You are on page 1of 524

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΜΜΕ
ΥΠΟΤΡΟΦΙΑ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ

Ευάγγελος Λιότζης

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Πορνογραφία και σεξουαλικότητα στην ύστερη νεωτερικότητα.
Ο Λόγος της πορνογραφικοποίησης.

ΜΕΛΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ


1. Καθηγητής Νίκος Δεμερτζής (επιβλέπων)
2. Καθηγήτρια Κατερίνα Σαρικάκη
3. Επίκουρη Καθηγήτρια Λίζα Τσαλίκη

Αθήνα 2014
Copyright © 2014 Ευάγγελος Λιότζης

Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος. All rights reserved.

Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανομή της παρούσας διατριβής, εξ


ολοκλήρου ή τμήματος αυτής, για εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η ανατύπωση,
αποθήκευση και διανομή για σκοπό μη κερδοσκοπικό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής
φύσης, υπό την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή προέλευσης και να διατηρείται το
παρόν μήνυμα. Ερωτήματα που αφορούν την χρήση της διατριβής για κερδοσκοπικό
σκοπό πρέπει να απευθύνονται προς το συγγραφέα.

Η έγκριση της διδακτορικής διατριβής από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο


Αθηνών δεν υποδηλώνει αποδοχή των θέσεων του συγγραφέα.

Η διδακτορική διατριβή εκπονήθηκε με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών


Υποτροφιών.

1
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Η συνήθης διαδικασία απόδοσης ευχαριστιών σε όσους χωρίς τη δική τους συμβολή η


εκάστοτε εργασία δεν θα είχε ολοκληρωθεί, μετριάζεται εκ των πραγμάτων όταν
περιορίζεται μόνο στην παράθεση ονομάτων, παρά τα όποια σχόλια κάθε φορά. Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, η παράθεση των ονομάτων συνοδεύεται από ειλικρινή
αντίληψη του βαθμού βοήθειας στην περάτωση του ανά χείρας πονήματος και κυρίως
από υπόσχεση άδολης αγάπης και σεβασμού. Με αποκλειστικά αλφαβητική σειρά λοιπόν
για τους εκάστοτε λόγους κάθε φορά, ευχαριστίες οφείλω στους Δημήτρη Μπόνια και
Λεωνίδα Χατζηθωμά για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν σε επαγγελματικό επίπεδο.
Ευχαριστίες οφείλω και στους Στέλιο Παπαθανασόπουλο και Γιώργο Πλειό για την
ανοχή τους ως Πρόεδροι του Τμήματος, ανοχή που μεταφράστηκε σε πολύ σημαντική
οικονομική βοήθεια. Οι ευχαριστίες στον Νίκο Μουζέλη για την αδιάκοπη υποστήριξη
και εμπιστοσύνη του στο πλαίσιο της επιστημονικής μας συνεργασίας δύσκολα μπορούν
να εκφραστούν με λόγια. Πραγματικά ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω και στις Κατερίνα
Σαρικάκη και Λίζα Τσαλίκη για τη συνολική τους βοήθεια, συμπαράσταση και ανοχή
στις πολλές αντιξοότητες της συγγραφής της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής.
Είναι κάτι παραπάνω από δεδομένο ότι με την στάση τους, με τις παρατηρήσεις τους και
με τις συμβουλές τους διαμόρφωσαν σε πολύ σημαντικό βαθμό τον τρόπο σκέψης μου.
Τέλος, τον Νίκο Δεμερτζή τον ευχαριστώ βαθιά όχι μόνο για τη συνολική και απλόχερη
βοήθειά του, αλλά κυρίως για το γεγονός ότι αποτελεί αδιάλειπτα πρότυπο και σημείο
αναφοράς για μένα τα τελευταία δέκα χρόνια, χωρίς όμως να έχω καταλήξει ακόμα ποια
ιδιότητά του ακριβώς με εμπνέει σε αυτόν - αυτή του καθηγητή, του πολίτη ή του άνδρα.

2
“All attempts at theorizing social life are, at the same time,
works of autobiography”

William Simon,
Postmodern Sexualities (1996)

3
ΣΥΝΟΨΗ

Η παρούσα διδακτορική διατριβή αναλύει την έννοια της πορνογραφικοποίησης εντός


του πλαισίου της ύστερης νεωτερικότητας. Το κεντρικό της ερώτημα είναι ποια είναι τα
ενδεχόμενα αποτελέσματα της πορνογραφικοποίησης στο ευρύτερο πεδίο της
σεξουαλικότητας και της κατασκευής της κοινωνικής πραγματικότητας. Αναζητούνται
δηλαδή οι πιθανές συνέπειες στο κοινωνικό και πολιτισμικό μακρο-επίπεδο, διότι στην
ανάλυση που ακολουθείται η πορνογραφικοποίηση δεν θεωρείται το αλγεβρικό
άθροισμα της μαζικής κατανάλωσης πορνογραφίας, αλλά μια κοινωνική πραγματικότητα
που χαρακτηρίζεται από την ένταξη ρηματικών πρακτικών και Λόγων που σχετίζονται με
την πορνογραφία στην κυρίαρχη κουλτούρα, την εγχάραξη στοιχείων του σεξουαλικού
και πορνογραφικού Λόγου στη σεξουαλική κοινωνικοποίηση και την πρωτοφανή
ορατότητά τους στη δημόσια σφαίρα. Η προσπάθεια για να απαντηθεί το παραπάνω
ερώτημα γίνεται μέσω θεωρητικής επεξεργασίας επιστημονικών κειμένων η οποία
καταλήγει στη συγκεκριμενοποίηση των αποτελεσμάτων της πορνογραφικοποίησης.
Πλαισιώνεται όμως και με την παράθεση μιας παραδειγματικού χαρακτήρα εμπειρικής
μελέτης όπου με τη μορφή εμβόλιμων περιπτώσεων αναδεικνύονται ενδεικτικοί τρόποι
με τους οποίους απαντώνται σε καθημερινούς διαλόγους στο διαδίκτυο στοιχεία του
πορνογραφικοποιημένου Λόγου. Οι δύο κεντρικές τάσεις της πορνογραφικά
προσανατολισμένης σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας που προκρίνονται στο πλαίσιο
της μελέτης είναι η κατίσχυση μιας σεξιστικού τύπου μεταφεμινιστικής αισθητικής που
αποκαλείται «μεταφεμινιστικός σεξισμός» και η προϊούσα ουσιοποίηση της
ανδρικότητας η οποία και αποκαλείται «πραγμοποίηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας».

4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 8
- Δομή της διατριβής 11
- Μια παραδειγματική μελέτη 14

1. ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΠΟΡΝΟ: Η


ΜΕΣΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ
ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΙΑΜΑΧΕΣ
1.1 Πορνογραφία και σπουδές πορνό 19
1.1.1 Η πορνογραφία ως πεδίο δημόσιας συζήτησης 21
1.1.2 Η πορνογραφία ως ιστορικοκοινωνικό φαινόμενο 27
1.1.3 Ορισμός της πορνογραφίας 36
1.1.4 Τί είναι πορνογραφία 41
1.1.5 Πορνογραφία και αυνανισμός 48
1.1.6 Μορφές πορνογραφίας 51
1.1.7 Αξιολογικές διακρίσεις της πορνογραφίας 55
1.2 Η πορνογραφία στο σύγχρονο επικοινωνιακό περιβάλλον 60
1.2.1 Κυβερνοπορνογραφία και διαδίκτυο 62
1.2.2 Πολιτική οικονομία του δικτυοπορνό 69
1.2.3 Νέες πορνογραφίες 72
1.2.4 Υλικό στο δικτυοπορνό 77
1.2.5 Ο οργασμός στην πορνογραφία 83
1.2.6 Περιεχόμενο και είδη του πορνό 86
1.2.7 Πορνογραφία και βασανισμός 92
1.3 Η συζήτηση περί επιδράσεων από την κατανάλωση πορνό 98
1.3.1 Η πορνογραφία ως επίδραση 99
1.3.2 Πορνογραφία, βία και επιδράσεις 111
1.3.3 Πορνογραφία και τρίτου-προσώπου επίδραση 119
1.3.4 Κριτική της προσέγγισης των επιδράσεων 121
1.3.5 Η κοινωνική κατασκευή του καταναλωτή πορνό 126

5
1.3.6 Γυναίκες, άνδρες και πορνογραφία 132
1.3.7 Επιπλέον προβλήματα στη μελέτη της πορνογραφίας 136
1.4 Πολιτικές, νομικές, ρυθμιστικές και εκπαιδευτικές διαστάσεις 140
1.4.1 Dworkin και MacKinnon 142
1.4.2 Κριτική της ριζοσπαστικής προσέγγισης 147
1.4.3 Υποτίμηση και αντικειμενοποίηση 152
1.4.4 Συντηρητικά ρεύματα και πορνογραφία 158
1.4.5 Νομικός ορισμός της πορνογραφίας 161
1.4.6 Η πορνογραφία ως πολιτισμική παράμετρος 164
1.4.7 Πορνογραφία και ελευθερία 167
1.4.8 Ρυθμιστικές πολιτικές της πορνογραφίας 172
1.4.9 Διαδικτυακή πορνογραφία και ρυθμιστικά ζητήματα 181
1.4.10 Η πορνογραφία ως μορφή διαπαιδαγώγησης 184

2. Η ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ: Ο


ΜΕΤΑΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΟΣ ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
ΗΓΕΜΟΝΙΚΗΣ ΑΡΡΕΝΩΠΟΤΗΤΑΣ
2.1 H πορνογραφικοποίηση ως μορφή σεξουαλικοποίησης 190
2.1.1 Η έννοια της πορνογραφικοποίησης 192
2.1.2 Η έννοια της σεξουαλικοποίησης 201
2.1.3 Λόγος ενάντια στη σεξουαλικοποίηση 209
2.1.4 Η υπερσεξουαλική κοινωνία 213
2.1.5 Όψεις της πορνογραφικοποίησης 220
2.1.6 Η σεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος 229
2.1.7 Πορνογραφικοποίηση και γυναικεία σεξουαλικότητα 235
Excursus: Ο αγοραίος έρωτας σε υστερο-νεωτερικές συνθήκες 240
2.1.8 Σεξουαλική εργασία και πορνεία 242
2.1.9 Το εμπορευματοποιημένο σεξ ως εμπειρία 249
2.1.10 Η πορνεία ως εκμετάλλευση 257
2.2 Η κοινωνική κατασκευή της σεξουαλικότητας και του φύλου 260
2.2.1 Ετεροκανονικότητα και σεξουαλικότητες 261

6
2.2.2 Το σεξ ως άξονας σεξουαλικότητας 264
2.2.3 Σεξ και σεξουαλική διαπαιδαγώγηση 270
2.2.4 Έρωτας, σχέση και ζήλεια 275
2.2.5 Η σεξουαλικότητα ως αφήγηση 279
2.2.6 Οι νέες θηλυκότητες 281
2.2.7 Το σεξ και η σεξουαλικότητα ως πεδία κριτικής 285
2.2.8 Το φύλο ως κοινωνική κατασκευή 290
2.2.9 Φύλο και ισότητα 293
2.3 Μεταφεμινιστική κουλτούρα και μεταφεμινιστικός σεξισμός 297
2.3.1 Κριτική του μεταφεμινισμού 298
2.3.2 Το νεοφιλελεύθερο θηλυκό υποκείμενο 302
2.3.3 Η στροφή της υποκειμενοποίησης 306
2.3.4 Η στρατηγική της ανανοηματοδότησης 308
2.3.5 Κατακτήσεις της φεμινιστικής σκέψης 312
2.3.6 Κατακτήσεις της γυναικείας (αυτο-)σεξουαλικότητας 316
2.3.7 Διαμάχες και σύγχρονος φεμινισμός 319
2.3.8 Σεξισμός και φεμινιστική σκέψη 321
2.3.9 Το chick lit και η μεταφεμινιστική αισθητική 327
2.3.10 Η περίπτωση του Sex and the City 330
2.4 Ανδρικότητες και πραγμοποίηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας 335
2.4.1 Η έννοια της ηγεμονικής αρρενωπότητας 335
2.4.2 Η κοινωνική κατασκευή της ανδρικότητας 338
2.4.3 Πορνογραφία και αρρενωπότητα 346
2.4.4 Η ουσιοποίηση της αρσενικότητας 352

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 357
- Σταχυολόγηση των βασικών θέσεων 358
- Κριτική αποτίμηση της έρευνας 393
- Σκέψεις σε πρώτο ενικό 399

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 404

7
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς πλοηγούμενος στο διαδικτυακό τόπο του Εθνικού
Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών, την ευθύνη διατήρησης του οποίου έχει το Εθνικό
Κέντρο Τεκμηρίωσης και αυτή την στιγμή περιλαμβάνει πάνω από 30.000 διατριβές
(21/4/2014), την απουσία ερευνητικών προσπαθειών στα ελληνικά αναφορικά με το
επίμαχο ζήτημα της πορνογραφίας. Αυτός είναι και ο στόχος του παρόντος εγχειρήματος.
Να καλύψει αυτό το κενό με την έννοια του εμπλουτισμού της εγχώριας επιστημονικής
συζήτησης σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής. Να επιχειρήσει δηλαδή να καταγράψει
και να παρουσιάσει σε μια ερευνητική προσπάθεια τις σύγχρονες τάσεις στη μελέτη της
πορνογραφίας με πιο αναλυτικό τρόπο και, στη βάση αυτή, να συμβάλλει με τον τρόπο
της στην περαιτέρω δόμηση και διαμόρφωση ενός νεοπαγούς επιστημονικού τομέα στις
πολιτισμικές σπουδές, στις σπουδές επικοινωνίας και την πολιτισμική κοινωνιολογία,
αυτού των σπουδών πορνό (porn studies).
Βέβαια, η έγκριση εκπόνησης μιας διατριβής με θέμα την πορνογραφία από το
Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών τον Δεκέμβριο του 2006 έλαβε χώρα σε μια
περίοδο που το πεδίο των σπουδών πορνό ως διακριτός επιστημονικός τομέας έκανε
ακόμα τα πρώτα δειλά του βήματα στη διεθνή επιστημονική συζήτηση. Παρά δηλαδή
την πολύ πλούσια βιβλιογραφία που υπήρχε μέχρι τότε, με κύριο άξονα αναφοράς την
αμερικανική βιβλιοπαραγωγή, είναι ουσιαστικά η έκδοση του περίφημου πλέον τόμου
Porn Studies από την Linda Williams και η πολύ σημαντική εισαγωγή της σε αυτόν
(2004Α) που έθεσαν συμβολικά την απαρχή των σπουδών πορνό ως ένα αυτόνομο πεδίο
με αποκλειστική εστίαση στη μελέτη της πορνογραφίας ως μια πολιτισμική πρακτική
(βλ. και αρχή κεφαλαίου 1.1).
Έκτοτε μεσολάβησαν πολλά. Σε επίπεδο κοινωνικών εξελίξεων, η ανάπτυξη των
νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας και η ευρυζωνικότητα, με την έννοια
της δημιουργίας ενός κοινωνικού περιβάλλοντος που επιτρέπει την εύκολη και σχετικά
φθηνή παροχή γρήγορων συνδέσεων στο διαδίκτυο, συνέβαλαν καθοριστικά στην
περαιτέρω διασφάλιση ενός ιδιαίτερα πρόσφορου πλαισίου για την ολοένα και
ευκολότερη πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό, ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων του

8
πληθυσμού στο δυτικό κυρίως κόσμο. Μέσω δηλαδή των ψηφιακών κυρίως διαύλων στο
σύγχρονο, και νομικά αρρύθμιστο σε πολλές πλευρές του, επικοινωνιακό περιβάλλον
δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για μια άνευ προηγουμένου διόγκωση της παραγωγής,
προσφοράς και κατανάλωσης πορνογραφίας με συνέπειες τόσο στο πεδίο της
σεξουαλικότητας όσο και επιπτώσεις στην πολιτισμική, κοινωνική και προσωπική ζωή
πιο γενικά.
Σε επίπεδο επιστημονικών εξελίξεων, η πορνογραφία, ένα «ΟΧΙ ουδέτερο θέμα»
όπως θα έλεγαν και οι Smith και Attwood (2014: 8), ως ξεχωριστό και αποδεκτό
αντικείμενο μελέτης της ακαδημαϊκής έρευνας εδραιώθηκε σε σημαντικό βαθμό και η
αυτονομία του επιστημονικού τομέα «σπουδές πορνό» άρχισε να αναγνωρίζεται ολοένα
και περισσότερο. Για παράδειγμα, πρόσφατο και αξιοσημείωτο βήμα προς αυτή την
κατεύθυνση αποτελεί η απόφαση για έκδοση επιστημονικής επιθεώρησης με τον τίτλο
Porn Studies από το διάσημο εκδοτικό οίκο Routledge. Στο δε εγχώριο επίπεδο, η
επιστημονική συζήτηση γύρω από τη μελέτη της πορνογραφίας χαρακτηρίσθηκε κυρίως
από το έργο της Κατερίνας Σαρικάκη και της Λίζας Τσαλίκη. Αυτό περιλαμβάνει κατά
βάση την επιμέλεια στα ελληνικά του αφιερώματος «Μέσα Επικοινωνίας, Πορνογραφία
και Παγκοσμιοποίηση» στο επιστημονικό περιοδικό Ζητήματα Επικοινωνίας το 2010 και
την έκδοση του συλλογικού τόμου Μέσα Επικοινωνίας, Λαϊκή Κουλτούρα και η
Βιομηχανία του Σεξ: Τεχνολογίες, Πολιτική Οικονομία και Πολιτικές Διαχείρισης το 2012.
Συνοδευτικό των παραπάνω εξελίξεων αποτέλεσε και η στροφή στη μελέτη της
πορνογραφίας προς την κριτική ανάλυση και αποτίμηση της έννοιας της
πορνογραφικοποίησης (pornographication), μια έννοια που κατά βάση αποδίδει τη
μετάβαση σε μια κοινωνική πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από την ουσιαστικά
ανεμπόδιστη προσβασιμότητα σε πορνογραφικά και σεξουαλικά υλικά και κείμενα, και
την ορατότητά τους στο δημόσιο βίο. Έτσι, η εννοιολόγηση της πορνογραφικοποίησης
της κυρίαρχης/δημοφιλούς κουλτούρας, με την έννοια του πολλαπλασιασμού των
αναπαραστάσεων του σεξ και του πορνό στις σύγχρονες κοινωνίες, αποτελεί για τη
σύγχρονη κριτική σκέψη και ανάλυση στο πεδίο της πορνογραφίας, ίσως, το πιο επίμαχο
σημείο αναφοράς της δημόσιας, επιστημονικής και μη, συζήτησης. Αφορμή δε για αυτή
την στροφή υπήρξε κατά βάση η έκδοση των δύο πολύ σημαντικών έργων του Brian

9
McNair, Mediated Sex: Pornography and Postmodern Culture το 1996 και, κυρίως,
Striptease Culture: Sex, Media and the Democratization of Desire το 2002.
Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι στο πλαίσιο της ανά χείρας εργασίας
χρησιμοποιείται ο όρος «πορνογραφικοποίηση» ως πιο πιστή μετάφραση του όρου
pornographication - όρο που εισάγει ο McNair και υιοθετεί η Attwood, το έργο της
οποίας έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την παρούσα μελέτη. Όπως θα επισημανθεί
και παρακάτω (βλ. ενότητα 2.1.1), η πορνοποίηση (pornification), ως ένας συχνά
αναφερόμενος εναλλακτικός όρος, σημαίνει ουσιαστικά το ίδιο πράγμα και απλώς έχει
προκριθεί από την Paasonen για λόγους απλούστερης ορθογραφίας. Επιπλέον λόγος
χρησιμοποίησης του όρου «πορνογραφικοποίηση» είναι ότι αυτός θεωρείται, σύμφωνα
και με την προσέγγιση που θα υιοθετηθεί, πιο δόκιμος διότι ο τρόπος που προκρίνεται
και χρησιμοποιείται από μελετητές όπως η Attwood τον καθιστούν πιο αξιολογικά
ουδέτερο συμβάλλοντας έτσι προς μια περαιτέρω ιδεολογική αποφόρτισή του. Προς
αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να συμβάλλει σε γλωσσολογικό/σημειολογικό επίπεδο η
χρήση του πρώτου συνθετικού «πορνογραφία» έναντι του «πορνό», και αυτό διότι ο όρος
«πορνογραφία» έχει περισσότερες «θετικού προσήμου» συνδηλώσεις, όταν για
παράδειγμα αναφέρεται σε μια μορφή τέχνης, σε σχέση με τον όρο «πορνό» που
περισσότερο παραπέμπει στον τύπο εμπορευματοποιημένης, σκληρής και βίαιης
πορνογραφίας1.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που τίθεται και το κεντρικό ερώτημα το οποίο καλείται
να πραγματευθεί η παρούσα μελέτη: ποια είναι τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της
πορνογραφικοποίησης στο ευρύτερο πεδίο της σεξουαλικότητας και της κατασκευής της
κοινωνικής πραγματικότητας; Πρόκειται για ένα κοινωνιοπολιτισμικού χαρακτήρα
ερώτημα που αντλεί στοιχεία, μεταξύ άλλων, από το πρότυπο των πολιτισμικών αξιών
της σχολής των επιδράσεων, σύμφωνα με το οποίο η έννοια της δημόσιας σφαίρας και οι
διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης πληροφοριών και κειμένων των μέσων
αποτελούν παράγοντες κοινωνικοποίησης, ορισμού της κοινωνικής πραγματικότητας και
διαμόρφωσης μακροπρόθεσμων στερεοτύπων στο πλαίσιο της κυρίαρχης κουλτούρας -
και πάντα με την αίρεση ότι αποτελεί ανοιχτό ζήτημα το τί συνιστά σε τελευταία

1
Για το πιο περίπλοκο και επίμαχο ζήτημα της χρήσης των όρων «πορνογραφία» και «πορνό», τόσο
γενικότερα όσο και στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής, βλ. ενότητα 1.1.3.

10
ανάλυση την κυρίαρχη κουλτούρα σε μια κοινωνία. Με άλλα λόγια, η εστίαση στην
αναζήτηση πιθανών συνεπειών και αποτελεσμάτων στο κοινωνικό και πολιτισμικό
(μακρο-)επίπεδο συνιστά μια προσπάθεια να προσεγγιστούν συνολικά οι όποιες
ενδεχόμενες, σωρευτικές ή μη, επιπτώσεις της πορνογραφικοποίησης τόσο σε
συναισθηματικό, γνωστικό ή συμπεριφορικό επίπεδο, όσο και ως διαδεδομένες, διάχυτες
και γενικού χαρακτήρα (μακρο-)επιδράσεις (Bryant και Zillmann 1994, McDonald
2004).
Πρέπει όμως να διευκρινιστεί με σαφήνεια ότι η πορνογραφικοποίηση δεν είναι
το αλγεβρικό άθροισμα της μαζικής κατανάλωσης πορνό, αλλά μια κοινωνική
πραγματικότητα στο πεδίο της κουλτούρας που συνιστά και συμπυκνώνει τη σωρευτική
(μακρο-)επίδραση της μαζικής κατανάλωσης πορνογραφικών και σεξουαλικών εικόνων
και της πρωτοφανούς ορατότητάς τους στη δημόσια σφαίρα. Αυτή η συνολική επίπτωση,
σύμφωνα με τη βασική συλλογιστική των περισσότερων κριτικών μελετητών της
πορνογραφικοποίησης, είναι η ένταξη ρηματικών/έλλογων πρακτικών και Λόγων που
σχετίζονται με την πορνογραφία στην κυρίαρχη/δημοφιλή κουλτούρα, τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης και τις νέες τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας, παράλληλα με την
εγχάραξη στοιχείων του σεξουαλικού και πορνογραφικού Λόγου στη σεξουαλική
κοινωνικοποίηση. Οπότε η προσπάθεια μελέτης των όποιων ενδεχόμενων
αποτελεσμάτων/κοινωνικών (μακρο-)επιδράσεων της πορνογραφικοποίησης ως
κεντρικές τάσεις στο πεδίο της σεξουαλικότητας, δεν είναι μια ανάλυση μέσων με
μονολογική εστίαση στο παράδειγμα της σχολής των επιδράσεων (βλ. και ενότητα 1.3.4),
αλλά μια ευρύτερου χαρακτήρα κριτική κοινωνιολογική ανάλυση με άξονα αναφοράς τις
πολιτισμικές σπουδές και την πολιτισμική κοινωνιολογία.

Δομή της διατριβής

Η παρούσα διατριβή αποτελείται από δύο μέρη θεωρητικού κατά βάση


προσανατολισμού στα οποία υπάρχουν εμβόλιμα κομμάτια από μια παραδειγματικού
χαρακτήρα εμπειρική μελέτη για τις όψεις της πορνογραφικοποίησης στον καθημερινό
λόγο στο διαδίκτυο (βλ. και επόμενη ενότητα). Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο,
πλαισιωτικό κατά βάση για τη συζήτηση των ενδεχόμενων αποτελεσμάτων, μέρος

11
ασχολείται με την πορνογραφία αυτή καθαυτή, τόσο ως έννοια και μορφή κειμένου όσο
και ως διαδικασία κατανάλωσης περιεχομένου και κοινωνικό φαινόμενο γενικότερα. Το
δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στην έννοια της πορνογραφικοποίησης την οποία
προσπαθεί να συνδέσει με επιμέρους διαστάσεις της σεξουαλικότητας και του φύλου, και
επιχειρεί να απαντήσει στο κεντρικό ερώτημα της παρούσας μελέτης. Το δε συνολικό
αναλυτικό εγχείρημα δομείται και πλαισιώνεται με άξονα ευρύτερες κοινωνικές μακρο-
διεργασίες, όπως για παράδειγμα η απανταχού ρευστότητα και η πολλαπλότητα των
επιλογών στις υστερο-νεωτερικές συνθήκες, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η
κυριαρχία της αγοράς σε επιμέρους θεσμούς, η δεσπόζουσα θέση των μέσων μαζικής
επικοινωνίας και η μεσοποίηση της κοινωνικής συνείδησης, ο πολιτισμός της εικόνας και
η κοινωνία του θεάματος, η εξατομίκευση και οι αντινομίες στη συγκρότηση των
ταυτοτήτων στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, η αναδιάταξη της κοινωνικής
διαστρωμάτωσης και η περιώνυμη «κρίση» (Περεζούς 2009).
Πιο ειδικά, τα δύο κεντρικά μέρη της ανά χείρας διατριβής διαχωρίζονται σε
τέσσερα κεφάλαια το καθένα, κεφάλαια τα οποία αποτελούνται και αυτά με τη σειρά
τους από επιμέρους ενότητες. Το πρώτο μέρος «Από τη μελέτη της πορνογραφίας στις
σπουδές πορνό: Η μεσοποίηση της σεξουαλικής εμπειρίας και οι πορνογραφικές
διαμάχες» ξεκινά με το πρώτο κεφάλαιο «Πορνογραφία και σπουδές πορνό» στο οποίο
γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί η έννοια της πορνογραφίας τόσο ως
ιστορικοκοινωνικό φαινόμενο όσο και ως μορφή κειμένου, να αναδειχθεί το αντικείμενο
των σπουδών πορνό ως πεδίο δημόσιας συζήτησης και να καταγραφούν οι βασικοί τύποι
πορνογραφίας παράλληλα με την ανάδειξη των επιμέρους αξιολογικών διακρίσεών τους.
Το δεύτερο κεφάλαιο «Η πορνογραφία στο σύγχρονο επικοινωνιακό περιβάλλον»
ασχολείται με την πορνογραφία στο διαδίκτυο και τις επιμέρους διαστάσεις της, όπως για
παράδειγμα η πολιτική της οικονομία, αλλά και με μια σειρά από επιπτώσεις που έχει
στο περιεχόμενό της η διάχυσή της μέσω των ψηφιακών διαύλων.
Στο τρίτο κεφάλαιο «Η συζήτηση περί επιδράσεων από την κατανάλωση πορνό»
παρουσιάζονται μια σειρά από έρευνες αναφορικά με την πορνογραφία, την κατανάλωσή
της και την ενδεχόμενη σύνδεσή της με τη βία, γίνεται μια κριτική αναφορά στο
παράδειγμα των επιδράσεων στο οποίο εντάσσονται οι εν λόγω έρευνες, εξετάζεται η
κοινωνική κατασκευή του καταναλωτή πορνό ενώ παρατίθενται και ορισμένες επιπλέον

12
κριτικές επισημάνσεις σε σχέση με τα επιστημολογικά και μεθοδολογικά προβλήματα
στη μελέτη της κατανάλωσης πορνογραφίας. Στο δε τέταρτο κεφάλαιο «Πολιτικές,
νομικές, ρυθμιστικές και εκπαιδευτικές διαστάσεις» παρουσιάζεται η συζήτηση γύρω
από μια σειρά από ζητήματα όπως η ριζοσπαστική φεμινιστική σκέψη γύρω από την
πορνογραφία και η κριτική σε αυτή, η συντηρητική θεώρησή της, η σύνδεση της
πορνογραφίας με την έννοια της ελευθερίας, το αίτημα για ρυθμιστικές πολιτικές και η
προσέγγιση της πορνογραφίας ως μορφή σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.
Το δεύτερο μέρος «Η πορνογραφικοποίηση ως μορφή σεξουαλικοποίησης: Ο
μεταφεμινιστικός σεξισμός και η πραγμοποίηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας» ξεκινά
με το κεφάλαιο «H πορνογραφικοποίηση ως μορφή σεξουαλικοποίησης» όπου
παρουσιάζονται κριτικά οι έννοιες της πορνογραφικοποίησης, της σεξουαλικοποίησης
και της υπερσεξουαλικής κοινωνίας, παράλληλα με την παράθεση επιμέρους όψεών
τους. Το κεφάλαιο συμπληρώνει το «Excursus: Ο αγοραίος έρωτας σε υστερο-
νεωτερικές συνθήκες» στο οποίο αναδεικνύονται η σεξουαλική εργασία και το
εμπορευματοποιημένο σεξ ως κατεξοχήν μορφή και πεδίο πορνογραφικοποίησης. Με το
δεύτερο κεφάλαιο «Η κοινωνική κατασκευή της σεξουαλικότητας και του φύλου»
επιχειρείται η θεωρητική πλαισίωση της συζήτησης περί πορνογραφικοποίησης και
σεξουαλικοποίησης με τα ευρύτερα θέματα της σεξουαλικότητας, του σεξ και του φύλου
στις σύγχρονες υστερο-νεωτερικές συνθήκες.
Στο τρίτο κεφάλαιο «Μεταφεμινιστική κουλτούρα και μεταφεμινιστικός
σεξισμός» γίνεται προσπάθεια να εννοιολογηθεί η πρώτη (μακρο-)επίδραση της
πορνογραφικά προσανατολισμένης σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας που έχει να
κάνει με την κατίσχυση μιας σεξιστικού τύπου μεταφεμινιστικής αισθητικής, ή αλλιώς
αυτό που θα αποκληθεί στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής «μεταφεμινιστικός
σεξισμός». Σε αυτό πλαίσιο εξετάζονται και μια σειρά από επιμέρους ζητήματα για τη
φεμινιστική σκέψη συνολικά, όπως για παράδειγμα η ρητορική περί του
νεοφιλελεύθερου θηλυκού υποκειμένου, η στροφή της υποκειμενοποίησης, η στρατηγική
της ανανοηματοδότησης και το σύγχρονο πρόσωπο του σεξισμού. Στο τέταρτο κεφάλαιο
«Ανδρικότητες και πραγμοποίηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας» επιχειρείται να
εννοιολογηθεί υπό το πρίσμα της κοινωνικής κατασκευής της αρσενικότητας η δεύτερη
(μακρο-)επίδραση της πορνογραφικοποίησης στο πεδίο της σεξουαλικότητας, αυτή της

13
προϊούσας «πραγμοποίησης της ηγεμονικής αρρενωπότητας». Τέλος, στον επίλογο
σταχυολογούνται οι θέσεις που παρουσιάστηκαν, γίνονται κάποιες κριτικές επισημάνσεις
πέρα από τις δεσμεύσεις της επιστημονικής τεκμηρίωσης αλλά και παρατίθενται
ορισμένες σκέψεις για την άρση των αντινομιών της πορνογραφικοποίησης.

Μια παραδειγματική μελέτη

Αν και η προσπάθεια διερεύνησης των παραπάνω ενδεχόμενων αποτελεσμάτων της


πορνογραφικοποίησης στα δύο μέρη της παρούσας διατριβής γίνεται μέσω θεωρητικής
επεξεργασίας, εντούτοις, και στο βαθμό που αυτές αποτελούν εξ ορισμού υποθέσεις
εργασίας, θα επιχειρηθεί να προσεγγιστούν και με άξονα μια ενδεικτική έρευνα που
αφορά τη μελέτη συζητήσεων ελλήνων χρηστών του διαδικτύου σε τρία διαφορετικά
ηλεκτρονικά φόρα (e-forums) ανταλλαγής απόψεων για ζητήματα σεξουαλικών και
προσωπικών σχέσεων2. Με άλλα λόγια, θα γίνει μια προσπάθεια μέσω της παράθεσης
παραδειγματικών περιπτώσεων να παρουσιασθούν ενδεικτικοί τρόποι με τους οποίους
απαντώνται σε διαδικτυακούς διαλόγους στοιχεία του πορνογραφικού Λόγου και της
σεξουαλικοποιήμενης κουλτούρας - με μια μόνιμη προσοχή η συγκεκριμένη αναλυτική
απόπειρα να μην ολισθήσει σε έναν, επιστημολογικά εσφαλμένο και μεθοδολογικά
παραπλανητικό, «άτυπο αγώνα» για λήψη ζητουμένου3. Σε αυτό το πλαίσιο, η
παρουσίαση των παραδειγμάτων θα προέλθει από συζητήσεις που φιλοξενήθηκαν σε

2
Μελέτη που θα λάβει χώρα κατά τη λογική της Attwood (2009Α: 282) που, σεβόμενη την ανωνυμία και
τη σημασία της στους ιστότοπους σεξουαλικού προσανατολισμού, προέβη στην ανάλυσή της για το
κυβερνοσέξ (cybersex) στην πλατφόρμα του Literotica αποκρύπτοντας όλα τα στοιχεία των χρηστών, αλλά
και τα ονόματα ή ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσαν.
3
Επιπλέον μεθοδολογικό ζήτημα για την παρούσα μελέτη αποτελεί ο μόνιμα ελλοχεύον κίνδυνος των
συνειδητοποιήσιμων παραμορφωτικών προϊδεάσεων, με την έννοια ότι η έμφυλη ταυτότητα κάθε
ερευνητή, οι σεξουαλικές του προτιμήσεις και οι προσωπικές του εμπειρίες συνιστούν μια μη απόλυτα, και
σε κάθε περίπτωση δύσκολα, εξουδετερώσιμη υποκειμενική δυσχέρεια της γνωστικής προσπάθειας. Για το
εν λόγω ζήτημα, βλ. Παπαταξιάρχης 1998: 39-44, May 2001: 17-26. Γενικότερα, για το μεθοδολογικό
πρόβλημα των παραμορφωτικών προϊδεάσεων και των υποκειμενικών δυσχερειών, καθώς και για το
συνεπαγόμενο αίτημα για μια αποϋποκειμενική γνώση (Μεταξάς 1979: 67), βλ. Μεταξάς 1985: 163-233,
Τάτσης 1997: 374-8 και 412-5.

14
ετερόκλητα διαδικτυακά φόρα έτσι ώστε μέσα από την ανάδειξή τους να συναχθούν
ορισμένα προκαταρτικά συμπεράσματα σε σχέση με το φαινόμενο της
πορνογραφικοποίησης. Τα δε φόρα από τα οποία θα αντληθούν οι διαδικτυακοί διάλογοι
περιλαμβάνουν έναν ιστότοπο συνάντησης χρηστών που ασχολούνται με το αγοραίο σεξ
(bourdela.com), το φόρουμ του εμβληματικού για το μεταφεμινισμό (βλ. κεφάλαιο 2.3)
περιοδικού, ή αλλιώς «εμπροσθοφυλακή της σεξουαλικής υποκειμενικότητας» των νέων
γυναικών και κοριτσιών (Jackson και Westrupp 2010: 371), Cosmopolitan
(cosmopolitan.gr), καθώς και έναν ευρυθεματικό χώρο συζήτησης στο διαδίκτυο που
απευθύνεται σε έλληνες χρήστες (forums.gr)4.
Βασική μεθοδολογική παραδοχή στη συγκεκριμένη αναλυτική προσπάθεια
αποτελεί η θέση ότι το διαδίκτυο παρέχει ένα κοινωνικά οικείο, αλλά εν πολλοίς
ανώνυμο, περιβάλλον όπου οι σκέψεις γύρω από το σεξ μπορούν να συζητηθούν με
«ειλικρίνεια» (Derkits 2004). Στη βάση αυτή θεωρείται ότι τα φόρα και οι ιστοσελίδες
υποβολής σχολίων παρέχουν ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέσο για τη διερεύνηση
συμπεριφορικών προτύπων και νορμών μέσω της ανάλυσης των κειμένων που
αναρτώνται σε αυτά (Weitzer 2005Β)5. Όπως μάλιστα τονίζει και η Hughes (2004: 125),
ο συνδυασμός χρήσης υψηλής τεχνολογίας μαζικής επικοινωνίας, εξεύρεσης
υποστηρικτικών δικτύων και ικανοποίησης των όποιων σεξουαλικών επιθυμιών, από τον
αυνανισμό μπροστά στην οθόνη μέχρι τις αγοραίες σεξουαλικές επαφές, ενισχύουν και
ενδυναμώνουν τους μεμονωμένους χρήστες του διαδικτύου που βρίσκουν διέξοδο
συλλογικής έκφρασης σε τέτοιες κινήσεις. Υπό αυτή την έννοια, η σεξουαλικότητα, η
πορνογραφία και ο αγοραίος έρωτας μπορούν να αποτελέσουν το όχημα για τη
δημιουργία και συμμετοχή σε ψηφιακές συλλογικότητες και σε κοινωνικά δίκτυα με

4
Αναφορικά δε με ορισμένα στοιχεία για τα φόρα των εν λόγω ιστοσελίδων συνολικά, το φόρουμ του
cosmopolitan.gr έχει πάνω από 1.150.000 δημοσιεύσεις σε πάνω από 15.000 νήματα με πάνω από 27.000
μέλη, το φόρουμ του bourdela.com έχει πάνω από 4.350.000 δημοσιεύσεις σε πάνω από 20.000 νήματα με
πάνω από 133.000 μέλη και το φόρουμ του forums.gr έχει πάνω από 1.100.000 δημοσιεύσεις σε πάνω από
29.000 νήματα με πάνω από 38.000 μέλη. Η ανάκληση των παραπάνω στοιχείων έγινε στις 21/10/2013.
5
Για παράδειγμα, βλ. την ανάλυση της Nikunen (2007) στις συζητήσεις περί σεξουαλικότητας και
πορνογραφίας στο διαδικτυακό φόρουμ συζήτησης του περιοδικού Cosmopolitan και τη μελέτη του
Lindgren (2010) για την κοινότητα των χρηστών που συζητούν στο διαδικτυακό φόρουμ της ηλεκτρονικής
πύλης πορνό FreeOnes.

15
τρόπους μάλιστα που δεν ήταν δυνατοί στο παρελθόν (Quinn και Forsyth 2005, Soothill
και Sanders 2005), συμβάλλοντας έτσι στην εμφάνιση και διαμόρφωση νέων μορφών
κουλτούρας και συσσωματώσεων (Attwood 2007Α: 444).
Μια μελέτη, συνεπώς, κειμενικής κουλτούρας (textual culture) όπως αυτή που θα
επιχειρηθεί στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής, συνιστά και μια βαθιά ανάλυση όλων
των τεμνόμενων Λόγων (intersecting discourses) που σχετίζονται τόσο με τα ίδια τα
κείμενα όσο και με τις βιωμένες πρακτικές (lived practices) που αναδύονται μέσα από
αυτά (Benwell 2005: 168). Εξάλλου, όπως ορθά υπενθυμίζει ο Threadgold (2003), μόνο
με την τοποθέτηση της κειμενικής ανάλυσης σε μια ευρύτερη κοινωνική προοπτική που
παρέχεται από την κοινωνική θεωρία μπορεί ο ρόλος και η σημασία του Λόγου σε μια
δεδομένη κοινωνική συγκυρία να «εκτιμηθεί πλήρως». Πιο συγκεκριμένα και όπως
χαρακτηριστικά έχει τονίσει ο Plummer (2008: 17), υπάρχει ανάγκη για μια στροφή της
μελέτης ξανά στον «πραγματικό», «υλικό» κόσμο που λαμβάνουν χώρα όσα έχουν
ειπωθεί στο επίπεδο της γλώσσας, των νοημάτων και των θεωρήσεων. Αυτή η ανάγκη
είναι που αναδεικνύει εκ νέου τη σημασία των αφηγήσεων και των ιστοριών - οπότε και
οι σύγχρονοι ερευνητές χρειάζονται περισσότερες «ιστορίες» και περισσότερους
«διαλόγους» (2008: 21)6. Και αυτό παρά τα όποια προβλήματα προκύπτουν από την
χρήση της γλώσσας στην κατανόηση της σεξουαλικότητας, με την έννοια του ότι σε
μεγάλο βαθμό οι επικρατούσες αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα, το φύλο και την
επιθυμία τροφοδοτούνται από μια «αποικιοκρατική νοοτροπία» που προϋποθέτει μια
«διαπολιτισμική ακαμψία», την «άρρηκτη συνοχή των σεξουαλικών κατηγοριών» και
την «ανθεκτικότητα των γεωγραφικών και πολιτισμικών ορίων» που επιβάλλει ο δυτικός
μελετητής (Tsang και Ho 2007: 624).
Στη βάση λοιπόν των παραπάνω μεθοδολογικών επισημάνσεων, η ερευνητική
προσπάθεια αφορά την παρουσίαση θέσεων που αναρτήθηκαν σε έξι συνολικά νήματα
(threads) και αποτελούν τις επιλογές για δύο θεματικές που εντοπίστηκαν στα τρία
ηλεκτρονικά φόρα αντίστοιχα. Πιο συγκεκριμένα, αυτά είναι το 1.085 δημοσιεύσεων
(posts) νήμα με τίτλο «oi γυναικες ειστε για το π@#$%τσο» από το cosmopolitan.gr

6
Οι δε ιστορίες για να εισακουστούν χρειάζονται «κοινότητες», οι οποίες με τη σειρά τους είναι χτισμένες
πάνω σε αφηγήσεις που δομούν μια κοινή αντίληψη και γλώσσα για μια σειρά από θέματα (Plummer 1995:
174).

16
(C1), το 876 δημοσιεύσεων νήμα με τίτλο «Ελληνίδες, οι μεγαλύτερες ψωλοαρπάχτρες
της υφηλίου» από το bourdela.com (B1) και το 216 δημοσιεύσεων νήμα με τίτλο
«Κατάντια των Ελληνίδων» από το forums.gr (F1)7. Ο δε λόγος επιλογής των εξής τριών
νημάτων περιστρέφεται γύρω από τους πρόδηλα αντιφεμινιστικούς και εξόχως
σεξιστικούς τίτλους των θεμάτων τους. Εν συνεχεία, τα υπόλοιπα τρία είναι το 23
δημοσιεύσεων νήμα με τίτλο «μπορεί η συχνή παρακολούθηση πορνό να επηρεάσει τη
σχέση?» από το cosmopolitan.gr (C2), το 346 δημοσιεύσεων νήμα με τίτλο «Βλέπετε
τσόντες;» από το bourdela.com (B2) και το 101 δημοσιεύσεων νήμα με τίτλο «Παρακμη
και στις τσοντες» από το forums.gr (F2)8. Ο δε λόγος επιλογής των τριών αυτών νημάτων
σχετίζεται με τους φανερά προσανατολισμένους στον σχολιασμό ζητημάτων αναφορικά
με την πορνογραφία τίτλους των θεμάτων τους.
Στο βαθμό λοιπόν που στόχος της εν λόγω αναλυτικής προσπάθειας δεν είναι
τόσο ο διαδικτυακός διάλογος αυτός καθαυτός και τα χαρακτηριστικά του αλλά οι
απόψεις που αναπτύχθηκαν σε αυτόν, ακριβώς διότι συνιστούν τις μη τυχαία
κατανεμημένες παρατηρήσεις (observational data) της έρευνας, η προσέγγιση δεν θα
πρέπει να πάρει τη μορφή ενός «ψυχαναγκαστικού αναλυτισμού», αλλά να εστιάσει στην
παρουσίαση των τρόπων που οι απόψεις των χρηστών, είτε στο καταδηλωτικό είτε στο
συμπαραδηλωτικό επίπεδο, σχετίζονται με επιμέρους όψεις της πορνογραφικοποίησης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συνολικός χαρακτήρας της έρευνας αντλεί στοιχεία και από
μια σύγχρονη προσέγγιση στο χώρο των πολιτισμικών σπουδών που απαντάται κυρίως
στην αγγλοσαξονική εργογραφία και αντιλαμβάνεται τον ερευνητή ως ένα έλλογο
υποκείμενο που προσπαθεί να σταθεί κριτικά στα υπό μελέτη φαινόμενα και να
προσφέρει ερμηνευτικές προσεγγίσεις κινητοποιώντας «κάθε γνώση» του - σε ένα
πλαίσιο δηλαδή όπου γίνεται προσπάθεια και να υπηρετηθεί το πρόταγμα της
διεπιστημονικότητας, αλλά και να μην εκφυλισθεί η επεξεργασία των δεδομένων σε μια

7
Η συζήτηση στο νήμα του cosmopolitan.gr έλαβε χώρα την περίοδο 25/2/2011 έως 23/7/2011, στο νήμα
του bourdela.com την περίοδο 22/11/2006 έως 17/11/2010 και στο νήμα του forums.gr την περίοδο
8/1/2012 έως 19/5/2012.
8
Η συζήτηση στο νήμα του cosmopolitan.gr έλαβε χώρα την περίοδο 24/10/2013 έως 27/10/2013, στο
νήμα του bourdela.com την περίοδο 3/8/2008 έως 9/10/2013 και στο νήμα του forums.gr την περίοδο
3/2/2013 έως 20/10/2013.

17
μεταμοντέρνου τύπου σχετικιστική και πρόδηλα αφηρημένη ανάλυση. Με βάση αυτό το
μεθοδολογικό οδηγό θα επιχειρηθεί στα επόμενα κεφάλαια η επισήμανση, ανάδειξη και
πλαισίωση στοιχείων του πορνογραφικού Λόγου και όψεων της πορνογραφικοποίησης
μέσα από εμβόλιμες παραθέσεις ενδεικτικών απόψεων των χρηστών στα υπό μελέτη
νήματα, αλλά και σχόλια με άξονα την παρουσίαση των θεωρητικών προκείμενων γύρω
από τα εν λόγω ζητήματα.

18
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΠΟΡΝΟ:
Η ΜΕΣΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ
ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΙΑΜΑΧΕΣ

“Who is watching all this pornography?


Apparently all of us”

Linda Williams,
Porn Studies (2004)

1.1 Πορνογραφία και σπουδές πορνό

Για την ακαδημαϊκή, και όχι μόνο, κοινότητα ο συλλογικός τόμος Porn Studies της Linda
Williams που εκδόθηκε το 2004 αποτέλεσε τη συμβολική απαρχή ενός καινούριου,
ενδεχομένως σε κάποιες όψεις του καινοφανούς, επιστημονικού πεδίου, αυτού των
σπουδών πορνό. Στην Linda Williams1, στην Constance Penley2 και στην Laura Kipnis,
σύμφωνα με τον Kammeyer (2008: 101), πιστώνεται η δημιουργία και η προώθηση
συνολικά του αναδυόμενου τομέα των σπουδών πορνό. Μια «αλλαγή παραδείγματος»
που σύμφωνα με την Attwood (2002Β: 92) είχε ήδη ουσιαστικά λάβει χώρα κυρίως με το
έργο του Walter Kendrick (1987) και της Linda Williams (1989Β) - το πρώτο μέσω της
ιστορικής αποτίμησης της πορνογραφίας ως ξέχωρη αναλυτική κατηγορία και θεματική,
και το δεύτερο μέσω της ανάλυσης των πορνογραφικών κείμενων ως κειμένων αυτών
καθαυτών.
Πιο συγκεκριμένα, όπως και η ίδια η Williams (2014: 24) έχει αναφερθεί, το
Hard Core (1989Β) ήταν ίσως το πρώτο ακαδημαϊκό, φεμινιστικό βιβλίο που εστίαζε
στη μορφή, την ιστορία, τη δύναμη και την ευχαρίστηση της πορνογραφίας από την

1
Linda Williams, η οποία, σύμφωνα και με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται το κείμενό της στο πρώτο
τεύχος της επιθεώρησης Porn Studies από τις Attwood και Smith (2014: 18), αποτελεί ίσως την πλέον
σημαντική διανοήτρια στο πεδίο μελέτης της πορνογραφίας.
2
Στην Constance Penley αποδίδονται συνήθως τα εύσημα ότι ήταν η πρώτη που δίδαξε μάθημα
πορνογραφίας ως κινηματογραφικό είδος (Kammeyer 2008: 104).

19
σκοπιά της κριτικής θεωρίας του κινηματογράφου 3. Ωστόσο, 10 χρόνια αργότερα, μετά
και τη δημοσίευση μιας επικαιροποιημένης δεύτερης έκδοσής του, η ιδέα των σπουδών
πορνογραφίας φαινόταν πιο εφικτή (2014: 25). Το 2004 όμως, όταν εκδόθηκε ο
περίφημος τόμος δοκιμίων με τίτλο Porn Studies, η Williams (2014: 25) ήταν πεπεισμένη
ότι ένα τέτοιο πεδίο ήταν όχι μόνο δυνατό, αλλά αναπόφευκτο. Μέχρι μάλιστα την
στιγμή της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου της το 1999, οι σπουδές πορνογραφίας είχαν
ήδη διαμορφωθεί ως ένα αναδυόμενο πεδίο που περιλάμβανε τόσο μια κριτική
ακαδημαϊκή συζήτηση σχετικά με την πορνογραφία, όσο και την σταδιακή απομάκρυνση
από τις κλασσικές διαμάχες περί πορνό (porn debates) που επικεντρώνονταν
αποκλειστικά σε διαφωνίες σχετικά με την βλαπτικότητα πορνογραφικού περιεχομένου
(βλ. και παρακάτω) (Attwood και Smith 2014: 1).
Έτσι, ουσιαστικά η μετάβαση που έχει συντελεστεί μέσω των σπουδών πορνό
είναι η αντιμετώπιση της πορνογραφίας λιγότερο ως κοινωνικού προβλήματος και
περισσότερο ως πολιτισμικής πρακτικής (Attwood 2010Β). Αυτό οφείλεται σε μια σειρά
από εξελίξεις που έλαβαν χώρα σε κάθε ξέχωρο θεσμικό χώρο - από τον πολιτικό και τον
οικονομικό, μέχρι τον κοινωνικό και τον πολιτισμικό. Σε ένα πρώτο αφαιρετικό επίπεδο
και για την οικονομία της συζήτησης, είναι κυρίως μια σειρά από παράγοντες που
οδήγησαν σε μια εκρηκτική αύξηση της διαθεσιμότητας πορνογραφικών και
σεξουαλικών υλικών παράλληλα με μια ολοένα διευρυνόμενη μαζικοποίηση της
κατανάλωσης πορνό. Είναι, με άλλα λόγια, η χρησιμοποίηση από πλευράς του χώρου της

3
Για τον Heffernan (1994: 78-9), η συμβολή της Linda Williams στην κατανόηση της πορνογραφίας με
όρους ιστορίας της σεξουαλικότητας μέσω του εν λόγω βιβλίου, είναι η συγκειμενοποίηση/πλαισίωση
(contextualization) του είδους μέσω της εξέτασης των ιδιαίτερων αφηγηματικών και αναπαραστατικών
χαρακτηριστικών του που αποσπά τη συζήτηση από την περιοριστική αναζήτηση νοημάτων μέσα από την
επικέντρωση στα σώματα των πρωταγωνιστών. Η Williams, δηλαδή, στο κλασσικό της έργο θέτει ως
αφετηριακό σημείο της ανάλυσής της την εκτίμηση ότι τα κλασσικά πορνογραφικά φιλμ που εξετάζει δεν
έχουν ποτέ ουσιαστικά κατανοηθεί και εξεταστεί με όρους που να σχετίζονται με του Λόγους περί
σεξουαλικότητας, αλλά ούτε έχουν μελετηθεί με άξονα τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα τους και τις
προσδοκίες ενός ετερογενούς κοινού. Σύμφωνα όμως με τον Heffernan (1994: 78), είναι η ανάλυση της
Williams (1989Β) για την ιστορία της σεξουαλικότητας η οποία την έφερε σε ανοιχτή σύγκρουση με τις
κατά-της-πορνογραφίας φεμινίστριες που θεωρούν τη γυναικεία σεξουαλικότητα ως ένα κομμάτι έξω από
την ιστορία, απαξιωμένο και υποβαθμισμένο από την πορνογραφία.

20
πορνογραφίας όλων των ειδών και των μέσων επικοινωνίας που την κατέστησαν
προσβάσιμη στα περισσότερα, αν όχι σε όλα τα κομμάτια των δυτικών κατά βάση
κοινωνιών, οπότε και την κατανάλωσή της τόσο σίγουρη όσο είναι «ο θάνατος και οι
φόροι», σύμφωνα και με την γνωστή φράση του Leverette (2003).
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει από τώρα να αναφερθεί ότι αυτή η μαζικοποίηση,
για ορισμένους και κανονικοποίηση, της πορνογραφίας οφείλεται σε ένα μέρος στην
οικιακά προσανατολισμένη κατανάλωσή του (Juffer 2004: 45) 4. Η έμφαση που δόθηκε
αρχικά με το έργο της Juffer (1998) στην «οικιακοποίηση» της πορνογραφίας
(domestication of pornography) αφορούσε τη σημασία του σπιτιού στην κατανάλωσή
της, διατηρώντας παράλληλα σταθερή τη σύνδεση της οικίας με άλλες περιοχές σε μια
αντίληψη που ξεπερνά τη θεώρηση μιας μη-διαφοροποιημένης δημόσιας σφαίρας 5. Αυτή
η «νέα οικογενειακή ζωή» (new domesticity), παράλληλα με την κατανάλωση μιας
σειράς πορνογραφικών υλικών μέσα στον οικιακό χώρο και τις ανασφάλειες του
«εξωτερικού κόσμου» των κοινωνιών της διακινδύνευσης στην ύστερη νεωτερικότητα,
έχουν συμβάλει στη μετατροπή της οικίας σε ένα χώρο «χαλάρωσης» που αποτελεί το
επίκεντρο για τη φαντασία - μια πολυποίκιλη, πολύμορφη και πολυλογική προκείμενη
(Barker, Ma. 2014: 144) - την επιθυμία και τη σεξουαλικότητα (Andrews 2003: 400).

1.1.1 Η πορνογραφία ως πεδίο δημόσιας συζήτησης

Σε ένα πιο γενικό επίπεδο και σύμφωνα με την Attwood (2007Β), υπάρχουν μια σειρά
από παράγοντες που πλαισιώνουν τους τρόπους με τους οποίους η πορνογραφία και η
συζήτηση γύρω από αυτή εξελίσσονται. Πρώτον, οι αλλαγές στους τρόπους με τους
οποίους το σεξ και το σώμα παρουσιάζονται, κατανοούνται και βιώνονται. Δεύτερον, οι
τεχνολογικές εξελίξεις, με βασικότερο άξονα το διαδίκτυο, που έχουν επιτρέψει την

4
Για τη σημασία της εισαγωγής του οικιακού βίντεο, του μέσου δηλαδή που αποτέλεσε κομβικό σημείο
στην στροφή προς την εντός σπιτιού κατανάλωση πορνό, και των αλλαγών που επέφερε, βλ. Melendez
2004.
5
Πιο ειδικά, είναι η έννοια της «ηθικής οικονομίας του νοικοκυριού» (moral economy of the household)
των Silverstone, Hirsch και Morley (1992) που, σύμφωνα με την Lillie (2004: 49), προσφέρει εδώ ένα
πολύ ισχυρό τρόπο περιγραφής του πώς οι πρακτικές της οικιακής κατανάλωσης των μέσων μαζικής
επικοινωνίας λαμβάνουν χώρα σε κάθε σπίτι και προσδιορίζουν τα θέματα πρόσβασης.

21
ανεμπόδιστη πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό. Τρίτον, οι αλλαγές στον τρόπο
προσδιορισμού της πορνογραφίας και της σημασίας της6. Τέταρτον, οι μεταβαλλόμενες
πολιτικές του σεξ και της οικειότητας που, στη βάση της περίφημης φεμινιστικής
αιτίασης ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό», κατέστησαν τις σεξουαλικές πρακτικές και
αναπαραστάσεις δημόσια και πολιτικά ζητήματα. Πέμπτον, οι αλλαγές στον ακαδημαϊκό
χώρο και ιδίως ο επαναπροσδιορισμός του ως έναν προσιτό και δημοκρατικό χώρο, αλλά
και η άνοδος των σπουδών επικοινωνίας και πολιτισμικών σπουδών - με τις εξελίξεις
εντός των εν λόγω επιστημονικών πεδίων να έχουν οδηγήσει στην αύξηση του
ενδιαφέροντος για την πολυσημία των κειμένων και τη σημασία του κοινού και, υπό
αυτή την έννοια, να φέρουν την πορνογραφία στο προσκήνιο της ανάλυσης καθιστώντας
την ένα αντικείμενο μελέτης ανοιχτό σε μια σειρά από ερμηνείες, αναγνώσεις, χρήσεις
ακόμα και απολαύσεις.
Από την άλλη υπάρχουν και πιο κριτικές προσεγγίσεις. Η Graham (2007), για
παράδειγμα, τονίζει τις γενικότερες δυσκολίες έναρξης ενός ειλικρινούς και εις βάθος
διαλόγου ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα και την κοινωνία για την πορνογραφία.
Μάλιστα μέμφεται τον ακαδημαϊκό χώρο ότι ουσιαστικά έχει συμβάλει στη δημιουργία
μιας προσχηματικής, ενδεχομένως εικονικής, συζήτησης. Πράγματι, υπάρχει μεγάλη
ανομοιομορφία στις σύγχρονες συζητήσεις γύρω από την πορνογραφία. Είναι κυρίως το
ότι ο δημόσιος διάλογος γύρω από την πορνογραφία επιδεινώνεται από το γεγονός ότι ο
ίδιος ο όρος είναι, κατά βάση, υποτιμητικός και συχνά συνδυάζεται ή παραπέμπει στη
βία και σε ανήθικες πράξεις ή επιθυμίες (Johnson 2003: 11). Η πορνογραφία δηλαδή,
τόσο ως έννοια όσο και ως πεδίο ανάλυσης, είναι «δύσκολη» και «ενοχλητική» υπό την
έννοια ότι εμφαίνει με δριμύτητα την σχέση ανάμεσα στους εμπλεκόμενους, τις
αναπαραστάσεις και τα συναισθήματα (Attwood 2007Β).

6
Αν και η Attwood εννοεί εδώ τη χειραφετική διάσταση της επιστημονικής γνώσης και τις
απελευθερωτικές τάσεις που διαμορφώνονται στο υστερο-νεωτερικό πλαίσιο γενικότερα, δεν θα πρέπει να
παραβλέπεται ότι είναι κυρίως η διαδικτυακή πορνογραφία, και πιο ειδικά η παιδική πορνογραφία μέσω
διαδικτύου, που απασχολεί κυρίως τα παραδοσιακά μέσα, με το ζήτημα να θεαματοποιείται υπό το πρίσμα
της τηλεοπτικής πραγματικότητας (O’Brien 2006: 270). Για το εν λόγω ζήτημα, βλ. και παρακάτω ενότητα
1.3.5.

22
Σε αυτό το πλαίσιο, η εμφάνιση των σπουδών πορνό συνάντησε και συναντάει
ακόμα ηθικές και πολιτικές αντιστάσεις, ακόμα περισσότερες και από αυτές των
σπουδών ταινιών θρίλερ (Attwood και Hunter 2009: 547) 7. Αρχικά η πλαισίωση της
πορνογραφίας κάτω από την σκέπη ενός αναγνωρισμένου, και αξιοσέβαστου εν πολλοίς,
επιστημονικού τομέα όπως είναι οι σπουδές κινηματογράφου, μπορεί να προσέφερε
κάποια νομιμοποίηση και ταυτόχρονα να έθεσε την πορνογραφία ως ένα ζήτημα των
μέσων επικοινωνίας και όχι ως ένα κοινωνικό πρόβλημα, εντούτοις όχι μόνο
«υπονόμευσε» το ίδιο το πεδίο, αλλά συσκότισε τα σημαντικά πολιτικά και κοινωνικά
ζητήματα που περιλαμβάνει. Η σύνδεση όμως με τα πολιτικά ζητήματα στο πλαίσιο της
συζήτησης για τις φεμινιστικές ενστάσεις στην πορνογραφία απομείωσε την παραπάνω
ναρκοθετική διάσταση (Attwood και Hunter 2009: 550).
Αυτή η επιστημολογική εξέλιξη έλαβε χώρα μέσα από την ένταξη των σπουδών
πορνό στο ευρύτερο κομμάτι των πολιτισμικών σπουδών (Palmieri 2007: 264). Σε
ορισμένες όψεις τους, βέβαια, οι σπουδές πορνό αποτελούν, σύμφωνα με τον Andrews
(2007Β: 51), ένα κομμάτι των σπουδών μέσων μαζικής επικοινωνίας και των σπουδών
κινηματογράφου - με την ανάλυση εδώ της πορνογραφίας να γίνεται συχνά με καθαρά
κινηματογραφικούς τεχνικούς όρους (Sicinski 2004). Όμως υπάρχει μια γενικότερη,
συχνά σιωπηρή, παραδοχή ότι οι σπουδές πορνό αποτελούν κατά βάση κομμάτι των
πολιτισμικών σπουδών στο οποίο εντάσσονται αναλυτικές και ερευνητικές προσεγγίσεις
από το χώρο των φεμινιστικών σπουδών, των σπουδών επικοινωνίας και μέσων μαζικής
ενημέρωσης, των σπουδών διαδικτύου, των σπουδών κινηματογράφου, της νομικής
επιστήμης, της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, της ψυχανάλυσης 8, των ανθρωπιστικών
σπουδών και της κοινωνικής/κοινωνιολογικής ανάλυσης 9.

7
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της τριμελούς επιτροπής μιας διπλωματικής εργασίας σε ένα
τουρκικό πανεπιστήμιο που απολύθηκε διότι στο πλαίσιο της εργασίας κατασκευάστηκε ένα πορνογραφικό
φιλμ, με αποτέλεσμα και το προσωρινό κλείσιμο ολόκληρου του τμήματος κινηματογράφου (Head 2011).
8
Η Williams (1989Β) θέτει συγκεκριμένα όρια αναφορικά με τις δυνατότητες της ψυχανάλυσης ως
ερμηνευτικό εργαλείο της πορνογραφίας, με την έννοια ότι η ψυχανάλυση, όπως και στον κινηματογράφο
έτσι και στην πορνογραφία, δεν ανακαλύπτει ούτε αντανακλά «αλήθειες» γύρω από τα φύλα και τη
σεξουαλικότητα, παρά τις κατασκευάζει.
9
Σε ένα, μάλλον επίμαχο άρθρο, ο McKee (2009) μιλά για τις διαφορές και τα προβλήματα, τόσο σε
ορολογικό όσο και σε μεθοδολογικό επίπεδο, που προκαλούνται στην επιστημονική συζήτηση από την

23
Ιστορικά, οι μελέτες γύρω από την πορνογραφία προέρχονταν κυρίως από τις
ΗΠΑ και, σε μικρότερο βαθμό, από την Μεγάλη Βρετανία, και αφορούσαν κυρίως
συζητήσεις γύρω από τη λογοκρισία, την ελευθερία του λόγου, το νομοθετικό πλαίσιο
καθώς και το ιστορικό της παραγωγής της (Nikunen και Paasonen 2007: 38). Η στροφή
λοιπόν που παρατηρείται στον τρόπο με τον οποίο η ακαδημαϊκή κοινότητα μελετά την
πορνογραφία στο πλαίσιο των σπουδών πορνό, ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει και την
κεντροευρωπαϊκή διανόηση εσχάτως10, αφορά μια σειρά από διαστάσεις - όπως η
ποικιλία και η ετερογένεια των πορνογραφικών κειμένων, η σημασία της αισθητικής, ο
πρωτοποριακός και avant-garde χαρακτήρας της πορνογραφίας, η μετατόπιση της
εστίασης από το βιολογικό (sex) στο κοινωνικό φύλο (gender)11, η εξέλιξη από το «απλό
πορνό» σε ένα πιο διαφοροποιημένο σύνολο αναπαραστάσεων, καθώς και η
συνειδητοποίηση της σημασίας των εννοιών της φυλής και της τάξης (Attwood 2007Β).
Πρέπει συνεπώς να διευκρινιστεί ότι στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής δεν
υιοθετείται πλήρως η λογική των σπουδών πορνό, στο βαθμό που αυτή αντιλαμβάνεται
την πορνογραφία μόνο ως μια πολιτισμική πρακτική. Εντάσσοντας όμως
κοινωνιοπολιτισμικά στοιχεία ανάλυσης και προκρίνοντας μια ερμηνευτικού χαρακτήρα
προσέγγιση του συνολικού φαινομένου της πορνογραφίας, μπορεί να ειπωθεί ότι η
παρούσα διατριβή συμβάλλει από την σκοπιά της στη διαμόρφωση και στη διεύρυνση

παράλληλη προσπάθεια μελετητών των ανθρωπιστικών σπουδών και των κοινωνικών επιστημών να
διερευνήσουν το ζήτημα της πορνογραφίας.
10
Για την Downing (2004: 267), είναι η προσέγγιση και το έργο του Baudrillard που, παρά τις ελλείψεις
του, μετέφερε υπό μια έννοια τη συζήτηση που λάμβανε χώρα προηγουμένως κυρίως στην αγγλο-
αμερικανική ακαδημαϊκή κοινότητα στην σφαίρα της σκέψης της ηπειρωτικής Ευρώπης. Σύμφωνα με τον
γνωστό θεωρητικό Jean Baudrillard (1979 όπως αναφέρεται στο Downing 2004: 267), η εμπορική
παραγωγή της πορνογραφίας εδράζεται και είναι ταυτόχρονα το αποτέλεσμα ενός πιο αρρενωπού
(masculinist) και ετεροπατριαρχικού (heteropatriarchal - βλ. και παρακάτω υποσημείωση 31) άξονα της
δύναμης που αναπαράγει και συνεχώς νομιμοποιεί εκ νέου την «υπερ-πραγματικότητα» (hyper-reality) της
φαλλικής σεξουαλικότητας στην εμπορευματική της μορφή. Παρά δηλαδή το γεγονός ότι τα επιχειρήματά
του ενδέχεται να μην λαμβάνουν υπόψη τόσο την ύπαρξη των μη τυποποιημένων, μη κερδοσκοπικά
προσανατολισμένων παραγωγών πορνογραφικού υλικού, προσδιορίζουν όμως το είδος της πορνογραφίας
ως ένα γενικότερο φαινόμενο με πολύ ακριβείς ιδεολογικές παραμέτρους.
11
Για το ζήτημα της κατασκευής του φύλου στις υστερο-νεωτερικές συνθήκες, βλ. ενότητα 2.2.8 «Το φύλο
ως κατασκευή».

24
του πεδίου των σπουδών πορνό (Attwood και Smith 2014: 3, Smith και Attwood 2014:
14-5), με την έννοια της κριτικής συμπερίληψης στοιχείων από τον ευρύτερο χώρο της
μελέτης της πορνογραφίας και της προσπάθειας για μια, με όρους McKee (2014: 61),
«δημιουργική μίξη». Στο πλαίσιο δηλαδή της παρούσας διατριβής, απορρίπτεται η
αιτίαση ότι οι σπουδές πορνό συνιστούν μόνο «όχημα για τη νομιμοποίηση των δράσεων
της βιομηχανίας του πορνό» στο βαθμό που ενδέχεται σε ορισμένα σημεία να
ταυτίζονται με στοιχεία από την επιχειρηματολογία της, αλλά και επισημαίνεται η
ανάγκη η επιστημονική σκέψη να διατηρήσει μια απόσταση - με την έννοια της κριτικής
επιφύλαξης από την υιοθέτηση μιας ρητορικής και φρασεολογίας που παραπέμπει
ευθέως στον άκρως εμπορευματοποιημένο χαρακτήρα της πορνογραφίας. Στην
παραπάνω λογική, όπως θα υποστηριχθεί και παρακάτω (βλ. ενότητα 1.1.3), βασίζεται
και η χρήση των εννοιών/όρων «πορνογραφία» και «πορνό» στο παρόν κείμενο.
Η Williams (2014: 24) πάντως σημειώνει ότι ο χώρος μελέτης της πορνογραφίας
στο σύνολό του χαρακτηρίζεται, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, από την
(υπερ)πληθώρα των εργασιών πάνω στην γκέι (gay) πορνογραφία σε σχέση με αυτές
πάνω στο ετεροφυλόφιλο πορνό, την υποεκπροσώπηση της μαλακής (softcore)
πορνογραφίας (βλ. παρακάτω) στην εργογραφία, την σχεδόν ανυπαρξία ενός «αρχείου»
(archive) πορνογραφίας και την ανάγκη για πρωτότυπες μονογραφίες από τους μελετητές
της. Σε κάθε περίπτωση όμως, παρατηρείται μια σταδιακή απαγκίστρωση από τη
νομοκεντρική και φιλοσοφική προσέγγιση σε μια πολιτισμικοκεντρική και με έμφαση
στη διαμεσολαβημένη επικοινωνία προσέγγιση 12. Ορθά λοιπόν ο Jensen (2007Α όπως

12
Παρά το ότι γενικότερα η διαμεσολαβημένη σεξουαλικότητα είναι ένα τεράστιο πεδίο ανάλυσης, είναι η
πορνογραφία εκείνη που έχει κυριαρχήσει και έχει τραβήξει το ενδιαφέρον (McNair 2009Β: 559). Για τις
δε ανάγκες της παρούσας εργασίας υιοθετείται η ευρεία, ιστορική και μακροσκοπική, χρήση της έννοιας
της διαμεσολάβησης (mediation) που προκρίνει η Livingstone (2009). Η κατά Livingstone διαμεσολάβηση
περιλαμβάνει την έννοια της μεσοποίησης (mediatization) και ξεπερνά τη μονολογική διάκριση των δύο
που είθισται να απαντάται στη βιβλιογραφία - σύμφωνα με την οποία η διαμεσολάβηση νοείται ως μια
οντολογική συνθήκη όπου η επικοινωνία γίνεται με την παρεμβολή κάποιου μέσου και η μεσοποίηση ως
μια ιστορική συνθήκη όπου στο σύγχρονο κόσμο η επικοινωνία γίνεται ολοένα και πιο διαμεσολαβημένα.
Σε αυτό το πλαίσιο, για παράδειγμα, η μελέτη της πορνογραφίας οφείλει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της
μια σειρά από νέες διαστάσεις στο χώρο της διαμεσολαβημένης επικοινωνίας όπως η διαμεσικότητα

25
αναφέρεται στο McGann 2009: 132-3) θέτει ως απαραίτητη για τη μελέτη της
πορνογραφίας τη συμπερίληψη και των τριών βασικών πτυχών ανάλυσης κειμένων των
μέσων. Την κειμενική ανάλυση για την αναζήτηση κωδίκων, συμβάσεων, αφηγηματικών
στρατηγικών και ιδεολογικών προεκτάσεων, την πολιτική οικονομία για τη διερεύνηση
των συνθηκών και των πλαισίων παραγωγής των κειμένων, και τις σπουδές πρόσληψης
(reception studies) ώστε να κατανοηθούν οι τρόποι κατανάλωσης των κειμένων και οι
επιδράσεις αυτών.
Με άλλα λόγια, μια κίνηση προς την κατεύθυνση της πλαισίωσης της
πορνογραφίας περιλαμβάνει: 1) τη θεώρηση του τρόπου με τον οποίο η πορνογραφία
σηματοδοτεί έννοιες και πρακτικές μέσα σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο, 2) τη
μελέτη της ως κατηγορία βέβηλων δράσεων, ως «εκτός νόμου» Λόγου και ως
απαξιωμένου και χαμηλής ποιότητας πολιτιστικού προϊόντος, 3) την προσεκτική εξέταση
συγκεκριμένων κειμένων πορνογραφικού χαρακτήρα, 4) την προσπάθεια να περιγραφούν
τα γενικά χαρακτηριστικά της πορνογραφίας μέσα σε ένα φάσμα μέσων μαζικής
επικοινωνίας, και 5) την έρευνα των τρόπων με τους οποίους η πορνογραφία
καταναλώνεται και ενσωματώνεται στην καθημερινή ζωή (Attwood 2002Β: 93). Μια
πραγματικά, δηλαδή, χρηστική εννοιολόγηση για τον Nagel (2002: 75) της πορνογραφίας
πρέπει να σημαίνει και μια στροφή στην πραγματική εμπειρία της κατανάλωσης πορνό.
Πρέπει να συνιστά μια σύνδεση και σύνθεση τόσο των θέσεων που καταγράφονται σε
μια ποιοτική, εθνογραφικού χαρακτήρα έρευνα, όσο και της υποκειμενικής θέασης από
πλευράς του ερευνητή-καταναλωτή πορνογραφίας - διότι σε κάθε άλλη περίπτωση θα
υπήρχε είτε μια μονοδιάστατη καταγραφή των εμπειριών άλλων ανθρώπων, είτε η
ανάδειξη προϋπαρχουσών αντιλήψεων για το εν λόγω φαινόμενο.
Στη βάση αυτών των επιστημολογικών και μεθοδολογικών προκείμενων είναι
που αναδείχθηκε το πόσο το δυαδικά, διχοτομικά δομημένο παράδειγμα («είτε-είτε»,
«υπέρ-κατά»), που αποτυπώθηκε πλήρως στη λογική της διαμάχης για το πορνό (porn
wars)13, κατέστησε εξαιρετικά δύσκολη την ανάλυση της πορνογραφίας και των λοιπών

(intermediality), η διακειμενικότητα (intertextuality) και η πολυτροπικότητα (multimodality) που


επηρεάζουν αναμφισβήτητα και την κατανάλωση πορνό (Nikunen και Paasonen 2007: 30).
13
Οι περίφημοι πόλεμοι γύρω από το πορνό, που έλαβαν χώρα για περίπου δύο δεκαετίες (1970-1980)
κυρίως εντός της αμερικανικής κοινωνίας, ήταν ουσιαστικά πόλεμοι για τη σεξουαλικότητα (Wasserman

26
σεξουαλικών αναπαραστάσεων από διαφορετικές οπτικές (Attwood 2002Β: 92).
Δημιουργήθηκε, δηλαδή, ένα πλαίσιο συζήτησης για υπέρβαση αυτού που η Juffer
(1998: 2) ονόμαζε «κουρασμένη δυαδικότητα» (tired binary). Σε αυτό το πλαίσιο
εντάσσεται και η επισήμανση των Smith και Attwood (2014: 9) ότι το να είναι
«κριτικός» κάποιος στην ανάλυση της πορνογραφίας θεωρούνταν πάντα το να είναι
κατά-του-πορνό, με την έννοια της άσκησης κριτικής στην πορνογραφία, και μόνο
περιστασιακά αφορούσε την παράθεση «όλων τις προοπτικών και πτυχών» της εκάστοτε
κριτικής. Στην ίδια λογική και η Williams (2014: 28), για την οποία, η «πραγματική»
κριτική δεν λαμβάνει μόνο θέση αναφορικά με το με ποια πλευρά τάσσεται, αλλά
«πηγαίνει βαθιά», θέτει ερωτήματα και προβαίνει σε λεπτομερή ανάλυση - η πραγματική
κριτική δηλαδή, κινείται πέρα από το τη σαφή τοποθέτηση σε σχέση με τον υπέρ/κατά-
της-πορνογραφίας διαχωρισμό. Η Attwood (2002Β: 92-3), πάντως, θεωρεί ότι η
υπέρβαση αυτών των δεσμεύσεων μπορεί να γίνει με λιγότερο επικριτικές προσεγγίσεις
στα θέματα των οπτικών αναπαραστάσεων, της σεξουαλικής διέγερσης και της
σεξουαλικής πράξης. Για παράδειγμα, για τους Frable, Johnson και Kellman (1997: 348),
η γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στην κοινωνική μελέτη και τη, ριζοσπαστική κατά
βάση, φεμινιστική σκέψη και κριτική, σημαίνει την επικέντρωση της προσοχής στο
περιεχόμενο της πορνογραφίας και κατ’ επέκταση στη δόμηση καινούριων ερωτημάτων
και την υιοθέτηση νέων μεθόδων.

1.1.2 Η πορνογραφία ως ιστορικοκοινωνικό φαινόμενο

Συνολικά, το ακαδημαϊκό και δημόσιο ενδιαφέρον για την πορνογραφία έχει


δημιουργήσει μια «μεταπορνογραφία», έναν Λόγο δηλαδή «για όλες τις εποχές» που
αφορά μια σειρά από κοινωνιοπολιτισμικές διαστάσεις και όχι μόνο τις όψεις ενός είδους
οπτικής αναπαράστασης (Wicke 1991: 176-9), ενός είδους που περιέχει από μόνο του

1996: 62). Οι διαμάχες δηλαδή γύρω από την έννοια της πορνογραφίας και περί του πότε κάτι είναι
«χυδαίο/αισχρό/άσεμνο» συχνά χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση συσχετισμών εξουσίας με σκοπό
τον καθορισμό της «σεξουαλικής κανονικότητας» (sexual normality) (Cocks 2004: 483).

27
μια διάσταση παγκοσμιότητας (Cante και Restivo 2004: 110)14. Βασική όψη αυτής της
ρητορικής είναι η κατανόηση της ιστορικότητας της έννοιας της πορνογραφίας στις
νεωτερικές και υστερο-νεωτερικές, κατά βάση, συνθήκες. Για την Palczewski (2001: 5),
για παράδειγμα, δεν υπάρχει μια «πλήρης», δόκιμη ιστορική καταγραφή του περάσματος
της πορνογραφίας από την αφάνεια (obscurity) των αρχαίων χρόνων στο σύγχρονο
μαζικό φαινόμενο που στερείται ιστορικής αναγωγής και κυρίαρχου/νόμιμου ορισμού,
παρά μόνο κατασκευές αυτής της διαδρομής με κύριο χαρακτηριστικό το διφορούμενο
και την αβεβαιότητα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η ιστορικός Lynn Hunt (1993:
11), η ανάγκη για μια πλήρη ιστορική καταγραφή για την κατανόηση του φαινομένου της
πορνογραφίας είχε επισημανθεί και στην περίφημη Έκθεση της Επιτροπής Meese το
1986 (βλ. ενότητες 1.4.4 και 1.4.5).
Αυτό στο οποία ουσιαστικά αναφέρονται οι παραπάνω και καταδεικνύει τη
σημασία της μελέτης της πορνογραφίας (και) με μια μακροϊστορική οπτική, είναι ότι η
ιστορική πορεία της πορνογραφίας στη νεωτερικότητα αποτελεί και μια ερμηνευτική
προσέγγιση στην κατανόηση της κοινωνικής κατασκευής της πορνογραφίας ως κάτι
ανάρμοστο, άσεμνο και νοσηρό. Κατασκευή που σχετίζεται, καλλιεργείται και
αναπαράγεται μέχρι και στις σύγχρονες υστερο-νεωτερικές συνθήκες μέσω μιας
επιστημονικής και κοινωνικής ρητορικής που βασίζεται στο Λόγο του παραδείγματος
των επιδράσεων, δηλαδή τη βασική ιδέα ότι οι τεχνολογίες και τα μέσα ευθύνονται για
τη διαμόρφωση στάσεων, συμπεριφορών και πρακτικών (βλ. κεφάλαιο 1.3). Τα αίτια
όμως βρίσκονται πολύ πιο πίσω. Η επινόηση δηλαδή της πορνογραφίας ως κατηγορία
ενός καινούριου πεδίου δεν σήμαινε σε ορισμένες όψεις της τίποτε άλλο παρά έναν
αναχρονιστικό τρόπο ονοματοδότησης ως πορνογραφία κειμένων και εικόνων που ήταν
ενταγμένα σε άλλα κοινωνικοϊστορικά πλαίσια (Steintrager 2006: 201) 15.

14
Για την Smith (2007Β: 51) δεν υπάρχει μια ενιαία, συνεκτική πορνογραφία που θα πρέπει να
προσδιοριστεί αυστηρά, παρά μόνο προσπάθειες να προσδιοριστούν όλες οι ιδιαίτερες περιπτώσεις
σεξουαλικών υλικών στα ιστορικά, γεωγραφικά και κοινωνικά τους πλαίσια. Ο Lindfors (1973), για
παράδειγμα, στη βάση αυτής της λογικής τόνιζε από πολύ νωρίς και αναδείκνυε τις σημαντικές
διαφοροποιήσεις της αφρικανικής πορνογραφίας από την ευρωπαϊκή και την αμερικανική.
15
Για παράδειγμα, πολλά από όσα οι παλαιότερες γενιές θεωρούσαν πορνογραφικά σήμερα φαίνονται,
προσεγγίζονται ή και περιβάλλονται από μια ορισμένη αθωότητα και ένα νοσταλγικό συναισθηματισμό
(Johansen 2004: 39).

28
Έτσι, η πορνογραφία με τη μορφή και την έννοια που την κατανοούμε σήμερα
δεν υπήρχε ως έννοια σε προνεωτερικές περιόδους, αλλά αναδύθηκε το 16ο αιώνα και
μετά (Hunt 1993: 30). Είναι κυρίως οι τεχνολογικές εξελίξεις στις αρχές του 19ου αιώνα
που επέτρεψαν την κερδοφόρα, ευρεία διάδοσή της με τη μορφή έντυπου υλικού. Η
ανακάλυψη δηλαδή της τυπογραφίας από μόνη της δεν άλλαξε και πολλά πράγματα,
αφού η πορνογραφία, με τα βασικά νεωτερικά χαρακτηριστικά της, εφευρέθηκε το 16ο
αιώνα όταν διάφοροι συγγραφείς και επαναστάτες αναζητούσαν τρόπους για να
αμφισβητήσουν την εξουσία της Καθολικής Εκκλησίας. Πιο συγκεκριμένα, κατά το 16ο-
18ο αιώνα η πορνογραφία ήταν συνώνυμη με την πολιτική ανυπακοή και τον αγώνα για
εκδημοκρατισμό (1993: 10-2). Η σχέση επαναστατικών, αντικαθεστωτικών ιδεών και
πορνογραφίας ήταν άμεση, με πολλά «πορνογραφικά» κείμενα να θεωρούνται
επικίνδυνα για το καθεστώς και να διώκονται ως τέτοια (1993: 30-1). Κατά την περίοδο
δηλαδή αυτή, τα σεξουαλικά φυλλάδια ήταν το όχημα για επιθέσεις εναντίον πολιτικών
και θρησκευτικών αρχών, για αυτό και η πορνογραφία αρχικά συνδέθηκε με την
ελεύθερη σκέψη, αλλά και τέθηκε ως αντικείμενο προς ρύθμιση με την έννοια της
απειλής για την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Μεταβατικό σημείο από έναν «κοινόχρηστο» (communal), «δημόσιο» τρόπο
ζωής σε μια ιδιωτικά περιορισμένη και εσωστρεφή ευαισθησία (sensibility) θεωρείται ο
17ος αιώνας, με τα στοιχεία αυτά να γίνονται πιο ευδιάκριτα από το 18ο αιώνα και μετά.
Η αυξανόμενη διαθεσιμότητα και η ανάπτυξη μιας αγοράς για την πορνογραφία η οποία
συμβαδίζει με την επέκταση μιας «κουλτούρας της εκτύπωσης», ή όπως ο Postman
(1985) θα έλεγε του «λογοκεντρικού πολιτισμού», θεωρείται ως μέρος αυτής της
αλλαγής με κατεξοχήν παράδειγμα την ιδιωτική κατανάλωση του έντυπου υλικού για
προσωπική αναψυχή. Δεν είναι τυχαίο ότι η πορνογραφική λογοτεχνία του 17ου αιώνα
επικαλείται επανειλημμένα την ιδέα μιας διάκρισης δημόσιου-ιδιωτικού που παράγει μια
ερωτική αφήγηση στην οποία η ψευδαίσθηση της ιδιωτικής ζωής συνεχώς παραβιάζεται
από την άσκηση της ηδονοβλεπτικής ευχαρίστησης (Toulalan 2001) 16.

16
Για παράδειγμα, το L’Escholle des Filles (The School of Venus, 1655) του οποίου ο συγγραφέας ακόμα
και σήμερα παραμένει ανώνυμος (για ορισμένους το έργο αποδίδεται στον Michel Millot) και το The
London Cuckolds (1682) του Edward Ravenscroft.

29
Στο 18ο αιώνα, την «εποχή του αισθησιασμού» (age of sensualism), παρατηρείται
μια γενικότερη τάση (επαν)ανακάλυψης της ευχαρίστησης ως πολύτιμο συστατικό
στοιχείο της ανθρώπινης εμπειρίας (Cook 2009: 453), και περίπου στα τέλη του μια
έκρηξη λόγων, εικόνων και κειμένων γύρω από τη σεξουαλικότητα και το σεξ (Smith-
Rosenberg 1982: 325). Είναι σαφές ότι ένα κομμάτι της ιστορίας της σεξουαλικότητας
είναι και η ιστορία της πορνογραφίας (Kraakman 1994: 517) - με τα τέλη 18ου και 19ου
αιώνα να είναι ιδιαίτερης σημασίας για την στροφή και την ενασχόληση με τα ζητήματα
της σεξουαλικότητας τόσο στο επίπεδο των εννοιών, όσο και σε αυτό των προσεγγίσεων,
ακόμα και των λέξεων (Sigel 2000Β: 395)17. Πρόκειται για μια κοινωνική διαδικασία
που λαμβάνει χώρα με τους χρονισμούς και τους τροπισμούς της πρώιμης
νεωτερικότητας και επηρεάζει τη μετέπειτα εξέλιξή της (βλ. και ενότητα 1.4.6).
Είναι, λοιπόν, στο 19ο αιώνα που η πορνογραφία αποκτά τη σημασία που έχει
σήμερα και συνδέεται με τη ρύθμιση του «άσεμνου» όπως έχει καταγραφεί και στην
Έκθεση της Επιτροπή Meese (Hunt 1993: 12). Σε αυτή την περίοδο είναι που ξεκινά η
«κλινικοποίηση» (clinicalization) της κατανάλωσης της πορνογραφίας και των
επιπτώσεών της με την ισχυροποίηση του ιατρικού κατεστημένου και της γνώσης ως
απόλυτη αρχή. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι ο πρώτος ορισμός της πορνογραφίας
συναντάται σε ιατρικό λεξικό το 1857 για να περιγράψει ένα κομμάτι των ερευνών
δημόσιας υγείας για εκδιδόμενες γυναίκες (McConahay 1988: 36). Πρόκειται ουσιαστικά
για μια ιατρικοποίηση (medicalization) της σεξουαλικής επιθυμίας που μετουσιώνει εδώ
τις κυρίαρχες τον προηγούμενο αιώνα αντιλήψεις ότι μέσω της εκπαίδευσης τα παιδιά
μπορούν να χαλιναγωγήσουν τις «άγριες εσωτερικές διαθέσεις» τους, διότι ο αυνανισμός
θεωρείτο κάτι επιζήμιο για το μυαλό, το σώμα και την κοινωνία (Darby 2003). Για
παράδειγμα, στο πλαίσιο της δυτικής παράδοσης, ο αυνανισμός ήταν η πρώτη
«ασθένεια» της σεξουαλικής επιθυμίας που έγινε θέμα δημόσιας ανησυχίας (Simon
1996: 114)18. Είναι δηλαδή ιδιαίτερα ανοιχτό ζήτημα το από πότε ήταν κατανοητός ο

17
Ο Faflak, (2005: 79) χαρακτηρίζει την υπερβολή της έκφρασης γύρω από τον εαυτό την εποχή του
Ρομαντισμού ως κάτι πορνογραφικό λόγω της απαγόρευσης ορισμένων ειδών εκείνη την εποχή που
καθιστούσε τα «πέραν του δέοντος» κείμενα για τον εαυτό μια πορνογραφικού τύπου έκφραση.
18
Παρά πάντως τις επιμέρους ιατροκεντρικές κριτικές, ο Darby (2003: 738) επιχειρηματολογεί ότι το
μεγαλύτερο μέρος των ιατρικών επιχειρημάτων κατά του αυνανισμού είχαν θεολογική βάση.

30
αυνανισμός με τους όρους που γίνεται σήμερα (Cryle 2009: 440-2). Και αυτό διότι το
«μοναχικό σεξ» (solitary/solo sex) έχει θεωρηθεί κατά καιρούς, ακόμα και σήμερα
θεωρείται για ορισμένους, από μια εγκόσμια αμαρτία και αιτία αρρώστιας, μέχρι μια
κατεξοχήν σολιψιστική δραστηριότητα, αλλά και «αποκορύφωμα» της σεξουαλικής
ευχαρίστησης (Attwood, Bale και Barker 2013: 11).
Έτσι, η «ηθικολογική επίθεση» στην πορνογραφία κλιμακώνεται ως
συντηρητικός λόγος το 19ο αιώνα τόσο με τον ερχομό του μαζικού αλφαβητισμού, όσο
και με τη μαζική παραγωγή κειμένων λαϊκής κουλτούρας ελέω των τεχνολογικών
εξελίξεων στο χώρο της τυπογραφίας, αλλά και των ρυθμίσεων όμως, που ακόμα
χαρακτήριζαν τη διακίνηση τέτοιων κειμένων (Hunt 1993: 19). Αυτές δηλαδή οι
εξελίξεις κατέστησαν προσβάσιμα τα «πέρα των ορίων της καθεστηκυίας τάξης» έργα
που στην πρότερη περίοδο δεν ήταν και τώρα πια, λόγω του «εξωτικού και επικίνδυνου»
χαρακτήρα τους, έπρεπε να «παταχθούν» (1993: 45). Πιο συγκεκριμένα, ήδη με την
εξάπλωση της τυπογραφίας το 19ο αιώνα, οι άνδρες των ανώτερων τάξεων
αντιμετώπιζαν το «πρόβλημα» οι γυναίκες να αποκτήσουν πρόσβαση σε πορνογραφικά
κείμενα των οποίων ο σεξουαλικός χαρακτήρας γινόταν όλο και πιο ρητός
εγκαταλείποντας την αρχική πολιτική χροιά (1993: 42). Αυτός ο κίνδυνος τους οδήγησε,
σύμφωνα και με την περίφημη ορολογία του Kendrick (1987), να περικλείσουν τα εν
λόγω κείμενα σε «κλειστά μουσεία», να περιορίσουν δηλαδή την πρόσβασή τους στο
κοινό των ανώτερων τάξεων το οποίο είχε ήδη «εκπαιδευθεί» στην χρήση τους.
Ο Kendrick (1987 όπως αναφέρεται στο Kammeyer 2008: 27) δηλαδή, είναι
αυτός που με το έργο του ανέδειξε το φαινόμενο του περιορισμού των σεξουαλικών
υλικών σε μεγάλο βαθμό σε πλούσιους και υψηλού κύρους πολίτες κατά το 19ο αιώνα,
όπου στις τότε ευρωπαϊκές κοινωνίες οι πλούσιοι άνδρες ήταν οι μόνοι πολίτες με τη
δυνατότητα να βλέπουν και να κατέχουν πορνογραφικό υλικό. Όταν, λοιπόν, οι γυναίκες,
τα παιδιά, οι φτωχοί και οι μαύροι άρχισαν να καταναλώνουν πορνογραφία σιγά σιγά
κατά τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, δεν ήρθαν σε επαφή παρά μόνο με τις
ηγεμονικές κατασκευές της σεξουαλικότητας (Sigel 2000Α: 878). Έτσι, ενώ η
πορνογραφία άκμασε, υπό αυτή την έννοια, το 19ο αιώνα, αποτελούσε σαφώς και ένα
ταμπού, μια «βρώμικη» μορφή ομιλίας που είχε την ανάγκη ενός πατερναλιστικού
κανονισμού από άτομα με «επαρκή ηθική και πνευματική ακεραιότητα» για να

31
παραμείνουν ανεπηρέαστα από αυτή. Μια προσέγγιση που κυριάρχησε και τον 20ο
αιώνα και, παρά τη συνολική και σημαντική συμβολή των δυνάμεων του φεμινισμού στο
σεξιστικό χαρακτήρα της κυρίαρχης τάσης στην πορνογραφία, βοήθησε στη διαιώνιση
της παραπάνω εξουσιαστικής σχέσης (Attwood 2007Β). Με άλλα λόγια, η πορνογραφία
με τον τρόπο που σχηματοποιήθηκε από το 19ο αιώνα και μετά, δεν σκόπευε να
κατασκευάσει και να αναδείξει την ισότητα και «σημεία ισορροπίας» (equilibrium), αλλά
να αναδείξει και να ταυτιστεί με την ανισότητα, τη βία και τη σεξουαλικότητα (Ferguson
1991: 7). Είναι πάνω σε αυτή τη βάση που η Hunt (1993) επιχειρηματολογεί ότι η
πορνογραφία αποτελεί πάνω από όλα ένα ζήτημα ρύθμισης της πρόσβασης σε
«ανάρμοστο» περιεχόμενο και κατ’ επέκταση ρύθμιση της ίδιας της σεξουαλικότητας.
Με την εφεύρεση της φωτογραφίας και του κινηματογράφου στη συνέχεια στον
20ο αιώνα, οι πορνογραφικές εικόνες προκάλεσαν την «πλήρη» διατάραξη των ορίων
ανάμεσα στις, σε τελευταία ανάλυση, ιδεοτυπικές κατηγορίες του πραγματικού και της
αναπαράστασης - όπου από τη μια πλευρά η πορνογραφία ως μορφή σεξουαλικής
πρακτικής δεν είναι «αρκετά πραγματική» αλλά ένα απλό υποκατάστατο και από την
άλλη, ως αναπαράσταση είναι «αρκετά πραγματική» επειδή προκαλεί σεξουαλική
διέγερση, εγείρει αντίστοιχα με του πραγματικού ζητήματα αλλά και είναι αρκούντως
αμφίσημη, μιας και οι πρωταγωνιστές της «πραγματικά το κάνουν» (Attwood 2007Β).
Εάν δηλαδή θεωρηθεί η πορνογραφία ως ένα είδος που αφορά τη ρητή αναπαράσταση
της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, προκύπτει ότι σε όλη της την ιστορία ένα από βασικά
χαρακτηριστικά της ήταν η προσπάθεια να προβεί σε αναπαραστάσεις, ελέω και των
όποιων τεχνολογικών εξελίξεων, που να φαίνονται όσο το δυνατόν πιο αυθεντικές
(Hardy 2008: 60)19.
Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι αν και δεν αμφισβητείται ο ριζικός
χαρακτήρας των αλλαγών που έχουν επιφέρει οι τεχνολογικές εξελίξεις στην
κατανάλωση των πορνογραφικών υλικών, υπάρχουν ιστορικές συνέχειες, καθώς και
ασυνέχειες που θα πρέπει να επισημαίνονται (Beetham 2006: 232). Με άλλα λόγια,
πρέπει να επισημανθεί εμφατικά ότι το σύνολο της πορνογραφικής εμπειρίας είναι το

19
Ενώ οι τεχνολογικές εξελίξεις φαίνεται να αποδείχθηκαν πιο γρήγορες στην παροχή σεξουαλικών
υλικών και πορνογραφίας στο ευρύ κοινό προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο το ραδιόφωνο όσο και η
τηλεόραση φαίνεται ότι άργησαν να καλύψουν την εν λόγω τάση (Kammeyer 2008: 178-9).

32
αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών
εξελίξεων που κάθε φορά διαμορφώνουν με το δικό τους τρόπο τις αλλαγές σε όλα τα
επίπεδα της παραγωγής και κατανάλωσης πορνό. Για παράδειγμα, ο δρόμος της
«πολιτισμικής νομιμοποίησης» της σκληρής πορνογραφίας (hardcore) και η
συνακόλουθη επιρροή της σε άλλους σεξουαλικούς Λόγους μέσω και των δυνατοτήτων
για υιοθέτηση νέων τεχνολογιών διανομής, άνοιξε με τη νομιμοποίηση της δημόσιας
έκθεσης πορνογραφικών ταινιών στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στις ΗΠΑ (Williams
1989Β).
Είναι δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 που μεγάλα πλέον κομμάτια της
αμερικανικής κοινωνίας αρχίζουν να έρχονται σε επαφή με τη δικής τους, εγχώριας
παραγωγής σκληρή πορνογραφία. Μέχρι τότε, ήταν μόνο τα ευρωπαϊκά φιλμ αυτά που
προβάλλονταν, κυρίως τις δεκαετίες 1950 και 1960, σε περιορισμένες αμερικανικές
κινηματογραφικές αίθουσες (Williams 2006: 337). Αυτή η σταδιακή εξάπλωση της
κατανάλωσης πορνό μέσω του κινηματογράφου στις ΗΠΑ αποτέλεσε την πλέον
σημαντική στροφή στο χώρο της πορνογραφίας - με την έννοια της ένταξης στην
κατανάλωση πορνό κοινωνικών στρωμάτων και κατηγοριών που εκτείνονται πέρα από
τους πλούσιους, μεγαλύτερης ηλικίας άνδρες των πρότερων περιόδων 20. Είναι σε αυτή
την περίοδο που ο χώρος της παραγωγής πορνογραφικών ταινιών αρχίζει και
σχηματοποιείται, ελέω και του συνολικού οικονομικού κύκλου εργασιών που ολοένα και
αυξάνεται, σε μια βιομηχανία θεάματος, ή αλλιώς σε αυτό που είθισται να αποκαλείται
πλέον ως «βιομηχανία ενήλικης διασκέδασης» (adult entertainment industry).
Για τον Simpson (2004: 635), το κρίσιμο συστατικό για την επιτυχία της
βιομηχανίας του πορνό (porn indusrty) είναι η υιοθέτηση του μοντέλου
επιχειρηματικότητας στο χώρο του θεάματος που κυριάρχησε στο Χόλυγουντ από το
1920 μέχρι τα τέλη του 1960. Ένα οικονομικό μοντέλο δηλαδή που στη βάση του είχε το

20
Το Deep Throat (1972) είναι κατά πολλούς η πιο εμπορική και εμβληματική ταινία πορνό στην ιστορία
του κινηματογράφου, τα έσοδα όμως από την οποία φαίνεται ότι κατέληξαν στις τσέπες της αμερικανικής
μαφίας μιας και ένα μέλος της ήταν εκείνος που την είχε αρχικά χρηματοδοτήσει (Kammeyer 2008: 134).
Η ταινία φαίνεται ότι συνέβαλε στο να γίνει πιο αποδεκτή η πορνογραφία από ένα μεγάλο κομμάτι της
αμερικανικής κοινωνίας για πρώτη φορά (2008: 135). Από την στιγμή που την ταινία είδαν εκατομμύρια
αμερικάνων, ήταν πολύ δύσκολο πια, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, «να μπει το τζίνι πίσω στο
μπουκάλι» (2008: 137).

33
άνοιγμα σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας. Ο βαθμός δηλαδή
βιομηχανοποίησης και επαγγελματισμού που άρχισε όλο και περισσότερο να
χαρακτηρίζει τη βιομηχανία του πορνό κατά τα πρότυπα του χολυγουντιανού μοντέλου 21,
αποτελεί μια διάσταση που εν μέρει ερμηνεύει τη νομιμοποίησή της σε κάποιο βαθμό,
τόσο ως εργασιακό τομέα όσο και ως πεδίο διασκέδασης (Jones 2005: 139). Για
παράδειγμα, η πρόσβαση στην πορνογραφία ευρύτερων στρωμάτων μέσω του
κινηματογράφου από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, και κυρίως η βασισμένη σε
χαρακτήρες αφηγηματική μορφή στο πορνογραφικό φιλμ (feature) που επικράτησε
εκείνη την περίοδο22, έδωσε την αρχική ώθηση στη βιομηχανία του πορνό να
προσπαθήσει και να κατασκευάσει το δικό της star system (Willemen 2004: 19)23. Είναι
στη βάση τέτοιων, εμπορευματικού και διαφημιστικού χαρακτήρα, δράσεων που
τονίζεται επιτακτικά ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας της βιομηχανίας του πορνό και η,
σύμφωνα με την Dines (2010Α), πλήρης απουσία ενδιαφέροντος για το σεξ αυτό
καθαυτό από μεριάς της. Όπως έχει τονίσει και ο Jensen (2011: 32) χαρακτηριστικά, τα
DVD και οι ιστοσελίδες παροχής πορνογραφικού περιεχομένου δεν κατασκευάζονται
συνήθως από «αγωνιζόμενους καλλιτέχνες που εργάζονται σε μοναχικές σοφίτες και
παλεύουν ακούραστα να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τα μυστήρια της
σεξουαλικότητας».
Έτσι, και σε ένα πιο γενικό επίπεδο, φαίνεται να κυριαρχεί η άποψη ότι η
πορνογραφία δεν διαφέρει σε τίποτα από τις άλλες βιομηχανίες μέσων μαζικής
επικοινωνίας (Esch και Mayer 2007: 105). Μπορεί να αποτελεί το λεγόμενο «μαύρο
πρόβατο» της βιομηχανίας της διασκέδασης (Schaefer 2004: 370), το μέγεθος της όμως
και η ταχύτητα με την οποία έχει αναπτυχθεί είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη (Pope κ.α.

21
Η πλειονότητα, για παράδειγμα, των φιλμ που γυρίζονται στις ΗΠΑ κινηματογραφούνται στην Πολιτεία
της California, στην περιοχή Chatsworth (Kammeyer 2008: 139).
22
Για μια συνολική προσέγγιση του πορνογραφικού αφηγηματικού είδους που άνθησε μέχρι τα μέσα της
δεκαετίας του 1980, οπότε και η εισαγωγή του οικιακού βίντεο άλλαξε τους χώρους και τρόπους
κατανάλωσης, βλ. Schaefer 2004.
23
Γενικότερα, οι λόγοι που φαίνεται να οδηγούν ανθρώπους στο να απευθυνθούν για εργασία στη
βιομηχανία του πορνό είναι η ανάγκη για χρήμα, η επιθυμία για δόξα, η αίσθηση ελευθερίας και
ανεξαρτησίας, οι ευκαιρίες για νέες κοινωνικότητες, η έφεση σε σεξουαλικούς πειραματισμούς και η
διάθεση για σεξουαλικές επαφές πλουραλιστικού χαρακτήρα (Abbott 2010: 49-58).

34
2007), καθιστώντας την μεγαλύτερη από άλλες βιομηχανίες δημοφιλούς ψυχαγωγίας
όπως η μουσική, ο κινηματογράφος και ο αθλητισμός (Hardy 2008: 60), αλλά χωρίς
ιδιαίτερες διαφορές με αυτές ως προς τη λειτουργία της. Διαφορά, για παράδειγμα,
αποτελεί το ότι επειδή η βιομηχανία του πορνό δεν μπορεί να διαφημίζει τα προϊόντα της
στο ευρύτερο κοινό και στους ενδεχόμενους πελάτες της με τον ίδιο τρόπο που μπορούν
άλλες εμπορικές βιομηχανίες, αναγκάζεται να καταφεύγει σε μεγάλες εταιρείες
δημοσίων σχέσεων μέσω των οποίων γίνεται το μάρκετινγκ της πορνογραφικής
κουλτούρας και των εμπορευμάτων της (Dines 2011). Αυτό περιλαμβάνει από
εκδηλώσεις και δημόσιες συνεντεύξεις πορνοστάρ (pornstars) στα παραδοσιακά μέσα,
όπου και παρουσιάζουν έναν ιδεατό χώρο εργασίας (Hari 2008), μέχρι άρθρα σε
περιοδικά όπως το Cosmopolitan για το ευχάριστο κομμάτι της κατανάλωσης πορνό,
αλλά και συνέργειες πορνογραφικών εταιρειών με πασίγνωστες και μεγάλες επιχειρήσεις
στο χώρο της τηλεόρασης και του θεάματος (Dines 2005)24.
Τέτοιου είδους πρακτικές σημαίνουν, μεταξύ άλλων, ότι ο χώρος του πορνό, ως
κομμάτι μιας συνολικής βιομηχανίας του σεξ που περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα από
ερωτικές ταινίες και βίντεο-λέσχες για ενήλικους μέχρι οίκους ανοχής και γραφεία
συνοδών (Cronin και Davenport 2001: 37-8), έχει καταστεί μια πολύπλευρη αγορά που
δεν θα πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά από τους υπόλοιπους τομείς της παγκόσμιας
οικονομίας (Bernstein 2001: 392-3, Brents και Hausbeck 2007: 426, Sarikakis και
Shaukat 2008: 107-10, Σαρικάκη 2012: 372). Σε αυτό το πλαίσιο καθίσταται ιδιαίτερα
σημαντική η μελέτη της πολιτικής οικονομίας της πορνογραφίας και της βιομηχανίας του
σεξ γενικότερα (Cronin και Davenport 2001, Zook 2007, Sarikakis και Shade 2008,
Σαρικάκη 2012), στη βάση του ότι κεντρικό άξονα της θεώρησης της πολιτικής
οικονομίας είναι ότι η οικονομική δομή των μέσων μαζικής επικοινωνίας επηρεάζει το

24
Οι πορνοστάρ, δηλαδή, φιγουράρουν όλο και πιο πολύ στα επικρατούντα μέσα παράλληλα με την
ανάδειξη ενός νέου τύπου γυναικείας διασημότητας με συνεχείς προκλητικές και γυμνές δημόσιες
εμφανίσεις (Attwood 2007Β). Από την άλλη βέβαια, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται και η συχνά
απαξιωτικού ή μειωτικού χαρακτήρα αντιμετώπιση των πρωταγωνιστών σε ταινίες πορνό σε διάφορες
εκδηλώσεις του δημόσιου βίου. Για παράδειγμα, ορθά ο Δημοκίδης (2011) στηλίτευσε την σκανδαλιστικής
περιγραφής δημοσίευση σε κυριακάτικη εφημερίδα (Σουρέλης 2011) για την ομιλία μιας επίσημα
προσκεκλημένης ελληνίδας «πορνοστάρ» σε φεστιβάλ που διοργάνωσε η κινηματογραφική λέσχη
ΝΥΧΤΑ, μέλη της οποίας είναι φοιτητές του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

35
περιεχόμενό τους (Λέανδρος 2000, 2008). Για αυτό και είναι απαραίτητο στη μελέτη
κάθε κειμένου, συνεπώς και πορνογραφικού, η συμπερίληψη όλων των διαστάσεων των
πρακτικών παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης - διότι σε κάθε άλλη περίπτωση δεν
μπορεί παρά να αποκομισθεί μια μερική μόνο ερμηνεία της πορνογραφικής εμπειρίας
(Boyle 2006: 13, Tyler 2010: 53).
Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι, όπως ορθά επισημαίνουν οι Smith και Attwood
(2014: 16), η μελέτη της πορνογραφίας ως επιχειρηματική δραστηριότητα και πεδίο
εργασίας δεν μπορεί να μένει στη συνοπτική περιγραφή «βιομηχανία», αλλά να περνά σε
μια πιο λεπτομερή και εις βάθος ανάλυση του πώς αυτές οι δομές επιχειρηματικής
δράσης και εργασίας λειτουργούν. Εξάλλου, υπάρχει και το γενικότερο πρόβλημα
προσδιορισμού των μεγεθών της συνολικής βιομηχανίας του πορνό και του σεξ, ειδικά
σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμα πιο ειδικά, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποτιμηθεί και η
διαδικτυακή βιομηχανία ενήλικης διασκέδασης, ακριβώς διότι περιλαμβάνει προϊόντα
από συνεργασίες εκτός διαδικτύου, όπως για παράδειγμα οι ταινίες πορνό, αλλά και
υπηρεσίες που δεν υπάρχουν εκτός διαδικτύου, όπως για παράδειγμα τα διαδικτυακά
βίντεο chatrooms (Zook 2007: 103). Σε κάθε περίπτωση, όπως θα έλεγε και ο Halavais
(2005Α: 727), δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις γύρω από το διαδίκτυο για να
κατανοήσει κανείς τη θέση που η βιομηχανία του σεξ και του πορνό έχει σε αυτό. Ούτε
και για τη διαπίστωση ότι από τη λειτουργία της επωφελούνται και άλλοι οικονομικοί
και επιχειρηματικοί χώροι, όπως για παράδειγμα οι εταιρείες παροχής ευρυζωνικών
υπηρεσιών, και πιο συγκεκριμένα παροχής υπηρεσιών πρόσβασης σε διαδικτυακές
εφαρμογές μέσω της 3G τεχνολογίας, που στο πρόσωπο της βιομηχανίας του πορνό
έχουν βρει έναν πολύ σημαντικό οικονομικό αρωγό (Wilson 2006: 234).

1.1.3 Ορισμός της πορνογραφίας

Σε συνέχεια όλων των παραπάνω, καθίσταται σαφές πως κάθε προσέγγιση της
πορνογραφίας ως έννοια θα πρέπει να περιλαμβάνει και έναν στοιχειώδη ορισμό
εργασίας. Όπως τοινίζουν και οι Smith και Attwood (2014: 10), είναι πολύ κρίσιμο το
πώς θα ονομαστεί και θα περιγραφεί αρχικά η έννοια της πορνογραφίας. Πρέπει όμως να
επισημανθεί εμφατικά ότι το θέμα του ορισμού του τί είναι πορνογραφία είναι και ένα

36
εξαιρετικά επίμαχο ζήτημα εκτός από κρίσιμο. Είναι γνωστό και κοινά αποδεκτό στο
χώρο των κοινωνικών επιστημών ότι οι έννοιες και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι
κατά κανόνα διφορούμενες και συνάμα προϊόντα εξουσιαστικής αντιπαράθεσης που
ενσωματώνουν την όποια διιστορική διαδρομή τους. Υπό αυτή την έννοια οι αποδόσεις
των όρων δεν τους καθιστούν τίποτα παραπάνω από ορισμούς εργασίας και εννοιολογικά
εργαλεία. Έτσι, στη δημόσια, επιστημονική και μη, συζήτηση απαντώνται πολλές και
ετερόκλητες εννοιολογήσεις της πορνογραφίας - όπως για παράδειγμα οι πρόδηλα
εργαλειακού και πραγματιστικού χαρακτήρα ορισμοί που δίνονται από την πλευρά ενός
πορνογράφου (Jaehne 1983: 9).
Στο πλαίσιο λοιπόν της παρούσας διατριβής θεωρείται ότι η προσπάθεια για μια
όσο το δυνατόν εξαντλητική παράθεση επιμέρους ορισμών, ενδεχομένως να
αποπροσανατόλιζε τον αναγνώστη από πιο σημαντικές όψεις της όλης συζήτησης και να
έδινε έναν πιο θετικιστικό τόνο σε μια εργασία που προσπαθεί να κινηθεί
επιστημολογικά και μεθοδολογικά ανάμεσα στις επιταγές του κοινωνικού
κονστρουξιονισμού, κατά βάση, και του κριτικού ρεαλισμού, σε ένα δεύτερο επίπεδο 25.
Ειδικά όμως για το ζήτημα του ορισμού και στο βαθμό που η πορνογραφία
αντιμετωπίζεται, ακόμα, ως ένα «προβληματικό» φαινόμενο, θεωρείται πιο δόκιμο να
προσεγγιστεί από την σκοπιά του (ήπιου/μετριοπαθούς) κοινωνικού κονστρουξιονισμού.
Και αυτό διότι τα κοινωνικά προβλήματα δεν αποτελούν, μεταξύ άλλων, απλώς
ψευδαισθήσεις ή ζητήματα παράλογου πανικού, αλλά θέματα η ανάλυση των οποίων θα
πρέπει να εστιάζει στο πώς και από ποιους ένα πρόβλημα ορίζεται και κατασκευάζεται
κοινωνικά, στις υποθέσεις και τις συναισθηματικές αντιδράσεις που εμπλέκονται στη
διαδικασία, και στους τρόπους με τους οποίους διάφορες εναλλακτικές προοπτικές
αποκλείονται από τον κοινωνικό διάλογο (Buckingham και Jensen 2012: 424). Σε κάθε
περίπτωση όμως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συζήτηση περί ορισμού θα πλαισιωθεί με
περαιτέρω σχόλια στο κεφάλαιο 1.4, όπου γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στις από
νομικοπολιτική σκοπιά θεωρήσεις του όρου «πορνογραφία».

25
Για το συγκεκριμένο θέμα, το οποίο ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας μελέτης, βλ. Mouzelis 2008, και
πιο συγκεκριμένα, 191-213. Για την έννοια του κοινωνικού κονστρουξιονισμού, βλ. Δεμερτζής 2002: 130-
75, και πιο συγκεκριμένα 141-4, ενώ για την έννοια του κριτικού ρεαλισμού, βλ. το κλασσικό έργο του
Bhaskar (1975).

37
Σε αυτό το σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία η παράθεση της άποψης του Kendrick
(1987: xiii όπως αναφέρεται στο Attwood 2002Β: 95) που επισημαίνει ότι αν και οι
ορισμοί τελικά αποτυγχάνουν να μας πουν κάτι σχετικά με την πορνογραφία εν γένει,
εντούτοις, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην παραγωγή ορισμών, αποκαλύπτουν πολλά για
την αναστάτωση που προκαλεί στο σύγχρονο πολιτισμό. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που
ξεκινάει ως μια διερεύνηση των διαθέσιμων ορίων και εννοιολογικών εργαλείων μιας
θεωρίας τελειώνει με μια νέα σειρά από κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά ερωτήματα.
Αναλύοντας μάλιστα μια σειρά από πορνογραφικά κείμενα από το 19ο αιώνα μέχρι τη
δεκαετία του 1980, επισημαίνει ότι οι ορισμοί της πορνογραφίας είναι πολιτισμικά
καθορισμένοι και πάντα φέρουν το βάρος κοινωνικών και πολιτικών προεκτάσεων
(Kendrick 1996 όπως αναφέρεται στο Lillie 2004: 49)26.
Η αποτυχία όμως πολλών γενεών να προσφέρουν έναν ικανοποιητικό ορισμό της
πορνογραφίας, σύμφωνα με τον Kendrick (1987: xiii όπως αναφέρεται στο Attwood
2002Β: 94), είναι από μόνη της ένα στοιχείο που πρέπει να προειδοποιήσει τους
μελετητές για τις παγίδες της σύγχυσης ανάμεσα στις κανονιστικού χαρακτήρα
κατηγοριοποιήσεις και στις οποιουδήποτε είδους κειμενικές ιδιαιτερότητες. Όπως λέει
χαρακτηριστικά η Attwood (2002Β: 94-5), οι ορισμοί της πορνογραφίας παράγουν, παρά
ανακαλύπτουν πορνογραφικά κείμενα - στην πραγματικότητα δηλαδή, συχνά
αποκαλύπτουν λιγότερα για τα εν λόγω κείμενα από ό,τι για τους ίδιους τους φόβους του
κοινού να «διεγερθεί, διαβρωθεί και εξαχρειωθεί» από την κατανάλωσή τους. Σε μια
παρόμοια λογική, η Lindgren (1993) προσπάθησε να καταδείξει τη δυσκολία χρήσης των
ορισμών και την εφαρμογή τους για τη διάκριση, για παράδειγμα, πορνογραφικών
σεξουαλικών σκηνών και φεμινιστικών σεξουαλικών σκηνών - θεωρώντας έτσι έναν

26
Μια τυπολογία των ορισμών της πορνογραφίας θα περιλάμβανε για τον Rea (2001: 123) έξι
διαφορετικές κατηγορίες: 1) αυτούς που ορίζουν την πορνογραφία ως την πώληση σεξ με σκοπό το
κέρδος, 2) αυτούς που την ορίζουν ως μια μορφή κακής τέχνης, 3) αυτούς που την ορίζουν ως την
απεικόνιση ανδρών και γυναικών μόνο ως σεξουαλικά όντα ή σεξουαλικά αντικείμενα, 4) αυτούς που την
ορίζουν ως μια μορφή αισχρότητας, 5) αυτούς που την ορίζουν ως μια μορφή καταπίεσης και 6) αυτούς
που την ορίζουν ως υλικό που προορίζεται για να παράγει ή να έχει ως αποτέλεσμα τη σεξουαλική
διέγερση αυτού που την καταναλώνει.

38
κοινά αποδεκτό, ορολογικό και εννοιολογικό προσδιορισμό της πορνογραφίας και της
«αισχρότητας» (obscenity) ως κάτι μη εφικτό (1993: 1217)27.
Σε αυτό το πλαίσιο, ως ορισμός εργασίας της πορνογραφίας για τις ανάγκες της
παρούσας εργασίας θα υιοθετηθεί ο ορισμός που έχουν εισάγει οι Σαρικάκη και Τσαλίκη
(2010: 11) στην εγχώρια επιστημονική συζήτηση - ότι δηλαδή ως πορνογραφία νοείται
«η ρητή απεικόνιση γεννητικών οργάνων και σεξουαλικών πρακτικών με σκοπό τη
σεξουαλική διέγερση», με την έννοια του ρητού εδώ να συνιστά κατά βάση μια
καταδηλωτικού επιπέδου «εύκολη» αναγνώριση βάσει των κυρίαρχων αξιών και
κωδίκων μιας δεδομένης κοινωνίας. Πρόκειται για έναν ορισμό, περιγραφικής κατά βάση
κατεύθυνσης (Mann 1997: 77), που δεν αντιλαμβάνεται την πορνογραφία εκ των
προτέρων με μανιχαϊστικούς όρους και δεν είναι προσανατολισμένος σε μια αξιολογική
αποτίμηση. Παρά δηλαδή το ότι θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να επισημαίνονται οι
απεικονίσεις της βίας, εντούτοις κρίνεται σκόπιμο σε ένα πρώτο επίπεδο ο ορισμός της
πορνογραφίας να μην συμπεριλαμβάνει αυτές τις περιπτώσεις, ώστε να καταδειχθεί η
δυνατότητα παραγωγής και αβλαβούς πορνογραφίας (Orser 1994: 46) 28. Έτσι, η έννοια
του «σεξουαλικά ρητού υλικού» (sexually explicit material) που απαντάται ευρέως, είναι
ένας μη συγκεκριμένος όρος που αναφέρεται στο καταφανώς σεξουαλικό περιεχόμενο
και χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για τη συμπυκνωμένη απόδοση της πορνογραφίας
(Kraus και Russell 2008: 162)29.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλά κείμενα τονίζεται η ετυμολογική διάσταση του
όρου «πορνογραφία» με αναφορά στις ελληνικές ρίζες της ως «γραφή για πόρνες»,
κυρίως με την πρόθεση να καταδειχθεί η διάσταση της εμπορευματοποίησης των
γυναικών μέσω της πορνογραφίας (Levitt 1969, Malamuth και Billings 1984: 117,

27
Δεν θα πρέπει να λησμονείται βέβαια, ο εργαλειακός τρόπος με τον οποίο οι μελετητές και οι επιμελητές
μουσείων απαγορευμένων κειμένων κατηγοριοποιούσαν το υλικό που περιστρέφονταν γύρω από το σεξ
συνέβαλλε στην καθιέρωση του ως πορνογραφία με τον τρόπο που την αντιλαμβανόμαστε σήμερα
(Attwood και Hunter 2009: 548).
28
Ο Haider (2010: 104), για παράδειγμα, τάσσεται υπέρ της χρήσης της έννοιας της πορνογραφίας για
εικόνες που είναι ιδιαίτερα τολμηρές, πρόδηλα προκλητικές και ωμά επιθετικές.
29
Στη βάση των ευρημάτων της έρευνάς της, η Vadas (2005: 182) θεωρεί ότι τα πορνογραφικά υλικά των
οποίων η κατανάλωση παράγει σεξουαλική ικανοποίηση δεν είναι αναπαραστάσεις σεξουαλικών
αντικειμένων, αλλά είναι τα ίδια σεξουαλικά αντικείμενα.

39
Turner 1999, Paul 2005: 275, Toulalan 2006: 522, Bouché 2009, Dwyer 2009: 516). Υπό
αυτή την έννοια, θεωρείται ότι με τον όρο «πορνογραφία», έστω και σε ετυμολογικό
επίπεδο, υπονοείται αρχικά η περιγραφή της σεξουαλικής εργασίας ή της αγοράς
σεξουαλικών υπηρεσιών από γυναίκες - μια διαδικασία, δηλαδή, που εξ ορισμού
αναδεικνύει μια ανισορροπία δύναμης μεταξύ ανδρών και γυναικών (Carse 1995: 159-
60). Πολλές, μάλιστα, αναλύσεις της πρώιμης πορνογραφίας εσφαλμένα υπέθεταν, κατά
αϊστορικό τρόπο και λόγω της ετυμολογίας της λέξης, ότι η πορνογραφία τονίζει τις
απολαύσεις του σεξουαλικού σώματος σε πλήρη απομόνωση από τη λειτουργία της
αναπαραγωγής (Toulalan 2006: 522). Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι υπάρχουν και
κείμενα στα οποία γίνεται αναφορά στον αρχαιοελληνικό όρο χωρίς όμως την πρόθεση
να τον συνδέσει με την πορνεία, αλλά με σκοπό να αναδείξει με άξονα τις ετυμολογικές
ρίζες της το ότι η πορνογραφία «είναι ένα γεγονός της ζωής, και ήταν πάντα έτσι»
(Buckingham και Chronaki 2014: 314).
Σε κάθε περίπτωση, το προσθετικό «γραφή» (graph) στον όρο «πορνογραφία»
υποδηλώνει, για την Williams (2014: 32), ότι το όλο φαινόμενο αφορά μια μορφή
δημιουργίας, αναπαράστασης και, όπως και η ίδια η λέξη εννοεί, ένα «είδος γραφής». Αν
και ίδια η χρήση της πλήρους λέξης «πορνογραφία» είχε ιστορικά μια κλίση προς τις
κατά-της-πορνογραφίας και υπέρ-της-λογοκρισίας θέσεις, εντούτοις σηματοδοτούσε,
σύμφωνα με την Williams (2014: 34), μια πιο επιστημονική, αποστασιοποιημένη και
κριτική προσέγγιση. Η παράλειψη συνεπώς του εν λόγω συνθετικού αποτελεί μια
«ολισθηρή κλίση» προς την a priori υπεράσπιση της αξίας της «σεξουαλικής ρητότητας»
(sexual explicitness) ως «αναπόφευκτη πορεία προς την πρόοδο». Υπό αυτή την έννοια,
η ορολογική στροφή από την «πορνογραφία» στο «πορνό» συνιστά και την τοποθέτηση
ενός μελετητή με την πλευρά μιας αποκλειστικά κερδοσκοπικού χαρακτήρα βιομηχανίας
από την στιγμή που ο ερευνητής υιοθετεί την ορολογία της (2014: 34). Οι Smith και
Attwood (2014: 19) ανταπαντούν στην κριτική της Williams ότι η ονοματοδοσία της
επιθεώρησης Porn Studies ως τέτοια, είχε περισσότερο να κάνει με πρακτικούς λόγους
ευφωνίας και εύκολης προφοράς σε σχέση με τα αντίστοιχα ονόματα Pornography
Studies ή Studies in Pornography. Μάλιστα, συμπληρώνουν ότι δεδομένης της, σχεδόν
πανταχού παρούσας, αναφοράς στην ετυμολογία της λέξης «πορνογραφία» κατά την

40
αρχαιοελληνική της σημασία «γραφή για πόρνες» και τις συνακόλουθες σκέψεις και
ερμηνείες, η συντόμευση του όρου φαντάζει «μικρή απώλεια».
Στο πλαίσιο πάντως της παρούσας διατριβής υιοθετείται μια, κατά βάση,
ενδιάμεση πρακτική. Πιο συγκεκριμένα, ενώ πράγματι η αιτίαση της Williams έχει βάση
και αντανακλά μια συνολική κριτική περί της μη ορθής χρήσης του κοινόλεκτου
(colloquial) όρου «πορνό», εντούτοις υπάρχουν δύο λόγοι που καθιστούν επιτρεπτή την
χρήση του εν λόγω όρου σε ορισμένες περιπτώσεις. Πρώτον, η χρήση της συγκεκριμένης
ορολογίας ως έναν εναλλακτικό όρο σε ένα ιδιαίτερα εκτενές κείμενο για την αποφυγή
της συνεχούς επανάληψης μιας λέξης συνιστά μια, σύμφωνα και με τη λογική των Smith
και Attwood (2014), «σχετικά μικρής σημασίας παρέκκλιση». Δεύτερον, υπάρχουν
σημεία που ο όρος «πορνό» αποτελεί ενδεχομένως μια πιο περιγραφική διατύπωση της
μορφής πορνογραφίας που υποδηλώνει. Έτσι, για τη διευκόλυνση του αναγνώστη και
παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση ρητά σεξουαλικού υλικού περιλαμβάνει και το μη
εμπορευματοποιημένο ερασιτεχνικό ή το καλλιτεχνικά στοχευμένο πορνογραφικό
περιεχόμενο, η έννοια του πορνό θα χρησιμοποιείται εναλλακτικά στις περιπτώσεις
αναφοράς της κατανάλωσης και των καταναλωτών πορνογραφίας, της περιγραφής του
ρητά σεξουαλικού υλικού που παραπέμπει ευθέως στο είδος της εμπορευματοποιημένης,
σκληρής και βίαιης πορνογραφίας, αλλά και όπου κρίνεται ότι η έννοια του πορνό
αποδίδει πιστότερα τη μορφή της πορνογραφίας που πρόκειται να περιγράψει.

1.1.4 Τί είναι πορνογραφία

Στο βαθμό που η συζήτηση και η μελέτη της έννοιας της πορνογραφίας έχει διεξαχθεί με
βάση την παράθεση μια σειράς «αντιθετικών» και επίμαχων ζητημάτων, όπως παραγωγή
και κατανάλωση, ελευθερία έκφρασης και λογοκρισία, αναπαράσταση και
πραγματικότητα, ακίνδυνη διασκέδαση και επιβλαβής επίδραση στην ανθρώπινη
συμπεριφορά (Cameron 1992), θα πρέπει να δοθεί απάντηση και στο επίμαχο ερώτημα τί
είναι, τί συνιστά, πορνογραφία και πορνογραφική απεικόνιση και αναπαράσταση; Αν η
πορνογραφία, δηλαδή, είναι ένα πλέγμα όπου μια σειρά από επίμαχα θέματα πέρα από
την ελευθερία του λόγου έναντι της καταστολής συγκεντρώνονται μαζί έτσι ώστε μια

41
σειρά από ανοιχτά ζητήματα γύρω από το σεξ30, τη σεξουαλικότητα, τη βία, την
επιθυμία, την εξουσία συμπυκνώνονται στο φαινομενικά απλό ερώτημα, τί σκεφτόμαστε
για την πορνογραφία (Cameron 1990: 784), τότε τί είναι σε τελευταία ανάλυση
πορνογραφία; Ενώ δηλαδή υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στα κείμενα που
χαρακτηρίζονται ως πορνογραφικά ή άσεμνα, διακυμάνσεις στην έμφαση, την εστίαση
και το στυλ μπορούν κάλλιστα να βρεθούν μέσα σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια.
Υπάρχει, με άλλα λόγια, μια δυσκολία στη γενίκευση του τί είναι πορνογραφία και μια
ανάγκη να διευκρινίζονται ποια στοιχεία χαρακτηρίζουν μια συγκεκριμένη σεξουαλική
αναπαράσταση ως πορνογραφική (Attwood 2002A: 94).
Στη βάση λοιπόν της αλτουσεριανής λογικής ότι η στιγμή της τελικής ανάλυσης
δεν έρχεται ποτέ, θα μπορούσαν να καταγραφούν με χρονολογική οπτική μια σειρά από
επιμέρους απόψεις διανοητών και μελετητών για το τί είναι πορνογραφία σε ένα
συνολικό πλαίσιο ανάδειξης ετερόκλητων, αντιθετικών ακόμα και υπερβολικών θέσεων.
Σε μια τέτοια παράθεση ενδεικτικών για το χαρακτήρα της συζήτησης γύρω από την
πορνογραφία απόψεων, η τελευταία θεωρείται από ένα βασικό εργαλείο της
πατριαρχίας31 με ισχυρή επιρροή στον τρόπο σχηματισμού περιχαρακωμένων
ταυτοτήτων, έως ένα όχημα διαμεσολάβησης και κατασκευής αναδυόμενων,
εναλλακτικών σεξουαλικοτήτων και νέων υποκειμενικοτήτων (Chatterjee 2000: 89-90) 32.

30
Το ζήτημα της πορνογραφίας παραπέμπει σε μια σειρά από σημαντικά ηθικά και κοινωνικά ζητήματα
γύρω από τη θέση του σεξ, τόσο στη ζωή του ατόμου όσο και στη λειτουργία μιας κοινωνίας (Malamuth
και Billings 1984: 117).
31
Η έννοια της πατριαρχίας είναι μια έννοια που ανέπτυξε το δεύτερο κύμα του φεμινισμού ώστε να
συμπυκνώσει το οικουμενικό φαινόμενο της κυριαρχίας των ανδρών επί των γυναικών υπό το πρίσμα μιας
ιδεολογίας που θεωρεί την υποτέλεια των γυναικών «εγγεγραμμένη στο ίδιο το γεγονός της
διαφοροποίησης» (Παπαταξιάρχης 1998: 16). Το δε δεύτερο φεμινιστικό κύμα διεκδικήσεων είναι αυτό
που λαμβάνει χώρα από τη δεκαετία του 1960 έως περίπου τις αρχές του 1990 με στόχο την ισότιμη
αναγνώριση των γυναικών σε κάθε πεδίο της κοινωνικής ζωής και την ανεξαρτησία τους σε μια σειρά από
οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά αιτήματα. Ως πρώτο κύμα φεμινισμού είθισται να αναφέρεται το
φεμινιστικό κίνημα του 19ου αιώνα έως και τις αρχές του 20ου που εστίασε στην απόκτηση ίσων
πολιτικών δικαιωμάτων για τις γυναίκες και κυρίως στο δικαίωμα της ψήφου. Και τα δύο ρεύματα έχουν
ως βάση αναφοράς τους κυρίως τις αγγλοσαξονικές χώρες.
32
Ο Rice (1974: 42), πάντως, σε μια φιλοσοφικοδιαλεκτική αντιμετώπιση του ερωτήματος καταλήγει στην
σχετικιστική αφαίρεση ότι αυτό που είναι πραγματικά πορνογραφικό είναι η απουσία της πορνογραφίας,

42
Έτσι, η πορνογραφία για τον Holbrook (1972: 33) αποτελεί μια επίθεση στην
χρονικότητα και την ιδιομορφία των αποκλειστικά δεσμευμένων ζευγαριών, με την
έννοια ότι θέτει τις σεξουαλικές επιθυμίες που δεν εντάσσονται στα κυρίαρχα όρια
αισθητικής και ηθικής έξω από την σφαίρα του νοήματος ζωής για αυτά τα ζευγάρια στο
συγκεκριμένο διάστημα που χαρακτηρίζονται από αφοσίωση στην εκπλήρωση των
επιταγών της δέσμευσης. Αποτελεί ένα παραδειγματικό ρητορικό γεγονός (paradigmatic
rhetorical event) που ασκεί επίδραση στα συναισθήματα, τη φαντασία, τα κίνητρα και τη
φυσιολογία του καταναλωτή της (Rosenfield 1973: 417). Είναι η πλέον αρχετυπική
πολιτική πράξη, με την έννοια ότι αποσκοπεί στην αμφισβήτηση και την υπονόμευση
των θεμελίων πάνω στα οποία είναι χτισμένα τα καπιταλιστικά οικονομικά και
κοινωνικά συστήματα (Brigman 1983: 132)33. Είναι πολιτική έκφραση στο ότι
προσβάλλει τις θεμελιώδεις πολιτισμικές αξίες φέρνοντας στο προσκήνιο σεξουαλικές
πράξεις ταμπού ή πράξεις που η κοινωνία προτιμά να αντιμετωπίζει ως ιδιωτικές,
αποσταθεροποιώντας έτσι το τί αποτελεί «βέβηλο, άσεμνο και αισχρό» για μια κοινωνία
(1983: 134)34.

βασίζοντας το σκεπτικό του σε μια θεολογική παράδοση του υπαρξισμού ότι για να νοείται κάποιος ως
πιστός θα πρέπει να είναι και άπιστο - στην ίδια λογική, δηλαδή, με το ότι ο Ιησούς Χρηστός υπήρξε ο
πρώτος άθεος. Σε μια παρόμοια λογική, και η «πορνό αφήγηση» (porn narrative) έχει προσεγγιστεί τόσο
ως μια απουσία που προσφέρει απεριόριστες ευκαιρίες για απεικόνιση σεξουαλικών πράξεων, αλλά και ως
στοχευμένη αφηγηματική δομή par excellence (Attwood 2002A: 101).
33
Με την περίπτωση μελέτης πορνογραφικών ταινιών με θέμα τους αυστραλούς ιθαγενείς, ο King (2005)
αναδεικνύει μια ακόμα εναλλακτική διάσταση της πορνογραφίας, αυτή της προοπτικής ενός νέου είδους
διαφυλετικής οικειότητας στη δημόσια σφαίρα χωρών που απαρτίζονται τόσο από αυτόχθονες κατοίκους,
όσο και από πολίτες που έλκουν την καταγωγή τους στους κατακτητές αλλά και από μετανάστες. Σε αυτές
τις περιπτώσεις, οι πορνογραφικές αφηγήσεις αποκαλύπτουν το σεξ ως ενεργό συστατικό στο πλαίσιο
καθιερωμένων πολιτιστικών κειμένων και ιδεών που επιφέρει νέες έννοιες σχετικά με τις κοινωνικές
σχέσεις και μετατρέπει τις υφιστάμενες ταυτότητες στη λογική των σεξουαλικά διαθέσιμων ατόμων (King
2005: 532). Υπό αυτή την έννοια, αυτές οι πορνογραφικές αφηγήσεις αρθρώνουν με σαφήνεια αυτό που
είναι πάντα εφικτό, αλλά ενίοτε δεν μπορεί να ειπωθεί.
34
Η Penley (2004) παρατηρεί ότι πολλές πορνογραφικές ταινίες σιωπηρά περιφρονούν τους συμβατικούς
κανόνες της μεσαίας τάξης. Είναι δηλαδή κατανοητό, κατά βάση, ότι η κύρια λειτουργία της δημιουργίας
πορνογραφίας ως μια «απαγορευμένη» κοινωνική διαδικασία, αποτελεί ένα πολιτικό ζήτημα αν νοηθεί σε
ένα πλαίσιο του λόγου της εξουσίας που χρησιμοποιεί την εφεύρεση της πορνογραφίας ως μέρος μιας
κοινωνικοσημειωτικής διαδικασίας σχηματισμού ορίων και κοινωνικών κατηγοριών (Ritter 2000: 76).

43
Η πορνογραφία, κατά τον MacDonald (1983: 16), δεν είναι ένα σύμπτωμα
σεξουαλικής ανάγκης, αλλά ανάγκης για αυτο-αποδοχή, το οποίο σημαίνει ότι αν μπορεί
να υπάρξει συμβιβασμός ή υπέρβαση αυτής της ανάγκης, η πορνογραφία δεν θα έχει πια
θέση, θα εξαφανιστεί. Κατασκευάζει έναν κόσμο «πολυγυνικής φαντασίας» (polygynous
fantasy) που δεν απαντάται στην καθημερινή ζωή και όπου πάντα υπάρχουν αρκετές
γυναίκες πρόθυμες να αποκαλύψουν τα σώματά τους και να συμμετάσχουν σε
σεξουαλικές συνευρέσεις (Shepher και Reisman 1985: 107). Είναι μια εξαιρετικά
ναρκισσιστική μορφή απόλαυσης όπου οι θεατές μπορούν να ηδονίζονται προβάλλοντας
το σώμα τους επάνω στους ηθοποιούς και τις δραστηριότητές τους (Royalle 1993: 30). Η
λογική και νοοτροπία της είναι «σεξ με οποιονδήποτε απλώς για την ευχαρίστηση»
(Brosius, Weaver III και Staab 1993: 169). Κανονικοποιεί την επιθυμία να κοιτάξεις και
να παρακολουθήσεις το ανθρώπινο σώμα, αλλά και κατασκευάζει την παραδοχή ότι,
πέρα και πριν από την οπτική διέγερση, τα σεξουαλική μέρη του σώματος και το σώμα
στο σύνολό του είναι από τη φύση του προσανατολισμένο στη σεξουαλική πρόκληση
του θεατή ή του αναγνώστη (Toulalan 2001: 704). Λειτουργεί μέσω της «αποπλάνησης»
του καταναλωτή σε μια «συμπαθητική ταύτιση» (sympathetic identification) με τους
πρωταγωνιστές που απολαμβάνουν «καλό καυτό σεξ» (Long 2002: 28) 35.
Κατά την Bernstein (2004: 9), η πορνογραφία μας φέρνει στο «όριο του
πολιτισμού» όπου η απομονωμένη «αναξιοπρεπής ζωικότητα» (undignified animality)
των ανθρώπων εμφανίζεται μπροστά τους. Παρέχει ένα μοντέλο του Άλλου προσώπου,
το άλλο μέρος δηλαδή της αλληλεπίδρασης που παρέχει το ερέθισμα για σεξουαλική
φαντασίωση (Hardy 2004Α: 15). Κατασκευάζει έναν ιδεατό για τους άνδρες κόσμο όπου
απουσιάζουν οι αποκλεισμοί, οι δυσφορίες, οι αγχωτικοί ανταγωνισμοί και οι απορρίψεις
(Paul 2005: 32) - ενέχει, δηλαδή, στη σύλληψή της μια ωφελιμιστική αντίληψη του
κόσμου (Soble 2005). Είναι σε αυτό το σημείο που ο Martin Barker (2014: 144)
επισημαίνει μια εξόφθαλμη αντίφαση που παρατηρείται στο δημόσιο διάλογο γύρω από
την πορνογραφία αναφορικά με την ταυτόχρονη ανάδειξη επιμέρους απόψεων. Έτσι, ενώ

35
Ως «καλό σεξ» εδώ εννοείται το σεξ που λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που «πραγματικά»
φαίνεται να συμμετέχουν σε αυτό με όλες τους τις αισθήσεις και νιώθουν μια αμοιβαία ευχαρίστηση. Όταν
μάλιστα η πορνογραφία καταγράφει μιας τέτοιας μορφής σεξουαλική αναπαράσταση και διαμορφώνει μια
αντίστοιχη σχέση ενσυναίσθησης με το θεατή, αυτό θεωρείται «πετυχημένο» (Long 2002: 28).

44
από τη μια αναπαράγεται ότι, επειδή η πορνογραφία «δεν αφήνει τίποτα στη
φαντασία»36, η ρητή απεικόνιση της σεξουαλικής δραστηριότητας φαίνεται να αποτελεί
έναν κίνδυνο, ωστόσο την ίδια στιγμή αυτή η ίδια η «κυριολεξία» (literalness)
δημιουργεί κατά κάποιο τρόπο το φόβο της σεξουαλικής «φαντασίωσης» - με την έννοια
ότι υφίσταται ο κίνδυνος οι άνθρωποι, και ειδικά οι νέοι άνδρες, να μην μπορούν να
διακρίνουν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Σε αυτή την αντινομία προστίθεται
και η συνήθης θεώρηση των σεξουαλικών φαντασιώσεων ως ουσιαστικά
αντιπαραγωγικές, στην καλύτερη περίπτωση περιορισμένης αξίας, στη χειρότερη
ανεπαρκείς και επικίνδυνες με μοναδικό σκοπό τη σεξουαλική διέγερση - μια κατάσταση
που χρήζει, για τις εν λόγω προσεγγίσεις, «προσεκτικής διαχείρισης» (2014: 144).
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να μην αναφερθεί ότι η πορνογραφία αποτελεί
πλέον μέρος του ανθρώπινου ρεπερτορίου των σεξουαλικών πρακτικών και
συμπεριφορών, πηγή σεξουαλικής γνώσης, μέσο για την κατασκευή ταυτότητας και
σημαντικό σημαίνον στην επιτέλεση και απεικόνιση του φύλου και της σεξουαλικότητας
(Attwood 2007Β)37. Είναι όμως και το πιο εργαλειοποιημένο και πραγμοποιημένο
(reified) είδος για την Attwood (2010Δ: 236) - όπου οι έννοιες γύρω από το σεξ, τη
σεξουαλικότητα, την ηθική, τη βωμολοχία, τη χυδαιότητα και τη λαγνεία συγκλίνουν για
την παραγωγή ενός «πράγματος» που προσδιορίζεται ως πορνογραφία (Shah 2007: 32).
Είναι μια κατασκευασμένη, διαμεσολαβημένη, εκτελεσμένη πράξη σεξ που όσο
αποκαλύπτει, άλλο τόσο και αποκρύπτει, αφήνοντας έτσι πάντα κάτι στη φαντασία του
καταναλωτή (Williams 2008: 2) - ένα πεδίο «ανακλαστικότητας και κριτικής,
παιγνιώδους αναζήτησης και ευχαρίστησης, αποστροφής και επιθυμίας» (Attwood

36
Η κλασσική κριτική που ασκείται σε αυτή τη διάσταση της πορνογραφίας είναι ότι έτσι απειλείται η
επινοητικότητα στο σεξ, με την έννοια ότι την φέρνει στο φως και την δημοσιοποιεί (Holbrook 1972: 31).
37
Για την Concepcion (1999: 99), η πορνογραφία μετατοπίζει τη «φυσικότητα» της σεξουαλικότητας (the
“naturalness” of sexuality), με την έννοια ότι επειδή αναπαριστά εκ νέου τη σεξουαλικότητα θέτει υπό
αμφισβήτηση την κυριαρχία κάθε έκφρασής της που χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα εξαναγκαστικών
μέτρων που διαιωνίζει την επιβολή του ελέγχου της - οπότε και, υπό αυτή την έννοια, δεν απεικονίζει το
ποιοι είμαστε, αλλά ποιοι τελικά δεν είμαστε, δηλαδή όντα που αποδέχονται και απολαμβάνουν τις
σεξουαλικότητές τους.

45
2010Δ: 242)38. Το σεξ, δηλαδή, στην πορνογραφία νοείται ως μια «χυδαία και άτακτη»
ευχαρίστηση που πρέπει να επιδιωχθεί στο πλαίσιο της «συνηθισμένης» καθημερινής
ζωής - αλλά μιας ζωής στην οποία η υπόσχεση της γενετήσιας ελευθερίας γίνεται
αντιληπτή ως μια «φευγαλέα εκτροπή», ένα «καρναβάλι» δηλαδή που ταυτόχρονα
συνιστά κοινό τόπο, αλλά και απαγορευμένο έδαφος (Jordan 1985: 317 όπως αναφέρεται
στο Attwood 2002Α: 95).
Αυτό είναι ένα ιδιαίτερο καρναβάλι στο οποίο η καθημερινή ζωή γίνεται μια
γιορτή λόγω των ατελείωτων ευκαιριών που υπάρχουν για σωματική ευχαρίστηση και
σεξ μέσα στη ρουτίνα της ζωής, με άλλα λόγια, μια ουτοπική και χυδαία/πρόστυχη
(vulgar) πρακτική της καθημερινής ζωής (2002Α: 97). Είναι δηλαδή οι διονυσιακού
χαρακτήρα απολαύσεις του ευθέως σεξουαλικού περιεχομένου της πορνογραφίας που
οδήγησε ορισμένους θεωρητικούς, όπως η Kipnis (1996: 152 όπως αναφέρεται στο
Attwood 2002Α: 93), να την κατατάξουν ως ένα καρναβαλικό είδος που χαρακτηρίζεται
από μια σειρά πανηγυρικών στοιχείων με εμμονή στην υπερβολή, αντιστροφή των
καθιερωμένων αντιθέσεων και των «επίσημων» ιεραρχιών, και μια γοητεία γύρω από το
«επίμονα σωματικό, προκλητικό και πρόστυχο» σώμα39. Η πορνογραφία δηλαδή, όπως
και άλλες μορφές καρναβαλικής χαμηλής κουλτούρας, προκρίνει με έναν παιγνιώδη
τρόπο την ανατροπή των αποδεκτών πολιτιστικών αξιών σε ένα κλίμα διασκέδασης που
καλεί για σωματική ευχαρίστηση (Attwood 2007Γ: 239). Όπως λέει και ο Langman
(2008: 661), η κουλτούρας της παράβασης, της ανατροπής και της υπέρβασης που
αναδύεται σε ένα πλαίσιο όλο και μεγαλύτερης αλλοτρίωσης της εργασίας, του
εξορθολογισμού της καθημερινής ζωής και του «μη γνήσιου» εμπορευματοποιημένου
κόσμου, είναι που αποτελεί την ουσία του καρναβαλικού στοιχείου.

38
Είναι ενδιαφέρον ότι πολλοί κριτικοί και θεωρητικοί έχουν επισημάνει ότι είναι η επιθυμία της γνώσης
που κάνει τους ανθρώπους να επιστρέφουν συνεχώς στην πορνογραφία (Beckham 2007: 230).
39
Η δε μετάβαση από την κατανόηση ενός σώματος ως αποκλειστικά «σωματική μορφή» σε ένα σώμα με
συναισθηματικές ικανότητες προϋποθέτει την αποδοχή της θέσης ότι το σώμα ενός ατόμου ορίζεται από
την άποψη ότι επηρεάζει και επηρεάζεται από άλλα σώματα και κατά συνέπεια δομείται μόνο διαλεκτικά
με αυτά (Coleman 2008: 91). Σε κάθε περίπτωση, τόσο το σώμα όσο και ο όποιας μορφής αισθησιασμός,
δομούνται στο επίπεδο της καθημερινής ζωής όπου οι άνθρωποι είναι εκ των πραγμάτων
προσανατολισμένοι στην αναγνώριση και την ταυτότητα που κατασκευάζονται διαλεκτικά σε σχέση με
τους άλλους ανθρώπους (Bloch 1987: 433-4).

46
Θα πρέπει και να σημειωθεί ότι για τις πιο ριζοσπαστικές/κριτικές, με την στενή
έννοια του όρου, προσεγγίσεις, η πορνογραφία δεν συνιστά μόνο μια καρναβαλικού
χαρακτήρα αναπαράσταση, αλλά και μια «τεκμηρίωση» (documentation), με την έννοια
ότι κάτι πράγματι συμβαίνει στα σώματα κάποιων (Dines κ.α. 2010: 19) - εντούτοις η
κυρίαρχη άποψη αντιλαμβάνεται την πορνογραφία ως ένα είδος που έχει μια προνομιακή
σχέση με την αναπαράσταση του «αληθινού/πραγματικού». Αυτό, για την Russo (2007:
239-40), γίνεται λόγω τεσσάρων χαρακτηριστικών της πορνογραφίας: 1) καταγράφει μια
«μη προσομοιωμένη», αυθεντική σεξουαλική πράξη, 2) οι εικόνες της εμφανίζονται ως
πραγματικές λόγω του χαρακτήρα και των συμβάσεών τους, 3) δρα άμεσα στο θεατή
παράγοντας πραγματικά αποτελέσματα, κυρίως με τη μορφή της σεξουαλικής διέγερσης,
και 4) είναι συνήθως άμεσα συνδεδεμένη με τις πραγματικές οικονομικές, πολιτικές και
πολιτισμικές διεργασίες. Είναι, ουσιαστικά, στη βάση των τριών πρώτων
χαρακτηριστικών που ο Dyer (1994: 102) θεωρεί ότι το πιο συναρπαστικό και ερεθιστικό
κομμάτι στην κατανάλωση πορνό δεν είναι οι σεξουαλικές αναπαραστάσεις αυτές
καθαυτές, αλλά η ανακλαστική/αναστοχαστική κατανόηση της παρακολούθησης
ανθρώπων που συμμετέχουν σε μια πορνογραφική σκηνή μπροστά από μια κάμερα (και)
για την ευχαρίστηση του όποιου θεατή40. Σε ένα δε αντίστοιχο σκεπτικό με άξονα το
τέταρτο χαρακτηριστικό, η Shrage (2005: 58) θεωρεί ότι η σχέση μεταξύ του
καταναλωτή και των συμμετεχόντων είναι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, οικονομική και
όχι κοινωνική ή προσωπική, οπότε και θα πρέπει να αξιολογηθεί σε σχέση με το αν τα
χαρακτηριστικά αυτής της οικονομικής σχέσης συνιστούν «ανήθικη χρήση ανθρώπων» 41.

40
Η έννοια της ανακλαστικότητας/αναστοχαστικότητας είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη έννοια στο χώρο των
ανθρωπιστικών επιστημών γενικότερα. Ουσιαστικά αναφέρεται στη μετάφραση του όρου «reflexivity» και
στα αντίστοιχα παράγωγά του. Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας λοιπόν, ως ανακλαστικότητα
νοείται η, είτε αποφατικού είτε καταφατικού χαρακτήρα, αντίληψη μιας δεδομένης κατάστασης από ένα
δρών υποκείμενο. Για τις διαστάσεις της εν λόγω προσέγγισης, βλ. Mouzelis 2010.
41
Θα πρέπει να σημειωθεί και το ζήτημα των όρων, δηλαδή του πώς μπορεί, κατά ένα δόκιμο και
ταυτόχρονα ιδεολογικά αποφορτισμένο τρόπο, να αποδοθεί ο συμμετέχων σε πορνογραφικές
αναπαραστάσεις. Ο περιφραστικός όρος «καλλιτέχνης/εκτελεστής έργων πορνό» (porn performer) θα
μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποδώσει τις επιμέρους διαστάσεις, και αυτό με την έννοια ότι παραπέμπει
στην πολλαπλών αναγνώσεων έννοια του «εκτελεστή έργων τσίρκου» (circus performer) που είθισται να
αποδίδεται ως «καλλιτέχνης τσίρκου». Γλωσσολογικά όμως πιο σωστός φαίνεται να είναι ο όρος

47
1.1.5 Πορνογραφία και αυνανισμός

Είθισται, πάντως, ως κατεξοχήν μορφή «χρήσης ανθρώπων» για σεξουαλική απόλαυση


στην κατανάλωση πορνό να θεωρείται ο αυνανισμός ή, από μια άλλη σκοπιά, η
πορνογραφία να νοείται ως μια πάνω από όλα βοήθεια στη διαδικασία του αυνανισμού
(Long 2002: 22), που επιβεβαιώνει και αναδεικνύει τις απολαύσεις του (Dyer 1994:
109)42. Ενώ δηλαδή η πορνογραφία συμβάλλει αναμφίβολα στην κοινωνικοποίηση των
νέων ανδρών, ειδικά αναφορικά με το κομμάτι της διαμόρφωσης της σεξουαλικής
υποκειμενικότητας, παρέχει και μια μορφή ανακούφισης από τις δυσκολίες και τις
απογοητεύσεις που η ρευστότητα και ασυμμετρία (lopsidedness) της ετεροφυλοφιλικής
επιθυμίας δημιουργεί στους άνδρες (Hardy 2004Α: 6). Είναι δηλαδή η κατηγοριοποίηση
των γυναικών (όπως θα αναφερθεί και παρακάτω) που δίνει στον άνδρα που
καταναλώνει το πορνό με σκοπό τον οργασμό μέσω αυνανισμού μια αίσθηση ελέγχου,
«εξαλείφοντας» έτσι το «φυσικό απρόβλεπτο» των ανθρώπινων σχέσεων (Stager 2003:
53). Για αυτό και ως προβληματική, σε κάποιες όψεις της, διάσταση της πορνογραφίας
αναδεικνύεται όχι μόνο το θέμα του περιεχομένου, αλλά και το ότι εμπνέει τον
αυνανισμό - διότι η επιλογή να περιορίσει κάποιος το σεξουαλικό παιχνίδι μόνο στον
εαυτό του μέσω μιας διαμεσολάβησης, συνιστά για ορισμένους μια ναρκισσιστική
απόλαυση χωρίς ουσιαστική αξία (Crane 1996: 159)43.

«ηθοποιός/πρωταγωνιστής πορνό» (porn actor) στη βάση της πρόθεσης να προσδοθεί μια όσο το δυνατό
πιο ουδέτερη προσέγγιση στην εννοιολόγηση των εκούσια συμμετεχόντων πρωταγωνιστών σε
βιντεοσκοπημένες σεξουαλικού χαρακτήρα δράσεις.
42
Ο αυνανισμός πάντως δεν είναι μόνο σεξ, αλλά μια σεξουαλική επαφή ενταγμένη σε μια ιστορία, που αν
και πολλές από αυτές τις αφηγήσεις έχουν λίγο ή τίποτα να κάνουν με την έννοια της αγάπης, υπάρχουν
φανταστικά σενάρια που πλάθονται κατά τη διαδικασία αυτή και που ενέχουν τη διάσταση της αγάπης
(Bergner 2005: 430).
43
Ο αυνανισμός, σύμφωνα με τη μελέτη του Lindgren (2010: 181), φαίνεται να γίνεται κατανοητός από
τους καταναλωτές πορνό πρωτίστως ως μια εγωκεντρική και δευτερευόντως ως μια ομοκοινωνική
(homosocial) δραστηριότητα. Υπό αυτή την έννοια, η Williams (2008: 24) θεωρεί ότι στην εποχή των νέων
μέσων και του διαδικτύου η πορνογραφία έχει εξελιχθεί περισσότερο από ποτέ στην προσδοκία ότι
κάποιος μπορεί να «κάνει σεξ» με τον εαυτό του μέσα από μια οθόνη. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και
ο Shah (2007: 36), η «στιγμή της ανταμοιβής» (pay off moment) δεν είναι ο σωματικός οργασμός του
συμμετέχοντα/παραγωγού αλλά ο επιθυμητός ή αναμενόμενος οργασμός του καταναλωτή πίσω από την

48
Γενικότερα, ο ανδρικός αυτο-ερωτισμός παρουσιάζεται ακόμη από αρκετούς ως
μια επιβλαβής ενέργεια σπατάλης και «διαταραχής», σε αντίθεση με τις πρακτικές
αυτοϊκανοποίησης των γυναικών που φαίνεται να απεικονίζονται πιο θετικά ως μέρος
μιας ευρύτερης τελετουργίας της γυναικείας σεξουαλικότητας στην ποπ κουλτούρα
(Tuck 2009) - πρόκειται βέβαια για μια σύγχρονη συνθήκη όπως έχει αναφερθεί και
παραπάνω. Ερμηνευτική εξήγηση, μεταξύ άλλων, ίσως να αποτελεί το γεγονός ότι οι
αυνανιστικές φαντασιώσεις των γυναικών περιέχουν, συχνά, πιο ξεκάθαρα και
αρχετυπικά σενάρια έρωτα και αγάπης από ό,τι εκείνα των ανδρών (Bergner 2005: 430).
Σε αντίθεση με τη θέση που πρόκρινε ο κατά-του-πορνό φεμινισμός ότι «η πορνογραφία
είναι η θεωρία, ο βιασμός είναι η πράξη» (βλ. και παρακάτω), ο Tuck (2009) αλλάζει, με
μια πιο «θετική» οπτική, το βιασμό με τον αυνανισμό - διότι για αυτόν το θεμελιώδες
γεγονός που ενώνει τους καταναλωτές πορνό είναι ότι όλοι αυνανίζονται. Βεβαίως,
έχουν περιγραφεί γλαφυρά και ιδιαίτερα κριτικά από μελετητές όπως ο (Jensen 2007Α)
οι ενδεχόμενες συνέπειες της «αυνανιστικής πορνογραφίας». Όσο όμως αυτό
αποκαλύπτει την ενδεχόμενη αποξένωση των ανδρών, τόσο μπορεί και να καταδείξει την
απελευθέρωσή τους ως άρθρωση μιας σύγχρονης σεξουαλικότητας με άξονα έναν
εκδημοκρατισμό της ευχαρίστησης που υλοποιείται στη βάση της αυτοπραγμάτωσης
κατά το πρότυπο του καρτεσιανού cogito. Στον αυνανισμό, λέει ο Tuck (2009: 81),
ισχύει το «σκέφτομαι, δρω και ευχαριστώ τον εαυτό μου - άρα υπάρχω».
Αναμφίβολα, η αυνανιστική εκτέλεση συνδέεται στο πλαίσιο της πορνογραφίας
με μια κατάσταση «γδυσίματος», καθώς και με έναν τρόπο αναπαράστασης που καλεί το
σεξουαλικό, ανδρικό κυρίως, βλέμμα του θεατή (Mooney 2008: 249). Στην
ψυχαναλυτική μελέτη της Mulvey (1975 όπως αναφέρεται στο Zheng 2007) σε ταινίες
του Χόλυγουντ οφείλεται κατά βάση η προσέγγιση περί «ανδρικού βλέμματος» (male
gaze) που παρατηρεί την αναπαράσταση της γυναικείας σεξουαλικότητας - ενός δηλαδή
πατριαρχικού ορισμού του βλέμματος ως μια αρσενική δραστηριότητα του να κοιτάς
κάτι ως μια θηλυκή «παθητικότητα». Γενικότερα, το ζήτημα του βλέμματος είναι
ιδιαίτερα πολύπλοκο. Είναι, για παράδειγμα, απαραίτητο να στραφεί κάποιος στη
βικτωριανή φωτογραφική πορνογραφία, σύμφωνα με τον Hepworth (1998: 408), για να

οθόνη - μια διαδικασία που συνιστά για τον τελευταίο την αποσωματοποίηση (disembodiment) του πορνό
στο περιβάλλον των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας.

49
βρει αποδείξεις ενός άμεσα ερωτικού «θηλυκού βλέμματος». Ενώ δηλαδή το αρσενικό
βλέμμα στους πίνακες είναι πιο άμεσα ερωτικά, το θηλυκό βλέμμα εκφράζει μεγαλύτερη
ένταση μεταξύ σεξουαλικής επιθυμίας και αγάπης - όπως την επιθυμία για μια αμοιβαία,
διαρκή και ηθική ένωση δύο ξεχωριστών εαυτών44. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να
ισχύει αυτό που η Hemmings (1999: 453) προκρίνει, ότι δηλαδή το έμφυλο βλέμμα
προϋπάρχει του σεξουαλικού με το οποίο υποτίθεται ότι συνυπάρχει 45.
Η ελκυστικότητα της πορνογραφίας, συνεπώς, έχει ορθά συσχετιστεί με τη θέαση
του οπτικού περιεχομένου, την εξεικόνιση του κειμενικού Λόγου, τον εικονογραφικό
ρεαλισμό και τα αποδεικτικά στοιχεία της σεξουαλικής ευχαρίστησης - όπως αυτά
αποτυπώνονται από την κάμερα, φωτογραφική ή κινηματογραφική. Υπό αυτή την
έννοια, η πορνογραφία παίρνει συχνά περισσότερο το χαρακτήρα μιας παράστασης και
λιγότερο μιας αναπαράστασης - αφού λαμβάνει χώρα τόσο η καταγραφή μιας
«αυθεντικής» ανδρικής στύσης και οργασμού όπως μαρτυρούν και οι «σκηνές του
χρήματος» (money shots), δηλαδή οι στιγμές εκσπερμάτωσης των ανδρών που παίρνουν
μέρος46, όσο και η διενέργεια μιας σεξουαλικής πράξης πέρα και δίπλα από την
κινηματογράφησή της (Paasonen 2006: 411). Η εστίαση όμως στην ευχαρίστηση εύκολα
πλαισιώνει την κατανάλωση του πορνό ως μια αυτόματα ικανοποιητική και διεγερτική
διαδικασία με σκοπό τον αυνανισμό. Ωστόσο, όπως ορθά παρατηρεί η Paasonen (2007Β:
55), η πορνογραφία μπορεί εξίσου καλά να προκαλεί αηδία, βαρεμάρα, αποστροφή,

44
Για την Smith (2002Α: 72) είναι η άνοδος της γκέι κουλτούρας και μια προϊούσα αποδοχή της
ομοερωτικής εικονοποιίας που συνέτειναν στη δημιουργία προϋποθέσεων για ένα «γυναικείο βλέμμα».
45
Υπάρχει μια γενικότερη φιλολογία ότι ολόκληρη η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης θα μπορούσε να
γραφτεί με όρους αντιπαράθεσης μεταξύ «ματιού και μυαλού» (Marazzi 2003: 89). Σε ένα όμως εξαιρετικά
ενδιαφέρον άρθρο, ο Travers (1998) αμφισβητεί τη διάχυτη αντίληψη που απαντάται και στην ελληνική
λαϊκή κουλτούρα ότι η αγάπη μιας γυναίκας θα φανεί στα μάτια της τα οποία λάμπουν λόγω αυτής της
κατάστασης. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι αυτός ο «κώδικας του ματιού» έχει στον πυρήνα του μια
ολοκληρωτική, ναζιστικού τύπου λογική, αφού περιλαμβάνει μια παράδοση του ορθολογισμού σε έναν
σκληρό μυστικισμό (1998: 325). Υπό την έννοια οπότε της αποτυχίας της ανάδειξης της πολυπλοκότητας
του «κώδικα του ματιού», ασκεί κριτική και στην αποδοχή της έννοιας του «ανδρικού βλέμματος».
46
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την Williams (1989Α: 39) ο φετιχισμός του money shot χαρακτηρίζει μια
βραχυπρόθεσμη, κοντόφθαλμη λύση του πορνό στο πρόβλημα των ανδρών να κατανοήσουν τις διαφορές
της γυναίκας.

50
αποξένωση, άγχος και αδιαφορία47 - συναισθήματα και αισθήσεις που μπορεί να
συνυπάρχουν και σίγουρα αλλάζουν αναλόγως τους χρήστες και το πλαίσιο
κατανάλωσης. Για αυτό και η Smith (2009Α: 20, 23) τονίζει την ανάγκη να δοθεί
έμφαση στα συναισθήματα και στη σωματική ανταπόκριση της εμπειρίας, είτε αυτή
παίρνει τη μορφή δυσφορίας είτε ευχαρίστησης. Μια τέτοια προσέγγιση θα ξεπερνούσε
τις θεωρήσεις που υπερτονίζουν τη φαλλική λογική της πορνογραφίας (Williams 1989Β)
και ταυτίζουν την πορνογραφία αποκλειστικά με τις έννοιες της εχθρότητας και της
ντροπής (Paul 2005: 273).

1.1.6 Μορφές πορνογραφίας

Είναι δεδομένο πια πως μια σειρά από σύγχρονους μελετητές προσπαθούν να υπερβούν
τις περιοριστικές και, συχνά, μονολογικές προσεγγίσεις της έννοιας της πορνογραφίας.
Ορθά, δηλαδή, η Paasonen (2007Β: 49) προτρέπει τους ερευνητές της πορνογραφίας να
αντιμετωπίσουν την παραγωγή, τη διανομή, την κατανάλωση και τις αναπαραστάσεις της
ως επιμέρους διαστάσεις μιας συνολικής διαδικασίας, που δεν θα παραβλέπει όμως την
ποικιλομορφία της. Η αναγωγή, για παράδειγμα, κάθε πορνογραφίας στην κύρια μορφή
του ετεροπορνό (heteroporn) που τροφοδοτεί τους άνδρες θεατές, καθιστά αδύνατο να
αντιμετωπιστούν οι διαφορετικές πρακτικές, νοήματα και θελκτικά σημεία της κάθε
πορνογραφίας, και τελικά καθιστά αδύνατο να κατανοηθούν ή να συζητηθούν οι
διαφορετικές πορνογραφίες, αλλά και να αναδειχθούν εν συνεχεία οι όποιες διασυνδέσεις
τους. Πορνογραφίες (pornographies) δηλαδή και όχι μια μονοδιάστατη έννοια του πορνό
που συσκοτίζει και υπονομεύει μια σειρά από αξίες, όπως αυτές της αυτονομίας, της
ισότητας, της αυτοδιάθεσης και της επιλογής (Green 2000).
Δεν είναι τυχαίο ότι η Williams (1993Β), ασκώντας η ίδια κριτική στο διάσημο
έργο της (1989Β), θεώρησε ως αποτυχία της να μην επεκταθεί στη διαφορετικότητα των

47
Στη συμπεριφορική έρευνα των Allen κ.α. (2007) φάνηκε ότι η σύνδεση μεταξύ της φυσιολογικής
ανταπόκρισης και της ψυχολογικής ενσωμάτωσης της σωματικής αντίδρασης στο ψυχοσεξουαλικό
σύστημα ενός ατόμου δεν είναι απλή. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο υλικό προκαλεί και
ερεθίζει σεξουαλικά δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκη και την ψυχολογική κατάσταση του προσώπου που
βλέπει το εν λόγω υλικό (2007: 554).

51
σεξουαλικών επιθυμιών και να επικεντρωθεί στην «κυρίαρχη» εμπορευματική μορφή
του ετεροσεξουαλικού πορνό, δίνοντας έτσι την αίσθηση ότι συντάσσεται άθελά της σε
μια μονολιθική αντίληψη της πορνογραφίας που αποκρύπτει τις χειραφετικές και
απελευθερωτικές διαστάσεις της τελευταίας για μια σειρά από κοινωνικές ομάδες 48. Για
παράδειγμα, όπως έχει αναφέρει χαρακτηριστικά ο Mowlabocus (2007: 61), «η
πορνογραφία είναι γραμμένη στον κώδικα της γκέι ανδρικής καθημερινότητας». Για
αυτό και μια από τις πλευρές που επισημαίνει η Williams (1993Β: 171) είναι ότι, ούσα η
ίδια ετεροσεξουαλική, θεώρησε κακώς ότι δεν πρέπει να καταπιαστεί με την
ομοσεξουαλική πορνογραφία, παρά το γεγονός ότι η ίδια με το έργο της προσπαθούσε να
αναδείξει τον πολυμορφικό και ετερόκλητο χαρακτήρα της - ειδικά σε ένα πεδίο που τα
νοήματα των κειμένων δεν είναι σταθερά και πλήρως καθορισμένα (Burr 2009: 125). Για
αυτό και η κειμενική ανάλυση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στις συζητήσεις σχετικά με την
πορνογραφία, κυρίως ως μέσο ανάγνωσης συγκεκριμένων κωδίκων, υφών και
χαρακτηριστικών που είναι κοινά με άλλες μορφές αναπαράστασης, ενώ παράλληλα
τονίζεται έτσι η διαφορετικότητα και η ποικιλία εντός του είδους (Attwood 2002A: 94).
Κύρια δε έκφραση της πολυμορφικότητας της πορνογραφίας αποτελεί η
προσπάθεια διάκρισης μεταξύ σκληρού και μαλακού πορνό από τη μια και πορνογραφίας
και ερωτογραφίας/ερώτικα (erotica) από την άλλη. Αναφορικά με την πρώτη, το μαλακό
πορνό έχει παραχθεί, κατά τον Andrews (2006), ως ένα σύνολο κειμένων που συνήθως
είναι σύμφωνο με «μέσες» (middlebrow) προσδοκίες49. Ο όρος middlebrow αναφέρεται
εδώ σε μια ιεραρχία όπου το «μέσο» πρόσωπο ή αντικείμενο ταυτίζεται με τις αξίες της
ελίτ, αλλά και φέρει χαρακτηριστικά που συνδέονται με κατώτερα στρώματα για τα
οποία αισθάνεται μια, αντιφατικά γοητευτική, απέχθεια (2006: 6). Το μαλακό, δηλαδή,
πορνό είναι ένα περίτεχνο είδος με διάχυτη μια δηκτική, μεταφεμινιστική ευαισθησία
(βλ. ενότητα 2.3.1), αλλά και μια συνειδητά απολιτική μορφή που δομείται από διπλά

48
Η διάσημη αμερικανίδα διανοήτρια αναφέρεται ουσιαστικά στους ομοφυλόφιλους άνδρες και την γκέι
πορνογραφία που ήδη είχε αρχίσει να γνωρίζει άνθηση από τη δεκαετία του 1980 λόγω της χρήσης του
βίντεο. Για μια σύντομη και περιεκτική περιγραφή και ανάλυση της ιστορίας, της παραγωγής και του
περιεχομένου των γκέι πορνογραφικών φιλμ από το 1970 και μετά, βλ. Thomas 2010.
49
Όπως λέει χαρακτηριστικά και ο Giddens (1992: 165), είναι ενδεχομένως οι «εξομαλυντικές επιδράσεις»
της μαλακής πορνογραφίας που πιθανότατα εξηγούν τη μαζική απήχησή της.

52
πρότυπα (double standards) και ουσιοκρατικά στερεότυπα (2007Α) 50. Το δε κοινό των
μαλακών πορνογραφικών σειρών, όπως για παράδειγμα η περίπτωση του Red Shoe
Diaries που μελετά η Backstein (2001: 315), αποτελείται από ετερόκλητες και ποικίλες
κοινωνικές ομάδες. Η δε οικειοποίηση και ενσωμάτωση των πορνογραφικών συμβάσεων
σε ένα γενικότερο πλαίσιο όπου το γυμνό ρετρό είναι κάτι «φρέσκο και ξεχωριστό»
(retro-cool), κατέστησε το μαλακό πορνό, είτε με τη μορφή τηλεοπτικών σειρών είτε
περιοδικών, και τους υποστηρικτές του, «μοδάτους και μοντέρνους» (Osgerby 2001: 201
όπως αναφέρεται στο Attwood 2005Γ: 86)51.
Ειδικά στα μαλακά πορνοπεριοδικά, φαίνεται να υπάρχει μια «ιεραρχία
ευπρέπειας» (hierarchy of respectability) που εκτείνεται από ένα «γυαλιστερό» και
φιλόδοξο τρόπο ζωής όπως αυτός προσωποποιείται με το Playboy, μέχρι τα πιο
«βρώμικα» και ταπεινά σεξουαλικά θέματα που σχετίζονται με την αισθητική του
«κλασσικού» εμπορευματοποιμένου πορνό (McNair 1996: 110). Στην πρώτη περίπτωση,
το Playboy τοποθετείται σε μεγάλο βαθμό ως ένα middlebrow περιοδικό, δηλαδή ως ένα
περιοδικό που δεν απευθύνεται σε διανοούμενους και ανθρώπους «υψηλής κουλτούρας»,
αλλά σε άτομα «κοινού και συμβατικού» γούστου με «στοιχειώδη αισθητική». Υπό αυτή
την έννοια, το Playboy και τα συναφή περιοδικά θα πρέπει να γίνονται κατανοητά όχι
απλώς με όρους σεξουαλικότητας και φύλου, αλλά και, ίσως κυρίως, με όρους ιεραρχίας
του γούστου και της κουλτούρας - οπότε να μην κατατάσσεται απλώς ως πορνογραφία
αλλά ως μια middlebrow πορνογραφία (Jancovich 2007). Στις δεύτερες περιπτώσεις,
όπως για παράδειγμα η περίπτωση του αγγλικού περιοδικού Fiesta, οι αναπαραστάσεις
της σεξουαλικότητας δεν εξαρτώνται μόνο από το περιεχόμενό του, αλλά και από το

50
Εδώ η έννοια των διπλών προτύπων αναφέρεται στον γνωστό αφορισμό που «επικροτεί» τους άνδρες με
πολλές ερωτικές συντρόφους και «αποδοκιμάζει» αντίστοιχα τις γυναίκες (Attwood, Bale και Barker 2013:
20-1). Τα δε ουσιοκρατικά στερεότυπα περιστρέφονται γύρω από την υποτιθέμενη ακόρεστη σεξουαλική
φύση των γυναικών σε ένα πλαίσιο μονολογικής αντίληψης της ζωής τους γύρω από τις σχέσεις
οικειότητας.
51
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η εμβληματική ρετρό φιγούρα του Russ Meyer, σκηνοθέτη της μεγάλης
εισπρακτικής επιτυχίας ταινία The Immoral Mr. Teas (1959), ήταν αυτή που έφερε τη γυναικεία γύμνια
στις ταινίες κατά ένα ανάλογο στυλ με το οποίο ο Hugh Hefner, μέσω του Playboy, την καθιέρωσε στον
περιοδικό Τύπο. Ίσως να μην είναι συμπτωματικό ότι ο Meyer εργαζόταν στην αρχή της καριέρας του ως
φωτογράφος για το Playboy (Kammeyer 2008: 146-7).

53
συνολικό στυλ που υιοθετείται (Attwood 2002Α: 101). Με άλλα λόγια, ο «βρώμικος και
άσεμνος» συνοδευτικός λόγος των εικόνων στο Fiesta είναι ζωτικής σημασίας για την
αντιμετώπιση των σοβαρών νομικών περιορισμών που σχετίζονται με την παραγωγή
πορνογραφικού υλικού στην Μεγάλη Βρετανία - ενσωματώνοντας έτσι μια αίσθηση
σκληρού πορνό ή ρεαλιστικού σεξ σε ένα οπτικό σύστημα το οποίο θα πρέπει να
βασίζεται σε «μαλακές» εικόνες (Attwood 2002Α: 102)52.
Αναφορικά τώρα με τη δεύτερη διάκριση, οι δυσκολίες στο διαχωρισμό μεταξύ
πορνογραφίας και ερώτικα, ή αλλιώς υλικού ερωτικού περιεχομένου (Σαρικάκη και
Τσαλίκη 2010: 10), είναι ιδιαίτερα μεγάλες λόγω του παρόμοιου περιεχομένου τους, το
οποίο μπορεί να είναι εξίσου ρητά σεξουαλικό και ρεαλιστικό 53. Αν, πάντως, ο
ρεαλισμός της πορνογραφίας επιτυγχάνεται μέσω της εστίασης στην καταγραφή
λεπτομερειών από τα σώματα και τις πράξεις των πρωταγωνιστών, η ερώτικα
χαρακτηρίζεται κυρίως από έναν ιδιότυπο αισθησιακό και συναισθηματικό ρεαλισμό
(Paasonen 2010Α: 151). Έτσι, η εστίαση στο κατά πόσο υπάρχει πρόθεση να προκληθεί
ερωτική διέγερση από το υλικό, ενδεχομένως να αποτελεί ένα ακόμα κριτήριο. Για τον
McNair (1996: 51), για παράδειγμα, η πορνογραφία και η ερώτικα είναι διακριτές
κατηγορίες που αλληλοεπικαλύπτονται μόνο στο βαθμό που οι άνθρωποι βρίσκουν τις
απεικονίσεις της σεξουαλικής δραστηριότητας διεγερτικές. Για τη διάκριση, δηλαδή,
μεταξύ ερωτογραφίας και πορνογραφίας απαιτείται αναπόφευκτα η στοιχειώδης γνώση
για τα κίνητρα του δημιουργού, που συχνά δεν μπορεί να συναχθεί, αλλά και για τις
απόψεις του αναγνώστη, που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις υποκειμενικές
προσδοκίες και προθέσεις του (Kammeyer 2008: 13).
Το ερώτημα της διάκρισης ανάμεσα στην πορνογραφία και την ερωτογραφία
διαταράσσεται ακόμα περισσότερο από τους αντικρουόμενους, ενίοτε τυχαίους και μη
ανακλαστικούς, τρόπους με τους οποίους η πορνογραφία ως όρος χρησιμοποιείται από

52
Σε κάθε περίπτωση, έχει τη σημασία της η ανάδειξη της θέσης ότι τα μαλακά περιοδικά έχουν καταστεί
ένας κύριος δίαυλος μέσω του οποίου οι πεποιθήσεις των ανδρών σχετικά με τη σεξουαλική διάθεση και
την ευπάθεια των γυναικών ενισχύονται και ενθαρρύνονται (Pratt 1986: 76).
53
Γενικότερα, στις περιπτώσεις ταινιών που αποτελούν μίξη διασταυρούμενων ειδών, όπως για
παράδειγμα το γουέστερν πορνό (western porn), συνήθως επικρατεί το ένα είδος έναντι του άλλου
(Buscomble 2004: 30).

54
διαφορετικά άτομα και ομάδες - για παράδειγμα, από τους θρησκευτικά συντηρητικούς
που θέτουν σχεδόν κάθε αναφορά στο σεξ ή οποιαδήποτε θέαση του γυμνού σώματος ως
κάτι πορνογραφικό54. Όταν η λέξη «πορνογραφία» προσδιορίζεται με τόσο χαλαρό
τρόπο, είναι αδύνατον να επικρατήσει ένας «λειτουργικός» ορισμός. Για όλους αυτούς
τους λόγους δεν έχει καταστεί ακόμα δυνατό το ξεπέρασμα της άποψης ότι τόσο η
πορνογραφία όσο και η ερωτογραφία εναπόκειται, τελικά, «στο μάτι του θεατή»
(Kammeyer 2008: 14). Για αυτό και για τους Fisher και Barak (2001: 313), αποτελεί μη
πραγματοποιήσιμο στόχο η κατηγοριοποίηση των πορνογραφικών κειμένων σε ερώτικα
και πορνογραφία. Σύμφωνα και με την γνωστή αγγλοσαξονικό ρήση, «η πορνογραφία
ενός είναι η ερώτικα κάποιου άλλου» (one person’s pornography is another person’s
erotica) (Carter και Weaver 2003: 97).

1.1.7 Αξιολογικές διακρίσεις της πορνογραφίας

Με βάση τα παραπάνω, είθισται τα ρητώς σεξουαλικά υλικά να διακρίνονται ως ερώτικα


όταν από το κείμενο υπάρχουν καταδηλωτικές αξιώσεις για αμοιβαιότητα και
καλλιτεχνική αξία, και ως πορνογραφία όταν υποτίθεται ότι αξιοποιείται και νοθεύεται η
«φυσική» ανθρώπινη σεξουαλικότητα με «άκομψες εικόνες και φθηνές αξίες» (Smith, C.
1999: 166). Την ερωτική λογοτεχνία που αργότερα αποδόθηκε ως ερώτικα, οι Gordon
και Bell (1969) την είχαν ονομάσει «μετριο-πυρηνική» (medium-core) πορνογραφία σε
αντίστιξη με το σκληρό πορνό. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί τόσο ο σχετικιστικός
χαρακτήρας των κατηγοριοποιήσεων, όσο και το ενδεχόμενο ύπαρξης ή ανάγνωσης
πορνογραφικών στοιχείων, ή αλλιώς «πορνογραφικών στιγμών» (Jarrett 1970: 66), σε
κείμενα που ανήκουν σε άλλα είδη, πολύ μακράν της πορνογραφίας, ακόμα και σε
λογοτεχνήματα εγνωσμένης καλλιτεχνικής αξίας και παγκόσμιας αναγνώρισης. Για
παράδειγμα, ακόμα και στο κλασσικό ιστορικό ισπανικό μυθιστόρημα, Crónica
Sarracina (περ. 1430) του Pedro de Corral, υπάρχουν, σύμφωνα με τη μελέτη της
Drayson (2005), δεδομένες ασάφειες ως προς το χαρακτήρα του ως μια χριστιανική
ηθική ιστορία - η οποία αποσταθεροποιείται αγγίζοντας τα όρια της πορνογραφίας με την
αναπαράσταση της τιμωρίας του μυθικού βησιγότθου βασιλιά Roderick όπου ένα φίδι

54
Είναι σε κάθε περίπτωση προβληματική η εξίσωση της πορνογραφίας με το σεξ (Paul 2005: 19).

55
του καταβροχθίζει τα γεννητικά του όργανα. Έτσι, σε πολλά λογοτεχνικά έργα που
δύσκολα χαρακτηρίζονται ως ερώτικα, μπορούν να βρεθούν ιδιαίτερες και εναλλακτικές
θεωρήσεις περί σύνδεσης της πορνογραφίας με άλλα κοινωνικά φαινόμενα - όπως για
παράδειγμα η περίπτωση του The Secret Agent, ενός μυθιστορήματος του 1907 που
μελετά ο Shaffer (1995: 447-61), και στο οποίο βρίσκει μια ενδιαφέρουσα συσχέτιση των
επαναστατικών πολιτικών και του αναρχισμού με την πορνογραφία στη βάση της
απεικόνισής τους ως «κανιβαλιστικές»55.
Γενικότερα, η κατανάλωση της ερώτικα παρουσιάζεται συχνά ως μια
απελευθερωτική πράξη που ανοίγει κόσμους της φαντασίας, εμπνέει τη σεξουαλική
ευχαρίστηση και βοηθά στη δημιουργία ενός σεξουαλικού αυτοπροσδιορισμού (Wilson-
Kovacs 2009). Αντίστοιχα, φαίνεται ότι κυριαρχεί η αίσθηση ότι το πορνογραφικό
στοιχείο χαρακτηρίζεται κυρίως από τη χαμηλή ποιότητά του που δεν αφορά μόνο την
απεικόνιση του σώματος ως «άτακτου, ρυπαρού και γκροτέσκου», αλλά και συνολικά
την παροχή φθηνών συγκινήσεων σε ένα ακροατήριο που συχνά παρουσιάζεται ως
«κτηνώδες και αδηφάγο» (Attwood 2002Α: 92) 56. Η έννοια, δηλαδή, της ποιότητας είναι
εξόχως σημαντική και στο ζήτημα του κατά πόσο ή πότε η πορνογραφία, σε κάθε της
έκφανση, αποτελεί μορφή τέχνης. Είναι δεδομένο ότι οι διαφορές ανάμεσα σε τέχνη και
πορνογραφία αποτελούν αξιακές κρίσεις και διαφέρουν από περίοδο σε περίοδο και από
κουλτούρα σε κουλτούρα (Mey 2007: 88)57. Για αυτό και οι προσπάθειες να διακριθεί η

55
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συγγραφείς λογοτεχνημάτων γύρω από δολοφονίες παίζουν, για ορισμένους,
το ρόλο ενός «πορνογράφου», όχι αναφορικά με το σεξ αλλά σε σχέση με τη βία και τα αποτελέσματά της
στο ανθρώπινο σώμα (Warren 2008: 564). Για μια σύνδεση της πορνογραφίας με τη λογοτεχνία, βλ.
McCalman 1984, για μια ανάλυση σε σχέση με πορνογραφικά στοιχεία σε ένα μυθιστόρημα, βλ. Kappeller
1984, και για μια σύγκριση ανάμεσα στην πορνογραφία και την «ελευθεριάζουσα λογοτεχνία» (libertine
novel), που ως ύφος άνθισε κυρίως στην Γαλλία του 18ου αιώνα (Hunt 1993: 36-7), βλ. Goulemot 1998.
56
Για την Downing (2004: 277-8), όπως στο μεταμοντέρνο κινηματογράφο ο βιασμός δεν είναι ίδιος
ακριβώς με το σεξ, αλλά έχει όμως σημεία εγγύτητας λόγω των κατασκευαστικών χαρακτηριστικών τους
σε μια σειρά από διαστάσεις όπως η εξουσία, η κυριαρχία, η «ευχαρίστηση» και η υποταγή, έτσι και η
ρητή αναπαράσταση γυμνών σωμάτων και των πράξεών τους, δεν πρέπει να λογίζεται ως ταυτόσημη με
την πορνογραφική έκθεση, όπως συχνά πιστεύεται ότι είναι η υπόθεση.
57
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των pinup girls (Epley 2007). Στη μελέτη, μάλιστα, της Kakoudaki
(2004) δείχνεται χαρακτηριστικά το πώς η πλαισίωση πορνογραφικών, ή έστω πρόδηλα σεξουαλικών,
εικόνων μπορούν να αναγνωσθούν σε διαφορετικές ιστορικοκοινωνικές συγκυρίες. Πιο συγκεκριμένα, τα

56
πορνογραφία από τις πιο υψηλές πολιτιστικές μορφές, όπως η «υψηλή τέχνη» ή η
λογοτεχνία, ακόμα και όταν φαίνεται να διαθέτουν ίδιο περιεχόμενο και
αναπαραστατικές λογικές, αποκαλύπτουν ότι τα τελευταία δεν είναι αρκετά για να
καταδειχθεί η πορνογραφία ως «πορνογραφία»58. Αντ’ αυτού, φαίνεται ότι είναι
περισσότερο ο «βρώμικος, άτακτος, ταπεινωτικός» και διονυσιακός χαρακτήρας της
ποιότητας της πορνογραφίας που γίνεται ο αποφασιστικός παράγοντας - πάντα βέβαια σε
ένα πλαίσιο αξιακών κρίσεων και μιας παράδοσης κοινωνικής κατασκευής της
πορνογραφίας ως κάτι «άσεμνο, νοσηρό και ανάρμοστο». Έτσι, εκεί όπου στην υψηλή
τέχνη το σώμα σημαίνει «αιτία, καθαρότητα και τάξη», το σώμα στην πορνογραφία
υποδηλώνει «πάθος, βρωμιά και διαταραχή» - και αντίστοιχα, οι απολαύσεις που
συνδέονται με την τέχνη είναι εκείνες της περισυλλογής, της διάκρισης και της
υπέρβασης, ενώ εκείνες της πορνογραφίας είναι τα ταπεινά κίνητρα, η ασυδοσία και η
εμπορευματοποίηση (Nead 1992: 89).
Βέβαια, και στην πορνογραφία συναντούμε πολλές φορές ένα στοιχείο αντίστοιχο
με αυτό της avant-garde τέχνης, όπου μέσω της προσβολής των «αστικών ευαισθησιών»
αποδομούνται οι κανονιστικές αντιλήψεις της σεξουαλικότητας. Η Kipnis (1996 όπως
αναφέρεται στο Lillie 2004: 48), για παράδειγμα, σχολιάζοντας την πολιτισμική
αισθητική της πορνογραφίας, θεωρεί ότι οι διαφορές μεταξύ πορνογραφίας και άλλων
μορφών πολιτιστικής έκφρασης είναι λιγότερο σημαντικές από ό,τι οι ομοιότητές τους -
αφού η πορνογραφία ως είδος αφιερωμένο στη φαντασία και τις φαντασιώσεις διασχίζει
μια σειρά από μοτίβα που εκτείνονται πέρα από το αυστηρά σεξουαλικό στο ευρύτερο

πατριωτικά pinups, που χρησιμοποιήθηκαν από τον αμερικανικό στρατό στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
για να ανυψώσουν το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύσουν μια σειρά από μηνύματα, κατέληξαν να
γίνονται αντιληπτά ως οιονεί ιστορικά μνημεία - ξεπερνώντας έτσι τις πορνογραφικές αναγνώσεις τους σε
σχέση με πιο πρόσφατες καλλιτεχνικού προσανατολισμού απόπειρες στις οποίες επικράτησε ο
πορνογραφικός χαρακτήρας και «καταδικάστηκαν» ως μια μορφή υποκουλτούρας (2004: 363).
58
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του πασίγνωστου φιλμ Blow Job του Andy Warhol όπου
απεικονίζεται το πρόσωπο του ηθοποιού και σκηνοθέτη DeVeren Bookwalter να δέχεται, απολαμβάνει
ουσιαστικά, πεολειξία από έναν αόρατο σύντροφο και που παρουσιάστηκε σε μια «αξιοσέβαστη» αίθουσα
τέχνης της Νέας Υόρκης το 1964 - αναδεικνύοντας έτσι με τον πιο εμβληματικό τρόπο την ιδιότυπη σχέση
της «υψηλής τέχνης» με την πορνογραφία, ή αλλιώς την ύπαρξη μιας πορνογραφικής avant-garde
έκφρασης (Osterweil 2004: 431).

57
πολιτισμικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Παρόλα αυτά, η εστίαση στα υπερβατικά
στοιχεία δεν θα πρέπει να συσκοτίζει το χαρακτήρα της «συνηθισμένης» πορνογραφίας
και κυρίως να την αποκόπτει από το πλαίσιο κατανάλωσής της (Smith 2002Β). Είναι
δηλαδή η χυδαιότητα των απολαύσεων που περιστρέφονται γύρω από τη φυσικότητα
των αισθήσεων στην πορνογραφία, η απόρριψη της δαημοσύνης και της διάνοιας, και οι
τροπισμοί των συγκινήσεων και της διασκέδασης που μπορούν να σηματοδοτήσουν τη
διάκριση μεταξύ κυρίαρχής και λαϊκής αισθητικής, υψηλών και χαμηλών πολιτιστικών
μορφών (Attwood 2002Α: 93).
Για την Attwood (2006: 86), πάντως, έχει σημασία ότι η επίκληση της υψηλής
αισθητικής αξίας συνδυάζεται συχνά με μια ρητορική περί «προοδευτικών σεξουαλικών
πολιτικών» (Juffer 1998: 123) ώστε συνδυαστικά να προσφερθούν με τη μορφή κειμένων
ως ένας λόγος σαφέστατα ρητά σεξουαλικός, σχετικά προοδευτικός και προσβάσιμος,
αλλά και ταυτόχρονα δημοφιλής στις γυναίκες. Η επίκληση δηλαδή της αισθητικής αξίας
είναι απαραίτητη σύμφωνα και με την προσέγγιση της Juffer (1998) ώστε να διακριθούν
τα σεξουαλικώς ρητά κείμενα για γυναίκες από την πορνογραφία - συνεπώς και ιδιαίτερα
σημαντική διότι έτσι παρέχεται μια ασφαλής στρατηγική για να ξεπεραστεί το πρόβλημα
της «εχθρικής/κατά-των-γυναικών» πορνογραφίας εν γένει. Υπό αυτή την έννοια τονίζει
η Attwood (2005Α: 395) ότι το στυλ και η μόδα έχουν εξελιχθεί σε απαραίτητοι πυλώνες
κατασκευής μιας ασφαλούς γλώσσας για τον επαναπροσδιορισμό της πορνογραφίας,
αλλά και γενικότερα του σεξ, ως μια ευχαρίστηση και απόλαυση για τις γυναίκες.
Συνολικά, λοιπόν, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η κατασκευή της πορνογραφίας ως
είδος και οι διαμάχες περί των επιδράσεών της αντικατοπτρίζουν τη συζήτηση περί
υψηλής και λαϊκής κουλτούρας, του «καλού» και του «κακού» γούστου (Ekblom
2010)59. Με αυτή τη λογική και παρά τις όποιες δυσκολίες σαφούς και κοινά αποδεκτής
διάκρισης (Thornton 1986: 31), είθισται ως ερωτική τέχνη να νοείται μια «επιτρεπτή»

59
Σύμφωνα με τον McKee (2007Α: 4-5), φαίνεται να υπάρχει μια κοινή παραδοχή που στηρίζει μεγάλο
μέρος της επιστημονικής θεωρίας για την κουλτούρα, ότι οι «μάζες» δηλαδή δεν μπορούν να διακρίνουν
μεταξύ «καλής» και «κακής» κουλτούρας, ότι στερούνται την ικανότητα για διάκριση και ότι
καταναλώνουν ό,τι τους παρέχεται. Πρόκειται για μια διαπίστωση που δεν αφορά μόνο τη συντηρητική
ελίτ διανοουμένων, αλλά και ένα μεγάλο ποσοστό των αριστερών τάσεων στους διανοουμένους που
βασίζονται σε παρόμοιες υποθέσεις για την ανάπτυξη των θεωρήσεών τους.

58
μορφή σεξουαλικής αναπαράστασης στο σύγχρονο δυτικοκεντρικό πολιτισμό όπου η
απεικόνιση του σεξ μπορεί να ενέχει ηθική και κοινωνική αξία (Nead 1993: 217) 60. Μια
τέτοια, περιορισμένων περιγραφικών δυνατοτήτων προσέγγιση μπορεί να μην υπερβαίνει
τη, συντηρητικής κατεύθυνσης, κριτική περί απομάγευσης/απομαγικοποίησης της τέχνης
στο υστερο-νεωτερικό, κατά βάση, σκηνικό και να αποσταθεροποιεί ακόμα περισσότερο
τα ήδη δυσδιάκριτα όρια μεταξύ τέχνης και πορνογραφίας, δύναται όμως να χρησιμεύσει
ως αξιακό κριτήριο για τις εντός του πορνογραφικού φάσματος αναπαραστάσεις και την
αισθητική, πολιτισμική και ηθική αποτίμησή τους 61. Δεν θα πρέπει εξάλλου να
λησμονείται αυτό που ο McNair (2014: 169) υπενθυμίζει, ότι δηλαδή πέρα από τις
φεμινιστικές και συντηρητικές κριτικές περί του χαρακτήρα της πορνογραφίας (βλ. και
παρακάτω κεφάλαιο 1.4), έχει καταγραφεί και μια μακρόχρονη παράδοση ελιτίστικης
αποστροφής, ακόμα και «αηδίας», στις υπερβολές της πορνογραφίας και του αντίκτυπου
που έχουν στην ηθική και την αισθητική συγκρότηση των ατόμων.
Στη βάση αυτής της λογικής και σύμφωνα με την Sabo (2009: 148), ίσως η πιο
σημαίνουσα συμβολή για τη διάκριση ανάμεσα σε μια ελιτίστικη, avant-garde,
πνευματική και φιλοσοφική πορνογραφία και σε ένα εγκόσμιο, πρόδηλα υλιστικό, δείγμα
της δεσπόζουσας μαζικής κουλτούρας πορνό, είναι αυτή της Sontag (1969), όπου η
διάσημη συγγραφέας και πολιτική ακτιβίστρια πρόκρινε την ύπαρξη πολλών και
ετερόκλητων πορνογραφιών, αντί για μια μονοδιάστατη και μονολιθική αντίληψη του
πορνό. Για τη μελέτη όμως όλων αυτών των ετερόκλητων και πολυποίκιλων μορφών
πορνογραφίας θα πρέπει να συμπεριληφθεί στην αναλυτική προσέγγιση της παρούσας
εργασίας η μετάβαση στο σύγχρονο επικοινωνιακό πεδίο που διαμορφώνουν οι νέες
τεχνολογίες και το διαδίκτυο ειδικότερα. Αυτό είναι και το θέμα του επόμενου
κεφαλαίου.

60
Υπάρχει, όπως γίνεται κατανοητό, ένα γενικότερο πρόβλημα κατηγοριοποίησης κειμένων και υλικών ως
πορνογραφικά ή μη. Η περίπτωση της θεώρησης των αποικιακών καρτ-ποστάλ των γάλλων στις αρχές του
20ου αιώνα ως πορνογραφία είναι χαρακτηριστική (Yee 2004), όπως και η χρήση του όρου «πορνό» για
την περιγραφή του έργου συγκεκριμένων ποιητών (Perloff 1975) με τις αντίστοιχες αντιδράσεις στην εν
λόγω χρήση (Eshleman 1975).
61
Υπάρχει και η άποψη ότι γενικότερα η πορνογραφία θα πρέπει να προσεγγίζεται και με μια κουλτούρα
κριτικών τέχνης, με την έννοια ότι ο μελετητής θα πρέπει να είναι ανοιχτός στις εναλλακτικές, υπερβατικές
αναγνώσεις των νοημάτων πέρα από την επιφάνεια και τις καταδηλώσεις της (Kipnis 1993: 214).

59
1.2 Η πορνογραφία στο σύγχρονο επικοινωνιακό περιβάλλον

Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγινε προσπάθεια να καταγραφεί η δυναμική της


δημιουργίας των σπουδών πορνό ως ενός νεοπαγούς επιστημονικού πεδίου, να
παρατεθούν τα βασικά χαρακτηριστικά της πορνογραφίας ως έννοια και ως φαινόμενο,
και να οριοθετηθεί, ορολογικά και εννοιολογικά, σε σχέση με συγγενικά είδη και μορφές
έκφρασης. Στο παρόν κεφάλαιο θα επιχειρηθεί μια σκιαγράφηση των διαστάσεων της
μετάβασης στο νέο επικοινωνιακό περιβάλλον. Με άλλα λόγια, θα επιχειρηθεί να
αποτυπωθεί το κατά πόσο και με ποιο τρόπο έλαβε χώρα στο πλαίσιο των νέων
τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας, και πιο συγκεκριμένα του διαδικτύου 1, η
ρήση του Slade (2000Α: 9 όπως αναφέρεται στο Kammeyer 2008: 35) ότι «κάθε φορά
που ένας άνθρωπος εφευρίσκει μια τεχνολογία, ένα άλλος άνθρωπος θα επινοήσει μια
σεξουαλική χρήση για αυτή»2.
Πιο συγκεκριμένα, η μετάβαση στο πεδίο του διαδικτύου δεν θα πρέπει να
θεωρείται αποτέλεσμα μιας γραμμικής θεώρησης όπου μόνο η ανάπτυξη νέων
πλατφορμών επικοινωνίας επέτρεψαν την αύξηση της κατανάλωσης πορνό, τη διάχυσή
του σε ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού στο δυτικό κόσμο και την
προϊούσα ενσωμάτωσή του στις κυρίαρχες μορφές κουλτούρας. Υπήρξε το συνολικό
αποτέλεσμα μιας σειράς κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών
εξελίξεων που αποκρυσταλλώθηκαν τόσο με τη μορφή της μαζικοποίησης και της
φιλελευθεροποίησης της κατανάλωσης σεξουαλικά ρητών υλικών μέσω των νέων
τεχνολογικών δυνατοτήτων, όσο και με την ανάδειξη του διαδικτύου ως ένα νέο δημόσιο

1
Έχει αξία η αναφορά από τώρα ότι η ανάλυση της διαδικτυακής πορνογραφίας προϋποθέτει και μια
ευρύτερη γνώση της διαμεσολαβημένης επικοινωνίας μέσω διαδικτύου (Patterson 2004: 106).
2
Η πορνογραφία σχεδόν πάντα αναφέρεται πρώτη όταν προκύπτουν συζητήσεις για το πώς το διαδίκτυο
επηρεάζει τις εθνικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές αξίες λαμβάνουν χώρα (Walters και Barwind 2004:
158). Σε κάθε περίπτωση βέβαια, δεν θα πρέπει να λησμονείται το ζήτημα της επιρροής των επιμέρους
εθνικών τάσεων στην περίπτωση του παγκοσμιοποιημένου και διεθνοποιημένου διαδικτύου που
διαμεσολαβούν τόσο την πρόσληψη των πορνογραφικών κειμένων, όσο και την κοινωνική κατασκευή των
όποιων κινδύνων από την χρήση του διαδικτύου και την δραματοποίησή τους σε ηθικούς πανικούς
(Kuipers 2006) - βλ. και ενότητα 1.3.5.

60
χώρο και σημαντικό πυλώνα της ευρύτερης δημόσιας σφαίρας3. Όψεις των εν λόγω
εξελίξεων ήδη αναφέρθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο και πρόκειται να
απασχολήσουν και όλα τα επόμενα, συνεπώς το παρόν θα περιοριστεί στην περιγραφή
της πορνογραφίας πορνό στο σύγχρονο επικοινωνιακό περιβάλλον.
Έτσι, η μελέτη της πορνογραφίας, αν και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ζητήματα
που έχουν οριστεί ιστορικά στο πεδίο της, έχει αρχίσει ήδη να εστιάζει, ειδικά υπό το
πρίσμα των σπουδών πορνό, και στα θέματα που προκαλεί η κατανάλωση πορνό μέσω
των νέων μέσων επικοινωνίας (Hall και Bishop 2007: 2). Είναι, δηλαδή, η μαζική
διάχυση και η τεράστια διαθεσιμότητα της πορνογραφίας στο διαδίκτυο που την έχει
καταστήσει για την Paasonen (2007Β: 44) μια από τις killer applications και, εκ των
πραγμάτων, ένα διακριτό και σημαντικό πεδίο μελέτης για την επιστημονική έρευνα. Δεν
είναι μόνο ότι για ορισμένους η κατοχή και χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή σχετίζεται
αποκλειστικά με την κατανάλωση πορνό (Blythe και Jones 2004: 75, Brewer κ.α. 2006:
1696), αλλά ότι γενικότερα το σύνολο των χρηστών των νέων τεχνολογιών μπορεί
δυνητικά να έρθει σε επαφή με σεξουαλικά ρητό υλικό στο διαδίκτυο - μια κατάσταση
που ο Slater (2002: 234) αποκαλεί «απουσία της σπανιότητας» (absence of scarcity).
Όπως θα έλεγε και ο Kammeyer (2008: 183), «όχι μόνο είναι εύκολο να βρεις
ιστοσελίδες πορνογραφίας - είναι σχεδόν αδύνατο να τις αποφύγεις»4.

3
Για τη διαφορά μεταξύ του διαδικτύου ως δημόσιο χώρο και ως δημόσια σφαίρα, βλ. Papacharissi 2002.
Για μια επιπλέον κριτική προσέγγιση αναφορικά με το ότι το διαδίκτυο ως χώρος δημοσίου διαλόγου δεν
έχει αναζωογονήσει τη δημόσια σφαίρα, βλ. Muhlberger 2005. Τέλος, για τη δόκιμη εννοιολόγηση του
διαδικτύου ως πολιτισμική δημόσια σφαίρα (cultural public sphere), με την έννοια της αποτύπωσης και
ανάδυσης των σύγχρονων πολιτισμικών τάσεων σε αυτό, βλ. McGuigan 2005.
4
Η μελέτη των Wolak, Mitchell και Finkelhor (2007) έδειξε υψηλό ποσοστό έκθεσης σε πορνογραφικό
υλικό μεταξύ των χρηστών του διαδικτύου με την πλειονότητα αυτής της έκθεσης να δηλώνεται ως
ανεπιθύμητη. Για τους εν λόγω ερευνητές είναι οι σεξουαλικές και αντικοινωνικές προδιαθέσεις (sexual
and antisocial dispositions) ενός χρήστη που επηρεάζουν τις πιθανότητες να έρθει σε ακούσια επαφή με
πορνογραφικό υλικό. Στην ίδια κατεύθυνση και έρευνα που συσχέτιζε τους πιο ψηλά στις κλίμακες
μέτρησης σεξουαλικής και αντικοινωνικής προδιάθεσης με μεγαλύτερη πιθανότητα να έρθουν σε επαφή με
ρητά σεξουαλικό υλικό μέσω ανοίγματος συνδέσμων ή μηνυμάτων στο διαδίκτυο (Lee και Shim 2006,
Shim, Lee και Paul 2007). Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι πρόκειται για μελέτες που ανήκουν στον
σκληρό πυρήνα της προσέγγισης των επιδράσεων και, συνεπώς, θα πρέπει να διαβάζονται με αντίστοιχα
κριτικό πνεύμα (βλ. ενότητα 1.3.4).

61
Είναι στη βάση αυτή που η πρόσβαση σε ρητά σεξουαλικό περιεχόμενο στο
διαδίκτυο ανέδειξε όψεις της κατανάλωσης και της χρήσης του από επιμέρους
κοινωνικές ομάδες. Πέρα δηλαδή από τη, μάλλον, κοινότοπη διαπίστωση ότι το
διαδίκτυο συνιστά μια «παιδική χαρά για ενήλικες», καθώς δημιουργεί νέα κανάλια τόσο
για την εμπορική όσο και για τη μικρής κλίμακας ερασιτεχνικά παραγόμενη (βλ.
παρακάτω) πορνογραφία (Jacobs 2004Α: 68), φάνηκε ότι το διαδίκτυο αποτελεί και ένα
προνομιακό πεδίο για την άρση του στερεοτύπου ότι οι πιο ηλικιωμένοι ενήλικες είναι
ασεξουαλικοί και χωρίς σεξουαλικό ενδιαφέρον - με αυτή την κοινωνική ομάδα να το
χρησιμοποιεί ολοένα και περισσότερο για να εμπλουτίσει τις σεξουαλικές εμπειρίες αλλά
και ταυτότητές της (Adams, Oye και Parker 2003). Να συμπληρωθεί όμως ότι στην
περίπτωση των ατόμων με αναπηρία, η πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Noonan (2007:
99) ανέδειξε μια μη προγραμματισμένη συμπερίληψή τους στη διάχυση και κατανάλωση
του πορνό, αλλά και ένα συχνά σκληρό αποκλεισμό τους από τη συμμετοχή τους στις
κοινωνικά προσανατολισμένες δράσεις γύρω από την πορνογραφία.

1.2.1 Κυβερνοπορνογραφία και διαδίκτυο

Η εκρηκτική αύξηση της διαθεσιμότητας ρητά σεξουαλικού υλικού στο διαδίκτυο έχει
δώσει στους μεμονωμένους χρήστες τη δυνατότητα της χωρίς ιδιαίτερο κόστος, κατά
βάση δωρεάν, απεριόριστης πρόσβασης σε ένα ανεξάντλητο φάσμα εικόνας και ήχου
(Yoder κ.α. 2005: 30, Stack κ.α. 2004: 76) - παράλληλα με την άρση των μεγαλύτερων
εμποδίων για τη διάχυση και πώληση της πορνογραφίας και των σεξουαλικών
υπηρεσιών, την ντροπή και την άγνοια (Coopersmith 2006: 1-2) 5. Για τους δε McKenna

5
Πρέπει να επισημανθεί ότι η κύρια διαφορά μεταξύ των πορνογραφικών και μη ιστοσελίδων είναι η μέση
διάρκεια μιας επίσκεψης. Για παράδειγμα, ενώ για έναν ιστότοπο ειδήσεων η κατά μέσο όρο επίσκεψη
είναι συνήθως μεταξύ τριών και έξι λεπτών, ο μέσος χρόνος που δαπανάται σε μια ιστοσελίδα πορνό, είναι
μεταξύ δεκαπέντε και είκοσι λεπτών. Είναι στη βάση τέτοιων στοιχείων που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι
το πορνό συνιστά μέχρι και το 30% του συνόλου των δεδομένων που μεταφέρονται μέσω του διαδικτύου
σε παγκόσμιο επίπεδο (Anthony 2012). Να σημειωθεί ακόμα ότι παρατηρείται και μια γενικότερη τάση
των χρηστών της πορνογραφίας να αποθηκεύουν σε προσωπικά αρχεία εικόνες και βίντεο που έχουν βρει
κατά τη διάρκεια της πλοήγησής τους. Μια τάση που φαίνεται να σημαίνει ότι η σεξουαλική παρόρμηση
δεν έγκειται μόνο στην αναζήτηση διεγερτικού υλικού, αλλά περιλαμβάνει και μια διάσταση απόκτησης

62
και Bargh (2000: 72) οι κύριες μεταβλητές που κάνουν το διαδίκτυο ένα μοναδικό
πλαίσιο δράσης είναι η ανωνυμία των χρηστών 6, ο μετριασμός της φυσικής εγγύτητας, η
σωματική ελκυστικότητα ως χαρακτηριστικό σχηματισμού σχέσεων, η ενίσχυση του
προσωπικού ελέγχου πάνω στον χρόνο και το ρυθμό των διαπροσωπικών
αλληλεπιδράσεων και επικοινωνιών, αλλά και ο ρευστός χαρακτήρας στην κατασκευή
ταυτοτήτων στο διαδίκτυο7. Γενικότερα, ως προμηθευτής πορνογραφίας το διαδίκτυο
είναι μοναδικά ελκυστικό επειδή έχει υποδομές και δυνατότητες που το διαφοροποιούν
από τα άλλα μέσα, όπως η ψηφιοποίηση, η δυνατότητα για εμπορευματοποίηση, οι
«δυνητικές κοινότητες» που δημιουργούνται μέσα από τεχνοκοινωνικές αλληλεπιδράσεις
(βλ. παρακάτω υποσημείωση 12), η εξατομίκευση των προϊόντων αλλά και η
εξατομίκευση/προσωποποίηση της πλοήγησης (βλ. παρακάτω υποσημείωση 30), η
διευκόλυνση για άμεση παραγωγή προσανατολισμένη σε ένα διεθνές κοινό και η κατά
βάση απουσία νομικών περιορισμών για τις λειτουργίες του (Rajagopal και Bojin 2004).
Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η «έκθεση» στη διαδικτυακή πορνογραφία
διευκολύνεται και από ένα επιπλέον χαρακτηριστικό του μέσου - την αδιάκριτη και
μερικές φορές «αναγκαστική» σχέση με τους δυνητικούς καταναλωτές μέσω της χρήσης
pop-up διαφημίσεων και της αναγκαστικής προώθησης της πλοήγησης και στρατηγικών
που εστιάζουν στη μεγιστοποίηση της κατεύθυνσης σε ιστοσελίδες ενηλίκων μέσω των
μηχανών αναζήτησης και των ανεπιθύμητων (spam) ηλεκτρονικών μηνυμάτων (Flood
2007: 49)8. Η περίπτωση δηλαδή των μη ηθελημένων επαφών με πορνογραφικό υλικό

ελέγχου γύρω από τις συνήθειες της πορνογραφικής πλοήγησης και την παρακολούθηση, την επιλογή ή το
χειρισμό των προϊόντων της πορνογραφίας (Jacobs 2009Α: 182).
6
Η αίσθηση ανωνυμίας του διαδικτύου φαίνεται ότι «ανακουφίζει», σύμφωνα με τους Quinn και Forsyth
(2005: 199) τους χρήστες από την ανησυχία για δημόσιο στιγματισμό και νομικές κυρώσεις.
7
Οι χρήστες, για παράδειγμα, στο διαδίκτυο μπορούν να κατασκευάζουν τη δική τους ταυτότητα αλλά
μπορούν να «αλλάζουν» και αυτή άλλων, με προφανές παράδειγμα την τοποθέτηση των κεφαλιών των
διασημοτήτων σε γυμνές ή πορνογραφικές εικόνες που ενίοτε συνοδεύονται και από σαρκαστικά σχόλια
(Coopersmith 2006: 15-6). Να σημειωθεί όμως ότι, σύμφωνα με τον (Slater 1998), η αποδόμηση σώματος
και σεξουαλικών ταυτοτήτων στο διαδικτυακό περιβάλλον αντιμετωπίζεται από τους χρήστες και ως ένα
πρακτικό και υπαρκτό πρόβλημα που ενυπάρχει και στην καθημερινή ζωή, και όχι μόνο ως ένα ζήτημα με
ουτοπικές προεκτάσεις.
8
Το θέμα της μη επιθυμητής λήψης πορνογραφικών μηνυμάτων μέσω διαδικτύου αποτελεί ένα ευρύτερο
ζήτημα στο βαθμό που η ανάγνωση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μπορεί να γίνεται σε δημόσιους ή

63
στο διαδίκτυο περιλαμβάνει και μια όψη γύρω από την έννοια της «σκοτεινής πλευράς»
των πραγμάτων που υποτίθεται ότι κρύβουν μια «αλήθεια», ίσως περισσότερης αξίας,
από ό,τι βρίσκεται στην επιφάνεια και είναι προσβάσιμο σε όλους (Brottman 2007: 183).
Γενικότερα, η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών από τους μεμονωμένους χρήστες και τη
βιομηχανία του πορνό και του σεξ εμπίπτουν, σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τον
Leverette (2003), στο παράδειγμα των μη σκοπούμενων συνεπειών (unintended
consequences) - ή ακόμα και στο σύνδρομο Φρανκενστάιν (Frankenstein syndrome),
όπου η αρχικά σχεδιαζόμενη χρήση μιας μηχανής ή τεχνολογίας συχνά εκφυλίζεται με
την έννοια της παρέκβασης από τη βασική της λειτουργία.
Το σωρευτικό, συνεπώς, αποτέλεσμα της μετάλλαξης της παραδοσιακής
πορνογραφίας των κειμένων και του βίντεο από την έλευση του διαδικτύου είναι η
«κυβερνοπορνογραφία» (cyberpornography)9 και ό,τι αυτή σημαίνει - από τις νέες
δυνατότητες πρόσβασης, μέχρι τον επαναπροσδιορισμό συνολικά των σεξουαλικών
φαντασιώσεων, εκφράσεων, συμπεριφορών και δραστηριοτήτων (Chatterjee 2000: 91) 10.
Ορθά, λοιπόν, ο Shah (2007: 34, 40) τονίζει ότι μόνο η δυνατότητα «ανεμπόδιστης»
διακίνησης και κατανάλωσης πορνογραφικού υλικού μέσα από το διαδίκτυο δεν συνιστά
ούτε ένα νέο είδος πορνογραφίας ούτε δικαιολογεί την αποτύπωση όλου αυτού του
ετερογενούς υλικού μέσα από τον όρο «δικτυοπορνό» (netporn). Το δικτυοπορνό,
δηλαδή, θα πρέπει να νοείται ως μια διακριτή κατηγορία πορνογραφίας που δομείται

εργασιακούς χώρους. Στο πλαίσιο, για παράδειγμα, της λειτουργίας κολλεγίων και πανεπιστημίων φαίνεται
ότι δημιουργεί ένα, μάλλον, άβολο, αν όχι εχθρικό περιβάλλον εκπαιδευτικής διαδικασίας σύμφωνα με την
έρευνα του Finn (2004: 477-8). Αξίζει να σημειωθεί και η έρευνα της Paasonen (2006) για τα ανεπιθύμητα
μηνύματα διαφημίσεων διαδικτυακής πορνογραφίας στην οποία διαπιστώνει ότι αυτά εμφανίζουν μια
υπερβολική διαφορά μεταξύ των φύλων. Πιο συγκεκριμένα, αν και σε αυτά οι γυναίκες παρουσιάζονται ως
περιορισμένοι φορείς δράσεις, εντούτοις οι επαναλαμβανόμενες απεικονίσεις ελέγχου των γυναικών δεν θα
πρέπει να νοηθούν ως αποτυπώσεις εξουσιαστικής δράσης, αλλά ως αναπαραστάσεις της βασικής λογικής
της κυρίαρχης πορνογραφίας που βασίζεται στις δυαδικού χαρακτήρα έμφυλες διαφοροποιήσεις και
αντιπαραθέσεις, καθώς και στα εύκολα αναγνωρίσιμα είδη πορνό.
9
Οι αλλαγές στον τρόπο διάχυσης και κατανάλωσης της πορνογραφίας στο διαδίκτυο θα πρέπει να
αποτυπωθούν ορολογικά για τον Buzzell (2005) με τον όρο «υπερπορνογραφία» (hyperpornography).
10
Υπό αυτή την έννοια, η Lillie (2002) επισημαίνει ότι και το κυβερνοπορνό θα πρέπει να γίνεται
κατανοητό και να μελετάται με άξονα το πλαίσιο κωδικοποίησης και αποκωδικοποίησης πρακτικών και
Λόγων της σεξουαλικότητας μέσα στο οποίο παράγεται και καταναλώνεται.

64
μέσα από κυβερνοχώρους και ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά του μέσου από το οποίο
παράγεται - με κύρια τη διαδραστικότητα (interactivity) ως προϋπόθεση της διάδρασης
(interaction) και τις δυνατότητες για δικτύωση (networking). Υπάρχουν άρα δύο τρόποι
αντίληψης του δικτυοπορνό, πρώτον μέσα από το πλέγμα των εμπειριών που επιτρέπουν
στον χρήστη να έρθει πιο κοντά με το γυμνό εαυτό του και το γυμνό Άλλο, γυναίκα ή
άνδρα, και δεύτερον μέσα από τη συνειδητοποίηση του δημόσιου χαρακτήρα που
λαμβάνουν οι εμπειρίες του χρήστη (2007: 39) 11.
Έτσι, αυτό που κυρίως αλλάζει με την πορνογραφία και με την κατανάλωσή της
μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά και άλλων οικιακών ή προσωπικής χρήσης
συσκευών, είναι η μετάβαση από μια κατάσταση όπου οι αναπαραστάσεις σεξ ήταν κάτι
άσεμνο/αισχρό και εκτός δημόσιας σφαίρας (ob/scene), σε μια κουλτούρα που φέρνει
στο δημόσιο προσκήνιο (on/scene) σώματα, σεξουαλικά όργανα, πράξεις και απολαύσεις
(Williams 2004Α: 3). Μετάβαση που συντελείται σε ένα πλαίσιο συμπερίληψης όλο και
περισσότερων στοιχείων «πραγματικής» σεξουαλικής εμπειρίας (Hardy 2008: 61), αλλά
και συνολικού εμπλουτισμού του σεξουαλικού ρεπερτορίου και επαναπροσδιορισμού
σεξουαλικών συνηθειών και νορμών (Lynn 2007). Βέβαια, όπως και πρόσφατα έχει
τονίσει η Williams (2014: 35), η πορνογραφία και το σεξ είχαν πάντα μια αμοιβαία
επιρροή και πάντα θα προκύπτουν πάντα κάποια «νέα όρια» που θα μετατοπίζουν τη
διάκριση ανάμεσα στο on/scenity και στο ob/scenity. Η πορνογραφία, πάντως, στην
παρούσα φάση δεν είναι πια μια αποκλειστικά ατομική δραστηριότητα, αλλά ένας
κύκλος αλληλόδρασης που περιλαμβάνει όλο και περισσότερους - από τα ζευγάρια που
την καταναλώνουν στο πλαίσιο της σεξουαλικής σχέσης, τις υβριδικές μορφές του
κυβερνοσέξ και τις διαδικασίες ανταλλαγής συντρόφων, μέχρι τα διαδραστικά δίκτυα
πορνό, τις εξειδικευμένες μηχανές αναζήτησης πορνογραφικού περιεχομένου και τις
πορνογραφικά προσανατολισμένες διαδικτυακές κοινότητες (Paul 2008) 12.

11
Μια πολιτισμικού χαρακτήρα κριτική για τις όποιες επιδράσεις από τις πορνογραφικές αναπαραστάσεις
ενδέχεται σε κάποιο επίπεδο να είναι ακριβώς «αυτό που οι άνδρες θέλουν να δουν και να γνωρίσουν» για
τον εαυτό τους σε σχέση με το άλλο φύλο - με την τεχνολογία του διαδικτύου εδώ να καλλιεργεί μια
ψευδαίσθηση του ελέγχου αυτής της αναζήτησης, ενώ αντίθετα ενισχύει τη διάθεση και επιθυμία για
συνέχισή της (Garlick 2010: 611).
12
Ερχόμενος κάποιος σε επαφή με τη διεθνή βιβλιογραφία για τα θέματα της πορνογραφίας και της
σεξουαλικότητας, αντιμετωπίζει το πρόβλημα των «μη αναστοχαστικών αναφορών» (unreflexive

65
Στη βάση των παραπάνω, ως διαδικτυακή σεξουαλική δραστηριότητα (online
sexual activity) νοείται για τους Cooper κ.α. (2004: 131) η χρήση του διαδικτύου για
κάθε δραστηριότητα που περιλαμβάνει όψεις της σεξουαλικότητας - όπως για
παράδειγμα διασκέδαση, εξερεύνηση, υποστήριξη γύρω από σεξουαλικά προβλήματα,
αγορά σεξουαλικών υλικών και αναζήτηση ερωτικών συντρόφων 13. Η, αλλιώς,
διαδικτυακά βασιζόμενη σεξουαλική συμπεριφορά (internet-based sexual behaviour)
αναφέρεται σε συμπεριφορές που λαμβάνουν χώρα συνήθως ιδιωτικά και μυστικά, και
περιλαμβάνουν την κατανάλωση σεξουαλικά ρητού υλικού μέσω διαδικτύου και την
πρόκληση αυνανισμού με αφορμή/βάση αυτό (Abell, Steenbergh και Boivin 2006: 166).
Κατεξοχήν υποκατηγορία της διαδικτυακής σεξουαλικής δραστηριότητας είναι και το
περίφημο κυβερνοσέξ, το οποίο ορίζεται ως η χρήση του διαδικτύου για τη συμμετοχή
σε σεξουαλικές δραστηριότητες προς τέρψη του χρήστη - όπως για παράδειγμα η
συμμετοχή σε απευθείας σύνδεσης σεξουαλικές συζητήσεις (online sex chat) και το
cybering, δηλαδή η ανταλλαγή φαντασιώσεων μέσω διαδικτύου που περιλαμβάνει τον
ταυτόχρονο αυνανισμό των συμμετεχόντων (Cooper κ.α. 2004: 131).

references) στην έννοια της διαδικτυακής κοινότητας. Παρά το γεγονός ότι η χρήση του όρου
«διαδικτυακή κοινότητα» υπονοεί, ή και αναδεικνύει μέσα από πλαισιωτικά σχόλια, το
φαντασιακό/συμβολικό εμείς πάνω στο οποίο οι εκάστοτε διαδικτυακές κοινότητες πορνογραφίας/σεξ
εδράζονται, εντούτοις αυτή γίνεται με καταχρηστικό συνήθως τρόπο, μιας και δεν αποδίδει την πρέπουσα
βαρύτητα στη μελέτη των κριτηρίων για τη διαδικτυακή/ψηφιακή κοινότητα. Από μια άλλη όμως σκοπιά,
μπορεί να ειπωθεί ότι η έννοια της διαδικτυακής κοινότητας δε φαίνεται να χρησιμοποιείται κατά την
παραπάνω εννοιολόγηση, αλλά ως κατάλοιπο της μεγάλης συζήτησης για την ανασύσταση των κοινοτήτων
στο διαδίκτυο που οδήγησε σε επανειλημμένους επαναπροσδιορισμούς της - ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της
ανάδειξης των κοινωνικών δικτύων. Με άλλα λόγια, η χρήση της έννοιας της διαδικτυακής κοινότητας,
όπως συμβαίνει και στο παρόν κείμενο, συνιστά την ύπαρξη μιας ομάδωσης, συσσωμάτωσης ή συνήθως
δικτύου που εμπίπτει στο πλαίσιο της αμερικανικής πλουραλιστικής θεώρησης των ομάδων πίεσης και της
κοινωνίας πολιτών. Για μια αναλυτική επισκόπηση της έννοιας και των κριτηρίων της διαδικτυακής
κοινότητας, βλ. Διαμαντάκη 2009.
13
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό η έρευνα των Byers, Menzies και O’Grady (2004) που αμφισβητεί
τη σημασία του γνωστού μοντέλου των τριών Α - πρόσβαση, προσιτότητα, ανωνυμία (access, affordability,
anonymity) - του Cooper (1998) για την επιτάχυνση και αύξηση της απευθείας σύνδεσης σεξουαλικής
δραστηριότητας και θεωρεί ότι η μόνη τεχνολογική μεταβλητή που επηρεάζει είναι ο χρόνος που κάποιος
δαπανά για την πλοήγησή του στο διαδίκτυο.

66
Το κυβερνοσέξ μπορεί να συνιστά μια ηδονοβλεπτική σεξουαλική επαφή ή
σχέση, αλλά και πορνογραφικό υλικό όταν καταγράφεται για να ιδωθεί κάποια άλλη
στιγμή, ενδεχομένως και από άλλους (Gillis 2004: 95). Στην περίπτωση δηλαδή του
κυβερνοσέξ, τόσο το διαδίκτυο όσο και η χρήση ψηφιακών καμερών εκφυλίζονται, σε
ορισμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο σεξουαλικών πειραματισμών, σε μια «επιδειξιομανία
στην υπηρεσία της ηδονοβλεψίας», όπου οι χρήστες απεμπολούν το δικαίωμά τους στην
ιδιωτικότητα των προσωπικών τους απολαύσεων για την ικανοποίηση τόσο άλλων
προσώπων όσο και των ίδιων (Villarejo 2004: 85)14. Η ανταλλαγή εδώ ερασιτεχνικών
σεξουαλικών και πορνογραφικών εικόνων έχει γίνει μέρος των στρατηγικών στις
γνωριμίες, με το διαδίκτυο να χρησιμοποιείται από επίδοξους ερωτικούς συντρόφους για
να προσπαθήσουν να κατασκευάσουν και να δείξουν την εικόνα τους και τις σεξουαλικές
τους επιθυμίες (Jacobs 2007Α: 1). Για τους Philaretou, Mahfouz και Allen (2005) όμως,
η, σε κάποιες περιπτώσεις «ψυχαναγκαστική», αναζήτηση στο κυβερνοσέξ για την
«τέλεια» σεξουαλική απεικόνιση που θα ταιριάξει με το χάρτη των ερωτικών
προτιμήσεων και σεξουαλικών φαντασιώσεων των χρηστών, καταλήγει συχνά μόνο σε
μια απογοήτευση για την εφήμερη φύση της.
Σε ένα πιο γενικό επίπεδο τώρα, οι βασικές κατηγορίες διάχυσης σεξουαλικού
υλικού και πορνογραφίας στο διαδίκτυο είναι οι μηχανές αναζήτησης 15, οι κλασσικού
τύπου πορνογραφικές ιστοσελίδες παροχής αντίστοιχου υλικού (π.χ. freeones.com), η

14
Για τους περισσότερους άνδρες στην έρευνα της Attwood (2009Α: 291), το κυβερνοσέξ λειτουργεί ως
ένας νέος χώρος στον οποίο μπορούν να πραγματώσουν τα δικά τους αυτο-ερωτικά ρεπερτόρια (auto-
erotic repertoires) μέσα από μια σειρά αλληλοδράσεων με άλλους χρήστες.
15
Σύμφωνα με την γραμματική του διαδικτύου, ο πιο άμεσος τρόπος για να βρει κάποιος πορνογραφικό
υλικό είναι μέσω των μηχανών αναζήτησης. Όταν κάποιος δηλαδή μπαίνει στον κόσμο του δικτυοπορνό
υπάρχει μια φαινομενικά ατελείωτη ποσότητα σελίδων και συνδέσμων που μπορεί να επισκεφθεί (Heider
και Harp 2002: 292). Να σημειωθεί όμως ότι αυτός ο τρόπος δεν είναι αναγκαστικά και ο πιο δημοφιλής
που βαίνει αυξανόμενος στη βάση της περαιτέρω εξάπλωσης του διαδικτύου. Για παράδειγμα, στην έρευνα
των Spink, Partridge και Jansen (2006) αναλύθηκαν οι αναζητήσεις στις ευρείας χρήσης αντίστοιχες
διαδικτυακές μηχανές από το 1997 έως το 2005, όπου και παρατηρήθηκε μια μείωση των πορνογραφικών
αναζητήσεων την οποία οι μελετητές απέδωσαν σε μια σειρά από παράγοντες - με κυριότερους την αύξηση
των αναζητήσεων για σχετιζόμενες με εμπορευματικές συναλλαγές πληροφορίες και την κατευθείαν
πρόσβαση των χρηστών σε πορνογραφικές ιστοσελίδες στις οποίες μπορούν να προβούν σε εσωτερική
αναζήτηση.

67
ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, η ύπαρξη γυμνού για την απόσπαση της προσοχής
των χρηστών σε οποιουδήποτε τύπου ιστοχώρους ακόμα και όταν αυτοί δεν είναι
σεξουαλικά προσανατολισμένοι, οι χώροι σεξουαλικής πληροφόρησης και αγωγής, οι
πλατφόρμες διαπροσωπικής επικοινωνίας γύρω από το σεξ, τα δίκτυα ανταλλαγής
περιεχομένου στη βάση ισοτιμίας (peer-to-peer networks), οι διαδικτυακοί τόποι
φιλοξενίας αρχείων (file-hosting websites), οι τρισδιάστατοι εικονικοί χώροι 16, οι
ηλεκτρονικές πύλες και μηχανές αναζήτησης συνεχούς ροής βίντεο (streaming video),
και το σύνολο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης - από τις κλασσικές, ευρείας χρήσης
πλατφόρμες όπως το Facebook και το Twitter, μέχρι τις πορνό εκδοχές τύπου YouTube
(π.χ. youporn.com), όπου επιτρέπεται η αποθήκευση, αναζήτηση και αναπαραγωγή
ψηφιακών ταινιών και εικόνων από χρήστες.
Τέλος, οι πιο κοινές πρακτικές δημιουργίας εσόδων για τις εμπορικά
προσανατολισμένες ιστοσελίδες πορνογραφικού ενδιαφέροντος είναι η χρέωση μέλους,
το τέλος παροχής κυκλοφορίας προς άλλους δικτυακούς τόπους, η πώληση διαφημίσεων
και η προσφορά καταναλωτικών προϊόντων (Coopersmith 2006: 8). Πλέον συνήθης
πρακτική πριν την χρέωση μέλους είναι αυτή της «προεπισκόπησης» (tour/preview) έτσι
ώστε οι μελλοντικοί πελάτες να πειστούν να αγοράσουν τη συνδρομή που θα τους
επιτρέψει την πρόσβαση. Όπως όμως το βίντεο αντικατέστησε την κινηματογραφική

16
Για μια μελέτη της πορνογραφίας, αλλά και του αγοραίου έρωτα, στον τρισδιάστατο εικονικό χώρο της
πλατφόρμας του Second Life, βλ. Neely 2010. Αξίζει αναφοράς και η έρευνα της Zheng (2007) για το
χαρακτήρα των πορνογραφικών αναπαραστάσεων στη διάσημη τρισδιάσταση διαδικτυακή πλατφόρμα
Second Life. Αυτή κατέτεινε στο ότι παρά τις τεχνολογικές δυνατότητες που παρέχονται στους χρήστες, οι
έμφυλες αναπαραστάσεις στα πορνοπεριοδικά που κυκλοφορούν εντός του Second Life δεν συνιστούν
έναν καινούριο τύπο πορνογραφικού περιεχομένου, αλλά αναπαράγουν τα κύρια χαρακτηριστικά της
ανδρικής κυριαρχίας και γυναικείας υποταγής - αν και παρατηρούνται περιπτώσεις γυναικείων
σεξουαλικών αυτο-αναπαραστάσεων που αντικρούουν τα κυρίαρχα πρότυπα ομορφιάς και εκφράζουν με
το δικό τους τρόπο το πώς αντιλαμβάνονται τη γυναικεία σεξουαλική ευχαρίστηση. Γενικότερα πάντως,
είναι ιδιαίτερα ανοιχτό το ζήτημα της κατασκευής της σεξουαλικότητας στο πλαίσιο των νέων τεχνολογιών
τρισδιάστατων απεικονίσεων και του διαδικτύου - ειδικά υπό το πρίσμα της τρέχουσας επιστημονικής
έρευνας που δείχνει ότι η σεξουαλικότητα του διαδικτύου δεν θα πρέπει να περιγραφεί ως μια μορφή της
«εικονικής ψευδο-σεξουαλικότητας» σε αντιπαράθεση με το «πραγματικό σεξ» (Döring 2009: 1090). Για
παράδειγμα, στην περίπτωση του προσομοιωμένου σεξ (simulated sex) φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα
δύσκολο να εφαρμοστούν ήδη υπάρχουσες θεωρήσεις περί βίας και εξουσίας (Fuller 2003: 114).

68
ταινία και οι ιστοσελίδες με συνδρομή την κατανάλωση DVD, έτσι και η τεχνολογία
συνεχούς ροής βίντεο στο διαδίκτυο και το διαμοίρασμα αρχείων θέτουν εν αμφιβόλω τη
βιωσιμότητα και την ύπαρξη του συνδρομητικού μοντέλου κατανάλωσης πορνό (Slayden
2010: 66). Επιπλέον, οι παραγωγοί και οι πωλητές ρητά σεξουαλικών υλικών και
υπηρεσιών αντιμετωπίζουν και τις παράνομες κλωνοποιήσεις ή διαμοιρασμούς στοιχείων
εισόδου πρόσβασης των μελών με τακτοποιημένη συνδρομή (Edelman 2009: 212) 17.

1.2.2 Πολιτική οικονομία του δικτυοπορνό

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που μέχρι πρόσφατα η πορνογραφία στο διαδίκτυο γινόταν
αντιληπτή μόνο ως επέκταση των δυνατοτήτων για τη διάχυση εμπορικά
προσανατολισμένου πορνογραφικού υλικού (Attwood 2007Α: 442). Όπως ορθά
επισημαίνει η γνωστή ερευνήτρια Jacobs (2004Α: 67), το ότι η πορνογραφία διακινείται
ελεύθερα σε παγκόσμιο επίπεδο συνιστά ένα καπιταλιστικό όραμα - εντούτοις η διάχυση
του σεξουαλικού και πορνογραφικού περιεχομένου έχει αρχίζει και ορίζεται πλέον
εξίσου, αν όχι κυρίως, και από τους χρήστες του διαδικτύου. Παρά δηλαδή το ότι η
βιομηχανία της εμπορευματικής πορνογραφίας συνεχώς αναπτύσσεται, δεν θα πρέπει να
παραβλέπεται ότι και οι χρήστες του διαδικτύου γίνονται όλο και πιο πολύ γνώστες του
πώς λειτουργεί το σύστημα παραγωγής και διακίνησης πορνογραφικού υλικού (Jacobs
2007Α: 8). Συνεπώς, μια θετικά διακείμενη προσέγγιση της πορνογραφίας, όπως αυτή
για την οποία επιχειρηματολογεί η Jacobs (2007Α: 5), προϋποθέτει την από κοντά και
βαθιά κατανόηση του πώς οι χρήστες της επαναπροσδιορίζουν την εμπορευματική
πορνογραφία και την εντάσσουν σε ένα εξατομικευτικό πλαίσιο χρήσης στην προσωπική
τους σεξουαλική ζωή. Με τον τρόπο αυτό, η πορνογραφία «κανονικοποιείται» ως μέρος
ενός ρεπερτορίου των καθημερινών σεξουαλικών πρακτικών με τις νέες τεχνολογίες της

17
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η έρευνα των Wondracek κ.α. (2010) για τις ανάγκες της οποίας έγιναν οι
ίδιοι διαχειριστές ιστοσελίδων πορνό με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Η αξιολόγησή τους έδειξε ότι
πολλές από αυτές προσπαθούν να «παραπλανήσουν και να χειραγωγήσουν» τους επισκέπτες τους με την
πρόθεση αυτό να αποφέρει έσοδα. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιείται ένα ευρύ φάσμα τεχνικών οι οποίες
συνιστούν πολύ αμφισβητήσιμες πρακτικές που θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν
καταχρηστικά για κακόβουλες, ίσως και εγκληματικές, δραστηριότητες στον κυβερνοχώρο.

69
πληροφορικής και της επικοινωνίας να αποτελούν ολοένα και περισσότερο μέρος της
δομής της καθημερινότητας (Attwood 2007Β).
Αυτό συμβαίνει λόγω της συμμετοχικής κουλτούρας που μπορεί να αναπτυχθεί
ένεκα και της γραμματικής του Web 2.0 η οποία δίνει περαιτέρω δυνατότητες. Πρόκειται
ουσιαστικά για ένα συνεργατικό εγχείρημα στην παραγωγή, διανομή και κατανάλωση
πορνό που, με το σκεπτικό της αμφισβήτησης των εμπορευματικά προσανατολισμένων
πλαισίων στην αναπαράσταση του σεξ, αποκαλείται «εκδημοκρατισμός του πορνό»
(democratization of porn) (Jacobs 2004Β, Hardy 2008: 61) 18. Βέβαια, το «κάθετο»
μοντέλο διακίνησης πορνογραφικού υλικού από τους εταιρικούς παραγωγούς στους
ιδιώτες καταναλωτές είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει, έστω και σε μια πρώιμη φάση, σε ένα
«οριζόντιο» μοντέλο ανταλλαγής υλικού ήδη από την εποχή της ανάπτυξης του βίντεο
και των καμερών, που επέτρεπαν την καταγραφή ερασιτεχνικής πορνογραφίας την οποία
ζευγάρια αντάλλασσαν μεταξύ τους. Ουσιαστικά δηλαδή, η στροφή που παρατηρείται
αφορά κυρίως μια «ψηφιακή μαζικοποίηση» της πορνογραφίας στην αύξηση της οποίας
έχουν συμβάλλει οι δυνατότητες που προσφέρουν οι εξελισσόμενες τεχνολογίες με το να
ενθυλακώνουν τις αναγκαίες δυνατότητες, σε ένα πλαίσιο που οι χρήστες
κοινωνικοποίουνται με τις απαραίτητες δεξιότητες για παραγωγή, επεξεργασία και
διανομή υλικού κατευθείαν από τους τελευταίους (Coopersmith 2006: 10).
Ο χώρος του εμπορευματικού δικυοπορνό, βέβαια, περίμενε ότι οι έφηβοι που
είχαν γαλουχηθεί στην αναζήτηση περιεχομένου που συνήθως κατέληγε στην προσφορά
μιας συνδρομής για την πρόσβαση σε ένα «καλύτερης και πιο ολοκληρωμένης
ποιότητας» υλικό, θα προέβαιναν σε τέτοιες αγορές από την στιγμή που θα είχαν το
εισόδημα από την πρώτη εργασία τους. Αυτό φάνηκε όμως να μην ισχύει μιας και ένα
περιορισμένο ποσοστό συνεχίζει να αποκτά προνομιακού τύπου συνδρομές 19. Αυτό
φαίνεται ότι έλαβε χώρα διότι τόσο η προηγούμενη όσο, κυρίως, και η τωρινή γενιά

18
Για την Grebowicz (2011: 162), η σύγχρονη διαδικτυακή πορνογραφία αποτελεί ένα υπόδειγμα
δημοκρατικού μοντέλου αν ληφθεί υπόψη η άτυπη συνεργατική δράση των χρηστών που παρατηρείται στα
δίκτυα διαμοιράσματος αρχείων στη βάση ισοτιμίας, στους διαδικτυακούς τόπους φιλοξενίας αρχείων και
στα διαδραστικά κοινωνικά δίκτυα.
19
Το από πλευράς εμπορικά προσανατολισμένων παραγωγών πορνό πρόβλημα υφίσταται και στην αγορά
της επικοινωνίας μέσω 3G τεχνολογίας όπου οι χρήστες διακινούν την πορνογραφία που εκείνοι
παρήγαγαν (Wilson 2006: 239).

70
διαδικτύου εγχάραξε διαδικτυακές συνήθειες που έχουν να κάνουν κυρίως με τη συνεχή
αναζήτηση ελεύθερου και δωρεάν υλικού20, την κοινωνική δικτύωση και το μοίρασμα
του περιεχομένου που δημιουργούσαν (Jacobs 2008) - σε ένα συνολικό κοινωνικό
πλαίσιο που προσφέρει τις δυνατότητες για βίωση μιας οικονομίας της υπερβολής και
του κορεσμού (Jacobs 2009Α: 181). Η πορνογραφία, δηλαδή, υπήρξε ένας καθοριστικός
παράγοντας στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων του περίφημου Web 2.021, όχι μόνο με την
έννοια ότι η βιομηχανία του πορνό αποτελεί μοχλό για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών,
αλλά και γιατί οι υποκειμενικές σχέσεις που προωθούνται μέσω της πορνογραφίας
γίνονται όλο και πιο υποδειγματικές για τους τρόπους με τους οποίους οι χρήστες
λειτουργούν ως υποκείμενα που, γενικότερα, παράγουν αξία στο πλαίσιο της νέας
οικονομίας της πληροφορίας (Arvidsson 2007: 70).
Έτσι, το διαδίκτυο όχι μόνο έχει δημιουργήσει μια αποκλειστικά κερδοσκοπικού
χαρακτήρα αγορά γύρω από την πορνογραφία, αλλά και κάποιες μορφές οικονομικής
ανταλλαγής που εφαρμόζονται «πάνω και πέρα» από τη γενική οικονομία της
ηλεκτρονικής αγοράς πορνογραφικού υλικού (Jacobs 2004Α: 76). Πρόκειται για μια
οικονομία που, σύμφωνα με τη Jacobs (2004Α: 75), βασίζεται στην ανταλλαγή δώρων 22,
έχοντας ως κύριο στόχο την κατασκευή ενός μηχανισμού κοινωνικής συνοχής και όχι
την οικονομική χρησιμότητα ή το κέρδος. Επιπρόσθετα, με την περίπτωση του
πορνογραφικού περιεχομένου στο διαδίκτυο παρατηρείται μια νέα διάσταση, η ανάρτηση

20
Για παράδειγμα, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες του δείγματος στην έρευνα των Tsaliki και
Chronaki (2014) έθεσαν ως τα πιο βασικά κριτήρια στην επιλογή του τί πορνογραφικό υλικό θα
καταναλώσουν, αυτό να διατίθεται δωρεάν.
21
Όπως δείχνει και η χαρακτηριστική περίπτωση του XTube που μελετά ο Mowlabocus (2010: 71-9), οι
ιστοσελίδες πορνό έχουν υιοθετήσει όλες τις δυνατότητες της δεύτερης γενιάς υπηρεσιών διαδικτύου (Web
2.0) που εστιάζει στην παροχή ενός πλαισίου λειτουργίας όπου οι χρήστες μπορούν να διαμοιράζονται
πληροφορίες και να συνεργάζονται διαδικτυακά. Οι εν λόγω δηλαδή ιστοσελίδες στις οποίες αναρτώνται
βίντεο με δυνατότητα απευθείας παρακολούθησης έχουν συμβάλει σε μια στροφή στην παραγωγή από
ταινίες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε μικρής διάρκειας και φιλικά για αυτές τους ιστότοπους βίντεο
(Raustiala και Sprigman 2010).
22
Η έννοια του δώρου εδώ παραπέμπει στο κλασσικό έργο του Mauss (1954) όπου ο σημαντικός γάλλος
κοινωνιολόγος επικεντρώνει την ανάλυσή του στο πώς οι ανταλλαγές δώρων μεταξύ ανθρώπων, αλλά και
ομάδων, δημιουργεί δεσμούς ανάμεσά τους που υπερβαίνουν τη μονοδιάστατη λογική της ωφέλειας και
καλλιεργούν μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης.

71
και διανομή υλικού που ο ίδιος ο χρήστης/καταναλωτής παράγει σε πραγματικό χρόνο
(Cronin και Davenport 2001: 36). Υπό αυτή την έννοια και σύμφωνα με τον Coopersmith
(2006: 11), η τεχνολογία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως «απελευθερωτική», ή έστω
αποδεσμευτική, από την στιγμή που επιτρέπει σε ιδιώτες να δημιουργήσουν τη δική τους
πορνογραφία με τους δικούς τους όρους, χωρίς να καταναλώνουν παθητικά το έργο
κάποιου άλλου. Στην περίπτωση δηλαδή των πορνογραφικών προϊόντων στην ψηφιακή
οικονομία, ο καταναλωτής συμβάλλει στη δημιουργία του προϊόντος σε πραγματικό
χρόνο μέσω, για παράδειγμα, της ζήτησης μιας συγκεκριμένης αλληλεπίδρασης.
Πρόκειται για ένα ευρύτερο φαινόμενο που αφορά τις δυνατότητες που προσφέρουν οι
νέες τεχνολογίες ώστε η κατανάλωση υλικών να συνοδεύεται από την ταυτόχρονη
παροχή πληροφοριών στους παραγωγούς, ένα φαινόμενο που οι Cronin και Davenport
(2001: 36) ονομάζουν «κονστρουκτιβιστική κατανάλωση» (constructivist
consumption)23.

1.2.3 Νέες πορνογραφίες

Στο σύγχρονο, λοιπόν, διαδίκτυο αναδεικνύονται μια σειρά από ενδιαφέρουσες,


«μυστηριώδεις» και αμφιλεγόμενες συνεργασίες από την άνθηση «χώρων πορνό» (porn
spaces) που ως εμπορικές επιχειρήσεις μπορούν λιγότερο ή περισσότερο να
συνυπάρχουν ειρηνικά με διαφορετικής λογικής διαδικτυακές παρουσίες,
συμπεριλαμβανομένων των νέων καλλιτεχνικών έργων, ερασιτεχνικών κινήσεων και
πειραμάτων υποκουλτούρας24. Πρόκειται για μια κατάσταση που συνιστά μια νέα

23
Δεδομένου, μάλιστα, ότι η κατανάλωση αποτελεί ένα όλο και πιο κεντρικό μέσο θέσπισης της
πολιτισμικής ιδιότητας του πολίτη στις υστερο-νεωτερικές συνθήκες, η δυνατότητα για παραγωγή από
πλευράς του ατόμου παίζει πλέον κεντρικό ρόλο στην πολιτισμική αναπαραγωγή του καθημερινού κόσμου
(Kibby και Costello 2001: 360). Εξάλλου, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι ο αγώνας για μετατροπή των
τρόπων παραγωγής της πορνογραφίας είναι και αγώνας για τη μετατροπή του ίδιου του καπιταλισμού, και
άρα κάθε ρητορική στρατηγική που προσπαθεί να αντιμετωπίσει την πορνογραφία ως διακριτή μεταβλητή
της ανθρώπινης συμπεριφοράς, παραβλέπει μια κεντρική διάσταση του ζητήματος (Wilkin 2004: 354).
24
Βλ., για παράδειγμα, την περίπτωση της άτυπης κοινότητας του bourdela.com και της εννοιολόγησής της
ως μια έκφανση της «κοινωνίας πορνό» (porn society) κατά τη λογική της θεώρησης της κοινωνίας
πολιτών (Λιότζης 2010Α).

72
διαδικασία εξάπλωσης του πορνοδικτύου μετά την προηγούμενη που συντελέστηκε στο
γύρισμα του 21ου αιώνα και ξεπέρασε σημαντικά εμπόδια διακίνησης πορνογραφικού
υλικού - κυρίως μέσα από τα δίκτυα ανταλλαγής περιεχομένου στη βάση ισοτιμίας και
την πολιτική αντίσταση στις συντηρητικές κυβερνήσεις (Jacobs 2007Α: 3). Απότοκο της
καλλιέργειας και ανάπτυξης αυτών των νέων υποκουλτούρων (sub-cultures) στις
σεξουαλικές αναπαραστάσεις είναι η δημιουργία νέων κοινών της πορνογραφίας που
προσδιορίζονται πλέον ως «δαήμονα και απελευθερωμένα» (Jancovich 2001).
Βασικό στοιχείο εδώ είναι η κοινή κουλτούρα στο γούστο που λειτουργεί ως
συνδετικός κρίκος για την οικοδόμηση σχέσεων με άξονα την οικονομική και
πολιτισμική παραγωγή και κατανάλωση υλικού, που εν τέλει αποτελούν και σχέσεις
μιας, άτυπης θα μπορούσε να προστεθεί, συνολικής κοινότητας του διαδικτύου (Attwood
2007Α: 445). Οι χρήστες, δηλαδή, του διαδικτύου αποτελούν την εμπροσθοφυλακή στο
άνοιγμα του ερωτισμού προς μια κοινόχρηστη αντίληψη αισθήσεων και συναισθημάτων
μέσω των ομαδώσεων κάθε είδους σε αυτό - από αποκλειστικά εστιασμένες στην
ερασιτεχνική πορνογραφία μικρο-ομάδες, μέχρι τα μεγάλα φόρα πορνογραφικής κριτικής
(Jacobs 2009Α: 184)25. Οι δε κύριοι φορείς δράσεις αυτής της νέας διαδικτυακής
πορνοκουλτούρας είναι το δίκτυο των εξειδικευμένων ιστοσελίδων πορνό, οι άτυπες ή
μη διαδικτυακές κοινότητες του queer ακτιβισμού, η καλλιέργεια μιας «θηλυκά
προσανατολισμένης» και ρευστής ως προς το φύλο κατανάλωσης 26, η άνθηση του μη

25
Η συζήτηση για τη διαδικτυακή πορνογραφία έχει συμβάλλει στην επισκίαση της μελέτης ενός
καθημερινού σεξουαλικού Λόγου που αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό κομμάτι πολλών διαδικτυακών
κοινοτήτων, αυτές που ο Halavais (2005Β) ονομάζει «μικρές πορνογραφίες» (small pornographies). Ο
σχηματισμός δηλαδή κοινοτήτων με βάση τη σεξουαλική ταυτότητα, κάτι το σύνηθες στο δυτικό κόσμο
(Döring 2009), καθώς και τα σεξουαλικά στοιχεία και οι ανταλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε
διαφορετικού προσανατολισμού κοινότητες, αποτελούν μια «μικρή πορνογραφία» που μπορεί να
αντιπαραβληθεί με την επικρατούσα τάση, αισθητική και κουλτούρα της βιομηχανίας του διαδικτυακού
πορνό που συνήθως αποτελεί το επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και πολιτικής (Halavais 2005Β: 19).
26
Για παράδειγμα, οι Barron και Kimmel (2000) σε μια μελέτη της πορνογραφίας μέσω της πλατφόρμας
Usenet, ενός δηλαδή αποκεντρωμένου διαδικτυακού χώρου συνομιλιών, έδειξαν ότι η απευθείας σύνδεσης
επικοινωνία γύρω από την πορνογραφία δημιουργεί ένα ομοκοινωνικό περιβάλλον στο οποίο η τελευταία
ανθεί ως μια μορφή έμφυλου Λόγου.

73
εμπορικά προσανατολισμένου πορνό και οι επιμέρους διαστάσεις του σεξουαλικού και
πορνογραφικού ερασιτεχνισμού (Jacobs 2007Α: 10).
Είναι συνεπώς η άνοδος της ερασιτεχνικής πορνογραφίας και η διαθεσιμότητα
των νέων τεχνολογιών που οδήγησαν στην υποχώρηση του διαχωρισμού ανάμεσα σε
καταναλωτή και παραγωγό, σε αναπαράσταση και πράξη, με την πορνογραφική λογική
να μην περιορίζεται πλέον στην ικανοποίηση, αλλά και στην προβολή της (Shah 2007:
35). Η αξιοποίηση δηλαδή των νέων τεχνολογιών, ειδικότερα στο πλαίσιο του
ερασιτεχνικού πορνό, έφερε πιο κοντά, σύμφωνα με τον Hardy (2008: 62), την
πορνογραφική αναπαράσταση του σεξ με την όποια μορφή πραγματικότητας και
ρεαλιστικών στοιχείων υπάρχουν «πίσω και πέρα» από αυτή 27. Όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά (2008: 60, 62), είναι ως εάν αυτό που η παλαιότερη πορνογραφία, όπως
την περιγράφει η Williams (1989Β), προσπαθούσε με ευκρίνεια και αληθοφάνεια να
αναπαραστήσει - ο στόχος, δηλαδή, για όλο και περισσότερο ρεαλισμό, να
πραγματοποιείται. Και αυτό διότι μέσω των νέων αυτών μορφών πορνογραφίας η
σεξουαλική πράξη απλώς καταγράφεται και αναπαράγεται ως κομμάτι της «πραγματικής
σεξουαλικής ζωής πραγματικών ανθρώπων».
Με άλλα λόγια, οι νέες πορνογραφίες εμφανίζονται σε ένα πλαίσιο όπου όλα τα
είδη των μέσων μαζικής επικοινωνίας έχουν καταστήσει δυσδιάκριτη την αναγνώριση
της πραγματικότητας και της αναπαράστασης (Hardy 2009). Πρόκειται για μορφές
πορνογραφίας που προσπαθούν να τεκμηριώσουν τη σεξουαλική ζωή πραγματικών
ανθρώπων, γεγονός που υποδηλώνει ότι η πορνογραφία δεν είναι μόνο μια
αναπαράσταση, αλλά η άμεση παρουσίαση πραγματικής σεξουαλικής δράσης και
«αυθεντικής» σεξουαλικής ευχαρίστησης. Η υπόσχεση εδώ της αυθεντικότητας
εδράζεται στην σκέψη ότι ενδεχομένως κάπου στην πραγματική ζωή οι άνθρωποι κάνουν
σεξ όπως οι ερασιτέχνες συμμετέχοντες κάποιου πορνογραφικού βίντεο (Hillyer 2004:
56). Η Barcan (2004: 255 όπως αναφέρεται στο Attwood 2007Α: 452) θεωρεί ότι όλα

27
Η Jacobs (2004Β) μιλά για μια «εκπαίδευση» (schooling) των ερασιτεχνών πορνογράφων ως μια
σημαντική πτυχή της ευχαρίστησης τους, δεδομένου ότι συμμετέχουν σε συνεργατικές πρακτικές για την
εκμάθηση αλλά και από κοινού δόμηση της δημόσιας αναπαράστασης και των σεξουαλικών επιθυμιών
των καταναλωτών, της ηλεκτρονικής τους δικτύωσης και των στρατηγικών επικοινωνίας στους άτυπους
αυτούς κοινωνικούς σχηματισμούς στο διαδίκτυο.

74
αυτά αποτελούν μέρος μια στροφής προς μια αντίληψη της ταυτότητας με όρους «επί
σκηνής αυθεντικότητας» (staged authenticity) που συνδυάζει την επιθυμία για το
πραγματικό, τη φετιχοποίηση του πραγματικού, την παραίτηση από το γεγονός ότι το
πραγματικό είναι πάντα απατηλό, τον εμπαιγμό των μη αυθεντικών, και την αποθέωση
των απολαύσεων των παιχνιδιών ρόλου και της παρουσίασής τους.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μια γενικότερη προσπάθεια επαναπροσδιορισμού
των ορίων του τί σημαίνει πραγματικό σεξ με άξονα μια γενικότερη μεταμοντέρνα τάση
για «αυθεντικότητα» (authentica) στην οποία περιλαμβάνονται η χρήση καμερών από
υπολογιστή και κινητά τηλέφωνα τελευταίας γενιάς, το ερασιτεχνικό πορνό, τα γυμνά
των διάσημων, τα ριάλιτι προγράμματα και τα κάθε μορφής «αυτοσχέδια» (homemade)
σεξ βίντεο (Attwood 2007Α: 448). Ειδικά για τα τελευταία, είτε κατασκευάζονται από
«απλούς ανθρώπους» είτε από διασημότητες, αποτελούν τον ιδεότυπο του
μεταμοντέρνου αντικειμένου που φέρνει μια σειρά από φαινομενικά αντίθετα πράγματα
σε στενή επαφή - όπως για παράδειγμα το οικείο με το απόμακρο, το ιδιωτικό με το
δημόσιο, το εμπορευματοποιημένο με το μη εμπορικό, το αυθεντικό με το πλαστό, το
ξεχωριστό με το συνηθισμένο, τους διάσημους με τους «απλούς, λαϊκούς» ανθρώπους
(Barcan 2002: 94).
Η διαδικτυακή, λοιπόν, ερασιτεχνική πορνογραφία που επικεντρώνει
περισσότερο στην ανάδειξη του «πραγματικού», δηλαδή πραγματικών ανθρώπων με
πραγματικές επιθυμίες που έχουν πραγματικές σεξουαλικές συνευρέσεις σε πραγματικά
μέρη, είναι αυτό που ο Messina (2009), μια εμβληματική μορφή στο χώρο του
ερασιτεχνικού πορνό στο διαδίκτυο (Dery 2007Α: 17)28, αποκαλεί realcore. Μια μορφή
που όλο και συχνότερα χρησιμοποιείται από τη σύγχρονη βιομηχανία του πορνό για την
ανάδειξη ενός υβριδίου εμπορικού και ερασιτεχνικού πορνό, που κατά βάση αντιγράφει
τη λογική και την αισθητική του τελευταίου. Η βιομηχανία δηλαδή του εμπορευματικού
πορνό στρέφεται προς αυτές τις ομάδες χρηστών με το σκεπτικό ότι για να φανούν
ελκυστικά τα προϊόντα της στους τελευταίους, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να ταιριάζουν
και να συνδέονται αισθητικά μαζί τους (Attwood 2007Α: 452). Έτσι, για παράδειγμα,

28
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ερασιτέχνες παραγωγοί πορνογραφικού περιεχομένου, στο πλαίσιο της
εναλλακτικής, Web 2.0 πορνογραφίας, απολαμβάνουν ένα ιδιότυπο καθεστώς «μικρο-διασημότητας»
(Attwood 2010Γ: 91).

75
στις περισσότερες περιπτώσεις του εμπορικού πορνό το σενάριο περιστρέφεται γύρω από
ρόλους ερασιτεχνών συμμετεχόντων (Jacobs 2004Β). Για αυτό και πολύ ορθά η
Paasonen (2010Α: 140) τονίζει ότι στην πράξη η διάκριση στο πορνό μεταξύ
ερασιτεχνών και επαγγελματιών είναι σε κάποιο βαθμό σχετική - με την έννοια ότι οι
ερασιτέχνες εμπνέονται από τα επαγγελματικά πρότυπα από τη μια, ενώ οι
επαγγελματίες συμμετέχουν με/και από ευχαρίστηση από την άλλη 29.
Η υβριδικότητα αυτών των αναπαραστάσεων σχετίζεται με μια γενικότερη τάση
αισθητικοποίησης της πορνογραφίας που γίνεται με όρους διαφορετικότητας,
δαημοσύνης και γούστου. Βάση αυτής της διαδικασίας είναι για την Juffer (1998), όπως
έχει ήδη προαναφερθεί, η διαδικασία ένταξης της πορνογραφίας στην σφαίρα της
προσωπικής, οικιακής κατανάλωσης - η οποία όμως συμπληρώνεται από την έμφαση
στην ανάδειξη της ξέχωρης σεξουαλικής αισθητικής, της αυθεντικότητας και της
αυτοέκφρασης σε κοινωνικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από την ευρεία
εξατομίκευση30. Αναπόφευκτα λοιπόν, η ανάπτυξη της ερασιτεχνικής πορνογραφίας
οδήγησε, εκτός των άλλων, σε θετικές εξελίξεις - όπως η υπόσχεση μιας γενικότερα πιο
χειραφετημένης πορνογραφίας, με μεγαλύτερη ποικιλία που να αντικατοπτρίζει και το
αξιοσημείωτο εύρος των ανθρώπων που παράγουν το δικό τους υλικό και δεν επιθυμούν

29
Γενικότερα, είναι δύσκολο πια να χαραχθεί και μια ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα στις εμπορευματικές
πορνογραφικές ιστοσελίδες και τα δίκτυα/κοινότητες χρηστών που διανέμουν αναμεταξύ τους ελεύθερα
και δωρεάν σεξουαλικό και πορνογραφικό υλικό (Brewer κ.α. 2006: 1696).
30
Εν προκειμένω, η συνθήκη της κοινωνικής εξατομίκευσης (individualization) αφορά το συνολικό
κοινωνικό φαινόμενο όψεις του οποίου αποτελούν τόσο η εμπορικά πορσανατολισμένη εξατομίκευση
(customization), όσο και η διαδικτυακή εξατομίκευση (personalization). Πρόκειται, δηλαδή, για την
ταυτόχρονη και αντιφατική συνύπαρξη ομοιομορφίας και ιδιαιτερότητας που συνοδεύεται για ορισμένους
από έναν παράλληλο κατακερματισμό του υποκειμένου. Η εξατομίκευση αποτελεί μια σύγχρονη υπερδομή
η οποία απομακρύνει τα άτομα από την κλασσική έννοια της αυτονομίας σε αντίθεση με την ατομοποίηση
(individuation) της νεωτερικότητας που αποτελούσε ιδεολογία και πρόταγμα για την ελευθερία επιλογών
του ατόμου, αλλά και τη δυνατότητα αυτοπραγμάτωσης Όπως λέει χαρακτηριστικά και ο Venn (2010:
147), δεν υπάρχει πλέον καμιά ψυχική ατομοποίηση, αλλά μια εξατομίκευση που νοείται τόσο σωματικά
όσο και ψυχικά. Στην εποχή της άκρατης εξατομίκευσης, δηλαδή, αποτελεί ανοιχτό ζήτημα το κατά πόσο η
κατακτηθείσα ελευθερία των επιλογών στο πλαίσιο των καπιταλιστικών κοινωνιών, ή αλλιώς «τυραννία
των επιλογών», δύναται να οδηγήσει στην αναστοχαστικότητα και στην αυτονομία. Για το ζήτημα της
εξατομίκευσης, βλ., μεταξύ άλλων, Honneth 2004.

76
την απλή, «παθητική» κατανάλωση ενός τυποποιημένου και πρόδηλα
εμπορευματοποιημένου προϊόντος από την ανδροκρατούμενη βιομηχανία του πορνό
(Hardy 2008: 62). Η συζήτηση δηλαδή περί εναλλακτικού πορνό (altporn) μεταθέτει και
προχωρεί, για την Attwood (2007Α: 451), τη γενικότερη συζήτηση περί «θεμελιωδώς
προβληματικής» σχέσης ανάμεσα στο θεατή και αυτό που βλέπεται ως επίκεντρο κάθε
μορφής πορνογραφίας, προτιμήσεων και, σεξουαλικών ή μη, φετίχ στις σύγχρονες
υστερο-νεωτερικές συνθήκες.

1.2.4 Υλικό στο δικτυοπορνό

Σύμφωνα με την Jacobs (2009Α: 182), είναι στο πλαίσιο της ατομικοποίησης
(atomization) της πορνογραφίας που αναδεικνύονται χιλιάδες εξατομικευμένα φετίχ,
αλλά και οι αντίστοιχες ομαδώσεις και συλλογικές τους εκφράσεις στο διαδίκτυο. Είναι,
με άλλα λόγια, η γραμματική του διαδικτύου, η λογική του δικτυοπορνό και οι συνολικές
διαστάσεις της εξατομίκευσης που προκάλεσαν και ταυτόχρονα επέτρεψαν τη συμμετοχή
των χρηστών στην άρθρωση της κρίσης γύρω από τις όποιες σταθερές του «επιθυμητού
σώματος» (Jacobs 2009Α: 184). Αυτή η διαδικασία ουσιαστικά σήμαινε, σύμφωνα και
με την έρευνα των Bonik και Schaale (2007: 84), ότι μπορεί να ειπωθεί πως οι διάφορες
κατηγορίες στο πορνό που έχουν αποκρυσταλλωθεί με το πέρασμα του χρόνου
αντικατοπτρίζουν σε κάποιο βαθμό και τις επιθυμίες των χρηστών. Μια σχηματική,
λοιπόν, αποτύπωση της κυρίαρχης πορνογραφικής τμηματοποίησης/κατηγοριοποίησης
(pornographic segmentation) θα περιείχε τις διακρίσεις αναφορικά με τη φυλή (μαύροι 31,
άραβες32, ασιάτες33, λατίνοι κ.τ.λ.), την ηλικία («ώριμες», έφηβες κ.τ.λ.), την ιδιότητα

31
Για την Williams (2004Β: 275), είναι η διάσταση της παράβασης των ταμπού που καθιστά τις φυλετικές
πορνογραφίες πιο ελκυστικές σε ορισμένες όψεις τους από τις υπόλοιπες. Η υπερσεξουαλικοποίηση
δηλαδή του μαύρου, ανδρικού και γυναικείου, σώματος παραλληλίζεται με την «υστερία» για το λευκό
γυναικείο σώμα, με την έννοια ότι παρουσιάζονται ως κορεσμένα από σεξουαλικότητα και σεξουαλική
επιθυμία (2004Β: 272). Είναι, εξάλλου, γνωστή και εγγενώς στερεοτυπική η αντίληψη περί του μαύρου
άνδρα ως μια «σεξουαλική μηχανή» και της κρυφής ή μη σεξουαλικής έλξης που η λευκή γυναίκα
αισθάνεται για αυτόν (Bryant 1982: 120). Για τη συσχέτιση της λευκής γυναικείας σεξουαλικότητας και
της μαύρης ανδρικής σεξουαλικότητας από μια ιστορική σκοπιά, βλ. Hodes 1993.
32
Για τη «μαντιλοφορούσα πορνογραφία» (munaqqabah), βλ. Leonard 2010.

77
των συμμετεχόντων (πορνοστάρ, ερασιτέχνες κ.τ.λ.), τον αριθμό των συμμετεχόντων στη
σεξουαλική πράξη (τρίο, κουαρτέτο κ.τ.λ.), το είδος της σεξουαλικής πράξης (πεολειχία,
πρωκτικό κ.τ.λ.), τα επιμέρους σημεία του ανθρώπινου σώματος (στήθος, οπίσθια κ.τ.λ.)
και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων (βάρος 34, επάγγελμα κ.τ.λ.).

Αξίζει στο σημείο αυτό να παρατεθούν τα σχόλια δύο χρηστών στη συζήτηση περί
πορνογραφίας στο φόρουμ του bourdela.com (B2) για τις λεγόμενες «σχολές τσόντας
ανά χώρα», ως δείγμα του πώς οι χρηστές προβαίνουν σε αξιολογικές κατηγοριοποιήσεις
του πορνογραφικού υλικού με διάφορα κριτήρια - και εν προκειμένω με άξονα τη χώρα
παραγωγής του υλικού ως καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης του ύφους του
περιεχομένου: «Διακρίνουμε τις παρακάτω σχολές τσόντας ανά χώρα: - Γερμανική: Τα
κάνουν και τα δείχνουν όλα. Inzest, pisse, kaviar, φτύσιμο, εμετό, νάνοι, χοντρές, milf,
γριές, γέροι, fisting, enema, ιατρικά, σαδομαζό και ότι άλλο φανταστεί κανείς. Οι γκόμενες
δεν είναι οι καλύτερες αλλά σε αποζημιώνουν με την περφόρμανς. - Ιταλική: Έχει πάντα
υπόθεση. Επίσης ντεκόρ υπερπαραγωγής της Τσινετσιτά (κάστρα, σκάφη, ιστιοφόρα,

33
Πρέπει να σημειωθεί η επισήμανση της Culp (2007: 255) περί απουσίας ασιατών πρωταγωνιστών στο
χώρο της εμπορικά προσανατολισμένης πορνογραφίας, η οποία που συνδέεται άμεσα με την απουσία τους
και στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων βέβαια και στις δύο περιπτώσεις.
34
Για τον Goddard (2007: 188), η περίπτωση των BBW (Big Beautiful Women), υπερβολικά ευτραφών
γυναικών που επιδίδονται σε επιθετικές σεξουαλικές πράξεις, είναι κατά βάση ένα διαδικτυακό φαινόμενο
- με τις ξεχωριστές ιδιότητες και την γραμματική του μέσου να παρέχουν έναν ιδανικό χώρο για την
αξιοποίηση της υπερβολικής σωματικότητας που κατά την «κυρίαρχη», κανονιστική άποψη θεωρείται,
σύμφωνα με την άκομψη ορολογία που συνήθως υιοθετείται, «τερατώδη». Η δε Kipnis (1996: 120-1 όπως
αναφέρεται στο Kammeyer 2008: 106), σε ένα γενικότερο επίπεδο, υποστηρίζει ότι το πορνό με
υπέρβαρους ανθρώπους εξυπηρετεί την ίδια κοινωνική λειτουργία που επιτελεί και η πορνογραφία
συνολικά - επιτρέπει, δηλαδή, στους ανθρώπους να δουν πράγματα που είναι συνήθως κρυμμένα από τη
δημόσια θέα. Ενώ οι χοντροί άνθρωποι ευρέως γελοιοποιούνται και διασύρονται στην κοινωνία, το εν
λόγω πορνό συνιστά μια «γιορτή του πάχους» που αψηφά τις επικρατούσες κοινωνικές νόρμες και τον
κοινωνικό έλεγχο. Η πορνογραφία, δηλαδή εδώ, φέρνει στο προσκήνιο αυτό που ο σύγχρονος πολιτισμός
σαρκάζει και αποφεύγει να «κοιτά κατάματα». Υπό αυτή την έννοια, εκτελεί μια κοινωνική υπηρεσία με
την αποκάλυψη αυτών των «πολιτιστικά επώδυνων αναφορών», διευκρινίζοντας όχι μόνο την σχέση
μεταξύ σεξ και κοινωνικού, αλλά και μεταξύ «των επιθυμιών μας, των “εαυτών” μας και την καθημερινή
βαρβαρότητα της πολιτισμικής συμμόρφωσης».

78
επαύλεις κλπ). Οι πρωταγωνιστές είναι σαν μοντέλα σε επίδειξη του Βερσάτσε. Τελευταία
δε βρίσκεις Ιταλό ή Ιταλίδα ούτε για δείγμα, όλες γυρίζονται Βουδαπέστη. - Γαλλική: Η
φινέτσα ειδικά των γυναικών ξεχειλίζει. Μιλούν στον πληθυντικό. Ντύνονται και βάφονται
με λιγότερη εκζήτηση από τους Ιταλούς. Οι μόνες τσόντες στις οποίες το φετίχ των γάλλων,
το φαγητό, κινηματογραφείται εξ ολοκλήρου. - Αμερικανική: Η σιλικόνη ρέει πιο άφθονη
από το σπέρμα. Οι γυναίκες φαίνονται εξωπραγματικές, αν και βλάχες, οι άντρες
μποντυμπιλντεράδες. Υπόθεση καμμία και πάντα υπάρχει ένας καθαριστής πισίνας
διαθέσιμος. - Ρωσική: Όλα δείχνουν ερασιτεχνικά αν και δεν είναι. Εδώ ρέει άφθονη η
βότκα και τα κοριτσάκια συχνά γίνονται ντίρλα προκειμένου να τις καταφέρουν. Παίζουν
και βιασμοί (fake), αιμομιξία, όλα σε ντεκαντάνς μετασοσιαλιστικό ντεκόρ μοσχοβίτικου
διαμερίσματος. - Σκανδιναβική: Όλες/οι είναι ξανθιές/οι. Η δράση λαμβάνει χώρα στην
εξοχή και σε στάβλους, βουστάσια, αγροτόσπιτα κλπ συχνά παρουσία ζώων.», «Kaptain.
Συμφωνώ με τις παραπάνω κατηγοριοποιήσεις αλλά θα ήθελα να σε συμπληρώσω
προσθέτοντας 2 ακόμη σχολές από τις πλέον extrem που υπάρχουν. - Βραζιλιάνικη.
Ειδικότης τα ζώα και οι τραβεστι. Και οι ταινίες με όργια όλων των ειδών. Πολλά
εξωτερικά γυρίσματα. - Ιαπωνική. Με μακρά παράδοση στο είδος (οι πρώτες τσόντες
παραγωγής γυρίστικάν στην Ιαπωνία το 1956). Σαν την γερμανική (τα πάντα δηλ.)με την
διαφορά ότι οι πρωταγωνίστριες είναι νέες και όμορφες.».
Τα παραπάνω σχόλια δείχνουν πως οι χρήστες, όχι μόνο δείχνουν ιδιαίτερα
εξοικειωμένοι με πολλές «σχολές πορνό» έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβαίνουν σε
πρόχειρες και συνάμα αφαιρετικές κατηγοριοποιήσεις, αλλά φαίνεται ότι κατά τη
διάρκεια της επαφής τους με πορνογραφικό υλικό, έχουν έρθει με ιδιαίτερα ακραίες, για
ορισμένους μάλλον αποκρουστικές, μορφές πορνογραφίας. Εδώ η «γνώση» πολλών
πορνογραφικών ειδών και ετερόκλητου περιεχομένου φαίνεται να αναδεικνύεται ως μια
μορφή «δαημοσύνης». Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι καταναλωτές
πορνό συμβάλλουν με την παράθεση των γνώσεων και των εκτιμήσεών τους στη δόμηση
μιας «συλλογικής, σωρευτικής γνώσης» ή, με όρους Bourdieu (1986), στην αύξηση του
«κοινωνικού κεφαλαίου» της άτυπης κοινότητας διαλόγου στην οποία συμμετέχουν.

Πιο ειδικά, αναφορικά με την τμηματοποίηση/φετιχοποίηση των σημείων του


σώματος ως σημαινόμενα έμφυλων διαφορών και σεξουαλικών προτιμήσεων, αυτό

79
δηλαδή που η Paasonen (2010Β: 66) ονομάζει «ετεροσεξουαλικό στρουκτουραλισμό»,
λαμβάνει χώρα ένας ιδιότυπος κατακερματισμός του σώματος που σεξουαλικοποιείται
«κομμάτι κομμάτι». Πρόκειται για μια ευρύτερη διαδικασία που αντανακλά όχι μόνο
ενδο-ανθρώπινες κυριαρχίες και διαφορές, αλλά είναι συστατική της αλληλοσύνδεσης
των έμφυλων, φυλετικών και ταξικών κυριαρχιών 35. Αυτή η διαδικασία αποκαλείται από
την Adams (2003 όπως αναφέρεται στο Cudworth 2005: 99-100), με πρόδηλα κυνικό
τρόπο, «πορνογραφία του κρέατος» και αντικατοπτρίζει, για τον Prosono (2008: 650),
τον εκφυλισμό του ανθρώπινου σώματος σε ένα αναλώσιμο καταναλωτικό εμπόρευμα. Ο
Hardy (2008: 62), μάλιστα, πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα επισημαίνοντας ότι παρά την
πολυσυζητημένη δυνατότητα για «άπειρες» επιλογές στο πλαίσιο της διαδικτυακής
πορνογραφίας, αλλά και την εξατομικευμένη πρόσληψη της πλοήγησης του καταναλωτή
πορνό ως μια αναζήτηση προσωπικών προτιμήσεων, εκείνο που φαίνεται να κυριαρχεί
ουσιαστικά είναι μια σχετικά τυποποιημένη και κατηγοριοποιημένη εμπορευματική
ομογενοποίηση της επιθυμίας - αφού αυτό που, σε τελευταία ανάλυση, προκύπτει και
αναδεικνύεται είναι ο περιορισμός των επιλογών και ο εγκλωβισμός σε συγκεκριμένα
πρότυπα σεξουαλικού γούστου, αισθητικών προτιμήσεων και, εν τέλει, πορνογραφίας 36.

Είναι ενδεικτικές, για παράδειγμα, οι αναφορές των χρηστών στις συζητήσεις στα
νήματα με αφορμή τους πρόδηλα αντιφεμινιστικούς τίτλους που εστιάζουν στη σημασία
που έχει το γυναικείο στήθος στις ανδρικές προτιμήσεις: «Αντρες κ γυναικες Ποια θα
παρεις τελικα? Αυτη με το μεγαλυτερο στηθος..» (C1), «Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με τη
γκόμενα με τα μεγάλα βυζιά που σχεδόν όλοι στην παρέα θέλουν να πηδήξουν.» (πρόκειται
για απάντηση στο: «Μιλάμε για τα επιφανή λίγα αρσενικά που σχεδόοον όλες γουστάρουν
να είναι μαζί τους.») (C1), «Εδώ εκτός του ότι είναι όλες μελαχρινές, τώρα γίναν μόδα και
οι κοκαλιάρες γιατί δεν έχουν να φάνε, και περιμένουν μετά να προσελκύσουν και τους
35
Η Jancovich (2001) τονίζει τη σημασία της αναγνώρισης ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις δεν είναι μόνο
έμφυλες, αλλά και ταξικές, και υπό αυτή την έννοια ευρύτερα πολιτισμικές - καθιστώντας έτσι σχετική
κάθε προσπάθεια τυπολογίας και κατηγοριοποίησης ειδών και ανθρώπων.
36
Για παράδειγμα, μια συγκεκριμένη αισθητική περί γυναικείας «ομορφιάς και σεξουαλικής γοητείας»
προωθείται στην κυρίαρχη εμπορική πορνογραφία - οι γυναίκες εδώ έχουν συχνά μακριά μαλλιά, είναι
λεπτές, συχνά καυκάσιες και νεαρές, με εμφυτεύματα στήθους, φορούν εντυπωσιακά εσώρουχα και ψηλά
τακούνια, είναι μακιγιαρισμένες, και το σώμα τους συνολικά είναι αποτριχωμένο (Corsianos 2007: 865).

80
άντρες. Οι άντρες όμως θέλουν καμπύλες, ποιός λεει όχι σε μία με πλούσιο μπούστο και
πεταχτό κωλαράκι;» (F1), «Η Ελληνίδα αγαπητέ είναι μεσογειακός σωματότυπος. Αυτό
που αποκαλείς ‘’μπουκάλι΄΄ είναι ο τύπος ‘’αχλάδι’’, και συναντάται πολύ συχνά στη χώρα
μας. Υπάρχει και ο σωματότυπος ‘’μήλο’’, στον οποίο το λίπος, συσσωρεύεται στην κοιλιά
αντί για τους γλουτούς. Τα ‘’φυσικά’’ μεγάλα στήθη όσο προχωράνε τα χρόνια είναι και
πιο δυσεύρετα..» (F1), «Χαίρομαι που με επαληθεύεις, γιατί κάποιοι παραπάνω το
αμφισβητούσαν. Και για φαντάσου τώρα να είναι ένας βυζoλάγνος στην Ελλάδα, γκαντεμιά
που τον βρήκε.» (πρόκειται για απάντηση στο προηγούμενο σχόλιο) (F1), «Εδώ σε
μπουρδέλο πάς με ρωσίδα και βλέπεις διαφορά στο σώμα άν τα έχει τεράστια, και
τρελαίνεσαι που είσαι αναγκασμένος να τρώς τις άβυζες στα μούτρα επειδή γεννήθηκες
Ελλάδα.» (F1), «Όταν μία κοπέλα ανεβάζει προκλητικές φωτογραφίες με τα βυζιά της έξω
στο fb λές να το κάνει για τον εαυτό της να τα θαυμάσει τι μεγάλα που τα έχει (που όπως
είπαμε, οι περισσότερες μικρά τα έχουν έδω, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα);» (F1).
Πρέπει να σημειωθεί ότι η περιοχοποίηση (territorialization) του γυναικείου
σώματος αποτελεί σύστοιχο της πορνογραφικής τμηματοποίησης της παροχής ρητά
σεξουαλικού υλικού μέσω των νέων τεχνολογιών. Παρά δηλαδή τις σύγχρονες
δυνατότητες για εξατομικευμένη αναζήτηση υλικού στη βάση των εξατομικευμένων
προτιμήσεων των χρηστών και με άξονα την εξατομικευμένη προσέγγιση των
εμπορευματικά προσανατολισμένων ιστοσελίδων στους εκάστοτε επισκέπτες τους,
υπάρχει μια κυρίαρχου τύπου κατηγοριοποίηση των βασικών προτιμήσεων που
απαντάται στο χώρο του δικτυοπορνό και στην οποία περίοπτη θέση κατέχει η προσφορά
υλικού που εμπεριέχει γυναίκες με μεγάλο στήθος (κυρίως με τη μορφή της κατηγορίας
big tits). Χαρακτηριστική δε είναι η προσφώνηση που συχνά απαντάται και στον
καθημερινό προφορικό λόγο νέων κυρίως ανδρών για τις ευειδείς γυναίκες που
διακρίνονται για το πλούσιο στήθος τους, χαρακτηρισμός όμως που έχει καταλήξει να
απευθύνεται πλέον γενικά στις εντυπωσιακές γυναίκες χωρίς να περιλαμβάνει εστίαση
στο μέγεθος του στήθους τους: «σορρυ φιλε αλλα οτι δεν σας καθεται απο εκει που το
λεγατε τουμπανο το αποκαλειτε σνομπ και για τον πουτ$ο.....» (C1).

Γενικότερα, οι πορνογραφικές ιστοσελίδες φαίνεται να χρησιμοποιούν


συγκεκριμένες, σε κάποιο βαθμό, αφηγηματικές δομές και ιστορίες για να παρουσιάσουν

81
τις εικόνες και τα βίντεό τους (Kammeyer 2008: 186). Είναι με βάση αυτό το σκεπτικό
που ο Jensen (2008) αναδεικνύει μια διαφορετική διάσταση, ότι παρόλο που η όλη
συζήτηση υπενθυμίζει συνεχώς ότι η πορνογραφία είναι «αδυσώπητα έντονη» και
σπρώχνει, ή αλλιώς, επεκτείνει, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, τα σεξουαλικά όρια, το
πορνό είναι και συχνά επαναλαμβανόμενο και βαρετό 37. Ο μονότονος και βαρετός
χαρακτήρας του πορνό (Fox 1984: 53), δηλαδή, τονίζεται με άξονα το βασικό σχήμα που
επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στις πορνογραφικές αναπαραστάσεις, όσο και αν η
άρθρωσή του διαφέρει κάθε φορά στο επίπεδο της κειμενικής αποτύπωσης (Johansen
2004: 50). Υπό αυτή την έννοια και σύμφωνα με τους Cramer και Home (2007: 160),
είναι σαφές ότι το πορνό, σε ένα πλαίσιο ατελείωτης σεξουαλικής επανάληψης στο
διαδίκτυο38, έχει γίνει καθαρά παρωδικό - με την έννοια ότι κάθε σεξουαλική σκηνή και
εικόνα γίνεται η παρωδία κάποιας άλλης ή πλήρης αντιγραφή της σε μια απατηλή μορφή.
Η εν λόγω παρατηρούμενη επανάληψη παρόμοιου χαρακτήρα πορνογραφικού
υλικού σχετίζεται, ή από μια άλλη πλευρά «επιβεβαιώνεται», από την αναπαραγωγή
στερεοτυπικού χαρακτήρα αναπαραστατικών συμβάσεων στην πορνογραφία - όπως για
παράδειγμα οι «στοκ χαρακτήρες» (stock characters) και οι εύκολα αναγνωρίσιμες
σκηνές. Μια τέτοια αναπαραγωγή χρησιμεύει στο να επιτυγχάνεται πιο εύκολα η
σεξουαλική διέγερση, μιας και σύνθετοι και αντιφατικοί χαρακτήρες προκαλούν
διαφορετικά είδη συναισθημάτων, αλλά και τείνουν να μειώνουν και να διαταράσσουν
την οπτική εμπειρία, και κατ’ επέκταση τη διέγερση. Για αυτό και η τυπική
πορνογραφική αφήγηση αποτελείται από μια σειρά από πρόχειρες σκηνές γύρω από την
ερωτική πράξη που λαμβάνει χώρα σε συνήθη σκηνικά και με οικείους χαρακτήρες -
όπως για παράδειγμα η ερεθισμένη νοικοκυρά που υποδέχεται θερμά τον υδραυλικό στο
σπίτι της (Paasonen 2006: 411). Ουσιαστικά, πρόκειται για αυτό που ο Don Smith (1976:
18) αποκαλεί «σεξουαλικά επεισόδια» που αποτελούν και την κατεξοχήν μορφή

37
Για την Bridges (2010: 37), και η ίδια η κατανάλωση πορνό εντάσσεται στη διαδικασία της
«εξοικείωσης» (habituation), διότι το υλικό που ήταν κάποτε διεγερτικό γίνεται όλο και λιγότερο με την
πάροδο του χρόνου.
38
Για την Ferreday (2008: 95), είναι η ίδια η γραμματική και η λογική του μέσου διαδίκτυο που
χαρακτηρίζεται από μια συνεχή αναπαραγωγή του «καινούριου» που λαμβάνει χώρα μέσα από
τεχνοπολιτισμικές αλλαγές, αλλά και από αφηγήσεις τόσο θαυμασμού όσο και απειλής.

82
κοινωνικής δημιουργίας της πορνογραφίας, και η Williams (1989Β: 163) «σκληρά
πορνογραφικές ουτοπίες» που επιτρέπουν το «λύσιμο» των προβλημάτων που προκαλεί
ο κόσμος της αφήγησης39.

1.2.5 Ο οργασμός στην πορνογραφία

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που, αναφορικά με τα είδη της πορνογραφίας, η Bell (2001: 37)
θεωρεί ότι το «ανδρικής αφήγησης, κυρίαρχο, σκληρό πορνό» (male narrative
mainstream hardcore) αποτελεί ουσιαστικά την αρχετυπική μορφή της. Η Williams
(1989Β), πάντως, θεωρεί ότι το συγκεκριμένο είδος του σκληρού πορνό έχει υποστεί
αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αναδεικνύονται οι έννοιες της ηδονής και της
διαστροφής - με κλασσικό παράδειγμα το πέρασμα από την αδιαφορία του άνδρα θεατή
για τη γυναικεία ηδονή, στην επικέντρωση της προσοχής του στην τελευταία μέσω της
οθονοποίησης στιγμών γυναικείου οργασμού. Πιο συγκεκριμένα, το ελκυστικό και
σαγηνευτικό κομμάτι του σκληρού πορνό είναι ότι επιθυμεί και προσπαθεί να
παρουσιάσει και να «(επι/δια)βεβαιώσει» όχι μια θεληματική/σκοπούμενη εκτέλεση μιας
γυναικείας ευχαρίστησης, αλλά την ακούσια και αυθόρμητη εξομολόγησή της. Είναι,
δηλαδή, η γυναικεία ικανότητα να προσποιηθεί οργασμό, σε αντίθεση με τον άνδρα, που
βρίσκεται στον πυρήνα κάθε προσπάθειας απεικόνισης στο εν λόγω είδος ως στόχος
παρουσίασης μιας «εκτός ελέγχου» ομολογίας της απόλαυσης (Williams 1989Β: 50).
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την κατεξοχήν έκφανση αυτού που η αμερικανίδα
διανοήτρια (1989Β: 36) αποκαλεί «φρενίτιδα του ορατού» (frenzy of the visible) - το

39
Οι πορνογραφικές ιστορίες δεν είναι αποδείξεις «πραγματικών» σχέσεων, αλλά ούτε και εντελώς
πλασματικές ή απλώς μυθιστορηματικές (Smith 2007Β: 198). Αντ’ αυτού πρέπει να νοηθούν, σύμφωνα με
την Smith (2009Α: 28), ως μέσα με τα οποία οι αναγνώστες μπορούν να πειραματιστούν με διάφορα είδη
συναισθημάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως επικίνδυνα και
επιζήμια. Για αυτό και προκρίνει αντί της επίφοβης αποδοχής των έμφυλων ταυτίσεων, μια θεώρηση
σύμφωνα με την οποία οι αναγνώστες προσεγγίζουν την πορνογραφική ιστορία ως μια δραματοποίηση της
σεξουαλικής στιγμής και των πιθανών απολαύσεων της παράδοσης στη σεξουαλική απόλαυση - με το
φύλο σε αυτή τη διαδικασία να είναι λιγότερο σημαντικό από την ικανότητα να δοθεί έκφραση στις όποιες
λιβιδινικές εντάσεις προκαλεί η κατανάλωση πορνό (2009Α: 28).

83
σύνολο δηλαδή των Λόγων της σεξουαλικότητας που συγκλίνουν, συντείνουν και
βοηθούν στην παραγωγή τεχνολογιών και προϊόντων οπτικής απεικόνισης.
Έτσι, ενώ υπό μια έννοια το βάρος της αναπαράστασης της σεξουαλικής
ευχαρίστησης βρίσκεται στις γυναίκες, το βάρος «αποδείξεως» βρίσκεται στους άνδρες -
τόσο με τη διείσδυση, όσο και με την τελική εκσπερμάτωση 40. Οι αποδείξεις όμως του
γυναικείου οργασμού, σε αντίθεση με την ανδρική οπτική απεικόνιση του money shot,
συνήθως ανάγονται στην ακουστική σφαίρα. Στη βάση αυτή του σκεπτικού, οι Corbett
και Kapsalis (1996: 103) θεωρούν ότι εκεί που στην κυρίαρχης μορφής πορνογραφία,
αλλά και στη λαϊκή κουλτούρα, η ανδρική σεξουαλική ευχαρίστηση συνοδεύεται από μια
«φρενίτιδα του οπτικού», η γυναικεία σεξουαλική ευχαρίστηση γίνεται καλύτερα
αντιληπτή με όρους «φρενίτιδας του ακουστικού»41. Αυτό όμως σημαίνει ότι το
«πρόβλημα» της αναπαράστασης της γυναικείας σεξουαλικής ευχαρίστησης δεν
απορρέει από την έλλειψη αποδεικτικής ισχύος, αλλά είναι ζωτικής σημασίας αυτό
καθαυτό, λόγω και του κεντρικού ρόλου που η γυναικεία σεξουαλική ευχαρίστηση έχει
στην αναπαράσταση της σεξουαλικής απόλαυσης γενικότερα (Falk 1993: 32). Απλά
γίνεται αντιληπτό ότι, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το πόσο εξελιγμένη είναι
η τεχνολογία, η εμπορική πορνογραφία δεν μπορεί να κάνει στον απόλυτο βαθμό αυτό
που υπόσχεται στον καταναλωτή - την αποκάλυψη, δηλαδή, μιας «εξωτερικής αλήθειας»
σχετικά με τη σεξουαλικότητα και, ιδίως, τη γυναικεία σεξουαλικότητα (Hardy 2009) 42.

40
Η ίδια η έννοια της διείσδυσης (penetration) που πολυχρησιμοποιείται στην περίπτωση της
πορνογραφίας, παραπέμπει σε εννοιολογικό επίπεδο στη λογική της κατάκτησης, και πιο συγκεκριμένα
στην κατάκτηση παρθένων εδαφών από πολεμιστές ή ερευνητές - μια κατάσταση που, κατά βάση,
«πανηγυρίζεται» και συνιστά εκδήλωση κατοχής ή ανακάλυψης αντίστοιχα (Bolsø 2007: 560). Σε μια
παρόμοια λογική, το ανδρικό σπέρμα παρουσιάζεται ως ένας «μηχανισμός σήμανσης κυριότητας» και
«διεκδίκησης ιδιοκτησίας» (Moore και Weiibein 2010: 78, 83).
41
Η οργασμική εμπειρία για την Potts (2000Α: 66), εξομοιώνεται και για τα δύο φύλα με μια κατάσταση
«άφιξης» του να είναι κάποιος «εκεί», με την έννοια της πλήρους παρουσίας σώματος ή/και μυαλού -
ωστόσο η μετα-οργασμική εμπειρία αποτελεί μια μορφή «αναχώρησης» κάποιου από το «εκεί».
42
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει, σύμφωνα με την Johnson (1993: 31), μια σαφής διάκριση ανάμεσα
στην παρουσίαση του γυναικείου οργασμού στην κλασσική, συμβατική πορνογραφία που απευθύνεται,
κατά βάση, σε άνδρες χρήστες και σε αυτή που παράγεται από γυναίκες για γυναίκες. Η πρώτη
χαρακτηρίζεται από την υπερβολή και την έκσταση στην οπτική και ακουστική παρουσίαση του
γυναικείου οργασμού που παραπέμπει σε ένα ακόρεστο, «φαντασματικό» (phantasmatic) γυναικείο σώμα

84
Γενικότερα, το ζήτημα της γυναικείας σεξουαλικότητας από την άποψη της
εκσπερμάτωσης είναι ιδιαίτερα σύνθετο και περίπλοκο, με πολλές όψεις του γυναικείου
οργασμού να παραμένουν ακόμα και σήμερα ασαφείς και αχαρτογράφητες - ειδικά στο
πλαίσιο ενός περιοριστικού, ενίοτε ανακριβούς, τρόπου παρουσίασης του γυναικείου
οργασμού στα παραδοσιακά μέσα (Bertozzi 2003). Όψεις του παραπάνω αφορούν
κυρίως το ζήτημα της εκσπερμάτωσης (ejaculation), εσχάτως της «εξωγενούς»
(squirting), και του περίφημου σημείου G, που αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν
αντικείμενο πολυδιάστατης δημόσιας συζήτησης αλλά και εμπορικής εκμετάλλευσης.
Για παράδειγμα, είναι ενδεικτική η θέση της Annie Sprinkle, μιας εμβληματικής
φιγούρας που συγκεντρώνει μια σειρά από ιδιότητες (όπως πορνοστάρ, μεταμοντέρνα
καλλιτέχνης και σεξουαλική παιδαγωγός), ότι υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα είδη
ερωτικών γυναικείων υγρών: οι κολπικές εκκρίσεις, οι ουρήσεις με τη μορφή του
«χρυσού ντους» (golden shower), το squirting ή, αλλιώς, η έκχυση μη ουρικών υγρών
από το άνοιγμα της ουρήθρας, και η ερωτικά προκληθείσα ούρηση (Straayer 1993: 235).
Οι πιο πρόσφατες πάντως μελέτες, σύμφωνα με την Colson (2010), έχουν
αναδείξει, σε αντίθεση με την κλασσική διχοτόμηση μεταξύ του κολπικού και
κλειτοριδικού οργασμού, την έννοια του κλειτοριδικού συμπλέγματος (clitoral complex)
ως μια σύνθετη και ολοκληρωμένη λειτουργική οντότητα που συνδέει την κλειτορίδα, το
αιδοίο, τον κόλπο, τη μήτρα και τον πρωκτό, και αποτελεί το σύγχρονο πεδίο μελέτης
της γυναικείας σεξουαλικής ευχαρίστησης, απόλαυσης και οργασμού. Εξάλλου, η
συζήτηση για το αν ο κόλπος ή η κλειτορίδα είναι το πρωταρχικό σεξουαλικό όργανο της
γυναίκας, έχει στη βάση του το αφαιρετικό σκεπτικό ότι όλες οι γυναίκες βιώνουν τον
οργασμό με την αναγκαστική συμμετοχή των ίδιων οργάνων (Ho και Tsang 2005: 526) 43.
Ειδικά στην περίπτωση του ανδρικά προσανατολισμένου σκληρού πορνό, η

και δρα ως ένα επιπλέον σημειωτικό υλικό για την ανάγνωση του πορνογραφικού κειμένου. Η δε δεύτερη
τείνει να εστιάζει στη σεξουαλική έκσταση στην αναπαράσταση ενός γυναικείου σώματος απαλλαγμένου
από δεσμεύσεις και στοχεύσεις, αποδίδοντας έτσι τον επιτελεστικό χαρακτήρα του οργασμού σε πιο
ρεαλιστικές βάσεις.
43
Υπό αυτή την έννοια, η πορνογραφία συνιστά, σε αρκετές περιπτώσεις, ένα κομμάτι της προσπάθειας
νέων γυναικών να έρθουν πιο κοντά με το σώμα τους και να ανακαλύψουν μέσω του αυνανισμού και της
αυτο-ευχαρίστησης όψεις της εξατομικευμένης σεξουαλικότητάς τους (Sik Ying Ho και Ka Tat Tsang
2005: 530).

85
μονοσήμαντη φαλλοκεντρική προσέγγιση του γυναικείου οργασμού είναι κάτι παραπάνω
από έκδηλη - μια συνθήκη, βέβαια, που δεν υφίσταται για όλα τα είδη πορνογραφίας.

1.2.6 Περιεχόμενο και είδη του πορνό

Αν και πράγματι το ανδρικά προσανατολισμένο, σκληρού χαρακτήρα πορνό φαίνεται να


είναι, με τις όποιες παραλλαγές του βέβαια, το κυρίαρχο είδος, εντούτοις ο
πολλαπλασιασμός των εναλλακτικών ειδών καθιστά οποιαδήποτε γενίκευση για την
πορνογραφία «γελοία» (Weitzer 2011: 671). Μπορεί η ορολογία του Weitzer να μην
συνάδει με το πνεύμα νηφαλιότητας που θα πρέπει να διατρέχει την επιστημονική έρευνα
σε τόσο επίμαχα θέματα, αποτυπώνει όμως μια γενικότερη κριτική περί σαρωτικής και
αφαιρετικής ομογενοποίησης της πορνογραφίας ή, από την άλλη, μιας εύκολης και
απροβλημάτιστης ενίοτε κατάχρησης της έννοιας του «κύριου/κυρίαρχου». Και αυτό
διότι η εν λόγω έννοια στο χώρο της πορνογραφίας είναι πορώδης και σε κάποιο βαθμό
σχετική, καθώς αναδύονται και έρχονται στο προσκήνιο συνέχεια «νέες κατηγορίες»,
αλλά και, κυρίως, επειδή κάθε είδος υποβάλλεται διαρκώς σε μετασχηματισμούς και
αλλαγές (Paasonen 2007Β: 163).
Ο δε σύνθετος χαρακτήρας της πορνογραφίας οδηγεί την Smith (2007Β: 198) να
αμφισβητήσει και το βασικό συμπέρασμα της μελέτης του Hardy (1998) περί ταύτισης
του καταναλωτή πορνό με τον ήρωα της ιστορίας - με την έννοια ότι αυτό βασίζεται στο
απλοϊκό σκεπτικό ότι για λόγους φύλου οι άνδρες καταναλωτές ταυτίζονται με τον
πρωταγωνιστή που βρίσκεται εκεί για να κάνει σεξ στη θέση του αναγνώστη. Ορθά,
δηλαδή, επισημαίνει ότι αυτές οι ιστορίες είναι διαδικαστικές και απαιτούν από τους
αναγνώστες τους να κατανοήσουν τόσο το όλο σκηνικό και τους χαρακτήρες που
συμμετέχουν, όσο και τους «κανόνες» της ιστορίας. Η κριτική της Smith (2007Β: 191-8)
στο έργο του Hardy (1998) έχει βάση ως συνολική προσέγγιση, με την έννοια ότι δεν
υπάρχει μια μόνο ανάγνωση της πορνογραφικής ιστορίας, το σεξ είναι ένα κομμάτι στην
ιστορία που κάθε φορά πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση τί μπορεί να σημαίνει στο
πλαίσιο της κειμενικής ανάλυσης και, σε τελευταία ανάλυση, υπάρχει διαφορά ανάμεσα
στην πλοκή ενός σεναρίου και στις ιστορίες της πραγματικής ζωής. Από την άλλη
βέβαια, δεν μπορεί να αποκλειστεί πλήρως και η ύπαρξη των αρχετυπικών ρόλων της

86
αρχικά αντιστεκόμενης παρθένας και της ακόρεστης νυμφομανούς που αναδεικνύει ο
Hardy (1998) ως εύκολα αναγνωρίσμοι στο καταδηλωτικό επίπεδο χαρακτήρες.
Είναι υπό αυτή την έννοια που στην πρώτη, κατά την Attwood (2005Δ: 71),
πραγματική και εις βάθος μελέτη της σχέσης των ανδρών με την πορνογραφία, ο Hardy
(1998) αναδεικνύει τον περίπλοκο ρόλο της πορνογραφίας στη ζωή των ανδρών.
Υπάρχει δηλαδή μια κοινωνική χρήση της πορνογραφίας που συνδέεται με την εφηβεία,
μια ιδιωτική/προσωπική και σεξουαλική χρήση που σχετίζεται με τη μετα-εφηβική
περίοδο πριν συνάψουν πραγματικές σεξουαλικές σχέσεις και μια ώριμη όπου οι άνδρες
ενσωματώνουν/συμβιβάζουν την κατανάλωση πορνό με τις σχέσεις τους με τις γυναίκες.
Έτσι, οι άνδρες αποκωδικοποιούν την πορνογραφία με τρεις τρόπους, αποδεχόμενοι την
απεικόνιση της ετεροσεξουαλικότητας στο κείμενο (προτιμητέα ανάγνωση),
διαφωνώντας με αυτή (εναντιωματική ανάγνωση) και, κατά το πιο συνηθισμένο τρόπο,
με μια ανάγνωση της διαπραγμάτευσης. Ο διαπραγματευτικός τρόπος είναι αυτός
σύμφωνα με τον οποίο ο άνδρας καταναλωτής αποδέχεται τη γενική παρουσίαση της
θηλυκής σεξουαλικότητας, ενώ παράλληλα εξαιρεί την προσωπική του κατάσταση. Αυτή
η λογική του τύπου «οι γυναίκες αρέσκονται να εξουσιάζονται, αλλά η δικιά μου όχι»
χρησιμεύει ως ο μηχανισμός εκείνος που διασφαλίζει τη συνέχιση της ηδονιστικής
κατανάλωσης πορνό, παράλληλα με τη συναισθηματική επένδυση στη σύντροφό του,
μελλοντική ή μη (1998: 146-8 όπως αναφέρεται στο Attwood 2005Δ: 71).
Συνολικά λοιπόν και με βάση τα παραπάνω, κάθε είδος πορνογραφίας που
δημιουργήθηκε κατά το παρελθόν και δημιουργείται στο παρόν προσφέρεται προς
κατανάλωση στο πλαίσιο του νέου επικοινωνιακού περιβάλλοντος του διαδικτύου - από
τα stag films των αρχών του 20ου αιώνα και τα features της δεκαετίας του 197044, μέχρι
τα υποκλαπέντα sex tapes και το σύγχρονο indie πορνό. Πιο αναλυτικά, τα stag films, ή
αλλιώς «μπλε ταινίες» (blue movies), ήταν οι πρόδρομοι της σύγχρονης
κινηματογραφικής βιομηχανίας του πορνό (Kammeyer 2008: 137). Εμφανίστηκαν στην

44
Οι Paasonen και Saarenmaa (2007: 27-8) τονίζουν την αισθητικοποίηση με όρους ρετρό νοσταλγίας που
έχει επέλθει εσχάτως για τις περίφημες ταινίες με πλοκή της δεκαετίας του 1970, κυρίως με τη συμβολή
νέων κριτικών κινηματογράφου οι οποίοι με τη «νομιμοποίηση των ειδημόνων» (connoisseurs) έχουν
προσδώσει cult χαρακτηριστικά στο εν λόγω είδος - χωρίς όμως να προβαίνουν, συνήθως, σε εις βάθος
αναλύσεις.

87
πρώτη περίοδο δημιουργίας ταινιών και αποτελούν έκφανση του πώς οι τεχνολογικές
εξελίξεις προωθούν τα σεξουαλικά υλικά στο ευρύτερο κοινό. Ήταν συνήθως
κατασκευασμένα κατά «χονδροκομμένο» τρόπο και χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές
αξιώσεις, και αφορούσαν λιτές ιστορίες που ήταν συχνά τόσο χιουμοριστικές, όσο και
σεξουαλικές. Οι ταινίες αυτές έγιναν για να δείξουν, κατά βάση, γυμνές γυναίκες που
συχνά επιδίδονται σε σεξουαλικές πράξεις είτε με άνδρες είτε με γυναίκες, παρείχαν
δηλαδή απλώς στους άνδρες θεατές κινούμενες εικόνες γυμνών γυναικείων κορμιών και
σεξουαλικών πράξεων (2008: 138). Οι εν λόγω 1300 ταινίες που έχουν διασωθεί
παγκοσμίως είναι σιωπηλές, ασπρόμαυρες, δεν διαρκούν περισσότερο από 12 λεπτά και
απεικονίζουν διάφορες σεξουαλικές δραστηριότητες (Slade 2006: 30) 45.
Ως πορνογραφική ταινία τύπου sex tape, τώρα, είθισται να αποδίδεται ένα βίντεο
που καταγράφει προσωπικές, ερωτικές στιγμές ενός διάσημου και αναγνωρίσιμου
προσώπου. Κατεξοχήν και εμβληματικά παραδείγματα αποτελούν το φιλμ της διάσημης
ηθοποιού Pamela Anderson με τον τότε σύζυγό της Tommy Lee, Pam & Tommy Lee:
Stolen Honeymoon (1998) και το One Night in Paris (2004), το περίφημο sex tape της
αμφιλεγόμενης διασημότητας Paris Hilton. Στην περίπτωση του συγκεκριμένου είδους, η
διατήρηση και ο επανατονισμός των ερασιτεχνικών χαρακτηριστικών της λήψης του
βίντεο συνιστά την πρόσκληση εισόδου του θεατή σε μια «πραγματική, «αληθινή»
ιδιωτική σφαίρα (Hillyer 2004: 53). Αξίζει να σημειωθεί βέβαια, ότι οι περιπτώσεις sex
tape τύπου One Night in Paris είναι από αυτές που καθιστούν, κατά τον Fahy (2007: 95),
την πορνογραφία συνώνυμη με την ταπείνωση και τη μισογυνική αντικειμενοποίηση (βλ.
ενότητα 1.4.3). Ενώ, τέλος, το indie pop προκρίνεται και διακινείται ως ένα ανεξάρτητο
(εξ ού και το όνομά του) και εναλλακτικό της κύριας μουσικής βιομηχανίας μουσικό
είδος, το αντίστοιχο indie porn δεν είναι καθόλου «ανεξάρτητο» - με την έννοια ότι
εμπορευματοποιείται και διακινείται μέσα από εμπορικούς διαύλους μεγάλων εταιρειών
ως απλώς κάτι διαφορετικό από το βασικό είδος της σκληρού τύπου, ανδρικά
προσανατολισμένης πορνογραφίας (Cramer 2007: 174-5).

45
Να σημειωθεί ότι δεν θα πρέπει να συγχέεται το είδος των stag films με τα περίφημα snuff films που
αποτελούν έναν από τα πιο εδραιωμένους αστικούς μύθους αναφορικά με τη μυστική κυκλοφορία ταινιών
που απεικονίζουν πραγματική σεξουαλική επαφή με αποκορύφωμα την κυριολεκτική δολοφονία της
γυναίκας που βιντεοσκοπείται (Slade 1984: 148).

88
Η ανάπτυξη όμως του βίντεο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 βοήθησε
στην άνοδο ενός συγκεκριμένου υπο-είδους (sub-genre) του σκληρού πορνό, του gonzo,
που αποτελεί στις μέρες μας, κυρίως λόγω και της γραμματικής του διαδικτύου, την
κυρίαρχη μορφή διαθέσιμης πορνογραφίας. Σε σχέση με τα παλαιότερου τύπου μεγάλου
μήκους πορνογραφικά φιλμ, το gonzo απαιτεί ελάχιστα τεχνικά και οικονομικά μέσα με
κύριο και άμεσο αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής πορνογραφικού
υλικού, αλλά και του αριθμού των ατόμων, από οποιαδήποτε θέση, που σχετίζονται με τη
συγκεκριμένη βιομηχανία. Στην παραγωγή του gonzo δεν απαιτείται καμιά ιδιαίτερη
υποκριτική ικανότητα και σύνθετη αφηγηματική δομή, παρά μια νατουραλιστική,
στρουκτουραλιστικά δομημένη πλοκή μιας καθημερινής σεξουαλικής «κατάκτησης»
όπου συνήθως ένας ή περισσότεροι άνδρες πείθουν ένα, εκ πρώτης όψεως,
«ανυποψίαστο» κορίτσι να κάνει σεξ μαζί του/τους (Hardy 2008: 61) 46.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το είδος του gonzo είναι τόσο επίμαχο που στην
επιστημονική βιβλιογραφία απαντώνται και εναλλακτικές προσεγγίσεις του που δεν
συμβαδίζουν με τον κυρίαρχο τρόπο νοηματοδότησης του gonzo όπως περιγράφκε
παραπάνω. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η προσέγγιση του gonzo ως εκείνο το είδος
πορνογραφίας που ο άνδρας πρωταγωνιστής κρατά την κάμερα και διανθίζει τη
σεξουαλική συνεύρεση παίρνοντας παράλληλα συνέντευξη από τη γυναίκα - το είδος,
δηλαδή, όπου ο σκηνοθέτης μετατρέπεται σε πρωταγωνιστή (Esch και Mayer 2007: 102,
Jeffreys 2009: 70). Η εν λόγω περίπτωση, βέβαια, αφορά ένα συγκεκριμένο είδος gonzo
που έχει επικρατήσει ως POV (point of view) και χαρακτηρίζεται κυρίως από την χρήση
κάμερας χειρός (hand-held camera) από τον πρωταγωνιστή κατά τη διάρκεια του σεξ,
αποτέλεσμα της οποίας είναι η «ερασιτεχνική» αίσθηση που αποπνέει το
βιντεοσκοπημένο υλικό. Είθισται δε να συνδέεται με τα περίφημα castings όπου με τη
μορφή (format) του POV καταγράφονται πορνογραφικές σκηνές μεταξύ παραγωγών
ταινιών πορνό και γυναικών που θέλουν να εργαστούν σε αυτό το χώρο, οπότε και

46
Η έννοια της στρουκτουραλιστικού χαρακτήρα δομής της πλοκής συνιστά την «απαρέγκλιτη»
επανάληψη ενός συγκεκριμένου μοτίβου στο σενάριο των εν λόγω ιστοριών. Ουσιαστικά δηλαδή, στην
αποσύνδεση του gonzo από χαρακτήρες και ιστορίες, είναι μόνο το σκηνικό που μένει ως στοιχείο
πλαισίωσης και αντίληψης της κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία λαμβάνουν χώρα οι σεξουαλικές
πράξεις (O’Neil 2004: 141).

89
περνούν μια πρώτη «συνέντευξη» για να «εξακριβωθούν» η θέληση και οι όποιες
«δυνατότητές» τους για καριέρα.

Παράπονα γύρω από την ποιότητα, το περιεχόμενο και την προσφορά πορνό στη
σύγχρονη πραγματικότητα εκφράζουν οι χρήστες στις τοποθετήσεις τους με αφορμή τις
συζητήσεις γύρω από την πορνογραφία. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση του
bourdela.com (B2) έχουμε αναφορές κυρίως για το περιεχόμενο και τους συμμετέχοντες
σε αυτό: «Βασικα αυτες οι χολιγουντιανες γυρισμενες σε Los Angeles και τετοια ειναι
βαρετες.Και οποιος εχει δει πανω απο 10 τσοντες στη ζωη του τις βαριεται. Πολυ ψευτικες
τσοντες απο ολες τις αποψεις. Οι τσοντες πρεπει να εχουν σαν πρωταγωνιστριες κοπελες
που θα μπορουσαν να ηταν μια που θα εβλεπες στο δρομο η καπου αλλου και θα την
εψηνες.», «Θα έβλεπα περισσότερες αν δεν ήταν τόσο ακαλαίσθητες)», «Πολύ σπάνια,
γιατί οι περισσότερες πλέον είναι για πέταμα, δεν έχουν πάθος, τέχνη και τους βλέπεις μόνο
να γαμιούνται σαν τα ζώα. Οι παρτεναίρ συνήθως είναι χάλια και η πίπα πιάνει το μισό
χρόνο.». Στη δε περίπτωση του forums.gr (F2), η κριτική για την απογοήτευση από τη
σύγχρονη πορνογραφία είναι πιο αναλυτική και καταγράφεται σε περισσότερα πεδία:
«Δεν μπορεις να βρεις ευκολα καλη τσοντα σημερα. Χαλασαν κι αυτες. Καποτε ειχες τον
Dorcel που εκανε αριστουργηματα. Ειχες και τον Γκουζγκουνη με τις φανταστικες του
ατακες. Τωρα η τσοντα ειναι απαραδεκτη. Εχουν βαλθει να δειξουν ο,τι πιο αηδιαστικο
γινεται. Νομιζω οτι ολοι οι τσοντοβιοι πρεπει να ξεσηκωθουμε και να διεκδικησουμε τα
δικαιωματα μας. Δεν παει αλλο...», «Οι λογοι γιαυτο ειναι πολλοι. Ο σημαντικοτερος ομως
λογος ειναι καθαρα εμπορικος. Αν βγαινανε καλες τσοντες, δε θα υπηρχε εθισμος στην
πορνογραφια διοτι ο καθενας θα εβρισκε αμεσως με την πρωτη την καλη τσοντα που θα
τον ικανοποιουσε. Τωρα που δεν βγαινουν καλες τσοντες και βγαινουν μονο ημιμετρα, η
τσοντες που δεν ειναι καν τσοντες, αναγκαζεται ο πεινασμενος αντρας να ψαχνει συνεχεια,
και να ξαναψαχνει και να ξαναψαχνει για να πετυχει την καλη τσοντα. Οποτε ολη αυτη η
δισκολια ευρεσης καλης τσοντας, αναγκαζει τον αντρα στη διαρκη αναζητηση και στον
ΕΘΙΣΜΟ. Η ακομα τον αναγκαζει να αγοραζει τσοντες, οι οποιοες δεν του αρεσουν οποτε
μετα να ξανααγοραζει και να ξανααγοραζει και να ξανααγοραζει μεχρι να πετυχει την
καλη. Ειναι δηλαδη θεμα μαρκετινγκ, να μη σου δινουν αυτο που ζητας για να σε εχουν
κολλημενο εκει.».

90
«Εμεις οι παλιοι εχουμε μαθει με ποιοτικη τσοντα και δεν μπορουμε να δεχτουμε
αυτην την υποκουλτουρα. Εχει ξεφτισει τελειως το θεμα. Δεν βρισκεις φυσικο βυζι με
τιποτα σημερα. Ολο πλαστικες κουκλες βλεπεις. Ουτε σεναριο, στερεψε πια η φαντασια.»,
«Νομιζω οτι χαλασε η πιατσα για τρεις λογους: -γυριζονται πολλες εραστιτεχνικες τσοντες,
οποτε οι επαγγελματιες εχουν παει τα ορια πιο μακρια (ως τη σιχαμαρα) για να κανουν τη
διαφορα. -με τα συγχρονα μεσα, επεσε το κοστος παραγωγης και μπηκαν πολλοι στο χωρο,
με αποτελεμα η καλη τσοντα χανεται σε εναν ωκεανο κακης προσφορας. -η εποχη μας δεν
ειναι πλεον τοσο ρομαντικη οπως στα 70s ή και 80s. Τοτε εβλεπες μια καλη τσοντα και
«χορταινες» για καιρο. Τωρα τρεχεις συνεχεια, θελεις ολο και πιο πολλα και οι
τσοντογυριστες τρεχουν απο πισω σου να κορεσουν την ασταματητη διψα σου ολο και με
κατι καινουργιο, που απο τη βιασυνη να προλαβουν ειναι και κακογυρισμενο.», «Το
φυσικό βυζί είναι όντως ένα θέμα, αλλά αφού η πλειοψηφία προτιμά το μεγάλο, αρκετές
που θέλουν να μπουν στον χώρο, κάνουν εγχείρηση για να αποκτήσουν περισσότερα
"προσόντα". Το πρόβλημα είναι, ότι λόγο κακών οικονομικών, πάνε σε "χασάπηδες" αντί
για καλούς γιατρούς, οπότε γίνεται σκατά δουλεια.», «Η τσοντα ειναι λειτουργημα κι οχι η
αρπακολα του καθε αταλαντου.», «Εγω δεν εχω τις τσοντες που θελω. Δεν υπαρχουν καν
οι τοσντες που θελω.», «Δε φαινεται σε καμια τσοντα το ποσο βαθεια βαζει οτιδηποτε μια
γυναικα μεσα της. Και αυτο διοτι κοροιδευουν τον κοσμο. Δεν υπαρχει σεξ κανονικο στις
τσοντες. Ειναι ολο fake.», «Το κακο με το πορνο ειναι οτι εχουν παιχτει ολα απο τα πιο
σοφτ μεχρι τα πιο ακραια και δεν υπαρχει πλεον φαντασια...».
Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι παρατηρείται και μια αυτοκριτική από την
πλευρά ορισμένων χρηστών, τόσο σε σχέση με τη συμβολή τους στη διαμόρφωση του
σύγχρονου περιβάλλοντος της πορνογραφίας: «Η άποψή μου είναι ότι έχετε/έχουμε τις
τσόντες που μας αξίζουν.Ο καταναλωτής και η ζήτηση διαμορφώνουν το είδος της ταινίας
που θα έχει περισσότερη ζήτηση,άρα και παραπάνω έσοδα.Οπότε όλα όσα βλέπουμε έχουν
να κάνουν με την ζήτηση. […] Έχουμε την τσόντα που μας αξίζει,όπως τους πολιτικούς
που μας αξίζουν.Εμείς τους επιλέξαμε» (F2), όσο και αναφορικά με τη συσχέτιση της
κατανάλωσης πορνό ως υλικό αυνανισμού: «Η μαλακια θα μας φάει εμάς...» (B2), «μην
ανυσηχεις την εχει καψει την φλαντζα απο το πολυ ιντερνετ...» (B2), «γενικά δεν κόβεται,
άμα αρχίσεις το σπορ δεν το αφήνεις» (B2) (βλ. και ενότητα 1.1.5). Σε κάθε περίπτωση,
είναι ενδεικτικές οι απόψεις για το πόσοι φαίνεται να καταναλώνουν πορνό στη

91
σύγχρονη πραγματικότητα: «ολοι βλεπουμε τσοντες,εμενα με φτιαχνει να βλεπω και με την
εκαστοτε κοπελα μου.» (B2), «Υπάρχει άντρας που να μην βλέπει;;;;» (B2), «αυτοί που
λένε πως δεν βλέπουν ψεύδονται.....» (πρόκειται για απάντηση στο: «ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ... ΠΩΣ
ΒΛΕΠΟΥΜΕ... Ψεμματα θα λεμε τωρα ?») (B2), «Θυμάμαι ότι από την ηλικία του
γυμνασίου και μέχρι τα 20 περίπου οι τσόντες με τρελένανε και μπορούσα να βλέπω
άπειρες ώρες .Μετά δεν ξέρω,κάπου βαρέθηκα,κάπου δεν με ενθουσίαζαν τόσο,ίσως
επειδή άρχισα να ανακαλύπτω στριπτιτζάδικα-κωλόμπαρα και το live μου φαινόταν πολύ
πιο ανώτερο από την τσόντα .Όπως και να 'χει όμως η τσόντα για τον ΑΝΤΡΑ δεν κόβεται
ΠΟΤΕ» (B2), «Εγώ ΔΕΝ ξέρω κανέναν που να ΜΗΝ βλέπει τσόντες. Μήπως εχω μπλέξει
με κακές παρέες ???» (B2).

1.2.7 Πορνογραφία και βασανισμός

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να είναι το gonzo το στυλ εκείνο μέσω του οποίου το
σκληρό πορνό εξελίχθηκε σε μια πιο ακραία μορφή (Tyler 2010: 57) 47. Το νέο, δηλαδή,
ακραίο meta-gonzo συνιστά ένα είδος πορνογραφίας που, κατά βάση, εξευτελίζει και
καταβαραθρώνει τις γυναίκες με τρόπο πρόδηλα ενοχλητικό - δεδομένου και της
δημοφιλίας του ως είδος, αλλά και της σημασίας του στην ενσωμάτωσή του σε όψεις της
κυρίαρχης κουλτούρας (Maddison 2009Α: 51)48. Γενικότερα, ως ακραία πορνογραφική
αναπαράσταση είθισται να θεωρείται αυτή που με χαρακτηριστικό, ή και αδικαιολόγητο,

47
Η έρευνα των Wosnitzer και Bridges (2006) στο περιεχόμενο των πιο δημοφιλών πορνογραφικών βίντεο
στις ΗΠΑ έδειχνε μια αύξηση της επιθετικότητας, λεκτικής και σωματικής, σε σύγκριση με προηγούμενες
μελέτες. Η πλειοψηφία των δραστών ήταν άνδρες, με τις γυναίκες να είναι σχεδόν πάντα τα θύματα και τις
περισσότερες φορές να δείχνουν ευχαρίστηση από τις επιθετικές συμπεριφορές. Επιπρόσθετα,
συγκρινόμενα τα αποτελέσματά τους από τη μελέτη με μια προηγούμενη πανεθνική έρευνα για τη
σεξουαλικότητα στις ΗΠΑ, έδειχναν ότι οι σεξουαλικές πράξεις που αναπαριστούν συναντιούνται σπάνια
στην πραγματική ζωή και δεν προτιμώνται ούτε από άνδρες ούτε από γυναίκες.
48
Η διαφαινόμενη δημοφιλία του meta-gonzo φαίνεται να καταρρίπτει την παλαιότερη προσέγγιση της
Williams (1989Β) ότι αφηγήσεις με μη-συναινετικό σαδιστικό σεξ γίνονται όλο και πιο σπάνιες στο χώρο
της σκληρής πορνογραφίας, καθώς το είδος αυτό βρίσκεται σε μια διαδικασία επέκτασης του κοινού του
σε αντίθεση με την αύξηση τέτοιων αφηγήσεων στο χώρο της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και της
μυθοπλασίας γενικότερα.

92
τρόπο αντιβαίνει τους όποιους κυρίαρχους ιδεολογικούς Λόγους της σεξουαλικότητας σε
κάποια δεδομένη στιγμή (Jones, S. 2010: 125) 49. Απλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η
σαρωτική υπαγωγή κάθε σαδομαζοχιστικής έκφρασης υπό το ακρωνύμιο S/M
(sadomasochism) συσκοτίζει τη διάκριση ανάμεσα στον αχαλίνωτο σαδισμό και την
κοινωνική υποκουλτούρα του συναινετικού φετιχισμού (McClintock 1993: 237) 50.
Σε μια παρόμοια λογική με την παραπάνω κριτική θα πρέπει να ενταχθεί και η
περίπτωση ενός νέου υπο-είδους στον κλασσικού τύπου κινηματογράφο, αυτού του
πορνό των βασανιστηρίων (torture porn) που επικεντρώνεται στις προσπάθειες των
χαρακτήρων να επιβιώσουν από απεχθείς διαδικασίες μαρτυρίων στα χέρια των
απαγωγέων τους51. Πρόκειται για ένα είδος ταινιών θρίλερ που, ως «πορνογραφία του
θανάτου» (Petley 2005), έχει γνωρίσει σημαντική εμπορική επιτυχία, για παράδειγμα με
τα έργα Saw (2004) και Hostel (2005) - αλλά και έντονη κριτική για το δυνητικά
επιβλαβή σαδισμό που εκθειάζει και την ηθική κενότητα των ιστοριών που
εκτυλίσσονται (Lockwood 2009). Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Berardi (2007: 201), η
πορνογραφία και τα βασανιστήρια έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία, όμως αυτό είναι κάτι
που συσκοτίζεται διότι η διάχυσή τους συντελείται μέσα από κοινούς διαύλους
«ατροφίας των συναισθημάτων» όπου η ανικανότητα να νιώσει κάποιος ευχαρίστηση με

49
Υπάρχει, βέβαια, και το ζήτημα του κατά πόσο στις σύγχρονες υστερο-νεωτερικές συνθήκες υπάρχουν,
αλλά και σε ποιο βαθμό, κυρίαρχοι ιδεολογικοί Λόγοι. Το θέμα είναι ιδιαίτερα σύνθετο και εξαιρετικά
επίμαχο, όμως η αποτύπωση στον πληθυντικό της έννοιας της κυριαρχίας στο ιδεολογικό επίπεδο
παραπέμπει στην ύπαρξη πολλών, ενίοτε και αντιθετικών, αλλά ταυτόχρονα αναπαραγόμενων Λόγων που
απαντώνται στις σύγχρονες, δυτικού τύπου κατά βάση, κοινωνίες.
50
Οι Jones και Mowlabocus (2009) αναλύουν την οιονεί προβληματική φύση της έρευνας πάνω στις
ακραίες ή σοκαριστικές πορνογραφίες (shock pornographies) όπου η λογική της ακαδημαϊκής ελευθερίας
και της κειμενικής ανάλυσης που ενδέχεται να συνιστά εναλλακτικές αναγνώσεις συγκρούεται με
νομοθετικούς και ρυθμιστικούς περιορισμούς. Θεωρούν ότι όσο σημαντικές και αν είναι οι αναλύσεις της
ακραίας πορνογραφίας από κοινωνιοπολιτισμική άποψη, αυτό δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι οι ερευνητές
είναι πάνω από τα όρια του «γενικού κοινού» (general public) και μπορούν να έχουν πρόσβαση σε υλικό
που άλλοι δεν μπορούν. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μια ελιτιστική προσέγγιση που αναπαράγει
κανονιστικού τύπου ιδεοληψίες ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μόνο ο ακαδημαϊκός χώρος, σε αντίθεση με
τους «λιγότερο μορφωμένους», μπορεί μόνο να «διασφαλίσει» τη θέση του σε σχέση με τις αρνητικές
επιδράσεις των όποιων κειμένων (2009: 621).
51
Βλ., μεταξύ άλλων, Jones 2013.

93
την αδυναμία να αντιληφθεί την φρίκη και τον τρόμο είναι δύο πλευρές ενός ίδιου
νομίσματος52.
Όταν όμως οι διαβόητες φωτογραφίες κακοποίησης από τις φυλακές του Abu
Ghraib στο Ιράκ το 2004 αποκαλύφτηκαν τον Σεπτέμβριο του 2005, πολλοί
χρησιμοποίησαν τον όρο «πολεμοπορνό» (warporn) για να υποδηλώσουν τις σεξουαλικά
σκοπούμενες αναπαραστάσεις στρατιωτικών βασανιστηρίων και να αναφερθούν στην
ιδιόμορφη μίξη πολεμικών μαρτυρίων και μύθων ως πορνογραφικές φαντασιώσεις
(Jacobs 2009Α: 186)53. Στον Jean Baudrillard (2004) είναι που αποδίδεται η επινόηση
της έννοιας του πολεμοπορνό με αφορμή τις σκηνές βασανισμού στο Abu Ghraib
(Attwood και Lockyer 2009: 1). Πιο συγκεκριμένα, για το διάσημο γάλλο φιλόσοφο στο
πολεμοπορνό όλα γίνονται μια παρωδία της βίας, μια παρωδία του ίδιου του πολέμου, με
την πορνογραφία να γίνεται η τελική μορφή της εξαθλίωσης του πολέμου που δεν είναι
σε θέση ούτε καν να είναι απλά ένας «πόλεμος», παρά μεταμορφώνεται σε ένα
γκροτέσκο ριάλιτι, σε ένα «απελπισμένο ομοίωμα της εξουσίας» (desperate simulacrum
of power). Πρόκειται για μια απάνθρωπη αυτο-παρωδία της εξουσίας που δεν γνωρίζει
πώς μπορεί να μετουσιωθεί - μια υπερβολικότητα, δηλαδή, της άσκησης εξουσίας που
την καθιστά πορνογραφική.
Στην προσέγγιση του Baudrillard ασκήθηκε κριτική από τις Attwood και Smith
(2010: 182) στη βάση του ότι η περιγραφή ως πορνογραφικών εικόνων πραγματικής βίας
για μια σειρά από γεγονότα με τον όρο «πολεμοπορνό» συνιστά «κρίση νοήματος» της
έννοιας της πορνογραφίας - και αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει μια μετατόπιση από την
έμφαση στην ενδεχόμενη σεξουαλική ευχαρίστηση, σε μια «κατοπτρική θέαση» του
σώματος (specularization of the body). Η απόδοση, δηλαδή, των εικόνων των
βασανιστηρίων του Abu Ghraib ως πορνογραφία αποτελεί πλεονασμό, με την έννοια ότι
υπονοεί, εκτός των άλλων, και τον τρόπο με τον οποίο οι εικόνες αυτές καταναλώθηκαν

52
Ιστορικά, βέβαια, όσο το θέαμα της επιβολής βίαιης σωματικής τιμωρίας αντιμετώπιζε ανθρωπιστικού
τύπου επιθέσεις, τόσο μια ευφάνταστη εργογραφία ερχόταν να δημιουργήσει μια νέα πολιτιστική σύνδεση
ανάμεσα στον πόνο και τα ταμπού με τη σεξουαλική απόλαυση (Halttunen 1995).
53
Το πολεμοπορνό, για τον Pasquinelli (2007: 153), είναι ένα υπο-είδος του trash πορνό, το οποίο και αυτό
προέρχεται από την σκοτεινή πλευρά του διαδικτύου και συνήθως προσομοιώνει σεξουαλικές σκηνές
ανάμεσα σε στρατιώτες ή βιασμούς και διοχετεύεται με τη μορφή ψευδο-ερασιτεχνικών βίντεο που
πλασάρονται ως αληθινά και γυρίζονται κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη.

94
ως σεξουαλικό υλικό. Μια παράμετρος που, όπως σωστά σημειώνει η Smith (2010Β:
107), δεν θα πρέπει να παραβλέπεται διότι δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι πολλοί
θεατές αυτών των εικόνων δεν τις αναγνώρισαν παρά ως βάρβαρα βασανιστήρια,
αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης ανήθικης δράσης ενός κράτους και των μηχανισμών του
στο πλαίσιο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.
Από την άλλη, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι υπό τις παρούσες συνθήκες οι
χρήστες στο διαδίκτυο μπορούν να κατασκευάσουν τεχνολογικές υποδομές για την
ταξινόμηση και τμηματοποίηση εικόνων όπως τα βασανιστήρια στο Abu Ghraib ως
μορφή πορνογραφίας (Jacobs 2009Α: 183). Η τάση αυτή, η οποία βέβαια δεν είναι νέα
στην ιστορία των μέσων, έχει φθάσει σε ένα σημείο κορύφωσης καθώς οι στρατιώτες,
λόγω και των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι τεχνολογικές εξελίξεις, έχουν μετατραπεί
σε φωτογράφους που εμφανίζουν τα τρόπαια του πολέμου σε άλλους χρήστες του
διαδικτύου (2009Α: 183). Η περίπτωση, για παράδειγμα, του nowthatsfuckedup.com
είναι χαρακτηριστική. Η εν λόγω ιστοσελίδα αρχικά λειτουργούσε ως μέρος ανταλλαγής
πορνογραφικού υλικού που αφορούσε τις γυναίκες και τις συντρόφους χρηστών που
υπηρετούσαν εκτός ΗΠΑ, αλλά λόγω της δυσκολίας των στρατιωτών στο Ιράκ να
χρησιμοποιήσουν τις πιστωτικές τους κάρτες για να έχουν πρόσβαση στο υλικό της
ιστοσελίδας, ο ιδιοκτήτης της προσέφερε στους τελευταίους δωρεάν πρόσβαση αρκεί οι
χρήστες να απεδείκνυαν ότι ήταν πράγματι στρατιώτες, με αποτέλεσμα την αποστολή και
ανάρτηση αποτρόπαιου πολεμικού φωτογραφικού υλικού (Malik 2006: 107).
Από μια άλλη σκοπιά τώρα, η Smith (2010Β: 107) τονίζει ότι η απόδοση των
σκηνών του πορνό του βασανισμού και του πολεμοπορνό ως πορνογραφία, συσκοτίζει
την πραγματική ζημιά των θυμάτων από στρατιώτες που δρουν σε ένα συγκεκριμένο
πλαίσιο μιλιταριστικών πολιτικών επιλογών, ως μια ενέργεια ιδωμένη υπό το πρίσμα της
δημιουργίας σεξουαλικά ρητών αναπαραστάσεων. Η κριτική της Smith έχει βάση στο
βαθμό που λείπει μια γενικότερη, δόκιμη και αποδεκτή, προσέγγιση που θα απέδιδε μια
σειρά από πολιτικές πράξεις και συμπεριφορές και Λόγους ως «πορνογραφικές». Σε αυτή
την περίπτωση δηλαδή, η έννοια της πορνογραφίας θα περιστρεφόταν κυρίως γύρω από
την έννοια της αποκάλυψης μιας «κρυμμένης/κρυφής» πραγματικότητας κατά τη λογική
της αποκάλυψης του γυναικείου οργασμού στην «αμιγώς σεξουαλικά»
προσανατολισμένη πορνογραφία (Williams 1989Β). Έτσι, σε ένα δεύτερο επίπεδο, θα

95
μπορούσε ενδεχομένως και να εννοιολογηθεί η «πολιτική του πορνό» (porn politics) ως
ένας όρος για να περιγραφούν τόσο όψεις προκλητικών ανακολουθιών που καλλιεργούν
και διογκώνουν τον πολιτικό κυνισμό, όσο και οι περιπτώσεις αποκάλυψης ή
ρεαλιστικής απεικόνισης της πραγματικότητας, που πάλι όμως ενδέχεται με τη σειρά
τους να καλλιεργούν και να διογκώνουν τον πολιτικό κυνισμό.
Ο Munoz L. (2009), για παράδειγμα, χαρακτηρίζει «πολιτική πορνογραφία» την
τεχνολογία των επιχειρημάτων που χρησιμοποιείται για να ερμηνευθούν οι ομοιότητες
και οι αντιθέσεις μεταξύ πολιτικής θεωρίας, συνταγματικής θεωρίας και αισθητικής της
πορνογραφίας. Υπονόηση εφαρμογής της έννοιας της πορνογραφίας με την πολιτική
έχουμε και με την χρήση του όρου «πορνογραφική δημόσια σφαίρα» από την Gournelos
(2009: 278) στην περιγραφή της πολιτικής διάστασης στη δημοφιλή σατυρική σειρά
κινουμένων σχεδίων South Park. Στην ίδια πολιτικοκοινωνική κατεύθυνση εντάσσονται
και άλλες χρήσεις της έννοιας. Χαρακτηριστική είναι αυτή της Small (2002: 208) που
θεωρεί ότι οι πόλεις λειτουργούν με μια πορνογραφική λογική - δηλαδή οι πόλεις
προσφέρονται οι ίδιες στους κατοίκους ως παράσταση για κατανάλωση. Από την άλλη,
δεν μπορεί και να μην ειπωθεί ότι η πόλη αποτελεί μια σεξουαλικοποιημένη (βλ. ενότητα
2.12) κατασκευή και η σύγχρονη σεξουαλικότητα είναι ουσιαστικά αστική (Bech
1998)54. Σε κάθε περίπτωση, έχει βάση η θέση της John (2004: 39-40) ότι δεν θα πρέπει
να λογίζονται ως άτυπες μορφές πολιτικής πορνογραφίας Λόγοι πρόδηλα σεξουαλικοί,
όπως η περίφημη αναφορά του δικαστή Ken Starr για την υπόθεση του Αμερικανού
Προέδρου Bill Clinton - Λόγοι που στο πλαίσιο της σκανδαλοθηρικής αναπαραγωγής
τους από τα παραδοσιακά μέσα θα πρέπει να κατανοούνται ως περιπτώσεις
«απολιτικής», εμπορικής πορνογραφίας.
Γενικότερα πάντως και σύμφωνα με τον McNair (1996: viii), ο όρος
«πορνογραφία» είναι ένας πολιτικός όρος, με την έννοια της σηματοδότησης
διαφορετικών πραγμάτων για διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικούς χρόνους και
τόπους - ειδικά στο πλαίσιο της λειτουργίας της καπιταλιστικής αγοράς που συμβάλλει

54
Μια επιπλέον χρήση είναι και αυτή που συνδέει την πορνογραφία με τη ρητορική περί της μόλυνσης του
περιβάλλοντος. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Hynes (1990: 175), το «σκέψου παγκόσμια, δράσε
τοπικά» της οικολογίας εκφράζει μια οικολογική/περιβαλλοντική κατανόηση του «το προσωπικό είναι
πολιτικό».

96
στην αναδιάρθρωση της σεξουαλικής εικονοποιίας με την πολιτική (Rafael 1990: 295).
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να υπάρχει μια γενικότερη τάση να αποδοθεί το πορνό στη
βάση των εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, ειδικά στο
βαθμό που η πορνογραφία προκρίνεται ως ένας συμπεριληπτικός (catch-all) όρος (Levitt
1969: 247)55. Ως ευφημισμός δηλαδή, ο όρος «πορνογραφία» δίνει τη δυνατότητα να
περιγραφούν και να αναδειχθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ετερόκλητων
φαινόμενων και διαδικασιών, αλλά και να εκτοπιστούν ταυτόχρονα οι ανησυχίες γύρω
από ένα σύνολο πολιτιστικών ταμπού, χωρίς όμως τη σαφή άρθρωση του τί πραγματικά
διακυβεύεται σε αυτό το νέο πλαίσιο (Tait 2008: 93)56. Με άλλα λόγια, τί ενδέχεται να
συνιστά τόσο η χρήση όσο και η κατανάλωση υλικού που θεωρείται «πορνογραφικό».
Καθίσταται σαφές, δηλαδή, ότι, τόσο ως γενικότερο φαινόμενο όσο και ως υλικό αυτό
καθαυτό, η πορνογραφία θα πρέπει να μελετηθεί και υπό το πρίσμα των επιδράσεων της
κατανάλωσής της. Αυτό είναι και το θέμα του επόμενου κεφαλαίου.

55
Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να ενταχθούν οι περιπτώσεις της πορνοπάλης
(wrestling porn), της αισθησιακά και σεξιστικά δηλαδή προσανατολισμένης πάλης μεταξύ γυναικών
(Messner, Duncan και Cooky 2003), αλλά και του χουλιγκανοπορνό (hooliporn) που ως όρος
χρησιμοποιείται για να αποδώσει υλικό στο οποίο καταγράφονται πραγματικές και βίαιες συμπλοκές
οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων (Poulton 2006: 158).
56
Ενδεικτικό παράδειγμα του παραπάνω σκεπτικού, αλλά και αποτύπωσης ενός γενικότερου ηθικού
σχετικισμού και αισθητικής ρευστότητας, φαίνεται να αποτελεί η έννοια του πορνοφαγητού (food porn) ως
ένα πολιτισμικό φαινόμενο στο οποίο η κατανάλωση τεράστιων ποσοτήτων φαγητού και θερμίδων
θεωρείται κάτι πολύ «ανδρικό», επαναστατικό και που αξίζει εύφημο μνεία (Tschorn 2010). Από την άλλη,
η έννοια του food porn έχει εσχάτως παρεισφρήσει στη δημόσια σφαίρα, κυρίως μέσω των νέων μέσων και
κοινωνικών δικτύων, με μια διαφορετική ερμηνεία. Πρόκειται για μια θετική συνδήλωση αισθησιασμού
και απόλαυσης που απορρέει από την οπτική απεικόνιση της πρόδηλης αίγλης ενός φαγητού. Πλέον
χαρακτηριστική αποτύπωση αυτής της τάσης είναι η χρήση του hashtag #foodporn στις αναρτήσεις
φωτογραφιών με φαγητά από τους χρήστες κοινωνικών δικτύων. Πρόδηλα θετικής συνδήλωσης με άξονα
τη λογική της αποκάλυψης, των δυνατοτήτων της επιστήμης και του ανθρώπου εν προκειμένω, είναι και ο
εξαιρετικά δημοφιλής λογαριασμός @SciencePorn στο Twiiter που αριθμεί πάνω από 1.300.000
ακόλουθους (21/4/2014) και συνιστά μια ακόμη περίπτωση της χρήσης του προσθετικού «πορνό» για τη
δημιουργία μιας αίσθησης θεαματικότητας (spectacularity) για το περιεχόμενο το οποίο αφορά.

97
1.3 Η συζήτηση περί επιδράσεων από την κατανάλωση πορνό

Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγινε προσπάθεια να αποτυπωθεί η μορφή και τα


χαρακτηριστικά της πορνογραφίας στο πλαίσιο της μετάβασης στο νέο επικοινωνιακό
περιβάλλον, κυρίως υπό το πρίσμα της κατανάλωσης πορνό μέσα από την πλατφόρμα
του διαδικτύου. Στο παρόν κεφάλαιο θα επιχειρηθεί μια παρουσίαση της συζήτησης περί
επιδράσεων από την κατανάλωση πορνό, μια συζήτηση που ιστορικοκοινωνικά
συνοδεύτηκε και από την παράθεση, φεμινιστικών κατά βάση, κριτικών αιτιάσεων. Ίσως
λοιπόν από τώρα θα μπορούσε να παρατεθεί η προσέγγιση του Hardy (2008: 63),
προσέγγιση που διατρέχει το σύνολο της παρούσας διατριβής και θα αναδειχθεί
περισσότερο στο δεύτερο μέρος της, ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο το αν οι
πορνογραφικές αναπαραστάσεις ενδέχεται να ασκήσουν μια εξωτερική και επιζήμια
επίδραση στη σεξουαλική ζωή των ανθρώπων, ζήτημα ανοιχτό έτσι και αλλιώς, αλλά ότι
η πορνογραφία γίνεται, ενδεχομένως έχει ήδη γίνει, ένα όλο και πιο σημαντικό μέρος της
«πραγματικής» σεξουαλικής τους ζωής.
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα των επιδράσεων, ένα από τα πλέον βασικά για τις
μελέτες πορνογραφίας, συνήθως τίθεται με την εξής μορφή ερωτήματος: προκαλεί η
παραγωγή, διάχυση και κατανάλωση πορνογραφίας βλάβη σε μια κοινωνία ή όχι
(McNair 2014: 161). Όπως έχουν επισημάνει και οι Smith και Attwood (2014: 10), είναι
δύσκολο η μελέτη της πορνογραφίας να κινηθεί πέρα από το «παράδειγμα των βλαβών»
(harms paradigm) που σχετίζεται άμεσα με την σχολή των επιδράσεων στη μελέτη της
επικοινωνίας. Το βασικό πρόβλημα όμως των εν λόγω θεωρήσεων είναι ότι οι επιδράσεις
των μέσων θεωρούνται εξ ορισμού αρνητικές (Buckingham 2013: 57). Όλα όμως τα
πορνογραφικά κείμενα μπορεί να έχουν θετικές ή αρνητικές συνέπειες - συνέπειες που
συνδέονται όμως αναπόσπαστα με το πλαίσιο κατανάλωσης και χρήσης τους, το οποίο
προσδιορίζεται και διαμορφώνεται πριν συμβεί η πράξη της κατανάλωσης (McNair
2014: 168). Για παράδειγμα, είναι πιθανό οι νέοι άνθρωποι να μαθαίνουν από την
πορνογραφία, και με θετικό και με αρνητικό τρόπο, όπως υποστηρίζουν οι Buckingham
και Chronaki (2014: 308). Μπορούν δηλαδή να μάθουν ψευδείς πεποιθήσεις ή
επικίνδυνες συμπεριφορές, αλλά μπορούν επίσης να μάθουν και χρήσιμες πληροφορίες
που δεν είναι τόσο εύκολα διαθέσιμες και προσβάσιμες αλλού. Σε κάθε περίπτωση,

98
πρέπει να αναφερθεί ότι η κριτική από την σκοπιά των πολιτισμικών σπουδών στην
σχολή των επιδράσεων είναι δριμεία, όπως θα αναφερθεί και παρακάτω (βλ. ενότητα
1.3.4). Πριν όμως από την κριτική, πρέπει να παρουσιαστεί η μελέτη της πορνογραφίας
μέσα από το παράδειγμα των επιδράσεων, και αυτό διότι, εκτός των άλλων, όχι μόνο
διαμόρφωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό την επιστημονική συζήτηση γύρω από την
κατανάλωση πορνό, αλλά και συνέβαλε στη γενικότερη κοινωνική κατασκευή της
πορνογραφίας ως κάτι επιβλαβές, αισχρό και ανάρμοστο, και στην κατ’ επέκταση
συντηρητικοποίηση των αντίστοιχων κοινωνικών απόψεων.

1.3.1 Η πορνογραφία ως επίδραση

Αναφορικά με τις έρευνες που συνδέουν την κατανάλωση πορνογραφίας με το πεδίο των
προσωπικών σχέσεων, υπάρχει μια σχετικά πλούσια ερευνητική εργογραφία που
αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί πεδίο γόνιμου επιστημονικού διαλόγου. Ειδικής
σημασίας είναι ορισμένες έρευνες οι οποίες αποτέλεσαν αφορμή αντιπαραθέσεων και
βάση ή κατεύθυνση για περαιτέρω ερευνητικές προσπάθειες. Έτσι, στην πλέον κλασσική
μελέτη των Zillmann και Bryant (1988Α), φοιτητές παρακολουθούσαν για έξι βδομάδες
μη βίαιες πορνογραφικές ταινίες και εν συνεχεία κλήθηκαν να αξιολογήσουν την
προσωπική τους ευτυχία με άξονα διάφορα πεδία εμπειριών. Η έκθεση στο εν λόγω
υλικό δεν οδήγησε, σύμφωνα με τους ερευνητές, στην καταγραφή αξιοσημείωτων
επιδράσεων αναφορικά με την αυτοαξιολόγηση της ευτυχίας και της ικανοποίησης των
φοιτητών έξω από τη σεξουαλική σφαίρα, αλλά φαίνεται ότι επηρέασε έντονα την
αυτοαξιολόγησή τους στον τομέα της σεξουαλικής εμπειρίας - όπου μετά την
κατανάλωση πορνογραφίας ανέφεραν λιγότερη ικανοποίηση από τους συντρόφους τους,
ενώ παράλληλα απέδωσαν μεγαλύτερη σημασία στο σεξ χωρίς συναισθηματική εμπλοκή
(ευρήματα τα οποία δεν διαφοροποιούνταν ανάλογα με το φύλο). Πιο ειδικά, οι Zillmann
και Bryant (1988Α: 451-2) τόνιζαν ότι αν και υπάρχουν έρευνες που καταδεικνύουν ότι η
«υπερβολική ομορφιά» σε κάθε είδους θεάματα μειώνει έστω και προσωρινά τις
αισθητικές εκτιμήσεις εαυτών και συντρόφων, η πορνογραφία είναι το μοναδικό είδος
που η παραπάνω επίδραση συμπληρώνεται και από σεξουαλική δυσαρέσκεια και
απογοήτευση. Και δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, σύμφωνα με τους γνωστούς

99
ερευνητές, μιας και η πορνογραφία είναι, αν μη τί άλλο, ένα είδος σχεδιασμένο έτσι ώστε
να φαίνεται ότι οι «κανονικοί, απλοί» άνθρωποι υπολείπονται σε σύγκριση με τους
πρωταγωνιστές των ταινιών πορνό (1988Α: 452).
Στην έρευνα της Shaw (1999) φάνηκε από τις συμμετέχουσες ότι η πορνογραφία
προκαλεί αντιδράσεις φόβου, έχει αρνητική επίδραση στην ταυτότητα των γυναικών και
στις σχέσεις τους με τους άνδρες, και ενισχύει σεξιστικές συμπεριφορές από την πλευρά
των ανδρών. Στην έρευνα των Häggström-Nordin κ.α. (2006: 391) οι περιγραφές των
συμμετεχόντων από την παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού περιλάμβαναν
ανάμεικτα συναισθήματα, τόσο σεξουαλικής διέγερσης όσο και αποστροφής και ενοχής,
αλλά και μια διάχυτη αντίληψη της πορνογραφίας ως «διττό φαινόμενο» όπου η
σεξουαλικότητα είναι διαχωρισμένη από την οικειότητα. Στην έρευνα των Carroll κ.α.
(2008: 26-7), από την άλλη, δεν φάνηκε να υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στην
κατανάλωση του πορνό με τους στόχους νέων ανθρώπων να αποκτήσουν οικογένεια και
να γίνουν γονείς, παρά το γεγονός ότι οι χρήστες πορνογραφίας φάνηκε να αποδέχονται
την έξω από το γάμο συμβίωση περισσότερο από τους μη χρήστες, όπως όμως και τη
σύναψη ερωτικών σχέσεων με πρόσωπα πέρα από τους συζύγους τους.
Σύμφωνα με την Bridges (2008), οι μελέτες των επιδράσεων της πορνογραφίας
σε σχέση με τις προσωπικές/ερωτικές σχέσεις δείχνουν ότι υπάρχουν πράγματι λόγοι
ανησυχίας διότι: 1) Η χρήση πορνογραφίας μπορεί να είναι «εθιστική». 2) Οι γυναίκες
διστάζουν να συνάψουν σχέσεις με τους συχνούς χρήστες πορνογραφίας, ενώ η
ανακάλυψη της χρήσης της από το σύντροφο μπορεί να είναι τραυματικό γεγονός. 3) Η
χρήση πορνογραφικού υλικού οδηγεί σε μειωμένη ικανοποίηση και, ενίοτε, δυσαρέσκεια
από την σχέση με έναν ερωτικό σύντροφο. 4) Αν και συχνά οι καταναλωτές
πορνογραφίας δεν θεωρούν την χρήση της ως προβληματική, ωστόσο όμως φαίνεται ότι
επηρεάζονται οι σύντροφοί τους οι οποίοι δεν αισθάνονται ικανοποιημένοι από αυτή τη
συνήθεια1. Η κατανάλωση, δηλαδή, πορνό έχει αρνητικές επιδράσεις τόσο πάνω στα
άτομα, όσο και στην κοινωνία, με κύριους άξονες τον «εθισμό» και την αρνητική
επιρροή στην ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων, της σεξουαλικής υγείας και της
σεξουαλικής απόδοσης - αλλά και των κοινωνικών προσδοκιών για τη σεξουαλική

1
Γενικότερα, για μια σύντομη επισκόπηση των βασικότερων μοντέλων μελέτης των επιδράσεων της
πορνογραφίας στις προσωπικές σχέσεις, βλ. Bridges 2008.

100
συμπεριφορά (Eberstadt και Layden 2010). Υπάρχουν μάλιστα και προσεγγίσεις όπως
αυτές των Landau, Garrett και Webb (2008) που αντιμετωπίζουν τη διαδικτυακή
πορνογραφία ως ένα πρόβλημα ζευγαριών και οικογενειών που περιλαμβάνει αρχικά το
στάδιο εκείνο όπου, πριν το ζευγάρι ή η οικογένεια απευθυνθεί σε κάποιους «ειδικούς»,
συνειδητοποιεί ότι το «εθισμένο άτομο» με το οποίο ζούνε μαζί έχει γίνει πια ένας
«ξένος». Συνεπώς, αυτό είναι το πλέον κατάλληλο σημείο για να υπογραμμιστεί ότι δεν
θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να λησμονείται ότι, όπως ο εθισμός στο σεξ, έτσι και ο
εθισμός στην πορνογραφία δεν αναγνωρίζεται επίσημα ως μορφή πάθησης ή εξάρτησης
(Attwood, Bale και Barker 2013: 38). Με άλλα λόγια, είναι τελείως διαφορετικό κάποιος
να αισθάνεται ο ίδιος ότι έχει εθιστεί και πρέπει να απευθυνθεί για βοήθεια, και άλλο μια
a priori συμφωνία για τον εθιστικό, εξ ορισμού «αρνητικού προσήμου», χαρακτήρα της
συχνής κατανάλωσης πορνογραφίας.
Στην έρευνα, τέλος, των Lofgren-Mårtenson και Månsson (2010) σε νεαρούς
σουηδούς τα αποτελέσματα ανέδειξαν τόσο στοιχεία κανονικοποίησης, όσο και
αμφιθυμίας. Πιο συγκεκριμένα, η πορνογραφία στην περίπτωσή τους χρησιμοποιείται ως
μια μορφή κοινωνικής επαφής, μια πηγή πληροφόρησης και ένα ερέθισμα για
σεξουαλική διέγερση - με το πορνογραφικό σενάριο να λειτουργεί ως πλαίσιο αναφοράς
σε σχέση με τις σωματικά και σεξουαλικά «ιδανικές» πράξεις. Επιπρόσθετα, οι
περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στην έρευνά τους είχαν αποκτήσει τις
απαραίτητες δεξιότητες για την χρήση της πορνογραφίας στη βάση μιας ανακλαστικής
προσέγγισης με την όλη διαδικασία - για παράδειγμα, συμφώνησαν στο σύνολό τους ότι
οι γυναίκες και οι άνδρες απεικονίζονται στην πορνογραφία με άνισο τρόπο. Εκείνο
όμως που ίσως είναι σημαντικό να τονιστεί είναι ότι από την στιγμή που σχετικά
πρόσφατες έρευνες, όπως αυτή, μιλάνε για πιο αναστοχαστικές και κριτικές αποτιμήσεις
του περιεχομένου της πορνογραφίας από τους χρήστες της, τότε εύλογα η επιστημονική
και κοινωνική σκέψη μπορεί να προσδιορίσει ως βασικό πεδίο μελέτης όχι πια την ίδια
την πορνογραφία, αλλά την όποια πορνογραφική αισθητική και κουλτούρα που
αποικιοποιεί πλευρές της κοινωνικής εμπειρίας - κατεύθυνση που θα υιοθετηθεί στο
δεύτερο μέρος της παρούσας διατριβής. Εδώ, δηλαδή, όταν λέγεται ότι το πρόβλημα δεν
είναι η πορνογραφία αλλά η πορνογραφική κουλτούρα, δεν υπάρχει ούτε μια κενή
ταυτολογία ούτε μια αυτοεκπληρούμενη κενολογία. Το εν λόγω σκεπτικό τονίζει και

101
εστιάζει στη σύγχρονη ιστορικοκοινωνική συνθήκη του κατακλυσμού της δημόσιας
σφαίρας από σεξουαλικοποιημένες και πορνογραφικές εικόνες μαζί με τη συνεχή
πρόσβαση στην πορνογραφία σε ένα πλαίσιο, μερικής η μη, αναπαραγωγής των έμφυλων
διακρίσεων και της απρόσκοπτης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς κατά την
καπιταλιστική λογική2. Πρόκειται για ένα κοινωνικοπολιτισμικό, κατ’ επέκταση πολιτικό
και νομικό, πλαίσιο όπου ο περιορισμός της πορνογραφίας με τη σημερινή της μορφή
μέσα από τις νέες τεχνολογίες είναι σχεδόν αδύνατος.
Στη βάση, λοιπόν, της παραδοχής ότι η έλευση του διαδικτύου κατέστησε την
πορνογραφία μια ανεμπόδιστα προσβάσιμη μορφή περιεχομένου, έλαβαν χώρα και μια
σειρά από έρευνες επιδράσεων που αφορούν συγκεκριμένα την κατανάλωσή της μέσα
από το διαδίκτυο3. Ενδεικτικά, και στη βάση μιας χρονολογικής οπτικής, στην έρευνα
των Weisskirch και Murphy (2004) οι φοιτητές που ανέφεραν ότι χρησιμοποίησαν το
διαδίκτυο για πρόσβαση σε σεξουαλικά φορτισμένο υλικό τις προηγούμενες 24 ώρες
παρουσίαζαν και υψηλά επίπεδα «αναζήτησης αισθησιακής διέγερσης» (sensation
seeking)4. Σύμφωνα με την έρευνα των Stack, Wasserman και Kern (2004: 86), η
ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών των ενηλίκων, ιδίως με άξονα το θεσμό της θρησκείας
και του γάμου, μπορεί να μειώσει την έλξη για την κατανάλωση διαδικτυακής
πορνογραφίας. Στην έρευνα των Lo και Wei (2005) σε εφήβους στην Ταϊβάν, η έκθεση
σε πορνογραφικό υλικό στο διαδίκτυο σχετίστηκε με μεγαλύτερη σεξουαλική

2
Σε ένα μακροδομικό επίπεδο, η Johnson (2010) θεωρεί ότι η πορνογραφία με τη μορφή που απαντάται
σήμερα δεν είναι ένα αϊστορικό μόρφωμα, άλλα ένα κατασκεύασμα που πατά σε δύο βάρκες, την
πατριαρχία και τον καπιταλισμό - τις δύο δηλαδή, κατά την ίδια, κύριες συστημικές δυνάμεις καθορισμού
των επιθυμιών και της συμπεριφοράς του άνδρα καταναλωτή εμπορευματικής πορνογραφίας.
3
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πορνογραφία στο διαδίκτυο παράγει νοήματα και κατασκευάζει
κοινωνικούς Λόγους αναφορικά με τις διαφορές μεταξύ των φύλων που είναι παρόμοια με αυτά που
απαντώνται στις παραδοσιακές μορφές της πορνογραφίας (Heider και Harp 2002: 297-8). Όμως η
γραμματική του μέσου και οι επιπλέον δυνατότητες που προσφέρει το καθιστούν εκ των πραγμάτων ένα
από μόνο του πεδίο ανάλυσης και μελέτης της κατανάλωσης πορνό.
4
Η εν λόγω έννοια αφορά την αναζήτηση ποικίλων, πρωτότυπων, περίπλοκων και έντονων
συναισθημάτων και εμπειριών παράλληλα με την προθυμία της ανάληψης των ενδεχόμενων ρίσκων που
προκύπτουν από αυτή την αναζήτηση (Zuckerman 1994: 27 όπως αναφέρεται στο Weisskirch και Murphy
2004: 19).

102
επιτρεπτικότητα (sexual permissiveness) και μεγαλύτερη πιθανότητα υιοθέτησης μας πιο
ανεκτικής σεξουαλικά συμπεριφοράς5.
Τα αποτελέσματα της μελέτης των Yoder, Virden III και Amin (2005) έδειξαν
σημαντική συσχέτιση μεταξύ της χρήσης πορνογραφίας στο διαδίκτυο και της
κατάθλιψης, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη μοναξιά. Σύμφωνα με την έρευνα των
Paul και Shim (2006), οι σεξουαλικές προδιαθέσεις, δηλαδή τα περισσότερο ή λιγότερο
σταθερά ψυχολογικά χαρακτηριστικά που προδιαθέτουν τα άτομα να συμπεριφέρονται
με έναν ορισμένο τρόπο σε ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων που σχετίζονται με το φύλο
και τη σεξουαλικότητα, σχετίζονται τόσο με την χρήση διαδικτυακής πορνογραφίας, όσο
και με τη διέγερση μέσω αυτής. Στην έρευνα των Peter και Valkenburg (2006Α) οι
έφηβοι είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκτεθούν σε απευθείας σύνδεσης σεξουαλικό
υλικό αν ήταν αγόρια, αναζητητές αισθήσεων, λιγότερο ικανοποιημένοι με τη ζωή τους,
με περισσότερο σεξουαλικό ενδιαφέρον, κατανάλωναν σεξουαλικό περιεχόμενο σε άλλα
μέσα πιο συχνά, και είχαν γρήγορη σύνδεση στο διαδίκτυο και φίλους που ήταν νεότεροι
από αυτούς. Σε άλλη έρευνα των ίδιων (2006Β), το υλικό σεξουαλικού περιεχομένου στο
διαδίκτυο φάνηκε ότι παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των
σεξουαλικών συμπεριφορών των εφήβων, ειδικότερα προς την κατεύθυνση της
υιοθέτησης μιας ψυχαγωγικής στάσης απέναντι στο σεξ.
Στην έρευνα των Daneback, Ross και Månsson (2006: 65) φάνηκε ότι η ποσότητα
του χρόνου που δαπανάται στη διαδικτυακή σεξουαλική δραστηριότητα δεν πρέπει να
εκλαμβάνεται ως μέτρο για τη σεξουαλική εξάρτηση/καταναγκαστικότητα (sexual
compulsivity) και ως ένδειξη ενδεχόμενης παθολογικής κατάστασης 6. Ίσα-ίσα, η μελέτη

5
Κατά τον Martin Barker (2014: 144), πάντως, ίσως το μόνο πράγμα που δεν συμβαίνει ποτέ, και σίγουρα
όχι με τη δύναμη που υπονοείται από εκείνους που χρησιμοποιούν τον όρο, είναι ότι οι άνθρωποι
«εκτίθενται» σε πορνογραφία, ειδικά μάλιστα από την στιγμή που και οι ίδιοι οι χρήστες συχνά δηλώνουν
ότι «προσελκυσθήκαν» από pop-ups ιστοσελίδες που εμφανίστηκαν στην οθόνη τους.
6
Η έννοια της σεξουαλικής εξάρτησης εδώ περιλαμβάνει μια σειρά συμπεριφορών - από καταναγκαστική
χρήση της πορνογραφίας και πολλαπλές εξωσυζυγικές σχέσεις, μέχρι καταναγκαστικό αυνανισμό και
εθισμό στην επιδειξιομανία και ηδονοβλεψία. Πρέπει βέβαια να αναφερθεί ξανά ότι η γενικότερη ρητορική
περί εθισμού και εξάρτησης αποτελεί ιδιαίτερα επίμαχο ζήτημα. Και αυτό διότι στη βάση της θεώρησης
του σεξουαλικού εθισμού ως κάτι υπαρκτό και εξ ορισμού αρνητικό, κατασκευάζεται μια «δεδομένη»
αντίληψη περί σεξουαλικότητας. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την Roller (2004), υπάρχει και ένα

103
τους έδειξε ότι οι περισσότεροι σεξουαλικά καταναγκαστικοί χρήστες βρίσκονται σε
προσωπική σχέση, αλλά μέσω των δυνατοτήτων που τους προσφέρει το διαδίκτυο
διευκολύνεται η ανεμπόδιστη και πιο συχνή πρόσβασή τους σε διάφορες σεξουαλικές
δραστηριότητες (2006: 64). Βέβαια, για να αποτιμηθεί το μέγεθος του όποιου
ενδεχόμενου διαδικτυακού σεξουαλικού «εθισμού», θα πρέπει πρώτα να διερευνηθεί αν
το διαδίκτυο χρησιμοποιείται ως μέσο για να επιτευχθεί χαλάρωση, τόνωση και διέγερση
ή/και ως μέθοδος για την επίτευξη οργασμικής ικανοποίησης, ώστε να αναδειχθεί το πώς
η δραστηριότητα αυτή επηρεάζει τη ζωή, σεξουαλική και μη, του χρήστη. Αυτά τα
στοιχεία είναι πολύ σημαντικά για τον καθορισμό των ενδεχόμενων αποτελεσμάτων στις
«πραγματικής-ζωής» (real-life) σχέσεις και την αντιμετώπιση ενδεχόμενων ζητημάτων
δυσλειτουργιών στο επίπεδο της διέγερσης ή του οργασμού (Young 2008: 24-5).
Στην έρευνα των Peter και Valkenburg (2007) σε 1.519 δανούς έφηβους, η
έκθεση σε σεξουαλικά ρητό υλικό στο διαδίκτυο άσκησε μια θετική επίδραση αναφορικά
με τη σεξουαλική τους αβεβαιότητα (sexual uncertainty) - με την έννοια ότι οι
αντιληφθείσες από τους εφήβους διαστάσεις του μη τρυφερού/στοργικού σεξ, της
ανδρικής κυριαρχίας και της γυναικείας αντικειμενοποίησης διαμεσολάβησαν μερικώς
την παραπάνω συσχέτιση, θέτοντας έτσι τις προϋποθέσεις για ενδεχομένως διαφορετικές,
πιο αναστοχαστικές σεξουαλικές αναζητήσεις στο πλαίσιο της αβεβαιότητάς τους.
Αποτελέσματα άλλης έρευνάς τους έδειξαν ότι οι επιδράσεις του σεξουαλικού
περιεχομένου στο διαδίκτυο είναι άμεσες αλλά και έμμεσες, ή αλλιώς διαμεσολαβημένες
- με την έννοια ότι στην ανάλυσή τους φάνηκε ότι οι έφηβοι σκέφτονται περισσότερο το
σεξ όταν καταναλώνουν τέτοιο υλικό, χωρίς όμως να φανεί και το πώς συγκεκριμένα το
σκέφτονται λόγω της κατανάλωσης του εν λόγω περιεχομένου (2008Α: 227). Σύμφωνα
δε με άλλη έρευνά τους σε δανούς εφήβους (2008Β), η πιο συχνή έκθεση σε σεξουαλικό
υλικό στο διαδίκτυο συνδέεται με μεγαλύτερη σεξουαλική αβεβαιότητα και πιο θετική
στάση απέναντι στη μη δεσμευτική σεξουαλική εξερεύνηση, όπως οι σεξουαλικές

ειδικότερο ζήτημα σχετικά με το «σεξουαλικό εθισμό» των γυναικών που σχετίζεται κυρίως με τη
σεξουαλικοποίηση των γυναικών στη σύγχρονη κουλτούρα (βλ. ενότητα 2.1.6), όπου «σεξουαλικά
εθιστικές» συμπεριφορές συχνά συγκαλύπτονται και παρερμηνεύονται ως εκφράσεις μιας «κανονικής»
κοινωνικής και διαπροσωπικής συμπεριφοράς.

104
σχέσεις με ευκαιριακούς συντρόφους και οι περίφημες «σχέσεις μιας βραδιάς» (one-
night stands).
Τα ευρήματα της έρευνας των Kraus και Russell (2008) έδειξαν ότι τα αγόρια που
είχαν πρόσβαση στο διαδίκτυο κατά την ηλικία 12 έως 17 ετών ανέφεραν πολύ
νεαρότερες ηλικίες για την πρώτη τους εμπειρία στοματικού σεξ από ό,τι όσα δεν είχαν
πρόσβαση - και αντίστοιχα το σύνολο αγοριών και κοριτσιών που είχαν πρόσβαση στο
διαδίκτυο κατά την ίδια ηλικία ανέφεραν νεαρότερες ηλικίες για την πρώτη τους
σεξουαλική εμπειρία συγκριτικά με τους άλλους συμμετέχοντες. Στην έρευνα, τέλος, των
Wei, Lo και Wu (2010) σε κινέζους μαθητές λυκείου, φάνηκε ότι η χρήση των
διαδραστικών χαρακτηριστικών της διαδικτυακής πορνογραφίας βρέθηκε να σχετίζεται
με την αποδοχή σεξουαλικά χαλαρών συμπεριφορών και τον περίφημο «μύθο του
βιασμού» (rape myth), ότι δηλαδή οι γυναίκες φέρονται να απολαμβάνουν σε τελευταία
ανάλυση το βιασμό τους (βλ. και παρακάτω). Όσο δε πιο διαδραστικά είναι τα
χαρακτηριστικά της κατανάλωσης πορνό, τόσο αυξάνονται και οι επιδράσεις προς την
παραπάνω κατεύθυνση. Γενικότερα, και σύμφωνα με τη Jacobs (2009: 181), όσο
περισσότερο υπάρχει πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό και αυξάνεται η κατανάλωση
πορνό, τόσο πιο πολύ παρατηρείται μια δυσκολία κατανόησης του όποιου αντικειμένου
αναζήτησης και των ορίων επιδίωξης στην ανεύρεση του επιθυμητού υλικού.
Έρευνες βέβαια που να συσχετίζουν την κατανάλωση πορνό έχουν γίνει και
αναφορικά με άλλες όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας, όπως για παράδειγμα τα
ζητήματα θρησκευτικότητας. Έτσι, στην έρευνα των West και Orr (2007) εξετάστηκαν οι
στάσεις των πολιτών απέναντι στη βιομηχανία ενήλικης διασκέδασης γενικότερα - με τα
ευρήματα να δείχνουν ότι χαρακτηριστικά που συνδέονται με τις θρησκευτικές επιλογές
και τις αξιολογήσεις σε ηθικό επίπεδο, αποτελούν για τους πολίτες πιο σημαντικά θέματα
σε σχέση με την ορθολογική αποτίμηση των θετικών οικονομικών δραστηριοτήτων της
συγκεκριμένης βιομηχανίας. Στην έρευνα των Abell, Steenbergh και Boivin (2006), παρά
την προηγούμενη βιβλιογραφία που αναφέρει αντίστροφη συσχέτιση ανάμεσα στην
θρησκευτικότητα και εθιστικές συμπεριφορές (όπως για παράδειγμα ο τζόγος, ο
αλκοολισμός και η χρήση ουσιών), η συνεχής κατανάλωση διαδικτυακής πορνογραφίας,
που στην έρευνά τους θεωρείται ως μια μορφή εθιστικής συμπεριφοράς, δεν φάνηκε να
σχετίζεται κατά αντίστροφο τρόπο με την θρησκευτικότητα. Στην έρευνα, τέλος, των

105
Baltazar κ.α. (2010) φάνηκε ότι το στοιχείο της θρησκευτικότητας ενδέχεται να συνιστά
έναν παράγοντα που συμβάλλει στην αποστροφή της πορνογραφίας 7.
Έρευνες έχουν γίνει και αναφορικά και με άλλες μορφές πορνογραφίας, όπως για
παράδειγμα αυτή της ερώτικα. Έτσι, στην έρευνα των Padgett, Brislin-Slutz και Neal
(1989) δεν βρέθηκαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η έκθεση ανδρών σε
ερώτικα οδηγεί σε μια λιγότερο ευνοϊκή στάση απέναντι στις γυναίκες και τα θέματά
τους. Όμως σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας του Glascock (2005), και η μη βίαιη
πορνογραφία καλλιεργεί μια αίσθηση διέγερσης μεταξύ των ανδρών θεατών - με την
έννοια ότι και αυτή προσλαμβάνεται ως απεικόνιση ανδρικής επιθετικότητας και
γυναικείας υποβάθμισης, σε αντίθεση με την ερωτογραφία με την οποία φαίνεται ότι οι
γυναίκες διεγείρονται σεξουαλικά περισσότερο. Με άλλα λόγια, η προβληματική πτυχή
της πορνογραφίας που προκύπτει από το ερωτικό περιεχόμενό της είναι η
χαρακτηριστική εμμονή της στην κατάκτηση και τη δύναμη, αλλά και την
αντικειμενοποίηση και τη, συμβολική ή μη, υποταγή των γυναικών. Αυτό όμως το
πρόβλημα δεν αποτελεί ένα εγγενές χαρακτηριστικό του είδους στο βαθμό που το
ερωτικό περιεχόμενο είναι ανοικτό σε αλλαγές, αλλαγές όμως που για να επιτευχθούν
χρειάζεται πάνω από όλα η συνεισφορά των ίδιων των γυναικών, τόσο στο επίπεδο της
παραγωγής όσο και σε αυτό της κατανάλωσης (Hardy 2001: 438).
Είναι στη βάση αυτή που έχει ιδιαίτερη σημασία η κατανόηση ότι η πορνογραφία
καταναλώνεται σε διαφορετικές συνθήκες, κυρίως με την έννοια ότι μια προσεκτική
εξέταση του τί θα μπορούσε να εμποδίσει τις όποιες επιβλαβείς επιδράσεις, μπορεί να
βοηθήσει στην αποφυγή αυτών των επιπτώσεων υπό το πρίσμα προσεκτικά
σχεδιασμένων και στοχευμένων πολιτικών. Για παράδειγμα, τα πειράματα που φαίνεται
να δείχνουν ότι αν η κατανάλωση πορνογραφίας ακολουθείται από κατάλληλες
ενημερώσεις περιορίζουν τις ανησυχητικές αλλαγές στάσεων των καταναλωτών,
μπορούν με πολύ πρακτικό τρόπο να συμβάλουν στην εξεύρεση μεθόδων για την
καταπολέμηση των βλαβερών επιδράσεων που ενδέχεται να έχει η πορνογραφία (Saul

7
Θα πρέπει να σημειωθεί η γενικότερη σχετική έλλειψη ενασχόλησης με τα θρησκευτικά θέματα στις
μελέτες γύρω από τη σεξουαλικότητα και τον ερωτισμό, η μη εστίαση δηλαδή στη σημασία της θρησκείας
που εν τέλει συνιστά μια μάλλον μειωμένη, περιοριστική και ολιγολογική αντίληψη του ερωτισμού και της
σεξουαλικότητας (Shilling και Mellor 2010: 443).

106
2006: 244)8. Όπως μάλιστα έχει ήδη φανεί σε έρευνες (Check και Malamuth 1984: 29,
Malamuth και Check 1984: 12), τα ίδια τα πειράματα με την χρήση της πορνογραφίας
μπορούν πέρα από την εξυπηρέτηση των σκοπών του ερευνητή να χρησιμεύσουν και ως
ένα εργαλείο για την αλλαγή στάσης στα θέματα της πορνογραφίας και του βιασμού.
Στην ίδια λογική είναι και τα ευρήματα της έρευνας των Isaacs και Fisher (2008) που
δείχνουν ότι η έκθεση σε βίαιη και εξευτελιστική πορνογραφία, σε συνδυασμό όμως με
μια εκπαιδευτική παρέμβαση η οποία θα αντιμετωπίζει τα θέματα που χαρακτηρίζουν το
εν λόγω υλικό, μπορεί να είναι αποτελεσματική στον περιορισμό των θετικών
αντιδράσεων απέναντι σε απεικονίσεις σεξουαλικής βίας. Παράλληλα έδειξαν ότι η
βραχεία έκθεση σε βίαιο και υποβαθμιστικό για τις γυναίκες πορνογραφικό υλικό
φαίνεται να μην αυξάνει την αποδοχή των ανδρών αναφορικά με τη σεξουαλική βία
(2008: 13).
Γενικότερα δηλαδή και όπως είναι ευρέως αποδεκτό, δεν θα πρέπει να
παραβλέπεται σε καμιά περίπτωση το ζήτημα των συνθηκών κατανάλωσης. Πιο
συγκεκριμένα, δεν είναι μόνο ότι η πορνογραφία δίνει συχνά μια, σε ορισμένες όψεις
της, «στρεβλή ιδέα» της ανδρικής και γυναικείας σεξουαλικότητας δοξάζοντας τη βία ως
μέσο για τη σεξουαλική ικανοποίηση, αλλά και το ότι επειδή συνήθως καταναλώνεται
είτε ατομικά είτε από παρέες ίδιου φύλου, δεν υπάρχει συζήτηση και περισυλλογή
αναφορικά με τα νοήματά της - συνεπώς και με ένα λίγο πολύ εύλογο τρόπο οι χρήστες
«οδηγούνται», σύμφωνα με τους Cramer και McFarl (1994: 271), στην άποψη ότι τα
μηνύματα που μεταφέρονται μέσω της πορνογραφίας αποτελούν μια «αποδεκτή
κοσμοθεωρία». Η «μαγεία του πορνό», όπως θα έλεγε ο Long (2002: 25), λειτουργεί πιο
εύκολα σε συνθήκες που ελαχιστοποιούν τις πιθανές αποσπάσεις της προσοχής. Έτσι,
ένα βίντεο που προβάλλεται σε ένα γεμάτο μπαρ μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση
μιας γενικευμένης σεξουαλικής διάθεσης, αλλά σε ένα τέτοιο μέρος συμβαίνουν «πάρα
πολλά» για να καταστεί δυνατή η εστίαση της προσοχής πάνω στην όποια διέγερση. Υπό
αυτή την έννοια, η κατανάλωση πορνό παραμένει μια, σε τελευταία ανάλυση, βαθιά

8
Όπως έχει ήδη αναδειχθεί σε έρευνες (Check και Malamuth 1984: 29; Malamuth και Check 1984: 12), τα
ίδια τα πειράματα με την χρήση της πορνογραφίας μπορούν πέρα από την εξυπηρέτηση των σκοπών του
ερευνητή να χρησιμεύσουν και ως ένα εργαλείο για την αλλαγή στάσης στα θέματα της πορνογραφίας και
του βιασμού.

107
ατομοκεντρική διαδικασία κατανάλωσης περιεχομένου, η αποκάλυψη της οποίας μπορεί
να δημιουργήσει μια σειρά από παρενέργειες σε πολλαπλά επίπεδα - με πλέον
χαρακτηριστική την περίπτωση όπου αυτή γίνεται αντιληπτή από τους ερωτικούς
συντρόφους των χρηστών πορνογραφίας.
Έτσι, τα στοιχεία της έρευνας των Bridges, Bergner και Hesson-McInnis (2003:
12) έδειξαν ότι οι γυναίκες ήταν ιδιαίτερα αρνητικές και εξέφρασαν οδυνηρές στάσεις
αναφορικά με την γνώση ότι ο σύντροφός τους κατανάλωνε πορνό, παρά την τάση να
δηλώσουν μια ουδέτερη έως ελαφρώς θετική αποδοχή σε μια σειρά από θετικές δηλώσεις
σχετικά με την χρήση πορνογραφίας από τους συντρόφους τους. Στη δε έρευνα των
Bergner και Bridges (2002) παρουσιάζονται, μέσα από ένα ενδιαφέρον δείγμα 100
προσωπικών γραμμάτων, οι απόψεις που διαμορφώνουν οι σύντροφοι καθ’ έξιν χρηστών
πορνογραφίας. Όπως κατά βάση αναμενόταν, η ανακάλυψη συνιστά μια τραυματική
εμπειρία για τις συντρόφους που αλλάζει την άποψή τους σε τρία σημαντικά πεδία - αυτά
της σχέσης τους, του εαυτού τους και του συντρόφου τους (2002: 195-8). Αναφορικά με
το πρώτο, η ανακάλυψη που περιγράφεται με όρους «προδοσίας και απάτης» αποτελεί
αφορμή για να ερμηνευθούν παλαιότερα περιστατικά και να επαναξιολογηθεί η σχέση
τους. Στο ζήτημα του πώς βλέπουν πια τον εαυτό τους, οι γυναίκες του δείγματος
μπλέκονται σε μια «προσωπική μάχη» σχετικά με τις επιπτώσεις του τί έχει συμβεί για τη
δικιά τους τιμή και αξία. Η αναστοχαστική αυτή ενδόδραση περιστρέφεται γύρω από το
δίλημμα αν έφταιγαν αυτές για ό,τι έγινε και αν όλο αυτό σημαίνει κάτι για την αξία τους
και το βαθμό που είναι σεξουαλικά/ερωτικά επιθυμητές ως γυναίκες, με τις αρνητικές
κρίσεις ενίοτε να επικρατούν. Τέλος, η ανακάλυψη του εθισμού των συντρόφων τους
σημαίνει για τους τελευταίους τον σχηματισμό μιας πολύ αρνητικής εικόνας ενός άνδρα
τον οποίον φαίνεται ότι δεν γνώριζαν, και ο οποίος στην παρούσα φάση αξίζει πολύ
λιγότερο σεβασμό και έχει υποβαθμιστεί σε ένα πρόσωπο που «δεν μπορούν να
αγαπήσουν» όπως πριν9.

9
Βλ. στο σημείο αυτό το άρθρο των Limacher και Wright (2006) για τις ενδεχόμενες θεραπευτικές
ιδιότητες της μεθόδου του «επαίνου» (commendation) στα προβλήματα από την χρήση διαδικτυακής
πορνογραφίας όπως αυτή προκύπτει από τις εμπειρίες ενός ετεροφυλοφιλικού ζευγαριού και μιας
νοσοκόμας.

108
Οι χρήστες από το φόρουμ του cosmopolitan.gr κατά τη διάρκεια της συζήτησης γύρω
από την πορνογραφία (C2) δίνουν έμφαση στην επιρροή που παρατηρούν να έχει η
κατανάλωση πορνό στη σεξουαλική και προσωπική τους ζωή: «Στη σεξουαλική μας ζωή
δύο χρόνια τώρα ,το πολύ 3 φορές να πω πως κάναμε έρωτα(περίπου). Σαν τα σκυλιά του
αρέσει και θέλει,οκ ναι, αλλά όχι συνέχεια. Δε ξέρω, έχω αρχίσει να ξενερώνω πολύ μ
αυτό.», «Κάθε ζευγάρι λειτουργεί διαφορετικά, θεωρώ ότι δεν υπάρχουν πρέπει σε αυτόν
τον τομέα. Γιατί δεν το συζητάς μαζί του και να του πεις μες τις άκρες ότι λες και σε μας.
Δεν είναι μόνο πως ικανοποιείται αυτός αλλά να το ευχαριστιέσαι κι εσύ το ίδιο.», «Του
εχω μιλησει γι αυτο και νευριαζει κ μ λεει "δηλαδη δεν σ αρεσει;και εχουμε προβλημα εκει
π νομιζα πως ηταν ολα τελεια κτλ" δε θελω να του δημιουργησω κομπλεξ γτ κι εσεις οι
αντρες ειστε λιγο κομπλεξικοι σ αυτον τον τομεα!!!μη σας πουν κουβεντα το παιρνετε
τραγικα!!», «Δεν είναι απαραίτητο αυτό που βλέπει στις τσόντες να θέλει να το κάνει και
στη πραγματικότητα. Ουτε αυτός ούτε κι εσύ (υποθέτω) έχετε τις αντοχές των πορνοστάρ.
Αν έβλεπε συνεχώς αγώνες με αγωνιστικά, θα ήθελε να πάρει το μη αγωνιστικό αυτοκίνητό
του και να σπινιάρει, να κάνει παντιλικια και κωλιές;».
«Το πρόβλημα με το πορνό είναι πως αν το πάρεις στα σοβαρά σου δημιουργεί
λάθος προσδοκίες. Προφανώς και όλες οι γυναίκες δεν κάνουν σεξ σαν τις πορνοστάρ
(βαθύ λαρύγγι, ομαδικό σεξ και ό,τι άλλο υπάρχει...), όπως και όλοι οι άντρες δεν κάνουν
σεξ σαν πορνοστάρ, και δεν μπορείς κιόλας να το περιμένεις αυτό από τους ανθρώπους της
διπλανής πόρτας, να είναι σαν επαγγελματίες.», «Δεν έχει πρόβλημα από τις τσόντες που
βλέπει, βασικά δεν έχει καν πρόβλημα. Απλά γουστάρει να κάνει ετσι σεξ γι' αυτό και
βλέπει τέτοιες τσόντες.», «Δεν νομιζω να κινδυνευει η σχεση σου επειδη ο γκομενος σου
βλεπει τσοντες.Σιγουρα ομως επηρεαζεται που του εχεις δωσει μεγαλυτερες διασταστασεις
στο μυαλο σου.Αν προτιμουσε τις τσοντες απο το σεξ θα ηταν προβλημα.Απ τη στιγμη που
τις χρησιμοποιει ως εναλλακτικη κλαιν.Δλδ ο ανθρωπος το ΜΕΣΗΜΕΡΙ ειναι η ωρα του
ρε παιδι μου,εχει καυλες θελει να αδιασει οπως θες πες το.Επειδη δεν μπορεις εσυ θα
πρεπει να σκασει?Και προφανως χρειαζεται ενα ερεθισμα.Η τσοντες δεν ειναι τιποτα
παραπανω απο ερεθισμα τις ωρες που δεν μπορεις να εχεις καποιο αλλο ερεθισμα.Και ετσι
πρεπει να χρησιμοποιουνται.Ο φιλος σου δεν βλεπω να κανει καπου λανθασμενη χρηση.».
Εδώ βλέπουμε την περίπτωση χρηστών που με πρόδηλα αναστοχαστική διάθεση
συζητούν με άξονα τη «δεδομένη» επιρροή της πορνογραφίας στις σεξουαλικές

109
προτιμήσεις των ανδρών. Πρόκειται ουσιαστικά για τον τύπο της αναστοχαστικότητας
που, σύμφωνα με τον Giddens (1990: 36-45), συναντούμε αποκλειστικά στις υστερο-
νεωτερικές κοινωνίες. Εδώ δεν υπάρχουν κώδικες «τυποποιημένης αλήθειας» που
δημιουργούν ένα σταθερό πλαίσιο ερμηνείας του κόσμου που μειώνει τις επιλογές για το
δρών υποκείμενο και του επιτρέπει να αποφασίσει πώς θα πλοηγηθεί στον κοινωνικό του
κόσμο. Στην ύστερη νεωτερικότητα δηλαδή, οι σταθερές προκείμενες που
δημιουργούνταν από καθιερωμένες παραδόσεις ή/και συλλογικές βεβαιότητες έχουν
τεθεί στο περιθώριο και το υποκείμενο καλείται να δημιουργήσει ένα νέο,
εξατομικευμένο, ιδίας κατασκευής πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να ερμηνεύσει και
να διαχειριστεί τις καταστάσεις που αντιμετωπίζει. Με άλλα λόγια, τα υποκείμενα εδώ
επιχειρούν διαρκώς με αναστοχαστικό και ορθολογικό τρόπο να επιλέξουν τους στόχους
καθώς και τα μέσα για την πραγμάτωσή τους. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που οι χρήστες
του φόρουμ συζητούν προκειμένου να θέσουν εργαλειακά προσανατολισμένα όρια της
κατανάλωσης πορνογραφίας για τους άνδρες που βρίσκονται σε κάποια δεσμευτικού
χαρακτήρα σχέση.

Υπάρχουν, τέλος, και στην ελληνική περίπτωση μελέτες της πορνογραφίας που
χαρακτηρίζονται από την υιοθέτηση της βασικής προσέγγισης της σχολής των
επιδράσεων - όπως για παράδειγμα η έρευνα των Tsitsika κ.α. (2009: 549), σύμφωνα με
την οποία η έκθεση στην πορνογραφία μπορεί να προκαλέσει πρόωρη σεξουαλική
δραστηριότητα, μη ρεαλιστικές αντιλήψεις για το σεξ και τις προσωπικές σχέσεις, αλλά
και συσχετίζεται με αυξημένη υιοθέτηση επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών. Στην
ίδια κατεύθυνση είναι και η μελέτη των Frangos, Frangos και Sotiropoulos (2011: 57)
όπου ορίζεται ως ένα πιθανό προφίλ ενός έλληνα φοιτητή με προβληματική χρήση του
διαδικτύου, αυτό ενός που ξοδεύει αυξημένες ώρες ημερησίως για συζήτηση, παιχνίδια
και περιήγηση σε πορνογραφικές ιστοσελίδες - μια κατάσταση που τον οδηγεί σε
σημαντική ψυχολογική καταπόνηση/δυσφορία και λειτουργική ανεπάρκεια. Πρέπει όμως
να σημειωθεί ότι ο βαθμός στον οποίο οι πορνογραφικές ιστοσελίδες θεωρούνται εξ
ορισμού προβληματικές για τους νέους και τις οικογένειές τους είναι ασαφής, δεδομένου
ότι η σχέση μεταξύ κινδύνων, περιστατικών και πραγματικής βλάβης δεν είναι
αυτονόητη - δεν οδηγεί, δηλαδή, κάθε ανάληψη κινδύνων σε ανησυχητικά περιστατικά,

110
ούτε κάθε συμβάν έχει ως αποτέλεσμα τα ανησυχητικά περιστατικά να μετατρέπονται
αυτόματα σε πραγματικές ή μόνιμες βλάβες (Rovolis και Tsaliki 2012: 165).

1.3.2 Πορνογραφία, βία και επιδράσεις

Αν όμως υπήρξαν κάποιες μελέτες επιδράσεων που επηρέασαν όσο τίποτα την
επιστημονική αλλά και την ευρύτερη δημόσια συζήτηση, αυτές αφορούσαν τα ζητήματα
που έχουν να κάνουν τόσο με την κατανάλωση των πιο ακραίων, βίαιων μορφών
πορνογραφίας, όσο και της σύνδεσης της κατανάλωσης πορνό με βίαιες και επιθετικές
συμπεριφορές. Η έρευνα των Zillmann και Bryant (1982), για παράδειγμα, είναι μια από
τις πιο γνωστές όσο και επίμαχες. Στόχος της έρευνας ήταν να αναζητηθεί κατά πόσο η
έκθεση σε πορνογραφικό υλικό μπορεί να επηρεάσει τις απόψεις ανθρώπων αναφορικά
με το γυναικείο κίνημα και τις ποινές που πρέπει να επιβάλλονται σε βιαστές. Σύμφωνα
λοιπόν με τα ευρήματα της έρευνας, όσο οι συμμετέχοντες εκθέτονταν περισσότερο σε
πορνογραφικό υλικό, τόσο πιο ελαστικές ήταν οι απόψεις τους για τις ποινές των
βιαστών, αλλά και λιγότερο φιλικά διακείμενοι απέναντι στο γυναικείο κίνημα και τις
γυναίκες γενικότερα. Είναι χαρακτηριστικός δε, ο παραλληλισμός των ευρημάτων της
έρευνάς τους με την γνωστή θεώρηση των Gerbner και Gross (1976) για τους λεγόμενους
«καθ’ έξιν» τηλεθεατές (heavy TV viewers). Όπως δηλαδή οι τηλεθεατές που βλέπουν
συχνότερα και πιο πολλή ώρα τηλεόραση από το μέσο όρο τείνουν να δίνουν σε
μεγαλύτερο βαθμό την «τηλεοπτική άποψη» (television view) και να δέχονται την
τηλεοπτική πραγματικότητα, έτσι και αυτοί που είδαν το περισσότερο πορνό στην
έρευνα μπορεί να ειπωθεί ότι έδωσαν μια «πορνογραφική απάντηση» αναφορικά με
ζητήματα σεξουαλικής συμπεριφοράς (Zillmann και Bryant 1982: 18-9) 10.
Αξίζει όμως να σημειωθεί η έντονη κριτική που άσκησαν οι Brannigan και
Goldenberg (1986: 425-8) στην έρευνα των Zillmann και Bryant (1982), με την έννοια
ότι οι πειραματικές μέθοδοι εργαστηρίου δεν μπορούν να αποδώσουν πλήρως και να

10
Ο Crépault (1972: 154) είχε από πολύ νωρίς τονίσει την επιρροή της πορνογραφίας στη σεξουαλική
φαντασία των καταναλωτών της. Μια επιρροή που ενίοτε μπορεί να συνιστά και την ανάκληση
πορνογραφικών εικόνων κατά τη διάρκεια σεξουαλικής επαφής με ένα κανονικό πρόσωπο (Paul 2005:
187).

111
καταγράψουν σαφώς την όποια σεξουαλική επιθετικότητα. Σύμφωνα μάλιστα με τον
Gross (1983: 108), οι πειραματικές συνθήκες της μελέτης ενδέχεται να έχουν επηρεάσει
τα αποτελέσματά της. Στα αρκετά προβλήματα της εν λόγω έρευνας που έχουν
επισημανθεί (Brannigan 1987: 185), συγκαταλέγεται και η ορθή παρατήρηση του
Durham III (1986: 98) ότι σύμφωνα με τη δομή της έρευνας μπορεί να δικαιολογούνται
τα ευρήματα για τη συσχέτιση έκθεση πορνογραφίας και διαμόρφωση άποψης περί
ποινών βιαστών και γυναικείου κινήματος, αλλά όχι, ειδικά με την απουσία ενός
γενικότερου θεωρητικού σκεπτικού, και το συμπέρασμα περί «σεξουαλικής
αναισθησίας» (sexual callousness) για το οποίο η Bart (1985: 285) υπερθεμάτιζε και οι
Zillmann και Bryant (1982: 19) συσχέτιζαν γραμμικά με τον «ευτελισμό του βιασμού»
(trivialization of rape). Ίσως όμως περισσότερο ενδιαφέρον να έχει η παραδοχή των
ίδιων ερευνητών σε ένα επόμενο κείμενό τους ότι πράγματι υπήρχαν μεθοδολογικές
αστοχίες στην έρευνά τους, όσο και αν η στατιστική ανάλυση των στοιχείων τους δείχνει
ότι μια τέτοια επιρροή είναι αρκετά πιθανή (1983: 114).
Στην ίδια λογική με την έρευνα των Zillmann και Bryant (1982), η μακροχρόνια
έρευνα των Brown και L’Engle (2009) σε νεαρούς εφήβους έδειξε ότι η πρώιμη έκθεση
σε ρητά σεξουαλικό υλικό, τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια, σήμαινε την
υιοθέτηση λιγότερο προοδευτικών στάσεων αναφορικά με το ρόλο των δύο φύλων και
την έναρξη σεξουαλικών συνευρέσεων και στοματικού σεξ από νωρίς - και ειδικά για τα
αγόρια πιο ανεκτικές σεξουαλικές νόρμες και τέλεση μορφών σεξουαλικής
11
παρενόχλησης . Η δε κατανάλωση πορνογραφίας στην έρευνα των Lavoie, Robitaille
και Hebert (2000) θεωρήθηκε ως αιτία βίας και ως παράγοντας που επηρεάζει την χρήση
της συναινετικής βίας σε σεξουαλικές σχέσεις. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια γενικότερη
φιλολογία ότι η κατανάλωση πορνό, ιδιαίτερα ο τύπος της βίαιης πορνογραφίας που
φαίνεται να οδηγεί σε αύξηση της επιθετικότητας κατά των γυναικών (Science News
1980: 172)12, σχετίζεται με γενικότερες τάσεις επιθετικότητας, σεξουαλικής και μη.
Σύμφωνα δε με το μοντέλο των Vega και Malamuth (2003), η σεξουαλική επιθετικότητα

11
Και η έρευνα των Bonino κ.α. (2006) σε ιταλούς εφήβους ανέδειξε μια σύνδεση μεταξύ της χρήσης
πορνογραφίας και της ενεργούς σεξουαλικής παρενόχλησης.
12
Υπάρχουν βέβαια μια σειρά από μεθοδολογικά προβλήματα στην ανάλυση και κατηγοριοποίηση του
βίαιου πορνογραφικού περιεχομένου όπως αναδεικνύει και η μελέτη της Bridges (2010).

112
εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα του διαδραστικού συνδυασμού δύο χαρακτηριστικών: της
«εχθρικής προς τις γυναίκες αρρενωπότητας» και του «απρόσωπα προσανατολισμένου
σεξ»13. Η εχθρική αρρενωπότητα, εδώ, περιγράφεται ως ένα προφίλ προσωπικότητας που
συνδυάζει δύο αλληλένδετες συνιστώσες - μια ανασφαλή, αμυντική, υπερευαίσθητη,
εχθρικά προσανατολισμένη και χωρίς εμπιστοσύνη ιδιαίτερα απέναντι στις γυναίκες
στάση, και μια ικανοποίηση από τον έλεγχο ή την κυριαρχία πάνω τους. Το δε απρόσωπο
σεξ χαρακτηρίζεται από έναν «αχαλίνωτο», «επιπόλαιο», μη δεσμευτικό, παιγνιώδη
προσανατολισμό στις σεξουαλικές σχέσεις.
Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η έρευνα των Warkentin και Gidycz (2007) που
έδειξε ότι ένα ιστορικό σεξουαλικά επιθετικών συμπεριφορών και μια αυξημένη
υπερέμφυλη (hypergender) ιδεολογία δύναται να προβλέψουν την αποδοχή των
σεξουαλικά επιθετικών τακτικών. Η μετα-ανάλυση όμως των Allen, D’Alessio και
Brezgel (1995) δεν έδειξε σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στην πορνογραφία και τις
συμπεριφορές που υποστηρίζουν σεξουαλική επιθετικότητα. Στην ίδια λογική της εν
λόγω μετα-ανάλυσης, η έρευνα των Allen κ.α. (1995) έδειξε ότι η υιοθέτηση μιας μη
πειραματικής μεθοδολογίας δεν έδειχνε σχεδόν καμιά σύνδεση της πορνογραφίας με την
αποδοχή του μύθου του βιασμού, ενώ αντίθετα οι πειραματικά προσανατολισμένες
μελέτες αναδείκνυαν θετική συσχέτιση. Σε αυτό το μεθοδολογικό πλαίσιο, εντάσσεται
και η μελέτη των Hald, Malamuth και Yuen (2010) που, θέλοντας να αντικρούσει τα
παραπάνω αποτελέσματα στη βάση μιας μετα-ανάλυσης μη πειραματικών ερευνών,
ανέδειξε μια σημαντική θετική συσχέτιση ανάμεσα στην χρήση πορνογραφίας και στις
συμπεριφορές που υποστηρίζουν τη βία κατά των γυναικών.
Πιο γενικά, ο Malamuth (1993: 563) εστίαζε στο γεγονός ότι λίγες έρευνες
αντιμετώπιζαν ευθέως το θέμα της πρόκλησης βλαβών από την έκθεση σε πορνογραφικό
υλικό λόγω των σημαντικών ηθικών και πολιτικών δεσμεύσεων και περιορισμών που
αντιμετωπίζουν οι ερευνητές όταν επιχειρούν να κάνουν ανάλογες μελέτες. Να
επισημανθεί όμως ότι όταν ο Malamuth (1993: 564) μιλούσε για βλάβη/ζημιά (harm) δεν
εννοούσε μόνο την πιθανότητα πρόκλησης βίας, αλλά και αλλαγές σε άλλα πεδία, τόσο

13
Βέβαια, η μελέτη της δυνητικής επιρροής της πορνογραφίας στη σεξουαλική επιθετικότητα απαιτεί την
ενσωμάτωση της εστίασης σε ένα ευρύτερο θεωρητικό μοντέλο που να περιλαμβάνει και όλους τους
άλλους σχετικούς παράγοντες (Vega και Malamuth 2003).

113
σε ατομικό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο14. Για αυτό και η σύνδεση της πορνογραφίας
με τις όποιες επιδράσεις υποτεθούν ή προκύψουν δεν μπορεί να βασιστεί και να
αιτιολογηθεί αποκλειστικά και μόνο στη βάση πειραματικών μεθοδολογιών (Fisher και
Grenier 1994: 36). Οι άνδρες, για παράδειγμα, που καταναλώνουν συστηματικά
πορνογραφικά υλικά της επιλογής τους σε μη πειραματικές συνθήκες, δεν φαίνεται να
παρουσιάζουν περισσότερο αρνητικές στάσεις και τάσεις βίας απέναντι στις γυναίκες
από εκείνους που εντελώς περιστασιακά καταναλώνουν τέτοιο υλικό (Davies 1997: 136).
Όπως ορθά τόνιζαν οι Zillmann και Bryant (1988Β: 190), η αποκλειστική εστίαση στη
μελέτη της επίδρασης της πορνογραφίας στο θέμα της βίας αποτελεί για αυτούς μια
περιοριστική και υπεραπλουστευτική προσέγγιση 15.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αιτίαση ότι η πορνογραφία προκαλεί βία πρέπει, σύμφωνα
με την Cameron (1992: 6), να απορριφθεί όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν επαρκή
ερευνητικά και επιστημονικά στοιχεία για να την υποστηρίξουν, αλλά κυρίως γιατί η
ανθρώπινη συμπεριφορά και δράση δεν είναι, σε κάθε περίπτωση, ένα ζήτημα αιτίας-
αποτελέσματος. Με άλλα λόγια, πρέπει να ασκηθεί κριτική τόσο στην γραμμική
συσχέτιση πορνογραφίας και βίας, όσο και στην εξίσωση των σεξουαλικών
αναπαραστάσεων στο πορνό με τις σεξουαλικές συνήθειες και νόρμες των ανθρώπων
στην πραγματική ζωή (Diamond 1980: 701) - ειδικά αν αυτή λαμβάνει χώρα ως κομμάτι
μιας ευρύτερης ουσιοκρατικής ανάλυσης (Badat 1998: 85). Εξάλλου, τα ευρήματα των
ερευνών αναφορικά με την έκθεση των ανδρών στην πορνογραφία είναι κατά βάση
διαφορετικά και πολλές φορές αντικρουόμενα (Isaacs και Fisher 2008: 1-2). Για την
Carol (2007: 16) από την άλλη, τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου αντικρουόμενα,
διότι στην πραγματικότητα καμιά απόδειξη βλάβης από την πορνογραφία δεν έχει ακόμα
βρεθεί. Ειδικά για την περίπτωση που η βίαιη πορνογραφία αποτελεί επιλογή απόλαυσης

14
Στην ίδια λογική, η Komarnicki (2008A) ονομάζει «κουλτούρα του βιασμού» τη γενικότερη
κανονικοποίηση της βίας κατά των γυναικών.
15
Για παράδειγμα, η περίπτωση του ψυχολόγου Edward Donnerstein που έχει δημοσιεύσει πάνω από 200
επιστημονικά άρθρα και κεφάλαια συλλογικών τόμων ερευνώντας την υπόθεση εργασίας ότι η
πορνογραφία οδηγεί στη βία κατά των γυναικών (Slade 2000Β: 173 όπως αναφέρεται στο Kammeyer
2008: 113). Η συνήθης πρακτική του περιλάμβανε την προβολή σεξουαλικών, βίαιων ή μη, ταινιών σε
άρρενες προπτυχιακούς φοιτητές.

114
και ευχαρίστησης για τον χρήστη, είναι εντελώς ασαφείς οι επιδράσεις από την
κατανάλωσή της σύμφωνα με τον Kershnar (2004).
Δεν μπορεί όμως και να μην επισημανθεί ότι υπάρχουν μια σειρά από έρευνες
που φανερώνουν θετική συσχέτιση ανάμεσα στην κατανάλωση πορνό και σε μορφές
επιθετικότητας και βίας16, έρευνες που αναδεικνύουν μεταξύ άλλων και την πορεία της
επιστημονικής μελέτης για αυτά τα θέματα αν ιδωθούν μέσα από ένα χρονολογικό
πρίσμα. Για παράδειγμα, στην έρευνα της Gray (1982) τα επίπεδα επιθετικότητας σε ήδη
θυμωμένους άνδρες αυξήθηκαν από την έκθεση σε σκληρό πορνογραφικό υλικό. Στην
έρευνα του Garcia (1986) υπήρχαν ανάμεικτα συμπεράσματα αναφορικά με τη
συσχέτιση βίαιης πορνογραφίας και στάσεων που θα μπορούσαν όμως να
κατηγοριοποιηθούν ως υπέρ του βιασμού. Στην έρευνα των Cramer και McFarl (1994:
268), προκειμένου να διερευνηθεί η σχέση ανάμεσα στην κατανάλωση πορνογραφίας
από άνδρες και τη σωματική κακοποίηση των γυναικών, μελετήθηκαν οι περιπτώσεις
κακοποιημένων γυναικών που προέβησαν σε κατηγορίες εναντίον των συντρόφων τους
στο γραφείο του εισαγγελέα σε μια μεγάλη πόλη στις ΗΠΑ. Το 40% από τις
συμμετέχουσες ανέφερε ότι ο σύντροφος τους χρησιμοποιούσε ένα ή περισσότερα
πορνογραφικά υλικά, με την χρήση των υλικών αυτών να σχετίζεται σημαντικά με τις
γυναίκες που αναγκάζονταν να συμμετέχουν σε βίαιες σεξουαλικές πράξεις,
συμπεριλαμβανομένων και βιασμών. Στην ακόμα πιο κριτική θεώρηση της Russell
(1988) στη βάση ερευνών, η πορνογραφία προδιαθέτει μερικούς άνδρες να θέλουν να
βιάσουν γυναίκες, ενισχύει την προϋπάρχουσα προδιάθεση σε άλλους, υπονομεύει τις
εσωτερικές αναστολές ορισμένων ανδρών για την πραγματοποίηση ενός βιασμού και
υποσκάπτει τις κοινωνικές αναστολές άλλων κατά της έννοιας του βιασμού γενικότερα.

16
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί το συνολικό διακύβευμα που αφορά τη σεξουαλική
θυματοποίηση, η οποία έχει μακροχρόνιες επιδράσεις πάνω στα θύματα αλλά και την κοινωνία στο σύνολό
της (Mancini 2008: 480). Όπως και το ότι εξαιρετικά επίμαχες απόψεις για τα θέματα αυτά αναφύονται στο
δημόσιο διάλογο - όπως για παράδειγμα αυτή των Frith και Kitzinger (1997), ότι δηλαδή η σεξουαλική βία
είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί μέσω της βελτίωσης των δεξιοτήτων επικοινωνίας. Πρέπει και
να επισημανθεί, τέλος, ότι είναι το παγκόσμιο κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών που έχει ενισχύσει
την εικόνα της γυναίκας ως «θύμα», κυρίως μέσω της εστίασής του στις έρευνες για τη βία κατά των
γυναικών (Kapur 2002: 2).

115
Η έρευνα των Norris κ.α. (1999) αφορούσε τη συσχέτιση ανάμεσα στην
κατανάλωση αλκοόλ και την υπεραρρενωπότητα (hypermasculinity) ως ανδρικό
χαρακτηριστικό - το κατά πόσο δηλαδή τα παραπάνω ενδέχεται να σχετίζονται με τις
απόψεις σε σχέση με το γυναικείο χαρακτήρα μιας βίαιης πορνογραφικής ιστορίας. Η
υπεραρρενωπότητα εδώ ως έννοια, που έχει γενικότερα συνδεθεί μέσα από έρευνες με τη
σεξουαλική επιθετικότητα, αναφέρεται στη συνύπαρξη τριών τάσεων: την
σκληρή/ανάλγητη σεξουαλική συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες, την αντίληψη της
επιθετικότητας ως ανδρικό χαρακτηριστικό και του κινδύνου ως κάτι το συναρπαστικό
(Mosher και Sirkin 1984 όπως αναφέρεται στο Norris κ.α. 1999: 684). Σύμφωνα λοιπόν
με τα ευρήματα της έρευνας, δεν επιβεβαιώνεται η αρχική υπόθεση ότι οι
υπεραρρενωποί άνδρες δεν θα δείχνουν την αναμενόμενη ενσυναίσθηση (empathy) σε
σύγκριση με τους υπόλοιπους (1999: 695). Όμως η κατανάλωση αλκοόλ φάνηκε ότι
επιτείνει τις αρχικές τάσεις/ροπές των υπεραρρενωπών ανδρών αναφορικά με το βαθμό
ενσυναίσθησης, είτε αν αυτές κινούνται σε ένα αυξημένο επίπεδο είτε αν
χαρακτηρίζονται από έλλειψή της.
Η συγκριτική έρευνα του Langevin (2003) έδειξε ότι οι διαπράξαντες φόνο
έχοντας σεξουαλική επαφή με το θύμα πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη δολοφονία (sex
killers), συνέλλεγαν πορνογραφία πιο συχνά από άλλους άνδρες με «αποκλίνουσες ή
παραβατικές» σεξουαλικές συμπεριφορές. Στην έρευνα της Shope (2004) με γυναίκες
που συμμετείχαν σε πρόγραμμα κακοποιημένων γυναικών, φάνηκε ότι η χρήση
πορνογραφίας αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα μιας κακοποιημένης γυναίκας να
κακοποιηθεί και σεξουαλικά από το σύντροφό της. Τα αποτελέσματα της έρευνας των
Langevin και Curnoe (2004) έδειξαν ότι η πορνογραφία παίζει μόνο δευτερεύοντα ρόλο
στη διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων, ωστόσο τα ευρήματά της εγείρουν σοβαρή
ανησυχία για το ότι η πορνογραφία χρησιμοποιείται συχνά στη διάπραξη σεξουαλικών
εγκλημάτων που κατά κύριο λόγο έχουν ως θύματα παιδιά.
Στη μελέτη τους οι Davis κ.α. (2006) χρησιμοποίησαν ένα πειραματικό μοντέλο
για να εξετάσουν τη συσχέτιση αλκοόλ και αντιδράσεων των γυναικών σε βίαια

116
πορνογραφικά ερεθίσματα17. Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, οι σε κατάσταση μέθης
συμμετέχουσες ήταν λιγότερο πιθανές να αποδώσουν ως βιασμό τα εικονιζόμενα
γεγονότα σε σχέση με τις υπόλοιπες νηφάλιες συμμετέχουσες. Η δε αυτο-αναφερθείσα
σεξουαλική διέγερση των συμμετεχουσών, όπως αυτή επηρεάστηκε και από την
κατανάλωση οινοπνεύματος, οδήγησε σε μια «αυξημένη αντίληψη» σε σχέση με το μύθο
του βιασμού - αναδεικνύοντας έτσι το ενδεχόμενο η κατανάλωση αλκοόλ κατά τη
διάρκεια έκθεσης σε βίαιη πορνογραφία να οδηγεί σε μια πιο ανεκτική από πλευράς
γυναικών στάση απέναντι στους βιασμούς και στα θύματά του. Εξάλλου, σύμφωνα με
τους Davis κ.α. (2006: 1209), δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η πορνογραφία που
αναπαράγει τον τυπικό μύθο του βιασμού αποσταθεροποιεί τα όρια ανάμεσα στη
σεξουαλική διέγερση και τη σεξουαλική επίθεση, ειδικά για τις γυναίκες που
αισθάνονται σεξουαλική έξαψη μπροστά στη θέαση τέτοιων σκηνών.
Φαίνεται, συνολικά, ότι τα βίαια άτομα που αρέσκονται στην κακοποίηση
(batterers) και καταναλώνουν επίσης προϊόντα της βιομηχανίας του σεξ, τείνουν να είναι
περισσότερο εξουσιαστικά και να χρησιμοποιούν περισσότερο τις μορφές της
σεξουαλικής βίας από αυτά που δεν τα καταναλώνουν (Simmons, Lehmann και Collier-
Tenison 2008: 415). Γενικότερα δηλαδή και όπως η Pazzani (2007: 742) επισημαίνει
στην έρευνα της για τις μορφές του βιασμού, φαίνεται να διακρίνεται η ύπαρξη μιας
«αρρενωπής» κουλτούρας (masculine culture) που δεν απαντάται μόνο στην
πορνογραφία, αλλά και σε πολλές άλλες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Φέρνοντας το
παράδειγμα των περίφημων εστιατορίων Hooters 18, μιλά για μια γενικότερη
κοινωνικοποίηση των ανδρών στη λογική ότι αυτοί έχουν απεριόριστα δικαιώματα πάνω
στις γυναίκες. Παρεπόμενο αυτής της διαδικασίας είναι και η σταδιακή καλλιέργεια της

17
Έχουν καταγραφεί πάντως και έρευνες στα όρια της προσέγγισης των επιδράσεων, όπως για παράδειγμα
η μελέτη της Reisman (2008) που συνδέει την επίδραση της πορνογραφίας στον εγκέφαλο με αυτές της
ηρωίνης και της κοκαΐνης.
18
Τα Hooters είναι μια παγκόσμια αλυσίδα εστιατορίων η οποία είναι γνωστή για το σεξουαλικά
προκλητικό και αποκαλυπτικό ντύσιμο των υπαλλήλων της, ντύσιμο που συνδέεται σε ένα πλαίσιο
ολιστικού μάρκετινγκ με το όνομα της επιχείρησης το οποίο στην αμερικανική αργκό σημαίνει μεγάλα και
στρογγυλά γυναικεία στήθη. Στην Ελλάδα λειτουργούσε υποκατάστημα της αλυσίδας στο εμπορικό κέντρο
The Mall στην Αθήνα για πέντε χρόνια, από το 2006 έως το 2011.

117
άποψης στις γυναίκες ότι εκτός από σεξουαλικά αντικείμενα, δεν θα πρέπει να αρνούνται
γενικότερα στους άνδρες και, ιδιαίτερα, στις σεξουαλικές τους επιθυμίες.
Η εν λόγω άποψη συνιστά, εκτός όλων των άλλων αντιφεμινιστικών
προεκτάσεων, και μια αντίληψη της πραγματικότητας που ιδωμένη από μια διαφορετική
σκοπιά φετιχοποιήθηκε υπό το πρίσμα του περίφημου μύθου του βιασμού. Σύμφωνα με
τον τελευταίο, όχι μόνο οι γυναίκες δεν μπορούν να βιαστούν αν δεν το θέλουν, αλλά και
κατά τη διαβόητη φρασεολογία, «όταν οι γυναίκες λένε όχι, εννοούν ναι». Στην
πορνογραφική θεματολογία των ακόρεστων και μόνιμα διαθέσιμων σεξουαλικά
γυναικών ο μύθος του βιασμού διατρέχει ως Λόγος ένα σημαντικό κομμάτι των
πορνογραφικών κειμένων. Ένας Λόγος που, όπως προκρίνεται μέσα από το πορνό, είναι
πολλές φορές ταυτόσημος με τη ρητορική που οι βιαστές χρησιμοποιούν για να
δικαιολογήσουν τις πράξεις τους (Bart 1985: 284). Είναι πάνω σε αυτή τη λογική που
ειπώθηκε η περίφημη φράση της διάσημης φεμινίστριας Robin Morgan (1978 όπως
αναφέρεται στο Kammeyer 2008: 52, Levy 2005: 61) «η πορνογραφία είναι η θεωρία, ο
βιασμός είναι η πράξη» (pornography is the theory, rape is the practice).
Βέβαια, όπως δείχνουν και τα ευρήματα από την έρευνα των Franiuk κ.α. (2008:
299-300) με αφορμή την περίφημη υπόθεση βιασμού με πρωταγωνιστή το διάσημο
μπασκετμπολίστα Kobe Bryant, είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος των μέσων μαζικής
ενημέρωσης - και ειδικότερα ο κορεσμός των πληροφοριών σε αντίστοιχες περιπτώσεις
στην αναπαραγωγή και διαιώνιση του μύθου του βιασμού και των πεποιθήσεων που
υποστηρίζουν τις σεξουαλικές επιθέσεις 19. Η δε υπεράσπιση ανδρών που κατηγορούνται
για βιασμό εγείρει σφοδρές διαμάχες στη δημόσια συζήτηση. Χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση της διάσημης συγγραφέως και φεμινίστριας Naomi Wolf (2010) που
υπερασπιζόμενη στη βάση ενός πολιτικού ακτιβισμού τον επικεφαλής της ομάδας του
Wikileaks, Julian Assange, κατηγορήθηκε ότι με αυτό τον τρόπο ευτελίζει και
υποβαθμίζει το θέμα του βιασμού (Siskind 2010). Έχει τη σημασία του και να αναφερθεί
ότι σε αυτές τις συζητήσεις γίνεται ενίοτε κατάχρηση των επιστημονικών ερευνών -
όπως για παράδειγμα με την περίπτωση της έρευνας της Sampson (2002), προβλέψεις

19
Για παράδειγμα, η περίπτωση της καμπάνιας για την πρόληψη και αποτροπή βιασμών «My Strength is
Not for Hurting» που, κατά τη μελέτη της Murphy (2009), στέλνει αντιφατικά μηνύματα που προκαλούν
σύγχυση στους άνδρες για τα θέματα του βιασμού και των σεξουαλικών επιθέσεων.

118
της οποίας αναφέρθηκαν από την Siskind (2010) ως δεδομένα, ενώ αφορούσαν την
πιθανολόγηση μιας σειράς εξελίξεων στο πεδίο των σεξουαλικών επιθέσεων.
Η δε έρευνα των Sharp και Joslyn (2001: 515) αναφορικά με την προθυμία των
ατόμων να αποδώσουν αποτελέσματα βιασμού στην πορνογραφία έδειχνε ότι η άμεση
εμπειρία τους με την πορνογραφία είναι πολύ σημαντική, διότι ασκεί την πλέον ισχυρή
επίδραση στην απόφασή τους να καταλογίσουν μια αιτιώδη σχέση πέρα από τις όποιες
επιστημονικές αναλύσεις και τη δημόσια συζήτηση. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η
έρευνα των Norris κ.α. (2004), ότι δηλαδή είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπάρχει (και)
από τη μεριά των γυναικών ένας γενικότερος σκεπτικισμός αναφορικά με την υιοθέτηση
και την αποδοχή της πορνογραφικής λογικής ιστορίας του «πρόθυμου θύματος» (willing
victim). Οι γυναίκες, δηλαδή, που έχουν εκτεθεί κατ’ επανάληψη και διεγείρονται από
την πορνογραφία που βασίζεται στο μύθο του βιασμού, μπορεί να δείξουν στη συνέχεια
και οι ίδιες μια μεγαλύτερη «υποστήριξη» στο εν λόγω περιώνυμο σκεπτικό (2004: 68).

1.3.3.Πορνογραφία και τρίτου-προσώπου επίδραση

Καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι υπάρχει μια απουσία ευρείας συναίνεσης
ανάμεσα στους μελετητές σε σχέση με τις επιδράσεις από την κατανάλωση πορνό. Παρά
τη συγκεκριμένη διαπίστωση που προέκυψε βέβαια στο πέρασμα του χρόνου και με την
πορσθήκη νέων ερευνών, ο Malamuth (1993: 566-73) υποστήριζε ότι μια προσπάθεια να
σταχυολογηθούν μια σειρά από σχετικά κοινές παραδοχές θα μπορούσε να περιλαμβάνει
τα εξής: 1) η έκθεση σε ορισμένες διαμεσολαβημένες αναπαραστάσεις ενδέχεται να
επηρεάζει τις στάσεις και τις αντιλήψεις ανθρώπων, ακόμα και αν το κοινό γνωρίζει ότι
πρόκειται για μυθοπλασία, 2) η έκθεση σε μυθοπλαστικές αναπαραστάσεις σεξουαλικά
βίαιων μηνυμάτων ενδέχεται να επηρεάζει τις στάσεις ανθρώπων, 3) οι επιδράσεις των
μηνυμάτων μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την παρουσία ή απουσία σεξουαλικής
διέγερσης, 4) η έρευνα για τη σεξουαλική βία μπορεί να εφαρμοστεί και σε μέσα
επικοινωνίας που δεν την παρουσιάζουν εμφανώς, και 5) οι διαμορφωθείσες στάσεις
δύσκολα επαναχαράσσονται μέσα από εκπαιδευτικές παρεμβάσεις. Προκύπτει, συνεπώς,
όχι μόνο η ανάγκη για κατανόηση των επιμέρους διαφορετικών προσεγγίσεων και
αναγνώσεων της πορνογραφίας, αλλά και της σημασίας της για τη διαμόρφωση

119
επιμέρους στάσεων, τόσο για μεμονωμένα άτομα όσο και για επιμέρους κοινωνικές
ομάδες. Υπό αυτή την έννοια, αξίζει σε αυτό το σημείο να γίνει ειδική μνεία και στις
έρευνες που επικεντρώθηκαν στην ύπαρξη του συνδρόμου του τρίτου προσώπου/τρίτου-
προσώπου επίδρασης (third-person effect) που προκαλείται από την κατανάλωση πορνό.
Η εν λόγω προσέγγιση αναφέρεται στην ενδεχόμενη ύπαρξη της πεποίθησης ενός
ατόμου ότι τα μηνύματα που «εκπέμπονται» μέσω ενός κειμένου των μέσων ασκούν
μεγαλύτερη επιρροή στους άλλους από ό,τι στο ίδιο. Έτσι, υπάρχουν μια σειρά από
έρευνες που φαίνεται να «επιβεβαιώνουν» τη συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας 20. Για
παράδειγμα, σύμφωνα με την έρευνα του Gunther (1995) σε ενήλικους, η αντίληψη για
μεγαλύτερη αρνητική επίδραση σε άλλους σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την
υποστήριξη στην επιβολή περιορισμών σχετικά με την πορνογραφία (1995: 37). Υπό
αυτή την έννοια, αν οι άνθρωποι υπερεκτιμούν συστηματικά τις αρνητικές κοινωνικές
επιπτώσεις από την πορνογραφία, τότε η τρίτου-προσώπου επίδραση μπορεί να
διογκώσει το ρεύμα υπέρ της, στοχευμένης ή μη, λογοκρισίας 21. Η έρευνα των Wu και
Koo (2001), που φαίνεται και αυτή να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του συνδρόμου του
τρίτου προσώπου, έγινε σε δείγμα από φοιτητές - κάτι που αποτελεί όμως ένα σημαντικό
περιορισμό, διότι οι ερωτώμενοι με δείκτη υψηλά αυτο-εκτιμώμενης γνώσης φαίνεται ότι
εκδηλώνουν μεγαλύτερη τρίτου-προσώπου αντίληψη των πραγμάτων λόγω του ότι
θεωρούν τους εαυτούς τους πιο ικανούς από τους άλλους.
Μετα-αναλύσεις για παράδειγμα σε έρευνες για την τρίτου-προσώπου επίδραση
έδειξαν ότι τα δείγματα φοιτητών παρουσιάζουν μεγαλύτερη τρίτου-προσώπου αντίληψη
από άλλα δείγματα (Wu και Koo 2001: 271). Στην έρευνα των Lo και Wei (2002)
επιβεβαιώθηκε και η συσχέτιση με την επιθυμία λήψης μέτρων στο πλαίσιο χάραξης
δημοσίων πολιτικών. Προχωρώντας όμως ένα βήμα παραπέρα οι τελευταίοι, μελέτησαν
και τις ενδεχόμενες έμφυλες διαφορές, με τις γυναίκες εδώ να τείνουν να βλέπουν

20
Υπάρχουν βέβαια μια σειρά από μεθοδολογικά ζητήματα στη διεξαγωγή τέτοιων ερευνών, ορισμένα από
τα οποία έχουν γίνει από μόνα τους αντικείμενο μελέτης, όπως για παράδειγμα η σειρά των ερωτήσεων
στα ερωτηματολόγια (Hwang, Pan και Sun 2006).
21
Στην έρευνα των Hensley, Koscheski και Tewksbury (2003: 302), οι συμμετέχοντες που κλήθηκαν να
αξιολογήσουν προγράμματα, υπηρεσίες και παροχές σε έγκλειστους θεώρησαν ότι η πορνογραφία είναι
από τα πράγματα που σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να υπάρχει στις φυλακές.

120
περισσότερες αρνητικές επιδράσεις της διαδικτυακής πορνογραφίας στους άνδρες παρά
σε αυτές και να είναι πιο πρόθυμες στη λήψη περιοριστικών μέτρων. Ομοίως, και στη
συγκριτική έρευνα των Lee και Tamborini (2005) επιβεβαιώθηκε η συσχέτιση με την
επιθυμία λήψης μέτρων, όμως αναδείχθηκε έντονα και το πόσο ο παράγοντας κουλτούρα
παίζει σημαντικό ρόλο. Πιο συγκεκριμένα, μια κουλτούρα κολεκτιβισμού και αίσθηση
αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας μειώνει σημαντικά την ύπαρξη της
τρίτου-προσώπου επίδρασης και της παρεπόμενης επιθυμίας λήψης μέτρων. Η έρευνα
των Shim και Paul (2006) επιβεβαίωσε την ύπαρξη της τρίτου-προσώπου επίδρασης,
αλλά όχι την υπόθεση περί παρεπόμενης υποστήριξης στη λήψη ρυθμιστικών μέτρων για
την πορνογραφία. Στη συγκριτική μελέτη των Reid κ.α. (2007) πάνω σε άνδρες και
γυναίκες, οι άνδρες θεώρησαν ότι μια «μέση» (average) γυναίκα απωθείται και
προσβάλλεται από την πορνογραφία περισσότερο από αυτούς, ενώ οι γυναίκες θεώρησαν
ότι ένας «μέσος» άνδρας διεγείρεται και ενθουσιάζεται περισσότερο από την
πορνογραφία. Στοιχεία, τέλος, τρίτου-προσώπου επίδρασης φάνηκαν και στην πιο
πρόσφατη έρευνα των Lofgren-Mårtenson και Månsson (2010).

1.3.4 Κριτική της προσέγγισης των επιδράσεων

Σύμφωνα με τον Hardy (2008: 62), από το 1960 έως το 1990 δαπανήθηκαν πολύς χρόνος
και χρήματα στην έρευνα για τις αιτιώδεις επιδράσεις χωρίς, πράγματι και από ό,τι
φαίνεται, να γεφυρωθεί η σαφής εννοιολογική διάκριση ανάμεσα στην πορνογραφική
αναπαράσταση σεξουαλικών πράξεων και την «πραγματική»/υπαρκτή συμπεριφορά του
κόσμου. Η εκτενέστατη, δηλαδή, εργογραφία γύρω από τις επιδράσεις από τη δεκαετία
του 1960 και μετά, αρκετές περιπτώσεις της οποίας παρατέθηκαν και παραπάνω,
αντικατοπτρίζει την κεντρικότητα και την επιρροή της εν λόγω σχολής στη μελέτη της
πορνογραφίας (McNair 2014: 163). Όπως και η Meg Barker (2014) τονίζει, και στον
τομέα της ψυχολογίας το κυρίαρχο ρεύμα στη μελέτη της πορνογραφίας προκρίνει τη
διεξαγωγή πειραμάτων και την προσέγγιση των επιδράσεων, με αποτέλεσμα την
εκπόνηση «κακοσχεδιασμένων» ερευνών που βασίζονται σε μια θεώρηση της
ταυτότητας ως κάτι στατικό και του κοινωνικού πλαισίου ως κάτι μικρής έως και

121
μηδαμινής σημασίας, και σε a priori υποθέσεις για τις σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος
αναφορικά με την ανθρώπινη σκέψη και δράση.
Πιο συγκεκριμένα, έχει υποστηριχθεί ότι υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ της
κατανάλωσης πορνογραφίας και της καλλιέργειας φιλελεύθερων, ή και ελευθεριακών,
σεξουαλικών συμπεριφορών. Υπάρχουν έρευνες δηλαδή, όπως αναφέρθηκε και
παραπάνω, που προκρίνουν τη συσχέτιση των νέων που καταναλώνουν πορνογραφία με
το ότι είναι πιο πιθανό να εγκρίνουν και να αποδέχονται το περιστασιακό και έξω από
σχέση σεξ, να πειραματιστούν σεξουαλικά και να έχουν ένα πιο αυξημένο ενδιαφέρον
για το σεξ. Το βασικό μεθοδολογικό πρόβλημα εδώ είναι ότι αυτές οι έρευνες
αναδεικνύουν μια συσχέτιση και όχι μια σχέση αιτιότητας. Με άλλα λόγια, λέγοντας ότι
δύο πράγματα συμβαίνουν την ίδια στιγμή, δεν είναι το ίδιο με το ότι το ένα προκαλεί το
άλλο. Σε αυτή τη βάση, είναι πιο λογικό, σύμφωνα με τις Attwood, Bale και Barker
(2013: 75), να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που τους αρέσει η πορνογραφία
είναι, επίσης, εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν πιο φιλελεύθερες στάσεις απέναντι στις
σεξουαλικές πρακτικές. Εξάλλου, είναι πολύ πιθανό ότι αυτό το ενδιαφέρον για το σεξ
να προηγείται της κατανάλωσης της πορνογραφίας, ή ότι μια τρίτη μεταβλητή, όπως για
παράδειγμα η τάση για σεξουαλικές αναζητήσεις, να ερμηνεύει τόσο το ενδιαφέρον για
την πορνογραφία όσο και για το σεξ (2013: 91).
Στην ίδια λογική έιναι και η μελέτη της Smith (2007Β: 224) πάνω στην
κατανάλωση πορνό από γυναίκες, με την οποία προσπάθησε να απορρίψει την αντίληψη
της πορνογραφίας ως μια αφορμή μόνο για φυσιολογική διέγερση, αλλά ότι οι λόγοι
κατανάλωσής της και τα νοήματα που εξάγουν οι αναγνώστες της ποικίλουν σε
κοινωνικό, συναισθηματικό, πολιτικό, ψυχολογικό, σωματικό και σεξουαλικό επίπεδο
(βλ. και παρακάτω). Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι το πρόβλημα με την προσέγγιση
της Smith είναι η, μάλλον αδιαπραγμάτευτη για την τελευταία, εμπιστοσύνη που
φαίνεται να δείχνει στους καταναλωτές πορνό να προβαίνουν εξ ορισμού σε
αναστοχαστικές και πέρα από την προτιμητέα θέση ανάγνωσης αποκωδικοποιήσεις των
νοημάτων. Με άλλα λόγια, είναι άλλο πράγμα η πατερναλιστικού προσανατολισμού
αντίληψη ότι το κοινό χειραγωγείται από ένα προτιμητέο πλαίσιο στο οποίο και αγνοεί
ότι υπόκειται, και άλλο η απροϋπόθετη εναπόθεση στις βολονταριστικές δυνατότητες
των ατόμων για, αποκλειστικά, χειραφετικές και αυτόνομες αναγνώσεις,

122
αποκωδικοποιήσεις και διαχειρίσεις των κειμένων. Το τελευταίο, δεδομένου ότι
παραβλέπει σε σημαντικό βαθμό τις δομές και τις σχέσεις εξουσίας των φορέων δράσεις
με τις όποιες πολιτισμικές υπερδομές, προσιδιάζει περισσότερο σε μια νεοφιλελεύθερη
αντίληψη της πραγματικότητας. Στη χειρότερη περίπτωση, κάτι που προφανώς δεν
αφορά ούτε το εξαιρετικό έργο της Smith ούτε και την ίδια, μπορεί να εκφυλιστεί σε μια
ανούσια πολιτική ορθότητα, ίσως και σε έναν ιδιότυπο «ακαδημαϊκό λαϊκισμό».
Έτσι, αν και οι περισσότεροι ερευνητές είναι προσεκτικοί στην επισήμανση ότι
δεν μπορούν να αποδείξουν την αιτιότητα, η γλώσσα που χρησιμοποιούν στην
παρουσίαση των αποτελεσμάτων τους συνήθως την υπονοεί. Ως εκ τούτου, παρά τη ρητή
αναγνώριση ότι πρόκειται για συσχετισμό, υπάρχει συχνά η υπόθεση, ή ενίοτε ένας
λανθάνον υπαινιγμός, στις μελέτες με άξονα το παράδειγμα των επιδράσεων ότι είναι η
κατανάλωση πορνό αυτή που προκαλεί τις «προβληματικές» σεξουαλικές συμπεριφορές.
Αυτό ίσως εξηγεί, σύμφωνα με τις Attwood, Bale και Barker (2013: 91-2), γιατί συχνά οι
μελέτες διαβάζονται ως εάν αποδεικνύουν αιτιότητα, παρά τις σαφείς διευκρινήσεις των
ερευνητών σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια. Για παράδειγμα, εάν υψηλότερα επίπεδα
επιθετικότητας παρατηρούνται σε ανθρώπους που καταναλώνουν περισσότερη
πορνογραφία, παραμένει ασαφές εάν η πορνογραφία είναι αυτή που κάνει τους
ανθρώπους επιθετικούς, αν οι επιθετικοί άνθρωποι ρέπουν περισσότερο προς την
πορνογραφία, ή αν κάποια άλλη πτυχή της προσωπικότητάς τους έχει ως επακόλουθο
τόσο την αύξηση της επιθετικότητας, όσο και της κατανάλωσης πορνό (Barker, Me.
2014: 121)22. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι στα εργαστηριακά πειράματα, οι
συμμετέχοντες που εκτίθενται σε πορνογραφικό περιεχόμενο δεν είναι απαραίτητα
καταναλωτές πορνό, δεν το παρακολουθούν όπως κάνουν οι άνθρωποι στην καθημερινή
ζωή αλλά, αντίθετα, προσέρχονται χωρίς να γνωρίζουν τί πρόκειται να δουν. Θα
παρακολουθήσουν το εν λόγω υλικό μαζί με άλλο κοινό, υλικό που για ορισμένους
μπορεί να μην είναι αποδεκτό, συχνά για μεγάλο χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάνει
και μια ώρα, χωρίς να επιτρέπεται να αυνανιστούν (Attwood, Bale και Barker 2013: 74).

22
Γενικότερα, δεν θα πρέπει να λησμονείται και ότι οι ομάδες σε μια κοινωνία που είναι περισσότερο
«ευάλωτες» είναι και αυτές που αντιμετωπίζουν περισσότερο τον κίνδυνο της βίας, συνεπώς θα πρέπει
κάθε φορά να δίνεται και η σχετική έμφαση στις ευρύτερες σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνονται στις υπό
μελέτη κοινότητες και κοινωνίες (Attwood, Bale και Barker 2013: 38).

123
Ο McNair (2014: 162), πάντως, αποδίδει την έλλειψη πειστικών στοιχείων για
τους ισχυρισμούς σχετικά με τις επιδράσεις της πορνογραφίας στην εστίαση στις
ανέκδοτες προσωπικές και γενικόλογες δευτερογενείς πηγές που συνήθως πλαισιώνονται
από μια υποκειμενική ανάγνωση των αναλυτών για το τί σημαίνει εν τέλει πορνογραφία
για τους καταναλωτές. Συνήθως, μάλιστα, στις εν λόγω έρευνες προκρίνεται ένας
«δεδομένος» ορισμός του τί είναι πορνογραφία, αλλά σπάνια εξετάζεται το κατά πόσο οι
εν λόγω ορισμοί είναι αποδεκτοί και χρησιμοποιούνται και από τους συμμετέχοντες
(Chronaki 2013: 63). Παρατηρείται δε μια «παροντιστική» (presentist), κατά τους
Buckingham και Jensen (2012: 420), τάση στην ανάλυση παλαιότερων κειμένων των
μέσων που χαρακτηρίζεται από την προβολή τωρινών αξιών και ερμηνειών. Υπήρξαν
μάλιστα και περιπτώσεις, όπως η γνωστή μετα-ανάλυση της Manning (2006) για τις
επιδράσεις της κατανάλωσης πορνογραφίας στο γάμο και την οικογένεια, οι οποίες
χαρακτηρίζονταν από μια βιβλιογραφική επισκόπηση που στο σύνολό της κινούταν προς
την ίδια κατεύθυνση - οπότε και κατά τεκμήριο πρόκειται για μελέτες που βασίζονταν
αποκλειστικά σε μια μονολογική απαρίθμηση μιας λίστας αρνητικών μόνο επιδράσεων.
Για αυτό και ο McKee (2009: 639) τονίζει επισταμένως το μεθοδολογικό πρόβλημα της
λήψης ζητουμένου στις έρευνες που επικεντρώνουν είτε στην αναζήτηση πιθανών
βλαβών, είτε θετικών επιδράσεων από την κατανάλωση πορνό.
Επιπρόσθετα, σε αρκετές έρευνες που εντάσσονται στο παράδειγμα των βλαβών
και σχετίζονται με την σχολή των επιδράσεων, τα κείμενα των μέσων αντιμετωπίζονται,
μάλλον κατά μυωπικό τρόπο, ως απλά «μηνύματα» και η κατανάλωσή τους ως «έκθεση»
(Smith και Attwood 2014: 11). Οι ποιοτικές όμως έρευνες δείχνουν ότι η εστίαση σε
πειράματα και στη συζήτηση περί επιδράσεων στη σεξουαλικότητα με άξονα τη λογική
της «επίλυσης ενός προβλήματος» δεν μπορούν να αποδώσουν την πολυπλοκότητα τόσο
της χρήσης των μέσων, όσο και των σεξουαλικών πρακτικών (Frith 2000: 276, Attwood
2005Δ: 83). Η ποιοτική έρευνα, δηλαδή, δείχνει ότι τα ρητώς σεξουαλικά κείμενα των
μέσων βιώνονται και κατανοούνται με ποικίλους τρόπους και προκαλούν έντονες και
συχνά αντιφατικές αντιδράσεις οι οποίες πολλές φορές δεν αντιπροσωπεύονται στις
δημόσιες συζητήσεις για την πορνογραφία (Attwood 2005Δ) 23. Εξάλλου, κάθε ποιοτική

23
Οι Rosen και Turner (1969) τόνιζαν εδώ και πολλά χρονιά τη σημασία να ιδωθεί το φαινόμενο της
πορνογραφίας (και) από την πλευρά του καταναλωτή πορνό.

124
έρευνα ακροατηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το να είναι κάποιος μέρος
ενός κοινού αποτελεί μια εξαιρετικά αόριστη πρακτική που, λόγω της ρευστότητάς της,
δίνει τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες, γνωρίζοντες ή μη, να «κινούνται» μεταξύ
πολλαπλών κατηγοριών κοινού, αλλά και αναδεικνύει την ανάγκη η έννοια του κοινού
να εγγράφεται κάθε φορά στις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες (Duits 2010: 254).
Η Smith (2007Β: 123), για παράδειγμα, τονίζει ότι οι απαντήσεις που δέχθηκε
από τις γυναίκες στο πλαίσιο της εθνογραφικής της έρευνας αναδεικνύουν ότι όταν η
μελέτη αφορά σεξουαλικά υλικά τότε καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη η συσχέτιση της
κειμενικής ανάλυσης με την ποιοτική έρευνα ακροατηρίου. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει
ότι το υλικό από τις συνεντεύξεις της δείχνει ότι η επιδοκιμασία ή/και η κριτική των
αναγνωστών/καταναλωτών δεν μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω της μέτρησης της
αποτελεσματικότητας ή μη των ιδεολογικών μηνυμάτων. Προτείνει δε την εγκατάλειψη
των προσπαθειών για απόδειξη «βλάβης» και την αναζήτηση ενδείξεων διαποτισμού με
λιγότερο προοδευτικές ιδέες και συμπεριφορές λόγω της κατανάλωσης σεξουαλικά
ρητών υλικών, και την έναρξη των εθνογραφικών ερευνών στη βάση αν, γιατί και πώς οι
άνθρωποι απολαμβάνουν αυτά τα ιδιαίτερης μορφής κείμενα των μέσων επικοινωνίας
(2007Β: 125)24. Είναι σε αυτή τη βάση που μέσω του Greek Porn Project οι Τσαλίκη,
Πουλακιδάκος και Χρονάκη (2013) επιχειρούν τη μοναδική στην παρούσα φάση εγχώρια
ερευνητική πρωτοβουλία στη λογική της μελέτης ακροατηρίων με στόχο τη
χαρτογράφηση των κυριάρχων τάσεων στην χρήση πορνογραφικού υλικού και τον
σχηματισμό μιας πρώτης εικόνας αναφορικά με τις κυρίαρχες σεξουαλικές κουλτούρες
και τάσεις - κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να συνεχίσει η εγχώρια επιστημονική
έρευνα γύρω από την πορνογραφία και την κατανάλωσή της.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, φαίνεται να ισχύει η επισήμανση της Attwood
(2007Β) ότι παρά την ευρείας κλίμακας απόρριψη των συμπεριφορικών μοντέλων στις

24
Για παράδειγμα και σύμφωνα με την έρευνα του Vanwesenbeeck (2001: 367), γυναίκες με σεξουαλική
αυτοπεποίθηση και θετικές σεξουαλικές εμπειρίες τείνουν να παρακολουθούν το όποιο σεξουαλικό υλικό
στην τηλεόραση για διασκέδαση, διακείμενες θετικά αναφορικά με την προβολή του, σε αντίθεση με τις
γυναίκες που παρουσίαζαν σημάδια ανασφάλειας και χαμηλής αυτοεκτίμησης, και για τις οποίες η
παρακολούθηση τέτοιου υλικού αποτελεί μια άβολη, κατά βάση, διαδικασία που επιτείνει το σεξουαλικό
άγχος τους.

125
σπουδές επικοινωνίας και την σταδιακή στροφή προς τη μελέτη του κοινού, το να μιλά
κάποιος για πορνογραφία έξω από το συμπεριφορικό παράδειγμα και την σχολή των
επιδράσεων εξακολουθεί να είναι δύσκολο για μια σειρά από εκφέροντες δημόσιο λόγο
σχολιαστές που δεν αποφεύγουν να επικεντρώνονται στη σημασία των επιδράσεων από
την κατανάλωση πορνό. Από την άλλη, υπάρχει και αυτό που με πνεύμα «επιστημονικής
νηφαλιότητας» επισημαίνουν οι Buckingham και Jensen (2012: 415), ότι δηλαδή
υφίσταται και ο κίνδυνος που διατυπώνεται από τους υποστηρικτές της σχολής των
επιδράσεων να απορριφθούν οι ανησυχίες του κόσμου για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
ως κάτι «πλήρως παράλογο» και να αποκηρυχθεί κάθε έννοια «αποτελεσμάτων». Το ότι
δηλαδή δεν αποδεικνύεται αιτιώδη συνάφεια δεν θα πρέπει να σημαίνει αυτόματα και
πλήρη απόρριψη των όποιων, προκαταρτικών έστω, συμπερασμάτων μπορεί να
αναδεικνύει μια έρευνα που προκρίνει μια συσχέτιση ανάμεσα σε δύο μεταβλητές. Με
άλλα λόγια, είναι άλλο πράγμα η απόρριψη της ρητορικής της αιτιότητας της σχολής των
επιδράσεων, και άλλο η πλήρης απαξίωση κάθε μελέτης που στη βάση μιας ψύχραιμης
ανάγνωσης μπορεί να θέτει καινούριες υποθέσεις εργασίας για να μελετηθούν, αυτή τη
φορά, με άλλες, εθνογραφικού χαρακτήρα κυρίως, μεθοδολογίες.

1.3.5 Η κοινωνική κατασκευή του καταναλωτή πορνό

Οι παραπάνω τάσεις συνδέονται, μεταξύ άλλων, και με τη συνολική εικόνα που έχει
δημιουργηθεί στις δυτικές κοινωνίες για τον καταναλωτή πορνό. Πρόκειται, κατά βάση,
για μια πρόδηλα αρνητικού προσήμου εικόνα με άξονα μια συστηματική προσέγγιση
απέναντι στους καταναλωτές πορνογραφίας, τόσο στη δημόσια συζήτηση όσο και στην
ακαδημαϊκή έρευνα, που τους αντιλαμβάνεται ως ανήμπορους να εκφραστούν για τους
εαυτούς τους. Πιο συγκεκριμένα, το ακροατήριο της πορνογραφίας συνεχίζει να
παρουσιάζεται ως ένα πλήθος σπυριάρικων εφήβων, κοινωνικά απροσάρμοστων
αυνάνων και, σύμφωνα με το γνωστό στερεοτυπικό σύμβολο του «καμπαρντινάκια»
(raincoater), διεστραμμένων που φορούν καμπαρντίνα για προκάλυμμα 25. Όλο αυτό,

25
Όπως επισημαίνει και η Attwood (2007Β), αν και η κατά-της-πορνογραφίας φεμινιστική δράση έχει
πολλές φορές διαφοροποιηθεί από τις στερεοτυπικές αποτυπώσεις των καταναλωτών πορνό, εντούτοις
πολλές φορές αναπαρήγαγαν, και συνεχίζουν ακόμα σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό το σενάριο.

126
σύμφωνα με την Attwood (2007Β), έχει από πίσω του μια ολόκληρη ιστορία όπου ο
καταναλωτής πορνό παρουσιάζεται ως μια προβληματική και ακατάλληλη φιγούρα -
αφού δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην «αναμενόμενη» αθωότητα του,
συνήθως νέου, καταναλωτή και τις λάγνες γνώσεις του Άλλου. Μια φιγούρα που κατά
βάση προέρχεται από αδύναμες κοινωνικές κατηγορίες και παρά το πόσο παθητική και
θυματοποιημένη παρουσιάζεται, στην πραγματικότητα προκαλεί αναστάτωση μιας και
αποτελεί ταυτόχρονα τόσο ένα διεφθαρμένο, όσο και ένα διαφθορέα.
Στη σύγχρονη πάντως μορφή της, η εικόνα του καταναλωτή πορνό που έχει
προκύψει κατά τα τελευταία χρόνια είναι ο εξαρτημένος από το κυβερνοπορνό χρήστης
(Attwood 2007Β). Πρόκειται για έναν άνδρα, ανεξαρτήτου ηλικίας, εθισμένο στην
απευθείας σύνδεσης σεξουαλική δραστηριότητα που, αδυνατώντας να βρει ερωτικό
σύντροφο, καταρρέει κατά ένα σολιψιστικό τρόπο στην ηδονή του αυνανισμού
(Patterson 2004: 105)26. Ένα από τα βασικά προβλήματα που αναδεικνύονται εδώ είναι
ότι στις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες προκρίνονται πολλές περιπτώσεις
«εθισμού» επιρρεπών ανθρώπων - περιπτώσεων που παρουσιάζονται μέσα από ένα
σύνθετο κοινωνικό Λόγο στη δημόσια σφαίρα ως πεδίο ανάληψης ευθύνης από ενεργά
και αυτόνομα δρώντα υποκείμενα που συνεχώς διαπραγματεύονται με αυτοαναφορικό
τρόπο τις επιλογές του τρόπου ζωής τους (Giddens 1992). Ο εθισμένος όμως στην
πορνογραφία χρήστης δεν εμπίπτει στη συνολική παραπάνω αντιμετώπιση, αλλά
παρουσιάζεται ως ανίκανος να διαχειριστεί τις επιλογές του και συνεπώς εκπίπτει από
την όποια ιδιότητα φορέα δράσης (agency) ήταν, και έπρεπε, να του αποδοθεί 27.

26
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν στοιχεία που αφορούν τον κλήρο από όλες τις θρησκευτικές παραδόσεις και
δείχνουν αύξηση των αριθμών αναφορικά με τον εθισμό από τη διαδικτυακή πορνογραφία (Laaser και
Gregoire 2003: 395).
27
Το ζήτημα της ιδιότητας του φορέα δράσης, ειδικότερα σε σχέση με αυτό της κοινωνικής δομής (social
structure), είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο θέμα που απασχολεί μια σειρά από επιστημονικούς τομείς, με
προεξάρχον αυτόν της κοινωνικής θεωρίας. Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας, η έννοια του φορέα
δράσης χρησιμοποιείται εναλλακτικά με αυτή του δρώντος υποκειμένου σε μια προσπάθεια να υπονοηθεί
ότι η ελευθερία και αυτονομία δράσης του ατόμου νοείται πάντα σε διαλεκτική σχέση με την εκάστοτε
κοινωνική δομή. Για το συγκεκριμένο θέμα, το οποίο ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας, βλ., μεταξύ
πολλών, Mouzelis 2008.

127
Βεβαίως, για να συμπληρωθεί η εικόνα του ανώριμου και ανίκανου εθισμένου
χρειάζεται η προσθήκη και ενός «ειδικού» που ως γνώστης όλων των διαστάσεων του
προβλήματος της πορνογραφίας, μπορεί με τις παραινέσεις και οδηγίες του να «σώσει»
τον εξαρτημένο χρήστη. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που ο καταναλωτής πορνό
κατασκευάζεται ως Άλλος και ο ειδικός ως αυτός που καλείται να δράσει «εξ ονόματος»
του χρήστη και της κοινωνίας (Attwood 2007Β). Γενικότερα, παρατηρείται μια
συστηματική, σύμφωνα με τον McKee (2006: 524), αντίληψη των καταναλωτών
πορνογραφίας ως «άλλων» (othering), ως ατόμων δηλαδή που δεν μπορούν να γνωρίζουν
και να μιλήσουν για τον εαυτό τους - οπότε και θα πρέπει να ετεροπροσδιοριστούν από
τους υπόλοιπους και τους όποιους «ειδικούς». Στο βαθμό όμως που κάτι τέτοιο ισχύει,
θα μπορούσε να ειπωθεί ότι συνιστά μια λανθάνουσα τρίτου-προσώπου επίδραση τόσο
στην ακαδημαϊκή έρευνα, όσο και στη δημόσια συζήτηση.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η Attwood (2007Β) θεωρεί ότι οι καταναλωτές
πορνό δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εξαρτημένα θύματα, θύτες ή
απροσάρμοστοι, αλλά ως σεξουαλικά υποκείμενα των οποίων οι εμπειρίες και
κατανοήσεις της πορνογραφίας εξαρτώνται από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και
πολιτισμικών παραγόντων. Όπως θα έλεγε χαρακτηριστικά και η Jacobs (2007Α: 2),
είναι και οι γενιές χρηστών πορνογραφίας που έχουν συμβάλλει στον ορισμό της
σεξουαλικής ανοχής, στις διαμάχες περί σεξ και στην αντιμετώπιση των κοινωνικών
αντιδράσεων. Πάνω σε αυτή τη λογική η Attwood (2007Β) επεσήμαινε μια στροφή που
άρχισε να παρατηρείται εσχάτως στον τρόπο που ο καταναλωτής πορνό γίνεται
αντιληπτός τόσο στην επιστημονική έρευνα, όσο και στην κοινωνία γενικότερα. Το ότι,
δηλαδή, ο καταναλωτής πορνογραφίας αρχίζει σιγά σιγά να παρουσιάζεται ως εάν δεν
αποτελεί πια έναν «Άλλο» αλλά «έναν από εμάς». Είκαζε μάλιστα ότι είναι πολύ πιθανό
ο καταναλωτής πορνό να επαναπροσδιοριστεί ως κάποιος με επαρκείς γνώσεις και
«παιχνιδιάρικη διάθεση» (playfulness), ως μια φιγούρα που θα φέρνει προς την
περίπτωση της Annie Sprinkle, της αυτοαποκαλούμενης και ως «μετα-πορνό
νεωτερίστριας» (post-porn modernist)28.

28
Ο όρος «μετα-πορνογραφία» στην περίπτωση της εμβληματικής και αμφιλεγόμενης φιγούρας της Annie
Sprinkle γίνεται αντιληπτός κυρίως ως μια κριτική, επαναστατική δυναμική εντός του υπάρχοντος
καθεστώτος σεξουαλικής αναπαράστασης μέσω της «επιτελεστικής υπερβολής» στο έργο της (Stüttgen

128
Στην πορεία φάνηκε ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις και υποθέσεις της Attwood
ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, η Boyle
(2010Β: 144) θεωρεί ότι δεν υπάρχει πια ένα συγκεκριμένο, κατασκευασμένο από τα
μέσα μαζικής ενημέρωσης, στερεότυπο για τον καταναλωτή πορνό, απλά συνεχίζεται να
αναπαράγεται η εστίαση στον άνδρα καταναλωτή. Ίσα-ίσα, η Whisnant (2010)
επισημαίνει και μια διαδικασία «καλλωπισμού» (grooming) του καταναλωτή
πορνογραφίας που προωθείται σε παράλληλα επίπεδα - ένα από τη βιομηχανία του πορνό
και ένα μεταξύ των απλών χρηστών μέσω του διαδικτύου - ως ένας τρόπος να
καταλαγιαστούν οι ηθικές ανησυχίες των ανδρών καταναλωτών. Βέβαια αυτή η
διαδικασία δεν αφορά τόσο την άλλη, πέρα από τον εξαρτημένο άνδρα, εμβληματική
φιγούρα του πρόσφατου ηθικού πανικού (moral panics) γύρω από την πορνογραφία στο
διαδίκτυο, αυτή του «παιδιού-θύματος» (Attwood 2007Β). Σε αυτό το πλαίσιο των
στερεοτύπων για το νεαρό καταναλωτή πορνό, έχουμε από τη μια τους παραγωγούς και
εμπόρους λογισμικών που αφορούν φίλτρα προστασίας από ακατάλληλο για ανήλικους
υλικό να επενδύουν στο πλαίσιο του μάρκετινγκ στη ρητορική της ύπαρξης ενός μόνιμα
ελλοχεύοντος κινδύνου, και από την άλλη μια μερίδα γονέων να πέφτουν στην παγίδα
του ηθικού πανικού - ενός όρου που έχει περάσει πλέον από την επιστήμη στην
καθημερινότητα (Buckingham και Jensen 2012: 413).
Σύμφωνα πάντως με τους Buckingham και Jensen (2012: 413), στην περίπτωση
των παιδιών και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο πανικός δεν είναι τελικά για τα ίδια
τα παιδιά ή για τα μέσα επικοινωνίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι για κάτι πολύ
ευρύτερο και περισσότερο ασαφές, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι ανησυχίες
σχετικά με την «κοινωνική αλλαγή» που διακυβεύεται - και η οποία αφορά συνήθως είτε
τεχνολογικές και εμπορικές καινοτομίες, είτε συνολικά την υστερο-νεωτερική

2007: 277). Κρίνεται σκόπιμο όμως να παρατεθεί και μια εναλλακτική χρήση του που έχει απαντηθεί στη
βιβλιογραφία. Σύμφωνα με αυτή, αν οριστεί το πορνό ως η παρουσίαση του σεξ αποκλειστικά για
σεξουαλική διέγερση, τότε ως μετα-πορνό νοείται μια πορνογραφική ταινία για την παρουσίαση μιας
άλλης ταινίας πορνό, μια πορνογραφική ταινία δηλαδή για κάποιον που παρακολουθεί και διεγείρεται από
μια ταινία πορνό (Beggan και Allison 2003: 320). Υπό αυτή την έννοια, κάποιες ταινίες της Candida
Royalle θεωρούνται μετα-πορνό, αλλά όχι και η ιδιαίτερα γνωστή ταινία Boogie Nights (1997) - και αυτό
επειδή οι ταινίες πορνό που παρακολουθούν οι χαρακτήρες σε αυτή δεν τους διεγείρουν. Γενικότερα, για
τις θέσεις που αναπτύσσει η τελευταία, βλ. Royalle 1993.

129
πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, είτε αν οι πανικοί θεωρηθούν εκδηλώσεις βασικών
δομικών θεσμών, δυνάμεων και φορέων δράσεις ή συνειδητές προθέσεις από μεριάς
συγκεκριμένων ατόμων, αποτελεί ζητούμενο για τον αναλυτή να προσδιορίσει τα
πραγματικά κίνητρα που συχνά διαφοροποιούνται από αυτά που δηλώθηκαν (2012: 419).
Και αυτό γιατί η περίπτωση των πανικών γύρω από τα παιδιά και τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης ενδέχεται να συνιστά ένα μέσο για την επαναβεβαίωση της ηγεμονίας των
ενηλίκων και τη διατήρηση της κοινωνικής δύναμης που συχνά συνδέεται με μια
γενικότερη μορφή πολιτισμικού ελιτισμού και αντιδραστικών ή συντηρητικών
εκδηλώσεων (2012: 421-2).
Αξίζει οπότε να αναφερθεί η επιχειρηματολογία στη βάση μια σειράς ερευνών
που αναπτύσσει ο McKee (2010), ότι υπάρχει μια γενικότερη υπερβολή στην
αντιμετώπιση της κατανάλωσης πορνό από νέους ανθρώπους. Όπως θα έλεγαν μάλιστα
οι Rovolis και Tsaliki (2012: 173), οι κοινωνικές, πολιτικές και ακαδημαϊκές ανησυχίες
σχετικά με τον αντίκτυπο της κατανάλωσης πορνογραφικού περιεχομένου από νέους
έχουν μάλλον υπερεκτιμηθεί. Ο McKee (2010) στηρίζει τα παραπάνω σε ευρήματα
ερευνών που δείχνουν ότι η ηλικία της πρώτης έκθεσης στην πορνογραφία δεν φαίνεται
να συσχετίζεται με την αρνητική στάση απέναντι στις γυναίκες, ενώ οι νέοι που
αναζητούν σεξουαλικές αναπαραστάσεις κάθε είδους τείνουν να είναι εκείνοι με
προϋπάρχον ενδιαφέρον για τη σεξουαλικότητα. Επιπρόσθετα, η υγιής σεξουαλική
ανάπτυξη περιλαμβάνει τη φυσική περιέργεια για τη σεξουαλικότητα και ότι η τυχαία
έκθεση σε πραγματικές σκηνές σεξουαλικών απεικονίσεων δεν βλάπτει τα παιδιά. Οι
σημερινές γενιές των παιδιών, θεωρεί ο McKee (2010), δεν είναι πιο σεξουαλικές από τις
προηγούμενες γενιές, δεν είναι αθώες στα ζητήματα σεξουαλικότητας και ότι ένα βασικό
αρνητικό αποτέλεσμα αυτής της γνώσης τους είναι η απαίτηση να προσποιούνται άγνοια
προκειμένου να ικανοποιηθούν οι προσδοκίες των ενηλίκων. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει
και να επισημανθεί ότι ακόμα και ο όρος «παιδί» έχει τη σημασία του, με την έννοια ότι
αφορά τόσο ένα πεντάχρονο, όσο όμως και ένα δεκαπεντάχρονο άτομο το οποίο εξίσου
προσδιορίζεται ως παιδί (Buckingham και Chronaki 2014: 303-4).
Έτσι, αν και για ορισμένους θεωρείται ότι οι νέοι από 16 ετών και πάνω είναι
αρκετά ικανοί να κατανοήσουν τί θα μπορούσε να αποτελεί μια «κατάλληλη χρήση του
διαδικτύου» (Hope 2006: 317), η ανάπτυξη της σεξουαλικής και οπτικοακουστικής

130
παιδείας των παιδιών έχει καταστεί ένας πρωτεύουσας σημασίας συλλογικός κοινωνικός
στόχος, αλλά και ένα ιδιαίτερα ισχυρό σύμβολο μιας, εν αναμονή, βαθμιαίας έκλειψης
της παλαιότερης γενιάς σε αντιδιαστολή μιας περισσότερο δαήμονος (Attwood 2007Β).
Καθίσταται, δηλαδή, σαφές ότι το ζήτημα της πρόσβασης σε πορνογραφικό υλικό από
εφήβους δεν είναι μόνο ένα τεχνολογικό ζήτημα, αλλά κάτι που αφορά την «επίβλεψη»
της διάδοσης της πληροφορίας εντός της οικογενειακής εστίας (Oravec 2000: 310). Όπως
και το ότι οι κίνδυνοι που οι γονείς αντιμετωπίζουν σε σχέση με το σε τί υλικό εκτίθενται
τα παιδιά τους μέσω διαδικτύου, έχει να κάνει με τη γενικότερη κοινωνική κατασκευή
της διακινδύνευσης στη σύγχρονη κοινωνία (2000: 318, Δεμερτζής 2002: 311-45). Υπό
αυτή την έννοια, το πρόβλημα για την le Roux (2010) αφορά ουσιαστικά την πρόσβαση
των παιδιών σε πορνογραφικό περιεχόμενο που θα πρέπει με κάθε τρόπο να αποτραπεί,
και όχι αυτή των ενήλικων που κάλλιστα μπορεί να επιτρέπεται.
Συνήθως όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά όχι μόνο αποθαρρύνονται να
καταναλώνουν τα πορνογραφικά κείμενα μέσων, αλλά παρακινούνται να καταναλώνουν
και κάποια που τους υποδεικνύονται - μια κατάσταση, δηλαδή, που και στις δύο πλευρές
της συνιστά την προσπάθεια επιβολής και επιτέλεσης συγκεκριμένων ταυτοτήτων, αλλά
και αντιλήψεων για την παιδική ηλικία από πλευράς ορισμένων ενηλίκων (Buckingham
και Jensen 2012: 423). Πιο συγκεκριμένα, ενώ από τη μια οι όψεις του σύγχρονου
καπιταλισμού έχουν «νομιμοποιημένα» επεκταθεί και στο μάρκετινγκ που απευθύνεται
στα παιδιά, από την άλλη παραμένει κυρίαρχη η άποψη περί παιδικής ηλικίας ως μια
«φυσική, καθολική και βιολογικά εγγενή περίοδο της ανθρώπινης ανάπτυξης», ως μια
δηλαδή εποχή αθωότητας όπου το παιδί είναι ευάλωτο στις απειλές των «επικίνδυνων»
μορφών σεξουαλικότητας που έχουν αυξηθεί κατακόρυφα με την εμφάνιση και την άνευ
προηγουμένου εξάπλωση της πορνογραφίας μέσω ψηφιακών πλατφορμών (Rovolis και
Tsaliki 2012: 165). Γενικότερα, πάντως, ο συνδυασμός παιδικής ηλικίας και
σεξουαλικότητας αποτελεί ένα φλέγον θέμα, ο δημόσιος όμως διάλογος γύρω από το
οποίο δεν γίνεται συνήθως με βάση την προσεκτική ανάλυση και τα δεδομένα της
επιστημονικής έρευνας (Buckingham και Chronaki 2014: 303-4).
Αναφορικά, τέλος, με την εγχώρια περίπτωση, οι Tsaliki και Chronaki (2014)
θεωρούν ότι αυτό που κυρίως έχει καθορίσει τη σύνδεση πορνογραφίας και παιδιών στην
περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι γενικότερα η δημόσια συζήτηση γύρω από την

131
πορνογραφία στη χώρα μας δεν έχει διαμορφωθεί από τις φεμινιστικές διαμάχες που
χαρακτήρισαν το δημόσιο διάλογο σε άλλες δυτικοκεντρικές κοινωνίες. Πιο
συγκεκριμένα, οι φεμινιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα που απέκτησαν μεγάλη προβολή
και πόρους ήταν αυτές που σχετίζονταν με τα ελληνικά παραδοσιακά κόμματα. Αυτό το
«επίσημο πρόσωπο» του ελληνικού, δευτέρου κύματος φεμινισμού ασχολήθηκε κυρίως
με το οικογενειακό δίκαιο και τη μεταρρύθμιση του γάμου, τονίζοντας κυρίως τις έννοιες
της συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Η δε δυσπιστία και καχυποψία του απέναντι στις
αυτόνομες, ριζοσπαστικού προσανατολισμού φεμινιστικές κινήσεις οδήγησε γρήγορα
στην περιθωριοποίηση του φεμινιστικού ακτιβισμού στην Ελλάδα και των θεμάτων που
σχετίζονται με αυτόν - όπως για παράδειγμα οι έμφυλες αναπαραστάσεις στη
σεξουαλικότητα, την πορνογραφία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Έτσι, παρά το ότι
οι φεμινιστικές πολιτικές στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν κυρίως από την κληρονομιά των
αριστερών κομματικών ανταγωνισμών και οι γυναίκες επωφελήθηκαν από τις θεσμικές
αλλαγές που πρόκρινε ο χώρος της αριστεράς, ο φεμινισμός δεν εδραιώθηκε ως ένα
αυτόνομο κίνημα στην Ελλάδα ώστε να προτάξει αντίστοιχα αιτήματα με αυτά που
χαρακτήρισαν τις περίφημες διαμάχες γύρω από το πορνό στην αμερικανική δημόσια
συζήτηση και να ενσωματώσει στον εγχώριο διάλογο το ζήτημα της πορνογραφίας και
της κατανάλωσής του.

1.3.6 Γυναίκες, άνδρες και πορνογραφία

Στη βάση μιας ανάλυσης που εξέταζε την καθημερινή κατανάλωση του πορνό σε ένα
οικείο πλαίσιο όπως αυτό του σπιτιού, η Juffer (1998) τόνιζε ότι η αύξηση της
πρόσβασης σε ρητά σεξουαλικό υλικό από πλευράς γυναικών οδήγησε σε αλλαγές και
επαναπροσδιορισμό της δομής και του παραδοσιακά ανδρικά προσανατολισμένου
περιεχομένου της πορνογραφίας. Η πρόσβαση δηλαδή σε πορνογραφικό περιεχόμενο
από γυναίκες στο πλαίσιο της οικιακά προσανατολισμένης κατανάλωσής του 29, με άξονα
και τις όποιες τεχνολογικές εξελίξεις, ενδέχεται να αποτελεί μια αφετηρία υπέρβασης, με
την έννοια τόσο του περάσματος των γυναικών στη μεριά της παραγωγής όσο και της

29
Όπως έχει πει χαρακτηριστικά και η Friedman (2003: 201), το αμερικανικό σπίτι είναι ο στόχος της
πορνογραφικής επίθεσης, αυτό πρέπει να είναι και το κέντρο της αντεπίθεσης κατά της πορνογραφίας.

132
καλλιέργειας ενός πιο δαήμονος και ανακλαστικού τρόπου κατανάλωσης και αναζήτησης
υλικού (2004: 56). Έτσι, μια πιο αποτελεσματική πολιτική της πορνογραφίας για τις
γυναίκες θα την τοποθετούσε μέσα στις ρουτίνες της καθημερινής ζωής, χωρίς αυτό να
σημαίνει μια εξίσωση της ευχαρίστησης και της επιθυμίας με «πιάτα και πάνες», αλλά
ως κομμάτι ένταξής τους σε ένα πλαίσιο ελεύθερης κατανάλωσης της πορνογραφίας
στους επιθυμητούς χώρους και χρόνους με όρους αυτονομίας του υποκειμένου (1998:
31)30. Μιας μετάβασης, δηλαδή, που επιτρέπει στις γυναίκες, με οποιαδήποτε ιδιότητα
πλέον, να αρθρώσουν πιο ελεύθερα μια σεξουαλική έκφραση στη βάση της ταυτότητας,
της υποκειμενικότητας και της ιδιότητας του φορέα δράσης (DeVoss 2002: 77) 31.
Σε αυτή τη λογική, η έρευνα της Bakehorn (2010) επιβεβαιώνει τη διάχυτη
αντίληψη ότι οι γυναίκες παραγωγοί πορνογραφίας που απευθύνονται σε γυναικείο κατά
βάση κοινό, υποκινούνται συχνά από επιδιώξεις που κινούνται πέρα από τη δημιουργία
κέρδους (όπως φεμινιστικοί στόχοι, ακτιβισμός από πλευράς εργαζόμενων στο χώρο του
σεξ και επιθυμία για δημιουργία υλικών) που αποτελούν εναλλακτική προσφορά στις
συμβατικές αναπαραστάσεις των ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών σχέσεων. Από την
άλλη όμως, παρατηρείται και μια τάση στις γυναίκες καλλιτέχνες πολυμέσων να
προκαλούν, σύμφωνα με την Kotz (1993: 188), τα όρια της φεμινιστικής σκέψης
υιοθετώντας, «συμβατικά» προσδιορισμένους, πρόδηλα μισογυνικούς και ξεκάθαρα
πορνογραφικούς Λόγους και στάσεις στα έργα τους. Στη δε έρευνα των Sun κ.α. (2008)

30
Για τις γυναίκες που δήλωσαν ότι η κατανάλωση πορνό είχε ένα θετικό αντίκτυπο στη ζωή τους στην
έρευνα της Senn (1993), σημασία είχε η επαναπλαισίωση των σεξουαλικών και ερωτικών εμπειριών τους
στη βάση της πορνογραφίας, και όχι η ίδια η κατανάλωσή της ως μια ηδονιστική εμπειρία.
31
Η Parvez (2006) χρησιμοποιεί, σε αυτό το πλαίσιο και κατά ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο, την έννοια της
συναισθηματικής εργασίας της Hochschild (1983), δηλαδή την εργασία που απαιτεί την πρόκληση ή την
καταστολή συναισθημάτων για τις ανάγκες του επιθυμητού αποτελέσματος σύμφωνα με τις απαιτήσεις της
εκάστοτε επιχείρησης (βλ. και κεφάλαιο 2.1, υποσημείωση 68). Τα αποτελέσματα από τις συνεντεύξεις της
με 30 γυναίκες που τους αρέσει να απολαμβάνουν ταινίες πορνό είναι ότι, παρά το ότι βρίσκουν την
πορνογραφία διεγερτική, έχουν αμφιβολίες για την αυθεντικότητα της ευχαρίστησης των πρωταγωνιστριών
στις ταινίες, την οποία και συσχετίζουν με τις προσωπικές τους βιογραφίες. Υπό αυτή την έννοια, η
κατανάλωση συνδέεται με την αμφιθυμία που αναδεικνύουν οι θεωρίες της συναισθηματικής εργασίας
αναφορικά με τα «παράλληλα και σύνθετα συναισθήματα δυσαρμονίας», από την πλευρά των
καταναλωτών όμως αυτή τη φορά (2006: 625), αλλά και το σε κάθε περίπτωση εξατομικευμένο χαρακτήρα
της αποκωδικοποίησης, ανάγνωσης και κατανάλωσης της πορνογραφίας.

133
για τη σύγκριση πορνογραφικών ταινιών με σκηνοθέτες γυναίκες, τα ευρήματα έδειξαν
ότι όλες οι ταινίες περιείχαν λεκτική και σωματική βία, με τις γυναίκες να αποτελούν τον
πρωταρχικό στόχο της επίθεσης και με εξαιρετικά σπάνιες τις αρνητικές απαντήσεις στην
επιθετικότητα - ενώ σε σύγκριση με ταινίες που σκηνοθέτησαν άνδρες είχαν σημαντικά
περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάζουν γυναίκες μόνο σε σκηνές με σεξουαλικές
πράξεις, αλλά και ως δράστες επιθετικότητας, πάντα όμως σε βάρος άλλων γυναικών.
Αυτή η, συνήθως, μονολογική εμμονή του πορνό σε συγκεκριμένου τύπου
κατευθύνσεις αναφορικά με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα φαίνεται ότι αποτελεί σε
κάποιο βαθμό ίδιον χαρακτηριστικό της μεσοποιημένης, (υστερο-)νεωτερικού τύπου
πορνογραφίας. Σύμφωνα δηλαδή και με την έρευνα των Frable, Johnson και Kellman
(1997), η έκθεση σε πορνογραφικό υλικό σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο
νοηματοδοτούνται οι έμφυλες διακρίσεις και σχέσεις 32. Οι άνδρες, δηλαδή, που
συγκριτικά εκθέτονται περισσότερο σε πορνογραφικό υλικό, τείνουν να αντιλαμβάνονται
έναν κόσμο γεμάτο από αρρενωπούς άνδρες, σέξι γυναίκες και εμφανείς έμφυλες
διαφορές (1997: 349). Είναι σε αυτό το πλαίσιο που στην έρευνά της η Smith (2007Β:
27) βρίσκει στοιχεία ότι η γυναικεία απογοήτευση από το πορνό δεν σχετίζεται τόσο με
μια «έμφυτη» αποστροφή στην πορνογραφία, αλλά με τις προσδοκίες που υπάρχουν από
τα πορνογραφικά κείμενα και που διαμορφώνονται κυρίως από τα νοήματα που
περιστρέφονται γύρω από τη γυναικεία σεξουαλική εμπειρία σε αυτά 33.
Απογοήτευση από την πορνογραφία, βέβαια, δεν σημειώνεται μόνο από γυναίκες,
αλλά και από άνδρες. Έχουν, συνεπώς, τη δική τους σημασία οι περιπτώσεις ανδρών

32
Για την Smith (2007Β: 20) η πορνογραφία και μπορεί και συχνά παράγει νοήματα γύρω από τις έμφυλες
διαφορές, όμως αυτά δεν αντανακλούν σε καμιά περίπτωση μια μοναδική «αλήθεια» αναφορικά με την
ανδρική και γυναικεία σεξουαλικότητα. Γενικότερα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η έννοια της «αλήθειας»
παραπέμπει σε μια θεολογικού τύπου αντίληψη της πραγματικότητας που δεν φαίνεται να προσφέρει
πολλά, παρά αντίθετα συσκοτίζει και αποπροσανατολίζει τον επιστημονικό διάλογο που δεν σχετίζεται με
τα ζητήματα της πνευματικότητας.
33
Στην ίδια λογική είναι και τα ευρήματα της έρευνας των Nosko, Wood και Desmarais (2007) που
υποστηρίζουν τις διαφορές μεταξύ των φύλων στις στάσεις και τις συμπεριφορές σε σχέση με το
σεξουαλικό υλικό. Έτσι, οι άνδρες του δείγματος στην έρευνά τους ένιωθαν πιο θετικά απέναντι στο
απευθείας σύνδεσης σεξουαλικό περιεχόμενο και είχαν περισσότερες πιθανότητες να εξερευνήσουν τα
ανεπιθύμητα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τις pop-ups ιστοσελίδες από ό,τι ήταν οι γυναίκες.

134
μελετητών (Stoltenberg 2000, Jensen 2007Α, Boulton 2008) που γράφουν με
αναστοχαστικό προσανατολισμό για τις εμπειρίες τους με την πορνογραφία. Η πιο
χαρακτηριστική περίπτωση ίσως είναι αυτή του Robert Jensen (2010Β: 107) που με
απολογητικό τρόπο μέμφεται τον εαυτό του διότι, παρά τις φεμινιστικές και
αντιρατσιστικές απόψεις του, το σώμα του ανταποκρίνονταν με τη μορφή της διέγερσης
κατά την κατανάλωση πορνό, διότι έτσι είχε «εκπαιδευθεί» και κοινωνικοποιηθεί από
την πατριαρχική λογική και αισθητική. Για τον Jensen (2004: 248), ακόμα και η
«κανονική» ανδρική σεξουαλικότητα εδράζεται στην ανδρική κυριαρχία - επομένως, υπό
αυτή την έννοια, κάθε πολιτιστικό προϊόν τύπου πορνό συμβάλλει στην κανονικοποίηση
του ανδρικού ελέγχου και στο να καταστήσει το σύστημα εξουσίας των ανδρών και τις
καταχρηστικές πρακτικές του λιγότερο ορατές. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η
ενσυναίσθηση είναι ο εχθρός των πορνογράφων, διότι οι άνδρες δεν θα διεγείρονταν από
το υλικό που τους προσφέρεται αν άρχιζαν να συναισθάνονται τις γυναίκες
πρωταγωνίστριες με έναν πιο ολοκληρωτικά ανθρώπινο τρόπο που θα οδηγούσε
αναπόφευκτα στην επιλογή ανάμεσα στην στύση και τον αυτοσεβασμό (2010Β: 112).
Για αυτό και θεωρεί ότι θα πρέπει να υιοθετείται μια «φεμινιστική» προσέγγιση
στην έρευνα, με την έννοια της τοποθέτησης του ερευνητή στο επίπεδο της ταυτότητας
σε σχέση με το επιχείρημα που αναπαράγει, ώστε με έναν πιο αναστοχαστικό τρόπο να
αποδώσει τις σκέψεις του αναφορικά με τα στοιχεία που αναλύει (2007Α όπως
αναφέρεται στο Hubbell 2009: 498). Η γενικότερη θέση του Jensen (2007Β), δηλαδή,
είναι ότι οι άνδρες θα πρέπει να απορρίψουν την κατανάλωση πορνό και να
συστρατευθούν μαζί με τις γυναίκες στο φεμινιστικό κίνημα για ισότητα και δικαιοσύνη
- διότι αυτοί είναι οι «πραγματικοί άνδρες» που παίρνουν «πραγματικές αποφάσεις»
σύμφωνα και με τον τίτλο του κειμένου του. Σε αυτό το πλαίσιο, ο φεμινισμός για τον
Jensen (2010Γ) όχι μόνο δίνει στις γυναίκες τη δυνατότητα να αντισταθούν στην
πατριαρχία, αλλά δίνει και στους άνδρες τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τους τρόπους
με τους οποίους η πατριαρχία υπονομεύει την ανθρώπινη υπόστασή τους - τους δίνει
δηλαδή τη δυνατότητα να είναι «πλήρως ανθρώπινοι». Σε κάθε περίπτωση, η συνολική
στάση και προσέγγιση του Jensen αντικατοπτρίζει, μεταξύ άλλων, τη συναισθηματική
αναστάτωση ενός άνδρα μελετητή που «υπό το βάρος» της κατανάλωσης πορνό γράφει

135
μια εντελώς κριτικά προσανατολισμένη θεώρηση για το φύλο, την εξουσία και το σεξ
(Raphael 2008: 1081) - μια στάση που δεν θα μπορούσε πάντως να μείνει εκτός κριτικής.
Έτσι, η κριτική της Hubbell (2009: 499) στον Jensen (2007Α) είναι ότι υπάρχει,
σε κάθε περίπτωση, διαφορά ανάμεσα στην προσωποποίηση μιας ανάλυσης και σε μια
«κοινωνιολογία του εγώ» που καθιστά τα επιχειρήματα όλο και λιγότερα πειστικά. Αν
και η προσωπική εμπειρία τύπου αυτοεθνογραφίας (autoethnography) επεκτείνει τα
αυτοβιογραφικά στοιχεία ενός αναλυτή σε μια ευρύτερη πολιτιστική κατανόηση
αποτελώντας έτσι σημαντική πηγή γνώσης (Plummer 2009: 267), εντούτοις δεν θα
πρέπει να καταλήγει σε μια κριτική της ίδιας της ζωής του μελετητή - παρά την όποια
δυσκολία διαχωρισμού ανάμεσα στην αυτοεθνογραφική αναπαράσταση και την
κειμενική αποτύπωση της ανάλυσης (Adams 2009). Μια δυσκολία που, σύμφωνα με τον
Simon (1996: 1), έγκειται κατά βάση στην επιστημολογική προκείμενη ότι κάθε
προσπάθεια μελέτης και ανάλυσης της κοινωνικής ζωής, αλλά και πιο συγκεκριμένα της
σεξουαλικότητας, αποτελεί ταυτόχρονα και μια «εργασία αυτοβιογραφίας». Εξάλλου, η
παραδοχή της κατανάλωσης πορνό από πλευράς μελετητή εγείρει μια σειρά από
ζητήματα, διότι οι ερευνητές που απλώς αναγνωρίζουν ότι είναι καταναλωτές
πορνογραφίας, πόσο μάλλον αυτοί που αποκαλούνται «οπαδοί» της, διατρέχουν τον
κίνδυνο να αντιμετωπιστούν ως «δυνητικά επικίνδυνοι, πολιτικά λάθος και ηθικά
ύποπτοι» (Bell 1999: 173, Attwood και Hunter 2009: 550) - ειδικά σε ένα πλαίσιο όπου η
αναγνώριση της επιθυμίας συνιστά/γίνεται αντιληπτή ως αδυναμία (Crowley 1982: 46) 34.

1.3.7 Επιπλέον προβλήματα στη μελέτη της πορνογραφίας

Είναι δεδομένο ότι τα επιστημολογικά και μεθοδολογικά προβλήματα στη μελέτη και
την έρευνα γύρω από την πορνογραφία δεν περιορίζονται μόνο στα παραπάνω. Για
παράδειγμα, πρέπει ιδιαιτέρως να σημειωθεί ότι παραμένει ακόμα το πρόβλημα που εδώ
και πάνω από 40 χρόνια οι Athanasiou και Shaver (1971: 298) είχαν διαπιστώσει, ότι

34
Υπάρχει και η κριτική από μια μερίδα φεμινιστριών διανοητών, κριτική την οποία αναδεικνύει ο McNair
(2005: 405), ότι το να είναι κάποιος άνδρας συγγραφέας ή μελετητής γύρω από τα θέματα του σεξ και της
πορνογραφίας καθιστά εκ προοιμίου αντικείμενο σκεπτικισμού το έργο του, το οποίο θα πρέπει να
αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα.

136
δηλαδή οι πληροφορίες και τα στοιχεία στην επιστημονική έρευνα γύρω από την
πορνογραφία προέρχονται κατά βάση από έρευνες που έχουν γίνει σε φοιτητές 35. Για
αυτό και στην προσέγγισή του ο Greenberg (2003) τόνιζε τη σημασία που έχει για την
κατανόηση των όποιων επιδράσεων των σεξουαλικά ρητών υλικών η μελέτη
συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, και όχι μόνο των φοιτητών που συνήθως καλούνται
να συμμετάσχουν σε έρευνες. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Williams, K. κ.α.
(2009: 218), η δειγματοληψία σε φοιτητές ιδιωτικών εκπαιδευτικών οργανισμών, λόγω
της εκπαίδευσης και της κοινωνικοοικονομικής τους θέσης, παρέχει μια μάλλον
«συντηρητική» αποτύπωση της «αποκλίνουσας συμπεριφοράς» των νέων ανθρώπων
γύρω από την πορνογραφία36. Εξάλλου, όπως επισημαίνει και η Chronaki (2013: 63), τα
ευρήματα των ερευνών φαίνεται να υποθέτουν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι
συμμετέχοντες είναι ετεροφυλόφιλοι και ότι είναι κυρίως τα αγόρια που έχουν έρθει σε
επαφή με σεξουαλικό και πορνογραφικό περιεχόμενο. Επιπρόσθετα και με αφορμή την
κριτική για τη συμμετοχή σε έρευνες σπουδαστών σε αμερικανικά κυρίως εκπαιδευτικά
ιδρύματα, θα πρέπει να σημειωθεί και το ζήτημα του αμερικανοκεντρισμού και
δυτικοκεντρικού χαρακτήρα των μελετών, αλλά και των μοντέλων περιεχομένου και
κατανάλωσης που χρησιμοποιούνται (βλ. και κεφάλαιο 1.4, υποσημείωση 74). Πιο
συγκεκριμένα, οι θεωρήσεις για την αμερικανική κοινωνία μεταφέρονται συχνά στις
μελέτες άλλων κοινωνιών που διεξάγονται με, πολλές φορές, αποκλειστικά
δυτικοκεντρικούς όρους και διαστάσεις (Paasonen 2007Β: 169, Jacobs 2010: 186).
Σε αυτό το πλαίσιο αναδείχθηκαν και μια σειρά από επιμέρους μεθοδολογικές και
ερευνητικές προτάσεις, όπως για παράδειγμα η άποψη των Zillmann και Bryant (1983:

35
Μια ενδεικτική, για παράδειγμα, λίστα με δημοσιευμένες έρευνες σε επιστημονικά περιοδικά στις οποίες
το δείγμα αποτελούνταν αποκλειστικά από φοιτητές είναι η εξής: Wallace και Wehmer (1971), Baran
(1976), Zillmann και Bryant (1982), Tjaden (1988), Bogaert, Woodard και Hafer (1999), Wu και Koo
(2001), Boies (2002), Zhu και Zhou (2003), Finn (2004), Weisskirch και Murphy (2004), Lee και
Tamborini (2005), Abell, Steenbergh και Boivin (2006), Paul και Shim (2006), Shim και Paul (2006),
Shim, Lee και Paul (2007), Warkentin και Gidycz (2007), Carroll κ.α. (2008), Corbeil και McKelvie
(2008), Isaacs και and Fisher (2008), Williams, K. κ.α. (2009), Baltazar κ.α. (2010).
36
Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφερθεί και η επισήμανση του Malamuth (1993: 573) ότι είναι
απαραίτητο να εκκινεί η δημόσια συζήτηση από την υπόθεση ότι τα ευρήματα που βρίσκονται σε νέους
άνδρες, δηλαδή τουλάχιστον 18 ετών, είναι πιθανό να είναι τόσο σαφή ή και ισχυρότερα για τους εφήβους.

137
112) που είναι ενάντια στην σκληρή γραμμή του να μην τίθενται σε κανένα πιθανό
κίνδυνο οι συμμετέχοντες σε ανάλογες έρευνες. Θεωρούν, δηλαδή, ότι από την στιγμή
που ορισμένοι εθελοντές αποδέχονται την ύπαρξη, περιορισμένων κατά βάση, ρίσκων
από τη συμμετοχή τους σε τέτοιες έρευνες, οι μελετητές θα πρέπει να αδράξουν αυτή τη
δυνατότητα, έτσι ώστε με τη διεξαγωγή ερευνών να προσφέρουν γνώση στο κοινωνικό
σύνολο - αλλά και στις περιπτώσεις που αυτή η γνώση θα αφορά αρνητικές επιδράσεις
από ενδεχόμενες δράσεις και καταστάσεις να το προστατέψουν. Η δε Frith (2000) τονίζει
τη σημασία των ομάδων εστίασης στις έρευνες γύρω από τα ζητήματα σεξ λόγω της
συλλογικής συζήτησης και αλληλεπίδρασης μεταξύ των συμμετεχόντων που επιτρέπει τη
διερεύνηση ζητημάτων που κινούνται (και) στο λανθάνον επίπεδο, αλλά και τη μελέτη
των νοημάτων μέσα από τη δυναμική της γλώσσας μέσα σε ένα πλαίσιο όπου οι
άνθρωποι αισθάνονται άνετα να συζητήσουν σεξουαλικές εμπειρίες 37.
Στην ίδια ουσιαστικά λογική, οι ακαδημαϊκοί και οι ερευνητές θα πρέπει,
σύμφωνα με την Phillipson (2007), να ακούνε και την άποψη των συμμετεχόντων σε
πορνογραφικές αναπαραστάσεις που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τόσο τις συνθήκες, όσο
και το πώς είναι να ζεις μέσα από την πορνογραφία. Ο Abbott (2010), για παράδειγμα,
πήρε για τις ανάγκες της έρευνάς του μια σειρά συνεντεύξεων από πρωταγωνιστές και
πρωταγωνίστριες ετεροσεξουαλικών πορνογραφικών φιλμ, αναδεικνύοντας έτσι μέσω
αυτών τόσο θετικές, όσο και αρνητικές πτυχές της συμμετοχής τους στην παραγωγή
πορνογραφίας. Ουσιαστικά εδώ πρόκειται για αυτό που η Comella (2014: 69) αποκαλεί
«σπουδές-πορνό-σε-δράση» (porn studies-in-action), δηλαδή μια ερευνητική πρακτική
που προϋποθέτει ότι οι μελετητές θα εγκαταλείψουν τα στενά όρια των γραφείων τους,
θα περνούν τον χρόνο τους στα μέρη όπου η πορνογραφία παράγεται, διανέμεται,
καταναλώνεται, συζητείται, διδάσκεται και κρίνεται, με σκοπό να δημιουργηθεί ένα
καλύτερο «σημείο» παρατήρησης και κατανόησης του πώς Λόγοι, πρακτικές, ταυτότητες
και κατηγορίες διαμορφώνονται μέσα σε συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια.
Στην ίδια κατεύθυνση είναι και οι Johansson και Hammarén (2007) που θεωρούν
ότι πέρα από την έμφυλη διάκριση που απαντάται συνήθως, όπως και στη δική τους

37
Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και το αίτημα για εις βάθους, μη δομημένες συνεντεύξεις με τους
συμμετέχοντες στις εθνογραφικές έρευνες για να αποφευχθεί η κριτική περί απαντήσεων που ενδέχεται να
χαρακτηρίζονται από μια προσπάθεια να διατηρηθεί ένα επίπεδο «πολιτικής ορθότητας».

138
έρευνα, αναφορικά με το ότι είναι άνδρες εκείνοι που κατά βάση καταναλώνουν πορνό
και γυναίκες αυτές που το αποστρέφονται, θα πρέπει να αναλύονται περαιτέρω οι
κατηγορίες άνδρας-γυναίκα - έτσι ώστε να αναδεικνύονται και οι επιμέρους υποομάδες
εντός των δύο γενικών κατηγοριών που δεν επιβεβαιώνουν την παραπάνω διάκριση και
τις στερεοτυπικές θεωρήσεις που την συνοδεύουν. Καθίσταται σαφές όμως ότι η
πολλαπλότητα των παραγόντων που ενδέχεται να συνδέουν την «έκθεση» στην
πορνογραφία με «προβληματικές» σεξουαλικές συμπεριφορές (από την ηλικία και το
φύλο μέχρι τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τα κοινωνικά πλαίσια οικειοποίησης της
πορνογραφίας) απαιτούν μακροσκελείς, διεπιστημονικές και μακροπρόθεσμες έρευνες
πάνω στην χρήση και την κατανάλωσή της (Bryant 2010). Όπως θα έλεγε και ο McKee
(2014: 61), αυτό που προκύπτει από τη μελέτη των διαφορετικών ερευνητικών μεθόδων
που εφαρμόζονται στην πορνογραφία, είναι ότι οι εν λόγω μελέτες μπορούν να
«επωφεληθούν» αν στραφούν σε περισσότερες «δημιουργικές μίξεις» ερευνητικών
μεθόδων. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν θα πρέπει να λησμονείται το ότι είναι η
συζήτηση περί των όποιων, ενδεχόμενων βλαβών από την κατανάλωση πορνό που
αποτέλεσε, όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω, το κατεξοχήν πεδίο δημόσιας,
επιστημονικής και μη, αντιπαράθεσης, όψεις της οποίας αφορούν (και) μια σειρά από
ζητήματα πολιτικών, νομικών, ρυθμιστικών και εκπαιδευτικών διαστάσεων του
φαινομένου της πορνογραφίας. Αυτό είναι και το θέμα του επόμενου κεφαλαίου.

139
1.4 Πολιτικές, νομικές, ρυθμιστικές και εκπαιδευτικές διαστάσεις

Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί η συζήτηση περί


επιδράσεων από την κατανάλωση πορνό σε ένα πλαίσιο γενικότερης ενασχόλησης με τα
επιστημολογικά και μεθοδολογικά ζητήματα που αφορούν την έρευνα και τη μελέτη της
διαμεσολαβημένης πορνογραφίας. Στο παρόν κεφάλαιο θα επιχειρηθεί μια παράθεση των
επιμέρους απόψεων που αναδείχθηκαν ιστορικοκοινωνικά στη δημόσια συζήτηση
αναφορικά με το θέμα της πορνογραφίας. Απόψεων που εκτείνονται από τις φεμινιστικές
αιτιάσεις στο πλαίσιο των περίφημων πολέμων γύρω από το πορνό και τις αποτυπώσεις
τους σε δικαστικές διαμάχες, μέχρι αυτές της συντηρητικής και φιλελεύθερης σκέψης σε
μια σειρά από ζητήματα νομοθετικών, ρυθμιστικών και εκπαιδευτικών διαστάσεων. Η δε
λογική που θα διατρέξει το συγκεκριμένο κεφάλαιο περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι
η όποια ζητούμενη «αντικειμενικότητα» στην παρουσίαση των επιμέρους θέσεων δεν
συνίσταται στην ανυπαρξία άποψης και θέσης, αλλά σε μια προσπάθεια να αποφεύγονται
οι ανέξοδοι και υπερβολικοί ετεροπροσδιορισμοί (Christensen 1987: 187).
Καθίσταται σαφές βέβαια ότι η φεμινιστική κριτική στην πορνογραφία, και
κυρίως η πιο ριζοσπαστική της έκφανση που συνδέθηκε με την πορεία του δευτέρου
κύματος φεμινισμού, αποτελεί τον κύριο και βασικό άξονα γύρω από τον οποίο
δομήθηκε και συνεχίζει να περιστρέφεται η συζήτηση γύρω από την πορνογραφία. Από
την αρχή λοιπόν θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η φεμινιστική καμπάνια ενάντια στην
πορνογραφία πολώνει τις φεμινίστριες σε δύο, κατά βάση, ομάδες, την κατά- και την
υπέρ-της-πορνογραφίας (Norden 1990: 7) 1. Γενικότερα, βέβαια, η πολλαπλότητα των
φωνών εντός του φεμινιστικού κινήματος και οι ετερόκλητες στρατηγικές που
προτείνονται για την άρση των ανισοτήτων και την προστασία από τους επιμέρους
κινδύνους, οδήγησε στη μη ομόφωνη και, σε κάθε περίπτωση, με σκεπτικισμό υποδοχή
των πολιτικών που χαράχθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των ζητημάτων ισότητας και
γυναικών (Grenz 2006: 257). Για παράδειγμα, η σύγχυση που προκλήθηκε από δεκαετίες
αγώνων ενάντια στο σεξισμό, την ανδρική βία κατά των γυναικών, τη σεξουαλική

1
Έχει την αξία της η παρατήρηση της Albury (2009: 648) ότι οι διαχωρισμοί υπέρ ή κατά που συνήθως
απαιτούσαν μονολιθικές απαντήσεις του τύπου ναι ή όχι, αποτελούν πρόβλημα και δεν βοηθούν το
δημόσιο διάλογο και την αντιπαράθεση.

140
παρενόχληση, την υποτίμηση και την αντικειμενοποίηση, φαίνεται ότι οδήγησε μια
μερίδα γυναικών που δεν είχαν σχέση με την κατανάλωση πορνογραφίας να θεωρήσουν
την τελευταία ως τη βασική πηγή μιας σειράς δεινών για τις γυναίκες στο πεδίο της
σεξουαλικότητας (Ellis, O’Dair και Tallmer 1990: 16)2.
Ουσιαστικά δηλαδή, δεν υπάρχει ευρεία συναίνεση αναφορικά με το τί συνιστά
μια φεμινιστική στάση απέναντι στην πορνογραφία (Smith, I. 2007). Η ιστορία της
έντονα φορτισμένης συναισθηματικά και πολιτικά συζήτησης γύρω από την
πορνογραφία, η απροθυμία μιας μεγάλης μερίδας διαφωνούντων να επιστρέψουν σε μια
κατά-του-πορνό στάση και δράση, και η οικονομική δύναμη της βιομηχανίας του πορνό
καθιστά δύσκολη πια την οικοδόμηση μιας εκ νέου, ίσως πιο στοχευμένης και
συνεκτικής, κριτικής (Maddison 2009Α)3. Εννοείται, βέβαια, ότι δεν θα πρέπει να
λησμονείται και η κριτική ότι η πορνογραφία δεν είναι μόνο αντιφεμινιστική, αλλά και
ρατσιστική και φυλετικά προσδιορισμένη (Mayall και Russell 1993) - θυμίζοντας έτσι
πόσο ακόμα διαρκεί η λευκή φυλετική υπεροχή στις σύγχρονες δυτικού τύπου κοινωνίες
(Jensen 2010Α), αλλά και αναδεικνύοντας μια πλευρά πορνογραφικού οριενταλισμού
(Mahawatte 2004: 135). Πιο συγκεκριμένα, το πορνό θεωρείται ρατσιστικό με την έννοια
ότι εκμεταλλεύεται την ιστορία της δουλείας και των μύθων που την περιβάλλουν,
καταπιέζοντας ακόμα περαιτέρω τους μαύρους (Cowan και Campbell 1994: 325). Για
την Miller-Young (2007Β: 209), μάλιστα, η πορνογραφία των μαύρων σωμάτων, ήδη
από το 19ο αιώνα και μετά, αποτελεί μια επέκταση και εντατικοποίηση του αποικιακού
βλέμματος. Πιο ειδικά, οι μαύρες γυναίκες αντιμετωπίζουν πολλαπλές στερεοτυπικές
διακρίσεις στο χώρο γύρω από την πορνογραφία λόγω της φυλετικής διαφοράς τους
(2010). Υποτιμούνται ως ιδιαίτερα «εύκολες» και «ικανές για τα πάντα» στο πλαίσιο,
μάλιστα, μιας βιομηχανίας θεάματος που ούτως ή άλλως φετιχοποιεί και γκετοποιεί τη

2
Από την άλλη, βέβαια, η όποια υπέρ-του-σεξ ή υπέρ-του-πορνό θέση είχε ως αποτέλεσμα την
επισήμανση κάθε γυναίκας που θέτει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το απρόσωπο σεξ και την
πορνογραφία είτε ως μιας «φρόνιμης» είτε ως μιας καταπιεσμένης γυναίκας, επιβάλλοντας έτσι μια
διχοτομική άποψη και μη αφήνοντας περιθώριο για αμφισβήτηση, αμφιθυμία, αντίφαση και
πολυπλοκότητα στα ζητήματα και τις εκφράσεις της σεξουαλικότητας (Philipson 1984: 117).
3
Για παράδειγμα, τόσο οι κατά-της-πορνογραφίας όσο και οι κατά-της-λογοκρισίας φεμινίστριες
αναπαράγουν στην επιχειρηματολογία τους, σύμφωνα με την Allen (2001: 521), ανεπαρκείς και ελλιπείς
αντιλήψεις περί εξουσίας.

141
μαύρη σεξουαλικότητα. Εντούτοις, υπάρχουν τρόποι, και φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει σε
πολλές περιπτώσεις, να χρησιμοποιείται η αποδιδόμενη υπερσεξουαλικότητα για την
επίτευξη μιας κοινωνικής κινητικότητας, ερωτικής αυτονομίας και αυτο-φροντίδας 4.

1.4.1 Dworkin και MacKinnon

Θα μπορούσε ενδεχομένως να ειπωθεί ότι κάθε εξέταση της πορνογραφίας οφείλει να


εκκινεί και να αναγνωρίζει τη συνεισφορά στη συζήτηση και την επιρροή που άσκησαν
με το έργο τους η Andrea Dworkin 5 και η Catherine A. MacKinnon6. Πιο συγκεκριμένα,
το Pornography: Men Posessing Women (1981) της Dworkin αποτελεί ίσως το πιο
χαρακτηριστικό κείμενο του ριζοσπαστικού φεμινισμού (Smith 2007Β: 35). Η
εμβληματική φεμινίστρια επισημαίνει εμφατικά σε αυτό ότι το βασικό θέμα της
πορνογραφίας είναι η φύση, το μέγεθος, η χρήση και το νόημα της ανδρικής εξουσίας
(1981: 24), με το ανδρικό πέος να είναι ο κεντρικός ήρωας σε κάθε πορνογραφική

4
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που, σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο τους, οι White και Peretz (2010)
περιγράφουν με άξονα την προσωπική ιστορία δύο αφροαμερικάνων πώς η πολιτικοποίηση των
προσωπικών τους εμπειριών οδήγησε στη δημιουργία δύο ξεχωριστών φεμινιστικών οργανώσεων. Είναι
φανερό ότι στις συγκεκριμένες ξεχωριστές περιπτώσεις έχει ιδιαίτερη σημασία η διττή κατεύθυνση στην
άρση έμφυλων και φυλετικών διακρίσεων. Στο δε άρθρο παραθέτονται και μια σειρά αντίστοιχων
οργανώσεων (Brothers Absolutely Against Sexual Assault and Domestic Violence και Black Men for the
Eradication of Sexism) που δρουν προς μια τέτοια, φεμινιστική και ταυτόχρονα αντιρατσιστική, δράση
ενάντια, μάλιστα, στα γνωστά στερεότυπα για τους μαύρους άνδρες (2010: 403).
5
Το εγκώμιο της Susie Bright, μιας αμερικανίδας ακτιβίστριας που ήταν από τις πρώτες που
χαρακτηρίστηκαν ως θετικά διακείμενες προς το σεξ φεμινίστριες (sex-positive feminists), για την
Dworkin που πέθανε το 2005, αποτελεί για την Attwood (2007Β) μια άκρως ενδιαφέρουσα στιγμή, όπου
ένα από τα «κακά κορίτσια» αποτίει φόρο τιμής στην πιο εμβληματική φιγούρα του κατά-του-πορνό
φεμινισμού, αναγνωρίζοντας στην Dworkin το ότι από αυτή έμαθε να κοιτά την πορνογραφία με μια πιο
κριτική ματιά.
6
Ορθά ο McHugh (1994: 597) επισημαίνει ότι το έργο της MacKinnon (1993) θα πρέπει να κριθεί για τη
συνολική του συμβολή στη δημόσια συζήτηση και όχι με όρους συμφωνίας ή διαφωνίας στο περιεχόμενό
του. Γενικότερα, πάντως, η MacKinnon υπήρξε ιστορικά μια καταλυτική μορφή για την ανάδειξη της
παρενόχλησης ως μορφή διάκρισης και ανισότητας (Tobler 2002: 961), αλλά και για ένα διαφορετικό, πιο
κριτικό, με την στενή έννοια του όρου, τρόπο προσέγγισης στα εν λόγω ζητήματα (Douglas 1995: 181).

142
ιστορία (1981: 42)7. Η αξία όμως του έργου των Dworkin και MacKinnon περιστρέφεται
κυρίως γύρω από την επιτυχία τους να αναδιαμορφώσουν τη συζήτηση περί
πορνογραφίας με μια ρητορική που εστιάζει στις ενδεχόμενες και πιθανές βλάβες και
ζημιές που μπορεί να προκαλεί η χρήση της και όχι οι λύσεις που πρόκριναν (Wesson
1993: 847). Βέβαια, ορθά η Boyle (2010Α: 4) επισημαίνει ότι ο ακαδημαϊκός κατά-της-
πορνογραφίας φεμινισμός δεν θα πρέπει να περιορίζεται στο έργο των Dworkin και
MacKinnon8. Παρά ταύτα, δεν μπορεί και να μην σημειωθεί ότι το σημαντικό έργο των
ξακουστών φεμινιστριών αποτελεί ένα από τα πλέον κρίσιμα σημεία αναφοράς που, σε
κάθε περίπτωση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε μια όσο το δυνατόν πιο δόκιμη,
συστηματική και «σφαιρική» αντιμετώπιση του ζητήματος της πορνογραφίας.
Πιο αναλυτικά λοιπόν, για την Palczewski (2001: 5), η Dworkin (1981) περνά
από μια θεώρηση της πορνογραφίας ως «η βασική αιτία» των διακρίσεων απέναντι στις
γυναίκες, σε μια προσέγγιση που την περιγράφει ως επιβλαβή από μόνη της. Η εξουσία
των ανδρών στην πορνογραφία είναι ιμπεριαλιστικού τύπου σημείωνε χαρακτηριστικά η
διάσημη ακτιβίστρια (1981: 223). Για την Smith (2007Β: 36) πάντως, το κείμενο της
Dworkin (1981) είναι ένα συνονθύλευμα παραδειγμάτων που χρησιμοποιούνται για τη
δικαιολόγηση των θέσεών της. Η ριζοσπαστική δηλαδή θεώρηση της φημισμένης
φεμινίστριας εκτείνει την έννοια της πορνογραφίας με το σκεπτικό ότι κάθε εικόνα και
απεικόνιση γυναίκας μπορεί να λογιστεί πορνογραφική. Σε αυτό το πλαίσιο
αναπαραστάσεων, καμιά υπέρβαση του ανδρικού συστήματος δεν μπορεί να είναι
δυνατή όσο οι άνδρες θα έχουν το προνόμιο να καθορίζουν το νόημα των πραγμάτων
(1981: 17). Υπό αυτή την έννοια, τα συμπεράσματα της Dworkin καθιστούν, σύμφωνα
και με την Smith (2007Β: 39), χωρίς σημασία την εξέταση του γιατί ή πώς στους άνδρες
αρέσουν και επιλέγουν διαφορετικά είδη σεξουαλικών υλικών. Το πρόβλημα εδώ είναι
ότι αν και η ένσταση της Smith έχει βάση, εντούτοις δεν αναιρεί την πραγματικότητα της

7
Ιδιαίτερα ξεχωριστό κομμάτι του περίφημου βιβλίου της αποτελεί η κριτική που ασκεί στο έργο του
Marquis de Sade (Dworkin 1981: 70-100), το οποίο από άποψη φρίκης θεωρεί ότι δεν υπάρχει όμοιό του
στην ιστορία του γραπτού λόγου (1981: 92).
8
Για μια σύνοψη του κινήματος κατά-της-πορνογραφίας τις δεκαετίες 1970 και 1980, βλ. Brest και
Vandenberg 1987, και για μια σύγκριση του ριζοσπαστικού φεμινιστικού κινήματος με το γονεακό κίνημα,
βλ. Leong 1991.

143
διαπίστωσης της Dworkin. Και αυτό με την έννοια ότι στο σύγχρονο περιβάλλον των
αναδυόμενων ειδών μαλακού πορνό στο διαδίκτυο και της αναζήτησης υλικού από
διασημότητες και εικόνων πραγματικών γυναικών9, κάθε γυναικεία εικόνα αποτελεί
δυνητικά πορνογραφικό υλικό. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε κάλλιστα να ειπωθεί ότι σε
ένα υστερο-νεωτερικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από μια «απορρύθμιση των
φετιχισμών», με την έννοια της ανάδυσης πολλαπλών και ετερόκλητων σεξουαλικών
προτιμήσεων, μια πορνογραφική λογική της σεξουαλικής ικανοποίησης καθιστά κάθε
αναπαράσταση που περιλαμβάνει ανθρώπους, και κυρίως γυναίκες, υλικό αυνανισμού.
Γενικότερα, η Palczewski (1995: 176) με αφορμή τις διαμάχες αναφορικά με την
Κατά της Πορνογραφίας Διάταξη που προωθούσαν οι MacKinnon και Dworkin, δηλαδή
μια πρόταση νόμου που καθιστούσε την πορνογραφία ζήτημα για τα αστικά δικαστήρια
ως παραβίαση δικαιωμάτων του πολίτη (βλ. και παρακάτω), προσπάθησε να δομήσει μια
σειρά από επιχειρήματα που να επικεντρώνονται στο ζήτημα του ορισμού της
πορνογραφίας στο πλαίσιο μιας ευρύτερης, κατά την ίδια, τάσης των νέων κοινωνικών
κινημάτων να ενδιαφέρονται περισσότερο για αλλαγές στο πολιτισμικό, και όχι τόσο στο
δομικό/πολιτικό επίπεδο10. Και αυτό διότι συμφωνεί με την MacKinnon στο ότι ο
ορισμός της πορνογραφίας είναι η «τοποθεσία του αγώνα» και ο πυρήνας, σε τελευταία
ανάλυση, της διαμάχης γύρω από αυτή (Palczewski 1995: 183) - καθιστώντας έτσι
ορατές τις διαστάσεις της πορνογραφίας που βρίσκονται στην αφάνεια (2001: 10). Σε
αυτό το πλαίσιο, και με γνώμονα ότι η επιτυχία μιας κινηματικής προσπάθειας δεν
κρίνεται τόσο από την αποτελεσματικότητά της να επηρεάσει νομοθετικές παρεμβάσεις
και πολιτικές11, αλλά και από την ικανότητά της να επαναδιαμορφώσει το «δημόσιο
λεξιλόγιο» γύρω από τα εν λόγω ζητήματα, η Palczewski (2001: 15) θεωρεί ότι αν και η

9
Για παράδειγμα, η χρήση του Facebook από πλευράς ανδρών για να κοιτάζουν γυναίκες και, σε κάποιες
περιπτώσεις, να χρησιμοποιούνται ως αφορμή για αυνανισμό (Marcotte 2010). Βλ. και Λιότζης 2013Β.
10
Για παράδειγμα, σύμφωνα με την Palczewski (1995: 181), για τις υπέρ-της-διάταξης των MacKinnon και
Dworkin φεμινίστριες η πορνογραφία δεν αποτελεί το σύνολο του σεξισμού, αλλά κάποιος μπορεί να
κατανοήσει το σεξισμό εξετάζοντας την πορνογραφία - και στην ίδια λογική, ενώ η πορνογραφία δεν
αποτελεί την αιτία του συνόλου του σεξισμού, εντούτοις δίνει τον τόνο σε κάθε σεξιστική πρακτική.
11
Στην περίπτωση των περίφημων πολέμων γύρω από το πορνό, δημόσια κριτική για προσπάθεια
περιστολής των αστικών ελευθεριών δεν δέχθηκαν μόνο οι MacKinnon και Dworkin, αλλά και όλες
εκείνες οι κοινωνικές ομάδες και τα λόμπι που τάχθηκαν με το μέρους τους (Smith, Ann. 1993: 76).

144
νομοθετική πρωτοβουλία των MacKinnon και Dworkin απέτυχε στις ΗΠΑ, οι τελευταίες
πέτυχαν στο να αλλάξουν τους όρους της δημόσιας συζήτησης ακόμα και έξω από τα
σύνορα της χώρας τους.
Πιο ειδικά, είναι το πολυσχιδές και εκτενές έργο της MacKinnon που συνέβαλλε
σε μια συνολικά πιο κριτική, με την στενή έννοια του όρου, αντιμετώπιση της
πορνογραφίας ως κοινωνικό φαινόμενο με συγκεκριμένου χαρακτήρα και κατεύθυνσης
επιδράσεις. Η πορνογραφία, δηλαδή, για την MacKinnon (1986) είναι μια μορφή
αναγκαστικού σεξ, μια πρακτική σεξουαλικής πολιτικής, ένα θεσμικό όργανο ανισότητας
των φύλων. Η δε ανδρική κυριαρχία είναι σεξουαλική (male dominance is sexual), με
την έννοια ότι οι άνδρες σεξουαλικοποιούν την κοινωνική ιεραρχία με κατεξοχήν πεδίο
το φύλο (1989: 315)12. Υπό το πρίσμα αυτό, η πορνογραφία δεν είναι μια ακίνδυνη
φαντασίωση ή μια διεφθαρμένη και μπερδεμένη διαστρέβλωση μιας, κατά τα άλλα,
«φυσικής και υγιούς» σεξουαλικότητας. Σχετιζόμενη λοιπόν με το βιασμό και την
πορνεία, η πορνογραφία θεσμοθετεί τη σεξουαλικότητα της αρσενικής υπεροχής, η οποία
συνδυάζει την ερωτικοποίηση της κυριαρχίας και της υποταγής με την κοινωνική
κατασκευή των φύλων. Η πορνογραφία, με άλλα λόγια, κατασκευάζει μια έννοια της
σεξουαλικότητας στην οποία οι άνδρες μεταχειρίζονται τις γυναίκες σε σχέση με τον
τρόπο που τις βλέπουν, και ο τρόπος που βλέπουν τις γυναίκες είναι ο κατακριτέος,
αντικειμενοποιητικός τρόπος της πορνογραφίας.
Έτσι, αυτό που η πορνογραφία κάνει, είναι στον πραγματικό κόσμο και όχι μόνο
στο μυαλό κάποιων σύμφωνα με την αμερικανίδα διανοήτρια. Για αυτό και τη ρητορική
περί αναπαράστασης ως μια «μη-πραγματικότητα», η MacKinnon (1993: 28) την θεωρεί
ως την πιο ελιτίστικη άρνηση των δεινών της πορνογραφίας. Είναι, με άλλα λόγια, η
βιομηχανία του πορνό, και όχι οι ιδέες και οι απόψεις περί σεξ, που αναγκάζει, απειλεί,
εκβιάζει, πιέζει και δελεάζει τις γυναίκες για να συμμετάσχουν στην παραγωγή
πορνογραφικού υλικού (1993: 15)13. Για αυτό και η άποψη στο έργο της MacKinnon ότι

12
Η θέση MacKinnon (1993) για μια εφικτή ιδέα της ισότητας αποτελεί, σύμφωνα με τον Willis (1997:
196), μια κλασσική υπερβατική έκφραση που έχει γίνει όμως αντιληπτή μόνο από μια ποικιλία από
υποκειμενικές εμπειρίες και την περιγραφή ουτοπικών, ιδεατών καταστάσεων.
13
Στο εν λόγω σκεπτικό εντάσσεται και η περίπτωση της Linda Lovelace, η για ορισμένους
προσωποποίηση του πορνογραφικού φιλμ μετά τη συμμετοχή της στο Deep Throat (1972), που μετά τη

145
η πορνογραφία είναι μια μορφή διάκρισης κατά των γυναικών, όπως ακριβώς o
ρατσιστικός λόγος του μίσους αποτελεί μια μορφή φυλετικής υποταγής, την οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι αυτή η διάκριση πρέπει να ληφθεί κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά
(Sadurski 1996: 718). Όπως αναφέρει και η Saul (2006: 227), ο κλασσικός ισχυρισμός
της MacKinnon ότι η πορνογραφία είναι η υποταγή (subordination) των γυναικών,
επιτρέπει με ένα διττό τρόπο την καταδίκη της πορνογραφίας - διότι αν πράγματι η
πορνογραφία είναι υποταγή, τότε αφενός υπάρχει λίγος χώρος για τους πολέμιους της
θεώρησης της υποταγής να την υποστηρίξουν, αφετέρου η ίδια η πορνογραφία
στοχοποιείται για την παραβίαση του δικαιώματος των γυναικών στην ισότητα.
Αν και η κριτική της ριζοσπαστικής προσέγγισης συνολικά θα αναδειχθεί και
παρακάτω, εντούτοις υπάρχει χώρος για μια ενδεικτική παράθεση των κριτικών στο έργο
της MacKinnon συγκεκριμένα. Έτσι, σύμφωνα με την Palczewski (1995: 181, 2001: 8), η
θεώρηση της MacKinnon ότι η πορνογραφία προκαλεί βιασμούς είναι
υπεραπλουστευτική αναφορικά με τη δυναμική του πορνό και του σεξισμού. Η
πορνογραφία, δηλαδή, δεν δρα ούτε ως αιτία ενός αποτελέσματος, ούτε ως αποτέλεσμα
μιας αιτίας, αλλά ούτε και ως ένας βασικός μηχανισμός μέσω του οποίου η ενεργή
συσχέτισή της με το σεξισμό καθορίζουν το πέρασμα από το βιολογικό στο κοινωνικά
κατασκευασμένο φύλο. Ο δε Dinielli (1994: 1946) μέμφεται την MacKinnon στη βάση
ότι η προσέγγισή της αποτυγχάνει να αναδείξει τις ενδεχόμενες βλάβες που προκαλεί η
κατανάλωση πορνό (και) στους άνδρες. Μια τέτοια κριτική θα ήταν, ενδεχομένως, προς
την κατεύθυνση της υποτίμησης και της αλλοίωσης των απόψεων των ανδρών περί
σεξουαλικότητας. Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι μια τέτοια
συμπερίληψη θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη από πλευράς στρατηγικής για το χώρο του
ριζοσπαστικού φεμινισμού. Ενώ, όπως λέει χαρακτηριστικά και η Fraiman (1995: 746),
παρά την αποδοχή από μέρους της των αιτιάσεων της MacKinnon (1993) ότι οι λέξεις

δημοσιοποίηση του παρελθόντος της στο χώρο της βιομηχανίας του πορνό, εξελίχθηκε σε μια άτυπη
ηρωίδα των αμερικανών φεμινιστριών στη φιγούρα της οποίας αποτυπώνονταν η ανδρική καταπίεση και
βία λόγω της απρόθυμης, κατά δήλωσή της, συμμετοχής της στην παραγωγή πορνογραφικών ταινιών
(Kammeyer 2008: 135).

146
δεν είναι ποτέ «μόνο λέξεις»14, αν ήταν να τίθονταν εκτός νόμου και κυκλοφορίας κάθε
μισογυνικό κείμενο, τότε πιθανόν να μην έμεναν παρά «λίγα καλά βιβλία, ακόμα πιο
λίγες ταινίες, όχι πολλές εφημερίδες και πιθανόν καθόλου παραμύθια»15.

1.4.2 Κριτική της ριζοσπαστικής προσέγγισης

Γενικότερα, παρατηρείται μια τάση από ένα κομμάτι του φεμινισμού να συναθροίζει την
πορνογραφία σε ένα είδος και να την αντιμετωπίζει όχι ως μια δέσμη, ενίοτε και
ετερόκλητων, ζητημάτων αλλά ως μια ενδεικτική, παραδειγματική μορφή μονολιθικής
πατριαρχίας (Brown 1992: 76). Έτσι, η πρόταση να εξετάζεται η πορνογραφία σε σχέση
με άλλες μορφές έκφρασης δεν σημαίνει πρόθεση να ειπωθεί ότι όλη η πατριαρχική
κουλτούρα είναι πορνογραφική, αλλά βούληση να διερευνηθούν οι τρόποι με τους
οποίους η πορνογραφία λαμβάνει χώρα και διακρίνεται από άλλα είδη (Nead 1990: 324).
Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει μια διάσταση «αυθαιρεσίας» από πλευράς του
ριζοσπαστικού φεμινισμού όταν κατηγορεί την πορνογραφία για όλα τα δεινά των
γυναικών και ανάγει στην τελευταία όλες τις εμπειρίες ανισότητας των γυναικών από την
εποχή της τυπογραφίας και μετά (Smith 2007Β: 46). Ο ριζοσπαστικός δηλαδή
φεμινισμός, παγκοσμιοποιώντας και γενικοποιώντας την καταπίεση των γυναικών υπό το
πρίσμα της πορνογραφίας, καθιστά τις γυναίκες μια μάλλον «μονολιθική κοινότητα»,
συσκοτίζοντας έτσι την ταξική και φυλετική διάσταση που στις περισσότερες των
περιπτώσεων πολλαπλασιάζουν τα προβλήματα διακρίσεων κατά των γυναικών (Loots
1996: 88, Miller-Young 2010).
Η κριτική σε αυτή την άποψη εστιάζεται κυρίως στο γεγονός ότι έχουμε μια
συλλήβδην κατηγορία για «τσουβάλιασμα» της πορνογραφίας από την πλευρά του
ριζοσπαστικού φεμινισμού, αλλά την ίδια στιγμή αυτό γίνεται μέσα από ένα

14
Είναι στη βάση αυτή που η MacKinnon (1993: 63) έγραψε το περίφημο «η σεξουαλική πράξη και ο
οργασμός δεν αποτελούν επιχειρήματα».
15
Όπως σημειώνει και η Segal (1990: 39), αν η φεμινιστική απόρριψη της πορνογραφίας είναι να αποτελεί
κάτι μεγαλύτερο από το ζήτημα του άγχους και της σύγχυσης σχετικά με τα ζητήματα του σεξ, τότε πρέπει
να εξεταστεί πιο κριτικά και προσεκτικά η δημιουργία εναλλακτικών λύσεων σε όλες τις μορφές
αναπαράστασης και παραγωγής των μέσων.

147
«τσουβάλιασμα» του ίδιου του χώρου υπό το πρίσμα του κατά-της-πορνογραφίας
ρεύματος. Παρατηρείται, δηλαδή, από την πλευρά του ριζοσπαστικού φεμινισμού μια
συνολική κατηγορία της πορνογραφίας ως μορφή πατριαρχικής προπαγάνδας και
κυριαρχίας, παράλληλα όμως παρατηρείται και μια αντίστοιχή αναγωγή από πλευράς
των επικριτών του ριζοσπαστικού φεμινισμού ότι περιορίζεται μόνο στο κατά-του πορνό
ρεύμα του, συσκοτίζοντας έτσι τη συζήτηση γύρω από τα γυναικεία θέματα. Στην ίδια
λογική, για παράδειγμα, είναι και ο χαρακτηρισμός «κατά-της-πορνογραφίας
εικονομάχοι» που αποδίδει ο Hardy (2000: 78) 16, διότι κατά τη λογική του ιστορικού
χαρακτηρισμού, οι ριζοσπαστικές φεμινίστριες και οι υπέρμαχοι των ιδεών τους
συνδύαζαν τόσο την ηρωική αίσθηση της καταπολέμησης βαθιά ριζωμένων
πεποιθήσεων, όπως είναι τα σεξιστικά στερεότυπα του πορνό, όσο και την πιο επίμαχη
απόφασή τους για «σπάσιμο των εικόνων», όπως συνιστά η πρόθεσή τους για
απαγόρευση της πορνογραφίας17.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που οι English, Hollibaugh και Rubin (1982: 45)
χαρακτηρίζουν τη φεμινιστική ρητορική περί απαγόρευσης της πορνογραφίας με σκοπό
το «σώσιμο» των γυναικών και της οικογένειας, δεξιό ριζοσπαστισμό παρά
αριστερόστροφη κριτική18. Για αυτό και, λανθασμένα για τον Stoltenberg (2000: xii),
αναπαράγεται η μομφή ότι ο ριζοσπαστικός φεμινισμός είναι μια μορφή πολιτικής
δράσης που τραβάει διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες - γιατί

16
Ο Kammeyer (2008: 204), πάντως, δεν θεωρεί τον όρο «κατά-της-πορνογραφίας ακτιβιστές» για όλους
όσους αντιμάχονται την αφθονία των σεξουαλικών υλικών στην κοινωνία, διότι οι περισσότεροι εξ αυτών
χρησιμοποιούν τον όρο «πορνογραφία» για να περιγράψουν σχεδόν κάθε σεξουαλικό υλικό.
17
Γενικότερα, θα μπορούσε να παρατεθεί και η κριτική ότι οι ηθικές σταυροφορίες, όπως για παράδειγμα
τοπικού χαρακτήρα κατά-της-πορνογραφίας εκστρατείες (Zurcher Jr. κ.α. 1971), συνήθως «πάνε χέρι-χέρι»
με την πολιτική καταπίεση και την περιστολή των δικαιωμάτων (Wilson 1971: 117).
18
Για τις κοινωνίες που δεν μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα στη σεξουαλικότητα και την πορνογραφία, το
κίνημα κατά της πορνογραφίας αποτελεί, κατά την Rich (1983: 56), ένα όχημα πάνω στο οποίο μπορούν να
ανεβούν όλες οι φεμινίστριες ως μια άλλη αστυνομία επιφορτισμένη τις πολιτικές του σώματος. Για το δε
Goldschmidt (1995), οι κατά της πορνογραφίας δράσεις συνήθως υποκρύπτουν τη θέληση συντηρητικών
να επιβάλλουν τον έλεγχο στα ζητήματα της σεξουαλικότητας, παρά να προστατεύσουν την κοινωνία.
Στην περίπτωση δε των νομοθετικών παρεμβάσεων στην Ρωσία που μελετά, θεωρεί ότι πίσω και από αυτή
τη συντηρητική σεξουαλική ατζέντα εδράζεται μια γενικότερη προσπάθεια επιβολής, ιστορικά
εφαρμοσμένων στην εν λόγω χώρα, αντιδημοκρατικών ιδεών.

148
ουσιαστικά αυτό που κάνει είναι να διχοτομεί τους ανθρώπους, ασχέτως φύλου, σε
αυτούς που απολαμβάνουν και δεν έχουν πρόβλημα με την ερωτικοποίηση της
ανισότητας (παρά την κριτική ότι αυτή γίνεται για ορισμένους αντιληπτή ως μια πρόδηλη
υποτίμηση) και σε αυτούς που παθιασμένα προκρίνουν τη φετιχοποίηση της ισότητας. Σε
κάθε περίπτωση πάντως, μπορεί να ειπωθεί σχηματικά ότι οι κατά-της-πορνογραφίας
φεμινιστικές αντιδράσεις βασίζονταν κυρίως στην κατανόηση της πορνογραφίας ως την
πατριαρχική προπαγάνδα για τη βία κατά των γυναικών και την επακόλουθη κατάστασή
τους (Attwood 2007Β).
Έτσι, οι αιτιάσεις του ριζοσπαστικού, κατά-της-πορνογραφίας φεμινισμού
βρίσκονται σε τρία βασικά επίπεδα: πρώτον η πορνογραφία είναι ηθικά λάθος, δεύτερον
οδηγεί κατευθείαν στη βία κατά των γυναικών, και τρίτον η πορνογραφία αποτελεί και
αυτή καθαυτή βία κατά των γυναικών με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, συνιστά
βία το ότι οι γυναίκες εξαναγκάζονται πολλές φορές να πρωταγωνιστήσουν σε ταινίες
πορνό ή, σε ένα πιο γενικό επίπεδο, το ότι ο καπιταλισμός στο σύνολό του είναι ένα
σύστημα οικονομικού εξαναγκασμού που εξωθεί τις γυναίκες να αποταθούν στο χώρο
της βιομηχανίας του πορνό ώστε να αποκτήσουν κάποιο εισόδημα (Li 2000). Στην ίδια
κατεύθυνση εντάσσονται και μια σειρά από θέσεις που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς.
Για την Hill (1987: 52), για παράδειγμα, είτε αν η πορνογραφία υποκινεί το βιασμό και
το απροσωποποιημένο σεξ είτε όχι, σημασία έχει το ότι δυσφημεί όλες τις γυναίκες στη
βάση ότι σε όλες τους αρέσει να τις φέρονται σαν κάτι «λιγότερο από άνθρωπος». Για τις
Linz και Donnerstein (1988: 184), το υλικό και οι αναπαραστάσεις που θίγουν τις
γυναίκες βρίσκονται πέρα από την περιοριστική λογική της διαμεσολαβημένης
επικοινωνίας σε όψεις της πραγματικής ζωής19. Η δε Mahoney (1992: 101) θεωρεί ότι η
πορνογραφία, συμβάλλοντας στη μείωση του σεβασμού απέναντι στις γυναίκες,
υπονομεύει την κοινωνική και πολιτική συμμετοχή τους στο δημόσιο βίο.
Τη γενικότερη υπονόμευση των γυναικών έχει επισημάνει και η Caputi (2002:
180-1), με το σκεπτικό ότι η πορνογραφία είναι καταστρεπτική για τις γυναίκες διότι
σφετερίζεται και διαστρεβλώνει τα τελετουργικά, τις εικόνες και τα θέματα που

19
Ένα επιπλέον πρόβλημα με την άποψη περί απεικόνισης των γυναικών στην πορνογραφία αποκλειστικά
ως θύματα, είναι και η απειλή της υπονόμευσης του ίδιου του στόχου του φεμινισμού που δεν είναι άλλος
από τη χειραφέτηση και την ενδυνάμωση όλων των γυναικών (Allen 2001: 515).

149
παλαιότερα σήμαιναν τη «γυναικεία ισχύ και θεϊκότητα». Εδώ η κριτική απευθύνεται
στη δυτικοκεντρική, κατά βάση, πορνογραφία που συχνά καθιστά τη γυναίκα ένα
αντικείμενο κτήσης για τον ανδρικό φαλλό και βλέμμα, και που αποτελεί μέρος των
συστημάτων κυριαρχίας που όχι μόνο υποστηρίζουν την κακοποίηση των γυναικών,
αλλά και την αποικιοποίηση των ανθρώπων, τον αποικισμό των λαών και την
εκμετάλλευση της φύσης. Γενικότερα δηλαδή σύμφωνα με τους Perrin κ.α. (2008: 14), η
πορνογραφία αποτελεί ένα κοινωνικό ζήτημα που απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες
ενημέρωσης για την αφύπνιση της προσοχής διότι: 1) η κοινωνία κερδίζει περισσότερα
οφέλη από συλλογικούς κανόνες και πολιτικές πέρα από την επίκληση και εναπόθεση
στις ατομικές επιλογές και την αυτορρύθμιση ενός κλάδου, 2) υπάρχει συνήθως
περιορισμένος έλεγχος και ευθύνη των προσώπων που σχετίζονται στενά με τους
χρήστες, 3) οι ικανότητες των ατόμων να αποφύγουν τις συνέπειες της πορνογραφίας σε
προσωπικό επίπεδο δεν είναι αρκετές για να αλλάξουν το πρόβλημα και να διατηρήσουν
στην πορεία του χρόνου μια τέτοια αλλαγή, 4) η βιομηχανία του πορνό σπάνια λογοδοτεί
για τα «κοινωνικά δεινά» της οποίας τα προϊόντα επιφέρουν, και 5) η εθιστική και
σαγηνευτική φύση της πορνογραφίας καθιστά τη διακοπή μιας τέτοιας συνήθειας
εξαιρετικά δύσκολη που συχνά προϋποθέτει τη βοήθεια ειδικών 20.
Είναι ως απάντηση στα παραπάνω, όπως λέει χαρακτηριστικά η Smith (2007Β:
14), ότι πουθενά δεν είναι το επίπεδο του «πολιτικού αποτροπιασμού» τόσο εμφανές,
όσο στα φεμινιστικά κατά-του-πορνό κείμενα που επικεντρώνονται στους «κινδύνους
της πορνογραφίας». Για αυτό και οι κατά-της-πορνογραφίας φεμινίστριες έχουν
κατηγορηθεί για χειραγώγηση της εμπειρικής έρευνας για δικό τους όφελος, αλλά και
επιφανειακές εκτιμήσεις όταν, για παράδειγμα, βασίζουν τις αναλύσεις τους μόνο στις
πρώτες, διαφημιστικού τύπου απεικονίσεις (teaser) στις πορνογραφικές ιστοσελίδες και
όχι στο συνολικό τους περιεχόμενο (Wilton 2004: 150)21. Οι δε παραδοσιακές

20
Η πορνογραφία αποτελεί για ορισμένους και ένα γενικότερο ζήτημα δημόσιας υγείας (Health Services
Reports 1972, Perrin κ.α. 2008). Βέβαια, αυτή η προσέγγιση οδήγησε και σε εξαιρετικά απλοϊκά σκεπτικά
του τύπου ότι η πορνογραφία, όπως συγκεκριμένα φάρμακα ή ναρκωτικά, είναι κοινωνικά αποδεκτή αν
καταναλώνεται σε μικρές δόσεις, οπότε και θα πρέπει να βρεθεί ένα «μέτρο υπολογισμού» αυτών των
δόσεων που δεν αποδιοργανώνει ούτε την ατομική ούτε την κοινωνική υγιεινή ζωή (Bonniwell 1971: 98).
21
Η κατά τα άλλα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση της Dines (2009) αποτελεί, ενδεχομένως, ένα
παράδειγμα που εμπίπτει στην εν λόγω κριτική της Wilton.

150
ερευνητικές μελέτες που επιχειρούν να αποδείξουν μια αιτιώδη σχέση μεταξύ
πορνογραφίας και βίαιης συμπεριφοράς, φαίνεται να αποτελούν σε κάποιο βαθμό
αμφίβολους συμμάχους του κατά-της-πορνογραφίας φεμινισμού. Όπως δηλαδή
υποστηρίζει η και η Boyle (2000), ο συγκεκριμένος χώρος θα πρέπει να απορρίψει το
μοντέλο των επιδράσεων και να επιστρέψει στο κρίσιμο ερώτημα του πώς ορισμένες
πορνογραφίες παράγονται και καταναλώνονται με τρόπους που είναι καταχρηστικοί για
τις γυναίκες.
Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσονται και μια σειρά από κριτικές επισημάνσεις για
τις θέσεις του κατά-της-πορνογραφίας ρεύματος. Για παράδειγμα, στην κριτική του
ριζοσπαστικού φεμινισμού ότι στην πορνογραφία αναπαρίστανται οι πατριαρχικοί μύθοι
για τη γυναικεία σεξουαλικότητα και η λογική της φαλλικής κυριαρχίας, η Koch (1981:
160) αντιτάσσει την σκέψη ότι ίσα-ίσα η πορνογραφία δεν είναι μια έκφραση των
κυρίαρχων ανδροκρατικών σεξουαλικών πρακτικών, αλλά μια αποτύπωση των
ελλειμμάτων και των ελλείψεών τους σε μια προσπάθεια αποκατάστασης των μη
κατορθωμένων σεξουαλικών φαντασιώσεων στην πραγματική ζωή. Στην έρευνα των
Cowan και Dunn (1994) πάνω σε ρητά σεξουαλικά υλικά, οι μορφές ανισότητας που
βασίζονταν σε συγκεκριμένες δράσεις κρίθηκαν πιο υποτιμητικές από την ανισότητα ως
γενική κατάσταση, αλλά και οι δύο τύποι ανισότητας κρίθηκαν υποτιμητικοί σε σχέση με
το ισότιμο σεξ. Σε γενικές γραμμές δηλαδή, τα ευρήματά τους υποστηρίζουν ότι είναι η
φεμινιστική θεώρηση περί υποταγής των γυναικών που θεωρείται ως κάτι υποτιμητικό,
και όχι η αναπαράσταση του σεξ αυτή καθαυτή. Οι Mills και Armstrong (2006: 950)
αναρωτιούνται χαρακτηριστικά: αν είναι αλήθεια ότι η πορνογραφία περιστρέφεται γύρω
από τις έννοιες της κυριαρχίας, της υποτίμησης, της βίας και της σκληρότητας που
κατευθύνεται κυρίως προς τις γυναίκες, πώς τα σεξουαλικά υλικά που παράγονται από
λεσβίες για λεσβίες εντάσσονται σε αυτή την ευρεία γενίκευση; Η δε «ουσιοποίηση»
(essentializing) της πορνογραφίας για την Smith (2007Β: 19), στη λογική ότι
επικεντρώνει σε μια ανδρικά οριζόμενη σεξουαλικότητα, οδηγεί στην πραγμοποίηση
(reification) του τρόπου προσέγγισής της ως ένα είδος που στη βάση του προάγει και
αναπαράγει την υποταγή των γυναικών. Πρόκειται για μια θεώρηση που συμπυκνώνει,
ουσιαστικά, τις ενστάσεις των κατά-της-λογοκρισίας φεμινιστριών που αντιμάχονται την
εξίσωση της πορνογραφίας με την ανδρική σεξουαλικότητα.

151
1.4.3 Υποτίμηση και αντικειμενοποίηση

Αν έπρεπε, σχηματικά και αφαιρετικά, να σταχυολογηθούν οι συνολικές, φεμινιστικά


προσανατολισμένες κριτικές αναφορικά με τον προβληματικό χαρακτήρα του
πορνογραφικού περιεχομένου, τότε θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί ότι αυτές
περιστρέφονται γύρω από τις έννοιες της υποτίμησης/υποβάθμισης (degradation) και της
αντικειμενοποίησης (objectification) 22. Αναφορικά, πρώτα, με τον καθορισμό του τί είναι
υποβαθμιστικό, εξευτελιστικό ή απάνθρωπο, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν μια
σειρά από θέματα όπως: υποτιμητικές δράσεις οι οποίες περιλαμβάνουν την χρήση
προσβλητικής γλώσσας ή τη μειωτικά προσανατολισμένη εκσπερμάτωση στο πρόσωπο
ενός ατόμου, εξουσιαστικές προβολές όπου ο ένας από τους συμμετέχοντες φαίνεται να
είναι σε λιγότερο ισχυρή και σαφέστατα υποταγμένη θέση από τον άλλο,
αντικειμενοποιητικές αναπαραστάσεις όπου συνήθως γυναίκες απεικονίζονται ως
αντικείμενα που θα χρησιμοποιηθούν για σεξουαλική ευχαρίστηση - ακόμα και οι
υποδηλώσεις μιας αδιάκριτης διαθεσιμότητας που παρουσιάζει τις γυναίκες ως ακόρεστα
πρόθυμες να έχουν άμεση σεξουαλική επαφή με τον οποιοδήποτε, παράλληλα με μια
απόλυτη λατρεία του πέους που δίνει μια μονολογική έμφαση στην κεντρικότητά του ως
εργαλείο και σύμβολο της σεξουαλικής ηδονής (Malamuth 1993: 572). Γενικότερα, στη
βιβλιογραφία η έννοια της υποβάθμισης/εξευτελισμού, όπως και η έννοια της
απανθρωποποίησης (dehumanization), περιλαμβάνει κατά βάση έναν υποβιβασμό
κοινωνικής τάξης ή θέσης, υποβιβασμό που συνιστά, σε τελευταία ανάλυση, μια απώλεια
των προνομίων και δικαιωμάτων στο επίπεδο της ανθρώπινης υπόστασης (1993: 572) 23.
Στην ίδια λογική, το να υποτάσσεις έναν άνθρωπο ή μια ομάδα ανθρώπων
σημαίνει, για την Vadas (1987: 506), την υπαγωγή τους σε μια κατηγορία όπου η εγγενής

22
Έχει τη σημασία της και η άποψη του Sherman (1995: 689) ότι η φεμινιστική λογική των κατά-του-
πορνό επιχειρημάτων στη βάση των εν λόγω εννοιών επεκτείνεται και στην γκέι ανδρική πορνογραφία.
23
Αξίζει σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι η κριτική περί υποτίμησης των γυναικών στην πορνογραφία
κυριαρχεί και σε ισλαμογενείς χώρες όπως δείχνει η έρευνα των Abbas και Fadhli (2008). Από την άλλη,
φαίνεται ότι θα χρειαστεί και άλλος χρόνος για τους ανθρώπους στην Ασία και την Μέση Ανατολή για να
χαλαρώσουν ή να τροποποιηθούν οι νόμοι περί αισχρότητας, ώστε να επιτρέπεται η διακίνηση
πορνογραφίας με αντίστοιχους τρόπους με αυτούς που λαμβάνουν χώρα στο δυτικό κόσμο, παράλληλα
βέβαια και με χειραφετικές αλλαγές και στο πεδίο της κυρίαρχης σεξουαλικής ηθικής (Hong 2008).

152
ηθική τους αξία (inherent moral worth) δεν είναι «πρώτης τάξεως», και των οποίων τα
δικαιώματα είναι, αντίστοιχα, μικρότερης εμβέλειας και σημασίας από αυτά των άλλων.
Η εν λόγω όμως προσέγγιση της έννοιας της υποταγής από την Vadas καθίσταται
αντικείμενο κριτικής από τον Parent (1990: 210), ο οποίος θεωρεί ότι προκαλεί μια
εννοιολογική ασάφεια και δυσκολία - με την έννοια ότι η ιδέα της εγγενούς ηθικής αξίας
χρειάζεται περαιτέρω αποσαφήνιση, ιδίως υπό το πρίσμα της άποψης ότι οι φορείς αυτής
της αξίας μπορεί να κατατάσσονται σε κάποιο είδος ιεραρχίας. Η έκκληση, δηλαδή, προς
μια εγγενή ηθική αξία θα έπρεπε να χρησιμεύει στο να αποκλείεται οποιαδήποτε τέτοια
κατάταξη24. Εξάλλου, δεν είναι κάθε ενέργεια που βλάπτει τις γυναίκες μια ένδειξη
υποταγής, ούτε όλες οι παραστάσεις που απεικονίζουν τις γυναίκες με μια αρνητική
χροιά τις υποτάσσουν (Vadas 1987: 506). Σε κάθε περίπτωση, είναι άλλο το να είναι
κάποιος προσβλητικός και άλλο το να είναι κάποιος επιβλαβής (Durham III 1986: 102).
Σε αυτό το πλαίσιο, η πορνογραφία είναι για την Radford (2007) μια
αναπαράσταση του μίσους, μια ερωτικοποίηση δηλαδή του μίσους λόγω της σύνδεσης
της πορνογραφίας με τις σεξουαλικές σχέσεις της ανδρικής κυριαρχίας, της βίας κατά
των γυναικών, της φυλετικής βίας και των εγκλημάτων μίσους. Βέβαια, αυτό που η
ριζοσπαστική φεμινιστική ανάλυση θεωρεί «πορνογραφική δομή της αναπαράστασης»,
ουσιαστικά δηλαδή την αντικειμενοποίηση των γυναικών, αποτελεί κοινό τόπο σε
πολλές εκφάνσεις της τέχνης (Sheets 1991: 640). Όμως, με την απεικόνιση των γυναικών
ως υπαγόμενες στους άνδρες στις σεξουαλικές σχέσεις, η πορνογραφία ερωτικοποιεί την
ανδρική υπεροχή, καλλιεργώντας έτσι μια συνήθεια διέγερσης όχι μόνο από τις
σεξουαλικές αναπαραστάσεις, αλλά και από την υποβάθμιση των γυναικών μεταξύ των
συμμετεχόντων (Glascock 2005: 45). Η πορνογραφία, δηλαδή, διδάσκει αριστοτεχνικά
στους άνδρες, σύμφωνα πάντα με τη ριζοσπαστική κριτική, όχι μόνο ότι οι γυναίκες
υπάρχουν απλώς για την ευχαρίστησή τους, αλλά και ότι οι απολαμβάνουν τη δουλεία,

24
Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης έχει ενδιαφέρον η θέση του Glascock (1996) ότι η απόφαση του
Ανώτατου Δικαστηρίου του Καναδά στην υπόθεση Regina εναντίον Butler να αποδεχθεί το επιχείρημα ότι
ο νόμος περί αισχρότητας θα πρέπει να βασίζεται στην βλάβη και όχι στην ηθικότητα (morality), δεν
συνιστούσε την πλήρη αποσύνδεση της προσέγγισης με άξονα την ηθική στην αισχρότητα. Και αυτό διότι
στο βαθμό που οι έρευνες στις οποίες η απόφαση βασίστηκε δεν περιορίζονται στην πορνογραφία, θα
έπρεπε το δικαστήριο να συμπεριλάβει και όλες τις αναπαραστάσεις που περιέχουν επιβλαβή μηνύματα,
ανεξάρτητα από το βαθμό στον οποίο αυτά είναι σεξουαλικά προσανατολισμένα.

153
τη βιαιοπραγία ακόμα και τα βασανιστήρια - απεικονίζοντας έτσι μια ερωτικοποίηση της
κυριαρχίας, της υποβολής και της υποτίμησης και, άρα, ενισχύοντας την
πρόκληση/πρόσκληση για υποταγή των γυναικών (Bart 1985: 284) 25.
Όπως λέει χαρακτηριστικά και η Russo (1998: 9 όπως αναφέρεται στο Kammeyer
2008: 111), οι κατά-της-πορνογραφίας φεμινίστριες δεν επιτίθενται στα σεξουαλικά
υλικά καθαυτά, αλλά στις δομές και τη δυναμική της σεξουαλικής ανισότητας,
κακομεταχείρισης, κακοποίησης και βίας που προκύπτουν σε σχέση με την παραγωγή,
διανομή και κατανάλωση της πορνογραφίας. Για αυτό και για την Dines (2010Γ) 26, από
την στιγμή που εξεταστούν και αναδειχθούν πλήρως οι τρόποι με τους οποίους η
βιομηχανία του πορνό λειτουργεί στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας, τότε θα
γίνει και πλήρως κατανοητό το ότι οι πορνογράφοι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τη
σεξουαλική απελευθέρωση και ενδυνάμωση, παρά για την αύξηση των κερδών τους. Το
δε πρόβλημα στο οποίο εστιάζει η Dines (2010Β), είναι η επιτυχία της βιομηχανίας του
πορνό να ταυτίσει το σεξ με την πορνογραφία, έτσι ώστε όποιος αντιτάσσεται στο πορνό
να θεωρείται και κατά-του-σεξ. Το παράδειγμα/αναλογία που χρησιμοποιεί είναι ότι αν
κάποιος ασκεί κριτική στο ανθυγιεινό, βιομηχανοποιημένο, αντι-οικολογικό φαγητό των
McDonald’s που βασίζεται σε εργασιακές σχέσεις εκμετάλλευσης, δεν σημαίνει και ότι
είναι κατά-του-φαγητού γενικότερα. Έτσι, με τη διαιώνιση ή κατασκευή υποτιμητικών
μύθων σχετικά με τις γυναίκες για λόγους οικονομικού οφέλους, η βιομηχανία του πορνό
αντιμετωπίζει την κατηγορία των γυναικών μόνο ως μέσο και όχι ως τα άτομα μιας
κοινωνικής ομάδας, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση όλων των μελών της σε μια
κατηγορία κάτω από αυτή της πλήρους ανθρώπινης κατάστασης, σε μια κατηγορία όχι
υποκειμένου αλλά αντικειμένου (Hill 1987: 39).

25
Για τον Gracyk (1987) οι πορνογραφικές αναπαραστάσεις θα πρέπει να προσεγγίζονται με όρους
«πορνογραφικής στάσης» (pornographic attitude), με την έννοια να γίνεται κατανοητό το όλο πλαίσιο
αναπαράστασης και όχι μόνο του θέματός της. Έτσι, η κατά περίπτωση κρίση θα βοηθήσει στην αποφυγή
της λογοκρισίας ρητά σεξουαλικών έργων και υλικών που δεν θα θεωρούνται απαράδεκτα. Εξάλλου, το
σκεπτικό ότι η σεξουαλική απεικόνιση μπορεί να είναι μια πηγή δύναμης και εξουσίας δείχνει ότι η
ανάγνωση της πορνογραφίας πλαισιώνεται από αρκετά διαφορετικούς, έως και αντιθετικούς, τρόπους και
δεν συνιστά, αναγκαστικά, «κίνδυνο» για τις γυναίκες και πεδίο ρύθμισης (Attwood 2004: 15).
26
Η Gail Dines, μετά το θάνατο της Andrea Dworkin, αποτελεί ίσως την πιο εμβληματική μορφή του
κατά-της-πορνογραφίας κινήματος σήμερα (Bindel 2010).

154
Στην κουλτούρα δηλαδή της εμπορευματικής πορνογραφίας η αντικειμενοποίηση
του γυναικείου σώματος ως πεδίο ικανοποίησης των σεξουαλικών φαντασιώσεων που
παραπέμπουν στην υποδούλωση της γυναίκας, αποτελεί το παρεπόμενο μιας
αισθητικοποίησης και «εξιδανίκευσης» του γυναικείου σώματος, του σεξ και της βίας σε
ένα πλαίσιο «απο-φυσικοποίσησης του σεξ» (de-naturalization of sex) όπου σταδιακά
χάνεται η ίδια η χαρά της σεξουαλικής πράξης (Bernstein 2004: 8). Η αντικειμενοποίηση
δηλαδή θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για το ερωτικό βλέμμα (Attwood 2004: 15),
το οποίο λαμβάνει χώρα όμως σε ένα ναρκισσιστικό πολιτισμό όπου το σώμα
αναπαρίσταται ευρέως ως ένα αντικείμενο για απεικόνιση και ένα βασικό συστατικό
στοιχείο του εμπορεύσιμου εαυτού (Featherstone 1996: 170-9). Υπό αυτή την έννοια, η
ριζοσπαστική θεώρηση ότι οι άνθρωποι αντικειμενοποιούνται στο πορνό δεν θα πρέπει,
σύμφωνα με την Toolin (1983: 173), να ιδωθεί τόσο ως ένα πρόβλημα της κοινωνίας που
θα πρέπει να επιλυθεί, αλλά ως ένα γενικότερο σύμπτωμα κοινωνικής αλλοτρίωσης,
ηθικής κατάπτωσης και πολιτισμικής παρακμής.
Σε αυτό το πλαίσιο, η γνωστή αμερικανίδα φιλόσοφος Martha Nussbaum (1995:
257) προκρίνει επτά διαφορετικές έννοιες που εμπλέκονται στην ιδέα της
αντικειμενοποίησης και καμιά από τις οποίες δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε από τις
άλλες. Αυτές είναι: 1) η εργαλειακότητα (instrumentality), όπου το αντικείμενο
αντιμετωπίζεται ως ένα εργαλείο για τους σκοπούς κάποιου, 2) η άρνηση της αυτονομίας
(denial of autonomy), όπου στο αντικείμενο δεν αναγνωρίζεται επαρκώς η αυτονομία και
η αυτοδιάθεση, 3) η αδράνεια (inertness), όπου στο αντικείμενο δεν αναγνωρίζεται η
ιδιότητα του φορέα δράσης και η ικανότητα για δράση, 4) η υποκαταστασιμότητα
(fungibility), όπου το αντικείμενο αντιμετωπίζεται ως κάτι ανταλλάξιμο είτε με
αντικείμενα του ίδιου τύπου είτε άλλων τύπων, 5) η «παραβατότητα» (violability), όπου
το αντικείμενο αντιμετωπίζεται ως κάτι που δεν νοείται με όρους ακεραιότητας αλλά
επιτρέπεται να χωριστεί, σπάσει ή κομματιαστεί, 6) η ιδιοκτησία (ownership), όπου το
αντικείμενο υπόκειται στη λογική της ιδιοκτησιακής κατοχής, και 7) η άρνηση της
υποκειμενικότητας (denial of subjectivity), όπου το αντικείμενο αντιμετωπίζεται ως κάτι
του οποίου η όποια εμπειρία και τα όποια συναισθήματά του δεν χρειάζεται να ληφθούν
υπόψη. Εννοείται ότι η αντικειμενοποίηση ενός ανθρώπου και η μεταχείρισή του ως
αντικείμενο από έναν άλλον άνθρωπο είναι που ενδιαφέρει, διότι το να φέρεσαι στα

155
πράγματα ως αντικείμενα δεν συνιστά αντικειμενοποίηση. Για αυτό και συμπληρώνει ότι
αντικειμενοποίηση είναι η μεταχείριση ενός ανθρώπου με έναν ή περισσότερους από
τους επτά παραπάνω τρόπους (1995: 258). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η ιδεοτυπικού
χαρακτήρα τυπολογία της Nussbaum αποτελεί μια πιο αναλυτική προσέγγιση της
αντικειμενοποίησης από αυτές που απαντώνται στα κείμενα περί πορνογραφίας και
εντάσσεται σε μια γενικότερη θεώρηση της έννοιας. Υπό αυτή την έννοια, μια κατά
Nussbaum θεώρηση της αντικειμενοποίησης στο πορνό δεν συνιστά την οιονεί αυτόματη
ισοδυναμία μιας γυναίκας με ένα αντικείμενο, αλλά τη μερική/ελλειμματική απόδοση
στη γυναίκα της ιδιότητας του υποκειμένου (Assiter 1996: 282) 27.
Βέβαια, σαρωτικές και μονοδιάστατες εκτιμήσεις περί του αντικειμενοποιημένου
ρόλου των γυναικών στην πορνογραφία και της ενσωμάτωσης και αναπαραγωγής των
αξιών της πατριαρχίας σε αυτή, δεν μπορούν να εξαχθούν από λεπτομερείς και
διεξοδικές αναλύσεις ετερόκλητων πορνογραφικών κειμένων, τα οποία δεν είναι όλα ως
είδη πορνογραφίας «άσεμνα, ανήθικά, υπερβατικά και καρναβαλικά» (Attwood 2002Α:
94). Για αυτό και η Attwood (2004: 13) θεωρεί ότι, παρά το γεγονός ότι οι έννοιες της
πορνογραφίας και της αντικειμενοποίησης εφιστούν την προσοχή στους
χαρακτηριστικούς κώδικες και πρακτικές που υποδηλώνουν το σεξ, τους κανόνες του και
την παραβατικότητά του, έχουν λίγα να πουν για τη σημασία όλων αυτών ανά πάσα
στιγμή. Όπως μάλιστα τονίζει χαρακτηριστικά και η Smith (2007Β: 18), η εμμονή στις
κριτικές γύρω από τις έννοιες της υποταγής και της σεξουαλικής αντικειμενοποίησης ως
τις πλέον καθοριστικές συμβάσεις της πορνογραφίας, προκύπτει και από μια απομόνωση
των ταινιών από το πλαίσιο κατανάλωσής τους και τη μελέτη τους αποκλειστικά ως
φιλμ. Όμως σε αυτή την περίπτωση, υπάρχουν δύο παράμετροι που δεν θα πρέπει να
λησμονούνται: πρώτον, η υποταγή και η εξάρτηση ως έννοιες μπορούν να
«ανακαλυφθούν» σε κάθε είδος ταινίας αν αγνοηθούν οι υπόλοιποι κώδικες και
παράμετροι ενός είδους, και δεύτερον, υπάρχει πρόβλημα αναφορικά με τη μονολογική
αναγνώριση της υποταγής ως απαραίτητο γνώρισμα του πορνό, διότι αυτό προϋποθέτει
μια στάση απέναντι στην πορνογραφία ως ένα είδος που δεν υπόκειται σε αλλαγές
αναφορικά με την «αρχική», «βασική» σύλληψή του.

27
Γενικότερα, ο έλεγχος των ανδρών πάνω στις γυναίκες και η αντιμετώπισή τους ως αντικείμενα αποτελεί
για τον Sunstein (1992) το πιο μελανό σημείο της πορνογραφίας.

156
Υπό αυτή την έννοια για την Myers (1987: 195 όπως αναφέρεται στο Attwood
2004: 13), η προσέγγιση ότι η έννοια της εκμετάλλευσης ενυπάρχει εξ ορισμού στην
αναπαράσταση κάθε γυναικείας σεξουαλικότητας παρά την όποια πλαισίωσή της, μπορεί
κάλλιστα να οδηγήσει σε μια «αναγωγική ουσιοκρατία» (reductive essentialism). Με
άλλα λόγια, μπορεί πράγματι οι εν λόγω αναπαραστάσεις να ενέχουν στοιχεία
αντικειμενοποίησης όμως, σύμφωνα με την Myers (1987: 198-9 όπως αναφέρεται στο
Attwood 2004: 13), αυτό είναι κάτι που πρέπει να διαφοροποιηθεί και να αποσυνδεθεί
από την αυτόματη εξαγωγή του συμπεράσματος ότι κάθε εικόνα τέτοιου τύπου συνιστά
αποκτήνωση, εμπορευματοποιημένη εκμετάλλευση και αλλοτρίωση. Εξάλλου, το
πρόβλημα δεν είναι η ίδια η έννοια της αντικειμενοποίησης, η οποία είναι σε κάποιο
βαθμό μόνιμα παρούσα σε κάθε ρητά σεξουαλικό υλικό, όσο η φετιχοποίηση του
γυναικείου σώματος σε κάθε εκδοχή της δυτικοκεντρικής οπτικής κουλτούρας (Polinska
2000: 63). Συνολικά, δηλαδή, παρά την όποια αδυναμία να οριστεί επακριβώς η έννοια
της αντικειμενοποίησης στο πλαίσιο των πορνογραφικών αναπαραστάσεων, αλλά και να
τεκμηριωθεί η επίδραση και η σημασία της, η κατά-της-πορνογραφίας φεμινιστική
προσέγγιση εξακολουθεί να είναι σημαντική για τον τρόπο που υπογραμμίζει την ανάγκη
να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους οι σεξουαλικά προσανατολισμένες
αναπαραστάσεις κατασκευάζουν το φύλο και μπορούν να είναι εχθρικές προς τις
γυναίκες (Attwood 2004: 8).
Ορθά, λοιπόν, η Segal (1998: 62) επισημαίνει ότι τα κατά-της-πορνογραφίας
φεμινιστικά επιχειρήματα είναι ελκυστικά διότι το μεγαλύτερο κομμάτι της κυρίαρχης
πορνογραφίας ενσαρκώνει την πιο πρόδηλα σεξιστική εικονοποιία. Έχει τη βάση της
δηλαδή η ριζοσπαστική φεμινιστική κριτική της πορνογραφίας όταν εμφατικά τονίζει ότι
το πορνό τείνει να μειώνει το σεξ στη διείσδυση και τον ανδρικό οργασμό, και τις
γυναίκες στα σεξουαλικοποιημένα μέρη του σώματός τους (Shrage 2002: 83). Πιο
συγκεκριμένα, μέσω της πορνογραφίας, το γυναικείο σώμα αντικειμενοποιείται και
τεμαχίζεται σε κομμάτια με την ίδια πάντα στρατηγική, τη σεξουαλικοποίηση και τον
έλεγχο του (Katz 1988: 38) - με τις εικόνες πορνογραφικού περιεχομένου κατά τη
διαδικασία της κατασκευής των γυναικών ως αντικείμενα να απομονώνουν συχνά τα
μέρη του σώματος, ιδιαίτερα του γυναικείου, στα γεννητικά όργανα, το στήθος και τους
γλουτούς (Heider και Harp 2002: 289). Έτσι, με όρους Andrea Dworkin (1981: 113), η

157
σεξουαλική αντικειμενοποίηση, αναπόφευκτη συνέπεια της οποίας είναι η στύση,
αποτελεί ένα αξιολογικό σύστημα που ως αναπότρεπτη κατάληξη έχει την
εκσπερμάτωση. Από την άλλη μεριά και σύμφωνα με την Bernstein (2004: 9), όλες οι
άξιες λόγου ανθρώπινες σεξουαλικές πρακτικές περιέχουν (και) στιγμές
αντικειμενοποίησης, επιθετικότητας ακόμα και ζωώδους συμπεριφοράς - στιγμές
εκστατικής απόλαυσης που μπορεί να νοηθούν και ως εμφατικές αποδεσμεύσεις από
τους όποιους πολιτισμικούς κανόνες28. Ο δε Boulton (2008) θεωρεί ότι η μη, έστω και
κριτική, ανάδειξη των απολαύσεων της σεξουαλικής αντικειμενοποίησης και της
φετιχοποίησης του ανθρώπινου σώματος οδηγεί τη ριζοσπαστική φεμινιστική κριτική
στο διπλό κίνδυνο τόσο της περιθωριοποίησης της επιχειρηματολογίας της, όσο και την
απορρόφησή, σύνδεση ή ακόμα και διαγκωνισμό της από το χριστιανικό κατά-της-
πορνογραφίας κίνημα29.

1.4.4 Συντηρητικά ρεύματα και πορνογραφία

Το τελευταίο, το χριστιανικό δηλαδή κατά-της-πορνογραφίας κίνημα, αποτελεί κομμάτι


ενός γενικότερου κοινωνικού ρεύματος που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει τη
συζήτηση περί πορνογραφίας, αυτού της συντηρητικής σκέψης 30. Πιο συγκεκριμένα,
έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους Cottle κ.α. (1989: 323) οι κοινωνικές συμμαχίες που
δημιουργήθηκαν στην πορεία της διαμάχης για το πορνό, με την έννοια ότι η άτυπη

28
Η έρευνά των Ray και Rosow (2010: 541) επιβεβαιώνει ότι όταν ένα κανονιστικό θεσμικό σύστημα είναι
συντονισμένο με τις επικρατούσες ηγεμονικές αξίες, τότε είναι πιο πιθανό οι σεξουαλικές
αντικειμενοποιήσεις να λαμβάνουν χώρα.
29
Το εν λόγω κίνημα με τη γενικότερη μορφή της χριστιανικής δεξιάς έθεσε και συνεχίζει να θέτει μια
σειρά από ζητήματα αναφορικά με το σεξ, την πορνογραφία και το σώμα. Για παράδειγμα, αξίζει να
σημειωθεί ότι η αντιπαράθεση του με δυνάμεις της ομοφυλοφιλικής αριστεράς έθεσε ακόμα και την έννοια
του σώματος στη γενικότερη συζήτηση περί της έννοιας του έθνους (Patton 1998: 356).
30
Γενικότερα, η εναντίωση της συντηρητικής, προτεσταντικής πλευράς στην πορνογραφία έχει τις ρίζες
της στην Βιβλική ερμηνεία και την υψηλή θρησκευτική συμμετοχή που συνιστούν μια ηθική απολυτότητα
και έμφαση στις πεποιθήσεις περί απειλής της δέουσας κοινωνικής ηρεμίας (Sherkat και Ellison 1997:
957). Είναι, με άλλα λόγια, ο βαθιά ατομοκεντρικός, μη κοινωνικοποιημένος εαυτός που οι συντηρητικοί
φοβούνται, θεωρούν ανήθικο και προσπαθούν να αποτρέψουν μέσω της λογοκρισίας της πορνογραφίας
(Paden 1984: 19-20).

158
σύμπραξη των κατά-της-πορνογραφίας φεμινιστριών με τις συντηρητικές δυνάμεις που
είναι υπέρ της λογοκρισίας, οδήγησε σε κάποιο βαθμό στη διαμόρφωση μιας ευρύτερης
θρησκευτικο-συντηρητικής αντιφεμινιστικής ατζέντας - σε αντίθεση με τη συμμαχία των
κατά-της-λογοκρισίας φεμινιστριών με αντίστοιχες μη φεμινιστικές δυνάμεις που
ενδυνάμωσε τη θέση τους στα ζητήματα της σεξουαλικής χειραφέτησης. Οι φεμινίστριες,
δηλαδή, που υποστηρίζουν το νομοθετικό έλεγχο της πορνογραφίας βρίσκονται συχνά
στην ίδια πλευρά με τους συντηρητικούς λόγω των κοινών πεποιθήσεών τους ότι η
πορνογραφία είναι ατιμωτική για τις γυναίκες και συμβάλλει στη βία ενάντια σε αυτές -
με τους συντηρητικούς όμως να επικεντρώνονται εξίσου στις αρνητικές συνέπειες για
την οικογένεια στο σύνολό της και τη γενικότερη ανηθικότητα της ρητής
σεξουαλικότητας (Cowan, Chase και Stahly 1989: 98). Έτσι, παρά το ότι αρκετές
φεμινίστριες μπορεί να φοβούνται κατά βάση τη «συμμαχία» με τους συντηρητικούς,
κάποιες άλλες που υποστηρίζουν το νομοθετικό έλεγχο της πορνογραφίας θεωρούν ότι
μια πολιτική συμμαχία με τους τελευταίους μπορεί να είναι λιγότερο αποτρόπαια από
αυτή με τις κατά-της-λογοκρισίας φεμινίστριες (1989: 98).
Με άλλα λόγια, το λεγόμενο «λόμπι της ηθικής» (moral lobby) και οι κατά-της-
πορνογραφίας φεμινίστριες συμφωνούν ως προς το ότι η συμμετοχή των γυναικών στην
πορνογραφία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εκτροπή - ωστόσο για τους εκφραστές του
πρώτου αυτό φαίνεται ότι στηρίζεται σε μια ουσιοκρατική ιδέα για τη σεξουαλικότητα
των γυναικών, ενώ οι δεύτερες ενδιαφέρονται περισσότερο για μια σειρά από ζητήματα
γύρω από την κατασκευή της γυναικείας σεξουαλικής ιδιότητας του φορέα δράσης (Luff
2001: 86). Παρά δηλαδή το γεγονός ότι τα επιχειρήματα των συντηρητικών κατά της
πορνογραφίας διαφέρουν σημαντικά από αυτά των φεμινιστριών, επειδή ο στόχος τους
είναι «ίδιος», διαμορφώθηκε μια ισχυρή πολιτική συμμαχία, προϊόν της οποίας ήταν,
σύμφωνα με την West (1987: 699), η Έκθεση της Επιτροπής του Αμερικανού Γενικού
Εισαγγελέα Σχετικά με την Πορνογραφία (Attorney General’s Commission on
Pornography Report) το 1986, ή αλλιώς Meese Report όπως έμεινε στην ιστορία. Η
έλλειψη όμως οργανωμένης κοινής κινητοποίησης ανάμεσα στις φεμινίστριες και τους
συντηρητικούς λόγω των ασύμβατων θέσεων των δύο κοινωνικών ομάδων σε άλλα
θέματα, ίσως αποτελεί μια μερική ερμηνεία γιατί εν τέλει το αίτημα της περιστολής της

159
πορνογραφίας περιορίστηκε ως ζήτημα και δεν απετέλεσε ποτέ κεντρικό σημείο
δημόσιας και πολιτικής αντιπαράθεσης (Jelen 1986: 101).
Πιο αναλυτικά, η εν λόγω Έκθεση αναφορικά με τη συζήτηση περί στοιχείων
πορνείας στην παραγωγή πορνογραφικών υλικών στο πλαίσιο της περίφημης Επιτροπής
έθεσε τη βάση για μια νέα, πιο λειτουργική, προσέγγιση της ρύθμισης της αισχρότητας
που δεν θα εστίαζε στην αναζήτηση αιτιακών αποτελεσμάτων, αλλά θα βασιζόταν στην
καταδίκη ενεργειών που ιστορικά αναγνωρίζονταν ως ποινικά κολάσιμες (Bruce 1987:
139)31. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι στα συμπεράσματα της εν λόγω Επιτροπής
τονίζονταν ορθά ότι οι απεικονίσεις βίας ενάντια των γυναικών, ασχέτως αν εντάσσονται
στο πλαίσιο ρητά σεξουαλικών κειμένων, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο
ενδιαφέροντος και δημόσιας προσοχής (Linz, Penrod και Donnerstein 1987: 721) 32. Για
αυτό ακόμα και υπέρ-της-πορνογραφίας οργανώσεις, όπως για παράδειγμα η Backlash
(2007), τονίζουν στα κείμενα τους τη διάκριση μεταξύ συναινούντων και μη, ή ακόμα
και κακοποιημένων, συμμετεχόντων στις πορνογραφικές αναπαραστάσεις. Η δε
περίπτωση των τελευταίων δεν θα πρέπει να εκπίπτει του δημόσιου ενδιαφέροντος, αφού
συνιστά όχι μόνο ένα ευρύτερο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά και ένα από τα πλέον
σημαντικά και κομβικά κριτήρια για το ποιες πορνογραφικές αναπαραστάσεις θα πρέπει
να προστατεύονται από νομοθετικές διατάξεις.
Από το 1957, λοιπόν, που το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ άρχισε να μειώνει
το πεδίο εφαρμογής του νόμου περί αισχρότητας και ανέφερε ότι μερικές απεικονίσεις
του σεξ ή του γυμνού μπορεί και πρέπει να προστατεύονται από το Αμερικανικό
Σύνταγμα παρά τα αρνητικά αποτελέσματά τους για ορισμένα μέλη της αμερικανικής
κοινωνίας, προσπάθησε και να προσδιορίσει την γραμμή μεταξύ των προστατευόμενων
και μη προστατευόμενων πορνογραφικών αναπαραστάσεων. Το πρόβλημα, με άλλα

31
Να σημειωθεί η κριτική που έχει ασκηθεί στη μεθοδολογία που επιλέχθηκε από την Επιτροπή για τη
συλλογή στοιχείων αναφορικά με την άποψη της κοινής γνώμης (Smith, T. 1987), αλλά στην επιλεκτική
χρήση των στοιχείων αυτών (Paletz 1988: 122).
32
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συγκριτική μελέτη της Einsiedel (1988) ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές,
ιστορικής σημασίας η καθεμιά για τη χώρα της, εθνικές επιτροπές (Attorney General’s Commission στις
ΗΠΑ, Williams Committee στην Μεγάλη Βρετανία και Fraser Committee στον Καναδά) που έδειξε ότι
είχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις τόσο στις κοινωνικοπολιτικές ερμηνείες που έδωσαν, όσο και στον
τρόπο που αξιολόγησαν τα ευρήματα της επιστημονικής έρευνας.

160
λόγια, είχε να κάνει με τον εντοπισμό ενός ορισμού της αισχρότητας που διατηρεί τη
δύναμη της όποιας κυβέρνησης για τη ρύθμιση των «χειρότερων» μορφών πορνογραφίας
για την ευημερία των πολιτών, χωρίς όμως να αποτρέπει την εκφορά «πραγματικής
αξίας» λόγου για την κοινωνία (Fee 2007: 1691)33. Παρά δηλαδή τις συνεχόμενες
προσπάθειες να υπάρξει ένας νομικά αποδεκτός ορισμός της αισχρότητας και της
πορνογραφίας στο αμερικανικό δικαιικό σύστημα, φαίνεται ότι αυτός κάθε φορά
κρίνεται εξατομικευμένα από την υποκειμενική κρίση του εκάστοτε δικαστή 34. Υπό αυτή
την έννοια, η περίφημη φράση του δικαστή Potter Stewart ότι μπορεί να μην είναι ικανός
να προσδιορίσει επακριβώς τί είναι πορνογραφία, «αλλά το ξέρω όποτε την δω» (I know
it when I see it), αντικατοπτρίζει τόσο την αδυναμία συγκρότησης ενός κοινά αποδεκτού
όρου/ορισμού, όσο και την σχετικότητα και την αμφιθυμία του γενικότερου φαινομένου
(Hagle 1991: 1039, Tibbetts και Blankenship 1999: 736)35.

1.4.5 Νομικός ορισμός της πορνογραφίας

Την ίδια περίοδο που η Επιτροπή Meese στα μέσα της δεκαετίας του 1980 επιχειρούσε
τον περιορισμό της πορνογραφίας36, λάμβανε χώρα και η προσπάθεια από ένα σημαντικό

33
Σύμφωνα με το περίφημο Miller Test από τη δίκη Miller εναντίον California του 1973, ένα υλικό
θεωρείται αισχρό εάν πρώτον ένας «μέσος άνθρωπος», εφαρμόζοντας σύγχρονα κριτήρια, διαπιστώσει ότι
το έργο στο σύνολό του απευθύνεται προς τη λάγνα πλευρά του ανθρώπου, δεύτερον το έργο απεικονίζει
και περιγράφει με έναν προφανώς προσβλητικό τρόπο σεξουαλική συμπεριφορά όπως αυτή ορίζεται από
την ισχύουσα κατάσταση (ή την ομοσπονδιακή νομοθεσία των ΗΠΑ), και τρίτον το έργο στο σύνολό του
δεν έχει σοβαρή λογοτεχνική, καλλιτεχνική, πολιτική, ή επιστημονική αξία (Li 2000).
34
Για τον σχολιασμό αποφάσεων δικαστηρίων σε δίκες πάνω στην πορνογραφία, βλ. Katz 1969, Funston
1971, The Journal of Criminal Law and Criminology 1973.
35
Η ιστορική αυτή φράση αντικατοπτρίζει και το δόκιμο, πολλές φορές, σκεπτικό ότι αυτό που δεν μπορεί
να αρθρωθεί από μόνο του, μπορεί να εκφραστεί μέσω της σύγκρισης (Harvard Law Review 1963: 1501).
36
Η αποκάλυψη, για παράδειγμα, ότι η ηθοποιός Tracy Lords είχε κάνει τις περισσότερες από τις ταινίες
πορνό της ενώ ήταν ακόμη ανήλικη, χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή Meese ως απόδειξη της ηθικής
διαφθοράς της βιομηχανίας του πορνό. Με αφορμή αυτό, ψηφίστηκε νόμος σύμφωνα με τον οποίον ένας
παραγωγός ή διανομέας πορνό υποχρεούταν να ελέγχει τουλάχιστον δύο μορφές αναγνώρισης της ηλικίας
για κάθε μοντέλο ή ηθοποιό και να τηρεί αντίγραφα της ταυτότητας του κάθε ατόμου στα αρχεία της
εταιρείας. Σύμφωνα με τον Lane (2000: 126 όπως αναφέρεται στο Kammeyer 2008: 140), ενώ σκοπός της

161
κομμάτι του φεμινιστικού κινήματος να επαναπροσδιοριστεί ο όρος «πορνογραφία» ως
παραβίαση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών (Kammeyer 2008: 51). Είναι σε
αυτό το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε από τις Dworkin και
MacKinnon (1988) το The Antipornography Civil Rights Ordinance. Πρόκειται για ένα
διάταγμα που αποτελεί σύνθεση και παράθεση προτεινόμενων τοπικών διατάξεων για
την Πολιτεία της Minneapolis, και αποτυπώνει τα επιχειρήματα και τις προτάσεις ενός
σημαντικού πυρήνα του κατά-της-πορνογραφίας ριζοσπαστικού φεμινισμού με κεντρικό
σημείο την αντιμετώπιση της πορνογραφίας ως παραβίαση των πολιτικών δικαιωμάτων
των γυναικών - μια αντιμετώπιση που θα επιτρέπει στις γυναίκες που θεωρούν ότι
θίγονται από την πορνογραφία να ζητούν αποζημίωση με αγωγή στα αστικά δικαστήρια.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο νομικό ορισμό της πορνογραφίας που χαρακτηρίζει
την πορνογραφία ως μια μορφή έμφυλης διάκρισης και την ορίζει ως «την γραφική
σεξουαλικά ρητή υποταγή των γυναικών μέσα από φωτογραφίες ή/και λέξεις» (the
graphic sexually explicit subordination of women through pictures and/or words) που
περιλαμβάνει μια ή και περισσότερες από τις παρακάτω διαστάσεις όπου οι γυναίκες
παρουσιάζονται: 1) ως αποκτηνωμένα σεξουαλικά αντικείμενα ή εμπορεύματα, 2) ως
σεξουαλικά αντικείμενα που απολαμβάνουν τον πόνο ή την ταπείνωση, 3) ως
σεξουαλικά αντικείμενα που βιώνουν σεξουαλική ευχαρίστηση στο βιασμό, 4) ως
σεξουαλικά αντικείμενα δεμένα ή σωματικά κακοποιημένα, 5) σε στάσεις ή θέσεις
σεξουαλικής υποβολής, δουλικότητας ή απεικόνισης, 6) ως αναγωγή επιμέρους σημείων
του σώματός τους, 7) ως εκ φύσεως «πόρνες», 8) να διαπερνώνται από αντικείμενα ή
ζώα, και 9) σε σενάρια υποβάθμισης, κακοποίησης και βασανιστηρίων που καθιστούν
αυτές τις συνθήκες σεξουαλικές (1988: 36) 37. Η σημαντική, λοιπόν, αλλαγή στον ορισμό
με βάση την προσέγγιση των Dworkin και MacKinnon (1988: 37-8) είναι ο καθορισμός
της πορνογραφίας όχι μόνο ως ομιλία και λόγο, αλλά και ως πράξη. Ως πράξη δηλαδή η
πορνογραφία είναι μια παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη, μια διαδικασία που

νομοθεσίας ήταν η αποτροπή των παραγωγών στην χρησιμοποίηση ανηλίκων, αυτή είχε την ακούσια
συνέπεια να καταστεί πιο αυστηρή για τα πεπραγμένα τους και την τήρηση των λογιστικών τους, θέματα
για τα οποία η βιομηχανία του πορνό είχε προηγουμένως κατηγορηθεί για εμφανή χαλαρότητα.
37
Τη δική της σημασία έχει και η επισήμανση των Dworkin και MacKinnon (1988: 36) ότι η χρήση
ανδρών, παιδιών και διαφυλικών στη θέση των γυναικών σημαίνει ακριβώς τα ίδια πράγματα.

162
κατασκευάζει το τί είναι μια γυναίκα, μια «πολιτική πρακτική εξουσίας και έμφυλων
διακρίσεων» (MacKinnon 1987: 171-5 όπως αναφέρεται στο Palczewski 2001: 7). Η μη
συμπερίληψη όμως στον ορισμό της πορνογραφίας των περιπτώσεων που θα μπορούσαν
να αιτιολογηθούν, δίνει ακριβώς το στίγμα τους ότι η πορνογραφία μόνο με έναν τρόπο
λειτουργεί εν τέλει (Adler 1996: 1531). Για αυτό και η πρότασή τους για καταστολή της
πορνογραφίας συνιστά, για την Strossen (1995), μια επιστροφή στα αρχαϊκά στερεότυπα
που αποτέλεσαν τη βάση το 19ο αιώνα για νόμους που απαγόρευαν τη χυδαία ή με
σεξουαλικά υπονοούμενα γλώσσα να χρησιμοποιείται παρουσία γυναικών.
Στην ίδια λογική, η Rubin (1993: 36-7) απαριθμεί μια σειρά από λόγους γιατί η
χρησιμοποίηση της «βολικά επεκτάσιμης» έννοιας της πορνογραφίας από το φεμινιστικό
κίνημα, το βοήθησε να αποκτήσει σχετικά μεγάλη αξιοπιστία σε σχέση με τους
«αστήρικτους ισχυρισμούς και τις εξωπραγματικές απαιτήσεις» του 38. Αυτοί είναι: 1) Η
πορνογραφία ήταν ήδη στιγματισμένη και πριν από την άνοδο του δευτέρου
φεμινιστικού κινήματος. 2) Είναι συχνά εύκολο για τις γυναίκες να δέχονται την
υπερβολική περιγραφή της πορνογραφίας επειδή οι περισσότερες δεν είναι εξοικειωμένες
με το πορνογραφικό υλικό, τις συμβάσεις, τις έννοιες και τα νοήματά του. 3) Το
μεγαλύτερο κομμάτι της πορνογραφίας είναι σεξιστικό διότι παραδοσιακά είχε ως στόχο
το ανδρικό κοινό και το τί αυτό επιζητεί να δει όταν θέλει να αυνανιστεί. 4) Το εμπορικό
πορνό δεν καταφέρνει να ωραιοποιήσει και θεαματοποιήσει το σεξ κατά τον τρόπο που
αυτό αναπαρίσταται στις εμπορικά πετυχημένες χολυγουντιανές παραγωγές. 5) Η κατά-
της-πορνογραφίας ιδεολογία πατάει πάνω στα συναισθήματα μιας μερίδας ανθρώπων
που θεωρούν ότι το σεξ είναι κάτι δευτερεύον, λιτό και, ενίοτε, «επαίσχυντο»39. 6) Λόγω
του στίγματος που έχει αποδοθεί ιστορικά στην πορνογραφία, οι λέξεις «άσεμνο» και
«πορνογραφικό» χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν πολλά είδη που προκαλούν έντονη

38
Ένα κομμάτι της όποιας επιτυχίας του κατά-της-πορνογραφίας κινήματος φαίνεται να οφείλεται και
στην ικανότητά του να κινητοποιήσει την επιστημονική έρευνα προς όφελος των επιχειρημάτων του και να
μην βασιστεί στις αρχικές, αφηγηματικού τύπου, αιτιάσεις περί βλάβης στις οποίες είχε αρχικά στηριχθεί
(Segal 1998: 65).
39
Σύμφωνα πάντως με την έρευνα των Wood και Hughes (1984) δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν
ότι η υποστήριξη κινημάτων με ηθικό προσανατολισμό, όπως αυτό του κατά-της-πορνογραφίας,
σχετίζονται με όψεις κοινωνικής κατάστασης ή κινητικότητας ενός ατόμου, παρά μόνο με το πολιτισμικό
περιβάλλον στο οποίο ζει και τις εκπαιδευτικές και κοινωνικοποιητικές εμπειρίες του.

163
αποστροφή. 7) Υπάρχουν, βέβαια, και οι βάσιμες φεμινιστικές ανησυχίες σχετικά με την
πορνογραφία, οπότε εκ των πραγμάτων αυτή δεν μπορεί να μείνει στο απυρόβλητο από
τη φεμινιστική κριτική.
Για αυτό σωστά και η Palczewski (2001: 2) επισημαίνει ότι πριν από κάθε είδους
ανάλυσης της διαμάχης για την πορνογραφία πρέπει να προηγείται μια σαφής κατανόηση
της δυναμικής του ορισμού, διότι από την στιγμή που ένας συγκεκριμένος ορισμός «γίνει
αποδεκτός», τότε και μια συγκεκριμένη πορεία δράσης αναμένεται να ακολουθηθεί. Για
παράδειγμα, εάν η πορνογραφία είναι μια μορφή αισχρολογίας και χυδαιολογίας, τότε οι
ποινικές κυρώσεις θα πρέπει να επιβληθούν εναντίον όλων εκείνων που εμπλέκονται
στην παραγωγή και την χρήση της. Εάν η πορνογραφία είναι μορφή έκφρασης, τότε θα
πρέπει να ενθαρρύνεται σε μια κοινωνία που προκρίνει την ελευθερία του λόγου. Ενώ,
τέλος, εάν η πορνογραφία συνιστά την υποταγή των γυναικών, τότε αστικές και ποινικές
κυρώσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται εναντίον εκείνων που βλάπτουν τις γυναίκες. Κάθε
όμως περίπτωση αποτελεί και μια ξεχωριστή πορεία εννοιολόγησης της πορνογραφίας
όπου ένα πολιτιστικό κείμενο νοείται στο τέλος ως «πορνογραφικό» μέσα από δράσεις
κατηγοριοποίησης και νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων - αυτό, δηλαδή, που ο
Kendrick (1987 όπως αναφέρεται στο Attwood 2004: 12) θα ονόμαζε «πολυετές μικρό
μελόδραμα» (perennial little melodrama).

1.4.6 Η πορνογραφία ως πολιτισμική παράμετρος

Είναι δεδομένο ότι κάθε κουλτούρα έχει το δικό της διακριτό μοτίβο και φάσμα
προσβολών που παράσχει πληροφορίες για τη νοοτροπία και τις αξίες μιας πολιτισμικής
κοινότητας. Βασικός κανόνας εδώ είναι ότι για να θεωρούνται «επιζήμια» τα επίθετα και
οι κατηγορίες προς κάποιο θύμα, θα πρέπει να συσχετιστούν με κάτι που γίνεται
γενικότερα αντιληπτό ως «λάθος» και «κακό» στο πλαίσιο της εκάστοτε κοινωνίας
(Moogk 1979: 526). Έτσι και στην περίπτωση της πορνογραφίας, ο καθορισμός του
βαθμού επικινδυνότητάς της για το κοινωνικό σύνολο γίνεται κάθε φορά και στο
εκάστοτε ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο με όρους κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων και
της όποιας κυρίαρχης άποψης/κουλτούρας στο δημόσιο βίο. Ο «εντοπισμός» δηλαδή
ενός προβλήματος με τα συνοδευτικά θύματα, κακοποιούς και εμπειρογνώμονες,

164
καθιστά δυνατή, σύμφωνα με τον Kendrick (1987 όπως αναφέρεται στο Smith 2010Β:
106), τόσο την κατηγοριοποίηση και τον περιορισμό της πορνογραφίας, όσο και τη
δημιουργία ενός «φανταστικού σεναρίου κινδύνου και διάσωσης». Η διάσταση αυτή
αντικατοπτρίζει και την αντίφαση μεταξύ της κοινής γνώμης που αντιλαμβάνεται
συνήθως την πορνογραφία ως μια απειλή και της ιδιωτικής συμπεριφοράς που
περιλαμβάνει συνήθως την ευρεία κατανάλωσή της. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που,
συνήθως, το κράτος και οι κυβερνήσεις προτιμούν τη δημόσια καταδίκη της «αμαρτίας»
και όχι την ιδιωτική «αποδοχή» της (Smith, Κ. 1999: 731-2).
Στη βάση των παραπάνω λοιπόν, μπορεί να ειπωθεί ότι η πορνογραφία, αλλά και
οι διαμάχες γύρω από αυτή, φαίνεται να απεικονίζουν επαρκώς τις επιμέρους σημαντικές
αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις των συστημάτων αξιών σε μια κοινωνία (McPherson
1999: 689). Η διαμάχη, για παράδειγμα, γύρω από το πορνό στις ΗΠΑ αποτύπωσε με
«ασυνήθιστη ευκρίνεια και καθαρότητα» όλη τη λογική και λειτουργία του εκεί νομικού
συστήματος και της δικαιικής νομιμοποίησής του (Schachter 1988: 94). Οι δε μελέτες
και έρευνες που εστιάζουν σε ιστορικές και τοπικές ιδιομορφίες και διαστάσεις γύρω από
το φαινόμενο της πορνογραφίας, αναδεικνύουν και τον πολυσύνθετο χαρακτήρα του
ζητήματος παραγωγής πολιτικών και επιβολής ρυθμιστικών μέτρων με άξονα το
εκάστοτε πολιτισμικό περιβάλλον των αξιών σε μια δεδομένη κοινωνία. Έτσι, το
παράδειγμα της Αυτοκρατορικής Γερμανίας στα τέλη του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τον
Stark (1981), δείχνει ότι η προσπάθεια περιορισμού μαζικών φαινόμενων, όπως έγινε με
την περίπτωση στιγματισμού και καταστολής της πορνογραφίας, φανερώνει τους φόβους
μιας κοινωνίας απέναντι στο ίδιο το φαινόμενο και το πόσο οι αξίες στις οποίες
υποτίθεται ότι βασίζεται αποδεικνύονται σταθερές ή εύθραυστες. Η δε σταυροφορία
ενάντια στη χαρτόδετη πορνογραφία στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, αντανακλά για την
Speer (2001: 158) την ευρύτερη κοινωνική πάλη που λάμβανε χώρα, με την έννοια ότι οι
λογοκριτές αρνούνταν να αναγνωρίσουν το βαθμό στον οποίο αυτού του είδους η
έκφραση απηχούσε και όχι προκαλούσε κοινωνικές αλλαγές.
Αναφορικά με πιο σύγχρονες, εθνικά προσδιορισμένες περιπτώσεις, η
πορνογραφία φαίνεται να εκφράζει στην Ουγγαρία τη σύγκρουση ανάμεσα σε ένα
κράτος που εξακολουθεί να παρεμβαίνει στους μηχανισμούς της αναπαραγωγής, αλλά
ταυτόχρονα επιθυμεί να «επιτρέψει» στους πολίτες του την ελευθερία ύπαρξης ενός

165
Τύπου χωρίς λογοκρισία (Dolby 1995: 122). Η δε έρευνα των Zhu και Zhou (2003) για
τις απόψεις κινέζων φοιτητών πάνω στην πορνογραφία, εμφάνιζε καταρχήν
«αντικρουόμενα» ευρήματα. Πιο συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων
θεωρούσε ότι η πορνογραφία έχει επιζήμιες επιδράσεις και πρέπει να απαγορευθεί, αλλά
την ίδια στιγμή ένα αντίστοιχα μεγάλο κομμάτι τους ενέτασσε σε θετικές κλίμακες
πολλές όψεις της. Οι ερευνητές απέδωσαν την παραπάνω «αντινομία» ως το αποτέλεσμα
μιας μακροχρόνιας αρνητικής καμπάνιας για την πορνογραφία από το κράτος από τη μια,
και της κατανάλωσης πορνό αλλά και τη βίωση ορισμένων θετικών επιδράσεων από
αυτή, παρά την επίσημη απαγόρευση στην Κίνα, από την άλλη. Στην περίπτωση, τέλος,
της Νορβηγίας, ενώ αρχικά παρατηρούταν μια τάση των γυναικών κατά της
πορνογραφίας, η επίδραση της νορβηγικής μποέμ στην κυρίαρχη εθνική κουλτούρα
οδήγησε τελικά στην υπεράσπιση της πορνογραφίας από αρκετές γυναίκες ως έναν
παράγοντα ενδυνάμωσης του φύλου τους και ως μια σημαντική διέξοδο για τις
σεξουαλικές φαντασιώσεις τους (Sabo 2004: 262).
Στη βάση των παραπάνω λοιπόν, καθίσταται σαφές ότι το ζήτημα της
πορνογραφίας δεν μπορεί να αναχθεί μόνο σε ζητήματα ελευθερίας και λογοκρισίας, δεν
εξαντλείται στο επίπεδο αιτίας και αποτελέσματος, αλλά αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης
και βαθύτερης πολιτισμικής διαδικασίας, αυτή της πολιτικής της σημασίας και του
επαναπροσδιορισμού των νοημάτων (Cameron 1992: 9). Μια συζήτηση δηλαδή σχετικά
με την πορνογραφία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με άξονα το θέμα της
λογοκρισίας, επειδή το όλο ζήτημα είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα θέμα
ελευθερίας του λόγου (Concepcion 1999: 97). Βέβαια, το ποιος στην πραγματικότητα
θέλει να λογοκρίνει την πορνογραφία είναι ένα εξίσου πολύ σύνθετο ερώτημα (Lambe
2004: 291). Για αυτό και η οριοθέτηση της πορνογραφίας αποκλειστικά και μόνο με
όρους ελευθερίας του λόγου, την καθιστά ευάλωτη στην κατά-της-πορνογραφίας
νομοθεσία - με την έννοια ότι η επιβολή τέτοιων ρυθμίσεων θα έθετε σε σοβαρούς
κινδύνους τις δημόσιες, επιστημονικές ή μη, συζητήσεις γύρω από τα ζητήματα της
σεξουαλικότητας (Concepcion 1999: 98). Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η Kipnis (1996:
x-xi όπως αναφέρεται στο Kammeyer 2008: 105) δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη
διαμάχη αν πρέπει ή δεν πρέπει να υπάρχει πορνογραφία διότι, όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά, η πορνογραφία «υπάρχει και δεν πρόκειται να φύγει», για αυτό έχει

166
περισσότερο σημασία να μελετηθεί γιατί υπάρχει, τί έχει να πει και σε ποιον
απευθύνεται. Εύστοχα συνεπώς έχει επισημανθεί ότι ίσως το σημαντικό δεν είναι ότι η
δημόσια απεικόνιση πορνογραφικών εικόνων απειλεί να αποδομήσει πλήρως τη διάκριση
ιδιωτικού-δημοσίου, όσο ότι επαναοριοθετεί τα όρια του τί είναι αποδεκτό να λαμβάνει
χώρα στη δημόσια σφαίρα, κανονικοποιώντας και νομιμοποιώντας το ταυτόχρονα
(Dworkin, R. 1981: 184)40.

1.4.7 Πορνογραφία και ελευθερία

Παρόλα τα παραπάνω, δεν μπορεί και να μην παρατεθούν όψεις της συζήτησης γύρω
από την πορνογραφία με όρους ελευθερίας της έκφρασης και περιστολής του δημόσιου
λόγου. Έτσι, για την Orser (1994: 58), ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης
μπορεί να δικαιολογηθεί όταν η δημοσιοποίηση του σχετικού υλικού θα αποδεικνύονταν
σοβαρά επιζήμια, όταν δεν υπάρχουν λιγότερο παρεμβατικά μέσα για τον
αποτελεσματικό έλεγχο των βλαπτικών επιδράσεων και όταν οι απαγορεύσεις του
σχετικού υλικού δεν θα προκαλέσουν καμιά ζημιά ανάλογη με εκείνη την οποία
στοχεύουν να περιορίσουν. Ο δε Sunstein (1986) θεωρεί ότι μια κυβερνητική/κρατική
λογοκρισία της πορνογραφίας είναι συνταγματικά επιτρεπτή σύμφωνα με την περίφημη
Πρώτη Τροπολογία (First Amendment) του αμερικανικού συντάγματος, το οποίο βέβαια
διακρίνεται για τις ιδιαίτερες προστατευτικές διατάξεις περί ελευθερίας του λόγου και

40
Γενικότερα, η γραμμή μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού είναι πορώδης, δεν είναι ούτε ήταν ποτέ απολύτως
σαφής και ανά τακτά χρονικά διαστήματα επαναπροσδιορίζεται (DeVoss 2002: 77-81). Ενδεικτική είναι η
περίπτωση με τις δημόσιες βιβλιοθήκες που βρίσκονται στο κέντρο των διαμαχών αναφορικά με το αν θα
πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση στην πορνογραφία και ποια θα πρέπει να είναι η γενικότερη στάση
τους πάνω στο εν λόγω ζήτημα (Banks 2007). Για παράδειγμα, η πρόταση της Keyser (2005) είναι, αφού
και το πορνογραφικό υλικό που θα θέλουν να έχουν οι βιβλιοθήκες στη διάθεσή τους έχει να κάνει κυρίως
με χρήση για έρευνα ή διδασκαλία από μέλη του πανεπιστημιακού χώρου, να συλλέγεται εκείνο το υλικό
που θεωρείται αμφιλεγόμενο είτε από τα εγχώρια ή μη μέσα είτε από την τοπική/εθνική κοινότητα που έχει
το δικαίωμα της πρόσβασης σε βασικές πηγές έρευνας, αντί να συγκεντρώνονται αδιακρίτως βιβλία και
έργα που με οποιοδήποτε τρόπο σχετίζονται με πορνογραφικό περιεχόμενο.

167
της έκφρασης41. Και αυτό διότι η πορνογραφία δικαιούται μόνο ένα χαμηλό επίπεδο
μέριμνας ούσα πολύ μακριά από το είδος του λόγου που η Πρώτη Τροπολογία
προστατεύει, αλλά και επειδή οι βλάβες που φέρεται να παράγει το πορνογραφικό υλικό
επαρκούν για να δικαιολογήσουν ρύθμιση και παρέμβαση. Στη θέση του αυτή, και
κυρίως στο κομμάτι που θέτει την πορνογραφία ως χαμηλής αξίας λόγο, ασκεί κριτική ο
Chevigny (1989). Για τον τελευταίο, η πορνογραφία δεν είναι απλά μια αδιαμεσολάβητη
διέγερση, αλλά σε ιδεολογικό επίπεδο είναι ένα επιχείρημα ιδωμένο μέσα από μια
αναπαράσταση που εν τέλει απευθύνεται μόνο σε εκείνους που είναι δεκτικοί και
ανεκτικοί στο «επίπεδο των πιστεύω» (1989: 432).
Στο πλαίσιο της εν λόγω συζήτησης, η Ramsey (2005), αναλύοντας την
πασίγνωστη ταινία του Miloš Forman, The People vs. Larry Flynt (1996), ένα
βιογραφικό δράμα για την άνοδο του εκδότη του πορνογραφικού περιοδικού Hustler και
τις νομικές διαμάχες του για αυτό, τονίζει ότι όλη η ταινία διατρέχεται από δύο βασικούς
και κεντρικούς «μύθους» της αμερικανικής κουλτούρας - τον καπιταλισμό και τον
πατριωτισμό. Η χρήση αυτών των μύθων είναι που επιτρέπει στους δημιουργούς της
ταινίας να ξεπεράσουν τα προβλήματα που προκύπτουν από την ιστορία της ζωής του
Flynt και, στη βάση αυτών και με άξονα την επίκληση στην Πρώτη Τροπολογία, να
απομειώσουν την αξία των ενστάσεων και να συσκοτίσουν μια σειρά από αντιφάσεις και
παραφωνίες (2005: 198). Στην ίδια λογική, ο τρόπος με τον οποίο η εφαρμογή της
περίφημης Πρώτης Τροπολογίας και η μάλλον χαλαρή έννοια της «ελευθερίας της
έκφρασης» διατυπώθηκαν και αναπαράχθηκαν από τα μέσα και τον κινηματογράφο με
αφορμή την περίφημη υπόθεση The People εναντίον Larry Flynt, συνιστά για την
Petersen (2007: 377-8) μια εικόνα του πώς γίνεται αντιληπτή μια προσανατολισμένη σε
ευρύτερα στρώματα κατανόηση της έννοιας της πολιτικής ελευθερίας.

41
Η περίφημη Πρώτη Τροπολογία υιοθετήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1791 ως μια από τις δέκα τροπολογίες
που περιλαμβάνει η αμερικανική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων (Bill of Rights). Σύμφωνα με την εν λόγω
τροπολογία, «το Κογκρέσο δεν θα εγκρίνει νόμο που θα υποστηρίζει την εγκαθίδρυση θρησκείας ή που θα
απαγορεύει την ελεύθερη θρησκευτική λατρεία ή που θα περιορίζει την ελευθερία του λόγου ή του Τύπου
ή το δικαίωμα του λαού να συνέρχεται ειρηνικά και να απευθύνεται στην Κυβέρνηση σχετικά με την
ικανοποίηση παραπόνων του» (μετάφραση δική μου).

168
Πιο συγκεκριμένα, η όλη συζήτηση καταδεικνύει την ιδεολογικοπολιτικά
οριζόμενη κατασκευή της έννοιας της ελευθερίας του λόγου, με την έννοια ότι η
φετιχιστική υπερεπένδυση στην ελευθερία της έκφρασης λαμβάνει χώρα με απώτερο
σκοπό τη δημιουργία της αίσθησης ότι η αμερικανική δημοκρατία αποτελεί ένα ιδεατού
τύπου εξισωτικό, φιλελεύθερο και πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα 42. Για αυτό και ήταν
«φανερό εξ αρχής», στο βαθμό που κάτι τέτοιο μπορεί να ειπωθεί, ότι σε μια κοινωνία
που θέλει να αποκαλείται φιλελεύθερη, ο περιορισμός της πορνογραφίας θα γινόταν
μόνο στην περίπτωση της απόδειξης ουσιαστικής βλάβης στα συμφέροντα μιας
πλειοψηφίας (Gastil 1976: 234). Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να είναι η αφοσίωση,
έμφαση και απόδοση ιδιαίτερης βαρύτητας στην ατομικότητα και την έκφραση της
περίφημης Πρώτης Τροπολογίας που καθιστά δύσκολη κάθε προσπάθεια να αναδειχθεί ο
πλουραλιστικός χαρακτήρας της όποιας «ισότιμης προστασίας» (Post 1988: 335) 43.
Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει μια συνεχής αναζήτηση των τρόπων με τους
οποίους θα μπορούσαν να κατακτηθούν ορισμένα από τα αιτήματα του κατά-της-
πορνογραφίας ριζοσπαστικού φεμινισμού - χωρίς όμως να χρειάζεται να καταπατηθούν
οι αρχές της Πρώτης Τροπολογίας (Kagan 1993: 874). Εξάλλου, από ιστορική σκοπιά οι
φεμινίστριες έχουν κάθε λόγο να «φοβούνται» την κρατική παρέμβαση, αφού το δυτικού
τύπου αστικό κράτος παρέμενε και, κατά βάση, παραμένει ακόμη ανδροκρατούμενο
(Hoffman 1985: 499). Η θέσπιση, δηλαδή, απαγορευτικής νομοθεσίας για την
πορνογραφία θα έθετε σε κίνδυνο ορισμένες νομικές ασφαλιστικές δικλείδες για την
ελευθερία του λόγου, οι οποίες είναι ιδιαίτερα σημαντικές και για τις ίδιες τις
φεμινίστριες (Carse 1995: 156). Επιπλέον, το να θεωρείται μια νομοθετική μεταρρύθμιση

42
Στον πυρήνα της φιλελεύθερης θεωρίας του λόγου είναι η λογική ότι σε τόσο επίμαχα θέματα υπάρχει
χώρος για εύλογη διαφωνία αναφορικά με το εάν τα οφέλη μιας απαγόρευσης αντισταθμίζουν το κόστος
της (Scoccia 1996: 799). Το παράδοξο δηλαδή για τον Holbrook (1977: 45), είναι ότι η φιλελεύθερη
ανεκτικότητα είναι πάντα αντιμέτωπη με το πρόβλημα της ανοχής έναντι των εξελίξεων που απειλούν τις
αξίες στις οποίες στηρίζεται η πρώτη. Για μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση αναφορικά με το ποια θα
πρέπει να είναι μια φιλελεύθερη στάση απέναντι στην πορνογραφία με βάση το έργο του John Stuart Mill,
βλ. Dyzenhaus 1992 και Skipper 1993.
43
Για παράδειγμα, (και) η ανάγκη να προστατευθεί το δικαίωμα των αμερικανών πολιτών να αναζητήσουν
απρόσκοπτα και να βρουν κάθε μορφής λόγο στο διαδίκτυο αποτυπώνεται πλήρως στη λογική της Πρώτης
Τροπολογίας (Simon 1998: 1048).

169
ως ο πυρήνας της φεμινιστικής νομικής πολιτικής συνιστά απόδοση υπερβολικής
σημασίας στη δύναμη της δικαστικής εξουσίας και παράλληλα υποτίμηση της
πολιτικοκοινωνικής δράσης στο πλαίσιο μιας δυτικού τύπου αστικής δημοκρατίας
(Lacey 1993: 111). Για αυτό και το ζήτημα της ρύθμισης και του περιορισμού της
πορνογραφίας μπορεί να αποτέλεσε και να συνεχίζει να αποτελεί αιτία διαίρεσης και
αντιπαράθεσης στο φεμινιστικό κίνημα, εντούτοις όμως δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι
ανέδειξε και συνεχίζει να αναδεικνύει τον πλούτο των ιδεών του και τον πλουραλισμό
των απόψεων εντός του - έστω και αν αυτός εκφυλίζεται ενίοτε σε έναν ιδιότυπο
κατακερματισμό (McGlynn 2010: 190)44.
Για αυτό και στη συζήτηση περί προστασίας του λόγου από τη μη απαγόρευση
της πορνογραφίας, η Langton (1993: 293) αντιτάσσει ότι αν υιοθετηθεί μια τέτοια
προσέγγιση, τότε θα πρέπει να διερευνηθεί και το τί λέει αυτός ο λόγος. Πιο αναλυτικά,
θεωρεί ότι οι κατά-της-πορνογραφίας φεμινιστικές ενστάσεις έχουν βάση στο ότι ο λόγος
αυτός υποτάσσει τις γυναίκες με το να κατατάσσει άδικα τα μέλη μιας κοινωνικής
ομάδας ως κατώτερα, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιεί μια μεροληπτική συμπεριφορά
απέναντί τους (1993: 328)45. Επιπλέον, κατασιγάζει τη φωνή των γυναικών με το να τις
αποτρέπει να αρθρώνουν ορισμένες δράσεις, εμποδίζοντας έτσι, με όρους Austin (1962),
τις σκοπούμενες «απολεκτικές» (perlocutionary) και καθιστώντας ανίσχυρες τις
προτιθέμενες «ελλεκτικές» (illocutionary) πράξεις τους (Langton 1993: 329). Με άλλα
λόγια, η μονοδιάστατη εμμονή στην προστασία του λόγου υπονομεύει σε ρητορικό
επίπεδο, σύμφωνα με την παραπάνω προσέγγιση, την άρθρωση ενός στρατηγικά
προσανατολισμένου λόγου από πλευράς του κατά-της-πορνογραφίας φεμινισμού. Παρά
το γεγονός δηλαδή ότι η ελευθερία της έκφρασης εγγυάται εν γένει την ελεύθερη

44
Στη μελέτη του ο Cowan (1992) περί της ύπαρξης μιας φεμινιστικής στάσης απέναντι στο νομοθετικό
έλεγχο της πορνογραφίας, οι πεποιθήσεις για τη σημασία της προστασίας της ελευθερίας του λόγου και της
ζημίας που προκαλεί η πορνογραφία φάνηκαν να αποτελούν τους ισχυρότερους προγνωστικούς
παράγοντες, ενώ η αξιολόγηση των συνεπειών της πορνογραφίας αποτέλεσε την πιο σημαντική μεταβλητή
στην κατανόηση των κυρίαρχων φεμινιστικών στάσεων απέναντι στον έλεγχό της.
45
Είναι στη βάση αυτή που ο Jensen (2011: 32) θεωρεί ότι μια κριτική της πορνογραφίας δεν υπονοεί ότι η
ελευθερία της ατομικής επιλογής δεν είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, υπογραμμίζει όμως ότι τέτοιου είδους
ζητήματα δεν μπορούν να ανάγονται μόνο στην στιγμή της επιλογής ενός ατόμου, διότι αφορούν μια σειρά
από δικαιώματα των γυναικών που θίγονται.

170
έκφραση των ιδεών όλων, κάποιες δηλώσεις ωστόσο δύναται να απαγορεύονται στη
βάση του τί μπορεί να προκαλέσουν. Υπό αυτή την έννοια, η ομιλία μπορεί να
αποτελέσει δράση (McGowan 2003: 157).
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η MacKinnon (1993: 9) θεωρεί ότι η προστασία της
πορνογραφίας συνιστά και προστασία της σεξουαλικής κακοποίησης ως λόγο. Και αυτό
διότι η χρήση της πορνογραφίας μπορεί να την καθιστά όχι απλώς μια ενέργεια, αλλά
μια, σε τελευταία ανάλυση, αδικοπραξία (Engelmann 2006: 410)46. Για αυτό και ένα
μεγάλο μέρος του νομικού προβλήματος που δημιουργεί η πορνογραφία είναι η προβολή
της ως λόγο και έκφραση αντί για δράση, οπότε και θα μπορούσε ευκολότερα να
στοιχειοθετηθεί η έννοια της διάκρισης και της βλάβης (Bennett 1997: 219). Με άλλα
λόγια, η πορνογραφία για το αμερικανικό δικαιικό σύστημα φαίνεται να είναι επιζήμια
εάν και όταν κάποιος ενεργεί κατά τρόπο που αποδεδειγμένα προκαλεί βλάβη 47. Ιστορικά
όμως έχει αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο η ανάδειξη μιας γραμμικά αιτιώδους
συνάφειας μεταξύ της πορνογραφίας και των όποιων υπό εξέταση «εγκλημάτων» 48.

46
Για μια νομοκεντρική επισκόπηση αναφορικά με την κυρωσιμότητα (sanctionability) της πορνογραφίας,
βλ. Cohen 1994.
47
Η χρήση της έννοιας «κίνδυνος βλάβης» (risk of harm) λειτουργεί ενίοτε σαν το «μπαλαντέρ στα
χαρτιά», εξυπηρετώντας διαφορετικούς σκοπούς ανάλογα με το εκάστοτε πλαίσιο (Valverde 1999: 184).
Για παράδειγμα, η θρησκευτική δεξιά μπορεί να βρει σε αυτή τη ρητορική ένα πεδίο για την ανάπτυξη των
ηθικών ανησυχιών και προβληματισμών της, αλλά και η φεμινιστική κριτική μια επιβεβαίωση των
διακυβευμάτων για τα οποία μάχεται το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της.
48
Το άρθρο, για παράδειγμα, της Bart (1985) που υποστηρίζει ότι ορισμένα είδη της πορνογραφίας
παράγουν επιβλαβείς κοινωνικές επιδράσεις, δέχθηκε δριμεία κριτική από τον Durham III (1986: 95-6) σε
μεθοδολογικό και επιστημολογικό επίπεδο - κυρίως για την τάση της πρώτης να γενικεύσει με αφορμή τα
ευρήματα της έρευνάς της, τάση που την οδηγεί στην άποψη ότι ένδικα και νομικά μέσα θα πρέπει να
επιδιωχθούν. Η απάντηση της Bart (1986: 105) είναι ότι οι ρητορικού χαρακτήρα αιτιάσεις αναφορικά με
το πότε δικαιολογείται η λήψη ρυθμιστικών μέτρων επιτρέπουν την παράβλεψη της πιο σημαντικής
διάστασης, ότι δηλαδή πραγματικοί άνθρωποι έχουν υποστεί πραγματική ζημιά. Στη βάση αυτής της
λογικής, και η Russell (1997) υποστηρίζει σκληρές κυβερνητικές και κρατικές πολιτικές που αναγνωρίζουν
την βλάβη που προκαλεί η πορνογραφία στις γυναίκες λόγω της σύνδεσης που φαίνεται να υπάρχει
ανάμεσα στις πορνογραφικές εικόνες σεξουαλικής βίας και την υψηλή συχνότητα βιασμών - ένα ζήτημα
που σε κάθε περίπτωση παραμένει ακόμη ανοιχτό για την επιστημονική έρευνα.

171
Εξάλλου, μια μονολογική εμμονή στην αρχή της βλάβης ουσιαστικά θα καθόριζε
και ποιες αντιλήψεις μπορούν να καταδικάζονται νόμιμα, κάτι που από φιλελεύθερη
άποψη σημαίνει παράλληλα και τη συρρίκνωση της επίσημης κρατικής ουδετερότητας 49.
Για παράδειγμα, μια πατριαρχική αντίληψη της ζωής δεν είναι κάτι για το οποίο ένα
φιλελεύθερο κράτος πρέπει να είναι ουδέτερο, διότι μια τέτοια αντίληψη συνεπάγεται το
κόστος της ανισότητας των γυναικών (Dyzenhaus 1992: 550). Για αυτό και για τον
Waltman (2008), η κοινωνική ισότητα θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με την ενίσχυση των
έννομων δικαιωμάτων των ατόμων που πέφτουν θύματα από την παραγωγή και
κατανάλωση πορνό. Αντλώντας δε στοιχεία από το νομικό περιβάλλον των ΗΠΑ και του
Καναδά, σημειώνει ότι τα δημοκρατικά ιδεώδη σε αυτές τις χώρες δεν αναγνωρίζουν
συγκεκριμένες έμφυλες ασυμμετρίες αναφορικά με τις βλάβες που υφίστανται οι
γυναίκες σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία.

1.4.8 Ρυθμιστικές πολιτικές της πορνογραφίας

Είναι στη βάση των παραπάνω που έχει προκριθεί το σκεπτικό ότι η εξατομικευτική
προσέγγιση στις βλάβες που μπορεί να έχει υποστεί ένα θύμα διακρίσεων, προσβολής ή
άσκησης βίας, είναι μια λανθασμένη προσέγγιση που συσκοτίζει το γενικότερο
πρόβλημα και την ουσία ενός κοινωνικά προερχόμενου, συλλογικού ζητήματος
(Mahoney 1992: 101, MacKinnon 2001: 71). Υπό αυτή την έννοια, η νομική δυνατότητα
των γυναικών να φέρουν αστικές αξιώσεις για διακρίσεις λόγω φύλου δεν θα πρέπει να
γίνεται αντιληπτή ως ενδυνάμωση ατόμων ή πολιτών, αλλά ως ένα ομαδικό αίτημα που
τίθεται κάθε φορά ξεχωριστά (2001: 71). Σε αυτό το πλαίσιο, η απόδειξη της ζημίας δεν
χρειάζεται να είναι οριστική, αλλά τα δικαστήρια θα πρέπει να σέβονται κάθε εύλογη
νομοθετική δράση όταν απειλείται η ασφάλεια των γυναικών και η κοινωνική ισότητα
γενικότερα (Harvard Law Review 1984: 480). Υπάρχει βέβαια πιθανότητα αρνητικών

49
Για τον Jensen (2011), οι θέσεις αναφορικά με το ευρύτερο φαινόμενο της πορνογραφίας και τις όποιες
παρεπόμενες κρατικές και μη πολιτικές που προκρίνονται στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης είναι
ενδεικτικές για τις διάφορες πολιτικές ομάδες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, οι αριστεροί που, κατά τα
άλλα, «υπερηφανεύονται» για την εστίαση στην ανάλυση των συστημάτων και δομών εξουσίας, στο θέμα
της πορνογραφίας μετατρέπονται σε «ακραία φιλελεύθερους» (2011: 32).

172
συνεπειών από κάθε νομοθετική ρύθμιση για την πορνογραφία, αλλά αυτό δεν σημαίνει
πως δεν θα πρέπει να υπάρχει χάραξη ευρύτερων πολιτικών και στρατηγικών για τα
ζητήματά της (Adams 2000: 31).
Από την άλλη, υπάρχει και η άποψη ότι οι προσεγγίσεις για περιστολή και
περιορισμό της πορνογραφίας αποτυγχάνουν διότι, σε τελευταία ανάλυση, προτείνουν
την επιστροφή σε μια παλαιότερη εποχή κρατικού ελέγχου που δεν συνάδει με τις
δυτικού τύπου πλουραλιστικές δημοκρατίες (Gey 1988: 1566). Εξάλλου, είναι μάλλον
απίθανο η λογοκρισία της πορνογραφίας να «καλυτερεύσει» κατά πολύ την κατάσταση
(Koppelman 2008: 120). Και αυτό γιατί αν η πορνογραφία δίνει έκφραση σε κάτι που
ήδη υφίσταται, τότε η εξάλειψή της δεν θα σημαίνει και αντίστοιχη εξαφάνιση του
ανδρικού σαδισμού και της βίας κατά των γυναικών (Bower 1986: 52). Περισσότερες
ρυθμίσεις, δηλαδή, και λιγότερος λόγος θα σημάνει την παραμονή στις δεσμεύσεις της
πορνογραφικής αντίληψης της σεξουαλικότητας (Cole 1994: 177) 50. Εξάλλου, με την
αποφυγή της αναπαράστασης της σεξουαλικότητας και της επιθυμίας για την ασφάλεια
των γυναικών, περιορίζονται έτσι οι γυναίκες σε κανονικότητες υπαγορευμένες από
άλλες αφηγήσεις, όπως η επιστήμη και η πνευματικότητα, ενώ αποκλείονται οι
πολιτισμικές, απελευθερωτικές εκφράσεις όπως αυτή της τέχνης (Dolan 1987: 174).
Για αυτό ένα από τα αντεπιχειρήματα στην προσπάθεια του ριζοσπαστικού
φεμινισμού να επιβάλλει μέσω του κράτους περιοριστικές και ρυθμιστικές κυρώσεις
στην πορνογραφία είναι ότι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι περισσότερο με την
προσθήκη ακόμα περισσότερων νομοθετικών παρεμβάσεων. Ειδικά στο βαθμό που η
ανισότητα είναι ενσωματωμένη σε κάθε πτυχή του πολιτισμού και οι ήδη υπάρχοντες
νόμοι κατά των διακρίσεων έχουν κάνει σχετικά λίγα για να σταματήσουν την
αναπαραγωγή αρνητικών κοινωνικών προτύπων για τις γυναίκες (Willis 1994: 21).
Βέβαια, στο επιχείρημα ότι η πορνογραφία θα πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτη και

50
Είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι η Williams (1999: 283) είχε εξαρχής επισημάνει ότι όλη αυτή η
πορεία δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως μια κατάσταση μιας «νέας ειλικρίνειας ή αλήθειας» γύρω από τα
σεξουαλικά ζητήματα. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, τασσόταν υπέρ της μη καταστολής του σεξουαλικού
λόγου με την έννοια της μη καταπίεσης των σεξουαλικών μειονοτήτων, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι από
στρατηγική άποψη είναι «προτιμότερο να είσαι από την πλευρά του περισσότερου, παρά του λιγότερου
σεξουαλικού λόγου». Σε ένα πιο ειδικό επίπεδο, παραμένει πάντα και το ερώτημα του γιατί το πεδίο της
σεξουαλικής φαντασίας στην πορνογραφία να ανήκει μόνο στους άνδρες (Adlys 1993: 59).

173
ενδεχομένως να υπαχθεί σε περιορισμούς επειδή καθιστά ερωτική την ανισότητα, η
φιλελεύθερη αιτίαση είναι ότι γενικότερα η έννοια της ανισότητας έχει δοξαστεί και
αισθητικοποιηθεί μέσα από πολλούς τρόπους και ετερόκλητα συλλογικά ή μη
μορφώματα - από τις θρησκευτικές εκκλησίες και τα κόμματα, μέχρι τα φιλοσοφικά
ρεύματα και τις αστικές υποκουλτούρες (Vernon 1996: 631)51. Υπό αυτή την έννοια,
ασκείται κριτική στους ριζοσπάστες που ως άλλοι συντηρητικοί ζητούν την κρατική
παρέμβαση της λογοκρισίας (Gey 2001: 279) 52.
Εξάλλου, θα ήταν πολύ δύσκολο για αυτούς που χαράσσουν πολιτικές και
νομοθετούν να αποδεχτούν την άποψη συγκεκριμένων θεωρητικών για τη διαμόρφωση
αυστηρών κανονιστικών και ρυθμιστικών πλαισίων (Baker 1994: 1209). Η Carol (2007:
17), για παράδειγμα, επισείει ακόμα πιο εμφατικά το φόβο της εφαρμογής
προτεινόμενων νομοθετικών παρεμβάσεων από «νοσηρούς εγκεφάλους, σεξουαλικά
ανίδεους, σεξιστές και ομοφοβικούς αστυνομικούς» που θα κληθούν να κρίνουν κατά
περίπτωση σε ποιον θα πρέπει να ασκηθούν διώξεις και οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση,
παρουσιάζονται ως μάλλον ακατάλληλοι για να προασπίσουν τα ζητήματα των

51
Για την Watson (2007: 469), και από την πλευρά του πολιτικού φιλελευθερισμού μπορούν να ιδωθούν οι
ουσιαστικές ανισότητες μεταξύ των φύλων ως πηγή αδικίας και να προσφερθεί σημαντική συμβολή στην
αντιμετώπισή τους, πέρα από τη μονοδιάστατη υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου και την παρεπόμενη
υπεράσπιση της αυτονομίας του υποκειμένου και της ιδιότητας του φορέα δράσης. Στη βάση των
δυνατοτήτων και των προοπτικών που μπορεί να δώσει η φιλελεύθερη σκέψη, η Roche (1984: 10) είχε
αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «όλοι αγωνιζόμαστε για το δικαίωμα της εκπροσώπησης των εαυτών μας.
Μερικοί από εμάς αγωνιζόμαστε για τους εαυτούς μας και κάποιοι για τους άλλους. Αυτό είναι που
χωρίζει τους ριζοσπάστες από τους φιλελεύθερους» (μετάφραση δική μου).
52
Η προσθήκη των επιμέρους φεμινιστικών στρατοπέδων στη διαμάχη για την πορνογραφία ανάμεσα σε
φιλελεύθερους και συντηρητικούς έγινε τη δεκαετία του 1980 (Palczewski 2001: 1). Για μια περιεκτική
σύνοψη της διαμάχης από την άποψη των συμμαχιών και των συνεκτικών στοιχείων των επιμέρους
στρατοπέδων, κατά-της-πορνογραφίας φεμινισμός και θρησκευτικός συντηρητισμός από τη μια και κατά-
της-λογοκρισίας φεμινισμός και πολιτικός φιλελευθερισμός από την άλλη, βλ. Berger, Searles και Cottle
1990. Βλ., ακόμα, McGlynn και Ward 2009: 328-37, όπου στο κεφάλαιο «Πορνογραφία: Η σύγκρουση
των φονταμενταλισμών» επανεξετάζεται η ιστορία των πολέμων γύρω από το πορνό ως μια σύγκρουση
τριών ανταγωνιστικών φονταμενταλισμών - του ηθικού συντηρητισμού, του ριζοσπαστικού φεμινισμού
και του κλασσικού φιλελευθερισμού. Τέλος, για το χωρισμό αναφορικά με τα ζητήματα της ελευθερίας του
λόγου και της λογοκρισίας σε φιλελεύθερους, συντηρητικούς και φεμινίστριες, βλ. Mann 1997: 77-8.

174
γυναικών. Οι δε νομοθετικές ρυθμίζεις για την πορνογραφία φαίνεται ότι δεν
προωθούνται ως αποτέλεσμα προσπαθειών για τη συνολική διευθέτηση ενός επίμαχου
ζητήματος, αλλά συνιστούν το αποτέλεσμα πίεσης από ομάδες που επιδιώκουν να
χρησιμοποιήσουν την καταναγκαστική δύναμη του κράτους για να επιβάλουν τους
κώδικες ηθικής τους σε άλλους53. Με άλλα λόγια, οι πολιτικές για την πορνογραφία
έχουν να κάνουν λιγότερο με τον αγώνα για την εξισορρόπηση της ατομικής ελευθερίας
και την όποια κοινωνική ζημία, και περισσότερο με μια προσπάθεια από επιμέρους
κοινωνικές ομάδες να επιβάλουν τις φιλοσοφικές, ηθικές και, εν τέλει, πολιτικές τους
θέσεις (Smith, K. 1999)54. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να λησμονείται η γενικότερη κριτική
της MacKinnon (1991: 1281), ότι στον σχεδιασμό των νομικών συστημάτων που
καθορίζουν σε κάποιο βαθμό τις ζωές των πολιτών, όχι μόνο δεν συμμετείχαν ποτέ πριν
γυναίκες, αλλά και δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη τα προς προάσπιση συμφέροντά τους.
Όπως έχει πει χαρακτηριστικά και η Hein (1971: 97), οι ρυθμίσεις θα πρέπει να γίνονται
από «σωστούς» ανθρώπους για τους «σωστούς» λόγους, διότι αν σε μια κοινωνία
σταματήσουν οι απαγχονισμοί επειδή το κόστος του σχοινιού είναι μεγάλο, δεν θα έχει
λύθει το πρόβλημα του ρατσισμού.
Σε μια παρόμοια λογική και σύμφωνα με την παλαιότερη έρευνα των Fromkin
και Brock (1973), το να κάνεις πιο δύσκολη την παραγωγή και διακίνηση
πορνογραφικού υλικού μέσω τιμωρίας των πορνογράφων και των διακινητών της
πορνογραφίας, ενδέχεται να αυξήσει το ενδιαφέρον για τέτοιο υλικό και να το
καταστήσει πιο επιθυμητό από ό,τι θα συνέβαινε χωρίς τον περιορισμό, την
παρενόχληση ή τις όποιες δυσκολίες προκύπτουν. Σύμφωνα δηλαδή με την εν λόγω
προσέγγιση, οι περιορισμοί στη διακίνηση ενός προϊόντος έχουν την ψυχολογική

53
Αξίζει να σημειωθεί και η παρατήρηση του Murray (2009) ότι τα αποτελέσματα των
νομοπαρασκευαστικών διαδικασιών πολλές φορές αφήνουν όλες τις πλευρές ανικανοποίητες. Θα
μπορούσε όμως και να ειπωθεί ότι η δημιουργία νόμων είναι ούτως ή άλλως ένα περιορισμένο όργανο σε
τέτοια πολύπλοκα θέματα, συχνά χρήσιμο, σπάνια όμως απόλυτα επαρκές (McGlynn και Ward 2009: 351).
54
Γενικότερα, δύο είναι κύριοι άξονες χάραξης ρυθμιστικών πολιτικών για την πορνογραφία σύμφωνα με
τις Sarikakis και Shaukat (2008: 116). Από τη μια μεριά μια ηθικοκεντρική προσέγγιση περί άσεμνου που
βασίζεται σε υποκειμενικές ερμηνείες που καθίστανται επισφαλείς στο σύγχρονο ρευστό πλαίσιο, και από
την άλλη η εστίαση στο κομμάτι της ενδεχόμενης εμπλοκής ανηλίκων ατόμων σε όλα τα στάδια της
πορνογραφίας και της αποτροπής των όποιων επιβλαβών επιδράσεων για αυτά.

175
επίδραση της αύξησης της επιθυμίας και της ζήτησης του υπό περιορισμό υλικού, για
αυτό και εικάζεται πως κάθε απαγόρευση διακίνησης λειτουργεί τελικά προς την
αντίθετη κατεύθυνση (Jones και Joe 1980: 322). Γενικότερα, η αξία της ελεύθερης
κατανάλωσης πορνογραφικού υλικού από έναν ενήλικα στο σπίτι του θα είχε μικρή
σημασία αν αυστηροί περιορισμοί στη διακίνησή του το καθιστούσαν δυσεύρετο και την
αναζήτησή του κοινωνικά επιλήψιμη συμπεριφορά (Allan 1983: 381).
Στην ίδια κατεύθυνση και η Strossen (1993: 1140-72) που, σε ένα εκτενέστατο
άρθρο υπεράσπισης της ελευθερίας διακίνησης της πορνογραφίας από μια φεμινιστική
σκοπιά, απαριθμεί και αναπτύσσει δέκα λόγους γιατί η λογοκρισία της πορνογραφίας θα
είχε αρνητικές επιδράσεις στα δικαιώματα και τα συμφέροντα των γυναικών. Οι λόγοι
είναι: 1) Κάθε σύστημα λογοκρισίας θα περιλαμβάνει αναπόφευκτα πολλά έργα που
είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για τις φεμινίστριες. 2) Κάθε σύστημα λογοκρισίας θα
εφαρμοστεί με τρόπο που θα εισάγει διακρίσεις εις βάρος των λιγότερο ισχυρών ομάδων
μιας κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των φεμινιστριών. 3) Η λογοκρισία είναι
πατερναλιστική, διαιωνίζοντας εξευτελιστικά στερεότυπα για τις γυναίκες, όπως για
παράδειγμα ότι το σεξ είναι κακό για τις γυναίκες. 4) Η λογοκρισία διαιωνίζει την
ουσιοκρατική αντίληψη ότι οι γυναίκες αποτελούν εκ φύσεως θύματα. 5) Η λογοκρισία
αποσπά τη συζήτηση και τις δράσεις από πιο εποικοδομητικές προσεγγίσεις στην
αντιμετώπιση των διακρίσεων και της βίας κατά των γυναικών. 6) Η λογοκρισία θα
βλάψει τις γυναίκες που για τη διαβίωσή τους εργάζονται οικιοθελώς στη βιομηχανία του
σεξ. 7) Η λογοκρισία θα βλάψει τις προσπάθειες αρκετών γυναικών να αναπτύξουν τη
δική τους σεξουαλικότητα. 8) Η λογοκρισία θα ενισχύσει τη δύναμη της θρησκευτικής
δεξιάς, η πατριαρχική ατζέντα της οποίας θα περιορίσει τα δικαιώματα των γυναικών. 9)
Με την υπονόμευση της ελευθερίας του λόγου, η λογοκρισία θα στερούσε από τις
φεμινίστριες ένα ισχυρό εργαλείο για την προώθηση της ισότητας των γυναικών. 10) Η
σεξουαλική ελευθερία και η ελευθερία για τη σεξουαλικά ρητή έκφραση αποτελούν
βασικές πτυχές της ανθρώπινης ελευθερίας, οπότε και η άρνηση αυτών των ειδικών
ελευθεριών υπονομεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικότερα 55.

55
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό η κριτική που αναπαράγεται ότι η ελευθεριακή έμφαση στα ατομικά
δικαιώματα οδηγεί, κατά τον Mann (1997: 83), σε ένα νοσηρό κοινωνικό ατομικισμό, ενώ η ολοένα και
μεγαλύτερη απελευθέρωση αυξάνει και τις εντάσεις στο δημόσιο διάλογο (Gibson 2004: viii).

176
Σε γενικές γραμμές πάντως, οι φιλελεύθερες φεμινίστριες αναπτύσσουν τρεις
τύπους επιχειρημάτων κατά της λογοκρισίας της πορνογραφίας (Li 2000). Πρώτον, η
ελευθερία του λόγου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανθρώπινη ελευθερία -
χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι υποστηρίζεται το πορνό, απλά δεν υποστηρίζεται ο
περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης. Δεύτερον, η κατάργηση της πορνογραφίας θα
βλάψει τις γυναίκες, με την έννοια ότι οι δυνάμεις που δρουν κατά της πορνογραφίας δεν
εμφανίζονται θετικά διακείμενες σε μια σειρά από άλλα θέματα που αφορούν τις
γυναίκες - αλλά τουναντίον συντηρούν μύθους, όπως το ότι οι γυναίκες είναι από μόνες
τους θύματα που χρειάζονται τη βοήθεια της κοινωνίας. Και τρίτον, η πορνογραφία
προσφέρει ορισμένα οφέλη για τις γυναίκες. Για παράδειγμα, η παροχή πληροφοριών
σχετικά με τη σεξουαλικότητά τους σε τουλάχιστον τρία επίπεδα - δίνοντας μια
πανοραμική θέα των σεξουαλικών δυνατοτήτων, επιτρέποντας στις γυναίκες με
«ασφάλεια» να έχουν την εμπειρία εναλλακτικών σεξουαλικών λύσεων και παρέχοντας
μια διαφορετική μορφή πληροφοριών από αυτή των βιβλίων και των συζητήσεων.
Επιπλέον, η πορνογραφία μπορεί να συμβάλει στην άρση της συναισθηματικής σύγχυσης
που πολύ συχνά περιβάλλει τον πραγματικό κόσμο του σεξ, να συντελέσει στην άρση
πολιτιστικών και πολιτικών στερεοτύπων, να χρησιμεύσει ως σεξουαλική θεραπεία, αλλά
και να προστατεύσει, σε τελευταία ανάλυση, τις εργαζόμενες στο χώρο της βιομηχανίας
τους σεξ και του πορνό που στιγματίζονται από επιμέρους τμήματα της κοινωνίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια ψύχραιμη, κοινωνικοπολιτικά προσανατολισμένη
αντιμετώπιση της πορνογραφίας δεν θα πρέπει, σύμφωνα με τον Wacquant (1997: 125),
να έχει ως αφετηρία «καλές» ηθικές προθέσεις, αφηρημένες αρχές του δικαίου ή
σχολαστικές ανησυχίες για τη διαφορετικότητα και το φαντασιακό, αλλά την
πραγματικότητα της ζωής όσων συμβάλλουν, από οποιοδήποτε πόστο, στη
βιομηχανοποίηση του πορνό. Μια τέτοια προσέγγιση θα εστίαζε σε ρυθμιστικές
πολιτικές με άξονα την κοινωνική υπευθυνότητα και τα απτά αποτελέσματα για την
κοινωνία. Για παράδειγμα, τα έσοδα από μια εξειδικευμένη φορολόγηση της
πορνογραφίας θα μπορούσαν να κατευθύνονταν σε έρευνες, αλλά και σε τομείς της
κοινωνικής οικονομίας που είτε δρουν προς αποκατάσταση των συνεπειών από τις
στρεβλές χρήσεις της πορνογραφίας είτε αντιμάχονται την πορνογραφία στο σύνολό της,

177
έτσι ώστε να αντισταθμιστεί αυτό που οι μαρξιστές αποκαλούν αρχική ανισότητα
διαθέσιμων πόρων - να αρθεί, δηλαδή, η δομική ανισότητα του οικονομικού κεφαλαίου.
Σε κάθε περίπτωση και πέρα από το πεδίο των ρυθμιστικών πολιτικών, μπορεί να
υπάρχει βάση και για μια ηθικά προσανατολισμένη αντιμετώπιση των καταναλωτών από
τους διακινητές πορνογραφικών υλικών, αλλά και από τους κατασκευαστές νέων
τεχνολογιών - στη βάση ότι οι πρώτοι ως εξειδικευμένοι και δαήμονες πλέον χρήστες δεν
αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα, καθώς δύνανται να αποφύγουν ανεπιθύμητες
βλάβες από την χρήση των νέων τεχνολογιών και την σκοπούμενη κατανάλωση
πορνογραφικού υλικού (Beaver 2000: 378). Ενδεχομένως όμως να υπάρχει βάση και για
μια μορφή ηθικής πορνογραφίας που θα ερωτικοποιούσε τη συναίνεση, το σεβασμό και
την οικειότητα, αλλά και θα παράγονταν χωρίς εξαναγκασμούς και βλάβες για τους
συμμετέχοντες, ως μια επιπρόσθετη στρατηγική για την άρση των δεινών της αγοραίας,
βίαια-προσανατολισμένης πορνογραφίας (Flood 2010: 178). Απάντηση, δηλαδή, στην
υπερβολή της πορνογραφίας πρέπει να είναι η εξερεύνηση των μορφικών σωματικών
αισθήσεων ως ένας φιλικότερος για τις γυναίκες τρόπος να αρθεί ο κατακερματισμός της
σεξουαλικότητας που υπονομεύεται από τη μονολιθική απεικόνιση της βίας στην
πορνογραφία (Jacobs 2009Α: 183). Βέβαια, υπάρχουν και κριτικές αιτιάσεις στα
παραπάνω. Για την Boyle (2010Γ: 206), για παράδειγμα, ακόμα και η πιο «ηθικά»
παραχθείσα πορνογραφία δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δέσμευση της αρχής της
ανώτατης ορατότητας με την οποία παράγεται ώστε να διασφαλίζεται ότι ο θεατής βλέπει
καθαρά και απολαμβάνει τις σεξουαλικές αναπαραστάσεις, και η οποία δεν ενδιαφέρεται
για την εμπειρία και τις διαθέσεις των συμμετεχόντων.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να επισημανθεί και η σχετικότητα και η αμφιθυμία των
ερευνών που φαίνεται να μην επιτρέπει, ή έστω απαιτεί άμεσα, την επανεξέταση των
όποιων ρυθμιστικών πολιτικών (Goh κ.α. 2006)56. Όπως χαρακτηριστικά τονίζουν οι

56
Όπως ορθά τονίζει ο Spease (2006: 1137-8), υπάρχει και ένα ευρύτερο ζήτημα κατά πόσο και κατά
ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζουν η δικαστική και νομοθετική εξουσία την επιστημονική έρευνα γύρω από
την πορνογραφία. Η εν λόγω, πάντως, γενική τάση στις πολιτικές ηθικής (morality politics) έχει
καταγραφεί στις αντίστοιχες περιπτώσεις της απαγόρευσης του αλκοόλ, των αμβλώσεων, του σοδομισμού,
της θανατικής ποινής, των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων και της οπλοκατοχής. Συνήθως όμως, στις
διαμάχες για τις παραπάνω περιπτώσεις που περιλαμβάνουν πολιτικές συγκρούσεις στη βάση των ηθικών
αξιών, είναι περιορισμένος ο ρόλος τον ειδικών επιστημόνων (Smith, K. 1999: 725).

178
Attwood και Smith (2014: 4), είναι απολύτως σωστό η ακαδημαϊκή έρευνα να
τροφοδοτεί τη χάραξη πολιτικών, αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνεται στη βάση της απλής
έκκλησης για «να γίνει κάτι». Κίνδυνοι, εξάλλου, σχετικά με τη νομοθέτηση πάνω στα εν
λόγω ζητήματα αναδεικνύονται και από την απουσία σοβαρής κοινωνικής και
επιστημονικής διαβούλευσης, με πλέον χαρακτηριστική περίπτωση την στάση μιας
μερίδας των παραδοσιακών μέσων σε τόσο επίμαχα θέματα (Petley 2006) 57. Για αυτό,
ήδη εδώ και 35 χρόνια, ο Rendleman (1977: 510) τόνιζε πως απουσία ευρείας
πολιτισμικής και κοινωνικής συναίνεσης, η επιβολή κυρώσεων για τη διάχυση της
πορνογραφίας μοιάζει αναχρονιστική. Στην έρευνα, για παράδειγμα, των Thompson κ.α.
(1990: 73), οι ερωτώμενοι που αναγνώριζαν αρνητικές επιπτώσεις στις διαπροσωπικές
σχέσεις από την κατανάλωση πορνό, ήταν ταυτόχρονα και αντίθετοι στις νομικές
ρυθμίσεις για τον περιορισμό της. Γενικότερα δηλαδή, η έρευνά τους επιβεβαιώνει τόσο
την ύπαρξη του διλήμματος ανάμεσα στην κοινωνία αναφορικά με το αν οι πιθανές
λύσεις είναι χειρότερες από τα προβλήματα που καλούνται να επιλύσουν, όσο και τα
γενικότερα προβλήματα στην οριοθέτηση των περίφημων «προτύπων της κοινότητας»
(community standards) (1990: 80-2).
Αναφορικά με την τελευταία επίμαχη έννοια, σύμφωνα με την απόφαση-ορόσημο
του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ το 1973 στην υπόθεση Miller εναντίον California,
η παραγωγή, διακίνηση και κατανάλωση πορνογραφίας είναι νόμιμη στις ΗΠΑ στη βάση
του ότι τα πρότυπα της κοινότητας καθορίζουν τους ορισμούς του τί συνιστά εν τέλει
άσεμνο και αισχρό υλικό - με βασικό κριτήριο να παραμένει η μη εμφάνιση και
συμμετοχή ανηλίκων (Weitzer 2010Α: 18). Ήταν αναμενόμενο, βέβαια, η ασάφεια του
ορισμού της κοινότητας να έχει επισημανθεί από πολλούς, αλλά ακόμα και αν μια
κοινότητα μπορεί υπό κάποιες προϋποθέσεις να οριστεί, η πρακτικότητα του να

57
Το πώς η πορνογραφία παρουσιάζεται στα παραδοσιακά μέσα έχει μια επίδραση στην κατανάλωσή της.
Μια, για παράδειγμα, κριτική στάση με ανάδειξη των αρνητικών συνεπειών της ενδέχεται να οδηγήσει στη
μείωση της χρήσης της, σε αντίθεση με μια παρουσίασή της ως ελκυστική και παράσχουσα μια ευρεία
γκάμα σεξουαλικών πληροφοριών που οδηγεί σε μια «νομιμοποίηση» της κατανάλωσής της (Træen,
Nilsen και Stigum 2006: 253). Για το πώς τηλεοπτικά ντοκυμαντέρ μπορούν να διαμορφώσουν τη δημόσια
συζήτηση γύρω από την πορνογραφία και να αποτυπώσουν το κλίμα σε μια εθνική κοινωνία, βλ. την
περίπτωση του Not a Love Story: A Film About Pornography (1981) που μελετά και αναλύει η Sullivan
(2010).

179
χρησιμοποιηθεί μια κριτική επιτροπή ή ένας δικαστής για να καθορίσει τα πρότυπα της
κοινότητας είναι ιδιαίτερα αμφίβολη (Thompson κ.α. 1990, Siegel 2002/2003) 58. Όπως
χαρακτηριστικά και καθ’ υπερβολήν σημείωναν οι Diamond και Dannemiller (1989: 492
όπως αναφέρεται στο Tibbetts και Blankenship 1999: 738), είναι μόνο στην περίπτωση
της πορνογραφίας που δεν μπορεί να γνωρίζει κάποιος, ειδικά σε ορισμένες οριακές
περιπτώσεις, αν έχει διαπράξει κάποια «ποινικά κολάσιμη πράξη» μέχρι το δικαστήριο
να κρίνει επί τούτου59.
Γενικότερα, ο όρος «πρότυπα της κοινότητας» προκάλεσε πολλά προβλήματα σε
κυβερνητικούς αξιωματούχους, δικαστικούς και ακαδημαϊκούς, λόγω της δυνατότητας
των εθνικής εμβέλειας ραδιοτηλεοπτικών μέσων και κυρίως του διαδικτύου να
διασχίζουν τόσο τα όρια του κράτους των ΗΠΑ όσο και τα διεθνή σύνορα, καθιστώντας
έτσι τον ορισμό των κοινοτικών προτύπων δύσκολα αντιληπτό και αναγνωρίσιμο
(Bridges 2006)60. Ουσιαστικά δηλαδή, με την προσβασιμότητα στο πορνό μέσω του
διαδικτύου έχει εξαλειφθεί και ο όποιος περιορισμός των επιπτώσεων από τις αποφάσεις
του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, δεδομένου ότι το διαδίκτυο καθιστά, σε

58
Οι Brown κ.α. (1978: 94) από καιρό τόνιζαν ότι η ύπαρξη προτύπων της κοινότητας μπορεί να αφορά
μόνο μικρές κοινότητες και πληθυσμούς, ενώ οι Bart, Freeman και Kimball (1985: 319) μιλούσαν για την
ύπαρξη όχι κοινοτικών προτύπων, αλλά ανδρικών ή γυναικείων προτύπων.
59
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, οι Sample και Bray (2006: 100-1) προβάλουν το επιχείρημα ότι
επειδή οι δράστες σεξουαλικών αδικημάτων δεν αποτελούν μια ομοιογενή ομάδα, οι εγκληματικές
πολιτικές που δεν προσφέρουν δυνατότητες για διαχωρισμό, όχι μόνο αδυνατούν να ανταποκριθούν στην
πολυπλοκότητα των προβλημάτων και των περιπτώσεων, αλλά και έχουν σημαντικές δημοσιονομικές
επιπτώσεις που συχνά επηρεάζουν την πιθανότητα επίτευξης των όποιων στόχων έχουν τεθεί.
60
Παρά το γεγονός ότι δικαστικές αποφάσεις στις ΗΠΑ έχουν τονίσει τη σημασία των προτύπων της
τοπικής κοινότητας στον καθορισμό και τη ρύθμιση της πορνογραφίας, λίγες εμπειρικές μελέτες έχουν
εξετάσει τις στάσεις των πολιτών σε σχέση με την στάση άλλων ως προς τις διάφορες μορφές της
πορνογραφίας σε διαφορετικές γεωγραφικές αποστάσεις (Tibbetts και Blankenship 1999: 735) Με άλλα
λόγια, παρατηρείται το φαινόμενο ευρήματα ερευνών από μεγάλης κλίμακας μελέτες να χρησιμοποιούνται
σε περιπτώσεις που ένορκοι καλούνται όλο και πιο συχνά να καθορίσουν τα πρότυπα της τοπικής
κοινότητας (1999: 753). Υπό αυτή την έννοια, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη
επιφυλακτικότητα ο «αντικειμενικός» καθορισμός των κοινοτικών προτύπων από ενόρκους που
βασίζονται σε δημοσκοπικές και ποσοτικές μελέτες που χρησιμοποιούν συνήθως δείγματα από το σύνολο
της επικράτειας των ΗΠΑ (1999: 757).

180
τελευταία ανάλυση, «άνευ ουσίας» το ζήτημα των προτύπων της κοινότητας (Kammeyer
2008: 37). Για αυτό και ο Stoner Jr. (2008) θεωρεί ότι αντί να μάχονται οι κατά-της-
πορνογραφίας δυνάμεις να καταστείλουν ό,τι τα δικαστήρια είναι «αποφασισμένα» να
προστατεύσουν, θα πρέπει να δράσουν προς την κατεύθυνση της μείωσης της
κερδοφορίας της βιομηχανίας του πορνό, έτσι ώστε αυτό να λειτουργήσει αποτρεπτικά
τόσο στην περαιτέρω διόγκωσή της, όσο και στην αποθάρρυνση όσων ήδη εργάζονται ή
σκοπεύουν να εργαστούν εκεί.

1.4.9 Διαδικτυακή πορνογραφία και ρυθμιστικά ζητήματα

Σε αυτό το πλαίσιο, οι Attwood και Smith (2010: 172) θεωρούν ότι έχει υπάρξει μια
σταδιακή μετατόπιση στο ενδιαφέρον των ηθικών, πολιτικών και νομικών συζητήσεων
στη διαδικτυακή πορνογραφία. Έτσι, από την εστίαση στα ζητήματα που αφορούσαν και
εγείρονταν γύρω από τη θέση των παιδιών σε όλο τον κύκλο παραγωγής και
κατανάλωσης πορνό, παρατηρείται πλέον μια αξιοπρόσεκτη επικέντρωση στο θέμα της
ακραίας πορνογραφίας (extreme pornography) και των χρηστών της. Δεν μπορεί,
δηλαδή, να μην επισημανθεί ότι η λειτουργία του διαδικτύου καθιστά σε κάποιο βαθμό
πράγματι πιο επιτακτική την ανάγκη οι κρατικοί μηχανισμοί να διατηρήσουν ορισμένες
δυνατότητες ρύθμισης της σκληρής, αλλά και σε κάθε περίπτωση της παιδικής61,
πορνογραφίας για τις περιπτώσεις που αυτό κρίνεται απαραίτητο (Fee 2007: 1720). Το
παραπάνω όμως δεν θα πρέπει να σημαίνει και αναγκαστικά μια νέα νομοθεσία, όταν
μάλιστα το ήδη υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο στο δυτικό κυρίως κόσμο κάλλιστα μπορεί

61
Πρέπει να σημειωθεί ότι στο ζήτημα της παιδικής πορνογραφίας οι νομοθετικοί, δικαστικοί και
κατασταλτικοί μηχανισμοί θα πρέπει να κινούνται με κεντρικό και πρωταρχικό ενδιαφέρον τη μη
κακοποίηση παιδιών και όχι απλώς τη διακίνησή της (Kleinhans 2004: 80). Πιο ειδικά, μια φεμινιστική
στάση απέναντι στο ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών είναι η κριτική στάση απέναντι
στο πώς ο, ανερχόμενος και εσχάτως δημοφιλής, όρος «ηθικός πανικός» λειτουργεί πολιτικά ώστε να
νομιμοποιήσει τη νεοφιλελεύθερη ανοχή που διέπει το δημόσιο, ανδρικό κατά βάση, βλέμμα στα παιδιά
και κυρίως στα κορίτσια, με τις όποιες παρεπόμενες αρνητικές εξελίξεις (Bray 2009: 184). Για μια
σύντομη και περιεκτική επισκόπηση για το ζήτημα της παιδικής πορνογραφίας, βλ. Stapleton 2010, και για
μια σύντομη αποτύπωση της κατάστασης με την παιδική πορνογραφία στην Ελλάδα, βλ. Τσάτσου 2010.

181
να εφαρμοσθεί στις πιο ακραίες, «πρόδηλα προβληματικές», περιπτώσεις 62 - σε αντίθεση
βέβαια με την τεχνολογική ανάπτυξη που είναι και αναγκαία και πρέπει να
υποστηρίζεται και να ενθαρρύνεται, έτσι ώστε μέσα από λογισμικά αποκλεισμού,
συστήματα σήμανσης περιεχομένου και εθελοντική παρακολούθηση για την επισήμανση
ακραίων δράσεων να αποφευχθεί μια ολική, ενδεχομένως συνταγματικά κατοχυρωμένη,
απαγόρευση (Mashima και Hirose 1996)63.
Στη βάση αυτή, οι ρυθμιστικές προσπάθειες για να περιοριστεί η πρόσβαση των
ανηλίκων σε περιεχόμενο έχουν στηριχθεί σε δύο κατά βάση τύπους τεχνολογίας - την
τεχνολογία επαλήθευσης ενηλίκων και τα βασισμένα-στο-χρήστη λογισμικά φίλτρα
(Nunziato 2007: 1535). Βέβαια, αποδεικνύεται πολύ δύσκολο στο παρόν πλαίσιο του
διαδικτύου ένας ορισμός της πορνογραφίας για τον περιορισμό του «προσβλητικού»
υλικού μέσω της χρήσης λογισμικών φίλτρων - φίλτρων που θα μπορούν, για
παράδειγμα, να επιτρέπουν σε χρήστες ιατρικού ενδιαφέροντος την πρόσβαση σε
ιστοσελίδες με ανατομικές λεπτομέρειες του ανθρώπινου σώματος (McQueen και Fleck,
Jr. 2004). Ίσως η προσέγγιση της Barbara Smith (2000: 387) μπορεί να συνδυάσει την
προστασία των ανηλίκων, αλλά και το δικαίωμα των ενηλίκων στην ελεύθερη πλοήγηση

62
Εννοείται ότι δεν είναι όλες οι μορφές της πορνογραφίας που εμφανίζονται στο διαδίκτυο κατ’ ανάγκη
«παράνομες», όπως και ότι υπάρχουν διαφορές στις νομοθετικές ρυθμίσεις μεταξύ των διαφόρων χωρών,
αλλά και διαφορετικά επιχειρήματα από τους δημοσιολογούντες ως προς την αποδοχή και την
καταλληλότητα για τη διάδοση του υλικού αυτού (O’Brien 2005: 152). Το ότι όμως δεν υπάρχουν ομάδες
ή μέσα στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα η Daily Mail στην Μεγάλη Βρετανία (Chronaki 2013: 61), που
να ζητούν επιτακτικά ρυθμιστικές πολιτικές και απαγορεύσεις στη δυνατότητα πρόσβασης σε
πορνογραφικό υλικό είναι ένα χαρακτηριστικό της εγχώριας συζήτησης που καθιστά πάνω-κάτω
«δεδομένη» την ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση μέσω διαδικτύου σε πορνογραφικό περιεχόμενο για
τους έλληνες χρήστες.
63
Ένα από τα πολλά προβλήματα στην επιβολή κυρώσεων στους χρήστες, προβλήματα που δύσκολα θα
μπορούσε να αντιμετωπίσει μια γενικόλογη συνταγματική πρόβλεψη, συνδέεται με τη δίωξη ατόμων για
πρόσβαση σε ιστοσελίδες για τις οποίες υπάρχει ελάχιστη ή καμιά ένδειξη ως προς το περιεχόμενό τους
(O’Brien 2005: 161). Και αυτό διότι είναι μοναδικός ο τρόπος με τον οποίο το διαδίκτυο συνδέει τις
ιστοσελίδες με το απλό πάτημα ενός κουμπιού και μπορεί να παραπέμψει τον χρήστη σε όλο και πιο βίαιες
σκηνές, με συχνά παρεπόμενο αποτέλεσμα τη μη σκοπούμενη σύνδεση της βίας με τη σεξουαλικότητα
(Lynn και Byrne 2002: 705).

182
στο διαδίκτυο64. Αυτή επικεντρώνεται στην αναγκαστική εγκατάσταση διαχωριστικών
οθόνων προστασίας της ιδιωτικής ζωής που θα προσφέρουν τόσο φιλτραρισμένη, όσο
και αφιλτράριστη πρόσβαση στο διαδίκτυο, επιτρέποντας έτσι στους γονείς ή τους
κηδεμόνες να πάρουν την απόφαση για το αν τα παιδιά τους θα χρησιμοποιούν
φιλτραρισμένους ή αφιλτράριστους υπολογιστές. Εξάλλου, όσο πιο αποτελεσματικά
γίνονται τα βασισμένα-στο-χρήστη λογισμικά φίλτρα, τόσο πιο διστακτικές θα
παρουσιάζονται οι ρυθμιστικές αρχές στην επιβολή πρόσθετων μέτρων για τον
περιορισμό της πρόσβασης ανηλίκων σε ρητά σεξουαλικό περιεχόμενο (Nunziato 2007:
1537)65.
Σταχυολογώντας λοιπόν τα παραπάνω σε ένα πιο γενικό επίπεδο, αξίζει να
παρατεθούν οι τρεις λόγοι για τους οποίους ο Sandy (2000) δεν δικαιολογεί τη
λογοκρισία του διαδικτυακής πορνογραφίας - λόγοι που, κατά βάση, αναπαράγονται και
στην ευρύτερη δημόσια συζήτηση. Έτσι, πρώτον η καταστολή του λόγου που είναι
προσβλητικός για ορισμένα μέλη της κοινωνίας, ακόμα και αν αυτά είναι η πλειοψηφία,
είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία της έκφρασης που πρέπει να χαρακτηρίζει μια
ανοιχτή κοινωνία, δεύτερον τα ευρήματα της επιστημονικής έρευνας δεν υποστηρίζουν
ομόφωνα (και δεν φαίνεται αυτό να συμβεί στο μέλλον) την άποψη ότι η πορνογραφία
προκαλεί άμεση ζημιά, και τρίτον η πορνογραφία μπορεί να παρέχει θετικά κοινωνικά
οφέλη τόσο για τους άνδρες και τις γυναίκες. Πάντως, αν και η βιομηχανία ενήλικης
διασκέδασης φαίνεται να είναι μεταξύ των πιο κερδοφόρων κλάδων των επιχειρήσεων
στο διαδίκτυο με τις ιστοσελίδες της να προσελκύουν έναν τεράστιο όγκο επισκεπτών,
εντούτοις δεν έχει μελετηθεί επαρκώς και στο βαθμό που χρειάζεται η οικονομική και η

64
Το ζήτημα της ελεύθερης πλοήγησης στο διαδίκτυο από μεριάς ενηλίκων έχει και πρόσθετες πλευρές,
κυρίως αυτές που αφορούν την πρόσβαση κατά τη διάρκεια της εργασίας. Για παράδειγμα, αν και υπάρχει
ένα πρόδηλο θέμα ιδιωτικότητας από πλευράς εργαζόμενων στη διαχείριση της ηλεκτρονικής
αλληλογραφίας τους, εντούτοις, ειδικά αν υπάρχει προηγούμενη προειδοποίηση ελέγχου από πλευράς
εργοδοσίας, θα πρέπει οι πρώτοι να προβαίνουν σε μια αυτορρύθμιση του υλικού του οποίου διακινούν
μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (Panko και Beh 2002: 87).
65
Στην έρευνα των Mitchell, Finkelhor και Wolak (2003) καταγράφεται η αθέλητη έκθεση παιδιών και
εφήβων ηλικίας 10-17 ετών σε πορνογραφικό υλικό, με την χρήση φίλτρων να αποδεικνύεται ανεπαρκής,
αμφισβητώντας έτσι τη θέση ότι η πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό έχει να κάνει κυρίως με την
σκοπούμενη αναζήτησή του.

183
σε σχέση με τα ζητήματα ασφαλείας δομή της (Wondracek κ.α. 2010). Δεδομένου
μάλιστα ότι οι κυβερνο-εγκληματίες παρακινούνται από καθαρά οικονομικά κίνητρα, μια
βαθύτερη κατανόηση και αναγνώριση των οικονομικών παραγόντων και
αλληλεξαρτήσεων στις σεξουαλικά προσανατολισμένες επιχειρήσεις στο διαδίκτυο, θα
ήταν πραγματικά χρήσιμη και αποκαλυπτική για τις διαστάσεις της πολιτικής οικονομίας
της πορνογραφίας - αλλά και των τρόπων με τους οποίους καταλήγει, σε πολλές
περιπτώσεις, να αποτελεί σημαντικό σεξουαλικά κοινωνικοποιητικό παράγοντα για
παιδιά, νέους αλλά και μεγαλύτερους ανθρώπους. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι
δύσκολα οι κυβερνήσεις θα καταφέρουν να ρυθμίσουν το πεδίο της πορνογραφίας και
της σεξουαλικότητας στο διαδίκτυο (Buckingham και Chronaki 2014: 315).

1.4.10 Η πορνογραφία ως μορφή διαπαιδαγώγησης

Εννοείται πως όλα τα παραπάνω έχουν λίγη σημασία και αποτελεσματικότητα σε ένα
γενικότερο πλαίσιο απουσίας στοχευμένων μορφών σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.
Δεδομένης μάλιστα της πρόθεσης αγοριών και νέων ανδρών, αλλά και κοριτσιών και
νέων γυναικών, να συνεχίζουν να καταναλώνουν πορνό, τα προγράμματα σεξουαλικής
διαπαιδαγώγησης θα μπορούσαν να συμβάλλουν στο να βοηθηθούν και να
ενθαρρυνθούν οι πρώτοι σε μια πιο «κριτική» ανάγνωση της πορνογραφίας (Flood 2010:
177)66. Για να ανταποκρίνεται δηλαδή με μεγαλύτερη επιτυχία (και) στις ανάγκες των
νέων ανδρών η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, θα πρέπει να υπάρξει περισσότερη
εμπλοκή, οπότε και η πορνογραφία, προσφέροντας ένα «ενσαρκωμένο» γυναικείο σώμα
σε αντίθεση με τα συνήθη σκίτσα που υποβαθμίζουν τη σεξουαλικότητα και αποπνέουν
μια αίσθηση άσεμνης συμπεριφοράς και ντροπής στη γύμνια, μπορεί ως αντικείμενο
μελέτης μέσα στην τάξη να συμβάλλει κριτικά στη μελέτη της κατασκευής της
σεξουαλικότητας (Allen 2006: 78-80). Έτσι, η συζήτηση με αφορμή την πορνογραφία σε
σχολικές αίθουσες μπορεί, ενδεχομένως, να παράγει ανεπιθύμητες ενέργειες, θα

66
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι οι ίδιοι που παλαιότερα μάχονταν τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, ήταν οι
ίδιοι που εναντιώνονταν και στην πορνογραφία (Jacobsen 1991: 46). Συνήθως δε, είναι η χριστιανική δεξιά
που κατηγορείται ότι περιορίζει τα προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και την ευρεία δημόσια
συζήτηση γύρω από τα θέματα αυτά (Alldred 2005: 363).

184
λειτουργήσει όμως ως αντιστάθμισα στο διαδίκτυο από το οποίο τα αγόρια, κυρίως,
λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης τους 67 - ειδικά όταν
φαίνεται να δέχονται ελάχιστες γνώσεις και πληροφορίες στο σπίτι και, σε κάθε
περίπτωση, πολύ λιγότερη από ό,τι τα κορίτσια (Hilton 2001: 38).
Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη των Smith κ.α. (2000) αφήνει ανοικτό το ερώτημα
της χρησιμότητας του διαδικτύου στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Από τη μια πλευρά,
η στιγματισμένη φύση της σεξουαλικότητας καθιστά την ανωνυμία του διαδικτύου μια
εξαιρετική επιλογή για τους νέους που αναζητούν απαντήσεις σε προσωπικές ερωτήσεις,
από την άλλη πλευρά όμως η διάχυση της διαδικτυακής πορνογραφίας δημιουργεί
τεχνικά εμπόδια που κατευθύνουν τους χρήστες σε πορνογραφικές τοποθεσίες. Η μόνιμη,
δηλαδή, παρουσία της πορνογραφίας αντιπροσωπεύει την ακούσια συνέπεια της χρήσης
του διαδικτύου για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση (2000: 692). Στην έρευνα πάντως
των Somers και Surmann (2005), οι από νωρίς αρκετές μαθησιακές πηγές και η όλο και
περισσότερη διαπαιδαγώγηση/επιμόρφωση από τα σχολεία για διάφορα σεξουαλικά
θέματα συσχετίστηκαν με λιγότερο συχνή καταγραφή στοματικού σεξ και σεξουαλικών
επαφών μεταξύ εφήβων μαθητών. Η δε έρευνα των Arthurs και Zacharias (2006) έχει
δείξει ότι οι έφηβοι χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τα δημοφιλή μέσα μαζικής
ενημέρωσης ως την προτιμώμενη πηγή ενημέρωσης και καθοδήγησης σχετικά με το σεξ,
αν και οι απαντήσεις τους περιλάμβαναν και την περαιτέρω μεσολάβηση της συζήτησης
μεταξύ των συνομηλίκων τους ή και, ενίοτε, της οικογένειάς τους.
Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση αποτελεί και
μια μορφή διακυβέρνησης, με την έννοια, και στο βαθμό βέβαια, της παραγωγής,
αναπαραγωγής και προώθησης των «κανονικών» ετεροαρρενωποτήτων και
ετεροθηλυκοτήτων (βλ. ενότητα 2.2.1) που αποτελούν βασικές κατηγορίες στη ρύθμιση
του κοινωνικού κόσμου (Thorogood 2000Β: 436). Για αυτό και το πρόβλημα της
μεταμοντέρνας σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης είναι ότι σε μια κοινωνία που
χαρακτηρίζεται από μια εστίαση στη ριζοσπαστική αποδόμηση του φύλου (βλ. ενότητα

67
Να σημειωθεί και η από καιρού εύστοχη παρατήρηση της Klotman (1971: 224) ότι μορφή σεξουαλικής
εκπαίδευσης δεν αποτελούν μόνο τα πορνογραφικά φιλμ και οι ταινίες στις οποίες κυρίως κατευθύνονται
οι χρήστες στο διαδίκτυο, αλλά και τα πορνογραφικά κόμικς. Έχει όμως και από καιρό ασκηθεί ιδιαίτερη
κριτική για την αναπαραγωγή σεξουαλικών στερεοτύπων στην περίπτωσή τους (Palmer 1979: 295).

185
2.2.8) είναι δύσκολο να δομηθούν προγράμματα σπουδών - με την έννοια ότι η
«αναμενόμενη» εξέλιξη της αποδοχής των πρακτικών της αποδόμησης, αλλά και η ίδια η
αποδόμηση του φύλου, αποδεικνύεται πολύ πιο προβληματική στην πράξη (Janssen
2005)68. Για παράδειγμα, η σεξουαλικοποίηση των δύο φύλων στο πλαίσιο της
αλληλεπίδρασης σε μια τάξη λαμβάνει, συνήθως, χώρα λόγω των προς μελέτη υλικών,
εις βάρος, ή έστω υπό την ανοχή, των φοιτητριών (Skeggs 1991: 135) 69.
Υπό αυτή την έννοια, όσοι διδάσκουν μαθήματα φύλου, σεξουαλικότητας και
παρόμοιων θεμάτων θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους μαθητές να δουν τις συνδέσεις
μεταξύ της ακαδημαϊκής/επιστημονικής γνώσης και της καθημερινής ζωής - οπότε και η
αναπόφευκτη προβολή από μεριάς φοιτητών των πληροφοριών που διακινούνται στις
εμπειρίες τους, θα διευκολύνει ένα είδος «συναισθαντικής μάθησης» που μπορεί να
αυξήσει το εύρος και το βάθος της γνώσης που διακινείται συνολικά (Waskul 2009:
660)70. Για αυτό και ως αντίβαρο στον ηθικό πανικό και τη μυθοποίηση της
πορνογραφίας, οι Štulhofer, Buško και Landripet (2010: 176) προτείνουν την ένταξη
εκπαιδευτικών προγραμμάτων σεξουαλικής αγωγής στα οποία θα πρέπει απαραίτητα να
προστεθούν τα κομμάτια του αλφαβητισμού των μέσων (media literacy) και της κριτικής
προσέγγισης και αποτίμησης φαινομένου της πορνογραφίας71. Για τον McKee (2007Γ:

68
Για την Devor (1988: 243) πάντως, μαθήματα γυναικείων σπουδών που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για
άνδρες θα μπορούσαν να δώσουν την ευκαιρία για περισσότερη γνώση των ζητημάτων των γυναικών και
της θηλυκότητας, οπότε και η αμφισβήτηση του γενικότερου πατριαρχικού ιδεολογικού μύθου θα είναι
ευκολότερη σε ένα τέτοιο περιβάλλον που θα μπορούσε να καλλιεργήσει την ιδέα ότι ο φεμινισμός δεν
είναι επιζήμιος, ούτε για τους άνδρες ούτε για τον ανδρισμό γενικότερα.
69
Υπάρχει και το γενικότερο ζήτημα της ντροπής σε σχέση με τα ζητήματα της σεξουαλικής υγείας και
εκπαίδευσης, ζήτημα το οποίο συχνά αγνοείται ή παραβλέπεται (van Teijlingen κ.α. 2007).
70
Να σημειωθεί η κριτική παρατήρηση της Rasheed (2007: 339) ότι απουσιάζει στην τρέχουσα
εκπαιδευτική κουλτούρα ένας Λόγος που αφορά τον ερωτισμό - με τις έννοιες της επιθυμίας και του
ερωτικού, ακόμα και όταν συζητούνται, να περιορίζονται σε αναφορά με άξονα και αποκλειστικά υπό το
πρίσμα της ευρύτερης έννοιας της σεξουαλικότητας.
71
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Buckingham και Chronaki (2014: 315), για το ζήτημα της σχέσης
των νέων με την πορνογραφία προκρίνεται η «κλασσική φιλελεύθερη απάντηση: μόρφωση (education)».
Ουσιαστικά εδώ, έχουμε μια «άτυπη» συνέχιση της μακραίωνης έμφασης στην παιδεία που στην
παγκόσμια σκέψη έχει συσχετιστεί κυρίως με μια πλατωνική παράδοση που ανιχνεύεται σε μια σειρά
διανοητών και ρευμάτων - από τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού με τον Rousseau και αυτή του

186
118) όμως, δεν έχει τόσο αξία μια επί σκοπού και συγκεκριμένης κατεύθυνσης
εκπαιδευτική διαδικασία αλφαβητισμού των μέσων διότι, σε τελευταία ανάλυση, όλα τα
είδη των μέσων και των κειμένων τους αποτελούν κομμάτι μιας ευρύτερης πολιτισμικής
και κοινωνικής μαθησιακής διαδικασίας. Δεν είναι τυχαίο, αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι
στην έρευνά του οι ίδιοι οι συνεντευξιαζόμενοι έτειναν να μιλούν περισσότερο για
εκπαίδευση/μάθηση, παρά για επίδραση (2007Γ: 119).
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Jenkins (2004: 2-3) απαριθμεί μια σειρά από λόγους γιατί
θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται μαθήματα για την πορνογραφία 72, το σεξ και τα μέσα
επικοινωνίας σε προγράμματα φύλου, σεξουαλικότητας και λαϊκής/δημοφιλούς
κουλτούρας73. Θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται επειδή 1) η δημόσια συζήτηση σχετικά
με την πορνογραφία είναι ένα κεντρικό θέμα στις σπουδές μέσων μαζικής ενημέρωσης,
2) η νομική και πολιτική συζήτηση για την πορνογραφία είναι συνήθως απλοϊκή και
χρειάζεται περαιτέρω εμβάθυνση, 3) η πορνογραφία αποτελεί κινητήρια δύναμη πίσω
από την τεχνολογική ανάπτυξη και διάχυση όλων σχεδόν των μέσων επικοινωνίας, 4) η
πορνογραφία είναι ένας σημαντικός τομέας για τις φεμινιστικές σπουδές, 5) η πολιτική
οικονομία του πορνό συνιστά ένα σημαντικό κεφάλαιο, 6) η πορνογραφία ως είδος θέτει
επιτακτικά τα ερωτήματα για την σχέση ανάμεσα στη μορφή, το περιεχόμενο και την
ιδεολογία, και 7) γιατί, εν τέλει, θα πρέπει να αναδειχθούν και οι τρόποι με τους οποίους
οι κατηγορίες και οι κατηγοριοποιήσεις λειτουργούν πατερναλιστικά στα ζητήματα
γούστου, αισθητικής και προτιμήσεων, επιβάλλοντας παράλληλα και τους όποιους
ιδεολογικούς περιορισμούς.

πραγματισμού με τον Dewey, μέχρι την αναρχική σκέψη με τον Ferrer και τη συντηρητική σκέψη με τον
Postman.
72
Ο Jenkins (2004: 5) προκρίνει εμφατικά και τη συγκριτική προσέγγιση στη διδασκαλία μαθημάτων
πορνογραφίας. Η δε Reading (2005: 129) προτείνει την αναζήτηση και παρουσίαση του πορνογραφικού
υλικού εκτός της αίθουσας διδασκαλίας, κατά τον τρόπο μάλιστα που οι φοιτητές παλαιότερα διάβαζαν
στο προσωπικό τους χώρο στο σπίτι τα λογοτεχνικά έργα που ήταν για συζήτηση στο πλαίσιο του
μαθήματος.
73
Για τους Blandy και Congdon (1990), στα μαθήματα τέχνης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η
μελέτη αναπαραστάσεων που ενδέχεται να είναι πορνογραφικές κατά μια σειρά ορισμών, ως μια μορφή
έκφρασης που είναι εμφανής και ταυτόχρονα προσβάσιμη στην κοινωνία.

187
Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα από την προσφορά
μαθημάτων πορνογραφίας δεν ανταποκρίνονται πάντα στους στόχους τους και σε
ορισμένες περιπτώσεις αφήνουν ανάμεικτες εντυπώσεις και σκεπτικισμό αναφορικά με
την επιτυχία τους (Oldham 2008). Για παράδειγμα, υπάρχει ένα ζήτημα ότι καθίσταται το
εκπαιδευτικό περιβάλλον μη ασφαλές, με την έννοια ότι η πορνογραφία, όσο και αν αυτό
συνιστά μια «ομοιοπαθητική ταυτολογία», παραμένει ακόμα και εκεί «πορνογραφική»
(Attwood και Hunter 2009: 549). Γενικότερα, όπως τονίζει και η Boyle (2006), η
ενασχόληση με τέτοιο υλικό φέρνει εκ των πραγμάτων το διδάσκοντα σε έναν έντονο
προβληματισμό αναφορικά με τα ζητήματα των ορίων, της εξουσίας, του σεβασμού, της
ανοχής στη διαφορετικότητα, της συναισθηματικής αντίδρασης στον ακαδημαϊκό και
εκπαιδευτικό χώρο, της σημασίας της έννοιας του πλαισίου στην κατασκευή νοημάτων
και του τρόπου ρύθμισης του τί μπορεί να προβληθεί τόσο σε δημόσια όσο και σε
εκπαιδευτικά πλαίσια.
Για αυτό ορθά και η Boynton (2006) θέτει ένα ζήτημα αναφορικά με το θέμα των
συμβουλών γύρω από τα θέματα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης που δίνονται και δεν
είναι ούτε κριτικές ούτε βασίζεται σε στοιχεία - ειδικά σε μια εποχή που η σεξουαλική
εκπαίδευση είναι φτωχή, οι παγκόσμιες ανισότητες μεταξύ των φύλων παραμένουν, αλλά
και η ευρύτερη κουλτούρα γίνεται όλο και περισσότερο εμπορευματοποιημένη και
σεξουαλικοποιημένη74. Σε αυτό το πλαίσιο η Smith (2009Β: 576-82), παραθέτοντας μια
σειρά από ερωτήσεις που θα έπρεπε να τίθενται στο πλαίσιο μαθημάτων γύρω από τα
ρητά σεξουαλικά υλικά, θεωρεί ότι η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να είναι μια από
κοινού δραστηριότητα με τους φοιτητές, μιας και οι εξειδικευμένες γνώσεις ενός
διδάσκοντα/καθηγητή δεν θα πρέπει να επισκιάζουν το ρόλο των σπουδαστών στην

74
Έχει σημασία να αναφερθεί ότι οι ερευνητές και οι ακαδημαϊκοί που ασχολούνται με τη μελέτη και τη
διδασκαλία της πορνογραφίας μπορούν να αξιοποιούν τις αγγλο-αμερικανικές έρευνες και εργογραφίες,
όμως θα πρέπει να αποφεύγουν τον κίνδυνο να τις καταστήσουν ως το κύριο όχημα της «γενικής εικόνας».
Τόσο, δηλαδή, η διδασκαλία όσο και η μελέτη της πορνογραφίας απαιτεί, όχι μόνο μεταφράσεις
γλωσσολογικής φύσεως, αλλά και προσεκτική σύνδεση των επίμαχων εννοιών με τις κανονιστικές
ρυθμίσεις, τις όποιες δημόσιες συζητήσεις και τους, κυρίαρχους ή μη, Λόγους της σεξουαλικότητας που
απαντώνται σε μια τοπική/εθνική κοινωνία (Paasonen 2009: 596).

188
«παραγωγή της κατανόησης»75. Στην ίδια λογική και για τον McNair (2009Β: 566-7), ο
ρόλος του πανεπιστημιακού δασκάλου εξακολουθεί να είναι η παροχή ενός «φόρουμ για
προβληματισμό και συζήτηση» σχετικά με τη σεξουαλική κουλτούρα, το οποίο μπορεί
να οδηγήσει σε βαθύτερη κατανόηση, αναστοχαστικότητα και «αυτογνωσία» από την
πλευρά εκείνων που παρακολουθούν τα μαθήματα76.
Η δε έμφαση που δίνει ο McNair (2009Β) στο συνολικότερο ζήτημα της
σεξουαλικής κουλτούρας αποτυπώνει και την πλέον κρίσιμη όψη αναφορικά με το
φαινόμενο της πορνογραφίας. Πρόκειται για την απάντηση στο ερώτημα του τί συνιστά,
εν τέλει, η διαφαινόμενη μαζική αύξηση της κατανάλωσης πορνό, όχι μόνο για τους
μεμονωμένους χρήστες, αλλά και για τις σύγχρονες κοινωνίες στο σύνολό τους. Με άλλα
λόγια, πρέπει να διερευνηθεί ποιες είναι (και) οι σωρευτικές επιδράσεις από τον
κατακλυσμό των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών με πορνογραφικού τύπου και
χαρακτήρα αναπαραστάσεις. Σε τελευταία ανάλυση δηλαδή, θα πρέπει να μελετηθεί πώς
συνδέεται με το πεδίο της σεξουαλικότητας μια «πορνογραφικά προσανατολισμένη»
κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας77. Προσπάθεια να δοθούν επιμέρους
απαντήσεις με τη μορφή θεωρητικών επεξεργασιών και υποθέσεων εργασίας θα γίνει στο
επόμενο, δεύτερο μέρος της παρούσας διατριβής.

75
Και οι Blandy και Congdon (1997: 122) είναι υπέρ της ανοιχτής συζήτησης εντός της αίθουσας
διδασκαλίας για θέματα πορνογραφίας ανάμεσα σε φοιτητές και καθηγητές.
76
Η εκ των πραγμάτων επίμαχη, και ενίοτε αμφιλεγόμενη, απόφαση να διδαχθεί η πορνογραφία
περιλαμβάνει μια διαδικασία ενδοσκόπησης και ανακλαστικότητας από πλευράς των καθηγητών που
σπάνια απαιτείται από όσους διδάσκουν εκτός του εν λόγω επιστημονικού τομέα (Boyle 2006: 13).
77
Για τη γενικότερη έννοια της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας, βλ. Berger και Luckmann
1966.

189
Η ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ:
Ο ΜΕΤΑΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΟΣ ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
ΗΓΕΜΟΝΙΚΗΣ ΑΡΡΕΝΩΠΟΤΗΤΑΣ

“Hotness has become our cultural currency”

Ariel Levy,
Female Chauvinist Pigs (2005)

2.1 Η πορνογραφικοποίηση ως μορφή σεξουαλικοποίησης

Στο πρώτο μέρος της παρούσας διατριβής έγινε προσπάθεια παράθεσης της πλαισιωτικής
συζήτησης γύρω από το φαινόμενο της πορνογραφίας αυτό καθαυτό. Έγινε δηλαδή
προσπάθεια να αναδειχθούν οι επιμέρους όψεις της συζήτησης γύρω από την
κατανάλωση πορνογραφίας ως είδος κειμένου μέσων (genre). Στο παρόν δεύτερο μέρος
θα επιχειρηθεί να προσεγγιστούν τα όποια ενδεχόμενα αποτελέσματα στο ευρύτερο πεδίο
της σεξουαλικότητας και κοινωνικής πραγματικότητας από τη μετάβαση της
πορνογραφίας από κάτι «άσεμνο και εκτός δημόσιας σκηνής» (ob/scene) σε κάτι «επί-
σκηνής» (on-scene). Μια μετάβαση που προκύπτει από την ουσιαστικά ανεμπόδιστη
προσβασιμότητα σε αυτή και αποδίδεται ως το γενικότερο φαινόμενο της
πορνογραφικοποίησης με την έννοια του πολλαπλασιασμού των αναπαραστάσεων του
σεξ στα μέσα μαζικής επικοινωνίας (Attwood 2009Γ: xviii). Συγκεκριμένα, η
πορνογραφικοποίηση συνιστά κατά βάση την ένταξη έλλογων/ρηματικών πρακτικών και
Λόγων που σχετίζονται με την πορνογραφία στην κυρίαρχη κουλτούρα, τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης και τις νέες τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας. Έτσι, πέρα από μια
γενικότερη προσπάθεια οριοθέτησης και εννοιολόγησης της εν λόγω πολυσημικής και
επίμαχης έννοιας, η όλη συζήτηση συνιστά και μια προσπάθεια να διερευνηθεί η όποια
αναοριοθέτηση της σεξουαλικής κοινωνικοποίησης μέσω της εγχάραξης στοιχείων του
σεξουαλικού και πορνογραφικού Λόγου στο πλαίσιο της σεξουαλικοποίησης της
κουλτούρας (Attwood 2006).

190
Πρόκειται για μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα εντός της ευρύτερης τάσης της
σεξουαλικοποίησης του πολιτισμού, με την οποία είθισται να αποδίδεται η ολοένα και
αυξανόμενη παρουσία διαμεσολαβημένων σεξουαλικών, και εσχάτως πορνογραφικών,
αναπαραστάσεων στη δημόσια σφαίρα που συντελούν στην εξάπλωση και διεύρυνση του
σεξουαλικού Λόγου. Τάση που με τη σειρά της εκδηλώνεται κυρίως στο πλαίσιο της
καταναλωτικής κοινωνίας του θεάματος (Debord 1972), που, ως ψυχαγωγική
ατμόσφαιρα σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής (Noys 2007: 401), κατακλύζεται
από μια μεταμοντέρνου τύπου απελευθέρωση των ηθών με την έννοια της ύπαρξης των
προϋποθέσεων για την επικράτηση ενός κλίματος άκρατου ευδαιμονισμού (Postman
1985). Εδώ η τεράστια ποικιλία εγκλίσεων ή, από μια άλλη σκοπιά, η «τυραννία των
επιλογών» που προσφέρει το υστερο-νεωτερικό σκηνικό δομείται υπό το πρίσμα της
αποκαλούμενης «κουλτούρας του στριπτίζ» (McNair 2002), στην οποία η πορνογραφία
δύναται να λάβει κομψά (chic) και «εκλεπτυσμένα» χαρακτηριστικά. Υπό αυτή την
έννοια, η συζήτηση περί πορνογραφικοποίησης επανέφερε ζητήματα τόσο σχετικά με
τον ορισμό της πορνογραφίας, όσο και για τη σημασία των νέων τεχνολογιών στις
σύγχρονες αναπαραστάσεις της σεξουαλικότητας (Attwood 2002Β: 99). Είναι δηλαδή η
διαθεσιμότητα των υλικών σεξουαλικού περιεχομένου που ενισχύονται περαιτέρω από
την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανθρώπων που έχουν την πολιτική και οικονομική
ελευθερία αλλά και τα μέσα για να επωφεληθούν από τη διάχυση του εν λόγω υλικού
μέσα από τις νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας, με το διαδίκτυο να αποτελεί τον κύριο
φορέα της εν λόγω τάσης (Kammeyer 2008: 182, 198, 202). Κάθε, δηλαδή, καινοτομία
στο χώρο της επικοινωνίας και της αναπαραγωγής εικόνων επέτρεψε την ευκολότερη
κατανάλωση ρητά σεξουαλικού υλικού αίροντας τα εμπόδια πρόσβασης σε αυτό που ο
McNair (2002: 38) αποκαλεί «πορνόσφαιρα» (pornosphere).
Γενικότερα, η τεχνολογική εξέλιξη αποτελεί, σύμφωνα με την Hughes (2004:
126), μέρος ενός συλλογικού ενθουσιασμού όπου κάθε νεότερη και πιο γρήγορη
τεχνολογία θεωρείται πιο «σέξι» αφού επιτρέπει την «καλύτερη» και πιο εύχρηστη
σεξουαλική και πορνογραφική εμπειρία. Ειδικά σε μια εποχή οικονομικής αβεβαιότητας
και ολοένα και μεγαλύτερης τμηματοποίησης του κοινού, οι διαφημιστές νέων
τεχνολογιών προκρίνουν όλο και «στενότερες» απεικονίσεις της αρρενωπότητας και της
θηλυκότητας, τοποθετώντας την τεχνολογία ως ένα χώρο μιας ελίτ, λευκής και

191
αρσενικής υποκουλτούρας (Dempsey 2009) 1, με την πορνογραφία σε αυτή την
κατάσταση να μην φλερτάρει πλέον με την επικρατούσα τάση, αλλά να είναι η
«επικρατούσα τάση» (Simpson 2004: 635). Το λεξιλόγιο δηλαδή και τα «εργαλεία» της
πορνογραφικής κουλτούρας έχουν διαχυθεί στην καθημερινότητα, την εμπορία και
προώθηση προϊόντων, την πλαστική χειρουργική και γενικότερα στο δημόσιο λόγο
(Kinnick 2007: 10)2, ενώ παράλληλα καταγράφεται η κυριαρχία της πορνογραφικής
αισθητικής στην αναπαράσταση της έμφυλης σεξουαλικότητας (Bragg και McFarland
2007). Μια ματιά δηλαδή στα καταναλωτικά πρότυπα αρκεί για να φανεί σε ένα πρώτο
καταδηλωτικό επίπεδο το πόσο κορεσμένες είναι οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες από το
σεξουαλικό Λόγο και την πορνογραφία (Kammeyer 2008: 1). Όχι μόνο δηλαδή το στυλ
του πορνό είναι πλέον κάτι εμφανές και συνηθισμένο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης,
αλλά και «πορνό εμφανίσεις» απαντώνται στην πραγματική, καθημερινή ζωή (Attwood
2009Γ: xiv). Βέβαια, είναι απαραίτητο να σημειωθεί εμφατικά ότι όλη η συζήτηση περί
πορνογραφικοποίησης αφορά μια συνθήκη κύριος άξονας της οποίας είναι η επίμαχου
χαρακτήρα κοινωνική κατασκευή της έννοιας της πορνογραφίας ως κάτι «ανάρμοστο».

2.1.1 Η έννοια της πορνογραφικοποίησης

Το φαινόμενο της πορνογραφικοποίησης αφορά μια διαδικασία όπου η ορατότητα της


πορνογραφίας ενσωματώνεται όλο και περισσότερο ως κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού -

1
Θα πρέπει ίσως να σημειωθεί ότι παράλληλα επισημαίνεται και μια τάση «αποσεξουαλικοποίησης» των
νέων τεχνολογιών (Brewer κ.α. 2006: 1695). Σε κάθε περίπτωση όμως, μια τέτοια προσέγγιση θα
πρόσφερε μόνο μια μερική, αν όχι οριακή, κατανόηση της καθημερινής χρήσης των νέων τεχνολογιών.
2
Η συμβολή της έρευνας των Corbeil και McKelvie (2008) είναι να παράσχει την πρώτη έρευνα
αναφορικά με την σχέση μεταξύ της κατανάλωσης πορνό και ανάκλησης στοιχείων από το συγκεκριμένο
υλικό - κυρίως σεξουαλικές λέξεις. Για τους εν λόγω ερευνητές δηλαδή, η σημαντικότητα της έρευνάς τους
έγκειται στη διαπίστωση ότι και στο ζήτημα της πορνογραφίας φαίνεται να επιβεβαιώνεται σε κάποιο
βαθμό η γενική υπόθεση εργασίας ότι το «συναισθηματικό υλικό» (emotional material) ανακαλείται πιο
εύκολα στη μνήμη από ό,τι το «ουδέτερο» (neutral) (2008: 380). Ειδικά στην περίπτωση της αμερικανικής
κουλτούρας έχει πολλαπλώς καταδειχθεί η εκτεταμένη χρήση της f-word (fucking) που, με τον ένα ή τον
άλλον τρόπο, κατάφερε να διεισδύσει στο δημόσιο λεξιλόγιο, είτε αυτούσια είτε μέσω ευφημισμών, όπως
για παράδειγμα freaking ή freakin (Kammeyer 2008: 172).

192
μια διαδικασία που οι Paasonen, Nikunen και Saarenmaa (2007) ονομάζουν για λόγους
απλούστερης ορθογραφίας, πορνοποίηση (pornification). Εδώ, ο όρος «πορνοποίηση»
χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επιτυχή επέκταση της βιομηχανίας του πορνό
στον σκληρό πυρήνα των αναπαραστάσεων στο χώρο της μόδας, της διαφήμισης αλλά
και σε άλλες όψεις του λαϊκού πολιτισμού και της κυρίαρχης/δημοφιλούς κουλτούρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναγνωρίζουν και τρία επίπεδα πορνοποίησης: τις εξελίξεις στο
χώρο των νέων τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνίας που επέτρεψαν την
περαιτέρω εξάπλωση της βιομηχανίας του πορνό, μια χαλάρωση στις ρυθμιστικές
πολιτικές ελέω και των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας, και το γενικότερο φαινόμενο
της σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας - της ενσωμάτωσης δηλαδή όψεων της
σεξουαλικότητας στη δημόσια σφαίρα και της σταδιακής πρόσληψης όλο και
περισσότερο κομψών χαρακτηριστικών στις πορνογραφικού προσανατολισμού
αναπαραστάσεις (2007: 2-13). Στη βάση αυτή, η έννοια της πορνοποίησης μπορεί να μην
«εξηγεί τίποτα από μόνη της», αλλά ως αναλυτικό εργαλείο, και σε κάθε περίπτωση όχι
ως μια μη διαφοροποιημένη μεγάλη αφήγηση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την
κατανόηση κοινωνικών μετασχηματισμών στο πολιτισμικό χώρο, και πιο συγκεκριμένα
στο πεδίο της ορατότητας της πορνογραφίας και της αισθητικής/λογικής της (Paasonen
2007Β: 170).
Έτσι, όσο και αν η πορνογραφικοποίηση της κυρίαρχης κουλτούρας αποτελεί ήδη
αντικείμενο επικρίσεων και αντιδράσεων (Attwood 2007Β), και παρά την όποια
συμφωνία περί των διαστάσεων της πορνοποίησης, η δημόσια συζήτηση φαίνεται να
παραμένει σε χαμηλά ακόμα επίπεδα (McGlynn, Rackley και Westmarland 2007: 4). Οι
δε αντιδράσεις περιστρέφονται κυρίως γύρω από τις αρνητικού προσήμου αποτιμήσεις
της διάχυσης και ευκολίας πρόσβασης σε ρητά σεξουαλικά υλικά και αναπαραστάσεις
στο σύγχρονο κόσμο. Οι εν λόγω προσεγγίσεις έχουν κυρίως αποτυπωθεί με τις έννοιες
της κουλτούρας του «πρόστυχου» (raunch culture) (Levy 2005) και της πορνοποίησης
της καθημερινότητας (Paul 2005)3. Η κριτική, εδώ, αφορά μια κατάσταση όπου στις

3
Η Pamela Paul είναι μια πρώην φιλελεύθερη που έγινε γνωστή με το νεο-συντηρητικό, μεγάλης
εκδοτικής επιτυχίας βιβλίο της Pornified: How Pornography is Transforming our Lives, Our Relationships
and Our Families (2005), το οποίο περιλαμβάνει μια κριτική της σύγχρονης κουλτούρας στη βάση
συνεντεύξεων με χρήστες πορνογραφίας και τον κοινωνικό τους κύκλο (Jacobs 2007Β: 218).

193
δυτικές κοινωνίες όλοι, είτε οι ίδιοι χρησιμοποιούν πορνογραφία είτε απλώς έχουν
κάποιου είδους σχέση με κάποιον που την καταναλώνει, ζουν σε αυτό που η Dines
(2010Δ) αποκαλεί «πορνοχώρα» (pornland). Η δε κριτική περί πορνοχώρας, κριτική την
οποία υιοθετεί και ο Jensen (2010Α), θυμίζει τον παλαιότερο όρο «πορνοτοπία»
(pornotopia) των Collins και Skover (1994: 1375) - μια κατάσταση δηλαδή όπου οι
δυνάμεις της «αυταρέσκειας», του μαζικού καταναλωτισμού και της προηγμένης
τεχνολογίας συνεργούν για την κατασκευή μιας κουλτούρας όπου οι εικόνες κυριαρχούν
και η πορνογραφία είναι το έμβλημά της. Η πορνοτοπία δηλαδή είναι ένας «νέος
Λεβιάθαν» με τη μορφή ενός «πορνογραφικού κράτους» (1994: 1388), ενός κράτους που
ενδημεί στην «Χρυσή Εποχή του Χρυσού Ντους» (Golden Age of the Golden Shower)
όπως θα έλεγε και ο Dery (2007Β: 153). Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η
εννοιολόγηση του πορνοπτικού (pornopticon) από την Σαρικάκη (2012: 378) στη βάση
του ότι η σύγχρονη εικόνα της πορνογραφίας είναι πανταχού παρούσα στη σύγχρονη
κουλτούρα, συνιστώντας έτσι το μηχανισμό μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η επιτήρηση.
Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να σημειώσει ότι η εγχάραξη στοιχείων του
σεξουαλικού και πορνογραφικού Λόγου στην κυρίαρχη κουλτούρα των δυτικών, κατά
κανόνα, κοινωνιών έχει ήδη αναδειχθεί στη διεθνή βιβλιογραφία κυρίως με το έργο του
Brian McNair, άλλοτε ως πορνογραφικοποίηση του κυρίαρχου (1996) και άλλοτε ως
κουλτούρα του στριπτίζ (2002). Την έννοια της πορνογραφικοποίησης του κυρίαρχου ο
McNair (1996: 37) αρχικά την αντιλαμβάνονταν ως την εμφάνιση της σεξουαλικότητας
με τη μορφή καλλιτεχνικού θεάματος στη λαϊκή/δημοφιλή κουλτούρα κατά τη διάρκεια
της δεκαετίας του 1990 - αλλά και πιο γενικά ως την ένταξη και ενσωμάτωση της
πορνογραφικής εικονογραφίας και των σεξουαλικών αναπαραστάσεων, ή αλλιώς αυτό
που αποκαλεί διαμεσολαβημένο σεξ (1996: vii), σε μια σειρά λαϊκών πολιτισμικών
μορφών, από τη διαφήμιση και τη λαϊκή λογοτεχνία μέχρι την τηλεόραση και το
χολυγουντιανό κινηματογράφο (1996: 137). Είναι όμως η μορφή του «σικ πορνό»
(porno-chic) που σηματοδότησε τη «μετανεωτερίκευση της πορνόσφαιρας»
(postmodernization of the pornosphere), δηλαδή την πολιτισμική μεταμόρφωση της
πορνογραφικής παράβασης σε ένα ειρωνικό και σεξουαλικά παιγνιώδες
προσανατολισμένο περιεχόμενο στις υστερο-νεωτερικές συνθήκες ρευστότητας (2002:
64), ή αλλιώς στη σύγχρονη κατάσταση που ονομάζει «πολιτισμικό χάος» (2006). Το σικ

194
πορνό δεν είναι ένα καθαυτό πορνό αλλά η αναπαράσταση, αντιγραφή, παρώδηση,
διερεύνηση και μεταμόρφωση του πορνό στη μη πορνογραφική τέχνη και κουλτούρα
(2002: 61), ο πολλαπλασιασμός των μορφών του οποίου αποτελεί μια ξεχωριστή τάση
στην ευρύτερη διαδικασία της πολιτισμικής σεξουαλικοποίησης και της
πορνογραφικοποίησης της κυρίαρχης κουλτούρας (2002: 12)4. Οι δε μορφές του σικ
πορνό το οποίο περιλαμβάνει κείμενα που φλερτάρουν με την αισθητική και τις
αφηγηματικές συμβάσεις της πορνογραφίας και που μιλούν για την πορνογραφία με
διάφορους τρόπους, έχουν πολλαπλασιαστεί και αναπτυχθεί παράλληλα με την επέκταση
της πορνόσφαιρας και της κουλτούρας του στριπτίζ που επικεντρώνεται στη σεξουαλική
εξομολόγηση και αυτο-αποκάλυψη, όπως για παράδειγμα τα εξομολογητικά talk show
και τα περίφημα ριάλιτι (2002: 81-6)5.
Η πορνογραφικοποίηση δηλαδή της δημόσιας σφαίρας αποτελεί μια τάση
παράλληλα με την κουλτούρα του στριπτίζ, με την έννοια ότι οι διάφορες μορφές
διαμεσολαβημένης σεξουαλικής αυτο-αποκάλυψης και έκθεσης του σώματος είναι ένα
επιμέρους κομμάτι της ευρύτερης σεξουαλικοποίησης της κυρίαρχης κουλτούρας (2002:
81). Ως κουλτούρα του στριπτίζ ο McNair (2002: ix) ονομάζει γενικότερα τα μέσα
σεξουαλικής αποκάλυψης και επιδειξιομανίας (exhibitionism) που πολλαπλασιάστηκαν
στις καπιταλιστικές κοινωνίες στο τέλος του 20ου αιώνα και συνεχίζουν να είναι ορατά,
αλλά και πιο συγκεκριμένα τη σεξουαλική εξομολόγηση και αυτο-αποκάλυψη στα μέσα
μαζικής επικοινωνίας (2002: 88). Έτσι, όλες αυτές οι εξελίξεις μπορεί να νοηθούν ως
μέρος ενός σεξουαλικοποιημένου πολιτισμού (2002: 70), ενός δηλαδή «ευρύτερου
πολιτισμού της εξομολόγησης και της δημόσιας οικειότητας» (2002: 98), και να
ερμηνευθούν όχι μόνο ως απόδειξη της αλλαγής κοινωνικών στάσεων και γούστου
(2002: 107), αλλά και του εκδημοκρατισμού και της διαφοροποίησης του σεξουαλικού

4
Ο Joseph Slade (2000Β: 107 όπως αναφέρεται στο Kammeyer 2008: 137) είχε πριν από τον McNair
χρησιμοποιήσει τον όρο «σικ πορνό» για να χαρακτηρίσει το φαινόμενο της μαζικής προσέλευσης του
κοινού στη δεκαετία του 1970 για να δουν το Deep Throat (1972) και άλλες παρόμοιες ταινίες.
5
Δεν θα πρέπει να λησμονείται, σύμφωνα με τον McNair (2009Α: 65), ότι αν και ο χώρος του
διαμεσολαβημένου σεξ ήταν παραδοσιακά δομημένος αποκλειστικά γύρω από τους άνδρες, η
πορνογραφικοποίηση είναι μια τάση στην οποία οι γυναίκες πρωταγωνιστούν σε πολλαπλά επίπεδα, τόσο
ως παραγωγοί όσο και ως καταναλωτές.

195
Λόγου (2002: 205)6. Υπό αυτή την έννοια, στις ενδεχόμενες επιδράσεις του
εκδημοκρατισμού των κοινωνιών, της πολιτισμικής εμπορευματοποίησης και της
τεχνολογικής εξέλιξης θα πρέπει να συμπεριληφθεί και μια αλλαγή στον κοινωνικό
συσχετισμό δυνάμεων όπου το οικονομικό κεφάλαιο δεν θα μπορεί να ελέγχει πλήρως το
πολιτισμικό και πολιτικό κεφάλαιο στον καπιταλιστικά οργανωμένο δυτικό κόσμο (2006:
203).
Η προσέγγιση του McNair είναι χρήσιμη για την Attwood (2006: 82) με την
έννοια της προσπάθειας να πλαισιώσει τη συζήτηση περί πορνογραφικοποίησης με τις
ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις στις δυτικές κοινωνίες. Όμως κρίνεται
και στη βάση των γραμμικών σχέσεων αιτιότητας που προκρίνει ανάμεσα στο
ριζοσπαστισμό, τη ζήτηση, τον καπιταλισμό και τις επιδράσεις των μέσων μαζικής
επικοινωνίας. Για παράδειγμα, ότι η κουλτούρα του στριπτίζ είναι μια καπιταλιστική
απάντηση στη λαϊκή απαίτηση για πρόσβαση και συμμετοχή στο σεξουαλικό Λόγο
(McNair 2002: 87), αλλά και μια προοδευτική κατεύθυνση για την άρθρωση και διάχυση
ποικίλων σεξουαλικών ταυτοτήτων και ριζοσπαστικών σεξουαλικών πολιτικών (2002:
206). Αποτελεί, δηλαδή, σημείο βάσιμης κριτικής στην προσέγγιση του McNair η,
μάλλον, απροβλημάτιστη εξίσωση του οικονομικού φιλελευθερισμού με τη σεξουαλική
απελευθέρωση (Arthurs 2003Α: 117). Για αυτό και η Smith (2007Β: 24) του ασκεί
κριτική στην αιτίαση περί φιλελευθεροποίησης των στάσεων απέναντι στο σεξ που
παραβλέπει τη συνθετότητα των κοινωνικών διαστάσεων και των σεξουαλικών πεδίων
στις σύγχρονες κοινωνίες της εξατομίκευσης. Την κριτική της συμπληρώνει και η
επισήμανση ότι τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ταιριάζουν εξαρχής στη βασική του
σύλληψη και συνεπώς δεν αποτελούν δόκιμο πλαίσιο ανάλυσης, παρά μια μεθοδολογική
αντινομία για την τεκμηρίωση της συλλογιστικής του.
Γενικότερα, αυτό που απουσιάζει στη θεώρηση περί «εκδημοκρατισμού της
έκφρασης», όπου «συνηθισμένοι» άνθρωποι που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως

6
Υπάρχει βέβαια και μια αντίστοιχη φεμινιστική τάση που υποβαθμίζει κάθε εξέλιξη ως κομμάτι της
«ίδιας παλιάς ιστορίας» (same old story) του σεξιστικού λόγου. Αυτή όμως η στάση για την Attwood
(2006: 84) υποπίπτει στο ίδιο σφάλμα με αυτή του McNair (2002) - όπου κατά αντιστοιχία ό,τι συμβαίνει
είναι μια συνέχεια ενός φθαρμένου συστήματος σεξουαλικής ανισότητας από τη μια, και κάτι καινούριο
και ριζοσπαστικό από την άλλη.

196
παθητικά αντικείμενα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και γυναίκες πρώην αντικείμενα
του «αρσενικού βλέμματος» γίνονται αυτόνομα υποκείμενα και κατασκευάζουν τους
τρόπους αναπαράστασής τους στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που τους παρέχουν οι νέες
τεχνολογίες, είναι οι εκτιμήσεις των προσδοκιών του κοινού, η λογική του πεδίου και οι
απαιτήσεις της αγοράς (Schwarz 2010: 164). Με άλλα λόγια, τέτοιες προσεγγίσεις περί
«εκδημοκρατισμού» της αυτοπροβολής αναπαράγονται ως εάν οι ανακλαστικές
αναπαραστάσεις του εαυτού κατασκευάζονται υπό συνθήκες πλήρους αυτονομίας του
υποκειμένου, καλλιτεχνικής ελευθερίας, «ανενόχλητες» από την αρχικά σκοπούμενη
χρήση τους και πέρα από τις όποιες μεθόδους αξιολόγησης, σχέσεων εξουσίας ή
συμφερόντων (2010: 164). Οι δε Paasonen, Nikunen και Saarenmaa (2007: 15) έχουν
συγκεκριμένες ενστάσεις στις απλουστευμένες γενικεύσεις αναφορικά με την
πορνογραφία και την πορνογραφικοποίηση γενικότερα, και αυτό διότι υπάρχει ο
κίνδυνος αποσύνδεσης των εν λόγω φαινόμενων από το εκάστοτε κοινωνικό, ιστορικό,
οικονομικοπολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνουν χώρα. Υπό μια έννοια
δηλαδή, και με αφορμή τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν στην πιο ανεκτική
σκανδιναβική κουλτούρα, υπονοούν ότι η επιστημονική ανάλυση θα πρέπει να προβεί σε
μια σταδιακή αποσύνδεση από την αγγλοσαξονοποίησή (anglosaxonization) της που
συντελείται λόγω της κυριαρχίας της εργογραφίας μιας σειράς μελετητών από τις εν
λόγω χώρες στη δημόσια συζήτηση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην ίδια κατεύθυνση και η Paasonen (2009) τονίζει ορθά ότι τα υπό μελέτη
φαινόμενα της πορνογραφικοποίησης και της εμπορευματοποίησης της οικειότητας δεν
θα πρέπει να ανάγονται και, κατ’ επέκταση, να αναλύονται με άξονα την αμερικανική
περίπτωση και τους εκεί «πολέμους γύρω από το σεξ» (sex wars). Προχωρώντας ένα
βήμα παραπέρα οι Attwood και Smith (2010: 184), επισημαίνουν ότι ενώ αρχικά ο όρος
«πορνογραφικοποίηση» επινοήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από ακαδημαϊκούς μελετητές
για να αποδοθεί το φαινόμενο της ευρείας ενσωμάτωσης, αλλά και γοητείας, του σικ
πορνό, στο τέλος κατέληξε μια «επιθετική» εννοιολόγηση από ακτιβιστές του
Χριστιανισμού, νεο-συντηρητικούς σχολιαστές και εκφραστές αντίστοιχων κοινωνικών
ομάδων στις ΗΠΑ. Για αυτό και η χρήση της έννοιας της πορνογραφικοποίησης στο
δημόσιο λόγο συνδέεται ουσιαστικά με μια προσπάθεια καταγραφής πολιτισμικών
στροφών που συνοδεύονται από ανησυχίες για αυτές τις εξελίξεις, συχνά και από

197
ηθικούς πανικούς όπως έχει ήδη αναφερθεί (βλ. και ενότητα 1.3.5). Στο πλαίσιο αυτό,
συμπληρώνεται από μια κριτικά προσανατολισμένη ρητορική που επιδιώκει τη ρύθμιση
της οιονεί προβληματικής για το κοινωνικό σύνολο μετάβασης σε μια πραγματικότητα
που κατακλύζεται από σεξουαλικά και πορνογραφικά κείμενα και υλικά. Το πρόβλημα
σε αυτή την κατάσταση για την Smith (2010Β: 104) είναι τόσο ο περιορισμός της
προοπτικής για εναλλακτικές και ανοιχτές ερμηνείες των κειμένων αυτών, όσο και η
σύνδεση του όρου «πορνογραφικοποίηση» αποκλειστικά με το έργο και τις απόψεις
«απαισιόδοξων» συγγραφέων, όπως η Levy (2005) και η Paul (2005).
Η πορνογραφικοποίηση δηλαδή για την Smith (2010Β: 106) είναι ένα πρόβλημα
και όχι μια περιγραφή από την στιγμή που συνδέει κάτω από την ίδια ομπρέλα μια σειρά
από ετερόκλητα πράγματα - από το pole dancing, που αποτελεί πια μια νομιμοποιημένη
μορφή άσκησης και χορού (Head 2006) 7, και το hentai (γιαπωνέζικα πορνογραφικά
κόμικ) μέχρι τις σκηνές από το Abu Ghraib και το Sex and the City. Έτσι, ως όροι η
«πορνογραφικοποίηση» και η «πορνοποίηση» που σημαίνουν το ίδιο, όπως έχει ήδη
αναφερθεί, δεν έχουν κάποιο κοινά αποδεκτό, συγκεκριμένο νόημα και αποτελούν τελικά
ένα ζήτημα κοινωνικής και πολιτισμικής πρόσληψης που αντιμετωπίζει τα ίδια
ερωτήματα όπως οι έννοιες της αισχρότητας, της πορνογραφίας και της ερωτογραφίας
(Smith 2010Β: 105). Με την έννοια δηλαδή του catch-all όρου, η πορνογραφικοποίηση
φαίνεται από τη μια να τα εξηγεί όλα, από την άλλη όμως αυτή η ευκολία προσαρμογής
και εφαρμογής της σε πολλά και ετερόκλητα κοινωνικά φαινόμενα αναδεικνύει και την
«επιφανειακότητά» της (2010Β: 105). Ορθά δε επισημαίνεται ότι οι ετυμολογίες κάθε
όρου είναι από μόνες τους μια δύσκολη και επίμαχη διαδικασία, όμως στην περίπτωση
της πορνογραφικοποίησης υπάρχει μια επιπλέον δυσκολία - αυτή της διάκρισης από τη
σεξουαλικοποίηση της κουλτούρας που ως όρος εσχάτως μπήκε και αυτός στη δημόσια
συζήτηση (2010Β: 104). Ειδικότερα σε ένα πλαίσιο όπου οι συζητήσεις γύρω από τη
σεξουαλικοποίηση και τη σεξουαλικότητα γενικότερα εκφυλίζονται σε συζητήσεις για

7
Οι Holland και Attwood (2009) μελετούν το πώς ο χορός σε στύλο γίνεται αντιληπτός από γυναίκες όχι
μόνο ως ένα μέσο για να αισθάνονται σέξι, αλλά και ως πηγή φυσικής απόλαυσης, ενθουσιασμού και
χαράς, προσφέροντας στις γυναίκες τόσο ένα τρόπο ενσωμάτωσης των επιθυμητών θηλυκών ιδιοτήτων,
όσο και έναν τρόπο διαπραγμάτευσης της σεξουαλικοποίησης που προϋποθέτει δεξιότητες, δύναμη και
εξουσία.

198
την πορνογραφία και επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στο ζήτημα των οπτικών
αναπαραστάσεων όπου οι γυναίκες παρουσιάζονται συχνά άνευ ενεργού
υποκειμενικότητας και ως μόνιμα θύματα ενός ανδρικά κατασκευασμένου σεξουαλικού
συστήματος με κεντρικό άξονα τη βία (Attwood και Smith 2010: 185).
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Jensen (2011: 25), οι δυτικές κοινωνίες είναι
κοινωνίες κορεσμένες από την πορνογραφία στις οποίες οι γυναίκες αποτελούν
συστηματικά στόχους σεξουαλικής βίας - χαρακτηρίζονται δηλαδή από μια ολοένα και
πιο πορνογραφικοποιημένη «κουλτούρα του βιασμού» (rape culture) στην οποία η
πορνογραφία είναι μια μορφή προπαγάνδας της8. Εδώ η έννοια της προπαγάνδας δεν
αναφέρεται σε απλοϊκούς ισχυρισμούς περί μηχανιστικής υιοθέτησης της λογικής αιτία-
επίδραση στην ανθρώπινη επικοινωνία, αλλά στους τρόπους με τους οποίους
ενθαρρύνονται συγκεκριμένοι τρόποι σκέψης και αντίληψης της πραγματικότητας, και
κατ’ επέκταση διαμόρφωσης αποδεκτών συμπεριφορών. Παραλληλίζει μάλιστα την
καλλιέργεια της κουλτούρας του βιασμού από την πορνογραφία με τον τρόπο που η
διαφήμιση προάγει και συμβάλλει στην κατίσχυση της καταναλωτικής κουλτούρας και
της εμπορευματοποίησης των πάντων (2011: 26). Τα δε βασικά προπαγανδιστικά
μηνύματα των πορνογραφικών φιλμ είναι ότι όλες οι γυναίκες θέλουν πάντα σεξ από
τους άνδρες, στις γυναίκες αρέσουν όλες οι σεξουαλικές πράξεις που εκτελούν ή ζητούν
οι άνδρες και κάθε γυναίκα που δεν το καταλαβαίνει αυτό «με την πρώτη» μπορεί να
πεισθεί με τη βία (2011: 30). Διευκρινίζει, πάντως, ότι ό όρος «κουλτούρα του βιασμού»
αναφέρεται σε ιδέες και πρακτικές πέρα από εκείνες που ορίζονται νομικά ως βιασμός
(2011: 28).
Στις παραπάνω αιτιάσεις του Jensen απαντά ο McNair (2014) σε ένα άρθρο του
στο πρώτο τεύχος της επιθεώρησης Porn Studies. Όλα λοιπόν τα στοιχεία, σύμφωνα με
τον τελευταίο, δείχνουν ότι στις κοινωνίες που χαρακτηρίζονται ότι περνούν μια φάση
πολιτισμικής πορνογραφικοποίησης και σεξουαλικοποίησης, οι βιασμοί και οι
σεξουαλικές επιθέσεις παρουσιάζουν μια σταθερή, μακροπρόθεσμη μείωση (2014: 167).
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιπτώσεις που η πορνογραφία

8
Στην ίδια κατεύθυνση, η Maitse (1998) περιγράφει μια ζοφερή κατάσταση στη μετά Απαρτχάιντ εποχή
της Νότιας Αφρικής στο πεδίο της βίας κατά των γυναικών και των βιασμών, το οποίο και συνδέει με την
ευρεία διαθεσιμότητα της πορνογραφίας.

199
χρησιμοποιείται με καταχρηστικούς τρόπους που πρέπει να αποτελούν ζητήματα για
λήψη προσεχτικά σχεδιασμένων ρυθμιστικών μέτρων. Σημαίνει όμως ότι οι αιτιάσεις για
απαγόρευση της πορνογραφίας στη βάση της πρόκλησης επιβλαβών επιδράσεων δεν
στηρίζονται σε γερές, κοινά αποδεκτές και επιστημονικά τεκμηριωμένες βάσεις. Με
άλλα λόγια, οι κοινωνίες στις οποίες οι γυναίκες είναι πιο πιθανόν να δεχθούν
σεξουαλικές επιθέσεις και διακρίσεις, είναι και οι κοινωνίες που είναι λιγότερο ανεκτικές
στα ζητήματα της σεξουαλικότητας και της πορνογραφίας, με την τελευταία να
βρίσκεται συνήθως σε καθεστώς απαγόρευσης.
Αυτό για τον McNair (2014: 165-6) δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η ελευθερία
διακίνησης πορνογραφίας συμβάλλει στη μείωση των σεξουαλικών εγκλημάτων, αλλά
ότι οι κουλτούρες που αντιμετωπίζουν εχθρικά την πορνογραφία επιδεικνύουν την ίδια
επιθετικότητα απέναντι στα δικαιώματα των γυναικών, των ομοφυλόφιλων και των
διαφυλικών. Έτσι, από μια άλλη σκοπιά, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η πορνογραφία
πράγματι «προξενεί» κάποιους άνδρες να βιάσουν ή να κακοποιήσουν σεξουαλικά, οι
κοινωνικές πιέσεις και η αυξημένη ατομική ευαισθητοποίηση και επίγνωση γύρω από τα
θέματα της σεξουαλικής βίας αποθαρρύνει τους άνδρες από τη διάπραξη τέτοιων
ενεργειών. Είναι για αυτόν ακριβώς το λόγο που παρά το ότι οι συμμετέχοντες σε
εργαστηριακά πειράματα «έκθεσης» σε πορνογραφικό υλικό προβαίνουν μετά σε πιο
«επιθετικές» και «μειωτικές» για τις γυναίκες κρίσεις, σε πραγματικές συνθήκες
κατανοούν ότι αυτές οι στάσεις και συμπεριφορές είναι κοινωνικά μη αποδεκτές (2014:
166). Στη βάση αυτή, ο McNair (2014: 169) προκρίνει ως προοδευτική διέξοδο για την
περαιτέρω απομόνωση των σεξουαλικών εγκλημάτων και των μισογυνικών στάσεων και
πράξεων, την επιμόρφωση και ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών, την
αύξηση των αναπαραστάσεων «δυνατών» γυναικών και σεξουαλικής διαφορετικότητας
στη δημόσια σφαίρα, και την επιπλέον προώθηση της οικονομικής και πολιτικής
ανεξαρτησίας των γυναικών. Τέτοιες δράσεις θα συμβάλλουν με καταλυτικό τρόπο όχι
μόνο στην ενδυνάμωση των γυναικών, αλλά και στην αναδιαμόρφωση της
πορνογραφικοποίησης και της σεξουαλικοποίησης τόσο στην κυρίαρχη κουλτούρα όσο
και στη δημόσια σφαίρα9.

9
Αξίζει να αναφερθεί πάντως, ότι υπάρχουν και έρευνες που έχουν δείξει ότι η μαζική αύξηση της
διαθεσιμότητας της πορνογραφίας συνδέθηκε με μια δραματική μείωση των σεξουαλικών εγκλημάτων,

200
2.1.2 Η έννοια της σεξουαλικοποίησης

Αναφορικά τώρα με την έννοια της σεξουαλικοποίησης, αυτή για τον Wouters (1998)
δεν είναι μια διαδικασία που θα πρέπει, λανθασμένα, να επικεντρώνεται μόνο στη
λειτουργία της αγοράς και των μέσων επικοινωνίας, αλλά πρόκειται για μια πολύπλοκη
εξέλιξη που έχει στη βάση της τη διαδικασία επέκτασης της ροής της πληροφορίας και
γνώσης ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Μια διαδικασία δηλαδή που περιλαμβάνει τις
ολοένα και πιο «ανοιχτές και ισότιμες» σχέσεις μεταξύ ενηλίκων και παιδιών και την
ανάδυση ενός νέου είδους προσωπικότητας που υπόκειται όλο και σε λιγότερες
εξωτερικές παρεμβάσεις, και στρέφεται όλο και περισσότερο σε μια εσωτερική
αυτορρύθμιση του εαυτού. Όπως λέει και ο McNair (1996: 9), η σεξουαλική επανάσταση
τοποθετείται την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν στις δυτικές
κοινωνίες άρχισε να παρατηρείται, αλλά και να επιδιώκεται μέσα από μια σειρά
κοινωνικών αγώνων, μια φιλελευθεροποίηση των σεξουαλικών συμπεριφορών και
στάσεων. Μια από τις μορφές της σεξουαλικής επανάστασης ήταν και το οθονοποιημένο

ειδικά σε σχέση με τους πιο νέους ανθρώπους (Diamond 1999, Diamond και Uchiyama 1999), ή σε
ορισμένες περιπτώσεις με τη μη αύξησή τους (Diamond 2009). Στην ίδια λογική είναι και η έρευνα του
Baron (1990) στην οποία προσπάθησε να συνδέσει την ελευθερία διακίνησης μαλακών περιοδικών με το
status των γυναικών και τα επίπεδα έμφυλης ισότητας σε 50 αμερικανικές πολιτείες, χωρίς όμως να βρει
κάποια αρνητική συσχέτιση. Ίσα-ίσα, σύμφωνα με την έρευνά του, φαίνεται ότι μπορούν κάλλιστα να
συνυπάρχουν υψηλά ποσοστά κυκλοφορίας πορνογραφικού υλικού με υψηλά ποσοστά έμφυλης ισότητας
στη βάση πολιτικά ανεκτικών κοινωνιών που δίνουν έμφαση τόσο στην έλλειψη ρυθμίσεων περιορισμού
στα σεξουαλικά ρητά υλικά όσο και στα ίσα δικαιώματα. Στην έρευνα πάντως του Wongsurawat (2006)
για την σχέση ανάμεσα στην χρήση ιδιωτικών ταχυδρομικών θυρίδων που μειώνουν το ρίσκο ενός
ενδεχόμενου κοινωνικού στιγματισμού και το ρυθμό των συνδρομών του περιοδικού Penthouse, έχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επισήμανση ότι τα ευρήματα από την έρευνά του συντάσσονται με παλαιότερες
έρευνες που από τη μια συσχέτιζαν τη νομιμοποίηση υλικού για ενήλικους με μείωση των εγκληματικών
δράσεων στην Ευρώπη, και από την άλλη την αύξηση τέτοιων δράσεων στις ΗΠΑ σε μια παράλληλη
καταγραφή αύξησης των πωλήσεων περιοδικών σεξ. Και αυτό διότι έτσι εμφατικά επισημαίνεται το
γεγονός ότι δεν αρκεί μια μονοσήμαντη, γραμμική συσχέτιση ανάμεσα στην ύπαρξη και τις πωλήσεις
πορνογραφικού υλικού με επιμέρους «κοινωνικές παθογένειες», αλλά χρειάζεται απαραίτητα να
προστεθούν στις έρευνες μη συχνά παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά του πληθυσμού που ενδέχεται να
συμβάλλουν στη διαμόρφωση κοινωνικών τάσεων (2006: 209).

201
σεξ, με την έννοια της αναδιοργάνωσης της σχέσης ιδιωτικού και δημοσίου (Williams
2008: 10). Για αυτό και η σεξουαλικοποίηση της δημόσιας σφαίρας είναι ένα φαινόμενο
που αρχίζει να λαμβάνει έντονα χώρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και μετά
(McNair 1996: 24).
Σε αυτό το πλαίσιο, η σεξουαλικοποίηση της κουλτούρας είθισται να συνδέεται
με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και τη μετάβαση σε μια κατάσταση όπου το
άτομο νοείται κυρίως ως μια αυτορρυθμιζόμενη μονάδα, παρόλο που η
σεξουαλικοποίηση έχει συνδεθεί και με πιο συλλογικές, κοινωνικά προσανατολισμένες
εννοιολογήσεις γύρω από την έννοια της ιδιότητας του πολίτη. Πιο ειδικά, τη συζήτηση
χαρακτηρίζουν η έννοια της «οικείας ιδιότητας του πολίτη» (intimate citizenship) του
Plummer (1995) και αυτή του «σεξουαλικού πολίτη» (sexual citizen) του Weeks (1998).
Όπως ορθά τονίζει η Attwood (2006: 91), η προσέγγιση του Plummer (1995) που
εστιάζει στο ριζοσπαστισμό, τον πλουραλισμό, τη δημοκρατία, τη συμμετοχή, την
επιλογή και τη διαφορετικότητα, αποτελεί μια σημαντική διορθωτική στάση στον «τα
πάντα επιτρέπονται φιλελευθερισμό» (anything goes libertarianism) του Weeks (1998:
44) που ανάγεται σε μια ηδονιστική, καταναλωτική και καπιταλιστική κοινωνία. Ο
σεξουαλικός πολίτης κατά τον Weeks (1998: 35) μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε αρκεί
να αποδίδει μια ιδιότυπη υπεροχή στη σεξουαλική του υποκειμενικότητα και τις
δυνατότητες πραγμάτωσή της. Με άλλα λόγια, η σεξουαλική ιδιότητα του πολίτη του
Weeks μπορεί να νοηθεί ως επέκταση της διαδικασίας που αφορά τον έλεγχο κάποιου
πάνω στο σώμα του, τη δυνατότητα για δημιουργία σχέσεων οικειότητας και έμφυλων
εμπειριών, την πρόσβαση σε αναπαραστάσεις, την ελευθερία για δημόσια έκφραση και
την ευχέρεια επιλογής της ταυτότητάς του10.
Για παράδειγμα, η έννοια του σεξουαλικού πολίτη αναπτύχθηκε, σύμφωνα με την
Hines (2007: 44), για να επιστήσει την προσοχή στη σεξουαλικότητα που είχε
αποκλειστεί από τη δημόσια αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη διότι οι παραδοσιακές
έννοιες της ιδιότητας του πολίτη συνεπάγονταν κατά βάση την ετεροκανονικότητα, την

10
Κατά την Ryan (2000), η φεμινιστική θεωρία και οι σεξουαλικές πολιτικές μπορούν να βρουν τις έννοιες
του σεξουαλικού πολίτη, της σεξουαλικής δημοκρατίας και της αμοιβαιότητας πιο κατάλληλες για την
αντιμετώπιση των κινδύνων από τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα από την προσφυγή σε Λόγους
που υπερτονίζουν την παθητικότητα του σεξουαλικού υποκειμένου.

202
υπόθεση δηλαδή ότι όλοι είναι ετεροφυλόφιλοι (βλ. και ενότητα 2.2.1). Θα πρέπει όμως
να αμφισβητείται και να ασκείται κριτική στην έννοια του «αυτορρυθμιζόμενου πολίτη»
ως το ιδανικό σεξουαλικό υποκείμενο, με την έννοια της εστίασης στον προβληματικό
χαρακτήρα της «ηθικής» επίλυσης των ζητημάτων της σεξουαλικής κοινωνικοποίησης
αποκλειστικά στη βάση της «αυτορρύθμισης» (Bragg 2006). Είναι σε αυτό το πλαίσιο
που η Attwood (2009Γ: xxiii) επισημαίνει ότι η αποσύνδεση της σεξουαλικοποίησης από
την ατζέντα της κοινωνίας πολιτών συνιστά τον περιορισμό της στα στενά δεσμά των
ατομικών lifestyle επιλογών. Σε αυτή την περίπτωση είναι ο καταναλωτισμός που
υποστηρίζει αυτή την αποκοπή, με αποτέλεσμα να προκρίνονται μόνο εκείνες οι
υποκουλτούρες, πέρα από το κύριο ρεύμα, που είναι συμβατές με τη λογική του.
Κατεξοχήν, οπότε, μορφή σεξουαλικοποίησης αποτελεί αυτή των προϊόντων
(product sexualization), όταν δηλαδή ένα προϊόν καθίσταται σεξουαλικό με τη σύνδεσή
του με ένα σεξουαλικό ερέθισμα, όπως ένα γοητευτικό μοντέλο σε μια διαφήμιση ή ένα
σεξουαλικά ελκυστικό πρόσωπο σε μια πραγματική κατάσταση κατανάλωσης (Gould
1995: 396). Υπάρχει όμως και η άποψη ότι τα τελευταία χρόνια η διαφήμιση έχει αρχίσει
να απομακρύνεται από απεικονίσεις των γυναικών αποκλειστικά ως απλά αντικείμενα
του ανδρικού βλέμματος και να δίνει σε αρκετές περιπτώσεις έμφαση στη γυναικεία
σεξουαλική προσωπική ισχύ, ιδιαίτερα σε διαφημίσεις για προϊόντα που απευθύνονται σε
νεαρές γυναίκες (Gill 2008: 38). Αυτό δεν σημαίνει πως οι καταναλωτές των
διαφημίσεων δεν βλέπουν πια αντικειμενοποιητικά τις γυναίκες, αλλά από την άλλη δεν
μπορεί και να μην σημειωθεί ότι τις προσεγγίζουν περισσότερο ανοιχτά, πιο
διακειμενικά, ενδεχομένως λόγω και της πολυπλοκότητας και της διαφορετικότητας του
περιεχόμενου των διαφημιστικών μηνυμάτων (Waddell 2002: 210). Όπως τονίζει και η
Attwood (2002Α: 100) με αφορμή την κειμενική ανάλυση των διαφημίσεων του
περιοδικού Fiesta, μπορεί πράγματι οι γυναίκες να παρουσιάζονται συχνά ως «πόρνες»,
αλλά η φαντασίωση της αχαλίνωτης σεξουαλικής ισοδυναμίας και η απουσία ξεκάθαρων
σχέσεων υποταγής των γυναικών από τους άνδρες υπονομεύει την υποβάθμιση των
γυναικών σε απλά αντικείμενο ηδονής και σεξουαλικής βίας. Παρόλα αυτά, η έννοια της
αντικειμενοποίησης ενυπάρχει ακόμα, όχι απαραίτητα με την έννοια της γυναίκας ως
αντικείμενο για να κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον άνδρα, αλλά με την ευρύτερη έννοια
της γυναίκας ως «αντικείμενο έτοιμο για σεξ». Στην ίδια λογική είναι και η έρευνα των

203
Nina-Pazarzi και Tsangaris (2008) πάνω σε μια σειρά συγκεκριμένων τηλεοπτικών
διαφημίσεων στην ελληνική τηλεόραση που ανέδειξε ότι όσο περισσότερους ρόλους
καλούνται να ενσαρκώσουν οι γυναίκες πέρα από αυτούς της νοικοκυράς και του
σεξουαλικού αντικειμένου, τόσο πιο σύνθετες και ανοιχτές γίνονται οι αναγνώσεις
τους11.
Βέβαια δεν μπορεί και να μη σημειωθεί ότι η γενικότερη τάση παραμένει η
χρησιμοποίηση σεξουαλικά προσανατολισμένων αναπαραστάσεων στη διαφήμιση που
αναπαράγουν συγκεκριμένα κανονιστικού τύπου πρότυπα ομορφιάς. Η Amy-Chinn
(2006), για παράδειγμα, εξετάζοντας το νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο της διαφήμισης
στην Μεγάλη Βρετανία και εξειδικεύοντάς το στην περίπτωση των γυναικείων
εσωρούχων, υποστήριξε ότι από τη μια η ερμηνεία των ρυθμιστικών αρχών εξασφαλίζει
ότι οι διαφημίσεις εσωρούχων που απεικονίζουν τις γυναίκες ως αντικείμενα για το
ανδρικό βλέμμα και σκόπιμα προσφέρουν μια σεξουαλική ανάγνωση του ρόλου της
γυναίκας παραμένουν αποδεκτές, από την άλλη οι εικόνες που προσπαθούν να
διαπραγματευτούν μια συζήτηση έξω από το ετεροκανονικό πλαίσιο και την «επιτακτική
ανάγκη συνουσίας» θεωρούνται προβληματικές. Αυτό ενισχύει τη διαιώνιση ενός
συντηρητικού πλαισίου στο οποίο οι γυναίκες μπορούν να θεωρούνται αντικείμενα και
όχι υποκείμενα - ενός πλαισίου που ειδικά στην περίπτωση των διαφημίσεων εσωρούχων
αναπαράγεται τόσο μέσα από διαφημίσεις σε έντυπα, στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο,
όσο και μέσα από διαφημίσεις με τη μορφή αφίσας σε δημόσια θέα.
Αναφορικά με το τελευταίο, το αποτέλεσμα των πρόδηλα σεξιστικών, σίγουρα
σεξοκεντρικών, ενίοτε αντικείμενο αυνανισμού, υπαίθριων διαφημίσεων στους δρόμους
είναι η σεξουαλικοποίηση του αστικού, δημόσιου χώρου (Rosewarne 2007: 317). Με
άλλα λόγια, πρόκειται για αυτό που η Rossi (2007) ονομάζει «υπαίθρια
πορνογραφικοποίηση», δηλαδή σεξουαλικού προσανατολισμού υπαίθριες διαφημίσεις
που προωθούν συγκεκριμένα πρότυπα ομορφιάς και που περιθωριοποιούν μια σειρά από

11
Στην έρευνα των McIntyre κ.α. (1986) οι συμμετέχοντες του δείγματος κλήθηκαν να αξιολογήσουν
διαφημίσεις όπου και φάνηκε ότι οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως φιλελεύθεροι έτειναν να έχουν περισσότερες
ενστάσεις για τις διαφημίσεις που απεικόνιζαν γυναίκες με παραδοσιακούς ρόλους και να εμφανίζονται ως
λιγότερο διατεθειμένοι να αγοράσουν τα εν λόγω διαφημιζόμενα αγαθά.

204
γυναίκες (Rosewarne 2007: 320)12. Διαφημιστικές δε καμπάνιες όπως αυτή του
πασίγνωστου πλέον στηθόδεσμου Wonderbra απέκτησαν σημαντική ορατότητα στη
δημόσια σφαίρα και αποτελούν από τις πλέον ενδεικτικές περιπτώσεις καταγραφής της
στροφής προς μια πιο σεξουαλικοποιημένη κουλτούρα όπου τα όρια μεταξύ της
κοινωνικά αποδεκτής εικονοποιίας και της πορνογραφικής απεικόνισης είναι πια
δυσδιάκριτα (Attwood 2004: 16). Τη γενικότερη κυριαρχία της «πορνογραφικής
εικόνας» μέσα από τις σελίδες των γυαλιστερών περιοδικών μόδας και κυρίως τις
διαφημίσεις σε αυτά υπογραμμίζει και η Merskin (2003). Στη βάση αυτή, αναρωτιέται
για την ανάγκη εκτατικής αναοριοθέτησης των κειμένων που θα πρέπει να αποκαλούνται
πορνογραφικά τονίζοντας ότι τέτοιες εικόνες αποτελούν πηγές σεξουαλικής διέγερσης
για τον ανδρικό, κατά βάση, αυνανισμό (2003: 106).
Πιο γενικά, ο Jancovich (2001) σημειώνει ότι στη σύγχρονη καταναλωτική
κουλτούρα μια ηθική της συνεχώς παρούσας τάσης για διασκέδαση και του
«υπολογισμένου ηδονισμού» (calculated hedonism) έχει συμβάλει σημαντικά στην
υπέρβαση παλαιότερων κοινωνικών δεσμεύσεων και την εξύμνηση του
13
απελευθερωμένου σέξι και γυμνού σώματος . Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι στην
«ανασυσκευασία» (repackaging) της γύμνιας και του σεξ σε όλο το φάσμα των
εμπορικών σημάτων υπάρχει μια ιδιαίτερα σαφής αντίληψη ότι το σεξ θα πρέπει να
κατασκευάζεται ως κάτι εντυπωσιακό, ανοιχτό και προσιτό, ως κάτι που επιτυγχάνεται
με την ξεκάθαρη σηματοδότηση των σεξουαλικών αναπαραστάσεων, προϊόντων και
πρακτικών, ως κάτι, σε τελευταία ανάλυση, «κομψό, αριστοκρατικό και μοντέρνο»
(Attwood 2005Α: 399)14. Η δε πώληση και προώθηση σεξουαλικών εικόνων μέσω της
διαφήμισης τοποθετείται στον πυρήνα του σύγχρονου καπιταλισμού (Mann 1997: 79) -
μια γενικότερη αντίληψη που έχει αποτυπωθεί, συνοπτικά και ταυτόχρονα αφαιρετικά,
με το στα όρια του λεκτικού κλισέ «αξίωμα» ότι «το σεξ πουλάει» (sex sells).

12
Η Tapia (2005) κριτικάρει το ότι ακόμα και σε εκστρατείες για την πρόληψη της εγκυμοσύνης εφήβων η
σεξουαλικοποίηση, ως κομμάτι της υπαίθριας διαφήμισης, είναι παρούσα τόσο ως αίσθηση όσο και ως
αποτέλεσμα μιας πιο προσεκτικής ανάγνωσης.
13
Η Eck (2001) κατηγοριοποιεί τις γυμνές εικόνες σε τέσσερα οριοθετημένα πλαίσια: την τέχνη, την
πορνογραφία, την πληροφορία και το εμπορευματοποιημένο πλαίσιο πώλησης προϊόντων και περιοδικών.
14
Η γνωστή εταιρεία ρούχων Abercrombie & Fitch αποτελεί ένα κατεξοχήν δείγμα εταιρείας που «παίζει»
με τις έννοιες της σεξουαλικότητας και του γυμνού σώματος (Kammeyer 2008: 3).

205
Σε αυτό το πλαίσιο η Smith (2007Β: 22), αποδεχόμενη τη γενική ιδέα ότι έχει
υπάρξει αύξηση των εναλλακτικών Λόγων και των σύνθετων αναπαραστάσεων γύρω
από το σεξ, θεωρεί ότι υπάρχουν προβλήματα στην άκριτη αποδοχή αφαιρέσεων και
στερεοτύπων του τύπου ότι «το σεξ πουλάει» και «το σεξ είναι παντού» (sex is
everywhere). Από τη μια δηλαδή φαίνεται να υπάρχει η γενικότερη πεποίθηση ότι το σεξ
πουλάει και αυτό το γνωρίζουν όλοι (Copeland 2004: 249), από την άλλη όμως το ότι το
σεξ πουλάει φαίνεται να ισχύει μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες, με συγκεκριμένους
τρόπους και σε συγκεκριμένες στιγμές (Andrews 2007Β: 53). Η δε Mayer (2005)
προχωρά ένα βήμα παραπέρα επισημαίνοντας ότι ακόμα και αν θεωρηθεί ότι σε κάποιες
περιπτώσεις πράγματι το σεξ πουλάει, τότε θα πρέπει και να αναδειχθούν μια σειρά από
επιμέρους διαστάσεις όπως ποιο σεξ πουλάει, ποιος και πώς το πουλάει, εντός ποιων
δομών και κάτω από ποιες συνθήκες (2005: 302-3). Έτσι, στην έρευνα των Reichert και
Walker (2005) εξετάστηκε η αποτελεσματικότητα του σεξουαλικού περιεχομένου στις
απαντήσεις των καταναλωτών σε μια προσφορά ενός περιοδικού όπου οι ερωτηθέντες
έβλεπαν μια κάρτα εγγραφής που περιείχε μια σεξουαλική εικόνα. Οι ερωτηθέντες
ανέφεραν μια πιο ευνοϊκή στάση για το περιοδικό, περισσότερο ενδιαφέρον για αυτό και
την πρόθεση αγοράς του με την εν λόγω κάρτα, υποστηρίζοντας έτσι τη γενική αντίληψη
ότι το σεξ πουλάει (2005: 137). Η μελέτη όμως των Parker και Furnham (2007: 1225)
έδειξε ότι η ανάκληση της μάρκας ενός προϊόντος που παρουσιάζεται σε τηλεοπτικές
διαφημίσεις «παρεμποδίζεται» από το σεξουαλικό περιεχόμενο των προγραμμάτων, κάτι
που φαίνεται να υποδηλώνει ότι υπάρχει μια ιδιαίτερη εμπλοκή, ή και ενόχληση ενίοτε,
του τηλεθεατή στα εν λόγω προγράμματα.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να μην σημειωθεί ότι μέσα από την κοινωνική
κατασκευή της σεξουαλικότητας στα μέσα μαζικής επικοινωνίας προωθείται η
σεξουαλική επιθυμία, καθώς και η «καταλληλότητα ή μη» αυτής της επιθυμίας μέσω της
ελεγχόμενης παραγωγής πολιτισμικών εικόνων. Υπό αυτή την έννοια, οι
σεξουαλικοποιημένες αναπαραστάσεις νέων κοριτσιών και γυναικών τόσο σε
διαφημίσεις όσο και σε άλλα κείμενα των μέσων προωθούν μια διάχυτη αντίληψη περί
προθυμίας, παθητικότητας και διαθεσιμότητας (Merskin 2004: 123) - αναπαραστάσεις
γυναικών που για την Littau (1995: 891) αποτελούν «ανδρικές εικόνες» τους. Εννοείται,
βέβαια, ότι πέρα από τη γενικού χαρακτήρα αυτή σεξουαλικοποίηση υπάρχουν και

206
συγκεκριμένες εκφάνσεις που έχουν αποτελέσει μάλιστα αντικείμενο μελετών. Για
παράδειγμα, η σεξουαλικοποίηση των αθλητριών που φαίνεται να οδηγεί σε
«προστατευτικές» και πατροναριστικές στάσεις απέναντί στις αθλήτριες που θεωρούνται
όμορφες, και που καλλιεργεί μια αίσθηση ανάμεσα στις γυναίκες ότι για να θεωρείται
κάποια γυναίκα αθλητική θα πρέπει να είναι όμορφη και θηλυκή παρά δυνατή και
ανταγωνιστική (Harrison και Secarea 2010: 421-2). Στην ίδια λογική είναι και η έρευνα
της Tom (2010: 65) για τη σεξουαλικοποίηση των μαζορετών στην οποία παρατηρεί ότι
ενώ αθλήτριες κάθε είδους σεξουαλικοποιούνται, είναι η φιγούρα της μαζορέτας εκείνη
που εμφανίζεται στις πορνογραφικές αφηγήσεις και αναπαραστάσεις πολύ πιο συχνά από
ό,τι άλλες γυναίκες από το χώρο του αθλητισμού, με άξονα μάλιστα τη σεξουαλική
υποταγή στους άνδρες φιλάθλους και αθλητές.
Με όρους δηλαδή σεξουαλικότητας, η διαδικασία της σεξουαλικοποίησης
συνιστά γενικότερα μια ετεροφυλοφιλικά προσανατολισμένη εννοιολόγηση ή, όπως
μπορεί να ειπωθεί αλλιώς, υπονοεί μια ετεροσεξουαλικοποίηση (heterosexualization)
όπου οι γυναίκες έχουν μάθει να ζουν και να πειθαρχούν σύμφωνα με τις προδιαγραφές
της ανδροκρατικής ετεροκανονικότητας, αντιμετωπίζοντας τους εαυτούς τους ως
σεξουαλικά αντικείμενα για την ευχαρίστηση των ετεροφυλόφιλων ανδρών (Lee 1994:
344). Ακόμα και η σεξουαλικοποίηση των λεσβιών κατασκευάζεται με όρους
ετεροσεξουαλικότητας απευθυνόμενη πρωτίστως στο ανδρικό βλέμμα, και όχι ως μια
αυτόνομη και ανεξάρτητη σεξουαλική ταυτότητα (Gill 2009Α: 152-3). Οι Jackson και
Gilbertson (2009), για παράδειγμα, στην έρευνά τους βρήκαν κατασκευές του
λεσβιασμού ως «ετεροελαστικές» (heteroflexible), με την έννοια ότι οι λεσβίες
αντιμετωπίζονται σε πολλές περιπτώσεις ως ένα «καυτό θέαμα», ενώ ταυτόχρονα
αγνοούνται και παραβλέπονται σε μεγάλο βαθμό οι επιθυμίες τους. Οι λεσβιακές πράξεις
δηλαδή προσφέρονται για να «διαβαστούν» από ένα ανδρικό κοινό με τρόπους που
αντηχούν την πορνογραφικά οριζόμενη ανδρική φαντασίωση της παρατήρησης γυναικών
να κάνουν σεξ με άλλες γυναίκες (2009: 202).
Η δε συχνή χρήση του όρου «αμφιφυλόφιλος» (bisexual) στο πλαίσιο της
πορνογραφίας και της σεξουαλικοποιημένης κουλτούρας φαίνεται να μην «διαταράσσει»
τις παγιωμένες έμφυλες και σεξουαλικές διακρίσεις και πολώσεις, αλλά να γίνεται
αντιληπτή ως μια σεξουαλική ιδιοτροπία ή, αλλιώς, ως ένα μέσο για να εμπλουτίσει

207
κάποιος τη σεξουαλική του ζωή, και όχι μια κατηγορία ταυτότητας όπως η
ετεροφυλοφιλική και η ομοφυλοφιλική (Kangasvuo 2007: 141). Έτσι, η
σεξουαλικοποίηση κατασκευάζει «κάθε» γυναίκα ως μια δυνητική εκτελέστρια
ζωντανών ετεροσεξουαλικά προσδιορισμένων σεξουαλικών πράξεων (Berlant 1995),
ειδικά σε ένα πλαίσιο όπου ο σεξουαλικός εαυτός αποτελεί ένα παγκοσμιοποιημένο
θέαμα (Farrer 1999: 163). Υπό αυτή την έννοια, και σύμφωνα με μια ενδιαφέρουσα
έκθεση (American Psychological Association, Task Force on the Sexualization of Girls
2010: 1), η σεξουαλικοποίηση ως διαδικασία λαμβάνει χώρα όταν η αξία ενός ατόμου
προέρχεται μόνο από τη σεξουαλική έφεση ή συμπεριφορά του με την παράλληλη
εξαίρεση όλων των άλλων χαρακτηριστικών του, όταν σε ένα πρόσωπο η φυσική του
ελκυστικότητα και γοητεία αποτυπώνεται με το μονολογικό όρο «σέξι», όταν ένα άτομο
αντικειμενοποιείται σεξουαλικά, και όταν κάποια μορφής σεξουαλικότητα επιβάλλεται
ανάρμοστα και καταχρηστικά σε ένα άτομο και το ετεροκαθορίζει.
Η Gill (2009: 138), πάντως, θεωρεί ότι η σεξουαλικοποίηση της κουλτούρας είναι
μια πολύ γενική έννοια για να αποτελεί χρήσιμο αναλυτικό και εννοιολογικό εργαλείο -
και αυτό διότι πρόκειται για μια διαδικασία που κάθε άλλο παρά μοναδική, ενιαία και
ομοιογενής είναι, αφού διαφορετικοί άνθρωποι «σεξουαλικοποιούνται» με
διαφορετικούς τρόπους και με διαφορετικά νοήματα σε διαφορετικά πλαίσια, ενώ άλλοι
αποκλείονται παρά και πέρα από τη ρητορική περί εκδημοκρατισμού της επιθυμίας στη
σύγχρονη οπτικοποιημένη κουλτούρα. Είναι άλλο πράγμα δηλαδή η συνομολογούμενη
από τους περισσότερους σεξουαλικοποίηση του πολιτισμού και η κριτική περί
πορνογραφικοποίησης, και άλλο το όχι μόνο αν αυτό είναι κάτι απαραίτητα αρνητικό,
αλλά και σε ποιο βαθμό είναι η πορνογραφία και η σεξουαλικά προσανατολισμένη
εικονοποιία «υπεύθυνες» για την εξέλιξη αυτή (Weitzer 2011: 669). Εξάλλου, η σημασία
των σεξουαλικών αναπαραστάσεων είναι πάντα σχεσιακή αναφορικά με τις
προϋπάρχουσες συμβάσεις γύρω από την τέχνη, την πορνογραφία, τη μόδα και το
lifestyle, ενώ δεν θα πρέπει και να λησμονείται ότι αυτή προκύπτει σε σχέση με μια σειρά
από σύνθετους Λόγους γύρω από την εικόνα του σώματος, τη συζήτηση περί
διασημοτήτων, τις φεμινιστικές πολιτικές και το συνολικό πλαίσιο της κυρίαρχης και
δημοφιλούς κουλτούρας (Attwood 2004: 15).

208
Είναι απαραίτητο δηλαδή να σημειωθεί ότι η σεξουαλικοποίηση της δημόσιας
σφαίρας θα πρέπει να εξετάζεται και σε σχέση με τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν
κατά περίσταση. Για παράδειγμα, η σεξουαλικοποίηση ως διαδικασία αποσταθεροποιεί
τα όρια και τα πλαίσια μέσα στα οποία το μη σεξουαλικό γυμνό και βλέμμα έχει
νομιμοποιηθεί - όπως φανερώνει και η περίπτωση των κοινών ντους σε αποδυτήρια ίδιου
φύλου που μελετά ο Cover (2003: 55). Στην ίδια λογική, έχουμε και περιπτώσεις όπως
αυτής της σχεδόν γυμνής κατάστασης του σώματος των κολυμβητών που παρουσιάζεται
ως μια «δυνητική απειλή», με την έννοια ότι αποτελεί κομμάτι μιας αλληλεπίδρασης που
μπορεί να παρερμηνευθεί ως σεξουαλική - εντούτοις όμως μέσα από μια σειρά
τελετουργιών, κωδίκων και συμβάσεων τίθεται σε εφαρμογή ένας «πολιτισμένος»
ορισμός της κατάστασης (Scott 2010). Η δε απεικόνιση ημίγυμνων γυναικείων σωμάτων
σε περιπτώσεις όπως το περίφημο Καρναβάλι του Ρίο, αποτελούν οριακές καταστάσεις
ενταγμένες σε ένα παιγνιώδες κλίμα που μπορεί από τη μια να συνιστά μια εναλλακτική
πραγματικότητα κατασκευής χειραφετικών ταυτοτήτων, από την άλλη όμως φαίνεται να
διασφαλίζει και να αναπαράγει την υφιστάμενη κυρίαρχη κατάσταση περί του
σεξουαλικοποιημένου γυναικείου νεανικού σώματος (Langman 2003: 224).

2.1.3 Λόγος ενάντια στη σεξουαλικοποίηση

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που ο λόγος ενάντια στη σεξουαλικοποίηση φαίνεται ότι
αναπαράγει σε κάποιο βαθμό τον σκεπτικισμό όχι μόνο γύρω από τα ζητήματα του σεξ
και της σεξουαλικότητας, αλλά και γύρω από τη συμπεριφορά των νέων, την κατάσταση
των γυναικών, τις αναπαραστάσεις και την χρήση της τεχνολογίας. Πρόκειται για μια
γενικότερη κριτική στη μείωση της επιρροής των «μεγάλων αφηγήσεων», στην επέκταση
του σεξ ως εργασία, στον «εθισμό» στο σεξ και την πορνογραφία, στη βία στις σχέσεις,
στην εμπορευματοποίηση της παιδικής ηλικίας, στην κουλτούρα του trash, στην
αντικατάσταση των «υγιούς» σεξ με την εμμονή στην εμφάνιση και στις επιδόσεις, στη
σύγχυση αναφορικά με το τί είναι «αληθινό», στη σεξουαλική κακοποίηση, στις
διατροφικές διαταραχές, στην πλαστική χειρουργική, στην κουλτούρα των
διασημοτήτων, στις ανασφαλείς και περιστασιακές σεξουαλικές σχέσεις, στο σεξ κάτω
από την ηλικία της συγκατάθεσης, στην παρενόχληση (bullying), στη δύναμη των μέσων

209
μαζικής ενημέρωσης, στην ανυπαρξία ρυθμίσεων στο διαδίκτυο, στις «αποκλίνουσες»
σεξουαλικότητες, στην «αντικειμενοποίηση» των γυναικών, στον κατακλυσμό από
εικόνες ακροτήτων κάθε είδους, στο ζήτημα της σύγχρονης κατανομής της γονικής
μέριμνας, στην προφανή αδυναμία μιας κοινά αποδεκτής ρύθμισης στο σύγχρονο κόσμο
και στην κουλτούρα του ναρκισσισμού (Attwood 2010Ε: 743).
Για αυτό και είναι άξιο σημείωσης για την Attwood (2010Ε: 744), ότι ενώ στα
κείμενα ενάντια στη σεξουαλικοποίηση τονίζεται η διάχυση σε πολλαπλά επίπεδα των
σεξουαλικών αναπαραστάσεων και της σεξουαλικής αισθητικής, εντούτοις οι λύσεις
φαίνεται να περιορίζονται σε απλές ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Αναδεικνύει μάλιστα και
το παράδειγμα του γνωστού εγχειριδίου της Papadopoulos (2010) που προτείνει την
υποχρεωτική μεταφορά των ανδρικών περιοδικών στα περίφημα «πάνω ράφια» των
καταστημάτων και την εκτεταμένη σήμανση προγραμμάτων και κειμένων στα μέσα
μαζικής ενημέρωσης. Η έρευνα, πάντως, της Papadopoulos δέχθηκε δριμεία κριτική και
από άλλους. Για παράδειγμα, ο Buckingham (2013: 54-5) μέμφεται τη, μάλλον
πολυπράγμων για αυτόν, ερευνήτρια ότι στη μελέτη της περιλαμβάνει αποκλειστικά
μόνο ψυχολογικές θεωρίες των επιδράσεων των μέσων μαζικής ενημέρωσης χωρίς να
χρησιμοποιεί κοινωνιολογικές και πολιτισμικών σπουδών προσεγγίσεις. Σε τέτοιες
περιπτώσεις, σύμφωνα με τον τελευταίο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θεωρούνται ως η
κύρια και συχνά αποκλειστική αιτία ευρύτερων κοινωνικών φαινομένων, λειτουργούν
στην απλοϊκή βάση αιτίου-αποτελέσματος με το κοινό εδώ να είναι απλώς το παθητικό
θύμα χειραγώγησης και, στη λογική του συνδρόμου τρίτου-προσώπου, οι επιδράσεις
τους αφορούν άλλους, κυρίως τους νέους, ανθρώπους οι οποίοι θεωρούνται ανίκανοι ή
προβληματικοί καταναλωτές κειμένων (2013: 56). Πρόκειται για μια, σύμφωνα με την
Smith (2010Α: 175-6), μονόπλευρη, υπέρ της σχολής των επιδράσεων έρευνα που δεν
προσφέρει μια ευρύτερη ανάλυση του όρου «σεξουαλικοποίηση». Το βασικό πρόβλημα
της εν λόγω μελέτης όμως, σύμφωνα με την τελευταία, είναι η κατασκευή της
παιδικότητας ως μια «κατηγορία ταυτότητας», δικαίωμα της οποίας είναι η «αθωότητα»,
η οποία και πρέπει να προστατεύεται από μια σειρά ρυθμιστικών και θεσμικών
παρεμβάσεων (2010Α: 177).
Γενικότερα, έχει βάση η άποψη ότι οι συναισθηματικά φορτισμένες συζητήσεις
σχετικά με τη σεξουαλικοποίηση των παιδιών λειτουργούν ως επιτελεστικές προβολές

210
των ζητημάτων των ενηλίκων, οπότε και θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η περισυλλογή
αναφορικά με τη φύση και τις κοινωνικές επιπτώσεις των προβληματισμών των
τελευταίων (Taylor 2010). Παρά ταύτα, η αναφορά της Papadopoulos (2010) για τη
σεξουαλικοποίηση των νέων ανθρώπων, αναφορά που έτυχε μεγάλης δημοσιότητας από
τα παραδοσιακά ηλεκτρονικά μέσα και προκάλεσε έντονες συζητήσεις αλλά και σφοδρές
επικρίσεις όπως αναφέρθηκε, δεν θα πρέπει να κριθεί μόνο με άξονα τα παραπάνω. Και
αυτό διότι έχει τη δική της αξία η προσπάθεια να αναδειχθούν οι τρόποι με τους οποίους
μια σειρά από κοινωνικές δομές, από την αγορά μέχρι τα μέσα επικοινωνίας και τις νέες
τεχνολογίες, συμβάλλουν και λειτουργούν, ή ακόμα και προωθούν, τη σεξουαλικοποίηση
της νεότητας. Ειδικότερα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας φαίνεται να λειτουργούν ως ένα
είδος σεξουαλικού «σούπερ ομότιμου/συνομήλικου» (super peer) για τους εφήβους που
παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη σεξουαλικότητα, διότι το σεξουαλικό περιεχόμενο
των μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι πανταχού παρόν και εύκολα προσβάσιμο, καθώς
τα σεξουαλικά μηνύματα εκπέμπονται από «οικεία και ελκυστικά» μοντέλα και πρότυπα
(L’Engle, Brown και Kenneavy 2006: 191). Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τους Brown,
Halpern και L’Engle (2005: 421), κυρίως με τα νεαρά κορίτσια που μεγαλώνουν και
ωριμάζουν συνήθως κάπως νωρίτερα από τα αγόρια και στρέφονται προς τα μέσα
ενημέρωσης ως πηγή πληροφοριών για τη σεξουαλικότητα υποκαθιστώντας έτσι υπό μια
έννοια τους συνομήλικούς τους. Στην ίδια λογική, η Mundy (2003) παραθέτει την άποψη
της κριτικού ταινιών PG-13 (Parents Strongly Cautioned) Nell Minow, σύμφωνα με την
οποία καλλιεργείται στους εφήβους μέσω αυτών των ταινιών η άποψη ότι η ενήλικη ζωή
αποτελείται κυρίως από σεξ για ευχαρίστηση, ψυχαγωγικού προσανατολισμού
συζητήσεις και «διασκεδαστικές κακοποιήσεις ανεγκέφαλων γυναικών». Αλλά ακόμα
και εμπορικά σήματα και προϊόντα που έχουν ταυτιστεί με την έννοια της αθωότητας,
όπως η περίπτωση της Disney, μπορεί να λειτουργούν προς μια συστηματική
«εξυγίανση» της βίας, αναπαραγωγή συγκεκριμένων μορφών σεξουαλικότητας και
υπονόμευση της διαφορετικότητας (Holbrook 2001: 146).
Βέβαια, ίσως είναι πολύ νωρίς να εικαστεί επακριβώς το πώς τα παιδιά που
μεγαλώνουν σε αυτό το υπερσεξουαλικοποιημένο περιβάλλον θα επηρεαστούν
μακροπρόθεσμα (Bennett 2008). Σε κάθε περίπτωση όμως, η έννοια της
σεξουαλικοποίησης πρέπει να ιδωθεί και ως μια μορφή σεξουαλικής κοινωνικοποίησης

211
(Spanier 1975). Μια τέτοια προσέγγιση θα περιλάμβανε από τη μη ανακλαστική χρήση
των όρων «καυτό» (hot) και «σέξι» (sexy) από παιδιά και την «αυτονόητη» προσπάθεια
των κοριτσιών να δείχνουν έτσι για να αρέσουν στα αγόρια, μέχρι την υιοθέτηση ενός
γενικότερου καταναλωτικού lifestyle και συγκεκριμένων στάσεων και κινήσεων του
σώματος που υπονοούν ενεργή σεξουαλική δράση (Bishop 2007: 54). Πλέον
χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του grinding, δηλαδή του άκρως
σεξουαλικοποιημένου χορού που παρατηρείται στα σχολικά και φοιτητικά πάρτυ (Ronen
2010). Αρκετές δε δεκαετίες αφότου το στοματικό σεξ έγινε ένα συνηθισμένο κομμάτι
του ετεροσεξουαλικού ρεπερτορίου, έχει παρατηρηθεί και μια ιδιαίτερη ανησυχία για μια
εικαζόμενη «επιδημία της πεολειχίας» ανάμεσα στου έφηβους (Curtis και Hunt 2007).
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της κάλυψης από μέσα μαζικής ενημέρωσης ενός
«αστικού μύθου», γνωστού και ως Rainbow Club, που πήρε χαρακτηριστικά ηθικού
πανικού (Kingston 2004). Σύμφωνα με την ιστορία που ακολουθεί το μύθο, κατά τη
διάρκεια πάρτυ και σύμφωνα με τις προσταγές ενός τραγουδιού του διάσημου ράπερ 50
Cent, έφηβες προβαίνουν σε πεολειχία φορώντας διαφορετικά κραγιόν προκειμένου να
σχεδιαστεί πάνω στο πέος του αγοριού που την λαμβάνει ένα ιδιόμορφο ουράνιο τόξο
(Wente 2004). Όπως όμως λέει και η Levy (2005: 140), ακόμα και αν τα «πάρτυ του
ουράνιου τόξου» είναι ένας μύθος, το κλίμα μέσα στο οποίο ενδέχεται να λαμβάνουν
χώρα αποτελεί μια πραγματικότητα.
Στην ίδια λογική εντάσσεται και η μεγάλη απήχηση του sexting μεταξύ των
εφήβων, δηλαδή της αποστολής ρητά σεξουαλικού υλικού μέσω μηνυμάτων κινητής
τηλεφωνίας (Barkacs και Barkacs 2010: 23), που αντικατοπτρίζει τη διασταύρωση δύο
τάσεων που επηρεάζουν την εφηβική συμπεριφορά, τη συνεχή χρήση ψηφιακών
τεχνολογιών και την ενισχυμένη ανταλλαγή και προσωπική έκφραση μέσω του υλικού
που διακινείται (Eraker 2010: 560)15. Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι παρά τη
σύνδεση μεταξύ του sexting και της «αυτο-παραγόμενης παιδικής πορνογραφίας» (self-
produced child pornography), οι εν λόγω όροι μπορεί να είναι αλληλεπικαλυπτόμενοι
αλλά όχι συνώνυμοι (Leary 2010). Πιο συγκεκριμένα, το sexting χωρίς εικόνες δεν
νοείται ως παιδική πορνογραφία αφού δεν περιλαμβάνει οπτική απεικόνιση, ωστόσο δεν

15
Αξίζει να αναφερθεί η απόφαση της Académie Française να αποδώσει στα γαλλικά την έννοια του
sexting ως textopornographie (O’Neil 2013).

212
είναι και όλες οι εικόνες ανηλίκων που στέλνονται μέσω κινητών παιδική πορνογραφία,
παρά μόνο αυτές που πληρούν τον εκάστοτε νομικό ορισμό της (2010: 495) 16. Παρά
ταύτα, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι η εν λόγω πρακτική υπονομεύει σε κάποιο
βαθμό τις έννοιες της παιδικότητας και της παιδικής ηλικίας. Η δε ιδέα περί παιδικής
ηλικίας δεν περιστρέφεται γύρω από την ίδια την ύπαρξη των παιδιών αλλά γύρω από τη
διατήρηση σε αυτά μιας αναγκαίας και ταυτόχρονα ιδεατής έννοιας της αγνότητας και
της άγνοιας σε σχέση με τις επιθυμίες των ενηλίκων17, οπότε υπό αυτή την έννοια γίνεται
μια προβολή στα παιδιά των ερμηνειών των ενηλίκων (βλ. και ενότητα 1.3.5). Σύμφωνα
όμως με αυτές τις ερμηνείες θα σχεδιαστούν οι όποιες πολιτικές για την προστασία των
ανηλίκων σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από τη σεξουαλικοποίηση της δημόσιας
σφαίρας και την ολοένα και μεγαλύτερη ορατότητα των πορνογραφικών
αναπαραστάσεων (Roof 2007: 29)18 - σε μια όπως θα έλεγε και ο Kammeyer (2008)
υπερσεξουαλική κοινωνία.

2.1.4 Η υπερσεξουαλική κοινωνία

Η υπερσεξουαλική κοινωνία του Kammeyer (2008: 12) είναι μια κοινωνία στην οποία ο
σεξουαλικός Λόγος, η ερωτογραφία και η πορνογραφία είναι διαρκώς παρούσες σε όλες

16
Γενικότερα, υπάρχουν συγκεκριμένες συνέπειες και κίνδυνοι που εμπλέκονται στην παραγωγή
πορνογραφικού περιεχομένου μέσω κινητής τηλεφωνίας, διότι ακόμα και τα μηνύματα που προορίζονται
για να μοιραστούν μεταξύ δύο συναινούντων ατόμων μπορεί τελικά να καταλήξουν να διακινούνται
μεταξύ τρίτων ή και να βρουν τον δρόμο τους για τη δημόσια σφαίρα - οπότε και ο κάτοχος του κινητού ή
οι εμπλεκόμενοι να έχουν σοβαρές συνέπειες από τη διακίνηση ή τη δημοσιοποίηση του εν λόγω υλικού
(Humphreys 2007).
17
Είναι πλέον χαρακτηριστική η περίπτωση της Ελβετίας στην οποία κυκλοφορούν προφυλακτικά ειδικά
σχεδιασμένα για δωδεκάχρονους μετά από έρευνες που έδειξαν ότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας δεν
έπαιρναν επαρκείς προφυλάξεις στο σεξ (Williams, A. 2010).
18
Για παράδειγμα, στην έρευνα της πάνω στον τρόπο κάλυψης μιας περίπτωσης παιδικής πορνογραφίας
στον Καναδά, η Khan (2009) διέκρινε ένα λανθάνον αλλά διάχυτο τρόπο παρουσίασης της εν λόγω
υπόθεσης με αφηγήσεις που έθεταν τα παιδιά, και την παιδική ηλικία γενικότερα, σε σεξουαλικοποιημένα
πλαίσια. Έτσι, παρά το μονοδιάστατα καταγγελτικό ύφος των κειμένων, αυτά πλαισιώνονταν από
ρητορικές και εικονιστικές πτυχές της υπόθεσης που ουσιαστικά υπονόμευαν την επιχειρηματολογία των
άρθρων περί καταγγελίας της παιδικής σεξουαλικοποίησης.

213
σχεδόν τις πτυχές της. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν ορισμό που παραπέμπει στην
κριτική του Jensen (1998: 6-7 όπως αναφέρεται στο Kammeyer 2008: 56) ότι οι ΗΠΑ
αποτελούν έναν υπερσεξουαλικοποιημένο πορνογραφικό πολιτισμό και μια κουλτούρα
κορεσμένη από την πορνογραφία. Εδώ, ο συγγραφέας του A Hypersexual Society
υιοθετεί την έννοια της υπερσεξουαλικότητας του Jean Baudrillard, δηλαδή τον
καταιγισμό από διαμεσολαβημένες προσομοιώσεις σεξουαλικών εμπειριών, στην
προσπάθειά του να αναδείξει το βαθμό στον οποίο η σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα
είναι κορεσμένη από τον Λόγο του σεξ και της πορνογραφίας (2008: 12). Μια
κουλτούρα, με άλλα λόγια, στην οποία ο σύγχρονος σεξουαλικός Λόγος έχει
επανατοποθετηθεί ως δημόσιος λόγος (Winship 2000: 43 όπως αναφέρεται στο Attwood
2004: 16), ως ένας λόγος που χαρακτηρίζεται πάνω από όλα από την αυτοαναφορικότητά
του, από έναν εξαναγκασμό, όπως θα έλεγε και η Attwood (2002Β: 91), όχι μόνο να
μιλήσει κάποιος ακατάπαυστα για το σεξ, αλλά και να μιλήσει σχετικά με το λόγο περί
σεξ.
Η υπερσεξουαλικότητα ως όρος, σύμφωνα με τον Kammeyer (2008: 11-2),
εισήχθη από το Jean Baudrillard ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της θεωρητικής
έννοιας της υπερπραγματικότητας (hyperreality). Για το διάσημο γάλλο φιλόσοφο, η
προσομοίωση εικόνων και παραστάσεων της καθημερινής πραγματικότητας έχουν γίνει
όλο και πιο διάχυτες στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Λόγω δε της συνεχούς έκθεσης
σε διαμεσολαβημένες προσομοιώσεις της πραγματικότητας, η «πραγματικότητα» με την
έννοια των αδιαμεσολάβητων καθημερινών δραστηριοτήτων και εμπειριών έχει
εκτοπιστεί από την υπερπραγματικότητα με αποτέλεσμα η υπερπληθώρα των
θεαματικών προσομοιώσεων να καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη τη διάκρισή τους. Στην
ίδια λογική, και πάντα σύμφωνα με τον Baudrillard, το υπερσεξουαλικό είναι μια
προέκταση της υπερπραγματικότητας στο πεδίο της ανθρώπινης οικειότητας και
σεξουαλικότητας. Κατεξοχήν μορφή υπερσεξουαλικού είναι και η πορνογραφία στην
οποία δεν είναι η ίδια η σεξουαλική πράξη που είναι χυδαία αλλά ο πλεονασμός της
προοσμοίωσής της. Η υπερσεξουαλικότητα για τον Baudrillard έχει δύο βασικά
χαρακτηριστικά: πρώτον τη συντριπτική αφθονία των προσομοιωμένων εικόνων,
σεξουαλικών αφηγήσεων και αναπαραστάσεων σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, και
δεύτερον την τάση των εν λόγω διαμεσολαβημένων προσομοιώσεων όχι μόνο να

214
υπονομεύουν αλλά και να κινούνται προς την κατάληψη της θέσης της αδιαμεσολάβητης
σεξουαλικής εμπειρίας19.
Αυτή η πλούσια πηγή σεξουαλικού υλικού και πορνογραφίας έχει ανοίξει
τεράστιες νέες περιοχές για τον Λόγο του σεξ στην αμερικανική κοινωνία. Κάθε δηλαδή
αμερικάνος, σύμφωνα με τον Kammeyer (2008: 155), που έχει έστω και την παραμικρή
επαφή με τη λαϊκή κουλτούρα, καταλαβαίνει τί σημαίνει Βαθύ Λαρύγγι (1972) ή η
αναφορά του βουτύρου σε σχέση με το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι (1972). Όλοι αυτοί
οι όροι, οι νύξεις, οι αναφορές και οι υπονοήσεις έχουν γίνει πλέον όλες ένα μέρος της
γλώσσας, του σεξουαλικού Λόγου από τους περισσότερους αμερικάνους,
συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που θεωρούν την αφθονία του σεξ και των
πορνογραφικών χαρακτηριστικών στις ταινίες μια «απαράδεκτη και ανεπίτρεπτη
κατάσταση». Είναι, λοιπόν, τα ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα σεξουαλικά αγαθά στην
αμερικανική κουλτούρα αλλά και η εναντίωση κάποιων που επεκτείνουν ακόμα
περισσότερο το σεξουαλικό Λόγο και αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της
υπερσεξουαλικοποίησης της κοινωνίας (2008: 203).
Αναφορικά με το τελευταίο, ο βασικός άξονας της ανάλυσής του Kammeyer
(2008: 25) περιστρέφεται γύρω από τη φουκωική θέση ότι οι προσπάθειες για καταστολή
και λογοκρισία του σεξουαλικού Λόγου οδηγούν αντίθετα στη διόγκωση και στην

19
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι υπάρχουν όροι που αναφέρονται στην εμμονή με το σεξ και
τον έρωτα, και συχνά συγχέονται με την υπερσεξουαλικότητα - μια κατάσταση που, μεταξύ άλλων,
αντικατοπτρίζει τις απόψεις της κυρίαρχης δυτικής κουλτούρας για την πνευματική και φυσική αγάπη, το
σεξ, την ανισότητα των φύλων και την κατάχρηση όλων αυτών. Για παράδειγμα, η ερωτομανία
(erotomania) που αποτελεί ένα είδος πλάνης στην οποία ένα πρόσωπο θεωρεί ότι κάποιο άλλο άτομο,
συνήθως ένα πρόσωπο ξένο ή διάσημο, είναι ερωτευμένο μαζί του (Berrios και Kennedy 2002: 381). Στην
ίδια λογική, σύγχυση προκαλείται και με την έννοια του πολυερωτισμού (polyamory) που περιγράφει μια
μορφή σχέσης όπου μπορούν να διατηρηθούν μακροχρόνιες οικείες και σεξουαλικές σχέσεις με πολλούς
συντρόφους ταυτόχρονα (Haritaworn, Lin και Klesse 2006: 515). Για την έννοια του πολυερωτισμού, βλ.
ακόμα Klesse 2006, Noël 2006, Ritchie και Barker 2006, Sheff 2006. Να σημειωθεί, τέλος, ότι ο
πολυερωτισμός δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με τη διαδικασία ανταλλαγής ερωτικών συντρόφων (swinging)
που ως όρος προέρχεται από τη δεκαετία του 1970 και αναφέρεται σε σεξουαλικά απελευθερωμένα
ζευγάρια που ενδιαφέρονται να έχουν σεξουαλικές εμπειρίες με άλλα ζευγάρια ή με άλλα μεμονωμένα
άτομα (Kammeyer 2008: 190), και ως φαινόμενο έχει λάβει αξιοσημείωτες διαστάσεις μέσω του
διαδικτύου (Rooke και Figueroa 2010).

215
περαιτέρω αναπαραγωγή του20. Στη βάση αυτή, κάθε «στρατόπεδο» στις διαμάχες γύρω
από την πορνογραφία συνέβαλλε με την στάση του στην εξάπλωση της πορνογραφίας.
Για την αύξηση της ελκυστικότητας των προϊόντων τους οι πωλητές της πορνογραφίας
προωθούσαν το εμπόρευμά τους ως συναρπαστικό και, ταυτόχρονα, άσεμνο. Οι
ηθικολόγοι που προσπαθούσαν να καταστείλουν τη διακίνηση πορνογραφικού υλικού
κατήγγειλαν τον πρόστυχο χαρακτήρα και την αισχρολογία αυτών των προϊόντων, η
οποία καθιστούσε το υλικό αυτό όλο και πιο ελκυστικό για πολλούς αγοραστές
πορνογραφικών προϊόντων (Gertzmann 1999 όπως αναφέρεται στο Kammeyer 2008:
43). Δύο, συγκεκριμένα, είναι οι κύριοι τρόποι με τους οποίους στο σύνολό τους οι κατά-
της-πορνογραφίας δυνάμεις συνέβαλλαν και συμβάλλουν στη διόγκωση του
σεξουαλικού Λόγου. Πρώτον, μέσω της περιγραφής παραδειγμάτων για στηλίτευση
φέρνουν σε επαφή αυτό το υλικό όχι μόνο με τους υποστηρικτές ή όσους στέκονται
κριτικά απέναντί τους, αλλά και με όλους τους άλλους που φαίνονται να κρατούν
γενικότερα μια ουδέτερη στάση πάνω σε αυτά τα ζητήματα - μια υποκίνηση δηλαδή ή
αλλιώς ηθική αυτουργία του Λόγου (inciting discourse) κατά τη φουκωική ορολογία 21.
Δεύτερον, στην προσπάθειά τους να καταστείλουν και να λογοκρίνουν την πορνογραφία
εγείρουν αντίρροπες δράσεις από τους υπέρμαχους της ελεύθερης διακίνησης
πορνογραφικών υλικών (Kammeyer 2008: 207). Η αντίθεση δηλαδή σε κάθε, ρητά ή μη,

20
Για παράδειγμα, η πολιτική προοδευτικότητα των φεμινιστικών και queer συνεισφορών στη συζήτηση
περί πορνογραφίας, αν και κάτι πολύ διαφορετικό από την ατομικιστική και καταναλωτική πρόσδεση γύρω
από τα ρητά σεξουαλικά υλικά, συνδέονται υπό το πρίσμα ότι αναδεικνύουν στο δημόσιο λόγο την
πορνογραφία όσο ποτέ άλλοτε (Attwood 2007Β).
21
Στην προσπάθειά του ο Kammeyer (2008: 204) να συγκεντρώσει πληροφορίες και παραδείγματα, οι
δημοσιεύσεις και οι διαδικτυακοί τόποι εκείνων που αγωνίζονται για τον περιορισμό ή ακόμα και την
απαγόρευση της διάχυσης σεξουαλικού και πορνογραφικού υλικού αποτέλεσαν πολύτιμη και ιδιαίτερα
χρήσιμη πηγή για την γνώση και την πρόσβαση σε αυτά. Με αφορμή την παραπάνω επισήμανση, αξίζει
ίσως να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι το έργο του Kammeyer δεν είναι ένα θεωρητικά, ενδεχομένως και
κριτικά, προσανατολισμένο έργο αλλά μια ιδιαίτερα συγκροτημένη προσπάθεια να παρατεθούν με
γλαφυρό και επιδέξιο τρόπο μια σειρά από όψεις και περιπτωσιολογικές αναφορές γύρω από τη συζήτηση
περί του κορεσμού από το σεξουαλικό Λόγο (Λιότζης 2010Β).

216
σεξουαλικό υλικό έχει και την ακούσια συνέπεια της προώθησης όλο και περισσότερου
σεξουαλικού Λόγου (2008: 78)22.
Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι η έννοια του σεξουαλικού Λόγου είναι
μια ιδιαίτερα κρίσιμη έννοια που κατά βάση οφείλεται στο έργο του Michel Foucault.
Λόγος, με απλά λόγια, σημαίνει προφορικές δηλώσεις ή λεκτικές ανταλλαγές, είτε σε
γραπτή είτε σε προφορική μορφή. Έτσι, σεξουαλικός Λόγος εδώ είναι οποιαδήποτε
γραπτή ή προφορική δήλωση που αφορά το σεξ, τη σεξουαλική συμπεριφορά και τη
σεξουαλικότητα (Kammeyer 2008: 14). Πιο συγκεκριμένα, ο Foucault (1976) αντικρούει
την επικρατούσα πεποίθηση ότι η σεξουαλική καταπίεση είναι διαδεδομένη στις δυτικές
κοινωνίες, ιδιαίτερα κατά το 19ο αιώνα. Όσοι, δηλαδή, κινούνταν προς τη συγκάλυψη,
απόκρυψη και λογοκρισία κάθε συζήτησης περί σεξουαλικών θεμάτων κατά τη διάρκεια
της βικτωριανής περιόδου, ήταν στην πραγματικότητα «υποκινητές» του σεξουαλικού
Λόγου - τόσο από τις δημόσιες δηλώσεις στις οποίες προέβαιναν και τις δικές τους
θέσεις, αλλά και από τις αντίθετες απόψεις που ενέπνεαν κατά αυτόν τον τρόπο.
Γενικότερα, ο γάλλος φιλόσοφος, με άξονα κυρίως την έννοια της εξουσίας, κατανοεί τη
σεξουαλικότητα όχι ως μια λιβιδινική ενέργεια που θα πρέπει να καταπιεστεί ή να
απελευθερωθεί, αλλά ως μια ρηματική μορφή που περιπλέκεται και δομείται με άξονα
τις έννοιες της γνώσης και της απόλαυσης. Η δε εξουσία στο έργο του διάσημου
διανοητή αντιπροσωπεύει την ικανότητα να ονοματίζει και να καθορίζει τα πρότυπα για
τη ρύθμιση αποδεκτών πεποιθήσεων και συμπεριφορών σε συνδυασμό με τη δυνατότητα
κριτικής, περιορισμού και καταστολής των αντιτιθέμενων απόψεων και συμπεριφορών
(1976: 82-5). Είναι σε αυτό το πλαίσιο που καταγράφεται το περίφημο «όπου υπάρχει
εξουσία υπάρχει και αντίσταση» (1976: 95).
Επεκτείνοντας λοιπόν την προσέγγιση του Foucault (1976) αναφορικά με τους
τρεις θεμελιώδεις παράγοντες που συντελούν στην εξάπλωση και διεύρυνση του
σεξουαλικού Λόγου (εξουσία, γνώση και απόλαυση), ο Kammeyer (2008: 208-16)
εστιάζει σε τρεις ιστορικο-κοινωνικές εξελίξεις που συνέβαλλαν καθοριστικά στην
υπερσεξουαλικοποίηση της αμερικανικής κοινωνίας: την οικονομική ανάπτυξη και την

22
Για παράδειγμα, η αύξηση της ανοχής απέναντι στην πορνογραφία θεωρείται για τον Collins (1999: 102-
3) ότι ήταν μια ακούσια συνέπεια νομοθετικών παρεμβάσεων για την αποβολή της ιδιωτικής ζωής από τη
δημόσια θέα που συνέτεινε στην ενδυνάμωση της λαϊκής ανεκτικότητας.

217
ατομική ευημερία, τον πολιτικό εκδημοκρατισμό και την ατομική ελευθερία, την
τεχνολογική πρόοδο και την ατομική πρόσβαση σε αυτή. Για τον τελευταίο, οι
συγκεκριμένοι τρεις παράγοντες εξάπλωσης της πρόσβασης σε πορνογραφικό υλικό
αποτελούν και ερμηνευτικούς παράγοντες σε σχέση με τη συνέχιση, ενδεχομένως και
επίταση, της υπερσεξουαλικοποίησης της αμερικανικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, οι
δυνατότητες για περαιτέρω κατανάλωση πορνό, η τάση για όλο και περισσότερη
φιλελευθεροποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο και η ολοένα και πιο εύκολη και ανεμπόδιστη
πρόσβαση μέσω νέων τεχνολογιών σε κάθε είδους πληροφορία, δεν μπορούν παρά να
οδηγήσουν στην περαιτέρω κατίσχυση του σεξουαλικού και πορνογραφικού υλικού και
Λόγου στις σύγχρονες κοινωνίες.
Ο αμερικανός μελετητής όμως προσθέτει και έναν παράγοντα που σχετικοποιεί,
υπό μια έννοια, την πρόβλεψη ότι οι δυτικού τύπου κοινωνίες θα
υπερεξουαλικοποιούνται όλο και περισσότερο (2008: 209-13). Πρόκειται για τις
διαφορές νοοτροπιών και κουλτούρας που παρουσιάζουν οι διαφορετικές γενιές. Η
συνεχής, ενίοτε καθημερινή, έκθεση εφήβων και νεαρών ατόμων σε σεξουαλικές και
πορνογραφικές εικόνες και λόγους δεν είναι αυτονόητο ότι θα οδηγήσει και σε μια
άκριτη, μη αναστρέψιμη αποδοχή τους. Παρά ταύτα, εικάζει ότι στο πλαίσιο και των
δευτερογενών επιδράσεων με τους συνομήλικούς τους αλλά και το λοιπό κοινωνικό
περίγυρο, οι νεότερες γενιές θα είναι ακόμα πιο ανεκτικές, αν όχι και θετικές, στην
ελεύθερη διακίνηση σεξουαλικών και πορνογραφικών υλικών από ό,τι αυτές του 20ου
αιώνα. Υπό αυτή την έννοια, δεν υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για να μην θεωρείται ότι τα
σεξουαλικά υλικά θα είναι λιγότερο διαθέσιμα στην αμερικανική κοινωνία ή ότι ο Λόγος
σχετικά με τη σεξουαλικότητα και την πορνογραφία θα είναι λιγότερο εμφανής στο
άμεσο μέλλον (2008: 218).
Οι Jones και Carlin (2010: 180), αντίθετα, θεωρούν ότι η δημόσια σφαίρα και η
κυρίαρχη κουλτούρα δεν έχουν «άκρως» πορνογραφικοποιηθεί παρά το ότι οι δυτικές
κοινωνίες βρίσκονται σε μια περίπλοκη πορεία αξιοσημείωτης φιλελευθεροποίησης των
στάσεών τους απέναντι στην πορνογραφία, από τη μια, και συνεχών επικρίσεων για τις
δημόσιες εμφανίσεις ρητά σεξουαλικών υλικών και ανησυχιών για τις επιδράσεις της
χρήσης των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας από την άλλη. Βέβαια, η
σύγχυση του σεξουαλικού πλουραλισμού και της ριζοσπαστικοποίησης της οικειότητας

218
με την υιοθέτηση μιας αποκλειστικά αισιόδοξης οπτικής απέναντι στις σεξουαλικές και
πορνογραφικές αναπαραστάσεις συσκοτίζει το γεγονός ότι τα ρητώς σεξουαλικά υλικά
αποτελούν ένα πεδίο οικονομικών συναλλαγών και ότι για το λόγο αυτό τόσο η
παραγωγή όσο και η κατανάλωσή τους δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα όρια μιας
θεώρησης σχέσεων εξουσίας και πολιτικής οικονομίας (Maddison 2010: 26). Στην ίδια
κατεύθυνση είναι και οι Nikunen και Paasonen (2007: 39) που θεωρούν ότι η αυξημένη
προβολή σεξουαλικών αναπαραστάσεων που δεν ήταν προηγουμένως αποδεκτές σε μέσα
μαζικής επικοινωνίας δεν είναι μόνο ένα ζήτημα εκδημοκρατισμού και
φιλελευθεροποίησης των επιλογών μέσω της λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας,
αλλά και ένα κρίσιμο θέμα εισαγωγής νέων κανόνων και ρυθμιστικών δράσεων.
Γενικότερα, μπορεί να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ότι τα σεξουαλικά
ρεπερτόριά διευρύνονται, ότι ο σεξουαλικός Λόγος είναι όλο και πιο προσιτός σε όλο και
μεγαλύτερα κομμάτια των σύγχρονων κοινωνιών και ότι το σεξ σήμερα λειτουργεί ως
ένα προνομιακό πεδίο ένταξης του ατομικού στη δημόσια σφαίρα. Όμως, αν όλες αυτές
οι εξελίξεις αντιμετωπιστούν αποκλειστικά και μόνο ως προοδευτικές και χειραφετικές,
τότε δεν θα αναδειχθεί η δυνατότητα για στοιχειώδη κοινωνική υπευθυνότητα και
λογοδοσία στις σεξουαλικές προτιμήσεις, τις αναπαραστάσεις και τις πρακτικές που
σχετίζονται με θέσεις εξουσίας, ιδίως όσον αφορά τις ταξικές, φυλετικές και έμφυλες
διαστάσεις τους (Attwood 2006: 82).
Από την άλλη μεριά, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται τόσο η προσέγγιση McNair
(2002) περί εκδημοκρατισμού, όσο και οι προϋποθέσεις για την καλλιέργεια και
ανάπτυξη μιας, σύμφωνα με την Attwood (2009Γ: xxiii), ηθικής της σεξουαλικοποίησης.
Για την τελευταία, μια σεξουαλική ηθική θα μπορούσε να περιστραφεί γύρω από τις
αξίες της ειλικρίνειας, της ευτυχίας και της προσωπικής ελευθερίας, συνδυαζόμενες
όμως με μια «υπευθυνοποίηση» (responsibilization) και αυτο-διακυβέρνηση στα
σεξουαλικά ζητήματα. Μια προσπάθεια δηλαδή για μια «ενημερωμένη ιδιότητα του
πολίτη» (informed citizenship) πέρα από πατερναλισμούς και τις δεσμεύσεις της
«ναρκισσιστικής ατομικότητας» (narcissistic individualism), και όχι μια αναπόφευκτη
ροπή προς τις νεοφιλελεύθερης λογικής και εμπορευματικού χαρακτήρα αναπαραστάσεις
(2009Γ: xxiii). Εξάλλου, η αναπαραγωγή σεξουαλικοποιημένων εικόνων και αισθητικών
προτύπων θα πρέπει να κρίνεται στη βάση της ηθικής και με όρους λειτουργικούς, κατά

219
πόσο δηλαδή συμβάλλουν με τον τρόπο τους στη διατήρηση της όποιας κοινωνικής
τάξης (Thomas 1986). Έτσι, η προκρινόμενη από τις δυνάμεις της αγοράς έννοια της
«έμφυλης ισότητας» υπό το πρίσμα των εξίσου σεξουαλικοποιημένων απεικονίσεων των
ανδρών υποκρύπτει και αποσιωπά τις πραγματικές ανισότητες στον πραγματικό κόσμο
πέραν των αναπαραστάσεων (Williamson 2003).

2.1.5 Όψεις της πορνογραφικοποίησης

Στη βάση των παραπάνω, αξίζει να αναφερθούν μια σειρά από ενδεικτικές όψεις και
περιπτώσεις πορνογραφικοποίησης. Για παράδειγμα, πουθενά για την Gescinska (2009)
δεν γίνεται πιο αντιληπτή η πορνογραφικοποίηση και σεξουαλικοποίηση της κουλτούρας
παρά στην περίπτωση των μουσικών βίντεο τα οποία καταναλώνονται κυρίως από
εφήβους αλλά και πιο μικρά παιδιά. Έτσι, οι Weitzer και Kubrin (2009: 5)
προσπαθώντας να μελετήσουν τις πραγματικές διαστάσεις του μισογυνισμού που
φαίνεται να παρατηρείται στη ραπ μουσική, καταλήγουν ότι τρεις είναι οι σημαντικοί
κοινωνικοί παράγοντες που ωθούν τους ράπερς να παρουσιάζουν με αρνητικό τρόπο τις
γυναίκες: οι ευρύτερες έμφυλες σχέσεις, η μουσική βιομηχανία και οι τοπικές συνθήκες
της γειτονιάς του τραγουδιστή ή του γκρουπ. Ένα τμήμα δηλαδή της ραπ μουσικής
φαίνεται να κανονικοποιεί ορισμένα προβαλλόμενα χαρακτηριστικά των ανδρών και
γυναικών, και να επιδιώκει να περιορίσει αντί να διευρύνει τις απόψεις γύρω από τους
έμφυλους ρόλους - με τα νοήματα που προκρίνονται μέσα από τα εν λόγω τραγούδια να
είναι τόσο ουσιοκρατικά όσο και κανονιστικά, απεικονίζοντας άνδρες και γυναίκες ως
κάτι εγγενώς διαφορετικό και άνισο, αλλά και αναπαράγοντας μια σειρά κανόνων
σωστής συμπεριφοράς του κάθε φύλου που η μη συμμόρφωση με αυτούς «επισείει
κυρώσεις» (2009: 24). Όπως λένε χαρακτηριστικά και οι Railton και Watson (2007: 125)
με αφορμή τη μελέτη τους για τη σεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος και την
υιοθέτηση μιας όλο και πιο πορνογραφικής αισθητικής στα μουσικά βίντεο, δεν έχει
τόσο σημασία η αφαίρεση των ρούχων όσο η «αφαίρεση της ιδιότητας του φορέα
δράσης». Γενικότερα πάντως, τα πρότυπα αναπαράστασης φύλου και φυλής στη διεθνή
μουσική σκηνή τείνουν να αναπαράγουν και να διαιωνίζουν τις υπάρχουσες ιεραρχικές
σχέσεις εξουσίας στα πεδία αυτά (Railton και Watson 2005: 51-2).

220
Στην ίδια λογική είναι και η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση του διάσημου για
τα σοκαριστικά αστεία του Howard Stern 23, ενδεικτική για το πώς και μέσα από το
ραδιόφωνο μπορούν κάλλιστα να προωθηθούν η λογική και η αισθητική του
υπερσεξουαλικού Λόγου και της πορνογραφικοποίησης (Kammeyer 2008: 158-60). Το
απαράμιλλο στυλ του πασίγνωστου αμερικανού ραδιοφωνικού παραγωγού
χαρακτηρίζεται από τη συνήθως χυδαία και προσβλητική γλώσσα του, την εμμονή με το
σεξ, τις ενοχλητικές αυτοαποκαλύψεις του που συνήθως περιστρέφονται γύρω από τη
συζήτηση για το κατά δήλωσή του υπερβολικά μικρό πέος του και τις λεκτικές επιθέσεις
του σε οποιονδήποτε αντιπαθεί (2008: 161-3). Πρόκειται ουσιαστικά για έναν ιδεότυπο
της χίπστερ (hipster) αντιμετώπισης της πορνογραφίας και του σεξισμού 24, με την έννοια
ότι όντας ο ίδιος πρόδηλα άσεμνος και σεξιστής, αμφισβητεί σε πολλές περιπτώσεις τις
μορφές της πατριαρχικής εξουσίας με έναν «αστείο και χαοτικό» τρόπο (Hall, A. 2007:
118). Με την περίπτωση όμως του Stern καταδεικνύεται, εκτός των άλλων, και ο ρόλος
που παίζει η πορνογραφική κουλτούρα στην πολιτική δράση σε ένα καπιταλιστικό
πολιτικό σύστημα, και ο οποίος δεν είναι άλλος παρά η περιθωριοποίηση,
εμπορευματοποίηση και, εν τέλει, αποδόμηση της σημασίας της διαφωνίας και του
πολιτικού λόγου γενικότερα (2007: 112) 25.
Κατηγορία τηλεοπτικού σικ πορνό αποτελούν και τα χιουμοριστικά, γεμάτα
σεξουαλικά υπονοούμενα τηλεοπτικά μαγκαζίνο της εξομολογητικής κουλτούρας και της
εξωστρεφούς οικειότητας (McNair 2002: 85). Γενικότερα, φαίνεται να παρατηρείται μια
τέτοια τάση και σε μη σεξουαλικά στοχευμένες εκπομπές, τουλάχιστον σε έκδηλο
βαθμό, για μια «σεξουαλικοποιημένη αντιμετώπιση» των θεμάτων που πραγματεύονται.

23
Για μια συνοπτική παρουσίαση της πορείας και του έργου του Howard Stern, βλ. το λήμμα του στην
ιστοσελίδα της ηλεκτρονικής εγκυκλοπαίδειας Wikipedia, http://en.wikipedia.org/wiki/Howard_Stern και
την επίσημη ιστοσελίδα του http://howardstern.com (προσβάσιμα στις 21/4/2013).
24
Ως χίπστερ είθισται να αναφέρεται μια μορφή υποκουλτούρας έφηβων και ενήλικων από μεσαία αστικά
στρώματα με ιδιαίτερη προτίμηση στην εναλλακτική ροκ μουσική που εμφανίστηκε στο δυτικό κόσμο
μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 (Haddow 2008). Σε πιο κριτικές προσεγγίσεις όμως, περιγράφεται ως
μια «κοινότητα Λόγου» (discursive community) που χαρακτηρίζεται κυρίως από τον εναγκαλισμό της με
ρηματικές πρακτικές που βασίζονται στην έννοια της ειρωνείας (Epley 2007: 54). Για μια σύνδεση της
έννοιας του χίπστερ με αυτές του μεταφεμινισμού και της πορνογραφικοποίησης, βλ. Liotzis 2014.
25
Για το γενικότερο πρόβλημα της πορνογραφικής γελιοποίησης προσώπων, βλ. Prescott 1995.

221
Για παράδειγμα, είναι ενδεικτική η περίπτωση της McCaughey (2006) που, με αφορμή
τη συμμετοχή της στο Unscrewed στην TechTV (ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα ενός
θεματικού καλωδιακού καναλιού στην Μεγάλη Βρετανία), τονίζει το σεξιστικό
χαρακτήρα που διέτρεχε την αισθητική της εκπομπής, η οποία για λόγους στόχευσης
κοινού στα πλαίσια πιέσεων από πλευράς μάρκετινγκ, σύμφωνα με την τελευταία,
περιστρεφόταν αυστηρά γύρω από ένα ανδροκεντρικό πλαίσιο. Βέβαια, ο ανδροκρατικός
χαρακτήρας αποτέλεσε, και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει να αποτελεί, το σύνηθες μοτίβο
της εμπορευματικής τηλεόρασης. Πλέον χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Married
with Children που παιζόταν για δέκα ολόκληρα χρόνια (1987-1997) σε εθνικό δίκτυο
στις ΗΠA, έχει παιχτεί κατ’ επανάληψη στη χώρα μας και αποτέλεσε γενικότερα
παγκόσμια τηλεοπτική επιτυχία26, και όπου μέσω της ωμότητας και του κραυγαλέου
σεξισμού προωθήθηκε στο δημόσιο λόγο μια κουλτούρα «σπασίματος επιμέρους
ταμπού» μέσω της χίπστερ αισθητικής του σαρκαστικού χιούμορ που κατά κύριο λόγο
κυριαρχούσε στην εν λόγω τηλεοπτική σειρά (Kammeyer 2008: 167).
Κατεξοχήν μορφή πορνογραφικοποίησης αποτελούν, σύμφωνα με τον McNair
(2002), και τα ριάλιτι προγράμματα στην τηλεόραση ως πεδίο επιτήρησης και αυτο-
αποκάλυψης. Πιο αναλυτικά, η ερωτικοποίηση της επιτήρησης για τον Bell (2009: 210)
συνίσταται από τη δυνατότητα επανεξέτασής της από την σκοπιά της επιδειξιομανίας
που καθιστά εμφανές το ηδονοβλεπτικό στοιχείο του επιτηρητικού βλέμματος,
προσφέροντας έτσι έναν εναλλακτικό τρόπο ανταπόκρισης και δράσης στην κοινωνία
της επιτήρησης. Με άλλα λόγια, είναι οι νέες τεχνολογίες πραγματικού χρόνου
επικοινωνίας που επιτρέπουν μια έμμονη τεκμηρίωση (obsessive documentation) κάθε
σεξουαλικής παράστασης μέσω καμερών, κάθε «αυτοπροσωπογραφίας μέσω εικόνας»
(Knight 2000: 25), όπου το προσωπικό και το σύνηθες γίνεται μια μορφή δημόσιου και
αξιοσημείωτου θεάματος (Attwood 2005Β: 93). Στη δε κατηγορία που αποδίδεται στην
επιδειξιομανία ως «άσεμνη και ανήθικη συμπεριφορά», οι γυναίκες στην έρευνα των
Hugh-Jones, Gough και Littlewood (2005) αντέτειναν ότι πρόκειται για κάτι «αθώο,
φυσιολογικό και θετικό». Η «κανονικοποίηση και προώθηση» της επιδειξιομανίας από
μέρους τους βασίστηκε στους εξής άξονες: 1) η επιδειξιομανία αποτελεί κομμάτι μιας

26
Τα τηλεοπτικά προγράμματα με διεθνή επιτυχία και απήχηση θα πρέπει να κατανοούνται τόσο ως
τοπικοποιημένα όσο και ως παγκοσμιοποιημένα πολιτισμικά προϊόντα (Miller 2010).

222
προσωπικής ολοκλήρωσης, 2) η επιδειξιομανία από πλευράς γυναικών έχει ένα λιγότερο
επιθετικό και πιο «ηθικό» χαρακτήρα σε σχέση με αυτή των ανδρών, και 3) η εν λόγω
συμπεριφορά τους ήταν αποδεκτή από τον κοινωνικό τους κύκλο (2005: 265).
Γενικότερα, τα ριάλιτι ανοίγουν ένα χώρο για προβληματισμό σχετικά με τις
επιτελέσεις της κυριαρχίας, της εξουσίας, της χειραγώγησης, του καταναγκασμού, της
αποπλάνησης και της εξωτερίκευσης - κάτι δηλαδή που έρχεται σε αντίθεση με την
κυρίαρχη κουλτούρα που αποστρέφεται τη δημόσια αναγνώριση των σχέσεων εξουσίας
και την παραδοχή των ειδικών συνθηκών που παράγουν (Coleman 2010: 145). Οι δε
έρευνες ακροατηρίου δείχνουν ότι στον πυρήνα της εμπειρίας παρακολούθησης ριάλιτι
βρίσκεται ο «σκεπτικισμός και η ασάφεια, η εγγύτητα και η απόσταση» (Aslama 2009:
92). Ειδικότερα τα ριάλιτι μεταμόρφωσης καθιστούν ορατές τις τεχνολογίες που
χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του εαυτού (Banet-Weiser και Portwood-Stacer
2006: 263), αλλά και ταυτόχρονα, όπως δείχνουν τα παραδείγματα των How to Look
Good Naked και What Not to Wear, συνιστούν μια στροφή από το «εξευτελιστικό στο
καλοκάγαθο» (Frith, Raisborough και Klein 2010). Ο δε οικοδεσπότης σε αυτά τα ριάλιτι
είναι δομικά και γλωσσικά τοποθετημένος ως ένας εμπειρογνώμονας, τόσο αναφορικά
με την πρακτική γνώση όσο και με την αισθητική κρίση (Smith, Ang. 2010: 204), με την
κριτική και το χλευασμό να αποτελούν βασικά και μόνιμα συστατικά στοιχεία της ριάλιτι
τηλεόρασης (Fahy 2007: 87), αλλά και με το συναίσθημα της ντροπής να έχει τη δική
του θέση στα εν λόγω τηλεοπτικά προϊόντα (Ferguson 2010).
Σε κάθε περίπτωση, είναι ιδιαίτερη η σημασία τόσο της ριάλιτι τηλεόρασης όσο
και των προγραμμάτων τύπου Oprah Winfrey που ενισχύουν την ατομική «συλλογική
αυτοπεποίθηση» ότι στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της αυτο-διαμόρφωσης και της αυτο-
ενδυνάμωσης, όλα μπορούν να επιτευχθούν όταν το άτομο τα επιδιώκει (Peck 2010: 12).
Για παράδειγμα, σε αυτά τα τηλεοπτικά προγράμματα η παχυσαρκία είναι διατυπωμένη
ως ένα θέμα ατομικού αυτοελέγχου και το σώμα θεωρείται μια μηχανή που μπορεί να
«διορθωθεί» μόνο αν ο «ιδιοκτήτης» είναι πρόθυμος να πράξει οτιδήποτε χρειάζεται
προκειμένου να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα (Inthorn και Boyce 2010: 93). Έτσι,
από τη μια ο μετασχηματισμός και οι αλλαγές μέσω πλαστικής χειρουργικής
εκθειάζονται ως αποφάσεις και τρόποι αυτοπραγμάτωσης σε τηλεοπτικά προγράμματα
όπως τα Extreme Makeover και Nip/Tuck (Tait 2007: 131), από την άλλη όμως άλλα

223
ριάλιτι, αλλά και διασημότητες μέσω της δημοσιοποίησης των προσωπικών τους
ιστοριών, έχουν προσδώσει επανειλημμένα πρωτοκαθεδρία στη μέθοδο της θυσίας, της
στέρησης και της δύναμης της θέλησης ως την πλέον αξιέπαινη διαδρομή, παρά την
«εύκολη και τεμπέλικη» οδό της χειρουργικής επέμβασης (Wilson 2005).
Το στοιχείο της μεταμόρφωσης πάντως στα ριάλιτι φαίνεται να έχει σαφέστατα
ταξικά χαρακτηριστικά στο πλαίσιο της εμπορευματοποιημένης lifestyle τηλεόρασης
(Ferguson 2010: 88). Επιπρόσθετα, ενώ τα ριάλιτι προγράμματα άνοιξαν ένα χώρο για
μεγαλύτερη παρουσίαση, εκπροσώπηση και αναπαράσταση των φυλετικών μειονοτήτων,
εντούτοις φαίνεται ότι συνήθως ολισθαίνουν στην αναπαραγωγή φυλετικών
στερεοτύπων τα οποία ενσωματώνουν και συνδέουν με τους χαρακτήρες των
«πραγματικών» ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτά (Wang 2010). Γενικότερα,
ασκείται μια ευρύτερη κριτική ότι η ριάλιτι τηλεόραση δεν έχει να κάνει με την
«αναπαράσταση» μιας πραγματικότητας, αλλά με στρατηγικά και προσεκτικά
σκηνογραφικές παρεμβάσεις, παρεμβολές και αναζητήσεις στις ζωές και τις διακριτές
πρακτικές ατόμων και χαρακτήρων (Bratich 2006: 65-7 όπως αναφέρεται στο Harry
2008: 245). Για αυτό και η ριάλιτι τηλεόραση «αποθεώνει», όπως η πορνογραφία, την
έκθεση27, αλλά και παράλληλα αποκαλύπτει τη θεμελιώδη κοινοτοπία της - ότι δηλαδή
πέρα από τις πολλές παραλλαγές μετά από αρκετές προβολές, όλα δείχνουν τα ίδια, όσο
και αν οι θεατές τόσο του πορνό όσο και των ριάλιτι τα καταναλώνουν αδιάκοπα με τη
«μάταιη ελπίδα» ότι την επόμενη φορά θα είναι «καλύτερα» (Kavadlo 2007: 102).

Αναφορικά με τις τοποθετήσεις των χρηστών που εμπεριέχουν εύκολα αναγνωρίσιμα


στοιχεία πορνογραφικής ορολογίας, αισθητικής και λογικής ως την κατεξοχήν μορφή
πορνογραφικοποίησης, υπάρχουν μια σειρά από τοποθετήσεις που απαντώνται και στα
τρία νήματα με αφορμή τους πρόδηλα αντιφεμινιστικούς τίτλους. Καταρχήν υπάρχουν
αναφορές που περιστρέφονται γύρω από μια πορνογραφικά προσανατολισμένη αντίληψη
της περιποίησης και της βελτίωσης της εμφάνισης των γυναικών μέσω της αισθητικής
χειρουργικής: «....αγνωμον καπρε..τα ξυρισμενα μ....χειλα εκτιμουνται δεοντως...εκτος και
αν γουσταρεις καμμια τσατσαρα να κανεις χωριστρα εκει κατω...» (C1), «Εδώ κάναν για
τις καστανές κωλοτρυπίδες και λεύκανση πρωκτού, αυτό ήταν σημαντικότερο;» (F1).
27
Πλέον χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ριάλιτι Cheaters (Harry 2008).

224
Υπάρχουν αναφορές που εστιάζουν σε συγκεκριμένες σεξουαλικές πράξεις και σε είδη
σεξ κατά τα πρότυπα της πορνογραφικής τμηματοποίησης του περιεχομένου στο
διαδίκτυο: «αχ σας εχω πει μη μου κανετε σπανκ γιατι φτιαχνομαιιιιιιιιιιι» (B1), «Ρε
παιδιά εγώ τον πόνο μου να πω... Οι ελληνίδες μπορεί να είναι (είμαστε) ολίγον
"ψωλοαρπάχτρες" αλλά άμα είναι για λεσβιακό ή τρίο λίγες σου κάθονται. Και δεν μιλάω
για αντρογυναίκες, για τις κανονικές λέω.» (B1), «Οι γερμανίδες γουστάρουν και το bdsm
νομίζω, βάρβαρος λαός και ψυχρός.» (F1).
Στην ίδια λογική εντάσσονται και οι αναφορές για την παραγωγή, διάχυση και
κατανάλωση ερασιτεχνικού πορνογραφικού υλικού από πλευράς των απλών χρηστών
των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας: «Τωρα θα πανε να γαμηθουνε και
θα ψαχνουνε για καμερες! Σκεψου σκηνικο να εισαι πανω στην καβλα και να ψαχνει η
αλλη ολο το δωματιο για καμερες! Μου εχει τυχει προσωπικα αυτο η τυπισα πρεπει να ειχε
κακο παρελθον με τις καμερες!Ευτυχος που δεν εγγραφα εκεινο τον καιρο!» (B1), Εμενα
με εντυπωσιασε πιο πολυ ο σεξουαλικος πουριτανισμος τους...ολες αυτες που βλεπουμε σε
τοσες amateur φωτογραφιες και βιντεακια? ολες αυτες που οι συμφορουμιτες φιλοι κατα
καιρους παιρνουν? τι διαολο φυτρωνουν??? ακομα να καταλαβω......» (B1) (βλ. και
ενότητα 1.2.3). Ειδικά σε σχέση με το τελευταίο σχόλιο, αναπαράγεται ευθέως και η
αντίληψη ότι «κατά βάθος» όλες, έστω οι περισσότερες, οι γυναίκες αρέσκονται στο σεξ
που προκρίνει η πορνογραφική αισθητική και αντίληψη: «Ρε μαγκες! Δεν εχετε καταλαβει
οτι η καθε μια που γραφει παπαριες εδω μεσα γουσταρει να τη μπινελικωσετε? Αυτη ειναι η
διαστροφη των γυναικων. Γουσταρουν τον αντρα να τις ξευτιλιζει! Καυλωνουν με την
ταπεινωση!» (B1), «Στο κρεβάτι όμως οι περισσότερες γουστάρουν να τις μειώνουν και να
τις βρίζουν νομίζω.» (F1). Με άλλα λόγια, μολονότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι οι
παραπάνω, αντιφεμινιστικού χαρακτήρα, απόψεις αποτελούν επίδραση από την
κατανάλωση πορνό, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι αναπαράγεται αβίαστα και δεν
αμφισβητείται η υποτίμηση των γυναικών - υποβάθμιση που σύμφωνα με την κριτική
του ριζοσπαστικού φεμινισμού εκδηλώνεται κατά τα πρότυπα του κυρίαρχου
πορνογραφικού Λόγου.

Αν όμως υπάρχει μια πλέον ενδεικτική περίπτωση των δυσδιάκριτων ορίων


μεταξύ πορνογραφίας και κυρίαρχης κουλτούρας, αυτή είναι, σύμφωνα με τις Nikunen

225
και Paasonen (2007: 30), η καριέρα της πιο γνωστής φιλανδής πρωταγωνίστριας πορνό
Rakel Liekki28. Είναι η εικόνα της Liekki ως σταρ και ως διασημότητα που, στο πλαίσιο
της πορνογραφικοποίησης, συνιστά τρόπους με τους οποίους και διευκολύνεται η
ανατροπή των παλαιότερων γενικών συμβάσεων περί πορνογραφίας αναφορικά με τη
δυνατότητά της ως είδος να αποσπά κομμάτι της δημόσιας σφαίρας, αλλά και
ανακυκλώνονται μια σειρά από συμβάσεις που περιστρέφονται γύρω από τη «γενική
ακαμψία» του πορνό ως αναπαραστατική μυθοπλασία (2007: 30). Πιο συγκεκριμένα,
μπορεί η εκδοχή του πορνό που παράγει η φιλανδή πορνοστάρ να είναι μια hip
προσανατολισμένη, μοντέρνα και σχετιζόμενη με αστικές υποκουλτούρες πορνογραφία
(2007: 39), ως δημόσιο πρόσωπο όμως η Liekki, τονίζοντας τις ομορφιές και τις θετικές
πλευρές της πορνογραφίας στο πλαίσιο της επέκτασης της βιομηχανίας του πορνό,
συμμετέχει στην ενσωμάτωση των διαστάσεων της πορνογραφίας στην κυρίαρχη
κουλτούρα - απλουστεύοντας έτσι μια σειρά από ζητήματα εξουσίας, σεξουαλικότητας
και φύλου που σχετίζονται με την παραγωγή και την κατανάλωση της πορνογραφίας
(2007: 33). Με την περίπτωση, δηλαδή, της Liekki αναδεικνύεται η σύνδεση της
πορνογραφικοποίησης με τον Λόγο του μεταφεμινισμού, με την έννοια της προώθησης
ενός νέου φεμινισμού που συνδέεται άρρηκτα με τη γυναικεία σεξουαλική
δραστηριότητα και αντιλαμβάνεται τους «παλιούς φεμινισμούς» ως αντισεξουαλικούς
(antisexual) και παρωχημένους (βλ. και παρακάτω κεφάλαιο 2.3). Με άλλα λόγια, η
σεξουαλική δραστηριότητα εδώ φαίνεται να επαρκεί από μόνη της για να καταστεί τις
αναπαραστάσεις προοδευτικές, ακόμα και όταν αυτές αποδίδουν το φύλο με τον πλέον
προβλέψιμο και ετεροκανονικό τρόπο (2007: 34).
Με αφορμή λοιπόν την περίπτωση της Liekki, πρέπει να σημειωθεί ότι ως
διασημότητα, σύμφωνα με τους Tyler και Bennet (2010: 376), αποδίδεται μια κατάσταση
στην οποία το όνομα, η συμπεριφορά και η ιδιότητα κάποιου αποτελεί αντικείμενο
σχολιασμού στο πλαίσιο μιας πειθαρχικά προσανατολισμένης δημόσιας σφαίρας και

28
Για μια συνοπτική παρουσίαση της παρουσίας και του έργου της Rakel Liekki, βλ. το λήμμα της στην
ιστοσελίδα της ηλεκτρονικής εγκυκλοπαίδειας Wikipedia, http://en.wikipedia.org/wiki/Rakel_Liekki και το
επίσημο ιστολόγιό της http://rakelliekki.blogspot.gr (προσβάσιμα στις 21/4/2013).

226
κοινωνικής ζωής που δημιουργεί κοινωνικές ιεραρχίες 29. Η διασημότητα δεν είναι ούτε
«ιδιοκτησία» ενός συγκεκριμένου ατόμου, ούτε μια «απλή κατασκευή» της βιομηχανίας
του θεάματος, αλλά ένα προϊόν διαμεσολαβημένης αναπαράστασης και του τρόπου με
τον οποίο το κοινό αναζητά, δέχεται και ενσωματώνει τα νοήματά της στη δική του
καθημερινή ζωή και ανησυχίες (Duits και van Romondt Vis 2009: 42). Πρόκειται, με
άλλα λόγια, για μια «δημόσια οικειότητα» (public intimacy) 30, για μια κατάσταση
δηλαδή που λαμβάνει χώρα και πέρα από τις πρόδηλα αναγνωρίσιμες περιπτώσεις των
εμπορικά προσανατολισμένων και αγοραία κατασκευασμένων προτύπων διασημότητας
της γενικότερης βιομηχανίας του θεάματος. Για παράδειγμα, οι Tyler και Bennet (2010:
376) υποστηρίζουν ότι μια νέα κατηγορία φήμης ή δημόσιας ορατότητας έχει προκύψει
στο πλαίσιο των διασημοτήτων και η οποία αφορά την περίπτωση της προερχόμενης από
την εργατική τάξη και τα κατώτερα στρώματα γυναίκας, τονίζοντας έτσι τον ταξικό
χαρακτήρα της διασημότητας που αναδεικνύεται όμως πάντα μέσα από τις έμφυλες
διαφοροποιήσεις της.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η πιο σημαντική εξέλιξη φαίνεται να είναι η
κλίμακα και η έκταση με την οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παράγουν
διασημότητες «από μόνα τους» και ιεραρχοποιούν τα πρότυπα αναπαράστασης (Turner
2006: 156). Υπό αυτή την έννοια, η Azam (2008: 11) τονίζει ότι με πρότυπα όπως αυτά
που παρουσιάζονται καθημερινά, κυρίως μέσα από την τηλεόραση, οι δυτικές κοινωνίες
βυθίζονται σε έναν πολιτισμό όπου η σεξουαλικότητα συνδέεται με το καθεστώς της
διασημότητας και τα χρήματα, αλλά και τα κορίτσια προετοιμάζονται να αισθάνονται
ενδυναμωμένα και με εξουσία μόνο όταν αποτελούν το κέντρο της σεξουαλικής
προσοχής. Ειδικά το γυναικείο σώμα, τόσο των διασημοτήτων όσο και των απλών
καθημερινών γυναικών, είτε αυτό παρουσιάζεται σε ιδιωτικές στιγμές είτε σε δημόσιες
εμφανίσεις, έχει γίνει ένα ιδιαίτερα ισχυρό και αναγνωρίσιμο σημείο, ένας άξονας
αναφοράς για την επιτυχή επιτέλεση της θηλυκότητας σε μια καταναλωτική και

29
Εννοείται ότι υπάρχουν διαφορετικές μορφές διασημοτήτων, όπως για παράδειγμα οι διασημότητες
οικολογίας (Brockington 2008).
30
Η έννοια των δημοσίων οικειοτήτων χρησιμοποιείται για να αποδώσει την τρέχουσα κατάσταση στην
οποία τα οικεία, σεξουαλικά και προσωπικά θέματα αποτελούν μέρος του δημόσιου χώρου (Lorentzen και
Mühleisen 2008).

227
μεταφεμινιστική κοινωνία όπου η αυτο-διαμόρφωση του στυλ (self-fashioning), η
καλλιέργεια της εικόνας και η διαχείριση των εντυπώσεων «προκρίνονται και
πριμοδοτούνται» (Attwood 2004: 15).
Βέβαια, το ότι από μια άλλη πλευρά καθίστανται ασαφή τα όρια ανάμεσα στην
ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα όπως και ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και τις
διασημότητες, αναδεικνύει και μια τάση που σχετίζεται με την χρήση των μέσων και των
νέων τεχνολογιών, αλλά και την είσοδο της γυναίκας μέσω των λεγόμενων «γυναικείων
θεμάτων» (ιδιωτική ζωή, σώμα, οικογένεια, συναισθήματα, εμφάνιση, σχέσεις και
κουτσομπολιό) σε μια δημόσια σφαίρα πρόδηλα ανδροκεντριική (Lumby 1997: 122, 132
όπως αναφέρεται στο Attwood 2005Β: 93). Τόσο δε οι εικόνες από ιδιωτικές περιπτύξεις
διασημοτήτων όσο και εικόνες ανθρώπων έξω από τα ετεροκανονικά πλαίσια, έχουν
διαταράξει τα όρια του τί μπορεί να ιδωθεί στη δημόσια σφαίρα (Porfido και Ryan-Flood
2009: 131). Εννοείται ότι η δημοσιοποίηση τέτοιων εικόνων συνεχίζει να παραμένει σε
κάποιο βαθμό σοκαριστική παρά το γεγονός της σταδιακής ενσωμάτωσής τους στην
κυρίαρχη κουλτούρα, προκαλώντας συνεχώς τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ αποδεκτού και
μη αποδεκτού περιεχομένου (Attwood 2005Α: 397). Καθίσταται δε ακόμα πιο περίπλοκο
το ζήτημα όταν πρόκειται για ένα σεξουαλικό πολιτικό σκάνδαλο, σε ένα πλαίσιο όπου η
σύνδεση μεταξύ του προσωπικού και της δημόσιας εικόνας γίνεται υπό συνθήκες ολοένα
και αυξανόμενης εισβολής στην ιδιωτική σφαίρα των ανθρώπων (McDonald 2001: 88).
Έτσι, πιο πρόσφατα παραδείγματα πολιτικών σκανδάλων, όχι μόνο σεξουαλικών
αλλά και «αποδεκτών» προσωπικών σχέσεων (Laine 2010), δεν επαναλαμβάνουν απλώς
τους τρόπους με τους οποίους το σεξ χρησιμοποιείται για να ανατρέψει, ή να
προσπαθήσει να ανατρέψει, κάποιον από την πολιτική εξουσία, αλλά απλώς δοκιμάζουν
τα όρια της κοινωνικής δικαιοσύνης, του σεξισμού και του ετεροσεξισμού (Manderson
2009). Πρόκειται για ένα κομμάτι μιας γενικότερης τάσης των ανθρώπων στη
νεωτερικότητα να παρουσιάζουν, σε πολλές περιπτώσεις, μια ιδιόμορφη εμπάθεια σε
σχέση με αποσπασματικά επεισόδια από τις ζωές άλλων ανθρώπων, και κυρίως των
εύκολα αναγνωρίσιμων διασημοτήτων (Stones 1999: 256). Ειδικά τα σεξουαλικά
σκάνδαλα φαίνεται να παράγουν πολλές φορές «υστερικές και σπασμωδικές εκρήξεις»
που βασίζονται στη δημόσια αγανάκτηση και ζήλια, αλλά και να προκαλούν αιχμηρά,
προσβλητικά και ιδιαιτέρως επιθετικά σχόλια που, στην εποχή νέων τεχνολογιών και των

228
μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είναι εύκολα προσβάσιμα από όλους και διαχέονται με
ταχύτατους ρυθμούς (Jacobs 2009Β: 610).
Με αφορμή το παραπάνω, αξίζει να σημειωθεί ότι το διαδίκτυο έφερε γενικότερα
μια νέα διάσταση για την οικειότητα συμβάλλοντας σημαντικά, και σε πολλές
περιπτώσεις καθοριστικά, στην περίφημη μεταμόρφωσή της σύμφωνα και με το γνωστό
έργο του Anthony Giddens (1992) - μια κατάσταση δηλαδή όπου το σεξ έχει
αποσυνδεθεί από τις διαστάσεις της αναπαραγωγής και αποτελεί αντικείμενο λόγου και
σχολιασμού. Μάλιστα, για τον Ross (2005), το διαδίκτυο δεν έχει μετατρέψει τη
σεξουαλικότητα, αλλά την έχει μετασχηματίσει, φωτίζοντας ορισμένες πτυχές της έτσι
ώστε αυτές να γίνονται διακριτές στο σύνολο των σεξουαλικών αλληλεπιδράσεων 31. Και
αυτό διότι οι εκτός διαδικτύου ρόλοι των φύλων επηρεάζουν και επηρεάζονται από την
απευθείας σύνδεσης συμπεριφορά, κάτι που είναι πολύ πιθανό να συνεχιστεί ακόμα και
όταν η τρέχουσα τεχνολογικά εξοικειωμένη γενιά μεγαλώσει (Helsper 2010: 370). Με
άλλα λόγια, οι νέες τεχνολογίες δεν φαίνεται να αποτελούν ένα απλό μέσο για τις
σεξουαλικότητες, αλλά και ένα συστατικό στοιχείο τους (Hearn 2008: 41).

2.1.6 Η σεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος

Όψη της παραπάνω θέσης είναι και το ότι το πορνογραφικά προσανατολισμένο


σεξουαλικό περιεχόμενο του διαδικτύου, και γενικότερα των μέσων μαζικής
επικοινωνίας, φαίνεται να διαμορφώνει και τον τρόπο που οι γυναίκες και το γυναικείο
σώμα σεξουαλικοποιούνται στην καθημερινότητάς τους (DeVoss 2002: 77) 32. Για

31
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η Wiley (1995: 160), ο κυβερνοχώρος και η
«κυβερνοσεξουαλικότητα» (cybersexuality) είναι κομμάτια της μεταμοντέρνας κουλτούρας που
αναμειγνύουν την στυλιστική ασυδοσία και το πνεύμα του θεάματος με μια παιγνιώδη ανταρσία και μια
ασεβή συμβολική ανατροπή όπου η γραμμική λογική και ο ορθολογισμός απορρίπτονται. Για παράδειγμα,
οι εικόνες στα νέου τύπου διαδραστικά ηλεκτρονικά παιχνίδια φαίνεται ότι αναπαράγουν, μεταξύ άλλων,
και πρότυπα γυναικών όπως αυτό της «εικονικής ηρωίδας» - μιας ικανής, δηλαδή, μαχήτριας και
αγωνίστριας που ξεπερνά τις «κλασσικού τύπου» έμφυλες διακρίσεις (Herbst 2005).
32
Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο κόσμος του διαδικτύου αποτελεί έναν εξαιρετικό χώρο
για πειραματισμό και «εικονική δοκιμή» συμπεριφορών πριν την απόφαση κάποιου να προβεί σε

229
παράδειγμα, η συνολική διαφημιστική καμπάνια των διάσημων εσωρούχων Victoria’s
Secret συνιστά μια ένταξη του πορνογραφικού στοιχείου σε μια μορφή που είναι
προσανατολισμένη στη γυναικεία ευχαρίστηση και την αυτονομία, προσφέροντας έτσι
μια σειρά από δυνατότητες για την αποδόμηση της διάκρισης ιδιωτικού-δημοσίου που
είχε θέσει τη γυναικεία σεξουαλικότητα μέσα στο πεπερασμένο πλαίσιο της οικίας
(Juffer 1996: 31). Όπως η Steele (1996: 116-8 όπως αναφέρεται στο Attwood 2005Α:
402) επισημαίνει, τα εσώρουχα θέτουν κατά ένα διφορούμενο τρόπο τη γυναίκα που τα
φοράει ταυτόχρονα ντυμένη και ξέντυτη, ενώ τα ίδια αποτελούν ένα κοστούμι της
απόκρυψης, της περιέργειας και της έκθεσης που λειτουργεί ως ένα «πρελούδιο της
σεξουαλικής οικειότητας». Η αισθητική δηλαδή του σικ πορνό στα γυναικεία ρούχα
μειώνει την πολυπλοκότητα της ενσώματης εμπειρίας σε επιμέρους τμηματοποιημένα,
εμπορευματοποιημένα κομμάτια του γυναικείου σώματος (Harvey και Robinson 2007:
69). Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί παρά να μην τονιστεί ότι η πορνογραφικά
προσανατολισμένη αισθητική των εσωρούχων και η πορνό μόδα (porn fashion)
αποτελούν μέρος της σύγχρονης πορνογραφικοποιημένης κουλτούρας (Bishop 2007: 51).
Στην ίδια λογική, η Myers (1987 όπως αναφέρεται στο Attwood 2005Α: 399)
επισημαίνει ότι εκεί που το σώμα στο σικ πορνό συνδηλώνει διαθεσιμότητα στους
άνδρες, η χρήση των κωδίκων της μόδας επανασηματοδοτεί το γυναικείο σώμα, ακόμα
και όταν αυτό βρίσκεται σε δημόσια θέα, ως σύμβολο της αυτοκυριαρχίας - μια
κατάσταση που συνιστά κορύφωση της στρατηγικής της κατασκευής της γυναικείας
αυτοπεποίθησης ως αυτοαναφορικού ναρκισσισμού. Έτσι, αντί το γυναικείο σώμα να
επιδεικνύεται μόνο για το ανδρικό βλέμμα, η αυτο-διαμόρφωση του στυλ μπορεί να
παράσχει έναν πολτισμικά αποδεκτό τρόπο παραγωγής του εαυτού για τον ίδιο τον
εαυτό, μια «στιγμή δόξας» (Radner 1995: xii όπως αναφέρεται στο Attwood 2005Α:
400). Υπό αυτή την έννοια, το γυναικείο σώμα, αναδεικνυόμενο μέσα από μια
προσεκτική επιλογή ρούχων, προσφέρει και μια ανάγνωσή του ως το πλέον εμβληματικό
στοιχείο της απελευθέρωσης, της χαράς, της απόλαυσης και της περηφάνιας, ειδικά σε
ένα πλαίσιο όπου οι σέξι εικόνες έχουν καταστεί μια ιδιότυπη μορφή γενικού
ισοδύναμου στη σύγχρονη εποχή (Attwood 2004: 15).

συγκεκριμένες ενέργειες στο πεδίο της «πραγματικής» ζωής (Cooper, A., McLoughlin και Campbell 2000:
523).

230
Γενικότερα, οι αναπαραστάσεις του γυναικείου σώματος στα μέσα μαζικής
ενημέρωσης έχουν την τάση να καθορίζουν, ή έστω να προκρίνουν, το σώμα ως ένα
ερωτικό εμπόρευμα (Dolby 1995: 125). Εδώ το σώμα παρουσιάζεται ως εάν αποτελεί
την κύρια, ενίοτε μοναδική, πηγή κεφαλαίου για τις γυναίκες, μια συνθήκη που παρά το
γεγονός ότι παρουσιάζεται ως μια «αρχέγονη» κατάσταση, εντούτοις αποτελεί ένα
σύγχρονο φαινόμενο - με την έννοια ότι τα γυναικεία σώματα στη νεωτερικότητα, και
στις υστερο-νεωτερικές συνθήκες με πλέον εμφανή τρόπο και συχνά σε υπερβολικό
βαθμό, αξιολογούνται, ελέγχονται αυστηρά, «διαμελίζονται» και, εν τέλει,
αντικειμενοποιούνται με διαφορετικούς τρόπους από αυτούς των μη διαφοροποιημένων,
παραδοσιακών κοινωνιών (Gill 2009Δ: 99). Με άλλα λόγια, τόσο η αντικειμενοποίηση
και ο κατακερματισμός του γυναικείου σώματος 33, όσο και η γενικότερη
εμπορευματοποίηση του σώματος αυτού καθαυτού (Gibson 2004: viii), λαμβάνουν χώρα
σε ένα πλαίσιο που έχει γίνει κοινός τόπος ότι ο καταναλωτικός πολιτισμός έχει ιδιαίτερη
εμμονή με το σώμα (Featherstone 2010: 197). Πιο ειδικά, το σώμα που κατασκευάζεται
από την καταναλωτική κουλτούρα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποιημένης αγοράς
αποτελεί, για την Radner (2008: 98), το σημείο τομής δύο αντιφατικών καθεστώτων.
Από τη μια πρόκειται για μια μορφή πολιτισμικής παραγωγής με όρους πειθαρχίας, ένα
καταναγκαστικό δηλαδή πανοπτικόν που προσανατολίζεται προς την παραγωγή
πειθήνιων σωμάτων, και από την άλλη μια μορφή πολιτισμικής παραγωγής που
αρθρώνεται γύρω από μια κουλτούρα του εαυτού και της εξατομίκευσης, και που
εναποθέτεται πλήρως στις βολονταριστικές δυνάμεις της ιδιότητας του φορέα δράσης.
Το midriff, για παράδειγμα, το κομμάτι δηλαδή του γυναικείου σώματος γύρω
από το στομάχι που αναδεικνύεται μέσα από συγκεκριμένα ρούχα και επιτρέπει στις
γυναίκες που έχουν σκουλαρίκι στον αφαλό και τατουάζ λίγο πάνω από τα οπίσθια να το
προβάλλουν, αποτέλεσε ένα εμβληματικό σύμβολο από τα μέσα της δεκαετίας του 1990
μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2000 της νέας, ελκυστικής, ετεροφυλόφιλης,
δυναμικής γυναίκας που εν γνώσει και εκ προθέσεως παίζει με τη σεξουαλική της
εξουσία (Gill 2008: 41). Γυναίκες όμως μεγαλύτερης ηλικίας, υπέρβαρες και που δεν

33
Το στόμα, για παράδειγμα, ως πεδίο κατασκευής της σεξουαλικής ταυτότητας, δομείται όχι με όρους
«αυτού που κάνει» αλλά με όρους «αυτού που δεν κάνει», παράγοντας έτσι τις κατηγορίες «οικείων, ξένων
και αμφιλεγόμενων» περιπτώσεων (Thorogood 2000Α: 165).

231
υιοθετούσαν την κανονιστικού τύπου σύγχρονη εκδοχή της «γυναικείας ελκυστικότητας»
εξαιρούνταν από τον «απολαυστικό και χειραφετικό» κόσμο των διαφημίσεων με midriff
εμφανίσεις των γυναικών (2009Α: 150). Για αυτό και για την Gill (2009Δ: 108), η
φεμινιστική σκέψη θα πρέπει να αρθρώσει ένα λόγο αντίστασης στις υπερσεξουαλικές
απεικονίσεις γυναικών όπως αυτή του midriff (κατά προτίμηση με αντίστοιχες αστείες,
δυναμικές, χωρίς αποκλεισμούς και «σεξουαλικά θετικές»), να επανεξετάσει τις έννοιες
της προσωπικής ισχύος και της επιλογής με πιο αυστηρούς, ανακλαστικούς και
«πονηρευμένους» τρόπους, και να πιέσει προς ή να συμβάλλει στη δημιουργία
περισσότερης ποικιλίας στις αναπαραστάσεις του φύλου και της σεξουαλικότητας.
Οι προτάσεις της Gill εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο κριτικής
αναφορικά με το ότι οι πρακτικές ομορφιάς δεν σχετίζονται με την ατομική επιλογή των
γυναικών ή ενός «έλλογου χώρου» δημιουργικής τους έκφρασης, άλλα αποτελούν την
πιο σημαντική πτυχή της γυναικείας καταπίεσης (Jeffreys 2005). Τα αρνητικά δηλαδή
στερεότυπα είναι τόσο διάχυτα στη σύγχρονη κουλτούρα, που όσοι στιγματίζονται από
την αναπαραγωγή τους έχουν λεπτομερή και εις βάθος γνώση των, καταγγελτικών ή μη,
χαρακτηριστικών που τους προσάπτουν (Davies κ.α. 2002: 1616). Επειδή δε στα διάφορα
μέσα οι εικόνες της ιδανικής γυναικείας ομορφιάς τονίζουν ιδιαιτέρως τη λεπτότητα, η
έκθεση σε αυτές τις εικόνες, με την έννοια της σύγκρισης με το σώμα της γυναίκας που
τις καταναλώνει, μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση αμηχανίας, να επηρεάσει την
ικανοποίηση των γυναικών με το σώμα τους και, με τη σειρά του, την αυτοεκτίμησή τους
(Hendriks 2002: 109). Όπως χαρακτηριστικά λέει και η Hood (2005), σε αυτή την
κοινωνική πραγματικότητα «το σώμα είναι το μήνυμα». Για αυτό και η Gingras (2005)
παροτρύνει τις φεμινίστριες, και τις γυναίκες γενικότερα, να αμφισβητήσουν τους
κατασταλτικούς κώδικες του φόβου, της ενοχής και της απέχθειας στο παχύ σώμα, να
αναζωπυρώσουν την επιθυμία τους και να παραβιάσουν και να υπερβούν τους κανόνες
της κοινωνικής τάξης και ιεραρχίας που κατασκευάζει η φετιχοποίηση του γυναικείου
σώματος34.
Είναι δηλαδή ιδιαιτέρως σημαντική για τη φεμινιστική σκέψη και δράση η
συζήτηση για τον τρόπο που τα μέσα κατηγοριοποιούν τα γυναικεία σώματα, ειδικά σε

34
Ορθά η Young (2005) επισημαίνει ότι η κανονικοποίηση της δίαιτας πρέπει να ιδωθεί μέσα από ένα
γενικότερο φεμινιστικό πλαίσιο γύρω από τις πολιτικές της πάχυνσης (the politics of fatness).

232
σχέση με την περίπτωση των εξαιρετικά ευτραφών γυναικών, ζήτημα για το οποίο έχουν
εκφραστεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες απόψεις (Moorti και Ross 2005). Η Brown (2005),
για παράδειγμα, τονίζει την πρακτική των συχνά καλυμμένων, συσκοτισμένων ή
άφαντων σωμάτων των διάσημων ευτραφών γυναικών και τη διάχυτη «φωτογραφική
δυσφορία» που περιβάλλει τις απεικονίσεις τους. Βέβαια, τα περιοδικά μόδας για
ευτραφείς γυναίκες, αν και προβληματικά σε κάποιες όψεις τους, εντούτοις βοηθούν στη
δημιουργία ενός νέου, πιο χειραφετικού λεξιλογίου (Sarbin 2005). Η περίπτωση πάντως
της «μεγάλου μεγέθους νύφης» (plus-size bride), ως μια εικόνα στη δημόσια σφαίρα που
«αποκαθιστά» την ευτραφή γυναίκα ενσωματώνοντάς την και αυτή στο «και έζησαν
αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» (happily ever after στην αγγλοσαξονική κουλτούρα)
μύθο, φανερώνει προβληματικές πτυχές (Patterson 2005). Εκεί όμως που η κατάσταση
είναι οριακή, είναι η φετιχοποίηση και αντικειμενοποίηση του λιπώδους σώματος στο
πλαίσιο του διαδικτύου (βλ. και κεφάλαιο 1.2, υποσημείωση 34), μια τάση που
αποκαλύπτει ένα χυδαίο ρατσισμό που υποστηρίζεται από τον κυρίαρχο Λόγο περί των
παχύσαρκων σωμάτων (Anijar 2005).
Από την άλλη, η δίαιτα και η γυμναστική μπορεί να δημιουργούν «ιδανικά»
γυναικεία σώματα που είναι λεπτά, ευθυτενή και σκληρά, αλλά τέτοια σώματα ενέχουν
την ίδια στιγμή και στοιχεία φαλλικότητας. Για αυτό και είναι το γυναικείο στήθος η πιο
«αναγνωρίσιμη» περιοχή που καθορίζει το γυναικείο σώμα, όποια μορφή και αν έχει, και
που ταυτόχρονα «θολώνει» τα όποια φαλλικά χαρακτηριστικά μιας γυναίκας (Jones
2008: 91). Στο πλαίσιο δηλαδή της πορνογραφικοποίησης, το γυναικείο στήθος φαίνεται
να είναι το κατεξοχήν σημείο του γυναικείου σώματος που ξεχωρίζει, φετιχοποιείται,
σεξουαλικοποιείται και τελικά αντικειμενοποιείται. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που ακόμα
και η εμπειρία του καρκίνου του μαστού είναι εμφανώς επηρεασμένη από την
πολιτισμική έμφαση στο στήθος ως αντικείμενο του ανδρικού σεξουαλικού
ενδιαφέροντος και ευχαρίστησης (Wilkinson και Kitzinger 1993: 230) 35. Βέβαια μπορεί
να υπάρξουν και πιο χειραφετικές, φεμινιστικά προσανατολισμένες προσεγγίσεις του
γυναικείου σώματος σε μη πρόδηλα σεξουαλικές όψεις του - και σε κάθε περίπτωση
πέρα από την πορνογραφική λογική του διαχωρισμού των γυναικών με βάση το στήθος

35
Σε μια παρόμοια λογική και για μια συζήτηση για τους τρόπους που διάφορα κείμενα, πορνογραφικά και
μη, απεικονίζουν το σώμα μιας εγκύου ως ένα ενεργό σεξουαλικό σώμα, βλ. Huntley 2000.

233
τους36. Στην έρευνα, πάντως, της Boynton (1999) για το πώς γυναίκες μιλούν για το
σώμα άλλων γυναικών κατά την προβολή του σε σεξουαλικά περιοδικά που στοχεύουν
σε ένα ετεροφυλόφιλο κοινό, φάνηκε πως οι αντιδράσεις προς τις σεξουαλικού
περιεχομένου εικόνες είναι και πολύπλοκες και ποικίλες 37.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν παραμένει το πρόβλημα της εσωτερίκευσης από
μια μερίδα γυναικών της κυρίαρχης άποψης περί του σεξουαλικοποιημένου,
πορνογραφικού σώματος λόγω του κατακλυσμού ανάλογων εικόνων στη σύγχρονη
δημόσια σφαίρα ως μια διαδικασία κοινωνικοποίησης και εκμάθησης να το παρατηρούν
και να το αξιολογούν οι ίδιες βασιζόμενες σε κοινωνικοπολιτισμικές προδιαγραφές της
φυσικής εμφάνισης και «ομορφιάς» (Nowatzki και Morry 2009: 96) 38. Μια ολόκληρη
δηλαδή γενιά κυρίως γυναικών αλλά και ανδρών «παραμένει στο σκοτάδι», σύμφωνα με
την Paul (2008), σχετικά με τις επιπτώσεις της πορνογραφίας στην κοινωνική κατασκευή
των προτύπων ομορφιάς επειδή οι προηγούμενες γενιές δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν
με τη νέα πραγματικότητα, τους ρυθμούς της και την κυρίαρχη κουλτούρα της. Είναι σε
αυτό το πλαίσιο που, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Cokal (2007: 139), η σύγχρονη
δυτική άποψη για τη γυναίκα θα μπορούσε να αποκληθεί και ως «καθαρό» πορνό (clean
porn), με την έννοια του συγκερασμού της μορφής της γυναίκας πορνοστάρ στη βάση ότι
έτσι επιθυμείται ή και απαιτείται να συμπεριφερθεί στην ερωτική της ζωή και του

36
Για παράδειγμα, η διαδικασία του θηλασμού αν ιδωθεί ως μια δυνητικά ερωτική και σεξουαλική
εμπειρία αντί των στενών ορίων της παροχής του θρεπτικού μητρικού γάλακτος στα μωρά, μπορεί να
επανεισάγει τις απολαύσεις του μητρικού θηλασμού ως ένα θετικό βήμα για τη δυνατότητα να αναδειχθούν
νέες, ευεργετικές σημασίες του για όλες τις γυναίκες (Bartlett 2005).
37
Στην έρευνα της Boynton (1999: 459) φάνηκε ότι και οι γυναίκες μπορούν να είναι εχθρικές προς τα
μοντέλα όταν συζητούν ανάλογα θέματα, αλλά και ότι υπήρχε μια «πανταχού παρούσα» έμμεση αναφορά
των ανδρών στις συζητήσεις των γυναικών. Αντίστοιχα, στην έρευνα της Vares (2009) φάνηκε ότι και
στην περίπτωση της απεικόνισης σεξουαλικών εικόνων μεγαλύτερης ηλικίας γυναικών, παρά την πρώτη
«απελευθερωτική/χειραφετική» ανάγνωση σε σχέση με την ασεξουαλική αντίληψη για τους ηλικιωμένους,
αναδεικνύεται ένας σκεπτικισμός ιδιαίτερα από τους ίδιους τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας.
38
Σε ένα πλαίσιο που ενώ τα πρότυπα ομορφιάς έχουν κερδίσει τη μεγαλύτερη προσοχή της επιστημονικής
μελέτης, είναι και η «ασχήμια» που αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή που διαμορφώνεται στα μέσα
μαζικής ενημέρωσης και η οποία πρέπει να τύχει του αντίστοιχου επιστημονικού ενδιαφέροντος (Esch
2010: 170).

234
καθαρού, βικτωριανού αγγέλου όπως αποτυπώνεται στο περιποιημένο και αποτριχωμένο
αιδοίο της39.

2.1.7 Πορνογραφικοποίηση και γυναικεία σεξουαλικότητα

Γενικότερα, η έμφαση που παραδοσιακά απέδιδε η πορνογραφία στην από-κοντά


απεικόνιση των γυναικείων σεξουαλικών οργάνων είναι αδιαμφισβήτητη, όμως το
φαινόμενο των πλήρως ξυρισμένων αιδοίων είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο, ειδικά αν
αναλογιστεί κανείς τόσο τις περιπτώσεις των stag films, όσο και τις μεγάλες εμπορικές
επιτυχίες των ταινιών πορνό της δεκαετίας του 1970. Η απάντηση του για ποιο λόγο
έγινε αυτή η αλλαγή της μόδας στην πορνογραφία, και κατά συνέπεια και στην κυρίαρχη
δημοφιλή και μη κουλτούρα, ενδέχεται να βρίσκεται στη μετατόπιση της κατανάλωσης
από τις μεγάλες οθόνες του κινηματογράφου στις πολύ μικρότερες οθόνες της
τηλεόρασης και του υπολογιστή. Είναι δηλαδή η μειωμένη ορατότητα που προσφέρει η
μικρότερη οθόνη, οπότε και καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο να αποτυπωθεί το «κεντρικό
ζητούμενο» μιας πορνογραφικής σκηνής, τα γεννητικά όργανα σε δράση (Cokal 2007:
144). Πάνω σε αυτή τη λογική φαίνεται να στηρίζεται και η απαίτηση όλο και
περισσότερων ανδρών από τις γυναίκες να ξυρίζουν την περιοχή γύρω από τα γεννητικά
τους όργανα. Όπως δηλαδή τονίζει και η Jeffreys (2005: 80), ο κύριος λόγος που οι
γυναίκες αποτριχώνουν τα γεννητικά τους όργανα φαίνεται να είναι η επιθυμία να
ευχαριστήσουν τους συντρόφους τους που βρίσκουν την πορνογραφική αισθητική
συναρπαστική και διεγερτική40.

39
Στη σύγχρονη καταναλωτική κουλτούρα, η αγορά της υγιεινής αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι στο
λόγο περί αυτο-διαμόρφωσης και αυτο-βελτίωσης, οπότε η αφαίρεση κάθε τρίχας στα γυναικεία γεννητικά
όργανα, αλλά και γενικά στο γυναικείο σώμα, αποτελεί ένδειξη ότι μια γυναίκα είναι «καθαρή» (Cokal
2007: 138).
40
Σε μια αντίστοιχη λογική, η Wilson (2002) περιγράφει τις ομοιότητες μεταξύ της φαραωνικής περιτομής
(pharaonic circumcision) και της αύξησης του στήθους ως όψεις των συστημάτων της ανδρικής κυριαρχίας
και καθυπόταξης των γυναικών. Παρά τα επιμέρους ιατρικά χαρακτηριστικά, υπάρχουν συστημικοί λόγοι
που συνδέονται αντίστοιχα με την ανδρική κυριαρχία σε αυτές τις περιπτώσεις: για την πρώτη μια
πατριαρχικά δομημένη πρακτική και από την άλλη ένας καπιταλιστικός φαλλοκεντρισμός (2002: 495).
Βασική προσέγγιση εδώ είναι ότι η ψυχολογική βία κατά των γυναικών που στηρίζεται στην ανασφάλειά

235
Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι για τις Attwood, Bale και Barker (2013: 46) η
ευρεία εξάπλωση της τάσης για αποτρίχωση γύρω από τα γυναικεία γεννητικά όργανα
από το 1990 και μετά αποδίδεται στη μόδα των αποκαλυπτικών εσωρούχων και μαγιό
που προήλθε κυρίως από τις παραλίες του Ρίο ντε Τζανέιρο στην Βραζιλία - εκεί οι
γυναίκες φορούσαν πολύ μικρά μπικίνι και αισθητικά κέντρα αποτρίχωσης έκαναν την
εμφάνισή τους από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά. Πρόκειται για μια
προσέγγιση που ξεφεύγει από την παραπάνω, προσανατολισμένη στις επιδράσεις των
μέσων θέση ότι είναι η κατανάλωση πορνό και η διάχυση της πορνογραφίας που
οδήγησε στην εξάπλωση της πρακτικής των αποτριχωμένων γυναικείων γεννητικών
οργάνων. Η εστίαση δηλαδή εδώ αφορά το γενικότερο κοινωνικό φαινόμενο της
μεγαλύτερης ορατότητας των γυναικείων σωμάτων, τόσο στον πραγματικό κόσμο όσο
και μέσω των σύγχρονων πλατφορμών διαμεσολαβημένης επικοινωνίας.
Έτσι, παρά το ότι είναι γεγονός ότι τα σώματα των γυναικών είναι υπερβολικά
εκτεθειμένα στα συστήματα αναπαράστασης των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και πως
οι ισχυρισμοί ότι οι γυναίκες ενθαρρύνονται να εσωτερικεύουν το βλέμμα του
πραγματικού ή φανταστικού παρατηρητή παραμένουν βάσιμοι, εντούτοις μια προσέγγιση
της απεικόνισης του γυναικείου σώματος ως δείκτη της ανδρικής φαντασίας ή των
γυναικείων ανησυχιών είναι μάλλον «απλοϊκή» (Attwood 2011: 204) 41. Οι πολιτισμικές
και τεχνολογικές εξελίξεις δηλαδή έχουν επιτρέψει την παρουσίαση και ανάδειξη μιας
σειράς θηλυκών σεξουαλικοτήτων μέσω της εναλλακτικής πορνογραφίας που δεν
συνιστούν ανταπόκριση στις ανδρικές επιθυμίες. Όπως μάλιστα παρατηρεί και η

τους για οικονομική ευημερία και στον ανδρικό έλεγχο της σωματικής ευχαρίστησης, συχνά οδηγεί στην
«αυτο-επιβαλλόμενη» διαμόρφωση σωματικών οργάνων (2002: 496). Υπό αυτή την έννοια, οι ομοιότητες
εδράζονται κυρίως στο ότι αυτές οι πολιτισμικές πρακτικές ενσωματώνονται, είτε από κοινού είτε εκ
παραλλήλου, στα ισχύοντα συστήματα της ανδρικής κυριαρχίας και καθυπόταξης των γυναικών (2002:
516).
41
Προς την αντίθετη κατεύθυνση κινείται η μελέτη της Salamanca (2005) για το pussypinate.com, μια
κολομβιανή ιστοσελίδα ριάλιτι πορνογραφικών βίντεο στην οποία φαίνεται ότι οι χρήστες επικεντρώνονται
περισσότερο στην αποτύπωση της γυναικείας σεξουαλικότητας σε ένα πλαίσιο αναζήτησης και εικασίας
«αυτού που οι θεατές θέλουν να δουν». Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι πρόκειται για μια
χαρακτηριστική περίπτωση αυτοεκπληρούμενης προφητείας των σεξουαλικών προτιμήσεων και
φαντασιώσεων.

236
Attwood (2007Α: 447), η διαφορετική κατηγοριοποίηση του υλικού στους χώρους της
εναλλακτικής πορνογραφίας φαίνεται ότι συνιστά μια υβριδική μορφή που συνδυάζει τις
πορνογραφικές συνδηλώσεις του σεξουαλικού και της σωματικής κυριαρχίας με
πολιτισμικές συμπαραδηλώσεις ομορφιάς και γοητείας που συχνά χαρακτηρίζονται από
τον εξαιρετικό/υπερβολικό χαρακτήρα τους και την πρόθεση/τάση για υπέρβαση των
όποιων κυρίαρχων μορφών αισθητικής, κουλτούρας ακόμα και ηθικής.
Έτσι, για την DeVoss (2002: 76), οι πορνογραφικές ιστοσελίδες αυτο-
δημοσιοποίησης από γυναίκες αποτελούν «σχέδιο ταυτοτήτων» (identity project) σε ένα
γενικότερο πλαίσιο όπου, σύμφωνα με την Barcan (2004: 212 όπως αναφέρεται στο
Attwood 2007Α: 451), το γυμνό και οι γυμνές εικόνες των ανθρώπων αποτελούν ένα
σημαντικό κομμάτι διαμόρφωσης ταυτότητας και, με φουκωικούς όρους, τεχνολογίες του
εαυτού (technologies of the self). Η εμφάνιση δηλαδή κειμένων όπως αυτά φαίνεται να
δείχνουν την αυξανόμενη κεντρικότητα της «τεχνολογίας του σεξουαλικού» (technology
of sexiness) στη σύγχρονη θηλυκότητα που συχνά χαρακτηρίζονται από ένα πνεύμα
περιπέτειας, με έμφαση στην ανάπτυξη της γνώσης μέσω της προσωπικής εμπειρίας και
μια ώθηση προς την ευχαρίστηση και την απόλαυση που «ισορροπείται» από μια
ανησυχία για τις ευρύτερες ανθρώπινες σχέσεις (Attwood 2009Β: 17). Οι δε έννοιες των
τεχνολογιών του εαυτού του Foucault και η θεωρία της επιτελεστικότητας της Butler
είναι ίσως οι πιο κατάλληλες, σύμφωνα με την Attwood (2011: 211), για την κατανόηση
της κατασκευής εναλλακτικών σεξουαλικών ιδιοτήτων. Το σκεπτικό, δηλαδή, είναι ότι
με τις τεχνολογίες του εαυτού καταβάλλεται προσπάθεια να διατυπωθεί μια άποψη της
υποκειμενικότητας που εξηγεί πώς τα άτομα πρέπει και μπορούν να στηριχθούν στους
διαθέσιμους Λόγους, αλλά και ταυτόχρονα να ενεργούν αυτόνομα, στο βαθμό πάντα που
μπορεί να νοηθεί μια τέτοιου είδους αυτονομία. Αντίστοιχα, η επιτελεστική κατασκευή
της υποκειμενικότητας γίνεται μέσω της διαδικασίας της (επανα)σημασιοδότησης και
επανάληψης σημείων και κοινωνιοπολιτισμικών προτύπων στη βάση της συνθήκης της
εξατομίκευσης (βλ. και παρακάτω ενότητα 2.2.8).
Υπάρχουν συνεπώς περιπτώσεις, όπως το παράδειγμα της Mary από την
παγκοσμίως γνωστή κοινότητα των SuicideGirls (suicidegirls.com) που αναφέρει η
Attwood (2007Α: 447-9), που φαίνεται ότι δεν λειτουργούν μόνο ως οιονεί πορνοστάρ
αλλά ως σύμβολα ομορφιάς και ατομικότητας, μικρο-διασημότητες (micro-celebrities),

237
εμβληματικές μορφές της όποιας υποκουλτούρας και, υπό μια έννοια, ως «πρότυπα»42.
Εδώ, η ιδιότητα του φορέα δράσης στις περιπτώσεις των εναλλακτικών
αναπαραστάσεων συνιστά για την Attwood (2011: 211-2) μια αυτο-ανακλαστική
αποδοχή ενός συγκεκριμένου Λόγου που συνοδεύεται από τα αντίστοιχα «ομιλιακά
ενεργήματα» (speech acts) και, σε τελευταία ανάλυση, είναι μια μορφή παραγωγής,
κατασκευής και επιτέλεσης (making do). Από την άλλη, υπάρχει η κριτική ότι οι
ερασιτεχνικές απεικονίσεις χρηστών στις ιστοσελίδες τύπου «βαθμολόγησε-την-ερωτική-
φωτογραφία-μου» αναπαράγουν, σύμφωνα με την έρευνα των Waskul και Radeloff
(2010: 214), τις ηγεμονικές νόρμες της έμφυλης σεξουαλικής επίδειξης και έκθεσης
μιμούμενες τα πρότυπα της εμπορευματικής σεξουαλικότητας, υιοθετώντας τις επιταγές
της πορνογραφικής αισθητικής και προσπαθώντας να συσχετιστούν με τις κυρίαρχες
αντιλήψεις περί «ομορφιάς»43.
Αξίζει οπότε με αφορμή το τελευταίο να παρατεθεί και η κριτική για τον
περίφημο «μύθο της ομορφιάς» της Wolf (1991), δηλαδή τη μη αποδόμηση του
σκεπτικού ότι η ιδιότητα που ονομάζεται «ομορφιά», αντικειμενικά και σε παγκόσμιο
επίπεδο, «υπάρχει». Σύμφωνα με τον εν λόγω μύθο, οι γυναίκες πρέπει να θέλουν να
ενσωματώσουν και να χαρακτηρίζονται από την ωραιότητα, αλλά και οι άνδρες πρέπει
να έχουν τις γυναίκες που την ενσαρκώνουν σε ένα σεξουαλικά και εξελικτικά
προσδιορισμένο πλαίσιο αναζήτησης όπου η ομορφιά αποτελεί ένα ακόμα νομισματικό
σύστημα, ένα δηλαδή με μαρξιστικούς όρους γενικό ισοδύναμο, που «διατηρεί ανέπαφη»
την ανδρική κυριαρχία. Και αυτό διότι ο «καθορισμός τιμής» για τις γυναίκες σε μια

42
Η DeVoss (2002), αναλύοντας πορνογραφικές ιστοσελίδες γυναικών που οι ίδιες αναρτούν και
διαχειρίζονται, θεωρεί ότι έτσι οι τελευταίες θέτουν τις ενσώματες υποκειμενικότητές τους (embodied
subjectivities) σε δημόσια θέα - παράλληλα όμως με μια προσπάθεια απεγκλωβισμού από το βλέμμα
εκείνο που ιστορικά έθεσε τη γυναικεία σεξουαλικότητα σε πεπερασμένα όρια κατασκευής εναλλακτικών
ταυτοτήτων και περιόριζε τις δυνατότητες αυτόβουλης προβολής της. Έτσι, αν και δεν επιθυμούν να
μειώσουν την υποκειμενικότητά τους είτε στο επίπεδο της σωματικής απεικόνισης είτε στην πρόταξη
συγκεκριμένων σημείων του σώματός τους, εντούτοις θέτουν τις αναπαραστάσεις τους ως ένα
ανταλλάξιμο, εμπορευματικό προϊόν (2002: 90).
43
Σε κάθε περίπτωση πάντως, φαίνεται να είναι οι άνδρες εκείνοι που συμμετέχουν περισσότερο στις εν
λόγω ιστοσελίδες ως ένα κομμάτι της γενικότερης κατανάλωσης πορνό και αντίστοιχα οι γυναικείες
φωτογραφίες αυτές που τραβούν την προσοχή και το ενδιαφέρον (2010: 205, 210).

238
κάθετη ιεραρχία σύμφωνα με τα πολιτισμικά πρότυπα που επιβάλλονται είναι μια
έκφραση των σχέσεων εξουσίας όπου οι γυναίκες πρέπει να ανταγωνίζονται για πόρους
που οι άνδρες έχουν ιδιοποιηθεί για τον εαυτό τους (1991: 12). Βέβαια, όταν το The
Beauty Myth γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ιδανική έννοια της
ομορφιάς παρουσιάζονταν ιδιαίτερα άκαμπτη, για αυτό και η Wolf (2002: 6) σημείωνε
σε μεταγενέστερο κείμενό της ότι φαίνεται ότι υπάρχει πλέον πολύ περισσότερος
πλουραλισμός στον ορισμό του ιδανικού - μια κατάσταση που απλώς συνιστά την
ύπαρξη πολλών μύθων της ομορφιάς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο μύθος της ομορφιάς
δεν περιόρισε, και δεν συνεχίζει να περιορίζει, τις νέες ελευθερίες των γυναικών με τη
μεταφορά των κοινωνικών ορίων και των «πρακτικών ομορφιάς» όχι μόνο στις ζωές
τους αλλά και απευθείας πάνω στα πρόσωπα και τα σώματά τους (1991: 270) 44.
Για παράδειγμα, οι γυναίκες αναγνωρίζονται άμεσα καθώς προχωρούν πάνω σε
ψηλά τακούνια σε δημόσιους χώρους, τα οποία για την Jeffreys (2005: 128-9) όχι μόνο
ως γνωστό προκαλούν πόνο και ενίοτε μόνιμη παραμόρφωση των ποδιών αλλά
συμπληρώνουν και επιβεβαιώνουν τον αρσενικό ρόλο της αρρενωπότητας, με το
σκεπτικό ότι οι άνδρες φαίνονται να έχουν και τα δύο πόδια στο έδαφος σε αντίθεση με
τις σαφείς ενδείξεις αστάθειας των γυναικών. Παράλληλα, οι άνδρες έχουν την ευκαιρία
της σεξουαλικής ικανοποίησης να ξέρουν ότι αυτή η γυναίκα ενδιαφέρεται αρκετά για
αυτούς ώστε να φορέσει τα πρόδηλα φετιχιστικά αυτά παπούτσια, μια «πολύ
γενναιόδωρη φιλοφρόνηση» δηλαδή που δρα προς την κατεύθυνση της αναπαραγωγής,
παγίωσης και διαιώνισης της σεξουαλικής και μη ανισότητας. Η πλέον ενδεικτική αυτή
περίπτωση των υποδημάτων για γυναίκες, των σεξουαλικά προσανατολισμένων
αναγνώσεών τους και τη σημασία όλων αυτών για τις έμφυλες σχέσεις αναδεικνύει και
την ανάγκη για την παράθεση ορισμένων πλαισιωτικών σχολίων για τα ευρύτερα
ζητήματα τόσο της κοινωνικής κατασκευής του φύλου όσο και αυτής της
σεξουαλικότητας. Αυτό είναι και το θέμα του επόμενου κεφαλαίου.

44
Για την Wolf (2002: 3), όσο ισχυρότερες γίνονται οι γυναίκες πολιτικά, τόσο τα ιδεώδη της ομορφιάς
που κατασκευάζονται από ένα τεράστιο οικονομικό σύμπλεγμα εκμετάλλευσης των γυναικών θα γίνονται
και πιο πιεστικά προκειμένου να αποσπαστεί η προσοχή και η ενέργεια των γυναικών από τα ζητήματα
πολιτικής - με αποτέλεσμα την υπονόμευση της συνολικής και συλλογικής πρόοδό τους.

239
Excursus: Ο αγοραίος έρωτας σε υστερο-νεωτερικές συνθήκες

Στο κομμάτι αυτό γίνεται ειδική αναφορά σε μια από τις βασικές όψεις της
πορνογραφικοποίησης, αυτή της αύξησης της παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών. Πρέπει,
βέβαια, να διευκρινιστεί ότι με τον όρο «πορνοποίηση» δεν υπονοείται, τουλάχιστον
στην τρέχουσα δημόσια συζήτηση, ο όρος «πορνικοποίηση», ο οποίος θα μπορούσε να
λογιστεί ως η διάχυση μιας σύγχρονης κουλτούρας της πορνείας και του αγοραίου
έρωτα45. Ο εν λόγω όρος, αν και δεν χρησιμοποιείται ευρέως, εντούτοις συνιστά μια
συντηρητικού προσανατολισμού αιτίαση που ταλαντεύεται από τη μια ανάμεσα σε μια
ηθικολογική ανάκληση παλαιότερων εποχών αγνότητας και την κυνική αναπαραγωγή
των μονολιθικών κριτικών για τη σεξουαλική ελευθεριότητα στη σύγχρονη εποχή, και
από την άλλη σε μια ουτοπική ιδέα περί επιθυμητής ανυπαρξίας υστεροβουλίας και
χρησιμοθηρικών κινήτρων στο πεδίο των προσωπικών σχέσεων και την κριτική ότι η
λογική της συναλλαγής κατά τα πρότυπα του αγοραίου σεξ έχει αποικιοποιήσει τις
σχέσεις οικειότητας στο σύνολό τους. Εδώ, η έννοια της συναλλαγής που εμπεριέχεται
σε κάθε μορφή αγοραίου έρωτα, με την έννοια ότι προϋποθέτει οπωσδήποτε έναν
εργαζόμενο στο χώρο του σεξ (sex worker)46 και έναν πελάτη47 ο οποίος πληρώνει
χρήματα για κάποια μορφή σεξουαλικής αλληλόδρασης (Rissel κ.α. 2003: 191),
βρίσκεται διάχυτη σε ολόκληρη την κοινωνία και διοχετεύεται κατάλληλα ως ένα ισχυρό
μήνυμα ότι όλα έχουν την τιμή τους, όλα αγοράζονται και, επομένως, όλα θα πρέπει ή

45
Αναφορικά το ορολογικό ζήτημα που ανακύπτει με τις εναλλακτικές χρήσεις των όρων sexual services
και commercial sex, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν συνιστούν απόπειρα γλωσσικής νομιμοποίησης της
παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών. Ειδικά για το ζήτημα του τελευταίου όρου, θα χρησιμοποιηθεί για τις
ανάγκες της παρούσας εργασίας εναλλακτικά τόσο η μετάφραση «αγοραίο σεξ» όσο και «αγοραίος
έρωτας» - με την τελευταία να συνιστά απλώς την πρόθεση να συμπεριληφθούν τα στοιχεία
συναισθηματικής επένδυσης όσων προσφεύγουν στην αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών, όπως θα αναφερθεί
και παρακάτω.
46
Σύμφωνα με την Negra (2009: 100), η γυναίκα εργαζόμενη στο χώρο του σεξ έχει εξελιχθεί για τη
λαϊκή/δημοφιλή κουλτούρα σε μια εύκολα αναγνωρίσιμη αρχετυπική μορφή αμειβόμενης εργασίας - μια
τάση που αποδίδεται στην ενσωμάτωση της πορνογραφίας στην κοινωνία και σε μια μεταφεμινιστική
σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες της ενδυνάμωσης και του περιορισμού των ρόλων της γυναίκας.
47
Οι άνδρες πελάτες που προσφεύγουν σε σεξουαλικές υπηρεσίες στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται
συχνά ως johns (Holt και Blevins 2007) ή punters (Soothill και Sanders 2005).

240
μπορεί να πωλούνται (Βωβού 2004). Βέβαια, αν είναι να θεωρηθεί, σύμφωνα με τις
Attwood, Bale και Barker (2013: 33), κάθε μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας ή
ενδιαφέροντος που περιλαμβάνει εμπορευματικές πλευρές ως αγοραίο σεξ, τότε θα
πρέπει στην κατηγορία του τελευταίου να συμπεριληφθούν η συγγραφή και η ανάγνωση
ερωτικής λογοτεχνίας, η συμμετοχή σε μπάτσελορ πάρτυ (bachelor) και η κατασκευή και
χρήση σεξουαλικών παιχνιδιών και βοηθημάτων.
Σε κάθε περίπτωση, η σεξουαλική εργασία (sexual labour) και η πορνεία έχουν
πλέον γίνει πολύ πιο μαζικά διαφοροποιημένες από ό,τι ήταν ποτέ με ένα ευρύ φάσμα
υπηρεσιών να παρέχεται και να αναζητείται (Plummer 2010: 398). Έτσι, η εργασία στο
χώρο του σεξ (sex work) περιλαμβάνει την ανταλλαγή σεξουαλικών υπηρεσιών,
παραστάσεων ή προϊόντων στη βάση κάποιας υλικής αποζημίωσης (Weitzer 2010Α: 1),
και αφορά δραστηριότητες είτε άμεσης φυσικής επαφής μεταξύ αγοραστών και πωλητών
(σεξουαλικές υπηρεσίες σε πορνεία κάθε είδους, προσωπικός χορός σε στριπτίζ, επαφή
σε μπαρ με κονσομασιόν48), είτε έμμεσης σεξουαλικής διέγερσης (πορνογραφία,
παρακολούθηση στριπτίζ από μακριά, τηλεφωνικό σεξ 49, ζωντανά sex show, ερωτικές
παραστάσεις μέσω κάμερας). Το μεγαλύτερο κομμάτι όμως της αγοράς είναι η
«εσωτερική πορνεία» (indoor prostitution market) που λαμβάνει χώρα σε οίκους
ανοχής50, στούντιο, μασατζίδικα, στριπτιζάδικα, μπαρ με κονσομασιόν και μέσω
συνεννόησης με συνοδούς (escorts), ή αλλιώς «ελίτ εταίρες» (elite courtesans), και
ανεξάρτητα call girls (2007Α: 29)51. Μέσα σε αυτό το χώρο αναπτύσσεται και ένα είδος

48
Βλ. την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα της Αμπατζή (2007) για τα μπαρ με κονσομασιόν, για τις
ανάγκες της οποίας η εν λόγω ερευνήτρια εργάστηκε σε ένα τέτοιο μπαρ όπου η «κονσομασιόν επιτελείται
μέσα από έναν κώδικα ανταλλαγής και στην οποία το χρήμα αποσιωπάται και τη θέση του παίρνει η
πρακτική του κεράσματος - του επονομαζόμενου και ως «γυναικείου ποτού».
49
Για το πώς οι εργαζόμενες στο χώρο του τηλεφωνικού σεξ βλέπουν την εργασίας τους, διαχειρίζονται τις
κλήσεις και προσπαθούν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν μια «θετική» ταυτότητα ενώ
απασχολούνται σε έναν στιγματισμένο επαγγελματικό χώρο, βλ. Guidroz και Rich 2010.
50
Για την σχέση τοπικού και παγκόσμιου στο χώρο των οίκων ανοχής, βλ. Brents και Hausbeck 2007.
51
Οι Ross και Moorti (2003) τονίζουν μια γενικότερη αναζωογόνηση της «ασφαλούς» βιομηχανίας του
σεξ που συνιστά μια «βλέπεις-αλλά-δεν-αγγίζεις» (look-but-don’t-touch) εκδοχή του γυναικείου
σεξουαλικοποιημένου σώματος και περιλαμβάνει από τα βραδινά τηλεοπτικά θεάματα μέχρι το στριπτίζ
και το κονσομασιόν.

241
ιεραρχίας αναφορικά με το ποιες εργαζόμενες έχουν περισσότερο έλεγχο των
εργασιακών τους συνθηκών και εκφράζουν μεγαλύτερη ικανοποίηση από την εργασία
τους - με τα ανεξάρτητα call girls να βρίσκονται στην κορυφή και να έπονται οι
συνοδοί52, οι εργαζόμενες στα στούντιο και τους οίκους ανοχής και, τέλος, στα
μασατζίδικα (2005Β: 215, Castle και Lee 2008: 108).

2.1.8 Σεξουαλική εργασία και πορνεία

Οι Boris, Gilmore και Parreñas (2010) προκρίνουν στην ανάλυσή τους το γενικότερο όρο
«σεξουαλική εργασία» ώστε να αναδείξουν τις εργασιακές διαστάσεις του ζητήματος,
χωρίς να υιοθετούν τον πολιτικά φορτισμένο όρο «εργασία στο χώρο του σεξ» που
επιδιώκει σε κάποιο βαθμό να υποστηρίξει την αντίληψη ότι η πορνεία δεν είναι εγγενώς
επιζήμια για τις γυναίκες. Υπό αυτή την έννοια, η υιοθέτηση του όρου «σεξουαλική
εργασία» επεκτείνει τις συζητήσεις σχετικά με το αγοραίο σεξ ως μια οικονομική και
επαγγελματική επιχείρηση στην οποία οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν διάφορες πιέσεις
και καθυποτάξεις, αλλά και αντιστέκονται για να διατηρήσουν τον έλεγχο πάνω στην
εργασία τους (2010: 131). Η Jeffreys (2009: 8), από την άλλη, επικρίνει έντονα την
υιοθέτηση του όρου «εργασία του σεξ» ως μια προσπάθεια για την κανονικοποίηση και
νομιμοποίηση της πορνείας, της ονομασίας που αποδίδεται στους άνδρες ως «πελάτες»
και η οποία κανονικοποιεί τις πρακτικές τους ως μια ακόμα μορφή κατανάλωσης
αγαθών, του βαφτίσματος των ιδιοκτητών πορνείων ως παροχείς υπηρεσιών (service
providers) και της διαστρέβλωσης του ζητήματος της διακίνησης γυναικών (trafficking)
ως μετανάστευση για εργασία (migration for labour)53.
Αναφορικά με το τελευταίο, πρέπει να σημειωθεί ότι η βιομηχανία του σεξ και
του πορνό από τη μια και αυτή της διακίνησης γυναικών από την άλλη, παρουσιάζονται

52
Στην έρευνά των Koken, Bimbi και Parsons (2010: 220) για άνδρες και γυναίκες συνοδούς, υπήρξε
ευρεία συμφωνία ότι υπάρχει και μια καθιερωμένη φυλετική ιεραρχία στο χώρο των συνοδών και ότι οι
λευκοί, μεσαίας τάξης άνδρες που αποτελούν την πλειοψηφία των πελατών διατηρούν φυλετικά
στερεότυπα και φαντασιώσεις για τις μαύρες συνοδούς.
53
Για την έννοια και της διακίνησης ανθρώπων (trafficking) και τις συνέπειές της τόσο στο επίπεδο της
ανάδειξης εθνικιστικών/εθνοκεντρικών αντιλήψεων όσο και στη χάραξη μεταναστευτικών και
αντεγκληματικών πολιτικών, βλ. Αμπατζή 2010.

242
ως αλληλένδετες και με παράλληλους βίους, με την έννοια ότι όταν η μια μεγεθύνεται
και γιγαντώνεται, τόσο αυξάνει και η άλλη (Olds 2008: 45). Βέβαια, αν και έχει υπάρξει
ενσωμάτωση ορισμένων τομέων της βιομηχανίας του σεξ, θα ήταν πρόωρο να συναχθεί
το συμπέρασμα ότι η πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών, και σε κάθε περίπτωση η
διακίνηση γυναικών, έχει κανονικοποιηθεί,. Για αυτό και η βιομηχανία ενήλικης
διασκέδασης στοχεύει στον επαναπροσδιορισμό της βιομηχανίας πώλησης σεξ σε μια
συνεχώς εξελισσόμενη και ραγδαία μεταβαλλόμενη αγορά που δεν καθορίζεται πλέον
αποκλειστικά από τις εικόνες καταναλωτών τύπου καμπαρντινάκια και προκρίνει την
αυτόβουλη επιλογή των εργαζόμενων στο χώρο του σεξ (Comella 2010: 286). Από την
άλλη, πρέπει να σημειωθεί ότι ο εντοπισμός και η παροχή βοήθειας στα θύματα εμπορίας
ανθρώπων είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο και ότι η μετανάστευση για εργασία στο χώρο
του σεξ είναι μια σύνθετη και πολυεπίπεδη διαδικασία. Υπάρχουν πολλές διαδρομές
μετανάστευσης και εμπειρίες των εργαζόμενων στο χώρο του σεξ που κυμαίνονται από
τον καταναγκασμό και την εκμετάλλευση μέχρι την επίγνωση, συναίνεση και συνειδητή
πρόθεση από την πλευρά τους (Weitzer 2007Β: 454, Weitzer και Ditmore 2010: 331) 54.
Οι πρόσφατες πάντως κινήσεις στη δεκαετία του 1990 προς την
αποποινικοποίηση της πορνείας που συνέβαλαν στην αύξηση της μετανάστευσης για
εργασία στο χώρο του σεξ οφείλονται, πέρα από μια σειρά πολιτικών και εξελίξεων στο
πεδίο της ρύθμισης της αγοράς του σεξ55, και σε φεμινιστικές αιτιάσεις που τόνιζαν τη
σύνδεση μεταξύ της υποδεέστερης θέσης των γυναικών και της ανδρικής
ετεροκανονικότητας, την ανάγκη να εξυπηρετηθούν και να διαδοθούν τα προγράμματα
ενημέρωσης για το AIDS και τις ισχυρές αξιώσεις για ευρύτερα δικαιώματα από
σεξουαλικές μειονότητες (Johnson 1998: 277). Έτσι, τόσο οι πολιτικές γύρω από την
πορνεία του δρόμου όσο και η πολιτισμική εξομάλυνση και «κανονικοποίηση» του
αγοραίου έρωτα, έχουν διευκολύνει τη δημιουργία «καθαρών και λαμπερών» αστικών

54
Τα προβλήματα πάντως πολλαπλασιάζονται όταν οι εργαζόμενοι στο χώρο του σεξ είναι μετανάστες ή
προσφυγές και αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την κατοχή νόμιμων εγγράφων παραμονής και εξασκήσεως
ανάλογου επαγγέλματος, και ειδικά για αυτά που αφορούν τη δημόσια υγεία (Agustín 2007Β).
55
Συνήθως, μάλιστα, οι ρυθμιστικές αποφάσεις για τα θέματα της αγοραίας σεξουαλικότητας αντανακλούν
κυρίως τις ιδέες και τις αξίες αυτών που τις λαμβάνουν και όχι όλων των ενδιαφερομένων μερών (Sides
2006: 375).

243
χώρων στους οποίους οι μεσαίας τάξης άνδρες μπορούν με ασφάλεια να επιδοθούν σε
δραστηριότητες «σεξουαλικής αναψυχής» (Bernstein 2001: 411)56. Εδώ, η νόμιμη
σεξουαλική εργασία μέσω οίκων ανοχής αιτιολογήθηκε στη βάση ότι: 1) η πώληση του
σεξ, το κατά το γνωστό κλισέ «αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο», είναι απίθανο να
εξαφανιστεί, 2) η οργανωμένη πορνεία είναι «ορθότερη» από την παράνομη στο βαθμό
που επιτρέπει περιορισμούς στις υπηρεσίες που παρέχονται, στους όρους και τις
προϋποθέσεις των συναλλαγών, στην ιδιοκτησία των επιχειρήσεων και στις εργασιακές
συνθήκες, 3) οι οίκοι ανοχής ως νόμιμες επιχειρήσεις παράγουν φορολογητέα έσοδα 57, 4)
η νόμιμη πορνεία παρέχει μια πολύτιμη υπηρεσία σε ορισμένα άτομα που έχουν
επιθυμίες που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν με άλλο τρόπο, και 5) η οριοθέτηση της
παροχής τέτοιων υπηρεσιών σε συγκεκριμένες περιοχές βοηθά στον έλεγχο της
εξάπλωσης σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων 58, αλλά κυρίως δίνει τη δυνατότητα
για περιορισμό εγκληματικών δραστηριοτήτων, είτε αυτές αφορούν τις εκδιδόμενες είτε
τους πελάτες59, και της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων στο χώρο του σεξ (Hausbeck
και Brents 2010: 259).

56
Η αναζήτηση σεξουαλικών υπηρεσιών από ανθρώπους μεσαίας τάξης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό στο
σύγχρονο κόσμο (Gilfoyle 1999: 136).
57
Για παράδειγμα, ελπίζοντας να ενισχυθεί η απασχόληση και τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, και
να σημειωθεί αύξηση των φορολογικών εσόδων, πολλοί τοπικοί άρχοντες προέβησαν στην παροχή αδειών
για επιχειρήσεις ενήλικης διασκέδασης στις ΗΠΑ (West και Orr 2007: 315).
58
Το παραπάνω ισχύει με την έννοια ότι στην πραγματικότητα των αγοραίων σεξουαλικών επαφών, οι
εργαζόμενες στο χώρο του σεξ θα πρέπει να έχουν κάθε δυνατότητα να διασφαλίζουν την ορθή χρήση των
προφυλακτικών (Plumridge, Chetwynd και Reed 1997: 241), ειδικά σε ένα πλαίσιο που στο σύγχρονο
αγοραίο σεξ συνεχίζονται και ενίοτε επιδιώκονται ριψοκίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές και χρήση
ναρκωτικών ουσιών (McCree κ.α. 2010). Στην έρευνα πάντως των Yang κ.α. (2010), οι παράγοντες που
διαμόρφωναν την απόφαση των ανδρών να χρησιμοποιήσουν προφυλακτικό αφορούσαν τις «κυρίαρχες
νόρμες» περί χρήσης τους, τον κίνδυνο του AIDS και την πολιτική που εφαρμόζονταν για αυτό το θέμα
στους χώρους του αγοραίου σεξ.
59
Οι πελάτες εκφράζουν συχνά το φόβο τους όχι μόνο για την ενδεχόμενη επιβολή νομοθετικών
κυρώσεων, αλλά και τους για τους κινδύνους που μπορεί να διατρέχουν είτε από τις ίδιες τις εκδιδόμενες
είτε από εγκληματικά στοιχεία που συνήθως δρουν γύρω από τις περιοχές που υπάρχει προσφορά
σεξουαλικών υπηρεσιών (Holt και Blevins 2007: 348).

244
Σε σχέση με το τελευταίο, πρέπει να επισημανθεί ότι η πρόσφατη και ολοένα
αυξανόμενη χρήση των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφοριών για τη
σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών και των παιδιών έχει δημιουργήσει μια «κρίση»
για την κατάσταση, τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των γυναικών και των παιδιών σε
όλο τον κόσμο (Hughes 2002: 148). Δεν είναι δηλαδή ότι οι νέες τεχνολογίες οδηγούν σε
διαφορετικές μορφές κακοποίησης των γυναικών, αλλά ότι δημιουργούν έναν
προνομιακό χώρο ανεμπόδιστης δράσης και επικοινωνίας που καθιστά και πιο δύσκολη
την ανεύρεση των όποιων θυτών (Harrison 2006: 376). Από την άλλη, μια ενδεχόμενη
λογοκρισία και απαγόρευση λειτουργίας των διαδραστικών κοινωνικών δικτύων που
προωθούν την ελεύθερη πορνεία μέσα από το διαδίκτυο, ενδεχομένως να είχε μόνο
βραχυπρόθεσμα και περιορισμένα οφέλη. Η Boyd (2010), για παράδειγμα, θεωρεί ότι η
λογοκρισία πλατφορμών αδιαμεσολάβητης από μαστροπούς επικοινωνίας απλώς θα
οδηγήσει στην αύξηση των τελευταίων στων οποίων τα χέρια οι εργαζόμενες στο χώρο
του σεξ θα «ξαναπέσουν». Δεν διστάζει μάλιστα να παραθέσει το «ρεαλιστικό», σίγουρα
κυνικό σε κάποιες όψεις του, σκεπτικό ότι για πολλές τέτοιες γυναίκες το να βιώσουν
περιστασιακά τη βία από έναν πελάτη είναι κάτι πολύ πιο «επιθυμητό» από την τακτική
σωματική, ψυχολογική και οικονομική κακοποίηση που δέχονται από τους μαστροπούς.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που υπάρχει ένας μαζικός αριθμός ιστοσελίδων και
διαδικτυακών τόπων επικοινωνίας όπου δίνεται η δυνατότητα στις εργαζόμενες στο χώρο
του σεξ να διαφημιστούν στους ενδεχόμενους πελάτες τους (Ray 2007: 50) 60. Υπό αυτή
την έννοια, το διαδίκτυο έχει αναδιαμορφώσει τις κυρίαρχες μορφές του σεξουαλικού
εμπορίου με τρόπους που πολλές μεσαίας τάξης εργαζόμενες στο χώρο του σεξ έχουν τη
δυνατότητα να επωφεληθούν από αυτές (Bernstein 2007: 479).
Το διαδίκτυο, πάντως, φαίνεται να έχει ενθαρρύνει και διογκώσει και άλλες
μορφές σεξουαλικών υπηρεσιών, όπως αναδεικνύει και το φαινόμενο του σεξοτουρισμού
(sex tourism) με οποιαδήποτε μορφή και αν εκδηλώνεται αυτό (DeCurtis 2003) -

60
Ουσιαστικά πρόκειται κυρίως για συνοδούς και call girls που συνήθως χρεώνουν τις υπηρεσίες που
παρέχουν με την ώρα και που, σύμφωνα με την Bernstein (2007: 482), δεν θεωρούν επαρκή τεχνική
προετοιμασία για την εργασία στο χώρο του σεξ την εμπειρία τους από την προηγούμενη ιδιωτική σφαίρα
των προσωπικών σχέσεών τους, αλλά επενδύουν στο πολιτισμικό τους κεφάλαιο, την εργασιακή εμπειρία
τους και την «ειδική» εκπαίδευση στα θέματα του σεξ.

245
φαινόμενο το οποίο αποτελεί μια ενδεικτική και χαρακτηριστική περίπτωση των
ζητημάτων της φυλής, του φύλου, της σεξουαλικότητας, της τεχνολογίας και της
παγκοσμιοποίησης (Chow-White 2006: 884). Ο αρσενικός, για παράδειγμα,
ετεροφυλόφιλος τουρίστας του σεξ (sex tourist) αναδεικνύει κάτι από τη «λευκότητα,
ανδρικότητα και ετεροκανονικότητα» του κυρίαρχου φιλελεύθερου μοντέλου του εαυτού
στο δυτικό κόσμο, αλλά και τις εντάσεις που δημιουργούνται από τη μερικότητα του
υποτιθεμένου οικουμενισμού του (O’Connell Davidson 2001). Έτσι, η Jeffreys (2009:
131) προκρίνει τον όρο «τουρισμό της πορνείας» (prostitution tourism) αντί του
προαναφερθέντος όρου «σεξοτουρισμός» για να καταδείξει τόσο την έμφυλη διάσταση
του φαινομένου, όσο και τις βλάβες που προξενούνται στις γυναίκες από αυτή την
πρακτική. Μάλιστα, υπερτονίζει την απουσία σεξουαλικής απόλαυσης από πλευράς
γυναικών, με τους άνδρες εδώ να έχουν τον πλήρη έλεγχο, ακόμα και όταν οι τουρίστες
του σεξ είναι γυναίκες που καταλήγουν εν τέλει και αυτές να υπηρετούν τις επιταγές και
τη λογική της ανδρικής σεξουαλικότητας (2009: 148)61.
Βέβαια, η διάσημη κριτική φεμινίστρια θεωρεί γενικότερα πορνεία όλες τις
πρακτικές στις οποίες ανταλλάσσονται χρήματα ή αγαθά με σκοπό οι άνδρες να
αποκτήσουν σεξουαλική πρόσβαση σε γυναικεία κορμιά, συμπεριλαμβανομένης και της
πορνογραφίας, διότι περιλαμβάνει την πληρωμή γυναικών με τη μόνη διαφορά ότι αυτή
απλώς βιντεοσκοπείται, αλλά και το στριπτίζ, διότι περιλαμβάνει τη σεξουαλική χρήση
των γυναικών ακόμα και αν δεν συμπεριλαμβάνεται άγγιγμα των σωμάτων τους (2009:
2-3)62. Στην ίδια λογική και η Bouché (2009) για την οποία η πορνογραφία απεικονίζει
τις πράξεις της πορνείας σε δύο επίπεδα. Πρώτον, οι σκηνές μυθοπλασίας που
διαδραματίζονται μπορεί να απεικονίζουν συναινετικές, μη εμπορικές σεξουαλικές

61
Στους δε προορισμούς για σεξοτουρισμό έχουμε ένα κατεξοχήν παράδειγμα αυτού που ονομάζεται
«παγκόσμια θηλυκοποίηση της εργασίας» (global feminization of labour) και η οποία συνιστά μια
διαδικασία που οι γυναίκες προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης,
αλλά και να την «εκμεταλλευτούν σε κάποιο βαθμό προς όφελός τους». Υπό αυτή την έννοια, ο
σεξοτουρισμός σχετίζεται άμεσα με τον καθημερινό αγώνα των γυναικών να ανατρέψουν τις ανισότητες
της παγκοσμιοποίησης (Brennan 2010: 308).
62
Η κατά Jeffreys (2009: 3) πορνεία είναι μια πορνεία που τις τελευταίες δεκαετίες έχει βιομηχανοποιηθεί
και παγκοσμιοποιηθεί, με τη βιομηχανία του πορνό να είναι το εφαλτήριο της κανονικοποίησης της
γενικότερης βιομηχανίας του σεξ στο δυτικό κόσμο (2009: 62).

246
επαφές, όμως η όλη πράξη παραπέμπει στη συνεύρεση ενός άνδρα με μια εκδιδόμενη
γυναίκα. Αυτό καταδεικνύεται από τη σημασία που έχει η στιγμή της ανδρικής
κορύφωσης με την οποία και ολοκληρώνεται κάθε πορνογραφική σκηνή, η οποία
συνεπικουρούμενη και από την ονοματοδοσία της ως money shot, συμβολίζει την
κατάληξη μιας σεξουαλικής επαφής κατά τα πρότυπα του αγοραίου σεξ. Δεύτερον, η
πορνογραφία αποτυπώνει σε κινούμενη εικόνα μια πραγματική εμπορική πράξη, το σεξ
δηλαδή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους εκτελεστές που θα πληρωθούν για αυτό, οπότε
και αναπαριστά μια συναλλαγή που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τίποτε άλλο παρά
μόνο ως πορνεία.
Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η Boyle (2008Β) που θεωρεί ότι ο τρόπος για να
υπερκεραστεί η επικρατούσα τάση για διατήρηση της διάκρισης μεταξύ σκληρής
πορνογραφίας και των μαλακών εκδοχών της που βρίσκουν χώρο στη δημόσια σφαίρα,
είναι να λογιστεί η πορνογραφία ως μια μορφή αγοραίου σεξ. Αν δηλαδή η μελέτη της
πορνογραφίας περιορίζεται στο πλαίσιο μιας, κατά τα άλλα ευρείας, μελέτης της
πορνογραφικοποίησης και σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας, τότε υπάρχει ο σοβαρός
κίνδυνος να μην αναδειχθούν ξεκάθαρα οι λεπτομέρειες της εμπορικής, συμβολαιακού
τύπου, συναλλαγής που χαρακτηρίζει τόσο το αγοραίο σεξ όσο και το πορνό - ειδικά σε
ένα πλαίσιο σύνδεσης των εν λόγω φαινόμενων σε μια σειρά από εκφάνσεις της
ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Με άλλα λόγια, να συσκοτισθεί το γεγονός ότι και στις δύο
περιπτώσεις πραγματικοί άνθρωποι εμπλέκονται σε πραγματικές σεξουαλικές πράξεις
για τη σεξουαλική ευχαρίστηση ενός τρίτου ενδιαφερόμενου που πληρώνει για αυτό.
Όπως, αναφέρει χαρακτηριστικά, είναι άλλο πράγμα η γενικότερη εμπορευματοποίηση
του, αγοραίου ή μη63, σεξ στη δημόσια σφαίρα, με την έννοια της χρήσης σεξουαλικών
αναπαραστάσεων σε μια σειρά από τεχνικές της αγοράς, όπως για παράδειγμα η
διαφήμιση, και άλλο το εμπορευματοποιημένο/αγοραίο σεξ αυτό καθαυτό (2010Α: 3),
όσο και αν το τελευταίο κερδίζει μια ολοένα και πιο «αναβαθμισμένη θέση» στην
κοινωνία και στη δημόσια σφαίρα (Attwood 2009Γ: xiv).

63
Για το πώς, για παράδειγμα, γίνονται αντιληπτοί οι διαχωρισμοί μεταξύ αγοραίου και μη σεξ στο πλαίσιο
του ετεροφυλοφιλικού σεξουαλικού τουρισμού στην Fortaleza της βορειοανατολικής Βραζιλίας, βλ.
Piscitelli 2007.

247
Για παράδειγμα, στη μελέτη της η Boyle (2008Α) για ένα νέο, αναδυόμενο είδος
τηλεοπτικού ντοκυμαντέρ που αφορά τη ζωή γύρω από τον αγοραίο έρωτα και την
παραγωγή ταινιών πορνό, το ντοκυμαντεροπορνό (docuporn), θεωρεί ότι τα εν λόγω
τηλεοπτικά προγράμματα δρουν ως μια «εκπαιδευτική διαδικασία» για υπάρχοντες και
μελλοντικούς καταναλωτές, αναιρώντας τις έμφυλες ανισότητες και την εκμετάλλευση
που καθιστούν τον αγοραίο έρωτα ένα ακόμα διαθέσιμο προϊόν προς πώληση. Στα εν
λόγω ντοκυμαντέρ χρησιμοποιείται συχνά και το πίσω-από-τις-σκηνές συνοδευτικό
υλικό ταινιών πορνό δίνοντας έτσι χαρακτηριστικά ριάλιτι απεικόνισης (Härmä και
Stolpe 2010). Συνολικά λοιπόν για την Boyle (2008Α: 44), το ντοκυμαντεροπορνό
κανονικοποιεί την αγορά σεξ και σεξουαλικών υπηρεσιών εστιάζοντας στην πλευρά της
προσφοράς από πλευράς των γυναικών και αποσιωπώντας εσκεμμένα την πλευρά των
ανδρών/πελατών. Μπορεί δηλαδή η απόφαση για πώληση σεξ να απεικονίζεται με
κάποια αμφιθυμία, ωστόσο, η απόφαση αυτή και όχι η εμπορική συναλλαγή της αγοράς
του σεξ καθορίζει την αναπαράσταση του αγοραίου σεξ στο ντοκυμαντεροπορνό.
Γενικότερα πάντως, οι μαρτυρίες των γυναικών που εμπλέκονται στη βιομηχανία του σεξ
τείνουν να εξατομικεύουν και να αποπολιτικοποιούν τα ευρύτερα ζητήματα που τις
απασχολούν (Boyle 2010Δ: 115). Οι ιστορίες ωστόσο πρώην εργαζόμενων στο χώρο του
σεξ και μαστροπών που άλλαξαν τρόπο ζωής, ορθά αναδεικνύονται έτσι ώστε να
καταδειχθούν μέσω αυτών ο σκληρός χώρος της εν λόγω βιομηχανίας (Komarnicki
2008Β).

Δεν θα πρέπει να λησμονείται η χαρακτηριστική στην πορνογραφία κατηγοριοποίηση με


άξονα τα κυρίαρχα φυλετικά χαρακτηριστικά των γυναικών που συμμετέχουν στις
σκηνές πορνό και η εθνοτικοφυλετική, ρατσιστικού συχνά χαρακτήρα, διάκριση των
γυναικών που με αφορμή το αγοραίο σεξ αναπαράγεται με κυνικό τρόπο από τους
χρήστες: «δε με φιλοξενει αυτη η χωρα ειμαι αυτοχθων, ΕΛΛΗΝΑΣ. δε φταιω εγω που
μεχρι και οι πουτανες ειναι αλοδαπες» (C1), «Κατάλαβα τι σημαίνει κάβλα όταν ήρθαν οι
αλλοδαπές εδώ στην Ελλάδα.» (B1), «Δεν υπάρχουν ωραιότερες, καλύτερες και θερμότερες
γυναίκες από αυτές του Ανατολικού μπλοκ» (B1), «Το θέμα είναι κατασκευαστικό,
"εργοστασιακό". Αλλιώς είναι οι δικές μας οι κοντοκλώτσες και αλλιώς οι αλλοδαπές.»
(B1), «Επειδή κι εμένα μου αρέσουν οι βόρειες,και στα μπουρδέλα προτιμώ κοπέλες από

248
την πρώην ΕΣΣΔ,πιστεύω ότι οφείλεται σε διαφορές εμφάνισης που έχουν σε σχέση με
αυτά που βλέπεις εδώ.Πιο ανοιχτόχρωμες επιδερμίδες,μαλιά,μάτια.» (B1), «Οι ρωσίδες
είναι απλά ΑΠΙΣΤΕΥΤΕΣ! Όλα τα καλά χαρακτηριστικά πάνω τους μαζεύτηκαν.
Κοκκινομάλλες φυσικές, μπλέ μάτια, βυζάρες, και δεν είναι και δύσκολες σαν τις ελληνίδες.
Κρίμα που δε μιλάω ρώσικα να συνενοούμαι καλύτερα, και κρίμα που δε μένω Ρωσία να
τις έχω συχνότερα.» (F1), «Οι Ελληνίδες είναι ψιλομύτες. Οι Ρουμάνες. Βουλγάρες κτλπ
είναι...ξέκωλες» (F1) (βλ. και ενότητα 1.2.4).
Πρόκειται ουσιαστικά για την αναπαραγωγή μιας αντίληψης που φαίνεται να έχει
καλλιεργηθεί στην ελληνική κοινωνία ελέω και της αύξησης της παροχής υπηρεσιών
αγοραίου έρωτα κάθε μορφής - κυρίως από γυναίκες που προέρχονται από το λεγόμενο
πρώην ανατολικό μπλοκ μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου διακυβέρνησης
στην Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τη μετάβαση των εν λόγω χωρών σε
δυτικού τύπου αστικές δημοκρατίες. Εδώ η πορνογραφική εστίαση στο καυκασιανό
μοντέλο γυναικείας ομορφιάς και η εθνοφυλετικά προσανατολισμένη κουλτούρα του
αγοραίου σεξ που συχνά πλαισιώνεται από επιμέρους εθνικιστικές αντιλήψεις αποτελούν
ένα εκρηκτικό μείγμα αναπαραγωγής βαθιά αντιφεμινιστικών και μισογυνικών
στερεοτύπων - όχι μόνο για τις γυναίκες από τις μετακομμουνιστικές κοινωνίες της
Ανατολικής Ευρώπης αλλά και για τις ελληνίδες (Λιότζης 2013Α). Ένα μείγμα που
πλαισιώνεται, όπως φαίνεται στις αναφορές των χρηστών στα φόρα του bourdela.com
και του forums.gr, με μια διάχυτη ορισμένες φορές, εξόχως πορνογραφική αντίληψη ότι
η σεξουαλική υποταγή και η επιθυμία για υποβάθμιση και αντικειμενοποίηση αποτελούν
αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της γυναικείας σεξουαλικότητας.

2.1.9 Το εμπορευματοποιημένο σεξ ως εμπειρία

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι το εμπορευματοποιημένο σεξ αποτελεί


κομμάτι ενός συνολικού επαναπροσδιορισμού της ερωτικής ζωής όπου το σεξ και το
εμπόριο συνδυάζονται (Bernstein 2001: 397), οπότε και η πώλησή του υπόκειται, εκτός
των άλλων, και σε μια σειρά κανόνων και χαρακτηριστικών που αφορούν κάθε εμπορική

249
δραστηριότητα (Brents και Hausbeck 2007: 425)64. Έτσι, η Bernstein (2001: 409)
παραθέτει μια σειρά από στοιχεία που οδήγησαν σε αυτή την έκρηξη της ζήτησης για
σεξουαλικές υπηρεσίες, όπως η διάχυτη αλληλοδιείσδυση του δημοσίου και του
ιδιωτικού, η αποδυνάμωση των ταξικών διακρίσεων, η αναδιοργάνωση της βιομηχανίας
του αγοραίου έρωτα και η εξατομίκευση του σεξ. Επιπρόσθετα, στα βασικά κίνητρα που
ωθούν τους άνδρες πελάτες να προσφύγουν στον αγοραίο έρωτα συγκαταλέγονται η
επιθυμία για σεξουαλική διαφοροποίηση 65, η πρόσβαση σε ερωτικούς συντρόφους της
επιθυμητής ηλικίας, η προτίμηση σε ιδιαίτερα σωματικά και φυλετικά χαρακτηριστικά, η
επιθυμία για «χωρίς συναίσθημα», άμεση ή παράνομη σεξουαλική επαφή, η μοναξιά, τα
συζυγικά προβλήματα, η αναζήτηση εξουσίας και ελέγχου, η επιθυμία για συμμετοχή σε
«εξωτικές» σεξουαλικές πράξεις, ο ενθουσιασμός της παραβίασης καθιερωμένων ταμπού
και, γενικότερα, μια τάση υπέρβασης του νεωτερικού μοντέλου της κανονιστικά
οριοθετημένης σεξουαλικής οικειότητας στη βάση των προσωπικών σχέσεων όπου το
σεξ νοείται μόνο μέσα στο πλαίσιο ερωτικών σχέσεων που βασίζονται στη δέσμευση
(Bernstein 2001: 396-401, Hughes 2004: 123, Weitzer 2005Β: 223, Monto και McRee
2005: 527)66.
Στα παραπάνω, σύμφωνα με την Bernstein (2001: 398), θα πρέπει να προστεθεί
και η γιγάντωση της βιομηχανίας του αγοραίου σεξ ως μια αντίδραση της ανδρικής
κυριαρχίας στις κατακτήσεις του δευτέρου κύματος φεμινισμού και της οικονομικής
αποδυνάμωσης των ανδρών στο μεταβιομηχανικό, υστερο-νεωτερικό σκηνικό. Σύμφωνα
με την παραπάνω ερμηνευτική προσέγγιση, ο ρόλος του αγοραίου σεξ είναι να παρέχει

64
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Smith (2010Β: 107), γιατί το σεξ δεν θα πρέπει να είναι και αυτό
εμπορευματοποιημένο όταν όλα έχουν εμπορευματοποιηθεί;
65
Για παράδειγμα, η επιθυμία για στοματικό έρωτα αποτελεί σημαντικό λόγο αναζήτησης και κεντρικό
σημείο αναφοράς των σεξουαλικών υπηρεσιών (Monto 2001).
66
Ευρήματα από εμπειρικές μελέτες από πλευράς πελατών δείχνουν ότι τα προσωπικά χαρακτηριστικά
(προσωπικό και οικογενειακό υπόβαθρο, αυτο-αντίληψη, αντιλήψεις περί γυναικών, σεξουαλικές
προτιμήσεις), οικονομικοί παράγοντες (εκπαίδευση, εισόδημα, εργασία), η στάση τους απέναντι στον
κίνδυνο (κίνδυνος για την υγεία και ρίσκο για να αποκαλυφθούν όταν οι ερωτικές συναλλαγές είναι
παράνομες), η έλλειψη ενδιαφέροντος σε συμβατικές προσωπικές σχέσεις, η επιθυμία για ποικιλία σε
σεξουαλικές πράξεις ή σε ερωτικούς συντρόφους, και η αντίληψη του σεξ ως εμπόρευμα είναι πιθανόν να
επηρεάσουν τη ζήτηση του αγοραίου έρωτα (Della Giusta, Di Tommaso και Strøm 2008).

250
στον άνδρα πελάτη ένα φανταστικό κόσμο σεξουαλικής υποτέλειας και αφθονίας
καταναλωτικών αγαθών που αναπληρώνει το κενό των πραγματικών ελλειμμάτων
εξουσίας στην καθημερινή ζωή. Υπό αυτή την έννοια, οι άνδρες πελάτες
αντιλαμβάνονται το σύγχρονο χώρο του αγοραίου σεξ ως ένα πεδίο κοινωνικού
εξισωτισμού όπου ο καπιταλισμός εκδημοκρατίζει την κατανάλωση και την πρόσβαση
σε αγαθά και υπηρεσίες που σε προηγούμενες εποχές αποτελούσαν δυνατότητες για μια
περιορισμένη και κλειστή ελίτ. Για παράδειγμα, για τους άνδρες πελάτες τα
στριπτιζάδικα αποτυπώνουν τη διάθεσή τους να προσφύγουν σε ένα μέρος που από τη
μια να είναι ασφαλές με διάφορους τρόπους, ειδικά σε σχέση με τον παράνομο πολλές
φορές χαρακτήρα της πορνείας, αλλά και σε κάποιο βαθμό «επικίνδυνο» ώστε να
αποτελεί ένα συναρπαστικό χώρο (Frank και Carnes 2010: 127). Βέβαια, δεν βρίσκει
κάθε άνδρας τα στριπτιζάδικα ευχάριστα, οπότε αντί να αναπαράγεται μια ισοπεδωτική
άποψη ότι σε αυτά εκπληρώνεται μια καθολική ανάγκη για αρσενική κυριαρχία ή μια
βιολογική ανδρική ανάγκη για σεξουαλική απελευθέρωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα
εν λόγω μέρη αποτελούν ένα είδος ενδιάμεσου χώρου όπου οι άνδρες μπορούν να
βιώσουν τα σώματα και τις ταυτότητες τους με πολλαπλούς, εξατομικευμένους τρόπους
(Frank 2003: 61-2).
Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι τα κίνητρα των πελατών πράγματι έχουν
σχέση με τις υφιστάμενες δομές εξουσίας και ανισότητες, δεν είναι δεδομένο ότι οι
επισκέψεις τους βιώνονται ως ασκήσεις για την απόκτηση ή άσκηση εξουσίας. Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει η Frank (2007: 509) στην έρευνά της για τα στριπτιζάδικα, οι
ανησυχίες των πελατών είναι μερικές φορές παράλληλες και αντίστοιχες σε κάποιο
βαθμό με αυτές των ερευνητών - αν και με διαφορετικά συμπεράσματα και βαθμούς
ανακλαστικότητας67. Για παράδειγμα, μεταξύ των κινήτρων για επισκέψεις σε
στριπτιζάδικα, ούτε ένας συμμετέχων στην έρευνα της Hanna (2006) δεν δήλωσε ότι

67
Δεν θα πρέπει να λησμονείται και η περίπτωση του γυναικείου μπάτσελορ πάρτυ (bachelorette) που
συνήθως περιλαμβάνει την επίσκεψη σε στριπτιζάδικα που προσφέρουν, αποκλειστικά ή όχι, χορό και από
άνδρες (Tye και Powers 1998). Εκεί, το ανδρικό στριπτίζ φαίνεται να δίνει τη δυνατότητα στις γυναίκες
ανάπτυξης ενός χώρου αντίστασης και δόμησης εναλλακτικών αναγνώσεων πέρα από τις παραδοσιακές
και συνήθεις κριτικές που ακολουθούν την κατανάλωση κάθε εμπορευματοποιημένου σεξουαλικού υλικού
(Smith 2002Α: 77-8).

251
αυτή ήταν για άμεση ή ενδεχόμενη σεξουαλική ολοκλήρωση. Οι άνδρες αναζητούσαν
διασκέδαση, ένα ασφαλές αλλά και συναρπαστικό περιβάλλον διαφορετικό από την
εργασία και το σπίτι, μια ευκαιρία για προσωπική και σεξουαλική αποδοχή από γυναίκες
και ικανοποίηση της περιέργειάς τους για το γυναικείο σώμα (2006: 247). Σε αυτού του
τύπου δηλαδή την εμπειρία, οι λεγόμενες εξωτικές χορεύτριες, ως αντικείμενα του
πόθου, γίνονται «ζωντανές οθόνες» για την ανδρική φαντασίωση. Από την άλλη, οι
άνδρες θαμώνες θέλουν να πιστεύουν ότι οι χορεύτριες τους περιποιούνται πραγματικά
και δομούν μια κάποια σχέση μαζί τους. Είναι σε αυτό το σημείο που παρέχεται στον
πελάτη κάτι που είναι δύσκολο να επιτευχθεί αλλού - μια γυναίκα φαντασίας που
ενσωματώνει «την παρθένα και την πόρνη μαζί», και που προσφέρει και συναισθηματική
αναγνώριση και σεξουαλική διέγερση (Egan 2003: 118).
Αξίζει οπότε να σημειωθεί ότι παρά την κοινή πεποίθηση ότι οι άνδρες
αναζητούν στο αγοραίο σεξ μόνο τη σεξουαλική επαφή και διέγερση, αποτελέσματα
ερευνών δείχνουν ότι ορισμένοι πελάτες αναζητούν μια περαιτέρω αίσθηση οικειότητας,
η οποία αποδίδεται εκτατικά με τη συντομογραφία GFE (girl-friend experience), δηλαδή
μια εμπειρία με στοιχεία ρομαντισμού και οικειότητας που υπερβαίνουν τη μηχανική
συμμετοχή από πλευράς της εργαζόμενης στο χώρο του σεξ (Weitzer 2005Β: 223-4,
Castle και Lee 2008: 118). Πρόκειται για μια γενικότερη τάση στον αγοραίο έρωτα
αναζήτησης εξατομικευμένων αγαθών και υπηρεσιών που προσδιορίζονται από το
ξεπέρασμα των τυποποιημένων, «φορντιστικού τύπου» υπηρεσιών κατά τα κλασσικά
πρότυπα της πορνείας των δρόμων και των οίκων ανοχής (Brents και Hausbeck 2007:
428). Αυτό που η Bernstein (2001: 409) περιγράφει αλλιώς ως επιδίωξη της
«οριοθετημένης αυθεντικότητας» (bounded authenticity) στη σύγχρονη αγορά
σεξουαλικών υπηρεσιών, αφορά κυρίως τους άνδρες που προσφεύγουν στις συνοδούς
και στα call girls για να αγοράσουν σύντομες σεξουαλικές επαφές, αλλά και την
εκλεπτυσμένη διασκέδαση ενός «σύντομου ειδυλλίου» (Brown 2007: 417). Αυτό δηλαδή
που οι εν λόγω εργαζόμενες στο χώρο του σεξ πωλούν είναι μια «ψευδαίσθηση της
οικειότητας», αφού και τα δύο μέρη συμφωνούν να προσποιούνται ότι η φροντίδα και η
σεξουαλική έλξη είναι πραγματικές, πολλώ δε μάλλον όταν σε ορισμένες περιπτώσεις
είναι γνήσιες και αμοιβαίες (Lever και Dolnick 2010: 188). Είναι στη βάση αυτή που
περιγράφονται από τις εργαζόμενες στο χώρο αυτό μια σειρά από συναισθήματα και

252
σχέσεις που αναπτύσσονται με τους πελάτες, από αυστηρά «επαγγελματικές» μέχρι όμως
και πιο προσωπικές (Lucas 2005: 535).
Η Jeffreys (2009: 21), πάντως, επικρίνει την χρήση της έννοιας της
συναισθηματικής εργασίας (emotional labour) της Hochschild (1983) στο πεδίο της
πορνείας68, στη βάση του ότι ένα μεγάλο κομμάτι της «συναισθηματικής» εργασίας από
πλευράς των γυναικών στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η ίδια η κατασκευή μεθόδων
και πρακτικών για την αποσύνδεση του σώματος από το μυαλό και το πνεύμα
προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις συνθήκες της κατάχρησης και της εκμετάλλευσης.
Η Sanders (2005), για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι οι εργαζόμενες στο χώρο της
εσωτερικής πορνείας δημιουργούν μια ειδικά για το χώρο εργασίας κατασκευασμένη
ταυτότητα ως μηχανισμό αυτοπροστασίας για τη διαχείριση της πώλησης σεξ, καθώς και
της εικόνας τους ως κομμάτι μιας επιχειρηματικής στρατηγικής για να προσελκύσουν και
να διατηρήσουν την πελατεία τους. Οι εν λόγω εργαζόμενες δηλαδή, δημιουργούν
ξεχωριστές ερμηνείες για τις σεξουαλικές πράξεις που εκτελούν στο πλαίσιο της
εργασίας τους, σε αντίθεση με τις σεξουαλικές σχέσεις που διατηρούν στην ιδιωτική τους
ζωή (2005: 327). Από την άλλη, υπάρχει και η άποψη ότι οι εργαζόμενοι στο χώρο του
σεξ φαίνεται να αντλούν σεξουαλική ευχαρίστηση και στις αγοραίες και στις προσωπικές
τους σχέσεις, και ότι η «επαγγελματική εργασία στο χώρο του σεξ» μπορεί να συνιστά,
μεταξύ άλλων, και ένα δρόμο για μια πιο απελευθερωμένη και ευχάριστη σεξουαλική
ζωή (Kontula 2008: 605)69.
Είναι στη βάση αυτή που οι σχετικά πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο του αγοραίου
σεξ περιλαμβάνουν έναν ακτιβισμό από την πλευρά των εκεί εργαζόμενων στο πλαίσιο

68
Στο περίφημο βιβλίο της The Managed Heart (1983: 137-61), η αμερικανίδα κοινωνιολόγος αναπτύσσει
την έννοια της συναισθηματικής εργασίας η οποία συνιστά μια μορφή ρύθμισης της ορατής παρουσίας και
συμπεριφοράς των εργαζόμενων σύμφωνα με τις «απαιτήσεις» της εκάστοτε δουλειάς και ανάλογα με τα
συναισθήματα που αυτή επιδιώκει να καλλιεργήσει/δημιουργήσει σε αυτούς που προσέρχονται να
αγοράσουν ή καταναλώσουν προϊόντα και υπηρεσίες.
69
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι συζητήσεις για το αγοραίο σεξ συχνά αγνοούν το γεγονός ότι οι άνθρωποι
συμμετέχουν σε σεξουαλικές πράξεις για πολλούς λόγους (ευγνωμοσύνη, λύπηση, θαυμασμό, αγάπη,
επιθυμία για ασφάλεια και συντροφικότητα, απόφαση για να ζηλέψει κάποιος, εκδίκηση, τρόπο για να
ξεπεραστεί ένας σύντροφος, πληρωμή, συμφέρον, περιέργεια), κανένας όμως από τους οποίους δεν
συνεπάγεται τον αποκλεισμό της σεξουαλικής επιθυμίας και ευχαρίστησης (Hall, T. 2007: 463).

253
των συζητήσεων περί νόμιμων, ισότιμων και ηθικά αποδεκτών μορφών αγοραίου έρωτα
παράλληλα με την επέκτασή του στα μεσαία στρώματα (Bernstein 2007). Και αυτό διότι
δεν θα πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η έμφαση στον εμπορευματοποιημένο
χαρακτήρα του αγοραίου σεξ οδήγησε στην κατασκευή θεωριών που σχετίζονται με την
πορνεία με ιδιαιτέρως αρνητικά αποτελέσματα για τις εργαζόμενες στο χώρο αυτό, αλλά
και για τις γυναίκες στο σύνολό τους70. Το ενδιαφέρον εδώ εστιάζεται πολύ περισσότερο
στις γυναίκες διότι, εκτός των άλλων, η κριτική για την επιλογή ανδρών να προσφεύγουν
στην αγορά σεξουαλικών υπηρεσιών επικεντρώνεται κατά βάση στον όποιο κοινωνικό
στιγματισμό, αλλά και την κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης περιπτώσεων που
αφορούν τις περιπτώσεις διασημοτήτων. Έτσι, η κυρίαρχη και διάχυτη κριτική
προσέγγιση για την πορνεία βασίζεται κυρίως στην ιδέα ότι η εμπλοκή των γυναικών σε
σεξουαλικές επαφές που βασίζονται σε οικονομική συναλλαγή αποτελούν εξ ορισμού
μορφές εκμετάλλευσης, αντικειμενοποίησης και αλλοτρίωσης. Η εν λόγω προσέγγιση
συνδέει άρρηκτα τη σεξουαλικότητα, όποια μορφή και αν παίρνει αυτή, με την έννοια
του εαυτού, προσδίδοντας έτσι μια εγγενή διάσταση αλλοτρίωσης σε κάθε παροχή
σεξουαλικών υπηρεσιών (Kesler 2002: 224). Πρόκειται, βέβαια, για μια άποψη που θέτει
συγκεκριμένα και απροσπέλαστα όρια διαχείρισης της γυναικείας σεξουαλικότητας
αναφορικά με τα όρια αυτοδιάθεσης στο πλαίσιο του αγοραίου έρωτα.
Στο βαθμό λοιπόν που, ορθά και αυτονόητα, προκρίνεται η ανάγκη για πλήρη
θεμελίωση της γυναικείας αυτονομίας, όσο και αν αυτή μπορεί να προκαλέσει σε κάποιες
όψεις της αρνητικά αποτελέσματα για τις ίδιες τις γυναίκες (Gill 2003Α: 103-4, Attwood
2006: 85-7), θεωρείται ότι μπορεί να υπάρξει και μια φεμινιστική στάση στην

70
Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι με το δεύτερο φεμινιστικό κίνημα που η συζήτηση περί πορνείας τέθηκε
σε διαφορετική βάση, ιδίως με αφορμή το περίφημο σύντομο κείμενο της McIntosh (1978 όπως
αναφέρεται στο Plummer 2010: 394) για το «ποιος χρειάζεται τις πόρνες» και την ευθεία απάντηση στο εν
λόγω ερώτημα, «οι άνδρες». Οι δε τρεις βασικές διαφορές για τις Sloan και Wahab (2000: 470) ανάμεσα
στις πλουραλιστικές φεμινιστικές θεωρήσεις περί πορνείας και τις μαρξιστικές και ριζοσπαστικές
προσεγγίσεις, είναι ότι οι πρώτες αντιλαμβάνονται: 1) τις εκδιδόμενες ως σεξουαλικούς φορείς δράσης και
όχι σύμφωνα με τον περίφημο όρο της MacKinnon «παθητικές οπές» (passive holes), 2) την εργασία στο
χώρο του σεξ ως μια νόμιμη δουλειά, και 3) το χρήμα όπως κάθε άλλη μεταβλητή στις σεξουαλικές
συναλλαγές, όπως για παράδειγμα η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα και η βία.

254
υποστήριξη της πορνείας (Kesler 2002: 233)71. Έτσι, η Shrage (2005: 60), προχωρώντας
ένα βήμα παραπέρα, υποστηρίζει ότι ούτε η ανδρική προσφυγή στον αγοραίο έρωτα δεν
θα πρέπει να λογίζεται απαραίτητα ως ηθικά καταδικαστέα - με την προϋπόθεση, βέβαια,
ότι οι εργαζόμενες γυναίκες επιλέγουν αυτόβουλα και με όσο το δυνατόν περισσότερη
ευχέρεια τις συνθήκες και το χαρακτήρα της εργασίας τους. Επιχειρήματα που
ενισχύονται από έρευνες που δείχνουν ότι σε πολλές περιπτώσεις οι γυναίκες που
εργάζονται στο χώρο του αγοραίου σεξ αντλούν, όπως και οι πελάτες, σεξουαλική
ευχαρίστηση και απόλαυση. Στο πλαίσιο μάλιστα της διαστρωμάτωσης της πορνείας,
υπάρχουν μελέτες για το πώς συνοδοί και call girls αντιλαμβάνονται οι ίδιες την εργασία
τους, προσπαθώντας έτσι να θέσουν σε μια πιο ρεαλιστική βάση τη συζήτηση για την
πορνεία ως εργασία, και όχι αποκλειστικά ως μορφή και πεδίο εκμετάλλευσης (Lucas
2005) - χωρίς δηλαδή να εστιάζουν μόνο στην ανταλλαγή χρημάτων για συγκεκριμένες
σεξουαλικές πράξεις, όσο και αν προς τα εκεί στρέφει την επιστημονική έρευνα η
κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης αγοραίου σεξ (Agustín 2005: 619-21).
Είναι στη βάση αυτή που η επιστημονική συζήτηση για τον αγοραίο έρωτα
περιστρέφεται εσχάτως γύρω από μια προσπάθεια ένταξής του στο ευρύτερο πλαίσιο των
πολιτισμικών σπουδών. Πρόκειται για ένα νέο πεδίο μελέτης που περιλαμβάνει τα
«αγαθά», τις υπηρεσίες αλλά και το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που
σχετίζονται με τις έννοιες της αγοράς και της πώλησης σεξ (2007: 403). Με άλλα λόγια,
μια μελέτη του αγοραίου σεξ στο πλαίσιο των πολιτισμικών σπουδών απαιτεί, και
συνάμα προϋποθέτει, διεπιστημονικές προσεγγίσεις ώστε να καλυφθούν τα όποια
επιστημολογικά, μεθοδολογικά και εννοιολογικά κενά. Προσεγγίσεις που θα
συμβάλλουν στην ανάδειξη των διαδικασιών που οδηγούν στην κανονιστική, αν και
ιδεοτυπική, κατηγοριοποίηση ανάμεσα στις κοινωνικά αποδεκτές δραστηριότητες και
αυτές που καταγγέλλονται ως «ηθικά αποκλίνουσες». Μια πολιτισμική δηλαδή μελέτη
του αγοραίου έρωτα θα χρησιμοποιήσει διεπιστημονικές προσεγγίσεις προσπαθώντας να
«αποκαλύψει» και να ερμηνεύσει καθημερινές πρακτικές των εμπλεκομένων μερών,

71
Η Kesler (2002), γράφοντας τόσο με την ιδιότητα της ακαδημαϊκής φεμινίστριας όσο και αυτή της
πρώην εκδιδόμενης, θεωρεί ότι μια φεμινιστική στάση στην υποστήριξη της πορνείας είναι δυνατή, με την
έννοια της εις βάθους γνώσης που απαιτείται για όλες τις διαστάσεις της πορνείας και της έμφασης στις
γυναίκες που εργάζονται στο χώρο του αγοραίου σεξ.

255
αλλά και το πώς οι σύγχρονες κοινωνίες διακρίνουν τις εν λόγω δραστηριότητες σε
«κανονικές» και ηθικά επιλήψιμες - μελετώντας ταυτόχρονα τόσο το κομμάτι της
εμπορικής συναλλαγής όσο και αυτό της σεξουαλικής συνεύρεσης (2005: 619) 72.
Εδώ οι εθνογραφικές μέθοδοι είναι ο πιο γόνιμος και δόκιμος τρόπος μελέτης της
εργασίας στο χώρο του σεξ, όσο και αν προκύπτουν επιμέρους επιστημολογικά και
δεοντολογικά προβλήματα (Sanders 2006: 463). Για παράδειγμα, είναι γνωστή η
περίπτωση του Goode (1999) που, παραθέτοντας την εμπειρία του από τρεις
εθνογραφικές έρευνες συμμετοχικής παρατήρησης, τάσσεται υπέρ της σεξουαλικής
επαφής με τους πληροφορητές (informants) στο πλαίσιο διεξαγωγής της κοινωνικής
έρευνας - και αυτό διότι μια τέτοια συμπεριφορά είναι πιθανό να επηρεάσει τον ερευνητή
και να τον βοηθήσει σε μια πιο ανακλαστική και ενδελεχή ανάλυση των υπό μελέτη
φαινόμενων. Βέβαια, η προσέγγιση του Goode αντιμετωπίστηκε τόσο με ιδιαίτερη
επιφυλακτικότητα σε σχέση με το ότι το σεξ με πληροφορητές μπορεί να προκαλέσει μια
σειρά πιθανών βλαβών σε αυτούς (Bryant 1999: 328), όσο και με διακριτική επικρότηση
σε σχέση με την απόφασή του να είναι ειλικρινής - διότι η ανεντιμότητα στην αναφορά
των ερευνών, είτε λόγω σεξουαλικής συμμετοχής ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο,
υποβαθμίζει και τις όποιες μελέτες και τους ερευνητές, αλλά και την επιστημονική
έρευνα γενικότερα (Hopper 1999: 333).
Οι δε έρευνες που εστιάζουν στους πελάτες του αγοραίου σεξ δεν ήταν ιδιαίτερα
δημοφιλείς λόγω της επικέντρωσης στις γυναίκες εργαζόμενες, αλλά και της δυσκολίας
επικοινωνίας με αυτούς (Soothill και Sanders 2005). Πρέπει να σημειωθεί ότι συνήθως
πρόκειται για άνδρες που δεν αποτελούν ένα «ακραίο κομμάτι» του γενικού πληθυσμού
αλλά μια διατομή του - χωρίς να διαφέρουν δηλαδή από αυτούς που δεν επιλέγουν
τέτοιες συναλλαγές (2005). Τα ευρήματα πάντως που αναφέρονται στην έρευνα των
Monto και McRee (2005) δεν έρχονται σε αντίθεση με τις περισσότερες από τις γνωστές,
στερεοτυπικές αντιλήψεις περί των πελατών των εκδιδόμενων στον δρόμο. Στις
περιπτώσεις, δηλαδή, που συνάντησαν συγκαταλέγονται: 1) ο «ντροπαλός, αδέξιος ή
άσχημος» άνδρας που έχει δυσκολία στη δημιουργία μιας συμβατικής προσωπικής

72
Για παράδειγμα, ο σύγχρονος μελετητής να ανατρέξει και στα αυτοβιογραφικά κείμενα των ίδιων των
εκδιδομένων γυναικών, όπως έγινε με την περίπτωση της Peakman (2004) που μελετά τις αυτοβιογραφίες
τέτοιων γυναικών από το τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα.

256
σχέσης με μια γυναίκα, 2) ο δυσαρεστημένος σύζυγος που θέλει ένα μικρό κίνδυνο και
ενθουσιασμό ή που η σύντροφός του δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις σεξουαλικές
ανάγκες του, 3) το πολύ σεξουαλικό άτομο με λίγους ηθικούς περιορισμούς αναφορικά
με τη σεξουαλικότητά του και με ενδιαφέρον για άμεση ικανοποίηση από πολλαπλούς
συντρόφους, 4) το άτομο που έχει κοινωνικοποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποδέχεται
την πορνεία ως κάτι φυσιολογικό και αποδεκτό, και 5) το άτομο που το ενδιαφέρει να
κυριαρχεί στις γυναίκες και να συμμετέχει σε σεξουαλικές δραστηριότητες που οι
περισσότερες, μη εκδιδόμενες γυναίκες θα έβρισκαν ανάρμοστες, δύσκολα εκτελέσιμες ή
πρόδηλα βίαιες (2005: 527).

2.1.10 Η πορνεία ως εκμετάλλευση

Με αφορμή λοιπόν το τελευταίο, θα πρέπει να επισημανθεί με τον πλέον εμφατικό τρόπο


ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να παραβλέπονται η συνολική εκμετάλλευση, οι
κίνδυνοι και οι τραυματικές εμπειρίες που ελλοχεύουν για τις εργαζόμενες στο χώρο του
σεξ (Kontula 2008: 605). Δεν θα πρέπει δηλαδή σε καμιά περίπτωση να λησμονείται το
κρίσιμο ζήτημα της άσκησης βίας κατά των γυναικών που εργάζονται σε αυτό το χώρο,
παρά τις όποιες κριτικές ενστάσεις (Lowman και Atchison 2006: 289-94). Για
παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι η βία είναι διάχυτη σε όλες τις μορφές της πορνείας δεν
μπορεί να επιβεβαιωθεί για τον Weitzer (2007Β: 452). Και αυτό διότι το πρόβλημα της
βίας κατά των εργαζόμενων στο χώρο του σεξ φαίνεται να διαπράττεται από ένα σχετικά
μικρό ποσοστό πολύ βίαιων ανδρών που κατευθύνουν τις συμπεριφορές τους κυρίως
προς τις κοινωνικά περιθωριοποιημένες εκδιδόμενες στον δρόμο (Lowman και Atchison
2006: 293). Η βία δηλαδή φαίνεται να είναι ενδημική μόνο στην πορνεία του δρόμου, με
τις εκεί εκδιδόμενες να βιώνουν περισσότερα περιστατικά σοβαρής βίας από όλους τους
άλλους εργαζόμενους στο χώρο του σεξ (Porter και Bonilla 2010: 164). Βέβαια, οι
εκδιδόμενες στον δρόμο δεν δέχονται παθητικά τη θυματοποίησή τους από πελάτες,
αστυνομία και μαστροπούς, αλλά υιοθετούν ή δημιουργούν ορισμένες στρατηγικές
αντιμετώπισης κινδύνων και κακοτοπιών προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη από
την εργασία τους και να ελαχιστοποιήσουν τα ενδεχόμενα βίας, σύλληψης και
εκμετάλλευσης (Hubbard και Sanders 2003: 87).

257
Γενικότερα, τα ευρήματα δείχνουν ότι οι περισσότεροι πελάτες δεν έχουν
απόψεις που δικαιολογούν τη βία κατά των εργαζόμενων στο χώρο του σεξ και ότι το
μεγαλύτερο μέρος της βίας διαπράττεται από μια μειοψηφία των πελατών, οπότε και μια
«πετυχημένη πολιτική» γύρω από την πορνεία θα πρέπει να προβαίνει στη διάκριση
μεταξύ πελατών που διαπράττουν βία και των υπόλοιπων (Monto 2010: 244) 73. Βέβαια,
μια τέτοια πολιτική απέχει από την κριτικά προσανατολισμένη ριζοσπαστική φεμινιστική
θεώρηση που απορρίπτει κάθε δυνατότητα σεξουαλικών συναλλαγών. Πρόκειται για μια
προσέγγιση που έχει επικριθεί έντονα από τον Weitzer (2005Α: 937) για τις
ουσιοκρατικές διαστάσεις της και τον ad hoc οικουμενισμό της στη βάση ότι η
θυματοποίηση, η εκμετάλλευση και η βία είναι εγγενή, αναλλοίωτα και πανταχού
παρόντα στοιχεία στο αγοραίο σεξ - ενώ είναι γενικότερα αποδεκτό ότι η πορνεία δεν
ήταν ποτέ και δεν μπορεί ποτέ να οργανωθεί με τέτοιο τρόπο που να ελαχιστοποιεί τον
εξαναγκασμό και την ανισότητα από τη μια, και να μεγιστοποιεί τα συμφέροντα των
εκδιδόμενων από την άλλη. Για τον γνωστό αμερικανό μελετητή, τα κείμενα που
εντάσσονται στο εν λόγω ρεύμα είναι εντυπωσιακά όχι μόνο για τις a priori
«αδικαιολόγητες» υποθέσεις τους, ειδικά για το ζήτημα της θυματοποίησης, αλλά και για
τις γενικεύσεις που εξάγονται με βάση εμπειρικές μελέτες στις οποίες συχνά
παρουσιάζονται επιλεκτικά διαπιστώσεις που μπορούν να επικριθούν για μια σειρά από
μεθοδολογικούς λόγους (2005Α: 938, 2010Β: 18-9)74.
Έτσι, οι ηθικές σταυροφορίες κατά της πορνείας που βασίζονται στα παραπάνω
προβαίνουν συνήθως, σύμφωνα με τον Weitzer (2006: 34), σε γενικευμένους και συχνά
ανεξέλεγκτους ισχυρισμούς σχετικά με τη φύση και την έκταση μιας συγκεκριμένης
κοινωνικής παθογένειας, οι βασικότεροι των οποίων είναι ότι: 1) η πορνεία περιλαμβάνει
πάντα και είναι ένα ακραίο παράδειγμα ανδρικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης των
γυναικών, ανεξάρτητα από ιστορική περίοδο, κοινωνικό πλαίσιο ή νομικό καθεστώς, 2) η

73
Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι έρευνα έχει δείξει ότι όπου υπάρχει μηδενική ανοχή από την αστυνομία
και οι πολιτικές κατά των εργαζόμενων στο χώρο του σεξ και των ανδρών που αγοράζουν σεξ είναι
ιδιαίτερα αυστηρές, φαίνεται ότι η βία αυξάνεται (Sanders και Campbell 2007: 4).
74
Για παράδειγμα, οι περισσότερες έρευνες, σύμφωνα με τον Weitzer (2005Β: 215), έχουν γίνει στο
λιγότερο διαδεδομένο τύπο πορνείας, αυτόν του δρόμου, παραβλέποντας έτσι την πλειονότητα των
εργαζόμενων σε εσωτερικούς χώρους.

258
βία είναι πανταχού παρούσα στην πορνεία, 3) οι εκδιδόμενες γυναίκες είναι θύματα που
δεν έχουν στον απαραίτητο βαθμό την ιδιότητα του φορέα δράσης, και 4) η
νομιμοποίηση, ή έστω αποποινικοποίηση, της πορνείας θα κάνει την κατάσταση
χειρότερη. Στις δε περιπτώσεις των ηθικών πανικών για τα εν λόγω θέματα, είναι το
κράτος εκείνο που σύρεται από την κοινή γνώμη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις
επιμέρους εκστρατείες προκειμένου να λάβει τις όποιες ρυθμιστικές αποφάσεις (2009).
Στο βαθμό όμως που ακόμα θεωρείται δεδομένος ο ανδροκεντρικός χαρακτήρας του
σύγχρονου δυτικού κράτους, που οι πατριαρχικές δομές της νεοφιλελεύθερης
παγκοσμιοποίησης συνεχίζουν να αναπαράγουν τις έμφυλες ανισότητες και που η
πορνογραφικοποίηση της κουλτούρας δομείται γύρω από μια ανδροκρατική αντίληψη
της σεξουαλικότητας, η ανάδειξη των ζητημάτων του αγοραίου σεξ πρέπει, σε κάθε
περίπτωση και παρά τις όποιες, βάσιμες ή μη, αιτιάσεις μελετητών όπως ο Weitzer, να
γίνεται από μια πολύ πιο προσεκτική, κοινωνικά υπεύθυνη και φεμινιστικά
προσανατολισμένη οπτική.

259
2.2 Η κοινωνική κατασκευή της σεξουαλικότητας και του φύλου

Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγινε προσπάθεια να παρουσιασθεί η έννοια της


πορνογραφικοποίησης σε σχέση με το γενικότερο φαινόμενο της σεξουαλικοποίησης της
κουλτούρας. Προκειμένου όμως να συγκεκριμενοποιηθούν και να αναδειχθούν οι όποιες
επιδράσεις στο πεδίο της σεξουαλικότητας, κυρίως ως αλλαγές στη σεξουαλική
κοινωνικοποίηση μέσω της εγχάραξης στοιχείων του κυρίαρχου σεξουαλικού και
πορνογραφικού Λόγου, χρειάζεται να παρατεθούν όψεις της συζήτησης γύρω από την
κοινωνική κατασκευή της σεξουαλικότητας και του φύλου στις υστερο-νεωτερικές
συνθήκες. Και αυτό διότι η κοινωνική κατασκευή της ταυτότητας του φύλου, η έμφυλη
υποκειμενικότητα, το έμφυλο σώμα, το σεξ και ο έρωτας είναι σημαντικοί τομείς
ενδιαφέροντος για την προσέγγιση της σεξουαλικότητας και των έμφυλων σχέσεων στη
σύγχρονη εποχή. Έτσι, από τώρα πρέπει να σημειωθεί ότι ως ευρύτερο πεδίο της
σεξουαλικότητας θα πρέπει να θεωρείται το τελικό προϊόν μιας σειράς κανόνων,
συμπεριφορών και διαδικασιών κοινωνικοποίησης που έχουν αναπτυχθεί μέσω ενός
δικτύου κοινωνικών Λόγων (Pratt 1982: 80).
Πιο συγκεκριμένα, η σεξουαλικότητα είναι ένας ευρύς όρος που περιλαμβάνει
σεξουαλικές επιθυμίες, πρακτικές και ταυτότητες (Attwood, Bale και Barker 2013: 10).
Ιδιαίτερης σημασίας, αλλά και πρόδηλα επιβλαβής, είναι η άποψη περί σεξουαλικότητας
που πρεσβεύει ότι υπάρχει μια μορφή «κανονικής» σεξουαλικότητας η οποία, κατά
κάποιον τρόπο, είναι πιο «αποδεκτή, φυσική και ορθή» από τις άλλες. Το δε πιο βασικό
πρόβλημα με αυτή την ιδέα είναι ο φόβος της «παρέκκλισης» από αυτή την κανονική
μορφή σεξουαλικότητας, ένας φόβος που αναπόφευκτα οδηγεί σε σεξουαλικά και
κοινωνικά προβλήματα, αλλά και περιθωριοποιεί μια σειρά από σεξουαλικότητες (2013:
11). Σε κάθε περίπτωση, οι σεξουαλικότητες των ανθρώπων επηρεάζονται από μια
πολύπλοκη αλληλεπίδραση πολλών παραγόντων, όπως: το κυρίαρχο πολιτισμικό πλαίσιο
στο οποίο γεννιούνται και τους λέει τί είδους σεξ είναι περισσότερο ή λιγότερο
αποδεκτό, οι βιολογικές διεργασίες όπως το επίπεδο των ορμονών του κάθε φύλου που
είναι διαφορετικό σε επιμέρους φάσεις της ζωής, οι διαπροσωπικές σχέσεις που βλέπουν
γύρω τους καθώς μεγαλώνουν, οι τρόποι με τους οποίους το σώμα τους λειτουργεί και
ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα, οι εικόνες και εμπειρίες σε προσωπικό επίπεδο που

260
συνδέονται με το σεξ, και οι αποφάσεις που παίρνουν οι ίδιοι για τις σεξουαλικές
πρακτικές στις οποίες συμμετέχουν ή όχι (2013: 13-4).
Στη βάση των παραπάνω, είναι σημαντικό να μελετηθεί το πώς οι διάφορες
σεξουαλικότητες της ύστερης νεωτερικότητας κατασκευάζονται και πώς οι πολιτισμικοί
και κοινωνικοί παράγοντες διαπλέκονται σε αυτή την κατασκευή (Attwood 2007Β) 1. Και
αυτό διότι, όπως θα έλεγε και ο Simon (1996: 110), μπορεί να θεωρηθεί κάτι σαν
ειρωνεία το ότι η ανθρώπινη σεξουαλικότητα που συχνά θεωρείται ως σταθερή σε όλη
την ανθρώπινη ιστορία, είναι στην πραγματικότητα μεταξύ εκείνων των μορφών
συμπεριφοράς που εξαρτώνται περισσότερο από τις αλλαγές των κοινωνικών πλαισίων 2.
Είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που η ανάγκη να καταγραφούν οι αλλαγές και οι
μετασχηματισμοί που έχουν συντελεστεί στη λογική των προσωπικών και ερωτικών
σχέσεων έχει επισημανθεί από πολλούς και σημαντικούς διανοητές στο πλαίσιο
ξεχωριστών έργων που έχουν διαμορφώσει τη γενικότερη συζήτηση (Giddens 1992,
Plummer 1995, Simon 1996, Bauman 2003). Με άλλα λόγια, οι αλλαγές στην κοινωνική
κατασκευή της σεξουαλικότητας και του καθεστώτος των ερωτικών σχέσεων θεωρούνται
όψεις μιας συνολικής ρευστότητας στην προσωπική σεξουαλική ταυτότητα, της
αποσύνθεσης της διάκρισης μεταξύ ομοφυλοφιλικού και ετεροφυλοφιλικού και της
αμφισβήτησης της ετεροκανονικότητας (Johnson 2004) 3.

2.2.1 Ετεροκανονικότητα και σεξουαλικότητες

Ο όρος «ετεροκανονικότητα» (heteronormativity) επινοήθηκε για πρώτη φορά από τον


Warner (1991) και αναφέρεται, κατά βάση, στην πεποίθηση ότι όλοι είναι

1
Για παράδειγμα, στις αναλύσεις για τη σεξουαλική αισθαντικότητα που χαρακτηρίζει την υστερο-
νεωτερική κουλτούρα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ρητορική περί
«απελευθερωμένου» σεξ, οι ταξικές σχέσεις και οι επιταγές της κυρίαρχης lifestyle καταναλωτικής
κουλτούρας (Attwood 2006: 85).
2
Ειδικά σε ένα πλαίσιο που οι σύγχρονες κοινωνίες αποτελούν ένα άνευ προηγουμένου σημείο της
κοινωνικής εξέλιξης όπου η σεξουαλική επιθυμία και οι πολιτισμικές προσδοκίες όλο και περισσότερο
παύουν να αντικατοπτρίζουν η μια την άλλη (Simon 1996: 110).
3
Η δε γυναικεία σεξουαλική αυτονομία και η άνθιση της ομοφυλοφιλίας είναι για τον Giddens (1992: 55-
6) τα δύο βασικά σημεία της σεξουαλικής επανάστασης.

261
ετεροφυλόφιλοι, αλλά και την αναγνώριση ότι όλοι οι κοινωνικοί φορείς είναι χτισμένοι
γύρω από ένα ετεροφυλοφιλικό μοντέλο σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών 4. Η
ετεροκανονικότητα ως έννοια ευθυγραμμίζεται με τους ουσιοκρατικούς ορισμούς του
φύλου, με την αντίληψη ότι όλα τα ανθρώπινα όντα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως
προς την αρσενικό-θηλυκό δυαδικότητα και με την ιδέα ότι οι σεξουαλικές σχέσεις είναι
φυσιολογικές μόνο όταν συμβαίνουν ανάμεσα σε δύο άτομα του αντίθετου φύλου -
οπότε και κατά συνέπεια δρα προς την κατεύθυνση της αποσιώπησης των μη
ετεροφυλοφιλικών πρακτικών (Coffey 2009). Ένας τρόπος, για παράδειγμα, με τον οποίο
το σύστημα της «υποχρεωτικής ετεροσεξουαλικότητας» (compulsory heterosexuality)
αναπαράγεται, είναι μέσα από την καλλιέργεια των σωμάτων ως διακριτά «φυσικά
φύλα» με τις αντίστοιχες «φυσικές» εμφανίσεις και «φυσικές» ετεροσεξουαλικές
προδιαθέσεις (Butler 1988: 524).
Γενικότερα, το ερώτημα του πώς κατασκευάζεται και συγκροτείται το
«κανονικό» είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό ερώτημα στο χώρο της μελέτης της
σεξουαλικότητας (Walsh και Bahnisch 1999: 246). Η διαλεκτική, δηλαδή, σχέση
σεξουαλικής κανονικότητας και παρέκκλισης περιλαμβάνει την οριοθεσία της πρώτης με
σκοπό την αποτροπή της δεύτερης - με τον Λόγο της τελευταίας όμως να
χρησιμοποιείται για την κατασκευή της «κανονικότητας» μέσω του ορισμού του τί θα
πρέπει να απαγορεύεται (Ritter 2000: 77). Έτσι, παρά τους μετασχηματισμούς στην
οργάνωση των σχέσεων της οικειότητας (Giddens 1992) 5, η ετεροκανονικότητα φαίνεται
ότι ακόμη αποτελεί το βασικό άξονα στην αφήγησή τους - και αυτό επειδή η
εξιδανικευμένη μορφή της σχέσης του ζευγαριού, πέρα από κριτικές και υπονομεύσεις,
συνεχίζει να λειτουργεί ως το κεντρικό σημείο αναφοράς (Budgeon 2008: 319) 6. Υπό

4
Είναι ενδεικτική η περίπτωση των ιστοσελίδων τραπεζών σπέρματος που μελετά η Kroløkke (2009) και
οι οποίες, ως μια νομιμοποιημένη πλέον βιομηχανία, λειτουργούν και αναπαράγουν τόσο ένα πλαίσιο
κατανάλωσης εικόνων φυλετικά προσδιορισμένων παιδιών, όσο όμως και αυστηρά ετεροκανονικά
δομημένων οικογενειών.
5
Όπως λέει ο Giddens (1992: 176), η «οικειότητα είναι πάνω από όλα ένα ζήτημα συναισθηματικής
επικοινωνίας με τους άλλους και με τον εαυτό σε πλαίσιο διαπροσωπικής ισότητας». Η ισότητα και η
δυνατότητα επικοινωνίας, δηλαδή, αποτελούν εγγενή στοιχεία της μεταμόρφωσής της (1992: 196).
6
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η προσέγγιση για την οικογένεια στο δυτικό κόσμο. Έτσι, ενώ στις
προβιομηχανικές κοινωνίες η οικογένεια ήταν κυρίως μια κοινότητα που πρέπει να συγκροτείται από την

262
αυτή την έννοια, η θεσμοποίηση της ετεροσεξουαλικότητας στην κοινωνία οδηγεί και σε
μια θεσμοποιημένη ανισότητα της εξουσίας τόσο ανάμεσα σε ετεροφυλόφιλους και μη,
όσο και μεταξύ ανδρών και γυναικών (Berkowitz 2006: 587).
Μπορεί δηλαδή η αμφισβήτηση της ετεροσεξουαλικής ηγεμονίας να οδήγησε σε
μια έμφαση στη σεξουαλική διαφορετικότητα και στην προώθηση της έννοιας των
σεξουαλικοτήτων, υπάρχει όμως ακόμη ανάγκη για μελέτη της σεξουαλικότητας στη
βάση της καθημερινότητας των μοτίβων των σεξουαλικών σχέσεων μέσω των οποίων οι
περισσότεροι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους. Έτσι, θα εκτιμηθεί και το γιατί ορισμένες
μορφές της σεξουαλικής διαφορετικότητας γίνονται ανεκτές ενώ άλλες όχι, πέρα από μια
μονοσήμαντη εστίαση στις διαστάσεις της πατριαρχίας και της ετεροκανονικότητας
(Jackson 2008: 34)7. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει μια διεύρυνση της εστίασης του
ενδιαφέροντος πέρα από τα ατομικά δικαιώματα των ομοφυλόφιλων πολιτών σε αυτά
του λεσβιακού/γκέι ζευγαριού που επαναπροσδιορίζουν την έννοια του «καλού
ομοφυλόφιλου πολίτη» - υπό την έννοια ότι αυτή δεν αφορά τη διατήρηση της
ιδιωτικότητας, αλλά αποδεικνύεται και νομιμοποιείται μέσω μιας δημόσιας,
αναγνωρισμένης, κανονιστικού τύπου σχέσης του ζευγαριού (Casey, McLaughlin και
Richardson 2004: 338)8.
Σε ένα πιο γενικό επίπεδο, είναι η διεπιστημονική συζήτηση ανάμεσα στις
σπουδές φύλου και στις φεμινιστικές, ανθρωπιστικές και πολιτισμικές σπουδές που
αποτέλεσε αιτία για τη δημιουργία επιστημολογικών πλαισίων που περιστρέφονται γύρω

υποχρέωση της αλληλεγγύης και τη λογική της μοναδικά σχεδιασμένα ζωής, στις σύγχρονες κοινωνίες
γίνεται όλο και περισσότερο μια «εκλεκτική σχέση», μια ένωση μεμονωμένων ατόμων που ο καθένας
φέρει τα δικά του συμφέροντα, εμπειρίες και σχέδιά, και που υποβάλλονται σε διαφορετικούς ελέγχους,
κινδύνους και περιορισμούς. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η παραδοσιακού τύπου οικογένεια
εξαφανίζεται, αλλά σε κάθε περίπτωση χάνει το μονοπώλιο που είχε πιο πριν (Beck-Gernsheim 1998: 67).
7
Για παράδειγμα, ακόμα και στην υποτιθέμενη πιο ενδεικτική έκφραση σεξουαλικής χειραφέτησης, το
περιστασιακό σεξ, η έρευνα των Beres και Farvid (2010) φαίνεται να δείχνει ότι οι εκφράσεις της
σεξουαλικής ηθικής των γυναικών είναι ιδιαίτερα περιορισμένες και σχετίζονται με τις ετεροκανονικές
σεξουαλικές πρακτικές.
8
Αξίζει στο σημείο αυτό να παρατεθεί η άποψη ότι η προώθηση ίδιου φύλου επιθυμιών σε ετεροκανονικά
πλαίσια μπορεί και να ενισχύσει την ιδίου φύλου σεξουαλικότητα, αλλά και να δημιουργήσει κλίμα για την
καταστολή της (Boyce 2008: 112).

263
από μια σειρά εννοιολογικών και θεωρητικών προβλημάτων κεντρικής σημασίας - και τα
οποία περιλαμβάνουν τις σχέσεις οικειότητας στην ύστερη νεωτερικότητα, την
αναστοχαστικότητα και τις έμφυλες ταυτότητες, τις σχέσεις ανάμεσα στο σεξ, το φύλο
και την ενσάρκωσή του, τα ζητήματα των ανδρισμών και των θηλυκοτήτων, και
γενικότερα τις σεξουαλικότητες (Brooks 2006)9. Σε αυτό τη βάση, ένα μεγάλο κομμάτι
από τη συζήτηση περί σεξουαλικότητας και φύλου συνεχίζει να αποτελεί συμπλήρωμα
της επιστημονικής κοινότητας που προσπαθεί να επεξεργαστεί τις λογικές συνέπειες της
νεωτερικότητας, ενώ η σεξουαλικότητα και το φύλο όλο και περισσότερο θεωρούνται
πεδία για απελευθερωμένη και πέρα από τα στενά δεσμά της επιστήμης σκέψη (Rival,
Slater και Miller 1998: 315) - όσο και αν η ίδια η μελέτη του σεξ συνεχίζει σε κάποιο
βαθμό να γίνεται αντιληπτή ως κάτι «αμήχανο, πονηρό ή απλά αστείο» (Bell 2005:
359)10.

2.2.2 Το σεξ ως άξονας σεξουαλικότητας

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ρόλος της επιστήμης στην κατασκευή
της σεξουαλικότητας ήταν και παραμένει ιδιαίτερα σημαντικός, με τα ευρήματα των
μελετητών του σεξ να διαχέονται από τον ακαδημαϊκό χώρο στον «έξω κόσμο» μέσω
διαφόρων διαύλων (Jackson 1984: 43). Πολλοί μάλιστα μελετητές συνέβαλαν στο
σημερινό ενδιαφέρον για τη μελέτη της σεξουαλικότητας, αλλά αν είναι κάποιος που
αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς αυτός είναι ο Alfred Kinsey, ως ένας πρωτοπόρος που έφερε
το σεξ στο προσκήνιο της επιστημονικής έρευνας αλλά και της δημόσιας συζήτησης
στην αμερικανική κοινωνία (Giddens 1997: 168-9). Ειδικά μετά από τη δημοσίευση των
δύο σημαντικών εκθέσεών του σχετικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά στα τέλη της

9
Για μια σύντομη, αλλά εξαιρετικά περιγραφική, παρουσίαση των απόψεων σημαντικών διανοητών για
την ανθρώπινη σεξουαλικότητα από τους αρχαίους έλληνες μέχρι μια σειρά μεγάλων εκπροσώπων της
δυτικής φιλοσοφίας, βλ. Soble 2009.
10
Όπως τονίζει ο Shepard (2003: 479) με αφορμή την παρουσίαση του διάσημου Μουσείου του Σεξ της
Νέας Υόρκης, βάζοντας τη σεξουαλική κουλτούρα ως θέαμα και ταυτόχρονα αντικείμενο μελέτης σε ένα
μουσείο, αναδεικνύεται με επιτυχία αλλά και κριτική διάθεση τόσο η περιπλοκότητα και ο επίμαχος
χαρακτήρας του ζητήματος του σεξ, όσο και το γεγονός ότι οι ιστορικά προσδιορισμένες απεικονίσεις του
αποδεικνύουν τους διάφορους και διαφορετικούς Λόγους με τους οποίους έχει προσεγγιστεί.

264
δεκαετίας του 1940 και τις αρχές του 1950, το σεξ κατέστη ένα «νομιμοποιημένο πεδίο»
για έρευνα σε πολλές από τις κοινωνικές επιστήμες (Kammeyer 2008: 92-5). Βέβαια,
υπάρχουν και περιπτώσεις που η επιστημονική έρευνα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις,
με πλέον χαρακτηριστική αυτή της έρευνας του Laud Humprhies (1975 όπως αναφέρεται
στο Kammeyer 2008: 99-100). Ο συγκεκριμένος ερευνητής, αφού παρατηρούσε από
μακριά τις συνήθειες ανθρώπων στις τουαλέτες δημοσίων πάρκων και αφού έπαιρνε τις
πινακίδες αυτών που βρίσκονταν εκεί πολύ συχνά, στη συνέχεια τους επισκέπτονταν στο
σπίτι τους για περαιτέρω ερωτήσεις. Ειδικότερα, η αποκάλυψη ότι άνδρες που φαίνεται
να είχαν μια «κανονική» ετεροφυλόφιλη ζωή είχαν σεξουαλικές σχέσεις με άλλους
άνδρες, προβλημάτισε και αναστάτωσε ιδιαίτερα τους αναγνώστες της έρευνας 11.
Γενικότερα, το σεξ δεν πρέπει, σύμφωνα με την Downing (2004: 279), να
αποτελεί στις υστερο-νεωτερικές συνθήκες ένα αντικείμενο επιστημονικής έρευνας που
υπόκειται συνεχώς σε μια ατέρμονη αναζήτηση της «αλήθειας», αλλά ένα πλούσιο πεδίο
Λόγου που, υπό την αίρεση της αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης, μπορεί να
αποκαλύψει τους όρους της δικής του κατασκευής και τις πολλαπλές δυνατότητες
πρόσληψής του. Εξάλλου, πάντα θα υπάρχει κάτι καινούριο να ειπωθεί γύρω από το σεξ
ή έστω κάτι παλαιότερο να ειπωθεί με καινούριο τρόπο (Champagne 2006: 974). Υπό
αυτή την έννοια, το σεξ μπορεί να είναι μια σειρά από πράγματα όπως μια εξωσωματική
εμπειρία (π.χ. κυβερνοσέξ), μια έντονη πράξη επικοινωνίας μεταξύ αγνώστων, μια
συνεύρεση «σάρκας και τεχνολογίας», μια πράξη παρουσίασης και αναπαράστασης που
καταναλώνεται τόσο γρήγορα όσο παράγεται, ένας τρόπος άρθρωσης ή αποσυντονισμού
ταυτότητας - γενικότερα ένα είδος αλληλεπίδρασης που ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία
δεν περιλάμβανε ένα τόσο ευρύ ρεπερτόριο εκδηλώσεων, εκφράσεων και προσεγγίσεων
(Attwood 2006: 79).
Ως εκ τούτου, οι δεσμοί ανάμεσα στο σεξ, την αναπαραγωγή και τη δέσμευση
γίνονται, για τον Bauman (1998: 22), όλο και πιο χαλαροί, με τον ερωτισμό εδώ να
αναπτύσσει μια «ουσία» όπου στην πρόοδο του χρόνου εξελίσσεται σε έναν ιδιότυπο

11
Πρόκειται ουσιαστικά για τη γενικότερη φιλολογία ότι πολλοί ετεροφυλόφιλοι άνδρες φαίνεται να έχουν
αμφισβητήσει τη σεξουαλικότητά τους, έχουν εκφράσει την προθυμία να θέσουν το θέμα αυτό στο μέλλον
ή ακόμα και έχουν πειραματιστεί με αυτή (Morgan, Steiner και Thompson 2010: 438).

265
αυτοσκοπό, αιτία και αποτέλεσμα12. Παρατηρείται δηλαδή μια μετατόπιση από ένα
μοντέλο σεξουαλικής συμπεριφοράς που βασίζονταν στις προσωπικές σχέσεις σε ένα πιο
ψυχαγωγικά προσανατολισμένο - μια αναδιαμόρφωση δηλαδή της ερωτικής ζωής στην
οποία η επιδίωξη της σεξουαλικής οικειότητας δεν παρεμποδίζεται αλλά ίσα-ίσα
διευκολύνεται στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα (Bernstein 2001: 397). Έτσι, τα
υστερο-νεωτερικά σεξουαλικά ήθη κινούνται ανάμεσα στην αποθέωση της σεξουαλικής
ευχαρίστησης, του πειραματισμού και της πολυμορφίας από τη μια, και την
επιφυλακτικότητα της σεξουαλικότητας ως πηγή άγχους και αποστροφής από την άλλη
(Jackson και Scott 2004: 244)13. Πρόκειται για μια κατάσταση που συνιστά μια
«προϊούσα αντικατάσταση της διαστροφής με τον πλουραλισμό» (Giddens 1992: 63),
όπου αυτό που παλαιότερα θεωρούταν διαστροφή, τώρα απλώς συνιστά τρόπους με τους
οποίους το άτομο μπορεί «νομιμοποιημένα να εκφράσει τη σεξουαλικότητά του και να
ορίσει την ατομική του ταυτότητα» (1992: 232).
Εξάλλου, είναι σημαντικό να επισημαίνεται όχι μόνο ότι διαφορετικοί άνθρωποι
κάνουν σεξ για διάφορους λόγους και ότι οι λόγοι αυτοί μπορεί να ποικίλλουν σε
διαφορετικές χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου (Attwood, Bale
και Barker 2013: 18), αλλά και ότι τα σεξουαλικά γούστα ποικίλουν και αυτό που
κάποιος βρίσκει εξαιρετικά διεγερτικό μπορεί κάλλιστα να αποτελεί πηγή ακραίας
αποστροφής σε κάποιον άλλο (Richardson 2008: 297). Εδώ η σεξουαλική ηδονή
επαναπλαισιώνεται και προσδιορίζεται σε σχέση με τις απολαύσεις της μόδας, του στυλ,
της περιποίησης και της αυτοβοήθειας, οπότε υπό αυτή την έννοια το «σεξ γίνεται κάτι
καινούργιο» (Attwood 2005Α: 404). Γίνεται, σύμφωνα με τον Giddens (1992: 44-5),
μέρος μιας μεγάλης αφήγησης που αντικατέστησε την παράδοση του θεολογικού

12
Ως ερωτισμός, σύμφωνα με τον Giddens (1992: 258), νοείται «η σεξουαλικότητα επανενταγμένη σε ένα
ευρύτερο φάσμα συναισθηματικών επιδιώξεων, με την επικοινωνία να υπερτερεί».
13
Για τον Jancovich (2001), η υστερο-νεωτερική ηδονιστική σεξουαλικότητα σχετίζεται, εκτός των άλλων,
με την κοινωνική ανέλιξη μιας μερίδας μικροαστών των οποίων τα επαγγέλματα σχετίζονται με τις έννοιες
της παρουσίασης και της αναπαράστασης, όπως το μάρκετινγκ, η μόδα, η διαφήμιση και τα μέσα μαζικής
επικοινωνίας. Για την εν λόγω κοινωνική ομάδα, η αντιμετώπιση του σεξ ως απόλαυση παρά ως κάτι που
προσεγγίζεται με όρους ηθικής λειτούργησε ως όχημα για να (αυτο)προσδιοριστεί ως δαήμων και
εκλεπτυσμένη, αλλά και ως στρατηγική για να αποκοπεί από μια παλαιότερη, μη απελευθερωμένη
μπουρζουαζία.

266
κηρύγματος, γίνεται με άλλα λόγια το «επίκεντρο της μοντέρνας εξομολόγησης». Σε όχι
δηλαδή πολύ παλαιότερες εποχές, οι προσωπικές σεξουαλικές εμπειρίες και
σεξουαλικότητες του καθενός περιτριγυρίζονταν συνήθως από ένα πέπλο σιωπής, σε
αντίθεση με τη σύγχρονη κατάσταση όπου οι άνθρωποι έχουν γίνει «σεξουαλικοί
αφηγητές» σε μια σεξουαλικά αφηγηματική κοινωνία όπου οι οικείες εμπειρίες
συνδέονται σε μια αδιάκοπη αφήγηση της ζωής (Plummer 1995: 4-5). Υπό αυτή την
έννοια για τον Plummer (1995), το σεξ αποτελεί τη «μεγάλη ιστορία», αποτέλεσμα της
διάδοσης του Λόγου της σεξουαλικότητας στις υστερο-νεωτερικές κοινωνίες.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η «ατελείωτη αποπλάνηση από το σεξ» και ο
συνεχόμενος αυτοέλεγχος αποτελεί για την Attwood (2006: 89) τη νέα και πιο αβέβαιη
μορφή ρύθμισης. Σε αυτή την κατάσταση, οι «αναζητητές των αισθήσεων» (sensation-
seekers) όχι μόνο οφείλουν να καλλιεργούν την ικανότητά τους για συνεχόμενη ερωτική
διέγερση και την επιθυμία τους για νέες εμπειρίες, αλλά εγκλωβίζονται και σε μια
ατέρμονη προσπάθεια για ετοιμότητα απέναντι στις ενδεχόμενες σεξουαλικές περιπέτειες
(Bauman 1998: 23). Πρόκειται όμως για ένα πλαίσιο που στη βάση του υπονοεί πως η
απόλυτη σεξουαλική ευχαρίστηση παραμένει για πάντα ένας «ανεκπλήρωτος στόχος για
κατάκτηση», αποκαθηλώνοντας έτσι και κάθε προηγούμενη ή τωρινή πραγματική
σεξουαλική εμπειρία (1998: 24)14. Η ανάμειξη, δηλαδή, της ετερότητας στη σεξουαλική
πράξη προσφέρει μια σουρεαλιστική προοπτική, με την έννοια της αναζήτησης ενός ένα
ανώτατου σημείου στο οποίο οι αντιφάσεις δεν είναι πλέον αντιληπτές (Richardson
1998: 387-8). Το δε σημείο αυτό της σεξουαλικής δραστηριότητας στις υστερο-
νεωτερικές συνθήκες επικεντρώνεται αυστηρά στην οργασμική επίδραση που έχει στον
άνθρωπο. Όπως δηλαδή ορθά τονίζει ο Bauman (1998: 24), «το μετανεωτερικό σεξ είναι
γύρω από τον οργασμό». Πρόκειται για το αλλιώς ειπωμένο «παγκόσμιο σεξ», με την
έννοια μιας πράξης που από τη μια είναι ουσιοκρατικά προσωπική και ιδιωτική, αλλά
από την άλλη βρίσκει τον δρόμο της ως αναπαράσταση στο δημόσιο χώρο μέσα από τα
μέσα μαζικής ενημέρωσης, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τόσο τις σε πολλαπλά επίπεδα
διαφοροποιήσεις του, όσο και την οικουμενικότητά του ως ηδονιστικός, οργασμικά
προσανατολισμένος, αυτοσκοπός (Mackay 2001).

14
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Bauman (2003: 106), «ο homo sexualis είναι καταδικασμένος να
παραμείνει μονίμως ατελής και ανεκπλήρωτος».

267
Βέβαια, όπως φαίνεται και από τα αποτελέσματα της μελέτης των Ngai και
Sundar (2003), οι αντιλήψεις σχετικά με την επικράτηση των σεξουαλικών
δραστηριοτήτων και προτύπων μεταξύ νεαρών συνομηλίκων είναι ιδιαίτερα περίπλοκες
κατασκευές που δεν προκύπτουν άμεσα ή αποκλειστικά από την επιρροή μόνο των
μέσων μαζικής επικοινωνίας15. Είναι, δηλαδή, όχι μόνο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
αλλά και οι γονείς16, οι συνομήλικοι17, οι δάσκαλοι και οι κυρίαρχες έμφυλες νόρμες και
πολιτισμικές αφηγήσεις για το σεξ που ασκούν σημαντική επιρροή στις ιδέες των
εφήβων για το σεξ, τη σεξουαλικότητα, τις σχέσεις και τις σεξουαλικές προσδοκίες. Οι
Bragg και Buckingham (2009), πάντως, δείχνουν ότι οι νέοι παρουσιάζουν και
αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους τόσο ως «μινιτακά αλφαβητισμένους» (media
literate) όσο και ως «σεξουαλικά δαήμονες» (sexually sophisticated) που είναι σε θέση
να λαμβάνουν αυτόνομα τις δικές τους αποφάσεις σχετικά με το σεξ.
Υπό αυτή την έννοια και δεδομένου ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κυρίως
το διαδίκτυο έχουν αντικαταστήσει σε κάποιο βαθμό το σχολείο ως αίθουσα διδασκαλίας
για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, φαίνεται ότι αναδύεται ένα μοντέλο σεξουαλικού
πολίτη που αυτοπροβάλλεται από νεαρή ηλικία ως ένας ενημερωμένος καταναλωτής,
γνώστης των μέσων και σεξουαλικά επαΐων 18. Αυτό, για τους Bragg και Buckingham

15
Το ότι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας μπορεί πράγματι να λειτουργούν ως ένας παράγοντας που
συμβάλλει στη διαμόρφωση της εικόνας ενός ατόμου για το σεξουαλικό του εαυτό είχε επισημανθεί
εμφατικά από καιρό (Baran 1976: 473).
16
Τα παιδιά έχουν την τάση να μιλούν για το σεξ περισσότερο με τις μητέρες τους παρά με τον πατέρα
τους και οι κόρες είναι πιο συχνά από τους γιους το επίκεντρο του ενδιαφέροντος (Afifi, Joseph και Aldeis
2008: 719).
17
Η μελέτη των Busse κ.α. (2010) έδειξε ότι για τους εφήβους η συχνότητα της επικοινωνίας με τους
φίλους τους αναφορικά με το σεξ ενισχύει τις νοοτροπίες και τις στάσεις για την έναρξη σεξουαλικών
σχέσεων. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι, γενικότερα, η σεξουαλική έλξη αποτελεί μια πρόκληση για τις
φιλίες ατόμων διαφορετικού φύλου (Halatsis και Christakis 2009).
18
Η Gill (2005: 101) χρησιμοποιεί το παράδειγμα προστασίας κατά του AIDS στη βάση ότι μόνο η
τεχνολογία του προφυλακτικού δεν αρκεί, αλλά απαιτείται και μια συνοδευτική, από πλευράς γυναικών,
κουλτούρα ιδιότητας φορέα δράσης που μπορεί να επιβάλλει την χρήση του και έναν, από πλευράς
ανδρών, «μη διαπραγματεύσιμο σεβασμό» απέναντι στις γυναίκες. Κατά αντιστοιχία, τονίζει ότι η έννοια
του έμφυλου ψηφιακού χάσματος θα πρέπει να συνδέεται και με έναν αλφαβητισμό των νέων μέσων που

268
(2009), συνεπάγεται νέες ελευθερίες και νέες μορφές αυτορρύθμισης που περιπλέκουν
τις προσεγγίσεις για την παιδική και νεαρή ηλικία, την παραγωγή γνώσης και την σχέση
μεταξύ κοινωνικών προτύπων, μέσων μαζικής ενημέρωσης και σεξουαλικής
19
ατομικότητας .
Η δε διαμεσολάβηση των εννοιών του σεξ και της σεξουαλικότητας στους
έφηβους από επικρατούσες και βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές νόρμες για τις σχέσεις των
δύο φύλων και τη σεξουαλικότητα, μπορεί να καλλιεργήσει μη ασφαλείς σεξουαλικές
πρακτικές, ιδίως στα νεαρά αγόρια, διατηρώντας έτσι παράλληλα την πολιτισμική
υποτίμηση των γυναικών (Izugbara 2005) 20. Βέβαια, μέχρι την στιγμή που οι νέοι και οι
νέες έρχονται σε σεξουαλική επαφή φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν ένα μάλλον σημαντικό
έλλειμμα στη σεξουαλική τους διαπαιδαγώγηση21 - έλλειψη που πλέον ενδεικτική της
όψη, σύμφωνα με τον (Hardy 2004Α: 9), αποτελεί η διαφορά μεταξύ των φύλων στην
ικανότητα να αποδίδουν σεξουαλικά σενάρια λόγω της μεγαλύτερης και προηγούμενης
σεξουαλικής χρήσης πορνογραφικού υλικού από τους νεαρούς άνδρες. Γενικότερα,

αναδεικνύει τις γενικότερες οικονομικοπολιτικές και κοινωνικοπολιτισμικές διαφορές και το πώς αυτές
συνδέονται με την χρήση της τεχνολογίας.
19
Γενικότερα, η έρευνα γύρω από την κινητικότητα των νέων ανάμεσα στις διαφορετικές εκφράσεις των
ρόλων των δύο φύλων, τις σεξουαλικές προσδοκίες από τις σχέσεις τους και τις ετεροφυλοφιλικές
εμπειρίες τους, εντοπίζει την εμφάνιση «εναλλακτικών, μεταβατικών και ανθεκτικών» Λόγων της
σεξουαλικότητας (Maxwell 2007: 555).
20
Είναι ενδεικτική η περίπτωση μελέτης της Kidger (2005) για τη μάλλον μη εποικοδομητική χρήση των
νεαρών μητέρων στα προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης που φαίνεται ότι παρουσίαζαν τις
ιστορίες τους με έναν τρόπο που ταυτιζόταν με τα κυρίαρχα αρνητικά μηνύματα γύρω από την εφηβική
σεξουαλική συμπεριφορά, εγκυμοσύνη και μητρότητα.
21
Πρέπει να σημειωθεί ότι όταν η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση δεν λαμβάνει υπόψη της τις προτάσεις των
νέων και τις αντιλήψεις τους για τη σεξουαλικότητά τους, κινδυνεύει σοβαρά με την απεμπλοκή τους από
τα όποια μηνύματα της. Το δε περιεχόμενο τέτοιων δράσεων που δεν ασχολείται με τις ερωτήσεις και τα
θέματα που οι νέοι θεωρούν σημαντικά, αλλά και δεν αντιλαμβάνεται την ορολογία και τα νοήματα που
χρησιμοποιούν, θα πρέπει για την Allen (2008: 589) να απορριφθεί ως κάτι «άσχετο και περιττό». Για
παράδειγμα, στο έργο της Bogle (2008) για το hooking up αναδεικνύεται η δημιουργία και χρήση μιας
αφαιρετικής και ρευστής έννοιας που χρησιμοποιείται για την περιγραφή κάθε στενά ή μη σεξουαλικής
συνεύρεσης μεταξύ δύο νέων, και που περιλαμβάνει από ένα απλό φίλημα μέχρι ολοκληρωμένη
σεξουαλική επαφή. Στην ελληνική περίπτωση, ίσως η έννοια «φάση/φάσωμα» είναι αυτή που, σε κάποιο
βαθμό, χρησιμοποιείται από νεαρούς ανθρώπους για να αποδώσει ένα τέτοιο εύρος επαφών.

269
επιμέρους έρευνες έχουν αναδείξει μια ανησυχητική έλλειψη σεξουαλικής
υποκειμενικότητας στις έφηβες όπως αυτή φαίνεται να αναδεικνύεται από τη δηλούμενη
έλλειψη ευχαρίστησης και ελεύθερης βούλησης στη διαδικασία λήψης σεξουαλικών
αποφάσεων και προσωπικών σχέσεων (Schalet 2010: 304) 22. Ωστόσο, οι σεξουαλικές
υποκειμενικότητες των κοριτσιών ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό και οι σημαντικές
διαφορές στη σεξουαλική ιδιότητα του φορέα δράσης των νέων γυναικών και κοριτσιών
σε διαφορετικά κοινωνικά και εθνοτικά πλαίσια θα πρέπει να θεωρείται κάτι δεδομένο
(2010: 325).
Είναι στη βάση των παραπάνω προβληματισμών που μια ομάδα αυστραλών
ερευνητών από ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών κλάδων που εμπλέκονται στη μελέτη της
σεξουαλικής ανάπτυξη των παιδιών προσδιόρισαν τους βασικούς παράγοντες μιας υγιούς
σεξουαλικής ανάπτυξης (McKee κ.α. 2010: 16-8). Σύμφωνα με τους τελευταίους, αυτοί
είναι: 1) όχι ανεπιθύμητες σεξουαλικές δραστηριότητες, 2) κατανόηση της έννοιας της
συναίνεσης, εκπαίδευση σχετικά με βιολογικές πτυχές του ανθρώπινης σεξουαλικότητας,
3) κατανόηση της έννοιας της ασφάλειας στις σεξουαλικές σχέσεις, 4) ανάπτυξη
διαπροσωπικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων, 5) ανάπτυξη του ελέγχου του εαυτού
τους, δια βίου μάθηση, 6) ανθεκτικότητα απέναντι στις αρνητικές εμπειρίες, 7) ανοιχτή
επικοινωνία με τους ενήλικες, 8) η σεξουαλική ανάπτυξη δεν θα πρέπει να είναι
«επιθετική, καταναγκαστική ή περίλυπη», 9) αυτο-αποδοχή της σεξουαλικότητάς τους,
10) συνειδητοποίηση και αποδοχή ότι το σεξ είναι κάτι προς ευχαρίστηση και απόλαυση,
11) κατανόηση των γονικών και κοινωνιακών αξιών, 12) επίγνωση των ορίων ανάμεσα
στο ιδιωτικό και το δημόσιο, και 13) κατανόηση των διαστάσεων της διαμεσολαβημένης
σεξουαλικότητας.

2.2.3 Σεξ και σεξουαλική διαπαιδαγώγηση

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί και ο τρόπος που η Boynton (2009) αναδεικνύει
ένα «πλαίσιο παραπληροφόρησης» από συμβούλους σεξ που όλο και περισσότερο

22
Η Weekes (2006) διερευνά την αντίφαση οι έφηβες να είναι πολύ πιθανόν να εμπλακούν σε
«επικίνδυνες» σεξουαλικές συμπεριφορές ενώ ταυτόχρονα διατηρούν περισσότερο συντηρητικές απόψεις
για τη σεξουαλικότητα από πολλές άλλες κοινωνικές ομάδες.

270
σεξουαλικοποιούν και εμπορευματοποιούν τις συμβουλές γύρω από τα θέματα του σεξ,
τόσο για τους νέους ανθρώπους όσο και για αυτούς μεγαλύτερης ηλικίας. Στηλιτεύει το
γεγονός ότι μη έχοντες προσόντα και εξειδικευμένες γνώσεις σύμβουλοι εργάζονται
καταχρηστικά και εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, εστιάζοντας πολλές φορές τις
λύσεις είτε σε φαρμακευτικές ουσίες είτε σε εγχειρίδια αυτο-βοήθειας 23. Ιδιαίτερα
προβληματική αναδεικνύεται και η παρουσίασή τους μέσα από την τηλεόραση που
καθιστά το αντικείμενο «εξειδίκευσής» τους ένα εμπόρευμα προς πώληση, παρά το ότι
τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στο σύνολό τους μπορούν να προσφέρουν ένα χώρο για
δυνητικά προσβάσιμες και χρήσιμες πληροφορίες σεξουαλικής διασκέδασης, υγείας και
διαπαιδαγώγησης. Στην ίδια λογική και για την Meagan Tyler (2008), οι συγγραφείς των
βιβλίων αυτο-βοήθειας γύρω από το σεξ υιοθετούν συχνά μια ψευδο-φεμινιστική
γλώσσα που ισχυρίζονται ότι προβάλλει τα συμφέροντα των γυναικών, ενώ στην
πραγματικότητα όχι μόνο απέχει από την έμφαση στη γυναικεία ευχαρίστηση και
σεξουαλική χειραφέτηση, αλλά ουσιαστικά προωθεί τη σεξουαλική εξυπηρέτηση των
ανδρών από τις γυναίκες - προκρίνοντας συχνά μια πορνογραφική, σε ορισμένες
περιπτώσεις ακόμα και πορνική, αισθητική ως απαρέγκλιτο ιδανικό για να
ακολουθήσουν οι γυναίκες στις προσωπικές σχέσεις τους24.
Γενικότερα, γυναίκες ειδικές περί του σεξ (sexperts) ολοένα και εμφανίζονται
τόσο στο χώρο το διαδικτύου, όσο και στα παραδοσιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης
(Attwood 2009Β: 7). Η δε πλέον εμβληματική φιγούρα της σύνδεσης της σεξουαλικής
θεραπείας και συμβουλών με το χώρο της μαζικής επικοινωνίας και της διασκέδασης
είναι η διάσημη Ruth Westheimer, γνωστή κυρίως ως Dr. Ruth. Όπως αναφέρει και ο
Kammeyer (2008: 126-7), υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες που έχουν συμβάλλει
στην επιτυχία της Dr. Ruth πέρα από την σκληρή εργασία της και τη μονολογική
επικέντρωση στο σεξ. Ο αμερικανός μελετητής εστιάζει στη «φιγούρα της γιαγιάς» που
αποπνέει το παρουσιαστικό της, μια καθησυχαστική δηλαδή φιγούρα που,

23
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η Jackson (2005: 302), ίσως, αντί να είναι το επίκεντρο προσοχής
στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση οι νεαρές γυναίκες, θα έπρεπε να είναι οι εκπαιδευτές και οι σύμβουλοι.
24
Τα δε βίντεο οδηγιών για σεξ, όπως η περίπτωση των φιλμ με συμβουλές για τον πρωκτικό έρωτα που
μελετά η Carnes (2007), φαίνεται ότι θολώνουν τα όρια ανάμεσα στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και
στην εμπορικά προσανατολισμένη πορνογραφία.

271
συνεπικουρούμενη από την κεντροευρωπαϊκή προφορά της, καταφέρνει να μιλά στα
μέσα με έναν τρόπο που δύσκολα θα γίνονταν αποδεκτός σε άλλες περιπτώσεις.
Στην ελληνική πραγματικότητα κυριαρχεί η αντίστοιχη περίπτωση του γνωστού
σεξολόγου Θάνου Ασκητή που μέσα από εκπομπές του στη δημόσια τηλεόραση και
συνεχείς εμφανίσεις σε ψυχαγωγικές εκπομπές σε όλες τις ζώνες τηλεθέασης, κατόρθωσε
να συνδέσει το όνομά του με την ανοιχτή, «ακομπλεξάριστη» δημόσια συζήτηση για το
σεξ25. Αντίστοιχα με την Dr. Ruth, και στην περίπτωση του Θάνου Ασκητή ο νηφάλιος
λόγος συνδυασμένος με το μειλίχιο προσωπικό στυλ και την αυθεντία του γιατρού με
διδακτορικές σπουδές, του επέτρεψαν να υπερβεί τα υποτιθέμενα όρια της όποιας
πολιτικής ορθότητας και των όποιων ταμπού στον ελληνικό δημόσιο διάλογο 26. Η
περίπτωση δηλαδή Ασκητή είναι χαρακτηριστική, κυρίως υπό το πρίσμα του ότι
απουσιάζει τόσο ένας ευρύτερος δημόσιος διάλογος στην ελληνική κοινωνία όσο και μια
πιο συγκροτημένη προσπάθεια για, κρατικές ή μη, δράσεις ενημερωτικού και
εκπαιδευτικού χαρακτήρα για τα εν λόγω θέματα 27.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που αρκετοί σκεπτικιστές ανησυχούν ότι αν οι
πνευματικοί άνθρωποι, οι διανοούμενοι και οι ειδικοί δεν επικοινωνούν στους πολίτες
μια αξιολογική αποτίμηση όψεων της κυρίαρχης κουλτούρας, τότε οι κοινωνίες
ολισθαίνουν σε ένα συνολικό σχετικισμού του τύπου «όλα παίζουν» (anything goes) και
«όλα έχουν την ίδια αξία» (everything is equally valuable). Όμως ο McKee (2007Β: 204)
θεωρεί ότι εντός των κοινοτήτων κατανάλωσης, είναι οι δαήμονες λάτρεις (connoisseurs)
κάθε προϊόντος, υπηρεσίας και δράσης που είναι πραγματικά σε θέση να εξηγήσουν

25
Θα πρέπει να αναφερθεί και η περίπτωση της δημοσιογράφου και συγγραφέα Ειρήνη Χειρδάρη που έχει
εσχάτως κάνει αισθητή την παρουσία της ως σύμβουλος σεξ και σχέσεων μέσα από εμφανίσεις σε
τηλεοπτικές εκπομπές και την αντίστοιχου προσανατολισμού ιστοσελίδα που διατηρεί. Θα μπορούσε,
μάλιστα, να ειπωθεί ότι η κριτική που ασκεί η Meagan Tyler (2008) στους συγγραφείς βιβλίων αυτο-
βοήθειας γύρω από το σεξ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αφορά και την περίπτωση της Χειρδάρη.
26
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η DeGenevieve (2007: 237), η πολιτική ορθότητα έχει γίνει μια
«πνευματική φυλακή» εντός της οποίας μόνο ένας εξαιρετικά περιορισμένος διάλογος, συνήθως μέσω
ακαδημαϊκών μονολόγων, μπορεί να λάβει χώρα.
27
Υπάρχουν, μάλισταμ και περιπτώσεις που έχουν διεξαχθεί καμπάνιες ενταγμένες σε ευρύτερες πολιτικές
για την αναζωογόνηση της σεξουαλικής ζωής ορισμένων κοινωνιών, όπως με την περίπτωση της
κυβέρνησης της Σιγκαπούρης (Tan 2003).

272
λεπτομερώς επιμέρους παραδείγματα τα οποία θεωρούν ότι είναι καλύτερα από άλλα. Σε
κάθε περίπτωση πάντως, είναι σαφές ότι ένα κομμάτι σεξουαλικής γνώσης η οποία
συνέδεσε τη θεραπευτική και τη σεξουαλική ενημέρωση με ένα «νέο ήθος» lifestyle
πορνογραφίας, διαμορφώθηκε εν μέρει και μέσω της παρατεταμένης σε διάρκεια
διαδικασίας συμβιβασμού (compromise) ανάμεσα στις γνώμες των «ειδικών» και τη
λογική της αγοράς και του καταναλωτισμού (Cocks 2004: 484).
Είναι σε αυτό το πλαίσιο σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης που ο Friedland (2010)
τονίζει ότι ενώ το σεξ για την καινούρια γενιά είναι κάτι συνηθισμένο και οικείο, η
αγάπη είναι κάτι «αβέβαιο, τρομακτικό, ενίοτε ακατόρθωτο» για κάποιους, ακόμα και
μια μυθοπλασία που απευθύνεται «αποκλειστικά» στις γυναίκες και στα νεαρά κορίτσια
για κάποιους άλλους. Στην ίδια λογική, η έρευνα της Allen (2003: 231) καταδείκνυε ότι
η ιδέα ότι οι νέες γυναίκες θέλουν μόνο αγάπη από τις σχέσεις τους και ότι οι νέοι άνδρες
προτιμούν το σεξ είναι ξεπερασμένη, και ότι τέτοιες αντιλήψεις όχι μόνο δεν κατανοούν
την πολυπλοκότητα της κατάστασης των σύγχρονων προσωπικών σχέσεων και του
σεξουαλικού εαυτού, αλλά και αποσυνδέουν εμμέσως τις γυναίκες από το σεξ ως
επιλογή αυτή καθαυτή28. Είναι δηλαδή η σωματική πράξη του σεξ που συνιστά από μόνη
της ένα σεξουαλικό Λόγο για τις γυναίκες γεμάτο νοήματα που προκύπτουν από συνεχή
διαπραγμάτευση με τον ερωτικό σύντροφο στο πλαίσιο της σύναψης προσωπικών,
ερωτικών και σεξουαλικών σχέσεων. Ως εκ τούτου, οι γυναίκες που μελετούν οι Bryant
και Schofield (2010: 331) δεν αισθάνονται οι ίδιες κομμάτι ενός Λόγου, αλλά «αυτο-
ανακλαστικοί φορείς δράσης» που αλληλεπιδρούν με τον ισχύοντα και κυρίαρχο
σεξουαλικό Λόγο κατά την πραγματοποίηση των δικών τους σεξουαλικών
υποκειμενικοτήτων29.

28
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το ειδύλλιο ως μορφή αντίληψης των ερωτικών σχέσεων μπορεί να δίνει
ένα νόημα και πνοή στο σεξ που θα πρέπει να αναγνωριστεί στην ασφαλή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση,
αλλά είναι και απαραίτητο να αποφεύγεται και μια περαιτέρω δυσφήμηση και περιθωριοποίηση των
ανησυχιών περί των σεξουαλικών εμπειριών ως αποτέλεσμα της προώθησης της ασφαλούς σεξουαλικής
διαπαιδαγώγησης (Warr 2001: 251).
29
Στην ίδια λογική και η έρευνα των Romo κ.α. (2009: 370) που δείχνει ότι οι νεαρές γυναίκες με λιγότερο
παραδοσιακές απόψεις και Λόγους είναι πιο ανοικτές σε σποραδικές και περιστασιακές σχέσεις. Για μια δε
από τις συμμετέχουσες στην έρευνα των Bryant και Schofield (2010: 334-6), η κατασκευή της
σεξουαλικής της ταυτότητας είναι πάντα και απαραίτητα σχεσιακή. Αντιλαμβάνεται τη σεξουαλική

273
Στη βάση αυτή, η απαίτηση για σεξουαλική αυτονομία είναι για τις γυναίκες μια,
σε τελευταία ανάλυση, απαίτηση και για μια συνολική προσωπική χειραφέτηση,
αυτονομία και υποκειμενικότητα. Υπό αυτή την έννοια, η σεξουαλικότητα είναι μια
μετωνυμία για το δικαίωμα στην αυτόνομη και αυτόβουλη ανάπτυξη της
προσωπικότητας (Juhasz 1999: 333-4)30. Από την άλλη βέβαια, δεν θα πρέπει να
παραβλέπεται ότι η σεξουαλικότητα ως κομμάτι του εαυτού ανήκει στην πλευρά εκείνων
των χαρακτηριστικών που μπορούν να οδηγήσουν στη «διάλυσή» του και στην
αποσταθεροποίηση των ορίων της συμπεριφοράς του (Tambling 2002: 117). Δεν είναι
ποτέ μια sui generis διάσταση, αλλά μια, σε κάθε έκφανσή της, ενσωματωμένη στα
συστήματα των σημαινόντων και των νοημάτων διάσταση που υπερβαίνει τα απλοϊκά
νοούμενα «βιολογικά γεγονότα», καθιστώντας την έτσι ασαφή και βαθιά μυσταγωγική
(Plummer 2003: 275). Με όρους Giddens (1992), αποτελεί το αναστοχαστικό επίτευγμα
της διαπραγμάτευσης του ερωτισμού με τον εαυτό στο πλαίσιο των ερωτικών και
προσωπικών σχέσεων - με τον εαυτό εδώ να αποτελεί το ευρύτερο αναστοχαστικό σχέδιο
του σύγχρονου ανθρώπου ως μια διαρκής διερεύνηση παρελθόντος, παρόντος και
μέλλοντος.

υποκειμενικότητά της μόνο μέσα από τις σεξουαλικές, και άρα ενσώματες, επαφές και δεσμεύσεις με τους
εκάστοτε συντρόφους της. Οι πολλές δηλαδή σεξουαλικές εμπειρίες χρησιμοποιούνται εργαλειακά μέσω
της σύγκρισης των εραστών ως όχημα μιας αναστοχαστικής διαδικασίας όπου η συμμετέχουσα καταλήγει
στο τί της αρέσει σε κάθε ερωτικό σύντροφο πέρα από τα φυσικά χαρακτηριστικά του και τις ερωτικές
ικανότητες και δεξιότητές του. Για τους εν λόγω ερευνητές, αυτή είναι μια διαδικασία που εξ ορισμού
αναδεικνύει τις ιδιότητες φορέα δράσης που ενέχει η χειραφετημένη αναζήτηση σεξουαλικών συντρόφων
(2010: 336). Αποφεύγουν όμως να ασκήσουν κριτική στην ιδιότυπη «τυραννία των επιλογών» που αναδύει
η ατέρμονη, μονοσήμαντη και μαξιμαλιστική αναζήτηση συντρόφου. Γενικότερα σε αυτό το κείμενο,
ενδέχεται να γίνεται μια κατάχρηση της έννοιας του φορέα δράσης στην οποία παραβλέπονται οι
κοινωνικές δομές και ο κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων ως παράγοντας διαμόρφωσης του πλαισίου
δράσης ενός δρώντος υποκειμένου.
30
Πρόκειται με άλλα λόγια για αυτό που η Maciel (1998: 396) ονομάζει μετα-ουτοπικό ουτοπισμό (post-
utopian utopianism), το ατομικό δικαίωμα δηλαδή στην ελευθερία των αισθήσεων και της φαντασίας ως
απαραίτητη εγγύηση για την επιβίωση της ανθρωπότητας, με την έννοια μιας ερωτικής αναμόρφωσης της
κοινωνίας που βασίζεται στην αποκατάσταση της ιδέας της αγάπης. Όπως έχει τονίσει και με άλλα λόγια ο
Giddens (1992: 235), «αυτός που μιλάει για σεξουαλική χειραφέτηση, μιλάει για σεξουαλική δημοκρατία».

274
2.2.4 Έρωτας, σχέση και ζήλεια

Σε συνέχεια των παραπάνω, «τυπικά ιδανική» ερωτική πραγματικότητα νοείται μια


πραγματικότητα στην οποία όλα συνωμοτούν για να παρέχουν στους εραστές όλο και
περισσότερο ευχαρίστηση, μέχρι να μην μπορούν να λάβουν ή να δώσουν τίποτα
περισσότερο - οπότε έχοντας ζήσει εντός αυτής της πραγματικότητας να μπορούν να
επιστρέψουν στην καθημερινή ζωή γεμάτοι με αναμνήσεις από μια γεύση όχι μόνο ενός
κόσμου απαλλαγμένου από απογοητεύσεις, εκνευρισμούς, ταπεινώσεις και βάσανα, αλλά
και ενός που ξεχειλίζει από πολύμορφες χαρές και απολαύσεις, έναν επίγειο δηλαδή
παράδεισο συναισθημάτων έρωτα και αγάπης (Weitman 1998: 79). Αυτή η κίνηση από
το ερωτικό συναίσθημα στην αγάπη, η οποία γίνεται αντιληπτή ως ένα απαραίτητο
κομμάτι για την ολοκλήρωση του ατόμου, ενισχύεται με την ανάπτυξη της φιλοσοφίας
της αγάπης, που ως πεδίο και συζήτηση προκύπτει μόνο ως αποτέλεσμα μιας σειράς
κοινωνικών, πνευματικών και ηθικών συνθηκών (Featherstone 1998: 2) 31. Η δε
σύγχρονη, νεωτερικού τύπου αγάπη ως έννοια σε αυτό το πλαίσιο συνδέεται και με τη
μετάβαση στην ατομική επιλογή των συντρόφων και, ως εκ τούτου, με τη βελτίωση της
κατάστασης των γυναικών, με την έννοια της αναγνώρισης ιδιοτήτων φορέας δράσης σε
ένα πλαίσιο χειραφετικών και αυτόνομων αποφάσεων και επιλογών (Simmel 1895,
Frisby 1998: 280)32.

31
Η Evans (1998: 265) ισχυρίζεται ότι μολονότι υπήρξε μια γοητεία με τη ρομαντική αγάπη στην Δύση,
εντούτοις αυτή είχε γενικά μια αρνητική απεικόνιση από τους μυθιστοριογράφους. Η ιστορία, δηλαδή, της
αγάπης στη μετα-Διαφωτισμού Ευρώπη υπήρξε ένα αντικείμενο αμφισβήτησης. Από τη μια να θεωρείται
ως κάτι παράλογο που σχετίζεται με τις κατώτερες τάξεις και οδηγεί σε μια «θηλυκοποίηση» των ανδρών,
και από την άλλη η αναγνώρισή της να έχει συνδεθεί με την «εξημέρωση» των ανδρών και την επίτευξη
της αυτονομίας και της ιδιότητας του πολίτη για τις γυναίκες. Βέβαια, μερικές φορές η ιδέα της αγάπης, σε
οποιαδήποτε έκφανσή της και με οποιαδήποτε εκδήλωσή της, μπορεί να γίνει μια ισχυρή ιδεολογία που
δεσπόζει σε μια κοινωνία (Featherstone 1998: 2). Για παράδειγμα, έχει στηλιτευθεί η σύγχρονη κουλτούρα
της συντροφολαγνείας που πριμοδοτεί τις σχέσεις ζευγαριών, στιγματίζοντας ταυτόχρονα τα άτομα που
επιλέγουν το διαφορετικό δρόμο να είναι μόνοι (Budgeon 2008).
32
Για τον Lindholm (1998), η εστίαση στη νεωτερικότητα εμπεριέχει τον κίνδυνο ότι οι προνεωτερικές
κοινωνίες τίθενται κάτω από την ίδια ομοιογενή κατηγορία της παράδοσης, όμως είναι δυνατό να βρεθούν
αντιστοιχίες μεταξύ της δυτικού, νεωτερικού τύπου ρομαντικής αγάπης και αυτής των παλαιότερων, μη
διαφοροποιημένων κοινωνιών.

275
Βέβαια, στο μεταμοντέρνο ειδύλλιο δεν υπάρχει πια η δια βίου ρομαντική
αφήγηση επί τη βάσει των συναισθημάτων της αγάπης, παρά έχει συμπιεστεί στη
σύντομη και επαναλαμβανόμενη μορφή της σχέσης (affair). Ως σχέση εδώ μπορεί να
θεωρηθεί μια μεταμοντέρνα έκφραση της έντασης ή της εμπειρίας των καθαρών
αισθήσεων, της επιθυμίας και των απολαύσεων, χωρίς όμως τη μεσολάβηση του Λόγου,
της γλώσσας ή μιας αφήγησης του εαυτού (Illouz 1998: 175-6). Όπως αναφέρει και ο
Giddens (1992: 89), ο όρος «σχέση» ως ένας στενός και διαρκής συναισθηματικός
δεσμός με κάποιον είναι μια πρόσφατη έννοια στη λαϊκή κουλτούρα. Είναι, με άλλα
λόγια, στο πλαίσιο του ατομικισμού που το ανθρώπινο δέσιμο είναι δύσκολο να
κατανοηθεί, για αυτό και τα τελευταία χρόνια η τάση είναι να αναχθεί η αγάπη είτε στη
σεξουαλική ηδονιστική επιθυμία είτε στη μαζοχιστική αυτοθυσία (Whitbeck 1984: 395).
Με όρους Giddens (1986: 155-6), «η εμφάνιση του συναισθηματικού ατομισμού έχει
συνυφανθεί με τη σύνδεση της σεξουαλικότητας με την ολοκλήρωση του ατόμου […]
είναι ένα γνώρισμα του σύγχρονου καπιταλισμού». Όπως θα πρόσθετε και ο Bauman
(2003: 139), «στην καλύτερη περίπτωση, οι άλλοι αξιολογούνται ως σύντροφοι στη
βαθιά μοναχική δραστηριότητα της κατανάλωσης».
Σύμφωνα μάλιστα με το διάσημο πολωνό διανοητή, «η ξαφνική αφθονία και η
φαινομενική διαθεσιμότητα των “ερωτικών εμπειριών” ενδέχεται να - και όντως, τρέφει
την πεποίθηση ότι ο έρωτας (να ερωτεύεσαι, να επιδίδεσαι στο κυνήγι του έρωτα) είναι
δεξιότητα που μαθαίνεται και ότι η αντίστοιχη επιδεξιότητα αναπτύσσεται ευθέως
ανάλογα προς τον αριθμό των πειραμάτων και τη συχνότητα της άσκησης» (2003: 25-6).
Σε αυτό το πλαίσιο για τον Giddens (1990: 142), προοδευτική διέξοδο στην
«αποστέωση» της προσωπικής ζωής που στερείται πλέον σταθερών σημείων αναφοράς»
συνιστά η μεταμόρφωση των σχέσεων οικειότητας σε «καθαρές σχέσεις». Πρόκειται για
ένα πρόταγμα που περιλαμβάνει την ανάπτυξη της ισότητας και της αυτοδιάθεσης στις
προσωπικές σχέσεις με βασικούς άξονες την αυτονομία, το σεβασμό, την επικοινωνία, τη
διαπραγμάτευση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων καθώς και την καλλιέργεια της
υπευθυνότητας, της λογοδοσίας και της εμπιστοσύνης 33. Μια «πραγματικά» δηλαδή

33
Ειδικά η εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη για την σταθερότητα και την ανάπτυξη των σχέσεών,
επιτρέποντας την ανάληψη του ρίσκου της εξάρτησης, με την οποία έρχεται εν συνεχεία η δέσμευση, που

276
οικεία σχέση περιλαμβάνει σύμφωνα με τη γενικότερη αυτή συλλογιστική αμοιβαίες
γνωστοποιήσεις, την ανταπόκριση στις ανάγκες του συντρόφου, την αμοιβαία αποδοχή
και το σεβασμό, καθώς και μια ισορροπία μεταξύ αυτοτέλειας και συναισθηματικής
εγγύτητας (Årseth κ.α. 2009: 698)34. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Giddens (1992: 76),
«το να κερδίσεις την καρδιά του άλλου είναι στην πραγματικότητα μια διαδικασία
δημιουργίας μιας αμοιβαίας βιογραφικής αφήγησης»35.
Βέβαια, το να ερωτευτείς κάποιον είναι μια σύνθετη διαδικασία που μπορεί να
συμβεί γρήγορα και απότομα ή σταδιακά και ήρεμα. Η επιστημονική έρευνα εδώ δείχνει
ότι η κουλτούρα είναι ένας παράγοντας που φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο
στη διαμόρφωση της ανάκλησης ερωτικών εμπειριών. Ενώ δηλαδή παρατηρείται μια
υπέρβαση στον χρόνο και το χώρο, ο κοινωνικός και πολιτισμικός κόσμος στον οποίο
λαμβάνει χώρα το να ερωτευθείς κάποιον παρέχει το πλαίσιο που καθιστά αυτή την
οικουμενική εμπειρία «κάτι με πολλές και ξεχωριστές αποχρώσεις» (Riela κ.α. 2010:
491)36. Η δε έρευνα των Woodward, Findlay και Moore (2009) δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα

με τη σειρά της προωθεί και μια προθυμία να συγχωρούν οι άνθρωποι τους συντρόφους τους (Wieselquist
2009: 545-6).
34
Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και η αμοιβαιότητα προκρίνεται ως μια βασική αρχή της ισότητας των
σχέσεων και συνήθως απεικονίζεται ως κάτι θετικό στις ετεροφυλικές προσωπικές και σεξουαλικές
σχέσεις, εντούτοις όψεις της, όπως για παράδειγμα ο οργασμός και για τους δύο συντρόφους, μπορεί εν
τέλει να μην είναι τόσο απελευθερωτικές όσο αρχικά φαίνονται, αλλά να κρύβουν, ιδίως για τις γυναίκες,
μια ιδιόμορφη υπονόμευση της έννοιας της «επιλογής» και της «ελευθερίας» (Braun, Gavey και
McPhillips 2003).
35
Σύμφωνα με το διάσημο βρετανό κοινωνιολόγο, στις υστερο-νεωτερικές συνθήκες το άτομο καλείται
διαρκώς να διαπραγματεύεται την αφήγηση της ζωής του και να προσαρμόζει συνεχώς τις πρακτικές του,
όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι διαδικασίες αυτοπραγμάτωσης δεν είναι πολύ συχνά «μερικές και
περιορισμένες» (Giddens 1992: 111).
36
Για παράδειγμα, τα συμπεράσματα της έρευνας του Nehring (2009) ανέδειξαν ότι η αλλαγή των
πολιτισμικών προτύπων οικειότητας και σεξουαλικότητας στις δυτικές κοινωνίες δεν είναι αυτονόητο ότι
ισχύουν παντού, οπότε και η διερεύνηση άλλων κοινωνικών πλαισίων καθίσταται επιτακτική ανάγκη για
την κατανόηση αυτών των μετασχηματισμών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης του,
η κατανόηση του εκσυγχρονισμού/νεωτερίκευσης των ερωτικών σχέσεων στο Μεξικό είναι μια μη-
γραμμική και πολυπολική διαδικασία που δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε μονολογικές εστιάσεις (2009: 52).
Για όψεις της σχέσης τοπικού και παγκόσμιου στην ανάλυση της κατασκευής του εαυτού, των
προσωπικών σχέσεων και των σεξουαλικοτήτων, βλ. Epstein και Renold 2005, Moskowitz 2008.

277
στις «κορυφαίες εμπειρίες» (peak experiences), σεξουαλικές ή μη, των ερωτικών
σχέσεων οικειότητας37. Στο βαθμό όμως που οι κορυφαίες εμπειρίες κινούνται εκτός
προσωπικών σχέσεων που χαρακτηρίζονται από τη διάθεση δέσμευσης και αφορούν
περιστασιακές συνευρέσεις, τότε είναι ανοιχτό το ζήτημα του κατά πόσο επηρεάζουν τις
ρομαντικές σχέσεις στον άξονα του ερωτικού πάθους και της ζήλειας - μια ερώτηση που
η απάντησή της φαίνεται να έχει «αφεθεί» σε σημαντικό βαθμό στα χέρια της
λογοτεχνίας, του κινηματογράφου38, της τηλεοπτικής μυθοπλασίας και, σε ορισμένες
όψεις, της πορνογραφίας39. Υπάρχουν, μάλιστα, έρευνες που δείχνουν ότι οι άνδρες είναι
πιο ζηλιάρηδες σε ενδείξεις σεξουαλικής απιστίας του συντρόφου τους, ενώ οι γυναίκες
φαίνεται να εκφράζουν περισσότερη ζήλεια για τις ενδείξεις συναισθηματικής απιστίας
του συντρόφου τους από ό,τι για τις περιπτώσεις σεξουαλικής απιστίας (Groothof,
Dijkstra και Barelds 2009: 1120)40.
Αν πάντως υπάρχει μια φιγούρα που το όνομα της έχει συνδεθεί με τα
καταστροφικά αποτελέσματα της ζήλειας, ένα μοντέλο του εξαιρετικά επίμονου μύθου
της θηλυκότητας ως μια κατάσταση αναπόφευκτων δεινών και βασάνων, αυτή είναι η
Πριγκίπισσα Diana, της οποίας ο θάνατος αποτυπώθηκε πολλές φορές ως ένας
«θρίαμβος» μιας γυναίκας που πηγαίνει επιτέλους στον παράδεισο, παρά μια τραγωδία
(Attwood 1999: 315). Υπό αυτή την έννοια, η περίπτωσή της για την Attwood (1999:
318) προσιδιάζει στο βίο μιας «Αγίας» όπου ο αγώνας για πνευματική αγάπη δικαιώνεται

37
Η έννοια του έρωτα και των εξατομικευμένων και ξεχωριστών ερωτικών περιπτώσεων αποτελούσε
σημαντικό κομμάτι αναζήτησης και συζήτησης ακόμα και για τους κλασσικούς στοχαστές, όπως δείχνει
και η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση του Max Weber που παραθέτουν οι Whimster και Heuer (1998).
38
Για παράδειγμα, οριζόμενη σε ετεροκανονικά πλαίσια η αγάπη της χολυγουντιανής ιστορίας, τόσο ως
επιδίωξη του έρωτα μέσα από πολυάριθμα εμπόδια όσο και ως λύση στην οποία διευκρινίζονται όλες οι
παρεξηγήσεις, είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η κινηματογραφική βιομηχανία (Smith, G. 2009: 226). Αυτό
δεν σημαίνει, βέβαια, πως στο σύγχρονο κινηματογράφο δεν παρουσιάζονται επίμαχες όψεις της
σεξουαλικότητας και των προσωπικών σχέσεων με διφορούμενους και αμφίθυμους τρόπους (Bell 2008).
39
Η πορνογραφία προέκυψε ως συστατικό στοιχείο των ιστοριών αγάπης μέσα σε δείγμα της έρευνας των
Jackson κ.α. (2006: 461) σε ζευγάρια αμερικάνων και κινέζων, γεγονός που υποδηλώνει ότι ένα κομμάτι
της αντίληψης περί αγάπης, σε διαφορετικούς μάλιστα πολιτισμούς, είναι η σεξουαλική διέγερση που
μπορεί να εκφράζεται και μέσω «μη αναμενόμενων» τρόπων.
40
Με αφορμή το θέμα της ζήλειας, για το ζήτημα της εκδίκησης στις προσωπικές σχέσεις, βλ. Boon,
Deveau και Alibhai 2009.

278
μέσα από τα βάσανα και τη θυσία της. Υπάρχει δηλαδή μια ακόμα εκδοχή της «ίδιας
παλιάς ιστορίας» όπου το αίσιο τέλος στους μύθους περί γυναικών συνδέεται μόνο με
την ευτυχία στην επόμενη ζωή σε αντίθεση με τα πάθη της επίγειας. Όπως έλεγε
χαρακτηριστικά και η Andrea Dworkin (1981: 117-8), η εξιδανίκευση της αξίας της
γυναικείας ομορφιάς στην ανδρική κουλτούρα δεν γνωρίζει παρά ένα όριο, το θάνατο ή
τον ακρωτηριασμό - οπότε υπό αυτή την έννοια η ομορφιά βρίσκει πάντα το νόημά της
στην σφαίρα της κακοποίησης ή του θανάτου. H ιστορία δηλαδή της Diana αναπαράγει
κατά αυτό τον τρόπο τις μυθοπλασίες για τις γυναίκες ως «άγιες, αγγέλους, θυσίες και
βραβεία» (Attwood 1999: 321). Με άλλα λόγια, η περίπτωσή της αποτελεί ένα ακόμα
παράδειγμα όπου μια ιστορία γυναίκας ως σενάριο ζωής δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια
«αρσενική εκδοχή των γεγονότων, “η ιστορία του”», όπου παρά το γεγονός ότι
παρουσιάζονται ως ιστορίες γυναικών δεν προέρχονται και δεν συμπεριλαμβάνουν μια
«γυναικεία ματιά» (1999: 314)41.

2.2.5 Η σεξουαλικότητα ως αφήγηση

Το ζήτημα της «ανδρικής» ή «γυναικείας» αφήγησης του κόσμου είναι βέβαια


γενικότερο. Η MacKinnon (2002), για παράδειγμα, σχολιάζοντας τα γεγονότα της 11ης
Σεπτεμβρίου τόνιζε ότι αν και τα θύματα ήταν ανεξαιρέτως φύλου, εντούτοις από τη
μεριά των δραστών διακρίνεται ένας μισογυνικός εξτρεμισμός που με το προκάλυμμα
της θρησκείας έχει υποτάξει για χρόνια τις γυναίκες. Με αφορμή, λοιπόν, τη συζήτηση
γύρω από την τρομοκρατία ως ένα δυνητικό φόβο που δεν επιτρέπει τους πολίτες του
δυτικού κόσμου να ζήσουν ελεύθερα και ανεμπόδιστα, αναρωτιόταν αν θα πρέπει η
έννοια της τρομοκρατίας να συμπεριλάβει και την καθημερινή ζωή των γυναικών που
υφίστανται πιέσεις και διακρίσεις από παντού (2002: 8)42. Γενικότερα, όπως δείχνει και η

41
Η Πριγκίπισσα Diana, παρά το ότι ως πρόσωπο παρέμενε μέσα σε μια αυστηρά πατριαρχική τάξη,
πρόσφερε πολλαπλές δυνατότητες για ομοφυλοφιλικές ταυτίσεις, με την έννοια ότι από τη μια είχε την
ικανότητα να παρουσιάζεται μόνιμα «άψογη, γοητευτική και βασιλική», αλλά από την άλλη όλο και
περισσότερο συσχετιζόταν με τις έννοιες της θλίψης και της απόρριψης (Brunt 1999: 281).
42
Βεβαίως, αν και η λογική της MacKinnon δεν εντάσσεται στην παρακάτω αιτίαση, αξίζει στο σημείο
αυτό να ασκηθεί κριτική στην παραγωγή ενός εθνικιστικού φεμινισμού στην κυρίαρχη αμερικανική

279
μελέτη του Niehaus (2000: 390), η σεξουαλικότητα ως μορφή ανδρικής αφήγησης
φαίνεται να χαρακτηρίζει ακόμα και μη πρόδηλα συνδεδεμένες περιπτώσεις, όπως ένας
απελευθερωτικός αγώνας43. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια διάχυτη κριτική στη βάση
κυρίως ότι είναι ο εξαστισμένος άνδρας που αποτελεί το βασικό και κυρίαρχο οργανωτή
και αξιολογητή της σεξουαλικότητας (Λάζος 1996), ότι δηλαδή η ανδροκεντρική
προσέγγιση τόσο στην περιγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας όσο και στα
σεξουαλικά ζητήματα είναι κυρίαρχη.
Για παράδειγμα και αναφορικά με το τελευταίο, η Russo (1987) θεωρεί ότι τα
επιχειρήματα γύρω από το σεξουαλικό ζήτημα περιστρέφονται βασικά γύρω από δύο
θέσεις - την αποικιοποίηση και θυματοποίηση των γυναικών από τη μια, και τη
σεξουαλική καταπίεση και παθητικότητα από την άλλη. Αποτέλεσμα αυτών των όρων
συζήτησης είναι και στις δύο περιπτώσεις η ανάδειξη της διχοτομικής τυπολογίας των
γυναικών σε «είτε παρθένες είτε πόρνες»44. Στην ίδια λογική και η Clarissa Smith (1999:
181) τονίζει ότι τα επιχειρήματα στις συζητήσεις γύρω από τη γυναικεία σεξουαλικότητα
και το τί συνιστά ρητά σεξουαλικό υλικό βασίζονται πολλές φορές πάνω στην έννοια του
«καλού και εκλεπτυσμένου γούστου», αλλά και στο τί αποτελεί μια «αποδεκτή

κουλτούρα μέσω μιας αντίστιξης του «δυτικού πολιτισμένου υποκειμένου» από τη μια, και των «φυλετικά
σεξουαλικοποιημένων άλλων» από την άλλη(Cohler 2006: 246).
43
Στο The Stalags, για παράδειγμα, μια σειρά φαντασίας που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960
στο Ισραήλ και απεικόνιζε σαδομαζοχιστικά σενάρια μεταξύ γυναικών από τις τάξεις του γερμανικού
στρατού και στρατιωτών από τις συμμαχικές δυνάμεις, παρά το ότι στο σύνολό τους οι σκηνές σεξ σπάνια
ήταν ρητές, εντούτοις ως δείγμα λαϊκής κουλτούρας αποτύπωνε με ιδιαίτερα ζωώδεις μεταφορές την
επιθυμία για σεξουαλική επαφή (Pinchevski και Brand 2007: 396). Έτσι, η σειρά μαρτυρά την
εκκολαπτόμενη συνείδηση του Ολοκαυτώματος σε μια μεταβατική περίοδο στην ιστορία του Ισραήλ που
μια γενιά τεκμηριώνει γραπτώς και με τον τρόπο της το ανείπωτο τραύμα της, ενώ η επόμενη την
ενσωματώνει στη φαντασία της αναδεικνύοντας έτσι τις σύνθετες διαδικασίες άρθρωσης του συλλογικού
τραύματος του πολέμου με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα (2007: 403). Γενικότερα, πάντως, ο συνήθης
αποκλεισμός των γυναικών από την κατασκευή των αφηγήσεων του πολέμου συνιστά μια διάθεση να τους
αποδοθεί ένας μάλλον παθητικός και όχι ενεργός ρόλος (Huston 1982).
44
Η αναπαράσταση της γυναίκας ως πόρνη και ως σεξουαλικό αντικείμενο έχει και μια επιπλέον σημασία
αφού δομεί μια συγκεκριμένη σύμβαση περί της γυναίκας ως «όμορφο αντικείμενο εγνωσμένης αξίας»
(Attwood 2002A: 99).

280
κοινωνικά γυναικεία συμπεριφορά»45. Αυτά τα επιχειρήματα όμως ανάγονται στο τέλος
σε μια διχοτομική προσέγγιση που κατηγοριοποιεί τις γυναίκες ανάλογα με την
«ομορφιά» τους46, την ηλικία τους και τις ιστορικοκοινωνικά θεμελιωμένες διχοτομίες
μεταξύ καλού-κακού, υψηλού-χαμηλού, Παναγίας/πόρνης - παράλληλα με μια
ταυτόχρονη σύνδεση του «καλού» με την αστική, μη-σεξουαλική γυναίκα και του
«κακού» με την κατώτερων στρωμάτων και τάξεων «αδελφή» της 47. Από την άλλη
μεριά, έχει ενδιαφέρον και η άποψη της Attwood (2002Α: 99) ότι στο σύγχρονο πλαίσιο
της σεξουαλικοποίησης, η απαλοιφή των διαφορών μεταξύ «καλών και κακών»
γυναικών μετατρέπει, κατά ένα πάνω-κάτω αυτόματο και υπερβατικό τρόπο, όλες τις
γυναίκες σε σεξουαλικό θέαμα και διαλύει κάθε κοινωνική σύμβαση και δέσμευση με
όχημα το σεξ.

2.2.6 Οι νέες θηλυκότητες

Το όλο ζήτημα της σεξουαλικότητας και των σχέσεων οικειότητας περιπλέκεται ακόμα
περισσότερο με την ανάδυση των νέων θηλυκοτήτων που εγγράφονται στο ευρύτερο
πλαίσιο των κοινωνιών της εξατομίκευσης και διακινδύνευσης στην ύστερη
νεωτερικότητα (Gill και Scharff 2011: 8). Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η περίπτωση
της «ανυπότακτης γυναίκας» (unruly woman), μιας γυναίκας συνήθως ανδρογυνικής
εμφάνισης που χαρακτηρίζεται από αυτοπεποίθηση, δύναμη στο λόγο, έλεγχο πάνω
στους άλλους σε συζητήσεις και κυριαρχία ή απόπειρα κυριαρχίας στους άνδρες (Rowe
1995 όπως αναφέρεται στο Padva 2006: 25) - μια περίπτωση που είθισται στο πλαίσιο
της πορνογραφικοποιημένης γλώσσας να αποδίδεται και ως cougar48. Προς μια αντίθετη

45
Για το φόβο της γυναικείας σεξουαλικότητας ιδωμένο περιπτωσιολογικά, βλ. Pryke 2001.
46
Η δε φιγούρα της μη γοητευτικής γυναίκας που επιθυμεί τη σεξουαλική επαφή αποτελεί μια από τις
πλέον δυσφημισμένες στη λαϊκή/δημοφιλή κουλτούρα (Gill 2007Γ: 152).
47
Είναι ενδεικτική στο σημείο αυτό η μελέτη της Dudek (2007) για τη σημασία του φύλου και της
σεξουαλικότητας στην ένστολη γερμανική αστυνομία.
48
Το ζήτημα του αν οι cougar είναι ένας αστικός μύθος ή όχι επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή
πρόσφατη, μεγάλης κλίμακας έρευνα η οποία έθετε το ζήτημα γιατί ενώ, όπως έχει καταγραφεί σε
πολλαπλά επίπεδα, ένα κομμάτι μεγαλύτερων γυναικών επιθυμεί να αποκτήσει σχέση με μικρότερους

281
κατεύθυνση κινείται τόσο η ακραία υιοθέτηση ενός μοντέλου «εύθραυστης γυναίκας» σε
σημείο αδιαθεσίας, όπου προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των σύγχρονων
προτύπων «ομορφιάς» ορισμένες γυναίκες λιμοκτονούν (Mazur 1986: 299), όσο και η
περίπτωση του «φαλλικού κοριτσιού» που συνήθως συνοψίζεται στο λεγόμενο «λαμπερό
μοντέλο» (glamour model), κερδίζει πολλά χρήματα μέσω γυμνών φωτογραφήσεών στα
μαλακά πορνοπεριοδικά και που σε περίπτωση επιτυχίας θα ξεκινήσει να διαθέτει έναντι
παχυλής αμοιβής τον εαυτό του ως ένα εμπορικό σήμα διαφόρων προϊόντων (McRobbie
2009Β: 84)49. Στην ίδια λογική και η μορφή της Lolita που ως όνομα υποδηλώνει ένα
«σεξουαλικό νυμφίδιο» ή ένα πριν την εφηβεία κορίτσι που είναι πρόωρα σεξουαλικά
δραστήριο (Kammeyer 2008: 82) - όμως στο πλαίσιο της πορνογραφικοποίησης συνιστά
και μια «κοριτσίστικη» (girly-girl) αισθητική με ρίζες στο στυλ των χορευτριών στριπτίζ
και των πορνοστάρ (Egan 2005).
Βέβαια, το αν μια τέτοια υπεσεξουαλικοποίηση των γυναικών αποτελεί θετική
εξέλιξη για τη γυναικεία υποκειμενικότητα είναι σε κάθε περίπτωση ένα ανοιχτό ζήτημα.
Η Attwood (2007Γ: 242), για παράδειγμα, παραθέτει απόψεις που υπενθυμίζουν όχι μόνο
την ύπαρξη των διπλών προτύπων, αλλά και το ρίσκο ότι τέτοιες επιθετικές δράσεις,
όπως ενδεχομένως το αποκαλυπτικό ντύσιμο, ενδέχεται να εκληφθούν όχι ως δείγμα
αυθάδειας και πρόκλησης, αλλά ως ένδειξη «συμπεριφοράς μιας τσούλας» (sluttiness). Η
δε χρήση του όρου «τσούλα» ενέχει και ταξικές σημασιοδοτήσεις που υπονοούν ότι η
απροκάλυπτη προβολή της γυναικείας σεξουαλικότητας δεν είναι κλασάτη (classy) και
κομψή, αλλά συνιστά μια «υποβαθμισμένη και βρώμικη» μορφή σεξουαλικότητας
(2007Γ: 239). Σε πολλές περιπτώσεις, δεν προκαλεί σκεπτικισμό μόνο ο
σεξουαλικοποιημένος τρόπος αυτο-παρουσίασης που επιλέγεται από γυναίκες, αλλά και
η βαθιά αλλοτριωμένη ορολογία που χρησιμοποιείται για αυτό (Gill 2002Α: 102). Το
παράδειγμα που αναδεικνύεται με την περίπτωση της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας
μπλούζας με το λογότυπο «φορμαρισμένη γκόμενα απίστευτες βυζάρες» (fit chick

άνδρες, δεν είναι διατεθειμένες οι πρώτες να το δηλώνουν σε διαδικτυακές πλατφόρμες αναζήτησης


συντρόφων (Padgett 2010).
49
Το φαλλικό κορίτσι προσπαθώντας να μοιάσει στους άνδρες δίνει την εντύπωση ότι έχει κερδίσει την
ισότητα με αυτούς, όμως σε αυτή την περίπτωση δεν αναδεικνύεται καμιά κριτική της αρσενικής
ηγεμονίας (McRobbie 2009Β: 83).

282
unbelievable knockers) είναι πλέον ενδεικτικό. Αυτή ακριβώς η αντιφατική έμφαση από
τη μια στη σεξουαλικότητα ως «γνώση και δαήμων έκφραση» με επιθετικά
χαρακτηριστικά που αντικατοπτρίζεται στην τρέχουσα μόδα των ανδροκεντρικών
μορφών σεξουαλικών αναπαραστάσεων, στην ανάπτυξη ενός υβριδικού σικ πορνό ύφους
και στην έμφαση στη ρητή απεικόνιση του σεξουαλικού Λόγου, και από την άλλη στην
ανανεωμένη εστίαση στην ουσιοκρατική φυσικότητα της σεξουαλικότητας, είναι που για
την Attwood (2005Γ: 96) αποτελεί την πλέον ενδεικτική τάση στη σύγχρονη αντίληψη
της ετεροσεξουαλικής συγκρότησης του φύλου, ή αλλιώς της ετεροφυλοφιλίας.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που προκρίνεται η έννοια της «κριτικής συνείδησης»
(critical consciousness) προκειμένου να παρασχεθεί ένα μέσο με το οποίο τόσο οι
συμβατικές θηλυκότητες να μπορούν να αντισταθούν στην αποικιοποίηση της
σεξουαλικότητας από την πατριαρχική και εσχάτως πορνογραφική λογική, αλλά και
τρόπους για την περαιτέρω ενδυνάμωση των νέων, σεξουαλικά ενεργών γυναικών
(Stewart 1999: 276). Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κάλεσμα για περαιτέρω
αναστοχαστικότητα πάνω στα εν λόγω επίμαχα ζητήματα (1999: 284), αλλά και για
δράσεις κατά τα πρότυπα του δευτέρου κινήματος του φεμινισμού για την αποδέσμευση
από τα ανδροκρατικά χαρακτηριστικά της σεξουαλικότητας. Για παράδειγμα, η έμφαση
του γυναικείου κινήματος τις δεκαετίες του 1960 και 1970 στον κλειτοριδικό οργασμό
σήμαινε και μια νέα μορφή αυτο-προσδιορισμού απαλλαγμένου από τις πατριαρχικές
αφηγήσεις της σεξουαλικότητας - με την έννοια ότι δεν είναι πια απαραίτητοι οι άνδρες,
οπότε και το πέος χάνει την αποκλειστικότητα του σεξουαλικού φαλλού (Shepard 2004:
367). Από τότε παρατηρείται, προωθείται και προκρίνεται μια γενικότερη τάση η
γυναικεία σεξουαλική ευχαρίστηση να εμφανίζεται ως ένα βασικό μέλημα,
αντικατοπτρίζοντας μια ευρύτερη κοινωνικοπολιτισμική στροφή προς την
ερωτικοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας, με τη σεξουαλική ευχαρίστηση των
γυναικών να βρίσκεται στο επίκεντρο του σεξ (Braun 2005: 408).
Η αντίληψη όμως της γυναικείας σεξουαλικής ευχαρίστησης ως συνώνυμη με τον
οργασμό έδωσε μια αυταπόδεικτη προτεραιότητα στον τελευταίο σε σχέση με τις άλλες
μορφές σεξουαλικής απόλαυσης, καθιστώντας τον έτσι ως το πλέον αναπόσπαστο
κομμάτι της σεξουαλικής ηδονής (2005: 414). Από εδώ όμως προκύπτει και ένας
εύλογος προβληματισμός ότι αν όλοι μιλάνε για οργασμό τότε έρχεται μια κατάσταση

283
όπου ο οργασμός είναι πράγματι το κριτήριο αξιολόγησης του «καλού σεξ», μια
κατάσταση που εν τέλει εκφυλίζεται σε μια «τυραννία του οργασμού» (2005: 415).
Βέβαια, όπως τονίζει και η Frueh (2003: 461), δεν χρειάζεται να είναι κανείς
επιστήμονας για να πει ότι η σεξουαλική επιθυμία και ευχαρίστηση έχει και ψυχικές
αφετηρίες, και ότι οι εκδηλώσεις τους, όπως για παράδειγμα ο οργασμός, δεν είναι ούτε
απλές ούτε μηχανιστικές ανταποκρίσεις. Όπως, επίσης, και ότι η όλη συζήτηση είναι
τόσο σύνθετη και επίμαχη, όσο και σε ορισμένες όψεις της αδιερεύνητη και
αμφιλεγόμενη.
Για παράδειγμα, έρευνα που βγήκε στη δημοσιότητα και προκάλεσε έντονες
συζητήσεις μέσω διαδικτύου (Leake 2009), συνέδεε τους οργασμούς που βιώνει μια
γυναίκα ανάλογα με το πόσο πλούσιος είναι ο σύντροφός της, χωρίς όμως αυτό να
καταγράφεται ως απόδειξη ότι αυτές αισθάνονταν και πιο ευτυχισμένες (Leake και Watt
2009). Πρόκειται για την έρευνα των Pollet και Nettle (2009) στην οποία έγινε
προσπάθεια να συσχετιστεί η συχνότητα των γυναικείων οργασμών με διάφορα
χαρακτηριστικά των συντρόφων τους. Βέβαια, το ότι η συσχέτιση με την οικονομική
κατάσταση των ανδρών ερμηνεύθηκε σε μια εξελικτική βάση στην εν λόγω έρευνα, δεν
σημαίνει και ότι το γενικότερο ζήτημα επιλογής συντρόφων στη βάση του οικονομικού
κεφαλαίου που διαθέτουν και την προοπτική εξασφάλισης ενός συγκεκριμένου
καταναλωτικού τρόπου ζωής δεν είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο και περίπλοκο ζήτημα
(Nettle και Pollet 2008)50. Για τους Holmes και Johnson (2009: 844), πάντως, όταν δοθεί
η δυνατότητα επιλογής προσωπικών συντρόφων, τα άτομα φαίνεται ότι θα επιδείξουν
προτίμηση κυρίως επί τη βάσει της ομοιότητας και ασφάλειας, αλλά αν αυτό ιδωθεί με
όρους διατηρησιμότητας, τότε η επιλογή βασίζεται και στην επιθυμία για
συμπληρωματικότητα. Υπάρχουν, τέλος, και απόψεις στην ευρύτερη επιστημονική αλλά
και δημόσια συζήτηση ότι έχει προκύψει και αναδειχθεί και μέσα από έρευνες η σχετική
προτίμηση των γυναικών στους άνδρες με υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό status
(Hendrickson και Goei 2009: 591-2).

50
Γενικότερα, είναι φανερό πια, ελέω και της διαβόητης κρίσης, ότι η σχέση μεταξύ της οικονομίας και
της σεξουαλικότητας πρέπει να είναι ακόμα πιο συνεκτικά ενταγμένη στις σύγχρονες σπουδές
σεξουαλικότητας (Binnie 2008: 101).

284
2.2.7 Το σεξ και η σεξουαλικότητα ως πεδία κριτικής

Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι ο σύγχρονος κόσμος


κατέστησε δυνατούς τρόπους ζωής που αντιπροσωπεύουν και μια πρόοδο, και όχι μόνο
«πτώση» ή συνολική αλλοτρίωση στις ανθρώπινες σχέσεις, σπάζοντας ρόλους εξουσίας
για την ενίσχυση της ατομικής αυτονομίας, της ελευθερίας επιλογής και της μεγαλύτερης
ισότητας στις σχέσεις (Weeks 2008: 31). Υπάρχουν βέβαια φωνές που αν και
αναγνωρίζουν τις προόδους που έχουν συντελεστεί στους τρόπους με τους οποίους οι
δυτικές κοινωνίες μιλούν, κυρίως μέσω των μέσων μαζικής επικοινωνίας, γύρω από το
σεξ, εντούτοις δεν συμμερίζονται τον τρόπο με τον οποίο ο McNair (1996, 2002)
υπερτονίζει το «συλλογικό εναγκαλισμό» με τις μορφές σεξουαλικής διερεύνησης.
Τουναντίον, μιλούν για ένα «συνεχή συντηρητισμό» αναφορικά με τη συζήτηση γύρω
από το σεξ, κυρίως στην τηλεόραση, όπου κυριαρχούν οι κανονιστικές κατασκευές του
φύλου και της σεξουαλικότητας, η απεικόνιση των γυναικών ως υποκείμενες στην
ανδρική εξουσία, η ανάδειξη της σεξουαλικής διαφορετικότητας ως σκανδαλώδη και
αποκλίνουσα, και η πρόκριση της σεξουαλικής επίδοσης και επιτέλεσης έναντι της
απόλαυσης και της χαράς (Attwood 2007Β).
Πιο αναλυτικά, το σεξ με άξονα μια συντηρητική θεώρηση νοείται μέσα στο
πλαίσιο του γάμου ή έστω της σχέσης που χαρακτηρίζεται από αγάπη και δέσμευση, και
σε κάθε περίπτωση στη βάση μιας μονογαμικής αντίληψης των προσωπικών σχέσεων 51.
Το σημαντικό στοιχείο εδώ είναι η έννοια της δέσμευσης (commitment) στην
εξατομίκευση και προσωποποίηση της επιθυμίας ως κομμάτι μιας γενικότερης έμφασης
στον αυτοέλεγχο, στην αξιοπρέπεια και σε έναν ηθικά οριζόμενο τρόπο ζωής (Downs
1987: 651). Για τη συντηρητική σκέψη, οι άνθρωποι με πολλαπλούς ερωτικούς
συντρόφους διαπραγματεύονται τις σχέσεις τους σε ένα πλαίσιο στρατηγικής διαχείρισης
των συνθηκών με αποκλειστικό άξονα το «όφελος» και όχι σε ένα πλαίσιο «ηθικής
τάξης» (Ho 2006: 561). Έτσι, αν και ο ύστερος καπιταλισμός στην Δύση εντείνει όλο και
περισσότερο τη σεξουαλική απελευθέρωση, η στρατηγική αυτή συνοδεύεται, μεταξύ
άλλων, και από συνέπειες που προκαλούνται από προσπάθειες ρύθμισής της (Noys 2008:

51
Είναι οι Λόγοι που αναπτύχθηκαν κατά το 19ο αιώνα που συνέτειναν στην κανονικοποίηση της
μονογαμίας ως επιθυμητή, ηθική και φεμινιστική, αλλά και φυλετικά προσδιορισμένη (Willey 2006: 542).

285
114). Αν δηλαδή ιδωθεί το παραπάνω από μια παγκόσμια οπτική, τότε μπορούν να
αναδειχθούν επιμέρους μορφές ρύθμισης της σεξουαλικότητας πέρα από το πλαίσιο της
κυρίαρχης κουλτούρας - όπως για παράδειγμα μια αντιδραστική θρησκευτικότητα που
απορρίπτει οτιδήποτε άλλο εκτός από την περιορισμένη ετεροκανονική σεξουαλικότητα,
μια «αγγελικού» τύπου κάθαρση από τον «επίγειο», εμπορευματοποιημένο κόσμο της
σεξουαλικότητας και μια υποκριτική απόρριψη της σύγχρονης σεξουαλικότητας παρά τη
συνέχιση της «γοητείας» από το ίδιο το αντικείμενο της «αηδίας» (2008: 115).
Έτσι, στο πλαίσιο της συντηρητικής σκέψης, ως πραγμοποίηση της σεξουαλικής
επιθυμίας νοείται η αποσύνδεση της σεξουαλικότητας από τη λογική των παραδοσιακών
κοινωνικών διαύλων και η αντίστοιχη απομυθοποίησή της ως ένας «ουδέτερος»,
εργαλειακά αντιλαμβανόμενος στόχος που αναφέρεται κυρίως σε μια ορθολογικά
προσανατολισμένη ιδιοτέλεια του ατόμου με άξονα την αναζήτηση σεξουαλικής
ευχαρίστησης και απόλαυσης (Hatten 1993: 86). Πρόκειται για μια κριτική που
αναδείχθηκε με αφορμή κυρίως τις αλλαγές στην αμερικανική σεξουαλικότητα που
έλαβαν χώρα τη δεκαετία του 1960 ως επαναπροσδιορισμός των σεξουαλικών ηθών και
αποδοχή πιο ελευθεριακών σεξουαλικών συμπεριφορών - μια αλλαγή που
σηματοδοτείται με την περιγραφή swinging sixties (Wagner, 2009: 293). Ενώ δηλαδή
στο παρελθόν υπήρξε μια κυριαρχούμενη από τη λαγνεία ανδρική σεξουαλικότητα από
τη μια και μια εστιασμένη στη ρομαντική αγάπη γυναικεία σεξουαλικότητα από την
άλλη, η ισορροπία ανάμεσα στον έρωτα και το σεξ έχει αλλάξει για τις γυναίκες, ιδίως
μετά τη δεκαετία του 1960 - με την έννοια της παθητικότητας να έχει αντικατασταθεί
από μια περισσότερη και θεμιτή προσδοκία για ενεργή σεξουαλική ευχαρίστηση
(Wouters 1998)52. Η Jeffreys (1990: 2 όπως αναφέρεται στο Downing 2004: 266-7),
πάντως, έχει υποστηρίξει ότι ο Λόγος της απελευθέρωσης της σεξουαλικότητας στη
δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 δεν είχε ως αποτέλεσμα τίποτα
περισσότερο από μια νέα σειρά από επιταγές για τις γυναίκες σε ένα σύστημα στο οποίο
μπορεί το περιεχόμενο των κοινωνικών και σεξουαλικών σχέσεων να μετατοπίστηκε, οι
βασικές δομές όμως της εξουσίας παρέμειναν άθικτες. Πιο αναλυτικά, ισχυρίζεται ότι ο
συγκεκριμένος, πανταχού παρών Λόγος του επαναστατικού σεξ αντί να ενθαρρύνει μια

52
Όπως έχει περιγραφεί γλαφυρά, πρόκειται για μια μετάβαση από μια κοινωνία που κάθε στάση στο σεξ
πέρα από το ιεραποστολικό μπορούσε να θεωρηθεί κατακριτέα (Fitzgerald 1998).

286
ανεξάρτητη γυναικεία ερωτική υποκειμενικότητα, δημιούργησε απλώς ένα κλίμα στο
οποίο οι γυναίκες καλούνταν να ανταποκριθούν σε πολύ πιο περίπλοκες θέσεις και
καταστάσεις, και οι ανύπαντρες γυναίκες «επιστρατεύονταν» στις ενεργές, ετεροφυλικές
σεξουαλικές σχέσεις.
Στην ίδια λογική, η κλασσική ανάλυσή του Robert Merton (1936) για τις
απροσδόκητες συνέπειες της σκοπούμενης κοινωνικής δράσης ενδέχεται να αποτελεί μια
δόκιμη αφετηρία για ένταξη της σχέσης της γυναικείας χειραφέτησης σε μια θεώρηση
που λαμβάνει υπόψη μια σειρά από κοινωνικοοικονομικές, πολιτισμικές και ιστορικές
διαστάσεις. Πιο ειδικά και σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση, οι προοδευτικές και
ριζοσπαστικές κινηματικές δράσεις της δεκαετίας του 1960, και κυρίως αυτές του
δευτέρου κύματος φεμινισμού, είχαν στον πυρήνα τους, σε όποια πεδία και αν
εκδηλώθηκαν, την απεξάρτηση από διάφορους πατερναλισμούς, όπως για παράδειγμα η
πατριαρχία. Για πολλές όμως από αυτές τις δράσεις, είτε αν θεωρηθεί ότι αυτές
«καπελώθηκαν» είτε αν υιοθετηθεί μια πιο μετριοπαθής εκδοχή περί ευνοϊκής
κοινωνικής κατάστασης που επέτρεψε αλλαγές, ασκήθηκε στην πορεία μια έντονη
κριτική για τους τρόπους με τους οποίους επήλθε η σταδιακή συστημική ενσωμάτωσή
τους στη λογική των δυνάμεων εκείνων των οποίων αντιμάχονταν και από τις οποίες
διεκδικούσαν απεξάρτηση (England 2010). Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση των
γυναικείων διεκδικήσεων, τόσο μια σημαντική μερίδα ανδρών όσο και μια σειρά από
δυνάμεις της αγοράς, δεν έβλεπαν στους αγώνες των γυναικών για περισσότερη και
ουσιαστικότερη ελευθερία σε όλους τους τομείς τίποτε άλλο παρά «αγώνες» για
περισσότερη σεξουαλική από τη μια, και καταναλωτική ελευθερία από την άλλη,
ελευθερία που θα μπορούσαν να «χρησιμοποιήσουν» προς όφελός τους.
Στη βάση αυτή, όλες οι παραπάνω δυνάμεις συνέβαλαν, εκούσια ή ακούσια, από
μεριάς τους στην κατασκευή μιας κοινωνικής πραγματικότητας όπου οι έννοιες της
σεξουαλικής χειραφέτησης και της υποκειμενικότητας από τη μια, και της ηδονιστικής
ελευθεριότητας και κατανάλωσης από την άλλη, κατέληξαν να νοούνται στις
περισσότερες περιπτώσεις συμπληρωματικές, αν όχι και ταυτόσημες στις πιο ακραίες
εκδοχές τους (Λιότζης 2013Α). Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, η σεξουαλική
απελευθέρωση υπήρξε ένα «δίκοπο μαχαίρι», με την έννοια ότι αν και πρόσφερε
ευκαιρίες για διεύρυνση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των γυναικών για χειραφέτηση

287
και αυτοπραγμάτωση, την ίδια στιγμή η απελευθέρωση συχνά φαινόταν να καθιστά τα
γυναικεία σώματα πιο προσιτά στους άνδρες, με αντίστοιχα όμως περιορισμένα οφέλη
για τις γυναίκες (Jeffreys 1990 όπως αναφέρεται στο Smith 2007Α: 173). Η κριτική
δηλαδή που ασκείται εδώ, είναι ουσιαστικά περί μιας σεξουαλικής ελευθεριακότητας
(sexual libertarianism) που δεν απελευθερώνει, αλλά τουναντίον καθιστά την ανδρική
κυριαρχία και τη γυναικεία υποταγή ερωτική, επιδοκιμάζοντας και αναπαράγοντας έτσι
τις πατριαρχικές αξίες (Fouché 1993: 58). Όπως ορθά επισημαίνει και η Attwood
(2005Α: 402), οι συχνά εύλογες εκφραζόμενες αντιρρήσεις και ενστάσεις σχετικά με το
βαθμό στον οποίο η σύγχρονη έκφραση της γυναικείας σεξουαλικότητας αποτελεί
επιβράβευση και διαιώνιση των υφιστάμενων ανδροκρατικών μοντέλων ή μια ρήξη με
αυτά, συνιστά ένδειξη της ρευστής κατάστασης του υστερο-νεωτερικού σκηνικού.
Ενδεικτική αποτύπωση του τελευταίου αποτελεί η έννοια της
«υπερθηλυκότητας» (hyperfemininity), έτσι όπως έχει αναπτυχθεί από τους Murnen και
Byrne (1991), έννοια που έχει πιθανές διασυνδέσεις τόσο με τον αμφίρροπο σεξισμό,
όσο και με την έννοια της αντικειμενοποίησης. Πιο συγκεκριμένα, ως υπερθηλυκότητα
οι εν λόγω μελετητές ορίζουν την υπερβολική προσκόλληση σε ένα «γυναικείο» έμφυλο
ρόλο στο πλαίσιο των ετεροφυλοφιλικών σχέσεων, όπου οι ίδιες οι υπερθηλυκές
γυναίκες βλέπουν τον εαυτό τους ως αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιούν τα
φυσικά τους χαρίσματα και τη σεξουαλικότητά τους για να προσελκύσουν τους άνδρες
και να διατηρήσουν τις σχέσεις μαζί τους. Έτσι, οι γυναίκες με υψηλά ποσοστά
υπερθηλυκότητας δίνουν υπερβολικά μεγάλη αξία στο να έχουν σχέση με έναν άνδρα και
αντανακλούν παραδοσιακές απόψεις σε θέματα που εκτείνονται και πέρα από το πεδίο
των προσωπικών σχέσεων, αναπαράγοντας έτσι όψεις της υποταγής όλων των γυναικών
στην κοινωνία. Η δε υπερθηλυκότητα της τρέχουσας αισθητικής των διασημοτήτων σε
συνδυασμό με τη διάχυτη σεξουαλικοποίηση της κουλτούρας και το συχνά
πορνογραφικό χαρακτήρα της, καθιστούν ως εξαιρέσεις στην επικρατούσα τάση μια
σειρά από γυναίκες. Κατεξοχήν τέτοιο παράδειγμα αποτελούν οι γυναίκες πολιτικοί που
σε πολλές περιπτώσεις γίνονται αντιληπτές ως κάποιες «άλλες» σε σχέση με τις
κυρίαρχες εικόνες της θηλυκότητας (van Zoonen 2006: 298).
Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι αν η «πορνογράφηση» (pornographizing) των
γυναικών στο πλαίσιο της σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας τις οδηγεί στο να χάνουν

288
τη θέση τους στην σφαίρα της πολιτικής και στους πολιτικούς θεσμούς, στην αγνόηση
των αιτημάτων τους και στην περαιτέρω μείωση της θέσης τους στον κοινωνικό
συσχετισμό δύναμης με τους άνδρες53. Αυτή η επίπτωση μπορεί ενδεχομένως να είναι
πολύ πιο σοβαρή από ό,τι τα αδιαμφισβήτητα και κατακριτέα στερεότυπα, όπως ο ρόλος
της νοικοκυράς, που σε κάθε περίπτωση διαστρεβλώνουν τα όποια «συμφέροντα των
γυναικών» (Niesen 1999: 494). Στην ίδια λογική και με αφορμή την προεκλογική
εκστρατεία του 2007 για τις γαλλικές προεδρικές εκλογές, η Coulomb-Gully (2009),
αναλύοντας τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές Nicolas Sarkozy και Ségolène Royal,
ανεδύκνειε ότι το ίδιο το ανθρώπινο σώμα μέσω της διαδικασίας της «ενσάρκωσης»
(incarnation) γίνεται ένας διάμεσος ενός κοινωνικού και κοινωνιολογικού μηνύματος που
συχνά υπογραμμίζει την υπονόμευση της ισότητας των φύλων. Μια υπονόμευση που
επιτείνεται από γενικότερες μισογυνικές, σεξιστικές και αντιφεμινιστικές συμπεριφορές
που συχνά παρατηρούνται στο χώρο της πολιτικής και του κράτους (Donald 2010).
Βέβαια, πρέπει και να προστεθεί ότι η σεξουαλικοποίηση των γυναικών δεν
μπορεί να λειτουργήσει «έξω και πέρα» από έμφυλες, φυλετικές και ταξικές διακρίσεις,
παρά μόνο στο πλαίσιο μιας «οπτικής οικονομίας» (visual economy) που παραμένει
βαθιά ηλικιακή και ετεροκανονική (Gill 2009Α: 139). Για παράδειγμα, η δύναμη των
αφηγήσεων των εμπορικών κινηματογραφικών επιτυχιών, όπως για παράδειγμα το
Avatar (2009), είναι να αναδιατυπώνουν τις φυλετικές εικόνες ως «μεταφυλετικές»
(postracial), με την έννοια ότι οι αναπαραστάσεις είναι απολύτως θεμελιώδεις για μια
φυλετική, αποικιοκρατική και νεοαποικιακή αντίληψη του κόσμου, η οποία όμως είναι
έτσι επαναπροσδιορισμένη ώστε να προκρίνει τη λήθη, αρνούμενη τόσο την ιστορική
όσο και τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα (Ono 2010: 232). Η έννοια της λήθης
είναι ιδιαίτερα σημαντική για την από μόνη της αποδόμηση, ή υπό μια άλλη έννοια
χαλάρωση, της ρητορικής περί συνέχισης της πατριαρχικής λογικής και του

53
Πλέον ενδεικτική είναι η περίπτωση που αναδεικνύει η Ibroscheva (2009) για τη μετάβαση της
κατάστασης των γυναικών στη μετακομμουνιστική Βουλγαρία όπου από τις ασεξουαλικές ηρωίδες του
κομμουνιστικού παρελθόντος οι βουλγάρες, και γενικότερα οι γυναίκες στην Ανατολική Ευρώπη, πέρασαν
σε μια φάση υπερβολικής σεξουαλικότητας ως μιας νέα «κανονικότητα», αποτέλεσμα μιας μετάβασης που
έγινε πολύ γρήγορα και απότομα. Γενικότερα, η θέση της γυναίκας σε μετακομμουνιστικές και
απολυταρχικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, έχει αναδειχθεί ως μια αντιφεμινιστική εξέλιξη (Petrova 1994).

289
ανδροκρατικού χαρακτήρα στις υστερο-νεωτερικές συνθήκες - μια ρητορική που
διαιωνίζει και διατηρεί τόσο τις έμφυλες, όσο και τις ηλικιακού και φυλετικού τύπου
ανισότητες.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που έχουν παρατηρηθεί σε έρευνα σαφείς διαφορές ως
προς τους τρόπους αναφοράς ανδρικών και γυναικείων αθλημάτων και αθλητών,
τρόπους που αντιπροσωπεύουν και αναπαράγουν τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των φύλων,
αλλά και του γεγονότος ότι τα αθλητικά μέσα ενημέρωσης εξακολουθούν να είναι ένας
πατριαρχικός φορέας που κυριαρχείται «από άνδρες, για άνδρες» (Crolley και Teso
2007: 162). Ομοίως, στην έρευνά τους οι Messner, Duncan και Cooky (2003) για την
κάλυψη των γυναικών αθλητών σε τηλεοπτικές εκπομπές επιβεβαίωσαν ουσιαστικά τη
διάχυτη αντίληψη περί ασυμμετριών μεταξύ των φύλων στις τηλεοπτικές αθλητικές
ειδήσεις, τονίζοντας την επιλογή να αφιερώνεται ένα σημαντικό μέρος της ήδη
περιορισμένης κάλυψης του γυναικείου αθλητισμού σε χιουμοριστικές ιστορίες και στη
συνήθως χιουμοριστικά προσανατολισμένη σεξουαλική αντικειμενοποίηση των
γυναικών, αθλητριών και θεατών. Σε μια αντίστοιχη λογική είναι και η έρευνα των
Chimba και Kitzinger (2010) που εξετάζει τις έμφυλες αναπαραστάσεις των
επιστημόνων στα παραδοσιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Μεγάλη Βρετανία και
αποκαλύπτει τους ασύμμετρους τρόπους με τους οποίους οι άνδρες και οι γυναίκες που
εργάζονται στον τομέα της επιστήμης απεικονίζονται, μέσω της έμφασης στην εμφάνιση
των γυναικών και της εστίασης στην ξεχωριστή από τις άλλες γυναίκες ιδιότητά τους.

2.2.8 Το φύλο ως κοινωνική κατασκευή

Στη βάση όλων των παραπάνω, χρειάζεται να γίνουν ορισμένες περαιτέρω επισημάνσεις
αναφορικά με την κοινωνική κατασκευή του φύλου από μια πιο θεωρητική σκοπιά.
Όπως λοιπόν αναφέρει χαρακτηριστικά η Connell (2006Α: 839), το φύλο είναι ένα
πρότυπο κοινωνικών σχέσεων στο οποίο ορίζονται οι θέσεις των γυναικών και των
ανδρών, διαπραγματεύονται τα πολιτισμικά νοήματα του να είσαι άνδρας και γυναίκα,
και χαράσσονται διαδρομές εντός του βίου. Το φύλο, δηλαδή, είναι μια τεχνολογία, μια
μαθημένη συμπεριφορά (Nyboe 2004: 74), διαμορφώνει το πώς κάποιος κοιτάει και
διαμορφώνει με τη σειρά του το φύλο (Eck 2003: 706), με την κατασκευή του και την

290
ιδεολογίας της να είναι τόσο «έμφυλη», όσο και φυλετική (Vespa 2009: 366).
Γενικότερα, η έννοια του φύλου υπόκειται σε συνεχή διαπραγμάτευση, συζήτηση και
σύγκρουση σχεδόν σε κάθε κοινωνία και περίοδο, οπότε και είναι, κατά μια έννοια, «εξ
ορισμού μόνιμα σε κρίση» (Dickinson 2002: 256). Έτσι, στο πλαίσιο της
ετεροφυλοφιλικής μορφολογίας το φύλο γίνεται αντιληπτό ως μια θεμελιώδης, δυαδικού
χαρακτήρα διαφορά που διαχωρίζει τους άνδρες και τις γυναίκες, με την ερωτική και
σεξουαλική επιθυμία εδώ να εδράζεται κατά κύριο λόγο στη λαχτάρα της
διαφορετικότητας. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για έναν «ετεροσεξουαλικό
στρουκτουραλισμό» (heterosexual structuralism) που αντιλαμβάνεται τα φύλα ως
αντιτιθέμενες, αλληλοσυμπληρούμενες μονάδες που στο πλαίσιο της σεξουαλικής
γραμματικής εγγράφονται σε μια διαδρομή που καταλήγει στη διασύνδεση των
γεννητικών τους οργάνων (Paasonen 2006: 407) 54.
Σε αυτό το πλαίσιο το έργο της διάσημης αμερικανίδας φιλοσόφου Judith Butler
αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική συμβολή στην όλη συζήτηση. Για την Butler (1988:
519), το φύλο δεν αποτελεί μια σταθερή ταυτότητα ή εστία προσωπικής ισχύος, αλλά
είναι μια αδύναμα δομημένη ταυτότητα που έχει συσταθεί μέσω μιας στυλιζαρισμένης
επανάληψης επιμέρους πράξεων - με το σώμα εδώ να γίνεται μια από τις πλέον κύριες
εκφράσεις του φύλου μέσα από μια σειρά δράσεων οι οποίες ανανεώνονται και
αναθεωρούνται με την πάροδο του χρόνου. Οπότε και οι δυνατότητες έμφυλης
μεταμόρφωσης βρίσκονται στην αυθαίρετη σχέση μεταξύ αυτών των πράξεων, στη
δυνατότητα ενός διαφορετικού είδους επανάληψης και στη διακοπή ή ανατρεπτική
επανάληψη αυτού του στυλ (1988: 520). Με άλλα λόγια, επειδή δεν υπάρχει ούτε μια
«ουσία» που να εκφράζει ή να εξωτερικεύει το φύλο, αλλά και ούτε ένας «ιδανικός
στόχος» τον οποίο το φύλο φιλοδοξεί να πραγματώσει, είναι οι διάφορες πράξεις των
φύλων που δημιουργούν την ιδέα του και χωρίς τις οποίες δεν θα υπήρχε φύλο καθόλου
(1988: 522). Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «το φύλο είναι μια κατασκευή που κρύβει
σε τακτική βάση τη γένεσή του» (1988: 522).

54
Είναι σύμφωνα με αυτή τη λογική που η πορνογραφία, όπως αναμένεται και έχει ήδη αναφερθεί,
εστιάζει σε σχετικά μέρη του σώματος που χαρακτηρίζονται ως «πρωταρχικά σημαίνοντα» της διαφοράς
μεταξύ των φύλων, όπως τα γεννητικά όργανα, το γυναικείο στήθος, οι γλουτοί και το χρώμα των μαλλιών
(2006: 407).

291
Έτσι, η αποδόμηση του φύλου και του κοινωνικού φύλου από την Butler (1990)
αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική επιστημολογική συνεισφορά στην όλη συζήτηση. Για
την αμερικανίδα διανοήτρια, από την στιγμή που το φύλο και το κοινωνικό φύλο
αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστές κατηγορίες, δεν υπάρχει κανένας λόγος αναπαραγωγής
της δυαδικότητάς του, αφού οι άνθρωποι και τα σώματα «μετουσιώνονται» σε φύλο
μέσω της διαρκούς επιτέλεσης του κοινωνικού φύλου. Υπό αυτή την έννοια για την
Butler (1990: xv), «το φύλο είναι επιτελεστικό» (gender is performative). Η ταυτότητα
δηλαδή του φύλου είναι ένα επιτελεστικό επίτευγμα που δεσμεύεται και διαμορφώνεται
από τις κοινωνικές νόρμες, με την επιτελεστικότητα να μην αφορά μόνο συμπεριφορές
με την στενή έννοια του όρου, αλλά μια σειρά από Λόγους και ρηματικές πρακτικές που
απορρέουν από διαδικασίες αναφορών ή επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές στη βάση
κανονιστικών δομών. Για παράδειγμα, οι γλωσσικές επιτελέσεις του φύλου είναι μορφές
Λόγου που στοχεύουν να αποδώσουν τον όποιο έμφυλο χαρακτήρα που κινείται πέρα
από τις πεπερασμένες διαστάσεις της βιολογικής αντίληψης του φύλου.
Γενικότερα, η έννοια της επιτελεστικότητας επιδιώκει να αντιμετωπίσει ένα
ορισμένο είδος κοινωνικού θετικισμού σύμφωνα με το οποίο υπάρχουν ήδη
οριοθετημένες αντιλήψεις περί φύλου, χρησιμοποιείται για να αντιμετωπίσει μια
συγκεκριμένη τεκμηρίωση περί πολιτισμικής κατασκευής και για να περιγράψει μια
σειρά από διαδικασίες που παράγουν υπαρξιακά αποτελέσματα και οδηγούν σε
συγκεκριμένες, κοινωνικά δεσμευτικές συνέπειες (2010: 147). Υπάρχουν βέβαια και
πολύ σοβαροί περιορισμοί στις προσανατολισμένες στους Λόγους και την αποδόμηση
αναλύσεις φύλου, όπως η μη εστίαση στις διαστάσεις της πολιτικής οικονομίας του
φύλου, δηλαδή στην έμφυλη δόμηση της παραγωγής, της κατανάλωσης και των
κοινωνικών διαδικασιών αναπαραγωγής τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο
(Connell 2008: 425). Επιπρόσθετα, η κριτική εστιάζεται και στην τάση για εξατομίκευση
των περιπτώσεων και των πολιτικών, αλλά και στο ότι η εστίαση στην επιτελεστικότητα
του φύλου αντιμετωπίζει την κατασκευή του ως κάτι, μάλλον, στιγμιαίο παρά ως μια
βαθιά ιστορικοκοινωνική διαδικασία.
Η εν λόγω κριτική είναι πρόδηλα βάσιμη υπό την έννοια ότι φαίνεται να είναι
γενικότερα αποδεκτό ότι η σύγχρονη εποχή είναι μια εποχή αλλαγών στο πεδίο του
φύλου όπου οι έμφυλες ταυτότητες, η επιτέλεση του φύλου και οι σχέσεις των δύο

292
φύλων βρίσκονται σε μια ρευστή κατάσταση (2006Β: 435). Αυτό συμβαίνει διότι,
μεταξύ άλλων, οι σχέσεις των φύλων αποτελούνται και από πρακτικές που διακρίνονται
για το συχνά μη έλλογο, μη αναστοχαστικό χαρακτήρα τους - όπως η μισθωτή εργασία, η
βία, η σεξουαλικότητα, η οικιακή εργασία, η φροντίδα των παιδιών, ακόμα και η μη
ανακλαστική ρουτίνα, μια διάσταση δηλαδή που αναδεικνύει την αίσθηση των ορίων
στις δυνατότητες του Λόγου και της ρηματικής ευελιξίας και κινητικότητας (Connell και
Messerschmidt 2005: 841). Στη βάση αυτή, το διχοτομικό σύστημα των δύο φύλων
αναπαράγεται μέσω των καθημερινών, «δεδομένων» συζητήσεων και πρακτικών, καθώς
και μέσω όλων των κοινωνικοπολιτισμικών αναπαραστάσεων, τόσο στην ιδιωτική όσο
και στη δημόσια σφαίρα (Braun και Wilkinson 2005: 519) 55. Έτσι, αν η κοινωνική
αλλαγή στο πεδίο αυτό αποτελεί στόχο, τότε θα πρέπει να διαταραχθούν οι «κοινής
λογικής» αντιλήψεις και να εξεταστεί το πώς αυτές συμβάλλουν στην ενίσχυση της
υφιστάμενης κυρίαρχης κατάστασης. Βέβαια, δεν θα πρέπει να παραβλέπονται οι
σημαντικές αλλαγές και προόδους στο πεδίο των έμφυλων σχέσεων, εξελίξεις που
αποτελούν αποτέλεσμα μιας σειράς ιστορικών, κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και
πολιτισμικών αγώνων και εξελίξεων.

2.2.9 Φύλο και ισότητα

Για την England (2010: 163), οι αλλαγές στο σύστημα των φύλων υπήρξαν κυρίως το
αποτέλεσμα των ακούσιων συνεπειών των μεγάλων θεσμικών και πολιτισμικών

55
Η Royal (2008: 164), για παράδειγμα, αποδίδει τον έμφυλο χαρακτήρα του διαδικτύου στην προσπάθεια
των επιχειρήσεων που διατηρούν ιστοσελίδες να αποκομίσουν οικονομικά κέρδη εξυπηρετώντας τις
ανάγκες του κοινού το οποίο στοχεύουν. Σύμφωνα δηλαδή με αυτή τη λογική, κάθε ιστοσελίδα
«αποφεύγει» να έρθει σε αντίθεση με τους «συμβατικά» προσδιορισμένους ρόλους των δύο φύλων, αλλά
αντίθετα δημιουργεί χώρους που μιμούνται τις στρατηγικές επιτυχίας των άλλων, παραδοσιακών μέσων
μαζικής ενημέρωσης. Έτσι, σε περιπτώσεις όπως αυτές των Girls Gone Wild, μια προσεκτικότερη εξέταση,
σύμφωνα με την Pitcher (2005), δείχνει ότι οι υποσχέσεις περί «πραγματικού» περιορίζονται σε έναν πολύ
συγκεκριμένο τύπο σώματος και εμφάνισης, με την «απόσπαση υπεραξίας» από τις χρήστριες, τελικά, να
διατηρεί τα μονόπλευρα χαρακτηριστικά της. Στην ίδια κατεύθυνση και η Magnet (2007) η οποία ασκεί
κριτική στις χειραφετικές διαστάσεις πλατφορμών όπως αυτή του Suicide Girls, υπερτονίζοντας την
έμφαση που αποδίδεται στην παραγωγή κερδών από τη λειτουργία της ιστοσελίδας.

293
δυνάμεων των τελευταίων δεκαετιών, αν και για την υλοποίησή τους οι προσπάθειες των
φεμινιστικών κινημάτων βοήθησαν σημαντικά. Οι αλλαγές αυτές όμως υπήρξαν άνισες,
με την έννοια ότι η υποτίμηση των δραστηριοτήτων που παραδοσιακά γινόταν από
γυναίκες δεν έχει αλλάξει πολύ, ότι ενώ οι γυναίκες εισήλθαν σε κάποιο βαθμό στα
ανδρικά επαγγέλματα δεν συνέβη το ίδιο από την πλευρά των ανδρών, και ότι οι
ουσιοκρατικές αντιλήψεις περί φύλου συνεχίζουν να επικρατούν, αν όχι κυριαρχούν, σε
μια σειρά από τομείς της ευρύτερης κοινωνικής ζωής. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η
Connell (2007: 150) προτείνει μια «επαναεμφυλοποίηση» των πολιτικών του φύλου, με
την έννοια της επανεστίασης της προσοχής στις σχέσεις των δύο φύλων και, πιο ειδικά,
στα ζητήματα της ισότητας στο πλαίσιο χάραξης κρατικών πολιτικών. Και αυτό διότι το
κράτος σχετίζεται με τις αλλαγές του καθεστώτος των σχέσεων των δύο φύλων μέσω της
συνολικής ικανότητας «διεύθυνσης και ελέγχου» της κοινωνίας ως ο πλέον κύριος και
νομιμοποιημένος μηχανισμός άσκησης εξουσίας, αλλά και μέσω του έμφυλου, κατά
βάση ετεροκανονικού, χαρακτήρα των συστατικών φορέων και οργανισμών του (2006Β:
437-8).
Επιπρόσθετα, η Gill (2002: 85) τονίζει την κυριαρχία και ενός ατομοκεντρικού
λόγου γύρω από την έννοια της αξιοκρατίας που ανάγει προβλήματα και ζητήματα
ευρύτερης κοινωνικής σημασίας σε περιπτώσεις ατομικές που κρίνονται στη βάση
προσωπικής αποτυχίας ή επιτυχίας, ή ακόμα και ως τυχαία γεγονότα. Παραθέτει μάλιστα
την προσέγγιση του Henwood (1996: 208 όπως αναφέρεται στο Gill 2002: 85) περί
«συνετού Λόγου» (wise discourse) που έχει ως αποτέλεσμα την εξατομίκευση των
εμπειριών των γυναικών στους χώρους της εργασίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας,
και που καθιστά δύσκολη την ανάδειξή τους ως βάση συλλογικής δράσης για την άρση
δομικών ανισοτήτων. Η μελέτη, για παράδειγμα, της Sarikakis (2003) για τις έμφυλες
διαστάσεις της εκπόνησης μιας διδακτορικής διατριβής προσφέρει κάποιες ισχυρές
ενδείξεις για την ανισότητα των δύο φύλων σε ένα χώρο, όπως ο επιστημονικός, που
θεωρείται ότι συνιστά, εκτός των άλλων, και ένα πεδίο άσκησης κριτικής έναντι τέτοιων
αντινομιών. Στην ίδια λογική εντάσσονται και τα προβλήματα ανισότητας ανάμεσα
στους ελεύθερους επαγγελματίες των νέων μέσων που εντόπισε η Gill (2002: 82-5).
Αυτά ήταν η «ανεπισημότητα» (informality), με την έννοια του αποκλεισμού από

294
επαγγελματικά δίκτυα που δομούνται στη βάση γνωριμιών56, η «ελαστικότητα»
(flexibility), όπου η δυνατότητα εργασίας από το σπίτι δεν αποτελούσε ένδειξη
ελευθερίας για τις γυναίκες στη βάση ότι ο χώρος του σπιτιού δεν είναι συνυφασμένος με
τον ελεύθερο χρόνο για τις τελευταίες αλλά και κυρίως σε σχέση με το ότι τις απέκλειε
περαιτέρω από επαγγελματικά δίκτυα, και το «μετα-φεμινιστικό πρόβλημα» (post-
feminist problem), δηλαδή η απροθυμία των εργαζόμενων στο χώρο των νέων μέσων να
αντιληφθούν τις έμφυλες δυσαναλογίες αναφορικά με την είσοδο στο εν λόγω
επαγγελματικό πεδίο.
Ειδική σημασία έχει και το ζήτημα των σεξουαλικοποιημένων περιβαλλόντων
εργασίας, η βασική προϋπόθεση των οποίων έγκειται στην χρήση παραδοσιακών,
έμφυλων στερεοτυπικών σεναρίων στον καθορισμό των ρόλων και των
αλληλεπιδράσεων με τους εργαζόμενους (Philaretou και Young 2007: 42) 57. Σύμφωνα
πάντως με την έρευνα των τελευταίων, οι περισσότερες εργαζόμενες σε τέτοια
περιβάλλοντα φαίνεται να είναι «ικανοποιημένες» με τους διάφορους ρητούς και
σιωπηρούς όρους και κανόνες απασχόλησής τους, και τείνουν να αποκομίζουν επαρκή
υλικά και άυλα οφέλη από αυτούς (2007: 57). Από την άλλη, δεν μπορεί και να μην
τονιστεί ότι αυξάνεται όλο και περισσότερο ο αριθμός εργαζομένων γυναικών που σε
καθημερινή βάση έρχεται σε επαφή με πορνογραφικό υλικό και μειωτικές για τις
γυναίκες εικόνες (Banyard και Lewis 2009: 10-2). Έτσι, ενώ οι εικόνες γυναικών ως
σεξουαλικά αντικείμενα μπορεί να είναι αρεστές για κάποιες γυναίκες, η τοποθέτησή
τους μέσα σε έναν εργασιακό χώρο μπορεί να αποτελεί για τις ίδιες μια καταδικαστέα
ενέργεια που θίγει την προσπάθεια κάθε γυναίκας να συνυπάρχει με άλλους στους

56
Στην ίδια κατεύθυνση και η έρευνα των Kmec, McDonald και Trimble (2010) για το αν η εύρεση
εργασίας χωρίς ενεργή αναζήτηση στηρίζει και αναπαράγει το διαχωρισμό των δύο φύλων στο χώρο
εργασίας, στην οποία φαίνεται ότι η εξάρτηση από άτυπα κοινωνικά δίκτυα συνιστά ένα σημαντικό
μηχανισμό στη συντήρηση των διακρίσεων ανάμεσα στα δύο φύλα και την ανισότητα στο χώρο εργασίας.
57
Στη μελέτη των Warhurst και Nickson (2009) εξετάζεται το κατά πόσο και πώς η παροχή διαδραστικών
υπηρεσιών καταλήγει πολλές φορές να συνιστά μια σεξουαλικοποιημένη εργασία. Για τους εν λόγω
μελετητές, είναι λεπτή η γραμμή μεταξύ της πώλησης μιας υπηρεσίας και της πώλησης σεξουαλικότητας,
υπάρχει δηλαδή ανάγκη να αναζητείται κάθε φορά ο βαθμός ενσωμάτωσης της σωματικότητας ενός
υπαλλήλου ώστε και να καθίσταται σαφής η διάκριση μεταξύ των διαφόρων μορφών της
σεξουαλικοποιημένης εργασίας.

295
χώρους εργασίας ως αξιόπιστος συνεργάτης πέρα από έμφυλες διαφορές (Harvard Law
Review 1993: 1086), ειδικά σε ιδιαίτερα έμφυλους εργασιακούς χώρους, όπως για
παράδειγμα ο κατασκευαστικός τομέας (Watts 2007).
Είναι, επίσης, αναμενόμενο ότι η εργασία σε τέτοια εργασιακά περιβάλλοντα
μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία «ευνοϊκών» συνθηκών τόσο για μια πιο «ερωτική
ατμόσφαιρα», όσο όμως και για την πρόκληση σεξουαλικών παρενοχλήσεων. Για την
Quinn (2002), πάντως, το ζήτημα ότι οι γυναίκες τείνουν να νοούν ως παρενόχληση
δράσεις και λόγους που οι άνδρες βλέπουν ως μια «αβλαβής διασκέδαση» ή έμφυλη
αλληλεπίδραση, ενδέχεται να ερμηνεύεται μερικώς από ορισμένες επιτελεστικές
απαιτήσεις της αρρενωπότητας, δηλαδή μιας αντικειμενοποιημένης αντίληψης περί
γυναικών και της «εξασθενημένης ενσυναίσθησης» για αυτές όπως προκρίνει, ή και
ενίοτε «απαιτεί», η κατασκευή των ανδρικών ταυτοτήτων. Η φεμινιστική θεώρηση όμως
που βλέπει την παρενόχληση ως μια μορφή ανδρικής εξουσίας και καταπίεσης, ορθά
επιμένει ότι οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν το τί συνιστά
ανεπιθύμητη συμπεριφορά, παράλληλα με την εξασφάλιση ότι υπάρχει χώρος για να
εισακουστούν οι φωνές τους (Samuels 2003: 480). Για αυτό, αν και οι περισσότερες
παρανοήσεις σεξουαλικής πρόθεσης συνήθως επιλύονται γρήγορα, δεν μπορεί να μην
τονιστεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις σχετίζονται με τη διάπραξη σεξουαλικής
παρενόχλησης, ακόμα και σεξουαλικής κακοποίησης, από πλευράς ανδρών (Jacques-
Tiura κ.α. 2007: 1468)58. Παρανοήσεις που σε κάποιο βαθμό σχετίζονται με τη
διαστρέβλωση των λόγων, των συμπεριφορών και των πρακτικών μιας σημαντικής
μερίδας νέων κυρίως γυναικών υπό το πρίσμα της πιο χειραφετικά προσανατολισμένης
σε όλα τα πεδία δράσης μεταφεμινιστικής κουλτούρας, για την οποία χρειάζεται να
παρατεθούν περαιτέρω διευκρινιστικά σχόλια. Αυτό είναι και το θέμα του επόμενου
κεφαλαίου.

58
Υπάρχουν, για παράδειγμα, έρευνες που αναδεικνύουν ότι οι δασκάλες και οι καθηγήτριες, είτε στο
φυσικό χώρο διδασκαλίας είτε σε απευθείας σύνδεσης περιβάλλοντα, αποτελούν συχνά θύματα
επιθετικότητας και παρενόχλησης από μαθητές και φοιτητές (Ferganchick-Neufang 1998), μια κατάσταση
που επιτείνεται υπό το γενικότερο πρίσμα της σεξουαλικοποίησης των δασκάλων (Lahelma, Palmu και
Gordon 2000).

296
2.3 Μεταφεμινιστική κουλτούρα και μεταφεμινιστικός σεξισμός

Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγινε προσπάθεια να παρατεθούν όψεις της συζήτησης γύρω
από την κοινωνική κατασκευή της σεξουαλικότητας και του φύλου στις υστερο-
νεωτερικές συνθήκες, έτσι ώστε να μπορούν να πλαισιωθούν και να γίνουν περισσότερο
κατανοητά τα ενδεχόμενα μακροκοινωνικά αποτελέσματα της πορνογραφικοποίησης στο
πεδίο της σεξουαλικότητας σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθετείται στην παρούσα
διατριβή. Η πρώτη (μακρο-)επίδραση που διακρίνεται έχει να κάνει με την κατίσχυση
μιας σεξιστικού τύπου μεταφεμινιστικής αισθητικής, ή αλλιώς αυτό που θα αποκληθεί
παρακάτω «μεταφεμινιστικός σεξισμός». Έχει να κάνει δηλαδή με την υιοθέτηση μιας
μεταφεμινιστικής λογικής στο πλαίσιο της πορνογραφικά προσανατολισμένης
σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας. Στη βάση αυτή, η έννοια της μεταφεμινιστικής
κουλτούρας και η εννοιολόγηση του μεταφεμινιστικού σεξισμού αποτελούν τα ζητήματα
που πραγματεύεται το συγκεκριμένο κεφάλαιο.
Ο μεταφεμινισμός, λοιπόν, αναφέρεται τόσο σε μια ιστορική στιγμή όσο και σε
ένα πολιτισμικό φαινόμενο που λαμβάνει χώρα μετά το δεύτερο κύμα φεμινισμού στη
δεκαετία του 19701. Πρόκειται για μια περίοδο που χρονολογείται από τη δεκαετία του
1980 και μετά, και στην οποία κυριαρχεί ένα κλίμα όπου τα φιλελεύθερα φεμινιστικά
ιδεώδη της ατομικής αυτονομίας, της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας επιλογής
θεωρούνται πια «κοινή λογική», οπότε και οι φεμινιστικές εκστρατείες του δευτέρου
κύματος (βλ. και κεφάλαιο 1.1, υποσημείωση 31) για τα αναπαραγωγικά δικαιώματα
(reproductive rights), την ισότητα των αμοιβών και των ίσων ευκαιριών απασχόλησης
είναι πλέον άνευ αντικειμένου, διότι θεωρείται ότι όλα αυτά τα αιτήματα έχουν
επιτευχθεί (Gormley 2009). Αν και ο μεταφεμινισμός αρχικά αντιμετωπίστηκε και
προσδιορίστηκε ως μια αντιφεμινιστική τάση στα τέλη της δεκαετίας του 1980 (Sarikakis
και Tsaliki 2011: 111), εντούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες στο δυτικό κόσμο
στην εν λόγω δεκαετία δεν είχαν μόνο να «καταστείλουν» τη σεξουαλικότητα και τη
θηλυκότητά τους γενικότερα προκειμένου να πετύχουν στον κόσμο ενός άνδρα, αλλά και

1
Πρέπει να επισημανθεί ότι χρειάζεται, γενικότερα, ιδιαίτερη προσοχή στην χρήση του όρου «μετα-» ως
αναλυτικό και εννοιολογικό εργαλείο (Calafell 2010). Όπως, με μια άλλη λογική βέβαια, έχει τονίσει και η
Levy (2005: 5), το ότι «είμαστε μετα- δεν σημαίνει αυτόματα ότι είμαστε και φεμινίστριες».

297
να περιορίσουν τον «ανδρισμό» τους προκειμένου να συνεχίσουν να «πετυχαίνουν» μέσα
στη ζωή του γάμου και της οικογένειας ως «γυναίκα-θηλυκό» (Winship 1983: 62).
Η κατανόηση δηλαδή της σεξουαλικής ταυτότητας με όρους μεταφεμινισμού, ή
αλλιώς τρίτου κύματος φεμινισμού, δεν συνιστά μόνο μια απομυθοποίηση των
πατριαρχικών ορισμών της «σωστής» γυναικείας συμπεριφοράς, αλλά και των ορισμών
του δευτέρου κύματος περί «ενδεδειγμένων συμπεριφορών» (Munford 2009: 191). Για
παράδειγμα, το τρίτο κύμα φεμινισμού αναγνωρίζει την ικανότητα ενός κοριτσιού στην
εφηβεία να βιώνει τη σεξουαλικότητά του σε περιστάσεις που δεν χαρακτηρίζονται από
εκμετάλλευση ή πρόδηλα άνιση κοινωνική θέση και δύναμη (Karlyn 2006: 463). Αξίζει
πάντως από τώρα να σημειωθεί η επιφύλαξη της McRobbie (2009Α: 126) αναφορικά με
την χρήση του όρου «τρίτο κύμα φεμινισμού», όρο τον οποίο αποδέχεται μόνο επί τη
βάσει μιας αυτο-περιγραφής ενός διαδικτυακά βασιζόμενου φεμινιστικού ακτιβισμού και
γραφής - και αυτό διότι συνολικά η γραμμική αφήγηση των κυμάτων φεμινισμού
οδήγησε για την τελευταία στον περιορισμό της ανάδειξης των πολύπλοκων
φεμινιστικών ιστοριών και των πολλαπλών φεμινιστικών νεωτερικοτήτων που θα
αμφισβητούσαν τις, συχνά δημοσιογραφικά αποτυπωμένες, ιστορίες του γυναικείου
κινήματος.

2.3.1 Κριτική του μεταφεμινισμού

Ο μεταφεμινισμός για την McRobbie (2004Α, 2006) είναι μια ενεργή διαδικασία με την
οποία τα φεμινιστικά κέρδη της δεκαετίας του 1970 και του 1980 υπονομεύθηκαν μέσω
της ρητορικής ότι η ισότητα έχει επιτευχθεί, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ολόκληρο
ρεπερτόριο νέων εννοιών που στον πυρήνα τους βρίσκεται η άποψη ότι ο φεμινισμός δεν
είναι πλέον απαραίτητος - ειδικά για τις νεαρές γυναίκες που πρέπει να κρατούν μια
απόσταση από αυτόν για το καλό της κοινωνικής και σεξουαλικής τους παρουσίας και
αναγνώρισης2. Είναι στη βάση αυτή που η διάσημη κριτική φεμινίστρια τονίζει ότι κύριο

2
Όπως έλεγε χαρακτηριστικά η McRobbie (2004Β), δεκάδες διδακτορικές διατριβές θα πρέπει να
αναφερθούν στο μετασχηματισμό της κουλτούρας του σεξ σε ένα μεταφεμινιστικό πλαίσιο όπου μια
σαρωτική εμπορευματική λογική έχει κατευθυνθεί προς μια νεότερη αγορά καταφέρνοντας να

298
χαρακτηριστικό του μεταφεμινιστικού Λόγου είναι η «διπλή εμπλοκή» (double
entanglement) φεμινιστικών και αντιφεμινιστικών ιδεών (2004Α). Πιο αναλυτικά, είναι η
απόδοση ιδιοτήτων φορέα δράσης, με την έννοια των βολονταριστικών δυνάμεων 3, στις
γυναίκες και δυνατότητας ελευθερίας επιλογών από τη μια, για να επιλέξουν όμως να
υιοθετήσουν ξανά μια παραδοσιακού τύπου θηλυκότητα από την άλλη. Είναι, σε ένα πιο
γενικό επίπεδο, η εγχάραξη νεοφιλελεύθερων αξιών σε σχέση με το φύλο και τη
σεξουαλικότητα, παράλληλα με την αποδοχή μιας φεμινιστικής αντίληψης της
πραγματικότητας που αν και αποτελεί κομμάτι μιας «κοινής λογικής» πλέον, εντούτοις
προκαλεί φόβο, μίσος και προσπάθειες απαξίωσης και αποδόμησης 4. Με όρους Butler
(1988), η διπλή εμπλοκή συνιστά τόσο μια επιτέλεση (doing), όσο και μια αναίρεση
(undoing) του φεμινισμού (McRobbie 2004Α: 255).
Σε αυτό το πλαίσιο, η Gill (2007Β όπως αναφέρεται στο Tyler, I. 2008: 86)
υποστηρίζει ότι ο μεταφεμινισμός, είτε αν εκληφθεί ως ιστορική φάση είτε ως μια
αντίδραση ενάντια στην παραδοσιακή φεμινιστική πολιτική είτε ως μια επιστημολογική
στροφή στη φεμινιστική θεωρία, χαρακτηρίζεται από μια «εξαιρετική αντιφατικότητα»
που αναδεικνύεται τόσο στις κριτικές αντιμετωπίσεις του σε επιστημονικά κείμενα, όσο
και στο πεδίο της λαϊκής/δημοφιλούς κουλτούρας. Για αυτό και ο μεταφεμινισμός δεν θα
πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως μια επιστημολογική οπτική, αλλά ούτε ως μια ιστορική
στροφή ή φάση, ούτε όμως και ως αντίδραση με προδιαγεγραμμένα τα νοήματά του (Gill
2007Γ: 148). Θα πρέπει τουναντίον να κατανοείται ως μια διακριτή
ευαισθησία/αισθαντικότητα (distinctive sensibility) που αποτελείται από μια σειρά
αλληλένδετων στοιχείων, όπως η εστίαση στο σώμα και στη σεξουαλικότητα ως βασικό
κομμάτι της θηλυκότητας, η μετάβαση από τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση στη
σεξουαλική υποκειμενοποίηση (βλ. παρακάτω), η έμφαση στην αυτο-επιτήρηση, στον
αυτοέλεγχο και την αυτοπειθαρχία, η έμφαση στην ατομικότητα, την επιλογή, την

επανασηματοδοτήσει την πορνογραφία και, με τον τρόπο αυτό, να σφετεριστεί τις νέες γυναίκες ως δοκιμή
του «επιπέδου χειραφέτησής» τους.
3
Για το ζήτημα αυτό, βλ., μεταξύ άλλων, Mouzelis 2008: 27-8, 206-7 και 232-6.
4
Την έννοια της διπλής εμπλοκής της McRobbie (2004Α) την υιοθετεί με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο και η
Lewis (2007: 288-9) για να περιγράψει το πώς αντιθετικές όψεις του εαυτού και της ιδιότητας του πολίτη
αναδεικνύονται στο ριάλιτι Queer Eye for the Straight Guy με τη βοήθεια και μεσολάβηση της φιγούρας
του γκέι ειδικού πάνω στο lifestyle.

299
ελευθερία και την ενδυνάμωση, η κυριαρχία ενός προτύπου αλλαγής, διαμόρφωσης και
αυτο-μεταμόρφωσης, η αναβίωση των ιδεών περί «φυσικών» σεξουαλικών διαφορών
στη βάση της συμπληρωματικότητας των δύο φύλων (2007Γ: 149-59), αλλά και η
θεώρηση ως δεδομένων των φεμινιστικών ιδεών και κατακτήσεων, παράλληλα με μια
σφοδρή άρνηση του φεμινισμού (2009Γ: 346). Πρόκειται για μια προσέγγιση που
καταφέρνει να αναδείξει την αντιφατικότητα των μεταφεμινιστικών Λόγων και την από
κοινού εμπλοκή τόσο φεμινιστικών όσο και αντιφεμινιστικών όψεων στο εσωτερικό του
(2007Γ: 149), αλλά και τις διαστάσεις του ως απάντηση σε παλαιότερους φεμινιστικούς
Λόγους που τον καθιστά μια ευδιάκριτα νέου τύπου αισθαντικότητα (2007Γ: 163).
Έτσι, μπορεί ο μεταφεμινισμός να υποστηρίζει με θάρρος ότι οι γυναίκες έχουν
ενεργή, πολιτική και μη, υποκειμενικότητα, αλλά ο κύριος χώρος στον οποίο αυτή
αναγνωρίζεται και νομιμοποιείται είναι μέσα στις μεμονωμένες καταναλωτικές
συνήθειες και στο πλαίσιο της γενικότερης καταναλωτικής κουλτούρας. Η αντίφαση εδώ
έγκειται σε αυτή την ίδια τη δυναμική όπου οι αναπαραστάσεις των γυναικών φαίνεται
σε κάποιες όψεις της σύγχρονης δημόσιας σφαίρας να είναι πιο «θετικές», αλλά φαίνεται
εξίσου ότι είναι μέρος μιας επιθετικής στρατηγικής του χώρου της αγοράς και όχι
ενδείξεις κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών στις σχέσεις των δύο φύλων (Banet-Weiser
και Portwood-Stacer 2006: 260). Υπό αυτή την έννοια, ο μεταφεμινισμός θεωρείται μια
αναθεώρηση του φεμινισμού που ενθαρρύνει τον ιδιωτικό, καταναλωτικό τρόπο ζωής
παρά την καλλιέργεια μιας επιθυμίας για δημόσια ζωή και πολιτικό ακτιβισμό (Vavrus
2010: 223). Για αυτό και για την McRobbie (2008Β: 548) θα πρέπει να ενεργοποιηθεί εκ
νέου η φεμινιστική κριτική της καταναλωτικής κουλτούρας έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί
ο όλο και πιο ισχυρός ρόλος που διαδραματίζουν οι δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης και
παγκοσμιοποιημένης αγοράς για τις νέες γυναίκες και τα κορίτσια. Χωρίς μια τέτοια
ανανεωμένη εστίαση υπάρχει ο κίνδυνος, για την τελευταία, του συνένοχου
εφησυχασμού, της απλής πρόσθεσης της φεμινιστικής φωνής στους διάφορους ηθικούς
πανικούς και της παρεπόμενης περιθωριοποίησης του φεμινιστικού κινήματος και, πιο
συγκεκριμένα, των οργανώσεών του5.

5
Αξίζει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι επιμέρους φεμινιστικές οργανώσεις με έντονη δράση
επηρέασαν σημαντικά, ενίοτε δε με καθοριστικό τρόπο, τη δημόσια συζήτηση και τους αγώνες του
φεμινιστικού κινήματος φέρνοντας στη δημοσιότητα συγκεκριμένες όψεις των έμφυλων ανισοτήτων και

300
Γενικότερα, παρατηρείται μια ισχυρή σχέση και σύνδεση του μεταφεμινισμού με
το νεοφιλελευθερισμό, κυρίως στη βάση της έμφασης και της εστίασης στο σύγχρονο
εξατομικευμένο υποκείμενο ως άτομο (Gill 2007Γ: 163-4). Η σημασία της χρήσης του
όρου «νεοφιλελευθερισμός» στην κοινωνικοπολιτισμική ανάλυση έγκειται στην
επέκταση της λογικής της αγοράς σε όλους τους άλλους τομείς της ζωής, με τα άτομα
εδώ να λογίζονται ως δρώντα υποκείμενα των οποίων η «ηθική αυτονομία» μετριέται
από την ικανότητά τους για αυτο-συντήρηση, αυτο-φροντίδα, προσαρμογή και ευελιξία
στις σύγχρονες συνθήκες (Gill και Arthurs 2006: 445). Εδώ δηλαδή, ο μετασχηματισμός,
η μετατροπή και η αλλαγή δεν είναι απλώς στο επίκεντρο της καταναλωτικής
κουλτούρας που προωθούν οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς, αλλά αποτελούν βασικά
συστατικά στοιχεία της δυτικής νεωτερικότητας - οπότε και ο στόχος για μεταμόρφωση
και αναζήτηση νέων εμπειριών, αισθήσεων και στυλιζαρισμένης εμφάνισης αποτελεί
σύστοιχο της καταναλωτικής κουλτούρας του 20ου αιώνα (Featherstone 2010: 200-1), με
το περίφημο lifestyle να γίνεται ένα σημαντικό μέσο διαμόρφωσης της ατομικότητας, της
αυτοέκφρασης και της στυλιστικής αυτοσυνειδησίας για όλους (1991: 84) 6. Όπως θα
έλεγε χαρακτηριστικά και η Sarikakis (2011: 117), η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού και
η επικράτηση του ύστερου καπιταλισμού φαίνεται να ξαναγράφει τη φεμινιστική
αφήγηση είτε ως «βιωμένες ουτοπίες» είτε απλώς ως διαφημιστικά σενάρια 7. Ακόμα πιο
κριτική είναι η Fraser (2013) που θεωρεί ότι το ίδιο το κίνημα για τη χειραφέτηση των

διακρίσεων, όπως η χαρακτηριστική περίπτωση των Stewardesses for Women’s Rights που μελετούν οι
Sanderson κ.α. (2010) και η οποία κατήγγειλε τις σεξιστικές αισθητικές, συμπεριφορές και πρακτικές στο
χώρο της εναέριας μεταφοράς. Να σημειωθεί με την ευκαιρία, ότι ενώ οι περισσότερες φεμινιστικές
οργανώσεις επικεντρώνονται σε μη κερδοσκοπικές δράσεις και στην σχέση τους με το κράτος, υπάρχουν
και περιπτώσεις φεμινιστικών πολιτικών οργανώσεων που εξαρτώνται από τα κέρδη που προκύπτουν από
τις δράσεις τους και τα προϊόντα που προωθούν για την επιβίωσή τους, όπως η περίπτωση της Toy Box
που μελετά η Loe (1999). Για τις δε πιο πρόσφατες περιπτώσεις δράσεων τεχνοφεμινισμού
(technofeminism) και κυβερνοφεμινισμού (cyberfeminism), βλ. Puente και Jiménez 2009.
6
Υπό αυτή την έννοια, λανθασμένα και πρόδηλα αφαιρετικά θεωρείται ότι η ιστορία του φύλου της
κατανάλωσης στη νεωτερικότητα είναι κατά βάση μια ιστορία των γυναικείων εμπειριών (Finn 2000: 134).
7
Για μια γενικότερη σύνδεση των καπιταλιστικών εξελίξεων και της περιώνυμης κρίσης με τις
φεμινιστικές εξελίξεις, βλ., μεταξύ άλλων, Alvanoudi 2009.

301
γυναικών έχει εμπλακεί σε μια επικίνδυνη συμμαχία με τις νεοφιλελεύθερες προσπάθειες
οικοδόμησης μιας κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς.

2.3.2 Το νεοφιλελεύθερο θηλυκό υποκείμενο

Σε αυτό το υστερο-νεωτερικό πλαίσιο λειτουργίας του καπιταλισμού, το πρότυπο της


«νέας, αυτόνομης και διεκδικητικής γυναίκας» έχει καταστεί το κυρίαρχο και πλέον
αντιπροσωπευτικό για τις νέες γυναίκες πρότυπο (Gill 2003Α: 105, Attwood 2006: 86) 8.
Πρόκειται για την περίπτωση της φιγούρας μιας «νέας γυναίκας», ενός τύπου
«ναρκισσιστικού επαγγελματία» που αντιπροσωπεύει και συμβολίζει τη γυναικεία
ανεξαρτησία, την αυτο-διαμόρφωση του στυλ και την κατανάλωση σε ένα ρευστό και
σχετικιστικό ηθικό κοινωνικό πλαίσιο (Radner 1995 όπως αναφέρεται στο Attwood
2005Α: 397). Η δε έννοια του διφορούμενου και της αμφιθυμίας γίνεται εδώ ένα
σημαντικό εργαλείο για τη διαπραγμάτευση αντιθετικών ταυτοτήτων - με τις γυναίκες να
είναι ελκυστικές χωρίς να προσπαθούν να τραβήξουν τα βλέμματα επάνω τους, «να είναι
σέξι αλλά όχι υπερβολικά σεξουαλικές» (Attwood 2007Γ: 242). Έτσι, η κατασκευή του
«νεο-φιλελεύθερου θηλυκού υποκειμένου» (neo-liberal feminine subject) συνεπάγεται
και την επικράτηση της άποψης ότι το σεξ αποτελεί ένα «στυλάτο» και κομψό, μέσο για
τη δημιουργία ταυτότητας, καθώς και απαραίτητο ζητούμενο για την ατομική
ολοκλήρωση (2006: 86). Με άλλα λόγια, η σύγχρονη δόμηση της σεξουαλικότητας ως
ταυτότητα, πηγή ηδονισμού και εστία θεάματος συνδέεται με την πολιτισμική
προώθηση, από συγκεκριμένους φορείς της αγοράς, της διαφήμισης και των μέσων
μαζικής ενημέρωσης, μιας αντίληψης για το σεξ ως διασκέδαση και ως τρόπος ζωής - η
οποία όμως ως έκφραση κοινής αισθητικής ανάγεται κατά τη διαδικασία αυτή σε μια νέα
μορφή ηθικής τάξης πραγμάτων (2007Α: 450).

8
Πρέπει να επισημανθεί ότι στα εν λόγω κριτικά προσανατολισμένα κείμενα όπως και στα περισσότερα σε
αυτή τη συζήτηση παρατηρούνται μη αναστοχαστικές αναφορές (unreflexive references) του όρου
«αυτονομία» με τον οποίο υπονοείται κατά βάση ο όρος «αυτοβουλία». Η έννοια της αυτονομίας αποτελεί,
σε κάθε περίπτωση, ένα ιδιαίτερα περίπλοκο και σύνθετο ζήτημα, κυρίως στη βάση της κριτικής ότι
αποτελεί στη φιλοσοφική της σύλληψη ένα ουτοπικό πρόταγμα που, σε τελευταία ανάλυση, δεν
πραγματώνεται ποτέ, παρά συνιστά μια «μη πραγματοποιήσιμη φαντασίωση».

302
Σύμφωνα με την Boynton (2003: 2-7 όπως αναφέρεται στο Attwood 2005Γ: 91),
το σεξ εδώ απευθύνεται στις γυναίκες κυρίως από την άποψη της αυτο-βελτίωσης, του
ρομαντισμού και των σχέσεων, με τις προσπάθειες των «ειδικών» να επικεντρώνονται
στο ετεροφυλόφιλο ζευγάρι στην κρεβατοκάμαρα όπου το σεξ γίνεται ένας κατάλογος
των δραστηριοτήτων και συμπεριφορών που «πρέπει» να εκτελεστούν προκειμένου να
επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αυτό είναι βραχυπρόθεσμα η διείσδυση και ο
οργασμός, μακροπρόθεσμα μια πιο «ικανοποιητική» θέση για τη γυναίκα στο πλαίσιο
της προσωπικής της σχέσης. Το σεξ δηλαδή εδώ είναι μια διαδικασία που, κατά βάση και
πέρα από τις ηδονιστικές του διαστάσεις, πραγματοποιείται έτσι ώστε οι γυναίκες να
αισθανθούν ελκυστικές, να διατηρήσουν τις σχέσεις τους, να εκφράσουν την φροντίδα
τους και να «ελέγξουν» εν τέλει τους άνδρες τους. Όπως λέει χαρακτηριστικά και η
Attwood (2005Γ: 91), είναι μέρος μιας μεταφεμινιστικής διαχείρισης της θηλυκότητας.
Αυτή η νέα μεταφεμινιστική σεξουαλικότητα για την Sonnet (1999: 180) είναι ένας
δείκτης της συνεχιζόμενης στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων του γυναικείου
σεξουαλικού εαυτού - μια διάσπαση τόσο βαθιά, ώστε αυτός να μπορεί να
εμπορευματοποιηθεί και να προσφερθεί για κατανάλωση με τους ίδιους όρους που η
ριζοσπαστική φεμινιστική ανάλυση έχει επικρίνει την αλλοτριωμένη από την άποψη της
ανθρώπινης σεξουαλικότητας ανδρική πορνογραφία9. Η έμφυλη δηλαδή ατζέντα που
προτρέπει τη γυναικεία σεξουαλικότητα μόνο σε «έκφραση» καταφέρνει μόνο να
συνδέσει όλο και πιο αποφασιστικά το παιχνίδι της έμφυλης εξουσίας με το πεδίο της
ανδρικής σεξουαλικής όρεξης (1999: 181).
Στην ίδια κριτική λογική και η Gill (2007Β: 258 όπως αναφέρεται στο Attwood
2009Β: 15) που θεωρεί ότι ο ναρκισσισμός που εκφράζεται μέσα από τις παραπάνω
κατασκευές γυναικείων ταυτοτήτων και πρακτικών λειτουργεί για την προώθηση ενός
γυναικείου φορέα δράσης που βασίζεται στη διαμόρφωση ενός υποκειμένου που μοιάζει

9
Για την Chatterjee (2000: 90), από την άλλη, ως μεταφεμινισμός θεωρείται ο φεμινισμός που
ενημερώνεται από, και κριτικά ενσωματώνει, διάφορες σύγχρονες θεωρίες μέσα από τις οποίες βλέπει τη
δυνατότητα η πορνογραφία να αποτελεί ένα μέσο για τη διάρθρωση και την έκφραση των νέων
σεξουαλικοτήτων με τρόπους που επιδιώκουν να αποφύγουν τις αντιθετικές ταυτότητες και τις δυαδικές
ιεραρχίες με το άλλο φύλο - ιδίως στο πλαίσιο του διαδικτύου όπου οι γυναίκες μπορούν να λάβουν πιο
ενεργό και σημαντικό ρόλο στην παραγωγή, διάχυση και κατανάλωση σεξουαλικών εικόνων.

303
και παραπέμπει στην ετεροσεξουαλική ανδρική φαντασίωση - όπως αυτή απαντάται στις
κυρίαρχες μορφές της ανδρικά προσανατολισμένης πορνογραφίας. Ενώ δηλαδή η
μεταφεμινιστική λαϊκή κουλτούρα συνιστά μια προοδευτική διέξοδο σε μια σειρά από
ζητήματα, φαίνεται ότι ταυτόχρονα προωθεί και μια εντατικοποίηση της
ετεροσεξουαλικής αυτο-επιτήρησης (Jackson και Westrupp 2010). Έτσι, αν και
φεμινιστικές αξίες όπως το δικαίωμα στον καθορισμό της σεξουαλικότητας, η
σεξουαλική απελευθέρωση και η προσωπική ενδυνάμωση ενσωματώνονται στη
μεταφεμινιστική κουλτούρα του πρόστυχου, η άνοδος της οποίας δεν σηματοδότησε το
τέλος του φεμινισμού αλλά εκλήφθηκε ως σημάδι ότι το φεμινιστικό πρόταγμα είχε
εκπληρωθεί (Levy 2005: 3), εντούτοις πολλές φορές εκφυλίζονται σε μια επιδεικτική,
αρσενικο-φαντασιακή καρικατούρα της γυναικείας σεξουαλικότητας (Whitehead και
Kurz 2009: 228-9)10. Σε αυτό το πλαίσιο, όσο και αν οι μεταφεμινιστικές ετεροτοπίες
μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τρόποι αλλαγής και αναθεώρησης της επικρατούσας
τάξης, επειδή δεν συνιστούν σε τελευταία ανάλυση ριζοσπαστική πολιτική δράση, δεν
μπορούν και να διαταράξουν δραματικά και ουσιαστικά τις κυρίαρχες, κατά βάση
ανδροκεντρικά οριζόμενες, έμφυλες νόρμες (Evans, Riley και Shankar 2010: 227). Το δε
μεταφεμινιστικό λεξιλόγιο εδώ καλείται να θεσπίσει ένα είδος «έμφυλου
διακανονισμού», μια νέα συμφωνία για τις νέες γυναίκες ως μια στρατηγική που
απορρίπτει σθεναρά τη σημασία της ανανέωσης των αυτοδύναμων σεξουαλικών
πολιτικών χειραφέτησης και αυτονομίας (McRobbie 2009Β: 58) 11.
Όσο δηλαδή και αν προκύπτουν γυναικείοι χαρακτήρες, πρακτικές και
συμπεριφορές που διαταράσσουν την ηγεμονική κανονικότητα, οι πατριαρχικές δομές

10
Σε αυτής της κατεύθυνσης κριτικές προσεγγίσεις και αιτιάσεις περί μεταφεμινισμού είναι που βρίσκει
την όποια βάση του ο περίφημος αφορισμός της Levy (2005: 35) ότι «δεν έχει πια κανένα νόημα να
κατηγορούμε τους άνδρες». Και αυτό στη βάση του γενικότερου σκεπτικού της ότι αν «ανδρικά
σωβινιστικά γουρούνια» είναι οι άνδρες που βλέπουν τις γυναίκες ως ένα κομμάτι κρέας, τότε «γυναικεία
σωβινιστικά γουρούνια» είναι οι γυναίκες που καθιστούν τους εαυτούς τους και τις άλλες γυναίκες
σεξουαλικά αντικείμενα(2005: 4) - ακριβώς δηλαδή όπως οι περίφημες πρωταγωνίστριες της τηλεοπτικής
σειράς Sex and the City (2005: 174).
11
Όπως θα έλεγε και η Sonnet (1999), τα σύγχρονα μεταφεμινιστικά κείμενα δίνουν έμφαση στη
σεξουαλική ελευθερία, ενδυνάμωση και απόλαυση όχι ως ζητήματα σεξουαλικής ισότητας και
χειραφέτησης, αλλά ως ατομικά θέματα επιλογής.

304
φαίνεται ότι έχουν την ικανότητα είτε να σιγούν είτε να απορροφούν και να
ενσωματώνουν τις όποιες εναλλακτικές αναγνώσεις (Finlay και Fenton 2005: 66-7).
Ουσιαστικά εδώ η κριτική αφορά κυρίως μια μερίδα γυναικών, αυτές που η McRobbie
(2007) αποκαλεί «τοπ κορίτσια» (top girls). Πρόκειται για νέες γυναίκες που στο «νέο
σεξουαλικό συμβόλαιο» του μεταφεμινισμού γίνονται κατανοητές ως «ιδανικά
υποκείμενα» της γυναικείας επιτυχίας, υποδείγματα της «νέας ανταγωνιστικής
αξιοκρατίας», αποτέλεσμα μιας σύνθετης στρατηγικής της «κυβερνησιμότητας»
(governmentality) του σύγχρονου εαυτού. Πίσω όμως από αυτή την απόδοση της
ικανότητας φορέα δράσης και τη φαινομενική απόκτηση των ελευθεριών, υποκρύπτεται
έντεχνα και συστηματικά η απαίτηση να εγκαταλειφθεί η κριτική περί ανδρικής
ηγεμονίας που σχετίζεται με τα θέματα του φεμινισμού. Το νέο σεξουαλικό συμβόλαιο
δηλαδή ενσωματώνεται στον πολιτικό λόγο και στη δημοφιλή κουλτούρα επιτρέποντας
την εκ νέου θεσμοθέτηση της ανισότητας των φύλων και την σταθεροποίηση της
ιεραρχίας τους μέσω της απαίτησης για προσπάθεια για ένα τελειοποιήσιμο εαυτό που ως
αδιάκοπη εργασία, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες επαγγελματικές απαιτήσεις, δεν
αφήνει κενό διάστημα για μια ανανεωμένη φεμινιστική πολιτική (2007: 718).
Προϋποθέτει για τις γυναίκες ότι μπορούν να συμβιβάσουν τις επαγγελματικές τους
φιλοδοξίες με την εκπλήρωση των παραδοσιακού τύπου υποχρεώσεών τους εντός της
οικίας, πράγμα το οποίο σημαίνει, σε κάθε περίπτωση, συμμόρφωση με τις υπάρχουσες,
καθεστηκυίες ιεραρχίες του φύλου (2009Β: 83).
Ουσιαστικά, πρόκειται για αυτό που η Probyn (1990) ονομάζει Λόγο της
«επιλογότητας» (choiceoisie), ένα Λόγο που αρθρώνεται σε ένα κοινό πλαίσιο
μεταφεμινισμού και νέας παραδοσιακότητας. Η ιδεολογία δηλαδή της επιλογότητας
λειτουργεί όχι ως μια προσφορά επιλογών, αλλά ως μια επιβεβαίωση των όσων
υποτίθεται ότι ήταν «πάντα εκεί» για τα δικαιώματα των γυναικών. Είναι σε αυτή την
κατάσταση που μια εκ νέου οριζόμενη παραδοσιοκρατία κανονικοποιεί τις κλασσικού
τύπου πατριαρχικά οριζόμενες αξίες, όπως αυτές του σπιτιού και της οικογένειας, αλλά
και τα ανδροκρατικά προτάγματα, όπως η συνεχή αυτο-σεξουαλικοποίηση του εαυτού,
σε μια θεμελιώδη, αμετάβλητη και ουσιοκρατικά προσανατολισμένη κατάσταση αγάπης
και «εκπλήρωσης επιθυμιών». Σύμφωνα με την κανονικοποίηση αυτή, οι προσωπικές
σχέσεις και η εκπλήρωση των επιθυμιών προβάλλονται ως αδιαμφισβήτητες καταστάσεις

305
με τους «υποτιθέμενους» λόγους χειραφέτησης και ενδυνάμωσης να περιστρέφονται ή να
κατασκευάζονται γύρω από μια παραδοσιακή αφήγηση της θηλυκότητας που
προσδιορίζεται από το γάμο και την απόκτηση παιδιών (Heinecken 2009: 24).
Ο δε Λόγος του μεταφεμινισμού σε αυτό το πλαίσιο ενεργοποιεί μια νέα
άρθρωση που κατασκευάζει διαφορές έτσι ώστε οι εν λόγω επιλογές να αποτελούν
αποτέλεσμα «αυτόνομων αποφάσεων ενδυναμωμένων φορέων δράσης» (Probyn 1990:
152). Στη ρητορική όμως περί ατομικής απόλαυσης που προωθείται με το πρόσχημα της
«επιλογής», η πολιτική σκέψη και δράση αντικαθίσταται από μια ελευθεριακή ιδεολογία
που προωθεί τον ατομικισμό και επικεντρώνεται γύρω από την κατασκευή της
«διαφοράς» (Klein 1991: 129). Έτσι, παράλληλα με την εκ νέου κανονικοποίηση
παραδοσιακών αξιών προκρίνεται και μια «χειραφετικού» χαρακτήρα απελευθέρωση
των ορίων της εργαλειακής χρήσης του γυναικείου εαυτού και σώματος με όχημα τα
προσωπικά χαρακτηριστικά, την κατασκευή της «ομορφιάς», την επιτέλεση της
σεξουαλικότητας και τη διαχείριση των προσωπικών σχέσεων. Σε αυτό το καθεστώς, η
εξουσία και η δύναμη δεν επιβάλλεται «από τα πάνω ή από τα έξω», αλλά
εσωτερικεύεται συμβάλλοντας έτσι στην κατασκευή της σύγχρονης γυναικείας
υποκειμενικότητας που χαρακτηρίζεται πλέον από την απόδοση της πλήρους ιδιότητας
του φορέα δράσης (Gill 2007Γ: 152)12.

2.3.3 Η στροφή της υποκειμενοποίησης

Ορθά, λοιπόν, η Gill (2007Α: 75-6) θεωρεί ότι η κοινωνική κατασκευή της
πραγματικότητας που περιγράφηκε παραπάνω δεν αποτελεί μια από τα πάνω
κοινωνικοπολιτισμική επιβολή από μια, οικονομική ή μη, υπερδομή, τονίζοντας μάλιστα
ότι ο κεντρικός στη νεοφιλελεύθερη κουλτούρα Λόγος της επιλογής δεν θα πρέπει να
αντιμετωπίζεται ξέχωρα από τον έμφυλο κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων και εξουσίας.
Με άλλα λόγια, δεν θα πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως μια μορφή σκληρής
χειραγώγησης, αλλά ως μια κοινωνικά οριζόμενη και εξατομικευμένα διαχειριζόμενη

12
Για την Jeffreys (2005: 5), οι έννοιες της ιδιότητας του φορέα δράσης, της επιλογής, και της
ενδυνάμωσης, έννοιες που προέρχονται σύμφωνα με αυτή από μια «διάχυτη δεξιά ρητορεία», είναι που
διείσδυσαν και, εν τέλει, υπονόμευσαν τη φεμινιστική σκέψη.

306
διάσταση της κοινωνικής κατασκευής της κατανόησης του εαυτού και της
υποκειμενικότητας. Το κυρίως πρόβλημα που εγείρεται εδώ, σύμφωνα με την βρετανίδα
φεμινίστρια, είναι ότι ο άξονας αυτής της τάσης εντοπίζεται στη μετατόπιση από τη
σεξουαλική αντικειμενοποίηση στη σεξουαλική υποκειμενοποίηση (sexual
subjectification). Πρόκειται για μια στροφή που προκρίνει την πλήρη ευχέρεια και
ελευθερία στις, νέες κυρίως, γυναίκες να χρησιμοποιήσουν με οποιοδήποτε τρόπο και για
οποιοδήποτε σκοπό την ομορφιά τους, το σώμα τους και τις σεξουαλικές σχέσεις τους
γενικότερα (2003Α: 103). Υπό αυτή την έννοια, «νομιμοποιείται» σε κάποιο βαθμό κάθε
εργαλειακή χρήση του σεξ και του εαυτού στο σύνολό του ως εάν να πρόκειται για μια
συνειδητή υιοθέτηση της κουλτούρας της συναλλαγής - αποηθικοποιώντας έτσι την
όποια έννοια δικαιϊκής τάξης στο πεδίο των σχέσεων οικειότητας. Εννοείται, βέβαια, ότι
είναι άλλο ζήτημα η εγχάραξη μιας συμβολαιακού τύπου αντίληψης των σχέσεων
οικειότητας και άλλο πράγμα η αυθαίρετη εξαγωγή του συμπεράσματος ότι μια τέτοια,
«ηθικά» επίμαχη σε κάποιες όψεις της, στάση ζωής «δικαιολογεί» σε οποιονδήποτε
βαθμό την αποπροσωποποίηση (depersonalization) των γυναικών εν γένει.
Πιο ειδικά, η στροφή της υποκειμενοποίησης συνιστά, μεταξύ άλλων, μια
μετάβαση από το αυστηρό και επικριτικό ανδρικό βλέμμα σε ένα αυτο-αστυνομευόμενο,
αυτο-επιτηρητικό ναρκισσιστικό βλέμμα (2007Γ: 152). Αυτό για την Gill (2003Α: 104)
συνιστά μια ανώτερη μορφή εκμετάλλευσης από την αντικειμενοποίηση, αφού το
αντικειμενοποιητικό ανδρικό βλέμμα εσωτερικεύεται εδώ σε μια μορφή ενδο-επιτήρησης
και «πειθαρχικού καθεστώτος» (disciplinary regime). Πέραν αυτών, συνιστά και μια
αναπαραστατική πρακτική των γυναικών με την υπόσχεση της εξουσίας που προσφέρει
το να είναι μια γυναίκα επιθυμητή και αντικείμενο πόθου - μια πρακτική που γίνεται στη
βάση της «αυτονομίας» του υποκειμένου που επιλέγει να (αυτο-)παρουσιασθεί ως
σεξουαλικό αντικείμενο. Έτσι, η σεξουαλική αντικειμενοποίηση δεν είναι κάτι που
γίνεται στις γυναίκες από τους άνδρες, αλλά το αποτέλεσμα μιας «ελεύθερης επιλογής»,
και υπό αυτή την έννοια, ορθά επισημαίνει η Gill (2003Α: 104), είναι ιδιαίτερα δύσκολο
να της ασκηθεί κριτική. Όπως έχει τονίσει χαρακτηριστικά (2008: 41), η κριτική
καθίσταται πολύ πιο δύσκολη γιατί ο τρόπος που δομείται η εξουσία σε αυτή την
περίπτωση δεν είναι η εύκολα αναγνωρίσιμη εξωτερική καταπίεση, αλλά η πειθαρχία και
η ρύθμιση που ως έννοιες και αξίες εσωτερικεύονται ως νέες υποκειμενικότητες.

307
Στη βάση αυτή, τονίζει τον προβληματικό χαρακτήρα της έννοιας της «επιλογής»
με το παράδειγμα της απόφασης αρκετών γυναικών να φορούν συνέχεια τα περίφημα
εσώρουχα G-string - μια πράξη όμως η οποία λαμβάνει χώρα σε ένα συγκεκριμένο
κοινωνικό πλαίσιο όπου η σεξουαλικοποιημένη αυτο-παρουσίαση έχει αναχθεί σε μια
κανονικοποιημένη απαίτηση για τις νεαρές γυναίκες στο δυτικό κυρίως κόσμο (2007Α:
72). Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η έμφαση στην «αυτόνομη» επιλογή υπονοεί ότι το
νεοφιλελεύθερο δρών υποκείμενο γίνεται αντιληπτό αποκλειστικά ως ένας ορθολογικός,
υπολογιστικός και αυτορρυθμιζόμενος φορέας δράσης ο οποίος φέρει την πλήρη ευθύνη
στην, με όρους Giddens (1994), κατασκευή της βιογραφίας του άσχετα από το πόσο
σοβαροί, αυστηροί και υπονομευτικοί είναι οι κοινωνικοί περιορισμοί, συνθήκες και
δομές για αυτόν (Gill 2007Α: 74). Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της γενικότερης
«κουλτούρας του χειρουργείου» η μεταφεμινιστικής λογικής λύση για τα όποια
προβλήματα ή ατέλειες του σώματος, καθίσταται απλώς μια ακόμα επιλογή των τρόπων
«επίλυσής» τους, με την αποκλειστική ευθύνη για τα όποια δεινά προκαλούν οι
σωματικές «ανωμαλίες» να βαραίνουν το ίδιο το άτομο - την στιγμή, μάλιστα, που η
σύγχρονη επιστήμη προσφέρει όλες τις δυνατότητες «επανόρθωσης» από τη μια, αλλά
και ο σύγχρονος πολιτισμός που παράγει τη «διαφορά ως πηγή δυστυχίας», κυρίως εις
βάρος των γυναικών, μένει άθικτος από την άλλη (Tait 2007: 132) 13.

2.3.4 Η στρατηγική της ανανοηματοδότησης

Είναι σε αυτό το ανταγωνιστικά δομημένο πλαίσιο (ετερο-)προσδιορισμού των


κυρίαρχων προτύπων εμφάνισης, ομορφιάς και σεξουαλικής συμπεριφοράς που η
φεμινιστική πρακτική αντέταξε τη χαρακτηριστική στρατηγική της προσπάθειας να
επανανοηματοδοτηθούν χλευαστικοί όροι περιγραφής της σεξουαλικότητας και του
σώματος, προσπάθεια που αποτελεί μια από τις πιο αξιοσημείωτες γλωσσικές στροφές
στο τέλους του 20ου αιώνα (Amy-Chinn 2006: 184). Η Ferguson (1986: 13), για

13
Για παράδειγμα, το ότι οι γυναίκες παρουσιάζονται ως πάσχουσες από «ψυχικές ασθένειες» σε
μεγαλύτερο ποσοστό από τους άνδρες, συνιστά κατά τη φεμινιστική κριτική περαιτέρω απόδειξη της
καταπίεσης των γυναικών και της αντιφεμινιστικά δομημένης σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας
(Woodlock 2005: 307).

308
παράδειγμα, είχε από πολύ νωρίς προκρίνει μια μεταφεμινιστικής κατεύθυνσης
στρατηγική για την κοινωνική διαπραγμάτευση της πορνογραφικά προσανατολισμένης
σεξουαλικοποίησης ανάμεσα στις ριζοσπαστικές και φιλελεύθερες θέσεις περί
γυναικείας σεξουαλικότητας. Στην στρατηγική λοιπόν της «επανακωδικωποίησης»
(recodification) που είχε προτείνει, διατηρείται τόσο η έμφαση στις απελευθερωτικές
διαστάσεις της σεξουαλικής απόλαυσης, όσο και η δέουσα προσοχή στους ενδεχόμενους
κινδύνους που προκαλεί η ανδροκεντρικά στοχευμένη κυρίαρχη μορφή πορνογραφίας.
Αυτό γίνεται μέσω μιας προσπάθειας αλλαγής των νοημάτων των απεικονίσεων των
γυναικών μέσω συμβολικών πολιτικών δράσεων με σκοπό να παρουσιάσουν τις
τελευταίες ως σεξουαλικά υποκείμενα και όχι αντικείμενα14. Η δε εισαγωγή του χιούμορ
εδώ όχι μόνο επιτρέπει την ανατροπή των συμβάσεων της πορνογραφίας (Scott 1999:
211), αλλά και δίνει στις γυναίκες τη δυνατότητα να κατασκευάσουν αυτές
πορνογραφικά κείμενα προκαλώντας και διαταράσσοντας έτσι τη λογική των
παραδοσιακών ρητών σεξουαλικών υλικών στη βάση της μπατλεριανής στρατηγικής -
δηλαδή μέσω του επαναπροσδιορισμού, της ανανοηματοδότησης ή της ειρωνικής
παρώδησης των εννοιών (Hull 2003: 524).
Για παράδειγμα και όπως έχει ήδη αναφερθεί (βλ. κεφάλαιο 1.2), είναι ιδιαίτερα
γνωστή, τόσο στην σχετική βιβλιογραφία όσο και στην αμερικανική δημόσια συζήτηση,
η περίπτωση της Annie Sprinkle που προωθεί μια χιουμοριστική και σαρκαστική
προσέγγιση του πορνό, ειδικά μέσα από τον «παιχνιδιάρικο» τρόπο παρουσίασης της
πορνογραφικής σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης (Nikunen και Paasonen 2007: 38) 15. Η δε

14
Οι γυμνόστηθες πολιτικές διαμαρτυρίες από ακτιβίστριες, όπως αυτές για παράδειγμα των FEMEN
(φεμινιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 2008 στην Ουκρανία), που φέρουν επάνω τους είτε ζωγραφισμένα
είτε πάνω σε πλακάτ τα μηνύματα που θέλουν να προωθήσουν αποτελούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα της
εν λόγω στρατηγικής - ειδικά όταν τα μηνύματα αφορούν ζητήματα σεξουαλικότητας και δικαιωμάτων
γύρω από την ελευθερία της έκφρασης.
15
Αξίζει να σημειωθεί ότι το χιούμορ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως μέσο αντίστασης, αλλά και ως
μέσο ελέγχου (D’Enbeau 2009: 26-7). Η χρήση δηλαδή του χιούμορ ως μέσο αντίστασης δεν είναι μια
χωρίς ενδεχόμενα λάθη πρακτική. Μπορεί, για παράδειγμα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και κυρίως η
τηλεόραση, να χρησιμοποιούν ένα φεμινιστικά προσανατολισμένο χιούμορ όπου ενώ ο πυρήνας του
μηνύματος γίνεται κατανοητός, το κοινό έχει «μάθει» να αποσυνδέεται από το συναισθηματικό αντίκτυπο
και τις συνέπειες αυτού του μηνύματος. Επιπρόσθετα, η εστίαση στο χιούμορ ως μέθοδο για αντίσταση

309
Williams (1993Α), με αφορμή την περίπτωση της Sprinkle, τονίζει ότι ο εναγκαλισμός
και η ενσωμάτωση πατριαρχικών όρων δύναται να προσδώσει μια θέση φορέα δράσης
στα ζητήματα σεξ, ειδικά αν περιλαμβάνει μια, με όρους Butler (1988: 520),
«ανατρεπτική επανάληψη» (subversive repetition). Η Williams (1993Α), δηλαδή, θεωρεί
ότι η χρήση από την Sprinkle τέτοιων όρων αναταράσσει την πατριαρχικά δομημένη
«σεξουαλική κανονικότητα», μεταμορφώνοντάς την σε μια λογική «πέρα και όχι
ενάντια» σε αυτή. Με όρους Butler (1997 όπως αναφέρεται στο Attwood 2007Γ: 239),
πρόκειται για μια «αντιστροφή των αποτελεσμάτων» (reversal of effects), όπου η
επανάληψη των επιζήμιων χαρακτηρισμών από πλευράς των γυναικών λειτουργεί ως μια
βασική προϋπόθεση για την ανατροπή της πιθανότητας πρόκλησης βλάβης από αυτούς.
Με απλά λόγια, το γέλιο, η ειρωνεία και η παρωδία γίνονται εδώ ένα ισχυρό εργαλείο
που μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη μιας πιο χαλαρής και ελεύθερης σχέσης με τη
σεξουαλικότητα και στην αποδόμηση των όποιων στερεοτύπων (Sabo 2005: 45) 16.
Πιο αναλυτικά, η ειρωνεία17, σύμφωνα με την Gill (2007Γ: 159), είναι ένας
τρόπος να «το παίζεις σε διπλό ταμπλό» (having it both ways), δηλαδή και να μπορείς να
εκφράζεις σεξιστικές ή πρόδηλα απορριπτέες απόψεις, αλλά και να διατηρείς το
προνόμιο να τις αμφισβητείς ως κάτι που «δεν το εννοούσες» και να κρατάς σαφείς
αποστάσεις από συγκεκριμένα συναισθήματα και πεποιθήσεις - ειδικά σε μια «μπλαζέ
εποχή» που το να δείχνεις παθιασμένος ή με έντονες κοινωνικές ευαισθησίες θεωρείται
κάτι μάλλον υπερβολικό που εύκολα απαξιώνεται. Η δημιουργία δηλαδή μιας ασφαλούς
απόστασης από ό,τι φαίνεται να είναι «ξενέρωτο» (uncool) και η «δεν σημαίνει ό,τι

στον πατριαρχικό έλεγχο εμποδίζει τη μελέτη του και ως μέθοδο ελέγχου (2009: 30-31). Για τη γενικότερη
περιθωριοποίηση των γυναικών στους τομείς του χιούμορ και της κωμωδίας στην τηλεόραση, βλ. Bore
2010.
16
Βέβαια, όπως επισημαίνει η Williams (1980: 14), μια απλή αντιστροφή ενός στερεότυπου δεν είναι
αρκετή, ιδιαίτερα όταν αυτή λαμβάνει χώρα στο επίπεδο ατομικών δηλώσεων. Η αδυναμία να
κατανοηθούν οι ιδεολογικές ανάγκες που εξυπηρετούνται από το στερεότυπο οδηγεί αντίθετα στην
αξιοποίηση ενός δήθεν ρεαλιστικού ατομικισμού που, υπό το πρίσμα της λεγόμενης πολιτικής ορθότητας,
δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Η συνολική ευαισθησία ως κομμάτι μιας κουλτούρας
σε μια επίθεση φυλετικών, εθνοτικών ή έμφυλων στερεοτύπων είναι συνήθως συνάρτηση της απώλειας της
ιστορικής ή κοινωνικής ανάγκης μιας κοινωνίας για την αναπαραγωγή στερεοτύπων.
17
Για την έννοια της ειρωνείας, πρβλ. Jankélévitch 1936.

310
νομίζετε ότι σημαίνει» λογική της ειρωνείας (Gill 2007: 159-60), είναι που καθιστά την
ανάγνωση και αποκωδικοποίηση του Λόγου της ειρωνείας και της παρωδίας μια ανοιχτή
διαδικασία, της οποίας η όποια ερμηνεία εναπόκειται τελικά στο «μάτι του θεατή»
(Hutcheon 1994: 111-8, Phiddian 1995). Η δε παρωδία, σύμφωνα με την Hutcheon
(1991: 6 όπως αναφέρεται στο Stringer 2002), είναι η «επανάληψη με κριτική
απόσταση» - αξίζει όμως να σημειωθεί η θέση του Stringer (2002) ότι η παρωδία δεν
είναι ποτέ μόνο κριτική ή μηδενιστική για το αντικείμενο της προσοχής της, αλλά ίσα-
ίσα εκφράζει συχνά και μια ορισμένη συμπάθεια ή ακόμα και αγάπη για αυτό που
χλευάζεται.
Έτσι, από τη μια πλευρά η στρατηγική της ειρωνικής προσέγγισης και
αντιμετώπισης δίνει την ευκαιρία να μπορούν να παρωδηθούν τα πάντα μέσα από έναν
παιγνιώδη επαναπροσδιορισμό των νοημάτων18, από την άλλη πλευρά όμως και την
ευκαιρία να διατηρηθεί η δυνατότητα για αποστασιοποίηση από την όποια δέσμευση,
εμπλοκή ή ανάληψη υποχρεώσεων (Hull 2003: 524, 530) 19. Το σημείο κλειδί εδώ είναι η
διαφορετικά οριζόμενη κουλτούρα κατανάλωσης από την κλασσικού τύπου ικανοποίηση
αναγκών, η οποία εξαρτάται, δομείται και χαρακτηρίζεται κυρίως από ρηματικές
πρακτικές που βασίζονται στις έννοιες του σαρκασμού, της δηκτικότητας, της
σκωπτικότητας και της ειρωνείας. Πιο ειδικά, η κατανάλωση κάθε είδους αγαθών και
υπηρεσιών με έναν ειρωνικό προσανατολισμό γίνεται έτσι ώστε τα νεοφιλελεύθερα
υποκείμενα να είναι «απολύτως ελεύθερα» να μπορούν να επιλέξουν ό,τι θέλουν, αλλά
την ίδια στιγμή να μπορούν να διατηρούν και τις όποιες αξίες τους, τόσο στην ιδιωτική
όσο και στη δημόσια σφαίρα (Epley 2007: 53-5). Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια win-
win λογική της μετατροπής των χωρίς-γιακά (no-collar) εργασιακών πρακτικών σε

18
H πρακτική, για παράδειγμα, της αναγραφής του όρου «τσούλα» στα γυναικεία ρούχα, αλλά και στο
γυναικείο σώμα με τη μορφή τατουάζ, παραλληλίζεται με το μύθο του καψίματος των στηθόδεσμων από
το δεύτερο κύμα του φεμινισμού σε μια προσπάθεια να καταδειχθούν οι νέοι τρόποι και στρατηγικές
αμφισβήτησης των δεσμεύσεων στη νοηματοδότηση της θηλυκότητας (Attwood 2007Γ: 240).
19
Παράδειγμα ειρωνικής εκτέλεσης μορφών έκφρασης και παραστάσεων λαϊκής κουλτούρας με
επανεπένδυσή τους με συχνά αμφιλεγόμενα νοήματα που περιπλέκουν τα όρια μεταξύ αποδοχής και
κριτικής και καθιστούν θολή τη διάκριση μεταξύ αποθέωσης και αποδόμησης, αποστασιοποίησης και
δέσμευσης, αποτελεί, σύμφωνα με τη μελέτη του Luvaas (2006), η electroclash μουσική, μια μορφή
ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής που γνώρισε άνθιση μετά το 2000.

311
πολιτισμικές νόρμες γούστου που κινούνται πέρα από την επικρατούσα τάση - μια
πρακτική, δηλαδή, που συνδέεται άμεσα με τη ρητορική της αυτονομίας και των
απεριόριστων προσωπικών δυνατοτήτων του κάθε ατόμου ξεχωριστά (2007: 52-3).
Σε αυτό το πλαίσιο, η ειρωνικά προσανατολισμένη λογική του «ξέρω ότι είναι
σεξιστικό και επειδή το ξέρω, μπορώ να το απολαμβάνω» (I know it is sexist and
because I know, I can enjoy) ταιριάζει απολύτως με τη ρητορική της αυτονομίας της
μεταφεμινιστικής κουλτούρας (2007: 55). Όπως λέει χαρακτηριστικά και η Gill (2007Γ:
159), καμιά συζήτηση περί της μεταφεμινιστικής ευαισθησίας δεν θα ήταν πλήρης εάν
δεν συμπεριλάμβανε και το ζήτημα της ειρωνείας. Βέβαια, δεν θα πρέπει να λησμονείται
ότι η ειρωνεία είναι γενικότερα μια σύνθετη έννοια, η οποία, λόγω των εννοιολογικών
της διαστάσεων δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά από τις κοινωνικές, ιστορικές και
πολιτισμικές πτυχές των πλαισίων μέσα στα οποία αναπτύσσεται και κατανοείται
(Hutcheon 1994: 17). Είναι με βάση αυτή τη λογική που η έννοια της ειρωνείας μπορεί
να συνδεθεί εκ νέου με την έννοια του κυνισμού. Έτσι, σύμφωνα και με τον τρόπο που ο
γνωστός φιλόσοφος Slavoj Žižek (1989: 25-6) επαναπροσδιορίζει την αρχική προσέγγιση
του Peter Sloterdijk (1983), κυνισμός είναι να μην πιστεύεις σε κάτι αλλά να πράττεις ως
εάν πιστεύεις τελικά σε αυτό. Οι σύγχρονοι άνθρωποι δηλαδή πράττουν με ένα κυνικό
σύνδρομο ως στάση ζωής, το οποίο επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον ίδιο
τους τον κόσμο. Το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι η νομιμοποίηση,
εν τέλει, του υπάρχοντος κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού συστήματος μέσω της
διάχυτης δυσπιστίας απέναντι σε αυτό. Είναι, κατά τις πιο κριτικές προσεγγίσεις, η
ενθάρρυνση της κοινωνικής απάθειας και η κατίσχυση μιας κουλτούρας απουσίας
ουσιαστικού δημοσίου διαλόγου και αστικής αβρότητας (civility) - μιας δηλαδή
ατομικιστικής και αντιπαραθετικής κουλτούρας που, σε τελευταία ανάλυση, προωθεί τις
διαστάσεις της κοινωνικής αλλοτρίωσης, αλλά και της διαιώνισης των υφιστάμενων
ταξικών, κοινωνικών και έμφυλων ανισοτήτων.

2.3.5 Κατακτήσεις της φεμινιστικής σκέψης

Βέβαια δεν μπορεί και να μην σημειωθεί ότι κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, ο
φεμινισμός συνολικά ως κίνημα κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση από τα

312
παραπάνω προσπαθώντας να άρει αντινομίες και ανισότητες, αλλά και να
επαναπροσδιορίσει την κατανόηση της υποκειμενικότητας και της ιδιότητας του φορέα
δράσης τόσο στην κοινωνική πρακτική όσο και στην κοινωνική έρευνα. Πιο
συγκεκριμένα, τα επιστημονικά κείμενα πάνω στο φύλο έθεσαν εκ νέου σε αμφισβήτηση
τη θετικιστική αντίληψη της αντικειμενικότητας τονίζοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ
ερευνητή και ερευνώμενων και θέτοντας ως κρίσιμο επιστημολογικό μέγεθος την έννοια
της υποκειμενικότητας. Έτσι, η θέση του ερευνητή σε ένα ευρύ φάσμα ταυτοτήτων και
διαφορών (όπως φύλο, φυλή, εθνικότητα, σεξουαλικότητα, ηλικία, κατάσταση της υγείας
και συναισθηματική κατάσταση) νοείται σήμερα σημαντικό κομμάτι στην παραγωγή της
επιστημονικής γνώσης (Gill και Flood 2008: 381). Οι δε McLaughlin και Carter (2004:
3) τονίζουν την επιστημολογική συνεισφορά των φεμινιστικών σπουδών να αναδείξουν
και να ερμηνεύσουν περίπλοκα και πολυλογικά φαινόμενα χωρίς να αποδέχονται τη
διχοτομική αφαίρεση του «είτε-είτε», αλλά και χωρίς να εμπίπτουν σε σχετικιστικές
ατραπούς. Είναι σε αυτό πλαίσιο που ορθά η Withers (2010: 236) εστιάζει την προσοχή
της στις αντι-ουσιοκρατικές προσεγγίσεις για τις γυναίκες, με την έννοια ότι οι
τελευταίες, όχι μόνο δεν δεσμεύονται από τις όποιες κοινωνικοπολιτισμικές διαστάσεις
και κοινωνικούς συσχετισμούς δυνάμεων, αλλά και τοποθετούνται σε έναν προνομιακό
χώρο σε σχέση με την εξουσία, την γνώση και την κριτική που οι ουσιοκρατικές
αντιλήψεις δεν μπορούν να κατανοήσουν20.
Για παράδειγμα, τα χαρακτηριστικά του περιεχομένου του εκάστοτε μέσου , όπως
ορίζονται από μια ανάλυση περιεχομένου, μπορεί να μην αντιστοιχούν απαραίτητα στο
πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται αυτό το περιεχόμενο και τα νοήματα που το
περιβάλλουν (Peter και Valkenburg 2007)21. Η ανάλυση δηλαδή του νοήματος των
κειμένων των μέσων είναι ένα ιδιαίτερα ολισθηρό μεθοδολογικά πεδίο στο οποίο στόχος
είναι η αποφυγή της ουσιοκρατικής προσέγγισης και των υποστασιοποιημένων
κατηγοριοποιήσεων των έμφυλων υποκειμένων (Κωνσταντινίδου 2007: 94). Έτσι,

20
Υπό αυτή την έννοια, οι φεμινιστικές εθνογραφικές έρευνες ακροατηρίου πρέπει να είναι ιδιαίτερα
προσεκτικές στην τοποθέτηση των γυναικών ως μια «ενιαία και ομοιογενής» κατηγορία (Jermyn 2004:
216).
21
Οι Lotz και Ross (2004) θεωρούν πολύ σημαντικό την επικέντρωση των όποιων κριτικών φεμινιστικών
προσεγγίσεων σε κάθε μέσο ξεχωριστά.

313
υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες που ερμηνεύουν την ενδεχόμενη πολλαπλότητα των
νοημάτων για την Attwood (2011: 205-6) και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε κάθε
κριτικά φεμινιστική προσέγγιση στα ζητήματα της σεξουαλικότητας 22: 1) ο φεμινιστικός
λόγος που αμφισβήτησε τη γυναικεία σεξουαλική παθητικότητα και κατέστησε το σεξ ως
πιθανή πηγή δύναμης και ανεξαρτησίας, 2) η σεξουαλικοποίηση της κουλτούρας που
κατέστησε δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στη με αυτοπεποίθηση και ευχαρίστηση
αποκάλυψη του σώματος από τη μια, και τις συνδηλώσεις περί αδυναμίας και
αποκλειστικά ανδρικού βλέμματος από την άλλη (παρά το ότι ταυτόχρονα και το
ανδρικό σώμα έγινε αντικείμενο ερωτικής ματιάς), 3) η κεντρικότητα του σώματος των
διασημοτήτων στις δυτικές κοινωνίες βοήθησε ώστε να συνδεθεί η ορατότητα του
γυναικείου σώματος με την επιτυχία και το θαυμασμό, 4) η ίδια η έννοια της γυμνότητας
(nudity) χρησιμοποιείται και προς άλλες κατευθύνσεις, όπως για παράδειγμα η σάτιρα,
και 5) οι δυνατότητες λόγω των νέων τεχνολογιών για εναλλακτικές μορφές
σεξουαλικών αναπαραστάσεων και «καν’-το-μόνος-σου» πορνογραφικών απεικονίσεων
έχουν αλλάξει τους όρους αυτο-παρουσίασης.
Συνολικά, δηλαδή, οι φεμινιστικές σπουδές των μέσων μαζικής επικοινωνίας θα
πρέπει να είναι κάτι πέρα από τη μελέτη των μέσων μέσα από μια «φεμινιστική οπτική»,
αλλά να παρέχουν από μόνες τους μια προοπτική συνολικά (Sarikakis 2011: 120). Με
άλλα λόγια, να εντάσσονται σε μια ευρύτερη παράδοση που θέλει τις σπουδές γυναικών,
και πιο ειδικά τις φεμινιστικές σπουδές, να συνδέονται άρρηκτα με το κίνημα για τα
δικαιώματα και την ελευθερία των γυναικών (Rowland 1987: 522). Προχωρώντας ένα
βήμα παραπάνω η Gill (2011: 61), θεωρεί και ότι οι όποιες φεμινιστικές πολιτικές και οι
εννοιολογικές εκλεπτύνσεις και διασαφηνίσεις δεν θα πρέπει να είναι
αλληλοαναιρούμενες κατηγορίες. Στο δε βαθμό που ο φεμινιστικά προσανατολισμένος
επιστημονικός λόγος έχει συμβάλλει στην κατασκευή των εννοιών και των νοημάτων
στο ευρύτερο δημόσιο διάλογο, έχει ιδιαίτερη σημασία η γενικότερη επισήμανση της
Sarikakis (2011: 115) ότι η πνευματική και επιστημονική εργασία κάποιου είναι κενή
περιεχομένου εάν δεν συνοδεύεται από μια πολιτική στάση που δεν μπορεί να

22
Για την Leuchtag (1995), βέβαια, μια θεωρία της σεξουαλικότητας είναι φεμινιστική μόνο στο βαθμό
που αντιλαμβάνεται τη σεξουαλικότητα ως την κοινωνική κατασκευή της ανδρικής εξουσίας, δηλαδή μια
που ορίζεται από άνδρες, επιβάλλεται στις γυναίκες και δομείται με βάση το φύλο.

314
διαχωριστεί από την καθημερινή ζωή. Πρόκειται για μια προσέγγιση που πραγματώνει το
πρόταγμα της ατομικής λογοδοσίας στο πλαίσιο της αναγκαίας κοινωνικής
υπευθυνότητας που πρέπει να χαρακτηρίζει, σε τελευταία ανάλυση, κάθε ιδιότητα του
πολίτη.
Επιπρόσθετα, μια τέτοια προσέγγιση που συνδέει το ατομικό με το γενικό με μια
ευρύτερη οπτική ξεφεύγει και από τα στενά δεσμά της κλασσικής φεμινιστικής σκέψης.
Για παράδειγμα, η πολιτικοποίηση του προσωπικού μπορεί να αξιοποιήθηκε ως ρητορικό
εργαλείο από τις φεμινίστριες για την ανάδειξη θεμάτων όπως η σεξουαλική
παρενόχληση και η βία μέσα στο σπίτι, είχε όμως και αρνητικές επιπτώσεις (Ciclitira
2004: 296). Η ιδέα δηλαδή ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό» χρησιμοποιήθηκε συχνά
εργαλειακά και ωφελιμιστικά για τον εξορθολογισμό προσωπικών συμπεριφορών ως
απλή πολιτική δράση (Munford 2009: 191). Δεν μπορεί όμως και να μην επισημανθεί ότι
η φεμινιστική σκέψη που αναπτύχθηκε από το απελευθερωτικό κίνημα των γυναικών
στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έδωσε συλλογική έννοια και διάσταση στις ατομικές
εμπειρίες κυριαρχίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Η δε πιο καταπιεστική από όλες
τις συνθήκες, σύμφωνα με την Hanmer (1990: 443), είναι να μην υπάρχουν λόγια για να
αποτυπωθούν τα συναισθήματα και οι δυσάρεστες καταστάσεις που κάποια γυναίκα
βιώνει - την ίδια στιγμή που τα συστήματα πεποιθήσεων της κυρίαρχης κουλτούρας και
πνευματικής ζωής της αρνούνται την «πραγματικότητα». Όπως αναφέρουν
χαρακτηριστικά οι Τσέκερης και Κατριβέσης (2007: 97), «σε τελική ανάλυση, οι
φεμινίστριες του δευτέρου κύματος προσέφεραν στις γυναίκες μια πολύτιμη “δημόσια
γλώσσα” για να “σπάσουν τη σιωπή” της προσωπικής ζωής, να εκφράσουν τη δυσφορία
τους, να διακοινώσουν τα απελευθερωτικά τους αιτήματα και να αποκτήσουν πρόσβαση
στα αγαθά της δημοκρατικής συμμετοχής στα κοινά». Βέβαια, μόνο και μόνο επειδή ο
φεμινισμός βρίσκει μια θέση στο καθημερινό λεξιλόγιο ακόμα και της λαϊκής
κουλτούρας, δεν σημαίνει ότι η ιδεολογική δύναμη των αντιφεμινιστικών τάσεων έχει
εξαντληθεί ή ότι οι σχέσεις εξουσίας εγγράφονται πια μόνο στο πλαίσιο των τρόπων
ψυχαγωγίας (McRobbie 2008Β: 543)23.

23
Ειδικά σε ένα πλαίσιο που ο όρος «φεμινίστρια» έχει εξισωθεί με την αντίληψη ότι πρόκειται για κάποια
που «μισεί τους άνδρες» (Kinnick 2007: 16). Όπως επεσήμαινε με μια πρόδηλα κριτική διάθεση και η
Kitzinger (1995: 194), είναι τα περιοδικά για νέες γυναίκες, μεγάλο μέρος των μέσων μαζικής ενημέρωσης

315
Υπάρχουν δηλαδή μια σειρά από ζητήματα, όπως για παράδειγμα αυτά που
αναφέρει η Wiegman (2010: 81-2), ότι δηλαδή ένα φεμινιστικό επίτευγμα δημιουργεί και
ακούσιες συνέπειες που ενίοτε προκαλούν αντίρροπες για τα συμφέροντα των γυναικών
εξελίξεις, ή ότι η συνεχής και αδιάκοπη επανάληψη περί έκτακτης ανάγκης στα
ζητήματα φύλου χρίζει και μια απάντηση στην ερώτηση για το πώς και γιατί ο
φεμινισμός έχει αποτύχει σε κάποιο βαθμό. Αντίστοιχα και για την McRobbie (2008Α:
230), τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεπερασμένο από το να επικρίνεται η
«πατριαρχία», αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πιεστική ανάγκη για την ανάλυση
των κειμένων και της λειτουργίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης όπου ο ίδιος ο
φεμινισμός απορροφάται στην εμπορική βιομηχανία του σεξ - καθιστώντας την έτσι πιο
αποδεκτή δεδομένου ότι φαίνεται να είναι ένα εντελώς φιλικό προς τις γυναίκες
φαινόμενο, ενώ ταυτόχρονα ο χώρος του σεξουαλικού θεάματος επιδιώκει να
προκαλέσει τις παλιές φεμινίστριες που υποτίθεται ότι είναι εχθροί του. Με άλλα λόγια,
τα ζητήματα της σεξουαλικότητας στο πλαίσιο της καθημερινότητας όλων των γυναικών
δεν μπορεί να μην αποτελούν συνεχώς αντικείμενο ενδιαφέροντος και επισταμένης
ανάλυσης και κριτικής για τη φεμινιστική σκέψη και δράση - ιδίως υπό το πρίσμα της
κατίσχυσης της πορνογραφικής αισθητικής στο πλαίσιο της σεξουαλικοποίησης της
κυρίαρχης κουλτούρας.

2.3.6 Κατακτήσεις της γυναικείας (αυτο-)σεξουαλικότητας

Χαρακτηριστική περίπτωση των παραπάνω είναι ο επαναπροσδιορισμός του


πολιτισμικού νοήματος του γυναικείου οργασμού από το δεύτερο κύμα φεμινισμού όπως
έχει ήδη αναφερθεί - επαναπροσδιορισμός που στόχευε σε μια αποσύνδεση του
γυναικείου οργασμού από την ντετερμινιστική ανάγκη του πέους ως μια πολιτική πράξη
ατομικής απελευθέρωσης από τα δεσμά του σπιτιού, του γάμου και της οικογένειας
(Juffer 1998: 72). Έτσι, το δικαίωμα στο γυναικείο αυνανισμό, ως μια ρητορική που
ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 και συνδέθηκε με τη σεξουαλική επανάσταση και τις
φεμινιστικές σεξουαλικές πολιτικές (Comella 2003), έχει διαρθρωθεί τόσο ως μια μορφή

καθώς και ορισμένες αυτοαποκαλούμενες φεμινίστριες ή μεταφεμινίστριες που προώθησαν μια απλοϊκή
εικόνα της φεμινιστικής θεωρίας και της φεμινίστριας ως πρόσωπο.

316
άρνησης των πατριαρχικών προσδοκιών, αλλά και ως μέσο για τη συμπλήρωση, την
αναζωογόνηση και τη διατήρηση των σχέσεων των γυναικών με τους άνδρες (Juffer
1998: 79-80). Σε αυτή την πορεία, είναι κυρίως ο δονητής ως σεξουαλικό προϊόν που
κατέστη ένας σημαντικός χώρος για την έκφραση των γενικότερων αλλαγών στις
πολιτισμικές σημασίες του σεξ λειτουργώντας ως ένδειξη της εμπορευματοποίησής του,
ως σύμβολο του σεξουαλικού εθισμού, ως παράδειγμα των τρόπων με τους οποίους το
σεξ μπορεί να διαχωριστεί από το συναίσθημα αλλά και ως ένα ζωτικό μέρος της
σύγχρονης αναδιάταξης της σεξουαλικής πρακτικής στο πλαίσιο της «οικιακοποίησης»
των σεξουαλικών υλικών (1998: 87-92) 24. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια διαδικασία
που έχει να κάνει με τον προσδιορισμό της γυναικείας σεξουαλικής ευχαρίστησης ως ένα
είδος αυτο-ερωτισμού (auto-eroticism), μια πρόδηλα δηλαδή μεταμοντέρνα και
νεοφιλελεύθερη κατασκευή της «απολαυστικής αυτοσεξουαλικότητας» (pleasurable
autosexuality) (Attwood 2006: 87), που εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της
δημιουργίας και κατασκευής «του εαυτού για τον εαυτό» (the self for itself) (Simon
1996: 13), και πιο συγκεκριμένα «του εαυτού της για τον εαυτό της) (herself for herself)
(Radner 1995: xi όπως αναφέρεται στο Attwood 2005Α: 400).
Εδώ, η κατανάλωση των σεξουαλικών αγαθών ως μέσο ελευθερίας και θέσπισης
νέων ταυτοτήτων που βασίζονται στην αντίσταση παλαιών περιορισμών σχετικά με τη
σεξουαλική ελευθερία συνιστά μια μορφή «ενδυνάμωσης μέσω του στυλ», μια
εμπορευματοποίηση δηλαδή του φεμινισμού κατά την οποία η ατομική κατανάλωση
υποκαθιστά τις προσπάθειες για περισσότερη κοινωνική αλλαγή (Heinecken 2007: 135).
Η ύπαρξη δηλαδή ειδικών ερωτικών καταστημάτων για γυναίκες μπορεί να δείχνει μια
αλλαγή στις αντιλήψεις περί της σεξουαλικότητας των γυναικών, η έμφαση όμως στην

24
Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι πέρα από τη γενικότερη προσέγγιση υπάρχουν και επιμέρους κριτικές.
Το μοντέλο, για παράδειγμα, του διπλού δονητή που στοχεύει στην κλειτοριδική διέγερση αλλά έχει και τη
δυνατότητα της παράλληλης διείσδυσης, είναι ένα μοντέλο που, σύμφωνα με την Gaines (2004: 34, 41),
ταιριάζει ακριβώς στην εκδοχή της γυναικείας απόλαυσης που παρουσιάζεται κατά κύριο λόγο στο
εμπορευματοποιημένο πορνό, σε αντίθεση με τα πιο απλά μοντέλα δονητών που προκρίθηκαν από το
δεύτερο φεμινιστικό κύμα ως εμβλήματα αποσύνδεσης του γυναικείου οργασμού από τη φαλλική
διείσδυση. Στην ίδια κατεύθυνση, ασκείται και κριτική για τον τρόπο χρήσης των δονητών στις λεσβιακές
πορνογραφικές ταινίες για το λόγο ότι είναι κατά βάση ο ίδιος ετεροσεξιστικός (heterosexist) τρόπος που
συναντάται στο ανδρικά προσανατολισμένο πορνό (Minge και Zimmerman 2009: 337).

317
«αποδοχή» σεξουαλικών πρακτικών αγνοεί τους τρόπους με τους οποίους η κατανάλωση
σεξουαλικών αντικειμένων από γυναίκες εξαρτάται τόσο από το πλαίσιο έμφυλων και
ταξικών ταυτοτήτων στο οποίο ζουν, όσο και με την κατασκευή μιας συγκεκριμένης
μορφής ηδονιστικής θηλυκότητας (Smith 2007Α). Για παράδειγμα, στην έρευνα της
Heinecken (2007) για τους τρόπους προώθησης σεξουαλικών υλικών από αντίστοιχα
καταστήματα αναδεικνύεται ο αντιφατικός χαρακτήρας της διάθεσης των εν λόγω
προϊόντων, όπου από τη μια οι διαφημίσεις προκρίνουν τη χειραφέτηση των γυναικών
προσφέροντάς τους ερωτικά παιχνίδια που απευθύνονται στην εξατομικευμένη
σεξουαλικότητά τους, από την άλλη όμως τονίζονται μια σειρά από παραδοσιακούς
γυναικείους ρόλους.
Στην πώληση των προϊόντων σεξ για γυναίκες, το σεξουαλικό άνοιγμα, η ατομική
χειραφέτηση, το δικαίωμα στην απόλαυση και η ελευθερία των επιλογών του
καταναλωτή είναι οι βασικοί όροι που χρησιμοποιούνται για την οριοθέτηση του
μεταφεμινιστικού σεξουαλικού ιδανικού που συγκροτείται με κύριο άξονα το lifestyle
(Storr 2003: 32). Είναι το μάρκετινγκ των σεξουαλικών παιχνιδιών που σε αυτή τη
διαδικασία προσπαθεί να υπερκεράσει το πρόβλημα της δημόσιας έκθεσης και προβολής
μέσω της αισθητικοποίησης των προϊόντων, μια προσπάθεια δηλαδή να καταστούν τα
ερωτικά παιχνίδια κομψά και να συνιστούν όλο και περισσότερο αξεσουάρ μόδας
(Attwood 2005Α: 396). Έτσι, όπως το κουνελάκι αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί
σύμβολο σεξουαλικής ηδονής, διασκέδασης και καταναλωτισμού μέσω της
σηματοποίησης των περίφημων «κουνελιών» του Playboy, έτσι και ο δονητής Rampant
Rabbit, ο οποίος έγινε διάσημος με την παρουσίασή του σε ένα επεισόδιο της
τηλεοπτικής σειράς Sex and the City, αποτελεί για την Attwood (2005Α: 393) ενδεικτικό
χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτισμικής τάσης που αναδεικνύει τη σεξουαλική
ευχαρίστηση των γυναικών ως «μοντέρνα, ασφαλή, καλαίσθητη και θηλυκή». Πρόκειται
για μια περίπτωση όπου ο σεξουαλικός καταναλωτισμός ταυτίζεται με την πρόοδο και
την εξέλιξη της σεξουαλικότητας, αλλά και της ανάγκης των γυναικών να έχουν
πρόσβαση σε σεξουαλικά υλικά χωρίς να κρύβονται και να ντρέπονται (2005Α: 394) 25.

25
Η Comella (2003), πάντως, εξετάζοντας το ζήτημα της αγοράς ερωτικών παιχνιδιών για γυναίκες στο
Sex and the City βρήκε ότι αντί να προωθείται η σεξουαλική χειραφέτηση, οι αναπαραστάσεις στη σειρά
χαρακτηρίζονται από μια οπισθοδρομικότητα που μπορεί να ενισχύει «ετεροφυλοφιλικές ορθοδοξίες».

318
2.3.7 Διαμάχες και σύγχρονος φεμινισμός

Γενικότερα, η σεξουαλικότητα σε όλες της τις εκφάνσεις αποτελούσε ήδη κεντρικό


ζήτημα του δευτέρου κύματος φεμινιστικής σκέψης στις δεκαετίες του 1960 και του
1970, με το φεμινισμό να επηρεάζει και αυτός με τη σειρά του το ακαδημαϊκό
ενδιαφέρον για τη σεξουαλικότητα από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Ωστόσο, οι
συζητήσεις και οι πόλεμοι γύρω από το σεξ οδήγησαν σε έναν επαναλαμβανόμενο
διαχωρισμό μεταξύ των φεμινιστριών που υπονόμευσε την ανάδειξη σημαντικών
ερωτημάτων αναφορικά με τις ίδιες τις γυναίκες και τη σεξουαλικότητά τους (Cormican
2003: 193). Για την Chancer (2000: 78-80), για παράδειγμα, η διάσπαση στο γυναικείο
κίνημα που προκλήθηκε στο πλαίσιο των πολιτικών της σεξουαλικότητας μπορεί να
επισημανθεί πίσω από πέντε κομβικά θέματα στα οποία επανεμφανίστηκε σε παρόμοια
μορφή: πορνογραφία, σαδομαζοχισμός, σεξουαλική εργασία, βία κατά των γυναικών και
ομορφιά. Τρεις δε είναι οι λόγοι, όπως επισημαίνει, που μπορούν να αναφερθούν ότι σε
συνδυασμό μεταξύ τους συνέβαλλαν στη διάσπαση στα ζητήματα του σεξισμού και του
σεξ στις φεμινιστικές συζητήσεις τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 (2000: 85-6).
Πρώτος παράγοντας είναι οι σπασμωδικές συντηρητικές κινήσεις ενάντια στο φεμινισμό
που προκάλεσαν αμυντικές στάσεις εντός του κινήματος, με την έννοια ότι οι, συχνά
απογοητευμένοι από τα εξωτερικά εμπόδια και τις αντιδράσεις που συναντούσαν,
πολιτικοί ακτιβιστές στρέφονταν άθελά τους εναντίον συντρόφων τους. Ένας δεύτερος
παράγοντας σχετίζεται με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του Τύπου όπου οι συντάκτες
και οι δημοσιογράφοι έλκονται από, και αναπαράγουν κατ’ επέκταση, έντονα
ανταγωνιστικές αντιθέσεις μεταξύ των ζητημάτων και των κατά περίπτωση εκπροσώπων
τους. Και ο τρίτος εστιάζεται σε μια γενικότερη κοινωνική τάση οι απόψεις να
δομούνται, διαμορφώνονται και αποκρυσταλλώνονται γύρω από δυαδικά και αντιθετικά
οριζόμενες απόψεις γύρω από κρίσιμα ζητήματα.
Συνολικά, λοιπόν, προτείνει το όποιο υπερβατικό κύμα του φεμινισμού μετά το
δεύτερο να εκμεταλλεύεται και να συνδυάζει τόσο τη λογική του αυτόνομου φορέα
δράσης και το πρόταγμα της ενδυνάμωσης, όσο και την ικανότητα για συλλογικές
απαιτήσεις, ξεπερνώντας παράλληλα κάθε είδους διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε
γυναίκες, πέρα από κάθε προτίμηση ή στάση ζωής που τις διαφοροποιεί (2000: 86). Για

319
παράδειγμα, μια πιο κατάλληλη φεμινιστική ανάλυση της εξουσίας θα αναγνώριζε ότι οι
γυναίκες είναι σχετικά πλέον «πιο ενδυναμωμένες» πέρα από τους όποιους κανόνες,
θεσμούς, πρακτικές και δομές, αλλά ότι αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα των σχέσεων
εξουσίας προβλέπει και τη δυνατότητα αντίστασης ή ανατροπής των παραπάνω. Με
άλλα λόγια, μια τέτοια ανάλυση θα καθιστούσε σαφή τη διάκριση ανάμεσα στην
ενδυνάμωση (empowerment), που θα μπορούσε να οριστεί ως η δυνατότητα ή ικανότητα
δράσης, και στην αντίσταση (resistance), που θα μπορούσε να νοηθεί ως ένας ιδιαίτερος
τρόπος ενδυνάμωσης - κυρίως για την ανατροπή των εκφάνσεων της κυριαρχίας του
πατριαρχικού παραδείγματος και των όποιων άλλων, έμφυλων ή μη, δομών
εκμετάλλευσης (Allen 2001: 524)26. Υπό αυτή την έννοια, πρέπει να υπάρχει μια
«επιστροφή» στην κλασσική προσέγγιση της Diamond (1975: 5) ότι με τον όρο
«φεμινιστικό» εννοείται μια αυξημένη, αλλά και μόνιμη, επίγνωση των κοινών
προβλημάτων που αντιμετωπίζουν όλες οι γυναίκες ανεξαιρέτως πολιτισμικών πλαισίων,
ταξικών διαχωρισμών, οικονομικών συνθηκών και πολιτικών συστημάτων 27. Όπως έχει
τονίσει χαρακτηριστικά και η McRobbie (2009Β: 60), ο φεμινισμός που θεωρείται
δεδομένος είναι ένας πρόδηλα ανεκπλήρωτος φεμινισμός 28.
Σε αυτή τη βάση η Cochrane (2013), μια αρθογράφος του The Guardian, μιλά
εσχάτως για την ύπαρξη και ανάπτυξη ενός τετάρτου κύματος φεμινισμού που
χαρακτηρίζεται κυρίως από την κινηματικής λογικής χρήση των νέων τεχνολογιών και
τις σύγχρονες δυνατότητες για συνεχή διαμεσολαβημένη επικοινωνία που καθιστούν
εφικτή τη δόμηση, άτυπων ή μη, κινήσεων από γυναίκες. Πρόκειται για γυναίκες που
βρίσκονται αντιμέτωπες με μια σειρά από προβλήματα και διακρίσεις στη ζωή τους στο

26
Έχει σημασία η παρατήρηση των Budgeon και Currie (1995: 185) ότι η αντίσταση δεν είναι εξ ορισμού
και εγγενώς μια πολιτικοποιημένη δράση, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να είναι μέρος μιας
προσφυγής σε μια εμπορευματοποιημένη νεανική κουλτούρα.
27
Θα μπορούσε να προστεθεί και η άποψη ότι ο φεμινισμός δεν πρέπει να αναπαράγει άκριτα τις
παραδοχές ότι η δύναμη των ανδρών είναι μια μονολιθικά και ουσιοκρατικά οριζόμενη σταθερά (Hollway
1984: 68).
28
H αδυναμία, για παράδειγμα, του φεμινισμού στην επίλυση των προβλημάτων των γυναικών στα θέματα
οικειότητας και προσωπικών σχέσεων φαίνεται να αναδεικνύεται από τα πολλά γραπτά κείμενα νέων
γυναικών γύρω από αυτά τα θέματα, ακόμα και αν δεν υπάρχει σε αυτά ρητή και σαφή σύνδεση με το
φεμινισμό (Whelehan 2005: 218 όπως αναφέρεται στο Attwood 2009Β: 16).

320
πεδίο της εργασίας, της σεξουαλικότητας και, γενικότερα, της καθημερινότητας -
γυναίκες που χαρακτηρίζει «επαναστάτριες/αντάρτισσες» (rebel women) 29. Οι δε δράσεις
τους ουσιαστικά αποτελούν μια απάντηση στην αισιοδοξία του τρίτου μεταφεμινιστικού
ρεύματος ότι τα βασικά γυναικεία προτάγματα έχουν εκπληρωθεί και συνεπώς οι
διεκδικήσεις μιας σύγχρονης φεμινιστικής δράσης θα πρέπει να τίθενται γύρω από
περιορισμένα ζητήματα, όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο ότι η πλειονότητα των ακτιβιστριών με τις
οποίες είχε έρθει σε επαφή η Cochrane (2013) αυτοπροσδιορίζονται ως «διαθεματικές»
(intersectional) φεμινίστριες. Πιο συγκεκριμένα, η έννοια της «διαθεματικότητας»
(intersectionality) είναι μια έννοια που αναδείχθηκε με το έργο της Crenshaw (1991) 30.
Για την τελευταία, έχει ιδιαίτερη σημασία η παράβλεψη επιμέρους ομάδων εντός των
αντιρατσιστικών και φεμινιστικών κινήσεων, όπως για παράδειγμα οι μαύρες γυναίκες
στις οποίες και εστιάζει. Προσπαθεί έτσι να επιστήσει την προσοχή στον τρόπο με τον
οποίο η ιδιαιτερότητα των εμπειριών βίας των μαύρων γυναικών αγνοείται,
διαστρεβλώνεται ή/και αποσιωπάται. Μια, λοιπόν, ευρυθεματική, πολυλογική και
«διατομεακή» εξέταση των συστημικών καταπιέσεων και διακρίσεων μπορεί να
βοηθήσει τόσο στην άρση των αντινομιών για το σύνολο των κινημάτων που μάχονται,
και πιο συγκεκριμένα το φεμινιστικό, όσο και στην αποφυγή αποκλεισμών που συνήθως
καταλήγουν σε περαιτέρω περιθωριοποίηση και απομόνωση των πιο αδύναμων ομάδων,
όπως για παράδειγμα οι μαύρες ή οι διαφυλικές γυναίκες.

2.3.8 Σεξισμός και φεμινιστική σκέψη

Σε συνέχεια των παραπάνω, ένα από τα αντικείμενα έντονου ενδιαφέροντος από πλευράς
του φεμινιστικού κινήματος που παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα στο πλαίσιο της

29
Πέρα από την αρθογραφία της, η Cochrane εξέδωσε ένα ebook στο τέλος του 2013 με τίτλο All the Rebel
Women: The Rise of the Fourth Wave of Feminism μέσω της σειράς Guardian Shorts των εκδόσεων
Guardian Books.
30
Προτιμήθηκε η απόδοση «διαθεματικότητα» έναντι των «διατμηματικότητα» ή «διατομεακότητα» διότι,
όπως αναφέρουν και τα Καμένα Σουτιέν (kamenasoutien.com), μια άτυπη διαδικτυακή κίνηση δώδεκα
γυναικών που προσπαθεί να μιλήσει για το φεμινισμό «με γλώσσα απλή και προσιτή, χωρίς φανφάρες κι
αγκυλώσεις», έτσι ο όρος είναι «πιο σαφής».

321
πορνογραφικά προσανατολισμένης σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας και της διάχυσης
της μεταφεμινιστικής αισθητικής είναι και το γενικότερο ζήτημα του σεξισμού. Πιο
ειδικά, για την Gill (2011: 62) ο σεξισμός θα πρέπει να θεωρείται όχι μια σταθερή και
άκαμπτη έννοια γεμάτη από στερεότυπα, αλλά ένα δυναμικό, μεταβαλλόμενο και
πολυποίκιλο σύνολο «εύπλαστων» αναπαραστάσεων και πρακτικών εξουσίας31. Η
επανεισαγωγή δηλαδή του σεξισμού που προτείνει η Gill (2011: 65-6) δεν τον
αντιλαμβάνεται ως κάτι που ενδημεί σε απρεπείς εικόνες ή σε προβληματικά
στερεότυπα, αλλά ως μια ιδεολογία, έναν Λόγο που αποτελεί συστατικό στοιχείο της
κυρίαρχης «κοινής λογικής» και ενός πιο «αυτονόητου» τρόπου σκέψης, συναισθημάτων
και ύπαρξης στο σύγχρονο κόσμο. Ο σεξισμός δηλαδή εδράζεται σε ένα λανθάνον αλλά
την ίδια ώρα πανταχού παρών επίπεδο στην καθημερινότητα των γυναικών στο δυτικό
κόσμο (Day 2011), συνεχίζοντας να διαρθρώνει τα πολιτισμικά προϊόντα και τις
συλλογικές, κοινωνικές εμπειρίες (Squires 2010: 213) 32.
Ένας δε βασικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο σύγχρονος σεξισμός είναι
ακριβώς μέσα από την ακύρωση και την εκμηδένιση κάθε λόγου περί δομικών
ανισοτήτων ή, με άλλα λόγια, η δραστικότητα του σεξισμού εδράζεται στην εξαιρετικά
περιορισμένη δυνατότητα ανάδειξης και στηλίτευσής του (Gill 2011: 63). Το να
αντιστέκεται δηλαδή κάποιος στο σεξισμό, ακόμα και στην προφορά της συγκεκριμένης
λέξης, φαίνεται ως κάτι ξενέρωτο, άχαρο, σεμνότυφο και πάνω από όλα ξεπερασμένο
(Turner 2005)33. Ο κυριότερος δηλαδή λόγος που η έννοια του σεξισμού έχει

31
Πρόκειται για μια προσέγγιση διαμετρικά αντίθετη με αυτή που παρέθετε η McCormack (1978: 545) και
ήθελε το σεξισμό να αναφέρεται σε νοοτροπίες και κοινωνικές πρακτικές που βασίζονται στην υπόθεση ότι
η σεξουαλική ανισότητα είναι ένα φυσικό, βιολογικό, παγκόσμιο φαινόμενο και όχι μια κοινωνική και
ιστορική κατασκευή.
32
H Gill (2002), για παράδειγμα, εδώ και μια δεκαετία μιλούσε για νέες μορφές σεξισμού ακόμα και στο
χώρο των νέων μέσων, ενός χώρου δηλαδή που προβάλλεται τόσο ως «άνετος» (cool), όσο και ως
«ισότιμος».
33
Η Hester (1984), πάντως, θεωρούσε ότι η ρητορική περί αντισεξισμού από άνδρες συνιστά απλώς ένα
«μανδύα σωβινισμού» παρά μια γνήσια προσπάθεια να αποδώσουν ένα κομμάτι της εξουσίας τους πάνω
στις γυναίκες. Πιο ειδικά, μέσω μελέτης γραπτών τους, συζητήσεων μαζί τους και εμπειριών με αυτούς,
παρουσιάζει την εν λόγω ρητορική των ανδρών ως προκάλυμμα ανικανότητας και αντίδραση στις
διεκδικητικές και σεξουαλικά ενεργές γυναίκες που δεν εκπληρώνουν τις μισογυνικές φαντασιώσεις τους.

322
υποχωρήσει στο δημόσιο διάλογο είναι το κυρίαρχο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού
που προκρίνεται ως ένα κοινωνικό σύστημα «εγγενώς ισότιμο στα ζητήματα των
διαφορετικοτήτων» (Gill 2011: 67), αλλά και της μεταφεμινιστικής λογικής που
υποβαθμίζει τη σημασία του όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αρκεί μόνο να επανεισαχθεί ο όρος «σεξισμός» στη
δημόσια συζήτηση (Vavrus 2010), αλλά και να υιοθετηθεί εκ νέου η προσέγγιση της
Winant (1983: 606) ότι για να αντιμετωπιστούν οι όποιες μορφές σεξιστικού Λόγου θα
πρέπει πρώτα να κατανοηθεί η συνολική πραγματολογία του σεξισμού. Έτσι, η
ενσωμάτωση της πορνογραφίας στην κυρίαρχη κουλτούρα, η μεγάλη διαθεσιμότητα της
ψυχαγωγίας μέσω, αγοραίου ή μη, σεξ και κατανάλωσης σεξουαλικών αναπαραστάσεων,
καθώς και η διάχυτη απαίτηση οι νεαρές γυναίκες στην καθημερινή σεξουαλική
συμπεριφορά τους να συμμορφώνονται με τα κριτήρια του να είναι «καυτές» κατά τα
πορνογραφικής αισθητικής σεξουαλικά πρότυπα, εισάγει μια νέα δυναμική στον τομέα
της σεξουαλικότητας την οποία το υφιστάμενο φεμινιστικό λεξιλόγιο δεν φαίνεται
πλήρως εξοπλισμένο για να την αντιμετωπίσει (McRobbie 2008Α: 235). Φαίνεται
δηλαδή να υπάρχει η ανάγκη για την εννοιολόγηση ενός νέου, πιο περιγραφικού, είδους
σεξισμού που να σχετίζεται με τη λογική της πορνογραφικοποίησης. Ο όρος
«πορνοσεξισμός» ίσως να μπορούσε σε κάποιο βαθμό να αποτυπώσει ορισμένες όψεις
της παραπάνω λογικής, όμως μια τέτοια εννοιολόγηση θα ήταν ορολογικά φορτισμένη
και πρόδηλα περιοριστική.
Ενδεχομένως, λοιπόν, η έννοια του «μεταφεμινιστικού σεξισμού» να μπορεί
συμβάλλει προς μια αρτιότερη εννοιολόγηση του σεξισμού, αλλά και μια κατεύθυνση
ιδεολογικής αποφόρτισης αναφορικά με τα ζητήματα της πορνογραφίας. Από την άλλη
όμως, δεν μπορεί και να μην σημειωθεί ότι η υιοθέτηση του όρου «μεταφεμινιστικός
σεξισμός» είναι σε κάποιο βαθμό επισφαλής, τόσο λόγω της αμφισημίας του
προσδιορισμού μεταφεμινιστικός, όσο και του ενδεχόμενου να αποδοθεί κατά
παραπλανητικό τρόπο ως αποκλειστική πηγή του σύγχρονου σεξισμού οι χειραφετικές,
«επιθετικές» δράσεις των γυναικών στο πλαίσιο της μεταφεμινιστικής αισθητικής. Υπό
αυτή την έννοια και δεδομένης της παραπάνω επιφύλαξης, ως μεταφεμινιστικός
σεξισμός θα μπορούσε να νοηθεί η οιονεί νομιμοποιημένη από την κυρίαρχη
μεταφεμινιστική κουλτούρα διάχυση σεξιστικών Λόγων και ρηματικών πρακτικών.

323
Είναι, ουσιαστικά, αυτό που η McRobbie (2009Β: 5) αποκαλεί «ηδονιστικός θηλυκός
φαλλισμός στον τομέα της σεξουαλικότητας» (hedonistic female phallicism in the field
of sexuality) και η Susan Douglas ονομάζει, σε συνέντευξή της (Lee και Wen 2009: 94),
«νέο ή πεφωτισμένο σεξισμό» (new or enlightened sexism) - η αναπαραγωγή δηλαδή
σεξιστικών γυναικείων εικόνων στη δημόσια σφαίρα στο πλαίσιο μιας μεταφεμινιστικής
ρητορικής που δεν συνιστά τίποτε άλλο παρά μια εκδοχή του παραδοσιακού σεξισμού.

Σχετικά με τοποθετήσεις που θα μπορούσαν να συσχετισθούν με αυτό που έχει


ονομαστεί στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής «μεταφεμινιστικός σεξισμός», υπάρχουν
μια σειρά από αναφορές των χρηστών και στα τρία φόρα με αφορμή τους
αντιφεμινιστικούς τίτλους. Στην περίπτωση του cosmopolitan.gr (C1) χαρακτηρίζονται
κυρίως για τον παιγνιώδη, σαρκαστικό τόνο τους, μια πάνω-κάτω αναμενόμενη οπτική
λόγω του γενικότερου χαρακτήρα του περιοδικού, όπως έχει ήδη αναφερθεί και
παραπάνω: «τς τς τς...με το βουρτσακι της τουαλετας??? που το βρηκες ρε συ?!εισαι
συχαμα....υπαρχουν κ αλλα πολλα αντικειμενα μεσα στο σπιτι πιο καθαρα που κανουν πολυ
καλη δουλεια.. για να μην πω πολυ καλυτερη κ απο αυτην που θα προσεφεραν μερικοι
μερικοι..δεν μιλανε κιολας,,μια χαρα!» (πρόκειται για απάντηση στο σχόλιο: «8 στις 10
απο αυτες θα γαμιουνται τωρα με το βουρτσακι της τουαλετας.»), «ειμαιιιιιιιιιιιιιι ειμαιιιι
(πουτάνα).....αλλα γιατι δεν βλεπω π@#$%τσο να πλησιαζει?», «αυτο σεξι ακουγεται!!»
(πρόκειται για απάντηση γυναίκας στο σχόλιο: «δε ξερω μπορει και να σας χαλαει το
γεγονος οτι απο τη φυση τη γυναικα τη γ@#%νε ενω ο αντρας γ@@#ει αλλα αυτο ειναι τι
να κανουμε»).
Στο φόρουμ του bourdela.com (B1) από την άλλη, παρατηρείται μια κριτική
στάση των χρηστών τόσο απέναντι στις ελευθεριακού, όσο και στις χειραφετικού
χαρακτήρα συμπεριφορές των σύγχρονων γυναικών που στηλιτεύονται είτε ως απρεπείς
είτε ως εξόφθαλμα εργαλειακές και χρησιμοθηρικές: «Η ελληνίδα θα λυσσάξει να την
προσέξεις για να παίξει μαζί σου, αν δεν το κάνεις θα πάθει υστερία, μετά θα σου πετάξει
ότι είναι και δεσμευμένη, αλλά και πάλι σε θέλει, θα σου κάνει απίστευτες σκηνές και
ταυτόχρονα θα παίζει και με δέκα άλλους. Θα φέρεται σα νταλικιέρης σε ρούχα ξέκωλου,
θα πίνει και θα καπνίζει με ύφος νταβατζή, θα έχει διαρκώς απαιτήσεις, θα το παίζει
απελευθερωμένη που έχει γαμηθεί με πολλούς και ταυτόχρονα θα το παίζει και καθως

324
πρέπει.», «Todok ξεχασες να αναφερεις και το πλουσιο λεξιλογιο των σημερινων
ελληνιδων!Σε παρεες γυναικων ειδικα σημερα ακουω συνεχεια "τι λες ρε μαλακα" "α τον
πουστη" "αμα τον γαμησω τον καριολη" και αλλα πολλα! Εχω μπερδευτη εχουν μουνι?Τι
στο διαολο ουτε εγω δεν μειλαω ετσι με αντρικες παρεες!», «Πριν λίγο καιρό ακούω σε
μπαράκι συζήτηση μεταξύ δύο 25χρονων ξέκολων που έχουν γίνει ψιλολιώμα και ξαφνικά
μέσα στα γκομενικά τους η μια λέει "Έριξα ενα μουνί στα όρθια χτες σε ένα τεκνό" και μου
φεύγει το ποτήρι από τα χέρια. Ρε έχει χαθεί τελείως το νόημα.», «Και είναι κριμα που
χανεται αυτή η ευαισθησια της γυναικειας φυσης και παιρνει την θεση της το
«μπετατζιδικο»,το «μαγκικο»,και το «ασυστολο γαμησι».», «Είστε δε τόσο
μαλακισμένες,που μετά από κάθε πήδηγμα βγάζετε report για τις επιδόσεις κλπ στοιχεία
του γκόμενου σας!Απορώ πώς δεν έχω δει ακόμα κάποιο βιβλίο από Ελληνίδα με τις
σεξουαλικές αναμνήσεις της.», «εχουν μπλεξει τα μπουτια τους μερικες και
αντιλαμβανονται τις λεξεις χειραφετηση και ισοτητα με λαθος τροπο.....», «κυπραίες(no
offence bite) και ελληνίδες που ξέρω εξελίσσονται αργά αλλά με σταθερά βήματα σε
ψωλοαρπάχτρες. μεταμόρφωση μερικών μηνών. μόλις καταλαβαίνουν ότι το μουνί τους
είναι πανίσχυρο το χρησιμοποιούν σαν εργαλέιο.», «Το προβλημα των αγαπητων
Ελληνιδων οπως το εχω βιωσει εγω, ειναι οτι πολλες εκλαμβανουν το σεξ ως ενα ειδος
νομισματος για την αποκτηση του καλου γαμπρου, το γνωστο "στο δινω αν εχεις "καλες"
προθεσεις". Επισης ειναι γνωστες και οι ολιγον δυνατες απαιτησεις πολλων σε υλικα
αγαθα, πραγμα που δεν βοηθαει την κατασταση.».
Ανάλογου χαρακτήρα τοποθετήσεις με τις προηγούμενες υπάρχουν και στην
περίπτωση του forums.gr (F1), με τη διαφορά όμως ότι αυτές εστιάζουν στα
αντικρουόμενα μηνύματα που στέλνονται από τις συμπεριφορές των σύγχρονων
ελληνίδων: «Ειλικρινά δε καταλαβαίνω ποιός ο λόγος που φτιάχνουν ένα profile,
ανεβάζουν κάμποσες φωτογραφίες (συχνά και προκλητικές), ενώ δεν έχουν διάθεση να
γνωρίσουν κόσμο;», «Βλέπω μια κοπέλα που έχει 1000 τολμηρές φωτογραφίες στο προφίλ
της και καμιά 3000 λιγούρια να την έχουν "φίλη"», «Το περιοδικό cosmopolitan για
παράδειγμα είναι γνωστό ότι πλάθει συνηδήσεις και συμπεριφορές, και οι περισσότερες το
συμβουλέυονται, οπότε πώς να ξεχωρίζουν;», «Μια ζωή ακούω τους άντρες να
χαρακτηρίζουν τις γυναίκες κάπως πιο ‘’ελαφρών ηθών’’, με καθόλου κολακευτικά
σχόλια, και ξαφνικά, ξυπνάω ένα πρωί, μπαίνω στο forum, και ως εκ θαύματος βλέπω ότι

325
αρκετοί άντρες, ακριβώς αυτό αναζητούν.» (πρόκειται για σχόλιο γυναίκας), «Μην
αυταπατάστε , οι γυναίκες έχουν επιλέξει να μας μιμηθούν. […] Αφ ενός η γυναίκα
γονιμότητα , με τον προορισμό να αναπαραγάγει και να διαιωνίζει το ανθρώπινο είδος και
αφ εταίρου η γυναίκα που άρχισε να μιμείται τον δυνατό τον κυρίαρχο , τον προορισμένο
από την φύση να εξουσιάζει και να κυνηγά, τον άντρα. Όπως λοιπόν οι πίθηκοι μιμούνται
τις ανθρώπινες κινήσεις , έτσι και οι γυναίκες άρχισαν να μιμούνται τις αντρικές. […]
Αυτές οι ανωμαλίες προς την φυσική ροή των πραγμάτων έχουν σαν αποτέλεσμα να
δημιουργείται το παράδοξο κατά το οποίο βλέπουμε γυναίκες να εργάζονται και όχι μόνο
αυτό αλλά και να κατέχουν θέσεις εξουσίας έχοντας μάλιστα υπό τας διαταγάς τους ακόμα
και άντρες..!!!!», «Όταν μία κοπέλα ανεβάζει προκλητικές φωτογραφίες με τα βυζιά της
έξω στο fb λές να το κάνει για τον εαυτό της να τα θαυμάσει τι μεγάλα που τα έχει (που
όπως είπαμε, οι περισσότερες μικρά τα έχουν έδω, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα);», «τις
βλεπεις στο δρομο που ξε-ντυνονται και βαφονται για να τραβηξουν τα βλεματα και μολις
τις κοιτας γυρνανε το βλεμα το μονο που τις νοιαζει ειναι να νοιωσουνε ποθητες».

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που αναδύεται και μια γενικότερη κριτική για το πώς τα
μέσα μαζικής ενημέρωσης, και ειδικότερα τα περίφημα «γυαλιστερά» περιοδικά που
απευθύνονται σε γυναίκες προκρίνουν, κανονικοποιούν και νομιμοποιούν όχι μόνο το
σεξισμό, αλλά και τις άνισες σχέσεις και μια περιορισμένη αντίληψη της θηλυκότητας
γύρω από τη μόδα, την ομορφιά και το «πώς θα έχεις δίπλα σου έναν άνδρα» -
αναπαράγοντας έτσι συγκεκριμένους «μύθους ομορφιάς» και προωθώντας επικίνδυνες
πρακτικές αυτο-μεταμόρφωσης, από εξαντλητικές δίαιτες μέχρι αμφιλεγόμενες
πλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις (Gill 2009Γ: 347)34. Στην πραγματικότητα δηλαδή η
ιδέα του φεμινιστικού περιεχομένου στον κόσμο των περιοδικών για νέες γυναίκες
αντικαταστάθηκε από έναν επιθετικό ατομικισμό, μια ηδονιστική σεξουαλικότητα και
μια εμμονή στην καταναλωτική κουλτούρα. Είναι δε αδιαμφισβήτητο, για την McRobbie
(2009Β: 5), ότι ο αυτοπροσδιορισμός μεταφεμινιστικός έδωσε σε αυτόν τον κόσμο μια
νέα νομιμοποίηση, απαλλαγμένη από κάθε «λογοδοσία» για το χαρακτήρα της εν λόγω
μετάβασης. Υπό αυτή την έννοια, η διαμεσολαβημένη οικειότητα των γυναικείων

34
Για την Butkus (2004: 20), για παράδειγμα, τα γυναικεία περιοδικά φέρουν μεγαλύτερο βάρος στη
διαιώνιση αρνητικών στερεοτύπων για τις γυναίκες από ό,τι η πορνογραφία.

326
περιοδικών αποτελεί, σύμφωνα και με την εσκεμμένα ετεροκανονική μεταφορά της Gill
(2009Γ: 366), τον «τέλειο γάμο» ανάμεσα στο μεταφεμινισμό και το νεοφιλελευθερισμό.
Στην ίδια λογική και η Smith (2007Γ: 535) που παραθέτει την κριτική που ασκείται από
μια σειρά σχολιαστών, ότι η υπερβολική εμπορευματοποίηση των γυναικείων
περιοδικών δεν μπορεί να δώσει δυνατότητες για υπερβατικές αναγνώσεις των κειμένων
τους και ότι κάθε γυμνή εικόνα σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να λογιστεί ως αντιθετική
ή ότι σπάει ταμπού - αφού η σεξιστικά προσανατολισμένη επίδειξή τους γίνεται
αποκλειστικά για την απόσπαση υπεραξίας από όσους εμπλέκονται ενεργά στον
οικονομικό κύκλο παραγωγής των περιοδικών αυτών 35.

2.3.9 Το chick lit και η μεταφεμινιστική αισθητική

Αν είναι ένα όμως είδος κειμένων που έχει συνδεθεί όσο κανένα άλλο με τη
μεταφεμινιστική λογική, αυτό είναι το chick lit, ένα είδος λογοτεχνίας που συνιστά, με
απλά λόγια, μια ρομαντική κωμική μυθοπλασία (Jones, E. 2010). Συνήθως, πρόκειται για
ένα μυθιστόρημα με μια νεαρή πρωταγωνίστρια, γυναίκα της πόλης με έναν
«τρελούτσικο και παράξενο» καλύτερο φίλο, ένα κακό αφεντικό, αρκετά ρομαντικά
προβλήματα και την επιθυμία να βρει τον «Έναν», προφανώς μη διαθέσιμο άνδρα που
είναι εμφανίσιμος και ταυτόχρονα τόσο παθιασμένος αλλά και διακριτικός στο κρεβάτι
(Thomas 2002). Αν και οι ηρωίδες των chick lit παρουσιάζονται συχνά ως αφελείς, χωρίς
αυτοπεποίθηση και σε μια ανάγκη να «διασωθούν από την ανεξαρτησία τους» (Gill
2007Β: 238 όπως αναφέρεται στο Attwood 2009Β: 13), αποτελούν γυναικείους
χαρακτήρες που είναι πιο δυναμικοί και αποφασιστικοί να παλέψουν και να λύσουν τα
όποια προβλήματά τους από αντίστοιχους χαρακτήρες άλλων κειμένων (2009Β: 13). Το
chick lit καταδεικνύει, ουσιαστικά, ότι ενώ οι γυναίκες έχουν φθάσει σε κοινωνικές
θέσεις και στόχους που είχαν θέσει και θα ήταν αδιανόητο για αυτές στις αρχές του 20ου

35
Σε απάντηση των ισχυρισμών ότι τα περιοδικά προκαλούν βλάβη ή αντικειμενοποιούν τις γυναίκες, οι
συντάκτες και εκδότες τους ισχυρίζονται συνήθως ότι το υλικό είναι «ειρωνικό» (Mooney 2008: 255). Οι
φωτογραφίες, για παράδειγμα, του Cosmopolitan που απλώς δεν αποκαλύπτουν τις θηλές των μοντέλων
και τα περιπαικτικά πειράγματα στο πρωτοσέλιδο του εξωφύλλου που αποτελούν πλέον ένα οικείο
κομμάτι της σύγχρονης κουλτούρας, έχουν καταστεί σχεδόν αυτο-παρωδίες (Kammeyer 2008: 8).

327
αιώνα, εξακολουθούν να είναι θύματα των ανισοτήτων που αποδεικνύουν ότι η λογική
της πατριαρχίας εξακολουθεί σε κάποιο βαθμό να κυριαρχεί στη ζωή τους, στους
τρόπους με τους οποίους ζουν και στις επιλογές που κάνουν (Pérez-Serrano 2009).
Το λεγόμενο και ως μεταφεμινιστικό παραμύθι, με την έννοια της αναδιάταξης
της ιστορίας της νεράιδας σε ένα λαϊκό μεταφεμινιστικό πλαίσιο 36, είναι μια
εξιδανίκευση του «αληθινού εαυτού» όπου μια γυναίκα μπορεί να «έχει τα πάντα», από
εκπαίδευση και οικονομικοεπαγγελματική ανεξαρτησία μέχρι έρωτα και οικογένεια
(Isbister 2009). Με άλλα λόγια, το μεταφεμινιστικό ρομάντζο αποτελεί έναν ιδεότυπο
του μαξιμαλισμού του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου - είναι δηλαδή τόσο αιτία όσο και
σύμπτωμα μιας υστερο-νεωτερικής κουλτούρας που από τη μια «εκσυγχρόνισε» την
έννοια του γάμου και από την άλλη «ιδιωτικοποίησε» το συναίσθημα, με την έννοια της
πλήρους εξατομίκευσης στο πεδίο των σχέσεων οικειότητας (Hey 2009: 72). Είναι ένα
είδος στο οποίο επανεγγράφεται το κλασσικού τύπου ρομάντζο με έναν τρόπο που, όχι
μόνο δεν επιτρέπει τις πολυσύνθετες προσεγγίσεις στις έννοιες της εξουσίας, της
υποκειμενικότητας και της επιθυμίας, αλλά τουναντίον προκρίνει με ένα μάλλον
μονολιθικό τρόπο τη «σωτηρία» των γυναικών μέσω των απολαύσεων του σώματός τους
και της ύπαρξης ενός «καλού» άνδρα στη ζωή τους (Gill και Herdieckerhoff 2006:
500)37. Έτσι, στο μεταφεμινιστικό παραμύθι η «ατέρμονη συντροφολαγνεία»
επανεισάγεται ως εάν να πρόκειται για το βαθιά αλλοτριωτικό κοινωνικό εξαναγκασμό
στις παραδοσιακές και νεωτερικές κοινωνίες οι γυναίκες να «αποκατασταθούν» δίπλα σε

36
Η βίωση ευχαρίστησης από ανάγνωση λαϊκών μυθιστορημάτων εξαρτάται και από την γνώση ότι είναι
«απλώς» φανταστικές ιστορίες, ειδικά η περίφημη ιστορία της νεράιδας, οπότε και ο αναγνώστης μπορεί
να «αφεθεί» στην ιστορία και στις φαντασιώσεις του χωρίς να ανησυχεί για τη σημασία τους στην
πραγματικότητα (Ang 1987: 657). Από την άλλη βέβαια, υπάρχει το ζήτημα ότι κάθε μυθιστορηματική
αποτύπωση καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, και συνεπώς
ιδιαίτερα επισφαλή την αυθαίρετη αιτίαση ότι δεν συμβάλλουν στη διαμόρφωση των κυρίαρχων σε μια
κοινωνία τάσεων στην κουλτούρα. Για παράδειγμα, η παιδική λογοτεχνία είναι μια σημαντική τεχνολογία
κοινωνικοποίησης οπότε και η υβριδοποίηση της αφήγησης με τη διαφήμιση αποτελεί προφανή
στρατηγική τοποθέτησης προϊόντων - με την πειστικότητα και αποτελεσματικότητα αυτού του μίγματος να
δείχνει ότι η εμφάνιση της αγοράς σε τέτοιου είδους κείμενα είναι πιθανό να αυξηθεί (Bullen 2009: 506).
37
Υπάρχει βέβαια και η λεγόμενη anti-chick lit μυθιστοριογραφία που αναλύει η Gamble (2009) και στην
οποία οι ηρωίδες απεγκλωβίζονται από την εμμονή να βρουν το «σωστό άνδρα» για να παντρευτούν.

328
έναν άνδρα, με τη διαφορά ότι ο άνδρας ορίζεται πλέον ως σύντροφος ή εραστής. Η
πατριαρχικής λογικής δηλαδή πολιτισμική υπερδομή ότι η γυναίκα «πρέπει να ανήκει σε
έναν άνδρα» αντικαθίσταται από μια μεταφεμινιστικής έμπνευσης και ανδροκρατικής
αισθητικής πίεση προς τις γυναίκες να «μην είναι μόνες τους».
Πιο ειδικά, τo chick lit ως είδος εγκαινιάστηκε ουσιαστικά με το μυθιστόρημα της
Helen Fielding, Bridget Jones’s Diary (1996) και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990
είχε ευρέως καθιερωθεί (Gill και Herdieckerhoff 2006: 488-9) 38. Δύο είναι τα βασικά
κείμενα τα οποία εκτός της αίσθησης που έχουν προκαλέσει, έχουν τραβήξει και το
επιστημονικό ενδιαφέρον αναφορικά με το είδος του μεταφεμινιστικού ρομάντζου - η
τηλεοπτική σειρά Sex and the City και η ομώνυμη κινηματογραφική μεταφορά του
Bridget Jones’s Diary (2001) (Attwood 2009Β: 7)39. Και τα δύο κείμενα, ειδικά το
δεύτερο με την πρότερη μορφή του ως λογοτέχνημα, απέσπασαν ιδιαίτερα θετικές
κριτικές - οπότε και ο συνδυασμός «ποιότητας» και ταυτόχρονης μαζικής αποδοχής και
εμπορικής επιτυχίας είναι ιδιαίτερα σημαντικός στην κατανόηση του φαινομένου. Ορθά,
λοιπόν, η Attwood (2009Β: 10) επισημαίνει ότι πρόκειται για μια αντίστοιχη πορεία με
την ερώτικα, με την έννοια ότι η τελευταία, παράγοντας μια σύνθετης λογικής αισθητική
αξία στη βάση της σύνδεσης του ποιοτικού περιεχομένου με τις προοδευτικές
σεξουαλικές πολιτικές (Juffer 1998: 105-7, 123), καταφέρνει να γίνεται όχι μόνο
κοινωνικά αποδεκτή αλλά και να καταλαμβάνει ένα σημαντικό κομμάτι της δημόσιας
σφαίρας και να διαμορφώνει σε κάποιο βαθμό όψεις της κυρίαρχης κουλτούρας.

38
Ακολούθησαν βέβαια και μια σειρά από έργα, λογοτεχνήματα και μυθιστορήματα εφηβικής φαντασίας
ως εκδηλώσεις του chick lit (Whelehan 2009). Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι
τάσεις στις πωλήσεις βιβλίων αποτυπώνουν ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις (Hochschild 1994). Για
παράδειγμα, η περίπτωση του τεράστιας εκδοτικής επιτυχίας βιβλιου της E.L. James, Fifty Shades of Grey
(2011) αποτελεί μια σαφή ένδειξη για το κατά πόσο οι γυναίκες αποτελούν μια ιδιαίτερα σημαντική αγορά
για το χώρο της ερωτικής, συχνά πορνογραφικά προσανατολισμένης, λογοτεχνίας (Deller, Harman και
Jones 2013).
39
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η μελέτη της Levine (2008) στην οποία ο μεταφεμινισμός εξετάζεται
μέσω των επιμέρους επανεκδόσεων της εξίσου πασίγνωστης τηλεοπτικής σειράς Charlie’s Angels ως μια
πορεία κανονικοποίησης μέχρι την παρούσα φάση που φαίνεται να έχει πάρει μια κυρίαρχη θέση στη
δημοφιλή κουλτούρα.

329
2.3.10 Η περίπτωση του Sex and the City

Το κείμενο, πάντως, που απασχόλησε πιο έντονα την επιστημονική, φεμινιστική και μη,
σκέψη αναδεικνύοντας έτσι μια σειρά από επισημάνσεις και επιφυλάξεις για το
διθυραμβικά αρχικά εκθειαζόμενο χειραφετικό και απελευθερωτικό Λόγο που το
χαρακτήριζε, είναι το Sex and the City (Sarikakis και Tsaliki 2011: 113)40. Πρόκειται για
μια σεξουαλικά γαργαλιστική κωμική τηλεοπτική σειρά (Kammeyer 2008: 175) 41, η
οποία χαρακτηρίζεται από μια σαφέστατη επιρροή από την αισθητική των ταινιών του
Woody Allen (Grochowski 2004). Το δε format του Sex and the City με τους συχνούς
αφηγηματικούς και εξομολογητικούς μονολόγους κατά τα πρότυπα των τηλεοπτικών
εκπομπών που βασίζονται στις συνεντεύξεις πραγματικών ανθρώπων, έδωσε τη
δυνατότητα για μια πιο ενεργή δέσμευση (engagement) του τηλεοπτικού κοινού με τη
σειρά (Bignell 2004: 167). Παρά δηλαδή την αρχικά επίφοβη χρήση της αφήγησης
πρώτου προσώπου που παραπέμπει σε περιπτώσεις παράθεσης δυσεπίλυτων
προβλημάτων όπως αυτές παρουσιάζονται σε γυναικεία περιοδικά και talk shows, το όλο
πλαίσιο της εκλεπτυσμένης κωμωδίας με τις πνευματώδεις ατάκες και τις στιγμές
ενδοσκόπησης της ηρωίδας λειτουργούν, σύμφωνα με τον Bignell (2004), έτσι ώστε να
προκρίνεται κατά βάση η ικανότητα των πρωταγωνιστριών να αντιμετωπίζουν
επιτυχημένα τα προβλήματα.
Πιο αναλυτικά, το Sex and the City προκάλεσε μια σειρά από «απαγορεύσεις και
καθιερωμένα ταμπού», συμβάλλοντας έτσι στο να μπορούν οι γυναίκες να αφηγούνται

40
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Helen Gurley Brown, που είχε προσληφθεί ως αρχισυντάκτρια του
Cosmopolitan το 1965, είχε ήδη από το 1962 εκδώσει ένα βιβλίο συμβουλών, το Sex and the Single Girl,
το οποίο τέσσερις δεκαετίες πριν την εμβληματική σειρά Sex and the City περιέγραφε έναν ανάλογο τρόπο
ζωής όπου οι ελεύθερες γυναίκες θα μπορούσαν και θα έπρεπε να έχουν σεξουαλικές σχέσεις χωρίς να
αισθάνονται ένοχες για αυτές (Kammeyer 2008: 74). Να διευκρινιστεί πάντως πως η σειρά βασίζεται εν
μέρει στο αυτοβιογραφικό, κατά βάση, βιβλίο Sex and the City (1997) της Candace Bushnell.
41
Στη Ελλάδα το Sex and the City έχει μεταδοθεί από τους τηλεοπτικούς σταθμούς Αlpha και Αlter
σημειώνοντας ιδιαιτέρως ικανοποιητικά ποσοστά τηλεθέασης (Γαλάνης 2010). Να σημειωθεί ότι το εν
λόγω σίριαλ έκανε πρεμιέρα στις 6 Ιουνίου 1998 στο αμερικανικό καλωδιακό κανάλι ΗΒΟ και
προβλήθηκε επί έξι τηλεοπτικές σαιζόν ως το 2004. Αυτή την περίοδο (Ιούνιος 2014) μεταδίδεται σε
επανάληψη από το Μακεδονία TV.

330
τις σεξουαλικές ιστορίες τους και να μιλούν για το σεξ με διαφορετικό τρόπο - με το
χιούμορ εδώ να αποτελεί το πλέον κεντρικό μηχανισμό άρσης του «πέπλου της σιωπής»
και αποκάλυψης της «γυναικείας άποψης» περί σεξ (Akass και McCabe 2004: 196)42.
Είναι, με άλλα λόγια, ένα εμβληματικό κείμενο για τον εορτασμό και την αποθέωση της
γυναικείας σεξουαλικότητας (Attwood 2007Γ: 238), αλλά και του γυναικείου ρητά
σεξουαλικού λόγου (Arthurs 2003Β: 83, Attwood 2009Β: 7) 43, με τις σεξουαλικές
περιπέτειες των πρωταγωνιστριών να γίνονται πηγή αναστοχασμών και αυτο-εξέλιξης
(2009Β: 14). Η «ειδίκευση» εδώ της κεντρικής ηρωίδας στα σεξουαλικά ζητήματα
προέρχεται από τις βιωματικές της εμπειρίες και όχι από κάποια γνώση ή θεωρητική
κατάρτιση, για αυτό και η Arthurs (2003Β) τονίζει ότι ο εν λόγω συνδυασμός
παρατήρησης από μακριά και έντονης συναισθηματικής εμπλοκής σε ερωτικές σχέσεις,
της επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα ένας αναστοχαστικός αφηγητής, αλλά και ένας φορέας
δράσης.
Από μια πιο κριτική σκοπιά, η Gill (2007Β: 247-8 όπως αναφέρεται στο Attwood
2009Β: 11) θεωρεί ότι η απελευθερωμένη συζήτηση για το σεξ στη σειρά λειτουργεί
απλώς ως προκάλυμμα για τις πιο παραδοσιακές γυναικείες επιθυμίες, όπως ο γάμος και
η μονογαμία - με τη σειρά να αποτελεί μια επανεφεύρεση των κωδίκων του ρομαντισμού
για τη μεταφεμινιστική καταναλωτική κουλτούρα στην οποία οι σεξουαλικές δεξιότητες
και τα πειθαρχημένα σώματα παρουσιάζονται ως το «πρωτογενές κεφάλαιο» των
γυναικών. Με άλλα λόγια, η λαμπερή, έξυπνη, ετοιμόλογη και επιπόλαια καταναλώτρια
του Sex and the City ενσαρκώνει με σαφήνεια την ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη στην ποπ
κουλτούρα εικόνα της κομψής, υστερο-νεωτερικής, μεταφεμινιστικής αστικής
σεξουαλικής ταυτότητας (Attwood 2006: 86)44. Συνολικά ως τηλεοπτική σειρά

42
Πρβλ. Γαζή 2012.
43
Για τις πιο κριτικές, συντηρητικής κυρίως κατεύθυνσης, προσεγγίσεις, τα μεταφεμινιστικά ρομάντζα, και
ιδίως η εκδοχή του Sex and the City, εντάσσονται στο γενικότερο ζήτημα της πορνογραφικοποίησης και
όχι της σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας, λόγω των αισθητικών στοιχείων από την πορνογραφία που
ενσωματώνουν και αναπαράγουν. Κατά έναν όμως ειρωνικό τρόπο, η κατηγορία περί πορνογραφικής
φύσης των μεταφεμινιστικών ρομάντζων αποτέλεσε για τα τελευταία μια σανίδα σωτηρίας από την κριτική
περί χαζών και ελαφρών ιστοριών φαντασίας (Smith 2007Β: 203).
44
Η αναγνώριση πάντως πολλών μορφών (ετερο-)σεξουαλικότητας στο Sex and the City καθιστά την
τελευταία μια, σε ορισμένες πλευρές της, προβληματική διάσταση και επιλογή (Henry 2004: 78). Για

331
αποτυπώνει τις καταναλωτικές τάσεις που προώθησαν τα συμβατικά συμφέροντα των
γυαλιστερών γυναικείων περιοδικών (McRobbie 2008Β: 539), αναδεικνύοντας έτσι τη
σύνδεση του καταναλωτισμού με τις μορφές σεξουαλικότητας που προκρίνονται σε
αυτά, και στις οποίες μορφές η σεξουαλική ευχαρίστηση και η ιδιότητα του φορέα
δράσης των γυναικών ενθαρρύνεται κυρίως ως κομμάτι ενός καταναλωτικού τρόπου
ζωής (Arthurs 2003Β: 83).
Πιο συγκεκριμένα, η μόδα και το lifestyle παίζουν στο Sex and the City ένα
κεντρικό αφηγηματικό ρόλο (Bruzzi και Gibson 2004, König 2004, Niblock 2004).
Ακόμα και η ανανοηματοδότηση των ρητά σεξουαλικών υλικών ως κλασάτα, σε ένα
γενικότερο πλαίσιο αισθητικοποίησης του σεξ στη σειρά (Arthurs 2003Β), λαμβάνει
χώρα γύρω από έναν παιγνιώδη προσδιορισμό της φιγούρας της «νέας γυναίκας» - μιας
δηλαδή νάρκισσου επαγγελματίας με κύρια χαρακτηριστικά την αίσθηση ανεξαρτησίας,
την αυτο-διαμόρφωση του προσωπικού της στυλ και την κατανάλωση (Attwood 2006:
86). Πρόκειται για αυτό που ο Hartley (1999 όπως αναφέρεται στο Zieger 2004: 98)
αποκαλεί «φτιάξ’ την μόνος σου» ιδιότητα του πολίτη (do it yourself citizenship) στο Sex
and the City - μια ιδιότητα που διαφέρει θεμελιωδώς από τις κλασσικές θεωρήσεις που
σχετίζονται με τη δημόσια σφαίρα και την πολιτική συμμετοχή, αλλά αντίθετα γίνεται
ορατή μέσω της ύπαρξης του μεμονωμένου, εξατομικευμένου νεοφιλελεύθερου
υποκειμένου που εστιάζει στην αυτο-διαμόρφωση του εαυτού του μέσα από τα
καταναλωτικά σχήματα45.
Υπό αυτή την έννοια, το Sex and the City προωθεί μια ατομοκεντρική παρά μια
συλλογική μορφή ενδυνάμωσης και χειραφέτησης (Sarikakis και Tsaliki 2011: 114).
Αποτελεί το μείγμα ενός ιδιότυπου δυϊσμού, από τη μια κριτικής των κοινωνικών
νορμών και από την άλλη ενίσχυσής τους, από τη μια ένα έργο αντίστασης και από την

παράδειγμα, ο λόγος των πρωταγωνιστριών που έλκει στοιχεία από την ανδρική γκέι σεξουαλικότητα
(Merck 2004). Αξίζει, δηλαδή, να παρατεθεί και η κριτική του Greven (2004: 47) ότι η σειρά αφήνει
τελικά «άθικτους» τους άνδρες, σε αντίθεση με τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους, προκαλώντας έτσι
μισογυνικές και ομοφοβικές αναγνώσεις.
45
Όπως εδώ και έναν αιώνα έλεγε χαρακτηριστικά ο Simmel (1908: 63), η κατανάλωση και η αυτο-
παραγωγή μοιράζονται την ίδια εσωτερική λογική, αυτή της διαπραγμάτευσης της «πάλης μεταξύ
ατομικότητας και γενικότητας». Γενικότερα πάντως, στη σημερινή εποχή της εξατομίκευσης, αποτελεί
κεντρικό ζήτημα αυτό της αυτο-παραγωγής (Maguire και Stanway 2008: 77).

332
άλλη ένα έργο αναπαραγωγής της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων (Gennaro 2007: 248,
273). Το πιο προοδευτικό κομμάτι πάντως της σειράς φαίνεται να είναι η επιτακτική
πλέον ανάγκη να «συμμορφωθούν» οι άνδρες με τις επιτυχίες και τις υποχρεώσεις που
δημιουργεί η «προαγωγή» των σύγχρονων γυναικών σε μια σειρά από χώρους, από τον
εργασιακό και του σπιτιού μέχρι του σεξ και των προσωπικών σχέσεων - επιτυχίες που
μπορεί να καθίστανται πιο περίπλοκες, αλλά δεν είναι πια ακατόρθωτες (Nelson 2004:
95). Προοδευτική και χειραφετική κατεύθυνση έχει σε πολλές όψεις της και η
μεταφεμινιστική ευαισθησία που διατρέχει τη σειρά και επανατοποθετεί τις γυναίκες σε
σχέση με τους άνδρες, πέρα βέβαια από το σαφή καταναλωτικό προσανατολισμό της και
τον πρόδηλα πολλές φορές σεξιστικό χαρακτήρα της. Για παράδειγμα, η ηρωίδα της
σειράς χρησιμοποιεί με έναν παιγνιώδη τρόπο τον όρο «τσούλα», ο οποίος σηματοδοτεί
μια απομάκρυνση από το παραδοσιακό μοντέλο του ρομαντικού θηλυκού και αντλεί
θετικές συνδηλώσεις από τη συσχέτισή του με μια αρσενική αισθαντικότητα που γίνεται
αντιληπτή ως επιθετική, επεισοδιακή, απολαυστική, επικίνδυνη και κυρίως δημόσια
(Attwood 2007Γ: 238).
Σε αυτό το πλαίσιο, τα αντιθετικά σχόλια στη δημόσια συζήτηση για τις
πρωταγωνίστριες του Sex and the City είναι η μόνιμη επωδός, με την έννοια ότι
θεωρούνται «είτε πολύ είτε καθόλου» φεμινίστριες στη βάση ότι ταυτόχρονα
απολαμβάνουν το σεξ, αναρωτιούνται αν είναι τσούλες, μισούν τους άνδρες αλλά και
εξακολουθούν να ψάχνουν για την «τέλεια και σωστή» εκδοχή του (McCabe και Akass
2004: 9). Αναφορικά δε με το τελευταίο, πρόκειται για το κεντρικό ειδύλλιο της ηρωίδας
που ως κ. Μεγάλος (Mr. Big) αποτελεί έναν ήρωα που παραμένει πάντα ανώνυμος, ένα
αρχετυπικό φαλλικό σύμβολο με κύριους άξονες αναφοράς το ύψος του, τον πλούτο του,
την κοινωνική του θέση και τις σεξουαλικές ικανότητές του (di Mattia 2004: 20) 46. Στη
σειρά βέβαια δεν προωθείται ο πλούτος του κ. Μεγάλου ως ο σημαντικός παράγοντας
για τις επιλογές της ηρωίδας, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι ο κ. Μεγάλος έχει να κάνει μόνο
με μια φαλλικά προσανατολισμένη λεκτική απόδοση του «τέλειου αρσενικού». Και αυτό
διότι αναφορικά με το ζήτημα του πλούτου και των ανέσεων, είναι οι διαστάσεις της

46
Παρά την παρουσίαση του Manhattan ως ένα αυτόνομο σύμπαν όπου το σεξ και το ειδύλλιο είναι σε
μόνιμη και διαρκή σύγκρουση, είναι η παρουσία-απουσία του κ. Μεγάλου που αποτελεί, σύμφωνα με την
di Mattia (2004: 19), την κινητήρια αφηγηματική δύναμη στη σειρά.

333
κοινωνικοοικονομικής αυτοτέλειας που προτάσσει η μεταφεμινιστική αφήγηση και που
σε κάθε περίπτωση δεν θα «επέτρεπαν» την υποψία της οικονομικής εξάρτησης. Έτσι,
μια πρώτη ανάγνωση δεν θα μπορούσε να μην περιστρέφεται γύρω από μια
«αυταπόδεικτη», στερεοτυπική αντίληψη περί της, κοινωνικά κατασκευασμένης ή μη,
«εμμονής και προτίμησης» των γυναικών στο μεγάλο ανδρικό πέος και τις ιδιαίτερες
σεξουαλικές δεξιότητες του, σύμφωνα με μια νατουραλιστική θεώρηση, «άλφα-
αρσενικού» (alpha-male). Όμως, ενώ ο κ. Μεγάλος αποτελεί ένα ουσιοκρατικά
προσανατολισμένο πρότυπο της φαλλικής ηγεμονίας, η ηρωίδα είναι μια μάλλον
«μέτρια», κατά τα κυρίαρχα πρότυπα της δυτικού τύπου αστικής ομορφιάς, γυναίκα που
συνέχεια παραπονιέται, γκρινιάζει και περισυλλογίζεται σε «μάλλον υπερβολικό βαθμό»
για όλα τα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές τις σχέσεις, πάντα σε μια μόνιμη
αναμονή για τον κ. Μεγάλο.
Υπό αυτή την έννοια, πράγματι η λυτρωτική παρουσία του κ. Μεγάλου
πραγματώνει το μεταφεμινιστικό παραμύθι σύμφωνα με μια καταδηλωτική ανάγνωση.
Θα μπορούσε όμως και να ειπωθεί ότι σε ένα συμπαραδηλωτικό επίπεδο υφίσταται και
μια ανάγνωση σύμφωνα με την οποία η φαλλική πρωτοκαθεδρία του ήρωα
«επιβραβεύεται» με μια γυναίκα σαν την ηρωίδα. Όσο δηλαδή και αν μια τέτοια
προσέγγιση ξεφεύγει, σε κάποιο βαθμό, από τα όρια μιας επιστημονικά
προσανατολισμένης πολιτικής ορθότητας, δεν μπορεί να μην σημειωθεί ότι μια,
προφανώς ανδροκεντρική και σε κάποιες όψεις της μισογυνική, ανάγνωση της σειράς
στη βάση ότι «το άλφα-αρσενικό “τιμωρείται” με ένα βήτα-θηλυκό», ενδέχεται να
λειτουργεί «απελευθερωτικά και ανακουφιστικά» για τους άνδρες που δεν έχουν εκείνα
τα χαρακτηριστικά που θα τους επέτρεπαν να ταυτιστούν με τον κ. Μεγάλο. Με άλλα
λόγια, η φιγούρα του κ. Μεγάλου ως ενσάρκωση μιας συγκεκριμένων στοιχείων
ανδρικότητας αναδεικνύει το ζήτημα της συσχέτισης των επιμέρους αρσενικοτήτων με
την εκάστοτε ιστορικοκοινωνικά προσδιορισμένη μορφή της ηγεμονικής
αρρενωπότητας, ζήτημα για το οποίο χρειάζονται πιο αναλυτικές διευκρινήσεις. Αυτό
είναι και το θέμα του επόμενου κεφαλαίου.

334
2.4 Ανδρικότητες και πραγμοποίηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας

Στο προηγούμενο κεφάλαιο έγινε προσπάθεια να παρατεθούν όψεις της συζήτησης γύρω
από την έννοια της μεταφεμινισμού και να ενοιολογηθεί ο μεταφεμινιστικός σεξισμός,
δηλαδή η κατίσχυση μιας σεξιστικού τύπου μεταφεμινιστικής λογικής, ως μια κεντρική
τάση της πορνογραφικά προσανατολισμένης σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας στο
κοινωνικό πεδίο της σεξουαλικότητας. Η δεύτερη (μακρο-)επίδραση της
πορνογραφικοποίησης που προκρίνεται στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής έχει να
κάνει με μια προϊούσα πραγμοποίηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας, δηλαδή ενός
ουσιοκρατικά και κατά τα πρότυπα της πορνογραφικής λογικής προσδιορισμού της
κυρίαρχης μορφής αρσενικότητας στις σύγχρονες δυτικού τύπου κοινωνίες. Στη βάση
αυτή, η κοινωνική κατασκευή των ανδρικοτήτων και η συσχέτισή τους με την
πορνογραφική αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας και την ηγεμονική
αρρενωπότητα αποτελούν τα ζητήματα που πραγματεύεται το συγκεκριμένο κεφάλαιο.

2.4.1 Η έννοια της ηγεμονικής αρρενωπότητας

Η έννοια της ηγεμονικής αρρενωπότητας έχει μπει στη δημόσια επιστημονική συζήτηση
ουσιαστικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 κυρίως με το έργο της διάσημης
αυστραλιανής κοινωνιολόγου Raewyn Connell (Connell και Messerschmidt 2005: 830-
1), και είναι μια έννοια της οποίας η αναλυτική αξία θα πρέπει να θεωρείται «δεδομένη»
(Demetriou 2001). Αρχικά έγινε κατανοητή ως ένα πρότυπο πρακτικής που επέτρεπε τη
συνέχιση της κυριαρχίας των ανδρών πάνω στις γυναίκες, ενσαρκώνοντας έτσι τον «πιο
γνωστό και διακεκριμένο τρόπο του να είσαι άνδρας» - έναν τρόπο που καλούσε όλους
τους άλλους άνδρες να τοποθετήσουν τους εαυτούς τους σε σχέση με αυτόν και
νομιμοποιούσε ιδεολογικά την παγκόσμια υποταγή των γυναικών στους άνδρες (Connell
και Messerschmidt 2005: 832). Πιο συγκεκριμένα, ως ηγεμονική αρρενωπότητα
σύμφωνα με την Connell (1995: 77 όπως αναφέρεται στο Lusher και Robins 2009: 387)
ορίζεται «η διαμόρφωση μιας έμφυλης πρακτικής που ενσωματώνει την τρέχουσα
αποδεκτή απάντηση στο πρόβλημα της νομιμοποίησης της πατριαρχίας η οποία
διασφαλίζει (ή θεωρείται ότι διασφαλίζει) τη δεσπόζουσα θέση των ανδρών και την

335
υποταγή των γυναικών», και που ελέγχει μια ιεραρχία ανδρισμών που έχει συσταθεί με
τρόπο ώστε να διατηρεί τις εν λόγω έμφυλες σχέσεις. Για αυτό και η ηγεμονική
αρρενωπότητα ασκεί κυριαρχία όχι μόνο πάνω στις γυναίκες, αλλά και σε
«υποδεέστερες» αρσενικότητες1.
Η ηγεμονική αρρενωπότητα κατασκευάζεται διαλεκτικά τόσο σε σχέση με τις
γυναίκες όσο και με τις «υποταγμένες» και «περιθωριοποιημένες» ανδρικότητες, δηλαδή
οι στάσεις των ανδρών επηρεάζονται από την κατανόησή τους για το πώς η δική τους
συμπεριφορά συνδέεται με την ηγεμονική αρρενωπότητα (de Visser 2009: 370) - αλλά
συχνά γίνεται αντιληπτή και ως ένα μη σχεσιακό χαρακτηριστικό που παρατηρείται σε
κάποια άτομα (Lusher και Robins 2009: 390). Είναι δηλαδή μια «ασταθής» κατασκευή
που συχνά οδηγεί σε επίμαχες αμφισβητήσεις του ποιος τελικά είναι ο «σωστός ανδρικά»
τρόπος να ζει κάποιος άνδρας, παρέχοντας ταυτόχρονα και ένα μέσο διερεύνησης του
πώς οι άνδρες συμμετέχουν στις ιδεολογικές δομές που υποστηρίζουν και αναπαράγουν
την υποταγή των γυναικών (Connell και Messerschmidt 2005: 832). Παρά το ότι η
ηγεμονική αρρενωπότητα δεν φαίνεται να είναι η πιο κοινή μορφή αρσενικότητας που
επιτελείται και ασκείται, εντούτοις υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των ανδρών που
επωφελούνται από τη συνολική υποταγή των γυναικών, ή αλλιώς αυτό που η Connell
(1995: 82 όπως αναφέρεται στο Coles 2009: 31) ονομάζει «πατριαρχικό μέρισμα»
(patriarchal dividend) - δηλαδή ένα «όφελος τιμής, κύρους και δικαιώματος» των ανδρών
να κυβερνούν και να κατέχουν υλικό πλούτο και κρατική εξουσία από την στιγμή που ως
ομάδα συμφερόντων τείνουν να υποστηρίζουν την ηγεμονική αρρενωπότητα ως μέσο
υπεράσπισης της πατριαρχίας και της δεσπόζουσας θέσης τους πάνω στις γυναίκες.
Ωστόσο, ορισμένοι άνδρες φαίνεται μέσα από τις αφηγήσεις τους να μην αντιμετωπίζουν

1
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι για την Connell (1987 όπως αναφέρεται στο Lumsden 2010)
καμιά θηλυκότητα δεν είναι ηγεμονική με τον ίδιο τρόπο που η ηγεμονική αρρενωπότητα είναι μεταξύ των
ανδρών, ωστόσο η παγκόσμια υποταγή των γυναικών στους άνδρες παρέχει τη βάση για τη διαφοροποίηση
των θηλυκοτήτων. Οι δε τρεις μορφές θηλυκότητας που εντοπίζει είναι η «τονισμένη θηλυκότητα»
(emphasized femininity) που προσδιορίζεται γύρω από τη συμμόρφωση με την υποταγή των γυναικών και
επομένως είναι δομημένη έτσι ώστε να εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τις επιθυμίες των ανδρών, μια
μορφή θηλυκότητας που ορίζεται γύρω από τις στρατηγικές αντίστασης ενάντια στην υποτέλεια των
γυναικών από τους άνδρες, και ένας τύπος θηλυκότητας που αποτελεί μείγμα των δύο πρώτων και ορίζεται
από σύνθετους στρατηγικούς συνδυασμούς συμμόρφωσης, αντοχής και συνεργασίας.

336
τις πρακτικές της ηγεμονικής αρρενωπότητας ως κάτι που συμβάλλει στην ενδυνάμωσή
τους, αλλά ως μια αίσθηση απώλειας ή απουσίας που μπορεί να προκύψει σε διάφορα
επίπεδα, και μάλιστα σε στιγμές κοινωνικού μετασχηματισμού να πάρει τη μορφή ενός
συλλογικού ή μη άγχους (Weber 2010: 338-9).
Οι Connell και Messerschmidt (2005), πάντως, σε ένα πολύ σημαντικό άρθρο
περί ηγεμονικής αρρενωπότητας στο οποίο αναφέρεται το σύνολο των μελετητών των
ανδρικοτήτων, προκρίνουν μια ανασύνθεση της έννοιας. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούν ότι
η έννοια της ηγεμονικής αρρενωπότητας πρέπει να συνεχίζει να κατανοείται ως ένας
συνδυασμός της πολλαπλότητας των ανδρισμών και της ιεράρχησης των αρσενικοτήτων,
και αυτό διότι η ιδέα της ιεραρχίας των ανδρισμών συνεχίζει να συνιστά ένα πλαίσιο
ηγεμονίας και πρότυπο αναφοράς που λειτουργεί εν μέρει μέσω της (ανα-)παραγωγής
υποδειγμάτων αρρενωπότητας, και όχι απλά ένα σχήμα κυριαρχίας που βασίζεται στη
βία (2005: 845-6). Η έννοια της ηγεμονικής αρρενωπότητας δηλαδή, συνιστά μια
πολυδιάστατη αντίληψη έμφυλων σχέσεων εξουσίας χωρίς να θεωρείται απλώς ένα
πολιτισμικό πρότυπο που εστιάζοντας στις δυνατότητες του Λόγου και των ρηματικών
πρακτικών δίνει έμφαση σε μια ζητούμενη «συμβολική διάσταση» της ισότητας των
φύλων (2005: 841). Για αυτό και προτείνουν επιμέρους σημεία αναδιατύπωσης της
έννοιας αναφορικά με τη φύση της ιεραρχίας των φύλων, την ανάδειξη της κοινωνικής
γεωγραφίας ως παράγοντα διαμόρφωσης των ανδρισμών, μια περαιτέρω εστίαση στη
διαδικασία της κοινωνικής ενσάρκωσης της αρρενωπότητας και την απόδοση ιδιαίτερης
βαρύτητας στις δυναμικές της ηγεμονικής αρρενωπότητας (2005: 847-53).
Πιο αναλυτικά, η κατανόηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας θα πρέπει να
ενσωματώνει μια πιο ολιστική κατανόηση της ιεραρχίας του φύλου όπου θα
αναγνωρίζεται τόσο η ιδιότητα του φορέα δράσης και των μη κυρίαρχων ομάδων, όσο
και οι διαστάσεις των επιμέρους κοινωνικοπολιτισμικών δυναμικών που μπορεί να
αναπτυχθούν εντός και πέρα από τις έμφυλες ιεραρχήσεις. Με άλλα λόγια, να
συμπεριληφθούν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στη διαμόρφωση
ιεραρχιών τόσο εντός των φύλων όσο και σε ένα διαφυλικό επίπεδο - χαρακτηριστικά
που περιστρέφονται γύρω από την κατοχή του όποιου οικονομικού, κοινωνικού και
συμβολικού κεφαλαίου. Θα πρέπει ακόμα να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην
αλληλεπίδραση μεταξύ τοπικού, περιφερειακού και παγκόσμιου επιπέδου ώστε να μην

337
αποκτήσει η έννοια έναν ουσιοκρατικό χαρακτήρα, αλλά να ενταχθεί σε ευρύτερα και
ταυτόχρονα πιο κριτικά πλαίσια ανάλυσης και μελέτης 2. Επιπρόσθετα, υπάρχει ανάγκη
υπέρβασης της περιοριστικής αντίληψης ότι οι διαφυλικές πρακτικές μπορούν να
προσεγγιστούν μόνο με όρους κοινωνικής κατασκευής, διότι για να κατανοηθούν σε
βάθος οι έννοιες της ηγεμονίας, της ενσάρκωσης των ταυτοτήτων και των καθημερινών
συμπεριφορών θα πρέπει να θεωρηθεί το σώμα όχι μόνο αντικείμενο κοινωνικής
πρακτικής, αλλά και φορέας δράσης που συνδέει τις ενσώματες διαδικασίες και
λειτουργίες με τις κοινωνικές δομές. Τέλος, θα πρέπει να αναγνωρίζονται οι εσωτερικές
αντιφάσεις της θεώρησης της ηγεμονικής αρρενωπότητας με την έννοια των επιμέρους
διαφοροποιήσεων και της εξατομίκευσης, αλλά και οι ενδεχόμενες δυνατότητες ένταξής
της σε μια κατεύθυνση εκδημοκρατισμού του σχέσεων των δύο φύλων (2005: 847-53).

2.4.2 Η κοινωνική κατασκευή της ανδρικότητας

Στη βάση της παραπάνω θεώρησης, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ενώ η αρρενωπότητα
γενικότερα γίνεται αντιληπτή στο δημόσιο επιστημονικό διάλογο ως μια κοινωνικά
κατασκευασμένη έννοια που αλλάζει και αναδιαμορφώνεται σε διαφορετικούς χρόνους
και τόπους, εντούτοις φαίνεται ότι συζητείται, ίσως ένεκα και της «ορατότητας» της
φεμινιστικής σκέψης, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη εστίαση στις στρατηγικές που οι άνδρες
χρησιμοποιούν για να διαπραγματεύονται τις αρσενικότητες στην καθημερινή τους ζωή
(Coles 2009: 30)3. Εκεί δηλαδή που κάποτε οι άνδρες αντιπροσώπευαν μια «αόρατη»
κανονικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και εμπειρίας, σήμερα είναι μια υπερ-ορατή
έμφυλη ομάδα, με επιστήμονες, δημοσιογράφους και άλλους ενδιαφερόμενους να
αφιερώνουν ιδιαίτερη προσοχή στη μελέτη και τον σχολιασμό της έννοιας της
αρρενωπότητας και των επιμέρους και ποικίλων ανδρισμών (Gill 2003Β). Μια
διαδικασία που σε κάθε περίπτωση δεν είναι απλά περιγραφική και αναλυτική, αλλά

2
Η ουσιοκρατική λογική δημιουργεί διαμετρικά αντιθετικές διακρίσεις του τύπου είτε-είτε χωρίς να
αφήνει περιθώρια για επιμέρους διαφοροποιήσεις και τμηματοποιημένες ή εξατομικευμένες προσεγγίσεις
(Corsianos 2007: 865).
3
Η Robinson (2003) αναδεικνύει ορθά την ανάγκη συνομιλίας και σύνδεσης των μελετών για τις
αρσενικότητες με τη φεμινιστική, και κυρίως τη ριζοσπαστική, σκέψη.

338
συνιστά ένα με, με όρους Woolgar και Pawluch (1985), «οντολογικό gerrymandering»
όπου επιλεγμένες, νεοεμφανιζόμενες, αναδιαμορφωμένες ή «παρεκκλίνουσες»
αρσενικότητες δίνουν τον τόνο της δημόσιας και επιστημονικής συζήτησης. Για
παράδειγμα, το να γίνεται ένας άνδρας αναγνωρίσιμος ως ετεροφυλόφιλος φαίνεται να
μην είναι πια ένα απλό θέμα. Με άλλα λόγια, η ετεροφυλοφιλική υποκειμενικότητα στο
ρευστό πλαίσιο των σύγχρονων σεξουαλικοτήτων είναι ένα συνεχές σχέδιο
αναπαραγωγής κατάλληλων γνώσεων για τον εαυτό, θέσπισης κατάλληλων πρακτικών
και ρύθμισης ή καταστολής των ανεπιθύμητων ή «απειλητικών» σημασιών (Mooney-
Somers και Ussher 2010: 368)4.
Στη βάση των παραπάνω, η έρευνα της Aarseth (2009) δείχνει ότι τα «νέα σχέδια
ζωής» (new lifestyle projects) για τους άνδρες παρουσιάζονται ως μια πολιτισμική
μεταμόρφωση στην οποία οι τελευταίοι εμφανίζονται πιο ευαίσθητοι και περιποιητικοί,
αλλά στην πραγματικότητα δεν πληρούν την απαίτηση για συναισθηματική και πρακτική
συμμετοχή στην οικογενειακή σφαίρα. Υπό αυτή την έννοια, ο υποκείμενος δυϊσμός
μεταξύ της ηδονιστικής προσφοράς της σεξουαλικά προσανατολισμένης καταναλωτικής
κουλτούρας για άκρατο ευδαιμονισμό και της ηθικής ζήτησης του φεμινισμού για
ισότητα των φύλων σε όλα τα πεδία της ζωής φαίνεται να παραμένει (2009: 425). Για
παράδειγμα, τα αποτελέσματα της έρευνας των Smiler και Kubotera (2010) έδειξαν ότι
άγαμοι, ετεροφυλόφιλοι, νέοι ενήλικες άνδρες είχαν διαφορετικές προσδοκίες για τις
γυναίκες σε διαφορετικά πλαίσια. Πιο συγκεκριμένα, ανέμεναν από τις γυναίκες να
επιδείξουν περισσότερα εκφραστικά χαρακτηριστικά στο πεδίο των ρομαντικών σχέσεων
και περισσότερα εργαλειακά γνωρίσματα στο πεδίο της εργασίας (2010: 571). Ωστόσο,
όταν η έννοια της ισότητας προστέθηκε ως μεταβλητή, οι διαφορές εξαφανίστηκαν και η
ανάλυση έδειξε ότι οι άνδρες με μεγαλύτερη αίσθηση ισότητας δεν ανέφεραν διαφορές
στα επιμέρους πεδία/πλαίσια (2010: 572). Προς την ίδια κατεύθυνση αλλά από μια

4
Ως παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί η περίπτωση των πλέον διάσημων ποδοσφαιριστών Zlatan
Ibrahimovic και Gerard Piqué, γνωστούς τόσο για τις αθλητικές τους επιδόσεις, όσο και για το γάμο του
τελευταίου με τη διάσημη κολομβιανή τραγουδίστρια Shakira. Οι εν λόγω λοιπόν ποδοσφαιριστές είχαν
βρεθεί στο επίκεντρο συζητήσεων αναφορικά με τη σεξουαλικότητά τους και τη συμπεριφορά τους ως
ποδοσφαιριστές μετά τη δημοσιοποίηση φωτογραφιών το 2010 που χαρακτηρίζονταν από σκηνές «μη
αναμενόμενης» τρυφερότητας και θωπεύσεων μεταξύ ανδρών (βλ. και παρακάτω).

339
αντίθετη σκοπιά κινούνται και οι έρευνες που παραθέτουν οι Cha και Thébaud (2009:
216), και οι οποίες έχουν δείξει ότι οι άνδρες που βρίσκονται σε δύο-εργαζόμενων
νοικοκυριά ή που βιώνουν την οικονομική εξάρτηση από τη σύζυγό τους, είναι πολύ πιο
πιθανόν να επιδοκιμάζουν την ισότητα των δύο φύλων.
Σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, είναι ιδιαίτερης σημασίας για την Gill (2003Β) οι
μορφές του «νέου άνδρα» (new man) και του «νέου παλικαρά/μάγκα» (new lad) που
απαντώνται συνεχώς στις δυτικοκεντρικές κοινωνίες ως εμβληματικές μορφές της
κυρίαρχης μορφής της σύγχρονης αρρενωπότητας. Πιο αναλυτικά, ο νέος άνδρας και ο
νέος παλικαράς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως Λόγοι κατανόησης της σύγχρονης
έννοιας του ανδρισμού που προκύπτουν με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικούς
χρόνους στο πλαίσιο διαφορετικών πρακτικών και δεν εκτοπίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά
συνυπάρχουν ως εναλλακτικές μορφές αρρενωπότητας που επαναλαμβάνονται,
ανακυκλώνονται, προσαρμόζονται και ενδεχομένως επαναπροσδιορίζονται σε
συγκεκριμένες όψεις τους (2003Β). Ο νέος άνδρας χαρακτηρίζεται γενικά ως
ευαίσθητος, συναισθηματικός, με σεβασμό στις γυναίκες και στα θέματα ισότητας, αλλά
και σε κάποιες περιπτώσεις ως ένας ναρκισσιστικός χαρακτήρας που επενδύει ιδιαίτερα
στη φυσική του εμφάνιση. Αντίθετα, ο νέος μάγκας απεικονίζεται ως ένας ηδονιστής,
μετα(αν όχι αντι-)φεμινιστής που κατεξοχήν ασχολείται με την κατανάλωση αλκοόλ, το
ποδόσφαιρο και το πείραγμα των γυναικών, σε ένα πλαίσιο ζωής που δεν χαρακτηρίζεται
από υπερβολικές φιλοδοξίες και σχετίζεται με μια συγκεκριμένη άρθρωση της
αρρενωπότητας (2003Β).
Πρέπει να σημειωθεί ότι η φιγούρα του νέου άνδρα που μπορεί να κλάψει και
έχει συναισθήματα είχε κάνει, κατά βάση, την εμφάνισή της στον κινηματογράφο από το
1950 και μετά, κυρίως με την εμβληματική φιγούρα του James Dean (Cartier 2003: 444).
Πρόκειται για μια μορφή ανδρισμού που συνδέθηκε με την ανάπτυξη μιας «ενσήματης
αρρενωπότητας» (branded masculinity) όπως αποδεικνύεται και από τον αυξανόμενο
αριθμό εντύπων και περιοδικών για την υγεία, τη μόδα και τον τρόπο ζωής των ανδρών -
μια τάση που συνιστά όψεις μιας διαρθρωτικής αλλαγής στο μοντέλο της ηγεμονικής
αρρενωπότητας (Alexander 2003: 551) 5. Η σύγχρονη δηλαδή μορφή του νέου άνδρα δεν

5
Η άνοδος εδώ της κουλτούρας της σωματικής περιποίησης των ανδρών συνέβη ταυτόχρονα με την
εκλαΐκευση και μαζικοποίηση της φωτογραφικής κατανάλωσης, συνεπώς όσο τα αθλήματα και ο

340
μπορεί να απεγκλωβιστεί εύκολα από τα διάχυτα ομοσεξουαλικά χαρακτηριστικά που
την χαρακτηρίζουν ως έκφραση ανδρισμού, όπως για παράδειγμα οι περιπτώσεις
διασημοτήτων μέσω τηλεοπτικών προγραμμάτων τύπου Jamie Oliver που συνιστούν μια
αναδιατυπωμένη φιγούρα του δανδή που ασχολείται με το στυλ και το lifestyle - φιγούρα
που όχι μόνο περιλαμβάνει μια αναδιαπραγμάτευση των παραδοσιακών κατηγοριών του
φύλου και των σύγχρονων Λόγων περί αρρενωπότητας και θηλυκότητας, αλλά πολλές
φορές συνοδεύεται και από συνδηλώσεις θηλυπρέπειας και ομοφυλοφιλίας (Attwood
2005Β: 99). Έτσι, ως τύπος αρσενικότητας ο νέος άνδρας σημάδεψε την άνοδο των
πετυχημένων lifestyle ανδρικών περιοδικών τη δεκαετία του 1980 στην Αγγλία, και κατ’
αντιστοιχία τη δεκαετία του 1990 στην Ελλάδα, επαναοριζόμενος όμως εν μέρει στη
βάση του μοντέλου του άνδρα του Playboy της δεκαετίας του 1950 (McNair 2002: 158).
Πιο συγκεκριμένα, στα πρώιμα lifestyle περιοδικά όπως το Playboy προωθήθηκε
ο σεξουαλικός ηδονισμός, η απολαυστική κατανάλωση και η άρνηση της ανδρικής
«εξημέρωσης» (domestication) (Ehrenreich 1983: 42-51 όπως αναφέρεται στο Attwood
2005Γ: 84). Το playboy lifestyle δηλαδή προωθήθηκε ως μια «αυθεντική ανδρικότητα»
(authentic maleness) η οποία παρουσιάζεται ως ηδονιστική, αυτόνομη αλλά και φοβική
απέναντι στις δεσμεύσεις - όχι μόνο από τα περισσότερα ανδρικά περιοδικά, αλλά και σε
μια σειρά από κείμενα σε κάθε μέσο που απευθύνονται στους άνδρες (2005Γ: 93) 6. Εδώ,
ο «ηδονισμός του εργένη» (bachelor hedonism) κυριαρχεί ως αισθητική
αναδιατυπώνοντας το πνεύμα του Playboy έτσι ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει όλους
τους άνδρες, και κυρίως αυτούς νεαρότερων ηλικιών (McNair 2002: 48). Η
«μετανάστευση» δηλαδή στοιχείων από τα μαλακά πορνοπεριοδικά στα lifestyle
περιοδικά είναι ενδεικτική μιας γενικότερης μεταμοντέρνας τάσης περί κομψού
χαρακτήρα του πορνό, με τους κώδικες και τις συμβάσεις του να γίνονται δείκτες και
εμβλήματα μιας εκλεπτυσμένης, υστερο-νεωτερικής σεξουαλικής αισθαντικότητας
(2002: 77).

ελεύθερος χρόνος γίνονταν όλο και πιο εμπορευματοποιημένα, τόσο και οι φωτογραφίες μεμονωμένων
αθλητών εμφανίζονταν ως εμπορεύματα από μόνες τους (Reich 2010: 452).
6
Για το πώς τα ανδρικά lifestyle περιοδικά αποτελούν έναν από τους λίγους διαθέσιμους χώρους για να
διερευνηθεί το ζήτημα των προσωπικών σχέσεων από πλευράς ανδρών, βλ. Rogers 2005.

341
Αυτό όμως που είναι μοναδικό στην σκωπτική ευαισθησία του Playboy είναι η
άρθρωσή της όχι μόνο σε σχέση με την αρρενωπότητα και με την επιδίωξη του σεξ, αλλά
και με το πολιτισμικό κεφάλαιο και τα καταναλωτικά αγαθά που απευθύνονται στους
άνδρες (Thompson 2008: 287). Το προβληματικό δηλαδή στοιχείο είναι η έμφαση στη
λογική της «εκ φύσεως» οριζόμενης σεξουαλικότητας των ανδρών, η οποία πλαισιώνεται
πια όχι με μια απλά ειρωνική στάση παλαιότερων τύπου παλικαρά/μάγκα, αλλά με μια
μετα-ειρωνική εκθείαση κάθε «ανδρικού» πράγματος (Attwood 2005Γ: 94) 7. Είναι στη
βάση αυτή που η σχετική απουσία της ανδρικής σεξουαλικής ευχαρίστησης στα μαλακού
πορνό κείμενα, σε συνδυασμό με τη συνήθη αρθογραφία και διαφημίσεις προϊόντων για
την ανδρική ανικανότητα και στυτική δυσλειτουργία, συνιστά μια μάλλον προβληματική
παρουσίαση της ανδρικής σεξουαλικότητας (2005Γ: 87). Αντίθετα, όταν έχουμε μια
σαφή και διακριτή αναφορά περί σεξουαλικής απόλαυσης, αυτή συνήθως περιστρέφεται
γύρω από το πορνογραφικά προσεγγισμένο ανδρικό σώμα το οποίο παρουσιάζεται ως
ένα «μηχανοκίνητο κομμάτι εξοπλισμού» με εμμονή στη διάπλαση, το μέγεθος, την
ποσότητα, την τεχνική και την χρήση του (Moye 1985 όπως αναφέρεται στο Attwood
2005Γ: 87). Αναφορικά δηλαδή με την ανδρική σεξουαλικότητα στα μαλακά περιοδικά,
το σώμα εκφράζει τις ιδιότητες μιας μηχανής όπως αυτές της ταχύτητας και απόδοσης,
το σεξ γίνεται το μέσο ενός σκοπού και η αναγωγή της ευχαρίστησης στα γεννητικά
όργανα, τον οργασμό και την εκσπερμάτωση γίνεται κατά τα πρότυπα, τη λογική και την
αισθητική της εμπορευματικά προσανατολισμένης πορνογραφίας (2005Γ: 88).
Στην ίδια λογική με τα παραπάνω, η αισθητική αντίληψη του καλού σεξ όπως
παρουσιάζεται συνολικά στα lifestyle περιοδικά8, φαίνεται, σύμφωνα με την Tyler (2004:
98), να συγχέει τους Λόγους περί σεξουαλικής υγείας και τα χρηστά ήθη με εκείνους που

7
Είναι γενικότερη η τάση σε αυτά τα περιοδικά να προκρίνεται όχι μόνο η επιτηδευμένη, δαήμων
κατανάλωση, αλλά και το αυτάρκες άτομο, ο αυτόνομος άνδρας δηλαδή, ως η πιο σημαντική μονάδα, παρά
η οικογένεια, η κοινότητα ή η κοινωνία (Attwood 2005Γ: 96). Στην έρευνα, για παράδειγμα, της Polyzou
(2008) σε ελληνικά ανδρικά lifestyle περιοδικά, αναδείχθηκε η προώθηση ενός καταναλωτικού τρόπου
ζωής χωρίς ταυτόχρονα να απειλούνται, αλλά ίσα-ίσα να ενισχύονται, οι κυρίαρχες ιδεολογίες γύρω από
την έννοια της αρρενωπότητας.
8
Τα lifestyle περιοδικά, τα οποία είναι μια αναγνωρισμένη μορφή ευχαρίστησης που ενθαρρύνει την
απόκτηση γνώσεων και διαδραματίζει συχνά σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας, τείνουν να
υποτιμούνται και να παραβλέπονται σε κάποιες περιπτώσεις από τους μελετητές (Holmes 2007: 510-1).

342
αφορούν τις επιδόσεις και τις επιτελέσεις, έτσι ώστε η βιωματική σεξουαλικότητα να
ορίζεται ταυτόχρονα τόσο με όρους ηθικής αρετής («ασφαλή»), όσο και με όρους
επιδέξιας εκτέλεσης («επιτυχή»). Η δε αναπαράσταση του σεξ είναι διαφορετική
ανάμεσα στα γυναικεία και ανδρικά περιοδικά, με το σεξ να παρουσιάζεται στις γυναίκες
σαν «κάτι που είναι να γίνει και να κάνουν», ενώ για τους άνδρες σαν «ένα μέρος που
είναι να πάνε και να έχουν» (Attwood 2005Γ: 92-3). Σε αυτό το πλαίσιο, η ενασχόληση
με την πορνογραφία, το γυναικείο σώμα και τους μηχανισμούς του σεξ, μαζί με μια
απαγκίστρωση από τις συναισθηματικές και ηθικές πτυχές των σεξουαλικών σχέσεων,
λειτουργεί καταλυτικά για να αντιμετωπισθεί η «γυναίκα ως εικόνα» και να
αποστασιοποιηθούν, ή και αποδεσμευθούν, οι άνδρες από την ανάγκη, αλλά και την
επιθυμία, να αλληλεπιδρούν με τις γυναίκες ως κοινωνικά και σεξουαλικά υποκείμενα
(Ticknell κ.α. 2003: 59-60). Αυτή η στρατηγική της αποστασιοποίησης και της
αποδέσμευσης αποτελεί για την Attwood (2005Γ: 96) μια γενικότερη, διιστορική τάση
στα ανδρικά περιοδικά.
Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι υπάρχει μια βάσιμη κριτική στην
αιτίαση ότι τόσο lifestyle όσο και τα μαλακά περιοδικά αποτελούν ένα δίαυλο μέσω του
οποίου οι πεποιθήσεις των ανδρών σχετικά με τη σεξουαλική διάθεση και την ευπάθεια
των γυναικών ενισχύεται και ενθαρρύνεται (Pratt 1986: 76). Για παράδειγμα, στην
έρευνά του ο Rinehart (2005) για τη διαφήμιση σε αθλητικού προσανατολισμού ανδρικά
περιοδικά, βρήκε εικόνες που αντικειμενοποιούν τις γυναίκες με έναν ιδιαίτερα
σεξουαλικοποιημένο τρόπο, αλλά και πραγμοποιούν το «φυσικό ανδρισμό» (βλ. και
παρακάτω), προσπαθώντας παράλληλα να κατασκευάσουν μια εικόνα των ίδιων των
διαφημιστών ως αντίθετων και κριτικά διακείμενων στην κυρίαρχη κουλτούρα του
εμπορευματοποιημένου αθλητισμού. Αξίζει όμως και να αναφερθεί ότι στην έρευνα των
Krassas, Blauwkamp και Wesselink (2001 όπως αναφέρεται στο Object 2009: 11) η
σύγκριση του Cosmopolitan με το Playboy έδειξε ότι και οι δύο τύποι των περιοδικών
απεικονίζουν τη γυναικεία σεξουαλικότητα με παρόμοιους τρόπους, παρά το ότι
απευθύνονται, κατά βάση, σε διαφορετικά ακροατήρια. Και στα δύο περιοδικά δηλαδή,
οι γυναίκες αναπαρίσταντο ως αντικείμενα σεξουαλικής επιθυμίας που πραγματοποιείται
και πραγματώνεται καλύτερα αν θέσουν τους εαυτούς τους ως αγαθά που είναι
σεξουαλικά διαθέσιμα για τους άνδρες.

343
Έτσι, η στροφή προς τον «παλικαρισμό/μαγκιά» (laddism) που παρατηρεί η
Attwood (2005Γ: 93) στα ανδρικά περιοδικά ήρθε κυρίως ως απάντηση στη συζήτηση
περί «αρρενωπότητας σε κρίση». Εδώ, η κουλτούρα του νέου παλικαρά/μάγκα, πάντα
κατά τα πρότυπα του γνωστού περιοδικού Loaded (new lad Loaded culture) (2005Γ: 86),
συνιστά έναν «ανδρικά» οριζόμενο τρόπο ζωής, μια «αναγέννηση του σκανδαλιάρικου
στυλ Benny Hill και της “μαθητικής χυδαιότητας”» (Whelehan 2000: 65-6 όπως
αναφέρεται στο Attwood 2005Γ: 85). Πρόκειται δηλαδή για μια νοσταλγική υποχώρηση
προς την κουλτούρα της δεκαετίας του 1970 και 1980, μια επιθετική ρητορική που
βασίζεται στην ασύδοτη λογική της καταναλωτικής κουλτούρας που πλαισιώνει το
ανδρικό lifestyle, και όχι ένας μηχανισμός άμυνας ή μια προστατευτική ασπίδα στην
ανασφάλεια και σύγχυση που προκαλούν οι αλλαγές στις σχέσεις των δύο φύλων Η δε
καταναλωτική αρρενωπότητα που προκρίνεται μέσα από την κουλτούρα του νέου μάγκα
εστιάζει σε δραστηριότητες αναψυχής, ενώ αποφεύγει τις αναφορές σε υπέρμετρες
φιλοδοξίες και σε θέματα επαγγελματικής σταδιοδρομίας (2005Γ: 93-4). Η μορφή
δηλαδή του νέου παλικαρά συνιστά μια επιστροφή στη λιβιδινική ετεροσεξουαλικότητα
(libidinous heterosexuality) της σαρκικής ασελγείας και του λάγνου ερωτισμού ως
αντίδραση στο ναρκισσισμό, το σεξουαλικό πουριτανισμό, την ασεξουαλικότητα και τη
«μη αυθεντικότητα» που ως χαρακτηριστικά συνδέθηκαν με τη ρητορική περί του νέου
άνδρα σε σχέση με τα ζητήματα της πολιτικής ορθότητας, του φεμινισμού και των
σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (Gill 2003Β: 53). Συνιστά, με άλλα λόγια, μια
«επιστροφή σε μια πιο “φυσική” κατάσταση» που αντικατοπτρίζει μια γενικότερη
στροφή προς την ουσιοκρατική σκέψη, λογική και αισθητική που φαίνεται για την Gill
(2003Β: 50-1) να χαρακτηρίζει σε πολλές όψεις τους τη σύγχρονη επιστήμη, ιατρική και
λαϊκή κουλτούρα9.

9
Για παράδειγμα, τηλεοπτικές σειρές όπως το The Shield έδειξαν πως οι σύγχρονες εκδόσεις μιας πιο
«σκληρής αρρενωπότητας» (hard-boiled masculinity) από αυτή του νέου μάγκα, όπως είναι αυτή του
κεντρικού ήρωα Vic Mackey, μπορούν να κερδίσουν αναγνώριση στο πλαίσιο της σημερινής πολιτικής
οικονομίας της τηλεόρασης, αλλά και να προσφέρουν χαρακτήρες προς ταύτιση που θολώνουν τα όρια του
παραδοσιακού διαχωρισμού ανάμεσα στον «κακό» και τον «καλό» (Malin 2010: 377). Στην ίδια λογική
είναι και το πιο πρόσφατο κύμα των λεγόμενων bromance ταινιών (νεολογισμός από τις λέξεις brother και
romance) που δείχνει, σύμφωνα και με τον (Alberti 2013) που μελετά την κλασσική του είδους ταινία του
John Hamburg, I Love You, Man (2009), ότι παρά το γεγονός ότι οι άνδρες επιθυμούν στενές φιλίες με

344
Είναι σε αυτό το πλαίσιο ανάδειξης μορφών «φυσικής ανδρικότητας» που
παρατηρείται μια σχετική εστίαση, ενίοτε εμμονή, με τον ποδοσφαιριστή ως αρχετυπική
φιγούρα του ηδονιστικού και επιτυχημένου άνδρα, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με μια
γοητεία για τα «κατορθώματα» και τα σεξουαλικά παραπτώματα των παικτών,
παράλληλα με την παρουσίαση των εμφανίσιμων και εντυπωσιακών συνοδών και
συντρόφων τους (Attwood 2005Γ: 88). Στην πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα των Adams,
Anderson και McCormack (2010) για την κατασκευή της αρρενωπότητας σε μια
ποδοσφαιρική ομάδα, φάνηκε ότι η χρήση ενός λόγου από πλευράς προπονητών που
αντλούσε στοιχεία από τον πόλεμο, το φύλο και τη σεξουαλικότητα για να κινητοποιήσει
περισσότερο τους αθλητές είχε περιορισμένα αποτελέσματα στη διαμόρφωση
αντιλήψεων και ιδεών πέρα από το πεδίο της προπόνησης και του αγώνα. Αυτή, δηλαδή,
η διαχωριστική τμηματοποίηση της ανδρικής ταυτότητας, πέρα από τις δυνατότητες
διαχείρισης αντιθετικών αρρενωποτήτων που καθορίζονται ανά περίσταση, δείχνει να
αμφισβητεί και τη συνηθισμένη κριτική περί του ότι τα αθλήματα, και κυρίως το
ποδόσφαιρο, κοινωνικοποιούν τους άνδρες στη βάση συγκεκριμένων και περιορισμένων
πλαισίων ανδρισμού (2010: 295) - χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, πως τα αθλήματα
γενικότερα δεν μπορούν να δώσουν νόημα και κατεύθυνση στην ανδρική ταυτότητα
(Drummond 2010: 388).
Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι κατά τα πρότυπα της chick lit μυθιστοριογραφίας,
όπως έχει αναφερθεί και στο προηγούμενο κεφάλαιο, σημειώθηκε από τα τέλη της
δεκαετίας του 1990 και μετά η άνοδος και του αντίστοιχου, απευθυνόμενου σε άνδρες,
είδους του lad lit (Gill 2009Β)10. Σε αυτό το είδος αναπαράγεται η φιγούρα του νέου
μάγκα, η πολιτισμική άνοδος του οποίου γίνεται κατανοητή ως μια αντίδραση εναντίον
του φεμινισμού που χαρακτηρίζεται από μισογυνικές στάσεις και άρνηση αναγνώρισης
και αποδοχής των αλλαγών στις σχέσεις των δύο φύλων προς μια πιο ισότιμη
κατεύθυνση. Το μοτίβο του lad lit αποτελεί μια εξίσου χαρακτηριστική περίπτωση

άλλους άνδρες, οι ετεροφυλόφιλοι άντρες πρωταγωνιστές συχνά καταλήγουν να επιλέγουν μόνο μια
σεξουαλική σχέση με μια γυναίκα με την οποία έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία σε σχέση με τις φιλίες τους.
10
Το High Fidelity (1995) του Nick Hornby αποτελεί, για τους περισσότερους, το πλέον εμβληματικό
βιβλίο αυτού του είδους - βιβλίο στο οποίο περιγράφεται με σαρκαστικό τρόπο η ζωή και οι ανδρικές
ανησυχίες του Rob Fleming, ενός τριαντάχρονου ιδιοκτήτη δισκοπωλείου.

345
υιοθέτησης, αλλά και σε κάποιες όψεις διαστρέβλωσης, της μεταφεμινιστικής οπτικής,
παρουσιάζοντας τις γυναίκες ως το πλέον ευνοημένο φύλο από τις έμφυλες
ανακατατάξεις και αλλαγές που συντελέστηκαν, με τους άνδρες να έχουν μείνει πίσω και
σε μειονεκτική θέση. Με άλλα λόγια, ο μεταφεμινιστικός χαρακτήρας του είδους
αποδίδεται στη βάση του ότι και σε αυτό το είδος αναπαράγονται μια σειρά από ιδέες
όπως το ότι η ισότητα μεταξύ των δύο φύλων έχει επιτευχθεί και οι γυναίκες έχουν
σπάσει κάθε εμπόδιο ανέλιξης σε όλα τα επίπεδα, παράλληλα με μια επαναλαμβανόμενη
αναφορά και εν συνεχεία αποκήρυξη ή υπονόμευση του φεμινισμού και των
φεμινιστριών, που συμπληρώνεται από μια προσπάθεια επαναβεβαίωσης των έμφυλων
φυσικών διαφορών στη βάση ετεροκανονικών αντιλήψεων περί συμπληρωματικότητας
των δύο φύλων (2009Β).

2.4.3 Πορνογραφία και αρρενωπότητα

Σε κάθε περίπτωση, είναι το σκληρό, ανδρικά προσανατολισμένο πορνό εκείνο το είδος


που στο γενικότερο πλαίσιο της πορνογραφικοποίησης φαίνεται να διαμορφώνει σε
σημαντικό βαθμό μια συγκεκριμένη αντίληψη για το σύγχρονο άνδρα και για το ποια
εκδοχή αρσενικότητας συνιστά την πλέον ηγεμονική μορφή αρρενωπότητας. Με άλλα
λόγια και από μια άλλη σκοπιά, αξίζει να μελετηθεί σε ποιο ακριβώς βαθμό λαμβάνει
χώρα η παραπάνω σχέση επίδρασης, αλλά και προς ποια κατεύθυνση λειτουργεί για την
πλευρά των ανδρών η εικαζόμενη κυριαρχία της πορνογραφικής αισθητικής και λογικής
στη σεξουαλικοποίηση της κουλτούρας. Για παράδειγμα, οι Zillmann και Bryant (1982:
19) από νωρίς επεσήμαιναν εμφατικά ότι λόγω της αλλαγής των προδιαθέσεων των
καταναλωτών πορνό απέναντι στις γυναίκες και τις στάσεις τους αναφορικά με τη
σεξουαλικότητα και τις προσωπικές σχέσεις, η πορνογραφία δεν θα πρέπει να
κατηγορείται μόνο για τη θυματοποίηση των γυναικών, αλλά και για αυτή των ανδρών
που συγκαταλέγονται επίσης στα «θύματα» της διάβρωσης των προσωπικών, ερωτικών
και σεξουαλικών σχέσεων.
Πιο συγκεκριμένα, στην πορνογραφία υπάρχει, κατά βάση, μια αποτυχία να
νοηθεί η γυναικεία ευχαρίστηση με μη φαλλικούς όρους, δηλαδή με την ικανότητα
διατήρησης σκληρής στύσης και το μέγεθος του ανδρικού πέους ως τα δύο βασικά

346
στοιχεία που μπορούν να «προκαλέσουν απόλαυση» στις γυναίκες (Cook 2006: 58). Το
πορνό δηλαδή δημιουργεί συνθήκες που πολλοί άνδρες μπορεί να γίνουν ολοένα και πιο
ανήσυχοι αναφορικά με την ικανότητά τους να λειτουργούν σύμφωνα με τα
πορνογραφικά επαναπροσδιορισμένα πρότυπα της δυτικοκεντρικής ετεροσεξουαλικής
αρρενωπότητας (2006: 59)11. Για παράδειγμα, είναι ενδεικτική η τάση των χιουμοριστικά
προσανατολισμένων πορνογραφικών ταινιών για γελοιοποίηση της ανδρικής
σεξουαλικότητας μέσω της ειρωνικής κατάδειξης του μικρού και χαλαρού πέους (Penley
2004). Σε θεωρητικό δηλαδή επίπεδο, οι γυναίκες φαίνεται να έχουν για την Penley
(2004: 314) πιο συχνά τις ιδιότητες ενός σεξουαλικού φορέα δράσης στην πορνογραφία
από ό,τι οι άνδρες, μια διάσταση που δεν αναδεικνύεται λόγω της κατά βάση κριτικής
προδιάθεσης απέναντι στο πορνό - όπως χαρακτηριστικά το θέτει, «το αστείο είναι
συνήθως για τον άνδρα»12.
Γενικότερα, θα μπορούσε κάλλιστα να ειπωθεί ότι η φαλλοκεντρική λογική του
κυρίαρχου εμπορευματοποιημένου πορνό μειώνει τους άνδρες σε μια υποστηριχτική
μηχανή ζωής του διεγερμένου πέους, τους αντιλαμβάνεται δηλαδή ως «ρομποτικού
τύπου διακορευτές γυναικείων οπών» (Dines κ.α. 2010: 23). Η δε πορνογραφική
αφήγηση προσφέρει μια πληθώρα αναγνώσεων για το πώς συγκεκριμενοποιείται η
απόδειξη του να είσαι άνδρας στη βάση της έλλειψης στοιχείων θηλυκότητας, με
προεξάρχουσα αυτή που υποδηλώνει ότι αν δεν ικανοποιείς τις γυναίκες σεξουαλικά δεν
είσαι «πραγματικά άνδρας» (Cook 2006: 48). Στην ίδια λογική εντάσσονται και η
ανάγκη για αναγνώριση αυτής της ικανότητας από άλλους άνδρες 13, αλλά και η ανάγκη

11
Στην έρευνα του Cook (2006) σε μια σειρά από πορνογραφικές ιστοσελίδες αναδεικνύεται έντονα το
ζήτημα της ανησυχίας και του άγχους για τους άνδρες χρήστες αναφορικά με την σχέση τους με τη δυτικού
τύπου ετεροσεξουαλική αρρενωπότητα που παρουσιάζεται σε αυτά.
12
Υπάρχει μια χαρακτηριστική τάση για χρήση ενός ιδιαίτερου, πρόστυχου χιούμορ στις πορνογραφικές
ταινίες (Penley 2004: 313), με τους τίτλους των ταινιών να είναι γνωστοί για το σαρκαστικό και
περιπαικτικό στυλ τους (Kammeyer 2008: 141), στυλ το οποίο χρησιμοποιείται συχνά για να θολώσει τα
όρια ανάμεσα στην ανία και τη διέγερση (Härmä και Stolpe 2010: 111).
13
Η αναγνώριση και αποδοχή από άλλους άνδρες αποτελεί ένα γενικότερο ζήτημα. Η Williams (1975), για
παράδειγμα, μελετώντας την περίπτωση της διάσημης ηθοποιού Mae West ως σεξουαλικό σύμβολο,
εστίαζε στη συλλογική κατασκευή μιας φαντασίωσης η οποία συνδέεται με την αδυναμία των ανδρών να

347
επιβεβαίωσης των σεξουαλικών «κατακτήσεων» των, όπως παρουσιάζονται στο πορνό,
λάγνων και διαθέσιμων γυναικών λόγω της αίσθησης ανωτερότητας που καλλιεργείται
έτσι στους άνδρες, με την έννοια ότι «ικανοποιούν καλύτερα» τις ερωτικές συντρόφους
τους από άλλους (2006: 54, 57)14. Με άλλα λόγια, είναι φανερό ότι τα παραπάνω
συνιστούν έναν επιπλέον προβληματικό χαρακτήρα της πορνογραφίας αναφορικά με την
καλλιέργεια άγχους και ανησυχίας από την πλευρά των ανδρών καταναλωτών, αλλά και
των ανδρών γενικότερα στο πλαίσιο της πορνογραφικοποίησης της κουλτούρας.
Από την άλλη, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ειπωθεί ότι η κατανάλωση
πορνογραφίας συνιστά μια μόνο αρνητικού προσήμου για την ανδρική σεξουαλικότητα
επίπτωση. Αν, για παράδειγμα, πράγματι δημιουργούνται μια σειρά από ανησυχίες στους
άνδρες καταναλωτές σε σχέση με τα «προσόντα» και τις «επιδόσεις» των ανδρών
πρωταγωνιστών, δεν μπορεί να μην σημειωθεί ότι ο καταναλωτής έρχεται σε επαφή με
διαφορετικές στάσεις σεξ, ερωτικές εμπνεύσεις και, αν και συχνά δύσκολα
πραγματοποιήσιμες, περίτεχνες σεξουαλικές τεχνικές που διευρύνουν και ανανεώνουν το
σεξουαλικό ρεπερτόριο. Θα μπορούσε δε να κάλλιστα να προστεθεί ότι έτσι
εμπλουτίζονται οι σεξουαλικές γνώσεις, βελτιώνονται οι σεξουαλικές δεξιότητες και,
υπό μια έννοια, αυξάνεται το «σεξουαλικό κεφάλαιο» των καταναλωτών πορνογραφικού
και σεξουαλικού περιεχομένου. Υπό μια έννοια δηλαδή, η κατανάλωση και χρήση
πορνογραφίας ενδέχεται να συνιστά σε κάποιες όψεις της ή, από μια άλλη σκοπιά, να
συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας ιδιότυπης μορφής «σεξουαλικής δαημοσύνης».
Στην ίδια λογική, έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι η πορνογραφία
κατασκευάζει και ένα ιδιαίτερο δέσιμο ανάμεσα στους άνδρες διαφορετικών φυλών, με
την έννοια ότι οι άνδρες προσδιορίζονται πλέον μόνο από το φύλο τους και το ζήτημα
της φυλής έρχεται δεύτερο (Cowan και Campbell 1994: 326). Παρόλα αυτά, διακρίνεται
συχνά μια διαφοροποίηση της εικόνας του μαύρου άνδρα από το λευκό, με το γνωστό

μην μπορούν να επιλέξουν το αντικείμενο της επιθυμίας τους χωρίς να εξετάζουν πρώτα τί θα σκεφθούν οι
υπόλοιποι άνδρες για αυτούς.
14
Από την άλλη, δεν μπορεί και να ειπωθεί ότι δεν υπάρχουν και καθόλου διαστάσεις ηθικής από πλευράς
των ανδρών στη σύναψη αποκλειστικά σεξουαλικών σχέσεων (Amuchástegui και Aggleton 2007), όσο και
αν οι γυναίκες παρουσιάζονται πολλές φορές σε αυτό το πλαίσιο ως το «γενικό ισοδύναμο» των μαχών
εξουσίας μεταξύ ανδρών (Hearn 1999: 264).

348
στερεότυπο να περιστρέφεται γύρω από τη σεξουαλική προικοδότηση (sexual
endowment) και ικανότητα των μαύρων έναντι των λευκών. Υπό αυτή την έννοια, η
απανθρωποίηση των μαύρων λαμβάνει χώρα μέσω μιας υπερβολής της πορνογραφικής
μυθοπλασίας των τελευταίων ως «σεξουαλικά κτήνη» και μηχανές που διακρίνονται
μόνο για το μέγεθος των ανδρικών τους μορίων. Η πορνογραφική δηλαδή κατασκευή της
μαύρης ανδρικής σεξουαλικότητας την έχει καταστήσει αδύναμη να αποσυνδεθεί από
την στερεοτυπικά εικαζόμενη υπόθεση περί «φυσικών προσόντων» και μεγαλύτερων
ικανοτήτων διείσδυσης (Williams 2004Β: 281, Miller-Young 2007Α: 39). Σε αυτό το
πλαίσιο, κάθε μαύρος άνδρας αποτελεί δυνητική ενσάρκωση του «αστικού μύθου»
αναφορικά με τη σεξουαλικότητά του - μύθο που ένεκα της μη ορατότητας του ανδρικού
πέους στον ευρύτερο δημόσιο χώρο καλείται και αναμένεται να επιβεβαιώσει κάθε φορά.
Βέβαια, ως μέρος του ανδρικού σώματος το πέος θεωρείται ακόμα και στη
σύγχρονη εποχή ως κάτι που ανήκει στην σφαίρα της συγκάλυψης 15. Υπάρχει δηλαδή
ένας κώδικας σιωπής σχετικά με το πέος που «απαγορεύει» στις γυναίκες να μιλούν για
αυτό στην καθημερινή ομιλία τους, μια κοινωνική πρακτική που αποτελεί στην
πραγματικότητα μέρος μιας διπλής πολιτικής απόκρυψης-εμφάνισης - δηλαδή να
χρησιμοποιείται το πέος τόσο ως ένα αντικείμενο ισχυρής σεξουαλικής διέγερσης και
διείσδυσης, όσο και ως ένα εργαλείο εκφοβισμού εναντίον των γυναικών (Ho και Tsang
2002: 61). Η απουσία δηλαδή δημοσίων αναπαραστάσεων του πέους που το διατηρεί σε
στην αφάνεια από τη μια, παράλληλα με τη διάχυση της κατανάλωσης πορνό στην
ιδιωτική σφαίρα που έχει καταστήσει πια κοινότυπο θέαμα τα όρθια διεγερμένα πέη από
την άλλη, ενισχύει παρά αμφισβητεί το φαλλικό σύστημα εξουσίας. Ορθά οπότε η

15
Γενικότερα, ο αποκλεισμός του ανδρικού σώματος από τη δημόσια συζήτηση και ρύθμιση μπορεί να
γίνει κατανοητός μόνο ως το αποτέλεσμα μιας ριζικά διαφορετικής κοινωνικοπολιτισμικής κατασκευής
των ανδρικών και των γυναικείων σωμάτων που προσδιορίζει τα πρώτα ως αυτόνομα που δεν επιδέχονται
εξωτερικές επεμβάσεις και τα δεύτερα ως εξαρτώμενα που υπόκεινται σε παρεμβάσεις (Duits και van
Zoonen 2006: 114). Βέβαια, στο πλαίσιο της σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας και της μεταφεμινιστικής
αισθητικής απαντώνται πλέον στη δημόσια σφαίρα πρόδηλα και συχνά ρητά σεξουαλικές αναπαραστάσεις
ανδρών. Παρά όμως τις όποιες, εμφανείς σε κάποιο βαθμό, ομοιότητες με τις αντίστοιχες γυναικείες
αναπαραστάσεις, υπάρχουν στην πραγματικότητα σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο τα
ανδρικά και γυναικεία σώματα αναπαρίστανται και κατανοούνται σεξουαλικά λόγω της μακράς,
ξεχωριστής παράδοσης έμφυλων αναπαραστάσεων και πολιτικής του βλέμματος (Gill 2009Α: 143).

349
Stephens (2007: 86-7) τονίζει ότι μια υπαγωγή του πέους σε μια προσεκτικότερη εξέταση
δεν θα διαιωνίσει, αλλά θα φωτίσει και θα αναδείξει τους σύγχρονους μηχανισμούς
κυριαρχίας του16. Η δε αποσύνδεση του πέους από τη θέση του αποκλειστικού
εκτελεστικού οργάνου στο σεξ θα μπορούσε να συμβάλλει σε μια διαφορετική αντίληψη
του ανδρικού σώματος - οπότε και σε μια υπερβατική κωδικοποίησή του για
διαφορετικές απολαύσεις πέρα από τη μονολογική εστίαση στο πέος και τον παρεπόμενο
φαλλοκεντρισμό (Potts 2000Β). Με άλλα λόγια, μια ηθελημένη «αποπροσωποποίηση»
του πέους από τη φαλλική του διάσταση θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβάλλει στην
αποδόμηση των, συχνά προβληματικών, διχοτομικών δυισμών τύπου
διακορευτής/διακορευόμενος, ενεργητικός/παθητικός, κυρίαρχος/υποτακτικός,
πνεύμα/σώμα, αρσενικό/θηλυκό (2000Β: 100).
Στην κουλτούρα όμως της πορνογραφικοποίησης, το πέος συμβολίζει τη
φαλλοκεντρική ανδρική κυριαρχία όχι μόνο αν είναι «μεγάλο», αλλά και αν «επιτελεί»
τη σεξουαλική πράξη σε πλήρη στύση και σε μακρά διάρκεια, πάντα κατά τα πρότυπα
του αγοραίου πορνό. Στο βαθμό λοιπόν που το ζήτημα της αύξησης του μεγέθους του
πέους παραμένει ακόμα μια αμφιλεγόμενη στους χώρους της ιατρικής επιστήμης
δυνατότητα17, η βαρύτητα φαίνεται ότι έχει δοθεί στο κομμάτι της «σεξουαλικής
απόδοσης». Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η πορνογραφική λογική της σεξουαλικής
βιοεπιστήμης και η άνοδος της βιοϊατρικής οικονομίας με κύριο όχημα τη διάχυση
χρήσης σκευασμάτων τύπου Viagra, όπως για παράδειγμα Cialis και Levitra, μετέτρεψε

16
Εξάλλου, η φαλλική λατρεία, η ιδέα δηλαδή ότι ο φαλλός συμβολίζει και στηρίζει την ανδρική
κυριαρχία, είναι μια σύγχρονη αντίληψη που δεν θα πρέπει να προβάλλεται με αναγωγιστικό τρόπο στο
παρελθόν (Hardy 2004Β: 210).
17
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με στοιχεία της International Society of Aesthetic Plastic
Surgery που παρουσιάζονται στον The Economist (2012), οι χειρουργικές επεμβάσεις για μεγέθυνση πέους
(penis enlargement) εκτελούνται δέκα φορές πιο συχνά στην Ελλάδα από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Παρά
δηλαδή τη μη συμφωνία της ιατρικής κοινότητας για την αποτελεσματικότητα των εν λόγω ιατρικών
πρακτικών, τα παραπάνω στοιχεία μπορούν να συμπεριληφθούν ως ένα ενδεικτικό στοιχείο για τη
σημαντικότητα που φαίνεται να αποδίδουν οι έλληνες άνδρες στο μέγεθος του πέους τους. Βέβαια, τα
παραπάνω αποτελούν μόνο προκαταρτικές σκέψεις δεδομένου ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ή έρευνες που να
σχετίζονται με τους λόγους που οδήγησαν αυτούς τους άνδρες στη λύση του χειρουργείου, μελέτες δηλαδή
που θα περιλαμβάνουν και θα αναδεικνύουν τις ίδιες τις θέσεις των ανδρών που προσφεύγουν σε αυτές τις
πρακτικές.

350
το πέος από όργανο του σώματος, με όλα τα παρεπόμενά του, σε μια ακόμα μορφή
επιλογής προϊόντος που απλώς διευρύνει τα όρια της καταναλωτικής κουλτούρας και του
ηδονιστικού πολιτισμού (Λιότζης 2011). Πιο συγκεκριμένα, ο πορνογραφικός
χαρακτήρας της σεξουαλικής βιοϊατρικής βασίζεται στη μόνιμη και διαρκή προτίμηση
της σύγχρονης, εμπορικά προσανατολισμένης, σκληρής πορνογραφίας για προβολή και
εστίαση αποκλειστικά και μόνο σε υπερμεγέθη και σε συνεχή στύση πέη. Αυτού του
είδους όμως η φαλλική αναπαράσταση είναι ουσιαστικά μια βιολογική φαντασίωση που
είναι εφικτή μόνο εντός των αναπαραστατικών συμβάσεων και των τεχνολογιών
παραγωγής του σκληρού πορνό, όπου οι συμμετέχοντες επιλέγονται αποκλειστικά για τα
φυσικά τους προσόντα και η κινηματογράφηση ή βιντεοληψία των σκηνών σεξ
αποκρύπτει τις φυσικές αντιξοότητες, δυσκολίες ή αδυναμίες ενός πέους.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν στην εποχή του Viagra. Στο πλαίσιο δηλαδή της
λεγόμενης «δεύτερης σεξουαλικής επανάστασης»18, αυτή η βιολογική και
αναπαραστατική μυθοπλασία του ακούραστου και ακόρεστου πέους γίνεται μια
βιοτεχνολογική πραγματικότητα (Maddison 2009). Πρόκειται για μια αλλαγή αντίστοιχη
με αυτή που προκάλεσε η διάδοση του χαπιού για τον έλεγχο των γεννήσεων και που
επέτρεψε τους ελευθεριακού χαρακτήρα σεξουαλικούς πειραματισμούς. Σύμφωνα με
ορισμένους σκεπτικιστές, αυτός είναι εξάλλου και ο τρόπος που λειτουργεί η δυτικού
τύπου ιατρική και φαρμακολογία γενικότερα. Αρχικά, δηλαδή, υπάρχει η αξιωματική
παραδοχή ότι εάν κάποιος έχει μια ασθένεια τότε χρειάζεται και ένα φάρμακο για να την
αντιμετωπίσει, στη συνέχεια μπαίνει ο προβληματισμός γιατί να περιμένει κάποιος την
ασθένεια για να αρχίσει τη θεραπεία οπότε και εισάγεται η έννοια της πρόληψης, και
τελικά τίθεται το ερώτημα γιατί να είναι κάποιος εκτεθειμένος στις ασθένειες, ας
ενδυναμώσει από μόνος του τον εαυτό του πέρα από το «φυσικό» και το «κανονικό»
(Hitt 2000). Υπό αυτή την έννοια, αυτό που έχει συμβεί με την χρήση τέτοιων
σκευασμάτων αποτελεί το συνολικό, σωρευτικό αποτέλεσμα της δράσης πολλών

18
Συμβολική έναρξη αυτής της «επανάστασης» αποτελεί η κίνηση του γιατρού Giles Brindley στο
συνέδριο της Αμερικανικής Ουρολογικής Εταιρείας το 1983 και κατά τη διάρκεια της εισήγησής του πάνω
στη φυσιολογία της στύσης, να κατεβάσει το παντελόνι του και να αρχίσει να προχωράει μέσα στην
αίθουσα ώστε να δει το ακροατήριο από κοντά αλλά και να ακουμπήσει το, λόγω χρήσης ενέσιμου υλικού,
πλήρους στύσης πέος του (Hitt 2000, Klotz 2005, Maddison 2009).

351
παραγόντων, όπως γιατροί, ασθενείς, επιμέρους βιομηχανίες, μέσα μαζικής ενημέρωσης
και καταναλωτές, που λειτουργούν μέσα σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο εξορθολογισμού,
ιατρικοποίησης, εμπορευματοποίησης και έμφυλης ετεροκανονικότητας (Marshall 2002:
147), ή αλλιώς, στο ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο της πορνογραφικοποίησης.

2.4.4 Η ουσιοποίηση της αρσενικότητας

Στη βάση όλων των παραπάνω, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι σε κάποιο βαθμό η διάχυση
της λογικής και της αισθητικής του πορνό έχει υποστασιοποίησει τόσο το ανδρικό πέος
και το ανδρικό σώμα, όσο και τον ίδιο τον άνδρα στο σύνολό του. Έχει συμβάλλει,
δηλαδή, με την απόδοση ουσιοκρατικών χαρακτηριστικών στον άνδρα σε μια
πραγμοποιημένη αντίληψή του αναφορικά με τη σωματική του διάπλαση και τις
σεξουαλικές του ικανότητες - αντίληψη που σχετίζεται με την αρσενική φιγούρα που
απαντάται στην ανδρικά προσανατολισμένη εμπορευματοποιημένη πορνογραφία, και
που συγκεκριμενοποιεί ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της ηγεμονικής αρρενωπότητας
στην υστερο-νεωτερική πραγματικότητα. Προκειμένου όμως να αναδειχθούν σαφέστερα
οι διαστάσεις του ουσιοκρατικού χαρακτήρα που λαμβάνει η ανδρικότητα ως έννοια στο
πλαίσιο της πορνογραφικοποίησης, χρειάζεται να παρατεθούν ορισμένα σύντομα σχόλια
για την έννοια της πραγμοποίησης και του τρόπου χρήσης της για τις ανάγκες της
παρούσας διατριβής.
Η έννοια της πραγμοποίησης αναπτύχθηκε αρχικά από τον Georg Lukács σε μια
συλλογή από κείμενά του υπό τον τίτλο History and Class Consciousness που
δημοσιεύθηκε το 1925. Για το διάσημο ούγγρο μαρξιστή, η πραγμοποίηση συνιστά μια
οντολογική κατανόηση μέσα στην καθημερινότητα όπου οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων
έχουν πάρει το χαρακτήρα πράγματος (Honneth 2008: 19). Υπό αυτή την έννοια,
αναδεικνύει το ζήτημα της εργαλειακής διαχείρισης των ανθρώπων και αποκόμισης
οφέλους από αυτούς ως εάν να έχουν μια διάσταση αντικειμένου, ασκώντας έτσι κριτική
στο ότι η υιοθέτηση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής από κάθε υποκείμενο οδηγεί
αναγκαστικά στην αντίληψή του ιδίου και του κόσμου που το περιλαμβάνει ως ένα
αντικείμενο (2008: 22-3). Με άλλα λόγια, η βασική ιδέα της κατά Lukács
πραγμοποίησης μπορεί, σύμφωνα με τον Honneth (2008: 24-5), να συμπυκνωθεί ως εξής:

352
«στη συνεχώς διευρυνόμενη σφαίρα της ανταλλαγής εμπορευμάτων, τα υποκείμενα είναι
υποχρεωμένα να συμπεριφέρονται ως ανεξάρτητοι παρατηρητές, παρά ως ενεργοί
συμμετέχοντες στην κοινωνική ζωή, επειδή ο αμοιβαίος υπολογισμός των οφελών που
άλλοι θα μπορούσαν να αποφέρουν για δικό τους κέρδος απαιτεί μια καθαρά ορθολογική
και μη συναισθηματική στάση» (μετάφραση δική μου). Συνεπώς η πραγμοποίηση θα
πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια διαδικασία μέσω της οποίας η «πραγματική»,
ανθρώπινη οπτική εξουδετερώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να μετατρέπεται τελικά σε μια
αντικειμενικοποιητική σκέψη (2008: 54).
Αυτή όμως η εξίσωση της πραγμοποίησης με την αντικειμενοποίηση από τον
Lukács, σύμφωνα πάντα με τον Honneth (2008: 55), δεν επαρκεί ως εννοιολογική
κατασκευή από την άποψη ότι αν ήταν έτσι τα πράγματα, η ανθρώπινη κοινωνικότητα θα
έπρεπε να είχε εξαφανιστεί εντελώς - για αυτό και η επίμαχη εν λόγω έννοια θα πρέπει
να επαναπροσδιοριστεί με σχετικά διαφορετικούς όρους. Οπότε, ως πραγμοποίηση θα
πρέπει να νοηθεί, σύμφωνα με τον γνωστό γερμανό φιλόσοφο, η «λήθη της
αναγνώρισης» (forgetfulness of recognition), δηλαδή η διαδικασία με την οποία χάνεται
η συνείδηση του βαθμού στον οποίο οι άνθρωποι οφείλουν την γνώση τους για τους
άλλους ανθρώπους σε μια προγενέστερη στάση ενσυναισθητικής δέσμευσης (2008: 56).
Η πραγμοποίηση δηλαδή με την έννοια της λήθης της αναγνώρισης σημαίνει ότι κατά τη
διάρκεια των πράξεων της γνωσιακής αντίληψης (cognition) οι άνθρωποι ξεχνούν ότι
αυτή η γνώση οφείλεται σε μια προϋπάρχουσα πράξη αναγνώρισης (2008: 59). Στη βάση
λοιπόν της προσέγγισης του Honneth, η πραγμοποίηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας
συνιστά μια ουσιοποίηση της ανδρικής φύσης, με την έννοια της αντίληψης των
αρσενικοτήτων στη βάση μιας μονοσήμαντα οριζόμενης διάστασης. Στο πλαίσιο της
πορνογραφικοποίησης της κυρίαρχης κουλτούρας αυτό σημαίνει το μονοσήμαντο
αναγωγισμό της ανδρικότητας αποκλειστικά και μόνο στη σεξουαλική φαλλικότητα.
Συνολικά λοιπόν, η εν λόγω προσέγγιση περί πραγμοποίησης της ηγεμονικής
αρρενωπότητας ως ενδεχόμενη (μακρο-)επίδραση και οι όποιες ενδεχόμενες όψεις του
μεταφεμινιστικού σεξισμού, όπως αυτές προσεγγίστηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο,
είναι που στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας θεωρούνται τα κύρια ενδεχόμενα
αποτελέσματα, οι κεντρικές δηλαδή τάσεις, της πορνογραφικοποίησης στο πεδίο της
σεξουαλικότητας.

353
Αναφορικά με τοποθετήσεις που θα μπορούσαν να συνδεθούν με την κριτική περί
πραγμοποίησης της ηγεμονικής αρρενωπότητας, αυτές υπάρχουν κυρίως σε δύο από τις
τρεις συζητήσεις στα νήματα με τους αντιφεμινιστικούς τίτλους. Έτσι, στην περίπτωση
του cosmopolitan.gr (C1) αναδεικνύεται μια δαρβινικά προσανατολισμένη αιτίαση που
αποτυπώνεται πλήρως και στο κοινωνικό επίπεδο αναφορικά με την ύπαρξη των
λεγόμενων «άλφα αρσενικών» (alpha males) που κυριαρχούν στο παιχνίδι των
σεξουαλικών σχέσεων έναντι των άλλων ανδρών: «Από συζητήσεις που έχω κάνει με πιο
έμπειρους φίλους, σε μεγάλο βαθμό οι κοπέλες μέσα σε συγκεκριμένες παρέες λειτουργούν
σχεδόν σαν παλλακίδες της κλίκας. Δλδ οι 2-3-4 cool άντρες που είναι στην κλίκα έχουν
πρόσβαση σε όλες τις γυναίκες για ότι γουστάρουνε. Οι άντρες που είναι στην απ έξω, η
πλειοψηφία δλδ, δεν ξέρουν καν τι παίζει και το μόνο που μπορεί να καταφέρουν είναι
καμία "σοβαρή σχέση" με τις ίδιες κοπέλες, και αν.», «Αναφέρομαι στην τάση που έχουν οι
γυναίκες να κυνηγάνε high status/μπήχτες/κοινωνικούς τύπους και να διαθέτουνε το σώμα
τους για ότι γουστάρουν αυτοί οι τύποι. Παράλληλα όμως σε όποιον δεν είναι σε αυτή την
κλίκα, αλλά μπορεί να είναι μέρος της παρέας, να βγάζουνε μία εντελώς διαφορετική
εικόνα του κοριτσιού για σχέση. Πιο απλά, ο διαχωρισμός που κάνουν οι γυναίκες ανάμεσα
σε εραστές και παιδιά για σχέση. Ουσιαστικά ένας μικρός αριθμός αντρών έχουν "χαρέμι"
και οι υπόλοιποι αγνοούν το τι γίνεται γύρω τους.».
«Σε έναν ευρύ κοινωνικό κύκλο, τα λίγα alpha males έχουν εύκολη πρόσβαση (και
μερικές φορές εκμεταλεύονται) σχεδόν σε όποιοι θηλυκό θέλουν (είτε λόγο κοινωνικής
θέσης-χαρακτήρα-εμφάνισης-σιγουριάς) και όλοι οι υπόλοιποι απλά διαλέγονται από
κάποια από αυτά τα θηλυκά για κάποια μεγάλη σχέση.», «Ο penintaeuros το έγραψε
σωστά, οι alpha males διαλέγουν όποια θέλουνε και την κάνουν ότι θέλουνε. Και το
γεγονός ότι δημιουργείται σχεδόν μία μυστική κατάσταση ώπου συγκεκριμένοι τύποι
καλοπερνάνε με άπειρες γυναίκες οι οποίες μόνο με αυτούς τα δίνουν όλα.», «Και φυσικά
δεν ισχύει το ίδιο για τις γυναίκες. Αυτές προσπαθούν να συλλέξουν το καλύτερο-
δυνατότερο γενετικό υλικό γιαυτό επιλέγουν τους επικρατείς. Ο σκοπός των αρσενικών
είναι να μοιράσουν το γενετικό υλικό τους όσο περισσότερο γίνεται.», «Ο confident
επιτυχημένος άνετος γόης έχει περάσει από ένα σωρό γκόμενες ενώ ο μέσος άνδρας με
ελλειματικότερα χαρακτηριστικά συνήθως κάνει μεγάλες σχέσεις και περνάει από μικρό
αριθμό συντρόφων.», «Ότι ένας άντρας με χαρίσματα θα έχει περισσότερες επιτυχίες?

354
Χαίρω πολύ. Λογικό δεν είναι αυτό? Κι εγώ πιο πιθανό είναι να συγκινηθώ από κάποιον
που μιλάει ωραία, έχει διαβάσει πολλά βιβλία, είναι πετυχημένος στη δουλειά του, έχει
διαμορφωμένες απόψεις και κρίση, παρά από τον άχρηστο που όλη μέρα πίνει φραπέδες
και ανοίγει το στόμα του μόνο για να μιλήσει για τον Ολυμπιακό.», «καλα μεταλ για να σου
πει γκομενα μετα απο φικι φικι να μεινετε φιλοι πρεπει να εισαι τραγικος στο κρεβατι»,
«Μην τον κρίνεις αυστηρά, καμιά φορά οι άντρες αντιδρούν βίαια όταν ανακαλύπτουν ότι
η κλειτορίδα της γκόμενας είναι μεγαλύτερη από το πουλί τους.», «Κλασσικο παραδειγμα
οτι οι λιγοι ανδρες που το εχουν πραγματικα με τις γυναικες γαμανε καθε μερα και αλλη και
κοροιδευουν τις σχεσεις.Αυτη ειναι η αληθεια για τον ανδρα και μην παραμυθιαζεστε με
ο,τιδηποτε αλλο εσεις οι γυναικες.», «η δικη σου γνωμη μετραει μονο για το μεγεθος μια
πουτσας».
Στο δε φόρουμ του bourdela.com (B1) οι τοποθετήσεις περιστρέφονται γύρω από
την στερεοτυπικού χαρακτήρα σύνδεση των ανατομικών χαρακτηριστικών των ανδρών
με την εθνοτικοφυλετική τους διάσταση και τις παρεπόμενες προτιμήσεις των
σύγχρονων γυναικών στη βάση της έμφασης στην αναζήτηση ανδρών με «πλούσια
προσόντα»: «Kαι στην ελλάδα κάνουν σα τρελές για μαύρους.», «εμμμ αφού εμείς την
έχουμε μικρή τι να κάνουν? Πάνε με τους μαυρούλιδες ( παίρνουν και κάνα CD του
Πλούταρχου τσάμπα...). Ενώ η σουιδέζα που έχει γκόμενο τον Βικινγκ τον νταβραντισμενο
τον ίδιο τι να τον κάνει τον μαύρο», «Προτιμούν να είναι μόνες καριερίστριες και να
σκύλοπηδιούνται με χάλια άντρες πάρα να έχουν ένα αξιόλογο άντρα δίπλα τους. ʼρα
μετράει μόνο το "εργαλείο" και όχι αν το κουβαλάει ο Έλληνας, ο Πακιστανός που δεν έχει
στον ήλιο μοίρα ή το πρεζόνι που μπορεί την άλλη μέρα να μη ζει...», «Έχουν
ψιλοξετρελάθει με την gangsta μόδα που έρχεται και στην ΄Ελλαδα σιγά-σιγά και επειδή
νομίζουν οτι με το να γαμιούνται με μαύρους είναι international γκόμενες.», «Σε συζητηση
με καποιες φιλες/ξεκωλα που ακουγα κανει η μια στην αλλη μα καλα δεν εχεις παει με
αραπη?????????», «Παντως ρε μαγκες, θα πρεπει να χαλαρωσουμε για το ποσα κυβικα
βγαζει ο καθενας στο κρεβατι. Εχουν ψυχωθει ολοι με το ποσο καλα θα γαμησουνε και στο
τελος χανουμε την ουσια. Βλεπω πιτσιρικαδες στα προθυρα καταθλιψης επειδη τους επεσε
μια φορα και μετα τους πηρε η μπαλα... Δεν ειμαστε ρομποτ ρεεεεε... αι σικτιρ....», «Λάθος!
Ο άντρας που είναι πραγματικά μουνάκιας+μπήχτης θα γαμήσει με ΚΑΘΕ ευκαρία,
ανεξαρτήτως της "μόνιμης" γκόμενάς του...».

355
Θα μπορούσε ενδεχομένως να ειπωθεί με άξονα τα παραπάνω ότι η
πορνογραφική λογική διαχωρίζει τους άνδρες κατά έναν ανάλογο τρόπο με τον οποίο η
νεοφιλελεύθερη λογική της παγκοσμιοποίησης διαμορφώνει, σύμφωνα με τον Μουζέλη
(2010Β), «κερδισμένους και μη». Πιο συγκεκριμένα, από τη μια μεριά υπάρχει ένα
κομμάτι του πληθυσμού που βρίσκεται στο «στρατόπεδο των χαμένων» και
προσανατολίζεται σε έναν εθνικοθρησκευτικό πατριωτισμό - κάτι που συνιστά αδιέξοδο,
με την έννοια ότι ούτε η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες δεν είναι δυνατή, αλλά και
όταν επιχειρείται καταλήγει σε ένα δογματικό φονταμενταλισμό. Στο άλλο άκρο είναι οι
εξαιρετικά «κερδισμένοι» από τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων και οι οποίοι
ασπάζονται νεοφιλελεύθερες αξίες που παραπέμπουν στην ανταγωνιστικότητα της
οικονομίας, στην ευελιξία της εργασίας και στον καταναλωτικό τρόπο ζωής. Μεταξύ του
φονταμενταλισμού της αγοράς των κερδισμένων και του εθνικοθρησκευτικού
φονταμενταλισμού των χαμένων βρίσκονται όλοι αυτοί που προσπαθούν να συνδυάσουν
μεταϋλιστικές αξίες, συνεχείς προβληματισμούς και μια απαλλαγμένη από δόγματα και
φανατισμούς πνευματικότητα θρησκευτικού ή κοσμικού χαρακτήρα.
Κατά ανάλογο τρόπο, και πάντα σε ένα αφαιρετικό επίπεδο, διαχωρίζουν τους
άνδρες σε «ευνοημένους και μη» η αποικιοποίηση των σεξουαλικών σχέσεων από την
πορνογραφική αισθητική και ο ανταγωνισμός στο πεδίο των προσωπικών και έμφυλων
σχέσεων που συχνά στις υστερο-νεωτερικές συνθήκες της μόνιμης αναζήτησης
συντρόφων παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός «πόλεμου όλων εναντίον όλων». Από τη μια
μεριά, δηλαδή, υπάρχει το «στρατόπεδο των χαμένων» στο οποίο βρίσκονται οι άνδρες
που «δεν τα καταφέρνουν καλά με τις γυναίκες», δεν είναι «περήφανοι για τα προσόντα
και τις επιδόσεις τους» και χαρακτηρίζονται κυρίως από ανασφάλεια και αίσθηση
μειονεξίας. Στο άλλο άκρο είναι οι «κερδισμένοι» που διακρίνονται για τις «επιτυχίες
τους με το άλλο φύλο», αισθάνονται σε πλεονεκτική θέση έναντι των άλλων λόγω των
«προσόντων» τους και χαρακτηρίζονται από, συχνά «κτηνώδη», αυτοπεποίθηση. Μεταξύ
των δύο βρίσκονται όλοι αυτοί που καταφέρνουν ή έστω προσπαθούν να δομήσουν, με
όρους Giddens (1990), «καθαρές σχέσεις» (βλ. και ενότητα 2.2.4) και να
αντιπαρέρχονται έτσι τις αντινομίες του «οιονεί δαρβινικού και χομπσιανού» χαρακτήρα
των σεξουαλικών σχέσεων στο πλαίσιο της πορνογραφικοποίησης.

356
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με την παρούσα εργασία επιχειρήθηκε να καταγραφούν και να παρουσιαστούν οι


σύγχρονες τάσεις στη μελέτη της πορνογραφίας με στόχο η εν λόγω ερευνητική
προσπάθεια να συμβάλλει στην περαιτέρω δόμηση ενός νεοπαγούς και νεοεισερχομένου
επιστημονικού τομέα στην εγχώρια ακαδημαϊκή και δημόσια συζήτηση, αυτού των
σπουδών πορνό. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρήθηκε να αναδειχθεί η στροφή στη μελέτη
της πορνογραφίας προς την κριτική ανάλυση της μετάβασης σε μια κοινωνική
πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από τις διαστάσεις της πορνογραφικοποίησης - μια
έννοια που συνιστά κατά βάση την ένταξη στην κυρίαρχη κουλτούρα, τα παραδοσιακά
μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις νέες τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας
ρηματικών πρακτικών και Λόγων που σχετίζονται με την πορνογραφία. Είναι σε αυτό το
πλαίσιο που τέθηκε και το κεντρικό ερώτημα το οποίο κλήθηκε να πραγματευθεί η
παρούσα μελέτη: ποια είναι τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της πορνογραφικοποίησης στο
ευρύτερο πεδίο της σεξουαλικότητας και της κατασκευής της κοινωνικής
πραγματικότητας;
Στη βάση των παραπάνω, η παρούσα διατριβή χωρίσθηκε σε δύο μέρη που
αποτελούνται από τέσσερα κεφάλαια το καθένα, και στα οποία παρατέθηκαν εμβόλιμα
κομμάτια από μια ενδεικτική, παραδειγματικού χαρακτήρα εμπειρική μελέτη πάνω στις
ενδεχόμενες όψεις της πορνογραφικοποίησης. Πιο ειδικά, το πρώτο μέρος «Από τη
μελέτη της πορνογραφίας στις σπουδές πορνό: Η μεσοποίηση της σεξουαλικής εμπειρίας
και οι πορνογραφικές διαμάχες» επικεντρώθηκε στην πορνογραφία ως έννοια, μορφή
κειμένου, διαδικασία κατανάλωσης περιεχομένου και κοινωνικό φαινόμενο. Αντίστοιχα,
το δεύτερο μέρος «Η πορνογραφικοποίηση ως μορφή σεξουαλικοποίησης: Ο
μεταφεμινιστικός σεξισμός και η πραγμοποίηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας»
ασχολήθηκε με την έννοια της πορνογραφικοποίησης σε μια προσπάθεια να την συνδέσει
με επιμέρους διαστάσεις της σεξουαλικότητας και του φύλου, αλλά και να την
πλαισιώσει με ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες - όπως για παράδειγμα η νεοφιλελεύθερη
παγκοσμιοποίηση και η κυριαρχία της αγοράς, η μεσοποίηση της κοινωνικής συνείδησης
και η κοινωνία του θεάματος, η εξατομίκευση και η πολλαπλότητα των επιλογών στις
υστερο-νεωτερικές συνθήκες.

357
Σταχυολόγηση των βασικών θέσεων

Στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους «Πορνογραφία και σπουδές πορνό» έγινε
προσπάθεια να παρουσιαστεί η έννοια της πορνογραφίας τόσο ως ιστορικοκοινωνικό
φαινόμενο όσο και ως μορφή κειμένου, να αναδειχθεί το αντικείμενο των σπουδών
πορνό ως διακριτό πεδίο επιστημονικής συζήτησης και να καταγραφούν με ιδεοτυπικό
προσανατολισμό οι βασικοί τύποι πορνογραφίας. Πιο αναλυτικά, υπάρχει μεγάλη
ανομοιομορφία στις σύγχρονες συζητήσεις γύρω από την πορνογραφία και αυτό διότι ο
δημόσιος διάλογος γύρω από αυτή συσκοτίζεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο όρος
θεωρείται συχνά υποτιμητικός και ενίοτε συνδυάζεται ή παραπέμπει στη βία και σε
ανήθικες πράξεις ή επιθυμίες. Γενικότερα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι δεν υπάρχει μια
«εξαντλητική» δόκιμη ιστορική καταγραφή του περάσματος της πορνογραφίας από την
σχετική αφάνεια των αρχαίων χρόνων στο σύγχρονο μαζικό φαινόμενο του οποίου η
μαζικοποίηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην οικιακά προσανατολισμένη κατανάλωσή
του. Υπάρχουν μόνο κατασκευές και αφηγήσεις αυτής της διαδρομής με κύριο
χαρακτηριστικό το διφορούμενο και την αβεβαιότητα. Η επινόηση δηλαδή της
πορνογραφίας ως κατηγορία ενός καινούριου πεδίου δεν σήμαινε σε ορισμένες όψεις της
τίποτα άλλο παρά έναν αναχρονιστικό τρόπο νοηματοδότησης ως πορνογραφία κειμένων
και εικόνων που ήταν ενταγμένα σε άλλα κοινωνικοϊστορικά πλαίσια.
Πιο συγκεκριμένα, η κοινωνική κατασκευή της σύγχρονης έννοιας της
πορνογραφίας σχετίζεται με την πορεία της νεωτερικότητας. Ενώ λοιπόν κατά το 16ο-
18ο αιώνα η πορνογραφία ήταν συνώνυμη με την πολιτική ανυπακοή και τον αγώνα για
εκδημοκρατισμό, είναι στο 19ο αιώνα που η πορνογραφία αποκτά τη σημασία που έχει
σήμερα και η οποία συνδέεται με τη ρύθμιση του «άσεμνου». Σε αυτή την περίοδο
ξεκινά η κλινικοποίηση/ιατρικοποίηση της κατανάλωσης πορνογραφίας και των
επιπτώσεών της. Έτσι, η «ηθικολογική επίθεση» στην πορνογραφία κλιμακώνεται ως
συντηρητικός λόγος το 19ο αιώνα με τον ερχομό του μαζικού αλφαβητισμού και τη
μαζική παραγωγή κειμένων λαϊκής κουλτούρας που κατέστησαν προσβάσιμα τα
«ανάρμοστα» έργα που στην πρότερη περίοδο δεν ήταν και τώρα πια έπρεπε να
«αφανιστούν». Οι άνδρες δηλαδή της εποχής αντιμετώπιζαν πλέον το ενδεχόμενο οι
γυναίκες να αποκτήσουν πρόσβαση σε πορνογραφικά κείμενα των οποίων ο σεξουαλικός

358
χαρακτήρας γινόταν όλο και πιο ρητός εγκαταλείποντας την αρχική πολιτική χροιά,
ενδεχόμενο που τους οδήγησε να περιορίσουν την πρόσβασή τους αποκλειστικά στο
κοινό των ανώτερων τάξεων το οποίο είχε ήδη «εξοικειωθεί» με την χρήση τους. Είναι
σε αυτό το πλαίσιο που η κατασκευή της πορνογραφίας ως κάτι «άσεμνο και νοσηρό»
δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα ζήτημα ρύθμισης της πρόσβασης σε «μη επιτρεπτό»
περιεχόμενο και κατ’ επέκταση ρύθμιση της ίδιας της σεξουαλικότητας.
Με άξονα και τα παραπάνω, είναι σαφές ότι ως σύνολο της πορνογραφικής
εμπειρίας θα πρέπει να θεωρείται το αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών, κοινωνικών,
οικονομικών και πολιτισμικών εξελίξεων που κάθε φορά διαμορφώνουν με το δικό τους
τρόπο τις αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής, κατανάλωσης, πρόσληψης αλλά
και εννοιολόγησης της πορνογραφίας. Το δε συνολικό δημόσιο ενδιαφέρον για την
πορνογραφία έχει δημιουργήσει μια «μεταπορνογραφία», έναν Λόγο δηλαδή για την
πορνογραφία που αφορά μια σειρά από κοινωνικές, πολιτισμικές, πολιτικές και
οικονομικές διαστάσεις και όχι μόνο τα χαρακτηριστικά ενός είδους οπτικοαουστικής
αναπαράστασης. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η μετάβαση που έχει συντελεστεί μέσω
των σπουδών πορνό είναι η αντιμετώπιση της πορνογραφίας λιγότερο ως ένα κοινωνικό
πρόβλημα και περισσότερο ως μια ευρύτερη κοινωνιοπολιτισμική πρακτική. Για αυτό,
όσο και αν σε ορισμένες όψεις τους οι σπουδές πορνό αποτελούν ένα κομμάτι των
σπουδών μέσων μαζικής ενημέρωσης και των σπουδών κινηματογράφου, υπάρχει μια
γενικότερη παραδοχή ότι αποτελούν κατά βάση κομμάτι των πολιτισμικών σπουδών.
Φαίνεται δε να κυριαρχεί η άποψη ότι η πορνογραφία δεν διαφέρει σε πολλά από τις
άλλες βιομηχανίες μέσων μαζικής επικοινωνίας, ενώ ο χώρος του πορνό γίνεται πλέον
αντιληπτός ως κομμάτι μιας ευρύτερης βιομηχανίας του σεξ που περιλαμβάνει μια
ευρεία γκάμα - από ερωτικές ταινίες και ρητά σεξουαλικά αντικείμενα για ενήλικους
μέχρι οίκους ανοχής και γραφεία συνοδών.
Πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι ως ορισμός εργασίας για την
πορνογραφία υιοθετήθηκε για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας ο ορισμός που
προκρίνουν οι Κατερίνα Σαρικάκη και Λίζα Τσαλίκη (2010: 11) στην εγχώρια
επιστημονική συζήτηση, ότι δηλαδή ως πορνογραφία νοείται η «ρητή απεικόνιση
γεννητικών οργάνων και σεξουαλικών πρακτικών με σκοπό τη σεξουαλική διέγερση» -
με την έννοια του ρητού εδώ να συνιστά μια καταδηλωτικού επιπέδου «εύκολη»

359
αναγνώριση βάσει των κυρίαρχων αξιών και κωδίκων μιας δεδομένης κοινωνίας. Η
έννοια δηλαδή του ρητά σεξουαλικού υλικού είναι μια, κατά βάση, μη συγκεκριμένη
ορολογία που αναφέρεται στο καταφανώς σεξουαλικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται
συνήθως ως ευφημισμός για τη συμπυκνωμένη απόδοση της πορνογραφίας. Με άξονα τα
παραπάνω, αν θεωρηθεί η πορνογραφία ως ένα είδος που αφορά τη ρητή αναπαράσταση
της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, προκύπτει ότι και ένα από βασικά χαρακτηριστικά της
είναι η προσπάθεια να προβεί σε αναπαραστάσεις που να φαίνονται όσο το δυνατόν πιο
αυθεντικές και ρεαλιστικές. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι για τις πιο κριτικές, με την
στενή έννοια του όρου, προσεγγίσεις το πορνό δεν συνιστά μόνο μια καρναβαλικού
χαρακτήρα φυσικοποιημένη αναπαράσταση αλλά και μια τεκμηρίωση - με την έννοια ότι
κάτι πραγματικά συμβαίνει στα σώματα κάποιων, όσο και αν καθίστανται δυσδιάκριτα
τα όρια ανάμεσα στον εντοπισμό του «αληθινού/πραγματικού» και του «προσποιητού»,
της καταγραφής μιας «πραγματικότητας» και μιας «αναπαράστασης».
Είθισται βέβαια η πορνογραφία να θεωρείται ως μια πάνω από όλα βοήθεια στη
διαδικασία του αυνανισμού που επιβεβαιώνει και αναδεικνύει τις απολαύσεις του, αλλά
και καταδεικνύει τη «χρήση ανθρώπων» για σεξουαλική ευχαρίστηση. Η ελκυστικότητα
της πορνογραφίας λοιπόν έχει ορθά συσχετιστεί με τη θέαση του οπτικού περιεχομένου,
την εξεικόνιση του κειμενικού Λόγου, τον εικονογραφικό ρεαλισμό και την οθονοποίηση
των αποδεικτικών στοιχείων της σεξουαλικής ευχαρίστησης που αποτελούν συνολικά
αφορμές για σεξουαλικό ερεθισμό και αυνανισμό, αλλά και ευκαιρία για «ψυχαγώγηση»,
διασκέδαση ή ακόμα και ενδοσκόπηση ή αναστοχαστικότητα. Κύρια δε έκφραση της
πολυμορφικότητας της πορνογραφίας αποτελεί η προσπάθεια διάκρισης μεταξύ σκληρού
και μαλακού πορνό από τη μια και πορνογραφίας και ερωτογραφίας/ερώτικα από την
άλλη. Η έννοια εδώ της ποιότητας είναι εξόχως σημαντική αναφορικά με το ζήτημα του
κατά πόσο ή πότε η πορνογραφία, σε κάθε της έκφανση, αποτελεί μορφή τέχνης και
καλλιτεχνικής έκφρασης. Είναι δεδομένο ότι οι διαφορές ανάμεσα σε τέχνη και
πορνογραφία αποτελούν αξιακές κρίσεις και διαφέρουν από περίοδο σε περίοδο και από
κουλτούρα σε κουλτούρα. Συνολικά όμως θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η κατασκευή της
πορνογραφίας ως είδος και οι διαμάχες περί της αξιολογικής της αποτίμησης
αντικατοπτρίζουν τη συζήτηση περί υψηλής και λαϊκής κουλτούρας, περί «καλού» και
«κακού» γούστου.

360
Στο δεύτερο κεφάλαιο «Η πορνογραφία στο σύγχρονο επικοινωνιακό
περιβάλλον» έγινε προσπάθεια να αναδειχθεί η σχέση της πορνογραφίας με το διαδίκτυο,
όπως και οι επιμέρους διαστάσεις αυτής της σχέσης αναφορικά με την πολιτική
οικονομία του πορνό στο σύγχρονο επικοινωνιακό περιβάλλον και με μια σειρά από
επιπτώσεις που έχει στο περιεχόμενό του η διάχυση μέσω των νέων τεχνολογιών
πληροφορικής και επικοινωνίας. Κεντρικό σημείο αναφοράς εδώ είναι ότι το σύνολο των
χρηστών των νέων ψηφιακών διαύλων μπορεί να έρχεται χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες σε
επαφή στο διαδίκτυο με κάθε είδος πορνογραφίας που δημιουργήθηκε κατά το παρελθόν
και δημιουργείται στο παρόν. Αυτό συμβαίνει διότι ως προμηθευτής ρητά σεξουαλικών
υλικών το διαδίκτυο είναι μοναδικά ελκυστικό επειδή έχει υποδομές και δυνατότητες
που το διαφοροποιούν από τα άλλα μέσα και το καθιστούν το πλέον εύχρηστο μέσο για
μια πολυεπίπεδη διεπαφή με το πορνογραφικό υλικό, πέρα από ιδιαίτερης σημασίας
πυλώνα της ευρύτερης δημόσιας σφαίρας.
Έτσι, αυτό που κυρίως αλλάζει με την πορνογραφία και με την κατανάλωσή της
μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών κάθε μορφής είναι η μετάβαση από μια κατάσταση
όπου οι σεξουαλικές αναπαραστάσεις ήταν κάτι «αισχρό» και εκτός δημόσιας σφαίρας
σε μια κουλτούρα που φέρνει στο δημόσιο προσκήνιο σώματα, σεξουαλικά όργανα,
πράξεις και απολαύσεις. Αυτή η μετάβαση συντελείται σε ένα πλαίσιο συμπερίληψης
όλο και περισσότερων στοιχείων «πραγματικής» σεξουαλικής εμπειρίας, συνολικού
εμπλουτισμού των σεξουαλικών ρεπερτορίων και επαναπροσδιορισμού των εκάστοτε
σεξουαλικών συνηθειών και νορμών. Για αυτό και μια πολυλογική, πολυπρισματική
προσέγγιση της πορνογραφίας προϋποθέτει και την από κοντά, εθνογραφικού
προσανατολισμού κατανόηση του πώς οι καταναλωτές πορνογραφίας
επαναπροσδιορίζουν τα διαθέσιμα ρητά σεξουαλικά υλικά και τα εντάσσουν σε ένα
εξατομικευτικό πλαίσιο χρήσης στην προσωπική τους σεξουαλική ζωή.
Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι το συνολικό κοινωνικό φαινόμενο της «ψηφιακής
μαζικοποίησης» της πορνογραφίας και των παρεπόμενων αλλαγών στις διαδικασίες
σεξουαλικής κοινωνικοποίησης οφείλεται και στις δυνατότητες που προσφέρουν οι
εξελισσόμενες τεχνολογίες με το να ενθυλακώνουν τις αναγκαίες δυνατότητες σε ένα
πλαίσιο όπου οι χρήστες κοινωνικοποίουνται με τις απαραίτητες δεξιότητες για
παραγωγή, επεξεργασία και διάχυση υλικού κατευθείαν από αυτούς. Με άλλα λόγια, στο

361
χώρο των νέων τεχνολογιών δεν έχει μόνο δημιουργηθεί μια αποκλειστικά
κερδοσκοπικού χαρακτήρα αγορά πορνό αλλά και κάποιες μορφές οικονομικής
ανταλλαγής που εφαρμόζονται «πάνω και πέρα» από τη γενική οικονομία της
ηλεκτρονικής αγοράς ρητά σεξουαλικού υλικού. Εδώ οι χρήστες των νέων τεχνολογιών
αποτελούν την εμπροσθοφυλακή στο άνοιγμα των σεξουαλικών προτιμήσεων προς μια
κοινόχρηστη αντίληψη αισθήσεων και συναισθημάτων μέσω των επιμέρους ομαδώσεων
κάθε είδους στο διαδίκτυο - από αποκλειστικά εστιασμένες στην ερασιτεχνική
πορνογραφία μικρο-ομάδες μέχρι τα μεγάλα φόρα πορνογραφικών κριτικών και τα
κοινωνικά δίκτυα διαμοιράσματος συνεχούς εικόνας πορνογραφικού υλικού. Είναι σε
αυτή τη βάση που η χρήση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών και η διάχυση
ερασιτεχνικής πορνογραφίας οδήγησαν στην υποχώρηση του διαχωρισμού ανάμεσα σε
καταναλωτή και παραγωγό, κατέστησαν δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στην
πραγματικότητα και την αναπαράσταση, και συνέβαλλαν στην αποτύπωση της
κυρίαρχης πορνογραφικής τμηματοποίησης που περιλαμβάνει διακρίσεις σε σχέση με τα
επιμέρους σημεία του ανθρώπινου σώματος, τη φυλή, την ηλικία, τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων, τον αριθμό των συμμετεχόντων στη σεξουαλική
πράξη, το είδος της σεξουαλικής πράξης, την ιδιότητα των συμμετεχόντων και τον
ερασιτεχνικό ή μη χαρακτήρα του υλικού.
Παρά δηλαδή την πολυσυζητημένη δυνατότητα για «ατελείωτες» επιλογές στο
πλαίσιο της διαδικτυακής πορνογραφίας αλλά και τις δυνατότητες για εξατομικευμένη
πλοήγηση του καταναλωτή πορνό σε μια διαρκή αναζήτηση προσωπικών προτιμήσεων,
εκείνο που φαίνεται να κυριαρχεί είναι μια σχετικά τυποποιημένη και
κατηγοριοποιημένη εμπορευματικά ομογενοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας - μια,
όπως ενδεχομένως θα μπορούσε να ειπωθεί, «γραφειοκρατικοποίηση» της
σεξουαλικότητας. Εδώ ο περιορισμός των επιλογών και ο εγκλωβισμός σε συγκεκριμένα
πρότυπα σεξουαλικού γούστου, αισθητικών προτιμήσεων και πορνογραφίας
συσκοτίζεται από την υβριδικότητα των αναπαραστάσεων και από τη γενικότερη τάση
αισθητικοποίησης του πορνό που γίνεται με όρους διαφορετικότητας, δαημοσύνης,
γούστου και στη βάση ότι δεν υπάρχει μια μόνο ανάγνωση της εκάστοτε πορνογραφικής
«ιστορίας». Είναι σε αυτό το πλαίσιο που το gonzo αποτελεί στις μέρες μας, ελέω και της
γραμματικής του διαδικτύου, την «κυρίαρχη» μορφή διαθέσιμης πορνογραφίας. Στο εν

362
λόγω είδος πορνογραφίας δεν απαιτείται καμιά ιδιαίτερη υποκριτική ικανότητα και
σύνθετη αφηγηματική δομή παρά μια νατουραλιστική, στρουκτουραλιστικά δομημένη
πλοκή μιας σεξουαλικής επαφής, η οποία κατά βάση χαρακτηρίζεται από βιαιότητα και
πρόδηλη σωματική ένταση.
Το gonzo είναι ιδιαίτερης σημασίας στην ανάλυση της σύγχρονης πορνογραφίας
δεδομένου ότι είναι το στυλ εκείνο μέσω του οποίου το σκληρό πορνό εξελίχθηκε σε μια
πιο ακραία μορφή σεξουαλικής αναπαράστασης. Ως ακραία πορνογραφία εδώ θεωρείται
αυτή που με χαρακτηριστικό και συχνά αδικαιολόγητο τρόπο αντιβαίνει τους όποιους
κυρίαρχους ιδεολογικούς Λόγους και κώδικες της σεξουαλικότητας σε κάποια δεδομένη
ιστορικοκοινωνική συγκυρία. Στην ίδια λογική, έχει εσχάτως αποτελέσει αντικείμενο
μελέτης και ενδιαφέροντος ένα νέο υπο-είδος κινηματογράφου, αυτού του πορνό των
βασανιστηρίων, που επικεντρώνεται στις προσπάθειες των χαρακτήρων μιας ταινίας να
επιβιώσουν από απεχθείς διαδικασίες μαρτυρίων. Γενικότερα δηλαδή, παρατηρείται μια
τάση να χρησιμοποιείται το πορνό ως ένας περιλαμβάνω-τα-πάντα όρος στη βάση των
εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, δίνοντας έτσι τη
δυνατότητα να περιγραφούν και να αναδειχθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
ετερόκλητων φαινόμενων και διαδικασιών. Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί
η χρήση του όρου «πολεμοπορνό» για να υποδηλώσει τις «σεξουαλικά
προσανατολισμένες» αναπαραστάσεις και αποτυπώσεις στρατιωτικών βασανιστηρίων.
Στο τρίτο κεφάλαιο «Η συζήτηση περί επιδράσεων από την κατανάλωση πορνό»
έγινε προσπάθεια να παρουσιαστούν μια σειρά από έρευνες αναφορικά με την
πορνογραφία, την κατανάλωσή της και την ενδεχόμενη σύνδεσή της με τη βία, να γίνει
μια κριτική αναφορά στο παράδειγμα των επιδράσεων στο οποίο εντάσσονται οι εν λόγω
έρευνες, να εξεταστεί η κοινωνική κατασκευή του καταναλωτή πορνό και να παρατεθούν
ορισμένες επιπλέον κριτικές επισημάνσεις σε σχέση με τα επιστημολογικά και
μεθοδολογικά προβλήματα στη μελέτη της πορνογραφίας. Έτσι, αναφορικά με τις
έρευνες που συνδέουν την κατανάλωση πορνό και το πεδίο των προσωπικών σχέσεων,
υπάρχει μια κατά βάση πλούσια ερευνητική εργογραφία που αποτέλεσε και συνεχίζει να
αποτελεί πεδίο γόνιμου επιστημονικού διαλόγου. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι, αν
και το ζήτημα των επιδράσεων είναι ένα από τα πλέον βασικά για τις μελέτες πάνω στην
πορνογραφία και είναι πράγματι δύσκολο η έρευνα γύρω από αυτή να κινηθεί

363
αποκλειστικά πέρα από το «παράδειγμα των βλαβών», η κριτική από την σκοπιά των
πολιτισμικών σπουδών στην σχολή των επιδράσεων είναι δριμεία. Και αυτό διότι το
βασικό πρόβλημα των εν λόγω θεωρήσεων είναι ότι οι επιδράσεις των μέσων
παρουσιάζονται ως εξ ορισμού αρνητικές, ενώ τα πορνογραφικά κείμενα μπορεί να
έχουν κάλλιστα και θετικές και αρνητικές συνέπειες που αναπόσπαστα συνδέονται με το
πλαίσιο κατανάλωσης και χρήσης τους, το οποίο προσδιορίζεται και διαμορφώνεται πριν
συμβεί η πράξη της κατανάλωσης.
Η μελέτη πάντως της πορνογραφίας μέσα από το παράδειγμα των επιδράσεων όχι
μόνο διαμόρφωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό την επιστημονική συζήτηση γύρω από την
κατανάλωση πορνό, αλλά και συνέβαλε στη γενικότερη κοινωνική κατασκευή της
πορνογραφίας ως κάτι «επιβλαβές, αισχρό και ανάρμοστο», και στην κατ’ επέκταση
συντηρητικοποίηση των αντίστοιχων κοινωνικών απόψεων. Πιο συγκεκριμένα, οι
μελέτες των επιδράσεων της πορνογραφίας σε σχέση με τις προσωπικές και ερωτικές
σχέσεις προκρίνουν ότι πράγματι υπάρχουν σε κάποιο βαθμό λόγοι ανησυχίας με την
κατανάλωση πορνό η οποία μπορεί να λάβει σε κάποιες όψεις της «εθιστικό
χαρακτήρα», να οδηγήσει σε μειωμένη ικανοποίηση και ενίοτε δυσαρέσκεια τόσο από
την σχέση με έναν ερωτικό σύντροφο όσο και για τους ίδιους τους συντρόφους οι οποίοι
δεν φαίνεται να αισθάνονται «ικανοποιημένοι» από αυτή τη συνθήκη, ενώ η ανακάλυψη
της κατανάλωσης από το σύντροφό τους μπορεί να αποτελέσει σε ορισμένες περιπτώσεις
ένα «τραυματικό γεγονός». Αν όμως υπήρξαν κάποιες μελέτες επιδράσεων που
επηρέασαν όσο τίποτα την επιστημονική αλλά και την ευρύτερη δημόσια συζήτηση,
αυτές αφορούσαν τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την κατανάλωση των πιο
ακραίων, βίαιων μορφών πορνογραφίας και της σύνδεσης της κατανάλωσης πορνό με
βίαιες και επιθετικές συμπεριφορές ανδρών.
Βέβαια, η επιστημονική έρευνα έχει σε σημαντικό βαθμό καταδείξει ότι η
σύνδεση της πορνογραφίας με τις επιδράσεις πάνω σε άνδρες δεν μπορεί να βασιστεί και
να αιτιολογηθεί αποκλειστικά και μόνο στη βάση πειραματικών μεθοδολογιών. Για
ορισμένους μελετητές μάλιστα, η αιτίαση ότι η πορνογραφία προκαλεί βία πρέπει να
απορριφθεί όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν επαρκή ερευνητικά και επιστημονικά στοιχεία
για να την υποστηρίξουν, αλλά κυρίως γιατί, σε κάθε περίπτωση, η ανθρώπινη
συμπεριφορά και δράση δεν αποτελεί ένα ζήτημα αιτίας-αποτελέσματος. Με άλλα λόγια,

364
πρέπει όχι μόνο να ασκηθεί κριτική στην γραμμική συσχέτιση πορνογραφίας και βίας
αλλά και να επισημανθεί εμφατικά ότι τα μέχρι τώρα ευρήματα των ερευνών αναφορικά
με την έκθεση των ανδρών στην πορνογραφία είναι κατά βάση διαφορετικά, πολλές
φορές αντικρουόμενα και συχνά διφορούμενα. Παρά ταύτα, δεν μπορεί και να μην
αναδειχθεί το γεγονός ότι υπάρχουν μια σειρά από δόκιμες έρευνες που φανερώνουν
θετική συσχέτιση ανάμεσα στην κατανάλωση πορνό και σε μορφές επιθετικότητας και
βίας. Για παράδειγμα, υπάρχουν έρευνες που συνδέουν την χρήση πορνογραφίας με την
αποδοχή του περίφημου μύθου του βιασμού, σύμφωνα με τον οποίο όχι μόνο οι γυναίκες
δεν μπορούν να βιαστούν αν δεν το θέλουν αλλά και, κατά τη διαβόητη φρασεολογία,
«όταν οι γυναίκες λένε όχι εννοούν ναι». Στη δε πορνογραφική θεματολογία των
ακόρεστων και μόνιμα διαθέσιμων σεξουαλικά γυναικών, ο μύθος του βιασμού διατρέχει
ως Λόγος το μεγαλύτερο κομμάτι των ταινιών πορνό.
Είναι στη βάση των παραπάνω που έχει ιδιαίτερη σημασία η υπενθύμιση ότι η
πορνογραφία καταναλώνεται σε διαφορετικές συνθήκες, κυρίως με την έννοια ότι μια
προσεκτική εξέταση του τί θα μπορούσε να περιορίσει τις όποιες «επιβλαβείς
επιδράσεις» μπορεί ενδεχομένως να βοηθήσει στον περιορισμό αυτών των επιπτώσεων
υπό το πρίσμα πολύ προσεκτικά σχεδιασμένων και στοχευμένων πολιτικών στη βάση
ενός συνολικού πλαισίου κοινωνικής λογοδοσίας. Από την στιγμή δηλαδή που σχετικά
πρόσφατες έρευνες μιλάνε για πιο αναστοχαστικές και κριτικές αποτιμήσεις του
περιεχομένου της πορνογραφίας, ήταν αναμενόμενο η επιστημονική και κοινωνική
σκέψη να μετατοπίσει σε κάποιο βαθμό το ενδιαφέρον της από το πορνό αυτό καθαυτό
στην όποια πορνογραφική αισθητική και κουλτούρα διαμορφώνει η μαζική κατανάλωσή
του - αισθητική και κουλτούρα που για ορισμένους αποικιοποιεί μια σειρά από
εκφάνσεις του κοινωνικού Λόγου αλλά και, σε κάθε περίπτωση, συμβάλλει στη
γενικότερη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι μάλιστα σε αυτό το
πλαίσιο που αξίζει να γίνει και ειδική μνεία στις έρευνες που επικεντρώθηκαν στην
ύπαρξη του συνδρόμου του τρίτου προσώπου από την κατανάλωση πορνό. Η εν λόγω
προσέγγιση αναφέρεται στην ενδεχόμενη ύπαρξη της πεποίθησης ενός ατόμου ότι τα
μηνύματα που εκπέμπονται μέσω ενός κειμένου των μέσων ασκούν μεγαλύτερη επιρροή
στους άλλους από ό,τι στο ίδιο. Έτσι, υπάρχουν μια σειρά από έρευνες που φαίνεται να

365
«επιβεβαιώνουν» την υπόθεση εργασίας της τρίτου-προσώπου επίδρασης στην
περίπτωση της πορνογραφίας.
Το βασικό πάντως πρόβλημα με τις μελέτες με άξονα το παράδειγμα των
επιδράσεων είναι ότι αυτές οι έρευνες αναδεικνύουν μια συσχέτιση και όχι μια σχέση
αιτιότητας. Με άλλα λόγια, λέγοντας ότι δύο πράγματα συμβαίνουν την ίδια στιγμή δεν
είναι το ίδιο με το ότι το ένα προκαλεί το άλλο. Για παράδειγμα, είναι πιο λογικό να
συναχθούν συμπεράσματα του τύπου ότι οι άνθρωποι που τους αρέσει η πορνογραφία
είναι, επίσης, εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν πιο φιλελεύθερες στάσεις απέναντι στις
σεξουαλικές πρακτικές. Έτσι, αν και οι περισσότεροι ερευνητές είναι κατά κανόνα
προσεκτικοί στην επισήμανση ότι δεν μπορούν να αποδείξουν την αιτιότητα, η γλώσσα
που συνήθως χρησιμοποιούν στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων τους την υπονοεί. Ως
εκ τούτου, παρά τη ρητή αναγνώριση ότι πρόκειται για συσχετισμό, υπάρχει συχνά η
υπόθεση, ή ενίοτε ένας λανθάνον υπαινιγμός, στις μελέτες με άξονα το παράδειγμα των
επιδράσεων ότι είναι η κατανάλωση πορνογραφίας αυτή που προκαλεί τις
«προβληματικές» σεξουαλικές συμπεριφορές. Εξάλλου, πρέπει και να σημειωθεί ότι στα
εργαστηριακά πειράματα οι συμμετέχοντες που εκθέτονται σε πορνογραφικό
περιεχόμενο δεν είναι απαραίτητα καταναλωτές πορνό, δεν το παρακολουθούν όπως
κάνουν οι άνθρωποι στην καθημερινή ζωή, αλλά, αντίθετα, προσέρχονται χωρίς να
γνωρίζουν τί πρόκειται να δουν. Από την άλλη βέβαια, υφίσταται και σε κάποιο βαθμό ο
κίνδυνος που διατυπώνεται από τους υποστηρικτές της σχολής των επιδράσεων να
απορριφθούν οι αιτιάσεις για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως κάτι εντελώς παράλογο
και να αποκηρυχθεί κάθε έννοια «αποτελεσμάτων». Το ότι δηλαδή δεν αποδεικνύεται
αιτιώδη συνάφεια δεν θα πρέπει να σημαίνει αυτόματα και πλήρη απόρριψη των όποιων,
προκαταρτικών έστω, συμπερασμάτων μπορεί να αναδεικνύει μια έρευνα που προκρίνει
μια συσχέτιση ανάμεσα σε δύο μεταβλητές και η οποία μπορεί να μελετηθεί εκ νέου με
άλλες, εθνογραφικού χαρακτήρα κυρίως, μεθοδολογίες.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αναφερθεί ότι όλα τα παραπάνω συνδέονται και με
τη συνολική εικόνα που έχει δημιουργηθεί στις δυτικές κοινωνίες για τον καταναλωτή
πορνό. Πρόκειται για μια πρόδηλα αρνητικού προσήμου εικόνα στη βάση μιας
συστηματικής προσέγγισης απέναντι στους χρήστες πορνογραφίας, τόσο στη δημόσια
συζήτηση όσο και στην ακαδημαϊκή έρευνα. Μια εικόνα που κατά βάση αντιλαμβάνεται

366
τους καταναλωτές, κυρίως τους νέους, ως «ανήμπορους» να εκφραστούν για τους
εαυτούς τους και «ανίκανους» να διαχειριστούν τις όποιες επιλογές τους - εικόνα που
σχετίζεται με την καλλιέργεια και κατασκευή ηθικών πανικών στην κοινωνία.
Γενικότερα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η αντίληψη των καταναλωτών πορνό ως ατόμων
που δεν μπορούν να γνωρίζουν και συνεπώς θα πρέπει να ετεροπροσδιοριστούν από τους
υπόλοιπους και τους όποιους «ειδικούς», συνιστά μια λανθάνουσα τρίτου-προσώπου
επίδραση τόσο στην ακαδημαϊκή έρευνα όσο και στη δημόσια συζήτηση. Υπάρχει
πάντως μια στροφή που παρατηρείται εσχάτως στον τρόπο που ο χρήστης πορνογραφίας
γίνεται αντιληπτός τόσο στην επιστημονική έρευνα όσο και στην κοινωνία γενικότερα.
Το ότι δηλαδή ο καταναλωτής πορνό αρχίζει σιγά σιγά να παρουσιάζεται ως εάν δεν
αποτελεί πια έναν «Άλλο» αλλά «έναν από εμάς» μπορεί να λογιστεί ως μια
προοδευτική, κατά βάση χειραφετική, εξέλιξη. Σε αυτό έχει συμβάλλει και η, ελέω των
τεχνολογικών εξελίξεων, πρόσβαση της πορνογραφίας από γυναίκες στο πλαίσιο της
οικιακά προσανατολισμένης κατανάλωσής της που ενδέχεται να αποτελεί μια αφετηρία
υπέρβασης - με την έννοια τόσο του περάσματος των γυναικών στη μεριά της παραγωγής
όσο και της καλλιέργειας ενός πιο δαήμονος και ανακλαστικού τρόπου κατανάλωσης και
αναζήτησης υλικού από όλους. Μια μετάβαση που επιτρέπει στις γυναίκες, με
οποιαδήποτε ιδιότητα πλέον, να αρθρώσουν πιο ελεύθερα και αυτόβουλα μια σεξουαλική
έκφραση στη βάση της ταυτότητας, της υποκειμενικότητας και της ιδιότητας του φορέα
δράσης.
Αναφορικά, τέλος, με τα επιπλέον επιστημολογικά και μεθοδολογικά
προβλήματα στη μελέτη των επιδράσεων από την κατανάλωση πορνό, έχουν τη δική
τους αξία οι περιπτώσεις ανδρών μελετητών που έγραψαν με αναστοχαστικό, για
κάποιους μάλλον ενοχικό, τρόπο για τις εμπειρίες τους με την πορνογραφία - με την
επισήμανση βέβαια ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην προσωποποίηση μιας ανάλυσης
και σε μια «κοινωνιολογία του εγώ» που καθιστά τα επιχειρήματα όλο και λιγότερα
πειστικά. Επιπρόσθετα, παραμένει ακόμα το πρόβλημα ότι οι πληροφορίες και τα
στοιχεία στην επιστημονική έρευνα γύρω από την πορνογραφία προέρχονται κατά βάση
από έρευνες που έχουν γίνει σε φοιτητές πανεπιστημίων και σπουδαστές κολλεγίων.
Στην ίδια λογική, έχει ασκηθεί και μια γενικότερη κριτική ότι από το 1960 έως το 1990
δαπανήθηκαν πολύς χρόνος και χρήματα στην έρευνα για τις αιτιώδεις επιδράσεις χωρίς,

367
πράγματι και από ό,τι φαίνεται, να γεφυρωθεί η σαφής εννοιολογική διάκριση ανάμεσα
στην πορνογραφική αναπαράσταση σεξουαλικών πράξεων και την υπαρκτή
συμπεριφορά του κόσμου σε «πραγματικές» συνθήκες. Αυτό, για ορισμένους, αποδίδεται
στην εκπόνηση «κακοσχεδιασμένων» ερευνών που βασίζονται σε μια θεώρηση της
ταυτότητας ως κάτι στατικό και του κοινωνικού πλαισίου ως κάτι μικρής έως και
μηδαμινής σημασίας, σε a priori υποθέσεις για τις σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος
αναφορικά με την ανθρώπινη σκέψη και δράση, και στην εστίαση στις ανέκδοτες
προσωπικές και γενικόλογες δευτερογενείς πηγές που συνήθως πλαισιώνονται από μια
υποκειμενική ανάγνωση των αναλυτών για το τί, εν τέλει, σημαίνει πορνογραφία για
τους καταναλωτές της.
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να ισχύει η επισήμανση ότι παρά την ευρείας
κλίμακας απόρριψη των συμπεριφορικών μοντέλων στις σπουδές επικοινωνίας και την
στροφή προς τη μελέτη του κοινού, το να μιλά κάποιος για πορνογραφία έξω από το
παράδειγμα της σχολής των επιδράσεων παραμένει δύσκολο - ειδικά για μια σειρά από
εκφέροντες δημόσιο λόγο σχολιαστές που δεν αποφεύγουν να επικεντρώνονται στη
σημασία των επιδράσεων από την κατανάλωση πορνό. Σε αυτό το πλαίσιο, προκρίνεται
η σταδιακή απαγκίστρωση των προσπαθειών για βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα
«αποδείξεις βλάβης» στους χρήστες πορνογραφίας ή την αναζήτηση ενδείξεων
διαποτισμού με λιγότερο προοδευτικές ιδέες και συμπεριφορές, η έναρξη εθνογραφικών
ερευνών στη βάση αν, γιατί και πώς οι άνθρωποι απολαμβάνουν, αντιλαμβάνονται και
εντάσσουν στην καθημερινότητά τους τα εν λόγω κείμενα, και η στροφή σε
περισσότερες «δημιουργικές μίξεις» ερευνητικών μεθόδων. Θα μπορούσε λοιπόν να
ειπωθεί ότι προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να στραφεί και η εγχώρια επιστημονική
έρευνα γύρω από την πορνογραφία και την κατανάλωσή της - σε ερευνητικές δηλαδή
προσπάθειες όπως το Greek Porn Project στο οποίο επιχειρείται η χαρτογράφηση των
κυριάρχων τάσεων στην χρήση πορνογραφικού υλικού και τον σχηματισμό μιας πρώτης
εικόνας αναφορικά με τις κυρίαρχες σεξουαλικές κουλτούρες και τάσεις στη χώρα μας.
Στο τέταρτο κεφάλαιο «Πολιτικές, νομικές, ρυθμιστικές και εκπαιδευτικές
διαστάσεις» έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί η συζήτηση γύρω από μια σειρά από
ζητήματα όπως η ριζοσπαστική φεμινιστική σκέψη γύρω από την πορνογραφία και η
κριτική σε αυτή, η συντηρητική θεώρηση της πορνογραφίας, η σύνδεσή της με την

368
έννοια της ελευθερίας, το αίτημα για ρυθμιστικές πολιτικές και η προσέγγιση της
πορνογραφίας ως μορφή σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Πιο αναλυτικά, η φεμινιστική
κριτική στην πορνογραφία, και κυρίως η πιο ριζοσπαστική της έκφανση κατά τη
διάρκεια του δευτέρου κύματος φεμινισμού, αποτελεί τον κύριο και βασικό άξονα γύρω
από τον οποίο δομήθηκε και, σε αρκετά σημεία, συνεχίζει να περιστρέφεται η συζήτηση
γύρω από την πορνογραφία. Έτσι, κάθε εξέταση του εν λόγω ζητήματος δεν μπορεί να
μην συμπεριλαμβάνει την αναγνώριση της συνεισφοράς στην ευρύτερη συζήτηση αλλά
και την επιρροή που άσκησαν με το έργο τους οι Andrea Dworkin και Catherine A.
MacKinnon. Κεντρικό δε σημείο αναφοράς της συνολικής δράσης των διάσημων
ριζοσπαστικών φεμινιστριών αποτελεί το The Antipornography Civil Rights Ordinance.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα διάταγμα που αποτελεί σύνθεση και
παράθεση προτεινόμενων τοπικών διατάξεων για την Πολιτεία της Minneapolis και
αποτυπώνει τα επιχειρήματα και τις προτάσεις ενός σημαντικού πυρήνα του κατά-του-
πορνό ριζοσπαστικού φεμινισμού με κεντρικό σημείο την αντιμετώπιση της
πορνογραφίας ως παραβίαση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών - μια
αντιμετώπιση δηλαδή που θα επιτρέπει στις γυναίκες που θεωρούν ότι θίγονται από την
πορνογραφία να ζητούν αποζημιώσεις με αγωγές στα αστικά δικαστήρια. Ιδιαίτερη
έμφαση εδώ δίνεται στο νομικό ορισμό της πορνογραφίας που την χαρακτηρίζει ως μια
μορφή έμφυλης διάκρισης και την ορίζει ως «την γραφική σεξουαλικά ρητή υποταγή των
γυναικών μέσα από φωτογραφίες ή/και λέξεις». Για αυτό και σωστά επισημαίνεται, σε
ένα γενικότερο επίπεδο, ότι πριν από κάθε είδους ανάλυση της διαμάχης γύρω από το
πορνό πρέπει να προηγείται μια σαφής κατανόηση της δυναμικής του ορισμού της
πορνογραφίας, διότι από την στιγμή που ένας συγκεκριμένος ορισμός γίνει «αποδεκτός»
τότε και μια σειρά συγκεκριμένες εξελίξεις και πορείες δράσης αναμένεται να
ακολουθήσουν. Σε κάθε περίπτωση, η αξία του έργου τους περιστρέφεται κυρίως γύρω
από την επιτυχία τους, τόσο μέσα από την πολύ πλούσια εργογραφία τους όσο και μέσα
από την πολιτική τους δράση, να κατευθύνουν τη συζήτηση περί πορνογραφίας σε μια
ρητορική που εστιάζει στις ενδεχόμενες και πιθανές «βλάβες και ζημιές» που μπορεί να
προκαλεί η χρήση της, και όχι οι λύσεις που κατά καιρούς πρόκριναν.
Γενικότερα πάντως παρατηρείται μια τάση από ένα κομμάτι του φεμινισμού,
κατά βάση το πιο ριζοσπαστικό του, να συναθροίζει την πορνογραφία σε ένα είδος και

369
να την αντιμετωπίζει όχι ως μια δέσμη, ετερόκλητων ή μη, «προβλημάτων» αλλά ως μια
ενδεικτική, παραδειγματική μορφή μονολιθικής πατριαρχίας. Σχηματικά δηλαδή οι κατά-
του-πορνό φεμινιστικές αντιδράσεις βασίζονταν, και συνεχίζουν σε σημαντικό βαθμό να
βασίζονται, κυρίως στην κατανόηση της πορνογραφίας ως την κατεξοχήν πατριαρχική
προπαγάνδα για τη βία κατά των γυναικών και την επακόλουθη κατάστασή τους. Η
κριτική βέβαια σε αυτή την άποψη εστιάζεται κυρίως στο γεγονός ότι έχουμε μια
συλλήβδην κατηγορία για «τσουβάλιασμα» της πορνογραφίας από την πλευρά του
ριζοσπαστικού φεμινισμού, αλλά την ίδια στιγμή αυτό γίνεται συνήθως μέσα από ένα
αντίστοιχο «τσουβάλιασμα» του ίδιου του χώρου υπό το πρίσμα του κατά-της-
πορνογραφίας ρεύματος στα αντίστοιχα κείμενα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να
επισημανθεί ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει ευρεία συναίνεση αναφορικά με το τί συνιστά
μια φεμινιστική στάση απέναντι στην πορνογραφία, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονείται
και η κριτική ότι η πορνογραφία δεν είναι μόνο αντιφεμινιστική, αλλά και ρατσιστική
και φυλετικά, ενίοτε ταξικά, προσδιορισμένη.
Αν έπρεπε λοιπόν να συγκεντρωθούν, έστω και σε ένα αφαιρετικό επίπεδο, οι
συνολικές, φεμινιστικά προσανατολισμένες κριτικές γύρω από την πορνογραφία, τότε θα
μπορούσε ίσως να ειπωθεί ότι αυτές περιστρέφονται γύρω από τις έννοιες της
υποβάθμισης/εξευτελισμού και της αντικειμενοποίησης. Γενικότερα, στη βιβλιογραφία η
έννοια της υποτίμησης, όπως και η έννοια της απανθρωποποίησης, περιλαμβάνει έναν
υποβιβασμό κοινωνικής τάξης ή θέσης - υποβιβασμό που συνιστά σε τελευταία ανάλυση
και μια απώλεια των προνομίων και δικαιωμάτων στο επίπεδο της ανθρώπινης
υπόστασης. Η πορνογραφία δηλαδή, σύμφωνα πάντα με την εν λόγω ριζοσπαστική
κριτική, διδάσκει «αριστοτεχνικά» στους άνδρες όχι μόνο ότι οι γυναίκες υπάρχουν
απλώς για την ευχαρίστησή τους, αλλά και ότι οι γυναίκες απολαμβάνουν τη δουλεία, τη
βιαιοπραγία ακόμα και τα βασανιστήρια - απεικονίζοντας έτσι μια ερωτικοποίηση της
κυριαρχίας, της υποβολής και της υποτίμησης, αλλά και ενισχύοντας την
πρόκληση/πρόσκληση για υποταγή των γυναικών. Ένα δηλαδή από τα πλέον καίρια
προβλήματα εδώ είναι η επιτυχία της βιομηχανίας του πορνό να ταυτίσει το σεξ με την
πορνογραφία, έτσι ώστε όποιος αντιτάσσεται στο πορνό να θεωρείται και κατά-του-σεξ.
Έτσι, με τη διαιώνιση ή κατασκευή υποτιμητικών μύθων σχετικά με τις γυναίκες
για λόγους οικονομικού οφέλους, η βιομηχανία του πορνό αντιμετωπίζει την κατηγορία

370
των γυναικών μόνο ως μέσο και όχι ως τα άτομα μιας κοινωνικής ομάδας, με
αποτέλεσμα την υποβάθμιση όλων των μελών της σε μια κατηγορία κάτω από αυτή της
πλήρους ανθρώπινης κατάστασης - σε μια κατηγορία όχι υποκειμένου αλλά
αντικειμένου. Στην κουλτούρα δηλαδή του εμπορευματικού πορνό, η αντικειμενοποίηση
του γυναικείου σώματος ως πεδίο ικανοποίησης των σεξουαλικών φαντασιώσεων που
παραπέμπουν στην υποδούλωση της γυναίκας αποτελεί το παρεπόμενο μιας
αισθητικοποίησης και «εξιδανίκευσης» του γυναικείου σώματος και της βίας, σε ένα
πλαίσιο «από-φυσικοποίσησης του σεξ» όπου σταδιακά χάνεται η ίδια η χαρά της
σεξουαλικής πράξης. Η εμμονή όμως στις κριτικές γύρω από τις έννοιες της υποταγής,
της υποτίμησης και της σεξουαλικής αντικειμενοποίησης ως την πλέον καθοριστική
σύμβαση της πορνογραφίας προκύπτει και από μια απομόνωση των ταινιών πορνό από
το πλαίσιο κατανάλωσής τους και τη μελέτη τους αποκλειστικά ως φιλμ και βίντεο. Η
προσέγγιση δηλαδή ότι η έννοια της εκμετάλλευσης ενυπάρχει εξ ορισμού στην
αναπαράσταση κάθε γυναικείας σεξουαλικότητας, παρά την όποια πλαισίωσή της,
μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε μια αναγωγική ουσιοκρατία. Με άλλα λόγια, μπορεί
πράγματι οι εν λόγω αναπαραστάσεις να ενέχουν στοιχεία αντικειμενοποίησης και
εξευτελισμού όμως αυτό είναι κάτι που πρέπει να διαφοροποιηθεί και να αποσυνδεθεί
από την αυτόματη εξαγωγή του συμπεράσματος ότι κάθε εικόνα τέτοιου τύπου συνιστά
σεξουαλίκή αποκτήνωση, εμπορευματοποιημένη εκμετάλλευση και αλλοτρίωση.
Έχουν δε ιδιαίτερη σημασία οι κοινωνικές συμμαχίες που δημιουργήθηκαν, με
την έννοια ότι η άτυπη σύμπραξη των κατά-του-πορνό φεμινιστριών με τις υπέρ της
λογοκρισίας, συντηρητικές δυνάμεις οδήγησε σε κάποιο βαθμό στην υιοθέτηση μιας
ευρύτερης θρησκευτικο-συντηρητικής αντιφεμινιστικής ατζέντας, σε αντίθεση με τη
συμμαχία των κατά-της-λογοκρισίας φεμινιστριών με αντίστοιχες μη φεμινιστικές
δυνάμεις που ενδυνάμωσε τη θέση τους στα ζητήματα της σεξουαλικής χειραφέτησης.
Εδώ, το λεγόμενο «λόμπι της ηθικής», όπως είθισται να αναφέρεται στο πλαίσιο της
αμερικανικής συζήτησης, και οι κατά-του-πορνό φεμινίστριες συμφωνούν ως προς το ότι
η συμμετοχή των γυναικών στην πορνογραφία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εκτροπή -
ωστόσο για τους εκφραστές του πρώτου αυτό φαίνεται ότι στηρίζεται σε μια
ουσιοκρατική ιδέα για τη σεξουαλικότητα των γυναικών, ενώ οι δεύτερες ενδιαφέρονται
περισσότερο για μια σειρά από ζητήματα γύρω από την κατασκευή της γυναικείας

371
σεξουαλικής ιδιότητας του φορέα δράσης. Ο δε καθορισμός του βαθμού επικινδυνότητας
της πορνογραφίας για το κοινωνικό σύνολο γίνεται κάθε φορά και στο εκάστοτε
ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο με όρους κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων και της όποιας
κυρίαρχης άποψης στο δημόσιο βίο. Στη βάση των παραπάνω, λοιπόν, μπορεί να ειπωθεί
ότι η συζήτηση και οι διαμάχες γύρω από το πορνό φαίνεται να απεικονίζουν και τις
επιμέρους σημαντικές αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις των συστημάτων αξιών σε μια
δεδομένη κοινωνία.
Στην ίδια λογική, καθίσταται σαφές ότι το ζήτημα της πορνογραφίας δεν μπορεί
να αναχθεί μόνο σε ζητήματα ελευθερίας και λογοκρισίας, και προφανώς δεν εξαντλείται
στο επίπεδο αιτίας και αποτελέσματος, αλλά αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης και
βαθύτερης πολιτισμικής διαδικασίας - αυτή της πολιτικής της σημασίας και του
επαναπροσδιορισμού των νοημάτων. Από την άλλη, δεν μπορεί όμως και να μην
παρατεθούν ορισμένες όψεις της συζήτησης γύρω από την πορνογραφία, κυρίως αυτής
που έλαβε χώρα στην αμερικανική κοινωνία, με όρους ελευθερίας της έκφρασης και
περιστολής του δημόσιου λόγου. Πιο συγκεκριμένα, η όλη συζήτηση καταδεικνύει την
ιδεολογικοπολιτικά οριζόμενη κατασκευή της έννοιας της ελευθερίας του λόγου με την
έννοια ότι η «φετιχιστική υπερεπένδυση» στην ελευθερία της έκφρασης λαμβάνει χώρα
με απώτερο σκοπό τη δημιουργία της αίσθησης ότι η αμερικανική δημοκρατία αποτελεί
ένα ιδεατού τύπου εξισωτικό, φιλελεύθερο και πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα.
Επιπρόσθετα, το να θεωρείται μια νομοθετική μεταρρύθμιση ως ο πυρήνας της
φεμινιστικής νομικής πολιτικής συνιστά απόδοση υπερβολικής σημασίας στη δύναμη της
δικαστικής εξουσίας και παράλληλα υποτίμηση της πολιτικοκοινωνικής δράσης στο
πλαίσιο μιας δυτικού τύπου αστικής δημοκρατίας. Είναι στη βάση όλων των παραπάνω
που έχει προκριθεί το σκεπτικό ότι η εξατομικευτική προσέγγιση στις βλάβες που μπορεί
να έχει υποστεί ένα θύμα διακρίσεων, προσβολής ή άσκησης βίας, είναι μια λανθασμένη
κατεύθυνση που μάλλον συσκοτίζει το γενικότερο πρόβλημα και την ουσία ενός
κοινωνικά προερχόμενου συλλογικού ζητήματος.
Επιπρόσθετα, είναι μάλλον απίθανο η λογοκρισία της πορνογραφίας να
«καλυτερεύσει» κατά πολύ την κατάσταση, και αυτό γιατί αν η πορνογραφία δίνει
έκφραση σε κάτι που ήδη υφίσταται, τότε η εξάλειψή της δεν θα σημαίνει και αντίστοιχη
εξαφάνιση του ανδρικού σαδισμού και της βίας κατά των γυναικών. Για αυτό ένα από τα

372
αντεπιχειρήματα στην προσπάθεια του ριζοσπαστικού φεμινισμού να επιβάλλει μέσω
του κράτους περιοριστικές και ρυθμιστικές κυρώσεις στην πορνογραφία είναι ότι, αν η
ανισότητα είναι ενσωματωμένη σε κάθε πτυχή του πολιτισμού και εφόσον οι νόμοι κατά
των διακρίσεων που υπάρχουν ήδη έχουν κάνει σχετικά λίγα για να σταματήσουν την
αναπαραγωγή αρνητικών κοινωνικών προτύπων για τις γυναίκες, δεν θα μπορούσε να
επιτευχθεί κάτι περισσότερο με την προσθήκη ακόμα περισσότερων νομοθετικών
παρεμβάσεων. Εξάλλου, θα ήταν πολύ δύσκολο για αυτούς που χαράσσουν πολιτικές και
νομοθετούν να αποδεχτούν την άποψη συγκεκριμένων θεωρητικών για τη διαμόρφωση
αυστηρών κανονιστικών και ρυθμιστικών πλαισίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια ψύχραιμη, κοινωνικοπολιτικά προσανατολισμένη
αντιμετώπιση της πορνογραφίας δεν θα πρέπει να έχει ως αφετηρία «καλές» ηθικές
προθέσεις, αφηρημένες αρχές δικαίου ή σχολαστικές ανησυχίες για τη διαφορετικότητα,
αλλά την πραγματικότητα της ζωής όσων συμβάλλουν, από οποιοδήποτε πόστο, στη
βιομηχανοποίηση της πορνογραφίας. Ενδεχομένως, δηλαδή, να υπάρχει βάση και για μια
μορφή «ηθικής» πορνογραφίας που θα ερωτικοποιούσε τη συναίνεση, το σεβασμό και
την οικειότητα, αλλά και θα παράγονταν χωρίς εξαναγκασμούς και «βλάβες» για τους
συμμετέχοντες, ως μια επιπρόσθετη στρατηγική για την άρση των όποιων αρνητικών
επιπτώσεων της αγοραίας, βίαια προσανατολισμένης πορνογραφίας. Προς αυτή την
κατεύθυνση της «απογκονζοποίησης» της πορνογραφίας θα μπορούσε ενδεχομένως να
συμβάλλει μια στροφή προς την εκ νέου κινηματογραφοποίηση του πορνό, με την έννοια
της επανεισαγωγής του σεναρίου και της αφηγηματικού χαρακτήρα ιστορίας ως κεντρικό
άξονα των πορνογραφικών κειμένων και των ταινιών πορνό.
Είναι στη βάση των παραπάνω που έχει καταγραφεί και μια σταδιακή μετατόπιση
του ενδιαφέροντος γύρω από τα ηθικά, πολιτικά και νομικά ζητήματα που αφορούν τη
διαδικτυακή πορνογραφία. Έτσι, από την εστίαση στα ζητήματα που αφορούσαν και
εγείρονταν γύρω από τη θέση των παιδιών σε όλο τον κύκλο παραγωγής και
κατανάλωσης πορνό, παρατηρείται πλέον μια αξιοπρόσεκτη επικέντρωση στο θέμα της
ακραίας πορνογραφίας και των χρηστών της. Για αυτό και ως αντίβαρο στον ηθικό
πανικό και τη μυθοποίηση της πορνογραφικής αναπαράστασης προτείνεται η ένταξη
στοχευμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων σεξουαλικής αγωγής στα οποία θα πρέπει
απαραίτητα να προστεθούν τα κομμάτια του αλφαβητισμού των μέσων και της κριτικής

373
προσέγγισης και αποτίμησης της πορνογραφίας. Δεδομένης μάλιστα της πρόθεσης των
νέων ανθρώπων να συνεχίζουν να καταναλώνουν πορνό, τα προγράμματα σεξουαλικής
διαπαιδαγώγησης θα μπορούσαν να συμβάλλουν στο να βοηθηθούν και να
ενθαρρυνθούν μια πιο «κριτική» ανάγνωση της πορνογραφίας. Βέβαια, θα πρέπει να
σημειωθεί ότι η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση αποτελεί και μια μορφή διακυβέρνησης, με
την έννοια, και στο βαθμό βέβαια, της παραγωγής, αναπαραγωγής και προώθησης των
«κανονικών» ετεροαρρενωποτήτων και ετεροθηλυκοτήτων. Για αυτό και το πρόβλημα
της μεταμοντέρνας σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης εστιάζεται κυρίως στο ότι, σε μια
κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την ολοένα και πιο ριζοσπαστική αποδόμηση του
φύλου, είναι δύσκολο να δομηθούν αντίστοιχα προγράμματα, με την έννοια ότι η
αποδοχή των πρακτικών της αποδόμησης, αλλά και η ίδια η αποδόμηση του φύλου,
αποδεικνύεται πολύ πιο προβληματική στην πράξη.
Στο πρώτο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους «H πορνογραφικοποίηση ως μορφή
σεξουαλικοποίησης» έγινε προσπάθεια να παρουσιαστούν κριτικά οι έννοιες της
πορνογραφικοποίησης, της σεξουαλικοποίησης και της υπερσεξουαλικής κοινωνίας, ενώ
το κεφάλαιο συμπλήρωσε το «Excursus: Ο αγοραίος έρωτας σε υστερο-νεωτερικές
συνθήκες» στο οποίο αναδείχθηκαν η σεξουαλική εργασία και το εμπορευματοποιημένο
σεξ ως κατεξοχήν μορφή και πεδίο πορνογραφικοποίησης. Πιο ειδικά, η έννοια και η
εννοιολόγηση της πορνογραφικοποίησης, ως πολλαπλασιασμός των αναπαραστάσεων
του σεξ και του πορνό στις σύγχρονες κοινωνίες, αποτελεί για τη σύγχρονη κριτική
σκέψη και ανάλυση στο πεδίο της πορνογραφίας, ίσως, το πιο επίμαχο σημείο αναφοράς
της δημόσιας, επιστημονικής και μη, συζήτησης. Ουσιαστικά πρόκειται για μια
διαδικασία που λαμβάνει χώρα εντός της ευρύτερης τάσης της σεξουαλικοποίησης του
πολιτισμού, με την οποία είθισται να αποδίδεται η ολοένα και αυξανόμενη παρουσία
διαμεσολαβημένων σεξουαλικών και πορνογραφικών αναπαραστάσεων στη δημόσια
σφαίρα που συντελούν στην εξάπλωση και διεύρυνση του σεξουαλικού Λόγου - μια
κατάσταση δηλαδή όπου το λεξιλόγιο και τα «εργαλεία» της πορνογραφικής κουλτούρας
έχουν διαχυθεί στην καθημερινότητα και στη δημοφιλή κουλτούρα.
Το φαινόμενο της πορνογραφικοποίησης, λοιπόν, αφορά μια διαδικασία όπου η
ορατότητα της πορνογραφίας ενσωματώνεται όλο και περισσότερο ως κομμάτι του
λαϊκού πολιτισμού. Στη βάση αυτή, η έννοια της πορνογραφικοποίησης μπορεί να μην

374
«εξηγεί τίποτα από μόνη της», αλλά ως αναλυτικό εργαλείο, και σε κάθε περίπτωση όχι
ως μια μη διαφοροποιημένη μεγάλη αφήγηση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την
κατανόηση κοινωνικών μετασχηματισμών στον πολιτισμικό χώρο. Για αυτό και είναι η
μορφή του «σικ πορνό» αυτή που σηματοδότησε τη «μετανεωτερίκευση της
πορνόσφαιρας» - δηλαδή την πολιτισμική μεταμόρφωση της πορνογραφικής παράβασης
σε ένα ειρωνικό και σεξουαλικά παιγνιώδες προσανατολισμένο περιεχόμενο στις υστερο-
νεωτερικές συνθήκες της ρευστότητας. Το σικ πορνό δεν είναι ένα καθαυτό πορνό αλλά
η αναπαράσταση, αντιγραφή, παρώδηση, διερεύνηση και μεταμόρφωση του πορνό στη
μη πορνογραφική τέχνη και κουλτούρα, ο πολλαπλασιασμός των μορφών του οποίου
αποτελεί μια ξεχωριστή τάση στην ευρύτερη διαδικασία της πολιτισμικής
σεξουαλικοποίησης και της πορνογραφικοποίησης της κυρίαρχης κουλτούρας.
Έτσι, όλες αυτές οι εξελίξεις μπορεί να νοηθούν ως μέρος ενός
σεξουαλικοποιημένου πολιτισμού, ενός δηλαδή ευρύτερου πολιτισμού της
εξομολόγησης και της δημόσιας οικειότητας, και να ερμηνευθούν όχι μόνο ως απόδειξη
της αλλαγής κοινωνικών στάσεων και γούστου, αλλά και του εκδημοκρατισμού και της
διαφοροποίησης του σεξουαλικού Λόγου, σύμφωνα με την προσέγγιση του Brian
McNair. Αποτελεί όμως σημείο βάσιμης κριτικής στην προσέγγιση του τελευταίου η
απροβλημάτιστη εξίσωση του οικονομικού φιλελευθερισμού με τη σεξουαλική
απελευθέρωση, ειδικά όταν θεωρεί ότι η κουλτούρα του στριπτίζ είναι μια καπιταλιστική
απάντηση στη λαϊκή απαίτηση για πρόσβαση και συμμετοχή στο σεξουαλικό Λόγο. Για
αυτό και του ασκείται κριτική στην αιτίαση περί φιλελευθεροποίησης των στάσεων
απέναντι στο σεξ που παραβλέπει τη συνθετότητα των κοινωνικών διαστάσεων και των
σεξουαλικών πεδίων στις σύγχρονες κοινωνίες της εξατομίκευσης. Γενικότερα, αυτό που
απουσιάζει στη μακναίρεια θεώρηση περί εκδημοκρατισμού της έκφρασης - όπου
«απλοί» άνθρωποι που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως παθητικά αντικείμενα των
μέσων μαζικής ενημέρωσης και γυναίκες πρώην αντικείμενα του «αρσενικού
βλέμματος» γίνονται «αυτόνομα» υποκείμενα και κατασκευάζουν τους τρόπους
αναπαράστασής τους στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που τους παρέχουν οι νέες
τεχνολογίες - είναι οι εκτιμήσεις των προσδοκιών του κοινού, η λογική του πεδίου και οι
απαιτήσεις της αγοράς. Με άλλα λόγια, η πορνογραφικοποίηση ως έννοια συνιστά

375
πρόβλημα και όχι περιγραφή από την στιγμή που συνδέει με συχνά άκριτο τρόπο κάτω
από την ίδια ομπρέλα μια σειρά από ετερόκλητα πράγματα.
Περνώντας τώρα στην ευρύτερη έννοια της σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας,
αυτή είθισται να συνδέεται με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και τη μετάβαση σε
μια κατάσταση όπου το άτομο νοείται κυρίως ως μια αυτορρυθμιζόμενη μονάδα, παρόλο
που η σεξουαλικοποίηση έχει συνδεθεί και με πιο συλλογικές, κοινωνικά
προσανατολισμένες εννοιολογήσεις γύρω από την έννοια της ιδιότητας του πολίτη. Θα
πρέπει όμως να αμφισβητείται και να ασκείται κριτική στην έννοια του
«αυτορρυθμιζόμενου πολίτη» ως το ιδανικό σεξουαλικό υποκείμενο, με την έννοια της
εστίασης στον προβληματικό χαρακτήρα της επίλυσης των ζητημάτων της σεξουαλικής
κοινωνικοποίησης αποκλειστικά στη βάση της αυτορρύθμισης. Είναι σε αυτό το πλαίσιο
που επισημαίνεται ότι η αποσύνδεση της σεξουαλικοποίησης από την κοινωνικά
προσανατολισμένη ατζέντα της κοινωνίας πολιτών συνιστά τον περιορισμό της στα
στενά δεσμά των ατομικών lifestyle επιλογών.
Με όρους σεξουαλικότητας, η διαδικασία της σεξουαλικοποίησης συνιστά,
γενικότερα, μια ετεροφυλοφιλικά προσανατολισμένη εννοιολόγηση ή, όπως μπορεί να
ειπωθεί αλλιώς, υπονοεί μια «ετεροσεξουαλικοποίηση» όπου οι γυναίκες έχουν μάθει να
ζουν και να πειθαρχούν σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ανδροκρατικής
ετεροκανονικότητας - αντιμετωπίζοντας δηλαδή τους εαυτούς τους ως σεξουαλικά
αντικείμενα για την ευχαρίστηση των ετεροφυλόφιλων ανδρών. Υπό αυτή την έννοια, η
σεξουαλικοποίηση ως διαδικασία λαμβάνει χώρα όταν η αξία ενός ατόμου προέρχεται
μόνο από τη σεξουαλική έφεση ή συμπεριφορά του με την παράλληλη εξαίρεση όλων
των άλλων χαρακτηριστικών του, όταν σε ένα πρόσωπο η φυσική του ελκυστικότητα και
γοητεία αποτυπώνεται με το μονοσήμαντο όρο «σέξι», όταν ένα άτομο
αντικειμενοποιείται σεξουαλικά και όταν κάποια μορφής σεξουαλικότητα επιβάλλεται
ανάρμοστα σε ένα άτομο και το ετεροκαθορίζει. Συνιστά, με άλλα λόγια, μια ceteris
paribus συνθήκη της σύγχρονης σεξουαλικής αναπαράστασης. Είναι δε άξιο σημείωσης
ότι ενώ στα κείμενα ενάντια στη σεξουαλικοποίηση τονίζεται η διάχυση σε πολλαπλά
επίπεδα των σεξουαλικών αναπαραστάσεων και της σεξουαλικής αισθητικής, εντούτοις
οι λύσεις φαίνεται να περιορίζονται σε απλές ρυθμιστικές παρεμβάσεις.

376
Αναφορικά τώρα με την υπερσεξουαλική κοινωνία του Kenneth Kammeyer, αυτή
είναι μια κοινωνία στην οποία ο σεξουαλικός Λόγος, η ερωτογραφία και η πορνογραφία
είναι διαρκώς παρούσες σε όλες σχεδόν τις πτυχές της. Ο βασικός άξονας της ανάλυσης
του αμερικανού στοχαστή περιστρέφεται γύρω από τη φουκωική θέση ότι οι
προσπάθειες για καταστολή και λογοκρισία του σεξουαλικού Λόγου οδηγούν, αντίθετα,
στη διόγκωση και στην περαιτέρω αναπαραγωγή του. Βέβαια, η σύγχυση του
σεξουαλικού πλουραλισμού και της ριζοσπαστικοποίησης της οικειότητας με την
υιοθέτηση μιας αποκλειστικά «αισιόδοξης» οπτικής απέναντι στις σεξουαλικές και
πορνογραφικές αναπαραστάσεις, συσκοτίζει το γεγονός ότι τα ρητώς σεξουαλικά υλικά
αποτελούν ένα πεδίο οικονομικών συναλλαγών και ότι για το λόγο αυτό, τόσο η
παραγωγή όσο και η κατανάλωσή τους, δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα όρια μιας
θεώρησης σχέσεων εξουσίας και πολιτικής οικονομίας.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που για την Feona Attwood προοδευτική προοπτική
μπορεί να υπάρξει μόνο στη βάση μιας σεξουαλικής ηθικής που θα μπορούσε να
περιστραφεί γύρω από τις αξίες της ειλικρίνειας, της ευτυχίας και της προσωπικής
ελευθερίας - συνδυαζόμενες όμως με μια υπευθυνοποίηση και αυτο-διακυβέρνηση στα
σεξουαλικά ζητήματα. Μια προσπάθεια δηλαδή για μια ενημερωμένη ιδιότητα του
πολίτη πέρα από πατερναλισμούς και τις δεσμεύσεις της ναρκισσιστικής ατομικότητας,
και όχι μια αναπόφευκτη ροπή προς τις νεοφιλελεύθερης λογικής και άκρως
εμπορευματοποιημένου χαρακτήρα αναπαραστάσεις στο σύγχρονο πλαίσιο της
σεξουαλικοποίησης. Και αυτό γιατί στις εν λόγω αναπαραστάσεις το σώμα
παρουσιάζεται ως εάν αποτελεί την κύρια, ενίοτε μοναδική, πηγή συμβολικού και
κοινωνικού κεφαλαίου για τις γυναίκες. Μια συνθήκη που παρά το γεγονός ότι
παρουσιάζεται ως μια «αρχέγονη» κατάσταση, εντούτοις αποτελεί ένα σύγχρονο
φαινόμενο με την έννοια ότι τα γυναικεία σώματα στη νεωτερικότητα γενικότερα, και
στις υστερο-νεωτερικές συνθήκες με πλέον εμφανή τρόπο και συχνά σε υπερβολικό
βαθμό, αξιολογούνται, ελέγχονται αυστηρά, τμηματοποιούνται και, εν τέλει,
αντικειμενοποιούνται με διαφορετικούς τρόπους από αυτούς των μη διαφοροποιημένων,
παραδοσιακών κοινωνιών. Παραμένει δηλαδή το πρόβλημα της εσωτερίκευσης από μια
μερίδα γυναικών της «αυταπόδεικτης αξίας» του σεξουαλικοποιημένου, πορνογραφικού
σώματος - πρόβλημα που συνδέεται με τον κατακλυσμό ανάλογων εικόνων στη

377
σύγχρονη δημόσια σφαίρα ο οποίος λειτουργεί ως μια διαδικασία κοινωνικοποίησης και
εκμάθησης να παρατηρούν και να αξιολογούν οι ίδιες οι γυναίκες το σώμα τους
βασιζόμενες σε «από τα πάνω» κοινωνικοπολιτισμικές προδιαγραφές της φυσικής
εμφάνισης και «ομορφιάς».
Σε σχέση τώρα με το ζήτημα του εμπορευματοποιήμενου σεξ, πρέπει να
σημειωθεί ότι μια από τις βασικές όψεις της πορνογραφικοποίησης είναι αυτή της
αύξησης της παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών, αλλά πρέπει και να διευκρινιστεί ότι με
τον όρο «πορνογραφικοποίηση», αλλά και με τον εναλλακτικό όρο «πορνοποίηση», δεν
υπονοείται, τουλάχιστον στην τρέχουσα δημόσια συζήτηση, ο όρος «πορνικοποίηση» ο
οποίος θα μπορούσε να λογιστεί ως η κατίσχυση μιας σύγχρονης κουλτούρας της
πορνείας και του αγοραίου έρωτα. Στον τελευταίο όρο, δηλαδή, υπονοείται ότι η έννοια
της συναλλαγής που εμπεριέχεται σε κάθε μορφή αγοραίου έρωτα, στη βάση ότι
προϋποθέτει οπωσδήποτε έναν εργαζόμενο στο χώρο του σεξ και έναν πελάτη ο οποίος
πληρώνει χρήματα για κάποια μορφή σεξουαλικής αλληλόδρασης, βρίσκεται διάχυτη σε
ολόκληρη την κοινωνία και διοχετεύεται κατάλληλα ως ένα ισχυρό μήνυμα ότι όλα
έχουν την τιμή τους, όλα αγοράζονται και, επομένως, όλα θα πρέπει ή μπορεί να
πωλούνται.
Για αυτό και προκρίνεται ο γενικότερος όρος «σεξουαλική εργασία» ώστε να
αναδειχθούν οι εργασιακές διαστάσεις του ζητήματος, χωρίς παράλληλα να υιοθετείται ο
μάλλον πολιτικά φορτισμένος όρος «εργασία στο χώρο του σεξ» που επιδιώκει σε
κάποιο βαθμό να υποστηρίξει την αντίληψη ότι η πορνεία δεν είναι «εγγενώς επιζήμια»
για τις γυναίκες, κυρίως, αλλά και για τους άνδρες που εργάζονται στο χώρο αυτό. Υπό
αυτή την έννοια, η υιοθέτηση του όρου «σεξουαλική εργασία» επεκτείνει τις συζητήσεις
σχετικά με το χώρο του αγοραίου σεξ ως μια οικονομική και επαγγελματική επιχείρηση
στην οποία οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν διάφορες πιέσεις και καθυποτάξεις, αλλά και
αντιστέκονται για να διατηρήσουν τον έλεγχο πάνω στην εργασία τους. Πρέπει βέβαια
να επισημανθεί ότι η πρόσφατη και ολοένα αυξανόμενη χρήση των νέων τεχνολογιών
επικοινωνίας και πληροφοριών για τη σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών
έχει δημιουργήσει μια «κρίση» για την κατάσταση, τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια
των γυναικών και των παιδιών σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν είναι δηλαδή ότι οι νέες
τεχνολογίες οδηγούν σε διαφορετικές μορφές «κακοποίησή» τους, αλλά ότι δημιουργούν

378
έναν προνομιακό χώρο ανεμπόδιστης δράσης και επικοινωνίας που καθιστά και δύσκολη
την ανεύρεση και συγκεκριμενοποίηση των όποιων θυτών, από οποιαδήποτε θέση.
Έτσι, στη βάση των παραπάνω, ένας τρόπος που προκρίνεται από ορισμένους για
να υπερκεραστεί η επικρατούσα τάση για διατήρηση της διάκρισης μεταξύ σκληρής
πορνογραφίας και των μαλακών εκδοχών της που βρίσκουν χώρο στη δημόσια σφαίρα,
είναι να λογιστεί το πορνό ως μια μορφή αγοραίου σεξ. Αν δηλαδή, σύμφωνα με την εν
λόγω προσέγγιση, η μελέτη της πορνογραφίας περιορίζεται στο πλαίσιο μιας, κατά τα
άλλα ευρείας, μελέτης της πορνογραφικοποίησης και σεξουαλικοποίησης της
κουλτούρας, τότε υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος να μην αναδειχθούν ξεκάθαρα οι
λεπτομέρειες της εμπορικής, συμβολαιακού τύπου, συναλλαγής που χαρακτηρίζει τόσο
το αγοραίο σεξ όσο και το πορνό. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι το
εμπορευματοποιημένο σεξ αποτελεί κομμάτι ενός συνολικού επαναπροσδιορισμού της
ερωτικής ζωής όπου το σεξ και το εμπόριο συνδυάζονται, και συνεπώς η πώλησή του
υπόκειται, εκτός των άλλων, και σε μια σειρά κανόνων και χαρακτηριστικών που
αφορούν κάθε εμπορική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι τα
κίνητρα των πελατών έχουν πράγματι συχνά σχέση με τις υφιστάμενες δομές εξουσίας
και ανισότητες, δεν είναι δεδομένο ότι οι άνδρες προστρέχουν στην αγορά σεξουαλικών
υπηρεσιών για την απόκτηση ή άσκηση εξουσίας.
H έμφαση πάντως στον εμπορευματοποιημένο χαρακτήρα του αγοραίου σεξ
οδήγησε στην κατασκευή θεωριών που σχετίζονται με την πορνεία με ιδιαιτέρως
αρνητικά αποτελέσματα για τις εργαζόμενες στο χώρο, αλλά και για τις γυναίκες στο
σύνολό τους. Έτσι, η κυρίαρχη και διάχυτη κριτική προσέγγιση για την πορνεία
βασίζεται κυρίως στην ιδέα ότι η εμπλοκή των γυναικών σε σεξουαλικές επαφές που
βασίζονται σε οικονομική συναλλαγή αποτελούν εξ ορισμού μορφές εκμετάλλευσης,
αντικειμενοποίησης και αλλοτρίωσης. Πρόκειται, βέβαια, για μια θέση που θέτει
συγκεκριμένα και απροσπέλαστα όρια διαχείρισης της γυναικείας σεξουαλικότητας
αναφορικά με τα όρια αυτοδιάθεσης στο πλαίσιο του αγοραίου έρωτα. Με αφορμή όμως
το τελευταίο, θα πρέπει να επισημανθεί με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι σε καμιά
περίπτωση δεν θα πρέπει να παραβλέπονται η συνολική εκμετάλλευση, οι κίνδυνοι και οι
τραυματικές εμπειρίες που ελλοχεύουν για τις εργαζόμενες στο χώρο του σεξ. Για αυτό
και στο βαθμό που ακόμα θεωρείται δεδομένος ο ανδροκεντρικός χαρακτήρας του

379
σύγχρονου δυτικού κράτους, που οι πατριαρχικές δομές της νεοφιλελεύθερης
παγκοσμιοποίησης συνεχίζουν να αναπαράγουν τις έμφυλες ανισότητες και που η
πορνογραφικοποίηση της κουλτούρας δομείται γύρω από μια ανδροκρατική αντίληψη
της σεξουαλικότητας, η ανάδειξη των ζητημάτων του αγοραίου σεξ πρέπει, σε κάθε
περίπτωση, να γίνεται από μια πολύ προσεκτική, κοινωνικά υπεύθυνη και φεμινιστικά
προσανατολισμένη οπτική.
Στο δεύτερο κεφάλαιο «Η κοινωνική κατασκευή της σεξουαλικότητας και του
φύλου» επιχειρήθηκε η θεωρητική πλαισίωση της συζήτησης περί πορνογραφικοποίησης
και σεξουαλικοποίησης με τα ευρύτερα θέματα της σεξουαλικότητας, του σεξ και του
φύλου στις σύγχρονες υστερο-νεωτερικές συνθήκες - και αυτό διότι η κοινωνική
κατασκευή της ταυτότητας του φύλου, η έμφυλη υποκειμενικότητα, το έμφυλο σώμα, το
σεξ και ο έρωτας είναι σημαντικοί τομείς ενδιαφέροντος για τη σύνδεση της
σεξουαλικότητας με τις επίμαχες έννοιες που αναπτύχθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Εδώ, ως ευρύτερο τοπίο της σεξουαλικότητας θα πρέπει να θεωρείται η συνολική
κατάσταση μιας σειράς κανόνων, συμπεριφορών και διαδικασιών κοινωνικοποίησης που
έχουν αναπτυχθεί μέσω ενός δικτύου κοινωνικών Λόγων. Οι δε αλλαγές στην κοινωνική
κατασκευή της σεξουαλικότητας και του καθεστώτος των ερωτικών σχέσεων θεωρούνται
όψεις μιας συνολικής ρευστότητας στην προσωπική σεξουαλική ταυτότητα, της
αποσύνθεσης της διάκρισης μεταξύ ομοφυλοφιλικού και ετεροφυλοφιλικού, και της
αμφισβήτησης της ετεροκανονικότητας.
Πιο ειδικά, ο όρος «ετεροκανονικότητα» αναφέρεται, κατά βάση, στην πεποίθηση
ότι όλοι είναι ετεροφυλόφιλοι, αλλά και την αναγνώριση ότι οι κοινωνικοί, πολιτικοί και
πολιτισμικοί φορείς στο σύνολό τους είναι χτισμένοι γύρω από ένα ετεροφυλοφιλικό
μοντέλο σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η διαλεκτική, δηλαδή, σχέση
σεξουαλικής κανονικότητας και παρέκκλισης περιλαμβάνει την οριοθεσία της πρώτης με
σκοπό την αποτροπή της δεύτερης - με τον Λόγο της τελευταίας όμως να
χρησιμοποιείται για την κατασκευή της κανονικότητας μέσω του ορισμού του τί θα
πρέπει να απαγορεύεται. Αυτή η σχέση αποτελεί μια δυναμική κοινωνική διαδικασία,
ειδικά στις παρούσες συνθήκες όπου παρατηρείται μια μετατόπιση από ένα μοντέλο
σεξουαλικής συμπεριφοράς που βασίζονταν στις προσωπικές σχέσεις σε ένα πιο
ψυχαγωγικά προσανατολισμένο - μια αναδιαμόρφωση δηλαδή της ερωτικής ζωής στην

380
οποία η επιδίωξη της σεξουαλικής οικειότητας δεν παρεμποδίζεται αλλά ίσα-ίσα
διευκολύνεται στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Στις υστερο-νεωτερικές
συνθήκες δηλαδή, οι άνθρωποι έχουν γίνει σεξουαλικοί αφηγητές σε μια συνολικά
σεξουαλικά αφηγηματική κοινωνία όπου οι οικείες εμπειρίες συνδέονται σε μια
αδιάκοπη αφήγηση της ζωής.
Εδώ το ενδιαφέρον της σεξουαλικής δραστηριότητας επικεντρώνεται αυστηρά
στην οργασμική επίδρασή που έχει στον άνθρωπο. Όπως δηλαδή ορθά έχει τονιστεί, το
μετανεωτερικό σεξ και η συζήτηση γύρω από αυτό επικεντρώνονται κατά βάση στο
ζήτημα του οργασμού. Παρατηρείται βέβαια και ένας «συνεχής συντηρητισμός»
αναφορικά με το διάλογο γύρω από το σεξ, κυρίως στην τηλεόραση, όπου φαίνεται να
κυριαρχούν οι κανονιστικές κατασκευές του φύλου και της σεξουαλικότητας, η
απεικόνιση των γυναικών ως υποκείμενες στην ανδρική εξουσία, η ανάδειξη της
σεξουαλικής διαφορετικότητας ως σκανδαλώδη και αποκλίνουσα, και η πρόκριση της
σεξουαλικής επίδοσης και επιτέλεσης έναντι της απόλαυσης και της χαράς. Είναι με
άξονα τα παραπάνω που οι δυνάμεις της αγοράς και ένα μεγάλο κομμάτι των
εμπορευματοποιημένων μέσων μαζικής επικοινωνίας συνέβαλαν από μεριάς τους στην
κατασκευή μιας κοινωνικής πραγματικότητας όπου οι έννοιες της σεξουαλικής
χειραφέτησης και της υποκειμενικότητας από τη μια και της ηδονιστικής ελευθεριότητας
και κατανάλωσης από την άλλη, κατέληξαν να νοούνται στις περισσότερες περιπτώσεις
συμπληρωματικές, αν όχι και ταυτόσημες στις πιο ακραίες εκδοχές τους.
Η κριτική δηλαδή που ασκείται εδώ περιστρέφεται ουσιαστικά γύρω από μια
«σεξουαλική ελευθεριακότητα» που δεν απελευθερώνει αλλά τουναντίον καθιστά την
ανδρική κυριαρχία και τη γυναικεία υποταγή ερωτική, επιδοκιμάζοντας και
αναπαράγοντας έτσι τις κατεξοχήν πατριαρχικές αξίες. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια
διάχυτη κριτική ότι, στη βάση ότι ο εξαστισμένος άνδρας συνεχίζει να αποτελεί το
βασικό και κυρίαρχο οργανωτή και αξιολογητή της σεξουαλικότητας, η ανδροκεντρική
προσέγγιση τόσο στην περιγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας όσο και στα
σεξουαλικά ζητήματα είναι κυρίαρχη. Είναι υπό αυτή την έννοια που η σεξουαλικότητα
αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, μια μετωνυμία για το δικαίωμα στην αυτόνομη
ανάπτυξη της προσωπικότητας. Το όλο ζήτημα, βέβαια, περιπλέκεται ακόμα
περισσότερο με την ανάδυση των νέων θηλυκοτήτων που εγγράφονται στο ευρύτερο

381
πλαίσιο των κοινωνιών της εξατομίκευσης στην ύστερη νεωτερικότητα. Δεδομένου
μάλιστα ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κυρίως το διαδίκτυο έχουν αντικαταστήσει
σε κάποιο βαθμό το σχολείο ως «αίθουσα διδασκαλίας» για τη σεξουαλική
διαπαιδαγώγηση, φαίνεται ότι αναδύεται ένα μοντέλο σεξουαλικού πολίτη που
αυτοπροβάλλεται από νεαρή ηλικία ως ένας ενημερωμένος καταναλωτής, γνώστης των
μέσων και σεξουαλικά επαΐων.
Σε αυτό το πλαίσιο σεξουαλικής κοινωνικοποίησης, τονίζεται ότι ενώ το σεξ για
την καινούρια γενιά είναι κάτι συνηθισμένο και οικείο, η αγάπη είναι κάτι αβέβαιο,
τρομακτικό, ενίοτε ακατόρθωτο για κάποιους, ακόμα και μια μυθοπλασία που, για
κάποιους, απευθύνεται «αποκλειστικά» στις γυναίκες και στα νεαρά κορίτσια. Η δε
σύγχρονη, νεωτερικού τύπου αγάπη συνδέεται ως έννοια και με τη μετάβαση σε μια
κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ατομική επιλογή των συντρόφων και, ως εκ
τούτου, με τη βελτίωση της κατάστασης των γυναικών - με την έννοια της απόδοσης
ιδιοτήτων φορέας δράσης σε ένα πλαίσιο χειραφετικών και αυτόνομων αποφάσεων και
επιλογών. Βέβαια, στο μεταμοντέρνο ειδύλλιο δεν υπάρχει πια η δια βίου ρομαντική
αφήγηση επί τη βάσει των συναισθημάτων της αγάπης η οποία έχει συμπιεστεί στη
σύντομη, επαναλαμβανόμενη και αυτοαναφορική μορφή της σχέσης. Μια κριτική δε
προσέγγιση της τελευταίας θα μπορούσε να την θεωρήσει ως μια μεταμοντέρνα έκφραση
της εμπειρίας των αισθήσεων, των επιθυμιών και των απολαύσεων, χωρίς όμως τη
μεσολάβηση του Λόγου και της αναστοχαστικής αφήγησης του εαυτού.
Αναφορικά τώρα με το ζήτημα του φύλου, αυτό συνιστά ένα πρότυπο
κοινωνικών σχέσεων στο οποίο ορίζονται οι θέσεις των γυναικών και των ανδρών,
διαπραγματεύονται τα πολιτισμικά νοήματα του να είσαι άνδρας και γυναίκα, και
χαράσσονται οι διαδρομές τους μέσα στη ζωή. Στο πλαίσιο της ετεροφυλοφιλικής
μορφολογίας, το φύλο γίνεται αντιληπτό ως μια θεμελιώδης, δυαδικού χαρακτήρα
διαφορά που διαχωρίζει τους άνδρες και τις γυναίκες, με την ερωτική και σεξουαλική
επιθυμία εδώ να εδράζεται κατά κύριο λόγο στην επιθυμία της διαφορετικότητας -
πρόκειται, με άλλα λόγια, για έναν «ετεροσεξουαλικό στρουκτουραλισμό». Για την
Judith Butler, το φύλο δεν αποτελεί μια σταθερή ταυτότητα ή εστία προσωπικής ισχύος
αλλά είναι μια αδύναμα δομημένη ταυτότητα που έχει συσταθεί μέσω μιας
στυλιζαρισμένης επανάληψης επιμέρους πράξεων - με το σώμα εδώ να γίνεται μια από

382
τις πλέον κύριες εκφράσεις του φύλου μέσα από μια σειρά δράσεων οι οποίες
ανανεώνονται και αναθεωρούνται με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, οι δυνατότητες
έμφυλης μεταμόρφωσης βρίσκονται στην αυθαίρετη σχέση μεταξύ αυτών των πράξεων,
στη δυνατότητα ενός διαφορετικού είδους επανάληψης και στη διακοπή ή ανατρεπτική
επανάληψη αυτού του στυλ.
Για την αμερικανίδα διανοήτρια, από την στιγμή που το φύλο και το κοινωνικό
φύλο αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστές κατηγορίες, δεν υπάρχει κανένας λόγος
αναπαραγωγής της δυαδικότητας του φύλου αφού οι άνθρωποι και τα σώματα
«μετουσιώνονται» σε φύλο μέσω της διαρκούς επιτέλεσης του κοινωνικού φύλου. Υπό
αυτή την έννοια και σύμφωνα με την γνωστή φρασεολογία της, «το φύλο είναι
επιτελεστικό». Γενικότερα, η έννοια της επιτελεστικότητας επιδιώκει να αντιμετωπίσει
ένα ορισμένο είδος κοινωνικού θετικισμού σύμφωνα με το οποίο υπάρχουν ήδη
οριοθετημένες αντιλήψεις περί φύλου, χρησιμοποιείται για να αντιμετωπίσει μια
συγκεκριμένη τεκμηρίωση περί πολιτισμικής κατασκευής και για να περιγράψει μια
σειρά από διαδικασίες που παράγουν οντολογικά αποτελέσματα και οδηγούν σε
συγκεκριμένες, κοινωνικά δεσμευτικές συνέπειες. Για παράδειγμα, πρέπει να θεωρείται
δεδομένο ότι οι αλλαγές στο σύστημα των φύλων που συντελέστηκαν τις τελευταίες
δεκαετίες υπήρξαν άνισες - με την έννοια ότι η υποτίμηση των δραστηριοτήτων που
παραδοσιακά γινόταν από γυναίκες δεν έχει αλλάξει πολύ, ότι ενώ οι γυναίκες εισήλθαν
σε κάποιο βαθμό στα ανδρικά επαγγέλματα δεν συνέβη το ίδιο από την πλευρά των
ανδρών και ότι οι ουσιοκρατικές αντιλήψεις περί φύλου συνεχίζουν να επικρατούν, αν
όχι κυριαρχούν, σε μια σειρά από τομείς της ευρύτερης κοινωνικής ζωής.
Στο τρίτο κεφάλαιο «Μεταφεμινιστική κουλτούρα και μεταφεμινιστικός
σεξισμός» έγινε προσπάθεια να εννοιολογηθεί η πρώτη (μακρο-)επίδραση της
πορνογραφικά προσανατολισμένης σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας που έχει να
κάνει με την κατίσχυση μιας σεξιστικού τύπου μεταφεμινιστικής αισθητικής, ή αλλιώς
αυτό που αποκλήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής «μεταφεμινιστικός
σεξισμός». Σε αυτό πλαίσιο εξετάστηκαν και μια σειρά από επιμέρους ζητήματα για τη
φεμινιστική σκέψη συνολικά, όπως για παράδειγμα η ρητορική περί του
νεοφιλελεύθερου θηλυκού υποκειμένου, η στροφή της υποκειμενοποίησης, η στρατηγική
της ανανοηματοδότησης και το σύγχρονο πρόσωπο του σεξισμού. Πιο συγκεκριμένα, ο

383
μεταφεμινισμός εδώ αναφέρεται τόσο σε μια ιστορική στιγμή όσο και σε ένα πολιτισμικό
φαινόμενο που λαμβάνει χώρα μετά το δεύτερο κύμα φεμινισμού. Η κατανόηση δηλαδή
της γυναικείας, σεξουαλικής ή μη, ταυτότητας με όρους μεταφεμινισμού, ή αλλιώς
τρίτου κύματος φεμινισμού, δεν συνιστά μόνο μια απομυθοποίηση των πατριαρχικών
ορισμών της «σωστής» γυναικείας συμπεριφοράς, αλλά και των ορισμών του δευτέρου
κύματος περί «ενδεδειγμένων» συμπεριφορών.
Από την άλλη και κατά τις πιο κριτικές προσεγγίσεις, ο μεταφεμινισμός είναι μια
ενεργή διαδικασία με την οποία τα φεμινιστικά κέρδη της δεκαετίας του 1970 και του
1980 υπονομεύθηκαν μέσω της ρητορικής ότι η ισότητα έχει επιτευχθεί προκειμένου να
δημιουργηθεί ένα ολόκληρο ρεπερτόριο νέων εννοιών που στον πυρήνα τους βρίσκεται η
άποψη ότι ο φεμινισμός δεν είναι πλέον απαραίτητος - ειδικά για τις νεαρές γυναίκες που
πρέπει να κρατούν μια απόσταση από αυτόν για το καλό της κοινωνικής και σεξουαλικής
τους παρουσίας και αναγνώρισης. Έτσι, ο μεταφεμινισμός, σύμφωνα και με το πλούσιο
έργο της Rosalind Gill, θα πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως μια «διακριτή
ευαισθησία/αισθαντικότητα» που αποτελείται από μια σειρά αλληλένδετων στοιχείων,
όπως η εστίαση στο σώμα και στη σεξουαλικότητα ως βασικό κομμάτι της θηλυκότητας,
η μετάβαση από τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση στη σεξουαλική υποκειμενοποίηση, η
έμφαση στην αυτο-επιτήρηση, τον αυτοέλεγχο και την αυτοπειθαρχία, η εστίαση στην
ατομικότητα, την επιλογή, την ελευθερία και την ενδυνάμωση, η κυριαρχία ενός
προτύπου αλλαγής, διαμόρφωσης και αυτο-μεταμόρφωσης, η αναβίωση των ιδεών περί
«φυσικών» σεξουαλικών διαφορών στη βάση της συμπληρωματικότητας των δύο φύλων,
αλλά και η θεώρηση ως δεδομένων των φεμινιστικών ιδεών και κατακτήσεων
παράλληλα με μια σφοδρή άρνηση του φεμινισμού.
Κύριο δε χαρακτηριστικό του μεταφεμινιστικού Λόγου είναι η «διπλή εμπλοκή»
φεμινιστικών και αντιφεμινιστικών ιδεών - η απόδοση, δηλαδή, ιδιοτήτων φορέα δράσης
στις γυναίκες και δυνατότητας ελευθερίας επιλογών από τη μια, αλλά για να επιλέξουν
να υιοθετήσουν ξανά μια παραδοσιακού τύπου θηλυκότητα από την άλλη. Στη βάση
αυτή ασκείται η κριτική ότι ο μεταφεμινισμός δεν συνιστά τίποτα άλλο παρά μια
αναθεώρηση του φεμινισμού που ενθαρρύνει τον ιδιωτικό και καταναλωτικό τρόπο
ζωής, παρά την καλλιέργεια μιας επιθυμίας για δημόσια ζωή και πολιτικό ακτιβισμό.
Πρέπει δηλαδή να επισημανθεί ότι από πολλές φωνές αναδεικνύεται ως προβληματική η

384
ισχυρή σχέση και σύνδεση του μεταφεμινισμού με το νεοφιλελευθερισμό - κυρίως στη
βάση της έμφασης και της εστίασης στο σύγχρονο εξατομικευμένο υποκείμενο που στις
υστερο-νεωτερικές συνθήκες καλείται μόνο του να επιλέξει τρόπους ζωής, κατασκευής
ταυτότητας και αυτοπραγμάτωσης με άξονα τη λεγόμενη τυραννία των επιλογών λόγω
της πολλαπλότητας των εγκλίσεων στο σύγχρονο κόσμο.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο λειτουργίας του καπιταλισμού που το πρότυπο της νέας,
αυτόνομης και διεκδικητικής γυναίκας έχει καταστεί το κυρίαρχο και πλέον
αντιπροσωπευτικό για τις νέες γυναίκες πρότυπο. Πρόκειται για την περίπτωση της
φιγούρας μιας «νέας γυναίκας», ενός τύπου ναρκισσιστικού επαγγελματία που
αντιπροσωπεύει και συμβολίζει τη γυναικεία ανεξαρτησία, την αυτο-διαμόρφωση του
στυλ και την κατανάλωση σε ένα ρευστό και σχετικιστικά ηθικό κοινωνικό πλαίσιο. Ο δε
ναρκισσισμός που εκφράζεται μέσα από τις παραπάνω κατασκευές γυναικείων
ταυτοτήτων και πρακτικών λειτουργεί για την προώθηση ενός γυναικείου φορέα δράσης
που βασίζεται στη διαμόρφωση ενός υποκειμένου που μοιάζει και παραπέμπει στην
ετεροσεξουαλική ανδρική φαντασίωση. Έτσι, αν και φεμινιστικές αξίες όπως το
δικαίωμα στον καθορισμό της σεξουαλικότητας, η σεξουαλική απελευθέρωση και η
προσωπική ενδυνάμωση ενσωματώνονται στη μεταφεμινιστική κουλτούρα του στριπτίζ -
η άνοδος της οποίας δεν σηματοδότησε το τέλος του φεμινισμού αλλά εκλήφθηκε ως
σημάδι ότι το φεμινιστικό πρόταγμα είχε εκπληρωθεί - εντούτοις πολλές φορές
εκφυλίζονται σε μια επιδεικτική, αρσενικο-φαντασιακή καρικατούρα της γυναικείας
σεξουαλικότητας και της αυτο-αποκάλυψης.
Όσο δηλαδή και αν προκύπτουν γυναικείοι χαρακτήρες, πρακτικές και
συμπεριφορές που διαταράσσουν την ηγεμονική κανονικότητα, οι ανδροκρατικές δομές
φαίνεται ότι έχουν την ικανότητα είτε να σιγούν είτε να απορροφούν και να
ενσωματώνουν τις όποιες εναλλακτικές αναγνώσεις. Είναι σε αυτή την κατάσταση που
μια εκ νέου οριζόμενη παραδοσιοκρατία κανονικοποιεί τις κλασσικού τύπου πατριαρχικά
οριζόμενες αξίες, όπως αυτές του σπιτιού και της οικογένειας, αλλά και τα
αρσενοκεντρικά προτάγματα, όπως η συνεχής αυτο-σεξουαλικοποίηση του εαυτού που
συντελείται σε μια θεμελιώδη, αμετάβλητη και ουσιοκρατικά προσανατολισμένη
κατάσταση σύναψης προσωπικών σχέσεων και εκπλήρωσης επιθυμιών. Ο δε Λόγος του
μεταφεμινισμού σε αυτό το πλαίσιο ενεργοποιεί μια νέα άρθρωση που κατασκευάζει

385
διαφορές έτσι ώστε η εν λόγω επιλογή να αποτελεί εξ ορισμού αποτέλεσμα «αυτόνομων
αποφάσεων ενδυναμωμένων φορέων δράσης».
Έτσι, παράλληλα με την εκ νέου κανονικοποίηση παραδοσιακών αξιών
προκρίνεται και μια «χειραφετικού» χαρακτήρα απελευθέρωση των ορίων της
εργαλειακής χρήσης του γυναικείου εαυτού και σώματος με όχημα τα προσωπικά
χαρακτηριστικά, την κατασκευή της «ομορφιάς», την επιτέλεση της σεξουαλικότητας
και τη διαχείριση των προσωπικών σχέσεων. Κατεξοχήν άξονας αυτής της τάσης
εντοπίζεται στη μετατόπιση από τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση στη σεξουαλική
υποκειμενοποίηση. Πιο αναλυτικά, πρόκειται για μια στροφή που προκρίνει την πλήρη
ευχέρεια και ελευθερία στις, νέες κυρίως, γυναίκες να χρησιμοποιήσουν με οποιοδήποτε
τρόπο και για οποιοδήποτε σκοπό την ομορφιά τους, το σώμα τους και τις σεξουαλικές
σχέσεις τους γενικότερα. Εδώ, η σεξουαλική αντικειμενοποίηση δεν είναι κάτι που
γίνεται στις γυναίκες από τους άνδρες αλλά το αποτέλεσμα μιας «ελεύθερης επιλογής»
και, υπό αυτή την έννοια, είναι δύσκολο να της ασκηθεί κριτική. Το πρόβλημα δηλαδή
είναι ότι η έμφαση στην αυτόνομη, ουσιαστικά αυτόβουλη, επιλογή υπονοεί ότι το
νεοφιλελεύθερο δρών υποκείμενο γίνεται αντιληπτό αποκλειστικά ως ένας ορθολογικός,
υπολογιστικός και αυτορρυθμιζόμενος φορέας δράσης ο οποίος φέρει την πλήρη ευθύνη
στη διαμόρφωση των συνθηκών ζωής του, άσχετα από το πόσο σοβαροί, αυστηροί και
υπονομευτικοί είναι οι κοινωνικοί περιορισμοί, συνθήκες και δομές για αυτόν.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα ζητήματα της σεξουαλικότητας στο πλαίσιο της
καθημερινότητας όλων των γυναικών δεν μπορεί να μην αποτελούν συνεχώς αντικείμενο
ενδιαφέροντος και επισταμένης ανάλυσης και κριτικής για τη φεμινιστική σκέψη και
δράση - ιδίως υπό το πρίσμα της κατίσχυσης της πορνογραφικής αισθητικής στο πλαίσιο
της σεξουαλικοποίησης της κυρίαρχης κουλτούρας. Συνολικά λοιπόν, ένα κομμάτι της
φεμινιστικής σκέψης προτείνει το όποιο υπερβατικό κύμα του φεμινισμού μετά το
δεύτερο να εκμεταλλεύεται και να συνδυάζει τόσο τη λογική του αυτόνομου φορέα
δράσης και το πρόταγμα της ενδυνάμωσης, όσο και την ικανότητα για συλλογικές
απαιτήσεις - αλλά και την παράλληλη υπέρβαση κάθε είδους διαχωριστικών γραμμών
ανάμεσα σε γυναίκες, πέρα από κάθε προτίμηση ή στάση ζωής που τις διαφοροποιεί.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι πράγματι κατά τις τελευταίες τέσσερις
δεκαετίες ο φεμινισμός συνολικά ως κίνημα προσπάθησε να άρει τις αντινομίες και

386
ανισότητες, να επαναπροσδιορίσει την κατανόηση της υποκειμενικότητας και της
ιδιότητας του φορέα δράσης τόσο στην κοινωνική πρακτική όσο και στην κοινωνική
έρευνα, αλλά και να διατηρήσει σε σημαντικό βαθμό ανοιχτά μια σειρά από φλέγοντα
ζητήματα.
Για παράδειγμα, δεν μπορεί να μην σημειωθεί ότι το γενικότερο ζήτημα του
σεξισμού που αποτέλεσε αντικείμενο έντονου ενδιαφέροντος από πλευράς του
φεμινιστικού κινήματος, παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα για το τελευταίο στο πλαίσιο της
πορνογραφικά προσανατολισμένης σεξουαλικοποίησης της κουλτούρας και της διάχυσης
της μεταφεμινιστικής αισθητικής. Η επανεισαγωγή εδώ του σεξισμού δεν τον
αντιλαμβάνεται ως κάτι που ενδημεί σε απρεπείς εικόνες ή σε προβληματικά
στερεότυπα, αλλά ως μια ιδεολογία, έναν Λόγο που αποτελεί συστατικό στοιχείο της
κυρίαρχης «κοινής λογικής» και ενός πιο «αυτονόητου» τρόπου σκέψης, αισθημάτων και
ύπαρξης στο σύγχρονο κόσμο. Ένας δε βασικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο
σύγχρονος σεξισμός, ή αλλιώς για ορισμένους ετεροσεξισμός, είναι ακριβώς μέσα από
την ακύρωση και την εκμηδένιση κάθε λόγου περί δομικών ανισοτήτων - ή, αλλιώς, η
δραστικότητα του σεξισμού εδράζεται στην εξαιρετικά περιορισμένη δυνατότητα
ανάδειξης και στηλίτευσής του.
Υπάρχει οπότε η ανάγκη για την εννοιολόγηση ενός νέου, πιο περιγραφικού,
είδους σεξισμού που να σχετίζεται με τη λογική της πορνογραφικοποίησης και της
άκρατης σεξουαλικοποίησης. Ενδεχομένως, λοιπόν, η έννοια του μεταφεμινιστικού
σεξισμού να μπορεί συμβάλλει σε μια αρτιότερη εννοιολόγηση του σεξισμού που
στοιχειοθετείται με άξονα τη σεξουαλική υποκειμενοποίηση, αλλά και στην ιδεολογική
αποφόρτιση αναφορικά με τα ζητήματα της πορνογραφίας - δεδομένης και της
απόρριψης του «πορνογραφικού σεξισμού» ως μια δόκιμη, με προοπτικές εκτεταμένης
χρήσης ορολογία. Από την άλλη όμως, δεν μπορεί και να μην σημειωθεί ότι η υιοθέτηση
του όρου «μεταφεμινιστικός σεξισμός» είναι σε κάποιο βαθμό επισφαλής αναφορικά με
την χρήση του - τόσο λόγω της αμφιθυμίας του όρου «μεταφεμινιστικός», όσο και του
ενδεχόμενου να αποδοθεί κατά παραπλανητικό τρόπο ως αποκλειστική πηγή του
σύγχρονου σεξισμού οι χειραφετικές δράσεις των γυναικών στο πλαίσιο της
μεταφεμινιστικής αισθητικής. Υπό αυτή την έννοια και δεδομένης της παραπάνω
επιφύλαξης, ως μεταφεμινιστικός σεξισμός θα μπορούσε να νοηθεί η οιονεί

387
νομιμοποιημένη από τη μεταφεμινιστική κουλτούρα διάχυση σεξιστικών Λόγων και
ρηματικών πρακτικών σε μια κοινωνική πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από την
ανδροκεντρικού χαρακτήρα πορνογραφικοποίηση και σεξουαλικοποίηση.
Είναι σε αυτό το ανταγωνιστικά δομημένο πλαίσιο (ετερο-)προσδιορισμού των
κυρίαρχων προτύπων εμφάνισης, ομορφιάς και σεξουαλικής συμπεριφοράς που η
μεταφεμινιστική πρακτική αντέταξε τη χαρακτηριστική στρατηγική της προσπάθειας να
επανανοηματοδοτηθούν χλευαστικοί και πρόδηλα σεξιστικοί όροι περιγραφής της
σεξουαλικότητας και του γυναικείου κατά βάση σώματος. Με άλλα λόγια, στην
στρατηγική της «επανακωδικωποίησης» το γέλιο, η ειρωνεία και η παρωδία γίνονται ένα
ισχυρό εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη μιας πιο χαλαρής και ελεύθερης
σχέσης με τη σεξουαλικότητα, και στην αποδόμηση των όποιων στερεοτύπων. Από την
άλλη βέβαια, δεν μπορεί και να μην επισημανθεί ότι στην πιο χυδαία του μορφή ο
επιθετικός μεταφεμινιστικός λόγος εκφυλίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις σε ένα
σεξιστικό συμψηφισμό που δεν συμβάλλει σε καμιά συλλογική χειραφέτηση, παρά μόνο
καλλιεργεί μια σπειροειδή γραμμή κυνισμού αναφορικά με τα ζητήματα της
σεξουαλικότητας που οδηγεί στην αναπαραγωγή των υπονομευτικών διαστάσεων του
κάθετου κολλεκτιβισμού στο πεδίο των έμφυλων σχέσεων.
Αν πάντως υπάρχει ένα είδος κειμένων που έχει συνδεθεί όσο κανένα άλλο με τη
μεταφεμινιστική λογική και την εν λόγω στρατηγική της ανανοηματοδότησης, αυτό είναι
το chick lit, ένα είδος λογοτεχνίας που συνιστά με απλά λόγια μια ρομαντική κωμική
μυθοπλασία. Εδώ, το μεταφεμινιστικό ρομάντζο αποτελεί έναν ιδεότυπο του
μαξιμαλισμού του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου - είναι δηλαδή τόσο αιτία όσο και
σύμπτωμα μιας υστερο-νεωτερικής κουλτούρας που από τη μια «εκσυγχρόνισε» την
έννοια του γάμου και από την άλλη «ιδιωτικοποίησε» το συναίσθημα, με την έννοια της
πλήρους εξατομίκευσης στο πεδίο των σχέσεων οικειότητας. Είναι όμως και ένα είδος
στο οποίο επανεγγράφεται το κλασσικού τύπου ρομάντζο με έναν τρόπο που όχι μόνο
δεν επιτρέπει τις σύνθετες και πολυλογικές προσεγγίσεις στις έννοιες της εξουσίας, της
υποκειμενικότητας και της επιθυμίας, αλλά τουναντίον προκρίνει με έναν πρόδηλα
μονολιθικό τρόπο τη «σωτηρία» των γυναικών μέσω των απολαύσεων του σώματός τους
και της ύπαρξης ενός «καλού» άνδρα στη ζωή τους.

388
Το δε κείμενο που απασχόλησε έντονα την επιστημονική, φεμινιστική και μη,
σκέψη αναδεικνύοντας έτσι μια σειρά από επισημάνσεις και επιφυλάξεις για το, αρχικά,
διθυραμβικά εκθειαζόμενο χειραφετικό και απελευθερωτικό Λόγο που το χαρακτήριζε,
είναι το Sex and the City. Συνολικά, η εν λόγω τηλεοπτική σειρά αποτυπώνει τις
καταναλωτικές τάσεις που προώθησαν τα συμβατικά συμφέροντα των γυαλιστερών
γυναικείων περιοδικών, αναδεικνύοντας έτσι τη σύνδεση του καταναλωτισμού με τις
μορφές σεξουαλικότητας που προκρίνονται σε αυτά - μορφές σεξουαλικότητας στις
οποίες η σεξουαλική ευχαρίστηση και η ιδιότητα του φορέα δράσης των γυναικών
ενθαρρύνεται κυρίως ως κομμάτι ενός αποκλειστικά ιδιωτικού και καταναλωτικού
τρόπου ζωής. Υπό αυτή την έννοια, η διάσημη τηλεοπτική επιτυχία πράγματι φαίνεται να
προωθεί μια ατομοκεντρική παρά μια συλλογική μορφή ενδυνάμωσης και χειραφέτησης.
Στο τέταρτο, τέλος, κεφάλαιο του δευτέρου μέρους «Ανδρικότητες και
πραγμοποίηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας» επιχειρήθηκε να εννοιολογηθεί υπό το
πρίσμα της κοινωνικής κατασκευής της αρσενικότητας η δεύτερη (μακρο-)επίδραση της
πορνογραφικοποίησης στο πεδίο της σεξουαλικότητας, αυτή της «προϊούσας
πραγμοποίησης της ηγεμονικής αρρενωπότητας». Πιο αναλυτικά, η έννοια της
ηγεμονικής αρρενωπότητας που έχει εισαχθεί στη δημόσια επιστημονική συζήτηση
ουσιαστικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 με το έργο της διάσημης αυστραλιανής
κοινωνιολόγου Raewyn Connell, ορίζεται σύμφωνα με την τελευταία ως «η διαμόρφωση
μιας έμφυλης πρακτικής που ενσωματώνει την τρέχουσα αποδεκτή απάντηση στο
πρόβλημα της νομιμοποίησης της πατριαρχίας η οποία διασφαλίζει, ή θεωρείται ότι
διασφαλίζει, τη δεσπόζουσα θέση των ανδρών και την υποταγή των γυναικών» και που
ελέγχει μια ιεραρχία ανδρισμών που έχει συσταθεί με τρόπο που να διατηρεί τις εν λόγω
έμφυλες σχέσεις. Παρά το ότι η ηγεμονική αρρενωπότητα δεν φαίνεται να είναι η πιο
κοινή μορφή αρσενικότητας που επιτελείται και ασκείται, εντούτοις υποστηρίζεται από
την πλειοψηφία των ανδρών που επωφελούνται από τη συνολική υποταγή των γυναικών,
το λεγόμενο και «πατριαρχικό μέρισμα» - ένα δηλαδή «όφελος τιμής, κύρους και
δικαιώματος» των ανδρών να κυβερνούν και να κατέχουν υλικό πλούτο και κρατική
εξουσία από την στιγμή που ως ομάδα συμφερόντων τείνουν να υποστηρίζουν την
ηγεμονική αρρενωπότητα ως μέσο υπεράσπισης της πατριαρχίας και της δεσπόζουσας
θέσης τους πάνω στις γυναίκες.

389
Επειδή όμως η ηγεμονική αρρενωπότητα κατασκευάζεται διαλεκτικά τόσο σε
σχέση με τις γυναίκες όσο και με τις «υποταγμένες» και περιθωριοποιημένες
αρσενικότητες, μια κατάσταση δηλαδή που συνιστά περίπλοκες και πολυεπίπεδες
κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, προκρίθηκε η ανάγκη για μια ανασύνθεση της έννοιας.
Έτσι, η ηγεμονική αρρενωπότητα πρέπει, σύμφωνα με την αυστραλιανή κοινωνιολόγο,
να κατανοείται ως ένας συνδυασμός της πολλαπλότητας των ανδρισμών και της
ιεράρχησης των αρσενικοτήτων - και αυτό διότι η ιδέα της ιεραρχίας των ανδρισμών
συνεχίζει να συνιστά ένα πλαίσιο ηγεμονίας και πρότυπο αναφοράς που λειτουργεί εν
μέρει μέσω της αναπαραγωγής υποδειγμάτων αρρενωπότητας και όχι ένα σχήμα
κυριαρχίας που απλά βασίζεται στη βία. Με άλλα λόγια, η κατανόηση της ηγεμονικής
αρρενωπότητας θα πρέπει να ενσωματώνει μια πιο ολιστική κατανόηση της ιεραρχίας
του φύλου όπου θα αναγνωρίζεται τόσο η ιδιότητα του φορέα δράσης και των μη
κυρίαρχων ομάδων, όσο και οι διαστάσεις των επιμέρους κοινωνικοπολιτισμικών
δυναμικών που μπορεί να αναπτυχθούν εντός και πέρα από τις έμφυλες ιεραρχήσεις.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η παραπάνω θεώρηση είναι ενταγμένη σε μια
γενικότερη στροφή που έλαβε χρόνια τα τελευταία χρόνια στις αστικού τύπου κοινωνίες.
Εκεί δηλαδή που κάποτε οι άνδρες αντιπροσώπευαν μια μάλλον «αόρατη» κανονικότητα
της ανθρώπινης ύπαρξης και εμπειρίας, σήμερα είναι μια «υπέρ ορατή» έμφυλη ομάδα,
με επιστήμονες, δημοσιογράφους και άλλους ενδιαφερόμενους να αφιερώνουν ιδιαίτερη
προσοχή στη μελέτη και τον σχολιασμό της έννοιας της αρρενωπότητας και των
επιμέρους και ποικίλων ανδρισμών. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι ιδιαίτερης σημασίας οι
μορφές του «νέου άνδρα» και του «νέου παλικαρά/μάγκα» που απαντώνται συνεχώς στις
δυτικοκεντρικές κοινωνίες ως εμβληματικές μορφές της κυρίαρχης μορφής της
σύγχρονης αρρενωπότητας. Πιο αναλυτικά, ο νέος άνδρας και ο νέος παλικαράς θα
πρέπει να αντιμετωπιστούν ως Λόγοι κατανόησης της σύγχρονης έννοιας του ανδρισμού
που προκύπτουν με διαφορετικούς τρόπους, σε διαφορετικούς χρόνους, στο πλαίσιο
διαφορετικών πρακτικών και δεν εκτοπίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά συνυπάρχουν ως
εναλλακτικές μορφές αρρενωπότητας που επαναλαμβάνονται, ανακυκλώνονται,
προσαρμόζονται και επαναπροσδιορίζονται σε συγκεκριμένες όψεις τους.
Ο νέος άνδρας χαρακτηρίζεται γενικά ως ευαίσθητος, συναισθηματικός, με
σεβασμό στις γυναίκες και στα θέματα ισότητας, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις ως

390
ένας ναρκισσιστικός χαρακτήρας που επενδύει ιδιαίτερα στη φυσική του εμφάνιση και το
προσωπικό του στυλ. Η σύγχρονη μορφή του νέου άνδρα δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί
εύκολα από τα διάχυτα ομοσεξουαλικά χαρακτηριστικά που την χαρακτηρίζουν ως
έκφραση ανδρισμού - μια μορφή αρσενικότητας, δηλαδή, που όχι μόνο περιλαμβάνει μια
αναδιαπραγμάτευση των παραδοσιακών κατηγοριών του φύλου και των σύγχρονων
Λόγων περί αρρενωπότητας και θηλυκότητας, αλλά πολλές φορές συνοδεύεται και από
συνδηλώσεις θηλυπρέπειας και ομοφυλοφιλίας. Αντίθετα, ο νέος μάγκας απεικονίζεται
ως ένας ηδονιστής, μετα(αν όχι αντι)-φεμινιστής που συνεχώς ασχολείται με την
κατανάλωση αλκοόλ, την παρακολούθηση αθλητικών γεγονότων και τις γυναίκες
γενικότερα - σε ένα πλαίσιο ζωής που δεν χαρακτηρίζεται από υπερβολικές φιλοδοξίες
και σχετίζεται με μια συγκεκριμένη άρθρωση της αρρενωπότητας. Η μορφή, δηλαδή, του
νέου μάγκα συνιστά μια επιστροφή στη λιβιδινική ετεροσεξουαλικότητα της σαρκικής
ασελγείας και του λάγνου ερωτισμού ως αντίδραση στο ναρκισσισμό, το σεξουαλικό
πουριτανισμό, την ασεξουαλικότητα και τη μη αυθεντικότητα που ως χαρακτηριστικά
συνδέθηκαν με τη ρητορική περί του νέου άνδρα σε σχέση με τα ζητήματα της πολιτικής
ορθότητας, του φεμινισμού και των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.
Συνιστά, με άλλα λόγια, μια επιστροφή σε μια πιο «φυσική» κατάσταση που
αντικατοπτρίζει μια γενικότερη στροφή προς την ουσιοκρατική σκέψη, λογική και
αισθητική που φαίνεται να χαρακτηρίζει σε πολλές όψεις τους τη σύγχρονη επιστήμη, το
δημόσιο λόγο στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τη λαϊκή κουλτούρα. Έτσι, κατά τα
πρότυπα της chick lit μυθιστοριογραφίας, σημειώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του
1990 και μετά η άνοδος και του αντίστοιχου, απευθυνόμενου σε άνδρες είδους του lad lit
όπου αναπαράγεται η φιγούρα του νέου μάγκα. Βέβαια, μπορεί η πολιτισμική άνοδος του
lad lit να έγινε κατανοητή ως μια αντίδραση εναντίον του φεμινισμού που
χαρακτηρίζεται από μισογυνικές στάσεις και άρνηση αναγνώρισης και αποδοχής των
αλλαγών στις σχέσεις των δύο φύλων προς μια πιο ισότιμη κατεύθυνση, εντούτοις είναι
το σκληρό, ανδρικά προσανατολισμένο πορνό εκείνο το είδος που στο γενικότερο
πλαίσιο της πορνογραφικοποίησης φαίνεται να διαμορφώνει σε πιο σημαντικό βαθμό μια
συγκεκριμένη αντίληψη για το σύγχρονο άνδρα και για το ποια εκδοχή αρσενικότητας
συνιστά την πλέον ηγεμονική μορφή αρρενωπότητας.

391
Πιο συγκεκριμένα, στην πορνογραφία υπάρχει μια αποτυχία να νοηθεί η
γυναικεία ευχαρίστηση με μη φαλλικούς όρους - με την ικανότητα, δηλαδή, διατήρησης
σκληρής στύσης και το μέγεθος του ανδρικού πέους να συνιστούν τα δύο βασικά
στοιχεία που μπορούν να προκαλέσουν απόλαυση στις γυναίκες. Είναι σε αυτή τη βάση
που το πορνό φαίνεται να δημιουργεί συνθήκες που πολλοί άνδρες μπορεί να γίνουν
ολοένα και πιο ανήσυχοι αναφορικά τόσο με τη σωματική τους διάπλαση, όσο και με την
ικανότητά τους να λειτουργούν και να υφίστανται σύμφωνα με τα πορνογραφικά
επαναπροσδιορισμένα πρότυπα της ετεροσεξουαλικής αρρενωπότητας. Θα μπορούσε
δηλαδή να ειπωθεί ότι η φαλλοκεντρική λογική του κυρίαρχου εμπορευματοποιημένου
πορνό μειώνει τους άνδρες σε μια υποστηριχτική μηχανή ζωής του ευμεγέθους
διεγερμένου πέους - τους αντιλαμβάνεται δηλαδή ως «ρομποτικού τύπου διακορευτές
γυναικείων οπών». Με άλλα λόγια, στην κουλτούρα της πορνογραφικοποίησης το πέος
συμβολίζει τη φαλλολογική ανδρική κυριαρχία όχι μόνο αν είναι αρκούντως «μεγάλο»,
αλλά και αν επιτελεί τη σεξουαλική πράξη σε πλήρη στύση και σε μακρά διάρκεια,
πάντα κατά τα πρότυπα του αγοραίου πορνό. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η
πορνογραφική λογική της σεξουαλικής βιοεπιστήμης και η άνοδος της βιοϊατρικής
οικονομίας με κύριο όχημα τη διάχυση χρήσης σκευασμάτων τύπου Viagra μετέτρεψε το
πέος από όργανο του σώματος, με όλα τα παρεπόμενά του, σε μια ακόμα μορφή επιλογής
προϊόντος που απλώς διευρύνει τα όρια της καταναλωτικής κουλτούρας και του
ηδονιστικού πολιτισμού.
Δεδομένων των παραπάνω, μια σταδιακή αποσύνδεση του πέους από τη
μονολογική θέση του εκτελεστικού οργάνου στο σεξ, θα μπορούσε να συμβάλλει σε μια
διαφορετική αντίληψη του ανδρικού σώματος, οπότε και σε μια υπερβατική
κωδικοποίησή του για διαφορετικές απολαύσεις πέρα από τη μονοδιάστατη εστίαση στο
πέος και τον παρεπόμενο φαλλοκεντρισμό. Έτσι, μια ηθελημένη αποπροσωποποίηση του
πέους από τη φαλλική του διάσταση θα μπορούσε να συμβάλλει στην αποδόμηση των
μάλλον παρωχημένων διχοτομικών δυισμών τύπου διακορευτής/διακορευόμενος,
ενεργητικός/παθητικός, κυρίαρχος/υποτακτικός, πνεύμα/σώμα, αρσενικό/θηλυκό. Στη
βάση λοιπόν όλων των παραπάνω, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι σε κάποιο βαθμό η
διάχυση της λογικής και της αισθητικής της πορνογραφίας έχει συμβάλλει στην απόδοση
ουσιοκρατικών χαρακτηριστικών τόσο στο ανδρικό πέος και στο ανδρικό σώμα, όσο και

392
στον ίδιο τον άνδρα στο σύνολό του ως ανθρώπινη υπόσταση. Έχει συμβάλλει, με άλλα
λόγια, σε μια πραγμοποιημένη αντίληψη του άνδρα αναφορικά με τη σωματική του
διάπλαση και τις σεξουαλικές του ικανότητες στο πλαίσιο της πορνογραφικοποίησης.
Ως πραγμοποίηση εδώ θα πρέπει να νοηθεί, σύμφωνα με τον Axel Honneth, η
λήθη της αναγνώρισης, δηλαδή η διαδικασία με την οποία χάνεται η συνείδηση του
βαθμού στον οποίο οι άνθρωποι οφείλουν την γνώση τους για τους άλλους ανθρώπους σε
μια προγενέστερη στάση ενσυναισθητικής δέσμευσης και αναγνώρισης. Πρόκειται για
μια εννοιολόγηση που υπερβαίνει την κατά Georg Lukács εξίσωση της πραγμοποίησης
με την αντικειμενοποίηση - εννοιολόγηση η οποία δεν επαρκεί ως ορολογική κατασκευή,
από την άποψη ότι αν ήταν έτσι τα πράγματα η ανθρώπινη κοινωνικότητα θα έπρεπε να
είχε εξαφανιστεί εντελώς. Η πραγμοποίηση δηλαδή με την έννοια της λήθης της
αναγνώρισης, σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια των πράξεων της γνωσιακής αντίληψης οι
άνθρωποι χάνουν την προσοχή τους στο γεγονός ότι αυτή η γνώση οφείλει την ύπαρξή
της σε μια προϋπάρχουσα πράξη αναγνώρισης. Στη βάση λοιπόν της προσέγγισης του
γερμανού φιλοσόφου, η πραγμοποίηση της ηγεμονικής αρρενωπότητας συνιστά μια
ουσιοποίηση της ανδρικής φύσης, με την έννοια της αντίληψης των αρσενικοτήτων στη
βάση μιας μονολογικά οριζόμενης διάστασης που παραμερίζει όλες τις υπόλοιπες. Με
άλλα λόγια, σημαίνει τον ceteris paribus αναγωγισμό της ανδρικότητας αποκλειστικά
και μόνο στη σεξουαλική φαλλικότητα στο πλαίσιο της πορνογραφικοποίησης της
κυρίαρχης κουλτούρας.

Κριτική αποτίμηση της έρευνας

Παρά το ότι η προσπάθεια διερεύνησης των δύο παραπάνω ενδεχόμενων αποτελεσμάτων


της πορνογραφικοποίησης στα δύο μέρη της παρούσας διατριβής έγινε μέσω θεωρητικής
επεξεργασίας, εντούτοις, και στο βαθμό που αυτές αποτελούν εξ ορισμού υποθέσεις
εργασίας, επιχειρήθηκε και να προσεγγιστούν με άξονα μια ενδεικτική έρευνα που
αφορά τη μελέτη συζητήσεων ελλήνων χρηστών του διαδικτύου σε τρία διαφορετικά
ηλεκτρονικά φόρα ανταλλαγής απόψεων για ζητήματα σεξουαλικών και προσωπικών
σχέσεων. Με άλλα λόγια, έγινε μια προσπάθεια μέσω της παράθεσης παραδειγματικών
περιπτώσεων να παρουσιασθούν ενδεικτικοί τρόποι με τους οποίους απαντώνται σε

393
διαδικτυακούς διαλόγους όψεις εγχάραξης στοιχείων του πορνογραφικού Λόγου και της
σεξουαλικοποιήμενης κουλτούρας (βλ. και την παράθεση παρακάτω). Στη βάση αυτή, η
παρουσίαση των σχολιασμένων παραδειγμάτων προήλθε από συζητήσεις που
φιλοξενήθηκαν σε ετερόκλητα διαδικτυακά φόρα έτσι ώστε μέσα από την ανάδειξη τους
να συναχθούν ορισμένα προκαταρτικά συμπεράσματα σε σχέση με το φαινόμενο της
πορνογραφικοποίησης.
Οι τοποθετήσεις, λοιπόν, που αναπαρήχθησαν σε όλες τις συζητήσεις δείχνει ότι
κινήθηκαν σε μια πάνω-κάτω παρόμοια κατεύθυνση αναφορικά με το ύφος και το
χαρακτήρα των απόψεων που παρατέθηκαν. Θα μπορούσε, δηλαδή, να ειπωθεί ότι
υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία εμφανίζονται με σαφή και έκδηλο
τρόπο. Πρόκειται ουσιαστικά για την ύπαρξη ενός διάχυτου αποσπασματικού λόγου που
πολλές φορές πλαισιώνεται από την αναπαραγωγή έμφυλων και εθνικιστικών
στερεοτύπων, και συχνά εκφυλίζεται τόσο σε προσωπικές παρεξηγήσεις ανάμεσα στους
χρήστες που αναρτούν τις απόψεις τους όσο και σε διαμάχες αναφορικά με το ζήτημα
του διαλόγου στα εν λόγω φόρα και στο διαδίκτυο γενικότερα. Χαρακτηριστικά του
αποτελούν η συχνή χυδαιολογία και η με εξόφθαλμα λάθη χρήση της ελληνικής
γλώσσας, τόσο στο επίπεδο της ορθογραφίας και της στίξης όσο και σε αυτό του
συντακτικού.
Πιο ειδικά, στις συζητήσεις με αφορμή τους πρόδηλα αντιφεμινιστικούς τίτλους
στα τρία πρώτα και μεγαλύτερης έκτασης νήματα (C1, B1 και F1) εμφανίζονται μια
σειρά από γενικού χαρακτήρα κριτικές για τις συμπεριφορές, τις στάσεις και τον τρόπο
ζωής των σύγχρονων γυναικών. Αυτές περιστρέφονται κυρίως γύρω από την άποψη ότι
οι σύγχρονες γυναίκες στην Ελλάδα είναι «ψωνισμένες», συμπεριφέρονται δηλαδή κατά
έναν υπεροπτικό τρόπο απέναντι στους άνδρες. Απότοκο όλων αυτών, σύμφωνα με
ορισμένους χρήστες, είναι η δημιουργία μιας σειράς από «κόμπλεξ» που δεν φανερώνει
τίποτα άλλο παρά μια αδυναμία των ελληνίδων να διαχειριστούν τις ελευθερίες της
κατακτηθείσας χειραφέτησης στη σύγχρονη εποχή, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί λόγο να
μην συνεχίζεται η αναπαραγωγή των διπλών προτύπων στα ζητήματα των σεξουαλικών
σχέσεων. Είναι στη βάση αυτή που χρήστες και από τα τρία φόρα αναπαράγουν μια
γενικότερη αντίληψη ότι οι γυναίκες πλέον «δεν ξέρουν τί θέλουν». Αιτία και
ταυτόχρονα σύμπτωμα αυτής της κατάστασης παρουσιάζεται σε κάποιο βαθμό η

394
μεταφεμινιστικού χαρακτήρα χειραφέτηση κατά τα πρότυπα της τηλεοπτικής σειράς Sex
and the City και της κουλτούρας που αναπαράχθηκε μέσα από περιοδικά όπως το
Cosmopolitan - μια χειραφέτηση που συνδέεται κυρίως με την σταδιακή οικονομική
ανεξαρτητοποίηση των σύγχρονων γυναικών. Στο φόρουμ μάλιστα του συγκεκριμένου
περιοδικού, υπάρχουν τοποθετήσεις ενδεικτικές της μεταφεμινιστικής αισθητικής που
συχνά χαρακτηρίζεται από έναν επιθετικό και παιγνιώδη τρόπο χρήσης της ειρωνείας,
χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και τοποθετήσεις που αναπαράγουν μια
πιο «κλασσικού» τύπου φεμινιστική ορολογία.
Χαρακτηριστική είναι η ουσιοκρατικού προσανατολισμού αντίληψη περί των
φύλων, μια αντίληψη που συχνά πλαισιώνεται από πρόδηλα αντιφεμινιστικές και χυδαίες
τοποθετήσεις, όπως για παράδειγμα ο γνωστός νεολογισμός ελλεεινίδες, εκ του ελληνίδα
και ελεεινή (Λιότζης 2010Α: 97). Ουσιοκρατικής και αντιφεμινιστικής λογικής είναι και
η αναπαραγωγή μιας σειράς στερεοτυπικών, ενίοτε εθνικιστικών και ρατσιστικών,
προσεγγίσεων που βασίζονται σε επιμέρους εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά. Είναι σε
αυτό το πλαίσιο που χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις μια πορνογραφική
ορολογία, αλλά και αναδεικνύεται, γενικότερα, μια πορνογραφική αισθητική η οποία
απαντάται τόσο στις απόψεις περί αγοραίου έρωτα που αναπαράγονται, όσο και σε
ορισμένες τοποθετήσεις για το σεξ που επικεντρώνονται στους άνδρες. Οι τελευταίες
συμπληρώνονται από μια σειρά από τοποθετήσεις για την έννοια του κυρίαρχου
αρσενικού, αλλά και για το ποιες είναι οι γυναικείες προτιμήσεις στους άνδρες,
παράλληλα με μια γενικότερη κριτική σε αυτούς. Η εν λόγω συζήτηση περί ανδρών
πλαισιώνεται από συγκεκριμένες αναφορές για το ευρύτερο ζήτημα της δημιουργίας
σχέσεων οικειότητας στο σύγχρονο κόσμο, την κριτική για τη σημασία της οικονομικής
αποκατάστασης για την επιλογή συντρόφων από πλευράς των γυναικών, αλλά και το
γενικότερο ρόλο της περιώνυμης κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται η
αναπαραγωγή γνωστών στερεοτύπων και κλισέ, αλλά και ξεχωρίζουν ορισμένες κριτικές,
αναστοχαστικά προσανατολισμένες τοποθετήσεις.
Αναφορικά τώρα με τις συζητήσεις που περιστρέφονται γύρω από τον σχολιασμό
της πορνογραφίας (C2, B2 και F2), οι χρήστες τοποθετούνται σε σχέση με τους τρόπους
και τους λόγους κατανάλωσης πορνό, θεωρώντας αυτονόητη την κατανάλωσή του από
το σύνολο των ανδρών στη σύγχρονη κοινωνία. Παρατηρείται δε μια τάση αναγνώρισης

395
της επιρροής της πορνογραφίας στη σεξουαλική και προσωπική ζωή τους, προβαίνοντας
συχνά σε αυτοκριτική για την κατανάλωσή της. Οι χρήστες κυρίως εκφράζουν
παράπονα, απογοητεύσεις και κριτικές για το χαρακτήρα που έχει πάρει το σύγχρονο
πορνό, ειδικά σε σχέση με τις νεότερες τεχνολογικές εξελίξεις τόσο στην παραγωγή όσο
και στην κατανάλωση ρητά σεξουαλικού υλικού. Από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία των
διαλόγων, είναι η διάθεση των συζητητών να προβούν σε κατηγοριοποιήσεις και
κριτικούς σχολιασμούς σε σχέση με τις «σχολές τσόντας ανά χώρα», πάντα σε ένα
πλαίσιο αναπαραγωγής εθνοφυλετικών, ενίοτε ρατσιστικών, στερεοτύπων.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι οι συζητήσεις με αφορμή τους πρόδηλα
αντιφεμινιστικούς τίτλους στο νήμα του bourdela.com και στο νήμα του cosmopolitan.gr
έλαβαν χώρα νωρίτερα από τον αντίστοιχο διάλογο στο νήμα του forums.gr (βλ.
πρόλογος, υποσημείωση 7). Αυτό υπό μια έννοια αποτελεί μια μερική ερμηνευτική
προκείμενη της ιδιαίτερης έμφασης που αποδίδεται από τους συζητητές στις
κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις που επηρεάζουν τις προσωπικές σχέσεις στην τωρινή
συγκυρία και καθιστούν τις υπόλοιπες παραμέτρους επιλογών διαστάσεις δευτερεύουσας
σημασίας. Γενικότερα, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι ο χρονισμός των εν λόγω
συζητήσεων ενδέχεται να αποτελεί σημαντική παράμετρο για το χαρακτήρα των
διαλόγων. Αν δηλαδή φαίνεται να είναι η κρίση, ως γενικότερο φαινόμενο με
οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές επιδράσεις στην ελληνική κοινωνία,
ο καθοριστικός παράγοντας που διαμορφώνει ως άξονας αναφοράς τη συζήτηση στο
νήμα του forums.gr, τότε θα μπορούσε να ειπωθεί ότι και η συγκριτικά μικρότερη
διείσδυση νέων τεχνολογιών κατά τη διάρκεια διεξαγωγής των συζητήσεων στο
cosmopolitan.gr και, κυρίως, στο bourdela.com αποτελεί ένα στοιχείο που θα πρέπει να
ληφθεί εξίσου σοβαρά υπόψη.
Πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη με την έννοια ότι η αύξηση της συνεχούς,
απρόσκοπτης, εξατομικευμένης πρόσβασης του κάθε χρήστη σε πορνογραφικό υλικό ως
όψη της ευρυζωνικότητας - δηλαδή της αδιάλειπτης επαφής με το χώρο του διαδικτύου
μέσω γρήγορων συνδέσεων και ηλεκτρονικών συσκευών που δεν περιορίζονται στη
μορφή του προσωπικού υπολογιστή - ενδέχεται να έχει συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας
κοινωνικής πραγματικότητας όπου στο δημόσιο λόγο και την κυρίαρχη κουλτούρα
απαντώνται όλο και περισσότερες μορφές της πορνογραφικοποίησης. Με άλλα λόγια, τα

396
στοιχεία πορνογραφικής ορολογίας, αισθητικής και λογικής που επισημάνθηκαν στις υπό
μελέτη διαδικτυακές συζητήσεις και οι αναφορές που ενδέχεται να συνιστούν όψεις της
πορνογραφικοποίησης, με την έννοια της συμβολής στην κοινωνική κατασκευή μιας
πραγματικότητας όπου απαντάται ο μεταφεμινιστικός σεξισμός και η πραγμοποίηση της
ηγεμονικής αρρενωπότητας, θα έχουν ακόμα μεγαλύτερη αξία αν μελετηθούν συγκριτικά
με αντίστοιχες συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα σήμερα.

Για παράδειγμα, αυτό που φαίνεται να δίνει γενικότερα τον τόνο στη συζήτηση στο
forums.gr (F1) σε σχέση με τα ζητήματα των σχέσεων οικειότητας και τη θέση του
άνδρα σε αυτά, είναι η κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώνει η περιώνυμη
σύγχρονη κρίση στην Ελλάδα: «Εσύ μπορεί να το θεωρείς ηλίθιο αυτό που λές για τη
σωτηρία απ'τη τσέπη του άντρα, αλλά άμα σκάσει ο άλλος με την αμαξάρα του,
γυμνασμένος μέστο πουκαμίσακι το όμορφο, το γυαλί κι όλα στη τρίχα περιποιημένα, και
σου πεί να πάς το βράδυ σπίτι του, δε νομίζω να αρνηθείς. Απλά γιατί έχει όλο το πακέτο κι
εντυπωσιάζει, αυτό που θέλουν οι γυναίκες σήμερα.», «Και πάλι δεν είναι όλες έτσι, η κακή
οικονομική κατάσταση όμως πλέον μας αναγκάζει να κοιτάζουμε περισσότερο το κέρδος
και το συμφέρον μας. Γι'αυτό οι περισσότερες προτιμούν καριέρα παρά οικογένεια. Ακόμα
και όταν έρθει η ώρα για οικογένεια και πρέπει να επιλέξουν κάποιον, επιλέγουν συχνά
αυτόν που έχει να τις προσφέρει περισσότερα. Όσο πιο πολλά έχει ένας άντρας, τόσο πιο
πολύ τον εκτιμάνε οι γυναίκες, γιατί έτσι δείχνει την δύναμη του, ότι υπερισχύει στη ζωή
και ξέρει να παλεύει.», «Αφού γεμίσαμε πουτανάκια και το μόνο που θέλουν είναι να
περνάνε καλά και να εκμεταλεύονται. Ακόμα και καλό σέξ να κάνει κάποιος, πάλι θα
προτιμήσουν τον άλλον που είχε ΚΑΙ αμάξι, γιατί μπορούσε να τις πάει και βόλτα, να
κάνουν φιγούρα στις φιλενάδες τους.», «Η ερωτική σχέση είναι ένα από τα διάφορα είδη
σχέσεων. Σε οποιοδήποτε είδος σχέσης και αν παρεισφρήσει η προσδοκία του οφέλους,
επόμενο είναι η σχέση να μετατρέπεται ανεπαίσθητα σε μια διαπραγμάτευση μεταξύ
αντίπαλων πλευρών. Και τότε, αρχίζουν να υπεισέρχονται στη "σχέση" αυτή διάφορες
αλλότριες τεχνικές παράμετροι όπως, ύψος, βάρος, κόστος, χρώμα, σχήμα, κ.ά.».

Στο βαθμό συνεπώς που πρέπει να αξιολογηθεί η ευρετική αξία της εν λόγω
παραδειγματικής μελέτης, δεν μπορεί να μην σημειωθεί ότι είναι περιορισμένη η

397
αναλυτική της αξία με την έννοια της εστίασης σε μια συγκεκριμένη χρονολογική
περίοδο, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως μεταβατική - τόσο σε σχέση με
τα ζητήματα της ευρυζωνικότητας, όσο και με τις εξελίξεις που αφορούν την περιώνυμη
κοινωνικοοικονομική κρίση. Επιπρόσθετα, η μη διεξαγωγή μιας εθνογραφικής μελέτης
κατά τη διάρκεια που έλαβαν χώρα οι συζητήσεις στα φόρα δεν έδωσε τη δυνατότητα να
διερευνηθεί το κατά πόσο οι διαστάσεις και οι δεσμεύσεις του διαλόγου στο διαδίκτυο
επηρέασαν και διαμόρφωσαν το τελικό αποτέλεσμα. Τα παραπάνω αποτελούν, σε κάθε
περίπτωση, κρίσιμα ζητήματα. Όμως οι ενδεικτικού χαρακτήρα παραθέσεις
σχολιασμένων παραδειγμάτων στα πλαίσια της παρούσας διατριβής μπορούν να
αποτελέσουν ένα πρώτο συστηματικό σημείο αναφοράς για τρέχουσες ή μελλοντικές
έρευνες πάνω στις ενδεχόμενες όψεις και επιδράσεις της πορνογραφικοποίησης - ειδικά
υπό το πρίσμα νεότερων εξελίξεων - όπως για παράδειγμα η παρατηρούμενη
«σεξουαλική πλαισίωση» της ενημέρωσης σε ελληνικές ψηφιακές πλατφόρμες.
Στην ίδια λογική, θα πρέπει να επισημανθούν ορισμένες επιπλέον ελλείψεις και
προβληματικές διαστάσεις που χαρακτηρίζουν την παρούσα διατριβή. Έτσι, ο κατά βάση
ετεροσεξουαλικός προσανατολισμός της εν λόγω μελέτης θα μπορούσε να πλαισιωθεί
και με περαιτέρω queer θεωρητική επεξεργασία. Στα ανοιχτά ζητήματα της διατριβής
συγκαταλέγονται τόσο το θέμα των δυσμετάφραστων όρων, όσο και κάποιοι
αναπάντεχοι αγγλισμοί. Τα δε επιμέρους ορολογικά ζητήματα συχνά συνοδεύονται από
αναγκαστικούς, μη σκοπούμενους όμως, αναγωγισμούς στη βάση, κυρίως, του
δυτικοκεντρισμού που διατρέχει σε κάποιο βαθμό την παρούσα μελέτη λόγω της
αναγκαστικής επεξεργασίας μιας εκτενούς βιβλιογραφίας με αγγλοσαξονική κυρίως
προέλευση - αποκλειστικός σκοπός όμως της οποίας ήταν η καταγραφή όσων
περισσότερων πηγών γινόταν ώστε να δημιουργηθεί μια συνολικότερη εικόνα της
δημόσιας, σε παγκόσμιο επίπεδο, επιστημονικής συζήτησης. Υπό αυτή την έννοια, θα
μπορούσε να ειπωθεί ότι η παρούσα εργασία έχει αυτό που η πιο στρεβλή, εμφορούμενη
από τη λογική του άκρατου σχετικισμού υιοθέτηση του ρεύματος της ερμηνευτικής
απορρίπτει ως ενδεχόμενο στην κοινωνική ανάλυση - έχει, δηλαδή, λάθη.
Με άλλα λόγια, παρά το ότι στόχος της συγκεκριμένης μελέτης είναι η εισαγωγή
στη δημόσια επιστημονική συζήτηση των εξαιρετικά επίμαχων ζητημάτων της
πορνογραφίας και της πορνογραφικοποίησης σε επίπεδο διδακτορική διατριβής, ακόμα

398
και μια προκαταρτικού χαρακτήρα προσπάθεια παροχής μερικών ερμηνευτικών
προσεγγίσεων και πλασίωσης με ευρύτερα κοινωνικά φαινόμενα, είναι αναπόφευκτο να
μην χαρακτηρίζεται και από λάθη. Χαρακτηρίζεται όμως και από μια διακριτή συμβολή -
συμβολή που προφανώς θα αποτιμήσει ο αναγνώστης της. Αυτή περιστρέφεται γύρω από
την προσπάθεια να συγκεκριμενοποιήσει τις ενδεχόμενες (μακρο-)επιδράσεις της
πορνογραφικοποίησης ως ένα γενικότερο κοινωνικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται
κυρίως από τον κατακλυσμό της δημόσιας σφαίρας από σεξουαλικοποιημένες
αναπαραστάσεις και τη μαζικοποίηση της κατανάλωσης πορνογραφικού υλικού.
Προσπάθησε δηλαδή να καταδείξει, μέσω μιας «μετα-αφήγησης» της επιστημονικής
κατά βάση συζήτησης και πέρα από τις μονολογικές φεμινιστικές και συντηρητικές
αιτιάσεις και προσεγγίσεις, αν και γιατί είναι προβληματικός ο χαρακτήρας των
αποτελεσμάτων που προκρίθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης.

Σκέψεις σε πρώτο ενικό

Τέλος, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν ορισμένες κριτικές επισημάνσεις και σκέψεις


για την άρση των όποιων αντινομιών της πορνογραφικοποίησης πέρα από τις δεσμεύσεις
της επιστημονικής τεκμηρίωσης. Έτσι, στο βαθμό που δεν λογίζεται η πορνογραφία μόνο
ως μια τεχνική φυγής από την πραγματικότητα που με αποκλειστικά εργαλειακό τρόπο
λειτουργεί ως μορφή ψυχαγώγησης και κατανάλωσης ελεύθερου χρόνου, είναι εκ των
πραγμάτων αναμενόμενο η επιστημονική έρευνα να στρέφεται στη μελέτη της συμβολής
της στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας της μαζικής κατανάλωσής της και
του κατακλυσμού σεξουαλικών και πορνογραφικών εικόνων στη δημόσια σφαίρα. Για
παράδειγμα, μια απλή περιήγηση στο χώρο των κοινωνικών μέσων θα μπορούσε
κάλλιστα να θέσει ως δόκιμη υπόθεση εργασίας ότι, σε συνθήκες πορνογραφικοποίησης,
η γνώση και η υιοθέτηση της αισθητικής του πορνό προκρίνεται συχνά από τους έλληνες
χρήστες ως μια μορφή επίγνωσης - ενδεχομένως και σε ορισμένες περιπτώσεις
δαημοσύνης. Με άλλα λόγια, όσο και αν φαντάζει απελευθερωτικός ο εκδημοκρατισμός
που υπονοείται από την ενδεχόμενη δυνατότητα όλων να συμμετέχουν στον άτυπο
δημόσιο διάλογο που λαμβάνει χώρα μέσα από τις νέες μορφές κοινωνικής δικτύωσης,
φαίνεται ότι ο δημόσιος λόγος συχνά εκφυλίζεται σε μια μαζικοποίηση της ελαφρότητας

399
που συνοδεύεται και από μια, έστω λανθάνουσα, αποικιοποίηση της σεξουαλικότητας
από τη λογική της πορνογραφικοποίησης.
Ενδεχομένως θα μπορούσε να ειπωθεί ως υπόθεση εργασίας ότι όπως μιλάμε για
πορνογραφίες, ίσως έτσι θα πρέπει να μιλάμε και για πορνογραφικοποιήσεις - για
παράδειγμα, η κυρίαρχη πορνογραφικοποίηση, η εναλλακτική, η ετεροκανονικού
χαρακτήρα, αυτή με αποκλειστικό σκοπό τη σεξουαλική χειραφέτηση, αυτή με στόχο
έναν ελιτίστικου χαρακτήρα διαχωρισμό των ανθρώπων κ.τ.λ. Στην κυρίαρχη όμως
μορφή πορνογραφικοποίησης, αυτή που για την ώρα φαίνεται να χαρακτηρίζει την
υφιστάμενη κοινωνική πραγματικότητα, ο διαχωρισμός ανάμεσα στους ευνοημένους και
μη ανθρώπους από τη λογική της καθίσταται μια μάλλον «αυτονόητη» διαδικασία - για
παράδειγμα, αν είσαι ωραία/ος κατά τα κυρίαρχα πρότυπα ομορφιάς είναι αναμενόμενο
να «δρέπεις τους καρπούς» αυτής της συνθήκης. Αυτό προφανώς και συνέβαινε
παλαιότερα, αλλά δεν μπορεί να μην ειπωθεί ότι τότε δεν υπήρχαν, για παράδειγμα,
ρεπορτάζ εκπομπών lifestyle για τα «φημολογούμενα προσόντα» καλλιτεχνών, αθλητών
και διασημοτήτων να προσδίδουν με απροκάλυπτο τρόπο ένα «ιδιότυπο συμβολικό
κεφαλαίο» στους τελευταίους.
Υπό αυτή την έννοια, το ζητούμενο δεν είναι η επινόηση μιας πατερναλιστικού
τύπου προστασίας όλων από τις «αρνητικές επιπτώσεις» της πορνογραφικοποίησης.
Είναι όμως ζητούμενο η εστίαση στα προβλήματα και τις ανησυχίες των μη ευνοημένων
αυτής της κατάστασης, των ευαίσθητων δηλαδή κοινωνικά ομάδων. Στην περίπτωση της
πορνογραφίας και της πορνογραφικοποίησης, «ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες» δεν είναι
συλλήβδην τα παιδιά και οι γυναίκες, όπως προκρίνει μια σημαντική μερίδα των
ριζοσπαστικών φεμινιστριών και των συντηρητικών. Ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες είναι
όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτου φύλου, φυλής και ηλικίας που δεν αισθάνονται
αυτοπεποίθηση για να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις των στερεοτύπων της
πορνογραφικής αισθητικής και χαρακτηρίζονται από μια «παθητική στάση» στις
διαδικασίες μειωτικού ετεροπροσδιορισμού κατά τα πρότυπα της πορνογραφικής
κουλτούρας (άσχημη/ος, χοντρή/ός, ξενέρωτη/ος, «αγάμητη/ος», σχόλια για το μέγεθος
του γυναικείου στήθους και των ανδρικών γεννητικών οργάνων κ.τ.λ.) - με παθητική
στάση εδώ να νοείται μια αβίαστη αποδοχή και εσωτερίκευση των διαχωρισμών που
προκρίνουν οι κυρίαρχες μορφές σεξουαλικοποίησης και πορνογραφικοποίησης.

400
Γενικότερα, πρέπει και να επισημανθεί ότι η πορνογραφικοποίηση, ως
εξαχρείωση της σεξουαλικοποίησης, συνδέεται με τον εκφυλισμό της νεοφιλελεύθερης
παγκοσμιοποίησης σε ένα φονταμενταλιστικό καπιταλισμό όπου η λογική του
μαξιμαλισμού όχι μόνο επικρατεί έναντι όλων των άλλων λογικών, αλλά τις διαβρώνει
και τις επαναοριοθετεί. Υπό αυτή την έννοια, η πορνογραφικοποίηση συνιστά
ουσιαστικά την εγγραφή των αξιών του άγριου καπιταλισμού, της ασύδοτης αγοράς και
της μονοδιάστατης καταναλωτικής κουλτούρας στη σεξουαλικότητα ως ένας
γενικευμένος ιεραρχημένος ετεροπροσδιορισμός όλο και περισσότερων όψεων του
σύγχρονου εαυτού. Όσο δηλαδή η πορνογραφική λογική θα αποικιοποιεί τη
σεξουαλικότητα, τόσο θα υπονομεύεται και η δυνατότητα για αυτόνομη, πέρα από
προκατασκευασμένες συμβάσεις δημιουργία σχέσεων οικειότητας. Εννοείται πως η
κριτική περί αυτονομίας εδώ δεν εδράζεται στον σκεπτικισμό αναφορικά με τις
βολονταριστικές δυνατότητες του σύγχρονου ανθρώπου να λειτουργεί ως ενεργό και
αυτόβουλο δρών υποκείμενο. Κάτι τέτοιο εξάλλου θα συνιστούσε, όπως έχει ήδη
ειπωθεί, μια λανθάνουσα τρίτου-προσώπου επίδραση. Εδράζεται στην πρόδηλη
ανισότητα που χαρακτηρίζει το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στους μεμονωμένους
καταναλωτές ρητά σεξουαλικών υλικών από τη μια, και τις δυνάμεις της αγοράς, των
παραδοσιακών μέσων επικοινωνίας και της βιομηχανίας του σεξ και του πορνό από την
άλλη.
Σημαίνει αυτό ότι θα πρέπει να προκριθούν πολιτικές που να περιορίζουν
σημαντικά την παραγωγή, διάχυση και κατανάλωση πορνογραφίας στο σύγχρονο κόσμο;
Προφανώς και όχι δεδομένου των κινδύνων που ελλοχεύει η προσφυγή σε έναν
ολισθηρό κρατικό πατερναλισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι δράσεις της
βιομηχανίας του πορνό και του σεξ δεν πρέπει να δέχονται αδιαλείπτως το νομικό,
ρυθμιστικό και κοινωνικό έλεγχο στο πλαίσιο ευνομούμενων πολιτειών και στοιχειώδους
συνεργασίας κρατών και κοινωνίας πολιτών σε παγκόσμιο επίπεδο. Με άλλα λόγια, παρά
το ότι ένα σημαντικό κομμάτι της επιστημονικής έρευνας προκρίνει σωρευτικές,
«αρνητικού» χαρακτήρα (μακρο-)επιδράσεις από τις διαστάσεις της πορνογραφίας και
της πορνογραφικοποίησης στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, δεν θα πρέπει να
υπονομευθεί ούτε η δυνατότητα κατανάλωσης νόμιμων σεξουαλικά ρητών υλικών και
υπηρεσιών, ούτε η δυνατότητα αυτοδιάθεσης των εργαζόμενων στο χώρο του πορνό και

401
του αγοραίου σεξ. Μπορεί όμως να καταβληθεί συστηματική προσπάθεια για τη
διασφάλιση των συνθηκών εργασίας τους και, κυρίως, των δυνατοτήτων για αυτόβουλη
και μη κοινωνικά στιγματισμένη λήψη αποφάσεων αναφορικά με την είσοδο, παραμονή
και έξοδο από το χώρο της σεξουαλικής εργασίας.
Έστω λοιπόν ότι μπορούν να διασφαλιστούν σε κάποιο βαθμό τα παραπάνω, πώς
θα μπορούσαν να περιοριστούν οι αρνητικού προσήμου επιδράσεις της
πορνογραφικοποίησης στην ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα; Στο πλαίσιο της
παρούσας διατριβής, ο τρόπος που προκρίνεται περιστρέφεται γύρω από τη συλλογική
προσπάθεια για περαιτέρω ενδυνάμωση των προταγμάτων της ανοιχτής κοινωνίας
πολιτών - δηλαδή τη συνεχή διεκδίκηση από τις δυνάμεις της κοινωνίας πολιτών της
διασφάλισης ατομικών δικαιωμάτων για όλους, σε ένα πλαίσιο όπου θα υπάρχει
δυνατότητα διατήρησης της διαφορετικότητας στη βάση των αξιών της ελευθερίας και
της αυτοδιάθεσης. Μια τέτοια κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλλει στην ταυτόχρονη
και όχι αντικρουόμενη προάσπιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων στο χώρο του
πορνό και του αγοραίου σεξ, των χρηστών πορνογραφίας, των καταναλωτών
σεξουαλικών υπηρεσιών αλλά και των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων που θίγονται από
τη συχνά ασύδοτη λειτουργία της βιομηχανίας του σεξ, των εμπορευματοποιημένων
μέσων και των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας.
Μια τέτοια κατεύθυνση όμως πρέπει να στηριχθεί σε μια επιστημονική έρευνα
αρωγό της κοινωνίας που, με όρους Νίκου Μουζέλη (2010Α), θα συνδυάζει τον αντι-
συγχωνευτικό (anti-conflationist) και τον αντι-ουσιοκρατικό ολισμό (anti-essentialist
holism), ενώ ταυτόχρονα θα προκρίνει μια ισόρροπη φορέας δράσης-κοινωνικό σύστημα
προοπτική. Πιο αναλυτικά, σε αυτή τη θεώρηση δεν θα πρέπει να υπάρχει ούτε
συγχώνευση, ούτε υπέρβαση της διαίρεσης φορέας δράσης-δομή, παρά μια προσπάθεια
για σύνδεση της δομικής αιτιότητας (structural causality) με την αιτιότητα των δρώντων
υποκειμένων (actors’ causality). Έτσι, θα αποφεύγεται η τελεολογική και ουσιοκρατική
τάση που παρατηρείται στη ριζοσπαστική φεμινιστική σκέψη να παρουσιάζονται ως
παθητικά, ή ενίοτε πλήρως εξαφανισμένα, τα δρώντα υποκείμενα, να αποδίδονται
εσφαλμένα ιδιότητες και χαρακτηριστικά φορέα και λήψης αποφάσεων σε θεσμικές
δομές και να μεταβάλλονται σε αιτίες οι λειτουργικές απαιτήσεις ενός δεδομένου
κοινωνικού συστήματος. Από την άλλη όμως, δεν θα αγνοούνται τελείως και οι

402
πολύπλοκοι τρόποι με τους οποίους κατασκευάζονται συμβολικά οι ταυτότητες και τα
συμφέροντα των δρώντων υποκειμένων μέσα σε πραγματικά και συγκεκριμένα θεσμικά
και δομικά πλαίσια, όπως συμβαίνει σε κάποιο βαθμό στην περίπτωση των φεμινιστριών
που εστιάζουν αποκλειστικά στις βολονταριστικές δυνατότητες των ατόμων για
πραγμάτωση της πλήρους αυτονομίας.
Σε μια κοινωνική πραγματικότητα όπου οι έμφυλες ανισότητες έχουν εξαλειφθεί,
οι φυλετικές διακρίσεις δεν υφίστανται, η διαφορετικότητα είναι απολύτως σεβαστή, η
αναπαραγωγή παρωχημένων στερεοτύπων έχει περιοριστεί και η σεξουαλικότητα δεν
γίνεται αντιληπτή με όρους «πετυχημένης επιτέλεσης», η πορνογραφικοποίηση θα είχε
ενδεχομένως το χαρακτήρα ενός χειραφετικού τύπου εκδημοκρατισμού της επιθυμίας,
της απόλαυσης και της αναζήτησης. Φοβάμαι όμως πως η σημερινή πραγματικότητα
προσιδιάζει περισσότερο σε μια μορφή «συλλογικής σιωπηρής αποδοχής» μιας
κατάστασης όπου, ελέω μιας ατέρμονης κρισολογίας, η κατίσχυση της πορνογραφικής
αισθητικής και η αποικιοποίηση της σεξουαλικότητας από τον πορνογραφικό Λόγο έχει
οδηγήσει σε μια μορφή σεξουαλικού κυνισμού όπου οι ανδρικές ανησυχίες και η
γυναικεία αντικειμενοποίηση αντιμετωπίζονται σε κοινωνικό επίπεδο ως εάν δεν
υφίστανται καθόλου. Παρά δηλαδή το ότι υπάρχουν μια σειρά από χειραφετικές όψεις
που αναδεικνύονται, οι δεσμεύσεις του δεδομένου κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων
υπέρ της αγοράς, το κοινωνικά αρρύθμιστο τοπίο διάχυσης της πληροφορίας και η
ευρεία εξατομίκευση συμβάλλουν μάλλον προς μια μονολογικού χαρακτήρα,
πορνογραφικά προσανατολισμένη αλλοτρίωση της σεξουαλικότητας. Με άλλα λόγια, αν
η κατανάλωση πορνό δεν περιοριστεί σε μια αποκλειστικά εργαλειακή, ψυχαγωγικού
χαρακτήρα, ιδιωτικά προσανατολισμένη διαδικασία που θα υπόκειται σε ένα ευρύτερο
πλαίσιο κοινωνικής λογοδοσίας, τόσο της παραγωγής και κατανάλωσης per se όσο και
της σεξουαλικοποίησης της δημόσιας σφαίρας, η περαιτέρω πορνογραφικοποίηση του
δημόσιου και ιδιωτικού βίου δεν θα είναι, με όρους Νίκου Δεμερτζή (2000), μια
«επέλαση της αβεβαιότητας», αλλά μια κατάσταση που θα συμβάλλει σε μια προϊούσα
τυποποίηση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, κύριοι άξονες της οποίας θα είναι ο
μεταφεμινιστικά προσδιορισμένος σεξιστικός αντιφεμινισμός και η μισανδρική
πραγμοποίηση της αρρενωπότητας.

403
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ∗

Αμπατζή, Λιόπη (2007). «Το Κέρασμα στα “Μπαρ με Κονσομασιόν”: Η Διαχείριση του
Μη Ανεκτού», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τχ. 122, σελ. 3-21.
Αμπατζή, Λιόπη (2010). Φύλο, Σεξουαλικότητα και Σύνορα σε Κρίση: Μια Κριτική
Προσέγγιση του Trafficking», Ζητήματα Επικοινωνίας, τχ. 11, σελ. 27-39.

Aarseth, Helene (2009). «From Modernized Masculinity to Degendered Lifestyle


Projects Changes in Men’s Narratives on Domestic Participation 1990-2005»,
Men and Masculinities, τόμ. 11, τχ. 4, σελ. 424-40.
Abbas, Hasan A. και Salah M. Fadhli (2008). «The Ethical Dilemma of Internet
Pornography in the State of Kuwait», SIGCAS Computers and Society, τόμ. 38,
τχ. 3, σελ. 22-33.
Abbott, Sharon A. (2010). «Motivations for Pursuing a Career in Pornography». Στο
Ronald Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex
Industry. 2η έκδοση, New York, London: Routledge, σελ. 47-66.
Abell, Jesse W., Timothy A. Steenbergh και Michael J. Boivin (2006). «Cyberporn Use
in the Context of Religiosity», Journal of Psychology and Theology, τόμ. 34, τχ.
2, σελ. 165-71.
Adams, Adi, Eric Anderson και Mark McCormack (2010). «Establishing and
Challenging Masculinity: The Influence of Gendered Discourses in Organized
Sport», Journal of Language and Social Psychology, τόμ. 29, τχ. 3, σελ. 278-300.
Adams, Carol J. (2003). The Pornography of Meat. New York, London: Continuum.
Adams, Don (2000). «Can Pornography Cause Rape?», Journal of Social Philosophy,
τόμ. 31, τχ. 1, σελ. 1-43.
Adams, Mark S., Jessica Oye και Trent S. Parker (2003). «Sexuality of Older Adults and
the Internet: From Sex Education to Cybersex», Sexual and Relationship Therapy,
τόμ. 18, τχ. 3, σελ. 405-15.


Στον παρόν βιβλιογραφικό κατάλογο περιλαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο οι τίτλοι που αναφέρθηκαν
στα προηγούμενα κεφάλαια.

404
Adams, Tony E. (2009). «Mothers, Faggots, and Witnessing (Un)Contestable
Experience», Cultural Studies ↔ Critical Methodologies, τόμ. 9, τχ. 5, σελ. 619-
26.
Adler, Amy (1996). «What’s Left?: Hate Speech, Pornography, and the Problem for
Artistic Expression», California Law Review, τόμ. 84, τχ. 6, σελ. 1499-572.
Adlys, Tracy (1993). «Debating Porn», Agenda, τχ. 16, σελ. 56-61.
Afifi, Tamara D., Andrea Joseph και Desiree Aldeis (2008). «Why Can’t We Just Talk
About It?: An Observational Study of Parents’ and Adolescents’ Conversations
About Sex», Journal of Adolescent Research, τόμ. 23, τχ. 6, σελ. 689-721.
Agustín, Laura María (2005). «The Cultural Study of Commercial Sex», Sexualities, τόμ.
8, τχ. 5, σελ. 618-31.
Agustín, Laura María (2007Α). «Introduction to the Cultural Study of Commercial Sex»,
Sexualities, τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 403-7.
Agustín, Laura María (2007Β). «Questioning Solidarity: Outreach With Migrants Who
Sell Sex», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 519-34.
Aitkenhead, Decca (2003). «Net Porn», The Guardian, 30/3/2003, διαθέσιμο στο
http://guardian.co.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Akass, Kim και Janet McCabe (2004). «Ms Parker and the Vicious Circle: Female
Narrative and Humour in Sex and the City». Στο Kim Akass και Janet McCabe
(επιμ.). Reading Sex and the City. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 177-98.
Alberti, John (2013): «“I Love You, Man”: Bromances, the Construction of Masculinity,
and the Continuing Evolution of the Romantic Comedy», Quarterly Review of
Film and Video, τόμ. 30, τχ. 2, σελ. 159-72.
Albury, Kath (2009). «Reading Porn Reparatively», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 5, σελ. 647-
53.
Alexander, Susan M. (2003). «Stylish Hard Bodies: Branded Masculinity in “Men’s
Health” Magazine», Sociological Perspectives, τόμ. 46, τχ. 4, σελ. 535-54.
Allan, Trevor R.S. (1983). «A Right to Pornography?», Oxford Journal of Legal Studies,
τόμ. 3, τχ. 3, σελ. 376-81.

405
Alldred, Pam (2005). «Book Review: Janice M. Irvine. Talk About Sex: The Battles over
Sex Education in the United States», Sociological Review, τόμ. 53, τχ. 2, σελ.
363-5.
Allen, Amy (2001). «Pornography and Power», Journal of Social Philosophy, τόμ. 32, τχ.
4, σελ. 512-31.
Allen, Louisa (2003). «Girls Want Sex, Boys Want Love: Resisting Dominant Discourses
of (Hetero)sexuality», Sexualities, τόμ. 6, τχ. 2, σελ. 215-36.
Allen, Louisa (2006). «“Looking at the Real Thing”: Young Men, Pornography, and
Sexuality Education», Discourse: Studies in the Cultural Politics of Education,
τόμ. 27, τχ. 1, σελ. 69-83.
Allen, Louisa (2008). «“They Think You Shouldn’t be Having Sex Anyway”: Young
People’s Suggestions for Improving Sexuality Education Content», Sexualities,
τόμ. 11, τχ. 5, σελ. 573-94.
Allen, Mike, Dave D’Alessio και Keri Brezgel (1995). «A Meta-Analysis Summarizing
the Effects of Pornography II: Aggression After Exposure», Human
Communication Research, τόμ. 22, τχ. 2, σελ. 258-83.
Allen, Mike, Tara Emmers, Lisa Gebhardt και Mary A. Giery (1995). «Exposure to
Pornography and Acceptance of Rape Myths», Journal of Communication, τόμ.
45, τχ. 1, σελ. 5-26.
Allen, Mike, Tara M. Emmers-Sommer, Dave D’Alessio, Lindsay Timmerman, Alesia
Hanzal και Jamie Korus (2007). «The Connection Between the Physiological and
Psychological Reactions to Sexually Explicit Materials: A Literature Summary
Using Meta-Analysis», Communication Monographs, τόμ. 74, τχ. 4, σελ. 541-60.
Alvanoudi, Angeliki (2009). «Open Letter: Golden Boys, Marxist Ghosts and Nomadic
Feminism», European Journal of Women’s Studies, τόμ. 16, τχ. 2, σελ. 181-4.
American Psychological Association, Task Force on the Sexualization of Girls [Eileen L.
Zurbriggen, Rebecca L. Collins, Sharon Lamb, Tomi-Ann Roberts, Deborah
L.Tolman, L. Monique Ward και Jeanne Blake] (2010). Report of the APA Task
Force on the Sexualization of Girls. American Psychological Association,
διαθέσιμο στο http://apa.org, προσβάσιμο στις 21/4/2013.

406
Amuchástegui, Ana και Peter Aggleton (2007). «“I Had a Guilty Conscience Because I
Wasn’t Going to Marry Her”: Ethical Dilemmas for Mexican Men in their Sexual
Relationships With Women», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 1, σελ. 61-81.
Amy-Chinn, Dee (2006). «’Tis Pity She’s a Whore: Postfeminist Prostitution in Joss
Whedon’s Firefly?», Feminist Media Studies, τόμ. 6, τχ. 2, σελ. 175-89.
Amy-Chinn, Dee (2006). «This Is Just for Me(n): How the Regulation of Post-Feminist
Lingerie Advertising Aerpetuates Woman as Object», Journal of Consumer
Culture, τόμ. 6, τχ. 2, σελ. 155-75.
Andrews, David (2006). Soft in the Middle: The Contemporary Softcore Feature in Its
Contexts. Columbus, USA: The Ohio State University Press.
Andrews, David (2007Α). «Softcore as Serialized (and Feminized) Featurette:
Postfeminist Propriety on Late-Night Cable», Television & New Media, τόμ. 8, τχ.
4, σελ. 312-40.
Andrews, David (2007Β). «What Soft-Core Can Do for Porn Studies», Velvet Light Trap,
τχ. 59, σελ. 51-61.
Andrews, Maggie (2003). «Calendar Ladies: Popular Culture, Sexuality and the Middle-
Class, Middle-Aged Domestic Woman», Sexualities, τόμ. 6, τχ. 3-4, σελ. 385-
403.
Ang, Ien (1987). «Popular Fiction and Feminist Cultural Politics», Theory, Culture &
Society, τόμ. 4, τχ. 3, σελ. 651-8.
Anijar, Karen (2005). «Kirstie Gets Fat», Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 257-
60.
Anthony, Sebastian (2012). «Just How Big Are Porn Sites?», ExtremeTech, 12/4/2012,
διαθέσιμο στο http://extremetech.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Årseth, Annie K., Jane Kroger, Monica Martinussen και Guro Bakken (2009). «Intimacy
Status, Attachment, Separation-Individuation Patterns, and Identity Status in
Female University Students», Journal of Social and Personal Relationships, τόμ.
26, τχ. 5, σελ. 697-712.
Arthurs, Jane (2003Α). «Book Review: Brian McNair. Striptease Culture: Sex, Media
and the Democratisation of Desire», Feminist Media Studies, τόμ. 3, τχ. 1, σελ.
115-7.

407
Arthurs, Jane (2003Β). «Sex and the City and Consumer Culture: Remediating
Postfeminist Drama», Feminist Media Studies, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 83-98.
Arthurs, Jane και Usha Zacharias (2006). «Introduction: Sex Education and the Media»,
Feminist Media Studies, τόμ. 6, τχ. 4, σελ. 539-41.
Arvidsson, Adam (2007). «Netporn: The Work of Fantasy in the Information Society».
Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen and Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A
Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 69-76.
Aslama, Minna (2009). «Playing House: Participants’ Experiences of Big Brother
Finland», International Journal of Cultural Studies, τόμ. 12, τχ. 1, σελ. 81-96.
Assiter, Alison (1996). «Book Review: Danny Lacombe. Blue Politics, Pornography and
the Law in the Age of Feminism - Diana Russel (ed.). Making Violence Sexy:
Feminist Views on Pornography», Social & Legal Studies, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 280-
2.
Athanasiou, Robert και Phillip Shaver (1971). «Correlates of Heterosexuals’ Reactions to
Pornography», The Journal of Sex Research, τόμ. 7, τχ. 4, σελ. 298-311.
Attwood, Feona (1999). «Same Old Story?: The Tale of Diana, Princess of Wales»,
Journal of Gender Studies, τόμ. 8, τχ. 3, σελ. 313-22.
Attwood, Feona (2002Α). «A Very British Carnival: Women, Sex and Transgression in
Fiesta Magazine», European Journal of Cultural Studies, τόμ. 5, τχ. 1, σελ. 91-
105.
Attwood, Feona (2002Β). «Reading Porn: The Paradigm Shift in Pornography Research»,
Sexualities, τόμ. 5, τχ. 1, σελ. 91-105.
Attwood, Feona (2004). «Pornography and Objectification: Re-Reading “the Picture that
Divided Britain”», Feminist Media Studies, τόμ. 4, τχ. 1, σελ. 7-19.
Attwood, Feona (2005Α). «Fashion and Passion: Marketing Sex to Women», Sexualities,
τόμ. 8, τχ. 4, σελ. 392-406.
Attwood, Feona (2005Β). «Inside Out: Men on the “Home Front”», Journal of Consumer
Culture, τόμ. 5, τχ. 1, σελ. 87-107.
Attwood, Feona (2005Γ). «“Tits and Ass and Porn and Fighting”: Male Heterosexuality
in Magazines for Men», International Journal of Cultural Studies, τόμ. 8, τχ. 1,
σελ. 83-100.

408
Attwood, Feona (2005Δ). «What Do People Do With Porn?: Qualitative Research Into
the Consumption, Use and Experience of Pornography and other Sexually
Explicit Media», Sexuality and Culture, τόμ. 9, τχ. 2, σελ. 65-86.
Attwood, Feona (2006). «Sexed Up: Theorizing the Sexualization of Culture»,
Sexualities, τόμ. 9, τχ. 1, σελ. 77-94.
Attwood, Feona (2007Α). «No Money Shot?: Commerce, Pornography and New Sex
Taste Cultures», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 441-56.
Attwood, Feona (2007Β). «“Other” or “One of Us”?: The Porn User in Public and
Academic Discourse», Particip@tions, τόμ. 4, τχ. 1, διαθέσιμο στο
http://participations.org, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Attwood, Feona (2007Γ). «Sluts and Riot Grrrls: Female Identity and Sexual Agency»,
Journal of Gender Studies, τόμ. 16, τχ. 3, σελ. 233-47.
Attwood, Feona (2009Α). «“Deepthroatfucker” and “Discerning Adonis”: Men and
Cybersex», International Journal of Cultural Studies, τόμ. 12, τχ. 3, σελ. 279-94.
Attwood, Feona (2009Β). «Intimate Adventures: Sex Blogs, Sex “Blooks” and Women’s
Sexual Narration», European Journal of Cultural Studies, τόμ. 12, τχ. 1, σελ. 5-
20.
Attwood, Feona (2009Γ). «Introduction: The Sexualization of Culture». Στο Feona
Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex: The Sexualization of Western Culture.
London, New York: I.B. Tauris, σελ. xiii-xxiv.
Attwood, Feona (2010Α). «Call Girl Diaries: New Representations of Cosmopolitan Sex
Work», Feminist Media Studies, τόμ. 10, τχ. 1, σελ. 109-12.
Attwood, Feona (2010Β). «Introduction: Porn Studies: From Social Problem to Cultural
Practice». Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com: Making Sense of Online
Pornography. New York: Peter Lang Publishing, σελ. 1-13.
Attwood, Feona (2010Γ). «“Younger, Paler, Decidedly Less Straight”: The New Porn
Professionals». Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com: Making Sense of Online
Pornography. New York: Peter Lang Publishing, σελ. 88-104.
Attwood, Feona (2010Δ). «Conclusion: Toward the Study of Online Porn Cultures and
Practices». Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com: Making Sense of Online
Pornography. New York: Peter Lang Publishing, σελ. 236-43.

409
Attwood, Feona (2010Ε). «Sexualization, Sex and Manners», Sexualities, τόμ. 13, τχ. 6,
σελ. 742-7.
Attwood, Feona (2011). «Through the Looking Glass?: Sexual Agency and
Subjectification Online». Στο Rosalind Gill και Christina Scharff (επιμ.). New
Femininities: Postfeminism, Neoliberalism and Subjectivity. Basingstoke, UK:
Palgrave Macmillan, σελ. 203-14.
Attwood, Feona και Ian Q. Hunter (2009). «Not Safe for Work?: Teaching and
Researching the Sexually Explicit», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 5, σελ. 547–57.
Attwood, Feona και Sharon Lockyer (2009). «Controversial Images: An Introduction»,
Popular Communication, τόμ. 7, τχ. 1, σελ. 1-6.
Attwood, Feona και Clarissa Smith (2010). «Extreme Concern: Regulating “Dangerous
Pictures” in the United Kingdom», Journal of Law & Society, τόμ. 37, τχ. 1, σελ.
171-88.
Attwood, Feona και Clarissa Smith (2014). «Porn Studies: An Introduction», Porn
Studies, τόμ. 1, τχ. 1-2, σελ. 1-6.
Attwood, Feona, Clare Bale και Meg Barker (2013). The Sexualization Report. Διαθέσιμο
στο http://thesexualizationreport.wordpress.com, προσβάσιμο στις 21/4/2014.
Austin, John L. (1962). How to Do Things With Words. Oxford: Oxford University Press.
Azam, Sharlene (2008). «The Sex Lives of Children: A Tale of Consumption», PRISM,
September-October, σελ. 10-2, 16-20, 36.

Βωβού, Σίσσυ (2004). «Η Πορνεία Δεν Μπορεί να Θεωρείται Επάγγελμα», Η Εποχή,


4/1/2204, διαθέσιμο στο http://epohi.gr, προσβάσιμο στις 21/4/2013.

Backlash (2007). «“Extreme” Pornography Proposals: Ill-Conceived and Wrong». Στο


Clare McGlynn, Erika Rackley και Nicole Westmarland (επιμ.). Positions on the
Politics of Porn: A Debate on Government Plans to Criminalise the Possession of
Extreme Pornography. Durham University, UK, σελ. 9-14.
Backstein, Karen (2001). «Soft Love: The Romantic Vision of Sex on the Showtime
Network», Television & New Media, τόμ. 2, τχ. 4, σελ. 303-17.

410
Badat, Jamila (1998). «Marked XX: Censorship and Pornography», Agenda, τχ. 38, σελ.
85-92.
Bakehorn, Jill A. (2010). «Women-Made Pornography». Στο Ronald Weitzer (επιμ.). Sex
for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex Industry. 2η έκδοση, New York,
London: Routledge, σελ. 91-111.
Baker, C. Edwin (1994). «Of Course, More than Words», The University of Chicago Law
Review, τόμ. 61, τχ. 3, σελ. 1181-211.
Baltazar, Alina, Herbert W. Helm Jr., Duane Mcbride, Gary Hopkins και John V. Stevens
Jr. (2010). «Internet Pornography Use in the Context of External and Internal
Religiosity», Journal of Psychology & Theology, τόμ. 38, τχ. 1, 32-40.
Banet-Weiser, Sarah και Laura Portwood-Stacer (2006). «“I Just Want to Be Me
Again!”: Beauty Pageants, Reality Television and Post-Feminism», Feminist
Theory, τόμ. 7, τχ. 2, σελ. 255-72.
Banks, Sue (2007). «Your Privacy’s Showing: Pornography at Your Local Library». Στο
Ann C. Hall και Mardia J. Bishop (επιμ.). Pop-Porn: Pornography in American
Culture. Westport, USA: Praeger, σελ. 155-64.
Banyard, Kat και Rowena Lewis (2009). Corporate Sexism: The Sex Industry’s
Infiltration of the Modern Workplace. Fawcett Society, διαθέσιμο στο
http://fawcettsociety.org.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Baran, Stanley J. (1976). «How TV and Film Portrayals Affect Sexual Satisfaction in
College Students», Journalism Quarterly, τόμ. 53, τχ. 3, σελ. 468-73.
Barcan, Ruth (2002). «In the Raw: “Home-Made” Porn and Reality Genres», Journal of
Mundane Behaviour, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 87-108.
Barcan, Ruth (2004). Nudity: A Cultural Anatomy. Oxford, New York: Berg.
Barkacs, Linda L. και Craig B. Barkacs (2010). «Do You Think I’m Sexty? Minors and
Sexting: Teenage Fad or Child Pornography?», Journal of Legal, Ethical &
Regulatory Issues, τόμ. 13, τχ. 2, σελ. 23-31.
Barker, Martin (2014). «The “Problem” of Sexual Fantasies», Porn Studies, τόμ. 1, τχ. 1-
2, σελ. 143-60.
Barker, Meg (2014). «Psychology and Pornography: Some Reflections», Porn Studies,
τόμ. 1, τχ. 1-2, σελ. 120-6.

411
Baron, Larry (1990). «Pornography and Gender Equality: An Empirical Analysis», The
Journal of Sex Research, τόμ. 27, τχ. 3, σελ. 363-80.
Barron, Martin και Michael Kimmel (2000). «Sexual Violence in Three Pornographic
Media: Toward a Sociological Explanation», The Journal of Sex Research, τόμ.
37, τχ. 2, σελ. 161-8.
Bart, Pauline B. (1985). «Pornography: Institutionalizing Hating Women and Erotizing
Dominance and Submission for Fun and Profit», Justice Quarterly, τόμ. 2, τχ. 2,
σελ. 283-92.
Bart, Pauline B. (1986). «Pornography: Hating Women and Institutionalizing Dominance
and Submission for Fun and Profit: Response to Alexis M. Durham III», Justice
Quarterly, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 103-5.
Bart, Pauline B., Linda Freeman και Peter Kimball (1985). «The Different Worlds of
Women and Men: Attitudes Toward Pornography and Responses to Not a Love
Story - A Film About Pornography», Women’s Studies International Forum, τόμ.
8, τχ. 4, σελ. 307-22.
Bartlett, Alison (2005). «Maternal Sexuality and Breastfeeding», Sex Education, τόμ. 5,
τχ. 1, σελ. 67-77.
Baudrillard, Jean (1979 [2001]). Seduction. Μτφρ. Brian Singer, Montreal: New World
Perspectives.
Baudrillard, Jean (2004). «War Porn», International Journal of Baudrillard Studies, τόμ.
2, τχ. 1, διαθέσιμο στο http://ubishops.ca/baudrillardstudies/index.html,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Bauman, Zygmunt (1998). «On Postmodern Uses of Sex», Theory, Culture & Society,
τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 19-33.
Bauman, Zygmunt (2003 [2006]). Ρευστή Αγάπη: Για την Ευθραυστότητα των
Ανθρώπινων Δεσμών. Μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της
Εστίας.
Beaver, William (2000). «The Dilemma of Internet Pornography», Business and Society
Review, τόμ. 105, τχ. 3, σελ. 373-82.
Beggan, James K. και Scott T. Allison (2003). «Reflexivity in the Pornographic Films of
Candida Royalle», Sexualities, τόμ. 6, τχ. 3-4, σελ. 301-24.

412
Bech, Henning (1998). «Citysex: Representing Lust in Public Theory», Theory, Culture
& Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 215-41.
Beck-Gernsheim, Elisabeth (1998). «On the Way to a Post-Familial Family: From a
Community of Need to Elective Affinities», Theory, Culture & Society, τόμ. 15,
τχ. 3-4, σελ. 53-70.
Beckham, Jack M. (2007). «From “Seedy ROMs” to DVDs: Virtual Sex and the Search
for Control», Quarterly Review of Film & Video, τόμ. 24, τχ. 3, σελ. 225-32.
Beetham, Margaret (2006). «Periodicals and the new media: Women and imagined
communities», Women’s Studies International Forum, τόμ. 29, τχ. 3, σελ. 231-40.
Bell, David (2005). «Book Review: John H. Gagnon. An Interpretation of Desire: Essays
in the Study of Sexuality - Gail Hawkes. Sex and Pleasure in Western Culture»,
Sociological Review, τόμ. 53, τχ. 2, σελ. 359-63.
Bell, David (2009). «Surveillance Is Sexy», Surveillance & Society, τόμ. 6, τχ. 3, σελ.
203-12.
Bell, Elizabeth (1999). «Weddings and Pornography: The Cultural Performance of Sex»,
Text & Performance Quarterly, τόμ. 19, τχ. 3, σελ. 173-95.
Bell, Jennifer Lyon (2001). «Character and Cognition in Modern Pornography». Στο Anu
Koivunen και Susanna Paasonen (επιμ.). Conference Proceedings for Affective
Encounters: Rethinking Embodiment in Feminist Media Studies. University of
Turku, Finland, σελ. 36-42.
Bell, Vikki (2008). «The Burden of Sensation and the Ethics of Form: Watching
Capturing the Friedmans», Theory, Culture & Society, τόμ. 25, τχ. 3, σελ. 89-101.
Bennett, Alexandra G. (1997). «From Theory to Practice: Catharine MacKinnon,
Pornography, and Canadian Law», Modern Language Studies, τόμ. 27, τχ. 3-4,
σελ. 213-30.
Bennett, Jessica (2008). «The Pornification of a Generation», Newsweek, 7/10/2010,
διαθέσιμο στο http://newsweek.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Benwell, Bethan (2005). «“Lucky This Is Anonymous”. Ethnographies of Reception in
Men’s Magazines: A “Textual Culture” Approach», Discourse & Society, τόμ. 16,
τχ. 2, σελ. 147-72.

413
Berardi, Franco “Bifo” (2007). «The Obsession of the (Vanishing) Body». Στο Katrien
Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A Netporn
Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 197-202.
Beres, Melanie A. και Panteá Farvid (2010). «Sexual Ethics and Young Women’s
Accounts of Heterosexual Casual Sex», Sexualities, τόμ. 13, τχ. 3, σελ. 377-93.
Berger, Peter L. και Thomas Luckmann (1966 [1991]). The Social Construction of
Reality: A Treatise in the Sociology of Knowledge. London: Penguin Books.
Berger, Ronald J., Patricia Searles και Charles E. Cottle (1990). «Ideological Contours of
the Contemporary Pornography Debate: Divisions and Alliances», Frontiers: A
Journal of Women Studies, τόμ. 11, τχ. 2-3, σελ. 30-8.
Bergner, Raymond M. (2005). «Lovemaking as a Ceremony of Accreditation», Journal
of Sex & Marital Therapy, τχ. 31, τχ. 5, σελ. 425-32.
Bergner, Raymond M. και Ana J. Bridges (2002). «The Significance of Heavy
Pornography Involvement for Romantic Partners: Research and Clinical
Implications», Journal of Sex & Marital Therapy, τόμ. 28, τχ. 3, σελ. 193-206.
Berkowitz, Dana (2006). «Consuming Eroticism: Gender Performances and Presentations
in Pornographic Establishments», Journal of Contemporary Ethnography, τόμ.
35, τχ. 5, σελ. 583-606.
Berlant, Lauren (1995). «Live Sex Acts (Parental Advisory: Explicit Material)», Feminist
Studies, τόμ. 21, τχ. 2, σελ. 379-404.
Bernstein, Elizabeth (2001). «The Meaning of the Purchase: Desire, Demand and the
Commerce of Sex», Ethnography, τόμ. 2, τχ. 3, σελ. 389-420.
Bernstein, Elizabeth (2007). «Sex Work for the Middle Classes», Sexualities, τόμ. 10, τχ.
4, σελ. 473-88.
Bernstein, Jay M. (2004). «Bare Life, Bearing Witness: Auschwitz and the Pornography
of Horror», Parallax, τόμ. 10, τχ. 1, σελ. 2-16.
Berrios, German E. και Nancy Kennedy (2002). «Erotomania: A Conceptual History»,
History of Psychiatry, τόμ. 13, τχ. 52, σελ. 381-400.
Bertozzi, Elena (2003). «Power Play: The Politics of Orgasm in Cyberspace»,
International Communication Association, 2003 Annual Meeting, San Diego,
USA.

414
Bhaskar, Roy (1975 [2008]). A Realist Theory of Science. New York, London:
Routledge.
Bignell, Jonathan (2004). «Sex, Confession and Witness». Στο Kim Akass και Janet
McCabe (επιμ.). Reading Sex and the City. London, New York: I.B. Tauris, σελ.
161-76.
Bindel, Julie (2010). «The Truth About the Porn Industry», The Guardian, 2/7/2010,
διαθέσιμο στο http://guardian.co.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Binnie, Jon (2008). «Locating Economics Within Sexuality Studies», Sexualities, τόμ. 11,
τχ. 1-2, σελ. 100-3.
Bishop, Mardia J. (2007). «The Making of a Pre-Pubescent Porn Star: Contemporary
Fashion for Elementary School Girls». Στο Ann C. Hall και Mardia J. Bishop
(επιμ.). Pop-Porn: Pornography in American Culture. Westport, USA: Praeger,
σελ. 45-56.
Blandy, Doug και Kristin G. Congdon (1990). «Pornography in the Classroom: Another
Challenge for the Art Educator», Studies in Art Education, τόμ. 32, τχ. 1, σελ. 6-
16.
Blandy, Doug και Kristin G. Congdon (1997). «Art Education and Issues of
Pornography, Studies in Art Education, τόμ. 38, τχ. 2, σελ. 121-3.
Bloch, Charlotte (1987). «Everyday Life, Sensuality, and Body Culture», Women’s
Studies International Forum, τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 433-42.
Blythe, Mark και Mark Jones (2004). «Human Computer (Sexual) Interactions»,
Interactions, τόμ. 11, τχ. 5, σελ. 75-6.
Bogaert, Anthony F., Ulla Woodard και Carolyn L. Hafer (1999). «Intellectual Ability
and Reactions to Pornography», The Journal of Sex Research, τόμ. 36, τχ. 3, σελ.
283-91.
Bogle, Kathleen A. (2008). Hooking Up: Sex, Dating, and Relationships on Campus.
New York, London: New York University Press.
Boies, Sylvain C. (2002). «University Students’ Uses of and Reactions to Online Sexual
Information and Entertainment: Links to Online and Offline Sexual Behaviour»,
The Canadian Journal of Human Sexuality, τόμ. 11, τχ. 2, σελ. 77-89.

415
Bolsø, Agnes (2007). «Approaches to Penetration: Theoretical Difference in Practice»,
Sexualities, τόμ. 10, τχ. 5, σελ. 559-81.
Bonik, Manuel και Andreas Schaale (2007). «The Naked Truth: Internet Eroticism and
the Search». Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.).
C’Lick Me: A Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures,
σελ. 77-88.
Bonino, Silvia, Silvia Ciairano, Emanuela Rabaglietti και Elena Cattelino (2006). «Use of
Pornography and Self-Reported Engagement in Sexual Violence Among
Adolescents», European Journal of Developmental Psychology, τόμ. 3, τχ. 3, σελ.
265-88.
Bonniwell, Bernard L. (1971). «The Social Control of Pornography and Sexual
Behavior», Annals of the American Academy of Political and Social Science, τόμ.
397, σελ. 97-104.
Boon, Susan D., Vicki L. Deveau και Alishia M. Alibhai (2009). «Payback: The
Parameters of Revenge in Romantic Relationships», Journal of Social and
Personal Relationships, τόμ. 26, τχ. 6-7, σελ. 747-68.
Bore, Inger-Lise Kalviknes (2010). «(Un)Funny Women: TV Comedy Audiences and the
Gendering of Humour», European Journal of Cultural Studies, τόμ. 13, τχ. 2, σελ.
139-54.
Boris, Eileen, Stephanie Gilmore και Rhacel Parreñas (2010). «Sexual Labors:
Interdisciplinary Perspectives Toward Sex as Work», Sexualities, τόμ. 13, τχ. 2,
σελ. 131-7.
Bouché, Noel J. (2009). Exploited: Sex Trafficking, Porn Culture, and the Call to a
Lifestyle of Justice. Pure Hope Coalition, διαθέσιμο στο http://purehope.net,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Boulton, Chris (2008). «Porn and Me(n): Sexual Morality, Objectification, and Religion
at the Wheelock Anti-Pornography Conference», The Communication Review,
τόμ. 11, τχ. 3, σελ. 247-73.
Bourdieu, Pierre (1986) «The Forms of Capital». Στο John Richardson (επιμ.). Handbook
of Theory and Research for the Sociology of Education. New York: Greenwood,
σελ. 241-58.

416
Bower, Marion (1986). «Daring to Speak Its Name: The Relationship of Women to
Pornography», Feminist Review, τχ. 24, σελ. 40-55.
Boyce, Paul (2008). «Truths and (Mis)Representations: Adrienne Rich, Michel Foucault
and Sexual Subjectivities in India», Sexualities, τόμ. 11, τχ. 1-2, σελ. 110-9.
Boyd, Danah (2010). «How Censoring Craigslist Helps Pimps, Child Traffickers and
Other Abusive Scumbags», The Huffington Post, 6/9/2010, διαθέσιμο στο
http://huffingtonpost.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Boyle, Karen (2000). «The Pornography Debates: Beyond Cause and Effect», Women’s
Studies International Forum, τόμ. 23, τχ. 2, σελ. 187-95.
Boyle, Karen (2006). «The Boundaries of Porn Studies: On Linda Williams’ Porn
Studies», New Review of Film and Television Studies, τόμ. 4, τχ. 1, σελ. 1-16.
Boyle, Karen (2008Α). «Courting Consumers and Legitimating Exploitation: The
Representation of Commercial Sex in Television Documentaries», Feminist
Media Studies, τόμ. 8, τχ. 1, σελ. 35-50.
Boyle, Karen (2008Β). «Everyday Pornographies: Pornification and Commercial Sex».
“Globalisation, Media and Adult/Sexual Content: Challenges to Regulation”
Conference, Athens, Greece.
Boyle, Karen (2010Α). «Introduction: Everyday Pornography». Στο Karen Boyle (επιμ.).
Everyday Pornography. London, New York: Routledge, σελ. 1-13.
Boyle, Karen (2010Β). «Porn Consumers’ Public Faces: Mainstream Media, Address and
Representation». Στο Karen Boyle (επιμ.). Everyday Pornography. London, New
York: Routledge, σελ. 134-46.
Boyle, Karen (2010Γ). «Epilogue: How Was It for You?». Στο Karen Boyle (επιμ.).
Everyday Pornography. London, New York: Routledge, σελ. 203-11.
Boyle, Karen (2010Δ). «Selling the Selling of Sex: The Secret Diary of a Call-Girl on
Screen», Feminist Media Studies, τόμ. 10, τχ. 1, σελ. 113-6.
Boynton, Petra M. (1999). «“Is That Supposed to Be Sexy?”: Women Discuss Women in
“Top Shelf” Magazines», Journal of Community & Applied Social Psychology,
τόμ. 9, τχ. 6, σελ. 449-61.

417
Boynton, Petra (2003). «“Much, Much, Much Better Sex” - Was That Ever True?:
Revisiting an Evaluation of Sex Information in Women’s Magazines», μη
δημοσιευμένο κείμενο.
Boynton, Petra (2006). «“Enough With Tips and Advice and Thangs”: The Experience of
a Critically Reflexive, Evidence-Based Agony Aunt», Feminist Media Studies,
τόμ. 6, τχ. 4, σελ. 541-6.
Boynton, Petra (2009). «Whatever Happened to Cathy and Claire?: Sex, Advice and the
Role of the Agony Aunt». Στο Feona Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex: The
Sexualization of Western Culture. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 111-25.
Bragg, Beauty και Pancho McFarland (2007). «The Erotic and the Pornographic in
Chicana Rap: JV vs. Ms. Sancha», Meridians: Feminism, Race,
Transnationalism, τόμ. 7, τχ. 2, σελ. 1-21.
Bragg, Sara (2006). «Young Women, the Media, and Sex Education», Feminist Media
Studies, τόμ. 6, τχ. 4, σελ. 546-51.
Bragg, Sara και David Buckingham (2009). «Too Much Too Young?: Young People,
Sexual Media and Learning». Στο Feona Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex:
The Sexualization of Western Culture. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 129-
46.
Brannigan, Augustine (1987). «Pornography and Behavior: Alternative Explanations»,
Journal of Communication, τόμ. 37, τχ. 3, σελ. 185-9.
Brannigan, Augustine και Sheldon Goldenberg (1986). «Social Science Versus
Jurisprudence in “Wagner”: The Study of Pornography, Harm, and the Law of
Obscenity in Canada», The Canadian Journal of Sociology, τόμ. 11, τχ. 4, σελ.
419-31.
Bratich, Jack Z. (2006). «“Nothing Is Left Alone for Too Long”: Reality Programming
and Control Society Subjects», Journal of Communication Inquiry, τόμ. 30, τχ. 1,
σελ. 65-83.
Braun, Virginia (2005). «In Search of (Better) Sexual Pleasure: Female Genital
“Cosmetic” Surgery», Sexualities, τόμ. 8, τχ. 4, σελ. 407-24.

418
Braun, Virginia και Sue Wilkinson (2005). «Vagina Equals woman?: On Genitals and
Gendered Iidentity», Women’s Studies International Forum, τόμ. 28, τχ. 6, σελ.
509-22.
Braun, Virginia, Nicola Gavey και Kathryn McPhillips (2003). «The “Fair Deal”?:
Unpacking Accounts of Reciprocity in Heterosex», Sexualities, τόμ. 6, τχ. 2, σελ.
237-61.
Bray, Abigail (2009). «Governing The Gaze: Child Sexual Abuse Moral Panics and the
Post-Feminist Blindspot», Feminist Media Studies, τόμ. 9, τχ. 2, σελ. 173-91.
Brennan, Denise (2010). «Sex Tourism and Sex Workers’ Aspirations». Στο Ronald
Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex Industry. 2η
έκδοση, New York, London: Routledge, σελ. 307-23.
Brents, Barbara G. και Kathryn Hausbeck (2007). «Marketing Sex: US Legal Brothels
and Late Capitalist Consumption», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 425-39.
Brest, Paul και Ann Vandenberg (1987). «Politics, Feminism, and the Constitution: The
Anti-Pornography Movement in Minneapolis», Stanford Law Review, τόμ. 39, τχ.
3, σελ. 607-61.
Brewer Johanna, Joseph “Jofish” Kaye, Amanda Williams και Susan Wyche (2006).
«Sexual interactions: Why We Should Talk About Sex in HCI». Conference on
Human Factors in Computing Systems, Montreal, Canada, σελ. 1695-8.
Bridges, Ana J. (2008). «Pornography’s Effects on Interpersonal Relationships». “The
Social Costs of Pornography” Conference, Princeton University, USA.
Bridges, Ana J. (2010). «Methodological Considerations in Mapping Pornography
Content». Στο Karen Boyle (επιμ.). Everyday Pornography. London, New York:
Routledge, σελ. 34-49.
Bridges, Ana J., Raymond M. Bergner και Matthew Hesson-McInnis (2003). «Romantic
Partners’ Use of Pornography: Its Significance for Women», Journal of Sex &
Marital Therapy, τχ. 29, τχ. 1, σελ. 1-14.
Bridges, Constance (2006). «U.S. Internet Pornography: A Court of Appeals Analysis»,
International Communication Association, 2006 Annual Meeting, Dresden,
Germany.

419
Brigman, William E. (1983). «Pornography as Political Expression», Journal of Popular
Culture, τόμ. 17, τχ. 2, σελ. 129-34.
Brockington, Dan (2008). «Powerful Environmentalisms: Conservation, Celebrity and
Capitalism», Media, Culture & Society, τόμ. 30, τχ. 4, σελ. 551-68.
Brooks, Ann (2006). «Gendering Knowledge», Theory, Culture & Society, τόμ. 23, τχ. 2-
3, σελ. 211-4.
Brosius, Hans-Bernd, James B. Weaver III και Joachim F. Staab (1993). «Exploring the
Social and Sexual “Reality” of Contemporary Pornography», The Journal of Sex
Research, τόμ. 30, τχ. 2, σελ. 161-70.
Brottman, Mikita (2007). «Nightmares in Cyberspace: Urban Legends, Moral Panics and
the Dark Side of the Net». Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo
Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute
of Network Cultures, σελ. 177-85.
Brown, Beverley (1992). «Pornography and Feminism: Is Law the Answer?», Critical
Quarterly, τόμ. 34, τχ. 2, σελ. 72-82.
Brown, Coke, Joan Anderson, Linda Burggraf και Neal Thompson (1978). «Community
Standards, Conservatism, and Judgments of Pornography», The Journal of Sex
Research, τόμ. 14, τχ. 2, σελ. 81-95.
Brown, Jane D. και Kelly L. L’Engle (2009). «X-Rated: Sexual Attitudes and Behaviors
Associated With U.S. Early Adolescents’ Exposure to Sexually Explicit Media»,
Communication Research, τόμ. 36, τχ. 1, σελ. 129-51.
Brown, Jane D., Carolyn Tucker Halpern και Kelly Ladin L’Engle (2005). «Mass media
as a Sexual Super Peer for Early Maturing Girls», Journal of Adolescent Health,
τόμ. 36, τχ. 5, σελ. 420-7.
Brown, Louise (2007). «Performance, Status and Hybridity in a Pakistani Red-Light
District: The Cultural Production of the Courtesan», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 4,
σελ. 409-23.
Brown, Sonya (2005). «An Obscure Middle Ground: Size Acceptance Narratives and
Photographs of “Real Women”», Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 246-
9.

420
Bruce, E. Edward (1987). «Prostitution and Obscenity: A Comment Upon the Attorney
General’s Report on Pornography», Duke Law Journal, τόμ. 1987, τχ. 1, σελ.
123-39.
Brunt, Rosalind (1999). «Guest Editorial», Journal of Gender Studies, τόμ. 8, τχ. 3, σελ.
279-83.
Bruzzi, Stella και Pamela Church Gibson (2004). «“Fashion Is the Fifth Character”:
Fashion, Costume and Character in Sex and the City». Στο Kim Akass και Janet
McCabe (επιμ.). Reading Sex and the City. London, New York: I.B. Tauris, σελ.
115-29.
Bryant, Clifton D. (1999). «Gratuitous Sex in Field Research: “Carnal Lagniappe”, or
“Inappropriate Behavior”», Deviant Behavior, τόμ. 20, τχ. 4, σελ. 325-9.
Bryant, Colleen (2010). «Adolescence, Pornography and Harm», Youth Studies Australia,
τόμ. 29, τχ. 1, σελ. 18-26.
Bryant, Earle V. (1982). «The Sexualization of Racism in Richard Wright’s “The Man
Who Killed a Shadow”», Black American Literature Forum, τόμ. 16, τχ. 3, σελ.
119-21.
Bryant, Jennings και Dolf Zillmann, D. (επιμ.) (1994). Media Effects: Advances in
Theory and Research. New Jersey: Lawrence Erlbaum.
Bryant, Joanne και Toni Schofield (2010). «Feminine Sexual Subjectivities: Bodies,
Agency and Life History», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 3, σελ. 321-40.
Buckingham, David (2013). «Representing Audiences: Audience Research, Public
Knowledge, and Policy», The Communication Review, τόμ. 16, τχ. 1-2, σελ. 51-
60.
Buckingham, David και Despina Chronaki (2014). “Saving the Children?: Pornography,
Childhood and the Internet». Στο Stephen Wagg και Jane Pilcher (επιμ.).
Thatcher’s Grandchildren?: The Politics of Childhood in the Twenty First
Century. Basingstoke, UK: Palgrave Macmillan, σελ. 301-17.
Buckingham, David και Helle Strandgaard Jensen (2012). «Beyond “Media Panics”:
Reconceptualising Public Debates About Children and Media», Journal of
Children and Media, τόμ. 6, τχ. 4, σελ. 413-29.

421
Budgeon, Shelley (2008). «Couple Culture and the Production of Singleness»,
Sexualities, τόμ. 11, τχ. 3, σελ. 301-25.
Budgeon, Shelley και Dawn H. Currie (1995). «From Feminism to Postfeminism:
Women’s Liberation in Fashion Magazines», Women’s Studies International
Forum, τόμ. 18, τχ. 2, σελ. 173-86.
Bullen, Elizabeth (2009). «Inside Story: Product Placement and Adolescent Consumer
Identity in Young Adult Fiction», Media, Culture & Society, τόμ. 31, τχ. 3, σελ.
497-507.
Burr, Vivien (2009). «Sex and Censorship: The Case of Buffy the Vampire Slayer»,
Feminism & Psychology, τόμ. 19, τχ. 1, σελ. 123-7.
Buscomble, Edward (2004). «Generic Overspill: A Dirty Western». Στο Pamela Church
Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender, Pornography and Power. London:
British Film Institute, σελ. 27-30.
Busse, Peter, Martin Fishbein, Amy Bleakley και Michael Hennessy (2010). «The Role
of Communication With Friends in Sexual Initiation», Communication Research,
τόμ. 37, τχ. 2, σελ. 239-55.
Butkus, Claire (2004). «Female Porn Providers and Internet Services», Convergence: The
International Journal of Research Into New Media Technologies, τόμ. 10, τχ. 1,
σελ. 10-22.
Butler, Judith (1988). «Performative Acts and Gender Constitution: An Essay in
Phenomenology and Feminist Theory», Theatre Journal, τόμ. 40, τχ. 4, σελ. 519-
31.
Butler, Judith (1990 [2002]). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity.
New York, London: Routledge.
Butler, Judith (1997). Excitable Speech: A Politics of the Performative. New York,
London: Routledge.
Butler, Judith (2010). «Performative Agency», Journal of Cultural Economy, τόμ. 3, τχ.
2, σελ. 147-61.
Buzzell, Timothy (2005). «The Effects of Sophistication, Access and Monitoring on Use
of Pornography in Three Technological Contexts», Deviant Behavior, τόμ. 26, τχ.
2, σελ. 109-32.

422
Byers, Lisa J., Ken S. Menzies και William L. O’Grady (2004). «The Impact of
Computer Variables on the Viewing and Sending of Sexually Explicit Material on
the Internet: Testing Cooper’s “Triple-A Engine”», The Canadian Journal of
Human Sexuality, τόμ. 13, τχ. 3-4, σελ. 157-69.

Γαζή, Αγγελική (επιμ.) (2012). Sex and The City: Ταυτότητα και Αναζήτηση Νοήματος
στη Μετανεωτερική Αφήγηση. Αθήνα: Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις.
Γαλάνης, Δημήτρης (2010). «Ερωτες και Καυτές Επιδόσεις», Το Βήμα, 7/3/2010,
διαθέσιμο στο http://tovima.gr, προσβάσιμο στις 21/4/2013.

Calafell, Bernadette Marie (2010). «Notes From an “Angry Woman of Color”: Academic
Policing and Disciplining Women of Color in a Post (Fill in the blank) Era»
[«What Is This “Post-” in Postracial, Postfeminist… (Fill in the Blank)?», σελ.
210-53], Journal of Communication Inquiry, τόμ. 34, τχ. 3, σελ. 240-5.
Cameron, Deborah (1990). «Discourses of Desire: Liberals, Feminists, and the Politics of
Pornography in the 1980s», American Literary History, τόμ. 2, τχ. 4, σελ. 784-98.
Cameron, Deborah (1992). «Pornography: What Is the Problem?», Critical Quarterly,
τόμ. 34, τχ. 2, σελ. 3-11.
Cante, Rich C. και Angelo Restivo (2004). «The “World” of All-Male Pornography: On
the Public Place of Moving-Image Sex in the Era of Pornographic
Transnationalism». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks:
Gender, Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ. 110-26.
Caputi, Jane (2002). «The Naked Goddess: Pornography and the Sacred», Theology &
Sexuality, τόμ. 9, τχ. 1, σελ. 180-200.
Carnes, Michelle (2007). «Bend over Boyfriend: Anal Sex Instructional Videos for
Women». Στο Susanna Paasonen, Kaarina Nikunen και Laura Saarenmaa (επιμ.).
Pornification: Sex and Sexuality in Media Culture. Oxford, New York: Berg, σελ.
151-60.
Carol, Avedon (2007). «Reflections on the Positions on the Politics on Pornography
Conference». Στο Clare McGlynn, Erika Rackley και Nicole Westmarland (επιμ.).

423
Positions on the Politics of Porn: A Debate on Government Plans to Criminalise
the Possession of Extreme Pornography. Durham University, UK, σελ. 15-9.
Carroll, Jason S., Laura M. Padilla-Walker, Larry J. Nelson, Chad D. Olson, Carolyn
McNamara Barry και Stephanie D. Madsen (2008). «Generation XXX:
Pornography Acceptance and Use Among Emerging Adults», Journal of
Adolescent Research, τόμ. 23, τχ. 1, σελ. 6-30.
Carse, Alisa L. (1995). «Pornography: An Uncivil Liberty?», Hypatia, τόμ. 10, τχ. 1, σελ.
155-82.
Carter, Cynthia και C. Kay Weaver (2003). Violence and the Media. Buckingham,
Philadelphia: Open University Press.
Cartier, Marie (2003). «The Butch Woman Inside James Dean or “What Kind of Person
Do You Think a Girl Wants? ”», Sexualities, τόμ. 6, τχ. 3-4, σελ. 443-58.
Casey, Mark, Janice McLaughlin και Diane Richardson (2004). «Introduction: Locating
Sexualities: Politics, Identities and Space», Sexualities, τόμ. 7, τχ. 4, σελ. 387-90.
Castle, Tammy και Jenifer Lee (2008). «Ordering Sex in Cyberspace: A Content
Analysis of Escort Websites», International Journal of Cultural Studies, τόμ. 11,
τχ. 1, σελ. 107-21.
Cha, Youngjoo και Sarah Thébaud (2009). «Labor Markets, Breadwinning, and Beliefs:
How Economic Context Shapes Men’s Gender Ideology», Gender & Society, τόμ.
23, τχ. 2, σελ. 215-43.
Champagne, Eric (2006). «Book Review: Dennis D. Waskul (ed.). Net.SeXXX. Readings
on Sex, Pornography, and the Internet». Canadian Journal of Communication,
τόμ. 31, τχ. 4, σελ. 974-6.
Chancer, Lynn S. (2000). «From Pornography to Sadomasochism: Reconciling Feminist
Differences», The Annals of the American Academy of Political and Social
Science, τόμ. 571, τχ. 1, σελ. 77-88.
Chatterjee, Bela (2000). «Cyberpornography, Cyberidentities and Law», International
Review of Law Computers & Technology, τόμ. 14, τχ. 1, σελ. 89-93.
Check, James V.P. και Neil M. Malamuth (1984). «Can There Be Positive Effects of
Participation in Pornography Experiments?», The Journal of Sex Research, τόμ.
20, τχ. 1, σελ. 14-31.

424
Chevigny, Paul (1989). «Pornography and Cognition: A Reply to Cass Sunstein», Duke
Law Journal, τόμ. 1989, τχ. 2, σελ. 420-32.
Chimba, Mwenya και Jenny Kitzinger (2010). «Bimbo or Boffin? Women in Science: An
Analysis of Media Representations and How Female Scientists Negotiate Cultural
Contradictions», Public Understanding of Science, τόμ. 19, τχ. 5, σελ. 609-24.
Chow-White, Peter A. (2006). «Race, Gender and Aex on the Net: Semantic Networks of
Selling and Storytelling Sex Tourism», Media, Culture & Society, τόμ. 28, τχ. 6,
σελ. 883-905.
Christensen, Ferrel (1987). «Effects of Pornography: The Debate Continues», Journal of
Communication, τόμ. 37, τχ. 1, σελ. 186-7.
Chronaki, Despina (2013). «Young People’s Accounts of Experiences With Sexual
Content During Childhood and Teenage Life», The Communication Review, τόμ.
16, τχ. 1-2, σελ. 61-9.
Ciclitira, Karen (2004). «Pornography, Women and Feminism: Between Pleasure and
Politics», Sexualities, τόμ. 7, τχ. 3, σελ. 281-301.
Cocks, H.G. (2004). «Saucy Stories: Pornography, Sexology and the Marketing of Sexual
Knowledge in Britain, c. 1918-70», Social History, τόμ. 29, τχ. 4, σελ. 465-84.
Coffey, Laura (2009). «“What Do You Do With a Bachelor Who Thinks He’s God’s Gift
to Women?”: Sexist Jokes and the Construction of Heteronormativity in Women’s
Magazines». Poetics and Linguistics Association Annual Conference 2009 “The
Art of Stylistics”, Middelburg, Netherlands.
Cohen, Daniel I.A. (1994). «The Hate That Dare Not Speak Its Name: Pornography Qua
Semi-Political Speech», Law and Philosophy, τόμ. 13, τχ. 2, σελ. 195-239.
Cohler, Deborah (2006). «Keeping the Home Front Burning: Renegotiating Gender and
Sexuality in US Mass Media After September 11», Feminist Media Studies, τόμ.
6, τχ. 3, σελ. 245-61.
Cokal, Susann (2007). «Clean Porn: The Visual Aesthetics of Hygiene, Hot Sex, and Hair
Removal». Στο Ann C. Hall και Mardia J. Bishop (επιμ.). Pop-Porn:
Pornography in American Culture. Westport, USA: Praeger, σελ. 137-53.

425
Cole, David (1994). «Playing by Pornography’s Rules: The Regulation of Sexual
Expression», University of Pennsylvania Law Review, τόμ. 143, τχ. 1, σελ. 111-
77.
Coleman, Rebecca (2008). «Bodies, Ethics and Immanent Research: Deleuze’s Concept
of Affect as Methodology», Feminist Media Studies, τόμ. 8, τχ. 1, σελ. 91-5.
Coleman, Stephen (2010). «Acting Powerfully: Performances of Power in Big Brother»,
International Journal of Cultural Studies, τόμ. 13, τχ. 2, σελ. 127-46.
Coles, Tony (2009). «Negotiating the Field of Masculinity: The Production and
Reproduction of Multiple Dominant Masculinities», Men and Masculinities, τόμ.
12, τχ. 1, σελ. 30-44.
Collins, Marcus (1999). «The Pornography of Permissiveness: Men’s Sexuality and
Women’s Emancipation in Mid Twentieth-Century Britain», History Workshop
Journal, τχ. 47, σελ. 99-120.
Collins, Ronald K.L. και David M. Skover (1994). «The Pornographic State», Harvard
Law Review, τόμ. 107, τχ. 6, σελ. 1374-99.
Colson, Marie-Hélène (2010). «Female Orgasm: Myths, Facts and Controversies»,
Sexologies, τόμ. 19, τχ. 1, σελ. 8-14.
Comella, Lynn (2003). «(Safe) Sex and the City: On Vibrators, Masturbation, and the
Myth of “Real” Sex», Feminist Media Studies, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 109-12.
Comella, Lynn (2010). «Remaking the Sex Industry: The Adult Expo as a Microcosm».
Στο Ronald Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex
Industry. 2η έκδοση, New York, London: Routledge, σελ. 285-306.
Comella, Lynn (2014). «Studying Porn Cultures», Porn Studies, τόμ. 1, τχ. 1-2, σελ. 64-
70.
Concepcion, Consuelo M. (1999). «On Pornography, Representation and Sexual
Agency», Hypatia, τόμ. 14, τχ. 1, σελ. 97-100.
Connell, Raewyn W. (1987). Gender and Power: Society, the Person, and Sexual
Politics. Stanford, USA: Stanford University Press.
Connell, Raewyn W. (1995). Masculinities. Sydney, Australia: Allen & Unwin.

426
Connell, Raewyn (2006Α). «Glass Ceilings or Gendered Institutions?: Mapping the
Gender Regimes of Public Sector Worksites», Public Administration Review, τόμ.
66, τχ. 6, σελ. 837-49.
Connell, Raewyn (2006Β). «The Experience of Gender Change in Public Sector
Organizations», Gender, Work and Organization, τόμ. 13, τχ. 5, σελ. 435-52.
Connell, Raewyn (2007). «News From the Coalface: Experiences of Gender Reform by
the Staff of Public Sector Agencies», International Feminist Journal of Politics,
τόμ. 9, τχ. 2, σελ. 137-53.
Connell, Raewyn (2008). «A Thousand Miles From Kind: Men, Masculinities and
Modern Institutions», The Journal of Men’s Studies, τόμ. 16, τχ. 3, σελ. 237-52.
Connell, Raewyn W. και James W. Messerschmidt (2005). «Hegemonic Masculinity:
Rethinking the Concept», Gender & Society, τόμ. 19, τχ. 6, σελ. 829-59.
Cook, Alexander (2009). «The Politics of Pleasure Talk in 18th-Century Europe»,
Sexualities, τόμ. 12, τχ. 4, σελ. 451-66.
Cook, Ian (2006). «Western Heterosexual Masculinity, Anxiety, and Web Porn», The
Journal of Men’s Studies. Vol. 14, τχ. 1, σελ. 47-63.
Cooper, Al, (1998). «Sexuality and the Internet: Surfing Into the New Millennium»,
CyberPsychology & Behavior, τόμ. 1, τχ. 2, σελ. 181-7.
Cooper, Al, Irene P. McLoughlin και Kevin M. Campbell (2000). «Sexuality in
Cyberspace: Update for the 21st Century», CyberPsychology & Behavior, τόμ. 3,
τχ. 4, pp: 521-36.
Cooper, Al, David L. Delmonico, Eric Griffin-Shelley και Robin M. Mathy (2004).
«Online Sexual Activity: An Examination of Potentially Problematic Behaviors»,
Sexual Addiction & Compulsivity, τόμ. 11, τχ. 3, σελ. 129-43.
Coopersmith, Jonathan (2006). «Does Your Mother Know What You Really Do?: The
Changing Nature and Image of Computer-Based Pornography», History and
Technology, τόμ. 22, τχ. 1, σελ. 1-25.
Copeland, Rebecca (2004). «Woman Uncovered: Pornography and Power in the
Detective Fiction of Kirino Natsuo», Japan Forum, τόμ. 16, τχ. 2, σελ. 249-69.

427
Corbeil, Marie-Elaine M. και Stuart J. McKelvie (2008). «Pornography Use and Recall of
Sexual and Neutral Words», North American Journal of Psychology, τόμ. 10, τχ.
2, σελ. 363-84.
Corbett, John και Terri Kapsalis (1996). «Aural Sex: The Female Orgasm in Popular
Sound», The Drama Review, τόμ. 40, τχ. 3, σελ. 102-11.
Cormican, Muriel (2003). «Pro-Porn Rhetoric and the Cinema of Monika Treut», Women
in German Yearbook 19, σελ. 179-99.
Corsianos, Marilyn (2007). «Mainstream Pornography and “Women”: Questioning
Sexual Agency», Critical Sociology, τόμ. 33, τχ. 5-6, σελ. 863-85.
Cottle, Charles E., Patricia Searles, Ronald J. Berger και Beth Ann Pierce (1989).
«Conflicting Ideologies and the Politics of Pornography», Gender and Society,
τόμ. 3, τχ. 3, σελ. 303-33.
Coughlin, Anne M. (2002). «Representing the Forbidden», California Law Review, τόμ.
90, τχ. 6, σελ. 2143-83.
Coulomb-Gully, Marlène (2009). «Beauty and the Beast: Bodies Politic and Political
Representation in the 2007 French Presidential Election Campaign», European
Journal of Communication, τόμ. 24, τχ. 2, σελ. 203-18.
Cover, Rob (2003). «The Naked Subject: Nudity, Context and Sexualization in
Contemporary Culture», Body & Society, τόμ. 9, τχ. 3, σελ. 53-72.
Cowan, Gloria (1992). «Feminist Attitudes Toward Pornography Control», Psychology of
Women Quarterly, τόμ. 16, τχ. 2, σελ. 165-77.
Cowan, Gloria και Robin R. Campbell (1994). «Racism and Sexism in Interracial
Pornography: A Content Analysis», Psychology of Women Quarterly, τόμ. 18, τχ.
3, σελ. 323-38.
Cowan, Gloria και Kerri F. Dunn (1994). «What Themes in Pornography Lead to
Perceptions of the Degradation of Women?», The Journal of Sex Research, τόμ.
31, τχ. 1, σελ. 11-21.
Cowan, Gloria, Cheryl J. Chase και Geraldine B. Stahly (1989). «Feminist and
Fundamentalist Attitudes Toward Pornography Control», Psychology of Women
Quarterly, τόμ. 13, τχ. 1, σελ. 97-112.

428
Cramer, Elizabeth και Judith McFarl (1994). «Pornography and Abuse of Women»,
Public Health Nursing, τόμ. 11, τχ. 4, σελ. 268-72.
Cramer, Florian (2007). «Sodom Blogging: Alternative Porn and Aesthetic Sensibility».
Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A
Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 171-5.
Cramer, Florian και Stewart Home (2007). «Pornographic Coding». Στο Katrien Jacobs,
Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A Netporn Studies
Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 159-69.
Crane, Jonathan L. (1996). «Rereading Pornography», Journal of Communication, τόμ.
46, τχ. 2, σελ. 158-64.
Crépault, Claude (1972). «Sexual Fantasies and Visualization of “Pornographic
Scenes”», The Journal of Sex Research, τόμ. 8, τχ. 2, σελ. 154-5.
Crolley, Liz και Elena Teso (2007). «Gendered Narratives in Spain: The Representation
of Female Athletes in Marca and El País», International Review for the Sociology
of Sport, τόμ. 42, τχ. 2, σελ. 149-66.
Cronin, Blaise και Elisabeth Davenport (2001). «E-Rogenous Zones: Positioning
Pornography in the Digital Economy», The Information Society, τόμ. 17, τχ. 1,
σελ. 33-48.
Crowley, Daniel J. (1982). «The Erotic, the Pornographic, and the Vulgar in African
Arts», African Arts, τόμ. 15, τχ. 2, σελ. 46-7.
Cryle, Peter (2009). «Les Choses et les Mots: Missing Words and Blurry Things in the
History of Sexuality», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 4, σελ. 437-50.
Cudworth, Erika (2005). «Book Review: Carol J. Adams. The Pornography of Meat»,
Feminist Theory, τόμ. 6, τχ. 1, σελ. 99-101.
Culp, Samantha (2007). «First Porn Son: Asian-Man.com and the Golden Porn
Revolution». Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.).
C’Lick Me: A Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures,
σελ. 253-9.
Curtis, Bruce και Alan Hunt (2007). «The Fellatio “Epidemic”: Age Relations and
Access to the Erotic Arts», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 1, σελ. 5-28.

429
Δεμερτζής, Νίκος (2000). «Η Επέλαση της Αβεβαιότητας», Επενδυτής, χ.χ.
Δεμερτζής, Νίκος (2002). Πολιτική Επικοινωνία: Διακινδύνευση, Δημοσιότητα,
Διαδίκτυο. Αθήνα: Παπαζήσης.
Δημοκίδης, Άρης (2011). «Καθώς το Πρώτο Θέμα Στηλιτεύει τη “Διάλεξη της
Πορνοστάρ” σε Πανεπιστήμιο, του Τρέχουν Άραγε τα Σάλια;» Lifo, 2/5/2011,
διαθέσιμο στο http://lifo.gr, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Διαμαντάκη, Αικατερίνη (2009). Η Δυνητική Κοινότητα: Μια Ανάλυση της Κοινοτικής
Εμπειρίας στην Ύστερη Νεωτερικότητα. Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα.

D’Enbeau, Suzy (2009). «Feminine and Feminist Transformation in Popular Culture: An


application of Mary Daly’s radical philosophies to Bust magazine», Feminist
Media Studies, τόμ. 9, τχ. 1, σελ. 17-36.
Daneback, Kristian, Michael W. Ross και Sven-Axel Månsson (2006). «Characteristics
and Behaviors of Sexual Compulsives Who Use the Internet for Sexual
Purposes», Sexual Addiction & Compulsivity, τόμ. 13, τχ. 1, σελ. 53-67.
Darby, Robert (2003). «The Masturbation Taboo and the Rise of Routine Male
Circumcision: A Review of the Historiography», Journal of Social History, τόμ.
36, τχ. 3, σελ. 737-57.
Davis, Kelly Cue, Jeanette Norris, William H. George, Joel Martell και Julia R. Heiman
(2006). «Rape-Myth Congruent Beliefs in Women Resulting From Exposure to
Violent Pornography: Effects of Alcohol and Sexual Arousal», Journal of
Interpersonal Violence, τόμ. 21, τχ. 9, σελ. 1208-23.
Davies, Kimberly A. (1997). «Voluntary Exposure to Pornography and Men’s Attitudes
toward Feminism and Rape», The Journal of Sex Research, τόμ. 34, τχ. 2, σελ.
131-7.
Davies, Paul G., Steven J. Spencer, Diane M. Quinn και Rebecca Gerhardstein (2002).
«Consuming Images: How Television Commercials That Elicit Stereotype Threat
Can Restrain Women Academically and Professionally», Personality and Social
Psychology Bulletin, τόμ. 28, τχ. 12, σελ. 1615-28.

430
Day, Elizabeth (2011). «Why Sexism Is No Laughing Matter, Despite What the Boys
Might Say», The Observer, 30/1/2011, διαθέσιμο στο http://guardian.co.uk,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
de Visser, Richard O. (2009). «“I’m Not a Very Manly Man”: Qualitative Insights Into
Young Men’s Masculine Subjectivity», Men and Masculinities, τόμ. 11, τχ. 3,
σελ. 367-71.
Debord, Guy (1972 [2002]). The Society of the Spectacle. Μτφρ. Ken Knabb, Canberra:
Hobgoblin Press.
DeCurtis, Christina (2003). «Prostitution, Sex Tourism on the Internet: Whose Voice Is
Being Heard?», SIGCAS Computers and Society, τόμ. 33 , τχ. 1, σελ. 3-11.
DeGenevieve, Barbara (2007). «Ssspread.com: The Hot Bods of Queer Porn». Στο
Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A
Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 233-7.
Della Giusta, Marina, Maria Laura Di Tommaso και Steinar Strøm (2008). Sex Markets:
A denied industry. London, New York: Routledge.
Deller, Ruth A., Sarah Harman και Bethan Jones (2013). «Introduction to the Special
Issue: Reading the Fifty Shades “Phenomenon”», Sexualities, τόμ. 16, τχ. 8, σελ.
859-63.
Demetriou, Demetrakis Z. (2001). «Connell’s Concept of Hegemonic Masculinity: A
Critique», Theory and Society, τόμ. 30, τχ. 3, σελ. 337-61.
Dempsey, Sarah E. (2009). «The Increasing Technology Divide: Persistent Portrayals of
Maverick Masculinity in US Marketing», Feminist Media Studies, τόμ. 9, τχ. 1,
σελ. 37-55.
Derkits, Rachel (2004). Lukeford.com: Public Sex, Celebrity and the Internet. Partial
Fulfillment of Requirements for Ph.D., Stanford University, USA.
Dery, Mark (2007Α). «Naked Lunch: Talking Realcore With Sergio Messina». Στο
Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A
Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 17-30.
Dery, Mark (2007Β). «Paradise Lust: Pornotopia Meets the Culture Wars». Στο Katrien
Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A Netporn
Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 125-48.

431
Devor, Holly (1988). «Teaching Women’s Studies to Male Inmates», Women’s Studies
International Forum, τόμ. 11, τχ. 3, σελ. 235-44.
DeVoss, Dànielle (2002). «Women’s Porn Sites: Spaces of Fissure and Eruption or “I’m
a Little Bit of Eeverything”», Sexuality & Culture, τόμ. 6, τχ. 3, σελ. 75-94.
di Mattia, Joanna (2004). «“What’s the Harm in Believing?”: Mr Big, Mr Perfect, and the
Romantic Quest for Sex and the City’s Mr Right». Στο Kim Akass και Janet
McCabe (επιμ.). Reading Sex and the City. London, New York: I.B. Tauris, σελ.
17-32.
Diamond, Irene (1980). «Pornography and Repression: A Reconsideration», Signs, τόμ.
5, τχ. 4, σελ. 686-701.
Diamond, Milton (1999). «The Effects of Pornography: An International Perspective».
Στο James Elias, Veronica Diehl Elias, Vern L. Bullough, Gwen Brewer, Jeffrey
J. Douglas και Will Jarvis (επιμ.). Porn 101: Eroticism, Pornography, and the
First Amendment. Amherst, New York: Promethius Press, σελ. 223-60.
Diamond, Milton (2009). «Pornography, Public Acceptance and Sex Related Crime: A
Review», International Journal of Law and Psychiatry, τόμ. 32, τχ. 5, σελ. 304-
14.
Diamond, Milton και James E. Dannemiller (1989). «Pornography and Community
Standards in Hawaii: Comparisons With Other States», Archives of Sexual
Behavior, τόμ. 18, τχ. 6, σελ. 475-95.
Diamond, Milton και Ayako Uchiyama (1999). «Pornography, Rape and Sex Crimes in
Japan», International Journal of Law and Psychiatry, τόμ. 22, τχ. 1, σελ. 1-22.
Diamond, Norma (1975). «Women Under Kuomintang Rule: Variations on the Feminine
Mystique», Modern China, τόμ. 1, τχ. 1, σελ. 3-45.
Dickinson, Edward Ross (2002). «Sex, Masculinity, and the “Yellow Peril”: Christian
von Ehrenfels’ Program for a Revision of the European Sexual Order, 1902-
1910», German Studies Review, τόμ. 25, τχ. 2, σελ. 255-84.
Dines, Gail (2005). «The Porn Buster», The Boston Globe, 14/4/2005, διαθέσιμο στο
http://boston.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Dines, Gail (2009). «Mapping Pornography: Constructing and Deconstructing the Text»,
Porn Cultures: Regulation, Political Economy, Technology, Leeds, UK.

432
Dines, Gail (2010Α). «Adventures in Pornland», The Huffington Post, 6/7/2010,
διαθέσιμο στο http://huffingtonpost.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Dines, Gail (2010Β). «Interview With Porn Scholar on Tiger Woods» (συνέντευξη στον
Jackson Katz), The Huffington Post, 8/4/2010, διαθέσιμο στο
http://huffingtonpost.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Dines, Gail (2010Γ). «Interview With Porn Scholar, Part 2: Business and Culture»
(συνέντευξη στον Jackson Katz), The Huffington Post, 14/8/2010, διαθέσιμο στο
http://huffingtonpost.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Dines, Gail (2010Δ). Pornland: How Porn Has Hijacked Our Sexuality. Boston, USA:
Beacon Press.
Dines, Gail (2011). «Porn: A Multibillion-Dollar Industry That Renders All Authentic
Desire Plastic», The Guardian, 4/1/2011, διαθέσιμο στο http://guardian.co.uk,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Dines, Gail, Linda Thompson, Rebecca Whisnant και Karen Boyle (2010). «Arresting
Images: Anti-Pornography Slide Shows, Activism and the Academy». Στο Karen
Boyle (επιμ.). Everyday Pornography. London, New York: Routledge, σελ. 17-
33.
Dinielli, David C. (1994). «Book Review: Catharine A. MacKinnon. Only Words»,
Michigan Law Review, τόμ. 92, τχ. 6, σελ. 1943-52.
Dolan, Jill (1987). «The Dynamics of Desire: Sexuality and Gender in Pornography and
Performance», Theatre Journal, τόμ. 39, τχ. 2, σελ. 156-74.
Dolby, Laura M. (1995). «Pornography in Hungary: Ambiguity of the Female Image in a
Time of Change», Journal of Popular Culture, τόμ. 29, τχ. 2, σελ. 119-27.
Donald, Stephanie Hemelryk (2010). «TangWei: Sex, the City and the Scapegoat in Lust,
Caution», Theory, Culture & Society, τόμ. 27, τχ. 4, σελ. 46-68.
Döring, Nicola M. (2009). «The Internet’s Impact on Sexuality: A Critical Review of 15
Years of Research», Computers in Human Behavior, τόμ. 25, τχ. 5, σελ. 1089-
101.
Douglas, Lawrence (1995). «The Force of Words: Fish, Matsuda, MacKinnon, and the
Theory of Discursive Violence», Law & Society Review, τόμ. 29, τχ. 1, σελ. 169-
90.

433
Downing, Lisa (2004). «French Cinema’s New “Sexual Revolution”: Postmodern Porn
and Troubled Genre», French Cultural Studies, τόμ. 15, τχ. 3, σελ. 265-80.
Downs, Donald (1987). «The Attorney General’s Commission and the New Politics of
Pornography», Law & Social Inquiry, τόμ. 12, τχ. 4, σελ. 641-79.
Drayson, Elizabeth (2005). «Penance or Pornography?: The Exile of King Roderick in
Pedro de Corral’s Crónica sarracina», Al-Masāq, τόμ. 17, τχ. 2, σελ. 193-203.
Drummond, Murray (2010). «The Natural: An Autoethnography of a Masculinized Body
in Sport», Men and Masculinities, τόμ. 12, τχ. 3, σελ. 374-89.
Dudek, Sonja M. (2007). «Diversity in Uniform?: Gender and Sexuality Within the
Berlin Police Force», Sociological Research Online, τόμ. 12, τχ. 1, διαθέσιμο στο
http://socresonline.org.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Duits, Linda (2010). «The Importance of Popular Media in Everyday Girl Culture»,
European Journal of Communication, τόμ. 25, τχ. 3, σελ. 243-57.
Duits, Linda και Liesbet van Zoonen (2006). «Headscarves and Porno-Chic: Disciplining
Girls’ Bodies in the European Multicultural Society», European Journal of
Women’s Studies, τόμ. 13, τχ. 2, σελ. 103-17.
Duits, Linda και Pauline van Romondt Vis (2009). «Girls Make Sense: Girls, Celebrities
and Identities», European Journal of Cultural Studies, τόμ. 12, τχ. 1, σελ. 41-58.
Durham III, Alexis M. (1986). «Pornography, Social Harm, and Legal Control:
Observations on Bart», Justice Quarterly, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 95-102.
Dworkin, Andrea (1981 [1989]). Pornography: Men Posessing Women. New York:
Plume.
Dworkin, Andrea και Catharine A. MacKinnon (1988). Pornography and Civil Rights: A
New Day for Women’s Equality. Minneapolis, Minnesota: Organizing Against
Pornography.
Dworkin, Ronald (1981). «Is There a Right to Pornography?», Oxford Journal of Legal
Studies, τόμ. 1, τχ. 2, σελ. 177-212.
Dwyer, Susan (2009). «Pornography». Στο Paisley Livingston και Carl Plantinga (επιμ.).
The Routledge Companion to Philosophy and Film. London, New York:
Routledge, σελ. 515-26.

434
Dyer, Richard (1994 [2004]). «Idol Thoughts: Orgasm and Self-Reflexivity in Gay
Pornography». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender,
Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ. 102-9.
Dyzenhaus, David (1992). «John Stuart Mill and the Harm of Pornography», Ethics, τόμ.
102, τχ. 3, σελ. 534-51.

Eberstadt, Mary και Mary Anne Layden (2010). The Social Costs of Pornography: A
Statement of Findings and Recommendations. The Witherspoon Institute,
Princeton, USA.
Eck, Beth A. (2001). «Nudity and Framing: Classifying Art, Pornography, Information,
and Ambiguity», Sociological Forum, τόμ. 16, τχ. 4, σελ. 603-32.
Eck, Beth A. (2003). «Men Are Much Harder: Gendered Viewing of Nude Images»,
Gender & Society, τόμ. 17, τχ. 5, σελ. 691-710.
Edelman, Benjamin (2009). «Red Light States: Who Buys Online Adult Entertainment?»,
Journal of Economic Perspectives, τόμ. 23, τχ. 1, σελ. 209-20.
Egan, Jennifer (2005). «“Female Chauvinist Pigs”: Girls Gone Wild», The New York
Times, 18/9/2005, διαθέσιμο στο http://nytimes.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Egan, R. Danielle (2003). «I’ll Be Your Fantasy Girl, If You’ll Be My Money Man:
Mapping Desire, Fantasy and Power in Two Exotic Dance Clubs», Journal for the
Psychoanalysis of Culture and Society, τόμ. 8, τχ. 1, σελ. 109-20.
Ehrenreich, Barbara (1983). The Hearts of Men: American Dreams and the Flight From
Commitment. London: Pluto Press.
Einsiedel, Edna F. (1988). «The British, Canadian, and U.S. Pornography Commissions
and Their Use of Social Science Research», Journal of Communication, τόμ. 38,
τχ. 2, σελ. 108-21.
Ekblom, Linda (2010). «Shocking Truth and Dirty Diaries A discourse analysis of
perceptions of pornography in Sweden». 60th Political Studies Association
Annual Conference, Edinburgh, UK.
Ellis, Kate, Barbara O’Dair και Abby Tallmer (1990). «Feminism and Pornography»,
Feminist Review, τχ. 36, σελ. 15-8.

435
Engelmann, Stephen G. (2006). «Book Review: Frances Ferguson. Pornography, the
Theory: What Utilitarianism Did to Action», Political Theory, τόμ. 34, τχ. 3, σελ.
409-11.
England, Paula (2010). «The Gender Revolution: Uneven and Stalled», Gender &
Society, τόμ. 24, τχ. 2, σελ. 149-66.
English, Deirdre, Amber Hollibaugh και Gayle Rubin (1982). «Talking Sex: A
Conversation on Sexuality and Feminism», Feminist Review, τχ. 11, σελ. 40-52.
Epley, Natham Scott (2007). «Pin-ups, Retro-Chic and the Consumption of Irony». Στο
Susanna Paasonen, Kaarina Nikunen και Laura Saarenmaa (επιμ.). Pornification:
Sex and Sexuality in Media Culture. Oxford, New York: Berg, σελ. 45-57.
Epstein, Debbie και Emma Renold (2005). «Introduction: Pleasure and Danger Revisited:
Sexualities in the 21st Century», Sexualities, τόμ. 8, τχ. 4, σελ. 387-91.
Eraker, Elizabeth C. (2010). «Stemming Sexting: Sensible Legal Approaches to
Teenagers’ Exchange of Self-Produced Pornography», Berkeley Technology Law
Journal, τόμ. 25, τχ. 1, σελ. 555-96.
Esch, Kevin και Vicki Mayer (2007). «How Unprofessional: The Profitable Partnership
of Amateur Porn and Celebrity Culture». Στο Susanna Paasonen, Kaarina
Nikunen και Laura Saarenmaa (επιμ.). Pornification: Sex and Sexuality in Media
Culture. Oxford, New York: Berg, σελ. 99-111.
Esch, Madeleine Shufeldt (2010). «Rearticulating Ugliness, Repurposing Content: Ugly
Betty Finds the Beauty in Ugly», Journal of Communication Inquiry, τόμ. 34, τχ.
2, σελ. 168-83.
Eshleman, Clayton (1975). «Correspondence: To the Editor», Contemporary Literature,
τόμ. 16, τχ. 4, σελ. 516-27.
Evans, Adrienne, Sarah Riley και Avi Shankar (2010). «Postfeminist Heterotopias:
Negotiating “Safe” and “Seedy” in the British Sex Shop Space», European
Journal of Women’s Studies, τόμ. 17, τχ. 3, σελ. 211-29.
Evans, Mary (1998). «“Falling in Love With Love Is Falling With Make Believe”:
Ideologies of Romance in Post-Enlightenment Culture», Theory, Culture &
Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 265-75.

436
Faflak, Joel (2005). «Romanticism and the Pornography of Talking», Nineteenth-Century
Contexts, τόμ. 27, τχ. 1, σελ. 77-97.
Fahy, Thomas (2007). «One Night in Paris (Hilton): Wealth, Celebrity, and the Politics of
Humiliation». Στο Ann C. Hall και Mardia J. Bishop (επιμ.). Pop-Porn:
Pornography in American Culture. Westport, USA: Praeger, σελ. 75-98.
Falk, Pasi (1993). «The Representation of Presence: Outlining the Anti-Aesthetics of
Pornography», Theory, Culture & Society, τόμ. 10, τχ. 2, σελ. 1-42.
Farrer, James (1999). «Disco “Super-Culture”: Consuming Foreign Sex in the Chinese
Disco», Sexualities, τόμ. 2, τχ. 2, σελ. 147-66.
Featherstone, Mike (1996). «The Body in Consumer Culture». Στο Mike Featherstone,
Mike Hepworth και Bryan S. Turner (επιμ.). The Body: Social Process and
Cultural Theory. London: SAGE, σελ. 170-96.
Featherstone, Mike (1998). «Love and Eroticism: An Introduction», Theory, Culture &
Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 1-18.
Featherstone, Mike (2007). Consumer Culture and Postmodernism. Second Edition,
London: SAGE.
Featherstone, Mike (2010). «Body, Image and Affect in Consumer Culture», Body &
Society, τόμ. 16, τχ. 1, σελ. 193-221.
Fee, John (2007). «Obscenity and the World Wide Web», Brigham Young University
Law Review, τχ. 6, σελ. 1691-720.
Ferganchick-Neufang, Julia K. (1998). «Virtual Harassment: Women and Online
Education», First Monday, τόμ. 3, τχ. 2, διαθέσιμο στο http://firstmonday.org,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Ferguson, Ann (1986). «Pleasure, Power and the Porn Wars», The Women’s Review of
Books, τόμ. 3, τχ. 8, σελ. 11-3.
Ferguson, Frances (1991). «Sade and the Pornographic Legacy», Representations, τχ. 36,
σελ. 1-21.
Ferguson, Galit (2010). «The Family on Reality Television: Who’s Shaming Whom?»,
Television & New Media, τόμ. 11, τχ. 2, σελ. 87-104.
Ferreday, Debra (2008). «Beyond the Fourth Wall: Reading, Passing, and Intervention in
Internet Research», Feminist Media Studies, τόμ. 8, τχ. 1, σελ. 95-9.

437
Finlay, Sara-Jane και Natalie Fenton (2005). «“If You’ve Got a Vagina and an Attitude,
That’s a Deadly Combination”: Sex and Heterosexuality in Basic Instinct, Body
of Evidence and Disclosure», Sexualities, τόμ. 8, τχ. 1, σελ. 49-74.
Finn, Jerry (2004). «A Survey of Online Harassment at a University Campus», Journal of
Interpersonal Violence, τόμ. 19, τχ. 4, σελ. 468-83.
Finn, Margot (2000). «Men’s Things: Masculine Possession in the Consumer
Revolution», Social History, τόμ. 25, τχ. 2, σελ. 133-55.
Fisher, William A. και Azy Barak (2001). «Internet Pornography: A Social Psychological
Perspective on Internet Sexuality», The Journal of Sex Research, τόμ. 38, τχ. 4,
σελ. 312-23.
Fisher, William A. και Guy Grenier (1994). «Violent Pornography, Antiwoman
Thoughts, and Antiwoman Acts: In Search of Reliable Effects», The Journal of
Sex Research, τόμ. 31, τχ. 1, σελ. 23-38.
Fitzgerald, Sarah N. (2008). «The Definition of Pornography in Western Society», μη
δημοσιευμένο κείμενο.
Flood, Michael (2007). «Exposure to Pornography Among Youth in Australia», Journal
of Sociology, τόμ. 43, τχ. 1, σελ. 45-60.
Flood, Michael (2010). «Young Men Using Pornography». Στο Karen Boyle (επιμ.).
Everyday Pornography. London, New York: Routledge, σελ. 164-78.
Foucault, Michel (1976 [1978]). The History of Sexuality. Vol. 1, An Introduction. Μτφρ.
Robert Hurley, New York: Pantheon Books.
Fouché, Fidela (1993). «Debating Porn: Response to Tracy Adlys’ Debating Porn»,
Agenda, τχ. 17, σελ. 58.
Fox, Robert Elliot (1984). «The Politics of Desire in Delany’s Triton and The Tides of
Lust», Black American Literature Forum, τόμ. 18, τχ. 2, σελ. 49-56.
Frable, Deborrah E.S., Anne E. Johnson και Hildy Kellman (1997). «Seeing Masculine
Men, Sexy Women, and Gender Differences: Exposure to Pornography and
Cognitive Constructions of Gender», Journal of Personality, τόμ. 65, τχ. 2, 311-
55.
Fraiman, Susan (1995). «Catharine MacKinnon and the Feminist Porn Debates»,
American Quarterly, τόμ. 47, τχ. 4, σελ. 743-9.

438
Frangos, Christos C., Constantinos C. Frangos και Ioannis Sotiropoulos (2011).
«Problematic Internet Use Among Greek University Students: An Ordinal
Logistic Regression With Risk Factors of Negative Psychological Beliefs,
Pornographic Sites, and Online Games», Cyberpsychology, Behavior, and Social
Networking, τόμ. 14, τχ. 1-2, σελ. 51-8.
Franiuk, Renae, Jennifer L. Seefelt, Sandy L. Cepress και Joseph A. Vandello (2008).
«Prevalence and Effects of Rape Myths in Print Journalism: The Kobe Bryant
Case», Violence Against Women, τόμ. 14, τχ. 3, σελ. 287-309.
Frank, Katherine (2003). «“Just Trying to Relax”: Masculinity, Masculinizing Practices,
and Strip Club Regulars», Journal of Sex Research, τόμ. 40, τχ. 1, σελ. 61-75.
Frank, Katherine (2007). «Thinking Critically About Strip Club Research», Sexualities,
τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 501-17.
Frank, Katherine και Michelle Carnes (2010). «Gender and Space in Strip Clubs». Στο
Ronald Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex
Industry. 2η έκδοση, New York, London: Routledge, σελ. 115-37.
Fraser, Nancy (2013). «How Feminism Became Capitalism’s Handmaiden - and How to
Reclaim It», The Guardian, 14/10/2013, διαθέσιμο στο http://guardian.co.uk,
προσβάσιμο στις 21/4/2014.
Friedland, Roger (2010). «Hey God, Is That You in My Underpants (Or in My Heart)?»,
The Huffington Post, 24/5/2010, διαθέσιμο στο http://huffingtonpost.com,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Friedman, Andrea (2003). «Sadists and Sissies: Anti-Pornography Campaigns in Cold
War America», Gender & History, τόμ. 15, τχ. 2, σελ. 201-27.
Frisby, David (1998). «Introduction to Georg Simmel’s “On the Sociology of the
Family”», Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 277-81.
Frith, Hannah (2000). «Focusing on Sex: Using Focus Groups in Sex Research»,
Sexualities, τόμ. 3, τχ. 3, σελ. 275-97.
Frith, Hannah και Celia Kitzinger (1997). «Talk About Sexual Miscommunication»,
Women’s Studies International Forum, τόμ. 20, τχ. 4, σελ. 517-28.

439
Frith, Hannah, Jayne Raisborough και Orly Klein (2010). «C’mon Girlfriend: Sisterhood,
Sexuality and the Space of the Benign in Makeover TV», International Journal of
Cultural Studies, τόμ. 13, τχ. 5, σελ. 471-89.
Fromkin, Howard L. και Timothy C. Brock (1973). «Erotic Materials: A Commodity
Theory Analysis of the Enhanced Desirability That May Accompany Their
Unavailability», Journal of Applied Social Psychology, τόμ. 3, τχ. 3, σελ. 219-31.
Frueh, Joanna (2003). «The Aesthetics of Orgasm», Sexualities, τόμ. 6, τχ. 3-4, σελ. 459-
78.
Fuller, Linda K. (2003). «Teledildonic “Safe Sex” With the Penultimate Pet: Virtual
Valerie, Cybersexual Sensation», Feminist Media Studies, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 112-
4.
Funston, Richard (1971). «Pornography and Politics: The Court, the Constitution, and the
Commission», The Western Political Quarterly, τόμ. 24, τχ. 4, σελ. 635-52.

Gaines, Jane (2004). «Machines That Make the Body Do Things». Στο Pamela Church
Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender, Pornography and Power. London:
British Film Institute, σελ. 31-44.
Gamble, Sarah (2009). «When Romantic Heroines Turn Bad: The Rise of the “Anti-
Chicklit” Novel», Working Papers on the Web, τόμ. 13, Sheffield Hallam
University, UK, διαθέσιμο στο http://extra.shu.ac.uk/wpw, προσβάσιμο στις
21/4/2013.
Garcia, Luis T. (1986). «Exposure to Pornography and Attitudes About Women and
Rape: A Correlational Study», The Journal of Sex Research, τόμ. 22, τχ. 3, σελ.
378-85.
Garlick, Steve (2010). «Taking Control of Sex?: Hegemonic Masculinity, Technology,
and Internet Pornography», Men and Masculinities, τόμ. 12, τχ. 5, σελ. 597-614.
Gastil, Raymond D. (1976). «The Moral Right of the Majority to Restrict Obscenity and
Pornography Through Law», Ethics, τόμ. 86, τχ. 3, σελ. 231-40.
Gennaro, Stephen (2007). «Sex and the City: Perpetual Adolescence Gendered
Feminine?», Nebula, τόμ. 4, τχ. 1, σελ. 246-75.

440
Gerbner, George και Larry Gross (1976). «Living With Television: The Violence
Profile”, Journal of Communication, τόμ. 26, τχ. 2, σελ. 173-99.
Gertzmann, Jay A. (1999). Bookleggers and Smuthounds: The Trade in Erotica, 1920-
1940. Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
Gescinska, Alicja A. (2009). «From Sexual Liberty to Sexual Liberation: Why We Bear a
Moral Responsibility in Sexuality». “Good Sex, Bad Sex: Sex Law, Crime and
Ethics” Conference, Budapest, Hungary.
Gey, Steven G. (1988). «The Apologetics of Suppression: The Regulation of
Pornography as Act and Idea», Michigan Law Review, τόμ. 86, τχ. 7, σελ. 1564-
634.
Gey, Steven G. (2001). «Book Review: James Weinstein. Hate Speech, Pornography, and
the Radical Attack on Free Speech Doctrine», Criminal Justice Review, τόμ. 26,
τχ. 2, σελ. 277-9.
Gibson, Pamela Church (2004). «Preface: Porn Again? Or Why the Editor Might Have
Misgivings». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender,
Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ. vii-xii.
Giddens, Anthony (1986 [1993]). Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία. Μτφρ. Ντίνα
Τριανταφυλλοπούλου, επιμ. Θωμάς Κονιαβίτης. Αθήνα: Οδυσσέας.
Giddens, Anthony (1990 [1996]). The Consequences of Modernity. Cambridge: Polity
Press.
Giddens, Anthony (1992 [2005]). Η Μεταμόρφωση της Οικειότητας: Σεξουαλικότητα,
Αγάπη και Ερωτισμός στις Μοντέρνες Κοινωνίες. Μτφρ. Απόστολος
Καλογιάννης, επιμ. Μπετίνα Ντάβου, Αθήνα: Πολύτροπον.
Giddens, Anthony (1994). «Living in a Post-Traditional Society». Στο Ulrich Beck, Scott
Lash και Anthony Giddens. Reflexive Modernization: Politics, Tradition and
Aesthetics in the Modern Social Order. Cambridge: Polity Press, σελ. 56-109.
Giddens, Anthony (1997 [2002]). Κοινωνιολογία. Μτφρ. και επιμ. Δημήτρης Γ.
Τσαούσης, Αθήνα: Gutenberg.
Gilfoyle, Timothy J. (1999). «Prostitutes in History: From Parables of Pornography to
Metaphors of Modernity», The American Historical Review, τόμ. 104, τχ. 1, σελ.
117-41.

441
Gill, Rosalind (2002). «Cool, Creative and Egalitarian?: Exploring Gender in Project-
Based New Media Work in Europe», Information, Communication & Society,
τόμ. 5, τχ. 1, σελ. 70-89.
Gill, Rosalind (2003Α). «From Sexual Objectification to Sexual Subjectification: The
Resexualisation of Women’s Bodies in the Media», Feminist Media Studies, τόμ.
3, τχ. 1, σελ. 100-6.
Gill, Rosalind (2003Β). «Power and the Production of Subjects: A Genealogy of the New
Man and the New Lad». Στο Bethan Benwell (επιμ.). Masculinity and Men’s
Lifestyle Magazines. Oxford: Blackwell, σελ. 34-56.
Gill, Rosalind (2005). «Book Review: Judy Wajcman. Technofeminism», Science as
Culture, τόμ. 14, τχ. 1, σελ. 97-101.
Gill, Rosalind (2007Α). «Critical Respect: The Difficulties and Dilemmas of Agency and
“Choice” for Feminism: A Reply to Duits and van Zoonen», European Journal of
Women’s Studies, τόμ. 14, τχ. 1, σελ. 69-80.
Gill, Rosalind (2007Β). Gender and the Media. Cambridge: Polity Presss.
Gill, Rosalind (2007Γ). «Postfeminist Media Culture: Elements of a Sensibility»,
European Journal of Cultural Studies, τόμ. 10, τχ. 2, σελ. 147-66.
Gill, Rosalind (2008). «Empowerment/Sexism: Figuring Female Sexual Agency in
Contemporary Advertising», Feminism & Psychology, τόμ. 18, τχ. 1, σελ. 35-60.
Gill, Rosalind (2009Α). «Beyond the “Sexualization of Culture” Thesis: An
Intersectional Analysis of “Sixpacks”, “Midriffs” and “Hot Lesbians” in
Advertising», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 2, σελ. 137-60.
Gill, Rosalind (2009Β). «Lad Lit as Mediated Intimacy: A Postfeminist Tale of Female
Power, Male Vulnerability and Toast», Working Papers on the Web, τόμ. 13,
Sheffield Hallam University, UK, διαθέσιμο στο http://extra.shu.ac.uk/wpw,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Gill, Rosalind (2009Γ). «Mediated Intimacy and Postfeminism: A Discourse Analytic
Examination of Sex and Relationships Advice in a Women’s Magazine»,
Discourse & Communication, τόμ. 3, τχ. 4, σελ. 345-69.

442
Gill, Rosalind (2009Δ). «Supersexualize Me!: Advertising and the “Midriffs”». Στο
Feona Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex: The Sexualization of Western
Culture. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 93-109.
Gill, Rosalind (2011). «Sexism Reloaded, or, Ιt’s Time to Get Angry Again!», Feminist
Media Studies, τόμ. 11, τχ. 1, σελ. 61-71.
Gill, Rosalind και Jane Arthurs (2006). «Editors’ Introduction: New Femininities?»,
Feminist Media Studies, τόμ. 6, τχ. 4, σελ. 443-51.
Gill, Rosalind και Róisín Ryan Flood (2008). «Editor’s Introduction: Secrecy and Silence
in Research: Opening Up the Debates», Feminism & Psychology, τόμ. 18, τχ. 3,
σελ. 381-3.
Gill, Rosalind και Elena Herdieckerhoff (2006). «Rewriting the Romance: New
Femininities in Chick Lit?», Feminist Media Studies, τόμ. 6, τχ. 4, σελ. 487-504.
Gill, Rosalind και Christina Scharff (2011). «Introduction». Στο Rosalind Gill και
Christina Scharff (επιμ.). New Femininities: Postfeminism, Neoliberalism and
Subjectivity. Basingstoke, UK: Palgrave Macmillan, σελ. 1-17.
Gillis, Stacy (2004). «Cybersex». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks:
Gender, Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ. 92-101.
Gingras, Jacqui (2005). «The Defeat of Imagination: Repressive Codes Governing Our
Media», Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 255-7.
Glascock, Jack (1996). «Regina V. Butler: The Harms Approach and Freedom of
Expression», Communication Law & Policy, τόμ. 1, τχ. 1, σελ. 117-38.
Glascock, Jack (2005). «Degrading Content and Character Sex: Accounting for Men and
Women’s Differential Reactions to Pornography», Communication Reports, τόμ.
18, τχ. 1, σελ. 43-53.
Goddard, Michael (2007). «BBW: Techno-Archaism, Excessive Corporeality and
Network Sexuality». Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli
(επιμ.). C’Lick Me: A Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network
Cultures, σελ. 187-95.
Goh, Andrea, Frederick Tong, Melissa Say, Gerald Tan και Mark Cenite (2006).
«Pornography’s Value: The Perceived Value and Harms of Sexual Explicit

443
Material for Homosexual and Heterosexual Users», International Communication
Association, 2006 Annual Meeting, Dresden, Germany.
Goldschmidt, Paul W. (1995). «Legislation on Pornography in Russia», Europe-Asia
Studies, τόμ. 47, τχ. 6, σελ. 909-22.
Goode, Erich (1999). «Sex With Informants as Deviant Behavior: An Account and
Commentary», Deviant Behavior, τόμ. 20, τχ. 4, σελ. 301-24.
Gordon, Michael και Robert R. Bell (1969). «Medium and Hard-Core Pornography: A
Comparative Analysis», The Journal of Sex Research, τόμ. 5, τχ. 4, σελ. 260-68.
Gormley, Sarah (2009). «Introduction», Working Papers on the Web, τόμ. 13, Sheffield
Hallam University, UK, διαθέσιμο στο http://extra.shu.ac.uk/wpw, προσβάσιμο
στις 21/4/2013.
Gould, Stephen J. (1995). «Sexualized Aspects of Consumer Behavior: An Empirical
Investigation of Consumer Lovemaps», Psychology and Marketing, τόμ. 12, τχ. 5,
σελ. 395-413.
Goulemot, Jean-Marie (1998). «Toward a Definition of Libertine Fiction and
Pornographic Novels», μτφρ. Arthur Greenspan, Yale French Studies, τχ. 94, σελ.
133-45.
Gournelos, Ted (2009). «Puppets, Slaves, and Sex Changes: Mr. Garrison and South
Park’s Performative Sexuality», Television & New Media, τόμ. 10, τχ. 3, σελ.
270-93.
Gracyk, Theodore A. (1987). «Pornography as Representation: Aesthetic
Considerations», Journal of Aesthetic Education, τόμ. 21, τχ. 4, σελ. 103-21.
Graham, Laura (2007). «Post-Positions on the Politics of Pornography: Internet
Discussion of the Seminar». Στο Clare McGlynn, Erika Rackley και Nicole
Westmarland (επιμ.). Positions on the Politics of Porn: A Debate on Government
Plans to Criminalise the Possession of Extreme Pornography. Durham
University, UK, σελ. 24-8.
Gray, Susan H. (1982). «Exposure to Pornography and Aggression toward Women: The
Case of the Angry Male», Social Problems, τόμ. 29, τχ. 4, σελ. 387-98.
Grebowicz, Margret (2011). «Democracy and Pornography: On Speech, Rights,
Privacies, and Pleasures in Conflict», Hypatia, τόμ. 26, τχ. 1, σελ. 150-65.

444
Green, Leslie (2000). «Pornographies», The Journal of Political Philosophy, τόμ. 8, τχ. 1,
σελ. 27-52.
Greenberg, Bryan (2003). «Sexually Explicit Content and Popular Culture: A Survey of
Research and an Application to the Early Adopter Audience», International
Communication Association, 2003 Annual Meeting, San Diego, USA.
Grenz, Sabine (2006). «Book Review: Joyce Outshoorn (ed.). The Politics of
Prostitution: Women’s Movements, Democratic States and the Globalisation of
Sex Commerce - Christine Stark and Rebecca Whisnant (eds). Not for Sale:
Feminists Resisting Prostitution and Pornography», Sexualities, τόμ. 9, τχ. 2, σελ.
256-9.
Greven, David (2004). «The Museum of Unnatural History: Male Freaks and Sex and the
City». Στο Kim Akass και Janet McCabe (επιμ.). Reading Sex and the City.
London, New York: I.B. Tauris, σελ. 33-47.
Grochowski, Tom (2004). «Neurotic in New York: The Woody Allen Touches in Sex
and the City». Στο Kim Akass και Janet McCabe (επιμ.). Reading Sex and the
City. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 149-60.
Groothof, Hinke A.K., Pieternel Dijkstra και Dick P.H. Barelds (2009). «Sex Differences
in Jealousy: The Case of Internet Infidelity», Journal of Social and Personal
Relationships, τόμ. 26, τχ. 8, σελ. 1119-29.
Gross, Larry (1983). «Pornography and Social Science Research: Serious Questions»,
The Journal of Communication, τόμ. 33, τχ. 4, σελ. 107-11.
Guidroz, Kathleen και Grant J. Rich (2010). «Commercial Telephone Sex: Fantasy and
Reality». Στο Ronald Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography
and the Sex Industry. 2η έκδοση, New York, London: Routledge, σελ. 139-59.
Gunther, Albert C. (1995). «Overrating the X-Rating: The Third-Person Perception and
Support for Censorship of Pornography», Journal of Communication, τόμ. 45, τχ.
1, σελ. 27-38.

Haddow, Douglas (2008). «Hipster: The Dead End of Western Civilization», Adbusters,
τχ. 79, 29/7/2008, διαθέσιμο στο http://adbusters.org, προσβάσιμο στις 21/4/2013.

445
Häggström-Nordin, Elisabet, Jonas Sandberg, Ulf Hanson και Tanja Tydén (2006). «“It’s
Everywhere!”: Young Swedish People’s Thoughts and Reflections About
Pornography», Scandinavian Journal of Caring Sciences, τόμ. 20, τχ. 4, σελ. 386-
93.
Hagle, Timothy M. (1991). «But Do They Have to See It to Know It?: The Supreme
Court’s Obscenity and Pornography Decisions», The Western Political Quarterly,
τόμ. 44, τχ. 4, σελ. 1039-54.
Haider, Syed (2010). «Western Modernity, Narratives and the Pornography of Death»,
Journal of War & Culture Studies, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 99-108.
Halatsis, Panayotis και Nicolas Christakis (2009). «The Challenge of Sexual Attraction
Within Heterosexuals’ Cross-Sex Friendship», Journal of Social and Personal
Relationships, τόμ. 26, τχ. 6-7, σελ. 919-37.
Halavais, Alexander (2005Α). «Book Review: Dennis D. Waskul (ed.). Net.seXXX:
Readings on Sex, Pornography and the Internet», New Media Society, τόμ. 7, τχ.
5, σελ. 727-8.
Halavais, Alexander C. (2005Β). «Small Pornographies», SIGGROUP Bulletin, τόμ. 25,
τχ. 2, σελ. 19-22.
Hald, Gert Martin, Neil M. Malamuth και Carlin Yuen (2010). «Pornography and
Attitudes Supporting Violence Against Women: Revisiting the Relationship in
Nonexperimental Studies», Aggressive Behavior, τόμ. 36, τχ. 1, σελ. 14-20.
Hall, Ann C. (2007). «Freak Shows in Jesus Land: Howard Stern and George Bush’s
America». Στο Ann C. Hall και Mardia J. Bishop (επιμ.). Pop-Porn: Pornography
in American Culture. Westport, USA: Praeger, σελ. 111-9.
Hall, Ann C. και Mardia J. Bishop (2007). «Introduction». Στο Ann C. Hall και Mardia J.
Bishop (επιμ.). Pop-Porn: Pornography in American Culture. Westport, USA:
Praeger, σελ. 1-5.
Hall, Timothy M. (2007). «Rent-Boys, Barflies, and Kept Men: Men Involved in Sex
With Men for Compensation in Prague», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 457-72.
Halttunen, Karen (1995). «Humanitarianism and the Pornography of Pain in Anglo-
American Culture», The American Historical Review, τόμ. 100, τχ. 2, σελ. 303-
34.

446
Hanmer, Jana (1990). «Men, Power, and the Exploitation of Women», Women’s Studies
International Forum, τόμ. 13, τχ. 5, σελ. 443-56.
Hanna, Judith Lynne (2006). «Book Review: Katherine Frank. G-Strings and Sympathy:
Strip Club Regulars and Male Desire», The Journal of the Royal Anthropological
Institute, τόμ. 12, τχ. 1, σελ. 247-8.
Hardy, Simon (1998). The Reader, the Author, His Woman, and Her Lover: Soft-Core
Pornography and Heterosexual Men. London: Cassell.
Hardy, Simon (2000). «Feminist Iconoclasm and the Problem of Eroticism», Sexualities,
τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 77-96.
Hardy, Simon (2001). «More Black Lace: Women, Eroticism and Subjecthood»,
Sexualities, τόμ. 4, τχ. 4, σελ. 435-53.
Hardy, Simon (2004Α). «Reading pornography», Sex Education: Sexuality, Society and
Learning, τόμ. 4, τχ. 1, σελ. 3-18.
Hardy, Simon (2004Β). «The Greeks, Eroticism and Ourselves», Sexualities, τόμ. 7, τχ.
2, σελ. 201-16.
Hardy, Simon (2008). «The Pornography of Reality», Sexualities, τόμ. 11, τχ. 1-2, σελ.
60-4.
Hardy, Simon (2009). «The New Pornographies: Representation or Reality?». Στο Feona
Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex: The Sexualization of Western Culture.
London, New York: I.B. Tauris, σελ. 3-18.
Hari, Johann (2008). «Lights. Camera. Exploitation?», The Independent, 25/9/2008,
διαθέσιμο στο http://independent.co.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Haritaworn, Jin, Chin-ju Lin και Christian Klesse (2006). «Poly/logue: A Critical
Introduction to Polyamory», Sexualities, τόμ. 9, τχ. 5, σελ. 515-29.
Härmä, Sanna και Joakim Stolpe (2010). «Behind the Scenes of Straight Pleasure». Στο
Feona Attwood (επιμ.). Porn.com: Making Sense of Online Pornography. New
York: Peter Lang Publishing, σελ. 107-22.
Harrison, Christine (2006). «Cyberspace and Child Abuse Images: A Feminist
Perspective», Affilia: Journal of Women and Social Work, τόμ. 21, τχ. 4, σελ.
365-79.

447
Harrison, Lisa A. και Ashley M. Secarea (2010). «College Students’ Attitudes Toward
the Sexualization of Professional Women Athletes», Journal of Sport Behavior,
τόμ. 33, τχ. 4, σελ. 403-26.
Harry, Joseph C. (2008). «Cheaters: “Real” Reality Television as Melodramatic Parody»,
Communication Inquiry, τόμ. 32, τχ. 3, σελ. 230-48.
Hartley, John (1999). Uses of Television. London: Routledge.
Harvard Law Review (1963). «Obscenity - Comparison Evidence Is Inadmissible for
Purpose of Establishing Community Standards Under “Hard-Core Pornography”
Test - People v. Finkelstein (N.Y. 1962)», Harvard Law Review, τόμ. 76, τχ. 7,
σελ. 1498-501.
Harvard Law Review (1984). «Anti-Pornography Laws and First Amendment Values»,
Harvard Law Review, τόμ. 98, τχ. 2, σελ. 460-81.
Harvard Law Review (1993). «Pornography, Equality, and a Discrimination-Free
Workplace: A Comparative Perspective», Harvard Law Review, τόμ. 106, τχ. 5,
σελ. 1075-92.
Harvey, Hannah B. και Karen Robinson (2007). «Hot Bodies on Campus: The
Performance of Porn Chic». Στο Ann C. Hall και Mardia J. Bishop (επιμ.). Pop-
Porn: Pornography in American Culture. Westport, USA: Praeger, σελ. 57-74.
Hatten, Charles (1993). «The Crisis of Masculinity, Reified Desire, and Catherine
Barkley in “A Farewell to Arms”», Journal of the History of Sexuality, τόμ. 4, τχ.
1, σελ. 76-98.
Hausbeck, Kathryn και Barbara G. Brents (2010). «Nevada’s Legal Brothels». Στο
Ronald Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex
Industry. 2η έκδοση, New York, London: Routledge, σελ. 255-81.
Head, Jacqui (2006). «Dirty Dancing», BBC, 25/4/2006, διαθέσιμο στο http://bbc.co.uk,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Head, Jonathan (2011). «Turkish Academics Sacked Over Porn Dissertation Project»,
BBC, 8/1/2011, διαθέσιμο στο http://bbc.co.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Health Services Reports (1972). «Pornography Is an Issue for Public Health», Health
Services Reports, τόμ. 87, τχ. 5, σελ. 421-2.

448
Hearn, Jeff (1999). «Sex, Lies and Videotape: The Clinton-Lewinsky Saga as a World
Historical Footnote», Sexualities, τόμ. 2, τχ. 2, σελ. 261-6.
Hearn, Jeff (2008). «Sexualities Future, Present, Past...: Towards Transsectionalities»,
Sexualities, τόμ. 11, τχ. 1-2, σελ. 37-46.
Heider, Don και Dustin Harp (2002). «New Hope or Old Power: Democracy,
Pornography and the Internet», The Howard Journal of Communications, τόμ. 13,
τχ. 4, σελ. 285-99.
Hein, Hilde (1971). «Obscenity, Politics, and Pornography», Journal of Aesthetic
Education, τόμ. 5, τχ. 4, σελ. 77-97.
Heinecken, Dawn (2007). «Toys Are Us: Contemporary Feminisms and the Consumption
of Sexuality». Στο Ann C. Hall και Mardia J. Bishop (επιμ.). Pop-Porn:
Pornography in American Culture. Westport, USA: Praeger, σελ. 121-36.
Heinecken, Dawn (2009). «Sexed Appeals: Network Marketing Advertising and Adult
Home Novelty Parties», Studies in Popular Culture, τόμ. 31, τχ. 2, σελ. 23-43.
Heffernan, Kevin (1994). «A Social Poetics of Pornography», Quarterly Review of Film
& Video, τόμ. 15, τχ. 3, σελ. 77-83.
Helsper, Ellen Johanna (2010). «Gendered Internet Use Across Generations and Life
Stages», Communication Research, τόμ. 37, τχ. 3, σελ. 352-74.
Hemmings, Clare (1999). «Out of Sight, Out of Mind?: Theorizing Femme Narrative»,
Sexualities, τόμ. 2, τχ. 4, σελ. 451-64.
Hendrickson, Blake και Ryan Goei (2009). «Reciprocity and Dating: Explaining the
Effects of Favor and Status on Compliance With a Date Request»,
Communication Research, τόμ. 36, τχ. 4, σελ. 585-608.
Hendriks, Alexandra (2002). «Examining the Effects of Hegemonic Depictions of Female
Bodies on Television: A Call for Theory and Programmatic Research», Critical
Studies in Media Communication, τόμ. 19, τχ. 1, σελ. 106-23.
Henry, Astrid (2004). «Orgasms and Empowerment: Sex and the City and the Third
Wave Feminism». Στο Kim Akass και Janet McCabe (επιμ.). Reading Sex and the
City. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 65-82.

449
Hensley, Christopher, Mary Koscheski και Richard Tewksbury (2003). «College
Students’ Attitudes Toward Inmate Programs, Services and Amenities», Criminal
Justice Studies, τόμ. 16, τχ. 4, σελ. 295-304.
Henwood, Flis (1996). «WISE Choices?: Understanding Occupational Decisionmaking in
a Climate of Equal Opportunities for Women in Science and Technology»,
Gender and Education, τόμ. 8, τχ. 2, σελ. 199-214.
Hepworth, Mike (1998). «Love, Gender and Morality: Stephen Kern’s Eyes of Love»,
Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 405-15.
Herbst, Claudia (2005). «Shock and Awe: Virtual Females and the Sexing of War»,
Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 3, σελ. 311-24.
Hester, Marianne (1984). «Anti-Sexist Men: A Case of Cloak-and-Dagger Chauvinism»,
Women’s Studies International Forum, τόμ. 7, τχ. 1, σελ. 33-7.
Hey, Valerie (2009). «Recovering From Romance: Resocializing Love and Intimacy»,
European Journal of Women’s Studies, τόμ. 17, τχ. 1, σελ. 69-82.
Hill, Judith M. (1987). «Pornography and Degradation», Hypatia, τόμ. 2, τχ. 2, σελ. 39-
54.
Hillyer, Minette (2004). «Sex in the Suburban: Porn, Home Movies, and the Live Action
Performance of Love in Pam and Tommy Lee: Hardcore and Uncensored». Στο
Linda Williams (επιμ.). Porn Studies. Durham, London: Duke University Press,
σελ. 50-76.
Hilton, Gillian L.S. (2001). «Sex Education: The Issues When Working With Boys», Sex
Education, τόμ. 1, τχ. 1, σελ. 31-41.
Hines, Sally (2007). TransForming Gender: Transgender Practices of Identity, Intimacy
and Care. Bristol, UK: The Policy Press.
Hitt, Jack (2000). «The Second Sexual Revolution», The New York Times, 20/2/2000,
διαθέσιμο στο http://nytimes.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Ho, Petula Sik Ying (2006). «The (Charmed) Circle Game: Reflections on Sexual
Hierarchy Through Multiple Sexual Relationships», Sexualities, τόμ. 9, τχ. 5, σελ.
547-64.

450
Ho, Petula Sik Ying και Adolf Ka Tat Tsang (2002). «The Things Girls Shouldn’t See:
Relocating the Penis in Sex Education in Hong Kong», Sex Education, τόμ. 2, τχ.
1, σελ. 61-73.
Ho, Petula Sik Ying και Adolf Ka Tat Tsang (2005). «Beyond the Vagina-Clitoris
Debate: From Naming the Genitals to Reclaiming the Woman’s Body», Women’s
Studies International Forum, τόμ. 28, τχ. 6, σελ. 523-34.
Hochschild, Arlie Russell (1983 [2003]). The Managed Heart: Commercialization of
Human Feeling. Berkeley, Los Angeles: University of California Press.
Hochschild, Arlie Russell (1994). «The Commercial Spirit of Intimate Life and the
Abduction of Feminism: Signs From Women’s Advice Books», Theory, Culture
& Society, τόμ. 11, τχ. 2, σελ. 1-24.
Hodes, Martha (1993). «The Sexualization of Reconstruction Politics: White Women and
Black Men in the South After the Civil War», Journal of the History of Sexuality,
τόμ. 3, τχ. 3, σελ. 402-17.
Hoffman, Eric (1985). «Feminism, Pornography, and Law», University of Pennsylvania
Law Review, τόμ. 133, τχ. 2, σελ. 497-534.
Holbrook, David (1972). «Pornography and Death», Critical Quarterly, τόμ. 14, τχ. 1,
σελ. 29-39.
Holbrook, David (1977). «The Politics of Pornography», The Political Quarterly, τόμ.
48, τχ. 1, σελ. 44-53.
Holbrook, Morris B. (2001). «Times Square, Disneyphobia, HegeMickey, the Ricky
Principle, and the Downside of the Entertainment Economy: It’s Fun-Dumb-
Mental», Marketing Theory, τόμ. 1, τχ. 2, σελ. 139-63.
Holland, Samantha και Feona Attwood (2009). «Keeping Fit in Six Inch Heels: The
Mainstreaming of Pole Dancing». Στο Feona Attwood (επιμ.). Mainstreaming
Sex: The Sexualization of Western Culture. London, New York: I.B. Tauris, σελ.
165-81.
Hollway, Wendy (1984). «Women’s Power in Heterosexual Sex», Women’s Studies
International Forum, τόμ. 7, τχ. 1, σελ. 63-8.

451
Holmes, Bjarne M. και Kimberly R. Johnson (2009). «Adult Attachment and Romantic
Partner Preference: A Review», Journal of Social and Personal Relationships,
τόμ. 26, τχ. 6-7, σελ. 833-52.
Holmes, Tim (2007). «Mapping the Magazine: An Introduction», Journalism Studies,
τόμ. 8, τχ. 4, σελ. 510-21.
Holt, Thomas J. και Kristie R. Blevins (2007). «Examining Sex Work From the Client’s
Perspective: Assessing Johns Using On-Line Data», Deviant Behavior, τόμ. 28,
τχ. 4, σελ. 333-54.
Humphries, Laud (1975). Tearoom Trade: Impersonal Sex in Public Places. Chicago:
Aldine Press.
Hong, Seong Choul (2008). «Copyright Protection of Pornography in a Global Context»,
International Communication Association, 2008 Annual Meeting, Montreal,
Canada.
Honneth, Axel (2004). «Organized Self-Realization: Some Paradoxes of
Individualization», European Journal of Social Theory, τόμ. 7, τχ. 4, σελ. 463-78.
Honneth, Axel (2008). Reification: A New Look at an Old Idea. Oxford: Oxford
University Press.
Hood, Carra (2005). «The Body Is the Message», Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 2,
σελ. 238-41.
Hope, Andrew (2006). «School Internet Use, Youth and Risk: A Social-Cultural Study of
the Relation Between Staff Views of Online Dangers and Students’ Ages in UK
Schools», British Educational Research Journal, τόμ. 32, τχ. 2, σελ. 307-29.
Hopper, Columbus B. (1999). «A Comment on Erich Goode’s Confession», Deviant
Behavior, τόμ. 20, τχ. 4, σελ. 331-3.
Hubbard, Phil και Teela Sanders (2003). «Making Space for Sex Work: Female Street
Prostitution and the Production of Urban Space», International Journal of Urban
and Regional Research, τόμ. 27, τχ. 1, σελ. 75-89.
Hubbell, Ryan (2009). «Book Review: Robert Jensen. Getting Off: Pornography and the
End of Masculinity», Men and Masculinities, τόμ. 11, τχ. 4, σελ. 497-9.
Hugh-Jones, Siobhan, Brendan Gough και Annie Littlewood (2005). «Sexual
Exhibitionism as “Sexuality and Individuality”: A Critique of Psycho-Medical

452
Discourse From the Perspectives of Women who Exhibit», Sexualities, τόμ. 8, τχ.
3, σελ. 259-81.
Hughes, Donna M. (2002). «The Use of New Communications and Information
Technologies for Sexual Exploitation of Women and Children», Hastings
Women’s Law Journal, τόμ. 13, τχ. 1, σελ. 129-48.
Hughes, Donna M. (2004). «Prostitution Online», Journal of Trauma Practice, τόμ. 2, τχ.
3-4, σελ. 115-31.
Hull, Carrie L. (2003). «Poststructuralism, Behaviorism and the Problem of Hate
Speech», Philosophy & Social Criticism, τόμ. 29, τχ. 5, σελ. 517-35.
Humphreys, Lee (2007). «Modernity and the Mobile Phone: Exploring Tensions About
Dating and Sex in Indonesia», National Communication Association 93rd Annual
Convention, Chicago, USA.
Humphries, Laud (1975). Tearoom Trade: Impersonal Sex in Public Places. Chicago:
Aldine Press.
Hunt, Lynn (1993). «Introduction: Obscenity and the Origins of Modernity, 1500-1800».
Στο Lynn Hunt (επιμ.). The Invention of Pornography: Obscenity and the Origins
of Modernity, 1500-1800. New York: Zone Books, σελ. 9-45.
Huntley, Rebecca (2000). «Sexing the Belly: An Exploration of Sex and the Pregnant
Body», Sexualities, τόμ. 3, τχ. 3, σελ. 347-62.
Huston, Nancy (1982). «Tales of War and Tears of Women», Women’s Studies
International Forum, τόμ. 5, τχ. 3-4, σελ. 271-82.
Hutcheon, Linda (1991). A Theory of Parody: The Teachings of Twentieth-Century Art
Forms. London: Routledge.
Hutcheon, Linda (1994). Irony’s Edge: The Theory and Politics of Irony. London, New
York: Routledge.
Hwang, Hyunseo, Zhongdang Pan και Ye Sun (2006). «Question-Order Effect Revisited:
An Exploration of Anchoring Effect in the Third-Person Perceptions»,
International Communication Association, 2006 Annual Meeting, Dresden,
Germany.
Hynes, H. Patricia (1990). «Pornography and Pollution», Women’s Studies International
Forum, τόμ. 13, τχ. 3, σελ. 169-76.

453
Ibroscheva, Elza (2009). «Mainstreaming Porno-Chic: Media Portrayals of Sexuality,
Young Women’s Perceptions of It, and Sex Trafficking in Bulgaria». IREX 2009
Regional Policy Symposium, Washington, USA.
Illouz, Eva (1998). «The Lost Innocence of Love: Romance as a Postmodern Condition»,
Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 161-86.
Inthorn, Sanna και Tammy Boyce (2010). «“It’s Disgusting How Much Salt You Eat!”:
Television Discourses of Obesity, Health and Morality», International Journal of
Cultural Studies, τόμ. 13, τχ. 1, σελ. 83-100.
Isaacs, Corey R. και William A. Fisher (2008). «A Computer-Based Educational
Intervention to Address Potential Negative Effects of Internet Pornography»,
Communication Studies, τόμ. 59, τχ. 1, σελ. 1-18.
Isbister, Georgina C. (2009). «Chick Lit: A Postfeminist Fairy Tale», Working Papers on
the Web, τόμ. 13, Sheffield Hallam University, UK, διαθέσιμο στο
http://extra.shu.ac.uk/wpw, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Izugbara, Chimaraoke Otutubikey (2005). «The Socio-Cultural Context of Adolescents’
Notions of Sex and Sexuality in Rural South-Eastern Nigeria», Sexualities, τόμ. 8,
τχ. 5, σελ. 600-17.

Jackson, Margaret (1984). «Sex Research and the Construction of Sexuality: A Tool of
Male Supremacy?», Women’s Studies International Forum, τόμ. 7, τχ. 1, σελ. 43-
51.
Jackson, Stevi (2008). «Ordinary Sex», Sexualities, τόμ. 11, τχ. 1-2, σελ. 33-7.
Jackson, Stevi και Sue Scott (2004). «Sexual Antinomies in Late Modernity», Sexualities,
τόμ. 7, τχ. 2, σελ. 233-48.
Jackson, Sue (2005). «“Dear Girlfriend...”: Constructions of Sexual Health Problems and
Sexual Identities in Letters to a Teenage Magazine», Sexualities, τόμ. 8, τχ. 3,
σελ. 282-305.
Jackson, Sue και Tamsyn Gilbertson (2009). «“Hot Lesbians”: Young People’s Talk
About Representations of Lesbianism», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 2, σελ. 199-224.
Jackson, Sue και Elizabeth Westrupp (2010). «Sex, Postfeminist Popular Culture and the
Pre-Teen Girl», Sexualities, τόμ. 13, τχ. 3, σελ. 357-76.

454
Jackson, Todd, Hong Chen, Cheng Guo και Xiao Gao (2006). «Stories We Love by:
Conceptions of Love Among Couples From the People’s Republic of China and
the United States», Journal of Cross-Cultural Psychology, τόμ. 37, τχ. 4, σελ.
446-64.
Jacobs, Katrien (2004Α). «Pornography in Small Places and Other Spaces», Cultural
Studies, τόμ. 18, τχ. 1, σελ. 67-83.
Jacobs, Katrien (2004Β). «The New Media Schooling of the Amateur Pornographer:
Negotiating Contracts and Singing Orgasm», Spectator, τόμ. 24, τχ. 1.
Jacobs, Katrien (2007Α). «Introduction». Στο Katrien Jacobs. Netporn: DIY Web Culture
and Sexual Politics. New York: Rowman & Littlefield Publishers, σελ. 1-10.
Jacobs, Katrien (2007Β). «Porn Arousal and Gender Morphing in the Twilight Zone».
Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A
Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 217-31.
Jacobs, Katrien (2008). «Free Passwords: The Bumpy Guide to Porn Sharing», Neural,
τόμ. 31, διαθέσιμο στο http://libidot.org, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Jacobs, Katrien (2009Α). «Make Porn, Not War: How to Wear The Network’s
Underpants?». Στο Jussi Parikka και Tony Hampton (επιμ.). The Spam Book: On
Viruses, Porn, and Other Anomalies From the Dark Side of Digital Culture. New
Jersey: Hampton Press, σελ. 181-93.
Jacobs, Katrien (2009Β). «Sex Scandal Science in Hong Kong», Sexualities, τόμ. 12, τχ.
5, σελ. 605-12.
Jacobs, Katrien (2010). «The New World Dream and the Female Itch: Sex Blogging and
Lolita Costume Play in Hong Kong, Taiwan, and China». Στο Feona Attwood
(επιμ.). Porn.com: Making Sense of Online Pornography. New York: Peter Lang
Publishing, σελ. 186-201.
Jacobsen, Carol (1991). «Redefining Censorship: A Feminist View», Art Journal, τόμ.
50, τχ. 4, σελ. 42-55.
Jacques-Tiura, Angela J., Antonia Abbey, Michele R. Parkhill και Tina Zawack (2007).
«Why Do Some Men Misperceive Women’s Sexual Intentions More Frequently
Than Others Do?: An Application of the Confluence Model», Personality and
Social Psychology Bulletin, τόμ. 33, τχ. 11, σελ. 1467-80.

455
Jaehne, Karen (1983). «Confessions of a Feminist Porn Programmer», Film Quarterly,
τόμ. 37, τχ. 1, σελ. 9-16.
Jancovich, Mark (2001). «Naked Ambitions: Pornography, Taste and the Problem of the
Middlebrow», Scope, διαθέσιμο στο http://nottingham.ac.uk/scope, προσβάσιμο
στις 21/4/2013.
Jancovich, Mark (2007). «Placing Sex: Sexuality, Taste and Middlebrow Culture in the
Reception of Playboy Magazine», Intensities, τχ. 2, διαθέσιμο στο
http://intensities.org, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Jankélévitch, Vladimir (1936 [1997]). Η Ειρωνεία. Μτφρ. Μιχάλης Καραχάλιος, Αθήνα:
Πλέθρον.
Janssen, Diederik Floris (2005). «“Taught” and Propaedeutic Sexualities: Some
Observations». “Cultural Aspects of Sex/Sexuality Education” One-Day
Conference at the Institute of Education, University of London, UK.
Jarrett, James L. (1970). «On Pornography», Journal of Aesthetic Education, τόμ. 4, τχ.
3, σελ. 61-7.
Jeffreys, Sheila (1990). Anticlimax: A Feminist Perspective on the Sexual Revolution.
London: The Women’s Press.
Jeffreys, Sheila (2005). Beauty and Misogyny: Harmful Cultural Practices in the West.
London, New York: Routledge.
Jeffreys, Sheila (2009). The Industrial Vagina: The Political Economy of the Global Sex
Trade. London, New York: Routledge.
Jelen, Ted G. (1986). «Fundamentalism, Feminism, and Attitudes toward Pornography»,
Review of Religious Research, τόμ. 28, τχ. 2, σελ. 97-103.
Jenefsky, Cindy και Diane Helene Miller (1998). «Phallic Intrusion: Girl-Girl Sex in
Penthouse», Women’s Studies International Forum, τόμ. 21, τχ. 4, σελ. 375-85.
Jenkins, Henry (2004). «Foreword: So You Want to Teach Pornography?». Στο Pamela
Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender, Pornography and Power.
London: British Film Institute, σελ. 1-7.
Jensen, Robert (1998). «Introduction: Pornographic Dodges and Distortions». Στο Gail
Dines, Robert Jensen και Ann Russo (επιμ.). Pornography: The Production and
Consumption of Inequality. New York: Routledge, σελ. 1-7.

456
Jensen, Robert (2004). «Knowing Pornography». Στο Cynthia Carter και Linda Steiner
(επιμ.). Critical Readings: Media and Gender. Maidenhead, UK: Open University
Press, σελ. 246-64.
Jensen, Robert (2007Α). Getting Off: Pornography and the End of Masculinity.
Cambridge: South End Press
Jensen, Robert (2007Β). «Real Men, Real Choices». “Pornography and Pop Culture:
Reframing Theory, Re-Thinking Activism” Conference, Wheelock College,
Boston, USA, διαθέσιμο στο http://uts.cc.utexas.edu, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Jensen, Robert (2008). «The Cruel Boredom of Pornography», Last Exit, τχ. 9, διαθέσιμο
στο http://uts.cc.utexas.edu, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Jensen, Robert (2010Α). «Pornland Exposed», Voice Male, Summer Edition, σελ. 27-9,
διαθέσιμο στο http://uts.cc.utexas.edu, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Jensen, Robert (2010Β). «Pornography Is What the End of the World Looks Like». Στο
Karen Boyle (επιμ.). Everyday Pornography. London, New York: Routledge, σελ.
105-13.
Jensen, Robert (2010Γ). «Pornography Undermines Our Humanity» (συνέντευξη στην
Savia D’cunha), True Feminism, 27/8/2010, διαθέσιμο στο
http://uts.cc.utexas.edu, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Jensen, Robert (2011). «Stories of a Rape Culture: Pornography as Propaganda». Στο
Melinda Tankard Reist και Abigail Bray (επιμ.). Big Porn Inc: Exposing the
Harms of the Global Porn Industry. Melbourne: Spinifex Press, σελ. 25-33.
Jermyn, Deborah (2004). «In Love With Sarah Jessica Parker: Celebrating Female
Fandom and Friendship in Sex and the City». Στο Kim Akass και Janet McCabe
(επιμ.). Reading Sex and the City. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 201-18.
Johansen, Jørgen Dines (2004). «Literature, Pornography, and Libertine Education»,
Orbis Litterarum, τόμ. 59, τχ. 1, σελ. 39-65.
Johansson, Thomas και Nils Hammarén (2007). «Hegemonic Masculinity and
Pornography: Young people’s Attitudes Toward and Relations to Pornography»,
The Journal of Men’s Studies, τόμ. 15, τχ. 1, σελ. 57-70.

457
John, Maria St. (2004). «How to Do Things With the Starr Report: Pornography,
Performance, and the President’s Penis». Στο Linda Williams (επιμ.). Porn
Studies. Durham, London: Duke University Press, σελ. 27-49.
Johnson, Eithne (1993). «Excess and Ecstasy: Constructing Female Pleasure in Porn
Movies», Velvet Light Trap, τχ. 32, σελ. 30-49.
Johnson, Helen (1998). «Book Review: Barbara Sullivan. The Politics of Sex:
prostitution and pornography in Australia since 1945», Women’s Writing, τόμ. 5,
τχ. 2, σελ. 274-9.
Johnson, Jennifer A. (2010). «To Catch a Curious Clicker: A Social Network Analysis of
the Online Pornography Industry». Στο Karen Boyle (επιμ.). Everyday
Pornography. London, New York: Routledge, σελ. 147-63.
Johnson, Paul (2004). «Haunting Heterosexuality: The Homo/Het Binary and Intimate
Love», Sexualities, τόμ. 7, τχ. 2, σελ. 183-200.
Johnson, William (2003). «A New View of Porn: The Films of Tatsumi Kumashiro»,
Film Quarterly, τόμ. 57, τχ. 1, σελ. 11-9.
Jones, Emma (2010). «Inside the World of Chick Lit», BBC, 21/6/2010, διαθέσιμο στο
http://bbc.co.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Jones, Mark και Gerry Carlin (2010). «“Students Study Hard Porn”: Pornography and the
popular press». Στο Karen Boyle (επιμ.). Everyday Pornography. London, New
York: Routledge, σελ. 179-89.
Jones, Meredith (2008). «Makeover Culture’s Dark Side: Breasts, Death and Lolo
Ferrari», Body & Society, τόμ. 14, τχ. 1, σελ. 89-104.
Jones, Robert N. και Victor C. Joe (1980). «Pornographic Materials and Commodity
Theory», Journal of Applied Social Psychology, τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 311-22.
Jones, Steve (2005). «Book Review (films): Dirty Business: Who’s Profiting From
Pornography? - It’s Just a Game: Playing Grand Theft Auto III - Virtual Worlds:
Inside Online Games», New Media & Society, τόμ. 7, τχ. 1, σελ. 135-9.
Jones, Steve (2013). Torture Porn: Popular Horror after Saw. Basingstoke, UK:
Palgrave MacMillan.

458
Jones, Steve και Sharif Mowlabocus (2009). «Hard Times and Rough Rides: The Legal
and Ethical Impossibilities of Researching “Shock” Pornographies», Sexualities,
τόμ. 12, τχ. 5, σελ. 613-28.
Jones, Steven (2010). «Horrorporn/Pornhorror: The problematic Communities and
Contexts of Online Shock Imagery». Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com:
Making Sense of Online Pornography. New York: Peter Lang Publishing, σελ.
123-37.
Jordan, Marion (1983). «Carry On... Follow That Stereotype». Στο James Curran και
Vincent Porter (επιμ.). British Cinema History. London: Weidenfeld & Nicolson.
σελ. 312-27.
Juffer, Jane (1996). «A Pornographic Femininity?: Telling and Selling Victoria’s (Dirty)
Secrets», Social Text, τόμ. 14, τχ. 3 (48), σελ. 27-48.
Juffer, Jane (1998). At Home With Pornography: Women, Sex, and Everyday Life. New
York, London: New York University Press.
Juffer, Jane (2004). «There’s No Place Like Home: Further Developments on the
Domestic Front». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender,
Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ. 45-58.
Juhasz, Alexandra (1999). «It’s About Autonomy, Stupid: Sexuality in Feminist Video»,
Sexualities, τόμ. 2, τχ. 3, σελ. 333-41.

Κωνσταντινίδου, Χριστίνα (2007). «Φεμινιστικές Προσεγγίσεις των Μέσων


Επικοινωνίας: Από τη Βεβαιότητα στη Θεωρητική και Μεθοδολογική
Αμηχανία», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τχ. 123, σελ. 79-112.

Kagan, Elena (1993). «Regulation of Hate Speech and Pornography After R.A.V.», The
University of Chicago Law Review, τόμ. 60, τχ. 3-4, σελ. 873-902.
Kakoudaki, Despoina (2004). «Pinup: The American Secret Weapon in World War II».
Στο Linda Williams (επιμ.). Porn Studies. Durham, London: Duke University
Press, σελ. 335-69.
Kammeyer, Kenneth C.W. (2008). A Hypersexual Society: Sexual Discourse, Erotica,
and Pornography in America Today. New York: Palgrave Macmillan.

459
Kangasvuo, Jenny (2007). «Insatiable Sluts and Almost Gay Guys: Bisexuality in Porn
Magazines». Στο Susanna Paasonen, Kaarina Nikunen και Laura Saarenmaa
(επιμ.). Pornification: Sex and Sexuality in Media Culture. Oxford, New York:
Berg, σελ. 139-49.
Kappeller, Susanne (1984). «The White Brothel: The Literary Exoneration of the
Pornographic», Feminist Review, τχ. 16, σελ. 26-34.
Kapur, Ratna (2002). «The Tragedy of Victimization Rhetoric: Resurrecting the “Native”
Subject in International/Post-colonial Feminist Legal Politics», Harvard Human
Rights Journal, τόμ. 15, σελ. 1-37.
Karlyn, Kathleen Rowe (2006). «Film As Cultural Antidote: Thirteen and the maternal
melodrama», Feminist Media Studies, τόμ. 6, τχ. 4, σελ. 453-68.
Katz, Al (1969). «Privacy and Pornography: Stanley v. Georgia», The Supreme Court
Review, τόμ. 1969, σελ. 203-17.
Katz, Stephen (1988). «Sexualization and the Lateralized Brain: From Craniometry to
Pornography», Women’s Studies International Forum, τόμ. 11, τχ. 1, σελ. 29-41.
Kavadlo, Jesse (2007). «Fear Factor: Pornography, Reality Television, and Red State
America». Στο Ann C. Hall και Mardia J. Bishop (επιμ.). Pop-Porn: Pornography
in American Culture. Westport, USA: Praeger, σελ. 99-110.
Kendrick, Walter (1987). The Secret Museum: Pornography in Modern Culture. New
York: Viking.
Kershnar, Stephen (2004). «Is Violation Pornography Bad for Your Soul?», Journal of
Social Philosophy, τόμ. 35, τχ. 3, σελ. 349-66.
Kesler, Kari (2002). «Is a Feminist Stance in Support of Prostitution Possible?: An
Exploration of Current Trends», Sexualities, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 219-35.
Keyser, Cathleen (2005). «Pornography in Academic Libraries: Elevating more than just
minds», Seminar in Academic Librarianship, University of North Carolina at
Chapel Hill, USA.
Khan, Ummni (2009). «Having Your Porn and Condemning It Too: A Case Study of a
“Kiddie Porn” Expose», Law, Culture and the Humanities, τόμ. 5, τχ. 3, σελ. 391-
424.

460
Kibby, Marjorie και Brigid Costello (2001). «Between the Image and the Act: Interactive
Sex Entertainment on the Internet», Sexualities, τόμ. 4, τχ. 3, σελ. 353-69.
Kidger, Judi (2005). «Stories of Redemption?: Teenage Mothers as the New Sex
Educators», Sexualities, τόμ. 8, τχ. 4, σελ. 481-96.
King, Andrew (2005). «Reconciling Nicci Lane: The “Unspeakable” Significance of
Australia’s First Indigenous Porn Star», Journal of Media & Cultural Studies,
τόμ. 19, τχ. 4, σελ. 523-43.
Kingston, Anne (2004). «How an Urban Myth Swept the Land», Saturday Post,
14/2/2004, διαθέσιμο στο http://osdir.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Kinnick, Katherine N. (2007). «Pushing the Envelope: The Role of the Mass Media in the
Mainstreaming of Pornography». Στο Ann C. Hall και Mardia J. Bishop (επιμ.).
Pop-Porn: Pornography in American Culture. Westport, USA: Praeger, σελ. 7-
26.
Kipnis, Laura (1993 [2004]). «She-Male Fantasies and the Aesthetics of Pornography».
Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender, Pornography and
Power. London: British Film Institute, σελ. 204-15.
Kipnis, Laura (1996). Bound and Gagged: Pornography and the Power of Fantasy in
America. New York: Grove Press.
Kirkpatrick, R. George (1975). «Collective Consciousness and Mass Hysteria: Collective
Behavior and Anti-Pornography Crusades in Durkheimian Perspective», Human
Relations, τόμ. 28, τχ. 1, σελ. 63-84.
Kitzinger, Jenny (1995). «“I’m Sexually Attractive But I’m Powerful”: Young Women
Negotiating Sexual Reputation», Women’s Studies International Forum, τόμ. 18,
τχ. 2, σελ. 187-96.
Kjus, Yngvar (2009). «Everyone Needs Idols: Reality Television and Transformations in
Media Structure, Production and Output», European Journal of Communication,
τόμ. 24, τχ. 3, σελ. 287-304.
Klein, Renate D. (1991). «Passion and Politics in Women’s Studies in the Nineties»,
Women’s Studies International Forum, τόμ. 14, τχ. 3, σελ. 125-34.

461
Kleinhans, Chuck (2004). «Virual Child Porn: The Law and the Semiotics of the Image».
Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender, Pornography and
Power. London: British Film Institute, σελ. 71-84.
Klesse, Christian (2006). «Polyamory and Its “Others”: Contesting the Terms of Non-
Monogamy», Sexualities, τόμ. 9, τχ. 5, σελ. 565-83.
Klotman, Phyllis R. (1971). «Racial Stereotypes in Hard Core Pornography», Journal of
Popular Culture, τόμ. 5, τχ. 1, σελ. 221-35.
Klotz, Laurence (2005). «How (Not) to Communicate New Scientific Information: A
Memoir of the Famous Brindley Lecture», British Journal of Urology
International, τόμ. 96, τχ. 7, σελ. 956-7.
Kmec, Julie A., Steve McDonald και Lindsey B. Trimble (2010). «Making Gender Fit
and “Correcting” Gender Misfits: Sex Segregated Employment and the Nonsearch
Process», Gender & Society, τόμ. 24, τχ. 2, σελ. 213-36.
Knight, Brooke A. (2000). «Watch Me!: Webcams and the Public Exposure of Private
Lives», Art Journal, τόμ. 59, τχ. 4, σελ. 21-5.
Knights, David, Faith Noble, Theo Vurdubakis και Hugh Willmott (2007). «Electronic
Cash and the Virtual Marketplace: Reflections on a Revolution Postponed»,
Organization, τόμ. 14, τχ. 6, σελ. 747-68.
Koch, Gertrud (1981 [2004]). «The Body’s Shadow Realm», μτφρ. Jan-Christopher
Horak και Joyce Rheuban. Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks:
Gender, Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ. 149-64.
Koken, Juline David S. Bimbi, και Jeffrey T. Parsons (2010). «Male and Female Escorts:
A Comparative Analysis». Στο Ronald Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution,
Pornography and the Sex Industry. 2η έκδοση, New York, London: Routledge,
σελ. 205-32.
Komarnicki, Kristyn (2008Α). «Living in a Rape Culture: The Normalization of Violence
Against Women», PRISM, September-October, σελ. 14-5, 45.
Komarnicki, Kristyn (2008Β). «Primed for the Streets», PRISM, September-October,
σελ. 16-7, 45

462
König, Anna (2004). «Sex and the City: A Fashion Editor’s Dream?». Στο Kim Akass
και Janet McCabe (επιμ.). Reading Sex and the City. London, New York: I.B.
Tauris, σελ. 130-43.
Kontula, Anna (2008). «The Sex Worker and Her Pleasure», Current Sociology, τόμ. 56,
τχ. 4, σελ. 605-20.
Koppelman, Andrew (2008). «Why Phyllis Schlafly Is Right (But Wrong) About
Pornography», Harvard Journal of Law & Public Policy, τόμ. 31, τχ. 1, σελ. 105-
25.
Kotz, Liz (1993 [2004]). «Complicity: Women Artists Investigating Masculinity». Στο
Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender, Pornography and
Power. London: British Film Institute, σελ. 188-203.
Kraakman, Dorelies (1994). «Reading Pornography Anew: A Critical History of Sexual
Knowledge for Girls in French Erotic Fiction, 1750-1840», Journal of the History
of Sexuality, τόμ. 4, τχ. 4, σελ. 517-48.
Krassas, Nicole R., Joan M. Blauwkamp και Peggy Wesselink (2001). «Boxing Helena
and Corsetting Eunice: Sexual Rhetoric in Cosmopolitan and Playboy
Magazines», Sex Roles: A Journal of Research, τόμ. 44, τχ. 11-2, σελ. 751-71.
Kraus, Shane W. και Brenda Russell (2008). «Early Sexual Experiences: The Role of
Internet Access and Sexually Explicit Material», CyberPsychology & Behavior,
τόμ. 11, τχ. 2, σελ. 162-8.
Kroløkke, Charlotte (2009). «Click a Donor: Viking Masculinity on the Line», Journal of
Consumer Culture, τόμ. 9, τχ. 1, σελ. 7-30.
Kuipers, Giselinde (2006). «The Social Construction of Digital Danger: Debating,
Defusing and Inflating the Moral Dangers of Online Humor and Pornography in
the Netherlands and the United States», New Media & Society, τόμ. 8, τχ. 3, σελ.
379-400.

Λάζος, Γρηγόρης (1996). Η Σεξουαλικότητα ως Αξία στη Σύγχρονη Ελλάδα. Διδακτορική


Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

463
Λέανδρος, Νίκος (2000). Πολιτική Οικονομία των ΜΜΕ: Η Αναδιάρθρωση της
Βιομηχανίας των Μέσων στην Εποχή της Πληροφοριακής Επανάστασης. Αθήνα:
Καστανιώτη.
Λέανδρος, Νίκος (2008). Επιχειρηματικές Στρατηγικές και Βιομηχανία των Μέσων.
Αθήνα: Καστανιώτη.
Λιότζης, Ευάγγελος (2010Α). «Από την Κοινωνία Πολιτών στην “Κοινωνία Πορνό”: Η
Περίπτωση του Bourdela.com», Ζητήματα Επικοινωνίας, τχ. 11, σελ. 87-101.
Λιότζης, Ευάγγελος (2010Β). «Βιβλιοκριτική: Kenneth Kammeyer. A Hypersexual
Society: Sexual Discourse, Erotica, and Pornography in America Today»,
Ζητήματα Επικοινωνίας, τχ. 11, σελ. 124-6.
Λιότζης, Ευάγγελος (2011). «“Live Your Myth in Greece”: Το Viagra ως Όψη της
Πορνογραφικοποίησης”. Στο Μαρία Αντωνοπούλου και Σωκράτης Κονιόρδος
(επιμ.). Τρίτο Τακτικό Συνέδριο της Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας -
Ελληνική Κοινωνία 1975-2010: Μετασχηματισμοί, Ανακατατάξεις, Προκλήσεις,
Αθήνα: Ελληνική Κοινωνιολογική Εταιρεία, σελ. 219-24.
Λιότζης, Ευάγγελος (2013Α). «Η Αντιφεμινιστική Μετάβαση: Από τη “Μεταφεμινιστική
Ανοιξη” στην Αντιφεμινιστική Κρίση», Ένεκεν: Επιθεώρηση Πολιτισμού, τχ. 28,
σελ. 42-9.
Λιότζης, Ευάγγελος (2013Β). «Πορνογραφικοποιημένη Εικονοποιία σε Υστερο-
Νεωτερικές Συνθήκες: Η Αισθητική Gonzo στις Φωτογραφίες Γυναικών στο
Facebook», Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας «Λόγος, Επικοινωνία και Εξουσία.
Μαζική εικόνα και παγκοσμιω[ποιη]τικές διεργασίες: Για μια νέα πολιτική της
κουλτούρας», Θεσσαλονίκη, 18-20 Ιανουαρίου 2013.

L’Engle, Kelly Ladin, Jane D. Brown και Kristin Kenneavy (2006). «The Mass Media
are an Important Context for Adolescents’ Sexual Behaviour», Journal of
Adolescent Health, τόμ. 38, τχ. 3, σελ. 186-92.
Laaser, Mark R. και Louis J. Gregoire (2003). «Pastors and Cybersex Addiction», Sexual
and Relationship Therapy, τόμ. 18, τχ. 3, σελ. 395-404.
Lacey, Nicola (1993). «Theory Into Practice?: Pornography and the Public/Private
Dichotomy», Journal of Law and Society, τόμ. 20, τχ. 1, σελ. 93-113.

464
Lahelma, Elina, Tarja Palmu και Tuula Gordon (2000). «Intersecting Power Relations in
Teachers’ Experiences of Being Sexualized or Harassed by Students», Sexualities,
τόμ. 3, τχ. 4, σελ. 463-81.
Laine, Tarja (2010). «SMS Scandals: Sex, Media and Politics in Finland», Media,
Culture & Society, τόμ. 32, τχ. 1, σελ. 151-60.
Lambe, Jennifer L. (2004). «Who Wants to Censor Pornography and Hate Speech?»,
Mass Communication & Society, τόμ. 7, τχ. 3, σελ. 279-99.
Landau, Judith, James Garrett και Robert Webb (2008). «Assisting a Concerned Person
to Motivate Someone Experiencing Cybersex Into Treatment: Application of
Invitational Intervention: The ARISE Model to Cybersex», Journal of Marital
and Family Therapy, τόμ. 34, τχ. 4, σελ. 498-511.
Lane, Frederick S., III (2000). Obscene Profits: The Entrepreneurs of Pornography in the
Cyber Age. New York: Routledge.
Langevin, Ron (2003). «A Study of the Psychosexual Characteristics of Sex Killers: Can
We Identify Them Before It Is Too Late?», International Journal of Offender
Therapy and Comparative Criminology, τόμ. 47, τχ. 4, σελ. 366-82.
Langevin, Ron και Suzanne Curnoe (2004). «The Use of Pornography During the
Commission of Sexual Offenses», International Journal of Offender Therapy and
Comparative Criminology, τόμ. 48, τχ. 5, σελ. 572-86.
Langman, Lauren (2003). «Culture, Identity and Hegemony: The Body in a Global Age»,
Current Sociology, τόμ. 51, τχ. 3-4, σελ. 223-47.
Langman, Lauren (2008). «Punk, Porn and Resistance: Carnivalization and The Body in
Popular Culture», Current Sociology, τόμ. 56, τχ. 4, σελ. 657-77.
Langton, Rae (1993). «Speech Acts and Unspeakable Acts», Philosophy and Public
Affairs, τόμ. 22, τχ. 4, σελ. 293-330.
Lavoie, Francine, Line Robitaille και Martine Hebert (2000). «Teen Dating Relationships
and Aggression: An Exploratory Study», Violence Against Women, τόμ. 6, τχ. 1,
σελ. 6-36.
le Roux, Elisabet (2010). «Pornography: Human Right or Human Rights Violation?»,
HTS Teologiese Studies/Theological Studies, τόμ. 66, τχ. 2, διαθέσιμο στο
http://hts.org.za, προσβάσιμο στις 21/4/2013.

465
Leake, Jonathan (2009). «Wealthy Men Give Women More Orgasms», The Sunday
Times, 18/1/2009, διαθέσιμο στο http://timesonline.co.uk, προσβάσιμο στις
21/4/2013.
Leake, Jonathan και Holly Watt (2009). «Why Women Have Better Sex With Rich
Men», The Sunday Times, 18/1/2009, διαθέσιμο στο http://timesonline.co.uk,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Leary, Mary Graw (2010). «Sexting or Self-Produced Child Pornography?: The Dialogue
Continues - Structured Prosecutorial Discretion Within a Multidisciplinary
Response», Virginia Journal of Social Policy & the Law, τόμ. 17, τχ. 3, σελ. 486-
566.
Lee, Byoungkwan και Ron Tamborini (2005). «Third-Person Effect and Internet
Pornography: The Influence of Collectivism and Internet Self-Efficacy», Journal
of Communication, τόμ. 55, τχ. 2, σελ. 292-310.
Lee, Hye Jin και Huike Wen (2009). «Where the Girls Are in the Age of New Sexism:
An Interview With Susan Douglas», Journal of Communication Inquiry, τόμ. 33,
τχ. 2, σελ. 93-103.
Lee, Janet (1994). «Menarche and the (Hetero) Sexualization of the Female Body»,
Gender & Society, τόμ. 8, τχ. 3, σελ. 343-62.
Lee, Seungwhan και Jae Woong Shim (2006). «Who Wants to Respond to Unwanted
Sexually Explicit Materials on the Internet?: From an Individual Difference
Perspective», International Communication Association, 2006 Annual Meeting,
Dresden, Germany.
Leonard, Sarah Michelle (2010). «Μοιχεία του Ματιού: Καταναλώνοντας Πορνογραφία
στη Μέση Ανατολή», μτφρ. Ρεβέκκα-Ελένη Στάιου, Ζητήματα Επικοινωνίας, τχ.
11, σελ. 73-86.
Leong, Wai-Teng (1991). «The Pornography “Problem”: Disciplining Women and
Young Girls», Media, Culture & Society, τόμ. 13, τχ. 1, σελ. 91-117.
Leuchtag, Alice (1995). «The Culture of Pornography», The Humanist, τόμ. 55, τχ. 3,
διαθέσιμο στο http://thefreelibrary.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Lever, Janet και Deanne Dolnick (2010). «Call Girls and Street Prostitutes: Selling Sex
and Intimacy». Στο Ronald Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution,

466
Pornography and the Sex Industry. 2η έκδοση, New York, London: Routledge,
σελ. 187-203.
Leverette, Marc (2003). «Communicating Pornography: Technology and the Removal of
Gatekeepers», International Communication Association, 2003 Annual Meeting,
San Diego, USA.
Levine, Elana (2008). «Remaking Charlie’s Angels: The Construction of Post-Feminist
Hegemony», Feminist Media Studies, τόμ. 8, τχ. 4, σελ. 375-89.
Levitt, Eugene E. (1969). «Pornography: Some New Perspectives on an Old Problem»,
The Journal of Sex Research, τόμ. 5, τχ. 4, σελ. 247-59.
Levy, Ariel (2005). Female Chauvinist Pigs: Women and the Rise of Raunch Culture.
London: Pocket Books.
Lewis, Tania (2007). «“He Needs to Face His Fears With These Five Queers!”: Queer
Eye for the Straight Guy, Makeover TV, and the Lifestyle Expert», Television &
New Media, τόμ. 8, τχ. 4, σελ. 285-311.
Li, Joyce H-S (2000). «Cyberporn: The Controversy», First Monday, τόμ. 5, τχ. 8,
διαθέσιμο στο http://firstmonday.org, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Lillie, Jonathan James McCreadie (2002). «Sexuality & Cyberporn: Towards a New
Agenda for Research», Sexuality & Culture, τόμ. 6, τχ. 2, σελ. 25-47.
Lillie, Jonathan James McCreadie (2004). «Cyberporn, Sexuality, and the Net
Apparatus», Convergence: The International Journal of Research Into New
Media Technologies, τόμ. 10, τχ. 1, σελ. 43-65.
Limacher, Lori Houger και Lorraine M. Wright (2006). «Exploring the Therapeutic
Family Intervention of Commendations: Insights From Research», Journal of
Family Nursing, τόμ. 12, τχ. 3, σελ. 307-31.
Lindfors, Bernth (1973). «The Rise of African Pornography», Transition, τχ. 42, σελ. 65-
71.
Lindgren, James (1993). «Defining Pornography», University of Pennsylvania Law
Review, τόμ. 141, τχ. 4, σελ. 1153-275.
Lindgren, Simon (2010). «Widening the Glory Hole: The Discourse of Online Porn
Fandom». Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com: Making Sense of Online
Pornography. New York: Peter Lang Publishing, σελ. 171-85.

467
Lindholm, Charles (1998). «Love and Structure», Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ.
3-4, σελ. 243-63.
Linz, Daniel και Edward Donnerstein (1988). «The Methods and Merits of Pornography
Research: A critique», Journal of Communication, τόμ. 38, τχ. 2, σελ. 180-4.
Linz, Daniel, Steven D. Penrod και Edward Donnerstein (1987). «The Attorney General’s
Commission on Pornography: The Gaps Between “Findings” and Facts», Law &
Society Inquiry, τόμ. 12, τχ. 4, σελ. 713-36.
Littau, Karin (1995). «Refractions of the Feminine: The Monstrous Transformations of
Lulu», MLN, τόμ. 110, τχ. 4, σελ. 888-912.
Livingstone, Sonia (2009). «On the Mediation of Everything: ICA Presidential Address
2008», Journal of Communication, τόμ. 59, τχ. 1, σελ. 1-18.
Liotzis, Evangelos (2014). «Discourses of Pornification: From Civil Society to “Porn
Society”», International Journal of Social Science and Humanities Research, τόμ.
2, τχ. 1, διαθέσιμο στο http://researchpublish.com, προσβάσιμο στις 21/4/2014.
Lo, Ven-hwei και Ran Wei (2002). «Third-Person Effect, Gender, and Pornography on
the Internet», Journal of Broadcasting & Electronic Media, τόμ. 46, τχ. 1, σελ.
13-33.
Lo, Ven-hwei και Ran Wei (2005). «Exposure to Internet Pornography and Taiwanese
Adolescents’ Sexual Attitudes and Behavior», Journal of Broadcasting &
Electronic Media, τόμ. 49, τχ. 2, σελ. 221-37.
Lockwood, Dean (2009). «All Stripped Down: The Spectacle of “Torture Porn”»,
Popular Communication, τόμ. 7, τχ. 1, σελ. 40-8.
Loe, Meika (1999). «Feminism for Sale: Case Study of a Pro-Sex Feminist Business»,
Gender and Society, τόμ. 13, τχ. 6, σελ. 705-32.
Lofgren-Mårtenson, Lotta και Sven-Axel Månsson (2010). «Lust, Love, and Life: A
Qualitative Study of Swedish Adolescents’ Perceptions and Experiences With
Pornography», Journal of Sex Research, τόμ. 47, τχ. 6, σελ. 568-79.
Long, Ron (2002). «A Place for Porn in a Gay Spiritual Economy», Theology &
Sexuality, τόμ. 8, τχ. 16, σελ. 21-31.
Loots, Lliane (1996). «Legaleye: Pornography and the Body Politic», Agenda, τχ. 31,
σελ. 86-90.

468
Lorentzen, Jørgen και Wencke Mühleisen (2008). «Being Together: Remaking Public
Intimacies», Centre for Women’s Studies and Gender Research, University of
Oslo, Norway, διαθέσιμο στο http://stk.uio.no, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Lotz, Amanda D. και Sharon Marie Ross (2004). «Bridging Media-Specific Approaches:
The Value of Feminist Television Criticism’s Synthetic Approach», Feminist
Media Studies, τόμ. 4, τχ. 2, σελ. 185-202.
Lowman, John και Chris Atchison (2006). «Men Who Buy Sex: A Survey in the Greater
Vancouver Regional District», The Canadian Review of Sociology and
Anthropology, τόμ. 43, τχ. 3, σελ. 281-96
Lucas, Ann M. (2005). «The Work of Sex Work: Elite Prostitutes’ Vocational
Orientations and Experiences», Deviant Behavior, τόμ. 26, τχ. 6, σελ. 513-46.
Luff, Donna (2001). «“The downright torture of women”: Moral lobby women, feminists
and pornography», Sociological Review, τόμ. 9, τχ. 1, σελ. 78-99.
Lumby, Catherine (1997). Bad Girls: The Media, Sex and Feminism in the 90’s. St
Leonards, Australia: Allen & Unwin.
Lumsden, Karen (2010). «Gendered Performances in a Male-Dominated Subculture:
“Girl Racers”, Car Modification and the Quest for Masculinity», Sociological
Research Online, τόμ. 15, τχ. 3, διαθέσιμο στο http://socresonline.org.uk,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Lusher, Dean και Garry Robins (2009). «Hegemonic and Other Masculinities in Local
Social Contexts», Men and Masculinities, τόμ. 11, τχ. 4, σελ. 387-423.
Luvaas, Brent (2006). «Re-Producing Pop: The Aesthetics of Ambivalence in a
Contemporary Dance Music», International Journal of Cultural Studies, τόμ. 9,
τχ. 2, σελ. 167-87.
Lynn, Jennifer Gossett και Sarah Byrne (2002). «“Click Here”: A Content Analysis of
Internet Rape Sites», Gender & Society, τόμ. 16, τχ. 5, σελ. 689-709.
Lynn, Regina (2007). «Sex Drive: Where Sex and Tech Come Together». Στο Katrien
Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A Netporn
Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 7-15.

469
Μεταξάς, Αναστάσιος-Ιωάννης Δ. (1979). Πολιτική Επιστήμη Ι: Σύγχρονοι Κλάδοι και
Περιεχόμενο. Εισαγωγική Θεώρηση. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Μεταξάς, Αναστάσιος-Ιωάννης Δ. (1985). Πολιτική Επιστήμη ΙΙ: Πολιτική Μεθοδολογία.
Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Μουζέλης, Νίκος (2010Α). Γέφυρες: Μεταξύ Νεωτερικής και Μετανεωτερικής
Κοινωνικής Θεωρίας. Επιμ. Ευάγγελος Λιότζης, μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης,
Αθήνα: Θεμέλιο.
Μουζέλης, Νίκος (2010Β). «Ελληνικές Αξίες», χ.τ.

MacDonald, Scott (1983). «Confessions of a Feminist Porn Watcher», Film Quarterly,


τόμ. 36, τχ. 3, σελ. 10-7.
Mackay, Judith (2001). «Global sex: Sexuality and sexual practices around the world»,
Sexual and Relationship Therapy, τόμ. 16, τχ. 1, σελ. 71-82.
MacKinnon, Catharine A. (1986). «Pornography: Not a Moral Issue», Women’s Studies
International Forum, τόμ. 9, τχ. 1, σελ. 63-78.
MacKinnon, Catharine A. (1987). Feminism Unmodified. Cambridge: Harvard University
Press.
MacKinnon, Catherine A. (1989). «Sexuality, Pornography, and Method: “Pleasure
Under Patriarchy”», Ethics, τόμ. 99, τχ. 2, σελ. 314-46.
MacKinnon, Catharine A. (1991). «Reflections on Sex Equality Under Law», The Yale
Law Journal, τόμ. 100, τχ. 5, σελ. 1281-328.
MacKinnon, Catharine A. (1993 [1996]). Only Words. Cambridge: Harvard University
Press.
MacKinnon, Catharine A. (2001). «“The Case” Responds», The American Political
Science Review, τόμ. 95, τχ. 3, σελ. 709-11.
MacKinnon, Catharine A. (2002). «State of Emergency: Who Will Declare War on
Terrorism against Women?», The Women’s Review of Books, τόμ. 19, τχ. 6, σελ.
7-8.
Maciel, Maria Esther (1998). «The Lesson of Fire: Notes on Love and Eroticism in
Octavio Paz’s the Double Flame», Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4,
σελ. 393-403.

470
Maddison, Stephen (2009Α). «“Choke on It, Bitch!”: Porn Studies, Extreme Gonzo and
the Mainstreaming of Hardcore». Στο Feona Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex:
The Sexualization of Western Culture. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 37-
53.
Maddison, Stephen (2009Β). «“The Second Sexual Revolution”: Big Pharma, Porn and
the Biopolitical Penis”, Topia: Canadian Journal of Cultural Studies, τχ. 22, σελ.
35-53.
Maddison, Stephen (2010). «Online Obscenity and Myths of Freedom: Dangerous
Images, Child Porn, and Neoliberalism». Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com:
Making Sense of Online Pornography. New York: Peter Lang Publishing, σελ.
17-33.
Magnet, Shoshana (2007). «Feminist Sexualities, Race and the Internet: An Investigation
of Suicidegirls.com», New Media & Society, τόμ. 9, τχ. 4, σελ. 577-602.
Maguire, Jennifer Smith και Kim Stanway (2008). «Looking Good: Consumption and the
Problems of Self-Production», European Journal of Cultural Studies, τόμ. 11, τχ.
1, σελ. 63-81.
Mahawatte, Royce (2004). «Loving the Other: Arab-Male Fetish Pornography and the
Dark Continent of Masculinity». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty
Looks: Gender, Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ.
127-36.
Mahoney, Kathleen (1992). «The Canadian Constitutional Approach to Freedom of
Expression in Hate Propaganda and Pornography», Law and Contemporary
Problems, τόμ. 55, τχ. 1, σελ. 77-105
Maitse, Teboho (1998). «Political Change, Rape, and Pornography in Post-Apartheid
South Africa», Gender and Development, τόμ. 6, τχ. 3, σελ. 55-9.
Malamuth, Neil M. (1993). «Pornography’s Impact on Male Adolescents», Adolescent
Medicine: State of the Art Reviews, τόμ. 4, τχ. 3, σελ. 563-76.
Malamuth, Neil M. και Victoria Billings (1984). «Why Pornography?: Models of
Functions and Effects», Journal of Communication, τόμ. 34, τχ. 3, 117-29.

471
Malamuth, Neil M. και James V.P. Check (1984). «Debriefing Effectiveness Following
Exposure to Pornographic Rape Depictions», The Journal of Sex Research, τόμ.
20, τχ. 1, σελ. 1-13.
Malik, Suhail (2006). «Fucking Straight Death Metal», Journal of Visual Culture, τόμ. 5,
τχ. 1, σελ. 107-12.
Malin, Brenton J. (2010). «Viral Manhood: Niche Marketing, Hard-Boiled Detectives
and the Economics of Masculinity», Media, Culture & Society, τόμ. 32, τχ. 3, σελ.
373-89.
Mancini, Christina (2008). «Book Review: Catharine A. MacKinnon. Are Women
Human?: And Other International Dialogues», International Criminal Justice
Review, τόμ. 18, τχ. 4, σελ. 479-80.
Manderson, Lenore (2009). «I Did Not Have Sex With…: Politics, Media and
Controversy». IASSCS VII Conference “Contested Innocence - Sexual Agency in
Public and Private Space”, Hanoi, Vietnam.
Mann, Doug (1997). «Porn Revisited», Journal of Social Philosophy, τόμ. 28, τχ. 1, σελ.
77-86.
Manning, Jill C. (2005). «The Impact of Internet Pornography on Marriage and the
Family: A Review of the Research», Testimony of Jill C. Manning, M.S.: Hearing
on Pornography’s Impact on Marriage & the Family, United States Senate
(Committee on Judiciary, Subcommittee on the Constitution, Civil Rights and
Property Rights), Washington, USA.
Manning, Jill C. (2006). «The Impact of Internet Pornography on Marriage and the
Family: A Review of the Research», Sexual Addiction & Compulsivity, τόμ. 13,
τχ. 2-3, σελ. 131-65.
Marazzi, Antonio (2003). «An Anthropological View of Vision», Diogenes, τόμ. 50, τχ.
3, σελ. 89-98.
Marcotte, Amanda (2010). «Getting Off on Facebook», The Daily Beast, 11/4/2010,
διαθέσιμο στο http://thedailybeast.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Marshall, Barbara L. (2002). «“Hard Science”: Gendered Constructions of Sexual
Dysfunction in the “Viagra Age”», Sexualities, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 131-58.

472
Mashima, Rieko και Katsuya Hirose (1996). «From “Dial-a-Porn” to “Cyberporn”:
Approaches to and Limitations of Regulation in the United States and Japan»,
Journal of Computer-Mediated Communication, τόμ. 2, τχ. 2, διαθέσιμο στο
http://onlinelibrary.wiley.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Maxwell, Claire (2007). «“Alternative” Narratives of Young People’s Heterosexual
Experiences in the UK», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 5, σελ. 539-58.
May, Tim (2001). Social Research: Issues, Methods and Process. Buckingham, UK:
Open University Press.
Mayall, Alice και Diana E.H. Russell (1993). «Racism in Pornography», Feminism &
Psychology, τόμ. 3, τχ. 2, σελ. 275-81.
Mayer, Vicki (2005). «Soft-Core in TV Time: The Political Economy of a “Cultural
Trend”», Critical Studies in Media Communication, τόμ. 22, τχ. 4, σελ. 302-20.
Mazur, Allan (1986). «U.S. Trends in Feminine Beauty and Overadaptation», The
Journal of Sex Research, τόμ. 22, τχ. 3, σελ. 281-303.
McCabe, Janet και Kim Akass (2004). «Introduction: Welcome to the Age of Un-
Innocence». Στο Kim Akass και Janet McCabe (επιμ.). Reading Sex and the City.
London, New York: I.B. Tauris, σελ. 1-14.
McCalman, Iain (1984). «Unrespectable Radicalism: Infidels and Pornography in Early
Nineteenth-Century London», Past & Present, τχ. 104, σελ. 74-110.
McCaughey, Martha (2006). «Can Unscrewed be Unskewed?: Television Coverage of
the Internet», First Monday, τόμ. 11, τχ. 10, διαθέσιμο στο http://firstmonday.org,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
McClintock, Anne (1993 [2004]). «Maid to Order: Commercial S/M and Gender Power».
Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender, Pornography and
Power. London: British Film Institute, σελ. 237-53.
McConahay, John B. (1988). «Pornography: The Symbolic Politics of Fantasy», Law and
Contemporary Problems, τόμ. 51, τχ. 1, σελ. 31-69.
McCormack, Thelma (1978). «Machismo in Media Research: A Critical Review of
Research on Violence and Pornography», Social Problems, τόμ. 25, τχ. 5, σελ.
544-55.

473
McCree, Donna Hubbard, Shannon Cosgrove, Dale Stratford, Sarah Valway, Nick Keller,
Jaime Vega-Hernandez και Steven A. Jenison (2010). «Sexual and Drug Use Risk
Behaviors of Long-Haul Truck Drivers and Their Commercial Sex Contacts in
New Mexico», Public Health Reports, τόμ. 125, τχ. 1, σελ. 52-60.
McDonald, Christie (2001). «Changing Stakes: Pornography, Privacy, and the Perils of
Democracy», Yale French Studies, τχ. 100, σελ. 88-115.
McDonald, Daniel (2004). «Twentieth-Century Media Effects Research». Στο John D.H.
Downing, Denis McQuail, Philip Schlesinger και Ellen Wartella (επιμ.). The
SAGE Handbook of Media Studies. London: SAGE, σελ. 183-200.
McGann, Patrick (2009). «A Letter to Michael Murphy in Response to “Can ‘Men’ Stop
Rape?: Visualizing Gender in the ‘My Strength Is Not for Hurting’ Rape
Prevention Campaign”», Men and Masculinities, τόμ. 12, τχ. 1, σελ. 131-4.
McGlynn, Clare (2010). «Marginalising Feminism?: Debating Extreme Pornography
Laws in Public and Policy Discourse». Στο Karen Boyle (επιμ.). Everyday
Pornography. London, New York: Routledge, σελ. 190-202.
McGlynn, Clare και Ian Ward (2009). «Pornography, Pragmatism, and Proscription»,
Journal of Law and Society, τόμ. 36, τχ. 3, σελ. 327-51.
McGlynn, Clare, Erika Rackley και Nicole Westmarland (2007). «Debating “Extreme”
Pornography: An Introduction». Στο Clare McGlynn, Erika Rackley και Nicole
Westmarland (επιμ.). Positions on the Politics of Porn: A Debate on Government
Plans to Criminalise the Possession of Extreme Pornography. Durham
University, UK, σελ. 2-4.
McGowan, Mary Kate (2003). «Conversational Exercitives and the Force of
Pornography», Philosophy & Public Affairs, τόμ. 31, τχ. 2, σελ. 155-89.
McGuigan, Jim (2005 [2010]). «The Cultural Public Sphere». Στο Jim McGuigan.
Cultural Analysis. London: SAGE, σελ. 8-21.
McHugh, James T. (1994). «Pornography and Power. Book Review: Catharine A.
MacKinnon. Only Words », The Review of Politics, τόμ. 56, τχ. 3, σελ. 596-7.
McIntosh, Mary (1978). «Who Needs Prostitutes: The Ideology of Male Sexual Needs in
Women». Στο Carol Smart και Barry Smart (επιμ.). Women, Sexuality and Social
Control. London, Routledge & Keegan Paul, σελ. 53-64.

474
McIntyre, Pat, Harmon M. Hosch, Richard Jackson Harris και D. Wayne Norvell (1986).
«Effects of Sex and Attitudes Toward Women on the Processing of Television
Commercials», Psychology and Marketing, τόμ. 3, τχ. 3, σελ. 181-92.
McKee, Alan (2006). «The Aesthetics of Pornography: The Insights of Consumers
Continuum», Journal of Media & Cultural Studies, τόμ. 20, τχ. 4, σελ. 523-39.
McKee, Alan (2007Α). «Introduction». Στο Alan McKee (επιμ.). Beautiful Things in
Popular Culture. Oxford: Blackwell, σελ. 1-14.
McKee, Alan (2007Β). «Conclusion». Στο Alan McKee (επιμ.). Beautiful Things in
Popular Culture. Oxford: Blackwell, σελ. 204-24.
McKee, Alan (2007Γ). «Youth, Pornography and Education», Metro, τχ. 155, σελ. 118-
22.
McKee, Alan (2009). «Social Scientists Don’t Say “Titwank”», Sexualities, τόμ. 12, σελ.
5, σελ. 629-46.
McKee, Alan (2010). «Does Pornography Harm Young People?», Australian Journal of
Communication, τόμ. 37, τχ. 1, σελ. 17-36.
McKee, Alan (2014). «Humanities and Social Scientific Research Methods in Porn
Studies», Porn Studies, τόμ. 1, τχ. 1-2, σελ. 53-63.
McKee, Alan, Kath Albury, Michael Dunne, Sue Grieshaber, John Hartley, Catharine
Lumby και Ben Mathews (2010). «Healthy Sexual Development: A
Multidisciplinary Framework for Research», International Journal of Sexual
Health, τόμ. 22, τχ. 1, σελ.14-9.
McKenna, Katelyn Y.A. και John A. Bargh (2000). «Plan 9 From Cyberspace: The
Implications of the Internet for Personality and Social Psychology», Personality
and Social Psychology Review, τόμ. 4, τχ. 1, σελ. 57-75.
McLaughlin, Lisa και Cynthia Carter (2004). «Editors’ Iintroduction: No Easy Answers»,
Feminist Media Studies, τόμ. 4, τχ. 1, σελ. 3-6.
McNair, Brian (1996). Mediated Sex: Pornography and Postmodern Culture. London:
Arnold.
McNair, Brian (2002). Striptease Culture: Sex, Media and the Democratization of Desire.
London, New York: Routledge.

475
McNair, Brian (2005). «Book Review: Pamela Church Gibson (ed.). More Dirty Looks:
Gender, Pornography and Power», European Journal of Communication, τόμ. 20,
τχ. 3, σελ. 404-6.
McNair, Brian (2006). Cultural Chaos: Journalism, News and Power in a Globalised
World. London, New York: Routledge.
McNair, Brian (2009Α). «From Porn Chic to Porn Fear: The Return of the Repressed?».
Στο Feona Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex: The Sexualization of Western
Culture. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 55-73.
McNair, Brian (2009Β). «Teaching Porn», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 5, σελ. 558-67.
McNair, Brian (2014). «Rethinking the Effects Paradigm in Porn Studies», Porn Studies,
τόμ. 1, τχ. 1-2, σελ. 161-71.
McPherson, Campbell (1999). «Poor Policy and Dubious Law: Pornography, Satellite
Television and the British state», Media, Culture & Society, τόμ. 21, τχ. 5, σελ.
687-96.
McQueen, Tena F. και Robert A. Fleck Jr. (2004). «Changing Patterns of Internet Usage
and Challenges at Colleges and Universities», First Monday, τόμ. 9, τχ. 12,
διαθέσιμο στο http://firstmonday.org, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
McRobbie, Angela (2004Α). «Post-Feminism and Popular Culture», Feminist Media
Studies, τόμ. 4, τχ. 3, σελ. 255-64.
McRobbie, Angela (2004Β). «The Rise and Rise of Porn Chic», Times Higher Education,
2/1/2004, διαθέσιμο στο http://timeshighereducation.co.uk, προσβάσιμο στις
21/4/2013.
McRobbie, Angela (2006). «Post-Feminism and Popular Culture: Bridget Jones and the
New Gender Regime». Στο James Curran και David Morley (επιμ.). Media &
Cultural Theory. London, New York: Routledge, σελ. 59-69.
McRobbie, Angela (2007). «Top Girls?», Cultural Studies, τόμ. 21, τχ. 4, σελ. 718-37.
McRobbie, Angela (2008Α). «Pornographic Permutations», The Communication Review,
τόμ. 11, τχ. 3, σελ. 225-36.
McRobbie, Angela (2008Β). «Young Women and Consumer Culture: An Intervention»,
Cultural Studies, τόμ. 22, τχ. 5, σελ. 531-50.

476
McRobbie, Angela (2009Α). «Inside and Outside the Feminist Academy», Australian
Feminist Studies, τόμ. 24, τχ. 59, σελ. 123-38.
McRobbie, Angela (2009Β). The Aftermath of Feminism: Gender, Culture and Social
Change. London: SAGE.
Melendez, Franklin (2004). «Video Pornography, Visual Pleasure, and the Return of the
Sublime». Στο Linda Williams (επιμ.). Porn Studies. Durham, London: Duke
University Press, σελ. 401-27.
Merck, Mandy (2004). «Sexuality in the City». Στο Kim Akass και Janet McCabe (επιμ.).
Reading Sex and the City. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 48-62.
Merskin, Debra (2003). «Fashioning Foreplay: Fashion Advertising and the Pornographic
Imagination», Feminist Media Studies, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 106-9.
Merskin, Debra (2004). «Reviving Lolita?: A Media Literacy Examination of Sexual
Portrayals of Girls in Fashion Advertising», American Behavioral Scientist, τόμ.
48, τχ. 1, σελ. 119-29.
Merton, Robert K. (1936). «The Unanticipated Consequences of Purposive Social
Action». American Sociological Review, τόμ. 1, τχ. 6, σελ. 894-904.
Messina, Sergio (2009). «Realcore: The Digital Porno Revolution», διαθέσιμο στο
http://sergiomessina.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Messner, Michael A., Margaret Carlisle Duncan και Cheryl Cooky (2003). «Silence,
Sports Bras, and Wrestling Porn: Women in Televised Sports News and
Highlights Shows», Journal of Sport & Social Issues, τόμ. 27, τχ. 1, σελ. 38-51.
Mey, Kerstin (2007). «Making Porn Into Art». Στο Susanna Paasonen, Kaarina Nikunen
και Laura Saarenmaa (επιμ.). Pornification: Sex and Sexuality in Media Culture.
Oxford, New York: Berg, σελ. 87-97.
Miller, Jade L. (2010). «Ugly Betty Goes Global: Global Networks of Localized Content
in the Telenovela Industry», Global Media and Communication, τόμ. 6, τχ. 2, σελ.
198-217.
Miller-Young, Mireille (2007Α). «Let Me Tell Ya ’Bout Black Chicks: Interracial Desire
and Black Women in 1980s’ Video Pornography». Στο Susanna Paasonen,
Kaarina Nikunen και Laura Saarenmaa (επιμ.). Pornification: Sex and Sexuality
in Media Culture. Oxford, New York: Berg, σελ. 33-44.

477
Miller-Young, Mireille (2007Β). «Sexy and Smart: Black Women and the Politics of
Self-Authorship in Netporn». Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo
Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute
of Network Cultures, σελ. 205-16.
Miller-Young, Mireille (2010). «Putting Hypersexuality to Work: Black Women and
Illicit Eroticism in Pornography», Sexualities, τόμ. 13, τχ. 2, σελ. 219-35.
Mills, Josephine και Leila Armstrong (2006). «Commentary: Love and Marriage»,
Canadian Journal of Communication, τόμ. 31, τχ. 4, σελ. 947-52.
Minge, Jeanine και Amber Lynn Zimmerman (2009). «Power, Pleasure, and Play
Screwing the Dildo and Rescripting Sexual Violence», Qualitative Inquiry, τόμ.
15, τχ. 2, σελ. 329-49.
Mitchell, Kimberly J., David Finkelhor και Janis Wolak (2003). «The Exposure of Youth
to Unwanted Sexual Material on the Internet: A National Survey of Risk, Impact,
and Prevention», Youth & Society, τόμ. 34, τχ. 3, σελ. 330-58.
Monto, Martin A. (2001). «Prostitution and Fellatio», Journal of Sex Research, τόμ. 38,
τχ. 2, σελ. 140-5.
Monto, Martin A. (2010). «Prostitutes’ Customers: Motives and Misconceptions». Στο
Ronald Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex
Industry. 2η έκδοση, New York, London: Routledge, σελ. 233-54.
Monto, Martin A. και Nick McRee (2005). «A Comparison of the Male Customers of
Female Street Prostitutes With National Samples of Men», International Journal
of Offender Therapy and Comparative Criminology, τόμ. 49, τχ. 5, σελ. 505-29.
Moogk, Peter N. (1979). «“Thieving Buggers” and “Stupid Sluts”: Insults and Popular
Culture in New France», The William and Mary Quarterly, τόμ. 36, τχ. 4, σελ.
524-47.
Mooney, Annabelle (2008). «“Boys Will Be Boys”: Men’s Magazines and the
Normalization of Pornography», Feminist Media Studies, τόμ. 8, τχ. 3, σελ. 247-
65.
Mooney-Somers, Julie και Jane M. Ussher (2010). «Sex as Commodity: Single and
Partnered Men’s Subjectification as Heterosexual Men», Men and Masculinities,
τόμ. 12, τχ. 3, σελ. 353-73.

478
Moore, Lisa Jean και Juliana Weiibein (2010). «Cocktail Parties: Fetishizing Semen in
Pornography Beyond Bukkake». Στο Karen Boyle (επιμ.). Everyday
Pornography. London, New York: Routledge, σελ. 77-89.
Moorti, Sujata και Karen Ross (2005). «Introduction: Gender and the Plus-Size Body»,
Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 237-8.
Morgan, Robin (1978). Going Too Far: The Personal Chronicle of a Feminist. New
York: Vintage Books.
Morgan, Elizabeth M., Matthew G. Steiner και Elisabeth Morgan Thompson (2010).
«Processes of Sexual Orientation: Questioning among Heterosexual Men», Men
and Masculinities, τόμ. 12, τχ. 4, σελ. 425-43.
Mosher, Donald L. και Mark Sirkin (1984). « Measuring in a Macho Personality
Constellation», Journal of Research in Personality, τόμ. 18, τχ. 2, σελ. 150-63.
Moskowitz, Marc L. (2008). «Multiple Virginity and Other Contested Realities in
Taipei’s Foreign Club Culture», Sexualities, τόμ. 11, τχ. 3, σελ. 327-51.
Mouzelis, Nicos (2008). Modern and Postmodern Social Theorizing: Bridging the
Divide. Cambridge: Cambridge University Press.
Mouzelis, Nicos (2010). «Self And Self-Other Reflexivity: The Apophatic Dimension»,
European Journal of Social Theory, τόμ. 13, τχ. 2, σελ. 271-84.
Mowlabocus, Sharif (2007). «Gay Men and the Pornification of Everyday Life». Στο
Susanna Paasonen, Kaarina Nikunen και Laura Saarenmaa (επιμ.). Pornification:
Sex and Sexuality in Media Culture. Oxford, New York: Berg, σελ. 61-71.
Mowlabocus, Sharif (2010). «Porn 2.0?: Technology, Social Practice, ant the New Online
Industry». Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com: Making Sense of Online
Pornography. New York: Peter Lang Publishing, σελ. 69-87.
Moye, Andy (1985). «Pornography». Στο Andy Metcalf και Martin Humphries (επιμ.).
The Sexuality of Men. London: Pluto Press, σελ. 44-69.
Muhlberger, Peter (2005). «Human Agency and the Revitalization of the Public Sphere»,
Political Communication, τόμ. 22, τχ. 2, σελ. 163-78.
Mulvey, Laura (1975). «Visual Pleasure and Narrative Cinema», Screen, τόμ. 16, τχ. 3,
σελ. 6-18.

479
Mundy, Liza (2003). «Do You Know Where Your Children Are?», The Washington Post,
16/11/2003, διαθέσιμο στο http://washingtonpost.com, προσβάσιμο στις
21/4/2013.
Munford, Rebecca (2009). «BUST-ing the Third Wave: Barbies, Blowjobs and Girlie
Feminism». Στο Feona Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex: The Sexualization of
Western Culture. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 183-97.
Munoz L., Fernando (2009). «Political Pornography», Student Scholarship Papers, Yale
Law School, USA, διαθέσιμο στο http://digitalcommons.law.yale.edu,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Murnen, Sarah K. και Donn Byrne (1991). «Hyperfemininity: Measurement and initial
validation of the construct». Journal of Sex Research, τόμ. 28, τχ. 3, σελ. 479-89.
Murphy, Michael J. (2009). «Can “Men” Stop Rape?: Visualizing Gender in the “My
Strength Is Not for Hurting” Rape Prevention Campaign», Men and Masculinities,
τόμ. 12, τχ. 1, σελ. 113-30.
Murray, Andrew D. (2009). «The Reclassification of Extreme Pornographic Images»,
Modern Law Review, τόμ. 72, τχ. 1, σελ. 73-90.
Myers, Kathty (1987). «Towards a Feminist Erotica». Στο. Rosemary Betterton (επιμ.).
Looking On: Images of Femininity in the Visual Arts and Media. London, New
York: Pandora, σελ. 189-202.

Nagel, Chris (2002). «Pornographic Experience», Journal of Mundane Behaviour, τόμ. 3,


τχ. 1, σελ. 73-85.
Nead, Lynda (1990). «The Female Nude: Pornography, Art, and Sexuality», Signs, τόμ.
15, τχ. 2, σελ. 323-35.
Nead, Lynda (1992). The Female Nude: Art, Obscenity and Sexuality. London, New
York: Routledge.
Nead, Lynda (1993 [2004]). «“Above the Pulp-Line”: The Cultural Significance of Erotic
Art». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender,
Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ. 216-23.
Neely, Sarah (2010). «Virtually Commercial Sex». Στο Karen Boyle (επιμ.). Everyday
Pornography. London, New York: Routledge, σελ. 90-102.

480
Negra, Diane (2009). What a Girl Wants?: Fantasizing the Reclamation of Self in
Postfeminism. London, New York: Routledge.
Nehring, Daniel (2009). «Modernity With Limits: The Narrative Construction of Intimate
Relationships, Sex and Social Change in Carlos Cuauhtémoc Sánchez’s Juventud
en Éxtasis», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 1, σελ. 33-59.
Nelson, Ashley (2004). «Sister Carrie Meets Carrie Bradshaw: Exploring Progress,
Politics and the Single Woman in Sex and the City and Beyond». Στο Kim Akass
και Janet McCabe (επιμ.). Reading Sex and the City. London, New York: I.B.
Tauris, σελ. 83-95.
Nettle, Daniel και Thomas V. Pollet (2008). «Natural Selection on Male Wealth in
Humans», American Naturalist, τόμ. 172, τχ. 5, σελ. 658-66.
Ngai, Jennifer και S. Shyam Sundar (2003). «Priming Effects of Online Sexual Purity
Tests», International Communication Association, 2003 Annual Meeting, San
Diego, USA.
Niblock, Sarah (2004). «“My Manolos, My Self”: Manolo Blahnik, Shoes and Desire».
Στο Kim Akass και Janet McCabe (επιμ.). Reading Sex and the City. London,
New York: I.B. Tauris, σελ. 144-6.
Niehaus, Isak (2000). «Towards a Dubious Liberation: Masculinity, Sexuality and Power
in South African Lowveld Schools, 1953-1999», Journal of Southern African
Studies, τόμ. 26, τχ. 3, σελ. 387-407.
Niesen, Peter (1999). «Pornography and Democracy», Constellations, τόμ. 6, τχ. 4, σελ.
473-98.
Nikunen, Kaarina (2007). «Cosmo Girls Talk: Blurring Boundaries of Porn and Sex».
Στο Susanna Paasonen, Kaarina Nikunen και Laura Saarenmaa (επιμ.).
Pornification: Sex and Sexuality in Media Culture. Oxford, New York: Berg, σελ.
73-85.
Nikunen, Kaarina και Susanna Paasonen (2007). «Porn Star as Brand: Pornification and
the Intermedia Career of Rakel Liekki», Velvet Light Trap, τχ. 59, σελ. 30-41.
Nina-Pazarzi, Eleni και Michael Tsangaris (2008). «Constructing Women’s Image in TV
Commercials: The Greek Case», Indian Journal of Gender Studies, τόμ. 15, τχ. 1,
σελ. 29-50.

481
Nixon, David (2008). «“No More Tea, Vicar”: An Exploration of the Discourses which
Inform the Current Debates About Sexualities within the Church of England»,
Sexualities, τόμ. 11, τχ. 5, σελ. 595-620.
Noël, Melita J. (2006). «Progressive Polyamory: Considering Issues of Diversity»,
Sexualities, τόμ. 9, τχ. 5, σελ. 602-20.
Noonan, Tim (2007). «Netporn, Sexuality and the Politics of Disability: A Catalyst for
Access, Inclusion and Acceptance?». Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και
Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A Netporn Studies Reader. Amsterdam:
Institute of Network Cultures, σελ. 89-101.
Nosko, Amanda, Eileen Wood και Serge Desmarais (2007). «Unsolicited Online Sexual
Material: What Affects Our Attitudes and Likelihood to Search for More?», The
Canadian Journal of Human Sexuality, τόμ. 16, τχ. 1-2, σελ. 1-10.
Norden, Barbara (1990). «Campaign Against Pornography», Feminist Review, τχ. 35,
σελ. 1-8.
Norris, Jeanette, Kelly Cue Davis, William H. George, Joel Martell και Julia R. Heiman
(2004). «Victim’s Response and Alcohol-Related Factors as Determinants of
Women’s Responces to Violent Pornography», Psychology of Women Quarterly,
τόμ. 28, τχ. 1, σελ. 59-69.
Norris, Jeanette, William H. George, Kelly Cue Davis, Joel Martell και R. Jacob
Leonesio (1999). «Alcohol and Hypermasculinity as Determinants of Men’s
Empathic Responses to Violent Pornography», Journal of Interpersonal Violence,
τόμ. 14, τχ. 7, σελ. 683-700.
Nowatzki, Janet και Marian M. Morry (2009). «Women’s Intentions Regarding, and
Acceptance of, Self-Sexualizing Behavior», Psychology of Women Quarterly,
τόμ. 33, τχ. 1, σελ. 95-107.
Noys, Benjamin (2007). «Destroy Cinema! Destroy Capital!: Guy Debord’s The Society
of the Spectacle (1973)», Quarterly Review of Film & Video, τόμ. 24, τχ. 5, σελ.
395-402.
Noys, Benjamin (2008). «“The End of the Monarchy of Sex”: Sexuality and
Contemporary Nihilism», Theory, Culture & Society, τόμ. 25, τχ. 5, σελ. 104-22.

482
Nunziato, Dawn C. (2007). «Technology and Pornography», Brigham Young University
Law Review, τόμ. 2007, τχ. 6, σελ. 1535-84.
Nussbaum, Martha C. (1995). «Objectification», Philosophy and Public Affairs, τόμ. 24,
τχ. 4, σελ. 249-91.
Nyboe, Lotte (2004). «“You Said I Was Not a Man”: Performing Gender and Sexuality
on the Internet», Convergence, τόμ. 10, τχ. 2, σελ. 62-80.

O’Brien, Mark (2005). «Clear and Present Danger?: Law and the Regulation of the
Internet», Information & Communications Technology Law, τόμ. 14, τχ. 2, σελ.
151-64.
O’Brien, Mark (2006). «The Witchfinder-General and the Will-o’-the-Wisp: The Myth
and Reality of Internet Control», Information & Communications Technology
Law, τόμ. 15, τχ. 3, σελ. 259-73.
O’Connell Davidson, Julia (2001). «The Sex Tourist, The Expatriate, His Ex-Wife and
Her “Other”: The Politics of Loss, Difference and Desire», Sexualities, τόμ. 4, τχ.
1, σελ. 5-24.
O’Neil, Alistair (2004). «Taste-Making: Indifference, Interiors and the Unbound Image».
Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender, Pornography and
Power. London: British Film Institute, σελ. 137-48.
O’Neil, Lauren (2013). «Textopornographie: France Creates Its Own Word for
“Sexting”», CBC, 19/12/2013, διαθέσιμο στο http://cbc.ca, προσβάσιμο στις
21/4/2014.
Object (2009). Joining Up the Dots: Why Urgent Action Is Needed to Tackle the
Sexualisation of Women and Girls in the Media and Popular Culture. Object,
διαθέσιμο στο http://object.org.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Oldham, Joseph D. (2008). «Experience Offering a Course Centered on Cyberporn»,
Proceedings of the 39th SIGCSE Technical Symposium on Computer Science
Education, Portland, USA, σελ. 158-62.
Olds, Courtny B. Davis (2008). «Pornography Is Everybody’s Problem», PRISM,
September-October, σελ. 13, 45.

483
Ono, Kent A. (2010). «Postracism: A Theory of the “Post”- as Political Strategy» [«What
Is This “Post-” in Postracial, Postfeminist… (Fill in the Blank)?», σελ. 210-53],
Journal of Communication Inquiry, τόμ. 34, τχ. 3, σελ. 227-33.
Oravec, Jo Ann (2000). «Internet and Computer Technology Hazards: Perspectives for
Family Counseling», British Journal of Guidance & Counselling, τόμ. 28, τχ. 3,
σελ. 309-24.
Orser, Mari (1994). «Pornography and the Justifiability of Restricting Freedom of
Expression», Journal of Social Philosophy, τόμ. 25, τχ. 3, σελ. 40-64.
Osgerby, Bill (2001). Playboys in Paradise: Masculinity, Youth and Leisure-Style in
Modern America. Oxford, New York: Berg.
Osterweil, Ara (2004). «Andy Warhol’s Blow Job: Toward the Recognition of a
Pornographic Avant-Garde». Στο Linda Williams (επιμ.). Porn Studies. Durham,
London: Duke University Press, σελ. 431-60.

Παπαταξιάρχης Ευθύμιος (1998). «Εισαγωγή. Από τη Σκοπιά του Φύλου:


Ανθρωπολογικές Θεωρήσεις της Σύγχρονης Ελλάδας». Στο Ευθύμιος
Παπαταξιάρχης και Θεόδωρος Παπαρδέλης (επιμ.). Ταυτότητες και Φύλο στη
Σύγχρονη Ελλάδα: Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις. 2η έκδοση, Αθήνα:
Αλεξάνδρεια, σελ. 11-98.
Περεζούς, Κώστας (2009). Ιστορία της «Κρίσης»: Από την Αρχαία Ιατρική στο Νεωτερικό
Πολιτικό Λόγο. Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών, Αθήνα.

Paasonen, Susanna (2006). «Email From Nancy Nutsucker: Representation and Gendered
Address in Online Pornography», European Journal of Cultural Studies, τόμ. 9,
τχ. 4, σελ. 403-20.
Paasonen, Susanna (2007Α). «Strange Bedfellows: Pornography, Affect and Feminist
Reading», Feminist Theory, τόμ. 8, τχ. 1, σελ. 43-57.
Paasonen, Susanna (2007Β). «Epilogue: Porn Futures». Στο Susanna Paasonen, Kaarina
Nikunen και Laura Saarenmaa (επιμ.). Pornification: Sex and Sexuality in Media
Culture. Oxford, New York: Berg, σελ. 161-70.

484
Paasonen, Susanna (2009). «Healthy Sex and Pop Porn: Pornography, Feminism and the
Finnish Context», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 5, σελ. 586-604.
Paasonen, Susanna (2010Α). «Good Amateurs: Erotica Writing and Notions of Quality».
Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com: Making Sense of Online Pornography.
New York: Peter Lang Publishing, σελ. 138-54.
Paasonen, Susanna (2010Β). «Repetition and Hyperbole: The Gendered Choreographies
of Heteroporn». Στο Karen Boyle (επιμ.). Everyday Pornography. London, New
York: Routledge, σελ. 63-76.
Paasonen, Susanna και Laura Saarenmaa (2007). «The Golden Age of Porn: Nostalgia
and History in Cinema». Στο Susanna Paasonen, Kaarina Nikunen και Laura
Saarenmaa (επιμ.). Pornification: Sex and Sexuality in Media Culture. Oxford,
New York: Berg, σελ. 23-32.
Paasonen, Susanna, Kaarina Nikunen και Laura Saarenmaa (2007). «Pornification and
the Education of Desire». Στο Susanna Paasonen, Kaarina Nikunen και Laura
Saarenmaa (επιμ.). Pornification: Sex and Sexuality in Media Culture. Oxford,
New York: Berg, σελ. 1-20.
Paden, Roger (1984). «On the Discourse of Pornography», Philosophy & Social
Criticism, τόμ. 10, τχ. 1, σελ. 17-38.
Padgett, Tim (2010). «New Study Claims “Cougars” Do Not Exist», Time, 19/8/2010,
διαθέσιμο στο http://time.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Padgett, Vernon R., Jo Ann Brislin-Slutz και James A. Neal (1989). «Pornography,
Erotica, and Attitudes toward Women: The Effects of Repeated Exposure», The
Journal of Sex Research, τόμ. 26, τχ. 4, σελ. 479-91.
Padva, Gilad (2006). «Unruly Womanliness, Gender Dysphoria, and Anita Faleli’s
Iconography», Feminist Media Studies, τόμ. 6, τχ. 1, σελ. 25-45.
Palczewski, Catherine Helen (1995). «Definitional Argument: Approaching a Theory»,
Conference Proceedings, National Communication Association/American
Forensic Association (Alta Conference on Argumentation), Alta, USA, σελ. 176-
86.
Palczewski, Catherine Helen (2001). «Contesting Pornography: Terministic Catharsis and
Definitional Argument», Argumentation & Advocacy, τόμ. 38, τχ. 1, σελ. 1-17.

485
Paletz, David L. (1988). «Pornography, Politics, and the Press: The U.S. Attorney
General’s Commission on Pornography», Journal of Communication, τόμ. 38, τχ.
2, σελ. 122-36.
Palmer, C. Eddie (1979). «Pornographic Comics: A Content Analysis», The Journal of
Sex Research, τόμ. 15, τχ. 4, σελ. 285-98.
Palmieri, Francesco Macarone aka Warbear (2007). «21st Century Schizoid Bear:
Masculine transitions Through Net Pornography». Στο Katrien Jacobs, Marije
Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A Netporn Studies Reader.
Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 261-76.
Papacharissi, Zizi (2002). «The Virtual Sphere: The Internet as a Public Sphere», New
Media & Society, τόμ. 4, τχ. 1, σελ. 9-27.
Papadopoulos, Linda (2010). Sexualisation of Young People Review. London: Home
Office Publication, διαθέσιμο στο http://homeoffice.gov.uk, προσβάσιμο στις
21/4/2013.
Panko, Raymond R. και Hazel Glenn Beh (2002). «Monitoring for Pornography and
Sexual Harassment», Communications of the ACM, τόμ. 45, τχ. 1, σελ. 84-7.
Parker, Ellie και Adrian Furnham (2007). «Does Sex Sell?: The Effect of Sexual
Programme Content on the Recall of Sexual and Non-Sexual Advertisements»,
Applied Cognitive Psychology, τόμ. 21, τχ. 9, σελ. 1217-28.
Parent, William A. (1990). «A Second Look at Pornography and The Subordination of
Women», The Journal of Philosophy, τόμ. 87, τχ. 4, σελ. 205-11.
Parvez, Z. Fareen (2006). «The Labor of Pleasure: How Perceptions of Emotional Labor
Impact Women’s Enjoyment of Pornography», Gender & Society, τόμ. 20, τχ. 5,
σελ. 605-31.
Pasquinelli, Matteo (2007). «Warporn! Warpunk: Autonomous Videopoiesis in
Wartime». Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.).
C’Lick Me: A Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures,
σελ. 149-57.
Patterson, Laura Sloan (2005). «Why Are All the Fat Brides Smiling?: Body Image and
the American Bridal Industry», Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 243-6.

486
Patterson, Zabet (2004). «Going On-Line: Consuming Pornography in the Digital Era».
Στο Linda Williams (επιμ.). Porn Studies. Durham, London: Duke University
Press, σελ. 104-23.
Patton, Cindy (1998). «“On Me, Not in Me”: Locating Affect in Nationalism After
AIDS», Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 355-73.
Paul, Bryant και Jae Woong Shim (2006). «Predicting Use and Arousal in Response to
Sexually Explicit Materials on the Internet: The Role of Sexual and Antisocial
Personality Dispositions», International Communication Association, 2006
Annual Meeting, Dresden, Germany.
Paul, Pamela (2005). Pornified: How Pornography Is Transforming Our Lives, Our
Relationships and Our Families. New York: Holt Paperbacks.
Paul, Pamela (2008). «From Pornography to Porno to Porn: How Porn Became the
Norm». “The Social Costs of Pornography” Conference, Princeton University,
USA.
Paul, Pamela (2010). «The Cost of Growing Up on Porn», The Washington Post,
7/3/2010, διαθέσιμο στο http://washingtonpost.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Pazzani, Lynn M. (2007). «The Factors Affecting Sexual Assaults Committed by
Strangers and Acquaintances», Violence Against Women, τόμ. 13, τχ. 7, σελ. 717-
49.
Peakman, Julie (2004). «Memoirs of Women of Pleasure: The Whore Biography»,
Women’s Writing, τόμ. 11, τχ. 2, σελ. 163-84.
Peck, Janice (2010). «The Secret of Her Success: Oprah Winfrey and the Seductions of
Self-Transformation», Journal of Communication Inquiry, τόμ. 34, τχ. 1, σελ. 7-
14.
Penley, Constance (2004). «Crackers and Whackers: The White Trashing of Porn». Στο
Linda Williams (επιμ.). Porn Studies. Durham, London: Duke University Press,
σελ. 309-31.
Pérez-Serrano, Elena (2009). «Chick Lit and Marian Keyes: The ideological background
of the genre», Working Papers on the Web, τόμ. 13, Sheffield Hallam University,
UK, διαθέσιμο στο http://extra.shu.ac.uk/wpw, προσβάσιμο στις 21/4/2013.

487
Perloff, Marjorie G. (1975). «The Corn-Porn Lyric: Poetry 1972-73», Contemporary
Literature, τόμ. 16, τχ. 1, σελ. 84-125.
Perrin, Paul C., Hala N. Madanat, Michael D. Barnes, Athena Carolan, Robert B. Clark,
Natasha Ivins, Steven R. Tuttle, Heidi A. Vogeler και Patrick N. Williams (2008).
«Health Education’s Role in Framing Pornography as a Public Health Issue:
Local and National Strategies With International Implications», Promotion &
Education, τόμ. 15, τχ. 1, σελ. 11-8.
Peter, Jochen και Patti M. Valkenburg (2006Α). «Adolescents’ Exposure to Sexually
Explicit Material on the Internet», Communication Research, τόμ. 33, τχ. 2, σελ.
178-204.
Peter, Jochen και Patti M. Valkenburg (2006Β). «Adolescents’ Exposure to Sexually
Explicit Online Material and Recreational Attitudes Toward Sex», Journal of
Communication, τόμ. 56, τχ. 4, σελ. 639-60.
Peter, Jochen και Patti Valkenburg (2007). «Adolescents’ Exposure to Sexually Explicit
Online Material and Sexual Uncertainty: Investigating Perceptions of
Pornography as Underlying Mechanisms», International Communication
Association, 2007 Annual Meeting, San Francisco, USA.
Peter, Jochen και Patti M. Valkenburg (2008Α). «Adolescents’ Exposure to Sexually
Explicit Internet Material and Sexual Preoccupancy: A Three-Wave Panel Study»,
Media Psychology, τόμ. 11, τχ. 2, σελ. 207-34.
Peter, Jochen και Patti M. Valkenburg (2008Β). «Adolescents’ Exposure to Sexually
Explicit Internet Material, Sexual Uncertainty, and Attitudes Toward
Uncommitted Sexual Exploration: Is There a Link?», Communication Research,
τόμ. 35, τχ. 5, σελ. 579-601.
Petersen, Jennifer (2007). «Freedom of Expression as Liberal Fantasy: The Debate Over
The People vs. Larry Flynt», Media, Culture & Society, τόμ. 29, τχ. 3, σελ. 377-
94.
Petley, Julian (2005). «Cannibal Holocaust and the Pornography of Death». Στο Geoff
King (επιμ.). The Spectacle of the Real: From Hollywood to “Reality” TV and
Beyond. Bristol, UK: Intellect Books, σελ. 173-85.

488
Petley, Julian (2006). «Appearance and Reality», Index on Censorship, τόμ. 35, τχ. 1,
σελ. 15-20.
Petrova, Dimitrina (1994). «What Can Women Do to Change the Totalitarian Cultural
Context?», Women’s Studies International Forum, τόμ. 17, τχ. 2-3, σελ. 267-71.
Phiddian, Robert (1995). «Irony in the Eye of the Beholder», Southern Review, τόμ. 28,
τχ. 2, σελ. 251-3.
Philaretou, Andreas G. και Christi L. Young (2007). «The Social Construction of Female
Sexuality in a Sexualized Work Environment (SWE): The Case of a Comedy
Club», Sexual Addiction & Compulsivity, τόμ. 14, τχ. 1, σελ. 41-62.
Philaretou, Andreas G., Ahmed Y. Mahfouz και Katherine R. Allen (2005). «Use of
Internet Pornography and Men’s Well-Being», International Journal of Men’s
Health, τόμ. 4, τχ. 2, σελ. 149-69.
Philipson, Ilene (1984). «The Repression of History and Gender: A Critical Perspective
on the Feminist Sexuality Debate», Signs, τόμ. 10, τχ. 1, σελ. 113-8.
Phillipson, Clare (2007). «The Reality of Pornography». Στο Clare McGlynn, Erika
Rackley και Nicole Westmarland (επιμ.). Positions on the Politics of Porn: A
Debate on Government Plans to Criminalise the Possession of Extreme
Pornography. Durham University, UK, σελ. 20-3.
Piscitelli, Adriana (2007). «Shifting Boundaries: Sex and Money in the North-East of
Brazil», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 489-500.
Pinchevski, Amit και Roy Brand (2007). «Holocaust Perversions: The Stalags Pulp
Fiction and the Eichmann Trial», Critical Studies in Media Communication, τόμ.
24, τχ. 5, σελ. 387-407.
Pitcher, Karen (2005). «The Ideological Illusions of Girls Gone Wild», International
Communication Association, 2005 Annual Meeting, New York, USA.
Plummer, Ken (1995). Telling Sexual Stories: Power, Change and Social Worlds.
London, New York: Routledge.
Plummer, Ken (2003). «Re-Presenting Sexualities in the Media», Sexualities, τόμ. 6, τχ.
3-4, σελ. 275-6.
Plummer, Ken (2008). «Studying Sexualities for a Better World?: Ten Years of
Sexualities», Sexualities, τόμ. 11, τχ. 1-2, σελ. 7-22.

489
Plummer, Ken (2009). «Introduction: Autoethnography of Sexualities», Sexualities, τόμ.
12, τχ. 3, σελ. 267-9.
Plummer, Ken (2010). «A Round Up of Some Recent Books on Prostitution and Sex
Work», Sexualities, τόμ. 13, τχ. 3, σελ. 394-400.
Plumridge, Elizabeth W., S. Jane Chetwynd και Anna Reed (1997). «Control and
Condoms in Commercial Sex: Client Perspectives», Sociology of Health &
Illness, τόμ. 19, τχ. 2, σελ. 228-43.
Polinska, Wioleta (2000). «Women and the Male Nude», Theology & Sexuality, τόμ. 6,
τχ. 12, σελ. 48-67.
Pollet, Thomas V. και Daniel Nettle (2009). «Partner Wealth Predicts Self-Reported
Orgasm Frequency in a Sample of Chinese Women», Evolution and Human
Behavior, τόμ. 30, τχ. 2, σελ. 146-51.
Polyzou, Alexandra (2008). «Sexualities, Desire and “Lifestyle”: Masculinity Constructs
in Three Greek Men’s Lifestyle Magazines». Workshop “Language and
Sexuality: (Through and) Beyond Gender”, University of the Aegean, Mytilene,
Greece.
Pope, Nigel Kenneth, Kevin E. Voges, Kerri Louise Kuhn και Ellen Louise Bloxsome
(2007). «Pornography and Erotica: Definitions and Prevalence». 2007
International Nonprofit and Social Marketing Conference Social
entrepreneurship, Social Change and Sustainability, Social Change and
Sustainability, Griffith University, Australia.
Porfido, Giovanni και Róisín Ryan-Flood (2009). «Introduction: Intimate Visions:
Sexuality, Representation and Visual Culture», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 2, σελ.
131-5.
Porter, Judith και Louis Bonilla (2010). «The Ecology of Street Prostitution». Στο Ronald
Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex Industry. 2η
έκδοση, New York, London: Routledge, σελ. 163-85.
Post, Robert C. (1988). «Cultural Heterogeneity and Law: Pornography, Blasphemy, and
the First Amendment», California Law Review, τόμ. 76, τχ. 2, σελ. 297-335.
Postman, Neil (1985 [2005]). Amusing Ourselves to Death: Public Discourse in the Age
of Show Business. London: Penguin Books.

490
Potts, Annie (2000Α). «Coming, Coming, Gone: A Feminist Deconstruction of
Heterosexual Orgasm», Sexualities, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 55-76.
Potts, Annie (2000Β). «“The Essence of the Hard on”: Hegemonic Masculinity and the
Cultural Construction of “Erectile Dysfunction”», Men and Masculinities, τόμ. 3,
τχ. 1, σελ. 85-103.
Poulton, Emma (2006). «“Fantasy Football Hooliganism” in Popular Media», Media,
Culture & Society, τόμ. 29, τχ. 1, σελ. 151-64.
Pratt, John D. (1982). «The Sexual Landscape: Repression or Freedom?», Theory,
Culture & Society, τόμ. 1, τχ. 1, σελ. 65-84.
Pratt, John (1986). «Pornography and Everyday Life», Theory, Culture & Society, τόμ. 3,
τχ. 1, σελ. 65-78.
Prescott, Peter (1995). «Libel and Pornography», The Modern Law Review, τόμ. 58, τχ. 5,
σελ. 752-55.
Probyn, Elspeth (1990). «New Traditionalism and Post-Feminism: TV Does the Home»,
Screen, τόμ. 31, τχ. 2, σελ. 147-59.
Prosono, Marvin T. (2008). «Fascism of the Skin: Symptoms of Alienation in the Body
of Consumptive Capitalism», Current Sociology, τόμ. 56, τχ. 4, σελ. 635-56.
Pryke, Sam (2001). «The Boy Scouts and the “Girl Question”», Sexualities, τόμ. 4, τχ. 2,
σελ. 191-210.
Puente, Sonia Núñez και Antonio García Jiménez (2009). «New Technologies and New
Spaces for Relation: Spanish Feminist Praxis Online», European Journal of
Women’s Studies, τόμ. 16, τχ. 3, σελ. 249-63.

Quinn, Beth A. (2002). «Sexual Harassment and Masculinity: The Power and Meaning of
“Girl Watching”», Gender & Society, τόμ. 16, τχ. 3, σελ. 386-402.
Quinn, James F. και Craig J. Forsyth (2005). «Describing Sexual Behavior in the Era of
the Internet: A Typology for Empirical Research», Deviant Behavior, τόμ. 26, τχ.
3, σελ. 191-207.

Radford, Jill (2007). «The Politics of Pornography: A Feminist Perspective». Στο Clare
McGlynn, Erika Rackley και Nicole Westmarland (επιμ.). Positions on the

491
Politics of Porn: A Debate on Government Plans to Criminalise the Possession of
Extreme Pornography. Durham University, UK, σελ. 5-8.
Radner, Hilary (1995). Shopping Around: Feminine Culture and the Pursuit of Pleasure.
London, New York: Routledge.
Radner, Hilary (2008). «Compulsory Sexuality and the Desiring Woman», Sexualities,
τόμ. 11, τχ. 1-2, σελ. 94-100.
Rafael, Vicente L. (1990). «Patronage and Pornography: Ideology and Spectatorship in
the Early Marcos Years», Comparative Studies in Society and History, τόμ. 32,
τχ. 2, σελ. 282-304.
Railton, Diane και Paul Watson (2005). «Naughty Girls and Red Blooded Women:
Representations of Female Heterosexuality in Music Video», Feminist Media
Studies, τόμ. 5, τχ. 1, σελ. 51-63.
Railton, Diane και Paul Watson (2007). «Sexed Authorship and Pornographic Address in
Music Video». Στο Susanna Paasonen, Kaarina Nikunen και Laura Saarenmaa
(επιμ.). Pornification: Sex and Sexuality in Media Culture. Oxford, New York:
Berg, σελ. 115-25.
Rajagopal, Indhu και Nis Bojin (2004). «Globalization of Prurience: The Internet and
Degradation of Women and Children», First Monday, τόμ. 9, τχ. 1, διαθέσιμο στο
http://firstmonday.org, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Ramsey, E. Michele (2005). «Protecting Patriarchy: The Myths of Capitalism and
Patriotism in The People vs. Larry Flynt», Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 2,
σελ. 197-213.
Raphael, Jody (2008). «Book Review: Robert Jensen. Getting Off: Pornography and the
End of Masculinity», Men and Masculinities, τόμ. 14, τχ. 9, σελ. 1079-81.
Rasheed, Shaireen (2007). «Sexualized Spaces in Public Spaces: Irigaray, Levinas, and
an Ethics of the Erotic», Educational Theory, τόμ. 57, τχ. 3, σελ. 339-50.
Raustiala, Kal και Chris Sprigman (2010). «Copyright Infringements in the Porn
Industry», The New York Times, 5/5/2010, διαθέσιμο στο http://nytimes.com,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Ray, Audacia (2007). «Sex on the Open Market: Sex Workers Harness the Power of the
Internet». Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.).

492
C’Lick Me: A Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures,
σελ. 45-68.
Ray, Rashawn και Jason A. Rosow (2010). «Getting Off and Getting Intimate: How
Normative Institutional Arrangements Structure Black and White Fraternity
Men’s Approaches Toward Women», Men and Masculinities, τόμ. 12, τχ. 5, σελ.
523-46.
Rea, Michael C. (2001). «What Is Pornography?», Noûs, τόμ. 35, τχ. 1, σελ. 118-45.
Reading, Anna (2005). «Professing Porn or Obscene Browsing?: On Proper Distance in
the University Classroom», Media, Culture & Society, τόμ. 27, τχ. 1, σελ. 123-30.
Reich, Jacqueline (2010). «“The World’s Most Perfectly Developed Man”: Charles Atlas,
Physical Culture, and the Inscription of American Masculinity», Men and
Masculinities, τόμ. 12, τχ. 4, σελ. 444-61.
Reichert, Tom και Kristin McRee Walker (2005). «Sex and Magazine Promotion: The
Effects of Sexualized Subscription Cards on Magazine Attitudes, Interest, and
Purchase Intention», Journal of Promotion Management, τόμ. 11, τχ. 2-3, σελ.
131-41.
Reid, Scott A., Sahara Byrne, Jennifer S.Brundidge, Mirit D. Shoham και Mikaela L.
Marlow (2007). «A Critical Test of Self-Enhancement, Exposure, and Self-
Categorization: Explanations for First- and Third-Person Perceptions», Human
Communication Research, τόμ. 33, τχ. 2, σελ. 143-62.
Reisman, Judith A. (2008). «All Sexually Explicit Images Analyzed Scientifically as
Erototoxins: Four Roots of the Growing Sex Traffic». “Globalization, Media and
Adult/Sexual Content: Challenges to Regulation and Research” Conference,
Athens, Greece.
Rendleman, Doug (1977). «Civilizing Pornography: The Case for an Exclusive Obscenity
Nuisance Statute», The University of Chicago Law Review, τόμ. 44, τχ. 3, σελ.
509-60.
Rice, Donald (1974). «Theological Pornography: A “Non-Reading” of Klossowski’s
Roberte ce soir», SubStance, τόμ. 4, τχ. 10, σελ. 39-45.
Rich, B. Ruby (1983). «Anti-Porn: Soft Issue, Hard World», Feminist Review, τχ. 13,
σελ. 56-67.

493
Richardson, Michael (1998). «Seductions of the Impossible: Love, the Erotic and
Sacrifice in Surrealist Discourse», Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4,
σελ. 375-92.
Richardson, Niall (2008). «Flex-Rated! Female Bodybuilding: Feminist Resistance or
Erotic Spectacle?», Journal of Gender Studies, τόμ. 17, τχ. 4, σελ. 289-301.
Riela, Suzanne, Geraldine Rodriguez, Arthur Aron, Xiaomeng Xu και Bianca P. Acevedo
(2010). «Experiences of Falling in Love: Investigating Culture, Ethnicity, Gender,
and Speed», Journal of Social and Personal Relationships, τόμ. 27, τχ. 4, σελ.
473-93.
Rinehart, Robert (2005). «“Babes” & Boards: Opportunities in New Millennium Sport?»,
Journal of Sport & Social Issues, τόμ. 29, τχ. 3, σελ. 232-55.
Rissel, Chris E., Juliet Richters, Andrew E. Grulich, Richard O. Visser και Anthony M.A.
Smith (2003). «Sex in Australia: Experiences of Commercial Sex in a
Representative Sample of Adults», Australian and New Zealand Journal of Public
Health, τόμ. 27, τχ. 2, σελ. 191-7.
Ritchie, Ani και Meg Barker (2006). «“There Aren’t Words for What We Do or How We
Feel So We Have To Make Them Up”: Constructing Polyamorous Languages in a
Culture of Compulsory Monogamy», Sexualities, τόμ. 9, τχ. 5, σελ. 584-601.
Ritter, Leonora (2000). «“Pure in Morocco at a Guinea, But Impure in a Paper Pamphlet
at Sixpence”: Paradigms of Pornography and the 1888 Collins Case in NSW»,
Continuum: Journal of Media & Cultural Studies, τόμ. 14, τχ. 1, σελ. 67-78.
Rival, Laura, Don Slater και Daniel Miller (1998). «Sex and Sociality: Comparative
Ethnographies of Sexual Objectification», Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ.
3-4, σελ. 295-321.
Robinson, Victoria (2003). «Radical Revisionings?: The Theorizing of Masculinity and
(Radical) Feminist Theory», Women’s Studies International Forum, τόμ. 26, τχ.
2, σελ. 129-37.
Roche, Sheila (1984). «What Should a Paper on Men and Male Sexuality Look Like?»,
Women’s Studies International Forum, τόμ. 7, τχ. 1, σελ. 7-11.
Rogers, Anna (2005). «Chaos to Control: Men’s Magazines and the Mastering of
Intimacy», Men and Masculinities, τόμ. 8, τχ. 2, σελ. 175-94.

494
Roller, Cyndi Gale (2004). «Sex Addiction and Women: A Nursing Issue», Journal of
Addictions Nursing, τόμ. 15, τχ. 2, σελ. 53-61.
Romo, Nuria, Jorge Marcos, Ainhoa Rodríguez, Andrés Cabrera και Mariano Hernán
(2009). «Girl Power: Risky Sexual Behaviour and Gender Identity amongst
Young Spanish Recreational Drug Users», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 3, σελ. 355-77.
Ronen, Shelly (2010). «Grinding on the Dance Floor: Gendered Scripts and Sexualized
Dancing at College Parties», Gender & Society, τόμ. 24, τχ. 3, σελ. 355-77.
Roof, Judith (2007). «Panda Porn, Children, Google, and Other Fantasies». Στο Ann C.
Hall και Mardia J. Bishop (επιμ.). Pop-Porn: Pornography in American Culture.
Westport, USA: Praeger, σελ. 27-44.
Rooke, Alison και Mónica G. Moreno Figueroa (2010). «Beyond “Key Parties” and
“Wife Swapping”: The Visual Culture of Online Swinging». Στο Feona Attwood
(επιμ.). Porn.com: Making Sense of Online Pornography. New York: Peter Lang
Publishing, σελ. 217-35.
Rosen, Lawrence και Stanley H. Turner (1969). «Exposure to Pornography: An
Exploratory Study», The Journal of Sex Research, τόμ. 5, τχ. 4, σελ. 235-46.
Rosenfield, Lawrence W. (1973). «Politics and Pornography», Quarterly Journal of
Speech, τόμ. 59, τχ. 4, σελ. 413-22.
Rosewarne, Lauren (2007). «Pin-Ups in Public Space Sexist Outdoor Advertising as
Sexual Harassment», Women’s Studies International Forum, τόμ. 30, τχ. 4, σελ.
313-25.
Ross, Karen και Sujata Moorti (2003). «Editors’ Introduction», Feminist Media Studies,
τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 99-100.
Ross, Michael W. (2005). «Typing, Doing, and Being: Sexuality and the Internet», The
Journal of Sex Research, τόμ. 42, τχ. 4, σελ. 342-52.
Rossi, Leena-Maija (2007). «Outdoor Pornification: Advertising Heterosexuality in the
Streets». Στο Susanna Paasonen, Kaarina Nikunen και Laura Saarenmaa (επιμ.).
Pornification: Sex and Sexuality in Media Culture. Oxford, New York: Berg, σελ.
127-38.

495
Rovolis, Antonis και Liza Tsaliki (2012). «Pornography». Στο Sonia Livingstone, Leslie
Haddon και Anke Gφrzig (επιμ.). Children, Risk and Safety Online: Research and
Policy Challenges in Comparative Perspective. Bristol: Policy Press, σελ. 165-76.
Rowe, Kathleen (1995). The Unruly Woman: Gender and the Genres of Laughter.
Austin: University of Texas Press.
Rowland, Robyn (1987). «What Are the Key Questions Which Could be Addressed in
Women’s Studies?», Women’s Studies International Forum, τόμ. 10, τχ. 5, σελ.
519-24.
Royal, Cindy (2008). «Framing the Internet: A Comparison of Gendered Spaces», Social
Science Computer Review, τόμ. 26, τχ. 2, σελ. 152-69.
Royalle, Candida (1993). «Porn in the USA», Social Text, τχ. 37, σελ. 23-32.
Rubin, Gayle (1993). «Misguided, Dangerous and Wrong: An Analysis of Anti-
Pornography Politics». Στο Alison Assister και Avedon Carol (επιμ.). Bad Girls
and Dirty Pictures: The Challenge to Reclaim Feminism. London: Pluto Press,
σελ. 18-40, 160-8.
Russell, Diana E.H. (1988). «Pornography and Rape: A Causal Model», Political
Psychology, τόμ. 9, τχ. 1, σελ. 41-73.
Russell, Diana E.H. (1997). «Pornography: Towards a Non-Sexist Policy», Agenda, τχ.
36, σελ. 58-67.
Russo, Ann (1987). «Conflicts and Contradictions Among Feminists Over Issues of
Pornography and Sexual Freedom», Women’s Studies International Forum, τόμ.
10, τχ. 2, σελ. 103-12.
Russo, Ann (1998). «Feminists Confront Pornography’s Subordinating Practices». Στο
Gail Dines, Robert Jensen και Ann Russo (επιμ.). Pornography: The Production
and Consumption of Inequality. New York: Routledge, σελ. 9-35.
Russo, Julie Levin (2007). «“The Real Thing”: Reframing Queer Pornography for Virtual
Spaces». Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.).
C’Lick Me: A Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures,
σελ. 239-51.
Ryan, Allanah (2000). «Feminism and Sexual Freedom in an Age of AIDS», Sexualities,
τόμ. 4, τχ. 1, σελ. 91-107.

496
Σαρικάκη, Κατερίνα (2012). «Pornopticon: Ψηφιακές Μεταμορφώσεις και η
Διακυβέρνηση της Πορνογραφίας». Στο Κατερίνα Σαρικάκη και Λίζα Τσαλίκη
(επιμ.). Μέσα Επικοινωνίας, Λαϊκή Κουλτούρα και η Βιομηχανία του Σεξ:
Τεχνολογίες, Πολιτική Οικονομία και Πολιτικές Διαχείρισης. Αθήνα: Παπαζήσης,
σελ. 371-94.
Σαρικάκη, Κατερίνα και Λίζα Τσαλίκη (2010). «Πορνογραφία, Κουλτούρα και Μέσα
Επικοινωνίας: Προβληματισμοί Γύρω από Παλαιά και Νέα Φαινόμενα»,
Ζητήματα Επικοινωνίας, τχ. 11, σελ. 10-26.
Σουρέλης, Παναγιώτης (2011). «Η Πορνοστάρ που Δίδαξε... Έρωτα στο Πανεπιστήμιο
Μακεδονίας», Πρώτο Θέμα, 1/5/2011, διαθέσιμο στο http://protothema.gr,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.

Sabo, Anne G. (2004). «Are Norwegians European?: The Bohemians Say So!», Journal
of European Studies, τόμ. 34, τχ. 3, σελ. 247-66.
Sabo, Anne G. (2005). «The Status of Sexuality, Pornography, and Morality in Norway
Today: Are the Critics Ready for Bjørneboe’s Joyful Inversion of Mykle’s Guilt
Trip?», Nordic Journal of Women’s Studies, τόμ. 13, τχ. 1, σελ. 36-47.
Sabo, Anne G. (2009). «Highbrow and Lowbrow Pornography: Prejudice Prevails
Against Popular Culture. A Case Study», The Journal of Popular Culture, τόμ.
42, τχ. 1, σελ. 147-61.
Sadurski, Wojciech (1996). «On “Seeing Speech through an Equality Lens”: A Critique
of Egalitarian Arguments for Suppression of Hate Speech and Pornography»,
Oxford Journal of Legal Studies, τόμ. 16, τχ. 4, σελ. 713-23.
Salamanca, Claudia (2005). «Globalism and Voyeurism: Sexed Identities». “Rhetorics of
Identity: Place, Race, Sex and the Person” Conference, Redlands, USA.
Sample, Lisa L. και Timothy M. Bray (2006). «Are Sex Offenders Different?: An
Examination of Rearrest Patterns», Criminal Justice Policy Review, τόμ. 17, τχ. 1,
σελ. 83-102.
Sampson, Rana (2002). «Acquaintance Rape of College Students», Problem-Oriented
Guides for Police Series, τχ. 17, U.S. Department of Justice.

497
Samuels, Harriet (2003). «Sexual Harassment in the Workplace: A Feminist Analysis of
Recent Developments in the UK», Women’s Studies International Forum, τόμ.
26, τχ. 5, σελ. 467-82.
Sanders, Teela (2005). «“It’s Just Acting”: Sex Workers’ Strategies for Capitalizing on
Sexuality», Gender Work and Organization, τόμ. 12, τχ. 4, σελ. 319-42.
Sanders, Teela (2006). «Sexing Up the Subject: Methodological Nuances in Researching
the Female Sex Industry», Sexualities, τόμ. 9, τχ. 4, σελ. 449-68.
Sanders, Teela και Rosie Campbell (2007). «Designing Out Vulnerability, Building in
Respect: Violence, Safety and Sex Work Policy», British Journal of Sociology,
τόμ. 58, τχ. 1, σελ. 1-19.
Sanderson, Kathy, Donna Boone Parsons, Jean Helms Mills και Albert J. Mills (2010).
«Riding the Second Wave: Organizing Feminism and Organizational Discourse -
Stewardesses for Women’s Rights», Management & Organizational History, τόμ.
5, τχ. 3-4, σελ. 360-77.
Sandy, Geoffrey A. (2000). «The Online Services Bill: Theories and Evidence of
Pornographic Harm», Selected Papers From the Second Australian Institute
Conference on Computer Ethics, Canberra, Australia, σελ. 46-55.
Sarbin, Deborah (2005). «The Short, Happy Life of Plus-Size Women’s Fashion
Magazines», Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 241-3.
Sarikakis, Katharine (2003). «In the Land of Becoming: The Gendered Experience of
Communication Doctoral Students», Art, Design & Communication in Higher
Education, τόμ. 2, τχ. 1-2, σελ. 29-48.
Sarikakis, Katharine (2011). «Arriving at a Crossroads: Political Priorities for a Socially
Relevant Feminist Media Scholarship», Feminist Media Studies, τόμ. 11, τχ. 1,
σελ. 115-22.
Sarikakis, Katharine και Zeenia Shaukat (2008). «The Global Structures and Cultures of
Pornography: The Global Brothel». Στο Katharine Sarikakis και Leslie Regan
Shade (επιμ.). Feminist Interventions in International Communication: Minding
the Gap. New York: Rowman and Littlefield, σελ. 106-26.

498
Sarikakis, Katharine και Liza Tsaliki (2011). «Post/feminism and the Politics of Mediated
Sex», International Journal of Media and Cultural Politics, τόμ. 7, τχ. 2, σελ.
109-19.
Saul, Jennifer (2006). «Pornography, speech acts and context», Proceedings of the
Aristotelian Society, τόμ. 106, τχ. 2, σελ. 227-46.
Schachter, Hindy Lauer (1988). «The Pornography Debate in the United States: Politics,
Law and Justification», International Communication Gazette, τόμ. 42, τχ. 2, σελ.
93-104.
Schaefer, Eric (2004). «Gauging a Revolution: 16mm Film and the Rise of the
Pornographic Feature». Στο Linda Williams (επιμ.). Porn Studies. Durham,
London: Duke University Press, σελ. 370-400.
Schalet, Amy (2010). «Sexual Subjectivity Revisited: The Significance of Relationships
in Dutch and American Girls’ Experiences of Sexuality», Gender & Society, τόμ.
24, τχ. 3, σελ. 304-29.
Science News (1980). «Sex and Violence: Pornography Hurts», Science News, τόμ. 118,
τχ. 11, σελ. 166-172.
Schwarz, Ori (2010). «On Friendship, Boobs and the Logic of the Catalogue: Online
Self-Portraits as a Means for the Exchange of Capital», Convergence: The
International Journal of Research Into New Media Technologies, τόμ. 16, τχ. 2,
σελ. 163-83.
Scoccia, Danny (1996). «Can Liberals Support a Ban on Violent Pornography?», Ethics,
τόμ. 106, τχ. 4, σελ. 776-99.
Scott, Keith (1999). «Pornography, Parody and Paranoia: The Imagined America of
Vernon Sullivan», French Cultural Studies, τόμ. 10, τχ. 29, σελ. 201-15.
Scott, Susie (2010). «How to Look Good (Nearly) Naked: The Performative Regulation
of the Swimmer’s Body», Body & Society, τόμ. 16, τχ. 2, σελ. 143-68.
Segal, Lynne (1990). «Pornography and Violence: What the “Experts” Really Say»,
Feminist Review, τχ. 36, σελ. 29-41.
Segal, Lynne (1998 [2004]). «Only the Literal: The Contradictions of Anti-Pornography
Feminism». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender,
Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ. 59-70.

499
Senn, Charlene Y. (1993). «Women’s Multiple Perspectives and Experiences With
Pornography», Psychology of Women Quarterly, τόμ. 17, τχ. 3, σελ. 319-41.
Shaffer, Brian W. (1995). «“The Commerce of Shady Wares”: Politics and Pornography
in Conrad’s the Secret Agent», ELH, τόμ. 62, τχ. 2, σελ. 443-66.
Shah, Nishant (2005). «PlayBlog: Pornography, Performance, and Cyberspace», Cut-Up,
τόμ. 20, διαθέσιμο στο http://cut-up.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Shah, Nishant (2007). «PlayBlog: Pornography, Performance and Cyberspace». Στο
Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A
Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 31-44.
Sharp, Elaine B. και Mark Joslyn (2001). «Individual and Contextual Effects on
Attributions About Pornography», The Journal of Politics, τόμ. 63, τχ. 2, σελ.
501-19.
Shaw, Susan M. (1999). «Men’s Leisure and Women’s Lives: The Impact of
Pornography on Women», Leisure Studies, τόμ. 18, τχ. 3, σελ. 197-212.
Sheets, Robin Ann (1991). «Pornography, Fairy Tales, and Feminism: Angela Carter’s
“The Bloody Chamber”», Journal of the History of Sexuality, τόμ. 1, τχ. 4, σελ.
633-57.
Sheff, Elisabeth (2006). «Poly-Hegemonic Masculinities», Sexualities, τόμ. 9, τχ. 5, σελ.
621-42.
Shepard, Benjamin (2003). «Sex and Worldmaking: A Review of New York’s Museum
of Sex», Sexualities, τόμ. 6, τχ. 3-4, σελ. 479-88.
Shepard, Benjamin (2004). «Masturbating Madness», Sexualities, τόμ. 7, τχ. 3, σελ. 363-
8.
Shepher, Joseph και Judith Reisman (1985). «Pornography: A Sociobiological Attempt at
Understanding», Ethology and Sociobiology, τόμ. 6, τχ. 2, σελ. 103-14.
Sherkat, Darren E. και Christopher G. Ellison (1997). «The Cognitive Structure of a
Moral Crusade: Conservative Protestantism and Opposition to Pornography»,
Social Forces, τόμ. 75, τχ. 3, σελ. 957-80.
Sherman, Jeffrey G. (1995). «Love Speech: The Social Utility of Pornography», Stanford
Law Review, τόμ. 47, τχ. 4, σελ. 661-705.

500
Shilling, Chris και Philip A. Mellor (2010). «Sociology and the Problem of Eroticism»,
Sociology, τόμ. 44, τχ. 3, σελ. 435-52.
Shim, Jae Woong και Bryant Paul (2006). «The Third Person Effect, Sexual Affect, and
Support for Internet Pornography Regulation», International Communication
Association, 2006 Annual Meeting, Dresden, Germany.
Shim, Jae Woong, Seungwhan Lee και Bryant Paul (2007). «Who Responds to
Unsolicited Sexually Explicit Materials on the Internet?: The Role of Individual
Differences», CyberPsychology & Behavior, τόμ. 10, τχ. 1, σελ. 71-9.
Shope, Janet Hinson (2004). «When Words Are Not Enough: The Search for the Effect of
Pornography on Abused Women», Violence Against Women, τόμ. 10, τχ. 1, σελ.
56-72.
Shrage, Laurie (2002). «From Reproductive Rights to Reproductive Barbie: Post-Porn
Modernism and Abortion», Feminist Studies, τόμ. 28, τχ. 1, σελ. 61-93.
Shrage, Laurie (2005). «Exposing the Fallacies of Anti-Porn Feminism», Feminist
Theory, τόμ. 6, τχ. 1, σελ. 45-65.
Sicinski, Michael (2004). «Unbracketing Motion Study: Scott Stark’s NOEMA». Στο
Linda Williams (επιμ.). Porn Studies. Durham, London: Duke University Press,
σελ. 461-78.
Sides, Josh (2006). «Excavating the Postwar Sex District in San Francisco», Journal of
Urban History, τόμ. 32, τχ. 3, σελ. 355-79.
Siegel, Paul (2003). «The Supreme Court and Freedom of Speech, 2001-2002». Στο The
National Communication Association (edited by Susan J. Drucker). Free Speech
Yearbook, 2002/2003, τόμ. 40. The National Communication Association, USA,
σελ. 146-56.
Sigel, Lisa Z. (2000Α). «Filth in the Wrong People’s Hands: Postcards and the Expansion
of Pornography in Britain and the Atlantic World, 1880-1914», Journal of Social
History, τόμ. 33, τχ. 4, σελ. 859-85.
Sigel, Lisa Z. (2000Β). «Name Your Pleasure: The Transformation of Sexual Language
in Nineteenth-Century British Pornography», Journal of the History of Sexuality,
τόμ. 9, τχ. 4, σελ. 395-419.

501
Silverstone, Roger, John Hirsch και David Morley (1992). «Information and
Communication Technologies and the Moral Economy of the Household». Στο
Roger Silverstone και John Hirsch (επιμ.). Consuming Technologies: Media and
Information in Domestic Spaces. London: Routledge, σελ. 15-31.
Simmel, Georg (1895 [1998]). «On the Sociology of the Family», Theory, Culture &
Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 283-93.
Simmel, Georg (1908 [1991]). «The Problem of Style», Theory, Culture & Society, τόμ.
8, τχ. 3, σελ. 63-71.
Simmons, Catherine A., Peter Lehmann και Shannon Collier-Tenison (2008). «Linking
Male Use of the Sex Industry to Controlling Behaviors in Violent Relationships:
An Exploratory Analysis», Violence Against Women, τόμ. 14, τχ. 4, σελ. 406-17.
Simon, Glenn E. (1998). «Cyberporn and Censorship: Constitutional Barriers to
Preventing Access to Internet Pornography by Minors», The Journal of Criminal
Law and Criminology, τόμ. 88, τχ. 3, σελ. 1015-48.
Simon, William (1996). Postmodern Sexualities. London, New York: Routledge.
Simpson, Nicola (2004). «Coming Attractions: A Comparative History of the Hollywood
Studio System and the Porn Business», Historical Journal of Film, Radio and
Television, τόμ. 24, τχ. 4, σελ. 635-52.
Siskind, Amy (2010). «When a Feminist Trivializes Rape», The Huffington Post,
7/10/2010, διαθέσιμο στο http://huffingtonpost.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Skeggs, Beverley (1991). «Challenging Masculinity and Using Sexuality», British
Journal of Sociology of Education, τόμ. 12, τχ. 2, σελ. 127-39.
Skipper, Robert (1993). «Mill and Pornography», Ethics, τόμ. 103, τχ. 4, σελ. 726-30.
Slade, Joseph W. (1984). «Violence in the Hard-Core Pornographic Film: A Historical
Survey», Journal of Communication, τόμ. 34, τχ. 3, σελ. 148-63.
Slade, Joseph W. (2000Α). Pornography and Sexual Representation: A Reference Guide.
Westport, USA: Greenwood Publishing Group.
Slade, Joseph W. (2000Β). Pornography in America: A Reference Handbook. Santa
Barbara, USA: ABC-CLIO Inc.
Slade, Joseph W. (2006). «Eroticism and Technological Regression: The Stag Film»,
History and Technology, τόμ. 22, τχ. 1, σελ. 27-52.

502
Slater, Don (1998). «Trading Sexpics on IRC: Embodiment and Authenticity on the
Internet», Body & Society, τόμ. 4, τχ. 4, σελ. 91-117.
Slater, Don (2002). «Making Things Real: Ethics and Order on the Internet», Theory,
Culture & Society, τόμ. 19, τχ. 5-6, σελ. 227-45.
Slayden, David (2010). «Debbie Does Dallas Again and Again: Pornography,
Technology, and Market Innovation». Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com:
Making Sense of Online Pornography. New York: Peter Lang Publishing, σελ.
54-68.
Sloan, Lacey και Stephanie Wahab (2000). «Feminist Voices on Sex Work: Implications
for Social Work», Affilia, τόμ. 15, τχ. 4, σελ. 457-79.
Sloterdijk, Peter (1983 [1987]). Critique of Cynical Reason. Μτφρ. Michael Eldred,
Minneapolis, USA: University of Minnesota Press.
Small, Irene Violetm (2002). «Urban Pornography», Third Text, τόμ. 16, τχ. 2, σελ. 205-
8.
Smiler, Andrew P. και Natsuki Kubotera (2010). «Instrumental or Expressive?:
Heterosexual Men’s Expectations of Women in Two Contexts», Men and
Masculinities, τόμ. 12, τχ. 5, σελ. 565-74.
Smith, Angela (2010). «Lifestyle Television Programmes and the Construction of the
Expert Host», European Journal of Cultural Studies, τόμ. 13, τχ. 2, σελ. 191-205.
Smith, Anna Marie (1993). «“What Is Pornography?”: An Analysis of the Policy
Statement of the Campaign against Pornography and Censorship», Feminist
Review, τχ. 43, σελ. 71-87.
Smith, Barbara H. (2000). «To Filter or Not to Filter: The Role of the Public Library in
Determining Internet Access», Communication Law & Policy, τόμ. 5, τχ. 3, σελ.
385-422.
Smith, Clarissa (1999). «Talking Dirty in For Women Magazine». Στο Jane Arthurs και
Jean Grimshaw (επιμ.). Women’s Bodies: Discipline and Transgression, London,
New York: Cassel, σελ. 165-94.
Smith, Clarissa (2002Α). «Shiny Chests and Heaving G-Strings: A Night Out With the
Chippendales», Sexualities, τόμ. 5, τχ. 1, σελ. 67-89.

503
Smith, Clarissa (2002Β). «“They’re Ordinary People, Not Aliens From the Planet Sex!”:
The Mundane Excitements of Pornography for Women», Journal of Mundane
Behaviour, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 57-72.
Smith, Clarissa (2007Α). «Designed for Pleasure: Style, Indulgence and Accessorized
Sex», European Journal of Cultural Studies, τόμ. 10, τχ. 2, σελ. 167-84.
Smith, Clarissa (2007Β). One for the Girls!: The Pleasures and Practices of Reading
Women’s Porn. Bristol, UK: Intellect Books.
Smith, Clarissa (2007Γ). «Pornography for Women, or What They Don’t Show You in
Cosmo!», Journalism Studies, τόμ. 8, τχ. 4, σελ. 529-38.
Smith, Clarissa (2009Α). «Pleasing Intensities: Masochism and Affective Pleasures in
Porn Short Fictions». Στο Feona Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex: The
Sexualization of Western Culture. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 19-35.
Smith, Clarissa (2009Β). «Pleasure and Distance: Exploring Sexual Cultures in the
Classroom», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 5, σελ. 568-85.
Smith, Clarissa (2010Α). «Book Review: Linda Papadopoulos. Sexualisation of Young
People Review», Participations: Journal of Audience and Reception Studies, τόμ.
7, τχ. 1, σελ. 175-9.
Smith, Clarissa (2010Β). «Pornographication: A Discourse for All Seasons»,
International Journal of Media & Cultural Politics, τόμ. 6, τχ. 1, σελ. 103-8.
Smith, Clarissa και Feona Attwood (2014). «Anti/pro/critical Porn Studies», Porn
Studies, τόμ. 1, τχ. 1-2, σελ. 7-23.
Smith, Don D. (1976). «The Social Content of Pornography», Journal of Communication,
τόμ. 26, τχ. 1, σελ. 16-24.
Smith, Glenn D., Jr. (2009). «Love as Redemption: The American Dream Myth and the
Celebrity Biopic», Journal of Communication Inquiry, τόμ. 33, τχ. 3, σελ. 222-38.
Smith, Iain Robert (2007). «Book Review: John H. Gagnon. An Interpretation of Desire:
Essays in the Study of Sexuality - Pamela Church Gibson (ed.). More Dirty
Looks: Gender, Pornography and Power. 2nd Edition - Nicholas Rombes (ed.).
New Punk Cinema», Scope, τχ. 7, διαθέσιμο στο http://nottingham.ac.uk/scope,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.

504
Smith, Kevin B. (1999). «Clean Thoughts and Dirty Minds: The Politics of Porn», Policy
Studies Journal, τόμ. 27, τχ. 4, σελ. 723-34.
Smith, Meghan, Emily Gertz, Sarah Alvarez και Peter Lurie (2000). «The Content and
Accessibility of Sex Education Information on the Internet», Health Education &
Behavior, τόμ. 27, τχ. 6, σελ. 684-94.
Smith, Tom W. (1987). «A Review: The Use of Public Opinion Data by the Attorney
General’s Commission on Pornography», The Public Opinion Quarterly, τόμ. 51,
τχ. 2, σελ. 249-67.
Smith-Rosenberg, Carroll (1982). «Davey Crockett as Trickster: Pornography, Liminality
and Symbolic Inversion in Victorian America», Journal of Contemporary
History, τόμ. 17, τχ. 2, σελ. 325-50.
Soble, Alan (2005). «Book Review: Frances Ferguson. Pornography, the Theory: What
Utilitarianism Did to Action», Sexualities, τόμ. 8, τχ. 1, σελ. 125-7.
Soble, Alan (2009). «A History of Erotic Philosophy», Journal of sex Research, τόμ. 46,
τχ. 2-3, σελ. 104-20.
Somers, Cheryl L. και Amy T. Surmann (2005). «Sources and Timing of Sex Education:
Relations With American Adolescent Sexual Attitudes and Behavior»,
Educational Review, τόμ. 57, τχ. 1, σελ. 37-54.
Sonnet, Esther (1999). «“Erotic Fiction by Women for Women”: The Pleasures of Post-
Feminist Heterosexuality», Sexualities, τόμ. 2, τχ. 2, σελ. 167-87.
Sontag, Susan (1969). «The Pornographic Imagination». Στο (1982). A Susan Sontag
Reader. Εισ. Elizabeth Hardwick, New York: Farrar, Strauss and Giroux, σελ.
205-33.
Soothill, Keith και Teela Sanders (2005). «The Geographical Mobility, Preferences and
Pleasures of Prolific Punters: A Demonstration Study of the Activities of
Prostitutes’ Clients», Sociological Research Online, τόμ. 10, τχ. 1, διαθέσιμο στο
http://socresonline.org.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Spanier, Graham B. (1975). «Sexualization and Premarital Sexual Behavior», The Family
Coordinator, τόμ. 24, τχ. 1, σελ. 33-41.
Spease, Adam K. (2006). «Looking the Other Way: Porn, “Playhouse” Prisons, and the
Culture of Judicial Deference», Iowa Law Review, τόμ. 91, τχ. 3, σελ. 1117-46.

505
Speer, Lisa K. (2001). «Paperback Pornography: Mass Market Novels and Censorship in
Post-War America», Journal of American and Comparative Cultures, τόμ. 24, τχ.
3-4, σελ. 153-60.
Spink, Amanda, Helen Partridge και Bernard J. Jansen (2006). «Sexual and Pornographic
Web Searching: Trends Analysis», First Monday, τόμ. 11, τχ. 9, διαθέσιμο στο
http://firstmonday.org, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Squires, Catherine R. (2010). «Running Through the Trenches: Or, an Introduction to the
Undead Culture Wars and Dead Serious Identity Politics» [«What Is This “Post-”
in Postracial, Postfeminist… (Fill in the Blank)?», σελ. 210-53], Journal of
Communication Inquiry, τόμ. 34, τχ. 3, σελ. 211-4.
Stack, Steven, Ira Wasserman και Roger Kern (2004). «Adult Social Bonds and Use of
Internet Pornography», Social Science Quarterly, τόμ. 85, τχ. 1, σελ. 75-88.
Stager, Stephen (2003). «What Men Watch When They Watch Pornography», Sexuality
& Culture, τόμ. 7, τχ. 1, σελ. 50-61.
Stapleton, Adam (2010). «Child Pornography: Classifications and Conceptualizations».
Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com: Making Sense of Online Pornography.
New York: Peter Lang Publishing, σελ. 34-53.
Stark, Gary D. (1981). «Pornography, Society, and the Law in Imperial Germany»,
Central European History, τόμ. 14, τχ. 3, σελ. 200-29.
Steele, Valerie (1996). «Underwear». Στο Valerie Steele. Fetish: Fashion, Sex and
Power. New York, Oxford: Oxford University Press, σελ. 115-41.
Steintrager, James A. (2006). «What Happened to the Porn in Pornography?: Rétif,
Regulating Prostitution, and the History of Dirty Books», Symposium, τόμ. 60, τχ.
3, σελ. 189-204.
Stephens, Elizabeth (2007). «The Spectacularized Penis: Contemporary Representations
of the Phallic Male Body», Men and Masculinities, τόμ. 10, τχ. 1, σελ. 85-98.
Stewart, Fiona J. (1999). «Femininities in Flux?: Young Women, Heterosexuality and
(Safe) Sex», Sexualities, τόμ. 2, τχ. 3, σελ. 275-90.
Stoltenberg, John (2000). Refusing to Be a Man: Essays on Sex and Justice.
Αναθεωρημένη έκδοση, London: University College London Press.

506
Stoner Jr., James R. (2008). «Freedom, Virtue, and the Politics of Regulating
Pornography». “The Social Costs of Pornography” Conference, Princeton
University, USA.
Stones, Rob (1999). «Abstract Intimacies: The Princess and the President», Sexualities,
τόμ. 2, τχ. 2, σελ. 255-9.
Storr, Merl (2003). Latex and Lingerie: Shopping for Pleasure at Ann Summers Parties.
Oxford, New York: Berg.
Straayer, Chris (1993 [2004]). «The Seduction of Boundaries: Feminist Fluidity in Annie
Sprinkle’s Art/Education/Sex». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty
Looks: Gender, Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ.
224-36.
Stringer, Julian (2002). «Shall We F…?: Notes on Parody in the Pink», Scope, διαθέσιμο
στο http://nottingham.ac.uk/scope, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Strossen, Nadine (1993). «A Feminist Critique of “The” Feminist Critique of
Pornography», Virginia Law Review, τόμ. 79, τχ. 5, σελ. 1099-190.
Strossen, Nadine (1995). «The Perils of Pornophobia», The Humanist, τόμ. 55, τχ. 3,
διαθέσιμο στο http://thefreelibrary.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Štulhofer, Aleksandar, Vesna Buško και Ivan Landripet (2010). «Pornography, Sexual
Socialization and Satisfaction among Young Men», Archives of Sexual Behavior,
τόμ. 39, τχ. 1, σελ. 168-78.
Stüttgen, Tim (2007). «Ten Fragments on a Cartography of Post-Pornographic Politics».
Στο Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A
Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 277-82.
Sullivan, Rebecca (2010). «“Not a Love Story”: Χαρτογραφώντας την Κρίση Γύρω από
το Σεξ και το Φύλο στον Καναδά», μτφρ. Κορίνα Καλπάκη, Ζητήματα
Επικοινωνίας, τχ. 11, σελ. 40-53.
Sun, Chyng, Ana Bridges, Robert Wosnitzer, Erica Scharrer και Rachael Liberman
(2008). «A Comparison of Male and Female Directors in Popular Pornography:
What Happens When Women Are at the Helm?», Psychology of Women
Quarterly, τόμ. 32, τχ. 3, σελ. 312-25.

507
Sunstein, Cass R. (1986). «Pornography and the First Amendment», Duke Law Journal,
τόμ. 1986, τχ. 4, σελ. 589-627.
Sunstein, Cass R. (1992). «Neutrality in Constitutional Law (With Special Reference to
Pornography, Abortion, and Surrogacy)», Columbia Law Review, τόμ. 92, τχ. 1,
σελ. 1-52.

Τάτσης, Νικόλαος (1997). Κοινωνιολογία: Ιστορική Εισαγωγή και Θεωρητικές


Θεμελιώσεις. Αθήνα: Οδυσσέας.
Τσαλίκη, Λίζα, Σταμάτης Πουλακιδάκος και Δέσποινα Χρονάκη (2013). «“The Greek
Porn Project”: Τα Πρώτα Αποτελέσματα της Έρευνας», Κύκλος Διαλέξεων
“Ζητήματα Επικοινωνίας 2012-2013”, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο
Εφηρμοσμένης Επικοινωνίας, Αθήνα.
Τσάτσου, Παναγιώτα (2010). «Παιδική Πορνογραφία στο Διαδίκτυο και οι Αλλαγές
πολιτικής: Η Περίπτωση της Ελλάδας», Ζητήματα Επικοινωνίας, τχ. 11, σελ. 54-
72.
Τσέκερης, Χαράλαμπος και Νίκος Κατριβέσης (2007). «Φεμινισμός και Χώρος: Προς
μια Αναστοχαστική Ιδιότητα του Πολίτη», Intellectum, τχ. 3, σελ. 93-102.

Tait, Sue (2007). «Television and the Domestication of Cosmetic Surgery», Feminist
Media Studies, τόμ. 7, τχ. 2, σελ. 119-35.
Tait, Sue (2008). «Pornographies of Violence?: Internet Spectatorship on Body Horror»,
Critical Studies in Media Communication, τόμ. 25, τχ. 1, σελ. 91-111.
Tambling, Jeremy (2002). «“Savage Nights”: Sexuality and the City», Sexualities, τόμ. 5,
τχ. 1, σελ. 114-9.
Tan, Kenneth Paul (2003). «Sexing Up Singapore», International Journal of Cultural
Studies, τόμ. 6, τχ. 4, σελ. 403-23.
Tapia, Ruby C. (2005). «Impregnating Images: Visions of Race, Sex, and Citizenship in
California’s Teen Pregnancy Prevention Campaigns», Feminist Media Studies,
τόμ. 5, τχ. 1, σελ. 7-22.

508
Taylor, Affrica (2010). «Troubling Childhood Innocence: Reframing the Debate Over the
Media Sexualisation of Children», Australasian Journal of Early Childhood, τόμ.
35, τχ. 1, σελ. 48-57.
The Economist (2012). «A Cut Above», The Economist, 23/4/2012, διαθέσιμο στο
http://economist.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
The Journal of Criminal Law and Criminology (1973). «Pornography», The Journal of
Criminal Law and Criminology (1973-), τόμ. 64, τχ. 4, σελ. 399-407.
Threadgold, Terry (2003). «Cultural Studies, Critical Theory and Critical Discourse
Analysis: Histories, Remembering and Futures», Linguistik Online, τχ. 14,
διαθέσιμο στο http://linguistik-online.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Thomas, Joe A. (2010). «Gay Male Pornography Since Stonewall». Στο Ronald Weitzer
(επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex Industry. 2η έκδοση,
New York, London: Routledge, σελ. 67-89.
Thomas, Sari (1986). «Gender and Social-Class Coding in Popular Photographic
Erotica». Communication Quarterly, τόμ. 34, τχ. 2, σελ. 103-14.
Thomas, Scarlett (2002). «The Great Chick Lit Conspiracy», The Independent, 4/8/2002,
διαθέσιμο στο http://independent.co.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Thompson, Ethan (2008). «The Parodic Sensibility and the Sophisticated Gaze:
Masculinity and Taste in Playboy’s Penthouse», Television & New Media, τόμ. 9,
τχ. 4, σελ. 284-304.
Thompson, Margaret E., Steven H. Chaffee και Hayg H. Oshagan (1990). «Regulating
Pornography: A Public Dilemma», Journal of Communication, τόμ. 40, τχ. 3, σελ.
73-83.
Thornton, Neil (1986). «The Politics of Pornography: A Critique of Liberalism and
Radical Feminism», Journal of Sociology, τόμ. 22, τχ. 1, σελ. 25-45.
Thorogood, Nicki (2000Α). «Mouthrules and the Construction of Sexual Identities»,
Sexualities, τόμ. 3, τχ. 2, σελ. 165-82.
Thorogood, Nicki (2000Β). «Sex Education as Disciplinary Technique: Policy and
Practice in England and Wales», Sexualities, τόμ. 3, τχ. 4, σελ. 425-38.
Tibbetts, Stephen και Michael B. Blankenship (1999). «Explaining citizens’ attitudes
toward pornography: Differential Effects of Predictors Across Levels of

509
Geographic Proximity to Outlet Sources», Justice Quarterly, τόμ. 16, τχ. 4, σελ.
735-63.
Ticknell, Estella, Deborah Chambers, Joost Van Loon και Nichola Hudson (2003)
«Begging for It: “New Femininities”, Social Agency, and Moral Discourse in
Contemporary Teenage and Men’s Magazines», Feminist Media Studies, τόμ. 3,
τχ. 1, σελ. 47-63.
Tjaden, Patricia G. (1988). «Pornography and Sex Education», The Journal of Sex
Research, τόμ. 24, σελ. 208-12.
Tobler, Christa (2002). «Book Review: Catharine A. MacKinnon. Sex Equality», The
Modern Law Review, τόμ. 65, τχ. 6, σελ. 960-2.
Tom, Emma (2010). «Flip Skirt Fatales: How Media Fetish Sidelines Cheerleaders»,
Platform: Journal of Media and Communication, ANZCA Special Edition, σελ.
52-70.
Toolin, Cynthia (1983). «Attitudes Toward Pornography: What Have the Feminists
Missed?», Journal of Popular Culture, τόμ. 17, τχ. 2, σελ. 167-74.
Toulalan, Sarah (2001). «“Private Rooms and Back Doors in Abundance”: The Illusion
of Privacy in Pornography in Seventeenth-Century England», Women’s History
Review, τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 701-20.
Toulalan, Sarah (2006). «“The Act of Copulation Being Ordain’d by Nature as the
Ground of All Generation”: Fertility and the Representation of Sexual Pleasure in
Seventeenth-Century Pornography in England», Women’s History Review, τόμ.
15, τχ. 4, σελ. 521-32.
Travers, Andrew (1998). «The Nazi Eye Code of Falling in Love: Bright Eyes, Black
Heart, Crazed Gaze», Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 323-53.
Træen, Bente, Toril Sørheim Nilsen και Hein Stigum (2006). «Use of Pornography in
Traditional Media and on the Internet in Norway», Journal of Sex Research, τόμ.
43, τχ. 3, σελ. 245-54.
Tsaliki, Liza (2011). «Playing With Porn: Greek Children’s Explorations in
Pornography», Sex Education, τόμ. 11, τχ. 3, σελ. 293-302.
Tsaliki, Liza και Despina Chronaki (2014). «Who’s Watching What?: The Greek Porn
Project and Its Audiences», Porn Studies, υπό κρίση.

510
Tsang, Adolf Ka Tat και Petula Sik Ying Ho (2007). «Lost in Translation: Sex and
Sexuality in Elite Discourse and Everyday Language», Sexualities, τόμ. 10, τχ. 5,
σελ. 623-44.
Tschorn, Adam (2010). «Adventures in eating», Los Angeles Times, 27/5/2010,
διαθέσιμο στο http://latimes.com, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Tsitsika, Artemis, Elena Critselis, Georgios Kormas, Eleftheria Konstantoulaki, Andreas
Constantopoulos και Dimitrios Kafetzis (2009). «Adolescent Pornographic
Internet Site Use: A Multivariate Regression Analysis of the Predictive Factors of
Use and Psychosocial Implications», CyberPsychology & Behavior, τόμ. 12, τχ. 5,
σελ. 545-50.
Tuck, Greg (2009). «The Mainstreaming of Masturbation: Autoeroticism and Consumer
Capitalism». Στο Feona Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex: The Sexualization
of Western Culture. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 77-92.
Turner, Graeme (2006). «The Mass Production of Celebrity: “Celetoids”, Reality TV and
the “Demotic Turn”», International Journal of Cultural Studies, τόμ. 9, τχ. 2, σελ.
153-65.
Turner, Janice (2005). «Dirty Young Men», The Guardian, 22/10/2005, διαθέσιμο στο
http://guardian.co.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Turner, Robin (1999). «Debating Pornography: Categories and Metaphors», διαθέσιμο
στο http://neptune.spaceports.com/~words/index.html, προσβάσιμο στις
21/4/2013.
Tye, Diane και Ann Marie Powers (1998). «Gender, Resistance and Play: Bachelorette
Parties in Atlantic Canada», Women’s Studies International Forum, τόμ. 21, τχ. 5,
σελ. 551-61.
Tyler, Imogen (2008). «Methodological Fatigue and the Politics of the Affective Turn»,
Feminist Media Studies, τόμ. 8, τχ. 1, σελ. 85-90.
Tyler, Imogen και Bruce Bennett (2010). «“Celebrity Chav”: Fame, Femininity and
Social Class», European Journal of Cultural Studies, τόμ. 13, τχ. 3, σελ. 375-93.
Tyler, Meagan (2008). «Sex Self-Help Books: Hot Secrets for Great Sex or Promoting
the Sex of Prostitution?», Women’s Studies International Forum, τόμ. 31, τχ. 5,
σελ. 363-72.

511
Tyler, Meagan (2010). «“Now That’s Pornography!”: Violence and Domination in Adult
Video News». Στο Karen Boyle (επιμ.). Everyday Pornography. London, New
York: Routledge, σελ. 50-62.
Tyler, Melissa (2004). «Managing Between the Sheets: Lifestyle Magazines and the
Management of Sexuality in Everyday Life», Sexualities, τόμ. 7, τχ. 1, σελ. 81-
106.

Vadas, Melinda (1987). «A First Look at the Pornography/Civil Rights Ordinance: Could
Pornography be the Subordination of Women?», The Journal of Philosophy, τόμ.
84, τχ. 9, σελ. 487-511.
Vadas, Melinda (2005). «The Manufacture-for-Use of Pornography and Women’s
Inequality», The Journal of Political Philosophy, τόμ. 13, τχ. 2, σελ. 174-93.
Valverde, Mariana (1999). «The Harms of Sex and the Risks of Breasts: Obscenity and
Indecency in Canadian Law», Social & Legal Studies, τόμ. 8, τχ. 2, σελ. 181-97.
Vanwesenbeeck, Ine (2001). «Psychosexual Correlates of Viewing Sexually Explicit Sex
on Television Among Women in the Netherlands», The Journal of Sex Research,
τόμ. 38, τχ. 4, σελ. 361-8.
van Teijlingen, Edwin, Jennifer Reid, Janet Shucksmith, Fiona Harris, Kate Philip, Mari
Imamura, Janet Tucker και Gillian Penney (2007). «Embarrassment as a Key
Emotion in Young People Talking About Sexual Health», Sociological Research
Online, τόμ. 12, τχ. 2, διαθέσιμο στο http://socresonline.org.uk, προσβάσιμο στις
21/4/2013.
van Zoonen, Liesbet (2006). «The Personal, the Political and the Popular: A Woman’s
Guide to Celebrity Politics», European Journal of Cultural Studies, τόμ. 9, τχ. 3,
σελ. 287-301.
Vares, Tiina (2009). «Reading the “Sexy Oldie”: Gender, Age(ing) and Embodiment»,
Sexualities, τόμ. 12, τχ. 4, σελ. 503-24.
Vavrus, Mary Douglas (2010). «Unhitching From the “Post” (of Postfeminism)» [«What
Is This “Post-” in Postracial, Postfeminist… (Fill in the Blank)?», σελ. 210-53],
Journal of Communication Inquiry, τόμ. 34, τχ. 3, σελ. 222-7.

512
Vega, Vanessa και Neil Malamuth (2003). «A Mediational-Hierarchical Model of Sexual
Aggression», International Communication Association, 2003 Annual Meeting,
San Diego, USA.
Venn, Couze (2010). «Individuation, Relationality, Affect: Rethinking the Human in
Relation to the Living», Body & Society, τόμ. 16, τχ. 1, σελ. 129-61.
Vespa, Jonathan (2009). «Gender Ideology Construction: A Life Course and
Intersectional Approach», Gender & Society, τόμ. 23, τχ. 3, σελ. 363-87.
Vernon, Richard (1996). «John Stuart Mill and Pornography: Beyond the Harm
Principle», Ethics, τόμ. 106, τχ. 3, σελ. 621-32.
Villarejo, Amy (2004). «Defycategory.com, or the Place of Categories in Intermedia».
Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender, Pornography and
Power. London: British Film Institute, σελ. 85-91.

Wacquant, Loic (1997). «Porn Exposed», Body & Society, τόμ. 3, τχ. 1, σελ. 119-25.
Waddell, Terrie (2002). «Female Sexuality in Advertising», Metro, τχ. 134, σελ. 206-11.
Wagner, Brooke (2009). «Becoming a Sexual Being: Overcoming Constraints on Female
Sexuality», Sexualities, τόμ. 12, τχ. 3, σελ. 289-311.
Wallace, Douglas H. και Gerald Wehmer (1971). «Pornography and Attitude Change»,
The Journal of Sex Research, τόμ. 7, τχ. 2, σελ. 116-25.
Walsh, Mary και Mark Bahnisch (1999). «Book Review: Barbara Sullivan. The Politics
of Sex: Prostitution and Pornography in Australia since 1945», Journal of
Sociology, τόμ. 35, τχ. 2, σελ. 246-7.
Waltman, Max (2008). «Rethinking Democracy: Pornography and Sex Inequality. Legal
Challenges in Canada and the United States», Annual Meeting for the Western
Political Science Association, San Diego, USA.
Walters, Timothy και Jack A. Barwind (2004). «Media and Modernity in the United Arab
Emirates: Searching for the Beat of a Different Drummer», Free Speech
Yearbook, 2004, τόμ. 41, σελ. 151-63.
Wang, Grace (2010). «A Shot at Half-Exposure: Asian Americans in Reality TV Shows»,
Television & New Media, τόμ. 11, τχ. 4, σελ. 404-27.

513
Warhurst, Chris και Dennis Nickson (2009). «“Who’s Got the Look?”: Emotional,
Aesthetic and Sexualized Labour in Interactive Services», Gender, Work &
Organization, τόμ. 16, τχ. 3, σελ. 385-404.
Warkentin, Jennifer B. και Christine A. Gidycz (2007). «The Use and Acceptance of
Sexually Aggressive Tactics in College Men», Journal of Interpersonal Violence,
τόμ. 22, τχ. 7, σελ. 829-50.
Warner, Michael (1991). «Introduction: Fear of a Queer Planet», Social Text, τχ. 29, σελ.
3-17.
Warr, Deborah J. (2001). «The Importance of Love and Understanding: Speculation on
Romance in Safe Sex Health Promotion», Women’s Studies International Forum,
τόμ. 24, τχ. 2, σελ. 241-52.
Warren, Craig A. (2008). «Presidential Wounds: The JFK Assassination and the White
Male Body», Men and Masculinities, τόμ. 10, τχ. 5, σελ. 557-82.
Waskul, Dennis D. (2009). «“My Boyfriend Loves It When I Come Home From This
Class”: Pedagogy, Titillation, and New Media Technologies», Sexualities, τόμ.
12, τχ. 5, σελ. 654-61.
Waskul, Dennis D. και Cheryl L. Radeloff (2010). «“How Do I Rate?”: Web Sites and
Gendered Erotic Looking Glasses». Στο Feona Attwood (επιμ.). Porn.com:
Making Sense of Online Pornography. New York: Peter Lang Publishing, σελ.
202-16.
Wasserman, Marlene (1996). «Positive, Powerful Pornography», Agenda, τχ. 28, σελ. 58-
65.
Watson, Lori (2007). «Pornography and Public Reason», Social Theory & Practice, τόμ.
33, τχ. 3, σελ. 467-88.
Watts, Jacqueline H. (2007). «Porn, Pride and Pessimism: Experiences of Women
Working in Professional Construction Roles», Work, Employment & Society, τόμ.
21, τχ. 2, 299-316.
Weber, Christina D. (2010). «“I Mean It’s Awkward Anxiety”: Exploring the Role of
Sociohistorical Context in Men’s Negotiation of Masculine Subjectivity»,
Cultural Studies ↔ Critical Methodologies, τόμ. 10, τχ. 4, σελ. 337-46.

514
Weekes, Debbie (2006). «Sex Education for Black Girls», Feminist Media Studies, τόμ.
6, τχ. 4, σελ. 551-6.
Weeks, Jeffrey (1998). «The Sexual Citizen», Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4,
σελ. 35-52.
Weeks, Jeffrey (2008). «Traps We Set Ourselves», Sexualities, τόμ. 11, τχ. 1-2, σελ. 27-
33.
Wei, Ran, Ven-Hwei Lo και Hsiaomei Wu (2010). «Internet Pornography and Teen
Sexual Attitudes and Behavior», China Media Research, τόμ. 6, τχ. 3, 66-75.
Weisskirch, Robert S. και Laurel C. Murphy (2004). «Friends, Porn, and Punk: Sensation
Seeking in Personal Relationships, Internet Activities, and Music Preference
Among College Students», Adolescence, τόμ. 39, τχ. 154, σελ. 189-201.
Weitman, Sasha (1998). «On the Elementary Forms of the Socioerotic Life», Theory,
Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 71-110.
Weitzer, Ronald (2005Α). «Flawed Theory and Method in Studies of Prostitution»,
Violence Against Women, τόμ. 11, τχ. 7, σελ. 934-49.
Weitzer, Ronald (2005Β). «New Directions in Research on Prostitution», Crime, Law &
Social Change, τόμ. 43, τχ. 4-5, σελ. 211-35.
Weitzer, Ronald (2006). «Moral Crusade Against Prostitution», Society, τόμ. 43, τχ. 3,
σελ. 33-8.
Weitzer, Ronald (2007Α). «Prostitution: Facts and Fictions», Contexts, τόμ. 6, τχ. 4, σελ.
28-33.
Weitzer, Ronald (2007Β). «The Social Construction of Sex Trafficking: Ideology and
Institutionalization of a Moral Crusade», Politics & Society, τόμ. 35, τχ. 3, σελ.
447-75.
Weitzer, Ronald (2009). «Legalizing Prostitution: Morality Politics in Western
Australia», British Journal of Criminology, τόμ. 49, τχ. 1, σελ. 88-105.
Weitzer, Ronald (2010Α). «Sex Work: Paradigms and Policies». Στο Ronald Weitzer
(επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex Industry. 2η έκδοση,
New York, London: Routledge, σελ. 1-43.
Weitzer, Ronald (2010Β). «The Mythology of Prostitution: Advocacy Research and
Public Policy», Sexuality Research and Social Policy, τόμ. 7, τχ. 1, σελ. 15-29.

515
Weitzer, Ronald (2011). «Pornography’s Effects: The Need for Solid Evidence. A
Review Essay of Everyday Pornography, Edited by Karen Boyle (New York:
Routledge, 2010) and Pornland: How Porn Has Hijacked Our Sexuality, by Gail
Dines (Boston: Beacon Press, 2010)», Violence Against Women, τόμ. 17, τχ. 5,
σελ. 666-75.
Weitzer, Ronald και Melissa Ditmore (2010). «Sex Trafficking: Facts and Fictions». Στο
Ronald Weitzer (επιμ.). Sex for Sale: Prostitution, Pornography and the Sex
Industry. 2η έκδοση, New York, London: Routledge, σελ. 325-51.
Weitzer, Ronald και Charis E. Kubrin (2009). «Misogyny in Rap Music: A Content
Analysis of Prevalence and Meanings», Men and Masculinities, τόμ. 12, τχ. 1,
σελ. 3-29.
Wente, Margaret (2004). «Schoolgirls Want to Be the Sexiest Boy-Toy on the Block:
Why?», Globe and Mail, 10/2/2004, διαθέσιμο στο http://familyaction.org,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Wesson, Marianne (1993). «Girls Should Bring Lawsuits Everywhere... Nothing Will Be
Corrupted: Pornography as Speech and Product», The University of Chicago Law
Review, τόμ. 60, τχ. 3-4, σελ. 845-72.
West, Darrell M. και Marion Orr (2007). «Morality and Economics: Public Assessments
of the Adult Entertainment Industry», Economic Development Quarterly, τόμ. 21,
τχ. 4, σελ. 315-24.
West, Robin (1987). «The Feminist-Conservative Anti-Pornography Alliance and the
1986 Attorney General’s Commission on Pornography Report», Law & Social
Inquiry, τόμ. 12, τχ. 4, σελ. 681-711.
Whelehan, Imelda (2000). Overloaded: Popular Culture and the Future of Feminism.
London: The Women’s Press.
Whelehan, Imelda (2005). The Feminist Bestseller: From Sex and the Single Girlto Sex
and the City. Basingstoke, UK: Palgrave MacMillan.
Whelehan, Imelda (2009). «Teening Chick Lit?», Working Papers on the Web, τόμ. 13,
Sheffield Hallam University, UK, διαθέσιμο στο http://extra.shu.ac.uk/wpw,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.

516
Whimster, Sam και Gottfried Heuer (1998). «Otto Gross and Else Jaffé and Max Weber»,
Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 129-60.
Whisnant, Rebecca (2010). «From Jekyll to Hyde: The Grooming of Male Pornography
Consumers». Στο Karen Boyle (επιμ.). Everyday Pornography. London, New
York: Routledge, σελ. 114-33.
Whitbeck, Caroline (1984). «Love, Knowledge and Transformation», Women’s Studies
International Forum, τόμ. 1, τχ. 5, σελ. 393-405.
White, Aaronette M. και Tal Peretz (2010). «Emotions and Redefining Black
Masculinity: Movement Narratives of Two Profeminist Organizers», Men and
Masculinities, τόμ. 12, τχ. 4, σελ. 403-24.
Whitehead, Kally και Tim Kurz (2009). «“Empowerment” and the Pole: A Discursive
Investigation of the Reinvention of Pole Dancing as a Recreational Activity»,
Feminism & Psychology, τόμ. 19, τχ. 2, σελ. 224-44.
Wicke, Jennifer (1991 [2004]). «Through a Gaze Darkly: Pornography’s Academic
Market». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More Dirty Looks: Gender,
Pornography and Power. London: British Film Institute, σελ. 176-87.
Wiegman, Robyn (2010). «The Intimacy of Critique: Ruminations on Feminism as a
Living Thing», Feminist Theory, τόμ. 11, τχ. 1, σελ. 79-84.
Wieselquist, Jennifer (2009). «Interpersonal Forgiveness, Trust, and the Investment
Model of Commitment», Journal of Social and Personal Relationships, τόμ. 26,
τχ. 4, σελ. 531-48.
Wiley, Juniper (1995). «No Body Is “Doing It”: Cybersexuality as a Postmodern
Narrative», Body & Society, τόμ. 1, τχ. 1, σελ. 145-62.
Wilkin, Peter (2004). «Pornography and Rhetorical Strategies: The Politics of Public
Policy», Media, Culture & Society, τόμ. 26, τχ. 3, σελ. 337-57.
Wilkinson, Sue και Celia Kitzinger (1993). «Whose Breast Is It Anyway?: A Feminist
Consideration of Advice and “Treatment” for Breast Cancer», Women’s Studies
International Forum, τόμ. 16, τχ. 3, σελ. 229-38.
Willemen, Paul (2004). «For a Pornoscape». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.). More
Dirty Looks: Gender, Pornography and Power. London: British Film Institute,
σελ. 9-26.

517
Willey, Angela (2006). «“Christian Nations”, “Polygamic Races” and Women’s Rights:
Toward a Genealogy of Non/Monogamy and Whiteness», Sexualities, τόμ. 9, τχ.
5, σελ. 530-46.
Williams, Alexandra (2010). «Extra Small Condoms for 12 Year-Old Boys Go on Sale in
Switzerland», The Telegraph, 3/3/2010, διαθέσιμο στο http://telegraph.co.uk,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Williams, Kevin M., Barry S. Cooper, Teresa M. Howell, John C. Yuille και Delroy L.
Paulhus (2009). «Inferring Sexually Deviant Behavior From Corresponding
Fantasies: The Role of Personality and Pornography Consumption», Criminal
Justice and Behavior, τόμ. 36, τχ. 2, σελ. 198-222.
Williams, Linda (1975). «What Does Mae West Have That All the Men Want?»,
Frontiers: A Journal of Women Studies, τόμ. 1, τχ. 1, σελ. 118-21.
Williams, Linda (1980). «Type and Stereotype: Chicano Images in Film», Frontiers: A
Journal of Women Studies, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 14-7.
Williams, Linda (1989Α). «Fetishism and the Visual Pleasure of Hard Core: Marx, Freud,
and the “Money Shot”», Quarterly Review of Film & Video, τόμ. 11, τχ. 2, σελ.
23-42.
Williams, Linda (1989Β). Hard Core: Power, Pleasure, and the “Frenzy of the Visible”.
Berkeley, Los Angeles: University of California Press.
Williams, Linda (1993Α). «A Provoking Agent: The Pornography and Performance Art
of Annie Sprinkle» Στο Pamela Church Gibson και Roma Gibson (επιμ.). Dirty
Looks: Women, Pornography, Power. London: British Film Institute Publishing.
Williams, Linda (1993Β [2004]). «Second Thoughts on Hard Core: American Obscenity
Law and the Scapegoating of Deviance». Στο Pamela Church Gibson (επιμ.).
More Dirty Looks: Gender, Pornography and Power. London: British Film
Institute, σελ. 165-75.
Williams, Linda (1999). «Epilogue: On/scenities - “‘Speaking Sex’ in the Nineties”: The
Elusive “Hard Core”». Στο Linda Williams. Hard Core: Power, Pleasure, and the
“Frenzy of the Visible”. Διευρυμένη έκδοση, Berkeley, Los Angeles: University
of California Press, σελ. 280-315.

518
Williams, Linda (2004Α). «Porn Studies: Proliferating Pornographies On/Scene: An
Introduction». Στο Linda Williams (επιμ.). Porn Studies. Durham, London: Duke
University Press, σελ. 1-23.
Williams, Linda (2004Β). «Skin Flicks on the Racial Border: Pornography, Exploitation,
and Interracial Lust». Στο Linda Williams (επιμ.). Porn Studies. Durham,
London: Duke University Press, σελ. 271-308.
Williams, Linda (2006). «Of Kisses and Ellipses: The Long Adolescence of American
Movies», Critical Inquiry, τόμ. 32, τχ. 2, σελ. 288-340.
Williams, Linda (2008). Screening Sex. Durham, London: Duke University Pres.
Williams, Linda (2014). «Pornography, Porno, Porn: Thoughts on a Weedy Field», Porn
Studies, τόμ. 1, τχ. 1-2, σελ. 24-40.
Williamson, Judith (2003). «Sexism With an Alibi: Supposedly Ironic, Even Kitsch, Ads
Still Keep Women in Their Place», The Guardian, 31/3/2003, διαθέσιμο στο
http://guardian.co.uk, προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Willis, Clyde E. (1997). «The Phenomenology of Pornography: A Comment on Catharine
MacKinnon’s Only Words», Law and Philosophy, τόμ. 16, τχ. 2, σελ. 177-99.
Willis, Ellen (1994). «Porn Free: MacKinnon’s Neo-Statism and the Politics of Speech»,
Transition, τχ. 63, σελ. 4-23.
Wilson, Jason (2006). «3G to Web 2.0?: Can Mobile Telephony Become an Architecture
of Participation?», Convergence: The International Journal of Research Into New
Media Technologies, τόμ. 12, τχ. 2, σελ. 229-42.
Wilson, Natalie (2005). «Vilifying Former Fatties: Media representations of Weight Loss
Surgery», Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 252-5.
Wilson, Tamar Diana (2002). «Pharaonic Circumcision Under Patriarchy and Breast
Augmentation Under Phallocentric Capitalism: Similarities and Differences»,
Violence Against Women, τόμ. 8, τχ. 4, σελ. 495-521.
Wilson, W. Cody (1971). «Facts Versus Fears: Why Should We Worry About
Pornography?», The Annals of the American Academy of Political and Social
Science, τόμ. 397, τχ. 1, σελ. 105-17.

519
Wilson-Kovacs, Dana (2009). «Some Texts Do It Better: Women, Sexually Explicit
Texts and the Everyday». Στο Feona Attwood (επιμ.). Mainstreaming Sex: The
Sexualization of Western Culture. London, New York: I.B. Tauris, σελ. 147-63.
Wilton, Tamsin (2004). «Book Review: Alan Soble: Pornography, Sex and Feminism -
Cindy L. Carlson, Robert L. Mazzola and Susan M. Bernardo. Gender
Reconstructions: Pornography and Perversions in Literature and Culture»,
Women’s History Review, τόμ. 13, τχ. 1, σελ. 148-51.
Winant, Terry R. (1983). «How Ordinary (Sexist) Discourse Resists Radical (Feminist)
Critique», Women’s Studies International Forum, τόμ. 6, τχ. 6, σελ. 609-19.
Winship, Janice (1983). «“Options - for the Way You Want to Live Now”, or a Magazine
for Superwoman», Theory, Culture & Society, τόμ. 1, τχ. 3, σελ. 44-65.
Winship, Janice (2000). «Women Otdoors: Avertising, Cntroversy and Dsputing
Fminism in the 1990s», International Journal of Cultural Studies, τόμ. 3, τχ. 1,
σελ. 27-55.
Withers, Deborah M. (2010). «What Is Your Essentialism Is My Immanent Flesh!: The
Ontological Politics of Feminist Epistemology», European Journal of Women’s
Studies, τόμ. 17, τχ. 3, σελ. 231-47.
Wolak, Janis, Kimberly Mitchell και David Finkelhor (2007). «Unwanted and Wanted
Exposure to Online Pornography in a National Sample of Youth Internet Users»,
Pediatrics, τόμ. 119, τχ. 2, σελ. 247-57.
Wolf, Naomi (1991 [2002]). The Beauty Myth: How Images of Beauty Are Used Against
Women. New York: HarperCollins Publishers.
Wolf, Naomi (2002). “Introduction”. Στο Naomi Wolf. The Beauty Myth: How Images of
Beauty Are Used Against Women. New York: HarperCollins Publishers, σελ. 1-8.
Wolf, Naomi (2010). «Julian Assange Captured by World’s Dating Police», The
Huffington Post, 7/10/2010, διαθέσιμο στο http://huffingtonpost.com,
προσβάσιμο στις 21/4/2013.
Woodward, Anne J., Bruce M. Findlay και Susan M. Moore (2009). «Peak and Mystical
Experiences in Intimate Relationships», Journal of Social and Personal
Relationships, τόμ. 26, τχ. 4, σελ. 429-42.

520
Wondracek, Gilbert, Thorsten Holz, Christian Platzer, Engin Kirda και Christopher
Kruegel (2010). «Is the Internet for Porn?: An Insight Into the Online Adult
Industry». The Ninth Workshop on the Economics of Information Security (WEIS
2010), Cambridge, USA.
Wongsurawat, Winai (2006). «Pornography and Social Ills: Evidence From the Early
1990s», Journal of Applied Economics, τόμ. 9, τχ. 1, σελ. 185-213.
Wood, Michael και Michael Hughes (1984). «The Moral Basis of Moral Reform: Status
Discontent vs. Culture and Socialization as Explanations of Anti-Pornography
Social Movement Adherence», American Sociological Review, τόμ. 49, τχ. 1, σελ.
86-99.
Woodlock, Delanie (2005). «Virtual Pushers: Antidepressant Internet Marketing and
Women», Women’s Studies International Forum, τόμ. 28, τχ. 4, σελ. 304-14.
Woolgar, Steve και Dorotyhy Pawluch (1985). «Ontological Gerrymandering: The
Anatomy of Social Problems Explanations», Social Problems, τόμ. 32, τχ. 3, σελ.
214-27.
Wosnitzer, Robert και Ana Bridges (2006). «Aggression and Sexual Behavior in Best-
Selling Pornography: A Content Analysis Update». International Communication
Association, 2006 Annual Meeting, Dresden, Germany.
Wouters, Cas (1998). «Balancing Sex and Love Since the 1960s Sexual Revolution».
Theory, Culture & Society, τόμ. 15, τχ. 3-4, σελ. 187-214.
Wu, Wei και Soh Hoon Koo (2001). «Perceived Effects of Sexually Explicit Internet
Content: The Third-Person Effect in Singapore», Journalism & Mass
Communication Quarterly, τόμ. 78, τχ. 2, σελ. 260-74.

Yang, Cui, Carl A. Latkin, Peng Liu, Kenrad E. Nelson, Cunlin Wang and Rongsheng
Luan (2010). «A Qualitative Study on Commercial Sex Behaviors Among Male
Clients in Sichuan Province, China», AIDS Care, τόμ. 22, τχ. 2, σελ. 246-52.
Yee, Jennifer (2004). «Recycling the “Colonial Harem”?: Women in Postcards From
French Indochina», French Cultural Studies, τόμ. 15, τχ. 1, σελ. 5-19.

521
Yoder, Vincent Cyrus, Thomas B. Virden III και Kiran Amin (2005). «Internet
Pornography and Loneliness: An Association?», Sexual Addiction &
Compulsivity, τόμ. 12, τχ. 1, σελ. 19-44.
Young, Kimberly S. (2008). «Internet Sex Addiction Risk Factors, Stages of
Development, and Treatment», American Behavioral Scientist, τόμ. 52, τχ. 1, σελ.
21-37.
Young, Melinda (2005). «One Size Fits All: Disrupting the Comsumerized, Pathologized,
Fat Female Form», Feminist Media Studies, τόμ. 5, τχ. 2, σελ. 249-52.

Zillmann, Dolf και Jennings Bryant (1982). «Pornography, Sexual Callousness, and the
Trivialisation of Rape», Journal of Communication, τόμ. 32, τχ. 4, σελ. 10-21.
Zillmann, Dolf και Jennings Bryant (1983). «Pornography and Social Science Research:
Higher Moralities», The Journal of Communication, τόμ. 33, τχ. 4, σελ. 111-4.
Zillmann, Dolf και Jennings Bryant (1987Α). «Effects of Pornography: The Debate
Continues», Journal of Communication, τόμ. 37, τχ. 1, σελ. 187-8.
Zillmann, Dolf και Jennings Bryant (1987Β). «Pornography and Behavior: Alternative
Explanations», Journal of Communication, τόμ. 37, τχ. 3, σελ. 189-92.
Zillmann, Dolf και Jennings Bryant (1988Α). «Pornography’s Impact on Sexual
Satisfaction», Journal of Applied Social Psychology, τόμ. 18, τχ. 5, σελ. 438-53.
Zillmann, Dolf και Jennings Bryant (1988Β). «The Methods and Merits of Pornography
Research: A Response», Journal of Communication, τόμ. 38, τχ. 2, σελ. 185-92.
Zheng, Nan (2007). «Pornography in Second Life: Male Dominance and a Developing
Female Voice», International Communication Association, 2007 Annual Meeting,
San Francisco, USA.
Zhu, He και Shuhua Zhou (2003). «Perception of Media Sex, Sexual Awareness and
Attitudes Towards Pornographic Material in China», International
Communication Association, 2003 Annual Meeting, San Diego, USA.
Zieger, Susan (2004). «Sex and the Citizen in Sex and the City’s New York». Στο Kim
Akass και Janet McCabe (επιμ.). Reading Sex and the City. London, New York:
I.B. Tauris, σελ. 96-111.
Žižek, Slavoj (1989 [2008]). The Sublime Object of Ideology. London: Verso.

522
Zook, Matthew (2007). «Report on the Location of the Internet Adult Industry». Στο
Katrien Jacobs, Marije Janssen και Matteo Pasquinelli (επιμ.). C’Lick Me: A
Netporn Studies Reader. Amsterdam: Institute of Network Cultures, σελ. 103-21.
Zurcher Jr., Louis A., R. George Kirkpatrick, Robert G. Cushing και Charles K. Bowman
(1971). «The Anti-Pornography Campaign: A Symbolic Crusade», Social
Problems, τόμ. 19, τχ. 2, σελ. 217-38.
Zuckerman, Marvin (1994). Behavioral Expressions and Biosocial Bases of Sensation
Seeking. Cambridge: Cambridge University Press.

523

You might also like