You are on page 1of 8

Ιστορία της Τεχνολογίας

του Στ. Γ. Φραγκόπουλου, Δρ.Μηχ., Καθηγητή ΤΕΙ Αθήνας

Παράρτημα: Επιστήμη, Ψευδοεπιστήμη

Επιστήμη

 Επιστητό είναι αυτό που μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος


μέσω της γνώσης.
 Επιστήμη είναι το σύνολο των συστηματικών και
επαληθεύσιμων γνώσεων, καθώς επίσης η διερεύνηση
καθορισμένων πεδίων του επιστητού.
 Η διερεύνηση στο πλαίσιο της επιστήμης γίνεται με
συγκεκριμένες και σαφώς καθορισμένες διαδικασίες, οι οποίες
συναποτελούν την επιστημονική μέθοδο.

Η επιστημονική μέθοδος έχει ως στόχο τη διατύπωση θεωριών, κάθε


μία από τις οποίες ομαδοποιεί και εξηγεί συναφή φαινόμενα,
στηριζόμενη σε μία ή περισσότερες παραδοχές. Mια επιστημονική
θεωρία προκύπτει από την παρατήρηση, το πείραμα και το (συνήθως
μαθηματικό) συσχετισμό των αποτελεσμάτων τους και αποβλέπει
στην ερμηνεία δεδομένων της αισθητής πραγματικότητας. H
επιστημονική ερμηνεία των φυσικών γεγονότων έχει ως όριο την
αντικειμενικά δεδομένη πραγματικότητα και την αντικειμενική
(προσιτή σε όλους) διαδικασία ή μέθοδο της έρευνας.

Ο επιστημονικός τρόπος εργασίας χαρακτηρίζεται από την


επαναλαμβανόμενη εκτέλεση των ακόλουθων διεργασιών:

 Εκδήλωση ενδιαφέροντος για κάποια ανεξήγητα φαινόμενα ή


μία ανεπαρκή θεωρία.
 Συστηματική παρατήρηση των φαινομένων και καταγραφή των
χαρακτηριστικών τους.
 Ταξινόμηση και αξιολόγηση των καταγραφών.
 Διατύπωση υποθέσεων και θεωριών.
 Απόδειξη ή απόρριψη των θεωριών.
 Δημόσια ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για να κριθούν αυτά
από άλλους επιστήμονες.
 Διδασκαλία των νέων γνώσεων για να διευρυνθεί ο κύκλος
των ερευνητών πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο.

Σε μερικούς επιστημονικούς τομείς δεν είναι δυνατή η εφαρμογή


όλων των προαναφερόμενων βημάτων. Π.χ. δεν είναι δυνατόν να
εκτελέσουμε πειράματα προκαλώντας σεισμούς ή εκρήξεις
ηφαιστείων, ούτε μπορούμε να επέμβουμε στις τροχιές πλανητών
κ.ο.κ. Σ' αυτές τις περιπτώσεις επινοούνται άλλες διαδικασίες
παρατήρησης, καταγραφής και αξιολόγησης.

Κριτήρια για να χαρακτηριστεί μια εργασία επιστημονική, είναι:

1. Διαχωρισμός του προσώπου από το εξεταζόμενο αντικείμενο.


2. Επαναληψιμότητα των παρατηρήσεων.
3. Τεκμηρίωση των ισχυρισμών.

Μέχρι την Αναγέννηση στόχος των επιστημόνων ήταν να γίνουν


παντογνώστες (homo universalis), δηλαδή να κατέχουν το σύνολο
των γνώσεων από όλους τους γνωστούς επιστημονικούς τομείς.
Τέτοιος παντογνώστης θεωρείτο ο Αριστοτέλης. Τελευταίοι
παντογνώστες στην ιστορία των επιστημών, με την έννοια ότι είχαν
γνώσεις από όλα τα γνωστά τότε επιστημονικά αντικείμενα, χωρίς
βέβαια να τα καλύπτουν πλήρως, ήταν ο Leonardo da Vinci και ο
Gottfried Leibniz. Στις μετέπειτα εποχές αυξήθηκε ο όγκος των
γνώσεων σε τέτοιο βαθμό και με τέτοια ταχύτητα, ώστε είναι
αδύνατον να διαθέτει κάποιος έστω και λίγες γνώσεις από όλα τα
γνωστικά αντικείμενα.

Η επιστημολογία, δηλαδή η μελέτη των θεμάτων που εξετάζει τις


προϋποθέσεις, μεθόδους και τους στόχους της επιστήμης, ξεκινάει
από τον Αριστοτέλη στο σύγγραμμά του Αναλυτικά ύστερα που
αποτελεί το τέταρτο κείμενο του γενικότερου έργου Όργανον. Ο
Αριστοτέλης υποδιαιρεί την επιστήμη σε τρεις κατηγορίες:

 Η θεωρητική επιστήμη εξετάζει αυτά που συμβαίνουν


ανεξάρτητα από τον άνθρωπο και δεν περιέχουν άλλη
εξωτερική σημασία, πέρα από την ίδια τη γνώση. Σ' αυτή την
κατηγορία υπάγονται η φυσική και η μεταφυσική.
 Η πρακτική επιστήμη καλύπτει θέματα που βρίσκονται στην
περιοχή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά δεν παράγει
τίποτα πέρα από τις ίδιες τις δραστηριότητες.
 Η ποιητική επιστήμη εξετάζει θέματα που βρίσκονται στην
περιοχή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και παράγει ένα
αντικείμενο.

Σύμφωνα με την αριστοτελική αντίληψη, η επιστήμη αποβλέπει στην


επαγωγική ή διαισθητική διαπίστωση προφανών αρχών, με τη
βοήθεια των οποίων εξηγείται απαγωγικά ή παραγωγικά, γιατί κάτι
είναι έτσι και δεν είναι αλλιώς. Αυτή η επιστημολογία του Αριστοτέλη
επέζησε σχεδόν όλο το Μεσαίωνα, αφού δεν προέκυψε κανένας
ουσιαστικός νεότερος προβληματισμός, και συνόδεψε την ανάπτυξη
των δυτικών επιστημών από το 12ο μέχρι το 17ο αιώνα.
Επόμενος σημαντικός επιστημολόγος ήταν ο Francis Bacon (Μπέικον,
Βάκων, 1561-1626), ο οποίος στηριζόταν στις θεμελιώδεις θέσεις,
σύμφωνα με τις οποίες, 1ον σκοπός της επιστήμης είναι να βελτιώσει
τη μοίρα του ανθρώπου και, 2ον, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη
φύση, πρέπει να απευθυνόμαστε στην ίδια τη φύση και όχι στα
κείμενα της Βίβλου ή του Αριστοτέλη. Ο Μπέικον υποστήριζε ότι η
παραγωγική λογική του Αριστοτέλη είναι κατάλληλη για τα
μαθηματικά, όχι όμως και για τις πειραματικές επιστήμες. οι νόμοι
της επιστήμης έπρεπε να διατυπώνονται επαγωγικά, ως γενικεύσεις
πολλών επαναλαμβανόμενων παρατηρήσεων και/ή πειραμάτων.
Κατά τον Μπέικον, ο ερευνητής πρέπει να συλλέγει πληροφορίες
μέσω συστηματικής παρακολούθησης των φαινομένων και να εξάγει
συμπεράσματα από αυτές τις πληροφορίες. Αυτή τη διαδικασία
θεωρεί ο Μπέικον αντικειμενική γιατί, τόσο η παρατήρηση όσο και ο
επαγωγικός συλλογισμός που επιτρέπει τη γενίκευση, είναι εξ
ορισμού αντικειμενικές διεργασίες. Οι παρατηρήσεις επιβεβαιώνονται
από οποιονδήποτε παρατηρητή και η επιστημονική γνώση προκύπτει
μέσω ανεξάρτητα διατυπούμενων επαγωγικών συλλογισμών.

Αν και η περιγραφή που προηγήθηκε συμπίπτει σε σημαντικό βαθμό


με αυτό που θεωρούν οι επιστήμονες ότι κάνουν στη δουλειά τους,
τουλάχιστον οι ασχολούμενοι με τις φυσικές επιστήμες, η
πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Η διατύπωση υποθέσεων
και θεωριών δεν βρίσκεται χρονικά μετά τις παρατηρήσεις αλλά
συχνά προηγείται αυτών, έστω και υποτυπωδώς στο μυαλό του
ερευνητή, αφού οι ερευνητές χρησιμοποιούν ήδη μια θεωρία όταν
εκδηλώνουν ενδιαφέρον για κάποια ανεξήγητα φαινόμενα. Στην
πραγματικότητα, η προϋπάρχουσα θεωρία είναι που οδηγεί τον
ερευνητή να ασχοληθεί με το ένα και όχι με το άλλο φαινόμενο.
Έτσι, όταν φτάνουν οι ερευνητές, μετά από σειρά παρατηρήσεων,
στη διατύπωση υποθέσεων και θεωριών, στην πραγματικότητα
βελτιώνουν τις ιδέες που είχαν ήδη στο μυαλό τους, οπότε η νέα
θεωρία αποτελεί αφορμή και κίνητρο για νέες παρατηρήσεις και
μετρήσεις με επακόλουθο νέες βελτιώσεις της θεωρίας κ.ο.κ. Αυτή
ήταν η πρώτη ένσταση που διατύπωσε πάνω στην παραδοσιακή
επιστημολογική αντίληψη ο φιλόσοφος Karl Popper (Πόπερ, 1902-
1994).

Η επόμενη ένσταση του Πόπερ αφορά το ίδιο το επαγωγικό


επιστημολογικό μοντέλο. Αν και όλες οι παρατηρήσεις μέχρι σήμερα
βεβαιώνουν ότι οι κόρακες είναι μαύρα πτηνά, μια επαγωγική
γενίκευση του είδους «όλοι οι κόρακες είναι μαύροι» δεν είναι
επιστημονικά αποδεκτή, γιατί τίποτα δεν αποκλείει να εμφανιστεί
αύριο ένας κόρακας διαφορετικού χρώματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις
αδιεξόδου, ο ερευνητής τείνει να επιλέξει την παράκαμψη της
ενισχυμένης πιθανολόγησης: επειδή κάποια φαινόμενα
επαναλαμβάνονται μεν σταθερά αλλά δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα
ότι αυτό θα συμβαίνει και στο μέλλον. Η καταγεγραμμένη μέσω
παρατηρήσεων γνώση θεωρείται πιθανόν να ισχύει και μελλοντικά
και αυτή η πιθανότητα αυξάνει με τον αριθμό των παρατηρήσεων.
Όμως, μία απόφανση σε πιθανολογική βάση, π.χ. ότι όλοι οι κόρακες
είναι με πιθανότητα x% μαύροι, δημιουργεί το πρόβλημα, μέχρι ποιο
ποσοστό κάτω του 100% μπορεί να θεωρείται επιστημονικό ένα
πιθανολογικό συμπέρασμα.

Ο Πόπερ εισήγαγε, στα πλαίσια του κριτικού ορθολογισμού, ένα νέο


κριτήριο για την επιστημονικότητα μιας θεωρίας και συγκεκριμένα τη
δυνατότητα διάψευσής της. Ενώ οποιοσδήποτε μεγάλος αριθμός
παρατηρήσεων με θετικές αποφάνσεις δεν εξασφαλίζει την απόλυτη
βεβαιότητα για την ορθότητα μιας επιστημονικής θεωρίας, μία και
μόνη παρατήρηση με αρνητική απόφανση αρκεί για να ανατρέψει
αυτή τη θεωρία. Γι' αυτό, μία επιστημονική θεωρία πρέπει να
διατυπώνει προβλέψεις, οι οποίες θα μπορούσαν να διαψευσθούν με
τη συναγωγή παρατηρησιακών δεδομένων. Π.χ. μια απόφανση του
τύπου, «μπορεί να κερδίσεις στο λαχείο», δεν έχει επιστημονικό
χαρακτήρα, επειδή δεν επιδέχεται διάψευση. ό,τι κι αν συμβεί θα
είναι η απόφανση σωστή: μπορεί να κερδίσεις αν αγοράσεις λαχείο,
και, αν αγοράσεις, μπορεί να κερδίσεις, μπορεί και όχι. Τέτοιας
μορφής είναι οι παραπλανητικές «προβλέψεις» στα ωροσκόπια, αλλά
και οι θρησκευτικές ερμηνείες φυσικών φαινομένων.

Με κάθε πείραμα που εκτελείται και το οποίο δεν διαψεύδει τη


θεωρία, αυξάνεται η πιθανότητα να είναι αυτή η θεωρία σωστή. Η
ύπαρξη της δυνατότητας διάψευσης διαφοροποιεί το επιστημονικό
πόρισμα από την πίστη. Πειράματα επαλήθευσης δεν αρκούν,
δεδομένου ότι, αφενός πολύπλοκες θεωρίες δεν είναι δυνατόν να
επιβεβαιωθούν συνολικά, αφετέρου μπορεί να υπάρξουν πάντα
συνθήκες εφαρμογής της θεωρίας που δεν έχουν ακόμα εξεταστεί. Η
θεωρία της διαψευσιμότητας του Πόπερ αποτελεί τη μάλλον
δημοφιλέστερη επιστημολογική αντίληψη η οποία, μετά από
ενστάσεις από διάφορες πλευρές, βελτιώθηκε με εργασίες του Imre
Lakatos-Lipschitz (Λάκατος-Λίπσιτς, 1922-1974). Ο Λάκατος θεωρεί
ότι με διάψευση δεν ανατρέπεται μια θεωρία εξ ολοκλήρου αλλά
τροποποιείται αυτή, με την εισαγωγή πρόσθετων παραδοχών, και
εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Δηλαδή συντελείται μία
«αλλαγή παραδείγματος», όπως καθιερώθηκε ο όρος στην
επιστημολογία.

'Αλλες αντιλήψεις στον τομέα της Επιστημολογίας που προηγήθηκαν,


συμπλήρωσαν, προσάρμοσαν ή τροποποίησαν τα επιστημολογικά
κριτήρια του Πόπερ και αποτέλεσαν αυτοτελείς επιστημολογικές
θεωρίες, χαρακτηρίζονται με τίτλους, όπως θετικισμός, δομικός
ρεαλισμός, σχετικισμός, κονστρουκτιβισμός κ.ά.
Η κατηγοριοποίηση των επιστημών είναι μια περίπλοκη διαδικασία,
δεδομένου ότι πολλά από τα γνωστικά αντικείμενα υπάγονται σε
περισσότερους από ένα κύκλο γνώσεων, οι οποίοι καλύπτονται από
γειτονικούς επιστημονικούς τομείς, π.χ. η Παιδαγωγική. Στη
συνέχεια, σ' αυτή τη σελίδα, δίνεται πίνακας που περιέχει μια
κατηγοριοποίηση των επιστημονικών κλάδων, η οποία δεν ταυτίζεται
με τις διαφοροποιήσεις τμημάτων και σχολών των εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων και των επαγγελματικών συντεχνιών.

Ψευδοεπιστήμες - Παραεπιστήμες

Παράλληλα με τις επιστήμες επιβιώνουν και οι λεγόμενες ψευδο-


επιστήμες. Στην επικεφαλίδα ενός συνόλου ισχυρισμών προστίθεται
το πρόθεμα ψευδο- όταν εκείνοι που προβάλλουν τους ισχυρισμούς,
πρώτον διεκδικούν επιστημονική αναγνώριση και δεύτερον οι
ισχυρισμοί τους δεν πληρούν τα αναγνωρισμένα κριτήρια για τις
επιστήμες, όπως περιγράφηκαν στα προηγούμενα. Βασικό κριτήριο
για το χαρακτηρισμό ενός συνόλου ισχυρισμών ως
ψευδοεπιστημονικών είναι η διαπίστωση εσωτερικών και εξωτερικών
αντιφάσεων και, παράλληλα, η έλλειψη δυνατότητας ελέγχου των
υποθέσεων και η ανύπαρκτη ή ελλιπής επαναληψιμότητα των
παρατηρήσεων. Ειδικότερα, ψευδο-επιστημονικός είναι κάθε
ισχυρισμός που διεκδικεί τίτλο επιστημονικότητας και ταυτόχρονα
ενσωματώνει διαδικασίες ενόρασης, επιφοίτησης, πίστης, εσωτερικής
φώτισης κλπ., οι οποίες δεν επιδέχονται έλεγχο και επιβεβαίωση ή
διάψευση.

Οι λόγοι που συντηρούνται ψευδοεπιστημονικά θέματα και


διαδίδονται τα «συμπεράσματά» τους είναι πολλαπλοί. Αν
εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις ανθρώπων που διεκδικούν επιστημονική
αναγνώριση από αλαζονεία ή ευήθεια, χωρίς να εφαρμόζουν τις
επιστημονικές μεθόδους, καθώς και περιπτώσεις παραπλάνησης για
ιδιοτελείς λόγους, η συνηθέστερη αιτία προβολής
ψευδοεπιστημονικών θεωριών σχετίζεται με την επαναφορά
δοξασιών που έχουν ήδη απορριφθεί - τώρα όμως με το μανδύα της
δήθεν επιστημονικής επιβεβαίωσης. Τέτοιες παραπλανητικές
προσπάθειες έχουν πολιτικό, θρησκευτικό ή κερδοσκοπικό
υπόβαθρο, συχνά και ένα συνδυασμό τους. Συγκεκριμένα, οι κύκλοι
που αποβλέπουν σε ανομολόγητους στόχους, δηλώνουν μεν ότι
υιοθετούν την επιστημονικό μέθοδο, εισάγουν όμως
ψευδοεπιστημονικές πρακτικές και αυθαίρετους ισχυρισμούς, οι
οποίοι αφενός δεν αποδεικνύονται από τους εισηγητές τους,
αφετέρου δεν είναι δυνατόν να διαψευσθούν, εφόσον δεν υπάρχουν
σαφείς πληροφορίες και στοιχεία για αναζήτηση της αλήθειας.
Στην περίπτωση που μια πολιτική ή θρησκευτική δοξασία δεν
διεκδικεί η ίδια την αναγνώρισή της ως επιστημονική, δηλαδή δεν
δραστηριοποιείται με βάση την επιστημονική μέθοδο, όπως αυτή
περιγράφηκε στα προηγούμενα, τότε αυτή η δοξασία δεν
χαρακτηρίζεται «ψευδοεπιστημονική». Εφόσον υπάρχουν δε
αιτιολογημένες αμφιβολίες για την επιστημονικότητα ενός κύκλου
γνώσεων, θεωρούνται αυτές οι γνώσεις ότι εμπίπτουν στην
προσωρινή κατηγορία των παρα-επιστημών, μέχρι να διαπιστωθεί
οριστικά αν πρόκειται για επιστήμη ή για ψευδο-επιστήμη.

Τα ακόλουθα χαρακτηριστικά αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για


ψευδοεπιστημονικούς ισχυρισμούς:

 διατύπωση πορισμάτων χωρίς πειραματικά στοιχεία ή εμπειρικά


δεδομένα,
 διατύπωση πορισμάτων που αντίκεινται σε αποδεδειγμένα
επιστημονικά συμπεράσματα,
 επιλεκτική παρουσίαση δεδομένων που στηρίζουν ένα
ισχυρισμό και εξαφάνιση άλλων που τον ανατρέπουν,
 παραπομπή σε πηγές, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να
ελεγχθούν ή στις οποίες επίσης διατυπώνονται αναπόδεικτοι
ισχυρισμοί,
 απουσία δυνατοτήτων ελέγχου προέλευσης των δειγμάτων για
πραγματοποίηση πειραμάτων ή για σφυγμομετρήσεις,
 ασαφής ή ανύπαρκτη περιγραφή της συγκρότησης και μεθόδου
αξιολόγησης των πειραμάτων ή σφυγμομετρήσεων,
 παράβαση του «κανόνα οικονομίας του Occam», σύμφωνα με
τον οποίο, σε περίπτωση πολλών, καταρχάς ισοδύναμων
εξηγήσεων, πρέπει να επιλέγεται πάντα η απλούστερη.

Στον πίνακα που ακολουθεί έχουν καταγραφεί οι γνωστότερες


επιστημονικοί τομείς αλλά και διάφορες ψευδοεπιστήμες που
καλλιεργούνται και διαδίδονται:

Επιστήμες:
για αφηρημένα αντικείμενα:

 Μαθηματικά
 Πληροφορική
 Επιστημολογία
 Φιλοσοφία

για φυσικά αντικείμενα:

 Αστρονομία
 Βιολογία
 Γεωλογία
 Ιατρική
 Φυσική
 Χημεία

για τις ανθρώπινες δραστηριότητες:

 Νομικές
 Κοινωνικές
 Οικονομικές
 Πολιτισμικές
 Τεχνικές

και άλλες.

Ψευδοεπιστήμες:

 Αλχημεία
 Αμφισβήτηση προσσελήνωσης.
 Ανθρωποσοφία
 Ανύπαρκτος Μεσαίωνας
 Αριθμολογία
 Αρχαιο-αστροναυτική
 Αστρολογία
 Βελονισμός
 Γεωμαντία
 Γήινη ακτινοβολία
 Δημιουργισμός
 Ελεύθερη ενέργεια
 Θεολογία
 Ιατρική κυτταρική
 Ιατρική ομοιοπαθητική
 Ιατρική ορθομοριακή
 Κούφιοι πλανήτες
 Κρυπτοζωολογία
 Μετεμψύχωση
 Μορφογενετικά πεδία
 Ουφολογία
 Πυραμιδολογία
 Ραβδοσκόπηση
 Σινδονολογία
 Φενγκ Σούι
 Χειρομαντική
 Ψυχοκινητισμός

και άλλες.
Ο λεγόμενος κανόνας του Wilhelm von Occam ή Ockham (Όκαμ,
1280–1349) χρησιμοποιήθηκε μεν από το συγκεκριμένο σχολαστικό
διανοούμενο του Μεσαίωνα στα γραπτά του, δεν διατυπώθηκε όμως
ποτέ ρητά από αυτόν, αλλά ανάγεται στον Αριστοτέλη, ο οποίος είχε
διατυπώσει αυτή την αρχή με έμφαση στην οικονομία ή στην
απλότητα: «Η Φύση λειτουργεί κατά τον οικονομικότερο δυνατό
τρόπο». Η αρχική διατύπωση του Όκαμ είχε ανάλογη μορφή: «Οι
οντότητες δεν πρέπει να πολλαπλασιάζονται χωρίς να είναι
απαραίτητο». Ο συσχετισμός αυτού του κανόνα με τον Όκαμ έγινε
το 19ο αιώνα από το μαθηματικό William Rowan Hamilton (Χάμιλτον,
1805-1865) και έκτοτε διατηρήθηκε στην Επιστημολογία με τις
ονομασίες Occam's Razor (ή επίσης parsimony), λατινικά Novacula
Occami και γερμανικά Ockhams Skalpell. Σημερινές διατυπώσεις
αυτής της αρχής έχουν διάφορες παραλλαγές:

 Αν υπάρχουν δύο θεωρίες που εξηγούν ικανοποιητικά τα


παρατηρούμενα γεγονότα, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί η
απλούστερη, μέχρι να συλλεγούν κι άλλες ενδείξεις.
 Η απλούστερη εξήγηση για κάποιο φαινόμενο έχει
περισσότερες πιθανότητες ορθότητας από άλλες περίπλοκες
εξηγήσεις.
 Αν υπάρχουν δύο εξηγήσεις για κάποιο πρόβλημα με ίσες
πιθανότητες ορθότητας, διάλεξε την απλούστερη.
 Η εξήγηση που απαιτεί λιγότερες υποθέσεις έχει περισσότερες
πιθανότητες να είναι σωστή.

You might also like