You are on page 1of 20

1

2
Ό,τι ακολουθεί αποτελεί παρθενική προδημοσίευση μικρότατου
τμήματος ενός άκρως εκτεταμένου έργου, πολυσέλιδου και
τρίτομου τουλάχιστον, το οποίο ανατέμνει την πολιτειολογική
επιστήμη από τις απαρχές της μέχρι σήμερα και κινείται
ερμηνευτικά και προτασιακά σ’ένα εύρος που
συμπεριλαμβάνει, πλην των ελληνοευρωπαϊκών πολιτικών
συστημάτων και της ελληνοευρωπαϊκής πολιτικής θεωρίας, τις
πολιτικές δομές και θεωρίες της εγγύς Ανατολής και των
σλαβικών περιοχών, αλλά και ακροθιγώς σχολιάζει
απωανατολικά πολιτικά μορφώματα και θεωρίες. Μία από τις
διαστρωματωμένες στοχοθεσίες του, είναι να επανασυστήσει το
Αυτονόητα Φυσικό. Πράγμα διόλου αυτονόητο. Εργώδες. Και
ουσιωδώς αμελημένο. Καθώς, η οντολογική δυσκολία
ερμηνείας του Απλού, Φυσικού και, κατά συνέπεια ίσως,
Ταυτολογικού, είναι ανυπέρβλητη και η γιγαντομαχία αυτή
ενέχει, εκ μήτρας, a priori, καταγωγικά και αναπόφευκτα τον
κίνδυνο να καταλήξει, εκφυλιζόμενη, σε ολοκληρωτισμό (=
3
νηπιώδης αλογία αποφυγής του Συγκεκριμένου,
Νοηματισμένου, Περιεχομένου, Διαβαθμισμένου και Πλήρους
των Εννοιών, και καταφυγή στην χρωματική ασάφεια και
κενοποίηση υπαρκτών οντολογικοπολιτικών οντοτήτων) -
σπερματική ασθένεια τέτοιων άθλων (πρωτογενές παράδειγμα
ο Πλάτων), με αιτία της το ευόλισθο της ανθρώπινης φύσης και
την πολυωπία (πολύοπον, πολύτρυπον) της ανθρώπινης
σκέψης. Ως εκ τούτου, η επιμέρους αυτή στοχοθεσία επιχειρεί
να αποκαταστήσει την, κατ’εξακολούθηση και ομαδικά από τις
βιαιότητες των ανορθολογικών (=ακρηπίδωτων, ο G. Le Bon
πολλά θα είχε να πει γι αυτό…) αντιπροσωπευτικών
«δημοκρατιών» κάθε είδους και απόκλισης (αστικών, λαϊκών
κλπ), βιασθείσα Λογική, τόσο στο στοιχειώδες της επίπεδο όσο
και σε περισσότερο εξελιγμένα της στάδια και μορφές. Η
συγκυρία που διερχόμαστε, το αυτονόητο ορισμένων
αδιατύπωτων προϋποθετικών αιτημάτων για την εύρυθμη,
στοιχειωδώς, λειτουργία θεσμών και κοινωνικών δομών, η
αστόχαστη αυτοπαραίτηση και αυτοπαράδοσή μας σε μιαν
ανομολόγητη βουλησιοκρατία (!) ( κυριολεκτικά ασχολίαστη
και ανερμήνευτη!,…αλλά και θεσμικά αθέσμητη ! ) των
θεσμικών λειτουργών, εν είδει πολιτειολογικού κισμέτ και
ελέω χ (χρονικής και παντός άλλου είδους) διαθέσεως του χ
πολιτικού σχηματισμού ή θεσμικού λειτουργού (!), η ομιχλώδης
και ευεπίφορη, για κάθε συνταγματική ή άλλου είδους
εκτροπή, διατήρηση ευέλικτων μοχλών πολιτικής διγλωσσίας,
παλινωδίας, περιδεούς εφεκτικότητας, κοινωνιοκτόνου
αργοπορίας, βαλτώδους στασιμότητας, αοδίας, λαβυρινθώδους
συστροφής και περιελίξεως, επί τη βάσει ενός άτυπου νόμω
πολιτειολογικού δοκείν εμοί, που αποσαθρώνει συστηματικά (!)
κάθε συστημική δομή των κοινωνιών (!), το επιτακτικό του
χρόνου για μια άμεση διαφοροποίηση από τα ισχύοντα, ο
καημός, απλά, για την Πατρίδα, και η στήριξη της κοπιώδους
και δονκιχωτικής προσπάθειας του Αντιφώνου, με ώθησαν να
προδημοσιεύσω ένα κείμενο, που θεωρώ πως ακόμη επιζητά
4
πάρα πολύ καιρό για την πολυεπίπεδη ωρίμασή του.
Υπογραμμίζω πως η παρακάτω διατύπωση και εκφραστική
δεν είναι η οριστική του κειμένου και πως το παρακάτω
απόσπασμα του έργου εξήχθη από το κυρίως σώμα με βάση τα
συμβαίνοντα στην παρούσα χρονική συγκυρία. Συνεπώς, ζητώ
τη μακροθυμία των αναγνωστών και την κατανόησή τους για
το πρόωρο και ανώριμο αυτής της δημοσίευσης. «Ανάγκα και
ποιητές πείθονται» !

Στάθης Κομνηνός
2011
ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ

ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΟΛΟΓΙΑ
Η θεσμική σταυροποίηση1 των δημοσίων
λειτουργημάτων και των φορέων τους. (απόσπασμα)
Ο όρος σταυροποίηση επιστρατεύεται εδώ για να υποδηλώσει πως
το Νόημα, ο λόγος ύπαρξης της Πολιτικής γενικά και της κάθε πολιτικής
ενέργειας ειδικά, οφείλει να θεμελιώνεται σε μιαν ολική θεώρηση, η
οποία θα έχει διαπλάσει, διαμορφώσει και θα συνέχει, θεμελιωδώς, το
κυριαρχικό μόρφωμα Οντολογικής Ερμηνείας του ζην και των
αντίστοιχων αξιών της εκάστοτε ιστορικής εποχής, που εξ αυτών
απορρέει, κατ’ ακολουθία, ό,τι αποκαλείται πολιτική πράξη, πολιτικά
θέσμια, νομικός πολιτισμός, πολιτισμός γενικά. Με άλλα λόγια, η
πολιτική είναι εποικοδόμημα μιάς φιλοσοφίας, μιάς οποιασδήποτε 2
φιλοσοφίας και αυτό απολύτως κατ’ ανάγκην, καθώς δεν υπάρχει ούτε
μια στιγμή που ο άνθρωπος να μην κρηπιδώνει την Πράξη (εδώ, πλήρης 5
μαρξιστικός υπαινιγμός, υπό την πρωτεύουσα, μαρξιστικά, έννοια της
αλλαγής του κόσμου) πάνω στο οποιοδήποτε Νόημα. Ακόμη και στο
μηδενισμό3, ακόμη στο και μη-νόημα. Ακόμη και στην αδιαφορία για το
Νόημα. Ακόμη και στην εχθρότητα προς αυτό ή την αποσιώπηση της
ενοχλητικής παρουσίας του. Ακόμη και στην προγραμματική κατάργησή
του, που θα οδηγούσε μαθηματικά, ίσως, σ’ έναν ιστορικοκοινωνικό
σχετικισμό - επίσημο γνώρισμα, νομίζω, των τελευταίων 5 δεκαετιών.
Είναι προφανές, λοιπόν, πως με βάση τα παραπάνω, η εποχή μας,
συμβατικά αν θέλετε μιλώντας και με όρους επίσημων θέσεων περί…
χριστιανικής Ευρώπης…, Μορφοποιείται (ένας πρώτος, εδώ, πλατωνικός
αλλά και αριστοτελικός υπαινιγμός…) και κυριαρχείται, αναγκαστικά και

1
Θέλω, μετ’ εμφάσεως, να υπογραμμίσω πως ο όρος σταυροποίηση, μπορεί να
αντικατασταθεί από τον αντίστοιχο επιμέρους σε κάθε πολιτισμικό μόρφωμα,
οιουδήποτε γεωγραφικού σημείου στον κόσμο.
2
Ο Aldous Huxley, στο έργο του“Ends and Means”, Ethics, σελ. 303, ed. Chatto &
Windus, London 1941, αναφέρει : “Every cosmology has its correlated ethic”.
3
Ο Leo Strauss στο από κοινού έργο του με τον Joseph Cropsey, History of political
philosophy, third edition, Univ. of Chicago Press 1987 αναφέρει (σελ.889) : “The
consequence of metaphysical nihilism is thus moral nihilism”. Οι αφιερωμένες στον
Χάιντεγκερ σελίδες 888-906, σχολιάζουν ευρύτερα το φαινόμενο του μεταφυσικού
μηδενισμού υπό πολιτική προοπτική.
αναπόφευκτα, από τη Χριστιανική Μεταφυσική (είτε καταφάσκοντας σ’
αυτήν, είτε απαρέσκοντας αυτήν) Νοηματοδότηση του Υπαρκτού - εξ ου
και, εδώ, ο όρος σταυροποίηση.
Έτσι, ο όρος αυτός ή οποιοσδήποτε (;) άλλος όρος που θα
εμπεριείχε και θα εξέφραζε, σαφέστατα, εργαλειακό ετασμό των
πολιτικών αναγκαιοτήτων και λειτουργιών - οι οποίες πρέπει (ιδού ένα
πρώτο φυσικό δέον…) a priori να προβλεφθούν και να ικανοποιηθούν
επαρκέστατα και πρωτίστως αποτελεσματικά, ώστε να συσταθεί
κοινωνία - υποδηλώνει την κυριαρχική χρήση μιάς αξιακής κλίμακας,
που οπωσδήποτε χρωματίζει ειδικά (=συγκεκριμένα) το εκάστοτε
πολιτειακό σύστημα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος
σταυροποίηση είναι ένας όρος που εμπεριέχει, μεταξύ ίσως άλλων, την
αξιακή αποδοχή (και πολιτειολογική, ακολούθως, χρήση) του

φαινομένου εκείνου που αποκαλούμε θρησκεία ή σε μια ακριβέστερη,


ίσως, γλώσσα, του φαινομένου της μεταφυσικής (εγγενούς λειτουργίας
του ανθρώπου από συστάσεώς του), που ως ενέργεια προς εξεύρεση
Νοήματος μπορεί, κάλλιστα, να εμπεριέχει και το υπερβατικό νόημα,
και κάθε νόημα. Προφανώς, όπως εύκολα μπορεί να διαβλέψει
κανείς, η επιλογή της μιας ή τής άλλης αξιακής επισήμανσης, της μιας ή
της άλλης μεταφυσικής (και στο πεδίο της συμπεριλαμβάνω,
ασφαλέστατα, και τον αντίποδά της : την φυσική. Οι ολοκληρωτισμοί (=
θρησκευτικά χρωματισμένες φυσικές μεταφυσικές), τουλάχιστον, του
20ου αιώνα είναι αρκούντως διδακτικοί…), σε καμιά περίπτωση δεν
μπορεί να σημαίνει ομοιομορφία, ισοπεδοτισμό και οριζοντιοποίηση
των εκάστοτε φαινομένων και των χρωμάτων που εξυπακούουν. Εννοώ,
πως δεν είναι ποτέ ίδιες οι εκάστοτε μεταφυσικές. Τουλάχιστον, σε ένα
πρώτο, πολιτικό, επίπεδο. Αυτομάτως, η συγκεκριμένη επιλογή
συνεπάγεται την επιστράτευση όλων των κατηγορημάτων του όντος
(πώς, πού, πόσο, τι, κλπ) υπό συγκεκριμένη ένταση, η οποία θα
διαπερνά ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα, ολόκληρο τον κοινωνικό
ιστό. Θα μπορούσε κανείς να πει, πως κάθε κοινωνία «επιλέγει» (ή… την
επιλέγει αυτή…) τη Μουσική που της αρέσει και τη συγκεκριμένη
ένταση του ήχου αυτής της μουσικής. Εννοώ, πως με άλλη βαρύτητα και
αίσθημα ευθύνης και υπό τις αντίστοιχες κοινωνικά προσδοκίες, παίζει
κάποιος συμφωνική μουσική και με άλλη συμμετέχει σε μιαν επαρχιακή
μπάντα που παίζει σε μικρό νυχτερινό club. Αυτό δεν είναι καθόλου
επουσιώδες, αλλά αντιθέτως, συνιστά ιδρυτικό και ακρογωνιαίο
στοιχείο της δόμησης των κοινωνιών μέσα στην Ιστορία, καθώς η
συγκεκριμένη «τονικότητα» θα επιβάλλει συγκεκριμένες κρίσεις,
αποτιμήσεις, τρόπο λειτουργίας υπηρεσιών και θεσμών, απόδοση
δικαίου κ.λ.π. και θα διαποτίσει το όλον της κοινωνίας.
Σε άλλη περίπτωση, αν στη θέση του όρου σταυροποίηση
7
χρησιμοποιηθεί ο ομοειδής μεν, κατά μία έννοια, κατά το περιεχόμενο
και το νόημα, αλλά κατά πολύ χαλαρότερος, ηπιότερος και επί το βαρύ
της μουσικής κλίμακας όρος έλεγχος, εξέταση, κάτι εν πάση περιπτώσει
που χρωματικά θα παρέπεμπε στο κοσμικό κράτος (laicité), δηλαδή σε
μια αυτονόητη και …φυσική αυτοαναφορικότητα ως Είναι του
(πολιτικού, κοινωνικού, ανθρωπολογικού κλπ) είναι ή με άλλα λόγια
στην οντική προφάνεια και το εσχατολογικά εν κόσμω ερμηνεύσιμο των
κοσμικών οντοτήτων και των γεγονότων τους και θα έστρεφε τα νώτα
στην οποιαδήποτε εμφανή υπερβατική νοηματοδότηση του πολιτικού
γεγονότος, οι απαιτήσεις για την άψογη ή και τελεία άσκηση - γιατί να
μην επιζητούμε παντού και πάντα το αδύνατον και να ανεβάζουμε τον
πήχη στο υψηλότερο σημείο, όπως ακριβώς πράττουμε σε όλο το
φάσμα της (ατομικής) ζωής μας ; - αλλά και οι κυρωτικές συνέπειες από
την πλημμελή, τουλάχιστον, άσκηση δημοσίων λειτουργημάτων ή την
διασάλευση και καταστρατήγηση θεσμών, δικαιωμάτων, νόμων,
συνταγμάτων, θα ήταν άλλης (;…) ισχύος, χαρακτήρα και βεληνεκούς.
Θα ανέπτυσσε, δηλαδή, άλλη κοινωνική δυναμική και θα διαμόρφωνε,
ουσιαστικά, ένα άλλο κοινωνικό πρόσωπο 4. Οι (αναγκαστικές)

4
Εδώ ένας υπαινιγμός για τον Καστοριάδη, με βάση το πολύκροτο έργο του «Η
φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», εκδ. Ράππα 1985. Εννοώ, πως αν έστω και με
απαιτήσεις της κοινωνίας για πρωταθλητική συμπεριφορά σε σχέση με
τις ανάγκες της (νόμοι, δίκαιο, αντιπροσώπευση 5, υγεία, κοινωνικές

χ μεταφυσική μυθολογία καταφέρουμε να αποκτήσουμε την πλέον άψογη κοινωνική


ευρυθμία, τότε η μυθολογία αυτή αξίζει τον κόπο να παραμείνει μαζί μας και να
διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Να μια νίκη της «φαντασίας» έναντι του
Πραγματικού προς χάριν του… Πραγματικού. Θεωρώ, πως αυτό δεν είναι κάτι
διάφορο από τον μυθολογικό (με πλήρες πραγματικό αντίκρισμα στην πραγματική
ζωή) τρόπο που επιστρατεύουμε προς παιδαγωγία και διαφύλαξη των νηπίων : μια χ
ανυπόστατη απειλή (ένας χ παιδαγωγικός ή άκριτα αντιπαιδαγωγικός μπαμπούλας..)
και ο συνετισμός κα η αυτοπροφύλαξη του νηπίου είναι εγγυημένα, ανεβάζοντας την
κλίμακα και τον δείκτη αποδόσεων…, με τις συγκεκριμένες οριοθετήσεις που του
έχουμε θέσει. Συνεπώς, δηλώνεται η κοινωνική (αλλά και οντολογική θα έλεγα)
χρησιμότητα του ψέματος, το οποίο φροντίζουμε να εντάξουμε στην πολιτειολογική
μας θέσμιση. Είναι προφανές, ωστόσο, πως εδώ τα πράγματα γίνονται αρκούντως
επικίνδυνα και απαιτούνται πολλές και επιμέρους ρυθμίσεις.
5
Χωρίς να επεκταθώ στη συνάφεια αυτή, ερμηνευτικά, θα ήθελα, αναφορικά με το
ακανθώδες θέμα της αντιπροσώπευσης στη δημοκρατία, να παραπέμψω τον
αναγνώστη, για έναν πρώτο προβληματισμό, σ’ ένα απόσπασμα του Slavoj Zizek,
από το βιβλίο του Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα, μετ. Νεκτάριος
Καλαϊτζής, εκδ. Scripta 2011, (σελ.196): «Για να το θέσουμε από τη σκοπιά της
Βούλησης : η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εμπεριέχει εξ ορισμού την
παθητικοποίηση της λαϊκής Βούλησης, τη μετατροπή της σε αβουλία -η βουλητική
λειτουργία μεταβιβάζεται σε έναν δρώντα ο οποίος αντιπροσωπεύει τον λαό και
βούλεται για λογαριασμό του. Οσάκις κατηγορούμαστε ότι υπονομεύουμε τη 8
δημοκρατία, η απάντησή μας συνεπώς πρέπει να είναι μια παράφραση της απάντησης
που έδωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς σε μια σειρά από παρόμοιες αιτιάσεις (ότι ο
κουμμουνισμός υπονομεύει την οικογένεια, την ιδιοκτησία, την ελευθερία κλπ.) στο
Κομμουνιστικό μανιφέστο΄ η ίδια η άρχουσα τάξη διεξάγει ήδη από μόνη της όλη την
υπονόμευση που χρειάζεται. Κατά τον ίδιο τρόπο που η ελευθερία της αγοράς είναι
ανελευθερία για εκείνους που πωλούν την εργατική τους δύναμη, κατά τον ίδιο τρόπο
που η οικογένεια υπονομεύεται από την αστική οικογένεια ως νομιμοποιημένη
πορνεία, έτσι και η δημοκρατία υπονομεύεται από την κοινοβουλευτική μορφή, με τη
συνακόλουθη παθητικοποίηση της μεγάλης πλειονότητας, καθώς και από τις
αυξανόμενες εξουσίες της εκτελεστικής διοίκησης που συνεπάγεται η διαρκώς
επεκτεινόμενη λογική της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης» (οι πλαγιογραφήσεις δικές
μου). Αισθάνομαι, όμως, την ανάγκη να υπογραμμίσω, πως η σύσταση μιας
οποιαδήποτε άρχουσας τάξης υποδηλώνεται ανομολόγητα ως «οντολογική
πολιτειακή» σταθερά σε κάθε πολίτευμα, και αυτό θα πρέπει πια να το θέσουμε άμεσα
υπό διερεύνηση, αμφισβήτηση και εναλλακτική προοπτική. Θεωρώ, μάλιστα, πως η
πιο ριζική και ανέλπιστη επιτυχία (για την υπνηλία, την αυτοπαραίτηση και το
πολιτικό άλλοθι, που καταφέρνει να προξενεί), ολιγαρχικού και τυραννικού
χαρακτήρα, της κοινοβουλευτικής («αντιπροσωπευτικής») δημοκρατίας είναι ότι
κατάφερε ιστορικά να πείσει πως η άρχουσα τάξη που την χειρίζεται ΔΕΝ
ΥΠΑΡΧΕΙ ! Πως ο εξαϋλωμένος και φαντασμοποιημένος λαός …κυβερνά και
βούλεται !…Πως η ίδια είναι (αυτό το είναι με κάθε δυνατό οντολογικό βάρος) λαός
!… Και είναι βέβαιο πως κανείς δεν κηρύσσει πόλεμο σε αόρατο και ανύπαρκτο
εχθρό. Προσθέτω, πως στο προαναφερθέν βιβλίο γίνεται αναφορά σε μιαν ανάλογη
παρατήρηση του Τρότσκυ (βλ. σελ.195) ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία
«παθητικοποιεί τις μάζες, αφήνοντας την πρωτοβουλία στον μηχανισμό της κρατικής
υπηρεσίες και αγαθά, πρόνοια, προάσπιση εδαφικής ακεραιότητας,
οικονομία και μύρια άλλα) θα ήταν ακριβώς αντίστοιχες και ανά-λογες
με την τονικότητα που θα είχε «επιλέξει» στην αξιακή κλίμακα.
Προσβλέποντας κάποιος στη μέγιστη δυνατή
αποτελεσματικότητα, δηλαδή στη μέγιστη δυνατή λειτουργικότητα
(καθώς ο όρος αποτελεσματικότητα θα παρέπεμπε κάποιον ή θα τον
ωθούσε, ασυνειδήτως, να εννοήσει στεγνή χρησιμοθηρία και
ωφελιμισμό, ενώ ο όρος λειτουργικότητα παραπέμπει σε μια
κοινωνιοκεντρική, κοινοτική θέαση της κοινωνίας και απωθεί την
εμπορευματοποίηση του φαινομένου της), δεν θα είχε μεγάλο
πρόβλημα, νομίζω, και δεν θα δίσταζε και πολύ, να «επενδύσει» στο
φαντασιακό, στη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, (ως και ολότελα
πεποιημένο σενάριο), αποσκοπώντας στη μέγιστη δυνατή
λειτουργικότητα των δομών και των θεσμών της. Δεν νομίζω να μην
επιστρατεύθηκε αυτή η πρακτική και θέαση, από τις λογής πολιτικές
μυθολογίες του 20ου αιώνα και όχι μόνον φυσικά. Καθώς θεωρώ πως ή
κοινωνική θέσμιση έχει
σύμφυτη συζυγία με ό,τι
αποκαλούμε μυθολογία. Και
θα ήταν μια πολύ ισχυρή
9
εξασφάλιση σταθερότητας του
πρώτου μας βήματος, προς μια
γερά θεμελιωμένη κοινωνία, η
παραδοχή πως η κοινωνία
κινείται και (αυτό το και χωρά
πολύ μεγάλη συζήτηση, καθώς
θα μπορούσε, ευκολότατα, να μεταμορφωθεί σε μόνο και … όχι μόνον)
με μυθολογικά καύσιμα. Συνεπώς, ένα εξαίρετο πεδίο γόνιμης
πολιτειολογικής σκέψεως θα μπορούσε να είναι η κριτική αποτίμηση
των ποιοτικών στοιχείων κάθε επιμέρους μυθολογίας, αλλά και οι
οριοθετήσεις που θα της επέβαλε η κοινωνία, προκειμένου να
διατηρήσει το κοσμικό κράτος της και να αποφύγει ενδεχόμενες
εξουσίας» (η πλαγιογράφιση του συγγραφέα), και θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω το
σχόλιο του Ζίζεκ για τις … «εκλογές» (την προπαγάνδα που ασκεί για το υπερούσιον
των εκλογών, η άρχουσα τάξη, καθώς οι εκλογές αυτές είναι η θεία (=λαϊκή..)
νομιμοποίησή της, θα τη ζήλευε σφόδρα ακόμη κι ο Γκαίμπελς ) : ( βλ. σελ. 196) «Γι
αυτό στις «ελεύθερες εκλογές» υπάρχει πάντα μια αδιόρατη διάσταση
αβροφροσύνης΄ εκείνοι που κατέχουν την εξουσία προσποιούνται με αβρότητα ότι
δεν κατέχουν πραγματικά την εξουσία και ζητούν από εμάς να αποφασίσουμε
ελεύθερα αν θέλουμε να τους τη δώσουμε - μ’ έναν τρόπο ο οποίος αντικατοπτρίζει
τη λογικής μιας χειρονομίας που γίνεται για να απορριφθεί». Υπογραμμίζω
υπαινικτικά εκείνον τον διαρκή ενεστώτα του ρήματος «κατέχουν» του κειμένου…
παθογένειές της.
Οι κοινωνίες ως βιολογικοί οργανισμοί, όπως και η ίδια η ζωή
άλλωστε, διασφαλίζονται με την επικράτηση του ισχυροτέρου, όχι με
την επιβίωση - πράγμα αφύσικο εξάλλου - ή τη συντήρηση του
αδυνάτου, του καχεκτικού, του μη προσοντούχου, του παρασίτου που
απομυζά τους κόπους και τα ζωτικά, για τη συντήρηση του οργανισμού
της, στοιχεία. Στη συνάφεια αυτή, δεν υπαινίσσομαι έναν φιλελεύθερο,
κοινωνιομάχο και ατομοκρατούμενο κοινωνικό δαρβινισμό, τον οποίο
οφείλει συνεχώς η κοινωνία να περιστέλλει θεσμικά και να επιζητεί την
εκτροπή του κοινωνιοκεντρικά, αλλά έναν θεσμοθετημένο δομικά και
ελεγχόμενο αυστηρά, από την ίδια την κοινωνία, λειτουργικό και
επωφελή για τις ίδιες τις ανάγκες της αξιοκρατικό δαρβινισμό, που θα
εγγυάται στο μέγιστο τις αποδόσεις του προς χάριν του κοινωνικού
σώματος. Θα τον ονόμαζα κοινωνικά κεντρομόλο θεσμικό δαρβινισμό.
Δεν υπήρξε ιστορικά ποτέ καμιά κοινωνία που να θεσμοθέτησε
την ανοχή στις παραπάνω «ιδιότητες» και συμπεριφορές, και από τις
δύο όψεις του κοινωνικού νομίσματος, αν το αντικρίσει κανείς. Εννοώ,
φερ’ ειπείν, πως είτε με την προγραμματική εχθρότητα (απριορική,
δηλαδή με μια νηπιώδη, ισοπεδωτική και φαινομενοκρατική
ερμηνευτική περί του τί εστί αδύναμος) του γερμανικού
10
εθνικοσοσιαλισμού προς κάθε αδυναμία, καχεξία και παρασιτισμό, είτε
με το κοινωνικώς απανταχού ποινικά κολάσιμο της «αδυναμίας» (αυτό
που σε άλλη τρέχουσα, ανερυθρίαστα, δημοσιογραφική γλώσσα
αποκαλείται, ασχολίαστα, «μέλι») κάποιων μελών της κοινωνίας (και
κατά ιστορικό έθος πολύ ισχυρών οικονομικά ή και εξουσιαστικά) να
ιδιοποιούνται τους δημόσιους πόρους6 της ή να καταλύουν
6
Βλ. Slavoj Zizek, Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα, μετ. Νεκτάριος
Καλαϊτζής, εκδ. Scripta 2011 (σελ.197) όπου επιχειρείται μια ερμηνευτική
προσέγγιση της διαφθοράς. Ο Ζίζεκ διακρίνει «μεταξύ «συντεταγμένης» διαφθοράς
και «συντακτικής» διαφθοράς που χαρακτηρίζει τη δημοκρατική μορφή
διακυβέρνησης καθαυτήν» και παραθέτει σχόλιο του Badiou, όπου αναφέρεται πως
«αν η δημοκρατία σημαίνει αντιπροσώπευση, είναι πρώτα απ’ όλα η
αντιπροσώπευση του γενικού συστήματος που φέρει τις μορφές της». Βλ. και γενικά
το κεφάλαιο 2, Η κουμμουνιστική υπόθεση, σελ. 129-226. Τείνω όλο και
περισσότερο, με την πάροδο του χρόνου, να πιστεύω πως η δημοκρατία (ένα
πολίτευμα επικίνδυνο, παιγνιώδες και προπονητικό όσο κι ο Θεός… ή ο Έρωτας)
ενέχει μια δομική/οντολογική παθογένεια, όπως και τα προαναφερθέντα !, στον
οργανισμό της, η οποία συνιστά δυσχερέστατο πεδίο προβληματικής : η δημοκρατία
καταφέρνει (επιζητεί ;…φλερτάρει ;…αυτοπροκαλείται ;…) να αυτοματαιώνεται, να
αυτοαναιρείται, να αυτοδιαγράφεται ! Είμαι της άποψης πως η κινητήρια δύναμη, ο
προσανατολισμός, το στοίχημα και το οντολογικό ενδιαφέρον της αρχαίας αθηναϊκής
δημοκρατίας, το υπαρξιακόν της παίγνιον, εδράζονται σ’ αυτήν αποκλειστικά τη
βάση, η οποία παίρνει διαστάσεις απείρου (ατελεύτητης ερωτικής τελειώσεως ;…). Η
«εθνοσωτήρια» τους καταστατικούς χάρτες της, η κοινωνία επέδειξε
ανέκαθεν μηδενική ανοχή.
Όμως, για να αναδειχθεί, να επικρατήσει και να θεσμοθετηθεί το
άριστο και το αγαθό (=δυνατό, προσήκον, διακονικά εξουσιαστικό…),
για να χρησιμοποιήσω και την αρχαιοελληνική ορολογία επί του
θέματος, ώστε η κοινωνία να αυτασφαλισθεί με ισχυρά θεμέλια,
οφείλει το ίδιο το αγαθό (…) να περνά (κατά a priori κοινωνική
πρόβλεψη και θέσμιση) μέγιστους κινδύνους, θανάτους, κακοτοπιές,
ανυπέρβλητες δυσχέρειες, να σταυρούται δηλαδή με απλά λόγια, ώστε
να αποδείξει ότι κατέχει τη δύναμη να τα υπερβεί όλα (γεγονός που
συμβαίνει, φυσικά, τόσο στο βιολογικό ή ατομικό επίπεδο όσο και στο
ευρύτερα κοινωνικό, αφού η εξέταση και η απόδειξη προσόντων και
ιδιοτήτων είναι αυτονόητα απαιτητά πράγματα από κάθε κοινωνικό και
βιολογικό σχηματισμό), να υπερισχύσει και να υπηρετήσει
πρωταθλητικά, δηλαδή εξόχως διακονικά, την κοινωνία. Έτσι, η
κοινωνία οφείλει απριορικά και θεσμοθετημένα να παρεμβάλλει τα
πλέον ανυπέρβλητα εμπόδια, τους πιο θανατερούς κινδύνους, τους πιο
εξοντωτικούς ΑΘΛΟΥΣ (κάτι γνώριζε γι αυτό η ηράκλεια μυθολογική
εξεικόνιση), στο μέλος της εκείνο που θα διεκδικούσε να την
υπηρετήσει, καταλαμβάνοντας δημόσιο αξίωμα και ασκώντας το
11
αντίστοιχο στο αξίωμα αυτό δημόσιο λειτούργημα. Και μια και το
πολιτισμικό υπόδειγμα της εποχής μας είναι ο σταυρός, συνακόλουθα
και τα εμπόδια θα πρέπει να προσλάβουν χαρακτήρα τραχύτητας,
εξευτελισμού, επώδυνου ατομικού (και όχι προσωπικού, προσοχή !)
θανάτου.
Μάλιστα, να μην επαναπαυθεί η κοινωνία μετά το ξεπέρασμα
όλων αυτών των δυσχερειών και σταυρώσεων από το επιτυχημένο και
δυνατό μέλος της, αλλά να του ασκεί συνεχή και εξοντωτικό έλεγχο κατά

αθηναϊκή δημοκρατία είχε βάλει στοίχημα, θεωρώ με καθαρά σωτηριολογικούς


όρους, αν είναι κατορθωτή στον ανθρωπολογικό, κοσμολογικό και πολιτικό
ορίζοντα, η υπέρβαση του ΕΑΥΤΟΥ της (βλ. των δομικών της αντιφάσεων, της α-
πρόθετης αυτοακύρωσής της, της τραγικότητάς της) και όχι ο περιορισμός ΣΤΟΝ
εαυτό της, η αυτοκατοχή της. Αν πέτυχε και στο βαθμό που πέτυχε, το οφείλει μόνο
σ’ αυτό το πρόταγμα. Αν εντοπίζεται παραπλήσιο πρόταγμα στον βυζαντινό
πολιτισμό, μόνο υπ’αυτήν την έννοια εντοπίζεται και ως εκ τούτου μπορεί να γίνει,
δικαιωματικά πια, λόγος για ελληνική συνέχεια. Φυσικά, περιττεύει να πω πως,
ορθολογικά, μια θεσμική πρόβλεψη είναι αναγκαία για τη θεραπεία αυτής της
παθογένειας. Ωστόσο, είμαι άκρως εφεκτικός αν, ακόμη κι αν την βρίσκαμε και τη
δομούσαμε, θα έπρεπε η θεραπεία αυτή να υπάρξει… Η ελευθερία της
παραμόρφωσης είναι τόσο συστατική υποκειμένου και κοινωνικού σώματος, που
κάθε καρατόμησή της θα εμφάνιζε άμεσα τον κίνδυνο της απανθρωποποίησης του
ανθρώπου. Απελπιστικά δύσκολο το ζην !…
την περίοδο άσκησης των καθηκόντων του. Έτσι, η σταυροποίηση θα
συνιστούσε ένα πολιτικό εργαλείο εξέτασης των προθέσεων, των
ικανοτήτων, των δεξιοτήτων του δημόσιου λειτουργού.
Αφήνοντας, προς το παρόν, τον ελεγκτικό τρόπο της κοινωνίας
προς τον υποψήφιο διάκονο/δούλο της, στρέφομαι στο εξής ερώτημα :
ποιό θα ήταν το περιεχόμενο της σταυροποίησης ; Θεωρώ πως
κατεξοχήν λυδία λίθος, ώστε να δοκιμασθεί το ποιόν των φιλοδόξων,
είναι η αντοχή τους στην ατομική τους σταύρωση, καθότι σε τελευταία

12

ανάλυση, η ανάληψη ενός δημοσίου λειτουργήματος προϋποθέτει,


ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ, θυσία και ατομική ταφή, - όχι προνομίες, ευωχίες,
ανέσεις, εξαιρέσεις, πλεονεκτήματα, εξασφαλίσεις, ασυλίες.
Με άλλα λόγια, και επί τη βάσει άμεσα ψηλαφητών πρακτικών
εφαρμογών και της εξυπηρέτησης της πανσθενούς χρείας και όχι
αφηρημένων πολιτικών θεωριών, το εισερχόμενο άτομο στον πολιτικό
στίβο προς ΔΙΑΚΟΝΙΑ της κοινωνίας, οφείλει να απεκδυθεί και να
θανατώσει τα πάντα, πλην των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων του
φυσικότατα, αυτοπαραιτούμενο από κάθε ατομική εξασφάλιση, υψηλή
πρόσοδο, προνομία, δικαίωμα, κατοχύρωση. Εξηγώ πρακτικά (ο όρος
με πλήρες φιλοσοφικό περιεχόμενο…) δίνοντας, σε μια αρκετά πρόχειρη
προσέγγιση, κάποια σαφή παραδείγματα και παρουσιάζοντας
ρεαλιστικά ένα μέρος του περιεχομένου του όρου σταυροποίηση 7 :

α) οφείλει να μισθοδοτείται κατά πολύ ΛΙΓΟΤΕΡΟ από ό,τι κέρδιζε -


αποδεδειγμένα και με βάση τα προσκομισθέντα στο δημόσιο στοιχεία
της φορολογικής του δήλωσης - από την εργασία του πριν εισέλθει στο
στίβο της διακονίας της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση δε, ο μισθός του
δεν μπορεί να είναι υψηλότερος από τον μέσο αστικό μισθό ενός
διευθυντή μιας τοπικής δημόσιας υπηρεσίας, έστω κι αν κέρδιζε,
αποδεδειγμένα, πολύ περισσότερα στον ιδιωτικό του βίο. β) Η περίοδος
εκτέλεσης των πολιτικών του υποχρεώσεων, η θητεία του δηλαδή, ο
χρόνος που διακόνησε τα κοινά, οφείλει να ΜΗΝ8 προσμετράται στα
συντάξιμα έτη του, - και φυσικά, ούτε λόγος δεν μπορεί να γίνει για τη
συνταξιοδότηση του διακόνου αυτού, και μάλιστα προνομιακά όπως
χείριστα συμβαίνει σήμερα μετά το πέρας της πρώτης ή δεύτερης
βουλευτικής θητείας του -, παρά μόνο μετά την τρίτη πολιτική διακονία
του και υπό την προϋπόθεση, ασχέτως των πολιτικών εξελίξεων,
13
μεταβολών και της συχνότητας εκλογών, πως οφείλει να έχει
συμπληρώσει την 15ετία υποχρεωτικά για τη θεμελίωση δικαιώματος
7
Σε περίπτωση που τα παρακάτω θεωρηθούν, επιπόλαια, ακραίες θέσεις προτείνω
στον φιλόπονο έλληνα, ειδικά, αναγνώστη να διεξέλθει το βιβλίο του Douglas
M.MacDowell, Το Δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, μετ. Γ. Μαθιουδάκη,
εκδ. Παπαδήμα 1986. Εκεί, μπορεί να βρει πλήθος… δρακόντειων… «σταυρικών»
πρακτικών που άσκησε η αθηναϊκή δημοκρατία…
8
Η κοινωνία, με βάση τον όρο (και το μοντέλο που συνακόλουθα υποδηλώνει)
σταυροποίηση, που προτάθηκε παραπάνω, οφείλει να αδικεί προγραμματικά. Αν,
από την άλλη, επιλέξει να ελαττώσει τη δριμύτητα της αδικίας, οφείλει να ανεύρει
ολότελα μη ελκυστικά αντισταθμίσματα παροχών (π.χ., και σε μια πολύ πρόχειρη
πρόταση, να προσμετράται στα συντάξιμα έτη το ήμισυ των ετών δημόσιας διακονίας
του πολιτικού λειτουργού. Ή να απαιτείται, αν προσμετρώνται κανονικά, η αύξηση
του ωραρίου εργασίας, σε σχέση με ό,τι συμβαίνει σε κάθε άλλο εργασιακό χώρο,
κατά 50% =12 αποδεδειγμένα εργάσιμες ώρες.). Με βάση την απλούστατη λογική
πως, όπως συμβαίνει, φερ’ειπείν, στο στράτευμα ή στη δημόσια τάξη, που σε 24ωρη
βάση παρέχεται υπηρεσία στο κοινωνικό σώμα, έτσι οφείλει να λειτουργεί, κατά την
τάξιν συναγερμού, επιφυλακής και αυξημένης ευθύνης, «στα όρια πολεμικής
ετοιμότητας», η διακονία προς την κοινωνία. Ο υπηρέτης/ διάκονος/ δούλος δεν έχει
δικαιώματα και εγείρεται στο μέσον της νύκτας και με ένα μόνο νεύμα του κυρίου για
να του φέρει νερό… Αφού η υπηρεσία/διακονία (χωρίς εισαγωγικά..) του δημοσίου
σημαίνει και προϋποθέτει ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ σταυρό, ατομική θυσία, βάσανο, πόνο,
ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ. Διαφορετικά, καταργήστε τους όρους, πετάξτε τους στα σκουπίδια.
Ενοχλούν. Αποτελούν επαναστατικό στόχο.
σύνταξης, αν προκριθεί να του
παρασχεθεί τέτοιο δικαίωμα. Και
μάλιστα, η σύνταξη αυτή θα
αντιστοιχεί στη βάση του μέσου όρου
συντάξεως ενός ειδικευμένου εργάτη,
που συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα (π.χ.
στην 20ετία).
γ) Οφείλει ιδίοις αναλώμασι να
ανταποκρίνεται στις οικονομικές
υποχρεώσεις που απορρέουν από τη
θέση που έχει καταλάβει (συντήρηση
πολιτικού του γραφείου, εξοπλισμού,
επικοινωνίας κλπ κλπ), όπως συμβαίνει και σε οιονδήποτε άλλο πολίτη
και σε οιοδήποτε άλλο λειτούργημα που διακονεί την κοινωνική χρεία.
Δηλαδή, ο γιατρός έστησε ο ίδιος το ιατρείο του και το συντηρεί ιδιοίς
αναλώμασι με τα χρήματα που κερδίζει, το ίδιο και ο δικηγόρος, ο
ψαράς, ο λογοτέχνης, ο ποιητής, ο δάσκαλος, ο αστυφύλαξ, ο έμπορος.
Όλο το φάσμα των κοινωνικών επαγγελμάτων, όπως πολύ απλά μπορεί
να δει κανείς. δ) Το εργασιακό καθεστώς στο οποίο ΟΦΕΙΛΕΙ να
υποταχθεί (και φυσικά να ελέγχεται καθημερινά για τη συνέπειά του
14
στη προσέλευση στο εργασιακό του χώρο (π.χ. κάρτα, υπογραφή
προσέλευσης, δικαιολογημένη αποδεδειγμένα απουσία κλπ), καθώς και
για τη διεκπεραίωση ικανού όγκου εργασιών επί καθημερινή βάση,
αλλιώς να προβλέπεται παύση, τιμωρίες, κυρώσεις και αποζημίωση του
δημοσίου, όπως κατά απαράβατο και άτεγκτο κανόνα συμβαίνει σε όλη
την υπόλοιπη κοινωνία), λόγω ακριβώς των αυξημένων υποχρεώσεών
του προς την κοινωνία και της σοβαρότητάς τους, πρέπει να είναι
εξαντλητικό και να υπερβαίνει ωριαία κατά πολύ εκείνο των
υπολοίπων μελών της κοινωνίας 9. ε) Πριν εισέλθει στον πολιτικό στίβο,

9
Κοινοβουλευτικές φαιδρότητες και, ουσιαστικά, πολιτειακές εκτροπές, σε
ατμόσφαιρα νηπιαγωγείου και ανέμελου κρετινισμού με το γλειφιτζούρι στο χεράκι
και την ανοησία παραμάσχαλα στην ερώτηση, στο βλέμμα και τη σωματική κίνηση
(οι νωθροί και τεμπέληδες κατακτητές, προδίδονται από χιλιόμετρα μακριά), όπως οι
συχνότατες εκείνες, όπου «εκλεγμένη» ευδαιμονίζουσα και ευωχουμένη βουλευτής
(και επιτηδείως πλουσιοπάροχα τηλεορασοτρεφής) επιβαίνει του πολιτειακού
λειτουργήματος (!) για να περιηγηθεί (!), εν συνεχεία, ταξιδιωτικά, απαράδεκτα
αισθητικώς και ανέμελα την υφήλιο, κατά τη χρονική διάρκεια του βουλευτικού της
αξιώματος (!), είναι απόλυτα και a priori ανεπίτρεπτες σε κοινωνίες που θέλουν να
έχουν στοιχειώδη αξιοπρέπεια και αυτοεκτίμηση. Προς γνώση και συμμόρφωση,
βλέπε το, τυχαία εδώ ειλημμένο ωστόσο ενδεικτικό, «παράδειγμα» της βουλευτού
επικρατείας (!) (ευφημισμός για τον όρο λαμογιά του εκλέγεσθαι) του
«σοσιαλιστικού» ΠΑΣΟΚ, Μάγιας Τσόκλη (η πλέον ανώδυνη, τονίζω, περίπτωση
οφείλει να έχει νομότυπα υποθηκεύσει στο δημόσιο σύνολη την
περιουσία του, για την περίπτωση που προκύψει, μελλοντικά,
κακοδιαχείριση δημοσίων πόρων με ευθύνη του και που μέχρι την,
ενδεχόμενη, τελεσιδικία του με το δημόσιο, η περιουσία αυτή θα
αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης από αυτό. Επιπλέον, η δήμευση
της περιουσίας του σε περίπτωση
ενοχής, λογίζεται αυτονόητη
υποχρέωση της Πολιτείας.
Μάλιστα, οφείλει να έχει
αποκληρώσει τα παιδιά του από
κάθε δικαίωμα επί της πατρικής ή
μητρικής κληρονομίας, μέχρι το
πέρας της πολιτικής του θητείας,
προς παντελή διασφάλιση της
Πολιτείας. στ) Οφείλει να
συγκατατεθεί ενυπόγραφα και με
πλήθος νομικές δεσμεύσεις, πως σε
περίπτωση έκνομων πράξεών του
κατά την άσκηση των καθηκόντων
του, τα παιδιά του θα στερηθούν,
15
επιπρόσθετα, των πολιτικών
δικαιωμάτων τους, επί μια 20ετία
τουλάχιστον και θα εξορισθούν από
τη χώρα για μια 10ετία. ζ) Φυσικά
είναι περιττό να πω πως δεν
νοείται να υπάρχει οιαδήποτε
μορφή ασυλίας, έτσι που ο
υποψήφιος δημόσιος λειτουργός θα υπόκειται, φυσιολογικά κατά την
ισχύουσα νομολογία, στους ίδιους νόμους και διαδικασίες, όπως και ο
τελευταίος πολίτης της χώρας. η) Το ύψος και η αυστηρότητα των
ποινών που θα του επιβληθούν σε απόδειξη, δικαστικά, της ενοχής του,
οφείλουν να είναι κατά πολύ αυστηρότερα από εκείνα ομοειδούς ή και
από αμέτρητες ομοειδείς κραυγαλέες άλλες, που ξεπερνούν κάθε φαντασία έκπτωσης
νοήματος του θεσμού του αντιπροσώπου), και παίρνω, ομολογώ, ένα πολύ πρόχειρο,
κοινότατο, αφασικότατο και πανταχού απαντώμενο εκχυδαϊστικό παράδειγμα.
Μάλιστα, το συγκεκριμένο αυτό παράδειγμα, που επιβεβαιώνει τον κανόνα των
λαϊκών αντιπροσώπων, μυρίζει τόσο έντονα αγένεια αγραμματωσιάς, που φέρνει
κατευθείαν, δια του αφιλόξενου (για κάθε άλλη οντότητα και τόπο !) της ατομικής
του πολιτείας, το στίχο του Ελύτη «Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα
τους» (Το άξιον εστί, Ψαλμός ζ΄). Σύνηθες σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο : ευπρόσωποι
γονείς γεννούν απρόσωπα παιδιά, όπως ομολογεί και το σαββοπούλειο «έρημοι κι
απρόσωποι βρε».
παραπλησίου εγκλήματος που διέπραξε οποιοδήποτε άλλο μέλος της
κοινωνίας. θ) Σε περίπτωση ενοχής του, οφείλει να εκτίει το σύνολο της
ποινής που θα του επιβληθεί, χωρίς το ενδεχόμενο ουδεμίας
ελάφρυνσης ή απονομής χάριτος, όπως μπορεί να διεκδικήσει
δικαιωματικά κάθε άλλο μέλος της κοινωνίας. ι) Οι μετακινήσεις του
οφείλουν να επιβαρύνουν τον ίδιο και μόνο και να καλύπτονται από το
μισθό του, πλήν εκείνων που ελεγχόμενα και αυστηρότατα (πάντα ο
έλεγχος αυτός, όπως θα προβλέπεται θεσμικά, θα ασκείται λαϊκά,
δηλαδή από εκτός εξουσίας και κυβερνήσεως φορείς…) θα καλύπτει ο
προϋπολογισμός μόνο για μετακινήσεις εκτός της χώρας (πάντα με τα
συμβατικά μέσα μεταφοράς, σε κοινά με τους υπόλοιπους πολίτες
δρομολόγια και μόνο στις τελευταίες θέσεις). Ακόμη, να μην είναι
ανεκτή κοινωνικά, ουδεμία εκζήτηση ή πολυτέλεια στα μέσα και στους
τρόπους που χειρίζεται, ώστε να εκτελέσει τη διακονία του. Μάλιστα, το
αντίθετο.
Κοντολογίς, και για να παύσω στο σημείο αυτό την απαρίθμηση
των αυτονόητων σταυρώσεων που οφείλει να επιβάλλει η κοινωνία στο
διακρινόμενο μέλος της (ας θυμηθούμε εδώ την επαινετή, απριορική,
καχυποψία της αθηναϊκής πολιτείας έναντι του χ …Αριστείδη), οφείλει
να έχει ΜΕΙΩΜΕΝΑ δικαιώματα, έναντι όλων των υπολοίπων μελών της
16
κοινωνίας. Θα διατύπωνε κανείς εύλογα το ερώτημα : γιατί αυτή η
ανισότητα ; Η απάντηση (μερική προς το παρόν, καθώς υπάρχει
πληρέστερη κάλυψη για μια ολοκληρία φαινομένων στο υπόλοιπο
μέρος της Οντολογικής Πολιτειολογίας) θα ήταν πολύ εύκολη : Μα,
ακριβώς, για να διατηρηθεί πάση θυσία η Ισότητα ! Διασαφηνίζω : αν
δεχθούμε πως μια από τις συντεταγμένες του κοσμικού Είναι είναι η
κίνηση (ας στρέψουμε, εδώ, λίγο το νου στον Αριστοτέλη), τότε αυτό θα
πρέπει να το ενσωματώσουμε πολιτειακά. Δηλαδή, σε κινούμενα, άρα
ζωντανά, συστήματα οφείλει να κινείται και η ισότητα. Στην αντίθετη
περίπτωση, η πολιτειακή ακινησία θα παρέπεμπε ευθέως σε στείρο,
αποστεωμένο και θανατηφόρο δογματισμό, ο οποίος προφανώς
αντιστρατεύεται ΦΥΣΙΚΑ το φυσικό κοσμικό/κοινωνικό Είναι. Απλόν.
Πώς, στην προκειμένη περίπτωση, κινείται η Ισότητα ; Ιδού : ο δημόσιος
λειτουργός αναλαμβάνει εξουσία, δηλαδή κερδίζει ισχύ και επιβολή.
Έστω και διακονικά. Συνεπώς, βρίσκεται πάντα ένα βήμα ΜΠΡΟΣΤΑ από
τον πολίτη. Είναι ό,τι είναι και κάθε άλλος πολίτης ΣΥΝ χ προνόμιο. Άρα
παρουσιάζεται Ανισότητα. Ο πολιτικός δεν μπορεί να είναι ίσος πολίτης
με όλους τους άλλους, έχοντας αφετηριακά το προνόμιο να υπερτερεί.
Η δογματική ισότητα θα τον έφερνε, έτσι, σε πλεονεκτική θέση. Και θα
ήταν εγκληματική ακρισία και ασυγχώρητος κρετινισμός εκ μέρους της
κοινωνίας να επιτρέψει να υπάρχει ίδια αφετηριακή εκκίνηση για
όλους, τη στιγμή που ο δημόσιος λειτουργός, δια της εξουσίας,
βρίσκεται αφετηριακά πάντα ένα βήμα μπροστά !

17

Άρα, του αφαιρείται αφετηριακά ένα μεγάλο μέρος της ισότητας


και ισονομίας που διέπει όλα τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, ώστε να
εξισορροπηθεί η ανακύπτουσα ανισότητα με την ανάληψη των
καθηκόντων του. Αφού, κάθε κοινωνία ΟΦΕΙΛΕΙ να είναι προγραμματικά
και αφετηριακά καχύποπτη έναντι εκείνων που φιλοδοξούν να
διακονήσουν… «επιβήτορές» της. Η ισχύουσα για όλους δημοκρατία, με
όπλο τη σταυροποίηση και ενσωματώνοντας πολιτειακά την κίνηση,
όπως προανέφερα, μεταβάλλεται, ΘΕΣΜΙΚΑ, σε λαϊκή μοναρχία προς
τον δημόσιο λειτουργό, καθώς με την ανάληψη των καθηκόντων του,
κατά θεσμική δόμηση, παύει η ισοτιμία του με όλους τους άλλους
πολίτες και γίνεται, μεταβάλλεται σε υφιστάμενο, σε εντολοδόχο του
κοινωνικού σώματος, ο οποίος ελέγχεται στυγνά για την άρτια
εκπλήρωση της εντολής που ανέλαβε.
Είναι, λοιπόν, προφανές πως ο βουλόμενος να αγωνισθεί στον
πολιτικό στίβο, οφείλει να αποδεχθεί τις παραπάνω, και πολλές άλλες
που δεν αναφέρω εδώ, αποθαρρύνσεις της κοινωνίας και την
θεσμοθετημένη πολιτική της να τον αποτρέψει στην επιθυμία του να
την υπηρετήσει, αν θεωρεί πως διαθέτει πρωταθλητικές ικανότητες και
προσόντα και αν επιθυμεί από καρδιάς, και με προοπτική το ατομικό
του ολοκαύτωμα, να τα θέσει στη διακονία του κοινωνικού σώματος.
Κάτι, δηλαδή, που συμβαίνει σε οποιονδήποτε άλλο κοινωνικό χώρο και
στον παραπλήσιο χώρο του επαγγελματικού, ας πούμε, αθλητισμού.
Συνεπώς haec civitas haec crux ! Αλλιώς, ας στείλουμε στο κάλαθο των
αχρήστων, μετά μεγίστης βδελυγμίας, κάθε πολιτισμική φανφάρα περί
σταυρού και πίστεως στο προοίμιο του Συντάγματος, και ορισμού
αυτοσυνειδησίας και ιδιοπροσωπίας βάσει των μεταφυσικών μας
επιλογών.

Θεώρησα πρόσφορο να αφήσω για το τέλος αυτού του


αποσπάσματος από το έργο μου Οντολογική Πολιτειολογία, το

18

ερώτημα, - με βάρος καημού μέσα μου - περί του αποκλεισμού πολιτών


(και ποιών, και πώς, και μέχρι πότε κλπ.) από το δικαίωμα του
εκλέγεσθαι. Φυσικά, παύει να ενδιαφέρει το Νόημα και ο σκοπός αυτού
του ερωτήματος, αν προκαταβολικά θεωρούμε αυτο-Νόητο πως όλοι
είναι ικανοί για όλα ! Και μάλιστα χωρίς «εσωτερικά» (ας μου επιτραπεί
εδώ αυτός ο όρος που παραπέμπει κατευθείαν σε υπαρξιακές
φιλοσοφίες. Ακριβέστερος, ίσως, όρος θα ήταν «καθιερωμένα» [με την
αρχική, ασκούριαστη, από τη συμβατική συναλλακτική χρήση της, και
επισκεπτική/αποκαλυπτική σημασία της λέξης], «δημιουργικά».)
προαπαιτούμενα. Αν όμως σπεύσουμε, θεωρητικά, να απαντήσουμε
καταφατικά στον αποκλεισμό πολιτών από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι,
και θεωρήσουμε πως αυτοΝόητα (…) τίθενται ορισμένες προϋποθέσεις
για να θεμελιωθεί αυτό το δικαίωμα, τότε αναδύεται άμεσα το ερώτημα
σε ποιά βάση δικαιολογείται αυτός ο αποκλεισμός. Κρίνω πως η
μοναδική αξιόπιστη, φιλοσοφημένη, πολιτειακώς, κατά κάποιον τρόπο,
διασφαλίζουσα και εξόχως αμερόληπτα εταστική βάση είναι
αποκλειστικά η ικανότητα η μη, του κτίζειν/δημιουργείν λειτ-ουργικά
κάτι εκ του ΜΗΔΕΝΟΣ (δεν υπαινίσσομαι απαραίτητα εδώ κάποια
μορφή παρθενογένεσης).
Αν Κτίζειν/Δημιουργείν σημαίνει σε έσχατη ανάλυση Πολίζειν,
κατά αμείλικτο ρεαλιστικό αποτέλεσμα αλλά και αμείλικτη ρεαλιστική,
πολιτειακά, απαίτηση, τότε αναδύεται αβίαστα ο πολιτειολογικός
Νόμος, η θεσμική κονονιστική Αρχή της Πόλεως : ο μη δημιουργός
αποκλείεται, αποθαρρύνεται, θεσμικά, να γίνει πολιτικός. Καθώς η
οικοδομική-χειρωνακτική απειρία του, θα του επέτρεπε να
καταβαραθρώσει την Πόλιν και, ως εκ τούτου, το πολιτικό δικαίωμα του
εκλέγεσθαι θα επιβαλλόταν να του αφαιρεθεί, μέχρι παρουσιάσεως
διαπιστευτηρίων… Αφού Κτίζειν σημαίνει Πολίζειν. Απλά. Συνεπώς,
απαγορεύεται πολιτικά αυτώ παίζειν εν ου παικτοίς. Οφείλει, λοιπόν, ο
προς εκλογή πολίτης να παρουσιάσει, αποδεδειγμένα, ελεγμένα, στο
κοινωνικό Σώμα μια οποιαδήποτε, κατά το παρελθόν, κοινωνικά
19
υιοθετημένη, λειτουργική και κυρίως πρωτότυπη Δημιουργία / Ιδέα
του, που το κοινωνικό σώμα επιμαρτυρεί και αναγνωρίζει, επί μακρύ
χρονικό διάστημα (τουλάχιστον μια δεκαετία), το κοινωνιοκεντρικά,
πρωτότυπα και αποκαλυπτικά ανθρωπολογικό ΆΡΙΣΤΌΝ της. Ασφαλώς,
σε καμία περίπτωση δεν εννοώ εδώ μια απλή (και συμβατικά καλή ή
απλώς χρήσιμη) διαχείριση υπαρχόντων έργων και κοινωνικών δομών ή
κάποια επιφανειακή τροποποίηση ενός χ υπάρχοντος. Ας πούμε πως
μια καλή εικόνα για το τί εννοώ, θα ήταν ό,τι προϋποθέτει η εκπόνηση
μιας διδακτορικής διατριβής. Το πιο σημαντικό όμως εδώ, είναι πως η
πρωτότυπη δημιουργία αυτού του πολίτη, οφείλει να έχει λάβει χώρα
πριν την έναρξη ανάληψης από τον ίδιον οιουδήποτε θεσμικού
αξιώματος, αλλά και αποκλειστικά εκτός πολιτικής δράσεως και
εντάξεως σε οιαδήποτε μορφή συλλογικότητας, δηλαδή κατά την
περίοδο ιδιωτείας του και με την απόλυτη ατομική του πρωτοβουλία και
την ανυπαρξία και της ελάχιστης εξωτερικής στήριξης. Οφείλει ιδίοις
αναλώμασι να έχει δημιουργήσει τι. Άρα : Όσοι Δονκιχώτες έλθετε ! Και
όσοι θεσιθήρες, γραφειοθήρες προέλθετε ! οι θεσιθήρες προέλθετε. Μη
τις των θεσιθήρων ! Ομιλώ για τους…αγγαλομαθείς πολιτικώς
φιλόδοξους, που μεταφράζουν μονολιθικά πάντα τον όρο office ως
γραφείο ή αξίωμα…
Κοντολογίς, θα λέγαμε πως το εφευρίσκειν τι με κοινοτική
επιμαρτύρηση αποκαλυπτικής λειτουργικότητας σημαίνει,
σηματοδοτεί, άμεση δυνατότητα του εκλέγεσθαι. Αφού πολύ απλά και
αυτονόητα, όποιος θέλει να μας πείσει πως γνωρίζει να κτίζει και
επιζητεί να αποσπάσει την εμπιστοσύνη μας, πρέπει πρώτα να
αποδείξει πως είναι οικοδόμος και πως ό,τι έχει μέχρι τώρα κτίσει, έχει
απολαύσει της ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ επιβράβευσης και επιβεβαίωσης για την
αρτιότητα θεμελίωσης του οικοδομήματος. Καθώς, σε αφηρημένα
κτισίματα και αυτόκλητους οικοδόμους, αντιστοιχούν αφηρημένες
έωλες πολιτείες και αυτενεργούμενες καταστροφές.

Στάθης Κομνηνός

20

You might also like