Professional Documents
Culture Documents
π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΕΠΑΙΖΕ ΚΡΥΦΤΟ
Η «σιωπή» του Θεού στις δοκιμασίες των ανθρώπων
«Πράγματι, εσύ είσαι Θεός που κρύβεσαι, Θεέ του Ισραήλ, και λυτρωτή»
(Ησαΐας, 45,15)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Το μόνο θεολογικό ερώτημα που υπάρχει είναι αυτό: η σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο πόνο
και την αγάπη του Θεού. Όλα τα άλλα είναι διανοητικές περιέργειες» 1. Αυτή είναι μια μεγάλη
αλήθεια για τους ανθρώπους που αγαπάνε και εμπιστεύονται τον Θεό. Αυτός είναι και ο μεγάλος
τους πειρασμός. Η σκοτεινιά που σκιάζει την χαρά των παιδιών του Θεού. Πώς είναι δυνατόν
ένας Θεός αγάπης να επιτρέπει τόσο πόνο και αδικία στον κόσμο αυτόν; Ένας λογισμός, ένα
τυραννικό ερώτημα που δεν θα πάρει εύκολη ή -καλύτερα- ανώδυνη απάντηση. Όπως δεν πήρε
απάντηση το «Ηλί Ηλί, λαμά σαβαχθανί» (Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;) του Χριστού
πάνω στον Σταυρό. Ή μήπως πήρε;
Συνήθως σε αυτή την ζωή δεν παίρνουμε απαντήσεις με τον ίδιο τρόπο που ρωτάμε. Η
ερώτηση με την απάντηση δεν μιλάνε πάντα την ίδια γλώσσα. Ρωτάμε με το μυαλό και καλώς
πράττουμε· αυτός είναι ο τρόπος μας, αλλά ο Θεός απαντά με την ζωή. Μέσα από πρόσωπα,
πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις. Η φωνή του Θεού είναι η ζωή που κυλάει μέσα από
παράδοξους δρόμους στην δική μας λογική.
Γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντικό στην χριστιανική πνευματικότητα να μάθουμε αυτό το
λυτρωτικό άφημα στην ροή της πρόνοιας του Θεού. Δηλαδή στην πίστη ως εμπιστοσύνη σε μιαν
Αγάπη που πολλές φορές μάς εξοργίζει, μας κάνει να απορούμε και να πονάμε, αλλά που ωστόσο
έχουμε την δυνατότητα να την εμπιστευόμαστε. «Χριστιανισμός δεν σημαίνει τα ξέρω όλα.
1
Σ. Ζουμπουλάκης, Η Αδελφή μου, σελ. 29.
Σημαίνει ίσως ότι δεν ξέρω τίποτε. Αλλά ωστόσο εμπιστεύομαι 2»- Μπορώ να αγαπώ, να πιστεύω
και συγχρόνως να αμφιβάλλω.
Ρωτάμε για μεγάλα ζητήματα ζωής και θανάτου και αισθανόμαστε ότι δεν υπάρχει καμία
απάντηση. Ναι, ίσως. Ίσως για την περιορισμένη λογική μας, για τον κόσμο των γλωσσικών μας
ορίων και των αντιληπτικών μας δυνατοτήτων. Ο Θεός όμως απαντά, αλλά με έναν απόλυτα
«παράξενο» τρόπο. Δεν «δρα» και δεν «σκέφτεται» ο Θεός όπως εμείς. Η απάντηση στον Σταυρό
ήταν η Ανάσταση. Η απάντηση στον θάνατο η αιωνιότητα. Η απάντηση στο κακό ο Χριστός.
Τέτοια είναι δε η παραδοξότητα των απαντήσεών Του, που πολλές φορές αναγκαζόμαστε να
αναφωνήσουμε, «Θεέ μου, δεν παλεύεσαι, δεν Σε αντέχω... είσαι ένας “παρά-ξένος” Θεός».
Το ερώτημα λοιπόν περί των λεγομένων «κριμάτων» του Θεού απασχόλησε και τυράννησε
ένθεους και άθεους, Χριστιανούς και μη, απλούς και επιφανείς, αποστόλους, πατέρες και
διδασκάλους της Εκκλησίας, καθώς επίσης συγγραφείς, καλλιτέχνες, ανθρώπους των γραμμάτων
και της τέχνης, γενικά ψυχές που δίψασαν την δικαιοσύνη και το κάλλος.
Μαζί λοιπόν με τον δικό μας προβληματισμό, στο βιβλίο αυτό θα παρουσιάσουμε απόψεις,
ερωτήματα και θέσεις όχι μόνο των αγίων πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας, αλλά και
φιλοσόφων, ποιητών και καλλιτεχνών.
Με αυτό τον τρόπο θα αναδειχθεί η καθολικότητα του τυραννικού ερωτήματος και συγχρόνως
η ευρύτητα της παρουσίας του Θεού σε ανθρώπους που εμείς οι της Εκκλησίας ευκόλως θα
κατηγοριοποιούσαμε σε αρνητές του Θεού ή και αδέξιους φορείς της χάριτός Του. Λησμονώντας
βέβαια την απάντηση του Χριστού στον διδάσκαλο Νικόδημο, «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ
τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ’ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει...» 3.
Θα ήταν για μένα αρκετά εύκολο να παραθέσω σειρά από αγιογραφικά χωρία ή πατερικές
αναφορές για την παρουσία του κακού στον κόσμο. Δεν θα το κάνω. Ή, μάλλον, πιο σωστά, δεν
θα κάνω μονάχα αυτό. Και τούτο γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι το πνεύμα του Θεού ζει ακόμη
μέσα στο χώρο της Εκκλησίας· δεν σταμάτησε ούτε χάθηκε σε κάποιους μακρινούς ιστορικούς
χρόνους, οπότε εμείς, τα μέλη της Εκκλησίας μπορούμε και σήμερα να σκεφτόμαστε, να
προβληματιζόμαστε, να γράφουμε και να εκφραζόμαστε, αρκεί αυτά που λέμε να συνάδουν με
το πνεύμα της Αγίας Γραφής και της Ορθόδοξης χριστιανικής παραδόσεως.
Ο λόγος μας όμως οφείλει να μετέχει στο παρόν της ιστορίας, να σαρκώνεται στο τώρα της
ζωής με λεκτικά σχήματα, εικονικές παραστάσεις και ψυχικά παραδείγματα του σημερινού
ανθρώπου. Δεν έχουμε ανάγκη το παρελθόν όσο είμαστε ζωντανοί στο παρόν. Με το παρελθόν,
και μάλιστα με εμμονικό τρόπο, ζει εκείνος που δεν έχει παρόν. Και η Εκκλησία του Χριστού ποτέ
δεν έπαψε να είναι παρούσα ως εικόνα και κοινωνία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο και στα
έσχατα.
Μια ζωντανή Εκκλησία που ζει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, διαλέγεται καθημερινά και άμεσα με την
πραγματική ζωή των ανθρώπων. Δίνει απαντήσεις και εγείρει ερωτήματα. Κατηχεί και φανερώνει
το λυτρωτικό έργο του Θεανθρώπου. Εάν δεν λυτρωθεί το παρόν μας, κανένα παρελθόν, όσο
«ιερό» κι αν είναι, δεν μας λυτρώνει. Κι εμείς δυστυχώς στην Εκκλησία έχουμε εδώ και χρόνια
ξεχάσει την λειτουργία και θεολογία των χαρισμάτων. Λησμονήσαμε ότι είμαστε ζωντανό σώμα
Χριστού.
Ένα κείμενο δεν κρίνεται εάν είναι πατερικό ή αγιογραφικό από την επισύναψη και την
παράθεση χωρίων, αλλά από το αν το όλο πνεύμα του συμφωνεί και αποπνέει την φρεσκάδα της
Χάριτος του Θεού εκφράζοντας το σύνολο της διδασκαλίας της Εκκλησίας.
Είναι σημαντική πάνω στο θέμα αυτό η άποψη του π. Βασιλείου Χριστοδούλου, στο πολύ καλό
βιβλίο του «Μείνε μαζί μας, βράδιασε...», όπου αναφέρει: «...πίσω από κάθε σπαραγμό της
καρδιάς και αγωνία της ύπαρξης, πίσω από κάθε ποιότητα και δημιουργία έμπονη, δεν μπορεί
παρά να κρύβεται ο Θεός. Η πορεία του Χριστού διά μέσου των αιώνων συνεχίζεται και τα
2
Olivier Clemént, Πάτερ ημών..σελ. 48.
3
Ιωάν. γ' 8.
πρόσωπα της συνοδοιπορίας δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετικά (και όχι απαραιτήτως
ενδεδυμένα μέλανα τριβώνια και προσφωνούμενα υπερθετικά). Κάθε έκφραση υψηλής
καλλιτεχνίας, κάθε αριστούργημα του ανθρώπου πολιτιστικό, δεν μπορεί παρά να αναζητά την
λύτρωση από τον θάνατο, να κραυγάζει για μια συνέχεια μετα-ιστορική, γι’ αυτό και να
συνοδοιπορεί με την Ανάσταση.
Ίσως γιατί δεν αντέχω πια την ευκολία με την οποία εντός της Εκκλησίας κατηγοριοποιούμε
τους ανθρώπους σε ένθεους και άθεους, απονέμουμε τον Χριστό σε όποιον εμείς θέλουμε και
τοποθετούμε την παρουσία Του όπου εμείς επιθυμούμε... Ανάμεσα σε αυτές τις συμπληγάδες
του ένθεος-άθεος πνίγουμε όλη την ζωή και αγωνία ενός ανθρώπου, αδιαφορώντας για το
περιεχόμενό της, αμέτοχοι της πορείας του, στεκόμενοι μόνο στο τέλος ως επιφανειακοί,
επιπόλαιοι κριτές...
Ενθυμούμενος Αθωνικούς πρόναους ζωγραφισμένους με τις μορφές αρχαίων Ελλήνων
φιλοσόφων, να συνοδεύουν την πορεία προς τον κυρίως ναό και το ιερό, σκέφτομαι την
αγιογράφηση της προς Εμμαούς πορείας με τον Λουκά και τον Κλεόπα, τον Ελύτη και την
Δημουλά, τον Ντοστογιέφσκι και τον Ταρκόφσκι, τον Καζαντζάκη, τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη και τον
Βρεττάκο, τον Κώστα Μόντη και τον Ernesto Cardenal, τον C. S. Lewis, τον T. S. Eliot και τον Χρήστο
Γιανναρά, μ’ εμένα, μ’ εσένα, με όλους μας, σε μια πορεία προς την Εμμαούς των ανείπωτων
αποκαλύψεων και των ανέκφραστων εσώτατων εμπειριών, για τις οποίες θα μιλήσουμε όλοι, όχι
όμως τώρα (επιπόλαια και ανεπίγνωστα, λες και γνωρίζει ο ένας την καρδιά του άλλου), αλλά
τότε, όταν είμαστε ομοτράπεζοί Του στην Εμμαούς της Βασιλείας Του και τα πάντα θα
γνωρίζονται στην κοινωνία της Αλήθειας Του... Στην παρουσία των Αγίων και Πατέρων της
Εκκλησίας μας ψηλαφώ τη Χαριτωμένη κατάφαση του Θεού και στα πρόσωπα όλων αυτών των
ανθρώπων και ακόμα περισσότερων, τις έμπονες, αγωνιώδεις και αναζητητικές προϋποθέσεις
της...»4.
Επίσης στο παρόν βιβλίο θα παραθέσω κείμενα που εμένα προσωπικά με άγγιξαν, πλησίασαν
και κατέβηκαν στον άδη των ερωτημάτων μου με έναν εσωτερικό τρόπο. Ένα τρόπο που, χωρίς
να καταργεί την ανθρώπινη λογική, ανέστησε μέσα μου την ελπίδα της πίστεως σε αυτό που με
προσπερνά. Γιατί τίποτα στην ζωή και κυρίως στον άνθρωπο δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται ή
λέγεται, αλλά κυρίως αυτό που «κρύβεται» και με ποικίλους τρόπους φανερώνεται.
π. Χαράλαμπος Λίβυος Παπαδόπουλος Πύργος Μονοφατσίου, Κρήτη 19/4/2017
6
Σ. Ζουμπουλάκης, Η αδερφή μου, σελ. 30, 31, 32.
7
Ό.π., σελ. 41.
Δεν γίνεται για όλα να έχουμε απαντήσεις, και μάλιστα λογικά υπεραπλουστευμένες ή μερικές
φορές κονσερβοποιημένες. Πρέπει κάποια στιγμή να μάθουμε την απάντηση της σιωπής και
προσευχής. Τού δεν γνωρίζω, δεν ξέρω. Γιατί θα πρέπει όλα, ντε και καλά, να τα γνωρίζουμε ή να
τα καταλαβαίνουμε; Ναι, υπάρχουν και κάποια θέματα γύρω από την ζωή και τον θάνατο, που
δεν έχουν απόλυτες απαντήσεις, γιατί πολύ απλά δεν μπορούμε να ξέρουμε. Αυτή η θέση
χρειάζεται ταπείνωση και οντολογική αυτογνωσία. Να γνωρίζω τα υπαρκτικά μου όρια.
Ας αντιληφθούμε επιτέλους ότι η σχέση με τον Θεό είναι μια πάλη. Δεν είναι ένας χαλαρός
ψυχαγωγικός περίπατος, αλλά μια οδυνηρή υπαρξιακή περιπέτεια. Μια μάχη, που ζητάει όχι να
νικήσουμε, κι εδώ είναι το παράδοξο της χριστιανικής πνευματικότητας, αλλά να νικηθούμε.
Πρέπει να επιτρέψουμε στον Θεό να μας νικήσει. Αυτή είναι και η μεγάλη δυσκολία του
εγχειρήματος.
Άρα, λοιπόν, πέρα από ότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε και να κατανοούμε τα πάντα σε
αυτή την πραγματικότητα της ζωής, συγχρόνως πρέπει να έχουμε και πίστη στον Θεό. Δηλαδή να
αφεθούμε σε αυτή την επίπονη, ακραία, οριακή αλλά συγχρόνως γοητευτική και ευλογημένη
σχέση μαζί Του. Τον Θεό δεν Τον καταλαβαίνουμε αλλά Τον εμπιστευόμαστε. «Το ζήτημα της
σχέσης ανάμεσα στην αγάπη του Θεού και στα βάσανα των αθώων είναι θεωρητικά αναπάντητο.
Είναι ζήτημα πίστης και θα μείνει πάντα εκεί για να δοκιμάζει την θρησκευόμενη συνείδηση,
κατά το μέτρο της πίστης της. Χωρίς αυτό το ερώτημα, ο μονοθεϊσμός δεν αξίζει τον κόπο, είναι
μια αστεία υπόθεση. Χιλιάδες χρόνια, το θέτει και το απαντάει ασταμάτητα και αδιάκοπα...» 8
Η πνευματική ζωή μέσα στο χώρο της Εκκλησίας πρέπει να εννοηθεί ως σχέση. Εμείς αυτό το
έχουμε ξεχάσει. Πιστεύουμε ότι μπορούμε με κάποιους εξωτερικούς τρόπους να δεσμεύσουμε
τον Θεό, να Τον καθυποτάξουμε και να Τον κάνουμε ό,τι θέλουμε. Επιζητούμε να ακούει όλα τα
αιτήματά μας, και γενικότερα να εξυπηρετεί τις υποθέσεις μας όποιες κι αν είναι αυτές. Ένας
υποτακτικός δηλαδή των θελημάτων μας.
Ξεχνάμε όμως το βασικό, ότι ο Θεός είναι πρόσωπο. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν μιλάμε
ποτέ για μιαν ανώτερη δύναμη, αλλά για ένα Θεό που, ενώ παραμένει αμέθεκτος ως προς την
ουσία Του, μπορεί και θέλει να σχετίζεται με τον άνθρωπο και ολάκερη την κτίση.
Αυτή η εμπειρική δογματική αλήθεια της Εκκλησίας δυστυχώς λησμονείται ακόμη κι από τους
πιστούς. Οι οποίοι τόσο με την ζωή τους, όσο και με τις αντιλήψεις τους αναφέρονται σε ένα Θεό
ως ανώτερη δύναμη. Δηλαδή παντελώς απρόσωπο και ακοινώνητο. Δίχως κανένα περιθώριο για
σχέση και διάλογο.
Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη αξία να υπογραμμίσουμε ότι στις μέρες μας οι New Age
αιρέσεις (=νεοπαγείς, νεότευκτες, νεοσύστατες αιρέσεις), ιδιαιτέρως ανατολικού τύπου και
προελεύσεως, προβάλλουν αυτό ακριβώς τo πρότυπο Θεού. Μια ανώτερη δύναμη με την οποία
δεν σχετιζόμαστε, αλλά συντονιζόμαστε. Δεν διαλεγόμαστε, απλά αποδεχόμαστε. Εάν όμως
υπάρχει μια ανώτερη δύναμη με την οποία συντονίζομαι, τότε με αυτή τη δύναμη δεν μπορώ να
αναπτύξω διάλογο και επαφή. Να με επηρεάσει και να την επηρεάσω. Μπορώ απλά και μόνο να
υπακούσω εξωτερικά σε κάποιες διαδικαστικές εντολές. Αλλά αυτό δεν έχει ζωή. Δεν έχει την
ζωντάνια μιας σχέσης.
Όταν, λοιπόν, στην Ορθόδοξη Εκκλησία αναφερόμαστε στην σχέση με τον Θεό, μιλάμε για μια
πράξη ελευθερίας. Σε μια σχέση δεν υπάρχουν δεδομένα. Από τη στιγμή που θα θεωρήσεις τον
άντρα ή την γυναίκα σου δεδομένους, τους έχασες. Όταν μια σχέση που είναι ζωντανή νοηθεί ως
κάτι στατικό και αυτονόητο, τότε διαλύεται και καταρρέει. Αν έχει μια ομορφιά η ζωή, είναι ότι
δυσκολεύεσαι να την προσδιορίσεις. Σε ξαφνιάζει, σε εκπλήσσει.
Σε μια σχέση μπορεί να είμαστε σήμερα καλά, και σε λίγη ώρα να μαλώνουμε, να γινόμαστε
άνω-κάτω. Μπορεί να τα ξαναβρούμε ή να μην τα βρούμε ξανά ποτέ. Μπορεί ο άλλος να μας
επιθυμεί ή και να μας αποστρέφεται. Η σχέση με τον Θεό είναι μια σχέση ζωντανή, που πάλλεται,
δονείται, αλλάζει και μεταμορφώνεται, περνάει φάσεις πολλές και διαφορετικές. Στιγμές
8
Ό.π., σελ. 41.
εμπιστοσύνης αλλά και στιγμές άρνησης και αποστασίας· αμφιβολίας και απόλυτου δοσίματος.
Το αναφέρει πολύ όμορφα ο γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ότι «με τον Θεό παίζουμε
ένα διαρκές, αέναο, ατελεύτητο κρυφτούλι». Μας κρύβεται και μας φανερώνεται. Του
κρυβόμαστε και Του φανερωνόμαστε. Μας εμφανίζεται και εξαφανίζεται, Του δινόμαστε και
πολλές φορές αδιάφορα χανόμαστε. Βλέπετε δεν είναι απόλυτο ότι πάντα εμείς είμαστε έτοιμοι
ή θέλουμε να συναντήσουμε τον Θεό. Πολλές φορές δεν είμαστε καν έτοιμοι. Ζητάμε με το στόμα
και τα λόγια την συνάντηση, αλλά η καρδιά δεν ακολουθεί. Κι αυτό διότι η συνάντηση με τον
Θεό, επειδή ακριβώς είναι μια κίνηση απέναντι σε ένα πρόσωπο, έχει κόστος. Κάτι στοιχίζει,
όπως και κάθε μορφή σχέσεως. Μια συνάντηση με τον Θεό μπορεί να ανατρέψει τις αξίες μας.
Να μας κάνει να αναθεωρήσουμε βασικά δεδομένα της ζωής μας, που εμείς δεν είμαστε στην
φάση εκείνη που θα το επιθυμούσαμε.
Κανείς όμως στην ζωή δεν τα έχει όλα. Κάτι κερδίζει, μα και κάτι ταυτόχρονα χάνει. Όλα δεν
γίνεται να τα έχουμε. Αυτός είναι και ο κανόνας μιας σχέσης. Παίρνουμε πράγματα, αλλά
ταυτοχρόνως πρέπει και να δώσουμε. Δεν είναι, λοιπόν, απόλυτο ότι πάντα ο Θεός μάς κρύβεται.
Ίσως να είμαστε κι εμείς εκείνοι που αποφεύγουμε την συνάντηση φοβούμενοι το κόστος.
Η ζωντανή παρουσία του Θεού στην ζωή μας θα έχει πολλές και διαφορετικές μορφές
έκφρασης. Μία από αυτές είναι η αίσθηση της παρουσίας Του ως δύναμη υπομονής και ελπίδας,
ως κουράγιο και προσμονή του καλύτερου αύριο, μιας αναπάντεχης έκπληξης, ενός θαυμαστού
σημείου ζωής και ανατροπής.
Η πνευματική εμπειρία μάς βεβαιώνει ότι όχι μόνο παίρνουμε απαντήσεις, αλλά οι απα-
ντήσεις έρχονται σαν εκπλήξεις. Φτάνουν από κει που δεν το περιμένεις. Πότε όμως; Όταν ξέρεις
να περιμένεις. Όπως έλεγε ο μεγάλος Gabriel Garcia Marquez, «Μην ανυπομονείς, τα καλύτερα
έρχονται όταν δεν τα περιμένεις...».
Και ο Άγιος Πορφύριος έρχεται να συμφωνήσει απόλυτα λέγοντας, «Έχει ο Θεός. Εκεί που
απελπίζεσαι, σου στέλνει κάτι που δεν το περιμένεις... αρκεί να Τον πιστεύεις και να Τον
αγαπάς. Όπως και Εκείνος μάς αγαπά και φροντίζει για εμάς, όπως ο κάθε πατέρας για τα
παιδιά του. Και όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού. Και ό,τι καλό έχουμε, το έχουμε από τον Θεό.
Είναι δικό Του το δώρο. Δεν έχεις ακούσει στην Εκκλησία ότι: “πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν
δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων”;».
Το να ξέρεις να περιμένεις και να μην απελπίζεσαι κάνει την διαφορά. Δυστυχώς, ζώντας σε
ένα κόσμο και σε μια κοινωνία στην οποία η ταχύτητα έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας,
θέλουμε όλα να γίνονται πάρα πολύ γρήγορα, τάχιστα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάνουμε την
μεγάλη αρετή της υπομονής και της καρτερίας.
Η Χάρις του Θεού είναι στην υπομονή. Η παρουσία του Θεού είναι στο κουράγιο. Σε εκείνο το
χαμόγελο, την ώρα που εκατοντάδες βάσανα και δοκιμασίες τρυπάνε το κορμί και την ψυχή σου.
Αυτή είναι η παρουσία του Θεού. Να βρίσκεις δύναμη και νόημα, εκεί που φαινομενικά δεν
υπάρχει τίποτα να κρατηθείς.
10
Αγίου Πορφυρίου, Βίος και λόγοι, εκδόσεις Χρυσοπηγή.
11
Ο.π.
12
π. Φιλόθεος Φάρος, Το πένθος, σελ. 28.
σε πρακτικό επίπεδο, ο θάνατος κέρδιζε, αφού μηδένιζε την φυσιολογική συνέχιση της ζωής. Οι
Πατέρες, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τέτοιες ακρότητες και μπροστά στην απειλή
ο θάνατος να αποκτήσει δύναμη έναντι της ζωής, αναγκάστηκαν σε κάποιες περιπτώσεις μέσα
από κείμενα και κηρύγματά τους, να παρουσιάσουν τον θάνατο ως ελπιδοφόρο και ευτυχές
γεγονός. Αυτές όμως ήταν ποιμαντικές εξαιρέσεις, που δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν την σύνολη
παράδοση της Ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας, που πιστεύει ότι «ο Θεός είναι ζωή, ο θάνατος
δεν είναι τίποτε άλλο από στέρηση της ζωής. Η αμαρτία είναι η απόρριψη του Θεού, και
επομένως της ζωής, και χωρισμός απ’ Αυτόν. Συνέπεια αυτής της απορρίψεως και του χωρισμού,
ο θάνατος. Η αμαρτία είναι το κέντρο του θανάτου. Εφόσον ο Θεός είναι ζωή, δεν μπορεί να έχει
καμιά σχέση με τον θάνατο, που είναι άρνηση της ζωής, και επομένως δεν μπορεί να είναι και δεν
είναι δημιουργός του θανάτου»13. «Ουχί ο Θεός έκτισε τον θάνατον»14.
«Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε από τον Θεό ούτε κατά φύση αθάνατος, γιατί τότε δεν θα είχε την
δυνατότητα να διαλέξει να μείνει με τον Θεό ή να απομακρυνθεί από Αυτόν, αλλά ούτε κατά
φύση θνητός, γιατί τότε ο Θεός θα ήταν αίτιος του θανάτου»15.
«Ωστόσο ο Θεός έστρεψε το θάνατο εναντίον αυτού του ίδιου του διαβόλου, γιατί καταρχήν,
με το να μην εμποδίσει την ύπαρξη του θανάτου, έκανε θνητό αυτό το ίδιο το κακό. Και στην
συνέχεια, χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα του θανάτου όπως και τα
αποτελέσματα της αμαρτίας, για την σωτηρία του ανθρώπου και την κατατρόπωση του διαβόλου.
Ο Θεός χρησιμοποιεί την εξουθένωση που αισθάνεται ο άνθρωπος όταν αμαρτήσει, για να
καλλιεργήσει μέσα του την ταπείνωση, ή χρησιμοποιεί την συναίσθηση της ματαιότητας των
εγκοσμίων που προκαλεί στον άνθρωπο ο θάνατος, για να στρέψει το ενδιαφέρον του προς τα
επουράνια. Έτσι, αν και ο θάνατος δεν είναι καλό, είναι καλό μετά την αναχώρησή μας να
βρεθούμε πλησιεστέρα στον Χριστό. Πικραίνει ο Θεός τον διάβολο εμπαίζοντάς τον μ’ αυτό τον
τρόπο, αλλά αυτό δεν κάνει τον θάνατο και την αμαρτία ούτε καλά ούτε έργα του Θεού.
Ο θάνατος δεν είναι κάτι φυσικό, δεν βρισκόταν στο αρχικό σχέδιο της δημιουργίας, αλλά
αντίθετα αποτελεί ανωμαλία και δια-στροφή του δημιουργικού έργου του Θεού». 16
13
Ό.π., σελ. 29.
14
Ό.π., σελ. 30.
15
Ό.π., σελ. 30.
16
Ό.π., σελ. 31-32.
μεγαλύτερη»17.
Οι απώλειες στην ζωή μας πρέπει να βιώνονται. Να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να τις ζήσει
σε όλο το μέγεθος τους, δίχως να κρύβονται κάτω από το αμυντικό λογικό χαλί. Διαφορετικά, για
ό,τι δεν πενθήσαμε, αργά ή γρήγορα θα θρηνήσουμε πολύ πιο επώδυνα.
Πολλές φορές, επίσης, άνθρωποι ευσεβείς και πιστοί προσπαθούν να αποτρέψουν κατά
κάποιο τρόπο την θλίψη του πενθούντος, αναφέροντας ότι το παιδί τους, ο άνθρωπός τους είναι
πλέον στον ουρανό μαζί με τον Θεό και ως εκ τούτου δεν έχει νόημα το δάκρυ και ο θρήνος.
Στο σημείο αυτό γι’ ακόμη μια φορά συναντάμε την ιδεολογικοποίηση της πίστεως, που
απομακρύνεται από την ζωή και την φύση του ανθρώπου. Μια «πίστη», που για να υπάρξει ζητά
να απορροφήσει κάθε ανθρώπινη εκδήλωση ως κατώτερη των περιστάσεων. Ξεχνάμε βέβαια ότι
στο ποσοστό που αρνούμαστε την ανθρωπινότητά μας ακυρώνουμε και την θεϊκή δυναμική μας.
Ματαίως προσπαθούμε να ακυρώσουμε τον άνθρωπο για να φτάσουμε στον Θεό. Ο δρόμος προς
τον ουρανό ξεκινάει από την ανθρώπινη καρδιά.
Έχοντας μιαν ακέραιη θεολογική ανθρωπολογία, πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι άλλο
πράγμα είναι η πίστη στον Θεό κι άλλο ο πόνος που αισθανόμαστε για την απώλεια ενός
αγαπημένου μας προσώπου.
Η πίστη δεν καταργεί την ζωή και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αντιθέτως, τα αναδεικνύει,
φανερώνοντάς τα σε μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη προοπτική. «Η σκέψη ότι ένας νεκρός
βρίσκεται στους ουρανούς και απολαμβάνει ουράνια μακαριότητα δεν απομακρύνει τη θλίψη
του πενθούντος. «Όσο πιο μεγάλη είναι η ευτυχία που απολαμβάνει», λέει ο Ιερώνυμος για τον
Nepotian, «τόσο βαθύτερη είναι η θλίψη στην οποία μάς βυθίζει η απώλεια μιας τόσο μεγάλης
ευλογίας». Ο Sulpitius Severus στην επιστολή του προς τον διάκονο Aurelius γράφει τα εξής
σχετικά με τον θάνατο του Αγίου Μαρτίνου: «Ομολογώ ότι ένιωσα μια μαχαιριά στην καρδιά και
ξεσπώντας σε δάκρυα έκλαψα ασταμάτητα. Ακόμη και τώρα που γράφω αυτά τα πράγματα, τα
δάκρυά μου τρέχουν, και δεν βρίσκω παρηγοριά γι’ αυτή την μόνη μου αλλά ανυπόφορη θλίψη.
Και εύχομαι όταν φθάσουν και σε σένα αυτά τα νέα, να γίνεις συμμέτοχος της λύπης μου, όπως
συμμετείχες με μένα στην αγάπη του. Έλα τότε χωρίς καθυστέρηση, για να θρηνήσουμε μαζί
εκείνο που αγαπάμε μαζί. Ξέρω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος, στον οποίο μετά τη νίκη και το
θρίαμβό του στον κόσμο αυτό έχει τελικά δοθεί το στεφάνι της δικαιοσύνης, δεν θα πρέπει να
θρηνείται. Όμως δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου ώστε να μην Θρηνώ. Δεν έχω
αμφιβολία ότι έχω στείλει πριν από μένα κάποιον που θα ικετεύει για την σωτηρία μου στους
ουρανούς, αλλά ταυτόχρονα έχω χάσει την πιο μεγάλη πηγή παρηγοριάς που είχα σ’ αυτή την
ζωή»18.
«Μοναχοί και ασκητές, όπως βλέπουμε και στις αγιογραφίες και όπως πληροφορούμαστε από
τα αγιογραφικά κείμενα, θρηνούν επίσης χωρίς αναστολές» 19. Ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης,
κάθε φορά που πέθαινε ένας μοναχός της μονής, θρηνούσε και μετά «τήν επιτάφιον ὑμνωδίαν
προσήγγιζε μεν τῷ νεκρῷ, ἒπιπτε δέ κατά γῆς ἐπί πρόσωπον». Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης
αναφέρει ότι στην κηδεία της αδελφής του Μακρίνας ξέσπασε η γοερή οιμωγή των παρθένων
που μέχρι εκείνη την ώρα «εν ησυχία διεκαρτέρουν»20... Για τον Άγιο Ηλία τον εν Καλαβρία
αναφέρεται ότι «δι’ ὃλης τῆς νυκτός ἐπιτάφια ἂσματα σύν δάκρυσι ράναντες κατέθεντο τό ἃγιον
λείψανον»21.
Γίνεται σαφές και από την παράθεση των παραπάνω αγιολογικών κειμένων ότι η έκφραση των
συναισθημάτων θλίψης και πόνου, δακρύων και οδύνης, ουδέποτε ενοχοποιήθηκαν από την
γενικότερη παράδοση της Εκκλησίας, εκτός μεμονωμένων ποιμαντικών περιπτώσεων. Ο
ανθρώπινος οδυρμός απέναντι σε μια απώλεια είναι βαθιά ανθρώπινο στοιχείο, οπότε και θεϊκά
17
Ό.κ., σ. 141
18
Ό.π., σελ. 138.
19
Ό.π., σελ. 139.
20
Ό.π., σελ. 140.
21
Ό.π., σελ. 141
ευλογημένο.
γ) Τι πρέπει να πούμε;
Η τρίτη αναφορά μου έχει να κάνει με την αντίληψη ή την αγωνία των πιστών για το τι θα
πρέπει να πουν στους πενθούντες όταν θα τους συναντήσουν. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν
αισθάνεται άνετα όταν επισκέπτεται ανθρώπους που πενθούν. Νιώθουμε ένα κόμπο στο στήθος
και μιαν απίστευτη αμηχανία. «Πώς θα τους αντικρίσω; Τι θα τους πω;». Αυτό δεν συμβαίνει
μονάχα στους λαϊκούς, αλλά και στους κληρικούς. Αυτοί μάλιστα, επειδή νιώθουν περισσότερο
άβολα ως «εκπρόσωποι του Θεού» και πιστεύουν ότι πρέπει να έχουν όλες τις απαντήσεις
-λησμονώντας ότι στον Χριστιανισμό η αλήθεια είναι πρόσωπο και όχι κάποιο λογικό αξίωμα ή
θεώρημα-, νιώθουν περισσότερο αμήχανα και αγχωμένοι με αποτέλεσμα να υποπίπτουν σε
σοβαρά ποιμαντικά και θεολογικά λάθη.
Ταπεινά φρονώ ότι σε τέτοιες επισκέψεις δεν έχει σημασία τόσο τι θα πούμε όσο τι θα
πράξουμε. Δηλαδή κανείς δεν νομίζω να θυμάται τι του είπαμε, όσο υψηλό και όμορφο
θεολογικά κι αν είναι, όμως σίγουρα δεν θα λησμονήσει ότι ήμασταν εκεί, δίπλα του, μαζί του σε
ώρες φρικτές. Ότι τού κρατήσαμε το χέρι, κλάψαμε, νιώσαμε, απορήσαμε και πιστέψαμε μαζί
του, σεβόμενοι απολύτως τις όποιες εκφράσεις του πένθους τους.
Η σιωπή, η σωματική και ψυχική ενσυναίσθηση, το νοιάξιμο καθώς και η προσευχή είναι η πιο
αλληλέγγυα χριστιανική στάση σε τέτοιες ώρες. Είναι ο πιο σοφός λόγος δίχως να χρειαστεί να
πεις μια λέξη. Σε ένα θανατηφόρο τσουνάμι το οποίο είχε εξαφανίσει στα μανιασμένα μαύρα
νερά του δεκάδες ψυχές, ο αγγλικανός κληρικός Tom Honey, συγκλονισμένος είχε γράψει: «Αν ο
άνδρας στη φωτογραφία στις εφημερίδες, που κρατούσε το χέρι του νεκρού παιδιού του
στεκόταν μπροστά μας τώρα, δεν θα μπορούσαμε να του πούμε τίποτα. Δεν θα ήταν σωστό να
απαντήσουμε με λόγια. Η μόνη σωστή απάντηση θα ήταν μια συμπονετική σιωπή και κάποια
πρακτική βοήθεια. Δεν είναι ώρα για εξηγήσεις ή κηρύγματα ή θεολογία. Είναι ώρα για
δάκρυα»22.
25
Σ. Ζουμπουλάκης, «Το θαύμα της γέννησης», ό.π.
ανθρώπινες ιδέες περί Θεού και αυτός ο ανήκουστος χαρακτήρας καθορίζει την πνευματική
ζωή... επάνω στον Σταυρό ο Θεός παίρνει το μέρος των ανθρώπων έναντι της ιδίας Του της
θεϊκότητος, πεθαίνει ο ίδιος για να ζήσει ο άνθρωπος» (Παύλος Ευδοκίμωφ).
Ο Θεός του Χριστού και των Ευαγγελίων δεν προκαλεί κακό και έπειτα στέκεται απέναντι από
πενθούντες ανθρώπους που με ρακένδυτες και ρημαγμένες καρδιές θρηνούν την απώλεια των
αγαπημένων τους. Δεν είναι απέναντι στον πόνο τους, αλλά μαζί τους, δίπλα τους, μέσα τους ως
πάσχων δούλος. Ο κόσμος αυτός δεν είναι εκείνος που θέλησε ο Θεός, αλλά εκείνος που η
ανθρώπινη ελευθερία παραμόρφωσε και παραχάραξε σε μιαν ατελείωτη νύχτα θανάτου.
Ο Θεός στον κόσμο αυτόν πάσχει. Πάσχει κάτω από την ελευθερία μας, που Τον συκοφάντησε,
Τον πρόδωσε, Τον δίκασε, Τον σταύρωσε, Τον σκότωσε. Ο Χριστός ξανασταυρώνεται κάθε φορά
που οι λάθος επιλογές μας και συμπεριφορές, εκείνες οι αυτοκαταστροφικές επιθυμίες μας
διαμορφώνουν κοινωνία θανάτου.
Όχι, δεν προκαλεί ο Θεός τα ατυχήματα και τις αρρώστιες. Αντιθέτως Εκείνος τις
μεταμορφώνει σε Πάσχα, σε πέρασμα στην αιωνιότητα Του. Μας συμπαραστέκεται, δεν μας
καταδικάζει. Η σιωπή του Θεού είναι τα δάκρυά Του. Η θέση του Θεού σε μια μάνα που θρηνεί το
παιδί της, δεν είναι απέναντί της, αλλά δίπλα και μαζί της. Γιατί, όπως λέει η Αγία Γραφή, ο Θεός
ουδέποτε θέλησε τον θάνατο και το κακό.
Οι πηγές του κακού είναι οι εξής: Το φυσικό κακό, το κακό που κάνουμε εμείς στους άλλους,
το κακό που κάνουν οι άλλοι σε εμάς, το κακό που κάνουμε εμείς στο εαυτό μας, και ο διάβολος.
Ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με το κακό, αλλά μονάχα με την ομορφιά που στο τέλος, ως λέει και
ο Ντοστογιέφσκι, θα σώσει τον κόσμο. Ο Θεός δεν παράγει κακό, αλλά όπου το βρει το
μεταμορφώνει και το μεταβάλλει. Ακόμη και τον θάνατο έκανε Πάσχα. Ο Θεός παίρνει τα πάθη,
τα λάθη και τις αστοχίες μας και τις μεταμορφώνει σε ευλογίες. Εκεί που μια ανεύθυνη και άδικη
πράξη σκορπά τον θάνατο, ο Θεός απαντά με την Ανάσταση.
«Ο θάνατος αυτός καθαυτόν δεν έρχεται ποτέ από τον Θεό. Έρχεται από το κακό που αφήνεται
ασυγκράτητο στον κόσμο με την ελεύθερη εκλογή του ανθρώπου για την αμαρτία». Εμείς φέραμε
και φέρομε τον θάνατο. Ο Θεός μονάχα τη ζωή. Ο Χριστός παίρνει τις πέτρες που μας πετάει ο
διάβολος και κτίζει την αιώνια κατοικία μας.
Παρακάτω, παραθέτω αποσπάσματα από ομιλία του Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
καθότι την θεωρώ σημαντική για το θέμα το οποίο μάς απασχολεί, δηλαδή την αγαθότητα του
Θεού και την σχέση Του με το κακό:
«Είναι ασύλληπτη η γνώση του Θεού απ’ τον δικό μας νου. Είναι άπειρη, περιλαμβάνει όλα τα
όντα, ορατά και αόρατα, έσχατα και αρχαία. Τα γνωρίζει ο Θεός όλα με ακρίβεια, σε όλο το βάθος
και το πλάτος τους. Ο Κύριος γνωρίζει εμάς, πριν γνωρίσομε εμείς τον εαυτό μας. Γνωρίζει τις
διαθέσεις μας και την παραμικρή μας σκέψη, τους λογισμούς, τις αποφάσεις μας, πριν να τις
πάρομε. Αλλά και προ της συλλήψεώς μας και προ καταβολής κόσμου μάς γνώριζε καλά. Γι’ αυτό
ο Δαβίδ θαυμάζει και φωνάζει: «Κύριε, ἐδοκίμασάς με, καὶ ἔγνως με...».
Το Πνεύμα το Άγιον εισχωρεί παντού. Γι’ αυτό, εκείνος που εμφορείται υπό του Αγίου
Πνεύματος έχει και αυτός τη γνώση του Θεού. Γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Του τα
φανερώνει το Άγιον Πνεύμα. Τίποτα δεν είναι άγνωστο στον Θεό απ' τις πράξεις μας, αλλά
γράφονται όλα. Γράφονται κι όμως δεν γράφονται. Γεννιούνται και υπάρχουν, αλλά δεν
γεννιούνται. Αυτό που ξέρετε εσείς τώρα, το ξέρει ο Θεός προ καταβολής κόσμου. Σας θυμίζω
αυτό που λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στην Ευχή προ της Θείας Μεταλήψεως. Ακούστε:
«Τό μέν ἀκατέργαστόν μου ἒγνωσαν οἱ ὀφθαλμοί Σου· ἐπί τό βιβλίον δέ Σου καί τά μήπω
πεπραγμένα γεγραμμένα Σοι τυγχάνει».
Αυτά τα λόγια κάποιοι τα παρεξηγούν και τα μπερδεύουν. «Αφού ο Θεός τα έχει όλα
γραμμένα, έχομε μοίρα, λένε, έχομε τύχη, έχομε πεπρωμένο. Άρα ήταν γραμμένο και πεπρωμένο
να κάνεις, για παράδειγμα, φόνο· σε είχε προορίσει γι’ αυτό ο Θεός». Θα μου πεις: «Αν είναι
γραμμένο ότι εγώ επρόκειτο να σκοτώσω εσένα, είμαι εγώ υπεύθυνος ή ανεύθυνος; Αφού και τα
“μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα Σοι τυγχάνει”, γιατί να είμαστε υπεύθυνοι οι άνθρωποι; Τώρα,
πες μου εσύ, που λέεις ότι ο Θεός είναι αγαθός, γιατί το έγραφε και δεν με απέτρεπε να το
κάνω;».
Εδώ είναι το μυστήριο. Ο Θεός εν τη παντοδυναμία Του και παγγνωσία Του γνωρίζει τα πάντα,
και τα μέλλοντα να συμβούν, αλλά δεν είναι Εκείνος υπαίτιος για το κακό. ο Θεός προγνωρίζει
αλλά δεν προορίζει. Για τον Θεό δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Όλα είναι γυμνά και
τετραχηλισμένα ενώπιόν Του. Πώς το λέει ο απόστολος Παύλος; «πάντα δὲ γυμνὰ καὶ
τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ». Ως παντογνώστης γνωρίζει και το αγαθό και το κακό.
Συνεργάζεται με το αγαθό ως φύσει αγαθός και είναι ξένος του κακού. Αφού είναι ξένος του
κακού, πώς είναι δυνατόν να μας προορίζει γι’ αυτό; Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα καλά λίαν
και έδωσε σε όλα αγαθό, άγιο προορισμό.
Το κακό είναι πρόβλημα, το οποίο η θρησκεία μας το εξηγεί μ’ ένα θαυμάσιο τρόπο, που
καλύτερος δεν υπάρχει. Η εξήγηση που του δίνει είναι η εξής:
Το κακό υπάρχει και προέρχεται απ’ τον διάβολο. Μέσα μας έχομε και το κακό πνεύμα και το
αγαθό πνεύμα και μάχονται αλλήλους. «ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς
ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ»· Μέσα μας
δηλαδή γίνεται πάλη μεταξύ καλού και κακού. Σ’ αυτήν όμως την πάλη ο άνθρωπος είναι
ελεύθερος ν’ αποφασίσει τι θα διαλέξει. Άρα δεν είναι ο Θεός που προορίζει κι αποφασίζει αλλά
η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Ο Θεός εν τη παντογνωσία Του γνωρίζει μ’ όλη την ακρίβεια όχι απλώς από πριν αλλά προ
καταβολής κόσμου ότι ο τάδε θα κάνει, παραδείγματος χάριν, φόνο, όταν γίνει τριάντα τριών
ετών. Αλλά ο άνθρωπος εν τη ελευθερία της βουλήσεώς του -δώρο που του έδωσε ο Θεός και το
διαστρέβλωσε- ενεργεί αυτοβούλως.
Δεν είναι ο Θεός ο αίτιος, ούτε μάς προορίζει γι’ αυτό το σκοπό. Η παγνωσία Του δεν μας
υποχρεώνει. Σέβεται την ελευθερία μας, δεν την καταργεί. Μας αγαπάει, δεν μας κάνει δούλους,
μας δίνει αξία. Ο Θεός δεν επεμβαίνει στην ελευθερία μας, τη σέβεται, μας δίνει το ελεύθερο.
Άρα είμαστε υπεύθυνοι, διότι κάνομε αυτό που θέλομε εμείς. Δεν μας αναγκάζει ο Θεός. Είναι
προδιαγεγραμμένο και γνωστό στον Θεό ότι θα σκοτώσεις εσύ αυτόν τον άνθρωπο, αλλά δεν
είναι κανονισμένο υπό του Θεού να το κάνεις. Πώς είναι δυνατό ο Θεός, που μας εδημιούργησε
από άπειρη αγάπη κι ο ίδιος είναι απόλυτη αγάπη και θέλει μόνο την αγάπη, να θελήσει να σε
οδηγήσει στην κακία και στο φόνο; Σου δίνει την ελευθερία και μετά σου την παίρνει; Εσύ
ενεργείς ελεύθερέ! εσύ αποφασίζεις αυτό που ο Θεός γνωρίζει εκ των προτέρων, χωρίς να σε
αναγκάζει, γι’ αυτό και είσαι εσύ υπεύθυνος.
Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά, θέλουν θείο φωτισμό, για να τα κατανοήσει ο άνθρωπος.
Είναι μυστήρια. Το αγαθό στη φύση είναι μυστήριο. Δεν είναι ωραίο ένα λουλουδάκι με ποικίλα
χρώματα, που σε τραβάει και σε κάνει να το αγαπήσεις; Το πλησιάζεις κι έχει άρωμα τόσο
ευγενικό, τόσο λεπτό, που σε κάνει να το αγαπάεις πιο πολύ. Αυτό είναι το αγαθό. Ε ναι, αλλά δεν
είναι όμως κι αυτό μυστήριο; Πώς έγιναν αυτά τα χρώματα, πώς έγινε αυτό το άρωμα; Το ίδιο
μπορούμε να πούμε για τα πουλιά, για τα ζώα, για τα υδρόβια. Όλα εκφράζουν την αγαθότητα
του Θεού.
Ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο ό,τι πιο ωραίο και καλό. Τον προόρισε να γίνει τέλειος. Του
έδωσε, όμως, και την ελευθερία κι έτσι έγκειται και σ’ εκείνον ν’ ακολουθήσει το αγαθό ή το
κακό. Από το ένα μέρος η αγάπη του Θεού κι από το άλλο η ελευθερία του ανθρώπου. Αγάπη και
ελευθερία μπλέκουν. Ενώνεται το πνεύμα με το Πνεύμα. Αυτή είναι η μυστική ζωή. Όταν το
πνεύμα μας ενώνεται με το Πνεύμα του Θεού, τότε κάνομε το αγαθό, γινόμαστε αγαθοί.
Για τα πάθη μας ευθύνεται άλλος, η βούλησή μας. Ο Θεός δεν θέλει να περιορίσει τη βούλησή
μας, δεν θέλει να μας πιέσει, δεν θέλει να επιβάλει τη βία. Από μας εξαρτάται τι θα χάνομε και
πώς θα ζήσομε. Ή θα ζούμε τον Χριστό και θα έχομε τα θεία βιώματα και την ευτυχία ή θα ζούμε
στη μελαγχολία και στη λύπη. Μέση κατάστασις, μέσος όρος δεν υπάρχει. Ή θα είσαι ή δεν θα
είσαι. Ή το ένα ή το άλλο. Η φύση εκδικείται, μισεί το κενό. Το καθετί μπορεί να είναι έτσι, αλλά
μπορεί και να μην είναι. Το φίλημα επί παραδείγματι μπορεί να είναι άγιο και μπορεί να είναι
πονηρό. Αλλ’ αυτό έχει αξία, να ενεργεί ο άνθρωπος ελεύθερα. ...Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο να
ζητάει μόνος του να γίνει καλός, να το επιθυμεί μόνος του και να γίνεται, τρόπον τινά, σαν δικό
του το κατόρθωμα, ενώ στην πραγματικότητα προέρχεται απ’ την Χάρη του Θεού. Έρχεται πρώτα
στο σημείο να το θέλει, να το αγαπάει, να το επιθυμεί, και κατόπιν έρχεται η Θεία Χάρις και το
κατορθώνει.
Ο Θεός είναι αγάπη, δεν είναι απλός θεατής της ζωής μας. Προνοεί και ενδιαφέρεται ως η
τέρας μας που είναι, αλλά σέβεται και την ελευθερία μας. Δεν μας πιέζει. Εμείς να έχουμε την
ελπίδα μας στην πρόνοια του Θεού και, εφόσον πιστεύομε ότι ο Θεός μάς παρακολουθεί, να
έχομε θάρρος, να ριχνόμαστε στην αγάπη Του και τότε θα Τον βλέπομε διαρκώς κοντά μας. Δεν
θα φοβόμαστε μήπως παραπατήσομε.
Πόσες βελόνες έχει το κάθε πεύκο; Ο Θεός τις γνωρίζει και χωρίς τη δική Του θέληση ούτε μία
δεν πέφτει κάτω. Όπως και οι τρίχες της κεφαλής μας και αυτές όλες είναι ηριθμημέναι. Εκείνος
φροντίζει και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας, μας αγαπάει, μας προστατεύει.
Εμείς ζούμε σαν να μην αισθανόμαστε το μεγαλείο της Θείας Προνοίας. Ο Θεός είναι πολύ
μυστικός. Δεν μπορούμε να καταλάβομε τις ενέργειές Του. Μη νομίζετε ότι ο Θεός το έκανε έτσι
και μετά το διόρθωσε. Ο Θεός είναι αλάθητος. Δεν διορθώνει τίποτα. Ποιος είναι, όμως, στο
βάθος ο Θεός, στην ουσία, εμείς δεν το γνωρίζομε. Τις βουλές του Θεού δεν μπορούμε να τις
εξιχνιάσομε.
Όταν ο Θεός μάς δωρίσει το χάρισμα της ταπεινώσεως, τότε όλα τα βλέπομε, όλα τα
αισθανόμαστε, τότε Τον ζούμε τον Θεό πολύ φανερά. Όταν δεν έχομε την ταπείνωση, δεν
βλέπομε τίποτα. Το αντίθετο, όταν αξιωθούμε της αγίας ταπεινώσεως, τα βλέπομε όλα, τα
χαιρόμαστε όλα. Ζούμε τον Θεό, ζούμε τον Παράδεισο μέσα μας, που είναι ο ίδιος ο Χρίστος...26
Διαβάζοντας την παραπάνω καταπληκτική ομιλία του Αγίου Πορφορίου Καυσοκαλυβίτου,
ίσως κάποιος να αισθάνθηκε λιγάκι μπερδεμένος, εξ αφορμής κάποιων φαινομενικών
αντιθέσεων ή αναιρέσεων. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Εάν διαβάσουμε το κείμενο με μια
πλατύτερη διάθεση και πρόθεση, θα διαπιστώσουμε τα εξής δομικά στοιχεία στο λόγο του Αγίου
που αποτελούν και τον πυρήνα της σκέψεώς του πάνω στο θέμα αυτό.
1. Ο Θεός είναι μυστήριο, το οποίο δεν μπορεί να συλληφθεί από τις δικές μας
αντιληπτικές ικανότητες.
2. Ο Θεός γνωρίζει αλλά δεν καθορίζει τα γεγονότα.
3. Οι ενέργειες και οι βουλές του Θεού, η σκέψη και δράση του είναι παράδοξες και
ακατανόητες.
4. Όλα είναι έτσι κι αλλιώς και πέρα από το αλλιώς, όταν μιλάμε για τις ενέργειες του
Θεού.
5. Το θέμα της παρουσίας του κακού και της σχέσης του με τον Θεό, παρόλο που
θεολογικά προσφέρεται μια ερμηνεία και προσπαθείται μια εξήγηση, παραμένει
μυστήριο. Ένα είναι το σίγουρο, ότι ο Θεός δεν είναι αίτιος του κακού, δεν το επιθυμεί και
δεν το χρησιμοποιεί στη σχέση του με τον άνθρωπο και την κτίση.
«Πιστεύω-εμπιστεύομαι τον Θεό για όσα η ανεπάρκεια της φύσης μου αφήνει ανεξήγητα και
αινιγματικά. Αν η σχέση μου μαζί Του είναι εμπειρία βεβαιωτικής αγάπης, αποθέτω σε αυτήν την
αγάπη την κάθε ελπίδα μου για την απόδοση της δικαιοσύνης. Δεν μου προσθέτει τίποτα το να
γνωρίζω τον τρόπο της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Το μόνο (και πρώτιστο) που ενδιαφέρει είναι
ο ρεαλισμός της σχέσης μαζί Του, η λύτρωση από τις ψυχολογικές ψευδαισθήσεις...»27.
Έζησε στη γη ένας άνθρωπος, άνδρας με άσβεστη πνευματική δίψα, που λεγόταν Συμεών.
Προσευχόταν για πολύν καιρό με ασταμάτητο θρήνο: «Ελέησόν με!». Αλλά ο Θεός δεν τον
άκουγε. Πέρασαν μήνες και μήνες με τέτοια προσευχή και οι δυνάμεις της ψυχής του
εξαντλήθηκαν. Έφθασε μέχρι την απόγνωση και φώναζε: «Είσαι αδυσώπητος!» (=αλύπητος). Και
όταν με αυτές τις λέξεις ράγισε κάτι μέσα στη συντετριμμένη από την απόγνωση ψυχή του, είδε
ξαφνικά τον ζώντα Χριστό. Πυρ γέμισε την καρδιά του και όλο του το σώμα με τέτοια δύναμη,
που, αν κρατούσε ακόμη μια στιγμή η όραση, θα πέθαινε. Από τότε δεν μπορούσε πια να
λησμονήσει το ανείπωτα πράο, το απέραντα αγαπητικό, το χαρούμενο και γεμάτο από
υπερνοητή ειρήνη, βλέμμα του Χριστού. Και στα επόμενα χρόνια της μακράς ζωής του
μαρτυρούσε ακούραστα ότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», αγάπη άπειρη, που ξεπερνά κάθε νου 28.
28
π. Σωφρονίου [Σαχάρωφ], Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2003.
29
π. Δαμασκηνού [Κρίστενσεν], π. Σεραφείμ Ρόουζ, η ζωή και τα έργα του, τ. Α', Μυριόβιβλος 2006, σελ. 293-294.
Ο Ευγένιος Ρόουζ (μετέπειτα π. Σεραφείμ Ρόουζ (1931-1982),
συνιδρυτής της Αδελφότητας του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας)
Όπως και πολλοί άλλοι νέοι της εποχής του, άρχισε να ζει στο κλίμα του ηδονισμού και της
σεξουαλικής ανηθικότητας. [...] Ο Ευγένιος προκαλούσε το Θεό, όπως είχε κάνει και στην κορυφή
του βουνού Μπάλντυ - αυτή τη φορά, αψηφώντας τους νόμους Του. [...] Όπως ο ίδιος ανέφερε
αργότερα, αυτή ήταν η πιο σκοτεινή και η πιο δυστυχισμένη περίοδος της ζωής του. Οι
απαγορευμένες πράξεις τον αηδίαζαν ακόμα και τη στιγμή που τις έκανε. Κατόπιν, επέσπευδαν
την εμφάνιση μέσα του μακροχρόνιων περιόδων κατάθλιψης. [...]
Όμως ακόμα και στα πιο άγρια μεθύσια του, ο Θεός, τον οποίο είχε απορρίψει ως
«αφηρημένη έννοια», δεν τον άφηνε ήσυχο. Σε ένα γράμμα του προς κάποιο φίλο στην Πομόνα,
γραμμένο σε κατάσταση μέθης, εξαπέλυε λόγια κακόβουλου, δαιμονικού παλληκαρισμού και στη
συνέχεια κατέληγε με το ερώτημα: «Ξέρεις για ποιο λόγο είμαι στο Σαν Φρανσίσκο; Επειδή θέλω
να μάθω ποιος είμαι και ποιος είναι ο Θεός. Εσύ θέλεις να τα μάθεις αυτά; Για μένα, αυτά είναι
τα μόνα πράγματα που με νοιάζει να μάθω»30.
Ιδιαίτερα ταλαντούχος, διδάκτορας των ανατολικών γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της
Καλιφόρνιας, ο Ευγένιος εγκατέλειψε την προοπτική να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου,
απογοητευμένος από τη διαφθορά και την υποκρισία που είδε στους πανεπιστημιακούς κύκλους.
Μελέτησε την κινέζικη σοφία, ασχολήθηκε με το βουδισμό ζεν, όταν όμως ανακάλυψε την
Ορθοδοξία «ένιωσε» ότι «βρήκε την πατρίδα». Μετά από βαθιά μελέτη, έγινε Ορθόδοξος,
αργότερα μόνασε στα δάση της Καλιφόρνιας με τον π. Γερμανό και εξελίχθηκε σε έναν από τους
σημαντικότερους Ορθόδοξους διδασκάλους στον δυτικό κόσμο.
Οι παραπάνω τέσσερις ιστορίες πάλης με τον εαυτό και τον Θεό ανιχνεύτηκαν από μελέτη μου
στο διαδίκτυο και φέρουν την επιμέλεια του κ. Θ. I. Ρηγινιώτη31. Θέλησα να τις παραθέσω για
τρεις σημαντικούς λόγους:
α) Για να φανερωθεί ότι η σχέση με τον ζώντα Θεό είναι μια πάλη. Ένας αγώνας, που
σίγουρα είναι όμορφος και άξιος, αλλά συγχρόνως επίπονος και πολλές φορές οριακός,
στο μεταίχμιο του μηδενός της ύπαρξης. Ας μην μας διαφεύγει αυτό που λέει ο
Καζαντζάκης, ότι πολλές φορές για να φτάσεις στον παράδεισο πρέπει να πάρεις φόρα
από τον πάτο της κόλασης. Κι αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια που γνωρίζουν οι έμπειροι
της πνευματικής αναζήτησης. Οπότε, η συνάντησή μας με τον Χριστό δεν είναι μια απλή
θρησκευτική υπόθεση, που πολλές φορές χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τον αστικό
μας μύθο ή το θρησκευτικό κοινωνικό μας προφίλ. Όχι. Είναι κάτι βαθύτερο, γι’ αυτό και
απείρως συγκλονιστικότερο.
β) Διότι η συνάντησή μας με τον ζώντα Θεό δεν καθορίζεται, ούτε εξαναγκάζεται. Δεν
γνωρίζουμε πώς και πότε θα γίνει. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος που
μπορεί να εκβιάσει την παρουσία Του στην ζωή μας. θα έρθει όταν Εκείνος κρίνει ότι ήρθε
το πλήρωμα του χρόνου για την ψυχή μας. Εκεί θα δοκιμαστεί η πίστη και η αγάπη μας,
στην προσμονή του Νυμφίου Χριστού.
γ) Θέλω να αποδομήσω αυτόν τον καταστροφικό μύθο, ότι οι πνευματικοί άνθρωποι
και Άγιοι της εκκλησίας μας υπήρξαν άτρωτοι, τέλειοι, ατσαλάκωτοι, ένα είδος υπερήρωα,
ότι η πνευματική τους πορεία ήταν εύκολη και ιδανική.
Όχι δεν είναι έτσι. Οι άγιοι και πνευματικοί άνθρωποι, πάλεψαν όσο δε φανταζόμαστε με τον
εαυτό τους, τον διάβολο, τον ίδιο τον Θεό. Έφτασαν πολλές φορές στα όρια της απόγνωσης.
Φοβήθηκαν και απελπίστηκαν, έπεσαν και σηκώθηκαν, μάτωσαν, πόνεσαν και χάρηκαν.
Στην Ορθόδοξη χριστιανική πνευματικότητα δεν υπάρχει ιδεατός βίος και συνθήκες ζωής. Δεν
υπάρχουν τόποι αγιότητας, αλλά τρόποι ζωής. Δεν υπάρχουν υπεράνθρωποι με εξωπραγματικές
ιδιότητες, αλλά άνθρωποι με αδυναμίες και δυσκολίες. Με χαρίσματα αλλά και πάθη.
30
π. Δαμασκηνού [Κρίστενσεν], ό.π., σελ. 104- 105.
31
http://oodegr.com/oode//theos/genika/pws_anazitoume_1.htm
Οι Άγιοι της Εκκλησίας πέρασαν από όλα τα στάδια μιας υγιούς σχέσης με τον Θεό. Από τον
έρωτα και την ματαίωση. Από τον ζήλο και την ραθυμία. Από το θάρρος και το φόβο. Έβρισκαν
την πίστη και την έχαναν, είχαν μέρες φωτεινές αλλά και απόλυτα σκοτεινές. Αρετές και πάθη,
καλά και κακά στοιχεία, όπως ο κάθε άνθρωπος. Άλλοτε ένιωθαν να χαίρονται στον παράδεισο
και άλλοτε να καίγονται στην κόλαση.
Ας παύσουμε λοιπόν να πιστεύουμε με απόλυτα ανώριμο τρόπο στην εξιδανίκευση του βίου
των Αγίων. Όχι δεν ήταν ιδανικές, ούτε ιδεατές οι συνθήκες ζωής τους, αλλά σίγουρα
σταυρωμένες και αναστημένες συνάμα. Η ομορφιά του βίου τους δεν έγκειται στην απουσία
προβλημάτων και δοκιμασιών, αλλά στον πόθο και έρωτά τους για τον Χριστό. Αυτό που τους
κρατούσε στον αγώνα τους, ήταν ο πόθος και η αγάπη τους για Εκείνον, καθώς και η ευλογημένη
παρουσία Του, που είναι η μόνη παρηγοριά σε ένα κόσμο που δεν μπορεί να βαστάξει και να
χωρέσει τον αναστεναγμό μας.
Χρήστου Γιανναρά, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (σελ 158-159)
Υπάρχει ένας τρόπος να απορείς, ενώ εμπιστεύεσαι. Κι αυτό τον τρόπο τον ψηλαφούμε μόνο
στον έρωτα. Ο έρωτας σημαίνει πίστη, εμπιστοσύνη, αυτοπαράδοση. Είσαι μέσα στην σκοτεινιά
ατέλειωτων αναπάντητων ερωτημάτων. Όμως εγκαταλείπεσαι στον πόθο, κι αυτός σε βεβαιώνει
αν ο Άλλος ποθεί τον πόθο σου. Και τότε έχουν απαντηθεί τα ερωτήματα δίχως απάντηση. Τα
σημαινόμενα λειτουργούν δίχως σημαίνοντα. Είναι μόνη η γλώσσα της αναφοράς, η γλώσσα του
πόθου. Αυτή που μιλάει το βρέφος θηλάζοντας το στήθος της μάνας. Αυτή που μιλάνε οι
ερωτευμένοι στην σιωπή της «μιας σάρκας».
«Το σκοτάδι αυτών των ερωτημάτων είναι η φυσική απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από
τον Θεό. Πάντα ἀπέχει τοῦ Θεοῦ, οὖ τόπῳ ἀλλά φύσει. Είναι η φύση μας που μας αποκλείει από
τις απαντήσεις αυτών των ερωτημάτων. Γι’ αυτό και το να αρνηθείς την ύπαρξη του Θεού, την
αιωνιότητα του ανθρώπινου προσώπου, είναι μια φυσική στάση. Καταλαβαίνεται. Να
μεταποιήσεις την φυσική απόσταση σε προσωπική σχέση, είναι άθλημα αυτοπαραίτησης από την
φύση, είναι ο έρωτας...»
Θεέ μου,
σου κράζω όλη τη μέρα,
μα εσύ δεν αποκρίνεσαι
φωνάζω και την νύχτα,
μα να ησυχάσω δεν μπορώ.
Όταν ρωτάω, συμμετέχω στην ιστορία. Όταν αμφιβάλλω, προσκαλώ σε αναδημιουργία.
Αμφισβητώ για να βρω το αυθεντικό, το γνήσιο και αληθινό. Εάν δεν έχω ερωτήματα, τότε δεν
μετέχω στο γεγονός της ζωής. Εάν δεν αμφισβητώ, δεν αγαπώ. Μονάχα εκείνος που μπορεί να
διερωτάται έχει υγιείς σχέσεις, ζωή και επιλογές, μια και τις κινήσεις ή τοποθετήσεις του
απέναντι στα εσωτερικά και εξωτερικά γεγονότα, τις κρίνει. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που έλεγε
ο Θ. Λάλας, «στεριώνουμε εκεί που διαρκώς αμφισβητούμε...». Μονάχα έτσι αναθεωρείς και
επανεξετάζεις τις επιλογές σου. Βρίσκεις νέους δρόμους και κλίσεις, γιατί είσαι απόλυτα
αληθινός μέσα στην εσωτερική κραυγή σου.
Ο μεγάλος Olivier Clément θα συμφωνήσει με τον Ταρκόφσκι, γράφοντας: «Οφείλουμε να
παραμείνουμε άνθρωποι της αγωνίας και της έκπληξης, άνθρωποι που δεν πληρώνονται με
λέξεις και είδωλα, οφείλουμε να μείνουμε άνθρωποι που θέτουν το ερώτημα, έστω κι αν το
τίμημα είναι μια κάποια τρέλα. Γιατί οι Εκκλησίες δεν μπόρεσαν να υποδεχθούν έναν Νίτσε, έναν
Αρτώ, έναν Χαλίλ Γκιμπράν, έναν Καζαντζάκη; Δεν έχει έρθει πια η ώρα που πρέπει η Εκκλησία να
δώσει λίγο χώρο σ’ εκείνους που θέτουν το ερώτημα;».
Ο Χριστός στην εναγώνια προσευχή στον κήπο της Γεσθημανή, φανερώνει το ανθρώπινο
«ερώτημα» και την αγωνία ως δυνατότητα σχέσης και προσευχής. Δηλαδή, το γιατί ο φόβος, η
άρνηση, δεν απωθούνται, αλλά γίνονται δρόμος και πορεία συνάντησης με τον Θεό και το
θέλημά Του.
Εμείς έχουμε μάθει μέσα από μια ευσεβιστική θρησκευτικότητα, ότι κάθε μορφή αδυναμίας,
φόβου, δυσπιστίας και αμφιβολίας, έστω κρίσεως του θελήματος του Θεού, φανερώνει απιστία,
ασέβεια και εγωισμό. Ότι γενικότερα αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα. Ο πιστός δεν έχει το
δικαίωμα να φοβάται. Δεν πρέπει να αγωνιά μπροστά στο θάνατο ή τις δοκιμασίες· Κυρίως όμως
δεν ερωτά τίποτα για κανένα λόγο. Αποδέχεται απλά τις άνωθεν «βουλές» ενός «πανίσχυρου
εξουσιαστή» με απόλυτη παθητικότητα και μοιρολατρία. Είναι το μεγάλο θύμα στα χέρια ενός
απολυταρχικού δυνάστη. Τι άνθρωπος είναι όμως αυτός που δεν φοβάται και δεν ρωτάει;
«Μην υποτιμάμε και πολύ περισσότερο μην απαξιώνουμε τον ανθρώπινο φόβο. Δεν υπάρχει
άνθρωπος που να μην φοβάται. Ο φόβος είναι συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης συνθήκης. Ο
άνθρωπος ορίζεται και εννοείται από τους φιλοσόφους και τους θεολόγους με πολλούς και
ποικίλους τρόπους. Ας μην μας ξεγελούν οι μεγαλόπρεποι ορισμοί: ο άνθρωπος είναι πρώτα από
όλα ένα πλάσμα που φοβάται και ελπίζει. Φοβάται και την ίδια στιγμή ελπίζει»32.
Ο Χριστός, όμως, μας φανερώνει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση στο θέμα αυτό, δηλαδή
της ανθρώπινης κραυγής και του ερωτήματος. Εκείνο το φρικτό βράδυ στην Γεσθημανή, όσο και
αργότερα πάνω στον Σταυρό, μας αποκαλύπτει το μυστικό της δυνατότητας ενώ ερωτάς να
εμπιστεύεσαι.
Ο Ιησούς ζητάει από τον Θεό, εάν είναι δυνατόν, να μην πιει το ποτήριο της φρικτής
δοκιμασίας. Αισθάνεται το μεγαλείο της ευθύνης ενώπιον της ανθρωπότητας και του θεϊκού
θελήματος. Συγχρόνως η καθ’ όλα πλήρης ανθρώπινη φύση Του φοβάται τον θάνατο.
Το γεγονός ότι γνωρίζει ως Θεός την Ανάσταση δεν ακυρώνει τον φόβο. Ως άνθρωπος αγωνιά.
Εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα ήταν σαν ο Χριστός να αποδεχόταν το γεγονός του θανάτου ως
φυσιολογικό.
Αντιθέτως, με το ερώτημά Του εάν μπορεί να μην πιει το ποτήριο του φρικτού Του μαρτυρίου,
φανερώνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για τον θάνατο, την οδύνη και τον στεναγμό. Εάν
θέλετε, αναδεικνύει και την ουσιώδη οντολογική και ηθική διαφορά της Βασιλείας του Θεού από
τον κόσμο της αδικίας.
32
Σ. Ζουμπουλάκης, «Παρηγορείται το απαρηγόρητο;», The Athens Review of Books, Μάρτιος 2017, τεύχος 82.
Από την άλλη, ενώ φανερώνει και απογυμνώνει τα όρια της ανθρώπινης φύσης στο φόβο και
την αγωνία, δεν χάνεται στην απόγνωση της απιστίας. Έχει πίστη στον Θεό Πατέρα Του. Γι’ αυτό
και στο τέλος της προσευχής Του βλέπουμε το απόλυτο άφημα στην αγκαλιά, στο θέλημα του
Θεού που ξέρει και γνωρίζει· «Πατέρα, ας γίνει το θέλημά Σου...». Ουσιαστικά τι λέει ο Χριστός;
Ότι, «Θεέ μου, ως άνθρωπος φοβάμαι, αρνούμαι τον θάνατο, πονάω και χάνομαι. Όμως γνωρίζω
ποιος είσαι, πόσο με αγαπάς και τι έχεις κάνει για μένα. Ξέρω ότι δεν θέλεις το κακό και δεν
επικροτείς την αδικία. Αφήνομαι σε Σένα, όχι γιατί δεν ρωτάω αλλά γιατί αγαπάω».
Θα πει κάποιος ότι αυτά είναι λεπτομέρειες. Και όμως, όχι μόνο δεν είναι, αλλά βρισκόμαστε
μπροστά σε μια ουσιαστική στιγμή της επίγειας παρουσίας του Χριστού, διότι πέρα από κάθε
άλλο μάς αποκαλύπτει και το μυστικό της προσευχής ως σχέσης που ξέρει να εμπιστεύεται.
Στην καθημερινότητα της ζωής πολλές φορές διαφωνούμε με τον άντρα ή την γυναίκα μας, το
παιδί μας ή έναν καλό φίλο, αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν τον αγαπάμε ή
ότι δεν του έχουμε εμπιστοσύνη.
Απ’ όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι ο Χριστός με το παράδειγμα προσευχής που
καταθέτει το βράδυ της αγωνίας Του στον κήπο της Γεσθημανή, ελευθερώνει την ανθρώπινη
κραυγή από την μεταφυσική απειλή και προβάλλει το ανθρώπινο ερώτημα ως δυνατότητα
σχέσης με τον Θεό.
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να
περιεργάζεται αυτά που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες και
αποστόλους και ευαγγελιστές.
Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να περιεργάζεται αυτά
που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες και αποστόλους και ευαγγελιστές. «Τον
Θεό ποτέ κανείς δεν τον είδε. Ο μονογενής του Υιός, που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του
Πατέρα του, αυτός μας Τον γνώρισε». Το θείο λοιπόν είναι άρρητο και ακατάληπτο. «Διότι
κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά μόνον ο Υιός· ούτε τον Υιό γνωρίζει κανείς παρά μόνον ο
Πατέρας». Και το άγιο Πνεύμα επίσης γνωρίζει τα του Θεού, όπως το πνεύμα του ανθρώπου
γνωρίζει τα του ανθρώπου. Και μετά την πρώτη εκείνη και μακάρια φύση του Αγίου Πνεύματος
κανείς ποτέ δεν γνώρισε το Θεό, παρά μόνον εκείνος στον οποίο ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε·
κανένας από τους ανθρώπους δεν τον γνώρισε ούτε από τις υπερκόσμιες δυνάμεις, ακόμη,
νομίζω, και αυτά τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ. Αλλά ο Θεός δεν μας άφησε σε τέλεια άγνοια.
Διότι η γνώση της υπάρξεως του Θεού έχει εκ φύσεως δοθεί σε όλους μας. Ακόμη και η ίδια η
κτίση και η συνοχή και η διακυβέρνησή της διακηρύσσει το μεγαλείο της φύσεως του Θεού. Μας
φανέρωσε, όσο είναι δυνατόν, τη γνώση του εαυτού Του πρώτα με το νόμο και τους προφήτες
και έπειτα με τον μονογενή Υιό του, τον Κύριο και Θεό μας, Σωτήρα Ιησού Χριστό. Όλα, λοιπόν,
που μας έχει παραδώσει ο νόμος, οι προφήτες, οι απόστολοι και οι ευαγγελιστές τα
αποδεχόμαστε, τα γνωρίζουμε και τα σεβόμαστε και δεν ζητάμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά.
Διότι ο Θεός είναι αγαθός και μας παρέχει όλα τα αγαθά. Δεν πέφτει ούτε σε ζήλια ούτε σε
κάποιο άλλο πάθος· διότι ο φθόνος είναι μακριά από τη θεία φύση, η οποία είναι απαθής και
μόνη αγαθή. Επειδή λοιπόν γνωρίζει τα πάντα και προνοεί για το συμφέρον του καθένα,
αποκάλυψε σε μας αυτό που μας συνέφερε να γνωρίζουμε, ενώ αποσιώπησε αυτό που δεν
μπορούμε να καταλάβουμε. Ας αρκεσθούμε και μείνουμε σ’ αυτά, χωρίς να μετακινούμε τα
αιώνια σύνορα και χωρίς να παραβαίνουμε τη θεία παράδοση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2
Γι’ αυτά που είναι δυνατόν να λεχθούν και γι’ αυτά που είναι άρρητα, και για όσα
μπορεί να είναι γνωστά και όσα άγνωστα.
Γι’ αυτά που είναι δυνατόν να λεχθούν και γι’ αυτά που είναι άρρητα, και για όσα μπορεί να
είναι γνωστά και όσα άγνωστα. Αυτός που θέλει να ομιλεί ή ν’ ακούει για το Θεό πρέπει να
γνωρίζει καλά ότι όσα αναφέρονται στο Θεό καθ’ εαυτόν και όσα στο έργο της οικονομίας Του,
ούτε όλα αποσιωπώνται ούτε όλα λέγονται· ούτε όλα είναι άγνωστα ούτε όλα γνωστά. Και άλλο
είναι αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό και άλλο αυτό που μπορεί να λεχθεί, όπως άλλο είναι το
να ομιλεί κανείς και άλλο το να γνωρίζει κάτι. Πολλά λοιπόν που αντιλαμβανόμαστε ατελώς με το
νου για το Θεό δεν μπορούμε να τα διατυπώσουμε κατάλληλα, αλλά αναγκαζόμαστε με δικές μας
εκφράσεις να ομιλούμε γι’ αυτά που είναι πάνω από μας (θεία)· έτσι αποδίδουμε στο Θεό ύπνο,
οργή, αμέλεια, χέρια, πόδια και τα όμοια. Γνωρίζουμε και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι χωρίς
αρχή και τέλος, αιώνιος, παντοτινός, αδημιούργητος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος, απλός,
ασύνθετος, ασώματος, αόρατος, αψηλάφητος, απερίγραπτος, άπειρος, απεριόριστος,
ακατάληπτος, αχώρητος στο νου, αγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, δημιουργός όλων των
κτισμάτων, παντοκράτορας, παντεπόπτης, προνοητής όλων, εξουσιαστής και κριτής.
Γνωρίζουμε επίσης και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι ένας, δηλαδή μία ουσία· αποκαλύπτεται
και υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, εννοώ του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και
ακόμη ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι σε όλα ένα, εκτός από την αγεννησία, τη
γέννηση και την εκπόρευση. Γνωρίζουμε ακόμη και ομολογούμε ότι ο μονογενής Υιός και Λόγος
του Θεού και Θεός ο ίδιος, από τη μεγάλη του ευσπλαχνία και για τη δική μας σωτηρία, με την
καλή θέληση του Πατέρα του και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος, συνελήφθη ασπόρως και
γεννήθηκε από την αγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος·
έγινε απ’ αυτήν τέλειος άνθρωπος. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο ίδιος είναι συγχρόνως και τέλειος
Θεός και τέλειος άνθρωπος· έχει δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη· υπάρχει σε δύο φύσεις
που έχουν νου, θέληση, ενέργεια και αυτεξούσιο· και, για να το πω μ’ ένα λόγο, είναι με δύο
φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, που είναι τέλειες όσον αφορά τα γνωρίσματα που αρμόζουν
στην καθεμία και αποτελούν μία σύνθετη υπόσταση. Διότι η Αγία Γραφή και όλη η χορεία των
Αγίων μαρτυρεί ότι και πείνασε και δίψασε και κουράστηκε και σταυρώθηκε και δοκίμασε το
θάνατο και την ταφή, αλλά αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και αναλήφθηκε στους ουρανούς, απ’
όπου ήλθε πάλι σε μας και θα μας έλθει αργότερα. Αγνοούμε όμως και δεν μπορούμε να πούμε
ποια είναι η ουσία του Θεού ή πώς είναι πανταχού παρών ή πώς γεννήθηκε Θεός από Θεό και
έχει εκπορευθεί ή πώς ταπείνωσε τον εαυτό του ο μονογενής Υιός και Θεός και έγινε άνθρωπος
από παρθένο, αφού κυοφορήθηκε με άλλο τρόπο πέρα από τον φυσικό, ή πώς περπατούσε πάνω
στα νερά χωρίς να βραχούν τα πόδια του. Δεν μπορούμε, λοιπόν, ούτε να πούμε ούτε να
εννοήσουμε κάτι άλλο απ’ αυτά που μας έχουν αποκαλυφθεί με Πνεύμα Θεού από τα ιερά λόγια
της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία και έχουν λεχθεί και έχουν αποκαλυφθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 92
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 93
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 94
Για ποιό λόγο, αν και ο θεός γνώριζε εκ των προτέρων ότι αυτοί επρόκειτο να
αμαρτήσουν και να μη μετανοήσουν, τους δημιούργησε.
Ο Θεός από καλοσύνη δημιουργεί τα όντα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και προγνωρίζει
αυτά που θα συμβούν. Αν, βέβαια, δεν επρόκειτο να υπάρχουν, ούτε κακοί επρόκειτο να γίνουν
και ούτε θα είχε γίνει η πρόβλεψη της δημιουργίας τους. Διότι οι γνώσεις αφορούν σε ό,τι
υπάρχει και οι προγνώσεις σε ό,τι θα υπάρξει· προηγείται, δηλαδή, η ύπαρξη, και ακολουθεί η
καλή ή κακή ύπαρξη. Εάν όμως (τα όντα) επρόκειτο να δημιουργηθούν από την αγαθότητα του
Θεού, αλλά κατόπιν θα γίνονταν κακοί εξαιτίας της δικής τους θελήσεως, και γι’ αυτό το λόγο ο
θεός αρνούνταν να τα δημιουργήσει, τότε το κακό θα νικούσε την αγαθότητα του Θεού. Ο Θεός,
όμως, πλάθει αγαθά όλα τα όντα που δημιουργεί- και καθένας με τη δική του θέληση γίνεται
καλός ή κακός. Μολονότι είπε ο Κύριος, «συνέφερε σ’ εκείνον τον άνθρωπο να μη γεννιόταν», το
έλεγε όχι επικρίνοντας το δημιούργημά του, αλλά επέκρινε την κακία που προστέθηκε στο
πλάσμα του, εξαιτίας της θελήσεως και ραθυμίας του. Διότι η ραθυμία της γνώμης του
πλάσματος αχρήστευσε την ευεργεσία του Δημιουργού, όπως ακριβώς συμβαίνει με κάποιον
που, ενώ ο βασιλιάς τού έδωσε πλούτο και εξουσία, αυτός φέρεται αχάριστα στον ευεργέτη· (ο
βασιλιάς) αυτόν θα τον δέσει και θα τον τιμωρήσει, αν τον δει μέχρι τέλος να παραμένει στην
εξουσία του τυράννου.