You are on page 1of 8

Ένα παλιό μήνυμα για το σύγχρονο κόσμο Ινδιάνος Σιάτλ

Αφηγητής: ομοδιηγητικός – σε α’ πληθυντικό (ως εκπρόσωπος της φυλής του), σε β΄


πληθυντικό απευθύνεται στους λευκούς που εκπροσωπεί ο Πηρς στον οποίο απευθύνεται σε γ΄
πληθυντικό σε ένδειξη σεβασμού
Ύφος: απλό, παραστατικό Γλώσσα: απλή, καθημερινή
Εκφραστικά μέσα:
- μεταφορές: π.χ. «όταν ... το θέαμα των φουντωμένων λόφων το κηλιδώσουν τα
σύρματα του τηλέγραφου...»
- παρομοιώσεις: π.χ. «σαν ένας που χαροπολεμάει για μέρες πολλές δεν οσμίζεται
τίποτα»
- εικόνες: βλ. παραπάνω.
- προσωποποιήσεις: «η γη δεν είναι αδερφός του»
Ειρωνεία: Στο κείμενο υπάρχει μια λεπτή ειρωνεία: για παράδειγμα η ειρωνική χρήση
της λέξης ‘άγριοι’: «Όμως μπορεί, επειδή, καταπώς είπα, είμαι άγριος και δεν
καταλαβαίνω, μπορεί μονάχα για τον λόγο αυτό ο σαματάς (= ο θόρυβος) να ταράζει
τα αυτιά μου.
Χαρακτηρισμοί προσώπων
Ινδιάνος Σιάτλ
- σέβεται τη φύση
- σέβεται τις παραδόσεις της φυλής του
- διορατικός / οξυδερκής (βλέπει μπροστά στο μέλλον)
- προφητικός
- συνετός
- αξιοπρεπής
- ευγενικός
- φιλήσυχος
- περήφανος
Λευκοί
- υλιστές (δίνουν προτεραιότητα στα υλικά αγαθά)
- ασεβείς απέναντι στη φύση
- εκμεταλλευτές
- βίαιοι
- άπληστοι
- πλεονέκτες
Αφηγηματικοί τρόποι: περιγραφή, αφήγηση, σχόλιο αφηγητή
Αντιθετικοί άξονες: άνθρωπος ≠ φύση που εντείνεται όσο ο άνθρωπος μέσω του τεχνολογικού
πολιτισμού προσπαθεί να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής, εκμεταλλευόμενος ανεξέλεγκτα τους
φυσικούς πόρους. Ερώτημα που τίθεται: είναι η πρόοδος του πολιτισμού αναπόφευκτα εχθρική
στη φύση; Είναι εφικτή η ισορροπημένη σχέση ανθρώπου – φύσης; Την απάντηση τη δίνουν οι
Ινδιάνοι με την αγάπη και το σεβασμό τους προς αυτήν.
4 θεματικές ενότητες: Ο μεγάλος αρχηγός …δεν καταλαβαίνει, Αν αποφασίσω … του θανάτου,
Πουθενά …οσμίζεται τίποτα, Αν ξέραμε …την κοινή μοίρα.
Με το κείμενο αυτό ο Σιάτλ προσπαθεί να πείσει τον παραλήπτη να σεβαστεί τη γη των Ινδιάνων
με επιχειρήματα (κάποια με μορφή ρητορικών ερωτήσεων, αλληγορικών εκφράσεων,
παρομοιώσεων). Στην 1η ενότητα: 1ο επιχείρημα: Η γη είναι ιερή και ανήκει σε όλους, γι΄ αυτό
δεν μπορεί να πουλιέται – αγοράζεται. 2ο : Οι λευκοί θεωρούν τη γη αντίπαλο – εχθρό που πρέπει
να υποταχτεί, αλλά η ακόρεστη απληστία τους την καταστρέφει εντελώς. Στην 2η ενότητα: 3ο: τα
ζώα είναι αδέρφια του ανθρώπου, γιατί αν εκείνα εξαφανιστούν, θα εξαφανιστεί μαζί τους και ο
άνθρωπος. 4ο: Ο Θεός είναι ίδιος για όλους και η γη δημιούργημά του. Όταν ο άνθρωπος την
καταστρέφει, περιφρονεί το δημιουργό του, αλλά βλάπτει και τον εαυτό του, γιατί αποτελεί
αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργίας. Στην 3η ενότητα: 5ο: Οι λευκοί δεν εκτιμούν την υγεία
και την ομορφιά που προσφέρει το φυσικό περιβάλλον κι αυτό φαίνεται από τις αντιαισθητικές,
θορυβώδεις πόλεις τους. Όμως, η ζωή δεν έχει αξία μακριά από την ομορφιά της φύσης. Οι πόλεις
των λευκών φανερώνουν ότι αυτοί δε νοιάζονται για το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Στην 4η
ενότητα: 6ο: Οι λευκοί πρέπει να αγαπήσουν τη γη που θα τους παραδώσουν οι Ινδιάνοι, να μην
την καταστρέψουν και να την παραδώσουν απείραχτη στους απογόνους τους. 7ο: Οι λευκοί πρέπει
να σέβονται το δημιούργημα του Θεού και να μη φέρονται αλαζονικά, γιατί κι αυτοί θα υποταχτούν
– όπως όλοι – στην κοινή μοίρα, που είναι ο θάνατος.
Το κείμενο είναι εξαιρετικά επίκαιρο και προφητικό, αν αναλογιστεί κανείς τους ρυθμούς με τους
οποίους ο πλανήτης μας οδηγείται στις μέρες μας στην καταστροφή του, εξαιτίας της αλόγιστης
εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων.
Σχέση Φύσης – Ινδιάνων: αρμονική. Η φύση θεωρείται ιερή. Οι Ινδιάνοι αισθάνονται δεμένοι με
όλα τα όντα της φύσης, γιατί ξέρουν ότι το καθένα έχει την αξία του και ότι και η ίδια τους η
ύπαρξη βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με τα υπόλοιπα. Η φύση είναι αδερφός, όχι εχθρός, όπως για
τους λευκούς. Απολαμβάνουν, επίσης, την ομορφιά της φύσης, γιατί η επαφή τους μαζί της,
αναζωογονεί, ηρεμεί, δίνει χαρά.
Πόλεις λευκών: κάνουν κακό στα μάτια των Ινδιάνων, γιατί είναι ακαλαίσθητες και θορυβώδεις.
Οι λευκοί δεν ενδιαφέρονται για το όμορφο, αλλά για το πρακτικό και το κερδοφόρο. Έχοντας
αποκοπεί από τη φύση, έχουν χάσει την αίσθηση του ωραίου και του υγιεινού, αφού αναπνέουν
μολυσμένο αέρα. Αυτό είναι αδύνατο για τους Ινδιάνους. Μακριά από τα δέντρα του δάσους, τους
ήχους των ζώων και το δροσερό αέρα, νιώθουν άβολα. Οι πόλεις των λευκών φαίνονται αφύσικες
και πληγώνουν με την ασχήμια τους την όρασή τους.
Προβάλλεται η σημασία του φυσικού περιβάλλοντος για τον άνθρωπο. Η αντιπαλότητα
των λευκών με τη φύση έχει αιτία την απληστία του κέρδους, που αποκομίζεται από την
υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Ο «άγριος» Ινδιάνος διαβλέπει σ΄ αυτή τη στάση την
καταστροφή της φύσης και μαζί και του ανθρώπου, κίνδυνο που στις μέρες μας είναι πια ορατός.
Ακόμα και σήμερα οι Ισχυροί της γης έχουν την ίδια νοοτροπία, συνεχίζοντας με εντατικούς
ρυθμούς την καταστροφή του περιβάλλοντος και αρνούμενοι να υπογράψουν συμφωνίες για την
προστασία του. Ωστόσο, υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση δεν είναι
μονόδρομος (π.χ. με παραμερισμό του κέρδους και φραγμό στις υπερβολικές και συχνά παράνομες
επιδιώξεις εταιριών και βιομηχανιών και προτεραιότητα σε τεχνολογίες φιλικές προς το
περιβάλλον). Υπάρχει, βέβαια, κάποιο οικονομικό κόστος, αλλά με σωστό σχεδιασμό υπάρχουν
ακόμα ελπίδες αντιστροφής της κατάστασης. Προβάλλεται, επίσης, η διαφορετικότητα των
πολιτισμών. Κάθε πολιτισμός έχει την αξία του και τις αρχές του. Ο Δυτικός πολιτισμός δεν
αποτελεί το μοναδικό πρότυπο ζωής και ανάπτυξης. Αντίθετα, έγινε αιτία να εξαφανιστούν
σημαντικοί λαοί και πολιτισμοί.
«άγριοι»: οι Ινδιάνοι χαρακτηρίζονται άγριοι. Είναι ειρωνικός χαρακτηρισμός. Ο Σιάτλ ειρωνεύεται
έτσι τους λευκούς και την περιορισμένη κι ανόητη αντίληψή τους ότι κάθε διαφορετικό είναι και
βάρβαρο, μη μπορώντας να κατανοήσουν τον πλούτο σκέψης και τη σοφία των Ινδιάνων. Η
ειρωνεία που εμπεριέχει η χρήση της λέξης, υπογραμμίζεται με την παράλληλη παράθεση σοφών
λόγων των Ινδιάνων.
Τελικά, οι Ινδιάνοι μάλλον πούλησαν τη γη τους, λόγω αδυναμίας αντίστασης στη δύναμη των
λευκών, αφού γνώριζαν ότι το αίτημα αγοράς της γης ήταν προσχηματικό και ότι οι λευκοί θα
αντιδρούσαν βίαια σε μια άρνησή τους. Έτσι, προτίμησαν, μάλλον, να εγκαταλείψουν τη γη τους
και να ζήσουν στις λεγόμενες «προστατευμένες» περιοχές, που είχαν καθορίσει οι λευκοί γι’ αυτό
το λόγο.

ΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΩΝ


Με τις «Γάτες των Φορτηγών» ο ιδανικός και ανάξιος εραστής των γαλάζιων πόντων,
καταφέρνει να μας δώσει μια πικρή γεύση από την σκληροτράχηλη και μοναχική ζωή των
ναυτικών.
Στο πρώτο μισό του ποιήματος περιγράφεται η ζωή των γάτων που ζουν στα βαπόρια και η
αντιμετώπισή τους από αυτούς. Οι γάτες, σύμφωνα με τον ποιητή μοιάζουν πολύ με τις γυναίκες,
των οποίων η παρουσία λείπει πολύ από τους ναυτικούς των εμπορικών πλοίων, που ταξιδεύουν
για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Έτσι, πάντα τρέφουν μια γάτα στο καράβι, για να νιώθουν τη
ζεστασιά, το χάδι, το παιχνίδισμα και το νάζι της γυναικείας παρουσίας δίπλα τους. Η ανάγκη για
συντροφιά, και τρυφερότητα καλύπτεται από το ζώο αυτό, που τριγυρνά παιχνιδιάρικα στα πόδια
τους και τους θυμίζει θηλυκό στον τρόπο που τους κοιτάζει, τους αγριεύει ή κάθεται νωχελικά στη
γωνιά της. Η ατμόσφαιρα που περιγράφει, ο ποιητής να επικρατεί στο πλοίο χάρη στην παρουσία
της γάτας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, ερωτική, αισθησιακή και έντονα «ηλεκτρισμένη».
Στο δεύτερο μισό παρουσιάζεται ο αργός εκφυλισμός-εξάντληση της γάτας από την ασθένεια
της λαμαρίνας. Η γάτα που παραμένει έγκλειστη μέσα στις λαμαρίνες του καραβιού για μεγάλο
χρονικό διάστημα κινδυνεύει να προσβληθεί από απροσανατολισμό και τρέλα, επειδή βλέπει
συνεχώς το ίδιο θέαμα, την όψη του σιδήρου. Δε διαθέτει τη λογική του ανθρώπου, που μπορεί να
εξηγήσει την επανάληψη της ίδιας θέας κι έτσι χάνει την «πνευματική ισορροπία» της και
ταλαιπωρείται συνεχώς. Οι ναυτικοί προσπαθούν απεγνωσμένα κάθε φορά να την προστατεύσουν
από αυτή την αρρώστια, φορώντας της ένα χάλκινο περιλαίμιο, αλλά δεν κατορθώνουν να
αποτρέψουν τον θλιβερό θάνατό της. Οι άντρες του πληρώματος φτάνουν σε σημείο να
δακρύζουν, όταν χάνουν τη μοναδική θηλυκή σύντροφό του ταξιδιού τους. Το άγριο καθήκον της
λύτρωσης αναλαμβάνει ο πιο κακοπαθής, κοιτάζοντας την για τελευταία φορά και ρίχνοντάς την
στην άγρια θάλασσα. Ο πνιγμός της θα τη σώσει από το μακρόχρονο βασανιστήριο της τρέλας, αν
εξακολουθήσει να ζει στο πλοίο.
Στο τέλος του ποιήματος καταλαβαίνουμε πως ο ποιητής θίγει έμμεσα το δίπολο που κυβερνά
τη ζωή, το δίπολο του έρωτα και του θανάτου. Που τα πάντα με αυτά σχετίζονται και σ’ αυτά
καταλήγουν.

Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν, Έλλη Αλεξίου

ΤΕΧΝΙΚΗ:
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ:
→Αφήγηση, Αφηγηματικές αναδρομές,
- Γ’ πρόσωπη αφήγηση από έναν αφηγητή που δε συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται.
- Ο αφηγητής δεν έχει συγκεκριμένη οπτική γωνία αλλά μπορεί να βρίσκεται παντού και να τα
παρακολουθεί όλα -> Παντογνώστης αφηγητής.

→ Διάλογος, που δίνει θεατρική διάσταση στο διήγημα. Κυριαρχεί ο διάλογος, που αποκαλύπτει με
ζωντάνια την παιδική ψυχολογία.
- →Περιγραφές.
- → Αφηγηματική παράλειψη
-1η ενότητα : η τραγική οικονομική κατάσταση μιας οικογένειας ενός πολιτικού
εξόριστου

Η απόφαση της μητέρας να ζητιανέψει μαζί με τα παιδιά της δείχνει την τραγική οικονομική
κατάσταση της οικογένειας. Η αφηγηματική αναδρομή δείχνει ότι πάντα η οικογένεια
αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα όμως η απουσία του πατέρα έχει κάνει τα πράγματα
χειρότερα.

Ο διάλογος που ακολουθεί ανάμεσα στη μητέρα και στα παιδιά αποκαλύπτει την παιδική αφέλεια.
Από τη μια τα παιδιά ζουν στο δικό τους όμορφο κόσμο και επιθυμούν παιχνίδια όπως είναι φυσικό.
Δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της κατάστασης στην οποία βρίσκονται και η αγνότητα της
ψυχής τους φαίνεται από την αγάπη τους για τα παιχνίδια. Η λεπτομερής περιγραφή του
σιδηρόδρομου αποκαλύπτει τον ψυχικό κόσμο των παιδιών. Από την άλλη η μητέρα βρίσκεται σε
δύσκολη θέση γιατί δεν έχει κανένα να τη στηρίξει, πρέπει ν’ αγωνιστεί να φροντίσει και να
μεγαλώσει τα παιδιά της. Δεν διστάζει ακόμη και να ζητιανέψει παραμερίζοντας την περηφάνια της.
Κρατά αξιοπρεπή στάση και δεν ξεσπά σε κλάματα. Πιέζεται γιατί δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις
επιθυμίες των παιδιών της , προσπαθεί να προσγειώσει τα παιδιά της στη σκληρή πραγματικότητα
και δείχνει απεριόριστη κατανόηση. Η μητέρα δείχνει αγωνιστική διάθεση, δείχνει να έχει ψυχικά
αποθέματα και δεν δείχνει κακία ακόμα και όταν μιλάει για αυτούς που εξόρισαν τον άνδρα της.

Η επανάληψη της λέξης ναι γεμίζει τα παιδιά με ελπίδα ότι οι επιθυμίες τους θα ικανοποιηθούν όταν
επιστρέψει ο πατέρας τους.

2η ενότητα: Η επιθυμία των παιδιών για την απόκτηση του σιδηρόδρομο.

Με μια αφηγηματική παράλειψη βρισκόμαστε στην οδό Αιόλου. Η μάνα ζητιανεύει ενώ τα παιδιά
κοιτούν τα πολυπόθητα παιχνίδια.

Από το διάλογο ανάμεσα στα παιδιά αποκαλύπτεται η κοινωνική προέλευση των παιδιών. Όλα
ονειρεύονται ότι θα αγοράσουν το σιδηρόδρομο. Ο σιδηρόδρομος αποτελούσε για τα παιδιά μια
δυνατότητα να ξεφύγουν από τη δύσκολη και πεζή πραγματικότητα, να απολαύσουν το παιχνίδι
και να καταλάβουν το νόημα των γιορτών με τα δώρα, τη χαρά και τη ξεγνοιασιά των ημερών.

Η ρεαλιστική περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης των παιδιών δείχνει την τραγική κατάσταση
της οικογένειας. Επίσης ο διάλογος ανάμεσα στα παιδιά αποκαλύπτει τον αυθορμητισμό των
παιδιών και την έλλειψη πολλές φορές ευγενικών τύπων συμπεριφοράς.
3η ενότητα: Η αδυναμία απόκτησης του σιδηρόδρομου από τα παιδιά λόγω της κακής
οικονομικής κατάστασης.

Η αφήγηση με την αφηγηματική παράλειψη μας μεταφέρει μέρες μετά και τα ρήματα σε
παρατατικό δείχνουν την έντονη κατάσταση στέρησης που βίωνε η οικογένεια. Η οικογένεια
επισκεπτόταν καθημερινά την οδό Αιόλου όπου η μητέρα ζητιάνευε και τα παιδιά χάζευαν.

Τα βράδια που επέστεφαν στο σπίτι τους προσγειώνονταν στη σκληρή πραγματικότητα του άδειου
σπιτιού. Η απουσία του πατέρα είναι έντονη. Μέσα από τον τραγικό διάλογο φαίνεται η αγωνία των
παιδιών για την επιστροφή του πατέρα τους, το δράμα που βιώνει η μητέρα που της έχει λείψει το
γέλιο του άνδρα της και το τραγικό γεγονός ότι κάποιοι εξόριστοι δεν είχαν προλάβει να δουν τα
αγέννητα παιδιά τους.

Με μια αφηγηματική παράλειψη οδηγούμαστε μπροστά στη βιτρίνα. Η λυρική περιγραφή των
παιχνιδιών που πουλήθηκαν ή που ακόμη βρίσκονται εκεί δίνει μια ευαισθησία στο αφήγημα που
έρχεται σε αντίθεση με τις επιθυμίες των παιδιών που τελικά δεν ικανοποιήθηκαν.
Η επανάληψη της φράσης και ο μπαμπάς δεν ερχόταν κάνει ακόμη πιο δραματική την κατάσταση
των παιδιών.

Ούτε όμως και τα άλλα παιδιά μπόρεσαν να αγοράσουν το σιδηρόδρομο. Η ωριμότητα των παιδιών
αυτών φαίνεται μέσα από τα επιχειρήματα που παρουσιάζουν. Η φτώχεια, οι αρρώστιες και τα
μεταμφυλιακά χρόνια είναι κοινά στοιχεία στη ζωή όλων των παιδιών. Οι δύσκολες συνθήκες
ωριμάζουν την παιδική σκέψη και ψυχή.

Στο τέλος η μητέρα μιλάει με λόγια παρηγορητικά και προσπαθεί να ανακουφίσει τις πληγωμένες
ψυχές των παιδιών της και τους δίνει ελπίδα που είναι και το μοναδικό φάρμακο σε τέτοια
προβλήματα.

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1. Περιγράψτε ……από το κείμενο.


Η Αγγελικούλα και ο Πέτρος μεγαλώνουν μέσα στην ανέχεια και τη στέρηση. Ο πατέρας εργαζόταν
ως πλανόδιος τενεκετζής και τα παιδιά είναι μαθημένα στη φτώχεια («πλανόδιος τενεκετζής που
ήταν -τι να βγάλει, και πού να φτάσουν»), αλλά τώρα που είναι εξόριστος, στερούνται έστω και το
φτωχό του μεροκάματο. Η μητέρα «πάντα ξενοδούλευε», αλλά τη δεδομένη στιγμή είναι άνεργη.
Έτσι αποφασίζει να ζητιανέψει ελπίζοντας ότι και η παρουσία των παιδιών θα διεγείρει τα
φιλάνθρωπα αισθήματα των περαστικών («μπορεί να βρεθεί και κανένας χριστιανός να σας δώσει
και καμιά δεκάρα») Τα παιδιά στερούνται ακόμη και τα στοιχειώδη. Φορούν μπαλωμένα και
τριμμένα ρούχα, σκισμένα γάντια και λασπωμένα παπούτσια («Ο Πέτρος φορούσε μαύρο σακάκι…
ως την οδό Αιόλου»). Ξέρουν ότι δεν υπάρχει κανείς να τους χαρίσει ένα δώρο και μοναδική τους
διασκέδαση στην Αιόλου είναι να «χαζέψουν τον κόσμο». Το όνειρό τους είναι να αποκτήσουν το
ακριβό τρενάκι της βιτρίνας, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούν να αγοράσουν κανένα δώρο.
Παρατηρούν τη βιτρίνα να αδειάζει από τα ταπεινά παιχνίδια, την αρκούδα, τα σερβίτσια του
τσαγιού, τα «επιπλάκια» και το αεροπλάνο με θλίψη. Πάνω απ’ όλα όμως τους λείπει η παρουσία
του πατέρα, η προστασία και το χάδι του και ζουν με την αγωνία αν θα τους αναγνωρίσει μετά από
τόσα χρόνια.

2. Τι αντιπροσωπεύει …του καταστήματος;


Τα παιχνίδια για κάθε παιδί, ακόμη και γι’ αυτά που ζουν στην κοινωνία της αφθονίας, είναι
σύμβολο χαράς και ξενοιασιάς. Προσφέρουν διέξοδο στη φαντασία τους και τους ταξιδεύουν στο
χώρο του ονείρου. Για τους μικρούς ήρωες του διηγήματος, που οι κοινωνικές και πολιτικές
συνθήκες της εποχής τούς έχουν επιβάλει την πιο σκληρή πραγματικότητα, είναι ακόμη
περισσότερο σύμβολο της πληρότητας και της ευτυχίας. Ο Πέτρος και η Αγγελικούλα ελπίζουν να
δραπετεύσουν για λίγο με το εντυπωσιακό τρενάκι από την ανέχεια, τη στέρηση και τη δυστυχία,
να παίξουν και επιτέλους να χαρούν. Βέβαια, τα παιδιά δεν θα ήταν ευτυχισμένα μόνο με το τρένο∙
θα το ήθελαν από τα χέρια του πατέρα. Το τρένο είναι υποσυνείδητα ταυτισμένο με την
επιστροφή του αγαπημένου τους πατέρα και αν το αποκτούσαν, θα ολοκλήρωνε την ευτυχία τους.

3. Κάθε παιδί προβάλλει ένα επιχείρημα …στο τέλος του διηγήματος;


Τα παιδιά μπροστά στη βιτρίνα του καταστήματος κάνουν όνειρα πώς θα αποκτήσουν το ποθητό
δώρο, το «σιδερόδρομο», αλλά μοιραία όλα τους διαψεύδονται. Ο γιος του καθηγητή υποστήριζε
ότι θα το αγοράσει ο μπαμπάς του με το διπλό μισθό που θα πάρει στις γιορτές. Το αδύνατο χλωμό
αγοράκι ήλπιζε ότι θα του το αγοράσει ο νονός του που ήταν οδηγός, όμως και εκείνος προτίμησε
τελικά μια φανέλα, γιατί το παιδί είχε πλευρίτη. Το τρίτο παιδί της συντροφιάς ισχυρίστηκε ότι οι
θείοι του θα συγκεντρώσουν χρήματα, για να αγοράσουν το τρενάκι από κοινού, όμως του πήραν
ένα παλτό, γιατί το περσινό είχε λιώσει. Τέλος, ο Πέτρος δήλωνε με βεβαιότητα ότι θα του χαρίσει
τον σιδηρόδρομο ο πατέρας του, όταν επιστρέψει από την εξορία, πράγμα που δεν έγινε ποτέ.
Τελικά, κανένα από τα παιδιά δεν πραγματοποιεί το όνειρό του, καθώς στους δύσκολους καιρούς
της φτώχειας οι δικοί τους προτίμησαν είδη πρώτης ανάγκης.

4. Σχηματίστε το πορτρέτο της μητέρας, κάνοντας αναφορά στον αγώνα της


για επιβίωση.
Η μητέρα ανταποκρίνεται στο πρότυπο της ιδανικής μάνας, που συνδυάζει την αγάπη με το ψυχικό
σθένος. Είναι ακόμη χαρακτηριστική εκπρόσωπος της Ελληνίδας μάνας της μετεμφυλιακής εποχής,
που είχε να αντιπαλέψει τη φτώχεια και τον εθνικό διχασμό με μοναδικά όπλα της την
καρτερικότητα, την ψυχραιμία και, αν χρειαστεί, την αυτοθυσία. Ο πατέρας είναι εξόριστος και η
εκείνη αγωνίζεται διπλά για την επιβίωση της οικογένειας. Ακόμη κι όταν ο πατέρας ήταν κοντά
τους, δεν έμενε άπραγη, αλλά εκτός από το σπίτι φρόντιζε να ενισχύει το οικογενειακό εισόδημα
δουλεύοντας στα ξένα σπίτια ως οικιακή βοηθός. Τώρα που μένει και εκείνη άνεργη, δεν πτοείται,
αλλά αποφασίζει να ζητιανέψει. Μπροστά στο ενδεχόμενο της πείνας και της αρρώστιας των
παιδιών υποχωρεί η περηφάνια και η ντροπή. Αν και βρίσκεται σε τραγική θέση, δεν παραπονείται
στα παιδιά της, ούτε τα επιβαρύνει με τις δικές της ανησυχίες και τον πόνο της. Προσπαθεί να τους
εμφυσήσει αισιοδοξία και να απαλύνει όσο μπορεί το αίσθημα ανασφάλειάς τους με την αγάπη και
το διάλογο. Δίνει ειλικρινή απάντηση στις δικαιολογημένες απορίες τους για την τύχη του πατέρα
με τρόπο που μπορούν να καταλάβουν στην ηλικία τους «Άμα τον αφήσουν οι κακοί ανθρώποι».
Δεν χάνει την υπομονή της ακόμη και όταν τα παιδιά τη βομβαρδίζουν με ερωτήσεις ή της ζητούν
επίμονα ένα παιχνίδι. Εκείνη αποκρίνεται με ηρεμία και κατανόηση, θέτοντας τα απαραίτητα όρια:
«Όσα και να πιάσουμε…δεν μπορούμε». Είναι επίσης στοργική και τρυφερή. Χαρακτηριστικό είναι
ότι την επαιτεία στην Αιόλου δεν την παρουσιάζει μελοδραματικά για να μην τα λυπήσει, αλλά σαν
ευκαιρία να δουν λίγο κόσμο και να χαζέψουν τις βιτρίνες.(«Θα χαζέψετε και τον κόσμο…») Όταν
το όνειρο των παιδιών ματαιώνεται, τους υπόσχεται ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες και τα
παρηγορεί.(«Μα του χρόνου […] όλα θα ’χουν αλλάξει») Η μάνα είναι τελικά άνθρωπος με
ανεξάντλητη θέληση και μαχητικότητα. Δημιουργεί έτσι στον αναγνώστη την πεποίθηση ότι θα
καταφέρει να επιβιώσει αυτή και τα παιδιά της.

You might also like