Professional Documents
Culture Documents
Ana María Matute-Οι μαγαζάτορες
Ana María Matute-Οι μαγαζάτορες
html
Ο θαλασσινός αέρας σήκωνε μια ασπριδερή σκόνη μέχρι το πλάτωμα, όπου υψώνονταν τα
καλύβια. Στα δεξιά βρίσκονταν το βουνό με τα βράχια και στα αριστερά ξεκινούσε η
κατοικημένη περιοχή με τα πρώτα φανάρια του γκαζιού και τους φράχτες των οικοπέδων.
Έπειτα τα σκοτεινά σοκάκια, με τις γλιστερές, υγρές πέτρες, οι ταβέρνες, τα ουζερί που
τηγανίζανε μαρίδες, τα μαγαζιά που πουλούσαν φαγητό. Εκεί άρχιζε η γειτονιά των
ναυτικών, με το ξωκλήσι του Σαν Μιγέλ και του Σαν Πέδρο. Μετά η θάλασσα. Από τα
καλύβια, τα πρωινά με διαύγεια, ακουγότανε, μερικές φορές η καμπάνα της εκκλησίας.
Το μπακάλικο φύτρωνε ακριβώς στο κέντρο εκείνου του κόσμου. Στη μέση του δρόμου με
τις καλύβες και τα πρώτα σπίτια των ψαράδων. Ήταν ένα μαγαζί, όχι πολύ μεγάλο, αλλά
φορτωμένο. Αλλαντικά, κονσέρβες, κεριά, σαπούνι, κουτιά με μπισκότα, τυρί, βούτυρο,
σφουγγαρόπανα, σκούπες… Όλα βαλμένα στη σειρά, σε ράφια ή πυραμιδωτά, μπροστά
στον ξύλινο πάγκο, που λαμποκοπούσε από το τρίψιμο. Πίσω από τον πάγκο, βρισκόταν η
πόρτα της κατοικίας του Ιεζεκιήλ, της Μαριάννας, της γυναίκας του και του παραγιού.
Τον παραγιό, τον έφεραν από το χωριό της Μαριάννας, όταν απελπίστηκαν ότι δεν θα
αποκτήσουν δικά τους παιδιά. Τον λέγανε Διονύση κι ήταν γιος μια φτωχής χήρας,
κουνιάδας, ή οποία είχε ακόμα τέσσερα παιδιά μικρότερα. Η μάνα συμφώνησε από την
πρώτη στιγμή για την υιοθεσία και τώρα, μερικές φορές, του έγραφε σύντομα γράμματα,
λέξεις στενές, παράξενα χωρισμένες προτάσεις, του μιλούσε για το περιβόλι, για τα
αδέλφια του, για τις πολλές συμφορές της ζωής. Έξη χρόνων ήταν ο Διονύσης, όταν άφησε
το χωριό κι άλλα έξη τα πέρασε, σαν παραγιός του Ιεζεκιήλ και της Μαριάννας. Για την
μάνα του είχε μια ιδέα θολή και λυπημένη, για το χωριό του, η θύμηση από τα σπίτια με τις
βεράντες τους, την πλατεία, το περιβόλι την άνοιξη, την αψιά και όμορφη μυρωδιά της
βρεγμένης γης. Αντίθετα τώρα, είχε μάθει καλά πως μυρίζει το πιπέρι, το ζαμπόν, και τα
διάφορα είδη του μαγαζιού, και ο αλατισμένος αέρας που ανέβαινε από πίσω, σαρώνοντας
την άσπρη, ξερή σκόνη, από το πλάτωμα με τα καλύβια. Ο Διονύσης δεν έπαιρνε μισθό,
αλλά ο Ιεζεκιήλ έλεγε πάντοτε, ότι μια μέρα, θα γινότανε δικό του, και κανενός άλλου, το
μαγαζί. Ο Διονύσης, όπως κι ο Ιεζεκιήλ, έτρωγε πάντα με μπουκωμένο το στόμα. Όπως κι
εκείνος, τρώγοντας, λέρωνε με λάδι το πηγούνι του και τις άκρες των χειλιών. Κι όπως κι
εκείνος ετοίμαζε πρωί κι απόγευμα, μεγάλα σάντουιτς με ζαμπόν, με κρέμα χοιρινού
λουκάνικου, με τυρί ή με κυδώνι. Ο Διονύσης μπορούσε να φάει όσο ήθελε, κι
οποιαδήποτε ώρα. Ακόμη, από τις επτά ως της εννιά, μπορούσε να χτενιστεί με την χύμα
κολόνια, που μύριζε έντονα βιολέτα. Έβγαζε την ποδιά και με πεντακάθαρα χέρια, πήγαινε
στη σχολή να σπουδάσει λογιστικά.
Όλα θα πηγαίνανε πρίμα για τον Διονύση, που τίποτα παραπάνω δεν επιθυμούσε, αν δεν
ήταν ο Μανωλάκης και η παρέα του. Ο Μανωλάκης και η παρέα του ζούσαν στα καλύβια.
Ο Διονύσης προσπάθησε πολλές φορές να γίνει φίλος τους. Όμως ο Μανωλάκης και η
συμμορία του σπάνια τον ανέχονταν. Ο Διονύσης ήταν «το παιδί του μαγαζιού».
Το μαγαζί ήταν ένα μέρος που το ποθούσαν και το μισούσαν ταυτόχρονα, όλοι στα
καλύβια. Αυτό ο Διονύσης το κατάλαβε σιγά-σιγά. Κανείς δεν εμπιστευόταν το μαγαζί, όμως
το μαγαζί ήταν απαραίτητο. Στο μαγαζί υπήρχαν, όλα όσα χρειαζόντουσαν, όμως από το
μαγαζί, τίποτα δεν μπορούσαν να πάρουν, χωρίς να πληρώσουν τοις μετρητοίς. (Τοις
μετρητοίς, φυσικά, για όσους ζούσαν στα καλύβια).
- Κοίτα, Διονύση – έλεγε ο Ιεζεκιήλ με σιγανή φωνή στον παραγιό του-. Τον δον
Μαρθελίνο και την δόνα Ασουνθιόν μπορείς να τους ξεχωρίσεις και να τους
εμπιστευτείς, γιατί είναι πλούσιοι. Αυτούς στα καλύβια, όχι, γιατί είναι φτωχοί.
Ποτέ μην το ξεχάσεις αυτό.
Ο Διονύσης τελικά το κατάλαβε, παρόλο που εκ πρώτης όψεως του φαινόταν παράλογο.
Επίσης κατάλαβε γιατί, αυτοί που ζούσαν στα καλύβια, δεν τον χώνευαν. Θυμόταν, ένα
βράδυ, που μπήκε ο Μανωλάκης για να αγοράσει κάτι, ενώ αυτός άλειφε ένα ψωμάκι με
σάλτσα χοιρινού λουκάνικου. Για να την απλώσει καλύτερα, την πίεζε με τη βοήθεια του
αντίχειρα. Το δάχτυλο, το είχε τυλιγμένο με μια βρώμικη γάζα, γιατί το είχε κόψει ενώ
έτριβε εκατό γραμμάρια τυρί. Ένιωσε στο μέτωπο κάτι παράξενο, σαν ένα παράλογο
γαργαλητό. Σήκωσε το κεφάλι και είδε τα στρογγυλά και εξεταστικά μάτια του Μανωλάκη,
καρφωμένα επάνω του: στον αντίχειρά του, τον τυλιγμένο με την βρώμικη γάζα, στην παχιά
σάλτσα επάνω στο ψωμί. Και ένιωσε, σαν να θέλει να γυρίσει την πλάτη του. Ο Ιεζεκιήλ, εν
τω μεταξύ, ρωτούσε, χαλαρά, τον Μανωλάκη, τι επιθυμούσε.
- Έχεις λεφτά;
Όχι: Δεν τον γουστάρανε, αυτοί των καλυβιών. Δεν τον γουστάρανε και ίσως γι’ αυτό
επιθυμούσε περισσότερο να ανήκει στην συμμορία τους. Και πιο πολύ το καλοκαίρι, όταν
κατέβαιναν για μπάνιο στην παραλία, κραυγάζοντας κάτω από τον μεγάλο ήλιο. Όμως δεν
τον γουστάρανε, ήταν φανερό. Τις λίγες φορές που τον δεχθήκανε μαζί τους, γύρισε στο
σπίτι με το κεφάλι γεμάτο σοφία, σχεδόν δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ.
Μια μέρα ο Ιεζεκιήλ του έδωσε ένα εικοσάρικο. Ακριβώς τόσα, σαν είκοσι ήλιους. Συνέχεια
του ζητούσε να του δώσει:
- Νονέ, δεν έχω τίποτα στην τσέπη… Νονέ, δώστε μου να έχω κάτι, δεν πρόκειται να
το ξοδέψω. Κοιτάξτε, όλα τα παιδιά στην σχολή έχουν μαζί τους χρήματα…
- Χρήματα, όχι, Νιόνιο. Ξέρεις πως μια μέρα το μαγαζί θα γίνει δικό σου. Τρως μέχρι
να σκάσεις και δεν σκοτώνεσαι και στη δουλειά. Τι άλλο θέλεις;
Μετά από τόσα επιχειρήματα, ο Διονύσης το βούλωνε, γιατί δεν ήξερε τι να απαντήσει. (Θα
μπορούσε να πει, ίσως: «για προκαταβολή». Όμως, φυσικά, δεν τολμούσε). Και ξαφνικά,
ένα πρωί, ενώ σκούπιζε το μαγαζί, ο Ιεζεκιήλ του είπε:
- Μπρος, για να βγάλεις το σκασμό επιτέλους: γι’ αυτό. Όμως, κακομοίρη μου, αν το
ξοδέψεις! Θα το κρατήσεις καλά φυλαγμένο, κι ούτε που θα το βλέπεις!
Εικοσάρικο. Έτσι: Ξαφνικά και σε ένα μόνο χαρτονόμισμα. Του Διονύση του κόπηκε η
ανάσα.
Φύλαξε τα χρήματα στο ντουλάπι, ανάμεσα στα πουκάμισα κι ευχαριστιόταν, απλώς επειδή
βρισκόταν εκεί. Τις πρώτες μέρες πήγαινε για να το δει, που κα που. Θυμήθηκε τότε μια
ιστορία που διάβασε για κάποιον τσιγκούνη που φύλαγε το χρυσάφι του και το χάιδευε.
Όμως χαμογελούσε και ένιωθε ικανοποίηση.
Δεκαπέντε με είκοσι μέρες αργότερα συνέβη κάτι το απρόβλεπτο. Ήταν Δευτέρα απόγευμα.
Έφυγε από το μαγαζί και αποφάσισε να κάνει σκασιαρχείο, να πάει μια βόλτα στην
πλατεία. Πλησίαζε το καλοκαίρι, ο ήλιος φώτιζε ακόμη πέρα μακριά, επάνω στην κυματιστή
επιφάνεια της θάλασσας. Όταν έφτασε μέχρι το ύψωμα που βρισκόντουσαν τα καλύβια,
άκουσε φωνές. Πλησίασε τρέχοντας πίσω από τα παιδιά που μαζεύονταν.
Η δυστυχία είχε πέσει πάνω στην καλύβα του Μανωλάκη. Ο πατέρας του, που ήταν
εργάτης, είχε πέσει από την σκαλωσιά, σπάζοντας τρία πλευρά και το πόδι του. Τον είχαν
μεταφέρει στο νοσοκομείο και η γυναίκα του φώναζε στο δρόμο, μαζί με τις γειτόνισσες. Σε
μια γωνιά, καθισμένος στο χώμα, με τα χέρια στις τσέπες, μακριά απ’ όλους, με το
πρόσωπο βαρύ και ωχρό, καθόταν ο Μανωλάκης. Τον Διονύση τον κυρίευσε μεγάλη
συμπόνια. Έτρεξε κοντά και στήθηκε μπροστά του, κοιτάζοντάς τον. Ήθελε να πει κάτι, αλλά
δεν ήξερε τι. Στο τέλος, ο Μανωλάκης, σήκωσε τα μάτια (όπως εκείνη την ημέρα που
έφτιαχνε το σάντουιτς). Μπροστά στα μαύρα μάτια του, ο Διονύσης έμεινε άφωνος.
Έφυγε αργά. Ένιωθε στην πλάτη, στο σβέρκο, το βάρος μιας τεράστιας απελπισίας. Εκείνη
τη νύχτα πήρε την απόφασή του. Σχεδόν δεν ένιωθε ότι κάνει καμιά θυσία. Σηκώθηκε όπως
πάντα νωρίς και πριν κατέβει στο μαγαζί, βγήκε από την πίσω πόρτα και έτρεξε προς τα
καλύβια. Πήγαινε με το χέρι χωμένο στην τσέπη και έσφιγγε στην γροθιά του το εικοσάρικο.
Όταν έφτασε στην καλύβα του Μανωλάκη, η καρδιά του έμοιαζε να χτυπάει στον ίδιο το
λαιμό του.
- Μανώλη! – φώναξε με τρεμάμενη φωνή -. Βγες έξω, Μανώλη, έχω να σου δώσω
ένα μήνυμα!
Ο Μανώλης βγήκε, μισόγυμνος, με μισόκλειστα τα μάτια. Η μικρή του αδελφή και ακόμα
δυο μικρότερα, πρόβαλλαν τα κεφάλια τους.
-Άκου Μανώλη… ήρθα να σου πω… δηλαδή, κοίτα: τούτο δω το έχω αποταμιεύσει εγώ,
όμως αν θέλεις… θα σου το δανείσω κι όταν μπορείς, δηλαδή, να, δεν υπάρχει βιασύνη…
ακόμα και να μην μου το επιστρέψεις…
Όλη τη μέρα ήταν σαν υπνωτισμένος. Κάθε φορά που χτυπούσε το κουδουνάκι της πόρτας
ένιωθε τα πόδια του να λυγίζουν.
Αλλά ο Μανωλάκης δεν έσπρωξε την πόρτα, μέχρι να φτάσει αργά το απόγευμα. Η φιγούρα
του, έκοψε το φως του ήλιου, στο κατώφλι. Η καρδιά του Διονύση ήρθε τα πάνω-κάτω,
μπόρεσε μόνο να σκεφτεί: «Τι αδύνατα πόδια έχει ο Μανωλάκης». Όχι: όχι δεν έμοιαζε το
αρχηγός της συμμορίας. Ήταν σαν ένα πουλάκι, ένα λυπημένο, σκούρο και χαμένο πουλάκι.
Ο Ιεζεκιήλ τον κοίταξε καχύποπτα. Ο Μανωλάκης με την καθαρή αργόσυρτη φωνή του,
ζήτησε ρύζι, ζάχαρη, λάδι, κεριά… Στην μέση της λίστας, ο Ιεζεκιήλ, τον έκοψε, όπως πάντα:
Λέγοντας λεφτά, ο Ιεζεκιήλ, έτριβε τον δείκτη και τον αντίχειρα. Ο Μανωλάκης
συγκατένευσε και με σταθερή φωνή:
Κάτι βούιζε στα αυτιά του Διονύση και δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα άλλο. Ένα πνίξιμο,
γλυκό και παράξενο, ανέβαινε στο λαιμό του. Ήθελε να κρυφτεί, να μην τον βλέπουν τα
μάτια του Μανωλάκη. Τα γόνατά του έτρεμαν και κάθισε εκεί, πίσω από τον πάγκο, σε ένα
άδειο καφάσι από κόκα-κόλα. Έβλεπε μόνο τον Ιεζεκιήλ, όρθιο, να στοιβάζει τα πράγματα,
με αρκετή καχυποψία ακόμη.
- Τσακίσου από δω, απατεώνα! – τσίριξε -. Τσακίσου από δω, αν δεν θέλεις να σε
πετάξω έξω με τις κλωτσιές! Ο Διονύσης ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια. Το φως του
ήλιου, οι λεπτές φίνες ακτίνες του, φιλτραριζόντουσαν ανάμεσα από τα
σωριασμένα πακέτα με τα μπισκότα. Ένας χοντρός, μαύρος αρουραίος έτρεξε πίσω
από τις στοίβες με το σαπούνι.
- Τσακίσου, σου λέω! Νομίζεις, ότι μπορείς εσύ να με γελάσεις εμένα! Έλεγα κι εγώ!
Κάτι κατάλαβα! Αυτό το χαρτονόμισμα είναι πιο πλαστό κι απ’ την καρδιά του
Ιούδα…
Είπε πολλά ακόμα ο Ιεζεκιήλ. Ο Διονύσης ήθελε να σηκωθεί, να κοιτάξει πάνω από τον
πάγκο. Όμως κάποια μυρωδιά στο μαγαζί – το πιπέρι, το σαπούνι, τα μπαχαρικά…- τον
αποσυντόνιζε, κολλούσε στο λαιμό του, στα μάτια, σαν καπνός. Τα γόνατα του λύγισαν, σαν
να ήταν από βαμβάκι.
Άκουσε έπειτα το κουδουνάκι της πόρτας. Στο τέλος, ο Μανωλάκης είχε φύγει.
El aire del mar levantaba un polvo blanquecino de la planicie donde se elevaban las
chabolas. A la derecha estaba la montaña rocosa y a la izquierda se iniciaba el suburbio de la
población, con los primeros faroles de gas y las tapias de los solares. Luego, las callejas
oscuras, de piedras resbaladizas y húmedas; las tabernas, las freidurías, las casas de
comidas. Allí empezaba el barrio marinero, con la capilla de San Miguel y San Pedro.
Después el mar. Desde las chabolas, en las mañanas claras, se oía, a veces, la campana de la
capilla.
Al ahijado lo trajeron del pueblo de Mariana, cuando desesperaron de tener hijos propios.
Se llamaba Dionisio y era hijo de una cuñada viuda y pobre, que aún tenía cuatro niños más
pequeños. La madre se avino desde el primer día a la adopción, y ahora, a veces, le escribía
cartas breves, de letra ancha y palabras extrañamente partidas, donde le hablaba de la
huerta, de sus hermanos y de la gran calamidad de la vida. Seis años tenía Dionisio cuando
dejó el pueblo, y otros seis llevaba de ahijado con Ezequiel y Mariana. De su madre tenía una
idea triste y borrosa; de su pueblo, el recuerdo de las casas con sus porches, de la plaza y de
la huerta en primavera, con el olor ácido y hermoso de la tierra mojada. Ahora, en cambio,
conocía bien el olor a pimentón, jabón y especias de la tienda; y el aire salado que subía de
allá detrás, arrastrando el polvo blanco, reseco, en la planicie de las chabolas.
Dionisio no recibía sueldo, pero Ezequiel le decía siempre que el día de mañana, suya y de
nadie más sería la tienda. Dionisio comía a dos carrillos, como Ezequiel. Como él, al comer,
se untaba de aceite la barbilla y el borde de los labios. Y como él se preparaba, a media
mañana y a media tarde, grandes bocadillos de jamón, de sobreasada, de queso o de
membrillo. Dionisio podía comer todo cuanto quisiera, a todas horas. Además, de siete a
nueve, subía a peinarse con colonia de la de a granel, que olía fuertemente a violetas. Se
quitaba la bata, y, con las manos bien limpias, se iba a la academia a estudiar Contabilidad.
Todo hubiera ido bien para Dionisio, que no deseaba nada, a no ser por Manolito y su
pandilla. Manolito y su pandilla vivían en las chabolas.
Eran una banda de muchachos tostados por el sol, delgados, duros y rientes, que le
subyugaban. Manolito y su pandilla se reunían en el descampado, tras la planicie de las
chabolas; y tenían secretos, y salvajes y fascinantes juegos. Manolito y su pandilla hicieron
pensar a Dionisio en los amigos. Amigos, juegos, aventuras. Todo aquello que aún
desconocía.
La tienda era un lugar codiciado y aborrecido, a un tiempo, por los de las chabolas. Así lo
comprendió Dionisio, poco a poco. En la tienda no se fiaba, y la tienda era necesaria. En la
tienda había todo lo que se necesitaba, pero de la tienda no se podían llevar nada que no
fuese al contado. (Al contado, naturalmente, para los de las chabolas).
—Mira, Dionisio —decía Ezequiel en voz baja a su ahijado—. A don Marcelino y a doña
Asunción, sí se les puede apuntar y fiar, porque son ricos. A los de las chabolas, no, porque
son pobres. No olvides esto nunca.
—¿Traes el dinero?
No: no le querían los de las chabolas. No le querían, y por ello, quizá, deseaba aún más
pertenecer a su banda. Sobre todo en el verano, cuando bajaban a bañarse a la playa, dando
gritos debajo del gran sol. Pero no le querían, estaba visto. Por más que las pocas veces que
le admitieron con ellos llegó a casa con la cabeza llena de sabiduría, y casi no pudo dormir
por la noche.
Un día Ezequiel le dio veinte duros. Así: veinte duros, como veinte soles. Cierto que él
siempre le andaba pidiendo:
—Padrino, que no llevo nunca nada en el bolsillo… Padrino, deme usted algo, aunque sea
para no gastar. Mire que todos los chicos de la academia llevan siempre dinero…
—Dinero, no, Dioni. Ya sabes que la tienda será tuya algún día. Comes hasta reventar, y no
te matas trabajando. ¿Qué más quieres?
Ante estas razones, Dionisio callaba, porque no sabía qué contestar. (Podía haber dicho,
quizá: «Para presumir». Pero, claro, no se atrevía). Y de repente, una mañana, mientras él
barría la tienda, Ezequiel le dijo:
—Anda, para que te calles de una vez: ahí va eso. ¡Pero pobre de ti si lo gastas! ¡Lo guardas
bien guardado, donde ni lo veas!
Veinte duros. Así: de golpe, en un solo billete. Dionisio se quedó sin respiración.
Guardó el dinero en el armario, entre las camisas, y con saber que estaba allí se contentaba.
Los primeros días se acercaba a verlo, de cuando en cuando. Recordaba entonces una
historia que leyó, de un avaro que guardaba su oro y lo acariciaba. Pero sonreía y se sentía
satisfecho.
Fue lo menos quince o veinte días más tarde cuando ocurrió lo imprevisto. Era un lunes por
la tarde. Salía de la tienda y decidió hacer novillos y darse una vuelta por la planicie. Ya
estaba muy próximo el verano, y aún brillaba el sol, allá lejos, sobre la superficie rizada del
mar. Cuando llegó a la altura de las chabolas, oyó el griterío. Se acercó corriendo, detrás de
los muchachos que acudían en tropel.
La desgracia había caído sobre la chabola del Manolito. Su padre, que era albañil, se cayó del
andamio, partiéndose tres costillas y una pierna. Lo habían llevado al hospital, y su mujer
salía dando gritos, acompañada por las vecinas. En una esquina, sentado en el suelo, con las
manos en los bolsillos, lejano a todos, con su carita dura y pálida, estaba Manolito. Dionisio
se sintió invadido de una gran piedad. Corrió a él, y se le plantó delante, mirándole. Quería
decir algo, pero no sabía. Al fin, Manolito levantó los ojos (como aquel día que le vio
preparándose el bocadillo). Ante sus ojos negros, Dionisio se quedó sin habla.
Aquella noche tomó su resolución. Casi no sentía sacrificio alguno. Se levantó más temprano
que de costumbre, y, antes de bajar a la tienda, salió por la puerta trasera y corrió a las
chabolas. Iba con la mano metida en el bolsillo y apretaba en el puño el billete de veinte
duros.
—¡Manolo! —llamó con voz trémula—. ¡Sal, Manolo, que tengo que darte un recado!
Manolo salió, medio desnudo, con los ojos entrecerrados. También la hermana menor, y
otros dos más pequeños todavía, asomaron la cabeza.
—Oye, Manolo…, yo venía a decirte…, vamos, mira: esto he ahorrado yo, pero si tú quieres…
yo te lo presto y cuando puedas, vamos, no me corre ninguna prisa…, ni siquiera que me lo
devuelvas…
Le tendía el billete de veinte duros. Manolo se había quedado quieto, abierta su pequeña
boca, oscura y manchada. Miraba el dinero con ojos fijos, como de vidrio. Avanzó despacio
una mano delgada, llena de tierra. Dionisio le puso el dinero en la palma y echó a correr.
Pero Manolito no empujó la puerta hasta mediada la tarde. Su figurilla se recortó contra la
luz del sol, en el umbral. El corazón le dio un vuelco a Dionisio, y sólo acertó a pensar: «Qué
piernas tan flacas tiene Manolito». No: no parecía el capitán de la banda. Era como un
pájaro, un triste y oscuro pájaro perdido.
Ezequiel le miró con desconfianza. El Manolito, con su voz clara y despaciosa, pidió arroz,
azúcar, aceite, velas… A media retahíla, Ezequiel le cortó, como siempre:
Para decir dinero Ezequiel se frotaba las yemas del índice y del pulgar, uno contra el otro.
Manolito asintió, con voz firme:
Algo zumbaba en los oídos de Dionisio, y no podía escuchar más. Un ahogo, raro y dulce, le
subía por la garganta. Quería esconderse, que no le vieran los ojos del Manolito. Las rodillas
le temblaban y se sentó allí, detrás del mostrador, en un cajón de coca-colas vacío. Sólo veía
a Ezequiel, de pie, colocando las cosas, con aire aún receloso.
Manolito pagó, alargando un billete de veinte duros. Dionisio vio las manos de Ezequiel:
rojizas, de uñas rotas. Una mano de Ezequiel cogió el billete: «su» billete de veinte duros.
Ezequiel lo palpó, lo alzó y lo miró al trasluz.
—¡Largo de ahí, golfo! —chilló—. ¡Largo de ahí, si no quieres que te eche de un puntapié!
Dionisio parpadeó, despacio. La luz del sol, en rayos finos, se filtraba a través de los rimeros
de cajas de galletas. Una rata gorda, negra, corría por detrás de los montones de jabón.
—¡Que te largues, te digo! ¡Te creerás que me puedes engañar a mí! ¡Ya decía yo! ¡Ya me
parecía a mí! Este billete es más falso que el alma de Judas…
Aún dijo Ezequiel muchas cosas más. Dionisio quiso levantarse, mirar por encima del
mostrador. Pero algo había en el olor de la tienda —el pimentón, el jabón, las especias…—
que aturdía, que se pegaba a la garganta, a los ojos, como un humo. Las rodillas se le
volvieron blandas, como de algodón.