You are on page 1of 14

ΤΟ 10 Μ.

Καραγατση

Αφηγητης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εκείνη η νύχτα ήταν η βραχύτερη της χρονιάς μα ίσως και η θερμότερη του καλοκαιριού.
Ύστερα από άνοιξη δροσισμένη από βροχές και ψύχρες, τα κυνικά καύματα ήρθαν απότομα
περιττά μέσα στον Ιούνιο, καταπιέζοντας και εξουδετερώνοντας κάτω από την τεράστια
καυτερή και ιδωμένη παλάμη τους, την ευεξία των ανθρώπων.

Άξαφνα γίνηκε η μεταβολή του καιρού. Οι οργανισμοί δεν έχουν ευχέρεια να βολευτούν
όπως θα γινόταν σε μια κλιμακωτή αλλαγή. Το άξαφνο χτύπημα της κάψας τους
συγκλόνισε, τους έριξε σε ατονία και χαύνωμα. Ο ίδρος ανάβλυζε απ’ τους πόρους και
κάλυψε τα κορμιά με τη γλιτσιασμένη δυσοσμία του.

Η μεγάλη πολιτεία δέχτηκε παθητικά τη λάβα κι αποκάρωσε. Η λίμνη του λιμανιού έπηξε
σε υγρό παχύρευστο, κίτρινο ασαλευτο και πεθαμένο.

Τα βαπόρια εισέπλεγαν βαριεστημένα μέσα σε τούτη την κόλαση, σκίζοντας με


προσπάθεια το πηχτό και θολό, χλεμπονιάρικο νερό. Οι εργάτες του λιμανιού έκαναν τη
δουλειά τους με μηχανικές κινήσεις σαν ρομπότ υπνωτισμένα.

Μικρή κίνηση στα μαγαζιά, τα πνιγμένα στην ασφυξία της κάψας. Ελάχιστοι πελάτες,
όσοι είχαν απόλυτη ανάγκη από κάτι, εξυπηρετούμενοι από πωλητάδες ξεκουρντισμένους,
ιδρωκοπημένους, νυσταγμένους.

Κανείς δεν χόρταινε ύπνο. Τη νύχτα μόνο δρόσιζε, μετά τα μεσάνυχτα κάπως στο
ύπαιθρο, γιατί τα σπίτια ήσαν μέσα έξω φούρνος και οι άνθρωποι αποκάτιαζαν στις αυλές,
στα λιακωτά, στα μπαλκόνια, μα ο ήλιος ανατέλλοντας από τις πέντε τους ξυπνούσε.

Απ’τις τέσσερις κιόλας γλυκό άρπαζε στον Υμηττό. Μια χλωμή φωτάδα απλωνόταν σ’όλο
το μάκρος της βουνοκορφής.

Η χαραυγή προχωρούσε σιγανά, καλύπτοντας όλο και περισσότερο τον ουρανό. (ΠΑΎΣΗ)

Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ήταν πιο φανερή στο μεγάλο λιμάνι, όπου σ’όλο το μάκρος
της προκυμαίας, τα φώτα ξακολουθούσαν να είναι αναμμένα. Ψηλότερα στις στέγες των
ψηλών κτιρίων, οι πολύχρωμες φωτεινές ταμπέλες και επιγραφές συνέχιζαν να
διαφημίζουν τα προϊόντα τους στους ελάχιστους διαβατικούς της πόλης. Μια μόνο γωνιά
του λιμανιού ήταν ζωντανεμένη από κίνηση και φωνές. Η ψαρόσκαλα. Έρχονταν οι
ψαρόβαρκες και τρύπωναν γοργά στο λιμάνι. Αμέσως ξεφόρτωναν τα καφάσια με τα
ψάρια στην προκυμαία, όπου οι λιανοπουλητάδες τα κύκλωναν για να κλείσουν μια καλή
αγοραπωλησία. Όταν τελείωναν, φόρτωναν την πραμάτεια σε τρίτροχες μοτοσυκλέτες και
βουρ για τα στέκια στο απέραντο συγκρότημα της πολιτείας. Όλοι τούτοι οι θόρυβοι
προετοίμαζαν το γενικό ξύπνημα.

Οι παρέες που είχαν αρχίσει τα ούζα από νωρίς της προηγούμενης νύχτας, γυρνούσαν
απ’το μεθοκόπι και την αγρύπνια για να πέσουν κατάκοπες στα στρώματά τους.

Σβάρνα οι γειτονιές. Αγορά προλιμένα αλλά και στου Ξαβερίου, στο ταβερνείο του Βάλβη.

Παρασάγγη στον αριθμό δέκα…

Εκεί στην πρόσοψη του <<10>>, διακρίνεται ακόμη μισοσβησμένα η επιγραφή


<<ΟΙΝΟΠΟΙΊΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ>>

Όλος ο τόπος ολόγυρα ήταν σχεδόν έρημος. Μα τι κάνει τούτο το θεριό εδώ
απογυμνωμένο από μηχανήματα;

Λαϊκή πολυκατοικία με πολλά μικρά διαμερίσματα για τη φτωχολογιά…

Κι η ιστορία αρχινά…

ΣΚΗΝΉ 2 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Ο Καλογεράς, κάποια ωραία πρωία κηρύχθηκε σε φτώχεψη. Οι πιστωτές δεν συμφώνησαν


που θα παίρναν συνεταιρικά την εκμετάλλευση της επιχείρησης και για να καλυφθούν
προτίμησαν να βγάλουν στο σφυρί τα μηχανήματα του εργοστασίου. Έτσι απόμεινε στον
Καλογερά μόνο το κτήριο του. Με τα στερνά μετρητά που του απόμειναν μίσθωσε
μαστόρους και το διαρρύθμισε στα δωμάτια και τις κάμαρες που τα νοίκιασε στην
εργατικά, προς διακόσιες δραχμές κατά δωμάτιο το μήνα.

ΣΚΗΝΉ 4 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)
Και ήταν τόσο μεγάλη η οικοδομή κι έσπεψε τόσο πρόθυμα ο φτωχόκοσμος να επωφεληθεί
από τα χαμηλά ενοίκια, ώστε ο Καλογεράς καθάριζε κάπου δέκα χιλιάρικα το μήνα και
περνούσε άνετα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σημειωτέον ότι ήταν γεροντοπαλίκαρο…

ΣΚΗΝΉ 5 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Η Μαρία Μακρή, με νευριασμένες χειρονομίες έβγαλε το φόρεμά της και το πέταξε σε μια
καρέκλα. Απέμεινε ολόγυμνη. Είχε όμορφο κορμί, σταράτο, καλοκρεατωμένο αλλά με
αρμονικές αναλογίες. Στήθος πλούσιο, καλοστεκούμενο, κοιλιά ρουφηχτή με πυκνό
καστανό τρίχωμα στο υπογάστριό της. Το ίδιο και στις μασχάλες της, δυό πλούσιες τούφες.
Μεριά μακριά, όχι κυλιντρικά, αλλά πιασμένα στην μπάντα, γάμπα τοξοτή, πόδι λιγνό με
φτέρνα ντελικάτη και δάχτυλα χωρισμένα, άνετα. Ήταν από εκείνες τις γυναίκες που μόνο
γυμνές φανερώνουν την ομορφιά τους και που και το πιο καλοραμμένο φόρεμα τις
ασχημίζει. Ίσως η απάτη αυτή να χρωστιέται στο κάπως άχαρο πρόσωπό της που βλέποντας
το ήταν αδύνατο να το συνταιριάσεις με το τόσο τέλειο κορμί.

ΣΚΗΝΉ 7 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Η σημερινή μέρα προμηνυόταν πιο ζεστή από τη χθεσινή. Σήμανε η καμπάνα του Αγιάννη
του Ριγανά σήμερα.

Πέρα στο δρόμο, η Ελενάρα σηκώθηκε με κόπο. Τ’αρρωστιάρικα πάχια των γερατειών
της, την έκαναν δυσκίνητη. Ίσως να μην ήταν μόνο τα πάχια μα και το πρήξιμο, η καρδιά της
δεν δούλευε καλά. Εκείνη η σύφιλη, όσο και να τη θεράπεψε, έκανε τις ζημιές της.

ΣΚΗΝΉ 8 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Συχνή εστία κουτσομπολιού ήταν το μπακάλικο του Νίκου Βάλβη, στο ισόγειο του <<10>>,
δεξιά στην είσοδο. Από εκεί περνούσαν κάθε πρωί όλες οι νοικοκυρές της γειτονιάς για τα
ψώνια τους, για το κατιτίς τους και με την ευκαιρία αυτή, έλεγαν αναμεταξύ τους καναδυό
κουβέντες, κατά πως η κοινωνικότητα προστάζει. Ο Νίκος Βάλβης, ο επιλεγόμενος
μπακαλάκης, ένεκα που το μαγαζί ήταν μικροσκοπικό, περιποιόταν την πάσα μια με
προθυμία και σβελτάδα.

Είχε καλό εμπόρευμα, φτηνές τιμές και έκανε και πίστωση. Δεν ήθελε να παντρευτεί πριν
αποκαταστήσει τις δύο αδερφάδες του, το ίδιο κι ο αδερφός του ο Μιχάλης ο κουφός, που
εκμεταλλευόταν το πλαϊνό καφενείο.

Ο Μιχάλης γύρω στα εξήντα και περασμένης ηλικίας. Δούλευε σκυλίσια και τα βάζε στην
μπάντα κι όλο κοινολογουσε ότι η προίκα των αδερφάδων του αυγάταινε.

<<Του κάκου! >>, σκέφτηκε ο Μιχάλης. Είδε πια ξεκάθαρα ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Άδικα εκείνος κι ο αδερφός του χαραμίζουν τη ζωή τους, στερούνται τα πάντα και δεν
παντρεύτηκαν να ανοίξουν το δικό τους σπιτικό. Καιρός να κοιτάξουν και αυτοί τον εαυτό
τους…

Η Αννούλα λίγα μέτρα πιο πέρα περπατούσε σιγά, διστακτικά,σαν κάτι να περίμενε…

Είκοσι ετών, κινούνταν βιαστικά με συνάμενους γλουτούς. Στο λαιμό τα μαλλάκια της
σχημάτιζαν μπουκλάκια. Είχε σφυρά ντελικάτα. Φτέρνα μικρή, καλοπλασμένη και ρόδινη…
Παραπέρα στο καφενείο ο Γιώργος Λέφας-ο αδερφός της-ο σκυλομαγκάς με τις
μπαρμπέτες και την άφθονη, λαδωμένη χαίτη. Έριχνε επίμονες ματιές στα κορίτσια….

ΣΚΗΝΉ 9 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Κληρονόμος του Καλογερά ήταν ο Νταηγιώργης ο ανεψιός του, μα ο γέρος δεν τον
συμπαθούσε. Έλεγε πως θα κάνει διαθήκη ν’αφήσει το <<10 >> στο ορφανοτροφείο
Χατζηκώστα. Το ‘μαθε ο Νταηγιώργης και χέστηκε. Τι να κάνει για να μην αφήσει την
κληρονομιά;

Σκέφτηκε, σκέφτηκε, το βρήκε!

Ο γέρος Καλογεράς ήταν μέγας μπήχτης, τράγος σωστός! Λύσσαγε για τις μικρές. Τα ‘ξερε
αυτά ο Νταηγιώργης. Παίρνει λοιπόν κατά μέρος τη γυναίκα του, τη Δέσποινα, και της
σκάει το μυστικό.

-Ο γέρος είναι γυναικάς, σε νοστιμεύεται… όσες φορές σε είδε, δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του
από πάνω σου. Σε γέμιζε κοπλιμέντα. Στο χέρι σου είναι να το πάρουμε και να γίνουμε
πλούσιοι…

-Εσύ θέλεις να γίνω ερωμένη του θείου σου για να σου αφήσει εσένα κληρονομιά το
<<10 >>. Εσένα; Γιατί εσένα; Ξεχνάς πως με τις ίδιες προϋποθέσεις, πιθανότερο είναι ο
Καλογεράς να κάνει εμένα κληρονόμο του;

Ο ανυποψίαστος κυνισμός της τον τρόμαξε.

-Είσαι πολύ πόρνη!


-Περισσότερο απ’ότι θα ‘θελες;…….

Δεν είμαι κι ούτε πρόκειται να γίνω… και μη φοβάσαι, δεν θα δουλέψω για τον εαυτό μου.
Το δέκα δεν θα γίνει δικό μου ποτέ. Πώς όμως να εγγυηθώ πως θα γίνει δικό σου;

ΣΚΗΝΉ 10 (ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΚΗΝΉ!!!)

Μπρος κι αριστερά, ένα δρόμο ψηλότερα απ’την προκυμαία, ορθωνόταν ο μεγάλος σταχτής
κύβος του <<10 >>. Ο ήλιος του καλοκαιριάτικου μεσημεριού που εξωράιζε τα πάντα, δεν
κατόρθωνε την επίφαση της πιο ταπεινής ομορφιάς. Η εσωτερική αθλιότητα, λες πως
διαπέρασε τους χονδρούς τοίχους κι άπλωσε στην πρόσοψη την άχρωμη ουσία της.

ΣΚΗΝΉ 11 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Στη δουλειά του είναι πολύ μυαλωμένος και βγάζει παρά με ουρά. Τι κι αν έχει πετριά πως
είναι ο Άρχοντας του κόσμου. Για λοξάτος, η τρέλα του πάει μονόπαντα και κανέναν δεν
πειράζει ο Φουντούκος. Διακόσια μέτρα πιο πέρα ένα καλοφτιαγμένο δίπατο σπίτι ήταν η
ανορθογραφία πλούτου μέσα στη συνοικία της φτωχολογιά. Η Δέσποινα καθισμένη δίπλα
στη μισάνοιχτη γρίλια προσπαθεί να ρουφήξει μια στάλα δροσιά. Δροσιά δεν ερχόταν.
Έφταναν όμως ως τ’αυτιά της, οι πνιχτές κουβέντες από κάτω, από το δρόμο.

ΣΚΗΝΉ 12 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Κανονικά τον Καλογερά θα τον κληρονομούσε ο ανεψιός του ο Ευάγγελος, γιος της
αδερφής του. Όταν όμως μετά το θάνατό του ανοίχτηκε η διαθήκη, διαπιστώθηκε πως
άφηνε γενική κληρονόμο τη μικρανεψιά του, κόρη δεύτερης ξαδέρφης του. Ειρήνη, σύζυγο
Χρίστου Χαριτάκη.

Το γιατί προτιμήθηκε η μακρινή συγγένισά του από πολλούς άλλους κοντινότερους ή


κιόλας από φιλανθρωπικούς σκοπούς, διόλου δύσκολο να μαντέψουμε. Το νόστιμο ήταν
ότι ο σύζυγος δεν είχε μυριστεί τίποτα από τα κάτω από τη μύτη του. Στα κρυφά ο
σεβαστός θείος συναντούσε και ‘’περιβούταγε’’ τη χαριτωμένη μικρανεψιά του.

ΣΚΗΝΉ 13 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Η Άννα κοντοστάθηκε, κοίταξε ολόγυρά της, διαπίστωσε πως δεν την βλέπει κανείς και
άφησε το Μιχάλη να πλησιάσει.

-Απόψε στις 21:00 εκεί που ξέρεις…

Η κοπέλα απομακρύνθηκε τρέχοντας…

ΣΚΗΝΉ 14 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Η Μαρία Μακρή ανήκει στην κατηγορία των γυναικών που εξασκούσαν το επάγγελμα
κρυφά, μόνο με πελατεία συστημένη. Κάθε νέος πελάτης είναι συστημένος από παλιό.
Δίνει ραντεβού, τηλεφωνεί ορισμένες ημέρες και ώρες. Συνήθως πηγαίνει στο σπίτι, το
γραφείο, το μαγαζί του πελάτη ή κιόλας εκείνος φροντίζει να την πάει σε ξενοδοχείο κατ’
επίφαση ευπρεπές. Βέβαια τίποτα δεν μπορεί να μείνει κρυφό. Όλοι στο <<10 >> και τη
γειτονιά γνωρίζουν πως ζει η Μαρία Μακρή. Μα τα πάντα γίνονταν πίσω απ τη βιτρίνα της
ευπρέπειας, μια βιτρίνα που σκεπάζει ανυποψίαστα μεγάλο αριθμό κατ’επίφαση <<καθώς
πρέπει>> γυναικών. Πάμπολλες οι φτωχογυναίκες που έχουν την κρυφή πορνεία για κύριο
επάγγελμα. Κι αμέτρητες όσες το έχουν για πεπρωμένο.

Η Μαρία Μακρή μπορούσε να κερδίζει σήμερα τη ζωή της με την κρυφή πορνεία. Όντας
ακόμα νέα και καλοφτιαγμένη. Σε λίγα χρόνια όμως τι θα γινόταν; Θα άρχιζε η κατρακύλα
σε όρους εργασίας και τιμολόγιο; Ο δημόσιος εξευτελισμός;… Οπωσδήποτε όχι… Κάτι άλλο
έπρεπε να βρει να τακτοποιήσει τη ζωή της. Τι; Δεν το είχε σκεφτεί ακόμα, καταλάβαινε
όμως πως έπρεπε να σκεφτεί να βρει και να επιδιώξει κάποια λύση.
ΣΚΗΝΉ 15 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Στο σαλόνι με τα παλιά καρυδένια έπιπλα, τα παχιά χαλιά και τους πολύτιμους πίνακες..

Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα μπαίνει το μελένιο ανοιξιάτικο δειλινό της Αθήνας.
Γαλήνη κι ομορφιά, ευφορία ψυχής κι ευγενικότητα στοχασμού. Στιγμή που χαίρεσαι την
ανθρώπινη υπόστασή σου. Μισοξαπλωμένη στο μεγάλο ντιβάνι σιγόπινε ουίσκι και κάπνιζε
η Δέσποινα.

Ο Καλογεράς, όρθιος μπροστά της, γύρισε απότομα και της μίλησε…

-Αύριο κλείνω τα εξήντα πέντε. Η ζωή μου βρίσκεται στο τέλος. Ζωή ενδιαφέρουσα, γεμάτη
δράση και απόλαυση. Περισσότερο το δεύτερο παρά το πρώτο…

Σιωπηρή, γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν ωραίος άντρας παρόλα τα χρόνια του. Ψηλός, λιγνός,
πολύ μελαμψός με μάτια δυνατά. Τα λευκά μαλλιά και το ψαρί γένι πλαισίωναν
μ’αισθητική αντίθεση τη βαθύχρωμη μορφή. Απ’όλη του την υπόσταση ακτινοβολούσε
νοημοσύνη, ευαισθησία, δύναμη και δίψα ηδονής.

-Σ’ ευχαριστώ που ήρθες να γεμίσεις τις στενές μέρες μου με τα νιάτα σου, είπε ξανά.
Άλλου είδους υπολογισμοί σε έφεραν κοντά μου… Αλλά..

-Αλλά σ αγάπησα και μ αγάπησες, είπε η γυναίκα.

ΣΚΗΝΉ 16 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Στο δρόμο ερημιά. Μερικοί περαστικοί μόνο-άνθρωποι λαϊκοί, αν όχι ύποπτοι-.

Ο Κίτσος πλησίασε θαρρετά, την καλησπέρισε και στάθηκε βέβαιος πως κι εκείνη θα
ανταποκρινόταν. Η Μαρία έκανε πως δεν κατάλαβε. Ο άνδρας πήρε το πράγμα αλλιώς.

-Πολύ την ψηλομύτα μας κάνεις!! Γιατί δηλαδή; Δεν σου γουστάρουμε;

Τα λόγια του την ξύπνησαν, την ξαναέφεραν στην πραγματικότητα. Η Μαρία πέρασε στο
απέναντι πεζοδρόμιο και περπάτησε γοργά. Ο Κίτσος την ακολούθησε χωρίς να της μιλά.

Την έπιασε από το μπράτσο και την ανάγκασε να σταματήσει κάτω από το φανοστάτη.

Την εξέτασε προσεκτικά απ’την κορφή ως τα νύχια και είπε.

-Είσαι πολύ όμορφη.

Η Μαρία δεν το περίμενε. Σάστισε. «θεέ μου», είπε μέσα της. «Πως θα τον ξεφορτωθώ;»

Κατάλαβε πως ο λεγάμενος ήταν φανερά πιωμένος και ζόρικος. Και άξαφνα, μια
απροσδόκητη σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό της…. Γιατί όχι; Επειδή είναι άνθρωπος του
λαού και όχι καθώς πρέπει κύριος; Της φάνηκε καλύτερος απ’τους «καθώς πρεπει»,
άλλωστε ήταν νέος κι έδειχνε δυνατός, με κορμί όλο μούσκουλα, που αχτινοβολούσε
αρσενικάδα.

Την κοίταξε με μάτι θολό από επιθυμία και είπε: «Γυναίκα σαν και σένα ούτε στ’όνειρό
μου! »

Δεν είπαν άλλο λόγο. Μπήκαν μέσα.

Η γυναίκα, με σιγανές χειρονομίες, άρχισε να γδύνεται. Ο άντρας άναψε τσιγάρο.

Το κάπνιζε με βουλιμία, έχοντας τα μάτια του στυλωμένα στο κορμί που σιγοφανέρωνε τη
γύμνια του…

ΣΚΗΝΉ 17 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Η Μάρθα Μετζελή, σεμνή, καλοβαλμένη, έξυπνη και με τρόπους, θεωρούνταν η


αριστοκράτισα του «10». Η φίνα, η τσαχπίνικη ομορφιά της, γέμιζε με όνειρα
απροσπέλαστα τον ύπνο των ταπεινών αρσενικών. Πως καταδέχτηκε η Μάρθα Μετζελή να
κατοικεί στο 10 είναι άλλη υπόθεση, μα οι δύο κάμαρές της στην πρόσοψη ήσαν
επιπλωμένες με ευπρέπεια και γούστο, πεντακάθαρες, μοσχομυρωδάτες, κάτι το ξεχωριστό
μέσα στη φτώχεια και τη βρωμισιά του «10».

Πολύ ενοχλιόταν η δεσποινίς Μάρθα, αλλά όπως έλεγε, ζήτημα μικρής υπομονής ήταν διότι
σύντομα θα μετακόμιζε κάπου αλλού…

ΣΚΗΝΉ 18 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Η ζωή παρουσιάζει περίεργες αντινομίες. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η κυρία
Ερηνούλα. Από τη μια μεριά δεν υπήρχε εσωτερικό εμπόδιο για την ικανοποίηση του
αισθησιασμού της. Θα πέφταμε σε σφάλμα αν εκρίναμε ότι αυτή η πλευρά της υπόστασής
της χρωστιόταν σε αδενική παρόρμηση, τόσο έντονη, ώστε να υπερνικά τις ηθικές
αντιδράσεις της. Απεναντίας, η κυρία Ερηνούλα πίστευε ακράδαντα πως δεν παρέβαινε
κανένα νόμο ηθικής ικανοποιώντας τις ορμές της. Η δικαιολογία της ανικανότητας του
άντρα της ήταν παρεπόμενη. Μην ξεχνάμε ότι τον απάτησε με τον Καλογερά, την εποχή
που ο Χαριτάκης ήταν νέος κι ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη όμως η περιπέτειά της υπήρξε
μοναδική σ’όλο το διάστημα της γενετήσιας ακμής του άντρα της και είχε μοναδικό
ελατήριο τον έρωτα. Αγάπησε η ωραία και νέα Ερηνούλα τον γοητευτικό βιομήχανο.
Ύστερα απ’αυτόν, άλλον δεν αγάπησε.

ΣΚΗΝΉ 19 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Ο Μιχάλης Φουντούκος εκείνο το απόγευμα αντί στις επτάμιση, όπως συνήθως, γύρισε στο
σπίτι του αργοπορημένος στις οκτώ παρά είκοσι. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.

Ο ξέχειλος ενθουσιασμός δεν του άφησε υπομονή να περιμένει… πλησιάζοντας, τρεις από
τις πέντε του αισθήσεις δέχτηκαν ευχάριστο ερεθισμό. Πρώτη η όσφρηση από το σύμμεικτο
άρωμα που αναδύει το μοσκοσαπωνισμένο κορμί νέας και όμορφης γυναίκας. Δεύτερον η
ακοή από τη γλυκύτατη, απαλή φωνή της ίδιας νέας γυναίκας. Τρίτον, η όραση της όψης,
της ίδιας πάντοτε νέας κι όμορφης γυναίκας.

ΣΚΗΝΉ 20 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Ο ήλιος έγερνε προς τα βουνά της Σαλαμίνας. Θ’αργούσε να βασιλέψει, στις μεγαλύτερες
μέρες του χρόνου βρισκόμαστε.

Ο ψηλός και πλατύς όγκος έφραζε τη θέα προς το λιμάνι, επιβάλλοντας όλο και
περισσότερο τη δική του μεγαλοπρέπεια.

Η Άννα προχώρησε προς το καφενείο. Περιεργάστηκε το κατάστημα, ωσάν να το


πρωτοέβλεπε. Οι δύο εσωτερικοί τοίχοι άπλωναν τη γυμνή τους επιφάνεια, την κομμένη
από τρεις διαφημίσεις και μια χρωμολιθογραφία ενός χιονισμένου τοπίου. Στη γωνία το
τεζάκι με τα βάζα των γλυκών, πίσω του η πορτούλα του παραμάγαζου. Οι δυό εξωτερικοί
τοίχοι με τις μεγάλες τζαμένιες πόρτες και τα παράθυρα, πρόσφεραν θέα στην οδό
Παρασάγγη, τη φραγμένη από τα μονοόροφα, άχαρα σπιτάκια με τις χαμηλές στέγες. Η
ζέστη είχε αποκάμει το Μιχάλη, όπως και όλο τον κόσμο. Οι έγνοιες, του είχαν κόψει και
την όρεξη. Έγνοιες κυρίως ερωτικές, που έπαιρναν προεκτάσεις οικογενειακές.

Αγαπούσε την Άννα Λέφα και ένιωθε ευδαιμονία που άγγιζε την παραφροσύνης, όταν
συλλογιζόταν ότι η νέα και όμορφη κοπέλα τον αγαπούσε κι εκείνη, παρόλα τα χρόνια, την
ασκήμια και την κουφαμάρα του.

Που θα πήγαινε αυτή η ιστορία; Όσο και να τον αγαπούσε η Άννα, απίθανο να
παραδεχόταν να γίνει ερωμένη του. Έτσι άβγαλτη μάλιστα που ήταν.
ΣΚΗΝΉ 21 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Η Μάρθα γύρισε προς το ανοιχτό παράθυρο. Αυτό που είδε, την έκανε να οπισθοδρομήσει
και να πλησιάσει το παράθυρο. Το νυχτερινό λιμάνι απλωνόταν άνετα, κάτω απ’το βλέμμα
της. Ανώμαλα κυκλική επιφάνεια μαύρης λάκας, χαραγμένη με πολύχρωμα,
διασταυρούμενα αντιφεγγίσματα και πλαισιωμένη από εναλλαγή φωτεινών και άφωτων
όγκων.

Δεξιά στο μυχό, τα φώτα των κτιρίων και των επιβατικών βαποριών δημιουργούσαν εστία
έντονου φωτός, με κλιμακωτά ελλατούμενη ακτινοβολία προς όλες τις κατευθύνσεις.
Αριστερά, ο λόφος της Δραπετσώνας άπλωνε την επιμήκη πλαγιά του, τη διάστικτη από τα
μύρια φώτα των σπιτιών. Ακόμα πιο αριστερά, οι φωτισμένοι, κιτρινωποί κύβοι των
λιπασμάτων, με τις ψηλές καπνοδόχους, έφραζαν επιβλητικά ένα μεγάλο τμήμα του
ορίζοντα.

-Δεν είναι άσχημη καμάρα, μονολόγησε.

Έχει τις χάρες της…

ΣΚΗΝΉ 22 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Με ύφος αγέρωχο, η Μάρθα προχώρησε στην οδό Παρασάγγη. Τον Φουντούκο τον έκοψε
κρύος ίδρος.

-Στάσου!, είπε

Στάθηκε και τον κοίταξε η Μάρθα, με τα όμορφα, τα παιχνιδιάρικα και ηδυπαθή μάτια της.
Χαμογέλασε γλυκά και με γατίσια κίνηση, τίναξε τα μεταξένια, καστανά μαλλάκια της…

ΣΚΗΝΉ 23 (ΠΡΙΝ!!!!!)

Ένα περιστατικό που συνέβη προ καιρού, ήταν η αφορμή να εισαχθεί το πρώτο δοχείο
νυχτός στο λαϊκό τμήμα του «10». Σε δυό καμαρούλες που βλέπαν στην οδό Βεύης
κατοικούσε η κυρία Μαρίνα με τις δυό θυγατέρες της, τη Μαρία και τη Σία. Η μητέρα ήταν
γύρω στα πενήντα, παχιά, κόκκινη, πάντα αχτένιστη, μ’ένα σταχτί τσουλούφι να της
κρέμεται στο μέτωπο και άλλο ένα στο σβέρκο. Τα μικρά, σταχτιά της μάτια, πνιγμένα στο
ξίγκι της πληθωρική της μορφής, έπαιζαν ανήσυχα, ψάχνοντας να βρουν το κουσούρι του
καθενού, που κατόπιν η γλώσσα της σχολίαζε με λεξιλόγιο πλούσιο σε χαρακτηρισμούς. Με
ύφος μάλιστα προκλητικά μαχητικό, στηλίτευε τα όσα αξιόμεμπτα υπέπεφταν στην
αντίληψή της. Επαγγέλονταν την πλύστρα και καναδυό φορές την εβδομάδα, έφευγε από
τα χαράματα να μπουγαδιάσει ξένα σπίτια. Η μεγάλη κόρη της, ήταν κοπέλα τροφαντή,
γεροδεμένη και δουλευταρού. Όσο για τη μικρή, εκείνο τον καιρό ήταν κοριτσόπουλο
αδυνατούλι και ντελικάτο, με πρόσωπο άχρωμο. Σωστό ξέπλυμα.

Κάποια νύχτα, μόλις η Σία ξεπόρτισε για ανάγκη, ένιωσε και η Μαρίνα διάθεση να
ανακουφιστεί. Φτάνοντας όμως στα αποχωρητήρια, ξαφνιάστηκα βλέποντας και τις δυό
πόρτες ανοιχτές…

Μεγάλη φασαρία γίνηκε :ουρλιαχτά, κλάματα, τσιριξιές υστερικές. Ξύπνησε όλο το Δέκα
και μαζεύτηκε. Το άλλο πρωί, γενικό θέμα συζήτησης ήταν η νυχτερινή περιπέτεια της
Σίας,με την κυρά Ντόμενα επικεφαλή, την ανταγωνίστρια της κυρά Μαρίνας στην
κακογλωσσιά. Χρόνια τώρα οι δυό μέγαιρες συνεχίζουν αγώνα κρατερό και άκαρπο, ποια
θα εξουδετερώσει την άλλη. Αλληλοκαραδοκούσαν ν’αλληλοβρούν κάποιο ψεγάδι
αλληλοεξοντωτικό. Μα και οι δυό φαμίλιες ήσαν άμεμπτες. Έτσι οι δυό αντίζηλες
διαμοιράζονταν το κενσορικό λειτούργημα της γειτονιάς, στηλιτεύοντας τους πάντες. Και να
που η Σία τα έκανε μούσκεμα… Ημέρα θριάμβου για την κυρα-Ντόμενα.

ΣΚΗΝΉ 24 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Η αποψινή σκηνή ήταν συνηθισμένη μα και ασυνήθιστη. Απ’το παράθυρό της η γειτόνισσα
δυσκολεύεται να αναγνωρίσει… Μια γυναίκα νέα και καλό φτιαγμένη. Α ναι! Είναι η Μαρία,
η Μαρία Μακρή, που άγνωστο πούθε κρατάει η σκούφια της και πως ζει. Δηλαδή όλοι
ξέρουν περί τίνος πρόκειται, αλλά καμώνονται πως αγνοούν, γιατί η Μαρία κάνει το
επάγγελμά της πολύ διακριτικά. Που να πηγαίνει τέτοια ώρα; Σκυμμένη στο παράθυρο, η
κυρά γειτόνισσα ξαφνιάζεται τώρα, βλέποντας την Άννα Λέφα να βγαίνει γοργά, σχεδόν
κλεφτά και παίρνει τον ανήφορο, με περπατησιά τρεχάτη. Φοράει ένα τσίτινο φορεματάκι
και ένα ζακετάκι. Μέσα στο μισοσκόταδο, η άσπρη νεανική σάρκα των γυμνών ποδιών της,
μοιάζει σα να φωσφορίζει. Δεν είναι όμορφη, μα είναι νέα, καλοκρεατωμένη, κορεσμένη
ίμερους ερωτισμού.

Στο μυαλό της κυρά-γειτόνισσας στριφογυρίζουν διάφορες υποθέσεις, μα η έξοδος


τεσσάρων ατόμων οδηγεί το νου της σε άλλες σκέψεις… και να και η κυρά-Μαρίνα,
στολισμένη σαν φρεγάδα. Η κυρά-γειτόνισσα κούνα το κεφάλι με οικτιρμό.

Ο Μιχάλης Βάλβης, ο κουφός, τώρα βγαίνει από το «10» και τραβάει τον ανήφορο.

Είναι ντυμένος με κοστούμι και γραβάτα. Σάββατο βράδυ ο Μιχάλης παρατάει την ταβέρνα
του για να πάει που;;; Φαινόμενο αλλόκοτο, δυσεξήγητο!

Ώσπου όμως η κυρά-γειτόνισσα να το επεξεργαστεί μες στο μυαλό της, νέα απίθανη
εμφάνιση την ρίχνει σε νέα ταραχή : ο Μιχάλης ο Φουντούκος παρέα με τη Μάρθα, την
καινούργια. Ντυμένος επίσημα, με σακάκι, σκούρο παντελόνι και γραβάτα. Λυγερόκορμη κι
εκείνη, με ωραίες αναλογίες – θηλυκιά ως το στερνό της κύτταρο – φοράει το καλό της
φουστάνι. Απ’το ψηλό τακούνι ξεχωρίζεις τα ντελικάτα ποδαράκια της που απλώνουν τον
καταρράκτη της σάρκινης αρμονίας.

«Με τον Μιχάλη τον Φουντούκο βγαίνει η Μάρθα», συλλογίζεται η γριά.

«Βγαίνει φανερά, λες να τα φτιάξαν;»

-Όλοι θα βγουν απόψε;;, μονολογεί ενδόμυχα η γριά γειτόνισσα.

Για λίγα λεπτά, ο δρόμος ερήμωσε.

Νύχτα Σαββάτου… ο κόσμος της βδομαδιάτικης δουλειάς πηγαίνει προς άλλες περιοχές, να
φάει, να πιει, να σουλατσάρει, να τραγουδήσει, να χορέψει, να κάνει έρωτα. Να ξεσκάσει.
Κάθε φορά που η Δέσποινα έβγαινε να «πάει επίσκεψη», ζήλια κατάτρωγε τον άντρα της.
Λύσσαγε για την συμβατικότητα που δεχότανε τα χάδια του, χορτασμένη απ’ τις
περιπτύξεις του γέρου…

ΣΚΗΝΉ 25 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Η ανθρωπότητα είναι μια τεράστια παρεξήγηση. Ο καθένας λαχταράει να εξηγήσει τον


εαυτό του στον άλλο, μα ο άλλος δυναστευμένος απ’την ίδια λαχτάρα, δεν δίνει προσοχή
σε κείνο που του λένε. Όλοι μας μονολογούμε κι ακούμε αλλ’αντ’άλλων.

Κανείς δεν θέλει να είναι κακός. Όλοι διψούν να δώσουν και να δεχτούν καλοσύνη, και να
γιατί δεν το πετυχαίνουν και γίνονται κακοί και πικραίνουν και πικραίνονται.

Γιατί δεν υπάρχει συνεννόηση, γιατί υπάρχει καχυποψία, γιατί ο αγαθός δεν έχει πίστη
στην αγαθοσύνη του αλλουνού και θαρρώντας τον κακό, γίνεται κακός από αυτοάμυνα
πρώτα και ύστερα για εκδίκηση…

Στο αναμεταξύ, λίγο πιο πέρα, μπροστά στην είσοδο του «10», δυό άτομα συζητούσαν
έντονα, γοργά η συζήτηση ξεφυλλιζόταν σε διαπληκτισμό, με συνέπεια οι φωνές να
φτάνουν ξεκάθαρα στα παράθυρα της γειτονιάς.

ΣΚΗΝΉ 26 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Με το ερχόμενο φως της ημέρας, τα σουσούμια του δρόμου άρχισαν να αχνοφαίνονται.


Η Δέσποινα Νταηγιώργη αναστέναξε… το προηγούμενο βράδυ ήταν με τον Καλογερά. Τον
βρήκε πολύ καταβεβλημένο, με ταχύπνοια κι άρρυθμη καρδιά. Ο γιατρός μόλις είχε φύγει.
Του έδωσε φάρμακα και του επέστησε την προσοχή. Ήταν κίτρινος, με την άκρη της μύτης
του και τα χείλη μελανά. Τα δάκτυλά του φάνταζαν σαν κεριά. Ανάσανε γρήγορα και με
δυσκολία…

ΣΚΗΝΉ 27 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Βγαίνοντας στο δρόμο, δεν έπαιρνε καμία προφύλαξη. Κακό προαίσθημα πάγωσε την
καρδιά της…

ΣΚΗΝΉ 28 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

-Τι συμβαίνει;

-Τι έγινε;;

-Πέθανε ο Καλογεράς!!!

Τα λόγια ετούτα ειπώθηκαν δυνατά και έφτασαν στ’αυτιά της Δέσποινας…

Η μορφή της έγινε σκληρή, αποτρόπαιη.

Όλος ο πόνος μετάλλαξε σε δύναμη… και άρχισε να κλαίει…

ΣΚΗΝΉ 29 (ΠΑΡΆΛΛΗΛΑ)

Το βράδυ, όταν ο Νταηγιώργης γύρισε σπίτι, την βρήκε ήρεμη. Απόφυγε να της μιλήσει για
την κηδεία. Θαρρούσε πως ο θάνατος του Καλογερά τη λύτρωσε από μια δυσάρεστη
περιπέτεια. Τι γινόταν με την κληρονομιά; Λαχταρούσε να τη ρωτήσει… Η Δέσποινα ήξερε,
μα δεν τολμούσε…
Η μπόρα ξέσπασε την μεθεπόμενη. Έξαλλος γύρισε ο Ευάγγελος. Κοιτούσε τη γυναίκα του
κοντανασαίνοντας, με μάτια όλο αγριεμένη απορία.

-Δημόσια διαθήκη δεν υπάρχει… μόνο μια ιδιόγραφος που καθιστά γενική κληρονόμο τη
μικρανεψιά του, Ειρήνη Χαριτάκη! Μα πως;… πως;; εξήγησέ μου!!

-Έκανα το κατά δύναμην. Δεν τα κατάφερα. Η άλλη ήταν πιο καπάτσα.

ΤΕΛΟΣ

You might also like