You are on page 1of 8

ΕΠΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Η λογική θεωρία την οποία έχουμε παρουσιάσει μέχρι στιγμής αποτελεί μία διερεύνηση της έννοιας -
κλειδί της εγκυρότητας. Σωστή διαλογιστική είναι η έγκυρη διαλογιστική και έγκυρη διαλογιστική
είναι εκείνη η οποία ουδέποτε οδηγεί από αληθείς προκείμενες σε ψευδές συμπέρασμα. Με άλλα
λόγια, στους έγκυρους τύπους επιχειρημάτων, οι προκείμενες συνεπάγονται το συμπέρασμα- και η
λογική θεωρία την οποία παρουσιάσαμε μας επιτρέπει να διαπιστώνουμε τη συνεπαγωγή ή τη μη
συνεπαγωγή.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν επιχειρήματα στα οποία η σύζευξη των προκείμενων δεν συνεπάγεται το
συμπέρασμα. Αυστηρά μιλώντας, πρέπει να θεωρήσουμε τέτοια επιχειρήματα ως άκυρα, γιατί δεν
οδηγούν αναγκαία από αληθείς προκείμενες σε αληθές συμπέρασμα. Παρά τούτο, στις περιπτώσεις
τέτοιων επιχειρημάτων που οδηγούν από αληθείς προκείμενες σε αληθές συμπέρασμα τις
περισσότερες φορές (όχι πάντοτε), αναγνωρίζουμε μια ομάδα χρήσιμων διανοητικών εργαλείων, τα
οποία μπορεί μεν να μην αποδεικνύουν απολύτως το συμπέρασμά τους, όμως παρέχουν ισχυρή
στήριξη σ’ αυτό. Τέτοια επιχειρήματα ταξινομούνται ως ‘επαγωγικά’ επιχειρήματα, για να τα
διακρίνουμε από τα ‘παραγωγικά’ επιχειρήματα τα οποία έχουμε εξετάσει μέχρι στιγμής.
Ας αρχίσουμε με μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα επαγωγής. Προκειμένου να συμπεράνει
κάποιος ότι δεν θα χιονίσει στην Ελλάδα τον φετινό Ιούλιο, κάνει έναν επαγωγικό συμπερασμό, ο
οποίος χρησιμοποιεί ως προ κείμενες αρχειακές καταγραφές καιρικών συνθηκών για τα παρελθόντα
καλοκαίρια στην Ελλάδα. Παρά τις εκατοντάδες ή και χιλιάδες τέτοιες αληθείς προκείμενες, το
συμπέρασμα ‘δεν θα χιονίσει στην Ελλάδα τον ερχόμενο Ιούλιο’, δεν είναι βέβαιο: είναι μόνο πολύ
πιθανόν. Ανάλογα, ο γιατρός που λέει στον ασθενή του ότι το γεγονός ότι βρέθηκε νεοπλασία στο
πάγκρεας, οδηγεί στην πρόγνωση ότι έχει το πολύ δύο χρόνια ζωής, βασίζεται σε έναν επαγωγικό
συμπερασμό, ο οποίος χρησιμοποιεί ως προκείμενες δεδομένα από άλλες περιπτώσεις ασθενών με
καρκίνο του παγκρέατος στο παρελθόν. Το συμπέρασμα ότι ο ασθενής θα είναι νεκρός σε δύο χρόνια
το αργότερο, είναι μόνον πιθανό, όχι βέβαιο. Τέλος, το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να έχει βρέξει
επειδή οι δρόμοι είναι βρεγμένοι, αποτελεί παραλογισμό. Δεν αποτελεί όμως παραλογισμό το
συμπέρασμα ότι πιθανώς έχει βρέξει, βασιζόμενο στους ίδιους λόγους.
Το μεγαλύτερο μέρος της γνώσης μας για τον κόσμο είναι επαγωγικό. Τα επαγωγικά επιχειρήματα
είναι πανταχού παρόντα. Ένα κανονικό ανθρώπινο ον διενεργεί, συνειδητά ή ασυνείδητα,
εκατοντάδες ή και χιλιάδες επαγωγικών συμπερασμών κάθε μέρα. Το μεγαλύτερο μέρος της γνώσης
που έχουμε για τη φύση καθώς και όλη η γνώση μας για το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι κάτω
από διάφορες κοινωνικές συνθήκες είναι επαγωγική, όπως επαγωγική είναι και όλη η γνώση μας για
τον χαρακτήρα γνωστών μας προσώπων. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η γνώση που έχουμε
αποκτήσει από τις τεχνολογικές εφαρμογές. Δεδομένου του ότι το μεγαλύτερο μέρος της μάθησης
έχει επαγωγικό χαρακτήρα, ακόμη και τα ζώα θα πρέπει να πιστωθούν με κάποιο είδος ικανότητας
για επαγωγική μάθηση. Το μόνο μέρος της γνώσης όπου συνειδητά αποφεύγουμε τις επαγωγές είναι
στα μαθηματικά, οπού βασιζόμαστε σε απόδειξη η οποία υποχρεωτικά βασίζεται σε έγκυρους
συμπερασμούς που ανήκουν στην παραγωγική λογική.
Δεν είναι πάντοτε εύκολο να διακρίνουμε τις επαγωγές από τους παραλογισμούς. Αυτός που
συμπεραίνει ότι θα πρέπει να έχει βρέξει επί τη βάσει της προκείμενης ότι ο δρόμος είναι βρεγμένος,
θα μπορούσε να πέφτει στον παραλογισμό της θέσης της απόδοσης (όταν βρέχει, οι δρόμοι είναι
βρεγμένοι, ο δρόμος είναι βρεγμένος, επομένως, θα πρέπει να έχει βρέξει)· ή υπό ορισμένους όρους,

ΙΩ 1 ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΥ ΛΟΓΙΚΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟ


θα μπορούσε να εκφέρει ένα μάλλον ισχυρό επαγωγικό επιχείρημα. Έτσι, πρέπει να είμαστε
προσεκτικοί ως προς τη διάκριση των επαγωγών από τις παραγωγές και από τους παραλογισμούς.
Παραδοσιακά, η παραγωγή θεωρούνταν πως οδηγεί από γενικές αλήθειες σε επιμέρους, ενώ η
επαγωγή οδηγούσε από επιμέρους γεγονότα σε γενικές αλήθειες. Η άποψη αυτή που συχνά
ακούγεται ακόμα και τώρα. πρέπει να εγκαταλειφθεί γιατί είναι εσφαλμένη, αφού μπορεί κανείς να
βρει και επαγωγές και παραγωγές που οδηγούν από το γενικό στο γενικό, από το μερικό στο μερικό,
από το μερικό στο γενικό και από το γενικό στο μερικό.
Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος το εσφαλμένο τούτο κριτήριο, έχουμε τέσσερις τρόπους να
διακρίνουμε τις επαγωγές από άλλους συμπερασμούς.
Κατά πρώτον, οι επαγωγικοί συμπερασμοί είναι πάντοτε άκυροι. Αυτό μας επιτρέπει να διακρίνουμε
τις επαγωγές από τις παραγωγές. Για τους πρακτικούς σκοπούς μας, γνωρίζουμε πως ακόμη και στην
περίπτωση της ισχυρότερης επαγωγής, είναι πάντοτε πιθανόν όλες οι προκείμενες να αληθεύουν και
το συμπέρασμα να είναι ψευδές. Η ακυρότητα του επαγωγικού συμπερασμού δεν συνιστά
πραγματική απειλή για τον κριτικό τρόπο σκέψης μας, δεδομένου ότι γνωρίζουμε εξ αρχής ότι είναι
άκυρος.
Το δεύτερο κριτήριο μας επιτρέπει να διακρίνουμε τις επαγωγές από τους παραλογισμούς. Ο
επαγωγικός συμπερασμός είναι κατ’ ουσίαν πιθανολογικός: με άλλα λόγια, το συμπέρασμα δεν
διατυπώνεται με βεβαιότητα, αλλά με κάποιο βαθμό πιθανότητας. Δεδομένης της αλήθειας των
προκείμενων, το συμπέρασμα είναι πιθανό στο βαθμό ν. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να
αξιολογούμε τα επαγωγικά επιχειρήματα σε μια κλίμακα ισχύος: υπάρχουν ισχυρές επαγωγές και
ασθενείς επαγωγές και, κάθε συγκεκριμένη επαγωγή είναι δυνατόν να ενισχυθεί ή να αποδυναμωθεί.
Έτσι, το συμπέρασμα ότι ένας ορισμένος ασθενής που πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα έχει
λιγότερες από 12% πιθανότητες να επιζήσει πάνω από τρία χρόνια, βασίζεται στη γνώση
προγενέστερων περιπτώσεων και εκφράζει ένα συμπέρασμα το οποίο είναι πολύ πιθανό, όχι βέβαιο.
Ένα τρίτο κριτήριο προβάλλει μια από τις ιδιοτυπίες της επαγωγής. Ενώ σ’ ένα παραγωγικό
επιχείρημα το οποίο είναι έγκυρο, καμιά πρόσθετη προκείμενη δεν είναι σε θέση να επηρεάσει το
συμπέρασμα, η ισχύς ενός επαγωγικού συμπεράσματος είναι δυνατόν να μεταβληθεί από την
προσθήκη επιπλέον προκείμενων. Η νεαρή έγκυος γυναίκα, η οποία ξεχνά να αναφέρει στο γιατρό της
ότι επισκέφθηκε μια περιοχή υψηλής ακτινοβολίας, παίρνει την πρόγνωση ότι ‘είναι 99% πιθανόν ότι
το μωρό σας θα είναι υγιές’, πρόγνωση η οποία θα τροποποιηθεί αμέσως μόλις εκείνη θυμηθεί τη
συγκεκριμένη επίσκεψή της: ‘είναι μόνο 60% πιθανόν ότι το μωρό σας θα είναι υγιές’. Αυτός είναι ο
λόγος για τον οποίο μία από τις απαιτήσεις της επαγωγικής επιχειρηματολογίας είναι ότι οι
προκείμενες θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές μαρτυρίες (Αρχή Πληρότητας των
Μαρτυριών). Αντίθετα τέτοια απαίτηση δεν υπάρχει για την παραγωγική λογική οπού η κομψότητα
μιας απόδειξης συχνά εξαρτάται από τον μικρό αριθμό βημάτων που χρησιμοποιεί. Η Αρχή της
Πληρότητας των Μαρτυριών φανερώνει ότι σε αντίθεση με την παραγωγική λογική που είναι
αυστηρά τυπική, η επαγωγική προχωρά πέρα από τα τυπικά σύμβολα και συμπεριλαμβάνει στοιχεία
από τη γνώση του κόσμου. Από την παραπάνω σκέψη ακολουθεί και το συμπέρασμα ότι το ερώτημα
της πληρότητας των σχετικών μαρτυριών δεν μπορεί να διευθετηθεί οριστικά, είτε γενικά είτε για
κάποιον συγκεκριμένο επαγωγικό συμπερασμό, δεδομένου ότι το τι αποτελεί σχετική μαρτυρία και τι
όχι μεταβάλλεται με την πρόοδο της επιστήμης.
Τέλος, ένα τέταρτο κριτήριο αποκαλύπτει τη φύση και τη σπουδαιότητα της επαγωγής. Ο επαγωγικός
συμπερασμός είναι επαυξητικός, υπό την έννοια ότι πάντοτε περιλαμβάνει στο συμπέρασμα
πληροφορία η οποία προχωρεί πέρα από αυτό που δηλώνεται στις προκείμενες, ενώ, στους
ΙΩ 2 ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΥ ΛΟΓΙΚΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟ
παραγωγικούς συμπερασμούς, η πληροφορία του συμπεράσματος πάντοτε εμπεριέχεται στις
προκείμενες, έστω και αν εμείς δεν το γνωρίζουμε. Όταν στηριζόμαστε σε περιπτώσεις του
παρελθόντος και εξάγουμε συμπεράσματα για περιπτώσεις του μέλλοντος, όταν στηριζόμαστε σε
λίγες περιπτώσεις και εξάγουμε συμπεράσματα για όλες τις περιπτώσεις, όταν με βάση αυτό που
είναι γνωστό, εξάγουμε συμπεράσματα για εκείνο που είναι άγνωστο, διενεργούμε επαγωγές. Η
χρησιμότητα των επαγωγών έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι μας επιτρέπουν συμπεραίνοντας να
αυξάνουμε τη γνώση, όμως το τίμημα που είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώσουμε γι’ αυτό είναι η
απώλεια της βεβαιότητας: δεν υπάρχει απόδειξη στην επαγωγή.

Προβλήματα επαγωγικών γενικεύσεων στις φυσικές επιστήμες


Επαγωγική εμπειρική γενίκευση
Από ένα σύνολο παρατηρησιακών αποφάνσεων π1, π2, π3, ... πν
προκύπτει μια γενίκευση όλα τα Α είναι Β
Πχ. όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί

Παράδειγμα επαγωγικής γενίκευσης


Κύκνος 1ος λευκός
Κύκνος 2ος λευκός
Κύκνος 3ος λευκός
...................
Κύκνος 300ος λευκός
επομένως
Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί

Πχ.
το δείγμα μετάλλου 1 σκούριασε στη βροδή
Το δείγμα μετάλλου 2 σκούριασε στη βροχή
Το δείγμα μετάλλου 3 σκούριασε στη βροχή
............................................................
Το δείγμα μετάλλου ν σκούριασε στη βροχή
Επομένως
Τα μέταλλα σκουριάζουν στη βροχή

Διευκρίνιση για μία διάκριση


1) Η «επαγωγική γενίκευση» να μην συγχέεται με την «μαθηματική επαγωγή» των μαθηματικών.
Η «επαγωγική γενίκευση» χρησιμοποιείται στις εμπειρικές και τις φυσικές επιστήμες και στηρίζεται
σε ένα πλήθος εμπειρικών παρατηρήσεων.
Η γενίκευση αφορά ένα φυσικό είδος Α που έχει την ιδιότητα Β
Πχ. το είδος κύκνος έχει την ιδιότητα του λευκού χρώματος
Το είδος κοράκι έχει την ιδιότητα του μαύρου χρώματος
Το είδος μέταλλο έχει την ιδιότητα να διαστέλλεται σε υψηλές θερμοκρασίες.
Να μην συγχέεται με το
2) Η «μαθηματική επαγωγή» είναι αξίωμα της αριθμητικής και είναι αληθές.

ΙΩ 3 ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΥ ΛΟΓΙΚΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟ


Η επαγωγική γενίκευση (των εμπειρικών επιστημών) διατρέχει κίνδυνο από μία και μόνο εξαίρεση
στο μέλλον.
Εξαίρεση κύκνου, κορακιού, μετάλλου κλπ χωρίς τις επιθυμητές ιδιότητες.
Δεν ξέρουμε εάν τα μελλοντικά δείγματα θα ακολουθούν τον ίδιο κανόνα.

Χαρακτηριστικά επαγωγικής γενίκευσης


Προβληματική D Hume (κριτική στην επαγωγική γενίκευση)

Hume: Δεν βρίσκουμε την αναγκαιότητα σε επαγωγικούς συλλογισμούς όπως την βρίσκουμε στους
παραγωγικούς.
Με άλλα λόγια, σε μία εμπειρική επαγωγική γενίκευση είναι δυνατό οι προκείμενες να είναι αληθείς
και το συμπέρασμα ψευδές δηλαδή να ξεκινήσουμε με ένα μεγάλο πλήθος παρατηρήσεων και να
καταλήξουμε σε μία ψευδή γενική απόφανση.
Δεν γνωρίζουμε εάν στο μέλλον οι παρατηρήσεις θα ακολουθήσουν το ίδιο μοτίβο.

Συμπέρασμα
Δεν αποκλείεται στο μέλλον κάποια εξαίρεση προς τη γενική απόφανση «Όλα τα Α είναι Β»
(πχ βρέθηκαν μη λευκοί κύκνοι)

O Hume διαπιστώνει και περιγράφει το πρόβλημα αλλά αποδέχεται το γεγονός ότι ο ανθρώπινος
νους δεν μπορεί να πάψει να συλλογίζεται και με αυτό το είδος συμπερασμών.

Χαρακτηριστικά επαγωγικών επιχειρημάτων


• Τα επαγωγικά επιχειρήματα έχουν πιθανά συμπεράσματα
• (πιθανολογικός χαρακτήρας)
• Τα επαγωγικά επιχειρήματα έχουν επαυξητικό χαρακτήρα
• Στερούνται του χαρακτηριστικού της τυπικής εγκυρότητας που χαρακτηρίζει τα παραγωγικά
επιχειρήματα.
• Τα επαγωγικά επιχειρήματα επηρεάζονται από την προσθήκη νέων ενδείξεων-μαρτυριών
«Αρχή της επάρκειας των μαρτυριών»

ΑΠΑΓΩΓΗ - ΕΞΗΓΗΣΗ – ΑΝΑΓΩΓΗ


Στην αρχήq του προηγούμενου κεφαλαίου κάναμε μια διάκριση ανάμεσα στο πλαίσιο ανακάλυψης
μιας υπόθεσης και στο πλαίσιο δικαιολόγησής της, και υποστηρίξαμε ότι η λογικήq επεξεργασία της
υπόθεσης δεν αρχίζει με την ανακάλυψήq της, αλλάq μόνον με το ζήτημα της δικαιολόγησής της.
Σύμφωνα με την άποψη αυτήq, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει λογικήq της ανακάλυψης. Και, πράγματι, η
ιστορία της επιστήμης αναφέρει περιπτώσεις ανακαλύψεων οι οποίες ήταν υπερβολικάq
συμπωματικές ώστε να θεωρηθούν υποψήφιες για λογικήq ανάλυση.
Η άλλη πλευράq αυτής της διαμάχης δεν αμφισβητείq το τυχαίο στοιχείο σε μερικές ανακαλύψεις.
Σπεύδει ωστόσο να προσθέσει ότι ο τυχαίος παράγοντας δρα, αν και όταν δρα, μέσα στο πλαίσιο μιας
έλλογης προσπάθειας να δοθείq απάντηση σ’ ένα πρόβλημα ή να διορθωθείq μια θεωρία, με
αποτέλεσμα να υπάρχει στην ανακάλυψή περισσότερη λογικήq και λιγότερη τύχη. Οι τελευταίοι δυο

ΙΩ 4 ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΥ ΛΟΓΙΚΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟ


τύποι επαγωγής που θα εξετάσουμε αποτελούν σύνθετους τύπους επαγωγής οι οποίοι
ενσωματώνουν στοιχεία της θεωρίας της ανακάλυψης.
Απαγωγήq, ή απαγωγικός συμπερασμός, ή συμπερασμός προς την καλύτερη εξήγηση είναι αυτός όπου
μια σειράq γεγονότων, τα οποία θεωρούνται μάλλον απίθανα απόq μόνα τους, καθώς και σε σύζευξη
μεταξύq τους, χρησιμοποιούνται ως προκείμενες που οδηγούν σ’ ένα συμπέρασμα, το οποίο συνιστάq
εξήγηση αυτών των γεγονότων και τα κάνει ‘πιθανότερα’. Συμπεραίνουμε λοιπόν, πως ό,τι εξηγείq με
τον καλύτερο δυνατόq τρόπο τα γεγονότα, θα πρέπει να είναι αυτόq που ισχύει.
Μπορείq να υποστηριχθείq με πειστικότητα ότι όλες οι επαγωγές είναι κατάq βάθος συμπερασμοίq προς
την καλύτερη εξήγηση1, όμως, και χωρίς αυτήq τη θεωρητικήq στάση, η σημασία των απαγωγών
δύσκολα θα μπορούσε να υπερεκτιμηθεί.2 Πρόκειται για το συμπερασμόq με τον οποίο ο ανθρώπινος
νους φθάνει σε συμπεράσματα που πηγαίνουν πολύq πέρα απόq τα δεδομένα. Για το λόγο αυτόq,
αποτελείq το κύριο θεωρητικόq εργαλείο για την κατασκευήq μοντέλων για θεωρητικές οντότητες και
υποκείμενους μηχανισμούς που εξηγούν την πραγματικότητα.
1. Harman, Gilbert: “Enumerative Induction as Inference to the Best Explanation” Journal of Philosophy, vol. 68, no 18, 1968, pp 529-533.
2. Oι συμπερασμοί{ του Sherlock Holmes δεν είναι παραγωγικοί{, παρά τους ισχυρισμούς του, αλλά σχεδόν όλοι απαγωγικοί,
Σχεδόν όλες οι θεωρητικές οντότητες στην επιστήμη έχουν επινοηθείq ως αποτέλεσμα απαγωγής. Ο
πυρήνας του ατόμου επινοήθηκε ως ένας τρόπος να εξηγηθείq ο διασκορπισμός σωματιδίων που
παρατηρούνταν υστέρα απόq τον βομβαρδισμόq ατόμων. Στην ιατρικήq, η ιντερφερόνη ανακαλύφθηκε
πρώτα στο μαυροπίνακα, ως ένας τρόπος να εξηγηθείq το παράξενο φαινόμενο ότι, όταν ένας
οργανισμός προσβάλλεται απόq μολυσματικήq ασθένεια, δεν προσβάλλεται απόq άλλες παρόμοιες
ασθένειες, όπως θα περίμενε κανείς. Παραδείγματα μπορούν επίσης να βρεθούν και στην
καθημερινήq ζωήq. Αν έχετε πει σ’ ένα φίλο Α το μυστικόq που σας εμπιστεύθηκε ο φίλος Β και, στη
συνέχεια, παρατηρείτε πως ο Β δεν είναι και τόσο φιλικός μαζίq σας, ενώq εξακολουθείq να
συναναστρέφεται τον Α, τότε καταλήγετε στο απλόq σενάριο ότι ο Α είπε στον Β ότι τού αποκαλύψατε
το μυστικόq του Β. Όλες οι θεωρητικές κατασκευές περίq συνωμοσίας ανήκουν σ’ αυτήq την κατηγορία,
συχνάq όμως, με μία παράλογη στρέβλωση: Δεδομένου του ότι πρόκειται για συνωμοσία και τα πάντα
έγιναν κρυφάq, δεν θα πρέπει να αναμένονται άλλες αποδείξεις, πέρα απόq την ευλογοφάνεια της
πλοκής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο συμπερασμός προς την καλύτερη εξήγηση είναι επαγωγικός. Είναι
επαυξητικός στο μέγιστο βαθμόq, είναι λογικάq άκυρος, είναι πιθανολογικός και τυχόν προκείμενες που
προστίθενται, μπορούν να μεταβάλλουν ριζικάq το συμπέρασμα. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα:
Υποθέστε ότι η οικιακήq βοηθός σας σάς ανακοινώνει ότι σκοπεύει να σταματήσει τελείως να
εργάζεται. Αυτόq είναι ήδη ένα πρώτο απίθανο συμβάν.
Ύστερα την βλέπετε μετά απόq δυο εβδομάδες, ντυμένη πολύq ακριβάq, να βγαίνει απόq ένα πολύq ακριβόq
εστιατόριο. Κατόπιν, ακόμη ένα απίθανο συμβάν λαμβάνει συμβαίνει όταν την αναγνωρίζετε να
οδηγείq ένα καινούργιο ακριβόq αυτοκίνητο κ.ο.κ. Τέλος, άλλο ένα απίθανο γεγονός: ανακαλύπτετε πως
ο θησαυρός χρυσών νομισμάτων που είχατε κρύψει στη σοφίτα σας έχει εξαφανιστείq. Το
συμπέρασμά σας είναι πως εκείνη έκλεψε το θησαυρόq. Προφανώς πρόκειται για άκυρο,
πιθανολογικόq, επαυξητικό συμπερασμόq, παρά ταύτα όμως, παραμένει η καλύτερη εξήγηση όλων
αυτών των ασυνήθιστων γεγονότων. Το κλειδίq εδώq είναι η έννοια της καλύτερης εξήγησης: Θέτει την
πρόκληση να βρούμε μια πιο καλήq. Υποθέστε ότι προσθέτουμε την προκείμενη ότι η οικιακήq βοηθός
κέρδισε το λαχείο, ή ότι παντρεύτηκε έναν εκατομμυριούχο. Στην περίπτωση αυτήq ο πρώτος
συμπερασμός καταρρέει, (παρά το γεγονός ότι εκείνη μπορείq πράγματι να έχει κλέψει το θησαυρό),
επειδήq δεν αποτελείq πια την καλύτερη εξήγηση.

ΙΩ 5 ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΥ ΛΟΓΙΚΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟ


Για να είναι ικανός να χρησιμοποιείq ή να αποτιμάq κριτικάq έναν απαγωγικόq συμπερασμόq, ο
αναγνώστης πρέπει να έχει σαφήq κατανόηση του τί είναι εξήγηση και ποιά είναι τα κριτήρια που
καθιστούν μια εξήγηση καλύτερη απόq μίαν άλλη. Το συγκεκριμένο αυτόq θέμα αποτελείq αντικείμενο
ζωηρής φιλονικίας στη φιλοσοφία της επιστήμης, εδώq όμως μπορούμε να σκιαγραφήσουμε σύντομα
μια ελάχιστη κοινήq θέση ως προς την εξήγηση.
Οι εξηγήσεις είναι συμπερασμοίq, όπως τα επιχειρήματα. Η διαφοράq δεν βρίσκεται στη δομήq, αλλάq
στην εφαρμογήq. Στα επιχειρήματα, αυτόq που παίρνουμε ως αληθές είναι οι προκείμενες, και αυτόq
που αμφισβητείται, τουλάχιστον αρχικάq, είναι το συμπέρασμα. Στην εξήγηση, το συμπέρασμα ή
explanandum (‘εξηγητέον’ - αυτόq που σκοπείτε να εξηγηθείq), θεωρείται εξ αρχής ως δεδομένο
(δηλαδήq αληθές). Εκείνο που ερίζεται είναι η αλήθεια των προκειμένων, οι οποίες παρέχουν την
εξήγηση (δηλαδήq του explanans - του ‘εξηγούντος’). Επιπλέον, οι εξηγήσεις, όταν παρουσιάζονται
κανονικάq, συμπεριλαμβάνουν μεταξύq των προκειμένων τουλάχιστον μία γενικήq πρόταση, η οποία
χρησιμεύει ως νόμος ή κανονικότητα που καλύπτει φαινόμενα όπως εκείνα που περιγράφονται στο
explanandum. Στη συνηθισμένη γλώσσα, συχνάq δεν είναι εύκολο να διαχωρίσουμε τα επιχειρήματα
απόq τις εξηγήσεις. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα απόq τον Barker (1989), η δήλωση ‘Το
ψυγείο του αυτοκινήτου πρέπει να έχει σπάσει, γιατίq είχε παγωνιάq χθες το βράδυ και δεν υπήρχε
αντιψυκτικόq στο σύστημα ψύξης του αυτοκινήτου’, θα μπορούσε να είναι επιχείρημα, ή και
πρόβλεψη, αν δεν γνωρίζετε ότι το ψυγείο έχει πράγματι σπάσει, ή θα μπορούσε να είναι εξήγηση, αν
το γνωρίζετε.
Σ’ όσο αφοράq στα κριτήρια αποδοχής μιας εξήγησης, εκτός απόq τα τυπικάq κριτήρια όπως την
απαίτηση να ακολουθείq λογικάq το εξηγητέο απόq το εξηγούν, και τα σχεδόν τυπικάq κριτήρια, όπως το
ότι οι προτάσεις που απαρτίζουν το εξηγούν πρέπει να είναι αληθείς, υπάρχουν τέσσερα ουσιαστικάq
κριτήρια
(i) Ελεγξιμότητα: οι εξηγήσεις θα πρέπει να είναι ελέγξιμες. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι κατάq τους
οποίους μια εξήγηση μπορείq να είναι μη ελέγξιμη Για παράδειγμα, κάποιος που εξηγείq μια σειράq
πολιτικών γεγονότων παρουσιάζοντας μια περίτεχνη συνωμοσία, θα πρέπει να είναι έτοιμος είτε να
προσκομίσει εμπειρικές αποδείξεις γι’ αυτήν, είτε να υποδείξει πού θα μπορούσαν να βρεθούν
τέτοιες αποδείξεις. Αν απαντήσει ότι δεν θα προσαχθείq καμία εμπειρικήq απόδειξη επειδήq κάθε
συνωμοσία είναι εξ ορισμούq μυστική και δεν αφήνει μαρτυρίες, τότε η εξήγηση είναι μη ελέγξιμη.
Άλλος τρόπος κατάq τον οποίο μια εξήγηση μπορείq να καταστείq μη ελέγξιμη είναι η ενσωμάτωση σ’
αυτήν ενός μηχανισμούq για την απορρόφηση όλων των ειδών ανταποδείξεων. Για παράδειγμα,
φανταστείτε έναν υποστηρικτήq της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ο οποίος εξηγείq τη συμπεριφοράq ενός
προσώπου Α με όρους ασυνείδητου φόβου και απέχθειας για τον πατέρα του. Υποθέστε ότι, μετά
απόq εξέταση της σχέσης του με τον πατέρα του, ανακαλύπτουμε ότι ο Α συμπεριφέρεται με
πραγματικόq ενδιαφέρον και αγάπη για εκείνον. Αν ο θεωρητικός αντικρούσει αυτήq την ανταπόδειξη
με τον ισχυρισμόq ότι αυτόq το είδος συμπεριφοράς αποτελείq υπεραναπλήρωση για το φόβο και την
απέχθεια, τότε συνειδητοποιείq κανείς ότι η αρχικήq εξήγηση δεν είναι ελέγξιμη, διότι έχει καταστείq μη
διαψεύσιμη.
(ii) Μη κυκλικότητα: Οι κυκλικές εξηγήσεις χρησιμοποιούν το explanandum ως μέρος του explanans .
Κάποιος που εξηγείq το μαύρο χρώμα του πίνακα επικαλούμενος το μαύρο χρώμα των μορίων της
βαφής και, στη συνέχεια, εξηγείq το μαύρο χρώμα των μορίων της βαφής επικαλούμενος το μαύρο
χρώμα των ατόμων και ούτω καθεξής, υποπίπτει σε κυκλικήq εξήγηση. Παρομοίως, αν η απάντηση
στην ερώτηση ‘Γιατίq το LSD προκαλεί παραισθήσεις;’ είναι ‘επειδήq είναι παραισθησιογόνο’, η εξήγηση
είναι καταφανώς κυκλικήq.
ΙΩ 6 ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΥ ΛΟΓΙΚΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟ
(iii) Συντηρητισμός: Οι εξηγήσεις θα πρέπει να είναι συνεπείς προς από δεκτές θεωρίες. Μια εξήγηση
η οποία επικαλείται εντελώς νέους μηχανισμούς, οντότητες ή δυνάμεις, είναι λιγότερο προτιμητέα
απόq μια άλλη, η οποία εμφανίζεται συνεπής προς αποδεκτές θεωρίες. Για παράδειγμα, μια εξήγηση
της ακαϊας που παρατηρείται στην πυροβασία με όρους όπως ‘αύρα’, ‘ζωτική ενέργεια’, ‘ψυχικές
δυνάμεις’ κλπ, είναι λιγότερο προτιμητέα από εκείνη που κάνει χρήση μόνο της θερμοδυναμικής και
της βασικής βιολογίας.
(iv) Απλότητα: Ανάμεσα σε δύο εξηγήσεις οι οποίες είναι ισότιμες σ όσο αφορά την πλήρωση των τα
παραπάνω κριτηρίων, η απλούστερη είναι προτιμότερη από την περισσότερο σύνθετη. Τούτο ίσως
φαίνεται αυθαίρετο, ‘αισθητικό’ κριτήριο, συνδέεται όμως κατά σημαντικούς τρόπους με το
προηγούμενο, όπως επίσης συνδέεται με την κάπως αμφισβητούμενη, αλλά ωστόσο εύλογη θέση ότι
όλες οι εξηγήσεις είναι, υπό μια έννοια, θεωρητικές αναγωγές.
Μία θεωρία Θ2, ή μια επιστήμη Ε2 ανάγεται σε μια θεωρία Θ1 ή σε μια επιστήμη Ε1, αντίστοιχα, αν
και μόνο αν:
(α) Όλοι οι όροι της Θ2/ Ε2 ορίζονται με όρους της Θ1 ή της Ε1 αντίστοιχα, και
(β) Όλες οι βασικές αλήθειες της Θ2/Ε2 παράγονται λογικά από αλήθειες της Θ1, ή της Ε1 αντίστοιχα.
Έτσι, λέμε πως η βιολογία ανάγεται στη βιοχημεία, επειδή οι όροι - κλειδιά της, όπως ‘πρωτεΐνη’,
‘γονίδιο’, ‘πακέτο ενέργειας’, ορίζονται με όρους της βιοχημείας, όπως ‘αμινοξύ’, ‘DNA’, ‘ΑΤΡ’ κλπ, και
επειδή οι βασικές αλήθειες της, όπως ‘η αναπνοή παρέχει ενέργεια στα κύτταρα, μέσω της καύσης
οξυγόνου’ παράγονται από αλήθειες ή νόμους της βιοχημείας, όπως η αντίδραση της αναπνοής:
C6Hi206+602—»6H20+6C02+ ενέργεια.
Αν κανείς εξετάσει προσεκτικά όλα τα τυπικά και μη τυπικά προαπαιτούμενα της εξήγησης, η εικόνα
που αναδύεται είναι πως η εξήγηση είναι, στην μορφή της ένας συμπερασμός, και στην ουσία της,
μια αναγωγή.

Συναγωγή στην καλύτερη εξήγηση


• Μια σειρά γεγονότων που συνδέονται ή ίσως δεν συνδέονται φαινομενικά αποτελούν από κοινού
μία πιθανή εξήγηση για ένα συμβάν.
• Συλλογισμός στον οποίο η σκέψη φτάνει πολύ πιο μακριά από τα δεδομένα (όπως και η
επαγωγική γενίκευση)
Χρησιμοποιείται για να εξηγήσει φυσικά φαινόμενα μέσω υποθέσεων για υποκείμενες μη
παρατηρήσιμες οντότητες και μηχανισμούς
Πχ.
Οι θεωρητικές οντότητες των φυσικών επιστημών
Η ύπαρξη ατόμων
Το μοντέλο της δομής του ατόμου

Παράδειγμα από την καθημερινή ζωή

Έχετε πει σε έναν φίλο Α το μυστικό που σας εκμυστηρεύτηκε ο φίλος Β.


Παρατηρείτε ότι ο Β δεν είναι πια φιλικός μαζί σας αλλά συνεχίζει να συναναστρέφεται τον Α.
Συμπέρασμα: ο Α είπε στον Β ότι του φανερώσατε το μυστικό του.

ΙΩ 7 ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΥ ΛΟΓΙΚΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟ


Χαρακτηριστικά:
Η συναγωγή στην καλύτερη εξήγηση έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον επαγωγικό συλλογισμό:
• Πιθανολογικός χαρακτήρας
• Επαυξητικός χαρακτήρας
• Επάρκεια των μαρτυριών
Ελεγξιμότητα
Οι εξηγήσεις πρέπει να είναι ελέγξιμες
Παρατήρηση 1
Μία εξήγηση μπορεί να μην είναι ελέγξιμη με την έννοια ότι δεν διατίθενται επαρκή στοιχεία
Παρατήρηση 2
Κάποιες εξηγήσεις πχ στην ψυχαναλυτική θεωρία περιέχουν μηχανισμούς απορρόφησης των
αντενδείξεων.
Με άλλα λόγια καθίστανται μη διαψεύσιμες και επομένως είναι μη ελέγξιμες

Αποφυγή της Κυκλικότητας


Οι κυκλικές εξηγήσεις χρησιμοποιούν το explanandum ως μέρος του explanans
Πχ γιατί το LSD προκαλεί παραισθήσεις;
Απάντηση: γιατί είναι παραισθησιογόνο

Συντηρητισμός των εξηγήσεων


Οι εξηγήσεις οφείλουν να βρίσκονται σε συνέπεια με τις ισχύουσες επιστημονικές θεωρίες.
Μία εξήγηση οφείλει να μην επικαλείται οντότητες ή μηχανισμούς τους οποίους η σύγχρονη
επιστήμη δεν δέχεται.

Αγγλικοί όροι για τους συμπερασματικούς συλλογισμούς


Deduction: παραγωγή
Induction: επαγωγή
Inference to the best explanation: συναγωγή στην καλύτερη εξήγηση

ΙΩ 8 ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΥ ΛΟΓΙΚΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

You might also like