Ζήδρος

You might also like

You are on page 1of 233

Σπύρος Παπαγεωργίου

ΖΗΔΡΟΣ
Η θαυμαστή ζωή και ο ηρωικός θάνατος του Κύπριου ήρωα Γρηγόρη
Αυξεντίου μέσα στη φλεγόμενη σπηλιά του Μαχαιρά

ΑΘΗΝΑΙ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Γ. ΛΑΔΙΑ

Digitized by 10uk1s
Ευλαβικό αφιέρωμα στην ιερή μνήμη του Γρηγόρη Αυξεντίου που με τη θυσία του μας
εδίδαξε πόση διάσταση ζωής μπορεί να περικλείει ένας θάνατος

Digitized by 10uk1s
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Γράμμα στον γενναίο των γενναίων

Αδελφέ μου Γρηγόρη,

Σχώρνα με που αποτολμώ το αδελφέ, μια που ούτε από τα ίδια τα σπλάχνα της λιόντισσας
μάνας της Λύσης αξιωθήκαμε να βγούμε, και μια που εσύ –αητός πάντα άπιαστος και
περήφανος– ανέβηκες ψηλά στον άφθαστον ουρανό της δόξας, κι εγώ έμεινα κάτω στη
λασπερή τη γη των ανθρώπων. Ωστόσο γεννηθήκαμε στο ίδιο Κυπριώτικο χώμα, το
Τουρκοπατημένο χώμα του Μεσαρίτικου κάμπου, ήπιαμε το ίδιο στυφό νερό των αλμυρών
πηγαδιών μας, ακούσαμε το ίδια παραμύθια με τους δράκους και τους Διγενήδες, κι ύστερα –
νέος εσύ άντρας και έφηβος μόνο εγώ– μεθύσαμε από το ίδιο κρασί, το γλυκόπικρο κρασί της
φόνισσας της Λευτεριάς. Και ύστερα θυμάμαι (είκοσι χρόνια με καίει ο πυρετός αυτής της
θύμησης) ότι σε αντίκρυσα, με θαυμασμό και ανατριχίλα, μπροστάρη στον πυρρίχειο της
λεβεντιάς, εγώ από το τέλος - τέλος του χορού, προσπαθώντας μια να σε ιδώ και να ζωγραφίσω
με φωτιά και ατσάλι στην καρδιά μου την λατρεμένη σου μορφή και μια να σύρω αδέξια τα
βήματά μου πάνω στις δικές σου στροφές.

Εσύ από τους δοξασμένους ουρανούς σου όπου ανέβηκες, κοιτάς πάντα από ψηλά εμάς τα
μίζερα πλάσματα που έχουμε απομείνει, αφού είναι σίγουρο πως υπάρχει η αίσθηση σ' αυτούς
που δρασκελούν την γήινη διάσταση της ζωής γι' αυτά που γίνονται εδώ. Και θα το ξέρεις,
μεγάλε μου αδελφέ, ότι η μνήμη η δική σου και η μνήμη των άλλων μας αδελφών που έπεσαν,
δεν με άφησαν να γελάσω είκοσι χρόνια τώρα. Κι ακόμα στα γραφτά μου, εκεί που τόθελα και
'γω να τραγουδήσω τις χαρές και τον έρωτα και να πλέξω ιστορίες, μισοαληθινές και
μισοψεύτικες, έμεινα να μαζεύω τις διαλυμένες ψηφίδες της ζωής και του θανάτου σας και να
μάχουμαι να σας αναστήσω με τον λόγο. Αυτή είναι η αξιάδα μου κι αυτό είναι το δικό μου
μνημόσυνο.

Πόσες και πόσες ώρες, αδελφέ μου, στις παγερές ολονυχτίες της μοναξιάς μου, σκεφτόμουν
μόνο εσένα και σε μελετούσα. Και προσπαθούσα να αναστήσω μέσα από τ' αποκαΐδια την
καμμένη και συντριμμένη σου καρδιά για να νοιώσω και να καταγράψω τους παλμούς της.

Αν ήμουν μεσαιωνικός χρονικογράφος της Κύπρου, ίσως να άρχιζα την ιστορία σου έτσι:

Εβουλήθηκα –πρώτα ο Θεός– να ιστορήσω τον βίον και τα έργα του Γρηγόρη Αυξεντίου, ότι
ο βίος του εστάθην τέλεια ξέχωρος και τα έπραξεν πολλά θαυμαστά και οι λας εθαυμάζαν
τον, ότι εποίκεν μέγαν καλόν εις τον τόπον και ότι εδιαφεντεύθη αντρειωμένα αντάν τον
έκοψαν εις τον σπήλαιον του Μαχαιρά και μηδέν στέρξας να δοθή των Εγκλέζηδων, έμεινεν
και έκρουσεν μέσα εις την φωτίαν και ήτζου ετελειώθην.

Κι αν ήμουν του δημοτικού μας τραγουδιού βάρδος, μπορεί και να σου έπλεκα αυτούς τους
στίχους:

Τρία πουλάκια κάθονται στου Μαχαιρά τα όρη


τόνα κοιτάει τη Λεμεσό, τ' άλλο κοιτάει τη Λύση·
το πρώτο για το θάνατο θρηνάει του Γρηγόρη

Digitized by 10uk1s
και πάει στο γέρο Διγενή μαντάτο να μηνύσει
το άλλο πάει στους γονιούς να φέρει το χαμπάρι,
μαύρο χαμπάρι κι άραχλο και πολυπικραμένο
πως πολεμώντας έπεσε σαν άξιο παλληκάρι
ο γυιός που είχαν διαλεχτό και πολυαγαπημένο.

Αν, πάλι, ήμουν βυζαντινός αναχωρητής, υμνογράφος καλόγερος μέσα στο απόκοσμο κελλί της
μετάνοιάς μου, θάκανα τον σταυρό μου, θάπαιρνα το φτερό και με τρεμάμενο χέρι θα σου
έγραφα:

Πυρίναις φλοξίν και μύδροις ετελειώθης εν σπηλαίω σμικρώ, θάνατον τοιόνδε προαιρών
εκουσίως, αθλητά Πατρίδος Γρηγόριε. Εις άρουραν κάτω πεσών ημαγμένος, προς ουρανούς
άνω ήρθης εν δόξη, της Λύσης άφθιτον κλέος και της Κύπρου απάσης αέναον σέμνωμα.

Κι αν ήμουν Κύπριος ποιητάρης θα γύριζα τις στράτες και τις πλατέες των χωριών μας, θα
μάζευα κόσμο και ανεβαίνοντας σ' ένα σημιντίρι θα άρχιζα τραγουδιστά, στην γνωστή
μακρόσυρτη φωνή, μ' αυτούς τους ποιητάρικους στίχους την μεγάλη ιστορία της ζωής και του
θανάτου σου:

Θεέ μου δος μου φώτισιν, π' άνθρωπος δεν ημπόρει,


να πω τα πάθη τα πολλά του Αυξεντή Γρηγόρη.
Στες τρεις του Μάρτη έκρουσεν τζιαι γίνηκεν λαμπάδα
ν' ανοίξει δρόμον φωτεινόν για την γλυτζειάν Ελλάδα.
Τον έζωσαν από παντού μέσ' τον κρυφόν του σπήλιον
τζι' ο ήλιος 'κόμα να τον δη βάλλει ομπρός του αντήλιον.

Ό,τι μπόρεσα ως τώρα να σου γράψω, αδελφέ μου Γρηγόρη, ήταν ένα ποίημα μόνο, όπου
παίρνω το θάρρος να τραγουδώ σαν να μιλάς εσύ ο ίδιος μέσα από τον θάνατό σου. Να το:

Από αυτή την σίγουρη αρχή


σίγουρο είν' το τέλος: Θάνατος!

Σκληρές που είν' οι πέτρες εδώ στο Μαχαιρά,


ασφυκτική που είν' η κρυψώνα μου...
–Θανάση Διάκο, αδελφέ, έλα ταχιά,
έλα με τ' ανεμισμένο ράσο σου,
έλα με την συντριμένη χαντζάρα σου,
έλα να παρασταθείς.

Η φλεγομένη βάτος, οι παίδες εν τη καμίνω,


οι αναστενάρηδες, περίεργα που έρχονται
και μου γεμίζουν την σκέψη.
Θάνατος δίχως φόβο δεν γίνεται,
θάνατος δίχως πόνο δεν λογιέται.
Κι εγώ θα πεθάνω... Πονάω και φοβάμαι...

Έτσι κουλουριασμένος κι ολοπόρφυρος, έτσι

Digitized by 10uk1s
όπως βγήκα από τα σπλάχνα της μάνας μου
εκεί στο ασβεστωμένο σώσπιτο της Λύσης,
έτσι και θα κατέβω σήμερα στον κάτω κόσμο.
Δεν θα παραδώσω την πνοή μου
σε δυο βίαιους σπασμούς.
Η διαδικασία του δικού μου τέλους
είναι ν' ακολουθήσω τα αιωνόβια πεύκα
καθώς τα καψαλίζει η φωτιά,
καθώς τ' αφήνει κούτσουρα στις άδεις ράχες.

Περίεργο: θυμάμαι σήμερα το γάμο μου,


θυμάμαι πως δεν πρόλαβα να σπείρω
ένα μελαχροινό παιδί μ' ολόσγουρο κεφάλι,
δεν πρόλαβα ν' αγκαλιάσω ένα μου παιδί
και με συντρίβει ο Χάρος.
Δεν πειράζει...
Ίσως με την αγάπη σας
θα γίνω κάποια οδός.
Άγαλμα ίσως θα με κάνετε
για να με καίει ο ήλιος
και να με σκάβει η βροχή.
Άγαλμα που θάρχονται να με μελετούν
με τα μεγάλα μαύρα μάτια τους
τα δικά σας παιδιά...
Δεν πειράζει...

Δεν μπορώ να σας ανεμίσω ένα μαντήλι,


να σας στείλω ένα σημείωμα μυστικό,
διπλωμένο και ξαναδιπλωμένο τόσο
που να χωράει σ' ένα μύγδαλο.
Βιάζονται όλοι αυτοί που με κυκλώνουν.
Δεν προλαβαίνω να κάνω σχεδόν τίποτε,
μόλις που προλαβαίνω να πεθάνω,
να καρβουνιάσω το κορμί μου στη φωτιά,
να τσακίσω τα κόκκαλά μου.
ν' αφήσω να στραγγίση το αίμα μου,
στις μαύρες πέτρες του Μαχαιρά...

Πέρα από τον καπνό που μου φράζει


και που μου κρύβει την κρυψώνα
ξέρω είν' οι μυγδαλιές του Μαχαιρά,
στην ώρα της πιο δυνατής ανθοφορίας.
Αντίκρυ στην πλαγιά τ' αμπέλια
άφησαν τις πρώτες τρυφερές παλάμες τους
να δοξολογούν τον ήλιο.
Με πνίγει ο καπνός... Βιάζομαι... φεύγω...

Όμως, ήρθε τώρα –μου φαίνεται– το πλήρωμα του χρόνου για να σου ξεπληρώσω, Γρηγόρη

Digitized by 10uk1s
Αυξεντίου, το ανεξόφλητο χρέος. Χρόνια ετοιμαζόμουν, μαζεύοντας ιστορίες και γραφτά και να
τώρα αρχίζω να ρίχνω στο χαρτί την πονεμένη και θαυμαστή σου ιστορία. Την γράφω όχι όπως
το επόθησα και όπως το είχα προγραμματίσει, εκεί στην Λύση όπου γεννήθηκες, ή εκεί στον
Μαχαιρά όπου τραγικά αποθαμένος αναστήθηκες εν δόξη, αλλά εδώ στην Ελλάδα, όπου με
έρριξε συντριμμένον ένα κακό κύμα της επίβουλης φουρτούνας που κτύπησε την δύστυχη
Πατρίδα μας. Με το χέρι στην καρδιά σου λέω ότι φρόντισα να μάθω πολλά και πίστεψε θα
προσπαθήσω να μη σε προδώσω περιγράφοντας τα καθέκαστα της ζωής σου. Άλλωστε, γιατί
να παραμορφώσω τα πράγματα αφού από μόνα τους ήταν μεγάλα και θαυμαστά;

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ: Ίσως να μου ήταν πιο εύκολο να έγραφα μια μυθιστορηματική
βιογραφία του Αυξεντίου, αντί αυτό εδώ το έργο. Στην πρώτη περίπτωση θα είχα όλη την
ευχέρεια να αφήσω την φαντασία μου να οργιάσει, να ξομπλιάσω ιστορίες και παραμύθια και
να καταγράψω γεγονότα πραγματικά, αξεχώριστα δεμένα με θρύλους. Δεν το έκανα, γιατί
ένοιωθα ένα δέος μήπως αδικήσω τον ήρωα και τον δώσω αλλοιωμένον και αγνώριστον.
Προτίμησα να τον παρακολουθήσω στενά –πολλές φορές βήμα με βήμα– στην ζωή και την
δράση του, από του λίκνου μέχρι του τάφου, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι, παραθέτοντας
πυκνά δικά του κείμενα, αυθεντικές μαρτυρίες και έγγραφα. Όλα αυτά, ή τουλάχιστο αρκετά
από αυτά, αποτελούν Ιστορία και δεν εξαντλούνται μόνο στην ιστορία του Αυξεντίου. Αν
έγραφα την μυθιστορηματική του βιογραφία, μπορεί και να τελείωνα μέσα σε λίγες
εβδομάδες, ενώ για να γράψω αυτό το βιβλίο έψαξα για χρόνια, βρήκα κείμενα, διασταύρωσα
μαρτυρίες, ταλαντεύθηκα βασανιστικά μπροστά σε απορίες και ερωτήματα, πνίγηκα τελικά
μέσα σε ένα μεγάλο όγκο υλικού. Η επιλογή από τις πηγές και τα βοηθήματά μου, που
παραθέτω στο τέλος του βιβλίου, είναι ενδεικτική της έκτασης που πήρε η έρευνά μου.

Στο τελευταίο τμήμα του βιβλίου έβαλα ένα λογοτεχνικό παράρτημα. Διάλεξα και δημοσιεύω
την ευρύτερη μέχρι τώρα ανθολογία ποιημάτων και πεζών που γράφτηκαν για τον Γρηγόρη
Αυξεντίου. Κι αυτά, νομίζω, από της πλευράς τους τεκμηριώνουν την μορφή του ήρωα και
φέρουν τον αναγνώστη σε μια πιο έντονη συναισθηματική επαφή με αυτόν.– Σ. Π.

Digitized by 10uk1s
1
ΟΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου γεννήθηκε στο χωριό Λύση στις 22 Φεβρουαρίου 1928. Η Λύση
βρίσκεται ανάμεσα στη Λευκωσία και στην Αμμόχωστο, στο κέντρο περίπου του κάμπου της
Μεσαριάς που θεωρείται σαν ο σιτοβολώνας της Κύπρου, αφού και ο λαϊκός στίχος αναφέρει,
ότι αν γιωρκήσει η Μεσαρκά, τρώσι μάνες τζιαι παιδκιά. Πρόκειται για ένα πλούσιο και ωραίο
χωριό, που όταν γεννήθηκε ο Αυξεντίου είχε περισσότερους από 3.000 κατοίκους.

Ο κάμπος ολόγυρα είναι παντού σχεδόν επίπεδος, λες και πρόκειται για κάποια αποξεραμένη
λίμνη. Από τη Λευκωσία μέχρι την Αμμόχωστο αυτή την απλωσιά της Μεσαριάς δεν
διακόπτουν παρά μερικοί αραιοί μικροί λόφοι, γυμνοί και με χώμα κιτρινωπό. Μοιάζουν με
κόλουρους κώνους, έτσι καθώς οι πέτρινες κορυφές τους λες και κόπηκαν από το σπαθί
κάποιου θεόρατου γίγαντα. Αλλού τα λοφάκια αυτά μοιάζουν με τραπέζια, που η κορυφή τους
πάλι καλύπτεται από τα προαιώνια σχιστολιθικά πετρώματα. Όλος αυτός ο κάμπος ήταν
κάποτε ο βυθός μιας απέραντης θάλασσας, που όταν αποσύρθηκε στις βίαιες γεωλογικές
ανακατατάξεις άφησε στα πετρώματα αυτά τα δακτυλικά της αποτυπώματα: παγιδευμένους
αστερίες και αχιβάδες και όστρακα απολιθωμένα εκεί από εκατομμύρια χρόνια.

Εκτός από τους άδεντρους αυτούς λόφους, η μονοτονία του κάμπου σπάει που και που από
κάποιον ευκάλυπτο, πιστό φίλο του πηγαδιού απ' όπου ο βοσκός αντλεί νερό με το δερμάτινο
κάδο του για να το ρίξει στις πρωτόγονες πέτρινες βούρνες, απ' όπου άπληστα το πίνουν τα
πρόβατα που πλαντάζουνε στη δίψα μέσα στο πυρωμένο κυπριώτικο καλοκαίρι. Αλλού θα δει
κάνεις μια μοσφιλιά και όταν το μάτι αντικρύσει κάποια συστάδα από ελιόδεντρα είναι
σίγουρος ότι φθάνει σε κάποιο χωριό εκεί πίσω. Κάποια κυπαρίσσια πανύψηλα, ολόισια και
θλιβερά μεγαλόπρεπα μοιάζουν να λογχίζουν τον ανέφελο θόλο του ουρανού.

Στα βορεινά απλώνεται απ' άκρη σ' άκρη η οροσειρά του Πενταδάκτυλου, πέτρινο φρύδι στο
πικραμένο μέτωπο του νησιού. Αυτό το ατελείωτο λες πέτρινο τείχος αντικόβει τους
παγωμένους βοριάδες της Καραμανιάς, κρατάει γλυκό το κλίμα του κάμπου και προστατεύει
την άνοιξη που έρχεται εκεί μέσα στο Φεβρουάριο. Η άνοιξη τούτη κεντάει στον καταπράσινο
από τα σιταροκρίθαρα καμβά της Μεσαριάς, παπαρούνες και μαργαρίτες κι εκείνους τους
λυγερούς και ωραιότατους μωβ λαζάρους. Στις ακαλλιέργητες εκτάσεις, πλάι στ' ασφοδίλια και
το ταπεινό χαμομήλι οργιάζουν οι κάθε χρώματος ανεμώνες, που πολλοί χωρικοί τις λένε
μαρκανέτες. Προς τα νότια και τα δυτικά, όταν βρίσκεσαι στη Λύση αντικρύζεις πολύ μακριά
στο βάθος τον τεράστιο γκρίζο όγκο του Τροόδους, που οι χάρτες και οι μαθητικές γεωγραφίες
επιμένουν να το γράφουν Κυπριακό Όλυμπο. Το βουνό μόλις που διακρίνεται μέσα στο
θάμπος, παίρνει κατά το δειλινό κάτι μαγικές, χρυσές και πορτοκαλιές ανταύγειες, λίγο προτού
το καταπιεί το σκοτάδι της νύχτας.

Κοντά στη Λύση είναι ένα ύψωμα που το λένε ο Χαλκόβουνος και από τις πρασινοκαφετιές
σκουριές που έβρισκαν οι χωρικοί εκεί, βλαστημώντας και φτύνοντας γιατί δεν άφηναν τα
στάρια ν' αναπτυχθούν, και από κάτι μισοσβησμένες θύμησες, βγήκε το συμπέρασμα, ότι οι
αρχαίοι έβγαζαν από το λόφο αυτό χαλκό και τον έφερναν για να τον διαλύσουν στο χωριό,
που για το λόγο αυτό ονομάστηκε Λύση. Τα σπίτια του χωριού είναι κτισμένα από πλίθρες.
ασβεστωμένες που και που, τα δώματα είναι επίπεδα και χωρίς κεραμίδια, καμωμένα από
ξεραμένη λάσπη. Τα πιο πολλά σπίτια έχουν και ανώι με κάνα - δυο δωμάτια, όπου για

Digitized by 10uk1s
περισσότερη δροσιά κοιμάται η οικογένεια στις ανυπόφορα ζεστές νύχτες του καλοκαιριού. Οι
εξώπορτες είναι ψηλές και βαριές και οι μάντρες πάνω από δυο μέτρα, έτσι που να μη μπορεί
κανείς να δει τι γίνεται στις εσωτερικές αυλές με το φούρνο, το πηγάδι πνιγμένο ολόγυρα
στους βασιλικούς και στις γαρυφαλιές, το κάρρο που αναπαύεται ακουμπημένο στη γη και τ'
αγαθά βόδια που μασούν την τροφή τους στους πλαϊνούς στάβλους. Απέναντι ακριβώς από το
ξωπόρτι και αφού περάσει κανείς την αυλή θα βρει τις καμάρες και πιο μέσα θα βρεθεί στην
τεράστια και πανύψηλη δίχωρη, που χωρίζεται στο μέσο από μια άλλη καμάρα με το
χαρακτηριστικό κρικέλι στην κορυφή. Απάνω, ο χοντρός κάβαλος, η νεφκά και τα δοκάρια, τα
στρογγυλά και ακατέργαστα, από κορμούς δέντρων βολίτζια, που συγκρατούν τα πλεγμένα
καλάμια.

Σ' ένα τέτιο περιβάλλον και μια τέτια δίχωρη γεννήθηκε ο Γρηγόρης Αυξεντίου. Ο κόσμος του
ήταν γιομάτος θρύλους και παραμύθια, που ακούγοντάς τα έμενε αναποφάσιστος να πιστέψει
ή να μη πιστέψει. Του έδειχναν μακριά στον Πενταδάκτυλο τις πέντε θεόρατες βράχινες
εξάρσεις και του έλεγαν ότι ήταν η γιγάντια χέρα του Διγενή Ακρίτα, που διαφέντευε τον
ελληνικό τούτο τόπο κι απόδιωχνε πανικόβλητα τα αγαρηνά και τα σαρακηνά φουσάτα. Του
έδειχναν την απαλή γραμμή του ορίζοντα προς τ' ανατολικά και του έλεγαν, ότι εκεί ήταν η
Έγκωμη, η Σαλαμίνα, με βασιλιάδες μεγάλους και ήρωες τρανούς στα παλιά τα χρόνια.

Εκεί που νόμιζε κανείς, ότι όλα τούτα ήταν παραμύθια μόνο και πλάσματα της παιγνιδιάρικης
φαντασίας του χωριάτικου κόσμου, νάσου ένα εύρημα να επικυρώνει, σαν βούλα εξουσίας,
την πραγματικότητα. Εκεί όπου το υνί έσκαφτε ν' αφρατέψει τη γη να δεχτεί τη σπορά, νάσου
ένα συντριμμένο κιονόκρανο, νάσου μια μισοσπασμένη και μισοσβησμένη επιγραφή, ένα
σπασμένο αγγείο με λαμπρά ιστορήματα του χεριού απάνω στα κομμάτια του, νάσου μια
επιτύμβια πλάκα, υποχθόνιο επισκεπτήριο κάποιου πρόγονου φερμένο από το βάθος των
αιώνων. Μια μέρα, λοιπόν, εκεί στη Λύση βρέθηκε κάτω από το χώμα μια ταφική στήλη,
καμωμένη από κυπριώτικο ασβεστόλιθο. Απάνω της φτιαγμένος ένας νέος πολεμιστής, με
περικεφαλαία, ασπίδα, δόρυ και σπαθί. Ένα παλληκάρι που είχε σπείρει κι αυτό τα κόκκαλά
του στην αχόρταγη γη της Κύπρου. Κι απάνω - απάνω δεξιά, μια επιγραφή: Διονύσιος
Καρδιανός. Οι αρχαιολόγοι είπαν ότι η στήλη είναι του πέμπτου αιώνα προ Χριστού, τότε που
οι Έλληνες πολεμούσαν να σώσουν το νησί από τον περσικό ζυγό. Ο πολεμιστής, που άκλαφτος
από μάνα θάφτηκε εκεί στη Λύση, ήταν από την Καρδία της Θράκης και είχε σκοτωθεί σε μια
από τις εκστρατείες του Κίμωνα για την απελευθέρωση της Κύπρου.

Οι Λυσιώτες κράτησαν μέσα στους αιώνες ανόθευτες και αμόλυντες τις παραδόσεις τους και
προ πάντων τους χαρακτήριζε πάντα μια δυνατή χριστιανική πίστη. Γι' αυτόν το λόγο οι
κάτοικοι των άλλων χωριών τους ονόμαζαν αποστόλους. Κοντά, όμως, στη θρησκεία μεγάλη
ήταν και η αγάπη και η αφοσίωσή τους προς την πατρίδα Ελλάδα και η λατρεία για ό,τι το
ελληνικό. Είναι εκπληκτικό πόσο αυτοί οι τραχείς άνθρωποι του μόχθου, αγράμματοι οι
περισσότεροι, είχαν σαν κανόνα ζωής αυτή την έφεση προς την Πατρίδα και τη Θρησκεία.

Δεν ήταν ούτε τεσσάρων χρόνων ο Γρηγόρης Αυξεντίου όταν (τον Οκτώβριο 1931) ξέσπασαν τα
Οχτωβριανά, η απρογραμμάτιστη εκείνη επαναστατική εξέγερση εναντίον των Άγγλων, που οι
δυνάστες την έπνιξαν σε λίγες μέρες στο αίμα. Τα άκουγε αυτό το μελαγχροινό κυπριόπουλο
και τα μεγάλα μάτια του με τις πυκνές βλεφαρίδες έμεναν κατάπληκτα. Άνοιγε το στοματάκι
του απ' όπου φαίνονταν τ' αραιά απάνω δοντάκια του, και δεν μπορούσε να πει λέξη. Λίγα
χρόνια πιο ύστερα, όταν πια άρχιζε να μαθαίνει στο σχολειό του την πικρή ιστορία της Μάνας
Ελλάδας, γύριζε στο σπίτι και ρωτούσε τον πατέρα του Πιερή: Πατέρα, είναι αλήθεια ότι οι

Digitized by 10uk1s
Τούρκοι σούβλισαν στη φωτιά τον Αθανάσιο Διάκο;. Κι εκείνος του απαντούσε: «Είναι αλήθεια,
γυιέ μου». Δεν τον έφτανε μόνο αυτό το Γρηγόρη. Και ρωτούσε πάλι: Και χαμογελούσε,
πατέρα; Ναι Γρηγόρη μου, χαμογελούσε καθώς πέθαινε. Ύστερα σώπαινε και έμενε να
σκέφτεται ίσως τι μυστήριο είναι η πατρίδα και ο θάνατος...

Ο Γρηγόρης ήταν, από μικρός, χαραχτήρας ζωηρός και ατίθασος. Μόλις ήταν οκτώ χρόνων όταν
κρυφά από τον πατέρα του έλυσε τη δύστροπη φοράδα τους, την καβάλλησε κι αμολήθηκε
στον κάμπο. Χωρίς σέλλα και χωρίς χαλινάρια καθώς ήταν, ο μικρός δεν μπόρεσε να κρατηθεί
στα γλιστερά καπούλια της κι έπεσε με δύναμη στο έδαφος. Δεν φοβήθηκε όμως.
Ξανακυνήγησε το ζώο, ανέβηκε στην πλάτη του, το έσφιξε δυνατά στα δυο του πόδια μέχρι που
το ανάγκασε να συμπεριφέρεται όπως ήθελε αυτός.

Ύστερα μάζευε τα γειτονοπούλα, τα 'βαζε στη γραμμή, έδενε ένα πανί σε ένα ξύλο για σημαία
και έμπαινε μπροστά, λέγοντάς τους: Προσοχή! Είμαι ο αξιωματικός σας! Εμπρός στρατιώτες,
εν - δυο.... Για χρόνια αυτό ήταν καθημερινή σχεδόν υπόθεση, χωρίς ποτέ να θελήσει κανείς ν'
αντιδράσει και χωρίς –προ πάντων– να τολμήσει άλλο παιδί να του πάρει τη θέση. Οδηγούσε
γραμμή τους άνδρες του έξω στα κτήματα του πατέρα του, όπου τους γύμναζε για τον...
πόλεμο.

Στο Γυμνάσιο της Αμμοχώστου όπου σπούδασε μέχρι το 1947 δεν είχε διακριθεί ιδιαίτερα για
τη σχολική του επίδοση. Τι χημείες, και τι άλγεβρες, και τι γεωμετρίες, και τι κοσμογραφίες! Γι'
αυτόν σύμπαν, και πλάση, και κόσμος λατρευτός ήταν τούτο το μικρό νησί του. Η Κύπρος του,
που ήταν σκλάβα. Πολύ καλός –άφθαστος μάλιστα– ήταν στην πατριωτική λογοτεχνία και στην
Ελληνική Ιστορία. Από την Αμμόχωστο του άρεσε να πηγαίνει εκδρομές στην κοντινή αρχαία
Σαλαμίνα, μια ολόκληρη ρημαγμένη πολιτεία, μισή βουλιαγμένη στη θάλασσα και μισή χωμένη
στην άμμο. Παραμερίζοντας ο νεαρός Γρηγόρης τις ακακίες και τις αναθρίκες έβρισκε εδώ και
κει ένα σπασμένο μάρμαρο, μια λαξεμένη πέτρα, μια χούφτα διαλυμένες ψηφίδες και τα
χάιδευε όλ' αυτά με αγάπη, λες κι ήταν μια πολύτιμη κληρονομιά. Καθόταν σε χοντρές
ταφόπετρες και βυθιζόταν στη ρέμβη, σα νάθελε ν' ακούσει μέσα από τα σπλάγχνα της γης τις
μυστικές φωνές των προγόνων του και να ερμηνεύσει το κάλεσμά τους. Ήταν πολλά τα
σημάδια στη νεκρή αυτή πολιτεία του Τεύκρου και του Ευαγόρα και ο Γρηγόρης ύστερα από τη
ρέμβη του έδειχνε μια σιγουριά καθώς έφευγε, σα να είχε αποκρυπτογραφήσει κάποιο
απόρρητο μήνυμα...

Δεν ήταν ο μαθητής ο αυστηρά προσηλωμένος σε κανονισμούς πειθαρχίας. Κι ούτε δεχόταν


χωρίς συζήτηση όσα του παράδιναν οι καθηγητές του. Προ πάντων είχε τις αντιρρήσεις του και
τις δικές του τις εκδοχές στο μάθημα της Ιστορίας. Για όλ' αυτά, στα χαρτιά του έμειναν
γραμμένα τ' ακόλουθα: Αποβολή εκ της τάξεως δι' ανάρμοστον συμπεριφοράν κατά το μάθημα
της Ιστορίας. Αποβολή εκ της Σχολής επί μίαν ημέραν διότι συνελήφθη καπνίζων σιγαρέττο.
Αποβολή επί τριήμερον επί τω ότι συνώδευσε συμμαθητήν του λαβόντα άνευ αδείας μέρος εις
τον τελικόν πρωταθλήματος μεταξύ "Ανορθώσεως" και "ΑΠΟΕΛ" και εν συνεχεία εις νυκτερινόν
κέντρον της Λευκωσίας. Αποβολή επί μίαν εβδομάδα. διότι κατ' ανάρμοστον τρόπον εζήτησε
τον λόγον διατί να τιμωρηθή ο συμμαθητής του. Αυτό έλειπε, να άφηνε ο Γρηγόρης ακάλυπτο
και ανυπεράσπιστο ένα φίλο του!

Digitized by 10uk1s
Ο Γρηγόρης στη Σχολή Ευελπίδων

Όταν τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές αποφάσισε να πάει στην Ελλάδα να σπουδάσει τη
στρατιωτική τέχνη στη Σχολή των Ευελπίδων. Τι χαρά, τι τιμή, τι αξιωσύνη! Αξιωματικός του
Ελληνικού Στρατού, αλύτρωτος, εκ Κύπρου καταγόμενος. Ένα μεθυστικό όνειρο κι ένα ξέχωρο
κατόρθωμα το θεωρούσαν στα παλαιότερα χρόνια στην Κύπρο, γονιοί και παιδιά, να γίνει
κανείς αξιωματικός. Ένας μικρός θρύλος πλεκόταν στα χωριά για κείνους που πήγαν στην
Ελλάδα κι έγιναν αξιωματικοί, πολεμώντας πότε τον Τούρκο, πότε τον Ιταλό, πότε το Γερμανό
και ύστερα ανεβαίνοντας στο Γράμμο και στο Βίτσι για ν' αποτελειώσουν την ξένη επιβουλή.
Τότε που ο Αυξεντίου έκανε τα δικά του όνειρα, μερικοί Κύπριοι υπολοχαγοί του Ελληνικού
Στρατού πολεμούσαν κιόλας κι έχυναν το αίμα τους, κτυπημένοι –αλλοίμονο!– από χέρια
αδελφικά.

Το να γίνει κάποιος Κύπριος αξιωματικός στην Ελλάδα, στα χρόνια εκείνα, ήταν από την αρχή -
αρχή μια θυσία. Αρχίζοντας τις στρατιωτικές σπουδές του έπαιρνε την ελληνική υπηκοότητα,
πράγμα βέβαια που τον ξέγραφε ουσιαστικά για την αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Στο νησί του θα
μπορούσε που και που να έρθει σαν τουρίστας, κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση που θα του
το επέτρεπαν οι καχύποπτες σε όλα αγγλικές μυστικές υπηρεσίες.

Ο Γρηγόρης τα σκέφτηκε όλα και το αποφάσισε να γίνει αξιωματικός. Το 1949 πήγε στην
Ελλάδα (στις 16 Σεπτεμβρίου) για πρώτη φορά και η ποθητή αυτή πατρίδα που τόσες φορές
ονειρεύτηκε του φάνηκε ακόμη καλύτερη απ' ό,τι τη φανταζόταν, κι ας είχε ακόμα στο σώμα
της τόσες πληγές. Θα έδινε εξετάσεις για να μπει στη Σχολή Ευελπίδων και, αν πήγαινε καλά,
θα φορούσε σε λίγο την τιμημένη στολή του Έλληνα αξιωματικού.

Από την Αθήνα έγραφε στη μητέρα τον Αντωνία (Αντωνού, όπως την έλεγαν στην οικογένεια
και στο χωριό) να μη λυπάται. Να το πρώτο εκείνο γράμμα του:

Μη λυπάσαι μητέρα που έφυγα από την αγκαλιά σου, γιατί βρίσκομαι τώρα στην
αγκαλιά της Ελλάδας, της πιο στοργικής μάνας όλου του κόσμου, που είναι υλικά φτωχή,
αλλά ψυχικά είναι η πλουσιότερη μάνα όλων των αιώνων.

Στην Κύπρο πολλές φορές στα χωριά για να εκφράσουν ένα παράπονο ή ένα πείραγμα
απευθύνονται με στίχους δεκαπεντασύλλαβους, πρόχειρα εκείνη την ώρα φτιαγμένους. Η
μάνα του Γρηγόρη, λοιπόν, κάθησε και με τα λίγα γράμματά της χάραξε στο χαρτί, κάτω από
την επιστολή για το παλληκάρι της, κι αυτούς τους δυο στίχους:

Γιατί εμέν αρνήθηκες για ν' αγκαλιάσης άλλην;


Σ' άρεσαν από μακριά τ' ατίμητά της κάλλη;

Ήταν μια ευγενικά διατυπωμένη ζηλοτυπία της Κυπριώτισσας μάνας γιατί η άλλη Μάνα, η
Ελλάδα, αφού πρώτα κέρδισε την καρδιά του λεβέντη της, τώρα της τον επήρε κοντά της. Κι ο
Γρηγόρης από την Αθήνα, μυημένος κι αυτός στην παραδοσιακή έμμετρη συνομιλία, γράφει
στη μάνα του:

Δεν είναι από μακριά που γνώρισα τα κάλλη της μητέρα..


Μέσ' στην καρδιά μου είχα την τζιαι νύκταν τζιαι ημέραν.

Digitized by 10uk1s
Ήταν ωραίο το πέταγμά του στην Ελλάδα. Ωστόσο, επειδή οι ατυχίες θα τον κατάτρεχαν -από
μια περίεργη βούληση της μοίρας σε όλη του τη ζωή, θ' αποτύχαινε στις εξετάσεις του στη
Σχολή Ευελπίδων. Τα φτερά του θα καψαλίζονταν από την αρχή - αρχή και η νεανική ψυχή του
θα φαρμακωνόταν τόσο αναπάντεχα. Είπαν και έγραψαν πολλοί ότι ο Αυξεντίου απέτυχε γιατί
έγραψε στη δημοτική, πράγμα που ήταν τότε απαγορευμένο. Ο ίδιος όμως γράφει στον πατέρα
του (24 Νοεμβρίου 1949) το ακόλουθο, γεμάτο απόγνωση και αγωνία γράμμα:

Πατέρα μου αγαπημένε.

Έγραψα το πρώτο μάθημα με μεγάλη επιτυχία όπως σας έχω γράψει. Δυστυχώς δεν συνέβη
το ίδιο και στο δεύτερο. Παρά την προσπάθειά μου, που ήταν περισσότερο από ανθρώπινη,
(έκανα ένα μήνα φροντιστήρια, έξω σχεδόν δεν έβγαινα, κάθε νύκτα διάβαζα ως τις 2 - 3
μετά τα μεσάνυκτα και πολλές φορές ξυπνούσανε οι στρατιώτες στις 6 το πρωί και με
βρίσκανε ακόμα να διαβάζω και μένανε έκπληκτοι μπροστά στο κουράγιο μου) παρ' όλη
λοιπόν την προσπάθειά μου αυτή, δεν μπόρεσα να συμπληρώσω όλες τις ελλείψεις μου.

Το ξέρω πως αυτό θα σας λυπήσει πολύ, όχι όμως τόσο όσο λύπησε εμένα. Είμαι σαν
τρελλός δεν ξέρω τι μου γίνεται. Και σας παρακαλώ συγχωρέστε με, ό,τι μπορούσα να κάμω
το έκαμα. Πιστέψετέ με έδωσα και τη ψυχή μου γι' αυτό το σκοπό. Τώρα είμαι
απελπισμένος δεν ξέρω τι να κάμω.

Και πάλι σας ζητώ συγγνώμην και σας παρακαλώ να μου γράψετε αμέσως τι να κάμω; Αν
εγκρίνετε να μπω στο Πανεπιστήμιο να εγγραφώ αμέσως για να μη χάνω μαθήματα, ειδεμή
και θέλετε να γυρίσω πίσω στείλετέ μου το εισιτήριο απ' εκεί που είναι πιο φθηνό.

Περιμένω αμέσως γράμμα σου, αγαπημένε μου πατέρα, για να ξέρω τι να κάμω. Οι πίκρες
που σε πότισα είναι πολλές μα τούτη πίστεψέ το δεν είναι ούτε από αμέλεια ούτε από
αδιαφορία, πίστεψέ το έκανα ό,τι μπορούσα μα η τύχη δεν με βοήθησε, γι' αυτό σε
παρακαλώ και πάλι συγχώρα με.

Σε φιλώ με αγάπην
ο υιός σου Γ. Π. Αυξεντίου
(Σ. Σ. Ευελπίδων, Λόχος Διοικήσεως - Αθήναι)

Ο πατέρας του, ο αυστηρός Πιερής Αυξεντίου, θύμωσε με όλα αυτά που διάβαζε στο γράμμα
του γυιού του. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Και τι θα έλεγε και πώς θ' αντιμετώπιζε τους
συγχωριανούς του; Καλύτερα να μην έφευγε για την Ελλάδα παρά να πάει εκεί και ν' αποτύχει
στις εξετάσεις. Όταν είχε τελειώσει το γυμνάσιο του έλεγε: Κάθησε εδώ. Χωράφια έχουμε, οι
καλύτερες κοπέλλες του χωριού σε θέλουν για άντρα. Μείνε να νοικοκυρευτείς. Πράγματι τα
πιο πλούσια και ωραία κορίτσια της Λύσης ένοιωθαν ένα χτυποκάρδι για το Γρηγόρη, καθώς
τον έβλεπαν λυγερόκορμο και με το λεβέντικο μουστάκι να διαβαίνει από τις γειτονιές. Αλλά ο
Γρηγόρης ούτε για τα κτήματα ήθελε ν' ακούσει και ούτε ήθελε ένα από τ' αρχοντοκόριτσα που
του πρότεινε ο πατέρας του. Αυτός αξιωματικός ήθελε να γίνει και τίποτε άλλο. Ο πατέρας,
παρ' όλη την αυστηρότητά του υποχώρησε και όταν τον είχε συνοδεύσει στο καράβι που θα
τον μετέφερε στον Πειραιά, του είπε εκεί καθώς ηχούσε η σειρήνα για την αναχώρηση:

Digitized by 10uk1s
Πρόσεξε, πας να γραφτείς στη Σχολή των Ευελπίδων και το χρέος που φορτώνεσαι είναι
μεγάλο. Ξέρεις πως ήθελα να σε παντρέψω και να σε χαίρομαι κοντά μου, αλλά εσύ επιμένεις
να φύγεις κι εγώ υποχωρώ. Ξέρεις πως ένας στρατιώτης πρέπει νάναι πάντα έτοιμος στη φωνή
της Πατρίδας και ότι οποιαδήποτε ώρα μπορεί να πολεμήσεις και να σκοτωθείς. Ποτέ δεν θέλω
να με ντροπιάσεις. Να πας στην ευχή μου και να φανείς άξιος.

Αυτά τα αυστηρά αλλά πρεπούμενα λόγια στριφογύριζαν βασανιστικά μέσα στο μυαλό του
Γρηγόρη κι έκαναν τη δοκιμασία του ακόμα πιο αβάσταχτη. Και το συμπλήρωμα της συμφοράς
ήταν ότι ο πατέρας έστειλε κιόλας από την Κύπρο το εισιτήριο για την επιστροφή. Λοιπόν, δεν
υπήρχε διέξοδος; Δεν υπήρχε σωτηρία; Ο υπερήφανος αετός θα μάζευε τα τσουρουφλισμένα
από την τόση ατυχία φτερά του και θα γύριζε ντροπιασμένος στην Κύπρο; Στις 3 Δεκεμβρίου
1949 γράφει απελπισμένος αυτό το γράμμα προς τον πατέρα του:

Αγαπητέ μου πατέρα,

Πήρα τις επιστολές σου και είδα ό,τι μου γράφεις. Πήρα και το εισιτήριο και αύριο θα πάω
στον Πειραιά να συνεννοηθώ με το πρακτορείο. Εν τω μεταξύ δε από την ημέρα που μας
κόψανε, γιατί κόπηκε κι ο Ζηνωνής, πήγαμε ίσως πετύχουμε κάτι, στην Βασίλισσαν. Αυτή
μας έδωκε μίαν επιστολήν και πήγαμε στον υπουργό των στρατιωτικών αλλά τίποτε δεν
πετύχαμε. Ο υπουργός μας είπε να μας βάλη σε μια σχολή υπαξιωματικών να βγούμε σε
τρεις μήνες και μετά να μας βάλη σε γραφείον για να μπορούμε να διαβάζουμε ούτως ώστε
να δώσουμε του χρόνου πάλι εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων. Δεν ξέρω τι να κάνω...

Το πανεπιστήμιο όπως ξέρεις ήτανε τ' όνειρό μου...

Θυμάστε τι μου είπατε την τελευταία στιγμή του χωρισμού μας, πάνω στην σκάλα του
πλοίου; «Πρόσεξε, μου είπες, μη πας εκεί κι αλλάξεις σκοπό και μπης στο πανεπιστήμιο
γιατί δεν σου στέλνω δεκάρα, θα γυρίσης αμέσως πίσω».

Τώρα χτυπήθηκα κι απ' τις δυο μεριές. Είμαι ένα ψυχικό ερείπιο. Αν γυρίσω πίσω είναι σαν
ν αυτοκτονώ. Είμαι καταδικασμένος μια για πάντα να ζήσω στην αφάνεια και στη δυστυχία.
Αν μείνω εδώ θα τσακίσω εσάς με τις λύπες που σας ποτίζω. Είμαι ένας ναυαγός στη μέση
του ωκεανού που δεν βρίσκει καμιά σανίδα σωτηρίας κι αγωνίζεται μόνο με τη δύναμή του
να νικήση τ' αγριεμένα κύματα κι αλλοίμονό του αν του λείπουν η πίστη κι η ελπίδα, ο
πνιγμός είναι σίγουρος.

Είναι η μοίρα μου να μη δω ποτέ μια μέρα καλή.

Στην υγεία είμαι εντελώς καλά.

Με αγάπη ο υιός σας


ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

Digitized by 10uk1s
Με τη στολή του Έλληνα αξιωματικού

Αλλά, πάντα και μέσα από την πιο μαύρη συμφορά μπορεί κανείς να δει μια αχτίδα φως. Και
την απελπισία του Γρηγόρη δεν φώτισε απλώς λίγο δειλό φως, αλλά βρέθηκε μια πραγματική
διέξοδος που τον ικανοποιούσε σε μεγάλο βαθμό. Μπήκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών,
απ' όπου θα έβγαινε, αν όλα βέβαια πήγαιναν καλά και στην εκπαίδευση, αλλά και στη
στρατιωτική υπηρεσία που θ' ακολουθούσε, έφεδρος ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού.
Τη στολή του Έλληνα αξιωματικού θα τη φορούσε πάντως και θα διδασκόταν οπωσδήποτε τις
βασικές αρχές της στρατιωτικής τέχνης. Έτσι, λοιπόν, γράφει στον πατέρα του:

«Ωρκίστηκα φεύγοντας να υπηρετήσω την Ελλάδα. Θα το κάμω. Όταν όμως σας έγραψα το
προηγούμενό μου γράμμα δεν είχα υπόψη μου την Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών.

Μετά από λίγες μέρες θα πάω στην Κόρινθον και θα σας γράψω και την διεύθυνσή μου. Εν
τω μεταξύ μου γράφετε στη διεύθυνση που έχω τώρα. Αν έλθουν επιστολές και δεν είμαι
εδώ θα μου τις στείλη ένας γραμματικός της σχολής που του δίνω τα γραμματόσημα.

Αυτή είναι η κατάστασις. Να μη ανησυχήτε καθόλου γιατί πάλι σε σχολείον θα βρίσκουμαι.

Είναι μάλιστα καλύτερα γιατί θα μου δοθή ευκαιρία να σπουδάσω κι έτσι νάχω κι ένα
επάγγελμα να εργαστώ».

Στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών που μπήκε ο Γρηγόρης άρχισε παράλληλα, στις ελεύθερες
ώρες του, να μελετά φιλολογία, σκοπεύοντας ίσως αργότερα να παρακολουθήσει τη
Φιλοσοφική. Τελικά δεν θα ήταν άσχημος συνδυασμός να γίνει και αξιωματικός, αλλά και να
σπουδάσει Φιλολογία, η οποία θα του έδινε και μια επαγγελματική απασχόληση όταν θα
γύριζε στην Κύπρο, αλλά και θα ικανοποιούσε τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα.

Στις 15 Ιανουαρίου 1950 στην Κύπρο συνέβαινε ένα γεγονός μεγάλης ιστορικής σημασίας.
Ύστερα από πολλές και μάταιες προσπάθειες των Κυπρίων να πετύχουν την απόδοση του
νησιού τους στην Ελλάδα, η Εθναρχούσα Εκκλησία αποφάσισε να κάμει το Ενωτικό
Δημοψήφισμα. Τη μέρα αυτή οι Κύπριοι πήγαν, μέσα σε θύελλα εθνικού ενθουσιασμού, στις
εκκλησιές και έβαλαν την υπογραφή τους κάτω από το Αξιούμεν Ένωσιν της Κύπρου με την
Ελλάδα. Συνολικά 95,7% ψήφισαν για την Ένωση, παρά τα αυστηρά και εκβιαστικά μέτρα που
είχαν πάρει οι Άγγλοι και παρά το ότι πολλοί παρεμποδίστηκαν να ψηφίσουν. Ακόμα και
Τουρκοκύπριοι πήγαν κι αυτοί κι υπόγραψαν τον κοινό πόθο!

Ένα ηφαίστειο πατριωτικού αναβρασμού είναι ολόκληρη η Κύπρος. Ένας φίλος του Γρηγόρη
του γράφει τα νέα και του περιγράφει με τα πιο ζωηρά χρώματα όσα διαδραματίστηκαν στο
Δημοψήφισμα. Εκείνος διαβάζει και ξαναδιαβάζει το γράμμα και τα μάτια του γεμίζουν
δάκρυα από συγκίνηση. Μέσα του κάτι του λέει μυστικά, ότι αυτό το ηφαίστειο δεν πρόκειται
να κοιμάται για πολύ, αλλά θα ξεσπάσει κάποτε και θα συντρίψει τα σίδερα της σκλαβιάς.
Στους νεαρούς συναδέλφους του, δόκιμους αξιωματικούς, διαβάζει το γράμμα και ύστερα σε
μια κατάσταση εθνικής έξαρσης τους μιλά για τη μακρυνή μικρή του πατρίδα και, θαυμαστής
καθώς ήταν του Παλαμά, τους λέει ότι η Κύπρος του δεν χάνεται στα τάρταρα, μονάχα
ξαποσταίνει!!

Digitized by 10uk1s
Ύστερα κάθεται και γράφει μια απαντητική επιστολή στο φίλο του. Είναι ένα κείμενο υψηλής,
πράγματι έμπνευσης, γραμμένο στις 19 Φεβρουαρίου 1950. Να τι γράφει ο Αυξεντίου στον
Σωτήρη Έλληνα:

Αγαπητέ μου φίλε,

Πήρα το γράμμα σου το γραμμένο με την θέρμη της καρδιάς σου σε στιγμές έξαλλου
ενθουσιασμού, στιγμές ή καλύτερα μέρες που τις έζησα κι εγώ με την ίδια θέρμη, με το ίδιο
πύρωμα της καρδιάς.

Την Λευτεριά μας, το ιδανικό των ιδανικών μας, την υπόγραψα κι εγώ, όχι μόνο σε χαρτί, μα
φορώντας τη τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου και θα την υπογράψω οποιαδήποτε
στιγμή το ζητήση η Κύπρος μας και με το αίμα μου, όπως και κάθε Κύπριος.

Δεν είναι θαύμα η εξύψωσις των ταπεινών, των χωρίς ιδανικά ανθρώπων σε αγωνιστάς.
Αυτός είναι ο Έλληνας.

Τη Λευτεριά την έχει μέσα του. Την έχει στο υποσυνείδητό του μπορεί να πη κανείς, μα σαν
έλθη η κρίσιμη στιγμή, τότε ξεπετάγεται, την κάνει συνείδησή του και ζωή του, κι ο ταπεινός
ο μικρόχαρος μεταβάλλεται σε μαχητή ακατάβλητο.

Ο νικημένος αυτός στον αγώνα της ζωής από το χρήμα και την ταπεινότητα, γίνεται στις
στιγμές του εθνικού συναγερμού νικητής του θανάτου.

Έτσι γίνηκαν όλα τα Ελληνικά θαύματα.

Οι άλλοι, οι άνθρωποι με ιδανικά, αυτοί που προσπαθούσαν να δώσουν από πριν ένα
νόημα στη ζωή τους, την ώρα τούτη τη μεγάλη γίνονται το προζύμι και γίνονται οι οδηγοί
που κρατούν πάντα αναμμένη τη λαμπάδα των ιδανικών.

Θα 'θελα τις ώρες αυτές να τις ζούσαμε μαζί και πιασμένοι χέρι χέρι να προχωρούσαμε
προς τις ψηλότερες κορφές των Κυπριακών βουνών για να το πούμε και ν' ακουσθή σ' όλο
τον κόσμο, πως:

Γεφύρωμα θα γίνουμε στο πέρασμα


της Νίκης της Αφτέρουγης
της Λευτεριάς της Λαμπροφόρας.

Θα 'θελα να 'μουν κι εγώ εκεί κοντά σου για να χαρώ αυτό που χρόνια αγωνιζόμαστε και
λαχταρούσαμε να δούμε. Να χαρώ τη νεολαία να πιστεύη σ' ένα ιδανικό και ν' αγωνίζεται
για το Μεγάλο, το Καλό και τ' Αληθινό.

Τώρα που αυτό έγινε, πιστεύω πως τη Λευτεριά μας θα την κερδίσουμε.

Στην Ελλάδα ο Γρηγόρης νοιώθει τώρα αρκετά άνετα. Μετά την Κόρινθο πήγε για εκπαίδευση
στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου. Είχε μεράκι αλλά διέθετε και επιδεξιότητα, γι' αυτό
και ξεχώριζε ανάμεσα στους συναδέλφους του. Με τι χαρά έκανε την εκπαίδευσή του και με τι

Digitized by 10uk1s
περηφάνεια έβαζε τη στολή της εξόδου, με τα διακριτικά ακόμα του δόκιμου αξιωματικού! Εκεί
στις επωμίδες του, θα έμπαινε –σκεφτόταν– το αστέρι του ανθυπολοχαγού. Κι αν γι' άλλους
αυτό ήταν κάτι το τυπικό, μια αναγκαία ταλαιπωρία, για τον ίδιο ήταν υπέρτατη ικανοποίηση
και τιμή. Στα χαρτιά του θα γραφτεί:

ΓΕΝΙΚΟΝ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΝ – ΑΡΧΗΓΕΙΟΝ ΣΤΡΑΤΟΥ

Γρηγόριος Πιερή του Αυξεντίου και της Αντωνίας προσήλθε και κατετάγη εις τας τάξεις του
Ελληνικού Στρατού δι' ο και απέκτησε την Ελληνικήν ιθαγένειαν, εγγραφείς εις Μητρώα
Αρρένων Δήμου Αθηναίων υπό έτος γεννήσεως 1928.

Επιλεγείς ως υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός μετετέθη εις Σχολήν Εφέδρων Αξιωματικών


Σύρου, υποστάς επιτυχώς την εκπαίδευσιν και αποφοιτήσας ωνομάσθη διά του υπ' αριθμόν
7616)1952 Βασιλικού Διατάγματος Έφεδρος ανθυπολοχαγός Πεζικού.

Από τις εκτροπές και τις τιμωρίες του στη διάρκεια της εκπαίδευσής του γράφτηκε μόνο:
Διήμερος φυλάκισις επί τω ότι έτρεφε μύστακα υπερβολικών διαστάσεων.

Εκτός από τα γενικότερα καλά νέα που πληροφορείται από την Κύπρο για τις εξελίξεις του
εθνικού ζητήματος, ο Αυξεντίου μαθαίνει και μια ευχάριστη οικογενειακή είδηση, ότι
αρραβωνιάστηκε η αδελφή του, η Χρυστάλλα, που στο σπίτι την έλεγαν Χρυσταλλού. Επειδή,
όταν δεν υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες τα πράγματα στην Κύπρο απλοποιούνται, έτσι και ο
γάμος συντομεύεται. Ο Πιερής Αυξεντίου γράφει στο γυιό του να πάρει άδεια και να έρθει στο
γάμο, μια που οι παραδόσεις απαιτούν να μη λείπει κανένας στενός συγγενής από τη μεγάλη
χαρά. Κατά τις περίεργες μάλιστα χωριάτικες συνήθειες, δεν ήταν καθόλου παράξενο να
βρίσκονταν και οι πρόθυμες κουτσομπόλες της γειτονιάς για να δώσουν αυθαίρετα δικές τους
εκδοχές γι' αυτή την απουσία του Γρηγόρη από το γάμο της αδελφής του. Ο Γρηγόρης το ξέρει
αυτό αλλά τώρα δεν μπορεί να φύγει. Υπηρετεί σε μια καίρια θέση στα ελληνοβουλγαρικά
σύνορα. Από εκεί γράφει, στις 22 Οκτωβρίου 1950, στους δικούς του:

Είμαι πολύ καλά το ίδιον επιθυμώ και για σας. Σας γράφω σήμερα από τη μονάδα μου
κάπου στα Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα.

Σας παρακαλώ ολόψυχα να κάνετε το γάμο με χαρά και με γέλια σα να ήμουν κοντά σας.
Εκτελώ το χρέος μου προς την Πατρίδα μου και γι' αυτό πρέπει να χαίρεστε. Θα
διασκεδάσουμε μιαν άλλη φορά μαζί και θα είναι το ίδιο.

Χαιρετισμούς σε όλους και ιδιαιτέρως στην αξέχαστήν μου αδελφούλα και τον Αντρέα και
τους εύχομαι ολοψύχως καλά στέφανα και αγαπημένη συζυγική ζωή.

Η διεύθυνση από την οποία έγραψε το πιο πάνω γράμμα ο Αυξεντίου ήταν: «Δ.Ε.Α. Αυξεντίου
Γρηγόριος, 618 Τ.Π., 1ος Λόχος, ΣΤ.Γ. 920Α».

Ο Αυξεντίου είχε τρυφερή και ευαίσθητη ψυχή. Νοιώθει ο ίδιος την ανάγκη να ήταν μαζί με
τους άλλους στη μεγάλη χαρά της αγαπημένης του αδελφής. Κι ακόμα, να βγει πρώτος
λεβέντικα στο χορό και να χαρεί με τους συγγενείς και τους φίλους στο τριήμερο, τρικούβερτο
πράγματι, γλέντι του κυπριώτικου γάμου. Νοιώθει, ότι και η αδελφή του θα το έχει παράπονο

Digitized by 10uk1s
που, άθελά του έστω, θα λείπει ο αδελφός της. Για ν' απαλύνει κάπως τα δυσάρεστα αυτά
αισθήματά της, της γράφει ένα γράμμα γεμάτο τρυφερότητα και συγκίνηση. Να τι της λέει:

613 Τ.Π.
28.10.1950

Αγαπημένη μου αδελφούλα,

Στην παραμονή του γάμου σου σου γράφω τούτο το γράμμα για να σου πω μια ευχή
βγαλμένη από τα βάθη της καρδιάς μου, της καρδιάς που σ' αγαπάει πάντα.

Πάνω από τα αιματοβαμμένα, τα δοξασμένα μας σύνορα που τάχθηκα σκοπός, σου στέλλω
τον αδελφικό ασπασμό, λυπημένος γιατί βρίσκουμαι τόσο μακρυά στον γάμο σου μα και
περήφανος γιατί κάνω το καθήκον μου απέναντι των τιμημένων νεκρών της μέρας τούτης
της κοσμοϊστορικής.

Ξέρω πως θα λυπάσθε ίσως και θα κλάψετε σαν με θυμηθήτε· ίσως ο κόσμος να σας
κουτσομπολέψη γιατί κάνετε γάμο χωρίς να είμαι και γω. Τέτοια σχόλια δεν θέλω να
λεχθούν. Παντρεύομαι, να τους πης, «με τη συγκατάθεση του αδερφού μου και με την ευχή
του, με την αγάπη του που μ' αγκαλιάζει και τώρα κι ας βρίσκεται τόσο μακρυά στα σύνορα
με το πιστόλι στο χέρι».

Θέλω όλοι οι φίλοι μου ναρθούν και να χορέψουν και για μένα. Κοίτα να τους περιποιηθήτε
να μη μείνη κανένας παραπονεμένος.

Σήμερα γιορτάσαμε και μεις την 28ην Οκτωβρίου με κάθε μεγαλοπρέπεια και παρελάσαμε
στην πόλη που είναι κοντά.

Γεια σου, αγαπημένη μου αδελφή. Δώσε άπειρους χαιρετισμούς στον Ανδρέα και να
χαίρεσθε τα στέφανα και να γίνετε ευτυχισμένοι.

Φίλησε τους γέρους μας τους οποίους να αγαπάτε πάντα, να τους προσέχετε και να μη τους
εγκαταλείπετε ποτέ. Να φροντίζετε να μη τους λείπη τίποτε.

Σε φιλώ, ο αδελφός σου


ΓΡΗΓΟΡΗΣ»

Την ίδια περίοδο που ο Γρηγόρης υπηρετεί –εθελοντικά και με τόση περηφάνεια και χαρά– στα
σύνορα, στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται ένας άλλος φλογερός Κύπριος πατριώτης, ο 24χρονος
Κυριάκος Μάτσης. Ο Μάτσης είχε γεννηθεί στο ορεινό χωριό Παλαιχώρι (είναι σύμπτωση ότι η
Λύση και το Παλαιχώρι είχαν το πικρό προνόμιο να έχουν τη μεγαλύτερη προσφορά στον
Αγώνα, αλλά και τα περισσότερα νεκρά παλληκάρια;), είχε σπουδάσει στο Γυμνάσιο της
Αμμοχώστου και ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος από το Γρηγόρη. Τα δυο παλληκάρια θα ένωνε
πιο ύστερα κοινή συμμετοχή στην ΕΟΚΑ και ένας όμοιος περίπου θάνατος. Ο Μάτσης, που
σπούδαζε γεωπόνος στη Θεσσαλονίκη, δεν καθόταν φρόνιμα στα βιβλία και τα πειράματά του
στην κρίσιμη εκείνη ώρα που η Ελλάδα αντιμετώπιζε ακόμα την επιβουλή. Αλώνιζε τα μέτωπα
και τις μονάδες, μ' οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, και μιλούσε σε συγκεντρώσεις

Digitized by 10uk1s
αξιωματικών και στρατιωτών. Είχε ωραίες εμπνεύσεις και διέθετε καταπληκτική ευφράδεια.
Ήταν ρήτορας από τους λίγους. Ερχόταν, λοιπόν, αυτό το αλύτρωτο Κυπριωτόπουλο να φθάσει
μέχρι τις πιο ακραίες συνοριακές θέσεις για να βάλει μέσα στις ψυχές των αδελφών του
φαντάρων ένα μέρος από τη δική του εσωτερική φλόγα και να μεταδώσει κάτι από το δικό του
μεθύσι.

Τι χαρά που ένοιωσε ο Αυξεντίου όταν ο Μάτσης έφτασε και στη δική του μονάδα. Τον έβλεπε
εμπρός του να μιλά συνεπαρμένος για την Ελλάδα, για τη ζηλευτή ιστορική της μοίρα και για το
καθήκον των Ελλήνων, και τον εκαμάρωνε. Ολόκληρο τάγμα σε παράταξη, εμπρός από τις
γραμμές ο Κυριάκος και πίσω του σειρά αξιωματικοί, σκληροί και μπαρουτοκαπνισμένοι. Λες
και είχε μεταφερθεί σ' ένα κόσμο εξωγήινο, λες και ζούσε με όλες του τις αισθήσεις το όραμά
του όταν έλεγε βροντερά: Μη ξεχνάτε, αδέλφια μου, πως η Ελλάδα σήμερα δεν είναι τίποτε
άλλο παρά μια νεκροθήκη ημιθέων, όπως την αποκάλεσε άλλοτε ο Βύρων... Εμπρός λοιπόν,
ακρίτες των εθνικών μας επάλξεων! Ας της δώσουμε το κάθε τι. Και τη ζωή μας ακόμα. Γιατί, αν
πραγματικά μια φορά κανείς πεθαίνει, το να πεθάνει κανείς για την Ελλάδα θεία είναι η
δάφνη!

Ο Αυξεντίου άκουε το συμπατριώτη του να μιλά με τέτοια έξαρση και πάθος και αισθανόταν
διπλά συγκινημένος από τους άλλους αξιωματικούς και τους στρατιώτες. Το μυαλό του πήγαινε
συνέχεια στη μακρυνή σκλάβα πατρίδα του και το όνειρο ζωντάνευε και πάλι, να βρεθούν
άνθρωποι να οδηγήσουν τους Κυπρίους σε αγώνα για την ακριβή τη Λευτεριά. Όταν πια οι
άλλοι συγχάρηκαν το Μάτση κι εκείνος αποχαιρέτησε κι έφυγε, οι συνάδελφοι του Αυξεντίου
έδιναν και σ' αυτόν τα συγχαρητήριά τους για το λαμπρό Κύπριο που τους είχε επισκεφθεί.
Τόχε καμάρι που καταγόταν από την Κύπρο και την υπερασπιζόταν με πάθος όταν τύχαινε. Το
γνώριζε και το 'νοιωθε αυτό που έλεγε ο Ιωάννης Λεβαδεύς, ότι η καταγωγή είναι φορτίον
βαρύτατον, το οποίον όστις δεν φέρει μετά τιμής, αναγκάζεται να το σύρη μετ' αισχύνης...

Μια νύχτα πέρα από τη μεθόριο

Όταν ο Αυξεντίου υπηρετούσε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, τα πράγματα ήταν ακόμη


ρευστά και ούτε τα πάθη είχαν καταλαγιάσει από τη φουρτούνα που είχε προηγηθεί, κι ούτε οι
εχθροπραξίες είχαν τερματισθεί ολότελα. Καθώς ήταν άνθρωπος παράτολμος που τον έθελγε η
δράση, φαίνεται πως είχε διαδραματίσει ρόλο πρωταγωνιστικό σε κάποιο επεισόδιο. Ένας από
τους συναγωνιστές του στα κυπριακά βουνά (ο Ν. Σπανός) γράφει σχετικά: Χθες ήταν ντυμένος
στην στολή του ανθυπολοχαγού, πολέμησε στην Ελλάδα και για την Ελλάδα. Τρία χρόνια στα
βουνά και τις λαγκαδιές της Μακεδονίας φρουρεί τα σύνορα της Πατρίδος. Έχει την ψυχή
γεμάτη ενθουσιασμό, θέλει να πολεμήση, να ριχτή στην ζάλη της μάχης. Είναι καιρός ειρήνης
και αναδημιουργίας. Η Ελλάδα μετά την λαίλαπα και τις θύελλες του συμμοριτοπολέμου,
συγκεντρώνει τις δυνάμεις, επουλώνει τις πληγές και αναδημιουργεί. Όμως μόλις περάσεις τα
σύνορα βρίσκεις τον εχθρό. Οι Βούλγαροι είναι απέναντι, περιμένουν και πάλι να ριχτούν στο
Ελληνικό χώμα, να ρημάξουν, να λεηλατήσουν. Η ψυχή φουντώνει από αγανάκτηση και
επιθυμία εκδίκησης, η καρδιά του Αυξεντίου δεν βαστά πια, περνάει τα σύνορα, κτυπά τον
εχθρό από κοντά. Και οι Βούλγαροι φεύγουν. Χαίρεται η ψυχή του νεαρού Κυπρίου
ανθυπολοχαγού.

Εκεί στα σύνορα. μια άγρια νύχτα στήνει με μερικούς άνδρες του ενέδρα και ύστερα από πολλή
αναμονή, συλλαμβάνει ένα ξένο κατάσκοπο, που προσπαθούσε να μπει στο εθνικό έδαφος.

Digitized by 10uk1s
Εκεί στα σύνορα μάζευε τις νύχτες τους άντρες του, όσους δεν είχαν σκοπιά ή άλλη υπηρεσία
και τους μιλούσε ο Αυξεντίου πάνω σε θέματα ιστορικά και λογοτεχνικά. Τους μιλούσε για τον
Ανδρούτσο, για το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολέμαρχους, ανάλυε την
προσωπικότητα καθενός και έμπαινε ύστερα σε θέματα δύσκολα και αμφισβητούμενα όπως ο
ρόλος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε'. Εκεί, όμως, που γινόταν ασυγκράτητος χείμαρρος ήταν
όταν άρχιζε να τους απαγγέλλει Παλαμά. Και πόσο; Και για πόση ώρα; Τους απάγγελλε χωρίς
λάθος σελίδες ολόκληρες! Ας ήταν γονατισμένη και καταλαβωμένη η δύστυχη αυτή πατρίδα,
τους έλεγε. Ας στράγγιζε το ύστερό της αίμα. Κι άλλες φορές δοκιμάστηκε έτσι, αλλά δεν
πέθανε. Από τον τρίσβαθο και κατασκότεινο πυθμένα της πτώσης της, σαν από θαύμα
ξανασηκωνόταν πάλι ψηλά και έψαυε τους ουρανούς της δόξας! Κι άρχιζε ύστερα ν'
απαγγέλλει με τη βροντερή αντρίκια φωνή του:

– Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα


δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια:
Είμ' εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων.
Στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω!

Το τελευταίο γράμμα που έστειλε από τα σύνορα στον πατέρα του, στην Κύπρο, ο Αυξεντίου
ήταν αυτό:

Ανθ)γός, Αυξεντίου Γρηγόριος


132 Σ. Προκαλύψεως, Β.Σ.Τ. 903

Αγαπημένε μου Πατέρα.

Πήρα χθες το γράμμα σου με τη φωτογραφία της Χρυσταλλούς και δεν φαντάζεσαι την
χαρά μου.

Μου γράφεις πως ήλθε στην Κύπρο κάποιος Έλλην Αξ)κός τον οποίον είδες στην Ανόρθωσιν
και σε ερώτησε για μένα, δεν μου γράφεις όμως το όνομά του. Μου γράφεις επίσης πως
υπηρετεί εις τα Ελληνογιουγκοσλαυϊκά σύνορα, που όμως ακριβώς; γιατί έχουμε κι εμείς
μεγάλο μήκος στα σύνορα αυτά.

Τις τελευταίες μέρες ο καιρός χάλασε πολύ. Φυσάει ένας τρομερός αέρας, και το κρύο
τρυπάει το κόκκαλο. Τα βουνά γεμίσανε χιόνια, αλλά (κτύπα ξύλο) δεν μ' έπιασε ακόμα
ούτε συνάχι. Όλη τη μέρα στο γραφείο έχω φωτιά και το βράδυ όμως δεν μου λείπει.

Η ζωή μου δεν έχει τίποτε το καινούργιο και όταν παίρνω γράμμα σας δεν ξέρω τι να σας
γράψω. Το μόνο καινούργιο είναι πως φεύγουνε άλλοι δύο Αξ)κοί και όσο να έλθουν οι

Digitized by 10uk1s
άλλοι η δουλειά θα μας πελαγώση.

Χαιρετισμούς σε όλους τους γνωστούς και φίλους.

Πολλά φιλιά στη μαμά, τη Χρυσταλλού και το μικρό της.

Σε φιλώ, ο υιός σου


ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
Ανθ)γός Πεζικού

Η στρατιωτική σταδιοδρομία του Αυξεντίου στην Ελλάδα άρχισε και τέλειωσε περνώντας από
αυτούς τους σταθμούς: Στις 28 Δεκεμβρίου 1949 κατατάσσεται σαν εθελοντής στο Στρατό και
αποκτά την ελληνική ιθαγένεια, αφού γράφεται στα μητρώα του Δήμου Αθηναίων. Στις 22
Μαρτίου 1950 μπαίνει στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου και αποφοιτά στις 11
Οκτωβρίου. Δίνει τον όρκο του Έλληνα αξιωματικού στις 14 Μαρτίου του 1952 και στις 15
Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου απολύεται. Στο ατομικό βιβλιάριό του γράφεται: Επέδειξεν
άριστον ήθος. Οι διοικητές των στρατιωτικών μονάδων στις οποίες υπηρέτησε τον
χαρακτηρίζουν τίμιον, ζωηρόν, σεμνόν, θαρραλέον, αποφασιστικόν και ψύχραιμον...

Digitized by 10uk1s
2
ΣΚΙΡΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Στις 19 Μαρτίου 1953 ο ανθυπολοχαγός πεζικού Γρηγόρης Αυξεντίου γύρισε στην Κύπρο.
Ψηλός, λυγερόκορμος και με έναν άλλον αέρα αντρίκιας παλληκαριάς. Στη Λύση ο κύρης του
και η μάνα του και όλοι οι δικοί του ένοιωσαν να πλημμυρίζει πάλι το σπίτι τους χαρά και
ελπίδα. Η ζωή τους έπαιρνε έναν άλλο ρυθμό. Η αυλή, οι δίχωρες, τα σώσπιτα, τα ανώγια
γέμιζαν με το βαρύν ήσκιο του. Οι φίλοι του καταχάρηκαν που συμπληρώθηκε η παρέα τους
και τον πείραζαν γιατί ύστερα από την απουσία του στην Ελλάδα δε μπορούσε να μιλήσει
ασκόνταφτα τα κυπριακά. Ελληνικούριζε, καθώς του έλεγαν και τον πείραζαν με καλωσύνη.

Δουλειές είχε αρκετές και ούτε που τις πρόφθαινε. Πότε ήταν οδηγός αυτοκινήτου στο χωριό
και πότε δούλευε στα κτήματα, όπου εργάζονταν εργάτες και εργάτριες μισθωμένοι από τον
πατέρα του. Τα βράδυα έβγαινε με τους φίλους του πότε στην Αμμόχωστο και πότε σε κανένα
γειτονικό χωριό για ένα ποτήρι κρασί. Τραγουδούσαν ύστερα –καταπώς συνηθίζεται στην
Κύπρο– περπατώντας αργά στους δρόμους και εκφράζοντας με παθιασμένους σκοπούς τους
καημούς της νιότης. Ήταν ωραία. Η ζωή χαμογελούσε μπροστά τους και προκαλούσε με χίλια
καλέσματα να τη χαρούν. Όλα ήταν καλά κι ελπιδοφόρα...

Ωστόσο, την ανέμελη ευδαιμονία του Γρηγόρη και των φίλων του ερχόταν να σκοτώσει το
Κυπριακό με την παντοτινή στασιμότητά του. Ούτε το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950, ούτε οι
προσφυγές της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη, ούτε τα ειρηνικά διαβήματα στην κραταιή –ακόμα–
Μεγάλη Βρεταννία, είχαν κανένα αποτέλεσμα. Παντού άρνηση και αδιέξοδο. Οι Άγγλοι όχι
μόνο δεν έλεγαν να φύγουν, αλλά και άρχισαν να δημιουργούν πρόσθετες στρατιωτικές
εγκαταστάσεις, πράγμα που έδειχνε βέβαια, ότι ήθελαν να συνεχίσουν για πολύ ακόμη την
παρουσία τους στο νησί.

Πάντως, εκεί γύρω στο 1953 τα ειρηνικά διαβήματα των Κυπρίων για τη Λευτεριά τους άρχισαν
να παίρνουν έναν άλλο τόνο. Ήταν φορές που νόμιζες ότι στις διάφορες διακηρύξεις υπήρχε
κάτι σαν απειλή για τους Άγγλους αν συνέχιζαν να αρνούνται ν' ακούσουν τα δίκαια αιτήματα
της Κύπρου. Κάτι ακαθόριστο άρχισε να σιγοβράζει, κάτι να υπάρχει πίσω από τις κουβέντες
και τα δημοσιεύματα, κάτι σαν ανομολόγητο και ιερό μυστήριο. Αλλά τι ακριβώς ήταν αυτό; Ο
Γρηγόρης δεν μπορούσε να το καταλάβει καθαρά, αν και κάτι του έλεγε μέσα του, ότι αυτά που
πήγαιναν τώρα να γίνουν θάταν το κάτι άλλο, θα ήταν πράγματα που δεν είχαν καμμιά σχέση
με ό,τι γινόταν μέχρι τότε.

Βέβαια, ο ίδιος είχε τα δικά του σχέδια και όνειρα, αλλά φοβόταν να τ' αποκαλύψει ακόμα και
στους πιο στενούς του φίλους, γιατί τα νόμιζε πολύ τολμηρά και ίσως να τον περιγελούσαν.
Ίσως –σκεφτόταν– να νόμιζαν ότι το μυαλό του πήρε αέρα επειδή κάτι έμαθε από τη
στρατιωτική τέχνη και επειδή ντύθηκε για λίγο τη στολή του Έλληνα αξιωματικού. Αλλά, παρ'
όλα αυτά, η ελπίδα κρυφόκαιε μέσα στα βάθη της ψυχής του, ότι θα ερχόταν μια ώρα (ποιος
ξέρει αν δεν θα ήταν και σύντομα μάλιστα;) που ο λαός θα εύρισκε τον ηγέτη που θα τον
ξεσήκωνε και θα τον οδηγούσε εμπρός προς το ματωμένο καθήκον, που ερχόταν σαν επιταγή
από τους ελληνικούς αιώνες.

Ο πατέρας του, στο μεταξύ, του είχε μιλήσει πάλι για γάμο. Δεν υπήρχε τώρα λόγος αναβολής,
αφού ούτε προοπτική σπουδών υπήρχε, ούτε τίποτε. Και δεν ήταν δα και μικρός ο Γρηγόρης.

Digitized by 10uk1s
Ήταν κιόλας 25 χρόνων και στην Κύπρο στα κάπως παλαιότερα χρόνια αυτή η ηλικία εθεωρείτο
σχεδόν σαν... περασμένη για γάμο. Για τα κορίτσια τα 15 - 16 χρόνια και για τ' αγόρια τα 19 - 20
ήταν ο κανόνας για να πάρει ο ατός την άσπρη περιστέρα. Όλα ωριμάζουν γρήγορα εκεί στο
θεσπέσιο νησί στην ανατολική γωνιά της Μεσόγειος. Και η σκανταλιάρα Αφροδίτη, που
επικράτειά της πανάρχαιη μα και σημερινή είναι η Κύπρος, δίνει πάντα τις κρυφές ορμήνειες
της σε άντρες και γυναίκες, από την εφηβική κιόλας ηλικία.

Ας έλεγε πεισμωμένος το όχι στον πατέρα του Πιερή ο Γρηγόρης. Θαρχόταν κι αυτού η σειρά να
πάρει το κάλεσμα της Παφίας. Και δεν άργησε πράγματι να έρθει η ώρα του. Ήταν μια μέρα
που σεργιανούσε τα κτήματα, εποπτεύοντας τους εργάτες. Ανάμεσα στους άλλους ήταν και η
συγχωριανή του Βασιλική Παναγή, που την έλεγαν Βασιλού στο χωριό. Δεν του ήταν βέβαια
άγνωστο αυτό το φτωχό και προκομμένο κορίτσι. Αλλά μόλις τώρα τελευταία είχε προσέξει
πόσο ωραία ήταν τα γκριζοπράσινα μάτια της, το ροδαλό πρόσωπό της, τα σγουρά της μαλλιά
και πόσο η κορμοστασιά της ξεχώριζε από τις άλλες κοπέλλες του χωριού.

Το αποτόλμησε: Βασιλού, σε αγαπώ, της είπε σε μια στιγμή που δεν ήταν κανένας εκεί κοντά
να τους ακούσει. Εκείνη στην αρχή τον κοίταξε παράξενα και ύστερα δειλά του είπε: Γρηγόρη,
εγώ τι να πω; Δεν μπορώ να πω τίποτε. Εσύ είσαι πλούσιος και μορφωμένος κι εγώ.... Ύστερα
του είπε ότι δεν μπορούσε να τον πιστέψει, μια που –όπως το ήξεραν όλοι– πάντα οι πλούσιοι
νέοι, τα παιδιά των αφεντικών, νομίζουν πως μπορούν να περνούν όμορφα τον καιρό τους
ξεμυαλίζοντας με υποσχέσεις και ωραία λόγια φτωχές κοπέλλες.

Ο Γρηγόρης φάνηκε σα να τον πρόσβαλε αυτή η κουβέντα, που κατά βάθος τόνοιωθε ότι ήταν
σωστή και ότι έτσι έπρεπε να μιλήσει η διαλεχτή της καρδιάς του. Της είπε πάλι: Μα, Βασιλού
εγώ σε αγαπώ κι αν και συ με αγαπάς και με θέλεις θα σε κάνω γυναίκα μου. Δεν θέλω να
παίξω μαζί σου. Η Βασιλική δεν του απάντησε. Προτίμησε να μη δώσει συνέχεια. Γύρισε
αμέσως στο ξεχόρτισμα του χωραφιού, εκεί όπου βρίσκονταν και οι άλλοι εργάτες.

Φαίνεται πως η εξομολόγηση του Γρηγόρη, που έγινε τόσο τίμια και σταράτα, συγκίνησε τη
Βασιλική και την απασχόλησε για μέρες και νύχτες. Φαίνεται πως σε κάποια νύχτα όμορφης
αγρύπνιας είχε πάρει την απόφασή της κι ήταν έτοιμη να πει το ναι αν εκείνος της έλεγε πάλι
ότι την αγαπά. Αχ, και να τόλεγε πάλι! Ποια τύχη καλύτερη μπορούσε ποτέ να φανταθεί; Και τι
ονειρεμένος άντρας που ήταν ο καλός της!

Της το είπε πάλι μια άλλη μέρα ο Γρηγόρης. Κι αυτή τώρα χωρίς να χαμηλώσει τα μάτια, αλλά
κοκκινίζοντας μόνο από παρθενική ντροπή, του απάντησε μ' ένα κόμπιασμα στη φωνή: Κι εγώ
σ' αγαπώ Γρηγόρη.

Καλέ θεέ των ερωτευμένων! Τι εφτάψηλοι ουρανοί άνοιγαν για το παλληκάρι της Λύσης! Τι
χαμόγελο και τι παράδεισος που ήταν η ζωή του από εκείνη τη μέρα!

Παράδεισος; Πολύ βιάστηκε αλήθεια. Πώς ήξερε τι θα έλεγε ο πατέρας του και πώς
προεξοφλούσε ότι, τόσο αυστηρός καθώς ήταν, θα έδινε τη συγκατάθεσή του; Οπωσδήποτε
πήρε το θάρρος και του το είπε. Ο Πιερής οργίστηκε στην αρχή μα όταν κάλμαρε κάπως, του
είπε: Γυιέ μου, εσύ πλούσιος, μορφωμένος και με τόσα προσόντα να πάρεις αυτή τη φτωχή;
Όχι, δεν εγκρίνω το γάμο τούτο. Υπάρχουν πολύ ανώτερες κοπέλλες, που σε ζητούν διαρκώς.

Digitized by 10uk1s
Αν ο γερο - πατέρας ήταν πεισματάρης, ο γυιος –σάρκα από τη σάρκα του– δεν πήγαινε πιο
πίσω. Θα πάρω τη Βασιλού που αγαπώ. Δεν ενδιαφέρομαι να παντρευτώ για περιουσία. Η
άρνηση του Γρηγόρη να υπακούσει στον πατέρα του ήταν απόλυτη και δεν άφηνε καμμιά
αμφιβολία για τις προθέσεις που είχε.

Σίγουρη φαινόταν πια η ρήξη και το αδιέξοδο. Ο Πιερής είχε στο μυαλό του ένα ακόμη όπλο,
που σχεδίαζε να το χρησιμοποιήσει κρυφά από τον παράφορο γυιό του για να εμποδίσει αυτόν
τον αταίριαστο – όπως νόμιζε– γάμο. Πήγε και μίλησε ιδιαίτερα στη Βασιλική. Της είπε: Ο γυιός
μου είναι Έλληνας υπήκοος και στρατιωτικός. Δεν αποκλείεται μια μέρα να τον καλέσουν για
υπηρεσία, οπότε θα σ' αφήσει μόνη, δεν ξέρω για πόσον καιρό.

Αυτά που άκουγε η Βασιλική ήταν λόγια σοβαρά και έπρεπε να τα ζυγίσει. Κι αφού τα ζύγισε σε
λίγα λεπτά, είπε με σεβασμό και αποφασιστικότητα στο μελλοντικό πενθερό της: Αγαπώ το
Γρηγόρη και δέχομαι να τον πάρω, όποια κι αν είναι η τύχη που με περιμένει.

Μετά από την τόσο κατηγορηματική αποδοχή από τη Βασιλική των συνεπειών που θα είχε ο
δεσμός και ο γάμος της με τον Γρηγόρη, δεν έμεναν πια άλλα περιθώρια για αντιρρήσεις, χωρίς
κίνδυνο τουλάχιστο να διασαλευθεί η οικογενειακή γαλήνη. Έτσι, τα πράγματα, από τη στιγμή
αυτή, παίρνουν την πορεία που χάραξαν οι δυο νέοι...

Στις 21 Νοεμβρίου 1953 έγιναν στη Λύση οι αρραβώνες του ζευγαριού μέσα σε τέτια χαρά, που
έκαμε να λησμονηθούν οι προηγούμενες αντιρρήσεις. Ακτινοβολούσαν από χαρά οι δυο νέοι,
στο άνθισμα της πιο όμορφης νιότης τους, καθώς άρχιζαν το δρόμο της αγάπης και της
συμβίωσης.

Η χρονιά 1954 κυλούσε γιομάτη αγάπη και χρυσές υποσχέσεις για το νέο ζευγάρι, που
προγραμμάτιζε το γάμο του για το καλοκαίρι του άλλου χρόνου. Θα άνοιγαν δικό τους σπίτι, θα
έκαναν παιδιά. Τι χαρά να ήταν αγόρι το πρώτο τους, ένα μελαχροινό σγουρόμαλλο αγόρι, ένας
άλλος μικρός σκανταλιάρης Γρηγόρης... Κι ας αναστάτωνε το σπίτι, κι ας καβαλούσε τα ζώα, κι
ας ξεκούφαινε τη γειτονιά μαζεύοντας τα άλλα παιδιά για να τα εκπαιδεύσει στρατιωτικά και
να τα οδηγήσει στον πόλεμο...

Ζούσαν οι δυο νέοι μέσα σ' αυτά τα μεθυστικά όνειρα, όταν κατά το καλοκαίρι του 1954
άρχισαν να σκουραίνουν τα πράγματα γύροι από το Κυπριακό. Όρκοι της ηγεσίας για αγώνα
μέχρι τέλους, έντονα άρθρα των εφημερίδων και –πιο ύστερα– αυστηρά μέτρα του Άγγλου
κατακτητή για να πνίξει τη φωνή των δούλων. Ακολούθησαν διαδηλώσεις της νεολαίας, που οι
αρχές τις διάλυσαν με πυροβολισμούς. Όλα αυτά ήταν ασυνήθιστα και θα έλεγε κανείς ότι
έμοιαζαν να εγκαινιάζουν μια νέα τακτική.

Το ηφαίστειο του Αγώνα κρυφοκαίει...

Εκτός από τις φανερές εκδηλώσεις που τις έβλεπε και που τις χαιρόταν ο Γρηγόρης Αυξεντίου,
αλλά και που τον προβλημάτιζαν σοβαρά για το ποια θα ήταν η συνέχεια αυτής της υπόθεσης,
υπήρχαν και σημαντικά –ιστορικά οπωσδήποτε– γεγονότα, που όχι μόνο τα αγνοούσε, αλλά
και ούτε καν τα υποψιαζόταν. Στις 10 Νοεμβρίου 1954 είχε φτάσει στο νησί μυστικά μ' ένα
καΐκι και αποβιβάστηκε νύκτα σε μια ακτή κοντά στην Πάφο ο απόστρατος συνταγματάρχης
του Ελληνικού Στρατού Γεώργιος Γρίβας, κυπριακής καταγωγής. Είχε έρθει, ύστερα από έντονη

Digitized by 10uk1s
και μελετημένη προετοιμασία δυο τουλάχιστον χρόνων, για να αναλάβει την ηγεσία ένοπλου
αγώνα εναντίον των Άγγλων. Είχαν κιόλας προωθηθεί με κάθε μυστικότητα όπλα και
εκρηκτικές ύλες στην Κύπρο και είχε μυηθεί ο πρώτος πυρήνας αγωνιστών, που τον
αποτελούσαν κυρίως νέοι της Ορθοδόξου Χριστιανικής Ενώσεως Νέων (ΟΧΕΝ) και της
Παναγροτικής Ενώσεως Κύπρου (ΠΕΚ). Τις δυο οργανώσεις, που ήταν φανατικά πιστές στα
ιδανικά της θρησκείας και της πατρίδας, ιδανικά που ήταν μια πραγματική ανάγκη επιβίωσης
των Κυπρίων, διεύθυναν οι Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου και Ανδρέας Αζίνας. Και οι δυο
είχαν βρεθεί από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του Γρίβα, δίνοντάς του κάθε βοήθεια και
βασικά προσφέροντάς του το έμψυχο υλικό που είχε ανάγκη η επαναστατική οργάνωση. Τα
πράγματα ήταν κιόλας αρκετά προχωρημένα όταν πάτησε το πόδι του στην ακτή της Πάφου ο
Γρίβας.

Όλα όμως αυτά τα αγνοούσε ο Αυξεντίου, όπως και ολόκληρος ο κυπριακός λαός. Το μεγάλο
και πολύτιμο, μυστικό το ήξεραν μόνο μερικές δεκάδες ανθρώπων και το κρατούσαν με δέος
φυλαγμένο βαθειά στα φυλλοκάρδια τους. Αυτό, εν τούτοις, που αγνοούσε ο Γρηγόρης, το
ήξερε πολύ καλά ο ξάδελφός του Γρηγόρης Γρηγοράς, κι αυτός από τη Λύση. Ψυχωμένο και
σεμνό παλληκάρι, ήταν από τους πρώτους που έτρεξαν στο κάλεσμα του αγώνα. Ο
στρατιωτικός αρχηγός του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη γι' αυτό και τον διόρισε σωματοφύλακα
και βοηθό του.

Ο Γρηγοράς δεν ήταν μόνο ξάδελφος του Αυξεντίου αλλά και φίλος του, και σαν τέτιος ήξερε
πολύ καλά τα σκιρτήματα και τους πόθους της ψυχής του. Τον έβλεπε που έσκαγε από
αγανάκτηση εναντίον των Άγγλων και τον άκουγε πολλές φορές που ανάπτυσσε τα όνειρα και
τα σχέδιά του για μια δυναμική προσπάθεια διεκδίκησης της Λευτεριάς. Δεν είχε προσεγγιστεί
από τους πρώτους για να μυηθεί στον αγώνα γιατί στα κρίσιμα χρόνια της προπαρασκευής
έλειπε από την Κύπρο και ήταν κάπως ξεκομμένος από εκείνους που διαδραμάτιζαν ρόλο
πρωταγωνιστικό. Ο Γρηγοράς, μ' όλο που τα ήξερε όλ' αυτά και μ' όλο που ήταν απόλυτα
σίγουρος για τον ενθουσιασμό και την παλληκαριά του ξαδέλφου, δεν του μολόγησε τίποτα
από το μεγάλο μυστικό που υφαινόταν πίσω από τις πλάτες χίλιων δυο εχθρών.

Ωστόσο ο Γρηγοράς μίλησε στο Διγενή, λέγοντάς του: «Αρχηγέ, έχω ένα ξάδελφο. Είναι
έφεδρος ανθυπολοχαγός και μόλις τέλειωσε πέρσι την υπηρεσία του στην Ελλάδα. Τον ξέρω
καλά κι είμαι σίγουρος γι' αυτόν. Τον εγγυούμαι. Είναι έτοιμος να ριχτεί στον αγώνα. Κι εμείς,
όπως το ξέρετε, δεν έχουμε κανένα αξιωματικό στις τάξεις μας. Να του μιλήσω;» Ο Γρίβας
σκέφτηκε λίγο και ύστερα του είπε μόνο: «Θα σου πω». Το ζήτημα το έθιξε και άλλη φορά ο
Γρηγοράς, γιατί θεωρούσε άδικο για τον ξάδελφό του αλλά και κρίμα για την επαναστατική
προσπάθεια να μένει έξω ο Αυξεντίου. Είπε πάλι: «Αρχηγέ, για το ξάδελφό μου που σας
είπα...» Ο αρχηγός, καθόταν εκείνη τη μέρα και σημείωνε στόχους πάνω σε χάρτες, που τους
είχε απλωμένους πάνω σ' ένα ξύλινο κασόνι, μέσα στο σπίτι της Λευκωσίας που έμενε μυστικά.
Γύρισε απάνω και, στον ίδιο τόνο πάλι, απάντησε: «Θα σου πω»...

Περίεργο, σκεφτόταν ο Γρηγοράς. Σε όλα τα άλλα ζητήματα ο αρχηγός του έδινε πάντα
σημασία και εκτιμούσε τις απόψεις και τις εισηγήσεις του. Τώρα. όμως, σχεδόν απαξιούσε να
προσέξει μια τόσο σοβαρή πρότασή του, που άλλωστε αν γινόταν δεκτή θα είχε καλυφθεί ένα
πολύ μεγάλο κενό για την οργάνωση. Δυο πράγματα έπρεπε να συμβαίνουν: ή ο θείος (όπως
έλεγαν τα παλληκάρια του το Γρίβα) είχε δικές του πληροφορίες ότι ο Αυξεντίου για κάποιο
λόγο δεν έκανε για τον αγώνα, ή πάλι μπορεί να του είχε μιλήσει άλλος για τον ξάδελφό του.
Και δεν μπορούσε καθόλου να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να είχε προωθήσει ο αρχηγός –μια

Digitized by 10uk1s
που ήταν τόσο μεθοδικός στους συνωμοτικούς κανόνες– τη μύηση του παλληκαριού, χωρίς να
πει τίποτε στο Γρηγορά. Αλλά. και πάλι, και ο Αυξεντίου τόσο θέατρο έπαιζε στο ξάδελφό του,
λέγοντάς του τόσο συχνά στη Λύση: «Ποθώ κάτι να γίνει, αλλά δυστυχώς δεν το βλέπω»;

Αυτή την τυπική και όλο μυστήριο απάντηση «θα σου πω» πήρε κι άλλες δυο - τρεις φορές ο
Γρηγοράς, οπότε αποφάσισε να μη ξαναμιλήσει για το θέμα αυτό και ν' αφήσει τα πράγματα να
κυλήσουν μόνα τους. Άλλωστε, έτσι ή αλλιώς, είτε τώρα είτε πιο ύστερα, ο ανθυπολοχαγός
ξάδελφος δεν μπορούσε παρά να ριχτεί στη μεγάλη φωτιά που θα άναβε. Επειδή, όμως, η
άγνοια του Αυξεντίου φαινόταν στο Γρηγορά ειλικρινής και επειδή τον βασάνιζε ακόμη το
θέμα, πήρε την απόφαση να μιλήσει στο Γέρο για τελευταία πια φορά: Για τον Αυξεντίου,
αρχηγέ τι θα γίνει;, τόλμησε. Ο Γρίβας αυτή τη φορά απάντησε: Κ α λ ά , θα σου πω...

Αυτό πια δεν ήταν άρνηση. Αυτό το κ α λ ά τώρα μόλις το πρόσθετε ο «Γέρος», που πάντα ζύγιζε
τις λέξεις του. Αυτό το κ α λ ά ήταν ένα ενθαρρυντικό στοιχείο. Ώστε, λοιπόν, ο Αυξεντίου ήταν
μέσα στο πρόγραμμα...

Αυτά όλα γίνονταν Δεκέμβρη του 1954 και Ιανουάριο του 1955. Ένα πρόχειρο σχέδιο
οργανωτικών δραστηριοτήτων πρόβλεπε, ότι η έκρηξη του αγώνα θα γινόταν γύρω στον
Μάρτιο. Δηλαδή ο καιρός πλησίαζε, οι κρύπτες σκάβονταν η μια μετά την άλλη, τα παλληκάρια
πλησιάζονταν το ένα μετά το άλλο και αφού άκουγαν όσα θαυμαστά και απρόσμενα είχαν στα
κρυφά προετοιμασθεί, δέχονταν την πρόσκληση της Πατρίδας, άπλωναν το χέρι πάνω στο
Ευαγγέλιο και με τρεμάμενα χείλη έδιναν τον όρκο:

Ορκίζομαι εις τον ιερόν, τίμιον και απελευθερωτικόν αγώνα τον οποίον διεξάγομεν υπέρ της
ελευθερίας της Μεγαλονήσου μας Κύπρου, υπό τους ακολούθους όρους:

(α) Οφείλω να υπακούω εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου εις οιονδήποτε δύσκολον,
σκληρόν και επικίνδυνον ρόλον ήθελε μου ανατεθή.

(β) Είμαι έτοιμος να θυσιάσω και αυτήν την ζωήν μου χάριν της ελευθερίας της Πατρίδος
μου.

(γ) Υπηρετών εις την Οργάνωσιν οφείλω να υπακούω εις τας διαταγάς της παραμερίζων
κάθε εμπόδιον.

(δ) Οφείλω να τηρώ τα μυστικά της Οργανώσεως καθώς και τα ψευδώνυμα των
Συναγωνιστών.

Ο παραβάτης των άνω όρων θα εκτελήται υπό των ανωτέρων εάν προδώση μυστικά ή
ήθελε αρνηθή διαταγάς.

Πας όστις αισθάνεται φόβον, δειλίαν ή κλονισμόν δεν υποχρεούται να λάβη τοιούτον
όρκον.

Παν μέλος ήθελε λάβη τοιούτον όρκον οφείλει να υπογράψη τον εν λόγω όρκον με το νέον
όνομα της Οργανώσεως Ε.Ο.Κ.Α..

Digitized by 10uk1s
Αυτό το καλά που είχε προσθέσει ο θείος στην απάντησή του για το θέμα της προσέγγισης και
της μύησης του Αυξεντίου, είχε γεμίσει από χαρά την ψυχή του Γρηγορά. Βάσιμα πια περίμενε
ότι σύντομα ο τόσο πατριώτης και ασυγκράτητος ξάδελφός του θα βρισκόταν μαζί του –πλάι
του ίσως– στις αγωνιστικές γραμμές. Και ήταν βέβαιος, ότι ο Γρηγόρης θα είχε να προσφέρει
τόσα όσα κανένας άλλος. Όχι μόνο γιατί είχε στρατιωτική κατάρτιση, αλλά γιατί μέσα του
έκρυβε την εκρηκτική δύναμη του εθνικού αγωνιστή. Εκείνο το καλά έκανε και το αυστηρά
μέχρι τότε φρουρημένο μυστικό να παίρνει δρόμο σιγά - σιγά προς τ' απάνω, να φτάνει στα
χείλη και μόλις να συγκρατιέται στις άκρες των δοντιών...

Το πρώτο φανέρωμα του μυστικού

Ήταν μια παγωμένη νύχτα που οι δυο Γρηγάρηδες χώθηκαν στο σινεμά της Λύσης για να δουν
κάποιο ελληνικό έργο. Εκείνα τα χρόνια η προβολή μιας ελληνικής ταινίας στους χωριάτικους
κινηματογράφους του νησιού ήταν μεγάλη υπόθεση. Την ευχάριστη διάθεσή τους τους τη
χάλασαν κάποια επίκαιρα που έδειχναν την Αυτής Μεγαλειότητα τη Βασίλισσα Ελισάβετ να
κάνει ετούτο και εκείνο. Οι θαμώνες γιουχάισαν τη βασίλισσά τους και η αίθουσα του σινεμά
σείστηκε από εκείνα τα χαρακτηριστικά ποιμενικά σφυρίγματα, που στην Κύπρο έχουν τη
σημασία της χειρότερης αποδοκιμασίας.

Ο Αυξεντίου δεν σφύριξε κι ούτε είπε τίποτε. Όταν, όμως, τέλειωσε η παράσταση και οι δυο
τους περπατούσαν στους κατασκότεινους δρόμους της Λύσης, γύρισε στο Γρηγορά και του είπε
σ' ένα τόνο ξεσπάσματος και ασυγκράτητου παράπονου: Ως πότε, βρε ξάδελφε, θα μένουμε
έτσι ταπεινοί σκλάβοι; Δεν θα βρεθεί, επί τέλους, κάποιος να ξεσηκώσει αυτόν το λαό και να
τον οδηγήσει σε αγώνα, σύμφωνα με τις ελληνικές του παραδόσεις;. Αυτά τα λόγια δεν ήταν
μόνο ξέσπασμα, αλλά ήταν μαζί –βασικά αυτό– ένα βασανιστικό ερώτημα. Ένα ερώτημα ζεστό
σαν πυρωμένο κάρβουνο να εκτοξεύεται μέσα στην παγερή χειμωνιάτικη νύχτα και να κτυπά
ολόισα την καρδιά του Γρηγορά. Απλώθηκε βαθιά σιωπή και μόνο τα βήματά τους ακούγονταν
καθώς περπατούσαν στο δρόμο.

Πέρασαν από το σπίτι της μνηστής του Αυξεντίου, της Βασιλικής, που πρόθυμα προσφέρθηκε
να τους ετοιμάσει κονιάκ και μεζέ. Αυτοί αρνήθηκαν και φαίνονταν βυθισμένοι στις σκέψεις
τους. «Πάμε να περπατήσουμε λίγο», πρότεινε ο Γρηγοράς. Ο Αυξεντίου δεν αρνήθηκε κι έτσι
βρέθηκαν και οι δυο στο δρόμο πάλι, προχωρώντας προς την έξοδο του χωριού. Ο Γρηγοράς
μίλησε πρώτος, λέγοντας: Άκου Γρηγόρη... μου είχες πει έξω από το σινεμά, πότε θα βρεθεί
κάποιος που... Άκου, λοιπόν, δεν θα σου το κρύψω πια: αυτός ο κάποιος βρέθηκε, κι είναι εδώ.
Σε λίγο θ' αρχίσουμε την επανάσταση!

Σαν από μια περίεργη σύμπτωση, εκείνη ακριβώς την ώρα που ο Γρηγοράς τόνιζε με πάθος τα
τελευταία του λόγια, ένας κεραυνός έσχισε τον ουράνιο θόλο και μια βροντή συγκλόνισε τον
τόπο. Ο Γρηγόρης δεν είχε κάνει λάθος. Είχε ακούσει καλά, υπάρχει ο κάποιος... σε λίγο θ'
αρχίσουμε την επανάσταση...

Λες και αυτόν είχε κτυπήσει ο κεραυνός, πήδηξε επάνω από τον ενθουσιασμό του κι ύστερα
αγκάλιασε το Γρηγορά και τον καταφιλούσε. Να ζήσεις ξάδελφε, που μου ανοίγεις την πύλη του
παραδείσου. Αυτό ονειρεύτηκα κι αυτό περίμενα ν' ακούσω. Τώρα θα ιδούν οι Εγγλέζοι τι θα
τους φτιάξουμε. Και χοροπηδούσε για ώρα σαν παιδί από την αναπάντεχη χαρά που του έδωσε
η αποκάλυψη του εθνικού μυστικού.

Digitized by 10uk1s
Καθώς γύριζαν και πάλι στους δρόμους της Λύσης και ετοιμάζονταν να χωριστούν, άρχισε να
πέφτει βροχή. Τα νερά, όπως κυλούσαν από τα σγουρά μαλλιά του Γρηγόρη κι όπως
προχωρούσαν κάτω από το πλατύ του μέτωπο, σμίγονταν με τα δάκρυα της συγκίνησής του...

Ο Γρηγόρης εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Ένοιωσε να τον καίει ένας παράξενος
πυρετός, ενώ ούτε είχε κρυολογήσει, ούτε ήταν άρρωστος. Σκεφτόταν όλ' αυτά που είχε
ακούσει, κι η καρδιά του κι ο νους του έστηναν ένα ξέφρενο πανηγύρι. Μια σκεφτόταν το
Εικοσιένα με τη γραμμή των μεγάλων ηρώων και των μαρτύρων του, που τη ζωή και τη δράση
τους είχε μελετήσει τόσες φορές. Και μια προσπαθούσε βασανιστικά να δει τις προοπτικές του
αγώνα που θα άρχιζε στην Κύπρο. Κρίμα, όμως! Απάνω στο μεθύσι του ενθουσιασμού του είχε
ξεχάσει εντελώς, ίσως δεν τόλμησε, να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο διαλεκτός της ιστορικής
μοίρας, ποιος ήταν αυτός ο Ακρίτας που πρόβαλλε για ν' αδράξει στη μυθική του χέρα την
καρδιά της σκλάβας Κύπρου για να τη ρίξει απάνω στον τύραννο, συντρίβοντάς τον.

Θα κατέβαινε στη Λευκωσία να δει το φίλο του Ανδρέα Αζίνα, στην ΠΕΚ, για να τον
βολιδοσκοπήσει. Αυτός σίγουρα θα ήταν μπασμένος στον αγώνα. Τι έλεγε μπασμένος; Ο Αζίνας
σίγουρα θα έπαιζε ένα από τους πρώτους ρόλους, αφού ολημέρα αλώνιζε τα χωριά και
μάλιστα σε περιόδους που ούτε οι πατάτες, ούτε τα καρώτα δικαιολογούσαν τη συχνή
παρουσία του ανάμεσα στους αγρότες. Ύστερα, τι ήταν αυτό το πήγαιν' - έλα του Αζίνα στην
Αθήνα;

Κατέβηκε, λοιπόν, ο Αυξεντίου στη Λευκωσία και πήγε στην ΠΕΚ, στην οδό Τρικούπη, όπου
βρήκε τον Αζίνα. Άρχισε να ερωτά και να παρακαλεί κάτι παραπάνω να του πουν επί τέλους. Ο
Αζίνας τον ενημέρωσε, χωρίς να του δώσει πολλές λεπτομέρειες, του σύστησε εχεμύθεια και
του είπε να περιμένει. Θα περίμενε, τι να έκανε; Αλλά δεν έκαναν καθόλου καλά να τον
κρατούν μακριά από τις πρώτες αυτές προετοιμασίες. Αυτός που ήξερε από την τακτική του
πολέμου και τη χρήση των όπλων και των εκρηκτικών υλών θα μπορούσε να εκπαιδεύσει ένα
σωρό ανθρώπους.

Το πολεμικό υλικό που είχε φτάσει μυστικά στην Κύπρο από το 1954 και που προοριζόταν για
τις ανάγκες του αγώνα ήταν ακόμη λίγο και ούτε είχε διανεμηθεί στις ομάδες. Περίμενε ο
αρχηγός να έρθει –γύρω στα μέσα Ιανουαρίου 1955– η μεγάλη παρτίδα με καΐκι που θα του
έστελλαν συνεργάτες του από την Αθήνα, και ανάλογα θα μοιραζόταν όλο το υλικό στους
τομείς, σύμφωνα με το τι απαιτούσαν τα σχέδια δράσης που είχαν καταρτισθεί για κάθε
περιοχή. Και τότε θα ήταν και η ώρα του ασυγκράτητου ανθυπολοχαγού, για τον οποίο του είχε
φάει τ' αυτιά ο Γρηγοράς.

Στις 14 Ιανουαρίου πήρε συνθηματικό τηλεγράφημα από την Αθήνα, ότι το καΐκι είχε
αναχωρήσει από την προηγούμενη για την Κύπρο. Στις 15 Ιανουαρίου ο Αρχιεπίσκοπος
Μακάριος ειδοποίησε το Γρίβα, ότι σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε, η όλη επιχείρηση
της μυστικής μεταφοράς υλικού είχε προδοθεί στους Άγγλους. Πράγματι από τα δελτία
πληροφοριών που του διαβιβάζονταν μυστικά, είχε διαπιστώσει ασυνήθιστη κινητοποίηση της
αστυνομίας, με περιπολίες μάλιστα και ενέδρες στο χωριό της Πάφου Χλώρακα, εκεί δηλαδή
ακριβώς που έπρεπε να φτάσει νύχτα, να ξεφορτώσει και να φύγει το καΐκι. Κι ακόμα, υπήρχε
και η πληροφορία, ότι τα ραντάρ του στρατού λειτουργούσαν συνεχώς σε ακτίνα 15 μίλια, ενώ
αγγλικά πολεμικά περιπολούσαν διαρκώς στις δυτικές ακτές της Κύπρου. Αυτά όλα
υπογράμμιζαν την αλήθεια της πληροφορίας, ότι η υπόθεση είχε προδοθεί. Στις 15 Ιανουαρίου
ο Γρίβας έγραφε στο ημερολόγιό του: Καθ' όλην την ημέραν με κατείχε αγωνία. Ποίος ο άτιμος

Digitized by 10uk1s
προδότης: Είναι Έλλην; Τας ελπίδας μου στηρίζω μόνον εις τον Θεόν... Αυτός ο οποίος
καθωδήγησε μέχρι σήμερον τα βήματά μου και με εβοήθησε, θα με βοηθήση και τώρα... Το
πιστεύω... Το καΐκι παρ' όλα αυτά έχω πεποίθησιν εις τον Θεόν ότι θα φθάση και θα μας
παραδώση το φορτίον...

Μέσα στην αγωνία εκείνη, άρχισαν να γίνονται σκέψεις πώς θα αποφευγόταν η σύλληψη του
καϊκιού. Ένα σχέδιο ήταν να κινηθούν, ύποπτα δήθεν, ωρισμένοι νέοι νύχτα σε μια αντίθετη
περιοχή και να φροντίσουν ώστε οι κινήσεις τους να γίνουν αντιληπτές για ν' αποσπασθεί η
προσοχή των αρχών. Άλλη να ειδοποιηθεί ο καπετάνιος να μείνει στη Ρόδο, όπου άλλωστε θα
έπιανε, μέχρι να πάρει νεώτερες οδηγίες. Θα έπρεπε να γίνουν, λοιπόν, αναγνωρίσεις σε άλλες
περιοχές, που να μη συγκέντρωναν την υποψία των Άγγλων. Όχι πια στις δυτικές ακτές, αλλά
στους αντίποδες της Κύπρου, στα ανατολικά, κοντά στην Αμμόχωστο. Αλλά όχι πια, όχι πολλοί
στα σχέδια. Γρίβας και Αζίνας έπρεπε ν' αναλάβουν την αναγνώριση.

Ο Γρίβας βρισκόταν σε μεγάλη έγνοια. Δεν είχε προλάβει ν' αρχίσει ο αγώνας και νάσου που
άρχισαν οι προδοσίες. Όπως πήγαιναν μάλιστα τα πράγματα –σκεφτόταν– κινδύνευε η όλη
προετοιμασία να πάει περίπατο και να μη αρχίσει ποτέ η ένοπλη δράση. Εδώ τα πιο σοβαρά
μυστικά της οργάνωσης, αυτά που έπρεπε να ήταν τριπλοκλειδωμένα στην καρδιά,
σφραγισμένα πίσω από τα χείλη, βγαίνανε στη φόρα και τα μάθαιναν οι Άγγλοι. Μόλις πριν
από δέκα μέρες του είχαν διαβιβάσει ένα δελτίο των μυστικών υπηρεσιών της Αστυνομίας,
όπου γράφονταν αυτά: «Συμφώνως πληροφοριών παρασχεθεισών εις τας Αστυνομικάς Αρχάς
κατά την 24ην Νοεμβρίου ε.έ. υπό δεδοκιμασμένου κατά το παρελθόν πληροφοριοδότου, ο
συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, Κύπριος την καταγωγήν, πολιτογραφηθείς εν Ελλάδι και εις
τον οποίον δεν επετράπη άδεια εισόδου εις την νήσον τον παρελθόντα Ιούνιον, κατώρθωσε να
αποβιβασθή μυστικώς εις την Κύπρον κατά τας αρχάς του τρέχοντος μηνός, είναι δε πιθανόν να
ευρίσκεται ήδη κάπου εις την Επαρχίαν Πάφου.

Αν, λοιπόν, οι Άγγλοι ήξεραν ότι ο Γρίβας βρισκόταν μυστικά στην Κύπρο και ότι σε μια
συγκεκριμένη ημερομηνία και ορισμένη μάλιστα περιοχή περίμενε να παραλάβει λαθραία το
υλικό από το καΐκι, τότε τι θα γίνονταν τα άλλα, τα λιγότερο φυλαγμένα μυστικά; Και τι θα
γινόταν όταν θα άρχιζε ο αγώνας με τις μοιραίες απώλειες, διαρροές ή και αναξιότητες ακόμα;

Με αυτές τις βαριές σκέψεις να βασανίζουν το μυαλό του, ο στρατιωτικός αρχηγός πήγε με τον
Αζίνα στο Μπογάζι, λίγο πιο πάνω από την Αμμόχωστο για ν' αναγνωρίσουν ένα καινούργιο
χώρο για την προσέγγιση του σκάφους. Ήταν 20 Ιανουαρίου 1955. Από την προηγούμενη ο
Αζίνας ειδοποίησε τον Αυξεντίου να περιμένει σ' ένα κέντρο του χωριού του για να
συναντηθούν εκεί και να του μιλήσει για κείνο που ήξερε. Ο Αυξεντίου καταχάρηκε παίρνοντας
το μήνυμα γιατί καταλάβαινε ότι πια θα γινόταν επίσημα δεκτός στην οργάνωση και ίσως και
να αναλάμβανε κάποια αποστολή. Ο Αζίνας φρόντισε να τον προειδοποιήσει ακόμα, ότι μαζί
του θα ήταν και ο αρχηγός, που αν τυχόν η συνάντηση γινόταν στην παρουσία του κι αν τυχόν
καταλάβαινε ποιος είναι, έπρεπε να προσποιηθεί το αντίθετο.

Η πρώτη συνάντηση Γρίβα και Αυξεντίου

Πήγαν ο αρχηγός και ο Αζίνας για την αναγνώριση, κόλλησε το αυτοκίνητό τους σ' ένα
λασπωμένο παραθαλάσσιο χωράφι και χρειάστηκαν χίλιες δυο προφάσεις για να
δικαιολογήσουν την παρουσία τους εκεί και να καλέσουν κάποιους αγρότες να τους

Digitized by 10uk1s
βοηθήσουν να ξεκολλήσουν. Πέρασαν κι από το Τρίκωμο, σε μικρή απόσταση από το Μπογάζι,
που ήταν η γενέτειρα του Γρίβα. Περνώντας είπε στον Αζίνα: «Να μωρέ Αντρέα, σε κείνο εκεί το
δίπατο πλιθαρένιο σπίτι γεννήθηκα. που να μη γεννιόμουν. Κι έχω 26 χρόνια να περάσω από
δω...

Το ραντεβού του Αζίνα με τον Αυξεντίου είχε ορισθεί στις έξη το απόγευμα εκείνης της ημέρας
στο καφεστιατόριο Αλεξάνδρα, στην ανατολική είσοδο της Λύσης, απάνω ακριβώς στον κύριο
δρόμο Λευκωσίας και Αμμοχώστου. Η ώρα πήγαινε οκτώ και όλοι οι πελάτες είχαν φύγει.
Μόνος θαμώνας είχε μείνει ο Γρηγόρης. Φορούσε μια άσπρη μπλούζα, καμωμένη από χοντρό
προβατίσιο μαλλί, που έκλεινε μέχρι το λαιμό, μαύρο πανταλόνι και λασπωμένες αρβύλες.
Έκανε πως διάβαζε κάποια εφημερίδα και ξεφυσούσε με φανερό εκνευρισμό τον καπνό του
τσιγάρου του. Που και που κοίταζε προς την πόρτα σαν κάτι να περίμενε και κάτω από τα
σαρκώδη του χείλη φέγγιζαν τα δυο πάνω αραιά δόντια του, που προεξείχαν κάπως. Πέρασαν
κι οι οκτώ και κανένας δεν ερχόταν, ενώ έξω άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή.

Όταν ο Αζίνας έφτασε, άφησε το αυτοκίνητό του λίγο πιο πέρα από το Αλεξάνδρα. Προτού
κατεβεί ρώτησε τον αρχηγό αν είχε τίποτε να προσθέσει σε όσα είχαν συνεννοηθεί ότι έπρεπε
ν' ανακοινωθούν στο καινούργιο στέλεχος. Ο Γρίβας απάντησε: «Νομίζω πως αρκετό καιρό
περίμενε και πρέπει να του πούμε κάτι το συγκεκριμένο. Πες του πως θα του ανατεθεί
υπεύθυνο πόστο στην οργάνωση και πως θα κληθεί αυτές τις μέρες στη Λευκωσία για να πάρει
οδηγίες. Μη του πεις όμως από ποιόν και, φυσικά, ούτε λέξη για μένα. Εγώ δεν είμ' εδώ. Και
φρόντισε να τελειώνεις γρήγορα για να μη μένω πολλή ώρα εκτεθειμένος στο αυτοκίνητο».

Μπήκε ο Αζίνας και ο Αυξεντίου μόλις τον αντίκρυσε έκανε τον ξαφνιασμένο, για να δείξει ότι η
συνάντησή τους ήταν τυχαία και απρογραμμάτιστη. «Πώς από εδώ, Αντρέα;» Εκείνος είπε ότι
μπήκε για τσιγάρα, ότι βρισκόταν στα πατατοχώρια της Αμμοχώστου, ότι οι αγρότες της
περιοχής βρίσκονταν σε τραγική κατάσταση γιατί οι πατάτες τους έμεναν φέτος αδιάθετες κι
άρχιζαν να... μουχλιάζουν. Όταν ο Αζίνας δέχτηκε την πρόσκληση να καθήσει για ένα καφέ και
κάθησαν, ο Γρηγόρης του είπε μισοσοβαρά μισοαστεία: «Άκουσε, Αντρέα, δεν είναι μόνο οι
πατάτες που άρχισαν να μουχλιάζουν, αλλά κι εμείς. Έχω αρχίσει να χάνω την υπομονή μου».

Στη συνέχεια ο Αζίνας του είπε, ότι είχε εντολή να του ανακοινώσει, εκτός από εκείνα που μέχρι
εκείνη την ώρα του είχε πει ο ξάδελφός του Γρηγοράς, μερικές λεπτομέρειες της
επαναστατικής προπαρασκευής. Στα σύντομα του είπε για τον καταρτισμό των ομάδων, το
υλικό που είχε συγκεντρωθεί, για την ονομασία της οργάνωσης που ήταν ΕΟΚΑ (Εθνική
Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών), για το συνωμοτικό μηχανισμό που είχε μπει σε λειτουργία,
για το ότι κάποιος αρχηγός βρισκόταν επικεφαλής και ότι ο ίδιος θα έδινε σε λίγες μέρες τον
όρκο για να γίνει κανονικό μέλος. Για την ταυτότητα του αρχηγού δεν θα μάθεις τώρα τίποτε,
θα έχεις σύντομα την ευκαιρία να πληροφορηθείς σχετικά, του είπε ο Αζίνας και ύστερα
πρόσθεσε: «Προς το παρόν έχω εντολή του αρχηγού να σου ανακοινώσω ότι σαν στρατιωτικός
που είσαι σε προορίζει για υπεύθυνη θέση και ότι σύντομα, θα κληθείς στη Λευκωσία για να
πάρεις οδηγίες. Εν τω μεταξύ ο αρχηγός μου είπε να σου διαβιβάσω την επιθυμία του να
ετοιμάσεις μια έκθεση με τοπογραφικούς χάρτες ή διαγράμματα αν μπορείς για την
Επισταθμία της Δεκέλειας και τους άλλους στρατώνες κοντά στην Κοντέα και το Πέργαμος.
Χρειάζεται πληροφορίες για τη δύναμη που σταθμεύει εκεί, τις εγκαταστάσεις, τις αποθήκες,
τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνονται, και λοιπά. Αυτή είναι η πρώτη αποστολή που σου
ανατίθεται.

Digitized by 10uk1s
Ο Αυξεντίου τα άκουσε καλά, δέχτηκε την αποστολή που του ανάθεταν και εξέφρασε τη χαρά
του γιατί από αυτά που του ζητούσαν καταλάβαινε ότι ο αρχηγός πρέπει να ήταν ανώτερος
στρατιωτικός. «Χαίρομαι που θα έχω καλό μάστρο», είπε χαμογελώντας με ικανοποίηση.
Πρόσθεσε ύστερα, ότι τίποτε άλλο πια δεν τον απασχολεί παρά πώς να ριχτεί μια ώρα
αρχήτερα στον αγώνα.

Αποχαιρετήθηκαν και ενώ ο Γρηγόρης καθυστέρησε λίγο για να πληρώσει τους καφέδες που
ήπιαν, ο Αζίνας μπήκε στο αυτοκίνητό του και είπε τα καθέκαστα στον αρχηγό. «Ετούτος εδώ
είναι σίφουνας ενθουσιασμού και δεν βλέπει την ώρα να πολεμήσει υπό τις διαταγές σας, που
όπως καταλαβαίνει είσθε –και μου το είπε– ανώτερος στρατιωτικός κι έτσι θα έχει το
κατάλληλο αφεντικό», είπε ο Αζίνας. Ο Γρίβας έδειξε φανερή ικανοποίηση γι' αυτά που άκουγε.
Έβαλε μπρος ο Αζίνας τη μηχανή, αλλά προτού ξεκινήσει γύρισε και παρακάλεσε: «Δεν θάθελες
να του μιλούσες κι εσύ θείε; Είναι εξαιρετικός νέος και δεν φαντάζεσαι πόση χαρά θα νοιώσει
μόνο που θα σε δει».

Ο αρχηγός αντέδρασε αμέσως: «Όχι, αυτό αποκλείεται, τέτια ώρα και σ' αυτό το μέρος. Θα τα
πούμε στη Λευκωσία, όταν θα έχει δώσει τον όρκο. Συμφωνώ πως είναι καλός και έμπιστος,
όπως μου λες, αλλά καλύτερα να περιμένει λίγο ακόμα.

Άναψε τους προβολείς του αυτοκινήτου ο Αζίνας και σε μικρή απόσταση εμπρός φωτίστηκε ο
Γρηγόρης, που πήγαινε να πάρει το ποδήλατό του για να φύγει. «Αυτός είναι ο Αυξεντίου;»,
ρώτησε ο Γρίβας. Αυτός είναι θείε», είπε ο Αζίνας. «Είναι πράγματι λεβέντης», παρατήρησε με
θαυμασμό ο αρχηγός.

Σήκωσε το χέρι του ο Γρηγόρης, αποχαιρέτησε κι ανέβηκε στο ποδήλατό του προχωρώντας για
το σπίτι του στον κύριο δρόμο, απ' όπου έπρεπε ν' ακολουθήσει και το αυτοκίνητο του Αζίνα
γυρίζοντας στη Λευκωσία. «Κρίμα που δεν του μιλήσατε», είπε πάλι ο Αζίνας στον αρχηγό.
Εκείνος έμεινε σκεφτικός να κοιτάζει το νέο που έφευγε και ύστερα ξαφνικά πήρε την
απόφαση: «Αποφάσισα να τον δω και να του μιλήσω. Τρέξε γρήγορα να τον προλάβουμε στο
δρόμο. Κάνε μας τις συστάσεις, αλλά για μένα ούτε όνομα, ούτε χωριό».

Άλλο που δεν ήθελε ο Αζίνας. Έτρεξε πατώντας γκάζι και πρόφθασε τον Αυξεντίου στον κάθετο
δρόμο που οδηγούσε στη Λύση. Έσβησε τους προβολείς και άναψε το φωτάκι μέσα στο
αυτοκίνητο. Κατέβηκε και του είπε να μπει στο αυτοκίνητο να μιλήσουν πάλι. Εκείνος είδε πλάι
στη θέση του οδηγού ένα μεσόκοπο με μουστάκι και είχε αρχίσει κάτι να καταλαβαίνει.
Προτού, όμως, μπει και καθήσει στο πίσω κάθισμα, ψιθύρισε στο αυτί του Αζίνα για να τον
πειράξει: «Γιατί μου έκρυψες ότι είχες παρέα; Είναι μήπως κανένας εκπρόσωπος των
πατατοπαραγωγών;»

Σηκώθηκε από το μπροστινό κάθισμα ο Γρίβας, βγήκε και μπήκε και κάθησε στο πίσω για να
βρίσκεται πλάι στο Γρηγόρη, που κι αυτός κάθησε εκεί. «Θείε, ο Γρηγόρης Αυξεντίου», είπε ο
Αζίνας. «Χαίρω πολύ», είπε ο αρχηγός και έσφιξε το χέρι του νέου. Ο Γρηγόρης τότε ρώτησε
κοιτώντας και τους δυο: «Ο κύριος;» Ο Αζίνας έσπευσε να του απαντήσει: «Ο κύριος είναι ο
αρχηγός μας».

Η πρώτη αντίδραση του Αυξεντίου ήταν η έκπληξη, αφού μόλις πριν λίγα λεπτά του είχε πει ο
Αζίνας ότι τον αρχηγό θα τον έβλεπε ίσως πιο ύστερα. Σα να μη το πίστευε, ψιθύρισε: «Ο

Digitized by 10uk1s
αρχηγός; Μα...» Τότε επενέβη ο ίδιος ο Γρίβας και το επιβεβαίωσε. Ο Γρηγόρης, με
ανέκφραστη χαρά και σεβασμό έσφιξε τότε το χέρι του αρχηγού. Προσπάθησε να βρει τι του
θύμιζε αυτή η μορφή που είχε μπροστά του και που έμοιαζε με κάποιες φωτογραφίες που κατά
καιρούς είχε δει σε εφημερίδες και περιοδικά, τότε που υπηρετούσε στην Ελλάδα. Αμέσως
έβγαλε το συμπέρασμά του, ότι ήταν ο συνταγματάρχης Γρίβας, αλλά θα ήταν ανάρμοστο να το
πει, αφού δεν του το είχαν ανακοινώσει. Είπε μόνο: «Είναι μεγάλη η τιμή και η χαρά που σας
βλέπω αρχηγέ».

Μίλησε και ο αρχηγός: «Για σένα μου είπαν τα καλύτερα λόγια και σε είχα στα σχέδιά μου.
Τώρα όμως ήρθε η ώρα να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου. Γνωρίζω την ειδικότητα και τις
ικανότητές σου». Ύστερα πρόσθεσε: «Σκοπεύω νέε μου να σου αναθέσω αρχικώς τη διενέργεια
σαμποτάζ στις περιοχές Δεκέλειας και Αμμοχώστου, που τις γνωρίζεις καλύτερα. Λεπτομέρειες
για τα μέσα που θα χρησιμοποιήσεις και την αναγκαία προεργασία καθώς και για άλλα συναφή
ζητήματα θα σου ανακοινώσω στην προσεχή συνάντησή μας. Θα στείλω εγώ να σε φέρουν
κάτω αυτές τις μέρες. Προς το παρόν ένα πράγμα θέλω να σου τονίσω: Είσαι στρατιώτης και
μάλιστα αξιωματικός και αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει πειθαρχία και τυφλή υπακοή προς τους
ανωτέρους και τας προϊσταμένας αρχάς. Προκειμένου μάλιστα για μια οργάνωση όπως τη δική
μας οι αρχές αυτές αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και όπως ευθύς εξ αρχής είπα και στους
άλλους θα εφαρμόζονται με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα και απαιτώ από όλους πλήρη
συμμόρφωση προς αυτές. Απαιτείται εχεμύθεια. Και εχεμύθεια λέγοντας δεν εννοώ τη σιωπή
του τάφου, μα την ικανότητα να σκέπτεσαι, να ενεργείς και να οράς κατά τρόπο συνωμοτικό.
Προπάντων απαιτώ πειθαρχία. Πειθαρχία απόλυτη και τυφλή υπακοή στις διαταγές του
αρχηγού διότι. μόνον από εμένα θα λαβάνεις εντολές και οδηγίες. Η οργάνωσή μας, όπως θα
έχεις αντιληφθεί απ' όσα σου διαβιβάσθηκαν ως τώρα, θάναι στη σύνθεση, τη διάρθρωση και
το χαρακτήρα της γενικά μια καθαρά συνωμοτική οργάνωση και τέτοια θα παραμείνει μέχρι
τέλους αν πρόκειται να επιτύχει στους σκοπούς της. Υπάρχουν ως εκ τούτου μειονεκτήματα
που περικλείουν κινδύνους. Αύριο με την πρώτη κρούση μπορεί να σκορπισθούμε άλλοι εδώ κι
άλλοι εκεί. Σε τέτια περίπτωση ο κίνδυνος να δημιουργηθούν καπετανάτα δεν αποκλείεται κι
εγώ, θέλω να σε ειδοποιήσω, καπετανάτα δεν πρόκειται ν' ανεχθώ στην οργάνωση από
κανένα. Αυτά είχα να σου πω και αν νομίζεις ότι μπορείς ν' ανταποκριθείς, τότε ζητώ να μου
υποσχεθείς ότι θα πειθαρχήσεις πλήρως και μέχρι τέλους στις διαταγές μου και ότι δεν θα
προβαίνεις σε καμμιά ενέργεια χωρίς την έγκρισή μου.

Τι λόγια! Και με τι σιγουριά και αποφασιστικότητα που τα έλεγε ο αρχηγός! Ο Αυξεντίου ήταν
συγκινημένος και γοητευμένος μαζί. Ούτε απορία και ούτε αντίρρηση είχε για όλα όσα είχε
ακούσει. Τον ικανοποιούσαν πέρα για πέρα αυτές οι αρχές και τον εύρισκε απόλυτα σύμφωνο
το πρόγραμμα και οι όροι του αρχηγού. Μίλησε και με σταθερή αλλά και συγκινημένη φωνή
είπε: «Ως Έλλην αξιωματικός σας δίδω τον λόγον της στρατιωτικής μου τιμής, ότι θα
υπηρετήσω πιστώς και εντίμως υπό τας διαταγάς σας, πρόθυμος να εκτελέσω παντού και
πάντοτε οιανδήποτε αποστολήν, την οποίαν ως αρχηγός του Αγώνος διά την εθνικήν
ελευθερίαν της Κύπρου θα μου αναθέσετε».

Σ' αυτό το ως Έλλην αξιωματικός ο Αυξεντίου έδωσε μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Μιλούσε σα να
ορκιζόταν, σα να έδινε κανονική στρατιωτική αναφορά σε ανώτερό του. Ο Γρίβας τον
ευχαρίστησε και τότε ο Αζίνας ρώτησε πότε θα έδινε ο Γρηγόρης τον όρκο για να κάμει τις
αναγκαίες διευθετήσεις. Ο αρχηγός είπε αμέσως και χωρίς δισταγμό: «Μου φθάνει ο λόγος της
στρατιωτικής του τιμής που έδωσε σαν Έλληνας αξιωματικός. Αυτό είναι αρκετό σαν όρκος.
Από αυτή τη στιγμή θεωρείται μέλος».

Digitized by 10uk1s
Όταν έφυγαν ο Γρίβας με τον Αζίνα, ο Αυξεντίου γύρισε στο σπίτι του αλλά και πάλι –όπως και
την άλλη φορά που ο Γρηγοράς του φανέρωσε το πρώτο μυστικό– δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι.
Και τώρα, μέσα στο λήθαργό του αντίκρυζε σα συννεφένιες φιγούρες να διαβαίνουν μπροστά
του Καραϊσκάκηδες, Ανδρούτσοι, Κολοκοτρώνηδες, Διάκοι. Γλώσσες φωτιάς έβλεπε να
σπαθίζουν την κατασκότεινη νύχτα και αίματα να ραντίζουν το κυπριώτικο χώμα... Την άλλη
μέρα, πρωί - πρωί, κατέβηκε και βρήκε τον Αζίνα στη Λευκωσία. Ήταν κυριολεκτικά
συνεπαρμένος. «Ξέρω ποιος είναι», του είπε. «Αφού ξέρεις, κλείσε το στόμα σου», του
απάντησε χαμογελώντας ο Αζίνας.

Στις 20 Ιανουαρίου 1955 ο αρχηγός της ΕΟΚΑ έγραφε στο ημερολόγιό του: «...Λόγω
επελεύσεως σκότους ανεβάλαμεν δι' αύριον συνέχισιν αναγνωρίσεως. Δι' Αμμοχώστου
μετέβημεν εις Λύσην όπου είδον έφεδρον αξιωματικόν. Αυξεντίου μου έδωσε τον λόγον του ότι
τίθεται υπό τας διαταγάς μου δια να αναλάβη αποστολάς. Του είπον ότι σκοπεύω να του
αναθέσω σαμποτάζ εις περιοχήν Δεκελείας - Πύλας και επαρχίαν Αμμοχώστου».

Digitized by 10uk1s
3
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Μέσα από τις φλόγες και τη λαίλαπα του κυπριακού αγώνα μια περήφανη μορφή ξεχωρίζει:
Παράστημα ψηλό, κορμοστασιά γερή, πρόσωπο περήφανο, μέτωπο μεγάλο, μάτια σπιθοβόλα,
πνεύμα ζωηρό, καρδιά που δεν ξέρει το φόβο, δεν ξέρει δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις. Να
τον μπροστά μας: Είναι ο Γρηγόρης, ο Ζήδρος, ο Ρήγας, ο Αίαντας, ο μάστρος. Μ' αυτά τα λόγια
περιγράφει τον Αυξεντίου ο συναγωνιστής του Νίκος Σπανός, που τον γνώρισε από κοντά και
συνεργάστηκε μαζί του.

Πράγματι, ο Γρηγόρης μπήκε στον αγώνα με όλο το μεθύσι της ψυχής του, που είχε φουντώσει
ακόμα περισσότερο από την εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο αρχηγός. Όμως, αυτή η έξαλλη
χαρά του έπρεπε να δώσει τη θέση της σε σοβαρή εργασία. Καταλάβαινε, ότι βασικά θα
έπρεπε πρώτα να πάρει ο ίδιος λεπτομερέστερες οδηγίες από τον αρχηγό της ΕΟΚΑ, το Διγενή
πια, για τα πλαίσια της αποστολής του. Έπρεπε ύστερα να φροντίσει για την ανακάλυψη και
εξασφάλιση υλικού, αφού όπως του είχαν πει υπήρχε πιεστική ανάγκη ν' αυξηθούν τ'
αποθέματα της οργάνωσης σε υλικό προτού αρχίσει ο αγώνας. Κι έπρεπε, ακόμα, να
εκπαιδεύσει κόσμο, έπρεπε να διδάξει αυτούς που κάτω από τις διαταγές του θα ρίχνονταν σε
λίγες εβδομάδες στον αγώνα. Ήταν πολλή εργασία και έπρεπε να γίνει σύντομα και χωρίς
καθυστέρηση.

Ο Αυξεντίου άρχισε να κατεβαίνει στη Λευκωσία και να συναντάται με τον αρχηγό σε διάφορα
σπίτια όπου γίνονταν μυστικά οι οργανωτικές συσκέψεις και οι άλλες προπαρασκευαστικές
επαφές. Ο Αβέρωφ (Γιαννάκης Δρουσιώτης), δεξί χέρι του Διγενή στην πρώτη περίοδο του
αγώνα, λέει: «Γνώρισα τον Αυξεντίου μετά τα μέσα Ιανουαρίου 1955, όταν άρχισε να έρχεται
στη Λευκωσία ύστερα από ειδοποίηση που του στέλλαμε κάθε φορά. Είχαν συνεργασία με τον
αρχηγό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο τον θαύμαζα για τη στρατιωτική του κατάρτιση και για τη
λεβεντιά του. Του ανετέθη στην αρχή ν' ανασύρει καταποντισμένες νάρκες, που η γέμισή τους
θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα δικά μας εκρηκτικά.

Στις 24 Ιανουαρίου 1955 ο Διγενής σημειώνει στο ημερολόγιό του: Ώρα 20.30' είδον, εις οικίαν
Γιάγκου, Αυξεντίου και συνεζητήσαμεν επί αποστολής του. Μου έδωσε λόγον τιμής του ότι θα
πειθαρχήση απολύτως εις τας διαταγάς μου.

Εκείνη η πρώτη συνεργασία του Αυξεντίου με τον στρατιωτικό αρχηγό επρόκειτο να συμπέσει
με γεγονότα δραματικά για την οργάνωση, που λίγο έλειψε να έχουν αποτέλεσμα τη διάλυση
των αγωνιστικών τάξεων και τη ματαίωση της επαναστατικής προσπάθειας. Το ιστιοφόρο Άγιος
Γεώργιος, που με τόση ελπίδα και αγωνία περίμεναν να έρθει κρυφά και να παραδώσει το
πολύτιμο υλικό του, πιάστηκε από τους Άγγλους. Στη Ρόδο δεν κατορθώθηκε να ειδοποιηθεί
για ν' αναβάλει το ταξίδι του στην Κύπρο, ή ν' αλλάξει τόπο προσέγγισης. Κι έτσι με απόλυτη
σιγουριά έφτασε στα νερά της Πάφου, τη νύχτα της 25ης Ιανουαρίου, εκεί όπου είχε
συμφωνηθεί. Εκεί το σκάφος συνελήφθη από αγγλικό περιπολικό, ενώ οι Κύπριοι πατριώτες
που περίμεναν στα βράχια της ακτής εκπέμποντας τα συνθηματικά πράσινα φώτα, πιάστηκαν
κι αυτοί από την αστυνομία, που με βάση τις πληροφορίες της ενέδρευε κάθε νύχτα αθέατη.
Συμφορά! Το υλικό χανόταν, το ιστιοφόρο με ελληνικό πλήρωμα πιανόταν, οι πιο έμπιστοι
αγωνιστές που είχαν μυηθεί από τους πρώτους έπεφταν στα χέρια των Αρχών. Το πλήγμα ήταν
από τα χειρότερα που μπορούσαν να υπάρξουν, γιατί εκτός από την απώλεια έμψυχου και

Digitized by 10uk1s
άψυχου υλικού, ξεσκεπαζόταν κάποια ελλαδική –ανεπίσημη έστω– ανάμιξη στην προετοιμασία
του ένοπλου αγώνα. Αυτό ήταν ένα στοιχείο που θα προκαλούσε σοβαρούς πολιτικούς
αντίκτυπους σε μια τόσο ευαίσθητη ώρα. Κι ακόμα, πέρα από αυτό το χειρότερο ήταν ότι με
την αποκάλυψη όλης αυτής της επιχείρησης θα χανόταν για την ΕΟΚΑ το πλεονέκτημα του
αιφνιδιασμού. Τις σκέψεις και τα αισθήματά του εκφράζει ο Διγενής γράφοντας στο
ημερολόγιό του, στις 26 Ιανουαρίου 1956, τ' ακόλουθα:

Ι α ν ο υ ά ρ . 2 6 : Περί 20ήν ώραν μεταβάς εις Παλουριώτισσα προς συνάντησιν μετά


Αυξεντίου ούτινος η εκπαίδευσις επερατούτο, ίνα του δώσω οδηγίας, μου εδόθη υπό
Νότη δελτίον πληροφοριών δι' ου εγνωστοποιείτο ότι περί το μεσονύκτιον της 25 - 26
τρέχ. συνελήφθη παρά την Πάφον ιστιοφόρον μεταφέρον υλικόν σαμποτάζ, οπλισμόν και
χειροβομβίδας. Οι άνδρες του πληρώματός του μετεφέρθησαν περί την 3ην πρωινήν της
σήμερον εις Λευκωσίαν καθώς και το υλικόν δια δύο αυτοκινήτων. Σήμερον το απόγευμα
μετεφέρθησαν και έτεροι τρεις άνδρες. Μεγάλο το ατύχημα.

Ποίος ο προδότης; Η κατάρα όλων μας και ιδιαιτέρως της Κύπρου θα τον βαρύνη.
Προδόται πάντοτε υπάρχουν, δεν εφανταζόμουν όμως ότι και εις αυτήν την περίστασιν
θα ευρίσκοντο αργυρώνητοι Έλληνες.

Εις πείσμα όλων θα προχωρήσωμεν έστω και με τα ελάχιστα μέσα μας. Το τοιούτον
ανέθεσα εις τον Γιάγκον να γνωρίση εις τον Αρχιεπίσκοπον.

Περί 21.30' ώραν αφίχθη Λεύκιος εις Παλουριώτισσα φέρων τον οπλισμόν. Τον
εναποθηκεύσαμεν εκεί.

Κλείνω το ημερολόγιον εδώ διά να το κρύψω, εκ φόβου μη τυχόν πέση εις χείρας
εχθρικάς. Χαλεπαί αι ημέραι....

Όσο κι αν οι μέρες ήταν χωρίς προηγούμενο δύσκολες, η ηγεσία του Αγώνα δεν έχασε την
ψυχραιμία και την αποφασιστικότητά της. Στις 29 Ιανουαρίου ο Διγενής έγραφε ένα απόρρητο
γράμμα προς τον Μακάριο και του έλεγε, ότι οι ατυχίες δεν πρέπει ν' αποκλείονται σ' ένα
αγώνα και ότι, παρά τα συμβάντα «έχομεν την πίστιν εις την τελικήν νίκην». Του έλεγε ακόμα,
ότι με όσους κατόρθωσε να επικοινωνήσει βρήκε «την στερράν απόφασιν να προχωρήσωμεν
προς τα εμπρός». Το πιο σημαντικό ήταν η υπόσχεση που έδινε ο στρατιωτικός αρχηγός στον
Αρχιεπίσκοπο. Του έγραφε: «Σας δίδω τον λόγον της τιμής μου ότι δεν θα ησυχάσω, εφ' όσον
αναπνέω, από του να κτυπώ τον κατακτητήν».

Στις 31 Ιανουαρίου Μακάριος και Γρίβας συναντήθηκαν μυστικά στο Μετόχι του Κύκκου, έξω
από τη Λευκωσία, και τα είπαν και προφορικά. Ο Μακάριος είπε ότι επιθυμούσε άμεση έναρξη
της δράσης εναντίον των Άγγλων και διευκρίνησε ότι θα προτιμούσε οι επιχειρήσεις να είχαν
σα στόχους στρατιωτικές εγκαταστάσεις, χωρίς να υπάρξουν ανθρώπινα θύματα. Την άλλη
μέρα ο Διγενής έδωσε στους συνεργάτες του οδηγίες να συμπληρώσουν τα τελευταία κενά
τους γιατί ο Αγώνας θα άρχιζε σε διάστημα ημερών. Ετοίμασε και τους στόχους που θα
κτυπούσαν οι αγωνιστές στην πρώτη εξέγερσή τους. Ένας από αυτούς –από τους περισσότερο
σημαντικούς– ήταν η στρατιωτική βάση των Άγγλων στη Δεκέλεια, που είχε ανατεθεί στον
Αυξεντίου. Ο Αυξεντίου ήξερε καλά την περιοχή γιατί μετέφερε εκεί κάθε μέρα με το
αυτοκίνητό του εργάτες που εργάζονταν στις διάφορες εγκαταστάσεις. Ο Διγενής γράφει στο

Digitized by 10uk1s
ημερολόγιό του, την 1η Φεβρουαρίου 1955: Πιθανόν προστεθώσι και άλλοι (στόχοι) αναλόγως
διατεθησομένων μέσων εις εκρηκτικά και ύλας. Προς τούτο άμεσος επαφή με Λέναν και
Αυξεντίου.

Ο Λένας (που κι αυτόν θα τον ένωνε με τον Αυξεντίου κοινή δράση και κοινός θάνατος) ήταν
ένας σεμνός νέος 22 χρόνων από το ορεινό χωριό Χαντριά. Ο Στυλιανός Λένας, ο πρόσχαρος και
χριστιανικότατος Στέλιος, ήταν σιδηρουργός στη Λευκωσία και είχε αρχίσει πριν από τον Αγώνα
να κατασκευάζει μόνος του νάρκες και χειροβομβίδες. Πιο ύστερα, όταν θα έβγαινε αντάρτης
στο βουνό θα τελειοποιούσε τόσο τις μεθόδους του και θα πολλαπλασίαζε τόσο την παραγωγή
του εφοδιάζοντας τις ομάδες με εκρηκτικά, που οι Άγγλοι τον ονόμασαν ο Κρουπ της ΕΟΚΑ!

Ο Αυξεντίου τομεάρχης Αμμοχώστου

Ο Αυξεντίου εν τω μεταξύ είχε διορισθεί κανονικά τομεάρχης στην επαρχία Αμμοχώστου και
άρχισε τις νύκτες να γυρίζει τα χωριά και να εκπαιδεύει τις ομάδες που είχαν κιόλας
συγκροτηθεί. Μια νύχτα του Φεβρουαρίου 1955 ο Αυξεντίου έφτασε στο σωματείο ανόρθωσις
της Αμμοχώστου και γύρευε το στενό του φίλο Αντώνη Παπαδόπουλο, που ήταν γυμναστικός
στο γυμνάσιο της πόλης. Δεν τον βρήκε εκεί και συναντώντας τον Παύλο Παυλάκη, που κι
αυτός ήταν φίλος του, του είπε: «Πάμε στο Παραλίμνι. Το Παραλίμνι είναι ένα πλούσιο
παραθαλάσσιο χωριό στα νότια της Αμμοχώστου. «Τι, για κανένα προξενειό;» ρώτησε στ'
αστεία ο Παυλάκης. Όχι, για κάτι πολύ σοβαρό, απάντησε ο Γρηγόρης.

Μπήκαν στο αυτοκίνητο και τράβηξαν κατά το Παραλίμνι, εκεί όπου ανάμεσα στα περιβόλια,
σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα. οι πανύψηλοι ανεμόμυλοι σχημάτιζαν ένα γραφικό
δάσος. Ο Γρηγόρης άνοιξε στον Παυλάκη την καρδιά του:

– Τέλειωσαν τα ψέματα. Μπαίνουμε σε αγώνα εναντίον των Άγγλων. Θα γίνει επανάσταση.


Υπάρχει αρχηγός, υπάρχουν όπλα και κάθε είδους υλικό, υπάρχουν ομάδες. Είσαι ο δεύτερος,
μετά τον Αντώνη, που πλησιάζω για να ενταχθείς και να λάβεις μέρος στα σαμποτάζ που θα
κάνουμε.

Ο Παυλάκης έμεινε για λίγο σκεφτικός και ύστερα παρατήρησε:

– Ποιοι θα κάνουν, Γρηγόρη, την επανάσταση; Αυτοί οι πολιτικάντηδές μας που υποκρίνονται
καθημερινά ότι τάχα είναι πατριώτες; Εγώ τουλάχιστο σ' αυτούς δεν έχω καμμιά εμπιστοσύνη.

Χαμογέλασε ικανοποιημένος ο Αυξεντίου. Επειδή ήξερε τον Παυλάκη, καταλάβαινε ότι οι μόνες
του αντιρρήσεις θα ήταν αν όλη αυτή η προσπάθεια βρισκόταν στα πλαίσια πολιτικών
καταστάσεων, που πολλές φορές είχε εκφράσει τη σιχαμάρα του για τα τερτίπια και τις
φιλοδοξίες τους. Και του απάντησε:

– Κανένας απολύτως από αυτούς που νομίζεις δεν έχει σχέση. Ούτε που ξέρουν τι πάει να γίνει.
Εδώ μιλάμε για στρατιωτική οργάνωση. Στρατιωτκός –και ανώτερος μάλιστα– είναι ο αρχηγός
μας.

Μετά από αυτά ο Παυλάκης έδειξε τη χαρά του και είπε ότι δέχεται να μπει κι αυτός στον

Digitized by 10uk1s
Αγώνα. Όταν γύρισαν στην Αμμόχωστο, βρήκαν και τον Αντώνη Παπαδόπουλο, που είχε πάει
σε αποστολή για την εξασφάλιση ναρκών. Τελικά έφερε τις νάρκες και τις παράδωσε στον
Αυξεντίου. Τόσο στον Παπαδόπουλο, όσο και στον Παυλάκη ανατέθηκαν καθήκοντα
σχηματισμού ομάδων και εξεύρεσης υλικού με κάθε τρόπο. Ο Παπαδόπουλος θα ήταν βοηθός
τομεάρχης και αντικαταστάτης του Αυξεντίου σε περίπτωση ανάγκης. Κι ο Παυλάκης (με το
ψευδώνυμο Μελάς αργότερα) θα είχε την ευθύνη των πληροφοριών. Ο Αυξεντίου πήρε τώρα
για αγωνιστικό ψευδώνυμο το όνομα του θρυλικού αρματολού της Πίνδου Πάνου Ζήδρου ή
Ζήτρου, που με την ανδρεία του είχε φυλάξει για χρόνια ελεύθερη την Ελασσόνα από τους
Τούρκους στο 18ο αιώνα. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν, ακόμα και στα ψευδώνυμα των
αγωνιστών, μια αναβίωση των εθνικών αγώνων των Ελλήνων και προ πάντων του Εικοσιένα.

Αυξεντίου, Παπαδόπουλος και Παυλάκης θα έπρεπε να φροντίσουν ιδιαίτερα το θέμα του


υλικού. Ο Διγενής γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Ο Αυξεντίου ήτο εν γνώσει της
δυσχερούς θέσεως, εις ην ευρισκόμεθα από απόψεως εκρηκτικών υλών. Λόγω της εργασίας, ην
εξετέλει εις Δεκέλειαν, και της επαφής του με άτομα της περιοχής, ασκούντα το επάγγελμα του
αλιέως, κατώρθωσε να μας προμηθεύση ικανάς ποσότητας ΤΝΤ και αματόλ, αι οποίαι
εξήχθησαν εκ του βυθού της θαλάσσης από βυθισθέντα πλοία, κατά την διάρκειαν του
τελευταίου πολέμου. Αι ποσότητες αύται ήσαν υπεραρκεταί διά να καλύψουν τας ανάγκας
μας, δια την πρώτην εξόρμησίν μας.

Η ιδέα να ερευνηθεί ο βυθός ήταν του Αυξεντίου. Το ναυάγιο βρισκόταν βαθειά και πάγωναν
και αυτός και οι συνεργάτες του ψαράδες, πήγαιναν να σπάσουν τα πνεμόνια τους καθώς
βουτούσαν στ' ανοιχτά της Αμμοχώστου για να βγάλουν το πολύτιμο υλικό. Υπήρχε και ο
κίνδυνος ν' ανατιναχτούν από τις νάρκες, που είχαν μέγεθος μεγάλου στρογγυλού χωριάτικου
ψωμιού Με τις οδηγίες του Αυξεντίου αποφεύχθηκε κάθε κίνδυνος και γρήγορα η ομάδα των
ερευνητών έγιναν ατσίδες. Οι άσπρες νάρκες είχαν ποσότητα ΤΝΤ και οι μαύρες είχαν αματόλ.
Τις άνοιγαν με προσοχή στην ξηρά, έβγαζαν το περιεχόμενό τους, το ξέραιναν στον ήλιο και
ύστερα το αποθήκευαν. Ένας δύτης μια μέρα αντί να βγάλει νάρκη, ανέβασε στη βάρκα ένα
αρχαίο αγγείο, απομεινάρι κι αυτό από κάποιο παλιό ναυάγιο. Ο Αυξεντίου γέλασε και τον
ρώτησε: «Στάμνες θα μαζεύουμε τώρα ή νάρκες; Άσε, τ' αγγεία και τ' αγάλματα θα τα
μαζέψουμε μετά τον Αγώνα, όταν πια δεν θα μας τα παίρνουν οι Άγγλοι, αλλά θα τα
κρατήσουμε στον τόπο μας».

Πόσο πράγματι έπαιζε με το θάνατο ο Αυξεντίου, ανοίγοντας άπληστα τις μαύρες και τις
άσπρες του! Παίζοντας αυτό το επικίνδυνο παιγνίδι άπλωνε με προσοχή –με στοργή, θα έλεγε
κανείς– το φοβερό περιεχόμενό τους πάνω σε μεγάλες λαμαρίνες, που τις... φούρνιζε! Ώρες και
ώρες στεκόταν με προσοχή και αγωνία μπροστά στο φούρνο και ξαναμμένος παρακολουθούσε
το στέγνωμα του υλικού, που από τόσα χρόνια η θάλασσα είχε φυλάξει στα υγρά σπλάχνα της.

Ήταν και ένα άλλο ναυάγιο, κοντά στον Άγιο Μέμνονα, πολύ κοντά στην πόλη. Στα 1949 είχε
βυθιστεί εκεί το αγγλικό μεταγωγικό Πόρλοκ Χιλλ. Μυστήριο πώς ανακάλυψαν οι αγωνιστές ότι
στα μαύρα και παγωμένα σπλάχνα του, ανάμεσα σε λάσπη και φύκια, κρυβόταν ένας
θησαυρός, τυφέκια ένφηλντ και πολυβόλα μπρεν. Άρχισαν να βγάζουν και από εκεί με κάθε
μυστικότητα μήπως αντιληφθούν τίποτε οι Άγγλοι. Τα όπλα είχαν δυστυχώς πάθει μεγάλες
φθορές. Τα ξύλινα μέρη τους είχαν σαπίσει, ενώ στις κάννες είχε αρχίσει να δημιουργείται ένα
πέτρινο στρώμα σκληρό σαν βράχος. Το καθάρισμά τους ήταν φοβερά δύσκολη δουλειά. Μετά
έβαζαν πρόσθετα κοντάκια και δοκίμαζαν τα όπλα. Κατόρθωσαν να κάνουν τα πιο πολλά να
λειτουργούν και να ρίχνουν. Ωστόσο, επειδή οι κάννες είχαν πάθει ανεπανόρθωτες βλάβες, οι

Digitized by 10uk1s
σφαίρες δύσκολα πετύχαιναν στόχο σε απόσταση πέρα από τα εκατό μέτρα! Ήταν, όμως, τόση
η έλλειψη, που κι αυτά ακόμη τα ακατάλληλα και επικίνδυνα όπλα, που απροσδόκητα τους
είχε φιλοδωρήσει η θάλασσα, θα τα χρησιμοποιούσαν σε ενέδρες, συμπληρωματικά μόνο,
απλώς για ντόρο, για να τρομοκρατούνται οι Άγγλοι και να νομίζουν ότι οι αγωνιστές διάθεταν
υπεροπλία...

Αφού ο Ζήδρος έβαλε σε δρόμο το περίεργο «ψάρεμα», γύριζε τα κοκκινοχώρια της


Αμμοχώστου για να επιθεωρεί τις ομάδες. Τι αγωνιστική φωτιά που εύρισκε στα δυο γειτονικά
χωριά Λιοπέτρι και Αυγόρου! Στο πρώτο επικεφαλής οι ασυγκράτητοι πατριώτες Ξάνθος
Σαμάρας και Μόδεστος Παντελής με τ' αδέλφια τους κι ολόκληρο το σόι τους. Κι οι δυο θα
έπεφταν στη μεγάλη προσπάθεια, επιβεβαιώνοντας ότι ο θάνατος παίρνει πάντα τους πιο
εκλεκτούς. Στο Αυγόρου ήταν ο Ανδρέας Κάρυος, φλογερός κι αυτός αγρότης που ποθούσε τον
Αγώνα και χρόνια πριν έγραφε σ' ένα τραγούδι του:

Είμαι αγρότης, πόσον ωραία


να πέσω με σφαίρα στα στήθια
πολεμώντας για την αλήθεια,
για τα συμφέροντα τα εθνικά!

Θάπεφτε πράγματι κι αυτός πιο ύστερα, έτσι όπως το είχε ονειρευτεί και στο θάνατο θα τον
ακολουθούσε και ο αδελφός του Γεώργιος Κάρυος, ενώ άλλα αδέλφια τους θα βρίσκονταν στις
φυλακές. Έτσι ρίχνονταν στον Αγώνα τότε, οικογένειες ολόκληρες, χωρίς να υπολογίζουν το
θάνατο και τις θυσίες...

Η εκπαίδευση των αγωνιστών της ΕΟΚΑ

Ο γερο - Παντελής Γεωργίου από το Λιοπέτρι, στέρεος σαν τα αιωνόβια πλατάνια του τόπου,
έλεγε σχετικά, μιλώντας στην κυπριακή διάλεκτο: Είχα τέσσερεις γυιούδες. Ούλλοι γεωργοί
τζιαι παντρεμένοι με παιδκιά. Εγύμνασέν τους ο Αυξεντίου. Όταν άρκεψεν ο Αγώνας, επήαν
τζιαι οι τέσσερεις μαζίν του την πρώτην νύχταν. Ο ένας δεν εξαναφάνηκεν πιον. Ο άλλος
ευρέθην εις την φυλακήν.... Ο γυιός του, Παναγιώτης Παντελής, συμπληρώνει: «Σαν να τον
βλέπω τον Αυξεντίου αυτήν την στιγμήν μπροστά μου, όταν μας έκαμνεν την πρώτην
εκπαίδευσιν στο χωρκόν μας. Ήμαστιν ούλλοι γεωργοί τζιαι ανίδεοι. Θυμούμαι τον που εκράτεν
την χειροβομβίδαν τζιαι ελάλεν μας με το χιούμορ του: Βρε ανοίξετε τα μάθκια σας, δώστε
προσοχήν τζιαι οι χειροβομβίδες δεν είναι πατάτες ή καρπούζια που ξέρετε! Η εκπαίδευση
γινόταν στο σπίτι του Παναγιώτη Κατσάρη και είχε σαν πρώτο αντικείμενο την κατασκευή
βομβών βενζίνης και τη ρίψη χειροβομβίδων. Στο Λιοπέτρι πήγαινε ο Αυξεντίου συνοδευμένος
από τον Παύλο Παυλάκη.

Η σύλληψη του καϊκιού με το πολεμικό υλικό και άλλες ενδείξεις που ακολούθησαν, στους
μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 1955, έδειχναν πια καθαρά στους Άγγλους, ότι το ηφαίστειο
θα έσκαγε. Πότε όμως; Κι από ποιους; Πού και με ποιόν τρόπο; Θετικές πληροφορίες δεν
υπήρχαν. Γι' αυτό και οι αγγλικές μυστικές υπηρεσίες κινητοποιήθηκαν με σκοπό να
διεισδύσουν στην οργάνωση, να επισημάνουν τα στελέχη και τους μηχανισμούς και να
εντοπίσουν την ηγεσία. Στις 27 Φεβρουαρίου 1955 ο Διγενής έστειλε στον Αυξεντίου αυτή τη
διαταγή:

Digitized by 10uk1s
ΕΟΚΑ

αριθμ. πρωτοκ. 14

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ

Είναι υπέρτατη ανάγκη να τονισθή εις άπαντα τα μέλη μας η μυστικότης εις τας ενεργείας
μας. Ούτε η ύπαρξις της ημετέρας οργανώσεως, ούτε οι σκοποί της πρέπει ν'
αποκαλυφθούν, συμφέρει δε προς το παρόν, να τηρηθούν μυστικοί. Εξ εγγράφου, όπερ
περιήλθεν εις χείράς μας, εμφαίνεται, ότι η Αστυνομία καταβάλλει μεγίστην προσπάθειαν
προς την κατεύθυνσιν της αποκαλύψεως μυστικής οργανώσεως εν Κύπρω, της οποίας
εικάζει την ύπαρξιν.

Συστήσατε συνεπώς εις τα μέλη μας να δεικνύουν πλήρη άγνοιαν μιας τοιαύτης
οργανώσεως απέναντι των άλλων.

Επίσης η Αστυνομία θα καταβάλη μεγαλυτέραν προσπάθειαν διά την ανακάλυψιν


εκρηκτικών υλών και όπλων, διότι νομίζει, ότι διά της ανακαλύψεως τούτων θα
απεκαλύπτετο και η ημετέρα οργάνωσις και θα ήτο δυνατόν να την εξαρθρώση.

Τα ανωτέρω να ληφθούν σοβαρώς υπ' όψιν και έκαστος εν τω κύκλω του να συμβάλη εις
την ματαίωσιν των σκοπών της Αστυνομίας.

Ο αρχηγός
ΔΙΓΕΝΗΣ

27.2.955

Εκτός από τη μυστική διαταγή που είχε αποσταλεί στον Αυξεντίου, ο Διγενής ήθελε και πάλι να
τον δει προσωπικά και να μιλήσουν. Τον κάλεσε στη Λευκωσία και του τόνισε πόσο βασιζόταν
σ' αυτόν και πόσο έπρεπε η πρώτη Αγωνιστική εξόρμηση να είχε επιτυχία. Του είπε, ότι αν
καταλάβαινε ότι κάποιοι από τους άντρες του λιποψυχούσαν, ή έστω έδειχναν δισταγμούς, θα
ήταν καλύτερα να τους έκοβε έξω από την οργάνωση, από τώρα, όσο ήταν καιρός και προτού
μπουν βαθύτερα στα μυστικά του Αγώνα. Στις 4 Μαρτίου ο Αρχηγός σημειώνει χαρακτηριστικά
στο ημερολόγιό του: 4 Μαρτίου: Συνέστησα εις ΖΗΔΡΟΝ εκκαθάρισιν του προσωπικού των
σαμποτέρ ώστε να παραμείνουν οι τολμηροί και εχέμυθοι. Του ετόνισα ότι η πρώτη μας
κρούσις πρέπει να αποδώση άριστα αποτελέσματα, διότι εκτός των άλλων είναι και ζήτημα
γοήτρου και εξυψώσεως ηθικού των ημετέρων. ΖΗΔΡΟΣ φαίνεται τολμηρός και αναμένω από
τούτον σοβαρά αποτελέσματα, Ας ίδωμεν.

Όσα έλεγαν μέχρι τότε οι άλλοι στο Διγενή για την αξιοσύνη του Αυξεντίου, καταλάβαινε τώρα
και ο ίδιος ότι ήσαν αληθινά. Έβλεπε ότι ο Ζήδρος ήταν ο συνεργάτης που ζητούσε. Πιο ύστερα,
μετά τον Αγώνα, θα γράψει επιγραμματικά: «Ο Αυξεντίου ήτο στρατιώτης σεμνός και γενναίος.
Εν τω προσώπω του ενεσαρκούτο ο ιδανικός στρατιώτης. Ως άνθρωπος ήτο από τους τελείους
τύπους, οι οποίοι προσελκύουν την αγάπην και την εκτίμησιν».

Οι εκρηκτικές ύλες και τα όπλα που με χίλια δυο τεχνάσματα και όχι λιγότερους κινδύνους

Digitized by 10uk1s
εξασφάλιζαν ο Γρηγόρης και οι άνδρες του δεν έμεναν στην Αμμόχωστο. Δεν κρατούσαν
εγωιστικά για τον εαυτό τους τη μερίδα του λέοντος. Τα προωθούσαν προς την κεντρική
αποθήκη της οργανώσεως και από εκεί περίμεναν τον εφοδιασμό τους με τους ίδιους όρους
που καλύπτονταν και οι ανάγκες των άλλων ομάδων. Έτσι, λιγότερο από είκοσι μέρες πριν από
την έναρξη της δράσης, ο Αρχηγός σημειώνει (12 Μαρτίου 1955) με τι υλικά χρεωνόταν ο
Τομέας του Ζήδρου. Να τι έγραφε:

Εις Αμμόχωστον (ΖΗΔΡΟΣ):

• 26 φιάλαι βενζίνης των τριών μπαταριών.


• 3 εκρηκτικά γεμίσματα βραδυκαύστου των 7 κιλών έκαστον.
• μία ωρολογιακή των 7 κιλών.
• 30 πυροκροτηταί.

Διά τα ανωτέρω διετέθη το κάτωθι υλικόν:

• 31 κ. εκρηκτικαί ύλαι.
• 75 μασούρια δυναμίτιδος.
• 5 μασούρια Νόμπελ 808.
• 20 μέτρα φιτίλι.
• 30 οκάδες βενζίνης.
• 25 φιάλαι».

Στις μυστικές συσκέψεις που είχαν οι Γρίβας και Μακάριος, ο Κύπριος Αρχιεπίσκοπος πρότεινε
ν' αρχίσει ο Αγώνας στις 26 Μαρτίου, για να συμπέσει και με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου
αλλά και για να συνδυασθεί το μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός της Κύπρου με την εθνική γιορτή
των Πανελλήνων. Ο Διγενής δεν θα είχε αντιρρήσεις –άλλωστε είχε συμπληρώσει τις
προετοιμασίες του– αλλά παρατήρησε ότι η μέρα (ή καλύτερα, η νύχτα) με το ολόγιομο
φεγγάρι δεν θα βοηθούσε τους αγωνιστές στις κινήσεις τους και θα τους έβαζε ίσως σε
κίνδυνο. Το αναγνώρισε αυτό και ο Αρχιεπίσκοπος.

Τελειώνουν οι τελευταίες προετοιμασίες

Στις 26 Μαρτίου 1965 ο Αρχηγός αναθέτει σε στενό συνεργάτη του να κάμει μια τελική
επόπτευση για να διαπιστωθεί, αν πράγματι υπήρχε η ετοιμότητα για την εξόρμηση, και γράφει
εκείνη τη μέρα στο ημερολόγιό του: «Να επιθεωρήση ομάδα ΖΗΔΡΟΥ εάν είναι εν τάξει και
συστήση εχεμύθειαν». Για την παλληκαριά του δεν τον φοβόταν τον Αυξεντίου. Ίσως, όμως, να
είχε φόβους ότι παράτολμος και εκδηλωτικός όπως ήταν, ήταν ενδεχόμενο κάτι να έλεγε που
δεν έπρεπε ή κάτι να έκανε που θα έπρεπε να το είχε αποφύγει. Επειδή το πρώτο πλήγμα θα
δινόταν με σαμποτάζ μόνο και επειδή και στο πρώτο στάδιο του Αγώνα προγραμματιζόταν να
γίνουν μόνο εκρήξεις, ο Διγενής ήθελε να είναι οι άνδρες των ομάδων ικανοί να ετοιμάζουν
γεμίσματα και να κατασκευάζουν αυτοσχέδια εκρηκτικά. Έτσι. στις 28 Μαρτίου στέλλει την
ακόλουθη διαταγή στον Αυξεντίου:

ΕΟΚΑ

Digitized by 10uk1s
αριθ. πρωτοκ. 15

ΔΙΑΤΑΓΗ

Ζήδρο,

Άπαντες οι άνδρες των ομάδων κρούσεως πρέπει να είναι εις θέσιν να ετοιμάζουν
γεμίσματα διά σαμποτάζ διά κροτίδων, ναρκών κλπ., καθώς επίσης και φιάλας βενζίνης.

Το μέτρον τούτο λαμβάνεται, ίνα μη παρουσιασθή διακοπή δράσεως των ομάδων λόγω
αγνοίας παρασκευής γεμισμάτων, καθόσον ο μέχρι τούδε εκπαιδευτής δεν δύναται να
απασχολήται του λοιπού με την ανωτέρω εργασίαν.

Εάν ομάς τις ευρίσκη δυσκολίαν τινά εις το ανωτέρω ζήτημα, να το αναφέρη από τούδε, ίνα
της δοθούν αι αναγκαίαι πληροφορίαι και εν ανάγκη να της αποσταλή ο εκπαιδευτής.

Ο αρχηγός
ΔΙΓΕΝΗΣ

Ο Αυξεντίου τουλάχιστο ό,τι έπρεπε το είχε διδάξει κιόλας στους δικούς του άνδρες. Είχε
αντιμετωπίσει βασικά τρεις δυσκολίες· Δεν είχε επάρκεια χρόνου ώστε να επιμείνει και στις
λεπτομέρειες ακόμα που μπορεί να φαίνονταν αναγκαίες στη συνέχεια του Αγώνα. Δεν είχε στη
διάθεσή του τα αναγκαία υλικά και γι' αυτό πολλές φορές αναγκαζόταν να αυτοσχεδιάζει και
να πειραματίζεται. Και τέλος, δεν διάθεταν τα μέλη των ομάδων του καμμιά προηγούμενη
πείρα.

Στις 29 Μαρτίου συμβαίνει, πίσω από τον πέπλο πάντα της μυστικότητας, ιστορικό γεγονός για
το νησί, που ο Διγενής το καταγράφει επιγραμματικά στο ημερολόγιό του έτσι: «20ήν ώραν
είδον Γεν. ΝΑ ΑΡΧΙΣΩΜΕΝ. Μου έδωσε την ευχήν του. Ο Θεός μαζί μας».

Γενικός βέβαια ήταν το ψευδώνυμο του Μακαρίου, που είχε δώσει την ημέρα εκείνη την ευχή
και την ευλογία του για ν' αρχίσει ο Αγώνας. Ο ωροδείχτης της Ιστορίας προχωρούσε πια.
σίγουρα και ασταμάτητα, για να σημάνει την ώρα που από χρόνια είχε σημαδέψει η τόση
εθνική οργή!

Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ θέλησε να έχει μια τελευταία συνάντηση με τους τομεάρχες του. Έτσι
συγκέντρωσε τους υπεύθυνους Λευκωσίας, Αμμοχώστου, Λάρνακας και Λεμεσού σ' ένα σπίτι
στο προάστιο Στρόβολος της Λευκωσίας και τους μίλησε με θέρμη για το μεγάλο καθήκον που
θα αναλάμβαναν σε λίγο. Άκουαν τα λόγια του και τους κατείχε ιερό δέος γι' αυτό που
πήγαιναν να κάνουν. Ο Διγενής καταγράφει στο ημερολόγιό του: 30 Μαρτίου: Εσπέραν ώρα
2.30' εις οικίαν Μιχαλοπούλου συνεκέντρωσα ΕΡΜΗΝ, ΖΗΔΡΟΝ, ΟΡΕΣΤΗΝ, ΕΥΑΓΟΡΑΝ.
Ανεκοίνωσα απόφασίν μου, όπως ενέργεια γίνη εσπέραν 31 Μαρτίου - 1 Απριλίου και ώραν
0.30'. Έμειναν σύμφωνοι. Σ' εκείνη τη συνάντηση τους διάβασε, συνεπαρμένος από ιερό δέος το
κείμενο της πρώτης προκήρυξης που είχε συντάξει και που θα κυκλοφορούσε την 1η Απριλίου.

Η 1η Απριλίου που ο λαός είχε σαν τη μέρα για το ψέμα και το πείραγμα, θα γινόταν για την
ιστορία της Κύπρου η μέρα για τη μεγάλη αλήθεια. Οι εκρήξεις των βομβών που θα

Digitized by 10uk1s
προκαλούσαν μια χούφτα πρωτόπειροι αγωνιστές δεν θα ανατίνασσαν μόνο στον αέρα τις
αγγλικές εγκαταστάσεις, αλλά με τα βλήματά τους θα έσχιζαν βίαια τον πέπλο της τόσης
αδιαφορίας και καταφρόνησης. Θα υπογράμμιζαν με τη φωτιά και με το αίμα, ότι υπήρχε ένα
ζήτημα Κυπριακό που ζητούσε επιτακτικά τη λύση του και ότι υπήρχε μια κραυγή ενός λαού να
ζήσει ελεύθερος, που έπρεπε να την ακούσουν όλοι.

Οι εκρήξεις συγκλονίζουν την Κύπρο

Από τη 0.30' μέχρι τη 1.30' π.μ. της 1ης Απριλίου 1955 αλλεπάλληλες εκρήξεις στις κυριότερες
πόλεις συγκλόνιζαν τους αιθέρες και αιφνιδίαζαν και τους ανυποψίαστους Κυπρίους. Αυτού
του είδους οι εκδηλώσεις ήταν ολότελα ασυνήθιστες για τα κυπριακά δεδομένα. Ποιοί ήταν
αυτοί που συντονισμένα τις προκάλεσαν; Και τι επεδίωκαν με την ενέργειά τους; Στην Υστάτη
Στιγμή τους οι εφημερίδες της Λευκωσίας κραύγαζαν το πρωί το αναπάντεχο γεγονός:
«Εκκωφαντικαί εκρήξεις συνεκλόνισαν μετά τας μεσονυκτίους ώρας Λευκωσίαν, Λάρνακα και
Λεμεσόν – Πυρκαϊά εξερράγη εις τον Κυπριακόν Ραδιοφωνικόν Σταθμόν».

Και καλά αυτά. Τι σήμαιναν όμως; Άκουσαν οι Κύπριοι τις εκρήξεις, κατάλαβαν κάποια
ανωμαλία στο ηλεκτρικό ρεύμα, είδαν το πρωί χαλάσματα και καπνούς. Ποιος ήταν ο σκοπός;
Στο ερώτημα έδινε πέρα για πέρα απάντηση μια προκήρυξη που κυκλοφόρησε
πολυγραφημένη σε όλες τις πόλεις. Να ποιο ήταν το κείμενό της:

Ε.Ο.Κ.Α.

ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ

Μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, μὲ πίστιν εἰς τὸν τίμιον ἀγώνα μας, μὲ τὴν
συμπαράστασιν ὁλοκλήρου τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῶν Κυπρίων.

ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΝΑΞΙΝ ΤΟΥ ΑΓΓΛΙΚΟΥ


ΖΥΓΟΥ.

Μὲ σύνθημα ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μας κατέλιπαν οἱ πρόγονοί μας ὡς ἱερὰν


παρακαταθήκην "Ἢ ΤΑΝ Ἢ ΕΠΙ ΤΑΣ".

ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΥΠΡΙΟΙ,

Ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων μᾶς ἀτενίζουν ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν τὴν
Ἑλληνικὴν Ἱστορίαν διὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐλευθερίαν των, οἱ Μαραθωνομάχοι, οἱ
Σαλαμινομάχοι, οἱ τριακόσιοι τοῦ Λεωνίδα καὶ οἱ νεώτεροι τοῦ Ἀλβανικοῦ ἔπους.
Μᾶς ἀτενίζουν οἱ ἀγωνισταὶ τοῦ '21, οἱ ὁποῖοι μας ἐδίδαξαν, ὅτι ἡ ἀπελευθέρωσις
ἀπὸ τὸν ζυγὸν δυνάστου ἀποκτᾶται μὲ ΑΙΜΑ. Μᾶς ἀτενίζει ἐπίσης σύμπας ὁ
Ἑλληνισμός, ὁ ὁποῖος μᾶς παρακολουθεῖ μὲ ἀγωνίαν ἀλλὰ καὶ μὲ ἐθνικὴν
ὑπερηφάνειαν.

Digitized by 10uk1s
Ἂς ἀπαντήσωμεν μὲ ἔργα ὅτι θὰ γίνωμεν "πολλῷ κάρρονες" τούτων.

Εἶναι καιρὸς νὰ δείξωμεν εἰς τὸν κόσμον, ὅτι ἐὰν ἡ διεθνὴς διπλωματία εἶναι
ΑΔΙΚΟΣ καὶ ἐν πολλο ῖς ΑΝΑΝΔΡΟΣ, ἡ Κυπριακὴ ψυχὴ εἶναι γενναία. Ἐὰν οἱ
δυνάσται μας δὲν θέλουν νὰ ἀποδώσουν τὴν λευτεριά μας, μποροῦμε ν νὰ τὴν
δικεδικήσωμεν μὲ τὰ ἴδια μας τὰ ΧΕΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΑΙΜΑ μας.

Ἂς δείξωμεν εἰς τὸν κόσμον ἀκόμη μιά φορά ὅτι καὶ τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνος "ὁ
τράχηλος ζυγὸν δὲν ὑπομένει". Ὁ ἀγὼν θὰ εἶναι σκληρός, ὁ δυνάστης διαθέτει καὶ
τὰ μέσα καὶ τὸν ἀριθμόν.

Ἠμεῖς διαθέτομεν τὴν ΨΥΧΗΝ. Ἔχομεν καὶ τὸ ΔΙΚΑΙΟΝ μὲ τὸ μέρος μας. Γι' αὐτὸ
καὶ θὰ ΝΙΚΗΣΩΜΕΝ.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΑΙ,

Ἀτενίσατε τὸ ἔργον σας. Εἶναι αἶσχος ἐν εἰκοστῷ αἰώνι οἱ λαοὶ νὰ χύνουν τὸ αἷμα
των γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν λευτεριὰν των, τὸ θεῖον αὐτὸ δῶρον γιὰ τὸ ὁποῖον καὶ
ἐμεῖς ἐπολεμήσαμεν παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν λαῶν σας καὶ γιὰ τὸ ὁποῖον σεῖς
τουλάχιστον διατείνεσθεὅτι ἐπολεμήσατε ἐναντίον τοῦ ναζισμοῦ καὶ τοῦ
φασισμοῦ.

ΕΛΛΗΝΕΣ,

Ὅπου κι ἂν εὐρίσκεσθε ἀκούσατε τὴν φωνήν μας.

ΕΜΠΡΟΣ! ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΣ...

Ε.Ο.Κ.Α.
Ο ΑΡΧΗΓΟΣ
ΔΙΓΕΝΗΣ

Στους τοίχους μερικών κτιρίων και σε δρόμους βρέθηκαν το πρωί γραμμένα τα συνθήματα
ΕΟΚΑ, Ένωσις, Ζήτω η Ελλάς, Να φύγουν οι Άγγλοι και άλλα.

Ο Άγγλος κυβερνήτης Ρόμπερτ Άρμιτεϊτζ έκανε μια δήλωση όπου έλεγε ότι «θα ληφθούν όλα
τα ενδεικνυόμενα μέτρα διά την ανίχνευσιν και σύλληψιν των κακοποιών και βιαζόταν να
εκφράσει τη βεβαιότητά του, ότι ο Κυπριακός λαός, ο οποίος αποτελείται από σοβαρούς και
νομοταγείς πολίτας, συμμερίζεται τον αποτροπιασμόν και την λύπην των Αρχών διά τας
τοιαύτας τρομοκρατικάς επιθέσεις και ούτε θα ενθαρρύνη, ούτε θα συγχωρήση ταύτας». Όλη η
Αστυνομία και ο Αγγλικός Στρατός που ήταν σταθμευμένος στην Κύπρο διατάχθηκαν να
βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού, ενώ στρατιωτικός εκπρόσωπος δήλωσε, ότι τα
στρατεύματα είναι έτοιμα να αποκαταστήσουν την τάξιν κατόπιν βραχείας προειδοποιήσεως».

Η κυπριακή ψυχή άρχισε να ξυπνά από τον ύπνο της δουλείας και να εκδηλώνει το δυναμισμό

Digitized by 10uk1s
που προαιώνια είχε κλείσει μέσα στον πυρήνα της η δυνατή ελληνική φύτρα. Ας περίμεναν οι
Άγγλοι ότι ο λαός θα έδειχνε τον αποτροπιασμό του... Οι Κύπριοι ένοιωθαν τώρα να ξυπνούν
μέσα τους οι ξεθωριασμένες μνήμες των περασμένων, οι θρύλοι και οι ιστορίες της πικρής
ιστορίας τους. Εδώ μιλούσε ένας νέος ακρίτας Διγενής! Αυτόν θα κατάτρεχαν και θα
καταδίκαζαν;

Τα αποτελέσματα των πρώτων εκρήξεων σε σύγκριση με άλλους αγώνες και υπολογισμένα με


κριτήρια καθαρά στρατιωτικά, ήταν φτωχά οπωσδήποτε. Αν τα ζύγιζε, όμως, κανείς με τις
δοσμένες κυπριακές καταστάσεις θα εύρισκε σίγουρα ότι το γεγονός ήταν μεγάλο και σχεδόν
απίστευτο. Οι Άγγλοι πάντως στην επίσημη ανακοίνωσή τους της 1ης Απριλίου προσπαθούσαν
να δείξουν μικρότερα τ' αποτελέσματα της πρώτης δράσης. Να τι έλεγαν:

Αι ακόλουθοι λεπτομέρειαι επεισοδίων σημειωθέντων καθ' άπασαν την Κύπρον κατά τας
πρώτας πρωινάς ώρας της 1ης Απριλίου παρέχονται τώρα εις την δημοσιότητα:

1) Λ ε υ κ ω σ ί α : α) Ολίγον μετά το μεσονύκτιον τέσσαρες άνδρες, φέροντες προσωπίδας και


ωπλισμένοι με περίστροφα και εγχειρίδια, εισήλθον εις τον ραδιοσταθμόν Κύπρου,
εξουδετέρωσαν τους φύλακας και τους έδεσαν. Οι εισβολείς προεκάλεσαν ακολούθως
έκρηξιν δυναμίτιδος κάτωθι του τοίχου ενός κτιρίου, προκαλέσαντες μεγάλην ζημίαν και
πυρπολήσαντες τούτο. Το πυρ ετέθη βραδύτερον υπό ελεγχον υπό της Πυροσβεστικής. Οι
εισβολείς διέφυγον εντός αυτοκινήτου.

β) Αριθμός εκρήξεων αίτινες προεκάλεσαν μικροτέρας ζημίας, εσημειώθησαν εις την


Αρχιγραμματείαν, το Τμήμα Παιδείας και τους στρατώνας «Γούλσλεϋ».

2) Λ ά ρ ν α ξ : α) Κατά την ιδίαν περίπου ώραν, εσημειώθησαν εκρήξεις εις Λάρνακα, αίτινες
προεκάλεσαν μικράν ζημίαν και μικράν πυρκαϊάν εις την οικίαν του Επιθεωρητού της
Αστυνομίας, διήνοιξαν μεγάλην οπήν εις τον τοίχον του τμηματικού αστυνομικού αρχηγείου
Λάρνακος, προεκάλεσαν ζημίαν εις τα έπιπλα (είς αστυνομικός ετραυματίσθη ελαφρώς εκ
θραύσματος υάλου), κατάρρευσιν μιας κλίμακος και άλλας μεγάλας ζημίας εις το
Διοικητήριον.

β) Εγένετο ανεπιτυχώς απόπειρα να πυρποληθή μία αποθήκη βενζίνης εις Δεκέλειαν.

3) Α μ μ ό χ ω σ τ ο ς : Απόπειρα ανατινάξεως, διά δυναμίτιδος, μιας αποθήκης πυροβολικού,


κατά την ιδίαν περίπου ώραν, εξουδετερώθη υπό των φυλάκων της αποθήκης.

4) Λ ε μ ε σ ό ς : α) Έξωθι του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού εσημειώθησαν τρεις εκρήξεις,


προκαλέσασαι μικράν ζημίαν.

β) Την 2 π.μ. εσημειώθησαν δύο εκρήξεις έξωθι του Αστυνομικού Σταθμού Αγίου Ιωάννου,
προκαλέσασαι μικράν ζημίαν.

γ) Εις πέντε σημεία της πόλεως Λεμεσού ανευρέθησαν φιάλαι βενζίνης, πυρεία, μελαναί
προσωπίδες, χειροβομβίδες, δυναμίτιδες, καψύλια και θρυαλλίδες.

δ) Προεκλήθη ζημία εις την Επισταθμίαν Επισκοπής, όταν τρία άγνωστα ένοπλα πρόσωπα,

Digitized by 10uk1s
τα οποία ηπείλησαν πολίτας φύλακας, έθεσαν εκρηκτικάς ύλας εις μίαν ηλεκτροπαραγωγόν
μηχανήν.

4) Αριθμός προσώπων ετέθη υπό κράτησιν, εν σχέσει με τα επεισόδια αυτά.

Αυτά ήσαν τα γεγονότα και το κλίμα της πρώτης ημέρας του ένοπλου αγώνα. Αλλά μέσα σε όλα
αυτά που βρισκόταν ο Αυξεντίου; Τι είχε κάμει και τι δεν είχε κάμει ο Ζήδρος;

Digitized by 10uk1s
4
ΕΠΙΚΗΡΥΓΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ
Χρόνια και χρόνια περίμενε τούτη τη στιγμή ο Γρηγόρης Αυξεντίου. Πόσες φορές δεν
ονειρεύτηκε τούτη την εξόρμηση για τη Λευτεριά, πότε στις πυρωμένες κυπριώτικες νύχτες του
καλοκαιριού όταν κοιμόταν στα κτήματα του πατέρα του κάτω από τον αστροστολισμένο
πεντακάθαρο ουρανό και πότε από την πνιγμένη στα χιόνια και παγωμένη έπαλξή του στα
ελληνοβουλγαρικά σύνορα... Η Κύπρος θα επαναστατούσε! Το πρώτο μάλιστα κτύπημα θα το
έδιναν οι αγωνιστές μέσα σε λίγες ώρες. Κι αυτός και οι φίλοι του ήταν από τους πρώτους που
θα έτρεχαν στο μεγάλο ιστορικό κάλεσμα...

Φτερά έκανε στα πόδια κι έτρεξε την άλλη μέρα (31 Μαρτίου 1955) στις ομάδες για να τους
μεταφέρει το μήνυμα και τη διαταγή του Διγενή, αλλά και για να τις προετοιμάσει για τις
επιχειρήσεις. Ο τομέας που διοικούσε τότε ο Γρηγόρης ήταν η πόλη και επαρχία Αμμοχώστου
και η περιοχή Δεκέλειας μαζί με τα χωριά της επαρχίας Λάρνακας: Πέργαμος, Ξυλοτύμπου,
Ορμήδεια και Ξυλοφάγου.

Μια από τις πρώτες δουλειές του Γρηγόρη ήταν να πάει στα Κούκλια, στο μεγάλο αγρόκτημα
όπου εργαζόταν ο γεωπόνος Κυριάκος Μάτσης, που ήταν κι αυτός ένας από τους πρώτους
απόστολους του ξεσηκωμού και είχε κάτω από την ευθύνη του τα χωριά Καλοψίδα, Πραστειό,
Νέα Σπάρτη, Πυργά, Περιστερωνοπηγή, Λευκόνοικο, Κοντέα και Κούκλια. Ο Μάτσης ήταν από
τους πρώτους που είχαν μυηθεί και είχε εργασθεί στην προετοιμασία του Αγώνα.
Διαισθανόταν ότι ο καιρός πλησίαζε, αλλά την ώρα της έκρηξης δεν την ήξερε. Το μήνυμα, που
κι αυτού η ψυχή το περίμενε από χρόνια, του το έφερε ο Αυξεντίου εκεί στα Κούκλια, όπου
εργαζόταν κάνοντας, με ιδρώτα και στοργή, την αγαθή γη να καρπίζει. «Έτσι μπράβο!» φώναξε
με ενθουσιασμό. Και συμπλήρωσε: «Τώρα είμαι ήσυχος. Τώρα ξέρω τη συνέχεια. Τώρα αυτή η
γη μας θα μας νοιώσει άξιους να την πατάμε, να τη ζούμε και να γευόμαστε τους καρπούς
της»!...

Κάθησαν ύστερα και οι δυο και ετοίμασαν τα γεμίσματα και τις εκρηκτικές ύλες, δυναμίτες,
φιτίλια, καψούλια, εμπρηστικές αυτοσχέδιες βόμβες. Πήρε τα υλικά ο Αυξεντίου,
αποχαιρέτησε τον Μάτση και έφυγε με βιάση για την Αμμόχωστο και για τα χωριά όπου είχε τις
ομάδες του. Από τις απογευματινές ώρες είχε στείλει μήνυμα στους άνδρες να είναι έτοιμοι
«για αναγνώριση στόχων». Δεν τους αποκάλυψε ότι η προσβολή θα γινόταν τη νύκτα εκείνη,
γιατί το μυστικό έπρεπε να διαφυλαχθεί με κάθε τρόπο.

Όταν αργότερα, μέσα στη νύχτα, πήγε να δει τις συγκεντρωμένες ομάδες και να τους
αναγγείλει ότι θα γίνονταν οι επιθέσεις, μίλησε στους αγωνιστές με τα πιο θερμά λόγια. Στο
Λιοπέτρι και στο Αυγόρου θυμούνται ακόμα τα λόγια του. Στο πρώτο χωριό λέει: «Παιδιά,
ετοιμαστείτε γιατί απόψε δεν θα κάνουμε αναγνώριση στόχων, αλλά πρόβα επί τόπου. Απόψε
όλος ο κόσμος θα πληροφορηθεί την απόφασή μας να λευτερώσουμε την Κύπρο ή να
πεθάνουμε»! Στο Αυγόρου τα λόγια του ήταν: «Απόψε με τις βόμβες μας θα κάνουμε να
ακουστεί στις τέσσερεις άκρες της γης ότι η Κύπρος δεν θέλει και δεν θα μείνει άλλο σκλάβα»!

Τελικά οι οδηγίες που δόθηκαν πρόβλεπαν. 1) Επίθεση μιας ομάδας της Αμμοχώστου εναντίον
των στρατιωτικών αποθηκών 625 Camp. 2) Επίθεση κατά του στόχου 17th Company από την
ομάδα του Παραλιμνίου, 3) Πρόκληση βραχυκυκλώματος έξω από το χωριό Αυγόρου. 4)

Digitized by 10uk1s
Επιχείρηση ανατίναξης και εμπρησμού δυο βενζιναποθηκών στη βάση Δεκέλειας από τις
ομάδες Ξυλοτύμπου και Λιοπετρίου. 5) Ανατίναξη στρατιωτικών οχημάτων από τον ίδιο τον
Αυξεντίου στη Δεκέλεια.

Καθώς η ζωή και η δράση του Αυξεντίου δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά μια παράξενη αλυσίδα
από ατυχίες και συμφορές, δεν ήταν δυνατό παρά και στην κρίσιμη ώρα η ατυχία ν' ανακόψει
την πορεία του...

Μια από τις βασικές αποστολές που είχαν ανατεθεί στον Αυξεντίου ήταν να προκαλέσει
βραχυκύκλωμα και να διακόψει την παροχή ρεύματος. Τούτο θα γινόταν στις 0.30' π.μ. της 1ης
Απριλίου έξω από το χωριό Αυγόρου και είχε διπλό σκοπό: Πρώτο για να δώσει το σύνθημα
στις ομάδες που θα κτυπούσαν στις άλλες πόλεις και δεύτερο να φέρει συσκότιση και έτσι να
μπορέσουν με σχετική ασφάλεια να κινηθούν οι αγωνιστές και να πλησιάσουν τους στόχους
τους.

Ο πρώτος νεκρός του Αγώνα

Από την οικογένεια Παντελή, του Λιοπετρίου, που έδωσε στον Αγώνα τέσσερα αδέλφια -
αγωνιστές, ο Κυριάκος Παντελής αφηγείται: «Πλησίαζε η ώρα! Η μεγάλη ώρα της Ιστορίας, που
την πρόσμεναν γενεές γενεών στη σκλαβωμένη Κύπρο. Ήλθε η στιγμή του αποχωρισμού.
Ξάφνου νοιώσαμε στις πλάτες μας φιλικό, αδελφικό, το ακριτικό χέρι του Αυξεντίου.
Καταλάβαμε πως μας ήθελε. Παιδιά –μας είπε ο Γρηγόρης– θα πάρετε με το αυτοκίνητό σας
τον Κάρυο όπου θέλει κι ύστερα θα γυρίσετε στο σπίτι σας. Πιστός και αφοσιωμένος στο
καθήκον, ο Μόδεστος προθυμοποιήθηκε αμέσως να εκτελέσει την εντολή.

Επίσης, ο άλλος αδελφός Παναγιώτης Παντελής λέει τα ακόλουθα:

Ο Αυξεντίου ανεχώρησε μετ' ολίγον διά να επανέλθη περί το μεσονύκτιον. Παρέλαβε τους
Παναγιώτην και Χριστοφήν Παντελή, Χρίστον Σαμάραν και Μιχαήλ Κουρτήν και μετέβησαν
εις Ξυλοτύμπου οπόθεν παρέλαβεν ετέρους τρεις αγωνιστάς και ανεχώρησαν εις Δεκέλειαν.
Εκεί ο Αυξεντίου και οι άνδρες του επετέθησαν εναντίον Αγγλικού στρατοπέδου Δεκελείας.
Ατυχώς αι ριφθείσαι βόμβαι δεν εξερράγησαν και ο Αυξεντίου πλήρης μελαγχολίας έλεγε
διαρκώς «θα μας σπάση το κεφάλι ο Αρχηγός».

Ο Μόδεστος Παντελή έλαβεν εντολήν παρά του Αυξεντίου, όπως διά βραχυκυκλώματος
αποκόψη το φως Αμμοχώστου. Ούτω ο Μόδεστος μετά του Ανδρέου Καρύου μετέβησαν εις
Αυγόρου οπόθεν διήρχετο η κεντρική ηλεκτρική γραμμή και εις εν σημείον έξωθι του
χωρίου Αυγόρου ήρχισαν το έργον των ρίπτοντες λίθον δεδεμένον εις την άκρην σχοινίου
ύπερθεν των ηλεκτροφόρων συρμάτων. Φέροντες εις τας χείρας ελαστικά γάντια και τους
πόδας γαλότσες επέτυχον να περάσουν, πάνω από τα σύρματα, τον λίθον. Ο Κάρυος ήρχισε
τότε να σύρη με ορμήν το σχοινίον προς τα κάτω και εκάλεσε να τον βοηθήση και ο
Μόδεστος Παντελής, όστις είχε εν τω μεταξύ αποπερατώσει το έργον του και συγχρόνως
εφώναζε στον Κάρυον: «Παναγιά μου κουμπάρε, γρήγορα και τα αδέλφια μας
κινδυνεύουν». Ο Μόδεστος εν τη βία του προσέκρουσε επί του σχοινίου το οποίον, λόγω
της υγρασίας, είχε καταστή καλός αγωγός, υπέστη ηλεκτροπληξίαν και έμεινεν νεκρός.

Έτσι έπεσε ο πρώτος αγωνιστής της ΕΟΚΑ, χωρίς και να επιτευχθεί η διακοπή του ρεύματος σ'

Digitized by 10uk1s
ολόκληρη την Κύπρο, όπως είχε προγραμματισθεί. Από το σπίτι όπου κρυβόταν, σ' ένα
προάστιο της Λευκωσίας, ο Διγενής παρακολουθούσε τις εξελίξεις και έγραφε την ίδια εκείνη
νύχτα στο ημερολόγιό του:

Πλησιάζει η ώρα δράσεως.. Περί 0,30' αντιλαμβάνομαι μικράν διακοπήν ρεύματος, αλλά
άνευ τινός αποτελέσματος. Τι συμβαίνει; Απέτυχεν η προσπάθεια κατασβέσεως των
φώτων;

Μετά παρέλευσιν λεπτών τινών από καθορισθείσαν ώραν 0.30' ακούονται αι πρώται
εκπυρσοκροτήσεις, και ακολουθούν και άλλαι και τέλος η τελευταία ήτις ήτο εις έντασιν και
η μεγαλυτέρα.

Κατεκλίθην περί 3ην πρωινήν.

Αύριον θα δούμε τα αποτελέσματα.

Το βραχυκύκλωμα απέτυχε με τραγικά επακόλουθα για τη ζωή ενός καλού πατριώτη. Ύστερα, η
ομάδα Παραλιμνίου δεν μπόρεσε να κινηθεί γιατί στην ορισμένη ώρα δεν ήρθε το λεωφορείο
για να παραλάβει τους άνδρες. Η ομάδα Αμμοχώστου επετέθη στις αποθήκες αλλά τα
αποτελέσματα δεν ήσαν σοβαρά λόγω ακαταλληλότητας των βομβών.

Οι δυο ομάδες με τις οποίες ο Αυξεντίου πήγε στη βάση Δεκέλειας συνάντησαν κι αυτές
δυσχέρειες. Καθώς οι άνδρες πλησίαζαν προς τους στόχους τους, κάπως καθυστερημένα,
ακούστηκαν οι εκρήξεις που είχαν προκαλέσει στη Λάρνακα οι εκεί αγωνιστές. Οι Άγγλοι τότε
άναψαν τους προβολείς στις εγκαταστάσεις τους και κινητοποίησαν αμέσως περιπόλους Οι
αγωνιστές έμειναν κρυμμένοι εκεί και μόλις βρήκαν ευκαιρία, γύρω στις 2.30' το πρωί έβαλαν
τις βόμβες τους. Αθέατοι ύστερα υποχωρούν όλοι έξω από τη Δεκέλεια, ενώ οι προβολείς των
Άγγλων σπαθίζουν πάλι τον ορίζοντα σ' όλες τις κατευθύνσεις. Οι άνδρες φεύγουν πεζοί για την
Ξυλοτύμπου και το Λιοπέτρι, ενώ κι ο Αυξεντίου αναχωρεί κι αυτός με τα πόδια για να καλύψει
μια μεγάλη απόσταση μέχρι τη Λύση.

Τα πράγματα εξελίσσονται πια απρογραμμάτιστα και έξω από τα σχέδια που είχαν καταρτισθεί
για τον τομέα του Αυξεντίου. Αυτό είναι επικίνδυνο και θα έχει αμέσως αλυσωτές συνέπειες,
που μια από αυτές θα επηρεάσει τον ίδιο το Ζήδρο. Και να πως: Έξω από τη Δεκέλεια έπρεπε
να τον περιμένει ο Χριστοφής Παντελής για να τον πάει στη Λύση, όπου θα έδιναν και το
αυτοκίνητό τους στον ιδιοκτήτη του. Ο Χριστοφής είχε εντολή, αν συνέβαινε τίποτε στον
Αυξεντίου, ή αν αργούσε πολύ να βγει από τη στρατιωτική βάση, να μη περιμένει πολύ, αλλά
να φύγει. Όμως η επίθεση άργησε πολύ να γίνει κι όταν έγινε –δυόμισυ η ώρα πια– όλοι
έφυγαν με τα πόδια από την περιοχή. Ο ίδιος ο Αυξεντίου θεώρησε φυσικό ότι μετά την τόση
καθυστέρηση ο Χριστοφής θα είχε φύγει, γι' αυτό και πήρε ο ίδιος την κατεύθυνση προς την
Άχνα μέσα στην κατασκότεινη νύχτα.

Όταν πια περίμενε αρκετά ο Χριστοφής, ακούοντας από κοντά τις εκρήξεις στη Δεκέλεια κι από
μακριά εκείνες της Λάρνακας και μη ξέροντας ότι έξω από το Αυγόρου είχε σκοτωθεί κιόλας ο
αδελφός του Μόδεστος, αποφάσισε να φύγει, γιατί σε λίγο θα άρχιζε να ξημερώνει. Στις 4 το
πρωί η αστυνομία τον σταμάτησε σε μπλόκο κοντά στο χωριό Άχνα. Μέσα στο αυτοκίνητο
βρέθηκαν δεκαπέντε προκηρύξεις της ΕΟΚΑ, δυο αντιαρματικές νάρκες, δώδεκα βόμβες, δυο

Digitized by 10uk1s
επικρουστήρες και δυο κομμάτια φιτίλι για πυροδότηση δυναμίτη.

Πιο ύστερα, όταν θα δικαζόταν για φόνο αστυνομικού ο Μιχαήλ Καραολής, που θα ήταν και ο
πρώτος αγωνιστής που οι Άγγλοι θα έστελλαν στην αγχόνη, ο Τούρκος λοχίας της αστυνομίας
Μεχμέτ Τζεμάλ κατάθεσε, ότι στις 6 το πρωί της 1ης Απριλίου ερεύνησε το σπίτι του Γρηγόρη
Αυξεντίου, που τον γνώριζε προσωπικά και ότι στο δωμάτιό του βρήκε μέσα σε ένα
στρατιωτικό σακκάκι ένα κομμάτι φιτίλι και δυο επικρουστήρες, ενώ στην τσέπη του
πανταλονιού του Αυξεντίου βρήκε δυο διαταγές του Διγενή που απευθύνονταν προς κάποιον
Ζήδρο. Ανάφερε ακόμα, ότι βρήκε ένα βιβλιάριο που είχε τίτλο «Υπουργείον Στρατιωτικών
Ελλάδος – κατασκευή εκρηκτικών γεμισμάτων και βομβίδων».

Όταν δικαζόταν ο ίδιος ο Χριστοφής, ο δικηγόρος του Στέμματος Ραούφ Ντενκτάς, στην
αγόρευσή του αφού αναφέρθηκε στις βόμβες που βρέθηκαν στο αυτοκίνητό του, συνέχισε
λέγοντας:

Αι βόμβαι και αι χειροβομβίδες αύται είναι καθ' όλας τας απόψεις παρόμοιαι εκείνων, αι
οποίαι εχρησιμοποιήθησαν εις όλας τας πόλεις την νύκτα εκείνην (την 1ην Απριλίου) και
κατά τας ακολούθους νύκτας. Ποσότης φυλλαδίων της ΕΟΚΑ ανευρέθη επίσης εντός του
αυτοκινήτου. Τα φυλλάδια ταύτα διακηρύττουν απεριστρόφως, ότι ο αγών διά την
απελευθέρωσιν της Κύπρου ήρχισε. Το κείμενόν των αναφέρεται εις θυσίας και
αιματοχυσίαν. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές, ότι η έκτασις της συνωμοσίας ταύτης ήτο
κάπως μεγάλη.

Την νύκτα της 31ης Μαρτίου εις πρώην αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ο Αυξεντίου
(καταζητούμενος ήδη υπό της Αστυνομίας), είχε δανεισθή το αυτοκίνητον τούτο από τον
ιδιοκτήτην του εν Λύση, την 9ην ή την 9.30' μ.μ. ώραν. Ο Αυξεντίου είναι εν εκ των
ιθυνόντων μελών της ΕΟΚΑ. Είναι ο άνθρωπος, ο όποιος είχεν όλας τας γνώσεις και την
ικανότητα να εκγυμνάση τους συναδέλφους του εις την χρήσιν όπλων. Από τα έγγραφα, τα
οποία ανευρέθησαν εις την οικίαν του, καθίσταται πρόδηλον, ότι ούτος συνεδέετο στενώς
με τα εγκλήματα ταύτα. Ο Αυξεντίου εξηφανίσθη μετά τα εγκλήματα και ο κατηγορούμενος
ωδήγει το αυτοκίνητον τούτο, το οποίον ο Αυξεντίου είχε δανεισθή προηγουμένως».

Ο Αυξεντίου γίνεται άφαντος

Ενώ οι εκρήξεις δονούσαν τους αιθέρες, ο Αυξεντίου πήρε τελευταίος το δρόμο με τα πόδια και
τον κατάπιε το σκοτάδι. Όπως πολλές φορές πιο ύστερα τις κινήσεις και τη δράση του θα τις
κάλυπτε το μυστήριο, έτσι και τώρα κανείς δεν ήξερε την τύχη του. Την 1η Απριλίου ο Διγενής,
σημειώνοντας τις εξελίξεις, γράφει ότι: ΖΗΔΡΟΣ αναζητείται, κατ' άλλους συνελήφθη. Στις 2
Απριλίου γράφει πάλι: ΑΒΕΡΩΦ αναφέρει ΖΗΔΡΟΣ δεν συνελήφθη. Φαίνεται ότι ευρίσκεται εις
Ακανθούν ή εις Κυρήνειαν. Είχε διαταχθή εν περιπτώσει κινδύνου συλλήψεώς του να φύγη
προς Κυρήνειαν. Αποτυχία αποπείρας προς Δεκέλειαν οφείλεται λόγω αρνήσεως σωφέρ
μεταφέρη ομάδα.

Σιγά - σιγά τα πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν. Η άμεση επαφή μεταξύ των τομέων και των
ομάδων ήταν δύσκολη στις πρώτες εκείνες μέρες, γιατί αρκετά βασικά στελέχη είχαν
συλληφθεί και οι Άγγλοι είχαν πάρει αυστηρά μέτρα. Παράλληλα η μυστική υπηρεσία της
Αστυνομίας είχε κινητοποιηθεί για να βρει τα ίχνη αυτών που αποτολμούσαν να τα βάζουν με

Digitized by 10uk1s
τη Βρεταννική Αυτοκρατορία. Μπλόκα στους δρόμους, έρευνες σε σπίτια, παρακολουθήσεις,
ανακρίσεις. Οι Αρχές είχαν κιόλας εντοπισμένες τις επικίνδυνες γι' αυτές εθνικιστικές ομάδες
της ΟΧΕΝ, της ΠΕΚ αλλά και της Παγκυπρίου Εθνικής Οργανώοεως Νέων (ΠΕΟΝ) που είχαν
διαλύσει. Οι επαναστάτες δεν μπορεί παρά να προέρχονταν μέσα από αυτά τα φυτώρια.

Ο Αυξεντίου φεύγοντας από τη Δεκέλεια στις πρώτες πρωινές ώρες της 1ης Απριλίου, τράβηξε
με τα πόδια μόνος προς το χωριό Άχνα. Όταν πια πήρε να φέγγει είδε από μακριά ότι στους
δρόμους κινούνταν πολλά αυτοκίνητα του Στρατού και της Αστυνομίας. Ο ίδιος τραβούσε μέσα
από τα χωράφια, προσπαθώντας που και που να καλυφθεί πίσω από κάποια βλάστηση για ν'
ανιχνεύσει τα γύρω. Η περιοχή αυτή στη μεγαλύτερή της έκταση είναι επίπεδη και άδεντρη.
Έτσι, αφού έκρινε ότι η προώθησή του θα ήταν επικίνδυνη, προτίμησε να κρυφθεί για όλη την
ημέρα μέσα σε ένα περιβόλι της Άχνας. Πέρασε ώρες θλιβερής μοναξιάς και αγωνίας όχι για
την προσωπική του τύχη, αλλά για το ότι –έτσι ανάποδα που ήρθαν τα πράγματα– η εξαφάνισή
του θα δημιουργούσε προβλήματα για το Διγενή και την οργάνωση.

Όταν έπεσε και πάλι η νύχτα, ο Αυξεντίου πήρε το δρόμο και έφθασε αργά στο χωριό του, στη
Λύση. Πήγε και έμεινε στο σπίτι του Κώστα Περσιάνη, στην άκρη του χωριού. Από εκεί
ειδοποίησε τον πατέρα του το γερο-Πιερή (στην Κύπρο συνηθίζουν τα παιδιά να λένε
χαϊδευτικά γέρους τους γονείς, έστω κι αν αυτοί είναι ακόμα μεσήλικες), που ήρθε γεμάτος
ανησυχία και τον συνάντησε, προσέχοντας μήπως παρακολουθούσε κανείς τις κινήσεις του.
«Πατέρα –του είπε ο Γρηγόρης– δυστυχώς είχαμε ατυχία, κι εγώ τώρα πρέπει να μπω στην
παρανομία. Ήθελα να σε αποχαιρετήσω και να σου πω να μου φιλήσεις τη μητέρα και τη
Βασιλού. Πες τους να μη ανησυχούν, γιατί ο αγώνας μας σύντομα θα πετύχει».

Από τη Λευκωσία ο Αβέρωφ (Γιαννάκης Δρουσιώτης), δεξί χέρι του Διγενή, έχοντας ακόμη την
ευχέρεια να κινείται ελεύθερος, προσπαθούσε να βρει που βρισκόταν ο Αυξεντίου. Στην
Κυρήνεια πάντως δεν είχε προωθηθεί, όπως πρόβλεπαν τα σχέδια. Την πρώτη μέρα υπήρχε
μάλιστα στο Αρχηγείο της ΕΟΚΑ ο φόβος, μήπως είχε συλληφθεί από τους Άγγλους κι εκείνοι
σκόπιμα κρατούσαν μυστική τη σύλληψη, επιδιώκοντας κάπου αλλού, πιο ψηλά, να φθάσουν.
Ωστόσο, ο Αυξεντίου μόλις μπόρεσε, στις 2 Απριλίου, ειδοποίησε τον Αντ. Παπαδόπουλο και
τον Μελά (Π. Παυλάκη) που θα τον αντικαθιστούσαν πια στον τομέα Αμμοχώστου, ότι
βρισκόταν στη Λύση. Από εκεί πήρε και τη σχετική πληροφορία ο Αβέρωφ που τη μετάδωσε
στο Διγενή. Ο Αρχηγός γράφει σχετικά (4-4-1955) στο ημερολόγιό του: «...Ο ΑΒΕΡΩΦ με
ειδοποίησεν ΖΗΔΡΟΣ ευρίσκεται εις Λύσην και όχι Ακανθούν. Άλλο κακό πάλιν αυτό. Τώρα που
επεκηρύχθη ζητά να τον μεταφέρωμεν εκείθεν. Επί προηγουμένης εκκλήσεως για να μας πουν
γνωστοί του που ευρίσκεται, διά να τον μεταφέρωμεν, δεν μας απήντησε. Ούτε ο ίδιος εζήτησε
επαφήν μαζί μας ως είχε εντολήν προ των επιχειρήσεων». Ήταν, πράγματι, πολύ αυστηρός ο
Διγενής για τον Αυξεντίου (κι αυτή δεν θα ήταν ούτε η πρώτη, μα ούτε η τελευταία φορά), που
εν τούτοις με τη δράση του και με τον ηρωικότατο θάνατό του θα κοσμούσε τον Αγώνα με τη
μεγαλύτερη δόξα.

Εκείνες τις δύσκολες και επικίνδυνες ώρες ο Αρχηγός ένοιωθε φοβερά δύσκολα, γιατί και στη
Λεμεσό οι επιχειρήσεις δεν είχαν εξελιχθεί σύμφωνα με τα σχέδιά του. Την ίδια μέρα σημείωνε
στο ημερολόγιό του και αυτά: «Πώς είναι δυνατόν να εργασθής και να εφαρμόσης Σχέδιον
εναντίον των Άγγλων, όταν δύο εκ των κυριωτέρων ηγετικών στελεχών σου έχουν την
νοοτροπίαν που εξέθεσα ανωτέρω; Είμαι τώρα μόνος. Ο Θεός όμως θα με βοηθήση. Εις αυτόν
μόνον στηρίζομαι. Και όχι εις τους ανθρώπους». Βέβαια ο Θεός έσκεπε τον Αγώνα και η έφεση
των αγωνιστών στο Θείο ήταν δεδομένη, αλλά η αλήθεια είναι ότι και στους ανθρώπους

Digitized by 10uk1s
έπρεπε να στηριχθεί ο Αρχηγός, και προ πάντων σε ανθρώπους με τη φλόγα και τον
πατριωτισμό του Αυξεντίου. Πριν περάσουν επτά μήνες, η πορεία των γεγονότων θα έδειχνε
ότι ακόμα και την ίδια τη ζωή του –σε ώρα θανάσιμου κινδύνου– μπορούσε ο Διγενής να
εμπιστευθεί στα σίγουρα στα χέρια του Ζήδρου που θα έπαιζε ο ίδιος κορώνα - γράμματα τη
ζωή του για να σώσει τον αυστηρό αρχηγό του και να προστατέψει τον ίδιο τον Αγώνα.

Τρεις μέρες μετά την έναρξη της δράσης ο Αβέρωφ διευθέτησε τη μεταφορά του Αυξεντίου με
τη συνεργασία του Ανδρέα Μαλέκου. Τον συνόδευσε από τη Λύση στη Λευκωσία ο Κυριάκος
Μάτσης και από τη Λευκωσία ο Ζήδρος προωθήθηκε στη γραφική κωμόπολη του Καραβά, στη
βόρεια Κύπρο.

Οι Άγγλοι επικηρύσσουν τον αγωνιστή

Αμέσως μετά τα γεγονότα της 1ης Απριλίου οι Αρχές επικήρυξαν τον Γρηγόρη Αυξεντίου με
τοιχοκολλημένες αφίσσες που είχαν επάνω τη φωτογραφία του και με δημοσιεύσεις στις
κυπριακές εφημερίδες. Να το χαρακτηριστικό αυτό κείμενο της πρώτης επικήρυξης:

ΑΜΟΙΒΗ £ 250

Η Αστυνομία αδημονεί να ανιχνεύση το πρόσωπον, του οποίου η φωτογραφία, το όνομα και


τα χαρακτηριστικά δίδονται κατωτέρω και μετά του οποίου επιθυμεί να συναντηθή εν
σχέσει με τας δυναμιτιστικάς βιαιοπραγίας, αι οποίαι διεπράχθησαν εν Λευκωσία και
αλλαχού κατά την 1ην Απριλίου, 1955, και κατά τας επομένας ημέρας.

Γρηγόρης Πιερή ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ εκ ΛΥΣΗΣ (Επαρχ. Αμμοχώστου). Είναι ηλικίας 35 ετών και
ύψους 5 ποδών και 6 ιντσών, λεπτής σωματικής διαπλάσεως, με μαύρα μαλλιά,
μελαγχροινός, με στενόν, μαύρον μύστακα. Φορεί ενδυμασίαν από καφέ κασμήρι.
Ειργάζετο ως οδηγός επιβατικού αυτοκινήτου.

Το πρόσωπον τούτο ανεχώρησεν εκ της οικίας του την 31ην Μαρτίου 1955 και δεν
επέστρεψεν έκτοτε.

Αμοιβή £ 250 θα δοθή εις το πρόσωπον, το οποίον θα παράσχη πληροφορίας, διά των
οποίων θα δυνηθή η Αστυνομία να ανεύρη και συναντήση τον ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ. Οιαδήποτε
πληροφορία πρέπει να δοθή άνευ χρονοτριβής εις το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων,
Αρχηγείον Αστυνομίας Λευκωσίας, ή εις οιονδήποτε Αστυνομικόν Σταθμόν.

ΠΑΣΑ ΔΟΘΗΣΟΜΕΝΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΘΑ ΘΕΩΡΗΤΑΙ ΩΣ ΑΚΡΩΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ.

Γ. Χ. ΡΟΜΠΙΝΣ
Διοικητής της Αστυνομίας

Προειδοποίησις: Το παρόν είναι επίσημος γνωστοποίησις εντός της εννοίας του Άρθρου 93
του Ποινικού Κώδικος, Κεφ. 13. Οιονδήποτε πρόσωπον, το οποίον εσκεμμένως και άνευ της
δεούσης εξουσιοδοτήσεως ήθελε σχίσει, παραμορφώσει ή καταστρέψει την γνωστοποίησιν
ταύτην, υπόκειται εις τας ποινάς προστίμου και ή φυλακίσεως, αι οποίαι προνοούνται υπό

Digitized by 10uk1s
του ως άνω αναφερομένου άρθρου του Νόμου.

Δεν μπορεί παρά να επισημάνει κανείς μερικά πράγματα: Οι Άγγλοι πολύ φτηνά υπολόγιζαν το
κεφάλι του Αυξεντίου σε 250 λίρες και πιο ύστερα θα αύξαιναν τα αργύρια της προδοσίας σε
5.000 λίρες. Η πρώτη προσποιητή αβρότητα, ότι η Αστυνομία αδημονεί να ανιχνεύση και ότι
ζητεί πληροφορίες για να μπορέσει να ανεύρη και συναντήση τον Αυξεντίου, θα αφηνόταν
κατά μέρος και –καθαρά και ξάστερα– οι Άγγλοι θα τον ζητούσαν ζωντανό ή πεθαμένο. Ήταν,
τότε, 27 χρονών και τον έγραφαν 35! Τον ζητούσαν με «μαύρον μύστακα» και δημοσίευαν
φωτογραφία του χωρίς μουστάκι! Φορεί ενδυμασίαν από καφέ κασμήρι, έγραφαν στην
επικήρυξή του, λες και δεν καταλάβαιναν ότι ο Ζήδρος θα φόραγε αμέσως τα στρατιωτικά του
και θα ζωνόταν τα όπλα! Τον αναζητούσαν με κοστούμι και γραβάτα! Αλλά δεν μπορούσαν οι
διώκτες του, παρά να φοβούνται ότι οι αφίσσες τους θα ξεσχίζονταν με οργή και γι' αυτό
προειδοποιούσαν για τις συνέπειες του νόμου...

Πιο ύστερα θα υπήρχε μια ποικιλία επικηρύξεων του Αυξεντίου. Το Νοέμβριο 1955 σε μια
τεράστια τρίγλωσση αφίσσα (γραμμένη στα ελληνικά, αγγλικά και τουρκικά) η φωτογραφία του
Αυξεντίου θα παρουσιαζόταν πρώτη στις σειρές των επικηρυγμένων. Τίτλο θα είχε η επικήρυξη
ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ ΚΥΠΡΟΥ – ΑΜΟΙΒΗ 5.000 ΛΙΡΩΝ. Το γενικό κείμενο θα ήταν το ακόλουθο:

«Αμοιβαί μέχρι Λιρ. 5.000 (ΠΕΝΤΕ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΛΙΡΩΝ) θα πληρώνωνται διά πληροφορίας
αναφορικώς προς πρόσωπα, τα οποία μετέχουν τρομοκρατικών βιαιοτήτων, και διά
πληροφορίας οδηγούσας εις την ανακάλυψιν παρανόμων όπλων, πολεμεφοδίων και
εκρηκτικών υλών.

Οιαδήποτε πληροφορία, η οποία δύναται να δίδεται προφορικώς ή γραπτώς, πρέπει να


δίδεται εις το Αρχηγείον της Αστυνομίας εν Λευκωσία, (Τηλ. Αρ. 3992/3) ή εις οιονδήποτε
αστυνομικόν σταθμόν.

Αι ούτω λαμβανόμεναι πληροφορίαι θα θεωρούνται ως άκρως εμπιστευτικαί, η δε ταυτότης


οιουδήποτε προσώπου το οποίον τας δίδει θα προστατεύεται.

Πληροφορίαι ζητούνται ειδικώς προς τον σκοπόν της ανακαλύψεως προσώπων, των οποίων
αι φωτογραφίαι και περιγραφαί εμφανίζονται κατωτέρω, ως επίσης και όπλων,
πολεμεφοδίων, εκρηκτικών υλών και άλλων εφοδίων, κατάλογος των οποίων εμφανίζεται
κατωτέρω.

Γ. Χ. ΡΟΜΠΙΝΣ
Διοικητής Αστυνομίας»

Κάτω από τη φωτογραφία του Αυξεντίου ήταν γραμμένα αυτά: Γρηγόρης Πιερή ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ εκ
Λύσης. Ηλικίας 27 ετών, ύψους 5'6". Λεπτού παραστήματος, μαύρα μαλλιά, μελαχροινός,
μαύρο μουστάκι.

Και πιο ύστερα, όταν πια ο Αυξεντίου είχε κατατρομάξει τους Άγγλους με τη δράση του στον
Κυπριακό Όλυμπο, αλλά –αλλοίμονο!– βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της ζωής του, τον
επικήρυσσαν με αυτό το κείμενο:

Digitized by 10uk1s
ΑΜΟΙΒΗ 5.000 ΛΙΡΩΝ

Ποσόν 5.000 λιρών θα καταβληθή εις μετρητά ως αμοιβή εις οιονδήποτε πρόσωπον, το
οποίον ήθελε παράσχει πληροφορίας δυναμένας να οδηγήσουν εις την ανακάλυψιν και
σύλληψιν, ζωντανού ή νεκρού, του επικηρυγμένου τρομοκράτου και υπαρχηγού της ΕΟΚΑ,
πρώην αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού ΓΡΗΓΟΡΗ ΠΙΕΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ.

Περιγραφή: Ούτος είναι ηλικίας 29 ετών, ύψους 5 ποδών και δέκα ιντζών, λεπτής
σωματικής διαπλάσεως, με μαύρα μαλλιά, μελαγχροινός, με μαύρον μύστακα.

Πληροφορίαι δύνανται να παρασχεθούν προς οιανδήποτε Αστυνομικήν ή Στρατιωτικήν


Αρχήν, είτε προφορικώς είτε εγγράφως. Εις περίπτωσιν εγγράφων πληροφοριών, δύναται
να γίνη υπό του πληροφοριοδότου χρήσις ψευδωνύμου.

Εις οιονδήποτε πρόσωπον, το οποίον θα δώση πληροφορίας, θα του παρασχεθή, εάν το


επιθυμή, προστασία διά την ασφάλειάν του και ευθύς άμα τη συλλήψει του επικηρυγμένου
τρομοκράτου, θα του καταβληθή η ανωτέρω αμοιβή εις μετρητά και δωρεάν μεταφορά υπό
βρεταννικήν προστασίαν, τόσον του ιδίου όσον και των μελών της οικογενείας του, εις
οιανδήποτε χώραν του εξωτερικού.

Από την αρχή - αρχή του Αγώνα μέχρι και τον τερματισμό του, για τέσσερα περίπου χρόνια, ο
Αυξεντίου θα ήταν ο «περισσότερον καταζητούμενος τρομοκράτης εν Κύπρω». Κανένας δεν
φόβισε τόσο τους Άγγλους και κανένα δεν κυνήγησαν τόσο όσο αυτόν. Και η προδοσία κανένα
δεν άγγιξε τόσο –πριν ακόμη από το θάνατό του- όσο τον Αυξεντίου.

Διαδόσεις για την τύχη του Αυξεντίου

Από τις πρώτες κιόλας μέρες του Αγώνα είχε αρχίσει να δημιουργείται ένας θρύλος και ένα
μυστήριο γύρω από το Ζήδρο. Με προσοχή και επιφύλαξη συζητούσε ο κόσμος: Μήπως είχε
εκπαιδευθεί ειδικά στην Ελλάδα για τον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου; Μήπως
βρίσκονταν μαζί του και άλλοι αξιωματικοί από την Ελλάδα και στελέχωναν τις ομάδες της
ΕΟΚΑ; Μήπως ετοιμαζόταν μια πιο φανερή ελλαδική ανάμιξη στον Αγώνα;

Υπήρχαν και οι άλλοι που είχαν κιόλας ακούσει και αποκάλυπταν εμπιστευτικά το φοβερό
μαντάτο: Ο Αυξεντίου είχε σκοτωθεί, από ηλεκτροπληξία κι αυτός, την 1η Απριλίου στη
Δεκέλεια, αλλά τον πήραν οι σύντροφοί του και τον έθαψαν μυστικά! Μια άλλη πληροφορία
που κι αυτή μεταδινόταν με κάποιο αίσθημα απογοήτευσης, ήταν ότι ο Αυξεντίου είχε φύγει
μυστικά για την Ελλάδα μια κιόλας εβδομάδα μετά την έναρξη του Αγώνα.

Όλα αυτά που γίνονταν στην Κύπρο (εκρήξεις, εμπρησμοί, επαναστατικές προκηρύξεις,
εξαφανίσεις ανθρώπων) ήσαν πρωτοφανή. Κανείς δεν ήξερε και κανείς δεν θυμόταν να είχαν
γίνει ποτέ στο νησί ανάλογα πράγματα. Η έλλειψη πληροφοριών για όλα αυτά που έφτιαναν οι
άνθρωποι της ΕΟΚΑ, αθέατοι και άπιαστοι μέσα στη νύκτα, δημιουργούσε ακόμα περισσότερο
ενδιαφέρον και μυστήριο. Οι λίγοι μυημένοι που ήξεραν δεν άνοιγαν το στόμα τους κι ο πολύς
λαός αυτοσχεδίαζε, όχι χωρίς θαυμασμό και περηφάνεια γι' αυτά που αποτολμούσαν τα
παιδιά του.

Digitized by 10uk1s
Επειδή στο πρώτο στάδιο και οι Άγγλοι δεν είχαν στα χέρια τους ασφαλείς πληροφορίες, ήταν
περίπου σα να έψαχναν για μια βελόνα μέσα στη θάλασσα. Η άγνοια των Αρχών φαινόταν και
από το γεγονός, ότι είχε πιστευθεί για κάποιο διάστημα, ότι πράγματι ο Αυξεντίου είχε
εγκαταλείψει την Κύπρο. Είναι χαρακτηριστικές μερικές ειδήσεις που δημοσιεύονταν στο
βρεταννικό τύπο. Η εφημερίδα The Belfast News – Letter έγραφε, σε ανταπόκρισή της από τη
Λευκωσία, και τα ακόλουθα:

«…Υπάρχει επίσης εις επίσημος υπαινιγμός, ότι οι εκπαιδευταί της ΕΟΚΑ, οι άνθρωποι οι
οποίοι εδίδαξαν τα μέλη της τίνι τρόπω να κατασκευάζουν βόμβας, ως τας «Κοκτέιλ
Μολότωφ» προέρχονται εξ Ελλάδος. Εις εξ αυτών, ο Έλλην απόστρατος Γρηγόριος
Αυξεντίου, εξηφανίσθη την 1ην Απριλίου. Εις θυλάκιον πανταλονίου του, εν τη οικία του, η
Αστυνομία ανεκάλυψεν ελληνικόν βιβλιάριον υπό τον τίτλον «Πώς να κατασκευάζετε
βόμβας». Ούτος περιλαμβάνεται μεταξύ αρκετών Ελλήνων, οι οποίοι καταζητούνται υπό της
Αστυνομίας, αλλά πιστεύεται γενικώς, ότι ο Αυξεντίου ανεχώρησεν εκ της Νήσου κατά ή
περί την 10ην Απριλίου επί σκάφους κατευθυνομένου εις Ελλάδα υπό ψευδές όνομα και
διαβατήριον».

Ας αυτοσχεδίαζαν –ειλικρινά ή σκόπιμα– οι Άγγλοι για τις κινήσεις και την τύχη του Αυξεντίου.
Αυτός όχι μόνο δεν εγκατάλειψε την Κύπρο (ποτέ δεν διανοήθηκε μια τέτια διέξοδο) αλλά και
ήταν έτοιμος, από την περιοχή της Κυρήνειας πια, ν' αρχίσει μια νέα αγωνιστική εξόρμηση. Μια
εξόρμηση που δεν θα ήταν πια δολιοφθορές και γενικά προσβολές άψυχων στόχων, αλλά
αντάρτικο που θα κτυπούσε στο ψαχνό αυτούς που τόσο άπονα σταύρωναν τη δύστυχη Κύπρο
και περιφρονούσαν την κραυγή της εθνικής αγωνίας της.

Στις 11 Απριλίου 1955 ο αρχηγός της ΕΟΚΑ γράφει στο ημερολόγιό του, ότι έστειλε:

Εις ΖΗΔΡΟΝ διαταγήν περιλαμβάνουσαν:

(1) Να υποβάλη έκθεσιν γεγονότων νυκτός 1 Απριλίου.


(2) Που έχει εφεδρικόν υλικόν σαμποτάζ όπερ του είχε δοθή.
(3) Να οργανώση σαμποτάζ εις επαρχίαν Κυρηνείας και να αναφέρη τι υλικόν
χρειάζεται προς τούτο.
(4) Εις ομάδας επαρχίας Αμμοχώστου είναι κάποιος ο οποίος προδίδει· ποιον
υποπτεύονται;
(5) Η εκπαίδευσις εις τα ανταρτικά και η συγκράτησις των ομάδων να προχωρήση με
γοργόν ρυθμόν και να προτιμηθή όλων των άλλων αποστολών αίτινες του
ανετέθησαν. Όταν είναι έτοιμος να αναφέρη.
(6) Να με τηρή ενήμερον της προόδου της άνω εργασίας πράγμα όπερ μέχρι σήμερον
δεν έκαμε ούτε ανέφερε μέχρι σήμερον τι επί όσων του ανετέθησαν εν Κυρηνεία.

Από όλ' αυτά που έγραφε ο Διγενής προς τον Αυξεντίου, μεγαλύτερη σημασία είχε το ότι
προτού ακόμα σβήσει στον ορίζοντα η ηχώ από τις εκρήξεις των πρώτων επιθέσεων, η ΕΟΚΑ
ετοιμαζόταν ν' αρχίσει το αντάρτικο εναντίον των Άγγλων, που ο Διγενής είχε προγραμματίσει
από καιρό.

Digitized by 10uk1s
Ο Αυξεντίου στην κωμόπολη Καραβά

Η κωμόπολη του Καραβά, όπου έφθασε μυστικά ο Αυξεντίου μετά τη φυγή του από τη Λύση,
βρίσκεται μεταξύ της οροσειράς του Πενταδακτύλου και της βόρειας ακτής. Είναι πλάι στην
άλλη κωμόπολη, τη Λάπηθο, και μοιάζουν σα δίδυμες. Απέχουν από την Κυρήνεια οκτώ
περίπου χιλιόμετρα και τις ενώνει μια παραδεισένια λωρίδα γης. Απάνω τις στεφανώνουν οι
επιβλητικές κορυφές του βουνού και από τους πρόποδες και κάτω αρχίζουν τα περιβόλια με τις
λεμονιές και τις πορτοκαλιές, που τις θεριεύει και τις γονιμοποιεί ο προαιώνιος κεφαλόβρυσος
της Λαπήθου. Εκεί όπου τελειώνουν τα περιβόλια αρχίζουν –μισό ως ένα χιλιόμετρο
παράλληλα με τη θάλασσα– τα σταροχώραφα, με λίγες ελιές και χαρουπιές που και που. Αυτή
η δεύτερη λωρίδα των σταροχώραφων ήταν μια ξανθή θάλασσα που την ανάδευε και την
κυμάτιζε το ανοιξιάτικο αγέρι, όταν έφθασε (αρχές του Απρίλη) εκεί ο Αυξεντίου. Με την
πρώιμη άνοιξη τα σπαρτά στην Κύπρο χρυσίζουν από τα μέσα του Μάρτη κιόλας.

Κάτω, πλάι στη θάλασσα βρίσκεται η βυζαντινή μονή της Αχειοοποιήτου. Εκεί είχε έρθει ο
Κωνσταντής Κανάρης με τα καράβια του για να πάρει τροφές, νερό και παλληκάρια για την
Επανάσταση. Η ανάμνηση της άφιξης αυτής του πυρπολητή έμεινε βαθειά ριζωμένη στους
κατοίκους της περιοχής. Σ' αυτήν όλη την περιοχή υπήρχε στα παλιά χρόνια η πλούσια
βυζαντινή πολιτεία Λάμπουσα. Ερείπιά της βρίσκονται εδώ κι εκεί μέσα στους αγρούς. Η μονή
της Αχειροποιήτου είναι ένα από τα πιο παλιά βυζαντινά κτίσματα του νησιού. Την είπαν
Αχειροποίητο, γιατί κατά την παράδοση δεν την έκτισε χέρι ανθρώπου. Στην Κύπρο, από τα
πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα το θαύμα και ο θρύλος λειτουργεί σαν ανάσα και θρέφει την
καρδιά και το νου σα νοερός άρτος επιούσιος. Η εκκλησία αυτή και η μονή –λέει ο θρύλος–
βρισκόταν αρχικά στα απέναντι παράλια της Μικρασίας και επειδή κινδύνευε από τους
βαρβάρους (αλλοίμονο, οι βάρβαροι θα έβγαιναν ακριβώς εκεί το 1974, μολύνοντας και
καταστρέφοντας τα πάντα!) η Παναγία την πήρε και μέσα σε μια νύχτα τη μετάφερε στην
Κύπρο, εκεί στη Λάμπουσα.

Ο Αυξεντίου, αφού έμεινε λίγο κρυμμένος στον Καραβά, αποφάσισε να μεταφερθεί στην
Αχειροποίητο, που έμενε κλειστή και χωρίς μοναχούς. Εκεί θα είχε το αρχηγείο του και από εκεί
θα ξεκινούσε για τις επιχειρήσεις και για τις επιθεωρήσεις των ομάδων. Ο Κυριάκος Κύρκος,
από τον Καραβά, που τον συνόδεψε εκεί, του είπε μιλώντας κυπριακά:

– Ό,τι χρειάζεσαι θα ερκούμαστιν να σου φέρνουμεν. Έπρεπεν όμως να έμενες πάνω, έσσω μας
για να σε περιποιούμαστιν. Δαμαί μόνος σου, όπως τον ερημίτην τζιαι τον ασκητήν, θα
δυσκολευτείς, προ πάντων τες νύχτες.

Αυτά του είπε ο πατριώτης εκείνος. Και ο Αυξεντίου του απάντησε:

– Σε λίγο θα κελαϊδήσουν τα όπλα, θείε. Το στρώμα και το σπίτι δεν με κρατάνε πια. Από εδώ κι
εμπρός σπίτι μου θάναι το βουνό, στρώμα μου η γη και σκέπη μου ο ουρανός.

Άκουσε ο γέρος αυτά τα πρωτάκουστα λόγια και μέσα στην ελληνική ψυχή του αναδεύτηκαν
και ανακλαδίστηκαν μνήμες που έμεναν σκεπασμένες από αιώνες. Εκείνη η ώρα –νύχτα μέσα
στην ερημωμένη βυζαντινή μονή– ήταν ιερή. Ο γέρος μίλησε πάλι:

– Σε συγχαίρω, παιδί μου. Έχε θάρρος και ο Θεός θα μας βοηθήσει, ένεκα που ο σκοπός είναι

Digitized by 10uk1s
ιερός. Να κάμουμεν τον σταυρόν μας τζιαι να ξεκινήσουμεν...

Ο Αυξεντίου χαμογέλασε ευχαριστημένος από τα λόγια που άκουγε. Ύστερα είπε πάλι:

– Ευχαριστώ γέροντα, αλλά έχω καιρό που έκαμα το σταυρό μου. Το δικό μου τομάρι είναι
ξεγραμμένο για την πατρίδα...

Η Κυρήνεια είχε μια μακρά εθνική παράδοση και οι κάτοικοι της πόλης και επαρχίας
πρωτοστατούσαν πάντα στις εθνικές προσπάθειες. Δεν κατορθώθηκε, όμως, ν' αρχίσει και αυτή
δράση μαζί με τις άλλες πόλεις. Ο Διγενής γράφει χαρακτηριστικά στο «Χρονικό» του:

Κατά την έναρξιν του Αγώνος εις τον τομέα αυτόν δεν εσχηματίσθησαν ομάδες ελλείψει
καταλλήλου ηγετικού στελέχους, δι' ο και δεν εσημειώθη κατ' αυτήν δράσις, καίτοι ο
οπλισμός απεστάλη εις τον Χατζηδαμιανού και απεκρύβη εις την Μονήν Αχειροποιήτου.
Μετά την 1ην Απριλίου απέστειλα τον Γρηγόρη Αυξεντίου εις την περιοχήν Καραβά με
εντολήν να οργανώση ομάδας δράσεως και ως πρώτην αποστολήν να μελετήση και μου
υποβάλη σχέδιον προσβολής της στρατιωτικής δυνάμεως, η οποία ευρίσκετο εις την
περιοχήν Μπογαζίου Κυρηνείας.

Βραδύτερον επεσκέφθην τον Αυξεντίου εις Καραβάν και έδωσα εντολήν να μετακινηθή
ανατολικώς εις την περιοχήν του Αγίου Αμβροσίου, ώστε να έχη μεγαλυτέραν ευχέρειαν
κινήσεως. Και την μεν περιοχήν Κυρηνείας από Αγίου Αμβροσίου και δυτικώς κατέστησα
ανεξάρτητον τομέα υπό ίδιον τομεάρχην, τον Κάιζερ, «Μαυρογένην», και είτα τον Νίκον
Καρεφυλλίδην, «Πανουργιάν», την δε υπόλοιπον περιοχήν από Αγίου Αμβροσίου μέχρι
Αποστόλου Ανδρέα –τομεύς Πενταδακτύλου– υπήγαγον υπό τον Γρηγόρην Αυξεντίου με
εντολήν οργανώσεως ομάδων, ιδία επί της οροσειράς Πενταδακτύλου. Ο τομεύς Κυρηνείας
διέθετε τότε μόνον εξ δολιοφθορείς.

Για τις συνθήκες μεταφοράς, εγκατάστασης και ενεργειών του Αυξεντίου στον Καραβα δίνει την
ακόλουθη αυθεντική μαρτυρία ο Ηρακλής Χατζηδαμιανού:

Την 5-4-1955 εις τας 10 π.μ. ο υπό το ψευδώνυμον «ΖΗΔΡΟΣ» Γρ. Αυξεντίου αφίχθη εις την
εν Καραβα ιστορικήν Μονήν της Αχειροποιήτου, με εν περίστροφον και ένα καλάθι
χειροβομβίδες σκεπασμένες με την καπαρτίναν του, αφού κατώρθωσε να περάση δύο
αστυνομικάς περιπόλους χωρίς να γίνη αντιληπτός. Περί ώραν 6 μ.μ. μετεφέρθη δι'
αυτοκινήτου, οδηγουμένου υπό του εκ Καραβα αγωνιστού Δημητρίου Σ. Παξιαβάνη, εις την
εν Καραβα ανώγειον κατοικίαν του.

Εντολή του «ΖΗΔΡΟΥ» μετεφέρθησαν αμέσως όλα τα όπλα και πυρομαχικά, έν βαρύ
πολυβόλον, δύο οπλοπολυβόλα τύπου «μπρέν», δύο οπλοπολυβόλα τύπου «Στεν»,
δεκαοκτώ «μαρτίνια», 30 χιλιάδες σφαίραι και διάφοροι τύποι χειροβομβίδων, με σκοπόν
να καθαρισθούν και ετοιμασθούν δια επικειμένας επιχειρήσεις.

Από τότε ήρχισε πλέον εντατική και συστηματική η εκπαίδευσις των ομάδων Καραβά, εις
τας οποίας προσετέθησαν και αι ομάδες της Κυρηνείας, Καρμίου, Αγ. Γεωργίου, Χάρτζιας,
Αγ. Αμβροσίου, Καλογραίας, Ακανθούς, Διορίου, Λάρνακος Λαπήθου κ.λ.π.

Digitized by 10uk1s
Τη βοήθεια των κατά τόπους ομαδαρχών προέβη ακολούθως εις επισήμανσιν και
αναγνώρισιν στόχων της επαρχίας και την κατάστρωσιν σχεδίων προσβολής των.

Τα εν λόγω σχέδια, άτινα προέβλεπον επιθέσεις κατά στρατιωτικών καταυλισμών και


αστυνομικών σταθμών, ως και την σύλληψιν των αρχηγών των χερσαίων και αεροπορικών
Βρεταννικών Δυνάμεων Μέσης Ανατολής, οίτινες διέμενον εν Κυρηνεία και πλειστάκις
επεσκέπτοντο φιλικήν των οικίαν εν Καραβά, συνεζητήθησαν και ενεκρίθησαν υπό του
Αρχηγού της Ε.Ο.Κ.Α. Διγενή, κατά την ενταύθα δευτέραν αυτού επίσκεψιν κατά την οποίαν
διενυκτέρευσεν εις την οικίαν του Γεωργίου Χατζηγρηγορίου, ήτις εφρουρειτο υπό ισχυράς
ενόπλου ομάδος Καραβά, αγνοούσης την παρουσίαν του Αρχηγού».

Σε μια από τις μυστικές συναντήσεις με τον Αρχηγό, έγινε ο ακόλουθος διάλογος:

– Ειλικρινά νομίζεις Ζήδρο, ότι με το έμψυχο υλικό που διαθέτουμε, και που εσύ έρχεσαι σε
επαφή μαζί του περισσότερο από μένα, θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα;

Σ' αυτή την ερώτηση ο Αυξεντίου απάντησε:

– Όχι απλώς νομίζω, αλλά είμαι βέβαιος, ότι η ήρεμη ψυχή των Κυπρίων θ' ανάψει σαν καμίνι
στη φωτιά του Αγώνα...

«Θα πανηγυρίσουμε μαζί με τους ζωντανούς»...

Ο Αυξεντίου ήταν πάντα οπλισμένος και πάντα αποφασισμένος να δώσει μάχη μέχρι το τέλος.
Με τη βοήθεια καλών πατριωτών γύριζε για να επιθεωρήσει και να εκπαιδεύσει τις ομάδες ή
για να επισημάνει τους στόχους που έπρεπε να προσβληθούν. Φωτιά και λαύρα ήταν τα λόγια
του προς τους αγωνιστές: «Δεν σας κρύβω –τους έλεγε– ότι μεγαλύτερη πιθανότητα υπάρχει
να πεθάνουμε παρά να ζήσουμε σ' αυτόν το δύσκολο αγώνα που μπήκαμε. Το σίγουρο είναι
πως θα λευτερωθούμε. Και τότε και μεις, έστω και κάτω από το χώμα, θα πανηγυρίσουμε μαζί
με τους ζωντανούς»...

Η Αμαλία Κύρκου, από τον Καραβά, που συνόδευε τον Αυξεντίου στις μετακινήσεις του, λέει
ότι αν οι Άγγλοι σταματούσαν σε κάποιο μπλόκο το αυτοκίνητό τους, θα έλεγαν ότι πήγαιναν
σαν οικογένεια για προσκύνημα στον Χρυσοσώτηρο, στην Ακάνθου. Είχαν μαζί τους λαμπάδες
για πειστήριο, ότι τάχα τις πήγαιναν τάμα στο Χρυσοσώτηρο. Αν επέμεναν να ερευνήσουν τον
Γρηγόρη, τότε θα ορμούσαν οι άλλοι μπροστά, θα έμπαιναν στη μέση και έτσι θα του έδιναν
την ευκαιρία ν' αντισταθεί και να ξεφύγει.

Τα πρώτα κτυπήματα της ΕΟΚΑ με δολιοφθορές στις εγκαταστάσεις των Άγγλων δεν ήταν
τίποτε άλλο παρά μια προειδοποίηση για τη Βρεταννία και μια νέα δυνατότητα για τους
χειρισμούς της ελληνικής διπλωματίας στο Κυπριακό. Η πραγματική δράση που θα έδινε
δραματικές διαστάσεις στον Αγώνα θα ήταν η αντάρτικη δράση. Ο Αυξεντίου δεν πρόλαβε
καλά - καλά να εγκατασταθεί στον Καραβά και πήρε την πρώτη διαταγή για ν' αρχίσει τις
ετοιμασίες για μια τέτια μορφή αγώνα. Πιο ύστερα, στις 3 Μαΐου 1955, ο αρχηγός της ΕΟΚΑ
του έγραψε δίνοντάς του λεπτομερείς οδηγίες για το ειδικό αυτό θέμα. Απαντώντας την
επομένη ο Αυξεντίου έγραφε:

Digitized by 10uk1s
ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΟΝ ΑΠΟ ΖΗΔΡΟΝ

ΕΟΚΑ

4.5.55

Αναφέρεται λήψις Δ)γής 3.5.55 καθώς και γενικών οδηγιών Ανταρτικού Αγώνος.

Αι κινήσεις μου είναι πολύ περιωρισμέναι και γίνονται μετά μεγάλης συνέσεως. Αι δοθείσαι
πληροφορίαι είναι αποκυήματα φαντασίας.

Πάντως η μη μετακίνησίς μου δυσχεραίνει την εκτέλεσιν των ανατιθεμένων αποστολών.

Από απόψεως εκπαιδεύσεως, οι άνδρες ευρίσκονται εις καλόν επίπεδον.

Οργάνωσις Πληροφοριοδοτών και Τροφοδοτών επετεύχθη εις αρκετά χωρία. Δυσχερείας


συναντώμεν εις νοτίαν πλευράν οροσειράς διότι υπάρχουν πολλά τουρκοχώρια.

Παρακαλώ εάν υπάρχη ομάς εις Τρίκωμον να της ανατεθή η οργάνωσις τροφοδοτών -
πληροφοριοδοτών εις χωρία Μάνδρες – Φλαμούδι – Άρδανα – Άγιος Νικόλαος – Άγιος
Ηλίας. Εάν δεν υπάρχη, να διαταχθή ο Μελάς Αμμοχώστου να οργανώση την περιοχήν διότι
κατάγεται από το μέρος εκείνο και γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα.

Αστυνομικοί Σταθμοί μέχρι Τρικώμου έχουν ως εξής:

Αστυνομικοί
1 Μύρτου 7
2 Λάπηθος 6
3 Κυρήνεια 30
4 Άγιος Επίκτητος 4
5 Άγιος Αμβρόσιος 3
6 Πογάζι 2
7 Λευκόνοικον 8
8 Τρίκωμον 7

Διμοιρίαν Πογαζιού δεν ηδυνήθην να πλησιάσω. Κατά την γνώμην μου όμως μόνον διά
νυκτερινού εγχειρήματος δυνάμεθα να προσβάλωμεν. Να εξακριβώσωμεν θέσεις σκοπών.
Να συλληφθή ο σκοπός εάν καταστή δυνατόν και να ακολουθήση προσβολή διά αυτομάτων
και χειροβομβίδων. Εάν ο σκοπός μας αντιληφθή θα τους προσβάλωμεν διά
χειροβομβίδων, τυφεκίων και οπλοπολυβόλου, αφού προηγουμένως αποκοπή ο
ηλεκτροφωτισμός των, ώστε να επέλθη σύγχυσις.

Αυτό είναι πολύ χονδρικόν σχέδιον μέχρις ότου λάβω λεπτομερείας του στρατωνισμού.

Ζήδρος

Digitized by 10uk1s
Ο Διγενής όταν πήρε την επιστολή του Αυξεντίου έγραψε, στις 9.5.1955, προς τον Μελά (Π.
Παυλάκη) να φροντίσει να δημιουργηθούν δίκτυα πληροφοριοδοτών και τροφοδοτών στην
περιοχή που του έλεγε ο Ζήδρος. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου σε μια δραματική καταδίωξη
της ομάδας Πενταδακτύλου από τους Άγγλους, θα φαινόταν πόσο σωτήρια ήταν αυτή η
πρόβλεψη του Αυξεντίου.

Όταν πήγαινε να τελειώσει ο Μάιος, ο Ζήδρος έστειλε στο Γέρο (έτσι έλεγαν μεταξύ τους τον
Αρχηγό οι αγωνιστές) τα σχέδιά του για την επίθεση που σχεδίαζε στο Μπογάζι, στις νότιες
ρίζες του Πενταδακτύλου. Εκεί ήταν στρατοπεδευμένη μια διμοιρία Άγγλοι στρατιώτες, που θα
τους κτυπούσε καταδρομικά ο Αυξεντίου με την ομάδα του. Ο Διγενής σημειώνει στο
ημερολόγιό του, στις 29 Μαΐου: ΖΗΔΡΟΣ υπέβαλε μελέτην διά προσβολήν διμοιρίας Μπογαζιού
(Κυρηνείας). Εμελέτησα και επέστρεψα με παρατηρήσεις μου...

Digitized by 10uk1s
5
ΓΑΜΟΣ
Όσα είπαν στη μυστική συνάντηση που είχαν στον Καραβά ο Διγενής και ο Ζήδρος και οι
διαταγές που έρχονταν ύστερα από το αρχηγείο της ΕΟΚΑ έδειχναν καθαρά ότι ένας δρόμος
μεγάλης αιματοχυσίας ανοιγόταν για την Κύπρο. Σε λίγο θα στηνόταν το θυσιαστήριο κι αυτό
θα ήθελε για σπονδές τις ζωές νέων ανθρώπων.

Από τη μια οι διαταγές έλεγαν ότι έπρεπε σύντομα να ετοιμαστεί το Αντάρτικο, δηλαδή οι
άνδρες που θα έβγαιναν στο βουνό, να προωθηθεί στα ορεινά οπλισμός και να ετοιμαστούν σε
κρύπτες αποθέματα τροφίμων. Από την άλλη, ο Αρχηγός διέτασσε ν' αρχίσουν οι εκτελέσεις
των προδοτών και των συνεργατών του εχθρού. Σε όλα αυτά ο ρόλος του Αυξεντίου θα ήταν
πρωταγωνιστικός. Και βέβαια το αχόρταγο θυσιαστήριο της Λευτεριάς –το 'νοιωθε αυτό–
περίμενε να αφανίσει τους πρώτους και τους εκλεκτούς.

Οι Άγγλοι για δυόμισυ μήνες από την έναρξη της δράσης μάταια προσπαθούσαν να εντοπίσουν
το Ζήδρο. Με την επίμονη όμως προσπάθειά τους και με τις διαρροές που άρχισαν, κατάλαβαν
ότι βρισκόταν κάπου κοντά στην Κυρήνεια. Γι' αυτό και οργάνωσαν στην περιοχή μια
κατασκοπευτική επιχείρηση, χωρίς όμως το συγκεκριμένο αποτέλεσμα που περίμεναν.

Μέσα στις τόσες του φροντίδες και θανάσιμες αγωνίες ο Αυξεντίου δεν λησμονούσε την
αγαπημένη του μνηστή Βασιλική, που είχε αφήσει στη Λύση. Που και που της έστελλε κάποιο
μυστικό σημείωμα κι εκείνη του απαντούσε με τον ίδιο τρόπο. Μια φορά που προγραμμάτισαν
να συναντηθούν μυστικά, λίγο έλειψε να συμβεί η καταστροφή. Οι μυστικές υπηρεσίες που
παρακολουθούσαν στενά τη Βασιλική, κατάλαβαν ότι θα πήγαινε να συναντήσει τον αντάρτη
μνηστήρα της. Κι οι Άγγλοι ήσαν βέβαιοι τώρα, ότι ο Αυξεντίου θα έπεφτε στα χέρια τους.
Ευτυχώς στην κρίσιμη ώρα έσωσε την κατάσταση η παρέμβαση του αστυνομικού Χαράλαμπου
Ακρίτα, που υπηρετώντας στο Special Branch (ειδικό κλάδο) πήρε την πληροφορία. Χωρίς να
χάσει καιρό τη μεταβίβασε στην οργάνωση κι έτσι η επίσκεψη της Βασιλικής ματαιώθηκε.

Εκεί στην έρημη μονή της Αχειροποιήτου ή σε σπίτια του Καραβά, κρυμένος ο Αυξεντίου, τις
νύχτες της απόλυτης μοναξιάς του σκεφτόταν τη μνηστή με αγάπη και τρυφερότητα. Κι επειδή
ο Αγώνας θα έπαιρνε σίγουρα ένταση, αλλά και μεγάλη χρονική διάρκεια, με το φυσικό
ενδεχόμενο να πεθάνει κι ο ίδιος σ' αυτή την άνιση αναμέτρηση, πήρε την απόφαση ότι έπρεπε
να στεφανωθούν. Ύστερα από δυο χρόνια μνηστείας –σκεφτόταν– η Βασιλική δεν μπορούσε να
μείνει μόνο μνηστή του. Ήταν αντρικό χρέος του να γίνει γυναίκα του.

Ο συναγωνιστής του Ηρακλής Χατζηδαμιανού. από τον Καραβά, αφηγείται σχετικά:

Επειδή προεβλέπετο έντασις του αγώνος, το δε μέλλον ήτο άδηλον, εθεωρήθη


επιβεβλημένον όπως ο Αυξεντίου τελέση τον γάμον του μετά της αρραβωνιαστικιάς του
Βασιλούς. Τούτο όμως ενέκλειε σοβαρούς κινδύνους και ως εκ τούτου επεβάλλετο
απόλυτος μυστικότης διά το μέρος και τον χρόνον τελέσεως του μυστηρίου. Περί ώραν 5
μ.μ. της 16-6-1955 δια λακωνικού σημειώματος επληροφόρει ο Ηρακλής τον Ζήδρον ότι το
ζήτημα του γάμου διηυθετήθη και το μυστήριον θα ετελείτο οριστικώς την νύκτα της ιδίας
ημέρας, χωρίς και πάλιν να γνωσθή που θα ετελείτο.

Digitized by 10uk1s
Αφού ελήφθησαν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας και ετοποθετήθησαν φρουροί
εις τα πλέον επίκαιρα σημεία της Μονής αχειροποιήτου, κατέφθασε την 9.45' μ.μ. το
αυτοκίνητον του αγωνιστού Παξιαβάνη φέρον πανόπλους τον Ζήδρον και τον Ηρακλή.

Η νύμφη με ανυπομονησίαν ανέμενε εις τι κελλίον της Μονής. Η πρωτότυπος αύτη


συνάντησις των μνηστευμένων εγένετο εις ατμόσφαιραν συγκινήσεως, ουδείς δε των
παρισταμένων ηδυνήθη να συγκρατήση ανάμικτα χαράς και λύπης δάκρυα. Ευσχήμως
απεσύρθησαν όλοι και έμειναν επ' ολίγον μόνοι οι μελλόνυμφοι.

Μετά δέκα λεπτά εισήλθεν πρώτος εις το κελλίον ο ιερεύς Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου,
φέρων ανά χείρας το Ι. Ευαγγέλιον και τους εκ κλήματος και ελαίας στεφάνους. Τούτον
ηκολούθουν οι αγωνισταί Φιλόθεος Χατζηδαμιανού εκ Καραβά, όστις και διηυθέτησε τα
του γάμου, ο Ανδρέας Μαλέκος εκ Στροβόλου, η πρεσβυτέρα Γιαννούλα Παπασταύρου και
η εκ Λύσης συνοδός της νύμφης Ελένη Κασιανού, που παρέστησαν ως παράνυμφοι.

Παράξενο μυστήριο μέσα στην κατασκότεινη νύχτα. Δυο κεριά έρριχναν ένα αμφίβολο φως
στις συγκινημένες μορφές του ζευγαριού, αλλά και των ελάχιστων που ήταν εκεί μέσα στο
στενόχωρο κελλί. Ούτε άσπρο νυφικό η νύφη, κι ούτε μαύρο κοστούμι ο γαμπρός. Απλά
ντυμένη με ένα καλοκαιρινό φόρεμα η Βασιλική και ο Γρηγόρης ντυμένος στην αντάρτικη στολή
του.

Μόλις ο Παπασταύρος άρχισε να διαβάζει τις πρώτες ευχές του μυστηρίου, ο γαμπρός με
ευλάβεια έκανε το σταυρό του και ξεζώθηκε τα όπλα του και τις φυσιγγιοθήκες. Τα έδωσε
ύστερα στο συναγωνιστή του Ηρακλή και του είπε:

– Ηρακλή μου, πάρ' τα. Κοίταξε λίγο έξω, μήπως δεις καμμιά ύποπτη κίνηση. Να τρέξεις να μου
το πεις αμέσως.

Ο Ηρακλής πήρε τα τιμημένα όπλα, που για πρώτη φορά τα χωριζόταν έστω και λίγο ο Ζήδρος,
χαμογέλασε και του είπε:

– Έννοια σου. Είναι σα να είμαστε σε φρούριο. Ολόγυρα. σε ακτίνα τριακόσιων μέτρων είναι
πάνοπλοι και ταμπουρωμένοι όλοι οι άνδρες μας των ομάδων Καραβά, έτοιμοι για κάθε θυσία.
Άγγλοι δεν μπορούν να πλησιάσουν.

Τ' άκουσε αυτά ο Αυξεντίου και συγκινήθηκε βαθειά που τα παλληκάρια του, χωρίς να τα
διατάξει, διακινδύνευαν για να του δώσουν κάποια ασφάλεια την ώρα αυτή της γλυκόπικρης
ευτυχίας του. Φίλησε τον Ηρακλή, ενώ δάκρυα φάνηκαν στα πεντακάθαρα, μεγάλα κυπραίικά
του μάτια...

«Άρμοσον τον δούλον σου Γρηγόριον...»

Ο Παπασταύρος έλεγε:

– Ο Θεός ο άγιος, ο πλάσας εκ χοός τον άνθρωπον και εκ της πλευράς αυτού ανοικοδομήσας
γυναίκα, και συζεύξας αυτώ βοηθόν κατ' αυτόν, διά το ούτως αρέσαι τη ση μεγαλειότητι, μη

Digitized by 10uk1s
μόνον είναι τον άνθρωπον επί της γης· αυτός και νυν, Δέσποτα, εξαπόστειλον την χείρα σου εξ
αγίου κατοικητηρίου σου, και άρμοσον τον δούλον σου Γρηγόριον και την δούλην σου
Βασιλικήν, ότι παρά σου αρμόζεται ανδρί γυνή. Σύζευξον αυτούς εν ομοφροσύνη· στεφάνωσον
αυτούς εις σάρκα μίαν· χάρισον αυτοίς καρπόν κοιλίας, ευτεκνίας απόλαυσιν...

Όλοι σχεδόν ήσαν δακρυσμένοι. Η νύφη μόλις που συγκρατιόταν να μη ξεσπάσει σε δυνατό
κλάμα. Ο Γρηγόρης της κρατούσε με στοργή το χέρι, δίνοντάς της κουράγιο.

Παράξενα, όμως, που αντηχούσαν τα λόγια του Παπασταύρου! Λες και δεν ήταν ευχές γάμου,
αλλά μοιρολόι χωρισμού και θανάτου! Λες και τίποτε δεν ταίριαζε από όλα αυτά τα θαυμαστά
λόγια στους δυο νέους. Τα κλωνάρια της αγαθής ελιάς που τους στεφάνωναν, λες και ήταν
ακάνθινα στεφάνια μαρτυρίου...

Τέλειωσε το μυστήριο. Πρώτος ο Παπασταύρος τους φίλησε και τους ευχήθηκε να ζήσουν με
προκοπή και ευτυχία. Ο Γρηγόρης απάντησε συγκινημένος:

– Καλό βόλι, πατέρα... καλό βόλι!...

Προσφέρθηκαν ύστερα μερικά αμυγδαλωτά που είχαν φέρει μαζί τους από τη Λευκωσία.
Κανείς δεν θυμόταν τόσο παράξενο γάμο.

Ο Παπασταύρος είπε ότι έπρεπε, για λόγους ασφάλειας, να φύγει για τη Λευκωσία παίρνοντας
μαζί και τη Βασιλική. Αυτό δεν το δέχτηκαν οι συναγωνιστές του Γρηγόρη που στεκόταν σεμνός
και αναποφάσιστος στη γωνιά. Είπαν ότι η νύφη έπρεπε να μείνει έστω και για λίγες ώρες με
τον άντρα της σε σπίτι του χωριού. Θα φύλαγαν αυτοί οπλισμένοι από παντού.

Ο Ζήδρος (τόσο απίθανη η ζωή και ο θάνατός του...) θα περνούσε μια πρώτη κρυφή νύχτα
γάμου, χωρίς γύρω να τραντάζονται οι αυλές από χορούς και τραγούδια, χωρίς τις
παραδοσιακές τραγουδιστές ευχές «γαμπρέ τη νύφη ν' αγαπάς, να τήνε καμαρώνεις»...

Ο Ηρακλής Χατζηδαμιανού λέει τ' ακόλουθα για όσα έγιναν μετά το γάμο και για την κατοπινή
δράση του Αυξεντίου στον Καραβά:

Επειδή επεβάλλετο να εγκαταλειφθή η περιοχή το συντομώτερον ο πατήρ Σταύρος εζήτησε


να ετοιμασθούν όλοι και η νεόνυμφος δι' άμεσον αναχώρησιν διά Λευκωσίαν. Τη
επεμβάσει όμως των αγωνιστών απεφασίσθη να παραμείνη η νεόνυμφος μετά του συζύγου
της εις Καραδάν επ' ολίγον, προ δε της ανατολής του ηλίου εκανονίσθη να ευρίσκεται εις
Λευκωσίαν ίνα μεταβή εις Λύσην. Σημειούται ότι η αστυνομία, η οποία ήλεγχεν όλας τας
κινήσεις της Βασιλικής, εις την προκειμένην περίπτωσιν, λόγω των συνεχών αλλαγών
αυτοκινήτου καθ' όλην την διαδρομήν Λύσης - Καραβά, ουδέν επέτυχε να επισημάνη.
Ακολούθως οι νεόνυμφοι, συνοδευόμενοι υπό του Ηρακλή, δι' αυτοκινήτου
κατηυθύνθησαν προς την οικίαν του αγωνιστού Κυριάκου Χρ. Τζύρκου όπου θα διέμενον. Η
εν λόγω οικία εχρησιμοποιείτο ως Αρχηγείον της Επαρχίας και εφιλοξένησε μέγα αριθμόν
καταζητουμένων, μεταξύ των οποίων και τον σταυραετόν του Πενταδακτύλου αείμνηστον
Κυριάκον Μάτσην, ανετινάχθη δε υπό των Αγγλικών στρατευμάτων κατά τας τελευταίας
μεγάλας ερεύνας του «σπάροου χωκ 11», ο δε ιδιοκτήτης αυτής Κυριάκος Χρ. Τζύρκου
ενεκλείσθη εις στρατόπεδον συγκεντρώσεως.

Digitized by 10uk1s
Περί την 3ην πρωινήν της 11ης Ιουνίου ο ακούραστος Παξιαβάνης παρέλαβε την νύμφην
και την μετέφερε εις Λευκωσίαν.

Μετά ταύτα ήρχισεν πλέον εντατική εργασία διά την αρτίαν οργάνωσιν όλης της επαρχίας,
την κατασκευήν κρησφυγέτων όπου εχρειάζετο και την οργάνωσιν ομάδων, συνδέσμων,
τροφοδοτών κ.ά.

Ο «Ζήδρος» μετέβη δις εις Ακανθούν προς επιθεώρησιν και εκπαίδευσιν των εκεί ομάδων,
τα δε χωρία της επαρχίας Κυρηνείας ανέλαβον οι αδελφοί Φιλής και Ηρακλής, βοηθούμενοι
υπό εκπαιδευτών των ομάδων Καραβά, μεταςύ των οποίων και δύο πρώην λοχίαι του
Αγγλικού στρατού και ένθερμοι πατριώται, οι Κώστας Ιωαννίδης και Ιωάννης Κίτσος.

Την όλην εργασίαν ήλεγχε προσωπικώς ο Ζήδρος, όστις πλειστάκις εκάλεσεν εις το εν
Καραβά Αρχηγείον του διαφόρους ομάδας της επαρχίας, δια να βεβαιωθή περί της
συντελουμένης εργασίας.

Αφού ητοιμάσθησαν όλα, ομάδες, οπλισμός, στόχοι, κ.λ.π. εδόθη διαταγή του Αρχηγού να
κτυπηθούν οι αστυνομικοί σταθμοί Κυρηνείας, Λαπήθου, Αγ. Επικτήτου και Αγ. Αμβροσίου,
το στρατόπεδον Αγύρτας και η αεροναυτική βάσις Αγ. Ειρήνης, ως και η φρουρά του
αρχηγού των χερσαίων Βρεταννικών Δυνάμεων Μέσης Ανατολής, παρά την Γλυκιώτισσαν
Κυρηνείας, ήτις και επραγματοποιήθη την 11.30' μ.μ. της 20-6-1955.

Θα περνούσαν από τότε τέσσερα χρόνια για να γίνει γνωστό ότι ο Γρηγόρης είχε τελέσει
μυστικά τους γάμους του με τη Βασιλική. Όταν πια τέλειωσε ο Αγώνας και άρχισε το στάδιο της
μεταπολίτευσης, αποκάλυψε το γεγονός, στις 9 Ιουλίου 1959, ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος
Μακάριος. Την επομένη η Ελευθερία (της Λευκωσίας) παρουσίασε την είδηση κάτω από
αυτούς τους τίτλους: Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΗΡΩΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΕΙΧΕ ΝΥΜΦΕΓΒΗ ΝΤΚΤΩΡ ΤΗΝ
δ. ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ. – Το μυστήριον είχε τελέσει ο αιδ. Παπασταύρος εις την Μονήν Αχειροποιήτου
την 10-6-1955. – Ποίοι οι παράνυμφοι.

Διαταγή για νέα προσβολή στόχων

Μετά το γάμο του ο Αυξεντίου συνέχισε με περισσότερη ένταση τις προετοιμασίες του.
Πλησίαζε η ώρα για ένα δεύτερο γύρο εναντίον των Άγγλων. Στις 16 Ιουνίου 1955 ο Διγενής
γράφει στο ημερολόγιό του: «16 Ιουνίου: Εξέδωσα διαταγήν προς ΖΗΔΡΟΝ καθορίζουσαν
ημέραν προσβολής των στόχων του την 20ήν τρέχ. και ώραν 23.30'. Καθώρισα γενικόν ρυθμόν
προσβολής των στόχων εις όλην την νήσον. Καθώρισα την ημέραν Χ δια έναρξιν της νέας
δράσεως την προσεχή Κυριακήν 19ην τρέχ.».

Έτσι, στις 20 και 21 Ιουνίου όλες οι πόλεις συγκλονίζονται από νέες συγχρονισμένες εκρήξεις.
Εκεί που οι Άγγλοι νόμιζαν ότι μετά τις συλλήψεις στελεχών, την 1η Απριλίου, και την
κατάληψη σημαντικού υλικού, είχαν εξαρθρώσει την ΕΟΚΑ, ξυπνούσαν οδυνηρά μέσα από την
πλάνη τους αυτή. Βραχυκύκλωμα και διακοπή του φωτισμού, εκρήξεις ωρολογιακών βομβών,
ρίψεις χειροβομβίδων, επιθέσεις εναντίον αστυνομικών σταθμών και φόνος και τραυματισμός
αστυνομικών. Για πρώτη φορά άρχισαν σε μεγάλη κλίμακα περιπολίες Άγγλων στρατιωτών και
έρευνες σε όλες τις πόλεις, ενώ ο κυβερνήτης Άρμιτεϊτζ ανήσυχος επικοινωνούσε με το Λονδίνο
και ζητούσε οδηγίες και βοήθεια. Ανήσυχος, αλλά και προκλητικός, ήταν και ο ηγέτης των

Digitized by 10uk1s
Τουρκοκυπρίων Φαντίλ Κουτσιούκ. Επειδή στη φοβερή έκρηξη που είχε γίνει στο αρχηγείο
τραυματίστηκαν και πολλοί Τούρκοι αστυνομικοί, ο Κουτσιούκ έστειλε τηλεγραφήματα στους
πρωθυπουργούς Βρεταννίας και Τουρκίας και τους έλεγε: «Ελληνικά ακραία στοιχεία
προσέβαλον το δικαίωμά μας περί υπάρξεως, εχύθη δε το αίμα 14 αθώων Τούρκων. Αξιούμεν
κατηγορηματικώς εγγύησιν της ασφαλείας της ζωής και της περιουσίας μας και τερματισμόν
της παρούσης καταστάσεως. Μήπως η Κυβέρνησις αναμένει, όπως η τουρκική κοινότης λάβη
μέτρα διά να προστατεύση την ζωήν και την περιουσίαν της;»

Οι άνδρες του Αυξεντίου δεν μπόρεοαν να πλήξουν όλους τους στόχους. Κτύπησαν βαοικά την
Αστυνομία Κυρήνειας και Λαπήθου και έρριξαν χειροβομβίδες στο σπίτι του αρχιστράτηγου της
Μέσης Ανατολής, κοντά στη Γλυκιώτισσα. Ένας από τους αγωνιστές, ο Αντρέας Βλάχος,
τραυματίστηκε στην επίθεση εναντίον της Αστυνομίας Λαπήθου, ενώ οι πιο έμπιστοι
συνεργάτες του Ζήδρου στον Καραβά, τα τρία αδέλφια Ηρακλής, Οδυσσέας και Γαβριήλ
Χατζηδαμιανού συλλαμβάνονταν. Αυστηρός πάντα και απαιτητικός ο αρχηγός της ΕΟΚΑ,
σημειώνει στις 20 Ιουνίου στο ημερολόγιό του: «Ζήδρος δεν προσέβαλε Μπογάζι, άγνωστον
διατί. Ούτε Αστυνομίαν Αγίου Επικτήτου, ούτε αποθήκας δυτ. Αγιας Ειρήνης. Προσέβαλε μόνον
Αστυνομίαν Κυρηνείας με μέτρια αποτελέσματα. Αστυνομία Λαπήθου μάλλον αποτυχία,
τραυματισθέντος ενός ημετέρου σοβαρώς και εγκαταλειφθέντος ενός όπλου, και ερρίφθησαν
δύο χειροβομβίδες εις την οικίαν του Βρεταννού Αρχιστρατήγου των δυνάμεων Μ. Ανατολής».

Αρκετές φορές, σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, συνέβη να μη μπορέσουν οι αγωνιστές να


ξεκινήσουν για να κτυπήσουν τους στόχους τους για διάφορους λόγους. Πρώτο ήταν το κλίμα
της αναγκαίας απόλυτης μυστικότητας που δεν επέτρεπε να γίνουν σίγουρες διευθετήσεις στα
φανερά. Ύστερα, οι αγωνιστές ήταν πολύ λίγοι και αν κάποιοι εμποδίζονταν και από τυχαίο
ακόμα γεγονός να μετάσχουν, δεν υπήρχαν, στα πρώτα εκείνα στάδια, αντικαταστάτες τους. Κι
αν ακόμα όλοι ήταν έτοιμοι, μπορεί την τελευταία στιγμή ν' ανακάλυπταν ότι δεν ήρθαν τ'
αναγκαία εκρηκτικά, ή ότι ήρθαν και ήταν λειψά και ακατάλληλα. Κι όταν ακόμα εξορμούσαν,
ένα απρόβλεπτο γεγονός (μια περίπολος, ένα μπλόκο, ένας προβολέας) ήταν δυνατό να
ματαιώσει την επιχείρησή τους, πολύ περισσότερο που δεν μπορούσαν για λόγους ασφάλειας
ν' αφήσουν να περάσει πολλή ώρα από εκείνη που όριζαν οι διαταγές, γιατί την ίδια ώρα θα
κτυπούσαν και άλλες ομάδες· και, όπως ήταν φυσικό, Αστυνομία και Στρατός θα βρίσκονταν σε
συναγερμό.

Ας ήταν, όμως, αλήθεια αναμφισβήτητη όλ' αυτά. Κι ας επηρέαζαν και άλλους τομείς και όχι
μόνο εκείνον του Αυξεντίου. Ο Διγενής έμενε το ίδιο απαιτητικός, προ πάντων από αυτόν. Στις
21 Ιουνίου γράφει, πάλι, στο ημερολόγιό του: «Η προσπάθειά μου τείνει εις το να παραλύση δι'
εκφοβισμού την Αστυνομίαν, ώστε να παρασχεθή μεγαλύτερον πεδίον δράσεως. Δυστυχώς η
αποτυχία ΖΗΔΡΟΥ (Κυρήνεια) δεν μου δίδει ευκαιρίαν να αρχίσω ένοπλον αγώνα».

Σαν προϋπόθεση του ευρύτερου ένοπλου αγώνα, που θα είχε πια σα στόχο τους ίδιους τους
Άγγλους, θεωρούσε ο Διγενής τις επιθέσεις εναντίον αστυνομικών σταθμών και των προδοτών
Ελληνοκυπρίων που συνεργάζονταν με τους κατακτητές. Έπρεπε αυτοί οι τελευταίοι να
κατατρομοκρατηθούν και να καταλάβουν ότι η ΕΟΚΑ αμείλικτη βρισκόταν παντού και δεν θα
τους άφηνε ατιμώρητους. Σε μια ιδιαίτερα αυστηρή διαταγή του, της 24ης Ιουνίου 1955, ο
αρχηγός της ΕΟΚΑ τόνιζε: ...Κατόπιν τούτων καθορίζω, ότι σ τ ό χ ο ς ό λ ω ν τ ω ν ο μ ά δ ω ν θ α
είναι ο ι πρ ο δό τ αι αστ υνο μ ικο ί και ο ι δικαστ ικο ί ο ι κατ αδικάσαντ ες το υς αγωνιστ άς
μ α ς . Μόνον μετά την εκκαθάρισιν τούτων αι ομάδες θα στραφούν εναντίον των Άγγλων
στρατιωτικών. Πρέπει να έχουν τπ' όψιν αι ομάδες, ότι οι καθορισθέντες στόχοι προδόται θα

Digitized by 10uk1s
εκτελεσθούν έστω και αν όλοι μας πρόκειται να πέσωμεν. Δεν θα δώσω το παράγγελμα
Παύσατε, παρά όταν πέσουν όλαι αι κεφαλαί προδοτών αι οποίαι καθωρίσθησαν δι' εκάστην
ομάδα».

Διγενής: «Θα επιβληθούν κυρώσεις...»

Ο Διγενής δεν ήθελε ν' αναγνωρίσει τις αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζονταν για τις
ομάδες. Ιδιαίτερα δεν ήθελε με κανένα τρόπο να κατανοήσει τον Αυξεντίου, στον οποίο είχαν
ανατεθεί αποστολές χωρίς –όπως φάνηκε– να είχε στη διάθεσή του το αναγκαίο έμψυχο και
άψυχο υλικό. Μάλιστα, ο Αρχηγός ήταν από την περίοδο αυτή έτοιμος να του επιβάλει τιμωρία
και θα περίμενε κάποια ευκαιρία που δεν θ' αργούσε να παρουσιασθεί. Σε μια απόρρητη
διαταγή του προς τους τομεάρχες (25-6-1955) εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του γιατί οι τομείς δεν
ανάπτυξαν τη δράση που έπρεπε και γιατί –όπως έγραφε– εκδηλώθηκαν λιποψυχίες. Για τον
τομέα του Ζήδρου σημείωνε λακωνικά: «Η Κυρήνεια δεν απέδωσε σχεδόν τίποτε, παρά την
τόσην προπαρασκευήν. Υπήρξαν και εκεί λιποψυχίαι, δια τας οποίας θα επιβληθούν
κυρώσεις».

Σε όλ' αυτά ο Αυξεντίου προσπαθούσε να δώσει τις πραγματικές εξηγήσεις και να πείσει τον
Αρχηγό, ότι αντικειμενικές δυσκολίες ήταν εκείνες που εμπόδισαν τη δράση στον τομέα του.
Στις 28 Ιουνίου του έγραφε: «Λαμβάνω σοβαρώς υπ' όψιν τας παρατηρήσεις σας. Υπήρξαν
δυσκολίαι αι οποίαι μας ηνάγκασαν εις αδράνειαν. Όλοι μας όμως περιμένομεν τον επόμενον
γύρον διά να αποδείξωμεν εις τον πεδίον της μάχης τι αξίζομεν».

Ο ίδιος ο Διγενής θέλησε ν' αναλάβει προσωπικά μια δύσκολη επιχείρηση. Θα εκτελούσε τον
Άγγλο αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής Κήτλη, στήνοντάς του ενέδρα στο στενό πέρασμα του
Μπογαζιού Κυρήνειας απ' όπου περνούσε κάθε μέρα. Στην ενέδρα θα έπαιρναν μέρος οι
Ιωάννης Δρουσιώτης και Γρηγόρης Γρηγοράς που θα δανείζονταν το πολυβόλο του Ζήδρου. Εν
τω μεταξύ, από τη Λευκωσία ο Κικέρων (Πολύκαρπος Γεωρκάτζης), υπεύθυνος για τον τομέα
των πληροφοριών, ενημέρωσε με κάθε λεπτομέρεια το Διγενή για τις ώρες μετάβασης και
επιστροφής του αρχιστράτηγου στην Κυρήνεια. Στις 26 Ιουνίου πήγε με κάθε προφύλαξη ο
ίδιος στο Μπογάζι και αναγνώρισε δυο χώρους, οι οποίοι προσφέρονταν για την ενέδρα. Την
ίδια μέρα ο Αρχηγός ζήτησε επαφή με τον Αυξεντίου για ζήτημα ίσως που ήταν σχετικό με την
ενέδρα. Αλλά, σημειώνει στο ημερολόγιό του: Επαφήν με ΖΗΔΡΟΝ δεν έλαβα. Παπαφλέσσας
δεν ηθέλησε να τον φέρη εις επαφήν φοβούμενος παρακολούθησιν.

Η ενέδρα αυτή δεν έγινε, γιατί στις 11 Ιουλίου 1955 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έγραφε στον
αρχηγό της ΕΟΚΑ: «Το σχέδιον κατά του Αρχιστρατήγου να αναβληθή». Ο Διγενής είχε ζητήσει
γι' αυτό την έγκριση του Αρχιεπισκόπου γι' αυτό και στις σημειώσεις του έγραφε στις 26
Ιουνιου: Ζητώ έγκρισιν δι' εκτέλεσιν εξ ενέδρας Αρχιστρατήγου Δυνάμεων Μ. Ανατολής. Ο
καιρός, όμως, για την έξοδο στο αντάρτικο πλησίαζε και ο ίδιος ο αρχηγός της ΕΟΚΑ θα έπρεπε
να βρεθεί κοντά στις ανταρτικές ομάδες που είχαν σχηματισθεί. Ήδη από το Τρόοδος ο
Ρωμανός (Ρ. Κυριακίδης) του έγραφε: ...Γι' αυτά όλα πώς θα σας ειδοποιώ εγκαίρως; Το
καλύτερο απ' όλα είναι να έλθετε εσείς και να με διατάσσετε από κοντά. Διαφορετικά θα
χάνωμεν χρυσές ευκαιρίες.

Τον Ιούλιο 1955, αφήνοντας τα κρησφύγετά του της Λευκωσίας ο Διγενής έφθασε στο Τρόοδος
(περιοχή Σπηλιών - Κακοπετριάς), απ' όπου θα διεύθυνε τη νέα μορφή του Αγώνα, που θ'

Digitized by 10uk1s
άρχιζε σε λίγο. Στον αγώνα όμως αυτόν δεν θα μετείχε μόνο το Τρόοδος, αλλά και από
απέναντι ο Πενταδάκτυλος...

Digitized by 10uk1s
6
Ο ΖΗΔΡΟΣ ΣΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ
Αροδαφνούσες και Διγενήδες του θρύλου, νεράιδες και ξωτικά των παραμυθιών δεν θα
σεριανούσαν πια στις κορφές και τα φαράγγια των κυπριακών βουνών. Βαριοί αντρίκιοι ίσκιοι
θα κινούνταν εκεί τις νύχτες και πότε θα κρύβονταν στα σπλάχνα της γης και πότε θα έβγαιναν
για να κάνουν πόλεμο...

Στις 17 Ιουλίου 1955 ο Διγενής διάταξε το Ζήδρο ν' αφήσει τον Καραβά και να μετακινηθεί
ανατολικότερα, στο χωριό Καλογραία, πάνω στον Πενταδάκτυλο. Με την ίδια διαταγή του
καθόριζε σαν αποστολή να κτυπήσει στρατιωτικά αυτοκίνητα που θα περιπολούσαν στο δρόμο
Άγιου Επίκτητου - Άγιου Αμβρόσιου. Με άλλη διαταγή του της 1ης Αυγούστου 1955 ο αρχηγός
της ΕΟΚΑ επαναλάμβανε ότι έπρεπε να κτυπηθούν οι κινητές περίπολοι των Άγγλων και
πρόσθετε ακόμα, ότι έπρεπε να γίνει προσβολή του αστυνομικού σταθμού Άγιου Αμβρόσιου.
Εκτός από τους ευκαιριακούς αυτούς στόχους διάταξε να γίνει μελέτη για επιθέσεις ειδικά
εναντίον του αστυνομικού σταθμού Λευκόνοικου και του αγγλικού στρατόπεδου Άγιου
Αμβρόσιου. Όταν καταρτίσθηκαν τα σχετικά σχέδια στάλθηκαν στο Διγενή για να τα εγκρίνει.

Εκεί στον Πενταδάκτυλο ο Αυξεντίου ένοιωσε χαρά που ξαναβρήκε παλιούς καλούς φίλους.
Υπήρχαν ομάδες, όπως η ομάδα της Ακανθούς, που είχαν οργανωθεί πριν από την έκρηξη του
Αγώνα και που ο ίδιος ο Αυξεντίου τις είχε εκπαιδεύσει. Στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι
μαχητές προέρχονταν από την Ορθόδοξη Χριστιανική Ένωση Νέων, την ΟΧΕΝ, ή από το
Κατηχητικό και ήσαν νέοι άνθρωποι με βαθιά προσήλωση στο Θεό και με θαυμαστό
χριστιανικό ζήλο.

Και άλλοι καλοί φίλοι και συναγωνιστές θα έρχονταν να προστεθούν σε λίγο. Ένας απ' αυτούς
ήταν και ο Θάσος Σοφοκλέους, που αφήνοντας τις σπουδές του στην Αθήνα είχε έρθει στην
Κύπρο για να ενταχθεί στην ΕΟΚΑ. Ο Διγενής διόρισε τον Σοφοκλέους βοηθό του Αυξεντίου στη
διοίκηση του τομέα Πενταδακτύλου, μια που καταγόταν από την Κυθρέα και έτσι γνώριζε
πρόσωπα και πράγματα σ' όλη τη γύρω περιοχή. Ο Σοφοκλέους προωθήθηκε μυστικά από τη
Λευκωσία προς τον Αυξεντίου. Όταν έφθασε νύχτα, βρήκε το Ζήδρο και την ομάδα του στο
περιβόλι του Φώτη Χριστοφή στην Καλογραία. Είχαν κάτω ένα λυμένο πολυβόλο «μπρέντα»
και ο Ζήδρος τους έκανε εκπαίδευση. Εκτός από τα άλλα μέλη, ήταν μαζί και οι αγωνιστές
Στέλιος Λένας και Κώστας Ιωάννου. Όλοι δέχτηκαν με μεγάλη χαρά το νέο συναγωνιστή τους
και άρχισαν να του δίνουν τις πρώτες αναγκαίες πληροφορίες για την αντάρτικη και παράνομη
ζωή τους. Ο Θάσος Σοφοκλέους αφηγείται:

Την ίδια βραδιά είχαμε πορεία. Απεφασίσθη η μετακίνησίς μας ανατολικώτερα. Ανεβήκαμε
σε μια κορφούλα του Μαύρου Όρους που λέγεται «Σκαλί». Από εκεί μπορούσε ευκολώτερα
να ελέγξη κανείς τις περιοχές και τον παραλιακό δρόμο Κυρηνείας - Ακανθούς.
Ετοιμαζόμαστε συνεχώς. Φτιάχνουμε χειροβομβίδες. Ο Λένας είναι μηχανικός -σιδηρουργός
και μας βοηθά πολύ. Παράλληλα εξορμούμε προς τα χωριά της περιοχής και οργανώνουμε
και εκπαιδεύουμε ομάδες, δίδοντες εις αυτάς ως πρώτα όπλα χειροβομβίδες. Το έδαφος
είναι πρόσφορο. Υπάρχει έμψυχο υλικό αρκετό και ο λαός είναι διατεθειμένος στο σύνολό
του να μας βοηθήση.

Digitized by 10uk1s
Θαύμα στη στενόχωρη σπηλιά

Ένας από τους αγωνιστές που είχαν συνδεθεί με ιδιαίτερη φιλία με το Γρηγόρη Αυξεντίου ήταν
ο Κώστας Ιωάννου ή «Νικήτας», από την Τηλλυριά, που αφού έδρασε στη Λευκωσία στην
πρώτη περίοδο του Αγώνα, καταζητήθηκε και αναγκάστηκε να βγει στο βουνό. Ήταν από τους
πρώτους αντάρτες που ενώθηκαν με τον ξακουστό Ζήδρο και έζησε μαζί του τις δύσκολες
μέρες. Θυμόταν και το διηγόταν για χρόνια ότι μια φορά είχαν αποκλεισθεί σε μια μικρή
σπηλιά που ούτε χωρούσε άνθρωπο να σταθεί όρθιος. Τα τρόφιμά τους είχαν τελειώσει και
ούτε φαινόταν ο τροφοδότης τους. Αλλά το πιο σοβαρό ήταν ότι είχαν μείνει χωρίς νερό. Είχαν
στραγγίσει και την τελευταία γουλιά από τα παγούρια τους. Και ήταν καλοκαίρι, και η δίψα
καταντούσε ένα αφόρητο μαρτύριο. Γονατιστός ο Αυξεντίου κάτι μαστόρευε σ' ένα εξάρτημα
όπλου. «Ο θεός δεν θα μας αφήσει να πεθάνουμε έτσι άδικα κι άδοξα, ρε Νικήτα», είπε σε μια
στιγμή. Και συνέχιζε να κτυπά το εξάρτημα για να το διορθώσει. Ξάφνου, εκεί που
ανεβοκατέβαζε το χέρι του, χτύπησε στο πάνω μέρος της ασφυκτικά χαμηλής σπηλιάς. Τότε
ένα βράχινο μικρό μαστάρι, κάτι σαν απολιθωμένος σταλακτίτης έσπασε κι εκεί ακριβώς που
έπεσε η πετρούλα άρχισε να υγραίνεται ο βράχος μέχρι που σχημάτισε την πρώτη σταγόνα
νερού! Μια άλλη ακολούθησε πιο γρήγορα, κι ύστερα μια τρίτη, μια τέταρτη... Οι σταγόνες του
νερού έσταζαν κατόπι κανονικά. Οι δυο αγωνιστές κοιτάχτηκαν αμίλητοι, κι έκαναν το σταυρό
τους, ενώ τα ξεραμένα από τη δίψα χείλη τους άρχισαν να ψιθυρίζουν μια προσευχή σ' εκείνον
που η θεία του πρόνοια έστελλε μ' ένα θαύμα το ζωογόνο νερό. Έβαλαν από κάτω το παγούρι,
μάζεψαν μια μικρή ποσότητα, ήπιαν και συγκινημένοι ευχαρίστησαν πάλι τον αόρατο χορηγό.
Ποιος, ξέρει, ποιου δίκαιου οι προσευχές εισακούστηκαν εκείνη την ώρα για τους «εν όρεσι και
εν σπηλαίοις και εν ταις οπαίς της γης»...

Ένας άλλος αγωνιστής που από τους πρώτους συνεργάστηκε με τον Αυξεντίου ήταν ο Φώτης
Παπαφώτης από το χωριό Ακανθού της βόρειας Κύπρου. Για τη γνωριμία του με τον τομεάρχη
και για τις δραστηριότητες της περιόδου εκείνης αφηγείται ο Παπαφώτης:

..Εις εκτέλεσιν των ανωτέρω, κατ' εντολήν του Διγενή, έλαβον οδηγίας από τον Γρηγόριον
Αυξεντίου (ΖΗΔΡΟΝ) να εργασθώ εις τα χωρία Ακανθού, Μάνδρες, Άρδανα, Δαυλόν και
Φλαμούδι, τα οποία υπήγοντο εις τον τομέα Ζήδρου εδρεύοντος εις Καραβάν.

Χάρις εις την φλόγα που ήναψεν η Επανάστασις εις τας καρδίας των σκλάβων εντός
ελαχίστου χρονικού διαστήματος η αποστολή μου εστέφθη υπό πλήρους επιτυχίας.

Από της εγκαταστάσεώς του εις το Σκαλί, μεταξύ Καλογραίας και Ακανθούς, ο Αυξεντίου
συνεδέετο και ετροφοδοτείτο τόσον από την Καλογραίαν όσον και από την Ακανθούν. Καθ'
όλον αυτό το διάστημα και μέχρι των μέσων Σεπτεμβρίου 1955 ότε «βγήκα στο κλαρί» και
συνηνώθην μετά της ομάδος Αυξεντίου, εξετέλουν –πλην της γενικοτέρας μου αποστολής–
χρέη συνδέσμου Κέντρου - Αυξεντίου και τροφοδότου της ομάδος του.

Εις το έργον της τροφοδοσίας και της προωθήσεως της αλληλογραφίας και πολεμικού
υλικού από την Ακανθούν προς το λημέρι του Αυξεντίου συνηργάσθην με τους Σωτηράκην
Έλληνα, Κλεάνθην Κραμβήν, με τον θείον μου Κυριάκον Παπαφώτην, την γυναίκα του
Ελένην και την μάνα μου Ζηνοβίαν.

Κατά την ολιγόμηνον υπηρεσίαν μου ως συνδέσμου - τροφοδότου διεπίστωσα ότι το έργον

Digitized by 10uk1s
τούτο είναι πλέον επίμοχθον και από το έργον των ανταρτικών ομάδων. Διά τούτο όταν
αργότερον ανέλαβον το βαρύτατον έργον του τομεάρχου μου ήσαν ιδιαιτέρως συμπαθείς οι
σύνδεσμοι - τροφοδόται –αν και ουδεμίαν διάκρισιν των μελών οιασδήποτε υπηρεσίας της
Οργανώσεως επέτρεπα εις τον εαυτόν μου να κάμη.

Ευθύς ως συνεδέθην με τον Αυξεντίου, έλαβον εντολήν παρ' αυτού να αντικαταστήσω τον
Σωτηράκην Έλληνα εις την θέσιν του τοπικού υπευθύνου της Ε.Ο.Κ.Α. Ακανθούς,
παράλληλως δε, να αναλάβω και την διοίκησιν της Ο.Κ.Τ. της κωμοπόλεως. Ως προς το
δεύτερον σκέλος της εντολής εξήγησα εις τον Γρηγόρην ότι εφ' όσον, ανά πάσαν στιγμήν,
ήτο δυνατόν να καταζητηθώ και ως εκ τούτου θα εγκατέλειπον την θέσιν του γενικού
υπευθύνου της Οργανώσεως εις την γενέτειράν μου ήτο προτιμότερον να παραμείνη ο
Σωτηράκης εις την θέσιν του τοπικού υπευθύνου. Ο Γρηγόρης αποδέχεται την εισήγησίν
μου και ούτως απερίσπαστος επιδίδομαι εις την επάνδρωσιν του υφισταμένου πυρήνος
ομάδος κρούσεως τυφεκιοφόρων και εις την εκπαίδευσιν των ανδρών μας.

Η πρώτη, δια σκοπούς εκπαιδεύσεως, συνάντησις εγένετο υπό απόλυτον μυστικότητα εις
τόπον που ήτο αδύνατον να μας πάρη είδησιν... ψυχή Θεού, έξωθι του κοιμητηρίου της
Αγίας Φωτεινής... Και έτσι απολύτως εξησφαλισμένοι από τυχόν παρακολούθησιν ήρχισεν η
εκπαίδευσις των αγωνιστών εις την χρήσιν χειροβομβίδος.

Ηκολούθησαν και άλλαι εκπαιδευτικαί, συναντήσεις της Ο.Κ.Τ. κατά τας οποίας εγένοντο
μαθήματα ουχί μόνον χρήσεως των όπλων αλλά και ανταρτοπολέμου.

Η ομάς της Ακανθούς, συσταθείσα προ της 1ης Απριλίου υπό του αδελφού μου Βάσου Χρ.
Παπαφώτη εντολή του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου, είχε το προνόμιον να είναι κατά το
θέρος του 1955, μία των ελαχίστων ομάδων της υπαίθρου αλλά και το πλεονέκτημα να
εκπαιδευθή υπό του Αυξεντίου προσωπικώς.

Ο Βάσος Παπαφώτης συνεργάστηκε απ' αρχής με τον Αυξεντίου, από την περίοδο ακόμη που ο
Ζήδρος βρισκόταν στον Καραβά. Δάσκαλος ήταν ο Βάσος, δηλαδή υπάλληλος των Άγγλων. Ήταν
φυσικό ότι με την εθνική δράση που ανάπτυσσε στην περιοχή, οι κρατούντες θα τον έπαυαν
και ενδεχομένως και θα τον έστελλαν στα κρατητήρια. Γι' αυτό τους πρόλαβε δίνοντας αυτός
την παραίτησή του το καλοκαίρι του 1955. Σκόπευε να μπει στην παρανομία και να βγει στο
βουνό με τους άλλους αντάρτες της ΕΟΚΑ. Από τον Ιούλιο κιόλας του 1955 που ο Αυξεντίου
μετακινήθηκε στον Πενταδάκτυλο με τους πρώτους αντάρτες, τον Βάσο έκαιγε η επιθυμία να
βρεθεί όσο πιο σύντομα μπορούσε μαζί τους. Όμως ο Ζήδρος είχε άλλα σχέδια. Ο Βάσος
αφηγείται σχετικά:

Συνηντήθην με τον Γρηγόρη Αυξεντίου την 6.8.1955 στην τοποθεσία «Λύκος». Σε μια στιγμή
ο Γρηγόρης μου λέει: «Βάσο, δεν μπορείς να έλθης εις το αντάρτικο. Θα πάης εις την
Ελλάδα και θα εργασθής εκεί». Εγώ τάχασα, δεν περίμενα τέτοια απάντηση. Κάτι θέλησα
να πω μα εκείνος συνέχισε: «Εκεί θα έλθης εις επαφήν με πρόσωπον το οποίον ο Φώτης θα
σου υποδείξη. Κοίταξε να μη διαψεύσης τον συμμαθητή σου». Όταν θέλησα να
διαμαρτυρηθώ, ο Γρηγόρης μου λέει: «Αυτή είναι η διαταγή»! Ύστερα από τα λόγια αυτά
του Γρηγόρη, έσκυψα το κεφάλι και απεδέχθην την διαταγήν.

Όλες αυτές οι προετοιμασίες, μετακινήσεις και εκπαιδεύσεις γίνονταν κάτω από πλήρη

Digitized by 10uk1s
μυστικότητα και με σκοπό, μόλις συμπληρωθούν τα κενά, να μπορέσει η ΕΟΚΑ να δώσει στους
Άγγλους το χτύπημα που από καιρό ετοίμαζε ο Διγενής. Υπήρχαν, παρ' όλα αυτά, και τα
φανερά προμηνύματα της φουρτούνας που θα ερχόταν σε λίγο. Οι ήγέτες του Κυπριακού λαού,
Μακάριος και Διγενής, πρόβλεπαν ορθά τη μοιραία επιδείνωση και ενημέρωναν έγκαιρα τους
Κυπρίους. Στις 7 Αυγούστου 1955 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος μίλησε στο παρεκκλήσι του Αγίου
Νικολάου, κοντά στο ορεινό χωριό Κακοπετριά. Το εκκλησίασμα ήταν πυκνό και ηλεκτρισμένο
από εθνικό παλμό. Αφού κατάγγειλε τους Άγγλους για τις φυλακίσεις εκατοντάδων πατριωτών
συνέχισε, μέσα σε απερίγραπτο ενθουσιασμό του πλήθους, λέγοντας: «...Αλλά δεν θα
καμφθώμεν. Ούτε θα παύσωμεν προς στιγμήν αγωνιζόμενοι. Θα συνεχίσωμεν απτόητοι τον
αγώνα μας δι' αυτοδιάθεσιν, παρ' όλας τας προσπαθείας των Αρχών να καταστείλουν την
εθνικήν εκστρατείαν μας». Αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα επαναστατικό κήρυγμα. Ο
κόσμος που το άκουε παραληρούσε: «Ένωσις, Ένωσις», «Αίσχος στους Άγγλους», φώναζαν τα
πλήθη. Αμέσως μετά το κήρυγμα ο Μακάριος γλίστρησε αθέατος στην ορεινή εκείνη περιοχή
και συνάντησε το Διγενή, που έμενε τότε στην Κακοπετριά.

Από τη δική του πλευρά ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, αφού δεν μπορούσε βέβαια να εμφανισθεί
ανοικτά και να μιλήσει στους Κυπρίους, απευθυνόταν τόσο σ' αύτούς όσο και στους Άγγλους
με τις προκηρύξεις του, που κυκλοφορούσαν μυστικά σε πόλεις και χωριά. Σε μια προκήρυξή
του, της περιόδου εκείνης, διακήρυττε: «Άγγλοι, δεν πρόκειται να καταστείλετε το
απελευθερωτικόν μας κίνημα και εάν ακόμη ολόκληρος ο Αγγλικός Στρατός έλθη εις την
Κύπρον. Τετρακόσιαι είκοσι χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι είναι έτοιμοι να αποθάνουν. Για μας
τώρα αρχίζει η πραγματική μάχη».

Μέσα σ' αυτό το κλίμα ο Ζήδρος συνέχιζε με ζήλο την επαναστατική προετοιμασία στον
Πενταδάκτυλο. Εκπαίδευε ομάδες, κατασκεύαζε λημέρια και κρύπτες, εφοδιαζόταν με υλικό
για τη δράση που θ' άρχιζε, μελετούσε τους στόχους που του όρισε ο Διγενής και κατάστρωνε
τα σχέδιά του. Στα διαλείμματα αυτών των φροντίδων μιλούσε στους αντάρτες του για τους
αγώνες του Έθνους και προ πάντων για το Εικοσιένα. Υπερασπιζόταν με πάθος τους
αδικημένους αγωνιστές και ξεσπάθωνε ενάντια στους πολιτικάντηδες που εκμεταλλεύτηκαν τις
θυσίες και τα αίματα των πολεμιστών του Εικοσιένα, κι ύστερα, με έξαρση και αυστηρότητα,
τους έλεγε: «Πάρτε το χαμπάρι, ότι άμα τελειώσει ο Αγώνας, εμάς δεν πρόκειται να μας
κοιτάξει κανείς. Πολεμούμε για τους άλλους και όχι για μας. Αυτό να το ξέρετε»...

Αυξεντίου και Μιχαήλ Καραολής

Στις 28 Αυγούστου 1955 μια ομάδα αγωνιστών εκτέλεσε στη Λευκωσία το συνεργάτη των
Άγγλων, αστυνομικό Ηρόδοτο Πουλλή. Στην ομάδα που έκανε την εκτέλεση ανήκε και ο
Μιχαλάκης Καραολής, 22 ετών από το Παλαιχώρι, που η μοίρα του έγραφε να είναι ο πρώτος
μάρτυρας που ύστερα από εννιά μήνες θ' ανέβαινε στη φοβερή αγχόνη. Όταν έγινε γνωστός ο
ρόλος του Καραολή, ο αγωνιστής αυτός κρύφθηκε για 3 - 4 μέρες και ύστερα αποφασίστηκε να
προωθηθεί στον Αυξενίου για να ενταχθεί στις ανταρτικές ομάδες. Ο βοηθός του Διγενή
Ιωάννης Δρουσιώτης φρόντισε τα σχετικά με τη μετακίνηση. Έγραψε μάλιστα ένα σημείωμα για
τον Αυξεντίου, ώστε να δεχθεί το νέον αγωνιστή. Με ημερομηνία 2-9-1955 του έγραφε:

ΖΗΔΡΟ.– Σου στέλλω τον φέροντα το παρόν και κύτταξέ τον καλά. Είναι καλό παιδί και
καλός πατριώτης μέχρις αυτοθυσίας και μπορείς να του έχης εμπιστοσύνη. Δεν πρέπει να
μάθη κανείς την ταυτότητά του. – ΑΒΕΡΩΦ.

Digitized by 10uk1s
Δυστυχώς ο Καραολής ήταν άτυχος γιατί αυτός και ο συνοδός του, Ανδρέας Χριστούδης,
έπεσαν σε μπλόκο αστυνομικών καθώς προχωρούσαν από τον κάμπο της Μεσαριάς για ν'
ανηφορίσουν τον Πενταδάκτυλο, όπου θα συναντούσαν τον Αυξεντίου. Ο Καραολής
συνελήφθη, ενώ ο Χριστούδης κατόρθωσε να διαφύγει. και να προωθηθεί προς τον Αυξεντίου,
στον οποίο ανάγγειλε το δυσάρεστο γεγονός. Ο αγωνιστής, και τομεάρχης της ΕΟΚΑ πιο
ύστερα, Φώτης Παπαφώτης που παρακολούθησε από κοντά τις δραματικές εξελίξεις, δίνει την
ακόλουθη ενδιαφέρουσα μαρτυρία:

Την Κυριακήν της 4-9-55 ενώ ήμουν εις την εκκλησίαν με ειδοποιούν ότι με θέλει ο Μιχάλης
από την Καλογραίαν. Κάτι θα έπαθεν η ομάδα εσκέφθην και το αίμα μου πάγωσε!

Συνήντησα τον Μιχάλην ο οποίος μου είπε ότι κάποιος που μου συνεστήθη ως Χριστούδης
κτύπησε την πόρταν μας και μου ζήτησε κουβέρτες να κοιμηθή κάτω από τις χαρουπιές και
παρακάλεσε να σε ειδοποιήσω. Σε λίγο συναντούμεν τον Χριστούδην. Μας πιάσαν τον
λεβέντην που κάρφωσεν τον προδότην τον Πουλλή... μου λέγει. Και πνίγηκεν στους
λυγμούς. Αφού συνήλθε μου εξιστόρησε την περιπετειώδη ολονύκτιον πορείαν του από το
τουρκικόν χωρίον Πέτρα του Διγενή μέχρι της Αγίας Μαρίνας. Και τραβήξαμεν για τον
Αυξεντίου.

Μόλις ήκουσε τα θλιβερά νέα ο Γρηγόρης συνωφρυώθη, με το δεξί του χέρι κτύπησε
ελαφρά το μέτωπό του, σκέφτηκε για ένα - δύο λεπτά και αμέσως διέταξε:

– «Να πας αμέσως στον Σωκράτην (αστυνομικός σταθμάρχης Λευκονοίκου). Να εξετάση αν


ο Καραολής βρίσκεται ακόμη στο Τζιάος. Αν είναι εκεί, να προσπαθήση πάση θυσία να τον
κρατήση εκεί. Εσύ θα επανέλθης αμέσως διά να κατεβούμε απόψε να τον ελευθερώσουμε.
Αν ο Καραολής δεν είναι στο Τζιάος, κατατόπισε σχετικά το Κέντρον και κάνετε ό,τι μπορείτε
να σωθή το παλληκάρι.

Ξεκινώ αμέσως και σε τρία τέταρτα φθάνω στην παραλιακήν οδόν Ακανθούς - Κυρηνείας,
στην τοποθεσίαν Ρουκανιάς. Δρόμος πολυσύχναστος. Κάμνω νόημα σε διάφορα αυτοκίνητα
μα δεν σταματούν. Η απογοήτευσις και η αγανάκτησίς μου δεν περιγράφεται. Ευτυχώς ένα
αυτοκίνητον προσέχει το σήμα μου. Έλαττώνει την ταχύτητα. Σταματά. Ρωτώ αν μπορή να
με πάρη μέχρι το Λευκόνοικο.

– Ευχαρίστως, περάστε μέσα, μου απαντάει με πολλήν ευγένειαν ο... Βρεττανός οδηγός, η
δε παραπλεύρως αυτού καθημένη Αγγλίς –προφανώς σύζυγός του μου ανοίγει την θύραν
να εισέλθω.

Ευχαριστώ πάρα - πάρα πολύ, απήντησα αγγλιστί. Είσθε τόσο ευγενείς και τόσο πολύ καλοί
εσείς οι Βρεττανοί. Τόσοι Έλληνες πέρασαν προηγουμένως και ουδείς εσταμάτησεν να με
μεταφέρη.

– Και όμως μας πολεμάτε και θέλετε να μας διώξετε, παρετήρησε ο Άγγλος.

– Α, όχι εμείς. Η Δεξιά με την Ε.Ο.Κ.Α. της, απήντησα αμέσως. –Εσείς είσθε αριστερός;

– Μάλιστα και είμαι υπερήφανος δι' αυτό.

Digitized by 10uk1s
– Σας συγχαίρω διά το θάρρος και την ειλικρίνειάν σας, μούπε η Αγγλίς. Αυτά μέχρι τον
αστυνομικόν σταθμόν Λευκονοίκου όπου κατήλθον του «συμμαχικού» αυτοκινήτου.

Ανεζήτησα και βρήκα εκεί τον σταθμάρχην Σωκράτην Ιακωβίδην. Ανεβήκαμεν στο δωμάτιόν
του και μιλήσαμε για το ζήτημα Καραολή. Εκάλεσεν αμέσος ένα αστυνομικόν δικον μας και
τον έστειλεν στο Τζιάος.

– Αν είναι εκεί μου είπεν ο Σωκράτης δεν υπάρχει λόγος να κατεβή η ομάδα. Θα πάω εγώ ο
ίδιος, θα τον πιάσω, θα τον φέρω μαζί μου και θα σου τον παραδώσο όπου θέλεις...

Μετ' ολίγον ο απεσταλμένος του Σωκράτη επέστρεψε και μας ανεκοίνωσε ότι ο «άγνωστος»
μετεφέρθη εις Αμμόχωστον. Του Σωκράτη τα μάτια εβούρκωσαν.

– Κουράγιο κύριε Σωκράτη, κουράγιο. Αυτά έχει ο αγώνας. Τουλάχιστον όμως τα παθήματα
αυτά να μας γίνονται μαθήματα... Τότε κι από το πικρόν θα βγαίνη γλυκύ... Φεύγω, κύριε
Σωκράτη. Να μην χάσωμεν πολύτιμο χρόνο. Πάω... Γεια χαρά...

Σε μισήν ώραν ήμουν στην Λευκωσίαν. Ενημέροσα σχετικώς το Κέντρον. Την επομένην δε
επανήλθον εις το λημέρι ίνα πληροφορήσω τον Ζήδρον ότι ούτε και εις το Βαρώσι
προλάβαμεν τον Καραολή.

Από εκείνη την ώρα είχε αρχίσει η μαρτυρική πορεία του Καραολή προς το Γολγοθά της
αγχόνης. Δυστυχώς ούτε η προσπάθεια του Αυξεντίου, ούτε αργότερα οι ενέργειες άλλων
αγωνιστών να τον απελευθερώσουν είχαν κανένα αποτέλεσμα...

Digitized by 10uk1s
7
ΣΤΟΝ ΚΛΟΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ
Όταν ο Ανδρέας Χριστούδης ανέβηκε απελπισμένος στον Πενταδάκτυλο και ανάφερε τα
θλιβερά νέα για τη σύλληψη του Καραολή στον Αυξεντίου, ο τελευταίος κάθησε σκεφτικός και
ρώτησε για όλες τις λεπτομέρειες για να συντάξει έκθεση προς το αρχηγείο. Στο μισόφωτο του
ορεινού λημεριού γυάλιζαν παράξενα τα επάνω του δόντια που εξείχαν χαρακτηριστικά. Η
πλαστική εγχείρηση που επίτηδες είχε κάμει, άλλαξε κάπως τη φυσιογνωμία του, αλλά όχι σε
σοβαρό βαθμό που να μη τον καταλάβαιναν οι Άγγλοι και τα όργανά τους αν τυχόν έπεφτε σε
κάποιο τους μπλόκο.

«Θάχουμε και τέτια Ανδρέα. Θάχουμε απώλειες και θυσίες. Και ακόμα δεν είμαστε παρά στην
αρχή της αρχής». Αυτά είπε στον Χριστούδη, παρηγορώντας τον. Ύστερα τον περιποιήθηκε
αδελφικά. Ήλθαν και τα άλλα παλληκάρια κοντά και ο Γρηγόρης άρχισε πάλι να μιλά για το
αγαπημένο του θέμα, την Επανάσταση του Εικοσιένα, για τους αγώνες, τα μαρτύρια και τους
κατατρεγμούς των αγωνιστών. Έφερε ύστερα την κουβέντα στις δοκιμασίες που πέρασε η
Κύπρος στα χέρια των Τούρκων.

Για μια στιγμή το μυαλό του πήγε σαν αστραπή σε ένα επεισόδιο της μαθητικής του ζωής στην
Αμμόχωστο. Επρόκειτο, όταν ο Γρηγόρης βρισκόταν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, να
ανεβάσουν το δράμα Η 9η Ιουλίου 1821, βασισμένο στο σχετικό ποίημα του εθνικού βάρδου
της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη που περιγράφει. με τρόπο αληθινά επικό, τον θάνατο του
εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Υποψήφιοι για τον ρόλο του τραγικού ιεράρχη ήσαν
ο ίδιος και ένας άλλος συμμαθητής του. Στις δοκιμές έβλεπε, χωρίς κανένα εγωισμό, ότι το δικό
του παίξιμο ήταν δυναμικότερο από εκείνο του συμμαθητή του. Και ο άλλος έβλεπε φαίνεται
καθαρά αυτή την πραγματικότητα και γι' αυτό στεκόταν συνοφρυωμένος και σχεδόν εχθρικός
απέναντι στον Γρηγόρη. Όταν ήρθε η μέρα που θα γινόταν η οριστική διανομή των ρόλων, ο
Γρηγόρης σηκώθηκε απλά και με ευγένεια είπε στον αρμόδιο καθηγητή του: Κύριε, ο Λεμονής
παίζει καλύτερα από μένα. Αυτός πρέπει.... Ήταν μια πράξη ανωτερότητας που έκαμε τον
δυσαρεστημένο συμμαθητή του να συνέλθει και να δακρύσει συγκινημένος. Δέχτηκε, με χαρά
τώρα, την αλήθεια, ότι ο Γρηγόρης έπαιζε καλύτερα και έτσι αρνήθηκε, με ευγένεια και αυτός,
τον ρόλο. Όταν δόθηκε η παράσταση -πόσο καθαρά το θυμόταν!- ο δεκαοκτάχρονος Λυσιώτης
ήταν υποβλητικός, γεμάτος φλόγα και πατριωτική έξαρση. Ο κόσμος της Αμμοχώστου δεν
θυμόταν να είχε δει τέτιο δυνατό παίξιμο και να τον είχαν δονήσει τόσο δυνατά τα γνωστά
επιγραμματικά λόγια του Κυπριανού: Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζαιρη του κόσμου....

Τι ήθελε, όμως. και θυμόταν αυτά τα περασμένα; Εδώ ανοιγόταν μπροστά τους το στάδιο της
δικής τους δοκιμασίας.

Οι Άγγλοι, κοντά στις σκόρπιες πληροφορίες και ενδείξεις που είχαν για τις κινήσεις του
Αυξεντίου, είχαν τώρα κάτι επιπρόσθετο στα χέρια τους, την επιστολή του «Αβέρωφ» προς τον
«Ζήδρο». Η προώθηση του Καραολή προς τον Πενταδάκτυλο ήταν οπωσδήποτε ενδεικτική για
την ενίσχυση των ανταρτικών δυνάμεων του Αυξεντίου.

Στην ομάδα ήσαν τον Σεπτέμβριο 1955 οι Γρηγόρης Αυξεντίου, Θάσος Σοφοκλέους, Στυλιανός
Λένας, Κώστας Ιωάννου και Χαράλαμπος Καμπούρης. Τότε προστέθηκε στην ανταρτική δύναμη
του Ζήδρου. κάτω από περίεργες συνθήκες, ένα ακόμη μέλος. Μια μέρα έφτασαν από το χωριό

Digitized by 10uk1s
Χάρτζια στο λημέρι επάνω πληροφορίες, ότι κάποιος που λεγόταν Πέτρος Χατζημιτσής έφθασε
κρυφά στο χωριό και αποκάλυψε σε ένα στενό κύκλο ότι είχε δραπετεύσει από τις Κεντρικές
Φυλακές της Λευκωσίας. Ζήτησε προστασία. Άφηνε περίπου να εννοηθεί ότι ήταν αγωνιστής
κυνηγημένος από τις Αρχές. «Αλλά θα εκδικηθώ», έλεγε αποφασιστικά. Ύστερα πρόσθετε: «Οι
Άγγλοι θα πληρώσουν για όσα μου έκαμαν...».

Ο Παπανικόλας Παναγής τον φιλοξένησε και ειδοποίησε σχετικά τον Αυξεντίου. Εκείνος, αγνή
και αυθόρμητη ψυχή, έδωσε διαταγή στον αγωνιστή Φώτη Χριστοφή να μεταφέρει τον
Χατζημιτσή στο λημέρι. Τον υποδέχεται με αγάπη σαν αδελφό και συναγωνιστή. «Μας
αδελφώνει ο αγώνας και ο θάνατος», λέει εγκάρδια και κτυπά στον ώμο το νέο αντάρτη.
Εκείνος ανταποκρίνεται πρόθυμα και δείχνει ενθουσιασμένος που θα έχει την ευκαιρία να
αγωνισθεί, με τέτιον αρχηγό μάλιστα, εναντίον των Άγγλων, για τους οποίους δείχνει ένα
κάπως υπερβολικό και περίεργο μίσος.

Ο Ζήδρος έγραψε αναφορά στον Διγενή και του ανάφερε τα καθέκαστα και την ενίσχυση της
ομάδας του με τον Χατζημιτσή. Όταν ο Αρχηγός πήρε, στο Τρόοδος όπου βρισκόταν, την
αναφορά και τη διάβασε, αναπήδησε ανήσυχος και οργισμένος, λέγοντας: «Ο Ζήδρος θα μας
διαλύσει με την αφέλειά του. Έβαλε στην ομάδα του πρόσωπο, για το οποίο εγώ έχω
πληροφορίες ότι είναι κοινό εγκληματικό στοιχείο και πιθανόν και προδότης σταλμένος από
τους Άγγλους».

Ο Διγενής έγραψε αμέσως στον Αυξεντίου τις πληροφορίες του για τον Χατζημιτσή. Τον
επέκρινε αυστηρά γιατί τον δέχτηκε χωρίς να εξετάσει ποιος είναι και χωρίς να περιμένει τη
σχετική έγκριση από το αρχηγείο. Του ζήτησε, πάντως, να τον απομακρύνει από το λημέρι ή να
μη του επιτρέψει να πληροφορηθεί σημαντικά μυστικά της Οργάνωσης.

«Προδότης ο Πέτρος; Αδύνατον!»

Το γράμμα αυτό του Αρχηγού, τον έβαλε σε ανήσυχο προβληματισμό. Ύποπτος Ο Πέτρος;
Προδότης αυτός που έδειχνε, ότι φλεγόταν να ριχτεί στη μάχη; Και δεν ήταν μόνο –σκεπτόταν ο
Αυξεντίου– τα λόγια του. Υπήρχαν και έργα που συνηγορούσαν για το αντίθετο. Έργα που
έδειχναν, ότι ο Χατζημιτσής ήταν καλός πατριώτης και ψυχωμένος αγωνιστής. Σκεφτόταν ο
Αυξεντίου, να, ότι προχθές μόλις τον είχε ειδοποιήσει, γεμάτος γρηγοράδα, αντίληψη και
αποφασιστικότητα, ότι οι Άγγλοι τους πλησίασαν επικίνδυνα. Στις λίγες μέρες που ήταν μαζί
τους δεν αρνήθηκε αποστολή, αλλά ούτε και αγγαρεία. Έσκαβε με πείσμα και φιλοτιμία για
κάποια νέα κρύπτη, ή για κάποιο νέο κρησφύγετο μέχρι που να ματώσουν οι χούφτες του.
Θέατρο, λοιπόν; Παγίδα; Προδότης ο Χατζημιτσής; Αδύνατον!

Οι γενναίοι έχουν συνήθως καρδιά μικρού παιδιού. Και το μυαλό τους είναι απονήρευτο. Ο
Γρηγόρης δεν ήταν, βέβαια, εξαίρεση. Πίστευε εύκολα, τον συγκινούσαν οι άνθρωποι που
έδειχναν πατριωτισμό και ούτε ήθελε να δεχτεί, ότι πίσω από τα ωραία λόγια του Χατζημιτσή
κρυβόταν η παγίδα των σατανικών μυστικών υπηρεσιών των Άγγλων. Έγραψε, λοιπόν, στον
Διγενή και συνηγορούσε για την αθωότητα του Χατζημιτσή, πρόσθετε όμως ότι θα έβρισκε και
θα εφάρμοζε τρόπους για να δοκιμάσει την ειλικρίνειά του.

Εν τω μεταξύ, στις 19 Σεπτεμβρίου η ΕΟΚΑ είχε κηρυχθεί από τους Άγγλους «παράνομη
οργάνωση» και στις 25 του ίδιου μήνα αναγγέλθηκε ο διορισμός ενός ανώτατου, και σκληρού,

Digitized by 10uk1s
στρατιωτικού σαν κυβερνήτη της Κύπρου, του στρατάρχη σερ Τζων Χάρντιγκ. Και τα δυο
γεγονότα έδειχναν, ότι οι Άγγλοι θα ακολουθούσαν μια πιο σκληρή και πεισματική πορεία στο
Κυπριακό και ότι ο Αγώνας θα περνούσε δύσκολες μέρες.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου έρχεται στην ομάδα και ο αγωνιστής Φώτης Παπαφώτης. Οι Άγγλοι όλο
και περισσότερο κινούνται στον Πενταδάκτυλο. Οι θέσεις τους κινδυνεύουν να επισημανθούν.
Ο στρατός, που καμιά φορά τους πλησιάζει, είναι πολυάριθμος και θα ήταν καθαρή αυτοκτονία
να δώσουν ανοιχτή μάχη. Αναγκάζονται να κρύβονται και να μετακινούνται. Μια μέρα ο
Χατζημιτσής τους σώζει κυριολεκτικά: Ενώ η υπόλοιπη ομάδα βρισκόταν κάπως μακρύτερα,
αντιλαμβάνεται δυο Άγγλους αξιωματικούς να περιεργάζονται το παλιό τους κρησφύγετο. Αντί
να φύγει αμέσως, με απόλυτη ψυχραιμία πλησιάζει προσεκτικά για να μη τον αντιληφθούν, και
ακούει τη συζήτησή τους. «Κάπου εδώ θα είναι οι αντάρτες, πρέπει να ακολουθήσουμε τα ίχνη
τους», λένε οι δυο αξιωματικοί. Τρέχει και τα λέει στον Αυξεντίου, σώζοντας κυριολεκτικά την
ομάδα. Προδότης, λοιπόν, αυτός;

Η έγκαιρη προειδοποίηση του Χατζημιτσή αναγκάζει την ανταρτική ομάδα να μετακινηθεί


ανατολικότερα. Ο Θάσος Σοφοκλέους αφηγείται σχετικά: «...Βρήκαμε ένα εξαιρετικό μέρος στο
Μαύρο Όρος. Στη νότια πλευρά μας καλύπτουν απόκρημνα βράχια. Εγκαθιστάμεθα εκεί.
Κατασκευάζουμε τα κρησφύγετα και τις αποθήκες μας. Μας κουράζει όμως η τροφοδοσία και
είμαστε μακριά από το νερό. Συνεχώς συλλαμβάνουμε σχέδια επιχειρήσεων. Παρακολουθούμε
τις κινήσεις των στρατευμάτων συστηματικά. Έχουμε επαφή με το Λευκόνοικο. Θα κάνουμε
επίθεσιν εναντίον του αστυνομικού σταθμού. Συνεννοούμεθα με τον σταθμάρχην Σωκράτη. Η
επιχείρησις πρέπει να γίνη με την άφιξιν του Χάρντιγκ, θάναι η υποδοχή του. Μεταβαίνομεν
στο Λευκόνοικο και μένομεν στο σπίτι του Κυριάκου. Ετοιμάζομε την επίθεσιν διά την 3ην
Οκτωβρίου 1955».

Ο Χάρντιγκ λίγο προτού ξεκινήσει για την Κύπρο, είχε δηλώσει στο Λονδίνο, ότι στη νέα θέση
του θα χρησιμοποιούσε την πείρα που είχε αποκτήσει «εναντίον των τρομοκρατών στην
Μαλαϊκή και την Κένυα». Μόλις πάτησε το πόδι του στη Λευκωσία, στις 3 Οκτωβρίου 1955,
δήλωνε απερίφραστα, ότι σκοπός του ήταν πριν απ' όλα «η επιβολή του νόμου και της
τάξεως». Ήταν πια ξεκάθαρο, ότι πριν από κάθε ειρηνική διαπραγμάτευση για το Κυπριακό, οι
Άγγλοι θα εξαπέλυαν την επίθεσή τους για τη συντριβή του αγωνιστικού κινήματος.

Ο Αυξεντίου ένοιωσε τον κίνδυνο που ολοφάνερα πια θα ερχόταν, αλλά δεν έπαψε ούτε για
μια ώρα να προετοιμάζεται για τη μαχητική δράση. Και ούτε του έλειψε ποτέ η αισιοδοξία. Είχε
εμπιστοσύνη στους συναγωνιστές του και πίστευε στην καλή έκβαση του αγώνα. Έκανε σχέδια
να κτυπήσει καταδρομικά στρατόπεδα των Άγγλων και αστυνομικούς σταθμούς της περιοχής
του. Μια νυκτερινή καταδρομική επιχείρηση εναντίον εχθρού πολύ υπέρτερου απαιτεί ειδικές
γνώσεις (η προσέγγιση, η επίθεση, η προώθηση, τα πυρά, η αποχώρηση) και μια ανορθόδοξη
τακτική. Όλα αυτά τα αγνοούσαν εντελώς οι άνδρες του και γι' αυτό τους τα δίδασκε επίμονα
και συστηματικά.

Ένα από τα επιθετικά σχέδια του Ζήδρου αφορούσε το αγγλικό στρατόπεδο Αγίου Αμβροσίου
που η δύναμή του ήταν 300 στρατιώτες. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, το σχέδιό του ήταν
παράτολμο και επικίνδυνο. Πρόβλεπε επίθεση μέσα στα όλα, εισόρμηση στο στρατόπεδο και
μάχες εκ του συστάδην. Πήρε το σχέδιο, στο Τρόοδος όπου βρισκόταν, ο Διγενής και τρόμαξε
με την παράφορη τόλμη του τομεάρχη του. «Τι είναι τούτος μωρέ;» είπε. ενώ η ψυχή του μέσα
κρυφοκαμάρωνε για το παλληκάρι του. Ύστερα συμπλήρωσε: «Το ένα πρόβλημα είναι πώς

Digitized by 10uk1s
μπαίνεις μέσα. Και, καλά μπήκες στο στρατόπεδο. Πώς βγαίνεις είναι το μεγάλο πρόβλημα,
αφού κτυπηθείς με τριακόσιους πανέτοιμους κομμάντος». Πήρε και έγραψε ζητώντας ένα
τροποποιημένο, πιο ρεαλιστικό σχέδιο. Και, πράγματι, με βάση αυτό το σχέδιο έγινε ύστερα
από την αποχώρηση του Ζήδρου η επίθεση που πέτυχε σημαντικά αποτελέσματα.

Από καιρό σε καιρό ο Αυξεντίου και η ομάδα του κατέβαιναν σε κάποιο χωριό, στις βόρειες
κυρίως πλαγιές του Πενταδακτύλου, πότε για να συσκεφθούν με τοπικούς παράγοντες, πότε
για να προετοιμάσουν μια νέα ομάδα και να την εκπαιδεύσουν, πότε απλώς και μόνο για να
μείνουν για μια νύκτα και να συνεχίσουν την άλλη μέρα την πορεία τους. Οι χωρικοί τους
υποδέχονταν με ενθουσιασμό και τους φιλοξενούσαν με συγκινητική προθυμία, παρά τους
σοβαρούς κινδύνους που αναλάμβαναν. Πού και που καμιά νοικοκυρά, από εκείνες που
φιλοξενούσαν τους αντάρτες, ρωτούσε τον Ζήδρο αν δεν τον φόβιζε η συνεχής καταδίωξη των
Βρεταννών κι εκείνος χαμογελώντας –εκείνο το εγκάρδιο, παιδικό χαμόγελό του– απαντούσε:
«Εκρεμάσαμεν το τομάρι μας εις το παλλούκι και μετά βγήκαμε στον χορό. Τι έχομεν να
φοβηθούμε;»

Ήταν λιτός, φιλόπονος και φιλότιμος. Όταν, σε στιγμές δύσκολες τα τρόφιμα εξαντλούνταν,
εκείνος που τσιμπούσε κυριολεκτικά για να αφήσει κάτι περισσότερο να φάνε οι αντάρτες,
ήταν ο Αυξεντίου. Κι όταν έπρεπε να σκάψουν μια νέα κρύπτη, αυτός ήταν πρώτος στον
χειρισμό του κασμά και του φτυαριού. Ο μάστρος δεν ήθελε να διατάσσει, αλλά προτιμούσε με
τη δική του πράξη να δίνει το παράδειγμα. Ο Φώτης Παπαφώτης αφηγείται: «Παρά την
επιμονή μας, ουδέποτε δέχτηκε να απαλλαγεί της νυκτερινής βάρδιας για φρούρηση. Αντίθετα
μάλιστα, πολλές φορές επεξέτεινε την ώρα του που φρουρούσε και εκάλυπτε την ευθύνη ενός,
δύο ή και περισσοτέρων άλλων από μας. Στις σχετικές δε διαμαρτυρίες μας αντέτασσε
διακριτικότατα πώς τού άρεσε η βραδυνή φρούρηση. Μια φορά, όμως, που μιλούσαμε οι δυο
μας κάτω από ένα πεύκο, άνοιξε την καρδιά του και μούπε: "Η ικανοποίηση που αισθάνομαι
γιατί υπηρετώ υπηρέτες της Ελλάδας μας, εκμηδενίζει κάθε κούραση και αγρύπνια''. Αυτή ήταν
η απλή συναγωνιστική φιλοσοφία του Γρηγόρη.

Ένα μικρό ραδιόφωνο με μπαταρίες, σαραβαλιασμένο από τις συχνές μετακινήσεις μέσα στα
κακοτράχαλα βουνά, αλλά ωστόσο άδον ακόμη και ομιλούν, κρατούσε τους αγωνιστές σε
επαφή με τον έξω κόσμο. Από εκεί άκουγε ο Αυξεντίου με ενδιαφέρον τις ειδήσεις και
ιδιαίτερα τα νέα που είχαν σχέση με τις εξελίξεις του Κυπριακού. Ιδιαίτερα τον έθλιψε ο
θάνατος του στρατάρχη Παπάγου, τον Σεπτέμβριο του 1955. Οι συναγωνιστές του θυμούνται
ακόμη τις αντιδράσεις του εκείνης της ώρας. Είχε σχολιάσει έτσι την είδηση: «Ο θάνατος του
Παπάγου είναι μεγάλο πλήγμα για τον αγώνα μας. Αλλά, όποια και αν είναι η κυβερνητική
κατάσταση στη Μητέρα Πατρίδα, εμείς εδώ με τις θυσίες μας θα επηρεάσουμε την Αθήνα για
να μείνει στον ορθό εθνικό δρόμο».

Για την υποδοχή του Χάρντιγκ ο Αυξεντίου έχει έτοιμα τα σχέδια για δυο επιθετικές
επιχειρήσεις που τις θέλει να συμπέσουν με την άφιξη του σκληρού κυβερνήτη. Θα κτυπήσει
τους αστυνομικούς σταθμούς Λευκονοίκου και Αγίου Αμβροσίου, θα τους καταλάβει μέρα
μεσημέρι και θα τους αφοπλίσει. Γράφει στο αρχηγείο τις σκέψεις και τις λεπτομέρειες των
σχεδίων του. Ο Γέρος του γράφει, ότι πρέπει να προσέχει να μην εκθέτει όλες του τις δυνάμεις
και για τούτο τον διατάσσει να επιτεθεί μόνο εναντίον της αστυνομίας του Λευκονοίκου. αυτού
του αρχοντοχωριού του Μεσαρίτικου κάμπου.

Digitized by 10uk1s
Η επίθεση στην Αστυνομία Λευκονοίκου

Ήταν η πρώτη επίθεση μεγάλης κλίμακας και αν πετύχαινε θα ήταν πραγματικό κατόρθωμα
μέσα στις τότε κυπριακές συνθήκες. Έπρεπε να πετύχει η πρώτη μεγάλη αυτή επιχείρηση για να
αναπτερωθεί το αγωνιστικό φρόνημα των Κυπρίων και για να τρομοκρατηθεί η αστυνομία,
ώστε να τεθεί ουσιαστικά εκτός μάχης και να μη παρεμβαίνει στο έργο των αγωνιστών. Το
κτύπημα αυτό έπρεπε να δοθεί και για λόγους ψυχολογικού πολέμου. Έπρεπε να αποτελέσει
την υποδοχή της ΕΟΚΑ στον Χάρντιγκ και την απάντησή της στις δηλώσεις του από το Λονδίνο,
ότι ερχόταν στην Κύπρο για να εξαρθρώσει την επαναστατική οργάνωση και να επιβάλει το
νόμο και την τάξη. Στην επίθεση θα πάρουν μέρος οι Γρηγόρης Αυξεντίου, Θάσος Σοφοκλέους,
Στυλιανός Λένας, Φώτης Παπαφώτης, Κώστας Ιωάννου - Νικήτας, Χαράλαμπος Καμπούρης και
Πέτρος Χατζημιτσής.

Η επίθεση εναντίον του αστυνομικού σταθμού Λευκονοίκου θα γινόταν και για ένα άλλο
πρακτικό λόγο. Η ΕΟΚΑ είχε μεγάλη ανάγκη από όπλα και πυρομαχικά –μια ανάγκη που
δυστυχώς θα την παρακολουθούσε σε όλη τη διάρκεια της τετράχρονης δράσης της. Ο
αγωνιστής Φώτης Παπαφώτης γράφει τα ακόλουθα για τις λεπτομέρειες της επιχείρησης:

Το "δώρον" στον "υψηλόν" ξένον πρέπον είναι να το προσφέρωμεν μόλις πατήση το ποδάρι
του στην Κύπρον. Από την προηγουμένην είμαστε στο Λευκόνοικο στο σπίτι του Κυριάκου
Καζαμία. Όλα είναι έτοιμα. Ο Ζήδρος βλέπει για δεύτερη φοράν τον Σωκράτην, σταθμάρχην
Λευκονοίκου. Ουδεμία μεταβολή εις τα προσυμφωνηθέντα. Απλώς αναμένομεν την
επομένην το αυτοκίνητον που θα μας παραλάβη από κάπου κοντά στον σταθμόν για να μας
φυγαδεύση. Και τότε θα βροντολαλήσουμε το "Καλώς ήλθες" στον Εξοχώτατο...

3η Οκτωβρίου. Μεσημέρι. Τρώμε το κοτόπουλο που έφτιαξε τόσο ωραία η Γιωρκού, η


σπιτονοικοκυρά μας, παίζει ο Νικήτας με τον ΣΩΖΟΝ "ζιννάπι" και αναμένομεν. Η ώρα
περνά χωρίς κανείς νάρχεται... Τι να συμβαίνη; Α, να ο Σολομής.

– Γιατί δεν ήλθες να μας μεταφέρης μέχρι τον σταθμό βρε Ματρόζο; Τι συνέβη;

– Αφεντικό, μέχρι τούτη τη στιγμή δεν ήλθε το αυτοκίνητο που θα σας παρελάμβανε μετά
την επίθεσιν. Αλλά και ευτυχώς που δεν ήλθε. Γιατί όλως παραδόξως σήμερα τα δύο τζιπς
με Εγγλέζους,, που επιθεωρούν τον σταθμόν, ήλθαν πολύ πιο νωρίς από την συνηθισμένη
τους ώρα και ακριβώς την ώρα που θα πηγαίνατε αν ερχόταν το αυτοκίνητο.

Μετά τα λεχθέντα υπό του τοπικού υπευθύνου της Ε.Ο.Κ.Α. βασανιστικόν εγείρεται το
ερώτημα: –Γιατί δεν ήλθεν ο σιωφέρ από την Καλογραίαν; Μήπως μας πρόδωσαν και γι'
αυτό οι Εγγλέζοι σήμερα πέρασαν την ώρα που θα πηγαίναμε;

Ο Ζήδρος πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο και δίδει οδηγίες αυστηράς φρουρήσεως και
εγρηγόρσεως και διατάσσει να εξευρεθή αμέσως έτερος οδηγός.

Ο Φώτης Χριστοφής, τοπικός υπεύθυνος της Καλογραίας, καθησυχάζει τον Γρηγόρην ότι
οπωσδήποτε την καθορισθείσαν ώραν θα ευρίσκετο ο ίδιος με οδηγόν και αυτοκίνητον εις
αθέατον σημείον έμπροσθεν του σταθμού και θα αναμένουν να μας παραλάβουν.

Digitized by 10uk1s
4η Οκτωβρίου. Η δευτέρα ημέρα της αφίξεως του στρατάρχου Χάρτιγκ. Απόγευμα. Κάνουμε
τον σταυρόν μας και τραβάμε. Ο Ματρόζος μας αφήνει στο τρίστρατο Γενάγρων -
Λευκονοίκου - Ανωτέρας Σχολής Λευκονοίκου και συνεχίζει τον δρόμο του προς τα Γέναγρα
δια το άλλοθι. Ημείς δια μέσου των αγρών, ακριβώς δίπλα από τον δρόμον, φθάνομεν
στους κοινοχρήστους χώρους της Σχολής όπου και φοράμε τας προσωπίδας μας. Εφ' ενός
ζυγού, εις κανονικάς αποστάσεις και καλυπτόμενοι όπισθεν της μιας εκ των δύο
δενδροστοιχιών του δρόμου προχωρούμεν ακάθεκτοι κατά του σταθμού, ο οποίος
ευρίσκεται παρά την διασταύρωσιν της κεντρικής οδού της κωμοπόλεως και της οδού που
ακολουθούμεν. Ένθεν και ένθεν της οδού υπάρχουν μερικά σπίτια. Οι ένοικοι μας βλέπουν
και κάνουν τον σταυρόν τους. Αριστερά μας ένας σκύλλος αρχίζει να γαυγίζη. Το αφεντικό
του –ένας γέροντας με ολόλευκα μαλλιά– τον μαλλώνει να σιωπήση. Ο Γρηγόρης
απευθύνεται στον γέροντα: "Πες του, παππού, του ψόφου να σιωπήση να μην μας
προδώση". Κι ο λεβεντόγερος απαντάει: "Μην φοβάστε, παιδιά μου. Την ευχή μου νάχετε.
Ο Θεός μαζί σας".

Προχωρούμεν ταχειά. Οι δενδροστοιχίες σωθήκανε. Είμαστε ακάλυπτοι. Από τον σταθμόν


φαινόμαστε. Και στην αυλήν μπροστά 2 - 3 αστυνομικοί κουβεντιάζουν. Είναι και το
φυλάκιον με τον ένοπλον επικουρικόν. Τον δρόμον που απομένει δεν μπορούμε να τον
διανύσουμε σιγά - σιγά διότι θα μας δουν. Πρέπει να τους αιφνιδιάσουμε. Ορμούμεν και εν
ριπή οφθαλμού βρισκόμαστε προ του σταθμού. Αστραπιαίως ανοίγω την
διπλορομανισμένην καγκελόπορτα. Μας βλέπουν τότε και ετοιμάζονται να μας
αντικρούσουν. "Εδώ Ε.Ο.Κ.Α. παραδοθήτε" κραυγάζει ο Γρηγόρης που ήδη έλαβε θέσι
έξωθι του σταθμού για να υποστήριξη την προέλασι των άλλων ανδρών.

"Παραδοθήτε. Παραδοθήτε" βροντοφωνούν τα παλληκάρια ενώ εφορμούν κατά του


σταθμού. Πρώτος παραδίδεται ο Πασιόχριστος. Ακολουθεί η παράδοσις του επικουρικού, ο
οποίος μόλις μας αντίκρυσε και πριν ακόμη μπούμε στην αυλή του σταθμού επέταξε το
όπλον και ετράπη εις φυγήν, επανήλθεν δε από το οπίσθιον μέρος του σταθμού όπου
επεχείρησε να αποκρυβή, τη προτροπή του Πασιοχρίστου. Και όλα αυτά σε ελάχιστα
δευτερόλεπτα. Ευθύς ως και ο τελευταίος αντάρτης έλαβε την θέσι του εις τον σταθμόν,
επροχώρησα, καλυπτόμενος υπό του Γρηγόρη. και έλαβα την θέσιν μου, ότε ηγέρθη και ο
Γρηγόρης και υπό το ιδικόν μου κάλυμμα εισήλθε εις τον σταθμόν.

Εντός του σταθμού απαξάπαντες, Έλληνες και Τούρκοι αστυνομικοί και παρατυχόντες
πολίται συνεμορφώθησαν προς την εντολήν και παρεδόθησαν ευθύς ως οι άνδρες
εισήλθον εις τα δωμάτια. Μόνον είς Έλλην αστυνομικός, ονόματι Γιάγκος, εκ Σαλαμιούς
Πάφου προσεπάθησε να ειδοποιήση τηλεφωνικώς, επέμεινε δε να κρατά το τηλέφωνον και
να αρνήται να το εγκαταλείψη και μετά τρεις προειδοποιήσεις. Τελικώς όμως παρητήθη του
σκοπού του ευθύς ως αντελήφθη ότι θα εξετελείτο υπό ενός αντάρτου, όστις έστρεψε προς
εκείνον το αυτόματον και έβαλε το δάκτυλο στην σκανδάλην.

Γρήγορα - γρήγορα περιεμαζεύθησαν όλοι διά να οδηγηθούν εις το δεσμωτήριον. Όταν δε ο


Σώζος ηρώτησε που είναι, ο Χρίστος –κοινώς Πασιάχριστος– απήντησε: Ακολουθήστε με
όλοι. Ολόισια εκεί μέσα θα πάμε». Εν τω μεταξύ τα παλληκάρια κόβουν τηλέφωνα, σπάνε
ντουλάπια, τσακίζουν το οπλοστάσιον και το... λεηλατούν, μαζεύουν σφαίρες, ασύρματον,
κράνη κ.λ.π. και λίγα - λίγα τα κουβαλάνε στο μικρό δωματιάκι που ήμουν και από το οποίο
φρουρούσα και ήλεγχα την είσοδο του σταθμού. Αλλά ίδωμεν όμως και τι διαδραματίζεται
εκτός του σταθμού από την στιγμήν που και ο τελευταίος της ομάδος, ο Ζήδρος, εισήλθεν

Digitized by 10uk1s
εις τον σταθμόν. Δεν παρήλθον ούτε λεπτά και καταφθάνει η συνήθης εκ δύο τζιπς
περίπολος ελέγχου των αστυνομικών σταθμών. Αλλ' ενώ πάντοτε μέχρι τώρα ήλεγχε πρώτα
τον σταθμόν Λευκονοίκου μετά το Τζιάος, σήμερα αλλάζει σειράν, κατευθύνεται προς το
Τζιάος, χωρίς έστω και είς στρατιώτης να ρίψη βλέμμα περιεργείας προς τον Σταθμόν
Λευκονοίκου, ότε ευκόλως θα διεπίστωνε ότι αντικανονικώς η καγκελόπορτα ήτο ανοικτή
και ο φρουρός απουσίαζεν από την θέσιν του. Περί της διελεύσεως των δύο τζιπς
πληροφορώ πάραυτα τον Ζήδρον και επανέρχομαι στην θέσιν μου.

Απέναντι προς τ' αριστερά μου, σε ένα καρεκλοποιείον έχουν μαζευτή αρκετές
γειτονοπούλες και πολλά παιδάκια και παρακολουθούν εκστατικά, θέλω να τους πω πως
μπορεί να μας κάνουν κακό, μα δεν μπορώ. Αντίθετα στο απέναντι του σταθμού κέντρον
του Στασή, ένας υπάλληλός του κάνει πολύ καλά την δουλειά του και μας καλύπτει
θαυμάσια. Κάθε λίγο και λιγάκι, μερικά πιτσιρίκια περνούν από εκεί και επειδή τον βλέπουν
να κρατάη το ελαστικό και σκυφτός να ραντίζη το κέντρο, νομίζουν πως δεν πήρε είδησι και
του λένε με περηφάνεια: «Θείε, ήλθε η ΕΟΚΑ. Δεν την είδες;» και με το δάκτυλό τους
δείχνουν τον σταθμόν. Κι αυτός σηκώνει λίγο το κεφάλι, πιάνει το ελαστικό με το αριστερό
του χέρι, φέρει το δεξί του προς τα πίσω, ακουμπάει τον αντίχειρά του στην μύτη, τους
κάνει νόημα να σιωπήσουν και συνεχίζει το ράντισμα!...

Παράδειγμα προς μίμησιν για τους Λαούς που αγωνίζονται για την Λευτεριά τους ο
υπάλληλος του έναντι κέντρου διασκεδάσεως. Γρήγορα -γρήγορα μα και συνετά φέρνουμε
την αποστολήν μας πιο κοντά στο αίσιο τέρμα της. Αυτοθυσία, ψυχραιμία, παλληκαριά ιδού
τα χαρίσματα που στολίζουν τους γενναίους του Διγενή. Ένα όμως παλληκάρι διαφωνεί,
μένει ανικανοποίητο, θέλει σώνει και καλά να προσθέση ακόμη ένα διαμάντι που θα
λαμπρύνη τα τρία προηγούμενα. Μου τόχε εκμυστηρευθή πριν αναχωρήσουμε για το γλέντι
επί τη αφίξει του στρατάρχου Χάρντιγκ. Και ιδού: Με μια γέττα αστυνομική στο χέρι
εμφανίζεται προ του ΣΩΖΟΥ ο ΝΙΚΗΤΑΣ και του λέγει να την πιάση για να μπορέση να
μαζέψη περισσότερες σφαίρες από τα ντουλάπια.

– «Γιάντις, Γιάντις», αναφωνεί θριαμβευτικά ο ΝΙΚΗΤΑΣ.. Κι ο... κατατροπωθείς ΣΩΖΟΣ


παίρνει το σοβαρό του και συνοφρυούμενος λέγει: –Για κοίτα! Ώρα είναι για τέτοια
πράγματα; Γρήγορα στη θέσι σου. Κι ο εστραμμένος προς τον τοίχο του δεσμωτηρίου
αστυνομικός με τα χέρια ψηλά έκπληκτος και χαριτολογών δειλά - δειλά:

– Πέεεε, Τούτοι!

Εν τω μεταξύ όλα τα λάφυρα έχουν συγκεντρωθή στο μικρό δωματιάκι "φρουραρχείον"


μου. Φορτωνόμεθα το πολύτιμον φορτίον και εγκαταλείπομεν τον σταθμόν και τους
εγκλωβισμένους αστυνομικούς και πολίτας με την εντολήν να μη φωνάζουν να τους
ελευθερώσουν προ της παρελεύσεως τουλάχιστον ημισείας ώρας.

Εις απόστασιν 100 - 200 μέτρων από του σταθμού ο Φώτης Χριστοφή με αυτοκίνητον και
τον οδηγόν του συνεργατικού Παντοπωλείου Καλογραίας μας ανέμεναν πίσω από τις ελιές.
Μπαίνομεν στο αυτοκίνητον και διασχίζοντες την κωμόπολιν τραβούμεν ολόισια προς το
λημέρι μας ακολουθούντες την οδόν Λευκονοίκου - Ακάνθους - Κυρηνείας. Περί το εν μίλι
δυτικώς του τρίστρατου Λευκονοίκου - Ακανθούς - Κυρηνείας και επί της οδού προς
Κυρήνειαν, εις τον Γεροκόλυμπον, κατερχόμεθα του αυτοκινήτου. Κατόπιν τριώρου και λίαν
κοπιώδους δι' ανωμάλου εδάφους πορείας υπό την σκέπην του σκότους κατάκοποι

Digitized by 10uk1s
φθάνουμε στο λημέρι μας πλήρως ικανοποιημένοι για την επιτυχίαν μας, την οποίαν ο
βρεττανικός τύπος έγραφε ότι ενήργησαν Έλληνες Κομμάντος.

Έκπληκτοι, πράγματι, οι Άγγλοι είχαν αποδώσει αυτή την τολμηρή και τέλεια σχεδιασμένη
επιχείρηση σε καταδρομείς που δήθεν είχαν έλθει από την Ελλάδα και αποβιβάστηκαν μυστικά
στο νησί. Δεν ήταν, όμως, μόνο οι κατακτητές που ένοιωσαν κατάπληκτοι. Η επίθεση εναντίον
του αστυνομικού σταθμού Λευκονοίκου προκάλεσε και την ευχάριστη έκπληξη των κατοίκων
του μεγάλου αυτού χωριού. Καθώς οι αγωνιστές αποχωρούσαν από τον σταθμό φορτωμένοι
με την πολύτιμη λεία τους, οι δεκάδες χωρικοί που τους είχαν αντιληφθεί και είχαν
παρακολουθήσει με κτυποκάρδι αγωνίας την επίθεσή τους, τους χειροκροτούσαν την ώρα που
έφευγαν και φώναζαν: Μπράβο παλληκάρια, Ζήτω η ΕΟΚΑ μας, Ο Θεός μαζί σας.

Η θύελλα όμως θα ερχόταν και για τον Ζήδρο. Τα μηνύματα που έπαιρνε κιόλας από τη
Λευκωσία ήταν ανησυχητικά. Έλληνες αστυνομικοί που υπηρετούσαν στον ειδικό κλάδο της
αστυνομίας, το Σπέσιαλ Μπραντς, και είχαν σύνδεση με την Οργάνωση, ειδοποιούσαν ότι οι
Άγγλοι ετοίμαζαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με χιλιάδες στρατού και χρήση κάθε μέσου σ'
ολόκληρη την οροσειρά του Πενταδακτύλου. Αντικειμενικός και κύριος σκοπός των
επιχειρήσεων αυτών θα ήταν να συλλάβουν ή να σκοτώσουν τον Ζήδρο και τους άνδρες του, να
ανακαλύψουν τον οπλισμό τους και να ανατινάξουν τα κρησφύγετά τους. Έτσι οι αγωνιστές
άρχισαν να εντείνουν την προσοχή τους και να λαμβάνουν τα μέτρα τους.

Σε κάποια στιγμή οι μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων τα έχασαν. Τους είχε διαβιβασθεί,
σκόπιμα βέβαια, η πληροφορία ότι ο Αυξεντίου, μεταμφιεσμένος σε... χότζα, είχε εγκαταλείψει
το βουνό και κατέβηκε στη Λευκωσία, όπου σχεδίαζε να επιτεθεί με αυτόματα εναντίον του
κυβερνείου.

Διαρροή μυστικών ή σκόπιμη προδοσία;

Και καλά αυτά τα παραπλανητικά. Αλλά ήταν φανερό, από κάποιες ενδείξεις, ότι οι Άγγλοι
είχαν και πραγματικές πληροφορίες για τη θέση, τις κινήσεις και τα σχέδια του Αυξεντίου. Ο
κύκλος εκείνων που γνώριζαν αυτά τα μυστικά ήταν πολύ στενός. Ποιος, λοιπόν, από όλους
μίλησε; Υπήρξε μήπως διαρροή μυστικών από αφέλεια, ή σκόπιμη προδοσία; Αυτά τα
ερωτήματα βασάνιζαν ανήσυχα τους αντάρτες. Το μυαλό του Αυξεντίου βασάνιζε ακόμα η
σκέψη, μήπως ο Χατζημιτσής ήταν πράγματι προδότης, όπως άλλωστε του είχε γράψει ο Γέρος.
Όμως, ακόμα και στην επιχείρηση του Λευκονοίκου είχε δείξει ζήλο και παλληκαριά. Μάλιστα –
θυμόταν ο Γρηγόρης– σε κάποια στιγμή κινδύνου που πήγε να πέσει στο προαύλιο του
σταθμού, ο Χατζημιτσής τον είχε πλησιάσει θαρρετά, τον στήριξε και του είπε: «Χτύπησες
μάστρε; Έλα, μείνε στην άκρη και σε καλύπτω εγώ».

Την ώρα που ο Χατζημιτσής έλειπε σε σκοπιά, ο Αυξεντίου και οι άνδρες του έκαναν ένα
πρόχειρο συμβούλιο για το τι θα έκαναν με αυτόν τον περίεργο τύπο. Όλοι, εκτός από δύο,
είπαν να εκτελεσθεί. Όμως ο Αυξεντίου, βαθιά ανθρώπινος και συναισθηματικός, διαφώνησε
και τους είπε: «Είναι καλύτερα να γλυτώσει ένας προδότης, παρά να χαθεί ένας αθώος...».

Θέλησε ο Ζήδρος να δώσει άλλη μια ευκαιρία στον Χατζημιτσή. Έτσι τον έστειλε με τον Θάσο
Σοφοκλέους στην Κυθρέα για να εκτελέσουν ένα προδότη μέσα σε ένα καφενείο. Τώρα πια ο
κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Ο Χατζημιτσής αποκαλύφθηκε. Αντί να προχωρήσει, υπό την

Digitized by 10uk1s
κάλυψη του Σοφοκλέους, και να πυροβολήσει τον προδότη, πήγε κοντά του γρήγορα και με
αγωνία του είπε: «Με έστειλαν να σε εκτελέσω. Πάμε να φύγουμε μαζί αμέσως»! Με τον
τρόπο αυτό ξέφυγε από την ομάδα, κατάληξε στη Λεμεσό και ύστερα από περίεργες ενέργειές
του κατάληξε στα χέρια των Άγγλων. Για την Οργάνωση, αλλά ειδικότερα για τον τομέα του
Αυξεντίου άνοιγε μια μεγάλη πληγή...

Διασώθηκε η κατάθεση του Χατζημιτσή προς την Αστυνομία, στην οποία –μιλώντας στην
κυπριακή διάλεκτο– έλεγε τα ακόλουθα στους Άγγλους :

«Όταν επήρεν το γράμμα ο Αυξεντίου που του έγραφαν να με καθαρίση, επήεν μακρυά από
το κρησφύγετον μόνος του τζιαι έκατσεν. Εμήνυσέν μου ότι με θέλει τζιαι επήα. Μου είπε:
«Επί τέλους βρε από που κρατά η σκούφια σου; Τι μου κοπανάς από μόλις ήρθες ότι εδώ
είμαστε οι νέοι αρματολοί και κλέφτες και ότι της φυλακής τα σίδερα είναι για τους
λεβέντες; Όμως εσύ αθεόφοβε είσαι άλλο πράμα. Εδώ βλέπω 24 προηγούμενες κατηγορίες,
πέντε καταδίκες, τρεις αποδράσεις από τις φυλακές. Κατσικοκλέφτης, κλέφτης ποδηλάτων,
πορτοφολάς και τι και τι».

Όταν του είπα ότι ήμουν φτωχός, τζιαι άνεργος τζιαι ότι τα περίτου είναι ψευτομαρτυρίες
Τούρκων επικουρικών αστυνομικών τζιαι ότι ο λόγος που εβγήκα στα βουνά εν για να τους
εκδικηθώ μιαν ημέραν, λαλεί μου: «Βρε άθλιε, εγώ ακόμα δεν εσκότωσα Εγγλέζον και με
βάζεις να λερώσω τα χέρια μου με το αίμα ενός δικού μας, Έλληνα, που δεν ξέρω από που
στο διάβολο ήρθες, αλλά τώρα είσαι σαν αιχμάλωτος κι εγώ είμαι αξιωματικός. Όμως αν
είναι αλήθεια όλα αυτά, τότε ο κλέφτης κι ο γυναικάς δεν έχει εμπιστοσύνη και πρέπει σου
να σε σκοτώσω».

Όταν ετράβηξεν το περίστροφόν του έπεσα στο πόδκια του γονατιστός με κλάματα, έδειχνά
του τον σταυρόν πούχα στο λαιμό μου για να φοηθή τον Θεόν τζιαι όταν του είπα ψέματα
πως η γυναίκα μου μόλις εγέννησεν τζιαι αν με σκοτώση είναι σαν να σκοτώνη τρεις,
ελυπήθηκέν με. «Θα σου χαρίσω την ζωήν», μου είπεν. «Αλλά αν ήρτες πράγματι όπως λες
για να πολεμήσεις θα πρέπει να το αποδείξεις, θα πας μαζί μας σε μια επιχείρηση, άοπλος
όμως, και θα ορμήσεις να αποσπάσεις όπλον από τον εχθρό. Ή ζήσεις ή πεθάνεις. Αν
τολμήσεις να το σκάσεις θα σε σκοτώσω εγώ».

Επήα στο Λευκόνοικον τζιαι έπαιξα τον ρόλον μου. Με την πρώτην ευκαιρίαν που μου
εδόθην ύστερα, όταν με έστειλαν να πάω κάπου, έφυά του. Θα τα πω ούλλα. Το Αρχηγείον
τζιαι το κρησφύγετόν του είναι στο Μαύρον Όρος, που πάνω από το μοναστήριν του
Αντιφωνητή, μεταξύ Καλογραίας τζιαι Ακανθούς. Να πάω να σας το δείξω».

Και πήγε, πράγματι, και τους έδειξε το κάθε τι! Ο Αυξεντίου και οι άνδρες του πρόλαβαν και
μετακινήθηκαν. Οι Άγγλοι, χρησιμοποιώντας 3.000 άνδρες, ελικόπτερα και κάθε είδους
μηχανοκίνητο μέσο, κτένιζαν κυριολεκτικά την οροσειρά του Πενταδακτύλου καλύπτοντας και
τις δυο του πλευρές.

Νηφάλιος και αποφασιστικός έμεινε ο Ζήδρος στη μεγάλη δοκιμασία που άρχιζε. Η ψυχραιμία
του μπροστά στον κίνδυνο ήταν εντελώς ασυνήθιστη. Ο Φώτης Παπαφώτης αφηγείται σχετικά:
«Όταν, ευρισκόμενοι εις το δεσπόζον της ηρωικής Ακανθούς λημέρι μας, εξύπνησα πρωί - πρωί
τον Αυξεντίου, διά να του γνωστοποιήσω την επισήμανσιν στρατευμάτων εις την περιοχήν του

Digitized by 10uk1s
Μαύρου Όρους που απείχε περί τα δέκα χιλιόμετρα, το «αφεντικό» προτού κατακλιθή και
πάλιν διά να κοιμηθή, απήντησε λακωνικώς: "Όταν είναι εντός βολής ξύπνα μας. Διαφορετικά,
άσε μας να κοιμηθούμε για να αντέχουμε την αποψινήν πορείαν"».

Η ομάδα του Αυξεντίου εκινείτο προς τα ανατολικά, βαδίζοντας πάντα σ' αυτό το τραχύ βουνό
του θρύλου, τον Πενταδάκτυλο. Ακολουθούσε πορεία προς τα χωριά Φλαμούδι και Δαυλός.
Παρά τη δοκιμασία και τον κίνδυνο η επαφή με την Οργάνωση δεν είχε διακοπεί και έτσι ο
Διγενής από το Τρόοδος, εκατόν πενήντα περίπου χιλιόμετρα μακριά, λάβαινε τα δυσάρεστα
νέα τους και έδινε οδηγίες και διαταγές με τους μυστικούς έκτακτους αγγελιαφόρους της
ΕΟΚΑ, που προωθούνταν κάτω από τη μύτη των Άγγλων κυριολεκτικά, έσπαγαν κλοιούς,
περνούσαν μπλόκα, βάδιζαν μέσα στη νύκτα για ώρες πολλές και τελικά έφταναν στον
προορισμό τους μεταφέροντας τα σφραγισμένα μικρά φακελλάκια του αρχηγείου.

Η παύση του Αυξεντίου από τον Διγενή

Μέσα περίπου του Οκτωβρίου 1955 ο Διγενής έγραφε προς τον Αυξεντίου:

Δέον να προβήτε εις οργάνωσιν κατάλληλον και τοιαύτην διάρθρωσιν της ομάδος σας, εις
τρόπον ώστε να κινήσθε ευκόλως τόσον διά να δύνασθε να διολισθαίνητε και καλύτερον
συντηρήσθε και αποκρύπτεσθε όσον και διά να καλύπτετε ολόκληρον την περιοχήν σας,
αλλά και διά να δύνασθε να ανασυγκροτήτε την ομάδα προκειμένου περί συνολικής
δράσεως. Κρίνω συνεπώς σκόπιμον να σας υποδείξω την οργάνωσιν μικρών ομάδων με
βάσιν δι' εκάστην εν αυτόματον, εις τας οποίας να δώσητε ανά μίαν ζώνην ενεργείας. Εντός
της ζώνης ταύτης θα εξαπολύετε την ομάδα οσάκις κρίνετε αναγκαίαν την εκπλήρωσιν μιας
των ανωτέρω εκτεθεισών αποστολών. Βάσει, συνεπώς, του διατιθεμένου οπλισμού να
καταρτίσητε τας ανωτέρω ομάδας και να καθορίσητε τας ζώνας των, ας να αναγνωρίσουν
και μελετήσουν οι επί κεφαλής και να μου αναφέρετε σχετικώς.

Τώρα, όμως, πια τι σχέδια και τι οργάνωση μικρών και μεγάλων ομάδων; Ο στρατός, καλά
οδηγημένος από τον Χατζημιτσή, είχε πλακώσει και αλώνιζε την οροσειρά απ' άκρη σ' άκρη.
Έμαθε τα μαντάτα ο Διγενής, που τότε εκινείτο μεταξύ Σπηλιών και Κακοπετριάς, και έβγαζε
φωτιές από το στόμα του. Είχε δικαιωθεί στους φόβους του. Στο χέρι του κρατούσε αναφορά
του Αυξεντίου με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 1955, όπου του εξηγούσε κάτω από ποιες
συνθήκες ο προδότης τους είχε ξεφύγει και κατάληγε:

«... Η ευθύνη μου είναι βαρύτατη και θα δεχθώ οιασδήποτε κυρώσεις θελήσητε να μου
επιβάλετε».

Στις 21 Οκτωβρίου ο Διγενής παίρνει την απόφαση να παύσει τον Αυξεντίου από τη διοίκηση
και του το γράφει σε μια αυστηρή διαταγή της ημέρας εκείνης. Στις 23 του ίδιου μήνα το
παλληκάρι απαντά στον Αρχηγό, γράφοντας:

Εις εκτέλεσιν υμετέρας 21.10.1955 αναφέρω παράδοσιν διοικήσεως ομάδος ανταρτών εις
Ξάνθον. – Ζήδρος.

Αγόγγιστα δέχτηκε ο Αυξεντίου την παύση του και την αντικατάστασή του από τον Θάσο

Digitized by 10uk1s
Σοφοκλέους. Σεμνός καθώς ήταν και με έντονη συναίσθηση της στρατιωτικής πειθαρχίας,
έκρινε ότι δεν είχε άλλη εκλογή. Δεν ήθελε καν να συζητήσει την απόφαση και τη διαταγή του
Αρχηγού.

Δεν συνέβαινε, ωστόσο, το ίδιο και με τους άλλους συναγωνιστές του. Έκαναν «συμβούλιο» και
αποφάσισαν να γράψουν στον Διγενή, ότι δεν δέχονται άλλον τοπικό διοικητή από τον
Αυξεντίου. Όταν το ανακοίνωσαν στον ίδιο, ο Ζήδρος χαμογέλασε πικρά και τους είπε: «Παιδιά,
οφείλουμε να υπακούουμε στις διαταγές του Αρχηγού. Όλοι οι αγώνες επιτυγχάνουν πάντοτε
με την πειθαρχία και το θάρρος. Αν αρχίσουμε όλοι να απειθαρχούμε, τότε και αυτά που
κερδίσαμε μέχρι τώρα θα τα χάσουμε». Εκείνοι επέμεναν και το παλληκάρι τους είπε πάλι:

Ακούστε δώ: σ' έναν αγώνα σαν τον δικό μας δεν έχουν θέση τα καπετανάτα. Κι ούτε
βγήκαμε στα βουνά για να γίνουμε Χασαμπολλιά. Ο στρατιώτης και προπάντων ο
αξιωματικός οφείλει να εκτελεί τις διαταγές όσον σκληρές κι αν είναι πάντοτε για τον εαυτό
του. Για μένα όπου και να πάω το ίδιο κάνει. Φτάνει ότι θα πολεμήσω....

Δεν ήταν λήσταρχοι για να κάνουν του κεφαλιού τους. Υπήρχε αρχηγός και τις διαταγές του
έπρεπε να τις εφαρμόζουν τυφλά. Οι συναγωνιστές του, όμως, του είχαν τέτια αφοσίωση,
πίστη και αγάπη που ήθελαν να του συμπαρασταθούν. Επέμεναν να παρέμβουν για να
ανατρέψουν την καθαίρεσή του. Έτσι ο Θάσος Σοφοκλέους έγραψε προς τον Διγενή:

Ο συνάδελφος Ζήδρος, έχει πολλά προσόντα εν συγκρίσει με εμέ, γιατί, αφ' ενός σαν
στρατιωτικός, έχει αρκετάς γνώσεις περί την πολεμικήν τέχνην και δεν του λείπει προς
τούτο ούτε η απαιτουμένη πείρα, αφ' ετέρου δε είναι γνώστης πολλών καταστάσεων και
πραγμάτων που πολύ συμβάλλουν εις την καλυτέραν εκπλήρωσιν της αποστολής της
ομάδος.

Ένεκα τούτου εκφράζω την θερμήν παράκλησιν, τόσον εγώ όσον και ολόκληρος η ομάς,
όπως κατά τας κρισίμους αυτάς στιγμάς ανακαλέσετε τας κυρώσεις σας, έτοιμοι να
δεχθούμεν βαρύτερες εις το εγγύς μέλλον. Πάντως σας διαβεβαιούμεν και πάλιν ότι
ο,τιδήποτε και αν συμβή είμαστε έτοιμοι να εκτελέσουμεν τας διαταγάς σας κατά γράμμα.
Προς τούτο περιμένουμεν οδηγίας σας.

Ο Διγενής εκτιμούσε απ' αρχής τον Αυξεντίου και γι' αυτό με βαριά καρδιά είχε πάρει την
απόφαση να τον καθαιρέσει. Μάλιστα τώρα που έβλεπε πόσο σεμνά και πειθαρχικά
αντιμετώπιζε τις κυρώσεις που του επέβαλε η εκτίμησή του γινόταν ακόμη μεγαλύτερη. Πέντε
χρόνια πιο ύστερα (1960), όταν πια ο Αγώνας τελείωσε, ο αρχηγός της ΕΟΚΑ θα σκιαγραφήσει
τον Αυξεντίου με αυτούς τους αδρούς χαρακτηρισμούς:

«...Ουδέποτε συνεζήτει διαταγάς και ουδέποτε με ελύπησε ούτε ακόμη όταν τον επετίμων.
Σκληρός, όπως είμαι, δεν τον εξήρεσα της αυστηράς μεταχειρίσεως. Οσάκις διέπραττε
σφάλματα εδέχετο τας αυστηράς παρατηρήσεις με αξιοπρέπειαν και έδιδε εις πάντας το
παράδειγμα της τυφλής υπακοής εις τας διαταγάς μου. Ενθυμούμαι, ότι, όταν κάποτε
παρημέλησε να συμμορφωθή προς διαταγήν μου, εκ κακής εκτιμήσεως ωρισμένου
ζητήματος και έδωσα διαταγήν να αντικατασταθή εις την διοίκησιν των ομάδων, όχι μόνον
εδέχθη αδιαμαρτυρήτως την απόφασίν μου αυτήν, αλλά και, ως επληροφορήθην
βραδύτερον, από αναφοράν του αντικαταστάτου του, υπέδειξε εις τινα των ανδρών του, ότι

Digitized by 10uk1s
ούτω έπρεπε να πράξη ο Αρχηγός, εάν ήθελε να ευρίσκεται εις το ύψος του και ότι ώφειλον
πάντες να πειθαρχούν εις τας διαταγάς αυτού. Υπέροχον παράδειγμα αλτρουισμού, αλλά
και συνειδητής πειθαρχίας. Βραδύτερον τον ανεκάλεσα πλησίον μου και του ανέθεσα
υπηρεσίαν ανωτέραν και σοβαρωτέραν. Ο σκοπός επετεύχθη. Ηλέγχθη το σφάλμα για να
γνωσθή εις πάντας, ότι ο ηγήτωρ επιβλέπει και ελέγχει τα πάντα. Αφ' ετέρου όμως ο
ελεγχθείς δεν εταπεινώθη, αλλά εξυψώθη, όπως πράγματι του ήξιζε».

Για την ώρα όμως εκείνη την κρίσιμη, τον Οκτώβριο του 1955, που η προδοσία του Χατζημιτσή
έβαζε σε κίνδυνο ένα σημαντικό τμήμα της Οργάνωσης, ο Διγενής δεν είχε άλλη εκλογή παρά
να επιμείνει στην απόφασή του. Έτσι έγραψε προς τον Ξάνθο (Θ. Σοφοκλέους) την ακόλουθη
απάντηση στην επιστολή του:

Το σφάλμα του ΖΗΔΡΟΥ είναι τόσον βαρύ, ώστε παρ' όλην την συμπάθειαν την οποίαν
τρέφω προς αυτόν, δεν δύναμαι να τον συγχωρήσω, δεδομένου ότι του επεσήμανα τους
κινδύνους της όλης συμπεριφοράς του απέναντι του Χατζημιτσή.

Οφείλομεν τώρα να αντιληφθώμεν ότι αυτήν την στιγμήν η μόνη ελπίς διά το Κυπριακόν
είναι η δράσις της Οργανώσεως και εάν ημείς διαλυθώμεν δεν ελπίζω πλέον εις τίποτε.

Επιπολαιότητες δεν επιτρέπονται και όπου εμφανισθούν τοιαύται θα τιμωρούνται προς


παραδειγματισμόν.

Αυτήν την στιγμήν χρειάζεται, ορμή, θάρρος, επιμονή, υπομονή, μεγάλη προσοχή εις κάθε
ενέργειάν μας, διότι ο εχθρός καραδοκεί να βρη την άκρη του μίτου της Οργανώσεως. Εάν
κατορθώση να την βρη τότε θα ξεφτίσουμεν.

Είμαι πεπεισμένος περί της νίκης εάν όλοι μείνωμεν ακλόνητοι εις τας θέσεις μας.

Ποια μυστικά ήξεραν τώρα οι Άγγλοι

Οι Άγγλοι ξέρουν τώρα πολλά για την Οργάνωση, για τη στελέχωσή της και ειδικά για τον
Αυξεντίου, την περιοχή του, τους εκεί αγωνιστές, τα σχέδιά τους κλπ. Τους τα είπε «ούλλα»
χαρτί και καλαμάρι ο Χατζημιτσής. Με βάση αυτές τις πληροφορίες καταρτίζουν γενικά και
ειδικά «αντιτρομοκρατικά» σχέδια. Οι μυστικές τους υπηρεσίες «βράζουν» τώρα από οργασμό.
Αλλά και η αντικατασκοπεία της Οργάνωσης, ολόκληρο κλιμάκιο Ελλήνων αστυνομικών μέσα
στον ειδικό κλάδο της Αστυνομίας, δεν μένει άπρακτο. Παρακολουθεί κάθε κουβέντα και κάθε
κίνηση των Άγγλων, αντιγράφει τις απόρρητες πληροφορίες τους, εκμαιεύει τα σχέδιά τους και
τα στέλλει με την ένδειξη ΕΠΕΙΓΟΝ στο αρχηγείο. Στις 29 Οκτωβρίου 1955 ο αστυνομικός
Παύλος Στόκκος ψαρεύει μια ακόμη πολύτιμη πληροφορία και την στέλλει στον Διγενή και
στον Αυξεντίου: Ο Χατζημιτσής πρόδωσε τα κρησφύγετα του Μαύρου Όρους. Έτσι όταν την 1η
Νοεμβρίου έφτασαν εκεί, βρήκαν τα λημέρια κενά!

Το κλιμάκιο αυτό της αντικατασκοπείας έστειλε ένα λεπτομερειακό σημείωμα στο αρχηγείο για
το τι ήξερε και τι πρόδωσε ο Χατζημιτσής. Αυτό το σημείωμα ο Διγενής το στέλλει στον Ξάνθο
για να ξέρει και να φυλάγεται. Να τι έγραφε:

Digitized by 10uk1s
Ο κρατούμενος (δηλ. ο Χατζημιτσής) ανέφερε μεταξύ άλλων ότι συμμετείχε της επιδρομής
κατά του Αστυνομικού Σταθμού Λευκονοίκου, την οποίαν ως ισχυρίζεται διηύθυνεν ο
Αυξεντίου. Προ της επιδρομής εφόρεσαν τας μάσκας πλησίον του σχολείου. Ο λοχίας
Σωκράτης, ο αγροφύλαξ Αντώνης και ένας ειδικός χωροφύλαξ ήσαν ενήμεροι της επιδρομής
εκ των προτέρων. Ο Σωκράτης μάλιστα είχεν αλληλογραφίαν με τον Αυξεντίου. Όταν
έφθασαν εκεί ο Κώστας μαζί με τον Λέναν εμπήκαν μέσα στον Σταθμόν.

Ο Κώστας εκρατούσεν όπλον (στεν). Ο Λένας επήρε τον ασύρματον του Σταθμού. Ο
Αυξεντίου έμεινεν απ' έξω, ο δε Θάσος με τον Παπαφώτη ήσαν μέσα στην αυλήν του
Σταθμού (εδώ δίδει και άλλες λεπτομέρειες πώς πήραν τα όπλα και εξέχασαν ένα BOLT). Εις
την βίαν τους λέγει, εξέχασαν το BOLT ενός όπλου και την επομένην της επιδρομής ο
Αυξεντίου έγραψε του Σωκράτη να του το στείλη, αλλά εκείνος απήντησεν ότι έγινε έλεγχος
και δεν ημπορούσεν πλέον. Όταν έφευγαν, ένας νεαρός Τούρκος εδοκίμασε να τους
καταδιώξη και τον εκτύπησεν ο Θάσος με τον υποκόπανον του όπλου (δίδονται
λεπτομέρειαι που επήγαν, αναφέρονται ονόματα, αγροφύλαξ, συνεργατική κλπ.).

Κάποιος οδηγός αυτοκινήτου αδελφός κάποιου Τζωρτζή από την Καλογραίαν καταγγέλλεται
ως αναμεμιγμένος εις την Οργάνωσιν.

Μετά αναφέρεται η ημερομηνία 15 Οκτωβρίου ως και το όνομα Σπάρταλος από την


Κυθραίαν. Επίσης ότι ο κρατούμενος μαζί με κάποιον Θάσον Σοφοκλέους μετέβησαν εις την
τοποθεσίαν «Καπαρόβουνο». Αναφέρεται και το όνομα κάποιου που είναι αδελφός του
Τζωρτζή. Αναφέρονται επίσης εις επίσκεψιν γενομένην εις Χλώρακαν και παρατίθενται
ονόματα του Στέλιου Πετάση ως και του Χρυσάνθου από την Χλώρακαν, συγγενούς του
Μαυρονικόλα που κατεδικάσθη με τον Σωκράτη Λοϊζίδη. Αναφέρει ότι του ανετέθη να πάη
στο καφενείον κάποιου Γιαννή και να εκτελέση κάποιον προδότην. Εν τούτοις απέφυγε να
το πράξη και είπε ψεύτικα δικαιολογητικά εις τον Πετάση. Μετά έγραψεν επιστολήν εις τον
Αυξεντίου και εδικαιολογούσε ότι το πρόσωπον που του ανετέθη να εκτελέση δεν ήτο
προδότης. Μετά έγραψεν επιστολήν εις τον Αυξεντίου και του εζητούσε να μεταβή εις
Λεμεσόν να μεταφέρη όπλα, οπόταν εν τω μεταξύ τον συνέλαβε η Αστυνομία (πιθανόν 20 ή
21-10-55). Λέγει ότι γνωρίζει κρύπτας όπλων της Οργανώσεως και ότι μετά θα τους δώση
λεπτομέρειες.

Εις την κατάθεσίν του κάμνει μνείαν ενός φοιτητού ή αδελφού φοιτητού όστις είναι
υπαρχηγός μετά τον Αυξεντίου.

Κάποιος Αχιλλέας εκ Καλογραίας που έχει αυτοκίνητον καταγγέλλεται ότι μεταφέρει


επιστολάς του Αυξεντίου εις το Αρχηγείον της Ε.Ο.Κ.Α. Είδε και πολλάς επιστολάς
ανταλλαγείσας με τον «Αβέρωφ». Ο «Αβέρωφ» λέγει είναι ο αρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α. εν
Λευκωσία, αλλά δεν γνωρίζει το πραγματικόν του όνομα. Γνωρίζει και άλλα ψευδώνυμα
αρχηγών, Ζήδρος είναι ο Αυξεντίου. Πέλοπας είναι ο Στέλιος Πετάσης από την Κυθραίαν.

Ερωτηθείς διά την Αριάδνην Κωνσταντίνου λέει ότι ο Αυξεντίου την επεσήμανεν ως
προδότριαν διά να εκτελεσθή. Πάντως ο ίδιος λέει δεν την θεωρεί προδότριαν.

Παρ' όλο που ο Διγενής επέβαλε τις κυρώσεις του, όρισε τον αντικαταστάτη του Αυξεντίου και
έδωσε όλες τις αναγκαίες οδηγίες, δεν είχε κατασιγάσει ακόμα η φοβερή οργή του. Έμοιαζε

Digitized by 10uk1s
σαν λιοντάρι στο κλουβί στο δωμάτιό του στο ορεινό χωριό Σπήλια. Όσο μάθαινε από τις
εφημερίδες και το ραδιόφωνο ότι οι Άγγλοι αλώνιζαν τον Πενταδάκτυλο και ερευνούσαν
παντού, όσο έπαιρνε ειδήσεις για την καταδίωξη των ανταρτών τόσο και ξεσπούσε οργισμένος.
«Αρχηγέ, να φωνάξεις εδώ τον Ζήδρο για να συνεννοηθείτε. Είναι καλύτερα έτσι. Γιατί δεν τον
φωνάζεις επάνω;» του είπε κάπως διστακτικά ο πιστός του αντάρτης Λάμπρος Καυκαλίδης.

Γύρισε ο αρχηγός και κοίταξε αμίλητος, αλλά βαριά συννεφιασμένος, τον Καυκαλίδη. Φαίνεται
ότι είχε πάρει την απόφασή του να καλέσει κοντά του τον Αυξεντίου. Ύστερα από λίγο μάλιστα,
βλέποντας τον εξάδελφό του από τη Λύση, τον Γρηγόρη Γρηγορά που ήταν αρχηγός των
ομάδων Κακοπετριάς, του είπε με θυμό: «Είδες τι μούκανε αυτός ο ξάδελφος σου; Θα τον
φέρω εδώ και θα τον εκτελέσω μπροστά στα μάτια σου!»...

Ο Γρηγοράς ένοιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Λες να πραγματοποιήσει ο «Γέρος» την
απειλή του, λες να εκτελέσει τον Ζήδρο για ένα ακόμα παραδειγματισμό; Αυτό σκεφτόταν ο
Γρηγοράς και ανησυχούσε πολύ μέχρι να πάει στο Τρόοδος ο ίδιος ο ξάδελφός του.

Τώρα, όμως, πριν από κάθε διευθέτηση του θέματος αυτού, εκείνο που έπρεπε να
αντιμετωπισθεί με επιτυχία και χωρίς καθυστέρηση ήταν να διαφύγει η ομάδα που τώρα τη
διοικούσε ο Θ. Σοφοκλέους, που κατά καιρούς είχε τα ψευδώνυμα Ξάνθος, Σώζος και Χέρσιος.
Ο Αυξεντίου ήταν απλός στρατιώτης πια.

Οι βασικές οδηγίες που έδινε ο Διγενής ήταν να μετακινηθεί η ομάδα από τους χώρους που
γνώριζε ο Χατζημιτσής και να μοιρασθεί, αν ήταν ανάγκη σε μικρές ομάδες δυο - τριών ανδρών
για να είναι έτσι καλύτερη η απόκρυψη και η διαφυγή της. Το αρχηγείο συνιστούσε ακόμα να
πάρει η ομάδα μέτρα επαγρύπνησης από μπλόκα των Άγγλων στην περιοχή της και να
οργανώσει γρήγορα, με τη βοήθεια εμπίστων χωρικών, δίκτυο πληροφοριών για τις κινήσεις
του στρατού. Τέλος, στη σχετική διαταγή αναφερόταν, ότι έπρεπε να μετακινηθούν ο οπλισμός,
τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα από τις θέσεις όπου βρίσκονταν και τις οποίες γνώριζε
οπωσδήποτε ο προδότης.

Η καταδίωξη της ομάδας ήταν από τις πιο σκληρές που αντιμετώπισαν ποτέ οι αντάρτες της
ΕΟΚΑ. Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη αναφορά που έστειλε επειγόντως, στις 7 Νοεμβρίου
1956, ο Ξάνθος προς τον Διγενή:

Αρχηγέ,

Ασφαλώς θάχετε πληροφορηθή για τις συνεχείς διώξεις του στρατού. Είναι τώρα 15 μέρες
που δεν μπόρεσα να σταθώ.

Η ομάς ευρίσκεται εις διαρκή πορείαν· πιστεύω καταλαβαίνετε τις δυσκολίες. Δόξα τω Θεώ
μόνο αυτός μας γλύτωσε.

Το περασμένο Σάββατον παρά την Καντάραν παρ' ολίγον να ανακαλυφθούμεν (3-11-55).

Δεν ξέρω κι εγώ που να οδηγηθώ (πιστεύω ξέρετε που ευρίσκομαι). Δυστυχώς δεν μου
δίδεται και η κατάλληλος ευκαιρία ώστε να εκλέξω μέρος. Πάντως το σημείον εις το οποίον
τώρα ευρίσκομαι δεν μας φαίνεται και τόσον κατάλληλον.

Digitized by 10uk1s
Ο εχθρός, μετά την προδοσίαν του Χατζημιτσή και την ανακάλυψιν των σπηλαίων έχει
κυριολεκτικά λυσσάξει και καταβάλλει κάθε προσπάθειαν για να μας ανακαλύψη. Αφού ο
Θεός τους εστράβωσε μέχρι τώρα έτσι και πάντοτε θα τους απομακρύνη από μας. Πάντως
εάν παρ' ελπίδα πέσουν πάνω μας, εμείς είμαστε διατεθειμένοι να πουλήσουμεν ακριβά το
τομάρι μας.

Δεν ξέρω τι έγινε με τους δικούς μας ανθρώπους της Καλογραίας.

Πάντως δεν περιέχονται τα ονόματά τους εις την εφημερίδα. Ίσως έχουν διαφύγει.

Περιμένω οδηγίας σας.

Ο Διγενής σκεφτόταν πόσο δύσκολη και κρίσιμη γινόταν η κατάσταση στην περιοχή. Δεν ήταν
μόνο ότι κινδύνευαν οι αντάρτες. Μαζί τους κινδύνευε να εξαρθρωθεί και ολόκληρο το δίκτυο
της Οργάνωσης στην περιοχή. Ο Χατζημιτσής ήξερε αρκετούς από τους συνδέσμους και τους
τροφοδότες στα γύρω χωριά και τους αποκάλυψε στους Άγγλους. Η κατάσταση ήταν
οπωσδήποτε πολύ δυσάρεστη, αλλά το αρχηγείο δεν ήθελε με κανένα λόγο να πέσουν οι
ομάδες σε μια διαρκή άμυνα και γι' αυτό έδινε οδηγίες στον «Σώζο» να κρατηθεί κάπου μέχρι
να περάσει η θύελλα της καταδίωξης και –προ πάντων– να μη παύσει να ετοιμάζει την επίθεσή
του εναντίον του στρατοπέδου του Αγίου Αμβροσίου.

Η παρέμβαση «Τομπάζη» και «Μιλτιάδη»

Μαζί με τον Αρχηγό παρακολουθούσαν με αγωνία την τύχη του Ζήδρου και των συναγωνιστών
του και άλλα στελέχη της ΕΟΚΑ που ήξεραν τα λημέρια τους και έτσι μπορούσαν να
αντιληφθούν σε πόση πίεση βρίσκονταν. Από την Αμμόχωστο ο τομεάρχης Παύλος Παυλάκης
(Τομπάζης) και ο αρχηγός του δικτύου συνδέσμων Κυριάκος Μάτσης (Μιλτιάδης)
ενδιαφέρθηκαν να βοηθήσουν τη διαφυγή της ομάδας. Η προσπάθεια αυτή δεν ήταν εύκολη
και ούτε απαλλαγμένη από κινδύνους, αφού οι Άγγλοι είχαν αποκλείσει μεγάλες περιοχές και
είχαν στενή επιτήρηση της οροσειράς του Πενταδακτύλου. Ο Διγενής έγραψε στον «Τομπάζη»
αυτή την επιστολή:

Έδωσα διαταγήν εις ΜΙΛΤΙΑΔΗΝ, να ειδοποίηση ΣΩΖΟΝ, να κατευθυνθή μετά λοιπών


ανδρών της ομάδος του εις περιοχήν Τρικώμου, αποφεύγων ούτω τον κλοιόν του στρατού.

Η ομάς να επανέλθη μετά την παρέλευσιν του κινδύνου εις τον τομέα της και να αναλάβη
τας αποστολάς της. Αλλοίμονον εάν εκάστη ομάς, η οποία πιέζεται εγκαταλείπη οριστικώς
τον τομέα και την αποστολήν της. Τότε θα έλθη στιγμή όπου δεν θα ρίψωμεν ούτε μία
ντουφεκιά και θα πέσουμεν όλοι στην θάλασσα για να σωθούμεν.

Συνεπώς να αποφύγουν τον κλοιόν και να επανέλθουν εκ νέου εις τον τομέα των μετά την
πάροδον του κινδύνου.

Οιαδήποτε άλλη λύσις δεν ενδείκνυται.

Εν τω μεταξύ, στο γενικότερο πεδίο διαδραματίζονται σημαντικά γεγονότα. Οι Άγγλοι

Digitized by 10uk1s
μεταφέρουν συνεχώς και περισσότερα στρατεύματα και ο Χάρντιγκ σε ομιλία του από το
ραδιόφωνο (9.10.1955) απόφυγε κάθε αναφορά στην αυτοδιάθεση, ενώ πρόσφερε κάποιου
είδους αυτοκυβέρνηση. Παράλληλα τόνιζε, ότι θα επέμενε στο καθήκον του και στον όρκο
του...

Στις 16 Οκτωβρίου 1955 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πηγαίνει στην κωμόπολη Ακανθού, στη
βορεινή πλαγιά του Πενταδακτύλου, όπου μιλά σε μεγάλο εκκλησίασμα στο ναό του Σωτήρος.
Στην ομιλία του διακηρύττει: «Καθημερινώς ο Βρεταννός κυρίαρχος μεταφέρει ολοέν και
περισσότερα στρατεύματα εις την νήσον διά να διατηρήση δήθεν τον νόμον και την τάξιν. Εις
την πραγματικότητα όμως τα στρατεύματα έρχονται διά να θραύσουν την αντίστασιν του
Κυπριακού λαού εναντίον της δουλείας του. Έρχονται διά να εμποδίσουν και να καταστείλουν
την αποφασιστικότητα του λαού μας να ζήση ελεύθερος. Ασφαλώς τα βρεταννικά στρατεύματα
θα αποτύχουν εις τον σκοπόν των». Ο Κύπριος εθνάρχης προχωρούσε και σκιαγραφούσε αδρά
και λακωνικά την κατάσταση στον πολιτικό τομέα, λέγοντας: Η απάντησίς μας προς τας
βρεταννικάς προτάσεις θα είναι πάντοτε ΟΧΙ, εφ' όσον αρνούνται εις ημάς το δικαίωμα
αυτοδιαθέσεως... Δεν υπάρχει άγων χωρίς θυσίας και συνεπείας. Η απειλή των φυλακίσεων και
των εξοριών δεν θα μας ανακόψη τον δρόμον μας. Ο αγών συνεχίζεται αδιάκοπος μέχρις ότου η
αυγή της ελευθερίας ροδίσει εις την νήσον μας.

Όταν ο Αυξεντίου κυνηγημένος είχε φθάσει με τους συναγωνιστές του στο χωριό Άρδανα και
κρύβονταν σ' έναν αχυρώνα, έλεγε σε ένα φίλο που τον είχε επισκεφθεί από την Αμμόχωστο:
«Να προσέξει ο Γενάς να μην υποχωρήσει ούτε ίντζα. Ο ανυποχώρητος νικά». Τάλεγε αυτά
αναφερόμενος σε πιθανές συνομιλίες Μακαρίου και Χάρντιγκ και τάλεγε στη δύσκολη ώρα της
καταδίωξής του.

Το κυνηγητό της ομάδας συνεχιζόταν μέσα σε οργιαστικές φήμες για τις κινήσεις και την τύχη
του Αυξεντίου. Σε μια εμπιστευτική έκθεση του υπευθύνου της Υπηρεσίας Πληροφοριών,
ταγματάρχη Ρόναλντ Μακλέοντ, αναφέρονται και τα εξής πολύ ενδιαφέροντα:

Η στιγμή που περιμέναμε έφτασε. Συνδυασμένη αστραπιαία επιχείρηση από ξηρά,


θάλασσα και αέρα εξαπολύεται με απόλυτη μυστικότητα από δυο χιλιάδες άνδρες.

Το κρησφύγετο του Αυξεντίου υποδεικνύεται από τον πληροφοριοδότη μας, αλλά άδειο.
Μόλις το είχαν εγκαταλείψει. Η επιχείρηση επεκτείνεται τότε προς όλες τις κατευθύνσεις
και στην περιοχή του μεσαιωνικού κάστρου της Καντάρας οι τρομοκράτες βρίσκονται μέσα
στον κλοιό μας, περικυκλώνονται και από στιγμή σε στιγμή επίκειται η σύλληψή τους.

Το πώς κατόρθωσαν να διαφύγουν και που πήγαν ήταν ένα μυστήριο. Μια πληροφορία που
μας δόθηκε έλεγε ότι ο Αυξεντίου με τους συντρόφους του καταδιωκόμενοι έφθασαν στο
παραλιακό χωριό Δαυλός και ότι από εκεί ο αρχηγός τους κατόρθωσε να φύγει με
ψαρόβαρκα στην Τουρκία.

Ένα από τα πολεμικά μας σκάφη ανοίχτηκε στο πέλαγος κι οι Τουρκικές Αρχές που
ειδοποιήθηκαν φάνηκαν αμέσως πρόθυμες να βοηθήσουν στη σύλληψη του τρομοκράτη
αυτού και κινητοποίησαν μάλιστα δυνάμεις της ακτοφυλακής τους.

Τελικά η πρώτη ευκαιρία που μας δόθηκε να συλλάβουμε τον Αυξεντίου χάθηκε και

Digitized by 10uk1s
χάθηκαν μαζί και τα ίχνη του. Ήταν βέβαιο πάντως, ότι η πληροφορία για την επιχείρησή
μας διέρρευσε και η Υπηρεσία μας ήταν ανάστατη προσπαθώντας να ανακαλύψει πώς και
από που διέρρευσε.

Ενώ το εμπιστευτικό αυτό έγγραφο των Άγγλων ομολογούσε, ότι η επιχείρηση είχε αποτύχει, οι
Άγγλοι είχαν προσπαθήσει να δώσουν την εντύπωση επιτυχίας. Προς τα μέσα ενημέρωσης
έδιναν πληροφορίες για το πώς γίνονταν οι έρευνες, τι είχε ανακαλυφθεί κλπ., αλλά το βασικό
θέμα ήταν ότι το πουλί είχε πετάξει. Στην Ελευθερία της Κύπρου, της 2ας Νοεμβρίου 1955,
βλέπει κανείς τη σχετική είδηση να στεγάζεται κάτω από τους τίτλους «1.500 στρατιώται
διενήργησαν χθες εξονυχιστικάς ερεύνας εις ορεινόν συγκρότημα πλησίον της Καλογραίας
Κυρηνείας». Στο κείμενο πάρα κάτω αναφέρονται και αυτά: «Η διεξαχθείσα επιχείρησις ήτο η
μεγίστη που ανελήφθη εναντίον της ΕΟΚΑ, ήτο δε συνδυασμένη. Κανονιοφόροι του
Βρεταννικού Ναυτικού περιεπόλουν παρά τας ακτάς και αεροπλάνα Ώστερ του Βρεταννικού
Στρατού υπερίπταντο της περιοχής, εντός της οποίας είχον εισέλθει στρατεύματα. Οι άνδρες
τούτων ήσαν εφωδιασμένοι με αναρριχητικά εξ ελαστικού υποδήματα. Η ερευνηθείσα περιοχή
εξετείνετο εις απόστασιν 15 μιλίων, ευρίσκεται δε μεταξύ των χωρίων Μελούντας και
Καλογραίας. Τα ερευνηθέν ορεινόν συγκρότημα, η κορυφή του οποίου αποκαλείται Μαύρον
Όρος, εθεωρείτο ως εν εκ των εκπαιδευτικών κέντρων της ΕΟΚΑ. Πρώτοι είσήλθον εις την
ορεινήν αυτήν περιοχήν οι κομμάντος, υποστηριζόμενοι υπό ανδρών των Συνταγμάτων Λέστερ
και Νόρφολκ και του 40ού Συντάγματος του ορεινού πυροβολικού. Εντός δύο ωρών και
κατόπιν επισταμένων ερευνών ανευρέθησαν υπό των στρατιωτών, οι οποίοι ήσαν
εφωδιασμένοι με ανιχνευτάς ναρκών αριθμός υπογείων ανοιγμάτων, έκαστον των οποίων
εκάλυπτε τέσσαρας τετραγωνικούς πόδας και τα οποία είχον κατασκευασθή εις αθεάτους
τόπους εντός πυκνού δάσους εκ πεύκων. Τα ανοίγματα ταύτα ήσαν προσεκτικώς σφραγισμένα,
αφεθείσης οπής διαμέτρου εξ ιντσών περίπου. Εις μερικά των ανοιγμάτων τούτων ευρέθησαν
όπλα και εκρηκτικαί ύλαι. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται δύο τυφέκια, ποσότης δυναμίτιδος,
ένα πιστόλι, επικρουστήρες, στρατιωτικαί κουβέρται, κράνη αστυνομικών και μία συσκευή
ασυρμάτου. Πολλά τούτων είχαν κλαπή υπό των διενεργησάντων την επιδρομήν εναντίον του
αστυνομικού σταθμού Λευκονοίκου την 4ην παρελθόντος Οκτωβρίου. Κατά την συνέχισιν των
ερευνών οι κομμάντος ανίχνευσαν ευφυώς καμουφλαρισμένον κρησφύγετον με τρία υπόγεια
σπήλαια, εις τα οποία ηδύνατο να φθάση τις από ένα κεντρικόν διάδρομον. Εντός του
κρησφυγέτου τούτου ανευρέθησαν φυλλάδια της ΕΟΚΑ, ελληνικά βιβλία και μερικαί
εκρηκτικαί ύλαι. Αξιωματικός του Στρατού εδήλωσεν: «Αναμφιβόλως πρόκειται περί
χειμερινού κρησφυγέτου τρομοκρατικής οργανώσεως. Τα μέλη ταύτης πιθανώς το
εχρησιμοποίουν δι' εκπαίδευσιν και απόκρυψιν των μελών της, πιθανώς δε και διά την
κατασκευήν βομβών. Δεν αμφιβάλλομεν ότι οι άνδρες, οι οποίοι κατεσκεύασαν το
κρησφύγετον τούτο και τα άλλα υπόγεια σπήλαια γνωρίζουν πολλά πράγματα περί
ανταρτοπολέμου». Πλησίον του εν λόγω κρησφυγέτου ανεκαλύφθη έτερον τοιούτο, εντός
πυκνού δάσους πεύκων. Και το κρησφύγετον τούτο ήτο καμουφλαρισμένον, φρονείται δε ότι
τούτο εχρησιμοποιείτο ως θερινή εκπαιδευτική βάσις της ΕΟΚΑ».

Όσα ανακοίνωναν οι Άγγλοι δεν έμειναν αναπάντητα από της πλευράς του Διγενή. Σε
προκήρυξή του (1.11.1955) με τον τίτλο Όνειρα θερινής νυκτός αναφερόταν στους ισχυρισμούς
ενός αγγλικού ανακοινωθέντος για τις έρευνες, ειρωνευόταν τις μεγάλες επιτυχίες που
ανάγγελλαν οι Άγγλοι, πρόσθετε ότι στις έρευνες βρέθηκαν δυο άχρηστα τυφέκια τις οίδεν εις
ποίους στρατιώτας της Αυτοκρατορίας ανήκοντα και τελείωνε μ' αυτά τα λόγια: Ημείς, εις τα
όνειρα θερινής νυκτός των στρατιωτικών αρχών απαντώμεν οψόμεθα εις Φιλίππους, εις δε τας
ακροβασίας των κομμάντος εις τα βουνά, αντιπάλου μη υπάρχοντος, θα απαντήσωμεν δι'

Digitized by 10uk1s
έργων.

Στο τελευταίο στάδιο της καταδίωξης της ομάδας αποκόπηκε και η επαφή με την Οργάνωση.
Κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν ο Αυξεντίου και οι αντάρτες, ούτε τι έκαναν, ούτε αν είχαν
συλληφθεί από τους Άγγλους. Προσπάθησε να έρθει σε επαφή μαζί τους και να τους βοηθήσει
ο Σωτήρης Έλληνας, αλλά συνελήφθη. Το ίδιο συνέβη και με τον αγωνιστή και αχώριστο φίλο
του Αυξεντίου Αντώνη Παπαδόπουλο, που κι αυτός μάταια προσπάθησε να τους εντοπίσει
επάνω στα βουνά και να τους βοηθήσει να κατεβούν στο Τρίκωμο.

Στο μεσαιωνικό κάστρο της Καντάρας

Τώρα έκανε μια τελευταία προσπάθεια ο τομεάρχης Αμμοχώστου Παύλος Παυλάκης. Έστειλε
ανθρώπους του στα χωριά Μάνδρες και Φλαμούδι για να ρωτήσει τους τοπικούς συνδέσμους
της ΕΟΚΑ αν είχαν επαφή με τους αγωνιστές: «Καμιά επαφή, ούτε που φάνηκαν», ήταν η
απάντηση. Οι Άγγλοι δεν φαίνεται να τους είχαν συλλάβει, γιατί μάλλον θα έσπευδαν να το
ανακοινώσουν μαζί με τις γνωστές καυχησιολογίες τους. Αλλά και κανένας σύνδεσμος των
χωριών φαίνεται να είχε ιδέα για την τύχη τους. «Τι, στο καλό, τους κατάπιε η γη;», σκεφτόταν
ο Παυλάκης. Στο τέλος –σαν από θαύμα πια– τους ανακαλύπτει στα μεσαιωνικό κάστρο της
Καντάρας. Εκεί έχει παγιδευθεί κρυμμένος στους θάμνους ο Θάσος Σοφοκλέους, που
αφηγείται: «Τα στρατεύματα κινούνται διαρκώς γύρω μας. Σε λίγες ημέρες γίνονται οι πρώτες
επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις του Μαύρου Όρους. Λαμβάνουν μέρος χιλιάδες στρατιώτες,
σκυλιά, αεροπλάνα, ελικόπτερα και πλοία. Κυκλώνουν μεγάλη περιοχήν. Εμείς μόλις
βρισκόμαστε έξω από τον κλοιόν. Τα πράγματα καθημερινώς γίνονται πιο δύσκολα. Οι έρευνες
συνεχίζονται προς το μέρος μας. Αρχίζει ένα άγριο κυνηγητό που κράτησε μία εβδομάδα.
Διαρκώς διασπάμε τον κλοιόν τους. Την τελευταία μέρα κατορθώνουν να μας περικυκλώσουν
στο Φρούριο της Καντάρας. Κάθονται στους θάμνους που είμαστε κρυμμένοι. Μένω
κλεισμένος όλη νύκτα στο Φρούριον. Έρχεται ο Παύλος Παυλάκης από το Βαρώσι και μου δίνει
το σακάκι του γιατί το κρύο ήταν διαπεραστικό. Η περιοχή είναι ανάστατη και οι άνδρες
εκνευρισμένοι. Φανήκαμε πολύ τυχεροί. Ο Αρχηγός επικοινωνεί μαζί μας και μας δίνει διαταγή
να κατεβούμε στον κάμπο. Αυτό μας έσωσε. Φθάσαμε στο Τρίκωμο όπου και παρεμείναμεν
ένα - δυο βράδυα στο σπίτι του Πέκρα. Έπειτα μείναμε αρκετές μέρες στο σπίτι του Ανδρέα
Κάμηλου. Οι κακουχίες, η πείνα και η δίψα μάς είχαν πραγματικά σκοτώσει».

Όταν ανακαλύφθηκε παγιδευμένος στο κάστρο ο Σοφοκλέους, οι άλλοι άνδρες με τον


Αυξεντίου είχαν προχωρήσει προς τα νότια. Τώρα που βρέθηκε ο ομαδάρχης, έλειπαν οι
άνδρες του! Και οι Άγγλοι ήσαν πανταχού παρόντες. Κάποτε ο τροφοδότης τούς ανακαλύπτει
λίγο νοτιοδυτικά από το Φλαμούδι. Ήταν η καθορισμένη από τα σχέδια περιοχή όπου έπρεπε
να καταφύγουν αν αντιμετώπιζαν κίνδυνο.

Με μεγάλη χαρά ο Παυλάκης πήγε και τους βρήκε σε μια ξερολιθιά, ένα πετρόκτιστο σπιτάκι
κάποιου βοσκού, επάνω στο βουνό. Ήταν εκεί ο Αυξεντίου, ο Λένας, ο Παπαφώτης, ο Νικήτας,
ο Καμπούρης. Το πανηγύρι που έγινε ούτε που περιγράφεται. Ένοιωσαν όλοι για μια στιγμή ότι
η κούραση και η πείνα τόσων ημερών έφυγαν με μιας, Η συγκίνηση τους πλημμύριζε.

Πιο εκδηλωτικός ήταν ο Αυξεντίου. Αγκαλιές, φιλιά με τον Παυλάκη και γέλια χαράς.

– Έλα ρε μισκή, έλα κάτσε να δούμε τι γίνεται, λέει ο Ζήδρος στον Τομπάζη.

Digitized by 10uk1s
Κάθησαν και άρχισαν να λένε τα βάσανα και τις ελπίδες τους. Σαν κάτι να θυμήθηκε ο
Αυξεντίου λέει ύστερα από λίγο στους αντάρτες:

– Ρε μισκήδες, άντε ανάψτε στην γωνιά δυο ξύλα να ετοιμάσουμε μεζέ...

Δεν απόσωσε τον λόγο του και έβγαλε από τον γυλιό του μια μπεκάτσα. Την είχε ντουφεκίσει
πριν λίγες ώρες καθώς ανηφόριζε το θεόρατο βουνό. Παρά την καταδίωξη των Άγγλων και το
βάρος των υλικών που έπρεπε να μεταφέρουν, αυτός επέμενε να κρατάει και το κυνηγετικό
του όπλο. Ήταν μανιώδης και άριστος κυνηγός.

Ανάφτηκε η φωτιά και σε λίγο ο μεζές ετοιμάστηκε. Κάπου βρέθηκε και ένα μπουκάλι κρασί.
Τσίμπησαν από λίγο κρέας, ήπιαν και από ένα ποτήρι κρασί και στηλώθηκε η ταλαίπωρη
καρδιά τους. Κάθονταν κουκουβιστοί μέσα σ' εκείνη την ξερολιθιά και προτού τελειώσουν το
περίεργο μυστικό δείπνο τους ακούστηκε πάλι κεφάτος ο Αυξεντίου να λέει στον Κώστα
Ιωάννου - Νικήτα:

– Άντε ρε μισκή, τραγούδησέ μας τώρα.

Ο Νικήτας, ψυχωμένος και εύθυμος Τήλλυρος, άρχισε να τραγουδά γλυκά διάφορα δημοτικά
τραγούδια της Κύπρου. Έδωσε σάλτο ο καπετάν Ζήδρος και μερακλωμένος άρχισε να κεντάει
στο λίθινο δάπεδο τις στροφές του λεβέντικου κυπριώτικου χορού. Ήταν αγριωπός και γλυκός
μαζί σαν Χριστός. Πότε σήκωνε τα χέρια ψηλά τόσο που κτυπούσαν στα δοκάρια και τα
καλάμια της ταπεινής στέγης, πότε τα έφερνε κάτω και κτυπούσε τη χοντρή αρβύλα καθώς
πηδούσε ψηλά. Έξω οργίαζε η ασταμάτητη βροχή και οι Άγγλος που έψαχναν πέτρα την πέτρα
να βρουν τον φοβερό αντάρτη!...

Όταν έφευγε ο Παυλάκης ο Αυξεντίου τον συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητο. Κουβέντιαζαν για
διάφορα ζητήματα και ο Παυλάκης τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να μετρήσουν, όταν θα
τέλειωναν οι έρευνες, μια ποσότητα όπλων που είχαν κλέψει από τους Άγγλους στην
Αμμόχωστο. Του είχε γράψει ο Διγενής: «Για τα όπλα να δης Ζήδρον και να γράψη αριθμούς,
τύπους, πυρομαχικά κλπ.. Μόλις κάθησαν στο αυτοκίνητο του Παυλάκη, το ραδιόφωνο
μετέδιδε στο δελτίο ειδήσεων πλήρη κατάλογο των όπλων, τους τύπους τους και όλες γενικά
τις λεπτομέρειες που είχε ζητήσει ο Γέρος. Χαρούμενος τότε ο Αυξεντίου λέει:

– Είδες, ρε μισκή, ακόμα και εδώ οι Εγγλέζοι κάνουν την δουλειά μας...

Όταν έκαναν τις αναγκαίες προετοιμασίες οδήγησαν την ομάδα στο χωριό Άρδανα μέσα στη
νύχτα. Γινόταν γάμος και οι χωριάτικοι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι κίνηση και χαρά. Χωρίς
απρόοπτα οι αντάρτες έφθασαν σε ένα απόμερο στάβλο και εκεί έμειναν μαζί με τα άκακα –και
προ πάντων άλαλα– ζώα.

Ο Παυλάκης πήρε τον Αυξεντίου να κάνουν μαζί μια αναγνώριση του στρατοπέδου του
Μπογαζιού, όπως ήθελε ο Αρχηγός. Ύστερα πήγαν στο Τρίκωμο, όπου ήρθε η διαταγή ότι ο
κατατρεγμένος αντάρτης έπρεπε ν' αφήσει τον Πενταδάκτυλο και να πάει κοντά στον Διγενή
στο Τρόοδος. Ένα ψηλότερο ακόμα πέταγμα, κοντά στους άλλους σταυραετούς της Λευτεριάς,
ένα σκαλί ακόμη για την άφθαστη Δόξα...

Digitized by 10uk1s
8
ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΓΕΡΟ ΔΙΓΕΝΗ
Αποχαιρέτησε τους φίλους και συναγωνιστές του ο Αυξεντίου κι ύστερα μ' ένα αναστεναγμό
έστρεψε το βλέμμα προς το επιβλητικό βράχινο τείχος του Πενταδακτύλου. Αυτό το βουνό το
είχε αγαπήσει. Είχε αγριάδα και μεγαλοπρέπεια. Του πήγαινε. Τώρα θα τραβούσε για το
Τρόοδος, βουνό ψηλότερο, πιο δασωμένο αλλά βουνό θηλυκό. Κοντά στον «Γέρο», κοντά σε
άλλους αγαπημένους συναγωνιστές, μαζί με τους ηρωικούς Πίτσιλους που είχαν μετατρέψει τα
φτωχά χωριά τους σε μυστικά εργαστήρια της Λευτεριάς.

Τον πήραν ο Κυριάκος Μάτσης, ο Ανδρέας Γιάγκου και μαζί η λεβεντόκορμη αγωνίστρια Νίτσα
Χατζηγεωργίου. Η Νίτσα καθόταν για παραπλάνηση στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, λες
και ήταν οι δυο τους ένα συνηθισμένο ζευγάρι, και έτσι καθώς φυσούσε δυνατά που και που ο
χείμαρρος των λυμένων μαλλιών της έκρυβε τον αντάρτη.

Ο Αυξεντίου καθόταν σκεφτικός και γυρόφερνε στο μυαλό του τα γεγονότα της μέχρι τότε
αντάρτικης ζωής του, προσπαθούσε να μαντέψει πώς θα αντιδρούσε ο Γέρος, αν θα του
ανάθετε κάποια άλλη αποστολή και ποια θα ήταν αυτή. Σαν μετάθεση περισσότερο παρά σαν
τιμωρία έβλεπε ο Διγενής τη μετακίνηση του Αυξεντίου. Στα «Απομνημονεύματά» του θα
γράψει: «Ήδη είχα αρχίσει την αναδιοργάνωσιν της ανταρτικής ομάδος Πιτσιλιάς. Ταύτην
κατένειμα εις τρεις μικροτέρας ομάδας, λόγω της μεγάλης δυνάμεώς της (περί τους 20) και
μετεκάλεσα τον Αυξεντίου, όπως αναλάβη την διοίκησιν τούτων. Υπέδειξα εις τον Αυξεντίου
την οργάνωσιν ελαστικής αμύνης των ομάδων εις περίπτωσιν εγκλωβισμού των και εγένετο
σχετική μελέτη διολισθήσεώς των εις απάσας τας δυναμένας να παρουσιασθούν πιθανάς
καταστάσεις εις τας ομάδας αυτάς».

Ενώ ο Ζήδρος ήταν απορημένος μόνο για το πώς θα τον δεχόταν ο Αρχηγός, ο ξάδελφός τον
Γρηγοράς ήταν πραγματικά ανήσυχος. Μέσα στο μυαλό του στριφογύριζαν τα σκληρά λόγια
που του είχε πει ο Διγενής για τον Αυξεντίου: «Θ Θα τ ο ν φ έρ ω εδώ κ αι θα τ ο ν εκ τ ελέσ ω
μ π ρ ο σ τ ά σ τ α μ ά τ ι α σ ο υ »! Ήταν δυνατόν; Όχι, δεν μπορεί. Απλώς ο Γέρος τα έλεγε όλ' αυτά
στον θυμό του επάνω.

Τον Νοέμβριο 1955 ο Κυριάκος Μάτσης δεν ήταν ακόμα επικηρυγμένος και έτσι μπορούσε να
κυκλοφορεί παντού ελεύθερα. Έτσι με σχετική άνεση προωθούσε την απόρρητη αλληλογραφία
της Οργάνωσης και μοίραζε στους τομείς και στις ομάδες τον αναγκαίο οπλισμό. Από το
Τρίκωμο παρέλαβε τον Αυξεντίου με το λαντ-ρόβερ του αγροκτήματος όπου εργαζόταν,
φόρτωσε και μερικά από τα πολυβόλα μπρεν που είχαν αρπάξει οι αγωνιστές από τη
στρατιωτική αποθήκη του λιμανιού της Αμμοχώστου και ξεκίνησαν. Επειδή είχαν να καλύψουν
150 περίπου χιλιόμετρα και δεν ήταν απίθανο να έπεφταν σε κάποιο αγγλικό μπλόκο, πήγαινε
μπροστά από το «λαντ-ρόβερ» σε αρκετή απόσταση ένα ταξί που το οδηγούσε ο Ανδρέας
Γιάγκου. Αν ο δρόμος ήταν κάπου κλειστός, θα τους ειδοποιούσε με τρόπο να μη
προχωρήσουν.

Στο ξενοδοχείο «Ρομάντζο» της Κακοπετριάς ο Αυξεντίου θα κατέβαινε και ύστερα από εκεί θα
τραβούσε για τα λημέρια των Σπηλιών για να συναντήση τον Διγενή. Ο Μάτσης αφού μοίραζε
τον οπλισμό, θα έφευγε αμέσως για τη Λευκωσία.

Digitized by 10uk1s
Πράγματι, το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο ξενοδοχείο. Αλλά. τι ήταν αυτό; Παντού, και
μέσα και έξω από το «Ρομάντζο», υπήρχαν πάνοπλοι Άγγλοι στρατιώτες! Η πρώτη σκέψη τους
ήταν ότι το σχέδιο προώθησης του Αυξεντίου είχε προδοθεί και οι Άγγλοι τους περίμεναν να
πέσουν σαν ποντίκια στη φάκα. Αλλά πάλι, γιατί δεν τους είχαν σταματήσει κάπου στη
διαδρομή τους και τους περίμεναν εκεί; Ό,τι και αν συνέβαινε ετοιμάστηκαν να δώσουν μάχη.
Ο Αυξεντίου καλύφτηκε στο πίσω μέρος του λαντ-ρόβερ, έβαλε τη σφαιροθήκη στο «μπρεν»,
όπλισε και περίμενε...

Ο Μάτσης με απόλυτη ψυχραιμία, αργά και μεγαλόπρεπα, σαν φερμένος κατ' ευθεία από το
«Σίτυ», άναψε πούρο και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Οι Άγγλοι τον είδαν ξανθό και με
απόλυτη αυτοκυριαρχία που προχώρησε προς την είσοδο του ξενοδοχείου με ύφος νοικοκύρη!
Οι στρατιώτες σκέφτηκαν σίγουρα ότι ήταν κάποιος δικός τους αξιωματικός των μυστικών
υπηρεσιών και άνοιξαν δρόμο να περάσει...

Ο στρατός δεν είχε πάει εκεί για επιχείρηση κι ούτε τον έφερε στην Κακοπετριά κάποια
προδοσία. Απλώς είχε νοικιασθεί το ξενοδοχείο για τις ανάγκες του στρατού και οι αγωνιστές
δεν ήξεραν την εξέλιξη αυτή όταν κατάρτιζαν τα σχέδιά τους. Ο Μάτσης είπε προφητικά στον
Αυξεντίου: Σωθήκαμε και οι δυο από τον ίδιο κίνδυνο. Προβλέπω πως θα έχουμε την ίδια τύχη
και ίσως το ίδιο τέλος.

Ο τοπικός σύνδεσμος πάγωσε από αγωνία καθώς είδε τον Μάτση να μπαίνει ψύχραιμος στη
σφηκοφωλιά των Άγγλων. Το παλληκάρι τον πλησίασε, του είπε όσα είχε να του πει, πήρε τις
αναγκαίες πληροφορίες που ήθελε και ειδοποίησε τον ξάδελφο του Αυξεντίου, τον Γρηγορά.
Με πολλές προφυλάξεις έγινε ύστερα η συνάντηση των δυο ξαδέλφων που είχαν να
συναντηθούν από τον Απρίλη. Ένοιωθαν μεγάλη χαρά που βλέπονταν και πάλι. Ο Μάτσης τους
άφησε και έφυγε.

Ο Γρηγοράς θυμάται ολοζώντανα την άφιξη του ξαδέλφου του στο Τρόοδος και λέει:

«Όταν, καθ' οδόν προς το Αρχηγείον, τον παράλαβα και τον πήρα σαν πρώτο σταθμό στο
λημέρι μου, ανέμενα –σαν πρώτοι ξάδελφοι πούμασταν κι επειδή γνώριζα τι συνέβηκε– ότι
θα εξέφραζε πικρία και θα μου έλεγε τα παράπονά του. Όμως, αντίθετα, θυμήθηκε κι
αναπολούσε μόνο τα παλιά. Κι όλο το βράδυ στο κρησφύγετο και στην ερημιά του βουνού
στην τοποθεσία «Βρυσί», πάνω από τη Γαλάτα, μείναμε άγρυπνοι μέχρι αργά και
αποκοίμησε και μένα και τους συντρόφους μου απαγγέλλοντας άψογα ολόκληρα κεφάλαια
από το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και άλλα έργα του Παλαμά».

Εκείνη την εποχή ο Γρηγοράς αντιμετώπιζε κάποια ζητήματα με την ανταρτική ομάδα που
διοικούσε. Για αστεία ζητήματα μια μερίδα από τους αγωνιστές είχε δυσαρεστηθεί μαζί του και
του κρατούσε μούτρα. Γιατί αυτός έμενε δήθεν στο «καλό» κρησφύγετο και εκείνους τους
έστειλε στο άλλο που ήταν υγρό και τέτια παρόμοια.

Μ' αυτά, όμως, τα καμώματα δεν μπορούσε να γίνει και να κερδηθεί αγώνας. Ο Αυξεντίου
μόλις έμαθε αυτές τις μικροδιαφορές, κάλεσε κοντά του τον... αρχηγό της πτέρυγας των
δυσαρεστημένων. Μίλησαν για δυο λεπτά οι δυο τους στη γωνιά και αμέσως τα πρόσωπα
έλαμψαν από αγάπη, κάθε σύννεφο διαλύθηκε και όλοι ξανάρχισαν τη συναγωνιστική
συνεργασία τους.

Digitized by 10uk1s
Για να μη χαθεί η νύκτα άδικα, ο Αυξεντίου πήρε χαρτί και μολύβι. μάζεψε γύρω του τους
αντάρτες και άρχισε να τους σχεδιάζει διάφορες περιπτώσεις ενεδρών. Εδώ ο παρατηρητής,
εκεί η νάρκη, παραπέρα τάσσουμε το πολυβόλο, κάτω - κάτω τα ελαφρά αυτόματα, έτσι
προωθούμεθα, έτσι βάλλουμε και έτσι γίνεται η απαγκίστρωση και η αποχώρηση. Και ύστερα
ανάλυση και αντιμετώπιση κάθε απρόοπτου ενδεχομένου. Οι αγωνιστές έμειναν έκπληκτοι
από αυτά που άκουγαν για πρώτη φορά και που θα τους ήταν τόσο χρήσιμα στις μελλοντικές
επιθετικές ενέργειές τους.

«Ξάδελφε, αύριο να προσέχεις...»

Ένας άλλος στη θέση του, «υπό καθαίρεση» και «υπό εκδίκαση», θάνοιωθε διαλυμένος και
χωρίς κανένα κέφι για τον Αγώνα. Όμως, ο Ζήδρος δεν ήταν από εκείνους που οι πίκρες
σταλάζουν στην ψυχή τους την απογοήτευση και τον κάματο. Αντίθετα, λες και οι δοκιμασίες
του έδιναν πρόσθετο κουράγιο.

Όταν βρέθηκαν πάλι μόνοι ο Γρηγοράς του είπε:

– Ξάδελφε, αύριο θα σε δει ο Αρχηγός.

– Ναι, το ξέρω, απάντησε ατάραχος ο Αυξεντίου.

– Να προσέχεις...

– Να προσέχω από τι;

Ο Γρηγοράς είχε τον φόβο ότι ο ξάδελφός του κινδύνευε και ήθελε να τον συμβουλεύσει να
προσέξει πώς θα φερόταν στον Γέρο. Τόλμησε και του είπε:

– Να προσέχεις, γιατί ο Διγενής θυμωμένος μου είπε ότι θα σε εκτελέσει...

Ο Αυξεντίου χτύπησε καθησυχαστικά στον ώμο τον καλό και τόσο στοργικό ξάδελφό του και
του είπε χαμογελώντας:

– Άσε να τον δουν πρώτα τα μάτια μου. Μη φοβάσαι.

Ο Γρηγοράς αφηγείται τα ακόλουθα για την άφιξη του Αυξεντίου στο Τρόοδος και για την
προώθησή του στα λημέρια του Διγενή:

Την 28-11-1955 παρέλαβα τον Αυξεντίου υπό δραματικάς συνθήκας.

Ούτος θα ήρχετο εις το ξενοδοχείον «Ρομάντζο» του Μιχάλη Μακρή. Ενεδύθην την
πολιτικήν μου στολήν, πήρα το πιστόλι μου και πήγα εις το ξενοδοχείον, περιμένοντάς τον.
Την μεσημβρίαν ενώ εγευμάτιζα με τον Μ. Μακρή όλως αιφνιδίως περιέζωσε το
ξενοδοχείον στρατός.

Αμέσως υπωψιάσθην προδοσίαν. Αποφασισμένος να τα «παίξω όλα για όλα»,

Digitized by 10uk1s
κατηυθύνθην προς την έξοδον με το χέρι στην τσέπη και το δάκτυλον εις την σκανδάλην του
πιστολιού. Πέρασα διά μέσου των στρατιωτών με αφέλειαν. Μόλις απεμακρύνθην
επετάχυνα το βήμα μου και πήρα θέσιν εις τον κεντρικόν δρόμον, όπου θα περνούσε το
αυτοκίνητον, που θα μετέφερε τον Γρ. Αυξεντίου και προς την κατεύθυνσιν Λευκωσίας. Σε
10' περίπου είδα ένα ταξί να έρχεται με οδηγόν τον Ανδρέαν Γιάγκου και να το ακολουθή
ένα Λαντ-Ρόβερ με οδηγόν τον Κυριάκον Μάτσην. Τους έκαμα σημείον να σταματήσουν,
αλλά αυτοί δεν με πρόσεξαν. Άρχισα να τους φωνάζω με όλας μου τας δυνάμεις πια, διότι
γνώριζα που πήγαιναν, είχαν όμως προχωρήσει αρκετά και έτσι ήτο αδύνατον να τους
προφθάσω. Άρχισα να ανησυχώ σοβαρά για την τύχην των. Το ξενοδοχείον ήτο γεμάτον
στρατόν. Έτρεχα με όλας μου τας δυνάμεις διά μέσου του μονοπατιού ίσως προφθάσω και
κάμω κάτι γι' αυτούς. Ευτυχώς όμως σε λίγο είδα τον στρατόν να αποχωρή.

Έφθασα εις το ξενοδοχείον και συνήντησα τον Γρήγορην Αυξεντίου και τους συνοδούς του,
Κυριάκον Μάτση, Ανδρέαν Γιάγκου και Νίτσαν Χατζηγεωργίου. Μόλις εβράδιασε
ξεκινήσαμεν διά τα κρησφύγετα, οι δε συνοδοί του επέστρεψαν εις Λευκωσίαν. Αργότερον
επληροφορήθην από τον Μακρήν, ότι οι στρατιώται ήλθον διά να αναγγείλουν ότι τόσον το
ξενοδοχείον του, όσον και το ξενοδοχείον «Εκάλη» του Κώστα Κουντούρη, θα τα ενοικίαζεν
ο στρατός όστις εγκατεστάθη εκεί την 30-11-1955. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου παρέμεινε μαζί
μας δύο ημέρας. Την 30-11-1955, τον συνώδευσα με τους Νίκον Βρακά, Χαράλαμπον
Κυριακίδην και Χρ. Μασωνίδην εις την περιοχήν Καρτερούνι όπου τον παρέλαβαν ο Χρίστος
Τσιάρτας.

Ο Τσιάρτας, το αθάνατο παλληκάρι της ΕΟΚΑ που σκοτώθηκε ύστερα σε σύγκρουση με τους
Άγγλους, οδήγησε τον Αυξεντίου στο λημέρι του Διγενή, σε μια κορφή πάνω από το χωριό
Σπήλια. Τους τύλιγε από παντού το χειμωνιάτικο πούσι καθώς ανηφόριζαν σιγοσφυρίζοντας.
Γρήγορα έφθασαν στα κρησφύγετα του αρχηγείου. Μπήκε ο Ζήδρος και στάθηκε προσοχή
χαιρετώντας στρατιωτικά τον Διγενή. Έμειναν και οι δυο αμίλητοι για ένα λεπτό και οι ματιές
τους διασταυρώθηκαν. Η ματιά του παλληκαριού είχε τη σεμνότητα και την αποφασιστικότητα
του έντιμου στρατιώτη. Είχαν να συναντηθούν από τον Καραβά, μήνες τώρα. Πρώτος μίλησε με
αυστηρότητα ο Αρχηγός:

– Γιατί δεν εξετέλεσες τη διαταγή μου, κύριε ανθυπολοχαγέ;

– Δεν την αρνήθηκα. Ήθελα πρώτα να βεβαιωθώ ότι ο Χατζημιτσής ήταν πράκτορας των
Άγγλων.

– Την αρνήθηκες. Τι άλλο έκανες δηλαδή; Και ποιος σου έδωσε, αγαπητέ μου, το δικαίωμα να
ελέγχεις τις διαταγές μου; Ήταν διαταγή. Το καταλαβαίνεις αυτό;

Ο Αυξεντίου, ήρεμα πάντα και σταθερά, απάντησε:

– Το καταλαβαίνω. Αλλά αν ήταν αθώος ο Χατζημιτσής; Ήταν σε όλα πρόθυμος και εργατικός.
Ποτέ δεν μου έδωσε την παραμικρή αφορμή. Μου ήταν δύσκολο, από τη μια στιγμή στην άλλη,
να επιτρέψω να εκτελεσθεί. Έπρεπε να δοκιμάσω, να βεβαιωθώ. Έτσι ένοιωθα.

Όσο και αν τα λόγια του Διγενή ήταν απόλυτα και αυστηρά, ήταν φανερό ότι η αξιοπρέπεια και
ο ανθρωπισμός του Ζήδρου, λίγο - λίγο αποπυροδοτούσαν την οργή του Αρχηγού, ο οποίος

Digitized by 10uk1s
είπε πάλι:

– Έτσι ένοιωθες! Και να τι μας έκανες. Πλάκωσε ο στρατός. Κόντεψες να μου διαλύσεις την
Οργάνωση.

Η οργή του Διγενή δεν είχε άλλη συνέχεια. Η αλήθεια είναι ότι κρυφοκαμάρωνε αυτό το
ατίθασο παλληκάρι του. Χωρίς να χάνεται ο καιρός του ανάθεσε νέες αποστολές και άρχισαν
πάλι την ανέφελη συνεργασία τους.

Όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν πια στο σίγουρο συμπέρασμα, ότι οι Άγγλοι συμπλήρωναν τις
τελευταίες ετοιμασίες τους για να εξαπολύσουν εκκαθαριστική επιχείρηση κατά της ΕΟΚΑ.
Αφού συγκέντρωσαν τις αναγκαίες στρατιωτικές δυνάμεις, ετοίμασαν και τις απαιτούμενες
«νομοτεχνικές» προϋποθέσεις για τις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις τους. Επειδή κιόλας
είχαν μεταφέρει δυνάμεις στην Κακοπετριά και εγκατέστησαν εκεί το τοπικό αρχηγείο τους,
ήταν πολύ πιθανό ότι κάτι γνώριζαν για την παρουσία του Διγενή και του σκληρού πυρήνα της
ΕΟΚΑ στην περιοχή και εδώ ήθελαν να δώσουν το πρώτο τους πλήγμα, που αν βέβαια
πετύχαινε, θα σήμαινε την οριστική διάλυση του επαναστατικού κινήματος.

Στις 13 Νοεμβρίου 1955 δημοσιευόταν στις κυπριακές εφημερίδες επικήρυξη των


καταζητουμένων. Στο σχετικό κείμενο αναφέρονταν και αυτά: «Υπό του Διοικητού της
Αστυνομίας κ. Γ. Ρόμπινς εξεδόθη την εσπέραν της χθες, μέσω του Γραφείου Δημοσίων
Πληροφοριών, προκήρυξις, δια της οποίας προσφέρεται αμοιβή μέχρι 5.000 λιρών διά παροχήν
πληροφοριών εν σχέσει προς πρόσωπα, τα οποία μετέχουν τρομοκρατικών βιαιοτήτων και
επίσης περί πληροφοριών, δυναμένων να οδηγήσουν εις την ανακάλυψιν παρανόμων όπλων,
πολεμεφοδίων και εκρηκτικών υλών». Πρώτος - πρώτος στον κατάλογο των 15 επικηρυγμένων
αγωνιστών ο Ζήδρος: «Γρηγόριος Π. Αυξεντίου εκ Λύσης, ηλικίας 27 ετών...». Και
ακολουθούσαν τα άλλα ονόματα, μερικά από τα οποία (Στυλιανός Λένας, Χαράλαμπος
Μούσκος, Μάρκος Δράκος) ήταν της τύχης να γραφούν στο σύγχρονο μαρτυρολόγιο της
Κύπρου.

Ύστερα, στις 27 Νοεμβρίου, δημοσιευόταν το διάταγμα του Χάρντιγκ, με το οποίο κηρυσσόταν


στην Κύπρο Κατάστασις Εκτάκτου Ανάγκης». Τα νέα μέτρα πρόβλεπαν ποινή θανάτου για
όσους μετάφεραν ή χρησιμοποιούσαν κάθε είδους όπλα, πυρομαχικά, βόμβες ή άλλη
εκρηκτική ύλη. Με ισόβια φυλάκιση θα τιμωρούνταν πρόσωπα που θα έκαναν δολιοφθορές
στις συγκοινωνίες, τις ηλεκτρικές γραμμές, την υδατοπρομήθεια κλπ. Παράνομες κηρύχθηκαν
και οι απεργίες που δεν θα είχαν σχέση με εργατικές διαφορές και διεκδικήσεις.
Απαγορεύθηκαν, επίσης, άπασαι αι συγκεντρώσεις, εξαιρέσει θεατρικών και
κινηματογραφικών παραστάσεων και λειτουργιών και τελετών εις ναούς και τζαμιά.

Είχε, κιόλας, προηγηθεί στις 28 Οκτωβρίου η καταδίκη του Καραολή σε θάνατο και έτσι οι
Άγγλοι έδειχναν καθαρά που το πήγαιναν...

Τη γενικότερη κατάσταση και κάθε ενδεχόμενο τα είχαν συζητήσει ο Διγενής και ο Αυξεντίου,
αλλά δεν ήσαν καθόλου διατεθειμένοι να σταματήσουν τη δράση τους. Πριν προλάβει να
ανασάνει ο Ζήδρος ετοίμασε ομάδα σαμποτέρς και στις 5 Δεκεμβρίου 1955 επετέθησαν και
ανατίναξαν τον ηλεκτρικό υποσταθμό Καρβουνά. Η περιοχή βυθίστηκε στο σκοτάδι και έτσι
διευκολύνθηκε ο Ρωμανός (Ρένος Κυριακίδης) που κτυπούσε έντονα και ασταμάτητα τους

Digitized by 10uk1s
Άγγλους στην περιοχή.

Οι Άγγλοι στην «καρδιά» της ΕΟΚΑ

Η ιδιαίτερα δυναμική αυτή δράση των αγωνιστών στην περιοχή του Τροόδους και άλλα
συνακόλουθα γεγονότα έπειθαν τους Άγγλους συνεχώς και περισσότερο, ότι η καρδιά της
ΕΟΚΑ βρισκόταν στην περιοχή αυτή. Μάλιστα τους ανησυχούσε τώρα το γεγονός, ότι οι
αγωνιστές δεν περιορίζονταν σε δολιοφθορές, αλλά κτυπούσαν στο ψαχνό στρατιώτες,
αστυνομικούς και άλλους συνεργάτες της αποικιακής κυβέρνησης. Υπήρξε, όπως φαίνεται, και
συγκεκριμένη πληροφορία από κάποιον πράκτορά τους που έκανε τις υποψίες τους
βεβαιότητα. Στην εμπιστευτική έκθεση του Ρόναλντ Μακλέοντ αναφέρονταν και τα ακόλουθα:

Προς τα τέλη Νοεμβρίου του 1955 μια σειρά επιθέσεις που σημειώθηκαν ταυτόχρονα στις
πόλεις και στην ύπαιθρο έδειχναν, ότι η τρομοκρατική οργάνωση είχε επεκταθεί σ'
ολόκληρη τη Νήσο κι είχαμε ήδη τους πρώτους νεκρούς στρατιώτες.

Η Α.Ε. ο Κυβερνήτης και Αρχιστράτηγος κήρυξε αμέσως κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και
επέβαλε τον Στρατιωτικό Νόμο. Η ποινή του θανάτου ήταν η μόνη ποινή για απλή μεταφορά
όπλου και η εφαρμογή του Νόμου για κράτηση υπόπτων χωρίς δίκη ενισχύθηκε με πιο
αυστηρά μέτρα και την κατασκευή και λειτουργία μερικών στρατοπέδων - κρατητηρίων.

Παράλληλα προς την Επικουρική Αστυνομική Δύναμη, κι επειδή δεν μπορούσαμε πια
νάμαστε βέβαιοι, ούτε να στηριζόμαστε στα Ελληνικά μέλη της Αστυνομίας στο σύνολό τους
σχεδόν, ιδρύθηκε ένα νέο Σώμα, η Μηχανοκίνητη Εφεδρική Αστυνομία και το Γυναικείο
Αστυνομικό Σώμα από νομιμόφρονα σε μας και αφοσιωμένα στην υπόθεση της συντριβής
της τρομοκρατίας μέλη της Τουρκικής μειονότητας που ήταν ως επί το πλείστον άνεργα.

Λόγω της έντονης δράσης που παρατηρήθηκε εκεί, η προσοχή μας τώρα στράφηκε κυρίως,
από την Οροσειρά Πενταδακτύλου, στην Οροσειρά Τροόδους. Μια απ' τις πρώτες
διαπιστώσεις μας από τις αλλεπάλληλες νέες επιθέσεις των τρομοκρατών ήταν ότι η ΕΟΚΑ,
εκτός από τον αρχηγό ή τους αρχηγούς της, διέθετε αριθμό ικανών ηγετικών στελεχών,
προπάντων στην Αμμόχωστο και τη Λεμεσό και ίσως ο Αυξεντίου, να μην ήταν η ηγετική
μορφή που νομίσαμε και ακόμα να έπαψε να διαδραματίζει οποιονδήποτε ρόλο.

Η ανατίναξη και η ολοκληρωτική σχεδόν καταστροφή του ηλεκτρικού υποσταθμού


Καρβουνά που προμήθευε ρεύμα στην περιοχή του Αρχηγείου μας στις Πλάτρες και μια
σειρά από άλλες τολμηρές τρομοκρατικές επιθέσεις άρχισαν να μας ανησυχούν.

Δεν πέρασαν μερικές μέρες και η χρυσή ευκαιρία που περιμέναμε μας δόθηκε
ουρανοκατέβατη, όταν πληρωμένος πράκτοράς μας μας έδωσε τη συγκλονιστική
πληροφορία, ότι στην περιοχή του μικρού χωρίου Σπήλια δεν αποκλείεται να βρίσκεται η
καρδιά της ΕΟΚΑ. Με απόλυτη μυστικότητα σχεδιάσαμε μια επιχείρηση, στην οποία
θάπαιρναν μέρος οκτακόσιοι από τους πιο σκληρούς και δοκιμασμένους στρατιώτες μας και
που θάρχιζε την αυγή της 11ης Δεκεμβρίου, ημέρα Κυριακή.

Πράγματι, κατά τα χαράματα της 11ης Δεκεμβρίου ένας σκοπός του αρχηγείου έτρεξε και

Digitized by 10uk1s
ειδοποίησε τον Διγενή ότι κάτω στο χωριό Σπήλια είδε δυο στρατιωτικά αυτοκίνητα, αλλά δεν
μπορούσε να διακρίνει περισσότερο λόγω της ομίχλης.

Ο Διγενής ανησύχησε γιατί την ώρα εκείνη, όπως τα είχαν φέρει διάφορες συμπτώσεις, δεν
ήταν έτοιμος για μάχη. Του έλειπαν μερικοί από τους καλύτερους αγωνιστές. Την προηγούμενη
νύκτα είχε έρθει στο λημέρι ο Κυριάκος Μάτσης που είχε οδηγήσει στα Σπήλια έναν έμπιστο
της Οργάνωνης οδοντογιατρό γιατί ο θείος και ο Ζήδρος υπόφεραν από τα δόντια τους. Όταν
έφευγε ο Μάτσης για να κατέβει στα Σπήλια τον ακολούθησε ο αγωνιστής Χρίστος Τσιάρτας
που είχε ζητήσει και είχε πάρει από τον Αρχηγό μια σύντομη άδεια να επισκεφθεί την
οικογένειά του στο χωριό Πολύστυπος. Από την προηγούμενη νύκτα, Σάββατο, έλειπε και ο
Ρένος Κυριακίδης που είχε κατεβεί στα Σπήλια. Απουσίαζε, ακόμα, και ο Αυξεντίου που από την
προηγούμενη νύκτα είχε ζητήσει άδεια να φύγει με ένα αντάρτη προς την περιοχή Κανναβιών
για κυνήγι και για αναγνωρίσεις.

Ο Αρχηγός θα γράψει πιο ύστερα: «...Ούτω την πρωίαν, καθ' ην μου εδόθη η πληροφορία υπό
του σκοπού, οι τρεις κυριώτεροι συνεργάται μου και ηγέται των ομάδων απουσίαζον».
Ανησυχούσε από το γεγονός μάλιστα, ότι στα Σπήλια όπου φαινόταν ότι έφθασε στρατός,
βρισκόταν ο Ρένος Κυριακίδης και άλλοι αντάρτες. Πώς θα ξέφευγαν αν τους είχαν κυκλώσει;

Σήμανε συναγερμό και διέταξε τα παλληκάρια του να ετοιμάσουν τα όπλα τους και να πάρουν
περιφερειακές θέσεις ολόγυρα στο λημέρι, επιβλέποντας –όσο τους άφηνε η ομίχλη– τις
κινήσεις στα Σπήλια και ολόγυρα στην κορφή όπου βρίσκονταν. Στις 10 η ώρα το πρωί ένας
σκοπός έτρεξε και του ανάφερε:

– Αρχηγέ, δυο αυτοκίνητα γεμάτα Εγγλέζους φεύγουν από τα Σπήλια προς τα Καννάβια.
Φεύγουν φαίνεται, αναχωρούν...

Ο «Γέρος» σκέφτηκε για λίγο και απάντησε:

– Τίποτε δεν είναι σίγουρο. Δεν είναι καθόλου σίγουρο, ότι φεύγουν. Αν δεν πάρουμε
πληροφορίες από τα Σπήλια για το τι γίνεται εκεί, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τίποτε.

– Θα προχωρήσω λίγο πιο κάτω και θα προσπαθήσω να εξακριβώσω τις κινήσεις τους, είπε το
παλληκάρι.

Περνούσαν στιγμές μεγάλης αγωνίας. Ο Διγενής φορούσε μπότες και χοντρό μάλλινο
πουλόβερ, ενώ στη μέση του κρεμόταν το πιστόλι που δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Με τα κιάλια
επιτηρούσε γύρω και προσπαθούσε μέσα από τα κενά που άφηνε που και που η ομίχλη να
διακρίνει τις κινήσεις του εχθρού. Οι αγωνιστές που βρίσκονταν πιο κοντά του τον άκουγαν
κάπου - κάπου να ψιθυρίζει μέσα από τα δόντια του: «Να ήταν τουλάχιστο εδώ ο Ζήδρος», «Να
βρισκόταν τουλάχιστο μαζί μας ο Ζήδρος...».

Για την εξέλιξη της κατάστασης γράφει ο ίδιος ο Διγενής στα «Απομνημονεύματά» του:

Περί την 11ην ώραν έσπευσεν ο ίδιος ο αντίπαλος να με ειδοποίηση ανοήτως περί της
παρουσίας του! Αντάρται, οι οποίοι είχον καταλάβει τας θέσεις των, μου ανήγγειλαν ότι
εθεάθη κυνηγετικός κύων εγγύς των θέσεών μας, προερχόμενος εκ της βορείας πλευράς

Digitized by 10uk1s
του χωρίου, όπου ευρίσκετο το λημέρι μας. Τούτο με ενέβαλεν εις υπονοίας, ότι ο
αντίπαλος πιθανώτατα προχωρεί προς τας θέσεις μας, καλυπτόμενος υπό της ομίχλης, και
ότι είχε την ανοησίαν να μας στείλη προηγουμένως το επισκεπτήριόν του... Συγχρόνως
αφίχθη και ο Αυξεντίου, όστις μου ανέφερεν ότι ουδεμίαν κίνησιν εσημείωσεν από την
κατεύθυνσιν των Κανναβιών. Εις τούτον έδωσα διαταγήν να αχθή εις το παρατηρητήριον,
βορείως Σπηλιών και να επιτηρή πάσαν κίνησιν εκ Σπηλιών και εκ της κατευθύνσεως, εξ ης
εφάνη ο κύων. Πράγματι. μετά παρέλευσιν ημισείας περίπου ώρας επανήλθεν ο Αυξεντίου,
ο οποίος μου ανέφερεν ότι, παρά την πυκνοτάτην ομίχλην, παρετήρησεν υπόπτους κινήσεις
από την κατεύθυνσιν των Σπηλιών. Προσανατολισθείς πλέον, (θα ήτο περίπου η ώρα 12-
12.30) και μη έχων ουδεμίαν αμφιβολίαν ότι ο αντίπαλος προσπαθεί να μας πλησίαση και
μας αιφνιδιάση, έλαβα την απόφασίν μου και έδωσα την ακόλουθον διαταγήν. Ο Αυξεντίου
μετά μιας ομάδος να επιτηρή προς την κατεύθυνσιν των Σπήλιων, από όπου εφένετο
προελαύνων ο αντίπαλος. Ευθύς ως ούτος πλησίαση τας ημετέρας θέσεις, να βάλη κατ'
αυτού, προειδοποιών με ούτω, και να συμπτυχθή προς την κατεύθυνσιν, όπου θα
ευρίσκομαι. Εγώ μετά των υπολοίπων ομάδων θα κατελάμβανον περιφερειακώς όλον τον
χώρον της κορυφογραμμής, εφ' ης ευρίσκετο το λημέρι μας προς τον σκοπόν να
διερευνήσω: α) εάν τυχόν ο αντίπαλος επροχώρει και εξ άλλων κατευθύνσεων και επεχείρει
να μας εγκλωβίση, β) εάν είμεθα πράγματι κυκλωμένοι πανταχόθεν ότε θα έπρεπε να
δώσωμεν την μάχην, ίνα διασπάσωμεν την γραμμήν και διαφύγωμεν και γ) εάν δεν είμεθα
κυκλωμένοι να αναγνωρίσωμεν και εκλέξωμεν κατεύθυνσιν διαφυγής.

Τ' ανωτέρω εξετελέσθησαν επακριβώς. Αντελήφθην, ότι ο αντίπαλος δεν είχε καταλάβει τα
επίκαιρα σημεία της τοποθεσίας, εις την οποίαν ευρισκόμεθα και ότι διαφυγή θα ήτο
δυνατή τόσον προς βορράν προς την κατεύθυνσιν Καπουρά, όσον και προς δυσμάς, προς
την κατεύθυσιν Κακοπετριάς. Επροτίμησα την δευτέραν κατεύθυνσιν καθ' όσον αύτη θα
μας ωδήγει, διά κεκαλυμμένου και ορεινού εδάφους, προς την ανταρτικήν ομάδα
Κακοπετριάς, όπου υπήρχον κρησφύγετα, αλλά και άτομα να μας εξυπηρετήσουν,
δεδομένου ότι η περιοχή εκείνη ήτο πολύ καλώς ωργανωμένη διά να μας υποδεχθή.
Τοιούτον ενδεχόμενον είχεν ήδη μελετηθή υπό των ανταρτικών ομάδων Σπηλιών. Κατέλαβα
συνεπώς ισχυρώς τας θέσεις, ένθα ήτο η αφετηρία προς την κατεύθυνσιν ταύτην. Η ομίχλη
εξηκολούθει να είναι πυκνοτάτη, ώστε να μη δύναταί τις να διακρίνη εις απόστασιν
δεκάδων τινών μέτρων. Εις μίαν στιγμήν είς των ανδρών μου ανέφερεν ότι διέκρινε, ε:ς
απόστασιν ολίγων μέτρων από τούτου, να διέρχωνται Άγγλοι στρατιώται με κατεύθυνσιν
από βορρά προς νότον, ήτοι εκ των ημετέρων θέσεων, προς την κατεύθυνσιν του Αυξεντίου,
ακολουθούντες τα κράσπεδα της κορυφογραμμής, εφ' ης ευρισκόμεθα. Έδωσα διαταγήν να
τηρηθή πλήρης ακινησία των ανδρών μας και να αφεθούν οι Άγγλοι στρατιώται να
προχωρήσουν, με τον απώτερον σκοπόν, εφ' όσον δεν μας αντελαμβάνοντο, να τους
κτυπήσωμεν εκ των νώτων και είτα να αποσυρθώμεν, αφού ειδοποιήσω προηγουμένως ο
Αυξεντίου να συμπτυχθή προς ημάς. Τα γεγονότα όμως εξειλίχθησαν ραγδαιότερον και
καλύτερον από ό,τι προέβλεπον.

Θα ήτο περίπου η 15η ώρα, ότε ήκουσα πυροβολισμούς εκ της κατευθύνσεως του
Αυξεντίου. Τούτο ήτο απόδειξις, ότι ο προχωρών αντίπαλος ηνάγκασε τον Αυξεντίου να
βάλη κατ' αυτού, ως ήτο η διαταγή μου. Αμέσως μετά τους πυροβολισμούς, συμφώνως
προς το σχέδιον, οι άνδρες του Αυξεντίου ήρχισαν να συμπτύσσονται προς ημάς. Άνευ
χρονοτριβής, διολισθαίνω τότε μεθ' όλων των ανδρών μου δια του σημείου της τοποθεσίας,
το οποίον μου εξησφάλιζε την κατεύθυνσιν προς την Κακοπετριάν, χωρίς να
πυροβολήσωμεν ή να γίνωμεν καθ' οίονδήποτε τρόπον αντιληπτοί. Ούτω εσχηματίσθη

Digitized by 10uk1s
κενόν μεταξύ των δύο συγκροτημάτων του αντιπάλου, του ενός προχωρούντος εκ Σπηλιών
προς βορράν και του ετέρου προχωρούντος από βορρά προς νάτον, προς την κατεύθυνσιν
των Σπηλιών. Ενώ ημείς διεφεύγομεν προς δυσμάς, τα ανωτέρω δύο συγκροτήματα του
αντιπάλου συνηντήθησαν και μη δυνάμενα να αναγνωρισθούν, λόγω της πυκνοτάτης
ομίχλης, αλληλοεπυροβολήθησαν με αποτέλεσμα να υπάρξουν αρκετοί νεκροί και
τραυματίαι (κατά πληροφορίας, ούτοι ανήλθον εις 50 περίπου). Εκ των ημετέρων ουδείς
έπαθε.

Στην πραγματικότητα τι είχε γίνει; Ο Αυξεντίου, παράτολμος πάντα μέχρι τρέλας, έγινε ζωντανή
ασπίδα για να προστατεύσει τον αρχηγό και τους συναγωνιστές του. Έμεινε μόνος αυτός με το
πολυβόλο του να καλύπτει την υποχώρηση των άλλων. Δεν δίστασε να αντιμετωπίσει τον όγκο
των Άγγλων. Ενώ σαν στρατιωτικός ήξερε ότι, κάτω από τις περιστάσεις εκείνες η ενέργειά του
ήταν πολύ πιθανό να του στοίχιζε τη ζωή.

Καθώς οι στρατιώτες ανέβαιναν με προφυλάξεις την απότομη πλαγιά, με τα ανιχνευτικά σκυλιά


τους να προηγούνται πάντα, ο Αυξεντίου τους παρατηρούσε από ψηλά καλυμμένος πίσω από
ένα μικρό βραχάκι. Ένα ασθενικό σχοίνο συμπλήρωνε την απόκρυψή του. Μέσα από τις
συννεφένιες τουλίπες έβλεπε απ' όλες τις πλευρές να πλησιάζουν οι Άγγλοι. Όταν τον
πλησίασαν γύρω στα είκοσι μέτρα, τους έρριψε δυο - τρεις ριπές και είδε που μερικοί
κατρακύλησαν στα βράχια. Άλλοι έτρεξαν να κρυφθούν και άλλοι συνέχισαν να ανεβαίνουν.
Εκείνος τους έρριξε δυο χειροβομβίδες και το βουνό αντιλάλησε τον κρότο των εκρήξεων. Οι
Άγγλοι απαντούσαν στους πυροβολισμούς του και οι σφαίρες γύρω έπεφταν βροχή.

Ο Ζήδρος ένοιωθε σαν μεθυσμένος. Το αίμα του είχε ανεβεί στο κεφάλι και τα δόντια του ήταν
σφιγμένα με πείσμα. Όταν οι πυροβολισμοί των εχθρών πυκνώθηκαν επικίνδυνα και
αισθάνθηκε δυο - τρεις σφαίρες σχεδόν να τον ξύνουν, πετάχθηκε σε ένα άλλο βραχάκι, άλλαξε
σφαιροθήκη και άρχισε πάλι τις ριπές. Πανδαιμόνιο! Οι κραυγές των τραυματισμένων Άγγλων
γέμιζαν την ατμόσφαιρα και σμίγονταν με τις οργισμένες διαταγές των αξιωματικών τους. Τους
άκουε καθαρά. Για μια στιγμή γέλασε ένα άγριο γέλιο, λες και κάτι φοβερό σκέφθηκε.
Κυριολεκτικά κατρακυλώντας πάνω από πέτρες και θάμνους έφθασε λίγο πιο κάτω στα δεξιά
της πλαγιάς και άρχισε από εκεί τους πυροβολισμούς. Ύστερα από λίγο πιο κάτω...

Οι Άγγλοι, νομίζοντες ότι τους κτυπούσαν από δυο πλευρές πυροβολούσαν και στην κορφή και
στην πλαγιά. Αλλά στην κορφή βρίσκονταν κιόλας κάποιοι δικοί τους, όπως και στην πλαγιά σε
λίγο! Τον Ζήδρο τον είχαν καταπιεί τα σύννεφα και τα αγκαθερά θάμνα. Οι αγγλικές σφαίρες
σκότωναν μόνο Άγγλους!...

Οι Άγγλοι ούτε που τολμούσαν από πριν να φαντασθούν τέτοιο «φιάσκο» και τέτοια τραγωδία
των δικών τους ανθρώπων που πήγαιναν, σίγουρα οδηγημένοι, να συλλάβουν τον Διγενή και
τους αντάρτες του. Άλλωστε, οι αντιδράσεις τους καθρεφτίζονται στα επίσημα έγγραφά τους.

Ήταν οπωσδήποτε απώλεια της Οργάνωσης, ότι στην προσπάθειά του να σπάσει το κλοιό και
να ξεφύγει από το χωριό Σπήλια, τραυματίστηκε και πιάστηκε ο Γένος Κυριακίδης, ο
«Ρωμανός» που ήταν τότε ο πιο στενός συνεργάτης του Διγενή.

Digitized by 10uk1s
Διαφυγή από του χάρου τα δόντια

Όταν ο Αυξεντίου υποχώρησε τελευταίος, περνώντας κυριολεκτικά μέσα από του χάρου τα
δόντια και σκορπίζοντας τον θάνατο στους Άγγλους, κατάφυγε στο χωριό Καννάβια. Εκεί τον
παράλαβε ο καλός πατριώτης και αγωνιστής Χαράλαμπος Πεττεμερίδης, του έδωσε κατάλυμα
και φρόντισε να τον φέρει σε επαφή με τα άλλα μέλη της ομάδας του. Ο Πεττεμερίδης που κι
αυτόν θα τον έπαιρνε ο θάνατος (7.10.1958) ήταν μόνιμος τροφοδότης και σύνδεσμος του
Αυξεντίου όταν έμενε με τους αντάρτες του στα πανύψηλα βουνά της Μαδαρής.

Ο ηλικιωμένος αγωνιστής, αλλά με νεανική θέρμη και ορμή, Νικόλας Αβραάμ, από τον Άγιο
Μάμαντα, αλλά που έμενε στον Αμίαντο, γράφει στο ημερολόγιό του:

...Μη γνωρίζοντας ο Αυξεντίου τι έγιναν οι σύντροφοί του, μου έστειλε άνθρωπο την άλλη
μέρα από τα Καννάβια, όπου κατέφυγε, να τον πληροφορήσω. Το μόνο που είχα μπορέσει
να μάθω ήταν ότι ο Γέρος και οι 4 άλλοι ήταν σώοι, αλλά άγνωστο που βρισκόταν. Για τους
άλλους 8 δεν είχα καθόλου πληροφορίες.

Μετά από δυο μέρες μου έγραψε ο Σάββας Κουλλαπής από το Φοινί, ότι οι 8 είναι εκεί και
ζητούν να μάθουν για την τύχη των άλλων και προ πάντων του Γέρου. Μου ζήτησαν επίσης
και χρήματα. Έκανα δάνειο από τον Χρίστο Μακρή και τους έστειλα 15 λίρες και τους
ειδοποίησα να μη ανησυχούν για την τύχη των άλλων. Ειδοποίησα αμέσως και τον
Αυξεντίου σχετικά.

...Μετά από 8 μέρες πήρα γράμμα από τον Αυξεντίου να ειδοποιήσω το Φοινί να ετοιμάση
τα όπλα. Το αυτοκίνητο που θα τα παραλάβη, θα πάη να πάρη και τον ίδιο να τον μεταφέρη
στην ομάδα του....

Οι Άγγλοι τα είχαν κυριολετκικά χαμένα. Πώς ξέφυγαν, έτσι μέσα από τα χέρια τους οι
«τρομοκράτες»; Πώς μπόρεσαν να δώσουν με τόση μαεστρία και ακρίβεια τη μάχη με
πολυάριθμο στρατό και να ξεφύγουν χωρίς να υποστούν απώλειες; Και ποιος ήταν αυτός που
έμεινε τελευταίος στο πολυβόλο και αναμετρήθηκε. εκ του συστάδην, σχεδόν, με τους
στρατιώτες καθώς ανέβαιναν στην πλαγιά; Οι στρατιωτικές αρχές σκέφτονταν, ότι αν
συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, στον λαό αλλά και στην ευρύτερη κοινή γνώμη θα γινόταν πια
ατράνταχτη πεποίθηση, ότι η ΕΟΚΑ είναι άπιαστη και αήττητη.

Στο εμπιστευτικό έγγραφο του Ρόναλντ Μακλέοντ αναφέρονται και αυτά τα εξαιρετικά
ενδιαφέροντα:

Ήταν η πρώτη φορά που τα στρατεύματά μας θα έρχονταν σε απ' ευθείας επαφή με τους
τρομοκράτες και χωρισμένα σε δυο φάλαγγες, η μια από τα βορειοανατολικά κι η άλλη από
νοτιοδυτικά των κορυφογραμμών βάδιζαν με σχέδιο να σχηματίσουν κλοιό σ' ολόκληρη την
περιοχή έτσι που να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής τους.

Ενώ όλα έδειχναν, ότι ο κλοιός γύρω από τους τρομοκράτες στένευε θανάσιμα και κάθε
προσπάθειά τους να διαφύγουν ήταν μάταιη, η επιχείρηση εξελίχθηκε ξαφνικά κι
απροσδόκητα σε αιματηρή τραγωδία. Τα στρατεύματά μας που βάδιζαν από διαφορετικές
κατευθύνσεις παραπλανήθηκαν από πυρά των τρομοκρατών που παρενεβλήθησαν στη

Digitized by 10uk1s
μέση τους με αποτέλεσμα, μέσα στην ομίχλη που επικρατούσε, να συγκρουστούν μεταξύ
τους και να αλληλοσκοτωθούν. Δώδεκα αξιωματικοί και στρατιώτες μας έχασαν τη ζωή τους
ή σακατεύτηκαν.

Μέσα στο πανδαιμόνιο οι τρομοκράτες κατόρθωσαν να διαφύγουν. Παρά την καταδίωξή


τους από στρατιώτες και ανιχνευτικούς σκύλλους, κατάφεραν στο σκότος που μεσολάβησε
να εξαφανιστούν. Από μερικά όπλα κι εφόδια, αλλά προπάντων από μια σειρά θαυμάσια
κατασκευασμένα κρησφύγετα, δεν υπήρχε αμφιβολία, ότι επρόκειτο περί αρχηγείου, αν όχι
του γενικού αρχηγείου των τρομοκρατών. Ποιοι ήταν όμως όλοι αυτοί και κυρίως οι αρχηγοί
τους, δεν το ξέραμε, Μόνο μετά, προς κατάπληξή μας διαπιστώσαμε, ότι χάσαμε την
ευκαιρία μιας ολοκληρωτικής νίκης που θα σήμαινε το τέλος της τρομοκρατίας, όταν ένας
απ' τους τρομοκράτες που βρίσκονταν εκείνη την ημέρα μαζί τους παραδόθηκε και μας
αποκάλυψε τα πάντα.

Κρίνοντας από την κατεύθυνση της διαφυγής του Αυξεντίου προς Νότο, καθώς και από
ανακρίσεις μιας σειράς υπόπτων, καταλήξαμε στο συμπέρασμα, ότι ύστερα από τις
λαχτάρες και το κυνηγητό πούπαθε στον Πενταδάκτυλο και τα Σπήλια, ο Αυξεντίου δεν θα
τολμούσε να μείνει στο βουνό. Και ότι κατάφυγε για ασφάλεια σε πόλη και κατά πάσα
πιθανότητα στη Λεμεσό.

Ήταν απίστευτα αφελείς οι Άγγλοι που, αφού έχασαν τη δεύτερη μεγάλη ευκαιρία να
σκοτώσουν τον Ζήδρο. πίστευαν, ότι με τις απανωτές ατυχίες και καταδιώξεις του, ο αντάρτης
θα παρατούσε το βουνό και θα κατέβαινε, «για ασφάλεια», στην πόλη. Τα κριτήριά τους ήταν
πολύ επιπόλαια και γι' αυτό συνήθως τα συμπεράσματά τους ήταν σφαλερά! Έτσι, άλλωστε,
εξηγείται το ότι ο τρομερός Γολιάθ αποτύχαινε για τέσσερα σχεδόν χρόνια να ρίξει στη γη και
να εξουδετερώσει τον αδύναμο Δαυίδ.

Ο Αυξεντίου στην πραγματικότητα είχε απολαύσει την αναμέτρησή του με τον εχθρό. Ένας
αυτός μόνο, κατόρθωσε όχι απλώς να αντιμετωπίσει τόσους διώκτες του, αλλά και να τους
φέρει τόση σύγχυση ώστε να αλληλοεξοντωθούν. Ένα πράγμα, ωστόσο, είχαν υπολογίσει καλά
οι Άγγλοι, ότι η προδοσία θα είχε τραυματίσει την ευαίσθητη ψυχή του αντάρτη.

Τον Δεκέμβριο 1955 ο Αυξεντίου έγραψε ένα γράμμα σε συναγωνιστή του της περιοχής
Πενταδακτύλου (τον Σωτήρη Έλληνα) στο οποίο καθρεφτίζονταν οι σκέψεις και τα αισθήματά
του μετά τη μάχη των Σπηλιών. Όπου αναφέρει «βιολί» εννοεί το αυτόματό του και όπου
αναφέρει «κότσιηδες» εννοεί τους Άγγλους. Να τι έγραφε, λοιπόν, ο Ζήδρος:

Αγαπητέ Πάρη.

Πήρα το γράμμα σου και είδα την άδικη ανησυχία σου για το βιολί μου. Το δικό μου βιολί
δεν πρόκειται να πέση ποτέ στα χέρια των «κότσιηδων» εφ' όσον είμαι ζωντανός. Τόχω
τώρα που σου γράφω στα γόνατά μου κι είμαι περήφανος γι' αυτό, γιατί έπαιξα κάτι
όμορφους σκοπούς στην περίπτωση που μου γράφεις. Έστησα ένα σπουδαίο παιχνίδι στους
«κότσιηδες» που θα το θυμούνται εφ' όσον υπάρχει Βρεττανικός στρατός. Έβαλα 2 τάγματα
κι αλληλοσυγκρούονταν και γέμισαν την χαράδρα πτώματα, κι εγώ έφυγα κατρακυλιστός με
τον τρόπο που ξέρεις μέσ' απ' τα μάτια τους. Είχα και συνοδεία δυο απ' τα περίφημα σκυλιά
τους.

Digitized by 10uk1s
Είναι της τύχης μου φαίνεται όπου πάω να με κυνηγά η προδοσία. Δεν έφτασα να
καλοκάτσω όταν έφυγα από κοντά σας και εφάνη αμέσως ο προδότης. Τώρα τρέχω διαρκώς
κυνηγημένος από την προδοσία.

Το μόνο που έχω να σου τονίσω είναι να φυλάγεσαι από την προδοσία. Τώρα την
φοβήθηκα.

Μετά τη μάχη των Σπηλιών ο Διγενής αποχωρίστηκε οριστικά από τον Αυξεντίου.
Κατευθύνθηκε προς την Κακοπετριά και από εκεί, στα μέσα Ιανουαρίου 1956, έφθασε στην
περιοχή της Μονής Κύκκου, όπου βρίσκονταν και δρούσαν οι αντάρτες του αξέχαστου ήρωα
Μάρκου Δράκου. Τον Ζήδρο τον όρισε αντικαταστάτη του Ρένου Κυριακίδη και τον διάταξε να
αναδιοργανώσει τις ανταρτικές ομάδες της Πιτσιλιάς.

Ο Γέρος, γνωρίζοντας τα μυστικά του ψυχολογικού πολέμου, δεν παράλειψε να εκμεταλλευθεί


την ευκαιρία που του έδινε το πάθημα των Άγγλων στα Σπήλια. Θέλησε να απευθυνθεί στους
Άγγλους στρατιώτες με την ακόλουθη προκήρυξη:

ΑΓΓΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ,

Η νίκη την οποίαν διατυμπανίζει ο στρατάρχης σας στα Σπήλια εναντίον των πατριωτών της
ΕΟΚΑ σας εστοίχισε περί τους εκατό νεκρούς και τραυματίας ενώ εις ημάς ουδένα. Επέσατε
εις παγίδα που εστήθη. Θα πάρετε και άλλα παρόμοια μαθήματα εσείς και ο στρατάρχης
σας, εάν εξακολουθήτε να κτυπάτε τους Κυπρίους αγωνιστάς της ελευθερίας.

Οι αρχηγοί σας αποκρύπτουν τας πραγματικάς απωλείας σας. Σύντομα θα σας τας
κοινοποιήσωμεν ημείς.

ΕΟΚΑ
Ο Αρχηγός
ΔΙΓΕΝΗΣ

Με γενική διαταγή του επικοινώνησε, ύστερα από λίγες μέρες, και με τους αγωνιστές του και
τους καλούσε να μείνουν αλύγιστοι στις θέσεις τους, προσθέτοντας ότι οι απώλειες (θάνατος Χ.
Μούσκου, σύλληψη των Α. Ζάκου και Χ. Μιχαήλ κλπ.) ήταν φυσική συνέπεια κάθε αγώνα και
ότι στις ατυχίες διακρίνεται ο μαχητής, που έχει χρέος να τις αντιμετωπίζει με σθένος και
ψυχραιμία.

Digitized by 10uk1s
9
Ο ΦΙΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Πώς κέρδιζε τους ανθρώπους ο Ζήδρος! Πώς ήξερε να μπαίνει στα κατάβαθα της ψυχής τους
και να θρονιάζεται εκεί! Ο λόγος του, η πράξη του, το χαμόγελό του, η χειρονομία του, όλα
ήταν ένας χείμαρρος αγάπης και φιλίας. Το φέρσιμό του δεν είχε, σε καμιά περίπτωση,
προσποίηση ή υπολογισμό ή ιδιοτέλεια. Ήταν μόνο το γνήσιο της ψυχής του φανέρωμα.

Κι αν ακόμα ο θάνατος δεν είχε φθονήσει τη γήινη παρουσία του Αυξεντίου, και ζωντανός θα
είχε τον θαυμασμό και την αγάπη όσων τον γνώρισαν. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που μπήκε
στον Αγώνα, οι άλλοι αγωνιστές τον ξεχώριζαν και δεν λησμόνησαν ποτέ τους τρόπους και
καθέκαστα της ζωής του. Χαρακτηριστικά, ο Κώστας Μιχαλόπουλος από το προάστιο της
Λευκωσίας Στρόβολος, που στο σπίτι του γίνονταν οι πιο μυστικές συσκέψεις πριν από την
έναρξη του Αγώνα, θυμάται τον Γρηγόρη να μπαίνει πάντα πρόσχαρος και γελαστός για να
συναντήσει τον «Θείο» κρατώντας πάντα ένα ραβδί στο χέρι. Στην τελευταία συνάντηση ξέχασε
το ραβδί του, που σαν ιερό κειμήλιο το φυλάνε τώρα στο σπίτι.

Δεν ήταν απλά ο φίλος, με όλη την απέραντη έννοια του όρου. Ήταν ο μαχητής φίλος που ήξερε
να γίνεται θυσία για τους άλλους προτάσσοντας, πρώτος και ολοπρόθυμα, τα στήθη του
εμπρός σε κινδύνους θανατερούς.

Και δεν ήταν μόνο ο άνθρωπος του ντουφεκιού και της φωτιάς του πολέμου. Ήταν, εξ ίσου ο
εμπνευσμένος κήρυκας των πιο ωραίων αξιών της Πατρίδας και της Θρησκείας. Η καρδιά, η
ψυχή του, όλος ο μέσα του κόσμος ήταν πλημμυρισμένα από Χριστό και Ελλάδα, όχι σαν
στεγνή διδασκαλία καθήκοντος και άκαμπτοι κανόνες ζωής, αλλά σαν ένα ελληνοχριστιανικό
πανόραμα. Πρόσωπα και γεγονότα, άγιοι της θρησκείας μας, ήρωες και μάρτυρες της
πονεμένης και αφανισμένης Ελληνικής Πατρίδας, ήταν όντα ολοζώντανα που ο Ζήδρος τάβγανε
κάθε φορά από το εικονοστάσι της ψυχής του και τα παρουσίαζε στους συναγωνιστές του.
Αηγιώργηδες και Αηδημήτρηδες, Διάκους και Ανδρούτσους γνώριζε να τους ζωγραφίζει τέλεια
με τον λόγο, σαν να ήταν συγκαιρινός τους, αδελφός τους λες. Και με ποια χρώματα τους
έντυνε! Θυμόταν πάντα τα σχετικά κείμενα, τα ανέκδοτα, τα τραγούδια. Άφηνε την Αγία Γραφή,
για να πάει στα δημοτικά μας τραγούδια κι από εκεί πάλι πηδούσε στον Παλαμά, στον
Βαλαωρίτη, στον Πολέμη. Χιλιάδες στίχοι ήταν οι πολύτιμες εφεδρείες του, κήρυσσε νοερή
επιστράτευση και κέρδιζε τη μάχη της μνήμης κατανικώντας τους αιώνες. Αηγιώργης γινόταν κι
αυτός και, καλπάζοντας επάνω στο άσπρο άλογο της φαντασίας, έμπαινε σαν σίφουνας και
σεριανούσε στην Ιστορία και στον Θρύλο, συναπαντώντας εκεί τους θαυμαστούς του ήρωες και
τα ιδανικά του πρότυπα. Προσκυνούσε τις πληγές τους και παίρνοντάς τους μαζί, τους έφερνε,
χεροπιαστούς, σάρκινους και ολοζώντανους, μπροστά στους συναγωνιστές του.

Ο Νίκος Σπανός, που το 1956 ήταν το δεξί χέρι του Ζήδρου στην περιοχή Πιτσιλιάς, περιγράφει
με αυτά τα λόγια τον αξέχαστό του «μάστρο»:

...Και σα να μη του φάνηκε αρκετό το ψήλος κι η λεβεντιά του Πενταδακτύλου, μ' ένα του
πέταγμα ανεβαίνει στον Κυπριακό Όλυμπο για να συνεχίση θαρραλέος κ' ακούραστος την
πορεία του. Γίνεται εμψυχωτής ακοίμητος, οδηγός αλάνθαστος, μάστορας του πολέμου και
του πατριωτισμού. Από το Τρόοδος μέχρι τον Μαχαιρά συνεγείρει, συναρπάζει, εμψυχώνει.
Μεταλαμπαδεύει την φλόγα του σε εκατοντάδες αγωνιστές, παλεύει μέρα νύκτα,

Digitized by 10uk1s
χαλυβδώνει ψυχές που ρίχνονται με ιερή φλόγα στον υπέρτατο για την Ελευθερία αγώνα.
Προετοιμάζει ενέδρες, συνάπτει μάχες, διδάσκει την τέχνη του πολέμου. Ακούραστος κι
αγέρωχος συγκρούεται με τον εχθρό, ζωντανεύει την φλόγα της τόλμης και της ανδρείας.

Ο «μάστρος» όπως ήταν σ' όλους γνωστός είναι αληθινά τέλειος τεχνίτης και δουλευτής της
Ελληνικής Ιδέας. Ήταν ο μάστορας της πολεμικής τέχνης, ήταν ο μάστορας της διαπλάσεως
αδάμαστων ψυχών, ήταν ο τεχνίτης αρχηγός που σκορπούσε παντού τον ενθουσιασμό, την
ορμή του πολέμου, την συναίσθηση του καθήκοντος και φλόγιζε μικρούς και μεγάλους με
την φλόγα της τόλμης και της αρετής.

Όλοι που είναι γύρω του τον αγαπούν, τον σέβονται, τον λατρεύουν. Ξέρουν πως κι αυτός
τους αγαπά, ξέρουν πως η Ελληνική Ιδέα είναι μέσα του ριζωμένη, τον βλέπουν κάθε μέρα
με πιο φωτεινό το πρόσωπο και πιο λαμπερή την ματιά και διαισθάνονται πως η πορεία
προς την Δόξα σύντομα θα του δώση τον φωτοστέφανο.

Τον βλέπουν στα Σπήλια μόνον ανάμεσα στους εχθρούς να πολεμά, τον βλέπουν κοντά στα
Χαντριά επάνω στον βράχο όρθιο και ακάλυπτο να κτυπά τον εχθρόν, τον βλέπουν στην
Ζωοπηγή να χύνεται μέσα στα πυρά χωρίς να υπολογίζη τον κίνδυνον. Τον βλέπουν να κάνη
πορείες συνεχείς, να ελέγχη τα πάντα, να συμμετέχη σε όλα. Μπροστά στον κίνδυνο θα
ασφαλίση και θα βοηθήση τους άντρες του, αυτός θα φύγη τελευταίος, αυτός θα
αγρυπνήση και θα κουρασθή πιο πολύ από όλους.

Εκεί όπου γεννιόταν ένας νέος Χριστός...

Μέσα στις ανήλιες σπηλιές των ανταρτών γινόταν μια μυστική τελετουργία, φανερωνόταν ένα
θαύμα: Ξαναγεννιόταν ένας νέος Χριστός και μαζί του. δίδυμη αδελφή, η Λευτεριά του
νησιού...

Ο Ζήδρος ήθελε να φτιάξει νέους ανθρώπους, ή καλύτερα να ενισχύσει τους νέους ανθρώπους
που έβγαιναν να αγωνισθούν και να διώξουν τους ξένους. Η Αγία Γραφή δεν έλειπε από τα
υγρά τους κρησφύγετα. Όχι σαν άψυχο φυλαχτό, αλλά σαν φωτεινός σύντροφος. καταφυγή και
ακένωτη πηγή ελπίδας. Το γλυκό άγιο φως της χυνόταν λυτρωτικά στις ψυχές και οι ανταύγειές
του μετουσίωναν τις δοκιμασίες σε θεία πανήγυρη χαράς.

Ο Ζήδρος δημιούργησε στις ομάδες του Κύκλους Αγίας Γραφής, στους οποίους διαβάζονταν
αποσπάσματα του θείου λόγου και γινόταν συζήτηση για την αιώνια αξία τους και την
εφαρμογή τους στην καθημερινή ζωή και στις δυσκολίες των ανθρώπων. Οι ατέλειωτες ώρες
του εγκλεισμού τους δεν καταντούσαν πλήξη και απογοήτευση. Εκτός από την Αγία Γραφή
είχαν στα κρησφύγετά τους και άλλα χριστιανικά και εθνικά συγγράμματα. Ο «μάστρος»
απαγόρευε αυστηρά να μπει στα αντάρτικα λημέρια κάποιο ρυπαρό βιβλίο ή πονηρό
ανάγνωσμα. Οι ψυχές έτσι γίνονταν λεύτερες και άτρομα έμεναν δοσμένες στη θεϊκή αποστολή
τους που ήταν η Λευτεριά.

Μέσα σ' εκείνες τις δύσκολες ώρες του κινδύνου, όπου ο θάνατος παραμόνευε σε κάθε βήμα,
ο Αυξεντίου έπαιρνε την Αγία Γραφή και κάτω από το χλωμό φως της λάμπας διάβαζε:

Digitized by 10uk1s
Δίκασον, Κύριε, τοὺς ἀδικοῦντάς με, πολέμησον τοὺς πολεμοῦντάς με. ἐπιλαβοῦ ὅπλου καὶ
θυρεοῦ καὶ ἀνάστηθι εἰς τὴν βοήθειάν μου, ἔκχεον ῥομφαίαν καὶ σύγκλεισον ἐξ ἐναντίας
τῶν καταδιωκόντων με· εἶπον τῇ ψυχῇ μου· Σωτηρία σού εἰμι ἐγώ. αἰσχυνθήτωσαν καὶ
ἐντραπήτωσαν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, ἀποστραφήτωσαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ
καταισχυνθήτωσαν οἱ λογιζόμενοί μοι κακά. γενηθήτωσαν ὡσεὶ χνοῦς κατὰ πρόσωπον
ἀνέμου, καὶ ἄγγελος Κυρίου ἐκθλίβων αὐτούς· γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκότος καὶ
ὀλίσθημα, καὶ ἄγγελος Κυρίου καταδιώκων αὐτούς. 1

Διάκοπτε την κατανυκτική ανάγνωση και κοιτώντας κατάματα ένα - ένα τα παλληκάρια του,
τους έλεγε:

– Τ' ακούσατε αυτό; «ἄγγελος Κυρίου καταδιώκων αὐτούς». Αυτόν τον διώκτη άγγελο με τη
φοβερή του ρομφαία θα αντιμετωπίσουν και οι Άγγλοι, αν εμείς μείνουμε στον αγιασμένο
δρόμο του Θεού.

Κι ύστερα πάλι συνέχιζε: «...ἡ ρομφαία αὐτῶν εἰσέλθοι εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ τόξα
2
αὐτῶν συντριβείη....» . Και συνεπαρμένος πια, εξηγούσε μεγαλόφωνα:

– Το πήρατε είδηση, ρε μισκήδες; Οι λόγχες τους θα μπουν, με τη θεία βοήθεια, στις δικές τους
καρδιές και τα φονικά τους τόξα, αυτά δα που στρέφουν εναντίον μας, θα συντριβούν. Θα
συντριβεί αυτή η φοβερή δύναμή τους, γιατί είναι άνομη και αντίθεη. Κι εμείς, οι ταπεινοί και
καταφρονεμένοι, με τη σφεντόνα του δικαίου μας, θα πετύχουμε κατακούτελα το τυραννικό
τέρας. Και θα λευτερωθούμε...

Πόσες και πόσες φορές οι αντάρτες του τον είδαν, σε νυκτερινές μυστικές ώρες, να
προσεύχεται με ιερό δέος, γονατιστός εμπρός στην εικόνα της Παναγίας του Μαχαιρά. Την είχε
προστάτισσά του και στον κόρφο του φύλαε την άγια εικόνα της, ατίμητο φυλαχτό.

Όσοι έζησαν και αγωνίστηκαν μαζί του, δεν γνώρισαν από τότε πιο πολύτιμη και συγκινητική
εμπειρία. Θυμούνται τα λόγια και το φέρσιμό του και έχουν την αίσθηση κάποιου προνομίου
που συναντήθηκαν και συνεργάστηκαν με έναν τέτιον άνθρωπο. Ο γέρος αντάρτης Σάββας
Κουλλαμής θυμάται:

Όταν ξανανταμώσαμεν, μετά την μάχην των Σπηλιών στο βουνόν, ήθελε να με στείλη πίσω
στο χωριόν μου. «Εσύ επολέμησες σε δυο πολέμους, έχεις και έξη παιδιά. Σε φτάνει. Να
πάης πίσω κοντά στη γερόντισσά σου. Αυτό είναι καθήκον των νέων. Είναι ντροπή να
περιμένουμε από τους γέρους να πολεμήσουν». Αυτά μου έλεγε ο Γρηγόρης.

Ο Αυγουστής Ευσταθίου είχε βγει στο κλαρί πολύ μικρός. Επικηρυγμένος από τους Άγγλους
εντάχθηκε στην ανταρτική ομάδα του Ζήδρου Μια τρομερή, αλλά και ζηλευτή μοίρα, του
επιφύλασσε να ζήσει, μόνος αυτός, μέχρι το τέλος, κοντά στον αξέχαστό του «μάστρο» και

1
Ψαλμοί, 34, 1-6

2
Ψαλμοί, 36, 16

Digitized by 10uk1s
μόλις να ξεφύγει από τη σπηλιά, πυρπολημένος από την ίδια αφανιστική φωτιά που
καρβούνιασε τον ήρωα. Αναπολεί τα παλιά ο Ευσταθίου:

Όταν επρωτοβγήκαμεν στο βουνόν τζιαι επήραν μας εις το λημέριν του, κοντά στα
Λαγουδερά, μόλις μας είδεν –εμέναν με άλλον έναν– έτσι ανήλικους τζιαι μικρόσωμους
λέει:

– Μα νομίζουν αυτοί που σας έστειλαν, ότι εγώ θα μεγαλώνω και μικρούς ή το πήραν για
παιδικήν εξοχήν το αντάρτικον; Ξέρεις βρε ποιος είμαι;

Με τόσο μεγάλο μουστάκι και έτσι που ήταν ντυμένος που να τον καταλάβω από τες
φωτογραφίες του.

– Μωρέ, μπράβο παρατηρητικότητα που έχεις και ήρθες να γίνεις και αντάρτης. Τι δουλειάν
έκαμνες;

– Έκαμνα σάντουιτς στην Πλατεία Μεταξά στη Λευκωσία, λέω του.

– Ω, εσύ, όταν τελειώσει ο Αγώνας θα θέλεις να γίνεις τουλάχιστον πρόεδρος των


πλανοδιοπωλών, μου λέει.

Ο Ζήδρος ήταν ζωντανός και πολυσύνθετος άνθρωπος, ένας χαρακτήρας εγκάρδιος και
εκδηλωτικός. Κι ας τον κατάτρεχαν οι προδοσίες και οι κίνδυνοι, κι ας τον έπνιγε ασφυκτικά το
στενόχωρο κρησφύγετό του. Μνήμες, βιώματα, εμπειρίες έρχονταν από τα παλιά και
συνέθεταν το δικό του καθημερινό ευφρόσυνο πανηγύρι. Κι ας βρισκόταν χωμένος κάτω από
τη γη, κι ας τον τύλιγε πάντα η νύχτα και το σκοτάδι.

Ο Αττίκ κι ο Μπαταριάς του θρύλου

Ένας άλλος συναγωνιστής του, ο Χαράλαμπος Μπαταριάς, λέει για τον «μάστρο» του:

Του άρεσαν πολύ τα δημοτικά τραγούδια και τα τραγούδια του Αττίκ. Στο λημέρι όταν
έβαλλεν το ραδιόφωνον μας φώναζεν: «Σιωπάτε, ρε μισκήδες, να ακούσω τραγούδια του
Αττίκ που μού άρεσαν από τότε που επήγαινα στην μάντραν του στην Αθήνα. Ή δεν σας
αρέσουν εσάς επειδή είναι τραγούδια για τους λίγους, τους εκλεκτούς;». Το «Οργανάκι» και
ο «Πραματευτής» ήταν η αδυναμία του. Το βιολί επίσης του άρεσκεν πολλά. Όταν
επρόκειτο να μας αλλάξει τα ψευδώνυμά μας, επειδή έξερεν ότι προτού βγω στα βουνά
ήμουν βιολάρης στους γάμους, μου λέει:

– Εσένα ρε, αφού παίζεις βιολί και ρίχνεις και μπαταριές, δηλαδή τουφεκιές ρε, θα σου
δώσω το ψευδώνυμο «Μπαταριάς», όπως ονομαζόταν για τον ίδιον λόγον ένας ξακουστός
βιολιτζής. Τζιαι άρχισε να λέει: "Παίξε καημένε Μπαταριά το ξακουστόν κι αθάνατο βιολί
σου".

Στην πραγματικότητα, ο Μπαταριάς ήταν δεξιοτέχνης περισσότερο στο λαούτο, αλλά


περισσότερο απ' όλα τη φήμη του την είχε κερδίσει από την ωραία φωνή του και τον άφθαστο

Digitized by 10uk1s
τρόπο με τον οποίο τραγουδούσε τη «Λαφίνα», την Έξοδο του Μεσολογγιού, τον Κατσαντώνη,
τη Φροσύνη και άλλα. Θυμόταν ο Αυξεντίου και απάγγελλε ζωηρά από το ποίημα του
Μαλακάση:

Μα στο τραπέζι ως κάθονταν κι άνοιγεν η φωνή σου


μεγάλε Μπαταριά,
στο τρίτο κρασοπότηρο πουλιά του παραδείσου
ξυπνούσανε κι αηδόνια στα κλαριά.

Κι από τον Μαλακάση περνούσε στον Παλαμά, για να ζωγραφίσει καλύτερα τη λεβεντιά του
Μπαταριά:

Γεια σου καημένε Μπαταριά της δοξαριάς, της δοξαριάς τεχνίτη


κι αφέντη του βιολιού,
μ' εσένα, Ρούμελη πλατειά το στριμωμένο σπίτι,
και ξάγναντο απ' το ψήλωμα του ολόδροσου Ζυγού!
Γεια σου καημένε Μπαταριά, τρανός είν' ο καημός μου.
και πιο τρανός εσύ!
Με το βιολί σου ξύπνησες τη λεβεντιά του κόσμου,
κι η Ρωμιοσύνη, μια ψυχή, μέσ' το βιολί σου ζει!

Αλλά, επί τέλους, τι ήταν ο Ζήδρος; Ποιητής ήταν ή στρατιώτης; Ήταν ακριβώς και τα δυο! Το
λέει σε μια πολύ χαρακτηριστική διαζωγράφιση του ήρωα ο συναγωνιστής του Νίκος Σπανός,
αναφέροντας τα ακόλουθα:

Του άρεσε σε στιγμές κάποιας ανάπαυλας να κουβεντιάζει στο λημέρι για φιλολογικά
θέματα και κάποτε να φιλοσοφεί μάλιστα. Απάγγελλε στίχους και πραγματικά ενεθουσίαζε.

Ήταν φανατικός δημοτικιστής. Γι' αυτό, όπως έλεγε, στη Σχολή των Ευελπίδων, παρ' ολο που
έγραψε πολύ καλά σ' όλα τα άλλα θέματα, απορρίφθηκε στις εξετάσεις γιατί στην έκθεση
ιδεών έγραψε στη δημοτική.

Ήταν ένας νέος με σπάνιαν φυσικήν ευγένειαν και μεγάλην ψυχικήν και πνευματικήν
καλλιέργειαν. Ένας άνθρωπος που ένοιωθε και εκινείτο μεταξύ του στρατιώτη και του
ποιητή. Αφιερωμένος ο μισός στην ποίηση και ο άλλος μισός στον πόλεμο. Αναζητούσε στην
ποίηση και τη μουσική την ισορροπία που χρειαζόταν η ψυχή του στρατιώτη που λόγω των
κινδύνων και την προσμονή του θανάτου αναπτύσσει μέσα της άλλες δυνάμεις, την
σκληρότητα, την αναλγησία και την περιφρόνηση αυτής της ίδιας της ζωής.

Άλλος συναγωνιστής του Ζήδρου, ο Πέτρος Στυλιανού (ο Ονήσιλλος), όταν ξέφυγε θαρραλέα
από τα χέρια των Άγγλων, προωθήθηκε στο λημέρι του ήρωα που τότε, τέλη του 1955,
βρισκόταν κοντά στο χωριό Πολύστυπος. Ήταν μια κατασκότεινη και παγωμένη νύχτα όταν
έφθασε εκεί, οδηγημένος από τον Κυριάκο Μάτση. Βρήκαν τον Ζήδρο να κάθεται στο
κρησφύγετο με καμιά δεκαριά αντάρτες γύρω από μια φωτιά, να λένε ιστορίες και να
προσπαθούν να ευθυμήσουν ενώ περίμεναν τον ερχομό του νέου χρόνου. Έξω ο χειμώνας
λυσσομανούσε ανελέητος, κι όλα τα στοιχεία της φύσης συνωμοτούσαν, λες και ήθελαν να
καταπιούν και να αφανίσουν αυτή τη μυστική κρύπτη με τα ανθρώπινα μυρμήγκια που

Digitized by 10uk1s
βρίσκονταν μέσα.

Γλαφυρά και παραστατικά ο Πέτρος Στυλιανού δίνει τις στιγμές εκείνες, περιγράφοντας με
δύναμη τον ήρωα:

...Με τον Γρηγόρη, τον καπετάν Ζήδρο της δημοτικής και λαϊκής Κυπριακής ποίησης,
καθόμαστε ώρες πολλές και μιλούμε, μολονότι για πρώτη φορά βλεπόμαστε. Έχει όμως
μπροστά του την «έκθεση» του Σώζου, του Ξάνθου όπως ήταν το παλιό ψευδώνυμο.

Είναι σαν να σε ξέρω από χρόνια, ρε, Ονήσιλλε, ύστερα από τόσα που μου ανέφερε για
σένα ο Ξάνθος. Σάμπως μούλεγε και τίποτε άλλο από ιστορίες για τους φίλους του, τον
Ονήσιλλο και το Ρωμανό; Τα ξημερώματα μας βρίσκουν να μιλούμε κουκουβιαστούς σε μια
φωτιά που τρεμόπαιζε για της πατρίδας τη λευτεριά, για τον αγώνα και τις δραματικές του
φάσεις, για τις δυσκολίες τις σχεδόν ανυπέρβλητες για την προσδοκώμενη κατίσχυση της
λευτεριάς πάνω στη βάρβαρη βία... Ο βαθύς προβληματισμός του από την παρουσία έστω
και σποραδικών κρουσμάτων –που δεν αλλοιώνουν βέβαια τον κανόνα, μα προξενούν
ζημιές ανυπολόγιστες στον αγώνα– ατόμων στον αντάρτικο μηχανισμό με μειωμένη την
αγωνιστική διάθεση, κι ακόμα πιο σπάνια την ηθική οντότητα, είναι ολοφάνερος, ιδιαίτερα
μετά από την δραπέτευση από τις Κεντρικές Φυλακές, την ένταξή του στις ανταρτικές
ομάδες και την επαναπροσχώρησή του στις κατοχικές δυνάμεις κατάδικου του κοινού
ποινικού κώδικος. Είναι η απόδραση του κατάδικου Π. Χατζ., που τόσο σάλο προξενεί –μετά
τη σύλληψή του, και την διάδοση πως είχε σταλή από τους Άγγλους– στις αγωνιστικές
γραμμές.

Μα ο λόγος δεν σταματά ως τον αγώνα. Ανοίγει διάπλατα για να διατάμη πτυχές που
κανένας ως τα σήμερα ίσως δεν θα υποψιαζόταν πως θα κάλυπτε το πολύπλευρο και
ανήσυχο μυαλό του Γρηγόρη. Ο λόγος στρέφεται και στην ποίηση ακόμα και στην τέχνη, στη
λογοτεχνία και σε παλιότερες ευτυχισμένες μέρες. Φαίνεται απίστευτο κι όμως είναι 100%
αληθινό το φαινόμενο του Γρηγόρη. Μέσα στα βαθιά άγρια μεσάνυχτα της Δεκεμβριάτικης
νύχτας του '55, μέσα στο πολικό ψύχος των παγωμένων βουνών μας, με τον εχθρό ώρα την
ώρα να φανή, ο Γρηγόρης αφήνει να ξεδιπλωθή η πολυσύνθετη προσωπικότητά του: Ο
ανήσυχος νέος, που προβληματίζεται συνεχώς, που διψά στη μάθηση, που μιλά για
νεοελληνική λογοτεχνία –μόλις βρήκε τις ελάχιστες στιγμές να ξανοίξη την καρδιά του–
μέσα στα κακοτράχαλα βουνά μας, με την απειλητική μορφή του χάρου να φτερακίζη στις
διπλανές βουνοκορφές μας.

Μα κείνο που για πάντα σημαδεύει την προσωπική επαφή με το Γρηγόρη είναι η
ακεραιότητα του χαρακτήρα του, η ειλικρίνειά του το ήθος του, κι η φαταλαστική, η μοιραία
–μπορεί να πη κανένας– προσμονή κι απαντοχή του θανάτου. Όταν κάποτε του
παρατήρησα πως η φρουρά μας ήταν ελλιπής (δεν θυμάμαι τώρα αν είχαμε καν βάλει
σκοπιά κείνη τη νύχτα), ο Γρηγόρης μούδειξε τα τρία αυτόματα και τα επτά ντουφέκια που
λαμποκοπούσαν στις ανταύγειες της φωτιάς, για να υπογραμμίση πως η καλύτερη φρουρά
μας ήταν εκείνα.

– Ζωντανούς, πάντως –πρόσθεσε– δεν μπορούν να μας συλλάβουν...

Η προσωπική συνομιλία συνεχίζεται ως αργά το πρωί, κι αφήνει να ξεδιπλωθή αβίαστα κι

Digitized by 10uk1s
αρμονικά όλη η προσωπικότητα του Γρηγόρη. Μια προσωπικότητα ώριμη, γιομάτη από
πλούσιες μορφές και πτυχές δράσης. Από τη βόρειο Ελλάδα ένα σορό αναζητήσεις
ξανάρχονται στη σκέψη, διακινούν τις αναμνήσεις και γεμίζουν την ατμόσφαιρα με ζεστές –
πότε χαρούμενες και πότε μελαγχολικές– αναμνήσεις. Η στρατιωτική θητεία στ'
ακροσύνορα του Ελληνικού βορρά και τη Θεσσαλονίκη, τις μικρές και τις μεγάλες
επιχειρήσεις της, τις κοινωνικές της εκφάνσεις, οδηγούν τη σκέψη σε μια ανεξάντλητη
πλημμυρίδα από όμορφες αναπολήσεις. Η περιγραφή της ενέδρας για τη σύλληψη ξένου
κατασκόπου σ' ένα βουνό της βορείου Ελλάδας –που τελικά επιτυγχάνει κι ο κατάσκοπος
πιάνεται αιχμάλωτος– η ανεξάντλητη γοητεία των ανεκδότων που ένας νέος είναι φυσικό
να κουβαλά μαζί του, ιδιαίτερα σαν έχει ζήσει σε μια μεγαλούπολη σαν τη Θεσσαλονίκη...

Εκεί όμως που στέκομαι σαν σ' έκσταση ήταν η στιγμή που ανακάλυπτα πως ο Γρηγόρης
ήταν ξεσκολισμένος από τον Παλαμά και τον Βάρναλη, τον Καζαντζάκη και τον Κορνάρο, τον
Βενέζη, τον Περάνθη, και τον Κοτζιά ακόμα. Στεκόταν ιδιαίτερα στα θέατρα του Καζαντζάκη
και τον «Ζορμπά» του και θαύμαζε την όμορφη αρχιτεκτονική δομή του γίγαντα του
σύγχρονου νεοελληνικού λόγου, του ελέφαντα αυτού της σύγχρονης σκέψης της μάνας
πατρίδας.

Μια προοδευτική πατριωτική αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων χάρασσε τη


θέση του σε κάθε συναφές πρόβλημα, μια θέση που άγγιζε τα όρια του πλήρους
κοινωνικού ανασχηματισμού και της οριστικής εξάλειψης της κοινωνικής εκμετάλλευσης.
Θέσεις, σκέψεις και όνειρα που δυστυχώς δεν πρόλαβε να αγωνιστή για να τα δη να
πραγματώνουνται στην πατρίδα που ακόμα αντιπαλαίει για να χαρή της λευτεριάς τις
ηλιαχτίδες.

Digitized by 10uk1s
10
ΖΩΗ ΣΤ' ΑΠΑΤΗΤΑ ΛΗΜΕΡΙΑ
Στη μάχη των Σπηλιών οι Άγγλοι και ο Θάνατος είχαν χάσει μέσα από τα χέρια τους τον
Αυξεντίου. Κι αυτός άπιαστος, φτερωμένος στην ψυχή και στο σώμα, περνούσε από κορφή σε
κορφή, κατέβαινε από χωριό σε χωριό συδαυλίζοντας και κατευθύνοντας τη φλόγα που είχε
ανάψει στις καρδιές των Πίτσιλλων. Όρκιζε νέα μέλη, εκπαίδευε τις ομάδες, μοίραζε όπλα,
επεσήμανε στόχους. Πόσες και πόσες νύχτες, μετά τον Δεκέμβρη του 1955, δεν είχε
περπατήσει για ώρες σ' εκείνες τις τυλιγμένες στο χιόνι περιοχές του Τροόδους, περνώντας από
κακοτράχαλα μονοπάτια και διασχίζοντας παγωμένα νερά...

Οι Άγγλος παίρνοντας σκόπιμα ψεύτικες πληροφορίες, ή παραπλανημένοι από αβάσιμες


ενδείξεις, νόμιζαν ακόμη, στις αρχές του Ιανουαρίου 1956, ότι ο Αυξεντίου δεν είχε διαφύγει
από την περιοχή της Καντάρας και ότι βρισκόταν κάπου στις βόρειες πλαγιές του
Πενταδακτύλου. Ένα επίσημο αγγλικό ανακοινωθέν που εκδόθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1956
ανέφερε: «Διεξάγεται έρευνα εις την περιοχήν Καντάρας της βορειοανατολικής Κύπρου.
Ηρευνήθησαν τα χωρία Δαυλός και Φλαμούδι και οι κάτοικοι ανεκρίθησαν, αλλ' ουδέν
ανεκαλύφθη. Τα στρατεύματα διεξάγουν τώρα εξονυχιστικήν έρευναν εις την γειτονικήν
περιοχήν των ως άνω χωρίων, βοηθούμενα υπό δύο αεροπλάνων τύπου Ώστερ και
στρατιωτικών και αστυνομικών σκύλων. Και αι έρευναι αύται ουδέν ήγαγον εις φως, αλλ' η
επιχείρηση συνεχίζεται. Το Βασιλικόν Ναυτικόν φρουρεί τας ακτάς». Οι Άγγλοι στρατιώτες που
έπαιρναν μέρος στο νέο αυτό κύκλο ερευνών ανέρχονταν σε χίλιους. Ούτε όμως αυτοί, ούτε οι
σκύλοι τους («στρατιωτικοί» και «αστυνομικοί»!), ούτε το Βασιλικό Ναυτικόν που επιτηρούσε
τις ακτές, μπόρεσαν να εντοπίσουν και να συλλάβουν τον Ζήδρο που βρισκόταν κάπου... 150
χιλιόμετρα μακριά, στο Τρόοδος.

Στην απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη Μακλέοντ, της Υπηρεσίας Πληροφοριών, αναφέρεται
ότι με τον ερχομό του 1956 οι Άγγλοι είχαν πια πληροφορηθεί την περιοχή όπου δρούσε ο
Αυξεντίου. Να ένα σχετικό απόσπασμα:

Ένα πράγμα ήταν πια απόλυτα βέβαιο: από προσεκτική μελέτη και ανάλυση των εγγράφων
πούπεσαν στα χέρια μας ήταν βέβαιο, ότι ο Αυξεντίου από τότε πούχε γίνει η σύγκρουση
στα Σπήλια είχε αναλάβει την διοίκηση των ανταρτικών επιχειρήσεων της ΕΟΚΑ στην
Οροσειρά Τροόδους και ότι έκτοτε, αλλάζοντας ψευδώνυμα από ΖΗΔΡΟΣ σε ΡΗΓΑ, σε ΑΡΗ
και τώρα από ΑΡΗ σε ΑΙΑΝΤΑ, εξακολουθούσε να παραμένει στην ίδια θέση.

Μια περιοχή συνολικής έκτασης χίλια περίπου τετραγωνικά μίλια με επίκεντρο την πιο
ψηλή κορυφή της Νήσου, την κορυφή του Ολύμπου και που τα όριά της επεκτείνονταν πιο
πέρα από τα διοικητικά σύνορα τεσσάρων επαρχιών, Λευκωσίας, Πάφου, Λεμεσού και
Λάρνακας ήταν ο τομέας δράσης του Αυξεντίου.

Σ' αυτή την περιοχή επρόκειτο να γίνει τώρα η αναμέτρησή μας μαζί του και να δοθεί η
μάχη για τη συντριβή της ραχοκοκκαλιάς αυτής της τρομοκρατίας.

Για την προετοιμασία μιας εκκαθαριστικής επιχείρησης, η Υπηρεσία μας Πληροφοριών


πίστευε ότι το αρχηγείο και τα άλλα ορμητήρια του Αυξεντίου έπρεπε να βρίσκονταν σε
απρόσιτα σημεία των κορυφογραμμών και ότι στα χωριά καταφεύγανε μόνο σε περίπτωση

Digitized by 10uk1s
κινδύνου και για ανεφοδιασμό. Έτσι η επιχείρηση αποφασίστηκε να στραφεί προς τα
βουνά.

Κι ενώ η επιχείρησή μας βρισκόταν εν εξελίξει, πήραμε την εντυπωσιακή πληροφορία, ότι ο
Αυξεντίου, για να εξαλείψει το διακριτικό γνώρισμα στο πρόσωπό του, έκαμε με χρυσό
επένδυση στα δυο μπροστινά του δόντια για να καλύψει το μεσοδόντιο διάστημα που τον
χαρακτήριζε και ότι η υγεία του δεν είναι και τόσο καλή και ότι γι' αυτό το σκοπό είχε
επισκεφθεί γιατρό στη Λευκωσία.

Οι Άγγλοι όλο και είχαν κάποιες πληροφορίες λίγο - πολύ πραγματικές για τις κινήσεις του
Αυξεντίου. Οι πηγές τους ήταν κυρίως τρεις: Πρώτο το αφελές κουβεντολόι ανθρώπων που κάτι
γνώριζαν, δεύτερο οι εκθέσεις των πληρωμένων πρακτόρων τους και, τρίτο, τα μυστικά που
αποσπούσαν από τους αγωνιστές που βασάνιζαν με τα πιο απάνθρωπα μέσα.

Εν τούτοις, για την τακτική του Αυξεντίου οι πληροφορίες τους δεν ήσαν ακριβείς, γιατί ο Νίκος
Σπανός αναφέρει για το θέμα. αυτό τα ακόλουθα:

Οι υπολογισμοί των Άγγλων ήταν απόλυτα λανθασμένοι. Ο Αυξεντίου, μελετώντας τις


κινήσεις και τα σχέδια του αντιπάλου, εφάρμοσε μια εντελώς αντίθετη τακτική. Καθιέρωσε
στη διοίκηση και τη λειτουργία του τομέα του αποκεντρωτικό σύστημα κι αντί κρησφυγέτων
στα βουνά έγιναν κρύπτες και καταφύγια στα σπίτια των χωριών. Χώρισε ολόκληρη την
περιοχή του σε υποτομείς δράσης, όπου κατένειμε τους άνδρες του σε ομάδες με υπεύθυνο
συγκροτήματος και ομαδάρχες, σε στιγμές δε μεγάλου κινδύνου οι οδηγίες του ήταν: οι
ομάδες να αυτοδιαλύονταν και τα μέλη τους να διασπείρονται δυο - δυο σε διαφορετικά
σπίτια.

Για να διευκολύνονται οι διακινήσεις μαχητών και η διαβίβαση πληροφοριών, όρισε μια


περιοχή σα νεκρή ζώνη για επιχειρήσεις και ο ίδιος επί κεφαλής μιας ομάδας θα εκινείτο
ανάλογα με την κατάσταση και τις εξελίξεις σε μια ακαθόριστη κάθε φορά περιοχή, όπου
θα είχε το αρχηγείο του.

Η προώθηση στην περιοχή του και η ένταξή τους στις ανταρτικές ομάδες του Αυξεντίου των
πιο πολλών από τους μαχητές που δραπέτευαν από τις φυλακές και τα κρατητήρια, του
επέτρεψε να ενισχύσει τις δυνάμεις κρούσης με αξιόλογα και αξιόμαχα στελέχη.

Σιγά - σιγά τα παλληκάρια του Αυξεντίου έγιναν δεκαεπτά και λημέριαζαν όλοι μαζί σ' ένα καλά
καμουφλαρισμένο, αλλά στενόχωρο κρησφύγετο στην απρόσιτη περιοχή της Παπούτσας. Στις
19 Ιανουαρίου 1956 άκουσαν από το βραδυνό δελτίο ειδήσεων του ραδιοφώνου, ότι
απέδρασαν από τα Κρατητήρια Κοκκινοτριμηθιάς οι Πολύκαρπος Γεωρκάτζης, Αντώνης
Γεωργιάδης, Μιχαήλ Ρωσσίδης, Σόλων Ποιηταρίδης και Μιχάλης Ασσιώτης. Τρεις μέρες πιο
ύστερα ο Γεωρκάτζης έφθασε στο λημέρι της Παπούτσας για να ενωθεί με τη δύναμη του
Αυξεντίου. Η συνάντησή τους, σ' εκείνα τα απάτητα μέρη ήταν απερίγραπτα συγκινητική.
Γνωρίζονταν πριν από την έναρξη του Αγώνα όταν συναντούνταν μυστικά στα προάστια της
Λευκωσίας Στρόβολος και Παλουριώτισσα.

Στις 20 Ιανουαρίου 1956 οι Άγγλοι άρχισαν με ισχυρές δυνάμεις έρευνες στην περιοχή της
Πιτσιλιάς με σκοπό να συλλάβουν ή σκοτώσουν τους αντάρτες της ΕΟΚΑ και να ανακαλύψουν

Digitized by 10uk1s
τα κρησφύγετά τους. Οι έρευνες αυτές κάλυπταν τα χωριά Κυπερούντα, Χανδριά, Αγρός, Άγιος
Θεόδωρος, Άγιος Ιωάννης, Ζωοπηγή και Άγιος Κωνσταντίνος. Ο Διγενής από την περιοχή του
Κύκκου έγραψε επειγόντως στον Ζήδρο να εγκαταλείψει το λημέρι και να σκορπίσει σε
ασφαλισμένα μέρη τους άνδρες του μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.

Η αφαίρεση των κυνηγετικών όπλων

Ενώ είχαν περάσει κιόλας δέκα μήνες ένοπλου αγώνα, οι μαχητές της ΕΟΚΑ δεν είχαν ακόμα
επάρκεια πολεμικού υλικού κι αναγκάζονταν να πολεμούν τους Άγγλους με πρωτόγονα και
επικίνδυνα όπλα και εκρηκτικά. Το ανθρώπινο υλικό ήταν σημαντικό και οι ομάδες
οργανώνονταν η μια μετά την άλλη. Αλλά δεν υπήρχε οπλισμός για να διανεμηθεί στις ομάδες
αυτές.

Έτσι, ο Διγενής αποφάσισε να αφαιρέσει από τους ιδιώτες κατόχους τους ένα αριθμό
κυνηγετικών όπλων που του ήταν αναγκαίος. Τα κυνηγετικά αυτά όπλα (τελικά αφαιρέθηκαν
κάπου 800) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν –και χρησιμοποιήθηκαν, πράγματι– με αρκετά
ικανοποιητικά αποτελέσματα σε ενέδρες από μικρή απόσταση εναντίον των Άγγλων. Βέβαια,
δεν ρίχνονταν, σκάγια. Στα φυσίγγια έμπαινε ειδική γόμωση από χοντρά κομμάτια μολυβιού
που προκαλούσαν φονικά τραύματα σ' αυτόν που τα δεχόταν από απόσταση και εκατό ακόμα
μέτρων. Στις ανταρτικές ομάδες δημιουργήθηκε η δυνατότητα να διαθέτουν μικρό οπλισμό:
πολυβόλα «μπρεν», ελαφρά οπλοπολυβόλα, τυφέκια και κυνηγετικά τώρα.

Οι σχετικές απόρρητες διαταγές του αρχηγείου διαβιβάστηκαν με κάθε μυστικότητα και έλεγαν
ότι σε όλη την Κύπρο, σε πόλεις και χωριά, οι ομάδες θα έπρεπε, τη νύχτα της 22ας Ιανουαρίου
1956, να εξορμούσαν για να μαζέψουν όσα περισσότερα όπλα μπορούσαν από τους
Ελληνοκυπρίους κατόχους τους. Είχε μεγάλη σημασία –κι αυτό τονιζόταν κατάλληλα– να
υπάρξει μυστικότητα, αιφνιδιασμός και συντονισμός, ώστε όλα να τελειώσουν προτού ακόμα
οι Άγγλοι προλάβουν να κινηθούν.

Κι ενώ όλα είχαν ετοιμασθεί και οι τελευταίες διαταγές είχαν φύγει από το ορεινό αρχηγείο,
στον «Γέρο» έφθασε μια είδηση που τον αναστάτωσε: Οι Άγγλοι ήξεραν ότι στις 22 του μηνός η
ΕΟΚΑ θα μάζευε τα κυνηγετικά! Την πληροφορία αυτή του μετέφερε ο ψυχωμένος κληρικός
αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Λευκωσιάτης, που έφτασε βιαστικός και ανήσυχος στο λημέρι του
Κύκκου τη νύχτα της 21ης Ιανουαρίου. Ο Λευκωσιάτης είπε στον Διγενή, ότι μια διαταγή του
Αυξεντίου για το θέμα των όπλων είχε πέσει στα χέρια της Αστυνομίας.

Τότε για τον Αρχηγό δημιουργήθηκε ένα βασανιστικό δίλημμα. Αλλά, κι αν ακόμα ήθελε να
αναστείλει την επιχείρηση, πρακτικά δεν του ήταν εύκολο να το κάμει. Θα ήταν προβληματικό
αν μέχρι την άλλη μέρα θα μπορούσαν οι νέες διαταγές του να έφθαναν σ' ολόκληρο το νησί.
Γιατί, βέβαια, έπρεπε και η τελευταία, και η πιο μικρή ομάδα να πληροφορηθεί έγκαιρα την
ακύρωση της πρώτης διαταγής. Τι θα γινόταν αν μια έστω ομάδα δεν έπαιρνε το μήνυμα και
ενεργούσε; Ή, ακόμη, τι θα γινόταν αν οι Άγγλοι, ξέροντας πια τις προθέσεις της ΕΟΚΑ,
διάτασσαν αυτοί την άμεση παράδοση των κυνηγετικών όπλων στις Αρχές;

Για να μη χαθεί η ευκαιρία, ο Διγενής διακινδύνευσε το πράγμα: Διέταξε να γίνει η επιχείρηση


χωρίς άλλο, και οι ομάδες να ενεργήσουν με μεγάλη προσοχή για να μη πέσουν στις ενέδρες
των Άγγλων και να δείξουν ταχύτητα και αποφασιστικότητα.

Digitized by 10uk1s
Στην εμπιστευτική του έκθεση ο ταγματάρχης Μακλέοντ γράφει, για τη φάση αυτή της δράσης
του Αυξεντίου, αυτά τα χαρακτηριστικά:

...Κι όμως ενώ η προσοχή μας στράφηκε στη Λεμεσό, στις 20 Ιανουαρίου 1956 στρατιώτες
μας ανακάλυψαν στο χωριό Πολύστυπος, στο σακκάκι κάποιου εκ πρώτης όψεως
ανύποπτου χωρικού αλλά που έγινε άφαντος έκτοτε, μια διαταγή της ΕΟΚΑ. Μ' αυτή
διατάσσονταν οι τοπικές ομάδες των χωριών της περιοχής Πιτσιλιάς να προβούν, την νύκτα
της 22ας Ιανουαρίου, στην υφαρπαγή όλων των ιδιωτικών κυνηγετικών όπλων και
φυσιγγίων. Η διαταγή έφερε την υπογραφή «ΑΡΗΣ» και όταν εξετάσαμε τον γραφικό
χαρακτήρα του εκδότη διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι αυτός ήταν ο Αυξεντίου.

Επειδή ξέραμε ότι συνήθιζε να διευθύνει αυτοπροσώπως τις επιχειρήσεις που σχεδίαζε,
στήσαμε τη νύκτα εκείνη ενέδρες έξω από όλα τα χωριά της περιοχής. Το μεγαλύτερο δε απ'
αυτά, το Παλαιχώρι, περιβόητο σαν τόπος καταγωγής πολλών απ' τους επικίνδυνους
τρομοκράτες, περικυκλώθηκε από στρατεύματα εν αναμονή της καθόδου σ' αυτό του
Αυξεντίου, που τελικά μόλις κατόρθωσε να διαφύγει, όταν επικεφαλής μερικών συντρόφων
του έπεσε σε ενέδρα μας έξω από το Παλαιχώρι.

Η τρίτη ευκαιρία να συλλάβουμε τον Αυξεντίου χάθηκε πάλι. Η αποτυχία μας ήταν ακόμα
μεγαλύτερη γιατί η εκστρατεία για κλοπή των κυνηγετικών όπλων δεν αφορούσε μόνο την
περιοχή Πιτσιλιάς αλλά ολόκληρη τη Νήσο. Το αποτέλεσμα ήταν να αρπαγούν μέσα σε μια
νύκτα χίλια περίπου όπλα, πράγμα που μας ανάγκασε να διατάξουμε αμέσως όλους τους
κατόχους όπλων να τα παραδώσουν στις Αρχές. Και δεύτερο, στα χωριά που στήσαμε
ενέδρες οι δράστες, είτε κατάγονταν απ' αυτά, είτε είχαν προλάβει εν τω μεταξύ να
προωθηθούν σ' αυτά και να κάνουν ανενόχλητα τη δουλειά τους.

Αναχώρηση και επιστροφή στο λημέρι

Οι Άγγλοι είχαν την εντύπωση, ότι ο Αυξεντίου είχε κι αυτός κατεβεί στο Παλαιχώρι και ότι
μάλιστα είχε τραυματισθεί ελαφρά στη συμπλοκή με τους Άγγλους. Όμως, είχαν κάνει λάθος. Ο
Αυξεντίου ούτε κατέβηκε στο χωριό και, φυσικά, ούτε και τραυματίστηκε. Είχε μείνει στο
λημέρι της Παπούτσας και από εκεί συντόνιζε την επιχείρηση στα χωριά της Πιτσιλιάς. Μετά τη
σύγκρουση των αγωνιστών και των στρατιωτών στο Παλαιχώρι, έστειλε μια γρήγορη
ενημερωτική έκθεση στον Διγενή και σ' αυτή του ανάφερε:

Οι μεταβάντες εις Παλαιχώρι άνδρες μας ενέπεσαν εις ενέδραν. Ευτυχώς μεταξύ αυτών
ευρίσκετο και ο θαυμάσιος Ζήνων, όστις λαβών θέσιν ουχί μόνον εκάλυψε τους άλλους
δύο, αλλά εξουδετέρωσε και την ενέδραν φονεύσας δύο στρατιώτας και τρέψας τους
υπολοίπους εις φυγήν. Το ότι δεν είχομεν θύματα μόνον εις θαύμα δύναται να αποδοθή,
διότι οι άνδρες μας εβλήθησαν δι' αυτομάτων εξ αποστάσεως 10 μέτρων περίπου.

Επληροφορήθην τα ανωτέρω υπό των δύο, οίτινες απεμακρύνθησαν καλυπτόμενοι υπό του
Ζήνωνος ενώ ησχολούμην με την επίδεσιν του τραύματος Μήτρου συγχρόνως δε
ειδοποιήθην ότι ο στρατός εκινείτο προς την κατεύθυνσίν μας.

Συνεπτύχθην προς την κατεύθυνσιν Αρακαπά - Επταγώνιας.

Digitized by 10uk1s
Την 24ην τρέχ. επανέκαμψα εις το λημέρι.

Ο «θαυμάσιος Ζήνων» ήταν ο τολμηρός αγωνιστής Γεώργιος Μάτσης, από το Παλαιχώρι, που
χρόνια ολόκληρα μετά τον Αγώνα λέει: «Ο Αυξεντίου δεν ήταν μαζί μας. Έμεινε στο λημέρι μας
στην Παπούτσα για να διευθύνει τις εξορμήσεις. Ευτυχώς από μας δεν εσκοτώθηκε κανένας.
Τραυματίστηκε μόνο ο ένας από τους τρεις μας. Καταδιωκόμενοι αναγκαστήκαμε να
εξαφανιστούμε σε διαφορετικές κατευθύνσεις και επειδή εγώ εκάλυπτα την αποχώρησή μας,
έχασα την επαφή με τους άλλους». Ο τραυματισμένος αγωνιστής ήταν ο Κυριάκος Κόκκινος,
που ο Αυξεντίου με στοργή και ενδιαφέρον περιποιήθηκε ο ίδιος την πληγή του.

Στις 26 Ιανουαρίου, όταν πέρασε η φουρτούνα, ο Αυξεντίου γύρισε στην Παπούτσα και από
εκεί την ίδια νύχτα έστειλε στον Διγενή την ακόλουθη αναφορά:

Από χθες βράδυ επανήλθα εις το λημέρι. Οι διελθόντες πλησίον αυτού στρατιώται ουδέν
αντελήφθησαν.

Σχετικώς με συμπλοκήν πλησίον Παλαιχωρίου αναφέρεται συμπληρωματικώς ότι:

1) Αι απώλειαι του εχθρού είναι εις νεκρός και εις τραυματίας.

2) Ελήφθη επαφή μετά Ζήνωνος. Το τραύμα του Μήτρου είναι εντελώς επιπόλαιον. Πάντως
θα αποστείλω τούτον εις Λευκωσίαν εις ιατρόν δια να τον ιδή. Δεν είναι καταζητούμενος
και επομένως δύναται να κυκλοφορήση. Αι έρευναι εις τα χωρία της περιοχής μου
συνεχίζονται. Συνελήφθησαν αρκετά μέλη μας. Επ' αυτού θα υποβάλω κατάστασιν άμα τω
πέρατι των ερευνών.

Πλην του Λόντου, εις ωρισμένα χωριά της περιοχής μου εχρησιμοποιήθη διά την υπόδειξιν
μελών μας και ο πρώην σταθμάρχης Αγρού και νυν σταθμάρχης Πισσουρίου Μαρνέρος.

Παρακαλώ διατάξετε την πλησιεστέραν ομάδα όπως αναλάβη την εκτέλεσίν του.

Άμα τη συγκεντρώσει της ομάδος θα χωρίσω τους άνδρας κατά ζεύγη και θα ορίσω εις
έκαστον ζεύγος ένα ή δύο χωριά διά την εκτέλεσιν των προδοτών.

Σκέπτομαι διά τους πλέον επικινδύνους να τους συγκεντρώσω και να τους εκτελέσω
ομαδικώς προς παραδειγματισμόν.

Παρακαλώ γνωρίσατέ μοι εάν εγκρίνητε το ανωτέρω μέτρον.

Δεν ήταν αδικαιολόγητο αυτό το μίσος του Αυξεντίου εναντίον των προδοτών του Αγώνα, που
τόσες ζημιές είχαν φέρει με την αναίσχυντη δράση τους, αν σκεφθεί κανείς ότι και ο ίδιος
προσωπικά είχε τόσο δοκιμασθεί από την προδοσία. Τελικά, η ομαδική εκτέλεση των οργάνων
αυτών των Άγγλων δεν έγινε, ο καθένας ξεχωριστά πλήρωσαν. Πολλοί από αυτούς, πλήρωσαν
με θάνατο τις προδοσίες τους.

Τον Φεβρουάριο 1956 ο Ζήδρος κατέβηκε στο γραφικό μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά
και ζήτησε από τον ηγούμενο Ειρηναίο φιλοξενία. Ο πατριώτης ηγούμενος του πρόσφερε

Digitized by 10uk1s
πρόθυμα κατάλυμα και κάθε βοήθεια για να μπορεί από εκεί να διευθύνει τις ομάδες του.

Στις 14 Φεβρουαρίου 1956 ο διευθυντής της Αστυνομίας Γ. Χ. Ρόμπινς εξέδωσε μια προκήρυξη
για τους επικηρυγμένους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, με την οποία προσφερόταν αμοιβή μέχρι 5.000
λιρών «δια παροχήν πληροφοριών εν σχέσει προς πρόσωπα, τα οποία μετέχουν
τρομοκρατικών βιαιοτήτων και επίσης περί πληροφοριών, δυναμένων να οδηγήσουν εις την
ανακάλυψιν παρανόμων όπλων, πολεμοφοδίων και εκρηκτικών υλών». Στον κατάλογο αυτόν,
το όνομα «Γρηγόριος Π. Αυξεντίου» ήταν, και πάλι, πρώτο-πρώτο. Ήξεραν καλά οι διώκτες του
ότι σ' αυτόν βασικά έπρεπε να στρέψουν την προσοχή όσων ενδιαφέρονταν για τα «τριάκοντα
αργύρια» της προδοσίας.

Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ για να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις Μακαρίου και Χάρντιγκ, που
τότε είχαν φθάσει σε κρίσιμο σημείο, έστειλε στους τομείς, στις 15 Φεβρουαρίου 1956,
διαταγή για αναστολή της δράσης, αλλά να είναι έτοιμοι να αμυνθούν, ή να ξαναρχίσουν τις
επιχειρήσεις τους μόλις διαταχθούν.

Η κατάσταση στην Κύπρο γινόταν, εν τω μεταξύ, πιο δραματική. Στις 20 Φεβρουαρίου


επικυρώθηκε η καταδίκη σε θάνατο του αγωνιστή Ανδρέα Δημητρίου. Στις 28 του ίδιου μήνα
καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι Ανδρέας Ζάκος και Χαρίλαος Μιχαήλ. Ύστερα από λίγες
μέρες, στις 5 Μαρτίου 1956, ο κυβερνήτης Χάρντιγκ σε ραδιοφωνική ομιλία του τόνιζε:
«Προτίθεμαι να συνεχίσω την εκστρατείαν δια την αποκατάστασιν του νόμου και της τάξεως με
όλα τα εις την διάθεσίν μου μέσα... Όταν επιτευχθή τούτο, θα δυνάμεθα να ελπίζωμεν, ότι θ'
αντιμετωπίσωμεν τα προβλήματα της αυτοκυβερνήσεως εκ νέου με περισσοτέρας ελπίδας
επιτυχίας». Παράλληλα επέκρινε την άρνηση του Μακαρίου να καταδικάσει την ΕΟΚΑ.

Ύστερα από τέσσερεις μέρες ο Μακάριος θα εξοριζόταν στις Σεϋχέλλες και για τους αγωνιστές
της ΕΟΚΑ δεν θα έμενε άλλη διέξοδος παρά να κτυπήσουν και πάλι τους Άγγλους...

Ο θάνατος του Χρίστου Τσιάρτα

Ο Ζήδρος δεν χρειαζόταν πια διαταγή του Διγενή για να κάμει νέες επιθέσεις. Ήξερε καλά τώρα
ποιο ήταν το καθήκον και η αποστολή του...

Η ομάδα βρισκόταν στο λημέρι της Παπούτσας και ειδικά στην οροσειρά Αετοφωλιά, στα
ανατολικά του χωριού Άγιος Θεόδωρος. Επικεφαλής ο Ζήδρος και κάτω από τις διαταγές του
δεκαέξι παλληκάρια, μεταξύ των οποίων και οι Πολύκαρπος Γεωρκάτζης, Νίκος Σπανός,
Γεώργιος Μάτσης, Σάββας Κουλλαμής, Χρίστος Τσιάρτας, Ανδρέας Τσιάρτας, Αυγουστής
Ευσταθίου, Αντωνάκης Αντωνάς, Μιχαήλ Ασσιώτης, Κυριάκος Κόκκινος, Χριστόφορος
Χριστοφίδης, Ανδρέας Νικολαΐδης και Χαράλαμπος Μπαταριάς. Στις 8 το βράδυ της 14ης
Μαρτίου 1956 ο Αυξεντίου πήρε τους άνδρες του και κίνησε για να κτυπηθεί με τους Άγγλους.
Πέρασαν από τον Άγιο Θεόδωρο, ύστερα από τον Άγιο Ιωάννη και, μεσάνυκτα πια, έφθασαν
στο χωριό Ποταμίτισσα. Αφού ξεκουράστηκαν, μπήκαν στο λεωφορείο ενός Λουκά από την
Κυπερούντα και κατέβηκαν προς το χωριό Λύμες. Εκεί αρκετοί χωριάτες βρίσκονταν στα
καφενεία και στους δρόμους και έτσι κάποιος τους κάλεσε να απομακρυνθούν για να
μπορέσουν οι αντάρτες να περάσουν αθέατοι. Πέρασαν από την Κυπερούντα και κατάληξαν
στα Χανδριά, όπου έμειναν για μια μέρα και για μια νύχτα. Την άλλη μέρα, καταμεσήμερα,
άρχισαν πορεία για τις θέσεις μάχης που είχαν ετοιμάσει. Έφτασαν εκεί και είδαν ότι τα πάντα

Digitized by 10uk1s
ήταν εν τάξει. Ετοίμασαν πρόσθετα χαρακώματα και έκαμαν τις αναγκαίες διευθετήσεις για την
τοποθέτηση της ηλεκτρικής νάρκης.

Την αναγνώριση και την εκλογή της περιοχής για την ενέδρα την είχε κάμει από πριν ο Ζήδρος.
Το σχέδιό του ήταν, και στην περίπτωση αυτή, τρελλό! Εκεί όπου θα κτυπούσαν τον εχθρό, η
διαμόρφωση του εδάφους ήταν τέτια που για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αγωνιστές μετά
την επιχείρησή τους, δεν θα έπρεπε να μείνει ούτε ένα πιστόλι του εχθρού να βάλλει. Δηλαδή,
θα έπρεπε να εξοντωθεί και ο τελευταίος Άγγλος για να είναι εξασφαλισμένη η διαφυγή τους.
Αυτή ήταν η παράφορη παλληκαριά του Αυξεντίου. Η ενέδρα θα στηνόταν σε μια ορεινή
στροφή και γύρω - γύρω οι ανωφέρειες ήταν ό,τι χειρότερο για τη διολίσθηση και τη διαφυγή
των ανταρτών Για αρκετή ώρα μετά το τέλος της μάχης και μέχρι να περάσουν στην άλλη
πλευρά, θα ήσαν εκτεθειμένοι. Σ' αυτή την αμφιθεατρική καμπύλη, κοντά στο χωριό Χανδριά,
θα γινόταν η αναμέτρηση, στις 17 του Μάρτη 1956.

Πριν από τα μεσάνυκτα ο Ζήδρος «έταξε» τους άνδρες του με τέτιο τρόπο, ώστε τα πυρά τους
να διασταυρώνονται φονικά και να κτυπούν οποιαδήποτε αυτοκινητοπομπή των Άγγλων θα
τολμούσε να περάσει από εκεί. Κάπου στη μέση του μετώπου όρθιος ο ίδιος θα επόπτευε και
θα έδινε το πρόσταγμα της μάχης, διατάσσοντας τον Γεώργιο Μάτση, δίπλα του, ν' αρχίσει
πρώτος ριπές με ένα πολυβόλο μπρεν.

Μια γιγαντιαία αυτοκινητοπομπή φάνηκε λίγο πριν από τα μεσάνυκτα, αλλά ο Αυξεντίου
έκρινε ότι θα ήταν καθαρή αυτοκτονία η άνιση αυτή αναμέτρηση. Την άφησε να περάσει, αλλά
είπε στα παλληκάρια του να είναι πανέτοιμα, γιατί ήξερε ότι οι Άγγλοι αξιωματικοί και ειδικοί
ανακριτές συνήθιζαν να ακολουθούν, σε μικρή απόσταση, τις μεγάλες αυτοκινητοπομπές.

Πράγματι, σε λίγο φαίνονται τα αυτοκίνητα των αξιωματικών και των ανακριτών, όπως ορθά
υπολόγισε ο μάστρος. Μαχητής της ΕΟΚΑ που είχε μετάσχει στη μάχη αφηγείται
επιγραμματικά: «Όρθιος στο βράχο, προμηθεϊκός κι αγέρωχος, ο Γρηγόρης με το πιστόλι στο
χέρι, κραυγάζει «πυρ». Το τρομερό Μπρεν Γκαν, στα χέρια του Μάτση, απαντά στην κραυγή με
ασταμάτητη φοβερή ριπή. Και με μιας τα τιμημένα όπλα των ανταρτών ξερνούν φωτιά και
σίδερο, ενώ κάτω στο φαράγγι σμίγουν σε θρήνο του έβδομου κύκλου της κόλασης, κραυγές,
οιμωγές, ρόγχοι μελλοθάνατων και τραυματισμένων Άγγλων στρατιωτών».

Το κροτάλισμα των αυτομάτων και οι εκρήξεις των χειροβομβίδων δημιουργούσαν ένα


πανδαιμόνιο θανάτου μέσα σ' εκείνη την κατασκότεινη και άγρια νύκτα. Όσοι από τους
Άγγλους δεν είχαν εξουδετερωθεί από τις πρώτες ριπές, μη έχοντας τρόπο διαφυγής,
προσπάθησαν να αναρριχηθούν στην πλαγιά για να αντιμετωπίσουν τα παλληκάρια του
Ζήδρου. Μερικές καλοζυγισμένες χειροβομβίδες από επάνω έδωσαν τραγικό τέλος στην
προσπάθειά τους...

Ο Ζήδρος δίνει διαταγή, ύστερα από πέντε λεπτά μάχης, να σταματήσουν τα πυρά. Θέλει να
εξακριβώσει αν υπάρχουν εχθροί ζωντανοί, πόσοι είναι και από που βάλλουν. Ένας Άγγλος,
καλά κρυμμένος κάπου, κτυπούσε πεισματικά με το πιστόλι του. Με διαταγή του Ζήδρου
άρχισαν νέα πυρά μέχρι που φάνηκε ότι κι αυτός είχε εξουδετερωθεί. Ήταν, όμως, λάθος. Ο
Άγγλος, κτυπημένος μόνο είχε κρυφτεί καλά σε μια απυρόβλητη γωνιά και από εκεί
παρακολουθούσε πότε θα απαγκιστρωθούν και θα βαδίσουν ακάλυπτοι προς την κορυφή οι
αγωνιστές για να βάλει εναντίον τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο λαμπρός
πατριώτης και μαχητής Χρίστος Τσιάρτας.

Digitized by 10uk1s
Ο άτυχος αγωνιστής αποχωρούσε από το πεδίο της μάχης τελευταίος μαζί με τον αδελφό του
Ανδρέα και τον Πολύκαρπο Γεωρκάτζη. Ο Άγγλος από τη χαράδρα έβαλε τότε με πιστόλι
μεγάλου βεληνεκούς εναντίον τους. Δυο - τρεις πιστολιές. Μια σφαίρα περνά ξυστά από τα
μαλλιά του Γεωρκάτζη. Πέφτουν και οι τρεις κάτω. Ο Γεωρκάτζης έλεγε, χρόνια μετά, ότι
προχωρούσαν έρποντας προς την κορυφή που δεν απείχε παρά μόνο λίγα μέτρα. Οι άλλοι
αγωνιστές είχαν περάσει κιόλας στην άλλη πλευρά. Είχαν όλοι τη βεβαιότητα ότι οι σποραδικοί
πυροβολισμοί δεν πέτυχαν το στόχο τους. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν καθόλου έτσι. Η
σιλουέτα του Τσιάρτα, καθώς έφευγε τελευταίος, είχε διαγραφεί ψηλά στον θολό νυκτερινόν
ορίζοντα σαν ένας ελκυστικός στόχος για τον Άγγλο που είχε επιζήσει...

Όταν έφτασαν στην Ποταμίτισσα και μετρήθηκαν, βρέθηκαν δεκάξη μόνο. Έλειπε ο Χρίστος.
Δεν πέρασε κακό από το μυαλό τους γιατί ο Γεωρκάτζης τους είπε ότι μετά τη μάχη και στην
πορεία μέχρι την κορυφή, το παλληκάρι ήταν κοντά του. Αν είχε κτυπηθεί, δεν θα είχε ακουστεί
κάποια κραυγή του, δεν θα είχε ζητήσει βοήθεια; Στρέφεται προς τον Ζήδρο και ρωτά ο
Γεωρκάτζης:

– Να συμβαίνει τίποτε, Γρηγόρη;

Ο Ζήδρος δεν υποπτεύεται την τραγωδία και απαντά:

– Αποκλείεται. Σίγουρα ο Χρίστος θα τράβηξε για τον Πολύστυπο, για το χωριό του, για να
ανταμώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του...

Ήταν αλήθεια, ότι ο Τσιάρτας είχε ζητήσει την άδεια του Αυξεντίου να του επιτραπεί να πάει
για λίγο στο χωριό του. Μάλιστα, τόση ήταν η σεμνότητά του, ώστε το αίτημά του αυτό το
διαβίβασε στον «μάστρο» μέσω του Γεωρκάτζη. Ο Αυξεντίου πήγε κοντά στον Τσιάρτα και του
είπε καλόκαρδα:

– Μετά την ενέδρα Χρίστο, να πάεις να δεις τους δικούς σου... Έχεις την άδειά μου.

Η ανταρτική ομάδα, αφού ανάσανε στην Ποταμίτισσα, ξεκίνησε για το λημέρι της, στην άγρια
και απρόσιτη περιοχή της Παπούτσας. Περπατούσαν όλη τη νύχτα και κατά το χάραμα
κατάληξαν στο χωριό Άγιος Θεόδωρος, όπου στάθμευσαν και πάλι. Εκεί από κάποιο
ραδιόφωνο οι Αυξεντίου, Γεωρκάτζης και Σπανός άκουσαν την είδηση που έδωσαν οι Άγγλοι
για την ενέδρα των ανταρτών. Αφού οι αποικιακές αρχές ανάφεραν τις δικές τους απώλειες,
πρόσθεταν ότι στο πεδίο της μάχης «βρέθηκε το πτώμα ενός τρομοκράτη». Τότε κατάλαβαν...
Ο άτυχος Χρίστος είχε κτυπηθεί κατά τη διαφυγή και έπεσε νεκρός, χωρίς να μπορέσει να πει
ούτε λέξη. Γι' αυτό ο αδελφός του και ο Γεωρκάτζης, που βρίσκονταν δίπλα του, δεν κατάλαβαν
τίποτε.

Όταν εγκαταστάθηκαν και πάλι στο λημέρι τους της Παπούτσας, όπου έφτασαν στις τρεις μετά
τα μεσάνυκτα ύστερα από πορεία τριών ημερών, ο Ζήδρος κάλεσε κοντά του τον Ανδρέα
Τσιάρτα και του ανάγγειλε το τραγικό μαντάτο για τον θάνατο του αδελφού του. Του είπε:

– Ανδρέα, πρέπει να σου το πω... Πρέπει να σφίξουμε την ψυχή μας. Τον Χρίστο μας τον πήρε
θυσία η Λευτεριά!...

Digitized by 10uk1s
Ο Ανδρέας έκλαψε τον θάνατο του αδελφού του και μαζί του ανείπωτα συγκινημένοι ήταν και
όλοι οι άλλοι αγωνιστές. Αργότερα ο Διγενής θα γράψει για το σκοτωμένο παλληκάρι του:
«...Όσοι τον εγνώρισαν δεν θα τον ξεχάσουν. Έχυσαν δάκρυα διά την απώλειάν του και πρώτος
εγώ, ο Αρχηγός του, ο οποίος εγνώρισα τας αρετάς του. Τον εκάλυψε και αυτόν η δόξα».

Για τις συνθήκες της μάχης και του θανάτου του αδελφού του ο Ανδρέας Τσιάρτας δίνει την
ακόλουθη αυθεντική και συγκινητική μαρτυρία σε παλαιότερη αφήγησή του:

...Είχαμε ρίψει όλα μας σχεδόν τα πυρομαχικά και ο Αυξεντίου μας είπε να υποχωρήσωμε.
Ο ίδιος θα εκάλυπτε την υποχώρησιν με το «μπρεν».

Αποχωρούσαμε έρποντας, ο ένας κοντά στον άλλο.

Τελευταίοι αποχωρούσαμε εγώ, ο αδελφός μου Χρίστος και ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης.

Σε μια στιγμή που εσταμάτησεν να βάλλη το «μπρεν», ο Άγγλος ηύρε την ευκαιρία να βάλη
εναντίον μας.

Οι σφαίρες έπεφταν κοντά μας, ένδειξις ότι η αποχώρησίς μας έγινε αντιληπτή, γιατί οι
προπορευόμενοι δεν έφυγαν έρποντας και η σιλουέτα τους διεγράφη στον ορίζοντα.

Αυτό ήταν αιτία να χάσωμε ένα από τα καλύτερα παλληκάρια της ομάδος μας, τον Χρίστο
Τσιάρτα.

Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος και δεν έγινε αντιληπτός, παρ' όλο που βρισκόταν πολύ
κοντά μου και στον Γεωρκάτζη.

Από την «άλλη πλευρά του λόφου» οι Άγγλοι έκαμναν τους δικούς τους υπολογισμούς και
εκτιμήσεις για τη σύγκρουση αυτή. Στην εμπιστευτική έκθεση του Μακλέοντ σημειώνονταν και
τα ακόλουθα:

Αυτή η εξ ενέδρας επίθεση ενάντια σε αυτοκινητοπομπή μας πούγινε σε μια πολύ


επικίνδυνη καμπή του δρόμου ανάμεσα στα χωριά Χαντριά και Αγρός, ήταν η πιο άγρια και
αιματηρή απ' όλες τις άλλες επιθέσεις που έκαμαν οι τρομοκράτες τις μέρες εκείνες σε
διάφορα μέρη της Νήσου σε αντίποινα για την εξορία του Αρχιεπισκόπου και των
συντρόφων του.

Είκοσι τουλάχιστον τρομοκράτες, με πρωτοφανή σε αριθμό και τύπους αυτομάτων όπλων


και πυρομαχικών, πήραν μέρος στην επίθεση αυτή που στοίχισε τη ζωή δυο αξιωματικών
μας και ενός απ' τους πιο έμπειρους και δυναμικούς ανακριτές μας και τον τραυματισμό
τεσσάρων άλλων.

Όμως, παρά τα διασταυρωμένα πυρά και τον βαρύ τραυματισμό τους, δυο από τους άνδρες
μας κατόρθωσαν να ανταποδώσουν το πυρ, με αποτέλεσμα τον φόνον ενός από τους
τρομοκράτες και ίσως τον τραυματισμό άλλων. Ο νεκρός τρομοκράτης ήταν ο Χρίστος
Τσιάρτας από τον Πολύστυπο, πατέρας δυο μικρών παιδιών. Αυτός που στο σακκάκι του
είχε βρεθεί η διαταγή του Αυξεντίου για τα κυνηγετικά όπλα και το γεγονός τούτο ήταν η

Digitized by 10uk1s
μόνη ένδειξη που είχαμε, ότι την επίθεση αυτή πιθανόν να την σχεδίασε και να την
διεύθυνε ο ίδιος ο Αυξεντίου.

Όταν πια η ομάδα κατάληξε στο αντάρτικο λημέρι, ο Ζήδρος θέλησε να μείνει για λίγο μόνος.
Ήθελε να συγκεντρώσει τη σκέψη του σε όσα έγιναν, να ζυγίσει το μέλλον και να πάρει
αποφάσεις που θα επηρέαζαν καθοριστικά και τους άνδρες του, αλλά και τον ίδιο.

Καθισμένος στη ρίζα ενός δένδρου σκεφτόταν τα παλιά: πώς άρχισε ο Αγώνας, πώς βγήκε στο
κλαρί, τις περιπέτειες και τους κινδύνους που πέρασε στον Πενταδάκτυλο, την ανάκλησή του
στο Τρόοδος, τη φοβερή μάχη των Σπηλιών... Στεκόταν και αναλογιζόταν με πολλή συγκίνηση
τους θανάτους, τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια των φίλων και συναγωνιστών του. Σ' αυτή
την ώρα της μοναξιάς του σκεφτόταν ιδιαίτερα τον σκοτωμένο, τόσο άδικα, Χρίστο Τσιάρτα
που ήταν παλληκάρι ψυχωμένο και φίλος καλός. Σκεφτόταν την πρώτη τους συνάντηση κοντά
στην Κακοπετριά, τότε που τον παράλαβε από τον Γρηγορά και τον οδήγησε στα λημέρια του
«Θείου», πάνω από τα Σπήλια.

Χωρίς να χάσει καιρό πήρε κι έγραψε ένα γράμμα προς τη νέα γυναίκα του Χρίστου, όπου της
έδινε κουράγιο και αποκάλυπτε την ωραία ψυχή του και την πίστη του στις αιώνιες αξίες που
αποτελούσαν το υπόβαθρο του Αγώνα. Στο γράμμα του, με ημερομηνία 22.3.1956, έγραφε
στην τραγική χήρα:

Αξέχαστή μου κυρία Ευγενία, πονεμένη μα ηρωική σύζυγος του αλησμόνητού μου Χρίστου.

Το πλήγμα ήταν για όλους μας βαρύ και περισσότερον για σας.

Εύχομαι όπως ο μεγάλος Θεός σας δώση τη δύναμη να αντιμετωπίσετε με θάρρος και
γενναιότητα και τη νέα δοκιμασία.

Το γενναίο παλληκάρι, και αν έφυγε από κοντά μας, για μας ποτέ δεν θα πεθάνη. Με τη
θυσία του στο βωμό της ελευθερίας απέκτησε την αιωνιότητα της ιστορίας.

Σου δίνουμε το λόγο μας όλοι οι συναγωνιστές του ότι θα εκδικηθούμε το χαμό του.

Διαβιβάζω προς υμάς τα συλλυπητήρια του Αρχηγού και σας παρακαλώ διαβιβάσατε και τα
δικά μου εις τον πατέρα σας.

Θα το ήθελα και εγώ πάρα πολύ να σας επισκεφθώ, αλλά αι υποχρεώσεις μου έναντι του
αγώνος δεν μου το επιτρέπουν.

Εις άλλην περίπτωσιν θα σας γράψω τας συνθήκας της μάχης. Σας λέω μόνο τούτο. Ήτο ένα
μεγάλο ατύχημα. Ο Θεός έτσι το θέλησε.

Ίσως μπορέσει να σας επισκεφθή ο Κικέρων.

Αιωνία του η μνήμη.

Κουράγιο, αγαπητή μου Ευγενία. Μετά τη φουρτούνα θάλθη η γαλήνη. – ΑΡΗΣ (Ρήγας).

Digitized by 10uk1s
Ο Ζήδρος (Ζήδρος έμεινε πάντα όσα ψευδώνυμα κι αν άλλαξε για λόγους ασφάλειας) κοντά
στο νέο του ψευδώνυμο Άρης, έγραφε και το Ρήγας, με το οποίο τον ήξεραν στον Πολύστυπο
και στα χωριά της Πιτσιλιάς που είχε υπό τη διοίκησή του. Ο Κικέρων, βέβαια, δεν ήταν άλλος
από τον Πολύκαρπο Γεωρκάτζη, που εκτός από το ότι ήταν στενός φίλος του Τσιάρτα, γνώριζε
καλά και την οικογένειά του.

Ο Ζήδρος έγραψε επίσης την πιο κάτω επιστολή στον γερο - Τσιάρτα, τον πατέρα του Χρίστου:

Σου γράφω γέροντα, όχι για να σε παρηγορήσω και να σου δώσω θάρρος. Διότι ένας
πατέρας που έδωσε την ευχή του και έστειλε και τους τρεις γυιούδες του να πολεμήσουν
για την λευτεριά της Κύπρου δεν χρειάζεται ούτε παρηγοριά ούτε θάρρος.

Σου γράφω μόνο για να σου εκφράσω την ευγνωμοσύνη της πατρίδος και τον σεβασμό μας
προς τη μνήμη και τη θυσία του γενναίου παλληκαριού και να δώσω εκ μέρους όλων των
συμπολεμιστών του την διαβεβαίωση, ότι και τον θάνατό του θα εκδικηθούμε και πιστοί
στην υπόθεση, για την οποίαν έδωσε τη ζωή του θα παραμείνουμε ακλόνητοι.

Καμμιά ατυχία δεν πρέπει να μας απογοητεύση, τουναντίον πρέπει να χαλυβδώνη τη


θέλησή μας για να συνεχίσουμε με περισσότερο πείσμα τον αγώνα. – ΑΡΗΣ.

Με περισσότερο πείσμα! Δεν ήταν άδεια λόγια που τα γεννούσε η συγκίνηση της στιγμής. Ήταν
ένας όρκος από τα βάθη της καρδιάς του: ο Αγώνας θα συνεχιζόταν εναντίον των Άγγλων, όσες
κι αν ήταν οι θυσίες των αγωνιστών...

Στη σκέπη της Παναγιάς του Μαχαιρά

Οι Άγγλοι διατηρούσαν –προ πάντων πριν από την έναρξη του Αγώνα– τη σταθερή εντύπωση,
ότι οι αιώνες της δουλείας που πέρασαν πάνω από το νησί και η κάποια ευημερία που η δική
τους διοίκηση πρόσφερε στους κατοίκους, είχαν κάμει τους Κυπρίους απόλεμους και
διστακτικούς μπροστά στη βία. Αλλά και όταν ακόμη άρχισε η επαναστατική προσπάθεια, οι
αποικιακές αρχές είχαν για αρκετό καιρό τη βεβαιότητα ότι τα πράγματα δεν επρόκειτο να
προχωρήσουν πέρα από μια σειρά δολιοφθορές. Το αίμα ανατριχιάζει τους Κυπρίους, έλεγε
χαρακτηριστικά ένας Άγγλος αξιωματικός του κλάδου επιχειρήσεων.

Και ήταν αλήθεια, ότι οι Κύπριοι από χαρακτήρα και παράδοση δεν ήσαν πολεμοχαρείς και
αιμοβόροι, αλλά ο φλογερός πόθος της Λευτεριάς και η τόση εθνική οργή είχαν επηρεάσει
οπωσδήποτε αυτό τους τον χαρακτήρα.

Η φονική ενέδρα του Αυξεντίου κατά των Άγγλων αξιωματικών και ανακριτών κοντά στα
Χανδριά οδήγησε τις αρχές σε κάποια άλλα συμπεράσματα: Τώρα η ΕΟΚΑ χρησιμοποιούσε όχι
3 - 4 αγωνιστές για κάποια φευγαλέα επίθεση, αλλά μεγάλο σχετικά αριθμό ανδρών, καλά
οπλισμένων, που τολμούσαν να αντιπαραταχθούν για ώρα, σκοτώνοντας αδίστακτα τους
εχθρούς τους. Οι Άγγλοι καταλάβαιναν ότι ο προσωπικός ρόλος του «περισσότερον
επικηρυγμένου τρομοκράτου εν Κύπρω» ήταν συντελεστικός σ' αυτήν την αιματηρή μορφή
αγώνα. Και πήραν τις αποφάσεις τους: Ο Α υ ξ ε ν τ ί ο υ έ π ρ ε π ε ν α ε ξ ο ντ ω θ ε ί !

Digitized by 10uk1s
Στην απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη Μακλέοντ αναγράφονται και αυτά τα ενδιαφέροντα:

Η επιχείρηση που αρχίσαμε για την ανακάλυψη του Αυξεντίου και άλλων δραστών της
ενέδρας εκείνης επεξετάθηκε σ' ολόκληρη την ανατολική πλευρά της οροσειράς του
Τροόδους μέχρι το μοναστήρι του Μαχαιρά, όπου διεξάγαμε εξονυχιστική έρευνα, χωρίς
όμως αποτέλεσμα.

Ύστερα από λίγο καιρό η Αυτού Εξοχότης ο Κυβερνήτης διέταξε την επικήρυξη, ζωντανού ή
νεκρού, του αδίστακτου αυτού τρομοκράτη με ποσόν πέντε χιλιάδες λίρες και από εδώ και
πέρα η σύλληψή του ή η εξόντωσή του ήταν ζήτημα τιμής για τα στρατεύματά μας που, με
επικεφαλής το πιο δυναμικό και επίλεκτο Σύνταγμα των Αλεξιπτωτιστών, άρχισαν μια
επιχείρηση ασταμάτητης καταδιώξεώς του. Μια πληροφορία μας, ότι ο Αυξεντίου
εγκαθίδρυσε το αρχηγείο του σε μια από τις κορυφές της οροσειράς και ότι για
ανεφοδιασμό κατέβαινε συχνά με τους συντρόφους του στα γύρω χωριά και κάποτε
μάλιστα σ' αυτό το μοναστήρι του Μαχαιρά μας οδήγησε στο να διατηρούμε συνεχώς
στρατιωτικές περιπόλους σ' αυτή την περιοχή.

Στο λημέρι του το απάτητο, ψηλά στην κορυφή της Παπούτσας ελάχιστα κάθησαν ο Ζήδρος και
οι αντάρτες του, απλώς για να ξεκουραστούν ύστερα από την πολυήμερη πορεία τους. Η 25η
Μαρτίου 1956, μέρα του θείου και εθνικού Ευαγγελισμού, τους βρίσκει στο μοναστήρι της
Παναγιάς του Μαχαιρά. Βρίσκονταν συγκεντρωμένοι σ' ένα δωμάτιο του μοναστηριού και
μελετούσαν μια καινούργια επιχείρησή τους, όταν μεγάλος αριθμός Άγγλων στρατιωτών
όρμησαν αιφνιδιαστικά και άρχισαν να ερευνούν τα κελλιά. Σαν θαύμα ήταν πώς κατόρθωσαν
οι αντάρτες να γλιστρήσουν και να ξεφύγουν από τον κλοιό. Μετακινήθηκαν δυο χιλιόμετρα
πιο μακριά, στον δασικό σταθμό των Κιονιών. Εκεί ο πολυμήχανος Αυξεντίου, με πρόθυμη
έγκριση του Έλληνα σταθμάρχη, ένωσε τα τηλεφωνικά καλώδια του Μαχαιρά μ' εκείνα του
σταθμού κι έτσι μπορούσε να ακούει τι έκαναν και που σχεδίαζαν να επεκτείνουν οι Άγγλοι τις
έρευνές τους.

Όταν πια πείστηκαν ότι ο Αυξεντίου δεν βρισκόταν τουλάχιστο εκεί στο μοναστήρι, έφυγαν.
Προσπάθησαν να συγκεντρώσουν περισσότερες πληροφορίες για να μπορέσουν με
περισσότερη σιγουριά να τον εντοπίσουν.

Τέλος Απριλίου του 1956. Ο Ζήδρος με έγκριση του Διγενή μεταμφιέζεται σε αρχιμανδρίτη και,
με ράβδο, σταυρό και επανωκαλυμμαύχι, πηγαίνει στη Λεμεσό κρυφά για να υποβληθεί σε
εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας. Είναι επιβλητικός και πειστικός σαν ιερωμένος. Μόνο που
προσεύχεται μυστικά να του συγχωρεθεί η υπό άλλες περιστάσεις ανόσια αυτή και κολάσιμη
μεταμφίεση. Είχε κάμει προηγουμένως με προσοχή όλες τις συνεννοήσεις που σχετίζονταν με
τη μετακίνησή του και τη χειρουργική επέμβαση. Για τον λόγο αυτό είχαν πάει με κάθε
μυστικότητα στον Μαχαιρά οι αγωνιστές Δήμος Χατζημιλτής, Ανδρέας Παπαδόπουλος και
Μανώλης Σαββίδης. Τελικά ο Αυξεντίου με συνοδεία δυο νεαρές αγωνίστριες της ΕΟΚΑ έφθασε
ασφαλισμένα στη Λεμεσό.

Η εγχείρηση έγινε στην κλινική του Νίκου Αναστασιάδη και με τη βοήθεια του γιατρού Πανίκου
Μιχαηλίδη. Και οι δυο τους αναλάμβαναν μεγάλη ευθύνη και διέτρεχαν κίνδυνο αν οι Άγγλοι
ανακάλυπταν την ιατρική αυτή φροντίδα που έδιναν στον «τρομοκράτη».

Digitized by 10uk1s
Από την Κυριακή των Βαΐων, που έγινε η εγχείρηση, μέχρι τη Μεγάλη Τετάρτη ο Αυξεντίου
βρισκόταν στην κλινική. Μαζί του ήταν διαρκώς ο τομεάρχης της ΕΟΚΑ Δήμος Χατζημιλτής.
Μετρούσε κυριολεκτικά τις ώρες για να ξαναβρεθεί μαζί με τους αντάρτες του στις
βουνοκορφές του Τροόδους. Στους γιατρούς του έλεγε: «Προσέξτε καλά. Προτιμώ να πεθάνω
από αιμορραγία φεύγοντας και καταδιωκόμενος από τους Άγγλους, παρά να με συλλάβουν
από καμιά προδοσία, έτσι ανίσχυρο στο κρεβάτι».

Από το παράθυρο της κλινικής έβλεπε στο βάθος θαμπά τα βουνά και σαν αιχμάλωτος αητός
ήθελε να χτυπήσει τα φτερά του και σε δυο στιγμές να φθάσει στους συναγωνιστές φίλους του.
Από τους πρόποδες των βουνών μέχρι τη Λεμεσό, το θριαμβικό πανηγύρι της άνοιξης έδινε τη
θέση του στο πρώιμο κυπριώτικο καλοκαίρι.

Για να αξιοποιήσει ακόμα και τον λίγο εκείνο χρόνο της ανάρρωσής του, ο Αυξεντίου κάλεσε
δυο αξιωματικούς της Αστυνομίας, μυημένους στην Οργάνωση, τους Γεώργιο Γεωργιάδη και
Πολύδωρο Πολυδώρου, και συνεργάστηκε μαζί τους σε θέματα πληροφοριών. Επίσης δίδαξε
στον Χατζημιλτή ένα απλό και πρακτικό τρόπο πυροδότησης νάρκης από μακρινή απόσταση με
μια μπαταρία. Ύστερα από τέσσερεις μέρες, με συνοδεία τον Χατζημιλτή, τον Παπαδόπουλο και
την αγωνίστρια Αλίκη Στρογγυλού, γύρισε στο μοναστήρι του Μαχαιρά.

Όπου κερνά γλυκό τους διώκτες του...

Μεγάλη Πέμπτη. Σήμερον γρηγορεί ο Ιούδας, παραδούναι τον Κύριον.... Κάποιοι άλλοι Ιούδες
οδηγούν από καιρό σε καιρό τους Άγγλους στ' αχνάρια του Αυξεντίου. Έτσι και σήμερα μια
ομάδα αξιωματικών τους, που γνώριζαν ελληνικά, επισκέπτονται το μοναστήρι. Κάθονται στο
συνοδικό και προσπαθούν, όχι αυστηρά αλλά με αθώες δήθεν βολιδοσκοπήσεις, να
εξακριβώσουν αν ο Αυξεντίου ήταν στην περιοχή, ή αν είχε περάσει από το μοναστήρι. Μαζί
τους βρίσκεται ο ηγούμενος Ειρηναίος. Ο Αυξεντίου, μεταμφιεσμένος σε μοναχό, και με
δυσκολία στο βάδισμα λόγω της εγχειρήσεως, μπαίνει στο συνοδικό και κρατώντας τον
ασημένιο δίσκο κερνά γλυκό και κουμανδαρία στους αξιωματικούς.

Σε κάποια στιγμή οι Άγγλοι ζητούν από τον ηγούμενο να τους φέρει να δουν τις φωτογραφίες
όλων των μοναχών. Βγαίνει ο Ειρηναίος για να συγκεντρώσει τις φωτογραφίες και ο Αυξεντίου
μένει μόνος –ταπεινός και... απόκοσμος μοναχός– με τους επισκέπτες. Τότε ο επικεφαλής
ταγματάρχης τολμά την πρόταση:

– Θα σου δώσουμε χρήματα, θα σε στείλουμε στην Αγγλία να σπουδάσεις θεολογία, θα έχεις


ό,τι θέλεις, θέλουμε μόνο να μας ειδοποιήσεις όταν θα έρθει ο Αυξεντίου στο μοναστήρι για να
έρθουμε να τον συλλάβουμε...

Ο καλόγηρος κάνει ότι εκπλήσσεται, ότι φοβάται τάχα, αλλά και... δεν απορρίπτει την πρότασή
τους.

– Ναι, ναι... θα σας ειδοποιήσω... αλλά πρέπει να με προφυλάξετε, προφέρει με δέος!

Του δίνουν με τρόπο γραμμένο σ' ένα χαρτάκι τον αριθμό τηλεφώνου όπου πρέπει να
ειδοποιήσει και φεύγουν με άκρα ικανοποίηση ότι εξασφάλισαν ένα καλό πληροφοριοδότη

Digitized by 10uk1s
που ίσως να τους οδηγούσε στον Αυξεντίου...

Ο ηγούμενος του Μαχαιρά Ειρηναίος αφηγείται με τα ακόλουθα λόγια τη σχεδόν απίστευτη


αυτή ιστορία:

Σαν μνημόσυνο στην ιερά μνήμη του μεγάλου μας ήρωα Γρηγόρη θα σας διηγηθώ την
ακόλουθη ανέκδοτη ιστορία από την επαναστατική περίοδο της παραμονής του στον
Μαχαιρά. Πλησίαζε το Πάσχα του 1956, κι ο Γρηγόρης υπέφερε πολύ από σκωληκοειδίτιδα.
Κρίθηκε άκρως επείγον να υποστή εγχείρηση, και οκτώ μέρες προ του Πάσχα μετεφέρθη με
προφυλάξεις στην Λεμεσό. Εκεί δυο Έλληνες γιατροί τον υπέβαλαν σ' εγχείρηση την
Κυριακή των Βαΐων. Την Αγίαν Πέμπτην ο Γρηγόρης ξαναγύρισε στο μοναστήρι και θα
παρέμενε εκεί μερικές μέρες γι' ανάρρωση...

Ήταν, θυμάμαι, αρχές του Μάη 1956 όταν ξαφνικά αντελήφθημεν πως η μονή και τα γύρω
βουνά ήταν ζωσμένα από μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. Αργότερα έγινε γνωστό πως σ'
εκείνη την επιδρομή πήραν μέρος 2.000 Βρεταννοί στρατιώτες. Ο Γρηγόρης δεν είχεν ακόμα
αναρρώσει από την εγχείρηση, η πληγή τον ενοχλούσε και του ήταν αδύνατο να τρέξει.
Έμενε στο δωμάτιο του ηγουμενείου, έφερε γενιάδα, φορούσε ράσα μοναχού, και για τους
αμύητους στο μεγάλο μυστικό ήταν ο πατήρ... Χρύσανθος. Μαζί του έφερε μόνον ένα
ελαφρό όπλο, ένα περίστροφο...

Όπως ήλθαν τα πράγματα ένα πράγμα μόνο θα μας έσωζε. Η ψυχραιμία. Και θαυμάσαμε
πραγματικά όλοι την μεγάλη ψυχραιμία του Γρηγόρη Αυξεντίου. Θα περνούσε ως το τέλος
για πατήρ Χρύσανθος. Κι αν τυχόν τον υποψιάζονταν τον λόγον θα είχε το πιστόλι, το
κρυμμένο κάτω από τα ράσα του. Ήταν πρωινό, όταν ο κλοιός του στρατού από τα γύρω
βουνά έσφιγγε ασφυκτικά το μοναστήρι. Και σε λίγο δέκα αξιωματικοί και κάπου εκατό
στρατιώτες μπήκαν στη μονή. Άρχισαν παντού εξονυχιστικές έρευνες, κ' εμείς με
συγκρατημένην αγωνία περιμέναμε το τέλος της περιπέτειας. Ήταν δραματικές στιγμές που
θα μείνουν σ' όλους μας αλησμόνητες. Στο μεταξύ –κ' ενώ οι έρευνες συνεχίζονταν– κάλεσα
τους αξιωματικούς και τους συνοδούς τους στο ηγουμενείο.

Τα μοναστήρια της Κύπρου είναι παροιμιώδη για τη φιλοξενεία τους. Ο Αυξεντίου στεκόταν
εκεί, ήρεμος, γαλήνιος, με μια ολύμπια ψυχραιμία στο πρόσωπο. Του έλαχε ο κλήρος να
φιλοξενήσει τώρα τους αμείλικτους διώκτες του, τους ανθρώπους από τους οποίους τον
χώριζε άβυσσος. Στράφηκα προς τον... μοναχό Χρύσανθο και τον κάλεσα:

– Πάτερ Χρύσανθε, πρόσφερε εις τους ξένους της Μονής γλυκό και κουμανδαρία.

Ο Γρηγόρης κινήθηκε μ' εκπληκτική ψυχραιμία, ετοίμασε τον δίσκο με το γλυκό και την
κουμανδαρία κι άρχισε να κερνά τους αξιωματικούς. Εκείνη τη στιγμή με κάλεσαν στο
τηλέφωνο και απεχώρησα για λίγα λεπτά. Αργότερα έμαθα πως οι αξιωματικοί –σαν πήραν
το γλυκό και την κουμανδαρία τους– άρχισαν να ρωτούν επίμονα τον Πάτερ... Χρύσανθο αν
ο Γρηγόρης Αυξεντίου πέρασε από το μοναστήρι. «Δεν πέρασε ακόμα από δω –τους
απαντούσε ο Γρηγόρης– «αν περνούσε θα τον έβλεπα». «Μα τότε να σου δώσουμε τον
αριθμό του τηλεφώνου μας είπαν χαρούμενοι οι αξιωματικοί – κι αν τύχη να περάση από
δω ο Γρηγόρης Αυξεντίου μας κάμνεις ένα τηλεφώνημα».

Digitized by 10uk1s
Και πρόσφεραν στον πατέρα Χρύσανθο την κάρτα με τον τηλεφωνικό αριθμό του
στρατηγείου τους, με την ικανοποίηση πως ανεκάλυψαν ένα φίλο στο μοναστήρι, έτοιμο να
τους βοηθήση στο κυνηγητό του Γρηγόρη Αυξεντίου. Κι ίσως να στάθηκαν τυχεροί στην
ανακάλυψη του «φίλου». Γιατί αν ανακάλυπταν ποιος κρυβόταν κάτω από το ράσο του
πάτερ Χρύσανθου, αλλοιώτικα θα γραφόταν η εποποιία του Μαχαιρά. Κάποιοι Βρεταννοί
αξιωματικοί θα πλήρωναν την ανακάλυψη με το αίμα τους και πλάι τους θάπεφτε ένα
χρόνο νωρίτερα ο ημίθεος Αητός του Μαχαιρά.

Στο μοναστήρι ο Ζήδρος είχε εγκαταστήσει τότε το αρχηγείο του. Την πραγματική του ιδιότητα
τη γνώριζε μόνο ο ηγούμενος και δυο τρεις άλλοι μοναχοί. Για την υπόλοιπη μοναχική
αδελφότητα ήταν ο πατήρ Χρύσανθος που είχε έρθει από την Αθήνα, όπου σπούδαζε θεολογία,
για να περάσει το Πάσχα στον Μαχαιρά... Μερικοί κάτι άλλο υποπτεύονταν, αλλά εκείνοι που
καθόλου δεν υποπτεύθηκαν την πραγματικότητα ήσαν οι τρεις πολύ γέροι καλόγηροι. Αυτοί,
μάλιστα, έμεναν κατάπληκτοι όχι τόσο από τον «πατέρα Χρύσανθο», όσο γιατί στο μοναστήρι
συνέβαιναν περίεργα και ανεξήγητα πράγματα. Τις νύχτες παράξενες σκιές –ούτε μοναχοί,
ούτε προσκυνητές– γλιστρούσαν με προφύλαξη μέσα στις αυλές, ύστερα έφευγαν το ίδιο
αλλόκοτα όπως είχαν εμφανισθεί. Και, κατά τη μαρτυρία του αρχιμανδρίτη Μακάριου
Μαχαιριώτη, μεταξύ των ανίδεων γερόντων ανταλλάσσονταν κάτι τέτιοι διάλογοι:

– Κύριε ελέησον! Μα είναι πλάσματα που βλέπω ή φαντάσματα;

– Παναγία μου, τζ' αν εν κακόν εξόριστο.

– Στο μοναστήριν μπαίνουν κλέφτες τζιαι ληστές.

– Για τούτον χάνουνται που τα τζιελλάρκα τα χαλλούμια, οι εληές τζιαι τα ψουμιά.

– Η υπόθεση πρέπει να δοθεί στην αστυνομίαν. Πρέπει...

Η οργή του «πατρός Χρυσάνθου» ξεσπά

Τα τρόφιμα που, ανεξήγητα για τους γέροντες, χάνονταν από τα κελάρια του μοναστηριού, δεν
τα έπαιρναν βέβαια κλέφτες και ληστές. Τα έπαιρναν για την τροφοδοσία τους οι αντάρτες του
καπετάν Ζήδρου. Αλλά, τώρα με την απειλή ότι θα φώναζαν την αστυνομία, το πράγμα έχανε
την κωμική του μορφή και γινόταν ιδιαίτερα σοβαρό. Ο πατήρ Χρύσανθος που άκουγε τους
φόβους και τις προθέσεις των γέρων μοναχών, τους κάλεσε στο ηγουμενείο για να τους
παρατηρήσει.

Κυρτωμένος από το βάρος των ενενήντα του χρόνων μπήκε πρώτος ο οικονόμος Δαμιανός. Η
ματιά του έπεσε αμέσως στο γραφείο όπου καθόταν ο πατήρ Χρύσανθος και όπου βρισκόταν
ένα περίστροφο. Έκπληκτος ο αγαθός γέροντας είπε:

– Τι συμβαίνει εδώ; Τι βλέπουν τα μάτια μου; Είναι περίστροφον ή κάμνω λάθος;

Τότε –κατά την αφήγηση του ιδίου- μίλησε ο Αυξεντίου και τους είπε πικραμένα και αυστηρά:

Digitized by 10uk1s
– Δεν κλαίτε, γέροντες, την μοίρα σας και την μοίρα αυτού του τόπου που δεν αξιωθήκατε να
τον δείτε ελεύθερο και κλαίτε τα χαλλούμια και τις εληές, και τα ψουμιά και μιλάτε στους
ξένους για κλέφτες και ληστές και ζητάτε αστυνομία; Άλλη φορά μη ξανακούσω να πείτε λέξη
για ό,τι βλέπετε ή ακούετε στο μοναστήρι, γιατί αλλοίμονό σας!

Ο Δαμιανός αφηγείται έτσι τη συνέχεια: «Κύριε των δυνάμεων!, λέω. Μα τι συμβαίνει επί
τέλους; Είμαι ενενήντα σχεδόν ετών. Πρώτην φοράν βλέπω εγώ, οικονόμος και πνευματικός,
ιερομόναχον να κρατά πιστόλαν και να φοβερίζει άλλους μοναχούς και μάλιστα μεγαλύτερους
και ανώτερούς του. Ποίος είναι ο κύριος;» Την έκπληξη διαδέχθηκε η συγκίνηση. Λέει ο γέρος
οικονόμος του Μαχαιρά: Όταν μας είπεν, ότι είναι ο Αυξεντίου που είχαμεν ακουστά, του λέγω:
παιδί μου, σε συγχωρώ. Και αν δεν αξιωθήκαμεν, όπως είπες, να δούμεν τον τόπον μας
ελεύθερον, αφού αξιωθήκαμεν τουλάχιστον να δούμεν εσέναν που πολεμάς για τούτον, ας
πεθάνουμεν».

Οι διάφορες πληροφορίες οδηγούσαν τους Άγγλους στο συμπέρασμα, ότι κάπου στον Μαχαιρά
βρισκόταν ο Αυξεντίου με την ανταρτική του ομάδα και ότι από εκεί διοικούσε τομέα της
Πιτσιλιάς, αλλά δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι βρισκόταν και μέσα στο ίδιο το μοναστήρι.
Δυο από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της παραμονής του στο μοναστήρι αφηγείται ο
ηγούμενος Ειρηναίος, λέγοντας:

Κατά τον Μάιον 1956 ήλθον εις την Μονήν 12 Άγγλοι στρατιώται υπό τον αξιωματικόν Χωλ.
Εις αυτούς, κατόπιν εντολής του Αυξεντίου, παρετέθη την μεσημβρίαν γεύμα εις την
τραπεζαρίαν της Μονής. Εις μίαν ντουλάπαν, είχε κρυβή αντάρτης ωπλισμένος, ο δε
Αυξεντίου ήτο εις το Ηγουμενείον, άλλοι δε αντάρται και καλόγηροι ωπλισμένοι εις άλλα
δωμάτια ήσαν έτοιμοι, αφού φονεύσουν τον αξιωματικόν, να συλλάβουν τους στρατιώτας
οι οποίοι είχον μεθύσει από το κρασί, και να τους απαγχονίσουν μακράν της Μονής. Ενώ
όμως ητοιμάζοντο να θέσουν εις εκτέλεσιν το σχέδιόν των, εις αντίποινα διά τους
απαγχονισθέντας Καραολήν και Δημητρίου, κατέφθασαν εις την Μονήν τρεις επισκέπται
Έλληνες και ούτω εματαιώθη το τολμηρόν σχέδιον.

Τον Ιούλιον 1956 επληροφόρησα τον Αυξεντίου ότι ενώ επέστρεφον εις την Μονήν, εις
Άγγλος στρατιωτικός ιερεύς με υπεχρέωσε να ίσταμαι επί δύο ώρας εντός αγρού με
θημωνιές. Ο Αυξεντίου κατόπιν τούτου και άλλων επεισοδίων εις βάρος κληρικών υπό των
Άγγλων, εζήτησε την άδειαν του Αρχηγού όπως συλλαμβάνη και εκτελή Άγγλους ιερείς.
Κατά τας ημέρας εκείνας εφιλοξενείτο εις την Μονήν ο εν Λευκωσία Άγγλος αρχιδιάκονος
Άτνεϋ. Ο Αυξεντίου ανέμενε την απάντησιν του Διγενή διά να τον εκτελέση. Αργά την νύκτα
ο σύνδεσμος εκόμισε την αλληλογραφίαν. Η απάντησις του Αρχηγού ήτο κατηγορηματική:
"Απαγορεύω αυστηρώς την εκτέλεσιν μη στρατιωτικών ιερέων".

Έτσι ο αρχιδιάκονος Άτνεϋ χάρις εις την ανωτερότητα και τον ιπποτισμόν του Διγενή εσώθη.

Τον Μάιο 1956 οι Άγγλοι, ύστερα από μεγάλη προετοιμασία εξαπολύουν τις εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις τους στην περιοχή της Μονής Κύκκου. Οι έρευνές τους αποβλέπουν στη σύλληψη
ή την εξόντωση του Διγενή και των ανδρών του που είχαν τα λημέρια τους στη Βασιλική και
λίγο πιο κάτω από το Θρονί της Παναγίας. Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ κινδυνεύει πράγματι θανάσιμα.
Αν δεν ήσαν τόσο ανίκανοι οι διώκτες του και αν δεν μεσολαβούσε η απροσδόκητη πυρκαγιά
στο δάσος που κατάκαψε τους Άγγλους, η διαφυγή των αγωνιστών θα ήταν αδύνατη.

Digitized by 10uk1s
Ο Αυξεντίου καταλαβαίνει ότι πρέπει να κάμει επιθέσεις αντιπερισπασμού, αλλά προσωπικά ο
ίδιος είναι ανίκανος ακόμα να μετακινηθεί. Μόλις έχει περάσει μήνας από την εγχείρησή του
και οι πόνοι δεν του επιτρέπουν πορείες. Προς τον Αρχηγό στέλλει την ακόλουθη αναφορά:

ΕΟΚΑ

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΟΝ

4.6.56

Ελήφθη υμετέρα 1.6.56. Προγενεστέρα διαταγή υμών δια της οποίας μου αναθέτετε την
διοίκησιν της Ζώνης της περιοχής Λεμεσού δεν ελήφθη.

Παρακαλώ κατατοπίσατέ με σχετικώς.

Μόλις παραλάβω αυτόματα εκ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ θα σας αναφέρω.

Ανησύχησα πάρα πολύ δι' υμάς κατά τας τελευταίας ερεύνας. Δυστυχώς προσωπικώς
ουδέν ηδυνάμην να κάμω διότι δεν είμαι εισέτι ικανός διά μακρυνάς πορείας. Εδοκίμασα
να φύγω με την ομάδα αλλά τρομεροί πόνοι με ηνάγκασαν να παραιτηθώ.

Η μία εκ των ομάδων απέτυχε εις ηλεκτρικήν ανατίναξιν επί της οδού Λεμεσού - Λευκωσίας
λόγω αφλογιστίας πυροκροτητών. Η ετέρα επί εβδομάδα και πλέον ευρίσκετο συνεχώς εις
ενέδραν προς Αμίαντον χωρίς να επιτύχουν στόχον.

Έχω δώσει τώρα οδηγίας όπως επιτεθούν της φρουράς ΜΙΤΣΕΡΟΥ διά των μπρεν και των
αραβίδων, ενώ τα ελαφρά αυτόματα θα ενισχύσουν ομάδας Ο.Κ.Τ. αι οποίαι θα
ενεδρεύουν.

Αι ανωτέρω ενέργειαι διετάχθησαν κατόπιν προφορικών διαταγών σας, δι' ανάπτυξιν


εντόνου δράσεως μόλις ο Χάρντιγκ αφιχθή εις Λονδίνον ως με επληροφόρησε προ της
συλλήψεώς του ο Κικέρων.

Διατάξατε εάν εγκρίνητε την απαγωγήν Άγγλων ιερέων. Σημειωτέον ότι ούτοι οπλοφορούν
και λαμβάνουν μέρος εις ερεύνας εις οδοφράγματα.

Νομίζω ότι κάπου πρέπει να ασφαλισθήτε Αρχηγέ και να μη εκτίθεσθε εις τόσους
κινδύνους.

Η απώλεια πέντε ή δέκα εξ ημών δεν προξενεί και μεγάλον κώλυμα εις τον αγώνα, εάν
όμως παρ' ελπίδα απολέσωμεν υμάς, ο αγών θα ξεφτίση αμέσως, με αποτέλεσμα εντός
ελαχίστου πλέον χρονικού διαστήματος να διαλυθώμεν και τότε όλα χάνονται.

ΑΡΗΣ

Πόση αγάπη και πόση αφοσίωση είχε για τον αρχηγό του ο Αυξεντίου! Και με πόση σεμνότητα
λέει, ότι ο δικός του ο ρόλος και εκείνος των άλλων αγωνιστών είναι ασήμαντος και ότι ο

Digitized by 10uk1s
θανατός τους δεν θα έχει μεγάλη σημασία για τον Αγώνα, ενώ εκείνου...

«Είμαι αποφασισμένος να τους εκτελέσω»...

Ο Αυξεντίου ήξερε να είναι φίλος καλός, ιδανικός συναγωνιστής και αφάνταστα βολικός
μάστρος για τα παλληκάρια του. Αλλά γνώριζε, παράλληλα, και να είναι σκληρός και αυστηρός
όταν το επέβαλλε η ανάγκη. Στα θέματα πειθαρχίας προ πάντων ήταν άκαμπτος και
ανυποχώρητος.

Στα τέλη Μαΐου 1956 σε κάποιο τμήμα πάει να εκδηλωθεί μια διασπαστική κίνηση. Για το πώς
την κρίνει και πώς την αντιμετωπίζει ο Ζήδρος φαίνεται από την ακόλουθη αναφορά του, των
αρχών Ιουνίου 1956 προς τον Διγενή:

ΕΟΚΑ

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΟΝ

Εις τούτους απέστειλα 3 κυνηγετικά. Τυφέκια και ανάλογα πυρομαχικά υπήρχον ωσαύτως
εντός κρύπτης την οποίαν εγνώριζε μόνον ο παπάς.

Ο Μίτας και πυρπολητής, οίτινες ως γνωστόν ηρνήθησαν να προσφέρουν τας υπηρεσίας


των, οπουδήποτε ήθελε διατάξη η Οργάνωσις, παρακολούθησαν τους μικρούς και τους
έκλεψαν όλον τον οπλισμόν.

Όταν δε τους εζητήθη να τον επιστρέψουν, ηρνήθησαν δηλώσαντες ότι θα εργασθούν μόνοι
τους χωρίς να λαμβάνουν διαταγάς από κανένα. Σημειωτέον ότι ο Μίτας έχει εις την
κατοχήν του και το κυνηγετικόν το οποίον αφηρέθη από τον αστυνομικον σταθμόν
Αμιάντου.

Πάντως είμαι αποφασισμένος να τους εκτελέσω εάν αρνηθούν να παραδώσουν τον


οπλισμόν εις τους δικούς μου.

ΑΡΗΣ

Την ώρα που με τόση άκαμπτη αυστηρότητα είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την απειθαρχία
στους κόλπους της Οργάνωσης, ο Ζήδρος μεριμνά και για την ηθική τόνωση των αγωνιστών και
του λαού. Κυρίως θέλει να κάμει όλους να συνειδητοποιήσουν, ότι οι θάνατοι και οι απώλειες
είναι φυσικά επακόλουθα του Αγώνα και ότι δεν είναι αιτία θρήνου και απελπισίας, αλλά
ευκαιρία ανάτασης αγωνιστικής.

Ο ίδιος προσωπικά είχε αναμετρηθεί αρκετές φορές με το ενδεχόμενο του θανάτου του κι είχε
πάρει σταθερά την απόφασή του: θα πέθαινε, αλλά δεν θα σήκωνε τα χέρια μπροστά στους
Άγγλους διώκτες του, στους Τούρκους δήμιους και στους «Έλληνες» προδότες που τους
ακολουθούσαν. Οι δυσκολίες τον χαλύβδωναν και η πίστη του ήταν απέραντη για την αίσια
έκβαση του Αγώνα.

Digitized by 10uk1s
Εξ αφορμής του θανάτου του Χρίστου Τσιάρτα, έγραφε σε τοπικό υπεύθυνο της Πιτσιλιάς που
είχε το ψευδώνυμο «Αγαμέμνων», τα ακόλουθα, στις 21 Ιουνίου 1956:

Αναφέρατέ μου σχετικώς τι κατάστασις επικρατεί εις το χωριό και εάν το ηθικό του λαού
είναι ακμαίο μετά τον θάνατο του γενναίου παλληκαριού μας.

Καμμιά ατυχία δεν πρέπει να μας απογοητεύη, τουναντίον πρέπει να χαλυβδώνη την
θέλησί μας για να συνεχίσουμε με περισσότερο πείσμα τον αγώνα.

Ο αγών μας ήρχισε με τους καλυτέρους οιωνούς και έγινε θρύλος. Θα είναι το μεγαλύτερο
αίσχος δι' ημάς εάν καμφθώμεν εις το τέρμα ενός τόσον υπερόχου αγώνος.

Οσασδήποτε δυνάμεις και αν ρίξη εναντίον μας ο ηττημένος στρατάρχης, πρέπει να


παραμείνη πάντοτε ο ηττημένος.

Την επιστολή του αυτή ο Αυξεντίου υπέγραφε με το ψευδώνυμο Αίας και σαν σε υστερόγραφο
σημείωνε προτρεπτικά στον παραλήπτη: «Αι άλλαι επιστολαί να σταλούν εις Ποταμίτισσαν».

Οι αγγλικές αρχές ξέρουν πια ότι ο Αυξεντίου κινείται και δρα στην ορεινή περιοχή της
Πιτσιλιάς όπου έχει το αρχηγείο του και τα βοηθητικά του λημέρια. Έχουν όμως και την
πληροφορία ότι στην περιοχή του κατέφυγε και ο Διγενής ύστερα από την καταδίωξή του στον
Κύκκο. Έτσι, στις αρχές Ιουλίου 1956 εξαπολύουν νέα εκκαθαριστική επιχείρηση σε δεκάδες
χωριά. Στις 7 Ιουλίου οι εφημερίδες της Λευκωσίας, αναδημοσιεύουν πληροφορίες του
«Ρώυτερ», σύμφωνα με τις οποίες «κύριος αντικειμενικός σκοπός των νέων επιχειρήσεων είναι
η ανακάλυψις και σύλληψις του στρατηγού Γρίβα, όστις επί αρκετάς ημέρας κατεδιώκετο εις τα
δάση του Κύκκου προ τινος χρόνου, κατορθώσας τελικώς να διαφύγη». Ήταν ίσως η πρώτη
φορά που οι Άγγλοι βρίσκονταν σε απόλυτη αμηχανία για το που ξεγλίστρησε ο Γρίβας. Οι
πληροφορίες τους και οι υπολογισμοί τους δεν είχαν καμμιά σχέση με την πραγματικότητα. Ο
αρχηγός της ΕΟΚΑ βρισκόταν πια στο απόλυτα μυστικό κρησφύγετό του της Λεμεσού, πράγμα
που αγνοούσε ακόμα και ο Αυξεντίου. Είχε κι αυτός την εντύπωση ότι ο αρχηγός του κινδύνευε
ακόμη και γι' αυτό τον βασάνιζε η αγωνία για την τύχη του. Ενώ συνεχίζονταν οι έρευνες των
Άγγλων, οι δημοσιογραφικές πληροφορίες ήταν αποκαλυπτικές για το που αποσκοπούσαν οι
επιχειρήσεις. «Αι δυνάμεις ασφαλείας –ανάφεραν– έχουν λόγους να πιστεύουν ότι ο
στρατηγός Γρίβας διέφυγε και κρύπτεται τώρα εις περιοχήν κειμένην ανατολικώτερον και
καλυπτομένην υπό της νέας εκκαθαριστικής επιχειρήσεως. Η περιοχή αυτή αποτελεί σχήμα
τριγώνου εκτάσεως 200 τετραγωνικών μιλίων. Πάντως οιαιδήποτε επίσημοι επί του
προκειμένου πληροφορίαι ελλείπουν, πιστεύεται δε ότι δεν θα εκδοθή οιονδήποτε
ανακοινωθέν προτού αι έρευναι αποπερατωθούν».

Ο Αυξεντίου που ένοιωθε ανήσυχος για την τύχη του Διγενή αφού άκουγε, διάβαζε, αλλά και
έβλεπε πόσοι και με ποιο πάθος και επιμονή τον κυνηγούσαν, θέλει να ενημερώσει έγκαιρα
τον Αρχηγό για τη σοβαρότητα των ερευνών και ειδικά για να του μεταδώσει την πληροφορία,
ότι οι Άγγλοι στη δική του εξουδετέρωση αποσκοπούσαν κατά κύριο λόγο. Έτσι, στις 9 Ιουλίου
1956, από την περιοχή του Μαχαιρά όπου βρισκόταν, αποστέλλει στον Διγενή την ακόλουθη
επείγουσα επιστολή:

Αναφέρεται ότι από χθες βράδυ παρήλθε ο κίνδυνος εις την περιοχήν εις ην ευρίσκομαι. Ο

Digitized by 10uk1s
στρατός προωθήθη προς Αγρόν. Πιστεύω ότι εντός 2 ή 3 ημερών θα αποχωρήσουν, διότι
οκτώ ημέρας τώρα τσακίζονται χωρίς να ανακαλύψουν ούτε ένα άδειο φυσίγγι.

Αι έρευναι διεξάγονται με τον γνωστόν τρόπον, δηλαδή του αποκλεισμού των κατωκημένων
χώρων, της εγκαταστάσεως ενεδρών εις μονοπάτια και βρύσες, ενώ έτερα εξερευνητικά
αποσπάσματα κινούνται επί των κορυφογραμμών.

Εις όλα τα χωρία εζήτουν πληροφορίας περί Υμών, διότι, κατά ομολογίαν αξιωματικού, αι
αρχαί επίστευον ότι κατεφύγατε εις την περιοχήν Πιτσιλιάς.

Μετά την αποτυχίαν των εδώ, η προσοχή των Αρχών θα στραφή ασφαλώς εις άλλην
περιοχήν και πιθανώς εις την περιοχήν νοτίως της γραμμής ΕΦΤΑΓΩΝΙΑ - ΑΡΑΚΑΠΑΣ - Κ.
ΧΩΡΙΟ - ΑΓ. ΜΑΜΑΣ -ΤΡΙΜΙΚΛΙΝΗ - ΚΟΙΛΑΝΙ - ΟΜΟΔΟΣ, γι' αυτό νομίζω ότι είναι σκόπιμον
μετά την παρέλευσιν του κινδύνου να κινηθήτε προς την περιοχήν μου.

Digitized by 10uk1s
11
ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟ
Μια ακόμα φάση των προσπαθειών των Άγγλων να εξαρθρώσουν την ηγεσία της ΕΟΚΑ είχε
λήξει άδοξα τον Ιούλιο του 1956. Η στρατιωτική διοίκηση του Χάρντιγκ κάλεσε από τα βουνά,
τις ρεματιές και τα διάσελα τις χιλιάδες κομμάντος, αποφασισμένη για ένα γύρο ακόμη όταν θα
είχε στα χέρια της περισσότερες και ασφαλέστερες πληροφορίες.

Ο Αυξεντίου, σταθμίζοντας την όλη κατάσταση και τις διοικητικές ανάγκες του τομέα του,
μετακινήθηκε στα τέλη του Ιουλίου 1956 στο μεγάλο ορεινό κεφαλοχώρι τον Αγρό. Όπως
έγραφε στις απόρρητες εκθέσεις της η υπηρεσία πληροφοριών των Άγγλων, ήταν αδύνατο ο
Αυξεντίου και η αντάρτική του ομάδα να κρύβονταν στον Αγρό, γιατί εκεί ήταν
στρατοπεδευμένη ισχυρή δύναμη κομμάντος και μια μονάδα διαβιβάσεων. Επίσης υπήρχε και
ένας καλά επανδρωμένος αστυνομικός σταθμός.

Ακριβώς, όμως, ο Ζήδρος έκαμε εκείνο που οι Άγγλοι δεν πίστευαν ότι θα τολμούμε να κάμει.
Πήγε και εγκαταστάθηκε πλάι τους, έτσι για να νοιώθει την ανάσα τους και για να τους
παρακολουθεί με τα ίδια του τα μάτια. Κρυβόταν στο κάτω μέρος του σπιτιού του ιερέα
Παπαχριστόδουλου Αυγουστή. Ήταν ένας χώρος κλειστός, με καμουφλαρισμένη είσοδο. Εκτός
από τον οπλισμό, εκεί βρίσκονταν οι γραφομηχανές και ο πολύγραφος για την εκτύπωση των
επαναστατικών προκηρύξεων. Σε άλλο σπίτι του ιερέα, σε μικρή απόσταση, ήταν
εγκατεστημένος ο Στυλιανός Λένας, ο Κρουπ της ΕΟΚΑ, που με τα πρωτόγονα εργαστήριά του
κατασκεύαζε χειροβομβίδες, με τις οποίες εφοδίαζε τους αγωνιστές σ' ολόκληρη την Κύπρο.
Ένα πρόχειρο πέτρινο χυτήριο, μερικά καλούπια από φελλούς πεύκου, ανεξάρτητοι
πυροδοτικοί μηχανισμοί και οι... κυπριακές μιλς ήταν έτοιμες.

Από το παράθυρο του κατάκλειστου χώρου όπου έμενε, ο Αυξεντίου έβλεπε τους Άγγλους
στρατιώτες να περνούν πάνοπλοι, αλλά ξέγνοιαστοι και ευτυχισμένοι γιατί η ΕΟΚΑ δεν
κτυπούσε στην περιοχή τους. Τραγουδούσαν τα ερωτικά τραγούδια της μακρινής πατρίδας
τους και κάθονταν, παρέες - παρέες, στα καφενεία και έπιναν αχόρταγα μπύρα, ανυποψίαστοι
για τον επίφοβο αντάρτη που τους παρακολουθούσε από τόσο κοντά. Ο Παπαχριστόδουλος
λέει για τον Αυξεντίου: «Έμενε πάντα άγρυπνος αργά μετά τα μεσάνυκτα για να σχεδιάζει, να
μελετά, να γράφει και να κάμνει και τον φρουρόν όταν οι άλλοι εκοιμούνταν. Κάποτε ήθελε να
βγει στη βεράντα να πάρει λίγο αέρα, αλλά παραπονιόταν ότι δεν μπορούσε για τον φόβο
μήπως τον δουν οι παραθεριστές που ξημερώνονταν στις βεράντες των απέναντι ξενοδοχείων
και έπαιζαν χαρτιά».

Έβλεπε ο Ζήδρος όλους αυτούς τους αμέριμνους καλοπερασάκηδες να γλεντούν, σαν να μη


συνέβαινε τίποτε, σαν να μη φλεγόταν το νησί τους στη φωτιά του Αγώνα. Μια μέρα δεν άντεξε
και ξεσπώντας είπε στον Παπαχριστόδουλο:

– Ο κόσμος χάνεται και αυτοί ξημερώνονται στο ποκεριζέ και το κουμάρι. Και οι πιο πολλές
είναι γυναίκες. Έτσι μούρχεται ν' αρπάξω καμιά νύκτα το τόμσον, να τους ρίξω καμιά ριπή, ίσως
κατουρηθούν από το φόβο τους και πάνε να κοιμηθούν.

Μέσα σ' εκείνο το αποπνικτικά ζεστό κυπριακό καλοκαίρι, Αύγουστος του 1956, ο Διγενής για
να βοηθήσει τις πολιτικές εξελίξεις του Κυπριακού κήρυξε εκεχειρία. Ο Χάρντιγκ, μη

Digitized by 10uk1s
συλλαμβάνοντας ποτέ την ουσία και το νόημα των περιστάσεων, απέρριψε την προσφορά της
ΕΟΚΑ και πρότεινε «όρους παραδόσεως» προς τα μέλη της. Την ίδια μέρα οι αγωνιστές
απάντησαν μολών λαβέ και κανένας πράγματι δεν παραδόθηκε.

Οι καλοκαιρινοί μήνες του 1956 έδειχναν βασικά ότι οι Άγγλοι επέμεναν στις εκκαθαριστικές
επιχειρήσεις τους, συνέχιζαν τις εκτελέσεις πατριωτών και απέρριπταν κάθε προσφορά
ειρηνικής συνεννόησης.

Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο Διγενής διέταξε, στις 23 Αυγούστου, να ετοιμαστούν οι


τομείς για δράση. Στη σχετική διαταγή του τόνιζε: «Επιθυμώ όπως η δράσις μας παρουσιασθή
εξαιρετικώς σφοδροτάτη και όπως μη φεισθώμεν κινδύνων και θυσιών». Μετά από τη διαταγή
αυτή, ο Αυξεντίου άρχισε να εντείνει τις προσπάθειές του. Καλούσε τοπικά στελέχη και
συνεργαζόταν μαζί τους για τη νέα εξόρμηση. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1956 κάλεσε στο χωριό Άγιος
Μάμας τον ηλικιωμένο, αλλά φλογερό αγωνιστή Νικόλα Αβραάμ για συνεργασία. Είχαν από
καιρό μυστική αλληλογραφία, αλλά ήταν η πρώτη φορά που ο γερο-Νικόλας συναντούσε τον
ξακουστό Ζήδρο. Τρεις ώρες έμεινε μαζί του και δεν χόρταινε να τον ακούει να μιλά, να
ενθουσιάζεται, να οργίζεται για τους ανάξιους, αλλά και να ευφραίνεται για τον θρύλο που
δημιουργούσε ο Αγώνας...

«Όταν υπάρχουν αποφασισμένοι να πεθάνουν...»

Θα μπορούσε κανείς να πει, χωρίς μεγάλο κίνδυνο ιστορικού σφάλματος, ότι οι Άγγλοι αρκετές
φορές κυνηγούσαν τον Αυξεντίου με περισσότερη λύσσα και πείσμα απ' ό,τι τον ίδιο τον
αρχηγό της ΕΟΚΑ. Χίλια δυο τεχνάσματα επιστράτευσαν κατά καιρούς για να μπορέσουν να τον
ιχνηλατήσουν και να φθάσουν στο λημέρι του. Αποκορύφωμα, βέβαια, όλης αυτής της
επίμονης προσπάθειας ήταν η αποστολή του πράκτορα Χατζημιτσή να ενταχθεί στην ομάδα
του Ζήδρου, με τις γνωστές συνέπειες.

Το πατρικό σπίτι του στη Λύση το παρακολουθούσαν πάντα οι μυστικοί πράκτορες, λες και
περίμεναν ότι το παλληκάρι θα είχε την αφέλεια να αφήσει τα ορεινά λημέρια του και να
κατεβεί στη γενέτειρά του, μη αντέχοντας στο ανθρώπινο αίσθημα της νοσταλγίας. Ιδιαίτερα
παρακολουθούσαν τη γυναίκα του Βασιλική, ώστε από κάποια της μετακίνηση, κάποια της
επίσκεψη, κάποια της συνάντηση να μπορέσουν να πιάσουν την αρχή του νήματος που, μέσα
από τους πολυδαίδαλους διαδρόμους του συνωμοτικού μηχανισμού, θα τους οδηγούσε στον
Αυξεντίου. Μάταια, όμως... Ούτε ο ίδιος άφηνε τις αετοφωλιές του, ούτε κι εκείνοι
αποτολμούσαν –ή μπορούσαν– να τον αναζητήσουν εκεί.

Κάποτε, Αύγουστο - Σεπτέμβριο του 1956, η προσοχή των Άγγλων και τα δόλια κόλπα των
πρακτόρων τους στράφηκαν προς τον πατέρα του παλληκαριού, τον γέρο Πιερή Αυξεντίου. Του
μεταβίβασαν, εμπιστευτικά τάχα και με... ενδιαφέρον, έγγραφα που «ήταν απόλυτη ανάγκη»
να τα στείλει χωρίς καθυστέρηση στον αντάρτη γυιό του! Φυλάχτηκε ο Πιερής και φρόντισε να
μάθει τα καθέκαστα ο Γρηγόρης.

Σαν έμαθε ο Αυξεντίου –στον Αγρό πια όπου είχε εγκατασταθεί– όσα συνέβαιναν με τον
πατέρα του, του έγραψε, στις 8 Σεπτεμβρίου 1956, το ακόλουθο γράμμα:

«Αγαπητέ μου πατέρα,

Digitized by 10uk1s
Επληροφορήθην ότι κατά την τελευταία ανάκριση που σου κάμαν στη Βατυλή, σου έδωσαν
και κάτι έγγραφα για να μου τα στείλης δήθεν. Αυτό ήτο μία παγίδα ίσως και έπρεπε να
αρνηθής να τα πιάσης.

Εν πάση περιπτώσει, αφού τα έπιασες να τα κρατήσης, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να μου


στείλης αντίγραφον το ταχύτερον. Δυνατόν να μας είναι χρήσιμα δι' άλλας περιπτώσεις.
Πάντως ό,τι και νάναι να μου στείλης αντίγραφον.

Μην απογοητεύεσθε και μη χάνετε το κουράγιο σας με μια ατυχία ή με μια αντιξοότητα.
Όταν υπάρχουν άνθρωποι αποφασισμένοι να πεθάνουν, δεν μπορεί παρά να νικήσουμε.
Αυτό το αντιλαμβάνονται πολύ καλά οι κατακτηταί, γι' αυτό και λυσσούν περισσότερο. Μα
όσο πιο πολύ λυσσούν, τόσο πιο πολύ πλησιάζει η ώρα της Ελευθερίας.

Τα περί εξασθενήσεώς μας κλπ. είναι χοντροκομμένη προπαγάνδα και κανείς δεν πρέπει να
τα πιστεύη.

Σύντομα θα τους δώσουμε ένα καλό μάθημα για να αντιληφθούν για καλά, ότι όχι μόνο δεν
μας εξασθένησαν, αλλά ότι είμαστε πολύ πιο δυνατοί από κάθε άλλην φοράν».

Είχε ξεκάθαρες απόψεις ο Ζήδρος. Τον θάνατο των αγωνιστών τον έβλεπε σαν το αναγκαίο
τίμημα για τη νίκη και την Ελευθερία. Αυτός που κάθε ώρα βίωνε συγκλονιστικά το ιστορικό
πανόραμα της κατατρεγμένης ρωμιοσύνης, δεν μπορούσε να έχει άλλη φιλοσοφία και άλλη
μέθοδο.

Ένας από τους πιο διαλεχτούς και πολύτιμους φίλους που ο Ζήδρος τον σκεφτόταν πολύ και
που ένοιωθε ότι ιδιαίτερα του έλειπε ήταν ο γυμναστής Αντώνης Παπαδόπουλος, από την
Αμμόχωστο. Εκτός από τη μακρά και ιδανική φιλία τους, τους είχαν συνδέσει κοινοί εθνικοί
οραματισμοί και επαναστατικές προσπάθειες, από τα προπαρασκευαστικά κιόλας στάδια του
Αγώνα. Βέβαια από την 1η Απριλίου 1955 είχαν χωρίσει γιατί ο Ζήδρος επικηρύχθηκε. Στην πιο
δύσκολή του ώρα, τον Νοέμβριο 1955, όταν πολυάριθμες αγγλικές δυνάμεις τον κυνηγούσαν
στον Πενταδάκτυλο, ο Παπαδόπουλος έτρεξε μαζί με τον Παυλάκη στα χωριά της βόρειας
ακτής της Κύπρου, προσπαθώντας να προωθηθούν μέσα από κλοιούς και μπλόκα για να
έλθουν σε επαφή με τους αντάρτες που κινδύνευαν. Το ότι ήταν παράτολμη και επικίνδυνη
αυτή τους η προσπάθεια φαίνεται και από το γεγονός ότι ο Παπαδόπουλος πιάστηκε τότε από
τους Άγγλους στην κωμόπολη Ακανθού. Όταν δεν βρέθηκαν στοιχεία σε βάρος του, τον άφησαν
ελεύθερο, αλλά τον παρακολουθούσαν στενά. Δεύτερη φορά τον συνέλαβαν τον Δεκέμβριο
1965 στο σωματείο «Ανόρθωσις» της Αμμοχώστου μαζί με τον Παυλάκη. Αυτή τη φορά οι
Άγγλοι ήξεραν περισσότερα για τους δυο αγωνιστές και γι' αυτό τους έκλεισαν στα κρατητήρια
Κοκκινοτριμηθιάς, απ' όπου κατόρθωσαν ύστερα από έξι μήνες να δραπετεύσουν, στις 8
Σεπτεμβρίου 1956.

Λίγες μέρες μετά την απόδραση ο Αντώνης Παπαδόπουλος προωθήθηκε στο χωριό Λαγουδερά
όπου συνάντησε τον φίλο του Αυξεντίου. Η συνάντηση των δυο αγαπημένων συναγωνιστών
ήταν συγκινητική. Μέσα στις τόσο λίγες χαρές της δύσκολης και επικίνδυνης αντάρτικης ζωής,
για τον Αυξεντίου ήταν ένα ατίμητο δώρο το ότι θα είχε στο πλευρό του τον εκλεκτό του
σύντροφο. Από τα Λαγουδερά πήγαν στο σπίτι του Παπαχριστόδουλου, στον Αγρό, όπου ήταν
το κρησφύγετο της ομάδας, με την οποία πια έμεινε και ο Παπαδόπουλος.

Digitized by 10uk1s
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1956 ο Ζήδρος γράφει το ακόλουθο γράμμα στον τομεάρχη Αμμοχώστου
Κρέοντα (Κ. Χριστοδουλίδη):

Αγαπητέ μου.

Είναι βλέπεις τόσος πολύς καιρός να σου γράψω, μα πιστεύω να μη νομίζης ότι σε ξεχνώ. Ο
νους μας εδώ τρέχει πάντα κοντά σας και νοερά σας παρακολουθούμε σε κάθε σας
ενέργεια.

Δέξου τα θερμότερά μου συγχαρητήρια διά το μέχρι τούδε έργον σου. Είναι ένας τεράστιος
άθλος η ανασύνταξις των δυνάμεων της περιοχής σου και τα αποτελέσματα που επέτυχες.
Σου εύχομαι και πιστεύω όπως στο μέλλον επιτύχης ακόμα καλύτερα.

Εμείς πάμε πολύ καλά, συνεχώς δυναμώνουμε, και θα τα πούμε με τον Χάρντιγκ όταν
σημάνη η ώρα της δράσεως.

Με συγχωρείς που σου πήρα τον ΑΓΡΑ. Πιστεύω ότι εδώ θα αποδώση πολύ περισσότερα.

Γεια σου κι ο Θεός μαζί σου».

Ο Άγρας ήταν ο Αντώνης Παπαδόπουλος που ο Αυξεντίου ήθελε να τον κρατήσει κοντά του,
αποσπώντας τον από τον τομέα της Αμμοχώστου.

Ο Αυξεντίου θυμάται με αγάπη και τη γυναίκα του και που και που της γράφει ένα σύντομο
γράμμα. Της μιλά για τα οικογενειακά τους, για υποθέσεις γνωστών και φίλων, για την πορεία
του Αγώνα και για άλλα ζητήματα. Θέλει να της μεταδώσει το υψηλό του πιστεύω και να την
προετοιμάσει και για το χειρότερο ενδεχόμενο. Πάντα μέσα από τις γραμμές του φαίνεται
ολοκάθαρο το ευγενικό του ήθος και η αδάμαστη πίστη του στον Θεό και στην Πατρίδα. Στις 27
Σεπτεμβρίου 1956 γράφει στη Βασιλική την ακόλουθη επιστολή που της διαβιβάστηκε με το
μυστικό ταχυδρομείο της ΕΟΚΑ:

Αγαπημένη μου.

Επήρα το γράμμα σου και ευχαριστώ πάρα πολύ. Μην ανησυχείς γιατί άργησα να σου
γράψω. Έχω αρκετή δουλειά και αυτός είναι ο λόγος.

Τι έγινε με τον Πάρη; Τον έστειλαν έξω; Ο θείος και η νούννα μου δεν πρέπει να
στενοχωριούνται. Εφ' όσον αντελήφθη το σφάλμα του όπως μου έγραψες πιστεύω να το
επανορθώση. Στέλλω ένα γράμμα για το θείο και να του το δώσης. Το άλλο είναι για τους
δικούς του ΓΑΛΑΝΟΥ. Να τους το στείλης γρήγορα.

Γράψε μου πόσο στοιχίζει το μαλλί για ένα τρικό, για να σου στείλω χρήματα να μας κάμετε
μερικά όπως εκείνο που μου έστειλες τον περασμένο χειμώνα. Πρέπει να δώσης και σε
άλλες κοπέλλες για να τελειώσουν γρήγορα διότι άρχισε το κρύο. Θα σου στείλω χρήματα
για 5 τρικά.

Τον «μιτσήν» να τον βοηθάς εάν σε χρειασθή καμμιά φορά για καμμιά δουλειά. Τα

Digitized by 10uk1s
γράμματα θα τα στείλω μέσον του.

Ξέρεις σε επιθύμησα, βρε κουμπάρε, αλλά τι να γίνη κάνω υπομονή. Ο Θεός θα μας
βοηθήση ώστε σύντομα να συναντηθούμε ελεύθεροι.

Πάνω απ' όλα είναι το καθήκον μας προς την Πατρίδα. Θα εκπληρώσουμε πρώτα αυτό και
μετά όλα τα άλλα.

Του γέρου θα του γράψω ότι δεν ξέρω τίποτε για τον Πάρη.

Δώσε τους χαιρετισμούς μου εις την αδελφήν μου, την μάνα μου, τους δικούς σου και στους
άλλους συγγενείς.

Σε φιλώ, δικός σου

«Πάνω απ' όλα είναι το καθήκον μας προς την Πατρίδα..» «ο Θεός θα μας βοηθήση ώστε
σύντομα να συναντηθούμε ελεύθεροι», σ' αυτά τα επιγραμματικά λόγια συνοψιζόταν η
υπέροχη πίστη του Γρηγόρη Αυξεντίου.

Τα επιθετικά σχέδια του Αυξεντίου

Όταν η πρόταση του Διγενή για εκεχειρία έπεσε στο κενό και ο Χάρντιγκ έδειξε ότι ήταν
σταθερά αποφασισμένος να συντρίψει τους αγωνιστές, η ΕΟΚΑ ετοιμάστηκε για ευρύτερο,
σκληρότερο και μακροχρόνιο αγώνα. Ο στρατιωτικός αρχηγός του Αγώνα έστειλε σχετικές
διαταγές στους Τομείς της Οργάνωσης, καθορίζοντας την αποστολή των ανταρτικών ομάδων,
των ομάδων των πόλεων, των εκτελεστών και των δολιοφθορέων.

Μεγάλες ελπίδες για τη νέα αγωνιστική εξόρμηση στήριζε ο Διγενής στον Αυξεντίου και τις
δυνάμεις του και για τον λόγο αυτό του έστειλε ειδικές οδηγίες. Εκτός των ομάδων αγωνιστών
που ήσαν οργανωμένες στα χωριά της Πιτσιλιάς, ο Αυξεντίου διοικούσε τρεις ισχυρές
ανταρτικές ομάδες, καλά οργανωμένες και οπλισμένες. «Το σχέδιον τούτο –γράφει ο αρχηγός
της ΕΟΚΑ– καθώριζε την προσβολήν στόχων εις Πιτσιλιάν και περιοχήν Πλατρών, προέβλεπε δε
μεταξύ άλλων και την δια ρουκετοβόλου προσβολήν ξενοδοχείου εις Πλάτρας, κατεχομένου
υπό στρατιωτών, Διά του σχεδίου τούτου προεβλέπετο πλήρης συνδυασμός των ενεργειών των
ομάδων τούτων μεταξύ των, καθώς και των ενεργειών των γειτονικών τομέων. Δυστυχώς, το
σχέδιον τούτο –καταλήγει ο Διγενής– δεν εφηρμόσθη, διότι αι ομάδες του Αυξεντίου
υπέστησαν σκληράς δοκιμασίας, κατόπιν προδοσίας, και τινες τούτων συνελήφθησαν, ο ίδιος
δε εφονεύθη, αγωνισθείς ηρωικώς.

Πάντως ο Ζήδρος είχε ετοιμάσει ένα ευρύ και φιλόδοξο σχέδιο δράσης εναντίον των Άγγλων,
που θα το εφάρμοζε αμέσως μόλις ο Διγενής έδινε διαταγή για την έναρξη της δράσης. Στις
επιχειρήσεις που σχεδίασε θα έπαιρναν μέρος οι καλύτερές του δυνάμεις. Στις αρχές
Οκτωβρίου 1956 έγραφε προς τον Διγενή τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

«Την 6 μ.μ. της νύκτας Χ. θα ριφθούν χειροβομβίδες εις αστυνομικούς σταθμούς ΑΛΩΝΑΣ
και ΚΟΙΛΑΝΙΟΥ.

Digitized by 10uk1s
Αντικειμενικός σκοπός των εν λόγιο ρίψεων είναι να προκαλέσουν την έξοδον περιπόλων
κατά την νύκτα Χ, ώστε να δυνηθούν αι Ε.Ο.Κ. να δράσουν την αυτήν νύκτα και σχεδόν
συγχρόνως. Η 1η ομάς θα προσβάλη εξ ενέδρας την περίπολον, ήτις θα κινηθή προς ΑΛΩΝΑ
και επί της οδού ΧΑΝΔΡΙΩΝ – ΠΟΛΥΣΤΥΠΟΥ.

Αντικειμενικός σκοπός: Η εξουδετέρωσις της περιπόλου και, ει δυνατόν, ο αφοπλισμός της.


Η ομάς μετά την ενέργειαν θα συμπτυχθή προς Νότον και εις προκαθορισθέντα χώρον.

Κάλυψις ΟΜΑΔΟΣ: Πέριξ της ομάδος και εις μεγάλας εξ αυτής αποστάσεις θα γίνουν
ηλεκτρικαί ανατινάξεις. Αντικειμενικός σκοπός των ανατινάξεων τούτων θα είναι η
πρόκλησις απωλειών εις τον αντίπαλον και η ανακοπή ή επιβράδυνσις της προσπελάσεως
των δυνάμεων, αίτινες θα κινηθούν προς δίωξιν της ομάδος Ε.Ο.Κ. Τοιαύται ανατινάξεις θα
οργανωθούν επί των κάτωθι οδικών αρτηριών:

1) Τρεις συγχρονισμέναι ανατινάξεις διά μανιατό επί της οδού ΑΜΙΑΝΤΟΥ – ΤΡΟΟΔΟΥΣ.

2) ΚΑΚΟΠΕΤΡΙΑΣ – ΚΑΡΒΟΥΝΑ παρά 40 μίλι.

3) ΤΡΙΣΤΡΑΤΟ ΣΠΗΛΙΩΝ – ΣΑΡΑΝΤΙ.

4) ΚΑΤΩ ΜΟΝΗΣ – ΠΛΑΤΑΝΙΣΤΑΣΑΣ παρά την γέφυραν ΠΑΝΑΓΙΑΣ.

5) ΚΛΗΡΟΥ – ΠΑΛΑΙΧΩΡΙΟΥ.

6) ΠΑΛΑΙΧΩΡΙΟΥ – ΑΓΡΟΥ.

Η ομάς ΠΟΛΥΒΙΟΥ θα τοποθετηθή εις εκλεγείσαν θέσιν, εκ της οποίας δύναται να ελέγχη
κατ' άξονα την οδόν ΑΜΙΑΝΤΟΥ – ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑΣ και κατά διεύθυνσιν την οδόν 40 μίλι –
ΣΠΗΛΙΑ. Αντικειμενικός σκοπός ο αυτός μετά των ομάδων σαμποτέρς. Μετά την προσβολήν,
το πολυβόλον θα αποκρυβή οι δε άνδρες του θα κινηθούν προς ΠΕΛΕΝΤΡΙ.

Η 3η ομάς θα προσβάλη εξ ενέδρας την περίπολον επί της οδού ΜΑΝΔΡΙΩΝ – ΠΕΡΑ ΠΕΔΙΟΥ.

Αντικειμενικός σκοπός η εξουδετέρωσις της περιπόλου και ει δυνατόν ο αφοπλισμός της. Ο


ομάς αύτη θα καλυφθή διά της ομάδος Ρουκετοβόλου – Σαμποτέρ. Αύτη θα τοποθετηθή επί
της οδού ΚΑΤΩ ΠΛΑΤΡΩΝ – ΑΝΩ ΠΛΑΤΡΩΝ.

Ετέρα ομάς σαμποτέρς θα τοποθετηθή επί της οδού ΛΕΜΕΣΟΥ – ΟΜΟΔΟΥΣ.

Η οδός ΠΛΑΤΡΩΝ – ΣΑΪΤΑ, ήτις δεν συχνάζεται υπό πολιτικών οχημάτων θα παγιδευθή δι'
αντιαρματικών ναρκών. Εκ της οδού ΛΕΜΕΣΟΥ – ΤΡΙΜΙΚΛΙΝΗΣ δέον να με καλύψη ο
ΠΡΙΑΜΟΣ δι' ομάδος σαμποτέρς.

Αντικειμενικός σκοπός των ανωτέρω ομάδων είναι η πρόκλησις απωλειών και η


επιβράδυνσις των προσπελαυνουσών προς δίωξιν της Ε.Ο.Κ. δυνάμεων.

Αμέσως μετά την εκδήλωσιν της επιθέσεως των Ε.Ο.Κ., ομάδες σαμποτέρς θα διενεργήσουν

Digitized by 10uk1s
δολιοφθοράν εις τους ηλεκτρικούς σταθμούς ΚΑΡΒΟΥΝΑ και ΤΡΙΜΙΚΛΙΝΗΣ.

Εάν το εγκρίνητε, αμέσως, μετά την διακοπήν ρεύματος, δύναμαι διά του ετέρου
ρουκετοβόλου να προσβάλω δι' ενός βλήματος, εν εκ των ξενοδοχείων - στρατώνων των
ΠΛΑΤΡΩΝ. Δυνατόν να μη προξενηθούν απώλειαι εις τον αντίπαλον, αλλά νομίζω ότι θα έχη
ψυχολογικήν επίδρασιν και θα βοηθήση εις την κατάρριψιν του ηθικού των στρατιωτών, το
οποίον είναι ήδη πεσμένον.

Την 2αν ομάδα Ε.Ο.Κ. μετά της ομάδος ΟΛΜΙΣΤΩΝ θα την κρατήσω ως εφεδρείαν και θα
την χρησιμοποιήσω δι' αντιπερισπασμόν, εάν δω ότι αι άλλαι ομάδες πιέζονται
επικινδύνως, την επομένην. Διά την ομάδα ΟΛΜΙΣΤΩΝ δεν δύναμαι να καθορίσω από τούδε
που ακριβώς θα δράση. Θα την θέσω όμως εις τοιαύτην θέσιν ώστε να δύναμαι να την
χρησιμοποιήσω οπουδήποτε ήθελε παρουσιασθή στόχος.– ΑΙΑΣ».

Όταν ο Διγενής μελέτησε το σχέδιο του Ζήδρου του έγραψε πίσω τις παρατηρήσεις του. Η
διαταγή του αρχηγού της ΕΟΚΑ, με ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 1956, είναι ένα χαρακτηριστικό
δείγμα του τρόπου με τον οποίο κατευθύνονταν οι αγωνιστές από το Αρχηγείο. Πολλές φορές
οι οδηγίες κάλυπταν και τις τελευταίες λεπτομέρειες μίας επιχείρησης και συντόνιζαν την
πολυσύνθετη εκτέλεσή της. Έγραφε, λοιπόν, ο Διγενής προς τον Αυξεντίου:

ΑΙΑΝΤΑ

Επί του υποβληθέντος σχεδίου έχω να παρατηρήσω τα κάτωθι:

1. Ο χώρος ενέδρας της 1ης ομάδος πρέπει να προκαθορισθή από τούδε και να μελετηθή.

Δεν γνωρίζω που ακριβώς θα συμπτυχθή η 1η ομάς, αλλά βλέπω ότι αφήνετε την οδόν
Καλού Χωρίου - Ζωοπηγής τελείως ανοικτήν διά δυνάμεις, αι οποίαι τυχόν ήθελον κινηθή
επ' αυτής εκ της περιοχής Λεμεσού. Διά τούτο θα έπρεπε να προβλεφθούν και εις αυτήν
καταστροφαί.

2. Η ομάς πολυβόλων πρέπει να έχη υπ' όψιν ότι πρέπει να προσβάλη τον αντίπαλον από
πολύ μεγάλων αποστάσεων (όριον βεληνεκούς) εις τρόπον ώστε να επιβραδύνη την
πορείαν του, να έχη δε τον χρόνον να συμπτυχθή. Αντικειμενικός σκοπός θα είναι η
επιβράδυνσις του αντιπάλου επί της μάλλον επικινδύνου κατευθύνσεως διά να
υποβοήθηση σύμπτυξιν της ομάδος Ε.Ο.Κ.

Θεωρώ σκόπιμον συνεπώς, δεδομένου ότι αύτη θα παραμείνη εις την θέσιν της διά να
υποστηρίξη την τοιαύτην σύμπτυξιν, όπως της δοθή και ετέρα κατεύθυνσις και χώρος
συμπτύξεως προς Βορράν, εις ην περίπτωσιν η προς Νότον δοθείσα τοιαύτη ήθελεν
αποκοπή.

Η αποστολή της ομάδος αυτής πρέπει να καθορισθή καλώς προς πρόληψιν πάσης
παρεξηγήσεως, ήτοι χώρος εις ον θα ταχθή, προς ποίαν κατεύθυνσιν θα βάλη, πότε θα
κάμη έναρξιν του πυρός και πότε λήγει η αποστολή της, οπότε και πρέπει να συμπτυχθή.

Δεδομένου όμως ότι η έναρξις δράσεως θα γίνη την 18ην ώραν της Χ ημέρας, έπεται η ομάς

Digitized by 10uk1s
πολυβόλων ή πρέπει να βάλη κατά την νύκτα ή να αναμείνη όλην την νύκτα εις τας θέσεις
της και να αρχίση να βάλλη την ημέραν.

Εις την πρώτην περίπτωσιν η βολή δεν είναι δυνατή παρά εάν το πολυβόλον σκοπεύη προς
μίαν ωρισμένην κατεύθυνσιν. Εις την δευτέραν περίπτωσιν υπάρχει κίνδυνος την πρωίαν να
ευρεθή περιεσφιγμένη γύρωθεν υπό στρατού ώστε η μετέπειτα διαφυγή της να μη είναι
εύκολος.

Συνεπώς αναλόγως του τι θα ζητηθή από την ομάδα ταύτην, της θέσεως ην θα καταλάβη
και της σχετικής ασφαλείας ην δύναται να έχη, να καθορισθή και η ακριβής αποστολή της.

3. 3η Ομάς: Δια την εκλογήν του χώρου της ενέδρας, τα αυτά ως και δια την 1ην ομάδα.

Διερωτώμαι εάν εις την περιοχήν ταύτην δεν είναι προτιμότερον το κάτωθι σχέδιον:

Δεδομένου ότι η κίνησις ενισχύσεων προς την περιοχήν ΑΓΡΟΥ θα γίνη, κατά πάσαν
πιθανότητα, εκ της περιοχής ΤΡΟΟΔΟΥΣ- ΑΜΙΑΝΤΟΥ, το εν ρουκετοβόλον να τεθή επ' αυτής
της οδού εν συνδυασμώ με καταστροφάς.

Το έτερον ρουκετοβόλον εγκρίνω όπως βάλη κατά ξενοδοχείου κατειλημμένου υπό


στρατιωτών εν Πλάτραις διά να επιφέρη απωλείας και πανικόν. Ο χρόνος καθ' ον θα βάλη
να μελετηθή ως κάτωθι:

Με την έναρξιν της δράσεως της 1ης ομάδος να αρχίση η βολή ώστε να επιβραδύνη την
κίνησιν στρατού εκ Πλατρών προς την περιοχήν Αγρού, ή αργά την νύκτα, όταν θα
κοιμηθούν οι στρατιώται και το ξενοδοχείον θα είναι πλήρες, οπότε ο αιφνιδιασμός θα
είναι απόλυτος και αι απώλειαι περισσότεραι.

Θα προετίμων την δευτέραν.

Εννοείται ότι η σύμπτυξις και απόκρυψις των ρουκετοβόλων πρέπει να μελετηθή και
προβλεφθή εν όλαις ταις λεπτομερείαις, ώστε να μη επέλθη ουδεμία απώλεια.

Δι' εκάστου ρουκετοβόλου να βληθή μία βολή. Εις το ξενοδοχείον Πλατρών, εάν ο στόχος
είναι καλός, δύνανται να βληθούν δύο βλήματα.

4. Θεωρώ απαραίτητον να τονίσω την ανάγκην της ναρκοθετήσεων όλων των οδών, ιδία
καρροποιήτων και ημιονικών ακόμη, τας οποίας υποχρεωτικώς θα ακολουθήση ο αντίπαλος
διά να τεθή εις καταδίωξίν σας.

5. Η 2α ομάς και η ομάς όλμων δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθή άνευ αποχρώντος λόγου.

Η μόνη χρησιμοποίησίς των θα ήτο η προσβολή κατά την νύκτα καταυλισμών ή


συγκεντρώσεων ιδία διά του όλμου.

Γενικώς πρέπει να έχετε υπ' όψιν ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε ευθύς εξ αρχής,
μεγάλας δυνάμεις διά να είναι δυνατή η διαφυγή και απόκρυψίς των.

Digitized by 10uk1s
6. Μετά τας ανωτέρω κρούσεις θα πρέπει να δοθούν αποστολαί εις ομάδας σαμποτέρς
όπως διακόπτουν τας συγκοινωνίας διά την παρακώλυσιν της κινήσεως του αντιπάλου και
εφ' όσον είναι δυνατόν διά μικρών ομάδων η παρενόχλησις των κινήσεών των ή
παραπλάνησίς των.

7. Θα προσπαθήσω να συνδυάσω την ενέργειάν σας με καταστροφάς επί της οδού


Κακοπετριάς - Αμιάντου καθώς και ενέδραν επί της οδού Λεμεσού - Τριμικλίνης.

Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΔΙΓΕΝΗΣ

Η επίθεση με μπαζούκας στις Πλάτρες

Ένα ειδικότερο χαρακτηριστικό της νέας επιχείρησης ήταν ότι, για πρώτη φορά, σχεδιαζόταν η
χρησιμοποίηση μπαζούκας και όλμου. Μέσα στις τόσο ασφυκτικές συνθήκες που αντιμετώπιζε
ο Αγώνας από άποψη οπλισμού, η χρησιμοποίηση αυτών των όπλων –τα οποία άλλωστε και
δεν διάθετε καμμιά άλλη ομάδα– έδινε περίπου την εντύπωση χρήσης... ατομικής βόμβας.

Όπως αφηγείται ο αγωνιστής Ανδρέας Μουστάκας, στα μέσα Οκτωβρίου 1956 ο Αυξεντίου τον
κάλεσε στο Όμοδος και του ανάθεσε να επισημάνει όλες τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις που
βρίσκονταν στις Πλάτρες. Του ανάφερε ότι σχεδίαζε να κτυπήσει αυτές τις εγκαταστάσεις στις
αρχές του Ιανουαρίου 1957, ενώ τα Ηνωμένα Έθνη θα συζητούσαν το Κυπριακό. Ο Μουστάκας
αφού έκαμε τις αναγκαίες παρατηρήσεις και συγκέντρωσε όλες τις σχετικές πληροφορίες,
έστειλε αναφορά στον Αυξεντίου. Εκείνος, όμως, του έστειλε εν τω μεταξύ εντολή να
πραγματοποιηθούν οι επιθέσεις στις 2 Νοεμβρίου 1956. Ύστερα από μερικές μέρες οι Ανδρέας
Μουστάκας και Αργύρης Καραδήμας κτύπησαν με βλήμα μπαζούκας το ξενοδοχείο Παρκ
Χοτέλ, αλλά το βλήμα έπεσε σε μικρή απόσταση από το στόχο και προκάλεσε πανικό και
αναταραχή στους στρατιώτες που έμεναν στο ξενοδοχείο. Την ίδια ώρα γίνονταν και άλλες
ανατινάξεις που συγκλόνισαν την περιοχή.

Όταν άρχισε η «Γενική Εξόρμηση», ο Αυξεντίου λόγω των συνεχών μετακινήσεών του δεν ήταν
δυνατό να έχει συχνή επαφή με το Αρχηγείο. Έτσι ο Διγενής του έγραψε ζητώντας
πληροφορίες. Στις 10 Νοεμβρίου 1956 ο Αυξεντίου του έστελλε την ακόλουθη αναφορά:

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΟΝ

Ελήφθη διαταγή υμών εις την οποίαν γράφετε ότι στερείσθε ειδήσεών μου.

Σας ανέφερα δις από της ενάρξεως της Γ.Ε. επί των αποτελεσμάτων.

Η ενέργεια εγένετο ως εξετέθη εις το σχέδιον. Αι απώλειαι του αντιπάλου δεν είναι δυνατόν
να καθορισθούν λόγω του σκότους πλην τριών τραυματισθέντων από επίθεσιν εναντίον του
αστυνομικού σταθμού Άλωνας.

Εις το σημείον της ενέδρας φαίνονται εισέτι τα αίματα αλλά ο αριθμός απωλειών είναι
άγνωστος. Εκ της λύσσης όμως μετά της οποίας διεξάγονται αι έρευναι φαίνεται ότι αι
απώλειαί των είναι σημαντικαί.

Digitized by 10uk1s
Εις Λαγουδερά διέκοψαν την λειτουργίαν εις την μέση και τον παπά τον μετέφεραν δι'
ανάκρισιν. Ούτος συνέχισε την λειτουργίαν περί την δύσιν του ηλίου ότε αφέθη ελεύθερος.

Εις ΠΟΛΥΣΤΥΠΟΝ εφηρμόσθη η ιδία μέθοδος που εφηρμόσθη εις ΑΓΡΙΔΙΑ. Αι προξενηθείσαι
ζημίαι είναι τεράστιαι. Πολλαί οικογένειαι αντιμετωπίζουν ζήτημα στεγάσεως, διότι αι
στέγαι των οικιών των κατεστράφησαν ολοσχερώς. Αυτοκίνητα ευρισκόμενα εις γκαράζ
ηχρηστεύθησαν.

Το τι έγινε είναι αδύνατον να περιγραφή. Εάν το χωρίον ελεηλατείτο υπό Σαρακηνών


πειρατών θα παρουσίαζεν ασφαλώς καλυτέραν όψιν.

Εν τω μεταξύ τα πλήγματα κατά του αντιπάλου συνεχίζονται άνευ ανάπαυλας διά των
ομάδων σαμποτέρς.

Εις ΑΜΙΑΝΤΟΝ εγένοντο μέχρι τούδε τρεις ανατινάξεις. Χθες βράδυ εγένετο ετέρα
ανατίναξις και επηκολούθησαν πυρά αυτομάτων και αραβίδος.

Αναμένω τον ΓΙΓΑΝΤΑ απόψε διά να μάθω τα αποτελέσματα.

Η τρίτη ομάς στάθηκεν άτυχη σήμερα. Είναι η ογδόη κατά συνέχειαν νύκτα που κάθονται
εις ενέδραν μέχρι το πρωί και ακόμη δεν παρουσιάσθη στόχος παρά τας διαφόρους
προκλήσεις.

Θα την προωθήσω εις την οδόν Πλατρών - Προδρόμου ίνα κτυπήση εν καιρώ ημέρας, θα
αποκρυβή καθ' όλην την ημέραν εις την περιοχήν Μέσα Ποταμού και την νύκτα θα μεταβή
εις την βάσιν της.

Σας εζήτησα έγκρισιν και δι' ετέραν ενέδραν, ήτις θα διεξαχθή υπό της 2ας ομάδος και
αναμένω απάντησίν σας.

ΑΙΑΣ

Υ.Γ.: Μόλις ελήφθη διαταγή υμών διά της οποίας ζητάτε πλήρη αποτελέσματα των
ενεργειών Γ.Ε. Σχετικώς με 3ην ομάδα αναφέρονται τα κάτωθι:

Η ημερομηνία ενάρξεως της δράσεώς της ήτο η ορισθείσα διά Γ.Ε. Η αυτή ημερομηνία ίσχυε
και διά την ομάδα Ρουκετοβόλου.

Το πρώτο βράδυ παρά την πρόκλησιν δεν εξήλθε περίπολος. Το δεύτερο βράδυ
προεκλήθησαν πάλιν δι' ανατινάξεως του σταθμού Τριμικλίνης, αλλά και πάλιν δεν
εξήλθον. Έκτοτε κάθονται καθημερινώς αλλ' απέτυχον μέχρι της στιγμής.

Τι σκέπτομαι σας γράφω ανωτέρω διά την ομάδα αυτήν.

Δια την ομάδα ρουκετοβόλου ανέφερα δι' άλλης αναφοράς μου. Κατά τας πληροφορίας
μου η ρουκέτα δεν έπληξε τον στόχον της.

Digitized by 10uk1s
Έρευναι διεξάγονται ήδη εις την περιοχήν της ομάδος. Αι δυνάμεις του αντιπάλου είναι
περιωρισμέναι και ούτω αφήνει τεράστια κενά.

Αι έρευναι περιορίζονται κυρίως εντός των χωρίων.

Θα κτυπήσω διά του όλμου τον στρατιωτικόν καταυλισμόν ΜΙΤΣΕΡΟΥ.

Φαίνεται ότι αι ανατινάζεις οχημάτων εις ΑΜΙΑΝΤΟΝ είναι πολύ ελκυστικαί, διότι ο
ΓΙΓΑΝΤΑΣ δεν εννοεί να εγκαταλείψη την περιοχήν.

Από της ενάρξεως της Γ.Ε. μέχρι της παρελθούσης Παρασκευής ενήργησε πέντε ανατινάξεις.
Τα αποτελέσματα θα τα μάθω μόλις επιστρέψη.

Το μόνον που μου ανέφερε είναι ότι «η διασκέδασις είναι μεγάλη και δεν θα την
εγκαταλείψη μέχρις ότου τους μεθύση όλους». Φαίνεται να είναι ενθουσιασμένος.

ΑΙΑΣ

Ο «Γίγαντας», που θα «τους μεθούσε όλους», ήταν το λαμπρό παλληκάρι Στυλιανός Λένας, ο
οποίος συνεργαζόταν πάντοτε στενά με τον Αυξεντίου.

Στις αρχές Νοεμβρίου 1956 οι Άγγλοι καταζήτησαν τον τομεάρχη Λεμεσού Δήμο Χατζημιλτή. Ο
Χατζημιλτής κρύφτηκε και έγραψε στον Διγενή ότι θα ανέβαινε στο βουνό για να ενωθεί με τον
Αυξεντίου που τον γνώριζε προσωπικά. Ο Αρχηγός έδωσε την έγκρισή του και ο
καταζητούμενος τομεάρχης πήγε στη Λευκωσία όπου έμεινε για δυο βδομάδες κρυμμένος μαζί
με τον αγωνιστή Ανδρέα Τσιάρτα. Εκεί πήρε μήνυμα από τον Ζήδρο, ο οποίος του έγραφε ότι
ήταν πολύ χαρούμενος που θα συναντιόνταν, τελικά όμως –ύστερα από διαταγή του Διγενή–
γύρισε στη Λεμεσό και έμεινε στην παρανομία, διευθύνοντας τον τομέα του.

Οι Άγγλοι, εν τω μεταξύ, θορυβημένοι και ανήσυχοι από τη νέα δράση που ανέπτυσσαν οι
ορεινές ομάδες, άρχισαν νέες έρευνες για την ανακάλυψη των ανταρτών. Τις αντιδράσεις και
τα σχέδιά τους καταγράφει με τα πιο κάτω λόγια σε απόσπασμα της απόρρητης έκθεσής του ο
ταγματάρχης Ρ. Μακλέοντ:

Τα κρησφύγετα στα βουνά στάθηκε αδύνατο να τα ανακαλύψουμε κι εν τω μεταξύ μια


ασυνήθιστη ένταση της τρομοκρατικής δράσης σ' ολόκληρη την περιοχή του Αυξεντίου που
γινόταν σ' αντίποινα για τον απαγχονισμό άλλων τριών τρομοκρατών άρχισε να μας
ανησυχεί ιδιαίτερα. Ύστερα από μια ανεπιτυχή επίθεση με μπαζούκας εναντίον του
αρχηγείου μας στο Τρόοδος επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες μας ότι ο Αυξεντίου
εξεπαίδευε άνδρες του στο χειρισμό ρουκετοβόλων τύπου μπαζούκας και μικρών όλμων
που είχαν κλαπεί από τις αποθήκες μας στο λιμάνι Αμμοχώστου. Ειδικά εκπαιδευμένοι και
εξασκημένοι στις χιονοδρομίες κομμάντος μας αναλάβανε μια τολμηρή επιχείρηση
καταδίωξης του Αυξεντίου στα χιονισμένα βουνά του Τροόδους.

Όταν πια ήταν φανερό, ότι το Αρχηγείο του Αυξεντίου δεν βρισκόταν στα βουνά αλλά σ' ένα
από τα χωριά της περιοχής του αρχίσαμε μια νέα επιχείρηση για την ανακάλυψή του. Η
επιχείρησή μας άρχισε από το πιο μεγάλο χωριό, τον Αγρό. Οι έρευνες όμως που δεν είχαν

Digitized by 10uk1s
κανένα αποτέλεσμα επιβεβαίωσαν την αρχική άποψη της υπηρεσίας μας, ότι στο χωριό
αυτό ήταν απίθανο να κρύβονταν τρομοκράτες γιατί εκεί στάθμευε δύναμη κομμάντος και
μονάδα διαβιβάσεων και υπήρχε αστυνομικός σταθμός καλά επανδρωμένος.

Όπως ομολόγησε συνεργάτης του που συλλάβαμε, ο Αυξεντίου βρισκόταν πράγματι σε ένα
από τα χωριά που ερευνήσαμε ήδη και ότι κατόρθωσε να το σκάσει μεταμφιεσμένος σε
βρακοφόρο βοσκό. Γι' αυτό, συνεχίζοντας ασταμάτητα σε νέα φάση την ίδια επιχείρηση,
αποφασίσαμε να ερευνηθούν αιφνιδιαστικά από την αρχή τα ίδια χωριά της περιοχής».

Τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων του 1956 καμιά εικοσαριά αντάρτες μι επικεφαλής τον
Αυξεντίου βρίσκονταν μαζεμένοι στο σπίτι του Παπαχριστόδουλου στον Αγρό. Μαζί τους τώρα
βρισκόταν και ο αγωνιστής Λάμπρος Καυκαλίδης που είχε χωριστεί από τον Διγενή μετά τις
μεγάλες έρευνες του καλοκαιριού στην περιοχή του Κύκκου. Ο Καυκαλίδης κατασκεύαζε
χειροβομβίδες με τον Λένα και συνόδευε τον Αυξεντίου στις μυστικές επισκέψεις του στα
χωριά της Πιτσιλιάς για την οργάνωση των μαχητικών ομάδων και την αναγνώριση χώρων για
ενέδρες.

Οι αντάρτες της περιοχής, ύστερα από την πίεση των Άγγλων και τις πληροφορίες ότι θα
άρχιζαν νέες μεγαλύτερες έρευνες, έπρεπε να σκορπιστούν. Η απόφαση ήταν να χωριστούν σε
τέσσερεις ομάδες και η κάθε μια να τραβήξει σε ξεχωριστή κατεύθυνση. Αλλά προτού
χωριστούν, μέσα σ' εκείνες τις συνθήκες, τις τόσο αβέβαιες για την τύχη και την ίδια τη ζωή
τους, είπαν να συγκεντρωθούν για τελευταία φορά μαζί στο σπίτι του παπά.

Χριστούγεννα, και το γιορταστικό τραπέζι ήταν έτοιμο. Οι αντάρτες ολόγυρα είχαν την αγριάδα
που δίνει ο κατατρεγμός και η κακοπέραση. Μερικοί μιλούσαν για τα παλιά, οι περισσότεροι
σώπαιναν και κάποιοι κοίταζαν βουρκωμένοι. Ο Αυξεντίου τους επέτρεψε να πιουν από ένα
ποτήρι. Το κυπριώτικο ασύγκριτο κρασί γουργούρισε στα ποτήρια και ο Αυξεντίου σηκώνοντας
το δικό του και στέκοντας όρθιος μίλησε αργά και σταθερά:

– Τώρα που οι Άγγλοι τα έρριξαν όλα εναντίον μας, δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει ο αγώνας
και η μοίρα καθενός. Όμως, είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε, ένα πρέπει να είναι μια μέρα το
έπαθλο για νεκρούς και ζώντες: να γίνει η Κύπρος ελληνική και να ζήσει ελεύθερη κι
ευτυχισμένη. Ο αγώνας δεν είναι πάρε - δώσε. Κι όσοι επιζήσουν ας μη αναμένουν, ή ακόμα –
πιο χειρότερο– ας μη επιδιώξουν, άλλες ανταμοιβές κι αξιώματα γιατί οι υπηρεσίες προς την
πατρίδα δεν εξαργυρώνονται. Και πάνω απ' όλα δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η αγάπη κι η
ομόνοια είναι καθήκον και χρέος προς την πατρίδα. Ο διχασμός υπήρξε πολλές φορές κατάρα
της φυλής μας κι η διχόνοια παρ' ολίγο να καταστρέψει την επανάσταση του Εικοσιένα και να
αφανίσει την Ελλάδα. Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο αποβλήθηκα απ' την τάξη στο μάθημα της
Ιστορίας γιατί αυθαδίασα υποστηρίζοντας τον Κολοκοτρώνη και τον Δημήτρη Υψηλάντη στη
συζήτηση για τον Μαυροκορδάτο και τους πολιτικούς. Αυτά είχα να σας πω και καλά
Χριστούγεννα.

Βαθιά συνεπαρμένοι από την ιερότητα και τη μοναδικότητα της στιγμής, οι αντάρτες είχαν
στηλωμένα τα μάτια στον μάστρο τους και άκουγαν με συγκίνηση και δέος τα λόγια του.
Ύστερα φιλήθηκαν και χώρισαν. Ο Λένας με την ομάδα του τράβηξε προς την Ποταμίτισσα, οι
άλλοι για αλλού και ο Ζήδρος για τη Ζωοπηγή. Τους κατάπιε η άγρια νύχτα και η παγωνιά...

Digitized by 10uk1s
Οι ενέδρες, οι βολές με μπαζούκας, οι εκρήξεις καλά κατασκευασμένων ωρολογιακών βομβών
και άλλες ενέργειες έπειθαν τους Άγγλους, για μια ακόμα φορά, ότι ο Αυξεντίου ήταν εκεί και
δεν το έβαζε κάτω. Μάλιστα, όπως γράφει ο Μακλέοντ, ήταν πληροφορημένοι, ότι «ο
Αυξεντίου τελευταία οργάνωνε σε ομάδες αυτοάμυνας και αντίσταση μαθητές και
γυναικόπαιδα στα χωριά». Η απόρρητη έκθεση τόνιζε στη συνέχεια και αυτά τα ενδιαφέροντα:

«...Όλα αυτά έδειχναν, ότι ο αδίστακτος αυτός τρομοκράτης προετοιμαζόταν για


ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον μας. Ίσως μάλιστα να ήλπιζε να πραγματοποιήσει το μεγάλο
του όνειρο μιας γενικής εξέγερσης του πληθυσμού σαν απαρχή επαναστατικής λύσης που
θα προκαλούσε, όπως πίστευε, τον παγκόσμιο θαυμασμό και θα μας εξανάγκαζε, κάτω από
την πίεση της διεθνής κοινής γνώμης, να εγκαταλείψουμε τη Νήσο».

Ο θάνατος του Μιχαήλ Γιωργάλλα

Η περίοδος από τα Χριστούγεννα του 1956 αρχίζει με την ιδιαίτερη ένταση των προσπαθειών
των Άγγλων να εξαρθρώσουν τις ανταρτικές ομάδες της ΕΟΚΑ και με την απόφαση του
Αυξεντίου να διασπείρει τις δυνάμεις του και να μετακινηθεί. Πρόκειται για δυο μήνες
γεμάτους γεγονότα και περιπέτειες που η δραματική τους αποκορύφωση θα είναι στις 3 του
Μάρτη 1957 με τον ηρωικό θάνατο του Αυξεντίου.

Στις 30 Δεκεμβρίου 1956 ο Αυξεντίου βρίσκεται με τους άνδρες του κρυμμένος στο σπίτι του
Μηνά Μηνά στο ορεινό χωριό Ζωοπηγή. Οι Άγγλοι, οδηγημένοι από πληροφορίες ή από
διαίσθηση, άρχισαν το πρωί της μέρας εκείνης έρευνες στο χωριό που κράτησαν μέχρι το
μεσημέρι, χωρίς όμως να ανακαλύψουν τίποτε.

Όπως αποκαλύπτει η απόρρητη έκθεση του Μακλέοντ, οι Άγγλοι στην προσπάθειά τους να
ανιχνεύσουν τον Αυξεντίου, αποφάσισαν να αντιγράψουν τη μέθοδο της ΕΟΚΑ. Όπως, δηλαδή,
οι αγωνιστές, για να μπορούν να έχουν σίγουρες πληροφορίες και να ρυθμίζουν ανάλογα τη
δράση τους, κατάφερναν να διεισδύουν στις τάξεις των «δυνάμεων ασφαλείας», έτσι τώρα και
οι Άγγλοι με τα όργανά τους θα επιχειρούσαν (κατά το προηγούμενο της υπόθεσης Χατζημιτσή)
να γλιστρήσουν μέσα στα στεγανά της επαναστατικής οργάνωσης. Είναι χαρακτηριστικά αυτά
που καταγράφει ο Μακλέοντ:

«Υιοθετώντας από δω και μπρος την αρχή, ότι το παν θα εξαρτηθεί από τη διείσδυσή μας
μέσα στην ίδια την οργάνωσή τους, αποφασίσαμε να εφαρμόσουμε μια νέα τακτική
αντιγράφοντας κατά κάποιο τρόπο τα τεχνάσματα και τις πανουργίες των τρομοκρατών.

Θα εφαρμόζαμε ένα τέχνασμα εξαπάτησης των τρομοκρατών και των συνεργατών τους·
χρησιμοποιώντας πρώην συντρόφους τους που τώρα βρίσκονταν στην υπηρεσία μας καθώς
και Τούρκους του ειδικού κλάδου της Αστυνομίας και της Επικουρικής Δύναμης υπό την
άμεση επίβλεψή μας.

Το τέχνασμα αυτό εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις 30 του Δεκέμβρη του 1956 στο ίδιο
αυτό χωριό, από το οποίο εξαφανίστηκε ο Αυξεντίου, τη Ζωοπηγή με σκοπό να παρασυρθεί
σε παγίδα ένα πρόσωπο που είχαμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, ότι ήξερε που πήγε ο
Αυξεντίου».

Digitized by 10uk1s
Τη νύχτα εκείνη ο Αυξεντίου με τον αγωνιστή Φειδία Συμεωνίδη ήταν οι μόνοι που δεν πήγαν
να κοιμηθούν και πολεμούσαν να διορθώσουν ένα κυνηγετικό όπλο. Ξάφνου άκουσαν
περίεργα μιλήματα και φωνές από το πλαϊνό σπίτι που ανήκε στον πατέρα του Μηνά Μηνά,
τον Γεώργιο Μηνά. Ο Αυξεντίου είπε τότε στον Συμεωνίδη να ξυπνήσει τον Μηνά να πάει να
δει τι γίνεται και να κατεβεί ο ίδιος αμέσως κάτω στο κρησφύγετο να φέρει τα όπλα.

Τα πράματα ήταν ύποπτα από την πρώτη στιγμή. Ο πατέρας του Μηνά είχε κιόλας ακούσει
ανάμεσα στις ομιλίες του δρόμου και τη φράση: «Οκκέη. Άι γουήλ στέη ιν δη καρ». Κι ύστερα
δυνατές φωνές: «Κουμπάρε Μηνά, κουμπάρε Μηνά». Ήταν φανερό ότι οι Τούρκοι επικουρικοί
αστυνομικοί και οι Έλληνες πληρωμένοι προδότες ήθελαν να συναντήσουν τον αγωνιστή Μηνά
Μηνά και από λάθος κτύπησαν την πόρτα του πατέρα του. «Κουμπάρε Μηνά, έλα έξω γρήγορα
κάτι να σου πούμε», συνέχιζαν να φωνάζουν οι απροσδόκητοι νυκτερινοί μουσαφίρηδες.

Ο Μηνάς, ύστερα από την προτροπή του Αυξεντίου, κατέβηκε στο δρόμο, βέβαιος ότι κάποια
παγίδα τους είχε στηθεί. Τότε, κάποιος από τους επισκέπτες, που ήταν ντυμένοι έτσι που να
δίνουν την εντύπωση αγωνιστών της ΕΟΚΑ, είπε στον αγωνιστή: «Κουμπάρε Μηνά, αν ξέρεις
που είναι ο Αυξεντίου, να τον ειδοποιήσεις αμέσως να φύγει από το χωριό γιατί έρχεται ο
στρατός». Ο Μηνάς απάντησε: «Δεν έχω ιδέαν και ούτε ξέρω που είναι ο Αυξεντίου. Τότε οι
διώκτες του ήρωα άφησαν την προσποίηση και προχώρησαν στις απειλές: «Ξέρεις και
καλοξέρεις. Τώρα θα δούμε αν ξέρεις...». Άρχισαν να κτυπούν τον Μηνά και να του ζητούν να
τους πει που υπήρχαν κρυμμένα όπλα και βόμβες. Εκείνος για να ειδοποιήσει τον Αυξεντίου
για τον κίνδυνο, φώναζε δυνατά ζητώντας βοήθεια.

Τότε ο Αυξεντίου με τον Μιχαήλ Γιωργάλλα, 20 χρονών αγωνιστή από το Μαραθόβουνο,


προχώρησαν με προφυλάξεις προς τους πράκτορες των Άγγλων, οπλισμένοι με δυο αυτόματα
τόμσον. Δεν μπορούσαν όμως να κτυπήσουν τους εχθρούς γιατί στη μέση βρίσκονταν ο Μηνάς
με τους δικούς του. Περίμεναν μέχρι που να ξεχωρίσουν κάπως για να κτυπήσουν σίγουρα και
αποτελεσματικά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένας Τούρκος κάτι κατάλαβε και έρριξε μια ριπή με
το αυτόματό του. Ο Γιωργάλλας, κτυπημένος στην κοιλιά, τρέκλισε προς τα πίσω. Αμέσως ο
Αυξεντίου πυροβόλησε εκεί ακριβώς όπου είχε δει τη λάμψη του εχθρικού όπλου. Ο Τούρκος
σωριάστηκε νεκρός, ενώ ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι βροντερή η φωνή του Αυξεντίου:

– Βρε Μεχμέτ, που σκότωσες έτσι μπαμπέσικα τον Λιάκο. και παράλυτος να ήμουνα του
θανατά, ήταν να αναστηθώ για να σε σκοτώσω. Που είναι, ρε πουλημένε, οι αφέντες σου οι
Εγγλέζοι; Γιατί δεν έρχουνται εκείνοι και έστειλαν εσάς;

Κι ύστερα, γυρίζοντας σ' έναν από τους προδότες, που φαίνεται ότι είχε καταλάβει ποιος ήταν,
κραύγασε:

– Κι εσύ βρε σκουλήκι. εσένα δεν έπρεπε να σε σκοτώσω με σφαίρες, αλλά να σε κρεμάσω από
τη γλώσσαν. Γιατί ενώ σου εχάρισα τότε την ζωή, τώρα ήρθες να με σκοτώσεις για να
εισπράξεις από το τομάρι μου πέντε χιλιάδες λίρες...

Τρεκλίζοντας πίσω προς την είσοδο του σπιτιού του Μηνά, ο Γιωργάλλας είπε ξέπνοα στον
Αυξεντίου: «Μάστρε μου πεθαίνω... Ζήτω η Ελλ.... Κι ύστερα έπεσε εκεί ακριβώς στην πόρτα
μπρούμυτα νεκρός.

Digitized by 10uk1s
Ύστερα από σύντομη ανταλλαγή πυρών τα όργανα των Άγγλων το έβαλαν στα πόδια και
εξαφανίστηκαν. Επιγραμματικά ο πατέρας Μηνάς, μιλώντας κυπριακά, περιγράφει με λιτή
επιγραμματικότητα τα γεγονότα: «Εκείνην την νύκταν ο Αυξεντίου επερικυκλώθηκεν και
επολεμούσεν εναντίον όλων. Άγγλοι, Τούρκοι τζιαι προδότες εκόψαν τον μέσ' στην μέσην. Οι
σφαίρες εππέφταν βροσιήν. Λέω, εν αδύνατον να γλυτώσει».

Πράγματι ο Αυξεντίου μόλις σώθηκε σαν από θαύμα, έτσι καθώς ακάλυπτος πυροβολούσε.
Τραυματίστηκε μόνο ελαφρά στο πόδι. Έδωσε στα γρήγορα οδηγίες να καλέσουν τον παπά να
θάψει κρυφά το σκοτωμένο παλληκάρι, να καθαρίσουν τα αίματα και να συστήσουν σε όλους
σιωπή. Επίσης κάλεσε και τον αγωνιστή Μηνά να τους ακολουθήσει στο βουνό για να μη πέσει
στα χέρια των Άγγλων που θα έφθαναν σε λίγο.

Το παγερό χέρι της προδοσίας και του θανάτου είχε χαϊδέψει και πάλι τον Ζήδρο που έφευγε
κυνηγημένος και κουτσαίνοντας κάπως από τη λαβωματιά που πήρε στο πόδι. Πίσω του,
πρόχειρα θαμένον, άφηνε τον αγαπητό του Λιάκο. Ύστερα από πορεία μιας νύχτας έφθασαν
(Αυξεντίου, Αντώνης Παπαδόπουλος, Φειδίας Συμεωνίδης, Ανδρέας Στυλιανού, Αυγουστής
Ευσταθίου και Μηνάς Μηνά) στη χιονισμένη Παπούτσα. Ήταν ξημερώματα της παραμονής της
Πρωτοχρονιάς. Δυο από τα κρησφύγετα του παλιού τους λημεριού, που δεν είχαν
χρησιμοποιηθεί και έτσι έμεναν μυστικά και άγνωστα. τους έδωσαν στέγη και θαλπωρή την
ώρα εκείνη την κρίσιμη του νέου τους κατατρεγμού.

Τη νύχτα ειδοποιημένοι έφθασαν οι σύνδεσμοι και τους έφεραν κουβέρτες και τρόφιμα. Την
επόμενη νύχτα, πρώτη του νέου χρόνου πια, ο Αυξεντίου με τον Συμεωνίδη κατέβηκε στο
Παλαιχώρι για να δει ποια ήταν η κατάσταση. Σκέφθηκε ότι ήταν καλύτερα και πιο
ασφαλισμένα να κατεβούν όλοι και να μείνουν για λίγο στο χωριό και γι' αυτό τους έστειλε
μήνυμα με τον αγγελιαφόρο. Αυτό τους έσωσε. γιατί μόλις κατέβηκαν και οι υπόλοιποι στο
Παλαιχώρι, οι Άγγλοι ερευνώντας την Παπούτσα ανακάλυψαν τα δυο κρησφύγετα!

Ο θανατερός κίνδυνος τους παραμόνευε από κοντά. Τους παρακολουθούσε βήμα με βήμα. Ο
Αυξεντίου από το Παλαιχώρι έγραψε και έστειλε στον Διγενή αναφορά για τα γεγονότα της
Ζωοπηγής. Να τι του έγραφε:

«Αναφέρεται ότι το βράδυ της 30ης παρελθόντος και περί ώραν 00.15 ήλθεν εις Ζωοπηγήν
εν αυτοκίνητο ταξί. Ως απεδείχθη αργότερον, εντός αυτού ήσαν οι δύο προδότες Τσούκας
και Πιτσιλλίδης, δια τους οποίους σας ανέφερα προηγουμένως, μαζί με επικρουρικούς και
άλλους προδότες.

Ούτοι εκάλεσαν εν των μελών μας να εξέλθη δια να του πουν δήθεν κάτι. Εν αρχή
προσεπάθησαν να τον παραπλανήσουν, όταν όμως είδαν ότι δεν έκαναν τίποτε διότι τους
αντελήφθη ήρχισαν να τον φοβερίζουν. Ούτος εκάλεσεν εις βοήθειαν και επήγε πλησίον
του η αδελφή του, ενώ την ετέραν του αδελφήν ως και τον πατέρα του τους ηνάγκασαν δια
της απειλής των όπλων να κλειστούν εις το σπίτι.

Εγώ μετά των μελών, ως επί το πλείστον ωπλισμένων δια πιστολιών, ευρισκόμην εις
παρακειμένην οικίαν. Μόλις αντελήφθην τα γεγονότα επήρα το αυτόματο και εξήλθα προς
τον σκοπόν να εξουδετερώσω τους οποίους σας ανέφερα προηγουμένως, μαζί με
επικουρικούς και άλλους.

Digitized by 10uk1s
Η θέσις μου ήτο μειονεκτική διότι διά να καταλάβω θέσιν βολής έπρεπε να διασταυρώσω
τον δρόμον εις μικράν απόστασιν εκ των προδοτών. Παρά ταύτα δεν εδίστασα να
προχωρήσω, κάποιος δε εκ των μελών μας με ηκολούθει. Όταν έφθασα εις την άκρη του
δρόμου, και ενώ εκαλυπτόμην εκ της πλευράς των προδοτών, εδέχθην πυρά αυτομάτου
στεν εκ της ετέρας πλευράς και εξ αποστάσεως πέντε μόλις μέτρων. Απήντησα αμέσως και
με δύο ριπές τον εξουδετέρωσα. Οι άλλοι προδότες εγκατέλειψαν τον άνθρωπό μας και την
αδελφή του και εισήλθον εις το αυτοκίνητο από όπου και επυροβολούσαν εναντίον των
μέχρις ότου εξεκίνησαν. Δυστυχώς δεν ηδυνάμην να τους κτυπήσω εκεί διότι οι άνθρωποί
μας ευρίσκοντο εις το μέσον. Αντελήφθην ήδη ότι από την πρώτην ριπήν είχα τραυματισθή
ελαφρώς εις το πόδι. Την ίδια στιγμήν που οι προδότες έφυγαν άκουσα να με 'καλή ο
άνθρωπος που με ακολουθούσε. Την ώρα που τον είδα εκλονίζετο να πέση. Είχε κτυπηθή
κατάστηθα. Μόλις επρόφθασε να μου πη «Μάστρε μου πεθαίνω ζήτω η Ελ...» και ρόγχος
αίματος έπνιξε τη φωνή του. Μετά από λίγα λεπτά εξέπνευσε. Ούτος είναι ο ΜΑΚΗΣ
ΓΕΩΡΓΑΛΑΣ. Το πτώμα του το μεταφέραμε έξωθι του χωρίου και τον εθάψαμε πριν
φύγουμε. Δεν γνωρίζω εάν ανεκαλύφθη διότι το χωριό είναι αποκλεισμένο και δεν έλαβα
εισέτι επαφήν.

Εις την σύγχυσιν όμως που εδημιουργήθη, διότι τα γεγονότα εξειλίχθησαν με


κινηματογραφικήν ταχύτητα, ελησμόνησα εκεί εν κυνηγετικόν όπλον. Το ευτύχημα είναι ότι
τούτο έμεινε εις θέσιν που να μη ενοχοποιήση κανένα ώστε να πάρω και άλλους εις τον
λαιμόν μου.

Μού διέφυγε ωσαύτως να εξετάσω την θέσιν εκ της οποίας μας εκτύπησε το αυτόματο. Από
ό,τι ηδυνήθην να πληροφορηθώ ο χειριστής του εφονεύθη ή ετραυματίσθη σοβαρώς. Κατά
πάσαν δε πιθανότητα ούτος είναι ο προδότης Τσούκας.

Ο απρόοπτος φόνος του εξαίρετου αγωνιστού ΓΕΩΡΓΑΛΑ με εστενοχώρησε πολύ. Μη


νομίσετε όμως ότι απογοητεύομαι, τουναντίον τόσον εγώ όσον και οι άνδρες μου θα
αγωνισθώμεν με περισσότερη λύσσα για να πάρουμε πίσω το αίμα του.

Δι' εμέ μη ανησυχείτε, διότι το τραύμα μου είναι επιπόλαιον και σε λίγες μέρες θα είμαι
εντελώς καλά.– ΑΙΑΣ.

Έστειλε την αναφορά στον Διγενή και το μυαλό του πλημμύρισε πάλι από τις μνήμες του
Λιάκου. Θυμόταν αυτόν και ταυτόχρονα η σκέψη του πετούσε στον ομώνυμο τρανό κλέφτη του
Εικοσιένα που ύστερα από αγώνες και παλληκαριές, έπεσε σε ενέδρα που του έστησε ο Αλή
Πασάς. Και τι σύμπτωση... –σκεφτόταν. Όπως τον κλέφτη Λιάκο δεν άφησαν οι συναγωνιστές
του να πέσει στα χέρια των εχθρών για να τον χλευάσουν κόβοντάς του το κεφάλι, έτσι και στον
δικό του «Λιάκο», ένοιωθε τώρα ικανοποίηση που πρόλαβαν και τον έθαψαν προτού φύγουν
από τη Ζωοπηγή.

Συναγωνιστές του Αυξεντίου τον θυμούνται που απάγγελλε το τραγούδι του θανάτου του
Λιάκου:

«Λιάκο σε κλαίουν τ' Άγραφα, οι βρύσες και τα δέντρα,


»Σε κλαίει ο δόλιος ψυχογυιός, σε κλαιν τα παλληκάρια.
»Δεν σ' το είπα, Λιάκο, μια φορά, δεν σ' το είπα τρεις και πέντε·

Digitized by 10uk1s
»Προσκύνα, Λιάκο, τον πασσά, προσκυνά τον βεζίρην;»–
«Όσο 'ναι Λιάκος ζωντανός, πασσάν δεν προσκυνάει,
»Πασσά 'χει Λιάκος το σπαθί, βεζίρην το τουφέκι.»–
Κακόν καρτέρι τω 'καμαν από το μετερίζι.
Διψούσ' ο Λιάκος κ' έρχεται με το σπαθί στο χέρι·
Έσκυψε κάτω για να πιη νερόν και να δροσίση,
Τρία τουφέκια του 'δωκαν, τα τρί' αρράδ' αρράδα.
Το 'να τον παίρνει ξώπλατα, και τ' άλλο εις την μέσην,
Το τρίτον, το φαρμακερόν, τον πήρεν εις τ' αστήθι·
Το στόμα τ' αίμα γέμισε, τ' αχείλι του φαρμάκι,
Κ' η γλώσσά τ' αηδονολαλεί, και κελαϊδεί και λέγει·
«Που είσθε, παλληκάρια μου, που είσαι, ψυχογυιέ μου;
»Για! πάρετέ μου τα φλωριά, πάρτε μου τα τσαπράζια,
»Πάρτε και το σπαθάκι μου το πολυξακουσμένον·
»Κόψετε το κεφάλι μου, να μη το κόψουν Τούρκοι,
»Και το πηγαίνουν 'σ του πασσά, ψηλά εις το διβάνι·
»Το ιδούν εχθροί και χαίρουνται, οι φίλοι και λυπούνται·
»Το ιδή και η μαννούλα μου, κ' από καϋμόν πεθάνη.»

Ωστόσο, ο νέος Λιάκος του αγώνα δεν ευτύχησε να μη καγχάσουν οι εχθροί βλέποντας το
άψυχο κουφάρι του. Τέσσερεις μόλις μέρες μετά τη μάχη ο Αυξεντίου, κρυμμένος στο
Παλαιχώρι, διάβαζε στις εφημερίδες την είδηση ότι οι Άγγλοι είχαν ανακαλύψει το πτώμα του
Γεωργάλλα. ...Επηκολούθησαν έρευναι –έγραφαν οι εφημερίδες– και ανευρέθη αβαθής τάφος
εις το νεκροταφείον του χωρίου, εντός του οποίου ευρίσκετο το πτώμα ανδρός προσφάτως
φονευθέντος συνεπεία τραυματισμού διά σφαίρας. Διεπιστώθη ότι ο φονευθείς είναι ο Μιχαήλ
Θωμά Γεωργάλλας, όστις ήτο επικεκηρυγμένος διά ποσού 5 χιλιάδων λιρών... Ως
πληροφορούμεθα, το πτώμα ευρίσκετο εντός σάκκου αχύρου και ήτο τοποθετημένον εντός
τάφου...

Digitized by 10uk1s
12
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
Ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος 1957, οι τελευταίοι μήνες της ζωής του Αυξεντίου, είναι η
περίοδος της πιο σκληρής αλλά και πιο αποτελεσματικής καταδίωξης του Αυξεντίου. Εκλεκτοί
αγωνιστές σκοτώνονται ο ένας μετά τον άλλο, τα κρησφύγετα των ανταρτών ανακαλύπτονται
και το χέρι των διωκτών του Ζήδρου πλησιάζει όλο και περισσότερο κοντά του. Παρ' όλη όμως
την πρωτοφανή σε έκταση και πείσμα προσπάθεια, κι αυτή δεν επρόκειτο να έχει καλύτερη
τύχη από τις προηγούμενες αν δεν υπήρχε η διπλή προδοσία. Αυτή η προδοσία ιχνηλάτησε
πρώτα τον Αυξεντίου στις κινήσεις του μετά τη συμπλοκή της Ζωοπηγής και ύστερα εντόπισε το
ίδιο το κρησφύγετό του στη Μονή Μαχαιρά.

Όσοι αγωνιστές βρίσκονταν έξω από τον θανατερό κλοιό των Άγγλων και γνώριζαν περίπου
που βρισκόταν ο Αυξεντίου, παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα το κλείσιμο της λαβίδας
του θανάτου. Του έγραφαν κάποιο μήνυμα –δυο τρία λόγια– και του έλεγαν να προσέχει. Από
τι να προσέχει πια και από τι να φυλάγεται; Είχε οικειωθεί με την ιδέα του θανάτου, είχε πάρει
τις αποφάσεις του και είχε, θα έλεγε κανείς, κλείσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή. Βέβαια
δεν θα περίμενε μοιρολατρικά το τέλος και ούτε η στάση του θα ήταν παθητική. Θα έδινε τη
στερνή του μάχη με όση δύναμη του έμενε, έστω και μόνος, έτσι καθώς ο ανυπόταχτος αετός
επιστρατεύει το ράμφος και τα νύχια του και πολεμά με μανία και πείσμα να ξεφύγει...

Στο Παλαιχώρι ο Αυξεντίου κρυβόταν στο σπίτι του Ανδρέα Καραολή όπου είχε κατασκευαστεί
κρησφύγετο που η είσοδός του ήταν το περίτεχνα καμουφλαρισμένο στόμιο ενός φούρνου. Για
τις συνθήκες της εκεί παραμονής του η αγωνίστρια Παναγιώτα Μιχ. Ιωάννου δίνει την
ακόλουθη αυθεντική μαρτυρία:

«Ο Αυξεντίου ήτο τραυματισμένος εις το ένα πόδι. Η σφαίρα τον είχε κτυπήσει εις τον
μηρόν και εξήλθεν από το γόνατον. Ανέλαβα να περιποιηθώ την πληγήν του, δυστυχώς
όμως φάρμακα δεν υπήρχον εις την οικίαν διότι κατά σύμπτωσιν εκείνο το απόγευμα είχε
κτυπήσει ένα κορίτσι εις την γειτονιάν και το πρόχειρον φαρμακείον είχε μεταφερθή εις
γειτονικήν οικίαν. Είπα εις τον Αυξεντίου ότι θα επήγαινα να φέρω τα φάρμακα αλλά δεν
εδέχθη διότι δεν ήθελε να γίνη έστω και η παραμικρά κίνησις που πιθανόν να επρόδιδε την
παρουσίαν της ομάδος εις το χωρίον. Παρ' όλον ότι τον διεβεβαίωσα ότι ουδείς κίνδυνος
υπήρχε εκείνος επέμεινε να μην εξέλθω της οικίας διά να φέρω τα φάρμακα.

«Δεν είναι τίποτε», μου είπε. «Είναι ένα μικρό καυστηρίασμα», εννοώντας ότι η σφαίρα
απλώς του είχε... καυστηριάσει το δέρμα. Μου είπε δε να περιποιηθώ το τραύμα με ζιβανία
και να το δέσω με «σπιτ-φιξ». Του έπλυνα πράγματι το τραύμα με ζιβανίαν και λίγο
βαμβάκι που βρήκα και του το έδεσα.

Την επομένην ήλθεν εις το χωρίον επιβαίνων μοτοσυκλέττας και με μίαν «κουκούλαν» εις
την κεφαλήν κάποιος αντάρτης ονόματι Απόστρατος (εκ Χανδριών), ο οποίος ανήκε
παλαιότερον εις την ομάδα του Αυξεντίου. Ούτος είχε συλληφθή ολίγας ημέρας πριν υπό
των Άγγλων και είχε βασανισθή, επιστεύετο δε ότι είχε προδώσει. Ο μόνος που κατ' ουδένα
λόγον δεν ήθελε να πιστεύση τας σχετικάς διαδόσεις ήτο ο Αυξεντίου.

Ο Απόστρατος ήλθε και με βρήκε. Μου είπεν ότι εγνώριζεν ότι ο Αυξεντίου ευρίσκετο εις το

Digitized by 10uk1s
Παλαιχώρι και μου εζήτησε να τον οδηγήσω εις αυτόν. Του απήντησα ότι δεν εγνώριζα αν
ήτο εκεί ή όχι ο Αυξεντίου. Εκείνος επέμενε. Εφώναξα τον υπεύθυνον της οργανώσεως εις
το χωρίον, ο οποίος είπε εις τον Απόστρατον ότι ο Αυξεντίου ευρίσκετο εις μέρος απέχον 4
ώρας από το Παλαιχώρι και ότι δεν ηδύνατο να τον φέρη εις επαφήν μαζί του. Εκείνος
επέμενε και πάλιν. Χωρίς να κινήσω υποψίας έφυγα από το μέρος όπου ευρισκόμεθα και
μετέβην εις την οικίαν όπου ευρίσκετο ο Αυξεντίου τον οποίον ενημέρωσα περί της
επισκέψεως του Αποστράτου. «Να τον φέρετε αμέσως», μου είπε. Επήγα και βρήκα τον
υπεύθυνον του χωρίου εις τον οποίον ανέφερα σχετικώς. Εκείνος επέμεινε να μη φέρωμεν
τον Απόστρατον εις επαφήν με τον Αυξεντίου διότι εφοβείτο ότι τούτο θα ωδήγει εις
εντοπισμόν της ομάδος υπό των Άγγλων. Τελικώς είπεν εις τον Απόστρατον να του δώση
μίαν επιστολήν την οποίαν είχε φέρει μαζί του και ανεχώρησε δια να την φέρη εις τον
Αυξεντίου. Δια να μη κινήση υποψίας ο υπεύθυνος εκρύβη κάπου επ' αρκετόν και
ακολούθως επέδωσε την επιστολήν εις τον Αυξεντίου, απάντησιν του οποίου εκόμισε μετά
από 4 περίπου ώρας. Αφού έλαβε την απάντησιν ο Απόστρατος έφυγε».

Την άλλη ακριβώς μέρα (6 Ιανουαρίου 1957) λόχοι ολόκληροι Άγγλων στρατιωτών
πλημμύρισαν το Παλαιχώρι και άρχισαν έρευνες από σπίτι σε σπίτι με τη βεβαιότητα ότι αυτή
τη φορά θα πετύχαιναν το σκοπό τους. Ερεύνησαν και το σπίτι όπου βρίσκονταν κρυμμένοι ο
Αυξεντίου με τα παλληκάρια του, αλλά δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν τα κρησφύγετο.

Μόλις ο στρατός απέκλεισε την αυγή το χωριό, η Μαρίτσα Καραολή έτρεξε να ξυπνήσει τον
Αυξεντίου, που συνήθως κάθε νύχτα ξαγρυπνούσε ετοιμάζοντας την αλληλογραφία της
Οργάνωσης και φρουρώντας τους συντρόφους του.

– Μάστρε ξύπνα, ο στρατός εμπλόκαρεν από παντού το χωριό. Ξύπνα... του φώναξε.

Ο Ζήδρος πετάχτηκε απάνω, άρπαξε το όπλο του και την κοίταξε μ' ένα βλέμμα σα να ήθελε να
την αποχαιρετήσει για πάντα και της είπε:

– Αν είμαστεν προδομένοι, το τέλος έφτασεν. Αν δεν ξαναβρεθούμεν, ευχαριστούμεν για όλα...

Σε λίγο η Μαρίτσα Καραολή ειδοποίησε ότι οι στρατιώτες άρχισαν έρευνες από σπίτι σε σπίτι.
Και ο Αυξεντίου της είπε αυτά τα λόγια:

– Αν επροδοθήκαμε, δεν υπάρχει ελπίδα. Πάρε τον άντρα σου και τα παιδιά σου και φύγετε,
γιατί αν οι Άγγλοι έρθουν εδώ και μας ανακαλύψουν, το σπίτι –και σου ζητώ συγγνώμη που
σου το λέω– θα γίνει ρημαδιό. Δεν θα μείνει πέτρα στην πέτρα...

Η ψυχωμένη αγρότισσα του απάντησε σχεδόν διακόπτοντάς τον:

– Μην σκέφτεστε καθόλου το σπίτι μου, φτάνει μόνο να σωθείτε εσείς. Τον άντρα μου τον
συνέλαβαν με τους άλλους από την εκκλησίαν και από τα καφενεία και τους έχουν στα
συρματοπλέγματα. Τα παιδιά μου θα τα στείλω στην θεία τους. Εγώ θα μείνω μαζί σας και ό,τι
θέλει ο Θεός...

Δυο ολόκληρα μερόνυκτα έμειναν κρυμμένοι. Το οξυγόνο είχε εξαντληθεί από την υπόγεια,
σφραγισμένη σχεδόν, κρύπτη τους και το κατάλαβαν όταν ο Αυξεντίου άναψε σπίρτο να κάψει

Digitized by 10uk1s
κάποια έγγραφα και το σπίρτο έσβησε αμέσως.

Οι Άγγλοι αποχώρησαν τελικά απογοητευμένοι χωρίς να μπορέσουν ν' ανακαλύψουν τους


αγωνιστές. Μέσα όμως στους υπόπτους που είχαν συλλάβει ήταν και ο οικοδεσπότης τους
Ανδρέας Καραολής. Ο Αυξεντίου, εφαρμόζοντας μια γενική αρχή της ΕΟΚΑ, αποφάσισε να
μετακινηθεί για λόγους προνοίας, μη τυχόν δηλαδή και ο Καραολής «μιλούσε» ύστερα από
βασανιστήρια, πράγμα που βέβαια δεν έγινε.

Έφυγαν και από το Παλαιχώρι. Ύστερα από δύσκολη πορεία έφθασαν στο χωριό Φτερικούδι.
Έμειναν για μια βδομάδα κρυμμένοι εκεί, όταν οι Άγγλοι τους ακολούθησαν πάλι ερευνώντας
πεισματικά τα πάντα στις 14 Ιανουαρίου.

Αναχώρησαν και από το Φτερικούδι στις 15 Ιανουαρίου και ύστερα από κουραστική πορεία
δυο νυχτών (ολόκληρη τη μέρα κρύβονταν) έφθασαν, μεσάνυχτα, στο μοναστήρι του Μαχαιρά
όπου συνάντησαν τον ηγούμενο Ειρηναίο. Έμειναν λίγες μέρες και όταν οι έρευνες των Άγγλων
επεκτάθηκαν και στην περιοχή εκείνη, έφυγαν στις 24 Ιανουαρίου για το χωριό Καπέδες και την
επομένη για τον Αναλυόντα.

Η προδοσία ξετυλίγεται σαν βρόχος θανάτου και τους ακολουθεί παντού, βήμα με βήμα. Η
καταδίωξη άρχισε τα Χριστούγεννα από τον Αγρό, συνεχίστηκε στη Ζωοπηγή, ύστερα στις
κορυφές της Παπούτσας και στη συνέχεια στο Παλαιχώρι, στο Φτερικούδι, στον Μαχαιρά,
στους Καπέδες, στον Αναλυόντα και, στο τέλος, στον Μαχαιρά πάλι –μοιραία πια...

Ενώ, όμως, οι Άγγλοι είχαν σχεδόν στο χέρι τον Αυξεντίου, ενώ οι κινήσεις τους έδειχναν ότι οι
πληροφορίες τους ήταν σχεδόν πάντα έγκαιρες και αυθεντικές, έβλεπαν λες το φάντασμά του –
έναν δεύτερο εαυτό του– να κινείται παντού και να τους πολεμά σε άλλες περιοχές όπου
αντικειμενικά ήταν αδύνατο να βρίσκεται. Όταν στις 24 Ιανουαρίου 1957 ο στρατηγός Κέντριου
έκαμε ανακοινώσεις στους δημοσιογράφους για τα αποτελέσματα των στρατιωτικών
επιχειρήσεων «Μπλακ Μακ», ανάφερε ότι ο Αυξεντίου, δέκα ημέρες πιο πριν, ήταν στις
Πλάτρες με σκοπό να βομβαρδίσει το αρχηγείο των Άγγλων! Σε εφημερίδα της Λευκωσίας
(«Φιλελεύθερος») γράφονταν, στις 26.1.1957, τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι δημοσιογράφοι
οίτινες μετέβησαν προχθές εις Πλάτρας διά να παραστούν εις την συγκληθείσαν υπό του
στρατηγού Κέντριου διάσκεψιν Τύπου, επληροφορήθησαν κατ' αυτήν ότι προ δέκα ημερών ο
Αυξεντίου μετέβη μεταμφιεσμένος εις Πλάτρας. Πιστεύεται ότι κατήρτιζε σχέδιον
κανονιοβολισμού του αρχηγείου του στρατού, το οποίον είναι εγκατεστημένον εις το
ξενοδοχείον «Σπλέντιτ». Εις απόστασιν 400 υαρδών από του ξενοδοχείου ανευρέθη βρεττανική
μπαζούκα των 3,5 ιντζών, η οποία είναι όπλον χρησιμοποιούμενον διά την καταστροφήν των
τανκς. Η μπαζούκα ήτο τοποθετημένη επί ενός τοίχου. Φαίνεται ότι ο Αυξεντίου εσκόπευε να
κανονιοβολήση δι' αυτής το ξενοδοχείον μίαν των προσεχών νυκτών. Κατά την διάσκεψιν
Τύπου ανεφέρθη επίσης ότι ο στρατηγός Γρίβας ζη και ευρίσκεται εις την Κύπρον.

«Ο κάμπος δεν είναι για μας...»

Χαμηλά στο ημιορεινό χωριό Αναλυόντας ο Αυξεντίου και οι άντρες του έμειναν από τις 25
Ιανουαρίου μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου. Ήταν κρυμμένοι στο «ανώι» του σπιτιού του κοινοτάρχη
Ηροδότου. Και εκεί τους ακολούθησε ο στρατός, ερευνώντας τα πάντα, εκτός... από το σπίτι
όπου κρύβονταν. Είχαν ετοιμαστεί να αμυνθούν και να επιχειρήσουν να φύγουν πηδώντας από

Digitized by 10uk1s
στέγη σε στέγη. Αλλά ο χώρος γύρω δεν προσφερόταν για κάλυψη. Έτσι, όταν πέρασε ο
κίνδυνος, ο Αυξεντίου είπε στους ένθερμους πατριώτες που τους φιλοξενούσαν:

– Φεύγουμε, γεια σας και ευχαριστούμε για όλα. Ο κάμπος δεν είναι για μας. Ο αντάρτης είναι
για το βουνόν...

Ο Φειδίας Συμεωνίδης λέει για την παραμονή τους στον Αναλυόντα: «...Είχαμε ησυχίαν για
μιαν εβδομάδα περίπου όταν ξαφνικά έφθασαν στο χωριό οι Άγγλοι για τις συνηθισμένες
μονοήμερες έρευνες. Βρισκόμαστε στο ανώγιο του σπιτιού και οι Άγγλοι ερεύνησαν το
κατώγιο. Επεριμέναμε με κομμένη αναπνοή να ακούσομε βήματα στην σκάλα και είχαμε
ετοιμάσει σχέδιο να τους αντιμετωπίσομε, αλλά κατά περίεργο τρόπο οι Άγγλοι δεν
εσκέφθησαν να ερευνήσουν πάνω». Ο Αντώνης Παπαδόπουλος συμπληρώνει: «...Εις τον
Αναλυόνταν εμείναμεν αρκετές ημέρες μέχρις ότου μιαν ημέραν έγιναν έρευνες από
στρατιωτικήν περίπολον σ' όλο το χωριό σχεδόν, εκτός από το σπίτι, που μέναμε εμείς, του
κοινοτάρχου Ηροδότου, ενός εξαιρετικού ανθρώπου με τέσσερα παιδιά, που το μεγαλύτερο
ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Θυμάμαι που μας είπε, ότι αν γίνουν έρευνες, κτυπάτε τους και μη
σκεφθείτε ούτε το σπίτι μου, ούτε και εμένα τον ίδιον».

Στις 5 Φεβρουαρίου η ανταρτική ομάδα γύρισε στον Μαχαιρά με την απόφαση πια να
προωθηθεί στην Πιτσιλιά και πάλι όπου οι ομάδες της ΕΟΚΑ χρειάζονταν αναδιοργάνωση.
Προτού εγκαταλείψουν, όμως, τον Μαχαιρά ο Ζήδρος θέλησε να κατασκευάσουν κοντά στη
Μονή ένα εφεδρικό κρησφύγετο που μπορούσε να φανεί αναγκαίο σε μια μελλοντική τους
καταδίωξη.

Για την επάνοδο των ανταρτών στον Μαχαιρά ο ηγούμενος της Μονής Ειρηναίος λέει τα
ακόλουθα:

«Τέλη Ιουλίου 1956 ο Αυξεντίου μετεκινήθη προς Αγρόν και επέστρεψεν εις Μαχαιράν την
17) 1) 1957.

Μετά δύο ημέρας έφθασαν εις την Μονήν οι αστυνομικοί Λεύκιος και Μάμας
συνοδευόμενοι υπό δύο νεανίδων, οι οποίοι εζήτουν να συναντήσουν τον Αυξεντίου. Ούτος
εδέχθη και κατά την επακολουθήσασαν συνάντησιν οι δύο αστυνομικοί υπέδειξαν εις
αυτόν να φύγη εκ της Μονής, διότι θα ενηργούντο αυστηραί έρευναι.

Την επαύριον αφίκετο εις Μαχαιράν και ο εκ Λυθροδόντα αστυνομικός Κυριάκος, ο οποίος
υπέδειξεν επίσης εις τον Αυξεντίου να απομακρυνθή εκ Μαχαιρά. Ο Αυξεντίου δεν επείσθη
και συνέχισε την παραμονήν εις την Μονήν. Τας πρωινάς ώρας της 25ης Ιανουαρίου
ηκούσθησαν γαυγίσματα σκύλλων, ένδειξις ότι κατέφθανον οι Άγγλοι. Αμέσως ο Αυξεντίου
και οι άνδρες του έφυγαν διά Καπέδες. Πολυάριθμοι Βρεττανοί στρατιώται αφιχθέντες εις
την Μονήν διενήργησαν λεπτομερεστάτας ερεύνας επί τριήμερον. Όλα τα δάπεδα των
δωματίων και αυτή ακόμη η εκκλησία ανεσκάφησαν ίνα ευρεθή το κρησφύγετον Αυξεντίου.
Μερικοί τοίχοι διετρήθησαν. Την 28ην Ιανουαρίου οι Άγγλοι απεχώρησαν άπρακτοι.

Κατόπιν ολιγοημέρου απουσίας εις Καπέδες ο Αυξεντίου επέστρεψε εις Μαχαιράν μετά των
ανδρών του και ήρχισαν να κατασκευάζουν νέον κρησφύγετον εις απόστασιν 500 μέτρων εκ
της Μονής. Ήτο το κρησφύγετον το οποίον ωδήγησε τον Γρηγόρη Αυξεντίου εις την

Digitized by 10uk1s
αθανασίαν και κατέστη σήμερον εθνικόν προσκύνημα».

Ενώ ο Αυξεντίου βρισκόταν στην περιοχή του Μαχαιρά άρχισε να πληροφορείται τη μια μετά
την άλλη τις σοβαρές απώλειες του τομέα του, αλλά και άλλων περιοχών. Σε νυκτερινή ενέδρα
Άγγλων στρατιωτών πέφτει ο λαμπρός αγωνιστής Μάρκος Δράκος, συλλαμβάνονται δυο
ολόκληρες ομάδες στα Καννάβια και στο Όμοδος, σκοτώνονται σε συμπλοκή με Άγγλους οι
Δημητράκης Χριστοδούλου και Σωτήρης Τσαγκάρης ενώ τραυματίζεται βαρύτατα ο Στυλιανός
Λένας που θα πεθάνει ύστερα από μέρες, στην Πάφο σκοτώνονται οι γενναίοι νεαροί
αγωνιστές Γεώργιος Παπαβερκίου και Τάκης Σοφοκλέους. Τα κρησφύγετα και οι κρύπτες
ανακαλύπτονται, οι αγγελιαφόροι, οι σύνδεσμοι και οι τροφοδότες συλλαμβάνονται και γενικά
η περιοχή Πιτσιλιάς παρουσιάζει μια επικίνδυνη εξάρθρωση. Στις 25 Ιανουαρίου πεθαίνει
ύστερα από άγρια βασανιστήρια ο αγωνιστής Νίκος Γεωργίου που είχε συλληφθεί σε
κρησφύγετο στο χωριό Σαράντι. Πέθανε κρατώντας διπλοκλειδωμένο στην ψυχή του το μέγα
μυστικό που ζητούσαν να του αποσπάσουν οι Άγγλοι. Ο αγωνιστής Μιχάλης Μουστάκας
αφηγείται: «...Εις το κελλί Νο 1 ήτο ο Νίκος Γεωργίου, ο οποίος από τα πολλά βάσανα πέθανε.
Τον ρώτησαν για τον Λένα και τον Αυξεντίου και εκείνος απαντούσε: «Ξέρω αλλά δεν σας
λέγω». Για μια στιγμή από το κελλί του μου λέγει ψιθυριστά, ο Πιπίνος και ο Απόστρατος είναι
προδότες, πρόσεχε».

Όταν, τον Ιανουάριο, συνελήφθη στο κρησφύγετο του Ομόδους η ομάδα με τον Γεωρκάτζη και
τους άλλους, οι Άγγλοι άφησαν την επιχείρηση «Μπλακ Μακ» να προχωρεί, χωρίς να
ανακοινώσουν τίποτε. Ήθελαν να αποκρύψουν για λίγες μέρες τις συλλήψεις για να μείνει
απληροφόρητος και να παγιδευθεί ο Αυξεντίου. Από τη Λεμεσό, όμως, ο τομεάρχης Δήμος
Χατζημιλτής είχε πληροφορηθεί έγκαιρα τα καθέκαστα και έστειλε αμέσως άνθρωπό του στη
Λευκωσία με επείγον μήνυμα που έπρεπε να διαβιβασθεί προς τον Αυξεντίου. Πράγματι, ο
Αυξεντίου έγραψε λίγο πιο ύστερα στον Χατζημιλτή ευχαριστώντας και σημειώνοντας ότι το
μήνυμα εκείνο τον βοήθησε πολύ γιατί μόλις μετακινήθηκε άρχισαν αμέσως έρευνες εκεί όπου
έμενε προηγουμένως. «Στο τελευταίο του γράμμα –λέει ο Χατζημιλτής– μου ανέφερε ότι δεν
προφταίνει να φθάση εις ένα τόπον και αμέσως φεύγει διότι καταφθάνουν οι Άγγλοι για
έρευνας».

Όσο και αν οι Άγγλοι απέκρυπταν για μερικά εικοσιτετράωρα τις επιτυχίες τους, τις
ανακοίνωναν ύστερα κομπαστικά από το ραδιόφωνο, απαριθμούσαν με σχολαστικότητα τα
όπλα, τις βόμβες και τις σφαίρες που είχαν ανακαλύψει και έκαναν απανωτά σχόλια με την
επωδό ότι η ΕΟΚΑ εξαρθρώνεται από μέρα σε μέρα. Όλα αυτά έκαναν πιο σταθερή την
απόφαση του Ζήδρου να μη υποταχθεί, να μη παραδοθεί, αλλά στην ανάγκη να πέσει
πολεμώντας. Είναι χαρακτηριστικό το πιο κάτω απόσπασμα από την αφήγηση του ηγουμένου
Μαχαιρά Ειρηναίου:

«Μέσα Φεβρουαρίου 1957 ο Αυξεντίου ευρίσκετο εις το γραφείον μου μελετών σχέδιον
επιθέσεως κατά των Άγγλων και ακούων τα νέα από ραδιοφώνου. Οι Άγγλοι εκαυχώντο την
νύκτα εκείνην διά μεγάλας επιτυχίας των και σύλληψιν πολυμελούς ορεινής ομάδος εις
Όμοδος (ήτο η ομάς Ν. Σπανού και Π. Γεωρκάτζη). Ο τελευταίος κατέφυγεν εκεί μετά την
σύλληψιν μελών της ομάδος του. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου εξενευρίσθη από το δυσάρεστον
νέον και εγερθείς αποτόμως εκ του γραφείου ήρχισε να φωνάζη: «Αχ καλόγηρε, θέλω να
πολεμήσω, να δώσω την μάχην, αφού οι άλλοι θέλουν να παραδίδωνται». Και άρχισε
συγχρόνως να απαγγέλλη δυνατά:

Digitized by 10uk1s
Συ που σκοτώθης για το φως
ξύπνα να δης τον ήλιο,
ξύπνα να δης το γαίμα Σου
που γίνηκε βασίλειο.

Εν συνεχεία έγραψεν εξ επιστολάς προς οικογενείας ανταρτών, παραδώσας συγχρόνως εις


εμέ 5 λίρας δι' εκάστην οικογένειαν. Ο Αυξεντίου ήκουσε πάλιν τα νέα από το ραδιόφωνον
και μου είπεν:

"Απόψε θα φύγωμεν νωρίς. Πρόσεξε καλόγηρε εάν ακούσης Άγγλους να ρίψης τις
επιστολές όπως είναι με τις λίρες στη φωτιά. Γιατί αν τις ανοίξης μία - μία να βγάλης τις
λίρες δεν θα προφθάσης. Ξέρεις όμως, θα θέλαμε να κοινωνήσουμε. Μα είμαστε βρώμικοι
και δεν κάνει. Πάντως ετοίμασε ζεστό νερό νάρθουμε αύριο βράδυ να λουστούμε και να
κοινωνήσουμε"».

Βλέποντας τις δυνάμεις του να εξαρθρώνονται και νοιώθοντας την προδοσία να τον πλησιάζει
επικίνδυνα, ο Αυξεντίου έγραψε μια αναφορά στον Διγενή όπου του ανακοίνωνε τις απώλειες
στον τομέα του και τελείωνε με αυτά τα λόγια:

...Το μέγεθος των απωλειών μας το αντιλαμβάνομαι. Δεν θα καμφθώμεν όμως· τουναντίον
θα ριφθώμεν με περισσότερον πείσμα στον αγώνα διά να καλύψωμεν τα κενά που
εδημιουργήθησαν. Η πίστις μας προς την νίκην είναι ακλόνητος...

Και ο Διγενής του απάντησε λακωνικά: «Προφυλαχθήτε, ανασυνταχθήτε και αποδώσατε τα


κτυπήματα».

«Να τους διδάξω πώς να πεθαίνουν...»

Να προφυλαχθεί, να προσέχει, να φυλάγεται, ήταν τα μηνύματα που έφθαναν από


συναγωνιστές του που καταλάβαιναν τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν.

Πώς να προφυλαχθεί, όμως, και πως να γλυτώσει όταν όλες οι ατυχίες τον κατάτρεχαν και όλες
οι προδοσίες δακτυλοδειχτούσαν ολόισα την καρδιά του; Αν εννοούσαν τον θάνατο, τότε
βέβαια υπήρχε κάποιος τρόπος να τον αποφύγει. Δεν είχε παρά να σηκώσει ψηλά τα χέρια.
Όμως αυτό δεν θα το καταδεχόταν ποτέ και γι' αυτό και απαντώντας σε συστάσεις
συναγωνιστή του να φυλάγεται, του έγραφε:

«Αν εμείς που λεγόμαστε αρχηγοί δεν θελήσουμε να εκτεθούμε σε κίνδυνο, πώς θα
τολμήσουν αυτά τα νέα παιδιά να αντισταθούν στον εχθρό; Αρκετή υπηρεσία πρόσφερα
διδάσκοντας πώς να κρατάνε το όπλο και να πολεμούν, πρέπει όμως να τελειώσω
διδάσκοντάς τους και πώς να πεθαίνουν».

Μετά τις πανωλεθρίες στον τομέα της Πιτσιλιάς από τη μακρυνή Αμμόχωστο ο τομεάρχης
Παύλος Παυλάκης, παλιός και καλός φίλος του Αυξεντίου, του έγραφε: «Πρόσεχε. Μην ξεχνάς
ότι εσύ ο ίδιος μας εδίδαξες ότι όταν ο αντίπαλος έχει την πρωτοβουλία, εμείς αποφεύγουμε
την μάχη...». Τότε ο Αυξεντίου –στο τελευταίο του γράμμα προς τον Παυλάκη– τόνιζε:

Digitized by 10uk1s
«Φίλε μου, οι πόλεμοι είναι μεθυστικοί. Και όσο πιο επικίνδυνοι είναι, τόσο και πιο
μεθυστικοί γίνονται...».

Ο ηγούμενος Ειρηναίος λέει, ότι στις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Αυξεντίου είχε μια έντονη
προαίσθηση ότι πλησίαζε το τέλος του. Λίγες μέρες πριν από την τελευταία του μάχη, του
έλεγε:

– Είναι καιρός, καλόγερε, να μάθουμε στα παιδιά της Κύπρου πώς να πεθαίνουν...

Η απόφασή του ήταν σταθερά και αμετάκλητα παρμένη και γι' αυτό έλεγε βροντερά προς τον
Ειρηναίο:

– Κούγκι θα σου κάνω το μοναστήρι σου, καλόγερε!

Και πράγματι, Κούγκι και Αρκάδι θα τον έκανε τον Μαχαιρά αν οι Άγγλοι πετύχαιναν να τον
κυκλώσουν εκεί και όχι στο κρησφύγετό του, λίγο πιο κάτω από τη Μονή.

Πάντως σχεδίαζε, αν τα πράγματα πήγαιναν καλά, να ξαναπάει και να εγκατασταθεί πάλι στην
Πιτσιλιά για να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί. Σε μια από τις τελευταίες του επιστολές
έγραφε στους αγωνιστές του Παλαιχωριού:

«Φαίνεται ότι οι Άγγλοι με πήραν από πίσω και με ακολούθουν κατά πόδας. Μόλις βρω
ευκαιρία θα τους ξεφύγω και θα έλθω στο Παλαιχώρι. Να ετοιμάσετε με επιμέλεια και
μυστικότητα ένα κρησφύγετο που να μη το ξέρη κανείς...».

Εκεί στη Μονή του Μαχαιρά, λίγες μέρες πριν από το θάνατό του, είχε τις τελευταίες μυστικές
επισκέψεις από τη Λευκωσία. Με μύριες προφυλάξεις του προωθούσαν εκεί την
αλληλογραφία και παραλάβαιναν τη δική του για το Αρχηγείο και για τον τομέα του.

Για την τελευταία επίσκεψη λέει η Μαρούλα Μαρκίδου:

«Ήταν νύκτα όταν φτάσαμε στον Μαχαιράν για να του πάρουμε το μήνυμα. Παρόλο που τον
είχαμε ξανασυναντήσει σε άλλες αποστολές, δυσκολευτήκαμε να τον αναγνωρίσουμε.
Εκτός από τα γένεια και τα μουστάκια, στο πρόσωπό του υπήρχε μια ασυνήθιστη σκληράδα.
Η όψη και το βλέμμα του είχαν κάτι το τρομερά επιβλητικό και ίσως από τη συναίσθηση της
σοβαρότητας της κατάστασης, το χιούμορ και γενικά η διάθεση για κουβέντα και
αναπόληση, που γνωρίσαμε άλλοτε, δεν υπήρχαν.

Όταν προσφερθήκαμε να του ράψουμε το πανταλόνι εκεί που ήταν το τραύμα του από
σφαίρες, μας είπε με κάποια δόση πικρίας:

– Δεν βαριέστε. Ας κρατήσουμε και κάτι για ενθύμιο...

Μετά, αφού διάβασε το μήνυμα, ζήτησε περισσότερες λεπτομέρειες γι' αυτά που έμαθε
ήδη από τις εφημερίδες για τις απώλειες και τις συλλήψεις στον τομέα του και όταν φύγαμε
ήταν βυθισμένος σε βαθιές σκέψεις και τα ερώτημα τι να κάνει και που να πάει φαινόταν
ότι τον βασάνιζε διαρκώς».

Digitized by 10uk1s
Λακούβωνε λες η γη, στένευαν τα βουνά ολόγυρα και τον έκλειναν, χαμήλωνε ο ουρανός και
τον πίεζε, ολόκληρη η Πλάση, που δυο χρόνια τώρα την ήξερε σπίτι και λημέρι του, γινόταν μια
μικρότατη ασφυκτική παγίδα.

Κι ο γιατρός Κώστας Τσέλλος αποδίδει εύστοχα τα επικό μεγαλείο που είχε η τελευταία του
συνάντηση με τον ήρωα. Γράφει:

«Στις 21 Φεβρουαρίου 1957, ένδεκα ημέρες πριν τον πάρει η Δόξα στα φτερά της και τον
φωτίσει μ' όλη την αστραπή της λάμψης της, συναντηθήκαμε για τελευταία φορά με τα
Γρηγόρη Αυξεντίου.

Στη Μονή του Μαχαιρά όπως και άλλες φορές μας περίμενε. Στο κελί του τότε ηγουμένου,
του φλογερού πατριώτη και αγωνιστή κ. Ειρηναίου. Ήτανε εκεί και όλη η ομάδα του.

Μυσταγωγία ήτανε πάντοτε κάθε συνάντησή μας.

Στα μάτια του, στη γλυκύτατη μορφή του, ακτινοβολούσαν η ιερή πίστη προς την Ελλάδα.
Τα λόγια του ήσαν ηχώ του πόνου της σκλαβωμένης Κύπρου αλλά και βροντή της απόφασής
της να σπάσει της σκλαβιάς της τις αλυσίδες.

Γοήτευε η ομιλία του και η πίστη του στη Λευτεριά άναβε, σ' όσους τον άκουγαν, τη φλόγα
της θυσίας για την απελευθέρωση της Κύπρου.

Μοναδική του φροντίδα η καλλίτερη απόδοση του αγώνα. Η αποφασιστικότερη συμβολή


των αγωνιστών για την τελική νίκη.

Την τελευταία εκείνη νύχτα, όταν μετά το δείπνο (πραγματικά Μυστικό Δείπνο) επήγαμε
στο Γραφείο του ηγουμένου για να του αλλάξουν τις τρεις πληγές που είχε στο αριστερό του
πόδι από τα τραύματα στη μάχη της Ζωοπηγής όπου σκοτώθηκε ο Γεωργαλάς, μου μίλησε
για την ανάγκη να γίνει συνείδηση και απόφαση των μαχητών της ΕΟΚΑ να μη διστάζουν να
πεθαίνουν. Να μη παραδίδονται πλέον. Γιατί μόνον, όταν θα πεθαίνουν, θα νικήσουμε.
Μόνον ο θάνατός μας θα ελευθερώσει την Κύπρο και θα την ενώσει με τη Μάνα Πατρίδα
μας.

Ολοκάθαρα τον ακούω, κι αυτή τη στιγμή να λέει και να τονίζει κάθε λέξη του:

«Αυτή είναι τώρα η μόνη, η τελευταία προσφορά μου στον αγώνα». Και σαν να μη μιλούσε
πια από τούτον τον κόσμο συνέχισε: «Θα τους μάθω όλους τους αγωνιστές μας, όλα τα
παλληκάρια μας να πεθαίνουν. Έφτασε η στιγμή που δεν θα ξαναϊδεί ο εχθρός κανένα να
παραδίδεται». Τρεις φορές επανέλαβε τις φράσεις του αυτές.

Δεν μου έμεινε, κατά την τελευταία μας αυτή συνάντηση, ούτε η ελάχιστη αμφιβολία, ότι
όχι μόνον είχε χαράξει την εκούσια πορεία του προς το Γολγοθά, αλλ' ότι είχε ανέβει κι όλας
στην κορυφή του.

Οραματιζότανε, όταν μου μιλούσε, τον εαυτό του καρφωμένον στο Σταυρό του Μαρτυρίου
Του».

Digitized by 10uk1s
Θα νόμιζε κανείς, ότι ο Αυξεντίου έκλεινε μεθοδικά έναν - έναν τους λογαριασμούς του με τη
ζωή και με τους ανθρώπους. Αποχαιρετούσε όλους μοιράζοντας κομμάτια της καρδιάς του που
σε λίγο θα την παράδινε στην παμφάγα φωτιά. Σε όσα έλεγε και σε όσα έγραφε στο τελευταίο
στάδιο της ζωής του είναι έντονα δοσμένη και αποτυπωμένη η απόφασή του να πεθάνει. Αυτό
το δραματικό στοιχείο δεν λείπει και από το τελευταίο γράμμα που έστειλε, τον Φεβρουάριο
1957, προς τη γυναίκα του Βασιλική. Να τι της έγραφε:

«Αγαπημένη μου,

Ίσως με τις τελευταίες έρευνες και συλλήψεις να ανησύχησες και να ανησυχής ακόμη.

Είναι αλήθεια ότι ύστερα από μια προδοσία μας σφίξανε αρκετά, αλλά ο καλός Θεός μας
εβοήθησε να αποφύγουμε τον κίνδυνο. Μην ανησυχείς και ο κοκοβιός σου δεν το έχει να
πιαστή έτσι εύκολα εύκολα. Στην εσχάτην ανάγκην θα αγωνισθώ και θα πεθάνω σαν
Έλληνας αλλά ζωντανόν δεν θα με πιάσουν.

Ο προδότης είναι ο Καραδήμας. Ήξερε ότι αλληλογραφούσαμε, γι' αυτό είναι δυνατόν να σε
πιάσουν για ανάκριση. Μην παραδεχτής τίποτε, ό,τι και να σου κάμουν.

Επίσης το ψευδώνυμό μου τώρα είναι ΖΩΤΟΣ και αυτό να βάζης στον φάκελλον. Το
προηγούμενον το έμαθε η αστυνομία, γι' αυτό μην πιστέψης σε κανένα που δυνατόν να σου
πη το παλιό.

Πώς πάεις με το κρύο βρε κοκοβιέ; Εμείς εκοιμηθήκαμε και μέσα στο χιόνι, αλλά να δης
έβραζε.

Πώς παν οι δουλειές; Σας έβρεξε καλά; Τι γίνεται η αδελφή μου, τα μωρά και οι άλλοι;

Χαιρετισμούς εις όλους.– Σε φιλώ, δικός σου ΖΩΤΟΣ».

Digitized by 10uk1s
13
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΗΔΡΟΥ
Στις 28 Φεβρουαρίου 1957 το κρησφύγετο που κατασκεύασαν βιαστικά οι αντάρτες, 500 μέτρα
από τη Μονή Μαχαιρά, ήταν έτοιμο. Τις επόμενες μέρες ο Αυξεντίου ήθελε να δει πώς και που
θα σκόρπιζε τους άνδρες του, ώστε να αποφύγουν τον κίνδυνο των ερευνών. Ο ίδιος σχεδίαζε
να ξαναπάει στη ρημαγμένη Πιτσιλιά του, να περισυλλέξει και να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις
του.

Η θανάσιμη, όμως, λαβίδα των Άγγλων στένευε τώρα με ανελέητη σιγουριά και πήγαινε να
κλείσει. Οι μυστικές υπηρεσίες είχαν ασφαλείς πληροφορίες, από τους προδότες Απόστρατον,
«Φώκον» και «Πιπίνον», ότι ο Αυξεντίου από την περιοχή του Παλαιχωρίου τράβηξε προς τα
μέρη του Μαχαιρά. Αλλά που; Στην ίδια τη Μονή; Στα ολόγυρα απότομα βουνά; Σε κάποιο από
τα γύρω ταπεινά και ολιγάνθρωπα χωριά; Οι πληροφορίες, όμως, και οι ενδείξεις
συνηγορούσαν με το ότι στην ίδια τη Μονή πρέπει να βρήκε κατάλυμα και φιλοξενία ο
«επίφοβος τρομοκράτης».

Μια νύχτα, δυο η ώρα περασμένα μεσάνυχτα, εξαγριωμένοι Άγγλοι αξιωματικοί έφθασαν στον
Μαχαιρά και άρχισαν να κτυπούν δυνατά την πύλη. Ένας ανακριτής φώναζε έξαλλος:

– Άνοιξε, παλιάνθρωπε ηγούμενε. Ξέρουμε ότι έχεις στο δωμάτιό σου τον Αυξεντίου... Άνοιξε
αμέσως...

Ο Ειρηναίος αφού έκαψε βιαστικά τις έξι επιστολές που του είχε εμπιστευθεί ο Αυξεντίου, τους
άνοιξε κι εκείνοι άρχισαν αμέσως να ερευνούν τα πάντα. Προηγουμένως ζήτησαν από τον
ηγούμενο να συγκεντρώσει μπροστά τους όλους τους μοναχούς και επισκέπτες. Τη σιγουριά
των Άγγλων ότι ο Ζήδρος βρισκόταν εκεί μαρτυρεί και η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη
Μακλέοντ, ο οποίος γράφει: «Η πληροφορία ότι ο Αυξεντίου γύρισε και βρίσκεται στη Μονή
Μαχαιρά προήλθε από πηγή τόσο έγκυρη και αξιόπιστη, ώστε η βεβαιότητά μας στην
ορθότητά της να είναι τέτια, που όταν δεν τον ανακαλύψαμε αμέσως εκεί, να επιμένουμε ότι
το κρησφύγετό του μπορεί να ήταν μέσα και σ' αυτόν τον ίδιο το ναό του μοναστηριού, ή
ακόμα και κάτω από την Αγία Τράπεζα».

Ο υπεραιωνόβιος μοναχός Δαμιανός σε μια παλιά του αφήγηση είχε περιγράψει, μιλώντας
κυπριακά, την αγριότητα και τη λύσσα των Άγγλων με αυτά τα λόγια:

«Είμαι εκατόν τεσσάρων ετών. Από μικρός έφτασα και τον καιρόν της Τουρτσιάς. Έχει
ενενήντα δύο χρόνια που είμαι εδώ πάνω στο μοναστήρι του Μαχαιρά. Όμως δεν είδα,
ούτε θα ξαναδώ νομίζω τέτοιον κακόν και τέτοιαν θηριωδίαν. Αν ήταν Σαρακηνοί ή
Καραμάνοι θα είχαν έλεος. Ακόμα και σ' αυτά τα καλυμμαύχια μας ερευνούσαν, σάμπου ο
Αυξεντίου είναι κανένας ποντικός και θα τρυπώσει μέσα. Ευλογημένοι άνθρωποι, ακόμα
και μέσα στην εκκλησίαν εβάλαν σκύλλους για να ανακαλύψουν τον Αυξεντίου και εσκάψαν
το πάτωμα».

Μέσα στο μοναστήρι είχε κατασκευασθεί λίγο καιρό πιο πριν ένα κρησφύγετο με τον εξής
τρόπο: Σ' ένα από τα κελλιά κτίστηκε ένας δεύτερος τοίχος και αφέθηκε μια μικρή είσοδος που
την καμουφλάρησαν με ένα ντουλάπι. Μια μέρα όμως είχαν έρθει οι Άγγλοι, που κάτι είχαν

Digitized by 10uk1s
πληροφορηθεί και άρχισαν να μετρούν εσωτερικά και εξωτερικά τους χοντρούς παμπάλαιους
τοίχους. Τελικά φαίνεται ότι μπλέχτηκαν και δεν ανακάλυψαν το κρησφύγετο. Μετά την
περιπέτεια, όμως, αυτή οι αντάρτες προτίμησαν να γκρεμίσουν τον τοίχο και να
κατασκευάσουν το άλλο κρησφύγετο στην απότομη κατωφέρεια προς τη ρεματιά.

Οι μεγάλες έρευνες των Άγγλων, η επιχείρηση «Γουίσκυ Μακ», είχαν αρχίσει την Πέμπτη, 28
Φεβρουαρίου. Μέχρι το Σάββατο το απόγευμα,, παρ' όλη τη βεβαιότητα ότι ο Αυξεντίου
βρισκόταν οπωσδήποτε εκεί, δεν είχε ανακαλυφθεί τίποτε. Ετοιμάζονταν να φύγουν και
άρχισαν να φορτώνουν τα όπλα και τα σύνεργά τους σε αυτοκίνητα, όταν μια νέα «ζωτική»
πληροφορία έδωσε ολότελα νέα τροπή στην κατάσταση. Ο αγωγιάτης του μοναστηριού
Πέτρος, άνθρωπος αγράμματος και άξεστος, ύστερα από βασανιστήρια των Άγγλων
αναγκάστηκε να μαρτυρήσει ότι πριν λίγες μέρες εκεί που περιποιόταν τα αμπέλια του
Μαχαιρά, στην απέναντι πλαγιά, είδε τυχαία τους αντάρτες που έσκαβαν και στέγαζαν με ξύλα
και λαμαρίνες το υπόγειο κρησφύγετο. Τους καθόρισε περίπου και την περιοχή, μια έκταση
εκατό σχεδόν τετραγωνικών μέτρων, γεμάτη σχοίνα, θάμνα και μαύρους σκληρούς βράχους.

Από τις 28 Φεβρουαρίου που αποκλείστηκαν ήταν σκληρή η δοκιμασία τους. Ούτε κουνούπι
δεν μπορούσε να πετάξει από το μοναστήρι προς το κρησφύγετο. Οι μόνες τους προμήθειες
ήσαν λίγα παξιμάδια και ελάχιστο νερό. Και ήσαν πέντε στο στενόχωρο χαμηλοτάβανο
κρησφύγετο: Ο Αυξεντίου, ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ο Αυγουστής Ευσταθίου, ο Φειδίας
Συμεωνίδης και ο Ανδρέας Στυλιανού. Ο Μηνάς Μηνά, από τη Ζωοπηγή, μόλις είχε προλάβει
να φύγει από κοντά τους, εφαρμόζοντας τη διαταγή του Ζήδρου για διασπορά.

Ο μάστρος έδινε θάρρος στα παλληκάρια του και συνιστούσε ψυχραιμία. Κουρνιασμένος στη
γωνιά διάβαζε ένα θρησκευτικό βιβλίο που είχε πάρει πριν λίγες μέρες από το μοναστήρι.

Ο Ανδρέας Στυλιανού, που φύλαγε ξαπλωμένος την είσοδο του κρησφύγετου, έτοιμος να
κυλήσει την πέτρα και να αποφράξει το στόμιο, πρόσεξε, το απόγευμα του Σαββάτου, τους
Άγγλους που συγκεντρώνονταν στο προαύλιο του μοναστηριού. Όλες τους οι κινήσεις
μαρτυρούσαν ότι έφευγαν πια. Το ίδιο νόμισαν και ο ηγούμενος Ειρηναίος και οι άλλοι μοναχοί
και ήσαν μέσα τους απερίγραπτα χαρούμενοι που οι αντάρτες είχαν γλυτώσει.

Ξαφνικά, όμως, οι στρατιώτες πήραν νέες διαταγές και άρχισαν να ξανασκορπίζονται γύρω. Τα
ελικόπτερα άρχισαν να πετούν σε μια περιορισμένη περιοχή κοντά στη Μονή. Οι μοναχοί
διατάχθηκαν να συγκεντρωθούν και πάλι στο συνοδικό, που τα παράθυρά του είχαν καλυφθεί.
Οι έρευνες συνεχίζονταν όταν οι Άγγλοι, ύστερα από παράκληση του ηγουμένου, επέτρεψαν να
γίνει ο Όρθρος.

«Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου...» και ακριβώς την ώρα εκείνη, 5.30 το χάραμα,
ακούστηκαν από την πλαγιά κάτω οι πρώτες ριπές και εκρήξεις. Ο Ειρηναίος και οι πατέρες
κατάλαβαν και στην ορθρινή ικεσία τους πρόσθεσαν λόγια μυστικά και ανείπωτα για τα
παλληκάρια της ΕΟΚΑ που κινδύνευαν.

Οι Άγγλοι ανακαλύπτουν το κρησφύγετο

Η συμφορά –αλλά και η δόξα!– ήρθε την ώρα ακριβώς που είχε αρχίσει να δημιουργείται
βάσιμη ελπίδα, ότι οι Άγγλοι είχαν και πάλι χάσει

Digitized by 10uk1s
το παιγνίδι. «Συγκεντρώνονται για να φύγουν», πληροφορούσε τους συντρόφους του ο
Στυλιανού από την είσοδο του κρησφύγετου. Το απόγευμα αυτό του Σαββάτου προοιώνιζε μια
ωραία και ελεύθερη Κυριακή. Αλλοίμονο, όμως...

Μια από τις πιο αυθεντικές και ανέκδοτες μαρτυρίες για τις δραματικές στιγμές που
προηγήθηκαν του μαρτυρίου του Ζήδρου δίνει ο συναγωνιστής, αλλά και στενότερος φίλος
του, Αντώνης Παπαδόπουλος, ο οποίος λιτά αφηγείται :

«...Την τρίτην ημέραν των ερευνών, το βράδυ της 2ας Μαρτίου 1957, παρακολουθούσαμεν
από το κρησφύγετό μας και είδαμε μεγάλην κίνησιν προς το μοναστήρι, αυτοκινήτων,
πράγμα το οποίον μας έδωσε την εντύπωσιν ότι οι έρευνες είχαν λήξει και ότι ο στρατός θα
αποχωρούσε. Παρ' όλον τούτο, την επομένην το πρωί άρχισε η μεγάλη κίνησις ελικοπτέρων
πάνω από την περιοχήν και μετά από ολίγον αντελήφθημεν ότι η περιοχή ηρευνάτο από τον
στρατόν.

Ο Γρηγόρης σ' αυτό το διάστημα καθόταν στην γωνιά του κρησφυγέτου και εδιάβαζεν έναν
βιβλίο που είχε πάρει τις προηγούμενες ημέρες από το μοναστήρι, θρησκευτικού
περιεχομένου –δεν ενθυμούμαι το όνομά του. Προς τα έξω ήταν ο Στυλιανού που μόλις είχε
κλείσει την είσοδον του κρησφυγέτου –γιατί βάζαμε μια πέτρα στην είσοδον– οπότε
άρχισαν να ακούωνται καθαρά τα βήματα των στρατιωτών, οι οποίοι επερνούσαν πλάι από
το κρησφύγετον ή και πάνω από αυτό.

Εμείναμεν ακίνητοι σ' αυτή την θέσιν, οπότε ένας από τους στρατιώτες ανεκάλυψε την
είσοδον του κρησφυγέτου και παραμέρισε τις πέτρες που έκλειναν την είσοδον. Την ίδιαν
στιγμήν ο Ευσταθίου άρπαξε ένα όπλον από τα όπλα που είχαμε και κατευθύνθη προς την
είσοδον για να κτυπήση τον Άγγλον ο οποίον ήτο εκεί.

Ακριβώς την ίδιαν στιγμήν σηκώθηκε από την θέσιν του ο Αυξεντίου, πήρε από τα χέρια του
Αυγουστή το όπλον και τον εσταμάτησεν από του να πυροβολήση. Μετά από λίγην σκέψιν
γύρισε και μας έδωσεν οδηγίες να βγούμε έξω.

Άρχισαν να βγαίνουν έξω οι σύντροφοί μας. Εγώ είχα μαζί μου μερικές πληροφορίες που
μου είχε δώσει γραπτές ο Γρηγόρης Αυξεντίου μετά τον θάνατον του Μάκη Γεωργάλλα και
πήγα στην άλλη άκρη του κρησφυγέτου για να τις καταστρέψω. Το περιεχόμενον ήταν
ονόματα πληροφοριοδοτών των Άγγλων και ατόμων τα οποία έδιναν τις πληροφορίες,
βέβαια σε μας, και γενικά ένα σημειωματάριον, το οποίον είχε προηγουμένως ο
Γεωργάλλας με όλα όσα χρησιμοποιούσε για να επιτύχη τις πληροφορίες, διότι ήτο
υπεύθυνος των πληροφοριών της περιοχής. Κατώρθωσα να τα καταστρέψω. Στην γωνία του
κρησφυγέτου είχα σπίρτα, άναψα και τα έκαψα πριν. Όταν γύρισα προς την άλλην πλευράν
είδα ότι είχαν βγη όλοι οι σύντροφοί μου και ακολούθησα και εγώ την έξοδον.

Μόλις βγήκα και εγώ έξω, με πήραν και με έβαλαν σε θέσιν πάνω από το κρησφύγετον με
τους άλλους τρεις της ομάδος μου. Οι Άγγλοι ήταν γύρω από το κρησφύγετον και ένας από
τους αξιωματικούς άρχισε να καλή τον Αυξεντίου να βγη έξω. Από μέσα δεν ηκούετο καμμιά
απάντησις, οπότε ένας Άγγλος λοχίας πήγε μπροστά στην είσοδον να καλέση τον Αυξεντίου
να βγη.

Digitized by 10uk1s
Στην στιγμή ακούστηκε μια ριπή και ο Άγγλος έπεσε κάτω. Ακολούθησε ρίψιμο
χειροβομβίδας από άλλον Άγγλον αξιωματικόν εις το κρησφύγετον και μετά, για λίγο,
ακολούθησε ησυχία. Στο διάστημα αυτό άρχισαν πάλι να καλούν τον Αυξεντίου για να βγη
από το κρησφύγετον. Ο Ευσταθίου άρχισε να φωνάζη τότε «αφού τον σκοτώσατε γιατί του
φωνάζετε να βγη έξω;». Ένας Άγγλος τον άρπαξε και τον έσπρωξε στην είσοδον για να
βγάλη τον Αυξεντίου έξω από το κρησφύγετον.

Ο Ευσταθίου προχώρησε και στην είσοδο του κρησφυγέτου άρχισε να φωνάζη στον
Αυξεντίου: «Μη με σκοτώσης, εγώ είμαι, μάστρε». Αφού εισήλθεν εις το κρησφύγετον, τότε
ακούσαμεν την φωνήν του Αυγουστή να φωνάζη: «Come on, we are two now». Την ίδια
στιγμή είδαμε να πέφτη χειροβομβίδα προς τα έξω, η οποία εξερράγη μπροστά μας σχεδόν.

Μετά την ρίψιν της χειροβομβίδος οι Άγγλοι μας επήραν εμάς και μας έφυγαν προς το
μοναστήρι. Μας είχαν σ' ένα αντίσκηνο εκεί. Μας κτυπούσαν βέβαια αρκετή ώρα, αλλά
χωρίς ουσιαστικά να γίνεται ανάκρισις. Μας εκτυπούσαν με τα υποκόπανα των όπλων
Άγγλοι στρατιώται, τους οποίους είχαν βάλει για να μας προσέχουν, και στο κεφάλι και στην
πλάτη και στα πόδια και παντού όπου μπορούσαν να κτυπήσουν».

Από την ώρα που οι Άγγλοι, με την υπόδειξη του αγωγιάτη, είχαν εντοπίσει μια πολύ
περιορισμένη περιοχή μέσα στην οποία βρισκόταν, αναμφισβήτητα πια, το κρησφύγετο, ο
επίλογος της ιστορίας είχε κιόλας γραφτεί. Στη δικαστική ανάκριση που έγινε, στις 15 Μαρτίου
1957, στη Λευκωσία για τα αίτια του θανάτου του Αυξεντίου, ο λοχαγός Ντέισεν αποκάλυψε
ότι στην αρχή οι στρατιώτες ανακάλυψαν κρυμμένα σε μια πυκνή συστάδα θάμνων ένα βαρέλι,
ένα όλμο των δύο ιντζών και μία παλάσκα. Σε απόσταση 15 μόλις υαρδών ανακάλυψαν την
είσοδο του κρησφύγετου.

Επικεφαλής της ομάδας των Άγγλων στρατιωτών που πρώτοι έφθασαν στο κρησφύγετο ήταν ο
ανθυπολοχαγός Τζων Μίντλεττον, 22 χρονών, που μιλούσε αρκετά καλά τα Ελληνικά. Ήταν
αυτός που φώναξε στον Αυξεντίου να παραδοθεί.

Η τελευταία μάχη του ήρωα

Τη δραματικότερη περιγραφή των τελευταίων ωρών της ζωής του Αυξεντίου δίνει ο Αυγουστής
Ευσταθίου που πολέμησε μαζί του και που τον είδε να τον τυλίγει η αφανιστική φωτιά –ένας
πύρινος χείμαρρος– που σήμανε το τέλος της ζωής του αλλά και την αποκορύφωση του έπους
του. Λέει ο Αυγουστής μεταξύ άλλων:

«...Ο ήρωας σημασία δεν έδινε στις κλήσεις των Άγγλων και με σταθερή φωνή απαντά
στους τυράννους: «Μολών λαβέ, αν έχετε καρδιά ελάτε πιο κοντά να ρίξετε τις βόμβες
σας». Ο δεκανέας Μπράουν πλησίασε το σπήλαιο, εκάλεσε πάλιν τον Αυξεντίου να
παραδοθή και προσεπάθει να δη τι έκαμνεν εντός του κρησφυγέτου. Κατ' εκείνην όμως την
στιγμήν αντήχησε το όπλο του «Μάστρου» και ο Άγγλος στρατιώτης σωριάστηκε νεκρός.
Αμέσως τότε ένας άλλος στρατιώτης έρριψε μια χειροβομβίδα μέσα στο κρησφύγετο που
εξερράγη. Πέρασαν λίγα λεπτά. Καμμιά κίνησις στο κρησφύγετο. Βάλαμε στο νουν άσχημες
σκέψεις. Μήπως σκοτώθηκε ο Αυξεντίου; Μήπως τον πέτυχε κανένα βλήμα και τον
τραυμάτισε σοβαρά; Θέλει άραγε βοήθεια; Μου πέρασε τότε από το μυαλό να
προσπαθήσω να εμποδίσω τους Άγγλους να ρίψουν άλλες χειροβομβίδες. «Πέθανε», είπα

Digitized by 10uk1s
σε κάποιον αξιωματικόν που στεκόταν δίπλα μου, «άστε τον πια».

Αμέσως αυτός με άρπαξε από το λαιμό και μου λέγει «αφού λες πως πέθανε πήγαινε να τον
βγάλης έξω». Εγώ ηρνήθην αλλ' αυτός με κτύπησε και με βία με έσπρωξε μέχρι του στομίου
του κρησφυγέτου. Πλησίασα το στόμιο και άρχισα να φωνάζω προς τον Αρχηγό μου:
«Μάστρε μου, μάστρε μου, εγώ είμαι, ο Ματρόζος, μη με πυροβολήσης».

Ο Αυξεντίου ήταν ευτυχώς ζωντανός. Μπήκα στο κρησφύγετο και πρώτη μου δουλειά ήτο
να πάρω το όπλον μου και ύστερα να τον ρωτήσω αν ήταν τραυματισμένος.

Μου έδειξε μια πληγή στο λαιμό και άλλη στο γόνατο που του προκάλεσε η χειροβομβίδα.
Προθυμοποιήθηκα να του δέσω τις πληγές, αλλ' ο ήρωας απήντησε ότι δεν είχαμε καιρό να
χάνωμεν με τα τραύματα και να πάρω αμέσως το όπλο στο χέρι.

Πήρα το αυτόματό μου και πήρα θέσι μάχης κοντά στο στόμιο του κρησφυγέτου. Πολύ
ευχαριστήθηκα που θα πολεμούσα δίπλα στον αγαπημένο μου Αρχηγό και θα
θυσιαζόμουνα μαζί του.

Τότε χαρούμενος φώναξα προς τους Άγγλους: «Τώρα είμαστε δύο, τώρα ελάτε να μας
πάρετε αν μπορείτε». Έρριψα μια ριπή κατά των Άγγλων. Άρχισε τότε η μάχη με διακοπές.
Σε μια διακοπή ζήτησα του Μάστρου ένα τσιγάρο. Σ' όλο το διάστημα που ήμουν με τον
ήρωα δεν μου επέτρεψε να καπνίσω, διότι επηρέαζε την υγείαν μου. Όταν του ζητούσα
τσιγάρο μου απαντούσε πάντοτε: «Δεν σου δίνω γιατί σε βλάπτει ρε μισκή». Και σ' αυτές τις
κρίσιμες στιγμές ο Αυξεντίου δεν έχασε το κέφι του και όταν του ζήτησα τσιγάρο
χαμογελώντας μου είπε πάλι «σε βλάπτει ρε μισκή».

– Μα τώρα και να πάη μάστρε που θα πάμε εκεί πάνω; και του έδειξα τον ουρανό. Ο
Αυξεντίου χαμογελούσε διαρκώς και μου απήντησε: «Και κει πάνω να πάμε πάλι δεν δίνω
τσιγάρο γιατί σε βλάπτει». Αλλά αμέσως άλλαξε ιδέα. Πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα και
ανάψαμε από ένα. Ενώ καπνίζαμε το τσιγάρο, αναπολούσαμε το παρελθόν, τον αγώνα, τις
ενέδρες μας, τα αδέλφια που χάσαμε. Ο ήρως μιλούσε με πραγματική συγκίνησι για τον
αγώνα και τον Αρχηγό μας Διγενή αλλά, παρά τον βέβαιο θάνατό του, διατηρούσε το κέφι
του και διαρκώς γελούσε. Σε μια στιγμή μου λέει: «Μα στ' αλήθεια σ' έστειλαν οι Άγγλοι για
να μου πης να παραδοθώ;» Και ο μεγάλος ήρως γελούσε με την καρδιά του και έλεγε «βρε
τους χαζούς».

Οι Άγγλοι, σαν απηλπίσθησαν να περιμένουν, άρχισαν να χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να


μας εξαναγκάσουν να βγούμεν.

Πρώτα πέταξαν πολλές πέτρες επάνω στον τσίγκο που νόμιζε κανείς ότι θα καταρρεύσουν
όλα.

– Μάστρε, του είπα σε μια στιγμή, θα φύγουν οι τσίγκοι και θα 'ρθουν μέσα οι πέτρες.

– Ας τους, μ' απήντησε ψυχραιμότατα. Ας κυλάν πέτρες. Οι τενεκέδες βαστούν. Εδιάλεξεν


τους πιο καλούς ο ηγούμενος. Ύστερα μας έρριψαν δακρυγόνους βόμβας και το
κρησφύγετον γέμισε αέρια.

Digitized by 10uk1s
Βρέξαμε τα μαντήλια μας με νερό και σκεπάσαμε τα μάτια μας. Ταυτόχρονα όμως η ακοή
μας ήταν προσηλωμένη στις κινήσεις των Άγγλων. Τους ακούγαμε καθαρά να πλησιάζουν
προς την είσοδον του κρησφυγέτου. Μόλις έφθασαν σε σημείο που ήσαν ευπρόσβλητοι ο
Αυξεντίου τους πετούσε χειροβομβίδες ή έλεγε σε μένα: «Βούννα τους μία εσύ βρε
Ματρόζο» και τους έρριχνα εγώ.

Η άμυνά μας ήταν πάντοτε αποτελεσματική. Όχι μόνον απεμακρύνοντο ύστερα από κάθε
χειροβομβίδα που τους πετάγαμε αλλά ακούγαμε και κραυγές πόνου και βογγητά μετά το
σκάσιμο των χειροβομβίδων μας. Ο Αρχηγός συνιστούσε διαρκώς αυστηρή οικονομία στα
πυρομαχικά. Μου ετόνιζε: «Πρέπει να χρησιμοποιούνται με αποτέλεσμα. Πρέπει να
πιστεύουν οι Άγγλοι πως παρακολουθούμε και διευθύνουμε την μάχη με απόλυτη
ψυχραιμία. Αν κάμνωμε άσκοπη χρήσι οι Άγγλοι θα καταλάβουν πως έσπασε το ηθικό και
τα νεύρα μας. Εάν με κάθε τουφεκιά ή χειροβομβίδα έχουν απώλειες τότε δεν θα μπορούν
να μας κτυπήσουν αποτελεσματικά και έτσι θα κρατήσουμε τη μάχη περισσότερο διάστημα.
Στην εξέλιξιν της μάχης μπορεί να δημιουργηθούν συνθήκες που θα μας επιτρέψουν έξοδο.
Διά την περίπτωσιν αυτή πρέπει να έχουμε αρκετά πυρομαχικά».

Σε λίγο οι Άγγλοι επεχείρησαν δύο σφοδρότατες εναντίον μας επιθέσεις με καταιγιστικά


πυρά όλων των όπλων που διέθετον. Με την απόλυτα όμως ψύχραιμη και συνετή εκτίμησιν
των εκάστοτε φάσεων της μάχης από τον Αυξεντίου και με την αποτελεσματικότητα των
πυρών μας, στις κατάλληλες μόνον στιγμές, αναγκάσαμεν τον εχθρόν να υποχωρήση και να
απομακρυνθή.

Όταν υπεχώρησαν οι Άγγλοι, μετά την δεύτερην επίθεσίν τους, μου έδωσε εντολή ο
Μάστρος να χρησιμοποιήσω τη μοναδική καπνογόνο βόμβα που διαθέταμε και να είμαι
έτοιμος μόλις θα γινότανε η έκρηξις και θα μας εκάλυπτε πλέον ο καπνός να πεταχτώ
αμέσως έξω πυροβολώντας για να μ' ακολουθήση και ο ίδιος και να πραγματοποιήσουμε
την έξοδο που είχε σχεδιάσει.

Χωρίς χρονοτριβή πλησίασα το στόμιο και πέταξα την καπνογόνο βόμβα η οποία εξερράγη
και σκέπασε με πυκνό καπνό όλο το χώρο. Δυστυχώς όταν ετοιμάστηκα να πεταχτώ έξω και
έβαλα το χέρι μου στην σκανδάλη του όπλου αντελήφθηκα ότι τούτο ήταν στην ασφάλεια
και μ' όλο που προσπάθησα αμέσως, δεν μπόρεσα να το ξαναφέρω εύκολα σε κατάσταση
βολής. Βράδυνα τόσο που άρχισε πλέον ο καπνός να διαλύεται.

Ανυπόμονος με ρώτησε γιατί βραδύνω. Μόλις δε του ανέφερα το λόγο μου είπε
στενοχωρημένος λίγο:

– Εχάσαμε μιαν ευκαιρία βρε Ματρόζο.

– Δεν πειράζει Μάστρε, κάθε εμπόδιο για καλό, του απήντησα.

Δεν είχα τελειώσει ακόμη τα λόγια μου και αμέσως ακούστηκαν τρεις ανατινάξεις, απ' τις
οποίες η μια τόσο πολύ κοντά μας που με μισοσκέπασε με τα χώματα που τινάχτηκαν.

Ήρθε αμέσως κοντά μου, απομάκρυνε τα χώματα από πάνω μου και με την στοργήν με την
οποίαν με φρόντιζε πάντοτε με ρώτησε: «Είσαι εν τάξει ρε μισκή; Μήπως εκτύπησες;» Κι

Digitized by 10uk1s
όταν του είπα πως δεν έχω τίποτε μου σύστησε να προσέχω.

– Τι τώρα, του απήντησα, Μάστρε, τι ύστερα.

–Όχι, μου είπε σκεφτικός, χρειάζεσαι ακόμη.

Έπειτα από τις ανατινάξεις με κατέλαβε ένα αίσθημα ενθουσιασμού. Τις προηγούμενες
νύχτες είχα διαβάσει τα «Φλογισμένα Ράσα». του Μελά, και μέσα μου ξαφνικά ζωντάνεψαν
όλες οι εικόνες του Παπαφλέσσα. Επηρεασμένος απ' αυτές είπα του Μάστρου μου:

– Δεν μας βγάζουν πια Μάστρε απ' εδώ. Και μόλις νυχτώσει θα τους φύγουμε.

Τόση ήταν η βεβαιότητά μου πως θα διαφεύγαμε την ερχόμενη νύχτα ώστε άρχισα να
ετοιμάζω ό,τι χρειαζόταν να πάρουμε μαζί μας· τις γαλότσες, επιδέσμους και άλλα
μικροπράγματα. Και όταν τα τακτοποίησα όλα γύρισα και του είπα:

– Αλλά κι αν πεθάνουμε Μάστρε, δεν πειράζει, οι άλλοι θα συνεχίσουν τον αγώνα.

– Δεν πεθάναμε ακόμα, μου απήντησε, σαν να μη περνούσε από το μυαλό του η σκέψη του
θανάτου. Δεν σημαίνει όμως τίποτε εάν έρθουν τα γεγονότα έτσι που θα πρέπει να
πεθάνουμε. Μήπως δεν το ξέραμε από την πρώτη στιγμή του αγώνος ότι ο θάνατος μας
παραμονεύει σε κάθε βήμα; Μήπως αυτό δεν είναι το καθήκον μας; Να ελευθερώσουμε
την πατρίδα μας έστω και με τον θάνατον μας.

Με τον ενθουσιασμό που εξακολουθούσε να με κατέχη όταν τελείωσε του είπα πως είμαι
σίγουρος πως θα διαφεύγαμε μόλις θα νύχτωνε. Μέχρι την στιγμή εκείνη, περασμένο το
μεσημέρι, δεν μπόρεσαν να μας θέσουν εκτός μάχης.

– Έχουν κι άλλα μέσα πολλά και διάφορα ακόμα και θα τα χρησιμοποιήσουν όλα εναντίον
μας, απήντησε με την απόλυτη γαλήνη που πάντα ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
Και το επανέλαβε σα να προφήτευε όσα θα ακολουθούσαν.

Δεν είχαμε τελειώσει την κουβέντα και άρχισε να τρέχη μέσα στο κρησφύγετο ένα υγρό που
γινόταν αφθονώτερο σιγά - σιγά και σε λίγο κατέκλυσε το κρησφύγετο. Πριν προφτάσουμε
να καλοσκεφτούμε η μυρουδιά της βενζίνης μας αποκάλυψε τις τελευταίες τραγικές στιγμές
της ζωής μας.

– Είναι βενζίνα Μάστρε μου, του είπα. Θα μας κάψουν ζωντανούς.

Δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράσιν μου όταν έσκασαν τρεις εμπρηστικές βόμβες η μια
κατόπιν της άλλης και μετεβλήθη το κρησφύγετο σε φλεγόμενη κάμινο.

Βρισκόμουν την στιγμήν εκείνη γονατιστός κοντά στο στόμιο του κρησφυγέτου και οι
φλόγες κάλυψαν τα μαλλιά μου και το δεξί μέρος του προσώπου μου. Κάλυψα το πρόσωπο
με τα χέρια μου αλλά αισθάνθηκα να καίονται κι αυτά. Ο μάστρος βρισκόταν στο βάθος του
κρησφυγέτου, ανάμεσα στις φλόγες που τον είχαν ζωσμένον από παντού. Και όμως και στην
απελπιστικήν εκείνην στιγμήν η όψη του δεν είχε υποστή καμμιά κάμψη. Με το ίδιο

Digitized by 10uk1s
ατάραχο και αποφασιστικό ύφος και με πολλή στοργή και αγάπη μόλις τον κοίταξα
τρομαγμένος, άκουσα από το στόμα του τα τελευταία του λόγια, που δεν ήταν άλλα από την
τόσο αγαπημένη από μένα φράση του, η οποία πάντοτε υπήρξε για με πηγή εμπνεύσεως
και κουράγιου: "Μη φοβάσαι, Ματρόζο, μη φοβάσαι"».

Πώς είδαν νεκρό τον Αυξεντίου

Μέσα σ' εκείνη την κόλαση της φωτιάς ο Ευσταθίου πετάχτηκε έξω, χωρίς να κοιτάξει πια προς
το μέρος του. πυρπολημένου Αυξεντίου. Το στόμιο του κρησφύγετου και ο γύρω χώρος ήσαν
παραδομένα στις φλόγες και στους καπνούς. Ο μικρόσωμος και ευκίνητος αγωνιστής
κατρακύλησε αθέατος λίγα μέτρα πιο κάτω και κρύφτηκε σ' ένα πυκνό θάμνο,
παρακολουθώντας από εκεί τις κινήσεις των Άγγλων και περιμένοντας πότε η ομίχλη ή το
σκοτάδι θα του έδιναν την ευκαιρία να ξεφύγει.

Μία ώρα μετά τη διαφυγή του από το φλεγόμενο κρησφύγετο, στις 2 η ώρα μετά το μεσημέρι,
άκουσε μία εκκωφαντική έκρηξη, πιο δυνατή από όλες τις προηγούμενες. Ενώ ο Αυξεντίου είχε
πάψει πια να δίνει οποιοδήποτε σημείο ζωής, οι Άγγλοι δεν τολμούσαν να πλησιάσουν στο
κρησφύγετο, αλλά επιχειρούσαν πρώτα το γκρέμισμά του. Οι πέτρες και τα χώματα που
σήκωσε ψηλά η έκρηξη έπεσαν επάνω στον κρυμμένον Ευσταθίου που σε λίγο είδε τους
Άγγλους να κάνουν έφοδο και να σχηματίζουν κλοιό γύρω από το στόμιο του κρησφύγετου.

Άλλοι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν ολόκληρη την περιοχή σπιθαμή με σπιθαμή. Βρήκαν και
τον Ευσταθίου και ένας από αυτούς, με λυσσασμένο και βάναυσο τρόπο, τον έρριψε ανάσκελα
στη γη και πατώντας τον δυνατά με την αρβύλα στο στήθος, τον ρωτούσε: «Εσύ είσαι ο
Αυξεντίου;». Ο αγωνιστής σφαδάζοντας από τους πόνους απαντούσε: «Όχι, όχι δεν είμαι εγώ».
Τότε ο στρατιώτης τον ρώτησε: «Είσαι ο Πατρόσης;», εννοώντας βέβαια το Ματρόζος που ήταν
το αγωνιστικό ψευδώνυμο του Ευσταθίου. Όταν αυτός απάντησε καταφατικά, ο Άγγλος
λύσσαξε ακόμα περισσότερο. «Που είναι ο Αυξεντίου;», τον ρώτησε. Τη συγκλονιστική
συνέχεια δίνει ως εξής ο Ευσταθίου :

«–Έκρουσε εκεί μέσα, τ' απήντησα και τούδειξα το κρησφύγετο.

– Είσαι ψεύτης μου τόνισε με θυμό και με διέταξε να μπω αμέσως στο κρησφύγετο που
εφλέγετο και να φέρω έξω το Μάστρο μου. Επειδή αρνήθηκα με άρχισε στις κλωτσιές και
στις κοντακιές και με τις σπρωξιές μ' έφερε μέχρι την είσοδο της σπηλιάς και με υποχρέωσε
να μπω μέσα. Αυτή τη φορά όμως μόλις άρχισα να μπαίνω ένας στρατιώτης μ' άρπαξε από
το πόδι και το κρατούσε δυνατά για να είναι σίγουροι φαίνεται ότι δεν θα ξεγλιστρήσω και
να κρυφτώ πάλι, όπως την πρώτη φορά.

Δεν μπορώ να ξεχάσω το τραγικό θέαμα π' αντίκρυσα μόλις σύρθηκα μέσα στο
κρησφύγετο.

Ο θρυλικός Γρηγόρης Αυξεντίου, ο αγαπημένος μου Μάστρος, ήταν νεκρός ξαπλωμένος


ανάσκελα. Το αριστερό του χέρι ήταν υψωμένο και από τη μέση και πάνω είχε γίνει
κάρβουνο. Τ' άλλο σώμα κυρίως από τη μέση και κάτω καιγόταν. Ήταν τόσο ζεστόν ώστε
κάηκα μόλις το άγγιξα.

Digitized by 10uk1s
Οι στρατιώται μου φώναξαν να τον σύρω έξω. Δεν με πίστευαν όταν τους έλεγα πως είναι
νεκρός. Ήταν αδύνατο να παραδεχτούν πως ο Αυξεντίου πέθανε. Φοβόντουσαν φαίνεται
πως μπορούσε να ξαναρχίση από στιγμή σε στιγμή τις φονικές επιθέσεις του και γι' αυτό με
ανυπομονησία μου φώναξαν ή να φέρω τον Αυξεντίου έξω, ή αν ήταν νεκρός, να βγάλω το
παπούτσι του.

Δοκίμασα να τραβήξω το παπούτσι του, αλλά κάηκα μόλις το άγγιξα και τότε απελπισμένος
και πνιγμένος απ' τους καπνούς πετάχτηκα έξω. Με διέταξαν να ξαναμπώ γιατί θα με
σκοτώσουν, αλλά τους απήντησα ότι προτιμούσα να με σκοτώσουν και όχι να ξαναμπώ στη
σπηλιά. Για να πεισθούν πως είναι νεκρός αφαιρέσανε μια μεγάλη πέτρα από το
κρησφύγετο οπότε φάνηκε ο Αυξεντίου νεκρός.

Έλαμψαν των Άγγλων τα πρόσωπα από ικανοποίησιν και σβήστηκε από την όψη ο τρόμος
που ήτο τόσο φανερός μέχρι τότε. Στάθηκαν άναυδοι, ακίνητοι σαν στήλες πέτρινες και τον
κοίταζαν κάμποσα λεπτά της ώρας. Όταν συνήλθαν από την κατάπληξη με πήραν μαζί τους
και σκυφτοί και αμίλητοι, πήγαμε στο Μοναστήρι του Μαχαιρά. Εκεί σε λίγο έφεραν και
τους Φειδία Συμεωνίδη, Αντώνη Παπαδόπουλο».

Οι Άγγλοι κατέβαλαν, με πολλούς τρόπους, προσπάθειες να αποδώσουν τον θάνατο του


Αυξεντίου σε αυτοκτονία, ελπίζοντας μάταια ότι έτσι θα μείωναν τη δόξα του και θα νόθευαν
τον απαράμιλλο θρύλο του.

Έτσι, ο υπολοχαγός Γκλέτγουιν κατάθεσε στο δικαστήριο ότι στις 4.30 το απόγευμα της 3ης
Μαρτίου 1957, όταν υποχώρησαν κάπως οι φλόγες, πλησίασε και μπόρεσε να δει. «Προέβαλα
–είπε– την κεφαλήν μου και δια μέσου του καπνού και των φλογών είδα, εις απόστασιν δύο
υαρδών, κείμενον εκτάδην το πτώμα ενός ανδρός. Ουδεμία σφαίρα, έξωθεν προερχομένη,
ηδύνατο να πλήξη τον άνθρωπον εκείνον εις την θέσιν αυτήν. Επειδή ο καπνός και αι
αναθυμιάσεις ήσαν ακόμη ανυπόφοροι, ηναγκάσθημεν να αφήσωμεν εκεί το πτώμα μέχρι της
επαύριον. Όταν την άλλη μέρα μπόρεσαν να μπουν, είδαν το καρβουνιασμένο σώμα του
Αυξεντίου, πλάι το αυτόματό του τόμσον, πολλούς κάλυκες των σφαιρών που είχε
χρησιμοποιήσει κατά τη μάχη, τρία περίστροφα, τηλεσκόπια και τρεις χειροβομβίδες. Σύμφωνα
με κάποιους υπολογισμούς, ο Αυξεντίου στην πολύωρη μάχη του έρριψε χίλιες σφαίρες, εννιά
χειροβομβίδες και μια καπνογόνο.

Ο λοχαγός Ίσραελ που έκαμε τη νεκροψία στο καμένο σώμα του ήρωα περιέγραψε με
ανατριχιαστικές λεπτομέρειες την κατάσταση του νεκρού, λέγοντας:

«Το δέρμα του κρανίου του νεκρού, τα μαλλιά και το πρόσωπον ήσαν απηνθρακωμένα. Εις
την αριστεράν πλευράν της κεφαλής υπήρχε τραύμα 15 εκατοστομέτρων, περιλαμβάνον τον
αριστερόν κρόταφον και το αριστερόν μέτωπον. Το περιεχόμενον του κρανίου εφαίνετο διά
μέσου του τραύματος και ο εγκέφαλος και οι μήνιγγες είχαν υποστή σοβαρά εγκαύματα. Ο
αριστερός οφθαλμός είχεν εξορυχθή και ήτο απηνθρακωμένος. Το αριστερόν οστούν της
παρειάς ήτο σπασμένον.

Εις τον δεξιόν κρόταφον υπήρχε τραύμα εισόδου σφαίρας, εις δε τον αριστερόν,
αντιστοίχως τραύμα εξόδου. Το έμπροσθεν τμήμα του στήθους και της κοιλιακής χώρας
ήσαν σοβαρώς απηνθρακωμένα και υπήρχε τεράστιον χαίνον τραύμα εις την πλευράν της

Digitized by 10uk1s
κοιλίας και του στήθους, από το οποίον εξείχεν εν απηνθρακωμένον έντερον. Ο αριστερός
βραχίων ήτο επίσης απανθρακωμένος, η δε παλάμη της ιδίας χειρός είχεν απανθρακωθή
και ήτο σχεδόν χωρισμένη από το υπόλοιπον σώμα. Τμήμα της δεξιάς χειρός είχεν, επίσης,
απανθρακωθή.

Το αριστερόν πόδι είχεν ακρωτηριασθή και ολόκληρον το άκρον του είχεν απανθρακωθή.
Έλειπον οι πλείστοι των οδόντων και εκ των δύο σιαγόνων. Οι πνεύμονες, η καρδία κτλ.
είχαν σοβαρά εγκαύματα. Τα ίδια σοβαρά εγκαύματα είχεν ο σπλην, το ήπαρ, και ο δεξιός
νεφρός. Ο αριστερός ήτο τελείως κατεστραμμένος. Ο στόμαχος και τα έντερα ήσαν
κατεστραμμένα και εν μέρει απηνθρακωμένα».

Δεν παράλειψε ο στρατιωτικός αυτός γιατρός να πει στο δικαστήριο και εκείνα που του
υπέβαλαν οι προϊστάμενοί του. Την κατάθεση του τέλειωσε με το «συμπέρασμα», ότι «ο
θάνατος προήλθεν από το διαμπερές τραύμα της κεφαλής –από του ενός κροτάφου εις τον
άλλον– το οποίον κατά πάσαν πιθανότητα επηνέχθη υπό του ιδίου»!

Την κατάλληλη απάντηση στους ισχυρισμούς των Άγγλων έδωσε στο δικαστήριο ο Ευσταθίου,
την ώρα που οι εξαγριωμένοι Άγγλοι του έκλειναν το στόμα για να μη μιλήσει, προφθαίνοντας
ωστόσο να πει:

«Μέχρι της στιγμής κατά την οποίαν εβγήκα έξω από το κρησφύγετον, ο Αυξεντίου
ουδεμίαν πρόθεσιν εξεδήλωσε να αυτοκτονήση. Δεν ήτο από εκείνους που αυτοκτονούν ο
ήρως Αυξεντίου. Ουδέποτε εν όσω ευρισκόμην μαζί του, μέσα εις το κρησφύγετον, έδειξεν
ότι ευρίσκετο εν απογνώσει. Μέχρι της τελευταίας του πνοής ο ήρως Αυξεντίου είχε θάρρος
και ήτο ακμαίος».

Ο πατέρας του ήρωα, ο Πιερής Αυξεντίου, εκλήθη στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας
για να αναγνωρίσει το γυιό του. Τι να δει και τι να αναγνωρίσει; Στην κρύα πλάκα του
νεκροτομείου ήταν απλωμένο ένα κατακαμένο πτώμα με τσακισμένα τα κόκκαλα να εξέχουν
εδώ και εκεί! Ωστόσο, όπως γράφτηκε τότε, από κάποιο παλιό σημάδι στο πέλμα του ενός
ποδιού (γιατί το άλλο είχε κοπεί) μπόρεσε να αναγνωρίσει το παιδί του.

Ο ιερέας των Κεντρικών Φυλακών, Παπαντώνιος Ερωτοκρίτου, δίνει κι αυτός τη μαρτυρία του
για το πώς είδε και κήδεψε, στις 4 Μαρτίου 1957, τον Αυξεντίου. Γράφει:

«Εντύπωσιν μου έκαμεν ο νεκρός του Αυξεντίου. Ο άνθρωπος που με συνώδευεν από την
εκκλησίαν προς το κοιμητήριον, μου είπεν Αγγλικά «νόου φέιζ», δεν έχει πρόσωπο. Αμέσως
εννόησα τι ήθελε να πη. Επειδή εγνώριζεν ότι φιλούσα τους νεκρούς ήρωας, ήθελε να με
προλάβη και να μου πη ότι δεν είχε πρόσωπον ο Αυξεντίου για να τον φιλήσω. Όταν
τελείωσα την ακολουθίαν, του είπα να ανοίξη το φέρετρον και το άνοιξε. Μετά δυσκολίας
ξεσκέπασα μέρος του άνω μέρους του νεκρού, γιατί το σκληρό πανί, που του έβαλαν για
σάβανο, εκόλλησε στο πολτοποιημένο σώμα. Δεν ξεχώριζε ούτε πρόσωπον, ούτε λαιμός.
Εφαίνετο σαν μια μάζα από κρέας με πηχτό αίμα μαυρισμένο...».

Η μέρα του θανάτου του Αυξεντίου, 3 Μαρτίου 1957, ήταν Κυριακή, τελευταία αποκριά,
«Σήκωση» όπως λεν στην Κύπρο. Μέρα γλεντιού και χαράς. Στην Κύπρο συνηθίζουν να
συγκεντρώνονται και να διασκεδάζουν τη «Σήκωση» δυο - τρεις οικογένειες μαζί και να

Digitized by 10uk1s
τρωγοπίνουν σε σπίτια μέχρι τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Έτσι γινόταν και την Κυριακή εκείνη,
όταν στο τραπέζι επάνω της χαράς τα ποτήρια έμειναν μετέωρα και τα χείλη σφιγμένα καθώς
το ελεγχόμενο ραδιόφωνο της Κύπρου ανακοίνωσε στις ειδήσεις:

«Δυνάμεις Ασφαλείας, ενεργούσαι κατόπιν πληροφοριών, εφόνευσαν σήμερον την


μεσημβρίαν εις περιοχήν παρά την Μονήν Μαχαιρά τον επικηρυγμένον δια ποσού πέντε
χιλιάδων λιρών, γνωστόν ως υπαρχηγόν της ΕΟΚΑ και πρώην αξιωματικόν του Ελληνικού
Στρατού, τρομοκράτην Γρηγόριον Αυξεντίου, και συνέλαβαν τέσσαρας άλλους τρομοκράτας,
οι οποίοι ευρίσκοντο μετ' αυτού εντός ορεινού κρησφυγέτου.

Ο φονευθείς τρομοκράτης, εις μίαν εκδήλωσιν απελπισίας και απογνώσεως, ηρνήθη να


εξέλθη του κρησφύγετου του και να παραδοθή, προετίμησε δε αντάξιον της δειλίας και της
ανανδρίας του θάνατον όταν αι δυνάμεις ασφαλείας επετέθησαν κατά του οχυρού του διά
να τον συλλάβουν.

Η Α.Ε. ο Κυβερνήτης ενδέχεται να μεταβή εις την Μονήν Μαχαιρά διά να συγχαρή
αυτοπροσώπως τα στρατεύματα.

Εν τω μεταξύ κατόπιν πληροφοριών, ότι επ' ευκαιρία του θανάτου και της κηδείας του
φονευθέντος τρομοκράτου προετοιμάζονται εις την γενέτειράν του Λύσην διά
κοσμοσυρροής εξ όλων των μερών της Νήσου αντιβρεττανικαί εκδηλώσεις με κίνδυνον να
εξελιχθούν, ως εκ της εξάψεως των πνευμάτων από σχεδιαζόμενον επικήδειον λόγον της
μητρός του, εις αναταραχήν και πράξεις αντεκδικήσεις, επεβλήθη εκεί γενικός κατ' οίκον
περιορισμός και η Α.Ε. ο Κυβερνήτης διέταξε όπως ο νεκρός τρομοκράτης μεταφερθή προς
ταφήν εις τας Κεντρικάς Φύλακας Λευκωσίας».

Δεν ήταν, βέβαια, τίποτε άλλο παρά μόνο κλασσική αγγλική μικροψυχία, την οποία ωστόσο δεν
συμμερίστηκαν πολλοί Άγγλοι. Χαρακτηριστικά ο συνταγματάρχης Μόραν που διεύθυνε τις
επιχειρήσεις είπε –όπως έγραψαν τότε οι εφημερίδες– τα εξής: «Ο Αυξεντίου διεξήγαγε μίαν
τρομεράν και εμπνευσμένην μάχην επί δέκα ώρας». Και μια Αγγλίδα, η Φύλλις Ταφτ, έγραψε
στην εφημερίδα της Λευκωσίας «Τάιμς οφ Σάιπρους» τα ακόλουθα:

Αγαπητέ Κύριε,

Ας μου επιτραπή ως Αγγλίδος, να σχολιάσω την εκπομπήν της Κυπριακής Ραδιοφωνικής


Υπηρεσίας, καθ' ην κατεβλήθη προσπάθεια να υποτιμηθή το θάρρος του Αυξεντίου.
Πρόκειται περί μιας αναξίας και περιττής εκδηλώσεως, δια την οποίαν ησθάνετό τις
εντροπήν. Κατά φυσικόν λόγον δεν συμπαθώ την ΕΟΚΑ. Αλλά όταν ένας αποκλεισθή και
πρέπει να αποθάνη ή να παραδοθή, και εκλέξη αυτοβούλως τον αγώνα, μόνος αυτός
εναντίον αγνώστου αριθμού στρατιωτών, γνωρίζων ότι ο θάνατός του είναι αναπόφευκτος,
τότε ούτος είναι γενναίος, εις οιανδήποτε γλώσσαν. Η γενναιότης του αξίζει να τύχη του
σεβασμού, με τον οποίον περιεβάλλετο πάντοτε η εκδήλωσις θάρρους καθ' όλην την
ιστορίαν της ανθρωπότητος. Με το να υποτιμά τις τούτο, δεν υποβιβάζεται το γόητρον του
ανδρός που επολέμησε και απέθανε, αλλά του ανδρός που ζη και χλευάζει. Ούτος
προσβάλλει τους συμπατριώτας του».

Στις μικροψυχίες του Χάρντιγκ και των ανθρώπων του απάντησαν και Άγγλοι ποιητές. Ένας

Digitized by 10uk1s
έγραψε:

«Ο κεραυνός γρατσουνάει τον ουρανό.


Ένα παλληκάρι αγωνίζεται για τη Λευτεριά.
Ένα παλληκάρι αθάνατο πεθαίνει για τη Λευτεριά.
Σπάει ο βοριάς.
Ακινητάει το πεύκο.
Οι πέτρες στέκουν και το βουνό αγναντεύει».

Κι άλλος Άγγλος ποιητής τραγούδησε επιγραμματικά:

«...Μα σαν μιλά αδελφός στον αδελφό


κι ο πατέρας στο γιο του λίγο κάνει,
στην αθάνατη μνήμη του λαού
ο νιος Γρηγόρης, ποτέ δεν θα πεθάνει».

Digitized by 10uk1s
ΠΩΣ ΤΟΝ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ Η ΠΟΙΗΣΗ

(ΜΙΑ ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ)

Digitized by 10uk1s
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ

Πέρασαν μήνες τζ' εν ήρτες Γρηγόρη να σε δούμε.


Τζι' εν έγραψες αν δεν μπορείς να μη σε καρτερούμεν.

Εσείς μανάδες π' έχετε παιδκιά φυλακισμένα


να στέκετε περήφανες και πάντα τιμημένα.

Digitized by 10uk1s
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

Ξύπνα, Γρηγόρη μου, να δης που κόντεψε η νίκη


τζιαι σέναν βάλλουσιν ομπρός γιατί σε σέν' ανήκει.
Ξύπνα να δης τους κόπους σου να δης τα βάσανά σου
που νυκτοξημερώνεσουν μέσ' τα βουνά, στους βράχους
τζιαι κέρτισες ό,τι ήθελες τζιαι πήρες τα μιτά σου.

Ξύπνα Γρηγόρη, τζι' έφτασεν η μάνα σου κοντά σου


ήρτεν να δη τους κόπους σου τζιαι τα κρησφύγετά σου.
Ήρτεν να δη τους κόπους σου δα πάνω που πολέμας.
Επουμπουρίζαν τα βουνά τζι' ήτουν τζ' η Παναγία
εις το πλευρόν σου τζι' έστεκεν, Γρηγόρη τζι' εβοήθαν.
Εγώ, γυιέ μου, δε σε χάρηκα, τζι' έσσο μου δε σε είδα
ας σε χαρή η πατρίδα μας για την Ελευθερίαν.

Digitized by 10uk1s
«ΑΝΟΝ.»
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Έλα έξω, έλα έξω, νιε Γρηγόρη


στρατός σε ζώνει, πριν το νιώσης
απ' τα βουνά προβαίνει ο ήλιος
και μια ζωή έχεις να γλυτώσης.

Σ' έχουν πουλήσει, νιε Γρηγόρη,


καθώς κοιμόσουν στη σπηλιά,
αυτός, που φέρνει τους στρατιώτες,
πλούσια θα πάρη τα φλωριά.

Ο Εγγλέζος, δεν ακούς, σε κράζει,


μιλά στη γλώσσα τη δική σου,
ψηλά, λοιπόν, τα χέρια, αν θέλης
τα μάτια σου τον ήλιο ν' αντικρύσουν.

Πέντε άντρες βρίσκονται μαζύ,


πέντε άντρες, που ψες νιώθαν αντρειωμένοι,
μα η τέσσερείς τους βγήκανε στο φως
κ' ένας στο σπήλιο μόνος μένει.

Είσαι κατάμονος, κατάμονος Γρηγόρη,


φίλους δεν έχεις πια μαζύ σου,
τη ζωή στη φυλακή διαλέξαν,
τέτοια κάνε κ' εσύ την εκλογή σου!

«Ελάτε μέσα, ελάτε», φώναξε


«αν σας βαστά, εγώ είμ' εδώ:
κ' ένας αν είμαι, μ' όπλον ένα
μολών λαβέ, σας καρτερώ»!

Εξήντα στέκουν μες το φως της μέρας


κ' ένας μες το βυθό του σκοταδιού,
δεν παραδίνεται όμως ο ένας
κ' οι εξήντα δεν τολμούν να μπουν.

Κ' έτσι τα όπλ' αρχίζουν ν' αντηχούν,


γοργά να σκίζη ο ήχος κάθε σφαίρας
κι ο νιος Γρηγόρης δεν μπορεί να δη
το λαμπρό μεσουράνημα της μέρας.

Το αίμα σου τρέχει, τρέχει, νιε Γρηγόρη,


είναι σωστό ένας πληγωμένος να επιζήση.
Βγες έξω τώρα δίχως πια ντροπή,
κανένας δεν μπορεί να σ' αδικήση.

Digitized by 10uk1s
Μ' ακόμα ο νιος Γρηγόρης πολεμάει
κ' οι στρατιώτες δεν μπορούν ν' αναπαυτούν
κ' οι ώρες περνούν μες το πικρό σκοτάδι
κ' οι αχτίνες του ήλιου πάνε να κρυφτούν.

Τ' αυτόματα, οι χειροβομβίδες τον χτυπούν


μα καμμιά δύναμη έξω δεν τον βγάνει,
το δακρυγόνο τον τυφλώνει από παντού,
τον άντρα, που ποτέ δεν θα πεθάνη.

Τότε αναβρύζουν τα ποτάμια της μπεζίνας


θανατερά μέσ' απ' τα χέρια του στρατιώτη,
τανάβουνε με μιας οι σφαίρες και το σπήλιο
το ζώνει μιας φωτιάς λαμπρότη!

Μ' ακόμ' ακούν οι εξήντα το τουφέκι


του ενός, που ακούραστα μιλάει,
το φως χλομιάζει αργά μέσα στο δείλι
κ' η μάχη, π' άρχισε, δεν σταματάει.

Για τους μηχανικούς ώρα τώρα να δουλέψουν.


Το μπαρούτι και τα σύρματα ετοιμάζουν
κ' οι εξήντα, που δεν χρειάζεται να ρίχνουν,
σιωπηλοί στέκουν μόνο και κοιτάζουν.

Το μπαρούτι κ' η μπεζίνα τώρα


μες τα βράχια έχει γύρω σκορπιστή.
Τα σκυλιά σαν αποστάσουν στο κυνήγι,
το θήραμα εύκολα μπορεί να σκοτωθή.

Και το χωριό στην κορυφή του λόφου


τράνταξε από του βρόντου τον αχό,
κ' οι εξήντα τώρα μπαίνουν μες το σπήλιο,
που απόμεινε για πάντα σιωπηλό!

Τότ' ήρθ' ο Κυβερνήτης να τους πη,


πόσο πολέμησαν όλοι αντρειωμένα
και στο σύνταγμα δώσαν νέα τιμή,
γιατί οι εξήντα σκότωσαν τον ένα!

Μα σαν μιλά αδελφός στον αδελφό


κι ο πατέρας στο γιο του λόγο κάνει,
στην αθάνατη μνήμη του λαού,
ο νιος Γρηγόρης, ποτέ δεν θα πεθάνη.

(Από την εφημερίδα «Τρίμπιουν» του Λονδίνου, της 8ης Μαρτίου 1957.– Μετ.: Κ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ)

Digitized by 10uk1s
ΑΝΩΝΥΜΟΥ
ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Γρηγόρη, άρχοντά μας και καμάρι,


Ακριβογυιέ, αντάρτη των ανυπόταχτων Κυπρίων,
Των κακοτράχαλων βουνών μας καβαλλάρη,
Λάβαρο ματωμένο στα χέρια των αντρείων.

Σ' άρπαξε στα φτερά της η δόξα σα Θεό,


Την ώρα που περήφανα αρνήθηκες να ζήσης,
Κι είπες! «Στο πόστο μου θα μείνω κι αν είναι ας καώ»,
Κάμνοντας δάδα την σάρκα σου, τον δρόμο να φωτίσης.

Κι υψώθηκες, κι εστάθηκες, αθάνατη μορφή,


Απάνω κι από την ζωή κι από τον θάνατο απάνω,
Χιλιοτραγουδημένος θρύλος,

Περγαμηνή του τόπου μας, κορφών κορφή,


Πιο ψηλή από τον Μαχαιρά, κι από τον Όλυμπο πιο πάνω,
Φωτοπηγή, των ήλιων ήλιος.

(Περιοδικό «Καιροί της Κύπρου», τεύχ. 19, σελ. 8)

Digitized by 10uk1s
ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Σ' άπλωμα μαρμαρόστρωτον αντροκαλάει το Χάρο


ο λιονταρόψυχος ο νιος, της Κύπρου ο αντρειωμένος
– που πέταγε με τους αετούς, πότρεχε με τα λάφια
κι ολημερίς σεργιάνιζε στους λόγγους με τ' αγρίμια
της άγιας γης διαφεντευτής, βοράστρι για τους σκλάβους –
μα κειός του δεν αποκοτά παλέματα στ' αλώνια,
μόν' μύριες στένει του χωσιές και δούλο κάνει μ' άσπρα
– Παφορεσμένον ξέρασεν η κόλαση ψοφίμι
μες στην αυγή της άνοιξης, κοράκι μες στ' αηδόνια –
κι επρόδωκεν 'στο Χάροντα το νιο το παλληκάρι.

Κοπάδια νυχτοκάρακες στο σπήλιο τον εζώσαν,


οπόγερνεν ο γίγαντας σαν εφουντώναν τ' άστρα –
και τούφραξαν το χάραμα και νύχτωσαν τη μέρα...

Κορακοσκούχτρης τράνεψε και στο Γρηγόρη κράζει:


«Ξαρμάτωτος απ' τη σπηλιά σα θες να ζήσης έβγα,
με στους ανθρώπους άνθρωπος και νιος μες στα λουλούδια
τι πάει ο Πάνας πέθανε και σώπασαν κι οι Μούσες...»

Φουρτουνιασμένο πέλαγο τα στήθια του χογλάξαν


– οι σύντροφοι τον χαιρετούν και βγαίνουν ένας ένας –
και κόσμος άλλος ξέστρεψε στα λεύτερά του μάτια,
ο Όμηρος τραγουδιστής, ο Πίνδαρος λυράρης
σ' αστροσπαρμένη πλατωσιά και τον χορό να σέρνουν

Ο Λεωνίδας στα Θερμιά, στην Πόλη ο Κωνσταντίνος,


του Εικοσιένα η Κλεφτουριά κι η λεβεντιά της Πίνδου...
– Μέθυσ' από τον πόλεμο κι ολόπρωτα χορεύει
και τραγουδάει τη Λευτεριά και χαίρεταιν η Πλάση
σα φέρνει αγέρας το σκοπό σ' Ανατολή και Δύση.
Τ' ώριο νησί τ' αφρόλουστο κρυφό τόχει καμάρι.

Οι νυχτοκόρακες λυσσούν, φωτιά ξερνούν κι ατσάλι


και σκάφτουν ολοτρόγυρα τα τάρταρα ν' ανοίξουν,
να ρίξουν μέσα το θεριό που περγελάει το Χάρο.

Σεισμός το σπήλιο ράιξε και το βουνό κουνάει,


στην εκκλησιά του Μαχαιρά ν' αχολογά η καμπάν
και τ' αντρειωμένου το κορμί χίλια κομμάτια γίνη
φιλιά να δώση λευτεριάς στης μάνας γης το χώμα.

Ο Χάροντας πικρογελά, θάρρεψε πως τον πήρε...


μ' από το γαίμα του τρανό στοιχειό θεριεύει ως τ' άστρα

Digitized by 10uk1s
ο Διγενής... και μάχεται και δρασκελάει τα όρη,
τα πέλαγα, τα σύννεφα κι Ανάσταση φαντάζει...

Χαρά στον που τον γέννησες Κύπρο λεβεντομάνα.

Digitized by 10uk1s
ΖΙΤΣΑΙΑ ΧΡΥΣΑΝΘΗ
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

Εδώ το Κούγκι ανιστορεί κι εδώ μιλεί τ' Αρκάδι.


Για την Ελλάδα, για τιμή –καινούρια και παλιά–.
Μια φλόγα και μιαν αστραπή που σκίζει το σκοτάδι.
Κι υψώνεται νέο σύμβολο, του Μαχαιρά η Σπηλιά.

Ο ΕΝΑΣ

Εδώ κι ο ήλιος στέκεται με δέος.


Τ' αστέρια κι η σελήνη προσκυνούν.
Τα βράχια κι η σπηλιά βροντοφωνούν.
Κι αντιλαλούν οι αιώνες: «ο Γενναίος!»

Γρηγόρη τον ελέγανε. Με χίλιους...


Ένας αυτός, του τόπου του η ψυχή.
Φωτιά κι αστροπελέκι κι ιαχή.
Κι υψώθηκε μια δόξα ως με τους ήλιους.

Ω Γη τυραννισμένη, Κύπρο αντρειωμένη.


Σε τούτη τη γιγάντια τη στιγμή.
Ολόρθη μ' ατσαλένιο το κορμί.
Τι ο Διγενής Ακρίτας δεν πεθαίνει.

Θρύλος δεν τον χωράει κι ύμνος κανένας.


Εδώ είν' οι Θερμοπύλες των καιρών.
Σημάδι των αθάνατων ωρών.
Εδώ είναι μόνο ο ΕΝΑΣ!

Digitized by 10uk1s
ΙΩΗΛ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΗΡΩΑ ΛΙΛΛΙΠΟΥΤΕΙΟΙ ΛΟΓΟΙ (απόσπασμα)

Μάνα και κύρη μου χαροκαμένοι,


που για εκδίκηση σας σκάβει τα στήθη
ο μισερός ο θάνατος με κοφτερό νυστέρι,
σαν βράχι που το τρώει καρτερικά το νερό
και σαν βουνό που το γυμνώνει η διάβρωση.
Πόση χολή σας ποτίζω!...
Μη με κλάψετε σε νεκρικό σεντούκι
ούτε μοιρολογήστρες για μένα να στριγγλίσουν!...
Μη μου κάνετε πλουσιοπάροχες ταφές,
θρηνητικά μνημόσυνα
γιατί νεκρού χαλάλι
ο μόχτος και το βιος των γονιών
δεν πρέπει σπάταλα να φεύγει...
Σφίξετε την καρδιά σας και ξέρετ' ένα...
πως όλοι θ' ανταμώσουμε μια μέρα!...
και τότε μάνα και γυιός και ξένος
θα είναι πιότερο δεμένοι κι ένα!
Άδικα δάκρυο μη χύνετ' αχνισμένο
όπου τον γυιό σας χάνετε για πάντα!...
Γιατί στ' αλήθεια δεν με χάνετε...
μόνο το σώμα τ' άσχημο χούφταλα θε να γίνει
και δεν θα μ' ατενίζετε μπροστά σας...
Σάμπως και τόσα χρόνια με βλέπατε;
κρυμμένο σαν ζώο σε κάθε κουφάλα
σε κάθε λάκκου σκοτεινιά,
σε κάθε φύλλου χώστρα;
Μέσα στα δύσβατα βουνά
και μέσα στα λημέρια;...
Συνέχεια λοιπόν... τον γυιό σας δεν θα βλέπετε,
μα θάμαι πιότερο κοντά σας και μέσα σας!...
Χρέος σε σας, δίχως κέρδος, πληρώνω
χαράσσοντας άπειρα ευχαριστώ,
όπου μου φέρατε τ' αθάνατο πράμα
και όπου με ποτίσατε τ' αθάνατο νερό,
τσιμπουρώντας τα ψίχουλα της κόρτας μου
και γλείφοντας τ' απομεινάρι της κατσαρόλας!...
Πέφτω για σας γονιοί σεβαστοί κι ανεκτίμητοι
γι' αυτό μη μου κλαίτε
ανταποδίδω στην αύριο...
αλάτι, σιτάρι και βούτυρο!...
Δώρα ακριβά για τους πανάκριβούς μου!...
Μάνα σε θέλω σίδερο...
όπως στη μάνα μου ταιριάζει!...
Κύρη σε θέλω λεβέντη...
ψηλά το μέτωπο...

Digitized by 10uk1s
όσο ν' αγγίξει το μουστάκι στον ήλιο!...
Περήφανοι, αγόγγυστοι και ούτε ένα δάκρυ!...
Δείξετε σ' αυτούς που με σκοτώνουν
πως σαράντα παιδιά σας με τον ίδιο τρόπο να χάνονταν
πάντα με γέλιο και χαρά, άλλα σαράντα θα γεννούσατε!...

Digitized by 10uk1s
ΚΑΣΣΑΝΔΡΙΝΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Το θριαμβικό σου Ολοκαύτωμα,


Αθάνατε Νεκρέ,
μόνο Τυρταίοι ή Πίνδαροι
μπορούν να το υμνήσουν!
Ξαναζωντάνεψαν με
Σε τόσες χιλιάδες χρόνια...
Ξανάδαμε την όψι σου
Τον Νέο Λεωνίδα,
σαν φώναζες βροντόλαλα:
«Μολών Λαβέ!» και πάλι,
κει, στη Σπηλιά του Μαχαιρά,
Τις Νέες Θερμοπύλες!

Digitized by 10uk1s
ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ (απόσπασμα)

Κυλάει η λάβα της φωτιάς και γράφει,


γράφει με γράμματα καυτά στον ουρανό
της δόξας τ' όνομά σου, Αυξεντίου!

Αρχάγγελος με τη ρομφαία σου,


στο πύρινο άρμα μπήκες του Προφήτη Ηλία.
Κι έσμιξες με τον Ήλιο,
έσμιξες με το φως,
κι έγινες φλόγα, κεραυνός,
συνείδηση της λευτεριάς
μες την καρδιά της Οικουμένης!

Εδώ,
μες το φθαρτό, το γήινο χώμα,
δεν είναι τάφος,
στήλη καμμιά δεν είναι, Αυξεντίου,
να ρθούμε να σε κλάψουμε σ' αυτήν
δικοί και φίλοι.

Λαμπάδα τ' αντρειωμένο σου κορμί


και φως που καίει,
ήλιος που περπατάει στον ουρανό
κι ανάβει,
με το σπαθί της λεβεντιάς,
τη νέαν ελπίδα.

Γρηγόρη!
Βάτο φλεγόμενη στη γη του Μαχαιρά!
Χάραξες, με τ' αναμμένα δάχτυλα
των εικοσιεννιά σου χρόνων,
της λευτεριάς δεκάλογο
για τη Φυλή σου.

Γρηγόρη!
Σε πήρε η αυγή,
κι έγινες δρόσο και χαρά,
κι ελπίδα του καλοκαιριού,
κι άνθος
που βλάστησε σε νέο φεγγάρι...

Σε πήρε η μέρα,
κι έγινες φωτιά,
πυραχτωμένο σίδερο απόφασης,
που σταματάει το χρόνο.
Σε πήρε η νύχτα στα φτερά του ονείρου,

Digitized by 10uk1s
Αητέ μου κι Άη Γιώργη μου Τροπαιοφόρε,
και σ' έβαλε για πάντα στην καρδιά μας.

Digitized by 10uk1s
ΚΥΡΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Λάβρα παραφροσύνης ερημώνει


τ' ωραίο βουνό του Μαχαιρά μια μέρα
κάτασπρη απ' τους ανθούς. Ένας λεβέντης
ώριμος να πεθάνη πολεμούσε.
Τέτοια μαλλιά δεν είχε άλλος κανένας
στην Κύπρο. Μάτια που να λάμπουν τόσο
δεν είχε άλλος λεβέντης. Ούτε μέτωπο
τόσο καθαρό για να φορέση
το μάγο φωτοστέφανο της Δόξας.

Αυτός ο άγουρος άντρας, ο Αυξεντίου


Γρηγόρης εσυγκλόνισε τον κόσμον
ολόκληρο με την παλληκαριά του.

Ώρα πολλή παλεύοντας ανοίγει


πόρο για να διαβή το πεπρωμένο
τ' ανθρώπινου θανάτου. Δρασκελίζει
τη μοίρα του, τη μοίρα του νησιού του
που γαιματοκυλίστη χίλια χρόνια,
κι έφτιασε με το γαίμα του το σχήμα
του μέλλοντος και του πολιτισμού μας.

Αυτός ο νέος που πέθανε γελώντας


και δεν επαραδόθηκε ως το τέλος
πολεμώντας αγέρωχα, κρατούσε
στα χέρια του τη μοίρα της φυλής του
λάβαρο και τ' ανέμιζε στον ήλιο.

Μόνο του μύθου η φλόγα πλαστουργώντας


μπορεί να τον τιμήση αυτόν τον ηρωικόν
επαναστάτη και τολμώντας
θα τον υψώση αλάθευτα μια μέρα
μέσ' στους αστερισμούς των αθανάτων
να τον αναθυμούνται δακρυσμένα
περήφανα τα γένη των ανθρώπων
γι' αυτόν τον λεβεντάνθρωπο που υπήρξε
κάποτε και πολέμησε στην Κύπρο
μόνος, μέχρι θανάτου σα λιοντάρι.

Digitized by 10uk1s
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Ν. ΚΩΣΤΑΣ
ΣΤΟ ΘΡΥΛΙΚΟ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Ιερή του γένους μας πηγή,


της Ολυμπίας η Άλτις,
σου χάρισε τη θεία φλόγα,
πυρσούς ν' ανάψης στο νησί σου.
Μα παραμόνευεν ο εφιάλτης·
κι οι νάνοι τρέμοντας, εχθροί σου
την άφθαστην αντρειά σου,
πελώρια τρύπησαν βουνά
για ναύρουν την καρδιά σου.
Τι κι αν σ' εσκότωσαν στο σπήλιο!
Έμπασαν μέσα τους τον ήλιο.

Digitized by 10uk1s
ΛΙΑΣΙΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΚΑΘΕ ΤΡΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ

Πα στα βουνά του Μασιαιρά στον σπήλιον που σε κρούσαν


τζιειπάνω τζιει να στήσουσιν Γληόρη τ' άγαλμάν σου
του Λεωνίδα την φωνήν στα σιείλη σου π' ακούσαν
τζιαμαί που ποθανάτησες για πάντα τ' όνομάν σου!

Τζι' όσοι αντάρτες ζήσουσιν, οι άγγλοι πιον σαν φύουν,


τζιειπάνω τζιει νέον χωρκόν πρέπει να πα να χτίσουν
τζιαι τ' όνομάν του να γραφτεί Γληόρης Αυξεντίου!
Σαν το γρουσάφιν πον μπορούν οι γρόνοι να μαβρίσουν.

Τζιαι τρεις του Μάρτη ταχτικά ναν το μνημόσυνό σου


η σελλομάα του βουνού το ξυλοκρέβατόν σου
ναν η σημαία ουρανός να σσιέπει παναδκιών σου
τζι' οι αθθισμένες αθασιές το νεκροσέντονόν σου!

Digitized by 10uk1s
ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ ΧΡΥΣΤΑΛΛΕΝΗ
Ο ΑΡΑΒΩΝΑΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ

Τούτη τη Νύχτα τη λαμπρή, που τάστρα τρεμοσβήνουν,


που ησυχάζουν τα στοιχειά κ' η φύσις γαληνεύει,
μια κόρη γαλανόλευκη με τα μαλλιά λυμένα
γυρίζει κάπου στο βουνό, σε μια σπηλιά κοιτάζει!

Σκύβει κι ευρίσκει ατίμητο κάτι εκεί στο χώμα,


το παίρνει μ' ανεκλάλητη χαρά και καρδιοχτύπι,
το σφίγγει εκεί στον κόρφο της απάνω στην καρδιά της.

Κι ευθύς αστράφτ' ο ουρανός και λάμπουν όλα γύρω


κι αυτό που η παντέμορφη στα στήθη έχει κρυμμένο
φαίνεται κι ακτινοβολεί σαν ζηλευτό μπριλλάντι.

Δεν είναι διαμαντόπετρα στου Βασιληά το στέμμα,


είν' ένας κόμπος κόκκινος ατίμητο ρουμπίνι
είναι το αίμα πούσταξε απ' την καρδιά Εκείνου,
που ηρωικά ξεψύχησε για τη γλυκιά Πατρίδα.

Είν' η στερνή π' απέμεινε του αίματος ρανίδα,


όταν οι τύραννοι έπαιρναν κομμάτια το κορμί του.
Κι έγινε κόσμημα τρανό και ζηλευτή αρραβώνα,
που η Δόξα τώρα το φορά στο άγιο δάχτυλό της.

Digitized by 10uk1s
ΛΥΣΙΩΤΗΣ ΞΑΝΘΟΣ
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

(απόσπασμα)

Ποιος είπε πως εδείλιασες;


Αχ ν' αποθάνεις ξέρεις...
Ω Καπετάνιε αμόλευτε,
ποια Λύρα θα βρεθεί
τη λιονταρίσια σου καρδιά να υμνεί;

Τα στίφη καρτερούσανε...
– «Γρηγόρη, παραδόσου!»
Μ' απ' της φωτιάς την κόλαση
που σ' έζωσε καφτή,
το Ελληνικό «μολών λαβέ» θα ηχεί.

Γεια σου αητέ,


της Κύπρου σταυραητέ,
για σε ποτέ
η δάφνη δε θα ξεθωριάσει
–λεβεντονιέ,
τη Νίκη τραγουδούν
τα σπλάχνα που στον Όλυμπο πετούν.

Ένας δειλός εφώναξε:


«Στη φάκα το ποντίκι!
Πάρτε, ρεπόρτερς, μηχανές
και τρέξετε γοργά,
να ιδήτε της ΕΟΚΑ την ντροπιά».

Ένας δειλός επρόσταξε...


Μ' απ' τ' άντρο γύρω εχύθη
ο βρυχηθμός ο αγέρωχος
που τη ζωή αψηφά–
και σειούνται τα βουνά του Μαχαιρά.

Χαίρε τρανέ
ατίμητέ μου ανθέ,
Χαίρε
που στοίχειωσες της Κύπρου το γιοφύρι...
προγονική
σε ζώνει αρματωσιά,
του Μαραθώνα η δόξα δε γερνά.

Πουλιά λαλούν πασίχαρα...


– «Γρηγόρη, παραδόσου!»

Digitized by 10uk1s
Ο κάμπος πέρα αντιφωνά
της ζήσης τη χαρά...
Αχ πόσο η ζήση πάντα είνε γλυκειά!

Αντάρτη! σε οραμάτισε
ο θάνατος ο ωραίος...
Εσένα πια δε σε μεθά
του κόσμου η ομορφιά:
Χερουβικά σε προσκαλούν βιολιά.

Μάρτη μυρτιά,
αηδόνι, αλυγαριά,
στην άνοιξη
σβήνει το χαίρε τ' αντρειωμένου...
Ω της τρανής
θυσίας σου η σπονδή!
Φεύγει η ζωή, μα πάντα της θα ζη.

Πώς θε να ρέψει ο θρύλος σου


στων ίσκιων τ' άγριο ρέμα;
Οι μέρες κι αν κυλήσουνε,
οι νύχτες κι αν διαβούν,
με σένα τα παιδιά μας θε να ζουν.

Σαν πεφταστέρι ανέτειλες,


σαν πεφταστέρι εχάθης.
Κι αν μένει η δάδα σου άσβηστη
στου χρόνου τις ρωγμές,
χαρά στον πώχει τις αντιφεγγιές.

Στη βραδυνή
σαν γέρνει απανεμιά
το βλέφαρο
μέσ' το νανούρισμα του Μάρτη,
αχ, τη μορφή,
γλυκειά υπνοφαντασιά,
την αντρειωμένη φέρνε μας ξανά.

Στη γη την αιματόβρεχτη,


στη γη πούναι δική μας,
τραγούδια θ' αντηχήσουνε,
τραγούδια ηρωικά,
που διώχνουν την πολύπαθη σκλαβιά.

Κι εσύ λεβέντη που έδωσες


της μουσικής τη νότα
μέσ' τις γενιές ο αγέραστος

Digitized by 10uk1s
θε νάσαι στοχασμός–
αγέραστος για σένα ο θαυμασμός.

Εμπρός παιδιά,
της Κύπρου νέα παιδιά,
Σουλιώτισσες,
της δάφνης πλέξετε στεφάνια,
– εμπρός παιδιά
ανοίξετε πανιά,
αύρα γλυκειά μας φέρνει η Λευτεριά.

Για δέκα ώρες μονάχος σου


στο ατρόμητο λημέρι
του τύραννου εκαθήλωσες,
λεβέντικη καρδιά,
τ' ασκέρι στα βουνά του Μαχαιρά.

Ποιος ν' αντικρύσει ετόλμησε


τ' αλάθευτο ντουφέκι;
Βροντά η φωνή, βροντά η ψυχή,
το βόλι σου βροντά
και πέφτουν ντροπιασμένα τα κορμιά.

Φέρνει, κυλά,
βαρέλια όλο φωτιά,
του Χάρντιγκ
η γενναία ουρλιάζει μεραρχία–
μα στεναγμός,
αθάνατη ψυχή,
απ' τα δικά σου στήθια δε θα βγει.

Πόσο γλυκός ο θάνατος


στης Δόξας τ' ακρογιάλι!
Απ' τα δικά σου κόκκαλα,
πορφυροφόρα αυγή
της Κύπρου μας η Λευτεριά θα βγει.

Και σένα ανθέ μου που έγειρες


στη μαρμαρένια κρήνη,
την ευωδιά του ονείρου σου
να δρέψω αναζητώ,
ψηλά, στον αστερόφωτο ουρανό.

Γλυκό η καρδιά,
τραγούδι ας τραγουδά:
δάκρυ για μια
τέτοια ψυχή δεν πάει να τρέξει.

Digitized by 10uk1s
Μόλα καρδιά,
ν' αδράξουμε κουπιά
– γλυκοχαράζει, σβήνει η τρικυμιά.

Digitized by 10uk1s
ΜΑΛΕΝΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ
ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Τούτο τ' απόγιομα που σε σκέφτουμαι


–και πότε δε σε σκέφτουμαι;–
καλοτυχίζω τις μυγδαλιές π' αγκάλιασαν
την εξαίσια φλόγα του κορμιού σου.

Τούτο τ' απόγιομα όμοια σε σκέφτεται


η θάλασσα που μας κυκλώνει
ο ουρανός που ευλογεί
τ' αγέρι που σκόρπισε τη στάχτη σου.

Τούτο τ' απόγιομα έτσι σε σκέφτεται


τ' αγαπημένο νησί
ο κόσμος που τον άγιασες με τη στερνή φωνή σου.

Τούτο τ' απόγιομα


στην κώχη τούτη της Μεσόγειας θάλασσας
– θυμάσαι– όπως τ' άλλο το λαμπρό
δέχεσαι τον ήλιο στα στήθια σου
και τ' αδέρφια σου
της ανατολής και της δύσης
τραγουδάνε μαζί σου
τη λευτεριά...

Digitized by 10uk1s
ΜΑΡΚΙΔΗΣ Α. ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

(απόσπασμα)

Στώμεν καλώς. Αμόλυντη, στον όρκο του πιστός,


παράδωκε του εθνικού του χρέους τη σκυτάλη
σ' αυτούς που ζουν, και πάει να βρει, σε πλήμμυρα φωτός,
κι ως ίσος τους, το Σαμουήλ, το Διάκο, τον Καψάλη.

Στώμεν καλώς. Μ' ευλάβεια, κάμποι, χωριά και λόγγοι,


παίρνουνε στάση προσοχής στο φωτοπέρασμά του,
κι από του Σέκου τη μονή, κι Αρκάδι, Μεσολόγγι,
το χαιρετάν οι αθάνατοι το διάβα τ' αθανάτου.

Digitized by 10uk1s
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ
ΗΜΙΧΡΟΝΙΟ

(απόσπασμα)

Τραγουδήστε, παιδιά μου, χορέψτε


για να καρπίσουν τα δέντρα μας.
Τραγουδήστε, παιδιά μου, χορέψτε
γιατί κάπου είναι μια γιορτή.
Γιατί το τέλος είναι ένα φεστιβάλ.
Το τέλος είναι ένα φεστιβάλ
και θα πρέπει να δείξουμε τι κάναμε.
Και πρέπει η Κύπρος να χορέψει και να τραγουδήσει
όσο λεβέντικα
εκάηκε στις φλόγες του Μαχαιρά.
Ο Γρηγόρης θ' ανάψει το κυπαρίσσι του όπου και νάσαι.
Όπου και νάσαι ο Γρηγόρης θα πυρπολήσει το κυπαρίσσι του.
Όπου και νάσαι
ο μαύρος δείχτης του κυπαρισσιού
θα χοροπηδήσει ολόλαμπρος,
φωτιά και φλόγα.

Digitized by 10uk1s
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

(απόσπασμα)

Στο πανηγύρι το πλατύ


– γεια σου, χαρά σου–
χίλιοι σε ζώνουν θάνατοι
γκρεμιέται
μες τα μηλίγγια σου όλη η γης
και χίλιες
φωτιές σε πολεμούν
στο πανηγύρι
του ωραίου θανάτου σου, που ολόγλυκα σε κλείνει.

Κ' εσύ σα νάσουν πρώτος μες τους πρώτους


στη μοναξιά, που σκίζει και τις πέτρες
με την όψη,
που πέφτει μες την άβυσσο χορεύεις
μες τον καπνό, μες το καφτό λεπίδι
στη θάλασσα τ' ωραίου θανάτου σου, π' απλώνει
μ' ένα βαθύ τρικύμισμα τον ήσκιο,
γοργή αστραπή της Άνοιξης, που ξημερώνει.
Η αυγή χαράζει απ' τα βουνά,
στερνή η αυγή, που από τον ήλιο παίρνει
στεφάνι να του βάλη στα μαλλιά
κ' η μέρα
μεσουρανεί στο διάστημα.

Κι εσύ σα νάσουν
κάθε στιγμής χτυποκάρδι
κι ο ήλιος
του πόνου ο αβασίλευτος
σα νάσουν
μες το σκοτάδι πιο βαθύ σκοτάδι

στου δροσερού θανάτου πέφτεις το κρεβάτι,


που όλα τα καίει θανατερόν αξόνι
της γης, που σειέται απάνω σου και λύνει
σε μια αστραπή το βράχο της σπηλιάς σου,
παιχνίδι του ήσκιου με την άνοιξη,
παιχνίδι
της ζωής, που φεύγει μες το αιώνιο ανεβασμένη
στο θόλο της δικής σου θέλησης,
στο μύρο,
που από τα θάμνα του βουνού σου απλώνει,
χαρά ευωδιάς στους κόρφους του νησιού!

Digitized by 10uk1s
ΜΟΛΕΣΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

(απόσπασμα)

...Δεν πρέπει να πεθαίνουνε την Άνοιξη


οι νέοι κι οι ποιητές,
δεν πρέπει η Άνοιξη να φέρει
το βάρος του θανάτου τους...

Digitized by 10uk1s
ΜΟΝΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Εκείνο τ' «όχι» δεν το επανέλαβε η ηχώ,


ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρη.

Digitized by 10uk1s
ΜΟΝΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΔΕΡΦΟ ΜΑΣ

(Απόσπασμα από ένα σχέδιο)

Να πάρουμε μια σταγόνα απ' το αίμα σου


να καθαρίσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ' το αίμα σου
να μπολιάσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ' το αίμα σου
να θάψουμε το δικό μας
να μη μπορέση πια ποτές
να το ξεθωριάση ο φόβος.
Να πάρουμε το τελευταίο σου βλέμμα
να μας κοιτάζη μην ξεστρατίσουμε,
να πάρουμε την τελευταία σου εκπνοή
νάχουμε οξυγόνο ν' αναπνέουμε
χιλιάδες χρόνια,
να πάρουμε τις τελευταίες σου λέξεις
νάχουμε να τραγουδάμε
ανεξάντλητα εμβατήρια για τη λευτεριά...
Μην πέση σκιά στον τάφο αυτό
ούτε από γιασεμί στο φεγγάρι.
Ο τάφος αυτός είναι για να παίζη
με ξίφη Αυγουστιάτικων ηλιαχτίνων
και να στέλνη διπλούς ήλιους
πάνω στον ήλιο.
Κι ακόμα όχι, ο τάφος αυτός
δεν είναι για ν' αντανακλά τον ήλιο,
ο ήλιος είναι για ν' αντανακλά τους ήλιους του.

Digitized by 10uk1s
ΠΑΝΑΓΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ
ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

(απόσπασμα)

Θέλεις να δης παλληκαρκές τζιαι δόξαν ν' αντικρύσης;


Θέλεις να δης του Διγενή το Πρώτον Παλληκάριν,
Τον Αυξεντήν θέλεις να δης το καύχημαν της Λύσης;
Θέλεις να δης τον Ήρωαν της Κύπρου το καμάριν;

Πήαινε πάνω να τον δης στου Μασιαιρά τα μέρη.


Να δης στραπές, να δης βροντές, να δης την γην που σειέται.
Να δης τον Χάρτιγκ πόρκεται τζι' άλλον στρατόν να φέρη.
Τόνα βουνόν να κόβκεται με τ' άλλον να χτυπιέται.

Όπου δικλήσης να θωρής την γην σκοτεινιασμένην.


Μόνον η δόξα τριγυρνά που πανωθκιόν του σπήλιου.
Οι Άγγλοι στέκουν πόμακρα χλωμοί φοβιτζιασμένοι,
τζιαι τρέμουν ν' αντικρύσουσιν την λάμψιν τέτιου νήλιου...

Digitized by 10uk1s
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΝΙΚΟΣ
ΣΤΟ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Τα μάγουλα των βουνών ψαύουν την καμένη σάρκα του.


Ο ανασασμός των δέντρων, το θρόισμα των φύλλων
δροσίζουν τη λάβρα της κόλασης·
ο ουράνιος Θόλος χαμηλώνει να υποβαστάση τον Άνθρωπο.

Ο ήλιος θαμπώθηκε από το θαύμα


και το φεγγάρι να πάρη σειρά καραδοκεί.
Η Μαχαιριώτισσα αποδεσμεύει τόνα χέρι
να δεχτή τον Άνθρωπο.

Κόκκινα τριαντάφυλλα και μυροφόρες


τανύουν τα πέταλά του ποτήρια
να δεχτούν τον ιχώρα του ήρωα.

Φίλε Γρηγόρη!
Σκέφτομαι πολύ το Μεσολόγγι και σένα σήμερα.
Ίσως το σήμαντρο του εσπερινού,
ίσως τα λούλουδα της Άνοιξης –κόκκινα τριαντάφυλλα και μυροφόρες–
(που μου θυμίζουν επιτάφιο)
ίσως ακόμα των αιώνων η ανακύκληση εντός μου.

(Κρατητήρια Ιερής Μονής Μαχαιρά, 6 Ιουν. 1957)

Digitized by 10uk1s
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Β. Δ.
ΩΔΗ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

(απόσπασμα)

Στροφή Δ

Στις αψηλόκρεμνες κορφές του Μαχαιρά, εφάνη


και της Φυλής αγέραστο το Πνεύμα· η Αντρεία
της Δύναμης αντίκρυσε μονάχη τη μανία
κι ο Χάρος τη στεφάνωσε με Λεφτεριάς στεφάνι.
Νέας λατρείας ο Ναός το σπήλαιο τώρα εγίνη
αιμάτινη ως τ' άγγιξε του Ήρωα η δίνη·
και στο βωμό που η μυστική εβλάστησε θυσία
το αγιονέρι ξεπηδά στης Αρετής την κρήνη
κι απάνου του η φλόγινη σαλεύει Αθανασία!

Αντιστροφή Δ

Της Αιωνιότητας φλογάνοιξες τις θύρες·


ορθός τώρα λάμπεις στων συμβόλων τον αιθέρα·
πλέον αψηλά δεν ημπορεί να φτάσει η Δόξα·
στα σύνορα του Κόσμου μένεις και της Αθανασίας.
Μα όταν καιροί αναστημένοι πάλε λάμψουν
σε σκοτεινούς ανάμεσα αιώνες κι η θυσία
απλώσει τα αιμάτινα φτερά και τη ρομφαία,
σαν αστραπή απ' της νυχτιάς τα βάθη τότε
η θεία Μορφή σου θα πλανιέται στον αγέρα!

Επωδός Δ

Αντρειωμένων το κλέος οργώνει


της Τιμής την απάρθενη γη·
τη Στιγμή του αγέραστη υψώνει
νέας Δόξας βλαστός ως μεστώνει
όπου η Μνήμη και όπου οι Γιοι!

Digitized by 10uk1s
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΟΥΛΑ
ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Παλληκάρι που έφυγες


την τρίτη του Μάρτη,
έφυγες
ξέροντας τι χάνεις,
ξέροντας τι αφήνεις.
Θ' αναγάλιασες στη σκέψη
του τι θα κερδίσης,
το ήξερες,
αυτό ήθελες,
πόσο σου ταίριαξε...

Σε γνώρισα αργά,
τότε που έγινες θρύλος,
τότε που σήκωσες
τόσο ψηλά το νησί σου,
τότε που οι δάφνες
όλης της γης
δεν έφταναν για τη δόξα σου.

Χίλιες φορές σ' ονειρεύτηκα


σκολιαρούδι, να τρέχης,
κλωτσώντας τις πέτρες,
με τη σάκκα βαριά,
κρεμασμένη στην πλάτη.

Σε είδα,
κρατώντας τη σφεντόνα σου,
να τριγυρνάς
ξυπόλυτος
στο καφτό μεσημέρι,
κάτω από τις ελιές της Μεσαριάς,
παρέα με τα τζιτζίκια.

Σ' ακολούθησα
εκείνη τη νύχτα,
πούτρεξες στη χαρά,
στον έρωτα
εκεί κάτω,
πλάι στο πέλαγο,
στο ξωκκλήσι του Αιόλου.

Κι ύστερα...
Κλείνω τα μάτια.
– χίλιες φορές–
και σε βλέπω

Digitized by 10uk1s
να ορθώνεσαι,
μέσ' απ' τις μυγδαλιές,
τις μυροφόρες,
μεσούρανα να φτάνης
μέσ' απ' τις φλόγες,
– λαμπάδα Ανάστασης–
να δίνης φως εσύ
στον ήλιο.

Digitized by 10uk1s
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΣΤΙΧΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Σήμερα δεν είναι το εικόνισμά σου μαχαιρωμένο, Δέσποινα του Μαχαιρά.


Σήμερα σκίζει το ανόσιο μαχαίρι τη ζωντανή, μητρική Σου καρδιά.
Στο πέρασμα της καινούργιας Σου θλίψης
σκύβουν τα πεύκα και προσκυνούν.
Μυροφόρες του Επιτάφιου από τα δάκρυα Σου ευωδιάζουν.

Στις λαίμαργες παλάμες του Ιούδα


τριάντα κομμάτια ασήμι πέφτουν ένα, ένα.
Ακούγονται σαν σφυριά δαιμονικά πάνω σε σταυρό,
σαν πυρωμένα καρφιά που τρυπάνε τα τύμπανα της Ανθρώπινης ακοής
και ματώνουν αιώνια τη ζεστή μητρική Σου καρδιά.
«Αμοιβή πέντε χιλιάδων λιρών»...
Ένας δούλος του Μονάκριβού Σου
πουλήθηκε σήμερα κι από τον Κύριό του πιο ακριβά.
Μια μάνα θα κλάψη το γλυκό της έαρ και μαζί ένας λαός.
Ασκητές της Λεφτεριάς ήρθαν στα χάρη Σου, Δέσποινα του Μαχαιρά.
Δεν θυμιατίζουν μοσκολίβανο στην Άγια Σου εικόνα:
Λίγο μπαρούτι Σου φέρνουν κι ένα σώμα έτοιμο για το μαρτύριο.
Πάνω απ' τη σεμνή τους σκήτη ανακλαδίζονται οι δάφνες
κι έχουν τις ρίζες βαθειά μέσ' στη γη, στην καρδιά τους.

Στον παγωμένο χειμώνα του κόσμου


διστάζαν ν' ανοίξουν οι μυγδαλιές.
Πολύ αργήσανε τόσες βδομάδες, τόσους χιονισμένους αιώνες.
Μα τώρα ο Μάρτης χαμογελά σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη,
το φως του αστράφτει σαν κρίνο Ευγγελισμού
σε πρόσωπα, μαύρα, κίτρινα και λευκά.
Όλα είναι ανθρώπινα πρόσωπα, πηλός και πνεύμα,
γεννημένα να χαίρωνται στη Λέφτερη άνοιξη του Θεού.
Σκεβρώσαν πια τα ξύλα των ζυγών από το αίμα, από τα δάκρυα, απ' τον ιδρώτα.
Κι οι μυγδαλιές του Μαχαιρά άνοιξαν άτρομες κι αδίσταχτες
τ' ανθοπέταλα στον ήλιο της Λεφτεριάς.
Όσοι ζήσουν θα γευτούνε αμύγδαλα.
Μόσκος αιώνιος και σάβανο τ' ανθοπέταλα για τους άλλους.

Βουίζει μα όχι μελισσολόι μεθυσμένο για πρώιμους ανθούς.


Σιδερένια κοράκια θανάτου φτερουγούνε,
κρώζοντας για τα νιάτα που ανθίζουν και κάτω απ' τη γη.
Σήμερα όλα τελειώνουν κι όλα αρχίζουν.
Η ψυχή με το σίδερο αντιμετριέται και θα νικήση η ψυχή.

Άλλοι πρέπει να ζήσουν μα ένας πρέπει να πεθάνη.


Ένας πρέπει πριν απ' τη μάχη
να στερνοχτενίση σαν Λεωνίδας τα μαλλιά του,
μόνος χωρίς τους τριακόσιους,

Digitized by 10uk1s
να χαιρετήση τον ήλιο σαν καινούργιος Αίαντας
κι ύστερα να φωνάξη του Χάρου πού προσμένει:
– Μολών Λαβέ!
Μαχαιρωμένη Παναγιά, ξανάδες τέτιο τάξιμο;
Ξανάλυωσε στη Χάρη Σου λαμπάδα τέτιο μπόι;
Ξανάκουσες δυο λέξεις να σκεπάζουν τες βροντές;
Είδες ένα χαμόγελο να περγελά τέτια πλημμύρα αρμάτων;

Δεν έχω στόμα να τραγουδήσω, δεν έχω χέρια να ρίξουν δροσιά.


Από τόπο φωτεινό, από τόπο χλοερό.
Θανάση Διάκο, τραγούδα και στείλε δροσιά των ουρανών.
Και δες καιρό που διάλεξε νάρθη κοντά σου τέτιος Σταυραητός
και δες καιρό που διάλεξε ν' ανάψη μια λαμπάδα,
τώρα που ο ήλιος παίζει το στερνό κρυφτό με τη βροχή,
τώρα που τα κυκλάμινα καλημερίζουνε τες ανεμώνες,
που και τ' αγκάθια ανθοφορέσαν για το πανηγύρι των πουλιών.

Φλογισμένο χορό σέρνει με τους αιώνες.


Μαζί του καίγονται τα δέντρα μας μα όχι η ελπίδα μας.
Μια μάνα δεν τον κλαίει μα χιλιάδες,
μυριάδες βρήκε αδερφούς της Λύσης ο μοναχογιός.

Δροσοπηγές της Πιτσιλιάς που αγγίξανε τα χείλη του.


Χιονίστρα που τα χιόνια σου λυώνανε στη ματιά του,
χαροκαμένα κέδρα κι αγρινά, φίλοι της μοναξιάς του,
αγριοπερίστερα που ταξιδεύατε τους λογισμούς του,
κι εσείς κομμένες κερασιές του Πεδουλά που σας αρνήθηκαν ανθό,
πέστε το «χαίρε» στον Λεβεντονιό που δεν θα ξαναδήτε.
Το Σταυροβούνι αγνάντια κλαίει και καμαρώνει
Μένουν τ' αητόπουλα που πότισε αθάνατο νερό,
που γύμνασε να φτερουγούν κατάντικρυ στον ήλιο
μ' ολάνοιχτα τα μάτια τους δίχως να ρίξουν δάκρυ.

Με το σχοινί, με τη φωτιά και με το σίδερο


αντιμετρήθηκε και νίκησε η ψυχή μας.
Με το σχοινί, με τη φωτιά και με το σίδερο στου Χάροντα τα χέρια
γνωρίσαμε την όψη που με βια μετράει τη γη.
«Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις»
κι εμείς με τη σφεντόνα και το ψαλτήρι του Δαυίδ.

Στους Λυσιώτικους κάμπους πεθάναν στο χώμα


οι σπόροι του σιταριού,
μ' αναστήθηκαν σε φύτρα που πάνε για ολόγιομα στάχυα.
Στα μαρμαρένια αλώνια όπου παλαίψαμε
θ' αλωνίσουμε το λιγοστό μας σιτάρι μα όχι πια για τους κουρσάρους.
Θάχουμε για τα παιδιά μας ψωμί, για την Κυριακή αντίδωρο,
και για μνημόσυνο της Λεβεντιάς στους αιώνες των αιώνων.

Digitized by 10uk1s
ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ
ΣΤΟΝ ΑΗΤΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

Σίγησε η βροντή κι έγειρε η αστραπή,


στου Μαχαιρά την κορυφή γονατισμένη.
Τον Ήρωα - Μαχητή ν' αφουγκραστή που πολεμά,
και βλέπει η Παναγία από το θρόνο δακρυσμένη.
Κι η Μούσα η Καλλιόπη κρούοντας
στη λύρα βροντερόφωνο τραγούδι,
«σώπασε» λέει η Κλειώ,
«κυνήγησέ τους, φιδοπλόκαμη Ερινύα,
τους χίλιους, που αμολήσαν τ' άρματα στη γη,
κι ανάψαν τις μπενζίνες, για να ζήσουν».
– Και μια κουφή στην τρύπα της φυσομανάει και λέει «ντροπή.»–
Ο ασύγκριτος, που αντίκρυ στέκεται,
και πολεμάει ατρόμητος με τ' άρματα το Χάρο,
δικός μου· ο Λεωνίδας στέλλει με
από τις Θερμοπύλες, πλάι του να τον πάρω.
Ήρωα, που νερό και γη δεν έδωκες στο βάρβαρο,
σκύβει το βράδυ το φεγγάρι και ρωτά για σένα,
και σιγοτραγουδά τ' αγέρι του βουνού το θρύλο σου
κι η Παναγιά του Μαχαιρά το δάκρυ μύρο,
σκορπάει στον τάφο σου τριγύρω.

Digitized by 10uk1s
ΠΑΥΛΕΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

(απόσπασμα)

Προϋπαντούσαμε γελαστά τον αποφασισμένο μας


θάνατο. Ήσουν φανερά άφοβος όπως είναι φυσική
των υδάτων η βαρύτητα μέσα σε μιαν ογκούμενη
νεφέλη, να τρέφεται των καταρραχτών ανεμοστρόβιλος
καθώς είναι φυσική η καρποφορία των ταξιδιών
Και των αγρών, των πόλεων και των λιμένων, καθώς είναι
φυσική και η καρποφορία του δικού σου του θανάτου,
Γρηγόρη Αυξεντίου, γιατί για σένα λάμπει πάλι
το στάρι χρυσό κι ελεύθερο. Θυμόσουν τις Μανιάτισσες,
που κάποτε και τους στρατιώτες του Ιμπραήμ δρεπάνισαν;

(Μόνο με τις ηρωικές πράξεις μπορεί στην καρδιά


του Θεού να κατοικήσουμε.)
Γι' αυτό λέγαμε πως κάθε φόβος πρέπει να κατα-
στραφεί, να καταστραφεί, κάθε φόβος πρέπει
να καταστραφεί, να καταστραφεί, να καταστραφεί.
(Λέγαμε πως ο θάνατος είναι μια μείζων αποδημία.)
Γι' αυτό κάθε φόβος του θανάτου σήμερα κιόλας. Πρέπει
να καταστραφεί, να καταστραφεί, να καταστραφεί.
Μεγάλωναν οι σπόροι και γίνονταν κλαδιά.
(Μεγάλωναν τα γεμάτα κλουβιά και γίνονταν ταξίδια.)
Μαζί με σένα τη λευτεριάν αγαπούσαμε
καθώς ο μουσικός Ορφέας την Ευρυδίκη του.
Που πηγαίνετε μας έλεγαν, κι εμείς λέγαμε
πως πηγαίναμε στο θάνατο και στην ελευθερία μας.
Μας έλεγαν να πλησιάσουμε το Θεό, κι εμείς αποκρινόμασταν
πώς να πλησιάσουμε το Θεό χωρίς εσένα πώς να ψηλαφίσου-
με το Θεό χωρίς την αφή της θεϊκής ελευθερίας μας;
(Δεν μπορούμε χωρίς εσένα το Θεό να ψηλαφίσουμε!)
Θέλαμε λεύτερες οι καρίνες των καραβιών μας
να κόβουν τις πάτριες τις Ποσειδώνειες πεδιάδες μας.
Ήταν μια νύχτα κι έμπαιναν οι πρώτες μέρες του Μάρτη
και μερικοί αυτοκρατορικοί στρατιώτες βρήκαν
το Κρησφύγετό σου μέσα σε μια νύχτα κεραυνών
που σ έδειχναν να φωνάζεις «μολών λαβέ»,
το πατροπαράδοτο και πάντοτε καινούριο
κι αντρειωμένο το σημερινό μας το «μολών λαβέ»
για να το γράφουν οι αποστάσεις πάνω στις φτερούγες του αντίλαλου
με χίλιες εικόνες πάνω στην
ηχώ όταν το φώναζες εκείνο το πάντα πάτριο
και σύγχρονο μαζί «μολών λαβέ» κι η θύελλα
βούιζε γύρω στους αυτοκρατορικούς στρατιώτες
το φτερό της κι εσύ απαντούσες με το «μολών λαβέ».

Digitized by 10uk1s
Παραδώσου, για να χαίρεσαι τον ήλιο, Γρηγόρη
Αυξεντίου κι Εσύ απαντούσες «μολών λαβέ». Παραδώσου
για να κοιτάς τον ήλιο με τα μάτια σου, τον ήλιο
που θερμαίνει την ομορφιά των γυναικών, τις φτερούγες
των πουλιών και των Κήπων, τον ήλιο που ζεσταίνει
τα νύχια των αγριμιών.
Μονάχος σου εσύ και το Σύμπαν.
Πώς να σε χωρέσει το Σύμπαν;
Κι ήταν άπορη σ' όλο το σίδηρο και το ατσάλι
γύρω σου η σπηλιά σου. Άνθιζαν οι μυγδαλιές,
άνθιζαν οι πληγές στο σώμα σου. Κι όταν
σε περικύκλωσαν με τα ελικόπτερά τους
οι αυτοκρατορικοί στρατιώτες, κι έχυσαν
βαρέλια πάνω σου βενζίνης για να σωπά-
σουν, να μην ακούνε εκείνη την άσβηστη
φωνή σου να τους φωνάζει «μολών λαβέ».
Κι έτσι έγινε φωτιά το σώμα σου και στη
φωτιά γύρισε το μέγεθος, της ψυχής σου.
Κι έτσι σώπασε να φωνάζει η φωλιά σας
μολών λαβέ, μα συνέχιζε να το επαναλαμβάνει
σαν ηχώ το σώμα σου το καμένο, η στάχτη
του για να σκορπιέται παντού και να
γίνεται φως, και πράξη ελευθερίας,
να γίνεται τροφή μας το «μολών λαβέ»
να γίνεται ελευθερία και καρπός γλυκός και θάνατος,
για να χαιρόμαστε όλοι μας με τις ελληνικές μας
τις καρδιές το ιερό Πάσχα του Θεού, το ιερό
Πάσχα των Ελλήνων, διάβαση ιερή, ιερή
διάβαση της ελευθερίας μας,
της ελευθερίας μας της πρώτης.

Digitized by 10uk1s
ΠΕΡΝΑΡΗΣ ΑΝΤΗΣ
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Χαίρε Εκλεχτέ! Καινούργιε Ακρίτη,


που με το φως σου, φως αποσπερίτη,
μες στης σκλαβιάς τ' απαίσιο ξεροβόρι
περίχυσες τους κάμπους μας και τα όρη.

Στης ιστορίας το πέρασμα η μορφή σου


ανάλυωσε το ατσάλι της αλύσου
πούδενε το λαό που αγκομαχούσε
γενιές γενιών κι αβάσταγα βογγούσε.

Με την καρδιά την άπλερη, που εχώρει


τον πόνο ενός νησιού βγήκες, Γρηγόρη,
για να πυρώσης θαρρετά τ' άγουρα νιάτα
σε μιας περίτρανης θυσίας παράτα.

Κοίτα! Περνούν μπροστά σου Μαραθώνες,


Μπιζάνια, Πίνδοι κι όσες οι αιώνες
της Λευτεριάς σελίδες χρυσές κλειούνε
και τη δικιά σου τη θυσία προσκυνούνε!

Ένας, εσύ, και τράνταξες τους χίλιους,


κι όσες φωτιές, γέννησες τόσους ήλιους
να λάμπουν πάνωθέ μας, να φωτίζουν
εκειούς που την Ανάσταση θα χτίζουν.

Στου Μαχαιρά τ' απάτητα ρουμάνια


φτεροκοπά η δικιά σου περηφάνεια.
Τη μάχη σου θα διαλαλούν οι αιώνες
με της Φυλής τους πιο αψηλούς αγώνες.

Για τους δειλούς δεν φύτρωσεν η δάφνη.


Τιμή σ' εκείνον μόνον όπου αδράχνει
απ' τα μαλλιά τη Νίκη όντας ορμάει
στη μάχη και μαζί του την τραβάει.

Μόνο η φωτιά τον ήρωα δροσίζει,


και τη χαράν ετούτη μόνο του χαρίζει.
Κ' είν' απ' αυτή που αντιλαλούν τα όρη,
Γρηγόρη απέθαντε, Γρηγόρη, Γρηγόρη!

Κούγκι καινούργιο γίνηκε η σπηλιά σου


και τραγουδά τη θεία παλληκαριά σου.
Νέος Σαμουήλ εσύ, σε Σούλι νέο,
το θάνατο έχεις βρη τον πιο ωραίο.

Digitized by 10uk1s
Μα βρυσομάνα οργής που δεν θα λείψη
στέριωσες στου βουνού σου εκεί τα ύψη
να πίνουν οι γενναίοι και να χυμάνε
την άδικη σκλαβιά να πολεμάνε.

Χαίρε αϊτέ! Του Διγενή εσύ πρώτο


και πιο καλό και άξιο παλληκάρι,
το χτύπο της καρδιάς σου ως αγροικώ το
νοιώθω περίσσια να με ευφραίνη χάρη.

Κι όλοι της Κύπρου οι νιοι κ' οι νιες αντάμα


μόν' ένα ορκίζονται μεγάλο τάμα:
Ή την πατρίδα ελεύθερη να δούνε
ή μες στη γη της όλοι να θαφτούνε.

Digitized by 10uk1s
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ D.P. 811
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

(απόσπασμα)

Τρεις μέρες, πολεμούσες σαν λιοντάρι!...


με πέντε ωσάν κι εσένα παλληκάρια!...
ώσπου σωθήκανε τα πυρομαχικά σας.
Στο τέλος φύγανε κι οι πέντε σου συντρόφοι,
– γιατί είπανε να σκοτωθούνε τζάμπα;–
Και σ' άφησαν μονάχο να παλαίης,
μ' αφήκαν και τη Δόξα, όλη δική σου.
Για δέκα ώρες, μάχεσαι μονάχος!
σαν άλλος Λεωνίδας και σαν άλλος Διάκος,
και σαν άλλος Παπαφλέσσας!...
Κι αντί οι γενναίοι! να σε προσκυνήσουν,
– ούτε τον απολίτιστο Ιμπραχήμ δεν φθάσαν!–
φωτιά σου βάζουν και σε καίνε...
Κι ενώ εσύ, καιγόσουν σαν λαμπάδα,
στον τρίψηλο βωμό της λευτεριάς μας,
αυτοί πηδούσαν, και χορεύαν, και γελούσαν,
σαν με τα κόκκινα οπίσθια μαϊμούδες!

Digitized by 10uk1s
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΩΝ

(απόσπασμα)

Που νάβρω λόγια να σου πω, τη δόξα σου να υμνήσω,


και που τραγούδια ταιριαστά για να σου τραγουδήσω;
Που νάβρω σίδερο - καρδιά να κάτσω να σε κλάψω,
και που ψυχή ατσάλινη το δράμα σου να γράψω;
Όχι, αητέ του Μαχαιρά, εσέ σε κλαίνε όλοι
σε κλαίνε πόλεις και χωριά, κάμποι, βουνά και λόγγοι
Εσέ σε κλαίει το Τρόοδος με τα λευκά τα χιόνια
με τα ψηλά τα πεύκα του, τα κέδρα τα αιώνια.
Εσέ σε κλαιν' της Πιτσιλιάς οι γάργαρες βρυσούλες
που σε δροσολογούσανε τις νύχτες, τις αυγούλες.
Εσέ σε κλαίν' του Βαρωσιού οι πορτοκαλεώνες
και της Κερύνειας οι εληές της Πάφου οι αμπελώνες!

Digitized by 10uk1s
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

(απόσπασμα)

Να πρόφταινα, τουλάχιστο, να ξυριστώ, να ψαλιδίσω λιγάκι το μουστάκι μου. Μα ίσως


και να πηγαίνει λίγο γένι στη νεανική μορφή μου. (Βλέπετε
πόσο παιδί με κάνει η αγάπη σας; Μου ξαναδίνει τη δικιά μου φωνή). Για σκέψου,
αδερφέ μου,
μεθαύριο να διαλέγουν πάνω στα χνάρια μας
τα κορίτσια τον άντρα τους
τα παιδιά τους φίλους τους
οι άντρες τις πράξεις του,
να ξέρεις πως και συ πορεύεσαι μαζί τους στ' αψηλά,
σ' ένα ψηλό - ψηλό βουνό, όλο κορδέλες άσφαλτο,
για ν' αγναντέψεις ακέρια την πλάτη,
τις πολιτείες γιομάτες καμινάδες κι αστεροσκοπεία και παράθυρα,
τους κάμπους και τα δάση, τα λιμάνια γιομάτα κατάρτια,
τα ειρηνικά αεροπλάνα, τους λεβέντες αϊτούς και τους παιδιάστικους χαρταϊτούς
με κείνες τις αστείες πολύχρωμες ουρές τους–
σ' ένα ψηλό - ψηλό βουνό, με μια αυτοκινητάρα τελευταία μάρκα που ίσως θάχει τ'
όνομά μας–

Και μόλις τώρα το σκέφτηκα, πως τάχατες η ζωή


δεν πάει μπροστά με σκοτεινές εξομολόγησες και μικρές ειλικρίνειες
(η εξομολόγηση τόχω ακουστά, και τώρα το θυμήθηκα–
σώζει, λέει, εκείνον που ξομολογιέται. Μα τον άλλον;
Κι ο άλλος τι σου χρωστάει να σηκώνει στη ράχη του σαν τσουβάλια άχρηστες πέτρες τα
λόγια σου
δίχως καν να μπορεί να τις χτίσει;) Το λοιπόν, η ζωή
τραβάει μπροστά με πράξες και θυσίες μ' αυτό που λένε γενική ηθική,
κι ούτε που ξέρω πώς τα λένε αυτά, κι ωστόσο τα 'πα.
Εγώ το μόνο πούμαθα είναι σα χουφτώνεις τη γωνιά του τραπεζιού
είναι η γωνιά του τραπεζιού μ' όλη της τη στερεότητα
κι όταν χουφτώνεις ένα στήθος ξέρεις πως και τα πιο στέρεα χέρια τρέμουν
και τότες θέλεις να σπείρεις χιλιάδες παιδιά
για να χαρούν τον κόσμο μας που εσύ δεν πρόφτασες να τον χαρείς
κ' ίσως, δε λέω, ίσως και να το ξέρεις –κάπου αλλού, βαθιά σου, να το νιώθης– πως
τούτο το στήθος
«γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και λευτεριάς».
Και, βέβαια, που πρέπει να το ξέρεις. Γεια σας.
Άντε, γρια μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες –Όχι;–
Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω, λες, τη ζωή σου; Σου αφήνω την περφάνεια σου.
Δε θα σε ίδει ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις:
«Είμαι πέρφανη για το γιο μου, –κάλλιο μια φούχτα τιμημένη
στάχτη
παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου». Έτσι. Γεια σου, μάνα.

Digitized by 10uk1s
Ο πατέρας
θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ' τις χοντρές ελληνικές κοκκάλες μου, όμοιες με τις
δικές του,
κι απ' το σταυρό της πατρίδας πούχα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου. Μιλάω
για μένα
σα νάμαι ερωτευμένος με τα μένα, σα νάναι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα.
Συχωράτε με.
Εσείς μου το δώσατε τούτο το δικαίωμα. Ευχαριστώ.
Εσείς, κ' η αγάπη σας, κι ο θάνατός μου. Το ξέρω,
ως και κείνος που πήρε τα 5.000 αργύρια
θα πιει κάποιο βραδάκι ένα ποτήρι στην υγειά μου σε μια ταβέρνα της Πάφος
και θ' απογείρει να κλάψει μέσα στο ποτήρι του, γιατί είμουνα φίλος καλός
κ' ίσως να γίνει φίλος μας κι αυτός μια μέρα.

Digitized by 10uk1s
ΣΚΙΑΔΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Ανθυπολοχαγέ Μίντλτον, ξανθό παιδί της Αλβιόνας,


με τα αιθέρια μάγουλα, τ' αρρόζιαστα χέρια,
σου λέω τον αριθμό των χρόνων του Γρηγόρη,
είναι εικοσιεννιά κι όμως θα πρέπει να προσθέσεις
και τις ώρες που η αντρεία του θα σε ντροπιάσει.
Ποιος ήσουν πριν ανθυπολοχαγέ μου; Σίγουρα όχι
κανένας μεροκαματιάρης σαν το Γρηγόρη,
μπορεί και να μην είχες κανένα επάγγελμα
κ' οι ώρες σου να περνούσαν με τους στίχους του Κητς,
μ' ένα γουίσκυ στο χέρι στην αριστοκρατική σου λέσχη
και το κυνήγι της αλεπούς στους δρυμώνες του Κόρνγουωλ.

Αχ η βραδιά αυτή μ' εσένα παντοδύναμο


ανάμεσα στ' ασκέρι σου και τα σκυλιά σου
κι αυτόν μονάχο με την Κύπρο του
και τη μεγάλη στιγμή του!
Ο θάνατος δεν δίνεται έτσι ανθυπολοχαγέ μου,
δίνεται η αθανασία.
Ίσως κάποτε το αναθυμηθείς αυτό
περιδιαβάζοντας στο Χάυντ Πάρκ ή στο Πικκαντίλλυ
με το ημίψηλο και την ομπρέλλα σου.

Δες το ρολόι σου καπετάνιο μου,


πέρασαν δέκα ώρες που πολεμάς
με τους «γενναίους» σου που ο καθένας τους
μοιάζει μ' αποκοψίδι στρατιώτη.

Κι αυτός δεν σας προσέχει. Βαδίζεις κιόλας


στην πλατειά ρούγα που χάραξε,
στηρίζοντας τη γαλανή σημαία στα δυνατά του μπράτσα,
φουσκώνοντας το μαλλιαρό του στήθος,
βροντοφωνώντας την ιαχή
«Χαίρε ω χαίρε Λευτεριά!»

Η ώρα πέρασε καπετάνιο μου


με χίλιους απ' εσάς κι έναν αυτόν.
Βιάσου συ που δεν γνώρισες την ομορφιά
παρά μονάχα στις κοσμικές ιπποδρομίες του Ντέρμπυ.
Ό,τι δεν πέτυχαν τα ντροπιασμένα όπλα σου
έχεις τη μπαμπεσιά να το πετύχεις.

Έτσι κι αλλοιώς το αυτοκρατορικό


μετάλλιο της βρεττανικής ανδρείας σου ανήκει
ανθυπολοχαγέ Μίντλτον, ξανθό παιδί της Αλβιόνας,
με τα αιθέρια, τα διάφανα, τα κοριστίστικά σου χέρια.

Digitized by 10uk1s
ΣΠΑΝΟΣ ΝΙΚΟΣ
Τ' ΟΡΑΜΑ Τ' ΑΝΤΡΕΙΟΥ

Γέλασ' η Άνοιξη! Χαίρει ο Θεός.


Σμάρια μελίσσια γυρνούν
στ' απείρου κόσμου τα μέρη.
Νύφες χαρούμενες
γύρω στην πλάση γελούν!
Μυγδαλιές στολισμένες
κι άδολοι κρίνοι γιορτάζουν!

Γύρω και μέσα Σου φως ουρανού.


Σ' άρπαξ' η μάγισσα φλόγα
σ' άπιαστης γλύκας μεθύσι·
σε γνώριμη στάθης κόχη
σ' ακρούρανου βράχου κορφή.
Η πίστη μπροστά μετερίζι.
Ήλιος έλαμπε στ' άπειρο μάτι
σκορπούσε στον κόσμο φωτιά.

Πούσαστε φίλοι, αδέλφια, γονηοί;

Πέταγμα μαύρου αετού στον αγέρα,


φωνή γερακιού στα κρημνά!

Χαίρε ψυχή θυγατέρα


που τ' άπειρα βάθη του κόσμου ποθείς και νογάς
κι ένα πέταγμα κρύβεις λαμπρό, στον αιθέρα.
Γύρω, στα βουνά, στα φαράγγια
δε σε μέλει που βλέπεις εχθρό
Χάρου ρομφαία και θανάτου φωτιά.

Καμπάνες γιορτής θα κτυπήσουν,


αίμα θα βρέξη τους βράχους
των αγγέλων ψαλμοί θ' ακουστούν,
τα πελώρια βουνά θα δακρύσουν.
Κόκκινο χρώμα θα πάρουν τα κρίνα,
μαύρα πέπλα θα βάλουν τα δέντρα,
κι άλικα πέπλα θα ντύσουν τη φύση.

Σε μάγεψαν δρόμοι χαράς κι ουρανού.


Άπειρα κάλλη κοιτάζεις,
δόξα φλογίζει το νου.
Έχεις πάρει ψυχή Αετού!

Ανοίγουν τα ουράνια
σειέται συθέμελα η γη

Digitized by 10uk1s
φλόγες φλογίζουν την πλάση
χάθηκ' ο ήλιος σαν αστραπή.

Αγκάλιασες τ' όραμα πέρα


στ' άπειρου κάποια κορφή
και χάθηκες μέσ' τον αιθέρα
αθάνατη πρώτη ψυχή.

Digitized by 10uk1s
ΣΤΑΛΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ
Ο ΖΗΔΡΟΣ

Η ευθύνη του γένους είχε μέσα του βαθειές ρίζες, μακρυά κλαδιά
η αγάπη για την πατρίδα έκαιγε στην ψυχή του σαν άσβεστη φλόγα,
ήταν γνήσιο παιδί του λαού του, γεννημένος από τα σπλάχνα του, από την μοίρα του,
είχε την λεβεντιά του, την απόφαση των απελπισμένων, την πίστη που δεν ραγίζει,
δεν μέτραγε ποτέ την αμάχη, δεν λογάριαζε σαν τους μικρούς, δεν φοβόταν,
ριχνόταν στον κίνδυνο με την τόλμη του διαφεντευτή, με το θάρρος του ήρωα,
ήταν έτοιμος κάθε στιγμή να πεθάνη, να γίνη ολοκαύτωμα για τα ιδανικά της φυλής.

Κοντά στο μοναστήρι του Μαχαιρά είπε την τελευταία του λέξη.
εκεί παίχτηκε η σκηνή της θυσίας, είχε τον πρώτο ρόλο της τραγωδίας.
κοντά του ήταν ο προδότης, κράταγε στις παλάμες του τα τριάκοντα αργύρια,
πολέμησε όλη την μέρα, όλη την νύχτα, με τα χέρια, με τα δόντια με την καρδιά,
δεν παραδόθηκε, δεν πρόδωσε την συνείδησή του, τον εαυτό του, το έθνος του,
ο ήλιος φώτισε τα μάτια του για στερνή φορά, ο ήλιος έλαμψε για να μη σβήση ποτέ...

Digitized by 10uk1s
ΤΑΡΣΟΥΛΗ ΑΘΗΝΑ
ΣΤΟΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

(απόσπασμα)

...Σαν άλλος Λεωνίδας και σαν Κωνσταντίνος


σαν άλλος Σαμουήλ και Παπαφλέσσας
ζωντάνεψε στις φλόγες της σπηλιάς του
τις Θερμοπύλες και την Πόλη και τ' Αρκάδι,
το Μεσολόγγι, το Μανιάκι και το Κούγκι,
κι έγινεν ολοκαύτωμα για της Πατρίδας
τη Λευτεριά και τη Δικαιοσύνη.

Στη θρυλική σπηλιά που 'πεσε Κείνος


μιαν εκκλησιάν η Κύπρος θα του χτίση,
ίδια μ' αυτήν που εχτίστη στις ψυχές μας.
Βωμός ιερός, προσκύνημα θρησκείας
σ' όσους περνούν και κάνουν το σταυρό τους
λέγοντας με περίσσια περηφάνεια:
«Εδώ πάλαιψεν ένας Έλληνας μ' εξήντα
εχθρούς, δήμιους της Πατρίδας.
Αυτός ενίκησε κι άγιασεν η ψυχή του
κι εκείνοι βούλιαξαν μέσ' του Άδη τα σκοτάδια».

Digitized by 10uk1s
«ΤΡΙΜΠΙΟΥΝ», αγγλική εφημερίς.
ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ

Φυσάει βοριάς,
Το πεύκο ξεριζώνεται από τα σύννεφα.
Σκίζονται οι πέτρες,
Κατρακυλάει το βουνό σαν χαρτί
Ανεμοδέρνεται στον άνεμο.
Πήρε φωτιά ο ήλιος,
Πήρε φωτιά η γη.
Βροντάει απ' άκρη ως άκρη.
Ο κεραυνός γρατσουνάει τον ουρανό.
Ένα παλληκάρι αγωνίζεται για την Λευτεριά,
Ένα παλληκάρι αθάνατο πεθαίνει για την Λευτεριά.
Σπάει ο βοριάς. Ακινητάει το πεύκο
Οι πέτρες στέκουν και το βουνό αγναντεύει.
Θλιμένα ο ήλιος αγναντεύει τη γη.
Κοιμάται στο φλοιό της
Το ηρωικό παλληκάρι
Που πέθανε για την Λευτεριά.
Κυλάει το κορμί του στο χαντάκι.
Όσο πάει πιο βαθιά.
Η δόξα δυσθεόρατη αναμένει
Για το ηρωικό παλληκάρι!
Η δόξα αντιφεγγίζεται, δίνει ψυχή, δίνει φωτιά
Στους άλλους που ετοιμάζονται
Να πάρουν την Λευτεριά με τα χέρια τους, με το αίμα.
Ο χορός αρχίζει εις μνήμην σου Ηρωικό Παλληκάρι
Ο χορός του πολέμου.
Ο χορός του αίματος.
Ο χορός της Λευτεριάς.

(Ποίημα Άγγλου ποιητή. Δημοσιεύτηκε στην


«Τρίμπιουν» και μεταφρασμένο απαγγέλθηκε στον
μητροπολιτικό ναό των Αθηνών στις 10 Μαρτ. 1957)

Digitized by 10uk1s
Φ. Σ.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Και βέβαια
ήταν άνισο το αναμέτρημα.
Εκείνος, ο ένας
το περίμενε σε όλη τη ζωή του.
Ζούσε μονάχα για κείνη τη στιγμή,
για κείνη την Άνοιξη,
που ήξερε πως θα ερχόταν...
Κι εκείνοι, οι πολλοί, ήταν τυχαίοι,
περαστικοί
κι απ' το βουνό κι από την Ιστορία...

Digitized by 10uk1s
ΧΑΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΒΑΣΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Τη φέρανε την Άνοιξη, ταχειά τα χελιδόνια


και χαίρονται τις μυγδαλιές, με τ' ανθισμένα κλώνια.
Γιόμισε η πλάση χρώματα, κι ο ήλιος κυβερνάει
μ' αχτίδες χρυσοποίκιλτες, όλη τη γη κεντάει.
Κι απάνω στα ψηλά βουνά, που λυώσανε τα χιόνια
πλανιέται η θύμηση ξανά, στα περασμένα χρόνια.
Εκεί στην άκρη του βουνού στου Μαχαιρά τη ράχη
εδώ και χρόνια κάμποσα, έγινε εκείνη μάχη.
Ένας λεβέντης σταυραετός, έγραψε μια σελίδα
ολόλαμπρη, πανώρια, όπως τον Λεωνίδα.
Γρηγόρη γιε λεβεντονιέ, γι' αυτή σου την σελίδα
που δόξασε κι ανύψωσε, την ταπεινή πατρίδα.
Σου κλίνουμε ευλαβικά, Σταυραετέ το γόνυ,
Εσένα φάρο φωτεινό, έχουν οι απογόνοι.

Digitized by 10uk1s
ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ ΚΥΠΡΟΣ
Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ
ΤΟΥ ΓΕΝΝΑΙΟΥ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ

(απόσπασμα)

Κι από των θάμνων τα κλαδιά υψωμένη,


σχεδόν μεσούρανη ομορφιά, η φωνή,
με δωρικό περπάτημα, ανεβαίνει –
και λες η Ελλάδα η αρχαγγελική
στα χέρια κρίνο υψώνοντας προβαίνει –
τέτοια διαμάντια λόγια αντιλαλεί:

«Δεν έχει χώρο η γη για να χωρέση


τον που το ξίφος δίνει στον εχθρό.
Τρανή τιμή για την τιμή όποιος πέσει.
Τον όρκο δεν προδώνω τον ιερό.
Χρυσή αρετή στων αρετών τη μέση
λεύτερος να διαλέγης το χαμό.

Όποιος τολμά ας ζυγώση για να πάρη


το δώρο της ζωής μου μοναχός.
Είμ' Έλληνας της Αρκαδίας βλαστάρι,
κι η λευτεριά 'ναι ο πρώτος μου Θεός.
Έτσι μουγγρίζει μέσα απ' το θυμάρι
της Λύσης ο Γρηγόρης, σταυραητός.

Έχει η συνείδηση του πια ετοιμάσει


την παρουσία της δίπλα στο Θεό.
Τη φύση του θνητού έχει ξεπεράσει
και μπήκε στης ιδέας τον ομφαλό.
Ο ξένος έχει πια παραμερίσει
και νοιώθει μέσα του το θαυμασμό.

Digitized by 10uk1s
Πώς τον είδαν οι Έλληνες πεζογράφοι
ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Digitized by 10uk1s
ΒΕΝΕΖΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Θα πάμε σήμερα στην Σπηλιά του Αυξεντίου, κάτω απ' την Μονή του Μαχαιρά της Κύπρου. Και
θα περιγράψουμε τις τελευταίες μέρες του και τη θυσία του.

Ο ηγούμενος της Μονής της Παναγίας της Κυρίας Μαχαιράδος, ο Ειρηναίος, μας τον
περιγράφει ζωηρόν, ατρόμητον, αποφασισμένον. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου και η ομάδα του
έφτασαν κρυφά στο Μοναστήρι του Μαχαιρά, στα μέσα Ιανουαρίου του 1957. Τη μέρα
κρυβόνταν σε θάμνους, τη νύχτα πήγαιναν στο μοναστήρι να κοιμηθούν. Τα χαράματα πάλι
φεύγαν. Ο Αυξεντίου είχε φορέσει το ράσο, τολμούσε σε πολλές φορές να παίζη μονά - ζυγά τη
ζωή του.

– Ιδέστε αυτήν την εικόνα, μας δείχνει ο ηγούμενος. Έτσι ήτο ο Γρηγόρης τότε εις την Μονήν
μας.

Μια μέρα, Τετάρτη της Διακαινησίμου, ζώνουν το μοναστήρι δυο χιλιάδες Άγγλοι, κυνηγώντας
την ομάδα του Αυξεντίου.

– Ελάτε –λέει ο ηγούμενος στον Διοικητή– να πάρετε ένα γλυκό.

Μπήκε ο διοικητής με τους αξιωματικούς του στο Ηγουμενείο, κάθησε.

– Πάτερ Χρύσανθε, φωνάζει ο ηγούμενος, φέρε ένα γλυκό δια τους ξένους.

Όπου μπαίνει με το δίσκο στα χέρια, με το καλογερικό του σχήμα, με χαμηλωμένα τα μάτια, ο
ίδιος ο Αυξεντίου. Έξω ψάχναν και τον γυρεύαν.

Ο Άγγλος διοικητής πήρε το γλυκό, γυρίζει στον Αυξεντίου, του λέει:

– Μπορείς εσύ να μας βοηθήσης να βρούμε τον Αυξεντίου.

Ο Αυξεντίου είχε συνεχώς τα χέρια του στα μουστάκια του τα «μετάσιαζε» για να μη φαίνωνται
τ' αραιά του τα δόντια –σημάδι του πολύ χαρακτηριστικό.

Λέει στον Άγγλο με ταπεινοσύνη:

– Εγώ λέω. Τι γυρεύει εδώ ο Αυξεντίου; Εδώ γύρω είναι όλο βουνά. Δεν μπορεί νάνε εδώ γύρω.

Ο Άγγλος τον πήρε από καλό μάτι. Του λέει:

–Εγώ θα σου δώσω ένα τηλέφωνό μου. Αν μάθης τίποτα για τον Αυξεντίου, να μου το μηνύσης.

Του έδωσε το τηλέφωνο. Πήρε το στρατό του και φύγαν.

Digitized by 10uk1s
Το Φεβρουάριο του 1957 ο Αυξεντίου και η ομάδα του αποφάσισαν να κάνουν ένα
κρησφύγετο στο βουνό, μια σπηλιά καμμιά πεντακοσαριά μέτρα χαμηλά απ' το Μοναστήρι.
Δουλεύαν τη νύχτα, στερεώσαν γερά τη μικρή σπηλιά.

Εκεί θα είνε ο τάφος του.

Ο ηγούμενος μας λέει:

–Τας τελευταίας ημέρας του Φεβρουαρίου είχε προαισθήματα θανάτου. Εκάθητο εις το
Μοναστήρι. Έγραφε γράμματα την νύκτα δια οικογενείας αγωνιστών, σε κάθε γράμμα μέσα
έβαζε και πέντε λίρας. Μου είπε: Αν τύχη και έρθουν οι Άγγλοι, κάψε τα γράμματα στη σόμπα,
κρύψε τις λίρες.

Δυο μέρες πριν από τα συμβάντα ο Αυξεντίου λέει στον ηγούμενο: «Απόψε, καλόγερε θα σ'
αφήσουμε. Σε δυο μέρες έρχονται τα βαρειά όπλα. Κι ο Μαχαιράς θα γίνη Κούγκι».

Ύστερα λέει:

–Καλόγερε, να μας κοινωνήσης. Επειδή όλο είμαστε σε κίνδυνο. Αλλά είμαστε λερωμένοι. Θα
ρθούμε αύριο να μας κοινωνήσης, αφού πλυθούμε.

Έφυγαν για τη σπηλιά τους. Σε λίγο οι Άγγλοι χτύπησαν την πόρτα του Μοναστηριού.

– Δείξτε μας που είναι ο Αυξεντίου!

Έκαμαν έρευνες και βασάνισαν τον ηγούμενο, αλλά δεν πήραν λέξη, δεν βρήκαν ίχνη.
Καταχωσμένοι στη σπηλιά τους, ο Αυξεντίου κι οι τέσσερες σύντροφοί του παρακολουθούσαν
κρυφά τις κινήσεις των Άγγλων στο Μοναστήρι και στα γύρω βουνά.

Οι Άγγλοι ετοιμάζονταν πια να φύγουν απ' το Μαχαιρά. Όταν παρουσιάστηκε ο προδότης. Ήταν
ο αγωγιάτης του Μοναστηριού. Αυτός ωδήγησε τους στρατιώτες στη σπηλιά.

Ήταν χαράματα της 3ης Μαρτίου του 1957. Ένα ελικόπτερο άρχισε να κάνη γύρους πάνω από
την περιοχή: Οι Άγγλοι στρατιώτες προχωρούσαν ψηλαφητά. Φτάνοντας στη σπηλιά βρήκαν
έναν όλμο που είχε ξεχάσει η ομάδα του Αυξεντίου στους θάμνους.

Ένας στρατιώτης προχώρησε, έφτασε στη σκεπή της σπηλιάς. Έβγαλε μια πέτρα. Έβγαλε και
άλλες πέτρες. Ένας αξιωματικός τότε φώναξε: «Παραδοθήτε»!

Βγήκαν απ' τη σπηλιά οι τέσσερις. Έμεινε μέσα μόνος για να πεθάνη σαν ήρωας ο Γρηγόρης
Αυξεντίου.

Οι Άγγλοι τώρα ούρλιαζαν. Ένας τράβηξε κατά την μπούκα της σπηλιάς. Με μια ριπή, που ήρθε
απ' τη σπηλιά, έπεσε κάτω σκοτωμένος. Την ίδια στιγμή οι Άγγλοι ρίξανε μια χειροβομβίδα μες
στη σπηλιά. Ο Αυξεντίου πληγώθηκε στο λαιμό και στο γόνατο. Το αίμα έτρεχε πολύ. Ο
σύντροφός του ο Αυγουστής Ευσταθίου –ο –Ματρόζος»– που είχε βγη έξω, λέει στον
αξιωματικό πως ο Αυξεντίου θα σκοτώθηκε. Ο αξιωματικός τότε τον πρόσταξε να μπη μέσα και

Digitized by 10uk1s
να σύρη το νεκρό. Τον έσπρωχνε κατά τη σπηλιά.

Ο Ευσταθίου φώναξε:

–Μάστρε, μην πυροβολήσεις! Είμαι εγώ ο Ματρόζος.

Ο Ευσταθίου μπήκε στη σπηλιά. Οι Άγγλοι απέξω περίμεναν.

–Γιατί ήρθες Αυγουστή; τον ρώτησε ο Αυξεντίου. Ύστερα φώναξε έξω στους Άγγλους:

–Ελάτε! Τώρα είμαστε δυο!

Το αίμα έτρεχε αβάσταχτο απ' τις πληγές του Αυξεντίου. Απ' τη σπηλιά ρίξαν μια χειροβομβίδα.
Οι Άγγλοι αποτραβηχτήκανε κι άρχισαν να ρίχνουν από μακρυά κατά την μπούκα της σπηλιάς.
Άλλοι πλησίασαν από πανω. Στην αρχή κατρακυλούσαν πέτρες στη σκεπή της σπηλιάς, ύστερα
ρίξαν δακρυγόνα. Από τη σπηλιά οι δυο Έλληνες ρίχναν τις χειροβομβίδες που τους μέναν.

Κατά τις δέκα η ώρα οι δυο της σπηλιάς αποφάσισαν να κάμουν έξοδο. Είχαν μια καπνογόνο
βόμβα. Την ρίξαν. Μα δεν πρόλαβαν να βγουν. Το όπλο του ενός είχε χαλάσει. Ο Αυξεντίου το
διώρθωσε μα ήταν αργά. Ο καπνός είχε διαλυθή.

– Κρίμα, βρε Ματρόζο. Χάσαμε την ευκαιρία.

Κοντά το μεσημέρι οι Άγγλοι πλησίασαν, χύσαν μπενζίνα που κύλησε μέσ' στη σπηλιά. Ύστερα
ρίξαν τρεις εμπρηστικές. Η σπηλιά γέμισε φλόγες.

– «Παναγιά μου, θα μας κάψουν!» φώναξε ο Αυγουστής Ευσταθίου και βγήκε έξω από τη
σπηλιά.

Ο Αυξεντίου έμεινε μόνος στις φλόγες που λαμπάδιασαν το κορμί του.

Στις δύο η ώρα το απόγευμα η ησυχία ήταν βαθειά στην πλαγιά του Μαχαιρά. Οι Άγγλοι
πρόσταξαν πάλι τον Αυγουστή Ευσταθίου να μπη μέσα και να τραβήξη το νεκρό αρχηγό του.
Βρήκε ένα σορό άμορφη καμένη ανθρώπινη σάρκα.

Οι Άγγλοι φώναξαν κατά το βραδάκι, τον γέρο Πιερρή Αυξεντίου να πιστοποιήση πως αυτή η
άμορφη καμένη σάρκα ήταν ο γυιος του.

Τον θάψανε στο νεκροταφείο των φυλακών.

Τώρα η σπηλιά αυτή είνε προσκύνημα λαϊκό. Χιλιάδες κόσμος, νέα παιδιά, γυναίκες, μάνες,
ξεκινάνε απ' το νησί της Κύπρου για το Μοναστήρι του Μαχαιρά, προσκυνάνε την Παναγία, κι
από εκεί κατηφορίζουν το μονοπάτι για τη σπηλιά. Κατηφορίζουμε και εμείς το στενό μονοπάτι
του βουνού, ένα Κυριακάτικο πρωινό μαζί με τον υποπρόξενο της Ελλάδος κ. Αντωνιάδη. Είνε
ένα φαράγγι, εκεί όπου πάμε. Τα βουνά που το ζώνουν, φυτεμένα με πεύκα με ψηλούς
κορμούς, με ελιές, δίνουν μια ημεράδα στο τοπίο.

Digitized by 10uk1s
Τίποτα δεν φαίνεται από την σπηλιά, κανένας βράχος. Τίποτα δεν προετοιμάζει τον οδοιπόρο
γι' αυτό το κρησφύγετο και για το δράμα που είδε.

Απ' το Μοναστήρι ψηλά, ο ηγούμενος μας είχε κατατοπίσει δείχνοντας περίπου το μέρος.

–Εκεί θα τη βρήτε.

Εκεί που μας είχε υποδείξει, εκεί τη βρήκαμε. Αφήσαμε το μονοπάτι και πήραμε ένα άλλο,
πολύ κατωφερικό. Θάμνοι σκεπάζουν τη γη. Κι εκεί μες στους θάμνους, είδαμε την μπούκα
της σπηλιάς.

Αυτή την ώρα καταμεσήμερο, ήταν ερημιά γύρω. Ψυχή. Σύρθηκα μες στη σπηλιά. Είνε ένας
ελάχιστος τόπος. Μόλις μπορούν να χωρέσουν τρεις τέσσερις κουλουριασμένοι άνθρωποι. Δεν
είνε, καθώς μας είχαν πη, φυσική σπηλιά. Ο Αυξεντίου και οι σύντροφοί του σκάψανε και
ανοίξανε μία τρύπα απάνω στην πλαγιά. Στερεώσανε την τρύπα. Την είσοδό της την κρύβανε τα
θάμνα. Έτσι είχαν το κρησφύγετό τους.

Ησυχία πολλή γύρω, μήτε ένα πουλί δεν κελαϊδεί. Ένα καντήλι είνε μες στη σπηλιά σβηστό.
Πλάι ένα μπουκάλι λάδι. Μια φωτογραφία του Αυξεντίου. Ένα δοκάρι οριζόντια, υποβαστάζει
τη σκεπή της σπηλιάς. Είνε ακόμα καπνισμένο απ' τις φλόγες. Πολλά ονόματα προσκυνητών
χαραγμένα στο δοκάρι, στα τοιχώματα.

Εδώ πυρπολήθηκε, λαμπάδιασε το νέο σώμα.

Εδώ ήρθε να τον μοιρολογήση κι η μάννα του. Είδε τον τόπο, τα ίχνη της φωτιάς. Και τον
μοιρολόγησε, αυτοσχεδιάζοντας στίχους όπως κάνουν στην Κύπρο:

«Ξύπνα, Γρηγόρη, τζ' έφτασεν η μάννα σου κοντά σου


ήρτεν να δη τους κόπους σου τζιαι τα κρησφύγετά σου.
Ήρτεν να δη τους κόπους σου δα πάνω που πολέμας.
Εμπομπουρίζαν τα βουνά τζι' ήτουν τζι' η Παναγία
εις το πλευρόν σου τζ' έστεκεν, Γρηγόρη τζιαι βοήθαν.
Εγώ, γυιέ μου, δεν σε χάρηκα τζ' έσσο μου δε σε είδα
ας σε χαρή η πατρίδα μας για την Ελευθερίαν».

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

Digitized by 10uk1s
ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ
ΣΤΗΝ ΑΗΤΟΦΩΛΗΑ ΤΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Ξεκινάμε από το μοναστήρι του Μαχαιρά για ένα προσκύνημα. Να επισκεφθούμε την αδειανή
αετοφωληά του Αυξεντίου.

– Είναι μακρυά από 'δώ; ρωτάω έναν νεαρό καλόγερο.

– Ένα τέταρτο...

Και μου δείχνει το κατηφορικό μονοπάτι. Το τεταρτάκι παίρνει απίθανες προεκτάσεις, το


αγροτικό δρομάκι ανάμεσα στους άγριους θάμνους αποτελείται από θρυμματισμένους
κοφτερούς σχιστόλιθους που δυναστεύουν την αθηναϊκή υπόδηση. Κατόπι παύει να υπάρχει.

– Εδώ κοντά είναι, μας πληροφορεί πολύ επίκαιρα μια συντροφιά Κυπριώτες που γύριζαν από
το μέρος.

Κουβέντες ακούγονταν από τη δασωμένη κατηφοριά χωρίς να βλέπω κανέναν. Είταν η παρέα
των φίλων που είχε φτάσει κιόλας. Προσέχτε, φώναξαν. Είναι γλιστερό το πέρασμα.

Κατέβηκα κρατημένος από τα κλωνιά των θάμνων και βρέθηκα κοντά στους φίλους που
προηγήθηκαν.

– Που είναι; ρωτάω γιατί δε βλέπω τίποτα από τη σπηλιά.

Γύρω μου είναι άγριοι θάμνοι με τα κλωνιά τραυματισμένα από σφαίρες. Χάμου είναι
σκορπισμένα μαραμένα στεφάνια δάφνης. Μερικά κρέμονται ξερά από τα κουτσουρεμένα
κλαδιά. Το αγεράκι τα σαλεύει και τρίζουν. Είναι πάλι η κατηφοριά, μια σάρα από τους
σχιστόλιθους που κυλούν από το ψήλωμα. Είμαστε εδώ πάνω στη στέγη της αητοφωλιάς. Σ'
ένα σημείο είναι ανοιγμένη. Βλέπει κανείς απ' αυτή την τρύπα τα χοντρά πουρναρόφυλλα που
την υποστηρίζουν. Πάνω τους ακουμπούν λαμαρίνες, κι αυτές είναι σκεπασμένες με χώματα
και πέτρες. Η σάρα που κυλά από πάνω τα κρύβει όλα. Η είσοδος στο καταφύγιο είναι ακόμα
πιο χαμηλά στην επικίνδυνη κατηφοριά. Από την ανοιγμένη τρύπα της σκεπής σκύβοντας
αντικρύζεις το σκοτεινό εσωτερικό της σπηλιάς. Στηριγμένο εκεί, ανάμεσα στις πέτρες, ένα
μπουκέτο από φρέσκα μυριστικά λουλούδια, με φροντίδα τοποθετημένο όρθιο. Θάναι απ' τους
προσκυνητές του ιστορικού καταφυγίου που βρήκαμε στο μονοπάτι να επιστρέφουν στο
μοναστήρι.

Αντίκρυ, από την άλλη πλευρά του βουνού, που τη χωρίζει η χαράδρα, είναι μερικά
αμπελοχώραφα. Εκεί κατέβηκε το ελικόπτερο που έφερε τον προδότη και το απόσπασμα που
ενήργησε την επιχείρηση. Οι Εγγλέζοι αναπτύχθηκαν σ' αυτό το πρανές αντίκρυ στην είσοδο
της σπηλιάς, και άρχισαν καταιγιστικά πυρά. Ο Αυξεντίου κατάλαβε πως δεν υπήρχε τρόπος
διαφυγής, διάταξε τους συντρόφους που πολεμούσαν μαζύ του να παραδοθούν για να μη
σκοτωθούν άσκοπα. Βγήκαν αυτοί και ο Αυξεντίου απόμεινε μόνος στο μετερίζι του να θερίζει
Εγγλέζους.

– Παραδόσου! του φώναξαν απ' αντίκρυ. Ρίξε τ' όπλο σου και παραδόσου!

Digitized by 10uk1s
Η απάντηση ήρθε από το νεαρό λιοντάρι –μόλις είχε κλείσει τα εικοσιεννιά του χρόνια– και
είταν η γνωστή, η παλιά, η ιστορική:

– Μολών λαβέ!

Ο Αυξεντίου είχε πάρει την απόφασή του. Είταν η ίδια φωνή από τους Τρακόσιους του
Λεωνίδα, από τους κλεισμένους στο χάνι της Γραβιάς, από τους Κρητικούς του μοναστηριού
του Αρκαδίου. Τα εγγλέζικα βλήματα, οι χειροβομβίδες, οι όλμοι, θέριζαν τον τόπο,
κομμάτιαζαν τους θάμνους. Ο Αυξεντίου μόνος, ψύχραιμος, εξακολουθούσε να σκοπεύει και
να ρίχνει, και κανένα βόλι του δεν πήγαινε χαμένο. Δέκα ολόκληρες ώρες μάχη. Επική
μονομαχία ενός Έλληνα με εβδομήντα εχθρούς. Τότες αυτοί σύρθηκαν από πάνω, άνοιξαν μια
τρύπα στη στέγη, εκεί που είδαμε τα φρέσκα λουλούδια άδειασαν μέσα στο καταφύγιο έναν
ντενεκέ μπενζίνα, έβαλαν φωτιά και έκαψαν ζωντανό τον απροσκύνητο πολεμιστή.

Τον προδότη τον πήρανε μαζύ τους, του πλήρωσαν τα τριάκοντα βδελυρά αργύρια –τιμήν
αίματος– και τον έστειλαν, στην Κένυα μου είπαν οι Κύπριοι.

Αυτό είταν το τέλος του Γρηγόρη Αυξεντίου, του πρωτοπαλλήκαρου του Διγενή, του υπαρχηγού
της ΕΟΚΑ.

Σήμερα τα παλληκάρια, τα παιδιά και οι κοπέλλες της Κύπρου τραγουδούν σε αρματωλικό


σκοπό το τραγούδι του Ζήδρου του σταυραητού, που άκουσα από τη χορωδία τους και στο
μνημόσυνο που του έκαμαν μέσα στην εκκλησιά της Λύσης, της πατρίδας του ήρωος. Ζήδρος
είταν το πολεμικό του ψευδώνυμο.

Στο πρόσωπό του η Κύπρος λατρεύει τώρα συμπυκνωμένη την παλληκαριά της ΕΟΚΑ. Της ΕΟΚΑ
του Διγενή, που νίκησε την Αγγλική Αυτοκρατορία.

Χτες και προχτές οι συντρόφοι του φέρνουν και παραδίνουν στις εκκλησιές τα όπλα τους.
Απίθανα όπλα. Χιλιάδες βόμβες κατασκευασμένες από τους ίδιους πολεμιστές με
πριονισμένους σιδηροσωλήνες, ολμοβόλα από λαμαρίνα, πιστόλια με την επιγραφή κατασκευή
της ΕΟΚΑ, κανονάκια από μετάλλινους υδροσωλήνες, κυνηγετικά δίκαννα, νάρκες με
επικρουστήρες σκεπασμένους με χρυσόχαρτα βγαλμένα από τσιγαροκούτια και λόφους από
πυρομαχικά. Τα φέρνουν αυτοκίνητα με τον αριθμό τους σκεπασμένον από εφημερίδες. Τα
παραδίνουν με τα μάτια θολά από τα δάκρυα, γιατί έτσι τους διέταξε ο Διγενής, παίρνουν την
απόδειξη της παραλαβής και φεύγουν σιωπηλοί.

Τι είν' αυτό; ρωτάς έναν που παραδίνει ένα βαρύ σιδερικό κατασκευής ΕΟΚΑ.

– Κανόνι είναι, σου απαντά.

– Και πως δουλεύει;

Σε κυττάζει, δε σου απαντά και φεύγει.

Η ΕΟΚΑ έχει πολλά μυστικά που δεν τα αποκαλύπτει. Ίσως ποτές να μην τα αποκαλύψει.

Digitized by 10uk1s
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

Digitized by 10uk1s
ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Προσκυνητές όμως της Παναγίας, έχουμε ένα προσκύνημα ακόμα. Κάπου εκεί. Μισής ώρας
περίπου πορεία. Δεν είναι στρωμένος με πούπουλα ο δρόμος. Κοτρώνες και χαλίκια στο
μονοπάτι. Ύστερα ένα απότομος γκρεμός. Χρειάζεται βοήθεια για να κατεβείτε και να φθάσετε
στο στόμιο μιας σπηλιάς. Κάτι λιγότερο: μια τρύπα. Η σπηλιά που έγινε ο τάφος του Αυξεντίου.
Τάφος χωρίς νεκρό. Ουκ εστίν ώδε.... Εγήγερται για να υψωθεί σύμβολο στις ψυχές των
ανθρώπων. Έσκαψε ο Αυξεντίου με τα χέρια του τη γη που, πριν γίνει τάφος του, έγινε
ορμητήριό του, Ένας βοσκός, που περνά τώρα στην Κένυα τις μέρες του με το βάρος της αράς
του έθνους, ήταν ο Ιούδας που οδήγησε τους διώκτες του παλληκαριού. Κινήθηκαν οι στρατιές
για τον ένα. Τον κύκλωσαν από παντού. «Παραδόσου Αυξεντίου. Λυπήσου τα νιάτα σου,
Γρηγόρη!». Με το όπλο απαντά και θερίζει τους πολέμιους. Βενζίνη τότε χύνουν στο λάκκο του
και ο Αυξεντίου γίνεται η λαμπάδα που φωτίζει την ελευθερία. Μαζί μ' αυτήν και την ελληνική
νεότητα. Την κατατρεγμένη, την αδικημένη, τη συκοφαντημένη. Παιδιά, έφηβοι και νέοι
έγραψαν και το Κυπριακό έπος. Κεφάλια εφήβων στις αγχόνες. Από τη σπηλιά του Αυξεντίου,
ζεστή κι αντρίκια, αντηχεί η φωνή της νεότητας.

Ανθισμένες τώρα γύρω του οι αμυγδαλιές, του πλέκουν λευκά στεφάνια. Από τα κλωνάρια τους
τα πουλιά τραγουδούν τον έρωτα που δεν εχόρτασε. Την απανθρακωμένη σάρκα του δροσίζει
το νερό της γειτονικής πηγής, καθώς κυλά κελαρύζοντας.

Δεν ποντάρω σε φτηνές εξάρσεις. Έρχεται όμως ώρα που, απωθώντας τον ψυχρό υπολογισμό,
αφήνεσαι στην κυριαρχία των αισθημάτων σου. Έτσι αφήνομαι μπροστά στο κενό σου μνήμα,
Γρηγόρη Αυξεντίου, και την εαρινή τούτη μέρα, παραμονές των παθών του σταυρωμένου
Θεού, ψάλλω νοερά σε σένα, γλυκύ έαρ του έθνους, θρήνο επιτάφιο...

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Digitized by 10uk1s
ΠΑΡΝΗΣ ΑΛΕΞΗΣ
ΚΥΠΡΟΣ Η ΑΓΙΑ ΝΗΣΟΣ

(απόσπασμα)

Είδα το κρησφύγετο. Είναι κάτι σαν τους αρχαίους τάφους, που ανακαλύπτουν κάθε τόσο οι
αρχαιολόγοι. Πρέπει να συρθής για να περάσης την εμπατή και να βρεθής στο χαμηλοτάβανο
εσωτερικό του... Οι Άγγλοι ψάχνανε την χαράδρα και δεν μπορούσαν να το εντοπίσουν έτσι
κρυμμένο που ήταν μέσα στα βράχια και τα αιωνόβια δέντρα, της απότομης πλαγιάς. Ύστερα
βρήκανε τον άνθρωπο που ήξερε. Όμως ο προδότης δεν ήθελε να ζυγώση κοντά για να δείξη
την είσοδό του, φοβότανε το κρυμμένο οπλοπολυβόλο που θα τον θέριζε. Τότε οι Άγγλοι τον
ανέβασαν στο ελικόπτερο κι από ψηλά τους έδειξε τον στόχο, πετώντας ένα λιθάρι... Και
άρχισε το έπος της εντεκάωρης μάχης, λίγο πιο πέρα απ' την μονή, κάτω από το βλέμμα της
Παναγίας του Μαχαιρά... Οι λεπτομέρειες είναι γνώριμες σ' όλο τον κόσμο, υπάρχουν
αμέτρητες γραπτές και άγραφες περιγραφές.

Όμως τίποτα δεν μπορεί να μεταδώση θαρρώ την ακτινοβολία της μορφής του όσο τα ζωντανά
κειμήλια εδώ στο μουσείο «Γρηγόρης Αυξεντίου», που το στεγάσανε οι μοναχοί σ' ένα
απέριττο κελλί του μοναστηριού. Ο επισκέπτης στέκει με δέος μπρος σ' αυτά τα ηρωικά
αποκαΐδια –τον γυλιό με την καμένη αλλαξιά, το λειωμένο από τη φωτιά αυτόματο και τις
χειροβομδίδες που δεν πρόφτασε να ρίξη, την φαγωμένη πλάκα του ρολογιού του, το ράσο της
μεταμφιέσεως –καθαρό και φροντισμένο αυτό– ένα - δύο λιθάρια με βούλες απ' το αίμα του...
Τα στοιχεία για τον μελλοντικό χρονογράφο έχουν συγκεντρωθή με την ίδια ευλάβεια των
παλιών χριστιανικών καιρών, και η Μονή αληθινή κιβωτός θα τα ταξιδεύη μέσα στα κύματα
των αιώνων...

Είπα σε μια στιγμή στον βοηθό του ηγουμένου που με συνώδευε:

– Συγχώρησε πάτερ την αφέλειά μου... Όμως ήθελα να ρωτήσω... Υπάρχει περίπτωση με το
πέρασμα του χρόνου να ανακηρύξη η Εκκλησία σαν άγιό της τον Αυξεντίου που έγινε
ολοκαύτωμα για την πίστη και την πατρίδα έχοντας συμπαραστάτη και βοηθό το μοναστήρι
σας; (Κι ο νους μου πετούσε κείνη τη στιγμή στην Ζαν Ντ' Αρκ).

Μου αποκρίθηκε έχοντας στο βλέμμα μια αγαθή επιείκεια:

– Προς το παρόν τον μνημονεύουμε στην εκκλησία μας κάθε μέρα ως εθνομάρτυρα...

Κι ύστερα κοιτώντας από το παράθυρο την αντικρινή πλαγιά της χαράδρας όπου βρίσκεται το
καταφύγιο τριγυρισμένο τώρα από το γαλάζιο του κιγκλίδωμα με μια ελληνική σημαία
συντροφιά, πρόσθεσε:

– Προς το παρόν...

ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΡΝΗΣ

Digitized by 10uk1s
ΠΗΓΕΣ – ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Γεωργίου Γρίβα - Διγενή: «Απομνημονεύματα Αγώνος ΕΟΚΑ 1956 - 1959», Αθήναι 1961.

Γεωργίου Γρίβα - Διγενή: «Χρονικόν Αγώνος ΕΟΚΑ 1955 - 1959», Λευκωσία 1972.

Γεωργίου Φιλή: «Ένας ήρωας με το μνημοσκόπιο», κινηματογραφική ταινία.

Σπύρου Παπαγεωργίου: «Δια χειρός ηρώων», Λευκωσία 1968, Εκδόσεις «Ηρόδοτος».

Σπύρου Παπαγεωργίου: «Κυπριακή Θύελλα 1955 - 1959», Λευκωσία 1977. Εκδόσεις Κ.


Επιφανίου.

Πέτρου Στυλιανού: «Γη μου, οδύνης γη». Λευκωσία 1976.

Παπαντωνίου Ερωτοκρίτου: «Πώς έζησα το δράμα των απαγχονισθέντων», Λευκωσία.

Νεάρχου Κληρίδη: «Τοπικές ιστορίες.- Η ιστορία της Λύσης», Λευκωσία.

Κυβερνητικού Τυπογραφείου Κύπρου: «Η τρομοκρατία εν Κύπρω. – Το ημερολόγιον του


Γρίβα», Λευκωσία 1957.

Νίκου Κρανιδιώτη: «Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Αθήναι 1958.

Νικολάου Π. Βασιλειάδη: «Εθνομάρτυρες του Κυπριακού Έπους, 1955 - 59», Αθήναι 1977,
Εκδόσεις Αδελφότητος Θεολόγων «Ο Σωτήρ».

Κυπριακός Τύπος, ημερήσιος και περιοδικός των ετών 1955 - 1960.

Νίκου Σπανού: «Γρηγόρης Αυξεντίου», περιοδικόν «Πνευματική Κύπρος», τεύχος 31.

Στρατή Μυριβήλη: «Η μεγάλη θυσία», εφημερίς «Έθνος», Λευκωσίας, 12-4-1959.

Γεωργίου Φιλή: «Πότε, που και υπό ποίας απροσδοκήτους περιστάσεις συνηντήθησαν δια
πρώτην φοράν ο Αρχηγός Διγενής και ο μέλλων υπαρχηγός του Γρηγόρης Αυξεντίου»,
«Ελευθερία», Λευκωσίας, 5-3-1961.

Γυμνασίου Αμμοχώστου: «Αγωγή» (περιοδικόν), τεύχος 11ον.

Δημοτικού Σχολείου Μουσουλίτας: «Μαργαρίτες» (περιοδικόν), τεύχος 5, Απρίλιος 1963.

Σπύρου Κέττηρου: «Η καθαίρεση του Αυξεντίου», εφημερίς «Αγών», 6-2-1974 και εν συνεχεία.

Νικολάου Χατζηκωστή: «Έτσι άρχισε η ΕΟΚΑ. –Από το σημειωματάριο ενός αγωνισή», εφημερίς
«Ελευθερία», Λευκωσίας, Μάρτιος 1973.

Γλαύκου Παναγιώτου: «Αυξεντίου, ο θρύλος της θυσίας και της δόξας της επικής μάχης του

Digitized by 10uk1s
Μαχαιρά», εφημερίς «Έθνος», Λευκωσίας, Μάρτιος 1959.

Μαρούλας Βιολάρη: «Μολών λαβέ», εφημερίς «Εθνική», Λευκωσίας, Μάρτιος 1959.

Αριστείδη Μπουλούκου: «Η επική επανάστασις της Κύπρου. – Αι πρώται μάχαι», εφημερίς


«Έθνος», Λευκωσίας, Απρίλιος 1959.

Κώστα Τσέλλου: «Η τελευταία μου προσφορά», εφημερίς «Εθνική», Λευκωσίας, 10-3-1974.

Περιοδικόν «Ο Κόσμος Σήμερα»: «Το έπος της ΕΟΚΑ αρχίζει, 3-4-1969.

Φειδία Συμεωνίδη: «Η Οδύσσεια της ομάδος Αυξεντίου», εφημερίς «Αγών, Λευκωσίας, 1-4-
1971.

«Φιλελεύθερος», εφημερίς Λευκωσίας: «Ο Αυξεντίου ήτο έτοιμος να βομβαρδίση το εν


Πλάτραις στρατιωτικόν αρχηγείον;», 26-1-1957.

«Φιλελεύθερος», εφημερίς Λευκωσίας: «Πέντε αντάρτικες επιχειρήσεις ανδρών της ΕΟΚΑ στα
βουνά του Πενταδακτύλου», 22-11-1959.

«Φιλελεύθερος», εφημερίς Λευκωσίας: «Το 1956 ο Γρ. Αυξεντίου είχε περικυκλωθή στη Μονή
Μαχαιρά από 2.000 Βρεττανούς», 2-3-1960.

«Φιλελεύθερος», εφημερίς Λευκωσίας: «Σαν ένα λιοντάρι ο Γρηγόρης Αυξεντίου διηύθυνε


ακάλυπτος την μάχη των Χαντριών», 3-3-1960.

«Φιλελεύθερος», εφημερίς Λευκωσίας: «Ο λιονταρόψυχος Γρ. Αυξεντίου τσακίζει τους


Βρεττανούς στην μάχη των Χαντριών», 4-3-1960.

«Φιλελεύθερος», εφημερίς Λευκωσίας: «Πώς ο Γρηγ. Αυξεντίου έκαμε κοιμητήριο για τους
Άγγλους τα βουνά των Χαντριών», 5-3-1960.

«Φιλελεύθερος», εφημερίς Λευκωσίας: «Έτσι ευρέθη εις το κρησφύγετόν του ο αθάνατος ήρως
Γρηγόρης Αυξεντίου», 5-3-1961.

«Φιλελεύθερος», εφημερίς Λευκωσίας: «Πώς ακριβώς απέθανεν ο Γρηγόρης Αυξεντίου κατά


την πρόσφατον μάχην εις το δάσος του Μαχαιρά», 16-3-1957.

«Φως», εφημερίς Λευκωσίας: «Αι δραματικαί λεπτομέρειαι του θανάτου του Γρηγορίου
Αυξεντίου και της συλλήψεως των τεσσάρων συντρόφων του παρά την Μονήν Μαχαιρά», 5-3-
1957.

«Φως», εφημερίς Λευκωσίας: «Το πτώμα του Γρηγορ. Αυξεντίου μετεφέρθη εις το Στρατιωτικόν
Νοσοκομείον Λευκωσίας», 5-3-1957.

«Φως», εφημερίς Λευκωσίας: «Η κηδεία του Γρηγορίου Αυξεντίου ετελέσθη κρυφίως εις τας
Κεντρικάς Φύλακας Λευκωσίας από του απογεύματος της παρελθούσης Δεύτερας», 6-3-1957.

Digitized by 10uk1s
«Έθνος», εφημερίς Λευκωσίας: «Λεπτομερής περιγραφή της μάχης παρά τον Μαχαιράν κατά
την οποίαν εφονεύθη ο Γρηγόρης Αυξεντίου», 6-3-1957. «Κύπρος», εφημερίς Λευκωσίας: «Πώς
εφονεύθη ο Γρηγόριος Αυξεντίου, 11-3-1957.

Ανέκδοτοι αφηγήσεις συναγωνιστών του ήρωος προς τον συγγραφέα του βιβλίου αυτού.

Digitized by 10uk1s

You might also like