Professional Documents
Culture Documents
http://www.poetrysymposium.gr
1
ο άνεμος
οι πληγωμένοι
όταν ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
ειρήνη
(Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου, 1953)
Και προχωράμε.
2
Γένεσις (έκδοσις Β΄)
Η δημιουργία του κόσμου δεν τέλειωσε ακόμα.
Την αποτελειώνουν κάθε μέρα
οι εργάτες
κ’ οι ποιητές.
(Ο Άνθρωπος με το Ταμπούρλο, 1956)
ο άνθρωπος 16. Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε
με το κασκέτο χάσει το πρόσωπό του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε
κάτω στο πάτωμα.
17. Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’
απαντήσει,
20. Έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος πούχε
3
χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22. Κι οι άνθρωποι πού 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.
23. Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24. Ημέρες σαράντα.
25. Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι.
Και άρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων. (Καντάτα,
1960)
(…)
Κι ήταν μια ανείπωτη στιγμή, καθώς, περνώντας πλάι στη Μεγάλη Άρκτο
είδα τη λυπημένη αρκούδα των αλλοτινών παιδικών καιρών
που με συντρόφευε, να πλησιάζει τον αστερισμό
και ν' αγκαλιάζονται, όπως ύστερα από' να μακρύ, απαρηγόρητο χωρισμό
δυό αδέρφια– βαθειά, βαθειά στιγμή
όπου για πρώτη φορά
απ' την ημέρα που υπήρχε ο κόσμος
αντάμωνε ο προαιώνιος πόνος με το άπειρο, κι η παιδικότητα
με τη μεγαλωσύνη.
(25η Ραψωδία της Οδύσσειας, 1963)
Γένεσις (έκδοση Γ)
Στην αρχή ήταν το χάος.
Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος, σ’ ένα κόσμο ραγισμένο
μ’ έναν κουρελιασμένο Θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα
ζητιανεύοντας την ύπαρξή του.
Ύστερα γίναμε ξαφνικά δυό
φιληθήκαμε
κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον.
(Ποιήματα 1958-1964)
Η σκάλα
Σε κάθε σπίτι υπάρχει μια άγνωστη μυστική σκάλα, που θα σε πήγαινε, ίσως, μακριά.
Αλλά τη βρίσκεις, όταν δεν έχεις πια σπίτι.
Ο δήμιος
4
Γρυλίσματα ανέβαιναν απ’ τα καταγώγια, ένα πρόσωπο μανιακού με κοίταζε απ’ το
τζάμι, και στον τεράστιο βολβό του ματιού του καθόταν το πουλί, που είχε θάψει, παιδί,
στην άκρη του κήπου,
σ’ όλο το δρόμο μ’ ακολουθούσε η γυναίκα με το σκεπασμένο πρόσωπο, ήταν εκείνη η
άσχημη μουγκή που πλάγιασα μια νύχτα μαζί της, κι όταν πέθανε ερχόταν συχνά, την
είδα, μάλιστα, κάποτε, που έστρωνε ένα μικρό χαλί, εκεί που γονάτιζα να με λυπηθούνε,
τότε με περιμάζεψε αυτός, κρατούσε ένα μικρό τοίχο στο πίσω μέρος της αυλής, όταν
χτυπήσαμε, μας άνοιξε ο ίδιος ο δήμιος, «είμαι αθώος» έλεγε, «αυτό τους σκότωνε – τι
φταίω που δεν μπορούσαν να τ’ ακούσουν», κι έδειχνε ένα μικρό φλάουτο στο τραπέζι,
οι νεκροί κλαίγανε ακουμπισμένοι στα τζάμια, κι ας λέγαν οι άλλοι ότι είναι η βροχή, κι
η θεία έβαλε τις φωνές που ήθελαν να της πάρουν την παιδική ζωγραφιά, και την
κρατούσε ακόμα και μπροστά στον Κύριο, την Ημέρα της Κρίσεως,
ενώ, όπως βράδιαζε, στη γωνιά του δρόμου οι πλανόδιοι μουσικοί παίζαν ακούραστοι,
μα δεν έβγαινε κανένας ήχος, γιατί τα βιολιά τους ήταν κιόλας μακριά, μες στο
ανεκπλήρωτο.
Το άγγιγμα
Καθώς προχωρούσα στο διάδρομο είδα με τρόμο, ότι η ρωγμή στον τοίχο είχε μεγαλώσει
και δεν τη σκέπαζε πια η πανοπλία που βάζαμε μπροστά, ετοίμασα, λοιπόν, τα πράγματά
μου, μα έπρεπε πρώτα ν’ αποχαιρετήσω εκείνο το γέρο, ερχόταν τις νύχτες κρυφά και
μας διηγόταν την ατέλειωτη γλύκα αυτού του μάταιου κόσμου,
ώσπου, σιγά σιγά, ύστερα από τόση εγκατάλειψη σχεδόν πια δε φαινόμουν, και μόνο τα
παλιά πορτρέτα με γνώριζαν, γιατί ήταν κι εκείνα αθέλητα μέσα στον κόσμο, όμως, τα
βράδια, αυτό το άγγιγμα, βέβαια φανταστικό, αλλά στο τέλος πάντα νικούσε, κι έστρεφα
τα μάτια μόλο που δεν ήταν κανείς, «είσαι εδώ;» ρώταγα – τι άλλο μπορούσα να κάνω.
Γιορτή
Καμιά φορά αναρωτιέμαι γιατί τα γράφω όλα αυτά, κι αν θα παρηγορήσουν ποτέ
κανέναν, προτιμούσα, λοιπόν, να μένω γονατιστός ( ήταν το δικό μου σπίτι), όμως,
γρήγορα, έχανα τον ειρμό με τον ίσκιο εκείνων των μεγάλων φτερών πάνω στον τοίχο,
ενώ ήμουν ολομόναχος στην κάμαρα, έτρεχα τότε στο απάνω πάτωμα, ψάχνοντας; κι
ύστερα πιο πάνω, ως πέρα τους εξώστες. Ώσπου όταν ξανακατέβαινα είχε τελειώσει η
γιορτή.
Άνοιγα τότε την πόρτα και κοίταζα ήρεμος τη νύχτα, επειδή τίποτα δεν άλλαζε, κι ο
καθένας ζει με τον τρόπο του την αιώνια παραπλάνηση.
(Νυχτερινός επισκέπτης, 1972)
5
Αιώνια κυνηγημένοι – ώσπου τη νύχτα ήταν αδύνατο να μην τους συγχωρήσεις.
Κι, αχ, μόνο μ’ αυτό ζήσαμε, μ’ αυτό που δε θα βρει κανείς ποτέ
μέσα στις ιστορίες μας.
(Σκοτεινή πράξη, 1974)
(…)
Ήμουν, σχεδόν, άρρωστος απ’ αυτό το βλέμμα που με κατοικούσε,
έσκιζα με λύσσα τους φακέλους, χάζευα πίσω απ’ το παραβάν ή μάζευα τις σκιές στο
δρόμο,
κι επειδή, βέβαια, στο τέλος θα πέθαινα άγνωστος, τα πουλιά πετούσαν ήσυχα
πηγαίνοντας καλές ειδήσεις.
( …)
Δώσε, λοιπόν, Κύριε, σε κάθε βιβλίο να υπάρχει μια σελίδα σκισμένη –
έτσι βάδιζα ρωμαλέα σαν γωνιά σπιτιού την ώρα που ξημερώνει
ή σαν γυναίκα που παραμερίζει με τα στήθια της τον ύπνο
ή σαν τα χέρια του τυφλού συνεννοημένα, κρυφά, με την ομίχλη.
Θά ’χα, αλήθεια, πολλά να διηγηθώ, αλλά προς τι, σκέφτομαι,
αφού κι η πιο αθώα λέξη είναι μοιραία σαν ένα χιλιοειπωμένο αντίο λίγο πριν απ’ το
δυστύχημα
και το γκαρσόνι έφτυνε μες στον καφέ, για νά’ναι διπλός ο μισθός του –
ένας ύπνος με χαλασμένες νότες, μια διασταύρωση από πεθαμένα κλειδιά,
τα παιδικά γράμματα στο Θεό ριγμένα, απρόσεχτα, κάτω
κι ο μεθυσμένος που περπατάει αδέξια για να μην τα πατήσει.
(…)
Αν κάποια μέρα κατορθώσω να διαφύγω, θ’ ανοίξω ένα μικρό μαγαζί, κάπου απόμερα,
και θα πουλάω πικρά πράγματα: μικρά βαλσαμωμένα ζώα, βιογραφίες φτωχών,
βλέφαρα που δεν έκλεισαν ποτέ και, φυσικά, απερίσκεπτα καμινέτα,
στην είσοδο θα γράψω: «δωροδοκήστε τον αντικρινό τυφλό – αυτός μόνον ξέρει».
Και τα βράδια θα κάθομαι στην πόρτα, με το μαύρο καπέλο μου κι ένα δίσκο
ζαχαροπλαστείου στα χέρια
κι όποιος καταλάβει!
(…)
Η λύπη μου τώρα είναι που δεν μπορείς να μου γράψεις, καλέ μου φίλε,
ακρίβυναν οι φάκελοι και τα ταχυδρομικά, και, μάλιστα, για ένα νεκρό (που, απρονόητα,
τον θάβουν μες στην υγρασία) – όμως, πάντα, όταν σε σκέφτομαι
είναι σαν να ντύνομαι όλα τα μαύρα σταχτοδοχεία
κι η μητέρα σου, ας τη λένε τρελή, που κρατάει πάντα μαζί της μιαν ομπρέλα,
γιατί βρέχει, βρέχει σ’ όλον τον κόσμο τώρα, όπως θα ’λεγε ένας παλιός ποιητής, κι οι
πραγματικές ιστορίες
6
έγιναν σπάνιες.
Κάθομαι, λοιπόν, και συλλογιέμαι: τι επιτέλους ο άνθρωπος έχει δικό του – αφού ακόμα
κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον (Βιολί για μονόχειρα,
1976)
Παραμύθι
Οι βασιλιάδες χωράνε σ’ ένα κουτί από σπίρτα όταν κοιμάσαι.
Και τα σκυλιά, το βράδυ, κοιτάζουν δακρυσμένα προς τα κει που ήμαστε κάποτε παιδιά.
Αριστούχος
Κι ίσως θα πρέπει να ’χεις περάσει πολλά και να τα ’χεις υπομείνει όλα,
για ν’ απαντήσεις κάποτε σωστά, όταν σε ρωτήσουν την ώρα.
Απαγορεύεται η έξοδος
Νύχτα. Μονάχα τ’ άστρα. Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα –
εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.
Προσωπικές επιτυχίες
Συχνά, μέσα στη νύχτα, καθώς περπατάς ολομόναχος κάτι σ’ αγγίζει στον ώμο,
γυρίζεις τότε – και μονομιάς νιώθεις όλο το μάταιο της ύπαρξης.
Αλλά δε θλίβεσαι
σαν να ’σαι ο πρώτος που το ανακαλύπτεις.
(…) Και κάθε τόσο ανοίγω το ερμάρι και βεβαιώνομαι πως το παιδικό μου χέρι είναι
ακόμα εκεί
και κάποτε θα μου χτυπήσει το τζάμι.
(Ανακάλυψη, 1978)
7
περίστροφα για εξομολογήσεις ή πώς να μην κλάψεις γι’ αυτόν που πρέπει να περιμένει
τον άλλο Σεπτέμβριο – έτσι, παρ’ όλες τις προφυλάξεις μου αυτοί το κατόρθωσαν, καθώς
έστριβα τη γωνιά μ’ άρπαξαν κι έβαλαν έναν άλλο στη θέση μου, «βοήθεια», φώναξα, η
φωνή μου ακούστηκε από πολύ μακριά, «τουλάχιστο, θα μ’ αναγνωρίσουν οι νεκροί
μου», σκέφτηκα κι έτρεξα στο σταθμό
και νύχτωνε σιγά σιγά κι η πόλη χανόταν πέρα σ’ ένα απίθανο βάθος –
κι εγώ ήμουν άρρωστος για Θεό.
Απόρρητα
Θυμάμαι το χέρι της μητέρας που ακουμπούσε καμιά φορά στον καναπέ, εξαντλημένο
απ’ τα χρόνια ή σαν να ’θελε να μας δείξει ότι υπάρχει πάντα μια θέση και για μας – και,
γενικά, ήταν κάτι πολύ ωραίο για να διαρκέσει κι έπρεπε να το μεταφέρουμε εδώ,
τουλάχιστο δυο φορές την εβδομάδα – όπως παιδιά, τουλάχιστο δυο φορές την
εβδομάδα, κάτω απ’ τις φτελιές…
Υϊκή στοργή
Η μητέρα μου, απ’ τις καλές πλύστρες του καιρού της, έπασχε από αρθριτικά κι ήτανε
δύσκολο τώρα να κατέβει.
Έπρεπε, λοιπόν, εγώ κάθε νύχτα ν’ ανεβαίνω στον ουρανό.
Ζωή
Α, ζωή! Ένα ξένο καπέλο φορεμένο βιαστικά, μέσα στον πανικό του βομβαρδισμού.
Παλιές φιλίες
Και μην σας ανησυχεί – είναι απλό: σταυρώνετε τα χέρια πάνω στο τραπέζι κι
εκείνο θα έρθει μόνο του.
Το μυστήριο σας γνωρίζει κι ας μην το θυμόσαστε.
Συνομιλίες
Κύριε, μόνο με τη σιωπή σε νιώθουμε. Κάθε ομιλία σε πληγώνει.
Κι οι λέξεις μας είναι τα τραύματά σου απ’ όπου, μαζί με το αίμα σου,
στάζει και λίγη απεραντοσύνη.
*
8
Κύριε, τι θα ’κανα χωρίς εσένα; Είμαι η ακατοίκητη κάμαρα κι είσαι ο μεγάλος Ξένος
που ευδόκησες να την επισκεφτείς.
Κύριε, τι θα ’κανες χωρίς εμένα; Είσαι η μεγάλη αιώνια άρπα κι είμαι το εφήμερο χέρι
που ξυπνάει τις μελωδίες σου.
*
Κύριε, είσαι το μεγάλο άπειρο που ανασαίνουμε, ο απέραντος δρόμος που πηγαίνουμε.
Είσαι η απερίγραπτη σιωπή που την ακούμε μέσα μας και μιλάμε
– για να μην πεθάνουμε από τρόμο.
«Ο αδελφός Ιησούς»
… Πιστεύω στα διστακτικά αδέξια βήματα των ταπεινών και στο Χριστό που διασχίζει
την Ιστορία…
Ευαγγελισμός
Ήταν βέβαια πάντα λίγο παράξενος, έμενε στο διπλανό δωμάτιο, όμως εκείνη τη νύχτα
βγήκε στο δρόμο κρατώντας μια λάμπα, «τι γυρεύεις;» του λέω, «τη Θεοτόκο» μού λέει
– στην ακατάληπτη γλώσσα εκείνων που δίνουν νόημα σε μια εποχή.
Η γέννηση
Έν’ άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ’δειξε
πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. «Είδες, μου λέει – γεννήθηκε η
ευσπλαχνία.» Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ, γιατί θα περνούσαν αιώνες και
αιώνες και δε θα ’χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.
Η ταφή
Πέθανε ύστερα από λίγες μέρες. Τον θάψαμε στην άκρη ενός παλιού κοιμητηρίου, δυο
άνθρωποι όλοι κι όλοι κι ένα περαστικό αδέσποτο σκυλί που είχε σταθεί και μας
κοιτούσε. Έβρεχε.
Έτσι, κάθε που βλέπω τώρα ένα σκυλί, ξέρω κατά πού πέφτει η Παράδεισος.
Η ανάληψη
Πέρασαν μήνες. Το δωμάτιο δίπλα έμενε άδειο. Ώσπου ήρθε ένας νέος ενοικιαστής. Δεν
είχα δει ποτέ το πρόσωπό του, άκουγα μόνο, μέρα νύχτα, αδιάκοπα τα βήματά του στην
κάμαρα. «Αυτός θα πηγαίνει πολύ μακριά», σκεφτόμουν. Τέλος, ένα βράδυ τα βήματα
σταμάτησαν. «Επιτέλους, έφτασε», είπα μέσα μου με ανακούφιση.
Το άλλο πρωί έμαθα ότι έφυγε – γιατί, βέβαια, Θεέ μου, κάπου θα υπάρχει ένας κόσμος
καλύτερος…
(Ο τυφλός με τον λύχνο, 1983)
9
διέκοψε για λίγο τα μεγάλα μας σχέδια κι εγώ λατρεύω τα ζεστά ψωμάκια και τους
υάκινθους, πιο πολύ τους υάκινθους (νύχτωσε, μητέρα – πότε θα φτάσουμε;)
Επικίνδυνες λύσεις
Στεκόμουν στο σιδηροδρομικό σταθμό, λίγο πιο εκεί βέβαια, στα σκοτεινά, κι
ετοιμαζόμουν να συντρίψω την πρώτη αμαξοστοιχία που θά ’μπαινε, γονάτισα κι έβαλα
το αυτί μου στις ράγιες, πραγματικά άκουσα το θόρυβο (τι ζωή ριψοκίνδυνη!),
σηκώθηκα κι ετοιμάστηκα, ο θόρυβος πλησίαζε και τότε – αλλά όχι, δε θα πω τίποτα,
είναι κι αυτό ένας τρόπος
γιατί εσείς δεν ξέρετε πως κι ο τελευταίος επαίτης (εκεί στα σκοτεινά) νιώθει να
κυλάει πάνω στους ισχνούς ώμους του το άπειρο – σαν ένα ρίγος τάχα απ' τη νυχτερινή
δροσιά.
(Βιολέτες για μια εποχή, 1985)
Οι στίχοι
10
Συλλογιέμαι τη μοναξιά ενός παιδιού που παίζει ολομόναχο σ' έναν κήπο μες στην
ερημιά του καλοκαιρινού απομεσήμερου.
Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή ν' άρχισαν εκεί.
Το πλοίο
Μια γυναίκα σταμάτησε στην προβλήτα. Φοράει μαύρα. Είναι αβάσταχτα όμορφη. Το
δειλινό βιολετί.
Ω που έζησα με την αλλόκοτη αίσθηση: ότι ξέχασα όλες τις αποσκευές μου σ’ ένα πλοίο
που ήδη σφύριξε και αναχωρεί ...
Διαβάτης
Αλλά γιατί κάθε φορά που θέλω να ξεχάσω ακούω εκείνους τους πυροβολισμούς; Σημεία
των καιρών, θα πείτε,
ο κόσμος στις μέρες μας γέμισε εγκλήματα και τα κυπαρίσσια πλάι στις σιδηροδρομικές
γραμμές προχωράνε σιωπηλά σαν αυτούς που έφυγαν στο μέλλον. Ποιος τους θυμάται;
Οι αναμνήσεις μας πηγαίνουν πιο μακριά απ’ αυτά που ζήσαμε·
κι εγώ ένας αρχαίος διαβάτης που χάνεται στο βάθος.
Ποιητές
Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών
την ώρα που πέφτουν χτυπημένα.
(Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, 1990)
11