You are on page 1of 7

Δ.Ι.Ε.Κ.

Σερρών Ειδικότητα: Τεχνικός Μηχανικός Θερμικών Εγκαταστάσεων και Μηχανικός


Τεχνολογίας Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου

Μάθημα: Ποιοτικός Έλεγχος Καυσίμων (θεωρία)

Περίοδος: Εαρινό Εξάμηνο Α 2021

Εκπαιδευτικός: Κάζου Ευαγγελία

Καταρτιζόμενος: Πολυμενόπουλος Βασίλης

Ημερομηνία: 21/04/2021

Εργασία Προόδου Ανατρέχοντας στις σημειώσεις του μαθήματος να απαντήσετε


προσεκτικά στα παρακάτω.

Α) Τι ονομάζουμε προδιαγραφές καυσίμου και σε ποιες κατηγορίες διακρίνονται.

Β) Τι ονομάζουμε έλεγχο ποιότητας αερίου;

Γ) Ποια η σύσταση του Σοβιετικού και ποια του Αλγερινού Φυσικού Αερίου;

Δ) Τέλος, δώστε τους παρακάτω ορισμούς: 1. Αντιπροσωπευτικό ή γενικό δείγμα 2. Κάτω,


μέσο, πάνω δείγμα 3. Σύνθετο δείγμα 4. Δειγματολήπτης (φιάλη)

Καλή επιτυχία!!!

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Α)

Ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ: θείο και μόλυβδος

ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:

Οδηγία 98/70/ΕΚ σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ;

 Θέτει πρότυπα σε επίπεδο ΕΕ για τη βενζίνη και το ντίζελ που


χρησιμοποιούνται σε αυτοκίνητα, φορτηγά και άλλα οχήματα παντός
εδάφους για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος,
συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης του μολύβδου στη βενζίνη και ενός
ορίου στην περιεκτικότητα των καυσίμων ντίζελ σε θείο.

 Απαιτεί από τους προμηθευτές καυσίμων να μειώσουν σταδιακά τις εκπομπές


αερίων του θερμοκηπίου καθ’ όλο τον κύκλο ζωής από τα καύσιμα ή την
παρεχόμενη ενέργεια κατά 6 % έως το 2020 σε σύγκριση με το βασικό
πρότυπο για τα ορυκτά καύσιμα του 2010.

 Επηρεάζει την ανάμειξη εναλλακτικών καυσίμων μη ορυκτής προέλευσης σε


μείγματα βενζίνης και ντίζελ που χρησιμοποιούνται στις οδικές μεταφορές,
καθώς και τα πετρέλαια εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιούνται σε μη
οδικά κινητά μηχανήματα*, γεωργικούς και δασικούς ελκυστήρες, πλωτά
σκάφη εσωτερικών υδάτων και σκάφη αναψυχής, όταν δεν βρίσκονται στη
θάλασσα.

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ

Βενζίνη

 Οι χώρες της ΕΕ μπορούν να διαθέτουν στην αγορά μόνο βενζίνη που


συμμορφώνεται με τις προδιαγραφές του παραρτήματος Ι της οδηγίας. Αυτές
οι προδιαγραφές χρησιμοποιούνται κατά την εμπορία βενζίνης που πωλείται
στην ΕΕ.

 Οι χώρες της ΕΕ μπορούν να εμπορεύονται μόνο βενζίνη με πολύ μικρές


ποσότητες μολύβδου για χρήση μόνο από παλαιά οχήματα. Η περιεκτικότητα
σε μόλυβδο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από 0,15 g/l και μπορεί να
αποτελεί μόνο κατά μέγιστο όριο το 0,03 % των συνολικών πωλήσεων.

 Ορισμένες χώρες της ΕΕ έχουν τη δυνατότητα διάθεσης στην αγορά βενζίνης


με υψηλότερη τάση ατμών κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού όταν η
θερμοκρασία περιβάλλοντος είναι χαμηλή ή όταν υπάρχουν υψηλότερα
μείγματα αιθανόλης στη βενζίνη (με αποτέλεσμα τη χαμηλότερη τάση ατμών).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει τη διάρκεια και τη σκοπιμότητα
αυτών των εξαιρέσεων.

Ντίζελ

 Οι χώρες της ΕΕ μπορούν να διαθέτουν στην αγορά μόνο ντίζελ που


συμμορφώνεται με το παράρτημα ΙΙ. Αυτές οι προδιαγραφές
χρησιμοποιούνται κατά την εμπορία ντίζελ που πωλείται στην ΕΕ.

 Εφόσον πληρούνται όλες οι άλλες απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ, οι χώρες


της ΕΕ μπορούν να εισάγουν ντίζελ με υψηλότερους μεθυλοεστέρες λιπαρών
οξέων (FAME), που αποτελούν τα κύρια μόρια του καυσίμου βιοντίζελ.

 Η περιεκτικότητα σε θείο του ντίζελ δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 10 mg/kg.

 Είναι δυνατό να ισχύουν ορισμένες εξαιρέσεις σε αυτό τον κανόνα για


απομακρυσμένες περιοχές και για τις χώρες της ΕΕ με δριμύ χειμώνα.

Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου

 Οι χώρες της ΕΕ επιφορτίζουν τους προμηθευτές καυσίμων με την ευθύνη για


την ετήσια παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με
τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου καθ’ όλο τον κύκλο ζωής* των
καυσίμων.
 Οι προμηθευτές καυσίμων πρέπει να μειώσουν σταδιακά τις εκπομπές αερίων
του θερμοκηπίου καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των καυσίμων
κατά έως 10 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, σε σύγκριση με το βασικό
πρότυπο για τα καύσιμα [που ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας
(ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου]. Η εν λόγω μείωση συνίσταται σε έναν στόχο
υποχρεωτικής μείωσης κατά 6 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, έναν ενδεικτικό
επιπρόσθετο στόχο της τάξης του 2 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, ο οποίος
θα επιτευχθεί μέσω του τύπου της ενέργειας που παρέχεται για τις μεταφορές
ή/και της χρήσης οποιασδήποτε τεχνολογίας (συμπεριλαμβανομένης της
δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα) ικανής να μειώσει τις εκπομπές
αερίων του θερμοκηπίου καθ’ όλον τον κύκλο ζωής ανά μονάδα ενέργειας
από καύσιμο ή παρεχόμενης ενέργειας, και έναν ενδεικτικό επιπρόσθετο
στόχο της τάξης του 2 % έως την ίδια ημερομηνία, ο οποίος θα επιτευχθεί
μέσω της χρήσης πιστωτικών μορίων που αποκτώνται μέσω του μηχανισμού
καθαρής ανάπτυξης του πρωτοκόλλου του Κυότο.

Ένα μεγάλο πλήθος ουσιών φυσικής ή τεχνητής προέλευσης μπορούν να


χρησιμοποιηθούν σαν καύσιμα, αλλά μόνο ένας ορισμένος αριθμός από αυτές
έχουν πρακτική αξία από τεχνική άποψη για παραγωγή ενέργειας.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για να γίνει κατανοητή αυτή η λεπτή
διαφορά είναι τα μέταλλα: τα μέταλλα δεν καίγονται (εκτός από το μαγνήσιο),
όμως κάποια μέταλλα κάτω από ορισμένες συνθήκες ενώνονται με το οξυγόνο
πολύ εύκολα. Έτσι π.χ. ο σίδηρος όταν είναι σε λεπτό διαμερισμό καίγεται και αυτό
μπορούμε να το παρατηρήσουμε εύκολα κατά το κόψιμο μιας σιδηρόβεργας με ένα
τροχό. Η παραγόμενη θερμότητα από αυτού του είδους τις καύσεις δεν είναι
τεχνικά εκμεταλλεύσιμη.
Το κριτήριο επομένως για να χαρακτηριστεί μια ουσία καύσιμο,
τουλάχιστον από τεχνική άποψη, είναι η παραγόμενη θερμότητα από την καύση
της να είναι τεχνικά εκμεταλλεύσιμη, να μπορεί δηλαδή να μετατραπεί
σε μηχανικό έργο στις (θερμικές) μηχανές.
Η ανάπτυξη της πυρηνικής φυσικής και συνακόλουθα της πυρηνικής
τεχνολογίας, έχει διευρύνει την έννοια των καυσίμων περιλαμβάνοντας σε αυτά και
ουσίες για τις οποίες η παραγόμενη θερμότητα δεν προέρχεται από καύση, αλλά
από πυρηνικές αντιδράσεις, δηλαδή διεργασίες που γίνονται σε ατομικό επίπεδο
στους πυρήνες των μορίων των ουσιών αυτών.
Έτσι, ο ορισμός για τα καύσιμα έχει πλέον διευρυνθεί, για την τεχνολογία:
Καύσιμα είναι ουσίες που απελευθερώνουν ενέργεια κατά μία συμβατική ή
πυρηνική αντίδραση και η ενέργεια αυτή είναι εκμεταλλεύσιμη, δηλαδή μπορεί να
μετατραπεί σε μηχανικό έργο από θερμικές μηχανές.
Το πιο διαδεδομένο καύσιμο, αλλά και το πρώτο που χρησιμοποιήθηκε από
τον άνθρωπο είναι η βιομάζα. Τα πιο συνηθισμένα καύσιμα σήμερα, είναι τα
προϊόντα της απόσταξης του αργού πετρελαίου, δηλαδή το πετρέλαιο η βενζίνη,
η κηροζίνη κλπ.

Κατάταξη των καυσίμων


Τα καύσιμα μπορούν να καταταγούν με πολλούς τρόπους. Μια βασική διάκριση είναι τα
"Φυσικά καύσιμα" και τα "Τεχνητά καύσιμα", όπου τα μεν πρώτα χρησιμοποιούνται απ΄
ευθείας από τη φύση, τα δε δεύτερα κατόπιν επεξεργασίας, εν προκειμένω:
 Φυσικά καύσιμα είναι: οι λιθάνθρακες, το ακατέργαστο πετρέλαιο ή νάφθα, το
μεθάνιο κ.λπ.,
 Τεχνητά καύσιμα είναι: το κωκ, οι πλινθίδες (κοινώς μπρικέττες), το πετρέλαιο
λεβήτων, το πετρέλαιο ντήζελ, η βενζίνη, το οινόπνευμα, το φωταέριο κ.λπ.
Επίσης άλλη διάκριση γίνεται ανάλογα της κατάστασης των καυσίμων που
χρησιμοποιούνται, όπου και διακρίνονται σε: στερεά, υγρά και αέρια, όπου εν προκειμένω:

 Στερεά καύσιμα είναι: ο λιγνίτης, ο λιθάνθρακας, ο ανθρακίτης, το κωκ κ.λπ.


 Υγρά καύσιμα είναι: το φωτιστικό πετρέλαιο, το πετρέλαιο ντίζελ, το βαρύ
πετρέλαιο ή μαζούτ, το οινόπνευμα, η βενζίνη κ.λπ.
 Αέρια καύσιμα είναι: το υγραέριο, το φωταέριο, το φυσικό αέριο
Σημειώνεται ότι όλα τα παραπάνω καύσιμα χρησιμοποιούνται στη παραγωγή θερμότητας
σε διάφορους τύπους θερμικών μηχανών. Περισσότερη δε εφαρμογή έχουν τα στερεά και
υγρά καύσιμα, ενώ τα αέρια παραμένουν σε περιορισμένη χρήση στη βιομηχανία.
Τελευταία με την ανάπτυξη της πυρηνικής τεχνολογίας όλα τα παραπάνω καύσιμα
χαρακτηρίζονται συμβατά καύσιμα σε αντίθεση με τα πυρηνικά καύσιμα όπως π.χ.
το ουράνιο.

Β)
Ποιοτικός Έλεγχος Φυσικού Αερίου
Ο ποιοτικός έλεγχος ή αλλιώς έλεγχος ποιότητας είναι το σύνολο των λειτουργικών
τεχνικών διαδικασιών που επιβεβαιώνουν την ποιότητα ενός προϊόντος ή υπηρεσίας βάσει
συγκεκριμένων προδιαγραφών. Έτσι λοιπόν σε αυτήν την παράγραφο έχουμε να κάνουμε
με τον έλεγχο της ποιότητας που αγοράζει και πουλά η ΔΕΠΑ. Έτσι λοιπόν για να μπορούμε
να βρισκόμαστε πάντα μέσα στα παραπάνω επιθυμητά όρια, η διαρκή μέτρηση και
καταγραφή της ποιότητας γίνεται με ένα Σύστημα Αναλυτών, που περιλαμβάνει τα εξής:
-Δύο χρωματογράφους συνδεδεμένους με υπολογιστικές μονάδες
-Αναλυτή της πυκνότητας
-Αναλυτή του σημείου δρόσου
-Αναλυτή του θείου

Παρακάτω γίνεται μια σύντομη περιγραφή των μεθόδων.


Μέθοδος αέριας χρωματογραφίας
Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται για την ποσοτική και ποιοτική ανάλυση των παρακάτω:
των Υδρογονανθράκων του Υδρογόνου των Ευγενών Αερίων του Οξυγόνου του Διοξειδίου
του Άνθρακα του Αζώτου. Η μέθοδος απαιτεί δύο χρωματογραφικές στήλες. Στη μία
διαχωρίζεται το Ήλιο, το Υδρογόνο και το Οξυγόνο, που ανιχνεύονται από ένα ανιχνευτή
θερμικής αγωγιμότητας. Στην άλλη στήλη ανιχνεύονται το Άζωτο, το Διοξείδιο του Άνθρακα
και οι Υδρογονάνθρακες. Οι δύο αναλύσεις πραγματοποιούνται ανεξάρτητα και τα
αποτελέσματά τους συνδυάζονται. Το δείγμα του προς ανάλυση αερίου δεν πρέπει να
περιέ-χει συμπυκνώματα Υδρογονανθράκων ή Νερό. Επίσης οι μετρήσεις συγκρίνονται με
την ανάλυση ενός πρότυπου μείγματος αερίου το οποίο είναι 99,9% καθαρό.
Προσδιορισμός πυκνότητας
Σύμφωνα με το ISO 6976 1983 καθορίζονται οι μέθοδοι για τον υπολογισμό της
θερμογόνου δύναμης, της πυκνότητας και της σχετικής πυκνότητας , όταν οι τιμές των
φυσικών ιδιοτήτων των καθαρών συστατικών καθώς και η % μοριακή σύσταση του αερίου
είναι γνωστές.
Ανάλυση σημείου δρόσου
Μια μέθοδος για την εύρεση του σημείου δρόσου περιγράφεται στο gas Analysis -
determination of the water dew point of natural gas – cooled surface condensation
hydrometers. Το σημείο δρόσου του νερού για μεταφερόμενο δια μέσου αγωγών φυσικό
αέριο κυμαίνεται συνήθως μεταξύ των –25 οC και +5 οC, που αντιστοιχεί σε συγκεντρώσεις
νερού από 50 – 200 ppc, ανάλογα με την πίεση του φυσικού αερίου. Μ’ αυτή τη μέθοδο
μετρούμε το περιεχόμενο νερό στο φυσικό αέριο μέσω της μέτρησης του σημείου δρόσου.
Μια λεία και στιλπνή μεταλλική επιφάνεια της οποίας η θερμοκρασία μπορεί να μειώνεται
και να μετράται με ακρίβεια, εκτίθεται στο δείγμα του Φ.Α που πρόκειται να εξεταστεί.
Κατόπιν η επιφάνεια ψύχεται μέχρι τη θερμοκρασία που αρχίζει η πρώτη συμπύκνωση και
παρατηρείται η πρώτη σταγόνα. Κάτω απ’ αυτήν τη θερμοκρασία η συμπύκνωση μεγαλώνει
με το χρόνο, ενώ πάνω απ’ αυτήν, η συμπύκνωση μειώνεται ή δεν συμβαίνει. Η
θερμοκρασία που έχει η μεταλλική επιφάνεια είναι το σημείο δρόσου.
Ανάλυση Θείου
Για τον προσδιορισμό του ολικού περιεχομένου S μια μέθοδος ανάλυσης είναι αυτή με
υδρογόνωση.(Standard test method for total sulfure in natural gas by hydrogenation) Κατ’
αυτήν την μέθοδο ένα μετρημένο δείγμα φυσικού αερίου αναμιγνύεται με υγρό Υδρογόνο
και περνά πάνω από φύλλο λεπτής πλατίνας στους 900 οC. Το Θείο που περιέχεται στο
φυσικό αέριο μετατρέπεται σε Υδρόθειο H2S που απορροφάται από διάλυμα Οξικού
Ψευδαργύρου και προσδιορίζεται με τη μέθοδο (methyline blue procedure). Η μέτρηση του
περιεχομένου του Υδρόθειου H2S πραγματοποιείται με την ανάλυση ενός γνωστού
δείγματος μ’ ένα άγνωστο χρησιμοποιώντας μια χρωματομετρική μέθοδο ανάλυσης.
Καθαρό Υδρόθειο H2S χρησιμοποιείται και αναμιγνύεται ογκομετρικά με το προς ανάλυση
αέριο (το οποίο δεν περιέχει θείο), ώστε να δημιουργηθεί ένα δείγμα αναφοράς. Το προς
ανάλυση αέριο υγραίνεται και περνά πάνω από χαρτί εμποτισμένο με Οξικό Μόλυβδο, το
οποίο κινείται με σταθερή ταχύτητα. Το Υδρόθειο αντιδρά με τον Οξικό Μόλυβδο για να
σχηματισθεί Θειούχος Μόλυβδος, ο οποίος προκαλεί μια καφέ κηλίδα στο χαρτί. Η αλλαγή
του χρώματος είναι ανάλογη με την περιεχόμενη ποσότητα Υδρόθειου H2S.

Γ)
Τυπική Σύσταση Φυσικού Αεριού

ΣΥΣΤΑΣΗ ΡΩΣΙΚΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ ΑΛΓΕΡΙΝΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ

Περιεκτικότητα σε (% κ.ο.) σε    

Μεθάνιο (CH4) 98 91.2

Αιθάνιο (C2H6) 0.6 6.5

Προπάνιο (C3H8) 0.2 1.1

Βουτάνιο (C4H10) 0.2 0.2


Πεντάνιο (C5H12) και βαρύτερα 0.1 -

Άζωτο (Ν2) 0.8 1.0

Διοξείδιο του άνθρακα (CO2) 0.1 -

Ανωτέρα Θερμογόνος Δύναμη από 8,600 kcal/Nm3 έως 9,500 kcal/Nm3 από 9,640 kcal/Nm3 έως 10,650 kcal/Nm3

Το φυσικό αέριο δεν περιέχει στερεά σώματα

Δ) 1.
Το τμήμα αυτό καλύπτει τη δειγματοληψία ομογενών υγρών προϊόντων σε θερμοκρασίες
περιβάλλοντος.

Εάν τα προϊόντα δεν είναι ομοιογενή λόγω της φύσης τους, τότε πρέπει να
ομογενοποιούνται με ανάμειξη, ανάδευση ή κυκλοφορία μέσω αντλιών για υγρά κ.λπ., πριν
από τη δειγματοληψία. Εάν δεν είναι δυνατή η ομογενοποίηση, πρέπει να λαμβάνονται
περισσότερα στοιχειώδη δείγματα σε διαφορετικά βάθη, για να εξασφαλιστεί ότι έχει
ληφθεί αντιπροσωπευτικό δείγμα.

Η συλλογή στατιστικών στοιχείων από στατιστικό δείγμα ονομάζεται δειγματοληψία. Τα δε


συμπεράσματα που θα προκύψουν από το στατιστικό δείγμα προκειμένου να είναι
αξιόπιστα θα πρέπει να ισχύουν με ικανοποιητική ακρίβεια για ολόκληρο τον πληθυσμό
στον οποίο ανήκει.
Συνεπώς βασική προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η σωστή επιλογή του δείγματος,
δηλαδή να είναι όπως λέγεται αντιπροσωπευτικό. Στη πράξη αντιπροσωπευτικό δείγμα
χαρακτηρίζεται εκείνο που έχει επιλεγεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στατιστική μονάδα
του πληθυσμού να έχει την ίδια δυνατότητα, ή πιθανότητα, της επιλογής του στο δείγμα.

2.
Μεσο δείγμα (average sample): Το δείγμα που, από τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνεται,
περιεχει υλικό από περισσότερα του ενός σημεία του όγκου του υλικου και, μάλιστα, σε
αναλογία με τη χωρητικότητα του περιεκτη στα σημεία αυτά.

Δείγμα κορυφης (top sample): Ενα τοπικό δείγμα που παίρνεται σε βάθος 150 χιλ. κάτω
από την ελευκερη επιφάνεια του υγρου.

Δείγμα μεσης (middle sample): Ενα δείγμα που λαμβάνεται στο μεσον του βάθους του
υγρου κάτω από την ελευθερη επιφάνεια.

Κάτω δείγμα (lower sample): Ενα δείγμα που λαμβάνεται στα 5/6 του βάθους του υγρου
κάτω από την ελευθερη επιφάνεια.

Δείγμα βάσεως (bottom sample): Ενα τοπικό δείγμα που παίρνεται από το υλικό στο βάθ ως
δεξαμενης ι του βυτίου.
3.
Σύνθετο δείγμα: Το σύνολο των στοιχειωδών δειγμάτων που λαμβάνονται από την ίδια
παρτίδα. Ένα σύνθετο δείγμα επιτυγχάνεται με την ενοποίηση και ανάμιξη των
στοιχειωδών δειγμάτων.

4.
Προκειμένου να καθοριστούν οι σημαντικότερες ποιότητες υγρών καυσίμων, απαιτείται
ένας δειγματολήπτης για προϊόντα καυσίμων - μια συσκευή μέσω της οποίας λαμβάνονται
δείγματα του προϊόντος με διατήρηση των συνθηκών δειγματοληψίας.

Σκοπός των δειγματοληπτών

Οποιαδήποτε επιχείρηση, των οποίων οι δραστηριότητες είναι στενάσχετίζεται με


πετρέλαιο ή προϊόντα πετρελαίου, απαιτούνται δειγματολήπτες. Ο κύριος σκοπός τους
είναι να λαμβάνουν δείγματα από χώρους αποθήκευσης ή μεταφοράς. Τα προκύπτοντα
δείγματα υποβάλλονται περαιτέρω σε ανάλυση πολλαπλών επιπέδων. Βάσει των
αποτελεσμάτων των εργαστηριακών δοκιμών, προσδιορίζεται η συμμόρφωση του
προϊόντος προς τις απαιτήσεις της GOST και άλλων κανονιστικών εγγράφων.

You might also like