You are on page 1of 30

© ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ – 5η ΕΦΟΡΕΙΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
ΔΗΜΟΣ ΟΙΤΥΛΟΥ
Επιμέλεια – Παραγωγή: ΙΔΙΟΜΟΡΦή, Σπάρτη, τηλ. 27310-82203
ISBN: 5η EBA 978-960-214-895-2, ΔΗΜΟΣ ΟΙΤΥΛΟΥ 978-960-99394-0-9
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
5η ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
ΔΗΜΟΣ ΟΙΤΥΛΟΥ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Β. ΔΡΑΝΔΑΚΗ
ΓΙΑ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΑΝΗ
Καραβοστάσι Οιτύλου, 21–22 Ιουνίου 2008

ΠΡΑΚΤΙΚΑ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Π. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ – ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ

ΣΠΑΡΤΗ 2008 –2009


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .   11
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .   15
ΠΡΟΛΟΓΟΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .   21

ΕΝΑΡΞΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ, Καλλιόπη Π. Διαμαντή,


Προϊσταμένη 5ης Ε.Β.Α.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .   23
ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΕΙΣ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .   25
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γυθείου, Οιτύλου, Ζαρνάτας και
πάσης Μάνης κ.κ. Χρυσόστομος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .   25
Ιωάννα Κολτσίδα-Μακρή, Προϊσταμένη Δ.Β.Μ.Α. του ΥΠ.ΠΟ.Τ. . . . . .   27
Πέτρος Ανδρεάκος, Δήμαρχος Οιτύλου. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .   29
Κυριάκος Μιχαλολιάκος, Δήμαρχος Ανατολικής Μάνης. . . . . . . . . . . . .   31

Ο Νικόλαος Δρανδάκης και η προσφορά του στη μελέτη των μνημείων


της Μάνης, Ρ. Ετζέογλου, Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων. . . . . . . . .   33
Εργογραφία Νικολάου Β. Δρανδάκη για τη Μάνη. . . . . . . . . . . . . . . . .   36

ΕΛΕΝΗ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ-ΔΩΡΗ, Νικόλαος Δρανδάκης. Η αρχαιολογική


έρευνα και ο δάσκαλος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .   41
ΚΑΛΛΙΟΠΗ Π. ΔΙΑΜΑΝΤΗ, Το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
για τη διάσωση των βυζαντινών μνημείων της Μάνης . . . . . . . . . . . .   45
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΙΟΛΕΣ, Η ανασκαφή στο Τηγάνι της Μέσα Μάνης. . . . .   61
Γ. Α. ΠΙΚΟΥΛΑΣ, Βυζαντινά λιθόστρωτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .   79
ΣΟΦΙΑ ΚΑΛΟΠΙΣΗ-ΒΕΡΤΗ, Επιγραφικές μαρτυρίες από
τη βυζαντινή Μάνη. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .   89
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, Περὶ τοῦ ἰαματικοῦ περγαμηνοῦ χειρογράφου
Εὐαγγελίου τῆς μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Καρδαμύλης
τῆς ἐπαρχίας Οἰτύλου τῆς Μάνης. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .  99
ΑΜΑΛΙΑ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ, Οι εργασίες αποκατάστασης των ναών
των Αγίων Ασωμάτων στο Κουλούμι και της Αγίας Βαρβάρας
στην Έρημο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 117
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ, Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί στον Μαντοφόρο

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Β. ΔΡΑΝΔΑΚΗ

του Πύργου Διρού. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 127


ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Π. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, Βυζαντινές μαρμάρινες
ψευδοσαρκοφάγοι στη Μέσα Μάνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 143
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΔΑΚΗ-ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΟΥ, Η Isabelle de Lusignan
Καντακουζηνή και τα τιμαλφή της από τον Μυστρά στην Κρήτη . . . . 161
ΜΑΡΙΑ ΑΓΡΕΒΗ, Άγιος Νικόλαος στο Έξω Νύφι της Κάτω Μάνης.
Εικονογραφικές παρατηρήσεις σε ένα άγνωστο σύνολο
τοιχογραφιών του 1284/85. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 171
ΔΑΝΑΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού
της Αγίας Βαρβάρας στην Έρημο Μάνης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 197
ΡΟΔΟΝΙΚΗ ΕΤΖΕΟΓΛΟΥ – ΧΑΡΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Ὁ ναὸς
τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴν Κίττα τῆς Μέσα Μάνης (1321).
Μία πρώτη προσέγγιση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 213
ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ, Σχολιάζοντας τους ζωγράφους. Μερικά
παραδείγματα τοιχογραφιών από τη Μάνη. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 221
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΝΤΟΥ, Οι ατομικοί κολασμοί των αμαρτωλών
σε μεταβυζαντινούς ναούς της Μάνης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 233

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΛΗΞΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ, Νικόλαος Ζίας,


Πρόεδρος Ε.Κ.Β.Μ.Μ., Επίτιμος καθηγητής Πανεπιστημίου
Αθηνών. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 259

ΠΙΝΑΚΕΣ
ΜΕΡΟΣ Α΄. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .I–XIV
ΜΕΡΟΣ Β΄. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1–47

10
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΑΑΑ Ἀρχαιολογικὰ Ἀνάλεκτα ἐξ Ἀθηνῶν
AΒΜΕ Ἀρχεῖον τῶν Βυζαντινῶν Μνημείων τῆς Ἑλλάδος
AΔ Ἀρχαιολογικὸν Δελτίον
ΑΕ Ἀρχαιολογικὴ Ἐφημερίς
ΔΚΜΣ Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικῶν Σπουδῶν
ΔΧΑΕ Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας
ΕΕΒΜ Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βοιωτικῶν Μελετῶν
ΕΕΒΣ Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν
ΕΕΦΣΠΙ Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Πανεπιστη-
μίου Ἰωαννίνων
EEΦΣΠΑ Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Πανεπιστη-
μίου Ἀθηνῶν
ΘΗΕ Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια
ΛακΣπ Λακωνικαὶ Σπουδαί
NE Nέος Ἑλληνομνήμων
ΠΑΑ Πραγματεῖαι τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν
ΠΑΕ Πρακτικὰ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας

AM Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische


Abteilung
ΑrtB The Art Bulletin
BAR British Archaeological Reports
BCH Bulletin de Correspondance Hellénique
BMGS Byzantine and Modern Greek Studies
BSA The Annual of the British School at Athens
BSl Byzantinoslavica
Byz Byzantion
BZ Byzantinische Zeitschrift
CahArch Cahiers Archéologiques
CFHB Corpus Fontium Historiae Byzantinae
DACL Dictionnaire d’Archéologie Chrétienne et de Liturgie
DOP Dumbarton Oaks Papers
JÖB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik
LchrI Lexikon der christlichen Ikonographie
LSJ H. G. Liddell – R. Scott, A Greek-English Lexikon (αναθεωρ.
H. S. Jones – R. McKenzie)

15
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Β. ΔΡΑΝΔΑΚΗ

ODB The Oxford Dictionary of Byzantium


PG Patrologiae cursus completus. Series Graeca, J. P. Migne (έκδ.)
PLP Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit
RAC Reallexikon für Antike und Christentum
RbK Reallexikon zur byzantinischen Kunst
REB Revue des Études Byzantines
REG Revue des Études Grecques
RH Revue Historique
RSBS Rivista di Studi Bizantini e Slavi
ΤΜ Travaux et Mémoires
ZLU Zbornik za Likovne Umetnosti
ZRVI Zbornik Radova Vizantološkog Instituta

Ἀντίφωνον Ἀντίφωνον. Ἀφιέρωμα στὸν καθηγητὴ Ν. Β. Δρανδάκη,


Β. Κατσαρός (συντον. ἔκδ.), Θεσσαλονίκη 1994.
Δρανδάκης, Σκαφικαὶ Ν. Β. Δρανδάκης, «Σκαφικαὶ ἔρευναι ἐν Κυπαρίσσῳ
ἔρευναι 1958 Μάνης», ΠΑΕ 1958 [1965], 199–219.
Δρανδάκης, Ν. Δρανδάκης, «Ἀνασκαφὴ ἐν Κυπαρίσσῳ», ΠΑΕ 1960
Ἀνασκαφὴ 1960 [1966], 233–245.
Δρανδάκης, Ν. Β. Δρανδάκης, «Ἀνασκαφὴ εἰς τὸ Τηγάνι τῆς Μάνης»,
Ἀνασκαφὴ 1964 ΠΑΕ 1964 [1966], 121–135.
Δρανδάκης, Τοιχογραφίαι Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντιναὶ τοιχογραφίαι τῆς Μέσα
Μάνης, ἐν Ἀθήναις 1964.
Δρανδάκης, Νικήτας Ν. Β. Δρανδάκης, «Νικήτας μαρμαρᾶς (1075)», ΕΕΦΣΠΙ,
μαρμαρᾶς Δωδώνη 1 (1972), 21–44.
Δρανδάκης, Ἔρευναι 1974 Ν. Β. Δρανδάκης, «Ἔρευναι εἰς τὴν Μάνην», ΠΑΕ 1974
[1976], 110–138.
Δρανδάκης, Ἔρευναι 1975 Ν. Δρανδάκης, «Ἔρευναι εἰς τὴν Μάνην», ΠΑΕ 1975 [1977],
184–196.
Δρανδάκης, Ἔρευναι 1976 Ν. Β. Δρανδάκης, «Ἔρευναι εἰς τὴν Μεσσηνιακὴν Μάνην»,
ΠΑΕ 1976 [1978], 213–252.
Δρανδάκης, Ἔρευναι 1977 Ν. Δρανδάκης, «Ἔρευναι εἰς τὴν Μάνην», ΠΑΕ 1977 [1980],
200–228.
Δρανδάκης, Δύο ἐπιγραφὲς Ν. Δρανδάκης, «Δύο ἐπιγραφὲς ναῶν τῆς Λακωνίας: τοῦ
ναῶν Λακωνίας Μιχαὴλ Ἀρχαγγέλου (1278) στὸν Πολεμίτα τῆς Μάνης καὶ
τῆς Χρυσαφίτισσας (1290)», ΛακΣπ 6 (1982), 44–61.
Δρανδάκης, Ν. Β. Δρανδάκης, «Ἀπὸ τὴν παλαιοχριστιανικὴ καὶ βυζαντινὴ
Παλαιοχριστιανικὴ καὶ Μάνη (Θέματα ἀρχαιολογικὰ – τοπογραφικὰ – δημογρα-
βυζαντινὴ Μάνη φικά)», Ἱστορικογεωγραφικὰ 1 (1985–1986), 15–28.

16
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Δρανδάκης, Παρατηρήσεις Ν. Β. Δρανδάκης, “Παρατηρήσεις στὶς τοιχογραφίες τοῦ


13ου αἰώνα ποὺ σώζονται στὴ Μάνη”, Τhe 17th International
Byzantine Congress, Dumbarton Oaks / Georgetown University,
Washington, D.C., August 3– 8, 1986, Major Papers, New
York 1986, 683–721.
Δρανδάκης, Τοιχογραφίες Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινὲς τοιχογραφίες τῆς Μέσα
Μάνης, Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας
ἀρ. 141, Ἀθῆναι 1995.

Δρανδάκης, Σχεδίασμα Ν. Δρανδάκης, «Σχεδίασμα καταλόγου τῶν τοιχογραφη-


μένων βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν ναῶν Λακωνίας»,
ΛακΣπ 13 (1996), 167–236.

Δρανδάκης, Σημειώσεις Ν. Δρανδάκης, «Σημειώσεις κυρίως γιὰ τὴν τοιχοδομία


καὶ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ βυζαντινῶν ναῶν τῆς Μέσα Μάνης»,
ΛακΣπ 15 (2000), 281–321.
Δρανδάκης, Βυζαντινὰ Ν. Β. Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτὰ τῆς Μάνης, Βιβλιοθήκη
γλυπτά τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας ἀρ. 222, Ἀθῆναι
2002.
Δρανδάκης – Γκιολές, Ν. Β. Δρανδάκης – Ν. Γκιολές, «Ἀνασκαφὴ στὸ Τηγάνι τῆς
Ἀνασκαφὴ 1980 Μάνης», ΠΑΕ 1980 [1982], 247–258.
Δρανδάκης – Γκιολές, Ν. Δρανδάκης – Ν. Γκιολές, «Ἀνασκαφὴ στὸ Τηγάνι τῆς
Ἀνασκαφὴ 1983 Μάνης», ΠΑΕ 1983 [1986], 264–270.
Δρανδάκης – Γκιολές, Ν. Δρανδάκης – Ν. Γκιολές, «Ἀνασκαφὴ στὸ Τηγάνι τῆς
Ἀνασκαφὴ 1984 Μάνης», ΠΑΕ 1984 [1988], 248–255.
Δρανδάκης κ.ἄ., Ἔρευνα Ν. Β. Δρανδάκης – Ε. Δωρῆ – Σ. Καλοπίση – Μ. Παναγιω-
1978 τίδη, «Ἔρευνα στὴ Μάνη», ΠΑΕ 1978 [1980], 135–182.
Δρανδάκης κ.ἄ., Ἀνασκαφὴ Ν. Δρανδάκης – Ν. Γκιολὲς – Χ. Κωνσταντινίδη, «Ἀνασκαφὴ
1978 στὸ Τηγάνι τῆς Μάνης», ΠΑΕ 1978 [1980], 183–191.
Δρανδάκης κ.ἄ., Ἔρευνα Ν. Β. Δρανδάκης – Σ. Καλοπίση – Μ. Παναγιωτίδη,
1979 «Ἔρευνα στὴ Μάνη», ΠΑΕ 1979 [1981], 156–214.
Δρανδάκης κ.ἄ., Ἔρευνες Ν. Β. Δρανδάκης – Ν. Γκιολὲς – Χ. Κωνσταντινίδη,
– Τοιχογραφίες 1979 «Σκαφικὲς ἔρευνες στη Μάνη – Τοιχογραφίες στὸν Ἅγιο
Πέτρο Διροῦ», ΠΑΕ 1979 [1981], 215–225.
Δρανδάκης κ.ἄ., Ἔρευνα Ν. Β. Δρανδάκης – Σ. Καλοπίση – Μ. Παναγιωτίδη,
1980 «Ἔρευνα στὴ Μεσσηνιακὴ Μάνη», ΠΑΕ 1980 [1982],
188–246.
Δρανδάκης κ.ἄ., Ἀνασκαφὴ Ν. Β. Δρανδάκης – Ν. Γκιολὲς – Χ. Κωνσταντινίδη,
1981 «Ἀνασκαφὴ στὸ Τηγάνι Μάνης», ΠΑΕ 1981 [1983],
241–253.
Δρανδάκης κ.ἄ., Ἔρευνα Ν. Β. Δρανδάκης – Ν. Γκιολὲς – Χ. Κωνσταντινίδη,
1981α «Ἔρευνα στὴ Λακωνικὴ Μάνη», ΠΑΕ 1981 [1983],
254–268.
17
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Β. ΔΡΑΝΔΑΚΗ

Δρανδάκης κ.ἄ., Ἔρευνα Ν. Β. Δρανδάκης – Ε. Δωρῆ – Σ. Καλοπίση – Β. Κέπετζη


1981β – Μ. Παναγιωτίδη, «Ἔρευνα στὴ Μάνη», ΠΑΕ 1981 [1983],
449–578.
Δρανδάκης κ.ἄ., Κάτω Μάνη Ν. Β. Δρανδάκης – Ε. Δωρῆ – Β. Κέπετζη – Μ. Κωνσταντου-
δάκη, Ἔρευνα στὴν Κάτω Μάνη, Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις
Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας ἀρ. 130, Ἀθῆναι 1993.
Ιστορίες θρησκευτικής Ιστορίες θρησκευτικής πίστης στη Μάνη, Δίκτυο Μουσείων
πίστης Μάνης 2. Κατάλογος μόνιμης έκθεσης, Π. Καλαμαρά (επιμ.),
Αθήνα 2005.
Καλοπίση-Βέρτη, Σ. Καλοπίση-Βέρτη, «Ὁ ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸν
Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ Πολεμίτα τῆς Μέσα Μάνης (1278)», Ἀντίφωνον, 451–474.
Πολεμίτα
Κάσσης, Άνθη της πέτρας Κ. Δ. Κάσσης, «Άνθη της πέτρας». Προμεσαιωνικές, μεσαι-
ωνικές και νεότερες οικογένειες και εκκλησίες στην Μάνη,
Αθήνα 1990.
Κωνσταντινίδη, Ἅγιος Χ. Κωνσταντινίδη, «Ὁ Ἅγιος Μάμας στὸν Καραβᾶ Κούνου
Μάμας Μέσα Μάνης (1232)», Θησαύρισμα. Ἀριστεῖον Πνευματικὸν
εἰς τὸν Δικαῖον Β. Βαγιακάκον διὰ τὰ πενήντα χρόνια
ἐπιστημονικῆς του προσφορᾶς, ΛακΣπ 10 (1990), 141–165.
Μανιάτικοι οικισμοί Μανιάτικοι οικισμοί, Δίκτυο Μουσείων Μάνης 1. Κατάλογος
μόνιμης έκθεσης, Π. Καλαμαρά – Ν. Ρουμελιώτης (επιστ.
επιμ.), Αθήνα 2004.
Μπούρας – Μπούρα, Χ. Μπούρας – Λ. Μπούρα, Ἡ Ἑλλαδικὴ ναοδομία κατὰ τὸν
Ναοδομία 12ο αἰώνα, Ἀθήνα 2002.

Avraméa, Le Magne byzantin A. Avraméa, “Le Magne byzantin: problèmes d’histoire et de


topographie”, Εὐψυχία. Mélanges offerts à Hélène Ahrweiler,
Byzantina Sorbonensia 16, Paris 1998, τ. 1, 49–62.
Feissel – Philippidis-Braat, D. Feissel – A. Philippidis-Braat, “Inventaire en vue
Inventaire d’un recueil des inscriptions historiques de Byzance, III.
Inscriptions du Péloponnèse (à l’exception de Mistra)”, TM 9
(1985), 267–395.
Kalopissi-Verti, S. Kalopissi-Verti, “Osservazioni iconografiche sulla pittura
Osservazioni monumentale della Grecia durante il XIII secolo”, XXXI
Corso di Cultura sull’arte ravennate e bizantina, Seminario
Internazionale di Studi su “La Grecia paleocristiana e bizantina”,
Ravenna, 7–14 Aprile 1984, Ravenna 1984, 191–220.
Kalopissi-Verti, S. Kalopissi-Verti, Dedicatory Inscriptions and Donor Portraits in
Inscriptions Thirteenth-Century Churches of Greece, Veröffentlichungen der
Kommission für die Tabula Imperii Byzantini Band 5, Wien
1992.

18
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Kalopissi-Verti, Epigraphic S. Kalopissi-Verti, “Epigraphic Evidence in Middle-Byzantine


Evidence Churches of the Mani. Patronage and Art Production”,
Λαμπηδών. Αφιέρωμα στη μνήμη της Ντούλας Μουρίκη,
Μ. Ασπρά-Βαρδαβάκη (γεν. επιμ.), Αθήνα 2003, τ. 1,
339–354.
Megaw, Architecture H. Megaw, “Byzantine Architecture in Mani”, BSA 33
(1932–1933), 137–162.
Sparta and Laconia Sparta and Laconia. From Prehistory to Pre-Modern. Proceedings
of the Conference held in Sparta, organized by the British School
at Athens, the University of Nottingham, the 5th Ephoreia of
Prehistoric and Classical Antiquities and the 5th Ephoreia of
Byzantine Antiquities, 17–20 March 2005, W. G. Cavanagh –
C. Gallou – M. Georgiadis (επιμ.), ΒSA, Studies 16,
London 2009.
Traquair, Churches R. Traquair, “Laconia. III. The churches of Western Mani”,
BSA 15 (1908–1909), 177–213.
Zakythinos, Le Despotat grec D. A. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, τ. I, Histoire
I, II politique, Paris 1932, τ. II, Vie et institutions, Athènes 1953
(αναθεωρ. και επαυξ. έκδ. Chr. Maltézou, Variorum,
London 1975).

19
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ

Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί στον Μαντοφόρο


του Πύργου Διρού*
(Πίν. 24–28)

Ο
Μαντοφόρος αποτελεί μικρό συνοικισμό νότια του Πύργου Διρού,
κοντά στην Τριανταφυλλιά και το Νικάνδρι της Μέσα Μάνης.
Στην περιοχή εντοπίζεται παλαιομανιάτικος οικισμός με τρεις,
τουλάχιστον, ναούς, τον Άγιο Βασίλειο, την Παναγία και τον Άγιο
Παντελεήμονα, οι οποίοι δεν έχουν έως σήμερα δημοσιευθεί .

* Ευχαριστώ θερμά τις φίλες και συναδέλφους Μαρία Αγρέβη και Ευαγγελία Ελευθε-
ρίου για τις παρατηρήσεις τους σε καίρια θέματα της μελέτης. Ευχαριστίες οφείλονται
στον Δημήτρη Κολοκούρη, φύλακα αρχαιοτήτων της 5ης Ε.Β.Α. στη Μέσα Μάνη, ο
οποίος πρόθυμα με συνόδευσε κατά τις αυτοψίες στην περιοχή. Η αποτύπωση και σχε-
δίαση των μνημείων έγινε από τους Ντίνα Ντουβή, αρχιτέκτονα μηχανικό της 5ης Ε.Β.Α.,
και Διονύση Βασιλείου, πολιτικό μηχανικό, τους οποίους ευχαριστώ θερμά.
1. Για το τοπωνύμιο Μαντοφόρος, βλ. Γ. Α. Πίκουλας, Λεξικὸ τῶν οἰκισμῶν τῆς Πελο-
ποννήσου. Παλαιὰ καὶ νέα τοπωνύμια, Ηορος: Ἡ Μεγάλη Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα 2001,
274 αρ. 2331. Για τους επιμέρους οικισμούς και τις θέσεις στην ευρύτερη περιοχή του
Πύργου Διρού, βλ. Κάσσης, Άνθη της πέτρας, 378.
. Τ. Μόσχος – Λ. Μόσχου, «Παλαιομανιάτικα. Οἱ βυζαντινοὶ ἀγροτικοὶ οἰκισμοὶ τῆς
Λακωνικῆς Μάνης», ΑΑΑ 14 (1981), 28, σχ. 1α–δ. Στον χώρο επισημάνθηκαν στέρνες και
αρκετά κτίσματα «μεγαλιθικής» δομής, αλλά και οικιστικά συγκροτήματα της όψιμης
τουρκοκρατίας και αλώνια, που μαρτυρούν την επιβίωση του οικισμού κατά την εποχή
αυτή. Γενικά για τις «μεγαλιθικές» οικήσεις, βλ. επίσης Γ. Σαΐτας, «Μάνη», Ἑλληνικὴ
Παραδοσιακὴ Ἀρχιτεκτονική, Ἀθήνα 2001, 16–20 και Λ. Μόσχου «Α.1 Ερειπωμένοι
βυζαντινοί αγροτικοί οικισμοί της Λακωνικής Μάνης, ΙΙ. Η οργάνωση του χώρου στους
βυζαντινούς αιώνες (7ος–15ος μ.Χ. αιώνας)», Μανιάτικοι οικισμοί, 33–36, όπου συγκε-
ντρωμένη η παλαιότερη βιβλιογραφία.
. Οι ναοί καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια του προγράμματος ψηφιακής χαρτογράφη-
σης των μνημείων της Μάνης, που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο της οργάνωσης του Δικτύου
Μουσείων Μάνης, βλ. σχετ. P. Kalamara – I. Efremidis – L. Moschou, “The digital
mapping programme of the Byzantine, post-Byzantine and modern monuments of Mani
and ruined Byzantine rural settlements in Laconian Mani”, Sparta and Laconia, 369–370.
127
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ

Ο ναός του Αγίου Βασιλείου βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του οικι-
σμού. Διατηρείται σε ερειπιώδη κατάσταση, με την ανατολική και τις
δύο μακρές πλευρές να σώζονται σε μέγιστο ύψος 2,93μ. περίπου
επάνω από το επίπεδο του εδάφους και τη δυτική σε ύψος 1,54μ.
Πρόκειται για μονόχωρο δρομικό κτήριο, εξωτερικών διαστάσεων
5,80x4,16μ. χωρίς την ημικυκλική αψίδα του Ιερού (Πίν. 24.1–3). Στο
πάχος του ανατολικού τοίχου διαμορφώνονται οι δύο μικρές ημικυκλι-
κές κόγχες της πρόθεσης και του διακονικού.
Οι όψεις του ναού είναι απλές και αδιάρθρωτες (Πίν. 25.1–2). Η
τοιχοποιία αποτελείται από ακατέργαστους ασβεστόλιθους, μέτριου
και μικρού μεγέθους, μεταξύ των οποίων στις μακρές πλευρές απα-
ντούν δόμοι από επιμήκεις ημιλαξευμένους λίθους. Οι γωνίες είναι
διαμορφωμένες από «πλεκτά» διατεταγμένες λιθοπλίνθους. Οι λίθοι
έχουν κτισθεί με χονδρόκοκκο ασβεστοκονίαμα, ερυθρωπού χρώματος,
στο οποίο παρεμβάλλονται οριζόντια, κατακόρυφα ή λοξά τοποθετη-
μένα πλινθία και θραύσματα κεραμιδιών, που συνήθως ακολουθούν το
περίγραμμα των λίθων. Για το αρμολόγημα έχει χρησιμοποιηθεί ανοι-
χτόχρωμο λεπτόκοκκο κονίαμα, που καλύπτει τμήμα των πλίνθων και
των λίθων, ευρισκόμενο στο ίδιο επίπεδο με αυτούς. Σε μεγάλο μέρος
της βόρειας πλευράς, καθώς και του βόρειου τμήματος της αψίδας
και σποραδικά σε άλλα σημεία, παρατηρούνται επάνω στο αρμολό-
γημα εγχάρακτα σχέδια, σταυροί με τριγωνική βάση, χρίσμα, διαγώ-
νιες παράλληλες γραμμές κ.λ.π. (Πίν. 25.3). Μία οριζόντια οδοντωτή
ταινία διατρέχει το ανατολικό τμήμα της νότιας πλευράς, ενώ υψηλό-
τερα διακρίνεται στην τοιχοποιία το αποτύπωμα ανοιχτού αγγείου. Σε
μεταγενέστερες επισκευές θα πρέπει να αποδοθούν τα τμήματα της
τοιχοποιίας του βόρειου τοίχου με αργούς λίθους και μικρά θραύσματα
λίθων σφηνωμένα στους αρμούς χωρίς καθόλου πλίνθους, όπως και οι
δύο αντηρίδες από ξερολιθιά που ενισχύουν την ίδια πλευρά.

Τον οικισμό και τους ναούς είχε επισημάνει, όπως ευγενικά με πληροφόρησε, η κ. Χαρί-
κλεια Κοιλάκου, επίτιμος έφορος αρχαιοτήτων, κατά το διάστημα που υπηρέτησε στην
περιοχή. Αναφορά στους ναούς έχει γίνει από τον Κάσση, Άνθη της πέτρας, 384–385,
εικ. 522–526 και από τον Γ. Λ. Μαντούβαλο, Στὴ σκιὰ τοῦ Ταϋγέτου. Ὁδοιπορικὸ Β΄,
Ἀποσκιερὴ Μέσα Μάνη, τ. 2, Ἀθήνα 1978 (στο εξής: Στὴ σκιὰ τοῦ Ταϋγέτου), 230.
. Αυτό το σύστημα δομής διακρίνεται καλύτερα στη νότια πλευρά. Στη βόρεια πλευρά,
όπου μόνο τα κατώτερα μέρη ανήκουν στην αρχική φάση οικοδόμησης του ναού (βλ.
παρακάτω), διακρίνεται ένας μόνο δόμος από επιμήκεις λιθοπλίνθους στο μέσον περί-
που του σωζόμενου ύψους της.
. Ανάλογες διαφοροποιήσεις, οφειλόμενες σε επισκευές, επισημαίνονται και στο εσω-
τερικό μέτωπο του βόρειου τοίχου, όπου μάλιστα προστέθηκε και τοιχίο, σε αντιστοιχία
με τη θύρα του ναού.
128
ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΣΤΟΝ ΜΑΝΤΟΦΟΡΟ ΠΥΡΓΟΥ ΔΙΡΟΥ

Στο μέσον της νότιας όψης βρίσκεται η μοναδική σήμερα είσοδος


του ναού, με ογκώδεις διάτονους λαξευτούς λίθους εκατέρωθεν και
μονολιθικό κατώφλι κατά χώραν. Ένα μικρό μονόλοβο παράθυρο, με
σταθμούς από ημιλαξευμένους λίθους, που βαίνουν λοξά, ανοίγεται
στον άξονα του ημικυλίνδρου της αψίδας.
Η κάλυψη του ναού γινόταν με ημικυλινδρικό θόλο, οι γενέσεις του
οποίου διατηρούνται στο ανατολικό τμήμα του νότιου και σε όλο σχεδόν
το μήκος του βόρειου τοίχου. Το τόξο μετώπου του τεταρτοσφαιρικού
θόλου της κόγχης του Ιερού διαμορφωνόταν από λαξευτούς πώρινους
θολίτες, από τους οποίους διατηρούνται ορισμένοι, ενώ το υπόλοιπο
τμήμα του θόλου έχει καταρρεύσει (Πίν. 25.4). Σε μονολιθικό πωρόλιθο
έχει λαξευθεί το τόξο της αβαθούς κόγχης του διακονικού, ενώ το αντί-
στοιχο τόξο της κόγχης της πρόθεσης έχει κατασκευαστεί από κοινή
τοιχοποιία. Ελάχιστα λείψανα εξίτηλου τοιχογραφικού διακόσμου δια-
τηρούνται κατά τόπους στις επιφάνειες του μνημείου.
Ο ναός είχε τέμπλο από γκριζωπό μάρμαρο, με ανάγλυφο διάκοσμο,
τα περισσότερα μέλη του οποίου βρίσκονται διάσπαρτα στο εσωτερικό
του. Πρόκειται για δύο ενεπίγραφα θωράκια με συμφυή, ελαφρώς λοξό-
τμητη, επίστεψη, το ένα ακέραιο (διαστ. 0,895x0,78x0,14μ.) και το δεύ-
τερο αποθραυσμένο σε δύο τεμάχια (συνολ. διαστ. 0,88x0,80x0,165μ.)
(Πίν. 26.1–2). Ο πανομοιότυπος διάκοσμος της όψης τους περιορίζεται
σε μεμονωμένο κυκλικό πλέγμα από διπλή τριμερή ταινία, πλατύτερη
στο μέσον και πιο λεπτή στα άκρα, με κόμβους σε δύο σημεία της περι-
φέρειάς του. Εντός του κύκλου περικλείεται σταυρός τύπου Μάλτας, οι
κεραίες του οποίου απολήγουν σε τρίφυλλα. Στην επίστεψη διακρίνε-
ται άνω σειρά από πλατιά επιπεδόγλυφα ανθέμια, με οξύληκτα φύλλα
και κάτω, σε ταινία πλάτους 0,055μ., μεγαλογράμματη επιγραφή, σε
συνεχές κείμενο στα δύο θωράκια:
+Η ΤΗC ΖΗΛΟΠΑΘΗ(C) ΗC ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΟV Α (αποθραυσμένο θωράκιο)
ΓΗΟV ΒΑCΗΛΗΟV ΑC ΤΟΝ ΕΧΗ ΑΝΤΗΔΗΚΟΝ + (ακέραιο θωράκιο)

. Η ύπαρξη και δεύτερης θύρας κατά τον άξονα στη δυτική πλευρά δεν είναι δυνατόν
να εξακριβωθεί, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της πλευράς αυτής έχει σήμερα καταπέσει
και ανακτισθεί με ξερολιθιά.
. Την επιγραφή έχει μεταγράψει και ο Κάσσης, Άνθη της πέτρας, 385.
. ζηλοπαθής: ο ζηλόφθονος, ο ζηλότυπος, βλ. Δ. Δημητράκος, Μέγα λεξικὸν τῆς
Ἑλληνικῆς γλώσσης, τ. 4, Ἀθῆναι 1950, 3194 και Lexikon zur byzantinischen Gräzität
besonders des 9.–12. Jahrhunderts, E. Trapp (έκδ.), Veröffentlichungen der Kommission
für Byzantinistik, Band VI/3, Wien 1999, 643. Ευχαριστώ τον επίκουρο καθηγητή του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Χρήστο Σταυράκο και την κ. Χ. Κοιλάκου για τις σχετικές
με την επιγραφή επισημάνσεις τους.
129
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ

Το ενεπίγραφο επιστύλιο διατηρείται κατά το μεγαλύτερο μέρος


του, αποθραυσμένο σε δύο κομμάτια, εκ των οποίων το ένα διατηρεί
κανονικό αρμό στα αριστερά (διαστ. 1,25x0,23x0,29μ. άνω / 0,16μ.
κάτω και 0,86x0,23x0,27μ. άνω / 0,20μ. κάτω) (Πίν. 26.3α–β). Η λοξό-
τμητη κύρια όψη του διαιρείται σε δύο ζώνες· η ανώτερη, πλάτους
0,09μ., διατηρείται μόνο στο αριστερό τμήμα και φέρει μεγαλογράμ-
ματη επιγραφή10:
+ ΜΝΗCΘΗΤΗ Κ(ΥΡΙ)Ε ΤΟV ΔΟVΛΟV CΟV ΛΕΟΝΤΟC V ΤΟΝ ΕΚ Π [---]
Στην κατώτερη ζώνη ο διάκοσμος συνίσταται από έξεργα στοιχεία,
δύο κομβία και δύο ανακαμπτόμενα ακανθόφυλλα, που εναλλάσσονται
με φυτικά θέματα σε χαμηλό ανάγλυφο στο βάθος. Συγκεκριμένα, στα
άκρα του μέλους διακρίνονται τρεις συνεχόμενοι κύκλοι από διμερή
ταινία, που περικλείουν πολύλοβα πλατιά φύλλα, τοποθετημένα οριζό-
ντια και αντωπά, ενώ τα κενά ανάμεσά τους γεμίζουν καμπυλόγραμμα
τρίγωνα. Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κύκλου, καταλαμβάνο-
ντας ικανό τμήμα του τελευταίου, παρεμβάλλονται έξεργα κομβία, που
φέρουν σταυρόσχημο ρόδακα με οκτάκτινο αστεροειδές κόσμημα στο
κέντρο. Ο τρίτος κύκλος έχει δύο κόμβους στην περιφέρειά του, που
οριοθετούν, κατά κάποιο τρόπο, το τέλος της σύνθεσης των κύκλων.
Ακολουθούν πλατιά ανακαμπτόμενα έξεργα φύλλα άκανθας, με μικρή
προεξοχή στο μέσον της απόληξής τους, από όπου ξεκινά γλώσσα, με
έντονη προς τα έξω καμπύλη, αποθραυσμένη στο άκρο της. Στο κέντρο
του επιστυλίου δύο συζυγή στελέχη διπλού βλαστού, σε οριζόντια διά-
ταξη, σχηματίζουν με την αντίθετη ελικοειδή κίνησή τους κυκλικά πλαί-
σια, εντός των οποίων αναπτύσσεται παραλλαγή του καρδιόσχημου
ανθεμίου11. Τα κενά μεταξύ των βλαστών καταλαμβάνουν πολύφυλλα
ανθέμια.
Από τους κιονίσκους που έφεραν το επιστύλιο διατηρείται θραύ-
σμα με τέσσερα βεργία, που σχηματίζουν σταυροκόμβο (ύψ. 0,53μ.,
διατ. 0,20x0,20μ.), καθώς και τμήμα τετραμερούς κιονίσκου με συμ-

. Η κάτω επιφάνεια του επιστυλίου είναι επιμελώς λαξευμένη, αλλά ακόσμητη. Στο
επιστύλιο ανήκει μάλλον και μικρό θραύσμα, διαστάσεων 0,155x0,125x0,04μ., διακοσμη-
μένο με ανθέμιο, ενώ συλλέχθηκε ένα ακόμη θραύσμα, διαστάσεων 0,155x0,075x0,035μ.,
αποκομμένο από τα έξεργα κομβία του μέλους.
10. Η ζώνη με την επιγραφή έχει συστηματικά αποκοπεί σε όλο το μήκος του δεύτερου
θραύσματος και στην άνω επιφάνειά του διαμορφώθηκε εγκοπή. Την επιγραφή έχει
μεταγράψει και ο Κάσσης, Άνθη της πέτρας, 385.
11. Από το δεύτερο διάχωρο σώζεται μόνο η αρχή του. Στην απόδοση του ανθεμίου, το
καρδιόσχημο πλαίσιο, που σχηματίζεται από τα δύο ημιανθέμια, καταλαμβάνει φύλλο
με έξεργο κεντρικό νεύρο, πιθανότατα ημίεργη απόδοση ανεστραμμένου ανθεμίου.
130
ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΣΤΟΝ ΜΑΝΤΟΦΟΡΟ ΠΥΡΓΟΥ ΔΙΡΟΥ

φυές έξεργο κομβίο (ύψ. 0,40μ., διατ. 0,16x0,15μ.)12. Μεγαλύτερο ενδι-


αφέρον παρουσιάζει ένα ακόμη θραύσμα τετραμερούς κιονίσκου με
συμφυές κιονόκρανο (ύψ. 0,69μ., άνω επιφ. κιονοκράνου 0,19x0,16μ.)
(Πίν. 26.4). Το κιονόκρανο, η βάση του οποίου τονίζεται με δύο έξεργες
ακόσμητες ταινίες, έχει διάκοσμο στις τρεις μόνο πλευρές του, ενώ η
τέταρτη παραμένει ακόσμητη13. Τις γωνίες, σε όλο του το ύψος, κατα-
λαμβάνει έξεργος κώνος πεύκου, που κρέμεται από χονδρό συμπαγή
μίσχο· οι πλευρές φέρουν φυτικό σχηματοποιημένο κόσμημα, με γωνιώ-
δεις γλωσσίδες, αρκετά πλατύ στα άκρα του και πιο λεπτό στο μέσον,
ελαφρώς διαφοροποιημένο σε κάθε όψη, ανάλογα με τον διαθέσιμο
χώρο.
Ο Άγιος Βασίλειος εντάσσεται στον ιδιαίτερα διαδεδομένο κατά
τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους αρχιτεκτονικό τύπο
των μονόχωρων δρομικών καμαροσκέπαστων ναών, που αριθμεί πολλά
παραδείγματα στη Μάνη14. Η απουσία νάρθηκα συνηθίζεται στους
μικρούς και χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις ναούς του τύπου15.
Η αρκετά επιμελημένη, για τα μέτρα του κτηρίου, τοιχοποιία, με
μεγάλες λιθοπλίνθους στις γωνίες και σε ζώνες στις μακρές πλευρές,
μαρτυρεί μια προσπάθεια ανάδειξης των όψεων. Η χρήση μεγάλων
λίθων στις γωνίες για κατασκευαστικούς λόγους αποτελεί διαδεδομένο
τρόπο δομής στους μεσοβυζαντινούς ελλαδικούς ναούς, που από τον
12ο αιώνα και εξής εξελίσσεται σε μορφολογικό στοιχείο με διακοσμη-
τικό χαρακτήρα16. Η παρατηρούμενη σαφής διάκριση της δομής των

12. Η μία πλευρά και των δύο θραυσμάτων έχει μείνει ακατέργαστη. Εντός του ναού
καταγράφηκε ακόμη τμήμα οκταγωνικού κιονίσκου, αδρά κατεργασμένου, που φέρει
ακόσμητο κιονόκρανο, με αποτετμημένες τις γωνίες του (ύψ. 0,745μ., άνω επιφ. κιονο-
κράνου 0,20x0,175μ.).
13. Για τη συνήθεια να μένουν ακόσμητες οι όψεις των κιονοκράνων που δεν ήταν
ορατές, βλ. Ch. Bouras, “Unfinished Architectural Members in Middle Byzantine Greek
Churches”, Archaeology in Architecture: Studies in Honor of Cecil L. Striker, J. J. Emerick – D.
M. Deliyannis (επιμ.), Mainz am Rhein 2005, 2.
14. Γενικά για τον αρχιτεκτονικό τύπο, βλ. Μπούρας – Μπούρα, Ναοδομία, 344–345,
όπου και η παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία. Για παραδείγματα από τη Μάνη, βλ.
Δρανδάκης, Παλαιοχριστιανικὴ καὶ βυζαντινὴ Μάνη, 21, 22–23, 25. Y. Nagatsuka, Les
églises byzantines en Laconie et dans ses environs. Recherches sur leurs architectures et leurs
fresques, Τhèse de doctorat, Paris 1994, τ. 1, 9–11.
15. Μπούρας – Μπούρα, Ναοδομία, 359. Για παραδείγματα από τη Μάνη, βλ. Nagatsuka,
ό. π.
16. Στ. Β. Μαμαλούκος, «Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου κοντὰ στὸ Παρόρι
τῆς Βοιωτίας», Α΄ Διεθνὲς Συνέδριο Βοιωτικῶν Μελετῶν, ΕΕΒΜ 1 (1988), τεύχ. Α,
507–508. Ο ίδιος, «Ο ναός του Αγίου Πολυκάρπου στην Τανάγρα (Μπράτσι) Βοιωτίας»,
ΔΧΑΕ 25 (2004), 132.
131
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ

γωνιών από την υπόλοιπη τοιχοποιία στον Άγιο Βασίλειο θα μπορούσε


ενδεχομένως να συσχετισθεί με ανάλογες επιδιώξεις. Η παρεμβολή ορι-
ζόντιων δομικών στοιχείων σε όλο το μήκος του τοίχου για να ενισχυθεί
η τοιχοποιία εφαρμόζεται στη νότια Ελλάδα17. Εκτός από τα στατικά
πλεονεκτήματα, η εναλλαγή ζωνών αργολιθοδομής και ζωνών από επι-
μήκεις λίθους προσδίδει ενδιαφέρουσα ποικιλία στις όψεις, τονίζοντας
παράλληλα την οριζόντια διάταξη του κτηρίου.
Η προσπάθεια για βελτίωση της εμφάνισης της τοιχοποιίας του ναού
διακρίνεται και στις συμπληρώσεις των λίθων και των πλίνθων με κονί-
αμα, στο οποίο εφαρμόζονται ποικίλες χαράξεις, πρακτική εξαιρετικά
διαδεδομένη κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, που αριθμεί
αρκετές εφαρμογές και στην περιοχή της Μάνης18.
Η ημικυκλική εξωτερικά κόγχη με αργολιθοδομή αποτελεί αρχαϊκό
στοιχείο, που ωστόσο διατηρείται και κατά τον 12ο αιώνα στα λαϊκού
χαρακτήρα κτίσματα της Μάνης19.
Η κατασκευή του τόξου μετώπου του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης
από λαξευμένους πώρινους θολίτες παραπέμπει σε πρακτικές γνωστές
στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 10ο αιώνα, που εφαρμόζονται ωστόσο
ευρύτατα κυρίως κατά τον 12ο αιώνα, λόγω της προόδου της λιθοξοϊ-
κής20. Την εποχή αυτή καθιερώνονται στα μικρά τοξωτά ανοίγματα και
τα ψευδοτόξα, που λαξεύονται σε ολόσωμο τεμάχιο πωρολίθου, όπως
στην κόγχη του διακονικού του Αγίου Βασιλείου21.
Την είσοδο του ναού αναδεικνύουν οι σταθμοί με τους μεγάλους
λαξευτούς λίθους, όπως συνηθίζεται κατά τον 12ο αιώνα, επιλογή που
κατασκευαστικά σχετίζεται με τα βαριά ανώφλια22. Πιθανότατα, λοιπόν,
η είσοδος αρχικά να έφερε ογκώδες μονολιθικό υπέρθυρο, επάνω από

17. Βλ. σχετ. Γ. Μ. Βελένης, Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στη βυζαντινή αρχι-
τεκτονική, Διδ. διατρ., ΑΠΘ, Επιστημονική Επετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής, Παράρτημα
αρ. 10 του Θ΄ τόμου, Θεσσαλονίκη 1984, τ. Α΄, 46, 63 και Μπούρας – Μπούρα, Ναοδο-
μία, 506–507. Επιμήκεις λίθοι στους πλάγιους τοίχους, που ενοποιούν σε μεγάλο μήκος
την τοιχοποιία, απαντούν στην Αγ. Βαρβάρα και στον Άγ. Νικόλαο Γλέζου.
18. Γενικά για το θέμα, βλ. Στ. Β. Μαμαλούκος, Το καθολικό της Μονής Βατοπεδίου.
Ιστορία και αρχιτεκτονική, Διδ. διατρ., Αθήνα 2001, 179–186, όπου συγκεντρωμένη η
παλαιότερη βιβλιογραφία. Από τη Μάνη αναφέρουμε ενδεικτικά τον Ταξιάρχη Χαρού-
δας, την Αγ. Σολομονή Τριανταφυλλιάς, τον Άγ. Νικόλαο και την Αγ. Βαρβάρα Γλέζου,
με χαράγματα, που ομοιάζουν με αυτά του Αγ. Βασιλείου.
19. Μπούρας – Μπούρα, Ναοδομία, 399–400.
20. Ό. π., 465, 508–510.
21. Ό. π., 424, 509. Μ. Κάππας, «Ο ναός της Παναγίας Φανερωμένης στη θέση Καρδιά
της Νισύρου», Βυζαντινά 25 (2005), 438–440.
22. Μπούρας – Μπούρα, Ναοδομία, 415, 505.
132
ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΣΤΟΝ ΜΑΝΤΟΦΟΡΟ ΠΥΡΓΟΥ ΔΙΡΟΥ

το οποίο θα διαμορφωνόταν ανακουφιστικό τόξο, ίσως από πώρινους


θολίτες, με περιβάλλουσα οδοντωτή ταινία23, μορφή που θα συμπλήρω-
ναν τα εντοιχισμένα εκατέρωθεν αγγεία, καθώς για λόγους συμμετρίας
μπορεί να αποκατασταθεί ένα, τουλάχιστον, ακόμη στα δυτικά της
εισόδου24.
Με το τέμπλο του ναού του Αγίου Βασιλείου προστίθεται ένα ακόμη
παράδειγμα στον κατάλογο των βυζαντινών τέμπλων της Μάνης, που
κατήρτισε ο καθηγητής Νικόλαος Δρανδάκης25.
Ο διάκοσμος των θωρακίων, σταυρός τύπου Μάλτας, οι κεραίες του
οποίου απολήγουν σε τρίφυλλα, είναι σύνηθες θέμα στη μεσοβυζαντινή
γλυπτική, ιδιαίτερα προσφιλές και στα γλυπτά του 11ου και 12ου
αιώνα στη Μάνη, με πλησιέστερο παράλληλο θωράκιο που βρίσκεται
έξω από τον ναό του Αγίου Βασιλείου στο Σταυρί26. Τα επιπεδόγλυφα
φύλλα με τις γωνιώδεις γλωσσίδες, που κοσμούν τις επιστέψεις των
θωρακίων, εμφανίζονται κατά τον 11ο αιώνα στην περιοχή, ενώ ιδιαί-
τερα δημοφιλή γίνονται τον 12ο αιώνα27.
Το επιστύλιο του ναού φέρει αποκλειστικά φυτικό διάκοσμο και
τα θέματα που επιλέγονται για την επιφάνεια του βάθους, ελισσόμε-
νοι βλαστοί σε οριζόντια διάταξη που σχηματίζουν συμμετρικά σχή-

23. Τα διατηρούμενα οικοδομικά λείψανα στην ανατολική παραστάδα μαρτυρούν ότι η


οριζόντια οδοντωτή ταινία στο σημείο αυτό στρεφόταν για να οριοθετήσει τόξο. Ανά-
λογης μορφής είναι η είσοδος στη νότια όψη του Αγ. Νικολάου Γλέζου, μνημείου που
τυπολογικά και κατασκευαστικά συνδέεται με τον Άγ. Βασίλειο.
24. Βλ. παραπάνω, 128.
25. Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, 345.
26. Βλ. ενδεικτικά, Θ. Παζαράς, Ανάγλυφες σαρκοφάγοι και επιτάφιες πλάκες της
μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα, Δημοσιεύματα του Αρχαιο-
λογικού Δελτίου αρ. 38, Αθήνα 1988, 122–123. Για τη Μάνη, βλ. γενικά Δρανδάκης,
Βυζαντινὰ γλυπτά, 340. Σε ορισμένες περιπτώσεις το βάθος ανάμεσα στις κεραίες του
σταυρού έχει αφαιρεθεί, βλ. ενδεικτικά, θωράκιο και κιονίσκο τέμπλου Αγ. Φίλιππου
Άνω Πούλας, θωράκια στον Άγ. Ιωάννη Κούνου, κιονόκρανο κιονίσκου και πεσσίσκο
τέμπλου Αγ. Ιωάννη «στου Κοράκη» Μίνας (Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 45, 47,
78–80, 306–308 αντίστοιχα)· άλλοτε, όπως και στην περίπτωση των θωρακίων του Αγ.
Βασιλείου, τα σφηνοειδή τμήματα ανάμεσα στις κεραίες διατηρούνται, βλ., για παρά-
δειγμα, γείσο εντοιχισμένο στην ανατολική πλευρά του Ταξιάρχη Χαρούδας [Ν. Δρανδά-
κης, «Ὁ Ταξιάρχης τῆς Χαρούδας καὶ ἡ κτιτορικὴ ἐπιγραφή του», ΛακΣπ 1 (1972), πίν.
ΙΗ΄β], θωράκια «Αγ. Πέτρου» Γαρδενίτσας (Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 288),
κιονόκρανο κίονα προστώου Αϊ-Στράτηγου Μπουλαριών (προσωπική παρατήρηση). Για
το θωράκιο στο Σταυρί, βλ. Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, 45 αρ. 4, εικ. 65 αρ. 3.
27. Βλ. ενδεικτικά, ελκυστήρες Αϊ-Στράτηγου Μπουλαριών, κιονόκρανα Αγ. Σεργίου
και Βάκχου Κοίτας, επιστύλιο «Αγ. Πέτρου» Γαρδενίτσας, ελκυστήρες Αγήτριας στην
Αγία Κυριακή (Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 123–124, 252–253, 293, 296, 416
αντίστοιχα).
133
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ

ματα, καρδιόσχημο ανθέμιο, κύκλοι με πολύφυλλα ανθέμια, ανήκουν


στην τρέχουσα εικονογραφία του 11ου και 12ου αιώνα στη Μάνη28. Τα
ανακαμπτόμενα φύλλα άκανθας είναι το πιο διαδεδομένο θέμα στα
επιστύλια του ελλαδικού χώρου κατά τον 12ο αιώνα, συμπεριλαμβανο-
μένης και της περιοχής της Μάνης29· ιδιομορφία της περιοχής αποτελεί,
όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν η Ντούλα Μουρίκη και ο Νικόλαος
Δρανδάκης, το «πλακάκι», εμπρός από το οποίο προβάλλει το φύλλο,
που απαντά, μεταξύ άλλων, και στα γλυπτά του Αγίου Νικολάου στην
Πλάτσα της Έξω Μάνης, τα οποία έχουν χρονολογηθεί στα τέλη του
12ου αιώνα30. Τα κομβία με τον σταυρόσχημο ρόδακα σε χαμηλό ανά-
γλυφο, που πλαισιώνουν τα ακανθόφυλλα, έχουν απομακρυνθεί από τα
έξεργα, σχεδόν διάτρητα, ίδια θέματα που κοσμούν συχνά τα κομβία
στην περιοχή, θυμίζοντας περισσότερο αυτά του επιστυλίου του Αγίου
Νικολάου Γλέζου31.

28. Η απεικόνιση βλάστησης θεωρήθηκε ότι αρμόζει σε επιστύλια, βλ. σχετ. Μ. Σκλά-
βου-Μαυροειδή, «Έξεργα στοιχεία στα διπλεπίπεδα», Θωράκιον. Αφιέρωμα στη μνήμη
του Παύλου Λαζαρίδη, Αθήνα 2004, 202. Οι ελισσόμενοι βλαστοί που σχηματίζουν
συμμετρικά σχήματα είναι από τα προσφιλή θέματα του Νικήτα μαρμαρά (Δρανδά-
κης, Νικήτας μαρμαρᾶς, πίν. Ια, ΙΙα,β, ΙΧα, ΧΙα). Καρδιόσχημα ανθέμια επισημαίνο-
νται, μεταξύ άλλων, στον διάκοσμο του Σωτήρα Γαρδενίτσας, των Ταξιαρχών Γλέζου,
της Επισκοπής Σταυρίου, του Αγ. Θεοδώρου Τσόπακα (Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά,
εικ. 146, 158, 414, 445–447 αντίστοιχα). Συνεχόμενοι κύκλοι με πολύφυλλα ανθέμια
απαντούν στο κιονόκρανο του βόρειου κίονα των Ταξιαρχών Γλέζου, όπου μάλιστα τα
ανθέμια είναι επίσης οριζόντια και αντωπά τοποθετημένα, στο εντοιχισμένο στο κωδω-
νοστάσιο των Ταξιαρχών Δρυάλου επιστύλιο, στο περίθυρο του Αγ. Πέτρου Καστανέας
και σε ελκυστήρα της Αγ. Βαρβάρας Ερήμου (Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 157,
224, 268, 326 αντίστοιχα).
29. L. Bouras, “Architectural Sculptures of the Twelfth and the Early Thirteenth Centuries
in Greece”, ΔΧΑΕ 9 (1977–1979) (στο εξής: Architectural Sculptures), 64. Μπούρας –
Μπούρα, Ναοδομία, 545–546. Στη Μάνη ανακαμπτόμενα ακανθόφυλλα κοσμούν το
εντοιχισμένο στο κωδωνοστάσιο των Ταξιαρχών Δρυάλου επιστύλιο του έτους 1103
[Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 225. Ο ίδιος, «Χρονολογημένα βυζαντινά γλυπτά
της Μάνης του 11ου και του 12ου αιώνα», La sculpture byzantine, VIIe–XIIe siècles, Actes
du colloque international organisé par la 2e Éphorie des antiquités byzantines et l’École française
d’Athènes, Athènes 6–8.9.2000, Ch. Pennas – C. Vanderheyde (επιμ.), BCH, Supplément
49, Athènes 2008, 410, εικ. 10], καθώς και τα επιστύλια του Αγ. Ιωάννη «στου Κοράκη»
Μίνας, της Αγ. Βαρβάρας Γλέζου, του Ταξιάρχη Χαρούδας, του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου
στη Φουρνιάτα Πύργου Διρού, του Αγ. Νικολάου στο Καμπινάρι Πλάτσας (Δρανδάκης,
Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 302, 402, 380, 371–373, 339 αντίστοιχα), των Αγ. Θεοδώρων
στου Καλού (Δρανδάκης, Ἔρευναι 1977, πίν. 137στ), κ.ά.
30. Ντ. Μουρίκη, Οἱ τοιχογραφίες τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν Πλάτσα τῆς Μάνης,
Ἀθῆναι 1975, 21–22. Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, 224–228.
31. Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 470, 471. Γενικά για τα κομβία, σταθερό γνώ-
ρισμα των μεσοβυζαντινών γλυπτών της Μάνης, βλ. Μπούρας – Μπούρα, Ναοδομία,
546–548.
134
ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΣΤΟΝ ΜΑΝΤΟΦΟΡΟ ΠΥΡΓΟΥ ΔΙΡΟΥ

Οι τετραμερείς κιονίσκοι που συνδέονται στο μέσον του ύψους τους


με κόμβους αποτελούν συνήθη μορφή σε τέμπλα από τον 12ο αιώνα,
με αρκετά παραδείγματα και στη Μάνη32. Το σωζόμενο κιονόκρανο, με
τους κώνους πεύκου στις ακμές, αν και σαφώς πιο άτεχνο, παρουσιάζει
ομοιότητες με τα κιονόκρανα του ναού των Αγίων Σεργίου και Βάκχου
Κοίτας και της Αγήτριας στην Αγία Κυριακή, αλλά και τον διάκοσμο
της άνω ζώνης των ανατολικών κιονοκράνων του ναού της Κοίμησης της
Θεοτόκου Ξανθιάνικων Μηλέας και των κιονοκράνων που πλαισιώνουν
τη νότια θύρα του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου Καστανέας, που
ανάγονται στον 12ο αιώνα33. Συνολικά, στην επιλογή και διάταξη των
θεμάτων, το κιονόκρανο του Αγίου Βασιλείου συνδέεται με αυτά του
τέμπλου του μεσαίου κλίτους του Αγίου Νικολάου Πλάτσας, αν και η
επεξεργασία του είναι πιο απλοποιημένη και αδρή34.
Ο διάκοσμος του τέμπλου έχει αποδοθεί σε χαμηλό ανάγλυφο, ενώ
ορισμένα στοιχεία σε επιπεδόγλυφη ή εγχάρακτη τεχνική, συνδυασμός
που προσδίδει ενδιαφέρουσα ποικιλία και επισημαίνεται σε αρκετά
ακόμη γλυπτά σύνολα της Μάνης35. Στο επιστύλιο το βάθος διαμορφώ-
νεται ενιαίο, με δύο επαναλαμβανόμενα θέματα σε χαμηλό ανάγλυφο
που καλύπτουν πλήρως όλη τη διαθέσιμη επιφάνεια, όπως συνηθίζεται
στα γλυπτά του 12ου αιώνα36. Τα έξεργα κομβία και τα φύλλα άκαν-
θας που προβάλλουν από την υπόλοιπη επιφάνεια δημιουργούν ένα
υποτυπώδες διπλεπίπεδο, παραπέμποντας στα πρώιμα δείγματα της
τεχνικής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το εντοιχισμένο στο κωδωνο-

32. C. Vanderheyde, La sculpture architecturale byzantine dans le thème de Nikopolis du Xe


au début du XIIIe siècle, BCH, Supplément 45, Athènes 2005, 124. Από την περιοχή της
Μάνης, βλ. ενδεικτικά, κιονίσκους τέμπλου στον Άγ. Δημήτριο στα Δύο Πηγάδια Πλά-
τσας, στον Άγ. Νικόλαο στο Καμπινάρι Πλάτσας, στην Αγ. Βαρβάρα Γλέζου, στον Άγ.
Ιωάννη «στου Κοράκη» Μίνας (Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 204, 205, 339, 398,
310 αντίστοιχα).
33. Τα κιονόκρανα με κώνους πεύκου αποτελούν μία μεγάλη ενότητα στη μεσοβυζα-
ντινή γλυπτική, βλ. Μπούρας – Μπούρα, Ναοδομία, 559. Για τα κιονόκρανα των ανα-
φερόμενων ναών, βλ. Δρανδάκης κ.ἄ., Ἔρευνα 1979, 177–178, πίν. 125α,β. Δρανδάκης,
Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 251–253, 415, 437, 456–459 αντίστοιχα. Το αρκετά αδέξια
αποδοσμένο φυτικό θέμα στις πλευρές του καλάθου θυμίζει αντίστοιχο κόσμημα στο
κιονόκρανο από τον ναό των Αγ. Πέτρου και Παύλου στην Έδεσσα, βλ. Μ. Παναγιω-
τίδη, «Βυζαντινὰ κιονόκρανα μὲ ἀνάγλυφα ζώα», ΔΧΑΕ 6 (1970–1972), 85, εικ. 1, πίν.
28α,β.
34. Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, 224, εικ. 339–343.
35. Βλ. σχετ., Bouras, ό. π. (υποσημ. 13), 5–6, 7· στους ναούς της Μάνης συνήθως ο
διάκοσμος των θωρακίων αποδίδεται σε χαμηλό ανάγλυφο και των υπόλοιπων μελών,
επιστυλίων, κοσμητών, σε επιπεδόγλυφη τεχνική ή συνδυασμό τους.
36. Μπούρας – Μπούρα, Ναοδομία, 571–572.
135
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ

στάσιο των Ταξιαρχών Δρυάλου επιστύλιο του έτους 110337. Η σχετικά


αμελής εκτέλεση και η εμμονή σε τοπικές ιδιομορφίες αποτελούν ενδεί-
ξεις για την απόδοση του έργου σε ντόπιο τεχνίτη.
Οι επιγραφές σε στέψεις θωρακίων και σε επιστύλια είναι σύνηθες
φαινόμενο στη γλυπτική της Μάνης38. Ο τύπος της επιγραφής του επι-
στυλίου, που αναφέρεται πιθανότατα στον κτήτορα του ναού, κυριαρ-
χεί κατά τον 11ο αιώνα στα έργα του μαρμαρά Νικήτα και του κύκλου
του, ενώ ανάλογη επιγραφή φέρει και το εντοιχισμένο στο κωδωνο-
στάσιο των Ταξιαρχών Δρυάλου επιστύλιο39. Αντίθετα, από όσο γνωρί-
ζουμε, η αποτρεπτικού χαρακτήρα επιγραφή των θωρακίων δεν είναι
συνηθισμένη στην περιοχή40. Η μορφή των γραμμάτων παραπέμπει σε
επιγραφές τέμπλων της Μάνης του 12ου αιώνα41.

37. Για την τεχνική του διπλεπίπεδου αναγλύφου, βλ. Bouras, Architectural Sculptures
και Μπούρας – Μπούρα, Ναοδομία, 574–575, καθώς και τις πρόσφατες εργασίες των
Vanderheyde, ό. π., 104–105 και Σκλάβου-Μαυροειδή, ό. π. (υποσημ. 28), 197–203
και ιδιαίτερα 197–198, όπου και η παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία. Η παράθεση των
έξεργων κομβίων στο φυτικό θέμα του βάθους δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη, καθώς
καλύπτουν ικανό τμήμα του, στοιχείο που ίσως οφείλεται σε λανθασμένο υπολογισμό
της διαθέσιμης επιφάνειας από πλευράς του τεχνίτη· ανάλογα παραδείγματα στη Μάνη
επισημαίνονται στον Ταξιάρχη Γλέζου, στον Ταξιάρχη Χαρούδας, στο επιστύλιο που
είναι εντοιχισμένο στο κωδωνοστάσιο των Ταξιαρχών Δρυάλου, στον βόρειο ελκυστήρα
της Αγήτριας στην Αγία Κυριακή (Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 160, 168, 189,
225, 416 αντίστοιχα).
38. Για επιπλέον παραδείγματα, βλ. Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, 342.
39. Βλ. ελκυστήρα Αγ. Θεόδωρου Βάμβακα, επίστεψη θωρακίου Αγ. Θεοδώρων Καφι-
όνας, επιστύλιο Αγ. Ιωάννη Κέριας (Δρανδάκης, Νικήτας μαρμαρᾶς, 23, 33, 35 αντί-
στοιχα), κοσμήτες Αγ. Φίλιππου Κουνιώτικης Πούλας και γείσο εντοιχισμένο στον Άγ.
Νικόλαο Καστανέας [Ν. Β. Δρανδάκης, «Ἄγνωστα γλυπτὰ τῆς Μάνης ἀποδιδόμενα
στὸ μαρμαρᾶ Νικήτα ἢ στὸ ἐργαστήρι του», ΔΧΑΕ 8 (1975–1976), 21, 22 και 25
αντίστοιχα]. Για την επιγραφή του επιστυλίου των Ταξιαρχών Δρυάλου, βλ. Bouras,
Architectural Sculptures, 64. Feissel – Philippidis-Braat, Inventaire, 307–308 αρ. 49, πίν.
Χ.3. Ανάλογη επιγραφή συναντάμε και σε θωράκιο του ναού της Αγ. Σολομονής Τρια-
νταφυλλιάς των αρχών του 12ου αι., βλ. Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, 161. Συνολικά,
βλ. επίσης Kalopissi-Verti, Epigraphic Evidence, 339–349.
40. Αποτρεπτική επιγραφή απαντά στην όψη κιονίσκου στο προστώο του Αγ. Νικολάου
Χαριάς, βλ. Ν. Β. Δρανδάκης, «Ἀνάγλυπτος παράστασις βυζαντινοῦ μύθου», Λειμών.
Τιμητικὴ προσφορὰ τῷ καθηγητῇ Νικολάῳ Β. Τωμαδάκῃ, ΕΕΒΣ 39–40 (1972–1973),
662–664, εικ. 9, σχ. 1.
41. Τα γράμματα Α, Η, C, V, O, E, Κ θυμίζουν αυτά της επιγραφής του εντοιχισμένου
στο κωδωνοστάσιο των Ταξιαρχών Δρυάλου επιστυλίου (Bouras, Architectural Sculptures,
εικ. 1), τα Α, Η, C, E, Θ, Κ, Ν απαντούν όμοια στην Αγ. Σολομονή Τριανταφυλλιάς
(Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 248), το Ν, με τους δύο τύπους του και το Β απο-
δίδονται με τον ίδιο τρόπο στον Άγ. Σέργιο και Βάκχο Κοίτας (Δρανδάκης, Βυζαντινὰ
γλυπτά, εικ. 265), το Β, όπως και τα Α, Δ, Κ, Ε, V, C, θυμίζουν τα αντίστοιχα γράμματα
στις επιγραφές της Αγήτριας στην Αγία Κυριακή (Δρανδάκης, Τοιχογραφίες, 237 και
136
ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΣΤΟΝ ΜΑΝΤΟΦΟΡΟ ΠΥΡΓΟΥ ΔΙΡΟΥ

Το τέμπλο του ναού μπορεί να αποκατασταθεί με αρκετή ακρίβεια.


Είχε τη μορφή κιονοστοιχίας με δύο στηρίγματα που έφεραν το λοξό-
τμητο επιστύλιο, το οποίο δεν εισχωρούσε στους πλάγιους τοίχους,
καθώς δεν διακρίνονται σε αυτούς ίχνη για την πάκτωσή του. Στο
μέσον διαμορφωνόταν στοιχειώδης πύλη, ενώ τα πλάγια ανοίγματα
φράσσονταν χαμηλά με τα θωράκια.
Τα κατασκευαστικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του ναού του
Αγίου Βασιλείου παραπέμπουν στον 12ο αιώνα, χρονολογία που επι-
βεβαιώνει ο γλυπτός διάκοσμος, επιτρέποντας μάλιστα τον περαιτέρω
προσδιορισμό της στα μέσα περίπου του αιώνα. Καθώς το μικρό μέγε-
θος του ναού δεν ευνοεί το μνημειακό ύφος, οι καλλιτεχνικές προθέσεις
του κτήτορα, του οποίου γνωρίζουμε μάλλον μόνο το όνομα (Λέων)
—λόγω της απώλειας ικανού τμήματος της επιγραφής του επιστυ-
λίου—, αναγνωρίζονται σήμερα, που οι τοιχογραφίες έχουν ολοκληρω-
τικά χαθεί, κυρίως στον γλυπτό διάκοσμο.

Ο ναός της Παναγίας, ο οποίος σώζεται σε καλή κατάσταση, βρίσκε-


ται σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων νοτιότερα του Αγίου
Βασιλείου42.
Πρόκειται για μονόχωρο δρομικό καμαροσκέπαστο κτίσμα, εξωτε-
ρικών διαστάσεων 9,10x6,00μ. χωρίς την ημικυκλική αψίδα του Ιερού
(Πίν. 26.5, 27.1α–β).
Η τοιχοποιία συνίσταται από ακατέργαστους γκρίζους ασβεστόλι-
θους, αδρά δουλεμένους στις γωνίες, χωρίς παρέμβλητα πλινθία (Πίν.
27.2α–β). Άφθονο γκριζωπό κονίαμα καλύπτει σήμερα τους αρμούς
και μέρος των λίθων, ενώ ικανό τμήμα της ανατολικής πλευράς φέρει
παχύ στρώμα επιχρίσματος, ανάλογης μορφής (Πίν. 27.2β)43. Οι πλευ-
ρικοί τοίχοι σχηματίζουν σκάρπα.
Η είσοδος ανοίγεται στο μέσον της δυτικής πλευράς44. Ως ανώφλι
έχει χρησιμοποιηθεί ογκώδης ασβεστόλιθος, ορατών διαστάσεων
1,47x0,35x0,44μ., επάνω από τον οποίο διαμορφώνεται τυφλή τοξωτή

υποσημ. 28, εικ. 4, 11), το Ν αποδίδεται ανάλογα στον κοσμήτη της πρόθεσης της Αγ.
Τριάδας στο Μπρίκι (Δρανδάκης, Βυζαντινὰ γλυπτά, εικ. 237).
42. Ο Μαντούβαλος (Στὴ σκιὰ τοῦ Ταϋγέτου, 230) αναφέρει ότι ο ναός πρέπει να ήταν
μοναστηριακός, άποψη που επαναλαμβάνει και ο Κάσσης (Άνθη της πέτρας, 385).
43. Καθώς ο ναός φαίνεται να έχει υποστεί μεταγενέστερες επεμβάσεις (βλ. παρα-
κάτω), πιθανώς και τα κονιάματα, ως τα πλέον ευπαθή στοιχεία των όψεων, να έχουν
αλλοιωθεί.
44. Ο ναός δεν έχει άλλα ανοίγματα, εκτός από μία έκκεντρη μικρή τετράγωνη θυρίδα
στην κόγχη του Ιερού.
137
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ

κόγχη από λαξευτούς πώρινους θολίτες. H υποχωρημένη επιφάνεια του


τυμπάνου της, από απλή εγχόρηγη τοιχοποιία, πιθανότατα να καλυπτό-
ταν αρχικά με γραπτό διάκοσμο.
Στην αετωματική επιφάνεια της δυτικής όψης, εντοιχισμένα σε τρι-
γωνική διάταξη, χωρίς ιδιαίτερο πλαίσιο, σώζονται τμήματα τριών
εφυαλωμένων αγγείων, που αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της
παλαιολόγειας κεραμικής και χρονολογούνται στον 13ο–14ο αιώνα45.
Το αποτύπωμα ενός ακόμη μεμονωμένου αγγείου διακρίνεται κάτω
από την τριγωνική απόληξη του αετώματος στην ανατολική πλευρά.
Η καμάρα που καλύπτει σήμερα το μνημείο, κατασκευασμένη από ημι-
κατεργασμένους και αργούς λίθους, αποτελεί πιθανότατα μεταγενέστερη
προσθήκη, όπως μαρτυρεί στο εσωτερικό του ναού σχετική ακανονιστία,
τόσο στη στάθμη γένεσής της, όσο και στο μέτωπο του τεταρτοσφαιρίου
της αψίδας46. Η δίρριχτη στέγη καλύπτεται με σχιστόπλακες, ενώ στον
κορφιά σώζονται πακτωμένα δύο θραύσματα κιονίσκων.
Στο εσωτερικό χαμηλό θρανίο, ύψους 0,40–0,50μ., περιτρέχει τον
κυρίως ναό. Κάτω από το δάπεδο, το οποίο είναι επιστρωμένο με κονί-
αμα, υπάρχει πιθανότατα υπόγειος χώρος, άγνωστης χρήσης47. Η αγία
Τράπεζα αποτελείται από ακόσμητη πλάκα τοποθετημένη επάνω σε
κτιστή ορθογωνική βάση, όπου έχει ενσωματωθεί απότμημα κίονα. Το
ιερό Βήμα χωρίζεται από τον κυρίως ναό με κτιστό τέμπλο, που κοσμεί-
ται με τοιχογραφίες. Στο νότιο τμήμα του διακρίνεται η μορφή του

45. Βόρεια διατηρείται κατά χώραν τμήμα του πυθμένα και της βάσης εφυαλωμένης
εγχάρακτης κούπας. Από τον διάκοσμό της διακρίνεται μετάλλιο, που διαιρείται με δύο
διασταυρούμενες χαράξεις σε τεταρτημόρια· στο καθένα από αυτά και σε επαφή με την
περιφέρεια του μεταλλίου έχει χαραχθεί ημικύκλιο, η επιφάνεια του οποίου καλύπτεται
με λεπτεγχάρακτη παράλληλη διαγράμμιση. Την εσωτερική επιφάνεια καλύπτει καστα-
νοκίτρινη εφυάλωση. Ανήκει στην ομάδα των απλών εγχάρακτων κεραμικών του 13ου
και 14ου αι., βλ. σχετ. Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά. Η τέχνη των εγχαράκτων,
Κατάλογος έκθεσης, Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή (επιστ. επιμ.), Αθήνα 1999, 23. Στον
άξονα της θύρας σώζεται τμήμα του πυθμένα και του σώματος εφυαλωμένης εγχάρα-
κτης κούπας, με πράσινες ελεύθερες πινελιές και κιτρινωπή εφυάλωση· από το κέντρο
του πυθμένα ξεκινούν ακτινωτά προς την περιφέρεια διπλές εγχάρακτες ταινίες, μεταξύ
των οποίων σχηματίζονται τριγωνικά διάχωρα, τα οποία γεμίζουν με λεπτεγχάρακτη
παράλληλη διαγράμμιση. Ανήκει στην ομάδα των έγχρωμων εγχάρακτων κεραμικών
του 13ου–14ου αι., βλ. σχετ. Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά, ό. π., 23. Νότια διατη-
ρείται τμήμα του πυθμένα και του σώματος εφυαλωμένης εγχάρακτης κούπας. Από το
διακοσμητικό θέμα του εσωτερικού διακρίνονται παράλληλες λεπτεγχάρακτες γραμμές
και μικροί ελικοειδείς βλαστοί. Ανήκει και αυτή στην ομάδα των απλών εγχάρακτων
κεραμικών της παλαιολόγειας περιόδου, βλ. παραπάνω.
46. Διαφοροποίηση επισημαίνεται και στο αντίστοιχο τμήμα της ανατολικής όψης στο
εξωτερικό του ναού, όπου την τοιχοποιία καλύπτει παχύ στρώμα επιχρίσματος.
47. Μαντούβαλος, Στὴ σκιὰ τοῦ Ταϋγέτου, 230. Κάσσης, Άνθη της πέτρας, 385.
138
ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΣΤΟΝ ΜΑΝΤΟΦΟΡΟ ΠΥΡΓΟΥ ΔΙΡΟΥ

Προδρόμου, όρθιου, ολόσωμου, γυρισμένου κατά τα τρία τέταρτα προς


εξίτηλη όρθια μορφή, πιθανότατα τον Χριστό, ενώ στο βόρειο, τμήμα
θρόνου (Πίν. 27.3). Στις υπόλοιπες επιφάνειες του ναού δεν είναι ορατές
τοιχογραφίες, εκτός από τη μεμονωμένη μορφή ένθρονου πιθανότατα
ιεράρχη, αν διακρίνουμε σωστά, λόγω της φθοράς, στο ανατολικό τμήμα
του βόρειου τοίχου, η οποία ανήκει σε υστερότερη φάση ιστόρησης48.
Η λιθοδομή από ακατέργαστους, συχνά ογκώδεις, λίθους, που θυμί-
ζει τα λεγόμενα «μεγαλιθικά» κτίσματα, με κονίαμα ως συνδετικό
υλικό, χαρακτηρίζει τη ναοδομία της Μάνης κατά τη μέση και ύστερη
βυζαντινή περίοδο49.
Η ευρεία ημικυκλική αψίδα του ναού, με το έκκεντρο μικρό φωτι-
στικό άνοιγμα, απαντά κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους στην
περιοχή50.
Τυπική στους μονόχωρους καμαροσκέπαστους υστεροβυζαντινούς
ναούς της Μάνης είναι και η διαμόρφωση της εισόδου, με το ογκώδες
υπέρθυρο και το ανακουφιστικό τόξο51. Γενικότερα, οι τοξωτές κόγχες
πάνω από τις θύρες, όπου συνήθως η παράσταση του επώνυμου αγίου,
αποτελούν σταθερό γνώρισμα των λαϊκότερων μνημείων του ελλαδικού
χώρου καθ’ όλη τη βυζαντινή εποχή και την τουρκοκρατία52.
Ο απλός αρχιτεκτονικός τύπος και η βαριά εμφάνιση του ναού
παραπέμπουν σε λαϊκή κατασκευή, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, που θα
μπορούσε να χρονολογηθεί στην υστεροβυζαντινή εποχή. Η ανεξάρτητη
μαρτυρία των εντοιχισμένων κεραμικών συνηγορεί επίσης για χρονολό-
γηση στην ίδια περίοδο53.

48. Στο επίχρισμα που καλύπτει τους τοίχους σώζονται αρκετά χαράγματα (δυσανά-
γνωστες επιγραφές, παραστάσεις ανθρώπινων μορφών, πλοίων).
49. Μπούρας – Μπούρα, Ναοδομία, 465. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους ναούς των Αγ.
Θεοδώρων Καφιόνας και του «Αγ. Πέτρου» Γαρδενίτσας του 12ου αι., Δρανδάκης,
Τοιχογραφίες, 70 εικ. 1, 261 εικ. 2 αντίστοιχα, καθώς και του Αγ. Γεωργίου Κάτω
Μπουλαριών, Ε. Κουνουπιώτου-Μανωλέσσου – Ρ. Ἐτζέογλου, ΑΔ 27 (1972), Χρονικά,
Β1 [1976], πίν. 238γ και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Πολεμίτα, των υστεροβυζαντινών
χρόνων.
50. Βλ. π. χ. τον Άγ. Γεώργιο Κάτω Μπουλαριών, Κουνουπιώτου-Μανωλέσσου –
Ἐτζέογλου, ό. π., 299, πίν. 238γ και Δρανδάκης, Βυζαντινὲς τοιχογραφίες, 362, και τον
Άγ. Γεώργιο Κοίτας, Ρ. Ἐτζέογλου, ΑΔ 29 (1973–1974), Χρονικά, Β2 [1979], 419.
51. Για ενδεικτικά παραδείγματα, βλ. Α. Καββαδία-Σπονδύλη, «Μία νέα βυζαντινὴ
θέση στὴ Μάνη», Φίλιον Δώρημα εἰς τὸν Τάσον Ἀθ. Γριτσόπουλον, Πελοποννησιακὰ
17 (1987–1988), Παράρτημα, 91.
52. Βλ. σχετ. και Βελένης, ό. π. (υποσημ. 17), 111–112. Μπούρας – Μπούρα, Ναοδομία,
413.
53. Για εντοιχισμένα στις όψεις των ναών αγγεία, βλ. Κ. Τσουρῆς, Ὁ κεραμοπλαστικὸς
139
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ

Παράσταση Δέησης, αποτελούμενη από τους όρθιους, ολόσωμους


Χριστό και Πρόδρομο νότια και μία ένθρονη μορφή, πιθανότατα την
Παναγία, στην οποία ήταν αφιερωμένος ο ναός, βόρεια, κοσμεί το κτιστό
τέμπλο54. Η ασυνήθιστη απεικόνιση του Χριστού όρθιου και της μορφής
στα αριστερά (Παναγίας;) ένθρονης παρουσιάζει ενδιαφέρον και θα
πρέπει να συνδεθεί με την απόδοση ιδιαίτερης τιμής στο πρόσωπό της.
Η αποσπασματική διατήρηση των τοιχογραφιών καθιστά δύσκολη τη
χρονική ένταξή τους. Ωστόσο, με βάση τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά
στην απόδοση των γυμνών μερών και της πτυχολογίας των ενδυμάτων
του Προδρόμου, η παράσταση θα μπορούσε να τοποθετηθεί γύρω στο
1400, χρονολόγηση που συμβαδίζει με τα αρχιτεκτονικά δεδομένα.

Ο ναός του Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται στο νοτιότερο σημείο του


Μαντοφόρου, σε μικρή απόσταση ΝΔ του ναού της Παναγίας. Διατη-
ρείται σε κατάσταση ερειπίων, με τις δύο μακρές πλευρές να σώζονται
σε μέγιστο ύψος 1,70μ., την ανατολική σε ύψος 1,85μ. και τη δυτική σε
ύψος 2,20μ.55.
Είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος, με μεγάλη ακανόνιστη καμπύλη
αψίδα, εξωτερικών διαστάσεων, χωρίς την κόγχη του Ιερού, 5,90x4,50μ.
(Πίν. 28.1).
Οι τοίχοι, μέγιστου πάχους 1,48μ., σχηματίζουν σκάρπα και η εξω-
τερική παρειά τους αποτελείται από αδρά δουλεμένους και αργούς
ασβεστόλιθους διαφόρων μεγεθών, χωρίς πλίνθους στους αρμούς (Πίν.

διάκοσμος τῶν ὑστεροβυζαντινῶν μνημείων τῆς βορειοδυτικῆς Ἑλλάδος, Διδ. διατρ.,


Καβάλα 1988, 107–113, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία, και ιδίως 110, όπου παρα-
δείγματα εντοιχισμένων αγγείων σε τριγωνική σύνθεση. Επίσης, Μπούρας – Μπούρα,
Ναοδομία, 474–475.
54. Γενικά για τη Δέηση, βλ. λήμμα “Deesis”, ODB 1 (1991), 599–600 (A. Weyl Carr).
Α. Γ. Μαντάς, Το εικονογραφικό πρόγραμμα του Ιερού Βήματος των μεσοβυζαντι-
νών ναών της Ελλάδας (843–1204), ΕΚΠΑ, Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου αρ. 95,
Αθήνα 2001, 96–112. Για τη Δέηση στα κτιστά τέμπλα, βλ. S. Kalopissi-Verti, “The
Proskynetaria of the Templon and Narthex: Form, Imagery, Spatial Connections, and
Reception”, Thresholds of the Sacred. Architectural, Art Historical, Liturgical, and Theological
Perspectives on Religious Screens, East and West, S. E. J. Gerstel (επιμ.), Washington, D.C.
2006, 122. Η παράσταση συνηθίζεται στα κτιστά τέμπλα της Μάνης, βλ. Ν. Β. Δραν-
δάκης, «Ὁ ναὸς τοῦ Ἅϊ-Λέου εἰς τὸ Μπρίκι τῆς Μάνης», ΔΧΑΕ 6 (1970–1972), 159–
160 και Δρανδάκης κ.ἄ., Ἔρευνα 1979, 187. Γενικά για τα κτιστά τέμπλα, βλ. P.
Vocotopoulos, “Panagitsa. A Byzantine Chapel in Methana”, Λιθόστρωτον. Studien zur
byzantinischen Kunst und Geschichte. Festschrift für Marcell Restle, B. Borkopp – Th. Steppan
(επιμ.), Stuttgart 2000, 313 υποσημ. 2, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
55. Το μεγαλύτερο μέρος της καμάρας έχει καταρρεύσει, όπως και τμήματα των τοίχων,
καλύπτοντας το εσωτερικό του κτίσματος με οικοδομικό υλικό. Σε καλύτερη κατάσταση
διατηρείται το ανατολικό τμήμα του ναού.
140
ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΣΤΟΝ ΜΑΝΤΟΦΟΡΟ ΠΥΡΓΟΥ ΔΙΡΟΥ

28.2). Στην αψίδα η τοιχοποιία διαφοροποιείται, με μικρότερους λίθους


σε σχετικά κανονικές στρώσεις και θραύσματα λίθων σφηνωμένα στους
αρμούς. Η καμάρα, ελαφρώς οξυκόρυφη, συνίσταται από αργούς πλα-
κοειδείς λίθους. Χρήση συνδετικού κονιάματος παρατηρείται στην
καμάρα, την αψίδα και τις εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων.
Η είσοδος βρίσκεται στη νότια πλευρά και το ανώφλι της αποτελούσε
ογκώδης μονόλιθος, διαστάσεων 1,37x0,23x0,27μ. περίπου, σήμερα
πεσμένος στο έδαφος. Στενό μονόλοβο παράθυρο, οι σταθμοί του οποίου
συγκλίνουν προς τα άνω, ανοίγεται στον άξονα της αψίδας.
Εσωτερικά, τυφλό αψίδωμα από πώρινους θολίτες σχηματίζεται
στο ανατολικό τμήμα του νότιου τοίχου, κρυμμένο σήμερα εν μέρει
από το κτιστό τέμπλο (Πίν. 28.3)56. Η αγία Τράπεζα αποτελείται από
ακόσμητη πλάκα, που στηρίζεται σε πόδιο, ίσως αρχικά βάση περιρ-
ραντηρίου. Στις εσωτερικές παρειές των μακρών τοίχων, στο ύψος της
γένεσης της καμάρας, βρίσκονται τετράγωνες σχεδόν δοκοθήκες στερέ-
ωσης του ξυλότυπου για την κατασκευή της.
Στον χώρο του Ιερού, διακρίνεται στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας το
περίγραμμα της ημίσωμης Παναγίας, στον τύπο της Βλαχερνίτισσας, με
τον Χριστό σε μετάλλιο57. Στο νότιο άκρο του ημικυλίνδρου διατηρεί-
ται, σε αρκετά καλή κατάσταση, ολόσωμος, μετωπικός ιεράρχης, που,
με βάση τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, μπορεί να ταυτιστεί με τον
άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Πίν. 28.4)58. Φορά μονόχρωμο καστανέ-
ρυθρο φαιλόνιο, λευκό ένσταυρο ωμοφόριο και εγχείριο στο χρώμα της
ώχρας με γεωμετρική διακόσμηση και κρατά με το δεξί χέρι σταυρό
και με το αριστερό κλειστό ευαγγέλιο.
Ο Άγιος Παντελεήμονας ανήκει στα λεγόμενα «μεγαλιθικά μνημεία»
της Μάνης και παρουσιάζει όλα σχεδόν τα κατασκευαστικά και μορφο-
λογικά χαρακτηριστικά της ομάδας των ναών αυτών, που ωστόσο δεν

56. Αντίστοιχη διαμόρφωση δεν υπάρχει στη βόρεια πλευρά, όπου ωστόσο ένας πώρινος
θολίτης μαρτυρεί την παρουσία αρχικά μικρής τοξωτής κόγχης.
57. Γενικά για τον εικονογραφικό τύπο, βλ. Μαντάς, ό. π., 79–83. Η παράσταση συνηθί-
ζεται στη Μάνη, βλ. σχετ., Δρανδάκης, Τοιχογραφίαι, 80, υποσημ. 2. Σ. Καλοπίση-Βέρτη,
«Παρατηρήσεις στην εικονογραφία των αψίδων σε εκκλησίες της Μάνης: Μεταμόρ-
φωση – Πλατυτέρα – Θεοπάτορες – Δωρητές», Πρῶτο Συμπόσιο Βυζαντινῆς καὶ
Μεταβυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καὶ Τέχνης, «Νεώτερα εὑρήματα – Νεώτερες ἔρευνες»
Ἀθήνα 28–30.4.1981, Πρόγραμμα καὶ περιλήψεις ἀνακοινώσεων, Ἀθήνα 1981, 35.
58. Ο τύπος των μετωπικών ιεραρχών απαντά στη Μάνη έως το 1300, βλ. Δρανδάκης
κ.ἄ., Ἔρευνα 1979, 157, υποσημ. 2 και 174. Μ. Παναγιωτίδη, «Παρατηρήσεις στην
εικονογραφία των αψίδων σε εκκλησίες της Μάνης: Δεόμενοι άγιοι – Δέηση – Ένθρονη
Παναγία με δωρητές – Ιεράρχες», Πρῶτο Συμπόσιο Βυζαντινῆς καὶ Μεταβυζαντινῆς
Ἀρχαιολογίας καὶ Τέχνης, ό. π., 67. Kalopissi-Verti, Osservazioni, 205.
141
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΕΞΙΑ

προσφέρουν στοιχεία για ασφαλή χρονολόγησή του59.


Η παράσταση του ιεράρχη στον ημικύλινδρο της αψίδας αποτελεί
terminus ante quem. Ο τρόπος απόδοσης των φυσιογνωμικών χαρακτη-
ριστικών, με τον γραμμικό σχεδιασμό, τα μεγάλα αυτιά, την ευθεία,
λεπτή, μακριά μύτη με τα έντονα σχεδιασμένα πτερύγια, τα καμπυ-
λωτά, σχετικά παχιά, φρύδια, τα αμυγδαλωτά μάτια, που τονίζονται
με καμπύλη σκιά στο άνω βλέφαρο και μία ημικυκλική σκιά στο κάτω,
την έντονη σχηματοποίηση της επιφάνειας του μετώπου, όπου, παρά
τη φθορά, ξεχωρίζουν οι αυλακώσεις, βρίσκει παράλληλα στον «Άγιο
Πέτρο» Γαρδενίτσας, συνηγορώντας στη χρονολόγηση της μορφής στο
α΄ μισό του 13ου αιώνα60. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχηματοποιημένη
απόδοση της γενειάδας, άγνωστη, όσο γνωρίζουμε, στην περιοχή.

Οι ναοί στον Μαντοφόρο του Πύργου Διρού μαρτυρούν την ανθρώπινη


παρουσία στον χώρο τουλάχιστον από τους μεσοβυζαντινούς χρόνους,
αποτελώντας ουσιαστική ένδειξη για τον ασφαλέστερο χρονικό προσδιο-
ρισμό του παλαιομανιάτικου οικισμού που αναπτύχθηκε στη θέση αυτή.
Ο απλός αρχιτεκτονικός τύπος, η λιτή εμφάνιση, οι ατέλειες στην κατα-
σκευή και την επεξεργασία του υλικού δομής συνδέουν τα μνημεία του
Μαντοφόρου με την τοπική οικοδομική παράδοση, ενώ και οι λίγες σωζό-
μενες τοιχογραφίες μπορούν να συσχετισθούν με τα τοπικά εργαστήρια
που έδρασαν στην περιοχή. Η αναζήτηση μιας πιο περίτεχνης μορφής,
κυρίως μέσω του γλυπτού διακόσμου, στον ναό του Αγίου Βασιλείου θα
μπορούσε να αποδοθεί σε επιλογή του Λέοντα της επιγραφής, κτήτορα
πιθανότατα του ναού, προσθέτοντας ένα ακόμη παράδειγμα ατομικής
χορηγίας στην αγροτική κοινωνία της Μάνης κατά τον 12ο αιώνα.

59. Για τα θρησκευτικά μνημεία που εντάσσονται στην ομάδα αυτή, βλ. Δρανδάκης,
ό. π. (υποσημ. 54), 153–154. Δρανδάκης κ.ἄ., Ἔρευνα 1978, 158–159. Αυτό τον τύπο
των κτισμάτων διέκρινε πρώτος ο Megaw (Architecture, 138–139), παραθέτοντας και
τα βασικά χαρακτηριστικά τους. Γενικά για τα μεγαλιθικά κτίσματα, βλ. παραπάνω,
υποσημ. 2.
60. Για τον διάκοσμο του «Αγ. Πέτρου» Γαρδενίτσας, βλ. Δρανδάκης, Τοιχογραφίες,
263–306. Ο ναός εντάσσεται σε μία ομάδα τοιχογραφημένων ναών της Μάνης του α΄
μισού του 13ου αι., που χαρακτηρίζονται από ένα απλό, εκφραστικό και ιδιαίτερα συντη-
ρητικό τεχνοτροπικό ιδίωμα, το οποίο υιοθετεί ωστόσο ορισμένα νεωτερικά στοιχεία της
ζωγραφικής της εποχής, βλ. M. Panayotidi, “Un aspect de l’art provincial, témoignage des
ateliers locaux dans la peinture monumentale”, Drevnerusskoe iskusstvo vizantija i drevnjaja
Rus’k 100-letnju Andreja Nikolajeviča Grabara (1896–1990), St. Petersburg 1999, 181–184.
Η ίδια, “Village Painting and the Question of Local ‘Workshops’ ”, Les Villages dans
l’Empire byzantin (IVe–XVe siècle), J. Lefort – C. Morrisson – J.-P. Sodini (επιμ.), Réalités
byzantines 11, Paris 2005, 200–203. Η ίδια, «Σχολιάζοντας τους ζωγράφους», στον
παρόντα τόμο, 225–226.
142
ΠΙΝΑΚΑΣ 24

1. Μαντοφόρος Πύργου
Διρού, Άγιος Βασίλειος.
Κάτοψη.

2. Μαντοφόρος
Πύργου Διρού, Άγιος
Βασίλειος. Τομή κατά
πλάτος προς Α.

3. Μαντοφόρος Πύργου Διρού, Άγιος Βασίλειος. Τομή κατά μήκος προς Ν.


ΠΙΝΑΚΑΣ 25

1. Μαντοφόρος Πύργου Διρού, Άγιος 2. Μαντοφόρος Πύργου Διρού,


Βασίλειος. Ανατολική όψη. Άγιος Βασίλειος. Νότια όψη.

3. Μαντοφόρος
Πύργου Διρού, Άγιος
Βασίλειος. Βόρεια
όψη, λεπτομέρεια
εγχάρακτων σχεδίων.

4. Μαντοφόρος
Πύργου Διρού,
Άγιος Βασίλειος.
Εσωτερικό
προς Α.
ΠΙΝΑΚΑΣ 26

1. Μαντοφόρος Πύργου Διρού, 2. Μαντοφόρος Πύργου Διρού,


Άγιος Βασίλειος. Θωράκιο Άγιος Βασίλειος. Ακέραιο
αποθραυσμένο σε δύο τεμάχια. θωράκιο (λεπτομέρεια).

4. Μαντοφόρος
α Πύργου Διρού,
Άγιος Βασίλειος.
Θραύσμα
τετραμερούς
κιονίσκου
με συμφυές
κιονόκρανο.
β

3α–β. Μαντοφόρος Πύργου Διρού,


Άγιος Βασίλειος. Τμήματα επιστυλίου.

5. Μαντοφόρος
Πύργου Διρού,
Παναγία.
Κάτοψη.
ΠΙΝΑΚΑΣ 27

α β

1. Μαντοφόρος Πύργου Διρού, Παναγία. α. Τομή κατά μήκος προς Ν.


β. Τομή κατά πλάτος προς Α.

α β

2. Μαντοφόρος Πύργου Διρού, Παναγία. α. Βορειοδυτική όψη. β. Ανατολική όψη.

3. Μαντοφόρος Πύργου
Διρού, Παναγία.
Εσωτερικό, νότιο τμήμα
κτιστού τέμπλου.
ΠΙΝΑΚΑΣ 28

1. Μαντοφόρος
Πύργου
Διρού, Άγιος
Παντελεήμονας.
Κάτοψη.

2 3
2. Μαντοφόρος Πύργου
Διρού, Άγιος Παντελεήμονας.
Νοτιοανατολική όψη.
3. Μαντοφόρος Πύργου
Διρού, Άγιος Παντελεήμονας.
Εσωτερικό, κτιστό τέμπλο.

4. Μαντοφόρος
Πύργου Διρού, Άγιος
Παντελεήμονας.
Εσωτερικό, ιερό
Βήμα, νότιο άκρο
ημικυλίνδρου.

You might also like