You are on page 1of 23

Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον

Ρίτσαρντ Μπαχ

0


Ήταν πρωί, κι ο νιογέννητος ήλιος άστραφτε χρυσός πάνω στις


ρυτίδες μιας ήρεμης θάλασσας.
Ένα μίλι από την ακτή μια ψαρόβαρκα έκανε συντροφιά στα νερά. Το
σύνθημα για το Πρωινό Κοπάδι ρίχτηκε στον αέρα κι ένα πλήθος από χίλιους,
περίπου, γλάρους έφτασε για να σπρωχτεί και να παλέψει για μια μπουκιά
φαί. Άλλη μια πολυάσχολη μέρα άρχιζε.
Όμως ξέμακρα, μονάχος, ολομόναχος, πέρα από βάρκα κι από ακτή, ο
Τζόναθαν Λίβινγκστον Γλάρος, άρχιζε τις ασκήσεις του. Τριάντα μέτρα ψηλά
στον ουρανό, κατέβασε τα μεμβρανωτά πόδια του, σήκωσε το ράμφος του κι
αγωνίστηκε να διατηρήσει τις φτερούγες του σε μια κουραστική και δύσκολη
κυρτή καμπύλη. Η καμπύλη αυτή είχε σαν αποτέλεσμα το σιγανό πέταγμα και
να, τώρα έκοβε ταχύτητα ώσπου ο άνεμος να γίνει ένας ψίθυρος στο
πρόσωπό του, ώσπου ο ωκεανός κάτω του να σταθεί ακίνητος· Μισόκλεισε τα
μάτια σε έντονη συγκέντρωση, κράτησε την ανάσα του, ζορίστηκε για... μια...
μονάχα... ακόμη... ίντσα... στην καμπύλη. Ύστερα τα φτερά του
μπερδεύτηκαν, έχασε την ισορροπία του κι έπεσε.
Οι γλάροι, όπως θα ξέρετε, δεν λαθεύουν ποτέ, δεν χ άνουν ποτέ την
ισορροπία τους. Το να χάσουν την ισορροπία τους στον αέρα είναι γι’ αυτούς
ντροπή και ατίμωση.
Αλλά ο Τζόναθαν Λίβινγκστον Γλάρος, που χωρίς ντροπή άπλωνε και
πάλι τις φτερούγες του στην δύσκολη, τρεμάμενη εκείνη καμπύλη, που
κόβοντας ταχύτητα ολοένα και πιο πολύ έχανε για άλλη μια φορά την
ισορροπία του - δεν ήταν ένα συνηθισμένο πουλί.
Οι περισσότεροι γλάροι δεν νοιάζονται να μάθουν τίποτε παραπάνω για
το πέταγμα από τα στοιχειώδη - πώς να πάνε από την ακτή στο φαϊ και πώς
να γυρίσουν πάλι πίσω. Κι αυτο, γιατί οι περισσότεροι γλάροι δεν δίνουν
σημασία στο πέταγμα αλλά στο φαϊ. Τούτον εδώ όμως τον γλάρο δεν τον
ένοιαζε το φαϊ αλλά το πέταγμα. Περισσότερο από κάθε τι ο Τζόναθαν
Λίβινγκστον Γλάρος αγαπούσε το πέταγμα.
Ανακάλυψε πως ο τρόπος που σκεφτόταν δεν ήταν ο καλύτερος για να
γίνει δημοφιλής στ’ άλλα πουλιά. Ακόμα και οι γονείς του ανησυχούσαν,
καθώς ο Τζόναθαν περνούσε μέρες ολόκληρες μονάχος, κάνοντας
εκατοντάδες δοκιμαστικές βουτιές.
Δεν ήξερε το γιατί, όταν όμως πετούσε, λόγου χάρη, πάνω από το
νερό, σε ύψος μικρότερο από το μισό του ανοίγματος των φτερών του,
μπορούσε να μείνει στον αέρα περισσότερη ώρα με μικρότερη προσπάθεια . Οι
βουτιές του δεν κατέληγαν στο συνηθισμένο πλατσούρισμα των ποδιών στην
θάλασσα, αλλά έφτιαχναν ένα μακρύ και πλατύ αυλάκι καθώς άγγιζε την
επιφάνεια, με τα πόδια σφιχτά κολλημένα πάνω στο σώμα του. Και όταν πάλι

1
άρχιζε τις προσγειώσεις στην ακτή, με τα πόδια μαζεμένα και μετά μέτραγε με
βήματα πόσο ήταν το μήκος του γλυστρήματός του στην άμμο, οι γονείς του
ανησυχούσαν στ’ αλήθεια πολύ.
«Γιατί, Τζων, γιατί;» ρωτούσε η μητέρα του. «Γιατί σου είναι τόσο
δύσκολο να είσαι σαν όλους του κοπαδιού, Τζων; Γιατί δεν αφήνεις το
χαμηλό πέταγμα για τους πελεκάνους και τα αλμπατρός; Γιατί δεν τρως; Τζων
είσαι φτερό και κόκκαλο.»
«Δεν με νοιάζει αν είμαι φτερό και κόκκαλο, μητέρα. Το μόνο που θέλω
είναι να ξέρω τι μπορώ να κάνω στον αέρα. Αυτό είναι όλο. Θέλω να ξέρω.»
«Άκου, Τζόναθαν», έλεγε ο πατέρας του με καλωσύνη. «Ο χειμώνας
είναι κοντά. Οι βάρκες θα λιγοστέψουν και τ’ αφρόψαρα θα κολυμπάνε
βαθειά. Αν πρέπει να σπουδάσεις κάτι, σπούδασε το φαϊ και πώς να το
αποκτήσεις. Αυτή η ιστορία με το πέταγμα είναι καλή, αλλά το ξέρεις, τις
βουτιές δεν μπορείς να τις φας. Μην ξεχνάς ότι πετάς για να τρως.»
Ο Τζόναθαν κατένευσε υπάκουα. Στις μέρες που ακολούθησαν
προσπαθούσε να συμπεριφέρεται σαν όλους τους άλλους γλάρους·
Πραγματικά, προσπαθούσε σκληρίζοντας και παλεύοντας μαζί με το κοπάδι
γύρω από τις προβλήτες και τις ψαρόβαρκες, βουτώντας για κομμάτια από
ψάρια και ψωμιά. Δεν τα κατάφερνε, όμως, καθόλου.
Είναι τόσο άσκοπα όλα αυτά, σκεφτόταν καθώς άφηνε σκόπιμα να του
πέσει μια σαρδέλλα, που κέρδισε με δυσκολία, σ’ έναν πεινασμένο γέρικο
γλάρο, που τον κυνηγούσε. Θα μπορούσα να διαθέσω όλον αυτόν τον καιρό
για να μαθαίνω να πετάω. Υπάρχουν τόσα πολλά να μάθω.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Τζόναθαν Γλάρος, βρισκόταν πάλι
μακρυά, μόνος του, ανοιχτά στην θάλασσα, πεινασμένος, ευτυχισμένος,
μαθαίνοντας.
Από τριακόσια μέτρα, χτυπώντας τα φτερά του όσο πιο δυνατά
μπορούσε, χυμούσε σε μια απότομη, ορμητική βουτιά προς τα κύματα και
τότε μάθαινε το γιατί οι γλάροι δεν κάνουν απότομες, ορμητικές βουτιές.
Ακριβώς σε έξη δευτερόλεπτα έφτανε τα εβδομήντα μίλια την ώρα, όπου οι
φτερούγες – σ’ αυτήν την ταχύτητα - χάνουν την σταθερότητά τους καθώς
ανοίγουν.
Του συνέβαινε συχνά, όσο προσεκτικός κι αν ήταν, όσο σκληρά κι αν
προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις, να χάνει τον έλεγχο του πετάγματός
του στις μεγάλες ταχύτητες. Ανέβαινε στα τριακόσια μέτρα. Πρώτα ολοταχώς
ίσια μπροστά, ύστερα κάθετη εφόρμηση, χτυπώντας τα φτερά, σε μια
κατακόρυφη βουτιά. Κάθε φορά, το αριστερό του φτερό έχανε την ευστάθειά
του καθώς το ανασήκωνε κι ο Τζόναθαν κατρακυλούσε απότομα αριστερά, το
δεξί του φτερό μπερδευόταν κι εκείνος τιναζόταν σαν σπίθα σ’ ένα τρελλό
στριφογύρισμα, πέφτοντας δεξιά.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο σ’ αυτήν την δύσκολη
φάση. Δέκα φορές προσπάθησε και τις δέκα φορές, καθώ ς πέρναγε τα
εβδομήντα μίλια την ώρα, κατρακυλούσε σαν μια μάζα από φτερά, χωρίς
κανέναν έλεγχο, κι έπεφτε στο νερό.

2
Το κλειδί, σκέφτηκε στο τέλος, καθώς στέγνωνε τα φτερά του, πρέπει
να βρίσκεται στο να κρατάω ακίνητες τις φτερούγες μου στις μεγάλες
ταχύτητες, να φτερουγίζω μέχρι τα πενήντα και μετά να τις κρατώ ακίνητες.
Δοκίμασε ξανά από τα εφτακόσια μέτρα, χυμώντας στην βουτιά του με
το ράμφος ίσια μπροστά και με τα φτερά ορθάνοιχτα. Από την στιγμή που
πέρασε τα πενήντα μίλια την ώρα, τα κράτησε ακίνητα. Χρειάστηκε τρομερή
δύναμη, αλλά τα κατάφερε. Μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα ξεπέρασε τα
εννενήντα μίλια την ώρα. Ο Τζόναθαν είχε κάνει παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητος
για γλάρους.
Όμως η νίκη δεν κράτησε πολύ. Την ώρα που τελείωνε την βουτιά, την
στιγμή που άλλαξε γωνία στα φτερά του, τινάχτηκε, χάνοντας κάθε έλεγχο,
έπεσε, μ’ εκείνο τον ίδιο φοβερό τρόπο, και τα εννενήντα μίλια την ώ ρα τον
χτύπησαν σαν δυναμίτης. Ο Τζόναθαν Γλάρος έγινε ένα κουβάρι στον αέρα
και τσακίστηκε πάνω σε μια θάλασσα σκληρή σαν τσιμέντο.
Όταν συνήλθε, είχε κι όλας νυχτώσει. Έπλεε μέσα στο σεληνόφωτο,
πάνω στην επιφάνεια του ωκεανού. Τα φτερά του τα αισθανόταν σαν δυο
κομμάτια μολύβι, μα εκείνο που βάραινε πιο πολύ στις πλάτες του, ήταν το
βάρος της αποτυχίας. Ευχήθηκε, αδύναμα, να γινόταν το βάρος αρκετό να
τον τραβήξει απαλά κάτω στον βυθό και να τελειώνει μ’ όλα αυτά.
Καθώς βυθιζόταν στο νερό, μια παράξενη, βαθειά φωνή αντήχησε μέσα
του. «Δεν υπάρχει τρόπος να πετύχω. Είμαι ένας γλάρος. Είμαι από την φύση
μου περιορισμένος· Αν ήμουν φτειαγμένος να μάθω τόσα πολλά για το
πέταγμα, θα είχα χάρτες αντί μυαλό. Αν ήμουν για να πετάω γρήγορα, θα
είχα τα κοντά φτερά του γερακιού και θα τρεφόμο υν με ποντίκια αντί για
ψάρια. Ο πατέρας έχει δίκιο. Πρέπει να τις ξεχάσω αυτές τις ανοησίες. Πρέπει
να πετάξω πίσω στο Κοπάδι και να μένω ευχαριστημένος έτσι όπως είμαι,
ένας φτωχός και περιορισμένος γλάρος.»
Η φωνή έσβησε. Ο Τζόναθαν συμφώνησε. Η θέση ενός γλάρου το
βράδυ ήταν στην ακτή κι από την στιγμή τούτη - ορκίστηκε - θα γινόταν ένας
φυσιολογικός γλάρος. Έτσι όλοι θα ήταν πολύ πιό ευχαριστημένοι.
Σηκώθηκε κουρασμένα από τα σκοτεινα νερά και πέταξε προς την ξηρά,
ευγνωμονώντας που είχε μάθει το ξεκούραστο, χαμηλό πέταγμα.
Όμως όχι, σκέφτηκε. Τέλειωσα πιά με ό,τι ήμουνα, τελείωσαν όσα
έμαθα. Είμαι ένας γλάρος σαν όλους τούς άλλους και θα πετάω σαν κι
αυτούς. Έτσι ανέβηκε με κόπο στα τριάντα μέτρα και, χτυπώντας τα φτερά
τον πιο δυνατά, βιάστηκε να φτάσει στην ακτή.
Αισθάνθηκε καλύτερα για την απόφαση που πήρε, να είναι έναςαπλός
γλάρος, σαν όλους τους άλλους του Κοπαδιού. Δεν θα είχε πια κανένα δεσμό
με την δύναμη που τον οδηγούσε να μαθαίνει. Δεν θα υπήρχαν πια
προβλήματα για λύση, ούτε και αποτυχίες· Και είναι τόσο όμορφα να
σταματάς να σκέφτεσαι και να πετάς μονάχα μέσα στο σκοτάδι προς τα φώτα
της ακτής.
Σκο τάδι! Η βαθειά φωνή ξέσπασε πανικόβλητη. Οι γλάρο ι ποτέ δεν
πετού ν στο σ κο τάδι!

3
Ο Τζόναθαν όμως δεν της έδωσε προσοχή. Ήταν τόσο όμορφα,
σκέφτηκε. Το φεγγάρι και τα φώτα που τρεμοπαίζουν στο νερό,
λαμπυρίζοντας, σαν μικροί φάροι στο σκοτάδι και όλα γύρω τόσο ειρηνικά και
τόσο ήσυχα.
Κατέβα κάτω! Οι γλάροι ποτέ δεν πετούν στο σκοτάδι. Αν ήσουν
φτιαγμένος για να πετάς στο σκοταδι, θα είχες τα μάτια της κουκουβάγιας !
Θα είχες χάρτες, αντί μυαλού! Θα είχες τα κοντά φτερά τον γερακιού.
Κι εκεί, μέσα στη νύχτα, τριάντα μέτρα ψηλά στον αέρα, τα μάτια του
Τζόναθαν Λίβινγκστον Γλάρου, ανοιγόκλεισαν. Ο πόνος του, οι αποφάσεις
του, όλα εξαφανίστηκαν.
Κοντά φ τερ ά! Τα κοντά φ τερ ά το ν γερ ακιού !
Αυτή είναι η απάντηση! Τι ανόητος που ήμουν! Δεν μου χρειάζεται παρά
ένα μικρούτσικο φτερό, δεν μου μένει παρά να διπλώσω τα φτερά μου και να
πετώ μοναχά με τις άκρες τους! Κοντά φτερά!
Ανέβηκε στα εφτακόσια μέτρα πάνω από την μαύρη θάλασσα και, χωρίς
ούτε στιγμή να σκεφτεί αποτυχία ή θάνατο, σίμωσε σφιχτά τα μεγάλα φτερά
του στο σώμα, αφήνοντας μόνο τις στενές άκρες των φτερούγων του
απλωμένες στον αέρα κι όρμησε σε μια κάθετη βουτιά.
Ο αέρας έγινε ένα τέρας που μούγκριζε στο κεφάλι του. Εβδομήντα
μίλια, εννενήντα μίλια, εκατόν είκοσι κι ακόμα πιο γρήγορα. Η ένταση τώρα
στα φτερά, στα εκατόν σαράντα μίλια την ώρα, ήταν πολύ μικρότερη, απ’ ό, τι
όταν πέταγε με τα εβδομήντα. Έτσι, με το παραμικρό στρίψιμο των φτερών
του, άφηνε άνετα την τροχιά της βουτιάς κι εκτοξευόταν πάνω από τα
κύματα, μια γκρίζα οβίδα κανονιού κάτω από το φεγγάρι.
Έκλεισε τα μάτια του σχισμές, ενάντια στον άνεμο κι αναγάλλιασε.
Εκατόν σαράντα μίλια την ώρα! Και με έλεγχο! Αν βουτήξω από τα χίλια
τριακόσια μέτρα αντί από τα εφτακόσια, αναρωτιέμαι πόσο γρήγορα θα...
Οι όρκοι που έκανε λίγα λεπτά πρίν ξεχάστηκαν, σαρώθηκαν από εκείνο
το γρήγορο άνεμο. Κι όμως δεν αισθάνθηκε καθόλου τύψεις που παραβίασε
τις υποσχέσεις που ο ίδιος είχε δώσει στον εαυτό του. Τέτοιες υποσχέσεις
είναι μοναχά για γλάρους που δέχονται το συνηθισμένο. Εκείνος που έχε ι
αγγίξει·την τελειότητα στη μάθηση, δεν έχει ανάγκη από τέτοιον είδους
υποσχέσεις.



Με την ανατολή του ήλιου, ο Τζόναθαν Γλάρος, γυμναζόταν πάλι. Από


τα χίλια τριακόσια μέτρα οι ψαρόβαρκες φαίνονταν σαν σημαδάκια στο
επίπεδο, γαλάζιο νερό και το Πρωινό Κοπάδι, ένα αμυδρό σύννεφο από μόρια
σκόνης που γυρόφερνε.
Ήταν ζωντανός, τρέμοντας ανεπαίσθητα από χαρά, περήφανος που
κυριαρχούσε στο φόβο του. Ύστερα, χωρίς τύπους, έσμιξε τα μεγάλα φτερά,
άπλωσε τις λοξές, κοντές άκρες τους και βούτηξε κατ’ ευθείαν στη θάλασσα.
Φτάνοντας στα χίλια διακόσια μέτρα, είχε αγγίξει τη μεγαλύτερη δυνατή

4
ταχύτητα. Ο αέρας γινόταν ένας συμπαγής τοίχος από ήχο, που χτύπαγε
πάνω του και τον εμπόδιζε να κινηθεί γρηγορότερα.
Πετούσε τώρα ίσια κάτω, με διακόσια δεκατέσσερα μίλια την ώρα.
Ξεροκατάπιε, γιατί ήξερε πως αν τα φτερά του ξεδιπλώνονταν σ’ αυτήν την
ταχύτητα, θα έσκαγε σε ένα εκατομμύριο κομματάκια γλάρου. Αλλά η
ταχύτητα ήταν δύναμη και η ταχύτητα ήταν χαρά και η ταχύτητα ήταν
καθαρή ομορφιά.
Άρχισε ν’ αλλάζει την πορεία του στα τριακόσια μέτρα, ενώ οι άκρες
των φτερών του χτυπούσαν και μπερδεύονταν, μέσα στον τεράστιο εκείνο
άνεμο, ενώ η βάρκα και το πλήθος των γλάρων που πάλευαν, μεγάλωναν με
ταχύτητα μετεωρίτη που πλησιάζει κατά πάνω του. Δεν μπορούσε να
σταματήσει. Δεν ήξερε καν πώς να στρίψει μ’ αυτή την ταχύτητα.
Η σύγκρουση σήμαινε ακαριαίο θάνατο.
Κι έτσι έκλεισε τα μάτια του.
Το πρωί εκείνο, μετά την ανατολή, ο Τζόναθαν Λίβινγκστον Γλάρος,
πέρασε σαν σφαίρα μέσα ακριβώς από το κέντρο του Πρωινού Κοπαδιού,
αγγίζοντας τα διακόσια δώδεκα μίλια την ώρα, με τα μάτια κλειστά, σαν ένας
σίφουνας από άνεμο και φτερά. Ο Γλάρος της Τύχης του χαμογέλασε ακόμη
μια φορά και κανείς δεν σκοτώθηκε.
Όταν κατάφερε να στρέψει το ράμφος του πάλι προς τον ουρανό,
έτρεχε ακόμη με εκατόν εξήντα μίλια την ώρα. Αφού ελάττωσε την ταχύτητά
του στα είκοσι κι άπλωσε επιτέλους πάλι τα φτερά του, η βάρκα είχε γίνει ένα
σημαδάκι στη θάλασσα, χίλια τριακόσια μέτρα πιο κάτω.
Η σκέψη του ήταν γεμάτη θρίαμβο! Υπέρτατη ταχύτητα! Ένας.γλάρος
με διακόσια δεκατέσσερα μίλια την ώρα! Ήταν κατόρθωμα. Η πιο μεγάλη
στιγμή στην ιστορία του Κοπαδιού. Τη στιγμή εκείνη μια νέα εποχή άρχιζε για
το γλάρο Τζόναθαν. Πετώντας για τη μοναχική τοποθεσία των ασκήσεών του,
διπλώνοντας τα φτερά του για μια βουτιά από τα δύο χιλιάδες πεντακόσια
μέτρα, βάλθηκε με μιας να μάθει πώς να στρίβει.
Ανακάλυψε πως ένα μοναχά·φτερό από τα ακραία αν μετακινηθεί ένα
χιλιοστό του μέτρου, δίνει μια μεγάλη μαλακιά καμπύλη με τρομερή
ταχύτητα. Πριν όμως το ανακαλύψει αυτό βρήκε ότι, αν κινήσεις περισσότερα
από ένα φτερό στην ταχύτητα αυτή, θα στριφογυρίζεις σαν μπάλλα. Κι έτσι ο
Τζόναθαν έγινε ο πρώτος απ’ όλους τους γλάρους που έκανε ακροβατικό
πέταγμα.
Εκείνη την ημέρα δεν έχασε καθόλου καιρό σε κουβέντες με άλλους
γλάρους, αλλά συνέχισε να πετά και μετά τη δύση. Ανακάλυψε την
ανακύκλωση, την αργή περιστροφή, την επί τόπου περιστροφή, την
ανάστροφη περιδίνηση, την ημιανακύκλωση και κατάφερε να διαγράφει
κύκλους με κέντρο την άκρη του φτερού του.
Όταν ο Τζόναθαν Γλάρος συνάντησε το Κοπάδι στην ακτή, ήταν πια
νύχτα. Ήταν ζαλισμένος και τρομερά κουρασμένος. Κι όμως γεμάτος χαρά
έκανε με μια ανακύκλωση την προσγείωσή του στο έδαφος. Θα τρελλαθούν
από τη χαρά τους, σκέφτηκε, όταν μάθουν για το κατόρθωμα. Πόσο

5
περισσότερο νόημα έχει τώρα να ζει κανείς! Αντί να πηγαινοερχόμαστε όλη
την ώρα στις ψαρόβαρκες, έχουμε ένα σκοπό στη ζωή! Μπορούμε να
υψωθούμε πάνω από την άγνοια, μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε τον εαυτό μας
σαν πλάσματα, εξαιρετικά, μυαλωμένα και ικανά. Μπορούμε να είμαστε
ελεύθεροι! Μπορούμε να μάθουμε να πετάμε!
Το μέλλον ήταν γεμάτο τραγούδι και φως υποσχέσεων!
Όταν προσγειώθηκε, οι γλάροι ήταν συγκεντρωμένοι στη Σύναξη τον
Συμβονλίου και φαίνονταν σαν να είχαν μαζευτεί από ώρα. Στην
πραγματικότητα τον περίμεναν.
«Τζόναθαν Λίβινγκστον Γλάρε! Στάσου στο Κέντρο!» Τα λόγια του
Πρεσβύτερου αντήχησαν με ύφος μεγάλης επισημότητας. Το να σταθείς στο
Κέντρο σήμαινε μόνον ή μεγάλη τιμή ή μεγάλη ατίμωση. Το να σταθείς στο
Κέντρο τιμητικά ήταν ο τρόπος που αναδείκνυαν οι γλάροι τους
επιφανέστερους αρχηγούς τους. Βέβαια, σκέφτηκε, σήμερα όλο το Πρωινό
Κοπάδι είδε το κατόρθωμα! Αλλά δεν θέλω τιμές! Δεν θέλω να γίνω αρχηγός.
Θέλω μόνο να μοιραστώ αυτό που ανακάλυψα, να ανοίξω εκείνους τους
ορίζοντες, μακρυά πέρα, μπροστά μας. Προχώρησε ένα βήμα.
«Τζόναθαν Λίβινγκστον Γλάρε», είπε ο Πρεσβύτερος, «Στάσου στο
Κέντρο, για ατίμωση στα μάτια των γλάρων αδελφών σου.»
Αισθάνθηκε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Τα γόνατά του λύθηκαν, τα
φτερά του πάγωσαν. Στ’ αυτιά του ανέβηκε μια βοή. Στο Κέντρο για ατίμωση!
Αδύνατον! Το Κατόρθωμα! Δεν μπορούν να το καταλάβουν! Έχουν άδικο,
άδικο!
«... για την παράτολμη επιπολαιότητα», η επίσημη φωνή απήγγειλε,
«για την παραβίαση της αξιοπρέπειας και της παράδοσης της Οικογένειας των
Γλάρων...»
Το να σταθεί στο Κέντρο για ατίμωση σήμαινε πως θα τον έδιωχναν από
την κοινωνία των Γλάρων. Τον καταδίκαζαν σε μοναχική ζωή στους
Μακρυνούς Βράχους.
«... μια μέρα Τζόναθαν Λίβινγκστον Γλάρε, θα μάθεις πως η
ανευθυνότης δεν αμοίβεται. Η ζωή είναι το άγνωστο που δεν μπορεί να γίνει
γνωστό. Ένα μόνο πράγμα ξέρουμε: ότι ερχόμαστε στον κόσμο για να τρώμε
και για να μείνουμε ζωντανοί όσο το δυνατόν περισσότερο.»
Ένας γλάρος δεν απαντά ποτέ στο Συμβούλιο του Κοπαδιού, αλλά ο
Τζόναθαν ύψωσε τη φωνή του. «Ανευθυνότης! Αδέρφια μου!» φώναξε.
«Ποιος είναι πιο υπεύθννος από εκείνο το γλάρο που ανακαλύπτει και
ακολουθεί ένα νόημα, έναν ανώτερο σκοπό στη ζωή; Για χιλιάδες χρόνια
τρέχουμε πίσω από ψαροκέφαλα, όμως σήμερα έχουμε ένα σκοπό στή ζωή.
Να μάθουμε, ν’ ανακαλύψουμε, να ελευθερωθούμε! Δώστε μου μια ν
ευκαιρία, αφήστε με να σας δείξω τι έχω ανακαλύψει...»
Το Κοπάδι θα ήταν σίγουρα από πέτρα. «Η Αδελφότης έσπασε»,
απήγγειλαν οι γλάροι όλοι μαζί και με τέλεια ομοφωνία, έκλεισαν τ’ αυτιά
τους και του γύρισαν τις πλάτες.

6
Ο Τζόναθαν Γλάρος περνούσε πια τις μέρες του μόνος, αλλά πέταξε
πέρα από τους Μακρυνούς Βράχους. Η μοναδική του θλίψη δεν ήταν η
μοναξιά, ήταν η άρνηση των γλάρων να πιστέψονν στη δόξα του πετάγματος
που τους περίμενε. Η άρνηση ν’ ανοίξουν τα μάτια τους και να δουν.
Καθε μέρα μάθαινε και πιο πολλά. Έμαθε πως όταν βουτούσε με μεγάλη
ταχύτητα παράλληλα με το ρεύμα, εύρισκε τα σπάνια και νόστιμα ψάρια που
κολυμπούσαν σε κοπάδια, τρία μέτρα κάτω από την επιφάνεια του ωκεανού.
Δεν είχε ανάγκη πια τις ψαρόβαρκες και το μπαγιάτικο ψωμί, για να ε πιζήσει.
Έμαθε να κοιμάται στον αέρα, βάζοντας πορεία, τη νύχτα, πάνω στον άνεμο
του πελάγους κι έτσι εκάλυπτε εκατό μίλια από δύση σ’ ανατολή. Με τον ίδιο
εσωτερικό έλεγχο πέταγε μέσα από βαρειές ομίχλες και ανέβαινε πάνω από
σύννεφα, στους αστραφτερούς ουρανούς, ενώ την ίδια στιγμή οι άλλοι
γλάροι σέρνονταν στο έδαφος, βλέποντας μόνον ομίχλη και βροχή. Έμαθε να
καβαλλάει τους ψηλούς ανέμους, που τον έφερναν στην ξηρά, για να
τρέφεται εκεί με νόστιμα έντομα.
Ό,τι είχε ελπίσει για το κοπάδι, τώρα το κέρδιζε μόνο για τον εαυτό
του. Είχε μάθει να πετάει κι όσο για το τίμημα που αναγκάστηκε να πληρώσει,
δεν μετάνοιωνε. Ο Τζόναθαν Γλάρος ανακάλυψε πως η ραθυμία και ο φόβος
και η οργή ήσαν τα αίτια που έκαναν την ζωή των γλάρων τόσο σύντομη. Μα
αυτά είχαν πια χαθεί από το νου του και τώρα ζούσε μια ζωή μεγάλη και
αληθινά όμορφη.
Τότε ήρθαν, ένα απόγευμα, και βρήκαν τον Τζόναθαν να γλυστρά
ήσυχος και μόνος μέσα στον αγαπημένο του ουρανό. Οι δυο γλάροι που
φανερώθηκαν δίπλα στα φτερά του ήταν καθαροί σαν το φως των άστρων
και η λάμψη που έβγαζαν ήταν απαλή και φιλική μέσα στην αιθέρια
ατμόσφαιρα της νύχτας. Όμως απ’ όλα πιο θαυμαστό σ’ αυτούς ήταν η
δεξιοτεχνία που είχαν καθώς πετούσαν με τις άκρες των φτερών τους,
κρατώντας μια σταθερή και ακριβέστατη απόσταση τριών εκατοστών από τα
δικά του.
Χωρίς να πει λέξη, ο Τζόναθαν άρχισε να τους δοκιμάζει, με μια
δοκιμασία που ποτέ, κανείς γλάρος δεν είχε περάσει. Έστριψε τα φτερά του κι
έκοψε ταχύτητα μέχρι ένα μίλι την ώρα. Τα δυο ακτινοβόλα πουλιά έκοψαν,
μαζί του, μαλακά, κρατώντας σταθερά τη θέση τους. Ήξεραν, λοιπόν, το αργό
πέταγμα.
Δίπλωσε τα φτερά του, κύλησε κι όρμησε σε μια βουτιά εκατόν
εννενήντα μιλίων την ώρα. Βούτηξαν κι αυτοί μαζί του, ορμώντας προς τα
κάτω σε άψογο σχηματισμό.
Τέλος γύρισε, με την ίδια ταχύτητα, κατ’ ευθείαν πρός τα επάνω, σ’ ένα
κατακόρυφο πέταγμα. Ήρθαν μαζί του, χαμογελώντας. Ξανάρθε στο ίσιο
πέταγμα και πέρασε πολλή ώρα πριν μιλήσει. «Πολύ καλά», είπε, «ποιοί είστε
εσείς;» «Είμαστε από το Κοπάδι σου, Τζόναθαν. Είμαστε οι αδελφοί σου.» Τα
λόγια τους ήταν δυνατά και ήρεμα. «Ήρθαμε να σε πάρουμε πιο ψηλά. Να σε
πάμε σπίτι.»

7
«Δεν έχω σπίτι. Δεν έχω Κοπάδι. Είμαι Απόβλητος. Και τώρα πετάμε
πάνω στον άνεμο του Μεγάλου Βουνού. Δεν μπορώ να σηκώσω αυτό το
παλιοσώμα ψηλότερα από λίγες ακόμη δεκάδες μέτρα.»
«Κι όμως, μπορείς Τζόναθαν. Γιατί εσύ γνωρίζεις. Το ένα σχολείο
τελείωσε κι ήρθε η ώρα ν’ αρχίσει κάποιο άλλο.»
Όπως τον φώτιζε σ’ όλη του την ζωή, έτσι και τώρα η Κατανόηση
άστραψε μέσα στον Τζόναθαν Γλάρο. Είχαν δίκιο. Μπορούσε να πετάξει
ψηλότερα και ήταν καιρός να γυρίσουν σπίτι.
Έρριξε μια τελευταία ματιά πίσω στον ουρανό, στον υπέροχο εκείνο
ασημένιο χώρο όπου είχε μάθει τόσα πολλά.
«Είμαι έτοιμος» είπε τέλος.
Κι ο Τζόναθαν Λίβινγκστον Γλάρος υψώθηκε μαζί με τους δυο
φωτεινούς, σαν άστρα γλάρους, για να εξαφανιστεί μέσα στον ολοσκότεινο
ουρανό.



Ώστε αυτός είναι ο Παράδεισος, σκέφτηκε και χαμογέλασε μέσα του,


αλλά είναι σχεδόν ασέβεια να κάθεται κανείς να τον εξετάζει ακριβώς την ώρα
που πετά, για να περάσει μέσα σ’ αυτόν.
Καθώς ερχόταν τώρα από τη Γη, πάνω απο τα σύννεφα και σε κοντινό
σχηματισμό με τους δυο ακτινοβόλους γλάρους, είδε πως και το δικό του
σώμα άρχιζε να λάμπει σαν και τα δικά τους. Αλήθεια, ήταν πάλι ο ίδιος
εκείνος νεαρός γλάρος Τζόναθαν, που πάντα ζούσε πίσω από τα χρυσά του
μάτια, αλλά η εξωτερική του μορφή είχε αλλάξει.
Την ένοιωθε σαν σώμα γλάρου, αλλά πέταγε κι όλας πολύ καλύτερα απ’
όσο το προηγούμενο σώμα του είχε πετάξει ποτέ. Με τη μισή προσπάθεια,
σκέφτηκε, φτάνω σε διπλάσια ταχύτητα, διπλάσια επίδοση, από όση στίς
καλύτερες μέρες μου στη γη!
Τα φτερά του τώρα άστραφταν με λαμπρό, άσπρο χρώμα και οι
φτερούγες του ήταν μαλακές και τέλειες σαν φύλλα γυαλισμένου ασημιού. Μ’
ευχαρίστηση άρχισε να μαθαίνει και να βάζει δύναμη πάνω σ’ αυτά τα
καινούργια φτερά.
Στα διακόσια πενήντα μίλια την ώρα αισθάνθηκε πως πλησίαζε την
ανωτάτη ταχύτητα. Στα διακόσια εβδομήντα τρία σκέφτηκε πως πετούσε όσο
πιο γρήγορα μπορούσε και, για πρώτη φορά, αισθάνθηκε λίγο
απογοητευμένος. Υπήρχε ένα όριο στα όσα μπορούσε να κάνει το νέο σώμα,
αλλά αν και το πέταγμά του ήταν πολύ πιο γρήγορο από το παληό του ρεκόρ,
υπήρχε ακόμη ένα όριο, που για·να το ξεπεράσει, θα έπρεπε να προσπαθήσει
πολύ. Στον Παράδεισο, σκέφτηκε, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν όρια.
Τα σύννεφα παραμέρισαν και οι συνοδοί τού φώναξαν «καλή
προσγείωση» κι εξαφανίστηκαν μέσα στον αιθέριο αέρα.
Πέταγε πάνω από μια θάλασσα προς μια δαντελωτή παραλία. Ελάχιστοι
γλάροι έκαναν ασκήσεις πάνω στα βράχια. Ξέμακρα προς τα βόρεια, πάνω

8
στον ορίζοντα, πετούσαν μερικοί ακόμη. Καινούργιο θέαμα, νέες σκέψεις,
νέες απορίες. Γιατί τόσοι λίγοι γλάροι; Ο ουρανός θα έπρεπε να είναι
γεμ άτο ς κοπάδια γλάρους! Και γιατί αισθάνομαι τόσο κουρασμένος, έτσι
ξαφνικά; Οι γλάροι στον ουρανό, υποτίθεται πως δεν επιτρέπεται ποτέ να
είναι κουρασμένοι ή να κοιμούνται.
Που το είχε ξανακούσει αυτό; Η θύμηση της ζωής του στη Γη είχε
αρχίσει να ξεθωριάζει. Η Γη υπήρξε γι’ αυτόν ένας τόπος όπου έμαθε, βέβαια,
πολλά, αλλά οι λεπτομέρειες ήταν θολές - κάτι για αγώνες γύρω από το φαϊ,
κάτι για εξορίες...
Δώδεκα γλάροι ήρθαν από την παραλία, να τον προϋπαντήσονν, χωρίς
να μιλήσουν καθόλου. Ένοιωσε μόνο πως τον καλοσώριζαν και πως
μπορούσε να αισθάνεται σαν στο σπίτι του. Ήταν μια τόσο μεγάλη μέρα γι’
αυτόν, που δεν θυμόταν καν την ανατολή της. Έστριψε για να προσγειωθεί
στην ακτή, χτυπώντας τις φτερούγες του για να σταματήσει λίγο στον αέρα
και μετά να πέσει ανάλαφρα στην άμμο. Και οι άλλοι γλάροι προσγειώθηκαν,
αλλά κανένας δεν κούνησε ούτε φτερό. Ταλαντεύτηκαν στον αέρα με
απλωμένες τις λαμπερές φτερούγες κι έτσι άλλαξαν κάπως την κλίση των
φτερών τους. Κι ώσπου να σταματήσουν, την ίδια στιγμή, τα πόδια τους
άγγιξαν το έδαφος. Ήταν θαυμάσιος ο έλεγχός τους, αλλά ο Τζόναθαν ήταν
τώρα τόσο κουρασμένος για να δοκιμάσει. Κι ενώ στεκόταν στην ακτή, χωρίς
να πει ούτε μια λέξη, αποκοιμήθηκε.



Στις μέρες που ακολούθησαν, ο Τζόναθαν είδε πως υπήρχαν τόσα


πολλά να μάθει για το πέταγμα στον τόπο τούτο, όσα και στην προηγούμενη
ζωή, που είχε αφήσει πίσω του. Με μια διαφορά όμως. Εδώ υπήρχαν γλάροι
που σκέπτονταν, όπως σκεπτόταν κι αυτός. Για τον καθένα τους, το πιο
σημαντικό πράγμα στην ζωή ήταν να τείνουν και ν’ αγγίζουν την τελειότητα
σ’ ό,τι αγαπούσαν πιο πολύ, στο πέταγμα. Ήταν υπέροχα πουλιά όλοι τους,
και περνούσαν ώρες ολόκληρες κάθε μέρα ασκούμενοι στις πτήσεις,
δοκιμάζοντας την πιο προχωρημένη αεροναυτική.
Για πολύ καιρό ο Τζόναθαν είχε ξεχάσει·τον κόσμο απ’ όπου είχε έρθει.
Το μέρος εκείνο, όπου το Κοπάδι ζούσε με τα μάτια κλειστά στη χαρά του
πετάγματος, χρησιμοποιώντας τα φτερά του σαν μέσο για να βρίσκει και να
μάχεται για το φαγητό. Υπήρχαν όμως και στιγμές που, για λίγο μόνο,
θυμόταν.
Τον θυμήθηκε ένα πρωινό που είχε βγεί για πτήση με το δάσκαλο του
κι, ενώ ξεκουραζόταν στην ακτή, έπειτα από ένα μάθημα απότομων πτήσεων
με διπλωμένα φτερά.
«Μα πού είναι όλος ο κόσμος, Σάλλιβαν;» ρώτησε σιωπηλά,
συνηθισμένος πια στην άνετη τηλεπάθεια που χρησιμοποιούσαν οι γλάροι
εκείνοι, αντί για σκληριές και κραυγές. «Γιατί δεν είμαστε πιο πολλοί εδώ;
Από εκεί που έρχομαι υπάρχουν...»

9
«... χιλιάδες και χιλιάδες γλάροι. Το ξέρω.» Ο Σάλλιβ αν κούνησε το
κεφάλι του. «Η μόνη εξήγηση; που βλέπω, Τζόναθαν, είναι πως είσαι
πράγματι ένα πουλί στο εκατομμύριο. Οι πιο πολλοί από μας ήρθαν εδώ πολύ
αργά. Πηγαίναμε από τον ένα κόσμο στον άλλον, που ήταν τόσο όμοιοι,
ξεχνώντας αμέσως από πού είχαμε έρθει, χωρίς να νοιαζόμαστε πού
πηγαίνουμε, ζώντας για την στιγμή. Μπορείς άραγε να φανταστείς πόσες ζωές
πρέπει να πέρασαν πριν μας έρθει η πρώτη ιδέα ότι υπάρχει στην ζωή κάτι πιό
πέρα από το φαγητό ή τον καυγά ή την εξουσία στο Κοπάδι; Χίλιες ζωές,
Τζων, δέκα χιλιάδες! Κι ύστερα, άλλες εκατό ζωές για ν’ αρχίσουμε να
μαθαίνουμε ότι υπάρχει κάποιο πράγμα που λέγεται τελείωση κι άλλες εκατό
πάλι για να βρούμε την ιδέα ότι ο σκοπός στη ζωή μας είναι να φτάσουμε
αυτή την τελείωση και να την εκφράσουμε. Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για μας
εδώ τώρα. Διαλέγουμε τον επόμενο κόσμο μας με ό,τι μαθαίνουμε σ’ αυτόν
εδώ. Μη μάθεις τίποτε και ο επόμενος κόσμος θα είναι ο ίδιος με τούτον εδώ,
με όλους τους περιορισμούς και τα μολυβένια βάρη που πρέπει να
ξεπεράσεις.»
Τέντωσε τα φτερά του κι έστριψε το πρόσωπό του στον άνεμο.
«Αλλά εσύ, Τζων», είπε, «έμαθες τόσα πολλά με μιας, που :δεν
χρειάστηκε να περάσεις χίλιες ζωές, για να φτάσεις σ’ αυτήν εδώ.»
Σ ένα λεπτό πετούσαν πάλι κάνοντας άσκησεις. Οι ανάστροφες πτήσεις
σε σχηματισμό ήταν δύσκολες, γιατί καθώς ήταν αναποδογυρισμένος, ο
Τζόναθαν έπρεπε να τα σκέφτεται όλα ανάποδα, ν’ αναστρέφει την καμπύλη
των φτερών του και μάλιστα να την αναστρέφει με ακρίβεια, σε αρμονία με
το δάσκαλό του.
«Ας ξαναδοκιμάσουμε», έλεγε ο Σάλλιβαν, ξανά και ξανά. «Ας
ξαναδοκιμάσουμε.» Και στο τέλος, «Καλά.» Κι άρχιζαν να εξασκούνται στις
εξωτερικές περιστροφές.



Ένα βράδυ, οι γλάροι που δεν είχαν νυκτερινή πτήση στέκονταν στην
αμμουδιά όλοι μαζί και στοχάζονταν. Ο Τζόναθαν μάζεψε όλο το θάρρος του
και πλησίασε τον Πρεσβύτερο Γλάρο, που σύντομα, όπως έλεγαν, θα έφευγε
μακρυά από κείνο τον κόσμο.
«Τσιανγκ...» είπε λίγο αμήχανα.
Ο γέρο Γλάρος τον κοίταξε με καλωσύη. «Ναί, γιε μου;» Αντί να τον
εξασθενεί η ηλικία, ο Πρεσβύτερος έπαιρνε δύναμη απ ό αυτήν. Ξεπερνούσε
όλους τους γλάρους στο Κοπάδι κι ήξερε τεχνικές που οι άλλοι μόλις άρχιζαν
να μαθαίνουν.
«Τσιανγκ, ο κόσμος αυτός ασφαλώς δεν είναι ο Παράδεισος ή μήπως
είναι;»
Ο Πρεσβύτερος χαμογέλασε μέσα στο φως τον φεγγαριού.
«Το έμαθες κι αυτό, Τζόναθαν Γλάρε», είπε.

10
«Τότε τι συμβαίνει μετά απ’ εδώ. Πού πηγαίνουμε; Υπάρχει άραγε
κάποιος τόπος που να είναι ο Παράδεισος;»
«Όχι Τζόναθαν, δεν υπάρχει τέτοιος τόπος. Ο Παράδεισος δεν είναι
κάποιος χώρος, δεν είναι κάποιος χρόνος. Ο Παράδεισος είναι το να είσαι
τέλειος.» Σώπασε για μια στιγμή. «Είσαι πολύ γρήγορος στο πέταγμα, έτσι
δέν είναι;»
«Μου... μου αρέσει η ταχύτητα», είπε ο Τζόναθαν σαστισμένος αλλά
περήφανος που τον είχε προσέξει ο Πρεσβύτερος.
«Θα αρχίσεις ν’ αγγίζεις τον Παράδεισο, Τζόναθαν, την στιγμή που θ’
αγγίσεις την τέλεια ταχύτητα. Κι αυτή δεν είναι να πετάς με χίλια μίλια την
ώρα ή ένα εκατομμύριο μίλια την ώρα ή να πετάς με την ταχύτητα του
φωτός. Γιατί κάθε αριθμός είναι ένα όριο. Κι η τελειότητα δεν έχει όρια. Η
τέλεια ταχύτητα, γιε μου, είναι το να βρίσκεσαι κι όλας εκεί.» Και χωρίς
προειδοποίηση ο Τσιανγκ εξαφανίστηκε και φανερώθηκε στην ακροθαλασσιά,
είκοσι μέτρα πιο κάτω, μέσα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Κι ύστερα
χάθηκε πάλι και βρέθηκε δίπλα στο Τζόναθαν, πάλι μέσα σ’ ένα χιλιοστό του
δευτερολέπτου. «Είναι διασκεδαστικό» είπε.
Ο Τζόναθαν είχε ζαλιστεί. Ξέχασε τις ερωτήσεις για τον Παράδεισο.
«Πώς το κάνετε αυτό; Σαν τι μοιάζει; Πόσο μακρυά μπορείτε να φτάσετε;»
«Μπορείς να πας όπου θέλεις και όποτε θέλεις,» είπε ο Πρεσβύτερος.
«Έχω πάει παντού όποτε και όπου το σκέφτηκα». Κοίταξε προς την θάλασσα.
Τι παράξενο. Οι γλάροι που κοροϊδεύουν την τελείωση, επειδή προτιμούν να
ταξιδεύουν, δεν πηγαίνουν πουθενά. Εκείνοι που αφήνουν τα ταξίδια για την
τελείωση, πηγαίνουν παντού, στη στιγμή. «Θυμήσου, Τζόναθαν, ο
Παράδεισος δεν είναι κάποιος χώρος ή κάποιος χρόνος, γιατί ο χώρος και ο
χρόνος δεν έχουν νόημα, ο Παράδεισος είναι...»
«Μπορείτε να με διδάξετε να πετάω έτσι;» Ο Τζόναθαν Γλάρος
λαχταρούσε να κατακτήσει άλλο ένα μυστήριο.
«Και βέβαια, αν θέλεις να μάθεις.»
«Θέλω, πότε αρχίζουμε;»
«Μπορούμε ν’ αρχίσουμε και τώρα, αν σ’ αρέσει.»
«Θέλω να μάθω να πετάω έτσι», είπε ο Τζόναθαν κι ένα παράξενο φως
άστραψε στα μάτια του. «Πέστε μου τι να κάνω.»
Ό Τσιάνγκ μίλησε αργά και παρατηρούσε με απέραντη προσοχή τον
νεαρό γλάρο.
«Για να πετάξεις με την ταχύτητα της σκέψης, παντού σ’ ό,τι υπάρχει»,
είπε, «πρέπει να ξεκίνησεις ξέροντας ότι έχεις κι όλας φτάσει εκεί.»
Το μυστικό, κατά τον Τσιάνγκ, ήταν να πάψει να βλέπει ο Τζόναθαν τον
εαυτό του σαν φυλακισμένο σ’ ένα περιορισμένο σώμα, που είχε άνοιγμα
φτερών σαράντα δύο ίντσες και δυνατότητες, που θα μπορούσαν ν’
αποτυπωθούν σ’ ένα χάρτη. Το μυστικό ήταν να γνωρίσει ότι η αληθινή τ ου
φύση ζούσε τέλεια, όσο ο άγραφτος αριθμός, παντού ταυτόχρονα, πέρα από
τον χώρο και τον χρόνο.

11


Ο Τζόναθαν άρχισε καθημερινή προσπάθεια με μανία, από την ανατολή


του ήλιου, ως τα μεσάνυχτα. Και παρ’ όλες τις προσπάθειές του δεν
κουνήθηκε ούτε εκατοστό από τη θέση του.
«Άσε την πίστη», έλεγε ο Τσιάνγκ ξανά και ξανά. «Δεν σου χρειάστηκε
πίστη για να πετάξεις. Σου χρειάστηκε κατανόηση του πετάγματος. Κι αυτό
είναι το ίδιο. Δοκίμασε πάλι τώρα.»
Έτσι μια μέρα ο Τζόναθαν, καθώς στέκονταν στην ακτή με κλε ιστά
μάτια, συγκεντρωμένος, αναγνώρισε μέσα σε μια έκλαμψη εκείνο που ο
Τσιάνγκ του είχε πει τόσες φορές.
«Λοιπόν, είναι αλήθεια! Είμ αι ένας τέλειο ς, αδ έσμ ευ το ς γλάρο ς!»
Αισθάνθηκε ένα δυνατό τράνταγμα χαράς.
«Ωραία!», είπε ο Τσιάνγκ, και υπήρχε θρίαμβος στη φωνή του.
Ο Τζόναθαν άνοιξε τα μάτια του. Στεκόταν μόνος μαζί με τον
Πρεσβύτερο σε μια εντελώς διαφορετική ακτή. Δέντρα που έπεφταν ως την
άκρη του νερού και δυο κίτρινοι δίδυμοι ήλιοι, που γυρνούσαν πάνωθέ τους.
«Επί τέλους, κατάλαβες» είπε ο Τσιάνγκ αλλά ο έλεγχός σου χρειάζεται
δουλειά ακόμη.
Ο Τζόναθαν τα έχασε.
«Πού είμαστε;»
Χωρίς να εντυπωσιασθεί καθόλου από το παράξενο περιβάλλον, ο
Πρεσβύτερος απάντησε στην ερώτηση ατάραχος. «Σε κάποιον πλανήτη
προφανώς, με πράσινο ουρανό κι ένα διπλό άστρο για ήλιο.»
«ΓΙΝΕΤ ΑΙ!»
«Μα και βέβαια γίνεται, Τζών», είπε ο Τσιανγκ. «Πάντα γίνεται, όταν
ξέρεις τι κάνεις. Τώρα για τον έλεγχό σου...»



Όταν γύρισαν ήταν πια νύχτα. Όλοι οι γλάροι κοίταζαν τον Τζόναθαν με
δέος στα χρυσά τους μάτια, γιατί τον είχαν δει να εξαφανίζεται από το μέρος
που ήταν στηλωμένος από ώρα.
Δεν μπορούσε να υποφέρει τα συγχαρητήρια ούτε λεπτο.
«Εγώ είμαι νεοφερμένος·εδώ! Μόλις άρχισα! Εγώ πρ έπει να μ άθ ω
από σας.»
«Αμφιβάλλω γι’ αυτό, Τζών» είπε ο Σάλλιβαν, που στεκόταν κοντά.
«Φοβάσαι τη μάθηση λιγώτερο από κάθε άλλο γλάρο που έχω δει εδώ και
χιλιάδες χρόνια.»
Το Κοπάδι έμεινε σιωπηλό κι ο Τζόναθαν κινήθηκε αμήχανα.
«Μπορούμε ν’ αρχίσουμε να δουλεύουμε με το χρόνο, αν θέλεις», είπε
ο Τσιάνγκ, «μέχρις ότου καταφέρεις να πετάς στο παρελ θόν και στο μέλλον.
Και τότε θα είσαι έτοιμος ν’ αρχίσεις το πιο δύσκολο, το πιο δυνατό, το πιο

12
ωραίο απ’ όλα. Θα είσαι έτοιμος ν’ αρχίσεις να πετάς προς τα άνω και να
μαθαίνεις το νόημα της καλωσύνης και της αγάπης.»
Ένας μήνας πέρασε ή κάτι που έμοιαζε για μήνας κι ο Τζόναθαν μάθαινε
με τρομερή ταχύτητα. Πάντα μάθαινε πιο γρήγορα από το συνηθισμένο και
τώρα ο ιδιαίτερος μαθητής του ίδιου του Πρεσβύτερου έπαιρνε τις
καινούργιες ιδέες σαν ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος με φτερά.
Όμως κάποτε έφτασε η μέρα. που ο Τσιάνγκ εξαφανίστηκε. Τους
μιλούσε ήρεμα, εξορκίζοντάς τους να μην σταματήσουν ποτέ να μαθαίνουν
και να ασκούνται και ν’ αγωνίζονται για να κατανοήσονν ακόμη περισσότερο
την τέλεια, αόρατη αρχή κάθε ζωής. Ύστερα, καθώς μιλούσε, τα φτερά του
άρχισαν να γίνονται όλο και πιο λαμπερά, ώσπου στο τέλος έγιναν τόσο
φωτεινά, που κανένας γλάρος δεν μπορούσε να τον κοιτάξει.
«Τζόναθαν», είπε. Κι ήταν αυτές οι τελευταίες λέξεις που πρόφερε.
«Συνέχισε να εργάζεσαι για την αγάπη.»
Όταν μπόρεσαν να ξανακοιτάξουν, ο Τσιάνγκ είχε χαθεί.
Καθώς περνούσαν οι μέρες, ο Τζόναθαν σκεφτόταν όλο και
περισσότερο τη Γη, απ’ όπου είχε έρθει· Αν γνώριζαν εκεί κάτω το ένα
δέκατο, το ένα εκατοστό μόνον απ’ όσα εκείνος ήξερε εδώ, πόσο νόημα θ’
αποκτούσε η ζωή! Στεκόταν στην άμμο κι αναρωτιόταν αν θα υπήρχε εκεί
κάτω ένας γλάρος που ν’ αγωνίζεται να περάσει τους περιορισμούς του, να
βρει νόημα στο πέταγμα πέρα από τα ταξίδια και το ψάξιμο για ξεροκόμματα
από τις βάρκες. Ίσως να υπήρχε ακόμη και κάποιος απόβλητος, επειδή θα είχε
τολμήσει να πει την αλήθεια κατάμουτρα στο Κοπάδι.
Κι όσο περισσότερο ο Τζόναθαν ασκείτο στα μαθήματα της καλωσύνης
κι όσο δούλευε για να γνωρίσει τη φύση της αγάπης, τόσο ήθελε να γυρίσει
πίσω στη Γη. Γιατί, παρά το μοναχικό του παρελθόν, ο Τζόναθαν Γλάρος ήταν
γεννημένος για να γίνει δάσκαλος και ο τρόπος να εκδηλώνει την αγάπη ήταν
να δίνει κάτι από την αλήθεια που είχε ιδεί σε κάθε γλάρο που ζητούσε την
ευκαιρία να την βρει κι εκείνος.
Ο Σάλλιβαν, μύστης πιά στο πέταγμα με την ταχύτητα της σκέψης και
δάσκαλος των άλλων, είχε πολλές αμφιβολίες.
«Τζών, ήσουν απόβλητος κάποτε. Γιατί φαντάζεσαι ότι οι γλάροι της
εποχής εκείνης θα σε ακούσουν τώρα. Ξέρεις την παροιμία, και είναι αληθινή.
Βλέπ ει μ ακρ ύ τερ α ο γλάρο ς που π ετά ψ ηλό τερα. Οι γλάροι εκείνοι
στέκονται στο χώμα, σκληρίζοντας και πολεμώντας μεταξύ τους. Απέχουν
χίλια μίλια από τον ουρανό και συ θέλεις να τους τον δείξεις από εκεί κάτω
που στέκουν. Τζών, δέν μπορούν να δουν ούτε τις άκρες των φτερών τους!
Μείνε εδώ. Βοήθησε τους νέους γλάρους μας που είναι αρκετ ά ψηλά, για να
καταλάβουν αυτό που έχεις να τους πεις. «Σώπασε για μια στιγμή κι ύστερα
είπε: «Τι θα είχε γίνει, αν ο Τσιάνγκ είχε γυρίσει κι εκ είνος πίσω στους δικούς
του παλιούς κόσμους;»
Το τελευταίο αυτό σημείο ήταν το πιο αποφασιστικό, ο Σάλλιβαν εί χε
δίκιο. Βλέπ ει μ ακρύτερ α ο γλάρο ς π ου π ετά ψ ηλό τερ α.

13
Ο Τζόναθαν έμεινε και δούλεψε για τα νέα πουλιά που έφταναν και που
ήταν όλα πολύ έξυπνα και γρήγορα στην μάθησή τους. Αλλά τα παληά
συναισθήματα ξαναγύριζαν. Δεν μπορούσε να μην σκέφτεται ότι μπορεί να
βρίσκονται στη Γη ένας η δυο γλάροι που θα ήταν ικανοί να μάθουν κι
εκείνοι. Πόσα περισσότερα θα ήξερε τώρα, αν ο Τσιάνγκ είχε έρθει να τον
βρει την ημέρα που τον έκαναν Απόβλητο!
«Σάλλι, πρέπει να γυρίσω πίσω», είπε στο τέλος. «Οι μαθηταί σου
πηγαίνουν περίφημα. Μπορούν να σε βοηθήσουν με τους καινούργιους.»
Ο Σάλλιβαν αναστέναξε, αλλά δεν διεφώνησε.
«Μου φαίνεται πως θα μου λείψεις, Τζόναθαν», είπε μόνο.
«Σάλλι, ντροπή», τον μάλωσε ο Τζόναθαν, «και μην είσαι ανόητος. Τι
προσπαθούμε κάθε μέρα να εξασκήσουμε; Αν η φιλία μας βασίζεται στον
χώρο και στον χρόνο, τότε, όταν ξεπεράσουμε το χώρο και το χρόνο, θ α
διαλύσουμε και την αδελφότητά μας! Όμως ξεπέρνα το χώρο και ό,τι μένει
είναι το Εδώ! Ξεπέρνα το χρόνο και ό,τι μένει είναι το Τώρα! Και στο κέντρο
του Εδώ και του Τώρα δεν νομίζεις ότι θα μπορούμε να βλεπόμαστε συχνά;»
Ο Σάλλιβαν Γλάρος γέλασε χωρίς να το θέλει.
«Τρελλό πουλί» είπε γλυκά. «Αν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να
δείξει στους γλάρους που ζουν στο χώμα πώς να βλέπουν χίλια μίλια μακρυά,
αυτός είναι ο Τζόναθαν Λίβινγκστον Γλάρος.» Κοίταξε πάλι την άμμο. «Αντίο,
Τζων, φίλε μου.»
«Αντίο, Σάλλι. Θα ξανασυναντηθούμε.» Και με τα λόγια αυτά ο
Τζόναθαν οραματίστηκε την εικόνα τού μεγάλου κοπαδιού των γλάρων στις
ακτές των αλλοτινών εκείνων καιρών και σκέφτηκε, με την άνεση που δίνει η
άσκηση, ότι δεν ήταν κόκκαλα και φτερά, αλλά η Τέλεια Ιδέα της ελευθερίας
και του πετάγματος, χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό.



Ο Φλέτσερ Λυντ Γλάρος ήταν ακόμη πολύ νέος, αλλά γνώριζε κι όλας
ότι το Κοπάδι σε κανένα πουλί δεν είχε φερθεί τόσο σκληρά και με τόση
αδικία.
«Δεν με νοιάζει τι λένε», σκέφτηκε άγρια και η όρασή του θόλωσε,
καθώς πετούσε για τους Μακρυνούς Βράχους. «Το πέταγμα αξίζει πολύ
περισσότερο από τα πεταρίσματά τους εδώ και κει. Μα κι ένα κουνούπι κάνει
το ίδιο! Για μια μικρή, εναέρια τούμπα γύρω από τον Πρεσβύτερο Γλάρο, έτσι
για αστείο, μ’ έκαναν απόβλητο! Μα είναι τυφλοί! Δεν μπορο ύν να σκεφτούν
τη δόξαν που μας περιμένει, αν μάθουμε να πετάμε πραγματικά. Δέν με
νοιάζει τι σκέφτονται. Θα τους δείξω τι θα πει πέταγμα. Θα είμαι ένας
παράνομος, αφού το θέλουν. Και θα τους κάνω να μετανοιώσουν.»
Η φωνή ακούστηκε μέσα στο κεφάλι του και παρ’ όλο που ήταν γλυκειά
πολύ, τον τρόμαξε τόσο που κλονίστηκε και σκόνταψε στον άερα.

14
«Μην είσαι τόσο σκληρός μαζί τους, Φλέτσερ Γλάρε. Διώχνοντάς σε οι
άλλοι γλάροι, έβλαψαν μόνο τον εαυτό τους και μια μέρα θα το μάθουν και
θα το καταλάβουν αυτό που καταλαβαίνεις και σύ. Συγχώρησέ τους και
βοήθησέ τους να μάθουν.»
Τρία εκατοστά από το δεξί ακρινό του φτερό πετούσ ε ο πιο
αστραφτερός άσπρος γλάρος του κόσμου, γλυστρώντας χωρίς κόπο, χωρίς να
κουνά ούτε φτερό, σε μια ταχύτητα που ήταν η πιο γρήγορη, σχεδόν που
μπορούσε να φτάσει ο Φλέτσερ.
Για μια στιγμή μέσα στο νεαρό πουλί έγινε χάος.
«Τι συμβαίνει; Μήπως τρελλάθηκα! Μήπως πέθανα; Τι είναι αυτό;»
Μαλακά και ήρεμα η φωνή συνέχισε μέσα στη σκέψη του, ζητώντας
μιαν απάντηση.
«Φλέτσερ Λυντ Γλάρε. Θέλεις να πετάς;»
«ΝΑΙ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΑΩ!»
«Φλέτσερ Λυντ Γλάρε, θέλεις να πετάς τόσο πολύ, που να συγχωρήσεις
το Κοπάδι και, μαθαίνοντας, να γυρίσεις πίσω για να βοηθήσεις να μάθουν κι
αυτοί μια μέρα;»
Ο Φλέτσερ δεν μπορούσε να πει ψέμματα σ’ αυτό το μεγαλόπρεπο,
επιδέξιο πλάσμα, όσο περήφανος και πληγωμένος κι αν ήταν ο εγωισμός του.
«Ναι, θέλω», είπε σιγά.
«Τότε Φλετς», του είπε το λαμπρό πλάσμα, κι η φωνή του ήταν όλο
καλωσύνη, «ας αρχίσουμε με την Επίπεδη Πτήση.»



Ο Τζόναθαν έκοβε βόλτες πάνω από τους Μακρυνούς Βράχους,


επιτηρώντας. Αυτός ο νεαρός Φλέτσερ Γλάρος, κόντευε να γίνει ένας τέλειος
μαθητής στο πέταγμα. Ήταν δυνατός, ελαφρύς και σβέλτος στον αέρα, μα το
πιο σημαντικό ήταν πως είχε μια φλογερή έφεση για μάθηση.
Και να ‘τος που έφτανε τη στιγμή αυτή, μια θολή γκρίζα μορφή, όλο
βρυχηθμό, καθώς έβγαινε από μια βουτιά και πέρναγε σαν αστραπή, με
εκατόν πενήντα μίλια την ώρα, δίπλα από το δάσκαλό του. Απότομα άρχισε
μιαν ακόμη προσπάθεια για μια κατακόρυφη, αργή κύληση δεκαέξη σημείων,
μετρώντας δυνατά «...οχτώ, ...εννιά, ...δέκα, ...κοίτα, Τζόναθαν, η ταχύτητά
μου σβύνει, ...έντεκα ...θα ήθελα ωραία, απότομα σταματήματα σαν τα δικά
σου ...δώδεκα ...αλλά, να πάρει η οργή, δεν τα καταφέρνω, ...δεκατρία
...αυτά τα τελευταία σημεία . . .δεκατέσσε ...ααααα.!»
Η πτώση αυτή στο τέλος της άσκησης γέμισε λύσσα και θυμό τον
Φλέτσερ. Έγειρε πίσω, γκρεμίστηκε απότομα, στριφογυρίζοντ ας και τέλος
ξαναβρήκε την ισορροπία του, τριάντα μέτρα κάτω από τα πόδια του
δασκάλου του.
«Χάνεις τον καιρό σου μαζί μου, Τζόναθαν. Είμαι βλάκας. Είμαι πολύ
ανόητος. Προσπαθώ και προσπαθώ, αλλά ποτέ δεν θα τα καταφέρω!»
Ο Τζόναθαν Γλάρος τον κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του.

15
«Και βέβαια δεν θα τα καταφέρεις, όσο εξακολουθείς·να κάνεις την
ανάβαση τόσο σφιγμένος. Φλέτσερ, έχασες σαράντα μίλια την ώρα στην
εκκίνηση. Πρέπει να είσαι πιο χαλαρός. Να θυμάσαι, σταθερός αλλά
χαλαρός.»
Κατέβηκε στο επίπεδο του νεαρού γλάρου.
«Ας το δοκιμάσουμε μαζί τώρα σε σχηματισμό. Και πρόσεχε το
ανέβασμα. Είναι μια μαλακιά, άνετη εκκίνηση.»



Μετά από τρεις μήνες ο Τζόναθαν είχε έξη ακόμα μαθητές. Όλοι
απόβλητοι, αλλά και περίεργοι να μάθουν γι’ αυτή την καινούργια, παράξενη
ιδέα, να πετάς για την χαρά του πετάγματος.
Όμως τους ήταν πιο εύκολο να προσπαθούν και ν’ ασκούνται στις
δύσκολες επιδόσεις, παρά να καταλαβαίνουν την αιτία πίσω απ’ όλα αυτά.
«Ο καθένας μας είναι στ’ αλήθεια μια ιδέα του Μεγάλου Γλάρου, μια
χωρίς όρια ιδέα ελευθερίας», τους έλεγε ο Τζόναθαν τα βράδυα στην ακτή.
Και η τελειότητα στο πέταγμα είναι ένα βήμα για να εκφράσουμε την αληθινή
μας φύση. Κάθε τι που μας περιορίζει πρέπει να το παραμερίσουμε. Γι’ αυτό
γίνονται όλες αυτές οι ασκήσεις μεγάλης και μικρής ταχύτητας και των
ακροβατικών...»
... και οι μαθητές του είχαν αποκοιμηθεί, εξαντλημένοι από τις πτήσεις
της ημέρας. Τους άρεσε η εξάσκηση, γιατί είχε ταχύτητα και ενθουσιασμό και
γιατί χόρταινε την πείνα τους για μάθηση, που μεγάλωνε με κάθε μάθημ α. Μα
κανείς τους δεν είχε κατορθώσει να πιστέψει —ούτε κι ο Φλέτσερ Λυντ
Γλάρος, ακόμη— πως το πέταγμα των ιδεών μπορούσε να είναι τόσο
πραγματικό, όσο το πέταγμα του ανέμου καιτ ων φτερών.
«Όλο σας το σώμα, απ’ άκρη σ’ άκρη», τους έλεγε ο Τζόναθαν, άλλες
φορές, «δεν είναι παρά η ίδια σας η σκέψη σε μια ορατή μορφή. Σπάστε τις
αλυσσίδες της σκέψης σας και θα σπάσετε τις αλυσσίδες του σώματός σας...»
Όμως, όσο ωραία και αν τα έλεγε, έμοιαζαν με κάποια ευχάριστη φαντασία. Κι
εκείνοι χρειαζόντουσαν τον ύπνο περισσότερο.
Μόλις ένα μήνα αργότερα, ο Τζόναθαν, τους ανακοίνωσε πως είχε έρθει
ο καιρός να γυρίσουν στο Κοπάδι.
«Δεν είμαστε έτοιμοι» είπε ο Χένρυ Κάλβιν Γλάρος. «Δεν μας θέλουν.
Είμαστε Απόβλητοι! Γιατί ν’ αναγκαστούμε να πάμε εκεί που δεν μας
θέλουν;»
«Είμαστε ελεύθεροι να πάμε όπου θέλουμε και να είμαστε αυτοί που
είμαστε», απάντησε ο Τζόναθαν και σηκώθηκε από την άμμο και στράφηκε
ανατολικά προς τη Γη του Κοπαδιού.
Οι μαθητές του ταράχτηκαν, γιατί ήταν ο νόμος του Κοπαδιού να μην
επιστρέφει ποτέ ένας απόβλητος. Κι ο Νόμος δεν είχε παραβιαστεί ποτέ μέσα
στα δέκα χιλιάδες αυτά χρόνια. Ο Νόμος έλεγε «μείνετε», ο Τζόναθαν έλεγε

16
«πάμε» και είχε πετάξει κι όλας ένα μίλι πάνω από το νερό. Αν
καθυστερούσαν λίγο ακόμη, θα έφταναν στο εχθρικό Κοπάδι μόνοι.
«Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υπακούσουμε στον νόμο, αφού δεν
είμαστε μέλη του Κοπαδιού», είπε ο Φλέτσερ με αρκετή αυταρέσκεια. «Κι
ύστερα, αν γίνει μάχη, θα είμαστε πιο χρήσιμοι εκεί, παρά εδώ.»
Κι έτσι πέταξαν από τα δυτικά, εκείνο το πρωί, οι οχτώ τους, σε
σχηματισμό διπλού ρόμβου, με τις άκρες των φτερών τους ν’ αγγίζουν.
Έφτασαν πάνω από την ακτή του Συμβουλίου του Κοπαδιού με εκατόν
τριάντα πέντε μίλια την ώρα. Ο Τζόναθαν ήταν η κεφαλή, ο Φλέτσερ με
άνεση στο δεξί του φτερό κι ο Χένρυ Κάλβιν προσπαθώντας φ ιλότιμα στο
αριστερό του.
Ύστερα, ολόκληρος ο σχηματισμός έγειρε προς τα δεξιά σαν ένα πουλί,
ενώ ο αέρας τους μαστίγωνε όλους.
Οι σκληριές και οι φωνές της καθημερινότητας του κοπαδιού κόπηκαν,
λες κι ο σχηματισμός ήταν ένα γιγάντιο μαχαίρι. Οχτώ χιλιάδες γλαρομάτια
κοιτούσαν χωρίς να κουνηθεί ούτε βλέφαρο. Ένα-ένα τα οχτώ πουλιά
υψώθηκαν απότομα προς τα πάνω, έκαναν μια πλήρη «θηλειά», γύρισαν πάλι
και πολύ αργά προσγειώθηκαν όρθια στην άμμο. Και σαν να μην συνέβαινε
τίποτε, ο Τζόναθαν Γλάρος άρχισε την κριτική του για την πτήση.
«Για να αρχίσουμε» είπε, μ’ ένα πονηρό χαμόγελο, «όλοι αργήσατε
λιγάκι να με προλάβετε...»
Κάτι σαν κεραυνός διαπέρασε το κοπάδι ολόκληρο. Τα πουλιά αυτά
ήταν Απόβλητοι! Και ξαναγύρισαν! Κι αυτό... αυτό δεν γίνεται! Οι προβλέψεις
τού Φλέτσερ για μάχη χάθηκαν μέσα στην ταραχή του κοπαδιού.
«Λοιπόν, ωραία, είναι Απόβλητοι» είπαν μερικοί νεαροί γλάροι, «αλλά
πού στην ευχή έμαθαν να πετάνε έτσι;»
Χρειάστηκε μια ώρα να φτάσει η Εντολή του Πρεσβύτερου σ’ όλο το
Κοπάδι: «Αγνοήστε τους. Ο γλάρος που μιλά σ’ έναν Απόβλητο, γίνεται κι
αυτός Απόβλητος! Ο γλάρος που κοιτάζει έναν Απόβλητο, παραβιάζει το Νόμο
του Κοπαδιού.»
Από την στιγμή εκείνη οι γκρίζες φτερωτές πλάτες γύρισαν κατά
πρόσωπο στον Τζόναθαν, αλλ’ αυτός δεν φάνηκε να το προσέχει. Συνέχισε
τις ασκήσεις του ακριβώς πάνω απο την ακτή του Συμβουλίου και για πρώτη
φορά άρχισε να εξωθεί τους μαθητές του στα όρια των δυνατοτήτων τους.
«Μάρτιν Γλάρε!» φώναξε μέσα στον ουρανό. «Λες ότι ξέρεις τις πτήσεις
μικρής ταχύτητας. Δεν ξέρεις τίποτε, αν δεν το αποδείξεις! ΠΕΤΑ!»
Κι έτσι, ο ήσυχος, μικρός Μάρτιν Ουίλλιαμ Γλάρος, ξαφνιασμένος που
βρέθηκε κάτω από τα πυρά του δασκάλου του, κατάπληξε ακόμη και τον
εαυτό του κι έγινε ο μάγος της χαμηλής ταχύτητας. Στο παραμικρό αεράκι
μπορούσε να καμπυλώνει τα φτερά του, για να υψωθεί, χωρίς ούτε ένα
φτερούγισμα, από την άμμο στα σύννεφα και ύστερα πάλι κάτω.
Το ίδιο και ο Τσαρλς-Ρόλλαντ Γλάρος, που πέταξε πάνω στον Άνεμο του
Μεγάλου Βουνού σε τρεις χιλιάδες μέτρα ύψος, και γύρισε πίσω μελανός από
τον κρύο αέρα, κατάπληκτος κι ευτυχισμένος, με την απόφαση αύριο να πάει

17
ακόμη ψηλότερα. Ο Φλέτσερ Γλάρος, που αγαπούσε τ’ ακροβατικά όσο κανείς
άλλος, κυριάρχησε στην κάθετη αργή κύληση των δεκαέξη σημείων και την
επόμενη μέρα την αποκορύφωσε με μία τριπλή κυκλική περιστροφή, καθώς
τα φτερά του άστραφταν στο κάτασπρο φως του ήλιου, στην ακτή, απ’ όπου
περισσότερα από δυο μάτια,τον κοιτούσαν κρυφά.
Κάθε στιγμή ο Τζόναθαν Γλάρος βρισκόταν στο πλευρό του κάθε
μαθητή του, δείχνοντας, συμβουλεύοντας, οδηγώντας. Πετούσε μαζί τους
μέσα στη νύχτα, στα σύννεφα και στις καταιγίδες, για κέφι, ενώ το Κοπάδι
σερνόταν αξιολύπητο στο χώμα.
Όταν το πέταγμα τέλειωνε, οι μαθητές ξεκουράζονταν στην άμμο και με
τον καιρό άρχισαν ν’ ακούνε πιό προσεκτικά τον Τζόναθαν. Είχε μερικές
παράξενες ιδέες που δεν μπορούσαν να καταλάβουν, αλλά είχε και μερικές
πολύ καλές που τις καταλάβαιναν.
Σιγά-σιγά τη νύχτα, ένας δεύτερος κύκλος σχηματιζόταν γύρω από
τους μαθητές -ένας κύκλος περίεργων γλάρων, που παρακολουθούσαν μέσα
στο σκοτάδι, ώρες ολόκληρες, χωρίς να θέλουν να δουν η να τους δουν και
που χάνονταν λίγο πριν από την αυγή.
Ένας μήνας είχε περάσει από την Επιστροφή, όταν ο πρώτος γλάρος
από το Κοπάδι πέρασε τη γραμμή και ζήτησε να μάθει να πετάει. Με αυτή του
την πράξη, ο Τέρενς Λόουελ Γλάρος, καταδικάστηκε, ονομάστηκε Απόβλητος
κι έγινε ο όγδοος από τους μαθητές του Τζόναθαν.
Την άλλη νύχτα ήρθε από το Κοπάδι ο Κερκ Μάνναρντ Γλάρος,
κουτσαίνοντας πάνω στην άμμο, σέρνοντας την αριστερή φτερούγα του, για
να σωριαστεί στα πόδια του Τζόναθαν. «Βοήθησέ με», είπε πολύ σιγά,
μιλώντας σαν ετοιμοθάνατος. «Θέλω να πετάξω - το θέλω πιο πολύ από κάθε
τι άλλο στον κόσμο...»
«Έλα μαζί μου τότε», είπε ο Τζόναθαν. «Υψώσου μαζί μου από το χώμα
κι ας αρχίσουμε.»
«Δεν καταλαβαίνεις. Η φτερούγα μου. Δεν μπορώ να κουνήσω τη
φτερούγα μου.»
«Μάυναρντ Γλάρε, είσαι ελεύθερος να είσαι ο εαυτός σου, ο αληθινός
εαυτός σου, αυτή τη στιγμή και τίποτε δεν μπορεί να σταθεί στο δρόμο σου.
Είναι ο Νόμος του Μεγάλου Γλάρου, ο Νόμος που Είναι.»
«Λες ότι μπορώ να πετάξω;»
«Λέω ότι είσαι ελεύθερος.»
Απλά και γρήγορα ο Κερκ Μάυναρντ Γλάρος άπλωσε τις φτερούγες του
χωρίς κόπο και πέταξε μέσα στο σκοτεινό αέρα της νύχτας. Το Κοπάδι
σηκώθηκε στο πόδι από τις φωνές του, τις πιο δυνατές που μπορούσε να
βγάλει από το ύψος των εκατόν εξήντα μέτρων. «Μπορώ να π ετάξω!
Ακο ύ τε! ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ!»
Με την ανατολή του ήλιου υπήρχαν γύρω στα χίλια πουλιά, που
στέκονταν στον εξωτερικό κύκλο των μαθητών, κοιτώντας τον Μάυναρντ
περίεργα. Δεν τα ένοιαζε αν τα έβλεπαν ή όχι. Κι άκουγαν, προσπαθώντας να
καταλάβουν τον Τζόναθαν Γλάρο.

18
Μίλησε για πολύ απλά πράγματα -ότι είναι σωστό να πετά ένας γλάρος,
ότι η ελευθερία είναι η πραγματική φύση του όντος και ο,τιδήποτε εμποδίζει
αυτή την ελευθερία πρέπει να παραμεριστεί, είτε λέγεται τελετουργικά είτε
δεισιδαιμονία είτε περιορισμός οποιασδήποτε μορφής.
«Να παραμεριστεί», ακούστηκε μία φωνή από το πλήθος, «ακόμη κι αν
είναι ο Νόμος του Κοπαδιού;»
«Ο μόνος αληθινός νόμος είναι αυτός που οδηγεί στην ελευθερία», είπε
ο Τζόναθαν. «Δεν υπάρχει άλλος.»
«Μα πώς περιμένεις να πετάξουμε σαν και σένα!» ήρθε μια άλλη φωνή.
«Εσύ είσαι εκλεκτός, είσαι προικισμένος και θεϊκός, πάνω απ’ όλα τα πουλιά.»
«Κοιτάξτε τον Φλέτσερ! τον Λόουελ! τον Τσαρλς-Ρόλλαντ! Είναι κι
αυτοί εκλεκτοί, προικισμένοι και θεϊκοί; Όχι περισσότερο από σας, όχι
περισσάτερο από εμένα. Η μόνη διαφορά είναι πως αυτοί άρχισαν να
κατανοούν τι πραγματικά είναι. Και άρχισαν να το εξασκούν.»
Οι μαθητές του, εκτός από τον Φλέτσερ, κουνήθηκαν ανήσυχα. Δεν
είχαν συνειδητοποιήσει πως αυτό ήταν ό,τι έκαναν.
Το πλήθος μεγάλωνε κάθε μέρα κι ερχόταν να ρωτήσει, να αποθεώσει,
να σαρκάσει.
«Λένε στο Κοπάδι πως αν δεν είσαι Γιος του Μεγάλου Γλάρου του ίδιου,
τότε βρίσκεσαι χίλια χρόνια μπροστά από την εποχή σου», είπε μια μέρα στον
Τζόναθαν ο Φλέτσερ, ύστερα από τις ασκήσεις της προχωρημένης ταχύτητας.
Ο Τζόναθαν αναστέναξε. Το τίμημα να μη σε καταλαβαίνουν, σκέφτηκε.
Σε ονομάζουν δαίμονα ή σε ονομάζουν θεό. «Τι νομίζεις εσύ, Φλέτσερ;
Είμαστε μπροστά από την εποχή μας;»
Παρατεταμένη σιωπή.
«Χμ, αυτό το είδος του πετάγματος υπήρχε πάντοτε, για να το μάθει
όποιος ήθελε να το αναζητήσει. Κι αυτό δεν έχει σχέση με την εποχή. Είμαστε
μπροστά από τη συνήθεια, ίσως. Μπροστά από τον τρόπο που πετούν οι
περισσότεροι γλάροι.»
«Κάτι είναι κι αυτό», είπε ο Τζόναθαν και κύλησε σε μια βο υτιά για
λίγο. «Αυτό δεν είναι τόσο κακό, όσο το να βρισκόμαστε μπροστά από την
εποχή μας.»



Συνέβη μια εβδομάδα αργότερα. Ο Φλέτσερ έδειχνε τα στοιχειώδη του


πετάγματος υψηλής ταχύτητος σε μια τάξη νέων μαθητών. Μόλις είχε
ανυψωθεί από μια βουτιά του από τα δυο χιλιάδες τριακόσια μέτρα, σαν μια
γκρίζα μακρυά γραμμή που σφύριζε, μερικά εκατοστά πάνω από την ακτή,
όταν ένα μικρό πουλάκι, στο πρώτο του πέταγμα, έπεσε ακριβώς πάνω στην
πορεία του, φωνάζοντας τη μητέρα του. Σ’ ένα δέκατο του δευτερολέπτου ο
Φλέτσερ Λυντ Γλάρος, για ν’ αποφύγει το μικρό, τινάχτηκε απότομα στ’
αριστερά με διακόσια μίλια περίπου την ώρα κι έπεσε πάνω σε μια απότομη
πλαγιά από σκληρό βράχο.

19
Του φάνηκε σαν να ήταν ο βράχος μια γιγάντια σκληρή πόρτα για έναν
άλλο κόσμο. Μια έκρηξη φόβου, σοκ και μαυρίλα, καθώς χτύπησε... κι
ύστερα πετούσε σ’ ένα παράξενο ουρανό και ξεχνούσε, θυμόταν, ξεχνούσε κι
ήταν φοβισμένος και λυπημένος, πολύ λυπημένος.
Η φωνή τον έφτασε, όπως την πρώτη μέρα που είχε συναντήσει τον
Τζόναθαν Λίβινγκστον Γλάρο.
«Τζόναθαν.»
«Γνωστός επίσης σαν ο Υιός του Μεγάλου Γλάρου», είπε ξερά ο
δάσκαλος.
«Τι κάνεις εδώ; Η πλαγιά! Δεν έχω... δεν πέθανα;»
«Ω Φλέτσερ, έλα τώρα... Σκέψου. Αν μου μιλάς αυτήν την στιγμή, τότε
προφανώς δεν πέθανες. Αυτό που κατόρθωσες να κάνεις ήταν ν’ αλλάξεις
επίπεδο συνειδήσεως κάπως απότομα. Τώρα πρέπει να διαλέξεις εσύ. Μπορείς
να μείνεις εδώ και να συνεχίσεις να διδάσκεσαι στο επίπεδο τούτο -που είναι
κάπως ψηλότερο από εκείνο που άφησες- ή μπορείς να γυρίσεις πίσω και να
συνεχίσεις να εργάζεσαι για το Κοπάδι. Οι Πρεσβύτεροι εκεί περιμένανε πώς
και πώς να μας συμβεί κάτι κακό, αλλά εσύ τους διευκόλυνες τόσο πολύ, που
τα έχουν χάσει.»
«Θέλω να γυρίσω πίσω στο Κοπάδι, φυσικά· Δεν πρόλαβα καν ν’
άρχίσω με την νέα ομάδα.»
«Πολύ καλά Φλέτσερ. Θυμάσαι που λέγαμε ότι το σώμα μας δεν είναι
παρά η ίδια η σκέψη...»



Ο Φλέτσερ κούνησε το κεφάλι του, άπλωσε τις φτερούγες του κι άνοιξε


τα μάτια του στη βάση της απότομης πλαγιάς, στο κέντρο ολόκληρου του
κοπαδιού, που ήταν εκεί μαζεμένο. Ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος από
σκληριές και κραυγές από το πλήθος, καθώς κουνήθηκε.
«Ζει! Ε κείνο ς που πέθ ανε ζει!»
«Τον άγγιξε με το φτερό του! Τον έφερε στη ζωή! Ό Υιός του Μεγάλου
Γλάρου!»
«Όχι! Το αρνείται αυτό! Είναι ο δαίμονας. Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ! Ήρθε να
διαλύσει το Κοπάδι!»
Ήταν εκεί περίπου ένα πλήθος από τέσσερις χιλιάδες γλάρους,
φοβισμένο απ’ αυτό που είχε συμβεί και η κραυγή «ΔΑΙΜΟΝΑΣ!» πήγε κι
ήρθε ανάμεσά τους, σαν τον άνεμο της καταιγίδας. Με τα μάτια πετρωμένα,
με κοφτερά ράμφη κοντοζύγωναν για ν’ αφανίσουν.
«Δεν θα αισθανόσουν καλύτερα, αν φεύγαμε, Φλέτσερ;» ρώτησε ο
Τζόναθαν.
«Αλήθεια, δεν θα είχα πολλές αντιρρήσεις...»
Στη στιγμή βρέθηκαν μαζί μισό μίλι μακρυά και τ’ αστραφτερά ράμφη
του πλήθους χτύπησαν τον άδειο αέρα!

20
«Γιατί να είναι το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο να πείσεις ένα
πουλί ότι είναι ελεύθερο και πως μπορεί να το αποδείξει και μόνο του, αν
διαθέσει λίγο μόνο χρόνο για άσκηση. Γιατί πρέπει να είναι τόσο δύσκολο;»
αναρωτήθηκε ο Τζόναθαν.
Ο Φλέτσερ ανοιγόκλεινε ακόμη τα μάτια του από την αλλ αγή του
τοπίου.
«Τι έκανες τώρα δα; Πώς ήρθαμε εδώ;»
«Δεν είπες ότι ήθελες να φύγουμε από το πλήθος;»
«Ναι, μα πώς το έκανες αυτό;»
«Όπως και κάθε τι άλλο, Φλέτσερ, με άσκηση.»



Μέχρι το πρωί το Κοπάδι είχε ξεχάσει κι όλας την τρέλλα του, αλλά όχι
κι ο Φλέτσερ.
«Τζόναθαν, θυμάσαι που μου είπες εδώ και πολύν καιρό ν’ αγαπήσω το
Κοπάδι τόσο που να γυρίσω να το βοηθήσω να μάθει;»
«Ναι.»
«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείς ν’ αγαπάς έναν όχλο πουλιών,
που μόλις πήγε να σε σκοτώσει!»
«Ω Φλέτσερ! Μα δεν αγαπάς αυτό! Φυσικά δεν αγαπάς το μίσος και το
κακό. Πρέπει να προσπαθήσεις για να δεις τον αληθινό γλάρο, το καλό μέσα
στον καθένα τους και να τους βοηθήσεις να το δουν μέσα τους. Αυτό εννοώ
αγάπη. Κι είναι όμορφο, όταν μάθεις τον τρόπο.
«Θυμήσου για παράδειγμα έναν άγριο νεαρό. Τον έλεγαν Φλέτσερ Λυντ
Γλάρο. Μόλις τον είχαν αποβάλει. Ήταν έτοιμος να πολεμήσει μέχρι θανάτου
το Κοπάδι, αρχίζοντας έτσι να χτίζει μια κόλαση για τον εαυτό του, πέρα
στους Μακρυνούς Βράχους. Και να ‘τος σήμερα, χτίζοντας τον παράδεισό του
κι οδηγώντας ολόκληρο το Κοπάδι στην κατεύθυνση αυτή.»
Ο Φλέτσερ στράφηκε στον δάσκαλό του και για μια στιγμή ο Φόβος
φάνηκε στα μάτια του.
«Εγώ να οδηγώ; Τι εννοείς; Ε γώ να οδηγώ; Εσύ είσαι ο δάσκαλός
τους. Δεν μπορείς να φύγεις!»
«Δεν μπορώ; Δεν νομίζεις ότι υπάρχουν κι άλλα κοπάδια κι άλλοι
Φλέτσερ, που χρειάζονται ένα δάσκαλο πιο πολύ από σένα, που βρίσκεσαι κι
όλας στο δρόμο προς το Φως;»
«Εγώ , Τζων, είμαι ένας απλός γλάρος και συ είσαι...»
«... ο Μονογενής Υιός του Μεγάλου Γλάρου, υποθέτω.» Ο Τζόναθαν
αναστέναξε και βούτηξε προς τη θάλασσα.
«Δεν με έχεις ανάγκη άλλο πια. Πρέπει όμως να συνεχίσεις να
ανακαλύπτεις τον εαυτό σου σιγά-σιγά, κάθε μέρα, τον αληθινό, απέραντο
Φλέτσερ, τον Γλάρο. Αυτός είναι ο δάσκαλός σου. Χρειάζεται μόνο να τον
καταλαβαίνεις και να τον ασκείς.»

21
Μισό λεπτό αργότερα, το σώμα του Τζόναθαν μετεωριζόταν στον αέρα
ακτινοβολώντας κι άρχιζε να γίνεται διάφανο.
«Μην τους αφήσεις να κυκλοφορήσουν ανόητες φήμες για μένα και με
θεοποιήσουν. Έτσι Φλέτσερ; Είμαι ένας γλάρος. Μου αρέσει να πετάω,
ίσως...»
«ΤΖΟΝΑΘΑΝ!»
«Φτωχέ μου, Φλετς. Μην πιστεύεις τι σου λένε τα μάτια σου. Όλα όσα
σου δείχνουν είναι περιορισμός. Κοίτα την κατανόησή σου, ανακάλυψε αυτό
που γνωρίζεις ήδη και θα βρεις τον τρόπο να πετάξεις.
Η λάμψη σταμάτησε. Ο Τζόναθαν Γλάρος είχε εξαφανιστεί μέσα στον
άδειο αέρα.



Μετά από λίγο, ο Φλέτσερ μάζεψε τις δυνάμεις του και πέταξε μαζί μ’
έναν όμιλο μαθητών, που ανυπομονούσαν για το πρώτο τους μάθημα.
«Για ν’ αρχίσουμε», είπε βαρειά, «πρέπει να καταλάβετε ότι ένας
Γλάρος είναι μια απεριόριστη ιδέα ελευθερίας, μια εκόνα του Μεγάλου Γλάρου
και πως όλο σας το σώμα, από τη μια ως την άλλη άκρη των φτερών σας, δεν
είναι παρά η ίδια σας η σκέψη.»
Οι νεαροί γλάροι τον κοίταξαν με απορία.
«Έλα τώρα», σκέφτηκαν, «αυτό που είπες δεν μοιάζει για κανόνας
τεχνικής·πτήσεως.»
Ο Φλετσερ αναστέναξε και ξανάρχισε.
«Χμ, πολύ καλά», είπε, και τους κοίταξε εξεταστικά. «Ας αρχίσουμε από
την Επίπεδη Πτήση! « Και λέγοντάς το κατάλαβε ξαφνικά πως ο φίλος του
δεν ήταν περισσότερο θεϊκός από τον Φλέτσερ τον ίδιο.
«Όχι όρια, Τζόναθαν», σκέφτηκε. «Καλά λοιπόν. Δεν θ’ αργήσω κι εγώ
να εμφανιστώ μέσα στον αέρα στην δική σου ακτή και να σου δείξω κανα -δυό
μυστικά για το πέταγμα!»
Και παρ’ όλο που προσπαθούσε να φαίνεται πολύ σοβαρός στους
μαθητές του, ο Φλέτσερ Γλάρος τους είδε ξαφνικά όπως αληθινά ήσαν, για
μια μονάχα στιγμή. Κι αυτό που είδε του άρεσε. Κι ακόμη περισσότερο, το
αγάπησε. «Όχι όρια, Τζόναθαν»; σκέφτηκε και χαμογέλασε.
Ο αγώνας του για την μάθηση είχε αρχίσει.

22

You might also like