You are on page 1of 137

5140_2

http://digital.lib.auth.gr/record/140888

The physical item is part of Aristotle University of Thessaloniki Libary Collection.


This digital representation of the original is made available to the public, under the
Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License.
ΟΣ ΙΔ ΤΕΥΧΟΣ ήΖ'-W
ΑΠΡΙΛΙΟΣ—ΙΟΥΝΙΟΣ

erriClTHMONIKON
θβοχοηκοΝ cyrrpxMMx
ε ις T g t ^ v m T a

ΕΚΔΙΛΟΜΕΝΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ

ΠΕΡΙ EXOMEN A
.
Άρχιμ. Χρυσοστόμου Α. Παπα- ΑίμιΧιανοϋ Πιττέρκοβιτς, *Η ‘Ορ­

^ 0 r ~ & 7 < S iS r j^ o L c

δοποΰΧου, ’Αλεξανδρινά Σημειώματα : θόδοξος’ Εκκλησία τής Σερβίας 213-224.


ΚΓ Ό νπ' αριθμόν 353 τής Βιβλιο­ Λεωνίδου X. Ζώη, Έπτανήσιοι Ιε­
θήκης τής εν'Άθω Ίεράς Μονής τών ραρχεί: 5. Γρηγόριος Λεκατσας 225-229
Ίβήρων κώδιξ περιέχων σύγγραμμα Νέαι αυγγραφαί και μεΧέται : Αί
Π

τοΰ Μελετίου Πήγα ..............129 —133 Κριτική: Γ. Α. Σωτηρίου, Ό


ΆμίΧκα Σ.ΆΧιβιξάτου, Συμβολαι εις Χριστός εν τή Τέχνη (κρίσις Χρυσο­
Α.

την νεωτ. ’Ιστορίαν τής ’Εκκλησίας τής στόμου Α, Παπαδοπονλου) 230-232.


Ελλάδος·. 'Ο Γεώργιος Τυπάλδος Ία- Κ. I. Δυοβουνιώτου, Μητροφάνης
κωβάτος καί ή ’Εκκλησιαστική άψσ- Κριτόπουλος (Κρίσις Χρυσοστόμου Δ.
μοίωσις (τέλ.ος) ...................... 134 —146 ΠατταδοπούΧου) 232—234.—Β’ Βι­
Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Θέατρον βλίο γ ρ α φ i α : Ιεροί Τόποι, ΑΙγυ-
καί 'Εκκλησία : Α’ Συζητήσεις 147-191 πτολογία, ‘Ερμηνευτική, Δίκαιον, 'Ετε­
Όρέατου Μαυρογένους, Τα Πατρι­ ρόδοξοι, θρησκεία, ’Εκκλησιαστικά,
αρχικά προνόμια.......................192—212 Μνημειολ.ογία — Τέχνη .........235 —256.

ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Έχ τον Πατριαρχικού Τυπογραφείου

1915
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

ΤΩΝ

ΚΟΣΜΩΝ”
.

ΤΙ Μ AT ΑΙ ΦΡ. 3
Π
Α.
ΑΛΕΞΑΝΔ PINA 2HMEI2MATA

ΚΓ'
'Ο ΰη' άριθμδν 353 τής Βιβλιοθήκης τής εν ’Άθω "Ιερας
Μονής των Ίβήρων κώδιξ περιέχων σύγγραμμα τον Μελετίου
ΙΙηγά.

Εις τον Αρχιδιάκονον τοΰ Μελετίου Πηγά Μάξιμον, τον μαθη­


τήν αύτοΰ καί διδάσκαλον τής εν τώ Κοινοβίφ τών Μοναχών εν τή
Μονή τοΰ αγίου Σάββα έν ’Αλεξάνδρειά ίδρυθείσης υπό τοΰ Μελετίου
Σχολής, όφείλομεν την δι’ αντιγραφής διάσωσιν πλείστων καί επιστο­
λών καί πραγματειών τοΰ αειμνήστου εκείνου Πατριάρχου. Προς τοΐς
αλλοις δ Μάξιμος άντέγραψεν 1ν Καΐρορ τώ 1603 έν ένί κώδικι
πραγματείας τινάς καί έπιστολάς τοΰ Πατριάρχου, ών τινές εισι γνω­
στά! καί έξ άλλων κωδίκων. Τον κώδικα δ’ εκείνον άποκτήσας 6 Σαν­
τορίνης (Θήρας) ’Επίσκοπος (πρώην ”Αρτης), Νεόφυτος Μαυρομμά-
της άφιέρωσεν εις την έν "Αθω 'Ιεράν Μονήν τών Τβήρων, έν τή
Βιβλιοθήκη τής οποίας σώζεται σήμερον ΰπ’ άριθμ. 353, περιέχει δέ
τάς εξής :
ί) Έγχειρίδιον. Τοΰτου προτάσσεται Επίγραμμα παρά τοΰ συγ­
.
γραφέας καί προσφωνητήριος Επιστολή προς τον Πατριάρχην ΚΠό-

λεως 'Ιερεμίαν β'. «έκατομβαιώνος έκτη έπί δεκάτη έτει σωτήριο)
αφπγζ» καί πρόλογος τοΐς έντευξομένοις, έν ώ υποδεικνύεται ή διαί-
ρεσις τής πραγματείας. Αυτή περιλαμβάνει τέσσαρα μέρη, ών τό μεν
Π

πρώτον έξετάζει τήν έννοιαν καί τήν ουσίαν τοΰ Χριστιανισμοΰ, τό δέ


δεύτερον τήν πίστιν καί τίνα είναι ανάγκη να πιστεΰωσιν οι θέλοντες
Α.

νά ώσι Χριστιανοί, τό τρίτον τίνα έργα πρέπει να πράττωσιν οί Χρι­


στιανοί καί τό τέταρτον τίνα έργα ν’ άποφευγωσιν. Ή έκθεσις γίνε­
ται έν εΐδει διαλόγου μεταξύ μαθητοΰ καί διδασκάλου. Πιθανώς δέ
το Έγχειρίδιον τοΰτο έδίδαξεν είς μαθητάς δ Μελέτιος. Ή αντιγραφή
αυτοΰ υπό τοΰ Μαξίμου έληξε τή 29 ’Ιουλίου 1603.
n *ΕηηΧ, Φάοος ,, τόμ. ΙΑ" τενχ. Lji* 9
130 Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου

β) Στρώματενς. Προτάσσεται επιστολή προς τον Πάπαν καί Πα­


τριάρχην 'Αλεξάνδρειάς Σίλβεστρον, εν ή περιγράφων ό Μελέτιος την
ελεεινήν τού κλήρου κατάστασιν επιλέγει «τό δέ νΰν έχον άλλας έκ.
τροπάς άνατρέπων τον περί ’Εκκλησίας συνεγρα\|ιάμην Στρωματεα
τουτονί τον δεύτερον», έκ τής αρχής δέ τοϋ Στρωματέως καταφαίνεται
ό σκοπός αυτού. «Άντ'ι μεγίσταιν ενεργημάτων υμάς ελέσθαι νομίζω,
άνδρες αδελφοί, (δσοι τής τοΰ Σωτήρος Χριστού ίεράς ’Εκκλησία;
λεγόμενοι παίδες σπεύδετε τών γνησίων εύρεθήναι) εις φανερόν ύμϊν
γένοιτο τής αληθούς Εκκλησίας τό είδος τό ειλικρινές, τίς ποτ’ εϊη,
πώς τε καί εφ’ δτω διϊθυνομένη ή αληθής τού Χριστού ’Εκκλησία
καί νύμφη, ή μήτηρ τών εν ουρανούς άπογεγραμμένων». Την ’Εκ­
κλησίαν ορίζει ως εξής: «’Εκκλησία Χριστού έστι σύλλογος εις καί εν
άθροισμα εΐτουν συναγωγή· μία αγία καθολική άποστολική ανθρώ­
πων τών προ καταβολής μέν κόσμου προεγνωσμένων καί προωρι-
σμένων καί έκλελεγμένων έν Χριστώ, ’ιδίοις δέ καιροίς πολυτρόπως
κεκλημένων επί σωτηρία είς έπαινον δόξης Θεού καί εις τούτην διά
πίστεως αληθούς καί ζώσης είσαγ ο μένους». Έν τέλει τής πραγμα­
τείας ό συγγραφεύς λέγει «ταύτην τήν οικίαν τήν επάνω πέτρας τής
.
πολυτίμου καί άκραδάντου, τοΰ Χριστού, δηλονότι, τεθεμελιωμένης;

ήν ούτε ανέμων βίαι, ούτε ό'μβρων βολαί, ούτε προσαρασσόμενοι πο­
ταμοί κατασείουσι- ταύτην τέλος καί επιγνοίητε καί άσπάσοισθε ως
συμβουλεύει δ Στρωματεύς καί παρακαλεΐ ΐνα μετά πατέρων, προπα­
Π

τόρων, προφητών, αποστόλων, μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων


επί νεφελών μετεωροπορούντες, άπαντήσητέ ποτέ Χριστώ έρχομένω έν
Α.

δόξη· αυτόν δεξάμενοι πρότερον καί μιμησάμενοι έν άδοξία- καί οΰτω


πάντοτε έσοισθε συν Χριστώ, έπειδήπερ τής κιβωτού έξωθεν άρίδη-
λος δ'λεθρος». "Ωστε ό Στρωματεύς εινε πραγματεία περί Εκκλησίας,
ορίζεται ή έννοια αυτής υπό τού συγγραφέως, υποδεικνύονται καί
περιγράφονται at διακονίαι καί άρχαί δί ών κυβερνάται ή 'Εκκλησία
καί έκτίθεται ό σκοπός αυτής. 'Η πραγματεία συνετάχθη «έν Αίγύπτφ
(:=έν Καίρφ) ε'. ίσταμένου Άνθεστηριώνος αφπε'.». Άντεγράφη δέ
υπό τού Μαξίμου «αχγ\ έτει σωτηρίω, α'. έπί δεκάτηΈκατομβαιώνος
ήτοι Ιουνίου, έκ τοϋ πρωτοτύπου».
γ) ’Επιστολή προς Θεόδωρον, Ηγεμόνα Ρωσίας, έν ή προς τοϊς
άλλοις λέγει δ Μελέτιος «πολλά δέ δντα παρ’ ημών συγγραφέντα
συντάγματα υπέρ τε δογμάτων τής εΰσεβείας καί κατά αιρέσεων τον
περί Εκκλησίας τό γε νΰν έχον πεπόμφαμεν Στρωματέα σπεύδοντες
τάς άπαρχάς σου τής αρχής μή άγεράστως άσπάσασθαι... Σκιορφο-
’Αλεξανδρινά σημειώματα 131

οιώνος ι'. έτει σωτηρίω αφπστ'. εξ Αίγυπτου. Μελέτιος, μέγας ΓΙρω-


τοσΰγκελλος καί ’Αρχιμανδρίτης ’Αλεξανδρείας».
6) Περί Μυστηρίων. Προτάσσεται πρόλογος τοΐς έντευξομένοις
καί επακολουθεί ή μακρά επιστολιμαία διατριβή προς Έδουάρδον
Μπορτόν, Πρεσβευτήν τής ’Αγγλίας έν ΚΠόλει, εν ή λέγει ό Μελέ­
τιος, «Περί των άχράντων μυστηρίων διεξερχόμενοι τρία ταΰτα δο-
κοϋμεν ποιειν ανάγκη· πρώτον απάντων προθετέον τί περί τούτων
ή καθολική Εκκλησία μέχρι καί τήμερον κατά τό ρήμα τοϋ Θεού
Ιφρόνησεν, έπειτα τίνα έστίν ά σου ε’ίωθεν ή λαμπρότης κατά τήν
τών ύμετέρων διδασκαλίαν καί αυτοί δήπου θ’ ήμέτεροι απεναντίας
ύποφέρειν. Τέλος παν ότοιοϋν τώ τε λόγφ τή τ’ ευσεβεία δόξει άπα-
δον καί άσύμφωνον Ιναντίον τε καί πολέμιον άναπτυκτέον ώστε
άναφανήναι τά τής εΰσεβείας ευ τε καθ’ εαυτά έχοντα καί πάντα εΰ-
αρμόστως προς ά'λληλα. Τάς δέ κατά τούτων αντιλογίας τε καί εν­
στάσεις λόγοις όρθοΐς οΰδέν έχουσι στραγγαλιώδες καί τοΰ θείου ήρτη-
μένοις λόγου εναποκρουεσθαι». Ό συγγραφεύς εξετάζει κυρίως τό
μυστήριον τής θείας Ευχαριστίας κατά Λουθήρου, ιδιαίτατα δέ κατά
.
Καλβίνου άντεπεξερχόμένος. Μετά τήν πρώτην παρατίθεται δεύτερα

επιστολιμαία διατριβή προς τον Κυριάκόν Φωτεινόν, Καθηγητήν τοϋ
εν Ίγγολστάνδη Πανεπιστημίου, εν αρχή τής οποίας λέγεται «Σύ δέ,
φίλον τέκνον Φωτεινέ, ζητείς παρ’ ημών μετά πλείστης ίσως τής
Π

επιείκειας άπερ τοΐς χθες πεμφθεϊσι γράμμασιν ένεχάραξας. Διεξελ-


θών γάρ δη καί σκεψάμενος προσεχέστατα καί ειλικρινέστατα τά
Α.

παρ’ ημών συγγραφέντα δτε ΰποβεβηκοτέρω έν Ίερωσύνης διετελοΰ-


μεν βαθμώ περί τών άχράντων έξεθέμεθα μυστηρίων, προσεπιζητή-
σαι καί τάδε οϋκ άμούσως κατέπεισάς σου τήν ψυχήν...». Περαι­
τέρω γίνεται λόγος περί τής Ελληνικής ή Γραικικής Εκκλησίας καί
παρατίθενται απαντήσεις εις 15 ερωτήματα τοΰ Φωτεινού μετά τής
χρονολογικής έπισημειώσεως «εν Κωνσταντινουπόλει εκ τοΰ κελλίου
τής ήμετέρας παροικίας έτει ζρα'. κοσμογενείας προ καλλανδών Ιου­
λίων τοΰτέστι Μεγειτνιώνος γ'.». Μετά τήν προς τον Φωτεινόν επι­
στολήν ταυτην επακολουθεί έτέρα μακρά επιστολή τοΰ Μελετίου προς
τον Γαβριήλ Σεβήρον, ζητήσαντα τήν λύσιν αποριών περί καινοτο­
μιών τής Ρώμης έν τφ μυστηρίω τής θείας Ευχαριστίας. Ό Μελέ­
τιος άπαντών αναιρεί οΰ μόνον τήν τών Λατίνων, αλλά καί τήν τών
Προτεσταντών διδασκαλίαν καί πράξιν περί τοΰ μυστηρίου τής θείας
Ευχαριστίας, έπιλέγων προς τον Γαβριήλ Σεβήρον «ΐσχει μου τήν
γλώσσαν ή λύπη καί τά δακρύων οΰ λόγων άξια πράγματα- τάς δέ
132 Χρυσοστόμου Παπαίοποϋλου

αμφισβητήσεις τάς περί την ’Εκκλησίαν δηλώσουσιν Στρωματέων οί


λόγοι καί έλέγξουσιν, οΰς προ πολλοΰ συνεγρατ^άμεθα». Ή προς τον
Σεβήρον έπιστολιμαία αΰτη διατριβή τοΰ Μελετίου έγράφη εξ ’Αλε­
ξάνδρειάς τώ 1594.
ε) Στοιχειώσεις. Προτάσσεται επιστολή ή έξης : «Διονυσίοις,
Αιτείτε σύ μεν άπιών σύ δ’ άπιόντα με φιλίας ένέχυρον (φίλαι ipv/ai
Διονΰσιοι) μικράν τινα είς τα λογικά, άλλοις μεν ίσως εισαγωγήν, ύμΐν
δε πάντως ύπόμνησιν έγχαραγχδήναι. Τοΰτο δ’ ού μικρόν έμοί γε
νΰν μάλιστα έπασχολουμένω μυρίαις αΐς οΐδατε καί χαλ,επαΐς ταΐ:
τής Εκκλησίας φροντίσι, χερσωμένης ήδη καί φερούσης άκάνθας τε
καί α εις καΰσιν άπεθησαύρισται. Τό δ’ αίτιον πάσι δήλον. Τούτον
δέ χάριν εμοί ταις λογικαΐς πραγματείαι; έγχειρεΐν σχεδόν αδύνατον,
προς δέ τοίς δε ουδέ μικρά, απερ αιτείτε. ’Αλλά καν σμικρά τνγ-
χάνει ό'ντα, μεγάλων δ’ όμως δεϊται πηγών· έκείθεν γάρ καί τά μικρό
ρεΐ, ουδ’ ολίγα τις γράφειν μή εκ πολλών δυναται. Εί δέ τεκμήριον
αγάπης έ'χειν τι παρ’ ημών τούτων πέρι καί κινδυνεΰοι ά'κρως τά τής
φιλίας, έ'χετε τουτί, δπερ ύμΐν δυστοκοΰσα άπεκΰησεν ή αγάπη. Ελ­
πίζω δέ ούκ άχρηστον ύμΐν Ισόμενον τό υπόμνημα ού πάνυ γε των
.
δέ άμυήτοις, επιτομήν δ’ ών άκηκόατε φέρει. ’Έρρωσθε. ,αφο)9'

έ'τει σωτηρίω ’Ιουνίου α'. έν Κωνσταντινουπόλει, εν τώ Γαλατά». Αί
Στοιχειώσεις πραγματεύονται α) περί γραμματικής, β) περί διαλεκτι­
κής, γ) περί ρητορικής. Ή αντιγραφή αυτών υπό τοΰ Μαξίμου έληξε
Π

τή 5 Αύγουστου 1603.
στ) Χριστιανός δρϋόδοξος. Προτάσσεται άφιερωτήριος επιστολή
Α.

τοΰ Μελετίου προς τον Πατριάρχην ΚΠόλεως ‘Ιερεμίαν β7. από 9'·
Άνθεστηριώνος αφπζ', έπεται πρόλογος τοΐς έντευξομένοις, έν ω λέγει
ό Μελέτιος «μέγας ών αρχιμανδρίτης καί πρωτοσύγκελλος Άλ.εξαν-
δρείας» έν Θράκη (ΚΠόλει) ποιούμενος τάς διατριβάς καί ίδών τον;
Ίησουΐτας καί άλλους προπαγανδιστάς προσπαθοϋντας «κακουχίζειν
ού κατηχίζειν» τούς "Ελληνας, συνέταξεν έπίτομον κατήχησιν υπό την
ανωτέρω έπιγραφήν έν εΐδει Διαλόγου, έν ω όμιλοΰσι Ξένος καί ΓΙαΐς.
Ή πραγματεία στρέφεται κυρίως κατά τής λατινικήςΈκκλ,ησίας. Έπε-
ξεργασθεΐς αύτήν ό Μελέτεος, δτε Πατριάρχης έγένετο Άλ.εξανδρείας:
παρέδωκεν αύτήν εις τήν δημοσιότητα προς ωφέλειαν τών πολλών.
Ό άντιγραφεύς Μάξιμος έπισημειοΐ «έν Αίγύπτφ αχγ'. έτεε ζρια'.
(1603). Καί τοΰτο έκ τών ιδιοχείρων γραμμάτων τοΰ μακαρίτου εκεί­
νου Μελετίου Πατριάρχου ’Αλεξάνδρειάς μοι γέγραπται».
Ό δέ κτήτωρ τοΰ σπουδαιοτάτου κωδικός έν τέλει αύτοΰ έγραψε
'Αλεξανδρινά σημειώματα 133

.«Νεοφύτου κτήμα Σαντορήνης τοϋ Μαυρομμάτη. Νΰν δε άφιέρωται


ίή Μονή τών Ίβήρων και ό άποξενώσας υπ έστω τοΰ από (ά πρω.
"Άρτης Νεόφυτος) Θϋ άφορισμοΰ. αψκγ'.»

Άρχι'μ. Χργςοςτομος Α. Παπδδοπογλος

.

Π
Α.
ΣΤΜΒΟΛΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

0 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ ΙΑΚΩΒΑΤΟΣ


ΚΑΙ Η

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΦΟΜΟΙΩΣΙΣ *
τπο
ΑΜΙΛΚΑ Σ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ

Άν κατά τον κ. Τρικούπην κα'ι τον κ. Ζαΐμην, τών οποίων ό!


λόγος ε'χει βαρύτητα, τό ζήτημα δεν είναι δυνατόν νά θεωρηθή τε-
λειωμένον είμή μετά την προηγουμένην χειραφέτησιν τής Ίονίου Εκ­
κλησίας από τής Πατριαρχικής εξουσίας τής μεγάλης Εκκλησίας, βε­
βαίως τό ζήτημα ελύΟη υπέρ ημών· ήμεϊσ δε ει'πομεν, δτι αν ή Με­
γάλη Εκκλησία παραιτηθή τής Ιξουσίας επ'ι τής ’Εκκλησίας τής
Έπτανήσου, ημείς ύποτασσόμεθα ευχαρίστως· καί αν ήτο κακόν,
ως είναι κακόν, πάλιν ήθέλαμεν ύποταχθή. Τοιοΰτον πρέπει νά είναι
τό σέβας, τό όποιον όφείλουσι νά έ'χωσι τά γνήσια τέκνα τής ’Εκ­
.
κλησίας εις τάς πράξεις κα'ι τοΰ ίερέως και τοϋ Άρχιερέως καί τής

μεγάλης Εκκλησίας. ’Αλλά τό ζήτημα είναι: δυνάμεθα άρά γε ημείς
ήδη νά νομοθετώμεν, λαϊκοί και αμαρτωλοί, περί ’Εκκλησιαστικών
πραγμάτων καί νά δώσωμεν τό σκάνδαλον ημείς οί από πάσης εξου­
Π

σίας ελεύθεροι, νά δώσωμεν λέγω τό σκάνδαλον δτι νομοθετοΰμεν


περί εκκλησίας ώς ενομοθέτουν οί’Αρχιερείς εις τό 33 καί οί πολιτικοί
Α.

εις τά 43 καί άλλοι εις τά 60 υπό την πίεσιν καί τής Προπαγάνδας
καί τοϋ Ιησουιτισμού;—Έπιλαμβανόμενος τής ουσίας τών άγορεύ^

* Συνέχεια από σελ. 67 καί τέλος.


'Ο Γ. Τυπάλδος Ίακωβατος καί ή έκκλησιααν.κή άφομοίωαις 135

οεων τών δυο ρητόρων, οφείλω νά ομολογήσω, ότι επιχειρήματα δεν


είδον ισχυρά εναντίον τής ιδέας ημών, ούτε εκ μέρους τοΰ κ. Τρι-
κούπη ούτε έκ μέρους τοΰ κ. Ζαΐμη. Διπλωματικώς ώμίλησεν ό κ.
Τρικούπης και είχον δίκαιον νά τω εΐπω, «άνάλυσον τήν συνθήκην,
άνάγνωθι τά δυο ταΰτα κεφάλαια τά ολοκληρωτικόν μέρος ό'ντσ τής
Ευρωπαϊκής συνθήκης. Άπόδειξον εις ημάς δτι αυτά δεν είνε εναν­
τίον τών δυο συζηιουμένων άρθρων τοΰ Συντάγματος καί παραιτού­
μεθα». ’Αλλά, Κύριοι πληρεξούσιοι, πάντες υμείς ένθυμεΐσθε, δτι ού-
δεμίαν άνάλυσιν έκαμε τής συνθήκης, ουδόλως τό Ίόνιον Σύνταγμα
άνέγνωσε διά νά πληροφορηθή πολλώ μάλλον τό απεριόριστον σέβας,
τό όποιον έφερεν εις τήν Μεγάλων ’Εκκλησίαν ό βασιλεύς τής Μεγά­
λης Βρεττανίας, μόνον ενησχολήθη νά εΐπη δτι τό 4°ν άρθρον τής
περί ένώσεως συνθήκης έτέθη τή αιτήσει τοΰ Ρώσσου Πρεσβευτοΰ,
διά νά διατηρήση τά δικαιώματα τοΰ Αΰτοκράτορος πασών τών Ρωσ-
σιών επί τής 'Ορθοδόξου Ικκλησίας. Νά μοί έπιτρέψη ό έντιμος πλη­
ρεξούσιος νά διαφωνήσω. Άνέφερε καί διακοίνωσίν τινα τοΰ πρεσβευ­
τοΰ εκείνου, δτι ώφειλεν ό πρέσβυς τής Ελλάδος νά φροντίση περί
τούτου, καί δτι διά τοΰτο έτέθη τό άρθρον εκείνο.
.

Δεν συμφωνοΰμεν καί δ λόγος είναι προφανής. “Οταν ή Μεγάλοι
Βρεττανία έθετο οΐκοθεν, ή κατ’ αΐτησιν τοΰ λατίνου πρεσβευτοΰ τής
Γαλλίας, τό άρθρον αυτό, ή Ελλάς δεν ήξευρεν ούδέν. Οΐκοθεν ή
Μεγάλα] Βρεττανία καί ή Γαλ.λία τό έπρότειναν καί αν ακολούθως
Π

εγένετο λόγος μεταξύ τών Πρεσβευτών ‘Ελλάδος καί Ρωσσίας, ούδέν


προς τοΰτο. Ή άπόδειξις είνε αυτή- ή συνθήκη τής 17/29 Μαρτίου
Α.

1864 δεν είναι ή μόνη συνθήκη, ή οποία τό αναφέρει, άλλα τό περι­


έχει καί ή από 2/14 Νοεμβρίου 1863. Επομένως δεν είναι ισχυρόν
τό επιχείρημα τοΰ κ. Τρικούπη, δτι έτέθη τό άρθρον αυτό κατ’ αΐ-
τησιν τοΰ Πρεσβευτοΰ τής Ρωσσίας. Προ τής συνθήκης τής 2/14 Νο­
εμβρίου 1863 ύπήρχον τά έγγραφα, καί ή Έλλνηνική Κυβέρνησις δεν
παρεπονέθη ουδόλως περί τοΰ άρθρου αύτοΰ, αλλά μόνον περί τής
ούδετερώσεως τών Νήσων, καί μάλλον περί τής κατεδαφίσεως τών
φρουρίων αν δέ προ τής συνθήκης τής 2/14 Νοεμβρίου 1863 υπήρχε
παράπονον καί έγγραφον τοΰ Ρώσσου Πρεσβευτοΰ, αμφιβάλλω' άλλος
ορα είναι ό λόγος τοΰ άρθρου τής συνθήκης τοΰ διατάσσοντος ΐνα
υπόκηται ή έκκλησία τής ‘Επτανήσου υπό τήν πνευματικήν έξουσίαν
τής Μεγάλης Εκκλησίας. Τό άρθρον αυτό έχει ούτως.
«’Άρθρον 1. Ή Α. Μ. ή βασίλισσα τοΰ ‘Ηνωμένου βασιλείου
* τής Μεγάλες Βρεττανίας καί τής ’Ιρλανδίας, έπιθυμοΰσα νά πραγ-
136 "Αμίλκα Σ. Άλιβιζάτου

» ματοπο ιήση την ευχήν, ήν ή βουλή τής Ηνωμένης Πολιτείας των


» Ίονίων νήσων έξέφρασεν υπέρ τής μετά τής Ελλάδος ενώσεώς των
-j συνήνεσεν υπό τους παρακατιόν διαλαμβανόμενους ορούς να παραι-
a τήση την προστασίαν των νήσων Κέρκυρας, Κεφαλληνίας, Ζακόν-
a θου, Λευκάδος, ’Ιθάκης, κτλ.».
«’Άρθρον δ. 'Η μετά τοΰ βασιλείου τής Ελλάδος έ'νωσις τής
» ήνωμένης πολιτείας τών Ίονίων νήσων ουδαμώς ακυρώνει τάς ίπό
» τής ύπαρχούσης νομοθεσίας τών νήσων καθιερωμένος άρχάς τής
» ελευθερίας, τής λατρείας και τής άνεξιθρησκείας»- δεν ήρκει τούτο1
επομένως είδικώς καί συγκεκριμένως λέγει, «επομένως τά καθιερω-
» θέντα θρησκευτικά δικαιόίματα κα'ι προνόμια υπό τοΰ Α'. και Ε'·
» κεφαλαίου τοΰ συνταγματικοΰ χάρτου τής Ήνωμένης Πολιτείας
» τών Ίονίων Νήσων, κα'ι Ιδίως ή άναγνώρισις τής "Ορθοδόξου Έλ·
> ληνικής Εκκλησίας, έπικρατούσης έν ταΐς Νήσοις, ή απόλυτος ελευ-
» θερία τής λατρείας ή χορηγουμένη είς την Εκκλησίαν τοΰ κράτους
» τής προστάτιδος Δυνάμεως και ή πλήρης άνεξιθρησκεία ώς προς
*■ τάς άλλας χριστιανικάς κοινότητας ΰποσχεθεΐσα, διατηρηθήσονται
» κα'ι μετά την ένωσιν έν όλη αυτών τή Ϊσχΰϊ».
.
Ώστε κα'ι μέ την πρώτην συνθήκην καί μέ την τελευταίαν

πάντοτε πρέπει νά ίσχυωσιν αυτά, καί διά τοΰτο ό κ. Τρικούπης και
ό κ. Ζα'ίμης προσέθηκαν επί τέλους τών αγορεύσεων των, δτι τό
ζήτημα είναι τρόπον τινά διεθνές, καί μέλλει νά τελείωση μέ τάς
Π

διαπραγματεύσεις μεταξύ τής Κυβερνήσεως καί τής μεγάλης ’Εκ­


κλησίας.
Α.

Χαρ. Τρικούπης.— Έγώ δέν προσέθηκα τοιοΰτόν τι.


Γ. Ίακωβατος. — ’Εκείνος δστις επί τοΰ βήματος τούτου έθεοε
τό ζήτημα τοΰ αύτοκεφάλου ή μη τής προνην Ελλάδος, είναι ό κ.
X. Τρικούπης, δστις είπε, «πρόκειται σήμερον νά νομοθετήσωμεν περί
τοΰ αύτοκεφάλου ή μή», καί εξ αυτής τής προτάσεως έξήφθη ή φλόξ...
Πρόεδρος.— Δέν πρέπει νά λέγητε τής προιην Ελλάδος, αλλά
τής Ελλάδος.
Γ. Ίακωβατος.— Μάλιστα. Δύναμαι πολλά νά εΐπω περί τής
ουσίας τών αγορεύσεων κατά τής ήμετέρας γνώμης, άλλ’ έρχομαι εις
την άγόρευσιν τοΰ κ. Καλλιγά καί εις αυτήν θέλω περιορισθή ν’ απο­
δείξω δτι εϊνε εσφαλμένη καί ίστορικώς καί θρησκευτικώς καί εθνι*
κώς. Ένομίζομεν, δτι έμελλε νά φέρη επί τοΰ βήματος την σοβαρό­
τητα εκείνην, την οποίαν παρ’ αύτοΰ περιεμένομεν καί διά τήν πολύ·
μάθειάν του καί διά τήν κοινωνικήν θέσιν, καί διά τάς πολίτικος
Ό Γ. Τυπάλδος Ίακωβδτος καί ή εκκλησιαστική άφομοίωσις 137

άποστολάς, τάς οποίας Ι'ξετέλεσεν εντός τοΰ βασιλείου. Άλλα μέ θλίψιν


ημών όμολογοΰμεν, ούδέν τούτων εΰρομεν, εί μή τον Φαρμακίδην
•επί τοΰτου τοΰ βήματος άγορεΰοντα, ούδέν τούτων εΰρομεν, είμή τον
Λασκαράτον εντός τής Συνελεΰσεως (γέλωτες). ’Έπρεπε δε, εάν ήθελε
νά έφελκύση τό σέβας, και τής Συνελεΰσεως καί ημών αυτών, νά
δείξη τάς πηγάς τάς ευαγγελικός, τάς ιστορικός, εκ τών οποίων όρμώ-
μενος ήθελε φέρει την Συνέλευσιν εϊς τό νά άποσκορακίση τάς ήμε-
τέρας ιδέας. ’Αλλά τοιοϋτόν τι δεν έπραξεν, είμή μόνον υπό παντο-
τεινήν έποι[πν προτεσταντικής θεωρίας καθυπέβαλεν εις την Συνέλευ-
σιν εκείνα, τά όποια γνωρίζουσι καί τά παιδάρια τών λυκείων τής
Γερμανίας1 άφοϋ εϊδομεν δλα τά επιχειρήματα του, έβεβαιώθημεν
■ότι οΰδέν έχει υγιές· πάντα σαθρό, καί ό νους, καί ή καρδία, καί ή
Ελληνική γλώσσα τήν οποίαν αγνοεί. «Ήμεΐς, λέγει, ήρΰσθημεν τάς
» θεωρίας ημών έν Ποδοΰη». Δεν γνωρίζω ποία πόλις είνε αυτή ή
Ποδοΰη. ’Ανέπτυξα τον Στράβωνα, ανέπτυξα τον Πομπόνιον Μελάν,
τον Ναλτεμβροΰνιον, εις καμμίαν γεωγραφίαν τοΰ κόσμου δεν εΰρον
τήν πόλιν Ποδοΰην άν δμως ΰπάρχη είς τήν γεωγραφίαν κανενός
Στραβοστρόβωνος έστω, ή Ποδοΰη, ή Παταύιον ή Παδόβα, ουδέποτε
.
έπλησιάσαμεν εις αυτήν. Φαίνεται δτι ένοστιμεύθη τώ δντι ό κ. Καλ-

λιγάς τήν Ποδοΰην, καί ήρνήθη τάς λαμπράς -θεωρίας εναντίον καί
τοΰ θρησκεΰματος τοΰ Βασιλείου καί τής εθνικής τιμής- έν ω ημείς
δεν ήρΰσθημεν τάς θεωρίας ημών εν Ποδοΰη, άλλ’ ουδέ καί έν Οΰν-
Π

τερ Ντέν Λίντεν1 (γέλωτες). Ίσχυρίσθη δτι έπίομεν τό δηλητήριον μέ­


χρι πυθμένος· καί έγώ τον ευχαριστώ, διότι αυτό είναι τό χαρακτηρι­
Α.

στικόν τοΰ χριστιανού. ’Ιδού τί άναγινώσκομεν είς τό κατά Μάρκον


Ευαγγέλιον Κεφ. 15, 18: «έπίομεν καί τό δηλητήριον-». άλλ’ έν
τοσούτω βλέπετε, δτι καί ό νόΰς καί ή καρδία καί τό σώμα καί τά
ήθη ημών είναι εύ'ρωστα. Καί νά σάς εί'πω τον λόγον διατί είναι εύ­
ρωστα.
’Ιδού τό άγιον πνεύμα πώς λαλεΓ «Σημεία δε τοΐς πιστεΰσασι
παρακολουθήσει ταΰτα’ έν τώ όνόματί μου δαιμόνια έκβαλοΰσι»·
καί ελπίζω νά τοΰ τά έκβάλλω (γέλωτες άσβεστοι)- «γλώσσαις λαλή-
σουσι καιναΐς, δφεις αίροΰσι». καί εΐδετε ποιον φαρμάκων έξέχεεν ο
δφις οΰτος· «καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μήν αυτούς βλάφη». τό
δηλητήριον τό άντίδοτον δ έπίομεν είναι ή ’Ορθοδοξία, τήν οποίαν

’) Ή κεντρικωτέρα οδός του Βερολίνου.


5) Τό παρατιθέμενον τούτο χωρίον δέν είναι ακριβές - υπονοείται Μάρκ.
ιΓ, 18.
138 Άμίλκα Σ. Άλιβιζάτου

εποτίσθημεν ούχί έν Ποδούη ή έν Ούντερ Ντέν Λίντεν, άλλ’ εις τούς


κόλπους τής μητρός ήμών εκκλησίας έν Βοσπόρω, αν θέληης οΰτινος
τά νάματα είναι καθαρώτατα καί ούχί θολά ώς τά τής Δύσεως, καί
ιδίως τής Γερμανίας, δπου υπάρχει πλιείστη θεολογία καί ούδεμία
θρησκεία· «επί αρρώστους χεΐρας έπιτθήσουσι καί καλώς έ'ξουσι».—
Πλήρης δυσμενείας καθ’ ήμών ό Κ. Καλλιγάς ώμολόγησεν δτι επλη.
γώσαμεν την καρδίαν αυτού καί τό ύγιέστερον μέρος καί, Ιάν είχε
μάχαιραν, θά άπέκοπτε τό πληγωθέν μέρος, έκφράζων οΰτω την πο-
νηρίαν αυτού. Άπαντώμεν.
Ύπήρχον καί επί τών Αποστόλων άνδρες τοιούτοι παραπονού-
μενοι διά τάς πληγάς, τάς οποίας έλάμβανον από τους λόγους τών
’Αποστόλων, καί δ Παύλος τί άπεκρίνατο; «Τίς δ εύφραίνων με,
είμή δ λυπούμενος εξ εμού;»1 Σε αγαπώ κ. Καλλιγά, καί τό σημεΐον
αυτό τής δυσαρέσκειας καί τής θλίψεώς σου είναι σημεΐον τής προσε­
χούς μετανοίας σου καί αν ήδελες αστοβλέτμει είς τόν διδάσκαλόν σου
Φαρμακίδην, ήθελες ίδεΐ, δτι άπεβίωσε μετανοών, δΓ δσα είς την
δρμήν του έξήμεσε καί εναντίον τής θρησκείας καί τής Εκκλησίας.
Καλός.— Δεν εΐνε αληθές’ ώς έζησε καί άπεβίωσε’ δεν μετενό'
ησεν.
.

Ίακωβάτος.— Είναι ιστορικόν.
Καλός.— Δεν έ'χεται αλήθειας.
Ηακωβάτος.— Άνασκευάσατέ το.
Π

Καλός.— Έάν εΐχον τόν λόγον.


Ίακωβάτος.— ’Ακολούθως σάς τόν παραχωρώ. 'Η θεμελιώδης
Α.

ιδέα τού κ. Καλλιγά, δστις ενόμισεν δτι, ών ό Καλλιγάς είναι καί


Κάλχας (γέλως), ενώ, άλλως, Καλλιγάς δηλοΐ παπουτσής ....
Τινές.—(’Αριστερόθεν). Αύτη είνε ύβρις, κύριε Πρόεδρε (θόρυβος).
ΙΙρόεδρος.— 'Ησυχία, κύριοι, σάς παρακαλώ.
Ίακωβαιυς.— Έάν γράφητατ μέ δύο λάμβδα.
Πρόεδρος.— 'Ο λόγος, ό οποίος σάς εξέφυγε, κύριε Ίακωβάτε,
είναι προσβλητικός, είναι απλή ύβρις χωρίς νά συντελνή ούτε προς
την γνώμην σας, ούτε προς άναίρεσιν τών εναντίον σας, καί δια
τούτο σάς παρακαλώ νά τόν άνακαλέσητε.
Ίακωβαιος.— Νά εΐπω τόν λόγον καί τότε τόν ανακαλώ- έάν
γράφητε μέ δύο λάμβδα, τότε θά εϊπη ωραίος άνθρωπος .... (θόρυ­
βος) .... χάνι... (θόρυβος).... τό ανακαλώ. Ένθυμείσθε, κύριοη
τάς φράσεις τού κ. Καλλιγά έναντίον ήμών, δτι έξεφράσθην μέ τόν

ή Βλ Κορινό. β', 2.
Ο Γ. Τυπάλβος Ίακωδϊχος καί ή εκκλησιαστική άφομοίωσις 139

φανατισμόν μιας ψευδούς γνώμης. Άν τούτο έ'χη καλώς, ημείς εϊμεθα


φανατικοί Ίησουΐται, μαθηταί τού Λοϋόλα1 έμαθητεύσαμεν έν Πο-
δούη ! Καί αυτά οί όμόφρονες τά θεωρούν, δτι είναι αδιάφορα1
εάν ημείς εΐπομεν, δτι τό όνομά του έχει άλλην σημασίαν ή εκείνην
την οποίαν δίδει διά τής ορθογραφίας, έχάλασεν ό κόσμος! Δεν ειναε
δικαιοσύνη αυτή ! ’Οφείλετε ν’ άκούσητε1 ουδείς μάλλον εμού είναι
υπέρ τής Ιλευθερίας τού λόγου, διότι εγώ δύναμαι ν’ άγορεύσω πο-
λύν καιρόν καί καθ' έκάστην από τού βήματος τούτου1 επομένως
ζητώ την ελευθερίαν τού λόγου, καί εδώ τό λέγουν Συνέλευσιν — λό­
γος μου καί λόγος σου. Με τον φανατισμόν μιας ψευδούς γνώμης
ύπερησπίσθη ό κ. Καλλιγάς τό αύτοκέφαλον1 καί επειδή ό λόγος
περί αυτοκέφαλου, επιθυμώ νά έξαγάγω την Συνέλευσιν εκ μιας πλά­
νης καί μιας απάτης1 καί μη προς βάρος σας, διότι δεν εισθε ιερείς
καί αρχιερείς, άλλ’ εισθε λαϊκοί. ’Άλλο μεν τό αύτοκέφαλον τό επί
’Ιουστινιανού, τό άναφερόμενον εις την ’Αχρίδα καί τήν Κύπρον καί
εις άλλας εκκλησίας, άλλο δέ τό σημερινόν αύτοκέφαλον ώστε συγχέ-
ουσι δύο πράγματα εκ διαμέτρου εναντία1 τί ήτο τό αύτοκέφαλον επί
’Ιουστινιανού ; απλούς τίτλος τιμής. Ή πατρίς τού ’Ιουστινιανού
.
ήιο πόλις τού βασιλείου καί ή πόλις δεν διετέλει ανεξάρτητος, ού'τε

από τήν πνευματικήν δοξασίαν, ού'τε από τήν πολιτικήν τής Αύτο-
κρατορίας. Επομένως προς τί άναφέρουσι τό αύτοκέφαλον τής Άχρί-
δος, τής Κύπρου καί άλλων εκκλησιών ; Δέν έχει νόημα τό τοιυύ-
Π

τον, ούδέ είναι τό αύτοκέφαλον περί τού οποίου ποιούμεν λόγον


σήμερον. Ό Πατριάρχης Ιεροσολύμων, δστις δέν μνημονεύει τον οι­
Α.

κουμενικόν, αλλά πάσης επισκοπής ορθοδόξων, δέν είναι αύτοκέορα-


λος, κατά τήν ιδέαν τήν οποίαν ήΗέλατε νά προσκολλήσητε εδώ1
άλλο τό έν καί άλλο τό άλλο. Τό σημερινόν αύτοκέφαλον είναι ανταρ­
σία. Μέ τοιαύτην ιδέαν τού αύτοκεφάλου έρχεται ό Κ. οΰτος ό προ-
αγορεύσας νά επιτεθή εναντίον ημών, δτι μέ τον φανατισμόν μιας
ψευδούς ιδέας παρουσιάσθημεν ενώπιον τού Πανελληνίου καί εχαρα-
κτήρισεν, δτι δέν είναι ιδέα προερχομένη εξ ειλικρίνειας καί δτι αν
θέλωμεν ν’ άναπνεύσωμεν τον αέρα τής ελευθερίας όφείλομεν ν’ άνα-
βώμεν εις τήν Άκρόπολιν τών ’Αθηνών.
Τινές.— 'Ωραία.
Ίφκωβα,τος.— Ή έκφρασις είναι ωραία, άλλ’ ή ιδέα είναι τμευ-
δής. Ό χριστιανός δέν έχει χρέος ν’ άναβή εις Άκροπόλεις, διά νά
λάβη to πνεύμα καί τήν αύραν τής ελευθερίας, διότι αύτό είναι
αντικρυς εναντίον τού Εύαγγελίου, τό όποιον κηρύττει δτι, δπου
140 Άμίλκα Σ. Άλιβιζάτου

πνεύμα Κυρίου εκεί ελευθερία- όχι λοιπόν εις τήν Άκρόπολιν τήγ
.σημερινήν, άλλ’ ουδέ τών άρχαίων Ελλήνων υπήρξε ποτέ ή έλευθε-
ρία ή εθνική καί ή θρησκευτική- διότι τό πάλαι ύπήρχον εδώ εν
Έλλάδι, δπου την σήμερον εισθε ελεύθεροι, ύπήρχον τριάκοντα χιλι­
άδες πολίται και τετρακόσιαι χιλιάδες ειλοκων, δουλών, σκλάβων και
αν σεις είσθε ελεύθεροι, και εγώ μεθ’ ύμώ', δεν τό χρεωστώ εις ιήν
Άκρόπολιν τών ’Αθηνών, άλλ’ εις την Άκρόπολιν τής Σιών, από την
οποίαν προήλθε ιό πνεύμα τής ελευθερίας (χειροκροτήματα).
'Ημείς έκληρονομήσαμεν από τούς πατέρας ημών άλλα πράγμαιαι
τά όποια μάς άποιελοΰσι τό πρώτιστον έθνος τού κόσμου, και αεΐς
παρημελήσατε αυτά, διά τών οποίων παρουσιαζόμεθα οι έξοχώχεροι
τών ανθρώπων, και περιορίζεσθε εις τό μαγειρεΐον τού Άρνετ1. Τό
αύτοκέφαλον τής ’Εκκλησίας! και γνωρίζει ό φέρων αυτήν τήν γνώ­
μην ποιαν .βλασφημίαν απέναντι τής καθόλου έκκλ,ησίας εκτοξεύει,
καί απέναντι ό'χι μόνον τού ίδιου έθνους άλλα πάντων τών χριστιανι­
κών εθνών ; Είναι ψευδής γνώμη, μόνος ό φανατισμός τών σχολείων
τήν υποστηρίζει, άλλ’ αυτή δεν έχει ύποσιήριξιν ούιε εις τό Εύαγ-
γέλιον, ού'τε είς τήν κοσμικήν ιστορίαν. Τά πράγματα τήν διαψεύ-
.
δουσι, καί μή πλανάσθε άπό μίαν μικροφιλοτιμίαν, ότι θέλουσι νά

κάμωσιν αύτοκεφάλους, ενώ θέλουσι νά μάς περιορίσωσι διά νά σβέ-
σωμεν μεμονωμένοι. Γνωρίζετε, Κύριοι, βεβαίως καλλίτερα εμού, οτι
ύπήρξεν έν Κωνσταντινουπόλει ή άνακάλυψις τοΰ ' Ελληνικού πυράς.
Π

Τό Ελληνικόν τούτο πϋρ γνωρίζετε πότε άνεκαλύφθη ; Έπί τού λε­


γομένου έν Δύσει μέσου αίώνος- άλλ’ εν τή Ανατολή δεν ύπάρχε(
Α.

μέσος αιών, μάς πλανώσι τά εγχειρίδια τής δύσεως, όταν θέλωσι νά


εφαρμόσωσιν είς τήν Ανατολήν μέσον αιώνα. "Οταν ήρχιοεν έν χή
••δύσει ό μέσος αιών, τό σκότος, όταν έξηλείτρετο έκ τής Δύσεως ή
Ελληνική καί Ρωμαϊκή φιλολογία καί τό φώς τού Ευαγγελίου έμε-
τριάζετο, τότε εις τήν άνατολήν έλαμπον αί έπιστήμαι, αί τέχναι, ή
καλλιτεχνία- τότε άνηγέρθη ή Αγία Σοφία, τό ένδοξότερον κτίριον
τοΰ κόσμου καί διά τήν τέχνην καί διά τάς άναμνήσεις καί διά τήν
έλπίδα. ’Ήδη δέ έρχεται ό κ. Καλλιγάς καί λέγει- ή Ιδέα είναι ιδέα
μεσαιωνική, είναι φρίκη, αν νομίζη τις οτι αί ίδέαι τών Χρυσοστό-
μων, καί τών Βασιλείων, τών Γρηγορίων καί τών Αθανασιών είναι
Ιδέαι μεσαιωνικοί- είναι μεσαιωνικοί αί αντίθετοι, τάς οποίας πάντοτε
ή θέλησαν νά καθιερώσωσι μεταξύ ημών- καί πάντοτε άπέτυχον. Γνω-

’) Ό άγορεύων πιθανώς εννοεί τόν μύγαν Γερμανόν θεολόγον Joliauil


Arndt ("f 1881).
Ο Γ. Τυπάλδος Ίακωβδχος καί ή έκκληοιαον.κή άφομοίιιισις 141

ρίζετε, λέγω, τό ‘Ελληνικόν πΰρ ; Τό Ελληνικόν πΰρ είναι ή είκών τοΰ


Ελληνικού νοϋ, τό πϋρ τοΰ Ελληνικού νοϋ, και τό Ελληνικόν πΰρ
δεν σβύνεται μέ άλλον τρόπον ειμή με γην, με χώμα. ’Εάν τό Ελλη­
νικόν πΰρ δεν έσβΰνετο εις τά κύματα τής Μεσογείου, ουδέ εις τά
κύματα τής Προποντίδος καί τοΰ Βοσπόρου, άλλ’ έπρεπε να έπιτεθή
γή, χώμα, οΰτω καί τό πΰρ τοΰ 'Ελληνικού νοΰ δέν δύναται νά-
σβεσδή ειμή διά τοΰ χώματος τής Κρήτης, τοΰ Βυζαντίου, τής Θεσ­
σαλίας καί τής ’Ηπείρου (ωραία !). Ώμίλησεν ό κ. Καλλιγάς, δτι έκα­
στη εκκλησία ήτο αυτοκέφαλος από τών χρόνων τών ’Αποστόλων
μέχρι σήμερον ε’ιπον καί διεμαρτυρήδην, δτι ούτε ιερείς εϊμεΟα, ούτε
φιλόλογοι, καί διά τούτο τό άσφαλέστερον καί πρακτικώτερον καί
εθνικώτερον είναι νά μη κάμνωμεν μνείαν τοιούτου ζητήματος καί
νά άφήσωμεν την θρησκείαν δπως είναι, καταργουμένων εκείνων, τά
όποια έγένοντο επί τής εισβολής τών Βαυαρών. Επομένως δεν εΐ-
χον καί δρεξιν νά φέρω καί μαρτυρίας τής Εκκλησιαστικής ιστορίας
περί τής διοικήσεως τής Εκκλησίας από τών χρόνων τών ’Αποστό­
λων, άλλ’ δ,τι έχω καθήκον συνειδήσεως νά πράξω προς ημάς είναι
έκ τοΰ προχείρου νά Σάς αναφέρω τό Ευαγγέλιον. Ένθυμεΐσθε δτι,
.
όταν έμνημόνευσα τό δηνάριον, δπερ έκαστος χριστιανός οφείλει νά

δίδη εις την Μεγάλην Εκκλησίαν διά τους πτωχούς, έξυβρίσθημεν
αλλά δέν ένεθυμεΐτο δ κ. Καλλιγάς, δτι εξύβρισε τον "Αγιον Παύλον
καί δλους τους χριστιανούς τοΰ πρώην αιώνος. Γραφών εις τούς Κο-
Π

ρινθίους ό μακάριος Παύλος, λέγει (προς Κορινθ. Α', Ιζ', 1) «Περί


δέ τής λόγιας τής εις τούς ‘Αγίους ώσπερ διέταζα ταΐς έκκλησίαις τής
Α.

Γαλατίας, ούτο) καί υμείς ποιήσατε». Καί εν Μακεδονία ευρισκόμενος


ό Παύλος, διατάττει τάς Εκκλησίας τής Γαλατίας, τής Μακεδονίας,
τής ’Αττικής, τής Πελοποννήσου καί τής Ρώμης καί δλου τοΰ ’Ιλλυ­
ρικού, διότι αυτός ήτο ’Απόστολος τής ακροβυστίας, ως ό Πέτρος
ήτο δ τής περιτομής- επομένως είχε δικαιοδοσίαν !φ’ δλων τών ’Εκ­
κλησιών τών έκτος τής Παλαιστίνης.
«Κατά μίαν Σαββάτων έκαστος υμών παρ’ έαυτώ τιθέτω, θη·
» σαυρίζων δ,τι εάν εύοδώται, ινα μή δταν έλθω, τότε λογίαι γίνων-
* ταυ δταν δέ παραγένωμαι, ούς εάν δοκιμάσητε δι’ Ιπιστολών τού-
» τους πέμψω άπενεγκεΐν την χάριν ημών εις ‘Ιερουσαλήμ»1. Καί
λοιπόν από Κορίνθου άπεστάλησαν αί βοήθειαι, τά δηνάρια τών χρι­
στιανών είς την ‘Ιερουσαλήμ καί ήμεΐς, κατά τον κ. Καλλιγάν, βλα-
σφημοΰμεν τό "Αγιον Πνεύμα, αν εϊπωμεν, υποστηρίξατε τούς ‘Αγί-

’) Α'. Κ0θ. IT'. 2-5.


142 Άμίλκα Σ. Άλιβιζάτου

ους εν Κωνσταντινουπόλει, «εάν δε ά'ξιον ή τοΰ καμέ πορεύεσθαι,


συν έμοί πορεύσονται, έλεύσομαι δέ προς υμάς, δταν Μακεδονίαν
διέλθω- Μακεδονίαν γάρ διέρχομαι»1.
Και ποΰ είναι, κύριε πληρεξούσιε, ινα απόδειξης εναντίον αυτού
τοΰ Ευαγγελίου, δτι αι έκκλησίαι ήσαν ανεξάρτητοι, ή μία από τής
ά'λλης, καί δια λόγους πολιτικούς έλαβον αί εκκλησίαι έξάρτησιν
άμοιβαίαν; Είναι ψευδής γνώμη ύποστηριζομένη υπό τοΰ φανατισμού
των σχολείων καί τής νέας φιλοσοφίας. Προχωρών ό κ. Καλλιγας
εξετόξευσεν εναντίον ημών βέλη ειπών, «άφοΰ εγνώριζες την κατά-
στασιν αυτήν οπωσδήποτε τής ’Εκκλησίας, τί έζήτησες τήν ενωσιν;»
’Αμέσως τότε άπήντησε «διά νά διορθώσω καί τα εδώ>.
Τινές.— Δεν τό είπεν.
Ίακωβατος.— Τό είπεν ά'λλος· καί αυτό εΐπον στηριζόμενος εις
τό Εύαγγέλιον. ’Ακούσατε τί συνέβαινεν επί τών 'Αγίων ’Αποστό­
λων. Γραφών προς Φιλιππησίους ό Παΰλος λέγει- «Τινές μεν καί
» διά φθόνον καί έριν, τινές καί δι’ ευδοκίαν τον Χριστόν κηρύσσου-
» σιν». Ό Χριστός εκηρύττετο δι’ εριν, «οί μέν εξ αγάπης είδότες
» δτι εις απολογίαν τοΰ Ευαγγελίου κείμαι, οί δέ εξ έριθείας τον
.
» Χριστόν καταγγέλλουσιν ούχί άγνώς, οίόμενοι θλίψιν επιφέρει τοΐς

» δεσμούς μου. Τί γάρ, πλήν παντί τρόπω, είτε προφάσει, είτε άλη-
» θεία, Χριστός καταγγέλλεται- καί έν τούτφ χαίρω, άλλα καί χαρή-
» σομαι»Λ
Π

’Επρεπε λοιπόν, διότι υπάρχει ανωμαλία τις εις τήν Εκκλησίαν


τής ‘Ελλάδος, ημείς νά τήν κηρύξωμεν ξένην καί νά μη πλησιάσωμεν
Α.

διά νά γίνη μία αδελφική συνεννόησις ; Ήτό ποτέ καιρός, δτε δλη
ή ’Ασία εγένετο Άρειανή- ό Ιερώνυμος λέγει δτι έξεπλάγη δ κόσμος
δτε, χωρίς νά τό γνωρίζη, εύρέθη Άρειανός. Τί επραττον οί Πατέ­
ρες τής Εκκλησίας ; Έπλησίαζον, έδίδασκον, έκήρυξαν καί ήκούσθη-
σαν καί ακολούθως δ Χριστός έκηρύσσετο δρθοδόξως, δπως καί σή­
μερον κηρύττεται. ’Ιδού δ λόγος, κ. Καλλιγά, δι’ δν μολονότι έγνώ-
ριζον τήν ανωμαλίαν αυτήν ήθελον τήν έ'νωσιν, καί θέλω εξακολου­
θεί πολεμών μέχρι τής τελείας ένώσεως δλου τοΰ πληρώματος.
Καλλιγας.— Δέν τό είπον τοΰτο- τό είπεν δ κ. Ζαΐμης.
Ίακωβΰτος.— Ό προαγορεύσας πληρεξούσιος κ. Σχινάς, είπεν
δτι δύναται νά δώση κατάλογον τών κακουργημάτων τά όποια έπρά-
χθησαν μετά τήν άνακήρυξιν τοΰ αύτοκεφάλου τής Εκκλησίας κατά* *)

*) ΑύτοΟι. σελ. 5, 6.
*) Προς Φιλιππισίους α'. 15—19.
Ό Γ· Τυπάλδος Ίακωβαχος καί ή έκκληαιασχική άφομοίωσις 143

ίο 1 833. Είμαι βέβαιος δτι ό κατάλογος αυτός μέλλει νά είναι φρι­


χτό:, <ίς μοι συγχώρησή δμως νά αναφέρω έν περιστατικού, τό όποιον
δεικνύει τον διωγμόν καί τόν έσχατον διωγμόν κατά τής θρησκείας
τοΰ τόπου υπό τών ξένων, των Βαυαρών, τών είσβαλόντων εις την
Ελλάδα. Έγένετο διάταγμα άαα τή άνακηρύξει τοΰ αυτοκέφαλου τής
’Εκκλησίας, διάταγμα τής 25 Φεβρουάριου 1834 περί γυναικείων μο-
ναστηρίων, άποφασίσαν νά τά διαλύσουν. Διαλΰσατέ τα. Θέλετε νά
δημεΰσητε την περιουσίαν; Δημεύσατέ την, άδιαφοροΰμεν, άλλ’ δ τι
φέρει φρίκην εΐνε δτι ό νόμος επιβάλλει χρέος εις τόν επίσκοπον νά
ίπανδρευη τά: νόμφας τοΰ Χριστοΰ, τάς πτωχάς μοναχάς. Νομίζω
δτι δέν είνε ανοσιούργημα μεγαλείτερον, παρθένους αφιερωμένος είς
τόν Θεόν, νυμφας τοΰ Χριστοΰ, δχι μόνον νά ΰπανδρεΰητε, αλλά καί
νά ύποχρεοΰται δ πατήρ καί κηδεμών, ό επίσκοπος, νά τάς ύπαν-
δρεύση! Κάτι τι μεγαλείτερον παρά νά ύποχρεώνη δ νόμος ένα
πατέρα νά έκπορνευη την θυγατέρα. Καί μετά τοιοΰτους καρπούς νο-
μίζουσί τινες, δτι έφυτεΰθη τό δένδρον τής ορθοδοξίας κατά τ® 1833.
Παρατηρήσατε πόσον άτοπος ή το ή Ιδέα τοΰ αύτοκεφάλου προϊ­
όντος τοΰ χρόνου- τό εθνικόν πνεΰμα άναζωοΰται μετά 10 έτη, τό
.
εθνικόν αίσθημα τοΰ 1833 είναι άλλο' επί τοΰ αύτοκεφάλου τής

’Εκκλησίας κατά τό 1833 κηρύττεται δ τότε βασιλεύς αρχηγός τοΰ
διοικητικοΰ μέρους τής Εκκλησίας καί δλοι οΐ τότε συμπράξαντες
ίπερεπήνουν τοιαύτην διάταξιν· έρχεται τό 1843 καί παύει δ αρχηγός
Π

τής Εκκλησίας κατά τό διοικητικόν μέρος· δέν είνε πλέον δ βασιλεύς


αρχηγός μόνον τής ’Εκκλησίας, άλλ’ ουδέ καί τοΰ διοικητικοΰ μέρους,
Α.

καί ιδού άμεσος πρόοδος· ποΰ αποδίδεται ή πρόοδος αύτη ; είς την
άναζώωσιν τοΰ εθνικοΰ πνεύματος. Από τοΰ 1843 έως τοΰ^ 1850
νέα πρόοδος, διότι εάν είς τά 1843, κηρύττοντες αύτοκέφαλον την
Εκκλησίαν, ένόμιζον, δτι έχουν δίκαιον νά νομοθετώσι, μετά 6 έτη,
λέγουσι, πρέπει νά λάβωμεν τήν ευλογίαν τοΰ Πατριάρχου. Δέν είναι
πρόοδος; Δέν κατηργήθη τό πνεΰμα τοΰ 1843, ώς κατηργήθη από
τό έθνος τό πνεΰμα τοΰ 1833 ; ’Ήδη δέ έπανερχόμεθα είς τήν κα­
νονικήν ζωήν τοΰ έθνους, καί αν πραχθή τι άνωμάλως είς τό 1874,
θέλει διορθωθή καί θέλει διορθωθή μέ τόν νέον διάδοχον, δταν βα-
πτισθή εις τήν ορθόδοξον κολυμβήθραν. — Ό προαγορεύσας πληρε­
ξούσιος 'Αθηνών κ. Καλλιγάς ειπεν- «ημείς Ιλπίζομεν νά εκτείνωμεν
τα δρια τοΰ βασιλείου δι' άλλων μέσων, διά τοΰ πολιτισμοΰ, διά τών
βιβλίων, διά τοΰ εμπορίου». Νομίζω, δτι πάντα ταΰτα είναι φενα-
κισμοί. Ημείς θέλομεν νά πορευθώμεν διαφοροτρόπως ή δ,τι πο-
144 Άμίλκα 2. Άλιβιζάτου

ρεύονταε τά άλλα έθνη καί νά κάμω μεν τόπον εις τάς ξένας προπα-
γάνδας τάς καταχθονίους, ημείς δε οΰτε καν τον σύνδεσμον τον εθνι­
κόν νά διατηρήσωμεν μετά των άλλων όμοδόξων.
Θέλεις, κ. Καλλιγά, νά Σάς προτείνω εγώ έν μέσον, διά τού
οποίου ευθύς νά γίνης Κύριος τής μεγαλειτέρας αυτοκρατορίας τού
κόσμου ; ’Ερωτώ ν’ άποκριθής έν τιμή- εγώ ήξεύρω τά διανοήματα
σου, προγνωρίζω την άπάντησίν σου, αλλά δεν ιθέλω νά εί'πω, διότι
θέλω νά σεβασθώ τό Πανελλήνιον, ενώπιον τοΰ οποίου άγορεύομεν
καί συ καί εγώ- θέλεις μόνον ; ’Ιδού αυτό' δύνασαι νά λάβης την
‘Αγίαν Σοφίαν, δύνασαι νά γίνης Βεζύρης, δύνασαι νά γίνης στρα­
τάρχης μέ ένα λόγον ’Αλλάχ Ίλλαλάχ (γέλωτες). Καί με τοιαύτην λο­
γικήν, καί μέ τοιαύτην εθνικήν συνείδησιν ήθελες συμβουλεύσει τον
αγαπητόν ημών βασιλέα νά κάμη τό βασίλειον αυτό πρότυπον τής
’Ανατολής.
Παρακαλώ, μάς εΐπεν «είσαι μαθητής τοΰ Φαλμεράϋερ». ’Όχι,
κ. Καλλιγά, εγώ δεν είμαι μαθητής τοΰ Φαλμεράϋερ, διότι Γερμανικά
αγνοώ- εγώ είμαι διδάσκαλος τοΰ Φαλμεράϋερ. Γνωρίζω τά ύπό τοΰ
Φαλμεράϋερ γραφέντα πολύ πρότερον ή δτε τά έσκέφθη ό Φαλμε­
.
ράϋερ· σείς αγνοείτε τοΰ Πατριάρχου Νικηφόρου1 τό γράμμα καί

δεν εννοείτε αυτό, άλλ' εγώ τό είδον, τό έξήτασα, καί έν καιρώ τώ
δέοντι θέλω σάς αποδείξει τί έννοεΐ τό γράμμα τοΰ Νικηφόρου Πα­
τριάρχου. ’Εκείνο δμως, δπερ λέγω είς τον κ. Καλλιγάν, είναι τούτο,
Π

ή καταβαίνεις κατ’ ευθείαν γραμμήν από τήν δσφύν τοΰ Κάδρου καί
τοΰ Λυκούργου, ή εΐμεθα δλοι έπείσακτοι- άμα εΐμεθα χριστιανοί, εϊ-
Α.

μεθα γενναιότατοι "Ελληνες. Ό σκοπός τής παρατηρήσεώς μου ήτο,


καί δλον τό Πανελλήνιον μοί αποδίδει δικαιοσύνην, δτι, δταν ειπον
τον λόγον εκείνον, τον είπον από άπλοΰν πατριωτισμόν, διότι φρονώ,·
καί μετ’ έμοΰ δλοι φρονείτε, δτι άμα δύση ό ήλιος τής ’Ορθοδο­
ξίας, άλλο τι δεν μένει ή δτι συνήλθομεν έκ τών τεσσάρων περάτων
τοΰ κόσμου, άλλο τι δεν μένομεν, είμή αγέλη περιγραφομένη έν τό>Λ
ψαλμώ τώ λέγοντι «ό ήλιος έθου σκότος, καί έγένετο νύξ, έν αυτή
» διελεύσονται πάντα τά θηρία τοΰ δρυμοΰ- σκύμνοι ωρυόμενοι άρπα-
» σαι καί ζητήσαι παρά τοΰ Θεοΰ βρώσιν αύτοΐς».
Ούτω καί ημείς άποδυόμενοι τήν ορθοδοξίαν μένομεν αγέλη
κτηνών, τά όποια δεν θέλουσι φροντίζει πλέον, είμή περί τοΰ άρπά-
σαι καί ζητήσαι παρά τφ Θεώ βρώσιν αύτοις. "Εν τελευταΐον έπιχεί-
ρημα οφείλω νά έκθέσω είς τήν Συνέλευσιν. Συμβουλεύομεν άρά γε

') ΙΙιθανώς ένταΰϋα εννοείται Νικηφόρος ό Κάλλιστος (806—815 ;).


*0 Γ. Τυπάλδος Ίακωβάτος καί ή εκκληοιαστική άφομοίωοις 145

ημείς νά πράξη τό Ελληνικόν έθνος πράγμα νέον, πράγμα ίδιον, τό


οποίον ποτέ άλλο έθνος τοΰ κόσμου δεν μετεχειρίσθη και είς τό
οποίον νά μή ύπάγωνται αρά γε δλα τά έθνη τοΰ κόσμου; ’Όχι δ,τι
προτείνομεν ημείς ισχύει είς δλα τά κράτη, εις δλας τάς θρησκείας)
εις δλους τούς καιρούς καί είς δλους τούς τόπους. Ή μεγάλη Βρεττα-
νία έχει υπηκόους οκτώ εκατομμύρια καθολικούς- ποΰ υπάγονται οί
καθολικοί ούτοι ; ποιος ό αρχηγός τής θρησκείας αυτών ; δ Πάπας·
και ή μεγάλη Βρεττανία, ή αείποτε κακώς διακειμένη κατά τοΰ Πάπα,
ή οποία μηχανάται την καταστροφήν αύτοΰ, πώποτε δεν άπεφάσισε
ν’ απόσειση τον ζυγόν, τον λεγόμενον ζυγόν τής ξένης πνευματικής
εξουσίας. Άλλ’ οί επίσκοποι τής Ιρλανδίας καί τής ’Αγγλίας ύπό-
κεινται είς τον πνευματικόν αρχηγόν αυτών, τον Πάπαν, καί ό Πά­
πας όχι μόνον διατηρεί τούς επισκόπους αυτούς εν ’Αγγλία, αλλά κά­
μει διαγράμματα τοΰ εδάφους τής ’Αγγλίας, την διαιρεί επισκοπικώς,
την όργανίζει, δπως ημείς όργανίζομεν διοικητικώς τάς επαρχίας
ημών. Ή ’Ορθόδοξος αυτοκρατορία τής Ρωσσίας έχει τέσσαρα εκα­
τομμύρια καθολικών, άναγνωριζόντων αρχηγόν αυτών ξένην πνευμα­
τικήν εξουσίαν- μήπως μέ τό απόλυτον καί παντοδύναμον αύτοΰ 6
.
'Ορθόδοξος Αύτοκράτωρ άπεφάσισε ποτέ νά παραβή την πίστιν καί

τον λόγον του καί νά άποδιώξη από τής Πολωνίας την πνευματικήν
εξουσίαν τοΰ ξένου άρχηγοΰ ; Γνωρίζετε, δτι ό Πάπας δεν είναι Πα­
τριάρχης, καί δλαι αί επαναστάσεις τής Πολωνίας πηγήν έχουσι τήν
Π

θρησκείαν τήν καθολικήν- ποταμοί αίματος ρέουσι καί ποτέ ή ορθό­


δοξος Αυτοκρατορία δέν έκαμε βίαν εναντίον τής ξένης θρησκείας -
Α.

Ή ’Αγγλία έχει πεντήκοντα εκατομμύρια υπηκόων εν Ίνδίαις Μωα­


μεθανών, καί οί Μωαμεθανοί αυτοί άναγνωρίζουσι πνευματικόν ’Αρχη­
γόν αυτών τον Καλίφην, τον Σουλτάνον τής Κωνσταντινουπόλεως.
Νομίζετε, δτι ή αήττητος ’Αγγλία ήθελέ ποτέ νά στερήση τούς πεντή-
χοντα εκατομμύρια υπηκόους αυτής από τής πνευματικής βοήθειας,
τήν οποίαν λαμβάνουσι παρά τοΰ Καλίφου αυτών ; Ουδέποτε- καί
μάλιστα συνέπεσεν, δτι οσάκις εύρέθη ή ’Αγγλική Κυβέρνησις έν
Ίνδίαις είς δυσχερή κατάστασιν, έζήτησε τάς οδηγίας καί τάς ευλογίας
τοΰ Καλίφου, τοΰ Σουλτάνου τής Κωνσταντινουπόλεως, καί δι’ αυ­
τών τών οδηγιών έκυβέρνησε καί κυβερνά έν ειρήνη καί ησυχία τάς
Άνατολικάς ’Ινδίας. “Οταν λοιπόν έχωμεν δλα τά έθνη τοΰ κόσμου
οϋτω διάγοντα, οΰτω βιοΰντα, νομίζω, δτι δέν θά πράξητε εΐμή συμ-
φώνως μέ τό εθνικόν συμφέρον, μέ τήν τιμήν μας, καί μέ τό μέλλον
μας, εάν παραδεχθήτε τήν τροπολογίαν, τήν οποίαν έλαβον τήν τι­
μήν νά καθυποβάλω εις τό Πανελλήνιον.
"ΈημΧ. Φόβος ,, τόμ. J<J* **νχ. (*Απρίλιος·*Ιοννιος) 191 q 10
146 Ά. Άλιδιζάτου: cO Γ. Τυπάλδος Ίακωδάχος καί ή έκκλ. άφομοίωαις

[ Μετά ταΰτα ώμίλησεν δ Ρήγας Παλαμήδης έξιστορών την


ιστορίαν τής Ελλάδος άπδ τοΰ 1821. Κατόπιν ελαβε τον λόγον ό
πληρεξούσιος Ζακύνθου κ. Κωνταντΐνος Λομβαρδός, δστις άντέκρουσε
τούς κ. κ. Καλλιγάν και Ζαΐμην, ζητήσας επ'ι τέλους ΐνα ή Έθνο-
συνέλευσις άποφασίση περ'ι τής εκλογής τών ’Αρχιερέων έκ τής ψή­
φου τών Ιερέων. Τέλος Ιτέθη υπό ψηφοφορίαν τό ζήτημα καί εψη-
φίσθησαν τό πρώτον κα'ι δεύτερον άρθρα τοΰ Συντάγματος ώς φαί­
νονται εις αύτό].
Άθηναι xij 10|] Μαΐου 1913.

.

Π
Α.
ΘΕΑΤΡΟΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Α' ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ
Τή 7 Δεκεμβρίου τοΰ προπαρελθόντος έτους έν τώ Δη-
μοτικω Θεάτρφ Αθηνών έδόθη συναυλία «υπέρ των άπορων
οικογενειών τών έν τώ πολέμφ πεσόντων καί τών καταστάντων
ανικάνων» ύπδ της σχολής της ορχήστρας τοΰ ’Ωδείου 'Αθη­
νών, διευθυνομένης ύπδ τοΰ καθηγ. Armand Marsick, καί με­
γάλης χορωδίας έκ μαθητών καί μαθητριών, τή συμπράξει δέ
τής Kas Έλπίδος Καλογεροπούλου καί τών καθηγητών τοΰ
’Ωδείου : Κα« Math. Wassenhoven καί κ. Νικολ. Παπαγεωρ-
γίου. Ή συναυλία ήρχιζε διά τοΰ έκκλησιαστικοΰ άσματος
«Τή Ύπερμάχφ στρατηγω τα νικητήρια...», ψαλέντος ύπδ
χορωδίας έκ 300 μαθητών καί μαθητριών ύπδ την διεύθυνσιν
τοΰ έν τφ αύτφ ’Ωδείψ καθηγ. τής Βυζαντινής μουσικής κ.
Κ. Ψάχου, μετ’ αύτδ δ’ είποντο κατά σειράν, ώς ήσαν άναγε-
γραμμένα έν τώ Προγράμματι, τά εξής : Πατρίς Bizet, Marche
.
funebre A. Marsick, Andante Solenne Sgambati, Air d'

ottone Handel, Concerto Mozart, Preludio Καλομοίρη, Ή
γρηά Ζωή, Στέκει το βασιλόπουλο, Εισαγωγή Glazounow,
Π

La Vague et la Cloche Dupare καί Έμβατήριον Wagner.


Παρήν κατ' αυτήν ή Α. Μ. ό Βασιλεύς μετά τής Βασιλικής
Α.

Οικογένειας καί πάσα ή πνευματική καί κοινωνική άριστοκρα-


τια τής πρωτευούσης. Τήν συναυλίαν παρηκολούθησαν άπδ
θεωρείου καί οί τότε παρεπιδημοΰντες έν Άθήναις Μητροπολί-
ΐγ)ς Κιτίου κ. Μελέτιος, Επίσκοπος Μυρέων (νΰν Άργολίδος)
148 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

κ. ’Αθανάσιος, ’Επίσκοπος Χριστουπόλεως (νΰν Ναυπακτίαρ


και Ευρυτανίας) κ. ’Αμβρόσιος, καί ό Διευθυντής τής Ριζαρεί»
Σχολής (νυν δέ καί Καθηγητής τής Θεολογικής Σχολής
Πανεπιστημίου), Άρχιμ. κ. Χρυσόστομος ΓΙαπαδόπουλος.
Ή παρουσία των άνωτέρων τούτων κληρικών έν τή συναυ­
λία έγένετο αφορμή ν’ άνακινηθή έτι άπαξ το καί άλλοτε jj.
ζητηθέν ζήτημα τής σχάσεως τής ’Εκκλησίας προς το θέατρον.
Ύπήρξεν όμως ή έξής διαφορά έν τή ιστορία των συζητήσεων,
δτι μέχρι μέν τοΰδε τό ζήτημα διεπραγματεύοντο θεολογούν-;:
συζητηταί δλως άκαδημαϊκώς έν μελέταις έμπεριστατωμέναι:
καί έπιστημονικώτερον χαρακτήρα φερούσαις, καί δή έν -ηθικό-
θρησκευτικοϊς περιοδικοΐς καί φυλλαδίοις, ένώ τήν φοράν τα>
την τδ μέγιστον τής συζητήσεως μέρος έγένετο έν τώ ημερή­
σια) τύπω καί δή μάλλον ύπδ των πετώντι καλάμυ) δημοα:-
γραφούντων καί άλλων προσώπων, . μή έχόντων τά άπαιτοί·
μένα έφόδια προς σοβαράν καί έμβριθή έξάντλησιν τοΰ ομο-

λογουμένως όχι εύκολου θέματος τούτου. Δεν εΐνε δέ τόσον
εΰκολον τούτο, διότι απαιτείται τδ μέν θεολογική τις έπιση-
μονική προπαιδεία πρδς διευκρίνισιν τής κανονικής καί ηθική
Π

αυτού ύφής, τδ δέ ού τυχοΰσα αισθητική μόρφωσις καί άν::·


Α.

ληψις ϊνα καθορισθή ή θέσις καθόλου τής Τέχνης, ής τήν »


ριωτάτην αποτελεί τδ θέατρον έκφανσιν, έν τή Χριστιανικί
θρησκεία καί Εκκλησία καί έν τή διαπαιδαγωγήσει τοΰ ίν·
θρώπου. ’Ακριβώς δέ διότι εις τήν συζήτησιν άνεμίχθη κι
ή πρόχειρος δημοσιογραφία, έν ή, ως τοΐς πάσιν εινε γνουστόν.
πολλοί οί de omnibus et quibusdam aliis άξιοΰντες νά fc
φαίνωνται απλώς έπειδή χειρίζονται όπωςδήποτε τήν γραφίοι
— άκριβώς διά τούτο, λέγομεν, έδημιουργήθη μέγας κρίσεω''·
γνωματεύσεων καί αποφάνσεων κυκεών, έξ ού άπηρτίσθη μ1
περίεργος καί χαρακτηριστική έκκλησιαστική, κανονική, ήθ;κ[,
καί αισθητική θεατρολογία, έν ή οί —δλίγοι— μή γράψαντι;
επείγον τών θεατών τήν θέσιν, θέσιν ούχί έπίφθονον πάντωρ
θέατρον καί Έκκληαία 149

Ευθύς έξ αρχής παρακολουθήσαντες τήν θεατρολογίαν


-ταΰτην μετά πολλής τής έπιμελείας άμα καί τής υπομονής,
,θεωροΰμεν καλόν, πριν ή προβώμεν εις τήν διαπραγμάτευσιν
-τοΰ θέματος, να παρουσιάσωμεν αυτήν είς τον αναγνώστην ώσεί
.από τίνος σκοπιάς και έν επιβαλλόμενη σμικρύνσει.
Αμέσως τή επομένη τής συναυλίας τοΰ 'Ωδείου ή έφη-
^ερίς «Σκρίπ»1, φύλλον διακρινόμενον επί παταγώδει σκανδα­
λοθηρία, έοημοσίευσεν ύπο τον χυδαΐον τίτλον «Τδ ξεβράκωμα
τοΰ Ράσου» δριμύτατον άρθρον, έν ω διά φράσεων άποσκοπου-
5ών είς έμποίησιν άποτόμως άποτροπιαστικής έντυπώσεως,
κατήγγελλε τούς έν τή συναυλία παραστάντας κληρικούς ως
•ύψώσαντας τήν σημαίαν τοΰ αναρχισμού καί ως επιτηδευόμε­
νους τον κοσμοπολίτην, έπεσφράγιζε δέ τδ άρθρον διά τοΰ
ουλλογισμοΰ, δτι, άφοΰ ήδη έκαμαν τήν αρχήν νά παραστώσιν
:ϊίς το θέατρον, άς ύπάγωσι καί είς τά λοιπά νυκτερινά κέντρα
.
-καί τήν «ταραντέλλαν» καί τά «υπόγεια ζυθοπωλεία» καί τήν

«ξεχωριστήν κρεββατοκάμαραν». Τδ άρθρον τοΰτο έχρησίμευσεν
■:ώς έναυσμα μεγάλης δημοσιογραφικής πυρκαϊάς· έξεπήδησαν
κλειστοί συζητηταί καί σχολιασταί, διετυπώθησαν διάφοροι
Π

Αντιλήψεις καί γνώμαι, ως έκ τής υφής δέ καί τοΰ άριθμοΰ


Α.

αυτών φυσικόν ήτο νά λεχθώσι καί πράγματα ήκιστα σοβαρά


καί νηφάλια καί επιστημονικά. Καί οι μέν κατέκριναν διαρ­
ρήδην τήν πράξιν ταύτην των κληρικών, γνωματεύσαντες, δτι
ουτοι, παραβάντες ώρισμένους εκκλησιαστικούς περί θεάτρου
κανόνας, ύπόκεινται είς ποινήν άνάλογον προς τδ μέγεθος τής
παρανομίας. Είς τούτων μάλιστα, δνόματι Δ. Γ. Βασιλόπου­
λοζ, έθεώρησεν έπιβαλλόμενον δπως διαβίβαση πρδς τήν Τ.
Σύνοδον τής 'Εκκλησίας τής Ελλάδος καί ένυπόγραφον καταγ­
γελίαν, ϊνα ουτω προκαλέση έκδίκασιν τής ύποθέσεως καί κατα­
δίκην των καταγγελλομένων κληρικών. Οί δέ, έκ διαμέτρου
Αντίθετοι τούτων, τδ διάβημα τοΰτο τών κληρικών έχαρακτή-
#ισαν ώς ευθαρσή καινοτομίαν, θραύουσαν τά δεσμά άπηρχαιω-
’) 8 Δεκ. 1913.
150 Γρηγορίοι» Παπαμιχαήλ

μένων Αντιλήψεων και προλήψεων, άνυψοΰσαν τδν κλήρον sic


τήν άρμόζουσαν αότφ περιωπήν και συγχρονίζουσαν τήν δράοιν
αότών προς το νεωτεριστικόν τής νϋν εποχής πνεΰμα. Καί
αυται μέν αί δύο γνωματεύσεις άπετέλεσαν τά δύο άκρα Αντί­
θετα ρεύματα, μεταξύ δέ των άκρων τούτων κεΐνται ποικίλαι
έ'τεραι γνώμαι, αί πλεΐσται τών οποίων έστρέφοντο περί τέ-
έξής δύο κύρια σημεία:
α) Ούδείς λόγος σήμερον υπάρχει δπως άπαγορεύηται εις
τούς κληρικούς ή φοίτησις είς τάς καλάς καί ήθικάς θεατρι-
κάς παραστάσεις (κλασικών δραμάτων άρχαίων καί νεωτέρων)
καί τάς ευπρεπείς συναυλίας.
β) Ούδέν βεβαίως το αξιοκατάκριτον έν τή παρουσία κλη­
ρικών έν θεάτρφ κατά διδασκαλίας παραστάσεων ηθικών καί
άμεμπτων, άλλνά 1) οΰπω καιρός- 2) δεν υπάρχει μέτρον καί
κριτήριον αυστηρόν ορίου ηθικής αξίας ή απαξίας τών θεατρι­
.
κών έ'ργων- 3) το σημερινόν θέατρον είνε κατά το πλεΐστον

άνήθικον- 4) πάντοτε ή παρουσία κληρικών έν δημοσία δια-
χύσει προκαλεϊ δυσφορίαν παρά τή κοινωνία καί προξενεί
σκάνδαλον 5) δεν υπάρχει μία ηθική κοινή διά τούς λαϊκούς
Π

καί κληρικούς, αλλά δύο καί πλείονες- 6) θέατρον καί ήΜ


Α.

δεν συμβιβάζονται- 7) ή αισθητική (καλαί τέχναι) έλάχιστι


ωφελεί ή καί θετικώς βλάπτει- 8) το θέατρον είνε ολισθηρά
κατήφορος προς ευκολον καί γοργήν διαφθοράν τοΰ κλήρο/
9) το ζήτημα θά λυθή ύπο τοΰ χρόνου καί τής κοινωνίας, κτλ
Καί ταϋτα μέν γενικώτερον. 'Ερχόμενοι δ’ έπί τάς λε­
πτομέρειας, παρακολουθήσωμεν τά κατά καί τά ύ π έ ρ τοΟ
θεάτρου έν σχέσει προς τον κλήρον γραφέντα.

Τήν πρώτην θέσιν έν τή άποδοκιμασία τοΰ διαβήματος


τών κληρικών κατεΐχεν, ως είπομεν ανωτέρω, ή έφημερίς
«Σκρίπ», ήτις, οίονεί άναγνωσματοποιήσασα το πράγμα, καθΓ
έκάστην σχεδόν «έπανήρχετο» έπί τύ θέμα δαιμονιωδώς 03'
ρυβοΰσα, μή άπαξιώσασα δέ νά δημοσιεύση καί ρυπαράς ψ
θέατρον καί Εκκλησία 151

λοιογραφίας"·2. Μετά την δημοσίευσήν τοΰ προμνημονευθέντος


άρθρου, έν τφ φύλλο) τής έπιοόσης3 «Λαϊκός» τις έσπευσε νά
ουγχοιρή την έφημερίδα διά τδ άρθρον τούτο, διαδηλών δε
την ομοφροσύνην του προς τάς ιδέας της έχαρακτήρισεν ώς
«αναιδή» την έμφάνισιν των κληρικών εις τδ θεωρεΐον τοΰ Δη­
μοτικού Θεάτρου ώς προδίδουσαν «δλην την σήψιν καί τδν έκ_
φυλισμόν», δστις έπεξετάθη «καί είς τδν κλήρόν μας», ώνό-
μασε τδ διάβημά των «άνταρτικόν», παρέθηκε κανόνα τινά έκ-
κλησιαστικον, κατήγγειλε τούς κληρικούς δτι παρέβησαν καί
τδ μ άρθρον τοΰ Συντάγματος, έν ω λέγεται δτι ή ’Εκκλησία
τηρεί «άπαρασαλεύτως» τούς κανόνας καί τάς ίεράς παραδό­
σεις, καί καταλήγων ήρώτα έν αποστροφή αν ύπάρχη έν Άθή-
ναις εκκλησιαστική ’Αρχή καί πού είνε «διά νά προάσπιση
την ’Εκκλησίαν άπδ τά δηλητηριώδη μέ σχήμα ράσου ερπετά,
τά κρυφοδαγκάνοντα καί δηλητηριάζοντα παν υγιές».
. ’Εν τφ
φύλλη) τής αυτής ήμερομηνίας, άλλος «Άλλατΐνος» παρετήρει,

δτι, αύστηρώς διαγεγραμμένων οντων έν τή σημερινή κοινωνία
των ορίων των τάξεων καί των έπαγγελμάτων, ο κλήρος απο­
τελεί τάξιν καί «έπάγγελμα» άσχετον πρδς τδν δχλον καί
Π

άπολαύον έν τε τή κοινωνία καί τή πολιτεία ιδιαιτέρου σεβα­


Α.

σμού. Πώς λοιπόν ο κλήρος «νά χειροκροτήση μέ τά φαρδο­


μάνικά του άπδ τδ στηθαίον ένδς θεωρείου την γυμνώλενον άοι-
δόν;»’Εφ’ δσον «τδ Τυπικόν» (!) καί οί κανόνες τής Εκκλη­
σίας δεν μεταβάλλονται —καί είνε αδύνατον νά μεταβληθοΰν—,
τδ «πραξικόπημα» τών κληρικών «δεν είμπορεΐ νά όνομασθή
απλώς πρωτοτυπία, ούτε νά συγχωρηθή». Την έπομένην* τδ
«Σκρίπ» προέτρεπε τδν Μητροπ. ’Αθηνών νά διαμαρτυρηθή
κατά τών «προσβαλόντων την δ η μ ο σ ία ν τάξιν», προε-

*) 'Εν τφ φϋλλφ τής 14 Νοεμβρίου «δημοσίευσε γελοιογραφίαν παριστώσαν


θεατρικήν αίθουσαν καί σκηνήν, έφ' ής όρχοϋνται έξωμοι όρχηστρίδες, ας θεώνται
από τών έδωλίων τής α σειράς ευτραφείς κληρικοί. Ύπό τήν γελοιογραφίαν
ετέθη ή έρμηνεία: «Ή νέα έξανθρωπιατική δύναμις του κλήρου».
3) 10 Δεκ. *) 11 Δεκ.
152 Γρηγαρίου Παπαμιχαήλ

κάλει δε τήν Ί. Σύνοδον η νά έπιβάλη τιμωρίαν επί ιούς


«άντάρτας», ή, αν έγκρίνη τήν πράξίν των, «νά τδ είπη κα­
θαρά». ’Άλλος αναγνώστης δι’ επιστολής του προς τήν αυτήν
εφημερίδα5 έγνωμάτευσε κατά τής παρουσίας των κληρικών
καί έν τψ κινηματογράφο), διότι καί έν αυτψ άναπαριστώνται
«δεκολτέ καί έρωτικαί σκηναί καί άνηθικώτατα δράματα». Έν
τψ μεταξύ, τδ «Σκρίπ», άνυπομονοΰν, διότι ή Ί. Σύνοδος δεν
έφαίνετο ·καθορίζουσα τήν στάσιν αυτής πρδς τδ «ζήτημα»,
έβροντοφώνησεν δτι, επί τέλους, πρέπει αυτή νά λύση τδ ζή­
τημα, «ζήτημα τιμής καί ύ π ά ρξ ε ω ς διά τήν Εκκλησίαν»11,
έπειδή δ’ έν τή αξιώσει του νά ταραχθή δλος ό κόσμος έκ τής
θεατρικής του άρθρογραφίας, δεν έβλεπε προσγινομένην τήν ήν
άνέμενεν έντύπωσιν παρά τψ θρησκευτική) τύπο), ήρώτα7 διατί
τα τόσα έν Έλλάδι θρησκευτικά περιοδικά δεν έκριναν σύμφω­
νον πρδς τδν σκοπδν καί τήν άποστολήν των τήν διαπραγμά­
.
τευσή τοΰ ζητήματος καί ποιον σκοπδν έν τοιαύτη περιπτώ-

σει έχει ή έκδοσίς των. Έν τψ θεάτρψ δεν αίνεΐται ο Κύριος
έν χορδαΐς καί όργάνοις —έγραφεν έν τψ «Σκρίπ»8 Ματϋαι-
όπονλός τις— αλλά κατά τά ΰ/10 αινεΐται ή Αφροδίτη. Εις τά
Π

θέατρα φοίτα μέν καί ό Βασιλεύς καί ό άλλος κόσμος, άλλ’


Α.

οΰτοι «δεν εΐνε απολύτως υποχρεωμένοι νά γνωρίζουν τούς


άπαγορευτικούς κανόνας τής Εκκλησίας, ούτε είνε αυτοί οί των
κανόνων νομοδιδάσκαλοι καί έρμηνευταί, ούτε τρέφονται καί
παχύνονται υπό τής ’Εκκλησίας». «Θεολόγους τής νεωτέρας
έλαφράς σχολής» άπεκάλεσεν ή αυτή έφν,μερίς τούς έκ των
κληρικών ύπεραμυνθέντας τοΰ ηθικού θεάτρου έν τψ τύπψι
κατηγόρησε δέ καί καθηγητάς τοΰ Πανεπιστημίου ώς λησμο-
νήσαντας πρδ τοΰ κάλλους τής τέχνης τήν αληθή θεολογίαν»
διότι ώμίλησαν περί τέρψεως καί «ψυχολογίας» (γράφε: ψυ­
χαγωγίας), εύθυμογραφικώς δέ προσέθηκεν, δτι ούτως ή θεολο­
γία «αναπτύσσει νέον κλάδον αυτής : τήν θεατρικήν $εοΑο-·)

5) 11 Δεκ. ·) 10 Ίαν. 1914. 7) 20 Ίαν. ·) 12 Φεβρ.


Θέατρον καί Έκκληοία 153

γίαν»°. Διά τον αυτόν λόγον ό μηνυτής των κληρικών Βασι-


λόπουλος έδημοσίευσεν έν τώ «Σκρίπ»10 μακρόν άρθρον υπό τον
τίτλον «Οί άντάρται τής ’Ορθοδόξου Χριστιανικής ’Εκκλησίας»,
έν τψ όποίιρ δριμύτατα έκάκιζε τους κλν^ρικούς έπί τώ δτι,
μή άρκεσθέντες εις την έν τω θεάτριρ παρανομίαν, «οί ίδιοι
άνέλαβον έκοτρατείαν κατά των κανόνων», την διαγωγήν των
δ’ έχαρακτήρισεν ως διαγωγήν «έχθρών τής ’Εκκλησίας καί
των κανόνων», οίτινες «δεν έχουν θέσιν έν τή ’Εκκλησία, είνε
ανάξιοι νά φέρουν τό ιερόν τοϋ κληρικού ένδυμα καί τό τής
ίερωσύνης άξίωμα» καί, επομένως, επιβάλλεται τάχιστη ή καθαί-
ρεσίς των. Τό θέατρον —λέγει— δεν εινε σχολεΐον έξευγενι-
σμοΰ, άλλ’ έν αύτώ οργιάζει ό παγκάκιστος κατά μυρίους
τρόπους ... Τούτου ένεκα συνίστα ό άρθρογράφος νά παύση νά
έπικοινωνή προς τούς κληρικούς τούτους πας αληθής Χριστι­
ανός, νά μή προσαγορεύη αυτούς Σεβασμιωτάτους, νά μή άσπά-
.
ζηται τάς δεξιάς των, νά άποδοκιμάση καί νά περιφρόνηση αυ­

τούς, ως έχθρούς τής Εκκλησίας, ευρισκομένους έξω τοΰ περι­
βόλου της· εις ταΰτα δέ προσέθετε καί τό «Σκρίπ» : ν’ άπο-
δοκιμάζη αυτούς ή κοινωνία οπουδήποτε καί άν ήθελον έμφα-
Π

νισθή.
Α.

Τπεκίνει δήλα δή ή έφημερίς αΰτη τον λαόν εις στάσιν


σχεδόν !
Ή υπό πρίσμα στενής άντιλήψεως έπίκρισις τής παρου­
σίας των κληρικών εις τήν συναυλίαν καί ή κακοήθης προσ-
πάθ εια προς δημιουργίαν ζητήματος καί έκμετάλλευσιν αύτοΰ
θά έπρεπεν, ώς είκός, νά έγείρη συζήτησιν περί τούτο κυρίως
το σημεΐον : άν καλώς ή κακώς έποίησαν ούτοι παραστάντες
κατά τήν συναυλίαν τοϋ ’Ωδείου, τήν γενομένην έν τώ Δημο­
τικοί Θεάτρω, δσοι δέ είχον πρόθεσιν νά κρίνωσι τά ύπο τοΰ
«Σκρίπ» γραφέντα καί τό διάβημα τοΰ μηνυτοΰ, θά έπρεπε
νά περιορισθώσιν εις τήν ειδικήν μόνον ταύτην περίπτωσιν. Τό

’) 28 Ί«ν. 10) 11 Ίαν.


154 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

θέμα, έν τούτοις, εΐνε τόσον πολυμερές καί πολύπλοκον, παρου*-


βιάζει τόσας έπόψεις, ώστε έν τή δίνιη τής συζητήσεως οΰ
μόνον καί έγενικεύθη τοΰτο καί έμερίσθη, άλλα καί έγράφη-
σαν πράγματα δλως άσχετα προς αυτό, ώς π. χ. περί τοΰ αν
πρέπη οι κληρικοί να φοιτώσιν εις τα θέατρα, άδιακρίτως,
ένψ ούδείς σωφρονών ήδύνατο να θέση τοιοΰτο ζήτημα, ούτε
εις τοΰτο κατέτεινεν, οΰτε τοΰτο ύπεδήλου ή περί-
στατική δλως παρουσία των περί ου ό λόγος κληρικών
έν τή συναυλία. Ύπό ταύτην ακριβώς την δψιν καί έξή-
τασαν οί περισσότεροι τδ ζήτημα τοΰτο.
Ούτως αί «Άθήναι»11 έγνωμάτευσαν δτι τδ έργον τοΰ ίε-
ρέως ουδεμίαν απολύτως έχει σχέσιν πρδς τδ σύγχρονον
θέατρον, δτι δ' ή συντηρητικότης έν τισιν άποτελεΐ ανάγκην
ύπάρξεως διά τδ κράτος ήμών καί τδ έθνος. Ό Θ. Βελλια-
νίτης έν τή αυτή έφημερίδι12 άνατρέχων είς τδ παρελθδν ευρί­
.
σκει, δτι τδ ζήτημα είνε παλαιόν, άνάγει δέ την άρχήν αύτοΰ

εις τδ 1835, άφ’ δτου αί Άθήναι έγένοντο πρωτεύουσα τοΰ
Έλληνικοΰ Βασιλείου. Τότε —λέγει— οί ιερείς παρίσταντο είς
θεατρικάς παραστάσεις χωρίς να προξενή ή παρουσία των σκάν-
Π

δαλον παρά τω λαψ. Φαίνεται—έξακολουθεϊ--ότι ή τότε κοινω­


Α.

νία ειχεν εύρυτέρας καί μάλλον φιλελευθέρους άρχάς, καί τδ


θέατρον έθεωρεΐτο ίδρυμα διαπλάττον τά ήθη. Τότε δεν ύπήρχον
τα ανήθικα έργα, ούτε τά κατοπτρίζοντα τδν πραγματικόν
βίον. ' Καί δεν θά ήτο ευπρεπές, ουδέ θά συνετέλει είς τον
πρδς τδν κλήρον σεβασμόν τδ νά έβλεπεν ό λαός τδν κλήρον
παρακολουθοΰντα *πολλά άπρόοπτα» τοΰ θεάτρου. Έν τφ «Χρό­
νιο»13 Γ. Π-ήλ τις έγραψεν, δτι έάν ήθελεν έπιτραπή είς τους
κληρικούς ή είσοδος είς τδ θέατρον, οΰτοι θά συχνάζωσι τότε
καί είς θεάματα μή διδακτικά, ή δ’ ένστασις δτι είς ταΰτα
παρουσιάζονται καί κοράσια, ούδέν λέγει, διότι «έτσι έσυνειθί-

Μ) 25 Δεκ. 1913. 1!) 3 Ίαν. 1914 : «θέατρον καί Κλήρος·. ,8) 8—9 Δε*.
1913.
θέατρον καί Έκκληαία 155

σαμεν», έστω και κατά πρόληψιν. Ό ασκητισμός, δήλ. ή αποχή


από πάσης ηδονής καί ψυχαγωγίας, παραμένει καί νϋν ως
κύριον γνώρισμα τοΰ κλήρου. Έξ άλλου εις «πρφην Είρηνο*
δίκης καί ήδη συνταξιούχος» Παναγ. Γκίμης, έπιτιθέμενος
έν τφ αΰτφ φύλλωΚ κατά τής «Άναπλάσεως» ως μή καυ-
τηριασάσης τό «μέγιστον σκάνδαλον των γνωστών θεατρομα­
νών άνωτέρων κληρικών», άλλά γραψάσης άρθρον «αυτόχρημα
ανούσιον καί εμετόν προκαλοΰν», άποκαλεΐ τό θέατρον, έν ω
ή γνωστή συναυλία έδόθη, «Θέατρον τοΰ Διαβόλου». Ή «Έφη-
μερίς»16 έχαρακτήρισεν ώς πολύ ολισθηρόν τον «κατήφορον»
από τοΰ έπιτετραμμένου εις τό μή έπιτετραμμένόν θέατρον. Έν
τή «Σημαία»16 «Συναξαριστής» τις έξετάζει τό ζήτημα διά μα­
κρών έμβριθέστερόν πως καί άπό περιωπής. Αι ίδέαι αΰτοΰ
δύνανται νά συνοψισθώσιν ώς εξής: Τό ζήτημα είνε θεμελιώ­
δους σοβαρότητος, δεν είνε δ’ άρμόδιαι προς συζήτησιν αύτοΰ
.
αί ήμερήσιαι έφημερίδες, έν αίς αναγκάζεται' τις νά άποφεύγη

την ωμήν κυριολεξίαν διά περιστροφών καί υπεκφυγών. 'Η
τέχνη είνε ή έκφρασις τοΰ ένστικτου τής αναπαραγωγής. Ή
τέχνη καί ή ηθική δύνανται νά παραβληθώσι προς δύο πλευ­
Π

ράς πυραμίδος, αϊτινες προς τά άνω μέν συμπ)ησιάζουσιν άλλή-


Α.

λαις καί επί τέλους ένοΰνται εις κοινήν κορυφήν, προς τήν βά-
σιν δ’ δμως άφίστανται επί μάλλον απ’ άλλήλων χωρίς νά
ύπάρχη ελπίς νά συναντηθώσιν. Ούτως άμφότεραι άπό περιω­
πής μέν έξεταζόμεναι είνε έν καί τό αυτό, άλλ’ δταν ληφθή
ύπ’ δψιν δτι ή άνθρωπότης — καί είδικώς ή ελληνική κοι­
νωνία -— εΰρηνται προς τήν βάσιν, καθίστανται άσχετοι προς
άλλήλας, διότι ή μέν τέχνη, πολυμερής οΰσα καί πολύτροπος,
έν ταϊς έκδηλώσεσί της, παραμένει πάντοτε μία καί ενιαία, ώς
μία καί ενιαία είνε ή ζωή τήν οποίαν έκφράζει, ή δέ ηθική,
έκφρασις οΰσα τών κοινωνικών άναγκών καί τών μεταβλητών
βιωτικών συνθηκών, συμμεταβάλλεται μετ’ αύτών, είνε άρα
ι4) 4 Φεβρ. 1914. <5) 10 Δεκ. 1913. 10) 23, 25, 29, 31 Δεκ.: «Έκκληαία
καί θέατρον».
156 Γρηγορίοο Παπαμιχαήλ

πρόσκαιρος, παροδική καί μεταβατική καί, επομένως, ούτε μία


οΰτέ ενιαία. Εντεύθεν δεν δύναται νά ύπάρχη άληθές καί
αντικειμενικόν κριτήριον μεταξύ ήθικοΟ καί ανήθικου έργου
τέχνης, προκειμένης ούχί βεβαίως διακρίσεως μεταξύ υπογείων
καταγωγίων καί ωδικών συναυλιών, ένθα ή άπόστασις είνε
φανερά, άλλα τής απείρου ποικιλίας τών έργων τής τέχνης.
Τό θέατρον, ως διανοητική έκφρασις, άγαγοΰσα εις έξάρθρω-
σιν τής ρωμαϊκής κοινωνίας, είνε εντελώς ασυμβίβαστον προς
τήν ασκητικήν υφήν του Χριστιανισμού καί προς τό ηθικόν επί­
πεδον τής συγχρόνου ελληνικής κοινωνίας. Μόνον όταν παύ-
σωσι νά σκανδαλίζωνται αί συνειδήσεις τοΰ κοινού θά καταστή
δυνατόν νά παρασχεθή πλήρης ελευθερία εις τον κλήρον ως
προς τήν φοίτησιν εις τά θέατρα. Διότι, διαφωνίας έν τούτω
ύπαρχούσης μεταξύ τών λαϊκών καί τών κληρικών ώς προς
τήν ήθικήν έκτίμησιν τοΰ αύτοΰ πράγματος, ώς μόνον μέτρον
.
κρίσεως δέον νά λογισθή ο ένδεχόμενος σκανδαλισμός τών

χριστιανών καί ούχί ή υποκειμενική τοΰ κληρικού άντίληψις,
καί έν ή έτι περιπτώσει θά προυκειτο περί άπλοΰ ψυχαγωγι­
κού μέσου. Άλλ’, έν γένει, άλλοίμονον εις τον κληρικόν, οστις
Π

θά άνέμενε νά μορφωθή καί νά διδαχθή παρά τοΰ θεάτρου!


Α.

Ό Ε. Κουλονμβάκης έν τή έφημερίδι αύτοΰ «Μέλλον»1', κατα··


κρίνων τήν έν ήμερησίαις έφημερίσι περί κλήρου καί θεάτρου,
περί δόγματος καί λατρείας, περί ηθικής καί σκανδάλου, περί
έκκλησ. κανόνων καί απαιτήσεων τής έποχής συζήτησιν ταύ-
την, προκληθεΐσαν έξ έξάψεως στενοΰ φανατισμού τών τε κατα-
κραυγασάντων λαϊκών καί τών ύπεραμυνθέντων «αχαλίνωτων
καί κορυβαντιώντων» κληρικών, έθεώργ]σε τιμωρητέους τους
-δημοσιογραφήσαντας κληρικούς, οϊτινες θέματα τοιαΰτά έθεώ-
ρησαν τόσον απλά, ευχερή καί πρόχειρα, ώστε νά συζητήσω-
σιν αυτά έν όλίγαις λέξεσιν έγγράφως ή προφορικώς. Ό
Μιλτ. ”Αννινος Καβαλ?.ιερατοςίΆ χαρακτηρίζει ώς «άστειοτάτην»

·7) 2 Φεβρ. 1914. ,Β) Κλήρος τοΰ συρμοΰ, έν τοϊς «Άθήναις».


θέατρον καί 'Εκκλησία 157

την «ιδέαν της κοσμικοποιήσεως τοϋ ράσου», ώς άποδεικνύ-


ουσι, κατ’ αυτόν, τα έντεΰθεν προκύψοντα μύρια άτοπα, άτινα
έπί τέλους θά μεταβάλωσι τον κλήρον εις «κλήρον τοϋ συρμοΰ».
Οί τον «θεατρισμόν τοϋ ράσου» ύποστηρίζοντες όρμώνται άπό
τής άτομικώς κακοήθους θεωρίας των ηθικώς έκλυτων τοϋ :
«ουδέν αισχρόν εί μή τοΐς χρωμένοις οοκεΐ». Την οις προς τό
θέατρον σημερινήν θέσιν τοϋ κλήρου θεωρεί μέν «κακόν», άλλ’
«ευ κείμενον», μειονεκτικήν μεν καθιστών την έν τή κοινωνία
θέσιν τοϋ κλήρου, ούχί δμως όρισθέν ύπό κοσμικών, άλλ’ έπι-
βληθέν ύπό τών Πατέρων τής Εκκλησίας, διότι οί είς ύπέρ^,
τερόν τινα σκοπόν έν τώ κόσμω κεκλημένοι, «πρέπει να μέ-
νωσιν είς άπόστασίν τινα», προσπορίζουσαν αύτοΐς κΰρος, δπερ
διά τό άκοινώνητον ακριβώς απέκτησαν οί Πατέρες. Ουτω
πάντοτε καί έν τή έλληνορρωμαϊκή άρχαιότητι έπολιτεύοντο
οί έπίλεκτοι, ώς μαρτυροΰσι τά παραδείγματα τοϋ Θεμιστοκλέ­
.
ους, οστις άμ’ ώς ήψατο τής πολιτείας άπέστησεν εαυτόν κώ­

μων καί πότων, — τοϋ Περικλέους, ό'στις «κλήσεις τε δείπνων
έξέλιπε καί την τοιαύτην άπασαν φιλοφροσύνην καί συνήθειαν,
δυσφύλακτον γάρ έν συνήθεια τό προς δόξαν σεμνόν έστι»,
Π

—τοϋ Φωκίωνος, ουδέποτε θεαθέντος ώς κλαύσαντος ή γελά-


Α.

σαντος ούδ' έν βαλανείο), δτε δημοσία έλούετο, «έκτος έχοντος


την χεΐρα τής περιβολής»,—τοϋ Κάτωνος, δυσκινήτου προς γέ­
λωτα καί άχρι μειδιάματος σπανίως διαχεομένου, — τοϋ Αιμί­
λιου Παύλου κλ. «Ή είσοδος τών κληρικών είς τά θέατρα
—λέγει έν τέλει—, προκειμένων μάλιστα ηθικών καί έθνικών
παραστάσεων δεν φαίνεται αληθώς παράχορδος, άλλ’ είνε προ-
τιμότερον νά σταματήσουν είς τό κατώφλιον τών καινοτομιών,
διότι ή οδός αΰτη είνε κατωφερής», δυναμένη νά άγάγη αυ­
τούς «είς την άνατροπήν ενός καθεστώτος διά νά συγκρημνι-
σθή μετ’ αύτών καί πάσα προς τό ράσον ύπόληψις σήμερον...
καί ή ευσέβεια καί εύλάβεια προς την Εκκλησίαν καί την
θρησκείαν αυριον» . . . «Φιλοποίμην» δέ τις*9 θεωρεί άδύνατον
1β) ‘Ο κληρικός είς τό θέατρον, «Τρεις Ίεράρχαι» 29 Ίαν. 1914.
158 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

νά συνταυτίσωσι τήν εαυτών άποστολήν ό μυσταγωγδς λει­


τουργός του Ύψίστου καί τδ Θέατρον, διότι δ σκοπός τοΰ δευ­
τέρου είνε «ή τέρψις της ακοής, ή σωματική ευφροσύνη, ή
έλευθέρα έκφρασις τοΰ ανθρωπίνου ύλικοΰ φρονήματος». Ό Κλη­
ρικός, δπως δταν παρευρίσκηται είς συναναστροφήν ή συμπό-
σίον, δεν δύναται νά παραμένη σκυθρωπός ή αδιάφορος, άλλ’
έπί τέλους θ’ άποβάλη τό προσωπεΐον τής συγκρατήσεως, ούτω
καί έν θεάτρφ ή συναυλία, θεωρών καί άκούων τά τελούμενα
καί αδόμενα καί δή καί τάς τών σωμάτων γυμνότητας, θά έπη-
•ρεασθή ηθικώς έπιβλαβώς, καθιστάμενος ούτως άξιος οίκτιρμοΰ.

Κατά τών ούτως άρνητικώς διατεθέντων καί πρός τήν


προκαλέσασαν τήν συζήτησιν ειδικήν περίπτωσιν τής συναυλίας
καί προς τό καθόλου ζήτημα τής φοιτήσεως τών κληρικών είς
τά θέατρα, άλλαι έφημερίδες τάντίθετα διετύπωσαν. Ούτως ή
«Εστία» αυτή τή ημέρα τής συναυλίας20 σχολιάζουσα τήν παρου­
.

σίαν τών κληρικών έν αυτή, έπεδοκίμασεν άνεπιφυλάκτως τό
διάβημα, γράψασα, συν άλλοις, δτι, άφοΰ «οί ιερείς μας έχουν
τιμητικήν είσοδον είς τά σπίτια μας, διατί νά μή δύνανται νά
Π

είναι παρόντες δπου συγκεντροΰνται αί οίκογένειαί μας ;» Ή


έπιδοκιμασία μάλιστα τοΰ διαβήματος τών κληρικών έξεδηλώθη
Α.

μετά ιδιαιτέρου τινός ένθουσιασμοΰ, τον όποιον οί «Καιροί» εύ-


ρον άτοπον έν υποθέσει «τόσον φυσική». Διατί —ήρώτων μετ’
έκπλήξεως— τόσος ενθουσιασμός έπί τή παρουσία κληρικών
είς τήν συναυλίαν τοΰ ’Ωδείου ; ΤΗτο μία καθυστέρησις έκ μέ­
ρους τής έκλεκτής τάξεως τών κληρικών μας καί αβουλία αξιο­
κατάκριτος ή μέχρι τοΰδε έμμονή των είς πρόληψιν καταδικα-
σθεΐσαν έν τή συνειδήσει καί τών μάλλον άσθενών τήν πίστιν».
Τανΰν κατερρίφθη το μεσότοιχον, δπερ έχώριζε τήν ίεροπρέ-
πειαν τών λειτουργών τής πίστεως άπό τών συγκινήσεων τής
τέχνης, δεν υπάρχει, επομένως, λόγος νά έξαρθή τό γεγονός,
ώσεί νά έπρόκειτο περί ιδεώδους έξυψώσεως τής θέσεως τοΰ

*·) 7 Δεκ. 1913.


θέατρον καί ’Εκκλησία 159

-κλήρου μας. Ή «Νέα Ελλάς»'21 έξέλαβε το γεγονδς ώς ένι-


σχύον τήν έλπίδα ταχείας συντελέσεως τής προ πολλοΰ όνει-
ροπολουμένης μουσικής μεταρρυθμίσεως διά τήν ήμετέραν
Εκκλησίαν, έάν το παράδειγμα των κληρικών τούτων έμιμοΰντο
καί άλλοι. Τδ «Έθνος»^ έχαρακτήρισε τδ γεγονδς ώς «βήμα
προόδου» δικαίως ύπδ πάντων έπικροτηθέν. ΤΗτο δέ καιρδς
πλέον νά γείνη τδ βήμα τούτο. ’Άλλα εϊνε τά μειοΰντα τδ
γόητρον καί τήν ηθικήν τού κλήρου, καί ούχί τδ καλώς εννο-
ούμενον θέατρο.ν. Ή έν τοιούτψ θεάτρφ παρουσία κληρικών άνω-
τέρας μέν κοινωνικής μορφώσεως καί άναπτύξεως, συνειδότων δέ
τήν θέσιν αυτών καί τήν αποστολήν, καθιστά σεμνότερον καί
τδ λαϊκδν περιβάλλον. Έν τώ αύτώ φύλλφ ό γνωστδς εύθυμο-
γράφος ΡΙπ κατακρίνει τους θεωροϋντας τήν μουσικήν, τδ θέ­
ατρον καί τδ άσμα ώς πειρασμούς, άπδ τών οποίων οφείλει
ν’ άπέχη δ κλήρος, καί άπαιτοϋντας τούς κληρικούς «νά κά-
.
θηνται άργοί, μέ χέρια σταυρωμένα, τά μάτια κάτω, εις ούδέν

χρήσιμοι, εις ούδέν ωφέλιμοι, ήμιάνθρωποι, υποτυπώδεις, ύπο-
άνθρωποι, τέλειοι διά τήν βασιλείαν τών ούρανών». Ό Μακ-
καβαϊος έν τή «Πατρίδι»’23 θεωρεί άνίσχυρον τδ έπιχείρημα δτι
Π

έν τώ θεάτροι οί κληρικοί θά ήνε ήναγκασμένοι νά βλέπωσιν


Α.

έξωμους κυρίας, άφοϋ τοιαύτας βλέπουσι καί συναντώσι καθ’


έκάστην έν ταίς όδοΐς (καί έν αύτφ έτι τώ ναώ), δέν δύναται
δέ τις πάντως ν’ άπαγορεύση είς τούς ιερείς τήν έν τή πόλει
διαμονήν των. Εις «Χριστιανδς» έν τοίς «Καιροίς»'2'1 ομολογεί
μέν δτι ύπάρχουσι σχετικοί απαγορευτικοί έκκλησιαστικοί κα­
νόνες, άλλά συγχρόνως πιστοποιεί δτι ούτοι σήμερον δέν έφαρ-
μόζονται, μιμνήσκεται δέ καί προηγηθείσης παραστάσεως κλη­
ρικών έπισήμων έν τψ Βασιλικψ Θεάτρφ κατά τάς έορτάς τής
75ετηρίδος τού Πανεπιστημίου ’Αθηνών καί πολλάκις έν τψ
Παναθηναϊκψ Σταδίψ κατά τε τούς αγώνας καί κατά παρα­
στάσεις αρχαίων δραμάτων. «Ό καλλίτερος κριτικδς διά τδν

!1) 10 Δεκ. 10 Δεκ. 23) 11 Δεκ. “) 13 Δεκ.


160 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

λαόν είνε ό παπάς, και όταν αυτός, καταδικάσ-iy εν έ'ργον, οέν


θά σταθώ τοΰτο». Οι γνωστοί κανόνες —κατά τον αυτόν—
άφορώσι και εις τούς κοσμικούς· «διατί λοιπδν νά μή άφορι-
σθοΰν καί οι λαϊκοί, άφοΰ ζητείται ή καθαίρεσις των κληρι­
κών ;» Έπανειλημμένως ήσχολήθη περί το ζήτημα έν τή
«Εστία» δ 77. Ρυδοκανάκης. Έν άρθρο) υπδ τον τίτλον
«Ράσο καί Τέχνη»')· φέρων ώς παράδειγμα τον «ήθικώτατον»
άγγλικανικδν κλήρον, δστις φοιτά είς τά θέατρα καί χάριν
άναψυχής δεν άπαξιοΐ οίκογενειακώς νά παίζη διάφορα γυ­
μναστικά παίγνια, φρονεί δτι ή έν τη κοινωνία παράστασις
των λειτουργών τοΰ Ύψίστου είτε έν μέτρο), είτε έν πάση
έλευθερία, έπιτρεπομένη εϊς πάντα ένάρετον άνθρωπον, δεν είνε
ζήτημα ηθικής ούτε προέρχεται έκ τοΰ καλού ή κακοΰ ποιου
τής καρδίας τοΰ ιερωμένου, άλλ’ έκ τής στενότητος ή εύρύτη-
τος τών έθίμων, τά δποΐα διαγράφουσιν είς εν έκκλησιαστικδν
.
καθεστώς τά δικαιώματα τοΰ κληρικού, όταν ούτος εξέρχεται

τοΰ περιβόλου τοΰ ναοΰ. Ή παρουσία κληρικοΰ είς συναυλίαν
— έργον Τέχνης— δεν θίγει τήν παράβασιν τοΰ αξιώματος, άλλα
τά έθιμα. ’Αλλά, παρεκτδς τών έκ τής ελληνικής όντότητος
Π

έκπηγαζόντων έθίμων, ύπάρχουσι καί έθιμα στρεβλά, προϊόντα


Α.

τής μακραίωνος δουλείας. Σήμερον δμως, «είς μίαν εποχήν


άνοίξεως δι’ δλας τάς ζωϊκάς δυνάμεις τής φυλής, μία άπδ τάς
ύψηλοτέρας έκδηλώσεις τής ελληνικής ζωής πρέπει άκόμα νά
έμφανίζεται κουκουλωμένη μέ τον τζουμπέν τής ραγιαδωσύνης;»
Ό Ήλ. 77 Β(ουτιερίδης) έν τη «Πάτριοι» έλέγχει τούς σκαν-
δαλισθέντας· «’Αδελφοί σκανδαλισθέντες ! Διατί νά γεννάτε πο-
νηράς σκέψεις είς τδ χριστεπώνυμον πλήρωμα, τδ όποιον ποτέ
δεν ήθέλησε νά κάμη μόνον του τδν ίδικόν σας συλλογισμόν,
δτι τδ ράσον έμφανιζόμενον είς τδ θέατρον αμαρτάνει;» Τοΰτο
άκριβώς τδ σκάνδαλον έφοβήθησαν οί πολλοί κληρικοί, οι όποιοι
θά ήθελον ίσως νά μεταβώσιν είς τδ θέατρον διά ν' άκούσωσι

”) 13 Δεκ. 26) 14 Δεκ.


θέατρον καί Έκκληαία 161

το θεσπέσιον έκεΐνο «Τή ύπερμάχφ». Ό Θ. Συναδινος έν τή


«Άκροπόλει»'27 άπορεΐ «πώς εύρέθησαν άνθρωποι, οι οποίοι εις
το ώραϊον προς τά πρόσω βήμα των κληρικών διέκριναν πρά-
ξιν άντιβαίνουσαν εις τά δόγματα τής θρησκείας καί τής ευ­
πρεπούς παραστάσεως», άφοΰ εινε γνωστή ή μορφωτική δύνα-
μις καί ή επί τής ηθικής έπίδρασις τής μουσικής. Ό γνωστός
λογογράφος καί δραματικός συγγραφεύς Γρηγ. Ξενόπουλος έν
τίδ εβδομ. περιοδ. «Ελλάς»2β δι’ άρθρου «Εκκλησία καί Θέα­
τρον» ευρίσκει τό φαινόμενον τής κατακρίσεως τών κληρικών
αρκετά θλιβερόν διά τάς Αθήνας. Ή πρωτεύουσα τών «φώ­
των», κατ’ αυτόν, θά έπρεπε νά ήνε όλιγώτερον οπισθοδρομική
τής Κύπρου, δπου εύρέθη ό σκανδαλισθεΐς^9 έκ παρουσίας τοϋ
Μητροπ. Κιτίου έν θεατρική ευεργετική παραστάσει υπέρ τών
πτωχών νηπίων τής Αάρνακος καί έπικρίνας αυτήν. Μία ωραία
συναυλία ή παράστασις σεμνή καί καλλιτεχνική δεν είνέ τι φαΰ-
.
λον. «Έπέρασεν ό καιρός δπου ή Εκκλησία άνεθεμάτιζε τούς

θεατρίνους καί ήθελε τούς λειτουργούς της τελείους άσκητάς.
Σήμερον οί θεατρίνοι εινε άνθρωποι δπως καί οί ιερείς. Καί
όπως οί πρώτοι πηγαίνουν εις τήν Εκκλησίαν, έτσι καί οί
Π

δεύτεροι ήμποροΰν νά πηγαίνουν εις τό θέατρον. Θά ήτο άδι­


Α.

κον νά στερούνται οί κληρικοί εις τον αιώνα μας μιας καλλι­


τεχνικής, πνευματικής άπολαύσεως, μέ τήν πρόφασιν δτι φο­
ρούν ράσον». Προκειμένου περί άνηθίκων θεαμάτων, βεβαίως
ούτε οί σεβόμενοι εαυτούς κοσμικοί πρέπει νά έμφανίζωνται**
οπού όμως άνερυθριάστως έμφανίζονται σεβασταί κυρίαι καί
κύριοι, πάντως καί οί κληρικοί θά ήδύναντο νά παρουσιάζωνται.
Έάν δ' έν τώ θεάτρω ύπάρχωσιν έξωμοι γυναίκες, μήπως πολ-
λάς έν τή αυτή περιβολή δέν βλέπουσι καί έν τοΐς ναοΐς, δπου
μάλιστα ό σκανδαλισμός θά έθεωρεΐτο άνιερώτερος; Ό «Ά-

>Ί) 15 Αεκ. ,β) 15 Δεκ. ’*) Εννοεί τήν έν Λευκωσία εφημερίδα «Κυπρι­
ακός Φϋλαξ».

*Εηηλ. Φάοος ,, νόμ. / I τ«νχ. (Άπρΐλιος-Ίοννιος) 1915 11


162 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

στήρ»30 έν άρθριδίω «Το ράσον» θεωρεί τάς άντιθέτους άντιλή-


ψεις άπηρχαιομένας.

Διαρκούσης έτι τής συζητήσεως ταύτης έξεδήλωσαν δη­


μοσία τάς ιδέας αυτών καί αυτοί οί κατά τήν συναυλίαν παρα-
στάντες κληρικοί. Οΰτω κατ’ άρχάς μέν έδημοσιεύθη έν τή
«Εστία»31 έπιστολή τοϋ Μητροπ. Κιτίου32, είτα δέ έν τη αυτή33
συνέντευξις μετά τοΰ Επισκόπου Μυρέων καί μετά ταΰτα31 σχε­
τικόν άρθρον τοϋ Άρχιμ. Χρυσοστόμου. Ό Μητροπ. Μελέτιος
φρονεί, δτι σοβαρώτερον των άναμιχθέντων είς την συζήτησιν
έθεσε τό ζήτημα ό διά καταγγελίας έπικαλεσθείς την έπέμβα-
σιν τής Ίεράς Συνόδου προς τιμωρίαν των, κατ’ αυτόν, παρα-
νομησάντων κληρικών, διότι, έν ή περιπτώσει ή Εκκλησία
θά έπεχείρει νά έπιληφθή δικασακώς όμοιας ύποθέσεως, «θά
έξεκαθαρίζετο διά τής έκδοθησομένης έκκλησιαστικής άποσά-
σεως από κανονικής άπόψεως ή Οέσις τοϋ ζητήματος όχι μό­
.

νον κατά πόσον έπιτρέπεται κανονικώς οί λειτουργοί τοϋ "Τψι­
στού νά μετέχωσι τής κοινωνικής ζωής καί κατά πόσον είνε
θεμιταί είς κληρικούς καλλιτεχνικαί άπολαύσεις, αλλά καί ποία
Π

εινε ή σχέσις τής Εκκλησίας προς την Τέχνην καθόλου, καί


ίδίως την μουσικήν καί τήν δραματικήν». Έάν αί περί θεά­
Α.

τρου καί κίρκου καί ιπποδρομίου άπαγορευτικαί διατάξεις τής


αρχαίας Εκκλησίας θεωρηθώσιν ίσχύουσαι καί σήμερον, «οη-
μιουργεΐται ζήτημα πολύ σπουδαιότερον καί γενικώτερον ή τό
τής παρουσίας έν συναυλία ή έν θεατρική παραστάσει ολίγων
ή πολλών κληρικών», διότι, έν τοιαύτη περιπτώσει, ή Εκκλη­
σία, έφαρμόζουσα έπί τών κληρικών τήν ποινήν τής καθαιρέ-
σεως, καί έπί τών λαϊκών θά έπέβαλλε τήν ποινήν τοΰ άφο-
ρισμοΰ. Λαμβανομένου δ’ υπ’ οψιν ότι οί απαγορευτικοί έκκλησ.
κανόνες έπεξετείνοντο έπί παντός είδους δημοσίου θεάματος

*°) 17 Δεκ. 3|) 21 Δεκ. 32) Άναδημοσιευθεΐαα κατόπιν καί έν τψ «Έκ­


κλησ. Κήρυκι» (Γ' ξγ' 1913 σ. 748—753 : «‘Εκκλησία καί θέατρον·).
«) 23 Δεκ. 34) 29 Δεκ.
θέαχρον καί ’Εκκλησία 163

«θεατρικής» υφής, θά καθηροΰντο μέν δσοι κληρικοί παρευρέ-


θησαν έν τψ Σταδίψ κατά την τέλεσιν άγώνων έθνικών καί
την διδασκαλίαν κλασικών δραμάτων, ή έν τψ Βασιλικψ θεά-
τρψ κατά τάς έορτάς τοϋ Πανεπιστημίου (αί άντιπροσωπεϊαι
των Πατριαρχείων), ή έν τοΐς έν Ευρώπη θεάτροις, ή έν αί-
θούσαις κινηματογράφων κ.τ.λ., θά άφωρίζοντο δ’ δσοι λαϊκοί
ήσαν καί είνε θεατρικοί συγγραφείς, μελοδραματικοί συνθέται,
επαγγελματικοί ή έρασιτέχναι ηθοποιοί καί δσοι φοιτώσιν εις
τά θέατρα ώς θεαταί άπδ τοϋ Βασιλέως μέχρι τοϋ έσχάτου
ιδιώτου. Συν τούτοις υπόδικοι απέναντι τής ’Εκκλησίας θά
ήσαν δσοι καλούμενοι έθνικοί εύεργέται ίδρυσαν ή ύπεστήρι-
ξαν Στάδια, θέατρα καί ’Ωδεία (Άβέρωφ, Συγγρός, βασιλεύς
Γεώργιος, Κυβερνήται τοϋ Βασιλείου κ.λ.), ώς τε ύποστηρι-
κταί των άπηγορευμένων δημοσίων θεαμάτων καί ώς παραβά-
ται τοϋ α' άρθρου τοϋ Συντάγματος, εις το οποίον οι πάντες
.
ορκίζονται. Έκαστος δύναται νά φαντασθή την οΰτω δημιουρ-

γουμένην εικόνα τής «έθνικής ζωής», άφοΰ πολλών κανόνων
το γράμμα άντίκειται προς πάσαν έθνικής ζωής έκδήλωσιν,
εις ήν συμπεριλαμβάνονται έν τοΐς πρωτίστοις οι έκ τοΰ κλή­
Π

ρου συμμέτοχοι τών έθνικών άγώνων, δσοι μάλιστα στρατεύον­


Α.

ται καί οπλοφοροΰσι φιλοπάτριδες κληρικοί. Την τοιαύτην


εθνικήν ζωήν τονώνει καί ή από μέρους τής Εκκλησίας ένθάρ-
ρυνσις τής τέχνης, τής μουσικής, τής γλυπτικής, τής ποιή-
σεως, καί ιδία τοΰ θεάτρου, το όποιον δλος ό πεπολιτισμένος
κόσμος αναγνωρίζει ώς σχολειον φρονηματισμοϋ καί έξευγε-
νισμοΰ τοΰ λαοΰ.
Τπό το αυτό περίπου πνεϋμα έξεφράσθη καί ό Επί­
σκοπος Μυρέων ’Αθανάσιος™. Ό κλήρος—κατ' αυτόν —πρέ­
πει νά παρακολουθή τον κοινωνικόν βίον εις δλας του τάς
εκφάνσεις. Αί έκ τών καλών τής τέχνης έργων πνευματικαί
απολαύσεις ούδαμώς άντιφάσκουσι προς τούς κανόνας, τών31

31) «Εστία» 23 Λεκ.


164 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

όποιων τδ γράμμα άν έφηρμόζετο θά συμπαρέσυρεν εις την


καταδίκην καί τούς λαϊκούς. Έδιδάχθην—έξηκολούθησε— την
‘Αντιγόνην εις τήν Σχολήν τώρα δεν πρέπει να τήν ί'δω παρι-
στανομένην; Ή μουσική έξυψοι τήν διάνοιαν’ οΕ Εβραίοι ειχον
έν ταίς προσευχαΐς των τα όργανα, ή δ’ Εκκλησία τήν ψαλμω­
δίαν. Τήν δύναμιν τοΰ θεάτρου μαρτυρεί τδ έν τή ελληνική
άρχαιότητι θεωρικόν ταμεϊον, τδ παρέχον καί είς τούς πένη-
τας τα μέσα τής είς αύτδ φοιτήσεως· πάσα άπαγόρευσις έκκλη-
σιαστική θά θέση φραγμδν μεταξύ Εκκλησίας καί Τέχνης.
Ό Άρχιμ. Χρνσόστομος30 φρονεί, ότι έν τή προκειμένη
περιπτώσει δεν ήτο δυνατδν νά προβληθή σοβαρώς ζήτημα
κανόνων, τούς όποιους πάντες έγνώριζον καί οί έν τφ θεά-
τρω παραστάντες κατά τάς εορτάς τοΰ Πανεπιστημίου έπί-
σημοι κληρικοί καί άλλοι άλλαχοΰ, καί δη καί Πατριάρχαι
(διδασκαλία, φέρ’είπεΐν, τοΰ «ΟΕδίποδος Τυράννου» έν τή θεολογ.
.
Σχολή τοΰ Σταυροΰ, έν Τεροσολύμοις). Έν Ρωσία, θεολογι-

κών Άκαδημιών φοιτηταί διοργανοΰσι μουσικο-φιλολογικάς
έσπερίδας, καθ' άς παρίστανται Μητροπολΐται καί άλλοι κλη­
ρικοί. Ή 'Ορθόδοξος ’Εκκλησία πάντοτε έθεράπευσε μετά
Π

ζήλου τήν μουσικήν, έν τοΐς ναοΐς τής ΚΠόλεως έπί αιώνας


ήτο έν χρήσει τδ μουσικδν όργανον, έν ταϊς μοναστηριακαΐς
Α.

δέ βιβλιοθήκαις παρά τήν Άγ. Γραφήν έφυλάττοντο υπδ μο­


ναχών άντιγεγραμμένα τ’ άριστουργήματα τής Ελληνικής δρα­
ματικής καί άλλης φιλολογίας, καί μετά τήν άλωσιν κληρι­
κοί διδάσκαλοι έδίδασκον τούς "Ελληνας ποιητάς, ή συνέθετον
ή μετέφρχζον θεαυρικά έργα (π. χ. «Έξηνταβελώνης» Κωνστ.
Οικονόμου κ.λ.). ’Αλλά καί τοΰ κανονικώς θεμιτοΰ τών καλλι­
τεχνικών άπολαύσεων διά τούς κληρικούς άποδεικνυμένού, τδ
κύριον καί προέχον ζήτημα πάντοτε άπομένει ή άνόρθωσις
τοΰ κλήρου. Μόνον έξ αύτής θά προέλθη κληρικδς μεμορ-
φωμένος, εύπρεπής καί άξιοπρεπής, τδν τοιοΰτον δέ αύτή ή

3β) «Εστία» 27 Δεκ.


θέατρον καί 'Εκκλησία 165

-κοινωνία «θά έπιζητή καί θά παρακαλώ νά τήν παρακολουθώ


εις πάσαν χαράν καί θεμιτήν ήθικήν άπόλαυσιν τής ζωής»,
οπότε ή έμφάνισίς του καί κατά τά δημόσια ηθικά καί έποι-
κοδομητικά θεάματα «θά έμποιή τήν αγαθήν έντύπωσιν, τήν
οποίαν σήμερον έμποιεΐ είς τάς πεπολιτισμένας χριστιανικάς
κοινωνίας». Τότε ού μόνον θά λυθή τό νυν συζητούμενον ζή­
τημα άφ' έαυτοΰ, άλλά καί δεν θά ύπάρχη ζήτημα.
Ή δημοσία διατύπωσις των γνωμών αυτών τούτων τών
κληρικών, τών οποίων τδ διάβημα τόσον έσχολιάσθη, ένεποί-
ησεν άγαθήν έντύπωσιν παρά τή μερίδι τοΰ τύπου έκείνη, ήτις
εύνοϊκώς έξ αρχής προς αυτό διετέθη. Ή «Νέα Ελλάς»37 έπι-
δοκιμάσασα τάς έπεξηγήσεις έγραψεν, οτι ούτε έπρεπε καν νά
άξιωθή προσοχής ή ευθυμολογία τών θελόντων νά βλέπωσι τον
ελληνικόν κλήρον περιβεβλημένον «τήν μάσκαν τής άηδεστέ-
ρας σεμνοτυφίας», μεταβάντες δ1 είς τήν συναυλίαν οί κληρικοί
.
«εδωκαν το ώραιότερον κοινωνικόν μάθημα είς τούς "Ελληνας

ιερωμένους». 'Η «Νέα Ημέρα»38 ευρε τάς ίδέας των «προοδευ-
τικάς, λογικάς καί φωτεινάς», ή δ’ «Έφημερίς»39 «ορθά» τά
Επιχειρήματα, καί ή «Άκρόπολις» έξέφρασεν ευαρέσκειαν επί
Π

τω οτι «ήρχισεν έπί τέλους ή Εκκλησία μας νά ένανθρωπί-


Α.

ζεται». Ό γνωστός λογογράφος 77. Νιρβάνας, έπιδοκιμάζων


έπ’ ίσης τάς ίδέας ταύτας, εξετάζει μετά φιλοσοφικωτέρου πνεύ­
ματος τό ζήτημα τής σχέσεως τής Θρησκείας προς τήν Τέχνην
καθόλου. Ή Τέχνη είνε ή καλλιτέρα έκφρασις τής Θρησκείας
είς δ,τι έχει αΰτη βαθύτερον, ώραιότερον καί άνθρωπινώτερον.
«Πρόσωπα, σύμβολα, πράγματα τής Τέχνης τί άλλο είνε, παρά
ή υπέροχος έκφρασις τών αιωνίων γάμων τής Θρησκείας καί
τής Τέχνης, τών θαυματουργών ενώσεων τοΰ θρησκευτικού κα^
καλλιτεχνικού πνεύματος ; Άπό τήν Τέχνην έτροφοδοτήθη
πάντοτε ή λ^ατρεία, άπό τήν λατρείαν έζωογονήθη ή Τέχνη».
Κατά ταϋτα, ή Εκκλησία δεν δύναται άκινδύνως νά διατελή

") 22 Δεκ. 3·) 23 Δεκ. »·) 23 Δεκ.


166 Γρηγορίου Παπαμιχκήλ

προσηλωμένη εις την «σχολαστικήν παράδοσιν» καί νά παρα-


μένη ξένη προς την ωραιότητα καί την καθόλου όψοΰσαν τάς
ψυχάς προς τό ιδανικόν Τέχνην, οφείλει δ’ άρα ν’ Ανακαίνιση
τήν νομοθεσίαν της κατά τάς άνάγκας των έποχών τό γράμμα
άποκτείνει, τό πνεύμα ζωοποιεί. Έν άλλφ άρθρομ αύτοδ υπό
τόν τίτλον «Ή τέχνη εις τήν έκκλησίαν», γραφέντι έξ αφορ­
μής τής συναφούς συζητήσεως περί τής σχέσεως τής Εκκλη­
σίας προς τήν Τέχνην, ευρύν λόγον ποιούμενος περί τού ακα­
λαίσθητου τού ιερατικού ένδύματος καί καλύμματος καί περί
τής «έξορίας τής γλυπτικής από τήν Έκκλησίαν», συνιστά
δπως «αί πύλαι των ναών άνοιχθοΰν στοργικαί προς τήν Τέ­
χνην καί τό πνεύμα τής καλαισθησίας άφεθή ελεύθερον νά
έπιπνεύση εις τήν θρησκευτικήν παράστασιν καί τήν εξωτε­
ρικήν λατρείαν τής Ελληνικής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας», διότι
«θρησκευτική ακμή δεν ήμπορεΐ νά έννοηθή χωρίς συγγρο-
.
νισμον τού θρησκευτικού πνεύματος προς τό γενικόν πνεύμα

τής εποχής». Τό λογοτεχνικόν καί καλλιτεχνικόν περιοδικόν
«Πινακοθήκη»'0 χαρακτηρίζον το θέατρον ως σχολεΐον, φρονεί
οτι διά τήν κοινωνίαν καί τήν φυλήν ημών θά σημείωση
Π

άληθήν άναμόρφωσιν καί πρόοδον πνευματικήν ή ήμερα, καθ’


ήν μεταξύ τού Ακροατηρίου τού θεάτρου οι λειτουργοί τού
Α.

Χριστού θά ήνε περισσότεροι τού ενός. Ή «Σάλπιγξ» τής.


Μυτιλήνης'1 έξέφρασε τήν γνώμην, οτι αίτια τής άπομονώ-
σεως τού ιερέως έν τή κοινωνία είνε αυτός ούτος ο ίερεύςΓ
καί αν ήμεΐς δφείλωμεν νά δώσωμεν είς τόν κλήρον κοινωνι­
κήν ζωήν, καί αυτός έξ άλλου πρέπει «νά μάς δώση κοινω­
νικήν έκκλησίαν».—’Ανάλογά τινα είχον γραφή καί τω 1913
έξ αφορμής τής προμνημονευθείσης έν ταΐς κυπριακαΐς έφη-
μερίσι θεατρικής συζητήσεως, προκληθείσης ·έκ τής ύπό τού
«Κυπριακού Φύλακος» Αποδοκιμασίας τού διαβήματος τού
Μητρ. Κιτίου. Ό Λεβιά’&αν*1, εύρών τότε άδικον τήν έπίθεσιν,40

40) Ιανουάριος 1914. 4|) 21 Ίανουαρ. 1914. 4>) «Άθήναι» 21 Ίου·/·


1913.
θέατρον καί 'Εκκλησία 167

έσημείωσεν, οτι έν ’Ιταλία και Γαλλία άλλοτε διαπρεπείς


ιερωμένοι κατείχον έν τοΐς θεάτροις τάς περιβλέπτους θέσεις,
οί ίδιοι δέ διωργάνουν θεατρικάς παραστάσεις, υπέρ ών υπέρογκα
εδαπάνων ποσά, καί δτι οί λόγοι της κατά τους αρχαίους
χριστιανικούς χρόνους άπαγορεύσεως του εθνικού θεάτρου σή­
μερον έξέλιπον πλέον. ’Επί τφ αύτφ έπεισοδίω ο Γρηγ. Ξε-
νόπονλος'13 έχαρακτήρισε τήν παρουσίαν τού Μητροπολίτου έν
τώ θεάτρω ώς απαρχήν συμφιλιώσεως τού Θεάτρου καί τής
Εκκλησίας, τέως πολεμίως προς άλληλα διακειμένων. Έν
άμσοτέροις διδάσκονται τα αυτά, διότι μίαν καί τήν αυτήν
έχουσι βάσιν τής ηθικής, αφού καί ή Θρησκεία καί ή δραμα­
τική ποίησις κατά βάθος παρουσιάζουσι τήν αμοιβήν τής αρε­
τής καί τήν τιμωρίαν τής κακίας, τήν νίκην τής πρώτης καί
τήν ήτταν τής δευτέρας. "Οπως δέ υπάρχουν αιρέσεις έν τή
θρησκεία, ούτως ΰπάρχουσι καί Θέατρα αιρετικά,
. ταϋτα δ’
εΐνε τά άφ’ ών αμφίβολος τυγχάνει ή ήθική ωφέλεια' καθ’

dev δέ λόγον οί κληρικοί θά έπρεπε ν’ ,άποφεύγωσιν αυτά,
κατά τον αυτόν δεν πρέπει νά ήνε εις αυτούς άπρόσιτα «τά σε­
μνά, τά ηθικά, τά καλά, τά πατριωτικά, τά θρησκευτικά, ού­
Π

τως είπεΐν, θέατρα».


Α.

Ή συζήτησις αΰτη παρέσχεν ένδόσιμον προς αναδρομήν καί


εις τήν ιστορίαν τού θεάτρου, άναφερούσης παρουσίαν έν αύτω
κληρικών. Οΰτω π. χ. ό γνωστός θεατρικός, συγγραφεύς καί ιστο­
ρικός Ν. I. Λάσκαρις ιστορείu οτι, όταν κατά ’Οκτώβριον
τού 1836 έδιδάσκετο ή «Πολυξένη» τού 'Ιακώβου Ρίζου Νε­
ρουλού έν τφ έν Άθήναις θεάτρυι Σκαντζοπούλου, ένεφανίσθη-
σαν από θεωρείου 3 — 4 ιερείς. Τό «έπεισόδιον» λέγει ό σ.—
ώς μοναδικόν, καταπλήσσει διά τήν έποχήν, κατά τήν οποίαν
συνέβη, διότι οί λαϊκοί έθεώρουν ακόμη τό θέατρον ώς «έν-
Βιαίτημα τού Σατανά», τά δ’ έν αύτφ τελούμενα ώς «διαβολι-
κάς πομπάς». Τό πράγμα, ώς είκός, έξένισε τούς θεατάς,**)

43) «Καιροί» 1 Ίουλ. 1913. **) «’Ελευθερία» Λευκωσίας 25 Νοεμβρ. 1906.


168 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

γνωστών ούσών των απαγορευτικών τής Εκκλησίας διατά­


ξεων. Αί διατάξεις αύται έξεδίδοντο πολλάκις (ύπδ τής έν
Ααοδικεία Συνόδου τώ 364, τής έν Τρούλλψ τφ 691, κανών
προς μοναχούς Έφραίμ τοΰ Σύρου'15, Νεαραί Ιουστινιανού'10),
τούτο δέ σημαίνει οτι έπανειλημμένως ό κλήρος παρίστατο έν
τοϊς δημοσίοις θεάμασι, παρά τάς άπειλουμένας ποινάς. Βρα-
δύτερον, έκλιπόντων τών λόγων τής άπαγορεύσεως, οί κληρι­
κοί ήρξαντο άδεέστερον φοιτώντες εις τα θέατρα, γνωστόν δέ
τυγχάνει δτι 6 Καρδινάλιος Ρισιελιέ έν τψ ίδιαίτέρψ αυτού
θεάτριρ ώρισε τάς περιβλεπτοτέρας θέσεις διΓ ούς προσεκάλει
άνωτέρους κληρικούς, έντεϋθεν δ’ αύται έκλήθησαν «le banc
des eveques». Επ’ ίσης καί έν Ιταλία 6 κλήρος έθεώρει τό
θέατρον ώς έπιτρεπομένην άπόλαυσιν. Ό Έλλην Επίσκοπος
Βουζαίου Κωνστάντιος τφ 1818, οτε ό ήγεμών τής Βλαχίας
Άλέξ. Σοϋτσος ίδρυσεν έθνικήν σκηνήν έν Βουκουρεστίω, διω-
.
ρίσθη υπ’ αυτού μέλος τΌύ έποπτικοΰ Συμβουλίου, είργάσθη δέ

μάλιστα μετ’ άφοσιώσεως υπέρ εύοδόσεως τού σκοπού τού θεά­
τρου. ’Αλλά καί ή ιστορία τού έν Κύπρψ θεάτρου αναφέρει
παρουσίαν κληρικών έν αύτφ, ώς σημειοΐ ό κύπριος βουλευτής
Π

Ν. Κλ. Λανίτης''7. ’Έτη τινά μετά την αγγλικήν τής Κύπρου κατο­
χήν ένεφανίσθη έν τή νήσψ ό πρώτος έλληνικος θίασος ΰπό τον
Α.

ηθοποιόν ϋΞενοφώντα Ήσαί’αν. Διδομένης τής παραστάσεως τού


«’Αθανασίου Διάκου», ό κλήρος συγκινηθείς έκ τής πατριωτικής
υφής τοΰ δράματος έπεμψε προς τον Μητροπ. Κιτίου Κυπριανόν
έπιτροπήν έξ ιερέων καί διακόνων, ήτις έζήτησε τήν άδειαν νά* 40

4ο) *Μή συνδιάτριβε μιμολόγοις, ϊνα μή παραφθαρή σου τά νοήματα' αί γάρ


ρήσεις αυτών βλαβεραί σφοδρά, τούς γάρ πρεσβύτας νεωτερίζειν παρασκευάζονται,
τούς δέ νέους έλκουσι πρός τήν ενέργειαν τής άνομίας».
40) «'Όσοι άπροκαλύπτως ή ταϊς τών ίππων άμίλλαις ή παραβάλλουσιν ή καί
προκαλοΰνταί τινας υπέρ τών ίππων ήττης ή νίκης, ή δι" εαυτών ή διά τινων
έτέρων καί εΰαχημόνως τά τοιαϋτα παίζοντας, ή τών έν τή σκηνή καί θυμέλαις
θεαταί γίνονται παιγνίων, ή ταϊς τών έν θεάτροις τών μαχομένων πρός τά θηρία
μάχαις παραγίνονται ...» ύπόκεινται άφορισμψ. ρκγ' Νεαρά.
47) «Εστία» 17 Ίαν. 1914.
θέατρον καί ’Εκκλησία 169

προσέρχηται είς το θέατρον. «Ό Μητροπολίτης τδ έπέτρεψε,


-καί έκτοτε είς κάθε έθνικόν έργον διπλή σειρά καθισμάτων
ήτο προωρισμένη διά τον «Ιερόν κληρον» ». ’Αλλά καί έπ’
Ισχάτων ακόμη ένεφανίσθησαν «μερικά καλυμαύχια» είς τήν
παράστασιν τοΰ «Κολοκοτρώνη». Άλλ’ ό Κυπριανός μετά
του περί αύτδν ίεροΰ κλήρου ένεφανίζετο καί είς τάς Ιππο­
δρομίας καί είς τά tea-parties τοΰ Άρμοστείου, ένθα έπαιά-
νιζεν ή Φιλαρμονική, ουδεμία δ’ ούδαμόθεν ήκούσθη επίκρισις
ή σχόλιον.
Οΰτω, γενικευθείσης τής συζητήσεως περί Θεάτρου καί
'Εκκλησίας καί περί σχάσεως τής Εκκλησίας προς την Τέχνην
καθόλου, έν τώ διχασμω των γνωμών τής προχείρου καί, κατά
τδ πλεϊστον, άδαοΰς τής ειδικής υφής τοΰ σπουδαίου καί δύσ­
κολου τούτου ζητήματος δημοσιογραφίας, επόμενον ήτο ν’ άκου-
σθώσι γνώμαι αύθεντικώς έπιστημονικαί ειδικών θεολόγων, κλη­
.
ρικών τε καί λαϊκών. Καίτοι καί ή μεταξύ τών γνώμην άπο-

φηναμένων συζήτησις, ως έκ τής ποικίλης μεταπτώσεως τών
Ιπόψεων τοΰ ζητήματος, περιεπλάκη είς βαθμόν τοιοΰτον, ώστε
νά δυσχεραίνηται ή ταξινόμησις τών γνωμών αυτών είς κατη­
Π

γορίας, εν τούτοις προσεκτική αυτών μελέτη άγει είς τά εξής


Α.

γενικά συμπεράσματα:
α) ’Άτοπος ή φοίτησις τών κληρικών σήμερον είς τά θέ­
ατρα (Μητροπ. Σερρών ’Απόστολος, Μητροπ. Σμύρνης Χρυσό­
στομος, Χρ. Άνδροΰτσος, Μιχ. Γαλανός).
β) ’Απόλυτος άρνησις τοΰ Θεάτρου καί τής Τέχνης (Έπίσκ.
Καλαβρύτων ■ καί Αίγιαλείας Τιμόθεος, Μητροπ. Άγκύρας Γερ-
βάσιος, Β. Άντωνιάδης, Άρχιεπ. Κερκύρας καί Παξών Σεβα-

γ) 'Επιτρεπτή σήμερον καί δή καί αναγκαία καί ωφέ­


λιμος ή φοίτησις τών κληρικών είς τά κόσμια καί ήθικά θέατρα :
(πλήν τών ήδη έξετασθέντων Μητροπ. Κιτίου, Έπισκ. Μυρέων,
-καί Άρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου),—οί: Μητροπ. Δράμας
170 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

’Αγαθάγγελος, Έπίσκ. Χριστουπόλεως ’Αμβρόσιος, Δ. Μπάλά'


νος, ίερομ. ’Αθανάσιος Καββάδας'18:
Άνασκοπήσωμεν λεπτομερέστερον τάς γνωματεύσεις τού­
των κατά σειράν.
Τα τοιαύτης ύψίστης σημασίας ήθικοκοινωνικά ζητήματα
—λέγει ό Σερρών ’Απόστολος19— δεν λύονται ύφ’ ημών των θεο­
λόγων, άλλ’ ύπδ του χρόνου και τής κοινωνίας. Βάσις δέ τής
λύσεώς των δέον να χρησιμεύη ή άγ. Γραφή. Παν ζήτημα
μη θίγον την ουσίαν τής Χριστιανικής θρησκείας άφίνεται άπα-
ρατήρητον ύπδ τής Εκκλησίας, άναμενούσης την οριστικήν
αύτοϋ άνάπτυξιν, δπως ακολούθως καθορίση τον βίον των πι­
στών (οίον ό έγγαμος βίος τών αρχιερέων, ή νηστεία κ. τ. τ.).
Ώς γνώμων δέ τής λύσεως τούτων δέον να ήνε τά τοΰ άπ.
Παύλου «Πάντα μοι έξεστιν, άλλ’ ού πάντα συμφέρει...»·'0 καί
« . . . εί βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ού μή φάγω κρέα
.
εις τον αιώνα. . . »·Γ|1, καί «μηδείς τδ έαυτοΰ ζητείτω, άλλα τδ

τοΰ ετέρου»0-. Παν άρα τδ μή οικοδομούν δέον ν' άποφεύγη-
ται. Έφ’ δσον ό άπλοΰς χριστιανός σκανδαλίζεται έκ τής φοι-
τήσεως τοΰ κληρικοΰ εις μέρη, εις ά δεν καλεϊ αύτδν τδ ιερα­
Π

τικόν του αξίωμα, αί θύραι τούτων πρέπει νά ήνε δι' αυτόν


Α.

έρμητικώς κεκλεισμέναι. "Οπου ό θαμών δεν καλείται εις εξάρ­


σεις ήθικοθρησκευτικάς, έκεΐ δυνατδν νά έπιπολάζη παρά τισιν
ηθικώς άώροις ή υλική ηδονή καί ή επίμεμπτος αίσθητικότης.
Καί εις μόνον αν ήνε ό σκανδαλιζόμενος, «ού μή είσέλθω εις
τδ θέατρον εις τόν αιώνα». Ό δέ λέγων δτι ούτω κωλύεται
ή έλευθερία τοΰ ανθρώπου, λησμονεί δτι 6 δεχθείς τδ κληρι­
κόν άξίωμα ώμολόγησε δημοσία δτι θ’ άκολουθήση τοίς τών
πατέρων ί'χνεσιν, ούχί δέ ταΐς τών κοινοτήτων σκολιαΐς όδοΐςΓ
βία δ' εις ούδένα ή Εκκλησία έπιβάλλει τδν ζυγόν τοΰ κλη-

4β) Εις τούτους συγκαταλεκτέον καί τόν Πρωτοπρ. Κωνσταντίνον Καλλίνικον


καί τον Διοίκ. ’Ιωακείμ, Δευτερεύοντα Διοίκονον τών Πατριαρχείων ΚΠόλεως.
4β) «ϊημαία» 19 Ίαν. 1914. J0) Α' Κορ. ιζ', 12. 51)
* Αυτόθι η', 8—13·’
51) Αυτόθι ι”, 24.
θέατρον καί ’ Εκκλησία 171

ρικοΰ. «’Άλλως τε άς μη σπεύδωμεν ύπάρχουσιν άλλοι ορθό­


δοξοι λαοί, οϊτινες θά προκαλέσωσι τοιαΰτα ζητήματα».
Ό Σμύρνης Χρυσόστομοςφρονεί, δτι ζήτημα μείζονος
καί κυριωτέρας σπουδαιότητος είνε άν ύπάρχη «όροθετική
γραμμή διακρίνουσα άκριβώς και άλανθάστως τδ καλόν, τδ
διδακτικόν, τδ υγιές και τδ ωφέλιμον ηθικώς θέατρον, άπδ τοΰ
νοσηρού, τοΰ κακοϋ, διεστραμμένου καί διεφθαρμένου ηθικώς
καί διά τοΰτο έπιβλαβοΰς καί άποβλήτου θεάτρου». Καί έπι-
δοκιμάζει μέν τά κλασικά έργα τής τε αρχαιότητας καί τών
νεωτέρων χρόνων καί δεν θεωρεί έπιβλαβή την παρουσίαν κλη­
ρικών καί λαϊκών κατά την παράστασίν των, αλλά σήμερον
έπιπολάζουσιν έν τώ θεάτρω τά μέτρια, ελαφρά καί, κατ' ακο­
λουθίαν, έπιβλαβή καί απόβλητα έργα, άτινα άντίκεινται εις
τά χρηστά ήθη, ως έκ τούτου δ’ ή κατ’ αυτά παρουσία κλη­
ρικών πάντως είνε καί άξιοκατάκριτος καί κολάσιμος.
. Τδ νεώ-
τερον θέατρον, κατά ταΰτα, δεν διαφέρει σχεδδν τοΰ ύπδ τής

αρχαίας Εκκλησίας καταδικασθέντος καί διά τοΰτο τά απ'
άρχής περί τούτου ορισθέντα δεν φαίνονται άποβαλόντα τδ κΰ-
ρίς των έτι. Ό μετά τοΰ πολλοΰ κοινοΰ εν τοΐς τοιούτοις θεά-
Π

τροις συναγελ,ασμδς τών κληρικών πρδς άπλ^ήν τέρψιν καί γαρ-


Α.

γαλισμδν τών αισθήσεων δεν είνε τιμητικός, διότι ό λαδς θεω­


ρεί λίαν ύψηλήν την θέσιν των, οί δ’ ύψηλοτέρας τάξεως καί
πολιτείας άνθρωποι, ίδια δ’ οί θρησκευτικά καί ίερώτερα διά
τοΰτο αξιώματα περιβεβλημένοι άρχοντες, ανέκαθεν ύπέβαλ,λον
εαυτούς καί είς ιδιαιτέρας ύποχρεώσεις καί περιορισμούς, ως
ίστάμενοι επί ύψηλοτέρου έπιπέδου καί κεκτημένοι άνωτέραν
χάριν καί αξίαν. "Οσοι άρα τών κληρικών δεν πολιτεύονται
έπαξίως πρδς την ιερότητα τοΰ αξιώματος των, άς όμολογήσω-
σιν οτι δεν δύνανται νά βαστάσωσι τδ φορτίον καί άς έγκατα-
λίπωσιν όριστικώς τδ κληρικδν στάδιον. Ούχ ήττον, δεν πρέ­
πει νά ύποτεθή δτι πρδς αποφυγήν ενδεχομένου σκανδαλισμοΰ53

53) «Κλήρος καί θέατρον* εν «Ίερψ Πολοκάρπψ» Σμύρνης, 29 Μαρτ. 1914.


172 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

ό κληρικός πρέπει νά άποφεύγη καί τά ηθικώς άδιάφορα θέα­


τρα· εις ταϋτα μάλιστα ή ανώτερου κληρικού παρουσία εΐνε
αναγκαία καί επιβεβλημένη, όταν κυρίως το ηθικόν κΰρος τής
άξίας καί τής αρετής συντελή είς την προς εαυτόν καί τού
λοιπού κοινού άφομοίωσιν, οπότε καθίσταται εύλογία διά τούς
λαούς. Τούτο δμως δεν δύναται νά λεχθή καί περί πάντων
των κληρικών, ών ή παρουσία θά ήγεν είς τάντίθετα άποτε-
λέσματα, διότι ή λάμψις των κινδυνεύει νά καταστή σκότος
καί δλίσθημα έκ τών πολλών κινδύνων καί άγκιστρων τής
κακίας. Άλλ’ είνε πολύ μακράν ακόμη ό χρυσούς έκεΐνος
αιών, καθ’ ον ή παρουσία τών κληρικών έν .τοΐς θεάτροις Θά
ήδύνατο νά χρησιμεύση είς ευδαιμονίαν αυτών τε καί τών λαών.
«Παρ’ δλην την πληθύν τών θεάτρων, τά δέκα μόλις ίσως εκα­
τοστά τής ανθρωπότητας εύρίσκουσί την ευκαιρίαν καί τά υλικά
μέσα ν’ άναζητώσιν αναψυχήν είς θεατρικάς παραστάσεις, ένω
.
τά 9/κι τών άνθρώπων αναγκάζονται νά καταπίνωσι την πικρίαν

καί τάς θλίψεις των έν τή ερημία τής μοναξίας των καί έν
τοΐς δάκρυσι τών στερήσεων των», ή θέσις άρα τών κληρικών
«δεν είνε μεταξύ τών ολίγων γελώντων εύδαιμόνων επικούρειων
Π

καί θεατροφίλων, άλλά μεταξύ τής μεγάλης πλειονότητας τών


δυστυχών καί κλαιόντων, χάριν τών οποίων καί οφείλουσι νά
Α.

διαθέτωσι πάσας αυτών τάς δυνάμεις», ίνα μη, συνδιασκεόά-


ζοντες μετά τών ολίγων, γεννώσι παρά τοΐς πολλοΐς βαθυτέ-
ραν τήν έκ τής άνισότητος πικρίαν καί δυστυχίαν. Άλλ’ ή
Εκκλησία, ή πάντα τά τού βίου σαφώς καθορίσασα, καί περί
θεάτρου προκειμένου έχάρισεν ήμΐν τήν παράστασιν τού μεγί­
στου τών έν τψ κόσμο) δραμάτων, τού δράματος τών Παθών
τού Κυρίου, έν τώ αίωνίω θεάτρψ, τώ ναω, κατά πάσαν συνάθροι-
σιν τών πιστών. Είς τήν παράστασιν τού δράματος τούτου ύπουρ
γοΰσι καί άλλαι καλαί τέχναι, οίον ή μουσική καί ή ζωγραφική·
Ό Καθηγητής τής Δογματικής καί ’Ηθικής έν τψ
Πανεπιστήμια) Χρ. "Άνδροϋτσος’1 ευρίσκει ήμαρτημένην τήν
Μ) Έν «Έοτ£^».
θέατρον καί Εκκλησία 173

έξ αρχής θέσιν τοΰ ζητήματος, δπερ ύπδ των συζητητών έπε-


οκοτίσθη μάλλον, καίπερ ον άπλοΰν καί εύαντίληπτον, διότι,
πρόκειται ένταΰθα ούχί έκαστου τδ άτομικδν φρόνημα περί
τής ύπδ των κληρικών έπισκέψεως τών σκηνικών θεαμάτων,
&λλά περί τοϋ φρονήματος τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τδ
θέμα τοΰτο, κατ’ αυτόν, οΰτε κανονικόν εΐνε, ούτε κοι­
νωνικόν, άλλα κατ’ έξοχήν ηθικόν, άπδ τής ηθικής
δ’ αυτού ακριβώς υφής άποβαίνει κανονικόν καί κοινωνικόν.
Είνε άρα άπλοΰν, διότι, τοΰ Θεάτρου όντος κέντρου αναψυ­
χής καί ψυχαγωγίας, άποσκοποΰντος δ’ άρα πρώτιστα πάντων
εϊς την τ έ ρ ψ ι ν τών θεατών, Ιξεταστέον τί περί τέρψεως
διδάσκει ή 'Εκκλησία. Αΰτη άποδέχεται μέν ώς άνάγκην τής
άνθρωπίνης φύσεως τήν τέρψιν, ής δικαιοΰνται ν’ άπολαύωσιν,
ώς άνθρωποι, καί οι κληρικοί, άλλ’ έκ τούτου δεν έπεται
δτι καί πάσα όθενδήποτε προερχόμενη . τέρψις είνε πάντοτε
ή συμφέρουσα, κατά τδ «πάντα μοι εξεστιν, άλλ’ ού πάντα

συμφέρει», έφ’ δσον προσκρούει πρδς ηθικόν τινα σκοπόν
καί προσβάλλει τήν κοσμιότητα καί ευπρέπειαν. Τής δ’ άνω—
τάτης ηθικής τοΰ Χριστιανισμοΰ αρχής έγκειμένης έν τή
Π

άγάπη καί οίκοδομή τοΰ πλησίον, δέον νά λαμβάνηται δπ7


δψιν έν τφ προκειμένψ
Α.

ή ένδεχομένη πρόκλησις σκανδάλου,


διότι τά έν τώ Θεάτρψ τελούμενα προσκρούουσι πρδς τήν
ήθικήν, τήν κοσμιότητα καί τήν ευπρέπειαν, συνιρδά δέ τφ
έξ αυτών υπερτάτω γνώμονι ή άρχαία 'Εκκλησία διά κανό­
νων άπεδοκίμασε τδ άρχαΐον άκοσμον καί άπάνθρωπον θέατρον,
«ή δέ ηθική διδασκαλία, ή εις τούς κανόνας τούτους υποκεί­
μενη, εχει κΰρος αιώνιον καί άναλλοίωτον». 'Επί τή βάσει
τοΰ άπδ τής ηθικής καί τής κοσμιότητος γνώμονος έξετάζων
ειτα τδ σύγχρονον θέατρον, χαρακτηρίζει αυτό ώς «άκόλα-
στον», άναπαριστών ώς τά πολλά έρωτικάς ιστορίας ύποθαλ-
πούσας τάς χαμηλοτέρας όρμάς-—έκτδς σπανίων άριστων καί
άψογων έργων—, ώς σκηνήν μεταβληθεΐσαν είς «βιοποριστι­
κήν πηγήν κατωτέρας ηδονής» καί «κέντρον διακωμψδήσεως
174 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

παραδόσεων καί ήθών». Τούτου ένεκα ή ’Εκκλησία δεν δόνα*


ται κατ’ αρχήν νά έπιτρέψη εις τούς λειτουργούς αυτής «τήν
άδεα αυτών έπίσκεψιν», ούτε δέ μέτρον ένί έκάστφ δυνατόν να
έπαφεθή, διότι δυσδιάκριτα μέν εϊνε έκ των προτέρων τα
καλά, κλήρος δέ δεν υπάρχει τόσον μεμορφωμένος, ώστε νά
κρίνη περί αυτών. ’Εάν, απ’ έναντίας, αυτή έπιτραπή, θά έπέλθη
ακοσμία συνωστισμού κληρικών είς θεατρικάς θυρίδας, κατά
πάντα αδιακρίτως τα θεάματα, δταν δέ ταϋτα είνε ασύστατα,
οι άπαίδευτοι κληρικοί «θά πορίζωνται εξαψιν τού αισθητικού
μάλλον μέρους» καί τούς άλλους θά σκανδαλίζωσι, καθιστά­
μενοι λυμεώνες καί διαφθορείς. ΤΙ ’Εκκλησία άρα οφείλει «νά
θέση τέρμα είς τήν συζήτησιν, άποδοκιμάζουσα τήν μετά το-
σούτων κινδύνων συνδεδεμένην είς τά θέατρα μετάβασιν των
λειτουργών αυτής, έφ’ δσον ταΰτα μέν έχουσιν ως έχουσι, το
δέ πλεΐστον μέρος τού κλήρου διατελεϊ . είς κατωτέραν πνευ­
ματικήν περιωπήν». Όμολογεϊ, έν τούτοις, δτι εν έξαιρετικαΐς

τισι περιπτώσεσι (κλασικά ή ηθικά δράματα, μουσικαί συναυ-
λίαι) δυνατόν νά γίνηται έξαίρεσις τού κανόνος, έφ’ δσον, έν-
νοεϊται, τά πάντα καί ή δλη διεξαγωγή έχουσι καλώς καί
Π

κοσμίως. "Οταν δέ σύν τω χρόνψ άνυψωθή μέν το θέατρον,


μορφωθή δέ ό κλήρος, ή Εκκλησία άναντιρρήτως θά έπι-
Α.

τρέψη τήν άπρόσκοπτον φοίτησιν «είς τούς ναούς τής αληθι­


νής τέχνης, τής μεταρσιούσης τό πνεύμα προς τό υψηλόν καί
τό θειον».
Πρός τούς ανωτέρω δέον νά συναριθμηθή καί ό (τότε
παρά τή Τέρα Συνόδψ Βασιλικός Επίτροπος) Μιχ. Γαλα­
νός, ού προγενέστερον άρθρον σχετιζόμενον πρός τό υπό συ-
ζήτησιν θέμα·',:"' άνεδημοσίευσε τό «Σκρίπ»5,!. Κατ’ αυτόν, ύπάρ-
χουσι μέν άναντιρρήτως πρόσκαιροι καί μεταβλητοί κανόνες,
άλλ’, έφ' δσον ό κανών κεΐται, μή άρμοδίως καταργηθείς η
μεταρρυθμισθείς, τηρεί τήν ίσχύν του. Τοιοΰτοι είνε καί ο\

”) Έν «Άναπλάσει> 4 Μαΐου 1909. se) 29 Ίαν. 1914.


θέατρον καί ’Εκκλησία 175

■περί θεάτρου κανόνες, εις οΰς, άρα, ύποχρεοΰνται οί κληρικοί


νά υποτάσσονται. Έξ άλλου δεν εΐνε καί εύκολος ή μεταξύ
θεμιτών καί αθεμίτων διά κληρικούς θεαμάτων οροθεσία καί
διάκρισις, ούδ’ είνε δυνατόν νά τεθή ως κριτήριον ή υποκειμε­
νική έκαστου κρίσις. Τό σημερινόν θέατρον, κατά τό πλεϊστον,
δεν είνε σώφρον καί αγνόν. Έν αύτω έπιπολάζουσι φλογεροί
καί νοσηροί έ'ρωτες, εναγκαλισμοί, φιλήματα, δραματουργία
φυσιοκρατικών σχολών μετά μοιχαλίδων καί μοιχών, άναγωγή
τής κτηνωδίας εις νόμον, αχαλίνωτος οίστρος υλισμού καί
πορνοκρατίας, πολεμική κατά τής θρησκείας, τού γάμου, τής
συζυγικής καί τής οικογενειακής τιμής. Έν γένει δε ή σύγ­
χρονος θεατρική παραγωγή άποτελεΐται έξ έργων κοινωνιολο­
γικών σοφιστών, άπιστων, σκεπτικιστών, διωκτών καί πορνευ-
τών πάσης ηθικής ιδέας. ’Αγνοείται ό Κορνήλιος, ό Ρακίνας
καί Σαίξπηρ. «Έκεΐ, ένθα τό πάθος δρα ως ζών, μέ ορμήν,
.
με φλόγα, μέ δεσποτείαν, καί οί θεαταί παθαίνονται καί τί­

θενται—εκτός σπανιωτάτων έξαιρέσεων—ύπό τήν σκηνικήν έπι-
βολήν, ποιον σκοπόν δύναται νά έχη ή παρουσία ιερωμένου,
έν τή δίνη καί τω οίστρο) τών ερώτων, τών ασπασμών, των
Π

εναγκαλισμών καί τών παντοίων σκηνικών έκρήξεων καί


Α.

παραφορών καί άκκισμών καί μαγγανειών τής σαρκός ; Τά


τοιαΰτα δεν θά ένισχύσωσι τήν νηφαλιότητα καί τό άπείραστον
τού λειτουργού τής ’Εκκλησίας. .. Δεν νομίζω δτι ή αποχή
τών κληρικών από τού θεάτρου εγείρει τείχος σινικόν μεταξύ
τού κλήρου καί τής κοινωνίας»· οι κληρικοί δύνανται—
άν θέλωσι νά παρακολουθώσι τήν θεατρικήν κίνησιν—νά άνα-
γινώσκωσι τά θεατρικά έργα, ών ενήμερος μάλιστα πρέπει νά
ήνε καί αυτή ή έκκλησιαστική αρχή, ίνα καί άναλόγως ρυ­
θμίζει τήν διδασκαλίαν της·7.57

57) Εις τούς θεωρούντας άτοπον τήν σήμερον φοίτησιν τών κληρικών εις τά
θέατρα συγκιτταλεκτέον καί τόν Μητροτ. Μυτιλήνης Κύριλλον, όστις έν συνεντεύξει
αΟτού, δημοσιευθείση έν τή «Προόδψ» ΚΠόλεως, παραδέχεται μέν τό σημερινόν
βεατρον ώς άπό τής ήθοπλαστικής του έπόψεως αποτελούν «άναγκαίαν δίδασκα-
176 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

Διάφορον γνώμην άποφαίνεται ή δεύτερα κατηγορία των


θεολόγων, τηρούντων στάσιν άπολύτως άρνητικών προς τό
θέατρον.
Ό Καλαβρύτων καί Αίγιαλείας Τιμόΰ·εοςΓ’Κ ουδένα βλέπει
«πρακτικόν σκοπόν άμεσου ώφελείας» έκ της συζητήσεως ταύ-
της, τούτου δέ τοΰ ζητήματος ύπάρχουσιν άλλα έκκλησ. ζη­
τήματα πολλφ σπουδαιότερα, τόσον, ώστε προτιμά την άόρι-
στον αύτοΰ αναβολήν ή μάλλον την μή έπάνοδόντου ποτέ εις
την Ελλάδα την γνησίως καί θεοπνεύστως ορθόδοξον. "Ας άπο-
κτήση πρότερον ή Ελλάς τον ιδεώδη επίσκοπον καί ιερέα,
καί «τότε ας τεθή έπί τάπητος καί τό ζήτημα, αν πρέπη οί
κληρικοί, οί περισσεύοντες είς θησαυρόν πίστεως καί αγάπης,
αύταπαρνήσεως καί αύτοθυσίας, να λάβωσιν είς την δικαιοδο­
σίαν τής δράσεώς των καί τό θέατρον τής εποχής εκείνης...
τής μακράν τούντεϋϋ·εν». Προλέγει . δμως ό Σεβ. δτι «είς
την χρυσήν έκείνην έποχήν ή λύσις τοΰ ζητήματος θά ήναι

άνυπαρξία ζητήματος». Οί ιδεώδεις κληρικοί τότε «δεν θα
έ'χωσιν άνάγκην των θεατρικών παραστάσεων ϊνα γένωνται
κοινωνικώς ωφέλιμοι», διότι έχοντες έν έαυτοΐς «την έμπνευ-
Π

σμένην κοινωνικότητα τών αναμορφωτών τής οικουμένης 'Απο­


στόλων τοΰ Ευαγγελίου», δέν θά εύκαιρώσι «ν’ άπασχολώνται
Α.

μέ τάς άπό σκηνής παραστάσεις σφοδρών ψυχικών παθών καί


έγκληματικών παραπατημάτων ή έλαφροτήτων, διότι καί τά
δευτερόλεπτα τοΰ διαθεσίμου χρόνου των θά δαπανώνται είς
την άνέγερσιν καί έπιδιόρθωσιν τών έρειπίων τοΰ θεάτρου τής
κοινωνίας, έν τφ δποίψ περιέχεται καί τό περί ού πρόκειται
θέατρον». ’Άγνοιαν τοΰ Εόαγγελίου προδίδει ή γνώμη, δτι
διά νά ήνε κοινωνικός ό κληρικός πρέπει νά παρίσταται είς
τό θέατρον, ή τελεία κοινωνικότης εϊνε ή Κ. Διαθήκη. Δύναται

λίαν καί ψυχαγωγίαν», άλλα θεωρεί κωλύματα τής ΰπά τών κληρικών φοιτήοεως
είς αυτό άφ’ ένός μέν ότι τό κοινόν συνείθισε νά βλέπη τόν κλήρον μακράν τών
τοιοϋτων θεαμάτων, άφ’ έτέρου ίέ τό ένδυμα αύτοΰ καί τήν άγαμίαν.
“) *Τό θέατρον καί ot κληρικοί» έν «Άναπλάοει» 23 Ίαν. 1914.
θέατρον καί ’Εκκλησία 177

5’ από τοΰδε νά παρασκευασθή ή ανυπαρξία τοΰ ζητήματος,


αν πάντες οί γραμματισμένοι κληρικοί καί οί θεολόγοι λαϊ­
κοί, αφέντες πάσας ταύτας καί τάς τοιαύτας συζητήσεις καί
άναδεικνυόμενοι μιμηταί τοϋ άπ. Παύλου, άναδείξωσιν εαυ­
τούς φως έν μέσψ τοΰ σκότους, οπότε «θά προηγηθή ή εις
την ψυχήν τοΰ λαοΰ έπίβολή τής άναπαραστάσεως τοΰ δρά­
ματος τοΰ Γολγοθά, τδ όποιον είνε δράμα άγάπης καί αυ­
τοθυσίας έν τή έκπληρώσει παντός ίεροΰ καθήκοντος, καί
τότε θά ίδωμεν, έάν θά έ'χωμεν καιρόν νά συζητήσωμεν καί
διά τό κοσμικόν Θέατρον».
’Από τοΰ Άθηναϊκοΰ τύπου ή συζήτησις περί τοΰ έπι·
τρεπτοΰ ή μή τής φοιτήσεως των κληρικών είς τά θέατρα
επόμενον ήτο νά μεταδοθή καί είς τον τύπον τής ΚΙΙόλεως,
ένθα καί άλλοτε ύπεκινήθη τοΰτο'9. Ή έφημερίς μάλιστα «Πρό­
οδος» ήνοιξεν ιδιαιτέραν στήλην διά τάς έπί τοΰ θέματος συ­
.
ζητήσεις υπό τον τίτλον : «Τό ράσον εις τό θέατρον», πολλοί

δέ κληρικοί τής Μεγ. ’Εκκλησίας, καί δή καί μέλη τής τότε
Ίεράς Συνόδου, διετύπωσαν δημοσία τάς γνώμας των, «ταχθέν-
τες—κατά την έ'κφρασιν τοΰ Μητροπ. Άγκύρας Γερβασίου—
Π

κατά τό μάλλον καί ήττον υπέρ τής άκωλύτου φοιτήσεως


των κληρικών είς τό διδακτικόν τουλάχιστον θέατρον». 'Ως
Α.

συνέπεια τής τοιαύτης γνωμοδοτήσεως έπήλθεν άθρόα ή φοί-


τησις κληρικών είς την παράστασιν τής «’Αντιγόνης» τοΰ
Σοφοκλέους, διδασκομένης τότε έν ΚΠόλει υπό τοΰ θιάσου
Κυβέλης, έξεφράσθη δέ μάλιστα καί ή γνώμη, δτι πρέπει
πλέον έπισήμως νά έπιτραπή, ϊνα ή φοίτησις είς διδακτικά
καί έθνικής υπσθέσεως δράματα γίνηται καί «άνευ συνεπικοι-
νωνίας τοΰ κόσμου καί κατ’ ίδιαν», δήλα δή δπως διωργανών-
ται παραστάσεις άποκλειστικώς διά τούς κληρικούς00.
Ταΰτα λαμβάνων ύπ’ όψιν ο Άγκυρας Γερβάσιος, μέ-* 108

5ί) Πρβλ. «Μουσική» ΚΠόλεως : θέατρον καί Κλήρος, Άπρίλ. 1912 σιλ. 107—
108 (’Ιωακείμ Άποστολίδης) καί Μάιος 1912 σ. 135—136 (Γρηγ. Παπμμιχαήλ).
*') «Πρόοδος» 26 Μαρτ. 1914.
,ι *ΕμμΧ, Φόνος η τόμ. ΙΔ' ι*νχ. •Iji?' (*Λπρ»λιοί·*Ιοννκ>ς) 1915 12
178 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

λος ών τότε τής Ί. Συνόδου, έδημοσίευσεν «’Ανοικτήν ύπο-


μνηματικήν αί'τησιν» προς τον Οίκουμ. Πατριάρχην Γερμανόν01
υπό χρονολογίαν 27 Μαρτίου, έν τή «αιτήσει» δέ ταύτη άνα-
φέρων τα γιγνόμενα καί ύπομιμνήσκων τούς έπί τούτο) ρη-
τούς ιερούς κανόνας, τούς «απαγορεύοντας την φοίτησιν των
κληρικών ίδια εις τά θεατρικά θεάματα καί τά συναφή», χα-
ρακτηρίζων δέ την τάσιν των «φιλοθεαμόνων» κληρικών ώς
«άσύμφορον υπερβολικήν περιέργειαν, μάλλον τό ασφαλές τοΰ
ηθικού ύποσκάπτουσαν καί χαλώσαν, ή γνώσεις απαραιτήτους
πλήν άναμνήσεων καί έντυπώσεων σκανδαλωδών πλειστάκις
προσπορίζουσαν καί γεννώσαν», ένφ οί κληρικοί όφείλουσι νά
ώσιν ανώτεροι έν παντί ήθικώς καί άρτιώτερον συγκεκροτη-
μένοι ώς τύπος καί υπογραμμός τών πιστών, ή δέ κοινωνία
άπεκδέχεται αυτούς άκαταγνώστους καί άμεμπτους, παρακα-
λεΐ έν τελεί τον Πατριάρχην «όπως εύαρεστηθή νά παραπέμψη
.
τήν παρούσαν ταπεινήν ύπομνηματικήν αί'τησιν ένώπιον τής

'Αγίας καί Ίεράς Συνόδου καί προκαλέση έπειγόντως τήν ετυ­
μηγορίαν αυτής περί τού φλέγοντος τούτου ζητήματος, τιθεΐσα
προσηκόντως τον σοφόν τής Εκκλησίας χαλινόν τής άπαγο-
Π

ρεύσεως εις τήν πολλαχώς κατ’ έμέ κινδυνώδη τής θείας


έλευθερίας παράχρησιν καί κατωφέρειαν».
Α.

Δέν έγένετο γνωστόν αν έπί τής αίτήσεως ταύτης έπη-


κολούθησε συζήτησις έν τή 'I. Συνόδιρ· βέβαιον μόνον είνε δτι
ή αίτουμένη απαγορευτική άπόφασις δέν έξεδόθη.
Φιλοσοφικώτερον έξήτασε τό θέμα ό έν τή Θεολογική
Σχολή τής Χάλκης Καθηγητής τής Χριστ. Ηθικής καί τής
άρχαίας Φιλοσοφίας Βασίλειος Άντωνιάδης6'1, άναγαγών αυτό
είς αυτήν τήν άρχήν του, ήτοι εις τήν σχέσιν τών καλών
τεχνών προς τήν ηθικήν. Ό σ. φρονεί, δτι, καί άν άκόμη α&
καλαί τέχναι, ϊνα χρησιμεύσωσι προς ηθικούς σκοπούς, δέον,
κατά τον Πλάτωνα, νά περιορισθώσιν εις τήν παράστααιν τών
ηθικών πράξεων καί φρονημάτων, ν’ άποβαίνωσιν άπλαϊ θερα-

“) «Νεολόγος» 30 Μαρτίου 1914. ") «Ιερός Πολύκαρπος^ 29 Μαρτίου 19Η.


θέατρον καί Εκκλησία 179

παινίδες της ηθικής, έν τούτοις κάΐ οΰτω δυσκόλως δύνανται


νά έπαρκέσωσι προς τους ηθικούς σκοπούς, ώς προσκαίρως
μόνον, κατά την στιγμήν τής άμεσου προσλήψεως, έπιδρώσαι,
αΐρουσαι δε τδ αποτέλεσμα άμ’ ώς έκλίπη τδ εξωτερικόν αί­
τιον. Τδ αυτό λεκτέον καί περί τοϋ, έστω καί καλού καί
ηθικού, θεάτρου. Άπ’ αυτού ωφέλειαν δύνανται νά προσπορι-
σθώσι μόνον οι «ώριμοι», ένφ οι άλλοι άποβλέπουσι μάλλον
εις την τέρψιν απλώς των αισθήσεων. Κατά θεωρίαν ίσως αί
καλαί τέχναι φαίνονται καθαίρουσαι τήν ψυχήν από των πα­
θών, έχουσιν ήθοπλαστικήν δύναμιν, έμπνέουσιν είς τδν άνθρω­
πον αγάπην πρδς παν καλόν, εύγενές, υψηλόν, κόσμιον, έρρυ-
θμον, έναρμόνιον, αγνόν καί καθαρόν, έν τή έφαρμογή δμως
ταΰτα εύρίσκονται άσθενή καί άτελεσφόρητα καί δή καί επι­
σφαλή καί έπιζήμια. Τά μεγάλα παραδείγματα καί οί ιδεώ­
δεις τύποι καί χαρακτήρες έν τή ποιήσει καί τή τραγψδία άπο-
.
τελοΰσι μόνον διδάγματα δι’ έποπτείας, καί έντυπούνται μέν

εις τήν διάνοιαν κάλλιον τής διά τού λόγου μόνον διδασκα­
λίας, άλλά πρδς ώραν μόνον προκαλούσιν ένθουσιασμόν, θαυ­
μασμόν καί μίμησιν, άδυνατοΰσι δέ νά πορίσωσι τήν πρδς έμ­
Π

πρακτον μίμησιν άναγκαιοΰσαν δύναμιν. Καί αυτήν τήν κά-


θαρσιν τής τραγφδίας ό σ. παραδέχεται ούχί ώς έξάγνισιν καί
Α.

έξευγένισιν των παθών, άλλά μάλλον ώς παιδιάν τινα καί ψυ­


χαγωγίαν τών συναισθημάτων, άτινα κατευνάζονται πάλιν κατά
μικρόν. ’Εντεύθεν άποφαίνεταί, δτι τδ θέατρον «ούτε έν τή
άρχαιότητι, ούτε έν τοΐς νεωτέροις χρόνοις ήδυνήθη νά χρησι-
μεύση ώς διδασκαλεΐον άρειής», ούτε δέ «πόλεις καί χώραι
θεάτρων εύμοιροΰσαι έγένοντό ποτέ ήθικώτεραι τών μή έχου-
σών θέατρα, ούτε οί δραματουργοί αυτοί έκ τής ποιήσεως αυ­
τών άπέβησαν χρηστότεροι τών άλλων», άφοΰ μάλιστα καί οί
άριστοι έξ αύτών «πρδς πάν άλλο άποβλέπουσιν ή πρδς ηθι­
κήν βελτίωσιν εαυτών τε καί τών άλλων». Άπό τοιούτων
σκέψεων όρμώμενος ό Ά. άντικρούει τάς περί καλαισθη-
σίας θεωρίας τού Schiller—περί ών έν τοΐς έφεξής—διατει-
180 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

νόμενος, ότι αυτή «το πολύ δύναται νά συντέλεση εις την


έξωτερικήν λεπτότητα» μόνον, «ήκιστα δ’ εις άγνισμόν των
αισθημάτων και έξευγένισιν τής καρδίας», αλλά καί αν καί
τούτο οπωσδήποτε παραδεχθώμεν, ή άπ’ αυτής ώφέλεια θά
προσγίνηται μόνον είς όλιγίστους, τούς άπο φύσεως ευφυείς
καί φιλόκαλους. ’Έτι πλέον ή άγαν ανεπτυγμένη καλαισθη­
σία δύναται ν’ άποβή έπιβλαβής είς τον ηθικόν βίον, διότι
πολλάκις το ως καλόν καί υψηλόν καί μέγα, άλλα συγχρό­
νως καί μη ηθικόν, «δεν έπιτυγχάνεται άνευ τής άθετήσεως
των υπαγορεύσεων τού ηθικού νόμου», διότι πολλάκις «ή
τούτων έκπλήρωσις απαιτεί έργα καί διαβήματα θεωρούμενα
ταπεινά καί ευτελή, μικρά καί άσυμβίβαστα προς τάς άπαι-
τήσεις τής καλαισθησίας, κομψότητος καί υψιπετείας». Κακά
λοιπόν θ’ άποβώσι τά άποτελέσματα τής έκ συστήματος άνα-
πτύξεως τής φιλοκαλίας, καί τούτο «όχι
. διότι ή φιλοκαλία
αυτή καθ’ έαυτήν είναι έπιλήψιμος καί αμαρτίας πρόξενος,

άλλ' ή έν ήμΐν ένοικοΰσα φιλαυτία διαστρέφει καί ταύτην την
όλως άθωαν καί άδιάβλητον καί χρήσιμον ορμήν τής φύσεως
καί μεταποιεί αύτήν είς τό πάθος τής φιλαρεσκείας καί τής
Π

φιληδονίας».
Ό ’Αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας και Παξών Σεβαστιανός'ή
Α.

κατατάσσων τό θέμα μεταξύ των «δυσδιαλύτων προβλημάτων»,


θεωρεί την φοίτησιν των κληρικών «είς τά θέατρα» ώζ
«σχήμα όξύμωρον» προξενούν «αύτόχρημα γέλωτα». Ή περί
τού ζητήματος τούτου συζήτησις άποδεικνύει, ότι ούτε ό
ίερεύς ένόησε την ύψίστην σημασίαν τού ράσου του, ούτε ί
πιστός την ιδέαν τής ζωής του, άφοΰ «σκέπτονται όπως μετα-
τοπίσωσι την Εκκλησίαν καί ποιήσωσιν αύτήν θεραπαινίδα
αυτού». Καί άναγνωρίζει μέν ότι ή μουσική όντως μεταρσιοί
την ψυχήν «είς κόσμους εύγενών άλλ,οιώσεων», καίτοι καί
αΰτη άπαντα καί έξω τού θεάτρου έν τή γλώσση καί τί>

ω) *Ή φοίτησις των ρασοφόρων εις τά θέατρα», έν «Πανταίνψ» η (1914) α·


36-41.
θέατρον καί ’Εκκλησία 181

λαρύγγι έκαστου, «έν τοΐς συριγμοΐς των δένδρων, έν τώ


ψιθύρψ των φύλλων, έν τοΐς ΰδασι των ρυακίων, έν τοΐς πτη-
■•νοΐς των δασών, έν τοΐς δργάνοις διά χειρών καί τοΐς λάρυγξι
τών ζώντων», άλλ’ ούδέν καλόν αναμένει έκ τής φοιτήσεως
τοΰ ράσου εις τα θέατρα, άφοϋ ούδείς μέν υπάρχει κανών ή
κριτήριον, έν δέ τοΐς θεάτροις έπικρατεΐ «τοΰ αίματος ή ύπέκ-
καυσις μάλλον παρά τοΰ ήθους ή χρηστή μόρφωσις». ’Άλλως
τε ή αυστηρά ηθική τών Σπαρτιατών, ή το μένος τών 300
εν Θερμοπύλαις, ή οί μεγάλοι καλλιτέχναι, καί φιλόσοφοι τής
αρχαιότητας δεν ήσαν γεννήματα ή άπαυγάσματα «τής δρα­
ματικής έξάρσεως τών αρχαίων»· καί ναι μέν ούτοι «ήσαν οι
ϊεροψάλται τοΰ ίεροΰ τής αρετής μυστικισμοΰ» καί «ύμνηταί
τών λειτουργιών τής έμπνεύσεως», τά δέ πρώτα τής άρχαιό­
τητος θέατρα «προανέκρουον κατά τινα τρόπον τον χριστιανι­
κόν άμβωνα» ως διδάσκοντα την ιδέαν τοΰ Θεοΰ καί στηλι-
.
τεύοντα την διαφθοράν, άλλ’ από τοΰ έκτραχηλισθέντος Άρι-

στοφάνους τά θέατρα δέν άπετέλουν ηθικόν σκοπόν, καταντή-
σαντα εις την φυσιολογίαν καί τά θηριώδη τής Ρώμης αμφι­
θέατρα, σήμερον δέ ούδέν έχει ν’ αποθησαύριση ό ίερεύς από
Π

τών συγχρόνων θεάτρων. Διά τούς «ύπονομευτάς τής ’Ηθικής


καί δολοφόνους τής κοινωνικής ειρήνης», τούς «παραδόξους»
Α.

παρέχοντας την εύκολίαν «ήμίν Ιδία τοΐς καλογήροις νά μετά-


σχωμεν τής θεατρικής άπολαύσεως, όπως έξευγενισθώμεν καί
ίσοπεδωθώμεν πρός τούς υιούς τοΰ αίώνος», αντί νά μεριμνώσι
περί τής διαδόσεως τοΰ Ευαγγελίου, ό Σεβ. παρακαλεΐ τον
Θεόν «όπως μη στήση αύτοΐς την αμαρτίαν ταύτην». Επειδή
δέ αί σκέψεις αύται προύκάλεσαν αντιρρήσεις καί σχόλια6\ ό
Σεβ. έπανήλθεν0’ εις τό θέμα, την φοράν ταύτην μετά τών

°4) Γρ. 17., Σχόλιον, «Πάνταινος» αυτόθι σελ. 41—43. — Ίερομ. Ά&ανασίον
Καββάδα, Εκκλησία καί θέατρον, «Πάνταινος» αυτόθι σελ. 67—70. — Κληρικόν
ζής δούλης 'Ελλάδος, νΟχι σχόλιον άλλα σχόλια, «Πάνταινος» αΰτ- σ. 142 —
145•—(εμμέσως) Χρυοοστόμον Α. ΙΙαπαδοποΰλον, Θεατρική συζήτησις «Πάνται.
•νος» αΰτ. σ. 138—141.
*’) Άντιπροβολή, «Πάνταινος» αΰτ. σ. 204—206.
182 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

άπδ των κανόνων επιχειρημάτων, έπιπροσθέτων, δτι γράφει


«ούχί κατά προσώπων..., άλλα κατά των τάσεων τοΰ όπερ-
βαίνειν τά έσκαμμένα καί μετακινεΐν τά δρια, ά έθηκαν οί
πατέρες ημών».
Καί ήδη μεταβαίνομεν είς την ομάδα τών θεωρούντων
καί έπιτετραμμένην καί ώφέλιμον πολλαχώς την ύπδ τών
κληρικών καί σήμερον έτι έπίσκεψιν τών καλών θεάτρων. Κατά
τον Δράμας ’Αγαθάγγελον116, ή κατάκρισις τών παραστάντων
είς τήν συναυλίαν κληρικών καί έν γένει τών θεάτρων στηρί­
ζεται επί τοΰ κατ’ έθιμον μόνον δικαίου, διότι οί ιεροί κανό­
νες δεν άπαγορευουσι θεάματα καί συναθροίσεις ήθικάς, αλλά
μόνον τάς άνηθίκους. Τά ηθικά θεάματα εινε καί διά τους
κληρικούς έποικοδομητικά, ή δέ κοινωνία βλέπουσα αυτούς
συμπαρόντας έν αύτοις θά παύση νά έκλαμβάνη αυτούς ώς
παρίας τής ζωής. Το ζητεΐν άφ’ ενός τήν έξύψωσιν τοΰ κλή­
.
ρου καί το άποκλείειν αυτόν άφ’ ετέρου άπδ τών κοσμίων κοι­

νωνικών έκδηλώσεων, εινε όξύμωρον. Εινε καί ό κλήρος κοι­
νωνική τάξις, άλλ’ ούχί όμως καί πληβειακή, οφείλει δ' οίίτω
νά παρακολουθή πάσαν κοινωνικήν κίνησιν καί πρόοδον, αί'τι-
Π

νες άναπαριστώνται καί ζωγραφίζονται άριστα διά τών προϊ­


όντων τής θεατρικής τέχνης, διά νά έπιτελή το καθήκον αυ­
Α.

τού έπιβλητικώτερον καί άποτελεσματικώτερον, καθιστάμενος


πάνοπλος είς έπιχειρήματα προκειμένου ή νά υποστήριξή αρε­
τήν λιποψυχούσαν, ή νά πατάξη κακίαν ύπερυψοΰσαν τήν κε­
φαλήν.
Ευρύτερόν πως διεπραγματεύθη το θέμα ό Χριστονπύλεως
’Αμβρόσιος6', άπδ κοινωνικής δήλον δτι, κανονικής καί ηθικής
έπόψεως. Το ζήτημα, κατ’ αυτόν, δεν εινε κυρίως περί ράσου
καί τέχνης, άλλά περί τής θέσεως τοΰ κλήρου έν τή κοινω­
νία. 11ώς ή κοινωνία άφ’ ένδς μέν ζητεί κλήρον προοδευτικόν,
έξ άλλου δέ άξιοι νά τηρή αύτόν μακράν έαυτής; Έφ’ όσον
έ κοινωνικός κλήρος δεν συναριθμεϊται έν τοϊς άσκηταΐς, ούτος

β*) «'Εστία» 24 Δεκ. 1913. β7) «Εστία» 29 Δεκ. 1913.


θέατρον καί ’Εκκλησία 183

όφείλει νά μελετά καί παρακολουθώ τήν κοινωνίαν ούχί άπό


βιβλίων καί διά ξένων οφθαλμών, άλλα κατά τδ παράδειγμα
τού Σωτήρος, τοΰ καί έν γάμοις παρευρεθέντος καί μεθ’ αμαρ­
τωλών συναναστραφέντος έπί σκανδαλισμφ των Φαρισαίων.
Έκ προκαταλήψεως κατηγοροϋσι τους κληρικούς ως όπισθο-
δρομικούς, διότι δεν έπλησίασαν αυτούς προς εγγύτεραν γνω­
ριμίαν. ΙΙαρά τοΐς πλείστοις κληρικοΐς πρυτανεύει πνεύμα προ­
όδου άνάλογον προς τάς συγχρόνους κοινωνικάς απαιτήσεις,
τούτου δμως τήν έκδήλωσιν κωλύει καί συμπνίγει τής κοινω­
νίας τδ άμόρφωτον, δπερ καταμαρτυρείται καί έκ τής άντιφα-
τικής στάσεως τών κατηγόρων τοϋ κλήρου έν τφ ύπδ έξέτα-
σιν ζητήματι, διαμφισβητούντων εις αυτόν τδ δικαίωμα τής
παραστάσεως αυτών έν συναυλία ένεκα δήθεν τών απαγορευ­
τικών κανόνων. Άλλ’ άλλα οί κανόνες έκεΐνοι ειχον ύπ' οψιν
θεάματα άλλων περιστάσεων, αίτινες αν έξέλιπον διά τούς λαϊ­
.
κούς, έξέλιπον καί διά τούς κληρικούς, διότι δεν ύπάρχουσιν

άλλοι κανόνες διά τούς μέν καί άλλοι διά τούς δέ. Ή ηθική
τού Χριστιανισμού δέν είνε διπλνή, αλλά μία καί αδιαίρετος
οιά τε τούς κληρικούς' καί διά τούς λαϊκούς, οι δέ πρώτοι
Π

βαρυτέρας ύφίστανται ποινάς έν παραβάσεσιν ως άρχοντες


Α.

πνευματικοί καί διά τούτο μείζονα υπέχοντες τήν εύθύνην. Βε­


βαίως έν τφ θεάτρί;) ένυπάρχει καί ή τέρψις, ό κύριος δμως
σκοπός αυτού είνε ή διδασκαλία, ό δέ κληρικός οφείλει νά τδ
παρακολουθή κα'1 νί* προλαμβάνη τάς καταχρήσεις πρδς
ποδηγέτησιν τού ποιμνίου. Διά νά άποκτήσωμεν δμως κλήρον
δρώντα, δέον ν’ άπαλνλάξωμεν αύτόν τών περιορισμών, τούς
οποίους ή αμάθεια, ή δεισιδαιμονία καί ή στρεβλή άντίληψις
τού προορισμού τού ράσου έπέβαλον, πρδς τούτο δ’ ανάγκη νά
διαφωτισθώσιν οί άσθενεΐς τήν ουνείδησιν.
Είς τά ύπδ τού X. Άνδρούτσου γραφέντα άντεπεξήλν-
θεν ό Δη μ. Μπάλάν ος08, δστις έγνωμάτευσεν δτι ό πρώτος,
δι’ ών έγραψεν, έπεσκότισε μάλλον αντί νά διαφώτιση τδ ζή-

6β) Έν τη «Έατία» 26 καί 27 Ίάν. 1914.


184 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τημα. Κατ’ άντίθεσιν προς αυτόν χαρακτηρίσαντα αυτό ώς


ηθικόν πρωτίστως, ο Μπ. θεωρεί αυτό καθαρώς κανονικόν,
διότι οί παραστάντες κατά τήν συναυλίαν κληρικοί έψέχθη-
σαν ουχί έπί άνηθικότητι, άλλ’ επί παραβάσει κανόνων. Τδ
κύριον άρα θέμα είνε αν ουτοι προσέκρουσαν εις κανόνας. 'Ως
λόγους άπαγορεύσεως τοΰ θεάτρου διά τούς κληρικούς ό Άνδρ.
προυβαλε α') τήν παρούσαν κατάστασιν τοΰ θεάτρου, β') τό
ενδεχόμενον σκάνδαλον καί γ') τό άμόρφωτον του κλήρου. Άλλ’
ένφ α') υπάρχουν καί καλαί καί ήθικαί παραστάσεις, έξ άλλου
β') πρέπει νά μεριμνώμεν ουχί περί τοΰ πως νά μή σκανδα-
λίζωνται οί άσθενεΐς τήν συνείδησιν μόνον, άλλα καί «μήπως
διά τής όπισθοδρομικότητος σκανδαλίσωμεν τούς ύγιώς σκεπτο-
μένους, έξ ού θά προήρχετο καί μείζων κίνδυνος καί βλάβη»,
διότι, άλλως, ουδέποτε θά κατωρθοϋμεν μέγα τι καί γενναΐον
καί θά κατηντώμεν εις αληθή όχλοκρατίαν γ') δέ ή Τέχνη
.
ακριβώς είνε μέγας μορφώσεως παράγων, μία δέ των ευγενε-

στέρων της Τέχνης εκφάνσεων εινε τό θέατρον, μορφωτικόν
εύγενών ιδεών καί αισθημάτων. Άλλ’ άφοϋ ό Άνδρ. έπιτρέ-
πει έξαιρετικάς περιπτώσεις, ιδού δτι συμφάσκει, καί δσα είπεν
Π

άρα φαίνονται περιττά. Καί άντέδρα μέν ή άρχαία Εκκλησία


διά τών κανόνων αυτής κατά τών θεατρικών θεαμάτων διά τήν
Α.

γνωστήν έν έκείνω τώ καιρώ κατάστασιν τοΰ θεάτρου, άλλα


διωργανοΰντο άλλα θεάματα, τά «βασιλικά παίγνια», (ο Κου-
τσοπαίκτης, ό Μάρων, ό Άχιλλεύς), εις ά έφοίτων καί λαϊκοί
καί κληρικοί, καί τά οποία έθεωροΰντο επιτετραμμένα, «άπρο-
κριματίστου» θεωρουμένης τής εισόδου τών κληρικών εις ταΰτα,
κατά τον Βαλσαμώνα. Ένώ λοιπόν τότε ακόμη διεκρίνοντο
τά θεάματα εις επιτετραμμένα καί μή, έπέπρωτο εις τον ση­
μερινόν αιώνα νά μή διακρίνωνται, διά τής παραπομπής εις
τό άποκτεϊνον γράμμα τοΰ κανόνος, ο όποιος παύει νά ίσχύη,
τής αφορμής έκλιπούσης.
Τέλος, άναίρεσιν τών περί θεάτρου γνωμών τοΰ Άρχιεπ.
Σεβαστιανού άντεπεξήλθε καί ό Διδ. τής Θεολ. Ίερομ. Ά#α-
θέατρον καί 'Εκκλησία 185

ϊάαως Καββάδας60, καί ούτος παρευρεθείς έν τή διαβοήτφ


συναυλία. Ξενιζόμενος επί τω δτι «ή ιδέα συμβιβασμού Εκ­
κλησίας καί θεάτρου προξενεί τω Σεβ. κατάπληξιν καί γέλωτα,
iv<7> τό ζήτημα είνε πολλής μελέτης άξιον», ευρίσκει άτοπον
«νά κλεισθώσιν οί πνευματικοί τής κοινωνίας ιατροί είς τούς
τέσσαρας τοίχους τοΰ δωματίου ή τοΰ ναού», άφοΰ έμολογεϊται
οτι ή κοινωνία, διεφθαρμένη ούσα, πάσχει, καί το θέατρόν της
είνε πανώλης· άφοΰ δ’ άφ’ έαυτής δεν προσέρχεται είς τούς
πνευμ. ιατρούς, καί ως έκ τοΰ αποκλεισμού των θεωρεί όπι-
σθοδρομικούς καί αναξίους έκτιμήσεως καί έμπιστοσύνης, ανάγκη
«οί ιατροί να μεταβώσι προς άναζήτησιν αυτής, οπού καί άν
εόρίσκεται . . ., άδιαφοροΰντες περί των σκανδαλιζομένων Φα­
ρισαίων». Δεν ευρίσκει σπουδαΐον καί τον συλλογισμόν περ'1
τής διακριτικής οροθεσίας έν τή ηθική εκτιμήσει των θεατρι­
κών παραστάσεων, διότι ούτος, έπεκτεινόμενος καί επί πολλών
.
άλλων τοΰ βίου έκφάνσεων, επί τή βάσει προσαγομένων προσ­

φορών παραβολών, συγκρίσεων καί άναλογιών άποδεικνύεται
μωρός ώς έκ τοΰ έλάσσονος είς τό μεΐζον γιγνόμενος, απορεί
δέ «πώς τοιαύτας σκέψεις συλλαμβάνουσιν ηθικοί άνθρωποι».
Π

Επειδή δέ καθ’ άπασαν την Ελλάδα τά θέατρα μόλις ανέρ­


χονται είς δέκα, καί ταΰτα,
Α.

ώς είκός, κατεσπαρμένα είς τάς


πέντε ή εξ μεγαλουπόλεις, έν αίς υποτίθεται ότι είνε ό μάλ­
λον ανεπτυγμένος καί πεπαιδευμένος κλήρος, μερικεύει τό ζή­
τημα ούτω : «έπιτρέπεται τοΐς άρίστοις τών κληρικών τής
Ελλάδος νά μεταβαίνωσιν είς ο θέατρον νομίσουσι κατάλληλον,
λόγω σοβαρότητος, σεμνότητος, κοσμιότητος» ; Έάν δεν έπι-
τρέπηται, συμβουλεύει να παύση ή συζήτησις, «διά νά μάθη
τουλάχιστον ό χριστιανικός τής Ελλάδος λαός, ότι οί άριστοι
τών κληρικών του είνε έπίφοβοι, ανάξιοι ανθρωπισμού και
εμπιστοσύνης, έν ω έδει νά ήνε φίλοι τής οικογένειας αυτών·
Τουλάχιστον άς μή τό μάθωσι, καί άς τό λέγωμεν καί ας τό
-έπιβεβαιώμεν μόνοι ήμεΐς προς άλλήλους».

ββ) ‘Εκκλησία καί θέατρον, «Πάνταινος» S" (1914), ο. 67—70.


186 Γρηγορίου Παπαμιχκήλ

Ώς καί έν τοΐς πρόσθεν έλέχθη, το ζήτημα εύρεν άπή-


χησιν πλουσίαν καί έν τφ τύπψ τής ΚΠόλεως, έκεΐθεν δέ καί
είς τα άλλα ελληνικά πνευματικά κέντρα. Έκ των έν τή Βα-
σιλευούση γραφέντών ίδιαζούσης μνείας άξιον τυγχάνει άρθρον
Μ. Κ. τινός70, δστις θεωρεί τδ ζήτημα ώς έπουσιώδες, πρόω­
ρον καί ακατάλληλον, άλλων προεχόντων, φρονεί δέ δτι μόνον
δταν διαμορφωθή δ κλήρος καί ό λαός διαπαιδαγωγηθή δεν
θά ύπάρχη τοΰτο, ουδέ θά σκανδαλίζη τινά ή είς τδ θέατρον
φοίτησις των κληρικών, άπδ κοινωνικής δ' έπόψεως ούδέν
παρουσιάζει νΰν τδ έπεΐγον, ούδ’ έπιβάλλεται. Ή κοινωνία, μη
έπιτρέπουσα τό γε νΰν νά σκανδαλίζονται τινες έκ τής φοιτή-
σεως των κληρικών είς τά θέατρα, «μάλλον κερδίζει καί ούδέν
χάνει» καί προλαμβάνει έπικρίσεις καί σκάνδαλα, ένφ, έξ άλλου,
«ή αναμονή τδ πολύ πολύ δύναται νά ζημιώση εν ή δύο
πρόσωπα». Ιδιαιτέραν σημασίαν άποδίδει είς τάς σχετικές
.
κανονικάς απαγορευτικάς διατάξεις, αϊτινες είνε «έγκεντρισμέ-

ναι έν τοΐς ήθεσι τοΰ λαού ήμών» ώς «κληρονομιά πολλών
αιώνων», προσάγει δέ καί τούς κανόνας τούτους, οϊτινες, ώς
καί οι πολιτικοί νόμοι, δεν εβλεπον μέ εύμενές δμμα τά θεω­
Π

ρία, τά θέατρα, την θυμέλην καί τούς θυμελικούς, άνά/ογα


τών οποίων καί σήμερον ύπάρχουσιν.—Ό μουσικός Γ. Παγτϊ-
Α.

κος71, δυσμενώς διατεθείς πρδς την κατά τών κληρικών μήνυ-


σιν, γνωμοδοτεϊ, δτι «σήμερον τδ υγιές θέατρον, τά ήθοπλα-
στικά άκροάματα, άποτελοϋσιν έξοχα κοινωνικής καί εθνικής
έξυψώσεως καί έκτιμήσεως διδάγματα» καί έκφράζει την πε-
ποίθησιν, δτι ή Έ Σύνοδος τής Ελλάδος «θά έκδώση την ετυ­
μηγορίαν αύτής σύμφωνα πρδς τδ καλλιτεχνικδν πνεύμα τής
ήμετέρας Εκκλησίας καί τοΰ ήμετέρου Έθνους», διότι δέν
είνε δυνατόν, άλλως, ή Εκκλησία «νά καθαιρέση αύτή έαυ-
τήν» άφοΰ «οι έλληνοπρεπέστατοι Πατέρες ύπήρξαν οι πρώ­
τοι δημιουργοί τής καλλιτεχνίας, ιδίως δέ τής μουσικής».--'

,0) Πάντως τοΰ Μιλτιάδον Καραβοχνρον, «Οΰπω ήγγικεν ή ώρα», έν «Νε-


όλογψ» 17 Άπριλ. 1914. 71) Έν τϊ) έαυτοΰ «Μουσική», 1914 Φεβρ. σ. 57—58r
θέατ ρον καί 'Εκκλησία 187"

Λαϋρος επιτίθεται κατά των κληρικών των «διατυπωσάντων


ίδέας άκαίρως ριζοσπαστικάς, έκθετούσας το γόητρον της Εκ­
κλησίας» Φιλαδελγενς τις72, διαβλέπων παρά τοΐς κληρικοΐς,—
λαϊκός αυτός έκ των «άγανακτούντων λαϊκών, τών καλώς
γνωριζόντων τί έστι τδ σημερινόν θέατρον και ποια συναισθή­
ματα διεγείρουσι συνήθως τά έν συναυλίαις έκτελούμενα μου­
σικά τεμάχια»—, έπικράτησιν «πνεύματος κοσμικού καί φυ-
γάδευσιν τοϋ πνεύματος τοΰ Χριστού», κήρυγμα «συμφιλιώ-
σεως προς τον κόσμον, συμβιβασμού προς τάς έξεις καί συνή­
θεια: αυτού» καί «σπατάλην τού παρά τού Θεού όοθεντος
καιρού εις απολαύσεις έγωϊστικάς καί τέρψεις έν έαυταΐς την
τιμωρίαν καί την ποινήν έχούσας». Τδ σημερινδν θέατρον
είνε ολέθριον, ως δουλεΰον τοΐς είδώλοις τών ανθρωπίνων πα­
θών, «έξαιρέσει τών κλασικών δραμάτων, τά όποια όμως κα^
σπανιώτατα διδάσκονται καί δυσδιάκριτον
. έχουσι διά τούς
πλείστους τδ περιεχόμενον», «έκλαΐκευσιν δέ τού κλήρου έπ*

ούδενί λόγω δυνάμεθα νά παραδεχθώμεν».—Τδ ζήτημα συνε-
ζητήθη καί έν Κύπρψ, ένθα τών κληρικών τδ διάβημα άπε-
δοκίμασεν ό «Κυπριακός Φύλαξ» τής Λευκωσίας, καί πρό
Π

έτους διά δριμέων άρθρων ψέξας την παρουσίαν τοΰ Μητροπ.


Α.

Κιτίου έν εύεργητική θεατρική παραστάσει.—Ό 'Απολλώνιος


Κυτιεύς1'* έξετάζει μάλλον άπδ κανονικής θέσεως τδ θέμα,
δττερ χαρακτηρίζει ως σοβαρόν διά την έτι ΰπαρξιν περί θε­
άτρων έκκλησ. νόμου μη καταργηθέντος καί διά τήν, έκ τής
έττί αιώνας αποχής τοΰ κλήρου άπδ τού θεάτρου, γένεσιν κατ’
έθιμον δικαίου. Θά ήτο δίκαιος, έντεΰθεν, ό χαρακτηρισμός τής
πράςεως τών κληρικών τής συναυλίας ώς «παραβάσεως νόμου»;
άλλα Θεωρεί ώς μή δίκαιον νά ύφίσταται ό νόμος ούτος σή­
μερον, οτε τά πράγματα μετεβλήθησαν. Τδ ζήτημα δύναται

72) «Ό Κλήρος καί τό θέατρον καί αί κοσμ’.καί απολαύσεις», έν τφ περιοδ.


•0 Αγγελος τής Φιλαδέλφειας» (’Εν Φιλαδελφείφ τής Μ. ’Ασίας) 1 JIatou 1914
ο. 65-71.
) ’Εκκλησία καί θέατρον, έν "Έλευθερίφ» Λευκωσίας 1 Φεβρ. 1914.
188 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

νά λύση μόνον ή 'I. Σύνοδος τής Ελλάδος· άλλ’ ή Εκκλη­


σία οφείλει νά έναρμονισθή, δπου είνε άναγκαΐον καί δυνα­
τόν, προς τδ πνεϋμα τής εποχής, αναθεωρούμενων των μή
θεμελιωδών νόμων συμφώνως προς τάς άνάγκας τής σήμερον.—
Ό «Εκκλησιαστικός Κήρυξ» τής Μητροπόλεως Κιτίου7’1, έπ'1
τή είδήσει περί υποβολής μηνύσεως είς την 'I. Σύνοδον τής
Ελλάδος κατά των παραστάντων έν τή συναυλία κληρικών,
εξετάζει ποια ζητήματα δυνατόν εκ ταύτης ν’ άναφυώσι. Τού­
των κυριώτατα θεωρεί δύο : Ή Εκκλησία, καθηκόντως ούσα
ιατρός των ψυχών, οφείλει νά έπιβλέπη την ηθικήν τών πι­
στών δίαιταν «πώς, λοιπόν, δεν δικαιούται νά παρακολουθή
έκ τοϋ σύνεγγυς πάντα τά δημόσια ιδρύματα, έν οις συνάγον­
ται οί πιστοί έπί ήθική ώφελεία, επομένως καί τό θέατρον;»
Έάν δέ τούτο δεν ήνε πάντοτε άνεπίληπτον, όδηγησάτω είς
ρύθμισιν διαγωγής ή μεθ’ αμαρτωλών . άναστροφή τού Κυρίου.
Έξ άλλου, τοϋ Χριστιανισμού μή στερεοτυποΰντος τήν πρό­

οδον, μηδέ παρακωλύοντας αυτήν, πώς θ’ άρνηθώμεν είς τούς
λειτουργούς τής Εκκλησίας τό δικαίωμα νά χειραγωγώσιν είς
τήν προσήκουσαν οδόν τήν έν τώ πολιτισμοί προαγομενην
Π

ανθρωπότητα, ή πώς θ’ άξιώσωμεν παρά τής τροφού τής


έλευθερίας ’Εκκλησίας «νά περιορίση έαυτήν έντος δεσμών,
Α.

άτινα έθεώρησε προσήκον έν. ώρισμένοις καιροϊς καί ύπό ώρι-


σμένας συνθήκας νά νομοθετήση διά τά μέλη αυτής;»—Είς
τήν συζήτησιν άνεμίχθη καί ή έν ΚΓΙόλει μέν συντασσομένη,
έν Σύρο) ο’ έκδιδομένη ελληνόφωνος «Καθολική Έπιθεώρησις»",
Καίπερ ομολογούσα δτι δεν είνε αρμόδια νά λύση τό
ζήτημα, έν τούτοις άποφαίνεται, δτι οί περί αυτού γράψαντες
έπλανήθησαν μή πραγματευθέντες αυτό από τής πραγματικής
του έπόψεως, ήτις είνε ή έρευνα τών αιτιών τής άποχήε τών
κληρικών από τών θεάτρων καί τής ύπό τού κόσμου έπιδοκι-
μασίας τής αποχής ταύτης. Καί παραδέχεται μέν δτι «ούοέ-

,4) “Εκ!. ’Αθηνών. Δ’, 15 Ίαν. 1914, σ. 33—34.


‘‘) Περιπλάνηοις έν τφ ζητήματι, 15 Ίαν. 1914, σ. 483 — 488.
θέατρον καί ’Εκκλησία 189

ποτέ ή Χριστιανική Εκκλησία κατεδίκασεν ή Απεδοκίμασε


ψυχαγωγικά μέσα» ηθικά, καί δτι ή μουσική καί το θέατρον
καί ό χορδς καί τα άσματα καί αί συναυλίαι τυγχάνουσι
μέσα άναψυχής Αθφα προς θεραπείαν παθών Αξιομέμπτων,
άλλα πιστοποιεί δτι συν τώ χρόνω πάντα ταΰτα έξετράπησαν
τοΰ προορισμού των, καί, επομένως, ή Εκκλησία «δεν δύνα-
ται ϊνα έπικροτή τήν τελεσφόρησιν μέσων διαφθοράς», Ό
κληρικός δύναται να εΰρη πάντοτε το μέσον τής έρεύνης καί
τής έπιγνώσεως τής κοινωνικής πορείας τοΰ ποιμνίου καί άνευ
τοΰ θεάτρου, έξ οΰ μόνον ψυχαγωγία ή ηθική βλάβη αποκομί­
ζεται, «ουδέποτε δέ ουδεμία ώφέλεια», χωρίς να έκτίθηται ή
ιερατική Αξιοπρέπεια είς Ανάρμοστα μειδιάματα καί νά θεωρή-
ται πολέμιος τής κοινωνικής προόδου. Προορισμός τοΰ ίερέως
είνε νά συμβάλη παντοιοτρόπως δπως τό θέατρον βαθμηδόν
καταστή άνεπίληπτον, διά τής επί τής . σκηνής παραστάσεως
σοβαρωτέρων καί ήθικωτέρων θεαμάτων, οπότε ή ήθικοποίησις

θά έπετυγχάνετο μυριάκις περισσότερον παρ' δτι διά τής
παρουσίας τοΰ ίερέως εις τό θέατρον «ή παρουσία τοΰ ίερέως
έν αιθούση παραστάσεων θά ή το δεδικαιολογημένη μόνον έν
Π

σοβαρά συναυλία δργανική ή φωνητική, όπόταν μόνον θά έδί—


δετό χάριν φιλανθρωπικού σκοποΰ ύποστηριζομένου υπό τής
Α.

Εκκλησίας» προεπιδοκιμασάσης τό σχετικόν πρόγραμμα.

Τοιαύτην έκτασιν είχε λάβει ή συζήτησις περί τοΰ έν


λόγω «έπεισοδίου», περί ου έν τέλει ή Ιερά Σύνοδος τής
Εκκλησίας τής Ελλάδος άπεφάνθη—κατά τάς Αθηναϊκάς
έφημερίδας7*3—δτι «ούδέν έγένετο τό Αντικανονικόν».

Έκ τής δλης ταύτης συζητήσεως καθίσταται δήλον, δτι,


κυρίως είπεΤν, ζήτημα δεν ύπήρχεν, άλλ’ δτι μεμονωμένη τις
καί δλως περιωρισμένη περίπτωσις έξωλίσθησεν εις θέμα όμο-
λογουμένως εύρύ καί σπουδαΐον, ένδιαφέρον τά μάλιστα τάς

,β) Ίίε «’Ελευθερίαν» Λευκωοίας 1 Φεβρ. 1914.


190 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

άνεπτυγμένας κυρίως τάξεις, καί δή τάς εύθικχοτέρας εν τοΐς


ζητήμασι χοϋ Καλοΰ καί τής Τέχνης. Διότι ούτε οί παραστάν-
τες κατά τήν συναυλίαν πεφωτισμένοι κληρικοί διά του δια­
βήματος αυτών ήξίωσαν να «λύσωσι» γενικώς καί όριστικώς
τδ άκανθώδες ζήτημα τής σχέσεως τοϋ Κλήρου πρ δς τδ
Θέατρον καθόλου, οΰτε αυτή καθ’ έαυτήν ή περίπτωσις aim)
τόσον γενικόν ζήτημα έθεσεν. Έάν έπί τοΰ προκειμένη
ύπήρχέ τις ό σκανδαλισθείς, ήδύνατο δι* ολίγων νά διαφωτισθή,
έξηγουμένων αύτψ τής υφής καί τοΰ σκοπού τής διαβόητου
συναυλίας, ούδείς δ’ έχέφρων θά ήδύνατο άντίρρησίν τινα νά
διατύπωση. Άλλ’, ως καί άλλοτε είπομεν, ώρισμέναι έφημε­
ρίδες άπό σκοπού άνήγαγον τό πράγμα εις περιωπήν «έπεισο-
δίου» ϊνα προκαλέσωσι θωρυβώδες σκάνδαλον, οι δέ θορυβο­
ποιοί «ή ήσαν έκ προθέσεως κακόβουλοι, προς ύποκνισμόν
τής περιεργείας τοϋ πλήθους δημιουργήσαντες άναγνωσματο-
.
ποιητικήν άφορμήν πρός εύρυτέραν κυκλοφορίαν τών φύλλων

των, ή ύποκριταί Φαρισαίοι, παρά τών άλλων άπαιτοΰντες
ήθικόν ΰψος, αυτοί όντες έρείπια ηθικά κεκονιαμένων τάφων,
ή ασυναίσθητοι μοντανισταί καί κουάκεροι, στρεβλήν περί τοϋ
Π

πνεύματος τοΰ Χριστιανισμοΰ έχοντες ιδέαν, ή, τό έλαφρότερον,


άμαθεΐς καί άμόρφωτοι»77. Έντεΰθεν επόμενον ήτο, άφοΰ με­
Α.

μονωμένη καί ώρισμένη περίπτωσις έγενικεύθη παραλόγως εις


«φοίτησιν τών κληρικών εις τά θέατρα» καί είς «συγχρονι­
στικήν καινοτομίαν» καί «θραΰσιν, έπί τέλους, τών δεσμών
τών προλήψεων καί τών απηρχαιωμένων αντιλήψεων», έπόμε-
νον, λέγομεν, ήτο νά έξετασθή τό δλον πολυμερές ζήτημα τής
σχέσεως τής Εκκλησίας πρός τό Θέατρον καί νά έκφρασθώσι
ποικιλώταται συγκρουόμεναι καί άντιφατικαί γνώμαι περί τών
συναφών πρός τό κύριον θέμα ζητημάτων, δήλα δή περί κα­
νόνων, περί ηθικής, περί κοινωνίας, περί Τέχνης κλ. Δεν
•δύναταί τις νά άρνηθή, δ τι καί έν ταΐς καταφώρως άσυστά-
τοις γνωμοδοτήσεσιν άπαντώσι καί στοιχειά τινα μεμονωμένως

") «Πώνταινος» 5" (1914) σ. 42.


θέατρον καί Έκκληοία 191

^ρθά, όπως καί οτι καί οι μάλλον προς τήν ορθήν τοΰ θέμα­
τος θέσίν προσκείμενοι διετύπωσχν άσθενή τινα επιχειρήματα
ενεκα τής έκ τοΰ προχείρου καί δημοσιογραφικής μάλλον
διαπραγματεύσεως αύτοΰ. Τούτου ένεκα έπιθυμοΰντες να προσ-
δώαωμεν εϊς τδ δλον ζήτημα συστηματικωτέραν τινά στρογ-
γυλότητα καί συνολικωτέραν έπιστημονικήν υφήν, έξετάσωμεν
αύτο ένταΰθα κατά πάσας αύτοΰ τάς έπόψεις, ήτοι τήν ιστο­
ρικήν, τήν κανονικήν καί τήν ηθικήν*.

.

Π
Α.

*) 'Ensxal συνέχβια.
ΤΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ*
ΥΠΟ
ΟΡΕΣΤΟΤ ΜΑΤΡΟΓΕΝΟΤΣ

Τά Προνόμια τών Πατριαρχείων καί των εν Μουσουλμανικαϊς


χώραις Χριστιανών, αποτελούν όχι μόνον τον καταστατικόν, ούτως
είπεΐν, χάρτην τού υποδούλου γένους, άλλα καί ρυθμίζουν τά τής Εκ­
κλησίας, τάς οικογενειακός, κληρονομικός καί άλλας σχέσεις εκατομμυ­
ρίων ’Ορθοδόξων Χριστιανών.
Ύπό τήν σκέπην αυτών, ή ’Εκκλησία ήδυνήθη νά διατηρήστ]
την θρησκείαν καί την γλώσσαν, όχι μόνον τής Ελληνικής φυλής,
άλλα καί ά'λλων λαών, νά προπαρασκευάση δέ τήν ελευθερίαν μικρού
μέρους τής μεγάλης Ελλάδος, διά τών σχολών καί τής έπιδεξίας πο­
λιτικής τών κατά καιρούς Πατριαρχών.
’Άνευ τών προνομίων, είναι ζήτημα, εάν σήμερον θά ύπήρχεν
ορθόδοξος θρησκεία, θά ύπήρχεν Ελληνικόν Κράτος, θά ύπήρχεν
'Ελληνική γλώσσα.
Διά τούς άνω λόγους, Ιθεώρησα καλόν, τά περί προνομίων, νά
πραγματευθώ ενώπιον υμών, καί νά προσπαθήσω, έστω καί άμυδρώς,
.

νά σάς γνωρίσω ταύτα, τον γενεσιουργόν αυτών λόγον, καί τήν
έκτασίν των.
Διά τής λέξεως, προνόμια τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας καί τού
Π

γένους τών Ρωμαίων, εννοούμεν τήν περιορισμένην αύτοδιοίκησιν τήν


οποίαν έχει τό κατακτηθέν γένος, δυνάμει τής οποίας, ή άντιπροσω-
Α.

πεύουσα αυτό ’Εκκλησία έχει, διοικητικήν, νομοθετικήν καί δικαστι­


κήν εξουσίαν επί τών σχέσεων τών άναγομένων, εις τον προσωπι-

*) Διάλεξις γενομένη έν τώ Νομικφ Τμήματι τοϋ Συλλόγου τών Ελλήνων"


Επιστημόνων ’Αλεξάνδρειάς «Πτολεμαίος ό Α'» τη 11 'Απριλίου 1915.
Τά Πατριαρχικά προνόμια 193

κόν θεσμόν ιών ’Ορθοδόξων, επί ΐΐνων πολιτικών κα'ι ποινικών υπο­
θέσεων, τοΰ τε κλήρου κα'ι τών 'Ορθοδόξων χριστιανών, ως και τάς
ατελείας καί ασυδοσίας τοΰ κλήρου καί τέλος την πολιτικήν εξουσίαν,
δυνάμει τής οποίας, ό κλήρος αντιπροσωπεύει τούς χριστιανούς εις
ΐάς σχέσεις των προς την Τουρκικήν Κυβέρνησιν.
Κατά πόσον ή λέξις, προνόμια ή δίκαια, ή προνόμια καί δίκαια,
Είναι ή άρμόζουσα προς έκδήλωσιν τών εκ τής αύτοδιοικήσεως προ-
ερχομένων, καί οίνω άπαριθμηθέντων δικαιωμάτων τοΰ Γένους καί
τής ’Εκκλησίας, δεν θά εξετάσω σήμερον, απλώς θά υποδείξω, δτι
έχει Βυζαντινήν τήν καταγωγήν, προερχομένη Ιδίως, εκ τής φράσεως
τών Αύτοκρατόρων τοΰ Βυζαντίου, ήν άπέτεινον, κατά τήν στέψιν των
πρός τον Πατριάρχην «στέργαη ομολογώ, καί βεβαιώ τά προνόμια
καί έθιμα τής 'Αγιωτάτης καί Μεγάλης τοΰ Θεοΰ Εκκλησίας».
Έκ τής φράσεως ταύτης, παραλαβών, φαίνεται, Μωχάμετ, ο
Πορθητής τής Κωνσταντινουπόλεως, τήν λέξιν προνόμια, μετεχειρίσθη
κατά τήν άναγνώρισιν τοΰ Πατριάρχου Γενναδίου τοΰ Σχολαρίου, εί-
πών αύτώ «Πατριάρχευε επ’ ευτυχία καί έχε τήν φιλίαν Ημών εν
οίς θέλεις, έχων πάντα τά σά προνόμια, ως οί προ σοΰ Πατριάρχαι
είχον».
.

Οί Αύτοκράτορες ίσως, δικαίως έλεγον καί έγραφον προνόμια,
δεν έπεται όμως εκ τούτου, δτι καί οί Σουλτάνοι, νομίμως, μετεχειρί-
ζοντο τήν λέξιν ταυτην.
Π

Μετεχειρίσθην τήν λέξιν ίσως, προκειμένου περί Αύτοκρατόρων,


διότι δέν λησμονώ δτι, δτε ό Αύτοκράτωρ, ’Ανδρόνικος ό Πρεσβύ-
Α.

τερος, δυσαρεστηθείς έκ τής αθωωτικής άποφάσεως, ήν έξέδωκεν τό


δπό τήν προεδρείαν τοΰ Πατριάρχου Ήσαΐα, δικαστήριον, υπέρ ’Αν­
δρονίκου τοΰ νεωτέρου, έγγονοΰ καί συμβασιλέως τοΰ πρεσβυτέρου,
εμήνυσεν τώ Πατριάρχη «Πατριάρχην δντα καί εκκλησιαστικών έχεσθε
Φροντίδων, ιών κοινών δε καί βασιλικών άπέχεσθαι πραγμάτων», ό
ευθαρσής εκείνος Πατριάρχης άπήντησεν αύτώ «εγώ δέ καί πάνυ
θαυμάζω μεμνημένος ως έκέλευσας εμέ μέν τά τής ’Εκκλησίας πράτ-
τειν καί περί αύτά ήσχολήσθαι μόνα, σέ δέ εάν δπως άν δοκή τά
ιής βασιλείας διοικεΐν» καί προχωρών έτι περαιτέρω, δηλοΐ κατηγο­
ρηματικούς καί ύπερηφάνως δτι «δέν θ’ άποξενωθή δικαιώματος χο-
ρηγηθέντος υπό τοΰ Νόμου καί τοΰ Θεοΰ», καί καταλήγει «ανάγκην
εχοντι τών άδικουμένων προΐστασθαι καί βοηθεΐν αύτοΐς δση δύνα-
Ι11?2· Έάν λοιπόν ό Πατριάρχης εκείνος τοιαΰτην άπάντησιν έδιδε
Ειζ τον Αύτοκράτορα, έτι μάλλον σήμερον, οί Πατριάρχαι ημών δι-
u ΕηηΧ, Φάαος ,, τόμ, ΙΔ’ τιΰχ» (*Ατΐ(>ίΧιος·*Ιοννιος) 1915 13
194 Όρέατου Μαυρογένους

καιούνται ν’ άποκρούωσι την λέξιν προνόμια, την οποίαν επίτηδες


μεταχειρίζεται ή Τουρκική Κυβέρνησις, δηλούντες δτι δυνάμει τοΰ
'Ιερού Νόμου του Ίσλάμ, έχουσι τό δικαίωμα τής αΰτοδιοικήσεως
καί ούχΐ δυνάμει προνομίων παραχωρηδέντων υπό τοΰ Καιακτητοΰ.
Έν τοΰτοις καίτοι έχω την γνώμην, δτι ή λέξις προνόμια είναι
δχι μόνον ακατάλληλος προς ορισμόν τοΰ συνόλου τών δικαίων τού
γένους καί τής ’Εκκλησίας, άλλα και επιβλαβής έθνικώς, διότι τα δί­
καια ταϋτα, χαρακτηριζόμενα ως προνόμια, ύπόκεινται, νομικώς, εις
στενήν ερμηνείαν καί ανακαλούνται, δα μεταχειριστώ αυτήν, διότι
ούτως είναι γνωστόν τό δίκαιον, τό διέπον τό γένος καί τήν Εκκλη­
σίαν, ώς καί αί άτέλειαι καί άσυδοσίαι τοΰ κλήρου.
Γενική ιδέα επεκράτει, τήν όποιαν ή τε Εκκλησία καί οί συγ­
γραφείς ύπεστήρίζον μέχρις εσχάτων, καί τινες ύποστηρίζουσι μέχρι
σήμερον, δτι τα προνόμια παρεχωρήθησαν, υπό τοΰ Μωχάμετ τού
Πορθητοΰ, κατά τήν άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως, καί τούτο,
εκ πολιτικής περινοίας καί εκ πολιτικού συμφέροντος, καί ότι εάν ύπήρ-
χον προηγουμένως, ήδύναντο νά καταργηθώσι, δεν κατηργήθησαν δέ,
λόγφ τού πολιτικού συμφέροντος καί τοΰ φόβου τής ένώσεως τών
.
Εκκλησιών καί τής δυνατής εξεγέρσεως τής Ευρώπης.

Ευτυχώς κατά τά τέλη τού έτους 1909, τό Οικουμενικόν Πα­
τριαρχείων κατεΐδεν, δτι ή θεωρία τήν οποίαν ύπεστήριζεν καί διά
τών επισήμων του εγγράφων προς τήν Τουρκικήν Κυβέρνησιν διε-
Π

κήρυττεν, ήτο σαθρά, καί ούτως εδημοσίευσε τήν επίσημον γνώμην


του, έν βιβλίω έκδοθέντι εκ τοΰ Πατριαρχικού Τυπογραφείου, συνταχ-
Α.

θέντι δέ υπό επιτροπής διορισθείσης διά Συνοδικής άποφάσεως1 διά


τής επισήμου ταύτης γνώμης άσπάζεται τήν θεωρίαν τοΰ εν Σμύρνη
διαπρεπούς συναδέλφου κ. Έλευθεριάδου, τού μόνου, κατ’ εμέ, μεταξύ
δλων τών συγγραφέων ξένων καί ήμετέρων, τόσον έμβριθώς πραγμα-
τευθέντος τά περί προνομίων, θεωρίαν κατά τήν οποίαν ή βάσις αυ­
τών είναι ή 'Ιερά βίβλος τού ’Ισλαμισμού, τό Κοράνιον. Τήν θεω­
ρίαν ταύτην, α>ς τινες έξ υμών γνωρίζουν, προ δεκαετίας καί πλέον
υποστηρίζω καί εγώ.
Είμαι ύπόχρεως ν’ αποκρούσω τήν θεωρίαν, κατά τήν οποίαν ό
Πορθητής παρεχώρησε τά Προνόμια, καί αποδείξω δτι τά περιώνυμα
Βεράιια, δεν είναι, είμή απλά αναγνωστήρια έγγραφα τών κατά και­
ρούς Ικλεγομένων ΙΙατριαρχών, είμαι δ' ύπόχρεως ν’ αποκρούσω τήν
θεωρίαν κατά τήν οποίαν ό Πορθητής παρεχώρησε τά προνόμια,
διότι αρκετοί συγγραφείς, ήμέτεροι καί ξένοι, εμμένουν σήμερον.
Τά Πατριαρχικά προνόμια 195

Ή θεωρία αΰτη δεν είναι ορθή' ούδέν προνόμιον παρεχώρησεν


ΰ Πορθητής, οΰτε ήδύνατο νά παραχωρήση, διότι οί Σουλτάνοι τής
εποχής εκείνης, καί οι τής σήμερον, δεν ειχον, εν πολλοΐς τό δικαί­
ωμα τοϋ νομοθετεΐν, δεν ειν’ ορθή, διότι ίστορικώς άποδεικνυ-
εται, ότι ούδείς φόβος ένώσεως ’Εκκλησιών ΰπήρχεν, ούτε ήτο δυ­
νατή ή έξέγερσις τής Ευρώπης, εάν δέ εξεγέρσεις τινές εγένοντο,
οίκτρώς εναυάγησαν, ώς ομολογούν καί αυτοί οί ύποστηρίζοντες την
θεωρίαν ταυτην. Έάν λογάδες τινές τοϋ έθνους καί ό λαός ήλπιζεν
δτι ή Ευρώπη ήθελε σπεΰσει εις βοήθειαν τής πιπτοϋσης Πόλεως,
ούδέν έ'τερον άποδεικνύει τούτο, είμή δτι καί τότε, ώς καί προ τών
δυο τελευταίων ενδόξων πολέμων μας, αντί νά στηριζώμεθα επί τών
δυνάμεών μας, άναμένομεν την σωτηρίαν από τής Ευρώπης, καί προς
αυτήν έτεινον χεΐρα επαίτου οί Αύτοκράτορές μας.
Ή Ευρώπη καί 6 Πάπας έτρεμον ώς λαγωοί προ τοϋ κατακτη-
τοΰ, καί τοσοϋτον, ώστε, άφόβως οΰτος ειρωνευόμενος τον Δόγην, νά
μηνύη αύτώ, δτι θά μετέβαινεν εις Βενετίαν, διά νά τον βυθίση εις
τον πυθμένα τής θαλάσσης, προς πληρεστέραν τέλεσιν τών γάμων του
μετά τής συζύγου του αυτής, εις δέ τον Πάπαν, δτι θά μεταβή δ
ίδιος εις Ρώμην, νά τον βάλη εις τήν θεσιν του.
.

Μέ κωδονοκρουσίας καί φωταψίας, έύρτασεν τον θάνατον τοϋ
κατακτητοΰ ό Πάπας. Αυτή ήτο ή παρασχεθεϊσα βοήθεια, αρκετά εν­
δεικτική.
Π

Οί άντιφρονοΰντες διϊσχυρίζονται, δτι δ Πορθητής εδικαιούτο ν’


άνακαλέση τά προνόμια. Τούτο δέν ειν’ αληθές, δ Πορθητής δέν
Α.

ήδύνατο νά προβή εις τήν άνάκλιησιν, διότι ό Καλίφης αυτός θά


παρέβαινεν τό Κοράνιον, καί δέν υπήρχε τότε Σύνταγμα, καί Νεο­
τουρκικόν κόμμα, αλλά τό Κοράνιον καί μόνον, εις τάς διατάξεις τού
όποιου, πρώτος ώφειλε νά κλίνη τήν κεφαλήν, έάν ήθελιε νά κάθηται
Ιπί τοϋ Θρόνου.
Έάν ήδύνατο δ Πορθητής νά προβή εις άνάκλησιν, ούτε επί
στιγμήν θά εδίσταζε επί τής Πατριαρχείας τού Ίωάσαφ. Εξηγούμαι.
Έν τη αυλή τοϋ Πορθητοϋ υπήρχεν μέγας ευνοούμενος, Γεώρ­
γιος Άμόιρούτσης δνόματί' ουτος έρωτευθείς τήν ώραίαν χήραν τού
δουκός τών ’Αθηνών, ή οποία, ώς μάς πληροφορεί δ Μαλαξός, ήτο
«πολλά εύμορφωτάτη καί εις τό πρόσωπον καί εις δλον τό κορμί»
«ζήτησε νά διαζευχθή τήν σύζυγόν του διά νά νυμφευθή αυτήν, άλλ’
ο Πατριάρχης, μ’ δλας τάς παρακλήσεις του, τής συστάσεις τού Πορ-
θητοΰ, καί τάς ένεργείας τού Μεγάλου Εκκλησιάρχου Μαξίμου, ήρνήθη
196 Όρέστου Μαυρογένους

νά προβή εις την διάζευξιν, έξεμάνει τότε ό Πορθητής, άλλ’ εις τον-
Ιρωτα τοϋ Άμοιρούτση δεν έθυσίασε τά προνόμια, άλλα την γενει­
άδα τοϋ Πατριάρχου και την μύτην τοϋ Μεγάλου Εκκλησιάρχου
ώς μή Ινεργήσαντος τελεσιρόρως. Πόσοι Πατριάρχαι δεν ϋπέστησαν
την έσχάτην τών ποινών, έ'νεκεν επαναστάσεων τοϋ γένους ή άλλων
λόγων! πόσαι σφαγαί Χριστιανών! Έκρεμάσθη ό Πατριάρχης Γρη-
γόριος ό Ε', κατά την έπανάστασιν τών γιγάντων, καί τό αίμα
έ'ρρευσεν ως ποταμός, άλλ’ έμεινον πάντοτε, άθικτα τά προνόμια, διότι
ήσαν εκ τών δογμάτων τοϋ Κορανίου, συνεπώς ιερά καί απαραβίαστα.
Διϊσχυρίζονται οι άντιφρονοϋντες, δτι, διά τών Βερατίων, πάρε-
χώρησέν ό Πορθητής τά προνόμια, ενεκεν πολιτικών λόγων, λησμο-
νοϋν δμως, δτι πριν τοϋ Πορθητοϋ, βεράτια έδόθησαν δχι μόνον υπό
Σουλτάνων, αλλά καί υπό απλών Βεζυρών, καί λησμονοϋν, δτι βερά­
τια έδόθησαν εις τούς ’Αρμενίους καί Εβραίους, δεν πιστεύω δέ νά
υποστηρίζουν, δτι καί υπέρ αυτών συνηγορούν πολιτικοί λόγοι.
Διϊσχυρίζονται Ιπίσης, δτι ό Πορθητής έγνώριζεν τά προνόμια
της Εκκλησίας, εν τή Βυζαντινή αυτοκρατορία, καί διετήρησε ταϋτα
διότι τό άπήτει τό συμφέρον τοϋ Κράτους, καί δτι αι άρχαί τής έτε-
.
ροδικείας ήσαν τόσον συνήθεις εις τά Ευρωπαϊκά Κράτη καί εις την

Βυζαντινήν Αυτοκρατορίαν, ώστε εκτός τών Βαΐλων, Κονσόλων κ.αΐ
χιλίων άλλων εις όλων, καί καδής σαρικοφόρος ύπήρχεν εν αυτή τή
Κωνσταντινουπόλει.
Π

Δέ είναι τοϋ παρόντος νά εξετάσω τούς λόγους τούς ΰποχρεοί-


σαντας τούς Αύτοκράτορας τοϋ Βυζαντίου ν’ άποδεχθώσι τοιαύτας καί
Α.

τόσας Άρχάς, περιορίζομαι, απλώς, νά υποδείξω, δτι αί παραχωρή­


σεις αύται εδείκνυον τήν αδυναμίαν τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
καί δτι τό καθεστώς αυτό τό όποιον έπικαλοϋνται οί άντιφρονοϋντες
δέν ύπεχρέου τον παντοδύναμον Πορθητήν νά παραχωρήση ή δια-
τηρήση τά προνόμια. 'Η ετεροδικία, τών ’Ενετών καί λοιπών, έπαυσε
διά τής έπελθούσης, λόγφ τής κατακτήσεως, καταργήσεως τών προς
τό Βυζαντινόν Κράτος, συνθηκών1 δλοι οί άλλοδαποί οί ευρισκόμε­
νοι τότε εν Τουρκία, έγένοντο ραγιάδες, καί ύπήχΟησαν εις τήν
’Οθωμανικήν νομοθεσίαν, ήτις επέτρεπεν εις τούς Χριστιανούς νά δι-
κάζωνται υπό τών ’Εκκλησιαστικών ’Αρχών των, οί δέ Ενετοί, Γε·
νουήσιοι καί λοιποί ήναγκάσδησαν, κατά προτίμησιν, ν’ άπευδύ-
νωνται εις τά Πατριαρχεία μας, διότι δέν ειχον Εκκλησιαστικός
Άρχάς, νομίμως άνεγνωρισμένας.
Έάν σήμερον ύπάρχη ετεροδικία εν Τουρκία, αυτή ΰφίσταται,
Τά Πατριαρχικά προνόμια 197

οϋιχί διότι ό Πορθητής τήν ήνέχΟη, αλλά διότι άνέζησε κατά τόν Φε­
βρουάριον τοΰ 1535, διά τής συνθήκης φιλίας, ήν ό τότε Σουλτάνος
Σουλεϊμάν παρεχώρησεν εις τόν Βασιλέα τής Γαλλίας Φραγκίσκον τόν Α'.
Προ ολίγων ακόμη ετών έπεκράτει ή ιδέα, ότι ή συνθήκη αυτή,
ή γνωστή υπό τό ό'νομα capitulations, κεφαλαιώσεις Ελληνιστί, διότι
ήτο γεγραμμένη κατά κειράλαια, δηλαδή άρθρα ώς λέγομεν σήμερον,
έγένετο λόγω τοΰ φόβου, όν ένέπνεεν ή Ευρώπη καί ιδίως ή Γαλλία
εις τους Τούρκους, αλλά μετά τήν δημοσίευσιν, εκ τών αρχείων τοΰ
Υπουργείου τών 'Εξωτερικών τής Γαλλίας, τών σχετικών εγγράφων
προς τάς capitulations, άπεδείχθη, ότι ό Φραγκίσκος ήττηθεΐς υπό
τοΰ Αΰτοκράτορος Καρόλου τοΰ Ε', συλληφθείς καί οδηγηθείς αιχμά­
λωτος εις Μαδρίτην, άπέστειλε προς τόν Σουλτάνου Σουλεϊμάν, τόν
Sire de la Foret, ϊνα έκλιπαρήση τήν χρηματικήν καί στρατιωτικήν
βοήθειαν αΰτοΰ, καί εΐδικώτερον ϊνα διαπραγματευθή δάνειον ενός
εκατομμυρίου χρυσών, καί τήν αποστολήν Τουρκικοΰ στόλου εις Νεά-
πολιν. Οίιδείς λόγος, είς τάς οδηγίας, περί capitulations, ό Σουλ­
τάνος όμως, δεχθείς τόν άπεσταλμένον τοΰ Φραγκίσκου, παρεχώρησεν
αύτώ, ώς εύφυώς παρατηρεί είς συγγραφεύς, ώς μπαξίς τάς capitu­
.
lations, δηλώσας ταΰτοχρόνως, δτι καί ό Πάπας καί ό βασιλεύς τής

Σκωτίας καί ’Αγγλίας δΰνανται νά συμμετάσχωσι τών πλεονεκτημά­
των, ά'τινα οϊκειοθελώς παρεχώρησεν είς τους Γάλλους, εάν δηλώσωσι
τοΰτο εντός οκτώ μηνών.
Π

Παραχωρήσας ό Σουλεϊμάν, διά τών capitulations, είς τούς


Γάλλους τό δικαίωμα διαμονής εν Τουρκία άι ευ απώλειας τής υπη­
Α.

κοότητάς των, πρέπει δέ νά γνωρίζετε, ότι προηγουμένως ειχον μεν


τό δικαίωμα τοΰτο, αλλά μετά παρέλευσιν χρονικοΰ τίνος διαστήματος
εγένοντο ραγιάδες, εσκέφθη ότι οί άποκαθιστάμενοι εν Τουρκία Γάλ­
λοι έπρεπε νά δικάζονται υπό τίνος ’Αρχής, άφ1 ου δεν ήτο δυνατόν
νά δικασθώσιν υπό τών Μουσουλμανικών δικαστηρίων λόγω τοΰ
Ίεροΰ Νόμου, ούτε υπό τοΰ Πατριάρχου λόγφ τής διαφοράς τής
θρησκείας, ώς λύσιν δέ εύρε τούς Προξένους, οΐ όποιοι, κατά τάς
θρησκευτικός ιδέας τών Τούρκων, ήσαν εν είδος Πατριαρχών. Ούτω
σήμερον οί νεώτεροι Ευρωπαίοι συγγραφείς δέχονται, δτι αί capitu­
lations στηρίζονται επί θρησκευτικών καί ούχί πολιτικών λόγων.
Ώς παρατηρεί, λίαν δρθώς, ό κ. Έλευθεριάδης, είς Πολιτείαν, εις
πήν οποίαν συγχέεται τό δίκαιον μέ τήν θρησκείαν καί θεωρείται
κλάδος αυτής, ό θρησκευτικός νόμος είναι νόμος προσωπικός, εφαρ­
μοζόμενος μόνος είς τούς τά τής αυτής θρησκείας πρεσβεύοντας. Αί
198 Όρέστου Μαυρογένους

νομικαί σχέσεις μεταβάλονται εις θρησκευτικός, τό δίκαιον θεωρείται


θειον δώρημα καί δεν δύνανται να μετάσχωσιν αύτοΰ, εΐμή μόνον
οί πιστοί.
Ή μόνη βάσις των προνομίων των κατακτηθέντων Χριστιανών
καί Εβραίων υπό των Μουσουλμάνων, ως και των αλλοδαπών τών
διαμενόντων εν Τουρκία και εις οίονδήποτε Ίσλαμικόν Κράτος, είναι
ή'θρησκεία, ό ιερός νόμος, τό Κοράνιον.
Έν τώ Κορανίω, Κύριοι, τώ βασιζομένω επί τής Θείας άπο-
καλύψεως, κατά τους Μουσουλμάνους, καί προς αύτούς καί μόνους
αποτεινόμενα), εΰρίσκωμεν μεταξύ τών άλλων εδαφίων, τό 47ον |ν τφ
Ε' κεφαλαίφ, τό άναφερόμενον εΐς τούς Εβραίους «Άλλα πώς δύ-
νανται νά σέ προσλάβωσιν ως δικαστήν αυτών ; Έχουσι την Πεν­
τάτευχον ήτις εμπεριέχει τούς -θείους κανόνας». Ώς παρατηρείτε, διά
τοΰ εδαφίου τούτου αναγνωρίζει ό Προφήτης, δτι οί Εβραίοι δι­
καιούνται νά δικάζωνται κατά την Πεντάτευχον καί, δτι ενεκεν τού­
του, είναι αδύνατον ν’ άποτανθώσιν εις τον ιεροδίκην μουσουλμά­
νον. Έν τώ αύτώ κεφαλαίω άπαντώμεν τό 50°ν εδάφιον τό άναφε­
ρόμενον εΐς τε τούς Εβραίους καί Χριστιανούς. «Είς τά ίχνη αυτών
.
(δηλαδή τών προηγουμένων προφητών) επέμψαμεν τον Ίησοΰν, ΐνα

κύρωση τήν Πεντάτευχον, εδώκαμεν αύτώ Εύαγγέλιον, δπερ εμπε­
ριέχει, ωσαύτως, τήν οδηγίαν καί τό κήρυγμα προς τούς φοβουμένους
τον Κύριον»- καί τό δίον to καί κατηγορηματικώτερον. «Οί όπαδοί
Π

τοΰ Ευαγγελίου θά δικάζωσι σύμφωνα μέ αυτό. Οι μή δικάζοντες


κατά τάς διατάξεις ενός τών βιβλίων (δηλαδή Πεντατεύχου, Ευαγγε­
Α.

λίου καί Κορανίου) ά'τινα ό Θεός έπεμψεν άνωθεν είναι ασεβείς».


Κατά τ’ άνω λοιπόν, εδάφια, οί Εβραίοι καί οί Χριστιανοί
δικάζονται κατά τήν Πεντάτευχον καί τό Εύαγγέλιον, δικάζονται δέ φυ-
σικώς υπό τοΰ κλήρου αυτών, τοΰ μόνου αρμοδίου νά ερμηνεύσΐ]
ταϋτα, καί διότι κατά τήν κατάκτησιν ούτω σχεδόν εδικάζοντο υπό
τών Καθολικών Κριτών, διότι αί πολιτικαί καί άλλαι δικαστικοί
Άρχαί είχον σαρωθή.
Ό Προφήτης, άφοΰ έθεώρησε τον νόμον ώς άνωθεν πεμφθέντα,
ήτο φυσικόν νά μή συστήση ιδιαίτερα δικαστήρια, αλλά ν’ άναθέση
τήν εφαρμογήν του είς τούς θεολόγους ίεροδίκας καί τον κλήρον.
Οί άντιφρονοΰντες διϊσχυρίζονται, δτι τό εδάφιον 52°ν τοΰ Ε'
κεφαλαίου «Σοΰ επέμψαμεν τήν βίβλον τής αλήθειας (τό Κοράνιον)
ήτις κυροΐ τήν προ αυτής άποκαλυφθεΐσαν Γραφήν, διαφυλάττου-
σαν αύτήν εν τή αύτή άγνότητι. Δίκαζον πάντας κατά τάς έντολάί
Τά Πατριαρχικά προνόμια 199

τού Θεοϋ καί άκολούθει τάς βουλάς Αύτού, μή απομακρυνόμενος,


ιδίως, έκ τού παραγγελθέντος σου έδώκαμεν έκάστω υμών νόμον και
κανόνα προς οδηγίαν», ώς καί το έδάφ. 54ον χού αύτοΰ κεφαλαίου
«Δίκαζον αυτούς συμφώνως μέ τό καταπεμφθέν άνωθεν βιβλίον καί
μη ακολουθεί τάς επιθυμίας αυτών» είναι αντιφατικά προς τ’ άνω
μνημονευθέντα υπέρ τών Χριστιανών καί Εβραίων εδάφια, καί δτι
κατά τό 52ον καί 54°ν έδάφιον, οί ίεροδίκαι οφείλουν νά δικάζωσι
τούς Εβραίους καί Χριστιανούς κατά τό Κοράνιον.
Έάν οι ύποστηρίζονχες ταϋτα άνεγίνωσκον μετά προσοχής τό
Ιδα'φ. 4Gov χοΰ Ε' Κεφαλαίου, ήθελον πεισθή, δτι ούδεμία άντίφα-
σις υπάρχει «Έάν ζητήσωσιν την σήν δικαιοσύνην δέχθητι ή άποποι-
ήθητι. Έάν άρνητθής δεν θά δυνηθώσι νά σε βλάψωσι, έάν δμως
δεχθής, δίκασον αυτούς μετ’ εύθύτητος, καθότι δ Θεός αγαπά τούς
δικάζοντας μετά δικαιοσύνης». ’Όχι μόνον τό έδάφιον τούτο δεν αναι­
ρεί τά προηγούμενα, αλλά καί ισχυροποιεί ταΰτα καί ερμηνεύει τά
τών άντιφρονούντων. Ό Προφήτης δίδει τό δικαίωμα εις τον Ιερο­
δίκην, έάν Εβραίος ή Χριστιανός ζητήση νά δικασθή ύπ' αυτού, ν’
άρνηθή ή νά δεχθή, δεχόμενος δέ, νά δικάση μετά δικαιοσύνης συμ­
φώνως μέ τό Κοράνιον, τό δέ νοστιμώτερον
. είναι, δτι ό Προφήτης

δεν έπίστευεν καί τόσον, δτι θά εύρεθή Εβραίος ή Χριστιανός νά
καταφρονήση τάς Έκκλησιαστικάς του Άρχάς καί τον έθνικόν του νό­
μον καί νά καταφύγη είς τον ιεροδίκην καί μετ’ απορίας θέτει τό
Π

ερώτημα έν χώ έδαφ. 47°ν τού Ε' κεφαλαίου «’Αλλά πώς δύνανται


νά σέ προσλάβωσιν ώς δικαστήν αυτών ; Έχουσι την Πεντάτευχον
Α.

κ, τ. λ.».
Προς έπίρρωσιν, δτι δ Προφήτης ήννόει νά δικάζωνται οί Ε­
βραίοι καί Χριστιανοί κατά την Πεντάτευχον καί τό Εύαγγέλιον καί
οί Μουσουλμάνοι κατά τό Κοράνιον, έρχεται τό έδαφ. 49°ν χοΰ Ε'
κεφαλ. «οί μή δικάζοντες συμφώνως μέ τάς άνωθεν καταπεμφθείσας
βίβλους (Πεντάτευχον, Εύαγγέλιον καί Κοράνιον) είναι άδικοι».
Ώς έκ τών άνω έδαφίων έξάγεται, δ Προφήτης άνήγαγεν είς
θρησκευτικόν δόγμα, ούτως είπεΐν, τήν αύτοδιοίκησιν τών Εβραίων
και Χριστιανών. Έπραξε τούτο λόγφ τών θρησκευτικών του πεποι­
θήσεων ή Ικ πολιτικού συμφέροντος; Είναι άγνωστον είς ημάς. Άλλ’
εξ αυτών τών πραγμάτων πρέπει νά δεχθώμεν δτι δ Προφήτης καί οί
άμεσοι αύτοϋ διάδοχοι ήσαν μεγάλοι πολιτικοί. Ευθύς έξ αρχής άντε-
λήφθησαν δτι ή κατάκτησις θά ήτο ταχυτέρα καί εύκολωτέρα, έάν
αφίετο είς τούς κατακτωμένους λαούς ή αύτοδιοίκησις καί ή θρησκεία
200 Όρέστου Μαυρογένους

των. Μήπως, Κύριοι τό αυτό σύστημα δέν έφήρμοσαν οί αρχαίοι


κατακτηταί, Πέρσαι, 'Έλληνες καί Ρωμαίοι; Μήπως ιό αυτό σιί-
σκημα δέν εφαρμόζουν καί οί μεγάλοι κατακτηταί τής σήμερον, ‘Άγ­
γλοι, Γάλλοι καί λοιποί;
Τό σύστημα δμως τοΰτο τό όποιον οί είιρωπαΐοι εφαρμόζουν
σήμερον δι’ απλών προκηρύξεων, έννόησεν ό Προφήτης, ό επί κειρα-
λής πολεμιστών απολίτιστων, δτι έπρεπε νά υποστήριξή όχι μόνον
διά προκηρύξεων, άλλα καί άναγάγη εις -θρησκευτικόν δόγμα διά τού
Καρανίου, ί'να ούτω διά τής θρησκείας επιβληθή εις τούς φανατι­
κούς καί βαρβάρους οπαδούς του καί σώση τούς ΰποτασσομένους λα­
ούς, κυρίως εκ πολιτικού συμφέροντος, ίσως δέ καί εκ φιλανθρω­
πίας, διότι δέν δυνάμεθα ν’ άρνηθώμεν εις τον Προφήτην γενναία
καί εύγενή αισθήματα, αισθήματα μάλιστα ευμενέστατα προς τού;
Χριστιανούς, τον λόγον δέ τής ιδιαιτέρας ταύτης εύμενείας, δίδει ό
ίδιος εν τώ 89<ϊ> έδαφ. τού Ε' Κεφαλ. τού Κορανίου «θ' ανακάλυ­
ψης δτι μεταξύ τών ανθρώπων, οί Εβραίοι καί οί Πολυθεϊσταί είσιν
εχθροί ά'σπονδοι τών Μουσουλμάνων καί δτι οί καλούμενοι Χριστια­
νοί είναι οί μάλλον διατεθειμένοι ν’ άγαπώσι τούς πιστούς, τοΰτο δέ
διότι έχουσιν ιερείς καί μοναχούς
.
καί διότι είσιν άνευ υπεροψίας».

Τό σύστημά του ό Προφήτης συνεπλήρωσε διά τής Προκηρύξεως
τού Σινά, τής γνοίσιής υπό τόν τίτλον διαθήκη, ή συνθήκη, γραφεί-
σης εν Μεδίνη τό β' έτος τής Έγείρας (622.μ. X.) καί τό πρωτό­
Π

τυπον τής όποιας άφήρεσεν, από τής Μονής τού Σινά, ό Σουλτάνος
Σελήμ, άφήσας άντίγραφον, καί κατόπιν κατάθεσεν, ως υποτίθεται,
Α.

είς τό θησαυροφυλάκιον τής Κωνσταντινουπόλεως.


Ή συνθήκη αΰτη, κατ’ εμέ δέ προκήρυξις, καίτοι έδόθη εις τούς
καλογήρους τού Σινά, απευθύνεται προς πάντας· εν αυτή ρητώς άνα-
φέρεται, δτι Ιξεδόθη υπέρ τού Χριστιανικού Έθνους (τού Βασιλικού),
καί υπέρ δλων δσων πρεσβεύουσι την θρησκείαν αυτού.
Ή προκήρυξις αΰτη, ή προς τούς Χριστιανούς άπευθυνομένη
κατ’ άντίθεσιν προς τό Κοράνιον, δπερ απευθύνεται είς τούς Μου­
σουλμάνους, εξαιρεί τούς Χριστιανούς από τής στρατιωτικής υπηρε­
σίας, ορίζει τόν κεφαλικόν φόρον, διατάσσει την άνευ εκβιασμού
εΐσπραξιν αυτού, Ιξαιρεΐ τούς κληρικούς παντός φόρου, εξαιρεί πό­
σης φορολογίας τά κτήματα τών ’Εκκλησιών καί Μοναστηρίων, απα­
γορεύει εις τούς Μουσουλμάνους νά συμμετέχωσι τών εισοδημάτων
τών ως άνω κτημάτων, απαγορεύει την καταδάφισιν τών Εκκλησιών
καί Μοναστηρίων, απαγορεύει εις τούς Μουσουλμάνους νά μεταχειρι-
Τά Πατριαρχικά προνόμια 201

σθώσι την περιουσίαν των ’Εκκλησιών και Μοναστηρίων προς οικο­


δομήν τεμενών ή οικιών μουσουλμάνων, δεν επιτρέπει την καταδίω-
ξιν τών κληρικών, διατάσσει την έλευθέραν έξάσκησιν τής Χριστιανι­
κής θρησκείας καί απαγορεύει την αποβολήν ’Επισκόπου από τής
Επισκοπής του, καλογήρου από την καλογεροσύνην του, ασκητήν από
τό κελλίον του, καί τέλος διατάσσει τον σεβασμόν τής διαθήκης του
ή προκηρύξεώς του ταύτης εις πάντας τούς Μουσουλμάνους καί εις
τούς βασιλείς αυτών, καταρώμενος πάντα παραβάτην.
Έπί τής άνω προκηρυξεώς καί τοϋ Κορανίου βασισθείς ό δεύ­
τερος Χαλίφης Όμέρ Χατάπ εξέδωκε τήν προς τον Πατριάρχην τών
Ιεροσολύμων Σωφρόνιον, τό 15ον έτος τής Έγείρας (695 μ. X.) προ-
κήρυξίν του ή συνθήκην ή διαθήκην, δι’ ής εξασφαλίζει τάς Εκκλη­
σίας, Μοναστήρια, καί τήν περιουσίαν αυτών, απαγορεύει να ένοχλή
τις τούς Χριστιανούς, απαλλάσσει αυτούς τής στρατιωτικής υπηρεσίας,
αναγνωρίζει ότι ή κυριότης τών διαφόρων ιερών ως καί τών ναών
τής Άναστάσεως, Βηθλεέμ Σπηλαίου κ. τ. λ. ανήκει εις τά Πατριαρ­
χεία καί δτι οί λοιποί Χριστιανοί (οί μή ανήκοντες εις τό Βασιλικόν
έθνος ΰποχρεοΰνται να καταβά?,ωσιν εις τον Πατριάρχην διά τήν εί­
σοδον εις τον ναόν
.
τής Άναστάσεως έν δράμιον ή εν τρίτον δρα­

μιού αργύρου.
Αί ειρημέναι δύο προκηρύξεις ή συνθήκαι, επειδή είναι έργα
τοϋ Προφήτου καί τοϋ δευτέρου διαδόχου του, θεωρούνται Ιεραί δσον
Π

καί τό Κοράνιον, καί αποτελούν, μετά τοϋ Κορανίου καί τών άλλων
έργων καί λόγων τοϋ Ππροφήτου, τών περισωθέντων από στόματος
Α.

εις στόμα, καί τής ομοφώνου ερμηνείας τών- πρώτων οπαδών τοϋ
Προφήτου, τον ιερόν Νόμον τών Μουσουλμάνων, συνεπώς ή αύτο-
διοίκησις τών Χριστιανών δεν είναι προνόμιόν τι ιδιαίτερον, άλλ’ αυτή
αυτή ή μουσουλμανική Νομοθεσία.
Λιά τών δύο εΐρημένων άνω προκηρύξεων ή συνθηκών άνεγνω-
ρίσθη ή ελευθέρα εξάσκησις τής Χριστιανικής θρησκείας καί ή εσω­
τερική αυτής διοργάνωσις, ή ασυδοσία τοϋ κλήρου, ή κυριότης τών
Εκκλησιών καί Μοναστηρίων μετά τών κτημάτων των καί τό άφο-
, ρολόγητον αυτών, ό'χι δμως καί τό δικαίωμα τής Νομοθεσίας, δικαι­
οδοσίας, δοσιδικίας κ. τ. λ. τά τελευταία ταϋτα άνεγνωρίσθησαν διά
τοϋ Κορανίου, επί τή βάσει τών εδαφίων δσα άνέφερον ανωτέρω.
Λόγω τής άύτοδιοικήσεως τής δοθείσης διά τοϋ Κορανίου εϊς
τους Χριστιανούς, ή μουσουλμανική νομοθεσία, ή μορφωθεΐσα ύπό
τών νομομαθών θεολόγων Μουσουλμάνων, εν Βαγδάτη, μετά ένα
202 Όρέστοο Μαυρογένους

κα'ι ήμισυ αιώνα από τής εμφανίσεως τοϋ Προφήτου, υπό τοϋ σο­
φού Ίμάμι Έμποϋ Χανιφέ και των μαθητών του, δεν είχεν ανάγκην
νά καταγίνη διά την νομοθεσίαν τών Εβραίων κα'ι Χριστιανών, καί
ούτε κατέγινε.
Ή νομοθεσία τών Χριστιανών, κατά την κατάκιησιν υπό τών
’Αράβων, τής Συρίας, Παλαιστίνης και Αίγυπτου, ήτο ή Βυζαντινή,
ή δε τών Μουσουλμάνων άτελεστάτη, διότι το Κοράνιον ελαχίστας νο-
μικάς διατάξεις εμπεριείχε- άφ' ου δε δ Προφήτης άφήκεν αυτούς νά
δικάζωνται υπό τοϋ κλήρου των, συμφώνως μέ το Εύαγγέλιον, <5
κλήρος εδίκαζε κατά το Βυζαντινόν δίκαιον, έδίκαζεν δε όχι μόνον
τάς πνευματικός ή κα'ι ύλικάς μεταξύ συζυγών διαφοράς, όχι μόνον
τάς Ικ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου κληρονομιάς, αλλά καί πάσαν αστι­
κήν, Ιμπορικήν καί κτηματικήν έτι ύπόθεσιν, έτι δε καί ποινικάς, ως
την διγαμίαν, διαφθοράν μνηστής, μοιχίαν, τάς περί έξυβρίσεως, αί-
κίας, κλοπής καί άλλας, έξετέλει δέ τάς αποφάσεις του δι’ απλού
γράμματος αδικαιολογήτου τοϋ Πατριάρχου ή Μητροπολίτου, πρός
τάς διοικητικός, αστυνομικός καί στρατιωτικός άρχάς, δι’ ου προσε-
καλοΰντο αύται νά φυλακίσωσι τον δείνα Χριστιανόν διά τόσας ημέ­
.
ρας, μήνας ή έτη, ή πρόσκλησις δ’ αυτή έξετελεΐτο ά'νευ διασαφήσεων

καί αντιρρήσεων καί δεν έτόλμουν αι Μουσουλμανικαί άρχαί ν’
άποφυλακίσωσι τούς Χριστιανούς τών οποίων ή ποινή είχε λήξει, άλλ’
ύπενθύμιζον τούτο εις τούς Μητροπολίτας καί έζήτουν τήν άδειαν-
Π

Εννοείται δτι τό Πατριαρχειον καί αί Μητροπόλεις ειχον Ιδίας φυ-


λακάς διά τούς έλαφροποίνους.
Α.

Τό σύστημα τούτο ευρών ό Πορθητής ήτο υπόχρεος νά διατη-


τηρήση, μη δυνάμενος νά μεταβάλη λόγω τοϋ 'Ιερού Νόμου, τού
οποίου ή ερμηνεία δεν επιτρέπεται ούτε εις τούς Σουλτάνους αυτούς,
Ή Μουσουλμανική νομοθεσία είναι έργον τών νομομαθών θεο­
λόγων, καί ούχί τών Βουλών καί τοϋ Σουλτάνου.
ΟΙ Σουλτάνοι δύνανται νά έκδίδωσι κανονισμούς, καί ούχί νό­
μους, δι’ δσα δεν προεΐδεν ό ιερός νόμος, ή δι" δσα δέν έχει, επαρ-
κώς, ορίσει τό Κοράνιον ή έχει αφήσει ελευθερίαν εις τήν Κυβέρνη-
σιν. Τόσον δέ Ιπιφυλακτικοί είναι οί Σουλτάνοι, ώστε καί επί τών
θεμάτων επί τών οποίων τούς άφίνει ελευθερίαν τό Κοράνιον, πριν
τής εκδόσεως τών διαταγμάτων των προκαλοϋν φετφάδες (γνωμοδό-
τησις νομαθοϋς θεολόγου) μουφτή, δτι τά διατάγματα ταΰτα δέν
άντίκεινται είς τον Ιερόν νόμον, ούτε τολμούν δέ νά άποκαλέσουν
τά διά διαταγμάτων θεσπιζόμενα νόμους αλλά κανούν (κανόνας);
Τά Πατριαρχικά προνόμια 203

διότι νόμοι κατά τούς Μουσουλμάνους είναι μόνον αί εν τώ Κορα-


νίο) έμπεριεχόμεναι διατάξεις.
Καί σήμερον έ'τι, μ5 δλην την επίδρασιν τής Δύσεως, μ’ δλας
ιας ουνταγματικάς ελευθερίας, μ’ δλας τάς Βουλάς καί Γερουσίας, μ’
δλον τό νεοτουρκικόν κόμμα καί τάς διακηρύξεις περί ΐσότητος, εις
τά Τουρκικά Υπουργεία συμπαρεδρεύει, ανώτερος καί τοΰ Βεζύρου
αυτού, ό Σέχ Ουϊσλάμ, άνευ τής εγκρίσεως καί βεβαιώσεως τοΰ
οποίου δα επιτρέπεται καί συμφωνεί με τον ιερόν νόμον, ούδέν διά­
ταγμα, ούδέν νομοσχέδιον, δύναται νά δημοσιευθή ή ψηφισθή.
Ή νομοθεσία την οποίαν σάς άνέφερον ανωτέρω, ως Ισχύουσαν
διά τούς Χριστιανούς, επεκράτει μέχρι τής δημοσιεύσεως τοΰ Χάττι
Χουμαγιούν κατά Φεβρουάριον τοΰ 1856. Μετά τήν δημοσίευσιν τοΰ
Χάττι Χουμαγιούν, συμφώνως με τάς εν αύτώ υποσχέσεις ώς προς
τον σεβασμόν τών προνομίοον, εκλήθησαν αί διάφοροι μη Μουσουλ-
μανικαί Κοινότητες ν’ άναθεωρήσωσι τά προνόμιά των καί επιφέ-
ρωσι τάς μεταρρυθμίσεις δσας ό χρόνος καί ή πρόοδος τών φώτων
καί τοΰ πολιτισμού άπήτουν. Προς τούτο εσχηματίσθησαν τά συμ­
βούλια τών κοινοτήτων, εις τά όποια έλαβον μέρος καί οί αντιπρό­
σωποι τής Πύλης, οί υπό τών συμβουλίων
. δε συνταχθέντες κανονι­

σμοί, ύπεβλήθησαν εις τήν Πύλην, επεκυρώθησαν δι’ Αύτοκρατορι-
κοΰ διατάγματος καί ούτως Ιτέθησαν εν ισχύει κατά τό 1862 ώς νό­
μοι (κανόνες) τού Κράτους.
Π

Οί Κανονισμοί ούτοι άπετέλεσαν σύμβασιν, κανονίζουσαν τάς


σχέσεις τής Μουσουλμανικής Πολιτείας καί τών υπό τό Οικουμενικόν
Α.

Πατριαρχεΐον ’Ορθοδόξων Χριστιανών. Ή σύμβασις αύτη, ώς αμφο­


τεροβαρής, άνευ τής συναινέσεως τών συμβληθέντων δεν ήδύνατο νά
μεταβληθή, τοσούτω μάλλον, καθ’ δσον άπέρρεεν έκ τού Χάττι Χου­
μαγιούν, τό όποιον είχε διεθνή χαρακτήρα ώς ανακοινωθέν είς τό
συνέδρων τών Παρισίων, κατά τήν συνεδρίαν τής 25 Μαρτίου 1856
καί έπεκυρώθη υπό τών άρθρων 62 καί 63 τής Βερολινίου Συνθή­
κης. Καί δμως ποσάκις δεν κατεπατήθησαν οί Κανονισμοί υπό τής
Πύλης !
Είς τούς Γενικούς Κανονισμούς άναφέρονται τά προνόμια τά
αναγόμενα είς τήν εσωτερικήν διοίκησιν τής Εκκλησίας, είς τήν
εκλογήν τοΰ Πατριάρχου καί τών ’Αρχιερέων, εις τήν δοσιδικίαν
ανωτέρων καί κατωτέρων κληρικών καί μοναχών, είς τήν έξάρτησιν
των σχολείων, νοσοκομείων, καί φιλανθρωπικών καταστημάτων από
εης Εκκλησίας, είς τήν εποπτείαν και διαχείρισιν τής περιουσίας αύ-
204 Όρέστου Μαυρογένους

τών, ώς και τών μονών, εκκλησιών κ. τ. λ. ’Επίσης γίνεται μνεία καί


περί τινων υποθέσεων τού οικογενειακού καί κληρονομικού δικαίου.
Πάσαι αί άνω είρημέναι διατάξεις έχουν τάς αντιστοίχους των
εις τον ιερόν νόμον τών Μουσουλμάνων.
Δυστυχώς κατά την σύνταξιν τών Κανονισμών δεν εδόθη ή δέ­
ουσα προσοχή· είναι πλήρεις άοριστιών, καί ώς έκ τούτου, ευθύς μετά
την δημοσίευσίν των, ήγέρθησαν ζητήματα, καί ήμφεσβητήθησαν προ­
νόμια μή ρητώς άναφερθέντα εν αύτοις, ένεκεν δε τής υπό τής Πύ­
λης κακής ερμηνείας αυτών, συνήφθη μέγας άγων μεταξύ αυτής καί
ιού Πατριαρχείου κατά τό 1883, άλλ’ επί τέλους ή Πύλη διά τοϋ
από 8 Μαΐου 1884 τεσκερέ τού Υπουργείου τής Δικαιοσύνης έλυσε
τό ζήτημα υπέρ τού Πατριαρχείου.
Άλλ’ ή Πύλη, πάντοτε έπιβουλευομένη καί ύποσκάπτουσα ία
προνόμια ήρξατο νέου άγώνος, δεινοίέρου, κατά τον όποιον ή Εκ­
κλησία άμυνομένη ήναγκάσθη νά κηρυχθή εις διωγμόν καί παύση τάς
Ιεροτελεστίας. Ό άγων ούτος έληξε την 24 Δεκεμβρίου 1890, δια
πρακτικού συνταχθέντος υπό επιτροπής έξ άντιπροσώπων τής Ύ.
Πύλης καί τού Πατριαρχείου υπό την προεδρείαν τοϋ 'Υπουργού
.
τής Δικαιοσύνης καί ούτως έπανελήφθησαν αί ίεροτελεστίαι.

’Επί τή βάσει τοϋ είρημένου πρακτικού εξεδόθη ό από 27 Δε­
κεμβρίου 1890 τεσκερές καί κατόπιν ή πολύκροτος Βεζυρική εγκύ­
κλιος τής 22 ’Ιανουάριου 1891, επί τή βάσει Αύτοκρατορικοϋ δια­
Π

τάγματος, καθορίζουσα την λύσιν καί άποτελοΰσα, ούτως είπεΐν, μετά


τών Κανονισμών, νέον συμβόλαιον μεταξύ τής Μουσουλμανικής Πο­
Α.

λιτείας καί τοϋ Οικουμενικού Πατριαρχείου.


Έπί τή λύσει ταύτη, ό τότε Πατριάρχης άπέσιειλε τό εξής τηλε­
γράφημα εις τούς ’Αρχιερείς τοϋ Οικουμενικού Θρόνου: «ΛυΟέντος
αισίως ζητήματος, υμνήσατε Θεόν εν Έκκλησίαις, δοξολογοϋντες υπέρ
τρισεβάστου Άνακτος».
Νομίζω ότι ήδύνατο νά παραληφθή ή λέξις αισίως, διότι εάν
μετά προσοχής άναγνώσετε τούς ’Εθνικούς Κανονισμούς καί την ’Εγ­
κύκλιον θά βεβαιωθήτε ότι πάν άλλο, παρά αισίως ελύθη τό ζήτημα.
Διά τής εγκυκλίου ήκρωτηριάσθησαν καί πάλιν τά προνόμια, ως
.είχον άκρωτηριασθή καί διά τών Εθνικών Κανονισμών, καί δμω5
.εις έκαστον ακρωτηριασμόν τών προνομίων μή δυναμένη ή ’Εκκλησία
νά πράξη άλλως, διακηρύττει δτι έπεβραβεύθησαν ταϋτα καί, εύχαρι-
-στως αύταπατομένη διατάσσει δοξολογίας υπέρ τοϋ Άνακτος !
Ή Ιρμηνεία τής εγκυκλίου τού 1891 υπό τών Τουρκικών δικά-
Τά Πατριαρχικά προνόμια 20ά

οηιρίων, τών ενταύθα Μικτών και ιθαγενών είναι λίαν ενδιαφέρουσα,


τολμώ δέ να εΐπω δτι τό Νομικόν Τμήμα τού Συλλόγου μας έχει
καθήκον ν’ άπασχοληθή σοβαρώς επί τού ζητήματος τούτου.
’Αδυνατώ νά σάς υποδείξω τούς περιορισμούς τούς οποίους ΰπέ-
οτησαν τά προνόμια καθ' δλας τάς ά'νω έποχάς, διότι ελλείπει μοι σ
χρόνος, θά σάς απαριθμήσω δμως τά σωζόμενα σήμερον, προσθέτων
δτι και ταΰτα κινδυνεύουν καί επί τινων σοβαραί αμφισβητήσεις
υπάρχουν.
Ιδού ταΰτα ως άπαριθμοϋνται έν τώ φυλλάδιο) εν φ διατυπού-
ται ή επίσημος γνώμη τού Πατριαρχείου.
Ό Πατριάρχης καί οι Μητροπολΐταί διορίζονται καί παύονται
κατά τούς Εθνικούς Κανονισμούς καί τό Βεράτιον (θά μοΰ έπιτραπή
νά παρατηρήσω δτι ή φράσις, διορίζονται καί παύονται, δεν ώφειλ,ε
νά ύπάρχη εις την επίσημον γνώμην τού Πατριαρχείου, εάν ή επι­
τροπή δέν ελησμόνει τό 9ον άρθρον τού Κανονισμού θά έπείθετο,
δτι ό Πατριάρχης εκλέγεται καί κατόπιν τής εκλογής αναγνωρίζεται
ίπό τού Σουλτάνου καί ό'χι διορίζεται). Πάσα τών Αρχιερέων καταγ­
γελία δέν λαμβάνεται ύπ” ό'ψιν, εάν δέν έξετασθή καί βεβαιωθή υπό
.
τού Πατριάρχου. Έπί αστικών δικών δικάζονται μόνον έν Ινφνσταντι-

νουπόλει, κοινοποιουμένων τών αγωγών διά τού Πατριαρχείου. Έπί
ποινικών δικάζονται έν τώ Πατριαρχεία) υπό μικτής, εκ μελών τής
Συνόδου καί τού ’Εθνικού Συμβουλίου, έπιτροπής, προσωποκρατούν-
Π

ται δέ υπό τού Πατριάρχου. Έν περατώσει κακουργήματος, έάν


άποδειχθή ένώπιον τής άνω έπιτροπής, καθαιροΰνται καί κατόπιν τι­
Α.

μωρούνται κατά τούς νόμους τού Κράτους. Αι περιουσίαι τών Αρχι­


ερέων (κληρονομίαι) έξετάζονται υπό τών Πατριαρχείων.
"Οσον αφορά τούς ιερείς καί τον κατώτερον κλ,ήρον.
Διορίζονται καί παύονται υπό τών πνευματικών αρχηγών των.
Κλητεύονται έν Κωνσταντινουπόλει διά τού Πατριαρχείου, έκτος δέ
της Κωνσταντινουπόλεως διά τής οίκείας Μητροπόλεως. Τό Πατρι­
αρχείου καί ή Μητρόπολις, άμα λάβωσι την κλήσιν, οφείλουν νά
παραδώσουν τον κατηγορούμενον. Έπί ποινικών δικών, δικάζονται
έν τοΐς κοινοΐς δικαστηρίοις, έν περιπτώσει δέ καταδίκης, έκτίουν την
ποινήν των, προκειμένου περί πταίσματος ή πλημμελήματος έν τώ
Πατριαρχεία) ή έν τή Μητροπόλει, έν περιπτώσει δέ κακουργήματος,
προφυλακίζονται έν ίδιαιτέρω δωματίω τού Διοικητηρίου, μετά δέ
Ι11ν καταδίκην, καθαιροΰνται πρώτον καί είτα έκτίωσι την ποινήν ως
ιδιώται εις τάς κοινάς φυλακάς. Ή ορκωμοσία τών ιερέων καί λοι­
20G Όρέστου Μαυρογένους

πών κληρικών γίνεται εν τφ Πατριαρχεία) η εν ταΐς Μητροπόλεσιν,


"Οσον αφορά την δικαιοδοσίαν τών πνευματικών αρχηγών καί
Εκκλησιαστικών Συμβουλίων.
Οί πνευματικοί αρχηγοί καί τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια δικά-
ζουσι καί άποφασίζουσι, μεταξύ ’Ορθοδόξων Χριστιανών υπηκόων
’Οθωμανών, επί τών έξης διαφορών1 μνηστείας, γάμου καί τών πάρε-
πομένων, προικός, τραχώματος, διατροφής, διαζυγίου, διαθηκών καί
αφιερωμάτων. Εποπτεύουν τά εθνικά σχολεία, νοσοκομεία καί λοιπά
κοινοφελή εθνικά καθιδρύματα, εξελέγχουν τά έσοδα καί έξοδα αυτών,
ώς καί τά τών Μονών καί Εκκλησιών, διορίζουν καί παύουν τούς
επιτρόπους καί εφόρους αυτών, συντάσσουν καί έπικυροϋν τά προ­
γράμματα τών σχολείων, καί έπικυροϋν τά διπλώματα τών διδασκάλων.
At σχολαί τών ’Ορθοδόξων είναι άνοικταί εις τούς έπόπτας τής
δημοσίας έκπαιδεύσεως. Έν περιπτώσει καθ’ ήν διδάσκεται έν τινι
σχολή μάθημα άπάδον, ή διδάσκαλος ή διδασκάλισσα δέν έχουν εν­
δεικτικόν, έν Κωνσταντινουπόλει μέν τό Ύπουργειον τής Παιδείας,
εις τάς έπαρχίας δε αί άρμόδιαι άρχαί, πάντοτε δμως διά τών Μη­
τροπόλεων, τθέλουν κωλύει τά τοιαϋτα μαθήματα ή αντικαθιστούν
τούς τοιούτους διδασκάλους.
.

Οί Χριστιανοί δικαιούνται νά διαθέτουν ολόκληρον την περιου­
σίαν των, κινητήν καί ακίνητον, πλήν βακουφίων καί δημοσίων
γαιών. 'Υπαρχούσης έγκύρου διαθήκης, ούδεμία, παρ’ οΰδενός ανά-
Π

μιξις έπιτρέπεται, ή δέ έκδίκασις τών έξ αυτής άπορρεουσών αγωγών


ώς καί τών περί κύρους καί αυθεντίας αυτών ανήκει εις τά Μητρο-
Α.

πολιτικά Συμβούλια. Μόνον δταν τινές τών κληρονόμων ανήκουν εις


έτέραν κοινότητα, ή ώσιν υπήκοοι ξένοι, ή έάν ή έπικεκυρωμένη δια­
θήκη περιλαμβάνη βακούφια ή δημοσίας γαίας, ή υπό τρίτου, είτε
υπηκόου ’Οθωμανού είτε ξένου, διαφιλονεικουμένην κινητήν περιου­
σίαν ή ακίνητα μούλκια, ή έξέτασις τών έκ τοιούτων διαθηκών απορ-
ρεουσών αγωγών ανήκει εις τά δικαστήρια τοϋ Κράτους, άνευ παρα-
βλάβης τοϋ κύρους τών αποφάσεων τών έκκλησιαστικών δικαστηρίων
επί τής διαθήκης.
Τά έκτελεστικά τμήματα οφείλουν, άνευ ένστάσεώς τίνος νά έκ-
τελοϋν τάς αποφάσεις τάς υπό τών Μητροπολιτικών συμβουλίων εκ-
διδομένας.
Αυτά είναι, Κύριοι, τά σήμερον σωζόμενα προνόμια.
Πριν εισέλθω εις έτερον ζήτημα δέν θεωρώ άσκοπον νά σάς
εΐπω ολίγα περί τών περιωνύμων Βερατίων, έπί τών οποίων μέχρι
Τά Πατριαρχικά προνόμια 207

χβές ή Εκκλησία έβάσιζε τά προνόμια.


Βεράτιον είναι τό άναγνωστήριον έγγραφον τοΰ έκλεχθέντος
Πατριάρχου ή Μητροπολίτου, τό υπό τοΰ Σουλτάνου έκδιδόμενον.
’Αποκρούω, μ’ δλην την δύναμίν μου, τον χαρακτηρισμόν τον όποιον
δίδει τό Οικουμενικόν Πατριαρχεΐον εις την επίσημον γνώμην του,
δτι τό Βεράτιον είναι διοριστήριον έγγραφον, επίσης αποκρούω την
γνώμην τοΰ κ. Έλευθεριάδου δτι είναι διοριστήριον ή, έκτελεστήριον.
Δεν διορίζει ό Σουλτάνος τον Πατριάρχην, ούτε πρόκειται περ'ι
Πρέσβεως ή Προξένου διά νά έκδοθώσι έκτελεστήρια, άλλ’ απλώς
αναγνωρίζει τον έκλεχθέντα.
Είναι ζήτημα εάν ό Πορθητής έδωκε Βεράτιον εις τον Γεννά­
διον, επικρατεί μάλλον ή γνώμη δτι ή έκδοσις Βερατίων ήρχισε
μετά έ'να και ήμισυ αιώνα από τής άλώσεως τής Κωνσταντινουπό­
λεως καί δτι αί εν τοΐς Βερατίοις διατάξεις έτέθησαν κατ’ άπαίτησιν
των ήμετέρων, εν γενικαΐς γραμμαΐς, προς γνώσιν τών κατά τόπους
Μουσουλμανικών 'Αρχών.
Τά Βεράτια έχουν την καταγωγήν εκ Περσίας, τό πρώτον δέ
γνωστόν Βεράτιον είναι τό Ικδοθέν υπό τοΰ βασιλέως τών Περσών
.
Άρταξέρξου, ευρίσκεται δέ εν τή Παλαιά Διαθήκη, καί διά τό περίερ­

γον τοΰ πράγματος θά μοΰ επιτραπή νά τ’ άναγνώσω, ιδού αυτό.
«Έγω Άρθασασθά βασιλεύς έθηκα γνώμην πάσαις ταΐς γάξαις ταΐς
» έν πέρα τοΰ ποταμού, δτι παν δ εάν αίτήση υμάς ’Έζρας, ό ίερεύς
Π

» καί γραμματεύς τοΰ νόμου τοΰ Θεού τοΰ Ουρανόν, έτοίμως γιγνέ-
» σθω, έ'ως αργυρίου ταλάντων εκατόν, καί έως πυροΰ κόρων εκα-
Α.

» τόν, έως καί οίνου βατών εκατόν, καί έως ελαίου βατών εκατόν,
» καί άλας ου ούκ έσα γραφή. Πάν δ έστι έν γνώμη τοΰ Θεοΰ
» τοΰ Ουρανού, γιγνέσθω- προσέχετε μή τις έπιχειρήση εις οίκον τοΰ
» Θεοΰ τοΰ Ούρανοΰ, μήποτε γένηται οργή Ιπί τήν βασιλείαν τοΰ βα-
» σιλέωςκαί τών υιών αυτού. Καί ύμΐν έγνώρισται έν πάσι τοΐς ίερεΰσι
» καί τοΐς Λευΐταις, αδουσι, πυλωροΐς, Ναθενείμ καί λειτουργοΐς
» οίκου Θεοΰ τούτο, φόρος μοί έστω σοι, ούκ έξουσιάσεις καταδου-
» λοΰσθαι αυτούς. Καί σύ ’Έζρα, ώς ή σσφία τοΰ Θεοΰ ή έν χερσί
» σου, κατάστησον γραμματείς καί κριτάς, ΐνα ωσι κρίνοντες, παντί
» τώ λαώ τώ έν πέρα τοΰ ποταμού, πάσι τοΐς είδόσι νόμον τοΰ Θεοΰ
» σου καί τώ μή ειδότι γνωριεΐτε. Καί πάς δς αν μή ή ποιών τόν
» νόμον τοΰ Θεοΰ καί νόμον τοΰ βασιλέως ετοίμως, τό κρίμα έσται
» γενόμενον έξ αύτοΰ, έάν τε είς -θάνατον, έάν τε εις παιδείαν, έάν
5 τε είς ζημίαν τοΰ βίου, έάν τε είς δεσμά».
208 Όρέστου Μαυρογένους

Έάν δ5 έχετε περιέργειαν νά μάθητε πώς καταρτίζονται σήμε­


ρον τα Βεράτια από τούς Σουλτάνους αρκεί νά σάς εϊπω, δτι είναι
έγγραφον φέρον επί κεφαλής τον Τουγράν, δηλαδή τό μονόγραμμα
τοϋ Σουλτάνου, κατωτέρω δέ, προς τα δεξιά την λέξιν μουδζεμπίντζα,
γεγραμμένην διά τής χειρός τοΰ Σουλτάνου σημαίνουσον δέ, κατ'
αυτό, έ'πεται τό όνομα τοΰ Πατριάρχου ή Μητροπολίτου καί ειτα αί
διατάξεις, δηλαδή τά προνόμια τά βασιζόμενα επί τοϋ ίεροΰ νόμου,
εν γενικαΐς όμως γραμμαΐς.
Θά ήτο ατελής δλως ή μελέτη μου, έάν δέν εξήταζον εν δλίγαις
τά των άλλων Πατριαρχείων.
Οί γενικοί Κανονισμοί τοϋ Οικουμενικού Πατριαρχείου καί ή
εγκύκλιος τοϋ 1891, είναι υποχρεωτικοί διά τ’ άλλα Πατριαρχεία καί
Ιδίως όσον αφορά τό Πατριαρχείου ’Αλεξανδρείας ;
Είς τήν έθνοσυνέλευσιν, ή οποία εψήφισε τούς Γενικούς Κανο­
νισμούς τοΰ Οικουμενικοϋ Πατριαρχείου, τό Πατριαρχείου ’Αλεξάν­
δρειάς άντεπροσωπεύθη υπό τοϋ τότε Πατριάρχου ’Αλεξάνδρειάς
Καλλινίκου, οί δέ λοιποί Πατριάρχαι καί 6 ’Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
δέν άντεπροσωπεύθησαν, άπεδέχθησαν όμως τά υπό τής έθνοσυνελεΰ-
.
σεως εκείνης άποφασισθέντα. Σκοπός όμως, τής εν τή Έθνοσυνε-

λεύσει εκείνη συμμετοχής τών Πατριάρχων, δέν ήτο, ως ήδύνατό τις
νά πιστεύση, ή άναγνώρισις τών Γενικών Κανονισμών τοϋ Οϊκουμε-
νικοϋ, ως κοινοϋ Κανονισμού όλων ιών Πατριαρχείων, άλλ’ απλώς
Π

ή άναγνώρισις τοΰ Οικουμενικού Πατριάρχου ως ’Εθνάρχου, καί τοΰ


' Οικουμενικού Πατριαρχείου ως ’Εθνικού Κέντρου τών Ρωμαίων,
Α.

τούτο δέ άποδεικνύεται εκ τής άναγνώσεως τών Γενικών Κανονισμών


καί τής κατόπιν συντάξεως ιδίων κανονισμών υπό τών Πατριαρ­
χείων ‘Ιεροσολύμων καί ’Αντιόχειας, κανονισμών έπικυρωθέντων υπό
τής Πύλης καί γενομένων, συνεπώς, νόμων τοϋ Κράτους.
Δέν θ’ ασχοληθώ σήμερον περί τών Πατριαρχείων ‘Ιεροσολύμων
καί ’Αντιόχειας, διότι ως εΐπον ανωτέρω έχουν ίδιους κανονισμούς,
θά περιορισθώ εις τά τοΰ Πατριαρχείου ’Αλεξανδρείας.
Τό Πατριαρχείον ’Αλεξάνδρειάς δέν συνέταξε κανονισμούς, έμεινε
καί μένει άνευ κανονισμών, προτιμά νά διέπητε υπό τό πρώην καθε­
στώς, τό προ τών κανονισμών τοΰ οικουμενικού, τό ίσχύον εν Αιγύ­
πτιο από τής κατακτήσεως αυτής υπό τοϋ Amrou ibn El Ass, στρα­
τηγού τοΰ δευτέρου διαδόχου τοϋ Προφήτου, τοϋ Καλίφου Όμάρ
Χατάπ, ήτοι από τοΰ έτους 640 μ. X., δηλαδή είχε τά προνόμια τά
βασιζόμενα επί τοϋ Κορανίου καί τών προκηρύξεων ή διαθηκών τοΰ
Τά Πατριαρχικά προνόμια 209

Σινΰ και 'Ιεροσολύμων, δύναμαι δέ νά εΐπω δτι ή Αιγυπτιακή Κυ-


βέρνησις έσεβάσθη πάντοτε τά προνόμια ταΰια, οι δέ μουσουλμάνοι
ίεροδίκαι ουδέποτε σχεδόν άνεμίχθησαν εις τάς υποθέσεις των Χρι-
σιιανών, έστω και εάν επρόκειτο περί εξ αδιαθέτου κληρονομιάς.
Τό διέπον τούς Χριστιανούς δίκαιον ήτο άγνωστον σχεδόν εις
την Αιγυπτιακήν Κυβέρνησιν, ήτις κατά τήν σύστασιν. τών Μικτών
Δικαστηρίων άπηυθύνθη εις τό Πατριαρχεΐον ’Αλεξανδρείας ζητούσα
πληροφορίας περί τών εν τοϊς Πατριαρχείοις ίσχυόντων, εξηκολουθησε
δέ νά μένη άγνωστον και εις αυτά τά Μικτά δικαστήρια μέχρι τού
1891, τά όποια μέχρι τής εποχής εκείνης εδίκαζον επί τή βάσει τού
Χατ-Χουμαγιούν μόνον.
Κατά τό έτος 1891, τά μικτά δικαστήρια, ενώπιον τών οποίων
έδικάζετο ύπόθεσίς τις τού Άρμενοκαθολικοΰ Πατριαρχείου, ή θέλησαν
νά γνωρίσουν τήν δικαιοδοσίαν τών Πατριαρχείων, προς τούτο άπε-
τάθησαν προς τήν Αιγνπτιακήν Κυβέρνησιν, ήτις, καί αύτή εν άγνοια
εΰρισκομένη εστράφη προς τήν Τουρκικήν, ήτις έδράξατο τής ανέλπι­
στου ταύτης ευκαιρίας καί έσπευσε ν’ άποστείλη εις τό γραφεΐον τού
Κεδίβου τήν εγκύκλιον τού 1891 ως καί άλλην τού αυτού έτους άφο-
ρώσαν τό Άρμενικόν Πατριαρχεΐον.
.
Τάς δύο ταύτας εγκυκλίους εκοι-

νοποίησε τό γραφεΐον τού Κεδίβου εις τό 'Υπουργεΐον τήν 31 ’Ιου­
λίου 1891 και τούτο είς τά Μικτά δικαστήρια. Έκτοτε ή εγκύκλιος
τού 1891 Ιθεωρήθη καί ενταύθα ως ό νόμος ό διέπων τούς εν Αι­
Π

γύπτιο ’Ορθοδόξους ’Οθωμανούς, άφ’ ού οι αρμόδιοι εσίγησαν, δυσ­


τυχώς δ’ έ'νεκεν τής άγνοιας τών μεταξύ Πύλης καί Οικουμενικού
Α.

Πατριαρχείου άνταλλαγέντων εγγράφων προς προπαρασκευήν καί σύν­


ταξιν τής εγκυκλίου, τά Μικτά εν πολλοΐς κακώς ερμηνεύουν, βασι­
ζόμενα εις τό ξηρόν αυτής γράμμα. Είς τήν μελέτην μου «Περί τής
διαθήκης τών εν Τουρκία ’Ορθοδόξων Χριστιανών», τήν οποίαν εΐ-
χον τήν τιμήν ν’ άναγνώσω, άλλοτε, είς τό Νομικόν Τμήμα, άνέφε-
ρον σειράν ολην άποφάσεων τών Μικτών δικαστηρίων άφ’ ενός καί
τών Τουρκικών άφ’ ετέρου, ΐνα άποδείξω ποία ή άληθής έννοια τής
εγκυκλίου καί πόσον εσφαλμένως ερμηνεύεται υπό τών Μικτών, θεωρώ
επομένως δλως περιττόν νά παρατάξω ταύτας εκ νέου σήμερον.
Νομίζω, Κύριοι, δτι ή εγκύκλιος αΰτη δεν ώφειλε νά ϊσχύη εν
Αϊγύπτω, διότι τό Πατριαρχεΐον ’Αλεξανδρείας είναι άνεξάρτητον τού
Οικουμενικού, δεν άνεμίχθη ποσώς εις τήν μεταξύ Πύλης καί Οικου­
μενικού διαφοράν.
’Αποκρούω τήν γνώμην τού συγγραφέως κ. Sidarous, δτι οί
,,ΈηηΧ. Φάύος ,, ιόμ. ΙΑ“ τ·νχ. (*Αηρ&ίος·Ίονψιος) 1915 14
210 Όρέατου Μαυρογένους

Γενικοί Κανονισμοί κα'ι ή εγκύκλιος αποτελούν οργανικόν νόμον τής


’Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καί ώς τοιοΰτος είναι εφαρμοστέος καί
εν Αίγύπτω. ’Εάν πράγματι ήσαν οργανικοί νόμοι τής Αυτοκρατο­
ρίας, δεν θά εγίνοντο Ιδιαίτεροι Κανονισμοί των Πατριαρχείων 'Ιερο­
σολύμων καί ’Αντιόχειας.
’Αποκρούω Ιπίσης την διάκρισιν την οποίαν ό αυτός συγγραφευς
κάμνει μεταξύ κοινοτήτων Αιγυπτιακών, δεχόμενος δτι λόγω τής Αι­
γυπτιακής αυτονομίας, ή Αίγ. Κυβέρνησις έχει τό δικαίωμα νά προ-
βαίνη είς σύνταξιν κανονισμών διά τάς Αιγυπτιακά; Ιθαγενείς κοι­
νότητας.
’Εάν λόγω τής αυτονομίας ή Αίγ. Κυβέρνησις έχη δικαίωμα,
ανεξαρτήτως δλως τής Τουρκίας, νά συντάσση κανονισμούς, τότε τό
δικαίωμα τούτο είναι γενικόν, διότι πρόκειται περί χριστιανών κα­
τοίκων τής Αίγυπτου, ανεξαρτήτως τής καταγωγής των. Τό Πατριαρ­
χείων τών ορθοδόξων ’Αλεξάνδρειάς δεν είναι ξένον προς την Αίγυ­
πτον, είναι άρχαιότερον τού Κοπτικού, είναι καί αυτό ιθαγενές.
Νομίζω, Κύριοι, δτι ή αυτονομία τής Αίγύπτου, λαμβανομένης
μάλιστα ύπ’ όψει τής ’Αγγλικής κατοχής, παρέχει τό δικαίωμα είς την
.
Αιγυπτιακήν Κυβέρνησιν, έκ συμφώνου μετά τού Πατριαρχείου μας,

νά κανονίση τά τής έν Αίγύπτω ’Ορθοδόξου κοινότητος, ανεξαρτή­
τως δλως τής ’Οθωμανικής Κυβερνήσεως, επί τών αρχών τού Κο­
ρανίου, χωρίς νά ληφθώσιν ύπ’ δψει οί Γενικοί Κανονισμοί τού
Π

Οικουμενικού καί ή εγκύκλιος τού 1891. Γνωρίζετε δτι, μετά τον θά­
νατον τού Πατριάρχου Σοιφρονίου, εγένετο πρόχειρος κανονισμός,
Α.

προς εκλογήν τού νύν εύκλεώς Πατριαρχεύοντος Κυρίου Φωτίου, ό


κανονισμός ούτος εγένετο άνευ τής άδειας καί επιτηρήσεως τής ΙΙύ-
λης, έγνωστοποιήθη δε απλώς προς την Αιγυπτιακήν Κυβέρνησιν.
Δεν άποδεικνύει τούτο δτι οι Γενικοί Κανονισμοί τού Οικουμενικού
δεν ισχύουν έν Αιγύπτιο ;
Ή ’Οθωμανική Κυβέρνησις καί ή Αιγυπτιακή, δεχθεισαι την
εκλογήν, οΰτο) γενομένην, δεν ώμολόγησαν, δτι ούδέν τό κοινόν μέ
τό Πατρισρχεΐον ’Αλεξανδρείας έχουν οί Γενικοί Κανονισμοί τού
Οικουμενικού ; Άφ’ οΰ δε οί Γενικοί Κανονισμοί δεν ισχύουν εν­
ταύθα, πώς είναι δυνατόν νά ΐσχύση ή εγκύκλιος τού 1891, ή οποία
δεν είναι είμή ερμηνεία αυτών, ώς έχαρακτηρίσθη ύπ’ αυτής ταύτης
τής Πύλης.
Ή Κύπρος ήτο κτήσις ’Οθωμανική μέχρι προ ολίγων ετών,
καί δμως δεν ήξίωσεν ή Πύλη νά έφαρμοσθούν καί εκεί οί Κανόνι-
Τά Πατριαρχικά προνόμια 211

Λμοι και ή εγκύκλιος- δικαίως δέ, διότι ή Εκκλησία τής Κύπρου είναι
ανεξάρτητος καί ούδέν μέρος ε'λαβεν εις τον καταρτισμόν τής εγκυ­
κλίου.
Τά ζητήματα όμως ταΰτα, καί ιδίως εάν συμφέρη εθνικώς νά
Ιξαρτάπιι το Πατριαρχεΐον ’Αλεξάνδρειάς από τής Ύ. Πύλης ή τής
Αιγυπτιακής Κυβερνήσεως, ανάγονται εις την υψηλήν πολιτικήν καί
8έν επιτρέπεται εΐς εμέ νά εξετάσω, είναι ζητήματα άφορώντα την Α,
Μακαριότητα τον Πατριάρχην μας, γνωρίζομεν δ’ όλοι την βαθεΐαν
ούνεσιν καί οξύνοιαν Αυτής, ώστε νά εΐμεθα πλέον οί βέβαιοι, ότι
όταν έπέλτθη ή στιγμή, ή Α. Μακαριότης θά πράξη τά βέλτιστα.
Γνωρίζομεν δ’ άλλως πόσον οι Άγγλοι σέβονται τ’ αναγόμενα είς
τά τής θρησκείας, ώστε νά εΐμεθα βέβαιοι, άφ’ ου, μέ την έπελθοΰ-
σαν εσχάτως εν Αιγύπτω πολιτικήν μεταβολήν, άπεκόπη πας σύνδε-
ομος τής Αίγύπτου μετά τής Τουρκίας καί συνεπώς καί αυτή ή
άναγνώρισις τοΰ Πατριάρχου μας υπό τής Ύ. Πύλης, νά εΐμεθα βέ­
βαιοι, επαναλαμβάνω, ότι τά προνόμια τοΰ Πατριαρχείου Άλεξαν—
δρείας όχι μόνον μετά σεβασμού θά διατηρηθώοιν, αλλά καί θά δια-
ρυθμισθώσιν επί τά βελτίω, υπό τε τής Αίγ. Κυβερνήσεως καί τής
’Αγγλικής κατοχής.
.

Ευτυχώς, Κύριοι, μέγα μέρος τού μέχρι τής χθες υποδούλου γέ­
νους άνακτήσαν τήν ελευθερίαν του, κατόπιν τών δύο ενδόξων πο­
λέμων μας δέν έχει πλέον ανάγκην τών προνομίων, ας ελπίζω μεν δέ
Π

οτι εντός ολίγου καί τό λοιπόν υπόδουλον γένος θά τεθή υπό τήν
σκεπήν τών Ελληνικών νόμων, τά δέ περιώνυμα προνόμια θά μεί­
Α.

νουν ώς απλή ιστορική άνάμνησις.


Σάς εκούρασα πολύ, Κύριοι, χωρίς νά δυνηθώ ν’ αναπτύξω όσον
έπεθύμουν τό προνομιακόν ζήτημα, παρέλειψα μάλιστα εντελώς τό
περί πολιτικής εξουσίας τών Πατριαρχών κεφάλαιον, τό όποιον απαι­
τεί ιδίαν μελέτην καί είναι στενώς συνδεδεμένον μέ τό κοινωνικόν εν
Τουρκία σύστημα. ’Αρκεί νά σάς εΐπω μόνον, ότι διά τού 8 άρθρου
τού Κανονισμού περί εκλογής Πατριάρχου ή ’Οθωμανική Κυβέρνησις
αναγνωρίζει ρητώς, ότι ό Πατριάρχης είναι όχι μόνον ό Πνευματικός
αΡΧ'1Υ0ς, αλλά καί ό Πολιτικός τών έν τή Πατριαρχεία του "Ορθο­
δόξων.
Σάς ευχαριστώ, Κύριοι, ότι μετά τόσης προσοχής μέ ήκροάσθητε,
θα σάς παρακαλέσω όμως, καθ’ ήν στιγμήν παρά τήν Πόλιν τών
ονείρων μας εκτυλίσσεται τό μέγιστον ιστορικόν δράμα, νά εύχηθώ-
μεν "να ταχέως έλθη ή ποθητή ημέρα καί άκουσθή εκεί είς τήν Πόλιν
212 ’Opsotou Μαυρογένουρ, Τά Ώατριαρχικά προνόμια

καί πάλιν, από Αίιτοκρατορικά, άλλ’ 'Ελληνικά χείλη, το Αύτοκραιο-


ρικόν «στέργω, ομολογώ και βεβαιώ τά προνόμια και έθιμα τής 'Αγι­
ότατης Μεγα'λης τοΰ Θεοΰ Εκκλησίας».

.

Π
Α.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ
ΥΠΟ
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΠΙΠΕΡΚΟΒΙΤΣ
Διδασκάλου της ’Ορθοδόξου Χριστιανικής θεολογίας.

Ή Σέρβική Εκκλησία άπό των αρχών τοϋ ΙΓ' αίώνος, από τής
Εποχής δηλονότι τοΰ Άγ. Σάββα, τοϋ πρώτου ’Αρχιεπισκόπου Σερ­
βίας, μέχρι των μέσων τοΰ ΙΗ' αίώνος υπήρξε σχεδόν πάντοτε άνε-
ξάρτητος καί αυτοκέφαλος έκκλησία. Κατά τό έτος δμως 1766 καταρ-
γηθέντος τοΰ Σέρβικου Πατριαρχείου τοΰ Πεκίου ή Σέρβική Έκκλη-
σία άπώλεσε τό αυτοκέφαλον αυτής υπαχθεΐσα όριστικώς διά τής προσ-
αρτήσεως υπό την όιοίκησιν τοΰ Οϊκουμ. Πατριαρχείου. Ουχ ήττον
διά τής βαθμιαίας άπελευθερώσεως τοΰ Σέρβικου έθνους άνεκτάτο όλί-
γον κατ' ολίγον καί ή ανεξαρτησία τής Σερβικής ’Εκκλησίας. Αί σχέ­
σεις μεταξύ τής 'Ηγεμονίας τής Σερβίας καί τοΰ Οικουμενικού Πα­
τριαρχείου έκανονίσθησαν τό πρώτον κατά τό έτος 1831, οπότε τό
Πατριαρχεΐον Κωνσταντινουπόλεως άνεγνώρισε ποιάν τινα ανεξαρτη­
σίαν είς την ’Εκκλησίαν τής Σερβικής Ηγεμονίας. Κατά τον ’Οκτώ­
βριον δέ τοΰ 1879 έπί τής πρώτης πατριαρχείας Ιωακείμ τοΰ Γ' διά
ειδικού συνοδικοΰ τόμου τοΰ
.
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ή

Εκκλησία τής Σερβίας άνεκηρύχθη Ιπισήμως αυτόνομος καί αυτοκέ­
φαλος έχουσα ίσα δικαιώματα πράς τάς λοιπάς αύτοκεφάλους όρθοδό-
ξους εκκλησίας.
Π

Από τής εποχής ταύτης ή ορθόδοξος Έκκλησία τής Σερβίας


διοικεΐται κατά τούς ίδιους αυτής έκκλησιαστικούς νόμους, Ικδοθέντας
Α.

κατά διαφόρους καιρούς έπί τή βάσει τών γενικών κανόνων καί διατά­
ξεων τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας. Τό πρώτον καταστατικόν τής νέας
Σερβικής ’Εκκλησίας έξεδόθη τό 1836 υπό τό όνομα.Natfertanije
dnhovnoj vlasti. ’Ακολούθως τό 1847 έξεδόθη Mstrojstvo duhovne
vksti καί τή 30 Σεπτεμ. 1862 Zakon υ crkoenim vlastima. Ταΰτα
214 Αίμιλιανοϋ Πιπέρκοβιτς

άντικατεστάθησαν τή 27 ’Απριλίου 1890 διά τοϋ Zakon ο crkvenim


vlastimn istoc'no— pravoslavne crkve Kraljevini Srbii ίσχύοντο;
καί σήμερον έν τή έκκλησία τής Σερβίας1.
Ό θεμελιώδης ουτος νόμος τής Σερβικής Εκκλησίας, καθώς καί
πολλαί άλλαι είδικαί διατάξεις καί κανονισμοί περί ιερέων, ένοριων,
ναών, μοναστηρίων καί έν γένει περί των υλικών αυτών σχέσεων, εΰ-
ρίσκονται δεδημοσιευμένα εϊς διαφόρους κώδικας ή Zbornik. Άλλκ
πλήρης καί συστηματική έκδοσις τής νεωτέρας 'Εκκλησιαστικής νομο­
θεσίας τής Σερβίας έγένετο διά τής Συλλογής υπό τό όνομα- Zbor­
nik pravila, nredaba: naredaba Arhijerejskoj Sabora Pravoslavne
Srpske Crkve u Kraljevini Srbii, έκδοθείσης έν Βελιγραδίω τώ 1900
έγκρίσει τής 'Ιεράς Συνόδου τών αρχιερέων τής Σερβίας. Ή Συλλογή
αϋτη, ή'τις είναι εϊς γενικήν χρήσιν σήμερον έν τή Σέρβική ’Εκκλησία,
περιέχει καί πάσας τάς τροποποιήσεις τοΰ καταστατικού τού 1890
μέχρι τοΰ έτους 1900‘2.
Προτιθέμενοι ένταύθα νά έκθέσωμεν έν όλίγοις τήν σημερινήν
διοικητικήν δργάνωσιν τής Σερβικής Εκκλησίας, θά βασίσωμεν τήν
μελέτην μας ταύτην κυρίως έπί τών έν ισχύει σήμερον έκκλησιαστι-
κών αύτής νόμων.
.

Α'.

διοικητικά Εκκλησιαστικά όργανα.


Π

a) 'Η Αρχιερατική Σύνοδος.

Ή άνωτάτη έκκλησιαστική άρχή έν Σερβία είναι ή 'Ιερά Σύνο­


Α.

δος τών άρχιερέων αυτής3. Μέλη τής ’Αρχιερατικής Συνόδου είναι


πάντες οί έπαρχιακοί έπίσκοποι τής Σερβίας, πρόεδρος δέ ό Άρχιεπί'
σκοπος Βελιγραδιού καί Μητροπολίτης Σερβίας, δστις συγκαλεΐ αυτήν
έν Βελιγραδίω τα κ τι κώ ς άπαξ τοΰ ένιαυτοΰ κατά τό εαρ ή τό φθινό·

’) Διατάξεις τινές τοΰ νόμου τούτου Οπέατησαν βραδύτερον διαφόρους τροπο­


ποιήσεις ιδίως κατά τό 1895, 1898, 1899 καί 1900. Τό δέ 1911 είχε κατπρτιοβ)
ειδική ’Επιτροπή, όπως έκφέρη νέας τροποποιήσεις εις τό καταστατικόν τούτο τον
1890, άλλα τό πόρισμα τής επιτροπής ταϋτης Ιμεινεν Οπό μορφήν νομοσχεδίου μί
έπιψηφιοθέντος Οπό τής Σκουψίνας.
5) Πρός τή Συλλογή ταύτη έν τή διοικήσει τής Σερβικής ’Εκκλησίας γίνετε',
χρήσις καί άλλων-συλλογών, οίον τοΰ Σλαβωνικοΰ Πηδαλίου K.romc’ia, τής ρωσσι-
κής Kniga pravil καί τής έκδόσεως τών κανόνων έν σέρβική μεταφράσει *>’-
μετ’ άξιολόγων ερμηνευτικών σχολίων τοϋ Μίλας: Pravila stumaivcnjima.
*) Περί τής 'Αρχιερατικής Συνόδου πρβλ. τά §§ 9—19 τοΰ Zakon Ο crkve­
nim vlastima istoc'no - provoslavne crkve u Kraljevini Srbii.
Ή ’Ορθόδοξος Έκκληαία τής Σερβίας 215

πώρον, δύναται δμως τή γνώσει καί τή άδεια τοΰ 'Υπουργοΰ τών Εκ­
κλησιαστικών να συγκαλέση αύτήν καί έκτάκτως κατά πάσαν έποχήν
τοΰ έτους. Κατά τάς συνεδριάσεις τής ’Αρχιερατικής Συνόδου καθή­
κοντα γραμματέως έκτελεΐ ό άρχιγραμματεύς τοΰ Μεγάλου Πνευματι­
κού Δικαστηρίου, δστις έχει ψήφον συμβουλευτικήν μόνον καί έπεξηγη-
ματικήν. Αί συνεδριάσεις αυτής διαρκοΰσιν άναλόγως τοΰ άριθμοΰ καί
τοΰ πλήθους των δποθέσεων, άς έχει να διεξαγάγη ή Σύνοδος, ή'τις την
άποπεράτωσιν τών έργασιών αυτής καί των συνεδριάσεων γνωστοποιεί
εις τον 'Υπουργόν τών Εκκλησιαστικών.
Εις την αρμοδιότητα τής 'Ιεράς Συνόδου τής Σερβίας άνάγονται
πάσαι αί υποθέσεις αί άφορώσαι κυρίως την χριστιανικήν πίστιν, τά
χριστιανικά ήθη, τήν λατρείαν, τάς ιεροτελεστίας, τήν έκκλησιαστικήν
πειθαρχίαν καί τήν οιαρρύθμισιν τών έπαρχιών, τών ένοριών καί τών
μοναστηρίων. Κατά ταΰτα ή 'Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Σερ­
βίας έχει νομοθετικήν, διοικητικήν καί δικαστικήν έξουσίαν.
'Ως νομοθετική έξουσία ή Αρχιερατική Σύνοδος έχει τό δικαί­
ωμα νά άποφασίζη όριστικώς καί νομοθετή αυτοδικαίως επί ζητημά­
των τοΰ έσωτερικοΰ έκκλησιαστικοΰ βίου, ζητημάτων άφορώντων ιδία
.
τήν χριστιανικήν πίστιν, τά χριστιανικά ήθη, τήν λατρείαν καί τάς

ιεροτελεστίας, καί αί τοιαΰται άποφάσεις τής Αρχιερατικής Συνόδου
είναι όριστικαί καί τελεσίδικοι, έν ω αί άλλαι αυτής αποφάσεις, αί
άφορώσαι τήν έκκλησιαστικήν πειθαρχίαν, τήν οιαρρύθμισιν τών έπαρ­
Π

χιών, τών ένοριών, τών μοναστηρίων κ. τ. λ., ζητήματα αναγόμενα κυ­


ρίως εις τον έξωτερικόν βίον τής έκκλησίας, άναφέρονται διά τοΰ Ύ-
Α.

πουργοΰ τών ’Εκκλησιαστικών εις τό 'Υπουργικόν Συμβούλιου καί


μόνον μετά τήν έπιδοκιμασίαν καί έπικύρωσιν αυτών ύπο τοΰ Συμβου­
λίου γίνονται νόμιμοι καί έκτελεσταί.
Εις τήν διοικητικήν δέ έξουσίαν τής 'Ιεράς Συνόδου άνάγονται
ώς κυριώτερα ζητήματα ή έκλογή καί ό διορισμός τών έπαρχιακών
έπισκόπων, ή άπονομή τοΰ άξιώματος τοΰ άρχιμανδρίτου, τοΰ πρωτο-
συγκέλλου, τοΰ ήγουμένου καί τοΰ πρωθιερέως, ή διαχείρισις τοΰ Έκ-
κλησιαστικοΰ Ταμείου καί τών διαφόρων έκκλησιαστικών κληροδοτη­
μάτων, ή σύστασις καί οιαρρύθμισις τών ένοριών, τών ιερατικών καί
θεολογικών σχολών, ή φροντίς περί μορφώσεως καταλλήλων διδασκά­
λων τών θρησκευτικών καί καθηγητών τής Θεολογίας, ή μέριμνα περί
τήζ όρθής χριστιανικής διδασκαλίας, έν ταΐς ίδιωτικαΐς καί ταΐς κυ-
βερνητικάΐς σχολαΐς, περί θρησκευτικών διδακτικών βιβλίων καί άλλων.
Τέλος ώς δικαστική έξουσία ή Σύνοδος τών άρχιερέων τής Σερ­
216 Δίμιλιανοΰ ΙΙιπέρκοβιτς

βίας έξετάζει καί λύει τάς διαφοράς μεταξύ τών επαρχιακών έπισκό-
πων, δικάζει τάς παραβάσεις τών έπισκόπων έν τή έξασκήσει τών
άρχιερατικών αυτών καθηκόντων καί τάς περί γάμου διαφοράς τού
βασιλέως καί τών μελών τοΰ βασιλικού οίκου*.
fl) Ό 'Αρχιεπίσκοπος Βελιγραδιού καί Μητροπολίτης Σερβίας.

Μετά την ’Αρχιερατικήν Σύνοδον την πρώτην θέσιν έν τή διοική­


σει τής Σέρβικης Εκκλησίας κατέχει ό άρχιεπίσκοπος Βελιγραδιού
καί Μητροπολίτης Σερβίας, ώς άντιπρόσωπος αυτής'2. Ουτος έκλέγε-
ται συνήθως έκ τών έν ένεργεία έπαρχιακών έπισκόπων τής Σερβίας,
άλλά δύναται νά έκλεγή καί έκ τών έν παραιτήσει ή υπό σύνταξιν
διατελούντων έπισκόπων, μή ευρισκομένων δμως υπό κανονικήν άπα-
γόρευσιν. Ή έκλογή τοΰ Μητροπολίτου Σερβίας γίνεται υπό ’Εκλογι­
κής Σννελεύοεως (Izborni Sabor), είς ήν λαμβάνουσι μέρος πάντα
τά μέλη τής ’Αρχιερατικής Συνόδου, πάντες οί άρχιμανδρίται, πάντες
οι πρωθιερείς τών διοικήσεων καί ό τοΰ Βελιγραδιού καί τής ΝαϊσοΟ,
ό πρόεδρος τοΰ Υπουργικού Συμβουλίου, ό Υπουργός τών Εκκλησια­
στικών, ό πρόεδρος καί ό άντιπρόεδρος τής Βουλής, ό πρόεδρος τοΰ
Συμβουλίου τοΰ Κράτους, ό πρόεδρος τοΰ Άκυρωτικοΰ, ό πρόεδρος τοΰ
.
Γενικοΰ Κυβερνητικού ’Ελέγχου, ό πρύτανις τοΰ Πανεπιστημίου καί δ

Σχολάρχης τής ’Εκκλησιαστικής Σχολής τοΰ Βελιγραδιού3. Διά τά
λαϊκά μέλη τής 'Εκλογικής Συνελεύσεως άπαιτεΐται νά ώσιν δρθοδόξου
δόγματος. Τήν έκλογικήν συνέλευσιν συγκαλεΐ ό αρμόδιος υπουργός
Π

τών ’Εκκλησιαστικών μετά παρέλευσιν τριών μηνών τό πολύ άπό τής


χηρεύσεως τοΰ μητροπολιτικοΰ θρόνου. Ή έκλογή τοΰ Μητροπολίτου
Α.

γίνεται διά μυστικής ψηφοφορίας, καί θεωρείται έκλεγείς έκεΐνος δστις


συνεκέντρωσε τάς ψήφους τούλάχιστον τών δύο τρίτων τών παρισταμέ-
νων μελών. ’Εν περιπτώσει ίσοψηφίας γίνεται μετά παρέλευσιν τεσσά­
ρων ήμερών νέα έκλογή, καθ’ ήν θεωρείται έκλεγείς έκεΐνος, δστις
συνεκέντρωσεν είς εαυτόν τό ήμισυ τών ψήφων τών παρισταμένων με­
λών. ΓΙρος νόμιμον καί κανονικήν έκλογήν δέον νά παρίστανται 20
τούλάχιστον έκλογικά μέλη καί ό πρόεδρος τής Εκλογικής Συνελεύ­
σεως, δστις είνε πάντοτε ό πρεσβύτερος κατά τήν χειροτονίαν έπαρ-
χιακός έπίσκοπος. Πρό τής έκλογής πάντα τά μέλη τής ’Εκλογικής

Μ ΙΙρβλ. §§ 77 Zakon ο crkvenim vlastima.


a) Περί τοΰ ’Αρχιεπισκόπου του Βελιγραδιού καί Μητροπολίτου Σερβίας πρβλ·
Αυτόθι §§ 20 — 22.
3) Περί τής ’Εκλογικής Συνελεύσεως πρβλ. §§ 126—144 τοΰ Zakon Ο crkve-
nim vlastima ...
'Η ’Ορθόδοξος 'Εκκλησία τής Σερβίας 217

Συνελεύσεως, εκτός των άρχιερέων, όρκίζονται έν τφ μητροπολιτικφ


ναώ. Τό πρωτόκολλον τής έκλογής υποβάλλεται διά του 'Γπουργοΰ
τών Εκκλησιαστικών είς τόν Βασιλέα, δστις έπικυροΐ αυτό και εϊτα
ίκδίδει τό βασιλικόν διάταγμα περί τοΰ έπισήμου διορισμού καί έγκα-
θιδρύσεως τοΰ έκλεγέντος Μητροπολίτου. Ή έγκαθίδρυσις γίνεται έν τφ
Μητροπολιτικώ ναφ, ένθα μετά την άνάγνωσιν τοΰ σχετικοΰ έκλογικοΰ
πρωτοκόλλου καί τοΰ Βασιλικοΰ διατάγματος ό εκλεγείς Μητροπολί­
της Σερβίας όδηγεΐται ύπό τών άρχιερέων είς τόν Θρόνον καί είτα
τελείται ή νενομισμένη δοξολογία.
Τά μητροπολιτικά καθήκοντα καί δικαιώματα τοΰ ’Αρχιεπισκό­
που Βελιγραδιού συνίστανται είς την διατήρησιν τής ένότητος καί τής
αρμονίας μεταξύ τών έπαρχιακών έπισκόπων, είς την έπίβλεψιν τής
άκριβοΰς έκτελέσεως πασών τών αποφάσεων καί διαταγών τών εκκλη­
σιαστικών αρχών, είς τό χειροτονείν τούς έπισκόπους, ούς έξελέξατο ή
Σύνοδος τών ’Αρχιερέων καί έπεκύρωσεν ό Βασιλεύς, είς τό έποπτεύ-
ειν την ορθήν διδασκαλίαν τής χριστιανικής πίστεως έν άπάσαις ταίς
αχολαΐς τοΰ Κράτους καί είς τό παρέχειν άδειαν άπουσίας είς τούς
έπαρχιακούς έπισκόπους1. *
.
γ) Οί επαρχιακοί Επίσκοποι.

Έν δλη τή Σερβία υπάρχουσι μόνον τέσσαρες έπισκοπαί, έκτος
τής άρχιεπισκοπής τοΰ Βελιγραδιού'1.
Ή πλήρωσις χηρευούσης τινός έπισκοπής γίνεται άμέσως κατά
Π

τήν πρώτην συνέλευσιν τής ’Αρχιερατικής Συνόδου άπό τής χηρείας


τής έν λόγο) έπισκοπής. Κατά τόν χρόνον τής χηρείας διοικεί τήν
Α.

χηρεύουσαν έπισκοπήν είς έκ τών πλησιοχώρων έπισκόπων ή έν άνάγκη


διορίζεται καί άρχιμανδρίτης τις ώς αρχιερατικός διοικητικός έπίτρο-
πος (administrator).
Επαρχιακός έπίσκοπος έν Σερβία έκλέγεται όπό τής Συνόδου
τών αρχιερέων3 έκ προσώπων έχόντων θεολογικήν μόρφωσιν καί άπο-
λαυόντων τής γενικής έκτιμήσεως τής Εκκλησίας. Τήν έκλογήν τοΰ

') "Αδειαν άπουσίας εκτός τής χώρας είς τούς Αρχιερείς παρέχει μόνον δ
Βασιλεύς, εις όν απευθύνονται ούτοι διά τοΰ Μητροπολίτου, διαβιβάζοντος τάς αι­
τήσεις αυτών είς τόν Βασιλέα μέσον του ‘ΥπουργοΟ τών ’Εκκλησιαστικών.
!) Διά τής προσαρτήαεως τών νέων χωρών ό αριθμός τών επισκοπών ηΰξήθη,
άλλ ή διαρρϋθμισις αυτών 8έν έγένετο ακόμη, έπειδή αί νέαι έπαρχίαι διατελοϋσιν
εισέτι ίιπό τήν κανονικήν επικυριαρχίαν του Οϊκουμ. Πατριαρχείου.
3) Περί έπαρχιακών έπισκόπων πρβλ. §§ 23—29 Zakon ο crkvenirn vlastitna
Χ· τ. λ.
218 ΑΙμιλιανοΰ Πιπέρκοβιτς

νέου έπισκόπου άναγγέλλει ό Μητροπολίτης διά τοΰ ‘Γπουργοΰ τών


Εκκλησιαστικών είς τόν Βασιλέα. Άφ’ ου δε δ Βασιλεύς έπικυρώση
τήν έκλογήν ταύτην, γίνεται ή χειροτονία τοΰ νεοεκλεγέντος έπισκόπου
είς δν ή μέν Σύνοδος τών ’Αρχιερέων έγχειρίζει τό έπίσημον αυτής
γράμμα ύπογεγραμμένον υπό πάντων τών μετασχόντων εν τε τή έκλογή
καί τη χειροτονία άρχιερέων, δ δέ Βασιλεύς έκδίδει τό διάταγμα περί
έγκαθιδρύσεως τοΰ ούτως έκλεγέντος καί χειροτονηθέντος έπισκόπου.
Περί της έκλογής καί τοΰ διορισμοΟ τοΰ νέου'έπισκόπου ειδοποιούνται
άρμοδίως αί έπιτόπιοι έκκλησιαστικαί καί πολιτικαί άρχαΐ της έπαρ-
χίας τοΰ νέου έπισκόπου.
Ό ούτως έγκατασταθείς έπίσκοπος έπαρχίας τινάς δεν δύναται
πλέον ούτε νά μετατεθή, ούτε να παυθή τών έπισκοπικών αύτοΰ καθη­
κόντων άνευ προηγουμένης νομίμου άποφάσεως τών αρμοδίων οικα-
καστηρίων ή της κανονικής αύτοΰ αίτήσεως, δπως τεθή υπό σύνταξιν·
'Ο έπαρχιακός έπίσκοπος έξασκών έν τη έπαρχία αύτοΰ πάντα τα
καθήκοντα και τα δικαιώματα τά άπορρέοντα έκ τοΰ αρχιερατικού αίι-
τοΰ άξιώματος, έχει καί ίδιάζοντά τινα καθήκοντα καί δικαιώματα ώς
λ. χ. νά ύποβάλλη κατ’ έτος είς τήν αρχιερατικήν Σύνοδον λεπτομερή
έκθεσιν περί τής καταστάσεως τής
.
έπαρχίας αύτοΰ. Ή έκθεσις αύτη

έπιθεωρουμένη υπό τής ’Αρχιερατικής Συνόδου διαβιβάζεται είς τόν
'Γπουργόν τών Εκκλησιαστικών καί είτα άν ύπάρχη άνάγκη παραόί-
δεται καί είς δημοσίευσιν. 'Ωσαύτως ό έπαρχικός έπίσκοπος Οφεί­
Π

λει νά ύποδεικνύη είς τον αρμόδιον ύπουργόν τών ’Εκκλησιαστικών


τούς καταλληλότερους κληρικούς τής έπαρχίας αύτοΰ μέλλοντας νά
Α.

καταλάβωσι δημοσίας κυβερνητικάς θέσεις έν τη έπαρχία, οΐοι είνε


οί καθηγηταί τών θρησκευτικών έν τοΐς γυμνασίοις, οί στρατιωτικοί
ιερείς καί οί ιερείς τών διαφόρων νοσοκομείων.

&) Οι πρωθιερείς τών διοικήσεων καί οί επισκοπικοί


επίτροποι τών υποδιοικήσεων .
Έν τη Σέρβική Εκκλησία ύπάρχουσιν οί λεγόμενοι πρωϋιερείζ
τών διοικήσεων ή τών νομών (okruzni protojerei) καί οί επισκοπι­
κοί επίτροποι τών υποδιοικήσεων (sreski namesnici) ώς βοηθοί του
έπισκόπου έν τή διοικήσει τής έπαρχίας. Έκάστη έκκλησιαστική
έπαρχία έν Σερβία περιλαμβάνει πλείονας πολιτικάς διοικήσεις ή νο­
μούς, έκάστη δέ διοίκησις πάλιν πλείονας ύποδιοικήσεις, καί είς μεν
τάς πρώτας διορίζονται πρωθιερείς, είς δέ τάς δευτέρας έπισκοπικοί
έπίτροποι, οίτινες εύρίσκονται ύπό τήν άμεσον δικαιοδοσίαν τών πρω­
θιερέων τών διοικήσεων έν αίς άπαντά ή υποδιοίκησις αύτών. Οί
Ή Όρθόϊοξος Εκκλησία τής Σερβίας 219·

πρωθιερείς των διοικήσεων καί οί έπισκοπικοί έπίτροποι είναι όργανα


τής διοικητικο-πειθαρχικής έξουσίας του έπαρχιακοΰ έπισκόπου, άνά-
λογα προς τα αξιώματα των περιοδεντών, έν τή άρχαία έκκλησία ή
τών σημερινών blagoc'inia τής Ρωσσικής 'Εκκλησίας.
Τό δικαίωμα τών διορισμών τών πρωθιερέων καί τών έπισκοπι-
κών έπιτρόπων κέκτηται δ αρμόδιος έπαρχιακός έπίσκοπος, δστις
άναγγέλλει μόνον τόν διορισμόν αυτών εις τον 'Υπουργόν τών Εκκλη­
σιαστικών1. Οί πρωθιερείς καί οί έπισκοπικοί έπίτροποι διοριζόμενοι
είς τάς είδικάς ταυτας θέσεις λαμβάνουσι συγχρόνως καί τάς ένορίας
τών πρωθιερέων καί τών έπισκοπικών έπιτρόπων τοΰ τόπου, ένθα διο­
ρίζονται. Αί ένορίαι δέ αύται είνε πάντοτε πρώται κατά την τάξιν
καί τάς προσόδους.
Τά καθήκοντα καί τά δικαιώματα τών πρωθιερέων καί τών έπι­
τρόπων έν τή οικεία αυτών περιφερεία είναι κυρίως έποπτικά. Οί πρω­
θιερείς τών διοικήσεων, καθώς καί οί έπισκοπικοί έπίτροποι έν στενω-
τέριρ κύκλω μεριμνώσι περί τής δρθής τηρήσεως τής χριστιανικής
πίστεως, άντιδρώντες κατά παντός δυναμένου καί έπιφέρη βλάβην είς
τήν όρθότητα τής χριστιανικής διδασκαλίας. Την τοιαύτην αυτών ένέρ-
.
γειαν συμμορφοΰσι πάντοτε προς τάς όδηγίας τών οικείων αύτών έπι-

σκόπων. Φροντίζουσιν Γνα έκαστος ναός τής περιφερείας αύτών κέκτη-
ται τά χρειώδη διά μίαν λειτουργίαν ή ίεροτελεστίαν. Περιοδεύουσι συ­
χνά έπισκεπτόμενοι τάς υπό τήν δικαιοδοσίαν αυτών εύρισκομένας έκ-
Π

κλησίας καί έξετάζοντες τήν κατάστασιν έκάστης έκκλησίας καί τοΰ


κλήρου αυτής. Έξετάζουσιν ώσαύτως τά ζητήματα περί άδειας γά­
Α.

μου καί περί διαλύσεως τής μνηστείας. Έκτελοΰσι τάς αποφάσεις


τού οικείου έπισκόπου καί τοΰ Επαρχιακού ή τοΰ Μεγάλου Πνευματι­
κού Δικαστηρίου. Φροντίζουσι περί τής έν αγάπη καί όμονοία διαβιώ-
σεως τών ιερέων. Έγκαθιστάσιν είς τάς θέσεις αύτών τους έπισκοπι-
κούς έπιτρόπους καί δι’ αύτών τούς έφημερίους. Ύποβάλλουσι τώ οί-
κείω έπισκόπω κατά πάσαν έξαμηνίαν λεπτομερή έκθεσιν περί τών
πεπραγμένων αύτών καί περί τής καταστάσεως τών ναών καί τής
διαγωγής τών ίερέων τής περιφερείας αύτών. “Εκαστος πρωθιερεύς,
καθώς καί έκαστος έπισκοπικός έπίτροπος, δέον νά έχη γραφεΐον τής
ύπηρεσίας αυτοΰ τηρών έν τάξει τά άρχεϊα καί τά έπίσημα έγγραφα,
καταχωρίζων είς τό πρωτοκολλάν πάσαν έπίσημον αυτοΰ υπηρεσιακήν*)

*) Περί πρωθιερέων καί επισκοπικών έπιτρόπων πρβλ. §§ 30—37 Zakon Ο


crkvenim vlastima κ.τ.λ.
.220 Αΐμιλιανοΰ Πιπέρκοδιτς

πράξιν. Ούτε οι πρωθιερείς, ούτε οί έπισκοπικοί έπίτροποι εχουσι τό


■ δικαίωμα να έπιβάλλωσι πειθαρχικάς ποινάς είς τον κλήρον.

Β'

Δικαστικά εκκλησιαστικά δ'ργανα.


ά) ’Επαρχιακόν Πνευματικόν Δικαστήριον.

Έν έκάστη επαρχία, εν τή έδρα τοΰ Επισκόπου υπάρχει άνά εν


’Επαρχιακόν Πνευματικόν Δικαστήριον χρησιμεΰον ως έπαρχιακάν συμ-
■ βούλιον τοΰ επισκόπου1.
Τό επαρχιακόν Πνευματικόν Δικαστήριον άποτελοΰσιν είς πρό-
. εδρος, ών πάντοτε πρωθιερεΰς, ούο τακτικά κληρικά μέλη διοριζόμενα
πάντοτε έκ τοΰ έγγάμου κλήρου, δύο επίτιμα μέλη, έξ ών τό εν δύνατα1
να ή καί άγαμος κληρικός, ό γραμματεύς καί ό άναγκαΐος αριθμός
γραφέων. Ό πρόεδρος καί τά τακτικά καί επίτιμα μέλη δέον νά ώσι
θεολόγοι καί ήλικίας ούχί κατωτέρας των 30 έτών, ό δέ γραμματεύς δύ-
ναται νά ή καί νομικός. ΓΙάντες διορίζονται διά Βασιλικού Διατάγμα­
τος, καί ό μέν πρόεδρος καί τά δικαστικά μέλη Ικλέγονται υπό τοΰ
επαρχιακού επισκόπου, ό δέ γραμματεύς υπό τοΰ 'Γπουργοΰ των Εκ­
.

κλησιαστικών μετά προηγουμένην συνενόησιν μετά τοΰ έπαρχιακοΰ
επισκόπου.
'Ο πρόεδρος τοΰ Έπαρχιακοΰ ΙΙνευματικοΰ Δικαστηρίου καί τά
Π

δύο τακτικά μέλη εχουσι πάντα τά δικαιώματα των δικαστικών μελών


τών πολιτικών πρωτοδικείων, οί δέ γραμματείς τών έπαρχιακών πνευ­
ματικών δικαστηρίων είναι κυβερνητικοί υπάλληλοι. Αί περί έξαιρέσεως
Α.

δικαστών διατάξεις τών πολιτικών δικαστηρίων Εσχύουσι καί περί τών


μελών τοΰ έπαρχιακοΰ πνευματικού δικαστηρίου. Τά άγαμα μέλη τών
πνευματικών δικαστηρίων δέν λαμβάνουσι μέρος είς την διαδικασίαν
τών περί γάμου διαφορών.
Είς την δικαιοδοσίαν καί την αρμοδιότητα τών επαρχιακών πνευ­
ματικών δικαστηρίων ανάγονται πάσαι αί έπαρχιακαί υποθέσεις διοι­
κητικής καί δικαστικής φύσεως, έν αίς ό έπαρχιακός έπίσκοπος χρή-
ζει τής γνώμης καί τής βοήθειας τοΰ κλήρου. Κατά ταΰτα, τά έπαρ-
χιακά πνευματικά δικαστήρια είναι αρμόδια διά τε τάς δικαστικάς καί
τάς διοικητικάς υποθέσεις τής ’Επαρχίας.
Καί ώς δικαστική μέν έξουσία τής έπαρχίας τό Πνευματικόν Δι-

’) Περί ’Εκκλησιαστικού Πνευματικού Λικαστηρίου πρδλ. §§ 95—125 Zakoil


ο crkvenim vlastima κ.τ λ.
Ή Όρθόίοξος ’Εκκλησία ττ)ς Σερβίας 221

καστήριον έξετάζει καί δικάζει τάς περί γάμου καί διαζυγίου διαφο­
ράς, τάς παραβάσεις τοΰ κλήρου τής έπαρχίας, τάς διαφοράς μεταξύ
ιερέων, μονών καί μοναχών, καί αποφασίζει περί συντηρήσεως τής
γυναικός καί τών τέκνων κατά τον χρόνον τής διάρκειας τής δίκης.
'Ως διοικητική δέ έξουσία εν συνεννοήοει πάντοτε μετά τοΰ έπαρχια-
κοΰ έπισκόπου, φροντίζει, δπως διατηρήται άλώβητος ή χριστιανική
πίστις, δπως έκτελώνται δρθώς καί προσηκόντως αί διάφοροι ίεροτε-
λεστίαι καί δπως βασιλεύη πάντοτε ή τάξις καί ή εύπρέπεια έν ταΐς
έκκλησίαις καί τοΐς μοναστηρίοις. Φροντίζει έπίσης περί άνεγέρσεως'
καί έπιδιορθώσεως τών έκκλησιών καί μοναστηρίων, ύπερασπίζων πάν­
τοτε τα συμφέροντα αυτών έπί τή βάσει τοΰ νόμου.
Ία έπαρχιακά πνευματικά δικαστήρια έκφέρουσι τάς αποφάσεις
αυτών έπί τή βάσει τής 'Αγ. Γραφής, τών ίερών κανόνων, τών δια- ·
τάξεων τών πολιτικών νόμων, σχέσιν έχόντων προς τήν εκκλησίαν, κα
έπί τή βάσει τών αποφάσεων τής ’Αρχιερατικής Συνόδου δσον άφορά
ιδίως τό τελετουργικόν μέρος τής υπηρεσίας τοΰ κλήρου. ΑΕ άποφά-
σεις τών έπαρχιακών πνευματικών δικαστηρίων, αί μή ύποκείμεναι
κατά τον νόμον εις Ιφεσιν, έκτελοΰνται άμέσως ύπό τε τής εκκλησια­
στικής καί τής πολιτικής άρχής.
.

Τα έπαρχιακά Πνευματικά Δικαστήρια εινε διαρκή.

β') Τό Μέγα Πνευματικόν Δικαστήριον.


Π

Τό δικαστήριον τοΰτο δικάζει ως εφετειον καί ώς ακυρωτικόν,


συνερχόμενον τακτικώς δίς τοΰ ένιαυτοΰ έν τή πρωτευούση τοΰ Κρά­
τους1. Τον χρόνον τής συνελεύσεως καί τών συνεδριάσεων όρίζει ό
Α.

άρχιεπίσκοπος Βελιγραδιού ειδοποιών περί τούτου τόν 'Υπουργόν τών


Εκκλησιαστικών. Ό αρχιεπίσκοπος Βελιγραδιού ανοίγει έπίσης καί
κλείει τάς συνεδριάσεις τοΰ Μεγάλου Πνευματικοΰ Δικαστηρίου είτε
αυτοπροσώπως είτε καί μόνον διά αρχιερατικού αύτοΰ γράμματος.
Τό Μέγα Πνευματικόν Δικαστήριον συνίσταται έξ ένός προέδρου,
οστις είναι πάντοτε άρχιερεύς, πέντε τακτικών μελών (ένός άρχιμαν-
δρίτου καί τεσσάρων έγγάμων κληρικών), πέντε έπιτίμων μελών (έπί­
σης ένός άρχιμανδρίτου καί τεσσάρων έγγάμων κληρικών), άρχιγραμ-
ματέως καί γραμματέως. Πάντα τά μέλη τοΰ Μεγάλου Πνευματικού
Δικαστηρίου διορίζονται διά Βασιλικοΰ Διατάγματος έπί τριετίαν προ-
τάσει τοΰ ‘Υπουργού τών ’Εκκλησιαστικών, έκτος τοΰ Προέδρου διο—*)

*) Περί Μεγάλου Πνευματικού Δικαστηρίου πρβλ. §§ 78—94 Zakoil ο crkve·


nim vlastima κ· τ. λ.
222 Αΐμιλιανοΰ Πιπέρκοβιτς

ριζομένου υπό τής ’Αρχιερατικής Συνόδου κατ' έτος. Τά τε τακτικά


καί τά έπίτιμα μέλη δέον να ώσι θεολογικώς μεμορφωμένοι, άμέμπτου
χαρακτήρος καί ήλικίας ούχί κατωτέρας των 35 έτών, ό δέ άρχιγραμ-
ματεύς καί ό γραμματεύς όφείλουσι να ώσι πάντως νομικοί.
Εις τήν αρμοδιότητα καί την δικαιοδοσίαν του Μεγάλου Πνευ­
ματικού Δικαστηρίου ανάγονται πάσαι αί έφεσιβαλλόμεναι υποθέσεις
των επαρχιακών πνευματικών δικαστηρίων κατά τά άρθρα §§ 193
καί 219 τού καταστατικού τού 1820. Αί υποθέσεις δ’ αυται των
έπαρχιακών πνευματικών δικαστηρίων, αί χρήζουσαι τής έπικυρώσεως
τού Μεγάλου πνευματικού Δικαστηρίου, είναι αί αποφάσεις αυτών
περί διαζυγίου καί άκυρότητος γάμου καί αί άποφάσεις, δι’ ών κατα­
δικάζεται ίερεύς τις εις αργίαν ενός έτους ή είς απώλειαν τής έφη-
μερίας αυτού η εις καθαίρεσιν. Ωσαύτως τό Μέγα Πνευματικόν Δι-
καστήριον αποφασίζει περί άρμοδιότητος τών διαφόρων έπαρχιακών
δικαστηρίων ή άλλων έκκλησιαστικών αρχών, περί άποκλείσεως τού
προέδρου ή τών μελών τών τε άλλων επαρχιακών πνευματικών δι­
καστηρίων καί αυτού τού ίδιου.
Αί αποφάσεις τού Μ. ΙΙνευματικοΰ Δικαστηρίου έκτελοΰνται υπό
τε τών έκκλησιαστικών καί τών
.
πολιτικών άρχών. Κλείει δέ τάς

συνεδριάσεις αυτού μετά τήν άποπεράτωσιν τών έργασιών καί ειδοποιεί
περί τούτου τόν υπουργόν τών Εκκλησιαστικών.
Κατά τήν διάρκειαν τών έργασιών τού Μ. Πνευματικού Δικαστη­
Π

ρίου ό πρόεδρος αυτού δικαιούται νά δίδη έν ανάγκη είς τά μέλη τοΟ


Δικαστηρίου καί είς τούς γραμματείς αυτού άδειαν άπουσίας μόνον
Α.

έπί 10 ήμέρας. "Άδειαι άπουσίας διά πλείονας ήμέρας ή διά τό έξω-


τερικόν ζητούνται παρά τού υπουργού τών ’Εκκλησιαστικών, οστις τάς
σχετικάς άποφάσεις διαβιβάζει άμέσως είς τόν Πρόεδρον τού Μεγάλου
Πνευματικού Δικαστηρίου.

Γ'
Σχέαις Εκκλησίας καί Πολιτείας εν Σερβία.

Έκ τών ανωτέρω καταφαίνεται όπωσδήποτε ή σχέσις, ή ύφιστα-


μένη μεταξύ έκκλησίας καί πολιτείας έν Σερβία.
Κατά τό Σερβικόν Σύνταγμα, έπίσημος θρησκεία τοΰ Κράτους
είνε ή δρθόδοξος όμολογία τής ’Ανατολικής Έκκλησίας, ήτις ως τοι-
αύτη άπολαύει τής προστασίας τού Βασιλέως, τής Κυβερνήσεως και
τού Νόμου τού Κράτους. "Ενεκα τού λόγου τούτου ό Βασιλεύς τής
Σερβίας καί δ βασιλικός αυτού οίκος δέον νά ώσι μέλη τής Άνατολι-
Ή 'Ορθόδοξος Εκκλησία της Σερβίας 223

δΐής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας, άπαγορευομένου παντός προσηλυτισμού


οτρεφομένου κατά της όρθοδοξίας (§ 41 τοΰ Σέρβικου Συντάγματος)
Επίσης πάσαι α£ πολιτικαί καί έθνικαί έορταί τοΰ Σέρβικου λαοΰ
διεξάγονται κατά τάς διατάξεις τής ’Ορθοδόξου ’Ανατολικής ’Εκκλη­
σίας, ό δέ καθορισμός των έργασίμων ή μη ήμερων γίνεται κατά τό
i/κλησιαστικόν ήμερολόγιον τής αυτής Εκκλησίας. 'Η έν ταΐς κυβερ-
νητικαΐς σχολαΐς διδασκαλία τής ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως είνα&
υποχρεωτική καί ούδείς νόμος τοΰ κράτους άφορών τάς ίερατικάς ή
θεολογικάς σχολάς, τάν κλήρον καί την έκκλησίαν έν γένει, δύναται
νά έκοοθή ή δ υπάρχων νά τροποποιηθή άνευ τής γνωμοδοτήσεως
τής ’Αρχιερατικής Συνόδου ώς όρίζει τό 19 άρθρον τοΰ Καταστατι­
κού τοΰ 1890 καί τό 189 άρθρον τοΰ Σερβ. Συντάγματος. Εκτός
τούτου ό νόμος όρίζει Γνα οί μικτοί γάμοι τελώνται πάντοτε κατά τάς
διατάξεις τής ’Ανατολικής Εκκλησίας καί υπό τοΰ ιερέως τής ορθο­
δόξου χριστιανικής κοινότητος, τά δέ έξ αυτών γεννώμενα τέκνα άνί-
κωσιν εις την δρθόδοξον έκκλησίαν καί έν περιπτώσει διαζυγίου ή
άλλης τίνος διαφοράς μεταξύ των μελών τών τοιούτων μικτών γάμων
αρμόδιον είναι τό Πνευματικόν ’Ορθόδοξον Δικαστήριον.
Τά Σύνταγμα αναγνωρίζει ώααύτως
. την Έκκλησίαν τής Σερ­

βίας αύτοκέφαλον καί ανεξάρτητον, ής ή άνωτάτη έσωτερική διοίκησις
άνήκει άποκλειστικώς εις την Σύνοδον τών ’Αρχιερέων αυτής. Ή δέ
Πολιτεία μη άναμιγνυομένη εις τον έσωτερικόν, τον καθαρώς θρησκευ­
Π

τικόν καί κανονικόν βίον τής έκκλησίας, αναλαμβάνει μόνον την έξω-
τερικήν αυτής διοργάνωσιν καί έμπέδωσιν, ήν ένεργεΈ διά νομοθετικής
Α.

έόού, χωρίς ή νομοθετική αυτή ένέργεια αυτής νά προσκρούη εις τά


δόγματα καί τούς κανόνας τής ορθοδόξου έκκλησίας, τούθόπερ καί
έπιτυγχάνεται διά προηγουμένης συνενοήσεως μετά τής ’Αρχιερατικής
Συνόδου έπί παντός νομοσχεδίου τής πολιτείας, άφορώντος την έκκλη-
σιαν καί τά έκκλησιαστικά πράγματα έν γένει.
Ουτω ή Πολιτεία έγκαθιστά τά όργανα τής έκκλ,ησιαστικής αρχής,
άτινα διατελοΰσι πάντα υπό την άνωτάτην έποπτείαν τοΰ 'Γπουργοΰ
τών Εκκλησιαστικών. Τά μέλη τής ιεραρχίας, ό μητροπολίτης καί
οΕ έπίσκοποι, τά μέλη τοΰ έπαρχιακοΰ καί τοΰ Μεγάλου Πνευματικού
Δικαστηρίου, οί πρωθιερείς τών διοικήσεων καί τών υποδιοικήσεων, οί
καθηγηταί τών θρησκευτικών έν ταΐς κυβερνητικαΐς σχολαΐς καί οί
στρατιωτικοί Εερεΐς θεωρούνται πάντες κυβερνητικοί υπάλληλοι μισθοδο­
τούμενοι υπό τής Πολιτείας1. ’Επίσης πάντα τά έκκλησιαστικά καθ-

') Ό αρχιεπίσκοπος Βελιγραδιού £καί Μητροπολίτης Σερβίας λαμβάνει έτη·


224 Αίμιλιανοΰ Πιπέρκοβιτς, Ή ’Ορθόδοξος ’Εκκλησία τής Σερβίας

ιδρύματα καί ή εκκλησιαστική σχολή τοΰ Βελιγραδιού συντηρούνται


όπό τής Πολιτείας, ό δέ ένοριακός κλήρος δέν μισθοδοτείται μέν 6πό
τής πολιτείας, λαμβάνει δμως καί ούτος μέρος τών έαυτοΰ προσόδων,
τά λεγόμενον sees’tonic'riei bir παρά τής Πολιτείας1.

Άθήναι.

.

Π

σίως μισθόν 15,000 φρ. καί επίδομα 7,500 φρ., οί δέ ’Επίσκοποι λαμβάνουσιν έτη'
Α.

σίως 10,000 φρ. καί επίδομα 1,000 φρ.


Τά μέλη τοΰ Μεγάλου Πνευματικού Δικαστηρίου, όσα εΰρίσκονται μακράν τοΰ
τόπου των συνεδριάσεων τοΰ Μεγάλου Πνευματικού Δικαστηρίου, λαμβάνουοι
κατά τόν χρόνον των εργασιών τοΰ Δικαστηρίου ήμερήσιον μισθόν 10 φρ. καί τα-
ξειδιωτικά 3 φρ. τήν ώραν, τά δέ λοιπά μέλη λαμβάνουσιν ήμερήσιον μόνον 6 φρ.
Ωσαύτως 6 φρ. ήμερήσιον λαμβάνει ό άρχιγραμματεύς τού Μεγάλου Πνευματικού
Δικαστηρίου, ό δέ γραμματεύς 4 φρ.
Τών ’Επαρχιακών Πνευματικών Δικαστηρίων ό μέν πρόεδρος λαμβάνει μισθόν
έτησίως 3,500 φρ. όστίς δέν δύναται νά ύπερβή τάς 4,000 φρ., τά δέ μέλη έχουσι
τόν πρώτον μισθόν έτησίως 2,500 καί κατά πενταετίαν αΰξησιν 500 φρ. καί ό μι­
σθός αυτών δέν δύναται ωσαύτως νά ίιπερβή τάς 3,500 φρ. *0 μισθός τών γραμμα'
τέων τών Επαρχιακών Πνευματικών Δικαστηρίων είναι άνάλογος τοΰ βαθμού ασ­
τών. Οί άρχιγραμματεΐς τής β’ τάξεως λαμβάνουοι 2,000 φρ. έτησίως, οι δέ τής
α’ τάξεως λαμβάνουσιν έτησίως 2250 φρ., οί δέ γραμματείς τής μένγ' τάξεως λαμ-
βάνουσιν έτησίως 1,200 φρ., τής β' 1500 φρ. καί τής α' 1,750 φρ. (Περί μισθών
πρβλ. §§ 225 — 231 Zakon ο crkvenim vlastima u Kraljevini Srbii.
') Οΰχ ήττον ό ξένος κλήρος τών καθολικών, προτεσταντών, μουσουλμάνων,·
έβραίων μισθοδοτείται ύπ’ αυτής τής πολιτείας.
ΕΠΤΑΝΗΣΙΟΙ ΙΕΡΑΡΧΑ

5.

ΓΡΗΓ°£ΙΟΣ AHI^flTzflZ
τπο
ΛΕΩΝΙΔΟΤ X. ΖΩΗ

Άρχειοφύλακος

Εις χήν γενομένην ταξινόμησιν χοϋ οποίου προΐσταμαι δημοσίου


’Αρχειοφυλακείου Ζακύνθου, συν άλλαις άνακαλύψεσιν, οφείλεται και
ή άνεΰρεσις μετά τών ά'λλων παρερριμμένων σπουδαίων εγγράφων,
ανεκδότου διαθήκης τοϋ εξ ’Ιθάκης 'Ιεράρχου Γρηγορίου τοΰ Λεκα-
ιζά, έπισκόπου Μενδενίτζης, τής εν Φωκίδι.
Περί τοϋ βίου τοΰ 'Ιεράρχου τούτου βραχείας πληροφορίας ευ­
γενίας άπαντών εϊς παράκλησίν μου παρέχει μοι δ γνωστός λόγιος κ.
Άθαν. Σ. Λεκατσάς, προς δν, καθώς καί προς τον ιστοριοδίφην φί­
λον εκ Κεφαλληνίας κ. Ήλ. Α. Τσιτσέλην, τάς αΰτάς περίπου παρα-
οχόντα μοι πληροφορίας εν προκειμένω, δημοσία εκφράζω τάς ευχα­
.
ριστίας μου. Είναι δέ πληροφορίαι τελείως ακριβείς, άτε προερχόμε­

νοι εκ πηγών ασφαλών καί εγκύρων.
Γρηγόριος ό Λεκατζάς έγεννήθη έν χωρίω Έξωγή τής ’Ιθάκης,
£Κ πατρός Αντωνίου. Ό χρόνος τής γεννήσεως —πιθανώς περί το-
Π

1770— δ τόπος τής εκπαιδεύσεως καί διατριβής καί ά'λλα περιστα­


τικά τοΰ βίου αύτοΰ, ώς έπίσης δ τόπος καί δ χρόνος τής χειροτο-
Α.

νίας αΐιτοΰ εις επίσκοπον Μενδενίτζης, δεν είναι γνωστά μέχρι τοΰδε.
Γνωρίζομεν μόνον, δτι προ τής έκρήξεως τής Ελληνικής τοΰ 1821
έπαναστάσεως, δτε, κατά τινα εΐδησιν μή Ιξηκριβωμένην, διετέλεσε
μέλος τής Φιλικής Εταιρείας δχι ολίγον έργασθείς προς εύόδωσιν τοΰ1
“ ΒηηΧ, Φάοος ,, νομ. ΙΑ’ ι$νχ. (*A7ioiltoi·' Ιούνιο*) 1915 15
226 Λεωνίδου X. Ζώη

πατριωπκοΰ αυτής σκοπού, άγνωστον διά τίνα αιτίαν είχε παραιτηθή


τοϋ θρόνου καί δτι, έ'τει 1828, είχε διορισθή επίτροπος τής επισκο­
πής Σαλώνων, αντί τοΰ τότε τελευτήσαντος κανονικού τής επισκοπής
εκείνης ποιμενάρχου, διαμείνας επί δλην πενταετίαν εις την θέσιν
εκείνην. Μετά την ΐδρυσιν τοΰ 'Ελληνικού βασιλείου, γενομένων των
διορισμών διαφόρων επισκόπων, κατά τήν νέαν επισκοπικήν διαίρεσιν,
ό Λεκατσάς εις οΰδεμίαν τών επισκοπών διωρίσθη, άλλ’ έξηκολουθει
παραμένων εν Άθήναις μέχρι Νοεμβρίου τοΰ 1848, δτ’ έπανελθων
εις Ιθάκην άπέθανεν όγδοηκοντουτης περίπου καί έτάφη εν τή γε-
νετείρα κώμη.
Έν τή αυτή κώμη ευρισκόμενος ό 'Ιεράρχης κατά Μάρτιον τοΰ
1828 συνέταξεν εις διπλοΰν τήν κατωτέρω ανέκδοτον διαθήκην του,
τήν οποίαν επισκεφθείς τήν Ζάκυνθον καί πιθανόν άσθενήσας κατέ-
θηκε τή 8/20 ’Οκτωβρίου ίδιου έτους παρά τώ τότε συμβολαιογραφώ
Πέτρφ Μυλωνά εις αίωνίαν φυλαξιν.
Έκ τής γενομένης ερευνης τών βιβλίων τοΰ αΰτοΰ συμβ)γράφου
καί άλλων Ιπισήμων τής εποχής εκείνης Ιγγράφων οΰδέν τό σχετιζό-
μενον προς τον εν λόγω 'Ιεράρχην ήδυνήθην μέχρι τοΰδε νά ευρώ.
Μόνον εν δικαστικώ εγγράφω,
.
ίταλιστί, κατά τήν τότε συνήθειαν,

συντεταγμένα), απαντώ, δτι δ εξ ’Ιθάκης επίσκοπος Λεβαδείας Γρηγό-
ριός ό Λεκατζάς κατσικών έν Ζάκυνθο) καί κληθείς τή 7/19 Φεβρου­
άριου 1827 εις μαρτυρικήν Ιξέτασιν δίκης τίνος μεταξύ τών Δ. Πι-
Π

σκόπου καί Σπ. Λεονταράκη κατέθηκε τά εξής:


«Είναι αρχαία συνήθεια (καί λέγω τούτο διότι δέν τό άπήντησα
Α.

» ούτε εις τούς ιερούς κανόνας ούτε εις άλλο εκκλησιαστικόν βιβλίον),
» δταν τις από λαϊκός γίνεται μοναχός, ν’ άλλάσση τό κύριον όνομά
» του τηρών μόνον τό αρχικόν τούτου γράμμα εις τό πρόσθετον
» δνομα. Τούτο δμως δέν Ιμποδίζει ώστ’ ενίοτε νά διατηρή τό ίδιον
» όνομα, δταν, ως γνωστόν, τά ονόματα ουδόλως άλλοιοΰσι τήν οί-
» αίαν τών πραγμάτων ή τών προσώπων».
Μετά τήν άνάγνωσιν τής μαρτυρικής τούτης καταθέσεως, έπε-
βεβαίωσεν αυτήν ό 'Ιεράρχης, άγων τότε τό 57ον έτος τής ηλικίας
του, και έπεκυρωσε διά τής υπογραφής του: 'Ο πρψην Μενδενίτζη;
Γοηγόριος.
Ή δημοσιευομένη διαθήκη, καίπερ μικράς ιστορικής αξίας, δια­
σαφηνίζει δμως σημεΐά τινα εκ τών μέχρι τοΰδε σκοτεινών τοϋ βίου
τοΰ 'Ιεράρχου.
«Εΐς δόξαν τοΰ Ίησοΰ Χριστού αμήν. Γρηγορεΐτε καί προσευ-
Έπτανήο'.οι Ιίράρχαι 227

χεοθε, δτι οΰκ οΐδατε την ημέραν, ουδέ τήν ώραν, εν ή ό υιός τού
ανθρώπου έρχεται, αυτός δ κύριος ημών Ίησοϋς Χριστός καί Θεός
!ν τοίς 'Ιερούς αύτοΰ εΰαγγελίοις, προς πάντων ψυχικήν σωτηρίαν,
έναργώς άποφαίνεται- διό καγώ ό ελάχιστος εν τήδε τή πατρίδι μου
ευρισκόμενος καί θέλων άναχωρίσε (;) κόποις πολλοΐς προσομιλήσας
ν.αί θλίψεσι φοβούμενος τον θάνατον, μήπως μοι έλθη έν ώρα, ή οΰ
προσδοκώ καί αδιόρθωτος μείνω, άπεφάσισα, υγιής ών καί τον νοϋν
σώον έχων καί τάς φρένας, δια να ποιήσω τήν παροΰσάν μου δια­
θήκην, έν όλίγοις ολίγα προδιαθέμενος διά τάς στενάς περιστάσεις
μου καί τής τύχης τό άστατον, καί δή πρώτον σημειώσας έν έμοί
τό σημεΐον τοΰ τιμίου καί ζωοποιού σταυρού, θεμέλιον τής ακραι­
φνούς ημών πίστεως, έφίημι έκκαρδίως έκ ψυχής ευχήν ευλογίαν καί
συγχώρησιν πάσι τοΐς χριστιανούς, τοίς τε άγαπήσασί με καί λυπή-
σασιν, ήν καγώ αίτούμαι λαβεΐν έξ αυτών, διορίζω δέ ότι από τά
εΰρισκόμενά μοι πράγματα, δηλονότι, όσπήτια, λιτροβίον, άμπελόνας,
σταφίδας, χωράφια, έλεόνας, μομπίλια κεινιτά καί άκείνιτα παν είδος,
μετά τήν τελευτήν μου, νά μένη εις αυτά δ αΰταδελφός μου σπυρί-
δων ζωοφρουτουάριος μετά τούς υιούς του, καί θυγατρός του, λέγω
«ντώνιον, μιλτιάδην καί μαρίαν, ανεψιά μου,
. μή έχοντας έξουσίαν

άποξενώσαι από αυτά μηδέν, καί μετά τήν άποβίωσίν του νά μένωσι
εις τούς δύο υίους του άντώνιον καί μιλτιάδην, διά νά τά έξουσιά-
ζωσι κατά δεσποτείαν, μηδενός δυναμένου έναντιοϋσθαι, τό παράπavf
Π

εις τήν αυτών κυριότητα καί νά τά κάνουν, ώς θέλουν καί βού-


λωνται, καί ζώντες καί έν καιρφ θανάτου τους καί τούτο προς ση-
Α.

μειον τής ευχαριστήσεώς μου προς αυτούς, δτι αυτοί είναι οι κύριοι
διάδοχοί μου καί κληρονόμοι μου. προς έτι δηλόποιώ δτι δταν ή ανε­
ψιά μου μαρία ΰπανδρευθή (λέγω ή θυγάτηρ τού άνωθεν αδελφού
μου καί αδελφή τών είρημένων ανεψιών, κλιρονόμων μου), νά είναι
εις χρέος νά τής δείδουν από τό έδικόν μου τάλαρα κολονάτα τρια­
κόσια, ήτοι 300, καί αν δεν έχουν νά τής τά δώσουν άναχείρας τά
μετρητά νά τής τά άσενιάρουν εις τόσον τόπον από τό έδικόν μου,
έως δτου έξοικονομήσουν τά μετρητά καί τότε νά μένωσι οί τόποι
προς αυτούς τούς κληρονόμους μου, προσέτι, νά τής δείδουν καί τήν
άναγκαίαν μομπιλιάν της κατά τήν συνήθειαν καί πρέπον, όμοΰ
μέ τό κομό δ^τού τής εΐφερα τώρα έσχάτως από ζάκυνθο καί
ένα φορτζέρι, οποίον θέλει από έκείνα οπού εύρίσκονται εις
ιό σπήτι, έάν δμως καί δέν θελήση νά ΰπανδρευθή, αλλά θέλει
νά καθήση έν ύπολήψει δμού μετά αδέλφιά της, νά κάθηται άδιά-
228 Asojvliou X. Ζώη

σιστος και άνενόχλιτος ζωοφρουτουάρια έ'ως οτου ζεΐ, καί νά μή


ήμπορή πνάς νά την ενοχλή εις τό παραμικρόν, άλλα νά την έχουν
εις τόπον μητρός, με δλον τό σέβας κα'ι ύπόληψιν, και εάν δεν
πράξουν ούτως ώς εγώ εντέλλομαι, έχουν νά μοΰ δώσουν απολογίαν
Ιν ημέρα κρίσεως. προσέτι δηλοποιώ, δα τα'ις ανεψιές μου ορφανές·
θυγατέραις τοϋ μακαρίτου αδελφού μου αποστολή, τα'ις έχω ύπαν-
δρευμέναις (άγκαλά κα'ι δχι κατά την έμήν αρέσκειαν, άλλ’ ώς αύταί
ήθέλησαν) μόλον τοΰτο τους έδωσα τό δσον εϊχα νά τούς δώσω κα'ι
επέκεινα, επειδή καί ώς είναι γνωστόν τοϊς πάσι καί καθώς φαί'
νονται επλήρωσα από τούς κόπους μου άπειρα, χρέος τοϋ μακαρίτου
πατρός τους, τόσα όπου δχι δεν ευθανεν μόνον εκείνο τό δλον ολί­
γον μόνον πατρικόν μας όπου εύρέθη, αλλά δεν ευθανεν όποΰ Sr
ήτον καί ακόμη τέσσεραις φοραΐς περισσότερον διά νά πληρωθούν τά·
χρέη του, μόλον τοΰτο άφίνω διά τήν ψυχήν τής ανεψιάς μου αντω­
νίας, δυο χρεοστικάς ομολογίας όποΰ μοΰ εχρεοστοΰσε δ μακαρίτης
πενθερός της παπά ’Ιωάννης, νά τής ταΐς δώσουν οί κληρονόμοι μου,
καί νά τάς μεταχειρισθή αυτή δπως θέλει, προσέτι άφίνω εις τον
ναόν τής κυρίας Θεοτόκου των είσοδίων επονομαζομένη είς τά αμπέ­
λια,
.
ενα δισκοπότηρον άργυροΰν όποΰ έχα) διά νά τό έχουν οί κατά

καιρόν ευρισκόμενοι έκεΐσε ιερείς νά ιερουργούν, καί νά με μνημο·
νέβουν. ομοίως άφίνω καί είς τον ναόν τής μεγάλομάρτυρος μαρί-
νης, τά δώδεκα μηνέα όποΰ έχω σύν τή παρακλητική, τριοόδιον καί
Π

πεντηκοστάριον διά τά ίδιον τέλος νά με μνημονέβουν. προσέτι άφίνω


είς βάρος τούς κληρονόμους μου νά δώσουν διά τήν ψυχήν μου τέσ­
Α.

σερα σαράντα λειτουργά είς τεσσάρους ‘Ιερείς προς δύο τάλαρα το


καθ’ εν νά μοΰ τά διαβάσουν, επειδή καί τό γάρ προς τον Θεόν
τοΰ ελέους μνημόσυνου καί ή άναίμακτος θυσία, ώφελεΐ Ιξ ήμισείας,
καί τον μνημονευόμενου και τούς μνημονεύοντας, δστις δε άπό τούς
συγγενείς μου, ή άλλος θέληση νά άντιτείνη εις τά δσα εγώ διορίζω,
έχει νά δώση λόγον εν ημέρα κρίσεως ενώπιον τοΰ Ίησοΰ Χριστοί'
καί Θεοΰ ημών, ένθα προσωποληψία ούκ έστιν, άφίνω καί διά επι­
τρόπους μου τούς εύγενείς κυρίους φωκά παΐζη καί βαγγέλη βρετόν
κωσταντάτον διά τήν διαυθέντευσιν τής παρούσης μου, νά παρησιά-
ζονται μέ δλην τήν ίσχύν, δθεν δει, καί ό κύριος θέλει τούς άντα-
μείψη τον μισθόν τους, ή δέ παρούσα διαθήκη θέλει έχει τό κύρος
καί τήν ίσχύν εν παντί κριτηρίω δικαιοσύνης, ώς πρώτη καί ύστερή
μου άπόφασις, καί ώς γραφεΐσα παρ’ Ιμοΰ καί βεβαιωθεΐσα, διά
νά παρρησιασθή ένιθα δει.— Έγράφη κατά αωκη '. έτει, έν μηνή
μαρτίο) ιε'. ’Ιθάκη, έξω γή.
Έπτανήαιοι ίβράρχαι 229

Ό ταπεινός άρχιερεύς πρώην μενδηνίτζης Γρηγόριος λεκατζάς


Tit. άντωνίου έγραφα και βεβαιώ.
Έτι λέγω όπου Ιάν και ή άνωθεν αδελφή μαρία μείνει εις τό
<υιήτη καί δεν άπερνά καλήν αρμονίαν ως λέγω άνωθεν μετούς
αδελφούς της, τής άφίνω είς την εξουσίαν της εως ότου ζεϊ το ήμησι
από τό σπήτι, λέγω ταίς δύο κάμερες πέρ ό'στρια μαζή μέ τό μαγε­
ιών, να έχη καί νά εξουσιάζη χωρίς τινάς νά τήν διασείση είς τό
παραμικρόν, καί τό αμπέλι είς ταίς σκαριαΐς, καί τό μερίδιόν μου
λιτρουβίον νά τά έχη, καί νά τά εξουσιάζη, έως δτου ζεΐ, καί μετά
τήν άποβιοσίν της νά μίνουν των άνω είριμένων κληρονόμων μου·
αίίιη είναι ή εύχαρίστησίς μου καί επιβεβαιώ.—
Ό ταπεινός άρχιερεύς πρώην μενδενίτζης Γρηγόριος λεκατζάς
πτ. άντωνίου έγραφα καί βεβαιώ».

’Επί τοΰ εξωτερικού έκ χάρτου περικαλύμματος έκάστης των δύο


όμοιων διαθηκών, φέροντος τρεις επί ισπανικού κηρού σφραγίδας,
πιστοποιεί ό συμβ)γράφος Π. Μυλωνάς, δτι παρουσιασθείς τή 8/20
’Οκτωβρίου 1828 ό ιεράρχης Λεκατζάς είς τήν κατοικίαν αυτού μετά
των αξιόπιστων
.
μαρτύρων Ίω. Λεονταράκη πτ. Δημητρίου, Μικέλη

Τάταρη πτ. Κωνσταντίνου καί ’Αντωνίου Νομικού πτ. Φραγκίσκου
παρέδωκεν αύτφ, παρουσία τών αυτών μαρτύρων, εσφραγισμένην τήν
διαθήκην του, δπως διαφυλάξη αυτήν είς τούς φακέλλους του.
Π

Άμφότεραι αί διαθήκαι τηρούνται παρά τώ άρχειοφυλακείψ


/Ζακύνθου.
Α.

Ζάκυνθος.
ΝΕΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΑΙ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
ΑΙ προς την ΔιεύΟττνσιν έπεσταλμέναι συγγβαφαί rpegoucfiv άοτεοίσκον.

Α'. ΚΡΙΤΙΚΗ

*Γ. Α. Σωτηρίου, Ό Χριστός εν τη Τέχνη, (εκδ. Ν. Τζάκα)'


Άθήναι 1614.
Είς την μεγάλην φιλολογίαν περί τού ζητήματος τής εν τή τέχνη
παραστάσεως τοΰ προσώπου τοΰ Ίησοΰ Χριστού προστίθεται ή ανω­
τέρω πραγματεία, πρώτη παρ’ ήμΐν κα'ι πάσης προσοχής αξία. '0
συγγραη'εύς, μαθητής τοΰ ’Ιωσήφ StrzygOWSki, Ιπελήφθη αυτής μετά
δαψιλεστάτων επιστημονικών εφοδίων κα'ι πολλής τής ίκανότητος, των
περαιτέρω επιστημονικών του εργασιών «πρόσωπον τηλαυγές» την
πρόκειμένην άπαρτίσας έρευναν. Έν αυτή, διηρημένη εις δύο μέρη,
εξήτασε πρώτον μεν τάς πηγάς, δεύτερον δέ τά μνημεία, λίαν προσ-
φυώς παραστήσας τούτο μεν τάς γνώμας και πληροφορίας τών εκ­
κλησιαστικών συγγραφέων περί τής μορφής τού ’Ιησού Χριστού, τούτο
δέ τάς γενομένας απόπειρας προς παράστασιν τής μορφής αυτού
κατά τά σωζόμενα μνημεία. 'Ως δέ μετ’ ακρίβειας παρέθηκε τας εκ
τών πηγών μαρτυρίας, οΰτω παρέθηκε και 37 εικόνας, ών μία τό
.
πρώτον ύπ’ αυτού δημοσιεύεται, προς πίστωσιν τών λεγομένων.

Υποδεικνύει, προ παντός, ό σ., δτι τό ζήτημα περί τής μορφής
τοΰ ’Ιησού Χριστού εν τή εκκλησιαστική φιλολογία παρουσιάζεται
πάντοτε ώς δευτερεύον, κατά δέ τούς πρώτους αιώνας παρά τών συγ-
Π

γραφέων μόνον Άποκρύφων συγγραμμάτων έχομεν φαντασιοίδεις


περιγραφής τής μορφής τοΰ Ίησοΰ ώς ώρα ίου νεανίου. "Ενεκα δε
Α.

τής ελλείψεως πραγματικών ακριβών είδήσεων περί τής αληθούς μορ­


φής τού Θεανθρώπου μέχρι τού ε' αΐώνος Ιπικρατούσι δύο γνοηια1
παρά τοΐς εκκλησιαστικού; συγγραφεύσι, 1) ό Χριστός ήτό un/ημοζ
σωματικώς, 2) ό Χριστός ήτο ωραίος τήν μορφήν. Ή μέν πρώτη.
Νέαι συγγραφαί καί μελέται—Κριτική καί Βιβλιογραφία 231

των γνωστών εστηρίχθη επί τοΰ 'ΙΙσαίου (53, 2—3), ή δέ δεύτερα


iiti των Ψαλμών (44, 3). Ή δεύτερα αυτή γνώμη έπεκράτησεν από
τού ε. αΐώνος καί έξης. Έκτος δμως των θεωρητικών γνωμών ή
χριστιανική άρχαιότης, μάλιστα από τοΰ δ', αΐώνος και εξής, μνημο­
νεύει και εικόνων καί αγαλμάτων τοΰ ’Ιησού Χριστού, τινάς δέ τών
εικόνων έθεώρει αχειροποιήτους, ή άπέδιδεν εις τον Ευαγγελιστήν
Λουκάν. Άπά τού η', αίώνος αυξάνει 6 αριθμός τών αχειροποιήτων
εν μέσω τών εΐκονομαχικών ερίδων. Άλλ’ ελλείπει οιαδήποτε τών ει­
κόνων περιγραφή, δυναμένη νά χρησιμεύση ως πηγή διά τήν ιστο­
ρίαν τής Χριστιανικής τέχνης.
Ασφαλής πηγή εινε τά σωζόμενα μνημεία, τά οποία εξετάζονται
ίστορικώς καί καλλιτεχνικούς υπό τού σ. κατά τήν έπικρατήσασαν ήδη,
μετά τάς λαμπράς εργασίας τού Strzygowski', μέθοδον. Εκτίθενται
λεπτομερέστατα αί συμβολικοί καί άλληγορικαί παραστάσεις τού ’Ιησού
Χριστού (Ιχθύς, Αμνός, Καλός Πυιμήν) καί α! πρώται άπόπειραι
προσωπογραφιών. Έν αΰταΐς παρίσταται δ ’Ιησούς ως ωραίος αγέ­
νειος νέος κατά τύπον ελληνιστικόν διαμορφωθέντα επί τή βάσει αδέ­
σποτων παραδόσεων τών Άποκρύφων καί μιμήσεως εθνικών προτύ­
πων. Ό τύπος ούτος διακρίνεται
.
εις μικρασιατικόν, καθ’ δν παρί-

σταται ό ’Ιησούς φέρων μακράν κόμην, καί αλεξανδρινόν, καθ’ δν
παρίσταται φέρων βραχεΐαν ουλήν κόμην. Αί νεώτεραι άπόπειραι
προσωπογραφιών ιουδαϊκού τύπου, όριστικώς επικρατήσαντος, υπήρ­
Π

ξαν επιτυχέστεροι. Έν αύταΐς παρίσταται δ ’Ιησούς έχων κεχωρισμέ-


νην τήν κόμην τής κεφαλής καί φέρων γένειον. Ό ’Ιουδαϊκός τύπος
Α.

ύπέστη έξέλιξιν εν τή Βυζαντινή τέχνη, διομορφωθεις εις τον επικρα-


τήσαντα παρ’ ήμΐν Βυζαντινόν τύπον, είδικώτερον δ’ ενδιατρίβει ο σ­
εις τήν παράστασιν τοΰ Παντοκράτορος έπεξηγών καί τήν αρχικήν
αυτής προέλευσιν. Τήν όλην πραγματείαν επισφραγίζει διά συντόμου
έκθέσεα)ς τών νεωτέριον καλλιτεχνικών προσωπογραφιών τού ’Ιησού
Χριστού.
Ούτως δ σ. διεπραγματεύθη τό ζήτημα έπιτόμως μέν, άλλ’ επα­
κριβώς καί έπιτυχώς. Χωρίς νά έκφύγη έκ τού κυρίου θέματος ήδυ-
νήθη νά έξετάση τά σχετικά ζητήματα, άνευ δέ περιττολογιών άνέ-
κρινε τάς διαφόρους επιστημονικός γνώμας καί απέδειξε τήν ορθό­
τητα τών συμπερασμάτων εις ά κατέληξε. Κεντρικόν σημεΐον τής
ερεύνης αυτού αποτελεί ή γένεσις τής χριστιανικής τέχνης, ήτις εν Βυ­
ζάντιο) προσέλαβε τήν τελειότητα αυτής. Παρ’ ήμΐν τοίς Έλλησι
προσεδόθη τέλος πάντων εσχάτως ή προσήκουσα σημασία εις τήν Βυ­
232 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

ζαντινήν τέχνην, άλλ’ ώς όρθώς παρατηρεί δ σ. δεν έξητάσθη ακόμη


ή οδηγούσα από τής αρχαίας είς την Βυζαντινήν τέχνην γέφυρα.
Την σπουδαίαν ταύτην εξέτασιν ανέλαβε διά τής καλλίσιης αυτού
πραγματείας.
Έν Άθήναις.

Άρχίμ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Α. Παπαδοπουλος

Κ. I. Δυοβουνιώτου, Μητροφάνης Κριτόπουλος. Έν Ά-


θήναις (Έκ τού «Τεροΰ Συνδέσμου») 1015, σ. 74.
Μετά τάς είδικάς μελέτας καί πραγματείας τού Δημητρακοπού-
λου, Μαζαράκη, Ρενιέρη καί άλλων περί τού Μητροφάνους Κριτο-
πούλου καί τάς προς αυτόν σχετικάς εργασίας ό κ. Δυοβουνιώτης
παρουσιάζει την ανωτέρω αυτού πραγματείαν μετά νέων δεδομένων
ιστορικών καί νέων ανεκδότων κειμένων. Συγκεντρών, προ παντός,
τάς γνωστάς ήδη ειδήσεις, άφηγεΐται τον πρώτον βίον τού Μητρο­
φάνους, γεννηθέντος εν Βερροία τώ 1589, καί την συνάντησιν μετά
τού Κυρίλλου Λουκάρεως εν ‘Αγίω ’Όρει. Τό λεχθέν ύπ’ άλλων
καί επαναλαμβανόμενον υπό τού κ. Δυοβ. δτι ό Λουκαρις κατέφυ-
γεν είς "Αγιον "Ορος τώ 1615 «ΐν’ αποφυγή τον
. διωγμόν τών δυ­

τικών καί τού οικουμενικού Πατριάρχου Τιμοθέου» (σ. 6) ούδαμώς
φαίνεται μοι ακριβές, ούχί μόνον διότι έν 'Αγίω ’Όρει δεν θά εύρί-
σκετο εν ασφαλεία ό Λουκαρις, εάν τώ όντι κατεδιώκετο υπό τών
Π

εχθρών αυτού ΐνα φονευθή, αλλά διότι έχομεν μαρτυρίας περί ειρη­
νικών σχέσεων τού Λουκάρεως προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην
Α.

Τιμόθεον. Τή 15 Αύγουστου 1615 ό Λουκαρις Ιπιστρέφων έκ Βλα­


χίας καί μεταβαίνων είς Αίγυπτον εύρίσκετο έν ΚΠόλει. Τή παρα-
κλήσει δ’ αυτού ό Πατριάρχης Τιμόθεος έξέδωκε καταδικαστικήν
άπόφασιν κατά τού πολυπράγμονος ’Αρχιεπισκόπου Σιναίου Λαυρέν­
τιου. Τή 22 'Οκτωβρίου εύρίσκετο έν Καΐρω ό Λουκαρις, ίυστε τα-
ξειδευων διά τού 'Αγίου ’Όρους συνήντησε τον Μητροφάνη κατά
τούς μήνας Αύγουστον -’Οκτώβριον τού 1615. "Οτι δέ είς ειρηνικός
διετέλεε προς τον Τιμόθεον σχέσεις, έπιμαρτυρεΐται καί έκ τού γεγο­
νότος δτι ό Λουκαρις εύρίσκετο έν ΚΠόλει καί κατ’ Αύγουστον τού
προηγουμένου έτους, γράψας τότε έπιστολήν προς τον ’Άγγλον ’Αρχι­
επίσκοπον Abbot. 'Η έπιστολή αύτη, ως καί ή από 1 Μαρτίου 1616
προς τον αύτόν ’Αρχιεπίσκοπον περί τού Μητροφάνους, έδημοσιευ-
θησαν έν «Νέα Σιών» (έτ. Γ". καί Η'.). 'Αφηγηθείς ό κ. Δ. τά
κατά την μετάβασιν καί την διαμονήν τού Μητροφάνους, έν τή εσπε­
ρία Ευρώπη κατά τάς ύπαρχούσας δαψιλείς ειδήσεις αναγράφει τά
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική και Βιβλιογραφία 233

καιά την είς Αίγυπτον επάνοδον αύτοϋ καί την εκλογήν αύτοϋ ώς
Πάπα καί Πατριάρχου ’Αλεξάνδρειάς μετά τον θάνατον τοΰ Γε­
ρασίμου Σπαρταλιώτου έπισυμβάντα τή 30 ’Ιουλίου 1636 (ούχί
τή 31 ’Ιουλίου ώς ό Ναθαναήλ Κωνώπιος εσημείωσε). ’Επί
μικρόν, δυστυχώς, δκόκησε τήν ’Εκκλησίαν ’Αλεξανδρείας ώς
Πατριάρχης ό Μητροφάνης Κριτόπουλος. Άπελθών έξ Αίγυ­
πτου, δπου κατέλιπεν Επίτροπον εαυτού τονΜελέτιον, μετέβη
είς ΚΠολιν, γενόμενος μάρτυς τού τραγικού θανάτου τοΰΚυρίλλου
Λουκάρεως, ούτινος εξηναγκάσθη μετά τού 'Ιεροσολύμων Θεοφάνους
νά ΰπογράψη τήν καταδίκην έν τή Συνόδω τής 24 Σεπτεμβρίου 1638.
Πολύ όρθώς ό κ. Δυοβ. δεν αποδέχεται τήν γνώμην τού μακαρίτου
Μαζαράκη φρονούντος δτι δ Μητροφάνης επανέκαμψεν εκ ΚΠόλεως
είς ’Αλεξάνδρειαν. Διότι μένει άναντίρρητον τό γεγονός δτι έτελεύ-
τησεν εν Βλαχία, εν τέλει τού ’Απριλίου ή εν αρχή τού Μαΐου τοΰ
1639. Είς τάς ύπαρχούσας ενδείξεις προσθέτομεν καί τάς εξής : Κατ’
Αύγουστον τοΰ έτους εκείνου δύο "Ελληνες εις Μόσχαν μεταβάντες
έπληροφόρησαν δι’ επιστολής τον Σεβαστείας ’Ιωσήφ δτι άπέθανεν
ό Μητροφάνης. Κατά μήνα δ’ ’Οκτώβριον τοΰ 1640 'Αγιορεΐται μο­
ναχοί μεταβάντες είς Μόσχαν είπον
.
ώσαύτως δτι άπέθανεν ό Μη­

τροφάνης δηλητηριασθείς κατά τινα διάδοσιν, διαταγή τού Κον-
ταρή. Ή διάδοσις αΰιη εΐνε χαρακτηριστικωτάτη. Είνε δέ γνω­
στόν δτι ό τής Αυστρίας Πρέσβυς εν ΚΠόλει Ροδόλφος Schmidt εν
Π

εμπιστευτικώ εγγράφφ έθεώρει τον Κριτόπουλον τήν μόνην μετά τον


Λούκαριν «ελπίδα των Καλβινιστών εν τή ’Ανατολή».
Α.

Μετά τάς βιογραφικάς ειδήσεις ό κ. Δυοβ. αναγράφει τά συγ­


γράμματα τοΰ Μητροφάνους Κριτοπούλου, συμπληρώσας τον μέχρι
τοΰδε γνωστόν κατάλογον αυτών ώς εξής 1) 'Ομολογία τής ’Ανα­
τολικής ’Εκκλησίας. 2) Περί τής προφοράς τού γράμματος δ καί θ
ώς ού ντέλτα καί τήτα, αλλά δέλτα καί θήτα χρή ταύτα προφέρεσθαι.
3) Άπόκρισις προς τήν ζήτησιν περί τού Άποστολικοΰ ρητού Γαλατ.
5. 4) Λόγος είς τήν Γέννησιν τού Κυρίου, δ) Περί τινων λειτουργι­
κών τάξεων. 6) Γραμματική απλοελληνική. 7) ’Έκθεσις σύντομος
περί μετάνοιας καί εξομολογήσεως. Τό έργον τούτο άνεΰρεν ο κ.
Δυοβ. έν τώ ύπ’ άριθ. 1020 κώδικι τής’Εθνικής Βιβλιοθήκης ’Αθη­
νών. 8) Μετάφρασις τής Νέας Διαθήκης εις απλοελληνικήν γλώσσαν.
9) Άντιπανοπλία. 10) 'Οδοιπορικόν. 11) Όμιλίαι. 12) Έπιστολαί. Εις
ιάς μέχρι τούδε γνωστάς επιστολάς προσέθησκεν ό κ. Δυοβ. τήν προς
τον Θωμάν Γώδον εκ κωδικός τοΰ Βρεττανικοΰ Μουσείου, Harl.
234 Νέαι σογγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

5059, αμφιβάλλει δέ αν ή εντή Πατριαρχική Βιβλιοθήκη τοΰ Καιρόν


σωζομέιη Λογική μετ’ Ιδιογράφου σημειώματος τοΰ Μητροφάνους
Κριτοποΰλου άνήκη ε’ις αυτόν ώς εγνωμάτευσεν δ Μαζαράκης. Την
καλλίστην αΰτοϋ μονογραφίαν, δ κ. Δυοβ. επισφραγίζει διά τής παρα-
θέσεως τής προς τον Γώδον επιστολής τοΰ Μητροφάνους και τής Ικ«-
θέσεως περί μετάνοιας καί εξομολογήσεως.

Άρχιμ. Χρυσόστομος Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΧ

; V
.

ν Ο τ
Π

V
Α.
Νέαι συγγραφαί καί μβλέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 235

Β' ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σύντμησις των τίτλων τών έν τή Βιβλιογραφία άναφερομένων περιοδικών.


AB-Anal. Bollandiana ΘΑ—Θεολογ. Άγγελιαφ. Μόσχας
ΑΘΝ-Άϋηνά ’Αθηνών 1KZ - Intern. Kirchl. Zeitschrift
ΑΝΤ—Άνάπλασις ’Αθηνών III.—Ιερός Πολύκαρπος
ΑΝ11—Anthropos 12-'Ιερός Σύνδεσμος
ΑΜΕ—Ά>·ακ. ΓΙαλαιστ. Εταιρείας JA —Journal Asiatique
BAL- Bull, d anc. litter. JTHS—Journ. of Theol. Stud.
BLE—Bull, de litt. eccles. ΛΑΟ - Λαογραφία
ΒΧ-Βυζαιτ. Χρονικά Πετρουπ. ΜΣ —Μοΰσαι Ζακύνθου
BZ -Byz. Zeitschrift ΜΣΚ—Μουσική ΚΠόλεοις
ΓΡΜ Γράμματα ’Αλεξανδρείας ΝΕ—Νέος Έλληνομνήμων
ΔΑΠΧ —Λελ. Αύτ. Πανεπ. Χαρκόβου ΝΣ-Νέα Σιών
DZ-Die Zukunft OCH—Oriens Christianus
ΔΥΠ— Λελτ. ρωσ. Ύπ. Παιδ. OOM—Όρθόδ. Όμιληιής Καζάν
ΕΑ - Εύοωπ. 'Αγγελιοφόρος Πετρουπ. ΟΙ1Σ—Όρθ. Παλαιστ. Συλλογή. ρο)σ.
ΕΑΚ—"Εργα Άκαδ. Κίεβου ΠΝΘ—Παναθήναια. ’Αθήναι
ΕαΒ—Έκκλησ. ’Αλήθεια Βερολίνου ΠΝΤ—Πάνταινος
ΕΑΚΠ —Έκκλησ. ’Αλήθεια ΚΠόλεως ΠΛ-Πίστις καί Λόγος. Χάρκοβον
EI3D—Ebdomadaire RB-Revue Biblique
ΕΕΤ - Έκκλ. Είδ. Τριπ. Ελλάδος RHE-Revue d Hist. Eccles.
ΕΙΠ-Έπιστημ. ίοτ. περιοδ. Πετρουπ. RACH—Rivista di Apost. Christ.
ΕΚ—Έκκλησ. Κήρυξ Λάρνακος RO —Roma e TOriente
ΕΚΑ—Έκκλ. Άγγελιαφ. Πετρουπ. RSR-Rech. de sc. relig.
ΕΟ -Echos d’Orient STR—Strannik. ΙΙετρούπολις
ER - The Eccles Review, Philadelfia
.
TGL—Theol. u. Olaubcn.

ΕΥ — Ευαγγελισμός ΚΠόλεως THQ—Theol. Quartalsch.
ΕΦ—Έκκλ. Φάρος XA—Χριστ. ’Ανάγνωσμα. Πετρούπ.
ETD—Etudes. Compagnie de Jesus XK—Χριστ. Κρήτη
ΕΤΗ Etudes de Theol. historique ΧΡ—Χριστιανός. Μόσχα.
ET - Etudes ΧΡΚ—Χριστιανικός Κόσμος Σύρου
Π

ZKT Zeitsclir. f. kath. Theol.


Συντάκται τής Βιβλιογραφίας : X. [Χρυσόοτομος Α. Παπαδύπουλος], Δ. Κ. [Δημήτριος
Καλλίμαχος], Γ. Π. [Γρηγόριος Παπαμιχαήλ].
Α.

ΙΕΡΟΙ ΤΟΠΟΙ

'// Νεκρά Θάλασσα και τό μέλλον αυτής (Έφημ. «’Αθήναι» 8


Αυγ. 1918).
Ένδιαφέρουσαι πληροφορίαι περί τής Ν. Θ., περί τών τελευ­
ταίων εν αυτή εξερευνήσεων καί τής φυσεως αυτής. Γ. Π.
Dowling Τ. Ε., The Orthodox Greek Patriarchate of Je­
rusalem. 3rd edit., rev. London, S. P. C. K. 1913.
Μπεζομπράξωφ 27., Νεώταται άνασκαφαί έν Παλαιστίνη (ΑΠΕ
τόμ. XXIV [1913], τεϋχ. II, σ. 185—200).
Ό λόγος περί τής εύρέσεως επί τοϋ ’Όρους τών Έλαιών λει­
ψάνων αρχαίου ναού, περί άνακαλΰιρεως ναών εν Ναζαρέτ καί περί
τών έν ’Άϊν-Σιάμς καί Σιαφάτ γενομένων άνασκαφών καί τών έξ
αυτών ευρημάτων. Γ. Π.
-236 Νέαι σογγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Σοκολώφ I., Ό Πατριάρχης 'Ιεροσολύμων Κύριλλος Β' και η


σχέσις αυτόν προς τό εκκλησιαστικόν βουλγαρικόν σχίσμα (ΑΠΕ, 1914,
I, σ. 30 66, μετά συνεχείας).
Έν τώ πρώτω ήμίσει τής μελέτης ταΰτης εκτίθεται ό βίος και
ή δράσις τοΰ Κυρίλλου προ τής Πατριαρχείας αυτού, καί ιδία κατ’ αίι-
τήν, καί ή στάσις αυτού προς τό έν τή 'Εκκλησία ΚΠόλεως άναφα-
νέν βουλγαρικόν ζήτημα μέχρι τής τώ 1872 ληφθείσης άποφάσεως
περί συγκλήσεως Τοπικής Συνόδου προς συζήτησιν τού ζητήματος
τούτου. Γ. Π.
Φωκυλίδου Ίω., ’Ιωάννης ό Μόσχος καί Σωφρόνιος ό σοφι­
στής, δ καί Πατριάρχης Ιεροσολύμων (ΝΣ τ. ΙΓ' 1913, σ. 814 —
836, τ. ΙΑ', 1914, σελ. 90—97).
Dressaire Leopold, Les pelerinages d’autrefois en Terre
Sainte (EO 1914 N° 105 σ. 120—143).
Θέμελη Τ. Π., Όνομασίαι τής 'Ιερουσαλήμ (ΝΣ τ. ΙΓ', 1913,
σ. 901—908).
Καλλΐατου Άρχιμ., Άρχαΐον Τυπικόν τής Εκκλησίας 'Ιεροσο­
λύμων τού ζ' α’ιώνος (ΝΣ 1914 τ. ΙΔ' σ. 310 — 342, συνέχεια).
Φωκνλίδου Ιωάνναν, Ή Άζωτος.
. Άνάτα (Άναθώθ) (ΝΣ

1914 τ. ΙΔ' σ. 364-377).
Baumstark Anton Dr, Darstellung friihchristlicher Sakral-
bauten Jerusalems auf einem Mailander Elfenbeindiptychon
Π

(OCH τ. IV, I, σ. 64-75).


*Τό 'ΙερόνΨήφισμα τού ‘Αγίου ’Όρους ’Άθω καί τά συναφή
Α.

επίσημα έγγραφα. Κελεύσει τής 'Ιεράς Κοινότητος. ’Εν Θεσσαλονίκη,


Σ. Παντελή καί Ν. Ξενοφωντίδου, 1913, σελ. 30.
Δημοσιεύονται ενταύθα α) τό 'Ιερόν ψήφισμα τής Ικτάκτου τού
'Αγίου ’Όρους 'Ιεράς Συνάξεως (3 Όκτ. 1913), β) ’Εγκύκλιος τής
'Ιεράς Κοινότητος προς τάς 'Ιεράς 20 Μονάς (24 Σεπτ. 1913), γ) Τά
Πρακτικά τής α' καί δ' συνεδρίας τής Ί. Συνάξεως, δ) Επιστολή
τής 'Ιεράς Επιστασίας προς τον Οίκουμ. Πατριάρχην, ε) ’Επιστολή τής
Κοινής Συνάξεως προς τον Πρωθυπουργόν τής Ελλάδος κ. Ε. Βενιζε-
λον, ς·) Επιστολή τής 'Ιεράς ’Επιστασίας προς τούς 'Υπουργούς των
Όρθοδ. Κρατών καί τά μέλη τής Λονδινείου Συνδιασκέψεως, ζ) ί]
προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνον προσφώνησις τής Άγιορειτικής Επι­
τροπής, καί η) τό πρακτικόν τής οστ' συνεδρίας των αντιπροσώπων
των Μονών. Ή 'I. Κοινότης, δημοσιεύουσα τά ιστορικά ταύτα έγ­
γραφα, παρακαλεΐ θερμώς τούς, σεβ. ίεράρχας τής 'Ορθοδόξου Άνα-
Νέαι αυγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 23 Τ

χολιχης ’Εκκλησίας δπως ένισχύσωσι τον αγώνα αυτής διά τε των


προσευχών αύεών και διά τής μεταδόσεως είς τά λογικά αυτών ποί­
μνια τοΰ ένθεου ενδιαφέροντος υπέρ τοϋ έν κινδύνω διατελοϋντος
σεπτού καί ιερού τού έθνους Προσκυνήματος. Παράκλησιν απευθύνει
συγχρόνως καί προς τον τύπον, δπως συνέχιση την ύπεράσπισιν τής
ίεράς τού 'Αγ. ’Όρους ύποθέσεως καί χειραγώγηση την δημοσίαν
γνώμην είς ορθήν περί αυτής άντίληψιν, άχρις ού θριαμβεύση τό δί­
καιον τέλεον. Γ. Π.
Jean Georges prince de Saxe, Das Katerinenkloster
am Sinai. Leipzig, Teubner, 1912 σ. 30.
Περιγραφή τής μονής τοΰ Σινά, τοΰ ναού αυτής, τών εν αυτή..,
θυσαυρών τής τέχνης καί τής βιβλιοθήκης. Τό βιβλίον κοσμείται καί
υπό 12 πινάκων περιεχόντων 43 φωτογραφίας γενομένας παρά τοΰ
σ. καί τής συζύγου αυτού, έγράφη δε μάλλον ώς άνάμνησις τής διη­
μέρου αυτού παραμονής έν τή είρημένη μονή. Γ. Π.
Petit L. et Korablev Β., Actes d’Athos. V. Actes de Chi-
landar. le partie : Actes grecs. Saint Petersbourg, 1911, σ. Ill
-368.
.
Hall H. R., Some Greek Monasteries (Proceed, of the Soc.

of Bibl. Arch. 1913, 4, σ. 141—149).
Λελεδάχη Άν&ίμον, 'Επισκόπου Κισάμου καί Σέλινου, Περί
τής εν τή Επαρχία Κισάμου τής Κρήτης 'Ιεράς Σταυροπηγιακής
Π

μονής τής Ύπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, τής Κυρίας Όδη-


γητρίας, τής έπικαλουμένης Γ ώνιας (ΧΚ έτος Β', 1913, σελ. 3—58).-
Α.

Schiwietz S., Das morgenlandische Monchtum. t. II. Das


M0nchtum auf Sinai und in Palastina im vierten Jahr. Mayence,
Kirchhein, 1913, σ. VIII-192.
f Σ. Γ. Σ., 'Ιερά Μονή τής Θεοτόκου έν Χάλκη (ΕΑΚ τ. ΛΔ'ι
1914, άρθ. 9, σ. 87—89).
Regel W., Kurz Ε., et Korablev Β., Actes de l’Athos.
VI Actes de Philothee. «Βυζαντινά χρονικά», παράρτημα τού Κ'
Τόμου Ν° 1. Πετρούπολις 1913 σ. IV—50, μετά πίνακος τών κυ­
ρίων ονομάτων.
Uboch Β., El Sinai. Vitatjes per l’Arabia Petrea, cercant les
petjades d’Israel. Oliva, Vilonova i Geltru, 1913 σ. 367.
Drum Walter, S. J., Palestinology (ER LI, 5, Nov. 1914?
σ. 619—625).
Reilly Thomas a Κ., Ο. P., Sieges of Jerusalem. Tiie
first two (ER LII, I, Jan. 1915, σ. 13—28).
238 Νέαι αυγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

ΑΙΓΥΠΤΟΛΟΓΙA

Μασιτσιένκο Γ., Ή σημασία τοϋ άγ. Κυρίλλου Άλεξανδρέως


εν τή ιστορία τής χριστιανικής θεολογίας (ΕΑΚ Μάιος 1913 σελ.
94—116).
Griitzmacher G.( Synesios ν. Kyrene, ein Charakter-
bild aus dem Untergang des Hellenentums. Leipzig, Deichert
1913 σ. VII—80.
Lau chert F., Leben des heiligen Athanasius des Gros-
sen. Cologne, Theissing, 1911 σ. VIII—162.
Έν τοΐς πρώτοις επτά κεφαλαίοις τής συγγραφής εκτίθεται ή
βιογραφία τοϋ Μεγ. ’Αθανασίου, έν τώ όγδόω παρέχεται ή ήδογρα-
φία αϋτοϋ, τό δέ τελευταίον άφιεροϋται εΐς την έν τή Εκκλησία δό­
ξαν καί τιμήν, ή; δ μέγας ιεράρχης απολαύει. Γ. II.
Diel Charles, Sanctuaires chretiens d’Egypte («Journal
dn Cnire» 22 καί 23 Dec. 1913).
’Ενδιαφέροντα άρθρα τοϋ γνωστού βυζαντινολόγου περί τών εν
Αίγύπτφ σωζομένοιν χριστιανικών αρχαιοτήτων καί ιδία περί τής πρό
τινων έτών άνακαλυφθείσης πόλεως τοϋ αγίου Μηνά καί τής μονής
.
τοϋ Άπα Ίερεμίου. Γ. Π.

Σοκολώφ Ί., Εκλογή τών Πατριαρχών ’Αλεξάνδρειάς κατά
τον ιθ' αιώνα (ΧΑ 1913, Νοέμβρ., σελ. 1310 —1328).
Ό λόγος περί τών κατά την έκλογήν τών πατριαρχών ’Αλεξάν­
Π

δρειάς Ιεροθέου Α' (1825—1845, 1 Σεπτ.) καί τοϋ διαδόχου αυτού


’Αρτεμίου (Σεπτ. 1845—30 Ίαν. 1847). Γ. Π.
Α.

Crun W Ε.., Anecdota Oxoniensa.


Senutic Series, part
12. Theological Texts from Coptic Papyri. Edited with an ap­
pendix upon the Arabic and Coptic Versions of the life of Pa-
chomius. Oxford 1913 σ. 214 4ov.
Ό σοφός ΑίγυπταΑόγος έκδίδει ήδη νέα κείμενα έκ Κοπτικών
παπύρων θεολογικοϋ περιεχομένου, διαφωτίζοντα την έν Αίγύπτφ
Έκκ?α]σίαν. Δ. Κ.
Σοκολώφ Ί., ’Εκλογή τών Πατριαρχών ’Αλεξάνδρειάς κατά τον
ιθ' αιώνα (ΧΑ, Λεκ. 1913, σ. 1415 — 1434 μετά συνεχείας).
Συνεχίζεται ένταϋθα ή άφήγησις τών περιστάσεων, ύφ’ ας έγέ-
νετο ή έκλογή τοϋ Πατριάρχου ’Αρτεμίου, μετ’ αυτήν δ’ ό λόγος γί­
νεται περί τής έκλογής τοϋ Πατριάρχου Ιεροθέου Β' (20 Άπριλ.
1847—Ίαν. 1858). Γ. Π.
Weil R., Les Hyksos et la restauration nationale dans
Νέαι ουγγραφαί και μελέται — Κριτική κ«1 Βιβλιογραφία 239

la tradition egyptienne et dans l’histoire (JA mai-juin σ. 535


-580).
Wiedemann A., Die Bedeutung der alten Kirchenschrift-
steller fiir die Kenntnis der agyptischen Religion (ANT 1913,
2-3, σ. 427—435).
Kaufmann Carl Maria, Archaologische Miszellen aus
Aegypten. II. (OCH t. Ill, 1913, σ. 299-304).
Mesnage J„ L’Afrique chretienne ; eveches et ruines
antiques. Paris, Leroux, 1912, σ. XII—593.
Μπαλλώδ Φ., Ή αιγυπτιακή τέχνη Ιπί τής εποχής τοΰ Άμενό-
φιος Δ'. Μόσχα 1914 σ. 32, ρωσ.
Μιροτβόρτσεφ I., Πόσου έτιμώντο οί δούλοι εν τή Έλληνο-αί-
γυπτιακή Αίγύπτω (ΔΥΠ, Άπρ. 1914, κλασ. τμ. σ. 172 —185).
Butscher E.-L, En Egypte, Choses vues. Traduit de Pan-
glais par Lugne—Philipon. Paris, librairie Vuibert, 63, boulevard
Saint Germain, 1913, σ. 253, avec planches photographiques et
des gravures.
Bardy G., Saint Athanase (296—373). Paris, Lecoffre. Ga-
balda, 1914, σ. VXI-209.
.

Coryn G. G. P., The faith of ancient Egypt. Londres, Lu-
zac, 1913.
Bigg C., The Christian platonists of Alexandria. Nouv.
Π

edit, par F. E. Brightman, oxford, Clarendon press, 1913.


Gsell S., Histoire ancienne de l’Afrique du Nord. T. I.
Α.

Les conditions du developpement historique, les temps primi-


tifs, la colonisation phenicienne et l’empire de Carthage. Paris,
Hachette, 1913, p. 536.
Kayzer F. et Roloff E. M., Histoire d’Egypte depuis les
temps les plus recules jusqu’a nos jours. Traduit de l’allemand
et augmente d'une preface par A. Le Boulicaud et J. d’AlIe-
magne Paris, Nilson 1913 p. 256.
Bardy Gustave, Saint Athanase (296—373). Paris, Lecof­
fre (Gabalda) 1914, p. XVI—210.
Σοκολώφ I., Ή εκλογή των Πατριάρχων ’Αλεξάνδρειάς κατά τον
ιθ' αίώνα (ΧΑ, Όκτ. 1914, σ. 1265—1285, μετά συνεχείας).
Ό λόγος περί τής εκλογής τοΰ πατρ. 'Ιεροθέου (1847—1858), καί
τοΰ πατρ. Καλλινίκου (26 Ταν. 1858--24 Μαΐου 1861). Γ. Π.
Χβοατώφ Μιχ., Συμβολαί είς τον διοργανισμόν τής βιομηχα-
240 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

νιας και τοϋ εμπορίου εν tfj Έλληνο-ρωμαϊκή Αίγύπτω. I Ή ύφαν-


τουργική βιομηχανία Ιν τή Έλληνο-ρωμαϊκή Αίγυπτω. Καζάν 1914
(ρωσ.).
Στρόΰβε Β., Τό δικαίωμα τής γαιωκτημοσύνης εν τή πτο/,ε-
μαϊκή Αίγυπτω (ΔΥΠ Ίαν. 1915, σ. 1—64, κλασ. τμ.).
Λίαν ενδιαφέρουσα αΰστηρώς επιστημονική πραγματεία Ιπι τή
βάσει των από των πάπυρων δεδομένων. Γ. Π.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ

Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου Α., Άρχιμ., 'Υπόμνημα εις την


Καθολικήν Επιστολήν ’Ιακώβου (ΠΝΤ Ε', 1913 μέχρι τής σελ. 340).
ΙΙαπαδοποΰλου Χρυσοστόμου Α., Άρχιμ., Υπόμνημα εις τήν
Καθολικήν Επιστολήν ’Ιούδα, αδελφού τοϋ Κυρίου (ΠΝΤ Ε', 1913,
σ. 353 εξ. μέχρι σελ. 508).
God at F., Studies on the Epistles of St. Paul (Exp. Li­
brary) 1913 σ. 368.
Μετάφρασις τής περίφημου τοϋ σ. Εισαγωγής εις τάς Ιπιστολάς
τοϋ ’Αποστόλου Παύλου. Δ. Κ.
Dale R. W., The Epistle to the Ephesians (Expositor's
.

Library) 1913 σ. 454.
Dale R. W.p The Epistle of Janies (Expos. Libr.) 1913 σ.
328.
Π

Άμφότεραι λαμπραι ερμηνευτικά! εργασίαι, διά τάς οποίας ό σ.


ειχεν ύπ’ ό'ψει του πάν δ,τι μέχρι σήμερον εγράφη ερμηνευτικόν των
δύο επιστολών τοϋ ’Αποστόλου Παύλου. Δ. Κ.
Α.

ΔΙΚΑΙΟΝ

Άντωνιάδου Θάλητος, *0 περιορισμός των κωλυμάτων τοϋ γα-


μου (ΕΑΚ 1913, σ. 159—169, 167—168, 181-183).
Ενταύθα ό σ. περατοΐ τήν περί τοϋ ζητήματος τοϋ περιορισμού
των κωλυμάτων μελέτην του (ΐδε ΕΦ τ. ΙΒ' σ. 42), εκθέτει δέ καί
τά πορίσματα αυτής. Ό σ. δεν είνε υπέρ τής χρήσεως τής έκκλησ.
οικονομίας εν γένει εν τώ ζητήματι τών συγγενικών βαθμών. Ή
ανάγκη, διά τήν οποίαν επικαλούνται συνήθως τήν επιείκειαν, είνε
πάντοτε—κατ’ αυτόν—τοϋ είδους τών σκανδαλωδών επεισοδίων ή
τής ηθικής πιέσεως σημαινόντων κοινωνικώς προσώπων, εξαιτουμέ-
νων κατά χάριν τήν συγκατάβασιν και επιείκειαν τής Εκκλησία?)
ήτοι τήν εξαιρετικήν δι’ αυτούς παράβασιν τών νόμων. Άλλ’ ούτε
προς σωτηρίαν τών ψυχών φαίνεται τελεσφόρος ή συγκατάβασις,
Νίαι συγγραφαί καί μελέτα1. — Κριτική καί Βιβλιογραφία 241

«καθόσον ό όμολογών θρησκευτικός πεποιθήσεις μόνον προς άπόλαυ-


σιν τού άπηγορευμένου, ουδόλως εχει τοιαύτας, ούτε σώζεται ι[ιυχικώς
διά τής συγκαταβάσεως τής ’Εκκλησίας προς όίρσιν δι’ αυτόν μόνον
τής άπαγορευσεως- τουναντίον ωθεί καί πολ,λούς ετέρους προς μίμη-
σιν καί ψυχικήν απώλειαν». Τοιουτοτρόπως, ή χρήσις τής οικονομίας
δέον νά θεωρηθή ως αναχρονισμός ανωφελής καί επιζήμιος. Κατά
ΐό πόρισμα τής μελέτης, τον περί κωλυμάτων τοΰ γάμου έν ισχυϊ νό­
μον, ή Εκκλησία ούτε νά καταργήση, οΰτε νά τροποποιήση συμφέ­
ρει καί δύναται, καθήκον δμως έχει νά έρμηνευη κατ’ ιδίαν άντίλη-
ψιν, δεσμευομένη μόνον υπό τής αυθεντικής ερμηνείας καί υπό τής
λογικής, όφείλουσα εύθύνας μόνον εις τον Θεόν. Παρίσταται λοιπόν
ανάγκη τής επισήμου, σαφούς καί λεπτομερούς ερμηνείας τοΰ νόμου
και τής άπαγορευσεως τής έξ επιείκειας παραβάσεως αυτού. Διά τούς
λόγους τούτους,
«Επειδή, άφ’ ενός μεν ό τού ζ' βαθμού εξ αίματος γάμος, γε-
νόμενος, ούκ έστιν άκυρωτέος, έρωτώμενος δέ απαγορεύεται, δ ς·'
βαθμός εξ αγχιστείας καί δ γ' εκ τριγενείας επιτρέπεται μόνον δταν
δεν ύπάρχη σύγχυσις όνομάτοον, σύγχυσις, ής δ δρισμός δυσχερής, οΐ
δέ άπηγορευμένοι βαθμοί
.
εξ οίονεί αγχιστείας, έξ υιοθεσίας καί εκ

πνευματικής συγγένειας, ως διφορούμενοι, ούτως ειπεΐν, ή δεν τη­
ρούνται παντελώς, ή ενίοτε μόνον τινές εξ αυτών, άφ’ ετέρου δέ δ
νόμος εινε άμφιβαλλόμενος καί διφορούμενος, —Ιπειδή προς τούτοις
Π

άποδεικνύει έπαρκώς ή συσχέτισις καί σαφής ερμηνεία τών εκκλησια­


στικών καί πολιτικών διατάξεων : 1) τής συνοδικής άποφάσεως καί
Α.

διασκέψεως τού πατρ. Νεοφύτου τού Β'. τοΰ 1611 διά τό κώλυμα
τού γάμου τού ζ' βαθμού εξ αίματος, 2) τής Νεαράς 76 τού 1175
τού αύτοκράτορος Μανουήλ τοΰ Κομνηνοΰ διά τον ς’ βαθμόν έξ
αγχιστείας, 3) τής πατριαρχικής έπιστολής τού 1353 διά τον Τραχα-
νιώτην δσον άφορα την πνευματικήν συγγένειαν, καί 4) τής δια-
τάξεως ή γνώμης τού Προχείρου Νομικού Κομπανίας ως προς τον
i βαθμόν έκ τριγενείας, ή Μεγάλη Εκκλησία δύναται διά πατριαρ­
χικής καί συνοδικής εγκυκλίου ν’ άποφανθή,
1) δτι έπιτρέπεται ώρισμένως, ά'νευ ούδεμιάς κατ’ ο’ικονομίαν
συγκαταβάσεως είς τό μέλλον δ γάμος μεταξύ συγγενών
α) τοΰ ζ' βαθμού έξ αίματος·
β) τού ς·' βαθμού έξ αγχιστείας καί δταν ύπάρχη σύγχυσις ονο­
μάτων, καί
γ) τοΰ γ' βαθμού έκ τριγενείας, επίσης έν πάση περιπτώσει.
** ΈημΧ. Φάαος ,, νόμ· ΙΑ' τβνχ, -Vj#’ (*Απρίλιος-'lowιος) 1915
242 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραιρία

2) "Οιι τά κωλύματα τοΰ γάμου διά την εξ οίονε'ι αγχιστείας


συγγένειαν, την εξ υιοθεσίας και διά την πνευματικήν συγγένειαν
περιορίζονται μόνον είς τά εν τω νόμφ (Βασιλικοΐς) ρηιώς αναγρα­
φόμενα, μή έπιδεχόμενα ειερον περιορισμόν». Γ. Π.
Σ. Τ., ΤΙ μονοπρόσωπος υπό επισκόπου καταδίκη ΐερέως (ΕΕΙ
1913, άριθ. 33, σ. 1472—147G).
Μετάφρασις άρθρου τοΰ επισκόπου πρώην Δαλματίας Νικοδή­
μου Μίλας. Ενταύθα λύεται τό ζήτημα άν έχη δικαίωμα μόνος 6
επίσκοπος, άνευ δικαστηρίου, νά καταδικάση εις αργίαν ιερέα τής
επαρχίας αυτού. Έν τή ρωσική έκλησ. νομοθεσία επιτρέπεται είς τον
επίσκοπον νά Ιπιβάλη αργίαν δύο εβδομάδων μετ’ επιτιμίου, άνευ
δικαστηρίου. Τό τοιούτο από εξωτερικής έπόψεως φαίνεται αντιφιί-
σκον προς την κανονικήν πράξιν τής Εκκλησίας, άπαγορευούσης την
άνευ εκκλησ. δικαστηρίου μονοπρόσωπον υπό τού επισκόπου καταδί­
κην ίερέως ή και λαϊκού, τό μεν ΐνα τηρήται ή θεμελιώδης αρχή
πάσης καλώς (οργανωμένης κοινωνίας, δπως μόνον μετ’ ορθήν καί
επιμελή έξέτασιν τής ύποθέσεως ίστάται δικαστηρίου καί επιβάλλη-
ται ή ανάλογος τιμωρία επί τοΰ ενόχου, τό δέ διά τήν άνθρωπίνην
.
ατέλειαν, ής δεν είνε άπηλλαγμένοι καί οί επίσκοποι, ϊνα μή εξ αυτής

πάσχωσιν οί αθώοι, υφιστάμενοι τιμωρίαν, ής πράγματι δεν είνε
άξιοι. Τό άρθρον τούτο τής ρωσικής εκκλ. νομοθεσίας έξετάζων είς
τών Ρώσων κανονολόγων καθηγητών, ό Ν. Σουβόρωφ (f), άπεφάνθη,
Π

δτι τούτο εδανείσθη ή Ρωσική Εκκλησία εκ τού κανονικού δικαίου


τής Λατινικής ’Εκκλησίας, άναγνωριζούσης ως νόμιμον τήν υπό μό­
Α.

νου τού Ιπισκόπου ex informata conscientia (έκ προσωπικής πεποι-


θήσεως) άνευ δίκης καταδίκην ίερέως, επί τή βάσει τού ορισμού τής
εν Τριδέντω Συνόδου, καθ’ δν δ ’Επίσκοπος ex informata consci­
entia, extra judicialiter (=άνευ δίκης) καί ex quacunque causa
(δι* οίανδήποτε αιτίαν) δύναται νά έπιβάλλη αργίαν είς πάντα κληρι­
κόν αυτού. Τό σχετικόν άρθρον τής ρωσικής νομοθετικής διατάξεω:
φαίνεται αληθώς έχον ομοιότητα προς τον κανόνα τής είρημένης
Συνόδου, ταύτην όμως δ Πανιερ. Μίλας ορίζει ως δλως εξωτερικήν,
διότι εσωτερικούς ΰφίσταται μεταξύ αυτών τεραστία διαφορά. Τούτο
καταφαίνεται έκ τής άπαριθμήσεως τών παραπτωμάτων, δι’ α δι­
καιούται δ επίσκοπος άνευ δικαστηρίου νά τιμωρήση τον ιερέα
του, είνε δέ ταύτα: α) παραπτώματα άγνοιας καί απρονοησίας
αιφνίδιας, άπαιτούντα διόρθωσιν καί καθαρμόν τής συνειδή-
σεως τού ίερέως διά τής ίεραρχικής πράξεως τοΰ άρχιερέως καί
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 243

μί) υπαγόμενα εις δημοσίευσιν καί εις τύπους συνήθους δικαστηρίου"


β) εν γένει παραπτώματα πειθαρχίας, μή συνεπάγοντα προφανή βλά-
βην καί σκάνδαλον καί παρατηρούμενα παρ’ ίερεΐ άλλως ανεπίλη­
πτου τέως διαγωγής· γ) παραπτώματα άπαιτοΰντα διόρθωσιν διά
συμβουλών καί παραινέσεων. Έπί τή βάσει τούτων ό Νικόδημος
Μίλας ορίζει διαφοράν μεγίστην έν τοίς σκοποίς άμφοτέρων των νομο­
θεσιών καί παραδέχεται, χάριν μάλιστα των συγχρόνων αναγκών, δτι
ορθή εινε ή πράξις τής Ρωσικής Εκκλησίας, ήν μάλιστα καλόν θά
ήτο νά ήσπάζοντο καί πασαι αί λοιπαί κατά τόπους ορθόδοξοι
Έκκληαίαι, έν τή βεβαιότητι δτι ούδαμώς αυτή ομοιάζει προς τά έν
tij εν Τριδέντω Συνόδω νομοθετηθέντα καί σήμερον κρατούντα έν τή
Λατινική Εκκλησία, ήτις δι’ αυτών ή θέλησε νά συγκεντρώση δσον τό
δυνατόν μείζονα ίσχύν εις τάς χεΐρας τών επισκόπων, κατά τό καθό­
λου άλλως τε πνεύμα τής 'Εκκλησίας ταύτης. Γ. Π.
Τρύ'ϊτακη Σ., Περί τού ζητήματος τής δευτερογαμίας τών κληρι­
κών (ΕΑΚ 1913, Νοεμβρ., σ. 427—237).
Λόγος εκφωνηθείς προ τής δημοσίας συζητήσεως περί τής σχετι­
κής προς τό ζήτημα τής δευτερογαμίας τών κληρικών πραγματείας
.
τού συγγραφέως έν τή Θεολογική ’Ακαδημία Κιέβου, αναπτύσσουν δ’

οίονεί είσαγωγικώς την σημασίαν καί έννοιαν τής μονογαμίας έκτος
τού χριστιανισμού καί έν αίιτω ίστορικώς καί ίδια ως προς τον ιερόν
.-κλήρον. Γ. Π.
Π

' Αλιβιζάτου Α. Σ., Ή έκκλησιαστική νομοθεσία τού Αύτοκρά-


τορος ’Ιουστινιανού τού Α' (ΝΣ, I, 1913, σ. 563—583, συνέχεια).
Α.

Πολυεύκτωφ Σ., ίερ., Ό καισαροπαπισμός καί ή ορθόδοξος


Εκκλησία. Τεύχος I. Μόσχα, 1913 (ρωσ.).
Καλλίατου Άρχιμ., Τό ζήτημα τής διγαμίας τού κλήρου (ΝΣ
ΙΓ', 1913, σ. 344—359, τέλος).
'Αλιβιζάτου Άμίλκα, Ή έκκλησ. νομοθεσία τού ’Ιουστινιανού
(ΝΣ 1Γ', 1913, σ. 653—66G, μετά συνεχείας).
Σεβαστιανού Άρχιεπ. Κέρκυρας, Άναζήτησις καί δευτέρας
νύμφης τών κληρικών (QNT Ε', 1913, σ. 343—344).
Βερχόβσκη Π. Β. καθηγ., Ή πολιτική καί τό δίκαιον έν τοίς
εκκλησιαστικοΐς πράγμασι (ΕΑΒ 1913 Νη 18 σ. 529—533).
Ο σ. καθορίζων τί έστι πολιτική καί τί δίκαιον ώς ρυθμιστικά
το μέν τών σχέσεων τών κρατών προς άλληλα, τό δε τών κοινω­
νικών σχέσεων, έξετάζει τό ζήτημα τού δυνατού τής ΰποστάσεως και
τοϋ συμβιβασμού τού δικαίου έν τή ’Εκκλησία. Ό σ. υπεραμύνεται
244 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

τής ιδέας οτι, όταν ληφθή ΰπ' ό'ψιν ή ΰπόστασις τής ’Εκκλησίας επί
γής ώς ορατής κοινωνίας πιστών, άναγκαίως δέον νά νοηθή ώς αναγ­
καία ή έν αυτή ΰπαρξις τοΰ δικαίου ώς γνώμονος τοΰ δρατοΰ αυτής
βίου. Χαρακτηρίζων κατόπιν άποδοκιμαστικώς τον υπερβολικόν δικα-
νισμόν τής Λατινικής ’Εκκλησίας, εϊσαγαγούσης αυτόν και εις αΰτάς
τάς πνευματικός θρησκευτικός σχέσεις και έννοιας, εξ ου κα'ι προήλ-
θον τά περί άπολυτρώσεως καί εξαγοράς, καθαρτηρίου, άξιομισθιών,
ηθικής περιπτωσεολογίας κλ. λατινικό διδάγματα, καί πιστοποιών τον
όρθότερον διακανονισμόν τών κανονικών σφαιρών εν τή Όρθοδόξο)-
Ανατολική ’Εκκλησία, μεταβαίνει εις τήν άνασκοπήν τής εν τή Ρωσική
Εκκλησία αποκλίσεως από τής ορθής όδοϋ. 'Η Ρωσική ’Εκκλησία, έξαρ-
ίηθεΐσα βαθμηδόν από τής πολιτικής Ιξουσίας, απώλεσετήν αυτοτέλειαν
αυτής ώς εκκλησιαστικού ιδρύματος. Ή 'Ιεραρχία έπαυσε νά ρυθμίζιγ
τά εαυτής έν ανεξαρτησία, άπέκλινε κατ’ ανάγκην τής αρχαίας κανο­
νικής παραδόσεως, ουτω δέ, συμμορφουμένη εκάστοτε προς τάς δεδο-
μένας πολιτικός συνθήκας τής στιγμής, είδε τό ίκκληηιαοτικδν δίκαιον
ΰποκαθιστάμενον υπό τής πολιτικής. Γ. Π.
ClarazJules Abbe, Le mariage des Pretres. Paris, 1911.
.
Ό σ. εινε βικάριος έν Saint-Germain Loxerois, γνωστός δέ

τυγχάνει καί έξ άλλων αΰτοϋ πολλών συγγραφών, συμπαθώς κριθει-
σών υπό τοΰ κατολικοϋ τύπου καί τής έκκλησιαστικής αΰτοϋ αρχής,
Είλικρινώς έκμελετήσας τό ζήτημα τοΰ γάμου καί τής αγαμίας τών
Π

κληρικών, κατέληξεν εις έξαγόμενα δικαιοΰντα πληρέστατα τήν ορθό­


δοξον εποψιν τοϋ ζητήματος, έκπεφρασμένα δ’ έν αυτή τοΰ βιβλίου
Α.

τή έπικεφαλίδι: «Ή συστηματική καί υποχρεωτική δι όλης τής ζωής


άγαμία καταδικάζεται υπό τής Θεολογίας, τής Φιλοσοφίας καί τή;
'Ιστορίας. Διατί διά τον Ιερέα τό καθήκον νά μεταβληθή εις έγκλημα
καί τό μυστήριον εις βεβήλωσιν ; Τοϋτο εινε παράλογον καί άνήθι-
κον». Προβλέπων ό θαρραλέος συγγραφευς τό σκάνδαλον, τό όποιον
θά ήδΰνατο νά προκληθή έν ταΐς τάξεσι τοΰ κατολικισμοΰ έκ τοΰ βι­
βλίου του τοΰτου, ευθύς έξ αρχής σπεύδει νά καθορίση τήν θέσιν τον
ζητήματος χαρακτηρίζων αυτό ώς μή θίγον μέν τά δόγματα, ώς συνδε-
όμενον δμως προς τά μέγιστα θρησκευτικά καί κοινωνικά συμφέροντα.
Γ. Π.
Lacey Τ. A., Marriage in Church and State. London, 1912r
σ. 240.
To σύγγραμμα κρίνεται ώς σπουδαία καί σοβαρά έργασία ώί
προς τά ζωτικώτατα ζητήματα τοϋ γάμου καί τοΰ διαζυγίου, άτινα
Νέβι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 245

-εξετάζονται κατ’ αρχήν καί από πόσης έπόψεως. ’Από ορθοδόξου


,ομως επόψεως σημειοϋνται έν αύτώ άνακρίβειαι περί τινων σημείων
-ιού έν τή Όρθοδόξω Εκκλησία γάμου, ιδία δέ ως προς τό ζήτημα
πού διαζυγίου. Γ. Π.
*Σοκολώφ I. I. Καΰ'ηγ., 'Η έν τώ νόμω και τή πράξει έπαρ-
■γιακή διοίκησις τής ’Εκκλησίας ΚΠόλεως κατά την σύγχρονον έποχήν.
Πετρούπολις, 1S14, σ. VI—657, ρωσ.
Άφ’ δτου χρόνου δ σ. έξέδωκε τον α' τόμον τοΰ αληθώς πολυ­
μαθούς αυτού έργου «Ιστορία τής Εκκλησίας ΚΠόλεως κατά τον
ιθ' αιώνα», δεν παύεται ερευνών και σπουδάζων τά τής Εκκλησίας
.ταύτης, αί δέ σχετικά! αυτού Ιργασίαι πυκνά! βλέπουσι τό φώς μετά
.ΐϊδικάς εκ Ρωσίας αποδημίας κα! επιτόπιους έν τοΐς ’Αρχείοις μελε­
τάς. Μίαν τών σπουδαιότερων τούτων έργασιών αποτελεί καί ή
παρούσα συγγραφή, έν ή ό σ. μετά τής ίδιαζούσης αύτώ λεπτολο-
-γίας συνήγαγε καί ήρμωσε μετ’ έπιστήμης εις έν πάν δ,τι αφορά ε!?
την σύγχρονον διοικητικήν υφήν τής Εκκλησίας ΚΠόλεως έν τε
τώ δικαίφ κα! τή πράξει. Τό σύγγραμμα άπαρτίζουσι τέσσαρα τμή­
ματα- καί έν μέν τώ πρώτφ τούτων ό λόγος περί τής έκλογής κα!
τής μεταθέσεως τών μητροπολιτών κα!
.
έπισκόπων τής Έκκί-ησίας

ταύτης, τό δέ δεύτερον πραγματεύεται περί τών δικαιωμάτων κα! κα­
θηκόντων τών αρχιερέων αυτής, έν τώ γ' ό σ. όμιλε! περί τής διοι­
κητικής κα! δικαστικής δργανώσεως τών έπαρχιών, τέλος δ5 έν τφ
Π

■δ' εκθέτει τά κατά τήν υλικήν θέσιν τοΰ κλήρου τής Εκκλησίας
ΚΠόλεως. "Εκαστον τών τμημάτων τούτων εινε ΰποδιηρημένον είς
Α.

κεφαί,αια, έν οίς έκτίθενται κα! έξαντλοΰνται πάσαι αί σχετικά! λε-


πτομέρειαι ούτως ώστε ν’ άπαρτίζηται έν δλον αρμονικόν έκ ποικιλω-
τάτων κα! πολλάκις άσυμφώνων πηγών κα! διατάξεων, άς μετά πολ-
λοΰ κόπου φαίνεται συλλέξας ό ακαταπόνητος έπιστήμων. Ούτως, ού
μόνον είς τήν ρωσικήν έπιστήμην παρέσχε διά τής έργασίας αύτοϋ
ταύτης πολύτιμον συμβολήν, αλλά κα! δι’ ημάς παρεσκεύασε σπου-
•δαιότατον βοήθημα, διευκολύνουν τά μάλιστα τούς περί ταϋτα άσχο-
.λουμένους είς τον εύχερέστερον προσανατολισμόν έν ταΐς έρεύναις αυ­
τών κα! μελέταις. Έάν δέ λάβωμεν ύπ’ οψιν τό έξαιρετικώς συμπαθές
;και φιλάδελφον πνεΰμα, ΰφ' ου έμπνέεται πάντοτε δ σ. έν τή αγάπη
τιίιτοΰ κα! τώ σεβασμώ προς τήν καθόλου ’Ανατολικήν Ελληνικήν
’Εκκλησίαν, σώφρονα κα! μεμετρημένην χειριζόμενος γλώσσαν κα*
-διάθεσιν ακραιφνώς φιλορθόδοξον καί φιλέλληνα, κατά δικαιότερον
λόγον όφείλομεν νά δμολογήσωμεν αύτώ χάριτας έφ’ οίς τε περί τών
246 Νέαι σογγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

καθ’ ημάς προθΰμως πονεΐ καί έφ’ οις εΐλικρινώς αγαπά. Γ. Π.


*Καραβοχυροϋ Μιλτ., Τινά περί φυσικών τέκνων εν Τουρκία',
κα'ι περί άπαγορεύσεως άναζητήσεως πατρότητος αυτών κατά τό μου­
σουλμανικόν δίκαιον μετά παραθέσεως τών σχετικών διατάξεων του
Κορανίου, έννεακαίδεκα υψηλών φετβάδων, πολλών γνωμοδότηαεων
καί αποσπασμάτων διακεκριμένων συγγραφέων καί Νομολογίας. Έν
ΚΠόλει, Τΰπ. «Εμπορικόν» Αριστοβούλου—Άναστασιάδου, 1912,
σελ. 64.
'Ο σ. πραγματεύεται περί τών νόθων τέκνων τών τε μουσουλ­
μάνων καί τών μη μουσουλμάνων κατά τάς διατάξεις τοΰ μουσουλ­
μανικού δικαίου, διαφερούσας τών νομοθετικών διατάξεων τών πέντε
ηπείρων. Τό ζήτημα τούτο ό σ. χαρακτηρίζει ως λίαν ζωτικόν, ώς εν­
διαφέρον μέγαν αριθμόν προσώπων γεννηθέντων έκ μη άνέγνωρι-
σμένων υπό τού νόμου γαμικών σχέσεων, καί περιπλεκομένων εΐς.
οχληράς διαδικασίας. Τούτου ένεκα ή πραγματεία αΰιη τού διαπρε­
πούς έν Τουρκία νομομαθούς εΐνε πολύτιμος, ώς αποτελούσα πρόχειρον
βοήθημα καί οδηγόν διά τούς ενδιαφερομένους. Γ. Π.
*Καραβοχυροϋ Μιλτ., Τού ‘Αγίου “Όρους τά δίκαια καί προ­
.
νόμια κατά τό χρυσόβουλλα τών ιδρυτών αυτών, τά χρυσόβουλλα καί

Νεαράς τών βυζαντινών αύτοκρατόρων, τούς ιερούς Κανόνας, τά
ύήτηλά βεράτια, τά Πατριαρχικά Σιγγίλια, τά Τυπικά αυτών καί Κα­
νονισμούς, τά προαιώνια έθιμα καί τάς διεθνείς συνθήκας. Έν ΚΠό-
Π

λει, Τύπ. ’Αριστοβούλου — Άναστασιάδου, 1913, σ. 36 (Τιμ. γρ. 10).


Εΐς την σύνταξιν τής μελέτης ταύτης δ σ. προέβη μετά την άκου-
Α.

σθεΐσαν φήμην περί τής γνωστής από Ρωσίας προτάσεως περί αυτό-
νομοποιήσεως τοΰ 'Αγίου ’Όρους. Τό ζήτημα τούτο εξ αρχής παρα-
κολουθήσας καί Ικμελετήσας εξετάζει ενταύθα από τε νομικής έπόψεως
καί από άνωτέρας περιωπής «Ιπί τώ σκοπώ —ώς λέγει έν τώ προ-
λόγω— ΐνα, τό γ’ έφ’ ήμΐν, συντελέσωμεν εΐς την συνωδά τοϊς ίεροΐς
Κανόσι καί Νόμοις λύσιν αυτού», ύπισχνεΐται δ’ δτι καί βραδύτεροι
θά διαπραγματευθή αύτό έκτενέστερον. Τό έξαγόμενον τής μελέτης
εινε δτι ή ρωσική πρότασις, ώς άπεκρυσταλλώθη μετέπειτα μάλλον
ώρισμένως, άντίκειται προς τάς κειμένας έν τφ Άγία> ’Όρει διατάξεις
καί τούς κανόνας καί τά κεκτημένα δίκαια αυτού καί προνόμια.
Γ. Π.
*Καραβοχνροϋ Μιλτ., Τά δίκαια τών έν Ρουμανία Μοναστη-
ρίων τών 'Αγίων Τόπων κατά τά χρυσόβουλλα τών Ιδρυτών αυτών?
τά υψηλά βεράτια (Χάττι Σερίφ), τά προαιώνια έθιμα από τού ς
Neat συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 247

αΐώνος, τάς διεθνείς συνθήκας καί τά διπλωματικά έγγραφα. Έν


ΚΠόλει, Τύποις ’Αριστοβούλου—Άναστασιάδου, 1913, σ. 72.
Τό περιβόητον τοϋτο ζήτημα—«cause celebre», ώς έχαρακτή-
ρισεν αυτό δ Baron d’Avril, συγγραφεύς τών «Negotiations au
traite de Berlin», έγένετο άντικείμενον ενδελεχούς καί πολλαπλής
έρειίνης τού ακαταπόνητου ύπερμάχου τών εθνικών καί έκλησ. δικαίων
συγραφέως έν διαφόροις μελέταις καί άρθροις, ή παρούσα δέ συγ­
γραφή αυτού αποτελεί άρτιωτέραν καί έπιστημονικωτέραν τής ύποθέ-
σεως επεξεργασίαν επί τή βάσει πυκνής φιλολογίας καί τών από τών
’Αρχείων εγγράφων. Έν αυτή εκθέτει περιληπτικώς καί από άνωτέρας
περιωπής την ιστορικήν έξέλιξιν τού ζητήματος τών δικαίων τών έν
Ρουμανία μονών τά»ν 'Αγίων Τόπων, παραθέτει τά ακαταμάχητα από
τών χρυσοβουλλων καί τών ιδρυτών αυτών καί τών άλλων πηγών
επιχειρήματα, ούτως ώστε έν ένδεχομένη άνακινήσει τού ζητήματος,
ώς άλλως τε έπί τούτα» έγένοντο προκαταρκτικά τινα έν ΚΠόλει δια­
βήματα, νά ήνε δυνατός εύκολος έν αύτω προσανατολισμός. Γ. Π.
’Αλιβιζάτον Αμίλκα, Ή έκκλησιαστική νομοθεσία τού ’Ιουστι­
νιανού (ΝΣ. τ. ΙΓ', 1913, σ. 876—885, τ. ΙΔ', 1914, σ. 98—112,
συνέχεια).
.

Γεωργιάδου Δημ. Άρχιμ., Περί τής κληρονομικής διαδοχής
τών κληρικών καί ιδία τών Επισκόπων (ΕΥ. Γ', 1914, άριθ. 3 σ.
22-24, καί 4 σ. 31—32).
Π

Άλμάζωφ Α. Η., Ή Ψαλμοκατάρα. Συμβολή εις τήν έν τή


Ελληνική ’Εκκλησία θεοδικίαν. Έν Όδησσώ, 1912, σ. 84, ρωσ.
Α.

Auffroy Η., Le droit Canon. Son evolution et sa reforme


actuelle (Etudes. Revue fondee des peres de la Comp, de Jesus
20 Avr. 1914).
’Αλιβιζάτον Άμίλκα, Ή έκκλησιαστική νομοθεσία τού ’Ιουστι­
νιανού [ΝΣ. 1914 τ. ΙΔ' σ. 352—363, συνέχεια].
Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, Αρχιμ., Ό 37°ζ Άποστολι—
κός κανών (ΕΚ Δ', ξη', 1914, σ. 214—218).
Ό σ. πιστοποιών δτι ή παρά τούς κανόνας ΐδρυσις έν τισιν
αΰτοκεφάλοις Έκκλησίαις διαρκούς διοικούσης Συνόδου, ξένης προς
τό πνεύμα τής 'Ορθοδόξου ’Ανατολικής Εκκλησίας, παρηγκώνισε τον
37°ν άποστολ. κανόνα, συνηγορεί υπέρ τής έπανόδου τής ισχύος αυ­
τού, άποτελούντος θεμελιώδη διάταξιν τής Όρθοδ. ’Εκκλησίας. Διά
τήν πραγματικήν άνόρθωσιν τής ’Εκκλησίας, ήτις σήμερον παρασκευ­
άζεται έν Έλλάδι, απαιτείται ή τακτική συγκρότησις τών έπαρχιακών
248 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Συνόδων, επομένως — λέγει ό σ.—ή άναμενομένη Σύνοδος τής Ιεραρ­


χίας τής μείζονος Εκκλησίας τής 'Ελλάδος δεν πρέπει νά ήνε ή
πρώτη καί μόνη, άλλα νά επαναλαμβάνεται ετησίως. Γ. Π.
Παηαδοπονλου Δ. Χρυσοστόμου, Άρχιμ., 'Ο Φαρμακίδης περί
τοΰ έργου του (ΧΡΚ ΣΤ', 1914, 158).
Κατά τον σ., ή 'Ιερά Σύνοδος τής αύτοκεφάλου Εκκλησίας τής
Ελλάδος εινε κατασκεύασμα τοΰ Θεοκλήτου Φαρμακίδου και τοΰ προ-
τεστάντου άντιβασιλέως Μάουρερ, εντεύθεν δε ό θεσμός προτεσταντι-
κήν χροιάν λαβών καί, ώς τέως άγνωστος εν τή αρχαία Όρθοδ. ’Εκκλη­
σία, εινε αντικανονικός. Τούτο ώμολόγησε καί αυτός ό Φαρμακίδης,
ότι δηλ. εν επιγνώσει παρεδέχθη προτεσταντικόν θεσμόν, έδικαιολό-
γησε δέ τό πράγμα εκ τού δτι είχε προαποδεχθή τον θεσμόν τούτον
ή Ρωσία. ’Εννοείται, δτι ,υπό τάς συνθήκας, ύφ’ ας έκτοτε διατελεΐ
ή Εκκλησία τής 'Ελλάδος, ή 'Ιερά Σύνοδος αυτής αποτελεί «άπλοΰν
Συμβούλων τού 'Υπουργείου επί των ’Εκκλησιαστικών, τροχόν τής
Κυβερνητικής μηχανής, άνευ διοικητικής αύτοτελείας», άνευ ελευθε­
ρίας καί ζωής. Άπέβη λειτουργικόν Σωματεΐον, χρήσιμον μόνον διά
θρησκευτικάς τινας άνάγκας τού λαού. «'Η Σύνοδος ώνομάσθη Ά­
.
νω τάτη ’Αρχή τής ’Εκκλησίας, αλλά θά ήτο τόσον ανώτατη, ώστε

ούτε τούς γραφείς της θά είχε τό δικαίωμα νά διορίση, θά ήτο τόσον
ελευθέρα όόστε καί αί περί δογματικών έτι ζητημάτων αποφάσεις
της θά προσελάμβανον κύρος μόνον διά τής υπογραφής τού Βασι­
Π

λικού ’Επιτρόπου, καί θ’ άπήλαυεν ή Άνωτάτη Έκκλησ. ’Αρχή


τόσης εμπιστοσύνης, ώστε τά μέλη της θά ώρκίζοντό ώς οί έσχατοι
Α.

τών δημοσίων υπαλλήλων...». Ό σ. έρωτα τούς επισκόπους τής Ελ­


λάδος, τούς εν τώ ύπομνήματί των προς τον βασιλέα καί την κυβέρ-
νησιν είπόντας δτι την ’Εκκλησίαν τής 'Ελλάδος διέπουσι νόμοι αντι­
κανονικοί καί αντισυνταγματικοί: «δεν φρονούσιν δμως δτι πρώτιστη
αντικανονική διάταξις τών νόμων τούτων εινε ή περί διαρκούς διοι-
κούσης Συνόδου ;»
Ό «Χρ. Κόσμος», δημοσιεύων τό άρθρον τούτο τού κ. Χρυσο­
στόμου, προτάσσει αυτού σημείωμα, εν φ λέγει, δτι σοβαραί έν τού-
τόις άπορίατ δύνανται νά εγερθώσι περί τής λεπτομερεστέρας καί μάλ­
λον δυνατής λύσεως τών προσπιπτόντων εκκλησιαστικών προβλημά­
των. «Ευχής έργον—λέγει—ήθελεν εΐσθαι νά έξετασθή τό ζήτημα:
κατά τί θά διαφέρη μία Σύνοδος διαρκής από μίαν Σύνοδον τών
’Επισκόπων τού Κράτους συνερχομένην καθ’ ώρισμένον χρόνον έκα­
στου έτους. Θά συνέρχωνται άπαντες οι ’Επίσκοποι τοΰ Κράτους, η
Νέαι αυγγραφ.αί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 249

-μέρος αυτών και δπόσον ; Ό δρισθησόμενος χρόνος θά άρκή είς την


-Ιξέτασιν καί άπόφασιν πασών ιών υποθέσεων τής Εκκλησίας ; Είνε
συμφέρον είς την ’Εκκλησίαν νά διοική τάς υποθέσεις έκάστης επι­
σκοπής μόνος καί ανεξέλεγκτος ό Επίσκοπος ; Έπί τίνι βάσει θά
διοική ό Επίσκοπος τάς υποθέσεις τάς μη κανονικάς τής επισκοπής
ίου, τόσω μάλλον, έφ’ όσον δεν έ'χομεν Μητροπολίτας, μηδέ ύπάρ-
χουσι μητροπολιτικαί Συνοδοί- ουδέ δυνανται νά έφαρμοσθώσιν υπό
των Επισκόπων οί νόμοι τοΰ κοινού πολιτικού καί ποινικού δικαίου;
Τί θά γείνη επί τέλους δ Τόμος τής ένώσεως, δυνάμει τοΰ οποίου
κατά τούς 'Ιερούς Κανόνας έκηρύχθη τό αύτοκέφαλον τής Ελληνικής
’Εκκλησίας; Πάσαι αύται αί άπορίαι—επιλέγει δ γράφων (Σεβ. ’Επί­
σκοπος Σύρου καί Τήνου κ. ’Αθανάσιος)— είνε τόσα προβλήματα
δεόμενα μελέτης καί πρακτικής συζητήσεως συμφώνως με τό πολιτει­
ακόν ημών καθεστώς καί δή μετά τάς διατάξεις τοΰ Συντάγματος
περί ανεξαρτησίας καί τοΰ αύτοκεφάλου τής Ελληνικής Εκκλησίας
διοικουμένης διά τής 'Ιεράς Συνόδου, καί με την έτέραν θεμελιώδη
αυτού διάταξιν, καθ’ ήν ή δικαιοσύνη άπονέμεται έν όνόματι τοΰ
Βαοιλέως».
.
Έν σχέσει προς τον θεμελιώδη ισχυρισμόν τοΰ Άρχιμ. κ. Χρυσο­

στόμου περί τοΰ αντικανονικού τοΰ θεσμοΰ τής ένδημούσης διαρκούς
διοικούσης Συνόδου καί τής επανόδου εις τό άρχαίον καί μόνον κανο­
νικόν συνοδικόν σύστημα, ΐδε τό αμέσως ανωτέρω βιβλιογραφηθέν
Π

άρθρον τοΰ αύτοΰ έν «Έκκλ. Κήρυκι», ένθα λύονται τινες τών απο­
ριών τοΰ Σεβ. Επισκόπου Αθανασίου. Γ. Π-
Α.

Πετρακάκου Δημ. Α., Ύφηγητοΰ τοΰ Έκκλησ. Δικαίου έν τώ


Έθνικώ Ιΐανεπιστημίφ, Τινά περί τοΰ κύρους τών χειροτονιών. Άνα-
τύπωσις έκ τής «Έκκλησ. ’Αλήθειας». 1910, σελ. 86.
Προ τριακονταετίας καί πλέον ή Μ. Εκκλησία είχε προβή είς
ένεργείας προς δριστικήν λύσιν τοΰ έγκύρου ή μη υπό τών καθαιρεθέντων
τελουμένων ιεροπραξιών, καίτοι δε δριστικόν τι προς έπικράτησιν έξ
αυτών δεν προήλθεν, έν τούτοις, κατά τον σ., ή πρωτοβουλία έκείνη
«συνετέλεσεν εις τό νά καταγραφώσιν ιστορικά έπιχειρήματα, ν’ άπο-
■κρυσταλλωθώσι δε συνοδικαί γνώμαι, αΐτινες βεβαίως ού μόνον ώς
,γνώμων τής καθ’ όλου ’Εκκλησίας έν τή περαιτέρω πορεία αυτής
έχρησίμευσαν, αλλά καί προωρισμέναι εΐσίν όπως καθορίσωσι την
αταθεράν οδόν τοΰ μέλλοντος» (3—4). Τό προς τάς αύτοκεφάλους
■ορθοδόξους Εκκλησίας διατυπωθέν υπό τής Μ. Εκκλησίας ερώτημα
όφεώρα κυρίως εις τον καθορισμόν τοΰ κανονικοΰ τρόπου τής προσ-
250 Νέαι ουγγραφαί καί μίλέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

δοχής τοϋ υπό καθηρημένου καί σχισματικού επισκόπου χειροτονηθέν-


τος. Έν τοΐς εκ τής αφορμής ταΰτης προκύψασιν εγγράφοις άνεζητή.
θησαν μέν τα εκ τής ιστορίας καί τής πράξεως τής Εκκλησίας επιχειρή.
ματα μετ’ επιμελείας και ευσυνειδησίας, άλλα και παρά ταϋτα ή
ερευνά άπέβη μονομερής, διότι «υπό την πληθώραν τού ιστορικού
υλικού εκμηδενίζεται σχεδόν ή νομική μορφή τών ζητημάτων», ελλεί­
πει δ’ δ,τι κυρίως δέον νά προέχη: ή νομική ερευνά, το νομικόν
στοιχεΐον, ατινα άγουσιν εις ορθά καί νόμιμα συμπεράσματα. ’Εντεύ­
θεν, κατά τον σ., ένδείκνυται μικρά τις μετατόπισις και έπέκτασις τής
ερεύνης. Εις τούτο θέλων νά συντέλεση δ κ. Πετρακάκος, ερευνά διά
βραχέων το κύρος ή μή τών χειροτονούν, τών τελεσθεισών ή τελούμε­
νων υπό επισκόπων α) αιρετικών, β) σχισματικών, καί γ) καΰηρημέ-
νων, καταλήγει δέ μετά βραχεΐαν, άλλά πυκνήν αναδρομήν εις τούς κα­
νόνας εις το ότι α) αί υπό αιρετικών μέν χειροτονίαι είσίν άκυροι,
καίτοι ή Εκκλησία ήγαγκάσθη νά παραδεχθή καί τήν αρχήν τής οι­
κονομίας· β) αί δέ υπό σχισματικών τελούμενοι χειροτονίαι είνε έγκυροι,
τής κανονικής ϊκανότητος τού σχισμ. επισκόπου μή θεωρουμένης ώς
έλαττωματικής· γ) αί υπό καθηρημένων χειροτονίαι είσί μέν έγκυροι,
.
πλήν αντικανονικοί, εντεύθεν δέ τιμωρούνται δ,τε χειροτονήσας καί ό

χειροτονηθείς. Τό πλεΐστον τής πραγματείας (σ. 23—85) καιαλαμ-
βάνουσι τά σχετικά προς τό ζήτημα έγγραφα, εξ ών εξάγεται, ότι ή
Εκκλησία ετήρησεν εν αύτώ στάσιν επιφυλακτικήν, άφήσασα αυτό
Π

ά'λυτον, τήν στάσιν δέ τούτην 6 σ. χαρακτηρίζει πολιτείαν συντηρητι­


κήν καί πρόφροτα καί λελογισμένην, σύμφωνον προς τήν οικονομίαν
Α.

καθόλου τής Εκκλησίας, έκπαλαι εις εαυτήν έπιφυλαξάσης τό δι­


καίωμα τού διακανονισμού εκάστης μεμονωμένως έμφανιζομένης περί-
πτώσεως κατά τήν έαυτής κρίσιν. Τήν οριστικήν τού ζητήματος λυσιν
δ σ. παραπέμπει είς τήν Οικουμενικήν Σύνοδον τού μέλλοντος
Γ. Π.
ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΙ

Ποχρόβσχη Α., Ή ουσία τού Μοντανισμοΰ καί ή ανάγκη επι­


μόνου εκκλησιαστικού καί συνοδικού κατ’ αυτού άγώνος (ΧΑ 191ο,
Νοέμβρ. σελ. 134—135.
Τ’. ΤΙ., Περιοδεύουσα ψευδοπροσευχή (ΠΝΤ Ε', 1913, σ. 230
—234.
Κουζμήν Ί Ο. Σύμβολα! είς τό ζήτημα τής κατά τών Εβραίων
κατηγορίας περί θρησκευτικών εγκλημάτων. I ’Έγγραφα άναφερόμενπ
είς τάς κατά τών Εβραίων κατηγορίας εν Πολωνίφ καί Λίτβα. II Ή
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 251

φιλολογία τοΰ ζητήματος (Δυτική Ευρώπη, Πολωνία καί Ρωσία). Πε-


τροΰπολις 1913. Σελ< 316 (ρωσ.).
Σοκολώφ I. Π., Ή διαδοχικότης τής άγγλικ. Εκκλησίας προ
τής μεταρυθμίσεως κατά τον ΐς-' αι. και μετ’ αυτήν καί ή σύγχρο­
νος κατάστασις τής Εκκλησίας ταύτης (ΧΑ Ίούν. 1913 σελ. 813—832)·
Συνεχίζεται ενταύθα ή μετάφρασις τού έργου τοΰ F. W. Pul­
ler (πρβλ. ΕΦ τ. ΙΒ' σελ. 28—30). Ό ’Άγγλος συγγρ. πειραται εν­
ταύθα ν’ απόδειξη δτι κατά τήν εποχήν ταύτην (έπί Ερρίκου Η' και
’Ελισάβετ) έξηκολούθει νά ύφίσταται ή παλαιά Άγγλικ. ’Εκκλησία,
άναιρών δέ τήν περί τοΰ εναντίου γνώμην τινών, φρονεί δτι ή
Άγγλικ. ’Εκκλησία Ιτήρησε τήν αληθή καθολικήν πίστιν και τήν
πραγματικήν και νόμιμον ιεραρχίαν, δπερ πειραται νά κατάδειξη διά
τής άναλύσεως των παρά τή Έκκλησίφ ταύτη άνεγνωρισμένων πη­
γών τής πίστεως. Έν τω τεύχει Ίουλ. - Αύγουστου 1913 σ. 980—
992 ό λόγος περί τής σημασίας των «39 άρθρων τής θρησκείας»,
κατά τήν άνάλυσιν τών οποίων δ σ. επιμένει ιδιαζόντως εις τό 28
ά'ρθρον, Ιν ω ό λόγος περί τής Θείας Ευχαριστίας, συνεχιζόμενος έν
τεύχει Σεπτ. σ. 1085—1104, ένθα αναλύεται καί τό 25ον άρδρον, τό
.
περί μυστηρίων πραγματευόμενον, συνεχίζεται δ’ ή ιστορία τής Άγγλι-

κανικής Εκκλησίας καί μετά τήν μεταρρύθμισιν. Ή τής πραγματείας
μετάφρασις περατοΰται εν τώ τεύχει Όκιωβρ. (σελ. 1239 — 1258), εν­
ώ τό τελευταίον «ΰτής κεφάλαιον, πραγματευόμενον περί τής συγχρό­
Π

νου καταστάσεως τής Άγγλικ.’Εκκλησίας. Γ. Π.


Δ(υοβοννιώτου) Κ. I., Θεόφιλος Καΐρης (ΙΣ 1913 άρθ. 196—
Α.

199).
Δημοσιεύονται ενταύθα σημειώματα καί έγγραφα, υπό τον τί­
τλον «Αΐρεσις Θεοσεβισμού» ευρεθέντα έν τω ΰπ’ άριθ. 37 χειρόγρα­
φό) τής Βιβλιοθήκης τής Βουλής τών Ελλήνων, φέροντι μέν τήν έπι-
γραφήν «Εκκλησιαστική ιστορία έρανισθεΐσα μέν υπό τού καθηγη-
τοΰ τής Θεολογικής σχολής τού Όθωνείου Πανεπιστημίου Κοντο-
γόνη, άντιγραφεΐσα δέ παρά τοΰ έκ Κυδωνιάς τής Κρήτης φοιτητοϋ
αυτής Νικάνδρου Ζανουβίου. Άθήνησι αωνε'», πράγματι δ’ άποτε-
λούντι σημειώσεις έκ τών παραδόσεων τοΰ Κοντογόνου. Γ. Π.
* Βαρλαάμ Αρχιμ. (νϋν Επισκόπου), Ή Θεοσοφία κρινομένη
υπό τού Χριστιανισμού. Πολτάβα 1912, σελ. 48 (ρωσ.).
’Εκθέτων τήν θεοσοφικήν διδασκαλίαν ό σ. κατά τά κύρια αυτής
σημεία, έπαγεται ειτα έπ’ αυτών τήν κρίσιν τού Χριστιανισμού, οΰτι-
νος καί άποδεικνύει τήν άναμφισβήτητον υπεροχήν. Δυστυχώς ι) νέα
252 Νέαι συγγραφαί καί μελέται—Κριτική καί Βιβλιογραφία

,αΰτη ψενδοδιδασκαλία ήρξατο από τίνος νά διαδίδηται παρά τισι κύ-


κλοις εν Ρωσία, τούτου δ’ ένεκα ήρξαντο ν' άναφαίνωνται εν τή θεο-
λογική ρωσική φιλολογία σχετικαΐ προς αυτήν μελέται, εν αίς σπου-
δαίαν κατέχει θέσιν ή ενταύθα βιβλιογραφουμένη. Γ. Π.
Leopold von Ranke, The History of the Popes during
.the last four Centuries. (Bohn’s Popular Library) τόμ. 3, σελ·
566, 582, 512. 1913.
Μετάφρασις τού κλασικού έργου τού διάσημου Γερμανού ιστο­
ρικού περί τής ιστορίας τών Παπών κατά τούς τέσσαρας τελευταίους
αιώνας. Δ. Κ.
Μ ο n η i ot A., Le crime rituel chez les Juifs. Preface de E.
Drumont Paris, P. Tequi, 1914, p X —376.
Vernet F., Ce que les papes ont pense de l’existence du
meurtre rituel chez les Juifs. RPA. t. XVII, p. 416—432. Καί
Tribune apologetique 1914, t. V. p. 75.
Way Albert, The Anglican Church and Episcopacy. The
..problem of Christian Reunion in the foreign mission field
(IKZ April-Juni 1914 N° 2 σελ. 188-202).
Συνοδινοΰ Πολυκάρπου Άρχιμ.,
. Μελέτη Θεολογική περί τού

- απολύτου προορισμού τών Διαμαρτυρομένων (ΝΣ 1914 τ. ΙΔ' σ.
289—309, τέλος).
Frere W. Η., English Church Ways. Described to Rus­
Π

sian friends in four lectures delivered at St Petersburg, in


.March, 1914. London, John Murray, Albemarle Street, W. 1914,
Α.

σελ. X—110.
To περιεχόμενον τού συγγράμματος άπαρτίζουσι διαλέξεις, τάς
οποίας ό συγγραφεύς άνέγνω εν Πετρουπόλει επί τώ σκοπώ δπως
καταστήση τοΐς δρθοδόξοις Ρώσοις γνωριμωτέραν την Άγγλικανικήν
Εκκλησίαν. Αι διαλέξεις αύται μετεφράσθησαν κα'ι εδημοσιεύδησαν
καί εις την ρωσικήν, έν καιρώ δ’ έβιβλιογραφήσαμεν αύτάς εν τώ
£. Φ. ' ’ Γ. Π.
The Catholic Church of England, its Constitu­
tion, Faith, Episcopal Succession, etc. Published py Direction
.of the Archbishop and to be obtained from the Secretary. 5,
Ethelbert Road, Bromley, Kent.
*Τσβετκώφ Π., Ό ’Ισλαμισμός. Τόμ. Α' Ό Μωάμεθ καί τό
(Κοράνιον (Άσχαμπάδ 1912), σ. IX—460. Τόμ. Β’ Ή πίστις tou
Ίσλάμ (Άσχαμπάδ 1913) σ. VIII—418. Τόμ. Γ' Τά πρακτικά κα-
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 253

Αήκοντα τοΰ ’Ισλαμισμού (Άσχαμπάδ 1913) σ. VI — 552. Τόμ. ΔΓ


Τό Ίσλάμ και αί αιρέσεις αυτού (Άσχαμπάδ 1913) σ. VII—453
(ρωσ.).
Τδ τετράτομου τούτο σύγγραμμα αποτελεί σπουδαίου βοήθημα
δι' εκείνους, τών οποίων αί μελέται σχετίζονται προς τον ’Ισλαμισμόν.
Συγγραφέν υπό έπιστήμονος, ζήσαντος επί μακρόν εν μουσουλμανι-
κοϊς πληθυσμούς διαφόρων χωρών, επί τή βάσει συγγραμμάτων μου­
σουλμανικών καί έν γνώσει τής καθ’ δλου περί μουσουλμανισμού
ευρωπαϊκής φιλολογίας, εξαντλεί παν σχετικόν προς αυτόν ζήτημα, ως'
άλλως τε φαίνεται έκ τής επιγραφής τών τεσσάρων τόμων καί εκ
τής λεπτομερεστέρας ύποδιαιρέσεως ενός έκάστου αυτών. Γ. Π.
*Φωκά Σεραφείμ, Ή Έκκλ,ησία τής Ρώμης καί τό πνεύμα αυ­
τής πάλαι καί νύν. Άνατύπωσις έκ τοΰ «Έκκλ. Φάρου». ’Αλεξάν­
δρεια, ΙΙατριαρχ. Τυπογραφεΐον 1914, σ. 48.
Δάλ., Περί τών παρ’ Έβραίοις τελεστικών φόνων. Κίεβον, 1913
(ρωσ.).
Γρόοβον Ν. ζτρωΰΊερέως, Συμβολαί εις την ιστορίαν τών βυ·
ζαντινών Βογομίλων τού ιβ' αίώνος (ΕΑΚ, Δεκ. 1913, σ. 589—612).
.
Κουζμην Η., ’Έγγραφα άναφερόμενα εις τό ζήτημα τών κατά

τών Εβραίων κατηγοριών περί θρησκευτικών φόνων. Πετρούπολις
1913, ρωσ.
The Anglican and Eastern-Orthodox Churches union : Fifth
Π

report Oct. 1912—Sept. 1914. London E. G. Berryman et Sons


Ltd, Printers, Blackheath Road, S. E. Oct. 1914. σ. 172.
Α.

Rogers F. Clement M. A., What is Catholicism? (IKZ


Jul.-Sept. 1914, 3, σ. 290-301).
Ilitsch Jordan, Der romische Katholizismus und die
bulgarische Kirche (IKZ Jul.-Sept. 1914, 3, σ. 302—313.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Bremond Andre, La piete grecque. Paris, Bloud, 1914,


σ. 203.
Ό σ. πραγματεύεται περί τής εύσεβείας τών αρχαίων Ελλήνων,
είδικώς δε τοΰ Σωκράτους, τοΰ Ξενοφώντος, τοΰ Πλάτωνος κλ. Γ. Π.
Καμπάνη Άρίατον, Ό Χριστιανισμός εις τήν ποίησιν τοΰ Σο­
λομού (Έφημ. «Νέα Έλιλάς» ’Αθηνών 6 Άπριλ. 1914).
Ό κ. Καμπάνης, εις τών δοκιμωτέρων λογογράφων μας, εϊσήγαγε
τό θαυμάσιον σύστημα τής διά κριτικών επιφυλλίδων έν τφ ήμερησίφ
τυπω έκλαϊκεύσεως τοΰ περιεχομένου τής νεωτέρας ελληνικής λογο­
254 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

τεχνίας. Παρόμοιαι εργασίαι εινε εν άλλαις χώραις πυκνόταται, θά


ηύχόμεθα δέ νά ευρυνθή τό σύστημα τούτο εν πάσαις ταΐς έλληνι-
καις εφημερίσιν, αί όποϊαι άφιερούνται σχεδόν αποκλειστικούς εις μό­
νην τήν είδησεολογίαν, ύποτρέφουσαι την παλαιάν τών Ελλήνων κλί-
σιν προς την υπέρμετρου καινοθηρίαν. Αί εφημερίδες, εις πάντα τά
στρώματα τοϋ άναγινώσκοντος κοινού είσδύουσαι καί άποτελοϋσαι το
καταλληλότερον μέσον προς μόρφωσιν τού πολλοΰ λαού, όφείλουσι
πραγματικώς νά μορφώνωσι καί νά διαφωτίζωσι διά τροφής πνευ­
ματικής υγιούς. Τοιαύτην τροφήν άποτελοΰσιν αί αληθώς τέρπουσαι
άμα καί διδάσκουσαι φιλολογικο-κριτικαί επιφυλλίδες τού κ. Καμπάνη
περί τών έργων τής νεοελληνικής φιλολογίας, ύπεκκαίουσαι τον πρός
γνώσιν καί σπουδήν αυτής έρωτα. Έν τή πρρωτοτύπω ταυτη δη­
μοσιογραφική εργασία ευχάριστου φαινόμενον παρουσιάζει ή βιβλιο-
γραφουμένη επιφυλλίς, εν ή εξετάζεται 6 εθνικός ημών ποιητής ως
Χριστιανός επί τή βάσει τών ποιημάτων αυτού. Ή ποίησις τοϋ
Σολωμοΰ —λέγει ό σ.—■ από τήν αρχήν της έως εις τον Λάμπρον κ’
έως είς τό έλεγεΐον τής «Αιμιλίας Ροδόσταμο», από τά ελληνικά της
αποσπάσματα έαις τά ιταλικά σχέδια εινε συνήθως χριστιανική. Ό
Χριστιανισμός μεταβάλλεται εις ένα
.
πνευματικόν πανθεϊσμόν εις τά

έργα τής ωρίμου του ηλικίας, αλλά τού ποιητοΰ ή αϊσθητικότης δεν
παύει νά ήνε κατά βάθος χριστιανική, άϋλοπαθής, Δαντίζουσα, κατά
τρόπον άπλούστερον, λιτώτερον, όλιγώτερον εφιαλτικόν... Αί ήθικαί
Π

αντιλήψεις τού Σολωμοΰ, τ’ ανθρωπιστικά ιδανικά του, ό συμβιβα­


σμός κοσμοπολιτισμού καί πατριωτισμού, δπω; τά αντιλαμβάνεται εις
Α.

τά προλεγόμενα τών «’Ελευθέρων πολιορκημένων», εινε καθαρώς


χριστιανικοί τάσεις. Χριστιανισμός διανοουμένου, καθώς ό Σολωμι-
κός, δεν είμπορεΐ νά εινε ανάλογος πρός τον Χριστιανισμόν τού Πα-
παδιαμάντη, χριστιανισμόν άδυσωπήτου ’Ορθοδοξίας. Άλλ’ εινε πε­
ρισσότερον ουσιαστικός, όλιγώτερον ήδονοπαθής, πνευματικώτερος,
άληθινώτερος, όλιγώτερον άναμεμιγμένος μέ αντιλήψεις εϊδωλολατρι-
κάς...». Ούτως ορίζει τό εν τοϊς ποιήμασι τού Σολωμοΰ θρησκευ­
τικόν στοιχεΐον ό σ. Βεβαίως ή μελέτη αυτή, ώς εκ τού χαρακτήρος,
τής εκτάσεως καί τού προορισμού της, δεν εξαντλεί τό θέμα, άλλά
παρέχει νύξιν μόνον είς επιμελεστέραν, πολυμερεστέραν καί βαθυ-
τέραν τού θέματος εξέτασιν καί διαπραγμάτευσιν. Καί ίδέαι δέ τινες
καί αντιλήψεις τού κ. Καμπάνη περί τής χριστιανικής θρησκείας καί
τής δρθοδοξίας θά ήδύναντο νά συζητηθώσιν, αν δεν εκώλυεν ή
Ιπιβεβλημένη συντομία τού σημειώματος τούτου. 'Ως απόπειρα όμως
Νέα1, συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 255

ιφός τόιαύτας σοβαράς μελετάς ή εργασία αυτή πρέπει νά χαιρετισθή


μετ’ ένθουσιασμού. Γ. Π.
Γλουμηοκόβακη Ν. Ν., 'Η ’Ορθοδοξία κατά την ουσίαν αυτής
(ΧΑ, Ίαν. 1914, σ. 3—22, και ιδιαιτέρως).
'Η σοφή αυτή πραγματεία δια την μεγάλην αυτής σπουδαιό-
ti|tn θά μεταφραστή εξ ολοκλήρου Ιν τώ «Έκκλ. Φάρω». Γ. Π.
Pfannmuller G, Die Klassiker der Religion und die
Religion der Klassiker. · Berlin, Schoneberg, Protestantischer
Schriftenvertrieb. 1913. 2 vol.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ

Καλλινίκου Ν. Κωνστ. Πρωτοπρεοβ., Παρρησία ή επιφύλα­


ξή ; (ΕΥ Β', 1913, άρθ. 21 σ. 1(51—162).
Άφορμώμενός ό σ. έξ άντιφάσεως, την οποίαν παρετήρησεν εν
ιή δράσει τοΰ εν ΚΙΙόλει ορθοδόξου θρησκευτικού Συλλόγου «Άνόρ-
θωσις» εν τώ ζητήματι τοΰ τρόπου τών συζητήσεων περί διορθωτέων
εν τή ήμετέρα Έκκλιησία συνισιωμένης άφ’ ενός μεν παρρησίας καί
φιλαλήθειας εν ταΐς άνορθωτικαΐς γνώμαις, άφ’ ετέρου δ’ έπιφυλά-
ξεο);, εν τφ άρθρω αυτού τούτω θέτει άπεριφράστως τό ζήτημα :
.

παρρησία, τέλος πάντων, χρειάζεται εν ταΐς συζητήσεσιν, ή έπιφύλα-
ξις; "Αν πρόκειται, λέγει, νά έπαφεθή εις ή μας ή εκλογή, «δεν δε-
'/όμείΐα την επιφύλαξιν, δεν τρεπόμεθα την σκολιάν οδόν τών εξοι­
κονομήσεων, τών αμφιταλαντεύσεων, τών ήμιφώτων. Άπαιτοΰμεν
Π

την ευθείαν. .. θά βαδίσωμεν προς την παρρησίαν... ί. Πρέπει


νά εΐπωμεν κα'ι νά λέγωμεν την αλήθειαν. Θά μάς κατηγορήσωσιν
Α.

ίσως ως αιρετικούς ; Δεν φοβούμεθα, διότι ούδεις δύναται νά διαμ-


φισβητήση την ορθοδοξίαν μας. Εΐμεθα πασίγνωστοι ώς ορθόδοξοι
«πό καταγωγής, από σπουδών, από μορφώσεως, από δράσεως, ως
ορθοδοξότατοι. ’Άλλως εν οις γράφομεν, λαλούμεν ούχΐ ημείς, άλλ’
η επιστήμη ή θεολογική· λαλεΐ ή Εκκλησιαστική ’Αρχαιο­
λογία, ή 'Ιστορία τής Εκκλησίας μας. Ού'τε φοβούμεθα μήπως
ταραχθούν αί λαϊκα'ι συνειδήσεις, προ πάντων δταν αυτή ή επίσημος
Εκκλησία λαλή προς αύτάς. ΕΙνε ανάγκη νά μάθη ό λαός από τά
στοργικά της χείλη, δτι έν τή Εκκλησία μας υπάρχουν και τά μετα­
βλητά, τά όποια δεν πρέπει νά συγχέη προς τά δογματικά καί
αμετάβλητα. Πλησίον είς τό Πιστεύω εις «να Θεόν Πατέρα ... καί
ει; ενα Κύριον... καί εις τό Πνεύμα τό ίίγιον κλη. δεν πρέπει νά
υπαρχη τό Πιστεύω καί εις μίαν Βυζαντινήν μουσικήν . . . καί είς
/«αν γλώσσαν ελληνικήν καθαρεύουσαν ... καί είς ενα βυζαντινόν ρυ-
256 Νέαι συγγραφαϊ καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

·&μόν τών ναών.. . και εις το άναμμα κατά Κυριακήν ενός κηρίου.,
και εις μίαν λειτουργίαν τρίωρον.. . και εις χερουβίκον ήμισείας ό'ιοα;...
και εις τον διαμελισμόν τών άν&έων του επιταφίου κουτσαβακικφ τφ
τρόπω... και εις τα μεταξωτά εντέριά.·., καί εις τά κοκκινοβαφij
τσαξίρια ... ’Έτι πιστεύω ότι ή Ιερωσυνη όλη ενρίακεται εις το καμη-
λανχιον . .. ότι ό ϊερευς κερδίζει τά προς ζωάρκειαν από τοΰ δίσκον
του επαίτου ... ότι πας άλλος τρόπος πλ.ηρωμης δεν φέρει εις σωτη­
ρίαν κτλ. κτλ. Εινε ανάγκη νά χαραχθή μία παχεία γραμμή μεταξύ’
ουσιώδους και Ιπουσιώδους, κα'ι νά παύση ό τών πάντων άποδογ-
ματισμός ... Γ. Π.

ΜΝΗΜΕ ΙΟΛΟ ΓΙΑ—ΤΕΧΝΗ

Παντσένκο Α. Μπ., ’Ανάγλυφα εκ τής Βασιλικής τοΰ Στουδίον


εν ΚΠόλει (Δελτίον τοΰ εν ΚΠόλει Ρωσικού ’Αρχαιολογικού ’Ινστι­
τούτού, τόμ. XVI, 1912, σελ. 2—359), μετά φωτοτυπικών πινάκων·
Γιαννοπούλου I. Ν., Τεμάχιον μαρμάρινου άμβωνος έκ τοΰ
βορείου Μεσαιωνικού 'Αλμυρού (ΒΖ XXII, 1—2, 1913, σ. 136—142).
Καπανδρίτου Δ., Περί τής εκκλησιαστικής μουσικής καί Ιδίως
.
περί τού Ζακυνθίου ύψους (ΜΣ 1913 άρθ. 487, τέλος).

Κατά τον σ., τό Ζακύνθιον ύψος, τό όποιον τινές τών βυξαντι-
νιζόντων άποκαλοϋσι «Καντάδαν», εινε αυτό τό άρχαΐον ύφος τής
Όρθοδ. Άνατολ. Εκκλησίας, τό Κρητικόν, όπερ συν τω χρόνω ενηρ-
Π

μονίσθη- εινε σεμνότατον, καλλιεπέστατον καί άρμονικώτατον- ή α­


κριβής του έ.κτέλεσις εινε αυτή ή εκφρασις τοΰ καλού, ούδέν περιέ-
Α.

χον τό ξένον προς τήν ελληνικήν μουσικήν καί παρείσακτον. Τό ύψος


τούτο θεωρεί προτιμητέον καί από οικονομικής έπόψεως, διότι απαι­
τεί τέσσαρας μόνον ψάλτας (primo, secondo, terza, basso) δπως
άποτελεσθή ή αρμονία του, ή καί μόνον ένα (primo). Προς τούτος
τούτο δύναται ν’ άνταποκριθή προς άπάσας τάς εκκλησ. ακολουθία;
καί τελετάς. Κακήν απέκτησε φήμην τό ύφος τούτο, άφ’ ενός μέν'
διότι ψάλλεται σήμερον κακώς καί άτέχνως, άφ’ ετέρου δέ διότι, έν
χρήσει ον έν Ζακύνύω μόνον, εύρηται Ιτι ανέκδοτον. Τούτου ένεκα
ό σ. προτείνει νά μετενεχθή Ικ τής βυζαντινής σημειογραφίας είς το
πεντάγραμμον, νά ρυθμισθή κατά τούς κανόνας τής νέας επιστήμη?
καί νά μελοποιηθώσι καί αι έ'τεραι τρεις φωναί (seconda, terza,.
basso). Έκτος τούτου, ή έναρμόνισις δέον νά γείνη ούχί κατά του;
γερμανικούς Ιπιστημονικούς τύπους, αλλά κατά τό σεμνότατον ζακυν-
θινόν Ιδίωμα, μετά τών προσηκουσών συντμήσεων. Γ. Π.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΘΗΝΩΝ
Κεφάλαιον δλοαχερώς καταβεβλημένσν Δρ. 60-000.000

Ε£ΡΑ Efl ΛΘΗ^ΛΙΣ

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ:
Έν ‘Ελλάδι. Έν Πειράιέί, ΙΙάτραις, Σύρω, Καλάμαις, Τρ’.πολει, Βόλψ,
Λαρίσσ'/], ΚαρδίτσΥ) καί Άγρινίψ.
Έν Κρήτΐ]. Έν Χανίοις, Ήρακλείω καί Ρεθύμνω.

"Ο Γενικός Διευθυντής I. ΗΑΙΑΣΚΟΣ

Τηλεγραφική Διευύυνσις: ΑΘΗΝΑΤΚΗ—ATHENOCLES


Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΘΗΝΩΝ έκτελεϊ πάσαν Τραπεζιτι­
κήν εργασίαν ήτοι: Προεξοφ?ιήσεις εμπορικών γραμματίων
%οα συνα?.λαγματικών. Προκαταβολής έπί χρεωγράφων καί
εμπορευμάτων. Εισπράξεις τοκομεριδίων παντός είδους χρε­
ογράφων, φορτωτικών, συνα?Λαγματικών, γραμματίων εσω­
.

τερικού καί εξωτερικού. Έκτέλεϊ χρηματιστικάς έντολάς.
Εκδίδει έπιταγάς, πιστωτικός έπιστολάς καί τηλεγραφικός
έντολάς πληρωμών εν τε τφ έσωτερικω καί έξωτερικφ. 'Α­
Π

νοίγει τρέχοντας ?ι)σμούς ήγγυημένους. Δέχεται καταθέσεις


χρεωγράφων προς φΰλαξιν αντί ελάχιστων δικαιωμάτων καί
Α.

ενοικιάζει διαμερίσματα χρηματοκιβωτίων διαφόρων δια­


στάσεων υπό όρους λίαν ευνοϊκούς διά.τό κοινόν.
Ή Τράπεζα ’Αθηνών δέχεται καταθέσεις είς τραπεζο-τ
γραμμάτια, είς χρυσόν καί είς έπιταγάς (Cheques) επί τού|
εξωτερικού υπό όρους λίαν ευνοϊκούς.
Αι είς χρυσόν καταθέσεις εϊνε άποδοτέαι είς ό νόμισμα—
ενηργήθησαν,'αί είς έπιταγάς (Cheques) ομοίως αποδίδον­
ται δι' επιταγών (Cheques) τής Τραπέζης επί τών έν τφ
έξωτερικφ ανταποκριτών της. Οί δεδουλευμένοι τόκοι πλη­
ρώνονται καθ’ εξαμηνίαν άπό τής πρώτης ’Ιανουάριου καί
από τής πρώτης ’Ιουλίου έκάστου έτους. ,
Ταμιευτήριον μέ ιδιαιτέραν υπηρεσίαν λειτουργεί καθ'
εκάστην.
Πασίγνωστος τυγχάνει ή πηγή

VICHY
και ιδία ή πηγη

ViCHY-ckLESTINS
διά την ιαματικήν της δύναμιν οσον
αφορά τάς άσθενείας τής κύστεως,
των νεφρών, τής άρθρίτιδος και τοΰ
διαβήτου ή

V1CHY-&RANDE-GRILLE
διά τάς άσθενείας τοΰ ύπατος καί τοΰ
χολικού συστήματος καί ή

VICHY-HOPITAL
.

διά τάς άσθενείας τοΰ στομάχου καί
των έντοσθίων.

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ
Π

FELIX CHAINE
' Οδός Γερμανίας 2, ΆΙεξάνδρει a
Α.

«ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ» Ν. ΚΑΪΡΗΣ
Μηνιαΐον καλλιτεχνικόν περιοδικόν
έκδιδόμενον έν Άθήναις, έτος 8ον ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ
Συνδρομή: *Εσωτερικόν δρ, 12' Ε­ Όδός Choubrah Άριθ. 4δ
ξωτερικόν φρ. χφ, 12.—Γραφεία: 9Οδδς
Χαριλάου Τρικουπη άρτ&. 22. — Δήμο- ΚΑΗ-ΡΟΓί
otrvtt: φιλολογικά και καλλιτεχνικά άρ-
Λρσ ναι εικόνας, έργα ελλήνων ^αί ξένων
καλλιτεχνών
- Διενϋνντής Δ.Ί. Καλογερόττουλος
.

Πωλείται πανταχοϋ
Π

ψί ΓΕΝΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ ΔΙΑ "ΤΗΝ.


ΑΙΓΓΠΤΟΝ:
Α.

FELIX CHAINE Alexandrie


ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ
Μετοχικόν Κεφάλαιον όλοσχερώς καταβεβλη­
μένο ν φρ. 15,000,000.
ΕΔΡΑ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙ2
'Υποκαταστήματα έν Αλεξάνδρειά, Καΐρω, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη
Πρακτορεία έν Μοναστήρια» καί Μιτυλήνη
Υποπρακτορεία έν Μαγνησία καί Περγάμω
Ή Τράπεζα τής "Ανατολής έκτελεΐ άπάσας τάς Τραπεζιτικός έργασίας
"Ητοι Προκαταβολάς επί Τίτλων καί Γραμματίων, ΙΙροεξοφλήσεις, Εισ­
πράξεις Γραμματίων, Εκδίδει Πιστωτ. Έπιστολάς, Συναλλαγματικός, Έ-
πιταγάς,’Ενεργεί τηλεγρ. έντολάς πληρωμής εις τάς κυριωτέρας πόλεις
τής Εύώπης, ’Ανοίγει Τρεχούμενους Λογαριασμούς, ’Αναλαμβάνει Πω-
λήσειςκαί "Αγοράς Τίτλων, έξαργύρωσιν Τοκομεριδίων καί τήνέκτέλεσιν
Χρηματιστικών Εντολών.
Ή Τράπεζα τής ’Ανατολής ένεργεΐ έπίσής προκαταβολάς επί Καπνών
Βαμβακοσπόρων, Δημητριακών κτλ. κτλ. δέχεται δέ εμπορεύματα εις
παρακαταθήκην άναλαμβάνουσα τήν εις τάς καλλίτερος τιμάς πώλησιν
αυτών.
.
Διά καταθέσεις άποδοτέας εις πρώτην ζήτησιν 3 ο)ο

» ' » » , μετά έξ μήνας 3 1)2 ο)ο
» » » » έν έτος 4 ο)ο
» » » » δύο έτη καί πέρ. δ ο)ο
Ή Τράπεζα τής "Ανατολής έπί τώ σκοπώ τής έμψυχώσεως τοΰ
Π

πνεύματος τής άποταμιεύσεως διωργάνωσεν ΕΙΔΙΚΟΝ ΤΜΗΜΑ ΤΑ­


ΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ, έν φ δέχεται καταθέσεις από Γ. Δ. 20 έως Γ. Δ.25.
Α.

πληρώνουσα τόκον 4 τοΐς ο)ο έτησίως.

“ ΜΟΥΣΙΚΗ ,,
Είκονογραφημένον μουσικόν περιοδικόν έκδιδόμενον
έν Κωνσταντινουπόλει
υπό Γ, Δ. ΠΑΧΤΙΚΟΥ

ΣΥΝΕΡΓΑΤΑΙ οί διαπρεπέστεροι ‘Έλληνες καί ξένοι μουσικοί


καί μουσικολόγοι.—ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Μουσικά-φιλολογική περί τής
Ελληνικής, τής Ανατολικής καί τής Δυτικής έν γένει μουσικής υπό
ειδικών καλάμων.
Η “ΜΟΥΣΙΚΗ,, έν έκάστφ αυτής φυλλαδίω δημοσιεύει εκλε­
κτά άσματα φωνητικής καί οργανικής μουσικής, παρασεσημασμένα διά
της έκκλησιαστικής και ευρωπαϊκής σημειογραφίας.
Έτηαία συνδρομή προπληρωτέα: έκτος μέν τής Τουρκίας 15
φράγκα χρυσά, εντός δέ γρόσια 60-
Διεύθυνσις τοΰ Περιοδικού:

Γ· Δ. Π A X T I ΚΟ Ν
Πέραν—Ταξείμιον, όδδς 'Αγιο άρυ&. 41.
Είς ΚΩΝΣΤΑ ΝΤΙΝΟ ΥΠΟΑΙΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΦΑΡΟΥ»

Έν τοΐς Γραφείοις τοϋ «’Εκκλησιαστικού Φάρου» πωλοΰνται τά


έξης βιβλία:

Γρηγορΐου X. Παπαμιχαήλ, Ό άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ’Αρ­


χιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης...................................................φρ. 5
Τοΰ αύτοΰ, Πνευματισμός καί Χριστιανισμός . » 3.5()
» Σοσιαλισμός καί Χριστιανισμός . » 1
» Σοσιαλιστικών ειδώλων κατάλυσις » 1
» Αποκαλύψεις περί τής ρωσικής πολιτικής
εν τή όρθοδόξω Ελληνική 'Ανατολή » 1.50
» Βουδδισμός καί Χριστιανισμός . . » 0,50
> Αί περί ενώσεως σκέψεις τοΰ πρίγκηπος
Μαξιμιλιανοϋ καί σκέψεις επί τών σκέψεων » 1.
» Ή καΰσις τών νεκρών........................ » 2
» ’Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμευς » 2
» Ελλάδος Θρίαμβος (εκδ. β') » 1.25
» Τό Πρόβλημα τών Κόσμων.... » 3
Σωφρονίου Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως, Λεξικόν
.
της Καινής Διαθήκης.............................................................. *20

Διά τούς φοιτητάς καί ίεροσπουδαστάς . . >12
Τοΰ αύτοΰ, Μιχαήλ τοϋ Γλυκά εις τάς απορίας
τής θείας Γραφής τόμος Α' >5
Π

> Β' . >5


> Ιστορία τής εν Βιέννη Ελληνικής Κοι-
Α.

νότητος............................................. » 3
» Εύαγγέλιον Μαρίας τής Παλαιολογίνας » 3
Μελετίου Μητροπολίτου Κιτίου, Τό “Αγιον "Ορος
καί ή ρωσική πολιτική έν τή όρθοδ. Ελληνική 'Ανατολή » 5
Άρχιμ. Χρυοοοτόμου Α. Παπαδοπούλου, Καϋη -
γητον τοΰ Πανεπιστημίου, 'Ο Ευαγγελιστής Μάρκος . . > 3
Διακ. Δημ. Καλλιμάχου, Ό Μακουκάς . . . . > 3
» Τό Πατριαρχεΐον ’Αλεξάνδρειάς
έν Άβυσσινία............................ » 1
» Τά έν Καίριο ελληνικά σχολεία
επί Τουρκοκρατίας...................... » 1
Σπ. Π. Παπαγεωργίου, Εισαγωγή είς τήν Παλαιάν
Διαθήκην.................................................................................... » 5
ΠΑΤΡΙΑΡΧ ΕΙΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

“ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΦΑΡΟΣ,,
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΝ ΘΕ0Λ0ΓΙΚ0Ν ΣΓΓΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ
ΙΑΡΥΌΙΙ τα 1908

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ
—»—■

θεολογία, Εκκλησία, Αίγυπτολογία, Ιστορία, Παιδαγω­


γική, Φιλοσοφία.
Πρωτότυποι πραγματεΤαι—Μεταφράσεις, μόνον κατ’ άρί-
στην έπιλογήν.
Κριτική έπιστημονική των σπουδαιότερων συγγραφών.
Βιβλιογραφικόν Δελτίον κατά τριμηνίαν: άνασκοπή τής
εύρωπαϊκής επιστημονικής κινήσεως.
Έκαστον τεύχος σύγκειται ές 6 τυπογρ. φύλλων.
Κατ’ έτος έκδίδονται δύο τόμοι, ών έκαστος σύγκειται
έκ 576 σελίδων.
Συνδρομή έτησία φρ. χρ. 25
.
Διά τούς σπουδαστάς τής Θεολογίας φρ. 12,50

Είς τούς συνδρομητάς τοΰ «’Εκκλησιαστικού Φάρου» άπο-
στέλλεται δωρεάν ό

“ΠΑΝΤΑΙΝΟΣ,,
Π

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “ΕΚΚΑΗΣ. ΦΑΡΟΓ,,


Α.

ΙΑΡΥΘΙ1 τα 1909
έν φ δημοσιεύονται:
"Αρθρα πρακτικά: έκκλησιαστικά, ήθικά, παιδαγωγικά,
έποικοδομητικά, επί των έπικαίρων ζητημάτων.
Άνασκοπή τής τε έν ταΐς Όρθοδόξοις καί τής έν ταϊς
Έτεροδόξοίς Έκκλησίαις έκκλησιαστικής καί έκπαιδευτικής κι-
νήσεως.
Έκαστον φύλλον τού «Πανταίνου» άποτελεΐται έκ 16
σελίδων, ό έτήσιος δέ τόμος αυτού άπαρτίζεται έκ σελίδων
900 περίπου.
ΈπιστολαΙ τή Διευθύνσει καί Συντάξει: A la Di­
rection du «Phare Ecclesiastique* Alexandrie (Egypte) Rue Gessi
Pacha 10.
Εμβάσματα συνδρομών: Προς τήν Διεύθυνσιν τοΰ Πατρι­
αρχικού Γραφείου διά τον «Εκκλησιαστικόν Φάρον». Alexandrie
(Egypte), Patriarcat Grec.
ΈπιστολαΙ τή Διεκπεραιώσει: A la Direction du
<Phare Ecclesiastique» διά τήν Διεκπεραίωσιν. Alexandrie (Egypte)
Rne Gessi Pacha 10.

You might also like