You are on page 1of 41

Είσαι παράξενος θεός.

Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;


Πιστεύω ότι Σου το έχουν ξαναπεί.
Δεν είμαι ο πρώτος.
Και πόσοι ακόμη θα Σ’ το πουν;
Άπειροι, μέχρι να πάρεις απόφαση να μας μαζέψεις όλους...
Εκεί που οι άνθρωποι νιώθουν περισσότερα από αυτό που λένε.
Εκεί που φωνάζει ο ένας τον άλλο «αγάπη μου».
Μέχρι τότε, «θα τα ακούς».
Ε, φταις και εσύ. Εδώ που τα λέμε, φταις. Δεν συμμορφώνεσαι με τους κανόνες μας.
Πας κόντρα σε όλα.
Στο μυαλό, στο νου, στα σχέδια και τα προγράμματά μας.
Μας φεύγεις, μας ξεφεύγεις.
Εκεί που νιώθουμε ότι Σε καταλάβαμε, μας οδηγείς στην πλήρη άγνοια. Μας κάνεις να
αισθανόμαστε μαθητές, ενώ παίρναμε πτυχίο.
Εκεί που λέμε ότι Σε γνωρίσαμε, αλλάζεις μορφές.
Εκεί που λέμε ότι Σε βρήκαμε, Εσύ και πάλι εξαφανίζεσαι.
Αγνώριστος γίνεσαι. Νιώθουμε ότι τελικά δεν Σε μάθαμε ποτέ.
Ε, πώς θες να μη Σε πούμε παράξενο;

π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΕΠΑΙΖΕ ΚΡΥΦΤΟ
Η «σιωπή» του Θεού στις δοκιμασίες των ανθρώπων

«Πράγματι, εσύ είσαι Θεός που κρύβεσαι, Θεέ του Ισραήλ, και λυτρωτή»
(Ησαΐας, 45,15)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Το μόνο θεολογικό ερώτημα που υπάρχει είναι αυτό: η σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο πόνο
και την αγάπη του Θεού. Όλα τα άλλα είναι διανοητικές περιέργειες» 1. Αυτή είναι μια μεγάλη
αλήθεια για τους ανθρώπους που αγαπάνε και εμπιστεύονται τον Θεό. Αυτός είναι και ο μεγάλος
τους πειρασμός. Η σκοτεινιά που σκιάζει την χαρά των παιδιών του Θεού. Πώς είναι δυνατόν
ένας Θεός αγάπης να επιτρέπει τόσο πόνο και αδικία στον κόσμο αυτόν; Ένας λογισμός, ένα
τυραννικό ερώτημα που δεν θα πάρει εύκολη ή -καλύτερα- ανώδυνη απάντηση. Όπως δεν πήρε
απάντηση το «Ηλί Ηλί, λαμά σαβαχθανί» (Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;) του Χριστού
πάνω στον Σταυρό. Ή μήπως πήρε;
Συνήθως σε αυτή την ζωή δεν παίρνουμε απαντήσεις με τον ίδιο τρόπο που ρωτάμε. Η
ερώτηση με την απάντηση δεν μιλάνε πάντα την ίδια γλώσσα. Ρωτάμε με το μυαλό και καλώς
πράττουμε· αυτός είναι ο τρόπος μας, αλλά ο Θεός απαντά με την ζωή. Μέσα από πρόσωπα,
πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις. Η φωνή του Θεού είναι η ζωή που κυλάει μέσα από
παράδοξους δρόμους στην δική μας λογική.
Γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντικό στην χριστιανική πνευματικότητα να μάθουμε αυτό το
λυτρωτικό άφημα στην ροή της πρόνοιας του Θεού. Δηλαδή στην πίστη ως εμπιστοσύνη σε μιαν
Αγάπη που πολλές φορές μάς εξοργίζει, μας κάνει να απορούμε και να πονάμε, αλλά που ωστόσο
έχουμε την δυνατότητα να την εμπιστευόμαστε. «Χριστιανισμός δεν σημαίνει τα ξέρω όλα.

1
Σ. Ζουμπουλάκης, Η Αδελφή μου, σελ. 29.
Σημαίνει ίσως ότι δεν ξέρω τίποτε. Αλλά ωστόσο εμπιστεύομαι 2»- Μπορώ να αγαπώ, να πιστεύω
και συγχρόνως να αμφιβάλλω.
Ρωτάμε για μεγάλα ζητήματα ζωής και θανάτου και αισθανόμαστε ότι δεν υπάρχει καμία
απάντηση. Ναι, ίσως. Ίσως για την περιορισμένη λογική μας, για τον κόσμο των γλωσσικών μας
ορίων και των αντιληπτικών μας δυνατοτήτων. Ο Θεός όμως απαντά, αλλά με έναν απόλυτα
«παράξενο» τρόπο. Δεν «δρα» και δεν «σκέφτεται» ο Θεός όπως εμείς. Η απάντηση στον Σταυρό
ήταν η Ανάσταση. Η απάντηση στον θάνατο η αιωνιότητα. Η απάντηση στο κακό ο Χριστός.
Τέτοια είναι δε η παραδοξότητα των απαντήσεών Του, που πολλές φορές αναγκαζόμαστε να
αναφωνήσουμε, «Θεέ μου, δεν παλεύεσαι, δεν Σε αντέχω... είσαι ένας “παρά-ξένος” Θεός».
Το ερώτημα λοιπόν περί των λεγομένων «κριμάτων» του Θεού απασχόλησε και τυράννησε
ένθεους και άθεους, Χριστιανούς και μη, απλούς και επιφανείς, αποστόλους, πατέρες και
διδασκάλους της Εκκλησίας, καθώς επίσης συγγραφείς, καλλιτέχνες, ανθρώπους των γραμμάτων
και της τέχνης, γενικά ψυχές που δίψασαν την δικαιοσύνη και το κάλλος.
Μαζί λοιπόν με τον δικό μας προβληματισμό, στο βιβλίο αυτό θα παρουσιάσουμε απόψεις,
ερωτήματα και θέσεις όχι μόνο των αγίων πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας, αλλά και
φιλοσόφων, ποιητών και καλλιτεχνών.
Με αυτό τον τρόπο θα αναδειχθεί η καθολικότητα του τυραννικού ερωτήματος και συγχρόνως
η ευρύτητα της παρουσίας του Θεού σε ανθρώπους που εμείς οι της Εκκλησίας ευκόλως θα
κατηγοριοποιούσαμε σε αρνητές του Θεού ή και αδέξιους φορείς της χάριτός Του. Λησμονώντας
βέβαια την απάντηση του Χριστού στον διδάσκαλο Νικόδημο, «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ
τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ’ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει...» 3.
Θα ήταν για μένα αρκετά εύκολο να παραθέσω σειρά από αγιογραφικά χωρία ή πατερικές
αναφορές για την παρουσία του κακού στον κόσμο. Δεν θα το κάνω. Ή, μάλλον, πιο σωστά, δεν
θα κάνω μονάχα αυτό. Και τούτο γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι το πνεύμα του Θεού ζει ακόμη
μέσα στο χώρο της Εκκλησίας· δεν σταμάτησε ούτε χάθηκε σε κάποιους μακρινούς ιστορικούς
χρόνους, οπότε εμείς, τα μέλη της Εκκλησίας μπορούμε και σήμερα να σκεφτόμαστε, να
προβληματιζόμαστε, να γράφουμε και να εκφραζόμαστε, αρκεί αυτά που λέμε να συνάδουν με
το πνεύμα της Αγίας Γραφής και της Ορθόδοξης χριστιανικής παραδόσεως.
Ο λόγος μας όμως οφείλει να μετέχει στο παρόν της ιστορίας, να σαρκώνεται στο τώρα της
ζωής με λεκτικά σχήματα, εικονικές παραστάσεις και ψυχικά παραδείγματα του σημερινού
ανθρώπου. Δεν έχουμε ανάγκη το παρελθόν όσο είμαστε ζωντανοί στο παρόν. Με το παρελθόν,
και μάλιστα με εμμονικό τρόπο, ζει εκείνος που δεν έχει παρόν. Και η Εκκλησία του Χριστού ποτέ
δεν έπαψε να είναι παρούσα ως εικόνα και κοινωνία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο και στα
έσχατα.
Μια ζωντανή Εκκλησία που ζει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, διαλέγεται καθημερινά και άμεσα με την
πραγματική ζωή των ανθρώπων. Δίνει απαντήσεις και εγείρει ερωτήματα. Κατηχεί και φανερώνει
το λυτρωτικό έργο του Θεανθρώπου. Εάν δεν λυτρωθεί το παρόν μας, κανένα παρελθόν, όσο
«ιερό» κι αν είναι, δεν μας λυτρώνει. Κι εμείς δυστυχώς στην Εκκλησία έχουμε εδώ και χρόνια
ξεχάσει την λειτουργία και θεολογία των χαρισμάτων. Λησμονήσαμε ότι είμαστε ζωντανό σώμα
Χριστού.
Ένα κείμενο δεν κρίνεται εάν είναι πατερικό ή αγιογραφικό από την επισύναψη και την
παράθεση χωρίων, αλλά από το αν το όλο πνεύμα του συμφωνεί και αποπνέει την φρεσκάδα της
Χάριτος του Θεού εκφράζοντας το σύνολο της διδασκαλίας της Εκκλησίας.
Είναι σημαντική πάνω στο θέμα αυτό η άποψη του π. Βασιλείου Χριστοδούλου, στο πολύ καλό
βιβλίο του «Μείνε μαζί μας, βράδιασε...», όπου αναφέρει: «...πίσω από κάθε σπαραγμό της
καρδιάς και αγωνία της ύπαρξης, πίσω από κάθε ποιότητα και δημιουργία έμπονη, δεν μπορεί
παρά να κρύβεται ο Θεός. Η πορεία του Χριστού διά μέσου των αιώνων συνεχίζεται και τα

2
Olivier Clemént, Πάτερ ημών..σελ. 48.
3
Ιωάν. γ' 8.
πρόσωπα της συνοδοιπορίας δεν μπορεί παρά να είναι διαφορετικά (και όχι απαραιτήτως
ενδεδυμένα μέλανα τριβώνια και προσφωνούμενα υπερθετικά). Κάθε έκφραση υψηλής
καλλιτεχνίας, κάθε αριστούργημα του ανθρώπου πολιτιστικό, δεν μπορεί παρά να αναζητά την
λύτρωση από τον θάνατο, να κραυγάζει για μια συνέχεια μετα-ιστορική, γι’ αυτό και να
συνοδοιπορεί με την Ανάσταση.
Ίσως γιατί δεν αντέχω πια την ευκολία με την οποία εντός της Εκκλησίας κατηγοριοποιούμε
τους ανθρώπους σε ένθεους και άθεους, απονέμουμε τον Χριστό σε όποιον εμείς θέλουμε και
τοποθετούμε την παρουσία Του όπου εμείς επιθυμούμε... Ανάμεσα σε αυτές τις συμπληγάδες
του ένθεος-άθεος πνίγουμε όλη την ζωή και αγωνία ενός ανθρώπου, αδιαφορώντας για το
περιεχόμενό της, αμέτοχοι της πορείας του, στεκόμενοι μόνο στο τέλος ως επιφανειακοί,
επιπόλαιοι κριτές...
Ενθυμούμενος Αθωνικούς πρόναους ζωγραφισμένους με τις μορφές αρχαίων Ελλήνων
φιλοσόφων, να συνοδεύουν την πορεία προς τον κυρίως ναό και το ιερό, σκέφτομαι την
αγιογράφηση της προς Εμμαούς πορείας με τον Λουκά και τον Κλεόπα, τον Ελύτη και την
Δημουλά, τον Ντοστογιέφσκι και τον Ταρκόφσκι, τον Καζαντζάκη, τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη και τον
Βρεττάκο, τον Κώστα Μόντη και τον Ernesto Cardenal, τον C. S. Lewis, τον T. S. Eliot και τον Χρήστο
Γιανναρά, μ’ εμένα, μ’ εσένα, με όλους μας, σε μια πορεία προς την Εμμαούς των ανείπωτων
αποκαλύψεων και των ανέκφραστων εσώτατων εμπειριών, για τις οποίες θα μιλήσουμε όλοι, όχι
όμως τώρα (επιπόλαια και ανεπίγνωστα, λες και γνωρίζει ο ένας την καρδιά του άλλου), αλλά
τότε, όταν είμαστε ομοτράπεζοί Του στην Εμμαούς της Βασιλείας Του και τα πάντα θα
γνωρίζονται στην κοινωνία της Αλήθειας Του... Στην παρουσία των Αγίων και Πατέρων της
Εκκλησίας μας ψηλαφώ τη Χαριτωμένη κατάφαση του Θεού και στα πρόσωπα όλων αυτών των
ανθρώπων και ακόμα περισσότερων, τις έμπονες, αγωνιώδεις και αναζητητικές προϋποθέσεις
της...»4.
Επίσης στο παρόν βιβλίο θα παραθέσω κείμενα που εμένα προσωπικά με άγγιξαν, πλησίασαν
και κατέβηκαν στον άδη των ερωτημάτων μου με έναν εσωτερικό τρόπο. Ένα τρόπο που, χωρίς
να καταργεί την ανθρώπινη λογική, ανέστησε μέσα μου την ελπίδα της πίστεως σε αυτό που με
προσπερνά. Γιατί τίποτα στην ζωή και κυρίως στον άνθρωπο δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται ή
λέγεται, αλλά κυρίως αυτό που «κρύβεται» και με ποικίλους τρόπους φανερώνεται.
π. Χαράλαμπος Λίβυος Παπαδόπουλος Πύργος Μονοφατσίου, Κρήτη 19/4/2017

Ένας «παρά ξενος» Θεό ς…


Λένε πως λίγο πριν πεθάνεις βλέπεις όλη την ζωή σου να περνά μπροστά από τα μάτια σου,
σαν μια ταινία. Ναι. Το διάβασα και μάλιστα σε ένα λόγο Αγίου. Δεν θυμάμαι σε ποιον. Πού να
θυμάμαι τόσες λέξεις που κουβάλησα μες στο μυαλό, ολάκερη ζωή. «Ας καυχιούνται οι άλλοι για
τις σελίδες που έχουν γράψει, εγώ νιώθω περήφανος γι’ αυτές που έχω διαβάσει», είχε πει ο
Jorge Luis Borges, και συμφωνώ απόλυτα. Βέβαια εγώ είμαι περήφανος γι’ αυτά που έζησα, κι ας
τα ’κανα όλα θάλασσα. Έμαθα όμως κολύμπι. Κι αυτό το οφείλω σε Εσένα, Θεέ μου, που με
έσπρωξες στα ανοιχτά κι ας είχε φουρτούνα και φουσκοθαλασσιά. Άλλωστε, εάν δεν βραχείς έως
τα κόκκαλα, κολύμπι δεν θα μάθεις.
Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι, φαντάζομαι καλύτερα, ότι είμαι στις τελευταίες ώρες
της ζωής μου, και βλέπω, καθώς λένε, να περνά ο βίος μου σαν μια ταινία μπροστά από τα
μάτια μου. Τι άραγε θα έβλεπα; Ή μάλλον αυτό το ξέρω. Καλύτερα θα ήθελα να μάθω τι θα
ένιωθα.
Κάθε φορά που βλέπεις το ίδιο αγαπημένο έργο ή διαβάζεις το ίδιο αγαπημένο σου βιβλίο,
αναγνωρίζεις κάτι που δεν είχες προσέξει καλά την προηγούμενη φορά. Και νομίζω ότι μου έχουν
4
π. Βασίλειος Χριστοδούλου, Μείνε μαζί μας, βράδιασε, σελ. 19, 20, 21.
διαφύγει πάρα πολλές σκηνές της ζωής μου.
Όμως πλέον είμαι σίγουρος ότι εκείνο που θα αισθανθώ να κατακλύζει την ύπαρξή μου είναι,
θαρρώ, μια βαθιά ευχαριστία προς Εσένα, Θεέ μου. Ναι, αυτό νιώθω. Μόνο αυτό. Τώρα πια
μονάχα ευχαριστία. Η γκρίνια, τα παράπονα, οι απορίες φαίνονται τόσο ξένες και μακρινές. Όσο
ξαναβλέπω το έργο της ζωής μου, μια κραυγή -όχι αυτή την φορά απελπισίας- κατακλύζει την
ύπαρξή μου. Είναι η κραυγή της δοξολογίας.
Εγώ που έζησα με τόσες απορίες και παράπονα, νιώθω ότι θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Σε Σένα, Θεέ μου. Πλέον μετά από τόσα χρόνια, μπορώ να πω ότι αναγνωρίζω την παρουσία Σου,
που στην ζωή μου φανερώθηκε ως «απουσία» και «σιωπή».
Τότε, ναι, πολλές φορές αισθάνθηκα ότι ήσουν απών. Ότι με είχες εγκαταλείψει. Τι σιωπή
είναι αυτή που αντέχεις, Θεέ μου! Και πόσο κρύβεσαι από εμάς! Πόσο με τυράννησε η
«απουσία» Σου!
Σου άρεσε να μένεις σιωπηλός. Να κάθεσαι στο τελευταίο κάθισμα. Να στέκεις απ’ έξω στο
κρύο. Λέξη να μην λες, όταν όλοι μιλούσαν. Ήθελες πάντα να έχεις τον τελευταίο λόγο.
Θα μου πεις τώρα, γιατί δεν Σ’ τα έλεγα όσο ζούσα. Ξέρεις, Θεέ μου, όταν πονάς, ο πόνος
κομπιάζει την γλώσσα, μαραίνει τις λέξεις και καταργεί τα αλφάβητα σε ένα αργόσυρτο, «αχ...»,
κοινή κραυγή όλων των πονεμένων. Τι να τις κάνεις τις λέξεις όταν πονάς; Σου φτάνει ένας
αναστεναγμός, ένα «γιατί;».
Είναι όμως και κάτι άλλο, Θεέ μου. Στην ζωή μας, αφήνουμε τα σπουδαία και κρατάμε όλα τα
μάταια και μικρά. Πασχίζουμε να ζήσουμε αυτά που σαν τα έχουμε δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε
και σαν τα χάσουμε μας λείπουν αφάνταστα. Μονάχα στην απώλεια θρηνούμε τον παράδεισο.
Έτσι πολλές φορές ένιωσα και ήθελα να σου πω ότι σ’ αγαπώ, Θεέ μου. Ότι μού ήσουν
απαραίτητος, κι όμως δεν το έκανα ποτέ ή μάλλον ελάχιστες φορές. Γιατί; Ίσως γιατί, όταν έχουμε
κάτι, το καταστρέφουμε για να το ψάχνουμε αιώνια.
Ξέρεις κάτι, αυτή η αυτοκαταστροφική πράξη μου θυμίζει εκείνη την γνωστή σκηνή που
κλαίμε πάνω από τον νεκρό πατέρα ή μητέρα μας, και θρηνολογώντας ψιθυρίζουμε «για τα σ’
αγαπώ που δεν είπαμε, για τις αγκαλιές που δεν δώσαμε και αφήσαμε για ένα αύριο μέχρι που
αρφάνεψαν τα χέρια μας...»
Κομποδένει η γλώσσα, Θεέ μου, στην σιγουριά. Παγώνουν τα αισθήματα στην βεβαιότητα. Ο
πόθος νεκρώνει. Όταν αισθανόμαστε ότι κάτι ή κάποιος είναι δικός μας, σωπαίνουμε, κι όταν μάς
φεύγει νιώθουμε πως είχαμε τόσα μα τόσα να του πούμε. Έτσι έγινε και με Σένα, Θεέ μου.
Όμως τώρα, έστω και λίγο πριν πεθάνω, θέλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Όχι γι’ αυτά
που έκανες, αλλά κυρίως γι’ εκείνα που δεν έκανες. Όχι για εκείνα που μου έδωσες, μα γι’ αυτά
που μου πήρες. Όχι για την παρουσία Σου, μα για την «απουσία» Σου. Όχι για την φωνή Σου, μα
για εκείνη την σκληρή σιωπή Σου. Δίχως αυτή δεν θα είχα μάθει να ακούω την φωνή της καρδιάς
μου. Και η καρδιά μου δεν θα μάθαινε ποτέ το αλφάβητο της δικής μου γλώσσας.
Είσαι παράξενος Θεός. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Πιστεύω ότι Σού το έχουν ξαναπεί. Δεν είμαι ο
πρώτος. Και πόσοι ακόμη θα Σ’ το πουν; Άπειροι, μέχρι να πάρεις απόφαση να μας μαζέψεις
όλους στην βασιλεία Σου. Εκεί που οι άνθρωποι νιώθουν περισσότερα από αυτά που λένε. Εκεί
που φωνάζει ο ένας τον άλλο «αγάπη μου». Μέχρι τότε, «θα τα ακούς».
Ε, φταις και εσύ. Εδώ που τα λέμε, φταις. Δεν συμμορφώνεσαι με τους κανόνες μας. Πας
κόντρα σε όλα. Στο μυαλό, στο νου, στα σχέδια και τα προγράμματά μας. Μας φεύγεις, μας
ξεφεύγεις. Εκεί που νιώθουμε ότι Σε καταλάβαμε, μας οδηγείς στην πλήρη άγνοια. Μας κάνεις να
αισθανόμαστε μαθητές, ενώ παίρναμε πτυχίο. Εκεί που λέμε ότι Σε γνωρίσαμε, αλλάζεις μορφές.
Εκεί που λέμε ότι Σε βρήκαμε, Εσύ και πάλι εξαφανίζεσαι. Αγνώριστος γίνεσαι. Νιώθουμε ότι
τελικά δεν Σε μάθαμε ποτέ.
Ε, πώς θες να μη Σε πούμε παράξενο; Ούτε λες, ούτε θες πολλά-πολλά. Τρέχεις κοντά μας, μα
πάντα κρατάς απόσταση. Σαν τα αυτοκίνητα. Μπορούμε να τρέχουμε όταν ξέρουμε να κρατάμε
αποστάσεις, μου είπε τις προάλλες ο Θανάσης, ένας φίλος μου. Αυτό κάνεις και Εσύ, Θεέ μου.
Ξέρεις να κρατάς τις αποστάσεις για να μεγαλώνει ο πόθος μας για Σένα.
Σε ευχαριστώ, λοιπόν, Θεέ μου, που με έμαθες να ζω με ερωτήματα. Όσες φορές Σού ζήτησα
«απαντήσεις», σιώπησες. Έτσι, με τον καιρό, έμαθα να ζω δίχως «απαντήσεις» για όλους και όλα.
Να αποδέχομαι το μυστήριο που κατακλύζει τα πάντα. Να συμφιλιώνομαι με το γεγονός ότι δεν
γίνεται να τα μάθω ή να τα γνωρίζω όλα και, το σημαντικότερο, αυτό να μην με τρομάζει. Να μην
ακυρώνει την δίψα μου για την ζωή.
Θυμάσαι πόσες φορές Σε ρώτησα «γιατί;». Δεν με μάλωσες. Μα δεν απάντησες κιόλας. Απλά
σιωπούσες και με έσπρωχνες προς την ζωή, να μάθω να ζω και να κοιμάμαι δίχως να τα έχω όλα
λύσει.
Μονάχα με τις ερωτήσεις και τις απορίες μπορεί κάποιος να ζήσει. Το ταξίδι έχει την ομορφιά
και όχι ο τερματισμός. Το «πήγαινε» και όχι το «φτάσε».
Η αλήθεια είναι, Θεέ μου, ότι ήσουν «σκληρός» μαζί μου και πολύ πιο «σκληρός» με πολλούς
άλλους συνανθρώπους μου. Όμως πλέον ευχαριστώ αυτή Σου την «σκληρότητα». Γιατί με
βοήθησε να γίνω αυτό που έγινα, και να βρω αυτά που βρήκα. Να ζήσω ό,τι έζησα.
Με άφησες μόνο, νύχτες και μέρες. Δεν με σήκωσες σε στιγμές που δεν είχα καμία βοήθεια,
ούτε καν ανθρώπινη. Με έμαθες να βάζω τα χέρια στο κρύο πάτωμα, μα κυρίως να πεισμώνω την
καρδιά μου και να σηκώνομαι.
Θυμάσαι, Θεέ μου, μια βραδιά στην Αθήνα; Νύχτα, χειμώνας, βροχή και κρύο στα τζάμια ενός
φτηνού ξενοδοχείου. Μόνος εγώ. Τα ξημερώματα στον ύπνο με έπιασε πανικός. Ιδρώτας,
ταχυπαλμία, φόβος και αγωνία. Ανάσες λιγοστές, βουβά ουρλιαχτά, κρύος ιδρώτας και φόβος
θανάτου. Κρυφά και τρομαγμένα ψέλλισα μέσα μου, «ας πεθάνω να τελειώνουμε». Πόσες φορές
δεν το ένιωσα αυτό το τέλος να πλησιάζει. Και ήταν πάντα ψυχρό, δίχως ζεστασιά.
Μόνος, Θεέ μου. Δεν ξέρω εάν ήσουν εκεί, εγώ πάντως δεν Σε έβλεπα. Μονάχα ο θάνατος
έστεκε απέναντι μου μέσα σ’ ένα τεράστιο κενό έτοιμο να καταπιεί τις ελπίδες μου. Και όμως
άντεξα, και τότε και άλλες πολλές φορές
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια και να ζήσω πολλά άλλα για να καταλάβω ότι ήσουν
εκεί, μέσα στο δωμάτιο αυτής της κρύας νύχτας. Χρειάστηκαν χρόνια ώστε να νιώσω ότι δεν Σε
έβλεπα γιατί Σε είχα περιορίσει. Εσύ όμως δεν εμφανίζεσαι πάντα, όπως και όταν θέλουμε. Είσαι
τόσο παράξενος, τόσο παράδοξος, που η παρουσία Σου μπορεί να κρύβεται στο πιο απίθανο
γεγονός, μέρος και πρόσωπο. Κυρίως εκεί που δεν πάει το μυαλό και η ματιά μας.
Τώρα μπορώ να το πω, ναι, ήσουν μαζί μου Θεέ μου, ήσουν πάντα δίπλα μου, κοντά μου. Στην
κραυγή μου κι Εσύ βραχνιασμένος, στον πόνο μου κι Εσύ δακρυσμένος, στην δοκιμασία μου κι
Εσύ σταυρωμένος. Ναι, ήσουν εκεί σε όλα. Όμως έπρεπε να μην Σε βλέπω για να πλατύνει το
βλέμμα μου.
Κάποιες φορές υπέφερες που χανόμουν σε δρόμους αδιέξοδους, σε χαμένες πατρίδες και
όνειρα νεκρά. Δεν ήθελες να επέμβεις, όχι γιατί δεν μπορούσες, αλλά γιατί δεν επιθυμούσες να
σταματήσεις την μάθησή μου. Το ταξίδι, Θεέ μου, ποτέ δεν θέλησες να μου το διακόψεις.
Είσαι και Εσύ ένας Θεός που του αρέσει η περιπέτεια, αγαπάς τους τολμηρούς που ξέρουν να
κάνουν λάθη, να μαθαίνουν, να μετανοούν. Θέλεις οι άνθρωποι να ζουν με τόλμη την ζωή που
τους χάρισες. Να μην κρύβονται πίσω από τ’ όνομα και τις εντολές Σου. Την ανάσα που φύσηξες
στα σωθικά τους θέλεις να την ζήσουν.
Μου επιτρέπεις να Σε φωνάζω πατέρα, έτσι δεν είναι; Κι ας μην είμαι το καλύτερο παιδί Σου.
Όμως νιώθω πως κατά βάθος την χάρηκες αυτήν την «αλητεία» μου, αυτή την δίψα μου να
γνωρίσω, να γευθώ, να διακρίνω.
Ποτέ δεν έκανες αυτό που μπορούσα να κάνω εγώ. Με έσπρωξες όσο μπορούσες να γίνω ο
εαυτός μου. Να αφήσω ρόλους, να βγάλω μάσκες, να σταματήσω να θαυμάζω και να
συγκρίνομαι με τους άλλους, να ζω στην σκιά τους.
Θέλησες να είμαι εγώ, για να είσαι Εσύ. Γιατί μονάχα στο ποσοστό που είμαστε ο εαυτός μας,
μπορούμε να Σε συναντήσουμε, Θεέ μου. Αλλιώς, σαν δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, πώς θα Σε
γνωρίσουμε; Με μάσκες, γνωριμίες δεν γίνονται. Μόνο πρόσωπο προς πρόσωπο. Πρέπει να είσαι
για να γίνεις.
Με αυτές τις σκέψεις και ευχαριστίες, νομίζω ότι θα έκλεινα την ζωή μου, καθώς θα κοιτούσα
τις σκηνές του βίου μου να ξετυλίγονται μπροστά μου.
Αν ήξερες, Θεέ μου, πόσες απαντήσεις μού έδωσες με αυτή την οδυνηρή σιωπή Σου. Μου
έκλεισες τόσες πόρτες αφήνοντας με έξω, στην νύχτα της ζωής, μονάχο, αγκαλιά με ουρλιαχτά
και πνιγηρά «γιατί». Μονάχα τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω ότι την ώρα που μου έκλεινες την
πόρτα, μου άνοιγες την καρδιά. Άλλωστε, ένα κρυφτό είναι η ζωή με τον Θεό, άντε να δούμε
ποιος θα βρει τον άλλον πρώτος.

Ο πειρασμό ς της «απουσίας» του Θεού ...


Το θέμα το οποίο θα αναπτύξουμε απασχολεί κάθε άνθρωπο. Κάθε ύπαρξη που πορεύεται
πάνω στην γη, ιδιαιτέρως όμως τους πιστούς. Εκείνους που ζητούν τα αποτυπώματα του Θεού σε
μια θολή πραγματικότητα.
Δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος στον καθημερινό βίο να μην συναντά προβλήματα. Μήτε
ψυχή που δεν έχει νιώσει το στέγνωμα της ύπαρξης στο καμίνι του πόνου. Εκείνη την μοναξιά του
Σταυρού και της δοκιμασίας που πραγματικά ακουμπά τα ραγισμένα όριά μας. Ποιος είναι
εκείνος που σε τέτοιες επώδυνες στιγμές δεν αναφώνησε, «γιατί, Θεέ μου;». «Γιατί» τόσος πόνος
και οδύνη; «Γιατί» τόση αδικία, βία και εκδικητικότητα; «Γιατί» τα πάντα τόσο ρευστά και
αβέβαια; Σκέψεις και λογισμοί που πλημμυρίζουν την καρδιά κυρτώνοντας τις αντοχές μας.
Το τραγικότερο όλων, όμως, είναι η αίσθηση ότι σε αυτά τα φοβερά ερωτήματα της ψυχής
δύσκολα μπορούν να δοθούν απαντήσεις, και μάλιστα τέτοιου είδους και περιεχομένου, ώστε να
γίνονται εύκολα κατανοητές. Εκεί κλονίζεσαι. Αισθάνεσαι την οδύνη της θλίψης να μην
ξημερώνει τις ελπίδες σου. Εκεί ομολογείς ότι η ζωή είναι απείρως δύσκολη και τρομακτική.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, δράστης και ένοχος φανερώνεται ο Θεός. Πάντες κουνάνε το δάχτυλο
και δείχνουν Εκείνον. Η ηθική ευθύνη ενός κόσμου που απέτυχε Τον βαραίνει και τα ερωτήματα
πληθαίνουν δυσκολεύοντας μιαν ορθολογική απάντηση.
Διερωτάται κανείς, «μα καλά, πώς μπορεί ένας Θεός αγάπης να επιτρέπει τόσο κακό και άδικο
σε αυτό τον κόσμο; Τι κάνει; Πού είναι; Πώς αποσύρεται από ένα κόσμο που Αυτός δημιούργησε;
Τον εγκατέλειψε στην τύχη του; Μήπως ο απόλυτος σεβασμός Του στην ανθρώπινη ελευθερία
Τον κάνει να σιωπά; Ή μήπως όλα είναι ένα απερινόητο φιλάνθρωπο σχέδιο που, ενώ
παρακολουθούμε, ωστόσο δεν μπορούμε να συλλάβουμε όλες τις παραμέτρους του, όλες τις
εκδοχές του;»
Ο αγγλικανός ιερέας Τομ Χάνεϊ στο γεμάτο ερωτηματικά, πόνο και αγωνία κείμενό του, «Γιατί
ο Θεός δημιούργησε το τσουνάμι;»5, αναφέρει: «Ποιος είναι λοιπόν ο Θεός, αν όχι αυτός που
κινεί τα νήματα ή ο φυλετικός προστάτης; Ίσως ο Θεός αφήνει να συμβαίνουν φοβερά πράγματα,
ώστε να αναδεικνύονται ο ηρωισμός και η συμπόνια. Ίσως ο Θεός δοκιμάζει τη φιλανθρωπία ή
την πίστη μας. Ίσως υπάρχει ένα μεγάλο, κοσμικό σχέδιο που επιτρέπει φρικτές ταλαιπωρίες,
ώστε να έχουν όλα αίσιο τέλος. Ίσως, αλλά αυτές είναι απλά παραλλαγές ενός Θεού που ελέγχει
τα πάντα, ενός ανώτατου στρατηγού που παίζει με αναλώσιμες μονάδες σε μεγάλη εκστρατεία. Έ-
χουμε να κάνουμε με ένα Θεό που επιτρέπει το τσουνάμι και το Άουσβιτς».
Στο σπουδαίο του μυθιστόρημα Αδερφοί Καραμάζοφ ο Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα του
Ιβάν τα εξής λόγια, που απευθύνονται στον αγαθιάρη και θρήσκο νεότερο αδερφό του, Αλιόσα:
«Αν τα βάσανα των παιδιών συμπληρώνουν το ποσό βασάνων που απαιτείται για την εξαγορά
της αλήθειας, τότε λέω προκαταβολικά ότι ολόκληρη η αλήθεια δεν αξίζει τέτοια τιμή. Δεν
είμαστε σε θέση να πληρώσουμε τέτοιο εισιτήριο. Δεν απορρίπτω τον Θεό. Απλά, με κάθε
σεβασμό, Του επιστρέφω το εισιτήριο».
5
https://www.ted.com/talks/tom_honey_why_would_god_create_a_tsunami
Ή ίσως ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν στην αρχή και μετά εγκατέλειψε τον έλεγχο για πάντα,
ώστε να εκδηλωθούν οι φυσικές διαδικασίες και η εξέλιξη να πάρει το δρόμο της. Αυτό φαίνεται
πιο αποδεκτό, αλλά και πάλι την τελική ηθική ευθύνη την έχει ο Θεός. Ο Θεός είναι ένας ψυχρός,
άσπλαχνος θεατής; Ή ένας ανίσχυρος εραστής, που παρακολουθεί με απεριόριστη συμπάθεια
πράγματα που δεν μπορεί να ελέγξει ή να αλλάξει; Ο Θεός σχετίζεται άμεσα με τα βάσανά μας,
ώστε να τα νιώθει στην ύπαρξή Του;
Αν πιστεύουμε κάτι τέτοιο, πρέπει να αρνηθούμε ότι κινεί τα νήματα, να αφήσουμε τον
πανίσχυρο ελεγκτή, να εγκαταλείψουμε τα παραδοσιακά μοντέλα. Πρέπει να αναθεωρήσουμε τις
απόψεις μας για τον Θεό. Ίσως ο Θεός δεν κάνει απολύτως τίποτα. Ίσως ο Θεός δεν δρα όπως
δρούμε όλοι εμείς. Η πρώιμη θρησκευτική αντίληψη ήθελε τον Θεό ως ένα είδος υπερφυσικού
ανθρώπου, που έκανε πολλά και διάφορα. Έδερνε και έπνιγε Αιγυπτίους στην Ερυθρά Θάλασσα,
ερήμωνε πόλεις, θύμωνε. Οι άνθρωποι ήξεραν τον Θεό τους από τις ισχυρές Του πράξεις.
Αντιλαμβανόμαστε ότι όλος αυτός ο προβληματισμός δεν είναι μια απλή υπόθεση, αλλά μια
μάχη μεταξύ του νου και της καρδιάς.
Ο νους θα αμφιβάλλει και θα επικρίνει. Την ίδια στιγμή η καρδιά θα προσπαθεί να αγαπήσει
και ν’ ακολουθήσει. Ένας μεγάλος διχασμός, μια πάλη αρχίζει να σαρκώνεται στα πιο βαθιά
πεδία των μαχών, την ψυχή του ανθρώπου.
Είναι όμως έτσι; Ο Θεός που μας αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός του κακού; Θέλει
τον πόνο των ανθρώπων; Χαίρεται ή αδιαφορεί ναρκισσιστικά για τα δεινά της ανθρωπότητας και
του κάθε μοναδικού προσώπου; Απουσιάζει ο Θεός από την ζωή μας; Είναι ο μεγάλος απών;
Αλήθεια τι σημαίνει για τους ανθρώπους παρών ή απών Θεός; Συνήθως θεωρούμε ότι ο Θεός
είναι παρών στην ζωή μας, όταν εξυπηρετεί τα σχέδια και τα θελήματά μας. Όταν αυτά που
επιθυμούμε και ζητάμε ικανοποιούνται. Τότε είμαστε ευχαριστημένοι και λέξεις δοξολογίας
ρέουν από το στόμα μας. Σε αντίθετη περίπτωση όμως το σκηνικό αλλάζει. Εάν ο Θεός δεν είναι
εκείνος που ικανοποιεί τα αιτήματά μας, όταν και όπως εμείς θέλουμε, ή δεν απαντά στα
τυραννικά ομολογουμένως ερωτήματα μας, τότε είναι απών. Κωφεύει και αρνείται να
επικοινωνήσει μαζί μας. Είναι κλεισμένος στον ουρανό και την μακαριότητα Του. Είναι όμως έτσι;
Επίσης αναφερόμαστε στην απουσία του Θεού, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με σκληρές
δοκιμασίες, τόσο προσωπικές όσο και ευρύτερες. Μια ασθένεια, μια αποτυχία, καθώς και μια
φυσική καταστροφή, εγείρουν μέσα μας σφοδρά ερωτήματα περί της αγαθότητας και παρουσίας
του Θεού.
Να πούμε, λοιπόν, ότι η Αγία Γραφή με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο αναφέρει ότι το
κακό και όλες οι μορφές του δεν είναι δημιούργημα ούτε θέλημα του Θεού. Ο Θεός δεν έχει
καμία σχέση με το κακό. Ούτε το χρησιμοποιεί ή το εκμεταλλεύεται. Αντιθέτως ο Χριστός, όπου
το συνάντησε, το νίκησε. Ο θάνατος έχει νικηθεί, και πλέον τα δεινά και τα πάθη των ανθρώπων
δεν είναι χωρίς προοπτική και δυνατότητα. Η Βασιλεία του Θεού είναι γεγονός.
Με τον Χριστό φανερώνεται ένας Θεός πάσχων, που υποφέρει μέσα σε αυτόν τον κόσμο.
Παίρνει το μέρος των ανθρώπων εγκαταλείποντας την «παντοδυναμία» Του και το ισχυρό προφίλ
Του. Βιώνει τον πόνο, την οδύνη, τα βάσανα και τους καημούς των ανθρώπων και τους
υπερασπίζεται έμπροσθεν του εχθρού θανάτου. Στην μετά Χριστόν εποχή ο Θεός επιλέγει να
φανερώνεται όχι στην δύναμη και την ισχύ, αλλά στην αγάπη και την ταπείνωση. Όχι στην
απάντηση αλλά στο ερώτημα. Δεν ζητάει την επιβολή αλλά τον διάλογο. Την ελευθερία της
αφοσίωσης και της αμφισβήτησης.
Πρέπει να κατανοήσουμε, κι αυτό μονάχα μέσα από την πίστη, ότι, όταν μάς βρίσκουν τα
προβλήματα, οι δοκιμασίες και οι λογής-λογής περιπέτειες, ο Θεός δεν είναι απέναντι μας. Δεν
κοιτά μακρόθεν τον σπαραγμό μας, αλλά πάσχει δίπλα μας, μαζί μας. Μας δίνει τις αντοχές να
σηκώσουμε τον Σταυρό του μαρτυρίου σε ένα κόσμο που δεν είναι όπως τον θέλησε Εκείνος.
Εμείς ως άνθρωποι μπορούμε να γνωρίζουμε μονάχα την μερικότητα και όχι την καθολικότητα
των πραγμάτων ή γεγονότων. Αδυνατούμε να καταλάβουμε πολλά από τα συμβαίνοντα. Η
απορία, η αγανάκτηση και ο φόβος μας είναι δικαιολογημένα.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός είναι απών, αλλά ότι δρα με έναν τελείως διαφορετικό
τρόπο από εκείνον που μπορούμε να αντιληφθούμε. Δεν είναι οικείος της φύσης μας. Άρα και της
κατανόησής μας.
Σε μια συνέντευξη του Steven Pinker στο περιοδικό Wired, στο τεύχος του Μαρτίου 1998,
αναφέρεται μια ωραία άποψη για την παρουσία του κακού στην δημιουργία και το πώς αυτό
συνάδει με τον Θεό της αγάπης. Ο δημοσιογράφος ρωτά για την ελεύθερη βούληση, και ο Pinker
απαντά:
«- Αυτό εννοείτε όταν στο βιβλίο σας “Πώς λειτουργεί το μυαλό” γράφετε ότι ορισμένα είδη
προβλημάτων δυσκολευόμαστε να τα λύσουμε, διότι το μυαλό του Homo Sapiens δεν διαθέτει
τον γνωστικό εξοπλισμό για να τα λύσει;
- Ακριβώς. Έχει να κάνει με κάποια όρια στην ικανότητά μας να συλλαμβάνουμε και να
σχηματοποιούμε. Ίσως κάποιοι “εξωγήινοι” να μπορούσαν να μας εξηγήσουν τι είναι κάτι όπως η
“ελεύθερη βούληση”. Αλλά εάν το έκαναν, μπορεί να μην κατανοούσαμε την εξήγηση».
Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τους τρόπους του Θεού δεν σημαίνει ότι
Εκείνος είναι απών. Ούτε όμως και ότι μάς δίνει το δικαίωμα να κατασκευάζουμε φαντασιακές
και ανεπίτρεπτες ερμηνείες γύρω από την σιωπή ή τα «κρίματά» Του.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς· δεν είναι εύκολο να υποφέρεις και να πονάς. Ούτε είναι
διαχειρίσιμο να προσεύχεσαι μέρες, μήνες, χρόνια, νυχθημερόν, με πόνο και δάκρυα, και να μην
λαμβάνεις καμία απάντηση, ούτε καν παρηγοριά. Την αγωνία αυτή του πονεμένου και
δυσκολεμένου από τον πόνο ανθρώπου περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο ο Σ. Ζουμπουλάκης,
αναφερόμενος στην ασθένεια της αδελφής του, που είχε ταλαιπωρήσει φρικτά και εκείνην αλλά
κι όλη την οικογένεια:
«Ζητούσα λοιπόν καθημερινά και επίμονα το θαύμα. Ήθελα να ’ρθει και να τα αλλάξει όλα,
εκζητούσα εκείνο το ευθέως, το παραχρήμα του θαύματος, που διάβαζα στα Ευαγγέλια. Γιατί όχι
και στην αδερφή μου; Ήθελα να γίνει και στην πραγματικότητα αυτό που τόσο συχνά έβλεπα στα
όνειρά μου, ότι η Γιούλα ήταν τελείως καλά και χαιρόμαστε και γελούσαμε. Για το ίδιο πράγμα
προσευχόταν νύχτα-μέρα ο πατέρας μου και η μάνα μου. Και περισσότερο η ίδια η αδερφή μου,
με τη βαθιά και παιδική -με την ευαγγελική σημασία της λέξης- πίστη της. [...] Το θαύμα που
ζητούσαμε όλοι μας δεν ερχόταν. Ο Θεός δεν έδειχνε το έλεός Του. Δεν ήταν εκεί, όταν η Γιούλα
είχε τις κρίσεις. Δεν μπορούσα να αντέξω την ιδέα ενός ανελέητου Θεού...» 6
Αυτή είναι η αλήθεια, ότι δεν αντέχουμε πάντα τον πόνο, ούτε έχουμε όλοι το χάρισμα της
υπομονής και καρτερίας ή της αντοχής. Αρκετοί υπέμειναν μέχρι τέλους, πολλοί όμως δεν
άντεξαν και παραιτήθηκαν, αρνούμενοι ακόμη και τον ίδιο τον Θεό. Κι αυτοί χρειάζονται την
κατανόηση και βεβαίως την προσευχή μας. Δεν είναι, βλέπετε, απόλυτο ότι κάθε πόνος οδηγεί
τον άνθρωπο στην εσωτερική εμβάθυνση, στο πλάτεμα της καρδιάς, την σοφία ή αγιότητα.
Υπάρχουν κάποιοι που δεν αντέχουν. Ο πόνος τούς σκληραίνει, τους στραγγίζει εσωτερικά από
αντοχές και προβάλλει στο πρόσωπό τους ο θυμός, η οργή και η σκληρότητα. «Ο πόνος δεν μας
κάνει πάντα καλύτερους. Μπορεί να σκληρύνει τους ανθρώπους, να τους οδηγήσει ακόμη και
στον φθόνο, το μίσος και την χαιρεκακία, γι’ αυτό και η Εκκλησία προσεύχεται καθημερινά να μας
γλιτώνει ο Θεός από πάσης θλίψεως, κακών και οδύνης. Όποιος δεν έχει πονέσει στην ζωή του,
δεν θα μπορέσει ποτέ να ανοίξει σπλάχνα οικτιρμού για τον συνάνθρωπο, ούτε όμως και όποιος
δεν έχει νιώσει την χαρά» 7.
Ίσως η εποχή μας, όσο καμία άλλη, επιζητά μιαν αποφατική τοποθέτηση πάνω σε αυτό το
δύσκολο και συγχρόνως τόσο ευαίσθητο θέμα, της σιωπής του Θεού. Πρέπει επιτέλους οι ιερείς,
θεολόγοι και πιστοί να αποδεχθούμε ότι δεν υπάρχουν νοησιαρχικές απαντήσεις για όλα τα
θέματα. Κάποια ζητήματα μας ξεπερνάνε. Δεν μπορούμε να τα κατανοήσουμε ή ερμηνεύσουμε.

6
Σ. Ζουμπουλάκης, Η αδερφή μου, σελ. 30, 31, 32.
7
Ό.π., σελ. 41.
Δεν γίνεται για όλα να έχουμε απαντήσεις, και μάλιστα λογικά υπεραπλουστευμένες ή μερικές
φορές κονσερβοποιημένες. Πρέπει κάποια στιγμή να μάθουμε την απάντηση της σιωπής και
προσευχής. Τού δεν γνωρίζω, δεν ξέρω. Γιατί θα πρέπει όλα, ντε και καλά, να τα γνωρίζουμε ή να
τα καταλαβαίνουμε; Ναι, υπάρχουν και κάποια θέματα γύρω από την ζωή και τον θάνατο, που
δεν έχουν απόλυτες απαντήσεις, γιατί πολύ απλά δεν μπορούμε να ξέρουμε. Αυτή η θέση
χρειάζεται ταπείνωση και οντολογική αυτογνωσία. Να γνωρίζω τα υπαρκτικά μου όρια.
Ας αντιληφθούμε επιτέλους ότι η σχέση με τον Θεό είναι μια πάλη. Δεν είναι ένας χαλαρός
ψυχαγωγικός περίπατος, αλλά μια οδυνηρή υπαρξιακή περιπέτεια. Μια μάχη, που ζητάει όχι να
νικήσουμε, κι εδώ είναι το παράδοξο της χριστιανικής πνευματικότητας, αλλά να νικηθούμε.
Πρέπει να επιτρέψουμε στον Θεό να μας νικήσει. Αυτή είναι και η μεγάλη δυσκολία του
εγχειρήματος.
Άρα, λοιπόν, πέρα από ότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε και να κατανοούμε τα πάντα σε
αυτή την πραγματικότητα της ζωής, συγχρόνως πρέπει να έχουμε και πίστη στον Θεό. Δηλαδή να
αφεθούμε σε αυτή την επίπονη, ακραία, οριακή αλλά συγχρόνως γοητευτική και ευλογημένη
σχέση μαζί Του. Τον Θεό δεν Τον καταλαβαίνουμε αλλά Τον εμπιστευόμαστε. «Το ζήτημα της
σχέσης ανάμεσα στην αγάπη του Θεού και στα βάσανα των αθώων είναι θεωρητικά αναπάντητο.
Είναι ζήτημα πίστης και θα μείνει πάντα εκεί για να δοκιμάζει την θρησκευόμενη συνείδηση,
κατά το μέτρο της πίστης της. Χωρίς αυτό το ερώτημα, ο μονοθεϊσμός δεν αξίζει τον κόπο, είναι
μια αστεία υπόθεση. Χιλιάδες χρόνια, το θέτει και το απαντάει ασταμάτητα και αδιάκοπα...» 8
Η πνευματική ζωή μέσα στο χώρο της Εκκλησίας πρέπει να εννοηθεί ως σχέση. Εμείς αυτό το
έχουμε ξεχάσει. Πιστεύουμε ότι μπορούμε με κάποιους εξωτερικούς τρόπους να δεσμεύσουμε
τον Θεό, να Τον καθυποτάξουμε και να Τον κάνουμε ό,τι θέλουμε. Επιζητούμε να ακούει όλα τα
αιτήματά μας, και γενικότερα να εξυπηρετεί τις υποθέσεις μας όποιες κι αν είναι αυτές. Ένας
υποτακτικός δηλαδή των θελημάτων μας.
Ξεχνάμε όμως το βασικό, ότι ο Θεός είναι πρόσωπο. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν μιλάμε
ποτέ για μιαν ανώτερη δύναμη, αλλά για ένα Θεό που, ενώ παραμένει αμέθεκτος ως προς την
ουσία Του, μπορεί και θέλει να σχετίζεται με τον άνθρωπο και ολάκερη την κτίση.
Αυτή η εμπειρική δογματική αλήθεια της Εκκλησίας δυστυχώς λησμονείται ακόμη κι από τους
πιστούς. Οι οποίοι τόσο με την ζωή τους, όσο και με τις αντιλήψεις τους αναφέρονται σε ένα Θεό
ως ανώτερη δύναμη. Δηλαδή παντελώς απρόσωπο και ακοινώνητο. Δίχως κανένα περιθώριο για
σχέση και διάλογο.
Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη αξία να υπογραμμίσουμε ότι στις μέρες μας οι New Age
αιρέσεις (=νεοπαγείς, νεότευκτες, νεοσύστατες αιρέσεις), ιδιαιτέρως ανατολικού τύπου και
προελεύσεως, προβάλλουν αυτό ακριβώς τo πρότυπο Θεού. Μια ανώτερη δύναμη με την οποία
δεν σχετιζόμαστε, αλλά συντονιζόμαστε. Δεν διαλεγόμαστε, απλά αποδεχόμαστε. Εάν όμως
υπάρχει μια ανώτερη δύναμη με την οποία συντονίζομαι, τότε με αυτή τη δύναμη δεν μπορώ να
αναπτύξω διάλογο και επαφή. Να με επηρεάσει και να την επηρεάσω. Μπορώ απλά και μόνο να
υπακούσω εξωτερικά σε κάποιες διαδικαστικές εντολές. Αλλά αυτό δεν έχει ζωή. Δεν έχει την
ζωντάνια μιας σχέσης.
Όταν, λοιπόν, στην Ορθόδοξη Εκκλησία αναφερόμαστε στην σχέση με τον Θεό, μιλάμε για μια
πράξη ελευθερίας. Σε μια σχέση δεν υπάρχουν δεδομένα. Από τη στιγμή που θα θεωρήσεις τον
άντρα ή την γυναίκα σου δεδομένους, τους έχασες. Όταν μια σχέση που είναι ζωντανή νοηθεί ως
κάτι στατικό και αυτονόητο, τότε διαλύεται και καταρρέει. Αν έχει μια ομορφιά η ζωή, είναι ότι
δυσκολεύεσαι να την προσδιορίσεις. Σε ξαφνιάζει, σε εκπλήσσει.
Σε μια σχέση μπορεί να είμαστε σήμερα καλά, και σε λίγη ώρα να μαλώνουμε, να γινόμαστε
άνω-κάτω. Μπορεί να τα ξαναβρούμε ή να μην τα βρούμε ξανά ποτέ. Μπορεί ο άλλος να μας
επιθυμεί ή και να μας αποστρέφεται. Η σχέση με τον Θεό είναι μια σχέση ζωντανή, που πάλλεται,
δονείται, αλλάζει και μεταμορφώνεται, περνάει φάσεις πολλές και διαφορετικές. Στιγμές
8
Ό.π., σελ. 41.
εμπιστοσύνης αλλά και στιγμές άρνησης και αποστασίας· αμφιβολίας και απόλυτου δοσίματος.
Το αναφέρει πολύ όμορφα ο γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ότι «με τον Θεό παίζουμε
ένα διαρκές, αέναο, ατελεύτητο κρυφτούλι». Μας κρύβεται και μας φανερώνεται. Του
κρυβόμαστε και Του φανερωνόμαστε. Μας εμφανίζεται και εξαφανίζεται, Του δινόμαστε και
πολλές φορές αδιάφορα χανόμαστε. Βλέπετε δεν είναι απόλυτο ότι πάντα εμείς είμαστε έτοιμοι
ή θέλουμε να συναντήσουμε τον Θεό. Πολλές φορές δεν είμαστε καν έτοιμοι. Ζητάμε με το στόμα
και τα λόγια την συνάντηση, αλλά η καρδιά δεν ακολουθεί. Κι αυτό διότι η συνάντηση με τον
Θεό, επειδή ακριβώς είναι μια κίνηση απέναντι σε ένα πρόσωπο, έχει κόστος. Κάτι στοιχίζει,
όπως και κάθε μορφή σχέσεως. Μια συνάντηση με τον Θεό μπορεί να ανατρέψει τις αξίες μας.
Να μας κάνει να αναθεωρήσουμε βασικά δεδομένα της ζωής μας, που εμείς δεν είμαστε στην
φάση εκείνη που θα το επιθυμούσαμε.
Κανείς όμως στην ζωή δεν τα έχει όλα. Κάτι κερδίζει, μα και κάτι ταυτόχρονα χάνει. Όλα δεν
γίνεται να τα έχουμε. Αυτός είναι και ο κανόνας μιας σχέσης. Παίρνουμε πράγματα, αλλά
ταυτοχρόνως πρέπει και να δώσουμε. Δεν είναι, λοιπόν, απόλυτο ότι πάντα ο Θεός μάς κρύβεται.
Ίσως να είμαστε κι εμείς εκείνοι που αποφεύγουμε την συνάντηση φοβούμενοι το κόστος.
Η ζωντανή παρουσία του Θεού στην ζωή μας θα έχει πολλές και διαφορετικές μορφές
έκφρασης. Μία από αυτές είναι η αίσθηση της παρουσίας Του ως δύναμη υπομονής και ελπίδας,
ως κουράγιο και προσμονή του καλύτερου αύριο, μιας αναπάντεχης έκπληξης, ενός θαυμαστού
σημείου ζωής και ανατροπής.
Η πνευματική εμπειρία μάς βεβαιώνει ότι όχι μόνο παίρνουμε απαντήσεις, αλλά οι απα-
ντήσεις έρχονται σαν εκπλήξεις. Φτάνουν από κει που δεν το περιμένεις. Πότε όμως; Όταν ξέρεις
να περιμένεις. Όπως έλεγε ο μεγάλος Gabriel Garcia Marquez, «Μην ανυπομονείς, τα καλύτερα
έρχονται όταν δεν τα περιμένεις...».
Και ο Άγιος Πορφύριος έρχεται να συμφωνήσει απόλυτα λέγοντας, «Έχει ο Θεός. Εκεί που
απελπίζεσαι, σου στέλνει κάτι που δεν το περιμένεις... αρκεί να Τον πιστεύεις και να Τον
αγαπάς. Όπως και Εκείνος μάς αγαπά και φροντίζει για εμάς, όπως ο κάθε πατέρας για τα
παιδιά του. Και όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού. Και ό,τι καλό έχουμε, το έχουμε από τον Θεό.
Είναι δικό Του το δώρο. Δεν έχεις ακούσει στην Εκκλησία ότι: “πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν
δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων”;».
Το να ξέρεις να περιμένεις και να μην απελπίζεσαι κάνει την διαφορά. Δυστυχώς, ζώντας σε
ένα κόσμο και σε μια κοινωνία στην οποία η ταχύτητα έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας,
θέλουμε όλα να γίνονται πάρα πολύ γρήγορα, τάχιστα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάνουμε την
μεγάλη αρετή της υπομονής και της καρτερίας.
Η Χάρις του Θεού είναι στην υπομονή. Η παρουσία του Θεού είναι στο κουράγιο. Σε εκείνο το
χαμόγελο, την ώρα που εκατοντάδες βάσανα και δοκιμασίες τρυπάνε το κορμί και την ψυχή σου.
Αυτή είναι η παρουσία του Θεού. Να βρίσκεις δύναμη και νόημα, εκεί που φαινομενικά δεν
υπάρχει τίποτα να κρατηθείς.

Η απουσία του Θεού ως ψυχικό γεγονό ς


Η αίσθηση της απουσίας του Θεού από την ζωή μας δεν έχει μονάχα θεολογικές ερμηνείες
αλλά και σημαντικές ψυχολογικές. Σαφέστατα το ερώτημα παραμένει βαθιά θεολογικό, ωστόσο
το υποκειμενικό βίωμα περνάει μέσα από ψυχικά γεγονότα που άλλοτε περιγράφουν ρεαλιστικά
μια πραγματικότητα κι άλλοτε την παραμορφώνουν.
Θα προσπαθήσουμε να δούμε μερικές πτυχές της ανθρώπινης ανάγκης και ψυχικής συνθήκης,
που διαμορφώνουν το αίσθημα της απουσίας του Θεού από την ζωή μας.
Θα πάμε αρκετά πίσω, σε παρθενικές ηλικίες της ζωής, στα πρώτα χρόνια της βασικής
δόμησης του εαυτού μας, για να δούμε ότι τα ίδια ερωτήματα, π.χ., «Θεέ μου, με ξέχασες; Γιατί
σιωπάς, Θεέ μου, και με αποστρέφεσαι;», τα έχουμε απευθύνει στους γονείς μας. Στον πατέρα
και την μάνα μας. Όχι μονάχα λεκτικά, αλλά κυρίως συμβολικά. Δηλαδή προτού αναφωνήσουμε
στην ενήλικη ζωή μας, «Θεέ μου, πού είσαι;», έχουμε φωνάξει με τον ίδιο ακριβώς σπαραγμό,
«Μάνα, πού είσαι;».
Από μικρά παιδιά, όταν η μητέρα μας δεν ήταν παρούσα στο κλάμα ή στην πείνα μας και δεν
μπορούσε να ικανοποιήσει το υπαρξιακό μας αίτημα, το οποίο διαμορφωνόταν συμβολικά μέσα
από την τροφή, είχαμε ένα τεράστιο κενό απουσίας.
Το βρέφος που πεινώντας κλαίει, δεν ζητάει μονάχα τροφή, αλλά πρωτίστως σχέση. Η μάνα
είναι η τροφή του. Η παρουσία εκείνης το τρέφει. Το γάλα είναι ένα σύμβολο, το οποίο
ουσιαστικά έρχεται να καλύψει μια βιολογική ανάγκη. Το κλάμα ενός βρέφους είναι κάτι
βαθύτερο, είναι μια υπαρξιακή ανάγκη, ένας φόβος, μια εσωτερική ανασφάλεια. Κι όπως λέει ο
Lacan, δεν γίνεται ποτέ ο Άλλος -δηλαδή η μάνα ή ο πατέρας- όσο καλοί και «τέλειοι» κι αν είναι,
να καλύψουν την ανάγκη του παιδιού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει ένα κενό, μια
έλλειψη, η οποία δημιουργεί την επιθυμία. Μια επιθυμία ακόρεστη, μια και το αίτημα είναι
ανικανοποίητο.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, από πολύ μικρός αισθάνεται μίαν απουσία. Αισθάνεται ότι κάποτε
έκλαψε αλλά δεν βρέθηκε κανείς δίπλα του, ότι πείνασε και ο «άλλος» δεν τον έθρεψε απόλυτα,
ότι ζητούσε την παρουσία του «άλλου» -της μάνας, του πατέρα— κι αυτοί δεν ήταν εκεί όσο
αυτός χρειαζόταν.
Γι’ αυτό πολλές φορές πίσω από έναν άνθρωπο που διαρκώς διαμαρτύρεται μουρμουρίζοντας
για τα πάντα και τους πάντες, για την κακή του μοίρα και την άδικη ζωή, κρύβεται ένα παιδί που
δεν πήρε την αγάπη και το ενδιαφέρον όταν και όπως το χρειαζόταν.
Την έλλειψη αυτή προσπαθεί να καλύψει ο άνθρωπος. Άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε
παντελώς λανθασμένα. Πόσες φορές πίσω από την αγάπη κρύψαμε την ανάγκη, και αντί να
φωνάξουμε «σε έχω ανάγκη» είπαμε «σε αγαπώ»;
Σαφέστατα η αγάπη είναι βασική ανάγκη του ανθρώπου. Έχω ανάγκη να αγαπήσω και να
αγαπηθώ, αλλά όχι χρησιμοποιώντας τον άλλο για τις δικούς μου σκοπούς. Όχι με μια χρηστική
και κτητική διάθεση απέναντι στον άλλο.
Τώρα, εάν όλα αυτά τα μεταφέρουμε από την ψυχική μας πραγματικότητα στην πνευματική
-δηλαδή στη σχέση μας με τον θεό θα δούμε πάρα πολλές ομοιότητες.
Ας ξεκινήσουμε από ένα παράδειγμα. Όταν στην βρεφική και παιδική μας ηλικία οι γονείς δεν
ικανοποιούν το αίτημά μας, πέρα από την διαμαρτυρία και το παράπονο, διαμορφώνεται μέσα
μας ένα βίωμα εγκατάλειψης. Δηλαδή θεωρούμε ότι δεν μας αγαπάνε και ταυτοχρόνως μάς
αποστρέφονται. Την ίδια αίσθηση μεταφέρουμε και στη σχέση μας με τον Θεό. Όταν Εκείνος δεν
ικανοποιεί τα θελήματά μας, όπως εμείς τα έχουμε φανταστεί να πραγματώνονται, τότε μιλάμε
για εγκατάλειψη του Θεού προς το πρόσωπό μας.
Όπως αναφέρει ο π. Βασίλειος Θερμός, «όταν εμείς λέμε “εγκατάλειψη από τον Θεό”, αυτό
που μέσα μας παίρνει υπόσταση ως έννοια είναι αυτό που προέρχεται από την ανθρώπινη
εμπειρία. Όταν εγώ εγκαταλείπω κάποιον, τον εγκαταλείπω διότι αδιαφορώ γι’ αυτόν ή είμαι
θυμωμένος μαζί του»9.
Τι κάνουμε λοιπόν; Προβάλλουμε ένα καθαρά ψυχολογικό βίωμα στη σχέση μας με τον Θεό.
Για να μην ικανοποιεί ο Θεός τα αιτήματά μας, κάτι έχει μαζί μας. Έχει θυμώσει ή μας αντιπαθεί,
γι’ αυτό και αδιαφορεί για την ζωή μας. Οπότε διαμορφώνουμε μια ερμηνεία εγκατάλειψης και
απουσίας που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δική μας ψυχική ανάγνωση.
Επίσης, μιλάμε για απουσία Θεού όταν μέσα στον ψυχικό μας κόσμο συμβαίνει ολοκληρωτική
κατάρρευση των φαντασιακών εικόνων που είχαμε περί Αυτού. Με ένα απόλυτα ανήλικο τρόπο,
πιστεύουμε ότι όποιος είναι μέσα στο χώρο της Εκκλησίας είναι άτρωτος. Δεν μπορεί να πάθει
τίποτα. Δεν θα τον αφήσει, για παράδειγμα, ο Θεός να αρρωστήσει, κι αν αρρωστήσει, θα τον
κάνει αμέσως καλά. Γενικότερα έχουμε μια αίσθηση της παρουσίας του Θεού ως Εκείνου που θα
9
π. Βασίλειος Θερμός, Η καρδιά σε κρίση, οι ψαλμοί ως οδοδείκτες στα δύσκολα, σελ. 96.
μας προσέχει από κάθε αρνητικό γεγονός της ζωής. Όταν έχεις τέτοια κατανόηση, είναι πάρα
πολύ εύκολο να αισθανθείς ότι ο Θεός είναι απών. Σκέφτεσαι ότι, αφού πιστεύω, νηστεύω και
πάω στην Εκκλησία, γιατί να έχω αναποδιές στην ζωή μου; Άρα με εγκατέλειψε ο Θεός.
Η προσφιλέστερη άμυνα του ανθρώπου σε στιγμές φόβου και ανασφάλειας είναι η φυγή.
Φυγή σε φαντασιακές πραγματικότητες. Και μια από τις πιο δημοφιλείς κρυψώνες είναι η
θρησκεία. Γι’ αυτό και ο Άγιος Πορφύριος υπογράμμιζε συνεχώς ότι άλλο πράγμα είναι η
θρησκεία κι άλλο η Εκκλησία. Η θρησκεία καλύπτει ορμέμφυτες ενστικτώδεις ανάγκες, ενώ η
Εκκλησία ωριμάζει μέσα μας την αγάπη και την πίστη στο εαυτό μας, τον συνάνθρωπο και τον
Θεό. Στην θρησκεία ζητάς και παίρνεις, στην Εκκλησία δίνεις και χάνεις.
Μια ακόμη αιτία, που διαμορφώνει συνθήκες αμφισβήτησης της παρουσίας του Θεού, είναι η
μηχανιστική αντίληψη γνώσης Του. Εκείνη η νοοτροπία που προτάσσει μεθοδολογίες και
συνταγές για την συνάντηση με τον Θεό. Πιστεύουμε ότι ο Θεός θα έρθει στη ζωή μας -και κατά
κάποιο τρόπο είναι υποχρεωμένος να έρθει-, όταν εμείς τυπικά εφαρμόζουμε νόμους και
κανόνες.
Θυμηθείτε τον βίο του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου. Ο Άγιος Σιλουανός, αυτός ο μεγάλος,
γλυκύτατος Άγιος, από τον μεγάλο ζήλο και πόθο που είχε για να γνωρίσει τον ζώντα Χριστό και
να Τον γευθεί καρδιακά, βιωματικά, εμπειρικά, κι όχι διανοητικά, κλείστηκε για ένα μεγάλο
διάστημα μέσα στο κελί του, νήστευε, έκανε χαμαικοιτίες (κοιμόταν δηλαδή στο δάπεδο) και
προσευχόταν ώρες, καθώς δεν ζούσε έγκλειστο βίο. Παρακαλούσε τον Χριστό να του φανερωθεί.
«Πέρασαν μήνες και μήνες με τέτοια προσευχή και οι δυνάμεις της ψυχής του εξαντλήθηκαν.
Έφθασε μέχρι την απόγνωση και φώναξε: “Είσαι αδυσώπητος!” (δεν έχεις έλεος). Και όταν με
αυτές τις λέξεις ράγισε κάτι μέσα στη συντετριμμένη από την απόγνωση ψυχή του, είδε ξαφνικά
τον ζώντα Χριστό. Πυρ γέμισε την καρδιά του και όλο του το σώμα με τέτοια δύναμη, που, αν κρα-
τούσε ακόμη μια στιγμή η όραση, θα πέθαινε. Από τότε δεν μπορούσε πια να λησμονήσει το
ανείπωτα πράο, το απέραντα αγαπητικό, το χαρούμενο και γεμάτο από υπερνοητή ειρήνη
βλέμμα του Χριστού. Και στα επόμενα χρόνια της μακράς ζωής του μαρτυρούσε ακούραστα ότι “ο
Θεός αγάπη εστίν”, αγάπη άπειρη, που ξεπερνά κάθε νου».
Με αυτό τον τρόπο ο Θεός θέλησε να δείξει ότι δεν έρχεται στην ζωή μας όποτε εμείς το
θελήσουμε, και μάλιστα με τρόπο εκβιαστικό, αλλά όταν Εκείνος κρίνει ότι είναι η κατάλληλη
στιγμή. Ο Θεός δεν εκβιάζεται, αλλά δωρίζεται σε εκείνους που έχουν «καρδιά».
Η σχέση μας με τον Χριστό είναι ελεύθερη και δεν δεσμεύεται εκβιαστικά. Καμία άσκηση,
κανένας άθλος ή πνευματικό κατόρθωμα δεν μπορεί να επιβάλει στον Θεό να έρθει στην ζωή μας
και να μας χαρίσει την βιωματική εμπειρία της παρουσίας Του. Δε μπορούμε να Τον
αναγκάσουμε. Εκείνος μονάχα κρίνει το πώς, πόσο και πότε θα έρθει σε συνάντηση μαζί μας.
Διαφορετικά δεν θα μιλούσαμε για μια σχέση, αλλά για ένα κανονισμό που φέρνει
αποτελέσματα. Όχι, ο Θεός της Εκκλησίας είναι ένας «παράξενος» Θεός που δεν κερδίζεται, αλλά
χαρίζεται ο Ίδιος εκεί που αναπαύεται. Δηλαδή στους ταπεινούς.
Τέλος, θα ήταν ωφέλιμο να αναρωτηθούμε: Ο Θεός που επικαλούμαστε και θέλουμε να έρθει
στη ζωή μας, είναι πραγματικά ο Θεός του Ευαγγελίου και Εκείνος που αποκάλυψε ο Ιησούς
Χριστός; Μήπως τελικά ο Θεός που ζητάμε, δεν έρχεται γιατί δεν είναι ο Θεός του Χριστού;
Είμαστε σίγουροι τι αισθήματα θα νιώθαμε μπροστά στην ευαγγελική εικόνα της μοιχαλίδας
γυναίκας που το μαινόμενο πλήθος μεταφέρει μπροστά στον Ιησού, ζητώντας Του να πάρει θέση
για την τιμωρία της; Θα μας ικανοποιούσε η απάντησή Του, «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο
βαλέτω...»; Θα αφήναμε κάτω την πέτρα να χαθούμε μαζί με τους άλλους στα γύρω στενά της
πόλης ή θα επιμέναμε στην τιμωρία της; Με τον Χριστό θα ήμαστε ή με την τυφλή εφαρμογή του
νόμου;
Ο μακαριστός Επίσκοπος Αντώνιος Μπλουμ αναφέρει ότι έθεσε αυτό ακριβώς το ερώτημα σε
έναν ηλικιωμένο άνδρα ο οποίος μιλούσε για την απουσία και σιωπή του Θεού, ώστε να λάβει
την εξής απάντηση: «Εάν θέλω να είμαι ειλικρινής, θα δυσκολευόμουν πάρα πολύ να πετάξω την
πέτρα απ’ τα χέρια μου, θα ήθελα να τιμωρηθεί η μοιχαλίδα αυτή».
Κάθε χρόνο του Ασώτου Υιού διαβάζω το Ευαγγέλιο και κάνω ένα σύντομο κήρυγμα για το
νόημα της παραβολής αυτής. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας και εξερχόμενος του ναού, με
πλησιάζουν διάφοροι πιστοί λέγοντάς μου, «κακώς δικαιώθηκε από τον πατέρα ο μικρός γιος.
Δεν έκανε σωστά ο πατέρας. Αδίκησε τον μεγάλο γιο». Μάλιστα, δε μπορούν να καταλάβουν
γιατί πρέπει σε έναν άνθρωπο που πήρε και έφαγε ασώτως την περιουσία του να γίνεται αυτή η
εορταστική υποδοχή και κυρίως αποδοχή εκ μέρους του Πατέρα.
Κάνοντας κι αυτή την δεύτερη ευαγγελική αναφορά, νομίζω ότι δεν χρειάζεται πολλή σκέψη
για να αντιληφθούμε ότι, όσο σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο, είναι αδύνατον να
συναντηθούμε με τον Χριστό.
Ζητάμε την παρουσία του Θεού στην ζωή μας, αλλά στην πραγματικότητα αδυνατούμε να Τον
αναγνωρίσουμε. Μας είναι παντελώς ξένος.
Δεν έχουμε καν αντιληφθεί ποιος είναι ο Ιησούς. Οπότε, με ποιον θα συναντηθούμε, αφού
εμείς πιστεύουμε σε ένα τελείως διαφορετικό Θεό από Εκείνον που όντως είναι;
Σαφέστατα κι αυτός ο Θεός είναι απών, αφού δεν υπάρχει παρά μόνο στην δική μας
φαντασία. Αυτός είναι ίσως και ο μεγαλύτερος πειρασμός του πιστού, στην προσπάθειά του να
συναντήσει τον Χριστό. Ότι πολλές φορές, μην αντέχοντας την σιωπή του Θεού, κατασκευάζουμε
ψεύτικους θεούς στην θέση Του. Αυτή είναι μια τραγική κατάληξη. Να αντικαθιστάς μια
πραγματική αγάπη με ένα ψέμα, μόνο και μόνο για να καλύψεις κενά που ζητούν ικανοποίηση.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Επίσκοπος Anthony Bloom: «Πριν κάτι χρόνια, μια κοπέλα που
έπασχε από ανίατη ασθένεια έγραφε; “Πόσο ευγνώμων είμαι στον Θεό για την αρρώστια μου.
Καθώς αδυνατίζει το σώμα μου, το νιώθω να γίνεται όλο και πιο διάφανο στις ενέργειες του
Θεού”. Της απάντησα; “Να ευχαριστείς τον Θεό γι’ αυτό που σου έχει δώσει, αλλά μην περιμένεις
να κρατήσει αυτή η κατάσταση, θα έρθει η ώρα που αυτό το αδυνάτισμα του κορμιού σου θα
πάψει να σε κάνει να αισθάνεσαι πνευματική και τότε θα πρέπει να εξαρτάσαι απ’ τη Χάρη Του
και μόνο”».
Αυτό είναι αλήθεια. Υπάρχουν φορές μες στη ζωή μας που οι σταυροί και οι δοκιμασίες μάς
κάνουν να αισθανόμαστε πιο ευλογημένοι, πιο δυνατοί, αλλά δεν κρατάει αυτό πάρα πολύ.
Λίγους μήνες αργότερα, λέει, του ξανάγραψε η κοπέλα αυτή. «Έχω τόσο εξασθενήσει που δεν
έχω τη δύναμη να τρέξω να ακουμπήσω τον Θεό».
Μου έλεγε πρόσφατα μια κοπέλα που πάσχει από καρκίνο, «να κάνετε εσείς προσευχή για
μένα, γιατί εγώ πλέον δεν έχω καμία δύναμη. Δεν μπορώ πλέον ούτε στον Θεό να μιλήσω».
Και, η κοπέλα που έστελνε την επιστολή στον γέροντα, συνέχισε λέγοντας: «Το μόνο που μου
μένει πλέον είναι να σιωπώ, ελπίζοντας πως ο Θεός θα έρθει προς εμένα». Και πρόσθεσε αυτό
που πρέπει να προσέξουμε απ’ όλη αυτή την ιστορία της κοπέλας. Έγραφε, λοιπόν, κι έτσι έκλεινε
το γράμμα της: «Προσευχηθείτε στον Θεό να μου χαρίσει το κουράγιο να μην προσπαθήσω ποτέ
να κατασκευάσω μια ψεύτικη παρουσία για να καλύψω το τρομερό κενό που αφήνει η απουσία
Του».
Ένα είναι σίγουρο. Ότι στον δρόμο προς την συνάντηση με τον ζώντα Θεό, στα πλαίσια μιας
αληθινής σχέσης, θα έρθουν στιγμές που κι αυτό το λίγο που μας έκανε χαρούμενους ή αυτή η
μικρή προσευχή που μας κρατούσε και μας έδινε ελπίδα, δεν θα υπάρχει. Κι αυτή η
κουρελιασμένη πίστη μας, που πότε χανόταν και πότε πληγωμένη και αδύναμη την βρίσκαμε στις
ερημιές της καρδιάς μας, δεν θα φτάνει να μας αναστήσει από τον άδη της απόγνωσης. Τότε θα
ζήσουμε το φρικτότερο μαρτύριο, την μεγαλύτερη δοκιμασία της ψυχής. Να περιμένεις; Να
υπομένεις, να έρθει Εκείνος ή να βάλεις κάποιον άλλον ψεύτικο Θεό στην θέση Του; Για σκέψου,
τι αγάπησες, Εκείνον ή αυτά που σου έδινε, που μόλις τα έχασες Τον ξέχασες και άλλαξες σελίδα
στην ιστορία της αγάπης και του έρωτά σου; Κι όμως αγάπη σημαίνει να επιμένεις, να θες και να
προσδοκάς τον άλλο, ακόμη κι όταν θα έχει πάψει να είναι «αξιαγάπητος». Η πίστη κι η αγάπη
κτίζεται στην πιο βαθιά απουσία.
Το σπίτι που συνά ντησε ο θά νατος...
Στα αρκετά πλέον χρόνια που είμαι κληρικός (23 έτη) πάρα πολλές φορές ήρθα αντιμέτωπος,
σε ανθρώπινο και ποιμαντικό επίπεδο, με το αποτρόπαιο πρόσωπο του θανάτου.
Αντιμετώπισα πολλές φορές τον θάνατο μελών της εκκλησίας μου, άλλοτε μικρών σε ηλικία,
άλλοτε μεγάλων, γονέων, φίλων και παιδιών. Όλες τις φορές ήταν το ίδιο, αποστροφή για ένα
γεγονός που ουδέποτε θέλησε ο Θεός να υπάρχει στην δημιουργία Του.
Για όποιο κι αν χτύπησε η νεκρική καμπάνα της εκκλησίας μας, όσο διαφορετικός κι αν ήταν σε
ηλικία, θέση, σχέση, πάντα, μα πάντα, ήταν μια απώλεια. Ένα πενθηφόρο κενό. Ένας μοναδικός
και ιδιαίτερος άνθρωπος έφευγε από την ζωή. Αυτό δεν αντιμετωπίζεται εύκολα.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, ο θάνατος δεν παρηγορείται. Μονάχα ο Θεός διά της χάριτός
Του μπορεί να το πράξει αυτό. Ανθρωπίνως είναι αδύνατον, όταν μάλιστα το πρόσωπο που
χάνουμε είναι το παιδί μας ή γενικότερα ένας νέος άνθρωπος. Σε αυτή την κατηγορία θανάτων
θέλω να αναφερθώ. Και τούτο το κάνω διότι ως Χριστιανό και ποιμένα, πέρα από τα δικά μου
ερωτήματα απέναντι σε τέτοιας μορφής και περιεχομένου θανάτους (πρόωρους, νέων και όχι
μόνο) πολλές φορές ήρθα αντιμέτωπος, και συνεχίζω να έρχομαι, με κάποιες αντιλήψεις,
νοοτροπίες και συνήθειες ή πρακτικές που εμένα προσωπικά με προβληματίζουν, ενίοτε με
σοκάρουν, πολλές δε φορές με εξοργίζουν. Θα αναφερθώ σε τρεις συνηθισμένες εμπειρίες που
περιγράφουν αυτές τις αντιλήψεις.

α) Ο Θεός τον πήρε, έτσι ήθελε ...


Χρειάστηκε πολλές φορές να έρθω αντιμέτωπος με τον θάνατο νέων ανθρώπων, ακόμη και
μικρών παιδιών. Η αλήθεια είναι ότι όταν ως Χριστιανός ποιμένας μαθαίνεις αυτό το νέο, νιώθεις
για πολλούς λόγους μια εσωτερική δυσκολία. Πονάς, υποφέρεις, διερωτάσαι και σίγουρα
σκέφτεσαι πώς θα το αντιμετωπίσεις·
Συγχρόνως ο νους σου κατακλύζεται από σκέψεις και λογισμούς για το «γιατί» του πρόωρου
πολλές φορές και βίαιου θανάτου (τροχαία, καρκίνος). Ταυτόχρονα αισθάνεσαι και κάτι άλλο
βαθύτερο. Ότι είσαι αρκετά λίγος, αδύναμος και πνευματικά φτωχός ώστε να αντιμετωπίσεις ένα
τόσο τραγικό γεγονός που σίγουρα συγκλονίζει όλη την εκκλησιαστική κοινότητα.
Θα πρέπει να πας στο σπίτι του κεκοιμημένου, να τελέσεις το νεκρώσιμο τρισάγιο, την
προσευχή υπέρ αναπαύσεως. Να κοιτάξεις στα μάτια τους γονείς, την σύζυγο, τα παιδιά, όποιους
τέλος πάντων αφήνει πίσω της κάθε ανθρώπινη απώλεια. Να σφίξεις το χέρι, να δώσεις μιαν
αγκαλιά, έναν ασπασμό. Εκεί κι αν αισθάνεσαι λίγος. Δίχως την παρουσία του Χριστού και την
ενίσχυση του Αγίου Πνεύματος δεν μπορεί να ανταποκριθεί κανείς σε τέτοιες καταστάσεις, όσο
καλά κι αν είναι προετοιμασμένος με διαβάσματα και σπουδές.
Όταν εισέλθεις στο σπίτι του νεκρού, νιώθεις την ψύχρα του θανάτου. Το σοκ κορυφώνεται
και η ευθύνη βαραίνει. Και μόνο στην θέα του ράσου και της παρουσίας του ιερέα, όλοι και όλα
ξεσπάνε πάνω σου. Λόγια, ερωτήματα, κυρίως βλέμματα. Για τους οικείους του κεκοιμημένου,
αλλά και όλους εκείνους που παρευρίσκονται στο σπίτι που πενθεί, εκείνη την στιγμή γίνεσαι το
ορατό και αισθητό σύμβολο του Θεού. Άρα σε σένα θα απευθύνουν τα τραγικά και τυραννικά
«γιατί» τους, την οργή και τον θυμό τους. «Πού είναι, πάτερ, ο Θεός; Γιατί μού το πήρε το
αγγελούδι μου; Γιατί σε μένα, πάτερ, τέτοια συμφορά; Τι κακό πράξαμε;», τέτοια και άλλα πολλά
ερωτήματα διαχέονται ζητώντας επιτακτικά απάντηση. Τότε η μόνη απάντηση είναι η εν
ταπεινώσει σιωπή και πρωτίστως η προσευχή.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιες σπάνιες αξιοθαύμαστες περιπτώσεις ανθρώπων, που στην θέα
του προσώπου ενός κληρικού ξεσπούν και πάλι σε θρήνο με την διαφορά ότι εκεί βιώνεις κάτι
αλλιώτικο. Ο κοπετός έχει μιαν ελπίδα, μια βαθιά πίστη: «Ο Θεός, πάτερ, να τον έχει μαζί Του τον
άγγελό μου. Η Παναγιά τώρα θα είναι η μάνα του. Άγγελος να γίνει στον παράδεισο του Θεού...».
Θαυμασμός και κατάνυξη. Συγκίνηση και βαθιά υπόκλιση στο μεγαλείο της πίστης. Εκείνης της
πίστης που ξέρει να εμπιστεύεται, ενώ συγχρόνως απορεί και πονάει. Είναι φανερό ότι στις
περιπτώσεις αυτές μιλάμε για την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Είναι η Χάρις που ενεργεί την
θαυμαστή αυτή αντιμετώπιση.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι ο ιερέας βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη ποιμαντικά
θέση. Και ενώ με προσευχή, σιωπή και διάκριση προσπαθεί να χειριστεί τόσο τα δικά του
συναισθήματα όσο και της οικογένειας που πενθεί, ακούγονται στο χώρο φωνές που με έναν
απόλυτο τρόπο προσπαθούν να επιβάλουν την άποψη ότι ο Θεός είναι εκείνος που πήρε το παιδί
και γενικότερα τον νεκρό από την οικογένειά του. «Ο Θεός το πήρε το παιδί σου. Έτσι το ήθελε.
Αυτό ήταν το θέλημά Του...».
Ομολογώ ότι όσες φορές κι αν έχω ακούσει αυτή την φράση και έχω δει αυτή την εικόνα να
εξελίσσεται μπροστά μου, όχι μόνο λυπάμαι αλλά εξοργίζομαι. Σε καμία περίπτωση βέβαια, δεν
νιώθω ότι πρέπει να υπερασπιστώ τον Θεό· θα ήταν αστείο εάν πίστευα ότι ο Θεός περιμένει
εμένα να προασπίσω την θιγμένη τιμή Του· αλλά δεν μπορώ ως άνθρωπος και Χριστιανός να
αποδεχθώ αυτή την άποψη, ότι υπάρχει ένας Θεός που κατασκευάζει ατυχήματα, αρρώστιες, και
προκαλεί τον θάνατο των ανθρώπων.
Τι ακριβώς θέλουμε να πούμε με αυτή την έκφραση εκείνη την ώρα, σε μια μάνα που θρηνεί
το παιδί της; Ότι γι’ αυτή την τυραννική απώλεια, τον πόνο και την οδύνη, υπεύθυνος είναι ο
Θεός; Ότι Αυτός σκότωσε το παιδί τους στην εθνική οδό ή προκάλεσε τον καρκίνο στον άνθρωπό
τους; Πώς νιώθουν άραγε αυτοί οι άνθρωποι όταν βάζουμε τον Θεό απέναντι στον πόνο, τα
δάκρυα, την θλίψη και την αμέτρητη οδύνη τους; Πώς θα πιστέψουν και θα αγαπήσουν ένα Θεό
που τους προκάλεσε τόσο σφοδρό πόνο, δημιούργησε τέτοιου είδους απώλεια ζωής, και τώρα
κάθεται απέναντι, κοιτάζοντας ως αδιάφορος υπαίτιος την τραγωδία τους; Έχουμε σκεφτεί τι
τους λέμε εκείνη την κρίσιμη, οριακή και φρικτή στιγμή της ζωής τους;
Και από την άλλη, ποιος είναι αυτός που μπορεί να γνωρίζει το θέλημα του Θεού; Τι είναι αυτό
που επιτρέπει ή δεν επιτρέπει, επιθυμεί ή όχι ο Θεός; Ποιος γνωρίζει απόλυτα εάν ένα τραγικό
συμβάν προέρχεται από τον Θεό ή από δικό μας λάθος; Ίσως από την κακή χρήση της ελευθερίας
μας ή τον φθόνο του διαβόλου;
Στις ερωταποκρίσεις του Αγίου Βαρσανούφιου με τους μαθητές του, πολλές φορές μετά από
πειρασμούς ή διάφορα επώδυνα περιστατικά, οι μαθητές ρωτούσαν εάν αυτό που συνέβη ήταν
από Θεού ή από διαφορετική αιτία. Και ο Μέγας Βαρσανούφιος τους απαντούσε ότι είναι πολύ
δύσκολο και θέλει υψηλά μέτρα αρετής, διάκρισης και αγιότητος -σπάνια από τον καιρό εκείνο,
πόσο δε μάλλον σήμερα— ώστε να μπορέσει ένας άνθρωπος να διακρίνει τα πνεύματα. Να
γνωρίζει, δηλαδή, με απόλυτο τρόπο το θέλημα του Θεού, καθώς και να ερμηνεύει τα γεγονότα
της ζωής, διακρίνοντας ποιο περιστατικό προέρχεται από «πού» και «γιατί».
Πώς τολμάμε εμείς με έναν απόλυτο τρόπο να γνωμοδοτούμε περί τέτοιων οριακών
γεγονότων ότι «αυτό ήθελε ο Θεός...»; Πώς το ξέρουμε; Θα απαντήσουν και θα πουν βέβαια
κάποιοι, «ότι τα πάντα γίνονται με το θέλημα του Θεού». Ας προσέξουμε, γιατί αυτό είναι λεπτό
ζήτημα. Δύσκολο να απαντηθεί και θεολογικά. Διότι κι εάν ακόμη το αποδεχθούμε, δεν
γνωρίζουμε εάν αυτό που συνέβη ήταν κατ’ ευδοκία ή παραχώρηση θελήματος του Θεού. Εάν το
ήθελε ο Θεός ή απλώς το παραχώρησε. Έχει τεράστια διαφορά το ένα θέλημα από το άλλο. Στο
ένα δηλώνεται υπαιτιότητα στον Θεό, στο άλλο απλά ο Θεός παρατηρεί το γεγονός, σεβόμενος
την ελευθερία του ανθρώπου και την φύση των πραγμάτων, συμμετέχοντας στην οδύνη και τον
πόνο των ανθρώπων. Π.χ., την προδοσία του Ιούδα την προγνώριζε ο Θεός, δεν την καθόρισε
όμως. Ήξερε ότι θα συμβεί το γεγονός, δεν το προκάλεσε όμως Αυτός. Δεν έπιασε τον Ιούδα και
τον οδήγησε στην πράξη αυτή.
«Εδώ είναι το μυστήριο. Ο Θεός εν τη παντοδυναμία Του και παγγνωσία Του γνωρίζει τα
πάντα, και τα μέλλοντα να συμβούν, αλλά δεν είναι Εκείνος υπαίτιος για το κακό. Ο Θεός
προγνωρίζει αλλά δεν προορίζει. Για τον Θεό δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Όλα είναι
γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιόν Του. Πώς το λέει ο απόστολος Παύλος; “πάντα δὲ γυμνὰ καὶ
τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ”. Ως παντογνώστης γνωρίζει και το αγαθό και το κακό.
Συνεργάζεται με το αγαθό ως φύσει αγαθός και είναι ξένος του κακού. Αφού είναι ξένος του
κακού, πώς είναι δυνατόν να μας προορίζει γι ’ αυτό; Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα καλά λίαν
και έδωσε σε όλα αγαθό, άγιο προορισμό...»10
«Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά, θέλουν θείο φωτισμό, για να τα κατανοήσει ο άνθρωπος.
Είναι μυστήρια...»11
Το θέμα είναι όντως λεπτό και χρειάζεται μεγάλη διάκριση. Είναι σημαντικό να προσέξουμε ως
Χριστιανοί ποιμένες και μέλη της Εκκλησίας ότι, ακόμη κι αν δεχθούμε πως έτσι έχουν τα
πράγματα (ότι ο Θεός επέτρεψε τον θάνατο ενός ανθρώπου έστω και κατά παραχώρηση), αυτές
οι φράσεις και οι τοποθετήσεις («Ο Θεός τον πήρε», «Έτσι ήθελε ο Θεός» κ.ά.) σε τέτοιες στιγμές,
είναι απολύτως ανεπίτρεπτες και άστοχες. Η εμπειρία μάς διδάσκει ότι σε τέτοιου είδους οριακές
καταστάσεις και συμφορές του βίου οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να νιώσουν ότι ο Θεός δεν
είναι αίτιος του κακού που τους βρήκε. Ότι ο Θεός δεν είναι απών από την παρούσα φρικτή
δοκιμασία τους. Δεν προκάλεσε την συμφορά και τώρα τούς κοιτά από την απέναντι πλευρά της
μακαριότητάς Του. Αλλά ότι συμπάσχει μαζί τους, έτοιμος γι’ ακόμη μια φορά να βαστάξει τον
Σταυρό των παθών και των καημών των ανθρώπων. Ο Χριστός είναι ο πάσχων δούλος, υποφέρει
μαζί μας, σε μια ιστορία και ένα κόσμο που δεν είναι αυτός που θέλησε ο Θεός. Γι’ αυτό και
Εκείνος ήρθε και ίδρυσε την δική Του Βασιλεία στην οποία δεν υπάρχει πόνος, θλίψη και
στεναγμός. Είναι το τέλος των δακρύων. Ο Χριστός γι’ αυτό ήρθε σε αυτόν τον ανέλπιδο κόσμο,
για να μπορούμε οι άνθρωποι να βιώνουμε την αίσθηση του παραδείσου, ενώ ζούμε στην
κόλαση.
Κρίνω χρήσιμο και απείρως ωφέλιμο να έχουμε ως μέλη της Ορθόδοξης χριστιανικής
Εκκλησίας μερικές βασικές γνώσεις γύρω από την θεολογία του θανάτου. Τι πιστεύει, δηλαδή, η
Ορθόδοξη θεολογία γι’ αυτό το τόσο σημαντικό θέμα. Γι’ αυτό και παραθέτω μερικές σκέψεις
γύρω από αυτό:
Θα λέγαμε ότι με έναν απολύτως σαφή τρόπο η Ορθόδοξη χριστιανική θεολογία, τόσο μέσα
από τις μυθικές, αποκαλυπτικές και αλληγορικές εικόνες της Παλαιάς Διαθήκης (Γενέσεως και όχι
μόνο), όσο και μέσα από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και των Πατέρων πιστεύει ότι ο Θεός
δεν είναι δημιουργός του θανάτου, ούτε αίτιος του κακού. Βεβαίως υπάρχουν κάποια
μεμονωμένα κείμενα στην Π.Δ., όπου παρουσιάζουν τον Θεό να επιζητεί τον θάνατο ή να απειλεί
με θάνατο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι αυτό συμβαίνει για να τονιστεί το μέγεθος
της αποστασίας και αμαρτίας του συγκεκριμένου χωροχρονικά λαού. «Σε ορισμένες περιπτώσεις,
εμφανίζεται ο Θεός να απειλεί με θάνατο, γιατί οι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόταν αυτή η
απειλή, μόνο αν παρουσιάζονταν τόσο άμεσα και συγκεκριμένα οι συνέπειες του αμαρτωλού
τρόπου με τον οποίον ζούσαν θα συγκινούνταν αρκετά για να τον αλλάξουν. Δεν είχαν ακόμη
αρκετή ωριμότητα για να μπορέσουν να δουν τον απειλούμενο θάνατο σαν συνέπεια της
αμαρτωλής τους ζωής, σαν αποτέλεσμα της απομακρύνσεώς τους από τον Θεό διά της αμαρτίας.
Η διαφορά των χρησιμοποιούμενων συμβόλων ήταν απαραίτητη για λόγους καθαρά
ποιμαντικούς»12.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι Πατέρες της Εκκλησίας, που μερικώς, σε ορισμένα κείμενα του
σύνολου έργου τους, αποδέχονται τον θάνατο ως «καλό» και «λυτρωτικό» γεγονός. Αυτό
συμβαίνει διότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν ποιμένες. Πολλές φορές το ποίμνιό τους ξέφευγε
σε ακρότητες πένθους. Περιγράφονται τέτοιες ακρότητες σε αρκετά κείμενα, όπως αυτοκτονίες,
τραβήγματα μαλλιών, υστερίες και άλλα πολλά που ακύρωναν την διαδικασία της ζωής. Δηλαδή

10
Αγίου Πορφυρίου, Βίος και λόγοι, εκδόσεις Χρυσοπηγή.
11
Ο.π.
12
π. Φιλόθεος Φάρος, Το πένθος, σελ. 28.
σε πρακτικό επίπεδο, ο θάνατος κέρδιζε, αφού μηδένιζε την φυσιολογική συνέχιση της ζωής. Οι
Πατέρες, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τέτοιες ακρότητες και μπροστά στην απειλή
ο θάνατος να αποκτήσει δύναμη έναντι της ζωής, αναγκάστηκαν σε κάποιες περιπτώσεις μέσα
από κείμενα και κηρύγματά τους, να παρουσιάσουν τον θάνατο ως ελπιδοφόρο και ευτυχές
γεγονός. Αυτές όμως ήταν ποιμαντικές εξαιρέσεις, που δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν την σύνολη
παράδοση της Ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας, που πιστεύει ότι «ο Θεός είναι ζωή, ο θάνατος
δεν είναι τίποτε άλλο από στέρηση της ζωής. Η αμαρτία είναι η απόρριψη του Θεού, και
επομένως της ζωής, και χωρισμός απ’ Αυτόν. Συνέπεια αυτής της απορρίψεως και του χωρισμού,
ο θάνατος. Η αμαρτία είναι το κέντρο του θανάτου. Εφόσον ο Θεός είναι ζωή, δεν μπορεί να έχει
καμιά σχέση με τον θάνατο, που είναι άρνηση της ζωής, και επομένως δεν μπορεί να είναι και δεν
είναι δημιουργός του θανάτου»13. «Ουχί ο Θεός έκτισε τον θάνατον»14.
«Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε από τον Θεό ούτε κατά φύση αθάνατος, γιατί τότε δεν θα είχε την
δυνατότητα να διαλέξει να μείνει με τον Θεό ή να απομακρυνθεί από Αυτόν, αλλά ούτε κατά
φύση θνητός, γιατί τότε ο Θεός θα ήταν αίτιος του θανάτου»15.
«Ωστόσο ο Θεός έστρεψε το θάνατο εναντίον αυτού του ίδιου του διαβόλου, γιατί καταρχήν,
με το να μην εμποδίσει την ύπαρξη του θανάτου, έκανε θνητό αυτό το ίδιο το κακό. Και στην
συνέχεια, χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα του θανάτου όπως και τα
αποτελέσματα της αμαρτίας, για την σωτηρία του ανθρώπου και την κατατρόπωση του διαβόλου.
Ο Θεός χρησιμοποιεί την εξουθένωση που αισθάνεται ο άνθρωπος όταν αμαρτήσει, για να
καλλιεργήσει μέσα του την ταπείνωση, ή χρησιμοποιεί την συναίσθηση της ματαιότητας των
εγκοσμίων που προκαλεί στον άνθρωπο ο θάνατος, για να στρέψει το ενδιαφέρον του προς τα
επουράνια. Έτσι, αν και ο θάνατος δεν είναι καλό, είναι καλό μετά την αναχώρησή μας να
βρεθούμε πλησιεστέρα στον Χριστό. Πικραίνει ο Θεός τον διάβολο εμπαίζοντάς τον μ’ αυτό τον
τρόπο, αλλά αυτό δεν κάνει τον θάνατο και την αμαρτία ούτε καλά ούτε έργα του Θεού.
Ο θάνατος δεν είναι κάτι φυσικό, δεν βρισκόταν στο αρχικό σχέδιο της δημιουργίας, αλλά
αντίθετα αποτελεί ανωμαλία και δια-στροφή του δημιουργικού έργου του Θεού». 16

β) Μην κλαις δεν κάνει, βαραίνεις την ψυχή του...


Μια επίσης αρνητική νοοτροπία και αντίληψη κακής μορφής θρησκευτικότητας απέναντι στην
διαδικασία του πένθους που έχω συναντήσει όλα αυτά τα χρόνια, είναι η απαγόρευση των
δακρύων. Πόσες φορές άκουσα, «πάψε, μην κλαις, δεν κάνει να κλαις, του βαραίνεις την
ψυχή...». Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο απάνθρωπη προτροπή σε πενθούντες. Να προσπαθείς
προτάσσοντας μια μεταφυσική απειλή να πάψεις το δάκρυ, το μοιρολόι, την γενικότερη
συναισθηματική έκφραση της ανθρώπινης ψυχής. Τα δάκρυα είναι μια καθαρά ανθρώπινη
διαδικασία που ο Θεός έθεσε στον άνθρωπο ως σωματική εκδήλωση ψυχικών καταστάσεων,
ώστε να επιφέρεται η εκτόνωση και το μαλάκωμα του πόνου. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα στο
όνομα του Θεού να απαγορεύει την ιερότερη ανθρώπινη ψυχική πράξη, που είναι το πένθος.
«Τα δάκρυα συχνά στηρίζουν και ανακουφίζουν το μυαλό, το κλάμα δροσίζει την καρδιά,
παρηγορεί μια πληγωμένη αγάπη και απελευθερώνει τα συμπιεσμένα συναισθήματα. Οι
στεναγμοί επίσης φέρνουν παρηγοριά και ανακουφίζουν τον πόνο που φωλιάζει στα βάθη της
ψυχής, όταν βρίσκουν ελεύθερη διέξοδο και ιδιαίτερα όταν υπάρχουν άνθρωποι αρκετά
ευαίσθητοι και ικανοί να συμπαθήσουν αυτόν που θρηνεί. Όταν δεν υπάρχει κανείς να
παρηγορήσει και να βοηθήσει τον θλιμμένο να φέρει το βάρος του, τότε η θύελλα γίνεται

13
Ό.π., σελ. 29.
14
Ό.π., σελ. 30.
15
Ό.π., σελ. 30.
16
Ό.π., σελ. 31-32.
μεγαλύτερη»17.
Οι απώλειες στην ζωή μας πρέπει να βιώνονται. Να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να τις ζήσει
σε όλο το μέγεθος τους, δίχως να κρύβονται κάτω από το αμυντικό λογικό χαλί. Διαφορετικά, για
ό,τι δεν πενθήσαμε, αργά ή γρήγορα θα θρηνήσουμε πολύ πιο επώδυνα.
Πολλές φορές, επίσης, άνθρωποι ευσεβείς και πιστοί προσπαθούν να αποτρέψουν κατά
κάποιο τρόπο την θλίψη του πενθούντος, αναφέροντας ότι το παιδί τους, ο άνθρωπός τους είναι
πλέον στον ουρανό μαζί με τον Θεό και ως εκ τούτου δεν έχει νόημα το δάκρυ και ο θρήνος.
Στο σημείο αυτό γι’ ακόμη μια φορά συναντάμε την ιδεολογικοποίηση της πίστεως, που
απομακρύνεται από την ζωή και την φύση του ανθρώπου. Μια «πίστη», που για να υπάρξει ζητά
να απορροφήσει κάθε ανθρώπινη εκδήλωση ως κατώτερη των περιστάσεων. Ξεχνάμε βέβαια ότι
στο ποσοστό που αρνούμαστε την ανθρωπινότητά μας ακυρώνουμε και την θεϊκή δυναμική μας.
Ματαίως προσπαθούμε να ακυρώσουμε τον άνθρωπο για να φτάσουμε στον Θεό. Ο δρόμος προς
τον ουρανό ξεκινάει από την ανθρώπινη καρδιά.
Έχοντας μιαν ακέραιη θεολογική ανθρωπολογία, πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι άλλο
πράγμα είναι η πίστη στον Θεό κι άλλο ο πόνος που αισθανόμαστε για την απώλεια ενός
αγαπημένου μας προσώπου.
Η πίστη δεν καταργεί την ζωή και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αντιθέτως, τα αναδεικνύει,
φανερώνοντάς τα σε μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη προοπτική. «Η σκέψη ότι ένας νεκρός
βρίσκεται στους ουρανούς και απολαμβάνει ουράνια μακαριότητα δεν απομακρύνει τη θλίψη
του πενθούντος. «Όσο πιο μεγάλη είναι η ευτυχία που απολαμβάνει», λέει ο Ιερώνυμος για τον
Nepotian, «τόσο βαθύτερη είναι η θλίψη στην οποία μάς βυθίζει η απώλεια μιας τόσο μεγάλης
ευλογίας». Ο Sulpitius Severus στην επιστολή του προς τον διάκονο Aurelius γράφει τα εξής
σχετικά με τον θάνατο του Αγίου Μαρτίνου: «Ομολογώ ότι ένιωσα μια μαχαιριά στην καρδιά και
ξεσπώντας σε δάκρυα έκλαψα ασταμάτητα. Ακόμη και τώρα που γράφω αυτά τα πράγματα, τα
δάκρυά μου τρέχουν, και δεν βρίσκω παρηγοριά γι’ αυτή την μόνη μου αλλά ανυπόφορη θλίψη.
Και εύχομαι όταν φθάσουν και σε σένα αυτά τα νέα, να γίνεις συμμέτοχος της λύπης μου, όπως
συμμετείχες με μένα στην αγάπη του. Έλα τότε χωρίς καθυστέρηση, για να θρηνήσουμε μαζί
εκείνο που αγαπάμε μαζί. Ξέρω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος, στον οποίο μετά τη νίκη και το
θρίαμβό του στον κόσμο αυτό έχει τελικά δοθεί το στεφάνι της δικαιοσύνης, δεν θα πρέπει να
θρηνείται. Όμως δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου ώστε να μην Θρηνώ. Δεν έχω
αμφιβολία ότι έχω στείλει πριν από μένα κάποιον που θα ικετεύει για την σωτηρία μου στους
ουρανούς, αλλά ταυτόχρονα έχω χάσει την πιο μεγάλη πηγή παρηγοριάς που είχα σ’ αυτή την
ζωή»18.
«Μοναχοί και ασκητές, όπως βλέπουμε και στις αγιογραφίες και όπως πληροφορούμαστε από
τα αγιογραφικά κείμενα, θρηνούν επίσης χωρίς αναστολές» 19. Ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης,
κάθε φορά που πέθαινε ένας μοναχός της μονής, θρηνούσε και μετά «τήν επιτάφιον ὑμνωδίαν
προσήγγιζε μεν τῷ νεκρῷ, ἒπιπτε δέ κατά γῆς ἐπί πρόσωπον». Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης
αναφέρει ότι στην κηδεία της αδελφής του Μακρίνας ξέσπασε η γοερή οιμωγή των παρθένων
που μέχρι εκείνη την ώρα «εν ησυχία διεκαρτέρουν»20... Για τον Άγιο Ηλία τον εν Καλαβρία
αναφέρεται ότι «δι’ ὃλης τῆς νυκτός ἐπιτάφια ἂσματα σύν δάκρυσι ράναντες κατέθεντο τό ἃγιον
λείψανον»21.
Γίνεται σαφές και από την παράθεση των παραπάνω αγιολογικών κειμένων ότι η έκφραση των
συναισθημάτων θλίψης και πόνου, δακρύων και οδύνης, ουδέποτε ενοχοποιήθηκαν από την
γενικότερη παράδοση της Εκκλησίας, εκτός μεμονωμένων ποιμαντικών περιπτώσεων. Ο
ανθρώπινος οδυρμός απέναντι σε μια απώλεια είναι βαθιά ανθρώπινο στοιχείο, οπότε και θεϊκά
17
Ό.κ., σ. 141
18
Ό.π., σελ. 138.
19
Ό.π., σελ. 139.
20
Ό.π., σελ. 140.
21
Ό.π., σελ. 141
ευλογημένο.

γ) Τι πρέπει να πούμε;
Η τρίτη αναφορά μου έχει να κάνει με την αντίληψη ή την αγωνία των πιστών για το τι θα
πρέπει να πουν στους πενθούντες όταν θα τους συναντήσουν. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν
αισθάνεται άνετα όταν επισκέπτεται ανθρώπους που πενθούν. Νιώθουμε ένα κόμπο στο στήθος
και μιαν απίστευτη αμηχανία. «Πώς θα τους αντικρίσω; Τι θα τους πω;». Αυτό δεν συμβαίνει
μονάχα στους λαϊκούς, αλλά και στους κληρικούς. Αυτοί μάλιστα, επειδή νιώθουν περισσότερο
άβολα ως «εκπρόσωποι του Θεού» και πιστεύουν ότι πρέπει να έχουν όλες τις απαντήσεις
-λησμονώντας ότι στον Χριστιανισμό η αλήθεια είναι πρόσωπο και όχι κάποιο λογικό αξίωμα ή
θεώρημα-, νιώθουν περισσότερο αμήχανα και αγχωμένοι με αποτέλεσμα να υποπίπτουν σε
σοβαρά ποιμαντικά και θεολογικά λάθη.
Ταπεινά φρονώ ότι σε τέτοιες επισκέψεις δεν έχει σημασία τόσο τι θα πούμε όσο τι θα
πράξουμε. Δηλαδή κανείς δεν νομίζω να θυμάται τι του είπαμε, όσο υψηλό και όμορφο
θεολογικά κι αν είναι, όμως σίγουρα δεν θα λησμονήσει ότι ήμασταν εκεί, δίπλα του, μαζί του σε
ώρες φρικτές. Ότι τού κρατήσαμε το χέρι, κλάψαμε, νιώσαμε, απορήσαμε και πιστέψαμε μαζί
του, σεβόμενοι απολύτως τις όποιες εκφράσεις του πένθους τους.
Η σιωπή, η σωματική και ψυχική ενσυναίσθηση, το νοιάξιμο καθώς και η προσευχή είναι η πιο
αλληλέγγυα χριστιανική στάση σε τέτοιες ώρες. Είναι ο πιο σοφός λόγος δίχως να χρειαστεί να
πεις μια λέξη. Σε ένα θανατηφόρο τσουνάμι το οποίο είχε εξαφανίσει στα μανιασμένα μαύρα
νερά του δεκάδες ψυχές, ο αγγλικανός κληρικός Tom Honey, συγκλονισμένος είχε γράψει: «Αν ο
άνδρας στη φωτογραφία στις εφημερίδες, που κρατούσε το χέρι του νεκρού παιδιού του
στεκόταν μπροστά μας τώρα, δεν θα μπορούσαμε να του πούμε τίποτα. Δεν θα ήταν σωστό να
απαντήσουμε με λόγια. Η μόνη σωστή απάντηση θα ήταν μια συμπονετική σιωπή και κάποια
πρακτική βοήθεια. Δεν είναι ώρα για εξηγήσεις ή κηρύγματα ή θεολογία. Είναι ώρα για
δάκρυα»22.

Η πίστη στον σταυρό της αμφιβολίας...


«Πίστη είναι 24 ώρες αμφιβολία και ένα λεπτό ελπίδα». Με αυτή την τραγική αλλά συγχρόνως
ρεαλιστική διατύπωση απαντά η μοναχή Μαρία στην «άθεη» γιατρό, όταν την ρωτάει να της
δώσει ένα ορισμό της πίστεως. Πρόκειται για διάλογο από την ταινία οι «Αθώες», της Αν Φοντέν,
που προβλήθηκε στην Γαλλία το 2016.23
«Κατά την απελευθέρωση της Ευρώπης από τους Ναζί, το 1945, στρατιώτες του
προελαύνοντος Κόκκινου Στρατού μπαίνουν σε ένα βενεδικτίνικο γυναικείο μοναστήρι στην
Πολωνία και επί δύο μέρες βιάζουν απανωτά τις μοναχές. Εφτά από αυτές μένουν έγκυοι. Οι
γυναίκες αυτές που έχουν δώσει όρκο παρθενίας και αγνότητας, βρίσκονται τώρα να περιμένουν
παιδί, προϊόν βιασμού. Η ηγουμένη, που έχει κι αυτή μείνει έγκυος, αποφασίζει να κρατήσει το
γεγονός κρυφό, για να σώσει το μοναστήρι, αλλά μια δόκιμη, παρακούοντας την εντολή της, όταν
ακούει τις κραυγές των ωδινών μιας άλλης δόκιμης, θα τρέξει χιλιόμετρα μέσα στα χιόνια, να
βρει γιατρό, που να μην είναι Πολωνός ή Ρώσος.
...μια Γαλλίδα γιατρός, μέλος της γαλλικής αποστολής για τον επαναπατρισμό των Γάλλων
αιχμαλώτων, θα πάει, παρά την αρχική άρνησή της, στο μοναστήρι και θα ξεγεννήσει με
καισαρική τη δόκιμη.
...Θα γεννήσουν διαδοχικά όλες οι έγκυοι. Η ηγουμένη, στην απεγνωσμένη προσπάθεια της να
μη μαθευτεί τίποτε, εξαφανίζει τα ίχνη της ατίμωσης, θανατώνει δηλαδή τα δύο πρώτα
22
Tom Honey, «Γιατί ο θεός δημιούργησε το τσουνάμι».
23
https://en.wikipedia.org/wiki/The_Innocents_(2016_film)
νεογέννητα. Για το δεύτερο βλέπουμε με ποιο τρόπο: το αφήνει μέσα σε ένα καλάθι, κάτω από
ένα σταυρό, στο χιονισμένο δάσος. Η δόκιμη μοναχή Σοφία, μητέρα του πρώτου παιδιού που
γεννήθηκε στο μοναστήρι, αυτοκτονεί αντιλαμβανόμενη τι έχει γίνει και με το δικό της παιδί.
Όταν η μοναχή Μαρία, που έχει υποψιαστεί το γεγονός, ζητάει εξηγήσεις, η ηγουμένη της
απαντάει επιθετικά ότι εμπιστεύτηκε το παιδί στον Θεό και στην Πρόνοια Του!
Τα νεογέννητα και το ίδιο το μοναστήρι θα τα σώσει τελικά η ευφυΐα της Γαλλίδας γιατρού:
προτείνει το μοναστήρι να περιμαζέψει τα ορφανά της περιοχής και έτσι κανείς δεν θα μπορεί να
υποψιαστεί, μέσα σε όλο εκείνο το παιδομάνι, ότι ορισμένα βρέφη είναι φυσικά παιδιά των
καλογριών»24.
Αυτή είναι εν συντομία η υπόθεση του έργου, το οποίο θέτει πολλά και βασανιστικά
ερωτήματα στην καρδιά ενός πιστού Χριστιανού. Εμείς θα μείνουμε σε δύο από τα πολλά που
θέτει η καταπληκτική ταινία.
Το πρώτο έχει να κάνει με την απάντηση της ταλαιπωρημένης και σκληρά δοκιμαζομένης
αδελφής Μαρίας προς την γιατρό που, όπως ομολογεί, την έστειλε ο Θεός, μέσα από ένα
παράδοξο δρόμο και τρόπο, να σώσει το μοναστήρι και τα παιδιά των μοναζουσών.
Μια «άθεη» ακτιβίστρια κομμουνίστρια στην υπηρεσία του σχεδίου του Θεού για τα
πληγωμένα πλάσματά Του. Αυτός είναι ο Θεός της Εκκλησίας, ένας απολύτως «παράξενος» και
«παράδοξος» στην λογική του κόσμου Θεός.
Κανείς δεν μπορεί να Τον ορίσει και περιορίσει. Να καταλάβει τις βουλές και τα θελήματά Του.
Πάντα φανερώνεται ως μια έκπληξη στο μηδέν της απόγνωσης. Ως ένα θαύμα, μια ανάσα από
την κόλασή μας.
«Τι είναι πίστη; Πίστη είναι 24 ώρες αμφιβολία και ένα λεπτό ελπίδα...» Διαβάζοντας κάποιος
αυτή την φράση ίσως θεωρήσει ότι πρόκειται για υπερβολή, όμως δεν είναι. Εάν είμαστε τίμιοι
με τον εαυτό μας, θα ομολογήσουμε ότι αυτή είναι η πίστη του σημερινού ανθρώπου. Μια πίστη
ρακένδυτη, εύθραυστη και χαμένη σε τεράστια «γιατί».
Ο σημερινός άνθρωπος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως άνθρωπος της πίστεως. Ίσως είναι
όσο ποτέ άλλοτε τραγικό πρόσωπο. Δίχως ρίζες και χώρο. Το σταθερό και βέβαιο ψυχικό πλαίσιο
δεν υπάρχει πια. Οι ρίζες ξηλώθηκαν. Όλα είναι ρευστά. Η εσωτερική μοναξιά βαθαίνει και η
κόλαση καίει ολοένα και περισσότερο τις αντοχές του.
Εδώ είναι η θέση της Εκκλησίας, να φανερώσει την χριστιανική πίστη, όχι όμως ως μια άτεγκτη
θρησκευτική ιδεολογία, που απορροφά το ανθρώπινο πρόσωπο αποστραγγίζοντάς το από την
ελευθερία του λάθους, της αποτυχίας και αμφιβολίας, αλλά ως εκείνη την χαρισματική
κατάσταση που δημιουργεί και καλλιεργεί σχέση εμπιστοσύνης με τον Θεό. Η πίστη είναι μια
υπαρξιακή νησίδα στο πέλαγος της αγωνίας. Η ευαγγελική αναφορά, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει
μου τῇ ἀπιστίᾳ!» αισθάνομαι ότι είναι η κατεξοχήν προσευχή του σύγχρονου ανθρώπου.
Εάν νομίζουμε ότι το να πιστεύεις στον Θεό σημαίνει να έχεις μιαν αταλάντευτη, απόλυτη κι
ακυμάτιστη πεποίθηση, είμαστε γελασμένοι. Η πίστη δεν είναι ιδεολογία, ούτε ζητά υποταγή σε
αρχές και συστήματα σκέψης. Άλλωστε αυτή η ιδεολογικοποίηση της ζωής «μυρίζει ανθρώπινο
αίμα». Πίστη στον Θεό σημαίνει εμπιστοσύνη, άφημα. Πίστη σημαίνει περιπέτεια σχέσης με
ατελείωτα σκαμπανεβάσματα. Πίστη σημαίνει να κραυγάζω την αδυναμία μου. Να καταθέτω την
διάθεσή μου και συγχρόνως την έλλειψή μου. Να αντέχω την σιωπή του Θεού δίχως να ραγίζουν
οι ελπίδες μου, να παγώνει το κορμί μου στα πατώματα της θλίψης κοιτώντας μέ αγωνία το
ξημέρωμα.
Το γεγονός ότι εμπιστεύομαι κάποιον δεν αναιρεί την αμφιβολία ή την δυσπιστία, ακόμη και
τον προβληματισμό απέναντι σε επιλογές και αποφάσεις του αγαπημένου προσώπου. Μπορώ να
διαφωνώ και συγχρόνως να αγαπώ, να φοβάμαι και να εμπιστεύομαι να χάνομαι και ν’
ανασταίνομαι. Αυτό είναι ζωή Αυτό σημαίνει σχέση. Μα κι αυτό σημαίνει πίστη. Όπως έλεγε ο
Βλάσιος Πασκάλ: «Μια πίστη που δεν αμφιβάλλει είναι πεθαμένη πίστη». Πίστη στον Θεό
24
Σ. Ζουμπουλάκης, «Το θαύμα της γέννησης», Κυριακάτικη Καθημερινή, 04.12.2016.
σημαίνει να εμπιστεύομαι την στιγμή που αμφιβάλλω...
Ένα δεύτερο σημείο στο οποίο θα άξιζε να παραμείνουμε για προβληματισμό σε σχέση με την
ιστορία της ταινίας, είναι εκείνο όπου η ηγουμένη του μοναστηριού θανατώνει τα αθώα βρέφη
για να «προστατέψει» το κύρος της μονής της ή της υποτιθέμενης χριστιανικής ηθικής από τον
διασυρμό και σκανδαλισμό των πιστών. Εισάγει μιαν απολύτως νοσηρή αντίληψη για την
πρόνοια του Θεού και την σχέση του με το κακό.
Η άποψη ότι ο άνθρωπος δεν έχει καμία ευθύνη στις καταστροφικές και ανήθικες επιλογές
του, αλλά ότι όλα είναι θέλημα Θεού, όχι μόνο αμνηστεύει το κακό στο πρόσωπο του ανθρώπου,
δίνοντας ένα απίστευτο άλλοθι στην χρήση της ελευθερίας του, όχι μόνο διαμορφώνει όρους
ζούγκλας για την κοινωνία και καταστρέφει το σύνολο του κόσμου, αλλά συμβάλλει και με τον
πιο απαίσιο τρόπο σε μια εκούσια, θεληματική σχέση του Θεού με τον θάνατο και το κακό.
Η ηγουμένη σκοτώνει τα αθώα βρέφη και έπειτα επικαλείται την Θεία Πρόνοια, λέγοντας ότι,
εάν ήθελε ο Θεός, θα τα έσωζε. Μήπως αυτό κάτι μάς θυμίζει; Ναι, είναι η σατανική προτροπή
προς τον Ιησού στην έρημο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η πράξη αυτή της ηγουμένης είναι
σατανική, το ίδιο όμως και η αντίληψη που αντιπροσωπεύει. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σ.
Ζουμπουλάκης, «Πρόκειται για την πιο διεστραμμένη αντίληψη για τη Θεία Πρόνοια: δεν
ευθύνομαι ούτε στο ελάχιστο για τη ζωή και τον θάνατο των συνανθρώπων μου, ακόμη και όταν
πρόκειται για ανυπεράσπιστα νεογέννητα βρέφη· αν ο Θεός θέλει, θα τους σώσει. Άποψη
κυριολεκτικά σατανική: ο δεύτερος από τους τρεις πειρασμούς στους οποίους υποβάλλει ο
διάβολος τον Χριστό στην έρημο, τον οποίο μάλιστα θεμελιώνει αγιογραφικώς (Ψλ 90 (91) 11-12),
είναι να πέσει από το ψηλότερο σημείο του Ναού κάτω και, αν είναι πράγματι Υιός του Θεού, θα
στείλει ο Θεός τους αγγέλους Του να τον σώσουν. Ας υπενθυμίσουμε την απάντηση, επίσης
αγιογραφική, του Χριστού: “οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου”. 25 Είναι αλαζονικό να καλείς
τον Θεό, να τον θέτεις υπό δοκιμασία».
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή δεν κτίζεται πάνω στο θάνατο. Η ηθική δεν
θεμελιώνεται στο κακό. Ούτε η πνευματικότητα αντέχει στο ψέμα μας. Η ηγουμένη της ταινίας
επιλέγει να κρατήσει την «αγνότητα» και «ηθική» του μοναστηριού σκοτώνοντας την αθωότητα,
την γέννηση της ζωής. Ξεχνάει όμως ότι μετά Χριστόν η ζωή έχει κερδίσει τον θάνατο και, όσο κι
αν κάποιοι νοσταλγούν το σκοτάδι του, η Ανάσταση θα χαλάει πάντα τα νοσηρά σχέδιά τους.

Δεν μας σκοτώ νει ο Θεό ς...


(Εξ αφορμή ς σοβαρού θανατηφό ρου
τροχαίου)
Σαφέστατα και αντιδρώ ως Χριστιανός σε κάθε εμπλοκή του θεού στο χαμό και τον θάνατο.
Δεν μπορώ σαν Χριστιανός να δεχθώ ότι ο Θεός και η Παναγία θέλουν να πεθαίνουν οι
άνθρωποι, να σκοτώνονται στις εθνικές οδούς, να σφάζονται στους πολέμους και να υποφέρουν
στα ογκολογικά τμήματα των νοσοκομείων.
Ο θεός που αποκάλυψε ο Χριστός, δεν είναι αιμοσταγής μανιακός δολοφόνος, εραστής του
θανάτου, που χαίρεται τον κοπετό, τα δάκρυα και την οδύνη των ανθρώπων. Δεν κατασκευάζει
θανάτους, δεν προκαλεί δυστυχήματα, δεν ζητά τον θάνατο του ανθρώπου. Διαλέγει να πεθάνει
Εκείνος αντί για μας. Ο Σταυρός του Χριστού θα παραμένει πάντα σκάνδαλο στον παραλογισμό
της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Χριστός σταυρώνεται στην θέση μας, ακριβώς για να φανερώσει ότι
ουδέποτε θέλησε τον δικό μας θάνατο, αλλά πέθανε Αυτός αντί για εμάς.
«Ο Θεός των Χριστιανών είναι από τους πιο παράξενους, δεν ομοιάζει σε τίποτε με τις

25
Σ. Ζουμπουλάκης, «Το θαύμα της γέννησης», ό.π.
ανθρώπινες ιδέες περί Θεού και αυτός ο ανήκουστος χαρακτήρας καθορίζει την πνευματική
ζωή... επάνω στον Σταυρό ο Θεός παίρνει το μέρος των ανθρώπων έναντι της ιδίας Του της
θεϊκότητος, πεθαίνει ο ίδιος για να ζήσει ο άνθρωπος» (Παύλος Ευδοκίμωφ).
Ο Θεός του Χριστού και των Ευαγγελίων δεν προκαλεί κακό και έπειτα στέκεται απέναντι από
πενθούντες ανθρώπους που με ρακένδυτες και ρημαγμένες καρδιές θρηνούν την απώλεια των
αγαπημένων τους. Δεν είναι απέναντι στον πόνο τους, αλλά μαζί τους, δίπλα τους, μέσα τους ως
πάσχων δούλος. Ο κόσμος αυτός δεν είναι εκείνος που θέλησε ο Θεός, αλλά εκείνος που η
ανθρώπινη ελευθερία παραμόρφωσε και παραχάραξε σε μιαν ατελείωτη νύχτα θανάτου.
Ο Θεός στον κόσμο αυτόν πάσχει. Πάσχει κάτω από την ελευθερία μας, που Τον συκοφάντησε,
Τον πρόδωσε, Τον δίκασε, Τον σταύρωσε, Τον σκότωσε. Ο Χριστός ξανασταυρώνεται κάθε φορά
που οι λάθος επιλογές μας και συμπεριφορές, εκείνες οι αυτοκαταστροφικές επιθυμίες μας
διαμορφώνουν κοινωνία θανάτου.
Όχι, δεν προκαλεί ο Θεός τα ατυχήματα και τις αρρώστιες. Αντιθέτως Εκείνος τις
μεταμορφώνει σε Πάσχα, σε πέρασμα στην αιωνιότητα Του. Μας συμπαραστέκεται, δεν μας
καταδικάζει. Η σιωπή του Θεού είναι τα δάκρυά Του. Η θέση του Θεού σε μια μάνα που θρηνεί το
παιδί της, δεν είναι απέναντί της, αλλά δίπλα και μαζί της. Γιατί, όπως λέει η Αγία Γραφή, ο Θεός
ουδέποτε θέλησε τον θάνατο και το κακό.
Οι πηγές του κακού είναι οι εξής: Το φυσικό κακό, το κακό που κάνουμε εμείς στους άλλους,
το κακό που κάνουν οι άλλοι σε εμάς, το κακό που κάνουμε εμείς στο εαυτό μας, και ο διάβολος.
Ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με το κακό, αλλά μονάχα με την ομορφιά που στο τέλος, ως λέει και
ο Ντοστογιέφσκι, θα σώσει τον κόσμο. Ο Θεός δεν παράγει κακό, αλλά όπου το βρει το
μεταμορφώνει και το μεταβάλλει. Ακόμη και τον θάνατο έκανε Πάσχα. Ο Θεός παίρνει τα πάθη,
τα λάθη και τις αστοχίες μας και τις μεταμορφώνει σε ευλογίες. Εκεί που μια ανεύθυνη και άδικη
πράξη σκορπά τον θάνατο, ο Θεός απαντά με την Ανάσταση.
«Ο θάνατος αυτός καθαυτόν δεν έρχεται ποτέ από τον Θεό. Έρχεται από το κακό που αφήνεται
ασυγκράτητο στον κόσμο με την ελεύθερη εκλογή του ανθρώπου για την αμαρτία». Εμείς φέραμε
και φέρομε τον θάνατο. Ο Θεός μονάχα τη ζωή. Ο Χριστός παίρνει τις πέτρες που μας πετάει ο
διάβολος και κτίζει την αιώνια κατοικία μας.
Παρακάτω, παραθέτω αποσπάσματα από ομιλία του Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου,
καθότι την θεωρώ σημαντική για το θέμα το οποίο μάς απασχολεί, δηλαδή την αγαθότητα του
Θεού και την σχέση Του με το κακό:
«Είναι ασύλληπτη η γνώση του Θεού απ’ τον δικό μας νου. Είναι άπειρη, περιλαμβάνει όλα τα
όντα, ορατά και αόρατα, έσχατα και αρχαία. Τα γνωρίζει ο Θεός όλα με ακρίβεια, σε όλο το βάθος
και το πλάτος τους. Ο Κύριος γνωρίζει εμάς, πριν γνωρίσομε εμείς τον εαυτό μας. Γνωρίζει τις
διαθέσεις μας και την παραμικρή μας σκέψη, τους λογισμούς, τις αποφάσεις μας, πριν να τις
πάρομε. Αλλά και προ της συλλήψεώς μας και προ καταβολής κόσμου μάς γνώριζε καλά. Γι’ αυτό
ο Δαβίδ θαυμάζει και φωνάζει: «Κύριε, ἐδοκίμασάς με, καὶ ἔγνως με...».
Το Πνεύμα το Άγιον εισχωρεί παντού. Γι’ αυτό, εκείνος που εμφορείται υπό του Αγίου
Πνεύματος έχει και αυτός τη γνώση του Θεού. Γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Του τα
φανερώνει το Άγιον Πνεύμα. Τίποτα δεν είναι άγνωστο στον Θεό απ' τις πράξεις μας, αλλά
γράφονται όλα. Γράφονται κι όμως δεν γράφονται. Γεννιούνται και υπάρχουν, αλλά δεν
γεννιούνται. Αυτό που ξέρετε εσείς τώρα, το ξέρει ο Θεός προ καταβολής κόσμου. Σας θυμίζω
αυτό που λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στην Ευχή προ της Θείας Μεταλήψεως. Ακούστε:
«Τό μέν ἀκατέργαστόν μου ἒγνωσαν οἱ ὀφθαλμοί Σου· ἐπί τό βιβλίον δέ Σου καί τά μήπω
πεπραγμένα γεγραμμένα Σοι τυγχάνει».
Αυτά τα λόγια κάποιοι τα παρεξηγούν και τα μπερδεύουν. «Αφού ο Θεός τα έχει όλα
γραμμένα, έχομε μοίρα, λένε, έχομε τύχη, έχομε πεπρωμένο. Άρα ήταν γραμμένο και πεπρωμένο
να κάνεις, για παράδειγμα, φόνο· σε είχε προορίσει γι’ αυτό ο Θεός». Θα μου πεις: «Αν είναι
γραμμένο ότι εγώ επρόκειτο να σκοτώσω εσένα, είμαι εγώ υπεύθυνος ή ανεύθυνος; Αφού και τα
“μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα Σοι τυγχάνει”, γιατί να είμαστε υπεύθυνοι οι άνθρωποι; Τώρα,
πες μου εσύ, που λέεις ότι ο Θεός είναι αγαθός, γιατί το έγραφε και δεν με απέτρεπε να το
κάνω;».
Εδώ είναι το μυστήριο. Ο Θεός εν τη παντοδυναμία Του και παγγνωσία Του γνωρίζει τα πάντα,
και τα μέλλοντα να συμβούν, αλλά δεν είναι Εκείνος υπαίτιος για το κακό. ο Θεός προγνωρίζει
αλλά δεν προορίζει. Για τον Θεό δεν υπάρχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Όλα είναι γυμνά και
τετραχηλισμένα ενώπιόν Του. Πώς το λέει ο απόστολος Παύλος; «πάντα δὲ γυμνὰ καὶ
τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ». Ως παντογνώστης γνωρίζει και το αγαθό και το κακό.
Συνεργάζεται με το αγαθό ως φύσει αγαθός και είναι ξένος του κακού. Αφού είναι ξένος του
κακού, πώς είναι δυνατόν να μας προορίζει γι’ αυτό; Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα καλά λίαν
και έδωσε σε όλα αγαθό, άγιο προορισμό.
Το κακό είναι πρόβλημα, το οποίο η θρησκεία μας το εξηγεί μ’ ένα θαυμάσιο τρόπο, που
καλύτερος δεν υπάρχει. Η εξήγηση που του δίνει είναι η εξής:
Το κακό υπάρχει και προέρχεται απ’ τον διάβολο. Μέσα μας έχομε και το κακό πνεύμα και το
αγαθό πνεύμα και μάχονται αλλήλους. «ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς
ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ»· Μέσα μας
δηλαδή γίνεται πάλη μεταξύ καλού και κακού. Σ’ αυτήν όμως την πάλη ο άνθρωπος είναι
ελεύθερος ν’ αποφασίσει τι θα διαλέξει. Άρα δεν είναι ο Θεός που προορίζει κι αποφασίζει αλλά
η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Ο Θεός εν τη παντογνωσία Του γνωρίζει μ’ όλη την ακρίβεια όχι απλώς από πριν αλλά προ
καταβολής κόσμου ότι ο τάδε θα κάνει, παραδείγματος χάριν, φόνο, όταν γίνει τριάντα τριών
ετών. Αλλά ο άνθρωπος εν τη ελευθερία της βουλήσεώς του -δώρο που του έδωσε ο Θεός και το
διαστρέβλωσε- ενεργεί αυτοβούλως.
Δεν είναι ο Θεός ο αίτιος, ούτε μάς προορίζει γι’ αυτό το σκοπό. Η παγνωσία Του δεν μας
υποχρεώνει. Σέβεται την ελευθερία μας, δεν την καταργεί. Μας αγαπάει, δεν μας κάνει δούλους,
μας δίνει αξία. Ο Θεός δεν επεμβαίνει στην ελευθερία μας, τη σέβεται, μας δίνει το ελεύθερο.
Άρα είμαστε υπεύθυνοι, διότι κάνομε αυτό που θέλομε εμείς. Δεν μας αναγκάζει ο Θεός. Είναι
προδιαγεγραμμένο και γνωστό στον Θεό ότι θα σκοτώσεις εσύ αυτόν τον άνθρωπο, αλλά δεν
είναι κανονισμένο υπό του Θεού να το κάνεις. Πώς είναι δυνατό ο Θεός, που μας εδημιούργησε
από άπειρη αγάπη κι ο ίδιος είναι απόλυτη αγάπη και θέλει μόνο την αγάπη, να θελήσει να σε
οδηγήσει στην κακία και στο φόνο; Σου δίνει την ελευθερία και μετά σου την παίρνει; Εσύ
ενεργείς ελεύθερέ! εσύ αποφασίζεις αυτό που ο Θεός γνωρίζει εκ των προτέρων, χωρίς να σε
αναγκάζει, γι’ αυτό και είσαι εσύ υπεύθυνος.
Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά, θέλουν θείο φωτισμό, για να τα κατανοήσει ο άνθρωπος.
Είναι μυστήρια. Το αγαθό στη φύση είναι μυστήριο. Δεν είναι ωραίο ένα λουλουδάκι με ποικίλα
χρώματα, που σε τραβάει και σε κάνει να το αγαπήσεις; Το πλησιάζεις κι έχει άρωμα τόσο
ευγενικό, τόσο λεπτό, που σε κάνει να το αγαπάεις πιο πολύ. Αυτό είναι το αγαθό. Ε ναι, αλλά δεν
είναι όμως κι αυτό μυστήριο; Πώς έγιναν αυτά τα χρώματα, πώς έγινε αυτό το άρωμα; Το ίδιο
μπορούμε να πούμε για τα πουλιά, για τα ζώα, για τα υδρόβια. Όλα εκφράζουν την αγαθότητα
του Θεού.
Ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο ό,τι πιο ωραίο και καλό. Τον προόρισε να γίνει τέλειος. Του
έδωσε, όμως, και την ελευθερία κι έτσι έγκειται και σ’ εκείνον ν’ ακολουθήσει το αγαθό ή το
κακό. Από το ένα μέρος η αγάπη του Θεού κι από το άλλο η ελευθερία του ανθρώπου. Αγάπη και
ελευθερία μπλέκουν. Ενώνεται το πνεύμα με το Πνεύμα. Αυτή είναι η μυστική ζωή. Όταν το
πνεύμα μας ενώνεται με το Πνεύμα του Θεού, τότε κάνομε το αγαθό, γινόμαστε αγαθοί.
Για τα πάθη μας ευθύνεται άλλος, η βούλησή μας. Ο Θεός δεν θέλει να περιορίσει τη βούλησή
μας, δεν θέλει να μας πιέσει, δεν θέλει να επιβάλει τη βία. Από μας εξαρτάται τι θα χάνομε και
πώς θα ζήσομε. Ή θα ζούμε τον Χριστό και θα έχομε τα θεία βιώματα και την ευτυχία ή θα ζούμε
στη μελαγχολία και στη λύπη. Μέση κατάστασις, μέσος όρος δεν υπάρχει. Ή θα είσαι ή δεν θα
είσαι. Ή το ένα ή το άλλο. Η φύση εκδικείται, μισεί το κενό. Το καθετί μπορεί να είναι έτσι, αλλά
μπορεί και να μην είναι. Το φίλημα επί παραδείγματι μπορεί να είναι άγιο και μπορεί να είναι
πονηρό. Αλλ’ αυτό έχει αξία, να ενεργεί ο άνθρωπος ελεύθερα. ...Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο να
ζητάει μόνος του να γίνει καλός, να το επιθυμεί μόνος του και να γίνεται, τρόπον τινά, σαν δικό
του το κατόρθωμα, ενώ στην πραγματικότητα προέρχεται απ’ την Χάρη του Θεού. Έρχεται πρώτα
στο σημείο να το θέλει, να το αγαπάει, να το επιθυμεί, και κατόπιν έρχεται η Θεία Χάρις και το
κατορθώνει.
Ο Θεός είναι αγάπη, δεν είναι απλός θεατής της ζωής μας. Προνοεί και ενδιαφέρεται ως η
τέρας μας που είναι, αλλά σέβεται και την ελευθερία μας. Δεν μας πιέζει. Εμείς να έχουμε την
ελπίδα μας στην πρόνοια του Θεού και, εφόσον πιστεύομε ότι ο Θεός μάς παρακολουθεί, να
έχομε θάρρος, να ριχνόμαστε στην αγάπη Του και τότε θα Τον βλέπομε διαρκώς κοντά μας. Δεν
θα φοβόμαστε μήπως παραπατήσομε.
Πόσες βελόνες έχει το κάθε πεύκο; Ο Θεός τις γνωρίζει και χωρίς τη δική Του θέληση ούτε μία
δεν πέφτει κάτω. Όπως και οι τρίχες της κεφαλής μας και αυτές όλες είναι ηριθμημέναι. Εκείνος
φροντίζει και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας, μας αγαπάει, μας προστατεύει.
Εμείς ζούμε σαν να μην αισθανόμαστε το μεγαλείο της Θείας Προνοίας. Ο Θεός είναι πολύ
μυστικός. Δεν μπορούμε να καταλάβομε τις ενέργειές Του. Μη νομίζετε ότι ο Θεός το έκανε έτσι
και μετά το διόρθωσε. Ο Θεός είναι αλάθητος. Δεν διορθώνει τίποτα. Ποιος είναι, όμως, στο
βάθος ο Θεός, στην ουσία, εμείς δεν το γνωρίζομε. Τις βουλές του Θεού δεν μπορούμε να τις
εξιχνιάσομε.
Όταν ο Θεός μάς δωρίσει το χάρισμα της ταπεινώσεως, τότε όλα τα βλέπομε, όλα τα
αισθανόμαστε, τότε Τον ζούμε τον Θεό πολύ φανερά. Όταν δεν έχομε την ταπείνωση, δεν
βλέπομε τίποτα. Το αντίθετο, όταν αξιωθούμε της αγίας ταπεινώσεως, τα βλέπομε όλα, τα
χαιρόμαστε όλα. Ζούμε τον Θεό, ζούμε τον Παράδεισο μέσα μας, που είναι ο ίδιος ο Χρίστος...26
Διαβάζοντας την παραπάνω καταπληκτική ομιλία του Αγίου Πορφορίου Καυσοκαλυβίτου,
ίσως κάποιος να αισθάνθηκε λιγάκι μπερδεμένος, εξ αφορμής κάποιων φαινομενικών
αντιθέσεων ή αναιρέσεων. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Εάν διαβάσουμε το κείμενο με μια
πλατύτερη διάθεση και πρόθεση, θα διαπιστώσουμε τα εξής δομικά στοιχεία στο λόγο του Αγίου
που αποτελούν και τον πυρήνα της σκέψεώς του πάνω στο θέμα αυτό.
1. Ο Θεός είναι μυστήριο, το οποίο δεν μπορεί να συλληφθεί από τις δικές μας
αντιληπτικές ικανότητες.
2. Ο Θεός γνωρίζει αλλά δεν καθορίζει τα γεγονότα.
3. Οι ενέργειες και οι βουλές του Θεού, η σκέψη και δράση του είναι παράδοξες και
ακατανόητες.
4. Όλα είναι έτσι κι αλλιώς και πέρα από το αλλιώς, όταν μιλάμε για τις ενέργειες του
Θεού.
5. Το θέμα της παρουσίας του κακού και της σχέσης του με τον Θεό, παρόλο που
θεολογικά προσφέρεται μια ερμηνεία και προσπαθείται μια εξήγηση, παραμένει
μυστήριο. Ένα είναι το σίγουρο, ότι ο Θεός δεν είναι αίτιος του κακού, δεν το επιθυμεί και
δεν το χρησιμοποιεί στη σχέση του με τον άνθρωπο και την κτίση.
«Πιστεύω-εμπιστεύομαι τον Θεό για όσα η ανεπάρκεια της φύσης μου αφήνει ανεξήγητα και
αινιγματικά. Αν η σχέση μου μαζί Του είναι εμπειρία βεβαιωτικής αγάπης, αποθέτω σε αυτήν την
αγάπη την κάθε ελπίδα μου για την απόδοση της δικαιοσύνης. Δεν μου προσθέτει τίποτα το να
γνωρίζω τον τρόπο της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Το μόνο (και πρώτιστο) που ενδιαφέρει είναι
ο ρεαλισμός της σχέσης μαζί Του, η λύτρωση από τις ψυχολογικές ψευδαισθήσεις...»27.

Τέσσερις ιστορίες πά λης με τον Θεό ...


26
Αγίου Πορφυρίου, Βίος και Λόγοι, Ί. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων.
27
Χρήστου Γιανναρά, Το ρητό και το άρρητο, σελ. 268.
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938).

Έζησε στη γη ένας άνθρωπος, άνδρας με άσβεστη πνευματική δίψα, που λεγόταν Συμεών.
Προσευχόταν για πολύν καιρό με ασταμάτητο θρήνο: «Ελέησόν με!». Αλλά ο Θεός δεν τον
άκουγε. Πέρασαν μήνες και μήνες με τέτοια προσευχή και οι δυνάμεις της ψυχής του
εξαντλήθηκαν. Έφθασε μέχρι την απόγνωση και φώναζε: «Είσαι αδυσώπητος!» (=αλύπητος). Και
όταν με αυτές τις λέξεις ράγισε κάτι μέσα στη συντετριμμένη από την απόγνωση ψυχή του, είδε
ξαφνικά τον ζώντα Χριστό. Πυρ γέμισε την καρδιά του και όλο του το σώμα με τέτοια δύναμη,
που, αν κρατούσε ακόμη μια στιγμή η όραση, θα πέθαινε. Από τότε δεν μπορούσε πια να
λησμονήσει το ανείπωτα πράο, το απέραντα αγαπητικό, το χαρούμενο και γεμάτο από
υπερνοητή ειρήνη, βλέμμα του Χριστού. Και στα επόμενα χρόνια της μακράς ζωής του
μαρτυρούσε ακούραστα ότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», αγάπη άπειρη, που ξεπερνά κάθε νου 28.

Ο γιατρός Αντώνιος Μπλουμ (Anthony Bloom) (μετέπειτα Ορθόδοξος


επίσκοπος στην Αγγλία)
Ως νέος, ήταν σκληροπυρηνικός άθεος. Βασανιζόταν όμως έντονα από την απουσία νοήματος
στη ζωή. Αποφάσισε λοιπόν να ερευνήσει αν υπήρχε νόημα στη ζωή και, αν σε ένα χρόνο
διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει νόημα, να αυτοκτονήσει. Μια μέρα, παρακινημένος από φίλο του,
παρακολούθησε την ομιλία ενός Ρώσου ορθόδοξου ιερέα. Αυτά που άκουσε τον εξόργισαν τόσο,
ώστε, γυρίζοντας σπίτι, πήρε την Καινή Διαθήκη της μητέρας του, για να δει αν το Ευαγγέλιο
υποστηρίζει αυτά που είπε ο ιερέας στην ομιλία του. Λίγη ώρα αργότερα, είχε την αίσθηση ότι
Κάποιος καθόταν, αόρατος, απέναντί του - και ότι Αυτός ο «κάποιος» ήταν ο Χριστός.

Ο Γκλεμπ Ποντμοσένσκι (μετέπειτα π. Γερμανός, ιδρυτής της


Αδελφότητας του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας - Καλιφόρνια)
«Επιθυμούσα τη ζωή αλλά έπρεπε να ξέρω γιατί. Να ζω απλώς και μόνον επειδή γεννήθηκα,
για να υποφέρω αναίτια και να πεθάνω; Εγώ δεν ζήτησα να γεννηθώ! Ήθελα πραγματικά να
ζήσω, αλλά είχα ήδη προχωρήσει πιο πέρα από μια κατάσταση απελπισίας, όπου τα πάντα
μοιάζουν αφόρητα απεχθή και μια δαιμονική ενέργεια πλήρους αδιαφορίας κυριεύει ολόκληρο
το είναι του ανθρώπου αναιρώντας κάθε φυσικό φόβο. Αυτή η κατάσταση μπορεί να ονομαστεί
“βουβός τρόμος“. Έχοντας λοιπόν περάσει ο ίδιος από μια τέτοια εμπειρία, γνωρίζω τι περνούν
στις μέρες μας οι νέοι με αυτοκτονικές τάσεις. Υπήρξα κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Ήμουν μόλις
δεκαοκτώ - δεκαεννιά χρονών».
Μόνον η χάρη του Θεού μπορούσε να γλιτώσει τον Γκλεμπ από μια τέτοια κατάσταση.
Στεκόταν σε μια γέφυρα στη Βοστόνη και σκεπτόταν ν’ αυτοκτονήσει, όταν, αίφνης, του ήρθε σαν
αστραπή μια ανάμνηση από πολλές έγχρωμες φωτογραφίες ενός Αγίου που γνώριζε από παιδί —
του αγίου Σέργιου του Ραντονέζ. Ο Ρώσος αυτός ασκητής του 14ου αιώνα» είχε ζήσει όπως
ακριβώς ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζει: μαζί με τον Θεό στην αγκαλιά της φύσης. Ο
λογισμός ψιθύρισε στον Γκλεμπ: «Δώσε μια ευκαιρία. Δες αν μια τέτοια γνήσια ζωή αγνότητας,
μακριά από τον κόσμο και σε ενότητα με τη φύση, είναι μια πραγματικότητα. Αν δεν είναι, αν όλα
τούτα είναι απλώς η ψευδαίσθηση ενός ονειροπόλου, ένα παραμύθι, ένα “όπιο του λαού”, τότε
μόνο αφαίρεσε τη ζωή σου.. .»29.

28
π. Σωφρονίου [Σαχάρωφ], Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2003.
29
π. Δαμασκηνού [Κρίστενσεν], π. Σεραφείμ Ρόουζ, η ζωή και τα έργα του, τ. Α', Μυριόβιβλος 2006, σελ. 293-294.
Ο Ευγένιος Ρόουζ (μετέπειτα π. Σεραφείμ Ρόουζ (1931-1982),
συνιδρυτής της Αδελφότητας του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας)
Όπως και πολλοί άλλοι νέοι της εποχής του, άρχισε να ζει στο κλίμα του ηδονισμού και της
σεξουαλικής ανηθικότητας. [...] Ο Ευγένιος προκαλούσε το Θεό, όπως είχε κάνει και στην κορυφή
του βουνού Μπάλντυ - αυτή τη φορά, αψηφώντας τους νόμους Του. [...] Όπως ο ίδιος ανέφερε
αργότερα, αυτή ήταν η πιο σκοτεινή και η πιο δυστυχισμένη περίοδος της ζωής του. Οι
απαγορευμένες πράξεις τον αηδίαζαν ακόμα και τη στιγμή που τις έκανε. Κατόπιν, επέσπευδαν
την εμφάνιση μέσα του μακροχρόνιων περιόδων κατάθλιψης. [...]
Όμως ακόμα και στα πιο άγρια μεθύσια του, ο Θεός, τον οποίο είχε απορρίψει ως
«αφηρημένη έννοια», δεν τον άφηνε ήσυχο. Σε ένα γράμμα του προς κάποιο φίλο στην Πομόνα,
γραμμένο σε κατάσταση μέθης, εξαπέλυε λόγια κακόβουλου, δαιμονικού παλληκαρισμού και στη
συνέχεια κατέληγε με το ερώτημα: «Ξέρεις για ποιο λόγο είμαι στο Σαν Φρανσίσκο; Επειδή θέλω
να μάθω ποιος είμαι και ποιος είναι ο Θεός. Εσύ θέλεις να τα μάθεις αυτά; Για μένα, αυτά είναι
τα μόνα πράγματα που με νοιάζει να μάθω»30.
Ιδιαίτερα ταλαντούχος, διδάκτορας των ανατολικών γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της
Καλιφόρνιας, ο Ευγένιος εγκατέλειψε την προοπτική να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου,
απογοητευμένος από τη διαφθορά και την υποκρισία που είδε στους πανεπιστημιακούς κύκλους.
Μελέτησε την κινέζικη σοφία, ασχολήθηκε με το βουδισμό ζεν, όταν όμως ανακάλυψε την
Ορθοδοξία «ένιωσε» ότι «βρήκε την πατρίδα». Μετά από βαθιά μελέτη, έγινε Ορθόδοξος,
αργότερα μόνασε στα δάση της Καλιφόρνιας με τον π. Γερμανό και εξελίχθηκε σε έναν από τους
σημαντικότερους Ορθόδοξους διδασκάλους στον δυτικό κόσμο.
Οι παραπάνω τέσσερις ιστορίες πάλης με τον εαυτό και τον Θεό ανιχνεύτηκαν από μελέτη μου
στο διαδίκτυο και φέρουν την επιμέλεια του κ. Θ. I. Ρηγινιώτη31. Θέλησα να τις παραθέσω για
τρεις σημαντικούς λόγους:
α) Για να φανερωθεί ότι η σχέση με τον ζώντα Θεό είναι μια πάλη. Ένας αγώνας, που
σίγουρα είναι όμορφος και άξιος, αλλά συγχρόνως επίπονος και πολλές φορές οριακός,
στο μεταίχμιο του μηδενός της ύπαρξης. Ας μην μας διαφεύγει αυτό που λέει ο
Καζαντζάκης, ότι πολλές φορές για να φτάσεις στον παράδεισο πρέπει να πάρεις φόρα
από τον πάτο της κόλασης. Κι αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια που γνωρίζουν οι έμπειροι
της πνευματικής αναζήτησης. Οπότε, η συνάντησή μας με τον Χριστό δεν είναι μια απλή
θρησκευτική υπόθεση, που πολλές φορές χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τον αστικό
μας μύθο ή το θρησκευτικό κοινωνικό μας προφίλ. Όχι. Είναι κάτι βαθύτερο, γι’ αυτό και
απείρως συγκλονιστικότερο.
β) Διότι η συνάντησή μας με τον ζώντα Θεό δεν καθορίζεται, ούτε εξαναγκάζεται. Δεν
γνωρίζουμε πώς και πότε θα γίνει. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος που
μπορεί να εκβιάσει την παρουσία Του στην ζωή μας. θα έρθει όταν Εκείνος κρίνει ότι ήρθε
το πλήρωμα του χρόνου για την ψυχή μας. Εκεί θα δοκιμαστεί η πίστη και η αγάπη μας,
στην προσμονή του Νυμφίου Χριστού.
γ) Θέλω να αποδομήσω αυτόν τον καταστροφικό μύθο, ότι οι πνευματικοί άνθρωποι
και Άγιοι της εκκλησίας μας υπήρξαν άτρωτοι, τέλειοι, ατσαλάκωτοι, ένα είδος υπερήρωα,
ότι η πνευματική τους πορεία ήταν εύκολη και ιδανική.
Όχι δεν είναι έτσι. Οι άγιοι και πνευματικοί άνθρωποι, πάλεψαν όσο δε φανταζόμαστε με τον
εαυτό τους, τον διάβολο, τον ίδιο τον Θεό. Έφτασαν πολλές φορές στα όρια της απόγνωσης.
Φοβήθηκαν και απελπίστηκαν, έπεσαν και σηκώθηκαν, μάτωσαν, πόνεσαν και χάρηκαν.
Στην Ορθόδοξη χριστιανική πνευματικότητα δεν υπάρχει ιδεατός βίος και συνθήκες ζωής. Δεν
υπάρχουν τόποι αγιότητας, αλλά τρόποι ζωής. Δεν υπάρχουν υπεράνθρωποι με εξωπραγματικές
ιδιότητες, αλλά άνθρωποι με αδυναμίες και δυσκολίες. Με χαρίσματα αλλά και πάθη.
30
π. Δαμασκηνού [Κρίστενσεν], ό.π., σελ. 104- 105.
31
http://oodegr.com/oode//theos/genika/pws_anazitoume_1.htm
Οι Άγιοι της Εκκλησίας πέρασαν από όλα τα στάδια μιας υγιούς σχέσης με τον Θεό. Από τον
έρωτα και την ματαίωση. Από τον ζήλο και την ραθυμία. Από το θάρρος και το φόβο. Έβρισκαν
την πίστη και την έχαναν, είχαν μέρες φωτεινές αλλά και απόλυτα σκοτεινές. Αρετές και πάθη,
καλά και κακά στοιχεία, όπως ο κάθε άνθρωπος. Άλλοτε ένιωθαν να χαίρονται στον παράδεισο
και άλλοτε να καίγονται στην κόλαση.
Ας παύσουμε λοιπόν να πιστεύουμε με απόλυτα ανώριμο τρόπο στην εξιδανίκευση του βίου
των Αγίων. Όχι δεν ήταν ιδανικές, ούτε ιδεατές οι συνθήκες ζωής τους, αλλά σίγουρα
σταυρωμένες και αναστημένες συνάμα. Η ομορφιά του βίου τους δεν έγκειται στην απουσία
προβλημάτων και δοκιμασιών, αλλά στον πόθο και έρωτά τους για τον Χριστό. Αυτό που τους
κρατούσε στον αγώνα τους, ήταν ο πόθος και η αγάπη τους για Εκείνον, καθώς και η ευλογημένη
παρουσία Του, που είναι η μόνη παρηγοριά σε ένα κόσμο που δεν μπορεί να βαστάξει και να
χωρέσει τον αναστεναγμό μας.
Χρήστου Γιανναρά, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (σελ 158-159)
Υπάρχει ένας τρόπος να απορείς, ενώ εμπιστεύεσαι. Κι αυτό τον τρόπο τον ψηλαφούμε μόνο
στον έρωτα. Ο έρωτας σημαίνει πίστη, εμπιστοσύνη, αυτοπαράδοση. Είσαι μέσα στην σκοτεινιά
ατέλειωτων αναπάντητων ερωτημάτων. Όμως εγκαταλείπεσαι στον πόθο, κι αυτός σε βεβαιώνει
αν ο Άλλος ποθεί τον πόθο σου. Και τότε έχουν απαντηθεί τα ερωτήματα δίχως απάντηση. Τα
σημαινόμενα λειτουργούν δίχως σημαίνοντα. Είναι μόνη η γλώσσα της αναφοράς, η γλώσσα του
πόθου. Αυτή που μιλάει το βρέφος θηλάζοντας το στήθος της μάνας. Αυτή που μιλάνε οι
ερωτευμένοι στην σιωπή της «μιας σάρκας».
«Το σκοτάδι αυτών των ερωτημάτων είναι η φυσική απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από
τον Θεό. Πάντα ἀπέχει τοῦ Θεοῦ, οὖ τόπῳ ἀλλά φύσει. Είναι η φύση μας που μας αποκλείει από
τις απαντήσεις αυτών των ερωτημάτων. Γι’ αυτό και το να αρνηθείς την ύπαρξη του Θεού, την
αιωνιότητα του ανθρώπινου προσώπου, είναι μια φυσική στάση. Καταλαβαίνεται. Να
μεταποιήσεις την φυσική απόσταση σε προσωπική σχέση, είναι άθλημα αυτοπαραίτησης από την
φύση, είναι ο έρωτας...»

Όταν αγαπά ς μπορείς να εμπιστεύ εσαι


ενώ αμφιβά λλεις...
Το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά «Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων», είναι ένα από τα πιο σημαντικά
δοκίμια που έχουν γραφεί για τον έρωτα, με την φιλοσοφική και θεολογική προέκτασή του.
Πρόκειται για ένα βιβλίο σταθμό στην ζωή μου, καθώς και στην ζωή, πιστεύω, των περισσότερων
που είχαν την ευκαιρία να το διαβάσουν. Κείμενο που κατατάσσεται δίχως δεύτερη σκέψη στα
κλασικά κείμενα των ελληνικών γραμμάτων, συγκεκριμένα στο είδος του λογοτεχνικού δοκιμίου.
Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε δηλώσει για το βιβλίο, «Από τη δουλειά μου αγαπώ πολύ κυρίως
ένα βιβλίο, το Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, που ο τίτλος του είναι μάλλον συμβατικός, μάλλον
αφορμή είναι το Άσμα Ασμάτων για ένα δοκίμιο για τον Έρωτα. Νομίζω ότι με εκφράζει
περισσότερο και συνοψίζει ίσως συνολικότερα ό,τι έχω προσπαθήσει σε γραπτό λόγο».
Το απόσπασμα που διάλεξα για ανάγνωση, προβληματισμό και σχολιασμό, έρχεται να δώσει
μια πολύ βαθιά και ώριμη πνευματική ματιά στο θέμα που απασχολεί το βιβλίο μας. Στο πώς
δηλαδή, ενώ έχεις ερωτήματα, απορίες, σκέψεις και λογισμούς για το πρόσωπο που αγαπάς,
συγχρόνως μπορείς να το εμπιστεύεσαι. Και αυτό κατά τον Γιανναρά μπορεί να το πράξει μονάχα
η αληθινή αγάπη. Ο έρωτας και το δόσιμο στον Άλλον ως μορφή αφήματος και εμπιστοσύνης.
Μπορώ να εμπιστεύομαι τον άλλο στο ποσοστό που τον αγαπώ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν
έχω τις αμφιβολίες μου. Ότι πολλές φορές μπορεί να διαφωνώ ή να εξοργίζομαι με τις αποφάσεις
και επιλογές του, τους τρόπους που χρησιμοποιεί στην σχέση μαζί μου ή εν γένει στην ζωή του.
Όμως μπορώ και τον εμπιστεύομαι, με έναν τρόπο που ξεπερνάει την στενή περιοριστική πολλές
φορές λογική. Ο έρωτας είναι ένας άλλος τρόπος γνώσης. Μια άλλη οδός συνάντησης.
Όχι, η αγάπη δεν είναι μηδενιστικός συναισθηματισμός που καταργεί την λογική ή αφανίζει
τα κριτήρια της κρίσης. Είναι, θα λέγαμε μια άλλου είδους γνωσιολογία. Ένας άλλος τρόπος να
γνωρίζεις τα πρόσωπα και πράγματα. Αυτή η γνωσιολογία καταγράφεται με μοναδικό τρόπο στον
«Μικρό Πρίγκιπα» του Αντουάν Ντε Σεντ-Εξιπερί: «“Αντίο”, είπε η αλεπού. “Αυτό είναι το μυστικό
μου. Είναι πολύ απλό: Δε βλέπουμε καλά, παρά με την καρδιά μας. Το ουσιαστικό είναι αόρατο
για τα μάτια”».
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τους Αγίους της Εκκλησίας, και γενικότερα με τους ανθρώπους
της πίστεως. Στην ζωή τους έρχονται αντιμέτωποι με σκληρές δοκιμασίες, με βάσανα και
δυσκολίες. Και σαφέστατα νιώθουν αρκετές φορές να λυγίζουν, να χάνεται η γη που πατούν τα
πόδια τους, να μηδενίζονται οι ελπίδες τους. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιτρέπουμε την
δημιουργία ιδεατών και φαντασιακών συνθηκών ζωής για τους Αγίους μας. Δεν ήταν άλλοι
άνθρωποι. Ούτε είχαν ιδεατές συνθήκες ζωής. Δεν υπάρχει ζωή που να εξαιρείται από τον
ανθρώπινο πόνο, ποτέ και πουθενά, μηδέ εξαιρουμένης της ζωής του Χριστού.
Πώς γίνεται να διαβάζουμε στα Ευαγγέλια τα πάθη του Χριστού στο σύνολο της ζωής Του, από
την μέρα γέννησής Του μέχρι της σταυρώσεώς Του, και έπειτα να διαμορφώνουμε συνθήκες
ανώδυνης και εύκολης ζωής για τους πιστούς σε αυτόν μαθητές Του; Αφού ο Χριστός στον κήπο
της Γεσθημανή φοβάται τον θάνατο και το μαρτύριο, και ζητά εάν είναι δυνατόν να μην περάσει
αυτή την φρικτή δοκιμασία, πώς κατόπιν φαντασιωνόμαστε ότι οι Άγιοι δεν φοβόντουσαν, δεν
πονούσαν, δεν πειραζόντουσαν, δεν έχαναν την πίστη και την ελπίδα τους στο πρόσωπο του
Θεού;
Σαφέστατα λοιπόν οι άνθρωποι της πίστεως, οι Χριστιανοί, έχουν το «δικαίωμα» στην θλίψη,
τον φόβο, την δυσπιστία και αμφιβολία. Εκείνο που τους «διαφοροποιεί» είναι το παράδειγμα
ζωής του Χριστού. Ότι ξέρουν να αφήνονται και να εμπιστεύονται μιαν αγάπη. Συγκεκριμένα τον
Θεό. Εκφράζουν το ανθρώπινο στοιχείο, αλλά το ενσωματώνουν στην πίστη τους και την σχέση
τους με τον Θεό.
Ο Χριστός μπορεί να φοβάται τον θάνατο και το μαρτύριο, αλλά κλείνει την αγωνιώδη έμφοβη
προσευχή λέγοντας, «Πατέρα, αν θέλεις απομάκρυνε από μένα τούτο το ποτήρι· όμως, ας γίνει
όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό Σου» (Λουκ. 22:42).
Αυτό είναι και το μυστικό των Αγίων και ανθρώπων της πίστεως. Όχι ότι δεν φοβούνται ζώντας
κολοβωμένοι από τα ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά όπως λέει ο Χρήστος Γιανναράς, με έναν
τρόπο που μπορείς «...να απορείς, ενώ εμπιστεύεσαι. Κι αυτό τον τρόπο τον ψηλαφούμε μόνο
στον έρωτα. Ο έρωτας σημαίνει πίστη, εμπιστοσύνη, αυτοπαράδοση. Είσαι μέσα στην σκοτεινιά
ατέλειωτων αναπάντητων ερωτημάτων. Όμως εγκαταλείπεσαι στον πόθο, κι αυτός σε βεβαιώνει
αν ο Άλλος ποθεί τον πόθο σου. Και τότε έχουν απαντηθεί τα ερωτήματα δίχως απάντηση».
Ένα ακόμη στοιχείο που αξίζει να σημειώσουμε στο κείμενο του Γιανναρά είναι μια πολύ
όμορφη και ουσιαστική διάσταση που δίνει στο θέμα της σιωπής του Θεού μπροστά στα μεγάλα
ερωτήματα των πιστών του παιδιών, κυρίως στα ερωτήματα του κακού, της αδικίας, των
συμφορών που πλήττουν την ζωή μας.
Λέει ο Γιανναράς ότι τα ερωτήματα του ανθρώπου και οι απαντήσεις που δίνει ο Θεός,
απέχουν από μιαν άμεση κατανόηση, διότι είναι τελείως διαφορετικές οι φύσεις των δυο
προσώπων. Δηλαδή ο Θεός απαντά με ένα τρόπο που δεν είναι πάντα καταληπτός από τα
νοητικά εργαλεία του ανθρώπου, του μη χαριτωμένου από την Χάρη του Θεού. Αναφέρει
συγκεκριμένα και αξίζει να δώσουμε την πρέπουσα σημασία, μια και αισθάνομαι ότι η
προσέγγισή του αυτή είναι ερμηνευτικό κλειδί σε πολλές αγωνιώδεις απορίες μας: «Το σκοτάδι
αυτών των ερωτημάτων είναι η φυσική απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό. Πάντα
ἀπέχει τοῦ Θεοῦ, οὖ τόπῳ ἀλλά φύσει. Είναι η φύση μας που μας αποκλείει από τις απαντήσεις
αυτών των ερωτημάτων. Γι’ αυτό και το να αρνηθείς την ύπαρξη του Θεού, την αιωνιότητα του
ανθρώπινου προσώπου, είναι μια φυσική στάση. Καταλαβαίνεται. Να μεταποιήσεις την φυσική
απόσταση σε προσωπική σχέση, είναι άθλημα αυτοπαραίτησης από την φύση, είναι ο έρωτας».
Θα λέγαμε ότι κατά κάποιο τρόπο ο άνθρωπος είναι περισσότερο επιρρεπής στην απιστία
παρά στην πίστη, μια και η πίστη περιγράφεται ως άθλημα σχέσεως, αγάπης και έρωτος. Ως
εμπιστοσύνη και αυτοπαράδοση στην πρόνοια του Θεού, που απαντάει σε εκείνον που μπορεί να
αφεθεί. Ο άνθρωπος δυσκολεύεται να δοθεί, γιατί το «εγώ» ζητά αυτοεπιβεβαίωση μέσα από
τον απόλυτο έλεγχο των πραγμάτων και της ζωής.
Εάν κάποιον δεν τον αγαπάς, όσες εξηγήσεις και να σου δώσει, όσο λογικά κι αν επιχειρήσει
να σε πείσει, δεν θα τα καταφέρει, μια και λείπει από την σχέση σας η πίστη. Δεν είναι πάντα
κριτήριο πειθούς η λογική, πολλές φορές, ιδιαιτέρως σε υπαρξιακά εσωτερικά και ατομικά
ερωτήματα, χρειάζεται ακόμη κάτι, κι αυτό είναι ο τρόπος να σε εμπιστευτώ. Μόνη οδός η
αγάπη.
Στην χριστιανική ζωή μπορώ να αμφιβάλλω, να μεταποιώ την δυσπιστία μου ή την ένστασή
μου σε προσευχή και σχέση με τον Θεό. Και ενώ αμφιβάλλω, συγχρόνως να αγαπώ. Οι φόβοι και
τα αγωνιώδη ερωτήματά μου πρέπει να εκφράζονται, διότι μονάχα έτσι πιστοποιείται μια
ζωντανή και όχι τυποποιημένη σχέση. Σε αυτόν που αγαπάς πρέπει να έχεις το θάρρος της
άρνησης, γιατί μονάχα εκεί που ελεύθερα αμφισβητείς μπορείς και να στεριώνεις.

Olivier Clé ment, Πά τερ ημώ ν...


Τον Θεό τον προσεγγίζει κανείς μετρώντας την απουσία Του... η διάνοια μετρά τα όριά της
ακούγοντας να βροντά, όλο και πιο μακριά, ο ωκεανός της Θεότητος...
Έρχεται η στιγμή όπου κάθε διανοητική δραστηριότητα σταματά, ο άνθρωπος συγκεντρώνεται
στον εαυτό του και σωπαίνει, γίνεται όλος καθαρή προσμονή. Στην καθημερινή μας ζωή,
χρειάζονται τέτοιες στιγμές σιωπηρού ρίγους...
Πρέπει κάπου-κάπου να ξέρουμε να σταματούμε για να αφουγκραστούμε τη σιωπή, να
γευτούμε την ησυχία, να εκπλαγούμε, να γίνουμε σαν δοχεία... Μπορεί να πρόκειται για μια
ήσυχη στιγμή στο σπίτι, για ένα δωμάτιο όπου θα βρεθούμε μόνοι, για μια εκκλησία που θα
βρούμε ανοιχτή μέσα στην μεγαλούπολη, για έναν περίπατο στο δάσος. Μπορεί να προκύψει
από το Ευαγγέλιο, που πρέπει να προσπαθούμε να το μελετούμε καθημερινά, από ένα Ψαλμό,
ένα πνευματικό κείμενο, έναν λόγο που αγγίζει την καρδιά και την διαπερνά: εκείνη την στιγμή,
δεν προχωρούμε, στεκόμαστε σε αναμονή, σιωπή, κάποτε τόσο πλήρη...
Στην «Πτέρυγα των Καρκινοπαθών», του Σόλζενίτσιν, μια νεαρή γυναίκα, υπεύθυνη για κάποια
υπηρεσία μέσα στο νοσοκομείο, ρωτά τον προϊστάμενό της, τον «ηλικιωμένο γιατρό», από πού
αντλεί τη δύναμη της συμπάθειας και, συνακόλουθα, την σιγουριά στις διαγνώσεις του. Εκείνος
της απαντά ότι για πολλά χρόνια τον βάθαινε και τον φώτιζε η αγάπη μιας γυναίκας, και η αγάπη
μπορεί πραγματικά να θρυμματίσει την «πέτρινη καρδιά» και να την μεταμορφώσει σε «καρδιά
σάρκινη».
Αλλά προσθέτει «ο γέρος γιατρός», εδώ και χρόνια η γυναίκα αυτή έχει πεθάνει. Από τότε, του
χρειάζεται κάποιες στιγμές να αποσύρεται, να κλείνεται στον εαυτό του, να σιωπά, να αφήνει την
καρδιά του να γαληνεύει, μέχρι να γίνει σαν την ακύμαντη λίμνη πάνω στην οποία
καθρεφτίζονται το φεγγάρι και τ’ αστέρια. Η σιωπή και η ειρήνη επιτρέπουν την επίσκεψη τού
Πατέρα του «ἐν οὐρανοῖς» και στον καθρέπτη της καρδιάς που δέχεται μια τέτοια επίσκεψη
εγγράφεται η αλήθεια των όντων και των πραγμάτων...

Στην αναμονή της σιωπή ς...


Στο παραπάνω κείμενο ο μεγάλος Γάλλος Θεολόγος Olivier Clément σε μια μνημειώδη
ερμηνευτική ομιλία του στην Κυριακή προσευχή, «Πάτερ ἡμῶν...», μας προσφέρει ένα βιωματικό
τρόπο μέσα από τον οποίο μπορούμε να εισέλθουμε σε αυτή την άλλη γνώση. Δηλαδή στην
εμπειρία της παρουσίας του Θεού και στην φανέρωση της αλήθειας των πραγμάτων.
Είναι γεγονός ότι οι σημερινοί άνθρωποι, όλο και περισσότερο μέσα από τον τρόπο και τον
ρυθμό ζωής μας, απομακρυνόμαστε από τον εαυτό μας. Μια απομάκρυνση που κοστίζει σε
πολλά επίπεδα, κυρίως δε σε πνευματικό.
Η ησυχία είναι η μεγάλη απώλεια του πολιτισμού μας. Δεν έχουμε χρόνο και τόπο για να
ησυχάσουμε εσωτερικά. Να ακούσουμε λιγάκι τις ανάγκες του εαυτού μας. Να δούμε αυτή την
αβυσσαλέα πείνα για νόημα, που ξεσπά σε λογής-λογής υποκατάστατα, κυρίως δε
καταστροφικά. Πλέον πιστεύω ότι έχουμε καταστεί ανίκανοι για μια τέτοια εσωτερική ακρόαση.
Δηλαδή, ακόμη και τις ελάχιστες στιγμές που μένουμε μόνοι με τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να
τον ακούσουμε, γιατί καν δεν τον γνωρίζουμε. Η απουσία εσωτερικής ζωής, προσευχής και
μελέτης εαυτού διαμορφώνει ένα πρόσωπο του φαίνεσθαι και όχι του είναι, απομακρυσμένο και
άγνωστο στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτός ο άνθρωπος παράγει ερωτήματα, αλλά δεν μπορεί να
ακούσει τις απαντήσεις.
Ο Olivier Clément μάς λέει ότι, για να μπορέσει κάποιος να ακούσει τον Θεό και τα μηνύματά
Του, θα πρέπει να έχει την ικανότητα να σιωπά. Δεν αναφέρεται μονάχα σε μιαν εξωτερική
σιωπή, αλλά σε μια βαθύτερη ησυχία από την φλύαρη ενασχόληση του νου. Εκείνη που δεν
αφήνει περιθώρια να ακουστεί κάτι άλλο έξω από τις αναθυμιάσεις του εγώ μας.
Η ουσιαστική προσευχή καρπίζει μέσα στην ησυχία. Εκεί που μπορεί κανείς να ακούσει αυτή
την άλλη «φωνή», την άλλη «γλώσσα», την διαφορετική «απάντηση» που ξεπερνάει τις δικές μας
κατανοήσεις.
Αναφέρει ο σπουδαίος θεολόγος και γέρο- Επίσκοπος του Σουρόζ, Αντώνιος Μπλουμ: «Μια
ηλικιωμένη κυρία είπε: πάτερ μου, δεκατέσσερα χρόνια τώρα προσεύχομαι συνεχώς και ποτέ δεν
αισθάνθηκα την παρουσία του Θεού. Την ρώτησα: Του δίνετε την ευκαιρία να σας απαντήσει; Να
σας πει και Εκείνος μια λέξη;
Μα Του μιλάω εγώ συνεχώς. Αυτό δεν είναι προσευχή; ρώτησε. Της απάντησα: νομίζω πως
αυτό που κάνετε δεν είναι προσευχή και σας συμβουλεύω να αποσύρεστε σε μιαν άκρη με το
πλεκτό σας ενώπιον του Θεού για δεκαπέντε λεπτά την μέρα.
Έκανε όπως της είπα και το αποτέλεσμα ήταν να έρθει πολύ σύντομα να με δει και να μου πει:
Μου συμβαίνει κάτι παράξενο. Όταν προσεύχομαι και μιλάω στον Θεό με λόγια, δεν αισθάνομαι
τίποτα μέσα μου. Όταν όμως κάθομαι σιωπηλά ενώπιον Του, πρόσωπο με πρόσωπο, τότε
αισθάνομαι να με τυλίγει από παντού η παρουσία Του».
Εάν θέλουμε στην ζωή μας να πάρουμε απαντήσεις από τον Θεό και να ακούσουμε την φωνή
Του, θα πρέπει να μάθουμε και τους τρόπους Του, τις συνήθειές Του. Μια λοιπόν εξ αυτών, πολύ
σημαντική, είναι ότι ο Θεός δεν επιβάλλεται με φωνές και ταραχή, ούτε με την «εξουσία», έστω,
του Θείου λόγου Του, αλλά αποκαλύπτεται ως αύρα λεπτή στην σιωπή της ψυχής μας. Αυτό δεν
σημαίνει ότι απλά και μόνο η εξασφάλιση χρόνου και ησυχίας θα φέρει την παρουσία του Θεού
στην ζωή μας, γιατί τότε θα μιλούσαμε για πνευματικούς τακτικισμούς και μηχανιστικές μαγικές
μεθόδους. Μακριά από εμάς τέτοιες απόψεις.
Εκείνο όμως που είναι βέβαιο, είναι ότι ο Θεός δεν αρέσκεται σε αυτή την επιβολή του λόγου,
την φασαρία και τον φανατισμό της φλύαρης θρησκευτικότητας, ούτε σε ρυθμούς απάνθρωπου
ανταγωνισμού, που αποστραγγίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο από τις πνευματικές διαστάσεις και
δυνατότητές του. Ο Θεός αναπαύεται στην σιωπή των ταπεινών, στην σιγή των ραγισμένων
ψυχών.
Φερνάντο Πεσσόα, Το βιβλίο της ανησυχίας
...κι εγώ λέω, ο Θεός είναι η ψυχή του παντός. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς είναι δυνατόν, για
κάποιον που συλλαμβάνει αυτό το μέγιστο γεγονός του συμπαντικού ωρολογίου, να αρνείται, την
ίδια ώρα, την ύπαρξη του ωρολογοποιού, στον οποίο ούτε ο ίδιος ο Βολταίρος δεν αρνήθηκε να
πιστέψει. Καταλαβαίνω ωστόσο πως αν έχει κανείς υπόψη του ορισμένα φαινόμενα που
μοιάζουν σαν να παρεκκλίνουν από ένα προκαθορισμένο σχέδιο (και θα έπρεπε να γνωρίζει
κανείς το σχέδιο για να διαπιστώσει αν πράγματι τα φαινόμενα αυτά παρεκκλίνουν ή όχι),
καταλαβαίνω λοιπόν πως μπορεί να αποδώσει κανείς σ' αυτήν τη διάνοια κάποια στοιχεία
ατέλειας.
Το καταλαβαίνω χωρίς παρ’ όλα αυτά να το αποδέχομαι. Καταλαβαίνω επίσης πως αν λάβει
κανείς υπόψη του το κακό που υπάρχει στον κόσμο, δεν μπορεί να παραδεχτεί την ατελείωτη
καλοσύνη αυτής της δημιουργικής διάνοιας. Το καταλαβαίνω κι αυτό, χωρίς να το δέχομαι. Μα η
άρνηση της ύπαρξης του Θεού μού θυμίζει μια από αυτές τις ηλιθιότητες που επηρεάζουν το
πνεύμα των ανθρώπων σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, με τρόπο που οι άνθρωποι αυτοί
παραμένουν ως προς τα άλλα σημεία πνεύματα ανώτερα, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει μ'
αυτούς που κάνουν πάντα λάθη στις αθροίσεις, ή ακόμη, για να βάλω στο παιχνίδι και την
ευφυΐα της ευαισθησίας, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους που είναι αναίσθητοι στη μουσική,
στη ζωγραφική ή στην ποίηση.
Έχω ήδη πει πως δεν δέχομαι το επιχείρημα του ανεπαρκούς ωρολογοποιού, όπως δεν
δέχομαι και αυτό του κακόπιστου κακοπροαίρετου ωρολογοποιού. Αρνούμαι το πρώτο, διότι δεν
είναι δυνατό να κρίνουμε λεπτομέρειες στην κυβέρνηση και το κούρδισμα του κόσμου, αν δεν
έχουμε γνώση του συνολικού σχεδίου.
Βλέπουμε καθαρά την ύπαρξη σχεδίου σε όλα τα πράγματα· και βλέπουμε και ορισμένα
πράγματα που μας φαίνονται παράλογα, πρέπει όμως να αναλογιστούμε πως, αν για όλα τα
πράγματα υπάρχει αιτία, οι παραλογισμοί αυτοί θα έχουν την ίδια αιτία με τα υπόλοιπα.
Βλέπουμε την αιτία, μα όχι το σχέδιο· πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυριστούμε πως
ορισμένα πράγματα δεν υπακούουν στη λογική ενός σχεδίου που εντούτοις αγνοούμε παντελώς;
Όπως ένας ποιητής που κατέχει την τέχνη των ρυθμών, κατορθώνει να παραμελεί έναν άρρυθμο
στίχο στο ρυθμικό του αποτέλεσμα, για να εξυπηρετήσει ακριβώς το στόχο από τον οποίο μοιάζει
να απομακρύνεται, κι όπως κάποιος κριτικός, λάτρης της ομοιόμορφης καθαρολογίας μάλλον
παρά του ίδιου του ρυθμού, δεν θα παραλείψει να χαρακτηρίσει το στίχο λανθασμένο, έτσι
λοιπόν και ο Δημιουργός μπορεί να παρεμβάλει αυτό που η στενή μας κρίση αντιλαμβάνεται σαν
αρρυθμία, στη μεγαλόπρεπη ροή ενός ρυθμού μεταφυσικού.
Έχω επίσης πει πως δεν αποδέχομαι το επιχείρημα του κακόπιστου ωρολογοποιού. Πράγματι,
είναι πολύ δυσκολότερο να απαντήσω, μα κι αυτό μόνο φαινομενικά.
Μπορούμε να πούμε πως δεν ξέρουμε καλά τι είναι το κακό και πως, κατά συνέπεια, δεν
μπορούμε να ξεχωρίσουμε αν ένα πράγμα είναι καλό ή κακό. Είναι, ωστόσο, αναμφισβήτητο πως
κάθε πόνος, ακόμα κι όταν είναι για το καλό μας, είναι από μόνος του κάτι κακό, που σαν λόγος
αρκεί για να υφίσταται το κακό. Αρκεί ένας πονόδοντος για να αμφισβητήσουμε την καλοσύνη
του Δημιουργού. Η ουσιαστική αδυναμία όμως αυτού του επιχειρήματος έγκειται στην πλήρη
άγνοιά μας του Θεϊκού σχεδίου και στην εξίσου πλήρη άγνοια της ακριβούς φύσης, ως προσώπου
ευφυούς, του διανοούμενου Απείρου.
Η ύπαρξη του κακού είναι ένα πράγμα, ο σκοπός της ύπαρξης αυτού του κακού είναι ένα άλλο
πράγμα. Η διάκριση είναι ίσως τόσο λεπτή που θυμίζει σόφισμα, μ’ αυτό που είναι βέβαιο είναι
πως είναι ορθή.
Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε την ύπαρξη του κακού, μα μπορούμε να αρνηθούμε να
θεωρήσουμε την ύπαρξη του κακού, κακή. Αναγνωρίζω πως το πρόβλημα παραμένει, μα
παραμένει διότι παραμένει και η ατελής μας φύση.

Ο Φερνά ντο και το κακό


Δεν περίμενα ποτέ πως μέσα σ’ ένα τόσο μικρό βιβλιαράκι θα έβρισκα μια τόσο ενδιαφέρουσα
άποψη για την παρουσία του κακού στον κόσμο. Και μάλιστα σε έναν «κοσμικό» άνθρωπο, από
εκείνους που πολλοί θρησκευόμενοι θα θεωρούσαν έξω από την Χάρη του Θεού και ίσως
καταδικασμένο στην αιώνια κόλαση. Ευτυχώς, όμως, που για τον Θεό τα πράγματα δεν είναι
τόσο μικρόνοα και μικρόψυχα, αλλά βαθύτερα και ουσιαστικότερα, σημαντικά και παράδοξα
στους δρόμους της αγάπης Του.
Το βιβλίο είναι του γνωστού Πορτογάλου συγγραφέα Φερνάντο Πεσσόα και λέγεται Βιβλίο της
Ανησυχίας. Μου το είχε δώσει ο αδελφός μου πριν πολλά χρόνια. Το καημένο όμως έμεινε στα
αζήτητα των προσεχών αναγνώσεων που όλο αναβολή για την αύριο έπαιρναν. Κάποια στιγμή
όμως ήρθε και η δική του ώρα. Το πήρα στα χέρια μου. Το άνοιξα με κινήσεις νωχελικές και
ράθυμες, ίσως και αδιάφορες, καθώς την εποχή εκείνη, λανθασμένα -καθώς αποδείχτηκε-,
πίστευα ότι δεν είχε και πολλά να μου δώσει. Γνώριζα τον συγγραφέα, αλλά όμως εκείνη την
χρονική περίοδο πίστευα ότι σε ένα θύραθεν κοσμικό κείμενο δεν μπορεί κανείς να ανιχνεύσει
τέτοιου είδους αλήθειες. Και όμως είχα άδικο.
Γιατί, καθώς μεγάλωνα και ωρίμαζαν οι πόνοι και η πάλη μου, κατάλαβα ότι ο Θεός δεν
φυλακίζεται και δεν ανήκει σε κανένα, παρά μονάχα στην φιλάνθρωπη, οικτίρμονα και αγαπητική
φύση Του. «Η χάρη του Αγίου Πνεύματος αντικατοπτρίζεται σε όλους τους Αγίους και τους
προφήτες του Ισραήλ. Η παρουσία του Πνεύματος εκδηλώνεται ακόμα και μέσα από τους
ειδωλολάτρες που αγνοούσαν τον πραγματικό Θεό. Ακόμα και οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας
-που αναζητούσαν λανθασμένα την Αλήθεια μέσα από το σκοτάδι της άγνοιας του Θεού- θα
μπορούσαν μέσω αυτής της αναζήτησης να βρίσκονται, κατά κάποιον τρόπο, σε κοινωνία με το
Άγιο Πνεύμα» (Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ). «Η ιδέα ότι το Άγιο Πνεύμα μπορεί να ήταν παρόν
στη σκέψη των αρχαίων φιλοσόφων, όπως μας λέει ο Σεραφείμ, εμφανίζεται ήδη από τα πρώτα
χρόνια του Χριστιανισμού. Ο φιλόσοφος Ιουστίνος (2ος αι. μ.Χ·) ανακάλυπτε την «εν σπέρματι
αλήθεια» στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν και εμείς με τη σειρά μας
κατά πόσο το Άγιο Πνεύμα -που πνέει όπου εκείνο θέλει- μπορεί να έχει εμπνεύσει, ακόμα και εν
αγνοία τους, στοχαστές και καλλιτέχνες όπως ο Ζωρζ Ρουώ (Γάλλος εξπρεσιονιστής ζωγράφος ο
οποίος φιλοτέχνησε πλήθος θρησκευτικών θεμάτων, 1871-1958) και ο Μαρκ Σαντάλ (Γάλλος
ζωγράφος ρωσοεβραϊκής καταγωγής, 1887-1985. Η θεματολογία του έχει πολλές αναφορές στη
Βίβλο) ή ανθρώπους με αγαθές προθέσεις, όπως ο Μαχάτμα Γκάντι (Ινδός πολιτικός, 1869- 1948,
υποστηρικτής της «μη βίας») και να τους έχει κάνει κοινωνούς μιας δημιουργικής δράσης μέσα
στον κόσμο...» (π. Μιχαήλ Ευδοκίμωφ).
Έτσι λοιπόν ο Φερνάντο Πεσσόα ψηλαφά με δέος και φόβο το ιμάτιο της αποκαλυπτικής
ενέργειας του Θεού. Έρχεται με ένα μοναδικό τρόπο να μας μιλήσει για την παρουσία του κακού
στον κόσμο και πώς αυτό συνδέεται με τον Θεό της αγάπης και της δημιουργίας.
Δεν είναι θεολόγος, γι’ αυτό και κάνει κάποια λάθη. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία, είναι πως
αυτή η ευαίσθητη ματιά και σκέψη του στον κόσμο και τους ανθρώπους τού επιτρέπει να βλέπει
και όχι απλά να κοιτάζει την πραγματικότητα. Αυτό δεν είναι απλό, αλλά θεϊκό.

Το δικαίωμα στο ερώ τημα και την


κραυγή ...
(σχό λιο στην προσευχή του Χριστού
στον κή πο της Γεσθημανή )
«Τότε ἔρχεται μετ᾿ αὐτῶν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς χωρίον λεγόμενον Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς·
καθίσατε αὐτοῦ ἕως οὗ ἀπελθὼν προσεύξωμαι ἐκεῖ. καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο
υἱοὺς Ζεβεδαίου ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν. τότε λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· περίλυπός ἐστιν ἡ
ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ. καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ
πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος καὶ λέγων· πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ
ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ. καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς καὶ εὑρίσκει
αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ᾿ ἐμοῦ!
γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ
σὰρξ ἀσθενής. πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν προσηύξατο λέγων· πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο
τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου. καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει
αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι. καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς
ἀπελθὼν πάλιν προσηύξατο ἐκ τρίτου τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών· τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς
αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν. ἐγείρεσθε ἄγωμεν· ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς
με.» (Ματθ. 26, 36-46).
Στον κήπο της Γεσθημανή και στο σταυρό του Χριστού η ανθρώπινη κραυγή αποκτά
«δικαίωμα». Πόσες φορές στην ζωή μας ακούσαμε μια φωνή μέσα από την ψυχή μας να απαιτεί
με έναν απόλυτο τρόπο και να κραυγάζει, «πάψε». «Πάψε», μην μιλάς, εσύ δεν ξέρεις, «πάψε»,
είσαι μικρός κι ανώριμος, «πάψε», έχεις θράσος, «πάψε», αμαρτάνεις, «πάψε», θα σε τιμωρήσει
ο Θεός, «πάψε», θα χάσεις την ψυχή σου, θα πας στην κόλαση. Γιατί μιλάς, γιατί ρωτάς, γιατί
απορείς και αμφισβητείς, γιατί —πάνω από όλα— φοβάσαι; Ουσιαστικά η εντολή είναι πάψε να
είσαι άνθρωπος. Γιατί δίχως ερώτημα δεν υφίσταται άνθρωπος.
Αρκετές φορές στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας εκφράστηκε μέσα από κείμενα και από
άμβωνες ένας λόγος που περπατούσε σε μονοπάτια γεμάτα εκβιαστικά διλήμματα και
μεταφυσικές απειλές, με απώτερο σκοπό τον έλεγχο και την εξουσία. Αισθάνομαι ότι η πιο
μεγάλη και τραγική εκμετάλλευση που έχει υποστεί ο Θεός στην ιστορία αυτού του κόσμου, είναι
από τους ανθρώπους της θρησκείας, μια και στο όνομά Του έχουν μεταφορικά και κυριολεκτικά
εγκληματήσει αρκετές φορές.
Το να απορείς, να αμφισβητείς, να δέχεσαι ή να απορρίπτεις είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό
του ανθρώπου. Ένα ον που δεν ρωτάει, δεν είναι ανθρώπινο.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο μεγάλος προφήτης της εικόνας, σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι: «Ο
κίνδυνος είναι ότι οι άνθρωποι παύουν να θέτουν το ερώτημα». Αυτός δε, αναφερόμενος στο
εαυτό του, ως σκηνοθέτης και κινηματογραφιστής, έλεγε ότι αφιέρωσε την ζωή του στο πώς να
ξυπνήσει τις ανθρώπινες συνειδήσεις, ώστε να καταλάβουν ότι άνθρωπος σημαίνει «ερώτημα».
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι όταν ρωτάμε, συμμετέχουμε στην ιστορία. Ερχόμαστε
σε συνεργία με τον Θεό και το θέλημά Του. Δεν είμαστε απλοί μοιραίοι αποδέκτες, αλλά
συνεργοί της Χάριτος του Θεού. Είναι παντελώς λανθασμένη η άποψη, που θέλει τον πιστό να
μην αμφιβάλλει ποτέ στην ζωή του, να μην ρωτά και να μην ανοίγει διάλογο με τον Θεό. Και μόνο
μια ανάγνωση των Ψαλμών θα μας πείσει για το αντίθετο. Μια και εκεί, με ένα μοναδικά
χαρακτηριστικό τρόπο, φανερώνεται αυτή η δυνατότητα του ανθρώπου να διαλέγεται με τον Θεό
και να διαμορφώνει όρους σχέσης μαζί Του που δεν αποκλείουν ή ενοχοποιούν το ερώτημα προς
Αυτόν.
Αλλά ως πότε, Κύριε,
εσύ θα μένεις απαθής;
Έλα, Κύριε,
λύτρωσε την ζωή μου,
σώσε με,
χάρη στην ευσπλαχνία σου.
Θεέ μου, Θεέ μου,
γιατί με εγκατέλειψες;
γιατί στέκεις μακριά και δεν σώζεις;
γιατί τα λόγια της κραυγής μου δεν ακούς;

Θεέ μου,
σου κράζω όλη τη μέρα,
μα εσύ δεν αποκρίνεσαι
φωνάζω και την νύχτα,
μα να ησυχάσω δεν μπορώ.
Όταν ρωτάω, συμμετέχω στην ιστορία. Όταν αμφιβάλλω, προσκαλώ σε αναδημιουργία.
Αμφισβητώ για να βρω το αυθεντικό, το γνήσιο και αληθινό. Εάν δεν έχω ερωτήματα, τότε δεν
μετέχω στο γεγονός της ζωής. Εάν δεν αμφισβητώ, δεν αγαπώ. Μονάχα εκείνος που μπορεί να
διερωτάται έχει υγιείς σχέσεις, ζωή και επιλογές, μια και τις κινήσεις ή τοποθετήσεις του
απέναντι στα εσωτερικά και εξωτερικά γεγονότα, τις κρίνει. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που έλεγε
ο Θ. Λάλας, «στεριώνουμε εκεί που διαρκώς αμφισβητούμε...». Μονάχα έτσι αναθεωρείς και
επανεξετάζεις τις επιλογές σου. Βρίσκεις νέους δρόμους και κλίσεις, γιατί είσαι απόλυτα
αληθινός μέσα στην εσωτερική κραυγή σου.
Ο μεγάλος Olivier Clément θα συμφωνήσει με τον Ταρκόφσκι, γράφοντας: «Οφείλουμε να
παραμείνουμε άνθρωποι της αγωνίας και της έκπληξης, άνθρωποι που δεν πληρώνονται με
λέξεις και είδωλα, οφείλουμε να μείνουμε άνθρωποι που θέτουν το ερώτημα, έστω κι αν το
τίμημα είναι μια κάποια τρέλα. Γιατί οι Εκκλησίες δεν μπόρεσαν να υποδεχθούν έναν Νίτσε, έναν
Αρτώ, έναν Χαλίλ Γκιμπράν, έναν Καζαντζάκη; Δεν έχει έρθει πια η ώρα που πρέπει η Εκκλησία να
δώσει λίγο χώρο σ’ εκείνους που θέτουν το ερώτημα;».
Ο Χριστός στην εναγώνια προσευχή στον κήπο της Γεσθημανή, φανερώνει το ανθρώπινο
«ερώτημα» και την αγωνία ως δυνατότητα σχέσης και προσευχής. Δηλαδή, το γιατί ο φόβος, η
άρνηση, δεν απωθούνται, αλλά γίνονται δρόμος και πορεία συνάντησης με τον Θεό και το
θέλημά Του.
Εμείς έχουμε μάθει μέσα από μια ευσεβιστική θρησκευτικότητα, ότι κάθε μορφή αδυναμίας,
φόβου, δυσπιστίας και αμφιβολίας, έστω κρίσεως του θελήματος του Θεού, φανερώνει απιστία,
ασέβεια και εγωισμό. Ότι γενικότερα αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα. Ο πιστός δεν έχει το
δικαίωμα να φοβάται. Δεν πρέπει να αγωνιά μπροστά στο θάνατο ή τις δοκιμασίες· Κυρίως όμως
δεν ερωτά τίποτα για κανένα λόγο. Αποδέχεται απλά τις άνωθεν «βουλές» ενός «πανίσχυρου
εξουσιαστή» με απόλυτη παθητικότητα και μοιρολατρία. Είναι το μεγάλο θύμα στα χέρια ενός
απολυταρχικού δυνάστη. Τι άνθρωπος είναι όμως αυτός που δεν φοβάται και δεν ρωτάει;
«Μην υποτιμάμε και πολύ περισσότερο μην απαξιώνουμε τον ανθρώπινο φόβο. Δεν υπάρχει
άνθρωπος που να μην φοβάται. Ο φόβος είναι συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης συνθήκης. Ο
άνθρωπος ορίζεται και εννοείται από τους φιλοσόφους και τους θεολόγους με πολλούς και
ποικίλους τρόπους. Ας μην μας ξεγελούν οι μεγαλόπρεποι ορισμοί: ο άνθρωπος είναι πρώτα από
όλα ένα πλάσμα που φοβάται και ελπίζει. Φοβάται και την ίδια στιγμή ελπίζει»32.
Ο Χριστός, όμως, μας φανερώνει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση στο θέμα αυτό, δηλαδή
της ανθρώπινης κραυγής και του ερωτήματος. Εκείνο το φρικτό βράδυ στην Γεσθημανή, όσο και
αργότερα πάνω στον Σταυρό, μας αποκαλύπτει το μυστικό της δυνατότητας ενώ ερωτάς να
εμπιστεύεσαι.
Ο Ιησούς ζητάει από τον Θεό, εάν είναι δυνατόν, να μην πιει το ποτήριο της φρικτής
δοκιμασίας. Αισθάνεται το μεγαλείο της ευθύνης ενώπιον της ανθρωπότητας και του θεϊκού
θελήματος. Συγχρόνως η καθ’ όλα πλήρης ανθρώπινη φύση Του φοβάται τον θάνατο.
Το γεγονός ότι γνωρίζει ως Θεός την Ανάσταση δεν ακυρώνει τον φόβο. Ως άνθρωπος αγωνιά.
Εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα ήταν σαν ο Χριστός να αποδεχόταν το γεγονός του θανάτου ως
φυσιολογικό.
Αντιθέτως, με το ερώτημά Του εάν μπορεί να μην πιει το ποτήριο του φρικτού Του μαρτυρίου,
φανερώνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλασμένος για τον θάνατο, την οδύνη και τον στεναγμό. Εάν
θέλετε, αναδεικνύει και την ουσιώδη οντολογική και ηθική διαφορά της Βασιλείας του Θεού από
τον κόσμο της αδικίας.
32
Σ. Ζουμπουλάκης, «Παρηγορείται το απαρηγόρητο;», The Athens Review of Books, Μάρτιος 2017, τεύχος 82.
Από την άλλη, ενώ φανερώνει και απογυμνώνει τα όρια της ανθρώπινης φύσης στο φόβο και
την αγωνία, δεν χάνεται στην απόγνωση της απιστίας. Έχει πίστη στον Θεό Πατέρα Του. Γι’ αυτό
και στο τέλος της προσευχής Του βλέπουμε το απόλυτο άφημα στην αγκαλιά, στο θέλημα του
Θεού που ξέρει και γνωρίζει· «Πατέρα, ας γίνει το θέλημά Σου...». Ουσιαστικά τι λέει ο Χριστός;
Ότι, «Θεέ μου, ως άνθρωπος φοβάμαι, αρνούμαι τον θάνατο, πονάω και χάνομαι. Όμως γνωρίζω
ποιος είσαι, πόσο με αγαπάς και τι έχεις κάνει για μένα. Ξέρω ότι δεν θέλεις το κακό και δεν
επικροτείς την αδικία. Αφήνομαι σε Σένα, όχι γιατί δεν ρωτάω αλλά γιατί αγαπάω».
Θα πει κάποιος ότι αυτά είναι λεπτομέρειες. Και όμως, όχι μόνο δεν είναι, αλλά βρισκόμαστε
μπροστά σε μια ουσιαστική στιγμή της επίγειας παρουσίας του Χριστού, διότι πέρα από κάθε
άλλο μάς αποκαλύπτει και το μυστικό της προσευχής ως σχέσης που ξέρει να εμπιστεύεται.
Στην καθημερινότητα της ζωής πολλές φορές διαφωνούμε με τον άντρα ή την γυναίκα μας, το
παιδί μας ή έναν καλό φίλο, αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν τον αγαπάμε ή
ότι δεν του έχουμε εμπιστοσύνη.
Απ’ όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι ο Χριστός με το παράδειγμα προσευχής που
καταθέτει το βράδυ της αγωνίας Του στον κήπο της Γεσθημανή, ελευθερώνει την ανθρώπινη
κραυγή από την μεταφυσική απειλή και προβάλλει το ανθρώπινο ερώτημα ως δυνατότητα
σχέσης με τον Θεό.

Η θρυμματισμένη «αγιό τητα» της


ασθένειας...
Τις μέρες αυτές τρέχοντας για θέματα της υγείας μου σε γιατρούς και νοσοκομεία, από
εξετάσεις σε εξετάσεις, σενάρια και ερμηνείες αποτελεσμάτων, σκέφτηκα για ακόμη μια φορά
πώς μπορεί να αισθάνεται ένας άνθρωπος που μετά από κάποιο ιατρικό έλεγχο, ο γιατρός τού
ανακοινώνει, «δυστυχώς τα νέα δεν είναι καλά. Έχετε καρκίνο...» ή, ακόμη πιο τραγικά, «σας
μένουν 3 ή 6 μήνες ζωής». Πώς αντέχει μια ανθρώπινη ψυχή σε τέτοια ακούσματα;
Έλεγε ο άγιος Παΐσιος: «Πάντως άλλο είναι να μαθαίνεις ότι αρρώστησε κάποιος και άλλο
είναι να αρρωσταίνεις ο ίδιος. Τότε καταλαβαίνεις τον άρρωστο. Άκουγα “χημείο- θεραπείες” και
νόμιζα ότι είναι “χυμοθεραπείες ”, δηλαδή ότι κάνουν στους καρκινοπαθείς θεραπεία με χυμούς,
με φυσικές τροφές! Πού να ξέρω; Τώρα όμως κατάλαβα τί ταλαιπωρία είναι».
Προσωπικά δεν πιστεύω ότι μπορεί κάποιος να αντέξει σε μια τέτοια ανακοίνωση και κατόπιν
να αντιμετωπίσει (όπως και το θάνατο του παιδιού του) αυτή την ασθένεια δίχως την Χάρη του
Θεού, ασχέτως εάν κάποιος πιστεύει ή δεν πιστεύει στον Θεό, εάν πάει ή δεν πάει στην εκκλησία.
Αυτή η Χάρις είναι δωρεάν ενίσχυση και παραμυθία της απροϋπόθετης αγάπης του Θεού. Και
κάτσε εσύ να υπολογίζεις τις ενέργειες και την αγάπη του Θεού με μαθητικές λογικές και
αναλύσεις. Ε, δεν θα καταλάβεις ποτέ τον Θεό. Αποδέξου το, σε ξεπερνάει η παραδοξότητα των
δρόμων Του.
Θα συμφωνήσω απόλυτα με αυτό που έλεγε ο άγιος Παΐσιος ότι ο «καρκίνος θα γεμίσει τον
παράδεισο με μάρτυρες». Γιατί για μάρτυρες πρόκειται. Όχι μόνο για τον πόνο που επωμίζονται
και τα μαρτύρια στα οποία υποβάλλονται ψυχικά και σωματικά, μα διότι με τον αγώνα τους
προασπίζονται την αξία και την ιερότητα της ζωής. Και όποιος παλεύει για την ζωή, συνειδητά ή
όχι, δίνει μαρτυρία Θεού. Γι’ αυτό πολύ σωστά αναφέρει ο Σ. Ζουμπουλάκης, «δεν δέχομαι
κανένα κήρυγμα περί αναστάσεως παρά μονάχα από καρκινοπαθή δ’ βαθμού».
Η ασθένεια, έλεγε η Σιμόν Βέιλ, έρχεται να μας φανερώνει ότι είμαστε ένα «τίποτα».
Σαφέστατα δεν εννοεί ένα ψυχολογικό τίποτα, αλλά ένα οντολογικό. Δηλαδή η ασθένεια μάς
θυμίζει την κτιστότητα και φθαρτότητά μας. Ότι έχουμε υπαρκτικά όρια.
Αισθάνομαι ότι εκεί διαδραματίζεται όλη η σχέση μας με την ασθένεια, τον εαυτό μας και τον
Θεό: Εάν η αρρώστια με διδάξει ότι είμαι ένα «τίποτα» που αξίζει πολλά. Ότι αυτό το θνητό
πλάσμα, που φοβάται, ταράζεται, αμαρτάνει, πεθαίνει, το αγαπάει πολύ ο Θεός. Δεν είναι
εύκολο· και μάλιστα την στιγμή που είσαι στην κόλαση και καίγεσαι από την αρρώστια και τον
ψυχικό εγκλωβισμό. Ωστόσο αυτή είναι η μόνη παρηγοριά σε έναν απαρηγόρητο πόνο. Ότι ο
Θεός είναι πάσχων μαζί μου και με αγαπάει πολύ. Αγωνίζομαι να προασπιστώ την ζωή που μου
χαρίστηκε, απέναντι στο θάνατο που την απειλεί.
Και βέβαια δεν αντιδρούν όλοι οι άνθρωποι σε ίδιες καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, πόσο δε
μάλλον όταν εκείνες είναι οριακές. Ακόμη όμως κι αυτή η ιδιορρυθμία, ο θυμός ή, πολλές φορές,
η φαινομενική σκληρότητα ή η απιστία με την οποίοι πολλοί αμύνονται απέναντι στην απειλή της
ασθένειας, για μένα είναι «ιερές» καταστάσεις. Διότι είναι οι τρόποι που σταυρωμένοι άνθρωποι
φωνάζουν με ιδιόρρυθμο τρόπο ένα βαθύ υπαρξιακό «διψώ», πάνω από τον σταυρό τους. Αυτό
μόνο να το σέβομαι μπορώ και θέλω.
Αυτοί οι άνθρωποι βαδίζουν στο μονοπάτι μιας ιδιότυπης «αγιότητας». Όχι της «αγιότητας»
της δύναμης και της ισχύος, αλλά εκείνης της αδυναμίας, της ευαισθησίας, των δακρύων, του
φόβου που ξέρει να ελπίζει, του λίγου που γίνεται πολύ, της πίστης που χάνεται και βρίσκεται ως
εμπιστοσύνη, του παραπόνου που μεταμορφώνεται στο «ας γίνει το θέλημά Σου...». Μιας
θρυμματισμένης «αγιότητας» που αγκαλιάζει όλα τα συναισθήματα και τα μεταμορφώνει. Εκεί
το δάκρυ δεν είναι ντροπή ή ολιγοπιστία, το «γιατί» αμαρτία και απειλή κολάσεως. Μια
«αγιότητα» που κατανοεί την αδυναμία, το κτιστό, το φθαρτό, που το αγκαλιάζει, το
μεταμορφώνει και το σώζει.
Στην εποχή που ζούμε, ο «άγιος» δεν θα είναι ο νικητής, ο τροπαιούχος, ο δυνατός και
κραταιός, αλλά εκείνες οι θρυμματισμένες ψυχές, οι σταυρωμένοι άνθρωποι, που ήσυχα,
καρτερικά και αθόρυβα, κουβαλάνε τον σταυρό της ζωής τους. Ο άγιος στέκεται γυμνός σε ένα
κόσμο που ντύνει και μασκαρεύει τις ανασφάλειές του με εξουσία και δύναμη. Ο άγιος
πορεύεται μονάχα με την πίστη του, σε ένα κόσμο που θέλει όλα να τα εξηγήσει. Αυτό δεν
γίνεται. Η πιο μεγάλη προσευχή είναι το «δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω, Σου παραδίδομαι,
Κύριε...»
Λέει ο Ζουμπουλάκης για την πολύπαθη αδελφή του Γιούλα: «Η αδερφή μου τα άξιζε όλα και
δεν είχε τίποτα, ούτε υγεία, ούτε σταδιοδρομία ούτε κοινωνική αναγνώριση ούτε χρήματα ούτε
τίποτε. Και όμως ήταν γεμάτη καλοσύνη για όλους. Αόργητη και αμνησίκακη. Ένα σχολείο
καλοσύνης και αγάπης... Αν υπάρχει παράδεισος, είμαι απολύτως βέβαιος ότι η αδερφή μου
βρίσκεται εκεί. Επιτέλους, χωρίς γιατρούς και φάρμακα, μέσα στην χαρά της θέας του
δεσποτικού προσώπου και τη ζεστασιά της κοινότητας των αληθινών αγίων...»

Χά νομαι στην απουσία Σου...


Αυτή, Κύριε, αυτή η σιωπή Σου πόσο με τυράννησε! Πόσες φορές με εκνεύρισες, Κύριε, που
έμεινες σιωπηλός όταν εγώ χανόμουν σε δρόμους που δεν ήξερα πού οδηγούν, σε μονοπάτια
που για πρώτη φορά ρακένδυτος περπάτησα. Τότε χρειάστηκε να αμαρτήσω πολλές φορές για να
νιώσω ότι «υπάρχω», να αισθανθώ ότι «ζω». Όχι, δεν αμαρτάνουν όλοι για την ηδονή, για να
κάνουν το κέφι τους και να χαρούν με ψεύτικα αποκαΐδια μιας φωτιάς που ποτέ δεν άναψε μέσα
τους.
Υπάρχουν κι εκείνες οι ταλαίπωρες και αναγκεμένες ψυχές, που κάθε μέρα παλεύουν να
κρατηθούν στην ζωή ένα βήμα μόλις πριν τον θάνατο και την ολική έκλειψη του βλέμματός τους.
Υπάρχουν κι αυτοί που η ζωή τούς δυσκολεύει αφάνταστα και τα μεταξωτά σωθικά τους
σκίζονται εύκολα στα σκληρά βλέμματα του κόσμου. Όλοι εκείνοι που οι μέρες και οι νύχτες τους
δεν είναι ξέγνοιαστες, κι ας πρέπει να γελούν για να καλύψουν τα ανείπωτα δάκρυά τους. Μια
στιγμή μονάχα εάν αφήσουν να φανεί το δράμα της ψυχής τους, θα χαθεί μονομιάς όλο το μπλε
της γης.
Τέτοιες στιγμές, Χριστέ, Σε φώναξα με όση φωνή μού είχε απομείνει. Μα η σιωπή Σου με
ράγισε, κι ας ήξερα στα βάθη της ψυχής μου ότι είσαι εκεί. Δεν έφτανε όμως αυτό για να
σωπάσει ο καημός μου. Ξέρεις καλά Εσύ, Χριστέ μου, δεν ήταν άπιστοι, προδότες και εχθροί όσοι
δεν άντεξαν σε αυτή την σιωπή και χάθηκαν στους λογισμούς τους. Ήταν τα πιο αδύναμα δικά
Σου παιδιά, που κύρτωσαν οι αντοχές τους στην απουσία Σου. Αυτό φοβάμαι κι εγώ, εκείνες τις
ώρες που φρικτά μού λείπεις, μην χαθώ και ξενιτευτώ από την πίστη.
Μα ύστερα πάλι, στον κήπο της Γεσθημανή, σε σκέφτομαι εκείνο το φρικτό το βράδυ που
επίμονα ζητούσες την συντροφιά των μαθητών. Τα δάκρυα και τους ιδρώτες συλλογιέμαι, τον
φόβο και την αγωνία Σου, κι αυτό το μαρτύριο που ζήτησες από τον Θεό να Σε απαλλάξει. Κι
όμως, στο τέλος έκανες αυτό που ήθελε Εκείνος.
Αυτή είναι η ελπίδα μου, ότι ενώ πιστεύω δεν με εμποδίζεις να αμφιβάλλω, να ρωτώ, να
ψάχνω να σε βρω κομματιασμένος. Είναι του έρωτα καμώματα κι αυτά, να φεύγω σαν δεν μου
μιλάς. Να χάνομαι στην απουσία Σου, κι όταν αργείς τα βράδια να μην κοιμάμαι... Κι είναι κάτι
νύχτες, Κύριε, που αργούν πολύ να ξημερώσουν...

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να
περιεργάζεται αυτά που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες και
αποστόλους και ευαγγελιστές.

Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να περιεργάζεται αυτά
που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες και αποστόλους και ευαγγελιστές. «Τον
Θεό ποτέ κανείς δεν τον είδε. Ο μονογενής του Υιός, που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του
Πατέρα του, αυτός μας Τον γνώρισε». Το θείο λοιπόν είναι άρρητο και ακατάληπτο. «Διότι
κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά μόνον ο Υιός· ούτε τον Υιό γνωρίζει κανείς παρά μόνον ο
Πατέρας». Και το άγιο Πνεύμα επίσης γνωρίζει τα του Θεού, όπως το πνεύμα του ανθρώπου
γνωρίζει τα του ανθρώπου. Και μετά την πρώτη εκείνη και μακάρια φύση του Αγίου Πνεύματος
κανείς ποτέ δεν γνώρισε το Θεό, παρά μόνον εκείνος στον οποίο ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε·
κανένας από τους ανθρώπους δεν τον γνώρισε ούτε από τις υπερκόσμιες δυνάμεις, ακόμη,
νομίζω, και αυτά τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ. Αλλά ο Θεός δεν μας άφησε σε τέλεια άγνοια.
Διότι η γνώση της υπάρξεως του Θεού έχει εκ φύσεως δοθεί σε όλους μας. Ακόμη και η ίδια η
κτίση και η συνοχή και η διακυβέρνησή της διακηρύσσει το μεγαλείο της φύσεως του Θεού. Μας
φανέρωσε, όσο είναι δυνατόν, τη γνώση του εαυτού Του πρώτα με το νόμο και τους προφήτες
και έπειτα με τον μονογενή Υιό του, τον Κύριο και Θεό μας, Σωτήρα Ιησού Χριστό. Όλα, λοιπόν,
που μας έχει παραδώσει ο νόμος, οι προφήτες, οι απόστολοι και οι ευαγγελιστές τα
αποδεχόμαστε, τα γνωρίζουμε και τα σεβόμαστε και δεν ζητάμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά.
Διότι ο Θεός είναι αγαθός και μας παρέχει όλα τα αγαθά. Δεν πέφτει ούτε σε ζήλια ούτε σε
κάποιο άλλο πάθος· διότι ο φθόνος είναι μακριά από τη θεία φύση, η οποία είναι απαθής και
μόνη αγαθή. Επειδή λοιπόν γνωρίζει τα πάντα και προνοεί για το συμφέρον του καθένα,
αποκάλυψε σε μας αυτό που μας συνέφερε να γνωρίζουμε, ενώ αποσιώπησε αυτό που δεν
μπορούμε να καταλάβουμε. Ας αρκεσθούμε και μείνουμε σ’ αυτά, χωρίς να μετακινούμε τα
αιώνια σύνορα και χωρίς να παραβαίνουμε τη θεία παράδοση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2

Γι’ αυτά που είναι δυνατόν να λεχθούν και γι’ αυτά που είναι άρρητα, και για όσα
μπορεί να είναι γνωστά και όσα άγνωστα.
Γι’ αυτά που είναι δυνατόν να λεχθούν και γι’ αυτά που είναι άρρητα, και για όσα μπορεί να
είναι γνωστά και όσα άγνωστα. Αυτός που θέλει να ομιλεί ή ν’ ακούει για το Θεό πρέπει να
γνωρίζει καλά ότι όσα αναφέρονται στο Θεό καθ’ εαυτόν και όσα στο έργο της οικονομίας Του,
ούτε όλα αποσιωπώνται ούτε όλα λέγονται· ούτε όλα είναι άγνωστα ούτε όλα γνωστά. Και άλλο
είναι αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό και άλλο αυτό που μπορεί να λεχθεί, όπως άλλο είναι το
να ομιλεί κανείς και άλλο το να γνωρίζει κάτι. Πολλά λοιπόν που αντιλαμβανόμαστε ατελώς με το
νου για το Θεό δεν μπορούμε να τα διατυπώσουμε κατάλληλα, αλλά αναγκαζόμαστε με δικές μας
εκφράσεις να ομιλούμε γι’ αυτά που είναι πάνω από μας (θεία)· έτσι αποδίδουμε στο Θεό ύπνο,
οργή, αμέλεια, χέρια, πόδια και τα όμοια. Γνωρίζουμε και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι χωρίς
αρχή και τέλος, αιώνιος, παντοτινός, αδημιούργητος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος, απλός,
ασύνθετος, ασώματος, αόρατος, αψηλάφητος, απερίγραπτος, άπειρος, απεριόριστος,
ακατάληπτος, αχώρητος στο νου, αγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, δημιουργός όλων των
κτισμάτων, παντοκράτορας, παντεπόπτης, προνοητής όλων, εξουσιαστής και κριτής.
Γνωρίζουμε επίσης και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι ένας, δηλαδή μία ουσία· αποκαλύπτεται
και υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, εννοώ του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και
ακόμη ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι σε όλα ένα, εκτός από την αγεννησία, τη
γέννηση και την εκπόρευση. Γνωρίζουμε ακόμη και ομολογούμε ότι ο μονογενής Υιός και Λόγος
του Θεού και Θεός ο ίδιος, από τη μεγάλη του ευσπλαχνία και για τη δική μας σωτηρία, με την
καλή θέληση του Πατέρα του και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος, συνελήφθη ασπόρως και
γεννήθηκε από την αγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος·
έγινε απ’ αυτήν τέλειος άνθρωπος. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο ίδιος είναι συγχρόνως και τέλειος
Θεός και τέλειος άνθρωπος· έχει δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη· υπάρχει σε δύο φύσεις
που έχουν νου, θέληση, ενέργεια και αυτεξούσιο· και, για να το πω μ’ ένα λόγο, είναι με δύο
φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, που είναι τέλειες όσον αφορά τα γνωρίσματα που αρμόζουν
στην καθεμία και αποτελούν μία σύνθετη υπόσταση. Διότι η Αγία Γραφή και όλη η χορεία των
Αγίων μαρτυρεί ότι και πείνασε και δίψασε και κουράστηκε και σταυρώθηκε και δοκίμασε το
θάνατο και την ταφή, αλλά αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και αναλήφθηκε στους ουρανούς, απ’
όπου ήλθε πάλι σε μας και θα μας έλθει αργότερα. Αγνοούμε όμως και δεν μπορούμε να πούμε
ποια είναι η ουσία του Θεού ή πώς είναι πανταχού παρών ή πώς γεννήθηκε Θεός από Θεό και
έχει εκπορευθεί ή πώς ταπείνωσε τον εαυτό του ο μονογενής Υιός και Θεός και έγινε άνθρωπος
από παρθένο, αφού κυοφορήθηκε με άλλο τρόπο πέρα από τον φυσικό, ή πώς περπατούσε πάνω
στα νερά χωρίς να βραχούν τα πόδια του. Δεν μπορούμε, λοιπόν, ούτε να πούμε ούτε να
εννοήσουμε κάτι άλλο απ’ αυτά που μας έχουν αποκαλυφθεί με Πνεύμα Θεού από τα ιερά λόγια
της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία και έχουν λεχθεί και έχουν αποκαλυφθεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4

Για το τι είναι ο Θεός; Ότι δηλαδή είναι ακατάληπτος.


Είναι, λοιπόν, φανερό ότι υπάρχει Θεός. Αλλά είναι τελείως ακατάληπτο και άγνωστο τι είναι
στην ουσία και τη φύση του. Επίσης, είναι φανερό ότι είναι ασώματος. Διότι, πώς είναι δυνατόν ο
άπειρος (Θεός), ο αόριστος, ο ασχημάτιστος, ο αψηλάφητος, ο αόρατος, ο απλός και ασύνθετος
να είναι σώμα; Κι αν μπορεί να περιγραφεί και να πάθει, πώς μπορεί να είναι και αμετάβλητος;
Και αυτό που αποτελείται από στοιχεία και διαλύεται σ’ αυτά, πώς θα είναι και απαθές; Διότι η
σύνθεση είναι αιτία διαμάχης, η διαμάχη χωρισμού και ο χωρισμός αιτία της διασπάσεως. Και η
διάσπαση είναι τελείως ξένη προς το Θεό. Πώς όμως θα έχει ισχύ ο λόγος της Γραφής «ότι ο Θεός
είναι μέσα σ’ όλα και όλα τα γεμίζει»; «Λέει ο Κύριος: δεν είμαι εγώ που γεμίζω όλο τον ουρανό
και τη γη;». Διότι είναι αδύνατο το σώμα να περνά μέσα από σώματα χωρίς να τα τέμνει ούτε το
ίδιο να τέμνεται ή να συντίθεται και να αντιπαρατίθεται, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα υγρά
που αναμειγνύονται και αποτελούν ένα κράμα. Και εάν πάλι ορισμένοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει
άυλο σώμα, όπως αυτό που οι Έλληνες σοφοί το ονομάζουν πέμπτο σώμα -πράγμα που είναι
αδύνατο-, σίγουρα όμως αυτό θα κινείται όπως ο ουρανός. Διότι αυτός είναι το πέμπτο σώμα.
Και ποιος είναι αυτός που το κινεί; Διότι καθετί που κινείται, από άλλον κινείται. Και εκείνον
ποιος τον κινεί; Κι έτσι θα πάμε ως το άπειρο, έως ότου φθάσουμε σε κάτι ακίνητο. Αυτό είναι το
πρώτο ακίνητο που κινεί, και είναι το θείον. Και πώς πάλι αυτό που κινείται δεν περιορίζεται σε
τόπο; Επομένως, μόνο το θείον είναι ακίνητο και κινεί με την ακινησία του τα πάντα. Γι’ αυτό
πρέπει να θεωρήσουμε το θείο ασώματο. Αλλά ούτε αυτό (η ακινησία) μπορεί να παραστήσει την
ουσία του, όπως ούτε η έννοια αγέννητος, άναρχος, αναλλοίωτος, άφθαρτος και όσα λέγονται για
το θεό ή σχετικά με το θεό. Διότι αυτά δεν φανερώνουν τι είναι ο Θεός, αλλά τι δεν είναι. Πρέπει
βέβαια αυτός που θέλει να ορίσει την ουσία κάποιου όντος να πει τι είναι, και όχι τι δεν είναι.
Όμως, για το Θεό είναι αδύνατο να πούμε τι είναι στην ουσία του. Είναι ευκολότερο να
μιλήσουμε με την αφαίρεση όλων των ιδιωμάτων του· επειδή δεν ταυτίζεται με κανένα από τα
όντα· όχι ότι τάχα δεν υπάρχει, αλλά διότι ξεπερνά όλα τα όντα, και αυτήν ακόμη την έννοια της
υπάρξεως. Διότι, αν στα όντα ανήκουν οι γνώσεις, αυτό που ξεπερνά τη γνώση είναι και πάνω
από την ουσία· και το αντίστροφο, αυτό που είναι πάνω από την ουσία, είναι και πάνω από τη
γνώση.
Επομένως, το θείο είναι απεριόριστο και ακατάληπτο· το μόνο που καταλαβαίνουμε γι’ αυτό
είναι το απεριόριστο και ακατάληπτό του. Και όσα λέμε καταφατικά για το Θεό, δεν φανερώνουν
τη φύση του, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Η έννοια αγαθός, δίκαιος, σοφός κι ό,τι άλλο πούμε, δεν
αναφέρονται στη φύση του Θεού αλλά στα σχετικά μ’ αυτήν. Υπάρχουν και ορισμένες
καταφατικές έννοιες που λέγονται για το Θεό με καθαρή αρνητική έννοια· π.χ., λέγοντας σκοτάδι
για το Θεό, δεν εννοούμε σκοτάδι, αλλά ότι δεν υπάρχει φώς που ξεπερνά το δικό Του φως· και
λέγοντας φως, εννοούμε ότι δεν είναι σκοτάδι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 92

Ότι ο Θεός δεν είναι αίτιος των κακών.


Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να ονομάζει την παραχώρηση του Θεού
ενέργεια, όπως όταν λέει ο απόστολος στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Μήπως δεν έχει τη
δυνατότητα ο αγγειοπλάστης από το ίδιο υλικό να φτιάξει σκεύος χρήσιμο και σκεύος άχρηστο;».
Ο ίδιος, δηλαδή, φτιάχνει και το ένα και το άλλο. Διότι μόνον αυτός είναι ο Δημιουργός όλων,
αλλά τα σκεύη τα χρήσιμα ή άχρηστα δεν τα φτιάχνει ο ίδιος, αλλά η προσωπική διάθεση του
καθένα. Και αυτό είναι φανερό απ’ όσα ο ίδιος απόστολος λέει στη δεύτερη επιστολή του στον
Τιμόθεο: «Στο πλούσιο σπίτι δεν υπάρχουν μόνον χρυσά και ασημένια σκεύη, αλλά και ξύλινα και
οστράκινα, και από αυτά άλλα είναι για καλή χρήση και άλλα όχι. Εάν, λοιπόν, κάποιος καθαρίσει
τον εαυτό του από αυτά (τα άχρηστα), θα είναι χρήσιμο σκεύος, αγιασμένο και αρεστό στον
Δεσπότη, έτοιμο για κάθε καλό έργο». Και είναι φανερό ότι η κάθαρση γίνεται με τη θέλησή μας.
Διότι λέει, «εάν κάποιος καθαρίσει τον εαυτό του», εννοείται ότι η αντίθετη φράση αποτελεί τον
αντίλογο· εάν, δηλαδή, κάποιος δεν καθαρίσει τον εαυτό του, θα είναι άχρηστο σκεύος,
αχρείαστο στον Δεσπότη, άξιο να πεταχθεί. Το συζητούμενο, λοιπόν χωρίο και το «ο Θεός
οδήγησε όλους σε ανυπακοή», όπως και το (χωρίο) «ο Θεός τούς χάρισε πνεύμα κατανύξεως,
μάτια να μη βλέπουν και αυτιά να μην ακούν», όλα αυτά δεν πρέπει να τα εννοήσουμε ως
ενέργειες του Θεού, αλλά ως παραχώρησή του, επειδή το καλό είναι αυτεξούσιο και αβίαστο. Η
Αγία Γραφή, λοιπόν, συνηθίζει να χαρακτηρίζει την παραχώρηση του Θεού ως ενέργεια και έργο
του. Και μάλιστα όταν λέει, «ο Θεός φτιάχνει τα κακά και δεν υπάρχει κακία στην πόλη, την οποία
να μην την έφτιαξε ο Θεός», δε σημαίνει αυτό το πράγμα ότι ο Θεός είναι αίτιος των κακών,
επειδή το όνομα της κακίας εκφράζει δύο πράγματα και έχει δύο σημασίες· άλλοτε, δηλαδή,
σημαίνει το φυσικό κακό, το οποίο είναι αντίθετο στην αρετή και τη θέληση του Θεού, και άλλοτε
σημαίνει την κακία και ταλαιπωρία σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη, δηλαδή τις θλίψεις και
κακουχίες. Αυτές, λοιπόν, φαινομενικά αποτελούν κακίες, επειδή είναι οδυνηρές, ενώ στην
πραγματικότητα βγαίνουν σε καλό· διότι γίνονται αιτία επιστροφής και σωτηρίας σ’ αυτούς που
τις δοκιμάζουν. Η Γραφή λέει ότι αυτές οι θλίψεις γίνονται με παραχώρηση Θεού. Και πρέπει να
γνωρίζουμε ότι εμείς είμαστε αίτιοι και αυτών· διότι τα αθέλητα κακά προκαλούν και αυτά (κακά)
που έρχονται με τη θέλησή μας. Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε και το εξής, ότι η Αγία Γραφή
συνηθίζει ορισμένα που επιβάλλεται να λέγονται ως αποτέλεσμα, να τα λέει ως αιτία, όπως το
(χωρίο) «μπροστά σου μόνο αμαρτάνω και κάνω το πονηρό, για να εκπληρωθούν τα λόγια σου
και να δικαιωθούν οι κρίσεις σου»· δεν αμάρτησε ο αμαρτωλός για να δικαιωθεί με τη νίκη του ο
Θεός, ούτε πάλι ο Θεός εξαρτιόταν από τη δική μας αμαρτία, για να βγει απ’ αυτήν νικητής. Διότι
χωρίς σύγκριση η δόξα της νίκης τού ανήκει περισσότερο απ’ όλους, ακόμη κι απ’ αυτούς που δεν
αμάρτησαν, επειδή είναι ο Δημιουργός, ακατάληπτος, άκτιστος και έχει τη δόξα από τη φύση του
και όχι ως απόκτημα. Διότι αποδεικνύεται νικητής της κακίας μας· και όταν εμείς αμαρτάνουμε,
δεν είναι άδικος που οργίζεται εναντίον μας· και όταν μετανοούμε, μας συγχωρεί. Και εμείς
βέβαια δεν αμαρτάνουμε σκόπιμα, αλλά διότι έτσι συμβαίνουν τα πράγματα· όπως ακριβώς, αν
αναπαύεται κανείς από την εργασία του, και έλθει κάποιος φίλος του, λέει ότι ήλθε φίλος και δεν
θα εργασθώ σήμερα. Ο φίλος βέβαια δεν ήλθε για να μην εργασθεί, αλλά έτσι συνέπεσε· και
επειδή ασχολείται με τη φιλοξενία του φίλου, δεν εργάζεται. Και αυτά λέγονται σύμφωνα με το
αποτέλεσμα, διότι έτσι καταλήγουν τα πράγματα. Ο Θεός όμως δεν επιθυμεί να είναι ο μόνος
δίκαιος, αλλά όλοι, κατά δύναμη, να του ομοιάσουν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 93

Ότι δεν υπάρχουν δύο αρχές.


Θα μάθουμε από το εξής ότι δεν υπάρχουν δύο αρχές, μία αγαθή και μία πονηρή: διότι το
αγαθό και το πονηρό είναι αντίθετα μεταξύ τους, και το ένα καταστρέφει το άλλο, και δεν
υπάρχουν το ένα μέσα στο άλλο ούτε συνυπάρχουν. Γι’ αυτό το καθένα απ’ αυτά θα υπάρχει σ’
ένα μόνο μέρος από το όλο. Και πρώτα βέβαια το καθένα απ’ αυτά θα οριστεί όχι μόνον από το
όλο, αλλά από το ένα μέρος του όλου. Έπειτα, ποιος είναι αυτός που καθορίζει την περιοχή του
καθενός; Διότι δεν θα πουν ότι συγκρούσθηκαν μεταξύ τους και συμφιλιώθηκαν, επειδή το κακό
παύει να είναι κακό, όταν ειρηνεύει και συμφιλιώνεται με το αγαθό· και το αγαθό παύει να είναι
αγαθό, αν συμφιλιώνεται με το κακό. Αν όμως αυτός που καθόρισε για το καθένα απ’ αυτά την
περιοχή του είναι άλλος, εκείνος μάλλον είναι ο Θεός. Είναι υποχρεωτικό να συμβαίνει το ένα
από τα δύο: ή να σχετίζονται και να καταστρέφει το ένα το άλλο ή να υπάρχει κάτι ενδιάμεσο στο
οποίο δεν θα υπάρχει ούτε αγαθό ούτε κακό, όπως ακριβώς κάποιο διάφραγμα που διαχωρίζει
και τα δύο μεταξύ τους. Και έτσι δεν θα υπάρχουν δύο αλλά τρεις αρχές. Είναι ακόμη ανάγκη και
το ένα απ’ αυτά ή να ειρηνεύει, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να το κάνει το κακό -διότι αυτό που
ειρηνεύει δεν είναι κακό- ή να πολεμά, πράγμα που το αγαθό δεν μπορεί να το κάνει -διότι αυτό
που πολεμά δεν είναι τελείως αγαθό-· ή το μεν κακό να πολεμά και το αγαθό να μην ανταποδίδει
τον πόλεμο, αλλά να καταστρέφεται από το κακό ή διαρκώς να λυπάται και να κακοπαθεί,
πράγμα που δεν είναι γνώρισμα του αγαθού. Διότι μία αρχή του αγαθού υπάρχει, η οποία είναι
ελεύθερη από κάθε κακία. Αλλά, ρωτούν, αν συμβαίνει αυτό, από πού προέρχεται το κακό; Διότι
είναι αδύνατο να δημιουργηθεί το κακό από το αγαθό. Λέμε, λοιπόν, ότι το κακό δεν είναι τίποτε
άλλο παρά στέρηση του αγαθού και παρεκτροπή από τη φυσική κατάσταση στην παρά φύση·
διότι κανένα κακό δεν αποτελεί φυσική κατάσταση. Όλα, δηλαδή, όσα ο Θεός δημιούργησε είναι
πολύ καλά, σύμφωνα με τον δημιουργικό τους σκοπό. Αν, λοιπόν, παραμένουν έτσι, όπως
δημιουργήθηκαν, «είναι πολύ καλά»· αν όμως απομακρυνθούν με τη θέλησή τους από τη φυσική
κατάσταση και έλθουν στο παρά φύση, καταλήγουν στο κακό. Στην κατά φύση, βέβαια,
κατάσταση όλα είναι υπόδουλα και υπάκουα στο Δημιουργό. Όταν, λοιπόν, με τη θέλησή του
κάποιο δημιούργημα επαναστατήσει και παρακούσει το δημιουργό του, σχηματίζει μέσα του την
κακία· η κακία, δηλαδή, δεν είναι κάποια ουσία, ούτε χαρακτηριστικό κάποιας υπάρξεως, αλλά
είναι κάποιο συμβάν, δηλαδή θεληματική εκτροπή από τη φυσική στην παρά φύση κατάσταση,
πράγμα που είναι η αμαρτία. Από πού, λοιπόν, προήλθε η αμαρτία; Είναι εφεύρημα της
αυτεξούσιας γνώμης του Διαβόλου. Είναι, δηλαδή, ο Διάβολος κακός; Σύμφωνα με τη δημιουργία
του δεν είναι κακός αλλά καλός· διότι ο Δημιουργός τον έπλασε λαμπρό και φωτεινό άγγελο,
αυτεξούσιο ως λογικό ον· με τη θέλησή του όμως εγκατάλειψε τη φυσική αρετή και έπεσε στο
σκοτάδι της κακίας, με την απομάκρυνσή του από τον μόνο αγαθό και φωτοποιό Θεό. Διότι απ’
Αυτόν προέρχεται κάθε αγαθό, και ανάλογα όποιος με την απόφασή του (και όχι τοπικά)
απομακρύνεται απ’ Αυτόν, πέφτει στο κακό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 94

Για ποιό λόγο, αν και ο θεός γνώριζε εκ των προτέρων ότι αυτοί επρόκειτο να
αμαρτήσουν και να μη μετανοήσουν, τους δημιούργησε.
Ο Θεός από καλοσύνη δημιουργεί τα όντα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και προγνωρίζει
αυτά που θα συμβούν. Αν, βέβαια, δεν επρόκειτο να υπάρχουν, ούτε κακοί επρόκειτο να γίνουν
και ούτε θα είχε γίνει η πρόβλεψη της δημιουργίας τους. Διότι οι γνώσεις αφορούν σε ό,τι
υπάρχει και οι προγνώσεις σε ό,τι θα υπάρξει· προηγείται, δηλαδή, η ύπαρξη, και ακολουθεί η
καλή ή κακή ύπαρξη. Εάν όμως (τα όντα) επρόκειτο να δημιουργηθούν από την αγαθότητα του
Θεού, αλλά κατόπιν θα γίνονταν κακοί εξαιτίας της δικής τους θελήσεως, και γι’ αυτό το λόγο ο
θεός αρνούνταν να τα δημιουργήσει, τότε το κακό θα νικούσε την αγαθότητα του Θεού. Ο Θεός,
όμως, πλάθει αγαθά όλα τα όντα που δημιουργεί- και καθένας με τη δική του θέληση γίνεται
καλός ή κακός. Μολονότι είπε ο Κύριος, «συνέφερε σ’ εκείνον τον άνθρωπο να μη γεννιόταν», το
έλεγε όχι επικρίνοντας το δημιούργημά του, αλλά επέκρινε την κακία που προστέθηκε στο
πλάσμα του, εξαιτίας της θελήσεως και ραθυμίας του. Διότι η ραθυμία της γνώμης του
πλάσματος αχρήστευσε την ευεργεσία του Δημιουργού, όπως ακριβώς συμβαίνει με κάποιον
που, ενώ ο βασιλιάς τού έδωσε πλούτο και εξουσία, αυτός φέρεται αχάριστα στον ευεργέτη· (ο
βασιλιάς) αυτόν θα τον δέσει και θα τον τιμωρήσει, αν τον δει μέχρι τέλος να παραμένει στην
εξουσία του τυράννου.

You might also like