You are on page 1of 91

Copyright © Ιωάννης Βαρθολομαίος 2018

Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved.

Απαγορεύεται κάθε ολική ή μερική αναπαραγωγή, αντιγραφή και αποθήκευση της παρούσας εργασίας για
εμπορικό σκοπό και χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Επιτρέπεται η ανατύπωση και αποθήκευση για μη
κερδοσκοπικό σκοπό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής φύσεως, υπό την προϋπόθεση να αναγράφεται η πηγή
προέλευσης. Ερωτήματα που αφορούν στη χρήση της εργασίας για εμπορικό σκοπό θα πρέπει να απευθύνονται
προς τον συγγραφέα. [vartholom@polsci.auth.gr]

Εικόνα εξωφύλλου: Κωνσταντίνος Τσούτσης


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών

Κατεύθυνση Πολιτικής Θεωρίας και Φιλοσοφίας

Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΤΟΝ 21Ο ΑΙΩΝΑ:


ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ, ΚΕΡΔΟΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΤΟΥ

ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
ΑΕΜ: 315

Τριμελής εξεταστική επιτροπή:


Α. Στυλιανού, αναπληρωτής καθηγητής (επιβλέπων)
Γ. Δουράκης, αναπληρωτής καθηγητής
Α. Κιουπκιολής, επίκουρος καθηγητής

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΣΕΠΤΕΜΒΒΡΙΟΣ 2018
-2-
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ 5

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 6

Ι. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

I. Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΣΕ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΙΙ. Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ 17

ΙΙΙ. Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΉ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ 25

ΙΙ. ΑΝΙΣΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Ι. ΧΩΡΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 30

ΙI. ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ ΠΟΡΩΝ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ 38

ΙΙΙ. Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ 43

ΙΙΙ. ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΧΩΡΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ι. ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΠΤΩΤΙΚΗΣ ΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ 46

ΙΙ. ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ 54

ΙΙΙ. ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗ


ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ 61

-3-
ΙV. ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΩΣ ΠΗΓΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ

Ι. ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΥ 69

ΙΙ. Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 73

ΙΙΙ. Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 78

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 82

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ 85

-4-
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα διπλωματική εργασία εξετάζει και αναλύει τη διαδικασία παραγωγής του


κεφαλαίου, όπως αποτυπώνεται σε συνθήκες απαλλοτριωτικής συσσώρευσης με επίκεντρο
την κρίση του καπιταλισμού στον 21o αιώνα. Έχοντας ως εφαλτήριο τη θεωρία του Μαρξ
για την πρωταρχική συσσώρευση και το καπιταλιστικό κέρδος, προσεγγίζονται σύγχρονες
θεωρήσεις πάνω στην ανάπτυξη και την εσωτερική λογική του κεφαλαίου στην εποχή του
νεοφιλελευθερισμού. Ακολουθώντας την ανάλυση του David Harvey πάνω στην άνιση
γεωγραφική ανάπτυξη και την παραγωγή του χώρου καθώς και τη θεωρία του Thomas
Piketty για τη δομή των ανισοτήτων εισοδήματος και πλούτου, προκύπτουν ερευνητικά
ερωτήματα γύρω από τη φύση της καπιταλιστικής κρίσης, την όξυνση των αντιθέσεων και
την ένταση της εκμετάλλευσης στις σύγχρονες δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Υπό αυτό
το πρίσμα η διπλωματική θα επιχειρήσει να αναδείξει τις κύριες πλευρές γύρω από την
προβληματική της ατέρμονης συσσώρευσης, της ανάπτυξης του κεφαλαίου και των δομικών
του αντιφάσεων.

-5-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην ιστορία του καπιταλισμού ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι οικονομικές κρίσεις, ως μια
επιτάχυνση του ιστορικού χρόνου, επιφέρει αναπόδραστα στο προσκήνιο την ανάγκη
επανεξέτασης της λειτουργίας και των τρόπων αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Αδιαμφισβήτητα οι κρίσεις ως μια συνολική αναδιαμόρφωση των φυσικών τοπίων στον
χάρτη της ροής του κεφαλαίου δεν δημιουργούν αστάθεια μόνο στους οικονομικούς κύκλους,
αλλά συντελούν και σε μια αποδιοργάνωση της ίδιας της καθημερινής πρακτικής ζωής. Στην
καθημερινότητα οι δραματικές αλλαγές που δημιουργούνται κλονίζουν τον τρόπο σκέψης
των απλών πολιτών από την αντίληψη τους για τους θεσμούς και τις κυρίαρχες ιδεολογίες, τις
κοινωνικές τους σχέσεις και τις πολιτισμικές τους συνήθειες μέχρι τις ιδέες τους για την ίδια
την ζωή. Μέσα από αυτήν τη δυναμική, η όξυνση των ανισοτήτων σε χρηματικό και
εισοδηματικό πλούτο, η αύξηση της φτώχειας σε παγκόσμια κλίμακα καθώς και η ένταση της
εκμετάλλευσης στον τομέα της εργασίας οδηγούν αναπόφευκτα τη συζήτηση γύρω από την
«ουσία» του καπιταλισμού.

Ο ιστορικός καπιταλισμός ως σύνολο θεσμών δομείται πάνω σε μία αντιφατική προοπτική,


τη δημιουργική καταστροφή όπου «το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το
ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι κεφάλαιο και η αυτοαξιοποίηση του εμφανίζονται σαν
αφετηρία αλλά και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής».1 Από αυτή την άποψη
είναι ένα πολύ «συγκεκριμένο και χωροχρονικά οριοθετημένο, ενοποιημένο χωρίο των
παραγωγικών δραστηριοτήτων, μέσα στο οποίο ο οικονομικός αντικειμενικά σκοπός ή «νόμος»
που επικρατεί ή διέπει την κύρια οικονομικά δραστηριότητα είναι η ατέρμονη συσσώρευση του
κεφαλαίου».2

Υπό αυτό το πρίσμα η ανά χείρας διπλωματική εργασία επιχειρεί να διεισδύσει και να
εξετάσει την πραγματική φύση της κυκλοφορίας και της συσσώρευσης του κεφαλαίου ως
μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης της σημερινής κρίσης, της κρίσης του καπιταλισμού στον
21ο αιώνα. Οι κρίσεις της παγκόσμιας αγοράς μπορούν να λογισθούν ως προέκταση του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτό όμως απαιτεί εκτός από πολιτική νηφαλιότητα,
μια κριτική ματιά του συνόλου των κανόνων την πολιτικής οικονομίας. Όπως το έθετε και ο
Μαρξ οι κυκλικές κρίσεις του καπιταλισμού δεν μπορούν παρά να νοηθούν σαν «τη

1. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Τρίτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 1978, σ. 316.
2. Wallerstein, Immanuel, Ιστορικός Καπιταλισμός, Θεμέλιο, Αθήνα 1987, σ. 23.

-6-
πραγματική συνένωση και τη βίαιη εξομάλυνση όλων των αντιφάσεων της αστικής
οικονομίας»3 γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια όλων των κρίσεων «αντιμετωπίζονται,
αναδιαμορφώνονται και αναδιοργανώνονται οι αστάθειες του καπιταλισμού ώστε να
δημιουργηθεί μια νέα εκδοχή του».4

Σήμερα μιλώντας για μία νέα φάση στην εποχή του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού,
της νέας αυτής ιστορικής περιόδου που διανύουμε, γίνεται προφανές πως το νεοφιλελεύθερο
εγχείρημα βρίσκεται μπροστά σε μια τεράστια δομική δυσλειτουργία. Οι συνθήκες
διατήρησης του επιβάλλουν και προωθούν μια αέναη νέου τύπου «πρωταρχική
συσσώρευση»5, κάτι που σημαίνει ατέρμονη καταστροφή κεφαλαίου, καταστροφή του
κοινωνικού ιστού, εν ολίγοις καταστροφή και αναδιάρθρωση της ίδιας της ανθρώπινης
ύπαρξης προσαρμοσμένης σε ένα νέο οικονομικό πλαίσιο. Δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς
κρίση. Οι κυκλικές οικονομικές κρίσεις είναι δομικό στοιχείο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής και κάθε φορά που εμφανίζονται εξυπηρετούν μια εκ των έσω αναπροσαρμογή
του χρηματοπιστωτικού συστήματος με σκληρότερο πρόσωπο. Γι’ αυτό και είναι χρήσιμες
για την εκλογίκευση των παραλογισμών του καπιταλισμού.6 Διότι οδηγούν σε νέες σφαίρες
επενδύσεων, σε νέα αναπτυξιακά μοντέλα και σε νέες μορφές ταξικής ισχύος. Επίκεντρο
κάθε κρίσης ήταν και είναι η ισχύ της εργασίας των καπιταλιστικών κέντρων, κάτι που
σημαίνει ότι το «κεφάλαιο» προκειμένου να επιβιώσει πρέπει να συνετίσει ότι είναι για το
ίδιο «μη κερδοφόρο». Γι’ αυτό εξαθλιώνει και καταστρέφει τις λιγότερο κερδοφόρες
οικονομίες. Στην ιστορία του 20ου αιώνα διαμορφώθηκε χαρακτηριστικά η «λογική» του
κεφαλαίου.

Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή προκειμένου να κατανοήσει κανείς την τωρινή
κρίση μπορούμε να πούμε πως η μεταπολεμική περίοδος της καπιταλιστικής ανάπτυξης
μπορεί να χωριστεί σε δυο κομμάτια. Η πρώτη είναι η λεγόμενη «χρυσή εποχή» της πρώτης
εικοσιπενταετίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν
υψηλοί, τα εισοδήματα όπως και η κατανάλωση ανέβαιναν και δημιουργήθηκαν συνθήκες
ευπραγίας που δεν είχαν φανεί ξανά στην ιστορία του καπιταλισμού. Αυτή η περίοδος έφτασε
στο τέλος της στα μέσα της δεκαετίας του 1970 όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης άρχισαν να
επιβραδύνουν δραματικά με συχνές κρίσεις, πτώση του εργατικού εισοδήματος, αύξηση των
ποσοστών ανεργίας και με χαρακτηριστική την έντονη δυστοκία των ώριμων καπιταλιστικών

3. Μαρξ, Καρλ, Θεωρίες για την Υπεραξία, Μέρος Δεύτερο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982, σ. 594.
4. Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ. 13.
5. Για τη μαρξική θεωρία της πρωταρχικής συσσώρευσης βλ. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της
Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012. σσ.738-741, καθώς και το τρίτο
μέρος του πρώτου κεφαλαίου της παρούσας μελέτης (Ι.ΙΙΙ. Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΉ
ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ σσ. 25-29).
6. Harvey, David, Το αίνιγμα του Κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού, Καστανιώτη, Αθήνα
2011, σ. 23.

-7-
χωρών όσο ν’ αφορά τη διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου. Έτσι αναπαράχθηκε και η
επικείμενη κρίση συσσώρευσης της δεκαετίας του 1970.7 Εκεί ξεκινάει η περίοδος όπου το
χρηματοπιστωτικό σύστημα αρχίζει να γιγαντώνεται και που πολλοί οικονομολόγοι
αποκαλούν σχηματικά «χρηματιστικοποίηση»8 του καπιταλισμού.

Η χρηματιστικοπόιηση έφερε και επέτεινε τις συχνές κρίσεις στην κεφαλαιακή συσσώρευση.
Ο περιορισμός του κράτους, η μείωση των μισθών επί του εθνικού εισοδήματος σε συνέπεια
με την μείωση της αγοραστικής δύναμης δημιούργησαν το χώρο για την τραπεζική πίστωση.
Έτσι η πιστωτική οικονομία δημιούργησε ένα κενό μεταξύ πραγματικού εισοδήματος και
αγοραστικής δύναμης, ουσιαστικά κατασκεύασε μια επίπλαστη ευμάρεια που τοποθετεί το
κεφάλαιο σε ρόλο οδηγού και κύριου διαχειριστή της επερχόμενης κρίσης που ούτως ή
άλλως θα επέλθει. Ο τρόπος με τον οποίο εξήλθε δηλαδή το κεφάλαιο από την κρίση του
1970 ήταν η πιστωτική οικονομία των δεκαετιών του 1980 και 1990 προκειμένου να καλύψει
το κενό ανάμεσα στο πραγματικό εισόδημα και την αγοραστική δύναμη. Αυτό θα
προετοίμαζε το έδαφος για την επερχόμενη κρίση που ξέσπασε στα μέσα του 2000. Τέτοιο
παράδειγμα είναι η σημερινή κρίση, η κρίση χρέους της λεγόμενης καπιταλιστικής
περιφέρειας. Κάθε καπιταλιστική κρίση ισοδυναμεί με μια προσπάθεια διάσωσης του
κεφαλαίου με ταυτόχρονη καταστροφή της πραγματικής οικονομίας. Δηλαδή, το ίδιο το
κεφάλαιο καταστρέφει όλες τις πολιτικοοικονομικές δομές που εμποδίζουν την εκ νέου
ανάπτυξη του. Αυτό σημαίνει όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, συρρίκνωση του κοινωνικού
κράτους, υποτίμηση της εργασίας εν ολίγοις οπισθοχώρηση σε θεμελιώδη ζητήματα
δημοκρατίας. Μέσα δηλαδή από την ανάλυση των τρόπων που η καπιταλιστική ανάπτυξη
ξεπερνάει τις κρίσεις και δημιουργεί νέες πρακτικές, νέους ιμπεριαλισμούς
υποκειμενοποιώντας την αγορά, το κεφάλαιο δημιουργεί έναν κοινωνικό μετασχηματισμό
όπου οργανικά στοιχεία είναι η αύξουσα εκμετάλλευση και ο κοινωνικός «κανιβαλισμός».
Υπό αυτό το πρίσμα η σημερινή κρίση δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, συμβαίνει από καταβολής
καπιταλισμού, από την δεκαετία του 1980 οι υπερασπιστές του συστήματος μιλούσαν για

7. Πιο ειδικά για τη κρίση της δεκαετίας του 1970 και τη νεοφιλελεύθερη στροφή βλ. Harvey, David,
Νεοφιλελευθερισμός. Ιστορία και παρόν, Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σσ. 34-64.
8. Ο όρος «χρηματιστικοποίηση» χρησιμοποιείται ευρέως σε κλάδους των επίσημων οικονομικών για
να περιγράψει μια ευρεία γκάμα φαινομένων: την απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και των
διεθνών κεφαλαιακών ροών, τον πολλαπλασιασμό των λεγομένων «νέων χρηματοπιστωτικών
εργαλείων», τη μετακίνηση από βασισμένα σε διαπραγματεύσεις (over the counter) σε ανοιχτές αγορές
(market-based) χρηματοπιστωτικά συστήματα, την ανάδυση θεσμικών επενδυτών ως βασικών
παραγόντων στις χρηματαγορές. Πιο απλά χρηματιστικοποίηση μπορεί να θεωρηθεί η μετάβαση των
οικονομικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τον τομέα της παραγωγής υλικών αγαθών στον
τομέα των άυλων χρηματιστηριακών αγαθών τα οποία προσφέρουν υψηλότερα κέρδη
μακροπρόθεσμα. Για την ανάλυση γύρω από τη θεωρία της χρηματιστικοποίησης βλ. Μαυρουδέας,
Σταύρος, «Η χρηματιστικοποίηση, η μετατροπή της εργασίας σε κεφάλαιο και η ελληνική περίπτωση»
Τετράδια Μαρξισμού – Περιοδική, θεωρητική και πολιτική επιθεώρηση, 01 (2016), σσ.187-206, καθώς
και τη μελέτη του Κώστα Λαπαβίτσα στο Lapavitsas, Costas, «Financialisation in Crisis», Historical
Materialism Book Series, 32 (2012), pp. 1-260.

-8-
δομική προσαρμογή. Η μαρξιστική θεωρία αυτή τη προσαρμογή την ονομάζει «πρωταρχική»
ή καλύτερα «απαλλοτριωτική» συσσώρευση (συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από
άλλους)9 και δεν εντοπίζεται μόνο στις απαρχές του καπιταλισμού με την απαλλοτρίωση των
γαιών του αγροτικού πληθυσμού στα τέλη του 15ου αιώνα, αλλά συνεχίζεται κάθε φορά που η
διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου οδηγείται δομικά σε κρίση υπερσυσσώρευσης
σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο στην εξέλιξη του συστήματος.

Έχοντας ως εφαλτήριο την παρούσα κρίση του καπιταλισμού στον 21 ο αιώνα όπου αρχίζει
συμβατικά με την κατάρρευση της Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου του 2008 και
συνεχίζεται μέχρι σήμερα, έχοντας κλείσει σχεδόν μια δεκαετία τρομαχτικών πολιτικών και
οικονομικών αλλαγών, τίθεται αναγκαία το εξής ερώτημα: Μήπως η καπιταλιστική κρίση
προκύπτει από τις αντιφάσεις και την εσωτερική «λογική» του κεφαλαίου;

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να εξετάσει και να καταδείξει πως αυτές οι αντιφάσεις
της καπιταλιστικής ανάπτυξης εκτός από την ευελιξία στη λειτουργία του οικονομικού
συστήματος εμπεριέχουν την «ουσία» και τη «φύση» του κεφαλαίου, δηλαδή τη συστημική
καταστροφή – όπως είναι η ατέρμονη συσσώρευση, η ένταση της ανισότητας και της
εκμετάλλευσης σε κάθε έκφανση του κοινωνικού ιστού. Ακολουθώντας την παραπάνω
αρχική υπόθεση, το πως η σημερινή κρίση αντικατοπτρίζει την εσωτερική «λογική» του
κεφαλαίου, θα προσπαθήσω να αποδείξω πως οι σταθερές της κυκλοφορίας του κεφαλαίου
ως αξία εν κινήσει οδηγούν στην αέναη με κάθε κόστος ανάπτυξη του καπιταλισμού μέσα
από μια διαδικασία υφαρπαγής και εντατικοποιημένης καταστροφής. Το βασικό επιχείρημα
που θα υποστηριχθεί δηλαδή, είναι πως η κρίση του καπιταλισμού στον 21ο αιώνα δεν είναι
παρά μια νέου τύπου πρωταρχική συσσώρευση προκειμένου το σύστημα που περνάει δομική
κρίση να «ξαναζωντανέψει» και να αναπαραχθεί.

Μεθοδολογικά μέσα από τη προβληματοποίηση πεδίου, τη μαρξική θεωρία της πρωταρχικής


συσσώρευσης και του καπιταλιστικού κέδρους και ακολουθώντας σύγχρονες ριζοσπαστικές
προσεγγίσεις όπως αυτή του David Harvey για την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη και την
εδαφική λογική του κεφαλαίου, αναλύεται η κρίση με όρους πολιτικής θεωρίας και
οικονομίας. Στη συνέχεια μέσα από έναν διάλογο δυο παραδοσιακών θεωριών, της
μαρξιστικής και νεοφιλελεύθερης οπτικής πάνω στην προβληματική του
χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, αντλώντας στοιχεία από την ανάλυση του Thomas
Piketty για την δομή των ανισοτήτων εισοδήματος και πλούτου, θα εξαχθούν συμπεράσματα
γύρω από το πώς η «λογική» του κεφαλαίου λειτουργεί καταλυτικά για τη νεοφιλελεύθερη

9. Για την απαλλοτιωτική συσσώρευση ή συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους βλ.
Harvey, David, Ο νέος Ιμπεριαλισμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σσ. 144-155 καθώς και το δεύτερο
μέρος του δευτέρου κεφαλαίου της παρούσας μελέτης (ΙΙ.ΙI. ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ ΠΟΡΩΝ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ σσ. 38-42).

-9-
ηγεμονία. Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να τεκμηριώσει επιστημονικά τη μαρξιστική
ανάλυση γύρω από την οικονομική κρίση, ως κρίση του ίδιου του κεφαλαίου και του
χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με αυτή την έννοια η παρούσα διπλωματική ευελπιστεί να
φωτίσει δρόμους για την κατανόηση γύρω από την δυναμική των οικονομικών κρίσεων που
δημιουργούνται μέσω της δομικής ανωμαλίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύεται διεξοδικά η διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου
όπως αποτυπώνεται στο Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ, δίνοντας βάση στην έννοια της
πρωταρχικής συσσώρευσης καθώς αποτελεί και το μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης της
κρίσης. Εν συνεχεία, στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται η θεωρία της άνισης γεωγραφικής
ανάπτυξης του καπιταλισμού μέσα από τις αναλύσεις του David Harvey, ώστε να
προσδιοριστεί η γεωγραφική κινητικότητα του κεφαλαίου, η εδαφική λογική και ο τρόπος
που σχηματίζονται οι κρίσεις χρέους της καπιταλιστικής περιφέρειας. Στο τρίτο κεφάλαιο,
διερευνάται ο ρόλος των κρίσεων στην καπιταλιστική χωρική οικονομία ως φυσικό
επακόλουθο των παραπάνω προβληματικών, με κύρια αναφορά στη μαρξική συμβολή για το
νόμο της πτωτικής τάσης του κέρδους και σε συνάρτηση με το ρόλο της
χρηματιστικοποίησης στη σημερινή κρίση. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, με αφετηρία
τη μελέτη και τα στοιχεία του γάλλου οικονομολόγου Thomas Piketty για τη δομή των
ανισοτήτων στην Ευρώπη κατά τον 21ο αιώνα, γίνεται μια παρουσίαση του κεφαλαίου ως
πηγή ανισότητας με βάση τις ανισότητες εισοδημάτων και πλούτου, της εργασίας και της
ιδιοκτησίας κεφαλαίου. Τέλος, θα εξαχθούν κάποια συμπεράσματα σχετικά με όλες τις
παραπάνω προβληματικές προκειμένου να δοθεί μια δυναμική κριτική οπτική της σημερινής
πραγματικότητας και γενικότερα της θεωρίας των οικονομικών κρίσεων που μόνιμα χτυπούν
το καπιταλιστικό σύστημα.

- 10 -
Ι. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Ι. Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΣΕ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Εκκινώντας αυτή τη μελέτη θα ήταν αφελές να αναφερθώ μονάχα στην οικονομική ή


πολιτική πλευρά της ανάλυσης του Μαρξ χωρίς να εξεταστεί η κύρια ουσία του έργου του,
χωρίς να αναφερθεί η θεωρητική και επιστημονική αξία του Κεφαλαίου. Ο Πρώτος Τόμος
του Κεφαλαίου υπήρξε και θα υπάρχει αδιαμφισβήτητα ως τομή στην ιστορία της πολιτικής
σκέψης. Αυτό γιατί χάραξε το δικό του δρόμο στην κριτική σκέψη όχι μόνο ως ένα έργο
τέχνης που ακροβατεί ανάμεσα στη πληθώρα των θεωρητικών και οικονομικών του
αναγνώσεων, αλλά επειδή προσφέρει τη στοχαστική χειραφέτηση του αναγνώστη από τα
καπιταλιστικά «φετίχ». Από αυτή την άποψη είναι έργο ριζοσπαστικό. Γι’ αυτό και τις
τελευταίες δεκαετίες επανέρχεται ολοένα στο προσκήνιο η ανάγνωση του Κεφαλαίου. Διότι
δεν είναι μόνο το κορυφαίο επίτευγμα του Μαρξ, αλλά η καρδιά του έργου του. Δεν αποτελεί
τον δίαυλο για να αφουγκραστεί κανείς ορισμένες πλευρές της λειτουργίας του
καπιταλισμού, αλλά εμπεριέχει τον τρόπο να τον κατανοήσει κανείς ως σύνολο. Αυτό
αναμοχλεύει την ουσία αλλά και τον τελικό σκοπό αυτού του έργου που είναι «να
αποκαλύψει τον νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας».10

Ο Μαρξ ανέλυσε τον καπιταλισμό όχι σαν το τέλος της ιστορίας, δηλαδή σαν κάτι το φυσικό
που είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση, αλλά σαν ένα μεταβατικό στάδιο, σαν μια
φυσικοιστορική διαδικασία, δηλαδή σαν έναν μεταβατικό τρόπο παραγωγής, του οποίου οι
εσωτερικές αντιφάσεις θα οδηγούσαν στην πτώση του. 11 Αυτό που είναι σημαντικό να
τονιστεί εξ’ αρχής, είναι πως οφείλουμε να διαβάσουμε το Κεφάλαιο αλλά πάντα με τους
όρους που θέτει ο ίδιος ο Μαρξ.12

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Louis Althusser: «Μια και δεν υπάρχει αθώα ανάγνωση,
ας ομολογήσουμε ποια ανάγνωση μας βαρύνει».13 Το Κεφάλαιο είναι δύσκολο να διαβαστεί
χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς την προσκόλληση στον διανοητικό σχηματισμό στον οποίο

10. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 2012, σ. 16.
11. Callinicos, Alex, Οι επαναστατικές ιδέες του Καρλ Μαρξ, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011,
σ. 139.
12. Harvey, David, A Companion to Marx’s Capital, Verso, London – New York 2010, Preface, p. vii.
13. Althusser, Louis – Balibar, Étienne – Establet, Roger – Macherey, Pierre – Rancière, Jacques,
(Συλλογικό), Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 14.

- 11 -
πρόσκειται ο εκάστοτε αναγνώστης, ωστόσο είναι κομβικό το να δούμε τι λέει ο Μαρξ, πως
το λέει, τι εννοεί και τι μπορεί να παραβλέπει.

Υπάρχουν τρεις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις και πλευρές που τέμνονται στη σκέψη
του Μαρξ εντός του Κεφαλαίου, που ως πηγές έμπνευσης κατευθύνουν και διέπουν την
λογική της συγγραφής του. Όλες τέμνονται από μια βαθιά δέσμευση του ίδιου του Μαρξ
στην κριτική θεωρία, στην κριτική ανάλυση. Αντλώντας από την κριτική μέθοδο, ο Μαρξ
δείχνει πως ο τρόπος επίτευξης ενός μετασχηματισμού στη φιλοσοφική σκέψη είναι η
συνένωση διαφόρων εννοιολογικών τμημάτων, όπου μέσα από την τριβή τους μπορεί να
δημιουργηθεί μια επαναστατική φλόγα. Αντλώντας πολλά στοιχεία από διαφορετικές σχολές
σκέψης της εποχής του δημιουργεί ένα καινούργιο εννοιολογικό πλαίσιο. Ουσιαστικά, η
μέθοδος του Μαρξ είναι η προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου συστήματος γνώσης μέσω της
αναμόρφωσης όλου του προϋπάρχοντος εννοιολογικού πλαισίου και της ερευνητικής
μεθοδολογίας. Το πρώτο από τα τρία εννοιολογικά κομμάτια που «ενώνει» και «αποδομεί»
κριτικά ο Μαρξ στο Κεφάλαιο είναι το σύνολο των νόμων της πολιτικής οικονομίας. Της
πολιτικής οικονομίας του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου κυρίως της αγγλικής σχολής
από τον Locke, τον Hobbes και τον Hume, μέχρι τον Adam Smith, τον Ricardo και τον
Malthus. Η δεύτερη κατηγορία από την οποία αντλεί στοιχεία ο Μαρξ, είναι η κλασική
γερμανική κριτική παράδοση με επιρροές από τον Feuerbach, τον Spinoza, τον Leibniz, τον
Kant και με εξέχουσα θέση τη φιλοσοφία του Hegel την οποία πολλές φορές συνενώνει με
την πολιτική οικονομία ως προς τη διαλεκτική κίνηση του κεφαλαίου. Στη διαλεκτική του
μέθοδο θα επιμείνω λίγο παρακάτω. Η τρίτη εννοιολογική κατηγορία, είναι η παράδοση των
ουτοπιστών σοσιαλιστών η οποία είναι κατά βάση γαλλική, εκτός από τον Robert Owen και
τον Thomas Moore, ο Μαρξ αντλεί στοιχεία από τη ριζοσπαστική σκέψη που εκδηλώνεται
ανάμεσα στα 1830-1840 από τον Étienne Cabet, τον Proudhon, τον Saint-Simon και τον
Fourier.14 Η τομή του Μαρξ δηλαδή φτάνοντας στο Κεφάλαιο είναι πως επιδιώκει να
μετατρέψει το σοσιαλιστικό σχέδιο από ένα ουτοπικό σοσιαλιστικό σχέδιο σε επιστημονικό.
Για να το πετύχει αυτό φυσικά, δεν αρκεί μόνο ο αγγλικός εμπειρισμός ή η κριτική στο
σύνολο των κανόνων της πολιτικής οικονομίας. Το αντικείμενο δηλαδή του Κεφαλαίου15
είναι να αναμορφώσει και να αναδημιουργήσει την ίδια την επιστημονική μέθοδο
δημιουργώντας διαλεκτικά μια κριτική του καπιταλισμού με τη συνένωση των
προαναφερθέντων προοπτικών, της ουτοπικής παρόρμησης, της κλασικής πολιτικής
οικονομίας και της αγγλικής παράδοσης.

14. Harvey, David, A Companion to Marx’s Capital, Verso, London – New York 2010, σσ. 4-7.
15. Εκτενέστερα για τον αντικείμενο του Κεφαλαίου εξαιρετική είναι η ανάλυση του Louis Althusser
που προσφέρει μια επανερμηνεία της μεθόδου του Μαρξ με έναν σαφή επαναπροσδιορισμό της
μαρξικής σκέψης βλ. Althusser, Louis, «Το αντικείμενο του Κεφαλαίου» στο Althusser Louis - Balibar
Étienne - Establet Roger - Macherey Pierre - Rancière Jacques, (Συλλογικό), Να διαβάσουμε το
Κεφάλαιο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 277-454.

- 12 -
Ό Μαρξ στην ουσία έφερε μια επανάσταση χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική μέθοδο του
Hegel16 την οποία δεν την ανέστρεψε απλώς, όπως συχνά λέγεται, αλλά ουσιαστικά
επέκτεινε. Εξάλλου το «πόσο είναι μαθητής του Hegel το δείχνουν λιγότερο τα πρώιμα έργα
του, που είναι επηρεασμένα από τον Feuerbach και που αναφέρονται άμεσα στον Hegel, και
περισσότερο το Κεφάλαιο, οι αναλύσεις του οποίου, αν και ως προς το περιεχόμενο είναι
απομακρυσμένες από τον Hegel, δεν είναι νοητές χωρίς την αφομοίωση του τρόπου με τον
οποίο ο Hegel συνελάμβανε εννοιολογικά ένα φαινόμενο».17 Ο Μαρξ χρησιμοποιεί μια εκδοχή
της διαλεκτικής μεθόδου του Hegel ώστε να δημιουργήσει σχέσεις ανάμεσα στα στοιχεία του
συστήματος του, ώστε να συμπεριλάβει την κίνηση και τη ρευστότητα. Ο Μαρξ είναι πάνω
απ’ όλα εξαιρετικά εντυπωσιασμένος από τη ρευστότητα και τη δυναμική του καπιταλισμού.
Αυτό που είναι περίεργο από μια άποψη, είναι ότι συχνά ο Μαρξ αναφέρεται σαν να είναι
ένας αναλυτής στατικός και στρουκτουραλιστής. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα μπορούσε ποτέ να
το υποστηρίξει όποιος έχει διαβάσει το Κεφάλαιο. Στο Κεφάλαιο από την πρώτη ανάγνωση
αντιλαμβάνεται κανείς αυτή την κίνηση. Βλέπει την κίνηση ολόκληρου του χρόνου. Ο Μαρξ
μιλάει για την κίνηση του χρόνου και αυτή η κίνηση είναι η διαλεκτική. Ένας από τους όρους
του Μαρξ για να διαβάσει κανείς το Κεφάλαιο είναι να αντιληφθεί τι ακριβώς εννοεί με την
διαλεκτική του μέθοδο. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έγραψε μια πραγματεία περί
διαλεκτικής ή ένα έργο γι’ αυτή του τη μέθοδο, αλλά έκανε κάτι πολύ περισσότερο, μας
κληροδότησε το Κεφάλαιο. Αυτή η διαλεκτική σκέψη είναι ακριβώς αντίθετη και
ασυμβίβαστη με τη ρασιοναλιστική προοπτική του καπιταλισμού, ακόμη και με την επιστήμη
στο σύνολο της. Οι επιστημονικοί κλάδοι κάθε λογής ασπάζονται τη λογική που θέτει πως
όσο πιο προσηλωμένος είναι κανείς στην επιστήμη του, όσο πιο συντονισμένος είναι, τόσο
πιο επιτυχής μπορεί να είναι η έρευνα του. Αυτό ακριβώς δεν είναι η διαλεκτική σκέψη του
Μαρξ. Διαλεκτική σημαίνει κίνηση και επερώτηση. Όπως ακριβώς τα μικρά παιδιά βλέπουν
τα πάντα σε κίνηση, βλέπουν παντού αντιφάσεις και έχουν συχνά μια αντιφατική στάση για
τα πράγματα. Κάθε αντίφαση επεκτείνεται σε όλα τα υπόλοιπα και στο τέλος αναρωτιούνται
για τα πάντα. Φυσικά μια απάντηση είναι πως πρέπει ο καθένας να σκέφτεται λογικά,
εκπαιδευόμαστε να σκεφτόμαστε λογικά, στο να μην είμαστε καλοί στη διαλεκτική σχεδόν
από τη δεύτερη μέρα της γέννησης μας. Η σκέψη του Μαρξ κινείται όμως διαλεκτικά και
αντίθετα.

16. Για τη σχέση μαρξικής διαλεκτικής και φιλοσοφίας του Hegel στο Κεφάλαιο βλ. Callinicos, Alex,
«Η Μέθοδος, Μέρος ΙΙ: Ο Χέγκελ» στο Callinicos, Alex, Η αποκρυπτογράφηση του Κεφαλαίου. Το
Κεφάλαιο του Μαρξ και η πορεία του, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2016, σσ. 179-261, και
Althusser, Louis, «Αντίφαση και Επικαθορισμός (Σημειώσεις για μια Έρευνα)» στο Althusser Louis,
Για τον Μαρξ, Γράμματα, Αθήνα 1978, σσ. 87-117. Επίσης μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη αν
γενικότερη για την επίδραση του Hegel στον Μαρξ είναι αυτή του Slavoj Žižek, «Interlude 1: Marx as
Reader of Hegel, Hegel as Reader of Marx» στο Žižek, Slavoj, Less than nothing, Verso, London –
New York 2012, pp. 241-264.
17. Löwith, Karl, Από τον Hegel στον Nietzsche, Το επαναστατικό ρεύμα στη σκέψη του 19ου αιώνα,
Τόμος Α´, Γνώση, Αθήνα 1987, σ. 156.

- 13 -
Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που κάνει ο Μαρξ είναι να αποκαταστήσει αυτή την εξαιρετικά
διαισθητική διαλεκτική μέθοδο και να την εφαρμόσει ως αναλυτικό εργαλείο προκειμένου να
κατανοήσει πως όλα είναι μια διαδικασία (prozess). Τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση και
καθορίζονται με αυτούς τους όρους. Για αυτό και δεν μιλάει απλά για την εργασία, αλλά για
τη διαδικασία της εργασίας. Δεν μιλάει για παραγωγή του κεφαλαίου, αλλά για τη διαδικασία
παραγωγής κεφαλαίου. Το κεφάλαιο δεν είναι ένα πράγμα, είναι μια διαδικασία, είναι σε
κίνηση. Η αξία δεν υφίσταται εκτός κίνησης. Όταν τα πράγματα σταματάνε η αξία
εξαφανίζεται και όλο το σύστημα καταρρέει. Γι’ αυτό είναι κομβικής σημασίας ως προς τη
νοηματοδότηση του, να καταλάβει κανείς τον τρόπο αντίληψης που ο Μαρξ γράφει το
Κεφάλαιο, διότι μόνο έτσι μπορεί να εξετάσει την προβληματική της συσσώρευσης του
κεφαλαίου και το μυστικό της πρωταρχικής συσσώρευσης.

Σε αυτό το σημείο ξεκινώντας την ανάλυση του Κεφαλαίου πρέπει να τονίσω πως αυτή η
μελέτη δεν αποτελεί μια εισαγωγική αναφορά στη μαρξιστική πολιτική οικονομία, και από
αυτή την άποψη δεν θα αρχίσω παραδοσιακά όπως ξεκινάει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο από το
εμπόρευμα και το χρήμα, και εν συνεχεία τη μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο προς την
ανάλυση παραγωγής υπεραξίας. Αντίθετα, θέλοντας διαλεκτικά να αποτυπωθεί η διαδικασία
κίνησης του κεφαλαίου σε συνθήκες συσσώρευσης, αρχίζω από το έβδομο μέρος του
Κεφαλαίου και συγκεκριμένα από το εικοστό δεύτερο κεφάλαιο και τη μετατροπή της
υπεραξίας σε κεφάλαιο. Έχει προηγηθεί στην ανάλυση του Μαρξ η απλή και διευρυμένη
αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Για λόγους οικονομίας της ανάλυσης θα αναφερθώ στην απλή
αναπαραγωγή σχηματοποιημένα. Απλή αναπαραγωγή είναι η απλή επανάληψη του κύκλου
της παραγωγής και η διευρυμένη αναπαραγωγή συναντάται εκεί όπου διευρύνεται η
παραγωγική διαδικασία και κεφαλαιοποιείται, επανακεφαλαιοποιείται δηλαδή με τη μορφή
σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου σε μορφή κεφαλαιουχικών αγαθών η παραχθείσα από
προηγούμενη διαδικασία παραγωγής υπεραξία. Η υπεραξία επανεπενδύεται και έχουμε
διευρυμένη αναπαραγωγή με τη μορφή της οποίας γίνεται η καθεαυτό επέκταση της
παραγωγής.18 Ουσιαστικά, μέσα από την ανάλυση της απλής αναπαραγωγής ο Μαρξ θέλει να
δείξει πως η διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου είναι ταυτόχρονα η διαδικασία
αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της κοινωνικής σχέσης που αυτό εκφράζει. Περνώντας στη
μετατροπή της υπεραξίας19 σε κεφάλαιο και εφόσον ο Μαρξ έχει εξηγήσει τη μετατροπή

18. Για την απλή αναπαραγωγή βλ. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας,
Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012, σσ. 586-599 και την εκτενέστερη ανάλυση για την
απλή και διευρυμένη αναπαραγωγή στο Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας,
Τόμος Δεύτερος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1979, σσ. 392-489.
19. Επεξηγώντας απλουστευμένα της θεωρία της υπεραξίας στηριζόμενος στον Μαρξ. Όλα τα
εμπορεύματα έχουν μια αξία, της οποίας η ανταλλακτική αξία είναι απλώς η αντανάκλαση. Αυτή η
αξία αντιπροσωπεύει το κόστος της κοινωνίας για να παραχθεί το αυτό το εμπόρευμα. Τα
εμπορεύματα υπάρχουν και χωρίς τον καπιταλισμό καθώς συναντούνται και σε προκαπιταλιστικές
κοινωνίες. Η ανταλλαγή τώρα των εμπορευμάτων είναι ένα μέσο για την απόκτηση των αξιών χρήσης

- 14 -
κεφαλαίου σε υπεραξία, διατυπώνει έναν πολύ βασικό νόμο της διαδικασίας του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η «χρησιμοποίηση της υπεραξίας σαν κεφάλαιο ή η
ξαναμετατροπή υπεραξίας σε κεφάλαιο ονομάζεται συσσώρευση του κεφαλαίου».20

Το κεφάλαιο είναι εκ φύσεως μια αυτοεπεκτεινόμενη αξία. Δεν μπορεί να επιβιώσει στον
ατέρμονο ανταγωνισμό μεταξύ άλλων κεφαλαίων αν δεν κινηθεί, αν δεν διευρυνθεί και
γιγαντωθεί μεγεθύνοντας την κλίμακα του, εκμεταλλευόμενο τις αποτελεσματικότερες
μεθόδους και τεχνικές παραγωγής ώστε να παράγει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη υπεραξία.
Με δύο λόγια, η «υπεραξία είναι μετατρέψιμη σε κεφάλαιο μόνον επειδή το υπερπροϊόν, που η
υπεραξία του αποτελεί την αξία του, περιέχει κιόλας τα έμπρακτα συστατικά μέρη ενός νέου
κεφαλαίου».21

Ουσιαστικά, η τυπική εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας είναι η μετατροπή ενός μέρους
της νεοδημιουργημένης υπεραξίας σε πρόσθετο κεφάλαιο, είτε σταθερό είτε μεταβλητό, που
σημαίνει πως η μάζα του κεφαλαίου με μορφή μηχανημάτων, κτηρίων ή άλλων αγαθών
μεγαλώνει, αλλά την ίδια στιγμή αυξάνεται αναγκαστικά και ο αριθμός της εργατικής τάξης,
των απασχολούμενων εργατών για να λειτουργήσουν σωστά τα συστατικά μέρη της
παραγωγής. Έτσι υπάρχει συσσώρευση του κεφαλαίου από την μια πλευρά, και αύξηση του
αριθμού των εργατών από την άλλη. Όπως συμβαίνει και στην απλή αναπαραγωγή το
κεφάλαιο που αποσβήνεται καθώς και το πρόσθετο σταθερό, είτε με τη μορφή των μέσων
παραγωγής, είτε με τη μορφή των μέσων κατανάλωσης για τους εργάτες, πρέπει να έχει
παραχθεί ώστε να είναι υλικά και τεχνικά έτοιμη η διευρυμένη παραγωγή και να λειτουργεί η
μηχανή της κεφαλαιακής ανάπτυξης. Έτσι, το ποσοστό υπεραξίας που συσσωρεύεται και
επενδύεται ανήκει φυσικά στον καπιταλιστή – επιχειρηματία που ιδιοποιείται την υπεραξία
αρχικά. Αυτό όμως καθορίζει αντιθετικά και έρχεται πολλές φορές σε αντιδιαστολή με την
ποσότητα υπεραξίας που ξοδεύεται από τον κεφαλαιοκράτη σε αγαθά πολυτελείας. Τα
παραδείγματα αυτής της λογικής που περιγράφει ο Μαρξ δυστυχώς ισχύουν από καταβολής

τους. Η κυκλοφορία τους έτσι παίρνει τη μορφή Ε-Χ-Ε όπου Ε είναι το εμπόρευμα και Χ το χρήμα.
Κάθε παραγωγός πουλάει το εμπόρευμα του για χρήματα και εν συνεχεία δίνει αυτά τα χρήματα για να
αγοράσει εμπόρευμα από άλλον παραγωγό. Έτσι το χρήμα είναι το ενδιάμεσο αυτής της δοσοληψίας.
Στον καπιταλισμό αυτή η σχέση ανταλλαγής όμως γίνεται πιο περίπλοκη καθώς Χ-Ε-Χ´. Η
προαναφερθείσα συνάρτηση εκφράζει τη δυναμική του καπιταλισμού. Το χρήμα δηλαδή επενδύεται
για να παραχθούν εμπορεύματα που μετά ανταλλάσσονται για περισσότερο χρήμα. Άρα το Χ´, που
είναι το χρήμα που κρατάει ο καπιταλιστής ή επενδυτής μετά την δοσοληψία είναι μεγαλύτερο του Χ,
του αρχικού χρήματος που επενδύθηκε στην αρχή. Αυτή η σχέση του χρήματος – κέρδους Χ´˃ Χ είναι
αυτό που ο Μαρξ ονομάζει υπεραξία (surplus value). Εκτενέστερα για τη θεωρία της υπεραξίας βλ.
Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 2012, σσ. 168-189, 199-211, 327-336, και στο Sweezy, Paul, The Theory of Capitalist
Development. Principles of Marxian Political Economy, Monthly Review Press, London 1970, pp. 56-
66.
20. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 2012, σ. 600.
21. Ό.π., σ. 602.

- 15 -
καπιταλισμού έως τις μέρες μας, με την κλασική περίπτωση όπου ένας επιχειρηματίας, είτε
βιομήχανος, είτε εργοστασιάρχης, ζει «πλουσιοπάροχα» ενώ οι εργάτες του αντίστοιχου
εργοστασίου βιώνουν την απόλυτη φτώχεια με μισθούς εξαθλίωσης. Η λογική αυτή που
πυροδότησε πολλές οικονομικές θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες θέλουν τον κεφαλαιοκράτη
να απολαμβάνει πληθώρα αγαθών από την «αποταμίευση» ή την «εγκράτεια» είναι προφανές
πως δεν υφίσταται. Για τον απλούστατο λόγο πως αν κοιτάξουμε προσεχτικά τη μορφή
κυκλοφορίας του κεφαλαίου και τους νόμους της κεφαλαιακής συσσώρευσης, φαίνεται
ξεκάθαρα πως δεν είναι η «αποταμίευση» ή η «εγκράτεια» που κινεί το κεφάλαιο, αλλά
αντίθετα η κίνηση, η αύξηση και η συνεχής καταβολή όλο και μεγαλύτερων ποσών για
συσσώρευση. Η ανάπτυξη του κεφαλαίου απαιτεί το «ξόδεμα» όλο και μεγαλύτερων
κεφαλαιακών ποσών και δημιουργία ροών που σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση της
παραγωγικής δύναμης της εργασίας προσφέρουν κερδοφορία. Γι αυτό και «η ανάπτυξη της
κεφαλαιοκρατικής παραγωγής μετατρέπει σε αναγκαιότητα τη διαρκή αύξηση του κεφαλαίου
που είναι τοποθετημένο σε μια βιομηχανική επιχείρηση και ο συναγωνισμός επιβάλλει στον
κάθε ατομικό κεφαλαιοκράτη, τους εσωτερικούς νόμους του κεφαλαιοκρατικού τρόπου
παραγωγής σαν εξωτερικούς αναγκαστικούς νόμους. Τον αναγκάζει ν’ αυξάνει διαρκώς το
κεφάλαιο του για να διατηρεί, και μόνο με προοδευτική συσσώρευση μπορεί να το αυξάνει».22

Άρα, η συνέχεια της ροής στην κυκλοφορία του κεφαλαίου είναι ζωτικής σημασίας για τη
διατήρηση και ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής. Στόχος είναι το μεγαλύτερο δυνατό
κέρδος στη διάρκεια της μέρας και αυτό συνεχίζεται επ’ άπειρον. Αυτή όμως η διαδικασία,
δεν μπορεί να διακοπεί χωρίς απώλειες. Όποιος κινείται ταχύτερα μέσα στις διάφορες φάσης
της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, είναι αυτός που συσσωρεύει και μεγαλύτερο κέρδος. Αυτή
είναι η επιδίωξη μέσα στον ανταγωνισμό. Οι καινοτομίες σε αυτή τη διαδικασία ιδιαίτερα οι
τεχνολογικές είναι πάντοτε περιζήτητες.23 Χαρακτηριστικό παράδειγμα του 21ου αιώνα είναι
η εξέλιξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των κινητών τηλεφώνων και των διάφορων άλλων
τεχνολογικών προϊόντων που υπόσχονται ότι με την χρήση τους ο καταναλωτής ενυπάρχει
άξια στην καρδιά της τεχνολογίας ή σωστότερα στον «παράδεισο» της καπιταλιστικής
ανάπτυξης. Η ζήτηση συνεχώς ανεβαίνει, το κεφάλαιο αναγκάζεται να κινείται με τους
ταχύτερους ρυθμούς κάτι που είναι δομικό για τη ζωτικότητα και την αύξηση του, ενώ το
υποκείμενο προσδιορίζει τον εαυτό του δομικά στη σφαίρα αυτής της διαδικασίας. Στη
συνέχεια, θα αναλυθεί ο γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης που είναι ένα
από τα κυριότερα χωρία του Κεφαλαίου στην επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο το
κεφάλαιο ασκεί επίδραση στην εργατική τάξη.

22. Ό.π., σ. 613.


23. Harvey, David, Το αίνιγμα του Κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού, Καστανιώτη, Αθήνα
2011, σ. 51.

- 16 -
ΙΙ. Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ

Η σύνθεση του κεφαλαίου είναι το κλειδί στην διαδικασία της συσσώρευσης. Στην πορεία
της καπιταλιστικής συσσώρευσης αυξάνεται η συνολική μάζα του κεφαλαίου. Τα μέρη όμως
του κεφαλαίου δεν αλλάζουν με το ίδιο τρόπο, κάτι που οδηγεί σε αλλαγές στη σύνθεση του.
Στη μαρξιστική πολιτική οικονομία με τον όρο σύνθεση του κεφαλαίου εννοείται η σχέση του
σταθερού κεφαλαίου (σ) προς το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) (σ/μ). Το σταθερό κεφάλαιο, είναι
συνυφασμένο με τις μηχανές, τις πρώτες ύλες και γενικότερα τα μέσα παραγωγής, ενώ το
μεταβλητό με τις αυξομειώσεις των μισθών στην παραγωγική διαδικασία. Η αλλαγή της
σύνθεσης του κεφαλαίου προϋποθέτει ότι το σταθερό κεφάλαιο αυξάνεται, ενώ το μεταβλητό
κεφάλαιο μειώνεται σχετικά. Αυτή η σύνθεση του κεφαλαίου έχει τρεις εκφράσεις. Ο
καπιταλιστής στη διαδικασία συσσώρευσης και άντλησης της υπεραξίας προχωράει σε
τεχνολογικές καινοτομίες (πχ. αγορά νέων μηχανών) και σε τεχνικές τελειοποιήσεις
προκειμένου να αυξήσει το κέρδος του. Αυτή η ανάπτυξη της τεχνικής σημαίνει αύξηση του
μέρους του κεφαλαίου όπου συναρτάται με τη μορφή των μέσων παραγωγής, δηλαδή του
σταθερού κεφαλαίου. Αντίθετα το μεταβλητό κεφάλαιο, που χρησιμοποιείται για την αγορά
της εργατικής δύναμης αυξάνεται πολύ πιο αργά.

Αρχικά, ο Μαρξ εξετάζει την διαδικασία της συσσώρευσης στην απασχόληση και το βιοτικό
επίπεδο της εργατικής τάξης ώστε να αποδείξει πως η τεχνική, η αξιακή και η οργανική
σύνθεση του κεφαλαίου (technical, value and organic composition of capital), εκφράζουν τη
σχέση ανάμεσα στα δύο συστατικά μέρη του κεφαλαίου. Το σταθερό και μεταβλητό
κεφάλαιο είναι ουσιαστικά τα δύο κύρια συστατικά που καθοδηγούν την ουσία της
διαδικασίας.

Στη διαδικασία παραγωγής «κάθε κεφάλαιο χωρίζεται σε μέσα παραγωγής και σε ζωντανή
εργατική δύναμη, η σύνθεση αυτού του κεφαλαίου καθορίζεται από τη σχέση ανάμεσα στη μάζα
των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής, από τη μία μεριά, και στην απαιτούμενη για τη
χρησιμοποίηση τους ποσότητα εργασίας από την άλλη. Την πρώτη την ονομάζω αξιακή
σύνθεση του κεφαλαίου, τη δεύτερη –τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου. Για να εκφράσω αυτή την
αλληλο-σχέση, ονομάζω την αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου, στο βαθμό που καθορίζεται από
την τεχνική του σύνθεση και αντανακλάει τις αλλαγές της: οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.

- 17 -
Κάθε φορά που γίνεται λόγος για τη σύνθεση του κεφαλαίου, εννοούμε πάντα την οργανική του
σύνθεση».24

Έτσι, η σχέση της μάζας των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής για την απαιτούμενη
χρησιμοποίηση τους ποσότητα εργασίας είναι η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου. Η σχέση της
αξίας των μέσων παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) προς την αξία της εργατικής δύναμης
(μεταβλητό κεφάλαιο) είναι η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου. Ανάμεσα στην τεχνική και την
αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου, στο βαθμό που καθορίζεται από την τεχνική του σύνθεση
και αντανακλά τις αλλαγές της, υπάρχει η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Η σχέση
επένδυσης προς την εργασία που είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τείνει πάντα να
αυξάνεται.25 Η οργανική σύνθεση δεν είναι όμως η ίδια σε όλους τους κλάδους της
βιομηχανίας, ακόμα και σε επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου. Εκεί που στον εργάτη
αντιστοιχούν ακριβότερες πρώτες ύλες και πιο εξελιγμένες και ακριβές μηχανές, η οργανική
σύνθεση είναι υψηλότερη. Εκεί όπου υπερισχύει η ζωντανή εργασία και το κόστος
εξοπλισμού μηχανών και πρώτων υλών είναι φθηνότερο, η οργανική σύνθεση είναι
χαμηλότερη.

Άρα, η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου είναι ο λόγος της μάζας των μέσω παραγωγής σε
φυσικούς όρους προς τον αριθμό των εργατών που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία
παραγωγής. Η αξιακή σύνθεση όμως του κεφαλαίου γενικά, είναι η τεχνική σύνθεση αλλά με
τα στοιχεία της να εκφράζονται σε όρους τρεχουσών αξιών (τιμές). Έτσι, η αξιακή σύνθεση
μεταβάλλεται διαχρονικά όπως αλλάζει η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου και όπως φυσικά
αλλάζουν και οι αξίες, δηλαδή οι τιμές, στις οποίες αποτιμώνται τα στοιχεία του σταθερού
και μεταβλητού κεφαλαίου. Εδώ θα λέγαμε ότι υπάρχει μια σύγχυση αλλά ο Μαρξ εισάγει
την οργανική σύνθεση ως έναν απλοποιητικό τρόπο συνένωσης της τεχνικής και αξιακής
σύνθεσης και την ορίζει κάθε φορά σαν τεχνική σύνθεση όχι με φυσικούς, αλλά σε αξιακούς
όρους. Με αυτό πετυχαίνει να ερμηνεύεται η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου με αξιακούς
όρους, όπου σαν αξίες χρησιμοποιούνται οι αξίες της πρώτης περιόδου, έτσι ώστε η οργανική
σύνθεση να αντανακλά μόνο τις αλλαγές της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Θα ρωτήσει
κάποιος γιατί να επιμείνει τόσο σε αυτή την ανάλυση;

Η απάντηση είναι ότι ο Μαρξ εξετάζει την συσσώρευση του κεφαλαίου κάτω από την
υπόθεση της σταθερής οργανικής σύνθεσης, δηλαδή όσο η ζήτηση για εργασία αυξάνεται,
τόσο αυξάνεται και η συσσώρευση του κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια, η αύξηση του
πληθυσμού παρατηρεί ο Μαρξ πως αυξάνει το ποσοστό συμμετοχής στην οικονομική

24. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 2012, σ. 634.
25. Harman, Chris, Η οικονομία του τρελοκομείου. Καπιταλισμός και αγορά σήμερα, Μαρξιστικό
βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2002, σ. 60.

- 18 -
δραστηριότητα. Έτσι, σε κάποιο σημείο η ζήτηση για εργασία γίνεται μεγαλύτερη από την
προσφορά εργασίας. Ως αποτέλεσμα ο μισθός26, δηλαδή η τιμιακή έκφραση της αξίας της
εργατικής δύναμης, αρχίζει να αυξάνεται. Αυτό το ερμηνεύει ο Μαρξ ως μια προϋπόθεση
που είναι ευνοϊκή για την εργατική τάξη, καθώς η εκμεταλλευτική εργασιακή σχέση γίνεται
πιο εκτατική και όχι πιο εντατική. Με απλά λόγια, μικρή χαλάρωση της αλυσίδας του
κεφαλαίου, που σαν θηλιά σφίγγει τον εργαζόμενο. Ο Μαρξ θεωρεί πως μόνο μια ποσοτική
και σε καμία περίπτωση ποιοτική αλλαγή, μπορεί να συντελεσθεί στη λειτουργία του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Γι’ αυτό και η ειδοποιός διαφορά, ο απόλυτος νόμος
που διέπει ως αρχή όλα τα πράγματα στη καπιταλιστική παραγωγή, είναι πως η εργασιακή
δύναμη αγοράζεται από το κεφάλαιο με έναν και μοναδικό σκοπό, την παραγωγή υπεραξίας.
Για τον Μαρξ: «τελείως ανεξάρτητα από την αύξηση του μισθού της εργασίας με παράλληλα
μειωνόμενη την τιμή της εργασίας κλπ., η αύξηση του σημαίνει στην καλύτερη περίπτωση,
μονάχα την ποσοτική ελάττωση της απλήρωτης εργασίας που είναι υποχρεωμένος να προσφέρει
ο εργάτης. Η ελάττωση αυτή δεν μπορεί ποτέ να συνεχιστεί ως το σημείο που θ’ απειλούσε το
ίδιο το σύστημα».27

Αυτό συμβαίνει διότι αν η αύξηση των μισθών συνεχιστεί μέχρι να αρχίσει να επιδρά
αρνητικά και σοβαρά στην κερδοφορία του κεφαλαίου, τότε ουσιαστικά ο ρυθμός
συσσώρευσης θα αρχίσει να μειώνεται και έτσι θα μειωθεί και η ζήτηση για εργασία που
ουσιαστικά προκάλεσε την αύξηση των μισθών σε πρώτη φάση. Επομένως, «ο ίδιος ο
μηχανισμός του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής παραμερίζει τα εμπόδια που δημιουργεί
παροδικά».28 Η άνοδος της τιμής της εργασίας «κρατιέται λοιπόν μέσα σε όρια, που όχι μόνο
αφήνουν άθικτη τη βάση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, μα εξασφαλίζουν και την
αναπαραγωγή του σε αναπτυσσόμενη κλίμακα».29 Ο μισθός δηλαδή μειώνεται και μπορεί να
πέσει ακόμα και σε χαμηλότερο επίπεδο απ’ ότι βρισκόταν στην αρχή της διαδικασίας. Το
πιο σημαντικό, ίσως το δομικό στοιχείο που γίνεται εμφανές από το γενικό νόμο της
κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, είναι πως η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι μια
ανεξάρτητη μεταβλητή και ο μισθός η εξαρτημένη μεταβλητή.

Ο Μαρξ συνεχίζοντας την ανάλυση του και κάνει μια σαφή κριτική στην καθιερωμένη
αστική πολιτική οικονομία και βάζοντας στο στόχαστρο τη μαλθουσιανή θεωρία καταλήγει
στον «φυσικό νόμο της κίνησης πληθυσμού» (natural law of population). Οι αυξήσεις στον

26. Για τον μισθό στον Μαρξ (γενικά) βλ. Μαρξ, Καρλ, Μισθός, Τιμή και Κέρδος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 2003, σ. 30-33, ενώ για τον μισθό όπως αναφέρεται στο Κεφάλαιο για το γενικό νόμο της
πρωταρχικής συσσώρευσης βλ. Sweezy, Paul, The Theory of Capitalist Development. Principles of
Marxian Political Economy, Monthly Review Press, London 1970, pp.87-95.
27. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 2012, σ. 641.
28. Ό.π.
29. Ό.π., σ. 643.

- 19 -
μισθό εργασίας επιφέρουν σχεδόν αυτόματα πολλαπλασιασμό του εργατικού πληθυσμού.
Αυτό με τη σειρά του αυξάνει την προσφορά εργασίας, κάτι που υπερβαίνει την ζήτηση για
εργασία και επιφέρει μείωση του μισθού πολύ πιο κάτω από το βασικό επίπεδο συντήρησης.
Αυτό ουσιαστικά δημιουργεί συνθήκες υπογεννητικότητας, μείωση του απόλυτου αριθμού
της εργατικής τάξης, μείωση της προσφοράς εργασίας, οδηγώντας έτσι σε αύξηση τους
μισθούς προς τα πάνω, δηλαδή σε βασικά επίπεδα του κόστους συντήρησης και διαβίωσης.
Εκεί είναι και το σημείο που τέμνονται η προσφορά και η ζήτηση της εργασίας. Για τον
Μαρξ όλες αυτές οι αυξομειώσεις του πληθυσμού της εργατικής τάξης που έχουν ως
αποτέλεσμα τη ρύθμιση και την αύξηση του μισθού, δεν μπορεί να είναι ραγδαίες. Αντίθετα,
ραγδαίες μπορεί να είναι μόνο οι διαφορετικές φάσεις του ρυθμού συσσώρευσης του
κεφαλαίου. Όπως εξετάσαμε και παραπάνω, η διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου
ανθίζει και τρέφεται τυπικά από μία τεχνική αύξηση κάτι που είναι ταυτόχρονα συνθήκη και
αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Η αύξηση της
παραγωγικότητας όμως είναι η κινητήριος δύναμη της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο
κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής συνεπάγεται ή καλύτερα προϋποθέτει την αύξηση της
μάζας των μέσων παραγωγής ανά εργάτη που χρησιμοποιείται στην παραγωγική διαδικασία.

Άρα ο ανταγωνισμός, η συσσώρευση του κεφαλαίου, η μηχανοποίηση της παραγωγής, η


αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η αύξηση της μάζας και του ποσοστού
υπεραξίας και η αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας δημιουργούν ένα σχήμα στο
οποίο όσο μεγαλύτερη γίνεται η διαδικασία συσσώρευσης, τόσο μεγαλύτερες γίνονται οι
αυξήσεις της παραγωγικής διαδικασίας. Κάθε διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου
τονίζει ο Μαρξ πως έχει ως μοναδικό μέσο την επανεπένδυση της δικής της υπεραξίας,
δηλαδή η συγκέντρωση κεφαλαίου όπου είναι μια αργή διαδικασία και επιβραδύνει ακόμα
περισσότερο στο διαχωρισμό των ήδη λειτουργιών του κεφαλαίου. Από ένα σημείο και
έπειτα, με τη βοήθεια της πίστης και του χρηματιστικού κεφαλαίου η διαδικασία παραγωγής
κεφαλαίου μεγεθύνεται σε μεγάλη κλίμακα για να λειτουργήσει ως συγκεντροποίηση του
κεφαλαίου, δηλαδή ως συγχώνευση επιμέρους κεφαλαίων που πριν λειτουργούσαν
ξεχωριστά, κάτω από τα ίδια χέρια, σε μια ιδιοκτησία. Με αυτή την έννοια η συγκέντρωση
(konzentration) του κεφαλαίου είναι η μεγέθυνση που γίνεται μέσα από την κεφαλαιοποίηση
μέρους της υπεραξία που αντλεί ο καπιταλιστής από τον εργαζόμενο. Είναι μια
επανατοποθέτηση των κερδών στη διαδικασία παραγωγής που πάντοτε επιφέρει την αύξηση
του αρχικού κεφαλαίου του εκάστοτε καπιταλιστή. Από την άλλη, η συγκεντροποίηση
(zentralisation) του κεφαλαίου είναι η αύξηση του κεφαλαίου, είτε ενός καπιταλιστή, είτε
μιας ομάδας καπιταλιστών μέσα από διαδικασίες εξαγοράς, συγχώνευσης ή απορρόφησης
που ανήκουν σε άλλους επιχειρηματίες ή επιχειρηματικές ομάδες.

- 20 -
Η κεφαλαιακή συσσώρευση με την αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου έχει μια
αντιφατική επίδραση στην απασχόληση της εργατικής τάξης σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, η
ζήτηση εργασίας όπως εξετάσαμε αυξάνει τη συσσώρευση του κεφαλαίου με χαμηλότερους
ρυθμούς από αυτήν, καθώς το μεταβλητό κεφάλαιο μεγεθύνεται λιγότερο από το σταθερό.
Δεύτερον, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου επιδρά στη λειτουργία μέρους του ήδη
υπάρχοντος κεφαλαίου μειώνοντας έτσι τη ζήτηση για εργασία. Η ζήτηση για εργασία
εξαρτάται ουσιαστικά από τη βαρύτητα κάθε επίδρασης, αλλά επειδή έχει περιορισμένα όρια
λόγω της κερδοφορίας του κεφαλαίου μακροχρόνια οδηγείται στη δημιουργία και μόνιμη
παρουσία ενός σχετικού εργατικού υπερπληθυσμού, του εφεδρικού στρατού εργασίας (reserve
army of labor).30 Όπως διαπιστώνει ο Μαρξ: «ο εργατικός πληθυσμός, παράγοντας ο ίδιος τη
συσσώρευση του κεφαλαίου, παράγει ταυτόχρονα σε αυξανόμενη έκταση τα μέσα που τον
κάνουν σχετικά υπεράριθμό. Πρόκειται για ένα νόμο κίνησης του πληθυσμού, χαρακτηριστικό
για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής…Αν όμως ο εργατικός υπερπληθυσμός είναι
αναγκαίο προϊόν της συσσώρευσης…γίνεται με τη σειρά του μοχλός της κεφαλαιοκρατικής
συσσώρευσης, ή κι ακόμα όρος ύπαρξης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Ο
εργατικός αυτός υπερπληθυσμός αποτελεί ένα διαθέσιμο βιομηχανικό στρατό, που ανήκει στο
κεφάλαιο τόσο απόλυτα, σα να τον είχε φτιάξει με δικά του έξοδα».31

Ουσιαστικά, το κεφάλαιο στη διαδικασία παραγωγής αναπτύσσεται και απορροφά ολοένα


και μεγαλύτερη μάζα εργατών μειώνοντας έτσι την εργατική δύναμη σε άλλους τομείς και
εξαναγκάζοντας όλο και περισσότερους εργάτες να εκβιομηχανιστούν. Αυτό με τη σειρά του
δημιουργεί μια αύξηση με τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των μηχανημάτων, των μεθόδων και
των μέσων παραγωγής, εντατικοποιώντας την διαδικασία της εργασίας και αυξάνοντας την
μάζα της με όλο και λιγότερους εργάτες. Ο εφεδρικός στρατός των εργατών αποτελεί ένα
δομικό και λειτουργικό στοιχείο της καπιταλιστικής οικονομίας, καθώς αποτελεί τον τρόπο
που η κεφαλαιακή συσσώρευση αντλεί ζωντανό υλικό και μπαίνει στη τροχιά του
οικονομικού κύκλου εφόσον η ανάγκη της πρόσθετης εργασίας είναι άμεσα διαθέσιμη. Στον
γενικό νόμος όμως της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, ο Μαρξ παρατηρεί ότι σημαντικό
στοιχείο είναι η πάλη ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία με κύριο κριτήριο τους μισθούς της
εργασίας. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί:

«Σε χοντρές γραμμές, οι γενικές κινήσεις του μισθού της εργασίας ρυθμίζονται αποκλειστικά
από τη διαστολή και συστολή του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού που αντιστοιχούν στην

30. Για τον εφεδρικό στρατό εργασίας (reserve army of labor) βλ. Sweezy, Paul, The Theory of
Capitalist Development. Principles of Marxian Political Economy, Monthly Review Press, London
1970, pp.87-92, Foley, Dunkan K., Understanding Capital: Marx’s Economic Theory, Harvard
University Press, 1986, pp. 64-66, και Catephores, George, An Introduction to Marx Economics,
Macmillan Education, London 1989, pp. 152-156.
31. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 2012, σσ. 654-655.

- 21 -
εναλλαγή των περιόδων του βιομηχανικού κύκλου. Επομένως, δεν καθορίζονται από την
κίνηση του απόλυτου αριθμού του εργατικού πληθυσμού, αλλά από την εναλλασσόμενη σχέση,
στην οποία η εργατική τάξη χωρίζεται σε ενεργό και εφεδρικό στρατό, από την αύξηση και τη
μείωση της σχετικής επέκτασης του υπερπληθυσμού, από το βαθμό που πότε απορροφιέται, πότε
πάλι απολύεται. Για τη σύγχρονη βιομηχανία….θα ήταν πραγματικά ωραίος ένας νόμος που τη
ζήτηση και την προσφορά της εργασίας δεν θα τη ρύθμιζε με τη διαστολή και τη συστολή του
κεφαλαίου..η αγορά εργασίας πότε παρουσιάζεται σχετικά υποκορεσμένη, επειδή το κεφάλαιο
διαστέλλεται, και πότε παρουσιάζεται υπερκορεσμένη, επειδή συστέλλεται…αυτό είναι ωστόσο
το δόγμα της πολιτικής οικονομίας».32

Συνεχίζοντας την ανάλυση του γενικού νόμου της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης ο Μαρξ
σημειώνει πως ο εφεδρικός στρατός εργασίας, δηλαδή ο σχετικός εργατικός υπερπληθυσμός,
εμφανίζεται με τρείς μορφές, την ρευστή, την λανθάνουσα και τη στάσιμη.33 Η ρευστή μορφή
του υπερπληθυσμού έχει να κάνει με την γενικότερη απασχόληση και ανεργία μεταξύ των
εργατών στα κέντρα της σύγχρονης βιομηχανίας (πχ. χυτήρια, μεταλλεία) όπου ανάλογα με
τη συγκεκριμένη φάση του οικονομικού κύκλου, άλλοτε απασχολούνται και άλλοτε μένουν
άνεργοι. Είναι ουσιαστικά μια ρευστή μορφή ανεργίας η οποία μεταβάλλεται εύκολα πχ. με
τις μαζικές απολύσεις εργατών. Η λανθάνουσα μορφή του υπερπληθυσμού, είναι η
υποαπασχόληση, όπου ο πληθυσμός κυρίως των αγροτικών περιοχών ή και των ημιαστικών
κέντρων προσελκύεται στην καπιταλιστική μητρόπολη σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης
και όπου ανά πάσα στιγμή μπορεί να επιστρέψουν στον τόπο τους σε συνθήκες κρίσης.
Τέτοια παραδείγματα είναι οι μετανάστες και οι εργάτες όπου κινούνται σε άλλη χώρα,
αποδεικνύοντας πως ο εφεδρικός στρατός εργασίας δεν βρίσκεται απαραίτητα εντός των
συνόρων μιας και μόνο χώρας, αλλά μετακινείται οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη να πουληθεί
εργατική δύναμη. Αυτή είναι άλλωστε και η δυναμική του καπιταλισμού, να μεταβάλλει τις
συνθήκες στο χώρο και τον χρόνο προς όφελος του κεφαλαίου. Η τρίτη κατηγορία είναι η
στάσιμη μορφή υπερπληθυσμού, η σταθερή ανεργία που αποτελεί τμήμα του εν ενεργεία
εφεδρικού στρατού αλλά με τελείως ακανόνιστη είτε ευκαιριακή απασχόληση, και με
μεγάλος μέρος του πληθυσμού να βρίσκεται σε συνθήκες κάτω του ορίου της φτώχειας, στη
σφαίρα του «παουπερισμού». 34

32. Ό.π., σ. 660.


33. Ό.π., σ. 664.
34. Παουπερισμός ή «έσχατη εξαθλίωση». Ο όρος αυτός μεταφράζεται από τη γερμανική λέξη
«Pauperismus» και από την αγγλική «pauperism» όπου σημαίνουν την έσχατη εξαθλίωση και την
χρησιμοποιεί αυτούσια ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Ενδιαφέρον ως προς την χρήση του
όρου από τον Μαρξ παρουσιάζει ένα άρθρο του με τίτλο «Η επικείμενη εμπορική κρίση» όπου
δημοσιεύθηκε στη New York Daily Tribune (αρ. φύλλου 3601) στις 1/11/1852, βλ. σχετικά «Ο
παουπερισμός και το ελεύθερο εμπόριο» στο Μαρξ, Καρλ - Ένγκελς, Φρίντριχ, Κείμενα για την
οικονομική κρίση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013, σσ. 13-26.

- 22 -
Για τον Μαρξ: «όσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος, το κεφάλαιο που λειτουργεί, η
έκσταση και η ένταση της αύξησης του…τόσο μεγαλύτερος είναι ο βιομηχανικός εφεδρικός
στρατός…όσο μεγαλύτερος όμως ο εφεδρικός στρατός…τόσο μαζικότερος είναι ο
υπερπληθυσμός, που η φτώχεια είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τα βάσανα της δουλειάς
του». 35

Ο γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης είναι επί της ουσίας η αύξηση του
αυτού του τμήματος φτώχειας που μαζί με τον εφεδρικό στρατό εργασίας μεγαλώνει
αριθμητικά, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης χειροτερεύουν ως αποτέλεσμα της κεφαλαιακής
συσσώρευσης. Ο γενικός νόμος του καπιταλισμού είναι δηλαδή η γέννηση και η συντήρηση
της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Εδώ βρισκόμαστε στην καρδία και την ουσία της μαρξικής
ανάλυσης, που υποδεικνύει πως ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που παράγει φτώχεια.
Εξαθλιώνει και καταστρέφει το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κομμάτι της κοινωνίας, τη
βάση της, την εργατική τάξη. Η απόλυτη φτώχεια, η έσχατη εξαθλίωση (παουπερισμός) είναι
για τον Μαρξ: «το σπίτι αναπήρων του εργατικού στρατού και το νεκρό φορτίο του
βιομηχανικού εφεδρικού στρατού».36 Έτσι, μαζί με το «σχετικό υπερπληθυσμό ο παουπερισμός
αποτελεί όρο ύπαρξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και της ανάπτυξης του πλούτου.
Ανήκει στα faux frais (μη παραγωγικά έξοδα) της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, που το
κεφάλαιο τα ξεφορτώνεται στο μεγαλύτερο μέρος τους και τα φορτώνει στην πλάτη της
εργατικής τάξης».37

Άρα, το στρώμα του εφεδρικού στρατού αποτελεί τον όρο ύπαρξης της κεφαλαιοκρατικής
παραγωγής και της ανάπτυξης του πλούτου. Οι εργάτες είναι ουσιαστικά φτωχοί επειδή
έχουν γεννηθεί εργάτες. Είναι για το κεφάλαιο τα faux frais, δηλαδή μη παραγωγικά έξοδα. Ο
Μαρξ διατυπώνει εντελώς καθαρά πως: «Όσο πιο μεγάλο είναι το εξαθλιωμένο στρώμα της
εργατικής τάξης και ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός, τόσο πιο μεγάλος είναι ο επίσημος
παουπερισμός. Αυτός είναι ο απόλυτος γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης».38

Μέσα από την ανάλυση του Μαρξ για το γενικό νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης
γίνεται προφανές πως η βάση του καπιταλισμού, η αρχή που διέπει την αναπαραγωγή του
κεφαλαίου, είναι ο νόμος της υπεραξίας. Η αύξηση του πληθυσμού είναι σημαντική διότι
δίνει την ευκαιρία στο κεφάλαιο να επιστρατεύσει «λανθάνοντα αποθέματα», από τον
αγροτικό πληθυσμό μέχρι φθηνά εργατικά χέρια από άλλες περιοχές. Αν δεν πετύχει αυτού
του είδους η ανάπτυξη μέσω των τεχνολογικών αλλαγών και των επενδύσεων, προκαλεί

35. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 2012, σ. 667.
36. Ό.π.
37. Ό.π.
38. Ό.π.

- 23 -
ανεργία διά των απολύσεων και δημιουργεί όπως είδαμε τη στρατιά του εφεδρικού στρατού.
Αυτού του είδους η ανεργία έχει την τάση να προκαλεί μείωση των μισθών και ανοίγει εκ
νέου έναν νέο κύκλο κερδοφορίας στην ανάπτυξη του κεφαλαίου. 39 Με δυο λόγια, το
σύστημα ωθεί εργάτες στην ανεργία προκειμένου να μπορεί να τους εκμεταλλευτεί σε
επόμενο κύκλο συσσώρευσης, σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή.

Έγινε σαφές το πως ο γενικός νόμος της κεφαλαιακής συσσώρευσης λειτουργεί με όρους
λογικής ως πλήρες θεμέλιο. Καταδείχθηκε το πώς λειτουργεί η αύξηση της ζήτησης της
εργασίας, η σχετική μείωση του μεταβλητού τμήματος του κεφαλαίου στη πορεία
συσσώρευσης αλλά και το πώς γίνεται η παραγωγή του σχετικού υπερπληθυσμού. Αυτή η
ανάλυση όμως θα ήταν θολή ή ελλιπής αν εμμέναμε μόνο στην αναπαράσταση της ουσίας
του αντικειμένου και δεν εστιάσουμε στη κατάδειξη των ιστορικών γενεσιουργών αιτίων
αυτής της διαδικασίας, αν δεν εξετάσουμε τη λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση.

39. Harvey, David, Ο νέος Ιμπεριαλισμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σ. 147.

- 24 -
ΙΙΙ. Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΉ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ

Μπαίνοντας στα δύο τελευταία μέρη του Κεφαλαίου, στο εικοστό τέταρτο κεφάλαιο, ο Μαρξ
αναφέρεται στη λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση (primitive accumulation of capital).
Εφόσον έχει καταδείξει το γενικό νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, εξετάζει τη
συγκεκριμένη ιστορική διαδικασία της υλικής και ιστορικής γέννησης του κεφαλαιοκρατικού
τρόπου παραγωγής και του βιομηχανικού κεφαλαίου. Η πρωταρχική συσσώρευση είναι μια
διαδικασία που ιστορικά ξεκινάει από τον 15ο αιώνα στους πιο προοδευμένους λαούς της
Ευρώπης με επίκεντρο την Αγγλία και με εφαλτήριο την πρωταρχική εμφάνιση των
κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Πρόκειται για μια δραματική διαδικασία, βίαιης
λεηλασίας και υφαρπαγής στα πλαίσια της οποίας γίνεται απόσπαση του
αυτοτροφοδοτούμενου στην αγροτοκτηνοτροφική και χειροτεχνική παράδοση παραγωγού
από τα μέσα και τους όρους παραγωγής, με τη μετατροπή αυτών των όρων και των μέσων
παραγωγής σε εμπόρευμα και τη μετατροπή του εργαζόμενου από αγρότη, κτηνοτρόφο,
χειροτέχνη σε μισθωτό εργάτη. Αυτή η «απελευθέρωση» του παραγωγού από οποιαδήποτε
σχέση με ιδιοκτησιακά αγαθά τα οποία μπορούσαν να του παρέχουν μια
αυτοτροφοδοτούμενη οικονομική δραστηριότητα, γίνεται μέσω μιας βίαιης αποκοπής και
άγριας υφαρπαγής των γαιών και των αγαθών με τον πιο βάναυσο τρόπο. Όπως διατυπώνει
με γλαφυρό τρόπο ο Μαρξ ξεκινώντας την ανάλυση για το μυστικό της πρωταρχικής
συσσώρευσης: «η πρωταρχική αυτή συσσώρευση παίζει στην πολιτική οικονομία τον ίδιο
περίπου ρόλο που παίζει το προπατορικό αμάρτημα στη θεολογία…Όπως είναι γνωστό στην
πραγματική ιστορία τον πρώτο ρόλο παίζουν η κατήχηση, η υποδούλωση, ο φόνος μετά
ληστείας, με δύο λόγια η βία. Στην ήπια όμως πολιτική οικονομία επικρατεί από ανέκαθεν το
ειδύλλιο. Στην πραγματικότητα οι μέθοδοι της πρωταρχικής συσσώρευσης κάθε άλλο παρά
ειδυλλιακές ήταν». 40

Ο Μαρξ ερμηνεύει την πρωταρχική συσσώρευση ως μια οικονομική και κοινωνική


αναδιάρθρωση που ουσιαστικά ξεκινάει με τη γέννηση και την άνοδο της αστικής κυριαρχίας
στην Ευρώπη. Υπό αυτό το πρίσμα, η «μετάβαση» αυτή δομείται πάνω στην αύξουσα
δυναμική προοπτική πως ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί χωρίς μια
προηγούμενη συγκέντρωση κεφαλαίου και εργασίας. Με αυτή την έννοια, πηγή του
καπιταλιστικού πλούτου, ιστορικά και οικονομικά είναι ο διαχωρισμός των εργατών από τα

40. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 2012, σσ. 738-739.

- 25 -
μέσα παραγωγής και όχι κάποιου είδους «εγκράτεια» όπως ανέλυσα στο προηγούμενο
κεφάλαιο.

Το σημείο έκθεσης της πρωταρχικής συσσώρευσης όμως είναι κομβικό, όχι μόνο γιατί
αποτυπώνει την κριτική στην υπάρχουσα πολιτική οικονομία, αλλά επειδή θεμελιώνει την
κατανόηση των εννοιολογικών κατηγοριών του Κεφαλαίου. Η σχέση του κεφαλαίου γράφει ο
Μαρξ: «προϋποθέτει το χωρισμό των εργατών από την ιδιοκτησία των όρων πραγματοποίησης
της εργασίας. Από τη στιγμή που η κεφαλαιοκρατική παραγωγή στέκει πια στα δικά της τα
πόδια, δε διατηρεί μόνο αυτό το χωρισμό, μα και τον αναπαράγει σε ολοένα αυξανόμενη
κλίμακα. Επομένως το προτσές που δημιουργεί τη σχέση του κεφαλαίου δεν μπορεί δεν μπορεί
να είναι άλλο από το προτσές που, από τη μία μεριά μετατρέπει σε κεφάλαιο τα μέσα
συντήρησης και παραγωγής της κοινωνίας, και από την άλλη, τους άμεσους παραγωγούς σε
μισθωτούς εργάτες. Επομένως η λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση δεν είναι τίποτε άλλο παρά
το ιστορικό προτσές χωρισμού του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής. Εμφανίζεται σαν
πρωταρχικό, γιατί αποτελεί την προϊστορία του κεφαλαίου και του αντίστοιχου τρόπου
παραγωγής».41

Για τον Μαρξ, η πρωταρχική συσσώρευση είναι η ουσιαστική απαλλοτρίωση της γης των
ευρωπαίων αγροτών με τη δημιουργία του «ελεύθερου» ανεξάρτητου εργάτη. Το μέσο
γέννησης του καπιταλισμού ήταν δηλαδή η αποστέρηση των μέσων αυτοσυντήρησης των
εργατών και η υποδούλωση τους διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αυτή η
διαδικασία δεν ήταν φυσικά μόνο μια «συσσώρευση» και συγκέντρωση του εργατικού
δυναμικού και του κεφαλαίου προς εκμετάλλευση. Ήταν μια συσσώρευση διαφορών και
διαιρέσεων εντός της εργατικής τάξης στοιχισμένης σε ιεραρχικές δομές με βάση, το φύλο,
τη «φυλή» και την ηλικία, των συστατικών στοιχείων ταξικής κυριαρχίας που έπαιξαν
καθοριστικό ρόλο στο σχηματισμό του νεωτερικού προλεταριάτου. 42

Η πρωταρχική συσσώρευση όμως συντελέστηκε κάτω από συγκεκριμένους υλικούς και


ιστορικούς όρους, όπου: «Ο άμεσος παραγωγός, ο εργάτης, απόχτησε τη δυνατότητα να
διαθέτει το άτομο του μονάχα αφού είχε παύσει να’ ναι δεμένος με τη γη και να’ ναι
δουλοπάροικος ή υποτελής σ ‘ένα άλλο πρόσωπο…Έτσι η ιστορική κίνηση που μετατρέπει τους
παραγωγούς σε μισθωτούς εργάτες εμφανίζεται από την μια σαν απελευθέρωση τους από τις
φεουδαρχικές υποχρεώσεις και από το συντεχνιακό εξαναγκασμό…Από την άλλη όμως αυτοί οι

41. Ό.π., σ. 739.


42. Εξαιρετική ανάλυση πάνω στις ιστορικές ρίζες της πρωταρχικής συσσώρευσης και της πολιτικής
της σημασίας για τη γέννηση του καπιταλισμού είναι η μελέτη της Silvia Federici η οποία εστιάζει
κριτικά στη μαρξική θεωρία δίνοντας βάση στο φύλο και τη μηχανοποίηση του σώματος, στην έννοια
των περιφράξεων, τη συσσώρευση της εργασίας και την υποβάθμιση των γυναικών κατά τη μετάβαση
στον καπιταλισμό. Σχετικά βλ. Federici, Silvia, Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα. Γυναίκες, Σώμα και
Πρωταρχική Συσσώρευση, Εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 27-40, 97-184, 187-223.

- 26 -
νέο-απελευθερωμένοι γίνονται πουλητές του ίδιου του εαυτού τους μόνον αφού…τους έχουν
αποστερήσει όλες τις εγγυήσεις για την ύπαρξη τους…Η αφετηρία της εξέλιξης που παράγει και
το μισθωτό εργάτη και τον κεφαλαιοκράτη ήταν η υποδούλωση του εργάτη. Η εξέλιξη συνίστατο
σε μία αλλαγή της μορφής αυτής της υποδούλωσης, στη μετατροπή της φεουδαλικής
εκμετάλλευσης σε κεφαλαιοκρατική…εκείνο που άφησε εποχή είναι όλες οι ανατροπές που
χρησίμευσαν σαν μοχλοί για τη σχηματιζόμενη τάξη των κεφαλαιοκρατών, ιδίως όμως οι
στιγμές όπου ξαφνικά με τη βία μεγάλες μάζες ανθρώπων αποσπούνται από τα μέσα ύπαρξης
τους και πετιούνται στην αγορά εργασίας σαν προγραμμένοι προλετάριοι».43

Στο πρώτο σημείο που θα ήθελα να επιμείνω από το παραπάνω απόσπασμα και που θεωρώ
ζωτικής σημασίας για την ανάλυση της αφήγησης του Μαρξ, είναι η τάση εκδήλωσης της
αρπαγής του πλούτου μέσα από την εμπορευματοποίηση της εργασίας, της γης και του
χρήματος. Δηλαδή, ο μετασχηματισμός της εργασίας, της γης, του πλούτου και του χρήματος
σε εμπορεύματα στηρίχθηκε στη βία, την εξαπάτηση, τη ληστεία και σε κάθε είδους και σε
παρόμοιες πρακτικές.44 Σε αυτό το σημείο, διαφαίνεται πως η δυναμική στρατηγική της
πρωταρχικής συσσώρευσης που αν και στην ανάλυση του Μαρξ έχει ιστορικούς όρους, επί
της ουσίας πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό στη μόνιμη βάση του καπιταλισμού, δηλαδή το
σταθερό χαρακτήρα που απορρέει από την εγγενή μονιμότητα της κοινωνικής σύγκρουσης,
εντός της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. 45 Η εργασία που ουσιαστικά εκδιώχθηκε από τη γη,
μετατράπηκε στον ελεύθερο «μισθωτό» εργάτη, τον οποίο θα μπορούσε να εκμεταλλεύεται
ελεύθερα το κεφάλαιο ακόμα και όταν δεν τον υποδούλωνε ή τον είχε δέσμιο λόγω χρεών.
Δεν υπήρχαν τράπεζες ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με την μορφή που γνωρίζουμε σήμερα,
αλλά επί της ουσίας γεννιόταν η «καύσιμη ύλη» του καπιταλισμού, δηλαδή η διαδικασία
παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου μέσω της μισθωτής εργασίας. Το κεφάλαιο
εξάλλου πρέπει να εμπλέκεται διαρκώς σε στρατηγικές πρωταρχικής συσσώρευσης έτσι ώστε
να δημιουργεί τη «βάση» της ίδιας της συσσώρευσης.46 Αυτή η λεπτομέρεια είναι σημαντική,
καθώς όλες αυτές οι μορφές υπεξαίρεσης είναι θεμελιακές για το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο
είναι αναγκασμένο να βρίσκεται σε κίνηση, είναι «πεθαμένη εργασία που ζωντανεύει μονάχα
σαν τον βρικόλακα ρουφώντας ζωντανή εργασία και τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη
ζωντανή εργασία ρουφά».47 Η «αρπαγή γης» παραμένει σίγουρα αναλλοίωτο κομμάτι του
καπιταλισμού. Η μετατροπή όμως του εργαζόμενου από αγρότη σε μισθωτό βιομηχανικό
εργάτη εκδηλώνεται με την πρωταρχική συσσώρευση και με ένα στοιχείο που είναι

43. Ό.π., σσ. 740-741.


44. Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ.
108.
45. De Angelis, Massimo, Κοινά, περιφράξεις και κρίσεις, Εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2013, σ.
58.
46. Ό.π., σ. 56.
47. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 2012, σ. 244.

- 27 -
θεμελιώδες για την κατανόηση της ανάλυσης του Μαρξ. Πρόκειται για τον τρόπος κίνησης
αυτής της διαδικασίας, όπως εκδηλώθηκε ιστορικά, δηλαδή τη χρήση βίας.

Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μαρξ: «Όσοι διώχτηκαν με την διάλυση των φεουδαρχικών
ακολουθιών και με την απότομη, βίαιη απαλλοτρίωση της γης του, το προγραμμένο αυτό
προλεταριάτο…Μετατράπηκαν μαζικά σε διακονιάρηδες, ληστές , αλήτες, εν μέρει από κλίση
και την ανάγκη των πραγμάτων…Οι πατέρες της σημερινής εργατικής τάξης ήταν οι πρώτοι
που τιμωρήθηκαν, γιατί τους μετέτρεψαν με τη βία σε αλήτες και πάουπερ…ο αγροτικός
πληθυσμός που με τη βία τον απαλλοτρίωσαν, τον κυνήγησαν και τον μετέτρεψαν σε αλήτες,
υποτάχθηκε με τερατώδικους τρομοκρατικούς νόμους, με μαστιγώσεις, με στιγματισμούς και με
βασανιστήρια σε μια πειθαρχία τέτοια που απαιτεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας…Οι
μέθοδες αυτές στηρίζονται στην πιο ωμή βία, όλες χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία, τη
συγκεντρωμένη και οργανωμένη βία της κοινωνία, για να επιταχύνουν σαν σ θερμοκήπιο τη
μετατροπή του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό. Η βία είναι η μαμή κάθε
παλαιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια καινούργια. Η ίδια η βία είναι οικονομική δύναμη».48

Σε αυτό το χωρίο της πρωταρχικής όπου είναι και το δεύτερο σημείο που θα ήθελα να
επιμείνω, γίνεται προφανές πως τα μέσα όπου επιτεύχθηκε η πρωταρχική συσσώρευση ήταν
η ωμή βία. Η βία ήταν ο κύριος μοχλός και η κύρια οικονομική δύναμη στη διαδικασία της
πρωταρχικής συσσώρευσης επειδή η ανάπτυξη του κεφαλαίου απαιτούσε τεράστια αύξηση
όχι μόνο του πλούτου της ευρωπαϊκής κυρίαρχης τάξης, αλλά και του εργατικού δυναμικού
που θα την υπηρετούσε. Η πρωταρχική συσσώρευση ήταν επί της ουσίας μια συσσώρευση
εργασιακής δύναμης που όμοια της δεν είχε υπάρξει στην ιστορία. Συσσώρευση «νεκρής
εργασίας» με τη μορφή κλεμμένων αγαθών, και «ζωντανής εργασίας» με την μορφή των
νέων βιομηχανικών εργατών για εκμετάλλευση. 49 Η γέννηση του μισθωτού εργάτη γίνεται
πάνω στη βάση κατανόησης της αποστέρησης του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής.
Πάνω σε αυτή τη βάση χτίζεται και η συσσώρευση του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός γεννιέται
με εγγενές χαρακτηριστικό μια συγκεκριμένη κοινωνική σχέση όπου είναι η ποιοτική
εκμετάλλευση του εργάτη από τον κεφαλαιοκράτη. Έτσι, η πρωταρχική συσσώρευση παίζει
τον ενεργητικότερο ρόλο στη διαδικασία της καπιταλιστικής διατήρησης και συνέχειας,
καθώς προσδιορίζει τον μόνιμο χαρακτήρα που απορρέει από τη δομική μονιμότητα της
κοινωνικής σύγκρουσης εντός της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η αποστέρηση δεν είναι
μια ιστορική πράξη η οποία συντελείται άπαξ και για τη διαμόρφωση των υλικών και
πολιτικών συνθηκών της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της ροής κεφαλαίου, αλλά είναι η
δομική συνιστώσα επιβίωσης του καπιταλισμού, αυτή η οποία τις περισσότερες φορές

48. Ό.π., σσ. 758-759, 761-762, 776.


49. Federici, Silvia, Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα. Γυναίκες, Σώμα και Πρωταρχική Συσσώρευση,
Εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 102.

- 28 -
ευθύνεται για τις καπιταλιστικές κρίσεις, όπως θα εξετάσουμε στα επόμενα κεφάλαια
αναλυτικότερα.

Άρα, η πρωταρχική συσσώρευση δεν είναι μόνο η βάση της σχέσης κεφαλαίου - μισθωτής
εργασίας κάτι που αναδεικνύει την ιστορική ταυτότητα της ταξικής πάλης, αλλά είναι και η
καπιταλιστική «στιγμή», ένα είδος διαρκούς ανθρωπολογικής, παραγωγικής, τεχνολογικής
και κοινωνικής «επανάστασης» που συντελείται όχι μόνο στην αρχή του καπιταλισμού αλλά
σε κάθε «φάση» που το σύστημα βάλλεται. Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξετάσουμε αναλυτικά
την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη του καπιταλισμού στον 21 ο αιώνα, προκειμένου να δούμε
πως το κεφάλαιο χρησιμοποιεί οποιαδήποτε «περιφέρεια» για παραπάνω κέρδος.

- 29 -
ΙΙ. ΑΝΙΣΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Ι. ΧΩΡΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Έχοντας αναλύσει ενδελεχώς τους γενικούς νόμους της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης


όπως αποτυπώνονται στο μαρξικό έργο μέσα από το Κεφάλαιο, σκοπός τώρα είναι να
στραφούμε στις σύγχρονες εκφάνσεις της ροής και ανάπτυξης του κεφαλαίου στον 21 ο
αιώνα, όπου έχοντας περάσει από έναν «μακρύ» 20ο αιώνα γεμάτο κρίσεις, ανατροπές,
παγκόσμια εξάπλωση και κατασκευή δικτύων στις ροές κεφαλαίου, το κεφάλαιο
ανασυντάσσεται και επεκτείνεται. Ένα σημείο που θα ήθελα να επιμείνω ξεκινώντας, είναι
πως παρούσα μελέτη δεν αναλύει τον καπιταλισμό αλλά το κεφάλαιο, κάνω εξ’ αρχής αυτή
τη διάκριση διότι ο καπιταλισμός είναι ένας κοινωνικός σχηματισμός όπου οι διαδικασίες
κυκλοφορίας και συσσώρευσης κεφαλαίου είναι κυρίαρχες και ηγεμονικές διαμορφώνοντας
την υλική, κοινωνική και πνευματική ζωή.50 Υπό αυτή την άποψη, ο καπιταλισμός είναι
γεμάτος δομικές αντιφάσεις που συνδέονται με τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Αυτές οι αντιφάσεις νομίζω ότι υπερβαίνουν την ανάλυση του κοινωνικού σχηματισμού,
διότι οι εσωτερικές αντιφάσεις του κεφαλαίου είναι ο μοχλός κίνησης της οικονομικής
μηχανής του καπιταλισμού ώστε να παράγει κρίσεις, φτώχεια, εξαθλίωση και να επηρεάζει
τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Έτσι, η «λογική» του κεφαλαίου, που είναι εξάλλου και ο
τίτλος αυτής της διπλωματικής, είναι η δυναμική πάνω στην οποία θα στηριχθεί η ανάλυση
μου.

Ο καπιταλισμός είναι δηλαδή σαν ένα παλιό ογκώδες πλοίο το οποίο βρίσκεται καταμεσής
του ωκεανού εντός μιας τεράστιας τρικυμίας. Οι εγγενείς αντιφάσεις του, είναι οι ακραίες
καιρικές συνθήκες όπου έφτασε το πλοίο, καθώς δεν μπορεί ποτέ να υπολογίσει σωστά τη
πορεία του και πέφτει μόνιμα σε τρικυμίες. Ωστόσο, το κεφάλαιο είναι η μηχανή του πλοίου,
η καρδιά του, όπου ένα λάθος στη λειτουργία της, μπορεί να αποβεί μοιραίο. Η ζωή του
πλοίου εξαρτάται από το αν η μηχανή θα συνεχίσει να λειτουργεί. Σήμερα που το σύστημα
βρίσκεται σε κατάσταση τρικυμίας, η μηχανή του αρχίζει να τρέμει, να αγκομαχά, ακόμα
μπορεί και να εκραγεί. Το αν θα βρούμε τις αιτίες δυσλειτουργίας της και τα τεχνικά λάθη
στην κατασκευή της, ώστε να την επιδιορθώσουμε είναι ένα βασικό ζήτημα. Αν όμως με τη

50. Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ. 32.

- 30 -
τεχνική γνώση μπορούμε να την αντικαταστήσουμε με μια καλύτερη, είναι η ουσία όπου η
μελέτη αυτή διερευνά.

Ξεκινώντας, ένα στοιχείο που αποτελεί ζωτικό συστατικό για τη ροή αυτής της μελέτης, είναι
η έννοια της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης και της παραγωγής του χώρου. Το κεφάλαιο
παλεύει για να παράγει ένα γεωγραφικό τοπίο που να ευνοεί την αναπαραγωγή του και τη
μεταγενέστερη εξέλιξη του. 51 Ο καπιταλισμός εξάλλου δεν αναπτύσσεται σε κάποια ομαλή
επίπεδη επιφάνεια με πρώτες άφθονες ύλες, ισάξιες μεταφορικές υποδομές, ομοιογενή
προσφορά εργασίας και υποδομές εις πάσα κατεύθυνση. Επεκτείνεται σε ένα γεωγραφικό
περιβάλλον με μεγάλους και διαφορετικούς βαθμούς εργασιακής παραγωγικής
δραστηριότητας. Οι ανταλλαγές των εμπορευμάτων και του χρήματος, η δημιουργία
μισθωτής εργασίας μέσω της συσσώρευσης, η μαζική εργατική μετανάστευση είναι μορφές
τις εργασιακής διαδικασίας που αναλύσαμε στην αφομοιωτική κίνηση της κυκλοφορίας του
κεφαλαίου το οποίο κινείται έξω από εθνικά σύνορα.

Εξάλλου το κεφάλαιο όπως ανέλυσε ο Μαρξ, «ενώ από τη μία μεριά, τείνει να καταρρίψει
κάθε τοπικό φραγμό στο εμπόριο, δηλαδή στην ανταλλαγή, για να καταχτήσει ολόκληρο τον
κόσμο και να τον κάνει μια αγορά, από την άλλη τείνει να καταστρέψει το χώρο μέσω του
χρόνου, δηλαδή να μειώνει στον ελάχιστο δυνατό βαθμό το χρόνο που κοστίζει η κίνηση από το
ένα μέρος στο άλλο. Όσο περισσότερο είναι ανεπτυγμένο το κεφάλαιο, τόσο πλατύτερη είναι
επομένως η αγορά στην οποία κυκλοφορεί, όσο μεγαλύτερη γίνεται η χωρική τροχιά της
κυκλοφορία του, τόσο περισσότερο θα τείνει σε μια χωρική επέκτασης της αγοράς, επομένως
και σε μια καταστροφή του χώρου μέσω του χρόνου».52

Οι διαφορετικές τεχνικές, οι οικονομικές και πολιτικές πιέσεις, που λειτουργούν σε ένα


τοπίο συνεχών φυσικών μεταβολών, καθιστούν γενικά ασταθές το γεωγραφικό τοπίο του
καπιταλισμού. Οι αντιφάσεις του κεφαλαίου ανάμεσα στον ανταγωνισμό, τα μονοπώλια, την
ατομική ιδιοκτησία, τα κράτη, τη συγκεντροποίηση και την αποκέντρωση, τη δυναμική του
χώρου και του χρόνου, δημιουργούν μια υλική μορφή του γεωγραφικού τοπίου. Το πώς
εξελίσσεται αυτό το τοπίο επηρεάζει άρρηκτα τη διαδικασία συσσώρευσης, καθώς οι
αντιφάσεις του κεφαλαίου δημιουργούν ρήγματα στη λειτουργία του καπιταλισμού στο χώρο,
τον τόπο κα τον χρόνο. Ο David Harvey δομεί τη θεωρία του με βασικό άξονα τη «χωρική ή
χωροχρονική σταθερά», όπου μέσα από τις εσωτερικές του αντιφάσεις και τη διαδικασία
συσσώρευσης το κεφάλαιο οδηγείται σε κρίση. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε εδώ είναι η
έννοια του χώρου και η κινητικότητα του κεφαλαίου, που είναι μεγίστης σημασίας όροι για
την διαδικασία της συσσώρευσης όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ό χρόνος είναι χρήμα για το

51. Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ.
243.
52. Μαρξ, Καρλ, Grundrisse, Α/Συνέχεια, Αθήνα 2009, σ. 179.

- 31 -
κεφάλαιο και η κίνηση του στο χώρο απαιτεί και χρόνο και χρήμα.53 Έτσι, η οικονομία του
χρόνου και του χρήματος είναι ένα βασικό συστατικό για την αποδοτικότητα του κεφαλαίου.

Ο καπιταλισμός χρειάζεται γεωγραφική ανάπτυξη που είναι πάντα άνιση και βασίζεται στις
ασύμμετρες σχέσεις ανταλλαγής, ενώ χρησιμοποιεί τις πολιτικές οντότητες των μητροπόλεων
ή των περιφερειών που μετέχουν στη διαδικασία εντός ενός παγκόσμιου συστήματος
κεφαλαίου. Από αυτή την άποψη, ο καπιταλισμός έχει την τάση να αφανίζει τον χώρο για να
εξασφαλίζει την δική του αναπαραγωγή. Η ανάπτυξη δηλαδή του καπιταλισμού συντελείται
στο πλαίσιο στο οποίο οι αλλαγές στο κόστος, την ταχύτητα, τη συνέχεια, τη διάρκεια και την
αποτελεσματικότητα στο χώρο διαμορφώνουν και μεταβάλλουν τις σχετικές αποστάσεις των
τόπων παραγωγής από τις μεγάλες αγορές. Αυτό σηματοδοτεί τη γέννηση και την παρακμή
των «κέντρων παραγωγής» και τη συνεχή αναδιάρθρωση των κέντρων αυτών και των
αγορών τους ως αποτέλεσμα στις σχετικές θέσεις τους. Η διαδικασία αυτή είναι επί της
ουσίας αυτό που ο Harvey ονομάζει «άνιση γεωγραφική ανάπτυξη»54 και είναι το βασικό μέσο
με το οποίο το κεφάλαιο «επανεπινοεί» περιοδικά τον εαυτό του. 55 Οι ανταλλαγές
εμπορευμάτων και υπηρεσιών (περιλαμβανομένης και της εργασιακής δύναμης) ουσιαστικά
συνεπάγονται αλλαγές στους τόπους εγκατάστασης του κεφαλαίου. Δημιουργούν ένα
σύνολο, ένα δίκτυο θα λέγαμε, ένα «αλληλοτεμνόμενο σύνολο χωρικών κινήσεων» 56 που
δημιουργεί με τη σειρά του μια ξεχωριστή γεωγραφία ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Οι
εδαφικοί και χωρικοί καταμερισμοί της εργασίας (με σαφή διάκριση ανάμεσα στην πόλη και
την ύπαιθρο) προκύπτουν από τις αλληλεπιδράσεις αυτών των διαδικασιών ανταλλαγής στο
χώρο. 57 Με αυτούς τους όρους, η καπιταλιστική δραστηριότητα παράγει την άνιση
γεωγραφική ανάπτυξη.

Μέσα στον ανταγωνισμό, ο καπιταλιστής πάντα αναζητεί τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα


εντός αυτής της χωρικής δομής που αναλύουμε. Γι’ αυτό πάντα υποχρεώνεται να κινείται σε
εκείνους του τόπους εγκατάστασης, όπου το κόστος είναι χαμηλότερο ή τα ποσοστά κέρδους
υψηλότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που συμβαίνει στις μέρες μας είναι η μαζική
παραγωγή αθλητικών υποδημάτων από αμερικάνικες εταιρίες κολοσσούς οι οποίες αλλάζουν

53. Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ.
245.
54. Πιο συγκεκριμένα για τη θεωρία της «άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης» του David Harvey βλ. τα
κεφάλαια «Cartographic identities: geographical knowledge’s under globalization» και «The
geography of capital accumulation: a reconstruction of the Marxian theory» στο Harvey, David, Spaces
of Capital, Edinburgh University Press, Εδιμβούργο 2002, σσ. 208-236, 237-265 , επίσης εξαιρετική
είναι η ανάλυση του στο Harvey, David, Ο νέος Ιμπεριαλισμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σσ. 105-
143, και στο Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο, Αθήνα
2015, σσ. 243-269.
55. Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ.
244.
56. Harvey, David, Ο νέος Ιμπεριαλισμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σ. 110.
57. Ό.π.

- 32 -
συνεχώς, σχεδόν ετήσια, τόπους παραγωγής προκειμένου να απομυζούν μεγαλύτερο κέρδος
σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παραγωγή (κάτι που συνεπάγεται πάντα φθηνότερα εργατικά
χέρια σε χώρες της περιφέρειας) και με τον χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή για αυτή
τους τη δραστηριότητα. Την μια μπορεί να είναι χώρος παραγωγής το Βιετνάμ, την άλλη η
Ινδονησία κ.ά. Η τάση εξάλλου για «παγκοσμιοποίηση» είναι εγγενής αναγκαιότητα και η
συνεχής συμπίεση του χώρου και του χρόνου είναι κάτι που οδηγεί στην εξέλιξη του
γεωγραφικού τοπίου της κεφαλαιακής ανάπτυξης. 58 Ακόμη, σε αυτή τη δυναμική το
πλεονάζων κεφάλαιο μπορεί να απασχοληθεί σε διαφορετικές χωρικές δομές όπου οι
κερδοφόρες ευκαιρίες δεν έχουν εξαντληθεί ακόμη. Τα πλεονεκτήματα του τόπου
εγκατάστασης είναι στον καπιταλισμό κάτι ανάλογο των πλεονεκτημάτων της τεχνολογίας,
μια δύναμη ανάπτυξης και προοπτικής, γι’ αυτό πολλές φορές αυτά τα δύο κινούνται
αμοιβαία.

Φυσικά, όλη η κατάσταση διασποράς αντιμετωπίζει και ισχυρές περιοριστικές δεσμεύσεις. Οι


μεγάλες ποσότητες κεφαλαίου που είναι ενσωματωμένες στην ίδια περιοχή, τις ίδιες
κοινωνικές υποδομές και παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου όσο και
του εργατικού δυναμικού δημιουργούν από μόνες τους αντίρροπες τάσεις «εγκλωβισμού» ή
δέσμευσης του κεφαλαίου. Οι αντίρροπες αυτές τάσεις συγκέντρωσης και διασποράς δεν
συνεπάγονται πάντα ότι θα βρεθεί μια βιώσιμη λύση. Πιο απλά, στην διαδικασία ροής του
κεφαλαίου υπάρχουν δυνάμεις που δημιουργούν και πιέζουν για έλξη των παραγωγικών
δραστηριοτήτων και μπορούν εύκολα να δράσουν σωρευτικά ή να παράγουν υπερβολική
συγκέντρωση, κάτι που δημιουργεί πρόβλημα στη περαιτέρω συσσώρευση. Δυνάμεις όπως
είναι η πρόοδος της τεχνολογίας, των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών μπορούν να
προσφέρουν συγκεντροποίηση κεφαλαίου και να επηρεάσουν ουσιαστικά την ισορροπία του
κεφαλαίου ως προς την διαδικασία κερδοφορίας σε έναν τόπο επιλογής.

Επιπλέον, η άνιση γεωγραφική ανάπτυξη δημιουργεί μετατοπίσεις και προβληματικές


συνθήκες καθώς η κεφαλαιακή συσσώρευση απαιτεί σταθερές και μόνιμες υποδομές σε
συγκεκριμένες τοποθεσίες. Η αναπαραγωγή του τοπίου εγκλωβίζει την κεφαλαιακή
συσσώρευση σε πάγιες εγκαταστάσεις και υποδομές, κάτι που είναι δομικά αντιφατικό.
Ουσιαστικά στον καπιταλισμό οι συνθήκες συσσώρευσης κεφαλαίου προϋποθέτουν την
εκμηδένιση του χώρου μέσω του χρόνου παραγωγής, όσο και την παραγωγή μόνιμων και
σταθερών «χώρων παραγωγής». Γι’ αυτό και η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι μια
«δημιουργική καταστροφή», μια διαρκής πάλη ανάμεσα στη διαμόρφωση παραγωγικών
τοπίων και στην ανάγκη καταστροφής τους όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν. Ο καπιταλισμός
μέσω του κεφαλαίου επιλέγει περιοχές – περιφέρειες όπου έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες

58. Ό.π., σ. 114.

- 33 -
χωρο-κοινωνικές συνθήκες που θα διευκολύνουν την αναπαραγωγή της κεφαλαιακής
συσσώρευσης. Κάθε συσσώρευση δημιουργεί μια νέα υποβάθμιση-υπανάπτυξη των παλαιών
περιοχών. Αυτή είναι και η γενεσιουργός αιτία της καπιταλιστικής κρίσης της περιφέρειας
αλλά και η εσωτερική λογική του κεφαλαίου, η αντιφατική φύση του συστήματος να
καταστρέφει το λιγότερο κερδοφόρο κεφάλαιο προκριμένου να επιβιώσει το κερδοφόρο και
να επέλθει η αναστροφή της τάσης πτώσης κέρδους. Κάθε φορά δηλαδή που το κεφάλαιο
επεκτείνεται παράγοντας τις εσωτερικές αντιφάσεις της συσσώρευσης, δημιουργεί κρίση.
Αυτή είναι και μια χρόνια τάση του καπιταλισμού να παράγει κρίσεις υπερσυσσώρευσης.

Φυσικά, ο βασικός συντελεστής σε αυτό είναι πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, κάτι που
θα εξετάσουμε παρακάτω, στο επόμενο κεφάλαιο. Εμμένοντας όμως στη θεωρία του Harvey,
οι κρίσεις που προέρχονται από τη διαδικασία συσσώρευσης καταγράφονται τυπικά ως
πλεονάσματα κεφαλαίου (εμπορεύματα, χρήμα, παραγωγική ικανότητα) και πλεονάσματα
εργατικού δυναμικού ταυτόχρονα, χωρίς να υπάρχουν τα μέσα να συνενωθούν τα
πλεονάσματα αυτά έτσι ώστε να παραχθούν χρήσιμες κοινωνικές δραστηριότητες, επωφελείς
για το κοινωνικό καλό. 59 Έτσι, η έλλειψη κερδοφόρων ευκαιριών δημιουργεί πρόβλημα στο
κεφάλαιο. Τέτοιο παράδειγμα ήταν το παγκόσμιο κραχ της δεκαετίας του 1930 όπου η
παραγωγική ικανότητα ήταν χαμηλή, τα πλεονάσματα εμπορευμάτων αυξάνονταν όπως και η
ανεργία και έτσι υποτιμήθηκαν ακόμη και καταστράφηκαν τα πλεονάσματα κεφαλαίου, κάτι
που σήμαινε την εξαθλίωση του εργατικού δυναμικού. Αυτό που εύστοχα εντοπίζει ο Harvey
είναι ότι το πρόβλημα σε κάθε περίπτωση είναι το ίδιο το κεφάλαιο. Στο πλαίσιο της
συσσώρευσης, προκειμένου να μην επέλθει η υποτίμηση αναζητούνται κάθε φορά
κερδοφόροι τρόποι για την απορρόφηση των πλεονασμάτων. Η χωρική αναδιοργάνωση και η
γεωγραφική επέκταση είναι η διέξοδος του κεφαλαίου. Κάθε φραγμός, κάθε όριο που τίθεται
μπροστά στο κυκλοφορία του κεφαλαίου πρέπει να υπερπηδηθεί. Τα πλεονάσματα
μετατοπίζονται μακροπρόθεσμα ώστε να δώσουν κέρδος στο μέλλον μέσω της γεωγραφικής
επέκτασης. Αυτή είναι η τάση να λύνεται το πρόβλημα της συσσώρευσης. Η λογική του
κεφαλαίου, του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης, η οποία συνεχίζεται με παραγόμενο
προϊόν τη σημερινή κρίση, εντοπίζει ο Harvey πως βρίσκεται στην αναζήτηση
«χωροχρονικών σταθερών» και στην εστίαση για το πλεόνασμα του κεφαλαίου πρωτίστως
και έπειτα στο πλεόνασμα της εργασίας.60 Στον 21ο αιώνα, η λογική αυτή σχετίζεται άρρηκτα
με την νεοφιλελεύθερη ηγεμονία και την μονοπωλιακή οικονομία όπως αυτή εκφράστηκε
από το 1975 μέχρι το 2000 αρχικά, και από το 2000 μέχρι σήμερα. Η καπιταλιστική
δραστηριότητα χρησιμοποιεί πολλές φορές το αστικό κράτος, του οποίου οι εξουσίες παίζουν
σημαντικό ρόλο στην συσσώρευση του κεφαλαίου. Εξάλλου, με αυτό τον τρόπο ξεκινάει και

59. Harvey, David, Ο νέος Ιμπεριαλισμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σσ. 105-106.
60. Ό.π., σ. 106.

- 34 -
ο καπιταλισμός, με την πρωταρχική συσσώρευση και την εξουσία του αστικού κράτους να
ιδιοποιείται ακόμα και να ιδιωτικοποιεί χώρο.

Μένοντας για λίγο στο θέμα του κράτους, ας δούμε συνοπτικά το πώς παρεμβαίνει (αν
παρεμβαίνει) η κρατική εξουσία μέσα στη διαδικασία ανάπτυξης του κεφαλαίου και στη
δημιουργία των τοπίων και χώρων. Το κράτος είναι μια οριοθετημένη εδαφικά και
γεωγραφικά οντότητα που θεωρητικά ελάχιστη σχέση έχει με το κεφάλαιο. Πρακτικά όμως
έχει έναν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του τοπίου, καθώς είναι ο κύριος θεμελιωτής
άσκησης εξουσίας από τη χρήση της νομιμοποιημένης βίας, τη νομοθεσία, το νόμισμα, τη
ρυθμιστική εξουσία των θεσμών στη ατομική ιδιοκτησία μέχρι τη συλλογή φόρων, την
υπηκοότητα, τη μετανάστευση και πολλά άλλα. Το κράτος εξαρτάται από το πολίτευμα του,
μέσα σε αυτό υπάρχουν θεσμοί άρρηκτα συνδεδεμένοι με το κεφάλαιο και το
χρηματοπιστωτικό σύστημα (κεντρικές τράπεζες, υπουργεία οικονομικών) και από την άλλη
μορφές που το πολιτικό σύστημα επηρεάζεται από τη δυναμική των ταξικών και κοινωνικών
αγώνων μέσα απ’ αυτές (πχ. εργατικά σωματεία, συνδικάτα). Απέναντι στο κεφάλαιο το
κράτος, ως οντότητα, δεν είναι δηλαδή κάτι απόλυτα συμπαγές. Το κεφάλαιο, το επηρεάζουν
οι γεωοικονομικές και γεωπολιτικές σχέσεις των κρατών, καθώς και το υπάρχων πλαίσιο του
παγκόσμιου συστήματος. Η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία είναι λέξη κλειδί σε αυτό. Από τη μία,
το κράτος ενδιαφέρεται για τη συσσώρευση του πλούτου και την ατομική ιδιοποίηση εντός
της επικράτεια του, κάτι που δημιουργεί στασιμότητα άρα πρόβλημα για το κεφάλαιο. Από
την άλλη, μέσα από φιλοεπιχειρηματικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές θέλει και μια ανοιχτή
πόρτα προς το ελεύθερο εμπόριο, τη κεφαλαιαγορά, τη χρηματοπιστωτική γιγάντωση και τον
ανταγωνισμό του «αόρατου χεριού» της οικονομίας. Πώς εντέλει καταφέρνει το κεφάλαιο να
υπερπηδά κάθε εμπόδιο ή φραγμό στην ανάπτυξη του ακόμα και όταν πρόκειται για αστικά
κράτη;

Η απάντηση έχει δύο σκέλη. Η λέξη κλειδί που προείπαμε, ο νεοφιλελευθερισμός, είναι το
πρώτο σκέλος της απάντησης. Το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι ζωτικής σημασίας για την
κίνηση και τη λειτουργία του κεφαλαίου αφού προσφέρει απλόχερα απελευθέρωση της
οικονομίας με κατάργηση ελέγχων κεφαλαίου στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, παράδοση
κρατικών λειτουργιών στην ιδιωτική σφαίρα, προσαρμογή σε συστήματα αγοράς και
θεσμικές αναδιοργανώσεις και διευθετήσεις που βελτιώνουν την ανταγωνιστική του θέση
έναντι άλλων κρατών στη καπιταλιστική χωρική οικονομία. 61 Αυτές οι πρακτικές λειτουργίες
του κράτους είναι συνυφασμένες με την εκλογίκευση της ταύτισης οικονομικών ζητημάτων

61. Για τη θεωρία του νεοφιλελεύθερου κράτους βλ. Harvey, David, Νεοφιλελευθερισμός. Ιστορία και
παρόν, Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σσ. 97-123, ενδιαφέρουσα είναι και η άποψη του Mirowski σχετικά
με το πώς ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι εχθρός του κράτους αλλά χρησιμοποιεί το κράτος προς
όφελος του, βλ. σχετικά στο Mirowski, Phillip, Never Get A Serious Crisis Go To Waste. How
Neoliberalism Survived at the Financial Meltdown, Verso, London 2013.

- 35 -
στη διάρθρωση της κρατικής κυριαρχίας με χρηματοπιστωτικούς μηχανισμούς, αυτό είναι και
το μεγάλο «επίτευγμα» της νεοφιλελεύθερης στροφής. Στο νεοφιλελευθερισμό το κράτος, η
κρατική κυριαρχία παραδίνεται στην παγκόσμια αγορά, στις καπιταλιστικές ολιγαρχίες, μέσω
ριζικών αλλαγών και μεταβολών υπέρ του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ουσιαστικά,
μιλάμε για μια στρατηγική ταξικής ισχύος δομημένης στην αναπόδραστη σχέση κεφαλαίου-
τραπεζών-κράτους. Έτσι, από πρώτης άποψης εμπόδια που ανακύπτουν από τη φύση του
κράτους, εύκολα «θυσιάζονται» πάνω στο βωμό της κεφαλαιακής κερδοφορίας, της αστικής
ελίτ των κρατών. Εξάλλου, η ώθηση για μετασχηματισμό της γεωγραφικής κλίμακας στην
οποία συντελείται η καπιταλιστική δραστηριότητα είναι μακροχρόνια, πολύ πριν το
νεοφιλελεύθερο βάπτισμα της παγκόσμιας αγοράς. Από τη μία το κράτος δεν είναι απόλυτα
ανίσχυρο αλλά συντάσσεται προς επιβίωση του στη σφαίρα και τη λειτουργία της αγοράς,
κάτι που ευνοεί το κεφάλαιο. Στο δεύτερο σκέλος τώρα, η άνιση γεωγραφική ανάπτυξη είναι
η βολική διέξοδος του κεφαλαίου να υπερνικά την οντότητα του κράτους. Οι αλλαγές στη
κίνηση κεφαλαίου ασκούν ισχυρές πιέσεις στην κλίμακα όπου οικοδομείται η κρατική
εξουσία. Το γεωγραφικό τοπίο του καπιταλισμού διαμορφώνεται από πολλαπλά συμφέροντα
και ομάδες ατόμων που επιδιώκουν να καθορίσουν τόπους και χώρους για τον εαυτό τους
ενάντια στις μακροοικονομικές διαδικασίες της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης, η οποία
είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα των κανόνων καπιταλιστικής συσσώρευσης και κρατικής
εξουσίας.62 Με την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη, το κεφάλαιο αποκρύπτει την αληθινή του
φύση του και επαναδημιουργεί τον εαυτό του, η αποτυχία του εντός ενός τόπου μπορεί να
γίνει η μελλοντική επιτυχία εντός ενός άλλου ή να συμβαίνουν και τα δύο την ίδια στιγμή.
Αυτό έχει να κάνει με τη δυνατότητα του κεφαλαίου στο χώρο να διασπά μακροοικονομικές
κρίσεις σε τοπικά γεγονότα, όπου άλλοι άνθρωποι τα βιώνουν και άλλοι δεν τα γνωρίζουν.

Άρα, το κεφάλαιο χρησιμοποιεί το δίκτυο των κρατών στη χωρική οικονομία άσχετα με το
κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό αντίκρισμα που έχουν οι δραστηριότητες του. Η άνιση
γεωγραφική ανάπτυξη δίνει τη δυνατότητα κίνησης στο κεφαλαίου να αναπαράγεται και να
μην μένει στάσιμο, καλύπτοντας και μεταφέροντας τις αποτυχίες του από περιοχή σε
περιοχή. Σε αυτό κυρίαρχο ρόλο όπως θα δούμε στη συνέχεια παίζουν οι κεντρικές τράπεζες
και οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί. Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξεταστεί η λογική της
καπιταλιστικής επέκτασης, όπου μέσω της «χρηματοπιστωτικής διόρθωσης» το κεφάλαιο
δημιουργεί μια ατέρμονη διαδικασία επιδίωξης κέρδους, επί της προκειμένης μια διαδικασία
απαλλοτρίωσης του πλούτου από τα χέρια των πολλών στα χέρια των λίγων, από τα χέρια
των εργατών στα χέρια των καπιταλιστών. Για να συμβεί αυτό το κεφάλαιο βρίσκει ανοιχτές
πόρτες και διεξόδους. Σήμερα, αυτού του είδους οι δυναμικές, οι ιμπεριαλιστικές πολιτικές

62. Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ.
264.

- 36 -
πρακτικές περνάνε όχι μόνο μέσα από αστικά κράτη αλλά από διεθνείς φορείς, οργανισμούς
και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), την
Παγκόσμια Τράπεζα, την ομάδα των οκτώ (G8), την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)
και την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Αυτοί είναι και οι κύριοι εκφραστές
διεθνώς του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, όπου έχουν
διαμορφώσει μια ανίερη συμμαχία με τις κρατικές δυνάμεις στο πλαίσιο ενός
νεοφιλελεύθερου αρπακτικού, εν ολίγοις αυτοί είναι οι υπερασπιστές της «συσσώρευσης
μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους».

- 37 -
ΙI. ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ ΠΟΡΩΝ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ

Όπως εξετάσαμε, η διαδικασία της συσσώρευσης είναι ένα ζωτικό στοιχείο για την επιβίωση
του καπιταλισμού. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει όπως αναλύθηκε παραπάνω μια χωρική
οικονομία, καθώς η καπιταλιστική οικονομία παράγει την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη. Ο
καπιταλισμός προκειμένου να βρει πόρους χρησιμοποιεί τη λογική των περιφερειακών και
χωρικών διαφοροποιήσεων και εξειδικεύσεων. 63 Το κεφάλαιο τρέφεται από τον ανταγωνισμό
και εντός της χωρικής δομής κινείται στον πιο κερδοφόρο για το ίδιο τόπο εγκατάστασης. Γι’
αυτό και η τάση «παγκοσμιοποίησης» είναι εγγενής στοιχείο, καθώς λειτουργεί ως συνεχής
συμπίεση του χώρου και του χρόνου εξελίσσοντας το γεωγραφικό τοπίο της καπιταλιστικής
δραστηριότητας. Ωστόσο, στην καπιταλιστική ανάπτυξη του κεφαλαίου στο σύγχρονο
ιμπεριαλισμό, διαμορφώνεται ένα ασταθές τοπίο λόγω της σχέσης ανταγωνισμού-
μονοπωλίου και της σταθερής σχέσης εγκατάστασης-κίνησης, συγκεντροποίησης και
αποκέντρωσης. Όλα αυτά έχουν να κάνουν με την φύση του κεφαλαίου για συνεχή
συσσώρευση, καταστροφή και εκ νέου συσσώρευση. Ο καπιταλισμός ουσιαστικά τρέφεται εκ
της σάρκας του μέσα από μια ατέρμονη διαδικασία μετασχηματισμού και αναπροσαρμογής,
μιας διαρκούς συσσώρευσης του κεφαλαίου στο κυνήγι του κέρδους. Δημιουργεί
αναγκαστικά και πάντοτε τον δικό του «άλλο». 64

Η λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι η λογική της αρπαγής, της βίας και της απάτης
προκειμένου να κερδοφορήσει το μεγάλο και ισχυρό κεφάλαιο. Αυτή είναι και η διαδικασία
της «συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους» ή «συσσώρευση δια της
υφαρπαγής»65. Ο όρος αυτός διατυπώνεται από τον David Harvey στο έργο του «ο νέος

63. Harvey, David, Ο νέος Ιμπεριαλισμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σ. 111.


64. Ό.π., σ. 147.
65. Για την θεωρία της «συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους» βλ. Harvey, David, Ο
νέος Ιμπεριαλισμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σσ. 144-179. Η σύγχρονη έννοια της συσσώρευσης
είναι μια μεγάλη συζήτηση στους κύκλους του μαρξισμού όπου κάθε τοποθέτηση μετατοπίζει το
κέντρο βάρους της σε διαφορετικά σημεία του μαρξικού έργου. Ο Harvey εισάγει την έννοια αυτή
προκειμένου να τονίσει πως η διευρυμένη παραγωγή (η συσσώρευση που βασίζεται στην
εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας) και η συσσώρευση δια της υφαρπαγής (μέσω της αφαίρεσης
πόρων από άλλους) τέμνονται, συνδέονται οργανικά και συνυφαίνονται διαλεκτικά. Η παρούσα μελέτη
εστιάζει και πατάει πάνω στην ανάλυση του Harvey. Ωστόσο υπάρχουν πολλές κριτικές και τάσεις στη
μαρξιστική ανάλυση της συσσώρευσης που είτε διαφωνούν, είτε διατυπώνουν εντελώς διαφορετικές
θέσεις κάτι που δεν μπορούμε δυστυχώς να το αναλύσουμε εδώ. Για μια κριτική στη θέση του Harvey,
βλ. Ashman, Sam – Callinicos, Alex, «Capital Accumulation and State System: Assessing David
Harvey’s The New Imperialism» Historical Materialism Book Series, 14:4 (2006), pp. 107-131, ενώ
για ένα παράδειγμα μιας σύγχρονης οπτικής με προτεραιότητα στη συσσώρευση βλ. De Angelis,
Massimo, «Separating the Doing and the Deed: Capitalism and the Continuous Character of
Enclosures», Historical Materialism Book Series, 12:2 (2004), pp. 57-87.

- 38 -
Ιμπεριαλισμός» προκειμένου να τεκμηριώσει τη συσσώρευση που βασίζεται στη λεηλασία,
την απάτη και τη βίαιη υφαρπαγή, όπου η λειτουργία της είναι η απελευθέρωση μιας σειράς
περιουσιακών στοιχείων (πχ. εργατική δύναμη) σε πολύ χαμηλό, μερικές φορές έως και
μηδενικό κόστος.66 Προσωπικά, θα χρησιμοποιώ τον όρο «απαλλοτιωτική συσσώρευση» για
το συγκεκριμένο προσδιορισμό, προσδίδοντας του την ίδια σημασία με την έννοια που
χρησιμοποιεί ο Harvey, χωρίς να αποκλίνω ωστόσο από την έννοια της πρωταρχικής
συσσώρευσης του μαρξικού έργου.

Μέσω της απαλλοτριωτικής συσσώρευσης, το σύστημα καταστρέφει βίαια ακόμα και


προϋπάρχουσες δομές, εάν δεν συμβαδίζουν με τις νέες ανάγκες του κεφαλαίου και της
αστικής κυριαρχίας. Σκοπός σε κάθε είδους συσσώρευση, είναι να δημιουργηθεί μια
διαδικασία υποταγής. Αυτή είναι και η «καρδιά» του καπιταλιστικού τρόπου αναπαραγωγής,
η «φετιχοποίηση» της βίας και της εξουσίας. Η ανάλυση του Μαρξ για την πρωταρχική
συσσώρευση περιέγραφε την διαδικασία προλεταριοποίησης της εργατικής τάξης, της βίαιης
μεταπήδησης από τον αγροτικό πληθυσμό στη βιομηχανική μισθωτή εργασία. Ωστόσο,
πολλοί από τους μηχανισμούς που ανέλυε ο Μαρξ δεν έχουν αλλάξει μέχρι σήμερα. Με την
κρίση που ξέσπασε το 2008 παγκοσμίως μέσω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, το σύστημα
δείχνει πως για ακόμα μια φορά η «απαλλοτριωτική» συσσώρευση είναι η ευκαιρία για να
κρατηθεί ζωντανό. Η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου χωρίζεται σε τρεις μορφές: τις
παραγωγικές δραστηριότητες, τα εμπορεύματα και το χρήμα. Καθεμία από αυτές τις μορφές
έχει διαφορετική ικανότητα γεωγραφικής κινητικότητας, η παραγωγή σήμερα κινείται πολύ
αργά, τα εμπορεύματα σχετικά εύκολα και γρήγορα, αυτό που είναι όμως ανεξέλεγκτο είναι
το χρήμα.67 Η απουσία ορίων στο χρήμα και ο αδιαφιλονίκητος πόθος κατοχής του για
κοινωνική ισχύ, είναι για τον καπιταλιστή ότι η υπεραξία για το κεφάλαιο. Η λογική της
επανεπένδυσης είναι συμβατή με την λογική της λειτουργίας του κεφαλαίου, εφόσον ως
ορίζοντας και μοναδικό ποθούμενο αντικείμενο είναι το κέρδος. Άρα, το κεφάλαιο αντλεί
όφελος από τη συρρίκνωση της ζωής με τα ζωτικά συμφέροντα στα οποία την εντάσσει. Η
εξασφάλιση του κεφαλαίου είναι δηλαδή η επανεπένδυση μέρους των πλεοναζόντων πόρων
που αποκομίσθηκαν χθες, με τη λογική δημιουργίας μεγαλύτερου πλεονάσματος αύριο. 68

Χαρακτηριστικό δείγμα απουσίας ορίων του κεφαλαίου και του χρήματος είναι το
παράδειγμα της Ελλάδας, όπου η κρίση της ευρωπαϊκής περιφέρειας βασίστηκε στην κρίση
της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και της Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), ουσιαστικά στην

66. Callinicos, Alex, Η αποκρυπτογράφηση του Κεφαλαίου. Το Κεφάλαιο του Μαρξ και η πορεία του,
Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2016, σ. 325.
67. Harvey, David, «There is no way you can change the world without changing your ideas!»,
Interview in «LEFTEAST», http://www.criticatac.ro/lefteast/david-harvey-interview-2016/, 13
December 2016.
68. Harvey, David, Το αίνιγμα του Κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού, Καστανιώτη, Αθήνα
2011, σ. 53.

- 39 -
καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κράτη παρεμβαίνουν στις κρίσεις του κεφαλαίου και
λειτουργούν πυροσβεστικά καθώς έχουν ρυθμιστικό ρόλο στο να διασώζουν τις τράπεζες και
να το τονώνουν τη ζήτηση, με χρήματα που ιδιοποιούνται, πιο απλά με τα χρήματα των
φορολογουμένων πολιτών. Η μετατροπή της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε δημοσιονομική
είναι και ένα βασικό στίγμα της απαλλοτριωτικής συσσώρευσης, που έχει ξεκινήσει με την
κρίση του 2008. Αυτό σημαίνει, χρεοκοπία κρατών για τη διάσωση των τραπεζών. Η
κερδοσκοπία του κεφαλαίου εκδηλώθηκε όμως στην Ευρώπη με έναν τελείως διαφορετικό
τρόπο που ανέδειξε την αποτυχία και την αδυναμία της Ευρωζώνης ως σύστημα να
διαχειρίζεται κεφαλαιακές κρίσεις. Στις ΗΠΑ, οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις σε συνδυασμό
με την κεντρική τράπεζα λειτουργούν βοηθητικά μεταξύ των πολιτειών σε μια προσπάθεια
για περιορισμό μέσω του δολαρίου των ανισοτήτων ανάμεσα σε «φτωχές» και «πλούσιες»
πολιτείες. Η Ευρώπη μέσω του ευρώ θα αποδεικνύονταν ανίκανη να διαχειριστεί αυτή την
κρίση, τονώνοντας την ανισότητα μέσω της περιφέρειας. Ο μεγάλος κερδισμένος είναι από
αυτό είναι οι χώρες του κέντρου και κυρίως η Γερμανία. Στο επόμενο κεφάλαιο, θα αναλύσω
διεξοδικά αυτή τη διαδικασία με επίκεντρο την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με το πως ο
καπιταλισμός χρηματιστικοποιείται, τονώνει την ανισότητα, δημιουργώντας οικονομικές
«φούσκες» προκειμένου να υφαρπάξει πλούτο και να φέρει ξανά την ψευδαίσθηση της
ευμάρειας.

Μένοντας τώρα στην έννοια της «απαλλοτριωτικής» συσσώρευσης, είναι προφανές πως ως
πρακτική με την πολιτική χροιά του όρου, ο καπιταλισμός «εσωτερικεύει κανιβαλικές καθώς
και αρπακτικές και δόλιες πρακτικές»69. Με τη μαρξική έννοια, η υπερσυσσώρευση είναι μια
φάση στο κύκλο του κεφαλαίου, όπου τα πλεονάσματα κεφαλαίου (πολλές φορές και τα
πλεονάσματα εργασίας) αργούν, επιβραδύνουν χωρίς να υπάρχει άμεση κερδοφόρα
διαδικασία. Το σημαντικό εδώ είναι να δούμε τα πλεονάσματα κεφαλαίου. Η
«απαλλοτριωτική» συσσώρευση είναι μείζονος σημασίας, καθώς «απελευθερώνει» ένα
σύνολο περιουσιακών στοιχείων (περιλαμβανομένης και της εργατικής δύναμης) σε πολύ
χαμηλό, έως και μηδενικό κόστος. Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο «αρπάζει» αυτά τα
περιουσιακά στοιχεία και τα μετατρέπει σε κερδοφόρα χρήση. Τέτοια παραδείγματα είναι οι
ιδιωτικοποιήσεις (κοινωνικών κατοικιών, μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, παροχής ύδρευσης,
ενεργειακών υπηρεσιών κ.ά.), όπου το κεφάλαιο υφαρπάζει προς όφελος από πεδία που
βρισκόταν σε αδράνεια υπό κρατική λειτουργία. Ήδη από το 1973 και έπειτα, όπου ο
καπιταλισμός αντιμετώπιζε πρόβλημα υπερσυσσώρευσης, το νεοφιλελεύθερο αρπακτικό
κράτος έδωσε μια «χείρα βοηθείας» στην αναζωογόνηση του κεφαλαίου, με σειρά
ιδιωτικοποιήσεων προς πάσα κατεύθυνση. Αυτά φυσικά γίνονται εν ευθέτω χρόνο με την
υποτίμηση κεφαλαιουχικών περιουσιακών στοιχείων και της εργατικής δύναμης. Τα

69. Harvey, David, Ο νέος Ιμπεριαλισμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σ. 153.

- 40 -
υποτιμημένα κεφαλαιουχικά στοιχεία μπορούν να αγοραστούν σε πολύ χαμηλές τιμές και το
υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο να τα ανακυκλώσει προς την ροή κερδοφορίας του. Αυτή η
διαδικασία όμως απαιτεί και κάποιου είδους καταστροφή ή υποτίμηση. Εν ολίγοις, κάποιου
είδους κρίση.

Οι κρίσεις πολλές φορές μπορούν να είναι δομημένες, να διευθύνονται και να ελέγχονται για
την ορθολογική ροή και οργάνωση του συστήματος. 70 Εξάλλου, γι’ αυτό φροντίζει το διεθνές
χρηματοπιστωτικό σύστημα όπως προείπαμε μέσω των χρηματοπιστωτικών οργανισμών (πχ.
ΔΝΤ) και των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής και λιτότητας που επιβάλλονται
σε κράτη ανά τον κόσμο. Ουσιαστικά, αυτοί οι μηχανισμοί χρησιμοποιούν τα κράτη ως
βασικούς μοχλούς των επιτοκίων και αποβλέπουν στη περιοδική δημιουργία σε κάποιο τοπίο,
ενός αποθέματος υποτιμημένων ή και υποεκτιμημένων περιουσιακών στοιχείων τα οποία
είναι καύσιμα για τα πλεονάσματα κεφάλαια που είναι σε απραξία, τοποθετώντας τα σε
κερδοφόρα τροχιά. Άρα, η «απαλλοτριωτική» συσσώρευση δομείται, λειτουργεί και
αναζωογονεί όλο το «κρατικο-χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα»71, το οποίο είναι η σύμπλευση
του κράτους και της χρηματοπιστωτικής ισχύος, στα πλαίσια της κερδοφορίας του
κεφαλαίου. Πρόκειται για ένα χρηματοπιστωτικό οικοδόμημα που περιλαμβάνει,
κρατικόμορφους διεθνείς οργανισμούς για τη διευκόλυνση και ρύθμιση της διεθνούς
νομισματικής ροής. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Τράπεζα Διεθνών
Διακανονισμών (ΤΔΔ), ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η
Παγκόσμια Τράπεζα, η ομάδα των οκτώ (G8) που πλέον έχει ανέβει σε ομάδα των είκοσι
(G20), οι κεντρικές τράπεζες και τα Υπουργεία Οικονομικών, είναι τέτοιοι μηχανισμοί.

Κλείνοντας, ένα σημείο που έχει ιδιαίτερη σημασία και σημαίνοντα ρόλο στη δημιουργία και
διαχείριση των περιφερειακών κρίσεων, είναι να δούμε ποιοι μηχανισμοί τρέφονται απ’
αυτές. Το κρατικο-χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα τις τελευταίες δεκαετίες έχει πυροσβεστικό
ρόλο στον αέναο ρυθμό δυσλειτουργιών της κεφαλαιακής ανάπτυξης. Φυσικά, απαιτεί
τόκους και φόρους ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του. Από την άλλη, σε σχέση με τη
κεφαλαιακή κυκλοφορία αποσπά μονοπωλιακά μισθώματα για όποιο κράτος χρειαστεί τις
«υπηρεσίες» του. Η πληρωμή είναι το χάσμα κόστους υπηρεσιών και τόκων που προσφέρει
στους καταθέτες και στα επιτόκια ή τέλη που χρεώνει τους χρήστες του προκειμένου να
συντηρεί τα δικά του κέρδη.72 Ωστόσο, η ασφάλεια είναι αναγκαία προϋπόθεση της
λειτουργίας του κεφαλαίου. Οι τράπεζες έχουν την δυνατότητα κερδοσκοπίας καθώς
μπορούν να δανείζουν περισσότερα απ’ όσα μπορούν να δανειστούν, έως και τρείς ή τέσσερις

70. Ό.π., σ. 154.


71. Harvey, David, Το αίνιγμα του Κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού, Καστανιώτη, Αθήνα
2011, σ. 60.
72. Ό.π., σ. 61.

- 41 -
φορές των καταθέσεων τους. Η αυξημένη χρηματοδότηση σημαίνει απλά δημιουργία
χρήματος εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα και αυτό συνεπάγεται εκτίναξη των κερδών.
Το χρηματοπιστωτικό-σύμπλεγμα, είναι άρα νευραλγικής σημασίας για τη συσσώρευση
κεφαλαίου και τη κινητικότητα του, καθώς δημιουργεί έναν «χάρτη» για κερδοφόρες
δραστηριότητες. Στο επόμενο κεφάλαιο, θα εξεταστεί μέσα στο γεωγραφικό τοπίο το πως
σχηματίζονται και από πού προκύπτουν οι λεγόμενες κρίσεις.

- 42 -
ΙΙΙ. Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Προχωρώντας στην ανάλυση του σχηματισμού των κρίσεων, ένα βασικό στοιχείο που δομεί
την επέκταση της αξίας στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, είναι η «υποτίμηση»
και η «καταστροφή» τόσο σε μεμονωμένα κεφάλαια, όσο και σε εργατικό δυναμικό. Με την
άνιση γεωγραφική ανάπτυξη, οι διαφοροποιημένες κινητικότητες κάθε είδους κεφαλαίου
συνθέτουν κάποιες εξατομικευμένες υλικές εργασιακές διαδικασίες σε μια «ολότητα»
διαφορετικών τρόπων εργασίας που συνθέτει τη παγκόσμια αγορά και ορίζουν την
αφηρημένη εργασία ως αξία. Για το σχηματισμό των κρίσεων θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν
μας τους εξής παράγοντες: την υλική ποιότητα του κοινωνικού χώρου, δηλαδή τις σχέσεις
παραγωγής και ανταλλαγής, τις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού (και ειδικότερα του
κεφαλαίου), τις χρονικές δυναμικές όπου σχηματίζουν οι χρηματοπιστωτικοί και
νομισματικοί μηχανισμοί, καθώς και τη γεωγραφία της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης. Αυτό
που αποτελεί όμως τον κρίσιμο παράγοντα, είναι φυσικά η έννοια της υποτίμησης που μπορεί
να υποστεί το κεφάλαιο αν τεθεί εκτός συντονισμού. Τη στιγμή φυσικά που μπορεί να
υποτιμάται το κεφάλαιο ή εργασία σε ένα μέρος, δεν σημαίνει ότι κάποιοι άλλοι δεν
κερδοσκοπούν από αυτό σε κάποια άλλο. Γι’ αυτό και οι χωρικές υποτιμήσεις δεν είναι
τυχαίες.

Η υπερσυσσώρευση διαχέεται από τις αντιφάσεις μεταξύ κοινωνικών σχέσεων και


παραγωγικών δυνάμεων, εντός της κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Τι σημαίνει όμως αυτό για
το κεφάλαιο; Σημαίνει διάσπαση της ενότητας μεταξύ παραγωγής και της πραγματοποίησης
υπεραξίας. Για να αποκατασταθεί ξανά αυτή η ενότητα, ο μόνος τρόπος είναι δυστυχώς μέσω
των βίαιων κρίσεων υποτίμησης. Έτσι, τονώνεται ξανά η παραγωγή και η πραγματοποίηση
υπεραξίας εντός συγκεκριμένων ορίων ενός χώρου. Για παράδειγμα, σε μια καπιταλιστική
περιφέρεια η συσσώρευση εντός της εξαρτάται από την τοπική επέκταση του προλεταριάτου,
την κατάσταση της ταξικής πάλης, την συνολική ενεργό ζήτησης κ.ά. Όμως, ο καπιταλιστής
γνωρίζει καλά πως ο κύκλος υπερσυσσώρευσης αργά η γρήγορα θα εμφανιστεί. Ως
αποτέλεσμα, έχουμε την άνθηση και την παρακμή περιφερειών που εξαρτώνται από τον
διαφορετικό τύπο συσσώρευσης και τη χρονικότητα του κύκλου τους. Η άνιση γεωγραφική
ανάπτυξη ουσιαστικά βοηθά στο να εξισορροπείται και να ελέγχεται περιφερειακά η ραγδαία
συσσώρευση και υποτίμηση. Ο καπιταλισμός όμως, όσο αναπτύσσεται, τόσο υποστηρίζει την
άνιση γεωγραφική ανάπτυξη, τόσο στηρίζει δυνάμεις τις γεωγραφικής αδράνειας. Η
κυκλοφορία του κεφαλαίου φυλακίζεται σταδιακά σε ακίνητες ύλες και κοινωνικές υποδομές,

- 43 -
όπου υποστηρίζουν συγκεκριμένους τύπους παραγωγής, καταναλωτικών προτύπων,
εργασιακής διαδικασίας κλπ. Αυτό δημιουργεί έναν τεράστιο τύπο πάγιου κεφαλαίου όπου
αυξάνει χρονικά τους κύκλους εργασιών στη παραγωγή και θέτει ουσιαστικά φραγμούς στην
κανονικότητα. Πιο απλά, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δρα ως φραγμός στην
ταχεία γεωγραφική αναδιάρθρωση και αυτό δυσκολεύει την μελλοντική συσσώρευση. Άρα,
το σύστημα μπορεί εύκολα μέσα στην αντιφατική προοπτική της ανάπτυξης του να βρεθεί
στο πρόβλημα «απορρόφησης πλεονάζοντος κεφαλαίου». Αυτό χρονικά δημιουργεί διακοπή
της υπερβολικής συσσώρευσης. Εάν το κεφάλαιο δεν ανακάμψει και δεν μπει σε τροχιά
επικερδούς αξιοποίησης, «υποτιμάται» και σχηματίζει κρίση. Σε μια γενικευμένη κρίση,
μεγάλος όγκος κεφαλαίου υποτιμάται. 73 Αυτό μπορεί να σημαίνει από κλείσιμο εργοστασίων
ή βιομηχανιών, καταστημάτων, οποιουδήποτε εκ των πλεοναζόντων αγαθών όπου δεν
μπορούν να πουληθούν ή να επιφέρουν κέρδος, μέχρι πτώση αξίας μετοχών, τόκων,
ομολόγων, ακίνητης περιουσίας, γης κ.ά.

Άρα, ο σχηματισμός των κρίσεων έχει να κάνει με την τάση του κεφαλαίου για
υπερσυσσώρευση και υπερπαραγωγή, όπου η ανταγωνιστική συσσώρευση ωθεί την
παραγωγή πέρα απ’ τα όρια της αγοράς. Έτσι, επιστρέφοντας για λίγο στον Μαρξ, ο οποίος
παρατηρεί ότι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής οι ενδογενείς τάσεις να αναπτύσσονται
οι παραγωγικές δυνάμεις στην πίεση του ανταγωνισμού είναι τέτοιες, που δεν λαμβάνονται
υπ’ όψη τα όρια της αγοράς. Αυτό προϋποθέτει την εισαγωγή νέων παραγωγικών μεθόδων σε
ολοένα και αυξανόμενη κλίμακα. Η μεγέθυνση της παραγωγής σε έναν κλάδο δεν έχει να
κάνει με τη ζήτηση του προϊόντος, αλλά με τις ευκαιρίες επέκτασης των παραγωγικών
δυνάμεων στην αναζήτηση υπερκέρδους. Έτσι, το αποτέλεσμα είναι παρόλο που η
καπιταλιστική επέκταση δημιουργεί μια παγκόσμια αγορά, οι παραγωγικές δυνάμεις
αναπτύσσονται άνισα χωρίς να υπακούουν σε αυτή την αναλογικότητα, έτσι ώστε ο
ανταγωνισμός να επιβάλλει την τάση προς άνιση ανάπτυξη των διαφορετικών παραγωγικών
κλάδων.74 Αυτή είναι κατά μια έννοια η άποψη του Μαρξ στα Grundrisse, στη βάση της
οποίας η ανταγωνιστική συσσώρευση ωθεί την παραγωγή έξω από τα όρια της αγοράς. 75
Ωστόσο, ο Μαρξ ποτέ δεν εγκατέλειψε την άποψη πως η υπερπαραγωγή και η
υπερσυσσώρευση αποτελούν ενδογενείς τάσεις του καπιταλισμού, όπου η βάση του
επιχειρηματικού κύκλου είναι ο σχηματισμός της παραγωγικής διαδικασίας στο κυνήγι της
σχετικής υπεραξίας. Για τον κρίσιμο ρόλο των κρίσεων ο Μαρξ κατάλαβε σχεδόν πρώτος
από όλους τους αστούς οικονομολόγους, πως οι ανταγωνισμοί που είναι ενσωματωμένοι στον

73. Harvey, David, Το αίνιγμα του Κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού, Καστανιώτη, Αθήνα
2011, σ. 55.
74. Clarke, Simon, Marx’s Theory of Crisis, St. Martin’s Press, New York 1994, p. 143
75. Callinicos, Alex, Η αποκρυπτογράφηση του Κεφαλαίου. Το Κεφάλαιο του Μαρξ και η πορεία του,
Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2016, σ. 397.

- 44 -
καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής υποχρεώνουν το σύστημα να αποκλίνει από την κατάσταση
ισορροπίας. Σε κανονικές συνθήκες, η ισορροπία στον καπιταλισμό μπορεί να επιτευχθεί
μόνο τυχαία. 76 Έτσι, πηγή των κρίσεων είναι κατά βάση ο άναρχος χαρακτήρας της
καπιταλιστικής παραγωγής και της λογικής που διέπει την ανάπτυξη του κεφαλαίου.
Πηγαίνοντας όμως όλο και πιο βαθιά στα κυκλώματα του κεφαλαίου και στη ροή
κυκλοφορίας του, φτάνουμε στο σημείο που χαρακτηρίζει την κρίση ως διαδικασία. Η κρίση
αντιπροσωπεύει την κατάρρευση της αναπαραγωγικής διαδικασίας όπου το κεφάλαιο
αποσύρεται και ακινητοποιείται με τη μορφή χρήματος. Αυτό οφείλεται στην αδυναμία του
συστήματος να ανταποκριθεί και να προσαρμοστεί στις συνθήκες παραγωγής που αλλάζουν,
με τη ποσοτική έκφραση αυτής της αποτυχίας να έγκειται στην πτωτική τάση του ποσοστού
κέρδους. Στο επόμενο κεφάλαιο, θα ασχοληθούμε ακριβώς με αυτή τη προβληματική, το
γενικό νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, το ρόλο της χρηματιστικοποίσης
στην επιβίωση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας καθώς και το ρόλο του χρηματοπιστωτικού
κέρδους σε αυτήν τη διαδικασία. Εφόσον εξετάσαμε πως λειτουργεί η άνιση γεωγραφική
ανάπτυξη, η χωρική οικονομία και η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους,
σκοπός είναι να δούμε τα αίτια, τα μέσα και την πολιτική έκφραση της σημερινής κρίσης που
χτύπησε για ακόμα μια φορά το καπιταλιστικό σύστημα. Πως δομήθηκε αυτή η κρίση; Ποιοι
νόμοι τη διέπουν; Και γιατί το νεοφιλελεύθερο αρπακτικό συνεχίζει να κερδοσκοπεί προς
όφελος του κεφαλαίου;

76. Harvey, David, The Limits to Capital, Verso, London – New York 2007, pp. 82-83.

- 45 -
ΙΙΙ. ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΧΩΡΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ι. ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΠΤΩΤΙΚΗΣ ΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ

Για όποιον εξετάζει και μελετά το Κεφάλαιο και τους σχεδιασμούς του, η οικονομική κρίση
είναι ένα απ’ τα δυσκολότερα ζητήματα.77 Αυτό έγκειται στο γεγονός ότι στην ανάλυση του
Μαρξ στο Κεφάλαιο δεν υπάρχει ένας και μόνο στατικός τρόπος προσέγγισης της κρίσης, ως
φαινόμενο στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αλλά μια διαλεκτική κριτική, ένας
στοχασμός στο ζήτημα της κυκλικότητας των αντιφάσεων του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και η
θεωρία των κρίσεων εκτίθεται καθ’ όλη τη διάρκεια του Κεφαλαίου. Η καπιταλιστική
οικονομία ως σύστημα για τους αστούς οικονομολόγους, αντιπροσωπεύει μια φυσική έως και
αρμονική τάξη πραγμάτων. Εν αντιθέσει, ο Μαρξ βλέπει την καπιταλιστική οικονομία ως ένα
φαινόμενο ασταθές. Αυτή η αστάθεια έχει πολλές χρηματικές και χρηματοοικονομικές
πλευρές.78 Στα ζητήματα οικονομικής αστάθειας που ανέπτυξε ο Μαρξ, υπήρξε μια πληθώρα
ερμηνειών και επανερμηνειών στην ιστορία του μαρξισμού, κάτι που συνεχίζεται ως τις
μέρες μας. Η συζήτηση αυτή, έχει να κάνει με τις διαφορετικές θεωρητικές απόψεις για τις
οικονομικές κρίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν συνοπτικά να χωριστούν σε δύο άξονες. Από τη
μία είναι οι θεωρίες της υπερβάλλουσας προσφοράς, όπου η τελική αιτία της κρίσης είναι η
υπερβάλλουσα συνολική προσφορά εμπορευμάτων σε σχέση με την αποτελεσματική ζήτηση.
Ουσιαστικά, η έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα σε προσφορά και ζήτηση μπορεί να προκληθεί,
είτε από την «άναρχη» δυσαναλογία στους κλάδου της παραγωγής, που αποτελεί τη θεωρία
της δυσαναλογίας, είτε από την περιορισμένη κατανάλωση των μαζών των εργατών, που
αποτελεί τη θεωρία της υποκατανάλωσης. Αυτές οι δύο θεωρήσεις έχουν να κάνουν με τη
δυσκολία των καπιταλιστών στην πώληση των εμπορευματικών προϊόντων κατά τη διάρκεια
της κρίσης, με αποτέλεσμα την πτώση του ποσοστού κέρδους. Από την άλλη πλευρά, είναι οι
θεωρίες του υπερβάλλοντος κεφαλαίου, που αποτελούν θεωρήσεις της υπερσυσσώρευσης,
όπου βασικό πρόβλημα και αίτιο είναι η υπερσυσσώρευση δηλαδή η υπερβάλλουσα
συσσώρευση του κεφαλαίου. Η υπερσυσσώρευση εκφράζεται από την πτωτική τάση του
ποσοστού κέρδους κάτι που οφείλεται, είτε στην άνοδο της οργανικής σύνθεση του
κεφαλαίου, η οποία αποτελεί τη θεωρία της οργανικής σύνθεσης, είτε εξαιτίας της έλλειψης
εργατικού δυναμικού, κάτι που όπως εξετάσαμε στο πρώτο κεφάλαιο για το νόμο της

77. Callinicos, Alex, Η αποκρυπτογράφηση του Κεφαλαίου. Το Κεφάλαιο του Μαρξ και η πορεία του,
Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2016, σ. 383.
78. Λαπαβίτσας, Κώστας – Ίτο, Μακότο, Πολιτική οικονομία του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού
συστήματος, Πολύτροπον, Αθήνα 2004, σ. 266.

- 46 -
κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης οδηγεί στην αύξηση των μισθών. Οι θεωρήσεις
υπερσυσσώρευσης έχουν να κάνουν με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι καπιταλιστές
στην πώληση των εμπορευμάτων κατά τη διάρκεια των κρίσεων, οι οποίες προκύπτουν από
τη θεμελιώδη προβληματική της τάσης του κεφαλαίου για υπερσυσσώρευση, το οποίο
αποτελεί και την τελική αιτία και έκφραση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. 79

Φυσικά, όλες αυτές οι αναλύσεις πυροδότησαν τεράστιες εσωτερικές τριβές στη μαρξιστική
ανάλυση και κάθε έκφραση της προερχόταν από ένα ετερόκλητο ερμηνευτικό πλαίσιο
συνυφασμένο με τη διαφορετική εποχή και εκδοχή του εκάστοτε αναλυτή. Για παράδειγμα,
στις αρχές της μαρξιστικής οικονομίας στον 20ο αιώνα, η θεωρία της δυσαναλογίας άσκησε
μεγάλη επιρροή στο έργο του Tugan-Baranovsky, καθώς και στο μνημειώδες έργο του
Rudolf Hilferding για το χρηματιστικό κεφάλαιο. Σε αντίθετο πλαίσιο κινούνταν η θεωρία
της υποκατανάλωσης, με αναφορές στο έργο του Kautsky, της Luxembourg, του Varga και
των Baran και Sweezy. Αυτή η θεωρία άκμασε με την οικονομική άνθηση μετά τον Β´
Παγκόσμιο Πόλεμο και εξ’ αιτίας της τριβής της με τον κεϊνσιανισμό. Μετά την κρίση της
δεκαετίας του 1970 και την αποτυχία του κεϊνσιανισμού, η μαρξιστική ανάλυση στράφηκε
γύρω από τη θεωρία της υπερσυσσώρευσης.80 Σε κάθε περίπτωση, η επιλεκτική ή εκλεκτική
ανάλυση εδαφίων από το μαρξικό έργο αποκλίνει ως μεμονωμένη θεώρηση παρότι οι
διαφορετικές ερμηνευτικές εκδοχές της κρίσης είχαν να προσκομίσουν πάντα κάτι, αν όχι
καινούργιο, σίγουρα χρήσιμο για την εξέλιξη της μαρξιστικής συζήτησης. Στη παρούσα
μελέτη δεν θα ασχοληθούμε με τη πολεμική ή την ανάλυση των διαφορετικών εκδοχών της
μαρξικής θεωρίας για το θέμα των οικονομικών κρίσεων. Εντούτοις, οφείλω να τονίσω και
να ξεκαθαρίσω πως η παρούσα μελέτη ως ανάλυση, εστιάζει και ερμηνεύει την κρίση ως
προϊόν υπερβάλλουσας συσσώρευσης κεφαλαίου, ως το αποτέλεσμα της διαδικασίας
υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου με ακρογωνιαίο λίθο τη δυναμική που διαμορφώνεται από
την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους όπου θα εξετάσουμε παρακάτω.

Ξεκινώντας, ο Μαρξ εκθέτει τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στο δέκατο
τρίτο κεφάλαιο του Τρίτου Τόμου του Κεφαλαίου. Το ποσοστό του κέρδους έχει την τάση να
πέφτει λόγω της συνεχούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Όπως
χαρακτηριστικά γράφει:

79. Ό.π., σσ. 270-271.


80. Για μία αναλυτική παρουσίαση της μαρξιστικής συζήτησης γύρω από το ζήτημα των οικονομικών
κρίσεων βλ. σχετικά «Η μαρξιστική θεωρία απέναντι στο ζήτημα των οικονομικών κρίσεων» στο
Μηλιός, Γιάννης – Οικονομάκης, Γιώργος – Λαπατσιώρας Σπύρος, Εισαγωγή στην οικονομική
ανάλυση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σσ. 384-406 και «Η ιστορική μαρξιστική συζήτηση για τις
οικονομικές κρίσεις και η θεωρητική της σημασία» στο Μηλιός, Γιάννης – Δημούλης, Δημήτρης –
Οικονομάκης, Γιώργος, Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό: Πλευρές μιας θεωρητικής και
πολιτικής ρήξης, Νήσος, Αθήνα 2005, σσ. 141-171.

- 47 -
«Επομένως με τη προοδεύουσα σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου έναντι του
σταθερού, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δημιουργεί μια αυξανόμενη οργανική σύνθεση του
συνολικού κεφαλαίου, άμεση συνέπεια της οποίας είναι, το ποσοστό υπεραξίας να εκφράζεται
με ένα σταθερό μεμονωμένο γενικό ποσοστό κέρδους, με αμετάβλητο ακόμα και με ανερχόμενο
τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας..η αυξανόμενη τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει,
αποτελεί λοιπόν απλώς μια έκφραση, που προσιδιάζει στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής,
της συνεχιζόμενης ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας».81

Ουσιαστικά, όσο μεγαλύτερη είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, τόσο τεχνικό


εξοπλισμό, μηχανές, πρώτες ύλες, χειρίζεται ο μεμονωμένος εργάτης. Αυτό σημαίνει πως η
ποσότητα του σταθερού κεφαλαίου που επενδύεται στην αύξηση του τεχνικού και
τεχνολογικού εξοπλισμού (κτηριακές υποδομές, μηχανήματα, πρώτες ύλες) αυξάνεται σε
σχέση με το μισθό του εργάτη. Έτσι, αναλογικά με όρους αξίας, η οργανική σύνθεση είναι
μεγαλύτερη, υψηλότερη. Όπως όμως αναλύσαμε εκτενώς, η εργατική δύναμη είναι προϊόν
υπεραξίας, άρα όσο υψηλότερη είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τόσο χαμηλότερο
το ποσοστό του κέρδους.82 Άρα, η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους προκύπτει από τη
δυναμική πως μακροπρόθεσμα η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται γρηγορότερα
από την παραγωγικότητα της εργασίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και η οργανική σύνθεση
και το ποσοστό κέρδους να πέφτει, να μειώνεται (εφόσον το ποσοστό υπεραξίας αυξάνεται
με χαμηλότερους ρυθμούς από την οργανική σύνθεση) και έτσι αυξάνεται ουσιαστικά το
υπερπροϊόν με ρυθμούς χαμηλότερους από το επενδυόμενο κεφάλαιο. 83 Φυσικά, αν ισχύει η
παραπάνω προβληματική θα ρωτήσει κάποιος γιατί ο καπιταλιστής να επενδύσει σε
αυξημένη παραγωγικότητα; Η απάντηση είναι απλή. Στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο
παραγωγής ο κεφαλαιοκράτης βραχυπρόθεσμα κερδίζει, μακροπρόθεσμα όμως υποχρεώνεται
να το κάνει στη βάση του ανταγωνισμού. Η ατομική αξία ενός εμπορεύματος είναι η
εργασιακή αξία που είναι ενσωματωμένη σε αυτό και φυσικά μπορεί να διαφέρει από την
κοινωνική αξία ή την αξία αγοράς που διαμορφώνεται από τις συνθήκες παραγωγής στη
βιομηχανία. Θεωρητικά ο καπιταλιστής Α χρησιμοποιεί αυτές τις συνθήκες για να εισάγει
νέες τεχνολογίες με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας άνω του μέσου όρου. Αυτό θα
επηρεάσει την ατομική αξία των εμπορευμάτων που θα πέσει κάτω από το όριο της
κοινωνικής του αξίας, εφόσον έχουν παραχθεί πιο αποτελεσματικά, εντατικά και
εκσυγχρονισμένα από ότι θα ισχύει στην υπόλοιπη αγορά. Αυτό θα οδηγήσει τον καπιταλιστή
Α στο να ορίσει τις τιμές σε πιο χαμηλό επίπεδο από τη κοινωνική αξία και υψηλότερο από

81. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Τρίτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 1978, σ. 269.
82. Callinicos, Alex, Οι επαναστατικές ιδέες του Καρλ Μαρξ, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011,
σ. 173.
83. Μηλιός, Γιάννης – Οικονομάκης, Γιώργος – Λαπατσιώρας Σπύρος, Εισαγωγή στην οικονομική
ανάλυση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.

- 48 -
την ατομική αξία του εμπορεύματος. Αυτό στη βάση του ανταγωνισμού του δίνει
προβάδισμα σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και φυσικά του εξασφαλίζει μεγαλύτερο
κέρδος. Φυσικά, αυτή η διαδικασία ωθεί και τους υπόλοιπους καπιταλιστές Β + Γ να
υιοθετήσουν τεχνολογική και τεχνική πρόοδο για να μην χρεοκοπήσουν και έτσι η
καινοτομία ανά κλάδο γίνεται κανόνας. Η κοινωνική αξία των προϊόντων πέφτει ώστε να
ισορροπεί με την ατομική αξία του καπιταλιστή Α, σβήνοντας ουσιαστικά το αρχικό του
πλεονέκτημα. Έτσι, τα κεφάλαια ουσιαστικά υποχρεώνονται να εισάγουν νέες τεχνικές και να
αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας. Με άλλα λόγια, όσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία
των καπιταλιστών να συσσωρεύουν, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση σε όλο το σύστημα για
πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. 84 Έτσι, ο νόμος καθορισμού της αξίας από τον χρόνο
δρα σαν ένας καταναγκαστικός νόμος του ανταγωνισμού. Ο κάθε καπιταλιστής ενδιαφέρεται
να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας σαν μέσο για το ξεπέρασμα των ανταγωνιστών
του. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι τα πολλαπλά κεφάλαια που καθοδηγούνται από το νόμο
της αξίας να αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας συλλήβδην. Έτσι διαμορφώνεται η
εξής λογική, οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται μόνο για την απόσπαση υπεραξίας ανάμεσα
στους εργάτες και τους ανταγωνιστές τους, αυτό όμως τους οδηγεί στο να μειωθεί το
ποσοστό του κέρδους. Αυτή η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους αποτελεί μια
αντανάκλαση του πως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων γίνεται ένας φραγμός για το
κεφάλαιο, κατά συνέπεια η κεφαλαιακή σχέση γίνεται φραγμός στις ίδιες τις παραγωγικές
δυνάμεις τις εργασίας, αυτός είναι και γενικός νόμος που διέπει την διαδικασία. Έτσι η
μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας ουσιαστικά σημαίνει αυξανόμενη οργανική
σύνθεση του κεφαλαίου, άρα και μειωμένο κέρδος. Αυτή είναι η βάση της θεωρίας των
οικονομικών κρίσεων.

Μπαίνοντας στην ανάλυση της κρίσης, που είναι και το μεθοδολογικό μας εργαλείο, πρέπει
να σταθούμε πρώτα σε ένα σημείο μεγάλης σημασίας. Όπως εξετάσαμε μέχρι στιγμής, η
οργανική σύνθεση του κεφαλαίου προϋποθέτει ότι ένας μικρός αριθμών εργατών μπορεί να
παράγει την ίδια ποσότητα εμπορευμάτων. Αυτό ωθεί τον καπιταλιστή σε απολύσεις του
«πλεονάζοντα» αριθμού εργατών και μάλιστα μπορεί να γινόταν και λόγω της εισαγωγής
στην παραγωγή νέων καινοτομιών. Όπως έχουμε ήδη εξετάσει, η διαδικασία συσσώρευσης
συνεπάγεται αυτή την πρακτική, απόλυσης εργατικού δυναμικού. Έτσι όμως οδηγούμαστε
ξανά στη συζήτηση του «σχετικού υπερπληθυσμού», όπου είναι κομβικό σημείο στη
διαδικασία συσσώρευσης. Οι άνεργοι εργάτες μπορούν φυσικά να διοχετευτούν στην αγορά
σε άλλους κλάδους, αλλά αυτό είναι κάτι που έχουμε δει πως εμποδίζει την αύξηση των
μισθών. Φυσικά οι εργάτες αποτελούν όπως κάθε εμπόρευμα και μια αξία και η «τιμή» τους

84. Harman, Chris, Η οικονομία του τρελοκομείου. Καπιταλισμός και αγορά σήμερα, Μαρξιστικό
βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2002, σ. 61.

- 49 -
εξαρτάται από τους κανόνες προσφοράς και ζήτησης, ωστόσο, λόγο του πλεονάσματος ως
δυναμικό στη μικρή ζήτηση, εμποδίζουν τη τιμή να ανέβει πάνω από την αξία της. Ο
καπιταλισμός όμως συνεπάγεται αύξηση της παραγωγικότητας, κάτι που σταδιακά οδηγεί
στην μείωση της αξίας των εμπορευμάτων (ισχύει και για τη μισθωτή εργασία), πράγμα το
οποίο σημαίνει πως με μειωμένη αξία καταναλωτικών αγαθών η αγοραστική δύναμη μπορεί
να μείνει ίδια ή να ανέβει, ενώ η αξία της μισθωτής εργασίας έχει πέσει. Τι σημαίνει όμως
όλο αυτό; Σημαίνει πως σύμφωνα με απόλυτους όρους, η θέση των εργατών έχει ουσιαστικά
χειροτερέψει επειδή το ποσοστό υπεραξίας έχει ανέβει και έτσι το κομμάτι τους στη
συνολική αξία που οι ίδιοι δημιούργησαν έχει πέσει. Ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός,
καθώς τονώνει τη θέση του καπιταλιστή, διευκολύνει την αύξηση του ποσοστού υπεραξίας.
Άρα, αν η συνολική ποσότητα κεφαλαίου παραμένει η ίδια, το ποσοστό κέρδους θα αυξηθεί.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ένταση της εκμετάλλευσης όπου αποτελεί αρνητικό παράγοντα στην
πτωτική τάση του κέρδους. Η αύξηση της εκμετάλλευσης, αν επιτευχθεί μέσα από αυξημένη
παραγωγικότητα, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου θα ανέβει, το ποσοστό υπεραξίας θα
αυξηθεί, άρα θα προκληθεί χαμηλότερο ποσοστό κέρδους. 85 Ο Μαρξ δεν πιστεύει στην
ερμηνεία των κρίσεων ως αποτέλεσμα της αύξησης των μισθών, αλλά όπως τονίζει:

«η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους συνδέεται με την τάση αύξησης του ποσοστού
υπεραξίας, δηλαδή με την τάση αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας. Γι’ αυτό,
δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία από την προσπάθεια να εξηγήσουν την πτώση του ποσοστού
κέρδους με την αύξηση του μισθού της εργασίας, παρόλο που σαν εξαίρεση μπορεί να
συμβεί…Το ποσοστό του κέρδους δεν πέφτει, γιατί η εργασία γίνεται λιγότερο παραγωγική,
αλλά γιατί γίνεται πιο παραγωγική. Και τα δύο, και η άνοδος του ποσοστού υπεραξίας και η
πτώση του ποσοστού κέρδους, αποτελούν απλώς ειδικές μορφές, με τις οποίες εκφράζεται με
κεφαλαιοκρατικό τρόπο η αναπτυσσόμενη παραγωγικότητα της εργασίας».86

Έχοντας εξετάσει το γενικό νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, βλέπουμε πως
η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους συνδέεται με την αυξητική τάση του ποσοστού
υπεραξίας, το ποσοστό του κέρδους δεν πέφτει ουσιαστικά επειδή η εργασία γίνεται λιγότερο
παραγωγική, αλλά επειδή γίνεται πιο παραγωγική. Αυτό που μετράει στον κεφαλαιοκρατικό
τρόπο παραγωγής, είναι δηλαδή η απόδοση του καπιταλιστή στην αρχική του επένδυση με
βάση το ικανοποιητικό κέρδος. 87 Μπαίνοντας στην ανάλυση της κρίσης που είναι και το
μεθοδολογικό μας εργαλείο, η αξία του σταθερού κεφαλαίου μπορεί να ευθυγραμμίζεται όχι

85. Μηλιός, Γιάννης – Δημούλης, Δημήτρης – Οικονομάκης, Γιώργος, Η θεωρία του Μαρξ για τον
καπιταλισμό: Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης, Νήσος, Αθήνα 2005, σσ. 131-133
86. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Τρίτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 1978, σ. 303.
87. Callinicos, Alex, Οι επαναστατικές ιδέες του Καρλ Μαρξ, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011,
σ. 178.

- 50 -
με τον αρχικό χρόνο εργασίας, αλλά με τον χρόνο εργασίας όπου μπορεί να αναπαραχθεί. Το
ξέσπασμα των κρίσεων όμως εξαρτάται από ένα σύνολο πολλών παραγόντων. Ένας βασικός
παράγοντας μπορεί να είναι η αναπροσαρμογή λόγω της διατάραξης του χρηματοπιστωτικού
συστήματος, η χρεοκοπία μια τράπεζας όπως συνέβη το 2008, μέχρι ένα κραχ στο
χρηματιστήριο όπως συνέβη λόγου χάριν το 1929. Ο Μαρξ ασχολήθηκε εκτενώς με το να
εξηγήσει το πώς η ανάπτυξη και διόγκωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος φέρει ως
αποτέλεσμα τη δημιουργία όλο και περισσότερου χρήματος, το οποίο προκαλεί λόγω της
υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων δυσλειτουργία, θέτει όρια και εγκλωβίζει την ίδια την
αναπαραγωγή μέσα από την κεφαλαιακή ανάπτυξη και φυσικά παίζει τον καθοριστικό ρόλο
στην πρόκληση της κρίσης όπως εξετάσαμε στη διαδικασία της απαλλοτριωτικής
συσσώρευσης. Όπως τονίζει ο Μαρξ: «τα όρια, μέσα στα οποία μπορούν να κινηθούν η
διατήρηση και η αξιοποίηση της κεφαλαιακής αξίας, οι οποίες βασίζονται στην απαλλοτρίωση
και στην πτώχευση της μεγάλης μάζας παραγωγών…βρίσκονται διαρκώς σε αντίφαση με τις
μέθοδες παραγωγής, που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο για το σκοπό του
και που τείνουν προς απεριόριστη αύξηση της παραγωγής, προς την παραγωγή αυτοσκοπό,
προς την απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας. Το
μέσο…έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης του
υπάρχοντος κεφαλαίου88

Έτσι: «με την πτώση του ποσοστού κέρδους αυξάνει το ελάχιστο μέγεθος του κεφαλαίου, που
απαιτείται ο ξεχωριστός κεφαλαιοκράτης για την παραγωγική χρησιμοποίηση της εργασίας, του
κεφαλαίου που απαιτείται τόσο για την εκμετάλλευση της εργασίας γενικά όσο είναι ξοδεμένος
ο εργάσιμος χρόνος…και να μην ξεπερνάει ο χρόνος αυτός τον μέσο κοινωνικά αναγκαίο
χρόνο που απαιτείται για την παραγωγή των εμπορευμάτων. Και ταυτόχρονα αυξάνει η
συγκέντρωση του κεφαλαίου, γιατί, πέρα από ορισμένα όρια, ένα μεγάλο κεφάλαιο με μικρό
ποσοστό κέρδους συσσωρεύεται πιο γρήγορα από ένα μικρό κεφάλαιο με μεγάλο ποσοστό
κέρδους, Αυτή η αυξανόμενη συγκέντρωση οδηγεί…σε νέα πτώση του ποσοστού κέρδους, Η
μάζα των μικρών κατακερματισμένων κεφαλαίων ωθείται στο δρόμο των περιπετειών:
κερδοσκοπία, πιστωτική αγυρτεία, απάτη με τις μετοχές, κρίσεις. Η λεγόμενη πληθώρα. Η
πληθώρα αυτή του κεφαλαίου απορρέει από τις συνθήκες που γεννούν τον σχετικό
υπερπληθυσμό…Υπερπαραγωγή κεφαλαίου και όχι ξεχωριστών εμπορευμάτων – δεν σημαίνει
τίποτα άλλο από υπερσυσσώρευση κεφαλαίου».89

Όπως έχουμε εξετάσει, η φύση του εμπορεύματος είναι τέτοια που εκφράζεται ως προς Ε-Χ
κάτι που δεν οδηγεί αναγκαία σε Χ-Ε. Το χρήμα που παράγεται από την πώληση

88. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Τρίτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 1978, σ. 316.
89. Ό.π., σ. 317.

- 51 -
εμπορευμάτων μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιηθεί για την αγορά άλλου εμπορεύματος, αλλά
μπορεί και να αποθησαυριστεί.90 Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα μαζικά κατά την διάρκεια
μεγάλων και έντονων κρίσεων και φυσικά συνεπάγεται ότι μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων
μένουν απούλητες. Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει στον καπιταλισμό είναι κάτι που δεν
συνέβαινε ούτε στη φεουδαρχική κοινωνία, ούτε στη δουλοπαροικία καθώς εκεί
σημειώνονταν κρίσεις υποπαραγωγής όπου τα τρόφιμα ή οι φυσικοί πόροι δεν επαρκούσαν
σε σχέση με τη γενική αναλογία του υπάρχοντος πληθυσμού. Στον καπιταλισμό οι κρίσεις,
είναι πάντα κρίσεις υπερβάλλοντος κεφαλαίου, οι καπιταλιστικές κρίσεις είναι κρίσεις
υπερπαραγωγής.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ποσότητα των αγαθών είναι υπερβάλλουσα σε σχέση την
ανάγκη γι’ αυτά. Στον καπιταλισμό, τα όρια στην παραγωγή τα ορίζει το κέρδος του
κεφαλαιοκράτη και ποτέ οι ανάγκες των παραγωγών. Στην πληθώρα παραγωγής
εμπορευμάτων όπως τόνισα και προηγουμένως, ο καπιταλιστής οφείλει να κρατήσει υψηλή
απόδοση της επένδυσης του. Αυτός είναι ο πρώτος παράγοντας. Ο δεύτερος παράγοντας τον
οποίο εξετάζουμε, είναι η εσωτερικές αντιφάσεις της διαδικασίας συσσώρευσης, όπου είναι η
βίαιη εκλογίκευση και η ορμητική λύση των υπαρχουσών αντιφάσεων του κεφαλαίου. Αυτό
συμβαίνει μέσα από την απαξίωση του κεφαλαίου, όπου η κατάρρευση των αγορών
αναγκάζει πολλούς κεφαλαιοκράτες, πολλά κεφάλαια, στο να χρεοκοπήσουν. Αυτή η
καταστροφή είναι κυριολεκτική. Η οικονομική κρίση, είναι η φάση τρόπον τινά όπου η αξία
του σταθερού κεφαλαίου έρχεται σε αντιστοιχία με τον παραγόμενο χρόνο εργασίας, όχι τον
αρχικό, αλλά του υπάρχοντος κόστους στην διαδικασία αναπαραγωγής. Με αυτόν τον τρόπο
επιτυγχάνεται η μείωση της οργανικής σύνθεσης και η αύξηση του ποσοστού κέρδους. Πιο
απλά οι κρίσεις «επαναφέρουν» το κεφάλαιο στην κατάσταση κερδοφορίας. Όπως
αποτυπώνεται στο Κεφάλαιο:

«η περιοδική υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου, που αποτελεί ένα από τα ενυπάρχοντα
στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής μέσα για να συγκρατεί την πτώση του ποσοστού
κέρδους και να επιταχύνει τη συσσώρευση κεφαλαιακής αξίας με το σχηματισμό νέου
κεφαλαίου, διαταράσσει τους δοσμένους όρους, κάτω από τους οποίους συντελείται το προτσές
κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του κεφαλαίου, και γι’ αυτό συνοδεύεται από ξαφνικές
στασιμότητες, κρίσεις του προτσές παραγωγής».91

90. Για τον αποθησαυρισμό βλ. σχετικά, Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής
Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012, σσ. 142-147, και Λαπαβίτσας, Κώστας,
«Η Τραπεζική Σχολή και η οικονομική σκέψη του Karl Marx», Θέσεις – Τριμηνιαία Επιθεώρηση, 56
(1996).
91. Ό.π., σσ. 315-316.

- 52 -
Οι κρίσεις λοιπόν, είναι τα χρονικά αναχώματα όπου ο καπιταλισμός ανασυντάσσεται,
αναδιοργανώνεται και αναμορφώνεται προκειμένου να αποκατασταθεί το ποσοστό του
κέρδους από το οποίο εξαρτώνται οι επενδύσεις. Όπως είναι φυσικό κάποια κεφάλαια θα
καταστραφούν. Οι πιο αδύναμες και λιγότερο αποτελεσματικές ή κερδοφόρες εταιρίες, όπου
δεν κατέχουν την τεχνική και τεχνολογική πρόοδο θα χρεοκοπήσουν. Τα ισχυρά κεφάλαια
όμως επιζούν και βγαίνουν από την ύφεση. Είναι σαν τις σύγχρονες δυναμικές της χωρικής
ανακατανομής του κεφαλαίου, όπου με το πέρασμα του χρόνου το τοπικό παντοπωλείο,
γίνεται εκσυγχρονισμένο σούπερ μάρκετ, έπειτα από λίγο καιρό και εφόσον έχουν κλείσει
όλα τα καταστήματα στο τετράγωνο λόγω χρεωκοπίας (μη ικανά να ανταποκριθούν στην
επερχόμενη κρίση), στον ίδιο χώρο ξεπροβάλει ένα τερατώδες εμπορικό κέντρο που
περιλαμβάνει όλα τα πολυκαταστήματα, με πληθώρα εμπορικών κλάδων από παροχές
υπηρεσιών μέχρι τράπεζες.

Συμπερασματικά, οι κρίσεις είναι ζωτικής σημασίας για τον καπιταλισμό. Η αιτιότητα τους
έγκειται στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και τις
κινήσεις του κεφαλαίου στη χρηματαγορά. Όπως θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, ο
ρόλος της πίστωσης είναι ένα εξίσου κομβικό σημείο της διαδικασίας. Αυτό όμως που γίνεται
σαφές και οφείλουμε να τονίσουμε, καθώς θα χρησιμοποιηθεί παρακάτω, είναι η χωρική
διάρθρωση, η χωροχρονική σταθερά που δημιουργεί το κεφάλαιο προκειμένου να ξεφύγει
από τους κύκλους της υπερσυσσώρευσης και της υποτίμησης, μετατοπίζοντας την
γεωγραφική θέση των επενδύσεων.92 Το ξέσπασμα των κρίσεων είναι προϊόν της ίδιας της
αντιφατικής φύσης του κεφαλαίου καθώς «μπλοκάρει» στα διάφορα κυκλώματα της
κυκλοφορίας του. Εφόσον εξετάσαμε τη διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου, την
άνιση γεωγραφική ανάπτυξη και την παραγωγή του χώρου, το σχηματισμό, τη δομή και τον
ρόλο των κρίσεων, είναι νομίζω αναγκαίο να προχωρήσουμε στην ανάλυση της σημερινής
κρίσης, ως κρίση υπερσυσσώρεσυης, ενταγμένη στους φυσικούς της νόμους, εντός δηλαδή
του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού στον 21ο αιώνα.

92. Harvey, David, The Limits to Capital, Verso, London – New York 2007, p. 425.

- 53 -
ΙΙ. ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ

Όπως εξετάσαμε, η ανάπτυξη του κεφαλαίου σημαδεύεται από έντονους μετασχηματισμούς


της οικονομίας πάνω στην κοινωνία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα με την ανάπτυξη της βαριάς
βιομηχανίας και την άνοδο των μονοπωλιακών μετοχικών εταιριών, αναδείχθηκαν τρεις
παγκόσμιες δυνάμεις παραγωγικής ισχύος στον παγκόσμιο χάρτη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η
Βρετανία και η Γερμανία. Μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου κυριάρχησε η μαζική
κατανάλωση και η μαζική παραγωγή μέχρι το 1974-1975, μοναδικός «παίχτης» της
οικονομίας ήταν οι υπερεθνικές μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Όπως εξετάσαμε σχετικά, η
δεκαετία του 1970 είναι μια περίοδος καμπή στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, καθώς από
εκεί και έπειτα με την άνθηση της τεχνολογίας, των τηλεπικοινωνιών και του διεθνές
εμπορίου, το κέντρο βάρους της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας μετατοπίζεται από τις
ώριμες οικονομίες της Δύσης, στην Ανατολή και κυρίως προς την Κίνα. 93 Από εκεί ξεκινάει
μια περίοδος όπου η διαδικασία της συσσώρευσης στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου
γίνεται εντονότερη, οι κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη και η ανισότητα αυξάνεται με
δραματικούς ρυθμούς. Έτσι, το χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσω των κεντρικών τραπεζών
και του πιστωτικού χρήματος με εγγυητή το κράτος γιγαντώνεται.

Η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης δηλαδή διαμορφώνεται στην ώριμη φάση της
(από το 1970 και ύστερα) πάνω στον νεοφιλελευθερισμό, το νέο ιμπεριαλισμό και τη
χρηματιστικοποίηση.94 Η χρηματιστικοποίηση, συνοδεύεται από την εκρηκτική άνοδο του
χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο κινείται ανεξέλεγκτα και συνδέει τρεις τάσεις στο
μοριακό επίπεδο της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Πρώτον, το μεγάλο βιομηχανικό και
εμπορικό κεφάλαιο έχει «χρηματιστικοποηθεί», δηλαδή έχει άφθονα παρακρατηθέντα κέρδη
για την χρηματοδότηση νέων επενδύσεων και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί άλλα κεφάλαια για
συμμετοχή σε χρηματοοικονομικές συναλλαγές με σκοπό εκ νέου κέρδους. 95 Δεύτερον, οι
μεγάλες τράπεζες εμπλέκονται λιγότερο στη χορήγηση δανείων προς το μεγάλο κεφάλαιο,
ενώ επιβιώνουν από τις χρηματοπιστωτικές αγορές και απομυζούν κέρδη από τους πολίτες

93. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 19.
94. Shaikh, Anwar, Capitalism. Competition, Conflict, Crises, Oxford University Press, New York
2016, p. 495.
95. Lapavitsas, Costas, «Discusses the Financialization of Capitalism», Interview by C.J.Polychroniou
in «Truthout» (www.truthout.org), published in 26/1/2014.

- 54 -
και τα νοικοκυριά.96 Τρίτον, τα νοικοκυριά τίθενται σε καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας
από το επίσημο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, για λόγους δανεισμού αλλά και για την κατοχή
χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων. Η χρηματιστικοποίηση συντέλεσε στην
υποχώρηση των δημόσιων παροχών σε στέγαση, σε εκπαίδευση, σε υγεία, στη
συνταξιοδοτική δραστηριότητα αλλά και την ανάθεση όλων αυτών στις ιδιωτικές παροχές.
Ουσιαστικά, στον χρημαστικοποιημένο καπιταλισμό η ιδιωτική χρηματοδότηση, το ιδιωτικό
κεφάλαιο, είναι ο διαμεσολαβητής πρόσβασης στα πιο σημαντικά αγαθά και υπηρεσίες για τα
νοικοκυριά και τους εργαζόμενους. Το σημαντικότερο κομμάτι δηλαδή στον
χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό αλλά και στη σημερινή κρίση, είναι η αύξηση του
κέρδους των τραπεζών προς όφελος του χρηματιστικού κεφαλαίου. Οι τράπεζες, αποτελούνε
τον πυρήνα των αγορών παραγωγών, όπου είναι η βάση της χρηματιστικοποίησης. Αυτό
φυσικά συντελείται με την στήριξη του ίδιου του ιδεολογικού πλαισίου της αγοράς, του
νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός, που στην ουσία του είναι ένα ταξικό σχέδιο
απόκτησης περισσότερου πλούτου στα χέρια των καπιταλιστών που ήδη τον κατέχουν, πέρα
από καθεστώς απόλυτης εκμετάλλευσης, έθεσε τις βάσεις για την χρηματιστικοποίηση του
καπιταλισμού. Η χρηματιστικοποίηση όμως θα ήταν αδύνατη χωρίς τα κράτος. Ο
νεοφιλελευθερισμός χρησιμοποιεί το κράτος (όπως αναφέραμε σχετικά με το κρατικο-
χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα), καθώς η κρατική κυριαρχία παραδίνεται στην παγκόσμια
αγορά, στις καπιταλιστικές ολιγαρχίες, μέσω ριζικών αλλαγών και μεταβολών υπέρ του
χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα κράτη, τα οποία λειτουργούν με όρους «αγοράς»,
παίζουν καθοριστικό ρόλο στη συσσώρευση του κεφαλαίου προκειμένου να εντείνουν το
τραπεζικό κέρδος. Οι τράπεζες είναι οι διαμεσολαβητές που διατηρούν τα κερδοφόρα
στοιχεία του κεφαλαίου μέσω του δανεισμού.97 Έτσι, διατηρείται μια αναπόδραστη σχέση
κεφαλαίου-τραπεζών-κράτους. Τα δάνεια των κρατών εξυπηρετούν τους σκοπούς του
χρηματιστικού κεφαλαίου, πλουτίζοντας τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και φτωχοποιώντας
ουσιαστικά τις μικρές και μη ανταγωνιστικές οικονομίες. Ο νεοφιλελευθερισμός στο πλαίσιο
της χρηματιστικοποίησης εξυπηρετεί δηλαδή τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και
των τραπεζών, χρησιμοποιώντας την κρατική κυριαρχία πάνω σε θέματα οικονομίας, γι’ αυτό
και συντέλεσε στην επερχόμενη κρίση του 2007-8.

Αυτό που γίνεται προφανές, βασιζόμενοι στη μαρξική θεωρία, είναι πως οι καπιταλιστικές
κρίσεις συμβαίνουν αναγκαία στο πλαίσιο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αντανακλώντας
τις θεμελιώδεις αντιφάσεις ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία, την παραγωγή αλλά και

96. Lapavitsas, Costas, «Financialised capitalism: direct exploitation and periodic bubbles»,
Department of Economics, School of Oriental and African Studies (SOAS), University of London,
May 2008, pp. 23-25.
97. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 196.

- 55 -
την έλλειψη οργάνωσης και ελέγχου της καπιταλιστικής παραγωγής. Έτσι, οι κρίσεις
λειτουργούν ως μια ευκαιρία για αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής παραγωγής, καθιστώντας
καινούργιους κύκλους συσσώρευσης διότι το μόνο όριο του κεφαλαίου στον
κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής είναι φυσικά το ίδιο το κεφάλαιο. 98
Οι
επαναλαμβανόμενες κρίσεις είναι ουσιαστικά δομικό στοιχείο του καπιταλισμού. Ως αιτία,
εξετάσαμε τη πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους μέσω της αύξησης της οργανικής
σύνθεσης του κεφαλαίου καθώς οι κεφαλαιοκράτες εισάγουν νέες τεχνολογίες
εξοικονόμησης εργασίας. Έτσι η συσσώρευση βιομηχανικού κεφαλαίου που συνεπάγεται
εισαγωγή νέας τεχνολογίας, αλλάζει τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας αυξάνοντας την οργανική
σύνθεση του κεφαλαίου και οδηγώντας σε πτώση του ποσοστού κέρδους. Αυτό φέρνει
αδυναμία στην πώληση προϊόντων, κατάρρευση των αγορών και ένα κύκλο χρεοκοπιών, την
λεγόμενη κρίση «υπερσυσσώρευσης». 99

Εμμένοντας τώρα στην έννοια της χρηματιστικοποίησης, νομίζω ότι είναι αναγκαίο να
εστιάσουμε σε ένα φλέγων θέμα που είναι κομβικής σημασίας για την απόδειξη των όσων
προείπαμε και αναδείξαμε μέχρι τώρα. Η κρίση του 2008 αδιαμφισβήτητα επηρέασε όλο το
δυτικό κόσμο, ξεκινώντας ως κρίση από την πώληση ακινήτων στις ΗΠΑ, συμπαρασύροντας
σχεδόν όλες τις δυτικές χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας, έφτασε μέχρι την καρδία της
Ευρώπης και συγκεκριμένα της Ευρωζώνης. Η χρηματιστικοποίηση συνέβαλε στην κρίση
της Ευρωζώνης, δημιουργώντας κρίσεις χρέους, προγράμματα λιτότητας για τα ασθενέστερα
οικονομικά μέλη της, με σκοπό την διάσωση των τραπεζών από τη «φούσκα» της
παραγωγικής συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Η χρηματιστικοποίηση ως διαδικασία, όπου ξεκίνησε μέσα από τις ώριμες καπιταλιστικές


οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης, χαρακτηρίστηκε από αρκετές κρίσεις, οι
οποίες είχαν επίκεντρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τίποτα όμως δεν προοιώνιζε την
παγκόσμια ύφεση στα 2008-2009, όπου θα ερχόταν μέσω των χρηματοπιστωτικών, όσο και
των εμπορικών μηχανισμών. Η κρίση αυτή εκδηλώθηκε στην Ευρωζώνη το 2010. Η μορφή
που πήρε, είχε κέντρο βάρους τα δημόσια οικονομικά λόγω της κρατικής παρέμβασης στη
διάσωση των τραπεζών μέσω του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού. Στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη
Βρετανία κατά τα έτη 2008-2009, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν και το δημόσιο έλλειμμα
αυξήθηκε, κάτι που αρχικώς προκλήθηκε από τις εκθέσεις των αμερικάνικων τραπεζών
σχετικά με την αγορά ακινήτων και που προκάλεσε τεράστια ένταση στα δημόσια

98. Όπως εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο (Ι. ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΠΤΩΤΙΚΗΣ ΤΑΣΗΣ ΤΟΥ
ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ), βλ σχετικά Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας,
Τόμος Τρίτος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, σσ. 316-317.
99. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 386.

- 56 -
οικονομικά, άρα και στα δημόσια χρέη.100 Αυτή η ένταση θα έφτανε σαν ένα πρώτο κύμα
κρίσης στην Ευρώπη μέσω της αδυναμίας της Ευρωζώνης να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα
και της αδυναμίας του ευρώ. Τα δημόσια οικονομικά ελλείμματα δεν μπορούσαν να
μειωθούν και το μέλλον θα κυλούσε πάνω στη νομισματική και χρηματοπιστωτική
συνιστώσα της καπιταλιστικής συσσώρευσης παγκοσμίως.

Μέσα στην Ευρωζώνη, από το 2000 είχαν διαμορφωθεί οι θεσμοί και οι μηχανισμοί που θα
καθόριζαν την ΟΝΕ στη μορφή της μετά το 2009. Το ευρώ, σχεδιάστηκε στις ανάγκες του
μεγάλου χρηματοπιστωτικού, βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου της Ευρώπης για τα
συμφέροντα των ισχυρών κρατών της.101 Δεν δημιουργήθηκε ως εθνικό νόμισμα (πχ.
δολάριο) και εκτοξεύτηκε με τον ρόλο του παγκόσμιου χρήματος μέσω της οικονομίας του
κράτους του. Αντίθετα, το ευρώ δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από μια συμμαχία
ευρωπαϊκών κρατών προς όφελος των μεγάλων τραπεζών και των μονοπωλίων. 102 Γι’ αυτό
και οι θεσμικοί μηχανισμοί της Ευρώπης ανταποκρίθηκαν μεταξύ 2010-2017 στο ρυθμό
χρηματιστικοποίησης της. Για παράδειγμα, η Ελλάδα δεν συμμετείχε στην ομάδα κρατών
που αποτέλεσαν τον «σκληρό» πυρήνα της Ευρώπης. Αυτό που εμφανίστηκε ξεκάθαρα στη
Ευρώπη στην οκταετία 2010-2018, ήταν πως ο πυρήνας, οι χώρες του λεγόμενου ευρωπαϊκού
κέντρου, οι καπιταλιστικές μητροπόλεις, συνυπάρχουν σε δυσαρμονία με την περιφέρεια. Η
Ελλάδα ανήκει στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Οι χώρες του σκληρού πυρήνα είναι η Γερμανία,
η Γαλλία, και η Ιταλία αν και πολλές φορές αμφισβητείται η υπόσταση της ως «μεγάλη
δύναμη». Η περιφέρεια είναι δύο ειδών, η «περιφέρεια του Νότου» όπου αποτελείται από την
Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία και η περιφέρεια γύρω από την Γερμανία όπου
είναι μια σειρά χωρών που ανήκουν στο γερμανικό παραγωγικό σύστημα, στη γερμανική
παραγωγική ζώνη. Τέτοιες χώρες είναι η Τσεχία, η Πολωνία, η Σλοβενία, η Σλοβακία κ.ο.κ.
Η Ευρωζώνη υπάρχει για να εξυπηρετεί το κέντρο, τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης δηλαδή
το παραγωγικό και βιομηχανικό πλέγμα της Γερμανίας όπου στοχεύει στις εξαγωγές.
Ουσιαστικά, το κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο γερμανικός βιομηχανικός
εξαγωγικός τομέας που σημαίνει αυτοκινητοβιομηχανία, χημική βιομηχανία και παραγωγή
μηχανών, εν ολίγοις επέκταση και επιβίωση του γερμανικού χρηματοπιστωτικού και
βιομηχανικού κεφαλαίου. Ο διαχωρισμός σε πυρήνα (καπιταλιστική μητρόπολη) και

100. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ .423.
101. Flassbeck, Heiner – Lapavitsas, Costas, Against The Troika. Crisis And Austerity In The
Eurozone, foreword Oskar Lafontaine, preface Paul Mason, afterword Alberto Garzon Espinosa,
Verso, London – New York 2015, pp. 5-21.
102. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 425.

- 57 -
περιφέρεια σύμφωνα με την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη του καπιταλισμού εμφανίστηκε
διότι ο κύριος μοχλός ανόδου της γερμανικής ισχύος, ήταν και παραμένει η ΟΝΕ.

Η ΟΝΕ ήταν και ο κύριος λόγος που οι χώρες της περιφέρειας μετατράπηκαν σε εγχώρια
αγορά της Ευρώπης και η καπιταλιστική μητρόπολη, ουσιαστικά η γερμανική εξαγωγική
βιομηχανία, επιβιώνει και αναπτύσσεται οικονομικά και γεωγραφικά. 103 Γι’ αυτό και η
Γερμανία μέσα στην κρίση άρχισε να αναπτύσσεται προς την Κίνα και τις ΗΠΑ, γιατί εκεί
στρέφεται η εξαγωγική γερμανική δραστηριότητα του κεφαλαίου, η ουσία δηλαδή της
ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Μέσα από την ΟΝΕ, η Γερμανία αναρριχήθηκε ως οικονομία με
τεράστια πλεονάσματα. Στην καπιταλιστική ανάπτυξη η οικονομία που είναι ο μεγαλύτερος
εξαγωγέας και έχει το μεγαλύτερο πλεόνασμα, αυτόματα είναι και ο μεγαλύτερος δανειστής.
Μέσα στην κρίση της Eυρωζώνης η Γερμανία είναι δηλαδή ο μεγαλύτερος δανειστής της
Ευρώπης, η ισχυρότερη οικονομία και η κύρια εξαγωγική δύναμη. Αυτό νομιμοποιεί την
πολιτικής της ισχύ και επιτεύχθηκε μέσω της ΟΝΕ. Γι’ αυτό το γερμανικό κεφάλαιο
επικροτεί την πολιτική της ΟΝΕ εν μέσω της κρίσης και γι’ αυτό η πολιτική της κατά την
οκταετία 2010-2018 όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά έγινε σκληρότερη όπως θα δούμε με το
παράδειγμα της Ελλάδας. Η πολιτική της Ευρώπης πηγάζει δηλαδή από την ισχυρότερη της
οικονομία, την Γερμανία. Ο ευρωπαϊκός πυρήνας απομυζεί από τις περιφέρεις, όχι μόνο
παραγωγικό πλούτο ως μια νέα απαλλοτριωτική συσσώρευση, αλλά εφαρμόζει πολιτικές που
θα αποφέρουν στο κεφάλαιο μακροχρόνια κέρδη από αυτά που ήδη παράγει.104 Τέτοιες είναι
οι πολιτικές λιτότητας, οι πολιτικές φορολογίας και απορύθμισης, περικοπών των δημόσιων
δαπανών σε παιδεία, υγεία και δημόσιες υποδομές. Εκεί βασίζονται και τα οικονομικά
προγράμματα ελέγχου των δυνατών χωρών του πυρήνα προς τις χώρες τις περιφέρειας, ως
πακέτα στήριξης της «ουμανιστικής» Ευρώπης του κεφαλαίου προκειμένου να γίνουν
ανταγωνιστικές οι οικονομίες του νότου και να καταπολεμήσουν τις κρίσεις χρέους.

Η κρίση στην Ευρωζώνη είναι στην ουσία της κρίση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είναι η
κρίση του κεφαλαίου και πηγάζει από τις γιγαντιαίες αντιφάσεις του χρηματιστικοποιημένου
νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Το θεσμικό και νομικό πλαίσιο αυτής της καπιταλιστικής
συσσώρευσης οδηγήθηκε από τη φούσκα του 2001-2007, στην κρίση του 2007-2008 όπου
ήταν μια δυστοκία στη συσσώρευση κεφαλαίου με τη μορφή ιδιωτικού και δημόσιου χρέους.
Στην Ευρώπη, η κρίση πήρε διαφορετική τροπή από το 2010 λόγω της ΟΝΕ. Η ΟΝΕ που
διαμορφώνει τη μισθωτή εργασία στην Ευρώπη τονώνει την αντίθεση κέντρου-περιφέρειας

103. Για το ζήτημα της Γερμανίας ως πηγή κρίσης της ευρωζώνης βλ. χαρακτηριστικά Flassbeck,
Heiner – Lapavitsas, Costas, Against The Troika. Crisis And Austerity In The Eurozone, foreword
Oskar Lafontaine, preface Paul Mason, afterword Alberto Garzon Espinosa, Verso, London – New
York 2015, pp. 22-38.
104. Lapavitsas, Costas, Crisis in the Eurozone, with A. Kaltenbrunner, G. Lambrinidis, D. Lindo, J.
Meadway, J. Michell, J.P. Painceira, J. Powell, E. Pires, A. Stenfors, N. Teles, and L. Vatikiotis, Verso,
London – New York 2012, pp. 1-10.

- 58 -
και ενισχύει την ιμπεριαλιστική κυριαρχία της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η
αντίθεση που δημιουργείται παίρνει τη μορφή απώλειας ανταγωνιστικότητας από πλευράς
περιφέρειας διότι υπάρχει απόκλιση στο ρυθμό πληθωρισμού και της εξέλιξης του εργατικού
κόστους, δημιουργώντας διόγκωση του χρέους της περιφέρειας τόσο του δημόσιου όσο και
του ιδιωτικού.105 Έτσι, η απώλεια ανταγωνιστικότητας των χωρών της περιφέρειας φάνηκε με
δύο τρόπους που ήταν καθοριστικοί για την κρίση. Ο πρώτος, ήταν τα πολύ μεγάλα
ανοίγματα στις τρέχουσες συναλλαγές. Η Ελλάδα για παράδειγμα το διάστημα 2000-2008
είχε το μεγαλύτερο άνοιγμα τρεχουσών ελλειμματικών συναλλαγών καθώς ήταν μη
ανταγωνιστική οικονομία με αποτέλεσμα να δανείζεται για να καλύπτει δημοσιονομικές
δαπάνες. Όταν το έλλειμμα της άρχισε να διογκώνεται, ο δανεισμός της άρχισε δραματικά να
αυξάνεται. Αυτό χαρακτήριζε όλες τις χώρες της λεγόμενης καπιταλιστικής περιφέρειας. Ο
δεύτερος τρόπος που είναι σε συνάφεια με τον πρώτο, ήταν η συσσώρευση χρέους. Οι
ελλειμματικές οικονομίες του Ευρωπαϊκού Νότου αναγκάστηκαν να δανείζονται για να
εξυπηρετούν τα ελλείμματα της οικονομίας τους. Το χρέος της περιφέρειας ήταν μεν εγχώριο
από την γιγάντωση των περιφερειακών τραπεζών, αλλά ήταν και διεθνές, εφόσον προερχόταν
από τις τράπεζες του σκληρού πυρήνα. Η κρίση δηλαδή που ξέσπασε εντός της ΟΝΕ το
2010, προκάλεσε διεύρυνση την δημοσιονομικών ελλειμμάτων της περιφέρειας και των
δημόσιων εξωτερικών χρεών ή των ιδιωτικών που εντέλει μετατράπηκαν σε δημόσια με
σκοπό την διάσωση των τραπεζών. Ο κύριος όγκος του δημοσίου χρέους της περιφέρειας
κατέχεται από τις τράπεζες του κέντρου, γι’ αυτό και η δημοσιονομική κρίση απείλησε να
ξεσπάσει ως τραπεζική κρίση της Ευρώπης αλλά και παγκοσμίως. Η αντιμετώπιση της
κρίσης από την Ευρώπη ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα συνεπέστατη με τη λογική του
πυρήνα της ΟΝΕ δηλαδή των συμφερόντων του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου
προς την ιμπεριαλιστική δομή της νομισματικής ένωσης. Μέλημα του σκληρού κέντρου είναι
η προστασία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από το τεράστιος χρέος της περιφέρειας
αλλά και η διάσωση της ΟΝΕ που αποτελεί τον κύριο εξυπηρετητή του μεγάλου κεφαλαίου.
Όπλο στα χέρια των ισχυρών δανειστών, των χωρών του κέντρου, ήταν η επιβολή λιτότητας
για τη διάσωση των τραπεζών μέσω «απεχθών χρεών» κάτι που σημαίνει κατακερματισμό
της μισθωτής εργασίας στα κράτη της περιφέρειας. Παράλληλα, δόθηκε φθηνή ρευστότητα
απευθείας στις τράπεζες ώστε να γίνεται δανεισμός με όρους εκμετάλλευσης προς τις χώρες
της περιφέρειας.

Ο χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός έθεσε επί Ευρώπης τα όρια του, κάτι που σημαίνει
νέες συνθήκες εκμετάλλευσης, ιδιωτικοποιήσεις με απορύθμιση του κράτους, απαξίωση της
μισθωτής εργασίας και επιστροφή στον εργασιακό μεσαίωνα με όλες τις υποδομές στα χέρια

105. Ό.π., pp.. 42-18, αλλά και στο Λαπαβίτσας, Κώστας – Κουβελάκης, Στάθης, Κρίση και Αριστερή
Διέξοδος. Θέσεις για ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, Λιβάνης, Αθήνα 2012, σσ. 11-14.

- 59 -
ιδιωτών προς όφελος του εμπορικού και βιομηχανικού κεφαλαίου. Πιο απλά η λογική του
κεφαλαίου στον 21ο αιώνα, παρατηρώντας τις συνθήκες κρίσης της Γηραιάς ηπείρου
βλέπουμε πως είναι η απαλλοτριωτική συσσώρευση και το χρηματοπιστωτικό κέρδος. Στο
επόμενο κεφάλαιο, θα αναλύσουμε πως δομείται και το πώς λειτουργεί αυτή τη «λογική».

- 60 -
ΙΙΙ. ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗ
ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ

Το χρηματοπιστωτικό κέρδος, αποτελεί ζωτικό και χαρακτηριστικό στοιχείο της


χρηματιστικοποίησης. Οι χρηματοπιστωτικές επεκτάσεις ξεκινούν όταν το κεφάλαιο
στρέφεται από το εμπόριο και την παραγωγή στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία και μέσω
της διαμεσολάβησης της, αυξάνει τις χρηματοπιστωτικές δοσοληψίες. 106 Έτσι, η
χρηματιστικοποίηση λειτουργεί ως «πρότυπο» συσσώρευσης όπου τα κέρδη πρωτίστως
αυξάνονται μέσω των χρηματοπιστωτικών διαύλων, παρά μέσω του εμπορίου ή της
παραγωγής εμπορευμάτων.107 Ωστόσο, εδώ προκύπτει ένα τεράστιο δομικό ερώτημα που
ταλανίζει την ίδια την θεωρία της «χρηματιστικοποίησης» ως σημείο αναφοράς ενταγμένο σε
μια μαρξιστική ανάλυση της κρίσης: ποιες είναι οι οικονομικές και κοινωνικές σταθερές που
αντιστοιχούν στη δημιουργία και την αύξηση του χρηματοπιστωτικού κέρδους; Εξετάζοντας
κάποιες από τις χρηματοπιστωτικές μορφές κέρδους, θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί στη
φύση του χρηματικού κεφαλαίου που χορηγείται στη βάση του χρέους αλλά και στο
χρηματικό κεφάλαιο που αποκτάται από τις μετοχές στις κεφαλαιαγορές. Το πρώτο έχει ως
αποτέλεσμα τον τόκο και το δεύτερο τα μερίσματα.108 Ωστόσο, ο τόκος σύμφωνα με την
μαρξική ανάλυση θεωρείται τμήμα της υπεραξίας, το οποίο εξαρτάται από την εκμετάλλευση
της εργασίας από το παραγωγικό κεφάλαιο στη σφαίρα αναπαραγωγής, όπου στη συνέχεια
αναδιανέμεται μεταξύ των κερδών (που πηγαίνουν στο παραγωγικό κεφάλαιο), τόκου (που
πηγαίνει στο χρηματικό κεφάλαιο) και εμπορικού κέρδους (που πηγαίνει στο εμπορικό
κεφάλαιο).109 Η περιγραφή του χρηματοπιστωτικού κέρδους είναι όμως ακόμη πιο σύνθετη,
αν το εξετάσει κανείς πέρα από το άθροισμα τόκου και μερισμάτων, καθώς θα μπορούσε να
πάρει τη μορφή κεφαλαιακών κερδών που οφείλονται σε δραστηριότητες όπως οι μεταβολές
των τιμών των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία προκύπτουν από την
πώληση, τα κεφαλαιακά κέρδη που θα μπορούσαν να αποκομίσουν οι κάτοχοι μετοχών και
κάτοχοι τίτλων χρέους, μέχρι και τα κέρδη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από τη
πώληση περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών. Αλλά όλα αυτά θα μπορούσε κανείς να

106. Arrighi, Giovanni, The Long Twentieth Century: Money, Power, and the Origins of Our Times,
Verso, London – New York 1994, pp. 221-229.
107. Krippner, Greta R., Capitalizing on Crisis: The Political Origins of the Rise of Finance, Harvard
University Press, Cambridge – Massachusetts – London 2011, p.39.
108. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 212.
109. Βλ. σχετικά, Μαυρουδέας, Σταύρος, «Η χρηματιστικοποίηση, η μετατροπή της εργασίας σε
κεφάλαιο και η ελληνική περίπτωση» Τετράδια Μαρξισμού – Περιοδική, θεωρητική και πολιτική
επιθεώρηση, 01 (2016), σσ. 187-206.

- 61 -
πει, πως ουδεμία σχέση έχουν επί της ουσίας με την παραγωγή και να αναρωτηθεί ποια είναι
η πηγή του χρηματοπιστωτικού κέρδους ώστε να μπορέσει να σταθεί ως επιχείρημα πάνω
στη δόμηση της κρίσης;

Κατ’ αρχάς, δεδομένου ότι μελετάμε την παρούσα κρίση του καπιταλισμού θα ήταν συνετό
να εντάξουμε όλες τους εξωτερικούς παράγοντες ενταγμένους σε ένα σύνολο κανόνων, ώστε
να μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα πρίσμα οπτικής γωνίας για το συγκεκριμένο θέμα.
Δηλαδή, η παρούσα ανάλυση του χρηματοπιστωτικού κέρδους θεμελιώνεται και προϋποθέτει
την μαρξική έννοια του καπιταλιστικού κέρδους. Μέχρι στιγμής έχει αναλυθεί η κρίση του
χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, ως δομική κρίση του χρηματοπιστωτικού
συστήματος, όχι ως ξεχωριστό στάδιο του καπιταλισμού αλλά ως μια ιδιαίτερη φάση, ως ένα
νέο στάδιο στην εποχή της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και των πολικών πρακτικών της.
Προχωρώντας και απαντώντας στο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω, τα χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα αντλούν κέρδος από τα διαχειριζόμενα χρηματικά αποθεματικά και τις ροές που
είναι αναγκαίες για αγοροπωλησίες σε όλο τα φάσμα της οικονομίας. Αυτά τα λεγόμενα
«χρηματεμπορικά» κέρδη αποτελούν αναπόσπαστα μέρος της κυκλοφορίας εμπορευμάτων
και προέρχονται από τη ροή υπεραξίας και σε ποσοστό ίδιο με το μέσο ποσοστό κέρδους, 110
εφόσον το «κέρδος τους είναι μέρος της υπεραξίας που αφαιρέθηκε από αυτήν, γιατί έχουν να
κάνουν μόνο με πραγματοποιημένες ήδη αξίες (ακόμα και όταν έχουν πραγματοποιηθεί μόνο με
τη μορφή πιστωτικών απαιτήσεων)».111 Όμως, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κερδίζουν και
από αποδόσεις με τη μορφή διαφόρων τόκων, των αμοιβών και των προμηθειών, ως
διαμεσολαβητές. Άρα τα κέρδη τους προκύπτουν και από τη διαχείριση των ροών δανειακού
κεφαλαίου και άλλων κεφαλαίων. Συνολικά το χρηματοπιστωτικό κέρδος, θα μπορούσαμε να
πούμε πως σχετίζεται με τη συσσώρευση του ως κέρδος στον τελικό δανειστή, στον κάτοχο
των μετοχών, στον έμπορο χρηματοπιστωτικών τίτλων ή σ’ ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Το χρηματοπιστωτικό κέρδος είναι το κέρδος που συσσωρεύεται σε έναν καπιταλιστή, αν
σκεφτούμε πως στη πρωταρχική του μορφή συμπεριλαμβάνει αποδόσεις από τον δανεισμό,
από τη κατοχή μετοχών και από το εμπόριο χρηματοπιστωτικών τίτλων. Στη δεύτερη του
όμως μορφή, στην ωμή πλευρά του, το κέρδος είναι η υπεραξία που αποκομίζουν τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ως ενδιάμεσοι λειτουργοί στις ροές δανειακού κεφαλαίου ή
απλού χρήματος, εφόσον αμείβονται από τις αποδόσεις οι οποίες πηγάζουν από τις
συναρτώμενες ροές.

110. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 214.
111. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Τρίτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 1978, σ. 408, ενώ για το χρηματεμπορικό κεφάλαιο γενικά βλ. στο ίδιο, σσ. 399-408.

- 62 -
Το κέρδος στη μαρξιστική πολιτική οικονομία, είναι επί της ουσίας η ροή υπεραξίας και
καθαρού προϊόντος που δημιουργήθηκε στη σφαίρα της παραγωγής. Είναι δηλαδή η
υπεραξία, που παρουσιάζεται σαν δημιούργημα όλου του επενδυόμενου κεφαλαίου. Αυτή η
υπεραξία αποκτά νομισματική μορφή στη σφαίρα της κυκλοφορίας μέσω της πώλησης των
τελικών προϊόντων, και συσσωρεύεται ως κατ’ αποκλειστική ιδιοκτησία του κεφαλαιοκράτη,
ο οποίος κατέχει το κεφάλαιο. Για τον Μαρξ ο φετιχιστικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού
κέρδους εμφανίζεται όταν:

«η αρχική μορφή, με την οποία αντικρίζονται το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία,


μεταμφιέζεται με την ανάμιξη φαινομενικά ανεξάρτητων από αυτήν σχέσεων. Η ίδια η υπεραξία
δεν εμφανίζεται σαν προϊόν της ιδιοποίησης χρόνου εργασίας, αλλά σαν περίσσευμα της τιμής
πούλησης των εμπορευμάτων πάνω στην τιμή κόστους τους, και γι’ αυτό η τελευταία
παρουσιάζεται εύκολα σαν πραγματική αξία, έτσι που το κέρδος παρουσιάζεται σαν περίσσευμα
της τιμή πούλησης των εμπορευμάτων πάνω από την ενυπάρχουσα σ’ αυτά αξία» .112

Έτσι, φαίνεται ουσιαστικά σαν το κέρδος να είναι αποτέλεσμα της πώλησης του
εμπορεύματος. Στην πραγματικότητα όμως για τον Μαρξ, η αυτοαύξηση της
προκαταβεβλημένης αξίας του κεφαλαίου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στην σφαίρα της
υλικής παραγωγής, όπου το «επιγέννημα» που λέγεται κέρδος, είναι αποτέλεσμα της
εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Η υπεραξία γεννιέται στη σφαίρα
της παραγωγής και εκδηλώνεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Η μετατροπή της υπεραξίας
σε κέρδος πραγματοποιείται κανονικά σύμφωνα με τους νόμους της εμπορευματικής
παραγωγής, ωστόσο: «το κέρδος είναι μια παραλλαγμένη μορφή της υπεραξίας, μια μορφή με
την οποία συγκαλύπτεται και σβήνεται η καταγωγή της και το μυστικό της ύπαρξης της».113

Στις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, ο κεφαλαιοκράτης είτε πουλήσει το εμπόρευμα
πάνω ή κάτω από την αξία του δεν σημαίνει ότι η υπεραξία και το κέρδος δεν
δημιουργούνται στη σφαίρα παραγωγής. Εξάλλου, στον καπιταλισμό όπου υπάρχει ισότητα,
δεν μπορεί να υπάρξει κέρδος. Ο χαρακτηριστικός τύπος καπιταλιστικού κέρδους είναι η νέα
ροή αξίας που δημιουργείται στην παραγωγή μέσω της εκμετάλλευσης των εργατών.
Εντούτοις, υπάρχει και το κέρδος από «εκποίηση ή απαλλοτρίωση».114 Για τον Μαρξ, το
καπιταλιστικό κέρδος εμπεριέχεται ήδη στην πραγματική του αξία, κυρίως μέσω της
εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή. Ο Μαρξ ανέλυσε αν και όχι εκτενώς αυτού του
είδος το κέρδος, προκειμένου να περιγράψει τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που

112. Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Τρίτος, Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα 1978, σ. 64.
113. Ό.π., σ. 68.
114. Για το «κέρδος από εκποίηση» και την κριτική του Μαρξ στον Τζέιμς Στιούαρτ αναλυτικά βλ.
Μαρξ, Καρλ, Θεωρίες για την Υπεραξία, Μέρος Πρώτο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984, σσ. 7-12.

- 63 -
σχετίζονται με το προσωπικό εισόδημα των εργατών.115 Οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές
για τον Μαρξ, είναι εκμεταλλευτικές και μη σχετιζόμενες με την υπεραξία, από την άποψη
ότι υπάρχει μια ποιοτική διάκριση ανάμεσα στη χρηματοπιστωτική εκμετάλλευση από την
εκμετάλλευση στην παραγωγή.116 Η εκμετάλλευση στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές
λογίζεται στην άμεση μεταβίβαση της αξίας από το εργατικό εισόδημα προς τον δανειστή,
είναι δηλαδή μια ανακατανομή χρηματικών εσόδων που συνήθως λαμβάνει τη μορφή τόκου.
Αυτή η εκμετάλλευση έχει να κάνει με τη σφαίρα της κυκλοφορίας και την άνιση θέση
μεταξύ εργάτη-καπιταλιστή στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Η παραδοσιακή μορφή
εκμετάλλευσης όπως προείπαμε, είναι η νέα ροή αξίας από απλήρωτη εργασία η οποία
συσσωρεύεται στα χέρια του καπιταλιστή όπου κατέχει το τελικό προϊόν. Ο κοινωνικός
παράγοντας βρίσκεται στην παραγωγή, η οποία βασίζεται στην απουσία ιδιοκτησιακών
δικαιωμάτων του εργάτη στα μέσα παραγωγής και φυσικά στην επέμβαση του των
καπιταλιστών στην παραγωγική διαδικασία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μαρξ για το
«κέρδος από απαλλοτρίωση»:

«Εδώ παραβλέπουμε το γεγονός ότι ο τόκος μπορεί να είναι απλή μεταφορά περιουσίας και ότι
δεν χρειάζεται να εκφράζει πραγματική υπεραξία, όπως όταν δίνεται δανειακό χρήμα για
κατανάλωση. Η ίδια περίπτωση μπορεί να σημειωθεί όταν δίνεται δανειακό (χρήμα) για να
γίνει μια πληρωμή. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις δίνεται δανειακό χρήμα και όχι ως
κεφάλαιο, για τον κάτοχο του όμως γίνεται κεφάλαιο με την απλή πράξη του δανείζειν…Στην
περίπτωση αυτή ο τόκος, όπως είναι και το κέρδος από απαλλοτρίωση (profit upon
expropriation), είναι βέβαια μια αναπαραγμένη καπιταλιστική παραγωγή, αλλά ανεξάρτητη απ’
την μορφή του τόκου, που ανήκει σε παλαιότερους τρόπους παραγωγής».117

Άρα, το κέρδος από απαλλοτρίωση είναι αποτέλεσμα των συναλλαγών που σχετίζονται με
χρηματικά έσοδα ή υπάρχοντα αποθέματα χρήματος, το οποίο προκύπτει μέσω εμπορικών ή
χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Η ανάλυση του «κέρδους από απαλλοτρίωση» διευκολύνει
και είναι θεμελιώδης τρόπος επεξήγησης του χρηματοπιστωτικού κέρδους. Το
χρηματοπιστωτικό κέρδος είναι διακριτό από το «κανονικό» κέρδος, που προκύπτει από την
υπεραξία στην παραγωγή. Το χρηματοπιστωτικό κέρδος περιέχει στοιχεία υπεραξίας, αλλά
λόγω της ιδιαίτερης σύνθεσης του αποτελεί μια ευρύτερη κατηγορία κέρδους που περιέχει
και άλλες μορφές νομισματικών προσαυξήσεων.118 Ουσιαστικά, το χρηματοπιστωτικό κέρδος

115. Shaikh, Anwar, «The Transformation from Marx to Saffra», στο Shaikh, Anwar, Ricardo, Marx,
Sraffa: The Langston Memorial Volume, Verso, London 1984, pp. 52-56.
116. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 219.
117. Μαρξ, Καρλ, Θεωρίες για την Υπεραξία, Μέρος Τρίτο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008, σ. 554.
118. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 222.

- 64 -
μοιάζει με το πρωτογενή μορφή κέρδους που «αιχμαλωτίζει» το πλεονάζων χρήμα και που
επιστρέφει πάνω από το καταβαλλόμενο ποσό.

Στρέφοντας την προσοχή μας στα πεπραγμένα αλλά και τωρινά αγκάθια του
χρηματοπιστωτικού συστήματος στον 21ο αιώνα, μπορούμε να πούμε πως το
χρηματοπιστωτικό κέρδος αποκομίζεται μέσω του εμπορίου χρηματοπιστωτικών
περιουσιακών στοιχείων, ενώ κομβικής σημασίας είναι η ανάλυση αυτού του κέρδους από
υποθήκες ακινήτων και καταναλωτικών δανείων προς τα νοικοκυριά, τη διαχείριση
συνταξιοδοτικών και άλλων ταμείων. Οι τράπεζες εξασφαλίζουν τέτοιου είδους κέρδη ως
αμοιβές, προμήθειες και από ιδιοκτησιακές δραστηριότητες. Επί της ουσίας μιλάμε για μια
«χρηματοπιστωτική απαλλοτρίωση», η οποία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του
χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού. 119 Η ουσία του χρηματοπιστωτικού κέρδους βρίσκεται
στην εκμεταλλευτική σχέση όπου συνιστά άμεση ιδιοποίηση του προσωπικού εισοδήματος ή
του δανειακού κεφαλαίου ή απλού χρήματος που ανήκει σε άλλους. Στην απλή καθημερινή
ζωή οι άνθρωποι, οι εργαζόμενοι αποσκοπούν σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές με σκοπό
να αποκομίσουν αξίες χρήσης, είτε με την απλή μορφή μισθολογικών αγαθών και
συναλλαγών, είτε μέσω μιας σύνταξης, της κοινωνικής τους ασφάλισης. Αντίθετα, τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε κάθε χρηματοπιστωτική συναλλαγή αποσκοπούν στο κέρδος.
Οι διαφορές στην πληροφόρηση, την κοινωνική ισχύ, στην οργάνωση και τη τεχνική, στην
άψογη χρήση του παραμορφωμένου νομικού πλαισίου αφορούν φυσικά μόνο την μια πλευρά,
αυτή που είναι διατεθειμένη να αποκομίσει κέρδος, να υφαρπάξει και να διαμορφώσει μια
συγκεκριμένη σχέση δανειστή-οφειλέτη. 120 Όπως στην «απαλλοτριωτική συσσώρευση»
έχουμε μια ιδιάζουσα ληστρική απόσπαση κεφαλαίου, στη «χρηματοπιστωτική
απαλλοτρίωση» έχουμε αποκόμιση κέρδους μέσω της δόμησης μιας νέας εκμεταλλευτικής
σχέσης μεταξύ χρηματοπιστωτικού συστήματος-κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, βασικός
στόχος είναι η κατασκευή μιας εξουσιαστικής σχέσης βασισμένης στην υποταγή προς όφελος
των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στον ώριμο καπιταλισμό οι χρηματοπιστωτικές αγορές
μεγεθύνονται και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποκτούν μεγαλύτερα, σκληρότερα και
ανθεκτικότερα ερείσματα με στρατηγικής σημασίας επεμβάσεις. Από τις απαρχές του
καπιταλισμού οι τράπεζες αποσκοπούν στο να εξασφαλίζεται η ικανότητα του
χρηματοπιστωτικού συστήματος καθώς αναπτύσσει και αποσπά κέρδη. Παρά ταύτα,
βλέπουμε πως δεν αποφεύγονται στο ελάχιστο ούτε οι χρηματοοικονομικές φούσκες, ούτε οι
χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Αυτό φυσικά αναγκάζει τις κοινωνίες να επωμίζονται το
μεγαλύτερο κόστος των αυτών των καταστροφών.

119. Lapavitsas, Costas, «Financialised capitalism: Crisis and Financial Expropriations», Historical
Materialism Book Series, 17 (2009), pp. 114-148.
120. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 223.

- 65 -
Στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα εντείνει τη
διαρκή απαλλοτρίωση των παραγωγικών μέσων καθώς αφαιρεί συνεχώς τα μέσα παραγωγής
και τους βιοτικούς χώρους, εμπορευματοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις και δημιουργεί σχέσεις
εκμετάλλευσης πάνω στη λογική λειτουργίας του κεφαλαίου. Το παράδειγμα της κρίσης στην
Ελλάδα είναι η χαρακτηριστικότερη δυναμική ανάλυση για την αποδόμηση της κρίσης της
περιφέρειας και του χρηματοπιστωτικού κέρδους. Η κρίση στην Ελλάδα δεν πήρε τη μορφή
πτωτικής κερδοφορίας μέχρι το 2008, όπου το μεγάλο κεφάλαιο είχε τεράστια υπερκέρδη
καθώς επωφελούνταν από την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα,
με παράλληλες απαλλαγές φόρων του μεγάλου ελληνικού κεφαλαίου. Η ένταξη στην ΟΝΕ
ήταν σημαντική στιγμή για τον ελληνικό καπιταλισμό και το μεγάλο ελληνικό κεφάλαιο,
καθώς από το 2001-2009 θα κυριαρχούσε η ψευδαίσθηση πως οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν
πολύ παραπάνω από μια μέση χώρα της υπόλοιπης Ευρώπης και πως η Ελλάδα ήταν μια
«ισχυρή» οικονομία. Το μοντέλο αυτό στηριζόταν στη φούσκα της εσωτερικής κατανάλωσης
(που έφτασε το 70% του ΑΕΠ) και στο ρόλο των κλάδων με διεθνείς ανταγωνιστικές πιέσεις
(κατασκευές, δημόσιο έργα). Αυτοί που επωφελήθηκαν φυσικά περισσότερο απ’ όλους ήταν
οι τράπεζες, οι οποίες τρεφόταν από τη συνεχή ροή φθηνού δανεισμού λόγω της ΟΝΕ κάτι
που αποδυνάμωνε την παραγωγική βάση της οικονομίας. Αυτό σήμαινε σε περιβάλλον ΟΝΕ,
πτώση της ανταγωνιστικότητας και τεράστια ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών με
«απογείωση» της αύξησης του εξωτερικού δανεισμού. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια απάτη
του κεφαλαίου, το οποίο κερδοφορούσε, συσσωρευόταν και την κατάλληλη στιγμή θα
«αναγεννιόταν» μέσω της κρίσης υπερσυσσώρευσης, της αδυναμίας του να εξασφαλίσει
ικανοποιητική κερδοφορία. Μεγάλο μέρος αυτού του εξωτερικού δανεισμού ήταν δημόσιο,
όχι όμως λόγω της σπατάλης του ελληνικού κράτους, αλλά λόγω της αλλαγής σύνθεση του
δημόσιου δανεισμού από εγχώριο σε διεθνή, καθώς το ελληνικό κράτος εκμεταλλευόταν τα
επιτόκια που επέβαλλε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ο φθηνός δανεισμός οδήγησε τις
ελληνικές τράπεζες στο να επεκτείνονται σε εξωτερικές δραστηριότητες τονώνοντας την
εγχώρια ζήτηση μέσω των πιστώσεων και με αποτέλεσμα τη διόγκωση του δανεισμού ως
δημόσιου ενώ ήταν ιδιωτικός.

Πιο απλά, οι τράπεζες του κέντρου δάνειζαν στις τράπεζες της περιφέρειας, διότι ήταν πιο
επωφελές να επενδύσουν σ’ αυτές παρά στις αγορές του καπιταλιστικού κέντρου. Η ύπαρξη
της ΟΝΕ ενθάρρυνε τις χρηματοοικονομικές ροές που είναι ασταθείς και κερδοσκοπικές προς
όφελος του τυχοδιωκτικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό δημιούργησε μια φούσκα
ιδιωτικού χρέους που αφορούσε κυρίως τον τομέα ακινήτων και κατανάλωσης. Με την
έκρηξη της φούσκας που ξεκίνησε με την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 στις
ΗΠΑ, η κρίση μεταφέρθηκε αναπάντεχα και στην Ευρώπη (Ιρλανδία, Ισπανία, Ελλάδα,

- 66 -
Πορτογαλία) με μαζικές διασώσεις (bail-out) των ιδιωτικών τραπεζών. 121 Οι διασώσεις αυτές
προκάλεσαν αύξηση του χρέους και οδήγησαν σε μηχανισμούς διάσωσης όπως το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), πακέτα στήριξης και προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας και της Ευρώπης με σκοπό δημοσιονομική λιτότητα για να ανέβει η
ανταγωνιστικότητα, συντριβή του εργατικού κόστους και των εργασιακών σχέσεων και
καταστροφή του κοινωνικού κράτους για τη διάσωση των τραπεζών.

Άρα, αυτό που δημιουργήθηκε ως οικονομική κρίση χρέους δεν είναι παρά η «λογική» του
κεφαλαίου και η «ουσία» του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού και της πολιτικών
θεμελίων της ΟΝΕ. Εκμετάλλευση μέσω της αστικής κυριαρχίας του κεφαλαίου,
επανέλεγχος του εργασιακού τοπίου με καταστροφή των εργασιακών δικαιωμάτων και
καταστροφή του κοινωνικού κράτους με σειρά ιδιωτικοποιήσεων. Η κρίση προκλήθηκε από
την ανεξέλεγκτη χρηματοοικονομική μόχλευση που καλλιέργησε η χρηματιστικοποίηση, η
οποία εγγενώς οδηγεί σε μη βιώσιμες οικονομικές «φούσκες» προς όφελος του κεφαλαίου, το
οποίο αναζητεί διαρκώς επικερδέστερους χώρους και χρόνους για να επανεπενδυθεί και να
κερδοφορήσει. Είναι η ταξική δομή του καπιταλισμού που σε κάθε έκφανση της ανάπτυξης
του κεφαλαίου γίνεται εντονότερη. Η κρίση της Ελλάδας ήταν κρίση της περιφέρειας και
εξυπηρέτησε τη στρατηγική του μεγάλου κεφαλαίου που υπαφρπάζει και καταστρέφει με τη
βία κάθε ίχνος κοινωνικού ιστού στο πλαίσιο της χρηματιστικοποιημένης συσσώρευσης. Το
καπιταλιστικό κέντρο και συγκεκριμένα η Γερμανία μέσω της ΟΝΕ δημιουργεί ένα κέντρο
με εμπορικά πλεονάσματα και μια περιφέρεια με εμπορικά ελλείμματα. Το κέντρο
τροφοδοτούσε όλα αυτά τα χρόνια με δανειακά κεφάλαια την περιφέρεια, ώστε να αγοράζει
τις εξαγωγές του και να τονώνει τα ελλείμματα. Από αυτόν το διαχωρισμό ο μεγάλος
κερδισμένος ήταν και είναι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η ελληνική κρίση προήλθε από
τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα και δεν είναι αποτέλεσμα υπέρμετρων δημόσιων δαπανών. Το
πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας είναι ουσιαστικά το πρόγραμμα αύξησης του κέρδους του
χρηματιστικού κεφαλαίου και εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ιδιωτών τραπεζιτών και των
χωρών που κυριαρχούν στην Ευρωζώνη. Αλλά που οδηγούνε όλα αυτά εκτός από την
αύξηση και διατήρηση των κερδών των χρηματοπιστωτικών αρπακτικών; Η απάντηση είναι
πως εκτός από την αδυσώπητη κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου που ανήκει στο
οικονομικό αντίκτυπο αυτής της κατάστασης σκοτοδίνης που βρίσκεται η Ευρώπη,
σημαντικό είναι να δούμε και το κοινωνικό αντίκτυπο, που αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο
κάθε κοινωνίας. Με το πέρασμα από το κατώφλι της σημερινής κρίσης του καπιταλισμού ένα

121. Toussaint, Eric, «Ελλάδα: Οι τράπεζες προκάλεσαν την κρίση. Το χρέος που απαιτούν να
πληρώσει η Ελλάδα είναι επονείδιστο» στο Toussaint, Eric, Το δημόσιο χρέος. Η ιστορία και η σημασία
του στη σημερινή κρίση, Redmarks, Αθήνα 2017.

- 67 -
σύνολο προβλημάτων, πέραν των ιστορικά προβλεπόμενων όπως είναι η άνοδος του
φασισμού και της ακροδεξιάς ατζέντας, έχουν έρθει στο προσκήνιο. Το κυριότερο από αυτά
είναι η τρομακτική αύξηση και ένταση των ανισοτήτων. Ο Thomas Piketty, ο οποίος έχει
γράψει το αμφιλεγόμενο για πολλούς έργο «Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» εξετάζει ακριβώς
αυτή την παράμετρο, την αύξηση των ανισοτήτων κατά την περίοδο της κρίσης. Στο επόμενο
κεφάλαιο, θα εξετάσουμε αναλυτικά αυτή την προβληματική όπου εκτός από ένα
διαπιστευτήριο της καταστροφικής προοπτικής του καπιταλισμού, αποτελεί και ένα
αδιαμφισβήτητο casus belli για την επανερμηνεία στην έννοιας της προόδου των σύγχρονων
δυτικών κοινωνιών.

- 68 -
ΙV. ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΩΣ ΠΗΓΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ

Ι. ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΥ

Φτάνοντας στο τέταρτο και τελευταίο μέρος αυτής της μελέτης, εξετάσαμε πως δομείται και
πως λειτουργεί ο καπιταλισμός ως σύνολο θεσμών κατά τη σημερινή μορφή του. Αυτό που
προκύπτει ως αδιάσειστο στοιχείο είναι ότι πλέον ο χρημαστιστικοποιημένος καπιταλισμός
νοσεί και μετασχηματίζεται σε μια νέα σκληρότερη πραγματικότητα. Εξαθλιώνει, λεηλατεί
και υφαρπάζει βάναυσα κάθε κεκτημένο της εργατικής τάξης εντείνοντας τα υπερκέρδη των
κεφαλαιοκρατών. Η αντιφατική λογική του κεφαλαίου δημιουργεί τις συνθήκες μιας νέας
βαρβαρότητας, η οποία περνάει μέσα από τη δημοσιονομική λιτότητα και τον αφανισμό του
κράτους, καθώς η αστική κυριαρχία εντείνεται στο πεδίο ελέγχου της παγκόσμιας αγοράς
μέσω των χρηματοπιστωτικών κερδών. Αυτό που προκάλεσε την «κρίση» και κέρδισε από
αυτή ήταν ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας, το χρηματιστικό κεφάλαιο. Αυτή η πολιτική της
έντασης, ξαναγυρνά την ανθρωπότητα σε συνθήκες που όμοιες τους μόνο στον μεσοπόλεμο
είχαν εφαρμοστεί. Η κρίση ως περιοδική κατάρρευση του συστήματος, ως μια διαδικασία
υποτίμησης που εφαρμόζεται σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή περιφέρεια, δεν είναι ένα
παροδικό φαινόμενο, αλλά μια ουσιώδης εσωτερική λογική του κεφαλαίου να επιβιώνει και
να επανεπενδύεται με σκοπό να αυξήσει το κέρδος του. Αυτό που θα εξετάσουμε σε αυτό το
κεφάλαιο είναι το πως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει ή να υπάρξει χωρίς
φτώχεια ή χωρίς εκμετάλλευση. Η εκμετάλλευση πάνω στη βάση της ανισότητας, είναι τα
δύο κυρίαρχα στοιχεία που επιβιώνουν από καταβολής καπιταλισμού.

Η θεμελιώδης αφετηρία για την ανάλυση του κεφαλαίου στον χρηματιστικοποιημένο


καπιταλισμό βρίσκεται στο ότι δεν μπορεί το σύστημα να παράγει ευμάρεια, ανάπτυξη και
αξιοπρεπή διαβίωση για την εργατική τάξη, για το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού αλλά
αντίθετα επιβιώνει πάνω στην άνιση κατανομή εισοδήματος και πλούτου. Η άνιση κατανομή
του πλούτου είναι αυτό που κάνει το κεφάλαιο την κύρια πηγή ανισότητας εντός των τειχών
της κεφαλαιοκρατικής «μηχανής». Η ικανότητα του κεφαλαίου να προσαρμόζεται στις
πολύπλοκες διευθετήσεις κατανομής είναι πολύ χρήσιμη, καθώς εντάσσεται στην απίστευτη
πολυπλοκότητα και ποικιλία των ομαδοποιήσεων που μπορούν να υπάρχουν στον
καπιταλισμό γενικά. 122 Η ανισότητα στην κατανομή μπορεί να οδηγεί σε κοινωνική αστάθεια
και αναταραχή, αλλά όπως δείχνουν τα ιστορικά στοιχεία οι μεγάλες ανισότητες στο

122. Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ.
273.

- 69 -
καπιταλισμό είναι πάντοτε προάγγελος μακροοικονομικής κρίσης και ύφεσης. Αυτό
συμβαίνει λόγο της δυσκολίας στη διατήρηση της αντιφατικής ενότητας ανάμεσα σε
παραγωγή και πραγματοποίηση της αξίας, καθώς αυτή η πραγματοποίηση εξαρτάται κατά
βάση από τη «στάση» της αστικής τάξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι ΗΠΑ της
δεκαετίας του 1920, όπου τα επίπεδα ανισότητας αυξάνονταν και τόνωσαν το ξέσπασμα της
ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Στη σημερινή κρίση τα πράγματα αποδείχθηκαν πολύ
χειρότερα. Χαρακτηριστικά, το 2012 οι 100 κορυφαίοι δισεκατομμυριούχοι πρόσθεσαν 240
δισεκατομμύρια στον συνολικό τους πλούτο – ποσό που αναλογικά αρκούσε για να μπει
«φρένο» στην παγκόσμια φτώχεια τέσσερις φορές πάνω. 123 Έτσι, ξεπήδησαν εντός της κρίσης
νέοι δισεκατομμυριούχοι στη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα, την Βραζιλία καθώς και σε
πλούσιες χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης. Το ζήτημα είναι ότι δεν χρειάζεται
στον 21ο αιώνα να φύγει κάποιος απ’ την χώρα του ή να μεταναστεύσει για να γίνει
δισεκατομμυριούχος. Η αύξηση της παγκόσμια πλουτοκρατίας δομείται στο πλαίσιο, όπου
ένας σχετικά πολύ μικρός αριθμός πλούσιων ανθρώπων, κατέχει την παγκόσμια εξουσία.124
Έτσι η αντιφατική προοπτική ανάμεσα σε παραγωγή και πραγματοποίηση της αξίας, στο
παγκόσμιο επίπεδο της οικονομίας, είναι προφανής. Τα τελευταία σαράντα χρόνια οι
ανισότητες εισοδήματος και πλούτου ήταν δραματικές, ιδιαίτερα στην καπιταλιστική
περιφέρεια. Οι ανισότητες στο χρηματικό πλούτο είναι σχεδόν αδύνατο να ελεγχθούν σε
σχέση με τις εισοδηματικές ανισότητες. Ο χρηματικός υπολογισμός είναι πολύ δύσκολο να
υπολογιστεί και παρουσιάζει διακυμάνσεις, όπως για παράδειγμα στην αγοραία αξία
μετοχών. Ωστόσο, η αντιφατική εξέλιξη του κεφαλαίου δείχνει πολλά για το μέλλον του
καπιταλισμού.

Η ανισότητα πρέπει να τονίσουμε πως είναι θεμελιακή για το κεφάλαιο. Αυτό συμβαίνει
επειδή ιστορικά και κοινωνικά το κεφάλαιο κυριαρχεί πάνω στους εργαζόμενους και
επιβιώνει ως τάξη μέσω της αστικής κυριαρχίας. Η κατανομή εισοδήματος και πλούτου
ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία πρέπει να είναι ασυμβίβαστη και άνιση, εάν πρέπει να
αναπαραχθεί το κεφάλαιο. Η ισότητα μεταξύ της κατανομής του πλούτου και εισοδημάτων
και κεφαλαίου είναι πράγματα ασυμβίβαστα.125 Εξάλλου, στην ιστορία του καπιταλισμού η
δυναμική της ταξικής πάλης γεννιέται από τις ιστορικά προσδιορισμένες σχέσεις, που
πάντοτε αντιστοιχούν σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της εξέλιξης των μεθόδων εργασίας και
της κοινωνικής παραγωγικότητας, στην ανάπτυξη δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων. Όλες
οι ταξικές κοινωνίες μαστίζονται από αδιάκοπες κοινωνικές αντιθέσεις, η βάση των οποίων

123. Βλ. Μελέτη της Oxfam, «The Cost of Inequality: How Wealth and Income Extremes Hurt Us
All», Oxfam Media Briefing, 18 January 2013.
124. Milanovic, Branco, Worlds Apart: Measuring International and Global Inequality, Princeton
University Press, Princeton 2007, p. 149.
125. Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ.
282.

- 70 -
βρίσκεται στις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής. Οι ανισότητες στην κατανομή
προηγούνται της ανόδου του κεφαλαίου. Όπως εξετάσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, από
τη στιγμή που γενικεύονται η κυκλοφορία και συσσώρευση του κεφαλαίου, το επίπεδο των
μισθών πρέπει να κινείται εντός των ορίων που επιτρέπουν την παραγωγή κέρδους. Κάθε
κίνηση για αύξηση των κερδών σημαίνει μείωση των μισθών ή αύξηση της
παραγωγικότητας. Ο ανταγωνισμός μέσω όμως των κεφαλαίων οδηγεί αναπόφευκτα σε
μείωση των μισθών ασχέτως της βούλησης των καπιταλιστών. Η κατανομή εισοδήματος και
πλούτου, μισθών και κερδών, είναι προϊόν της ταξικής πάλης, γι’ αυτό και το αποτέλεσμα
είναι γεωγραφικά άνισο. Στην καπιταλιστική οικονομία οι πόροι που συσσωρεύει το
κεφάλαιο δημιουργούν μακροπρόθεσμα επενδυτικά σχήματα που σημαίνει δημιουργία
τοπίου, επενδύσεων, δηλαδή και θέσεων εργασίας. Αυτή είναι κατά μια έννοια και η
νεοφιλελεύθερη έμπνευση της δεξιάς πολιτικής ατζέντας για τις δημόσιες πολιτικές που
ευνοούν το κεφάλαιο έναντι της εργασίας. Δηλαδή, η κατανομή εισοδήματος και πλούτου
μπορεί να φαίνεται άνιση αλλά μακροπρόθεσμα θα είναι επωφελής για τους εργαζόμενους
μέσω των νέων θέσεων εργασίας. Ευτυχώς όμως, η ιστορία των οικονομικών κρίσεων και
των κανόνων της πολιτικής οικονομίας, είναι ξεκάθαρη. Όπως εξετάσαμε στο πρώτο μέρος
αυτής της μελέτης, το κεφάλαιο πάντα επανεπενδύεται και δημιουργεί θέσεις εργασίας μόνον
όταν αυτή η διαδικασία μπορεί να αποβεί κερδοφόρα. Μετά τις οικονομικές υφέσεις αν
κρίνουμε από την ιστορία των ΗΠΑ το κεφάλαιο ανέκαμψε χωρίς την δημιουργία θέσεων
εργασίας λόγω κερδοφόρων ευκαιριών και παρότι οι μισθοί μειώνονταν, η ανεργία
αυξάνονταν δημιουργώντας πλεόνασμα εργαζομένων. Το κεφάλαιο χρησιμοποιεί τα
πλεονάζοντα εισοδήματα για «σίγουρα» κέρδη όπως το χρηματιστήριο, οι αγορές
περιουσιακών στοιχείων και ποντάροντας σε χρηματοοικονομικά μέσα. Στην παραγωγή μόνο
οι τεχνολογικές καινοτομίες μπορεί να είναι υποψήφια επένδυση, κάτι που αυξάνει την
ανεργία, παρά καλύπτει θέσεις εργασίας.

Άρα, η αύξηση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης εισοδημάτων και πλούτου στα
χέρια του κεφαλαίου προκαλεί διαιώνιση της εκτεταμένης κατάστασης κερδοφορίας μέσω
της κρίσης που δημιουργεί η ίδια η αναπαραγωγή του. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει
συγκεκριμένες πολιτικές. Οι κεντρικές τράπεζες πάντα θα διασώζουν τις υπόλοιπες τράπεζες
και ποτέ την εργατική τάξη. Το κεφάλαιο για τη δική του συντήρηση διευρύνει τις
εισοδηματικές ανισότητες και τη φτώχεια. Παρά ταύτα, η μακροχρόνια ανισότητα δημιουργεί
αστάθεια στην παραγωγή και την πραγματοποίηση αξίας εφόσον μειώνει την ζήτηση και
φρακάρει την κυκλοφορία του κεφαλαίου. Τέτοιο παράδειγμα είναι οι πολιτικές λιτότητας
που εφαρμόζονται στην ευρωπαϊκή περιφέρεια με κύριο εκφραστή την Ελλάδα, καθώς
μειώνουν την ενεργό ζήτηση και άρα την προϋπόθεση κερδοφόρων ευκαιριών. Η ανισότητα
εισοδήματος και πλούτου είναι κομμάτι της «δημιουργικής καταστροφής» της

- 71 -
καπιταλιστικής μηχανής, καθώς η καταστροφή υπαρχουσών δομών κεφαλαίου εντείνει την
ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και νέων προϊόντων, νέων παραγωγικών διαδικασιών και
τρόπων παραγωγής. Αυτό σε συνδυασμό με την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη σημαίνει
χαμηλότερο κόστος και μεταφορά στους πιο κερδοφόρους χώρους όπου το κεφάλαιο
αναζητεί μακροπρόθεσμη ανάπτυξη με υποτίμηση του χώρου. Αυτό όμως το κάνει επιρρεπές
σε φούσκες και κρίσεις. Με την πίεση της αγοράς οι εταιρίες που η απόδοση κεφαλαίων τους
είναι μικρότερη από την μέση απόδοση οδηγούνται σε αποεπένδυση από κερδοφόρες
παλαιότερες επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την μείωση των μισθών. Έτσι εντείνεται η
ανισότητα, η κοινωνική ανισότητα και η ανισότητα των εισοδημάτων της εργασίας, καθώς η
χρηματιστικοποίηση είδαμε πως συνδράμει σε αποδόσεις επενδεδυμένου πλούτου οι οποίες
είναι μεγαλύτερες από τις αποδόσεις των επενδύσεων στην απασχόληση. Αυτό ωθεί σε
αύξηση των χρηματιστικών συναλλαγών και σε υποτίμηση της παραγωγής. Γι’ αυτό και
επιχειρήσεις σήμερα επενδύουν σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Στο επόμενο κεφάλαιο θα
εξετάσουμε την ανισότητα των εισοδημάτων της εργασίας προκειμένου να δούμε την ένταση
αυτής της προβληματικής.

- 72 -
ΙΙ. Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Εφόσον εξετάσαμε το πώς λειτουργεί ο χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός ως σύνολο


θεσμών, μέσω της εκμετάλλευσης και της ανισότητας, της δομής δηλαδή στην
αναπαραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου, σκοπός είναι τώρα να στραφούμε στην
ανισότητα των εισοδημάτων της εργασίας. Στον 21ο αιώνα παρατηρείται μια πρωτοφανής
αύξηση της ανισότητας, ωστόσο αυτή η τάση έχει να κάνει με την σύνθεση του εργατικού
δυναμικού, τις εργασιακές μεθόδους και τα πρότυπα αύξησης της παραγωγικότητας. Είδαμε
πως η συγκέντρωση του πλούτου προκύπτει ως συσσώρευση στον πλουτισμό των ανώτατων
στρωμάτων της εισοδηματικής κλίμακας. Το μερίδιο εισοδήματος του πλουσιότερου 0,1%
στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο βασίλειο αυξήθηκε δραματικά μετά τη δεκαετία του 1980
προσεγγίζοντας τα επίπεδα των δεκαετιών του 1920 και του 1930. Τα κεφαλαιακά κέρδη,
όπου είναι μια κύρια μορφή του χρηματοπιστωτικού κέρδους κυμάνθηκαν σε πρωτοφανή
επίπεδα. Η αύξηση της ανισότητας, όσο ν’ αφορά το προσωπικό εισόδημα, είναι το πεδίο
τριβής των χρηματοπιστωτικών πρακτικών των αγορών με την κοινωνία.

Η χρηματιστικοποίηση άσκησε τοξική επίδραση στις επιδόσεις των μη χρηματοπιστωτικών


επιχειρήσεων στον τομέα των παραγωγικών επενδύσεων.126 Αυτό το φαινόμενο έχει να κάνει
με το γεγονός πως στην εποχή της χρηματιστικοποίησης η αύξηση της ανισότητας συνδέεται
οργανικά με το εισόδημα παρά με τον πλούτο, από την άποψη ότι οι εργασιακές δεξιότητες
και τεχνολογική καινοτομία δημιούργησαν ισχυρές μεταβολές στις δυνάμεις παραγωγής. Από
τις δεκαετίες 1980-1990 και έπειτα υποστηρίχθηκε ένας βραχύς μετασχηματισμός της
παραγωγής που ευνοούσε την ένταση των δεξιοτήτων. Σε αυτό το κλίμα κινούνταν και τα
«πριμ εξειδίκευσης» που επιδείνωναν την ανισότητα μεταξύ ανειδίκευτου και εξειδικευμένου
προσωπικού. Η τεχνολογία συνέβαλε στην μεγέθυνση αυτής της εργασιακής εξειδίκευσης
καθώς είναι μια βασική αιτία της αυξανόμενης ανισότητας. Με την ανάπτυξη της
χρηματιστικοποίησης στις ώριμες καπιταλιστικές χώρες τη δεκαετία του 2000
δημιουργήθηκε μια αντίθεση μεταξύ των υψηλά εξειδικευμένων και καλοπληρωμένων
εργαζόμενων και των ανειδίκευτων κακοπληρωμένων. Αυτό είχε φυσικά ως αποτέλεσμα την
αποδυνάμωση των μεσαίων εισοδημάτων και την αποδιοργάνωση της μεσαίας τάξης, όπου
με το ξέσπασμα της κρίσης θα συνθλιβόταν. Αν εξετάσουμε γραμμικά τις παραπάνω τάσεις
παρατηρούμε πως ο καπιταλισμός σταδιακά στον 20ο αιώνα όξυνε τις ανισότητες παρότι

126. Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας
εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014, σ. 284.

- 73 -
σημειώθηκαν κάποιες περίοδοι σχετικής άμβλυνσης. Το ζήτημα είναι πως η είσοδος του
κεφαλαίου στον 21ο αιώνα έγινε δυναμικά μέσω της έξαρσης της ανισότητας, της διατήρησης
του πλουτισμού των ισχυρά οικονομικών ελίτ πάντα προς όφελος του χρηματοπιστωτικού
συστήματος. Όπως φαίνεται στα παρακάτω γραφήματα, τα οποία είναι παρμένα από το έργο
του οικονομολόγου Thomas Piketty, στον καπιταλισμό δεν υπάρχει ανάπτυξη ή προοπτική
βελτίωσης της εργατικής τάξης, αλλά κερδοφορία για όσους κατέχουν μεγάλο κεφάλαιο.
Αναλυτικότερα (στα γραφήματα 1 και 2):

Γράφημα 1: Το υψηλότερο μερίδιο εισοδήματος του 0,1% σε Ινδία, Γαλλία, ΗΠΑ και Ηνωμένο
Βασίλειο μεταξύ 1913-2000. [Πηγή: Piketty, Thomas – Atkinson, A.B., Top Incomes A Global
Perspective, Oxford University Press, USA 2010, p. 12.]

Το πρώτο γράφημα δείχνει μια μεγάλη καμπύλη όπου είναι το υψηλότερο μερίδιο του 0.1%
του πληθυσμού σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και ΗΠΑ. Είναι κατά μια έννοια η
αποκατάσταση της ταξικής εξουσίας στο σύγχρονο καπιταλισμό, όπου αυτό το ποσοστό
συσσώρευσης πλούτου παρουσίαζε μια πτωτική τάση και σταδιακά άρχισε μετά το 1978 να
ξανανεβαίνει με ανοδική πορεία μέχρι σήμερα. Τι σημαίνει αυτό; Αντανακλά τις προοπτικές
του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, να συσσωρεύει δηλαδή πλούτο και πόρους
εξουσίας στη μικρότερη και απειροελάχιστη πληθυσμιακά ομάδα των καπιταλιστών

- 74 -
ολιγαρχών. Ιστορικά δηλαδή, το σύστημα εντείνει το ποσοστό συσσώρευσης και μεγέθυνσης
του πλούτου στα χέρια λίγων. Αυτό σημαίνει συνθήκες κοινωνικού «κανιβαλισμού» για την
υπόλοιπη κοινωνία. Επιτυγχάνεται φυσικά μέσω της «απαλλοτριωτικής συσσώρευσης» όπου ο
πλούτος περνάει σε άλλα χέρια από αυτά που τον παράγουν. Η κρίση φυσικά μπορεί να
λογιστεί ως η συνέχεια αυτής της βίαιης υπεξαίρεσης και υφαρπαγής του πλούτου προς
όφελος του κεφαλαίου, μεταφέροντας κέρδος από τους πολλούς στου λίγους, από τους
αδύναμους στους δυνατούς, ουσιαστικά από τους φτωχότερους στους πλουσιότερους. Ο
καπιταλισμός και η λογική του κεφαλαίου είναι ακριβώς αυτή η αύξηση της δύναμης και του
πλούτου του 0,1% του πληθυσμού κάθε χώρας.

Γράφημα 2: Η εισοδηματική ανισότητα: Βόρεια και Νότια Ευρώπη μεταξύ 1910-2010. [Πηγή:
Piketty, Thomas, Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2014, σ. 393.]

Στο δεύτερο γράφημα, αποτυπώνεται η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ βόρειας και νότιας
Ευρώπης κατά τον 20ο αιώνα και της πρώτης δεκαετίας του 21ου μέχρι δηλαδή τις απαρχές τις
κρίσης. Παρατηρούμε πως από το 1980 και έπειτα εντείνεται η ανισότητα και ακολουθείται
μια ανοδική τάση στις χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία. Αριστερά στο γράφημα,
είναι η στήλη με το μερίδιο του ανώτερου εκατοστημόριου στο εθνικό εισόδημα και από
κάτω οι δεκαετίες στις οποίες κινείται αυτός ο δείκτης. Στη Δανία, καθώς και στις άλλες
σκανδιναβικές χώρες, το επίπεδο υψηλών εισοδημάτων κινείται πιο χαμηλά αλλά η άνοδος

- 75 -
είναι παρόμοια καθώς το ανώτερο εκατοστημόριο λάμβανε μόλις πάνω από 5% του εθνικού
εισοδήματος τη δεκαετία του 1980 και προσεγγίζει το 7% μεταξύ 2000 και 2010. Στην
ευρωπαϊκή περιφέρεια, χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία παρουσιάζουν σχετικά τις ίδιες
αναλογίες αλλά φτάνουν στο 7-9%. Τέτοιες άνοδοι σε εθνικά εισοδήματα σημαίνουν όχι
μόνο επίπεδη ανισότητα, αλλά αναδεικνύουν την απουσία αναδιανεμητικών παρεμβάσεων
από πλευράς κράτους. Βλέπουμε πως το κεφάλαιο στη σύγχρονη ιστορία του έχει την τάση
να παράγει ολοένα και υψηλότερα επίπεδα ανισότητας. Όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται
παρακάτω (στο γράφημα 3):

Γράφημα 3: Η εισοδηματική ανισότητα: Ευρώπη και ΗΠΑ μεταξύ 1910-2010. [Πηγή: Piketty,
Thomas, Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2014, σ. 401.]

Η εισοδηματική ανισότητα σε ΗΠΑ και Ευρώπη επιβράδυνε μέχρι το 1960 και μετά το 1970
σημειώνεται μια κατακόρυφη άνοδος του ανώτερου δεκατημορίου στο εθνικό εισόδημα (η
στήλη αριστερά), κάτι που σημαίνει άνοδος των ανισοτήτων. Ο νόμος μεταξύ κεφαλαίου και
εργασίας είναι ορατός. Η σταθερή μείωση του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα
από το 1970 και έπειτα προκλήθηκε λόγο της μείωσης της πολιτικής και οικονομικής
δύναμης της εργασίας καθώς το κεφάλαιο κινητοποιήθηκε μέσω των νέων τεχνολογιών, της
διόγκωσης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών καθώς και της αύξησης της ανεργίας και
των αντιεργατικών πολιτικών δια της νεοφιλελεύθερης στροφής. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική

- 76 -
ώθησε σε «σταθεροποίηση» της φορολογίας, αν όχι στη μείωση, αλλά συνέβαλε στο να
αποδομείται σταδιακά το κοινωνικό κράτος και να τιθασεύονται οι δυνάμεις τις εργασίας.
Όπως διαφαίνεται ότι από το 1980 και έπειτα που παρατηρείται μια έξαρση (σύμφωνα με το
γράφημα 1) της ανισότητας, οι υψηλοί συντελεστές φορολόγησης μειώθηκαν προς τους υπερ-
πλουσίους, τα κεφαλαιακά κέρδη αυξήθηκαν και η ροή του πλούτου αυξήθηκε γραμμικά
προς το υψηλόβαθμο «ένα τοις εκατό» (top one percent). Αυτοί οι συντελεστές διογκώθηκαν
κατά πολύ εν μέσω της σημερινής κρίσης. Η δεκαετία του 1990 σκιαγράφησε την τεράστια
επέκταση της πίστωσης συμπεριλαμβανομένης και της χρηματοδότησης σε αγορές υψηλού
ρίσκου, αλλά φυσικά το ξέσπασμα της κρίσης μετά το σκάσιμο της «φούσκας» (asset bubble)
και την κατάρρευσης της Lehman Brothers, ήταν δεδομένο. Το βασικό συστατικό όμως της
διατήρησης και της νίκης του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι αυτή η συντήρηση της
αυξανόμενης ανισότητας μεταξύ πλούτου και εισοδήματος, του υψηλόβαθμου 1% σε σχέση
με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξετάσουμε την ανισότητα της
ιδιοκτησίας του κεφαλαίου αλλά και το πως συντελεί σήμερα στην παγκόσμια ανισότητα, τη
στιγμή που η παραγωγική βάση της κοινωνίας επωμίζεται τα βάρη αυτών που παράγουν
κρίση, αυτών που παράγουν ανισότητα, εν ολίγοις των σύγχρονων κατόχων του μεγάλου
κεφαλαίου.

- 77 -
ΙΙΙ. Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Όπως αναλύσαμε, η κρίση του καπιταλισμού στον 21ο αιώνα δομείται πάνω στην επίπεδη
αύξηση της ανισότητας, την ένταση της εκμετάλλευσης στην διαδικασία παραγωγής και
αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη μορφή αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα χρηματοπιστωτικά
κέρδη, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και τον χρηματοοικονομικό κύκλο που
βρίσκεται στην καρδιά της διαδικασίας ανάπτυξης του κεφαλαίου. Οι νεοφιλελεύθερες
πολιτικές οδήγησαν σε μια αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, όπως έγινε ορατό κατά την
δεκαετία του 1960, ωστόσο η εποχή της μεγάλης άνθησης των δεκαετιών του 1960-1970 δεν
ήταν τίποτα άλλο παρά ο οιωνός και ο ηθικός στυλοβάτης των επερχόμενων κρίσεων που
κατευθυνόταν μέσα από χρηματοοικονομικές φούσκες και την οικονομία της πίστωσης. Η
κρίση του 2008-2009 όμως έδειξε απροκάλυπτα την βαθύτερη αδυναμία της συσσώρευσης
κεφαλαίου στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της δύσης.

Στρεφόμενοι ξανά στη διαδικασία κριτικής της σημερινής προοπτικής της κρίσης, εξετάσαμε
πως η οικονομική ανισότητα επιστρέφει στα επίπεδα των αρχών του 20 ου και κοντά στον 19ου
αιώνα. Όταν το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου (rate of capital return) - (r) παραμένει
κατά πολύ υψηλότερο από τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης (rate of economic growth) - (g)
για μια σημαντική περίοδο, τότε ο κίνδυνος απόκλισης στην κατανομή του πλούτου γίνεται
ακόμη μεγαλύτερος. 127 Αυτή είναι η προκείμενη και η αφετηρία του Piketty για την δομή των
ανισοτήτων. Ο Piketty δεν αντλεί φυσικά ούτε από τον Μαρξ και τη μαρξική πολιτική
οικονομία, ούτε έχει αναφορές στο σύγχρονο ριζοσπαστικό μαρξισμό του Harvey. 128
Αντίθετα, βλέπει το χρηματοπιστωτικό σύστημα από το εσωτερικό του και κατά βάση το
αποδέχεται. Εντούτοις, με τα οικονομικά στοιχεία που προκύπτουν από την ποιοτική έρευνα

127. Ο Piketty κάνει λόγο για τη βασική δύναμη απόκλισης: r > g ως θεμελιώδη νόμο ανισότητας,
όπου το r δείχνει το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου (δηλαδή πόσο αποδίδει κατά μέσο όρο το
κεφάλαιο στη διάρκεια ενός έτους με τη μορφή κερδών, μερισμάτων, τόκων, μισθωμάτων και άλλων
κεφαλαιακών εισοδημάτων ως ποσοστό της αξίας του) και το g δείχνει το ρυθμό μεγέθυνσης (δηλαδή
την ετήσια αύξηση εισοδήματος και της παραγωγής). Όταν το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου r
υπερβαίνει κατά πολύ το ρυθμό μεγέθυνσης g, συνεπάγεται r > g άρα πως οι περιουσίες που προήλθαν
από το παρελθόν ανακεφαλαιοποιούνται ταχύτερα από το ρυθμό ανόδου της παραγωγής και των
εισοδημάτων. Έτσι οι κληρονόμοι αποταμιεύοντας ένα μικρό μέρος από τα εισοδήματα του κεφαλαίου
τους, το κεφάλαιο αυτό αυξάνεται ταχύτερα από την οικονομία στο σύνολο της. Να σημειώσω πως δεν
θα εξετάσουμε ωστόσο τη ρίζα της θεωρητικής και οικονομικής προκείμενης του Piketty, αν στέκει ως
επιχείρημα δηλαδή, κάτι που απαιτεί μια οικονομική ανάλυση, αλλά θα αναδείξουμε τα στοιχεία της
μελέτης του ως στοιχεία δυναμικής του κεφαλαίου στον 21ο αιώνα. Σχετικά βλ. Piketty, Thomas, Το
κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2014, σσ. 44-47, 295-531.
128. Για μια κριτική του David Harvey σχετικά με το «Κεφάλαιο» του Piketty, βλ. Harvey, David,
«Afterthoughts on Piketty’s Capital», in «Reading Marx’s Capital With David Harvey»,
http://davidharvey.org/2014/05/afterthoughts-pikettys-capital/, 17 May 2014.

- 78 -
του Piketty, αποδεικνύεται η σημαντική όξυνση των ανισοτήτων και η προβληματική του
παγκόσμιου πλούτου, καθώς αυτοί που κατέχουν το κεφάλαιο, είναι αυτοί που γίνονται
πλουσιότεροι και που η κρίση λειτουργεί προς όφελος τους στη συσσώρευση περισσότερου
κέρδους. Όπως παρατηρούμε παρακάτω (στο γράφημα 4):

Γράφημα 4: Μερίδιο κληρονομημένων περιουσιών στη συνολική περιούσια, Γαλλία 1950-2100.


Σημείωση: Οι συνολικές περιουσίες αντιπροσωπεύουν το 89-90% της συνολικής περιουσίας της
Γαλλίας στον 19ο αιώνα. Το μερίδιο αυτό πέφτει σε 40-50% κατά τον 20ο αιώνα και ενδέχεται να
ανέβει πάλι προς 80-90% τον 21ο αιώνα. [Πηγή: Piketty, Thomas, Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, Πόλις,
Αθήνα 2014, σ. 496.]

Η δυναμική που προκύπτει πέραν από τρομαχτική, είναι χαρακτηριστική της λειτουργίας του
καπιταλισμού. Στο παραπάνω γράφημα αποτυπώνεται το ποσοστό του πλούτου που
κληρονομείται στη Γαλλία (ανάλογα είναι τα ποσοστά και σε χώρες της Ευρώπης όπως η
Ελλάδα). Υπήρξε μια κάμψη, μια πτωτική τάση από τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και το
1970, αλλά από εκεί και ύστερα, από τις απαρχές των δεκαετιών της χρημαστιστικοποίησης
το ποσοστό εκτοξεύτηκε στα ύψη και δυστυχώς θα συνεχίσει να ανεβαίνει δραματικά. Αυτό
σημαίνει πως οι κατέχοντες πλούτο και κεφάλαιο αυξάνουν εν πολλοίς τα κέρδη τους ξανά
μέσω της κληρονομίας κάτι που ουσιαστικά αναδεικνύει πως η ισχύ της εργασίας βρίσκεται
σε πτωτική τάση εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια. Το 2018 αυτή η προοπτική αναμοχλεύει
το πρόβλημα της λειτουργίας του καπιταλισμού και κάνει πλέον ορατές όλες τις δομικές

- 79 -
αντιφάσεις της λογικής του κεφαλαίου, τη συσσώρευση, το κέρδος και την ανισότητα. Αυτά
είναι τα ουσιαστικά κίνητρα που λιπαίνουν και ανεφοδιάζουν την «μηχανή» του συστήματος.

Εδώ βρίσκεται και το σημαίνον της σημερινής αντιφατικής προοπτικής. Σήμερα δεν μπορεί
κάποιος να πλουτίσει από την εργασία του, θα είναι εργάτης ή κάτοχος κεφαλαίου, επειδή
γεννήθηκε εργάτης ή κάτοχος κεφαλαίου. Η κρίση εξωθεί στα άκρα αυτό τον δομικό
σχηματισμό, χωρίζοντας σε κατέχοντες και μη κατέχοντες τους ανθρώπους, όχι μόνο στις
χώρες που κάποτε αποκαλούσαμε χώρες του τρίτου κόσμου, αλλά και σε χώρες της δύσης,
τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Είναι προφανές πως ο καπιταλισμός στον 21 ο αιώνα παράγει την
φτώχεια, παράγει την ανισότητα για την μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού, ενώ δημιουργεί
ευμάρεια για ένα μικρό ποσοστό καπιταλιστικών ολιγαρχιών και οικογενειακών δυναστειών
της τάξης του 0,1%. Η ταξική δομή γίνεται ολοένα και σκληρότερη, καθώς κάποιος είναι
φτωχός επειδή είναι εργάτης, είναι πλούσιος επειδή είναι κληρονομημένος κεφαλαιοκράτης.
Στις αρχές αλλά κυρίως απ’ τα μέσα του 20ου αιώνα υπήρξε άνοδος στην Ευρώπη και τις
ΗΠΑ αυτού που αποκαλείται πατρογονική μεσαία τάξη, όπου τα τέκνα τέτοιων οικογενειών
θεωρούσαν δεδομένη την κοινωνική τους ταυτότητα, στο κομμάτι της ταξικής
διαστρωμάτωσης. Σήμερα, ένας από τους πρώτους στόχους της οικονομικής κρίσης ως
διαδικασία υφαρπαγής ήταν η διάλυση αυτών των μεσαίων στρωμάτων. Γι’ αυτό και έχει
τεθεί ένα τεράστιο «τείχος» όπου η εργατική τάξη καλείται σήμερα να γκρεμίσει
προκειμένου να μην χάσει τα πολιτικά και κοινωνικά ερείσματα που με μάχες αιώνων έχουν
κατοχυρωθεί. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς φτώχεια, δεν μπορεί να
δώσει στο μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ούτε ευμάρεια, ούτε να διασφαλίσει
αξιοπρεπή συνθήκες διαβίωσης. Η φτώχεια και η ανισότητα δεν οφείλονται όμως στα μέσα
της εποχής και τις ελλείψεις που κατέχει συνολικά η ανθρωπότητα, όπως για παράδειγμα
συνέβαινε τον 19ο αιώνα. Τον 19ο αιώνα η ανθρωπότητα δεν διέθετε την κατάλληλη
τεχνολογία, τη απαιτούμενη γνώση παραγωγής και στερούνταν υποδομών, κεφαλαίου και
ανθρώπινου δυναμικού. Στον 21ο αιώνα αυτά τα ζητήματα έχουν λυθεί, πρακτικά όμως το
πρόβλημα όχι απλώς παραμένει, αλλά διογκώνεται. Το πρόβλημα είναι η ίδια η
αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα, εκκινώντας από τη
σημερινή οικονομική κρίση, παρουσιάζονται δύο φορές όπως χαρακτηριστικά λέει ο Μαρξ,
«την μία φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα».129

Αυτή είναι και η λεγόμενη θεωρία, ή καλύτερα ο μύθος της ανάπτυξης, το ηθικό επικάλυμμα
του νεοφιλελευθερισμού, που προτάσσει σήμερα πως η κρίση είναι κάτι παροδικό και ότι
μέσα από την απελευθέρωση της αγοράς και την αυτοθεραπευτική ικανότητα του
χρηματοπιστωτικού συστήματος θα επέλθει ξανά η ανοδική πορεία στις οικονομίες της

129. Μαρξ, Καρλ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2005, σ. 15.

- 80 -
καπιταλιστικής περιφέρειας. Το πρόβλημα δηλαδή θα λυθεί οικοδομώντας εξωστρεφείς
επιχειρήσεις, με αναδιάρθρωση της βιομηχανίας και τη δημιουργία επενδύσεων. Το
πρόβλημα όμως στον καπιταλισμό του 21ου αιώνα όπως εξετάσαμε, δεν είναι η απουσία
πιθανών τρόπων επένδυσης. Είναι το μέγεθος της κερδοφορίας αυτών των επενδύσεων. 130
Αυτό που προσπάθησε εξάλλου αυτή η μελέτη είναι να αναδείξει το πρόβλημα, τη
καπιταλιστική κρίση που προκύπτει από τις αντιφάσεις και την εσωτερική «λογική» του
κεφαλαίου. Υπό αυτό το πρίσμα, σήμερα διαφαίνεται πως οι οικονομικοί πόροι, όχι απλώς
δεν αξιοποιούνται όπως θα έπρεπε, σε καμία περίπτωση προς μια λογική της αποανάπτυξης,
αλλά αντίθετα συντελείται μια εντατικοποιημένη καταστροφή της φύσης και του ανθρώπου
μέσα από μια αλλοτριωτική διαδικασία βάναυσης υφαρπαγής προς όφελος του
χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό που προκύπτει ως αδιάψευστο στοιχείο, είναι πως ο
καπιταλισμός πλέον αντιστρατεύεται όχι μόνο την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών
αλλά την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας στο σύνολο της. Αν θα συνεχιστεί αυτή η
«πρακτική της καταστροφής» η οποία συνεπάγεται την κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην
εργασία και την καθημερινή ζωή, δεν είναι ένα αναπάντητο ερώτημα φιλοσοφικού
περιεχομένου, αλλά ένα ουσιώδες ριζοσπαστικό αίτημα στη θέαση της ίδιας της ζωής όχι ως
επιβίωση, αλλά ως συλλογική διαδικασία χειραφέτησης.

130. Harman, Chris, Καπιταλισμός Ζόμπι. Η Παγκόσμια Καπιταλιστική Κρίση και η επικαιρότητα του
Μαρξ, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2009, σ. 416.

- 81 -
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στον 21ο αιώνα οι αντιφάσεις του καπιταλισμού έχουν πια γίνει φανερές, και οι συνθήκες
διατήρησης του επιτάσσουν μια αδιάκοπη και βάναυση επιβολή εντονότερης εκμετάλλευσης
από κάθε άλλη περίοδο στην ιστορία του. Η ουσία του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης
είναι η διαφύλαξη της λογικής του κεφαλαίου, η συσσώρευση, το κέρδος, η εκμετάλλευση
και η ανισότητα. Η μαρξική θεωρία της συσσώρευσης του κεφαλαίου, των οικονομικών
κρίσεων και της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης αντανακλούν αυτές ακριβώς τις αντιφατικές
προοπτικές που προκύπτουν από την δυναμική της σύγχρονης κοινωνίας. Αποδείξαμε και
αναλύσαμε εκτενώς τον τρόπο όπου οι κυκλικές οικονομικές κρίσεις δομούνται ως εγγενές
στοιχείο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και κάθε φορά που εμφανίζονται
εξυπηρετούν μια εκ των έσω αναπροσαρμογή του χρηματοπιστωτικού συστήματος με
σκληρότερο πρόσωπο. Υπό αυτό το πρίσμα, ο ριζοσπαστικός μαρξισμός έχει ήδη δώσει
απαντήσεις για το μέλλον της εργατικής τάξης μέσα στον χρηματιστικοποιημένο
καπιταλισμό, η ακριβέστερα για το μέλλον της κοινωνίας εν γένει. Ως τρόπος σκέψης και ως
τρόπος δράσης είναι επαναστατικός, διότι ως πραγματική επιστήμη θέτει νομοτελειακά την
λογική της ανεπηρέαστης αντικειμενικά έρευνας που ταυτίζεται με τις βαθύτερες ανάγκες
και προοπτικές της ανθρωπότητας. Η οικονομική ανάλυση του Μαρξ, η πολιτισμική και
ηθική κριτική του Harvey ακόμα και η στατιστική αποτύπωση του Piketty δείχνουν πως ο
καπιταλισμός από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει στα βασικά του σημεία.
Αντίθετα, σχηματοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες στις δικές του ανάγκες. Έτσι, το χάσμα
μεγαλώνει και η κοινωνική αποσάθρωση εντείνεται στο επίπεδο της ανάγκης για επιβίωση
της αγοράς και του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Αυτό που εκλείπει σήμερα δεν είναι η τεχνολογική γνώση, η οποία είναι χρήσιμη και
απαραίτητη, ούτε η λύση βρίσκεται στην ανάπτυξη. Αντίθετα, αυτό που αναδείξαμε είναι πως
ο όγκος του προβλήματος υπό την έννοια της μη στερεής βάσης στην οποία στηρίζεται η
ανάπτυξη του κεφαλαίου, είναι κατά βάση η συστημική καταστροφή, είναι η όροι και οι
προϋποθέσεις της επιβίωσης του κεφαλαίου. Ξεκινώντας αυτή τη μελέτη θέσαμε το ερώτημα
σε σχέση με το αν η καπιταλιστική κρίση προκύπτει από τις αντιφάσεις και την εσωτερική
«λογική» του κεφαλαίου. Λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση για τη συσσώρευση του
κεφαλαίου, την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη και την παραγωγή της χωρική οικονομίας, το
ρόλο και τη δομή των οικονομικών κρίσεων στον χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό καθώς
και τη δομή των ανισοτήτων, η απάντηση δεν είναι απλά μονολεκτική και στατική. Η

- 82 -
απάντηση δεν μπορεί να λογιστεί σε κάτι λιγότερο από την αποτίμηση των σταθερών της
κυκλοφορίας του κεφαλαίου, όπου οδηγούν στην αέναη με κάθε κόστος ανάπτυξη του
καπιταλισμού μέσα από μια διαδικασία υφαρπαγής και εντατικοποιημένης καταστροφής.
Υπό αυτή την έννοια, αποτυπώνοντας τη διαλεκτική του κεφαλαίου αναδείχτηκε, όχι μόνο η
μεθοδολογική ανάλυση του προβλήματος, το πώς συμβαίνει η κρίση, αλλά η αιτιακή
αλληλεπίδραση των πολλαπλών επιπέδων του στη διαδικασία κίνησης, το γιατί συμβαίνει,
ποιες σταθερές και αντιφάσεις την κινούν τη διαδικασία και πως επηρεάζει αυτό το
συλλογικό υποκείμενο. Δηλαδή, το πως και γιατί αντιφάσεις και η εσωτερική λογική του
κεφαλαίου δημιουργούν κρίση και εντέλει διαμορφώνουν την ίδια την κοινωνία.

Στο πρώτο κεφάλαιο, εξετάζοντας αναλυτικά τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου


όπως αποτυπώνεται στο Κεφάλαιο του Μαρξ, αναλύθηκαν η μετατροπή της υπεραξίας σε
κεφάλαιο, ο γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, και η λεγόμενη πρωταρχική
συσσώρευση ως τα μεθοδολογικά εργαλεία κατανόησης της ροής και της κίνησης του
κεφαλαίου στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Σε αυτό το πρίσμα και παραθέτοντας
σύγχρονα στοιχεία και έννοιες, προκειμένου να δούμε πως λειτουργεί το χρηματοπιστωτικό
σύστημα σήμερα, εξετάσαμε την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη και την παραγωγή του χώρου
μέσω της γεωγραφικής κινητικότητας του κεφαλαίου, της απαλλοτριωτικής συσσώρευσης ή
της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους όπως αναλύει ο David Harvey και
στη συνέχεια των λόγο και τον ρόλο του σχηματισμού των κρίσεων. Αυτό φυσικά εκτός από
το θεωρητικό υπόστρωμα της μετέπειτα ανάλυσης της κρίσης, ήταν και το πρακτικό
εννοιολογικό μοτίβο ανάλυσης της κρίσης στον χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό. Στην
ανάλυση της κρίσης, ως κρίση της περιφέρειας και μέσα από την εξέταση του της πτωτικής
τάσης του ποσοστού κέρδους, της θεωρίας της χρηματιστικοποίησης και χρηματοπιστωτικού
κέρδους εξήχθησαν συμπεράσματα σχετικά με τη λειτουργία του κεφαλαίου ως συναρτώμενο
δομικό συστατικό του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας.
Τέλος εξετάσαμε τη δομή των ανισοτήτων ως φυσικό επόμενο της κρίσης δια της αύξησης
των ποσοστών εκμετάλλευσης και ανισότητας όπως αποτυπώνονται από τις μελέτες του
Thomas Piketty. Μέσα από την ανισότητα των εισοδημάτων και πλούτου, των εισοδημάτων
της εργασίας και της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου κατέστη σαφές πως επίκεντρο κάθε κρίσης
ήταν και είναι η ισχύ της εργασίας των καπιταλιστικών κέντρων, κάτι που σημαίνει επιβολή
μιας στρατηγικής της έντασης μέσω της υφαρπαγής και της βίαιης καταστροφής για
οτιδήποτε στέκει εμπόδιο στην κερδοφορία του κεφαλαίου, είτε είναι ένας φυσικός χώρος,
είτε ένα κράτος, ένα κεφάλαιο, μια κοινωνία, είτε είναι ολόκληρη η βάση της παραγωγικής
διαδικασίας, η εργατική τάξη.

Αυτό που γίνεται φανερό σήμερα, είναι πως δεν υπάρχει δυνατότητα συμβίωσης
καπιταλισμού και δημοκρατίας στο πλαίσιο της ανάπτυξης του κεφαλαίου, κοινωνική

- 83 -
ευμάρεια και κεφάλαιο είναι δυο έννοιες αντίθετες. Αν σκεφτεί κανείς πως οι ψευδεπίγραφες
εκφάνσεις της ταξικής συνεργασίας, όπου θα συναρμόζονται τα συμφέροντα των
καπιταλιστών και εργατικής τάξης, δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τα στοιχεία και τα
ποσοστά αύξησης της φτώχειας, της ανισότητας, και της κατακόρυφης πτώσης του βιοτικού
επιπέδου στην εποχή της κρίσης, όπου αυτή η μελέτη εστιάζει. Οι κρίσεις αποδείξαμε πως
είναι οι παράλογοι εκλογικευτές ενός παράλογου συστήματος. 131 Η σημερινή κρίση είναι μια
επιστροφή σε μια κατάσταση πολέμου, στην ίδια δηλαδή την ουσία και την αέναη λογική του
κεφαλαίου. Το κεφάλαιο όταν δεν έχει τη δυνατότητα να πραγματώσει κέρδη, καταστρέφει
περιοχές και μετά τις ξαναστήνει, υφαρπάζει πλούτο, εκμεταλλεύεται πόρους και οικοδομεί
τη συναίνεση μέσω του βίαιου εξαναγκασμού. Η σύγχρονη μαρξιστική θεωρία όπου αυτή η
μελέτη επεξεργάζεται προσπάθησε να αναδείξει τα εργαλεία για την κατανόηση και την
ανάγκη της κοινωνικής αλλαγής, όσο και να προσφέρει σκέψεις για την επερχόμενη τύχη και
μοίρα των σύγχρονων κοινωνιών. Υπό αυτή την έννοια, μήπως ο μαρξισμός είναι ανάγκη να
έρθει ξανά στο προσκήνιο της πολιτικής συζήτησης ως εργαλείο για δράση εφόσον οι
συνθήκες που τον γέννησαν εξακολουθούν να υπάρχουν;

131. Harvey, David, Το αίνιγμα του Κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού, Καστανιώτη, Αθήνα
2011, σ. 212.

- 84 -
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ

Επιλογή βιβλιογραφίας

Althusser, Louis – Balibar, Étienne – Establet, Roger – Macherey, Pierre – Rancière,


Jacques, (Συλλογικό), Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
2003.

Althusser Louis, Για τον Μαρξ, Γράμματα, Αθήνα 1978.

Arrighi, Giovanni, The Long Twentieth Century: Money, Power, and the Origins of Our
Times, Verso, London – New York 1994.

Caffentzis, George, Η Εργασία, η Ενέργεια, η Κρίση και το Τέλος του Κόσμου:


Σκέψεις για την Εργασία, την Τεχνολογία και την Καπιταλιστική Κρίση (1980-
2000), Αρχείο 71, Αθήνα 2012.

Callinicos, Alex, Οι επαναστατικές ιδέες του Καρλ Μαρξ, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο,


Αθήνα 2011.

Callinicos, Alex, Η αποκρυπτογράφηση του Κεφαλαίου. Το Κεφάλαιο του Μαρξ και η πορεία
του, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2016.

Catephores, George, An Introduction to Marx Economics, Macmillan Education,


London 1989.

Clarke, Simon, Marx’s Theory of Crisis, St. Martin’s Press, New York 1994.

Clarke, Simon, «Η Μαρξιστική Θεωρία της Υπερσυσσώρευσης και της Κρίσης», Ουτοπία:
διμηνιαία έκδοση θεωρίας και πολιτισμού, 05 (1993), σσ. 53-74.

Cohen, Gerald Allan, Self-ownership, freedom and equality, Cambridge University Press,
1995.

Connolly, Bernard, The Rotten Heart of Europe. The Dirty War for Europe’s Money, Faber
and Faber, London – Boston 1995.

De Angelis, Massimo, Κοινά, περιφράξεις και κρίσεις, Εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη
2013.

Dodd, Nigel, The social life of money, Princeton University Press, Princeton – Oxford 2014.

Eagleton, Terry, Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο, Πατάκη, Αθήνα 2011.

Foley, Dunkan K., Understanding Capital: Marx’s Economic Theory, Harvard University
Press, 1986.

- 85 -
Federici, Silvia, Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα. Γυναίκες, Σώμα και Πρωταρχική Συσσώρευση,
Εκδόσεις των ξένων, Θεσσαλονίκη 2014.

Flassbeck, Heiner – Lapavitsas, Costas, Against The Troika. Crisis And Austerity In The
Eurozone, foreword Oskar Lafontaine, preface Paul Mason, afterword Alberto
Garzon Espinosa, Verso, London – New York 2015.

Graeber, David, Χρέος: Τα πρώτα 5.000 χρόνια, Στάση Εκπίπτοντες, Αθήνα 2013.

Harman, Chris, Η οικονομία του τρελοκομείου. Καπιταλισμός και αγορά σήμερα, Μαρξιστικό
βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2002.

Harman, Chris, Καπιταλισμός Ζόμπι. Η Παγκόσμια Καπιταλιστική Κρίση και η επικαιρότητα


του Μαρξ, Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2009.

Harvey, David, A Companion to Marx’s Capital, Verso, London – New York 2010.

Harvey David, «Exploring the logic of capital», Socialist Review, 335 (2008).

Harvey, David, «Afterthoughts on Piketty’s Capital», in «Reading Marx’s Capital With David
Harvey», http://davidharvey.org/2014/05/afterthoughts-pikettys-capital/, 17 May
2014.

Harvey, David, The Limits to Capital, Verso, London – New York 2007.

Harvey, David, «There is no way you can change the world without changing your ideas!»,
Interview in «LEFTEAST», http://www.criticatac.ro/lefteast/david-harvey-interview-
2016/, 13 December 2016.

Harvey, David, Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, Μεταίχμιο,


Αθήνα 2015.

Harvey, David, Νεοφιλελευθερισμός. Ιστορία και παρόν, Καστανιώτη, Αθήνα 2007.

Harvey, David, Ο νέος Ιμπεριαλισμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2006.

Harvey, David, Το αίνιγμα του Κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού, Καστανιώτη,
Αθήνα 2011.

Hilferding, Rudolf, Χρηματιστικό Κεφάλαιο, Γκοβόστης, Αθήνα 1982.

Hudson, Michael, The Bubble and Beyond. Fictitious Capital, Debt Deflation and Global
Crisis, ISLET, Dresden 2012.

Hudson, Michael, Killing the Host: How Financial Parasites and Debt Bondage Destroy the
Global Economy, Counterpunch Books, Petrolia – California 2015.

Krippner, Greta R., Capitalizing on Crisis: The Political Origins of the Rise of Finance,
Harvard University Press, Cambridge – Massachusetts – London 2011.

Lapavitsas, Costas, Crisis in the Eurozone, with A. Kaltenbrunner, G. Lambrinidis, D. Lindo,


J. Meadway, J. Michell, J.P. Painceira, J. Powell, E. Pires, A. Stenfors, N. Teles, and
L. Vatikiotis, Verso, London – New York 2012, pp. 1-243.

- 86 -
Lapavitsas, Costas, «Financialised capitalism: Crisis and Financial Expropriations»,
Historical Materialism Book Series, 17 (2009), pp. 114-148.

Lapavitsas, Costas, «Financialised capitalism: direct exploitation and periodic bubbles»,


Department of Economics, School of Oriental and African Studies (SOAS),
University of London, May 2008.

Lapavitsas, Costas, «Financialisation in Crisis», Historical Materialism Book Series, 32


(2012), pp. 1-260.

Lapavitsas, Costas, «Discusses the Financialization of Capitalism», Interview in «Truthout»,


https://truthout.org/articles/costas-lapavitsas-discusses-the-financialization-of-
capitalism/, 26 January 2014.

Lapavitsas, Costas, «The Political Economy of Central Banks: Agents of Stability of Source
of Instability?», International Papers in Political Economy, 1997, pp. 1-52.

Lefebvre, Henri, The Survival of Capitalism: Reproduction of the Relations of Production,


St. Martin’s Press, New York 1976.

Luxemburg, Rosa, The Accumulation of Capital, Routledge Classics, London – New York
2003.

Meszaros, Istvan, «Ιμπεριαλισμός και δομική κρίση του κεφαλαίου», Ουτοπία: διμηνιαία
έκδοση θεωρίας και πολιτισμού, 62 (2004), σσ. 87-98.

Mirowski, Phillip, Never Get A Serious Crisis Go To Waste. How Neoliberalism Survived at
the Financial Meltdown, Verso Books, London 2013.

Piketty, Thomas, Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2014.

Piketty, Thomas, The Economics of Inequality, The Belknap Press of Harvard University
Press, Cambridge – Massachusetts – London 2015.

Piketty, Thomas – Atkinson, A.B., Top Incomes A Global Perspective, Oxford University
Press, USA 2010.

Piketty, Thomas, Why Save the Bankers? And Other Essays on Our Economic and Political
Crisis, Houghton Mifflin Harcourt, Boston – New York 2016.

Rubin, Isaak Illich, Μελέτες για τη θεωρία του χρήματος στον Μαρξ, Εκτός Γραμμής, Αθήνα
2015.

Shaikh, Anwar, Capitalism. Competition, Conflict, Crises, Oxford University Press, New
York 2016.

Shaikh, Anwar, Ricardo, Marx, Sraffa: The Langston Memorial Volume, Verso, London
1984.

Streeck, Wolfgang, Buying Time: The Delayed Crisis of Democratic Capitalism, Verso,
London – New York 2017.

- 87 -
Sweezy, Paul, The Theory of Capitalist Development. Principles of Marxian Political
Economy, Monthly Review Press, London 1970.

Toporowski, Jan, Why the World Economy Needs a Financial Crash and Other Critical
Essays on Finance and Financial Economics, Anthem Press, London – New
York – Delhi 2010.

Toussaint, Eric, Your Money or Your Life! The Tyranny of the Global Finance, Pluto Press,
London 1999.

Toussaint, Eric, Το δημόσιο χρέος. Η ιστορία και η σημασία του στη σημερινή κρίση,
Redmarks, Αθήνα 2017.

Wallerstein, Immanuel, Ιστορικός Καπιταλισμός, Θεμέλιο, Αθήνα 1987.

Λαπαβίτσας, Κώστας, Η ευρωζώνη ανάμεσα στη λιτότητα και την αθέτηση πληρωμών,
Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2010.

Λαπαβίτσας, Κώστας, «Η Τραπεζική Σχολή και η οικονομική σκέψη του Karl Marx», Θέσεις
– Τριμηνιαία Επιθεώρηση, 56 (1996).

Λαπαβίτσας, Κώστας, Κέρδος χωρίς παραγωγή. Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας


εκμεταλλεύεται όλους, Τόπος, Αθήνα 2014.

Λαπαβίτσας, Κώστας – Ίτο, Μακότο, Πολιτική οικονομία του χρήματος και του
χρηματοπιστωτικού συστήματος, Πολύτροπον, Αθήνα 2004.

Λένιν, Βλαντιμίρ, Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Σύγχρονη Εποχή


Αθήνα 2013.

Μαρξ, Καρλ, Grundrisse, Α/Συνέχεια, Αθήνα 2009.

Μαρξ, Καρλ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, (3 τόμοι), Στοχαστής,
Αθήνα 1992.

Μαρξ, Καρλ, Θεωρίες για την Υπεραξία, Μέρος Πρώτο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984.

Μαρξ, Καρλ, Θεωρίες για την Υπεραξία, Μέρος Δεύτερο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982.

Μαρξ, Καρλ, Θεωρίες για την Υπεραξία, Μέρος Τρίτο, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008.

Μαρξ, Καρλ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013.

Μαρξ, Καρλ, Μισθός, Τιμή και Κέρδος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003.

Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα 2012.

Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Δεύτερος, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα 1979.

Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Τρίτος, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα 1978.

- 88 -
Μαρξ, Καρλ - Ένγκελς, Φρίντριχ, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, μετφρ.
Γιώργος Κόττης, εισ. Eric Hobsbawm, Θεμέλιο, Αθήνα 2004.

Μαυρουδέας, Σταύρος, «Η χρηματιστικοποίηση, η μετατροπή της εργασίας σε κεφάλαιο και


η ελληνική περίπτωση» Τετράδια Μαρξισμού – Περιοδική, θεωρητική και πολιτική
επιθεώρηση, 01 (2016), σσ.187-206.

Μηλιός, Γιάννης – Δημούλης, Δημήτρης – Οικονομάκης, Γιώργος, Η θεωρία του Μαρξ για
τον καπιταλισμό: Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης, Νήσος, Αθήνα 2005.

Μηλιός, Γιάννης – Ιωακειμόγλου, Ηλίας, «Η έννοια της κρίσης υπερσυσσώρευσης στο


«Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ», Θέσεις – Τριμηνιαία Επιθεώρηση, 36 (1991).

Μηλιός, Γιάννης – Οικονομάκης, Γιώργος – Λαπατσιώρας Σπύρος, Εισαγωγή στην


οικονομική ανάλυση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.

Μηλιός, Γιάννης – Σωτηρόπουλος, Δημήτρης, Ιμπεριαλισμός, Χρηματοπιστωτικές αγορές,


Κρίση, Νήσος, Αθήνα 2011.

- 89 -

You might also like