You are on page 1of 5

Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος εἰς τὴν Φωτοφόρον καὶ Ἁγίαν

Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου

Gregorius Nyssenus - In luciferam sanctam domini resurrectionem


(μὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση)

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ 


Ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης
ΕΙΣ ΤΗΝ ΦΩΤΟΦΟΠΟΝ ΚΑΙ ΑΓΙΑΝ
Λόγος στὴν Φωτοφόρο καὶ Ἁγία Ἀνάσταση
ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Εὐλογητὸς ὁ θεός. εὐφημήσωμεν 1. «Εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός» (Λουκ. α´ 68). Ἂς


σήμερον τὸν μονογενῆ θεὸν τὸν τῶν ποῦμε ἐπαινετικὰ λόγια σήμερα στὸ Μονογενῆ
οὐρανίων γεννήτορα, τὸν τῶν κρυφίων Θεό, τὸν δημιουργὸ τῶν οὐρανίων πραγμάτων,
λαγόνων τῆς γῆς ὑπερκύψαντα καὶ ταῖς Αὐτὸν ποὺ ἔσκυψε στὶς μυστικὲς ἐκτάσεις τῆς
φαεσφόροις ἀκτῖσι τὴν ὅλην γῆς καὶ μὲ τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες Του φώτισε
οἰκουμένην ἀποσκιάσαντα. ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἂς ποῦμε ὕμνους σήμερα
εὐφημήσωμεν σήμερον τὴν ταφὴν τοῦ γιὰ τὴν Ταφὴ τοῦ Μονογενῆ, τὴν Ἀνάσταση
μονογενοῦς, τὴν ἀνάστασιν τοῦ τοῦ Νικητῆ, τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, τὴ ζωὴ ὅλων
νικητοῦ, τὴν χαρὰν τοῦ κόσμου, τὴν τῶν ἐθνῶν (Ἰωάν. ιστ´ 20, Λουκ. β´ 10). Ἂς
ζωὴν τῶν ἐθνῶν [τοῦ κόσμου]. ὑμνήσουμε σήμερα αὐτὸν ποὺ φόρεσε τὴν
εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν τὴν ἁμαρτία (Β´ Κορ. ε´ 21). Ἂς ποῦμε εὔφημα
ἁμαρτίαν ἐνδυσάμενον. εὐφημήσωμεν λόγια σήμερα στὸ Θεὸ Λόγο, ποὺ ντρόπιασε τὴ
σήμερον τὸν θεὸν λόγον, ὃς τὴν τοῦ σοφία τοῦ κόσμου (Α´ Κορ. α´ 20) ἐπιβεβαίωσε
κόσμου σοφίαν ἤλεγξε, τῶν προφητῶν τὴν πρόρρηση τῶν Προφητῶν, συγκέντρωσε
τὴν πρόρρησιν ἐκύρωσε, τῶν τὸν ὅμιλο τῶν Ἀποστόλων, διέδωσε τὴν
ἀποστόλων τὸν σύνδεσμον συνήθροισε, πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ Χάρη τοῦ
τῆς ἐκκλησίας τὴν κλῆσιν, τοῦ Πνεύματος. Διότι νὰ ἡ ἀπόδειξη, ἐμεῖς, ποὺ
πνεύματος τὴν χάριν ἀφήπλωσε. ἰδοὺ κάποτε ἤμασταν ξένοι ἀπὸ τὴ βαθειὰ γνώση
γὰρ ἡμεῖς οἵ ποτε ξένοι <ὄντες> τῆς τοῦ τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. β´ 13,19), γνωρίσαμε τὸν Θεὸ καὶ
θεοῦ ἐπιγνώσεως τὸν θεὸν ἐπέγνωμεν ἐκπληρώθηκε τὸ γραμμένο, «θὰ θυμηθοῦν καὶ
καὶ τὸ γεγραμμένον πεπλήρωται· θὰ στραφοῦν στὸν Κύριο ὅσοι κατοικοῦν στὶς
Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται ἄκρες της γῆς καὶ θὰ πέσουν νὰ τὸν
πρὸς κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς προσκυνήσουν ὅλες οἱ φυλὲς τῶν ἐθνῶν»
καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ (Ψαλμ. κα´ 28).
πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν.
2. Τί νὰ θυμηθοῦν; Τὴν παλιὰ πτώση, τὴ νέα
Τί μνησθήσονται; τὴν παλαιὰν πτῶσιν, ἀνάσταση, τὴν ἀρχαία παράβαση καὶ τὴ μετὰ
τὴν νέαν ἀνάστασιν, τὴν ἀρχαίαν διόρθωση, τὸν θάνατον τῆς Εὕας, τὴ γέννηση
παράβασιν καὶ τὴν ὕστερον διόρθωσιν, τῆς Παρθένου Μαρίας, τὴν ἀποκατάσταση τῶν
τὴν θνῆσιν τῆς Εὔας, τῆς παρθένου τὴν ἐθνῶν, τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτωλῶν, τὴν
γέννησιν, τῶν ἐθνῶν τὴν ἐπανόρθωσιν, πρόρρηση τῶν Προφητῶν, τὸ κήρυγμα τῶν
τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν ἄφεσιν, τῶν Ἀποστόλων, τὴν ἀναγέννηση τῆς
προφητῶν τὴν πρόρρησιν, τῶν κολυμβήθρας (Ἰωαν. ε´ 1-30), τὴν εἴσοδο στὸν
ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τῆς παράδεισο, τὴν ἐπιστροφὴ στοὺς οὐρανούς, τὸ
κολυμβήθρας τὴν ἀναγέννησιν, τοῦ δημιουργὸ ποὺ ἀναστήθηκε, Ἐκεῖνον ποὺ
παραδείσου τὴν εἰσοίκησιν, τῶν ξεντύθηκε ὅσα δὲν τοῦ ἔπρεπαν, Ἐκεῖνον ποὺ
οὐρανῶν τὴν ἐπάνοδον, τὸν μὲ τὴ θεϊκή Του μεγαλοσύνη μετέτρεψε τὸ
δημιουργὸν ἀναστησάμενον, τὸν τὴν φθαρτὸ σὲ ἀφθαρσία. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποῦ
ἀπρέπειαν ἀποδυσάμενον, τὸν τῇ θεϊκῇ τὰ ἀπομάκρυνε, γιατί δὲν τοῦ ἔπρεπαν; Ἐκεῖνα
μεγαλουργίᾳ τὸ φθαρτὸν εἰς ποὺ εἶπε ὁ Ἡσαΐας: «Τὸν εἴδαμε καὶ δὲν εἶχε
ἀφθαρσίαν μεταλλεύσαντα. καὶ ποίαν ὀμορφιὰ οὔτε κάλλος, ἀλλὰ τὸ πρόσωπό Του
ἀπρέπειαν ἀπέθετο; ἣν Ἡσαΐας εἶπε· ἦταν ἀτιμασμένο καὶ στερημένο ἀπὸ
Καὶ εἴδομεν αὐτόν, φησί, καὶ οὐκ εἶχεν ὡραιότητα πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλους τοὺς
εἶδος οὐδὲ κάλλος, ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἀνθρώπους» (Ἡσ. νγ´ 2-3).
ἄτιμον, ἐκλεῖπον παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν
ἀνθρώπων. 3. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν
συναναστρεφόταν τοὺς ἀσεβεῖς Ἰουδαίους, ποὺ
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τοῖς ἀλιτηρίοις τὸν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καὶ
Ἰουδαίοις προσωμίλει καὶ Σαμαρίτης δαιμονισμένο (Ἰωάν. η´ 48). Ὅταν ὁ Ἰούδας ὁ
καὶ δαιμόνιον ἔχων ἐκαλεῖτο, ὅτε Ἰσκαριώτης καὶ ὅσοι τοὺς γέννησε τὸ σκοτάδι,
Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ τὰ τοῦ κρατοῦσαν αὐτὸν ποὺ δὲ χωράει πουθενὰ γιὰ
σκότους γεννήματα πρὸς φόνον νὰ τὸν θανατώσουν. Δὲν ἔλεγε ἄδικα ὁ
ἐκράτουν τὸν ἀχώρητον. οὐκ ἀσκόπως Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος γι᾿ αὐτούς, «Ἐσᾶς ποῦ
ἔλεγεν αὐτοῖς Ἰωάννης· Γεννήματα σᾶς γέννησαν οἱ ὀχιές, ποιὸς σὰς συμβούλευσε
ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ νὰ ξεφύγετε τὴ μελλοντικὴ ὀργή;» (Ματθ. γ´
τῆς μελλούσης ὀργῆς; ὄντως γὰρ ἡ 7). Διότι πραγματικὰ θὰ μείνει πάνω τους ἡ
ὀργὴ τοῦ θεοῦ μενεῖ ἐπ᾿ αὐτούς. ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.

Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τὸ βλάστημα τῆς 4. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν τὸν
ἐπιεικείας ῥαπίσμασι ἐλάμβανον καὶ ἀντιμετώπιζαν Αὐτόν, τὸ βλαστὸ τῆς
μεθ᾿ ὅρκων ἠρώτων τὸν τῶν ὅρκων ἐπιείκειας, μὲ ῥαπίσματα καὶ ζητοῦσαν
δικαστὴν ὑπάρχοντα. ἀπαντήσεις μὲ ὅρκους ἀπὸ Αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ
δικαστὴς τῶν ὅρκων (Μαρκ. ιδ´ 65).
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε ἐδικάζετο ὁ
δικαστὴς καὶ ἐκρίνετο ὁ κριτὴς τοῦ 5. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν δίκαζαν τὸ
κόσμου, ὁ οἰκέτης ἠρώτα καὶ <ὁ> δικαστὴ καὶ ἔκριναν τὸν Κριτὴ τοῦ κόσμου,
δεσπότης ἐσιώπα, τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ ὅταν ὁ δοῦλος ρωτοῦσε καὶ ὁ Κύριος σιωποῦσε,
τὸ σκότος ἐγαυρία, τὸ πλάσμα τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκοτάδι
ἐθρασύνετο καὶ ὁ δημιουργὸς θριαμβολογοῦσε, τὸ δημιούργημα ἔδειχνε
ἐκαρτέρει. θράσος καὶ ὁ Δημιουργὸς ἔδειχνε ὑπομονή.

Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε οἱ ταῦροι 6. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν οἱ ταῦροι


ἐκεράτιζον καὶ ὁ μόσχος παρίστατο, ὅτε χτυποῦσαν μὲ τὰ κέρατα καὶ ὁ ταῦρος
ὁ λέων ὠρύετο καὶ οἱ ταῦροι στεκόταν ἥσυχος, ὅταν τὸ λιοντάρι ὠρυόταν
ἐγαυρύνοντο καθὼς γέγραπται· καὶ οἱ ταῦροι στέκονταν ἀγέρχοι, ὅπως ἔχει
Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, γραφεῖ στοὺς ψαλμούς, «Μὲ περικύκλωσαν
ταῦροι πίονες περιέσχον με· ἤνοιξαν πολλὰ καὶ μὲ τριγύρισαν ταῦροι
ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων καλοθρεμμένοι. Ἄνοιξαν τὸ στόμα τοὺς
ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος. ἐναντίον μου, ὅπως τὸ λιοντάρι ποὺ ἁρπάζει
καὶ ὠρύεται» (Ψαλμ. κα´ 12).
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε οἱ κύνες ὑλάκτουν
καὶ ὁ δεσπότης ἠνείχετο, ὅτε οἱ λύκοι 7. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν γάβγιζαν τὰ
ἥρπαζον καὶ τὸ πρόβατον παρίστατο, σκυλιὰ καὶ ὁ Δεσπότης ἔδειχνε ἀνοχή. Ὅταν οἱ
ὅτε <ὁ> λῃστὴς εἰς ζωὴν ἐκαλεῖτο, ἡ δὲ λύκοι ἅρπαζαν καὶ τὸ πρόβατο δὲν ἔφερνε
ζωὴ τοῦ κόσμου εἰς θάνατον εἵλκετο, ἀντίσταση. Ὅταν ὁ λῃστὴς δεχόταν
ὅτε ἐβόων ἐκείνην τὴν ἄτακτον καὶ πρόσκληση στὴ ζωή, ἐνῷ ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου
ὀλέθριον φωνὴν Ἆρον, ἆρον, συρόταν στὸ θάνατο. Ὅταν ἔβγαζαν ἐκείνη
σταύρωσον αὐτόν, Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ τὴν ἄτακτη καὶ ὀλέθρια φωνή, «θάνατος,
ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν, οἱ θάνατος, σταύρωσέ Τον. Τὸ αἷμα Του πάνω
κυριοκτόνοι, οἱ προφητοκτόνοι, οἱ μας καὶ στὰ παιδία μας» (Ἰωάν. ιθ´ 15, Ματθ.
θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ τοῦ νόμου κζ´ 25), οἱ φονιάδες τοῦ Κυρίου καὶ τῶν
ὑβρισταί, οἱ τῆς χάριτος πολέμιοι, οἱ προφητῶν, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ
ἀλλότριοι τῆς πίστεως τῶν πατέρων, οἱ ὑβριστὲς τοῦ νόμου, οἱ πολέμιοι τῆς χάριτος, οἱ
συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τὰ γεννήματα ἐχθροὶ τῆς πίστεως, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου,
τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυρισταί, οἱ τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυριστές, οἱ
κατάλαλοι, οἱ ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, κατήγοροι, οἱ σκοτισμένοι στὴ διάνοια, ἡ ζύμη
ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων, τὸ συνέδριον τῶν Φαρισαίων (Ματθ. ιστ´ 6, Μαρκ. η´ 15,
τῶν δαιμόνων, οἱ ἀλάστορες, οἱ Λουκ. ιβ´ 1), τὸ συνέδριο τῶν δαιμόνων, οἱ
πάμφαυλοι, οἱ λιθασταί, οἱ μισόκαλοι. μιαροί, οἱ κακότατοι, οἱ ψιθυριστές, οἱ
εἰκότως γὰρ ἔκραζον· Ἆρον, ἆρον, μισόκαλοι. Καὶ δίκαια φώναζαν «θάνατος,
σταύρωσον αὐτόν. ἐβάρει γὰρ αὐτοὺς ἡ θάνατος, σταύρωσέ Τον», διότι τοὺς βάραινε ἡ
ἐπιδημία τῆς θεότητος μετὰ σαρκὸς καὶ παρουσία τῆς Θεότητος μὲ σάρκα καὶ τοὺς
ἐλυπεῖτο τὸν ἔλεγχον ὁ τρόπος· ἔθος στενοχωροῦσε ὁ ἔλεγχος γιὰ τὸν τρόπο τῆς
γὰρ ἁμαρτωλοῖς μισεῖν τὴν τῶν ζωῆς τους. Εἶναι συνήθεια οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ
δικαίων συντυχίαν. μισοῦν τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς δικαίους.

Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε αὐτὸν 8. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν


ἐφραγέλλωσαν καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ τὸ φραγγέλωσαν καὶ βασάνισαν τὸ ἅγιο σῶμα
ἅγιον ἐβασάνιζον φέροντα ἑκουσίως Ἐκείνου ποὺ ὑπέφερε τὰ πάθη μὲ τὴ θέλησή
πάθη, ἵνα τοὺς παλαιοὺς μώλωπας τῶν Του, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς παλιὲς πληγὲς τῶν
ἡμετέρων ἁμαρτημάτων θεραπεύσῃ, ἁμαρτημάτων μας. Ὅταν σήκωνε τὸ ξύλο τοῦ
ὅτε τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τῶν ὤμων Σταυροῦ ἐπάνω στοὺς ὤμους Του, τρόπαιο
ἐβάσταζε τὸ κατὰ τοῦ διαβόλου κατὰ τοῦ διαβόλου. Ὅταν φοροῦσαν ἀγκάθινο
τρόπαιον, ὅτε στέφανον ἐξ ἀκανθῶν στεφάνι σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ στεφανώνει ὅσους
περιέβαλλον τῷ στεφανοῦντι τοὺς πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Ὅταν ἕντυσαν μὲ
πεποιθότας ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτε πορφύραν πορφύρα περιπαιχτικὰ Αὐτὸν ποὺ χαρίζει
ἐνέδυσαν τὸν ἀφθαρσίαν τοῖς ἀφθαρσία σὲ ὅσους ξαναγεννιοῦνται μὲ νερὸ
ἀναγεννωμένοις δι᾿ ὕδατος καὶ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο (Ἰωαν. γ´ 5, Ματθ. κζ´ 48).
πνεύματος [ἁγίου] χαριζόμενον, ὅτε Ὅταν κάρφωσαν στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ Αὐτὸν
προσήλωσαν τῷ ξύλῳ τὸν τῆς ζωῆς καὶ ποὺ εἶναι Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
τοῦ θανάτου κύριον ὑπάρχοντα.
9. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε ἐθριάμβευον θριάμβευαν περιπαίζοντας τὸ Δεσπότη τῆς
ἐμπαίζοντες οἱ στρατιῶται τὸν τῆς οὐρανίας στρατιᾶς τῶν Ἀγγέλων.
στρατιᾶς τῶν οὐρανῶν δεσπότην.
10. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν ἔδεσαν σὲ
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε καλάμῳ περιθέντες καλάμι σπόγγο γεμάτο ξύδι καὶ Τὸν πότισαν
σπόγγον ἐμπλήσαντες ὄξους ἐπότιζον καὶ ἔδιναν χολὴ σ᾿ Αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔρριξε τὸ
[αὐτὸν καὶ χολὴν ἐδίδουν] τὸν τὸ μάννα μάνα (Ἐξ. ιστ´ 13-15). Ὅταν ἔσπαζαν οἱ πέτρες
αὐτοῖς ἐπομβρήσαντα, ὅτε αἱ πέτραι καὶ σκιζόταν τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ
ἐρρήγνυντο καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ κατάπληκτα ἀπὸ τὸ θράσος τῶν ἀσεβῶν.
ναοῦ ἐσχίζετο τῶν ἀλιτηρίων τὴν Ὅταν ὁ ἥλιος πενθοῦσε καὶ ντυνόταν τὸ
τόλμαν ἐκπληττόμενα, ὅτε ὁ ἥλιος σκοτάδι σὰν σάκο, πενθώντας τὴν πτώση τῶν
ἐπένθει καὶ τὸ σκότος ὡς σάκκον Ἰουδαίων. Διότι ἡ ἡμέρα θρηνοῦσε τὶς
ἐνεδύετο πενθῶν τὴν τῶν Ἰουδαίων συμφορὲς τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ἡ Ζωή, δηλαδὴ ὁ
ἀπόπτωσιν· ἐθρήνει γὰρ ἡ ἡμέρα τὰς Χριστός, ἦταν κρεμασμένος ἀνάμεσα σὲ δυὸ
Ἰουδαίων συμφοράς, ὅτε ἐν μέσῳ Λῃστές, καὶ ὁ ἕνας Τὸν χλεύαζε καὶ Τὸν
λῃστῶν ἡ ζωὴ ἐκρέματο τοῦ μὲν κατηγοροῦσε, ὁ δὲ ἄλλος μὲ τὴ μετάνοιά του
ὀνειδίζοντος καὶ καταλαλοῦντος, τοῦ δὲ ἅρπαζε τὸν Παράδεισο (Λουκ. κγ´ 39-43).
τῇ μετανοίᾳ λῃστεύοντος τὸν
παράδεισον. 11. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν τὸ σῶμα
παραδινόταν γιὰ νὰ ταφεῖ.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τὸ σῶμα πρὸς
ταφὴν ἐδίδοτο. 12. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ
στρατιῶτες Τὸν φύλαγαν καὶ ἡ γῆ ἔκρυβε
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε <οἱ> στρατιῶται Αὐτὸν ποὺ στήριξε τὴ γῆ ἐπάνω στὰ νερὰ (Γεν.
ἐφύλαττον καὶ ἡ γῆ κατέκρυπτε τὸν τὴν α´ 9). Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι κρύβονταν, μὴν
γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἑδράσαντα, ὅτε οἱ μπορώντας νὰ ὑποφέρουν τοὺς πολλοὺς
ἀπόστολοι ἐκρύπτοντο τῶν πειρασμῶν πειρασμούς.
τὸν ὄγκον οὐ δυνάμενοι φέρειν.
13. Ὅμως πρόσεχε, ἀγαπητέ, τὰ θαύματα τοῦ
Ἀλλὰ ὅρα, ἀγαπητέ, τοῦ θεοῦ τὰ Θεοῦ καὶ τὰ κατορθώματα τῆς χαρᾶς ποὺ ἦλθε
θαύματα καὶ μετὰ τὸ πάθος τῆς χαρᾶς μετὰ τὸ πάθος. Ὁ ἀτιμασμένος μεταβαλλόταν
τὰ κατορθώματα. ὁ ἄτιμος εἰς εὐδοξίαν σὲ ἔνδοξο καὶ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου ἀνασταίνεται
μετεβάλλετο καὶ ἡ τοῦ κόσμου χαρὰ ἄφθαρτη μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. Τότε εἶχε ὠδῖνες
ἄφθαρτος ἐγήγερται μετὰ τοῦ τοκετοῦ ἡ γῆ καὶ κυοφόρησε ἡ ἡμέρα. Καὶ ὁ
σώματος. τότε ὤδινεν ἡ γῆ καὶ θάνατος ἀπέβαλε τὴ ζωὴ τῶν ὅλων. Διότι δὲν
ἐκυοφόρησεν ἡ ἡμέρα καὶ ἀπέπτυσεν ὁ ἦταν δυνατὸν ὁ θάνατος νὰ κρατήσει Ἐκεῖνον
θάνατος τὴν πάντων ζωήν· οὐ γὰρ ἦν ποὺ κρατᾷ τὰ πάντα μὲ τὸ λόγο Του.
δυνατὸν κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ θανάτου
τὸν πάντα λόγῳ κρατοῦντα. 14. Ἂς γιορτάσουμε, λοιπόν, τὴ μετὰ ἀπὸ τρεῖς
ἡμέρες ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προξένησε
Ἑορτάσωμεν τοίνυν τριήμερον τὴν αἰώνια ζωή. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ἡ
ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου πρόξενον. Θεοτόκος Μαρία δὲ δοκίμασε παρθενικὲς
ὥσπερ γὰρ Μαρία ἡ θεοτόκος ὠδῖνες ἀνύμφευτης κόρης, ἀλλὰ μὲ τὴ θέληση
παρθενικὰς καὶ ἀνυμφεύτους ὠδῖνας τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
[οὐ] λύσασα βουλήσει θεοῦ καὶ γέννησε τὸ Δημιουργὸ τῶν αἰώνων, τὸ Θεὸ
πνεύματος χάριτι ἐγέννησε τὸν τῶν Λόγο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἔτσι καὶ ἡ γῆ
αἰώνων ποιητὴν τὸν ἐκ θεοῦ θεὸν ἀπὸ τὴν κοιλιά της, καταργώντας τὶς ὠδῖνες
λόγον, οὕτως καὶ ἡ γῆ ἐκ τῶν οἰκείων τοῦ θανάτου (Πραξ. β´ 24) ἄφησε, ὅταν
λαγόνων τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου διατάχθηκε, ἐλεύθερο τὸν Κύριο τῶν Ἰουδαίων.
λύσασα ἀπέπτυσε κελευσθεῖσα τὸν τῶν Γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κρατᾷ σῶμα τὸ ὁποῖο
Ἰουδαίων δεσπότην· οὐ γὰρ ἠδύνατο φέρνει τὴν ἀθανασία. Σκεπτόμενος, λοιπόν, ὁ
κατέχειν σῶμα φορεῖον ἀθανασίας προφήτης Δαβὶδ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ
γενόμενον. σκοπῶν τοίνυν ὁ προφήτης μεγαλείου, τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου, τὴν
Δαβὶδ τῆς εὐπρεπείας τὴν διόρθωσιν, ἐλευθερία ὅταν πρὶν ἦταν δοῦλοι, φωνάζει καὶ
τοῦ θανάτου τὴν λύσιν, τῶν ποτε λέει: «Βασίλευσε ὁ Κύριος, φόρεσε τὸ μεγαλεῖο
δούλων τὴν ἐλευθερίαν βοᾷ καὶ λέγει· Του» (Ψαλμ. πβ´ 1).
Ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν
ἐνεδύσατο. ποίαν εὐπρέπειαν 15. Ποιὸ μεγαλεῖο ντύθηκε ὁ Κύριος; Τὴν
ἐνεδύσατο; τὴν ἀφθαρσίαν, τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία, τὸν ὅμιλο τῶν
ἀθανασίαν, τῶν ἀποστόλων τὴν Ἀποστόλων, τὸ στεφάνι τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν
σύγκλητον, τῆς ἐκκλησίας τὸν προδίδει πλέον ὁ Ἰούδας, δὲν ἀπειλεῖ πλέον ὁ
στέφανον. οὐκέτι Ἰούδας προδίδωσιν,
οὐκέτι Καϊαφᾶς ἀπειλεῖ, οὐκέτι
Ἡρώδης πρὸς παιδοκτονίαν ὁπλίζεται,
οὐκέτι Πιλᾶτος δικάζει οὔτε Ἰσραηλῖται Καϊάφας, δὲν ὁπλίζεται πλέον ὁ Ἡρῴδης γιὰ
κρατοῦσι· τὸ γὰρ φθαρτὸν γέγονεν νὰ σφάξει τὰ παιδιά, δὲ δικάζει πλέον ὁ
ἄφθαρτον καὶ ὁ παρ᾿ αὐτοῖς Πιλᾶτος, οὔτε φυλακίζουν πλέον οἱ
νομιζόμενος ἄνθρωπος ψιλὸς θεὸς Ἰσραηλῖτες. Τὸ φθαρτὸ ἔγινε ἄφθαρτο κι
ἀποδέδεικται ἀληθινός. διὸ καὶ ἡμεῖς Ἐκεῖνος ποὺ Τὸν θεωροῦσαν μόνο ἁπλὸ
βοῶμεν· Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ἄνθρωπο, ἀποδείχθηκε ἀληθινὸς Θεός. Γι᾿
ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; Ὁ κύριος αὐτὸ καὶ ἐμεῖς φωνάζουμε: «Θάνατε, ποῦ εἶναι
ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο, τὸ κεντρί σου; Ἅδη, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου;» (Α´
ἐνεδύσατο κύριος δύναμιν καὶ Κορ. ιε´ 55). «Ὁ Κύριος βασίλευσε, φόρεσε τὸ
περιεζώσατο. δύναμιν λέγει τὴν διὰ μεγαλεῖο Του, ντύθηκε καὶ ζώσθηκε δύναμη»
σαρκὸς οἰκονομίαν· ὅτι γὰρ ἐκείνης (Ψαλμ. πβ´ 1). Δύναμη λέει τὸ σχέδιο σωτηρίας
δυνατώτερον οὐδὲν, διὰ σώματος ὁ μὲ τὴν ἔνσαρκη παρουσία Του, γιατί δὲν
ἀσώματος δαίμονας κατέβαλε, διὰ ὑπάρχει τίποτε πιὸ δυνατὸ ἀπὸ αὐτήν. Ὁ
σταυροῦ τὰς ἀντικειμένας δυνάμεις ἀσώματος νίκησε μὲ τὸ σῶμα Του τοὺς
ἐξεπολιόρκησεν. δαίμονες, μὲ τὸ σταυρὸ καταπολιόρκησε τὶς
ἐχθρικὲς δυνάμεις.
Ἐπειδὴ γὰρ τὰ πρῶτα ἐκλόνει τὴν γῆν ἡ
ἁμαρτία, ἀναστὰς ὁ κύριος ἡμῶν 16. Δηλαδή, ἐπειδὴ στὴν ἀρχὴ συγκλόνιζε τὴ
Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς προεῖπεν, γῆ ἡ ἁμαρτία, ὅταν ἀναστήθηκε ὁ Κύριός μας
ἐστερέωσεν αὐτὴν τῷ ξύλῳ τοῦ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως προεῖπε, τὴ στερέωσε μὲ
σταυροῦ μηκέτι πρὸς ὄλισθον τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιὰ νὰ μὴ βαδίζει πλέον
ἀπωλείας βαδίζειν μήτε χειμῶσι τῆς στὸν γκρεμὸ τῆς καταστροφῆς, οὔτε νὰ τὴ
πλάνης ῥιπίζεσθαι. μάρτυρα δὲ τοῦ δέρνουν οἱ Χειμῶνες τῆς πλάνης. Καὶ μάρτυρα
λόγου τὸν μακάριον Παῦλον ἀγάγωμεν σ᾿ αὐτὰ ποὺ λέμε ἂς φέρουμε τὸν μακάριο
λέγοντα οὕτως. Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν Παῦλο, ποὺ λέει τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸ τὸ φθαρτὸ
τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ πρέπει νὰ ντυθεῖ ἀφθαρσία, καὶ αὐτὸ τὸ θνητὸ
θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν. πρέπει νὰ ντυθεῖ ἀθανασία» (Α´ Κορ. ιε´ 53). Γι᾿
διὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέγει· Ἕτοιμος ὁ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέει: «Εἶναι ἕτοιμος ἀπὸ
θρόνος σου ἀπὸ τότε, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος τότε ὁ θρόνος Σου, Ἐσὺ ὑπάρχεις αἰώνια»
σὺ εἶ, καί· Ἡ βασιλεία σου βασιλεία (Ψαλμ. πβ´ 2), καὶ ὁ Δανιήλ: «Ἡ βασιλεία Σου
αἰώνιος, ἥτις οὐ διαφθαρήσεται, καὶ εἶναι βασιλεία ὅλων τῶν αἰώνων, ἂς γεμίσουν
πάλιν· Ἡ βασιλεία σου βασιλεία ἀπὸ εὐφροσύνη πολλὰ νησιά» (Ψαλμ. πστ´ 1),
πάντων τῶν αἰώνων, καὶ πάλιν· Ὁ γιατί σ᾿ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δοξολογία καὶ ἡ
κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιασθήτω ἡ δύναμη στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.
γῆ, εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί, ὅτι
αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς
<αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.>

You might also like