You are on page 1of 10

Ιστορία

Κύρια λήμματα: Προϊστορία της Κύπρου, Ιστορία της Κύπρου και Βασίλειο της
Κύπρου

Προϊστορία

Η Xοιροκοιτία είναι προϊστορικός οικισμός της Kύπρου, που χρονολογείται από την
μεταγενέστερη φάση της ακεραμικής νεολιθικής περιόδου (γύρω στο 7000 π.X.).

Η πρώτη ανθρώπινη εγκατάσταση στην Κύπρο βρίσκεται στην Ακροκέραμο την νότια ακτή
του νησιού από το 10.000 π.Χ., οι πρώτες ανθρώπινες κοινότητες χρονολογούνται το 8.200
π.Χ.[17] Η εμφάνιση των πρώτων ανθρώπων στο νησί συνδέεται με την εξαφάνιση των
ιπποπόταμων και των νάνων - ελεφάντων.[18] Τα πηγάδια που βρέθηκαν από τους
αρχαιολόγους στην δυτική Κύπρο θεωρούνται από τους αρχαιολόγους τα αρχαιότερα στον
κόσμου και χρονολογούνται σήμερα 9.000 - 10.500 χρόνια πριν.[19] Σε ξεχωριστό νεολιθικό
οικισμό στην Κύπρου βρέθηκαν ανθρώπινα οστά μαζί με τα οστά μιας γάτας ηλικίας οκτώ
μηνών.[20] Ο τάφος χρονολογείται το 7.500 π.Χ. πριν την άνοδο του Αιγυπτιακού πολιτισμού
και αποδεικνύει την πανάρχαια συνύπαρξη των ανθρώπων με τα αιλουροειδή. [21] Ο
πανάρχαιος καλοδιατηρημένος Νεολιθικός οικισμός στην Χοιροκοιτία που χρονολογείται
από το 6.800 π.Χ. αποτελεί σήμερα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την Εκπαιδευτική
Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών.[22]

Την εποχή του Χαλκού το νησί δέχτηκε δυο κύματα από Έλληνες μετανάστες.[23] Οι έμποροι
από τις Μυκήνες επισκέφτηκαν την Κύπρο γύρω στο 1.400 π.Χ.[24] Το δεύτερο μεγαλύτερο
κύμα ήρθε στο νησί μετά την πτώση των Μυκηνών, το νησί εκείνη την περίοδο έδειξε στον
μεγαλύτερο βαθμό τον Ελληνικό του χαρακτήρα.[25] Η Κύπρος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην
Ελληνική μυθολογία θεωρείται η γενέτειρα της Αφροδίτης και του Άδωνη, από την Κύπρο
κατάγονταν οι βασιλείς Κινύρας, Τεύκρος και Πυγμαλίων.[26] Στις αρχές του 8ου αιώνα οι
Φοίνικες ίδρυσαν τις πρώτες αποικίες στις νότιες ακτές του νησιού κοντά στις πόλεις
Λάρνακα και Σαλαμίνα.

Αρχαία χρόνια

Κούριο
Η Κύπρος αποτελούσε στρατηγικό σημείο για την Μέση Ανατολή.[27][28][29] Κυβερνήθηκε από
την Ασσυρία από το 708 π.Χ. για έναν περίπου αιώνα εκτός από ένα μικρό διάστημα
Αιγυπτιακής κατοχής και από το 545 π.Χ. πέρασε στους Πέρσες.[30] Αξίζει να σημειωθεί και
η παρουσία Κυπρίων μισθοφόρων στο δέλτα του Νείλου που εγκαταστάθηκαν εκεί κοντά
στην Ναύκρατη, κατόπιν παραχωρήσεως αδείας από τον φιλέλληνα φαραώ Άμαση και
ίδρυσαν ομώνυμη αποικία. Ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ονήσιλος ενώθηκε με τον στρατό του
στην ανεπιτυχή Ιωνική Επανάσταση ενάντια στην Αχαιμενιδική Αυτοκρατορία (499 π.χ.) Η
Κύπρος παρά την αποτυχία της επανάστασης διατήρησε την αυτονομία της στον υπόλοιπο
Ελληνικό κόσμο.[30] Ο Αλέξανδρος ο Μέγας κατέκτησε την Κύπρο (333 π.Χ.), με την
διαίρεση της αυτοκρατορίας του την Ελληνιστική περίοδος κυβερνήθηκε από την Δυναστεία
των Πτολεμαίων, την εποχή εκείνη εξελληνίστηκε πλήρως. Η Κύπρος κατακτήθηκε από τους
Ρωμαίους το 58 π.Χ.[30]

Ελληνιστική περίοδος

Στην Ελληνιστική περίοδο άνθισαν οι τέχνες και έχουμε μαρτυρίες σε αμφορείς και πλάκες
με γραφές. Άνθισε, επίσης, και η αρχαία ελληνική θρησκεία προς τους 12 θεούς του
Ολύμπου με ιερά σε όλο το νησί με μεγαλύτερο της Θεάς Αφροδίτης στην Πάφο (Κούκλια)
πλησίον στο τόπο όπου γεννήθηκε ("Πέτρα του Ρωμιού" και "Λουτρά της Αφροδίτης"). Την
ίδια περίοδο ο Κύπριος φιλόσοφος Ζήνων ο Κιτιεύς ίδρυσε την περίφημη Σχολή των
Στωικών στην Αθήνα. Ακολουθεί η Ρωμαϊκή περίοδος η οποία διήρκεσε από το 58 π.Χ. -
330 μ.Χ. Ο Απόστολος Παύλος και ο Απόστολος Βαρνάβας επισκέφθηκαν την Πάφο όπου
κατόρθωσαν να εκχριστιανίσουν το Ρωμαίο Ανθύπατο Σέργιο Παύλο, έτσι η Κύπρος έγινε το
πρώτο νησί που απόκτησε Χριστιανό ηγέτη.

Βυζαντινοί χρόνοι

Ιστορική Περιοχή Τακτακαλά (Ταχτ-ελ-Κάλε) στη Λευκωσία.

Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή


Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στην Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Κύπρος έγινε τμήμα
της Ανατολικής με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη και παρέμεινε περίπου 800 χρόνια.
Την Βυζαντινή περίοδο ο Ελληνικός πολιτισμός επικράτησε στο νησί, σε συνδυασμό με την
χριστιανική θρησκεία δημιούργησε μια συμπαγή Ελληνοχριστιανική κοινότητα που
διατηρείται μέχρι σήμερα.[30] Από τις αρχές του 649 η Κύπρος δέχτηκε σκληρές πειρατικές
επιδρομές από την Ανατολή που συνεχίστηκαν περισσότερο από 300 χρόνια, οι επιδρομές
είχαν δραματικές συνέπειες πολλοί κάτοικοι σφαγιάστηκαν και η περιουσία τους
λεηλατήθηκε. Δεν έχουν διασωθεί εκκλησίες από εκείνη την περίοδο, χιλιάδες κάτοικοι
θανατώθηκαν, πολλές πόλεις όπως η Σαλαμίνα ισοπεδώθηκαν και δεν ξανακτίστηκαν ποτέ.
[30]
Η Βυζαντινή κυριαρχία αποκαταστάθηκε όταν ο Νικηφόρος Β´ Φωκάς πέτυχε μια μεγάλη
σειρά από νίκες στην ξηρά και στην θάλασσα (965).[30]
Το βασίλειο της Κύπρου

Τα εμβλήματα των βασιλέων της Κύπρου

Ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέκτησε την Κύπρο όταν ο στόλος του
προσάραξε στο νησί λόγω θαλασσοταραχής (1191), ο τελευταίος Βυζαντινός κυβερνήτης
Ισαάκιος Κομνηνός της Κύπρου αιχμαλωτίστηκε.[31] Ο Ριχάρδος πούλησε την Κύπρο στους
Ναΐτες Ιππότες αλλά λόγω σκληρών αντιδράσεων των κατοίκων πήρε ξανά το νησί και το
παραχώρησε στον σύμμαχο του Γκυ των Λουζινιάν. Ο Γκυ με τον θάνατο του (1194)
κληροδότησε την Κύπρο στον μεγαλύτερο αδελφό του Αμωρί Β΄ της Ιερουσαλήμ που
αναγνωρίστηκε επίσημα πρώτος βασιλιάς της Κύπρου από τον αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ΄.[30]

Οι διάδοχοι του Αμωρί Β΄ από τον Οίκο των Λουζινιάν ήταν :

 Ούγος Α΄ της Κύπρου


 Ερρίκος Α΄ της Κύπρου
 Ούγος Β΄ της Κύπρου

Ο Ούγος Β΄ πέθανε άτεκνος σε ηλικία 15 ετών, το Βασίλειο της Κύπρου μεταβιβάστηκε στον
Ούγο Γ΄ από τον Οίκο του Πουατιέ γιο του Ερρίκου της Αντιόχειας και της Ισαβέλλας της
Κύπρου της κόρης του Ούγου Α΄. Ο Ούγος Γ΄ της Κύπρου ήταν ο ιδρυτής του κλάδου των
Πουατιέ - Λουζινιάν, οι διάδοχοι του στον θρόνο της Κύπρου ήταν :

 Ιωάννης Α΄ της Κύπρου


 Ερρίκος Β΄ της Κύπρου
 Ούγος Δ΄ της Κύπρου
 Πέτρος Α΄ της Κύπρου
 Πέτρος Β΄ της Κύπρου
 Ιάκωβος Α΄ της Κύπρου
 Ιανός της Κύπρου
 Ιωάννης Β΄ της Κύπρου
 Καρλόττα της Κύπρου
 Ιάκωβος Β΄ της Κύπρου
 Ιάκωβος Γ΄ της Κύπρου
 Αικατερίνη Κορνάρο

Η κυρίαρχη αριστοκρατική τάξη στο βασίλειο της Κύπρου ήταν των Γάλλων των Λουζινιάν
αλλά οι πληροφορίες ότι οι Ελληνικοί πληθυσμοί ζούσαν σαν δούλοι είναι ψευδείς και
ανακριβείς.[30] Πολλοί Έλληνες διορίστηκαν σε ψηλά αξιώματα δημιουργώντας μια ισχυρή
μεσαία τάξη με πολλούς γάμους των Ελλήνων με μέλη του βασιλικού νοικοκυριού. [32]
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Ιωάννης Β΄ της Κύπρου που παντρεύτηκε διαδοχικά δυο
Ελληνίδες : την Αμαδέα Παλαιολογίνα και την Ελένη Παλαιολογίνα.[33]

Η κυριαρχία των Βενετών

Με τον θάνατο του Ιακώβου Β΄ (1473) η Βενετική Δημοκρατία απέκτησε τον απόλυτο
έλεγχο στο νησί. Η Βενετή χήρα του Ιακώβου Β΄ Αικατερίνη Κορνάρο, η τελευταία
βασίλισσα της Κύπρου, που κυβέρνησε σαν διακοσμητική φυσιογνωμία των Βενετών,
αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να τους κληροδοτήσει το νησί (26 Φεβρουαρίου 1489). Οι
Βενετοί οχύρωσαν την Λευκωσία, έκτισαν τα τείχη της και την μετέτρεψαν σε μεγάλο
εμπορικό κέντρο. Την εποχή των Βενετών οι Οθωμανοί ξεκίνησαν σκληρές επιδρομές στην
Κύπρο· μετά την καταστροφή της Λεμεσού (1539) οι Βενετοί, από φόβο μην πάθουν τα
χειρότερα, οχύρωσαν την Αμμόχωστο και την Κερύνεια.[30] Η Κύπρος κατακτήθηκε από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία στο τέλος της ηγεμονίας του Δόγη Πιέτρο Λορεντάν (1570).

Οθωμανική κυριαρχία

Ενετικό Κάστρο της Λάρνακας.

Μια ισχυρή επίθεση με 60.000 άντρες παρά την ισχυρή αντίσταση των κατοίκων της
Αμμόχωστου και της Λευκωσίας έφερε το νησί σε Οθωμανική εξουσία (1570) ,οι Οθωμανοί
έσφαξαν πολλούς Αρμένιους και Έλληνες χριστιανούς.[34] [35]Την επόμενη χρονιά (1571) ο
Δόγης Αλβίζε Α΄ Μοτσενίγκο σε συμμαχία με όλες τις χριστιανικές δυνάμεις της δύσης
θριάμβευσε επί των Οθωμανών στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Η Κύπρος ωστόσο στην
ειρηνική συνθήκη που ακολούθησε (7 Μαρτίου 1573) παρέμεινε οριστικά Οθωμανική. Η
ανώτερη τάξη των Λατίνων εξαφανίστηκε και η πρώτη απογραφή έγινε με μουσουλμανικό
πληθυσμό.[36] Οι στρατιώτες που κατέκτησαν το νησί εγκαταστάθηκαν σαν κάτοικοι, μαζί με
αυτούς ήρθαν πολλοί Τούρκοι τεχνίτες και αγρότες από την Ανατολή .[37] Οι νεοεισερχόμενοι
κάτοικοι είχαν καταγωγή από υποβαθμισμένες Ασιατικές φυλές που ανήκαν σε ενοχλητικές
μουσουλμανικές αιρέσεις.[38] Οι Οθωμανοί κατάργησαν το θρησκευτικό σύστημα των
Λατίνων και έδωσαν περισσότερες θρησκευτικές ελευθερίες στους Ορθόδοξους. Ο αρχηγός
της Κυπριακής εκκλησίας είχε τον ρόλο του μεσάζοντα ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και
τους Τουρκοκύπριους του νησιού, με τον τρόπο αυτό η Ελληνική εκκλησία διέκοψε τις
συνεχείς καταπατήσεις της Καθολικής εκκλησίας.[39] Η Οθωμανική κυριαρχία ήταν άλλοτε
σκληρή άλλοτε ελαστική ανάλογα με τον σουλτάνο και τον εκπρόσωπο του στο νησί, η
οικονομική παρακμή συνεχίστηκε για περισσότερα από 150 χρόνια.[34] Η αναλογία ανάμεσα
σε χριστιανούς και μουσουλμάνους άλλαξε με την πάροδο του χρόνου, το 1777 οι
μουσουλμάνοι αποτελούσαν την πλειοψηφία με 47.000 Καθολικούς απέναντι σε 37.000
χριστιανούς.[40] Ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε σε 144.000 κατοίκους (1872) με 100.000
χριστιανούς και 44.000 μουσουλμάνους.[41] Η μουσουλμανική κοινότητα περιείχε πολλούς
κρυπτοχριστιανούς όπως οι Λινομπαμπάκι που προήλθαν από τις διώξεις των Οθωμανών
στους Καθολικούς, η κοινότητα αυτή καταγράφηκε επί Βρετανικής κυριαρχίας στους
Τουρκοκύπριους.[42][43][44]

Με την έκρηξη του Πολέμου της Ελληνικής Ανεξαρτησίας (1821) πολλοί Έλληνοκύπριοι
αναχώρησαν στην Ελλάδα για την συμμετοχή τους στον αγώνα, οι Τούρκοι σε απάντηση
εκτέλεσαν 486 επιφανείς Ελληνοκύπριους ανάμεσα τους ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
Κυπριανός και τέσσερις ακόμα επίσκοποι.[45] Ο πρώτος Έλληνας κυβερνήτης Ιωάννης
Καποδίστριας κάλεσε τους Κύπριους να ενωθούν με την Ελλάδα και ακολούθησαν
αναρίθμητες εξεγέρσεις.[46] Οι επαναστάσεις κατέληξαν όλες σε αποτυχία, η φτώχεια και η
ψηλή φορολογία δυνάμωσε το εθνικιστικό αίσθημα των Έλληνοκυπρίων και την επιθυμία
τους να ενωθούν με την ανεξάρτητη Ελλάδα.[34] Την Οθωμανική περίοδο τα ποσοστά
αναλφαβητισμού των κάτοικων ήταν πολύ μεγάλα αλλά βελτιώθηκε σημαντικά η μόρφωση
τους τον 20ο αιώνα.[47]

Βρετανική κατοχή

Όταν έληξαν ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1877-1878) και το Συνέδριο του Βερολίνου η


Κύπρος μεταβιβάστηκε στην Βρετανική Αυτοκρατορία που ανέλαβε την διοίκηση της
(1878). Οι Βρετανοί στην πραγματικότητα συγκυβερνούσαν με τους Οθωμανούς και το
Χεδιβάτο της Αιγύπτου μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1914.[48] Οι Άγγλοι υποσχέθηκαν στους
Τούρκους σαν αντάλλαγμα να χρησιμοποιήσουν το νησί σαν βάση για να τους
προστατέψουν από την Ρωσική απειλή. Οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν την Κύπρο σαν την
σημαντικότερη ναυτική βάση για τις εξορμήσεις στις επαρχίες τους. Όταν ολοκληρώθηκε το
λιμάνι της Αμμόχωστου (1906) η Κύπρος έγινε το σημαντικότερο στρατηγικό σημείο για
τους Άγγλους, το λιμάνι είχε απ'ευθείας επικοινωνία με την Διώρυγα του Σουέζ που ήταν ο
θαλάσσιος δρόμος των Βρετανών για την Ινδία την μεγάλη υπερπόντια επαρχία τους. Όταν
ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Οθωμανοί συμμάχησαν με τις Κεντρικές Δυνάμεις
(5 Νοεμβρίου 1914) οι Άγγλοι προσάρτησαν πλήρως την Κύπρο, κατήργησαν το Χεδιβάτο
της Αιγύπτου και δημιούργησαν το Σουλτανάτο της Αιγύπτου σαν Βρετανικό προτεκτοράτο.
[48]
Οι Βρετανοί πρόσφεραν την Κύπρο στην Ελλάδα σε αντάλλαγμα να ενωθούν οι Έλληνες
με τους Άγγλους αλλά ο Γερμανόφιλος Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας το αρνήθηκε. Με την
Συνθήκη της Λωζάνης η νεοσύστατη Τουρκική Δημοκρατία του Μουσταφά Κεμάλ
Ατατούρκ παραιτήθηκε από τα δικαιώματα της στην Κύπρο που ανακηρύχτηκε αποικία του
Βρετανικού στέμματος (1925).[49] Πολλοί Έλληνο-Κύπριοι και Τούρκο-Κύπριοι πολέμησαν
στους δυο Παγκόσμιους πολέμους στον Βρετανικό Στρατό Ξηράς.[50] Όταν ξέσπασε ο Β΄
Παγκόσμιος Πόλεμος πολλοί εντάχθηκαν στο Κυπριακό Σύνταγμα. Οι Έλληνο-Κύπριοι
είχαν πολλές ελπίδες ότι η Βρετανική διοίκηση θα τους βοηθήσει να ενωθούν με την Ελλάδα.
Η επιθυμία είχε ρίζες στην Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων να αναστήσουν την Βυζαντινή
Αυτοκρατορία με την Μικρά Ασία, την Κύπρο και πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Η
Εκκλησία της Κύπρου που τα μέλη της είχαν εκπαιδευθεί στην Ελλάδα ήταν πρωταγωνιστές,
οι Έλληνο-Κύπριοι ίδρυσαν την Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (EOKA).[51][52] Οι
Έλληνο-Κύπριοι έβλεπαν το νησί σαν τμήμα του Ελληνισμού και είδαν την ένωση τους με
την μητέρα Ελλάδα σαν φυσικό δικαίωμα.[53] Η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έγινε από
την δεκαετία του 1950 τμήμα της Ελληνικής εθνικής πολιτικής.[54]
Οι Τούρκο-Κύπριοι με την σειρά τους υποστήριξαν τα πρώτα χρόνια την Βρετανική κατοχή.
[55]
Όταν είδαν την ανάπτυξη των Ελληνικών εθνικών κινημάτων αποφάσισαν να
αντιδράσουν επειδή φοβήθηκαν την εκδίωξη τους από το νησί, αντιστάθηκαν σκληρά στην
δράση της ΕΟΚΑ.[56][57][58] Οι Τούρκο-Κύπριοι έβλεπαν τον εαυτό τους σαν ξεχωριστή εθνική
ενότητα και διεκδίκησαν την δημιουργία δικού τους κράτους στο νησί.[53] Ο Τούρκος ηγέτης
Αντνάν Μεντερές δήλωσε την δεκαετία του 1950 ότι η Κύπρος ήταν "επέκταση της
Ανατολής", απέρριψε την ιδέα για την διαίρεση του νησιού και ζήτησε την προσάρτηση
ολόκληρης της Κύπρου στην Τουρκία. Την εποχή του οι οπαδοί του στην Τουρκία
χρησιμοποίησαν σκληρά εθνικιστικά συνθήματα όπως "η Κύπρος είναι Τουρκική". Οι
Τούρκοι σύντομα κατάλαβαν ότι οι ελπίδες τους ήταν μάταιες επειδή ο Τουρκικός
πληθυσμός στο νησί αποτελούσε χαμηλή μειοψηφία, έφτανε μόλις στο 20%. Οι Τούρκο-
Κύπριοι ακολούθησαν την δεκαετία του 1950 το σύνθημα "Διαίρεση ή Θάνατος" που
διαδόθηκε ευρύτατα την δεκαετία του 1960. Σε συσκέψεις που ακολούθησαν στην Ζυρίχη
και το Λονδίνο οι Τούρκοι δέχτηκαν υποτονικά την ίδρυση Κυπριακού κράτους αλλά η
μεγάλη τους επιθυμία ήταν πάντοτε η δημιουργία Τουρκικού κράτους στα βόρεια.[59][60]

Η Κυπριακή εκκλησία οργάνωσε τον Ιανουάριο του 1950 το Ενωτικό δημοψήφισμα υπό την
επίβλεψη της χωρίς την συμμετοχή Τούρκο - Κύπριων, το αποτέλεσμα ήταν 96% υπέρ της
Ένωσης με την Ελλάδα.[61][62][63] Οι Έλληνες σύμφωνα με την Δημογραφία της Κύπρου
αποτελούσαν το 80,2% του συνολικού πληθυσμού του νησιού, οι Βρετανοί πρότειναν την
ίδρυση μιας ημιαυτόνομης Τουρκικής επαρχίας αλλά οι Τούρκοι το απέρριψαν. Η ΕΟΚΑ
δημιουργήθηκε το 1955 με στόχο την ένωση με την Ελλάδα με ένοπλο αγώνα, ταυτόχρονα
δημιουργήθηκε από τους Τουρκοκύπριους η Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης ή ΤΑΞΙΜ σαν
αντίβαρο με στόχο την δημιουργία Τουρκικού κράτους στο νησί.[64] Οι Βρετανοί
αξιωματούχοι ενίσχυσαν μυστικά την ΤΑΞΙΜ όπως φαίνεται από γράμμα που έστειλαν στον
διοικητή της Κύπρου (15 Ιουλίου 1958), του ζητούσαν να μην κάνει καμιά ενέργεια εναντίον
της ΤΑΞΙΜ για να μην χαλάσουν οι σχέσεις της Βρετανίας με την Τουρκία.[60]

Σύγχρονη εποχή

Δημαρχείο της Λευκωσίας κατά την Κυπριακή Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ στη Βόννη το 1962 με το Γερμανό Καγκελάριο
Κόνραντ Αντενάουερ.

Απογευματινή άποψη της Λευκωσίας με τη Γκαλερί Λεβέντης στο βάθος

Το σύμπλεγμα των κτηρίων που αποτελεί το Ανώτατο Δικαστήριο

Την 1η Απριλίου 1955 Έλληνες από την Κύπρο και την Ελλάδα ξεκίνησαν επισήμως
απελευθερωτικό αγώνα (οργάνωση ΕΟΚΑ) έναντι των Βρετανών με σκοπό την ένωση με
την Ελλάδα. Ο αγώνας τερματίστηκε το 1959, οπότε έγιναν οι συμφωνίες Ζυρίχης-
Λονδίνου.Τη νύχτα της 15ης προς την 16η Αυγούστου του 1960, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα
στη Λευκωσία, ο κυβερνήτης της Κύπρου Χιου Φουτ διάβασε στην αίθουσα του
Μεταβατικού Υπουργικού Συμβουλίου (που αργότερα έγινε Μέγαρο της Βουλής των
Αντιπροσώπων) την προκήρυξη της βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας, με την οποία
ανακοίνωσε την εγκατάλειψη της αγγλικής κυριαρχίας στην Κύπρο, στη βάση των
Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Στη συνέχεια οι γενικοί πρόξενοι της Ελλάδας και της
Τουρκίας Γ. Χριστόπουλος και Β. Τουρέλ, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ και ο
αντιπρόεδρος Φαζίλ Κιουτσούκ, έπειτα από σύντομες ομιλίες τους, υπέγραψαν μαζί με τον
τελευταίο Άγγλο κυβερνήτη τα κείμενα των συμφωνιών που καθόριζαν τα της
ανεξαρτητοποίησης της Κύπρου. Λίγο πριν το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου έγινε στο
μέγαρο του Κυβερνείου η υποστολή της βρετανικής σημαίας και η έπαρση της κυπριακής.
Πριν κλείσουν 24 ώρες από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, ο σερ Χιου Φουτ
είχε ήδη εγκαταλείψει την Κύπρο.

Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου είχαν υπογραφεί η μεν πρώτη στο ξενοδοχείο Ντόλτερ
της Ζυρίχης στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Αντνάν
Μεντερές, πρωθυπουργό της Τουρκίας, η δε δεύτερη στο Λάνκαστερ Χάουζ του Λονδίνου
στις 19 Φεβρουαρίου του 1959, από τους δύο προαναφερθέντες συν τον Βρετανό ομόλογό
τους Χάρολντ Μακμίλαν, ενώ κάποια συνημμένα κείμενα είχαν υπογραφεί και από τους
Μακάριο και Κιουτσούκ, οι οποίοι είχαν γνώση του συνόλου των συμφωνιών.

Επίσης τότε ορίστηκαν οι δύο επίσημες γλώσσες του κράτους, η ελληνική και η τουρκική.
[Σημ 1]
Στις 24 Αυγούστου του 1960, το Συμβούλιο Ασφαλείας Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε
ομόφωνα να εισηγηθεί στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών την ένταξη
της Κύπρου στον Ο.Η.Ε.. Την πρόταση έκανε η Μεγάλη Βρετανία και μία πρώην αποικία
της, η Κεϋλάνη. Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου στον Ο.Η.Ε., Ζήνων Ρωσσίδης,
εκφώνησε τον πρώτο λόγο του στη γενική συνέλευση στις 21 Σεπτεμβρίου.

Στις 20 Ιανουαρίου του 1961 η βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου,


κατευθυνόμενη με τον δούκα του Εδιμβούργου, Φίλιππο προς την Ινδία, στάθμευσε για λίγο
στην Κύπρο. Εκεί, στη βρετανική βάση Ακρωτηρίου, συνομίλησε με την ηγεσία της
Κυπριακής Δημοκρατίας τον Πρόεδρο Μακάριο, τον Αντιπρόεδρο Κιουτσούκ και τον
υπουργό εξωτερικών Κυπριανού. Οι συνομιλίες είχαν μάλλον τυπικό και όχι ουσιαστικό
χαρακτήρα, αλλά η συνάντηση συμβόλιζε και υπογράμμιζε τον λόγο που είχε η Βρετανία
στα κυπριακά πράγματα ως εγγυήτρια δύναμη. Ακόμη, η παρουσία της Ελισάβετ
υπογράμμισε τους δεσμούς της πρώην αποικίας με τη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Στις 13
Μαρτίου του 1961 η Κύπρος έγινε δεκτή στην Κοινοπολιτεία. Ο Μακάριος κλήθηκε στη
διάσκεψη και συμμετείχε στις εργασίες της δύο ημέρες αργότερα, συνοδευόμενος από τον
Τουρκοκύπριο υπουργό Άμυνας Οσμάν Ορέκ. Καθ' οδόν προς Λονδίνο συναντήθηκε στην
Αθήνα με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Σε δηλώσεις του ο Μακάριος
υπογράμμισε ότι η είσοδος στην Κοινοπολιτεία δεν σημαίνει κατ' ανάγκην είσοδο σε
συνασπισμό και τόνισε ότι θα ακολουθήσει αδέσμευτη πολιτική[65].

Στις 30 Νοεμβρίου του 1963, ο πρόεδρος Μακάριος διαβίβασε στον αντιπρόεδρο της
Κυπριακής Δημοκρατίας Φαζίλ Κιουτσούκ μνημόνιο στο οποίο περιέχονταν 13 σημεία για
την αναθεώρηση του συνταγματικού καθεστώτος. Συνισταμένη των 13 σημείων ήταν η
κατάργηση της χωριστής πλειοψηφίας (ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής) για την
ψήφιση των νόμων καθώς και η θέσπιση ενιαίων δημοτικών συμβουλίων στους δήμους.
Επίσης το πρώτο από τα 13 σημεία απέβλεπε στην κατάργηση του δικαιώματος
αρνησικυρίας τόσο του προέδρου όσο και του αντιπροέδρου της Δημοκρατίας. Των
προτάσεων του Μακαρίου είχαν προηγηθεί διαβουλεύσεις του ιδίου με τον Βρετανό ύπατο
αρμοστή σερ Άρθουρ Κλαρκ, ο οποίος τον είχε ενθαρρύνει. Παράλληλα επαφές είχαν και οι
Τουρκοκύπριοι. Μάλιστα την επομένη, 1 Δεκεμβρίου,o αντιπρόεδρος της Κυπριακής Βουλής
των Αντιπροσώπων και πρόεδρος της τουρκοκυπριακής Βουλής Ραούφ Ντενκτάς έφτασε στο
Λονδίνο για συνομιλίες με τον υφυπουργό για θέματα Κοινοπολιτείας Τζ. Τίλνι. Οι
προτάσεις Μακαρίου διατυπώθηκαν σε μία εποχή που υπήρχε κυβερνητική αστάθεια τόσο
στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, δηλαδή τις δύο χώρες που μαζί με την Βρετανία ήταν οι
εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρά το ότι στόχος του Μακαρίου ήταν η
διαμόρφωση ενιαίας εξουσίας στην Κύπρο, ωστόσο η κρίση που ακολούθησε ήταν η αρχή
του εκ των πραγμάτων διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων, καθώς στις 29 Δεκεμβρίου
επιβλήθηκε η διχοτόμηση της Λευκωσίας με την περίφημη "πράσινη γραμμή", όπως
αποκλήθηκε λίγο αργότερα. Στις προτάσεις Μακαρίου απάντησε ο Κιουτσούκ αρνητικά,
δηλώνοντας στις 3 Δεκεμβρίου ότι το ισχύον σύνταγμα θα πρέπει να εφαρμόζεται στο
σύνολό του. Ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου Σπύρος Κυπριανού συναντήθηκε στις 10
Δεκεμβρίου στην Αθήνα με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και τον ενημέρωσε για
την κατάσταση στο νησί. Τον συνόδευε ο πρεσβευτής στην Αθήνα Νίκος Κρανιδιώτης. Στις
16 Δεκεμβρίου ο Τούρκος πρεσβευτής στη Λευκωσία επέδωσε απορριπτική απάντηση της
Άγκυρας στις προτάσεις Μακαρίου, τις οποίες ο Κύπριος πρόεδρος είχε απλώς
"γνωστοποιήσει" στις εγγυήτριες δυνάμεις. Ο Μακάριος με τη σειρά του απέρριψε την
τουρκική απάντηση ως παρέμβαση στα εσωτερικά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τρεις
ημέρες αργότερα συναντήθηκαν στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι οι υπουργοί
Εξωτερικών Ελλάδας, Σοφοκλής Βενιζέλος, Κύπρου Σπύρος Κυπριανού και Τουρκίας
Κεμάλ Ερκίν. Παρά την αισιοδοξία του Βενιζέλου, η συνάντηση δεν μείωσε την ένταση που
εν τω μεταξύ είχε δημιουργηθεί στην Κύπρο. Πριν περάσουν 48 ώρες, τη νύκτα της 20ης
προς την 21η Δεκεμβρίου άρχισαν επεισόδια στη Λευκωσία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και
Τουρκοκυπρίων, τα οποία κορυφώθηκαν με εκατέρωθεν νεκρούς την ημέρα των
Χριστουγέννων. Οι Τουρκοκύπριοι δημιούργησαν "γραμμή άμυνας" γύρω από την παλαιά
πόλη και παράλληλα προσέβαλαν ελληνοκυπριακά προάστια στη βόρεια περιφέρεια της
πόλης, απομονωμένα από την κυρίως ελληνοκυπριακή πλευρά[66]. Ελληνοκύπριοι πολίτες
αντιπαρατέθηκαν ενόπλως με τους Τουρκοκυπρίους, ενώ άλλοι υπό τον Νίκο Σαμψών
έσπευσαν σε βοήθεια των Ελληνοκυπρίων που κατοικούσαν στο βόρειο προάστιο Ομορφίτα.
Κατά τις συγκρούσεις διαπράχθηκαν αγριότητες και από τις δύο πλευρές, οι οποίες έκτοτε
δηλητηρίαζαν τις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Την δεύτερη ημέρα των
Χριστουγέννων τουρκικά πολεμικά σκάφη εμφανίστηκαν προ της Κύπρου. Την ίδια ημέρα
βρετανικά τεθωρακισμένα οχήματα παρενέβησαν μεταξύ των αντιμαχομένων στην
Λευκωσία. Η απειλή τουρκικής εισβολής ήρθη έπειτα από παρέμβαση του προέδρου των
Η.Π.Α. Λίντον Τζόνσον και προειδοποίηση της Ε.Σ.Σ.Δ. προς την Άγκυρα. Στις 29
Δεκεμβρίου υπογράφτηκε συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών και η Λευκωσία
χωρίστηκε σε ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή από την "πράσινη γραμμή"[67].

Μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την κατοχή του 1974, η Κυπριακή Δημοκρατία
πρακτικά ελέγχει μόνο τα δύο τρίτα του νησιού, ενώ το βόρειο τρίτο κατέχεται παράνομα
από την Τουρκία.

Το 1983 η Τουρκία παρανόμως ανακήρυξε τα κατεχόμενα εδάφη σε κράτος, ονομάζοντάς το


«Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου» , το λεγόμενο "ψευδοκράτος". Η ενέργεια
αυτή καταδικάστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Το "κράτος" αυτό
αναγνωρίζεται σήμερα μόνο από την Τουρκία.

Ελληνοκύπριοι εκδιώχθηκαν και 120.000 έποικοι από την Τουρκία μεταφέρθηκαν στο
βόρειο μέρος της Κύπρου. Επίσης αμέσως μετά την εισβολή οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι
μετακινήθηκαν στο κατεχόμενο μέρος. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα το κατεχόμενο μέρος να
κατοικείται κυρίως από Τούρκους (τους εναπομείναντες Τουρκοκυπρίους και δεκάδες
χιλιάδες εποίκους).

Το 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με ένα τμήμα του
εδάφους να βρίσκεται υπό Τουρκική κατοχή. Αυτό σημαίνει ότι το κοινοτικό κεκτημένο
εφαρμόζεται μόνο στο ελεύθερο μέρος της Κύπρου. Δηλαδή, η συμφωνία ένταξης καλύπτει
την ένταξη ολόκληρης της Κύπρου, αλλά υπάρχει πρόνοια ώστε το κοινοτικό κεκτημένο να
εφαρμόζεται μόνο στις ελεύθερες περιοχές, διότι αυτές είναι που ελέγχει η κυπριακή
κυβέρνηση. Η μη εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στο βόρειο τρίτο του νησιού έχει
γεωγραφική ισχύ και όχι κοινωνική, και η Τουρκική κοινότητα της Κύπρου απολαμβάνει όλα
τα δικαιώματα της ένταξης.
Την 1η Ιανουαρίου του 2008 το μέχρι τότε νόμισμα της Κύπρου, η Λίρα Κύπρου,
αντικαταστάθηκε από το Ευρώ.

You might also like