Μ Ν Ο Σ

Σ τήν πολυαγάπητη, στήν πιόὄμορφή μου,


πού φῶς γεμίζει μου τήν καρδιά,
στ' ἀθάνατο εἴδωλο, στό Σεραφείμ μου,
ἕνα μου «χαῖρε» παντοτεινά.

Δροσοξεχύνεται μέσ' τή ζωή μου


σάν ἕν' ἀγέρι θαλασσινό,
καί τήν ἀχόρταγη, τράβα, ψυχή μου,
σ' ἀθανασίας πόθο τρανό.

Σά μυροφόρι, πάντα σκορπίζει


στήν ἀτμόσφαιρα γλυκιά εὐωδιά,
σά θυμιατήρι, κρυφά καπνίζει
λησμονημένο μέσ' τή νυχτιά.

Ἔρωτ' ἀμόλυντε, πῶς νά σοῦ γράψει


ὁ νοῦς τίς χάρες της ἀληθινά;
σπόρος τοῦ μόσχου 'ναι ποὔχουνε θάψει
μέσ' τούς αἰώνιους μου βυθούς, βαθειά.

Στήν πολυαγάπητη, στήν πιόὄμορφή μου,


ποὖναι ἡ χαρά μου κι' ὅλη μου ἡὑγειά,
στ' ἀθάνατο εἴδωλο, στό Σεραφείμ μου,
ἕνα μου «χαῖρε» παντοτεινά.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ

ρεββάτια θἄχουμ' ἄνθινα, γεμᾶτα αἰθέρια μύρα,


ντιβάνια ὁλοβελούδινα, σά μνήματα βαθειά·
στίς ἐταζέρες λούλουδα παράξενα τριγύρα,
πού ἄνοιξαν μοναχά γιά μᾶς, σέ μέρη μαγικά.

Καί ποιά τήν ἄλλη νάὑπερβῆ μέ τή στερνή φωτιά τους,


οἱ δυό καρδιές μας—δυό τρανές λαμπάδες, —ἄχ μαζύ
θά διπλοκαθρεφτίσουνε τή διπλοφωτοσκιά τους,
στά πνεύματά μας ποὖναι δυό καθρέφτες ἀδερφοί.

Καί μιά βραδυά ὁλογάλανη, τριανταφυλλένια,ὡραία,


θέ ν' ἀνταλλάξουμε κρυφά μιά λάμψη τελευταία,
σάν ἕνα μακροθρήνημα γεμᾶτο χωρισμό.

Κ' ἕν' Ἀγγελούδι ἀργότερα θἀρθῆ καί θ' ἀναστήσει,


—τίς πόρτες μισανοίγοντας πιστό καί χαρωπό,—
τούς δυό καθρέφτες τούς θαμπούς, τίς φλόγες ποὔχαν σβύσει!
Ο ΑΥΤΟΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΟΣ

ωρίς θυμό θά σέ χτυπήσω


καί δίχως μῖσος, σάν τό μακελλάρη;
Σά Μωυσῆς θα κάνω ἀπό τό λιθάρι,
—τήν ἔρημό μου γιά νά ποτίσω,—

Ἀπό τό βλέφαρό σου ν' ἀναβρύσει


τοῦ πόνου τό νερό! Κ' ἐλπιδωμένο
τό κάθε μουὄνειρο, στ'ἁρμυρωμένο
τό δάκρυό σου πάνω θ'ἁρμενίσει,

Σάν τό καράβι πού γιά πέλαγο κινάει...


Καί στήν καρδιά μου, πού θά τή μεθύσει
τ' ὁλόγλυκό σου κλᾶμα, θ' ἀντηχήσει,
σάν τό ταμποῦρλο πού τήν ἔφοδο βαράει!

Δέν εἶμαι μιά παραφωνία


μέσα στή θεία τή συμφωνία,
μιά κ' ἡ Εἰρωνία μέ δαιμονίζει,
καί μέ ταράζει, μέ ροκανίζει;
Ἀπ' τή φωνή μου λές καί γενιέται,
κι' ἀπ' αὐτήμ' ὅλος φαρμακωμένος!
εἶμ' ὁ καθρέπτης ὁ στοιχειωμένος,
πού αὐτή ἡ μέγαιρα καθρεφτιέται.

Εἶμαι τό πλήγωμα καί τό μαχαίρι!


Ὁ μπάτσος καί τό μάγουλό του!
Ἡ ρόδα καί τ' ἀποκομένο χέρι!
Ὁ μπόγιας καί τ' ἀθῶο σφαχτό του!

Ἡὀχιά 'μαι ποὔχ' ἡ καρδιά μου ξεβράσει


—κάποιος πολύ ἐγκαταλειμένος,
σ' αἰώνιο γέλοιο ἀγγαρεμένος,
χωρίς νά δύναται πιά νά γελάσει!
ΑΝΤΙΘΕΣΗ

γγελε ποὖσαι ὅλο χαρά, ξέρεις τήν ἀγωνία,


τίς τύψεις, τά ντροπιάσματα, τά δάκρυα, τήν πλήξη,
τόν τρόμο ξάφνου τίς καρδιές ὁπού ἔρχεται νά σφίξει,
νά τσαλακώσει σά χαρτί μέσ' τή νυχτιά τήν κρύα,
ἄγγελε ποὖσαι ὅλο χαρά, ξέρεις τήν ἀγωνία;

Ἄγγελε ποὖσαι ὅλο καλό, ξέρεις τήν ἔχθρα ἐκείνη


και τή σφιγμένη τή γροθιά, τό δάκρυο πού στάζει
χολή, ὅταν ἡ ἐκδίκηση σατανικά προστάζει,
καί θέλει στίς δυνάμεις μας ὁ στρατηγός νά γίνει,
ἄγγελε ποὖσαι καλό, ξέρεις τήν ἔχθρα ἐκείνη;

Ἄγγελε ποὖσαι ὅλοὑγειά, τούς ξέρεις τούς ἀρρώστους,


πού κάτω ἀπ' τούς μαυρότοιχους τῶν σπιταλιῶν γυρνοῦνε,
κι' ἀργά σάν τούς ἐξόριστους τά πόδια τους τραβοῦνε,
γυρεύοντας τό λίγο φῶς πού ὁἥλιος χύνειὀμπρός τους;
ἄγγελε ποὖσαιὑγειά, τούς ξέρεις τούς ἀρρώστους;

Ἄγγελε ποὖσαι ὅλοὀμορφιά, τίς ξέρεις τίς ρυτίδες,


τό φόβο γιά τά γερατειά τόν πόνο πού σοῦ δίνει,
ὅταν τῆς ἀφοσίωσης κοιτᾶς τήν κρύφιαὀδύνη,
στά μάτια ποὔπιες ἄλλοτε τοῦ ἔρωτα τίς ἀχτίδες;
ἄγγελε ποὖσαιὀμορφιά, τίς ξέρεις τίς ρυτίδες ;

Ἄγγελε ποὖσαι ὅλο εὐτυχιά, χαρά καί φῶς μονάχα,


πεθαίνοντας θά ζήταγε ζωή ὁ Δαβίδ νά πάρει,
ἀπ' τίς πηγές τοῦ μαγικοῦ κορμιοῦ σου καί τή χάρη!
μά ἐγώ τίς προσευχοῦλες σου ἤθελα μόνο νἄχα,
ἄγγελε ποὖσαι ὅλο εὐτυχιά, χαρά καί φῶς μονάχα!
Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ

Σ κέψη πικρή, πού μιά φορά ριχνόσουνα στήν πάλη,


ἡ ἐλπίδα πού σπιρούνιαζε τήν ἄκρατην ὁρμή σου!
δέ σέ κεντάει τώρα πιά! Δίχως ντροπή, κοιμήσου
παληάλογο πού σοὔρχεται σέ κάθ' ἐμπόδιο ζάλη.

Πάρτο καρδιά μου ἀπόφαση, κοιμοῦ σάν κτῆνος πάλι.

Ὦ σκέψη νικημένη ἐσύ καί κατακουρασμένη!


ἡ ἀγάπη πιά δέ σέ τραβᾶ, οὔτε κ' οἱ ἀντιλογίες·
γειά σας λοιπόν θεότρελλά τραγούδια, μελωδίες!
χαρές, ἀφίστε μιά καρδιά μαύρη καί χολιασμένη!

Πᾶν' οἱ εὐωδιές σου, πέταξανἌνοιξη ἀγαπημένη!

Κι' ὁ χρόνος καταπίνει με, μέ τόση γληγοράδα,


ὄση τό χιόνι τ' ἄσωστο, ἕνα κορμί φρυγμένο·
κοιτάζω ἀπό ψηλά τή γῆ σάν ἄστρο παγωμένο,
καί δέ ζητῶ καταφυγής σκεπή πιά στήν κοιλάδα!

Στό πέσιμό σου, δέ μ'ἁρπᾶς,ὦ χιονοστιβάδα


L' ALBATROS

Πολλές φορές οἱ ναυτικοί, γιά νά διασκεδᾶνε,


πιάνουν τά πάλλευκα, τρανά τῆς τρικυμίας πουλιά,
πού σά συνταξειδιῶτ', ἀργά καί ράθυμ' ἀκλουθᾶνε,
τό πλοῖο πού μέσ' τά βάραθρα, κυλάει τά πικρά.

Μά μόλις σκλαβωμένα ἐκεῖ στήν κουπαστή τά δέσουν,


οἱ αἰθέριοι βασιλεῖς, σκυφτοί καί δίχως χάρη πιά,
ἀφίνουν τά μεγάλα τους φτερά, οἰκτρά νά πέσουν,
καί στά πλευρά τους σάν κουπιά, νά σέρνουνται, βαρειά.

Αὐτοί ποὖναι τόσ'ὄμορφοι, τά σύννεφα ὅταν σκίζουν,


πῶς εἶναι τώρα κωμικοί κι' ἄσκημοι, καί δειλοί!
Ἄλλοι ἀπ' τούς ναῦτες ἄτονα τά ράμφη τους κεντρίζουν,
κι' ἄλλοι τούς περιπαίζουνε, πηδώντας σάν κουτσοί!

Μ' αὐτούς τούς νεφοπρίγκηπες, κι' ὁ Ποιητής, πώς μοιάζει!


πού τ' ἀναγέλοια, οἱ τρικυμιές τόν πλήττουν, καί γελᾶ·
σάν ξένος μέσ' τόν κόσμο αὐτό, πού πίσω του χουγιάζει,
σκοντάφτει ἀπ' τά γιγάντια του φτερά, σάν περπατᾶ!
PAUL VΕRLAINE
1844-1896
Ὁ Verlaine γενήθηκε στό Μέτς καί πέθανε στό
Π α ρ ί σ ι . Στήν ἀρχή ὅταν ἦταν ὑπάλληλος ἀκόμα, ἐξέδωκε
τά «Διονυσιακά Π ο ι ή μ α τ α » καί ἀναγνωρίστηκε ἀπό τούς
Παρνασσιακούς σάν ἕνας ἀπό τούς καλλίτερους. Κατόπιν
ὅμως μέ τίς « F ê t e s G a l a n t e s » καί μέ τό « B o n n e C h a n ­
son» ἀπομακρύνθηκε ἀπό τή σχολή αὐτή. Ἐταξείδεψε
σ τ ή ν Ἀγγλία καί κατόπιν στό Β έ λ γ ι ο , ὅπου γιά μιά πι­
στολιά πού τράβηξε ἐναντίον τοῦ ἀγαπημένου φίλου του
καί ποιητοῦ Rimbaud, κ α τ α δ ι κ ά σ θ η κ ε σέ δυό χρόνια φ υ ­
λακή. Μέσα σ' αὐτήν ἔγραψε τή συλλογή του « R o m a n c e s
s a n s P a r o l e s » κ ι ' ἑτοίμασε τ ή « S a g e s s e » μιάν εὔγλωττη
ποίηση πού τόν ξαναφέρνει σ τ ή ν π ί σ τ η τῶν π α ι δ ι κ ῶ ν του
χρόνων. Τό τελευταῖο αὐτό ἔργο του πού τό τύπωσε τό
1881 τοῦ χάρισε τή μεγάλη δόξα. Ἀπό τήν ἐποχή αὐτή ἡ
πλανητική ζωή του γεμάτη ἀπό δυστυχία κι' ἀρρώστιες,
τόν ἔκανε νά γνωρίσῃ πολλές φορές τά νοσοκομεῖα. Ὅταν
πέθανε οἱ μαθητές του καί ὄλοι οἱ νέοι πού τόν εκτιμοῦ­
σαν καί τόν θαύμαζαν, τόν ἀνεκήρυξαν «Πρίγκηπα τῶν
Ποιητῶν».
Νά πώς χαρακτηρίζει ὁ François Coppée τόν Ver­
laine σ' ἕνα μικρό πρόλογο ἀφιερωμένο στά ποιήματά του:
«Ὁ Verlaine μᾶς ἔδωσε μιά ποίηση ἐντελῶς ξεχωρι­
στή καί δική του, μιά ποίηση ἀφελέστατη κι' αἰθέρια·
μέ ἄπειρους χρωματισμούς, πού θυμίζει τίς πιό λεπτές δο­
νήσεις τῶν νεύρων καί τά πιό ἀόριστα μουρμουρίσματα
τῆς καρδιᾶς. Ὡς τόσο μιά ποίηση φυσικώτατη, πηγαία,
σάν τό δημοτικό τραγούδι· μιά ποίηση πού οἱ ρυθμοί της
ἐλεύθεροι ἤ τσακισμένοι, ἀφίνουν μιά γλυκύτατη ἁρμονία,
πού οἱ στροφές στριφογυρίζουν καί τραγουδοῦν σάν παι-
διάτικος χορός, καί πού οἱ στίχοι —ἀπό τούς πιό ὡραίους
πού ἔχουμε — σχεδόν εἶναι μουσική. Καί μέσα στήν ἀπα­
ράμιλλη αὐτή ποίηση, μᾶς ἐξιστόρησε ὅλους τούς πόθους
καί τίς ὁρμές του, ὅλα του τά παραστρατήματα, ὅλες τίς
τύψεις του, ὅλες τίς τρυφερότητες καί τά ὄνειρά του, καί
μᾶς ἔδειξε τήν τόσο ταραγμένη μά παιδική ψυχή του. Τέ­
τοια ποιήματα εἶναι προωρισμένα νά ζήσουν».
Ἡ κριτική παρομοιάζει τόν V e r l a i n e μέ τόν V i l l o n .
Κι' ἀλήθεια μέσα στή θλιβερή κι' ἀκατάστατη ζωή του,
πολύ περισσότερο ἀπό κεῖνον, κατόρθωσε νά μᾶς ἐκφράση
τήν ἀφέλεια, τήν ἀθωότητα, τήν τρυφεράδα καί πρό πάν­
των τή μετάνοια πού συγκινεῖ κατάβαθα. Οἱ συμβολικοί
θέλησαν νά τόν κάνουν ἀρχηγό τους. Καί ὅμως, παρά
τούς παράδοξους ρυθμούς καί τό λεκτικό του, οὔτε μ' αὐ­
τούς, οὔτε καί μέ τούς Παρνασσιακούς μοιάζει.
Ἡ ποίησή του πλημμυρίζει ἀπό αἴσθημα καί γοητεύει
τόσο, πού χωρίς δισταγμό μποροῦμε νά ποῦμε πώς ὁ
Verlaine ἔρχεται στήν πρώτη σειρά τῶν ἁγνῶν καί με­
γάλων ποιητῶν τῆς Γαλλίας.
ΟΙ ΑΛΗΤΕΣ

ὐτοί δέν ἔχουν ἄλογα, τά πόδια καβαλλᾶνε,


οὔτε καί πλούτη, μἄχουνε χρυσάφινη ματιά,
κι' ὅπου τούς βγάν' ἡ ἄκρηα γιά κείνη ξεκινᾶνε,
κουρελιασμένοι πάντοτε, μ' ἀγριωπή θωριά.

Μέ περιφρόνια οἱ γνωστικοί συχνά τούς δασκαλεύουν·


μ' οἶκτο γιά τούς τρελλούς αὐτούς οἱ ἀνόητοι μιλοῦν·
κορίτσια σάν τούς βλέπουνε κι' αὐτά τούς κοροϊδεύουν,
καί τά παιδιά τούς δείχνουνε τή γλώσσα καί γελούν.

Κι' αὐτοί, πού τούς οἰκτείρουνε γιά τούς περιγελᾶνε,


καθώς τραβοῦν ἀπαίσιοι, μοιραῖοι, κωμικοί,
καί φοβισμένοι τούς κοιτᾶν, σάμπως, λές, νά κοιτᾶνε
κάποιο ὄνειρο, στά σούρουπα, κακό, εἶνε γιατί
Στίς λύρες τίς ψιλόφωνες σπασμωδικά σά βάζουν
τό χέρι, πού τίς λευτεριές σκορπίζει στήν καρδιά,
κάποια τραγούδια ἀλλοιώτικα μᾶς σιγαναστενάζουν,
τραγούδιαὡραῖα, νοσταλγικά, κ' ἐπαναστατικά·

Καί τέλος γιατί δείχτουνε στά μάτια τά βαθειά των,


πώς κλαίει πικρά καί πώς γελᾶ πειραχτικά πολύ,
ὁ ἔρωτας ὁ ἀσάλευτος τῶν αἰωνίων πραγμάτων,
ὁ ἔρωτας τῶν ἀρχαίων νεκρῶν καί τῶν θεῶν μαζύ!

— Ἐμπρός, λοιπόν! ἀδιάκοπα τό δρόμο σας τραβᾶτε!


καταραμένοι, πλάνητες, τραβᾶτε θλιβεροί!
στά ἔρμα ἀκρογιάλια, στούς γκρεμούς, ὅπου κι' ἄν τριγυρνᾶτε,
γιά σᾶς εἶν' οἱ παράδεισοι τοῦ κόσμου σφαληχτοί!

Ἡ Φύση μέ τόνἌνθρωπο τά δυνατά της βάνει


κ' οἱ δυό γιά νά χτυπήσουνε ὅσο μποροῦν βαρειά,
τή θεία, τήν περήφανη μελαγχολία, πού κάνει
σάν περπατᾶτε νἄχετε τό μέτωπο ψηλά.

Κ' ἔτσι ἀπό μιάν ἐκδίκηση γιά τήν τρελλή ἀφοβιά σας,
πού κλεῖτε τέτοιες λευτεριές κ' ἐλπίδες στήν ψυχή,
στ' ἀναθεματισμέν' αὐτά κίτρινα μέτωπά σας,
τή λύσσα τῶν στοιχείων της τήν ξαπολάει σκληρή.

Τά καλοκαίρια καίγουνε κι' οἱ πάγοι τοῦ χειμώνα,


παγώνουνὥς τό κόκκαλο, τό κρέας σας μαδοῦν,
καί τρέμουν ἀπ' τόν πυρετό, κεφάλια, χέρια, γόνα,
τά πόδια τά ξυπόλητα, πού ἀγκάθια τά ξεσκοῦν.
Ὅλα σᾶς διώχτουν ἄσπλαχνα καί σᾶς βαρυλυποῦνε
κι' ὅταν γιά σᾶς ὁ θάνατος θἀρθῆ, καμμιά φορά,
τό μελανό σας κι' ἄσαρκο κουφάρι κι' ἄν τό βροῦνε
θά τό περιφρονήσουνε κι' οἱ λύκοι στά βουνά !
ΤΟ ΣΥΝΕΙΘΙΣΜΕΝΟ ΜΟΥ ΟNEIPΟ

υχνά ἕν' ἀλλοιώτικοὄνειρο καί κρύφιο ὁ νοῦς μου κλώθει


γιά μι' ἄγνωστη πού μ' ἀγαπᾶ καί πού τήν ἀγαπῶ·
πού δέν εἶν' ὅμοια πάντοτε, οὔτε καί τή θαρρῶ
σά νἄταν ξένη ὁλότελα· καί μ' ἀγαπᾶ, μέ νοιώθει.

Μέ νοιώθει, ναί, κ' ἡ διάφανη καρδιά μου γι' αὐτή μόνο


ἀλλοίμονο! δέν εἶναι πιά πρόβλημα γιά νά λύση,
μόνο γι' αὐτή! καί τοῦ χλωμοῦ μετώπου μου τόν πόνο,
κλαίοντας ξέρει μόνο αὐτή νά μοῦ τόνε δροσίση.

Εἶναι ξανθιά, μελαχρινή γιά ρούσα;—Δέ γνωρίζω.


Καί τ'ὄνομά της;—Nαί, γλυκό κι'ἁρμονικό νομίζω,
σάν κείνων πού ἀγαπήθηκαν κ' ἔχει ἡ ζωή χωρίσει.

Τό κοίταγμά της κοίταγμα τῶν ἀγαλμάτων μοιάζει·


κ' εἶν' ἡ φωνή της μακρυνή, γαλήνια, ἀργή, καί στάζει
τόνἦχο ἀγαπημένων μας φωνῶν πού πιά ἔχουν σβύσει!
Τ' ΑΡΓΥΡΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

ἀργυρό φεγγάρι
λάμπει μές τά δάση·
ὅπου καί κλωνάρι
κι' ἄνθισμα στήν πλάση,
μιά φωνή ἀνεβαίνει...

Ὦ ἀγαπημένη!

Στό βαθύ κατρέφτη


τῆς λιμνούλας πάνω,
ἴσκιος μαῦρος πέφτει
τῆς ἐτιᾶς καί πλᾶνο
κλαίει τ' ἀέρι τώρα...

Χρυσονείρωνὥρα!

Κάποια ἀχνολουσμένη
κι' ἄπειρη γαλήνη,
λές καί κατεβαίνει
μέ τό φῶς πού χύνει
τ' ἀστεριοῦ ἡ μαγεία!

Ὥρ' ἀγάπης θεία!


Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ι Ν Ο

υγμολαλιά
ές τά βιολιά
τοῦ φθινοπώρου στέρνουν,
καί στήν καρδιά
βαρυθυμιά
μονότονη μοῦ φέρνουν.

Μ'ὄψη σβυστή
φωνή πνιχτή,
περνοῦν οἱὧρες λέω,
καί πάει μου ὁ νοῦς
σ' ἀλλοτινούς
χρυσούς καιρούς καί κλαίω.

Καί προχωρῶ,
μέ σπρώχνειὠχρό
τ' ἀγέρι τ'ὀργισμένο,
ἐδῶ κ' ἐκεῖ
πάνω στή γῆ,
σά φύλλο πεθαμένο.
ΑΦΟΥ...

φοῦ ἀνεβαίνει ἡ χαραυγή κι' ἀφοῦ ἡ αὐγή προβαίνει,


ἀφοῦ ἡ ἐλπίδα πού καιρόν πολύ μ' εἶχε ξεχάσει,
στέργει, στά παρακάλια μου, νά μοῦ χαμογελάση
καί νά μοῦ κάνη τή ζωή καί πάλι εὐτυχισμένη,

Ἄς λείψουν τώρα οἱ πένθιμες οἱ σκέψεις ἀπό μένα,


ἄς λείψουν τά πικρόνειρα, κι' ἀπ' ὅλαὤ! ἄς λουφάξει
ἡ εἰρωνία πού γελᾶ μέ χείλη ζαρωμένα
καί πού ζητεῖ χωρίς ψυχή τό πνεῦμα νά σφαντάξη.

Μακρυά κι' ὁ γρόθος ὁ σφιχτός πού τρέμει ἀπ' τό θυμό μου,


ὅταν μπροστά μου μοχθηρούς καί βλάκες ἀπαντῶ·
μακρυά κ' ἡ μαύρη ἐκδίκηση, μακρυά 'πό τό μυαλό μου
κ' ἡ λήθη πού ζητῶ νά βρῶ μές τ' ἄτιμο πιοτό.
Τί τώρα θέλω, ἀφοῦ ἀπ' τό φῶς πού κάποιο Πλᾶσμα χύνει,
μές τή βαθειά μου τή νυχτιά μιά λάμψη ἔχει φανῆ,
ἀγάπης λάμψη κ' εἶν' αὐτή κι' ἡ πρώτη κι' ἡ στερνή,
στή χάρη, στό χαμόγελο, στήν τόση καλοσύνη,

Θέλω, ἀφοῦ σᾶς θἄχω ὁδηγούς γλυκόφεγγαὡραῖα μάτια,


κι'ὦ χέρια! πού στή φούχτα σας θά τρέμουν τά δικά μου,
ἴσια νά περπατῶ κ' ἐκεῖ στῆς χλόης τά μονοπάτια,
ἤ καί σ' αὐτά πού ἀνήφορους, πέτρες θά βρῶ μπροστά μου.

Nαί, θέλω στή ζωή γλυκά κ'ἴσια νά περπατήσω,


πρός τό σκοπό πού ἡ μοίρα μου τό βῆμα μου θά βγάλει·
χωρίς θυμούς, τύψεις πικρές και φτόνους νά γνωρίσω,
γιά τό καθῆκον νά ριχτῶ μέ μιά χαρά στήν πάλη.

Κι' ἀφοῦ γιά νά μή νοιώσουμε τήν κούραση τοῦ δρόμου


θά τραγουδῶ σάν τό παιδί, τό ταίρι μου πιστεύω
πώς μ' εὐχαρίστηση θ' ἀκούει τό φτωχοτράγουδό μου·
καί τότε ἄλλο Παράδεισο βέβαια δέ γυρεύω.
ΔΕΝ ΕΙΝ' ΕΤΣΙ;

έν εἶν' ετσι; ναί στό πεῖσμα τῶν κουτῶν πού θ' ἀπαντοῦμε,
τῶν κακῶν πού χωρίς ἄλλο θά φτονήσουν τή χαρά μας,
μ' ὅλη μας τήν περηφάνια, κακία δέ θά τούς κρατοῦμε.

Δέν εἶν' ἔτσι; θά τραβᾶμε χαρωπά κι' ἀργά στό δρόμο


τό φτωχό, πού θά μᾶς δείχνει μέ χαμόγελο ἡ Ἐλπίδα,
κι' ἄν θά μᾶς κοιτοῦν ἤὄχι, θά σηκώνουμε τόνὦμο.

Ξεμοναχιασμένες ἔτσι σά σέ δάσος, στό σκοτάδι,


οἱ καρδιές μας θά ξεχύνουνἥσυχο τραγούδι ἀγάπης,
σά δυό ἐρωτεμένα ἀηδόνια ὅπου τραγουδοῦν τό βράδυ.

Ὅσο γιά τόν κόσμο ἄν ἔχτρα ἤ ἄν καλοσύνη τάχα


θά μᾶς δείξει, τί μᾶς νοιάζει; ἄς τον! ὅ,τι θέλει ἄς κάνει,
ἄς μᾶς καλοπάρ' ἤ ἄς χύσει τό φαρμάκι του μονάχα.
G R E E N

ά φύλλα, λούλουδα, καρπούς καί πράσινα κλαράκια,


νά κ' ἡ καρδιά μου πού χτυπᾶ για σένα μόνο τώρα·
μήν τήν ξεσκίσεις μέ τά δυό τ' ἄσπρα σου αὐτά χεράκια,
καί καλοδέξου ἀγάπη μου τά ταπεινά μου δώρα.

Μέ στάλες δρόσου στά μαλλιά ἔρχομαι ραντισμένος,


πού λές καί τίς κρουστάλλιασε τ' ἀγέρι τ' αὐγινό.
Ἄσε μπροστά στά πόδια σου νά κάτσω ὁ κουρασμένος,
νάὀνειρευτῶ γλυκές στιγμές γιά νά ξεκουραστῶ.

Ἄσε στή νειάν ἀγκάλη σου νά γύρω τό κεφάλι,


πού μέσ' ἀκόμα τά στερνά φιλιά σου ἀντιλαλοῦνε.
Ἄστο ἀπ' τή μπόρα τή γλυκιά νά ἡσυχάση πάλι,
κι' ἄς κοιμηθῶ λιγάκι ἀφοῦ κ' ἐσέ τά μάτια κλειοῦνε.
ΠΟΣΟ ΠΙΚΡΑΘΗΚΕ...

όσο πικράθηκε, πικράθηκε ἡ ψυχή μου,


γιά μιά γυναῖκα, μιά γυναῖκα στή ζωή μου.

Ποτέ δέ βρῆκα γώ παρηγοριά


ἄν κ' ἔφυγε ἡ καρδιά μου μακρυά,

Ἄν κ' ἡ καρδιά μου, ἄν κ' ἡ ψυχή μου πού πονάει.


μακρυά 'πό τή γυναῖκ' αὐτή 'χε πάει.

Ποτέ δέ βρῆκα 'γώ παρηγοριά


ἄν κ' ἔφυγεἠ καρδιά μου μακρυά.

Κ' ἡ ἔρμη καρδιά μου, ἄχ ἡ καρδιά μου πού τή θλίβει


τό παραμικρό,
ρώτησε τήν ψυχή μου: Εἶναι δυνατό;

Εἶναι δυνατό —τή βάσταξες, καϋμένη,


αὐτή τήνὑπερήφανη ἐξορία, τή θλιμένη;

Καί στήν καρδιά μου ἀποκρίθηκεν ἐκείνη:


Ξέρω κ' ἐγώ τί βρόχια ἡ γυναῖκ' αὐτή μᾶς στήνει;

Πάντα σιμά της θἄμαστε ἄν κι' ἀποδιωγμένες,


ἀκόμα κι' ὅταν μακρυά της μένουμε σάν ξένες!
N E V E R M O R E

ύμηση τί μέ κυνηγᾶς; Τοῦ φθινοπώρου ἡ μέρα


ψηλά τήν πάχνη σήκωνε στόν ἄτονον ἀγέρα,
κι' ὁἥλιος μιά μονότονην ἀχτίδ' ἀχνοσκορποῦσε
στό δάσος πού στίς κρύες πνοές κίτρινο ἀναριγοῦσε.

Ρεμβαστικά, ὁλομόναχοι πηγαίναμε ὁλένα,


μέ τά μαλλιά, τό στοχασμό, στόν ἄνεμο ἀφισμένα.
Ξάφνου, μέ μιά συγκίνηση κοιτῶντας με δειλά :
«Ποιά ἤτανε ἡ πιὄμορφη μέρα σου» μ' ἀρωτᾶ

Ἡ κρυσταλλένια, ἡ δροσερή, ἡ ἀγγελικιά λαλιά της.


Δέχτηκα μέ χαμόγελο κρυφό τό ρώτημά της,
καί τό λευκό χεράκι της φίλησα εὐλαβικά.

—Ἆ! πῶς τά πρῶτα λούλουδα μοσχοβολοῦν γλυκά


καί πῶς μιλάει στήν καρδιά, βαθειά, χαριτωμένα,
τό πρῶτο «ναί» πού σιγολέν χειλάκια ἀγαπημένα!
Η ΚΑΜΑΡΟΥΛΑ

καμαρούλα μέ τό φῶς μισοκατεβασμένο,


στό χέρι τό κεφάλι σου ρεμβαστικά γερμένο,
στ' ἀγαπημένα μάτια της τό βλέμμα ν'ἁρμενίζη,
ἡὥρα πού τό βιβλίο κλεῖς καί πού τό τσάϊ ἀχνίζει,
ἐκείνη ἡ κρύφια σου χαρά ἡ μέρα σά διαβαίνει,
ἡ κούραση ἡ εὐχάριστη σάν ἡ καρδιά προσμένει
τόνἴσκιο τό νυφιάτικο καί τή γλυκιά νυχτιά,
ναί! τ'ὄνειρό μου ὅλ' αὐτά τά κυνηγάει πιά
μέ λύσσα μές τίς ἄσκοπες πλῆξες κι' ἀναβολές.
—Ἄχ! πότε οἱ μῆνες θά διαβοῦν κ' οἱ κρύες αὐτές νυχτιές;
Η ΣΑΠΦΩ

ώφρενη, μέ τά μάτιαὠχρά, μέ στῆθος πούὀρθοσειέται,


καί λιγωμένη ἀπ' ἡδονή ἡ Σαπφώ, πού τή φλογίζει,
σά λύκαινα στά ὁλόψυχρα τ' ἀκρόγιαλα γυρίζει.

Τό Φάωνα φέρνει στό νοῦ καί τούς θεσμούς ἀρνιέται


καί βλέποντας πώς μοναχή στά δάκρυα τώρα λυώνει,
τά μαῦρα πλούσια της μαλλιά, τραβᾶ καί ξεριζώνει.

Κάποτε συλλογίζεται μέ σπαραγμό τά χρόνια,


ποὔλαμπεἁγνή ἡ ἀγάπη της στή δόξα κι'ὀμορφιά της,
καί πού τήν ἐτραγούδησε σέ στίχους ὅπου αἰώνια,
κάθε παρθένα θέ ν' ἀκούῃ μές τά χρυσόνειρά της.

Καί νά πού τώρα πέφτουνε χλωμά τά βλέφαρά της


κι' ὁρμᾶ στήν ἄγρια θάλασσα πού ὁλάνοιχτη προσμένει·
ἐνῷ ψηλά σκορπίζοντας στό κῦμα τή φωτιά της,
ἡὠχρά Σελήνη, τοῦ ἔρωτος ἡ ἐκδικήτρα, βγαίνει.
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΤΟ Ε Κ Δ Ο Τ Ι Κ Ο Ν "ΦΟΙΒΟΣ,, ἀρχίζει ἀπό
σήμερα, νά ἐκδίδῃ εἰς τεύχη, ἀνά τρεῖς ποιητάς, τήν
μεγάλην Γ Α Λ Λ Ι Κ Η Ν Α Ν Θ Ο Λ Ο Γ Ι Α Ν κατά
μετάφρασιν τοῦ γνωστοῦ λογοτέχνου κ. Γ. ΣΗΜΗ­
ΡΙΩΤΗ. Η Α Ν Θ Ο Λ Ο Γ Ι Α αὐτή θά περιέχῃ ὅλας
τάς ποιητικάς δόξας τῆς Γαλλίας ἀπό τῆς ἐποχῆς τῆς
Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, μέ
τάς εἰκόνας καί τάς βιογραφίας των. Κατά συνέπειαν
ὁ Ἕλλην ἀναγνώστης πού δέν ηὐτύχησε νά γνωρίση
εἰς τό πρωτότυπον τά στιχουργικά ἀριστουργήματα
καί νά ἐκτιμήση τή λαμπρή καί πολύτροπη ἄνθιση
τοῦ Γαλλικοῦ Παρνασσοῦ, θά μπορέση ἔτσι νά τήν
χαρῆ συγκεντρωμένην εἰς τήν παρούσαν ἔκδοσιν. Λόγῳ
τοῦ ὄγκου τῆς ἐκδόσεως καί πρός διευκόλυνσιν τῆς
ἀποκτήσεως αὐτῆς εἰς εὐρύτερον κῦκλον ἀναγνωστῶν,
ἐπροτιμήθη ἡ κατά τεύχη πώλησις.
Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἡ Γ Α Λ Λ Ι Κ Η Α Ν Θ Ο Λ Ο ­
ΓΙΑ πού παρουσιάζει σήμερον ὁ «Φοίβος» τόσον διά
τήν ἐκλεκτήν ἐκλογήν τῶν ποιημάτων (καταλληλότατα
καί δι' ἀπαγγελίας) ὅσον καί διά τήν ὡραίαν μετάφρα­
σιν αὐτῶν ὑπό τοῦ κ. Γ. ΣΗΜΗΡΙΩΤΗ, θέλει γίνει ὄχι
μόνον τό γλυκύτερον ἐντρύφημα, ἀλλά καί τό πολυ­
τιμώτερον κόσμημα κάθε σαλονιοῦ καί βιβλιοθήκης.

Τιμή δρχ. 15

You might also like