You are on page 1of 159

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

ΘΕΟΦΑΝΗΣ Α. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Πτυχιούχου Φυσικής Αγωγής

Η ΑΘΛΗΣΗ ΩΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΠΡΩΗΝ


ΧΡΗΣΤΕΣ ΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΟΝΩΝ ΟΥΣΙΩΝ

∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
2005
ΘΕΟΦΑΝΗΣ Α. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΑΘΛΗΣΗ ΩΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ∆ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΠΡΩΗΝ
ΧΡΗΣΤΕΣ ΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΟΝΩΝ ΟΥΣΙΩΝ

Υποβλήθηκε στο Τµήµα Επιστηµών Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού


Ηµεροµηνία Προφορικής Εξέτασης: 16 ∆εκεµβρίου, 2005

Εξεταστική επιτροπή

Καθηγητής Ε. Κιουµουρτζόγλου, Επιβλέπων


Επικ. Καθηγητής Ι. ∆ιακογιάννης, Μέλος Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής
Καθηγητής Κ. Φωκάς, Μέλος Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής

Καθηγητής Ι. Θεοδωράκης, Εξεταστής


Αν. Καθ. Γ. ∆ογάνης, Εξεταστής
Αν. Καθ. Α. Ιακωβίδης, Εξεταστής
Επικ. Καθ. Γ. Λαυρεντιάδης, Εξεταστής
© Θεοφανή Α. Βλαχοπούλου
© Α.Π.Θ

Τίτλος ∆ιδακτορικής ∆ιατριβής


ISBN

«H έγκριση της παρούσης ∆ιδακτορικής ∆ιατριβής από το Τµήµα Επιστηµών


Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσα-
λονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωµών της συγγραφέως» (Ν. 5343
/1932, άρθρο 202, παρ.2)
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα κοινωνικά γεγονότα τα οποία διαµορφώνουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν


µπορούν να νοηθούν ανεξάρτητα από την συνολική πραγµατικότητα, ούτε µπορούν
να θεωρηθούν "εξωτερικά " περιστατικά ανεξάρτητα από το κοινωνικό σύνολο, αλλά
έχουν πάντα νόηµα σε σχέση µ' αυτό. Η χρήση και η κατάχρηση των ουσιών αποτε-
λεί ένα σύνθετο κοινωνικό γεγονός που "εµπλέκει ένα ευρύ φάσµα πληθυσµού ώστε
δεν παρουσιάζεται πια µόνο ως κοινωνικό πρόβληµα (κάτι που έχει ενδιαφέρον για το
κοινωνικό σύνολο) αλλά και ως πολιτικό" (Αrnao,1985). Η δηµοκρατική κοινωνία
οφείλει να σκύψει πάνω στο πρόβληµα της εξάρτησης από ψυχότροπες ουσίες και να
το αντιµετωπίσει κατάµατα και µε ευαισθησία λέει ο Γάλλος υφυπουργός Υγείας και
Κοινωνικής ∆ράσης στον πρόλογο του βιβλίου του Bernard Roques(1999).
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έφερε µαζί του εκτός από την τεχνολογική επανά-
σταση και την µεγάλη κατανάλωση ουσιών στις οποίες εκτός των άλλων συγκατα-
λέγονται και τα φάρµακα. Είναι γνωστό από τα πανάρχαια χρόνια ότι οι άνθρωποι σε
κάθε κοινωνία και σε όλους τους πολιτισµούς έκαναν χρήση ψυχοτρόπων ουσιών
στις οποίες συγκαταλέγονται τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και το τσιγάρο (Μαρσέλος,
1981), όµως αυτό που άλλαξε στην σύγχρονη κοινωνία είναι ο τρόπος χρήσης αυτών.
Σε κάθε κοινωνία η χρήση αλλά και ο τρόπος χρήσης των ψυχοτρόπων ουσιών από-
τελούσε συστατικό στοιχείο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, είχε πάντα ένα ιδιαίτε-
ρο, κοινωνικό και πολιτιστικό νόηµα, είχε µια συµβολική διάσταση για την οµάδα
των ανθρώπων που τη χρησιµοποιεί αλλά και για ολόκληρο το κοινωνικό σύστηµα
στο οποίο αυτή η οµάδα ανήκει, και παραπέρα είχε µια ιερή διάσταση, αφού η χρήση
της συνυφαίνεται µε το στοιχείο του ιερού (Μάτσα, 2001). Οι βαθιές κοινωνικές και
οικονοµικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί αρχικά µε την βιοµηχανική και αργότερα
µε την τεχνολογική επανάσταση έφεραν αλλαγές ακόµα και στον τρόπο χρήσης των
ουσιών, µε αποτέλεσµα η σύγχρονη κοινωνία να βρίσκετε αντιµέτωπη µε την πρόκ-
ληση να απαντήσει στα επιτακτικά ερωτήµατα που τίθενται από αυτή τη νέα
κατάσταση που προέκυψε µε την ταχεία εξάπλωση της κατανάλωσης παράνοµων
συνθετικών ουσιών , στις οποίες συγκαταλέγονται και τα φάρµακα, σε συνδυασµό µε
την ταυτόχρονη δυσδιάκριτη διαχωριστική γραµµή µεταξύ φαρµάκου και ναρκω-

1
τικού. Το φαινόµενο της κατανάλωσης χηµικών ουσιών και φαρµάκων, και ‘η νοµι-
µοποίηση’ της χρήσης µιας ουσίας δεν συνεπάγεται την έλλειψη κινδύνου για τον
οργανισµό, πράγµα που διαπιστώσαµε µε το αλκοόλ και το καπνό’ (Roques, 1999).
Οι σύγχρονες κοινωνίες βρίσκονται αντιµέτωπες µε τα νέα επιστηµονικά δεδοµένα
που θέτουν από την αρχή νέους όρους για τη αντιµετώπιση του προβλήµατος των
ψυχοτρόπων ουσιών, και αναγκαστικά ωθούν στην επανατοποθέτηση των όρων µε
τους οποίους παρέχετε η πρωτογενής δευτερογενής και τριτογενής πρόληψη. Αυτές οι
αλλαγές των τελευταίων χρόνων σχετίζονται µε µια σειρά ζητηµάτων που έχουν να
κάνουν µε το είδος των χρησιµοποιούµενων ουσιών, µε τα χαρακτηριστικά των
χρηστών (φύλο, ηλικία, κοινωνική τάξη, µορφωτικό επίπεδο, κα.), µε τους τρόπους
αντιµετώπισης του προβλήµατος, και µε τους τρόπους καταστολής.
Οι πρόοδοι στη γνώση της λειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήµατος, στα
πεδία της νευροχηµείας, της ψυχιατρικής και της πειραµατικής ψυχολογίας έδωσαν
τη δυνατότητα να επαναπροσδιοριστούν τα προβλήµατα που θέτει η επανειληµµένη
χρήση µεγάλων ποσοτήτων µιας ή περισσότερων ουσιών και η δηµιουργία εθισµού
σε ορισµένους χρήστες (Roques, 1999). Σήµερα όταν µιλούµε για ουσίες εντάσσουµε
σ’ αυτό τον όρο τα οπιοειδή όπως η ηρωίνη, ψυχοδιεγερτικά όπως η κοκαίνη, αλλά
και τις αµφεταµίνες, το αλκοόλ, τον καπνό, την κάνναβη, τις βενζοδιαζεπίνες και
άλλες πολλές ουσίες που εισέρχονται καθηµερινά στο νόµιµο και παράνοµο εµπόριο
(Γρίβας, 2002; Roques, 1999).
Αυτό που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι ο διαρκώς αυξανόµενος αριθµός
χρηστών µε ταυτόχρονη µείωση του ορίου ηλικίας έναρξης της χρήσης (Ζαφειρίδης,
89;Μιχαλοδηµητράκης, Τζατζάκης & Τσατσάκη 1997; Παπαδηµητρίου, Αναγνώ-
στου, Καραϊωσήφ, Χατζηδηµητρίου, Κυφωνίδης 1997; Roques 1999), κάτι που
οφείλεται σε πολλούς λόγους που είτε έχουν να κάνουν µε την εισαγωγή στο εµπό-
ριο και στην κατανάλωση διαρκώς νέων ουσιών, είτε έχουν να κάνουν µε αυτή καθε-
αυτή τη διαχείριση από την πλευρά των δυτικών κυβερνήσεων του µεγάλου αυτού
προβλήµατος και µε το καθεστώς απαγόρευσης που υπάρχει γύρω από αυτές (Γρίβας,
1997). Ενδεικτικά µπορεί να αναφερθεί ότι στις Η.Π.Α το 1992 έκαναν συστηµατική
χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών 14 εκατοµµύρια άτοµα (750.000 ηρωίνη, άλλα οποι-
ούχα 1.500.000, κοκαίνη 2.000.000, και βαρβιτουρικά και υπνωτικά 10.000.000 (Γρί-
βας,1997), ενώ σήµερα µιλούµε για 18,5 εκατοµµύρια (5,5 εκατοµµύρια τοξικοµανείς
και 13 εκατοµµύρια αλκοολικούς), και αναφέρονται ανάλογοι αριθµοί για την Ευρώ-
πη και τον υπόλοιπο κόσµο (Μάτσα, 2001). Για την Ελλάδα η ετήσια έκθεση για τα

2
ναρκωτικά που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Ναρκωτικά και την
Τοξικοεξάρτηση την χρονιά 1999 τοποθετεί την χώρα µας δεύτερη στην τάση
θανάτων από χρήση ουσιών (Καλαρρύτης, 2000). Η αύξηση του αριθµού των χρησ-
τών και κατά συνέπεια και αυτών που οδηγούνται στην κατάχρηση µε την παράλληλη
µείωση του ορίου έναρξης της χρήσης θέτουν σε δοκιµασία και διαρκή κρίση τις
µεθόδους που επιστρατεύει κάθε φορά η κοινωνία για να απαντήσει στα καινούργια
δεδοµένα στο χώρο των εξαρτήσεων. Με βάση τα παραπάνω τίθενται επιτακτικά
ερωτήµατα στο αν µπορεί να υπάρξει πρόληψη, θεραπεία και αποφυγή της υποτρο-
πής, των ατόµων που αποπερατώνουν κάποιο πρόγραµµα θεραπείας, µε τις απαντή-
σεις τις περισσότερες φορές να είναι αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόµενες.
Στο χώρο της δευτερογενούς πρόληψης, δηλαδή στο χώρο της θεραπείας των
τοξικοεξαρτηµένων το κυρίαρχο ερώτηµα αφορά την ιασιµότητα του τοξικοµανούς.
Για να γίνει καλά ο τοξικοµανής λέει η Μάτσα (2001)πρέπει να βρει το κατάλληλο
θεραπευτικό πρόγραµµα που του ταιριάζει και να πάρει ο ίδιος την απόφαση να
ενταχθεί και να λειτουργήσει ενεργητικά µέσα σ’ αυτό µε πίστη στη φιλοσοφία και
τις αρχές του. Όµως γύρω από τον τοµέα της θεραπείας αναπτύχθηκε ένας σκεπτι-
κισµός που έχει σαν αφετηρία ιδεολογικές, κοινωνικές, και πολιτικές αντιλήψεις και
στάσεις, που µοιραία οδηγούν σε συγκεκριµένες πρακτικές γύρω από τον χώρο της
θεραπείας του τοξικοµανούς. Μια από τις πολλές απαντήσεις ως αναφορά στη θερα-
πεία των εξαρτηµένων είναι οι θεραπευτικές κοινότητες, µε την πρώτη να ιδρύετε
από τον οργανισµό Synanon στην Καλιφόρνια στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Μια
από τις πρώτες θεραπευτικές κοινότητες είναι αυτή του Daytop που η τρίχρονη λει-
τουργία της σφράγισε ένα παγκόσµιο κίνηµα αυτοθεραπευτικών κοινοτήτων, που
εξαπλώθηκε σταδιακά σε πάρα πολλές χώρες. Η εµπειρία του Daytop, παρ’ όλες τις
διαφορές ενέπνευσε το ελληνικό κίνηµα των θεραπευτικών κοινοτήτων, που εγκαι-
νιάστηκε µε την «Ιθάκη» στη Θεσσαλονίκη το 1983 και γνωρίζει από τότε µεγάλη
επέκταση (Καραµπελιάς, 1990).
Το κίνηµα των θεραπευτικών κοινοτήτων σχηµατικά χωρίζεται σε τρεις «γενιές», την
πρώτη, που αποτελείται από την εµπειρία του Synanon, που ιδρύθηκε το 1958, τη
δεύτερη, στην οποία ανήκουν το Daytop, πολλές κοινότητες της Αµερικής όπως το
Marathon House, και της Ευρώπης, και η τρίτη γενιά στην οποία ανήκουν κάποιες
από τις ελληνικές θεραπευτικές κοινότητες όπως αυτή της «Παρέµβασης» (Ζαφειρί-
δης, 1990). Γύρω από τον χώρο και την φιλοσοφία των θεραπευτικών κοινοτήτων
αναπτύχθηκε µια σειρά προβληµατισµών που έχει κυρίως να κάνει µε τον τρόπο

3
διαχείρισης τους (αν για παράδειγµα έχουν ιδρυθεί από πρώην χρήστες, αν είναι
ενταγµένες σε κάποιο κρατικό σύστηµα οικονοµικής διαχείρισης και επιχορη-
γήσεων, αν εργάζονται σε αυτές πρώην χρήστες ουσιών ή όχι, κ.α.). Ένας άλλος
προβληµατισµός που αναπτύχθηκε γύρω από τις θεραπευτικές κοινότητες είναι η
σχέση των χρηστών που είναι ενταγµένοι προς θεραπεία σε αυτές µε το ευρύτερο
κοινωνικό σύνολο. Αρχικά στο Synanon η ένταξη των τοξικοµανών σε αυτή σήµαινε
την εφ’ όρου ένταξη του σε αυτή, στο Daytop ο χρήστης έµενε για ένα µεγάλο χρονι-
κό διάστηµα έως ότου να θεραπευτεί και να επιστρέψει υγιής στην κοινωνία, ενώ
στην τρίτη γενιά θεραπευτικών κοινοτήτων υπάρχει εξαρχής µια αλληλοεπίδραση του
χρήστη από την αρχή της ένταξης του στη θεραπευτική κοινότητα µε το κοινωνικό
σύνολο µέσα όµως από ένα σ’ ένα προστατευόµενο περιβάλλον.
Βασική φιλοσοφία των θεραπευτικών κοινοτήτων που ήταν οργανωµένες στη µορφή
του Daytop ήταν να στηριχτούν σε παραδοσιακές αξίες όπως ειλικρίνεια, εντιµότητα,
καθαρότητα στις σχέσεις και να τις συνδέσουν µε µια ευρύτερη ιδεολογική και
φιλοσοφική πλατφόρµα (Ζαφειρίδης, 1990).
Σήµερα στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν θεραπευτικές κοινότητες που είναι ενταγµένες
στο σύστηµα ψυχικής υγείας, και επιχορηγούνται από το Υπουργείο Υγείας (Poγκό-
της, 1994), και αν θέλουµε να δούµε σφαιρικά τη πολιτική γύρω από την αντιµετώπι-
ση των ναρκωτικών µπορούµε αν πούµε ότι ενώ στη δεκαετία του ’80 είχε υιοθετηθεί
η πολιτική της «µείωσης της χρήσης» και της «απεξάρτησης», στα µέσα της
δεκαετίας του ’90 αυτή αλλάζει και δίνει τη θέση της στην πολιτική της «µείωσης της
βλάβης» από τη χρήση, κατάχρηση και εξάρτηση. Αυτή η πολιτική έχει εφαρµοστεί
σε διάφορες χώρες, κυρίως της Βόρειας Ευρώπης αρχικά αλλά και στην Νότια
πρόσφατα(Καλαρρύτης, 2000).
Για να µπορεί η απεξάρτηση να είναι αποτελεσµατική οφείλει να είναι πολυεστιακή
και να λαµβάνει σοβαρά υπ’ όψη όλες τις παραµέτρους του προβλήµατος. Η θερα-
πεία ως διαδικασία ανάγεται στη δηµιουργία όλων εκείνων των όρων που θα κάνουν
ικανό το εξαρτηµένο άτοµο να επεξεργαστεί µε λειτουργικό τρόπο τις αλλαγές του
στη σχέση του µε τον εαυτό του και µε τον κόσµο (Μάτσα, 2001). Μέσα σε αυτό το
πλαίσιο και στη προσπάθεια από την πλευρά του χρήστη δηµιουργίας της προσωπι-
κότητας του και της διαµόρφωσης µιας νέας ταυτότητας εντάσσεται και η ανάπτυξη
νέων σχέσεων, νέων ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων.
Τα προγράµµατα των θεραπευτικών κοινοτήτων είναι πλούσια σε δραστηριότητες
(εκµάθηση υπολογιστών, κηπουρική, σχολείο κά), και µια από αυτές είναι δυνατότη-

4
τα που δίνεται στα µέλη να συµµετάσχουν σε αθλητικές δραστηριότητες. Το 1995
δηµοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Substance Abuse Treatment η εργασία των
Κremer, Malkin, και Bebshoff που αφορούσε στην αξιολόγηση 50 θεραπευτικών
προγραµµάτων εξαρτηµένων ατόµων και έγινε για να καταγραφούν ποια προγράµ-
µατα άθλησης εφαρµόζονταν στα θεραπευτικά κέντρα αλλά και για δουν τον βαθµό
εξειδίκευσης των γυµναστών που τα εφήρµοζαν, και αυτό πάντα προς την κατεύ-
θυνση και την λογική ότι, όπου υπάρχει εξειδίκευση υπάρχει και αποτελεσµατικό-
τητα. Η µελέτη που αφορούσε τα προγράµµατα άθλησης είχε δύο κατευθύνσεις, µε
την µια να αξιολογεί το έργο των καθηγητών φυσικής αγωγής και του έργου που
αυτοί προσέφεραν, και η άλλη αφορούσε τις αθλητικές προτιµήσεις των εξαρτηµέ-
νων.Τα αποτελέσµατα της έρευνας έδειξαν ότι στο 80% των θεραπευτικών
προγραµµάτων συµπεριλάµβαναν την άθληση στο πρόγραµµα τους.
Παρόµοιο είναι και το ποσοστό στον ελλάδικό χώρο, οπου στις µεγάλες νοµαρχίες
στις οποίες υπήρχαν µονάδες απεξάρτησης κατά το χρονικό διάστηµα 1997-1998
λειτουργούσαν παράλληλα προγράµµατα µαζικού αθλητισµού που γινόταν στο χώρο
των κοινοτήτων (Ετήσιος Απολογισµός Γ.Γ.Α, 1998). Σήµερα υπάρχει τουλάχιστον
ένας διορισµένος καθηγητής φυσικής αγωγής σε όλες τις θεραπευτικές δοµές που
λειτουργούν στην Ελλάδα υπό την αιγίδα του Ο.ΚΑ.ΝΑ, είτε αυτές είναι κλειστά
συστήµατα απεξάρτησης όπως είναι οι θεραπευτικές κοινότητες, είτε είναι µονάδες
απεξάρτησης που λειτουργούν µέσα στα µεγάλα ψυχιατρικά νοσοκοµεία.
Τα ερευνητικά δεδοµένα σε ότι αφορά στην επίδραση της άθλησης στους χρήστες,
όπως επίσης και ως προς την πρωτογενή – δευτερογενή - και τριτογενή πρόληψη
είναι λίγα. Οι Taylor, Sallis και Needle (1985) σε µια αντίστοιχη µελέτη παρέπεµψαν
σε τέσσερις µη σταθµισµένες ως προς την εγκυρότητα τους έρευνες, το ίδιο και ο
Collinwood µε τους συνεργάτες του (1991) οι οποίοι θεωρούν θετική την επίδραση
της άθλησης σε εξαρτηµένα άτοµα αλλά, λένε ότι τα ερευνητικά δεδοµένα είναι πολύ
λίγα. Το συµπέρασµα που προκύπτει µέσα από την µελέτη µιας σειράς επιστηµονι-
κών άρθρων είναι ότι ο αθλητισµός αποτελεί µια από τις δραστηριότητες σχεδόν των
περισσοτέρων θεραπευτικών προγραµµάτων απεξάρτησης από την χρήση ουσιών
(O'Brien, Vincent & Biase,1998; Kremer, Malkin & Benshoff, 1995).
Αναλυτικότερα το ερευνητικό πεδίο που αφορά στην επίδραση της άσκησης σε άτοµα
χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών έχει σαν αφετηρία την δεκαετία του ’70 όπου αρχίζουν
να εµφανίζονται οι πρώτες µελέτες που διερευνούν την επίδραση της άσκησης σε
χρήστες κυρίως αλκοόλ, και µε σκοπό κυρίως την επίδραση της φυσικής δραστηριό-

5
τητας στην φυσική κατάσταση των χρηστών (Μurphy, 1970; Τsukue, & Shohoji,
1981). Τα επόµενα χρόνια αρχίζουν να εµφανίζονται οι πρώτες µελέτες που αφορούν
όχι µόνον στην επίδραση της άσκησης στη φυσική κατάσταση αλλά και σε κάποια
στοιχεία της προσωπικότητας (Frankel & Murphy,1974), στο άγχος (Whiting, 1981),
αλλά αρχίζει να διερευνάται στο αν µπορεί η βελτίωση της φυσικής κατάστασης των
χρηστών ψυχοτρόπων ουσιών να επιφέρει µεταβολές στην κατάθλιψη και να µειώσει
το άγχος τους (Palmer, Vacc & Epstein, 1988) ή να βελτιώσει την αυτοεκτίµηση τους
(True, 1990).
Σταδιακά µε το πέρασµα των χρόνων οι µελέτες που αφορούν στην επίδραση της
άσκησης σε χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών εξειδικεύτηκαν, και αρχίζει να µελετάται η
επίδραση διαφορετικών µορφών άσκησης (αερόβιας – αναερόβιας - κυκλικής προπό-
νησης) σε ψυχολογικές παραµέτρους που φέρονται ότι σχετίζονται µε την χρήση και
κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών όπως είναι η κατάθλιψη(Palmer, Palmer, Michiels &
Thigpen, 1995), ή το άγχος (Kunstler, 1985) ή και των δυο µαζί (Caplan, 1991;
Collinwood, 1991; Franklin, 1988). Ενδιαφέρον στοιχείο των µελετών αποτελεί η
πιθανή σύνδεση µεταξύ άσκησης και προσκόλλησης στο θεραπευτικό πρόγραµµα
(Burling, et al., 1992) ή τα ευρήµατα ότι η άσκηση πιθανόν να αποτελεί πρόσθετο
µέσο θεραπείας (Κυρκούλης, 1998; Collinwood, et al., 1991).
Το ερευνητικό τοπίο στην Ελλάδα για την επίδραση που µπορεί να έχει η άσκηση σε
ειδικές κατηγορίες ατόµων όπως οι χρήστες ψυχοτρόπων ουσιών περιορίζεται σε ένα
µικρό αριθµό εργασιών που πραγµατοποιήθηκαν στα πλαίσια λειτουργίας διαφορετι-
κών θεραπευτικών κοινοτήτων(Vlachopoulou, Diakogiannis, Fokas, Doganis & Kiou-
mourtzoglou, 2005b; Κυρκούλης,1998;Γεωργάκας, Χαριτοπούλου, Αναστασιάδης &
Χατζούδη, 1993) και σε µια µονογραφία που αφορούσε την κατάχρηση φαρµάκων
από αθλητές (Παραδέλλης, 1993). Στόχος της µελέτης της Vlachopoulou, και συνερ-
γατών (2005), ήταν η σχέση των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων χρηστών εξαρ-
τησιογόνων ουσιών µε την κατάθλιψη και το άγχος, ενώ στη µελέτη του Γεωργάκα
και των συνεργατών του (1993),στόχο αποτέλεσε η διερεύνηση της δυνατότητας
ενίσχυσης της υποστηρικτικής ψυχοθεραπείας των χρηστών διαµέσου της συµµε-
τοχής τους σε αθλητικές δραστηριότητες. Στη µελέτη του Κυρκούλη (1998), διερευ-
νήθηκε στο αν η συµµετοχή των χρηστών σε οµάδα µπάσκετ τους βοηθάει στην
ολοκλήρωση του θεραπευτικού τους προγράµµατος.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Olievenstein και το υπενθυµίζει η Μάτσα (2001),
η εγκατάσταση της τοξικοµανίας είναι το προϊόν της συνάντησης µιας ουσίας µε µια

6
συγκεκριµένη ελλειµµατική προσωπικότητα σε µια δεδοµένη κοινωνικοπολιτιστική
στιγµή. Αυτό που έχει φανεί από την έρευνα είναι ότι η χρήση και η κατάχρηση
ουσιών καθορίζεται από ένα πλέγµα κοινωνικών – περιβαλλοντικών – οικογενειακών
- ψυχολογικών και βιολογικών - γενετικών παραγόντων (Cadoret, Troughton, O’
Gorman, Heywood, 1986; Kokkevi, 1992).
Έρευνες για την χρήση και την κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών έδειξαν ότι στην
Ελλάδα οι καθοριστικοί παράγοντες είναι περισσότερο ενδοατοµικοί όπως είναι τα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, η ψυχοπαθολογία (Αλεκτορίδης, Παρίση, Τσα-
µουρτζή, Γεωργάκας & Ρογκότης, 1993; Kokkevi, Madianou, Madianos, Stefanis,
1985),διαταραχές συναισθηµάτων όπως µοναξιά, ψυχοσωµατικά συµπτώµατα, κατά-
θλιψη(Kokkevi & Stefanis,1995;Madianos,Gefou-Madianou & Stefanis,1994; Μadia-
nos, Gefou-Madianou, Richardson & Stefanis,1995;Stefanis & Kokkevi,1994) αλλά
και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που έχουν να κάνουν µε την εικόνα εαυτού,
(Κοκκέβη, Μοστριού, Τερζίδου, ∆αρβίρη, Λεντάκη & Στεφανής, 1988; Κοκ-
κέβη,1991) όπως επίσης σηµαντικός παράγοντας για την χρήση και κατάχρηση
ουσιών είναι το οικογενειακό περιβάλλον και οι σχέσεις του χρήστη µ' αυτό
(Αγοραστίδης, 1985; Donavan, Marlatt, Allan, 1988; Koutras, Hyphantis,
Kafetzopoulos, Liacos & Marselos,1990; Hyphantis, Koutras, Liacos & Marselos,
1991; Χείλαρη, 1992).
Λαµβάνοντας υπ’ όψη τα ευρήµατα που προέκυψαν από τον χώρο της
φυσικής αγωγής για τον τρόπο που επιδρά η άσκηση σε κάποιους από τους παρά-
γοντες που ενοχοποιούνται για την χρήση και κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών η
παρούσα µελέτη θέλησε να διερευνήσει και να επεκτείνει παλαιότερα ευρήµατα
άλλων µελετών του Palmer, Vacc και Epstein(1988) και των Palmer, Palmer,
Michiels και Thigpen (1995). Στην πρώτη µελέτη φάνηκε βελτίωση της κατάθλιψης
του άγχους προδιάθεσης και του άγχους κατάστασης, µετά από την συµµετοχή σε
πρόγραµµα αερόβιας άσκησης οµάδας αλκοολικών που παρακολουθούσαν κλειστό
πρόγραµµα απεξάρτησης (Palmer, et al., 1988). Ενώ στη δεύτερη ο Palmer και οι
συνεργάτες του (1995) µελέτησαν τα αποτελέσµατα της επίδρασης τριών τύπων
άσκησης (aerobic, bodybuilding,και κυκλικής προπόνησης) στα συµπτώµατα της
κατάθλιψης, 45 χρηστών που παρακολουθόυσαν πρόγραµµα απεξάρτησης. Αξιοση-
µείωτα αποτελέσµατα σ’ αυτή την µελέτη έδωσε το πρόγραµµα του bodyduilding,
(άσκηση µε αυξανόµενη αντίσταση),όπου τα άτοµα που συµµετείχαν έδειξαν µείωση
των συµπτωµάτων της κατάθλιψης, αύξηση της µυϊκής µάζας, και της ευλυγισίας.

7
Όπως προαναφέρθηκε η άσκηση και ο αθλητισµός αποτελούν βασικό στοιχείο
των καθηµερινών δραστηριοτήτων των µελών των µονάδων απεξάρτησης. Η οργά-
νωση κατάλληλων αθλητικών προγραµµάτων και η επιστηµονική διερεύνηση για
την αποτελεσµατικότερη αθλητική δραστηριότητα, που στοχεύει στην βελτίωση
κάποιων από τους ψυχικούς παράγοντες που µοιάζει να ενοχοποιούνται για την
χρήση και κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών πρέπει να αποτελεί το στόχο της
επιστηµονικής διερεύνησης τα επόµενα χρόνια, για να µπορεί η άσκηση και ο
αθλητισµός να αποτελούν ένα ακόµα εργαλείο στην κατεύθυνση της θεραπείας και
της κοινωνικής επανένταξης ατόµων που παρακολουθούν προγράµµατα απεξάρτη-
σης.
Σκοπός της µελέτης ήταν να διερευνηθεί η επίδραση που έχει ένα πρόγραµµα
άσκησης µε αυξανόµενη αντίσταση που εφαρµόστηκε για οκτώ εβδοµάδες στην
κατάθλιψη, στο άγχος (προδιάθεσης –κατάστασης) και στην αυτοεκτίµηση
χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών που βρισκόταν σε περίοδο αποχής και παρακο-
λουθούσαν κλειστό πρόγραµµα απεξάρτησης σε θεραπευτική κοινότητα.

1.2 Όριοθετήσεις και περιορισµοί της µελέτης


Τα όρια και οι περιορισµοί της παρούσας µελέτης που αφορούν στην εγκυρότητα
και αξιοπιστία των ευρηµάτων της είναι οι ακόλουθοι:
• Το µικρό δείγµα πλήττει την αξιοπιστία των ευρηµάτων της µελέτης και για
αυτό τα αποτελέσµατα αφορούν µόνο τα ερευνητικά υποκείµενα της παρού-
σης µελέτης.
• Τα ευρήµατα της µελέτης αφορούν µόνο άτοµα τα οποία βρίσκονται και
παρακολουθούν «κλειστά» και «στεγνά» προγράµµατα απεξάρτησης και
όχι όσων ατόµων παρακολουθούν άλλα προγράµµατα απεξάρτησης.
• Η εθελοντική συµµετοχή των ερευνητικών υποκειµένων στην παρούσα
µελέτη και όχι όλων των µελών που εκείνη την χρονική περίοδο παρακο-

8
λουθούσαν το πρόγραµµα της θεραπευτικής κοινότητας κάνει τα ευρήµατα
να αφορούν µόνο τα άτοµα που εκδήλωσαν το ενδιαφέρον να συµµετά-
σχουν στην µελέτη και όχι όλα τα µέλη της θεραπευτικής κοινότητας.
Το γεγονός ότι τα µέλη της πειραµατικής οµάδας και της οµάδας ελέγχου
βρισκόταν και συµβιούσαν στον ίδιο χώρο, πιθανόν πλήττει την αξιοπιστία και
την εγκυρότητα των ευρηµάτων της µελέτης.

1.3 Ορισµοί και συντοµογραφίες


«Κλειστά - Στεγνά » προγράµµατα απεξάρτησης: Θεραπευτικά προγράµµατα
απεξάρτησης που στηρίζονται στη φιλοσοφία του Daytop. Ο χρήστης παρακολου-
θεί για ένα µεγάλο χρονικό διάστηµα το πρόγραµµα µιας θεραπευτικής κοινότη-
τας, όπου δεν του δίνετε η δυνατότητα για µεγάλο χρονικό διάστηµα να έχει επαφή
µε τον έξω κόσµο. Στο πρόγραµµα των θεραπευτικών κοινοτήτων δεν περιλαµβά-
νεται η δυνατότητα χρήσης υποκατάστατων (µεθαδόνη κ. ά).
Πρώην χρήστες σε περίοδο αποχής: Άτοµα χρήστες οπιοειδών και άλλων ουσιών
που βρίσκονται σε περίοδο µη χρήσης.
Αντιλαµβανόµενη ικανότητα (perceived competence): η αίσθηση της ικανότη-
τας που έχει ένα άτοµο πάνω σε συγκεκριµένους τοµείς της καθηµερινής του ζωής
(εργασία, αθλητισµός κ.ά).
Έννοια του Εαυτού (self-concept): Σύνθετη εννοιολογική κατασκευή η οποία
περιλαµβάνει γνωστικές, συναισθηµατικές και συµπεριφορικές πτυχές, µε δυο
βασικές συνιστώσες την αυτοαντίληψη (self-perception) ή αυτοεικόνα (self-image)
και την αυτoεκτίµηση (self-esteem) ή σφαιρική αυτοαξία (global self-worth)
Αυτοαποτελεσµατικότητα (self-efficacy): Αποτελεί τις εκτιµήσεις του ατόµου
αναφορικά µε την ικανότητα του να οργανώσει και να εκτελέσει ένα σχέδιο δράσης
για την επίτευξη προκαθορισµένων επιπέδων επίδοσης (Μακρή-Μπότσαρη, 2001,
σελ.24).
Αυτοεκτίµηση (self –esteem): Ο Coopersmith ορίζει την αυτοεκτίµηση ως την

9
αξιολόγηση που το άτοµο κάνει και συνήθως διατηρεί σε σχέση µε τον εαυτό του
(Μακρή –Μπότσαρη,2001,σελ.23).
BDI.: Beck Depression Inventory (Κλίµακα Κατάθλιψης Beck)
STAI.: State - Trait Anxiety Inventory (Κλίµακα Άγχους Προδιάθεσης – Κατάσ-
τασης ).
P.S.P.P.: Physical Self-Perception Profile (Προφίλ Σωµατικής Αυτοαντίληψης).
SPORT.: Perceived sport competence(Αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα)
COND.: Perceived physical condition (Αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση)
BODY.: Perceived attractive body (Αντιλαµβανόµενο ελκυστικό σώµα)
STREN.: Perceived physical strength (Αντιλαµβανόµενη σωµατική δύναµη)
PSW.: Physical self-worth (Σωµατική Αυταξία).

1.4 Μηδενικές υποθέσεις


Οι µηδενικές υποθέσεις της παρούσας µελέτης είναι οι παρακάτω.
• Μετά το πρόγραµµα παρέµβασης δεν θα υπάρχει διαφορά µεταξύ αρχικής και
τελικής µέτρησης στον παράγοντα της κατάθλιψης.
• Μετά από το πρόγραµµα παρέµβασης δεν θα υπάρχει διαφορά µεταξύ αρχικής
και τελικής µέτρησης στον παράγοντα του άγχους.
• Μετά το πρόγραµµα παρέµβασης δεν θα υπάρχει διαφορά µεταξύ αρχικής και
τελικής µέτρησης στον παράγοντα της αυτοεκτίµησης.

10
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

2.1 Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

2.1.1 Επίδραση της άσκησης στην κατάθλιψη µη κλινικών πληθυσµών

Η ψυχική διάθεση εµπεριέχει µια σειρά συναισθηµατικές καταστάσεις που


ορίζονται τόσο από φυσιολογικές παραµέτρους (κούραση, εξάντληση, ενεργητι-
κότητα), όσο και από ψυχολογικές (άγχος, στρες, κατάθλιψη). Το συναίσθηµα αποτε-
λεί εξωτερική έκφραση της συναισθηµατικής διάθεσης. Η κατάθλιψη δεν περιορί-
ζεται σε συγκεκριµένο χρόνο και χώρο, γιατί αποτελεί βασικά αντίδραση στην
ένταση. Η κατάθλιψη είναι µια διάθεση που µπορεί να παρουσιαστεί οποτεδήποτε σε
οποιονδήποτε (Flach,1974). Κάτω από καταστάσεις έντασης κατάθλιψη µπορεί να
παρουσιάσει ο οποιασδήποτε, χωρίς όµως να νοσήσει από αυτή. Στον χώρο της
φυσικής αγωγής έχουν γίνει πολλές έρευνες που αφορούσαν στην επίδραση της
άσκησης στην κατάθλιψη σε φυσιολογικούς πληθυσµούς.
Η άσκηση χρησιµοποιήθηκε για την βελτίωση της ψυχολογικής λειτουργικότητας
και της ευεξίας ανάµεσα σε ανθρώπους µε ήπια ή µέτρια ψυχική ένταση χωρίς όµως
αυτοί να πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια µιας ψυχιατρικής διαταραχής. Πολλοί
συγγραφείς σηµείωσαν ότι η συµµετοχή σε προγράµµατα αερόβιας άσκησης ανάµεσα
σε µη ψυχιατρικούς ασθενείς ίσως µπορεί να προλάβει µελλοντικές ψυχικές διαταρα-
χές (Plante,1993). Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας που αφορούσε στην επίδραση και
τον ρόλο που παίζει η άσκηση στην ψυχική υγεία µη κλινικών πληθυσµών πραγµα-
τοποίησαν οι Plante και Robin (1990), και οδηγήθηκαν στο συµπέρασµα ότι η άσκη-
ση βελτιώνει την ήπια κατάθλιψη.
Σε έρευνα που πραγµατοποίησαν οι Roberts και Morgan (1971) µελέτησαν κατά
πόσο µεταβάλλεται το επίπεδο της κατάθλιψης σε άτοµα που δεν νοσούσαν. Μετά
από άσκηση 6 εβδοµάδων οι συµµετέχοντες που ήταν κατανεµηµένοι σε οκτώ οµάδες
άσκησης και σε µια οµάδα ελέγχου έδειξαν να ωφελούνται από την άσκηση σε σχέση
µε την οµάδα ελέγχου και τέσσερις από τις οκτώ οµάδες είχαν στατιστικά σηµαντικές
διαφορές. Σε µελέτη που πραγµατοποίησαν οι Morgan, Roberts Brand και Feinerman
(1970) σε δείγµα ατόµων που δεν νοσούσαν από κατάθλιψη, µετά από πρόγραµµα

11
άσκησης 6 εβδοµάδων δεν φάνηκε µείωση των επιπέδων κατάθλιψης, και παρόµοια
ήταν τα συµπεράσµατα και άλλης µελέτης που πραγµατοποίησαν οι Morgan και
Pollock (1978). Την δεκαετία του 1970 ξεχωρίζουν η εργασία του Blue (1979), και
δυο άλλες ερευνητικές προσπάθειες των Brown, Ramizer και Taub (1978), και των
Kavanagh, Shephard, Tuck και Qureshi (1977). Στην µελέτη του Brown και των συν-
εργατών του (1978) κύριος σκοπός ήταν η επίδραση της άσκησης στη κατάθλιψη, και
το ερευνητικό δείγµα το αποτελούσαν φοιτητές. Για τις µετρήσεις οι ερευνητές
χρησιµοποίησαν το Zung Self – Rating Depression Scale, το Activation – Deacti-
vation Check List, και το Lorr Mood Check List. Μετά το τέλος της τα αποτελέσµατα
έδειξαν βελτίωση της κατάθλιψης. Κοινά στοιχεία των τριών µελετών των Kavanagh
και συν., (1977), του Brown και συν. (1978), και του Blue (1979) ήταν ότι στερούντo
οµάδων ελέγχου, και ότι κατέληγαν σε βελτίωση της κατάθλιψης µετά από την συµ-
µετοχή των υποκειµένων σε αερόβια προγράµµατα άσκησης (τρέξιµο) (Folkins &
Sime, 1981).
Η άσκηση µοιάζει να επιδρά µειώνοντας την κατάθλιψη που εµφανίζεται σε άτοµα
που εµφανίζουν προβλήµατα καρδιάς ( Taylor, Sallis & Needle,1985;Stern & Cleary,
1981;1982; Κavangh et.al., 1977). Σε άλλες µελέτες δεν έχουµε κάποια επίδραση της
άσκησης στην µείωση της κατάθλιψης µετά από µετακαρδιακό έµφραγµα (Willis &
Campell,1992). Φαίνεται πιθανό ότι οι ενήλικες που είναι φυσικά δραστήριοι είναι
λιγότεροι επιρρεπείς στην κατάθλιψη από τους αντίστοιχους που κάνουν καθιστική
ζωή (Stephens, 1988).
Οι Ruuskanen και Ruoppila (1995) πραγµατοποίησαν έρευνα µε ηλικιωµένους, και
οι Norris, Carroll και Cochrane (1992) µε εφήβους, και τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι
η άσκηση συνδέεται µε χαµηλότερα επίπεδα κατάθλιψης τα οποία όµως είναι
δύσκολο να τεκµηριωθούν γιατί έλλειπαν από τις µελέτες οι οµάδες ελέγχου. Ο
Steptoe και ο Butler το 1996 πραγµατοποίησαν έρευνα µε δείγµα 5.061 ατόµων, και
των οποίων η συµµετοχή σε έντονη φυσική δραστηριότητα συσχετίστηκε µε χαµηλό-
τερα επίπεδα κατάθλιψης. Σε παρόµοια έρευνα και σε παρόµοια συµπεράσµατα
οδηγήθηκε ο Steptoe και οι συνεργάτες του (1997) µε ένα πολύ µεγάλο δείγµα 16.483
φοιτητών. Ο Weyerer (1992) και ο Stephens (1988) σε δείγµα 1536 και 55.000 ενηλί-
κων αντίστοιχα συσχέτισαν την καλύτερη ψυχική υγεία και τα χαµηλότερα επίπεδα
κατάθλιψης µε την φυσική δραστηριότητα. Οι µεταβλητές που συνυπολογίστηκαν
ήταν το φύλο, η ηλικία, η κοινωνικοοικονοµική κατάσταση και οι παθήσεις των συµ-
µετεχόντων.

12
Σε αυτού του τύπου τις µελέτες στις οποίες γίνεται σύνδεση της φυσικής
δραστηριότητας µε την καλύτερη συναισθηµατική κατάσταση είναι δύσκολο να
εξαχθούν ασφαλή συµπεράσµατα, γιατί επεισέρχονται µια σειρά από άλλους
παράγοντες που µπορεί να έχουν θετική επίδραση στη συναισθηµατική κατάσταση
των υποκειµένων, και αυτή η βελτίωση µονοµερώς να αποδοθεί στην άσκηση.

2.1.2. Η επίδραση της άσκησης στην κατάθλιψη σε κλινικούς πλη-


θυσµούς

Υπάρχει δυσκολία να τεκµηριωθεί ερευνητικά η επίδραση της άσκησης σε


καταθλιπτικά υποκείµενα που είτε βρίσκονται σε προγράµµατα εσωτερικής διαµονής
(ιδιωτικές ή κρατικές κλινικές) είτε σε προγράµµατα εξωτερικής παρακολούθησης
(νοσοκοµεία ηµέρας) και αυτό γιατί οι καταθλιπτικοί ασθενείς είναι δύσκολο να
κινητοποιηθούν κινητικά.
Σε δυο µετααναλύσεις που πραγµατοποιήθηκαν αποδείχτηκε ότι η άσκηση
επιδρά θετικά στην κατάθλιψη, η συγκέντρωση όµως των στοιχείων προέκυψε από
µελέτες οι οποίες παρουσίαζαν προβλήµατα εγκυρότητας (North, Mc Cullagh & Vu
Tran,1990; Craft & Landers,1998). Οι Lawlor και Hopker (2001) σε µεταανάλυση
που πραγµατοποίησαν δεν µπόρεσαν να τεκµηριώσουν την αποτελεσµατικότητα της
άσκησης στην διαχείριση της κατάθλιψης, ωστόσο όµως δεν αποκλείουν την περί-
πτωση ότι σε ορισµένα άτοµα η φυσική δραστηριότητα µπορεί να προκαλέσει µείω-
ση των συµπτωµάτων της κατάθλιψης.
Τα περισσότερα προγράµµατα άσκησης που σχεδιάστηκαν για να µελετηθεί η επί-
δραση της στα συµπτώµατα της κατάθλιψης αφορούσαν την θεραπεία της κλινικής
κατάθλιψης των ενηλίκων, των εφήβων και των παιδιών (Conroy, Smith & Felthouse,
1982; Doyne et al., 1987; Greist, Klein Eischens, Faris, Gurman & Morgan,1979a;
Kavanagh, Shephard, Tuck & Oureshi,1977; Klein, et.al., 1985),την αερόβια άσκηση
και κυρίως το τρέξιµο (Kostrubala,1976;Rueter,1979; Greist, Eischens, Klein & Faris,
1979b; Fremot,1983), την επίδραση της αναερόβιας άσκησης στην µείωση της κατά-
θλιψης (Doyne et al., 1987; Mutrie,1988; Singh, Clements & Fiatrone,1997), όπως
επίσης στην επίδραση της σε άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας (Lampinen, Heikkinen &
Ruoppila, 2000).

13
Ο Kostrubala (1976) ένας ψυχαναλυτικός ψυχαναλυτής και ένας ενθουσιώδης δρο-
µέας, πίστευε ότι το τρέξιµο αποτελεί µια καλή µέθοδο για να έρθει σε καλύτερη
σχέση ο θεραπευτής µε τον ασθενή του. Ο Rueter (1979) πραγµατοποίησε έρευνα µε
οµάδα 18 φοιτητών οι οποίοι παρακολουθούντο για κατάθλιψη, και χωρίστηκαν
τυχαία σε δυο οµάδες, όπου στην πρώτη τα άτοµα δεχόταν συµβουλευτική ψυχοθε-
ραπεία για δέκα εβδοµάδες και στην δεύτερη δεχόταν ίδιου τύπου ψυχοθεραπεία και
παράλληλα έτρεχαν τρεις φορές την εβδοµάδα µε την ενθάρρυνση ενός αρχηγού. Η
µέτρηση της κατάθλιψης έγινε µε την κλίµακα ΒDI (Beck Depression Inventory), και
µε την πάροδο δέκα εβδοµάδων τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η οµάδα που δεχόταν
ψυχοθεραπεία παράλληλα µε το τρέξιµο έδειξε µεγαλύτερη βελτίωση στην κατάθλι-
ψη. Το γεγονός όµως ότι η οµάδα τρεξίµατος είχε καλύτερα αποτελέσµατα δεν µπο-
ρεί να αποδοθεί ευθέως στην επίδραση της άσκησης και όχι στο γεγονός ότι δεχόταν
περισσότερο χρόνο θεραπείας απ’ ότι η πρώτη οµάδα. Παρόµοια έρευνα µε αυτή του
Rueter (1979) πραγµατοποίησε ο Fremot (1983), ο οποίος χώρισε 49 εθελοντές σε
τρεις οµάδες, µια οµάδα δεχόταν γνωστική ψυχοθεραπεία για µια ώρα την εβδοµάδα,
µια δεύτερη οµάδα έκανε τρέξιµο τρεις φορές την εβδοµάδα για 20 λεπτά κάθε φορά
και µε την παρουσία ενός ειδικού, και µια τρίτη οµάδα που συνδύαζε ότι οι δυο
παραπάνω, δηλαδή έκανε µια ώρα γνωστική ψυχοθεραπεία την εβδοµάδα και τρεις
φορές τρέξιµο για 20 λεπτά. Για τη µέτρηση της κατάθλιψης χρησιµοποιήθηκε η
κλίµακα BDI, και τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι υπήρξε ισοδύναµη µείωση στην
κατάθλιψη και των τριών οµάδων.
Μια από τις καλύτερα σχεδιασµένες µελέτη πραγµατοποιήθηκε από τον Greist και
τους συνεργάτες του (1979a), µε στόχο να διερευνηθεί η επίδραση της άσκησης και
συγκεκριµένα του τρεξίµατος σε καταθλιπτικά υποκείµενα. Οι ερευνητές τυχαία
τοποθέτησαν 28 καταθλιπτικά υποκείµενα σε τρεις οµάδες. Η χρονική διάρκεια της
παρέµβασης ήταν δέκα εβδοµάδες. Η πρώτη οµάδα δέχθηκε δέκα συνεδρίες
ψυχοθεραπεία συµπεριφορικού τύπου, η δεύτερη οµάδα δέχτηκε ψυχοθεραπεία χωρίς
χρονικό περιορισµό προσανατολισµένη σε µεγαλύτερη ενδοσκόπηση (insight) και η
τρίτη οµάδα συµµετείχε σε τρέξιµο µε την επίβλεψη υπευθύνου για 30-45 λεπτά για
τρεις φορές την εβδοµάδα. Από τα 28 υποκείµενα της µελέτης τα 13 ήταν άνδρες και
τα 15 γυναίκες και ήταν ασθενείς ιδιωτικής κλινικής. Η αξιολόγηση της κατάθλιψης
έγινε µε την SCL-90 (Symptom Checklist-90)κλίµακα για την κατάθλιψη. Μετά την
πάροδο των δέκα εβδοµάδων η τρίτη οµάδα είχε την ίδια βελτίωση στην κατάθλιψη
που είχαν οι δυο άλλες οµάδες που δεχόταν ψυχοθεραπεία. Τα ευρήµατα της µελέτης

14
αµφισβητούνται γιατί υπήρχαν µεθοδολογικά προβλήµατα τα οποία επέδρασαν στην
εσωτερική και εξωτερική εγκυρότητα των αποτελεσµάτων. Ως αναφορά στην
εσωτερική εγκυρότητα υπήρχε το πρόβληµα ότι ο υπεύθυνος της οµάδας τρεξίµατος
ήταν ένας απλός δροµέας σε σχέση µε τους θεραπευτές των άλλων δυο οµάδων οι
οποίοι ήταν ειδικοί ψυχοθεραπευτές, και ότι η οµάδα τρεξίµατος είχε µεγαλύτερη
χρονική διάρκεια επαφή µε το θεραπευτή της. Επίσης δεν ήταν ξεκάθαρο σε τι οφει-
λόταν η βελτίωση της οµάδας τρεξίµατος, αν δηλαδή αυτή σχετιζόταν µε το αίσθηµα
υπεροχής και της τοποθέτησης στόχου, µε την κοινωνική διαντίδραση των µελών ή
ήταν αποτέλεσµα της βελτίωσης της φυσικής κατάστασης. Τα ευρήµατα της
προηγούµενης µελέτης ότι πιθανόν το τρέξιµο να αποτελεί αποτελεσµατικότερη
θεραπεία απ’ ότι οι παραδοσιακές θεραπείες οδήγησε τον Greist και τους συνεργάτες
του σε µια παραπλήσια µελέτη (Klein, et al., 1985). Σε αυτή την µελέτη οι ερευνητές
εξίσωσαν τον χρόνο επαφής των υποκειµένων της έρευνας µε τους θεραπευτές. Στην
µελέτη αυτή 75 καταθλιπτικά χωρίστηκαν τυχαία κατανοµή σε τρεις οµάδες, µια
οµάδα ψυχοθεραπείας, µια οµάδα διαλογισµού, και µια τρίτη οµάδα τρεξίµατος.
Μετά από παρέµβαση 12 εβδοµάδων και επανεξέταση µετά από εννέα µήνες, όλα τα
ερευνητικά υποκείµενα των τριών οµάδων παρουσίασαν παρόµοια µείωση των
επιπέδων της κατάθλιψης. Τα αποτελέσµατα της µελέτης συµφωνούν µε εκείνα της
προηγούµενης έρευνας του Greist et al., (1979a), ωστόσο δεν φάνηκε σε αυτή την
δεύτερη µελέτη κάποια µεγαλύτερη επίδραση στην κατάθλιψη κάποιας µεθόδου σε
σχέση µε τις δυο άλλες.
Ερευνητικοί σχεδιασµοί µε λίγα υποκείµενα έδειξαν θετικά αποτελέσµατα στην
κατάθλιψη µετά από συµµετοχή των ασθενών σε πρόγραµµα άσκησης (τρέξιµο)
(Blue,1979; Doyne,Chambless & Beutler,1983;Buffone,1981). Ο Blue (1979) επέλεξε
το τρέξιµο για δυο ασθενείς του όταν η προηγούµενη παραδοσιακή θεραπευτική
παρέµβαση µε την χρήση φαρµάκων απέτυχε. Οι δύο ασθενείς έδειξαν µείωση της
κατάθλιψης µετά από εννέα βδοµάδες που συµµετείχαν στο πρόγραµµα τρεξίµατος.
Ο Doyne και οι συνεργάτες του (1983) πραγµατοποίησαν µελέτη µε τρεις ασθενείς
που είχαν διάγνωση µείζονος κατάθλιψης και χρησιµοποίησαν για άσκηση εργο-
ποδήλατα µαζί µε την χρήση placebo. Τα αποτελέσµατα της µελέτης έδειξαν βελτίω-
ση της ψυχικής διάθεσης των υποκειµένων µε διάρκεια κάτι που φάνηκε σε επανε-
ξέταση που πραγµατοποιήθηκε τρεις µήνες µετά. Μια άλλη έρευνα µε λίγα κατά-
θλιπτικά υποκείµενα πραγµατοποιήθηκε από τον Buffone (1981). Οι συµµετέχοντες
στην έρευνα αξιολογήθηκαν 4 εβδοµάδες πριν τους δοθεί ένα συνδυασµένο πρόγραµ-

15
µα γνωστικής ψυχοθεραπείας µε τρέξιµο. Οι µετρήσεις έγιναν µε την κλίµακα BDI
και έδειξαν µια αρχική µείωση της κατάθλιψης, όµως σε επανεξέταση που έγινε δυο
µήνες µετά αποκάλυψε αύξηση των αρχικών επιπέδων της κατάθλιψης, και µη
προσκόλληση των υποκειµένων στην άσκηση. Οι Hartz, Wallace και Cayton (1982)
διερεύνησαν την επίδραση της αερόβιας άσκησης σε 7 καταθλιπτικούς ασθενείς που
παρακολουθούσαν πρόγραµµα εξωτερικής περίθαλψης. Ο ερευνητικός τους σχεδια-
σµός περιελάµβανε δύο φάσεις θεραπείας και δυο µη θεραπευτικές φάσεις. Βελτίωση
παρατηρήθηκε σε τρεις ασθενείς µετά την συµµετοχή τους στο της πρόγραµµα
αερόβιας άσκησης. Στην επανεξέταση κατά την φάση που δεν παρεχόταν θεραπεία η
κατάθλιψη δεν επανήλθε στα αρχικά επίπεδα για τους συµµετέχοντες.
Ο Morgan διερεύνησε την επίδραση της κατάθλιψης στο ψυχοκινητικό επίπεδο
των ασθενών µε κατάθλιψη (Morgan,1968;Morgan,1969;Morgan,1970). Τα συµπε-
ράσµατα στα οποία κατέληξε είναι παρόµοια µε αυτά άλλων ερευνών που
υποστηρίζουν ότι το χαµηλότερο επίπεδο µυϊκής αντοχής είναι συνδεδεµένο µε
µέγιστη ψυχοπαθολογία. Σε κάθε περίπτωση η απουσία διαφορών στο λίπος του
σώµατος, στο χρόνο αντίδρασης και στη µυϊκή δύναµη συνεπάγεται ότι ψυχοκι-
νητική επιβράδυνση στους καταθλιπτικούς ασθενείς, και ίσως είναι καθρέφτης της
συναισθηµατικής τους κατάστασης (Morgan, 1994).
Σε βελτίωση της κατάθλιψης µετά από την συµµετοχή σε αθλητικά προ-
γράµµατα αερόβιας άσκησης αποτιµήθηκε σε ασθενείς µε διάγνωση κατάθλιψης
που βρισκόταν σε ψυχιατρικές κλινικές (Conroy, Smith & Felthouse,1982; Martin-
sen, Medhus & Sandvik,1985; Taylor, Sallis & Needle,1985; Mutrie,1988; Martin-
sen,2000; Mayer & Brooks 2000). Ο Martinsen και οι συνεργάτες του (1985)
µελέτησαν 49 ασθενείς που βρισκόταν σε πρόγραµµα εσωτερικής διαµονής και
σύµφωνα µε το DSM-III έπασχαν από µείζονα κατάθλιψη, χωρίς άλλες ψυχωτικές
διαταραχές, και µε µέσο όρο ηλικίας τα 40 χρόνια. Με τυχαία κατανοµή τα
υποκείµενα χωρίστηκαν σε δυο οµάδες, η µια οµάδα συµµετείχε σε πρόγραµµα
αερόβιας άσκησης και η άλλη αποτέλεσε την οµάδα ελέγχου. Η οµάδα άσκησης
για 6-9 εβδοµάδες, τρεις φορές την εβδοµάδα, και για 1 ώρα την κάθε φορά συµµε-
τείχε σε πρόγραµµα γρήγορου περπατήµατος ή τρεξίµατος. Όση ώρα η οµάδα
άσκησης εκτελούσε το πρόγραµµα της η οµάδα ελέγχου συµµετείχε σε πρόγραµµα
εργοθεραπείας. Οι δυο οµάδες βρισκόταν υπό την επίβλεψη ειδικών µε παράλλη-
λη ψυχοθεραπεία οµαδική η ατοµική και οι περισσότεροι ασθενείς βρισκόταν σε
φαρµακευτική αντικαταθλιπτική αγωγή. Οι ερευνητές για την εκτίµηση της κατά-

16
θλιψης χρησιµοποίησαν την κλίµακα CPRS και την κλίµακα BDI. Τα αποτε-
λέσµατα έδειξαν βελτίωση της φυσικής κατάστασης των ατόµων της οµάδας
άσκησης και καµιά µεταβολή στην οµάδα ελέγχου. Ως αναφορά στην κατάθλιψη
φάνηκε αξιοσηµείωτη µείωση στις τιµές των δύο οµάδων µε µεγαλύτερη αυτή της
οµάδας άσκησης, και τα αποτελέσµατα ήταν καλύτερα για τους άνδρες και ως
προς την φυσική κατάσταση και ως προς την κατάθλιψη.
Ο Mutrie (1988) χρησιµοποίησε δείγµα 24 ασθενών, χωρίς όµως να έχει αρχική
επίσηµη διάγνωση, κάτι που θεωρήθηκε αδυναµία της µελέτης του, και για την
µέτρηση της κατάθλιψης χρησιµοποιήθηκε η κλίµακα BDI. Ο ερευνητής δηµιούργη-
σε τρεις οµάδες, µια οµάδα άσκησης µε βάρη και διατάσεις, µια οµάδα αερόβιας
άσκησης, και µια οµάδα ελέγχου, µε συχνότητα άσκησης τρεις φορές την βδοµάδα.
Μετά από τέσσερις εβδοµάδες οι δυο οµάδες άσκησης παρουσίασαν µεγαλύτερη
µείωση στις τιµές της BDI, µε µεγαλύτερη εκείνη της αερόβιας άσκησης. Την ίδια
χρονιά (1988) ο Farmer και οι συνεργάτες του παρουσίασαν έρευνα που αφορούσε
1900 άτοµα µε πρoϋπάρχουσα κατάθλιψη. Στην επανεξέταση που τους έγινε µετά
από 8 χρόνια και αφού ελήφθησαν υπ’ όψη δηµογραφικές και ιατρικές µεταβλητές,
φάνηκε ότι υπήρξε αποφυγή της κατάθλιψης των ατόµων µετά από συνηθισµένη
φυσική δραστηριότητα, και το µέγεθος της επίδρασης είχε να κάνει µε το φύλο και το
αρχικό επίπεδο της κατάθλιψης.
Παρόλα τα προβλήµατα που υπάρχουν στην προσπάθεια αξιολόγησης των
επιδράσεων της άσκησης στην κατάθλιψης από τις µετα-αναλύσεις που έχουν γίνει
φάνηκε µείωση των επιπέδων κατάθλιψης σε ένα αριθµό µελετών µε ποικιλία
εξαρτηµένων µεταβλητών και µε µια ποικιλία συνθηκών ελέγχου (Craft & Landers
1998; McDonald & Hogdon, 1991; North, McCullagh & Tran,1990).
Γενικά έχει αποδειχτεί ότι η άσκηση επιδρά θετικά στην µείωση της ήπιας και µέτ-
ριας κατάθλιψης των κλινικά καταθλιπτικών ασθενών (Plante,1993;Martinsen, 2000),
και όπως έχει φανεί ερευνητικά, µεγαλύτερες ποσότητες άσκησης και αφιέρωσης του
ελεύθερου χρόνου σ’ αυτή, είναι συνδεδεµένη µε µείωση των συµπτωµάτων της
κατάθλιψης.

17
2.1.3 Βιολογικοί µηχανισµοί ερµηνείας της ανακουφιστικής δράσης της
άσκησης στην κατάθλιψη

Ένας αριθµός βιολογικών και ψυχολογικών µηχανισµών προτάθηκαν


προκειµένου να βρεθεί και να ερµηνευθεί η σχέση που συνδέει την άσκηση και την
ψυχική υγεία (Plante, 1993). Ο άνθρωπος σαν ένας σωµατικός και ψυχολογικός οργα-
νισµός, στον οποίο η κληρονοµικότητα, οι εµπειρίες της παιδικής ηλικίας, τα χαρα-
κτηριστικά της προσωπικότητας,η σχέση του µε το περιβάλλον,, τα διάφορα γεγονότα
της ζωής του, και η φύση του κεντρικού νευρικού του συστήµατος και των ορµονι-
κών αδένων αλληλοεπιδρούν κάθε στιγµή (Flach, 1974). Η σύνδεση µυαλού-σώµατος
έγινε από τον 3ο και 4° αιώνα π.χ από τον Ιπποκράτη, τον Πλάτωνα, και τον Αριστο-
τέλη, όµως µόλις πρόσφατα βλέπουµε µια τεράστια αύξηση της ψυχοσωµατικής
ιατρικής σαν Ολιστική Ιατρική, όπου η σωµατική και η ψυχική αρρώστια αντιµετωπί-
ζονται και κατανοούνται µέσα από αυτό το ολιστικό σύστηµα.
Έχουν προταθεί διάφορες βιολογικές θεωρίες που διερευνούν την σχέση ψυχικής
υγείας και άσκησης. Στα πρώτα χρόνια διατυπώθηκε από τους Von Euler και Soder-
berg (1956) (1957) η θεωρία της αύξησης της θερµοκρασίας στο εγκεφαλικό
στέλεχος που έχει σαν συνέπεια αυτό να οδηγεί σε µια κατάσταση χαλάρωσης. Οι
έρευνες τα τελευταία χρόνια στον τοµέα της κατάθλιψης έχουν στραφεί στην
βιολογική της πλευρά. Αν και οι βιολογικοί µηχανισµοί µε τους οποίους εκδηλώνεται
η κατάθλιψη είναι περίπλοκοι, σήµερα θεωρείται ότι στην εκδήλωση της εµπλέκονται
κυρίως οι νευροδιαβιβαστές (δηλαδή µόρια που µεταφέρουν χηµικά και ηλεκτρικά
µηνύµατα των κυττάρων του εγκεφάλου). Οι διαταραχές στην έκκριση των τριών
µονοαµινών νευροδιαβιβαστών, της σεροτονίνης της ντοπαµίνης και της νορεπι-
νεφρίνης συνδέθηκε µε την κατάθλιψη και µε άλλες ψυχολογικές διαταραχές (Dunn
& Dishman,1991), ενώ σε πειράµατα που έγιναν µε ποντίκια φάνηκε βελτίωση της
νορεπινεφρίνης του εγκεφάλου τους µετά από αύξηση της δραστηριότητας τους
(Brown & van Huss,1973).
∆ιάφορες υποθέσεις έχουν γίνει προς την κατεύθυνση της σύνδεσης της µείωσης της
κατάθλιψης µε την αύξηση του µεταβολισµού των αµινών, που πιθανόν να προέρχε-
ται από την άσκηση. Υπάρχουν ενδείξεις ότι µετά από έντονη άσκηση βρέθηκε αύξη-
ση της ντοπαµίνης και νορεπινεφρίνης σε διάφορα µέρη του εγκεφάλου, όπως είναι
µεσοεγκέφαλος, ο εγκεφαλικός φλοιός και ο υποθάλαµος(Mazzeo,1991). Tρεις µονο-
αµίνες νευροδιαβιβαστές έχει υποτεθεί ότι πιθανόν να παίζουν ρόλο στην αντικατα-

18
θλιπτική επίδραση της άσκησης, η νορεπινεφρίνη (Sime,1984;Ransford,1982),η ντο-
παµίνη (Lipton,1974), και η σεροτονίνη (Barchas & Freedman,1963). Τα ερευνητικά
δεδοµένα σε σχέση µε την επίδραση της άσκησης στο επίπεδο της νορεπινεφρίνης
στον εγκέφαλο είναι αντιφατικά. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το επίπεδο της αυξάνεται
µε την κολύµβηση (Chaouloff,1989), ενώ άλλοι λένε ακριβώς το αντίθετο ότι η
κολύµβηση (Barchas & Friedman, 1963) και το γρήγορο τρέξιµο (Gordon, Spector,
Sjoerdsma & Udenfriend,1966) εξαντλούν τα επίπεδα της νορεπινεφρίνης στον εγκέ-
φαλο.Ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι η άσκηση µακράς διάρκειας όπως κολύµβηση
(Ostman & Nyback,1976) ή το τρέξιµο (Brown & van Huss, 1973; Brown et al.,1979,
Dishman et al.,1997) διατηρούν ή αυξάνουν το επίπεδο της νορεπινεφρίνης. Οι
προηγούµενες ανασκοπήσεις των (Ransford,1982; Morgan,1985) έδειξαν ότι η υπόθε-
ση των αµινών είναι υποστηρίξιµη αλλά χρειάζεται περισσότερη έρευνα,και το ίδιο
υποστηρίζει ο Nieman(1995) στο βιβλίο του Fitness and Sports Medicine, µε την πρό-
ταση να διερευνηθούν οι σοβαρές ενδείξεις που υπάρχουν σχετικά µε την υπόθεση
των αµινών.
Μια άλλη υπόθεση που σχετίζεται µε την επίδραση της άσκησης στους
βιολογικούς µηχανισµούς είναι αυτή των ενδορφινών (North et al., 1990). Οι ενδορ-
φίνες παράγονται στην υπόφυση του εγκεφάλου και σε άλλους ιστούς του σώµατος
και έχουν παρόµοια δράση µε την µορφίνη στην µείωση του πόνου και στην δηµιουρ-
γία ευφορικής κατάστασης (Νοrth et al., 1990; Morgan, 1985; Markoff, Ryan &
Young,1982; Farrell, 1981).Aν και η υπόθεση της επίδρασης των οποιούχων ήταν η
επικρατούσα την δεκαετία του 70 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 80, µόλις τα
τελευταία χρόνια συνδέθηκαν µε την µείωση της αρνητικής διάθεσης, αλλά όχι µε
την αύξηση της θετικής διάθεσης (Plante,1993; Farrell et al., 1982; Haier, Quaid &
Mills, 1981; Hughes, 1984).
Σε µελέτη µε ποντίκια βρέθηκε ότι άσκηση είναι συνδεδεµένη θετικά µε την αύξηση
των οπιούχων (ενδορφινών στον εγκέφαλο). Από τα οποιούχα το µεγαλύτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει η β-ενδορφίνη η οποία και συνεισφέρει στην ρύθµιση της
πίεσης του αίµατος, στην αίσθηση του πόνου και στον έλεγχο της θερµοκρασίας του
σώµατος. Η β-ενδορφίνη εκκρίνεται στον υποθάλαµο και στο µεταιχµιακό σύστηµα
του εγκεφάλου περιοχές που σχετίζονται µε το συναίσθηµα και την συµπεριφορά
(Nieman,1995). Κατά την διάρκεια έντονης άσκησης η σχετικά µε την υπόφυση
παραγωγή της β-ενδορφίνης αυξάνεται οδηγώντας την αύξηση της συγκέντρωσης της
στο αίµα. Ερευνητές βρήκαν ότι η β-ενδορφίνη δεν αυξάνεται όταν η ένταση της

19
άσκησης δεν ξεπερνά το 75% της µέγιστης πρόσληψης του οξυγόνου (VO2 max) και
η διάρκεια της δεν ξεπερνά την µία ώρα (Schwarz & Kindermann,1992). Παρατεί-
νοντας την υποµέγιστης ένταση άσκηση βρέθηκαν τα επίπεδα των β-ενδορφινών στον
εγκέφαλο των ποντικών αυξηµένα και βελτιωµένη την αντοχή στον πόνο (Nieman,
1995).
Αν και υπάρχει η πλατιά διαδεδοµένη άποψη ότι οι ενδορφίνες που παράγονται κατά
την διάρκεια της άσκησης προκαλούν ευφορία οι ερευνητές διαφωνούν µε βάση τα
στοιχεία των ερευνών. Στο επίκεντρο αυτής της διαφωνίας βρίσκεται ο τρόπος
µέτρησης των β-ενδορφινών (North et al., 1990; Nieman, 1995). Ο τρόπος µέτρησης
τους πραγµατοποιείται µε την αλλαγή της συγκέντρωσης που έχουν στο ορό του
αίµατος (North, et al., 1990; Farell, et. al.,1982) ή µπλοκάροντας τους υποδοχείς των
ενδορφινών µε ναλαξόνη (North, et.al., 1990). Αυτές οι τεχνικές δεν µετρούν τις
αλλαγές των ενδορφινών στο Κ.Ν.Σ (Κεντρικό Νευρικό Σύστηµα), αλλά µόνον επι-
φανειακές αλλαγές και ο Μοrgan (1985) δηλώνει ότι η σχέση ανάµεσα στα επίπεδα
των ενδορφινών του εγκεφάλου και του πλάσµατος του αίµατος είναι µικρή (North,
et.al., 1990). Όµως οι έρευνες που έχουν γίνει µε ζώα έδειξαν ότι η συγκέντρωση των
β-ενδορφινών στον εγκέφαλο αυξάνεται κατά την διάρκεια της άσκησης (Nieman
1995;Thoren, Floras, Hoffmann & Seals,1990). Σε άλλες έρευνες φάνηκε ότι η επα-
ναλαµβανόµενη δραστηριοποίηση του ενδογενούς συστήµατος των οποιούχων από
την άσκηση οδηγεί σε ανάκληση του φαινοµένου και σε ανθεκτικότητα παρόµοια
αυτής που προκαλεί η παρατεταµένη χρήση ναρκωτικών (Salmon, 2001; Christie &
Chesher, 1982; Christie, Trisdikoon & Chesher, 1982).
Η µέχρι τώρα έρευνα δεν έχει διερευνήσει επαρκώς την σχέση ανάµεσα στην άσκηση
και την ψυχική υγεία. Για παράδειγµα τα ίδια ψυχολογικά κέρδη επιφέρει η αερόβια
και η αναερόβια άσκηση (Doyne et al., 1987), και θα πρέπει πάντοτε να έχουµε κατά
νου ότι τα ψυχολογικά κέρδη συνδέονται µε την αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση
συγκριτικά µε την ακριβή φυσική κατάσταση (Plante,1993; King et al., 1989). Όλοι
οι ερευνητές στα τελικά τους συµπεράσµατα συµφωνούν ότι ο τοµέας της βιολογικής
επίδρασης της άσκησης πάνω στην κατάθλιψη πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω.

20
2.1.4 Ψυχολογικοί µηχανισµοί ερµηνείας της ανακουφιστικής δράσης
της άσκησης στην κατάθλιψη

Πολλές ψυχολογικές θεωρίες διατυπώθηκαν στην προσπάθεια να ερµηνευτεί


η αντικαταθλιπτική δράση της άσκησης. Ένας από τους πιο συχνά προτεινόµενους
µηχανισµούς για την αντικαταθλιπτική επίδραση της άσκησης είναι η θετική γνωστι-
κή - συµπεριφορική αλλαγή των υποκειµένων, που αποτελεί συχνή εµπειρία των
ασκουµένων(Greist et al.,1979a, Griest et al., 1979b; Huges, 1984, Ransford,1982). O
γνωστικός - συµπεριφορικός µηχανισµός της αντικαταθλιπτικής επίδρασης της άσκη-
σης στηρίζεται σε θεωρητικό µοντέλο του Beck το οποίο είναι δοµηµένο πάνω σε
τρία στοιχεία. Στις αυτοµατοποιηµένες αρνητικές σκέψεις, στα συστηµατοποιηµένα
λογικά σφάλµατα, και στην παρουσία καταθλιπτικογενών σχηµάτων (North et al.,
1990).
Ο Weinstein και Μayers (1983) υποστήριξαν ότι η αντικαταθλιπτική επίδραση της
άσκησης γίνεται σε δύο επίπεδα, το ένα έχει να κάνει µε τις αλλαγές που είναι
φανερές στο επίπεδο της συµπεριφοράς, και το άλλο στις αλλαγές που γίνονται στο
γνωστικό process.Οι ίδιοι υποστήριξαν ότι το τρέξιµο πιθανόν να προκαλεί µία δια-
κοπή ή ένα µετασχηµατισµό σ’ ένα δυσπροσάρµοστο γνωστικό µοντέλο. Η αλλαγή
σ’ αυτό το δυσπροσάρµοστο γνωστικό µοντέλο πιθανόν να οφείλεται σε µια σειρά
άλλων µεταβλητών που επηρεάζονται από την αθλητική δραστηριότητα, όπως είναι η
συµµετοχή σε µια δύσκολη δραστηριότητα, η αυξανόµενη αίσθηση αυτοαποτελεσµα-
τικότητας,το συναίσθηµα της επιτυχίας, η αυξανόµενη αίσθηση εσωτερικού ελέγχου.
Ο Sonstroem (1982) υποστήριξε ότι πιθανόν ένας τρόπος που η άσκηση βοηθάει την
βελτίωση της κατάθλιψης είναι µέσα από την βελτίωση της αυτοεκτίµησης που
αποκτάται µέσα από την εκτέλεση καθηκόντων που αναλαµβάνουν οι συµµετέχοντας
σε αυτή. Ο Greist και οι συνεργάτες του (1981) κάνουν ειδική αναφορά στην αίσθηση
της κυριαρχίας που αισθάνονται οι δροµείς και υποστηρίζουν ότι σ’ αυτή την
αίσθηση οφείλεται η αντικαταθλιπτική δράση της άσκησης.
Ο Seligman (1975) διατύπωσε µια θεωρία που συνοψίζεται στην έκφραση “learned
helplessness” που αργότερα επεκτάθηκε από τους Abramson,Seligman, και Teasdale
(1978). Αυτοί υποστήριξαν την άποψη ότι, η κατάθλιψη αποτελεί την φυσική
συνέπεια επανειληµµένων εµπειριών, όπου το άτοµο δεν έχει έλεγχο πάνω σ’ αυτά
που συµβαίνουν στην ζωή του. Πιστεύουν ότι οι άνθρωποι θέλουν να έχουν την
αίσθηση του ελέγχου πάνω τα θετικά και αρνητικά γεγονότα της ζωής τους, και αυτό

21
αποτελεί άµυνα εναντίον της κατάθλιψης. Όταν οι άνθρωποι που ασκούνται έχουν
ένα εξατοµικευµένο πρόγραµµα µε ατοµικούς στόχους που είναι ταυτόχρονα
ενδιαφέροντες και ρεαλιστικοί, η εκπλήρωση αυτών των στόχων δίνει την αίσθηση
της κυριαρχίας και της υπεροχής. Την ίδια άποψη διατύπωσαν οι Robbins, και
Joseph (1985), και την συνέδεσαν µε το αρνητικό συναίσθηµα που έχουν όσοι για
κάποιο λόγο σταµατούν την άσκηση. Μια από τις ποιο αξιόλογες θεωρίες που αφο-
ρούν στο γνωστικό – συµπεριφορικό µοντέλο είναι αυτή που διατυπώθηκε από τον
Bandura (1977), και η οποία υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι όταν κυριαρχούν σε κάτι
που το αντιλαµβάνονται σαν δύσκολο, αυτό επιδρά θετικά στην ψυχολογική τους
κατάσταση και έχει σαν συνέπεια να αυξάνεται η αυτοπεποίθηση, η αποτελεσ-
µατικότητα, και η ικανότητα τους να λύνουν τα προσωπικά τους προβλήµατα.
Μια άλλη κατεύθυνση στην προσπάθεια ερµηνείας της αντικαταθλιπτικής δράσης της
άσκησης αφορά στην κοινωνική διαντίδραση σύµφωνα µε την οποία το άτοµο αντλεί
ευχαρίστηση από την κοινωνική διαντίδραση του µε τους άλλους ασκούµενους. Ο
North και οι συνεργάτες του (1990) υποστήριξαν ότι η κοινωνική διαντίδραση
µοιάζει περισσότερο ενδιαφέρουσα κατά την εκκίνηση ενός προγράµµατος άσκησης
(λειτουργεί δηλαδή σαν εξωτερικός παρακινητής), ενώ ο Sachs (1981) εξηγεί την
αντικαταθλιπτική επίδραση της άσκησης µε την έννοια του περισπασµού, και του
ελεύθερου χρόνου, και υποστηρίζει ότι η άσκηση αποσπά το άτοµα από τα καθηµερι-
νά του προβλήµατα που πιθανόν να του δηµιουργούν την αρνητική διάθεση.

2.1.5. Όργανα µέτρησης της κατάθλιψης

Για την αποτίµηση της κατάθλιψης εξετάστηκαν τρία ερωτηµατολόγια αυτό-


αξιολόγησης που κρίθηκαν τα πιο κατάλληλα για την παρούσα έρευνα, και τα οποία
χρησιµοποιήθηκαν σε προηγούµενες µελέτες για την επίδραση της άσκησης (αερό-
βιας και αναερόβιας ) στην κατάθλιψη υγιών και κλινικών πληθυσµών.
Οι κλίµακες που εξετάστηκαν ήταν το SDS (Self-Depression Scale) του Ζung (1965),
το BDI-ΙΙ (Βeck Depression Inventory) του Βeck και των συνεργατών του (1961),
και το ΡΟΜS(Profile of Mood States) του McNair, et al.,(1971).Η κλίµακα του Zung
SDS, και η κλίµακα ΒDI-ΙΙ έχουν λίγες διαφορές µεταξύ τους, και σε µελέτη των
Meites, Lovallo,και Pishkin (1980) βρέθηκε ότι η συσχέτιση µεταξύ τους ήταν .60,
ενώ υπάρχει επικάλυψη των περιεχοµένων τους σε ποσοστό 75% . Οι δυο κλίµακες
περιγράφουν την κατάθλιψη των ατόµων την στιγµή που τις συµπληρώνουν, και έτσι

22
µπορούν να περιγράψουν και κάθε αλλαγή που γίνεται σ’ αυτή, επίσης µπορούν να
συµπληρωθούν από άτοµα χωρίς κάποια ψυχοπαθολογία, όπως και από κλινικά
ψυχιατρικά ασθενείς. Η κλίµακα Ζung αποτελείται από 20 θέµατα, από τα οποία τα
µισά περιγράφουν έναν θετικό τρόπο δράσης και τα υπόλοιπα έναν αρνητικό τρόπο
δράσης, ενώ η κλίµακα ΒDI αποτελείται από 21 δηλώσεις και σε κάθε δήλωση έχει
διατυπωθεί αρχικά ένας θετικός τρόπος δράσης και καταλήγει σε έναν αρνητικό
τρόπο ενώ στο µέσον περιγράφονται ενδιάµεσες καταστάσεις που ορίζονται από τα
δύο άκρα. Μέσα από αυτό το πρίσµα τα δυο ερωτηµατολόγια αποτελούν ένα καλό
εργαλείο για την µέτρηση της κατάθλιψης, όµως η κλίµακα BDI ταίριαζε περισσό-
τερο στην συγκεκριµένη έρευνα, και αυτό γιατί η SDS διερευνά την συχνότητα
εµφάνισης µιας ψυχολογικής κατάστασης, για παράδειγµα «για λίγο χρόνο», «αρκετό
χρόνο», «ένα µεγάλο µέρος του χρόνου» ή «τον περισσότερο χρόνο». Στην παρούσα
µελέτη, ενδιέφερε η αλλαγή στην κατάθλιψη κάτι που αποτυπώνεται ευκρινώς µε
την κλίµακα ΒDI-ΙΙ. Το ίδιο ισχύει για την κλίµακα ΡΟΜS µια κλίµακα αυτοαξιο-
λόγησης µε 65 θέµατα που συµπληρώνεται σε 5-7 λεπτά και που αποτυπώνει την
ψυχική κατάσταση των ατόµων κατά την τελευταία εβδοµάδα έως και την ηµέρα
συµπλήρωσης. Για την παρούσα µελέτη επιλέχτηκε και χρησιµοποιήθηκε για την
αποτίµηση της κατάθλιψης η πρόσφατα αναθεωρηµένη κλίµακα ΒDI-ΙΙ στην οποία
το περιεχόµενο των αναθεωρηµένων ερωτηµάτων βασίστηκε στα κριτήρια του DSM-
IV (Beck, Ward, Mendelson, Mock & Erbaugh, 1961; Βeck, Steer & Brown, 1996;
Κουλάκογλου, 1998;Ψυχουντάκη & Ζέρβας, 2000). Οι βασικές θεωρίες για την κατά-
θλιψη σηµειώνουν ότι οι γνωστικές προκαταλήψεις και τα αρνητικά σχήµατα αυτό-
αξιολόγησης παράγουν και συντηρούν την κατάθλιψη (Beck, 1967). Μια γενικευµέ-
νη αρνητική προκατάληψη όσον αφορά τον εαυτό, τον κόσµο και το µέλλον, αποτε-
λεί µια από τις πιο διαβρωτικές γνωστικές προκαταλήψεις στην κατάθλιψη (Βeck,
1967;Κουλάκογλου,1998). Ο Beck(1961) µέσα από την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία
που εφήρµοζε σε καταθλιπτικούς ασθενείς, µετά από συστηµατική έρευνα, παρατή-
ρησε χαρακτηριστικές διαθέσεις και συµπτώµατα. Αυτές οι διαθέσεις και τα συµπτώ-
µατα φάνηκε ότι ήταν χαρακτηριστικά των καταθλιπτικών ασθενών, αλλά και σύµ-
φωνα µε αυτά που περιγράφονταν στην ψυχιατρική βιβλιογραφία σχετικά µε την
κατάθλιψη. Με βάση αυτά τα ευρήµατα δόµησε µια κλίµακα 21 δηλώσεων στηριγ-
µένη πάνω σε αυτές τις ψυχικές διαθέσεις και συµπτώµατα, και αρχικά την χρησιµο-
ποίησε σε κλινικούς πληθυσµούς. (Deivert, 1992). Κάθε δήλωση βαθµολογείται σε
µια κλίµακα από 0-3 σε σχέση µε την σοβαρότητα της κατάθλιψης. Η βαθµολογία

23
γίνεται µε βάση τις δυο υποκλίµακες: γνωστική - συναισθηµατική και σωµατική -
αποδοτική και µια συνολική τιµή (Κουλάκογλου, 1998). Η κλίµακα BDI αποτελεί
ένα από τα πιο διαδοµένα εργαλεία τόσο στον εντοπισµό, όσο και στον καθορισµό
του βαθµού της κατάθλιψης, σε φυσιολογικούς (Sacco, 1981),και µη φυσιολογικούς
πληθυσµούς(Bumberry,Oliver & ΜcClure,1978),επίσης έχει χρησιµοποιηθεί ως εργα-
λείο διάγνωσης σε χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών(Buckley, Parker, & Heggie,
2001), όπως επίσης χρησιµοποιείται για την αξιολόγηση της κατάθλιψης ενηλίκων
και εφήβων (Βennett, et al., 1997; Winter, Steer & Beck, 1999), και είναι έτσι σχεδια-
σµένη για να αξιολογεί το επίπεδο της κατάθλιψης την στιγµή της µέτρησης της,
όπως επίσης αξιολογεί κάθε µεταβολή που γίνεται σε αυτή (Κουλάκογλου, 1998).
Σε µελέτη τους ο Beck και ο Breamsderfer (1974) πρότειναν την ακόλουθη αξιολόγη-
ση για τα σκορ που συγκεντρώνονται µε την κλίµακα BDI:σκορ από 0-9 αφορά
φυσιολογικά ή ασυµπτωµατικά άτοµα, από 10-18 αφορά άτοµα που παρουσιάζουν
ήπια ή µέτρια κατάθλιψη, από 19-29 αφορά µέτρια προς σοβαρή κατάθλιψη και από
30-63 αφορά εξαιρετικά σοβαρή κατάθλιψη.
Η αξιοπιστία εσωτερικής συνοχής είναι υψηλή, o Carlson (1998) υποστηρίζει ότι
αυτή φτάνει από 0.79 έως 0.90, η αξιοπιστία επανοδοκιµασίας παρουσίαζεται από
.48 έως .86 για κλινικές οµάδες και µεταξύ .60 έως .90 για τον µη κλινικό πληθυσµό
(Κουλάκογλου, 1998; Beck, Steer & Carbin,1988). H εγκυρότητα σε σχέση µε ένα
εξωτερικό κριτήριο όπως η κλινική διάγνωση είναι ικανοποιητική (Κουλάκογλου,
1998). Η συγκλίνουσα εγκυρότητα της κλίµακας BDI µε άλλες που αποτυπώνουν την
κατάθλιψη όπως η Hamilton Rating Scale (Schwab, Bialow & Holzer, 1967), η
Depression Adjective Checklist (Lubin, 1965) και η κλίµακα MMPI (Nussbaum,
Witting, Hanlon & Kurland, 1963) έχει διερευνηθεί. Ο συντελεστής συσχέτισης που
προέκυψε εκτεινόταν από .65 έως .75 (Beck, 1967).
Η ελληνική µορφή του BDI παρουσιάζεται σαν έγκυρο και αξιόπιστο εργαλείο για
την µέτρηση της κατάθλιψης, και οι Ψυχουντάκη, Ζέρβας (2000) την προσάρµοσαν
και την στάθµισαν για τον ελληνικό πληθυσµό. Χρησιµοποιήθηκε σε µελέτη ελλή-
νων καταθλιπτικών (Ν=70) και φυσιολογικών ατόµων (Ν=57), και τα αποτελέσµατα
έδειξαν ότι οι καταθλιπτικοί ασθενείς παρουσίασαν ψηλότερες µέσες τιµές σε όλο το
φάσµα της βαρύτητας της κατάθλιψης, συγκριτικά µε τους καταθλιπτικούς της µελέ-
της του Beck και των συνεργατών του σε αµερικάνικο πληθυσµό (Κουλάκογλου,
1997).

24
. Η έρευνα έδειξε ότι ανάµεσα στα 21 θέµατα που περιέχει η κλίµακα αυτά που έχουν
µεγαλύτερη αξία (µεγαλύτερο βαθµό αλληλοσυσχετίσεων) είναι το δεύτερο που
δηλώνει απαισιοδοξία, το τρίτο που δηλώνει αίσθηµα αποτυχίας, το τέταρτο που
δηλώνει αίσθηµα απώλειας της ικανοποίησης, το έβδοµο που δείχνει µίσος για τον
εαυτό, και το ένατο που δείχνει επιθυµία αυτοτιµωρίας. Αυτά τα θέµατα έχουν εν-
νοιολογική σχέση µε την «γνωσιακή τριάδα» της κατάθλιψης που διατύπωσε ο Beck,
και είναι η «αρνητική θεώρηση του µέλλοντος», ο «αρνητικός τρόπος ερµηνείας των
εµπειριών», και τέλος η «αρνητική θεώρηση του εαυτού» (Κουλάκογλου, 1997).

25
2.2 ΕΠΙ∆ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΟ ΑΓΧΟΣ

2.2.1 Άγχος προδιάθεσης– Άγχος κατάστασης – Αγχώδεις διαταραχές

Το άγχος είναι µια δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση την οποία πρέπει να


διαχωρίσουµε από τον φόβο µε τον οποίο µοιάζει πολύ. Ο φόβος είναι µια δυσάρεστη
συναισθηµατική κατάσταση, που δηµιουργείται ως απάντηση σε εξωτερικό πραγµα-
τικό κίνδυνο ή απειλή, που γίνεται αντιληπτός (ή) συνειδητά. Το άγχος αντίθετα,
είναι η δυσάρεστη συναισθηµατική κατάσταση που περιλαµβάνει αισθήµατα τάσης,
φόβου ή ακόµα και τρόµου σαν απάντηση σε κίνδυνο του οποίου η πηγή είναι σε
µεγάλο βαθµό άγνωστη ή µη αναγνωρίσιµη ( Μάνος, 1988). Ο φόβος συνδέεται µε
ένα αντικείµενο απέναντι στο οποίο το υποκείµενο µπορεί να οργανώσει συµπερι-
φορές άµυνας (φυγή ή αντεπίθεση), ενώ το άγχος είναι µετέωρο συναίσθηµα. «Φοβό-
µαστε κάποιο πράγµα, ενώ αντίθετα το άγχος αναφέρεται στον εαυτό µας» (Lempe-
riere, Feline, Gutmann, Ades & Pilate, 1990). To άγχος περιλαµβάνει µια σειρά από
δυσάρεστες καταστάσεις όπως διαταραχή της αντίληψης εξαιτίας µιας ακαθόριστης
απειλής και συνοδεύεται από συναισθήµατα αβεβαιότητας και αδυναµίας (May,
1977). Συνήθως το άγχος είναι µια κοινή αντίδραση που σε κάποιο βαθµό απαντάται
στους περισσότερους ανθρώπους µε την µορφή της υπερβολικής αντίδρασης σε ήπια
στρεσογόνα γεγονότα. Ένας ψυχολογικός ορισµός που δίνεται είναι ότι το ‘άγχος
αποτελεί µια συναισθηµατική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από συναισθήµατα και
αντιλήψεις, και από µια όξυνση της δράσης του αυτόνοµου νευρικού συστήµατος
(Spielberger, 1972a). Το άγχος θεωρείται παθολογικό εάν δηµιουργεί προβλήµατα
στην καθηµερινή λειτουργικότητα, στην επίτευξη επιθυµητών στόχων ή στη συναι-
σθηµατική ηρεµία του άτοµο, οπότε και έχουµε κάποια αγχώδη διαταραχή. Αγχώδεις
διαταραχές θεωρούνται οι διαταραχές πανικού, η αγοροφοβία, οι φοβίες, η ψυχα-
ναγκαστική καταναγκαστική διαταραχή, διαταραχή µετά από ψυχοτραυµατικό στρες,
γενικευµένη αγχώδης διαταραχή (Μάνος, 1988).

Το άγχος µπορούµε να το διαχωρίσουµε στο άγχος προδιάθεσης ( Trait-


Anxiety) που αποτελεί βασικό γνώρισµα της προσωπικότητας και το άγχος κατάστα-
σης(State-Anxiety) που αποτελεί µια πρόσκαιρη συναισθηµατική διαταραχή (Cattell
& Sheier, 1961). Το άγχος προδιάθεσης αναφέρεται σε µια προδιάθεση του ατόµου
να απαντάει µε αυξανόµενο άγχος σε διάφορες καταστάσεις. O Spielberger(1966)

26
έδωσε τον ορισµό του άγχους προδιάθεσης (Π- άγχος) ως µια ροπή ή ή ως επίκτητη
προδιάθεση του ατόµου να ερµηνεύει ως απειλητικές αντικειµενικά µη επικίνδυνες
κατάστάσεις. Άτοµα µε αυξηµένο άγχος προδιάθεσης παρουσιάζουν αυξηµένη προ-
διάθεση για άγχος κατάστασης, και άτοµα που έχουν υψηλό άγχος προδιάθεσης
παρουσιάζονται υπερβολικά ευαισθητοποιηµένα σε κάθε κατάσταση που απειλεί την
αυτοεκτίµηση τους (Spielberger, et. al., 1970).

Ο Spielberger, (1972b) υποστήριξε ότι το άγχος προδιάθεσης δεν εκδηλώ-


νεται άµεσα, αλλά µπορεί να συναχθεί έµµεσα από την συχνότητα και την ένταση της
εµφάνισης του άγχους κατάστασης. Η χρήση των ουσιών συνδέεται µε το άγχος, και
στην χρήση και την κατάχρηση ουσιών το υψηλό άγχος, και οι αγχώδεις διαταραχές
έχουν επιστηµονικά τεκµηριωθεί σε διάφορες έρευνες και µε διαφορετικούς κλινι-
κούς πληθυσµούς (Regier, et al., 1990; Segui, et al., 2001). Υπάρχει η εκτίµηση ότι η
διαταραχή της κατάχρησης ουσιών είναι µεγαλύτερη από την αναµενόµενη µεταξύ
των ψυχιατρικών ασθενών και των άσθενών µε άγχος(Bavasso, 2001; Extein & Gold,
1993). Άτοµα µε υψηλή αγχώδη διεγερσιµότητα κάνουν χρήση ουσιών (π.χ αλκοόλ)
για την µείωση των συµπτωµάτων της έντασης και του άγχους (McNally, 1996; Ste-
wart, Peterson & Pihl, 1995; Stewart & Zeitlin,1995). Yπάρχουν µελέτες που διερευν-
ούν τον τρόπο που η υψηλή διεγερσιµότητα στο άγχος συνδέεται µε την χρήση ου-
σιών. Άνδρες µε υψηλη διεγερσιµότητα στο άγχος προτιµούν την χρήση αλκοόλ, ενώ
άτοµα µε χαµηλή διεγερσιµότητα προτιµούν την χρήση µαριχουάνας. Στις γυναίκες
σε όλα τα επίπεδα διεγερσιµότητας του άγχους (υψηλό - µέτριο – χαµηλό) υπάρχει
προτίµηση στο αλκοόλ (Norton, et al., 1997). Ο Stewart και οι συνεργάτες του
πραγµατοποίησαν µελέτες προκειµένου να διερευνήσουν την σχέση που υπάρχει
ανάµεσα στην διεγερσιµότητα του άγχους και στην χρήση ουσιών. Σε µια από αυτές
αποδέιχτηκε ότι υψηλή διεγερσιµότητα στο άγχος και η κατάθλιψη σχετίζονται θετι-
κά µε την χρήση ουσιών (Stewart, Karp, Pihl & Peterson, 1997).

2.2.2 Η επίδραση της άσκησης στο άγχος προδιάθεσης

Τα τελευταία χρόνια πραγµατοποιήθηκαν µια σειρά από µελέτες που


αφορούσαν στην επίδραση της άσκησης στο άγχος προδιάθεσης που αποτελεί
γνώρισµα της προσωπικότητας(Trait Anxiety) και στο άγχος κατάστασης που αποτε-

27
λεί και µια προσωρινή ψυχολογική κατάσταση (State Anxiety). Οι συγγραφείς αυτών
των µελετών βρήκαν ότι η άσκηση συνδέεται µε µείωση του άγχους έτσι όπως αυτή
µετρήθηκε κυρίως µε δυο κλίµακες, την κλίµακα STAI (State-Trait Anxiety Invento-
ry,Spielberger,1970), και την κλίµακα POMS (Profile of Mood States,McNair, et al.,
1971). Παράλληλα σ’αυτές τις µελέτες, στις οµάδες ελέγχου χρησιµοποιήθηκε είτε η
µέθοδος του διαλογισµού είτε αυτή της χαλάρωσης.Το άγχος προδιάθεσης(trait anxie-
ty, A-Trait) αποτελεί σχεδόν µόνιµη συναισθηµατική διάθεση της προσωπικότητας,
και το αγχώδες άτοµο έχει την τάση να αντιλαµβάνεται το περιβάλλον σαν απειλη-
τικό, είναι πιο ευάλωτο στις ψυχοπιεστικές καταστάσεις, εµφανίζει πιο έντονες και
πιο συχνές αγχώδεις αντιδράσεις από τον µέσο όρο (Lemperiere, et al., 1990). Άτοµα
µε υψηλό άγχος προδιάθεσης(A-Trait) είναι ακραία ευαισθητοποιηµένοι σε κάθε
κατάσταση που απειλεί την αυτοεκτίµηση τους (Spielberger, et al.,1970).
Οι έρευνες έδειξαν µείωση του γενικού επιπέδου του άγχους (trait anxiety, A-
Trait) µετά από συµµετοχή σε προγράµµατα άσκησης, αν και τα ευρήµατα δεν µπο-
ρούν να συνδεθούν απόλυτα µε την επίδραση της άσκησης σε αυτό (Μorgan, 1981;
Wilson et al., 1981; Dishaman,1982; Dishman,1985; Berger & Owen, 1987; Berger &
Owen, 1988; Petruzzello, Landers, Hatfield, Kubitz, Salazar,1991; Biddle, & Mutrie,
1991;Long & van Stavel,1995; Taylor,2000; Paluska & Schwenk, 2000). Οι Landers
και Petruzzello (1994) σε ανασκόπηση τους εξέτασαν την επίδραση της άσκησης στο
άγχος, και υποστήριξαν ότι είναι πολύ δύσκολο να αξιολογηθεί το µέγεθος της επί-
δρασης της. Ο λόγος που συµβαίνει αυτό είναι ότι επεισέρχονται πολλοί παράγο-
ντες, ως παράδειγµα αναφέρουν ότι µε το άγχος συνδέονται µε 30-50 µετρήσεις που
αφορούν στην φυσική κατάσταση, και αυτό µοιραία οδηγεί στην αδυναµία εξαγωγής
συγκεντρωτικών αποτελεσµάτων.
Υπάρχουν ερευνητές που διερεύνησαν την µονιµότητα των αποτελεσµάτων
της άσκησης στο άγχος προδιάθεσης, και τα αποτελέσµατα αυτών των µελετών ήταν
η επίδραση της άσκησης στο άγχος προδιάθεσης είναι µόνιµη, αλλά αυτά τα
ευρήµατα αφορούσαν µόνο στην επίδραση της αερόβιας άσκησης και όχι της
αναερόβιας(Jacobs,1984;Long,1984;Lobbe,Welsh & Delaney,1988; Long & Haney,
1988;Nouri & Berr,1989; DiLorenzo, et al.,1999; Ascl,2003). Σε µελέτη που πραγµα-
τοποιήθηκε µε οµάδα 64 άνεργων γυναικών και ανδρών φάνηκε µείωση του άγχους
έτσι όπως αυτό αξιολογήθηκε από την κλίµακα STAI. H µελέτη πραγµατοποιήθηκε
µε τρείς οµάδες, µια οµάδα αερόβιας άσκησης, µια οµάδα που έπαιρνε εικονικά φάρ-
µακα, και µια οµάδα ελέγχου (Fasting & Cronningsaeter,1986). Ένα άλλο παράδειγµα

28
που µπορεί να αναφερθεί είναι η µελέτη του DiLorenzo και των συνεργατών του
(1999), που σε δείγµα 82 ενηλίκων εφήρµοσαν πρόγραµµα αερόβιας άσκησης διάρ-
κειας δώδεκα εβδοµάδων. Στην µελέτη διερευνήθηκε ένας αριθµός ψυχολογικών και
φυσιολογικών παρεµέτρων µεταξύ των οποίων ήταν και το άγχος που αξιολογήθηκε
µε την κλίµακα STAI.Μετά από 12 εβδοµάδες φάνηκε βελτίωση σε όλους τους παρά-
γοντες που µετρήθηκαν, και τα αποτελέσµατα διατηρήθησαν για χρονική διάρκεια
ενός έτους όπως φάνηκε σε επαναµέτρηση που πραγµατοποιήθηκε. Σε άλλη µελέτη
στην οποία έγινε σύγκριση της αποτελεσµατικότητας την γνωστικής ψυχοθεραπείας,
της αερόβιας άσκησης και του συνδυασµού των δυο παραπάνω στην µείωση του άγχ-
ους, φάνηκε ότι υπήρξε µείωση του άγχους και µε τις τρείς µεθόδους, αλλά τα αποτε-
λέσµατα αυτά δεν είχαν διάρκεια όπως φάνηκε σε επαναξιολόγηση που έγινε µετά
από δυο µήνες. Στην µελέτη αυτή ως όργανο αξιολόγησης του άγχους χρησιµοποιή-
θηκε η κλίµακα STAI (McEntee, & Haglin, 1999).
Υπάρχουν ερευνητικά δεδοµένα που αποδεικνύουν ότι η αγχολυτική δράση
της άσκησης λειτουργεί σε ήπιες και όχι κλινικές περιπτώσεις υποκειµένων, υπάρ-
χουν όµως ενδείξεις ότι έχει µεγαλύτερη δράση σε περισσότερο διαταραγµένα υπο-
κείµενα (Fasting & Gronningsaeter,1986; Roth & Holmes,1987; Simons & Birkim-
er,1988;Williams & Lord,1997). Ενώ οι περισσότερες µελέτες που αφορούν στην
επίδραση της άσκησης στο άγχος παρουσιάζουν προβλήµατα εγκυρότητας, όλες από-
δεικνύουν µείωση του επιπέδου του, µετά από την συµµετοχή των ατόµων σε οµάδες
άσκησης (Bahrke & Morgan,1978; Bahkre,1981; Blymenthal,Williams, Needels &
Wallace 1982; Lobitz, Brammell, Stoll, Niccoli,1983; Taylor, Sallis & Needle, 1985;
Subhan, White, Kane1987; Morgan & Goldstone1987; Petruzzello,et.al.,1991; McDo-
nald & Hogdon, 1991;Willis & Campell 1992; Brown, Morgan & Raglin, 1993; Long
& van Stavel 1995; Mayer & Brooks 2000; Paluska & Schwenk, 2000; Martinsen
2000; Bhui & Fletsher, 2000). Το εγχείρηµα προσδιορισµού του µεγέθους επίδρασης
της άσκησης στο άγχος (προδιάθεσης – κατάστασης) είναι δύσκολο και αυτό συµβαί-
νει γιατί διαπλέκεται ένας µεγάλος αριθµός µεταβλητών. Οι Petruzzello και συνερ-
γάτες (1991) µελέτησαν τρείς µετα-αναλύσεις που αφορόσαν την επίδραση που έχει η
άσκηση στο άγχος. Συµπέρασµα που προέκυψε ήταν ότι, µείωση στο άγχος προκαλεί
µόνο η αερόβια άσκηση, οι θετικές επιδράσεις της άσκησης ήταν εξαρτώµενες από
τα ερευνητικά υποκείµενα και τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά τους (ηλικία, επίπεδο
υγείας). Οι µεταναλύσεις αυτές ως αναφορά στο άγχος προδιάθεσης έδειξαν ότι για
να υπάρχουν θετικά αποτελέσµατα στην µείωση του είναι απαραίτητητη η χρονική

29
διάρκεια του προγράµµατος άσκησης να είναι τουλάχιστον δέκα εβδοµάδες, και κάθε
συνεδρία να έχει διάρκεια τουλάχιστον 21 λεπτά (Petruzzello, et al.,1991).
Οι Landers και Petruzzello (1994) υποστηρίζουν ότι είναι αδύνατο να προσ-
διοριστεί αν τα υψηλότερα επίπεδα άσκησης σχετίζονται µε χαµηλότερα επίπεδα άγχ-
ους. Υπάρχουν όµως κάποιες µελέτες που αποδεικνύουν ότι υπάρχει αξιοσηµείωτη
συσχέτιση ανάµεσα στην καλή φυσική κατάσταση και τα µειωµένα επίπεδα άγχους
(Abadie, 1988; Jette,1975).Ο Folkins (1976) πραγµατοποίησε µελέτη µε άτοµα µέσης
ηλικίας, προκειµένου να δει την επίδραση που έχει στο άγχος ένα πρόγραµµα
άσκησης διάρκειας 12 εβδοµάδων. Μετά το πρόγραµµα παρέµβασης φάνηκε βελτίω-
ση στο άγχος και την φυσική κατάσταση των ατόµων. Σε παρόµοια αποτελέσµατα
κατέληξαν ο Hilyer και οι συνεργάτες του (1982) σε µελέτη όπου το δείγµα το απετέ-
λεσαν παραβατικοί νέοι. Το παρεµβατικό πρόγραµµα είχε διάρκεια 20 εβδοµάδες, και
µετά το τέλος του τα υποκείµενα της µελέτες είχαν χαµηλότερα επίπεδα στο άγχος
(προδιάθεσης-κατάστασης)και βελτιωµένη φυσική κατάσταση. Στην µελέτη των Lo-
bitz, et al., (1983) χρησιµοποιήθηκαν 18 εθελοντές που παρουσίαζαν δυσκολίες επι-
καλυπτόµενες µε το άγχος. Οι εθελοντές τυχαία κατανεµήθηκαν σε τρεις οµάδες, µια
οµάδα αερόβιας άσκησης 7 εβδοµάδων, µια οµάδα διαχείρισης του άγχους µε την
επίβλεψη ειδικού ψυχολόγου, και µια οµάδα ελέγχου. Μετά το τέλος της µελέτης οι
δύο οµάδες αυτή της αερόβιας άσκησης και αυτή της διαχείρισης του άγχους σηµεί-
ωσαν µείωση του άγχους προδιάθεσης, συγκρινόµενες µε την οµάδα ελέγχου. Το
ενδιαφέρον είναι ότι το άγχος κατάστασης στην συγκεκριµένη µελέτη ελαττώθηκε
µόνον στην οµάδα διαχείρισης του άγχους.Το µικρό δείγµα και η µικρή χρονική διάρ-
κεια της πειραµατικής παρέµβασης αποτέλεσαν µειονεκτήµατα της έρευνας.
Η άσκηση φαίνεται ότι ειδικά µειώνει την αγχώδη ψυχική διάθεση σε υποκεί-
µενα µε υψηλά επίπεδα άγχους. Ο Steptoe και οι συνεργάτες του (1989) πραγµατο-
ποίησαν µελέτη µε ατόµα (Ν=24) υψηλού επίπεδου άγχους, συγκρίνοντας την επί-
δραση της αερόβιας άσκησης σε σχέση µε την επίδραση που έχει η άσκηση δύναµης
και ευκινησίας σε µια άλλη οµάδα (Ν=23). Όργανα µέτρησης αποτέλεσαν οι κλίµα-
κες POMS (Profile of Mood States) και STAI (State-Trait Anxiety Inventory), και τα
απότελέσµατα έδειξαν µείωση του επιπέδου του άγχους µόνο στην οµάδα αερόβιας
άσκησης, επίσης στις δυο οµάδες υπήρξε αύξηση στην ικανότητα διαχείρισης του άγ-
χους, µε τα αποτελέσµατα αυτά να έχουν διάρκεια σε επαναµέτρηση που έγινε µετά
από χρονικό διάστηµα τριών µηνών.

30
Μείωση του επιπέδου του άγχους σε ενήλικες, (προερχόµενοι από τον γενικό
πληθυσµό και δεν παρουσίαζαν αυξηµένα επίπεδα άγχους) φάνηκε σε µελέτη που
πραγµατοποιήθηκε µε δυο προγράµµατα αερόβιας άσκησης διαφορετικής έντασης
(υψηλής-µέτριας). Η βελτίωση των επιπέδων του άγχους αποδείχτηκε µόνο στην
οµάδα µέτριας έντασης άσκησης (Moses, Steptoe, Mathews & Edwards, 1989). Σε
δείγµα εφήβων οι µετρήσεις που έγιναν έδειξαν ότι αυτοί που από τους συµµετέ-
χοντες που σηµείωσαν µεγαλύτερη φυσική δραστηριότητα (έντονη αερόβια άσκηση)
παρουσίαζαν χαµηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης. Τα ερευνητικά υποκείµενα
της µελέτης συµµετείχαν σε οµάδες υψηλής, µέτριας αερόβιας άσκησης και σε πρόγ-
ραµµα ευκινησίας. Μετά το τέλος της πειραµατικής παρέµβασης τα επίπεδα του άγχ-
ους, της κατάθλιψης και της επιθετικότητας στην οµάδα της έντονης αερόβιας άσκη-
σης παρουσιάστηκαν αξιοσηµείωτα µειωµένα ( Norris, Carroll & Cochane, 1992).
Το ερώτηµα που τίθεται για τα αποτελέσµατα των ερευνών που αποδεικνύουν
µείωση των επιπέδων του άγχους µετά από την συµµετοχή των ερευνητικών υπο-
κειµένων σε προγράµµατα άσκησης είναι αν αυτή η µείωση είναι αποτέλεσµα της
άσκησης,ή γιατί το στρεσογόνο γεγονός έχει παρέλθει. Υπάρχει το ερώτηµα µήπως
τα άτοµα που συµµετέχουν στην µελέτη να παρουσίαζουν αυξηµένα επίπεδα άγχους
εξαιτίας των συνθηκών µέτρησης και της συµµετοχής σε κάτι που πιθανόν τους είναι
άγνωστο, (άρα αποτελεί εκ προιµοίου αγχογόνο παράγοντα), µε συνέπεια να µην
γνωρίζουµε µετά το τέλος της µελέτης αν η µείωση του άγχους πρροήλθε από την
άσκηση ή από την εξοικίωση των ατόµων µε το περιβάλλον (Petruzzello, 1995).
Είναι φανερό ότι υπάρχει δυσκολία το να βγάλουµε οριστικά συµπεράσµατα
που αφορούν στη επίδραση που έχει η µακράς διάρκειας άσκησης στο άγχος. Θα
µπορούσαµε όµως να αναφερθούµε στο συµπέρασµα που διατυπώθηκε από τους
Morgan και Coldston (1987), ότι µακράς διάρκειας άσκηση συνδέεται µε µείωση του
άγχους προδιάθεσης, όπως επίσης η φυσική δραστηριότητα φαίνεται να οδηγεί σε
καλύτερα αποτελέσµατα όταν µέτριας έντασης άσκηση διαρκεί τουλάχιστον 40 λεπ-
τά /συνεδρία (Μoses et al.,1989; Osei-Tutu & Campagna,1998). O Petruzzello και οι
συνεργάτες του στην µεταανάλυση που πραγµατοποίησαν (1991) µελετώντας 104
µελέτες που αφορούσαν συνολικά 3.048 ερευνητικά υποκείµενα κατέληξαν ως ανα-
φορά την επίδραση της άσκησης στο άγχος, ότι για να υπάρξουν θετικά αποτελέσ-
µατα η διάρκεια του προγράµµατος πρέπει να είναι τουλάχιστον 10 εβδοµάδες, κάθε
συνεδρία να διαρκεί τουλάχιστον 20 λεπτά και τα θετικά αποτελέσµατα στην µείωση

31
του άγχους(προδιάθεσης-κατάστασης)είναι αποτέλεσµα της συµµετοχής σε προγράµ-
µατα αερόβιας άσκησης και όχι αναερόβιας (Petruzzello, et. al., 1991).
Αν θέλουµε να αποτιµήσουµε το µέγεθος της επίδρασης της άσκησης στο
άγχος, είναι απαραίτητο να διερευνηθούν οι αιτιώδεις µηχανισµοί αυτής της επί-
δρασης. Όταν προτείνεται η άσκηση ως θεραπεία στην µείωση του άγχους, σε αντι-
κατάσταση των θεραπειών µε αγχολυτικά φάρµακα και ψυχοθεραπεία, είναι απα-
ραίτητο να είναι ξεκάθαρα διατυπωµένες οι αιτίες που προκαλούν αυτή την
µείωση(Salazar, Petruz-zello,Landers,Etnier & Kubitz, 1993), γιατί είναι γνωστό µε-
σα από την έρευνα ότι σε παρόµοια αποτελέσµατα ως προς την µείωση του άγχους
έχουµε και από την συµµετοχή των ατόµων σε άλλου τύπου δραστηριότητες όπως
αυτή της χαλάρωσης, του διαλογισµού, ή άλλων κοινωνικών εκδηλώσεων (Salmon,
2001). Συνολικά θα µπορούσαµε να πούµε ότι τα αποτελέσµατα ως αναφορά στην
αγχολυτική δράση της άσκησης µοιάζουν µε αυτά της αντικαταθλιπτικής δράσης της,
και αυτό γιατί πολλές από αυτές τις µελέτες παρουσίαζουν σοβαρά µεθοδολογικά
προβλήµατα, και τα ευρήµατα τους στερούνται εγκυρότητας (Salmon, 2001).

2.2.3 Επίδραση της άσκησης στο άγχος κατάστασης

Το άγχος κατάστασης ( state anxiety A- State), είναι αποτέλεσµα των παρου-


σών συνθηκών, η ένταση και η διάρκεια του είναι συνάρτηση του εσωτερικού ή του
εξωτερικού κινδύνου που το προκαλεί.Ο κίνδυνος αυτός συνδέεται µε το περιβάλλον
(αντιδραστικό ή συγκυριακό άγχος), µε ηθικές συγκρούσεις, µε ασυνείδητες ψυχοσυ-
γκρούσεις ή µε παθολογικές διεργασίες (Lemperiere, et al., 1990).
Υπάρχουν έρευνες που διερευνούν την επίδραση της άσκησης στο άγχος κατάστασης
και αποδεικνύουν την µείωση των επιπέδων του µετά από συµµετοχή σε αθλητικά
προγράµµατα (Morgan,1978;Bahkre & Morgan1978; Petruzzello,etal.,1991; O’Con-
nor,Carda, Graf,1991; O’Connor, Bryant, Veltri,1993; Raglin, Turner, Ekstein, 1993).
Ο Bahrke και Morgan (1978) σύγκριναν τις επιδράσεις τριών διαφορετικών µεθόδων
στη διαχείρηση του άγχους. Τα ερευνητικά υποκείµενα (75άτοµα) συµµετείχαν σε
οµάδα άσκησης µε βάδισµα πάνω σε δαπεδοεργόµετρο (70% της µέγιστης καρδια-
κής συχνότητας), σε οµάδα διαλογισµού, και σε µια οµάδα ήρεµου διαβάσµατος.
Χρησιµοποιήθηκε η κλίµακα STAI και τα αποτελέσµατα έδειξαν µείωση του άγχους
και στις τρεις οµάδες. Το γεγονός ότι σε αυτή την µελέτη διερευνήθηκε µονάχα η

32
επίδραση των διαφορετικών µεθόδων διαχείρησης του άγχους πάνω στο άγχος
κατάστασης δεν µας επιτρέπει να βγάλουµε συµπεράσµατα για την επίδραση τους
στο άγχος προδιάθεσης. Λίγα χρόνια αργότερα ο Bahrke (1981) θέλησε να διερευ-
νήσει περισσότερο τα ευρήµατα της παραπάνω µελέτης, και έτσι δηµιούργησε δυο
οµάδες, η µια συµµετείχε σε βάδισµα 20 λεπτά στο δαπεδοεργόµετρο έντασης 75%,
και τα µέλη της άλλης οµάδας καθόταν ήσυχα σε κουνιστές πολυθρόνες µε την
δυνατότητα για χαλαρό διάβασµα. Και σε αυτή την µελέτη επιβεβαιώθηκαν τα αποτε-
λέσµατα της προηγούµενης, δηλαδή είχαµε παρόµοια µείωση του άγχους και στις δυο
οµάδες, χωρίς ωστόσο αυτή να είναι στατιστικά σηµαντική.
Υπάρχουν µελέτες στις οποίες διερευνήθηκε η επίδραση µιας προπονητικής
µονάδας στο άγχος κατάστασης. Οι περισσότερες µελέτες έγιναν µε την µέτρηση του
άγχους κατάστασης µετά από αερόβια άσκηση 20-30 λεπτών (Landers & Petruzzello
1994). Ο Rοth (1989) σε µελέτη µε την συµµετοχή 40 ατόµων που συµµετείχαν σε
οµάδα αερόβιας άσκησης,διάρκειας 20 λεπτών, και ισάριθµων ατόµων που συµµε-
τείχαν σε οµάδα ελέγχου έδειξε µείωση του άγχους κατάστασης µόνο για την οµάδα
άσκησης. Οι Raglin, Turner και Ekstein (1993) πραγµατοποίησαν µελέτη µε την µέτ-
ρηση του άγχους κατάστασης µετά από την προπόνηση σε δυο οµάδες. Η µια οµάδα
ασκήθηκε αερόβια µε ένταση 70-80% της µέγιστης καρδιακής συχνότητας, ενώ η
άλλη ασκήθηκε αναερόβια (άσκηση µε βάρη) µε ένταση 70-80% της µέγιστης έντα-
σης. Oι µετρήσεις του άγχους κατάστασης έδειξαν σηµαντική αύξηση του αµέσως
µετά την άσκηση για την οµάδα που ασκήθηκε αναερόβια. Μια ώρα µετά, για την
οµάδα αερόβιας άσκησης υπήρξε σηµαντική µείωση του άγχους κατάστασης, κάτι
που δεν φάνηκε για την οµάδα αναερόβιας άσκησης.
Γενικά θα µπορούσαµε να πούµε, η έρευνα έδειξε ότι η αερόβια άσκηση και όχι η
αναερόβια µειώνει το άγχος κατάστασης (Νieman, 1995; Raglin., et al., 1993), και για
να υπάρξει αυτή η µείωση η αερόβια άσκηση πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον 20
λεπτά (Petruzzello., et. al., 1991).

2.2.4 Επίδραση της άσκησης στις αγχώδεις διαταραχές

Οι ειδικοί που ασχολούνται µε την εµπλοκή και την χρήση ουσιών υποσ-
τηρίζουν ότι οι αγχώδεις διαταραχές σχετίζονται µε την χρήση ουσιών (Βrewer, et
al.,1998;Dawes,et al., 2000;Sinha, Fuse, Aubin & O’Maley,2000).Eπίσης έχει από-
δειχτεί ότι άτοµα µε αγχώδεις διαταραχές (διαταραχές πανικού,αφοραφοβία, φοβίες,

33
κ.ά.) και συναισθηµατικές διαταραχές (µείζονα κατάθλιψη, διπολικές δαιταραχές)
σχετίζονται µε χρήση ουσιών σηµαντικά περισσότερο απ’ότι οι ασθενείς χωρίς αγχώ-
δεις διαταραχές (Goodwin, et al., 2002).
Τα τελευταία χρόνια πραγµατοποιήθηκε ένας µεγάλος αριθµός µελετών µε σκοπό να
διερευνηθεί η επίδραση της άσκησης στις αγχώδεις διαταραχές. Σύµφωνα µε την
άποψη του Martinsen (1991) η άσκηση µοιάζει να βοηθάει στην κατεύθυνση της
θεραπείας ασθενών µε αγχώδεις διαταραχές. Μειονέκτηµα των περισσότερων ερευ-
νών που αφορούν αυτό το ερευνητικό πεδίο αποτελεί το γεγονός ότι τα διαγνωστικά
κριτήρια των πασχόντων ήταν κάθε φορά διαφορετικά και όχι το σύστηµα αξιολό-
γησης DSM-III (Diagnostic and Statistical Manual – ΙΙΙ) ή αναθεωρηµένη έκδοση του
DSM-III-R (Plante, 1993).
Πρώϊµες αρχικές µελέτες των οποίων τα αποτελέσµατα δεν είναι ελεγµένα ως προς
την εγκυρότητα τους, αποδεικνύουν ότι ασθενείς µε φοβίες θεραπεύτηκαν όταν µετά
από εξαντλητική άσκηση εκτέθησαν στο αντικείµενο του φόβου τους(Orwin,1981;
Driscoll,1976;Muller & Armstrong,1975;Orwin,1973). Ο πρώτος που χρησιµοποίησε
την άσκηση στην θεραπεία των αγχωδών διαταραχών ήταν ο Orwin (1981) ο οποίος
εργάστηκε µε την επίδραση της άσκησης στις φοβίες. Η αρχική του ιδέα ήταν να ζη-
τήσει από ασθενείς του να τρέχουν όταν αισθανόταν τα συναισθήµατα του άγχους να
γίνονται ενοχλητικά, αναστέλλοντας µε το τρέξιµο την διέγερση του άγχους. Με την
µέθοδο αυτή σηµείωσε επιτυχή αποτελέσµατα σε οκτώ ασθενείς µε αγοραφοβία και
σε έναν ασθενή µε απλή φοβία(Orwin, 1981).Οι ασθενείς σηµείωσαν ότι όταν αισθα-
νόταν την αύξηση της αναπνοής και των παλµών της καρδιάς απέδιδαν αυτά τα
συµπτώµατα στο τρέξιµο και όχι στην φοβία τους που αποτελούν και την κύρια συµ-
πτωµατολογία τους(Orwin, 1981).Έρευνες που έγιναν µε αγχώδεις νευρώσεις έδειξαν
ότι η άσκηση δίνει µικρή βελτίωση, αλλά ο Morgan (1979) υποστήριξε ότι η άσκηση
έχει κατευναστική επίδραση στα αγχώδη άτοµα, αλλά τα στοιχεία της έρευνας δεν
συνηγορούν προς την κατεύθυνση αυτή. Σε µελέτη που πραγµατοποιήθηκε σε µια
οµάδα ατόµων µε δυσφορική διαταραχή έγινε η σύγκριση της µείωσης του άγχους σε
τρεις οµάδες η µια έκανε τρέξιµο η δεύτερη γνωσιακή ψυχοθεραπεία, και η τρίτη ένα
συνδυασµό των δυο παραπάνω, για χρονικό διάστηµα δέκα εβδοµάδων. Τα αποτελέ-
σµατα έδειξαν αξιοσηµείωτη µείωση του άγχους. Οι ερευνητές της παραπάνω µελέ-
της υποστήριξαν ότι πιθανόν η άσκηση να αποτελεί µια εναλλακτική θεραπεία σε
σχέση µε τις παραδοσιακές θεραπείες της δυσφορικής ψυχικής διάθεσης (Freemont,
& Craighead,1987).Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκαν άλλοι επιστήµονες (McDa

34
niel,1988; Pitts, & McClure,1967)οι οποίοι υποστήριξαν ότι πιθανόν η άσκηση να
προκαλεί άγχος ειδικά σε ασθενείς µε διαταραχές πανικού. Αυτό που φοβούνται οι
ίδιοι οι ασθενείς που πάσχουν από αγχώδη διαταραχή πανικού είναι ο φόβος τους ότι
µπορεί να αποτελέσει η άσκηση το ερέθισµα για µια νέα κρίση (Brooks,et al., 1997;
Rubin & Chassay, 1996). Την παραπάνω υπόθεση θέλησαν να διερευνήσουν οι Rief,
και Hermanutz (1996) και πραγµατοποίησαν µια έρευνα µε 20 ασθενείς που έπασχαν
από αγχώδη διαταραχή πανικού, 20 ασθενείς που έπασχαν από µείζονα κατάθλιψη
και 20 υγιή άτοµα. Μετά το τέλος της µελέτης όλα τα υποκείµενα της έρευνας µείω-
σαν τα επίπεδα της κατάθλιψης, αλλά το άγχος αυξήθηκε µόνον στους ασθενείς που
έπασχαν από αυτό. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε ο Brooks και οι συνεργάτες του
(1998) και σε µια σχετικά πρόσφατη µελέτη τους διερεύνησαν την επίδραση της άσ-
κησης στα άτοµα µε διαταραχές πανικού. Οι ερευνητές κατένειµαν 46 ασθενείς σε
τρεις οµάδες η µια οµάδα συµµετείχε σε πρόγραµµα αερόβιας άσκησης, η δεύτερη
οµάδα βρισκόταν κάτω από φαρµακευτική αγωγή, και στην τρίτη οµάδα χορηγούσαν
placebo. Μετά από χρονικό διάστηµα 10 εβδοµάδων η οµάδα που βρισκόταν σε πρό-
γραµµα κανονικής αερόβιας άσκησης και η οµάδα που λάµβανε αγχολυτικά φάρµα-
κα, παρουσίασαν µείωση των συµπτωµάτων πανικού κάτι που δεν παρατηρήθηκε
στην οµάδα που έπαιρνε placebo. Μεγαλύτερη βελτίωση στα συµπτώµατα παρουσία-
σε η οµάδα που βρισκόταν κάτω από αγωγή µε αγχολυτικά φάρµακα.
O Martinsen, Sandvik, και Kolbjornsrud (1989a) µελέτησαν ασθενείς µε αγχώδεις
διαταραχές. Οι ασθενείς βρισκόταν σε θεραπευτικό πρόγραµµα οκτώ εβδοµάδων το
οποίο περιείχε καθηµερινό πρόγραµµα αερόβιας άσκησης και τρεις φορές την
εβδοµάδα οµαδική ψυχοθεραπεία. Μετά την µελέτη το άγχος µειώθηκε αισθητά στην
οµάδα παρέµβασης. Σε µελέτη επανεξέτασης µετά από ένα χρόνο τα οφέλη που είχαν
κερδίσει οι ασθενείς µε αγοραφοβία (23 ασθενείς) είχαν χαθεί ενώ αντίθετα υποκεί-
µενα µε αγχώδη διαταραχή (6 ασθενείς) και υποκείµενα µε αγοραφοβία χωρίς διατα-
ραχή πανικού (2 ασθενείς) αισθανόταν καλά, και το ίδιο αισθανόταν και ασθενείς µε
κοινωνική φοβία (6 υποκείµενα). Τα ευρήµατα της έρευνας στερούνται εγκυρότητας
γιατί έλλειπε η οµάδα ελέγχου και γιατί οι ασθενείς δεχόταν και άλλου τύπου θερα-
πευτικές παρεµβάσεις µε αποτέλεσµα να µην είναι ξεκάθαρη η επίδραση της άσκησης
στις αγχώδεις διαταραχές.
Υπάρχει µια µελέτη που διερευνά την επίδραση του βαδίσµατος και του τρεξί-
µατος σε ασθενείς µε διαγνωσµένες νευρώσεις και στην οποία φάνηκε ότι υπήρχε
µείωση των επιπέδων του άγχους και στις δυο οµάδες µετά από ένα πρόγραµµα

35
παρέµβασης 8 εβδοµάδων. Τα αποτελέσµατα της αερόβιας άσκησης (τρέξιµο) σε
σχέση µε την µείωση του άγχους ήταν καλύτερα, συγκρινόµενα µε την οµάδα βαδίσ-
µατος (Sexton, Maere, & Dahl, 1989). ∆ύο οµάδες ασθενών µε αγχώδεις διαταραχές
που συµµετείχαν η µία σε αερόβιο πρόγραµµα (70% της µέγιστης καρδιακής συχνό-
τητας), και η άλλη σε αθλητικά προγράµµατα δύναµης, ευλυγισίας και χαλάρωσης
παρουσίασαν εξίσου αξιοσηµείωτη µείωση του άγχους. Παρόλο που βελτίωση στην
αερόβια ικανότητα παρατηρήθηκε µόνον στην οµάδα που συµµετείχε στην αερόβια
άσκηση, µείωση στα επίπεδα του άγχους είχαµε και στις δύο οµάδες (Martinsen,
Hoffart, & Solberg,1989b). Σε έρευνα µε ψυχιατρικούς ασθενείς, που τυχαία τοπο-
θετήθηκαν σε τρεις οµάδες, οµάδα τρεξίµατος, οµάδα διορθωτικής θεραπείας, και
οµάδα ελέγχου, δεν βρέθηκαν ανάµεσα στις οµάδες αξιοσηµείωτες διαφορές στο
άγχος. Η οµάδα τρεξίµατος είχε µεγαλύτερη µείωση στα επίπεδα του άγχους χωρίς
όµως αυτή να είναι στατιστικά σηµαντική(Hannaford, Harrell & Cox, 1988). Σε άλλη
µελέτη διερευνήθηκε η επίδραση της άσκησης στο άγχος 18 ενηλίκων που παρου-
σίαζαν δυσκολίες επικαλυπτόµενες από άγχος. Οι συµµετέχοντες πήραν µέρος σε
πρόγραµµα αερόβιας άσκησης επτά εβδοµάδων.Σαν παράλληλες δραστηριότητες
χρησιµοποιήθηκαν οµάδα διαχείρισης του άγχους µε την βοήθεια ψυχολόγου και εκ-
παιδευτή, και οµάδα ελέγχου. Οι µετρήσεις έγιναν µε την κλίµακα STAI . Οι δυο
οµάδες, αυτή της άσκησης και της διαχείρισης του άγχους, παρουσίασαν αξιοσηµεί-
ωτη µείωση στο άγχος κατάστασης συγκρινόµενες µε την οµάδα ελέγχου. Το σηµαν-
τικό στην µελέτη αυτή ήταν ότι µόνον τα άτοµα της οµάδας διαχείρισης του άγχους
παρουσίασαν µείωση στο άγχος προδιάθεσης (Lobitz, et al., 1983).
Παρόλο που υπάρχουν έρευνες µεθοδολογικά στραµµένες προς την ορθή
κατεύθυνση, και οδηγούν στο συµπέρασµα ότι µε την άσκηση έχουµε µείωση του
άγχους ατόµων που πάσχουν από αγχώδεις διαταραχές, εντούτοις δεν έχουν πραγ-
µατοποιηθεί αρκετές µελέτες µε ασθενείς στους οποίους η διάγνωση των διατα-
ραχών τους να γίνεται µε αυστηρά µεθοδολογικά κριτήρια (Plante, 1993).Η έρευνα
δείχνει ότι η άσκηση µοιάζει να έχει θετικά αποτελέσµατα στις αγχώδεις διαταραχές
όχι όµως και στις φοβίες (Martinsen,1991). Επίσης κρίνεται απαραίτητο να διερευνη-
θεί η πιθανότητα η µείωση του άγχους µε την άσκηση να είναι παρόµοια µε την
µείωση που προκαλείται µε άλλες µεθόδους όπως µε αυτή της ύπνωσης, του
διαλογισµού, της βιοανάδρασης, κά (Dishman, 1986).

36
2.2.5 Επίδραση της αναερόβιας άσκησης στο άγχος

Υπάρχουν λίγες έρευνες που διερευνούν την επίδραση της αναερόβιας άσκη-
σης στο άγχος, και κάποιες από αυτές δείχνουν ότι η επίδραση της αναερόβιας άσκη-
σης είναι παρόµοια µε αυτή της αερόβιας, δηλαδή έχουµε µείωση του άγχους
(Morgan & Hammer, 1974; Martinsen, Hoffart & Solberg,1989b).
Ο Martinsen και οι συνεργάτες του (1989b) χρησιµοποίησαν 79 άτοµα που µε βάση
το DSM-III έπασχαν από αγχώδεις διαταραχές, και µε τυχαία κατανοµή συµµετείχαν
σε οµάδα αερόβιας άσκησης (βάδισµα-τρέξιµο) και αναερόβιας άσκησης (δύναµη-
ευκινησία). Η χρονική διάρκεια του προγράµµατος ήταν 8 εβδοµάδες και οι δυο οµά-
δες µετά το τέλος του προγράµµατος παρουσίασαν παρόµοια µείωση των επιπέδων
του άγχους σε σχέση µε τα αρχικά τους επίπεδα. Αδυναµία της έρευνας αποτελεί η
απουσία οµάδας ελέγχου µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να αποδοθεί η µείωση των
επιπέδων του άγχους στην άσκηση. Σε παρόµοια µελέτη εξετάστηκε η επίδραση της
κυκλικής προπόνησης µε βάρη, στην ψυχική διάθεση, στο άγχος, την κατάθλιψη και
την φυσική κατάσταση των συµµετεχόντων. Η χρονική διάρκεια του προγράµµατος
ήταν τέσσερις µήνες και πήραν µέρος ενήλικες που δεν ήταν συστηµατικά ασκού-
µενοι.Μετά τους τέσσερις µήνες τα υποκείµενα της µελέτης παρουσίασαν µείωση στο
άγχος, την κατάθλιψη και την σωµατοποίηση, καθώς επίσης παρατηρήθηκε βελτίωση
στην φυσική τους κατάσταση. Επίσης φάνηκε ότι τα άτοµα που αποχώρισαν από το
πρόγραµµα πριν την ολοκλήρωση του σηµείωσαν µικρότερη βελτίωση στους παρα-
πάνω παράγοντες (Norvell & Belles 1993). Σε µελέτη των Raglin, et al., (1993) οι
ερευνητές µελέτησαν τα επίπεδα του άγχους πριν και µετά από 30 λεπτά ποδηλασία,
µε υποµέγιστη επιβάρυνση 70-80%,ή µετά από άσκηση µε αυξανόµενη αντίσταση, 3
σετ επτά ασκήσεων µε επιβάρυνση 70-80% της µέγιστης. Τα αποτελέσµατα έδειξαν
ότι αµέσως µετά από την προπόνηση µε τα βάρη τα επίπεδα του άγχους ήταν αυξη-
µένα σε σχέση µε τα αρχικά επίπεδα σε αντίθεση µε τα επίπεδα του άγχους µετά από
µια ώρα από την προπόνηση ποδηλασίας που τα επίπεδα του άγχους ήταν αξιοση-
µείωτα χαµηλότερα από τα αρχικά. Αυτή η µελέτη υποστηρίζει ότι η αερόβια άσκηση
αλλά όχι η αναερόβια µειώνει το άγχος,κάτι το οποίο υποστηρίζει και ο Petruzzello
µε τους συνεργάτες του(1991) στην µεταανάλυση που πραγµατοποίησε µελετώντας
104 έρευνες για να δει την επίδραση της άσκησης στην µείωση του άγχους. Σε έρευ-
νες που διερευνούσαν την επίδραση της άσκησης µε βάρη βρέθηκε µικρή µείωση του

37
άγχους (Martinsen, Hoffart & Solberg, 1981b; Moses, Steptoe, et al., 1989; Norris, et
al.,1992).
Το γενικό συµπέρασµα που προκύπτει είναι ότι η έρευνα απέδειξε ότι η
άσκηση επιδρά στο άγχος προδιάθεσης µε µείωση του, αλλά δεν µπόρεσε να από-
δείξει επαρκώς την επίδραση της άσκησης στην βελτίωση του άγχους κατάστασης
(Paluska & Schwenk,2000; Petruzzello,etal.,1991; Brown,1990;Sime, 1990)

2.2.6 Μηχανισµοί ερµηνείας της ανακουφιστικής δράσης της άσκησης


στο άγχος

Ο Βahrke και ο Morgan (1978) υποστήριξαν ότι ένας από τους λόγους που η
άσκηση επιφέρει ψυχολογικά οφέλη ίσως είναι αποτέλεσµα του περισπασµού των
ασκουµένων από τα καθηµερινά προβλήµατα. Η µείωση του άγχους µετά από γρήγο-
ρο βάδισµα, διαλογισµό και χαλάρωση αποδόθηκε από τους δυο ερευνητές στην από-
σπαση των συµµετεχόντων από ότι τους βασάνιζε καθηµερινά.
Οι Schwartz, Davidson, και ο Goleman, (1978) προσπάθησαν να εξηγήσουν τα ευρή-
µατα της παραπάνω έρευνας µε διαφορετικό τρόπο, κάνοντας µια διάκριση ανάµεσα
στο σωµατικό και το γνωστικό άγχος. Υποστήριξαν ότι η µέτρηση του άγχους µε το
SΤΑΙ (State-Trait Anxiety Inventory) δεν µπορεί αν µετρήσει την επίδραση της άσκη-
σης στο άγχος και ότι η άσκηση µειώνει το σωµατικό άγχος ενώ ο διαλογισµός µειώ-
νει το γνωστικό άγχος.Επίσης υποστήριξαν ότι οι άνθρωποι που ασκούνται έντονα ση
µείωσαν λιγότερο σωµατικό άγχος και περισσότερο γνωστικό άγχος ενώ οι άνθρωποι
που κάνουν διαλογισµό σηµείωσαν περισσότερο σωµατικό άγχος και λιγότερο γνω-
στικό. Ο Dishman, (1986) υποστήριξε ότι πιθανόν η άσκηση βοηθάει µε την διαχείρι-
ση του άγχους επιδρώντας στο αυτόνοµο νευρικό σύστηµα, και αποσπώντας τους
ανθρώπους από την παραγωγή αγχωδών σκέψεων και το ενδιαφέρον τους γι’ αυτές.

2.2.7 Όργανα µέτρησης του άγχους

Στην περιοχή της έρευνας για την επίδραση της άσκησης στο άγχος (κατάσ-
τασης και προδιάθεσης) δυο κλίµακες χρησιµοποιήθηκαν κυρίως από τους µελετητές
στον χώρο της φυσικής αγωγής,και αυτές ήταν η STAI, State-Τrait Anxiety Inven-
tory (Spielberg,Corsuch & Lushene,1970; Spielberg,et al.,1983),και η κλίµακα

38
ΡΟΜS, Profile of Mood States (McNair, et al., 1971).Η κλίµακα ΡΟΜS όπως προα-
ναφέρθηκε αποτελείται από 65 ερωτήσεις, στις οποίες απεικονίζονται τα συναισθή-
µατα των υποκειµένων και η συχνότητα αυτών των συναισθηµάτων στην διάρκεια
της περασµένης βδοµάδας έως την µέρα της συµπλήρωσης του. Η δοµή του συµπερι-
λαµβάνει έξη κλίµακες που αξιολογούν την διάθεση: ένταση-άγχος, κατήφεια –κατά-
θλιψη, σύγχυση-ταραχή, ζωτικότητα-ενεργητικότητα, θυµός-εχθρότητα, και κόπωση-
ακινησία. Στην παρούσα µελέτη επιλέχτηκε να χρησιµοποιηθεί για την αξιολόγηση
του άγχους µια από τις πιο κοινές και πολλαπλά χρησιµοποιούµενες κλίµακες, η
Κλίµακα Άγχους – Προδιάθεσης [State-Trait Anxiety Inventory (STAI) Form X,
Spielberger, et al.,1970]. Η κλίµακα Άγχους Κατάστασης- Προδιάθεσης αποτελεί την
πλέον ευρήτατα χρησιµοποιούµενη για την µέτρηση του άγχους, και ο Spielberger
(1983) αναφέρει ότι µέχρι το 1983 υπήρχε προσαρµογή της κλίµακας STAI σε 30
γλώσσες, ενώ υπήρξε έκδοση της στα Γερµανικά, Ιταλικά, Πορτογαλικά, Ισπανικά
και Ολλανδικά και είχε χρησιµοποιηθεί µέχρι εκείνη την χρονιά σε περισσότερες από
δυο χιλιάδες µελέτες.
Η κλίµακα SΤΑΙ έχει µεταφραστεί και προσαρµοστεί στην ελληνική πραγµα-
τικότητα(Κάκκος, Εκκεκάκης & Ζέρβας,1991;Λίακος & Γιαννίτση 1984), επίσης έχει
χρησιµοποιηθεί στην αξιολόγηση του άγχους σε έρευνες που έχουν σχέση µε εξαρτη-
µένα άτοµα (Χείλαρη, 1992;Whiting, 1981; Palmer, et al., 1988), και τα αποτελέσµα-
τα τα οποία δίνει στην κατηγορία αυτή των ατόµων είναι έγκυρα και αξιόπιστα (Χεί-
λαρη,1992). Ένα από τα πολλά πλεονεκτήµατα της κλίµακας SΤΑΙ που την κάνει να
µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε ένα ευρύ φάσµα µελετών είναι ότι µπορεί να διακρίνει
ανάµεσα σε υγιείς και ψυχιατρικούς ασθενείς, και προσδιορίζει τους µη ψυχιατρικούς
ασθενείς µε συναισθηµατικά προβλήµατα (Spielberger, 1983).
Η δηµιουργία της κλίµακας STAI στηρίχτηκε σε µια αρχική διάκριση που
προτάθηκε από τους Cattell και Scheier (1961) και εξελίχτηκε αργότερα από τον Spi-
elberger µε έναν αριθµό µελετών (Spielberger, 1966;1971;1972a,1972b). Η ανάπτυξη
του STAI είναι στηριγµένη σε µια βασική διάκριση µεταξύ δυο διαφορετικών ψυχι-
κών καταστάσεων αυτής του άγχους προδιάθεσης που χαρακτηρίζει µια σχετικά στα-
θερή ψυχική κατάσταση, ενός δηλαδή σταθερού χαρακτηριστικού της προσωπικότη-
τας (trait-anxiety),και του άγχους κατάστασης (state anxiety) που χαρακτηρίζει µια
προσωρινή ψυχοβιολογική αγχωτική κατάσταση. Περιέχει δυο κλίµακες αυτοαξιολό-
γησης 20 θεµάτων η καθεµία, η πρώτη η State µετράει το πώς ένα άτοµο αισθάνεται
στην παρούσα στιγµή, δηλαδή την στιγµή συµπλήρωσης του ερωτηµατολογίου (Ζέρ-

39
βας & Kάκκος, 1990α) και η Trait αξιολογεί το πώς το άτοµο αισθάνεται γενικά στην
ζωή του. Η κλίµακα είναι βασισµένη σε µια σειρά απαντήσεων διαφόρων ερωτήσεων
που σχετίζονται µε την ένταση, την νευρικότητα, την αυτοπεποίθηση, την αναποφα-
σιστικότητα, την ασφάλεια, την σύγχυση την στεναχώρια κ.λπ. (Νieman, 1995).
Ο Spielberger και οι συνεργάτες του (1970) έλεγξαν την αξιοπιστία της
κλίµακας STAI σε δείγµα ατόµων από τη Αµερική, και ανέφεραν συντελεστές alpha
του Cronbach για την κλίµακα Π-άγχους από .86 εως .92, και από .83 έως .92 για
την κλίµακα Κ – άγχους.Οι συντελεστές επανεξέτασης (test-retest) για την την κλίµα-
κα Π-άγχους ως αναφορά τους άνδρες ήταν υψηλοί σε µετρήσεις που έγιναν µετά από
µια ώρα .84, µετά από 20 µέρες .86, και µετά από 104 µέρες .73. Οι ίδιοι συντελεστές
για τις ίδιες µετρήσεις στην κλίµακα Κ-άγχους ήταν χαµηλότεροι και ήταν .33, .54,
και .33.
Σε σχέση µε την εγκυρότητα της κλιµακας Π-άγχους, από διάφορες µελέτες που
έγιναν,αποδείχτηκε ότι µπορεί να διακρίνει σε στατιστικά σηµαντικό βαθµό, υγιεί
άτοµα από ψυχιατρικά ασθενή άτοµα που παρουσίαζουν συµπτώµατα άγχους. Ο συν-
τελεστής συσχετίσης της κλίµακας STAI µε τη κλίµακα ΙΡΑΤ(Institute for Persona-
lity and Ability Testing είναι .76 (Cattell & Scheier, 1961), ο ίδιος συντελεστής για
την κλίµακα Manifest Anxiety Scale (MAS) (Taylor, 1953) είναι .79, ενώ σε σχέση
µε την κλίµακα Affect Adjective Checklist (AACL)(Zuckerman, 1960) στην γενική
της µορφή είναι .58 .Οι παραπάνω συντελεστές συσχέτισης αφορούν τους άνδρες,
ενώ για τις γυναίκες οι συντελεστές συσχέτισης µε τις παραπάνων κλίµακες είναι
παρόµοιες.
Από τα πρώτα χρόνια δηµιουργίας της κλίµακας STAI υπήρξε ένας µεγάλος προβλη-
µατισµός που αφορούσε στο τι τελικά αποτιµά κατ’ ουσία αυτή. Αρχικά η κλίµακα
STAI θεωρήθηκε ότι µετράει το «γενικό άγχος»,και όπως υποστήριξε ο Spielberger
δηµιουργήθηκε για να εντοπίζει εκείνα τα άτοµα που έχουν µια «γενική προδιά-
θεση» άγχους. Η άποψη αυτή όµως θεωρήθηκε µονοδιάστατη και υπεραπλουστευτι-
κή και οδήγησε σε περετέρω διερεύνηση της µέσα από µια σειρά µελετών. Ο ίδιος ο
Spielberger(1966) κατανοούσε ότι υπάρχει µια διαρκής αλληλοεπίδραση που συµβαί-
νει ανάµεσα στο άτοµο και στο περιβάλλον, και σε κάθε περίπτωση και για κάθε
άνθρω-πο υπάρχει µια διαφορετική γνωστική εκτίµηση των εξωτερικών ερεθισµάτων
που γεννούν και κατά συνέπεια παράγουν µια αντίδραση άγχους.

40
2.3 ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ

2.3.1 Εννοιολογικός προσδιορισµός της αυτοεκτίµησης

Ο τρόπος µε τον οποίο το άτοµο αντιλαµβάνεται τον εαυτό του έχει σχέση µε
τα συναισθήµατα, τις αξίες, τη συµπεριφορά, τους στόχους και τις φιλοδοξίες του. H
αυτοεκτίµηση µπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει τη συναισθηµατική πλευρά,
της αυτογνωσίας, και δείχνει το βαθµό στον οποίο το άτοµο αποδέχεται και επιδοκι-
µάζει τον ευατό του (Λεονταρή, 1996). Ο Coopersmith(1967) µιλώντας για την αυτό-
εκτίµηση την ορίζει ως ‘µια προσωπική εκτίµηση αυταξίας που έχει το άτοµο, και η
οποία εκφράζεται µε την στάση που κρατά προς τον εαυτό του’. H αυτοεκτίµηση ορί-
ζεται ως ένα ‘συναισθηµατικό στοιχείο του εαυτού’, ο τρόπος µε τον οποίο ένα άτοµο
είναι ικανό να µορφοποιήσει µια θετική ιδέα που αφορά τον εαυτό του(Campell
1984; Coopersmith, 1967) ή όπως λέει ο Nieman (1995) αντιπροσωπεύει το βαθµό
που το κάθε άτοµο αισθάνεται θετικά για τον εαυτό του, ενώ η έννοια της αυτοαντί-
ληψης, που συγχέεται συχνά µε αυτή της αυτοεκτίµησης, είναι η γνωστική πλευρά
της έννοιας του εαυτού, και αντιπροσωπεύει µια δήλωση, µια περιγραφή ή µια πεποί-
θεση του ατόµου για τον εαυτό του.
Γενική είναι η συµφωνία ότι δυο είναι οι βασικές συνιστώσες της έννοιας του εαυτού
(self-concept), η αυτοαντίληψη (self-perception) ή αυτοεικόνα (self - image) και η
αυτοεκτίµηση (self-esteem) ή σφαιρική αυτοαξία (global self-worth)(Μακρή-Μπότ-
σαρη, 2001). H έννοια της αυτοεκτίµησης µπορεί να διερευνηθεί µέσα στα όρια της
έννοιας της αυτοαντίληψης. Η εικόνα που διαµορφώνουµε για τον εαυτό µας µοιάζει
να επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο µε τον οποίο αντιλαµβανόµαστε και επεξεργα-
ζόµαστε τις πληροφορίες και τα κίνητρα που µας ωθούν για δράση, και κατά κάποιο
τρόπο καθορίζει την συµπεριφορά µας.Πολύ συχνά υπάρχει σύγχυση και ταύτιση ως
αναφορά στις έννοιες της αυτοαντίληψης και της αυτοεκτίµησης. Αυτό κυρίως προ-
έρχεται από τις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις που είχαν σαν συνέπεια µια
ποικιλία ορισµών που χρησιµοποιήθηκαν κατά καιρούς.Οι περισσότεροι ερευνητές
θεωρούν ότι η αυτοαντίληψη είναι µέρος του εαυτού που έχει θέση αντικειµένου, και
την καθορίζουν ως το σύνολο των στάσων και των πεποιθήσεων που έχει διαµορφώ-

41
σει ένα άτοµο για τον εαυτό του. Θεωρείται ότι περιλαµβάνει τα γνωστικά και τα
συναισθηµατικά στοιχεία και τις τάσεις συµπεριφοράς (Burns, 1986).
Υπάρχουν διάφορες απόψεις που αφορούν στην έννοια της αυτοεκτίµησης
όµως οι περισσότεροι από τους µελετητές συµφωνούν στις βασικές κατευθύνσεις. O
James θεωρείται ένας από τους βασικότερους εµπνευστές της έννοιας του εαυτού, και
σύµφωνα µε την άποψη του η έννοια του εαυτού είναι µια πολυδιάστατη δυναµική
µορφή, επίσης υποστηρίζει ότι ο εαυτός περιλαµβάνει – τα διάφορα ‘µέρη του’ - τα
συναισθήµατα που συνδέονται µε αυτά, και - τις πράξεις που πηγάζουν από αυτά.
Τονίζει την διπλή φύση του εαυτού, υποστηρίζοντας ότι αποτελείται από το «Εγώ»
(Ι) και το «Εµένα» (Me) (Λεονταρή, 1996)
Το ερώτηµα της δοµής της έννοιας του εαυτού προβληµάτισε τους µελετητές και
µοιάζει µέσα από αυτό τον προβληµατισµό να δηµιουργήθηκαν τρείς τάσεις ως προς
την δοµή του, η πρώτη υποστήριζε ότι ο εαυτός µπορεί να θεωρηθεί ως µια ενιαία
αντίληψη (Rosenberg,1965), η δεύτερη την πολυδιάστατη έννοια του εαυτού (Shavel-
son, Hubner, & Stanton, 1976) και η τρίτη τάση υποστήριξε τον συνδυασµό αυτών
των δύο (Harter,1983).
Ιστορικά πρώτος που αναφέρθηκε στην έννοια της αυτοεκτίµησης ως µιας σφαιρικής
άποψης που έχουµε για τον εαυτό µας ήταν ο James o oποίος πρέτεινε µια µαθηµατι-
κή σχέση, η οποία ορίζει την αυτοεκτίµηση ως το πηλίκο των επιτυχιών του ατόµου
προς τις επιδιώξεις ή φιλοδοξίες του. Στην θεωρία της συµβολικής αλληλοεπίδρασης
που διαµορφώθηκε µε βάση την θεωρία του James κυριότεροι εκπρόσωποι ήταν ο
Cooley και o Mead (Μακρή-Μπότσαρη, 2001; Λεονταρή, 1996).
Όπως προαναφέρθηκε ο Coopersmith (1967) ορίζει την αυτοεκτίµηση σαν µια προ-
σωπική εκτίµηση αυταξίας του ατόµου,η οποία εκφράζεται από την στάση που διατη-
ρεί το άτοµο προς τον εαυτό του.Αυτό που στην ουσία εκφράζει η αυτοεκτίµηση
είναι ο βαθµός αποδοκιµασίας ή αποδοχής του ατόµου προς τον εαυτό του. Κατά τον
Coopersmith (1967) άνθρωποι αποτιµούν τις επιτυχίες τους µε βάση την δύναµη (άσ-
κηση ελέγχου στους άλλους),τη σπουδαιότητα (έκφραση αποδοχής από τους άλλους),
την αρετή (ύπαρξη ηθικών αξιών) και τέλος την ικανότητα επίτευξης.
Ο Rosenberg υποστηρίζει ότι η αυτοεκτίµηση αναφέρεται στα συναισθήµατα αυτο-
αποδοχής και αυτοσεβασµού του ατόµου (Rosenberg, 1986). Μια άλλη προσέγγιση
στην έννοια της αυτοεκτίµησης είναι αυτή του Ziller (1973) που υποστηρίζει ότι ο
εαυτός ορίζεται σε σχέση µε τους σηµαντικούς άλλους (sagnificant others). Νεότερες
έρευνες αναφέρουν ότι η αυτοεκτίµηση σχετίζεται θετικά µε τον αριθµό των αντιλή-

42
ψεων που έχουµε για τον εαυτό (Greenwald, Belleza, & Banaji, 1988).Όταν θέλουµε
να ορίσουµε την έννοια της αυτοεκτίµησης πρέπει να λάβουµε υπόψη την έννοια του
ιδανικού εαυτού (ideal self), και σύµφωνα µε τον Burns (1982) ιδανικός εαυτός είναι
αυτός που αποκαλύπτει τις προσωπικότερες επιθυµίες και φιλοδοξίες του ατόµου.
∆ιατρέχοντας διαχρονικά την εξέλιξη της έννοιας του εαυτού βλέπουµε ότι αρχικά
υπήρχε µια µονοδιάστατη αντίληψη γι αυτόν. Μια τέτοια µονοδιάστατη θεωρητική
δοµή είναι αυτή του Coopersmith (1967), για τον οποίο η έννοια του εαυτού θεωρείτο
ως µια γενική-αδιαφοποποίητη εννοιολογική κατασκευή. Με βάση αυτή την υπόθεση
κατασκεύασε µια κλίµακα αποτίµησης της αυτοεκτίµησης που βασιζόταν σε τέσσερις
τοµείς. Οι τοµείς αυτοί ήταν σχετικοί µε την οικογένεια, τους συνοµιλήκους, το σχο-
λείο, και τον εαυτό τους, και κάθε τοµέας περιείχε ερωτήσεις σχετικά µε αυτόν, και
η αυτοεκτίµηση αποτελούσε το άθροισµα των τιµών όλων των ερωτήσεων (Cooper-
smith, 1967) (Σχήµα 1).Υπάρχουν πολλές και διάφορες ενστάσεις που αφορούν στο
µονοδιάστατο αθροιστι-κό µοντέλο του Coopersmith. Yποστηρίζεται από κάποιους
ότι οι επιµέρους τοµείς δεν έχουν τύχει εµπειρικής τεκµηρίωσης, αφού τα ερωτηµα-
τολόγια τα οποία υπολογίζουν ένα συνολικό σκορ για τη γενική έννοια του εαυτού
δεν έχουν εκ των προτέρων κατασκευαστεί ως πολυδιάστατα. Με αυτό τον τρόπο
µοίαζει ότι οι επιµέρους τοµείς συµβάλλουν µε την ίδια βαρύτητα στην γενική έννοια
του εαυτού (Μακρή-Μπότσαρη,2001).
Ο Rosenberg (1965) δίνοντας σηµασία και έµφαση στην σφαιρική αντίληψη
κάποιου για την αξία του, ισχυρίστηκε ότι δεν µπορεί να αποτιµάται η αυτοεκτίµηση
σαν απλό άθροισµα των τιµών όπως αυτές προκύπτουν από τις απαντήσεις στο
ερωτηµατολόγιο του Coopersmith, αλλά ότι τα διάφορα διακεκριµένα στοιχεία του
εαυτού σταθµίζονται, ιεραρχούνται και συνδυάζονται µε µια σύνθετη έξίσωση, της
οποίας το άτοµο δεν έχει επίγνωση. Η θέση του Rosenberg εκφράζεται στο ερωτηµα-
τολόγιο του, που έχει ως βάση το µονοδιάστατο-σφαιρικό µοντέλο της έννοιας του
εαυτού, και µπορεί να χρησιµοποηθεί από άτοµα ηλικίας 12 ετών και πάνω(Μακρή-
Μπότσαρη, 2001).
Με το πέρασµα των χρόνων οι µελετητές της ανθρώπινης προσωπικότητας άµφισβή-
τησαν το µονοδιάστατο αθροιστικό µοντέλο του εαυτού, και έτσι τα τελευταία χρό-
νια υπάρχει µια συµφωνία, ότι η έννοια του εαυτού είναι καλύτερα να περιγράφεται
σαν ένα σύνθετο σύστηµα από δοµές (Fox, 2000a).Η έννοια του εαυτού περιγράφεται
και θεωρείται ως πολυδιάστατη, δοµηµένη από τα χαρακτηριστικά, τις ικανότητες και
τους ρόλους του ατόµου, και αυτό το πολυδιάστατο και περίπλοκο σύστηµα όπως

43
λέει η Λεονταρή (1996) έχει µερικές πτυχές που συνεχώς αλλάζουν. H έννοια του
εαυτού συµπεριλαµβάνει επιµέρους ‘εαυτούς’(sub-selves), όπως ο οικογενειακός
εαυτός, ο εργαζόµενος εαυτός, ο συναισθηµατικός εαυτός, ο κοινωνικός εαυτός και
ειδικά κάτι που αφορά την άσκηση, ο σωµατικός εαυτός, και όπως έχει απόδεχτεί κα-

Σχήµα 1 Μονοδιάστατο αθροιστικό µοντέλο του Coopersmith(1967)

θένας από αυτούς τους ‘επιµέρους εαυτούς’ έχει το δικό του περιεχόµενο και δοµή
(Fox, 2000a).
Η πολυδιάστατη-πολυπαραγοντική προσέγγιση στην έννοια του εαυτού,
υποστηρίζει ότι ως άτοµα διατηρούµε πολλές επιµέρους αυτοεικόνες, ο αριθµός των
οποίων αυξάνει µε τη πάροδο της ηλικίας. Αυτές οι επιµέρους αυτοεικόνες είναι οι
αυτοαντιλήψεις µας στους διάφορους τοµείς της ζωής (Μακρή-Μπότσαρη, 2001). H
ανάπτυξη των πολυδιάστατων-πολυπαραγοντικών µοντέλων προχώρησε σε δυο κα-
τευθύνσεις. Η µια κατεύθυνση αφορούσε πολυδιάστατα µοντέλα ανεξάρτητων παρα-
γόντων (multidimensional independent factor model), και η άλλη κατεύθυνση αφο-
ρούσε πολυδιάστατα µοντέλα συσχετισµένων παραγόντων (multidimensional cor-
related factor model). ∆υο πολυπαραγοντικά µοντέλα έχουν την µεγαλύτερη απήχη-
ση µεταξύ των ερευνητών, το πολυπαραγοντικό µοντέλο της Harter (1983), και το
ιεραρχικό µοντέλο των Shavelson, Hubner, και Stanton (1976).
Το ιεραρχικό µοντέλο των Shavelson, Hubner και Stanton (1976)(σχήµα 2) τοποθετεί
την γενική έννοια του εαυτού (general self-concept) στην κορυφή της ιεραρχίας. Οι
µελετητές προσπάθησαν να προσδιορίσουν θεωρητικά την έννοια της αυτοαντίληψης

44
και οδηγήθηκαν µέσα από την έρευνα ότι αυτή περιέχει επτά δοµικά χαρακτηριστικά
που είναι τα ακόλουθα: είναι οργανωµένη, πολυδιάστατη, ιεραρχική (µε τις εκτίµησεις
σε συγκεκριµµένες καταστάσεις να βρίσκονται στην βάση, και τις εκτιµήσεις που
αφορούν σε ευρύτερες περιοχές του εαυτού,π.χ ακαδηµαική εκτίµηση, να βρίσκονται
στην ενδιάµεση περιοχή της πυραµίδας και την συνολική έννοια του εαυτού στην
κορυφή του ιεραρχικού µοντέλου)(σχήµα 2),σταθερή στην κορυφή της ιεραρχίας,
αλλά γίνεται λιγότερο σταθερή καθώς κατεβαίνουµε στα κατώτερα επίπεδα του ιερ-

(Σχήµα 2. Ιεραρχικό µοντέλο των Shalvson, Hubner, & Stanton 1976, αναπαραγωγή από το βιβλίο της Μακρή – Μπότσαρη, 2001)

ρχικού µοντέλου, αποκτά περισσότερες διαστάσεις µε την ηλικία, είναι ταυτοχρόνως


περιγραφική, αξιολογική, και διαφοροποιείται από άλλες δοµές (Shavelson, Hubner &
Stanton, 1976).
H έννοια του εαυτού είναι σταθερή στην κορυφή του ιεραρχικού µοντέλου και
καθώς κατεβαίνει αυτή συγκεκριµενοποιείται και αυτό έχει ως αποτέλεσµα να γίνεται
πιο ασταθής. Είναι πιθανό οι µεταβολές που συµβαίνουν στην βάση του µοντέλου να
επισκιάζονται από αυτοαντιλήψεις που βρίσκονται στις ανώτερες ιεραρχικά αυτοαν-
τιλήψεις και µεταβολές που πραγµατοποιούνται στην κορυφή της πυραµίδας δηλαδή
στην γενική έννοια του εαυτού να απαιτούν πολλές µεταβολές που συµβαίνουν στην
βάση της πυραµίδας (Marsh & Yeung, 1998).

45
Το ιεραρχικό µοντέλο του Shavelson και των συνεργατών του (1976) στην κορυφή
του έχει την γενική έννοια του εαυτού η οποία στο δεύτερο επίπεδο διαρείται στην
ακαδηµαϊκή αυταντίληψη και στην µη ακαδηµαϊκή αυτονατίληψη. Η µη ακαδηµαϊκή
αυταντίληψη στο επόµενο τρίτο στάδιο της ιεραρχικής πυραµίδας διαχωρίζεται στην
σωµατική αυτοαντίληψη, στην κοινωνική αυτοαντίληψη και στην συναισθηµατική
αυτοαντίληψη, και στο επόµενο στάδιο η κάθε µια από αυτές διαιρείται σε επιµέρους
τοµείς. Για παράδειγµα ο τοµέας της σωµατικής αυτοαντίληψης διαχωρίζεται στην
φυσική ικανότητα και την εµφάνιση του σώµατος (σχήµα 2).
Το δεύτερο πολυδιάστατο µοντέλο που έχει απήχηση ανάµεσα στους µελε-
τητές είναι αυτό της Harter (1983)(σχήµα 3) το οποίο στηρίζεται στην υπόθεση του
James ότι η επίδραση των επιµέρους τοµέων αυτοαντίληψης στην αυτοεκτίµηση
εξαρτάται από την σπουδαιότητα που το ίδιο το άτοµο αποδίδει στους διάφορους το-
µείς της ζωής του (Μακρή-Μπότσαρη,2001;Rosenderg,1986). Ως προς το περιεχόµε-
νο της αυτοαντίληψης η Harter εµπεριέχει τους τοµείς της σχολικής ικανότητας, της
φυσικής εµφάνισης, της κοινωνικής αποδοχής και της αυτοεκτίµησης,και υποστη-
ρίζει ότι κάθε ένας από αυτούς τους τοµείς επηρεάζει τους άλλους και επηρεάζεται
από αυτούς (Λεονταρή, 1996).

(Σχήµα 3. Πολυπαραγοντικού µοντέλο της Harter από το βιβλίο της Μακρή-Μπότσαρη, 2001).

Σε ένα πολυδιάστατο-πολυπαραγοντικό µοντέλο η αυτοεκτίµηση αποτελεί το βασικό


στέλεχος και οι επαληθεύσεις του ατόµου για την αξία του σε διάφορους τοµείς της

46
ζωής παίζουν πολύ σηµαντικό ρόλο, και µοιάζει να προέρχεται από τον συνδυασµό
των κληρονοµηµένων αξιών, της βασικής κουλτούρας, και τις βαθειά προσωπικές
απόψεις των ατόµων (Fox, 2000a). Η θεώρηση της έννοιας του εαυτού ως πολύ-
διάστατης εννοιολογικής κατασκευής οδήγησε στον ορισµό της γενικής έννοιας του
εαυτού ως ένα σταθµισµένο άθροισµα επιµέρους αυτοαντιλήψεων.
Η βαρύτητα µε την οποία οι επιµέρους αυτοαντιλήψεις υπεισέρχονται σε ένα τέτοιο
άθροισµα, µπορεί να είναι διατοµικά σταθεροί ή να διαφέρουν από άτοµο σε άτοµο
(Μακρή-Μπότσαρη,2001).Πρέπει να επισηµανθεί ότι από την ανασκόπηση της βιβλι-
ογραφίας µε τον όρο «γενική έννοια του εαυτού»(general self-concept) αποδίδεται η
συνολική άποψη που έχει κάποιος για την αξία του ως ατόµου, δηλαδή εκφράζεται
στην ουσία η αυτοεκτίµηση του.

2.3.2 Αυτοεκτίµηση και σώµα (physical self)

H ανάπτυξη των πολυδιάστατων πολυπαραγοντικών µοντέλων της έννοιας


του εαυτού οδήγησε στο προβληµατισµό της σηµαντικότητας των επιµέρους αυτο-
αντιλήψεων στην αυτοεκτίµηση των ατόµων και επιπρόσθετα τέθηκαν ερωτήµατα
πως, και σε ποιο βαθµό, αυτές οι επιµέρους αυτοαντιλήψεις επιδρούν στην συνολική
αυτοεκτίµηση του ατόµου. Το σώµα και η σχέση του ατόµου µε αυτό, η ικανοποίηση
που αισθάνεται από την εµφάνιση του, και η σωµατική του ικανότητα, µοιάζει να παί-
ζουν ρόλο στην συνολική αυτοεκτίµη του ατόµου.Είναι αξιοσηµείωτο ότι οι Εpstein,
Harter και Coopersmith στις θεωρίες τους συµπεριλαµβάνουν την έννοια της σωµατι-
κής ικανότητας(Sonstroem & Morgan,1989).Ο σωµατικός εαυτός(physical self) κατέ-
χει σηµαντική θέση στο σύστηµα του εαυτού γιατί το σώµα διαµέσου της εµφάνισης
των χαρακτηριστικών και των ικανοτήτων, εξασφαλίζει την διαρκή επικοινωνία του
ατόµου µε το περιβάλλον, αποτελεί το όχηµα για την κοινωνικοποίηση και παραπέρα
αντιπροσωπεύει την κοινωνική θέση, την σεξουαλικότητα και κατέχει κεντρικό ρόλο
στην συνολική αυτοαξιολόγηση του (Fox, 2000a).
Η έννοια του σώµατος έτσι όπως αυτή εκφράζεται µέσα από τις έννοιες του
σωµατικού σχήµατος και της εικόνας του σώµατος κατέχει σηµαντική θέση στον
ψυχισµό του ατόµου. Το σωµατικό σχήµα καθορίζει το άτοµο ως εκπρόσωπο του
ανθρωπίνου είδους, και είναι αυτό που θα εκφράσει ενεργητικά ή παθητικά την εικό-
να του σώµατος επιτρέποντας την αντικειµενοποίηση µιας διυποκειµενικότητας, και
η εικόνα του σώµατος είναι προσωπική στον καθένα και συνδέεται µε το υποκείµενο

47
και την ιστορία του (Dolto, 1984). O σωµατικός εαυτός συσχετίζεται µε την συνολική
αυτοεκτίµηση καθόλη την διάρκεια της ζωής, και αυτό, όπως λέει ο Fox (2000a)
πραγµατοποιείται διαµέσου των αξιολογήσεων της εµφάνισης, ή της εικόνας του σώ-
µατος όπως επίσης από την συµµετοχή σε σωµατικές δραστηριότητες, για παράδειγ-
µα στα σπορ,όπως και από την αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση και τη σωµατική
υγεία.
∆ιάφοροι επιστήµονες συχνά συµπεριέλαβαν εκτιµήσεις που αφορούν στο
σώµα στην αποτίµηση της αυτοεκτίµησης. Στοιχεία όπως η λειτουργικότητα, η
εµφάνιση, οι ικανότητες,αποτελούν τοµείς της δοµής του εαυτού (Coopersmith, 1967;
Epstein, 1973; Messer & Harter, 1986). Την έννοια του σωµατικού εαυτού διερεύνη-
σαν πολλοί στην προπάθεια τους να δώσουν το περίγραµµα της, και µπορούµε να
αναφερθούµε στον Secord και στον Jourard (1953) που το ενδιαφέρον τους εντοπί-
τηκε κυρίως στην εικόνα του σώµατος, της εµφάνισης και της ικανοποιήσης που αισ-
θάνεται το άτοµο από αυτή, και διερεύνησαν την σχέση που έχει η εικόνα του σώµα-
τος µε την γενική αυτοεκτίµηση. Oι Messer και Harter(1986) συµπεριέλαβαν τις έν-
νοιες της εµφάνισης και της σωµατικής ικανότητας, ενώ οι Miller, Murphy και Buss
(1981) συµπεριέλαβαν την έννοια της σωµατικής ενσυναίσθησης. Από τα παραπάνω
συνάγεται ότι αυτές οι µεταβλητές που συνδεέονται άµεσα µε την φυσική κατάσταση
και µε τα κέρδη που αποκοµίζει κάποιος από την συµµετοχή του σε προγράµµατα
άσκησης συνδέονται µε την έννοια της σωµατικής αντίληψης, και κατά συνέπεια µε
την έννοια της αυτοεκτίµησης.
Στα πρώτα χρόνια της διερεύνησης της έννοιας της αυτοεκτίµησης παρόλο
που ο παράγοντας του σώµατος έπαιζε ρόλο στην αποτίµηση αυτής, δεν υπήρχε σα-
φής προσδιοορισµός µε ποιο τρόπο η εικόνα που διατηρούσε κάποιος για το σώµα
του επηρέαζε την συνολική του αυτοεκτίµηση. Σε µεταανάλυση εξηνταπέντε µελετ-
ών που πραγµατοποίησε ο Gruber (1986) συµπέρανε ότι, στην βασική εκπαίδευση τα
προγράµµατα της φυσικής δραστηριότητας συνδέονται θετικά µε την αυτοεκτίµηση.
Η Harter (1982) δηµιούργησε µια κλίµακα για παιδιά που αφορούσε την αντιλαµ-
βανόµενη ικανότητα τους (Perceived Competence Scale for Children) και στην οποία
συµπεριέλαβε την έννοια της σωµατικής ικανότητας, χρησιµοποιώντας µάλιστα αυτή
την κλίµακα σε τέσσερα διαφορετικά γεωγραφικά δείγµατα αποφάσισε να συµπερι-
ληφθεί η σωµατική ικανότητα ως µια κατεύθυνση της συνολικής αυτοεκτίµησης
(Harter, 1982). Σε κάποιες µελέτες φάνηκε ότι υπάρχει µικρή σχέση µεταξύ αυτοεκ-
τίµησης και αυτοαντίληψης αθλητικής ικανότητας (Harter,1985), κάτι στο οποίο

48
είχαν οδηγηθεί χρόνια πριν και άλλοι µελετητές, οι οποίοι δε µπόρεσαν να βρούν
σχέση µεταξύ φυσικής κατάστασης και αυτοεκτίµησης (Neale, Sonstroem & Metz,
1969).
Μοιάζει παράδοξο ότι ενώ η αυτοεκτίµηση δεν σχετίζεται µε την φυσική κατάσταση
η ένοια της υπόληψης – εκτίµησης (estimation) φαίνεται να σχετίζεται σε σηµαντικό
βαθµό µε την αυτοεκτίµηση. Ο Sonstroem (1978)(σχήµα 4) πρότεινε ένα µοντέλο
ερµηνείας για το πώς η συµµετοχή σε φυσικές δραστηριότητες οδηγεί σε αύξηση των
φυσικών ικανοτήτων. Στο µοντέλο(σχήµα 4) αυτό ο Sonstroem υποστηρίζει ότι, η αύ-
ξηση των φυσικών ικανοτήτων οδηγεί σε ψυχολογικά οφέλη, και µε την σειρά τους
αυτά τα ψυχικά οφέλη µε κάποιον τρόπο έχουν θετική επίδραση στην συνολική
αυτοεκτίµηση των ατόµων.

Αυτοεκτίµηση
(self-esteem)

Έλξη για έντονη φυσική


Εκτίµηση ∆ραστηριότητα
(Estimation) (Atraction)

Φυσική ικανότητα
(Physical ability)

Φυσική δραστηριότητα
(Physical activity)

(Σχήµα 4. Ψυχολογικό µοντέλο ερµηνείας Συµµετοχής σε Φυσικές ∆ραστηριότητες (Physical


Estimation and Attraction Scales, PEAS, Sonstroem, 1978).

Σύµφωνα µε το προτεινόµενο από τον Sonstroem (1978) µοντέλο, η συµµετοχή σε


φυσικές δραστηριότητες αυξάνει την φυσική ικανότητα του ατόµου, αυτή επιδρά

49
θετικά στην εκτίµηση του για το ίδιο, και κατά συνέπεια η αυξηµένη εκτίµηση οδηγεί
σε αύξηση της αυτοεκτίµησης και σε µεγαλύτερη έλξη για φυσική δραστηριότητα. Το
παραπάνω µοντέλο υπήρξε σηµαντικό στον τοµέα διερεύνησης της σχέσης που
υπάρχει ανάµεσα στην φυσική κατάσταση και την αυτοεκτίµηση
Σε ανασκόπηση των µέχρι τότε ερευνών ο Sonstroem (1984) οδηγήθηκε στο συµπέ-
ρασµα ότι η συµµετοχή σε προγράµµατα άσησης οδηγεί σε άυξηση της αυτοεκτί-
µησης χωρίς όµως να µπορεί να προσδιορίσει τον τρόπο που γινόταν αυτό. Αργότερα,
ο ίδιος αναφέρεται σε πέντε µελέτες στις οποίες χρησιµοποιήθηκαν εννέα υποκλί-
µακες που αφορούσαν στα δυο φύλα µε σκοπό την διερεύνηση της συνάφειας που
υπάρχει µεταξύ της εκτίµησης και της φυσικής κατάστασης. Ο συντελεστής συσχέτι-
σης Pearson εκτεινόταν από το 0.27 έως το 0.53 (µέσος όρος = 0.41) ανάµεσα στην
εκτίµηση και στην φυσική κατάσταση, και µόνο ένας από τους εννέα συντελεστές
ανάµεσα στην συνολική αυτοεκτίµηση και την φυσική κατάσταση ήταν στατιστικά
σηµαντικός (r=0.25, p< 0.05) ( Sonstroem, 1989).

2.3.3 Αυτοεκτίµηση και ψυχική υγεία

Τα σύγχρονα συστήµατα αξιολόγησης των ψυχικών διαταραχών δεν περιέ-


χουν κάποια ξεχωριστή κατηγορία στην οπoία να κατατάσονται οι διαταραχές της έν-
νοιας του εαυτού. Ωστόσο η επισκόπηση του ∆ιαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειρι-
δίου Ψυχικών ∆ιαταραχών (4η έκδοση) του Αµερικανικού Ψυχιατρικού Συλλόγου
(DSM -IV,American Psychiatric Association,1994) αποκαλύπτει ότι η αυτοαντίληψη
και η αυτοεκτίµηση αποτελούν κοµβικές συνιστώσες των αιτιολογικών και περιγρα-
φικών πτυχών πολλών διαταραχών (Μακρή-Μπότσαρη 2001).
Στις ∆ιαταραχές της ∆ιάθεσης ή Συναισθηµατικές ∆ιαταραχές (Mood Disorders) στις
οποίες υπάγεται και η κατάθλιψη µεταξύ των άλλων παραγόντων που διερευνούν τα
διάφορα διαγωστικά εργαλεία περιλαµβάνονται και αξιολογικές κρίσεις και εκτιµή-
σεις σχετικά µε τον εαυτό. Η κατάθλιψη συνοδεύεται από από σηµαντική µείωση του
αισθήµατος της προσωπικής αξίας (Κλεφτάρας 1998), από σκέψεις και αισθήµατα
ενοχής και αναξιότητας, χαµηλή αυτοεκτίµηση, και άγχος (Μάνος 1988). Μελέτες
έχουν δείξει ότι άτοµα µε συναισθηµατικές διαταραχές παρουσιάζουν χαµηλά επίπε-
δα στην αυτοαντίληψη τους όπως επίσης, τα άτοµα αυτά σηµείωσαν αξιοσηµείωτα
χαµηλότερα σκορ στη σωµατική και την συνολική αυτοαντίληψη από άτοµα χωρίς
συναισθηµατικές διαταραχές. Οι µελετητές υποστηρίζουν ότι η κατάθλιψη συνδέεται

50
µε την χαµηλή αυτοεκτίµηση(Wilson, & Krane, 1980). Ο όρος κατάθλιψη καλύπτει
ένα µεγάλο φάσµα συναισθηµατικών καταστάσεων που εκτείνονται από φυσιολο-
γικές αντιδράσεις σε κάποιες καθηµερινές καταστάσεις και φτάνουν σε βαρείς παθο-
λογικές καταστάσεις (Κλεφτάρας, 1998).Ο Chartier και ο Ranieri (1984), διαχωρί-
ζουν τρία επίπεδα που αφορούν την κατάθλιψη, ως σύµπτωµα (επεισόδια καθηµερι-
νής θλίψης), ως σύνδροµο (που περιλαµβάνει µια οµάδα καταθλιπτικών συµπτωµά-
των) και ως ψυχοπαθολογική διαταραχή. H µείζονα κατάθλιψη συνοδεύεται από
χαµηλή αυτόεκτίµηση και συναισθήµατα απαξίωσης (DSM-IV American Paychiatric
Associations,1994)όπως επίσης από χαµηλά επίπεδα σωµατικής και συνολικής αυτό-
αντίληψης σε σχέση µε εκείνα τα άτοµα που δεν ανήκουν σε κλινικούς πληθυσµούς
(Van de Vliet, 2002a). Σε διάφορες εµπειρικές µελέτες σχετίζεται η χαµηλή αυτοεκ-
τίµηση µε αρνητική αυτοαντίληψη (Αdams, Lehnert, & Brinkman 1995; Beck, 1975),
όπως φαίνεται να υπάρχει πολύ ισχυρή συνάφεια µεταξύ αυτοεκτίµησης και
καταθλιπτικής διάθεσης (Harter,1999; Beck,1975).
Είναι γνωστό ότι κατά την διάρκεια της εφηβείας παρατηρούνται φαινόµενα ψυχικών
διαταραχών που σχετίζονται µε αυξηµένη συχνότητα εµφάνισης εφηβικής κατάθλι-
ψης, διαταραχών της συµπεριφοράς, αυτοκτονικών συµπεριφορών και αυτοκτονιών.
Επίσης κατά την διάρκεια της εφηβείας γίνεται αυξηµένη χρήση χρήση αλκοόλ και
άλλων εξαρτησιογόνων ουσιών (Adams, & Gullotta, 1989). Τα άτοµα που κάνουν
χρήση ή κατάχρηση ουσιών χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα κατάθλιψης και
αυξηµένο άγχος. Αυτές οι δυο συναισθηµατικές καταστάσεις συνοδεύονται από
σσυναισθήµατα χαµηλού αυτοελέγχου που µοιραία οδηγούν σε χαµηλή αυτοεκτίµη-
ση(Van de Vliet., et al., 2002b). Αυτά τα ευρήµατα συµφωνούν µε άλλα στα οποία
φαίνεται ότι άτοµα µε κλινική κατάθλιψη παρουσιάζουν χαµηλά επίπεδα αυτοεκτίµη-
σης (Van de Vliet., et al.,2002a; Ossip-Klein., et al.,1989; Wilson & Krane, 1980).
Υπάρχει µεγάλος προβληµατισµός στο αν η χαµηλή αυτοεκτίµηση είναι αποτέ-λεσµα
της κατάθλιψης ή αποτελεί το βασικό της αίτιο, και µε βάση αυτό το ερώτηµα
αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες και δεν είναι λίγοι οι επιστήµονες που υποστηρίζουν
ότι αυτό το θέµα παραµένει άλυτο (Prout & Prout, 1996).
Ένα άλλο πρόβληµα που σχετίζεται µε την αυτοεκτίµηση είναι το άγχος, και
από την βιβλιογραφία φαίνεται ότι η έννοια του εαυτού έχει αρνητική σχέση µε το
άγχος (Rosenberg, 1989; Prout, & Prout, 1996; Byrne, 2000). Tα ευρήµατα των
µελετών δείχνουν να υπάρχει συνοσηρότητα µεταξύ του άγους και της κατάθλιψης.
Μοιάζει ότι οι έννοιες της αυτοεκτίµησης, του άγχους και της κατάθλιψης να

51
βρίσκονται σε αλληλοσυσχέτιση µεταξύ τους.Στο DSM-IV(στην τέταρτη του έκδο-
ση), πολλά από τα συµπτώµατα που αφορούν στη Γενικευµένη Αγχώδη ∆ιαταραχή
αποτελούν και συµπτώµατα στο Μείζον Καταθλιπτικό Επεισόδιο (για παράδειγµα η
ψυχοκινητική διέγερση, απώλεια ενέργειας, κ.ά.).Αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες
πάνω στον προβληµατισµό κατά πόσο η κατάθλιψη και το άγχος είναι δυο ξεχωρι-
στές διαταραχές ή αποτελούν διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας διαταραχής. Όπως
αναφέρει η Μακρή- Μπότσαρη (2001, σελ.137) διάφοροι ερευνητές όπως οι Clark,
Beck, και Stewart, και οι Tarlow και Haaga εφήρµοσαν πολυπαραγοντικές µεθό-
δους χρησιµοποιώντας κλίµακες αυτοεκτίµησης, άγχους και κατάθλιψης για να διε-
ρευνήσουν την συνοσηρότητα αυτών των παραγόντων. Οι έρευνες αυτές κατέληξαν
σ’ ένα γενικό παράγοντα ψυχοπαθολογίας που θα µπορούσε να αποδοθεί µε τον όρο
«αρνητική συναισθηµατικότητα».

2.3.4. Επίδραση της άσκησης στην αυτοεκτίµηση

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αυξηµένο ενδιαφέρον για την επίδραση της


άσκησης στην προαγωγή και διατήρηση της καλής ψυχικής υγείας, όπως επίσης και
για την επίδραση της στην πρόληψη και την θεραπεία των ψυχικών διαταραχών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η αυτοεκτίµηση αποτελεί ένα σηµαντικό στοιχείο της
καλής υγείας, και ένα στοιχείο το οποίο επιδέχεται αλλαγή διαµέσου της άσκησης
(Fox, 2000a). H πεποίθεση που υπάρχει, ως αναφορά στην επίδραση της άσκησης
στην αυτοεκτίµηση, έχει να κάνει µε τη άποψη ότι αρχικά βελτιώνει την σωµατική
αυταξία, έτσι που οδηγεί τα άτοµα στην αύξηση στης συµµετοχής τους, και της
σωµατικής αποδοχής, µε φυσιολογική συνέπεια των παραπάνω την ενδυνάµωση της
συνολικής αυτοεκτίµησης. Όπως λέει ο Sonstroem(1998) η φυσική δραστηριότητα
δεν βελτιώνει µόνον την αντιλαµβανόµενη σωµατική ικανότητα που αυτή µε την
σειρά της αντανακλά στην αυτοεκτίµηση (υπόθεση της ανάπτυξης στόχων,skill deve-
lopment hypothesis),αλλά η αυξηµένη αυτοεκτίµηση προκαλεί την αύξηση της φυσι-
κής δραστηριότητας (υπόθεση της ενδυνάµωσης των στόχων,skill enhancement hypo-
thesis). Το γεγονός ότι τα αποτελέσµατα των µελετών που αφορούν στην επίδραση
της άσκησης στην αυτοεκτίµηση παρουσιάζονται µε διαφορετικά ονόµατα που µπο-
ρεί να ξεκινούν από την ‘έννοια του εαυτού’( self-concept), και να επεκτείνονται σε
ειδικά στοιχεία όπως είναι ‘αυτοεικόνα’ (body image), κάνει το εγχείρηµα εξαγωγής
συµπερασµάτων πολύ δύσκολο (Fox, 2000a).

52
Ενας αριθµός ερευνητών σε ανασκοπήσεις που πραγµατοποίησε, σηµείωσε
ότι η αυτοεκτίµηση αποτελεί µια µεταβλητή που έχει σηµαντική βελτίωση εξαιτίας
της συµµετοχής των ατόµων σε προγράµµατα άσκησης. Ένα άλλο στοιχείο που
έδειξε η έρευνα είναι ότι, την µεγαλύτερη βελτίωση παρουσιάζουν άτοµα που έχουν
χαµηλά επίπεδα αυτοεκτίµησης (Hughes, 1984; Sonstroem,1984; MacMahon., &
Gross, 1988; Tucker, & Mortell, 1993; DeGeus, Van Doornen, & Orlebeke, 1993).
Ο Fox (2000a) λέει ότι µόνον δυο µετααναλύσεις έχουν πραγµατοποιηθεί που να
αναφέρονται στην επίδραση της άσκησης στην αυτοεκτίµηση. Η µια ήταν εστιασµένη
στα παιδιά του Cruber το 1986, και η άλλη που µέχρι εκείνη την στιγµή ήταν αδηµο-
σιεύτη, πραγµατοποιήθηκε από τους Spence και Poon 1997, ενώ υπάρχουν και κάποι-
ες άλλες ηµιτελείς προσπάθειες από άλλους επιστήµονες. Στην µεταανάλυση του, o
Gruber απέδειξε ότι τα σωµατικά δραστήρια παιδιά έδειξαν υψηλότερα επίπεδα αυτο-
εκτίµησης σε σχέση µε τα υποκινητικά, ενώ σε άλλη µελέτη των McDonald και
Hogdon (1991) φάνηκαν σηµαντικές διαφορές στην έννοια του εαυτού ασκουµένων
και µη ασκουµένων, και αυτό το έυρηµα ισχύει ανεξάρτητα από την ηλικία και το
φύλο. Ο λόγος κατά την απόψη του Fox (2000a) που υπάρχει τόση µικρή ενασχόλη-
ση των επιστηµόνων µε τον τοµέα αυτό, ίσως να οφείλεται στην πολυπλοκότητα των
µετρήσεων και των ερµηνειών της περιοχής αυτής.
Η έρευνα που αφορά στην επίδραση που έχει η άσκηση στην αυτοεκτίµηση κλινικών
πληθυσµών είναι σπάνια (Fox, 1990). Τα ενδεχόµενα οφέλη της άσκησης αποδείχτη-
καν στις πρώιµες έρευνες, ενώ η επίδραση της σε κλινικούς πληθυσµούς, που παρου-
σίαζαν χαµηλή αυτοεκτίµηση, διερευνήθηκε ελάχιστα (Fox,1997). Από τις 37 αλη-
θείς πειραµατικές µελέτες, µόνον οι εννέα αναφερόταν σε ειδικούς και κλινικούς πλη-
θυσµούς, όπως σε άτοµα που ήταν αλκοολικοί, καταθλιπτικοί, υπέρβαροι, και σε
άτοµα µε µαθησιακές δυσκολίες (Fox, 2000a).
Ο Sonstroem (1984) εκτιµήσε ότι η συµµετοχή σε προγράµµατα άσκησης οδηγούσε
σε βελτίωση της αυτοεκτίµησης, όπως επίσης φάνηκε σε άλλες µελέτες ότι αυτή η
βελτίωση ήταν µεγαλύτερη σε άτοµα που παρουσίαζαν αρχικά χαµηλότερα επίπεδα
αυτοεκτίµησης (McAuley, 1994; Sonstroem, 1984).Ο Sonstroem (1982) υποστήριξε
ότι η εικόνα του σώµατος και η αντίληψη της φυσικής ικανότητας έχουν υψηλή συσ-
χέτιση µε την συνολική αυτοεκτίµηση, ενώ οι Folkins, και Sime (1981) συµπέραναν
ότι η συµµετοχή στην άσκηση βελτιώνει την συνολική αυτοαντίληψη των συµµετε-
χόντων. Μια ερµηνεία για την θετική επίδραση της άσκησης στην αυτό-εκτίµηση
είναι ότι αυτή αρχικά βελτιώνει την σωµατική αυτοαντίληψη και αυτή η βελτίωση

53
έχει ως συνέπεια την καλυτέρευση της συνολικής αυτοαντίληψης. Η σχέση µεταξύ
σωµατικής αυτοαντίληψης και συναισθηµατικής κατάστασης είναι βασικά έµεση και
διαµεσολαβείται από την συνολική αυτοεκτίµηση ( Harter, 1990; Van de Vliet., et al.,
2002a). Ο Sonstroem (1984) υποστηρίζει ότι η επίδραση της άσκησης στη αυτοεκ-
τίµηση πιθανόν να οφείλεται στην αίσθηση υπεροχής που αισθάνονται οι ασκούµενοι
και την αντλούν από τις καταστάσεις εκείνες που µπορούν και κυριαρχούν επιτε-
λώντας έναν σκοπό. Ο Sonstroem, και οι συνεργάτες του (1991) σε µελέτη τους, διε-
ρεύνησαν τη σχέση ανάµεσα στην άσκηση και στην αυτοεκτίµηση και βρήκαν ότι η
αλλαγή στην αυτοαποτελεσµατικότητα σχετίζεται µε την αυτοεκτίµηση αλλά και µε
την διαµεσολάβηση της αντιλαµβανόµενης φυσικής συµµετοχής. Ο Sothern,και οι
συνεργάτες του (1999) σε κλινική επιδηµιολογική έρευνα διερεύνησαν πως η φυσι-
κή άσκηση λειτουργεί προληπτικά για µια σειρά από χρόνιες παθήσεις. Η έρευνα
έδειξε ότι η άσκηση βελτιώνει την δύναµη, την αυτοεκτίµηση, την εικόνα του
σώµατος και λειτουργεί προληπτικά από χρόνιες παθήσεις, αλλά αυτές οι θετικές
επιδράσεις εξαρτώνται από τον τύπο, την ένταση, και τον όγκο της άσκησης. Ο Fox,
(1999) αναφέρει ότι µέσα από την µελέτη 30 ανασκοπήσεων και µεταναλύσεων µε
θέµα που αφορούσαν στην επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στην ψυχική ευε-
ξία ένα από τα συµπεράσµατα του ήταν ότι η άσκηση βοηθάει στη αύξηση της
αυτοεκτίµησης. Στη µελέτη των MacMahon, και Gross (1988) που ως δείγµα χρησι-
µοποιήθηκαν παραβατικοί έφηβοι που βρισκόταν σε κέντρο κράτησης ανηλίκων, και
για δυο ώρες κάθε εβδοµάδα συµµετείχαν σε αθλητικό πρόγραµµα που περιελάµβανε
τρέξιµο και µπάσκετ, φάνηκε βελτίωση της ψυχικής διάθεσης και της αυτοεκτίµησης
τους. Οι συγγραφείς συµπέραναν ότι η έντονη αερόβια άσκηση µπορεί να αποτελέσει
συµπληρωµατική ψυχολογική βοήθεια για παραβατικούς νέους. Η άσκηση αποτελεί
όπλο εναντίον των χρόνιων ασθενειών, επίσης βοηθάει την βελτίωση της αυτοεκ-
τίµησης και της εικόνας του σώµατος στα παιδιά και τους εφήβους (Sothern, Loftin,
Suskind, Udall, & Blecker, 1999), βελτιώνει την συνολική ψυχική υγεία και την
αυτοεκτίµηση (Fox 1999).
Στην µελέτη των Tucker, & Mortal (1993), διερευνήθηκε η επίδραση που έχει η
άσκηση µε αυξανόµενη αντίσταση στην αυτοεκτίµηση των συµµετεχόντων. Σε
πρόγραµµα χρονικής διάρκειας 12 εβδοµάδων 60 γυναικών που χωρίστηκαν σε δυο
οµάδες και η µια οµάδα ασκήθηκε µε βάρη ενω η άλλη µε γρήγορο βάδισµα, φάνηκε
βελτίωση της αυτοεκτίµησης των δυο οµάδων, µε µεγαλύτερη βελτίωση, αυτή των
γυναικών που συµµετείχαν στο πρόγραµµα άσκησης µε τα βάρη. Το γεγονός ότι η

54
άσκηση µε τα βάρη δίνει ορατά και µετρήσιµα αποτελέσµατα στην αύξηση της
µυϊκής δύναµης ίσως δικαιολογεί τα καλύτερα αποτελέσµατα στην βελτίωση της
αυτοεκτίµησης. Σε πρόσφατη µελέτη (Alfermann, & Stoll, 2000), διερευνήθηκε η
επίδραση της άσκησης σε δυο προγράµµατα παρέµβασης διάρκειας έξι µηνών. Οι
οµάδες ελέγχου, είτε δεν έκαναν τίποτε, είτε έπαιρναν εικονικά φάρµακα, (placebo),
ή συµµετείχαν σε οµάδα χαλάρωσης, ή σε κάποιο πρόγραµµα που αφορούσε την
ενδυνάµωση της πλάτης. Σαν όργανο µέτρησης της αυτοεκτίµησης χρησιµοποιήθηκε
και το τροποποιηµένο σύστηµα αξιόλογησης EXSEM των Sonstroem, Harlow, Josep-
hs (1994). Tα αποτελέσµατα έδειξαν ότι υπήρξε βελτίωση όχι µόνον στις οµάδες
άσκησης, αλλά σε όλες τις οµάδες στις οποίες υπήρξε κάποια παρέµβαση. Συγκεκριµ-
µένα στην πρώτη µελέτη παρέµβασης όπου δεν χρησιµοποιήθηκε το µοντέλο αξιολό-
γησης EXSEM τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η άσκηση πιθανόν να βελτιώνει την
‘σωµατική έννοια του εαυτού’(physical self-concept) αλλά δεν επιδρά στην αυτοεκτί-
µηση (self-esteem).Τα ευρήµατα της µελέτης είναι παρόµοια µε τα ευρήµατα των
King, Taylor, Haskell και DeBusk (1989), όπου φαίνεται ότι η άσκηση επιδρά σε
εκείνες τις µεταβλητές που σχετίζονται περισσότερο µε σωµατικές αλλαγές, όπως, η
‘σωµατική έννοια του εαυτού’ (physical self-concept) και πολύ λιγότερο στις ψυχο-
λογικές παραµέτρους όπως για παράδειγµα στην αυτοεκτίµηση (self-esteem). Παρό-
µοια ήταν και τα ευρήµατα της δεύτερης µελέτης στην οποία χρησιµοποιήθηκε το
ιεραρχικό µοντέλο EXSEM.
Συµπερασµατικά για την επίδραση της άσκησης στην αυτοεκτίµηση ο Fox(2000a)
λέει ότι:
• η άσκηση µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως διαµεσολαβητής για την προαγωγή
της σωµατικής αυταξίας (physical self-worth), και άλλων σηµαντικών
σωµατικών αυτοντιλήψεων, όπως η εικόνα σώµατος (body image).
• Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει βελτίωση της αυτοεκτίµησης, αλλά στις
µισές µελέτες δεν παρατηρήθηκε βελτίωση. Αυτό το συµπέρασµα συµφωνεί
µε τα αποτελέσµατα και άλλων ανασκοπήσεων. Η βελτίωση της αυτό-
εκτίµησης δεν µοιάζει ξεκάθαρα να προκύπτει απευθείας από τα προγράµ-
µατα άσκησης. Αυτό δεν αποκλείει να συµβαίνει για κάποιους ανθρώπους µε
κάποια προγράµµατα άσκησης.

55
• Θετική επίδραση έχουµε σε όλες τις ηλικίες, στους άνδρες όπως και στις
γυναίκες, αλλά µεγαλύτερα οφέλη προκύπτουν σε άτοµα µέσης ηλικίας και
παιδιών, και στα άτοµα µε χαµηλή αυτόεκτίµηση.
• Ποικίλες µορφές άσκησης επιφέρουν αλλαγές στην αυτοαντίληψη, αλλά η
αερόβια άσκηση και η άσκηση µε αυξανόµενη αντίσταση (άσκηση µε βάρη)
δίνουν καλύτερα αποτελέσµατα. Τα θετικά αποτελέσµατα της άσκησης µε
βάρη είναι ορατά σε µικρότερο χρονικό διάστηµα.

2.3.5 Όργανα µέτρησης της αυτοεκτίµησης

Οι πρόσφατες θεωρίες περιγράφουν τον ‘εαυτό’ ως ένα πολυδιάστατο


σύστηµα κατασκευών, το οποίο περιέχει πολλές ειδικές αντιλήψεις, για διαφορετικές
περιοχές. Αυτές οι κατασκευές αναγνωρίζονται ως στοιχεία ή χώροι της συνολικής
αυτοαντίληψης. O Sonstroem(1998) υποστήριξε, ότι η αυτοεκτίµηση που σχετίζεται
µε την φυσική δραστηριότητα, µπορεί να µελετηθεί καλύτερα, µε την χρησιµοποιήση
ιεραρχικών µοντέλων, στα οποία θα περιέχονται στοιχεία για την αυτοεικόνα σε ένα
εύρος που θα εκτείνεται από ειδικές σε πολύ γενικότερες δοµές. Είναι ενδιαφέρον,
ότι στοιχεία της άσκησης, όπως η φυσική συµµετοχή – συµπεριλαµβανοµένης της
λειτουργικότητας του σώµατος, της εµφάνισης, και των επιδεξιoτήτων συµπεριλαµ-
βάνονται ως βασικά συστατικά µέσα σε µια πολυδιάστατη δοµή του εαυτού, και
εξασφαλίζουν την θεµελιώδη αλληλοεπίδραση του ατόµου µε το περιβάλλον (Fox,
2000a).
O Rosenberg(1979) υποστήριξε ότι οι άνθρωποι συνήθως έχουν διαφορετικές
αυτοντιλήψεις για τις διάφορες ικανότητες τους (σαν επαγγελµατίες, σαν αθλητές,
σαν µέλη των οικογενειών τους κά), έτσι η αυτοαντίληψη (self-perception) εµπεριέ-
χει στοιχεία κοινωνικής, συναισθηµατικής και σωµατικής αυτοαντίληψης (Sonstro-
em, Speliotis & Fava 1992). Οι επιστήµονες θεωρούν ότι η αυτοεκτίµηση αποτελείται
το λιγότερο από δυο κατευθύνσεις, και αυτές είναι η αίσθηση της επάρκειας, και της
αυτοαποδοχής ( Epstein, 1973).
Η αυτοεκτίµηση αποτελεί µια θεµελιώδη σφαιρική δοµή που είναι πολυδιάστατη, και
µε ιεραρχική δοµή (Mutrie, & Biddle, 1991), γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια οι ψυχολό-
γοι υποστηρίζουν ένα πολυδιάστατο ιεραρχικό µοντέλο αυτοαντίληψης το οποίο είναι

56
οργανωµένο πάνω σε εξειδικεύσεις και γενικεύσεις (Shavelson, Hubner,Stanton
1976). Σε σχέση µε εκείνο το κοµµάτι της αυτοεκτίµησης που σχετίζεται µε το σώµα,
αυτό µοιάζει να είναι θεµελιωµένο σε αντιλήψεις που αφορούν στην αξία από την
συµµετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες, όπως είναι για παράδειγµα η ικανότητα
στα σπορ, και η φυσική εµφάνιση (Fox, 1992; Shavelson, Hubener, & Stanton, 1976).
O Sonstroem και ο Morgan (1989) συµπέραναν µε βάση τις ανασκοπήσεις,ότι η
άσκηση συνεπάγεται την βελτίωση του επιπέδου αυτοεκτίµησης. Στην προσπάθεια
τους να µετρήσουν το µέγεθος της επίδρασης αυτής ανέπτυξαν ένα σύγχρονο µοντέ-
λο που στηριζόταν στα σύγχρονα πολυδιάστατα – πολυδύναµα µοντέλα της έννοιας
του εαυτού. Το σύστηµα αυτό αξιολόγησης της αυτοεκτίµησης ονοµάστηκε Exercise
and Self-Esteem Model (ΕΧSΕΜ)(σχήµα. 5), και βασίζεται στην σύγχρονη θεωρία
ότι η έννοια του εαυτού µπορεί να µελετηθεί καλύτερα σαν ένα σύνολο από αυτοντι-
λήψεις (self-perceptions),οργανωµένη πάνω σε ιεραρχικά επίπεδα από ιδιαιτερότητες
και γενικεύσεις. To προτεινόµενο µοντέλο αποτίµησης της αυτοεκτίµησης των Sons-
troem και Morgan (1989) τα επόµενα χρόνια αναθεωρήθηκε και επεκτάθηκε µέσα
από µια σειρά µελετών (Sonstroem, Harlow & Josephs, 1994; Sonstroem, 1997; Sons-
troem,1998).
Το EXSEM αναπτύχθηκε µε σκοπό να προσδιοριστεί µε ποιο τρόπο η αυτοεκτίµηση
επηρεάζεται από την συµµετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες (Shavelson, Hubner &
Stanton, 1976; Baldwin & Courneva, 1997; Sonstroem, Harlow & Josephes, 1994),
απεικονίζει την σύνδεση ανάµεσα στην άσκηση και την αυτοεκτίµηση ( Sonstroem,
Morgan,1989;Sonstroem, Harlow, Gemma & Osborn, 1991; Sonstroem, Harlow &
Josephes, 1994; Sonstroem, Harlow & Salisbury, 1993),στηρίζεται στην έρευνα,
δίνοντας έµφαση στα πολλαπλά δοµικά συστατικά της δοµής του εαυτού. Αυτά τα
δοµικά συστατικά είναι βασισµένα σε αντιλαµβανόµενες ικανότητες, και όχι σε συνο-
λικές κατασκευές, και όλα τα συστατικά του εαυτού στό µοντέλο έχουν προη-
γουµένως αποδειχτεί ότι σχετίζονται µε την άσκηση (Sonstroem & Morgan, 1989).Το
Εxercise Self-esteem Model (EXSEM) υποθέτει ότι η αποτελεσµατικότητα στην
ικανότητα εκτέλεσης των ασκήσεων ή της συµµετοχής στα σπορ γενικεύει και επεκ-
τείνει την αντιλαµβανόµενη σωµατική ικανότητα (Sonstroem, Harlow & Josephes
1994). Επιπρόσθετα είναι οργανωµένο ιεραρχικά, µε τα χαµηλότερα επίπεδα να
σχετίζονται περισσότερο και να επηρεάζονται από την συµπεριφορά και το περι-
βάλλον, και τα υψηλότερα επίπεδα να είναι περισσότερο σταθερά και να σχετίζονται
µε την συνολική αυτοεκτίµηση (Baldwin, & Courneva, 1997).

57
Οι εµπνευστές του ΕXSEM Sonstroem και Morgan (1989) το στηρίξαν στο
ιεραρχικό µοντέλο του Shavelson, Hubner, και Stanton (1976). Σύµφωνα µε την
άποψη τους αυτό στηρίζεται σε πέντε αξιώµατα τα οποία είναι βασικά και για το
µοντέλο EXSEM. Tα πέντε αξιώµατα είναι τα παρακάτω:
• Η έννοια του εαυτού είναι δοµηµένη ιεραρχικά προς µια κατεύθυνση
γενίκευσης, µε τα χαµηλότερα επίπεδα της έννοιας του εαυτού να είναι
περισσότερο εξειδικευµένα.
• Έχει σταθερότητα. Στην βάση του ιεραρχικού µοντέλου, οι διάφοροι τοµείς
είναι περισσότερο επιδεκτικοί σε αλλαγές, σε αντίθεση µε την έννοια του
εαυτού στην κορυφή του µοντέλου που είναι σχετικά σταθερή. Έτσι γίνεται
φανερό ότι οι βελτιώσεις στους διάφορους τοµείς του µοντέλου βελτιώνουν
τον αυτοσεβασµό του ατόµου, καθώς όµως αυτές οι αλλαγές πηγαίνουν από
τα χαµηλότερα στα υψηλότερα επίπεδα του µοντέλου εξασθενούν.
• Είναι αναπτυσσόµενη, µε την ηλικία και τις εµπειρίες να παίζουν ρόλο στις
αποτιµήσεις του εαυτού.
• Αποτελεί αποτίµηση του χαρακτήρα, και έτσι γίνεται γέφυρα µε την αυτοεκ-
τίµηση.
• Η έννοια του εαυτού είναι διαφοροποιηµένη από παρόµοιες δοµές µε τις
οποίες σχετίζεται.
To µοντελο EXSEM στηρίζεται στην έννοια της αυτοαποτελεσµατικότητας (perceiv-
ed self-efficasy), έννοια η οποία καθιερώθηκε από τον Badura (1977; 1982) µέσα
στο πλαίσιο της θεωρίας της κοινωνικής µάθησης (social learning theory), η οποία
τονίζει την αµοιβαιότητα των σχέσεων µεταξύ περιβαλλοντικών, συµπεριφορικών,
και ατοµικών παραγόντων.Η αυτοαποτελεσµατικότητα κατά τον Badura (1977) αφο-
ρά στις εκτιµήσεις του ατόµου αναφορικά µε την ικανότητα του να οργανώσει και να
εκτελέσει ένα σχέδιο δράσης για την επίτευξη προκαθορισµένων επιπέδων επίδοσης.
O Badura µέσα στο πλαίσιο της θεωρίας της κοινωνικής µάθησης έκανε διάκριση
ανάµεσα στην έννοια της προσδοκίας αποτελεσµατικότητας και την προσδοκία του
αποτελέσµατος. Η προσδοκία αποτελέσµατος έχει σχέση µε την εκτίµηση ενός ατό-
µου ότι µε µια δεδοµένη συµπεριφορά θα έχει σαν συνέπεια συγκεκριµένα αποτε-
λέσµατα, ενώ η προσδοκία της αποτελεσµατικότητας είναι η πίστη του ατόµου ότι
µπορεί µε επιτυχία να έχει εκείνη την συµπεριφορά που είναι απαραίτητη για την
επίτευξη των αποτελεσµάτων που περιµένει (Μακρή - Μπότσαρη, 2001). Στο πλαίσιο

58
της θεωρίας της κοινωνικής µάθησης βρίσκεται η έννοια του ανταποδοτικού ντετερ-
µινισµού (Badura,1977), σύµφωνα µε την οποία οι προσδοκίες αυτοαποτελεσµατικό-
τητας δεν βελτιώνουν µόνο την συµπεριφορά, αλλά ανατροφοδοτούνται από αυτή την
επιτυχηµένη συµπεριφορά.Η αυτοαποτελεσµατικότητα έχει αξιωµατική θέση ως ένας
θεµελιώδης γνωσιακός διαµεσολαβητής σε όλες τις θεραπείες που επιχειρούν ψυχο-
λογικές αλλαγές και ακόµα περισσότερο µια ψυχοθεραπεία θεωρείται επιτυχηµένη
όταν επεκτείνει και µεταβάλει τις προσδοκίες αποτελεσµατικότητας (Sonstroem &
Morgan, 1989).
Η έρευνα έδειξε ότι η αντιλαµβανόµενη αυτοαποτελεσµατικότητα οδηγεί σε συµ-
περιφορές που προστατεύουν την υγεία, όπως για παράδειγµα το σταµάτηµα του καπ-
νίσµατος (DiClemente, 1981), επίσης οι προσδοκίες αυτoαποτελεσµατικότητας αυξά-
νονται µε την συµµετοχή σε προγράµµατα άσκησης (Atkins, Kaplin, Timms, Reinsch
& Lofback,1984). O Schwarzer (1992) απέδειξε ότι υψηλά επίπεδα αυτoαποτελε-
σµατικότητας σχετίζονται µε υψηλά επίπεδα παρακίνησης, υψηλότερη απόδοση σε
προκλητικές δραστηριότητες,καθορισµό υψηλότερων στόχων και επιµονή στην κατά-
κτηση αυτών των στόχων.To µοντέλο (EXSEM) των Sonstroem και Morgan (1989)
είναι κάθετα δοµηµένο (σχήµα 5), µε την σωµατική αυτοαποτελεσµατικότητα να
βρίσκεται στην βάση του και την συνολική αυτοεκτίµηση στην κορυφή, και είναι
απόλυτα δοµηµένο στην προοπτική να περιέχει τα στοιχεία του εαυτού που συνδέο-
νται µε την άσκηση. Παρατηρώντας το σχήµα 5, βλέπουµε ότι το ΕΧSΕΜ περιλαµ-
βάνει τις µεταβλητές της σωµατικής αυτοαποτελεσµατικότητας (physical self-
efficasy), της σωµατικής (ή φυσικής) αποδοχής (physical acceptance), της σωµατικής
(ή φυσικής) ικανότητας (physical competence), και της συνολικής αυτοεκτίµησης
(global self-esteem) σαν διαµεσολαβητές ανάµεσα στις αντικειµενικές φυσικές
µετρήσεις και την συνολική αυτοεκτίµηση (Sonstroem & Morgan,1989). Οι εµπ-
νευστές του το ανέπτυξαν χρησιµοποιώντας την απόδοση στην άσκηση και στα σπορ
σαν την περισσότερο ειδικά αντιλαµβανόµενη µεταβλητή. Η απόδοση υπέθεσαν ότι
συνορεύει µε την αντιλαµβανόµενη φυσική ικανότητα σαν µια ενδιάµεση µεταβλητή
της συνολικής αυτοεκτίµησης. Στο σχήµα 5 βλέπουµε ότι η σωµατική αυτοαποτελε-
σµατικότητα συνδέεται ισχυρά και άµεσα µε την αντιλαµβανόµενη σωµατική ικα-
νότητα, τη αντιλαµβανόµενη σωµατική ικανότητα, προσδιορίζοντας έτσι µε την σειρά
της την σωµατική αποδοχή (το αριστερό τµήµα του σχήµατος 5, απεικονίζει την στα-
τική µορφή του µοντέλου). Το ιεραρχικό µοντέλο EXSEM υποθέτει ότι η γενική
αυτοεκτίµηση (global self-esteem) παρουσιάζει στενότερη σχέση µε την αντιλαµβ-

59
ανόµενη σωµατική ικανότητα (perceived physical competence), απ’ ότι µε την σωµα-
τική αυτοαποτελεσµατικότητα (physical self-efficacy).

Π
Γενική Αυτό- Αυτό-
εκτίµηση εκτίµηση
Α Α
Υ
Τ Ρ
Ο
Α Ε
Ν Φυσική Σωµατική Φυσική Σωµατική
Τ ικανότητα αποδοχή Μ ικανότητα αποδοχή
Ι
Λ Β
Η
Ψ Α
Σωµατική Σωµατική
Η αυτo- αυτο-
αποτελεσ- Σ αποτελεσ-
µατικότητα µατικότητα
Ειδική Η

Επαναλαµβανόµενες Μετρήσεις

Μέτρηση 1η Μέτρηση 2η

Σχήµα 5. Μοντέλο EXSEM Sonstroem & Morgan 1989

To µοντέλο αξιολόγησης της αυτοεκτίµησης στηρίχτηκε σύµφωνα µε τους δηµιουρ-


γούς του στα παρακάτω τρία αξιώµατα (Sonstroem, et al., 1992) η εγκυρότητα των
οποίων υποστηρίχτηκε από τους Gemma, Osdorn και Sonstroem σε προφορική ανα-
κοίνωση που έκαναν το 1989. Τα αξιώµατα αυτά είναι τα έξής:
• Η φυσική κατάσταση είναι περισσότερο συσχετισµένη µε την σωµατική
αυτοαποτελεσµατικότητα, από ότι µε την σωµατική ικανότητα, την σωµα-
τική αποδοχή και την συνολική αυτοεκτίµηση.

60
• Η σωµατική αυτοαποτελεσµατικότητα είναι περισσότερο συσχετισµένη µε
την σωµατική ικανότητα, απ’ ότι µε την σωµατική αποδοχή, ή την συνο-
λική αυτοεκτίµηση.
• Η σωµατική ικανότητα είναι περισσότερο συσχετισµένη µε την συνολική
αυτοεκτίµηση, απ’ ότι µε την σωµατική αυτοαποτελεσµατικότητα, ή την
φυσική κατάσταση.
Σύµφωνα µε την έρευνα όταν η σωµατική ικανότητα µε την σωµατική αποδοχή συνυ-
πάρχουν, υπάρχει µεγαλύτερη σύνδεση µε την συνολική αυτοεκτίµηση, απ’ ότι όταν
υπάρχει ο κάθε παράγοντας ανεξάρτητα. To µοντέλο µοιάζει να είναι αποτελεσµατικό
σε µελέτες αποκατάστασης µετά από σωµατικές βλάβες, και είναι ικανό να αξιολογεί
τον τρόπο και τα επίπεδα µε τα οποία η θεραπεία δια µέσω των αθλητικών δραστη-
ριοτήτων επιδρά στην συνολική αυτοεκτίµηση, διαµέσω ενδιάµεσων διαδικασιών που
σχετίζονται µε την ανάπτυξη της σωµατικής αυτοαποτελεσµατικότητας και της
σωµατικής ικανότητας (Sonstroem & Morgan 1989).
Η εγκυρότητα του ιεραρχικού µοντέλου είναι ελεγµένη (Sonstroem, et al.,
1991) και ο βαθµός εγκυρότητας στους ενήλικες είναι εξασφαλισµένη σύµφωνα µε
µελέτη των (Sonstroem, Speliotis, Fava, 1992), έχει εφαρµοστεί µε επιτυχία τόσο σε
φυσιολογικούς, όσο και σε κλινικούς πληθυσµούς, είτε αφορούσε καρκινοπαθείς
(Baldwin & Courneva, 1997) είτε άτοµα µε ψυχικές διαταραχές (Van de Vliet., et al.,
2002a).
∆υο είναι οι µορφές του µοντέλου Exercise and Self-Esteem Model (EXSEM) που
έχουν διερευνηθεί σε διάφορες µελέτες (Sonstroem,1997). Οι Sonstroem, Harlow,
Gemma, Osborne (1991) ήλεγξαν την εγκυρότητα του αρχικού µοντέλου σε δείγµα
ενηλίκων, µέσης ηλικίας. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η αυτοαποτελεσµατικότητα
(self-efficacy) συνδέεται απευθείας µε την σωµατική ικανότητα (physical competen-
ce), αλλά όχι µε την αυτοεκτίµηση (self-esteem), και η σωµατική ικανότητα φάνηκε
ότι συνδέεται σε µεγάλο βαθµό µε την αυτοεκτίµηση. Με αυτό τον τρόπο φαίνεται
ότι η επίδραση της άσκησης στην αυτοαποτελεσµατικότητα γίνεται έµεσα, διαµέσου
της επίδρασης της άσκησης στην αυτοεκτίµηση. Σε µελέτη που πραγµατοποιήθηκε µε
άνδρες κολυµβητές φάνηκε ότι υπήρξε αύξηση της αυτοεκτίµησης, και της της σωµα-
τικής ικανότητας, όπως επίσης φάνηκε αύξηση στην αντίληψη των στόχων, χωρίς να
αποτελεί αυτό παράγοντα αύξησης της απόδοσης (Sonstroem, Harlow & Salisbury
1993). Οι Caruso και Gill (1992), πραγµατοποίησαν δυο µελέτες παρέµβασης µε

61
φοιτητές (άνδρες και γυναίκες), και µε τα ευρήµατα τους υποστηρίζουν την
εγκυρότητα του µοντέλου .
Παραλλαγές αυτού του µοντέλου έχουν χρησιµοποιηθεί σε διάφορες µελέτες µε δια-
φορετικούς πληθυσµούς, και τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι η συνολική αυτοεκτίµηση
επηρεάζεται από την γενικευµένη φυσική ικανότητα (Βaldiwin & Courneva,1977). Οι
δυο ερευνήτριες Baldwin και Courneva(1997) διερεύνησαν την εφαρµογή του EXS-
EM σε γυναίκες που έπασχαν από καρκίνο του µαστού, και από τα απότελέσµατα της
µελέτης φάνηκε ότι τα στοιχεία της σωµατικής αποδοχής (physical acceptance), της
σωµατικής ικανότητας (physical competence), και της συµµετοχής στην άσκηση
(exercise participation), έχουν το καθένα σχέση µε την συνολική αυτοεκτίµηση
(global self-esteem), ενώ περαιτέρω ανάλυση έδειξε ότι τα τρια αυτά στοιχεία εξη-
γούν το 46% της διακύµανσης της συνολικής αυτοεκτίµησης.
Oι Van de Vliet και Coppenolle, (1999) πραγµατοποιήσαν µελέτη χρησιµοποιώντας
το EXSEM σε άτοµα που νοσηλευόταν για σοβαρή κατάθλιψη και εξάρτηση από ου-
σίες. Το δείγµα το αποτέλεσαν 86 άνδρες και 80 γυναίκες, µέσου όρου ηλικίας τα 37
χρόνια ( SD=9,8 ). Σκοπός της µελέτης ήταν να διερευνηθούν οι συσχετίσεις της αντι-
λαµβανόµενης σωµατικής ικανότητας και της σωµατικής αποδοχής και τα αποτελέ-
σµατα έδειξαν ότι οι συσχετίσεις µεταξύ των στοιχείων που εκτιµά το µοντέλο είναι
αξιοσηµείωτες. Με αυτή τους µελέτη και µε µια παραπλήσια που πραγµατοποίησε ο
Van de Vliet και οι συνεργάτες του (2002a) απέδειξαν ότι το ΕΧSΕΜ είναι εργαλείο
που µπορεί να χρησιµοποιηθεί µε αξιοπιστία και σε ψυχιατρικούς ασθενείς.
Οι Sonstroem και Morgan (1979) στην αρχική παρουσίαση του µοντέλου EXSEM
πρότειναν την αποτίµηση των µεταβλητών της σωµατικής αυτοαποτελεσµατικότητας
(physiacal self-efficacy), της σωµατικής ικανότητας(physical competence), της σωµα-
τικής αποδοχής ( physical acceptance) και της συνολικής αυτοεκτίµησης (global self-
esteem).
H σωµατική αυτοαποτελεσµατικότητα (physical self-efficacy) βρίσκεται στην βά-
ση του προτεινόµενου µοντέλου (σχήµα 5 ). Σε πρώιµες µελέτες που πραγµατοποι-
ήθηκαν µε άτοµα που βρισκόταν σε φάση αποκατάστασης µετά από καρδιολογικά
προβλήµατα, αποδείχτηκε η εγκυρότητα των κλιµάκων αυτoαποτελεσµατικότητας
που σχετίζονται µε σωµατικές δραστηριότητες (Taylor, Badura, Ewart, Miller & Busk
1985;Ewart,Taylor,Reese & Busk,1983). Η αποτίµηση της αυτoαποτελεσµατικότητας
µπορεί να γίνει µε µια ποικιλία δραστηριοτήτων σύµφωνα µε το προτεινόµενο µον-
τέλο των Bandura και Adams (1977).

62
Οι δυο επιστήµονες (Badura & Adams 1977) σε µελέτη τους πρότειναν οι προσδοκίες
αυτoαποτελεσµατικότητας να αξιολογηθούν πανω σε µια εκατοβάθµια κλίµακα που
θα αξιολογεί συγκεκριµµένες ικανότητες. Στηριζόµενοι οι Sonstroem και Morgan
(1979)στην παραπάνω µελέτη πρότειναν για την αξιολόγηση της σωµατικής αυτο-
αποτελεσµατικότητας να αξιολογούνται συγκεκριµµένες σωµατικές δραστηριότητες,
αυτές που κάθε φορά είναι τυπικές για το συγκεκριµµένο πρόγραµµα που εφαρµό-
ζεται. Τα ερευνητικά υποκείµενα καλούνται να αξιολογήσουν πάνω σε αυτή την
εκατοβάθµια κλίµακα που είναι χωρισµένη ανά 10, τις προσδοκίες τους από την
συγκεκριµµένη δραστηριότητα (Παράρτηµα ∆, 1). Το επίπεδο της αυτοαποτελεσµα-
τικότητας (level of self-efficacy) είναι ο αριθµός που σηµειώνει το ερευνητικό
υποκείµενο στην κλίµακα. Το σηµείο επίπεδο 10 είναι το χαµηλότερο επίπεδο κάτω
από το οποίο δηλώνεται πραγµατική αδυναµία. Η δύναµη της αυτοαποτελεσµατικό-
τητας (strength of self-efficacy) προκύπτει από τον µέσο όρο των προσδοκιών των
υποκειµένων σε κάθε αυτοαξιολογούµενη κινητική δραστηριότητα. Η αξιολόγηση
της αυτοαποτελεσµατικότητας γίνεται ιδιωτικά από το κάθε ερευνητικό υποκείµενο,
για να µην υπάρξει επίδραση εξαιτίας της παρουσίας και των ασυνείδητων προσ-
δοκιών του µελετητή.
Στην παρούσα µελέτη επιλέχτηκε για την αξιολόγηση το προτεινόµενο µον-
τέλο των Bandura και Adams (1977) και προσαρµοσµένο από τους Sonstroem και
Morgan (1979). Συγκεκριµµένα τα ερευνητικά υποκείµενα κλήθηκαν και αυτοαξιο-
λογήθηκαν σε αθλητικά αντικείµενα τα οποία αποτέλεσαν στοιχεία του προγράµµα-
τος παρέµβασης που χρησιµοποιήθηκε στην µελέτη. Συγκεκριµµένα αυτοαξιολογή-
θηκαν στις παρακάτω τρεις δεξιότητες: α. κοιλιακούς (sit-ups), β. κάµψεις χεριών
(push -ups), γ. εκτάσεις τετρακεφάλων (leg-extensions) (Παράρτηµα ∆, 1).
Η σωµατική ικανότητα ( physical competence) αποτελεί µια συνολική αποτίµηση
της φυσικής κατάστασης, ενώ τα αισθήµατα της αυτοαποτελεσµατικότητας αποτε-
λούν την ανάπτυξη και την γενίκευση των προσδοκιών των διαφορετικών σωµατικών
δραστηριοτήτων. Όπως αναφέρουν οι δηµιουργοί του µοντέλου τα εργαλεία αξιολό-
γησης της σωµατικής ικανότητας αναπτύχθηκαν κυρίως για παιδιά και κολεγιακούς
φοιτητές και υπάρχει πιθανότητα να µην µπορούν να χρησιµοποιηθούν µε ακρίβεια
σε διαφορετικές ηλικίες(Sonstroem & Morgan, 1979).Στην παρούσα µελέτη χρησιµο-
ποιήθηκε το διαφοροποιηµένο µοντέλο των Sonstroem, Harlow, Josephes (1994).
Στην επέκταση του µοντέλου η σωµατική ικανότητα αξιολογήθηκε µε την χρήση της

63
κλίµακας P.S.P.P (Physical Self Perception Profile), Προφίλ Σωµατικής Αυτοαντί-
ληψης, την οποία ανέπτυξαν ο Fox και ο Corbin (1989).
H κλίµακα P.S.P.P περιέχει 30 θέµατα διαιρεµένα σε τέσσερις δευτερεύουσες και σε
µια κύρια υποκλίµακα. Οι υποκλίµακες που περιέχει είναι:
1. Αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα (perceived sport competence,
SPORT), περιέχει 6 θέµατα που σχετίζονται µε τις αντιλήψεις για τα σπορ
και τις αθλητικές επιδεξιότητες, το επίπεδο της φυσικής κατάστασης, την ικα-
νότητα για την εκµάθηση αθλητικών δεξιοτήτων, την προσκόληση στην
άσκηση, την αυτοπεποίθεση σε αθλητικό περιβάλλον, αντιλαµβανόµενη
αντοχή σε αθλητικές δραστηριότητες.
2. Φυσική κατάσταση (physical condition, COND)περιέχει 6 θέµατα.
3. Ελκυστικό σώµα (attractive body, BODY), περιέχει 6 θέµατα, που
σχετίζονται µε την αντιλαµβανόµενη ελκυστικότητα µορφής ή σώµατος, την
ικανότητα διατήρησης ενός ελκυστικού σώµατος, και την αυτοπεποίθηση από
την εµφάνιση.
4. Σωµατική δύναµη (physical strength, STREN), περιέχει 6 θέµατα, τα οποία
σχετίζονται µε την αντιλαµβανόµενη δύναµη, την µυϊκή ανάπτυξη, την αυτο-
πεποίθηση σε καταστάσεις που απαιτούν µυϊκή δύναµη.
5. Κλίµακα σωµατικής αυταξίας (Physical Self-Worth, PSW). Θεωρείται κύ-
ρια υποκλίµακα και περιλαµβάνει 6 θέµατα που αναφέρονται σε συναισθήµα-
τα ευτυχίας, ικανοποίησης, υπερηφάνειας, αποδοχής, αυτοπεποίθησης.Η έρευ-
να έδειξε ότι η κύρια υποκλίµακα της σωµατικής αυταξίας (PSW) σχετίζεται
περισσότερα µε τις υπόλοιπες τέσσερις υποκλίµακες, επίσης θεωρείται ως µια
υπερσυνιστώσα δοµή στην µέτρηση της σωµατικής αυτοαντίληψης και όταν
αυτή τεχνητά αφαιρεθεί προκαλεί την αξιολογική αποδυνάµωση των άλλων
τεσσάρων υποκλιµάκων της PSPP.
H δηµιουργία της P.S.P.P έδωσε την ευκαιρία να αντικατασταθεί το µονοδιά-στατο
επίπεδο σωµατικής ικανότητας, (στην αρχική του µορφή το µοντέλο EXSEM περιείχε
τις µεταβλητές της σωµατικής αυτοαποτελεσµατικότητας (physical self-efficacy), της
σωµατικής ικανότητας (physical competence),της σωµατικής αποδοχής (physical
acceptance)µε ένα πολυδιάστατο προφίλ αντίληψης του σωµατικού εαυτού. Η κλίµα-
κα P.S.P.P δίνει την δυνατότητα σε συνδυασµό µε την µέτρηση της συνολικής αυτο-
εκτίµησης να εξασφαλιστεί ένα πλαίσιο για την εκτίµηση του τρόπου που η αυτή
αλλάζει διαµέσου της άσκησης. Θεωρείται ιδιαίτερα ευαίσθητη σε µεγάλο εύρος ατο-

64
µικών διαφορών, δεν είναι επιδεκτική στις κοινωνικές απαιτήσεις, και µοιάζει
σταθερή σε χρονικό διάστηµα τουλάχιστον 3 εβδοµάδων (Fox & Corbin, 1989).
Η κλίµακα δηµιουργήθηκε αρχικά και σταθµίστηκε σε δείγµα 1191 κολλεγιακών φοι-
τητών στην Αµερική, και αποδείχτηκε ότι έχει θαυµάσια εσωτερική σταθερότητα για
τις πέντε υποκλίµακες που περιέχει (Sonstroem,Harlow,Josephes,1994;Fox, 1990;
Fox & Corbin,1989), επίσης διερευνήθηκε η διαπολιτισµική της εγκυρότητα µε άτο-
µα από την Βρετανία (Page, Fox, Biddle & Ashford, 1993), και η υποκλίµακα της
σωµατικής αυταξίας που περιέχει την κάνει ισχυρή για να διακρίνει ‘φυσιολογικούς’
ενήλικες από ψυχιατρικούς ασθενείς και των δυο φύλων (Van de Vliet., et al., 2002b).
Καθένα από τα θέµατα εκτείνεται σε µια 5βάθµια κατάταξη, µε την κεντρική επιλογή
(Είµαι και δεν είµαι έτσι εγώ) να αξιολογείται µε την τιµή 0 (Παράρτηµα ∆. 2). Τα
αποτελέσµατα εκτείνονται από το 1 έως το 4, µε τα υψηλότερα σκορ να αναπαρι-
στούν τις περισσότερο θετικές αντιλήψεις (Fox & Corbin,1989). Σε µελέτη που πραγ-
µατοποιήθηκε σε δείγµα µαθητών/τριών ∆΄ ∆ηµοτικού, Α΄ Γυµνασίου, και Β΄
Λυκείου, χρησιµοποιήθηκε η κλίµακα P.S.P.P. Σε αυτή την µελέτη προτιµήθηκε η
κλίµακα να βαθµολογηθεί από το 5 έως το 1 (Καλογιάννης, 2001). Οι ερωτήσεις είναι
του τύπου «κάποιοι άνθρωποι αισθάνονται ότι είναι καλοί όταν έρθει η ώρα να
αθληθούν» (ακριβώς έτσι είµαι εγώ=5, καθόλου έτσι δεν είµαι εγώ=1).
Η κλίµακα Ρ.S.Ρ.Ρ προσφέρει πολλά πλεονεκτήµατα στους αθλητικούς επιστήµονες
γιατί µέσω αυτής επεκτείνεται κατά πολύ η περιγραφή της έννοιας της αντιλαµβανό-
µενης φυσικής ικανότητας (Sonstroem, Harlow & Josephes1994).Οι Fox και Corbin,
(1989) υποστήριξαν ότι η κλίµακα Ρ.S.Ρ.Ρ προσφέρεται ενδεχοµένως για την µελέτη
των µηχανισµών, και των αλλαγών της αυτοεκτίµησης που προέρχονται σαν συνέπεια
της φυσικής δραστηριότητας. Σε µελέτη που πραγµατοποίησε ο Sonstroem µε τον
Potts (1996) µε φοιτητές (119 φοιτήτριες και 126 φοιτητές) µε την χρησιµοποίηση
της κλίµακας P.S.P.P, φάνηκε ότι η αυτοαντίληψη έτσι όπως αποτιµάται από την
συµµετοχή στα σπορ είναι κυρίως συνδεδεµένη µε την προσαρµογή στην ζωή, και
ανεξάρτητη από την κοινωνική αποδοχή και την συνολική αυτοεκτίµηση (Sonstroem
& Potts, 1996).
Η εγκυρότητα της κλίµακας Ρ.S.Ρ.Ρ ήταν εξασφαλισµένη όχι µόνον πάνω
στην βάση ασκούµενοι – µη ασκούµενοι αλλά και µε βάση την έκταση αυτής της
συµµετοχής.Οι Sonstroem,Speliotis, Fava, διερεύνησαν την εγκυρότητα της κλίµακας
P.S.P.P σε άνδρες και γυναίκες µέσης ηλικίας (Μέσος όρος ηλικίας ήταν τα 44.1
χρόνια), και ο συντελεστής α ήταν για άνδρες και γυναίκες .90. Η εγκυρότητα και η

65
αξιοπιστία της κλίµακας Ρ.S.Ρ.Ρ επιβεβαιώθηκε και σε έρευνα των Sonstroem,
Harlow, Josephes, (1994) µε ενήλικες γυναίκες. Ο Van de Vliet, και οι συνεργάτες
του (2002a) διερεύνησαν την αξιοπιστία και την εγκυρότητα της Ρ.S.Ρ.Ρ σε πληθυ-
σµό φλαµανδών και έγινε συσχέτιση των ευρηµάτων, µε ευρήµατα που αφορούσαν
σε άτοµα που έπάσχαν από ψυχιατρικές διαταραχές.Τα αποτελέσµατα έδειξαν την
εγκυρότητα και την αξιοπιστία της κλίµακας ΡSΡΡ για τους Φλαµανδούς, µε µια
µείωση των τεσσάρων υποκλιµάκων που περιέχει σε τρεις. Αυτό σύµφωνα µε την
άποψη των ερευνητών, πιθανόν να οφείλεται στην διαφορετική γλώσσα. Με βάση
αυτά τα ευρήµατα φαίνεται ότι µπορεί να χρησιµοποιηθεί τόσο σε κλινικούς, όσο
και σε µη κλινικούς πληθυσµούς.Η κλίµακα P.S.P.P σε πλήρη µορφή χρησιµοποιή-
θηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε έρευνα µε µαθητές (Καλογιάννης, 2001). ∆υο
µόνο υποκλίµακες χρησιµοποιήθηκαν (Αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα και
Αντιλαµβανόµενη ελκυστικότητα σώµατος) σε διάφορες µελέτες (Digelidis &
Papaioannou, 1999). Όπως αναφέρει ο Καλογιάννης(2001), η µετάφραση έγινε από
την αγγλική στην ελληνική γλώσσα και αντίστροφα, από δυο δίγλωσσα άτοµα.
Η συνολική αυτοεκτίµηση (Global self-esteem). Στην αρχική παρουσίαση του µον-
τέλου EXSEM οι δυο ερευνητές (Sonstroem & Morgan,1979) αναφέρθηκαν στην κρι-
τική που γίνεται σε εργαλεία που χρησιµοποιούνται για την αποτίµηση της συνολι-
κής αυτοεκτίµησης, και υποστήριξαν ότι η αξιολόγηση προκύπτει από δευτερεύου-
σες πιο ειδικές ενότητες, µε συνέπεια έτσι να πλήττεται η αξιοπιστία της µέτρησης.
Προτείνουν για την µέτρηση της συνολικής αυτοεκτίµησης (global self-esteem) την
κλίµακα Rosenberg (1965) (SEI,Self-Esteem Inventory), υποστηρίζοντας ότι µπορεί
να αποδώσει την συνολική αυτοεκτίµηση (Sonstroem, Morgan, 1979). H κλίµακα του
Rosenberg, στο θεωρητικό της κοµµάτι στηρίζεται στο µονοδιάστατο - σφαιρικό µον-
τέλο της έννοιας του εαυτού που διατύπωσε ο ίδιος. Είναι ένα από τα πιο αναγνωρι-
σµένα εργαλεία µέτρησης της συνολικής αυτοεκτίµησης(Helding, 1982;Wylie, 1974).
Χρησιµοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Rosenberg στην µελέτη που περιέχεται
στο βιβλίου του Society and the Adolescent Self Image (1965) και στηρίζεται πάνω
στο µοντέλο του Guttman (Burns, 1979). O αρχικός έλεγχος της αξιοπιστίας και εγκυ-
ρότητας έγινε το σε δείγµα 5.024 εφήβων από 10 σχολεία της πολιτείας της Νέας
Υόρκης. Στην µελέτη αυτή ο Rosenberg διερεύνησε τις σχέσεις που υπάρχουν µετα-
ξύ της έννοιας του εαυτού, και µερικών άλλων ψυχολογικών και κοινωνικών µεταβ-
λητών. Ο συντελεστής εσωτερικής συνοχής και συνάφειας βρέθηκε ίσος µε alpha=
0.77(Rosenberg, 1965). Το ερωτηµατολόγιο αποτελείται από δέκα θέµατα µε πεντα-

66
βάθµια κατάταξη που εκτείνεται από το σχεδόν πάντα (1) έως το ποτέ (5).Τα σκορ
εκτείνονται από το 10 έως το 50, µε τα δέκα θέµατα της κλίµακας να χωρίζονται σε
πέντε που έχουν θετική κατεύθυνση και σε πέντε που περιέχουν αρνητική κατεύθυν-
ση. Γενικά άτοµα που στις θετικές προτάσεις σκοράρουν υψηλά σκορ, και στις αρνη-
τικές προτάσεις επίσης σκοράρουν υψηλά σκορ, σηµαίνει ότι, έχουν χαµηλή αυτοεκ-
τίµηση (Burns, 1979).Οι Silber και Tippett το1965 ήλεγξαν την αξιοπιστία της κλίµα-
κας σε δυο επαναληπτικές µετρήσεις που απείχαν µεταξύ τους χρονικό διάστηµα δυο
εβδοµάδων,και βρήκαν ότι αυτή κυµαίνεται από r=0.85-0.88 (Burns, 1979). Η εσωτε-
ρική συνέπεια και η συγκλίνουσα εγκυρότητα έχει ελεγχθεί (Wylie, 1974; Wylie,
1989). Η Wylie (1989) και οι Blascovich, Tomaka το 1991 αναφέρουν άλλους επτά
συντελεστές alpha των οποίων οι τιµές κυµαίνονται από alpha=0.72 έως alpha=0.87
(Μακρή-Μπότσαρη, 2001). Όπως ήδη αναφέρθηκε η συγκλίνουσα και διακρίνουσα
εγκυρότητα έλεγθηκε µε µια σειρά µελετών. Είναι γνωστή η µελέτη των Byrne και
Shavelson(1986), οι οποίοι χρησιµοποίησαν δώδεκα κλίµακες για την αξιολόγηση
τεσσάρων εννοιολογικών κατασκευών µεταξύ των οποίων ήταν και η αυτοεκτίµηση.
Για την αξιολόγηση της αυτοεκτίµησης χρησιµοποιήθηκαν η κλίµακα του Rosenberg
(1965), η κλίµακα αυτοεκτίµησης του ερωτηµατολογίου του Marsh (1992), και η
κλίµακα αυτοεκτίµησης του ερωτηµατολογίου των Soares και Soares (1979).Τα
αποτελέσµατα της µελέτης έδειξαν ότι η συνάφεια των τιµών της κλίµακας του
Rosenberg µε τις τιµές της κλίµακας του Marsh ήταν r=0.79, και µε την κλίµακα των
Soares και Soares η συνάφεια των τιµών ήταν r=0.64.
Παρόλο που το ερωτηµατολόγιο του Rosenberg σχεδιάστηκε µε βάση το µονοδιά-
στατο σφαιρικό µοντέλο του ίδιου, ορισµένες πολυπαραγοντικές αναλύσεις έδειξαν
την ύπαρξη δυο παραγόντων. Οι Hansley και Roberts (1976) σε παραγοντική ανάλυ-
ση που πραγµατοποίησαν, ταυτοποίησαν την ύπαρξη δυο παραγόντων που θα µπο-
ρούσαν να αποδοθούν µε τους όρους «αρνητική αυτοεκτίµηση» και «θετική αυτοε-
κτίµηση» (Burns, 1979). Σε παρόµοια αποτελέσµατα οδηγήθηκαν µε παραπλήσιες
µελέτες ο Byrne (1996) και η Wylie (1989).
Στην παρούσα µελέτη χρησιµοποιήθηκε το διευρυµένο µοντέλο του ESXEM
έτσι όπως προτάθηκε από τους Sonstroem, Harlow και Josephes (1994)(σχήµα 5).
Στην µελέτη του Sonstroem και των συνεργατών του, έγινε διερεύνηση της εγκυρό-
τητας του Exercise and Self-Esteem Model (EXSEM) µε την ενσωµάτωση της κλίµα-
κας P.S.P.P, και µε αυτό τον τρόπο δόθηκε η δυνατότητα να αντικατασταθεί από το
αρχικό µοντέλο το µονοδιάστατο επίπεδο της αντιλαµβανόµενης σωµατικής ικανότη-

67
τας (perceived physical competence) µε ένα πολυδιάστατο προφίλ αντίληψης του σω-
µατικού εαυτού.
Η φιλοσοφία του µοντέλου είναι ότι σε βασικό επίπεδο η αντιλαµβανόµενη
αυτοαποτελεσµατικότητα (Self-efficacy) για κάθε δραστηριότητα (σχήµα 6)επηρεάζει
σε ένα ενδιάµεσο επίπεδο τις αντιλαµβανόµενες σωµατικές ικανότητες (που στο
συγκεκριµµένο µοντέλο αξιολογούνται µε τις υποκλίµακες της κλίµακας P.S.P.P,
SPORT - COND – BODY – STREN), και αυτές µε την σειρά τους επηρεάζουν την
σωµατική αυταξία (Physical self-worth)σε ένα ανώτερο και κυρίαρχο επίπεδο, που
µε την σειρά της αντανακλά στην συνολική αυτοεκτίµηση (global self-esteem).
Από την ανάλυση της εγκυρότητας του µοντέλου (Sonstroem, Harlow &
Josephes,1994) προκύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία. Φαίνεται λοιπόν ότι η αυτοαπο-
τελεσµατικότητα που βρίσκεται στην βάση σχετίζεται ικανοποιητικά µε την αντιλαµ-
βανόµενη αθλητική ικανότητα (SPORT), την αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση
(COND), και την αντιλαµβανόµενη σωµατική δύναµη STREN), αλλά όχι µε την
αντιλαµβανόµενη ελκυστικότητα του σώµατος(BODY) (Σχήµα 6). Εξετάζοντας τα
ευρήµατα της µελέτης µοιάζει να υπάρχει µια αντίφαση που αφορά την σχέση που
υπάρχει ανάµεσα στην αυτοαποτελεσµατικότητα και στην αντιλαµβανόµενη ελκυστι-
κότητα. Ενώ µεταξύ αυτών των δυο δεν υπάρχει ικανοποιητική συσχέτιση, η αντι-
λαµβανόµενη ελκυστικότητα του σώµατος σχετίζεται πολύ ισχυρά µε την σωµατική
αυταξία (PSW) (Σχήµα 6).
Υπάρχει πιθανότητα η συµµετοχή σε προγράµµατα άσκησης να επηρεάζει περισσό-
τερο χαρακτηριστικά όπως η αθλητική ικανότητα, η φυσική κατάσταση, και η δύνα-
µη, αλλά όλα αυτά µοιάζει να µην έχουν την δυνατότητα να δηµιουργούν ισχυρές
συσχετίσεις µε γενικότερα στοιχεία του εαυτού όπως είναι για παράδειγµα η
σωµατική αυταξία. Υπάρχουν αρκετές έρευνες που επιβεβαιώνουν την ισχυρή σχέση
µεταξύ της αυτοεκτίµησης και της ελκυστικότητας του σώµατος. Σε µελέτη των Fle-
ming και Courtney (1984) που πραγµατοποιήθηκε µε δείγµα φοιτητών(Μέσος όρος
ηλικίας τα 19 έτη) έδειξε ότι η φυσική εµφάνιση σχετίζεται περισσότερο µε την
αυτοεκτίµηση (r= 0.54)σε σχέση µε την σωµατική ικανότητα (r=0.44), και την
γνωστική ικανότητα (r= 0.42). Σε άλλες µελέτες που η αξιολόγηση της έννοιας του
εαυτού έγινε µε την κλίµακα του Marsh, επιβεβαιώθηκε το παραπάνω συµπέρασµα
της ισχυρής συνάφειας µεταξύ της αυτοεκτίµησης και της φυσικής εµφάνισης ( Mar-
sh & Gouvernet, 1989; Marsh & McDonald-Holmes, 1990).

68
Το µοντέλο EXSEM αποδεικνύεται ικανό να εξηγήσει το 32.8% των παραγόντων που
συνιστούν την συνολική αυτοεκτίµηση, και αυτό το ποσοστό είναι σηµαντικό,
λαµβάνοντας υπ’ όψη, την ευρήτητα του φάσµατος των χαρακτηριστικών και των δε-

(32.8)

SE

.57

(88.6)

PSW
.22 .18 .59 .16
(15.0) (27.4) (4.4) (16.6)

SPORT COND BODY STREN

.39 .52 .21 .41

EFF

Σχήµα 6. ∆ιερυµένο µοντέλο EXSEM (Sonstroem, Harlow,& Josephs, 1994) (EFF: Αυτό-
αποτελεσµατικότητα,SPORT:Αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα, COND: Αντιλαµβανόµ.ενη
σωµατική κατάσταση, BOBY:Αντιλαµβανόµενη ελκυστικότητα σώµατος, STREN:Αντιλαµβανόµενη
σωµατική δύναµη, PSW:Σωµατική αυταξία , SE: Γενική αυτοεκτίµηση

ξιοτήτων πάνω στο οποίο δοµείται, έτσι όπως αυτά προκύπτουν από αυτοαναφορές
που σχετίζονται µε την άσκηση. Τα ευρήµατα της µελέτης του Sonstroem, και των
συνεργατών του (1994), υποστηρίζουν την αποτελεσµατικότητα του ιεραρχικού µον-
τέλου στην αποτίµηση της αυτοεκτίµησης, και παράλληλα υποστηρίζουν ότι µπορεί
να αποτελέσει παράγοντα πρόβλεψης µελλοντικής συµµετοχής σε αθλητικές
δραστηριότητες.Αντίθετα οι Marsh, Walker, και Debus (1991), θέτουν ερωτήµατα
σχετικά µε την ικανότητα των αξιολογήσεων της αυτοαποτελεσµατικότητας ως προς

69
την αποτίµηση της έννοιας του εαυτού (self-concept). Πιστεύουν ότι η συµπεριφορά
καθοδηγείται από εσωτερικά πλαίσια δηλώσεων, αποτιµήσεων και συναισθηµάτων
µέσα σε µια γνωστική διαδικασία. Μετρήσεις που αξιολογούν την έννοια του εαυτού
(self-concept) µοιάζουν να είναι πιο αξιόπιστες µέσα σ΄αυτή την διαδικασία, παρά
αξιολογήσεις που αφορούν στην αυτοαποτελεσµατικότητα (self-efficacy) και δίνουν
έµφαση στο γνωστικό πεδίο.Ο Sonstroem και οι συνεργάτες του (1994), υποστη-
ρίζουν ότι η µεγάλη συσχέτιση µεταξύ της ελκυστικότητας του σώµατος και σωµα-
τικής αυταξίας πιθανόν να οφείλεται σε κοινωνικά αίτια, κάτι που πρέπει να λαµβά-
νουµε υπό όψη στην αξιολόγηση των ευρηµάτων, γιατί πολλοί άνθρωποι εξισώνουν
το ελκυστικό σώµα µε την υγεία και µε την έννοια της σωµατικής αυταξίας,

2.4 ΕΠΙ∆ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΕΡΟΒΙΑΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ


ΥΓΕΙΑ

Η πλειοψηφία των άρθρων που διερευνούν την επίδραση της άσκησης στην
ψυχική υγεία των ανθρώπων την πρώιµη περίοδο αφορούν κυρίως την επίδραση της
αερόβιας άσκησης σ’ αυτή, και µόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να διερευνάται η
επίδραση της αναερόβιας άσκησης, κυρίως της άσκησης µε αυξανόµενη αντίσταση,
στην ψυχική υγεία.
Οι Μartinsen, Hoffart, και Solberg (1989b) ήταν από τους πρώτους που διε-
ρεύνησαν την επίδραση της αερόβιας και της αναερόβιας άσκησης σε ένα ερευ-
νητικό δείγµα 99 ασθενών, ανδρών και γυναικών, µε µέσο όρο ηλικίας τα 41 χρόνια,
που µε βάση το διαγνωστικό σύστηµα DSM-III παρουσίαζαν µείζονα κατάθλιψη,
δυσθυµική διαταραχή και καταθλιπτική διαταραχή. Όλοι οι ασθενείς βρισκόταν κάτω
από την ίδια θεραπευτική διαδικασία και οι ερευνητές εφήρµοσαν ένα πρόγραµµα
άσκησης 8 εβδοµάδων όπου συνέκριναν την αερόβια άσκηση µε ένα πρόγραµµα
άσκησης µε βάρη και ευκινησία. Το πρόγραµµα παρέµβασης γινόταν 3 φορές την
εβδοµάδα και η διάρκεια της προπόνησης ήταν µια ώρα. Το πρόγραµµα της αερόβιας
άσκησης περιελάµβανε γρήγορα βάδισµα ή τρέξιµο, ενώ το αναερόβιο πρόγραµµα
περιελάµβανε ασκήσεις µυϊκής δύναµης και αντοχής, ευκινησία και χαλάρωση. Οι
δυο οµάδες ασκούντο υπό την επίβλεψη επαγγελµατιών προπονητών. Η µέτρηση της
κατάθλιψης έγινε µε την κλίµακα Μ- A. D. R. S που την συµπλήρωναν οι θεραπευτές

70
(Μontgomery- Asberg Depression Rating Scale, Montgomery, Asberg, 1979) και µε
την κλίµακα BDI (Beck Depression Inventory) που την συµπλήρωναν οι ασθενείς,
επίσης πραγµατοποιήθηκαν µετρήσεις που αφορούσαν στην φυσική κατάσταση.
Μετά το τέλος της παρέµβασης τα αποτελέσµατα έδειξαν µεταβολή στην φυσική
κατάσταση µόνο των µελών της οµάδας που ασκούνταν αερόβια, και για την κατάθ-
λιψη οι δυο οµάδες έδωσαν παρόµοια, αξιοσηµείωτη µείωση. Μεταξύ των δυο
µεθόδων ως αναφορά στην αποτελεσµατικότητα τους στην µείωση της κατάθλιψης
οι διαφορές δεν ήταν αξιοσηµείωτες. Σε µελέτη των ίδιων ερευνητών (Martinsen, et
al., 1989c) µε παρόµοιο περιεχόµενο αλλά µε ασθενείς που έπασχαν από αγχώδεις
διαταραχές, (οι περισσότεροι έπασχαν από διαταραχή πανικού µε αγοραφοβία), µετά
το τέλος της τα αποτελέσµατα ήταν ίδια µε αυτά της οµάδα των ασθενών µε κατά-
θλιψη, δηλαδή αλλαγή στην φυσική κατάσταση υπήρξε µονάχα στην οµάδα της
αερόβιας άσκησης ενώ είχαµε παρόµοια µείωση στο αγχώδη συµπτώµατα και των
δυο οµάδων της αερόβιας και της αναερόβιας άσκησης.
Ο Stein και Motta (1992) πραγµατοποίησαν παροµοίου τύπου µελέτη µε σύγκριση
δυο οµάδων αερόβιας και αναερόβιας άσκησης ( κολύµβηση και άσκηση µε βάρη),
σε δείγµα 89 µεταπτυχικών φοιτητών διερευνώντας την επίδραση που έχει η κάθε
µέθοδος άσκησης στην κατάθλιψη.Τα αποτελέσµατα της µελέτης αυτής έδειξαν αξιο-
σηµείωτη µείωση της κατάθλιψης των ερευνητικών υποκειµένων των δυο οµάδων
άσκησης σε σχέση µε τα άτοµα της οµάδας ελέγχου, µε µεγαλύτερη όµως µείωση
αυτής των ατόµων που συµµετείχαν στην οµάδα αναερόβιας άσκησης. Σε παρόµοια
µελέτη του Doyne και των συνεργατών του (1987) µε 40 νεαρές γυναίκες που έπασ-
χαν από κατάθλιψη φάνηκε παρόµοια µείωση της και στις δυο οµάδες. Οι γυναίκες
χωρίστηκαν µε τυχαία κατανοµή σε οµάδα αερόβιας άσκησης (τρέξιµο), και οµάδα
που ασκούνταν µε βάρη. Η διάρκεια του προγράµµατος ήταν 8 εβδοµάδες, και µετά
από αυτό το χρονικό διάστηµα, οι ερευνητές σηµείωσαν ότι οι δυο οµάδες άσκησης
είχαν µείωση των συµπτωµάτων της κατάθλιψης σε σχέση µε την οµάδα ελέγχου,
όπως επίσης στην σύγκριση των δυο οµάδων άσκησης, οι µεταξύ τους διαφορές ήταν
δυσδιάκριτες. Το συµπέρασµα των ερευνητών ήταν ότι, στην θεραπεία της κατά-
θλιψης, µοιάζουν η αερόβια και η αναερόβια να έχουν παρόµοια αποτελέσµατα.
Μελέτη πραγµατοποίησαν οι Sexton, Maere και Dahl(1989) µε 52 ασθενείς ψυχιατρι-
κής κλινικής της Νορβηγίας, που µε βάση το DSM-III έπασχαν από διαταραχές
άγχους, µονοπολικές καταθλίψεις, και χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Το πρόγραµ-
µα άσκησης που εφαρµόστηκε ήταν τρέξιµο µε επιβάρυνση 70% της µέγιστης

71
καρδιακής συχνότητας, και βάδισµα µε χαµηλή ταχύτητα. Τα αποτελέσµατα ήταν
παρόµοια µε αυτά άλλων ερευνητών, µε τα ψυχολογικά οφέλη περίπου ίσα στις δυο
οµάδες, χωρίς η διαφορά που παρουσίαζαν να έχει στατιστικά σηµαντική αξία. Τα
αποτελέσµατα διατηρήθηκαν για χρονικό 6 µήνων, µε την οµάδα που ασκήθηκε
αναερόβια να έχει µεγαλύτερη την προσκόλληση στην άσκηση. Σε παροµοίου τύπου
µελέτη που πραγµατοποιήθηκε πρόσφατα τα αποτελέσµατα ήταν διαφορετικά της
παραπάνω µελέτης. Στη µελέτη πήραν µέρος 199 µη ψυχωτικοί ψυχιατρικοί ασθε-
νείς που παρουσίαζαν συµπτώµατα κατάθλιψης µε ή όχι συµπτώµατα άγχους και µε
ή όχι διαταραχές προσωπικότητας, και συµµετείχαν σε πρόγραµµα αερόβιας άσκησης
και άσκησης µε βάρη για 16 εβδοµάδες τρείς φορές την εβδοµάδα. Στόχος της µελέ-
της ήταν να διερευνηθεί η επίδραση της άσκησης στην αερόβια ικανότητα, την µυϊκή
δύναµη και στην σωµατική έννοια του εαυτού. Για την αποτίµηση της έννοιας του
εαυτού χρησιµοποιήθηκε το Προφιλ Σωµατικής Αυτοαντίληψης (PSPP), και τα ευρή-
µατα ως αναφορά στην σωµατική έννοια του εαυτού ήταν θετικά και για τις δυο
οµάδες άσκησης, ωστόσο αυτά τα ευρήµατα δεν µπόρεσαν να συσχετιστούν µε την
βελτίωση της φυσικής κατάστασης, που σηµαίνει ότι αυτή πιθανόν να µη παίζει
σπουδαίο ρόλο στην βελτίωση της σωµατικής έννοιας του εαυτού (Knapen, et.al.,
2003). Σε πρόσφατη µελέτη διερευνήθηκε η επίδραση δυο µορφών άσκησης στην
συναισθηµατική κατάσταση 439 άτοµων τρίτης ηλικίας που παρουσίαζαν υψηλή και
χαµηλή κατάθλιψη. Συγκρίνοντας τα αποτελέσµατα που προέκυψαν µετα από 18 µη-
νες εφαρµογής των προγραµµάτων άσκησης φάνηκε ότι η αερόβια άσκηση ήταν
αποτελεσµατικότερη ως αναφορά στην µείωση των συµπτωµάτων κατάθλιψης
(Pennix., et al., 2002).
Σε αντίθετη κατεύθυνση ως αναφορά την επίδραση της αναερόβιας άσκησης
στην ψυχική υγεία κινήθηκε η µελέτη των Μutrie(1988) και η µελέτη των Norvell,
Martin, Salamon, (1991). Στην πρώτη χρησιµοποιήθηκε δείγµα 24 ατόµων, χωρίς
όµως αρχική διάγνωση, κάτι που έπληξε την αξιοπιστία των αποτελεσµάτων της. Για
την µέτρηση της κατάθλιψης χρησιµοποιήθηκε η κλίµακα BDI (Beck Depression
Inventory). Ο Mutrie χώρισε τα άτοµα σε τρεις οµάδες, µια οµάδα αερόβιας άσκη-
σης, µια αναερόβιας (µυϊκή ενδυνάµωση - διατάσεις), και µια οµάδα ελέγχου. Η
κάθε οµάδα άσκησης ασκούνταν 3 φορές την εβδοµάδα, και µετά από χρονικό διάσ-
τηµα 4 εβδο-µάδων, δεν φάνηκε να υπάρχει παρόµοια επίδραση της αερόβιας και
αναερόβιας άσκησης στην κατάθλιψη των ατόµων των δυο οµάδων. Στην δεύτερη
µελέτη του Norvell, και των συνεργατών του (1991), οι ερευνητές µελέτησαν 43

72
γυναίκες οι οποίες έκαναν καθιστική ζωή, και βρισκόταν σε µετα-εµµηνοπαυσιακή
περίοδο. Οι ερευνητές δηµιούργησαν τρεις οµάδες, στην πρώτη τα άτοµα ασκούνταν
αερόβια, στην δεύτερη αναερόβια, και η τρίτη αποτέλεσε την οµάδα ελέγχου. Η
βελτίωση που παρουσίασαν τα άτοµα που συµµετείχαν στην οµάδα αναερόβιας άσ-
κησης ήταν στατιστικά ασήµαντες. Ενώ σε παραπλήσια µελέτη που πραγµατοποιή-
θηκε την ίδια χρονική περίοδο σε 89 µεταπτυχιακούς σπουδαστές φάνηκε ότι οι δυο
µέθοδοι άσκησης επέδρασαν σηµαντικά στην κατάθλιψη, και µε την οµάδα άσκησης
στα βάρη να βελτιώνει σηµαντικότερα την έννοια του εαυτού σε σχέση µε την οµάδα
αερόβιας άσκησης (Stein & Motta, 1992). Σε πρόγραµµα άσκησης µε βάρη 152
γυναικών (60 συµµετείχαν πειραµατική οµάδα, και 92 στην οµάδα ελέγχου) χρονικής
διάρκειας 15 εβδοµάδων φάνηκε ότι οι γυναίκες που συµµετείχαν στην οµάδα άσκη-
σης βελτίωσαν την συναισθηµατική τους κατάσταση (Τucker & Maxwell,1992).Σε
έρευνα που πραγµατοποίησαν οι Raglin, Turner, και Eksten, (1993), σύγκριναν την
επίδραση που έχουν οι δυο τύποι άσκησης (αερόβιας-αναερόβιας), στα επίπεδα του
άγχους των υποκειµένων. Οι ερευνητές δηµιούργησαν µια οµάδα που ασκούνταν
αερόβια µε ένταση 70-80% της µέγιστης καρδιακής συχνότητας, και µια οµάδα που
ασκούνταν αναερόβια, µε βάρη και ένταση 70-80% µιας µέγιστης προσπάθειας (3 σετ
Χ 7 επαναλήψεις). Μετά την προπόνηση µε βάρη, τα σκορ στην κλίµακα STAI
(State-Trait Anxiety Inventory), ήταν αυξηµένα σε σχέση µε αυτά, που έδωσαν στην
ίδια κλίµακα,τα ίδια άτοµα, πριν από την παρέµβαση. Στην οµάδα της αερόβιας
άσκησης, µια ώρα µετά την προπόνηση, τα επίπεδα του άγχους κατάστασης (State
Anxiety) ήταν µειωµένα σε σχέση µε τα αρχικά επίπεδα της ίδιας οµάδας. Σε απόλυτα
νούµερα όµως, οι διαφορές ανάµεσα στις δυο µεθόδους άσκησης, ήταν αµελητέες. Η
µελέτη υποστηρίζει το ίδιο µε άλλες µελέτες, ότι η αερόβια άσκηση, µειώνει το
άγχος κατάστασης, κάτι που δεν συµβαίνει, µε την αναερόβια άσκηση (Nieman,
1995).Σε µελέτη που πραγµατοποιήθηκε για να διερευνηθεί η επίδραση ενός
προγράµµατος 12 εβδοµάδων άσκησης µε βάρη (υψηλής 85% της µέγιστης, και
χαµηλής έντασης 65% της µέγιστης) στην φυσική κατάσταση, την ψυχική διάθεση,
το άγχος, την σωµατική αυτοαποτελεσµατικότητα, και την γνωστική λειτουργία 42
ηλικιωµένων, φάνηκε ότι και οι δυο οµάδες άσκησης (υψηλής και χαµηλής έντασης)
βελτίωσαν την συνολική τους φυσική κατάσταση, την ψυχική τους διάθεση και την
σωµατική τους αυτοαποτε-λεσµατικότητα, ενώ παρέµεινε αµετάβλητη η γνωστική
τους ικανότητα (Tsutsumi, Don, Zaichkowsky, Delizonna 1997).

73
Υπάρχουν ωστόσο µελέτες που υποστηρίζουν ότι η επίδραση της αερόβιας
και αναερόβιας άσκησης στην ψυχική υγεία είναι παρόµοια.(Martinsen, 1990; North,
et al., 1990; Singh, Clements & Fiatrone, 1997; Lawlor & Hopker 2001). Eκείνο επί-
σης που υποστηρίζουν κάποιοι ερευνητές είναι ότι η αποτελεσµατικότητα της άσκη-
σης (αερόβιας – αναερόβιας ) στην µείωση των συµπτωµάτων της κατάθλιψης δεν
µπορεί να αποδειχτεί επαρκώς γιατί η έρευνα ανεπαρκής σε κλινικούς πληθυσµούς
(Lawlor & Hopker 2001).
Έχει φανεί ότι η άσκηση µε βάρη, δίνει καλύτερα αποτελέσµατα, σε σχέση µε άλλες
µορφές άσκησης (αερόµπικ - κυκλική προπόνηση),σε άτοµα που βρίσκονται σε πρόγ-
ραµµα απεξάρτησης. Η απόκτηση δεξιοτεχνίας και αυτοπεποίθησης ερµηνεύει σε ένα
βαθµό τα θετικά αποτελέσµατα που εµφανίζουν τα άτοµα πρώην χρήστες που ασκού-
νται µε βάρη, όπως επίσης, οι φανερές, σωµατικές αλλαγές που περιγράφουν οι ίδιοι
µετά από την άσκηση µε αυξανόµενη αντίσταση (Palmer, Palmer, Michiels, Thigpen,
1995). Τα αποτελέσµατα από την άσκηση µε βάρη είναι, γρήγορα, φανερά και δίνουν
µια αυξηµένη αίσθηση ελέγχου πάνω στη ζωή (Seligman, 1991).

2.5 Η ΕΠΙ∆ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ

Η δευτερογενής πρόληψη αναφέρεται στα µέτρα που λαµβάνει η κοινωνία


για τα άτοµα που ήδη κάνουν χρήση και κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών. Η τοξι-
κοεξάρτηση αντιµετωπίζεται µε πολλούς τρόπους και ποικίλες θεραπευτικές µεθό-
δους, αλλά ένας από τους πιο γνωστούς είναι οι θεραπευτικές κοινότητες. Είναι
γνωστό ότι η άσκηση αποτελεί ένα στοιχείο που το συµπεπεριλαµβάνουν σχεδόν όλα
τα κλειστά θεραπευτικά προγράµµατα.
Σε πανεπιστήµιο της νοτιοανατολικής Louisiana έγινε έρευνα που µελέτησε τα
αποτελέσµατα της επίδρασης τριών τύπων άσκησης (aerobic, body-building,και
κυκλικής προπόνησης) στα συµπτώµατα της κατάθλιψης, 45 εσωτερικών ασθενών,
που βρισκόταν σε πρόγραµµα αποκατάστασης από την χρήση ουσιών. Έγιναν προ και
µετά µετρήσεις για την κατάθλιψη, τους καρδιακούς παλµούς, την πίεση του αίµατος,
την µέγιστη δύναµη, την µέτρηση της αερόβιας ικανότητας και του σωµατι-κού
λίπους. Αξιοσηµείωτα αποτελέσµατα έδωσε το πρόγραµµα του body-duilding,
(άσκηση µε αυξανόµενη αντίσταση), όπου τα άτοµα που συµµετείχαν έδειξαν µείωση
των συµπτωµάτων της κατάθλιψης, αύξηση της µυϊκής µάζας, και της ευλυγισίας. Σε

74
καµία από τις τρείς οµάδες δεν φάνηκαν αξιοσηµείωτες αλλαγές στην πίεση του
αίµατος, στους καρδιακούς παλµούς, και στην φυσική κατάσταση. Για την φυσική
κατάσταση οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι το χρονικό διάστηµα της εφαρµογής του
προγράµµατος ήταν µικρό, µόλις τέσσερις βδοµάδες, για αυτό και δεν φάνηκε κάποια
αξιοπρόσεκτη καλυτέρευση της. (Palmer, Palmer, Michiels & Thigpen, 1995).
Ο Burling και οι συνεργάτες του(1992) µελέτησαν 34 πρώην µέλη θεραπευτικών κοι-
νοτήτων, τα οποία έπαιρναν µέρος σε πρόγραµµα αποκατάστασης που αφορούσε
άστεγους χρήστες ουσιών, οι οποίοι συµµετείχαν σε οµάδα softball. Η έρευνα έδειξε
ότι τα µέλη που έπαιρναν µέρος στην οµάδα εµφάνισαν µεγαλύτερη διάθεση για
µεγαλύτερης διάρκειας θεραπεία, και ευχαρίστηση να συµπληρώσουν το πρόγραµµα
(οι εσωτερικοί ασθενείς, και οι εξωτερικοί ασθενείς). Επίσης φάνηκε ότι είχαν περισ-
σότερη διάθεση να απέχουν από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, για τρεις τουλάχιστον
µήνες µετά την αποθεραπεία τους. Η συµµετοχή στις αθλητικές δραστηριότητες
αύξησε την δυνατότητα να εξασκήσουν in vivo γνωστικές και συµπεριφορικές δεξιό-
τητες που µάθαιναν κατά την διάρκεια των άλλων θεραπευτικών διαδικασιών, και
επιπλέον τους έδωσε την δυνατότητα, να καλλιεργήσουν µοντέλα υποστηρικτικών
διαπροσωπικών σχέσεων. Το συµπέρασµα των ερευνητών ήταν ότι, το softball µπορεί
να αποτελέσει µέρος προγράµµατος, για βοηθητική θεραπεία γνωστικών-συµπερι-
φορικών δεξιοτήτων (Burling, Seidner, Robbins-Sisco, Krinsky, Hanser 1992).
Είναι αποδεδειγµένο επιστηµονικά ότι η κατάθλιψη, τα υψηλά επίπεδα άγχ-
ους, η χαµηλή αυτοεκτίµηση, αποτελούν σηµαντικά στοιχεία της προσωπικότητας
των χρηστών.Είναι αναγνωρισµένη η επίδραση της άθλησης στην κατάθλιψη (Mar-
tinsen,1990), όπως επίσης και η θετική δράση της άσκησης για την παροχέτευση του
άγχους. Η συµµετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες κατά την διάρκεια της θεραπείας,
προσφέρει στον εξαρτηµένο µια ευκαιρία να διαχειριστεί το άγχος, και να πετύχει την
ευχαρίστηση χωρίς την ανάγκη ουσιών.Αυτό υποστηρίζει ο Kunstler υπονοώντας ότι,
υπάρχει σχέση ανάµεσα στις δραστηριότητες αναψυχής και στον καλύτερο τρόπο
διαχείρισης του άγχους, και ότι η σωµατική δραστηριότητα( για παράδειγµα το τρέξι-
µο,ο χορός ή η προπόνηση µε βάρη) να είναι απαραίτητη στην κατεύθυνση αποφυ-
γής καταστάσεων, όπως η απάθεια και η ανία. (Kunstler,1985).
Όταν ο Βrowman(1981)έκανε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά µε την επίδρα-
ση της άθλησης στην ψυχοπαθολογία, στην µελέτη αυτή φάνηκε ότι, µέτρια επίπεδα
φυσικής δραστηριότητας συσχετίζονται θετικά µε την ευεξία, αλλά τα πρότυπα της
ψυχικής διάθεσης φαίνονται ανεξάρτητα από την άθληση. Επίσης στην ίδια µελέτη

75
φάνηκε ότι, σε µη κλινικά καταθλιπτικά άτοµα, δεν υπήρχε όφελος από την άσκηση,
(παρόλο που ειδικά προγράµµατα για κάποιες κατηγορίες ασθενών δεν έχουν ακόµα
ερευνηθεί). Υπάρχουν όµως ενδείξεις ότι η άσκηση είναι ενδεδειγµένη σαν µέρος
της θεραπείας του αυτοελέγχου (Browman, 1981).
Σε µία παρόµοια µελέτη µε του Browman (1981) η οποία έγινε από τον
Franklin (1988), και σε πληθυσµό που είχε εξάρτηση από ουσίες, έδωσε παρόµοια
αποτελέσµατα. Στην έρευνα µελετήθηκε η επίδραση ενός προγράµµατος τρεξίµατος,
στην φυσική κατάσταση, στο επίπεδο του άγχους και της κατάθλιψης, και στην
αυτοσυναίσθηση, µιας οµάδας τοξικοεξαρτηµένων που βρισκόταν σε πρόγραµµα
αποκατάστασης. Οι ψυχικοί παράµετροι µετρήθηκαν µε το ΜΜΡΙ τεστ και η φυσική
κατάσταση µε το Βruce Treadmill Test. Tα ευρήµατα της µελέτης έδειξαν, µόνον
επίδραση στην φυσική κατάσταση, και όχι στους υπόλοιπους ψυχικούς παράγοντες
(Franklin,1988). Όµως σε άλλη µελέτη που έγινε κατά την διάρκεια της θεραπείας
εξαρτηµένων από αλκοόλ, τα άτοµα συµµετείχαν σε πρόγραµµα βαδίσµατος τρεις
φορές την εβδοµάδα για ένα µήνα, από τα αποτελάσµατα φάνηκε ότι, υπάρχει θετική
συσχέτιση ανάµεσα στην συµµετοχή στο πρόγραµµα και στην βελτίωση της αυτό-
εκτίµησης. Η θετική επίδραση της άσκησης στην αυτοεκτίµηση φάνηκε και σε άλλες
έρευνες που έγιναν µε άλλου τύπου αθλητικές δραστηριότητες (πχ αερόµπικ) (True,
1990).
Το 1991 η Caplan πραγµατοποίησε έρευνα µε 118 αλκοολικούς εσωτερικούς ασθε-
νείς που συµµετείχαν σε ένα πρόγραµµα αποκατάστασης. Από το αριθµό των ασθε-
νών οι 94 ήταν άνδρες και οι 24 γυναίκες. Η ερευνήτρια µελέτησε τρεις οµάδες, µία
οµάδα αερόβιας άσκησης, µια αναερόβιας άσκησης και µία οµάδα ελέγχου του
άγχους (stress management), που βρισκόταν υπό περιορισµό σε κέντρο αποκατά-
στασης. Η διάρκεια του προγράµµατος άσκησης ήταν, µία ώρα την ηµέρα για πέντε
µέρες την εβδοµάδα, και για περίοδο τεσσάρων εβδοµάδων. Όλες οι µετρήσεις έγιναν
δύο φορές, πριν την εφαρµογή προγράµµατος και µετά, και περιελάµβαναν την
µέτρηση της αερόβιας ικανότητας µε την µέγιστη πρόσληψη(VO2 max), µε την
χρήση του Submaximal Exercise test, και µε την συγκέντρωση του γαλακτικού οξέος
στο αίµα µε το Glucose Tolerance test. Οι µετρήσεις που αφορούσαν τους ψυχικούς
παράγοντες έγιναν µε το Hopkins Symptoms Checklist, το Repression-Sensitization
test, και το Internal- External Locus of Control test. Τα αποτελέσµατα της µελέτης
έδειξαν ότι, στην οµάδα της αερόβιας άσκησης η µέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO2
max) δεν βελτιώθηκε, όπως επίσης δεν διαφοροποιήθηκαν τα επίπεδα της γλυκόζης.

76
Σε σχέση µε τα ηπατικά ένζυµα την µεγαλύτερη µείωση παρουσίασε η οµάδα της
αερόβιας άσκησης, ακολούθησε η οµάδα της αναερόβιας άσκησης, µε τελευταία την
οµάδα της του ελέγχου του άγχους. Για τους περισσότερους ψυχολογικούς παράγο-
ντες φάνηκαν παρόµοια αποτελέσµατα για τις οµάδες που συµµετείχαν σε αθλητικές
δραστηριότητες. Αυτές οι δύο οµάδες παρουσίασαν βελτίωση στο συνολικό επίπεδο
του στρες, στην σωµατοποίηση, στο άγχος και στην κατάθλιψη ενώ δεν παρατηρήθη-
καν αλλαγές στην οµάδα ελέγχου του άγχους (Caplan,1991).
O Collingwood, και οι συνεργάτες του (1991) αναφέρονται σε ένα πρόγραµµα
παρέµβασης για την χρήση ουσιών, στο οποίο πήραν µέρος 74 έφηβοι. Στο χρονικής
διαρκείας 8-9 εβδοµάδων πρόγραµµα, δηµιουργήθηκε µια οµάδα που είχε τις φυσικές
δραστηριότητες σαν δοµικό στοιχείο µιας ολοκληρωµένης θεραπευτικής παρέµβα-
σης. Στην αρχή και στο τέλος της µελέτης έγιναν µετρήσεις για την φυσική κατάστα-
ση, που περιελάµβαναν τρέξιµο 1 µιλίου, τον αριθµό επαναλήψεων κοιλιακών σε
διάρκεια ενός λεπτού, τον αριθµό των κάµψεων σε χρονική διάρκεια ενός λεπτού,
καθώς επίσης έγινε λιποµέτρηση και µέτρηση της ευλυγισίας των συµµετεχόντων
στην έρευνα. Την οµάδα ελέγχου αποτελούσαν χρήστες που δεν συµµετείχαν στο
πρόγραµµα. Οι συµµετέχοντες στην έρευνα συγκρινόµενοι µε τα άτοµα της οµάδας
ελέγχου έδειξαν αξιοσηµείωτη αύξηση της αυτoσυναίσθησης των παραγόντων
κινδύνου (µέτρηση µε το Self Concept Scale) και αξιοπρόσεκτη µείωση του άγχους
και της κατάθλιψης (General Well-Being Scale). Στις µετρήσεις µετά το τέλος της
έρευνας, οι συµµετέχοντες στο πρόγραµµα έδειξαν, πολύ χαµηλότερα επίπεδα έκθε-
σης σε συµπεριφορές που οδηγούν σε κατάχρηση ουσιών.Τα αποτελέσµατα αυτά
προήλθαν από σύγκριση µε οµάδα που δεν συµµετείχε στο πρόγραµµα, και έκανε
χρήση ουσιών και αλκοόλ. Το παραπάνω έυρηµα διαφοροποιείται σε σχέση µε αυτό
που προκύπτει από άτοµα τα οποία έκαναν ολική αποχή από ουσίες, όπου τα επίπεδα
έκθεσης των συµµετεχόντων σε επικίνδυνες συµπεριφορές ήταν αξιοσηµείωτα υψη-
λότερα.Τα αποτελέσµατα της µελέτης έδειξαν ότι, η φυσική άσκηση πρέπει να αποτε-
λεί συµπληρωµατικό στοιχείο για την θεραπεία εξαρτηµένων ατόµων Στην έρευνα
σηµειώνεται ότι, η άθληση µπορεί να είναι σηµαντική για την υγεία των τοξικοεξαρ-
τηµένων, ωστόσο η διάρκεια και η συνέχεια της µοιάζει να αποτελεί σηµαντικό παρά-
γοντα για την αποχή από τις ουσίες.
Το 1995 δηµοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Substance Abuse Treatment
η εργασία των Κremer, Malkin, και Bebshoff που αφορούσε στην αξιολόγηση 50
θεραπευτικών προγραµµάτων εξαρτηµένων ατόµων.Η αξιολόγηση αφορούσε τα προ-

77
γράµµατα άθλησης και είχε δύο κατευθύνσεις, η µια κατεύθυνση αφορούσε το έργο
των καθηγητών και του έργου που προσέφεραν, και η άλλη αφορούσε την κατεύ-
θυνση των εξαρτηµένων, και σχετιζόταν µε τις αθλητικές τους προτιµήσεις. Η µελέ-
τη έγινε για να καταγραφούν ποια προγράµµατα άθλησης εφαρµόζονταν στα θερα-
πευτικά κέντρα αλλά και για δουν τον βαθµό εξειδίκευσης των γυµναστών που τα
εφήρµοζαν, και αυτό πάντα προς την κατεύθυνση και την λογική ότι, όπου υπάρχει
εξειδίκευση υπάρχει και αποτελεσµατικότητα. Τα αποτελέσµατα της έρευνας έδειξαν
ότι στο 80% των θεραπευτικών προγραµµάτων συµπεριλάµβαναν την άθληση στο
πρόγραµµα τους και ότι οι πιο δηµοφιλείς αθλητικές δραστηριότητες ήταν κατά
σειρά το περπάτηµα (84%),τα games (οργανωµένοι σε εσωτερικά τουρνουά µεταξύ
των θεραπευτικών κοινοτήτων αθλητικοί αγώνες)(68%), τα sports (64%), η προπόνη-
ση µε βάρη (62%), και το aerobic(58%).
Από την βιβλιογραφική ανασκόπηση φάνηκε ότι τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι
ερευνητικές προσπάθειες που αφορούν στην διερεύνηση της επίδρασης της άσκησης
στον αγώνα απεξάρτησης των χρηστών. Με βάση την αρθρογραφία φάνηκε ότι η άθ-
ληση αποτελεί δοµικό συστατικό πολλών προγραµµάτων απεξάρτησης. Οι περισσό-
τερες παρουσιαζόµενες εργασίες εστιάζονται στην επίδραση της άθλησης σε δύο
βασικούς τοµείς, στην επίδραση της πάνω σε σωµατικούς παράγοντες και κυρίως
αναφέρονται στην µεταβολή κάποιων δεικτών που υποδηλώνουν την βελτίωση της
φυσικής κατάστασης, και την επίδραση της πάνω σε ψυχολογικούς παράγοντες και
κυρίως σε εκείνους οι οποίοι ενοχοποιούνται για την χρήση των ουσιών όπως είναι η
κατάθλιψη η χαµηλή αυτοεκτίµηση και το άγχος. Μορφές άθλησης που χρησιµοποιή-
θηκαν ήταν κυρίως το αερόµπικ, το βάδισµα, το bodybuilding, το softball, το τρέξιµο
και η κυκλική προπόνηση. Με αναφορά τις παρουσιαζόµενες εργασίες φάνηκε ότι
µέτριας έντασης αθλητικές δραστηριότητες επιφέρουν θετική επίδραση σε ψυχολο-
γικούς παράγοντες όπως άγχος, κατάθλιψη, αυτοεκτίµηση, όπως επίσης ότι τα άτοµα
που ασχολούνταν µε τον αθλητισµό ολοκλήρωναν σε µεγαλύτερο ποσοστό την θερα-
πεία τους. Ως αναφορά την βελτίωση της φυσικής κατάστασης τα αποτελέσµατα ήταν
φτωχά, και αυτό ίσως οφείλεται στη µικρή χρονική διάρκεια εφαρµογής των προ-
γραµµάτων παρέµβασης. Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι σηµαντικός παράγοντας για
την αποχή από τις ουσίες αποτελεί η διάρκεια της άθλησης καθώς και η προσκόλ-
ληση σε αυτή, και ότι είναι ανάγκη βαθύτερης διερεύνησης του ρόλου της άθλησης
προς όλες τις κατευθύνσεις της πρωτογενούς-δευτερογενούς και τριτογενούς πρόλη-
ψης.

78
ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ

Στο κεφάλαιο περιγράφονται αναλυτικά όλα τα στοιχεία της µελέτης, το δείγµα και ο
καθορισµός των οµάδων, ο ερευνητικός σχεδιασµός καθώς και τα όργανα που
χρησιµοποιήθηκαν στην µετρήσεις (ψυχοµετρικές κλίµακες αποτίµησης της κατάθλι-
ψης, του άγχους και της αυτοεκτίµησης).

3.1 ∆είγµα και κριτήρια επιλογής

Στην µελέτη πήραν µέρος άτοµα πρώην χρήστες οποιοειδών και άλλων εξαρ-
τησιογόνων ουσιών, που βρισκόταν στην θεραπευτική κοινότητα των Καρτερών την
χρονική περίοδο διενέργειας της έρευνας Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του 2001.
H θεραπευτική κοινότητα των Καρτερών του Νοµού Θεσσαλονίκης λειτουργεί κάτω
από την εποπτεία του Οργανισµού Καταπολέµησης των Ναρκωτικών(ΟΚΑΝΑ) και
αποτελεί ένα ‘στεγνό’ πρόγραµµα απεξάρτησης. Ο συνολικός αριθµός των µελών την
περίοδο διενέργειας της µελέτης ήταν 31 µέλη από τα οποία τα 3 ήταν γυναίκες και
τα 28 άνδρες. Στην µελέτη εθελοντικά δήλωσαν συµµετοχή 22 άνδρες. Τα άτοµα που
δήλωσαν συµµετοχή στην µελέτη ιατρικά πληρούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις
που αφορούσαν την συµµετοχή τους σε πρόγραµµα άσκησης µε αυξανόµενη
αντίσταση. Tα άτοµα χωρίστηκαν τυχαία σε δυο οµάδες, την πειραµατική οµάδα
(Ν=12), και την οµάδα ελέγχου (Ν=6). Η ηλικία των ατόµων της πειραµατικής
οµάδας εκτείνονταν από τα 22 έως τα 43 χρόνια Μ.Ο=29.41 και της οµάδας ελέγχου
κυµαίνονταν από τα 19 έως τα 32 χρόνια Μ.Ο=25.66. Κατά την διάρκεια της µελέτης
4 από τα µέλη της πειραµατικής οµάδας αποχώρισαν για λόγους υγείας, έτσι στην
πειραµατική οµάδα συµµετείχαν τελικά 8 άτοµα (Ν=8, Μ.Ο = 30,37).

3.2 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΣ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΣ

3.2.1 Συνθήκες µέτρησης

Τα άτοµα που συµµετείχαν στην µελέτη αξιολογήθηκαν µια βδοµάδα πριν


την έναρξη του προγράµµατος. Όλες οι µετρήσεις έγιναν στον χώρο της θεραπευτικής
κοινότητας και επαναλήφθηκανν κάτω από τις ίδιες συνθήκες oκτώ εβδοµάδες µετά
την εφαρµογή του προγράµµατος άσκησης, µε αυξανόµενη αντίσταση. Πριν από την

79
συµµετοχή των ατόµων στην έρευνα τους δόθηκε ένα έντυπο (Παράρτηµα Α, Α.1)
στο οποίο αναφερόταν ο σκοπός της µελέτης και τα βασικά στοιχεία της. Η υπεύ-
θυνη της µελέτης απάντησε και διευκρίνισε απορίες που είχαν τα άτοµα που ήταν
υποψήφια για να συµµετάσχουν σε αυτή. Όποια από τα µέλη της θεραπευτικής κοινό-
τητας πήραν µέρος στην µελέτη συνυπόγράψαν µε την υπεύθυνη ένα συµβόλαιο δέσ-
µευσης για την συµµετοχή τους(Παράρτηµα Α, Α.2),στο οποίο περιγραφόταν πλήρως
τα δικαιώ-µατα των υποκειµένων της έρευνας. Πριν από τον χωρισµό των ατόµων
στις δυο οµάδες συµπληρώθηκε από όλα τα ερευνητικά υποκείµενα ένα ερωτηµατο-
λόγιο δηµογραφικών πληροφοριών που αφορούσε την ηλικία, το φύλο, τον χρόνο και
το είδος των ουσιών που έκαναν χρήση και µια σειρά άλλων στοιχείων που είχαν να
κάνουν µε το µορφωτικό τους επίπεδο την ενασχόληση τους µε την άσκηση (Παράρ-
τηµα Α,Α.3).

3.2.2 Πρόγραµµα παρέµβασης

Τα άτοµα που συµµετείχαν στην µελέτη και αποτέλεσαν το ερευνητικό


δείγµα εντάχθηκαν σε δυο οµάδες, την πειραµατική οµάδα και την οµάδα ελέγχου.
ΟΜΑ∆Α Χ (προπόνηση µε βάρη)

ΟΜΑ∆Α Ψ (οµάδα ελέγχου)

Η οµάδα Χ ακολούθησε ένα πρόγραµµα άσκησης µε βάρη ενώ η οµάδα ελέγχου


απείχε για ίδιο χρονικό διάστηµα από την άσκηση. Επιλέχτηκε η άσκηση µε βάρη
αυξανόµενης αντίστασης για µια σειρά από λόγους. Τα τελευταία χρόνια η άσκηση
µε βάρη αποτελεί ένα αναπόσπαστο στοιχείο των προγραµµάτων άσκησης που
προτείνονται από όλους τους µεγάλους οργανισµούς όπως της American College of
Sports Medicine, της American Heart Association,της American Association of
Cardiovascular and Cardiopulmonary Rehabilitation, και άλλων, που έχουν σαν
στόχο την βελτίωση και την διατήρηση της υγείας (Feigenbaum & Pollock, 1999). Η
άσκηση µε βάρη θεωρείται σαν κύρια µονάδα των προγραµµάτων άσκησης που
αφορούν στην υγεία και αυτό γιατί έχει παρατηρηθεί ότι το µεγαλύτερο τµήµα του
πληθυσµού πάσχει από µια σειρά προβληµάτων τα οποία είναι αποτρεπτικά για άλλες
µορφές άσκησης (American College of Sports Medicine, 1998; American College of
Sports Medicine, 1978). Από τα µέσα της δεκαετίας του 80 η ιατρική κοινότητα άρχι-
σε να αναγνωρίζει την θετική επίδραση της προπόνησης µε βάρη στην λειτουργική

80
ικανότητα των ανθρώπων και σε άλλους παράγοντες όπως η κατάσταση των οστών ο
βασικός µεταβολισµός ο έλεγχος του βάρους κά.(Feignbaum, & Pollock, 1999).Με
την προπόνηση δύναµης σχετίζονται µια σειρά από φυσιολογικές προσαρµογές που
περιλαµβάνουν την βελτίωση της µυϊκής δύναµης και αντοχής καθώς και την αύξηση
µυϊκής µάζας σε µικρό χρονικό διάστηµα (Fleck & Kraemer, 1997; ACSM, 1998).
Επίσης η προπόνηση µε βάρη σχετίζεται µε την µέτρια βελτίωση της καρδιοαναπ-
νευστικής ικανότητας (Fleck, 1998; Stone, et al., 1991; Di Nubill, 1991; Verill &
Ribisl, 1996), την βελτίωση των ιδιοτήτων του συνδετικού ιστού (Fahey, Akka &
Ralph, 1975;Tipton, Matthes, Maynard & Carry,1975;Stone, 1992; Zernicke & Loitz,
1992),και την προστασία από ορθοπεδικούς τραυµατισµούς (Fleck & Kraemer,1977;
Di Nubill, 1991; Pollock, Graves & Carpenter, 1993).

3.2.2α Πρωτόκολλο άσκησης

Με βάση τον αρχικό στόχο της µελέτης που ήταν να διερευνηθεί η επίδραση
που έχει η άσκηση στην θεραπεία των µελών µιας θεραπευτικής κοινότητας
επιλέχτηκε και διερευνήθηκε η επίδραση της άσκησης µε αυξανόµενη αντίσταση
στην κατάθλιψη στο άγχος και στην αυτοεκτίµηση πρώην χρηστών εξαρτησιογόνων
ουσιών. Ο σχεδιασµός του πρωτόκολλου άσκησης στηρίχτηκε στα ευρήµατα του
American College of Sports Medicine(1998) που υποστηρίζει ότι για να έχουµε ψυχο-
λογικά οφέλη από την άσκηση πρέπει να έχει συχνότητα τουλάχιστον 3 φορές την
εβδοµάδα, διάρκειας 20-30 λεπτά την κάθε φορά και έντασης 60-90% της µέγιστης
καρδιακής συχνότητας (ΑCSM., 1998). Επιπρόσθετα για να υπάρχει αποτελεσµατι-
κότητα ενός προγράµµατος µε βάρη, αυτό εξαρτάται από µερικούς γενικούς παράγον-
τες αποφασιστικούς όµως για τα καλά αποτελέσµατα αυτής της µεθόδου άσκησης. Οι
παράγοντες αυτοί είναι η συχνότητα, ο όγκος- της προπόνησης [σετ Χ επαναλήψεις Χ
επιβάρυνση (αντίσταση)]και µέθοδος της προπόνησης(Feigenbaum & Pollock, 1999;
Fleck & Kraemer, 1997; Garhammer & Takano, 1992). Για τον σωστό σχεδιασµό
ενός προγράµµατος άσκησης µε βάρη πρέπει να λαµβάνονται υπ’ όψη αυτοί οι παρά-
γοντες, όπως επίσης να συνυπολογίζονται η ηλικία, το επίπεδο της υγείας, το επίπεδο
της φυσικής κατάστασης, και οι προσωπικοί στόχοι του ασκουµένου(Feigenbaum &
Pollock, 1999).
Συχνότητα:Η συχνότητα αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα στοιχεία στον
σχεδιασµό κάθε προγράµµατος µε βάρη(Gillam, 1981; Braith, et al., 1989; Graves, et

81
al.,1990; Demichele, et al., 1997; Fleck & Kraemer, 1997). O χρόνος ξεκούρασης
ανάµεσα σε δυο προπονητικές συνεδρίες παίζει σπουδαίο ρόλο γιατί δίνει το περιθώ-
ριο της ανάνηψης των µυών και αποτρέπει την υπερπροπόνηση, ενώ µεγάλο χρονικό
διάστηµα ανάµεσα στις προπονήσεις οδηγεί στα αντίθετα αποτελέσµατα (Feigen-
baum, & Pollock, 1999). Τρεις προπονήσεις την εβδοµάδα µε ένα διάλειµµα 48 ωρών
ανάµεσα σε κάθε προπόνηση είναι αρκετό για να έχουµε τα κατάλληλα αποτε-
λέσµατα (Fleck & Kraemer, 1997;Demichele, et al.,1997;Graves, et al., 1990; Heder-
son, 1970; Hunter, 1985). Με βάση όλα τα παραπάνω επιλέχτηκε η συχνότητα των
προπονήσεων που ήταν τρεις φορές την εβδοµάδα (∆ευτέρα- Τετάρτη-Παρασκευή).
Όγκος προπόνησης: Όλα τα προγράµµατα άσκησης µε την µέθοδο της αυξανόµενης
αντίστασης δοµούνται µε βάση την µέγιστη δύναµη. Μια αποτελεσµατική προπόνηση
δύναµης πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ένα σετ µε µέγιστη ή υποµέγιστη δύναµη
(fleck, & Kraemer, 1997; Garhammer, & Takano, 1992).Μέγιστη δύναµη είναι η
υψηλότερη τιµή δύναµης ή ροπής που µπορεί να αναπτύξει µια µυϊκή οµάδα σε µια
συγκεκριµένη κίνηση µε µέγιστη εκούσια συστολή (Knuttgen, 1995; Newton, &
Kraemer, 1994).
Ένταση: Η ένταση σε µια προπόνηση δύναµης είναι ο αποφασιστικότερος
παράγοντας για ένα αποτελεσµατικό πρόγραµµα άσκησης για την αύξηση της µυϊκής
δύναµης (Atha,1981; McDonagh, & Davies, 1984) ενώ ο συνολικός όγκος της προπό-
νησης ( σετ Χ επαναλήψεις Χ αντίσταση) είναι σηµαντικός για την ανάπτυξη µυϊκής
δύναµης και µυϊκού όγκου(Fleck & Kraemer, 1997;Messier & Dill, 1985; Silvestere,
Stiggins,McGown & Bryce, 1984; U.S Department of Health, and Humman Servises,
Physical Activity, and Health,1996). Ως ένταση ορίζεται ο µέγιστος αριθµός επανα-
λήψεων που εκτελούνται µε ορισµένο φορτίο πριν την κόπωση που αποτρέπει µια
ακόµα επανάληψη.
Σετ: Επιλέχτηκε για την µελέτη η χρήση της µεθόδου των πολλαπλών σετ µεταβ-
λητής έντασης (υποµέγιστης και µέτριας έντασης) γιατί δίνει καλύτερα και γρηγο-
ρότερα αποτελέσµατα στην ανάπτυξη της µυϊκής δύναµης. (Μarx, et al., 2001 ; Fleck,
1999 ; Kraemer, 1997 ; Stone, 1979 ; Stowers, et al., 1983). Κάθε εβδοµάδα πραγµα-
τοποιόταν 3 προπονήσεις. Κάθε φορά που οι επαναλήψεις των ασκήσεων γινόταν µε
ευκολία αυξανόταν η αντίσταση (Hunter, et al., 2001). Σε κάθε προπονητική µονάδα
πραγµατοποιόταν 3 σετ για κάθε άσκηση. Σε κάθε άσκηση που περιέχετο στο προπο-
νητικό πρόγραµµα τα δυο από τα τρία σετ γινόταν µε υποµέγιστη ένταση 85% και
ένα γινόταν µε µέτρια ένταση 65%.

82
Επαναλήψεις: Στα σετ της υποµέγιστης έντασης γινόταν 6-8 επαναλήψεις, ενώ στο
σετ της µέτριας έντασης εκτελούντο 8-10 επαναλήψεις.
Εύρος της κίνησης: Όλες οι ασκήσεις εκτελούντο σε πλήρες εύρος κίνησης για την
επίτευξη µεγίστων αποτελεσµάτων(Knapik, Maudsley, & Rammos, 1983; ACSM,
1998).
∆ιάλειµµα: Το διάλειµµα ανάµεσα σε κάθε σετ ήταν 60-90 δευτερόλεπτα για την
διατήρηση της υψηλότερης µεταβολικής απάντησης και για µεγαλύτερη αποτελεσµα-
τικότητα (Wesscott, 1990; Fleck & Kraemer, 1997; ACSM, 1998).
Ταχύτητα εκτέλεσης: Η ταχύτητα εκτέλεσης των ασκήσεων εξαρτάται από την
ένταση του φορτίου, και η σωστή εκτέλεση των ασκήσεων καθώς και η ταχύτητα της
εκτέλεσης τους υποδείχτηκε από την υπεύθυνη της µελέτης πριν την έµαρξη του προ-
γράµµατος παρέµβασης. Η εκτέλεση των ασκήσεων γινόταν µε µέτρια – αργή και
ελεγχόµενη ταχύτητα κίνησης µε στιγµιαία παύση στη µέγιστη συστολή. Η σύγ-
κεντρη συστολή (όταν ένας µυς συσπάται δρώντας εναντίον µιας αντίστασης)
διαρκούσε 2 δευτερόλεπτα και η έκκεντρη συστολή (όταν ένας µυς εκτείνεται έναν-
τίον µιας αντίστασης) διαρκούσε 4 δευτερόλεπτα (Le Mura, et al., 2000).Ο µυς
παράγει µεγαλύτερη δύναµη κατά την έκκεντρη απ’ ότι κατά την σύγκεντρη συστολή
(Westcott, 1991).
∆ιάρκεια: Η έρευνα διήρκησε 8 εβδοµάδες και πραγµατοποιούντο 3 προπονήσεις
την βδοµάδα. Κάθε συνεδρία ξεκινούσε µε 15 λεπτά ζέσταµα, που περιελάµβανε 5
λεπτά τρέξιµο και 10 λεπτά διατατικές ασκήσεις. Μετά την εκτέλεση του προγράµ-
µατος ακολουθούσε ένα δεκάλεπτο αποθεραπείας µε διατατικές ασκήσεις. (Παράρ-
τηµα A, Α.4).

3.2.2β Περιγραφή διεξαγωγής της µελέτης

Η ερευνητική προσπάθεια ξεκίνησε µε µια προκαταρκτική φάση κατά την οποία


έγιναν τα εξής.
• Μοίρασµα ενός φυλλαδίου στο οποίο περιγραφόταν οι στόχοι της
έρευνας
• Ενηµέρωση από την υπέυθυνη της µελέτης στα µέλη της θεραπευτικής
κοινότητας (ερευνητικά υποκείµενα) των στόχων της έρευνας καθώς και
διευκρίνιση των τυχόν αποριών που αυτά θα έχουν.

83
• Υπογραφή από τα µέλη και την υπέυθυνη της µελέτης ενός πρωτοκόλλου.
• Συµπλήρωση ενός ερωτηµατολογίου µε δηµογραφικά στοιχεία που αφο-
ρούσαν στα υποκείµενα της έρευνας και είχαν να κάνουν µε το φύλο την
ηλικία την εκπαίδευση τους την διάρκεια και το είδος των ουσιών που
έκαναν χρήση.
• Η τοποθέτηση των ατόµων µε τυχαία κατανοµή στις δυο οµάδες την
πειραµατική οµάδα και την οµάδα ελέγχου.
Η κυρίως ερενητική προσπάθεια πραγµατοποιήθηκε σε τρείς κυρίως φάσεις (Φάση
Α- Φάση Β – Φάση Γ)
Φάση Α
Την περίοδο αυτή έγινε η κυρίως αξιολόγηση των συµµετεχόντων στην µελέτη που
αφορούσε στις βασικές της υποθέσεις.
Πραγµατοποιήθηκε η συµπλήρωση των ερωτηµατολογίων που αφορούσε την αξιολό-
γηση του επιπέδου κατάθλιψης – άγχους - αυτοεκτίµησης των ατόµων της µελέτης.
Φάση Β
Σε αυτή την χρονική περίοδο πραγµατοποιήθηκε η πειραµατική παρέµβαση. Το πρό-
γραµµα πραγµατοποιήθηκε µε την παρουσία της υπέυθυνης της µελέτης, καθώς επί-
σης, και µε την βοήθεια του προσωπικού της θεραπευτικής κοινότητας. Η παρουσία
της υπευθύνου της µελέτης καθ’όλη την χρονική διάρκεια της παρέµβασης εγγυήθη-
κε την σωστή εκτέλεση και την τήρηση του πρωτοκόλλου άσκησης.
Φάση Γ
Η φάση αυτή αποτέλεσε την επανάληψη της φάσης Α όπου έγινε επαναξιολόγηση
των ατόµων της έρευνας.

3.3 Όργανα µέτρησης


Για την πραγµατοποίηση των µετρήσεων της µελέτης επιλέχτηκαν τα παρακάτω
ερωτηµατολόγια:
Ερωτηµατολόγιο Κατάθλιψης του Beck (Beck Depression Inventory, BDI-II; Beck
Depression Inventory-II, Beck, Steer & Brown, 1996).(Παράρτηµα ∆: ∆5)
Ερωτηµατολόγιο Άγχους Κατάστασης – Προδιάθεσης(State - Trait Anxiety Inven-
ory;STAI, Spielberger,Gorsuch & Lushere,1970;Spielberger, Gorsuch, Lushere, Vagg
& Jacobs, 1983; Κάκκος, Εκκεκάκης & Ζέρβας, 1991). (Παράρτηµα ∆: ∆4)

84
Moντέλο αξιολόγησης EXSEM (Exercise Self-Esttem Model; Sonstroem, & Mor-
gan, 1989; Sonstroem, Harlow, & Josephes, 1994) (Παράρτηµα ∆: ∆1-∆2-∆3)

85
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

4.1 Στατιστικές αναλύσεις για την κατάθλιψη


Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της µελέτης, στις αρχικές µετρήσεις που
έγιναν µε το BDI-ΙΙ από τα 8 άτοµα της πειραµατικής οµάδας τα 3 δεν παρουσίαζαν
κατάθλιψη, 4 άτοµα παρουσίαζαν ήπια προς µέτρια επίπεδα κατάθλιψης και ένα
άτοµο παρουσίαζε σοβαρή κατάθλιψη. Ως αναφορά στην οµάδα ελέγχου 3 άτοµα στις
αρχικές µετρήσεις δεν παρουσίαζαν κατάθλιψη, 2 άτοµα παρουσίαζαν ήπια έως µέτ-
ρια επίπεδα κατάθλιψης, και σε ένα άτοµο µετρήθηκε µέτρια προς σοβαρή κατάθλι-
ψη. Στις επαναληπτικές µετρήσεις που πραγµατοποιήθηκαν µετά από 8 εβδοµάδες
και αφού είχε προηγηθεί η εφαρµογή του προγράµµατος άσκησης µε βάρη οι µετρή-
σεις στο BDI-ΙΙ έδειξαν, για µεν την πειραµατική οµάδα ότι 3 άτοµα δεν παρουσίαζαν
κατάθλιψη, 3 άτοµα παρουσίαζαν ήπια προς µέτρια κατάθλιψη, και 2 άτοµα παρου-
σίαζαν µέτρια προς σοβαρή κατάθλιψη. Στην οµάδα ελέγχου 4 άτοµα δεν παρουσία-
ζαν κατάθλιψη, ένα άτοµο παρουσίαζε ήπια προς µέτρια κατάθλιψη, και ένα άτοµο
παρουσίαζε µέτρια προς σοβαρή κατάθλιψη.Η αξιολόγηση του επιπέδου της κατάθλι-
ψης έγινε σύµφωνα µε αυτή που πρότειναν ο Βeck και Breamsderfer (1974).
Αρχικά πραγµατοποιήθηκε ο έλεγχος της κανονικότητας των µεταβλητών µε το κρι-
τήριο Kolmagorov-Smirnov Z – test, και τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι οι µεταβλητές
τηρούσαν το κριτήριο κανονικότητας για την εφαρµογή µη παραµετρικού τεστ.
Eπιλέχτηκε αρχικά η µη παραµετρική δοκιµάσία Independent –Samples T Test και
εφαρµόστηκε το τεστ των Mann-Whitney U για να διαρευνηθεί αν µεταξύ των µέσων
όρων των δυο οµάδων στις αρχικές και στις τελικές µετρήσεις στην κλίµακα BDI
υπάρχει στατιστικά σηµαντική διαφορά. Τα αποτελέσµατα παρουσιάζονται στους
πίνακες 1και 2, όπου και φαίνεται ότι δεν υπάρχει στατιστικά σηµαντική διαφορά
µεταξύ των δυο οµάδων στις αρχικές και τελικές µετρήσεις.

Πίνακας 1. Mean ranking στην κατάθλιψη της πειραµατικής και της οµάδας ελέγχου κατά τις αρχικές
µετρήσεις.

M rank U
Πειραµατική οµάδα 8,56 15,5*
Οµάδα ελέγχου 6.08

*p < .05

86
Στις αρχικές µετρήσεις η τιµή U για την πειραµατική οµάδα και την οµάδα ελέγχου
είναι 15,5 και δεν είναι στατιστικά σηµαντική (p= . 282).

Πίνακας 2. Mean ranking στην κατάθλιψη της πειραµατικής και της οµάδας ελέγχου κατά τις τελικές
µετρήσεις.

M rank U
Πειραµατική οµάδα 7,81 21,5*
Οµάδα ελέγχου 7,08

*p < .05

Για τις τελικές µετρήσεις η τιµή U για τις δυο οµάδες είναι 21,5 και δεν είναι
στατιστικά σηµαντική(p= . 755).

4.1.1 Αξιοπιστία της κλίµακας κατάθλιψης

Η ανάλυση της αξιοπιστίας και εσωτερικής συνοχής της κλίµακας BDI


(Beck Depression Inventory) έγινε µε τον υπολογισµό Άλφα του Cronbach. H ανάλυ-
ση έδειξε ότι η κλίµακα έχει µεγάλο βαθµό αξιοπιστίας σε όλα τα θέµατα της, µε το α
να παίρνει τιµές µεγαλύτερες του .84 και µικρότερες του .86. Συγκεκριµένα για την
κλίµακα BDI η ανάλυση αξιοπιστίας έδωσε α = .86.

4.2 Στατιστικές αναλύσεις για το άγχος


Για την επεξεργασία των στοιχείων που συλλέχτηκαν µε την κλίµακα STAI
(που αποτιµά το άγχος προδιάθεσης - κατάστασης) χρησιµοποιήθηκε αρχικά η µη
παραµετρική µέθοδος 2 Independent Samples (2 Ανεξάρτητων Οµάδων), για να
ελεγχθεί αν µεταξύ των µέσων όρων των δυο οµάδων κατά τις αρχικές µετρήσεις
στο άγχος προδιάθεσης υπάρχει στατιστικά σηµαντική διαφορά. Πριν από την εφαρ-
µογή της µη παραµετρικής µεθόδου πραγµατοποιήθηκε ο έλεγχος κανονικότητας των
µεταβλητών µε το κριτήριο Kolmagorov - Smirnov, Z-test, και τα αποτελέσµατα έδει-
ξαν ότι οι µεταβλητές τηρούσαν το κριτήριο κανονικότητας. Εφαρµόστηκε η δοκιµα-
σία Mann -Whitney U, και τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι δεν υπάρχει στατιστικά

87
σηµαντική διαφορά µεταξύ των µέσων όρων στις αρχικές µετρήσεις των δυο οµάδων
ως προς το άγχος προδιάθεσης(Πίνακας 1).

Πίνακας 1. Mean ranking στο άγχος προδιάθεσης (Trait Anxiety) της πειραµατικής οµάδας και της
οµάδας ελέγχου κατά τις αρχικές µετρήσεις.

Μ rank U
Πειραµατική Οµάδα 8,56 15,5*
Οµάδα Ελέγχου 6,08

*p<.05

Η τιµή U στις αρχικές µετρήσεις για την πειρατική οµάδα και την οµάδα ελέγχου για
το άγχος προδιάθεσης ήταν 15,5, και δεν ήταν στατιστικά σηµαντική ( p= .282)
Η παραπάνω διαδικασία επαναλήφθηκε για το άγχος κατάστασης και τα αποτελέσ-
µατα έδειξαν ότι δεν υπάρχει στατιστικά σηµαντική διαφορά µεταξύ των µέσων
όρων στο άγχος κατάστασης κατά τις αρχικές µετρήσεις (Πίνακας 2).

Πίνακας 2. Mean ranking στο άγχος κατάστασης (State Anxiety) της πειραµατικής οµάδας και της
οµάδας ελέγχου κατά τις αρχικές µετρήσεις.

Μ rank U
Πειραµατική Οµάδα 7,69 22,5*
Οµάδα Ελέγχου 7,25

*p<.0.5

Η τιµή U για τις αρχικές µετρήσεις της πειραµατικής οµάδας και της οµάδας ελέγχου
στο άγχος κατάστασης ήταν 22,5, και δεν ήταν στατιστικά σηµαντική ( p= .852).
Η δοκιµασία Mean-Whitney U επαναλήφτηκε κατά τον ίδιο τρόπο για τις τελικές µετ-
ρήσεις στην Κλίµακα Άγχους Προδιάθεσης-Κατάστασης για τις δυο οµάδες (πειρα-
µατική και ελέγχου). (Πίνακας 3 και 4).

88
Πίνακας 3. Mean ranking στο άγχος προδιάθεσης (Trait Anxiety) της πειραµατικής οµάδας και της
οµάδας ελέγχου για τις τελικές µετρήσεις

Μ rank U
Πειραµατική Οµάδα 7,56 23,5*
Οµάδα Ελέγχου 7,67

*p<.0.5

Η τιµή U για τις τελικές µετρήσεις του άγχους προδιάθεσης ήταν 23,5, και δεν ήταν
στατιστικά σηµαντική ( p = .95).

Πίνακας 4. Μean ranking (State Anxiety) στο άγχος κατάστασης της πειραµατικής και της οµάδας
ελέγχου στις τελικές µετρήσεις.

Μ rank U
Πειραµατική Οµάδα 7,06 20,5*
Οµάδα Ελέγχου 8,08

*p<.0.5

Η τιµή U για τις τελικές µετρήσεις στο άγχος κατάστασης ήταν 20,5, και δεν ήταν
στατιστικά σηµαντική ( p= .662).
Ανακεφαλαιώνοντας από τα αποτελέσµατα της επεξεργασίας των ευρηµάτων που
προέκυψαν από την κλίµακα STAI προκύπτει ότι το πρόγραµµα άσκησης µε βάρη
δεν είχε σαν αποτέλεσµα κάποια βελτίωση στο άγχος προδιάθεσης και στο άγχος
κατάστασης των µελών που συµµετείχαν στο πρόγραµµα άσκησης.

4.2.1 Αξιοπιστία κλιµάκων του άγχους


Η ανάλυση αξιοπιστίας και εσωτερικής συνοχής των κλιµάκων STAI (State-
Trait Anxiety Inventory) έγινε µε το υπολογισµό Άλφα του Cronbach. Για την κλίµα-
κα Trait –Anxiety (Άγχος Προδιάθεσης) η ανάλυση έδειξε συντελεστή α = . 61. Ο
συντελεστής αξιοπιστίας και συνοχής της Κλίµακας Άγχους Προδιάθεσης είναι
σχετικά ικανοποιητικός. Σε σχέση µε την κλίµακα State- Anxiety(Άγχος κατάστασης)
η ανάλυση έδειξε συντελεστή α= .58.Η τιµή του συντελεστή αξιοπιστίας για το άγχος
κατάστασης είναι µέτριος.

89
4.2.2 Συσχέτιση των κλιµάκων άγχους

Για την διερεύνηση συσχετισµών των δυο κλιµάκων του Άγχους


Προδιάθεσης και του Άγχους Κατάστασης επιλέχτηκε ο συντελεστής συσχέτισης
Pearson ( r ).
Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι υπάρχει στατιστικά σηµαντική συσχέτιση µεταξύ των
δυο κλιµάκων του άγχους (r = .41, df=12, p<0.05). Άτοµα που παρουσιάζουν υψηλά
επίπεδα άγχους προδιάθεσης έχουν και υψηλότερα επίπεδα άγχους κατάστασης.
Επαναλαµβάνοντας την ίδια διαδικασία για τις τελικές µετρήσεις παρατηρούµε ότι
αυτή η θετική συσχέτιση µεταξύ του άγχους κατάστασης και του άγχους προδιάθεσης
αυξάνεται (r= .78, df=12, p<0.01)

4.3 Αναλύσεις για την αυτοεκτίµηση

Αρχικά πραγµατοποιήθηκε έλεγχος για να ελεγχθεί η κανονικότητα των


µεταβλητών µε το κριτήριο Kolmagorov – Smirnov Z – test. Τα αποτελέσµατα έδει-
ξαν ότι οι µεταβλητές τηρούσαν το κριτήριο κανονικότητας.
Έγινε αρχική ανάλυση των δεδοµένων για τον υπολογισµό των µέσων όρων, των
σταθερών αποκλίσεων, και των συντελεστών alpha Cronbach των κλιµάκων PSPP,
της κλίµακας αυτοεκτίµησης του Rosenberg, και της κλίµακας Self-efficacy (προτει-
νόµενο µοντέλο από Badura & Adams,1977),των συµµετεχόντων στην οµάδα παρέµ-
βασης και στην οµάδα ελέγχου. Τα αποτελέσµατα για τις δυο οµάδες κατά τις αρχικές
µετρήσεις παρουσιάζονται στον πίνακα 1, ενώ για τις τελικές µετρήσεις των δυο
οµάδων (παρέµβασης- ελέγχου) παρουσιάζονται στον πίνακα 2.Συγκρινόµενοι οι µε-
σοι όροι των δυο οµάδων των αρχικών µετρήσεων στις κλίµακες που περιέχονται
στο ιεραρχικό µοντέλο EXSEM στο δείγµα της παρούσης µελέτης µε αυτούς της
αρχικής µελέτης των Sonstroem, Harlow και Josephs (1994) φαίνεται ότι αυτοί είναι
παραπλήσιοι, µε εξαίρεση τον µέσο όρο της αυτοαποτελεσµατικότητας που είναι για
την πειραµατική οµάδα στις αρχικές µετρήσεις 51,8, και για την οµάδα ελέγχου 37,7
ενώ στην αρχική µελέτη του προτεινόµενου µοντέλου (Sonstroem, et. al., 1994)
αυτός ο µέσος όρος υπολογίστηκε 69,62 (Πίνακας 1).

90
Πίνακας 1: Μ= Μέσοι όροι, SD= Σταθερές αποκλίσεις, Συντελεστές Cronbach Alpha, στις αρχικές µετρήσεις της µελέτης της
πειραµατικής και της οµάδας ελέγχου.

Κλίµακες Μ Μ SD SD Alpha Alpha ∆είγµα σύγκρισης


Πειρ.οµ Οµ.ελέγ Πειρ.οµ Οµ.ελέγ. Πειρ.οµ Οµ.ελέγ Μέσος όρος
Σωµατική αυταξία 2.83 2.16 .70 .69 . 93 .90 2.69
PSW
Αθλητική ικανότητα 2.73 2.58 .59 .55 . 89 .66 2.31
SPORT
Φυσική κατάσταση 2.57 2.33 .43 .43 . 69 .68 3.13
COND
Ελκυστικό σώµα 2.53 2.05 .48 .44 . 67 .60 2.5
BODY
Σωµατική δύναµη 2.53 2.47 .45 .70 . 71 .95 2.79
STREN
Αυτό-αποτελεσµατι- 51.8 37.7 9.56 5.44 . 51 -.56 69.92
κότητα Efficacy
Γενική αυτοεκτίµηση 3.38 3.83 .57 .27 . 87 .48 3.14
Self-esteem

** Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο .01 (2-tailed)


* Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο .05 (2-tailed)

Το ίδιο παρατηρείται και µε τους µέσους όρους των τελικών µετρήσεων των κλιµά-
κων του µοντέλου EXSEM. Υπάρχει σηµαντική απόκλιση του µέσου όρου της αυτο-
αποτελεσµατικότητας της οµάδας των χρηστών. Για την πειραµατική οµάδα µέσος
όρος της αυτοαποτελεσµατικότητας στις τελικές µετρήσεις ήταν 60 και για την οµάδα
ελέγχου ήταν 35,57, ενώ αυτός του δείγµατος της αρχικής µελέτης του Sonstroem,
et. al., (1994) ήταν 69,62. Παρατηρούµε ότι η αίσθηση της αυτοαποτελεσµατικότητας
για την πειραµατική οµάδα αυξήθηκε µετά από την συµµετοχή των χρηστών στην
άσκηση µε βάρη για χρονικό διάστηµα οκτώ εβδοµάδων, η αντίστοιχη οµάδα ελέγ-
χου όχι µόνον δεν αύξησε την αρχική αίσθηση της αυτοαποτελεσµατικότητας που
είχαν οι συµµετέχοντες σε αυτή αλλά µείωσε κατά λίγο τον µέσο όρο σε σχέση µε τις
αρχικές µετρήσεις.
Η αρχική υπόθεση του ιεραρχικού µοντέλου EXSEM είναι ότι η αντιλαµβανόµενη
αυτοαποτελεσµατικότητα για κάθε δραστηριότητα, που βρίσκεται στην βάση του
µοντέλου σχετίζεται και επηρεάζει τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις [την αντιλαµβα-
νόµενη αθλητική ικανότητα (SPORT), την αντιλαµβανόµενη σωµατική κατάσταση
(COND), την αντιλαµβανόµενη ελκυστικότητα σώµατος (BODY), και την αντιλαµ-

91
Πίνακας 2: Μ= Μέσοι όροι, SD= Σταθερές αποκλίσεις, Συντελεστές Cronbach Alpha, στις τελικές µετρήσεις της πειραµατικής
οµάδας και της οµάδας ελέγχου.

Κλίµακες Μ Μ SD SD Alpha Alpha ∆είγµα σύγκρισης


Πειρ.οµ Οµ.ελέγ Πειρ.οµ Οµ.ελέγ. Πειρ.οµ Οµ.ελέγ Μέσος όρος
Σωµατική αυταξία 3.08 2.91 .95 1.11 . 96 .94 2.69
PSW
Αθλητική ικανότητα 2.97 3.19 .63 .81 . 78 .88 2.31
SPORT
Φυσική κατάσταση 2.82 3.16 .57 .73 . 72 .81 3.13
COND
Ελκυστικό σώµα 2.72 2.88 .39 .92 . 35 .94 2.5
BODY
Σωµατική δύναµη 2.89 3.1 .62 .79 . 71 .84 2.79
STREN
Αυτό-αποτελεσµατι- 60 35.57 11.68 8.87 . 80 .52 69.92
κότητα Efficacy
Γενική αυτοεκτίµηση 3.78 3.7 .58 .58 . 90 .81 3.14
Self-esteem

** Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο .01(2- tailed)


* Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο .05 (2-tailed)

(Σηµείωση για τους πίνακες 1 και 2: Μ= Μέσοι όροι των κλιµάκων, SD= Σταθερές αποκλίσεις των κλιµάκων, PSW=
Αντιλαµβανόµενη αυτό-αποτελεσµατικότητα, SPORT= Αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα, COND= Αντιλαµβανόµενη
σωµατική κατάσταση, BODY=Αντιλαµβανόµενη ελκυστικότητα σώµατος, STREN= Αντιλαµβανόµενη σωµατική δύναµη, Eff =
Aντιλαµβανόµενη αυτό-αποτελεσµατικότητα, Self-esteem = Γενική αυτοεκτίµηση. Το δείγµα σύγκρισης προέρχεται από την
αρχική µελέτη των Sonstroem, Harlow, Josephs (1994).

βανόµενη σωµατική δύναµη (STREN)], και αυτές µε την σειρά τους σε ένα ανώτερο
επίπεδο επηρεάζουν την σωµατική αυταξία (PSW) που µε την σειρά της επηρεάζει
την συνολική αυτοεκτίµηση σε κορυφαίο επίπεδο (global self-esteem).
Αυτή υπόθεση διερευνήθηκε µε τον συντελεστή συσχέτισης Spearman’s ( ρ ), που
αφορά σε µη παραµετρικές τεχνικές (Ntoumanis, 2001; Mπαγιάτης 1990). Ο συντελε-
στής συσχέτισης υπολογίστηκε για την κάθε οµάδα(πειραµατική-ελέγχου) στις αρχι-
κές µετρήσεις (πίνακες 3,5)και στις τελικές µετρήσεις για τις δυο οµάδες(πίνακες
7,9). Στους πίνακες 3 και 5 όπως και στους 7 και 9 παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα
των συσχετίσεων, των παραγόντων των κλιµάκων, Προφίλ Σωµατικής Αυτοαντί-
ληψης (PSPP), Κλίµακα Αυτοεκτίµησης (Rosenberg),και Κλίµακα Αυτοαποτελεσµα-
τικότητας (Badura & Adams 1977).
Ο συντελεστής συσχέτισης πρέπει να παρουσιάζεται µαζί µε το διάγραµµα διασποράς
γιατί φέρνει στην επιφάνεια πληροφορίες οι οποίες δεν είναι προσιτές από τον
συντελεστή συσχέτισης, όταν όµως χρησιµοποιείται ο συντελεστής συσχέτισης (κατά
τάξεις) του Spearman ρ το διάγραµµα διασποράς δεν έχει νόηµα (Τσάντας, Μωϋσιά-
δης, Μπαγιάτης & Χατζηπαντελής 1999).

92
Πίνακας 3: Παράγοντες συσχετίσεων των κλιµάκων, Προφίλ Σωµατικής Αυτό-αντίληψης, Κλίµακας Αυτοεκτίµησης, Κλίµακας
Αυτό-αποτελεσµατικότητας των συµµετεχόντων στην πειραµατική οµάδα κατά τις αρχικές µετρήσεις

Κλίµακες SPORT COND BODY STREN PSW SE Eff


Αθλητική ικανότητα 1.000
SPORT
Φυσική κατάσταση . 806* 1.000
COND
Ελκυστικό σώµα . 844** . 886** 1.000
BODY
Σωµατική δύναµη . 607 . 773* .789** 1.000
STREN
Σωµατική αυταξία . 736* . 839** . 820** . 841** 1.000
PSW
Γενική . 350 . 076 . 316 . 217 . 273 1.000
αυτοεκτίµηση SE
Αυτό- . 269 . 101 . 323 . 509 . 311 . 570 1.000
αποτελεσµατικότητα
Eff

** Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο .01 (2-tailed)


* Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο .05 (2-tailed)

Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι για τις αρχικές µετρήσεις της πειραµατικής οµάδας
υπάρχει στατιστικά σηµαντική θετική σχέση µεταξύ των σωµατικών αυτοαξιολογή-
σεων της αθλητικής ικανότητας (SPORT) και της φυσικής κατάστασης (COND) (ρ=
.806,df=6,p=0,016), της αντιλαµβανόµενης ελκυστικότητας του σώµατος (BODY)
(ρ=.844, df=6, p=0,008), και της σωµατικής αυταξίας (PSW) (ρ=.736 df=6, p=0,037).
Αυτό σηµαίνει ότι τα άτοµα µε υψηλή αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα (SPO-
RT) συνήθως παρουσιάζουν υψηλή αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση (COND),
υψηλή αντιλαµβανόµενη ελκυστικότητα σώµατος (BODY) και υψηλή σωµατική αυτ-
αξία (PSW). Επίσης φάνηκε ότι υπάρχει στατιστικά σηµαντική θετική σχέση µεταξύ
της αντιλαµβανόµενης φυσικής κατάστασης (COND) µε την ελκυστικότητα του
σώµατος (BODY) (ρ=.866 df=6, p=0,003), τη σωµατική δύναµη (STREN) (ρ=.733
df=6, p=0,039) και µε τη σωµατική αυταξία (PSW) (ρ=.839 df=6, p=0,009). Ως ανα-
φορά στην ελκυστικότητα του σώµατος(BODY)φάνηκε ότι αυτή έχει στατιστικά ση-
µαντική θετική σχέση µε την σωµατική δύναµη (STREN)(ρ=.789 df=6, p=0,020) και
την σωµατική αυταξία(PSW)(ρ=.820 df=6, p=0.013).Επίσης φάνηκε ότι υπάρχει στα-
τιστικά σηµαντική σχέση µεταξύ της αντιλαµβανόµενης σωµατικής δύναµης (STR-
EN) και της σωµατικής αυταξίας (PSW) (p=.841 df=6, p=0,009).
Κατά τις αρχικές µετρήσεις για τους χρήστες της πειραµατικής οµάδας φάνηκε ότι
δεν υπάρχει υψηλή θετική συσχέτιση µεταξύ των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων και

93
της συνολικής αυτοεκτίµησης, όπως επίσης και µεταξύ της συνολικής αυτοεκτί-
µησης και της αυτοαποτελεσµατικότητας (ρ=.570 df=6, p=0,141).
Αυτό που βγαίνει ως συµπέρασµα για τα άτοµα της πειραµατικής οµάδας κατά τις
αρχικές µετρήσεις είναι ότι οι αυτοαξιολογήσεις που αφορούν τις σωµατικές τους
ικανότητες επιδρούν καθοριστικά στην σωµατική τους αυταξία αλλά αυτές οι σωµα-
τικές αυτοαξιολογήσεις δεν επηρεάζονται σε ένα αρχικό επίπεδο από την αυτοαποτε-
λεσµατικότητα (έτσι όπως την αξιολογούν οι ίδιοι) και σε ένα ανώτερο επίπεδο δεν
επιδρούν στην συνολική τους αυτοεκτίµηση.
Συµπερασµατικά όπως φάνηκε από τις αρχικές µετρήσεις θα µπορούσαµε να πούµε
η συνολική αυτοεκτίµηση των χρηστών της πειραµατικής οµάδας επηρεάζεται λίγο
από τον τρόπο που αυτοί αξιολογούν τις σωµατικές-αθλητικές τους ικανότητες.
Στη συνέχεια πραγµατοποιήθηκε βηµατική πολλαπλή παλινδρόµηση και διερευνήθη-
κε το ποσοστό της επίδρασης των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων (SPORT - COND
– BODY – STREN) στην σωµατική αυταξία (PSW). Η ανάλυση παλινδρόµησης έδει-
ξε ότι η αντιλαµβανόµενη σωµατική δύναµη (STREN) (η αίσθηση δηλαδή το πόσο
σωµατικά δυνατά είναι κάποιος) είναι υπεύθυνη για το 64% της διακύµανσης της
σωµατικής αυταξίας (F1,6=11,15 p=.0,017) (πίνακας 4). Η αντιλαµβανόµενη αθλητική
ικανότητα (SPORT), η αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση (COND) και η αντιλαµ-
βανόµενη ελκυστικότητα του σώµατος (BODY) είναι µη σηµαντικές µεταβλητές
πρόβλεψης της σωµατικής αυταξίας. Συµπερασµατικά για τους χρήστες ουσιών στις
αρχικές µετρήσεις αυτό που έµοιαζε να παίζει σηµαντικό ρόλο στην αίσθηση της
σωµατικής τους αυταξίας ήταν η αίσθηση της σωµατικής δύναµης που πίστευαν ότι
έχουν.

Πίνακας 4. Βηµατική πολλαπλή παλινδρόµηση µεταβλητών πρόβλεψης για την σωµατική αυταξία της πειραµατικής
οµάδας κατά τις αρχικές µετρήσεις

Μεταβλητή Multiple B Τυπικό σφάλµα Beta t Σηµαντικότητα


R b του t
Αντιλ. Σω-
0,80 1,22 0,37 0,80 3,28 0,017
µατική δύ-
ναµη
(STREN)

94
Στον πίνακα 5 περιέχονται οι συσχετίσεις των κλιµάκων του µοντέλου EXSEM της
οµάδας ελέγχου κατά τις αρχικές µετρήσεις. Τα αποτελέσµατα των συσχετίσεων των
χρηστών της οµάδας ελέγχου κατά τις αρχικές µετρήσεις έδειξαν ότι υπάρχει
στατιστικά υψηλή θετική συσχέτιση µεταξύ της αντιλαµβανόµενης αθλητικής ικα-
νότητας (SPORT) και της αντιλαµβανόµενης φυσικής κατάστασης (COND) (ρ=.968
df=4, p=0.000), της ελκυστικότητας του σώµατος (BODY) (ρ=.893, df=4, p=0,016),
της αντιλαµβανόµενης σωµατικής δύναµης (STREN) (ρ=.868, df=4, p=0,025), της

Πίνακας 5 Παράγοντες συσχετίσεων των κλιµάκων, Προφίλ Σωµατικής Αυτοαντίληψης, Κλίµακας Αυτοεκτίµησης, Κλίµακας
Αυτοαποτελεσµατικότητας των συµµετεχόντων στην οµάδα ελέγχου κατά τις αρχικές µετρήσεις

Κλίµακες SPORT COND BODY STREN PSW SE Eff


Αθλητική ικανότητα 1.000
SPORT
Φυσική κατάσταση . 986** 1.000
COND
Ελκυστικό σώµα . 893* . 941** 1.000
BODY
Σωµατική δύναµη . 868* . 899* . 955** 1.000
STREN
Σωµατική αυταξία . 956** . 986** . 955** . 868* 1.000
PSW
Γενική . 638 . 600 . 455 . 290 . 638 1.000
αυτοεκτίµηση SE
Αυτό- . 896* . 883* . 719 . 702 . 836* . 441 1.000
αποτελεσµατικότητα
Eff

** Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο .01 (2-tailed)


* Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο .05 (2-tailed)

σωµατικής αυταξίας (PSW) (ρ=.956 df=4, p=0,003) και της αυτοαποτελεσµατικότη-


τας (Self-efficacy)(ρ=.896 df=4, p=0,016). Φάνηκε επίσης ότι υπάρχει στατιστικά
υψηλή θετική συσχέτιση µεταξύ της αντιλαµβανόµενης φυσικής κατάστασης (CO-
ND) και της ελκυστικότητας του σώµατος (BODY) (ρ=.941 df=4, p= 0,005),της αντι-
λαµβανόµενης σωµατικής δύναµης(STREΝ)(ρ=.899df=4,p=0,015) της σωµατικής
αυταξίας(PSW) (ρ=.986 df=4, p=0,000), και της αυτoαποτελεσµατικότητας (Self-effi-
cacy) (ρ=.883 df=4, p=0,020). Φάνηκε ότι υπάρχει στατιστικά υψηλή θετική συσχέ-
τιση µεταξύ της ελκυστικότητας του σώµατος (BODY) και της σωµατικής αυταξίας
(PSW) (ρ=.955 df=4, p=0,003), και της σωµατικής δύναµης (STREN) (ρ=.955 df=4,
p=0,003). Υπάρχει στατιστικά υψηλή θετική συσχέτιση µεταξύ της σωµατικής δύνα-
µης (STREN) και της σωµατικής αυταξίας (PSW) (ρ=.868 df=4, p=0,025), και
µεταξύ της σωµατικής αυταξίας (PSW) και της αυτοαποτελεσµατικότητας (Self-effi-
cacy)(ρ=.836 df=4, p=0,038). Παρατηρούµε ότι οι χρήστες της οµάδας ελέγχου κατά

95
τις αρχικές µετρήσεις παρουσίαζαν υψηλή θετική συσχέτιση µεταξύ των σωµατικών
αυτοαξιολογήσεων µε την αυτοαποτελεσµατικότητα, όµως δεν υπήρξε θετική συσχέ-
τιση µε την συνολική αυτοεκτίµηση (SE)(που βρίσκεται στο ανώτερο επίπεδο του
προτεινόµενου µοντέλου).
Έγινε βηµατική πολλαπλή ανάλυση παλινδρόµησης (πίνακας 6) για τα µέλη της
οµάδας ελέγχου κατά τις αρχικές µετρήσεις και διερευνήθηκε ο βαθµός επίδρασης
των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων (SPORT-COND-BODY-STREN) στην αντιλαµ-
βανόµενη σωµατική αυταξία (PSW). Στη βηµατική πολλαπλή παλινδρόµηση πρώτα
προσθέσαµε την µεταβλητή αντιλαµβανόµενη ελκυστικότητα του σώµατος (BODY)
η οποία είναι υπεύθυνη για το 95% της διακύµανσης στη σωµατική αυταξία (F1,4=
95,1, p=0.001).Οι υπόλοιποι παράγοντες(SPORT-COND-STREN) δεν είναι σηµαντι-
κοί ως µεταβλητές πρόβλεψης του παράγοντα της σωµατικής αυταξίας (PSW).

Πίνακας 6. Βηµατική πολλαπλή παλινδρόµηση µεταβλητών πρόβλεψης για το ελκυστικό σώµα, της οµάδας ελέγχου κατά τις
αρχικές µετρήσεις.

Μεταβλητή Multiple B Τυπικό σφάλµα Beta t Σηµαντικότητα


R b του t

Ελκυστικό σώµα 0,98 1,52 0,157 9,75 0,001


0,98
(B0DY)

Η βηµατική πολλαπλή ανάλυση παλινδρόµησης για τα άτοµα της οµάδας ελέγχου για
τις αρχικές µετρήσεις επαναλήφτηκε για τον παράγοντα της αυτοαποτελεσµατικότη-
τας (self-efficacy) και διερευνήθηκε ο βαθµός της επίδραση της στις σωµατικές αυτο-
αξιολογήσεις και συγκεκριµένα στους παράγοντες αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανό-
τητα (SPORT), αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση (COND),και σωµατική αυταξία
(PSW).Στην βηµατική πολλαπλή παλινδρόµηση προσθέσαµε πρώτα την αντιλαµβα-
νόµενη αθλητική ικανότητα (SPORT) η οποία είναι υπεύθυνη για το 77% της
αυτοαποτελεσµατικότητας (F1,4= 13,344, p= 0,022) (πίνακας 7). Oι παράγοντες αντι-
λαµβανόµενη φυσική κατάσταση (COND) και σωµατική αυταξία (PSW) δεν έχουν
σηµαντική επίδραση στην διακύµανση της αυτοαποτελεσµατικότητας.

96
Πίνακας 7. Βηµατική πολλαπλή παλινδρόµηση µεταβλητών πρόβλεψης για την αυτό-αποτελεσµατικότητα της οµάδας
ελέγχου κατά τις αρχικές µετρήσεις.

Μεταβλητή Multiple B Τυπικό σφάλµα Beta t Σηµαντικότητα


R b του t

Αντιλαµβανόµενη
αθλητική ικανότητα 0,87 1,32 0,36 0,877 3,65 0, 022
(SPORT)

Στην συνέχεια πραγµατοποιήθηκαν οι συσχετίσεις των δυο οµάδων (πειραµατική –


ελέγχου) µετά από την πειραµατική παρέµβαση των οκτώ εβδοµάδων και τα
αποτελέσµατα παρουσιάζονται στους πίνακες 8 και 10. Για την οµάδα παρέµβασης
από τις συσχετίσεις που προέκυψαν φάνηκε ότι µετά από την άσκηση µε βάρη η
οµάδα παρέµβασης (πίνακας 8) εµφανίζει παρόµοιες συσχετίσεις στις σωµατικές
αυτοαξιολογήσεις µε αυτές που εµφανίστηκαν στα ίδια άτοµα κατά τις αρχικές µετ-
ρήσεις. Αναλυτικότερα κατά τις τελικές µετρήσεις στη πειραµατική οµάδα αυξήθη-
καν οι θετικές συσχετίσεις που αφορούν στον παράγοντα της αντιλαµβανόµενης
σωµατικής δύναµης (STREN) µε τους όλους τους παράγοντες των σωµατικών
αυτοαξιολογήσεων. Συγκεκριµένα φάνηκε ότι υπάρχει στατιστικά σηµαν-τική θετική
συσχέτιση µεταξύ της αντιλαµβανόµενης δύναµης (STREN) και της αντι-λαµβόµενης
αθλητικής ικανότητας (SPORT) (ρ=.879 df=6, p=0.004), της αντιλαµβα-νόµενης
φυσικής κατάστασης (COND) (ρ=.829 df=6, p=0,11), του ελκυστικού σώµατος
(BODY) (ρ=.932 df=6, p=0,001) και τέλος µε την σωµατικής αυταξίας (PSW) (ρ=
.922 df=6, p=0,001). Επίσης φάνηκε ότι υπάρχει στατιστικά σηµαντική θετική
συσχέτιση µεταξύ της συνολικής αυτοεκτίµησης (global self-esteem) µε την
αντιλαµβανόµενη σωµατική δύναµη (STREN) (ρ=.731 df=6, p=0,040) (πίνακας 8).
Συµπερασµατικά θα µπορούσαµε να πούµε ότι στα άτοµα της οµάδας παρέµβασης
µετά από την άσκηση µε τα βάρη η αντιλαµβανόµενη δύναµη (STREN) συσχετίστη-
κε θετικά µε τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις και παραπέρα αυτή συσχετίστηκε θετι-
κά µε την συνολική τους αυτοεκτίµηση.

97
Πίνακας 8: Παράγοντες συσχετίσεων των κλιµάκων, Προφίλ Σωµατικής Αυτοαντίληψης, Κλίµακας Αυτοεκτίµησης, Κλίµακας
Αυτό-αποτελεσµατικότητας των συµµετεχόντων στην πειραµατική οµάδα κατά τις τελικές µετρήσεις

Κλίµακες SPORT COND BODY STREN PSW SE Eff


Αθλητική ικανότητα 1.000
SPORT
Φυσική κατάσταση . 791* 1.000
COND
Ελκυστικό σώµα . 969** . 831* 1.000
BODY
Σωµατική δύναµη . 879** . 829* . 932** 1.000
STREN
Σωµατική αυταξία . 794* . 634 . 858** . 922** 1.000
PSW
Γενική . 434 . 449 . 552 . 731* . 707 1.000
αυτοεκτίµηση SE
Αυτό- -. 224 . 020 -.168 . 190 . 184 . 548 1.000
αποτελεσµατικότητα
Eff

** Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο . 01 (2-tailed)


* Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο . 05 (2-tailed)

Στην συνέχεια πραγµατοποιήθηκε βηµατική πολλαπλή ανάλυση παλινδρόµησης για


την πειραµατική οµάδα για τις συσχετίσεις των τελικών µετρήσεων. Στη βηµατική
πολλαπλή παλινδρόµηση προσθέσαµε πρώτα την µεταβλητή της σωµατικής αυταξίας
(PSW) η οποία είναι υπεύθυνη για το 65% της διακύµανσης της αυτοεκτίµησης (Self-
esteem)(F1,6=11,306, p=0,015)(πίνακας 9). Οι υπόλοιπες µεταβλητές SPORT, COND,
BODY,STREN, αυτοαποτελεσµατικότητα (self-efficacy) είναι µη σηµαντικές µεταβ-
λητές της πρόβλεψης του παράγοντα της αυτοεκτίµησης.

Πίνακας 9. Βηµατική πολλαπλή παλινδρόµηση µεταβλητών πρόβλεψης για την συνολική αυτοεκτίµηση της πειραµατικής
οµάδας κατά τις τελικές µετρήσεις

Μεταβλητή Multiple B Τυπικό σφάλµα Beta t Σηµαντικότητα


R b του t

Αυτοεκτίµηση
Self-esteem
0,80 8,25 0,025 0,808 3,36 ,015

Στην διερεύνηση για το ποια από τις µεταβλητές SPORT, COND, BODY, STREN,
επιδρά στην σωµατική αυταξία (PSW), φάνηκε στην βηµατική πολλαπλή παλινδρό-
µηση ότι η µεταβλητή αντιλαµβανόµενη σωµατική δύναµη (STREN) ήταν υπεύθυνη
για το 86% της διακύµανσης στην σωµατική αυταξία (PSW) (F1,6=36,3, p=0,001). Οι

98
παράγοντες SPORT, COND, BODY είναι µη σηµαντικές µεταβλητές πρόβλεψης του
παράγοντα της σωµατικής αυταξίας (PSW).
Στην συνέχεια πραγµατοποιήθηκαν οι συσχετίσεις της οµάδας ελέγχου κατά τις τελι-
κές µετρήσεις (πίνακας 10) όπου παρατηρούµε ότι σε σχέση µε τις αρχικές µετρήσεις
της ίδιας οµάδας δεν εµφανίζονται µετά από την πάροδο των οκτώ εβδοµάδων κάποι-
ες θετικές συσχετίσεις που φάνηκαν στις πρώτες µετρήσεις.
Αυτό που παρατηρήθηκε είναι ότι δεν υπάρχει συσχέτιση µεταξύ του ελκυστικού σώ-
µατος (BODY) µε την αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα (SPORT), και µε την
αντιλαµβανόµενη σωµατική δύναµη (STREN), επίσης χάθηκαν οι θετικές συσχετί-
σεις που υπήρχαν µεταξύ των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων και της αυτοαποτελεσ-
µατικότητας που βρίσκεται στην βάση του ιεραρχικού µοντέλου. Μετά από οκτώ
εβδοµάδες και ενώ τα άτοµα της οµάδας ελέγχου απείχαν από το πρόγραµµα της
άσκησης µε τα βάρη φαίνεται η συνολική τους αυτοεκτίµηση συσχετίστηκε θετικά µε
όλες τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις εκτός από την αντιλαµβανόµενη δύναµη
(STREN) (πίνακας 10).

Πίνακας 10: Παράγοντες συσχετίσεων των κλιµάκων, Προφίλ Σωµατικής Αυτοαντίληψης, Κλίµακας Αυτοεκτίµησης, Κλίµακας
Αυτό-αποτελεσµατικότητας των συµµετεχόντων στην οµάδα ελέγχου κατά τις τελικές µετρήσεις

Κλίµακες SPORT COND BODY STREN PSW SE Eff


Αθλητική ικανότητα 1.000
SPORT
Φυσική κατάσταση . 955** 1.000
COND
Ελκυστικό σώµα . 809 . 893* 1.000
BODY
Σωµατική δύναµη . 925** . 907* . 657 1.000
STREN
Σωµατική αυταξία . 956** . 955** . 897** . 806 1.000
PSW
Γενική . 841* . 880* . 812* . 677 . 928** 1.000
αυτοεκτίµηση SE
Αυτό- . 462 . 484 . 647 . 219 . 647 . 516 1.000
αποτελεσµατικότητα
Eff

** Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο .01 (2-tailed)


* Η συσχέτιση είναι σηµαντική σε επίπεδο .05 (2-tailed)

(Σηµείωση για πίνακες 3, 4, 5, 6 : PSW= Σωµατική αυταξία, SPORT= Αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα, COND=
Αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση, BODY=Αντιλαµβανόµενη ελκυστικότητα σώµατος, STREN= Αντιλαµβανόµενη
σωµατική δύναµη, Eff = Aντιλαµβανόµενη αυτό-αποτελεσµατικότητα, Self-esteem = Γενική αυτοεκτίµηση).

Τα παραπάνω ευρήµατα είναι αντίθετα µε αυτά της πειραµατικής οµάδας όπου µετά
την πειραµατική παρέµβαση καµιά από τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις δεν σχετίζε-
ται θετικά µε την συνολική αυτοεκτίµηση εκτός την υποκλίµακα της αντιλαµβανόµε-

99
νης σωµατικής δύναµης (STREN)(πίνακας 7). Μοιάζει ότι το πρόγραµµα άσκησης
στο οποίο συµµετείχαν οι χρήστες έµµεσα επέδρασε στην συνολική τους αυτοεκτί-
µηση, ενώ αντίθετα στην οµάδα ελέγχου η αποχή τους από το πρόγραµµα άσκησης
τους έκανε να αξιολογούν χαµηλά τον εαυτό τους ως προς τον παράγοντα της αντι-
λαµβανόµενης σωµατικής δύναµης. Το παραπάνω εύρηµα πιθανόν αποτελεί συνέπεια
των περιορισµών της µελέτης. Στην βηµατική πολλαπλή ανάλυση παλινδρόµησης για
την οµάδα ελέγχου φάνηκε ότι η αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα (SPORT) εί-
ναι υπεύθυνη για το 91% της διακύµανσης στην σωµατική αυταξία (PSW), (F1,4=
42,75 p=0,003), ενώ το ελκυστικό σώµα (BODY), η αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσ-
ταση (COND), αντιλαµβανόµενη σωµατική δύναµη (STREN) και η αυτοαποτελεσµα-
τικότητα (self-efficacy) δεν συνεισφέρουν στην διακύµανση της σωµατικής αυταξίας
(PSW).
Πραγµατοποιήθηκε ιεραρχική πολλαπλή παλινδρόµηση για να διερευνηθεί ποιες από
τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις συνεισφέρει στην διακύµανση της αυτοεκτίµησης.
Από την ιεραρχική παλινδρόµηση φάνηκε ότι η αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανό-
τητα (SPORT)προστέθηκε πρώτη και έδειξε να επηρεάζει την διακύµανση της αυτο-
εκτίµησης κατά 45% (F1,4=3,28, p=.144) όταν προστέθηκε η αντιλαµβανόµενη φυσι-
κή κατάσταση (COND) αυτή πρόσθεσε ένα ακόµα 7% επιρροής της διακύµανσης
(F1,3=0,427, p= .56), κατόπιν όταν προστέθηκε η ελκυστικότητα του σώµατος
(BODY) πρόσθεσε ένα ακόµα 6,5% επιρροής της διακύµανσης (F1,2=0,315, p=.631),
και όταν προστέθηκε η αντιλαµβανόµενη αυταξία (PSW) αυτή πρόσθεσε άλλο ένα
41% επιρροής της διακύµανσης (F1,1=106,3 p=.062).
Προκειµένου να διερευνηθεί αν µεταξύ των δυο οµάδων (πειραµατικής – ελέγχου)
υπήρχαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές κατά τις αρχικές µετρήσεις επιλέχτηκε
αρχικά η µη παραµετρική στατιστική δοκιµασία Chi- square ( x2 ), επειδή όµως το
20% των κελιών είχαν αναµενόµενη συχνότητα µικρότερη ή ίση του 5, η εφαρ-µογή
της παραπάνω στατιστικής δοκιµασίας κρίθηκε ως µη έχουσα νόηµα, (Μπα-γιάτης
1990; Howitt & Cramer,2001).Στην συνέχεια επιλέχτηκε η µη παραµετρική
στατιστική δοκιµασία Independent – Sample T Test των Mann -Whitney. Με την
παραπάνω δοκιµασία που εφαρµόστηκε για τις αρχικές µετρήσεις και διερευνήθηκε
αν µεταξύ των δυο οµάδων (πειραµατικής – ελέγχου) υπήρχαν στατιστικά σηµαντικές
διαφορές στα σκορ των κλιµάκων που χρησιµοποιήθηκαν στο ιεραρχικό µοντέλο
EXSEM και τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι µεταξύ των δυο οµάδων (πειραµατικής –
ελέγχου) δεν υπήρχαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές.

100
Αναλυτικότερα για τον κάθε παράγοντα ξεχωριστά προέκυψαν τα ακόλουθα αποτε-
λέσµατα.(Παράρτηµα Β, πίνακας 1). Για την αυτοαποτελεσµατικότητα ο έλεγχος U
των Mann-Whitney διαπίστωσε πως η αυτοαποτελεσµατικότητα των χρηστών της
πειραµατικής οµάδας κατά τις αρχικές µετρήσεις δεν ήταν υψηλότερη αυτής των
χρηστών της οµάδας ελέγχου (U=16,5 N1=8, N2=6 pδιπλής ουράς=0.32). Για την
αυτοεκτίµηση ο έλεγχος U των Mann-Whitney διαπίστωσε πως η αυτοεκτίµηση των
χρηστών της πειραµατικής οµάδας κατά τις αρχικές µετρήσεις δεν ήταν υψηλότερη
αυτής των χρηστών της οµάδας ελέγχου (U =9,5 N1=8, N2=6 pδιπλής ουράς=0,6).
Για τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις του Προφίλ Σωµατικής Αυτοαντίληψης ο έλεγ-
χος U των Mann-Whitney έδειξε για την αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα
(SPORT) των χρηστών της πειραµατικής οµάδας ότι αυτή δεν ήταν υψηλότερη
αυτής των χρηστών της οµάδας ελέγχου (U=19 N1=8, N2=6 pδιπλής ουράς=0,514).
Ο έλεγχος U των Mann-Whitney για την αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση
(COND) των χρηστών της πειραµατικής οµάδας κατά τις αρχικές µετρήσεις έδειξε
ότι δεν ήταν υψηλότερη αυτής των χρηστών της οµάδας ελέγχου (U=15,5 Ν1=8, Ν2=6
pδιπλής ουράς=0,26). Παρόµοια ήταν τα αποτελέσµατα του ελέγχου U των Mann-
Whitney για την ελκυστικότητα του σώµατος (BODY), την αντιλαµβανόµενη δύναµη
(STREN) και την σωµατική αυταξία (PSW) για τους χρήστες της πειραµατικής
οµάδας κατά τις αρχικές µετρήσεις σε σχέση µε τους χρήστες της οµάδας ελέγχου.
Αντιστοίχως τα αποτελέσµατα ήταν U=9,5, Ν1=8, Ν2=6 pδιπλής ουράς=0,058, U=21
N1=8, N2=6 pδιπλής ουράς=0,696, U=112,5 Ν1=8, Ν2=6 pδιπλής ουράς=0,133)
(Παράρτηµα Β, πίνακας 3).
Η παραπάνω στατιστική δοκιµασία επαναλήφτηκε για τις τελικές µετρήσεις των δυο
οµάδων (πειραµατικής-ελέγχου) και διερευνήθηκε αν υπήρχε στατιστικά σηµαντική
διαφορά στα σκορ που συγκέντρωσαν τα ερευνητικά υποκείµενα µετά την εφαρµογή
της παρέµβασης σε όλες τις κλίµακες του ιεραρχικού µοντέλου EXSEM (Παράρτηµα
Β, πίνακας 4).Για την αυτοαποτελεσµατικότητα ο έλεγχος U Mann-Whitney για τους
χρήστες της οµάδας παρέµβασης διαπίστωσε ότι αυτή ήταν υψηλότερη αυτής των
χρηστών της οµάδας ελέγχου (U=8,5 N1=8, N2=6 pδιπλής ουράς=0,038) (πίνακας
11.)
Ο έλεγχος U των Mann-Whitney για την αυτοεκτίµηση διαπίστωσε πως αυτή των
χρηστών της πειραµατικής οµάδας δεν ήταν υψηλότερη αυτής της οµάδας ελέγχου
κατά τις τελικές µετρήσεις (U=23,5 N1=8, N2=6 pδιπλής ουράς=0,94).

101
Πίνακας 7. Mean ranking στην αυτό-αποτελεσµατικότητα στις τελικές µετρήσεις της
πειραµατικής και της οµάδας ελέγχου.

M rank U
Πειραµατική οµάδα 9,44 8,5*
Οµάδα ελέγχου 4,92

P < .05

Σε σχέση µε τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις των χρηστών της πειραµατικής και της
οµάδας ελέγχου στις τελικές µετρήσεις τα αποτελέσµατα που προέκυψαν ήταν παρό-
µοια µε αυτά των αρχικών µετρήσεων. O έλεγχος U των Mann-Whitney διαπίστωσε
πως η αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα (SPORT) των χρηστών της πειραµα-
τικής οµάδας δεν ήταν υψηλότερη των χρηστών της οµάδας ελέγχου (U=19,5 N1=8,
N2=6 pδιπλής ουράς=0,556), για την αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση (COND) ο
έλεγχος U των Mann-Whitney διαπίστωσε πως αυτή των χρηστών της πειραµατικής
οµάδας δεν ήταν υψηλότερη αυτής των χρηστών της οµάδας ελέγχου (U=18,5 Ν1=8,
Ν2=6 pδιπλής ουράς=0,46), για την ελκυστικότητα του σώµατος (BODY) ο έλεγχος U
Mann-Whitney διαπίστωσε πως αυτή των χρηστών της πειραµατικής οµάδας δεν
ήταν υψηλότερη αυτής των χρηστών της οµάδας ελέγχου κατά τις τελικές µετρήσεις
(U=23,5 N1=8, N2=6 pδιπλής ουράς= 0,948), για την αντιλαµβανόµενη σωµατική δύ-
ναµη (STREN) ο έλεγχος U των Mann-Whitney διαπίστωσε πως αυτή των χρηστών
της πειραµατικής οµάδας κατά τις τελικές µετρήσεις δεν ήταν υψηλότερη αυτής των
χρηστών της οµάδας των χρηστών της οµάδας ελέγχου (U=19 Ν1=8, Ν2=6 pδιπλής
ουράς=0,512), και για την σωµατική αυταξία (PSW) ο έλεγχος U των Mann-Whitney

διαπίστωσε πως αυτή των χρηστών της πειραµατικής οµάδας κατά τις τελικές
µετρήσεις δεν ήταν υψηλότερη αυτής των χρηστών της οµάδας ελέγχου (U=21,5
N1=8 N2=6, pδιπλής ουράς=0,745) (Παράρτηµα Β, πίνακας 4).

102
ΣΥΖΗΤΗΣΗ, ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ, ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

5.1 ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η µελέτη αυτή θέλησε να διερευνήσει και να επεκτείνεί παλαιότερα ευρή-


µατα (Palmer, Vacc & Epstein1988; Palmer, Palmer, Michiels & Thigpen 1995) που
αφορούσαν στην επίδραση της άσκησης σε κάποιους από τους ψυχικούς παράγοντες
που ενοχοποιούνται για την χρήση και κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών ενηλίκων,
οι οποίοι παρακολουθούσαν κλειστό πρόγραµµα απεξάρτησης σε θεραπευτική κοινό-
τητα. Οι ψυχολογικοί παράγοντες που διερευνήθηκαν ήταν η κατάθλιψη, το άγχος,
και η αυτοεκτίµηση.
Αναλυτικότερα έγινε επεξεργασία των ευρηµάτων που αφορούσαν στην επίδραση
της άσκησης µε αυξανόµενη αντίσταση στη συναισθηµατική κατάσταση (κατάθλιψη)
των χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών, έτσι όπως αυτή µετρήθηκε µε την κλίµακα
BDI, και από την ανάλυση αυτή φάνηκε ότι δεν υπήρξε κάποια στατιστικά σηµαντι-
κή µεταβολή µετά την εφαρµογή του προγράµµατος παρέµβασης των οκτώ εβδοµά-
δων.Τα αποτελέσµατα αυτά συγκρίθηκαν µε εκείνα προηγούµενων ερευνητών (Palm-
er, Vacc & Epstein,1988; Palmer,Palmer,Michiels & Thigpen 1995).
Τα αλληλοσυγκρουόµενα επιστηµονικά ευρήµατα που αφορούν στην επίδρα-
ση των διαφορετικών µορφών άσκησης στην συναισθηµατική κατάσταση των ασκου-
µένων, καθώς και η δυσκολία ερµηνείας της αντικαταθλιπτικής επίδρασης της εκεί
όπου αυτά συνηγορούν στην βελτίωση της, µας οδηγούν στην αδυναµία εξαγωγής
ασφαλών συµπερασµάτων. Κάποιοι από τους µελετητές υποθέτουν ότι για µεν την
αερόβια άσκηση, οι συνθήκες που αυτή πραγµατοποιείται,(συνήθως οι αερόβιες
δραστηριότητες γίνονται σε ανοιχτούς χώρους), σε συνδυασµό µε την επίδραση της
στις ενδορφίνες βοηθούν στην βελτίωση της συναισθηµατικής κατάστασης των
ασκουµένων, για δε την αναερόβια άσκηση η γρήγορη και ορατή επίδραση στην
εικόνα του σώµατος σε συνδυασµό µε τα συναισθήµατα υπεροχής που αυτή
δηµιουργεί προκαλεί στους ασκούµενους τα ίδια αποτελέσµατα µε αυτά της
αερόβιας άσκησης.
Τα ευρήµατα πολλών παλαιότερων µελετών, σκοπός των οποίων ήταν να διερευνή-
σουν την επίδραση της άσκησης (αερόβιας και αναερόβιας) στην κατάθλιψη είναι
αλληλοσυγκρουόµενα. Στην βελτίωση της κατάθλιψης µετά από την συµµετοχή σε
πρόγραµµα άσκησης έφτασε ο Rueter (1979), σε µελέτη του αφορούσε την επίδρα-

103
ση της αερόβιας άσκησης στην συναισθηµατική κατάσταση των συµµετεχόντων. Στο
ίδιο συµπέρασµα δηλαδή στην βελτίωση της συναισθηµατικής κατάστασης (κατά-
θλιψης) µετρηµένης µε την κλίµακα BDI, οδηγήθηκε ο Fremot (1983) που µελέτησε
την επίδραση της αερόβιας άσκησης σ’ αυτή, ενώ ο Βuffone (1981) που εφήρµοσε
ένα πρόγραµµα άσκησης σε καταθλιπτικά υποκείµενα, αρχικά φάνηκε µια µείωση
της κατάθλιψης αξιολογηµένης µε την κλίµακα BDI αλλά αυτή η βελτίωση δεν ήταν
µόνιµη µε τα ερευνητικά υποκείµενα να µην έχουν προσκόλληση στην άσκηση. Την
µείωση της κατάθλιψης πάλι µε την ίδια κλίµακα κατέγραψε ο Mutrie (1988)
χρησιµοποιώντας ένα πρόγραµµα άσκησης µε βάρη και ένα πρόγραµµα αερόβιας
άσκησης. Η µείωση της κατάθλιψης ήταν µεγαλύτερη στην οµάδα αερόβιας άσκησης.
Στην παρούσα µελέτη κατά τις αρχικές µετρήσεις µε την κλίµακα
κατάθλιψης BDI-II, όλων των ανδρών που συµµετείχαν σε αυτή (πειραµατική οµάδα
και οµάδα ελέγχου) φάνηκε ότι ένα ποσοστό 42,85% δεν παρουσίαζε κανένα πρόβ-
ληµα κατάθλιψης, ένα ίδιο ποσοστό (42,85%) παρουσίαζε ήπια προς µέτρια κατά-
θλιψη, ένα ποσοστό 7,14% παρουσιάζει µέτρια προς σοβαρή κατάθλιψη, και το ίδιο
ποσοστό 7,14% παρουσιάζει σοβαρή κατάθλιψη. Συνολικά ένα ποσοστό 57,13% των
ατόµων που δήλωσαν συµµετοχή στην παρούσα µελέτη παρουσίαζαν από ήπια έως
σοβαρή κατάθλιψη. Μετά την πειραµατική παρέµβαση διάρκειας 8 εβδοµάδων, στις
επαναληπτικές µετρήσεις που έγιναν τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι ένα ποσοστό 50%
όλων των ατόµων που συµµετείχαν στην µελέτη δεν παρουσίαζε καθόλου κατάθλιψη,
ένα ποσοστό 28,57% παρουσίαζε ήπια προς µέτρια κατάθλιψη, και ένα ποσοστό
21,42% παρουσίαζε µέτρια προς σοβαρή κατάθλιψη. Κανένας από τους συµµε-
τέχοντες στην µελέτη (οµάδα πειραµατική – οµάδα ελέγχου) µετά την εφαρµογή του
προγράµµατος δεν παρουσίαζε σοβαρή κατάθλιψη. Συνολικά µετά την πάροδο των
οκτώ εβδοµάδων ένα ποσοστό 49,99% όλων των συµµετεχόντων στην µελέτη
παρουσίαζε ήπια ως µέτρια κατάθλιψη.
Εξιδικεύοντας τα ευρήµατα της παρούσης µελέτης µπορούµε να πούµε ότι συγκρί-
νοντας τα σκορ στην κλίµακα κατάθλιψης των ατόµων της οµάδας άσκησης πέντε
από τα οκτώ µέλη της οµάδας παρέµβασης (ποσοστό 62,5%) παρουσίασαν σαφή τά-
ση µείωσης της κατάθλιψης µετά το χρονικό διάστηµα των οκτώ εβδοµάδων που
συµµετείχαν στο πρόγραµµα άσκησης µε βάρη χωρίς αυτή να είναι στατιστικά
σηµαντική πιθανόν εξαιτίας του µικρού ερευνητικού δείγµατος. Το εύρηµα αυτό δεν
ισχύει για τα µέλη της οµάδας ελέγχου στην οποία ένα ποσοστό 33,33% σηµείωσε
βελτίωση στην συναισθηµατική του κατάσταση.

104
Οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις της πειραµατικής οµάδας για τις αρχικές και
τελικές µετρήσεις µε την κλίµακα BDI-II ήταν αντιστοίχως 12,87 (SD=8,67), και
11,62 (SD=10,12), ενώ για την οµάδα ελέγχου ήταν 9 (SD=7,18) και 8,5 (SD=10,98).
Παρατηρώντας αυτούς τους µέσους όρους, και τις τυπικές αποκλίσεις για τις δυο
οµάδες (πειραµατική – ελέγχου) και για τις δυο µετρήσεις (αρχικές – τελικές) βλέ-
πουµε ότι υπάρχει µεγάλη διακύµανση στα επίπεδα της κατάθλιψης των συµετε-
χόντων. Αυτό δεν είναι περίεργο γιατί έχει παρατηρηθεί ότι οι χρήστες εξαρτησιο-
γόνων ουσιών πολύ συχνά παρουσιάζουν τέτοια κατανοµή τιµών που πλησιάζουν µε
αυτές ατόµων που προσφεύγουν για θεραπεία από Μείζονα Καταθλιπτική ∆ιαταραχή
(Mutrie & Biddle 1991). Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι σε δείγµα ανδρών
χρηστών το 70% αυτών συγκέντρωσε στην κλίµακα BDI-II σκορ πάνω από 14, ενώ
ένα ποσοστό 50% από αυτούς συγκέντρωσε σκορ πάνω από 21 (Buckley, Parker &
Heggie 2001). ∆ιάφορες µελέτες έχουν δείξει ότι άτοµα που βρίσκονται σε προγράµ-
µατα απεξάρτησης από την χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών παρουσιάζουν ισοδύνα-
µους ή µεγαλύτερους µέσους όρους στην κλίµακα BDI-II από ότι άλλοι πληθυσµοί
που επιχειρούν θεραπεία σύµφωνα µε τον άξονα Ι (DSM-IV)(Beck & Breamsderfer,
1974; Steer, Kumar, Ranieri, & Beck, 1998), όπως επίσης παρουσιάζουν µεγαλύτε-
ρους µέσους όρους από άλλους κλινικούς πληθυσµούς όπως για παράδειγµα από
άτοµα που παρουσιάζουν αγχώδεις διαταραχές (Bumberry, Oliver & McClure, 1978)
όπως και από άτοµα που χαρακτηρίζονται ως φυσιολογικά (Beck, Steer & Garbin,
1988). Γενικά η έρευνα έχει δείξει ότι τα άτοµα που εισάγονται σε κλειστά προγράµ-
µατα απεξάρτησης παρουσίαζουν υψηλά επίπεδα κατάθλιψης και άγχους κατά την
είσοδο τους σε αυτά (Deivert, 1990; Gary & Guthrie, 1972; Frankel & Murphy, 1974;
Whiting, 1981; Sinyor et al., 1982),
Το αποτέλεσµα της µη φανερής στατιστικά σηµαντικής βελτίωσης της συναισθηµα-
τικής κατάστασης των χρηστών µετά από την συµµετοχή τους στο πρόγραµµα άσκη-
σης µε αυξανόµενη αντίσταση υπάρχει πιθανότητα να προήλθε ως συνέπεια χρήσης
της συγκεκριµµένης κλίµακας (BDI-II) που επιλέχτηκε για την αξιολόγηση της κατά-
θλιψης των υποκειµένων της µελέτης. Υπάρχει πιθανότητα η κατάθλιψη που καταµε-
τρήθηκε στους χρήστες να µην αποτελούσε µια πρόσκαιρη συναισθηµατική κατά-
σταση (κάτι που ίσως αποτιµά µε µεγαλύτερη ευκρίνεια η κλίµακα BDI-II), αλλά να
ήταν µια βαθύτερα εδραιωµένη ψυχοπαθολογία, και στην οποία µοιάζει να µην
µπορεί να δράσει θεραπευτικά η άσκηση. Είναι απαραίτητο να επισηµανθεί ότι, η
συναισθηµατική κατάσταση των ανθρώπων είναι κάτι τόσο ασταθές και ευµετά-

105
βλητο, και µια σειρά από καθηµερινές καταστάσεις, για παράδειγµα µια απώλεια,
µπορούν να ανυψώσουν τα επίπεδα της κατάθλιψης χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι υπάρ-
χει παθολογία ή και το αντίθετο, κάποια άλλα καθηµερινά γεγονότα µπορούν να µει-
ώσουν τα σκορ της κλίµακας. O Martinsen (1991) υποστηρίζει ότι η κατάθλιψη από-
τελεί έναν από τους πολλούς παράγοντες που ανυψώνει τα σκορ στην κλίµακα BDI-
II, και υπάρχουν πολλοί άλλοι που την επηρεάζουν, έτσι αποτελέσµατα που
στηρίζονται σε αυτή είναι καλό να µην γενικεύονται.Το γεγονός αυτό έχει σαν
συνέπεια τα αποτελέσµατα που προέκυψαν στην παρούσα µελέτη να κρίνονται µε
σχετική επιφύλαξη.Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι δεν έγινε παράλληλα άλλου τύπου
αξιολόγηση της συναισθηµατικής κατάστα-σης των συµµετεχόντων, εκτός από αυτή
που πραγµατοποιήθηκε µε την κλίµακα BDI-II, κάτι που κρίνεται απαραίτητο να
γίνει σε µελλοντικές µελέτες, έτσι ώστε να βγούν ασφαλέστερα συµπεράσµατα.
Κρίνετε απαραίτητο να επισηµανθεί ότι είναι δύσκολο να γίνει σύγκριση των αποτε-
λεσµάτων που προέκυψαν στην παρούσα µελέτη µε αυτά άλλων παροµοίων επιστη-
µονικών εργασιών που αποτιµούν κάτι τόσο σύνθετο και ευµετάβλητο όσο η συναισ-
θηµατική διάθεση των ατόµων. Η συναισθηµατική διάθεση αποτελεί ένα καθολικό
σταθερό συναισθηµατικό τόνο που βιώνετε εσωτερικά από το άτοµο, µε το συναίσ-
θηµα να αποτελεί την εξωτερική έκφραση αυτής (Μάνος 1988). Υπάρχουν πολλοί
παράγοντες που µπορούν να επιδράσουν στην συναισθηµατική κατάσταση των
ανθρώπων, που συνήθως είναι απρόβλεπτοι και σχετίζονται µε την καθηµερινότητα
τους (συνθήκες ζωής, πλέγµα διαπροσωπικών σχέσεων). Ως αναφορά στη παρούσα
µελέτη οι παράγοντες που µπορεί να επηρεάσαν την συναισθηµατική διάθεση των
συµµετεχόντων σχετίζονται είτε µε τις συνθήκες που πραγµατοποιήθηκαν οι µετρή-
σεις, ως παράδειγµα µπορεί να αναφερθεί η έκθεση των συµµετεχόντων σε µια
άγνωστη γι’ αυτούς δοκιµασία, είτε στη δυναµική που αναπτύχθηκε µεταξύ των
συµµετεχόντων µε τα άτοµα που πραγµατοποιήσαν τις µετρήσεις. Έτσι είναι απαραί-
τητο τα αποτελέσµατα των µελετών είτε αυτά συνηγορούν στην θετική επίδραση της
άσκησης στην συναισθηµατική κατάσταση των ασκουµένων είτε όχι, να θεωρούνται
ενδεικτικά και όχι αποδεικτικά στοιχεία της δράσης της.
Η περαιτέρω επεξεργασία των στοιχείων επιβεβαίωσε το εύρηµα δυο µεγά-
λων οργανισµών, του ∆ιεθνή Οργανισµού Αθλητικής Ψυχολογίας (International Soci-
ety of Sport Psychology, ISSP,1992),και του Αµερικανικού Κρατικού Ινστιτούτου για
την Ψυχική Υγεία (American National Institute of Mental Health, ΝΙΜΗ)(Brown,
Ramizer & Taub,1978) ότι η άσκηση επιδρά θετικότερα στην ήπια προς µέτρια κατά-

106
θλιψη. Από τους συµµετέχοντες στην οµάδα άσκησης µε βάρη ένα ποσοστό 50%
από αυτούς παρουσίαζε στην κλίµακα BDI σκορ ήπιας προς µέτρια κατάθλιψη στις
αρχικές µετρήσεις, και στους µισούς από αυτούς είχαµε βελτίωση της συναισθη-
µατικής τους κατάστασης µετά το χρονικό διάστηµα των οκτώ εβδοµάδων .
Τα εύρηµα της βελτίωσης της συναισθηµατικής κατάστασης ατόµων που παρουσία-
ζαν ήπια κατάθλιψη και συµµετείχαν σε προγράµµατα άσκησης επιβεβαιώθηκε σε
µελέτες στις οποίες εφαρµόστηκαν προγράµµατα αερόβιας άσκησης, και µε την χρή-
ση της κλίµακας BDI (Fremot, 1983;Bumberry, Oliver & McClure,1978;Steer., et. al.,
1998), αλλά και σε µελέτη που πραγµατοποίησε ο Collingwood µε τους συνεργάτες
του (1991) µε οµάδα εφήβων που βρισκόταν σε πρόγραµµα απεξάρτησης (η συναισ-
θηµατική τους κατάσταση αξιολογήθηκε µε την General Well-Being Scale).
Η επίδραση της αερόβιας άσκησης στην κατάθλιψη έχει διερευνηθεί τα προηγούµενα
χρόνια κάτι το οποίο δεν έχει γίνει επαρκώς για την αναερόβια άσκηση. Τα τελευταία
χρόνια πραγµατοποιήθηκαν µελέτες που σύγκριναν την αποτελεσµατικότητα της
αερόβιας και της αναερόβιας άσκησης στην κατάθλιψη διαφορετικών ερευνητικών
πληθυσµών, και διατυπώθηκαν µια σειρά από θεωρίες που προσπάθησαν να αιτιολο-
γήσουν τους αντικαταθλιπτικούς µηχανισµούς της. Αυτές οι θεωρίες είτε αναφέ-
ρονται σε βιολογικούς είτε σε ψυχολογικούς παράγοντες που έχουν αντικαταθλιπτι-
κή επίδραση. Ως αναφορά στην αποτελεσµατικότητα των δυο διαφορετικών µεθόδων
τα ευρήµατα των µελετών είναι αντιφατικά, υπάρχουν κάποιες στις οποίες οι δυο
µορφές άσκησης αποδεικνύονται ισοδύναµες στην βελτίωση της κατάθλιψης (Lowlor
& Hopker 2001; Ossip-Klein et al., 1989; Knapen et al., 2003; Stein & Notta, 1992),
και κάποιες στις οποίες η αερόβια άσκηση υπερτερεί της αναερόβιας (Penninx et al.,
2002).
Στην παρούσα µελέτη επιλέχτηκε ένα πρόγραµµα άσκησης µε αυξανόµενη αντίστα-
ση, και από τα αποτελέσµατα φάνηκε ότι η συµµετοχή των υποκειµένων στην οµάδα
άσκησης επέφερε κάποια µεταβολή στην κατάθλιψη χωρίς αυτή να είναι στατιστικά
σηµαντική κάτι που συµφωνεί µε τα ευρήµατα µελέτης του Mutrie (Mutrie, & Biddle,
1991) ο οποίος χρησιµοποίησε αερόβιο και αναερόβιο πρόγραµµα άσκησης (µε κατά-
θλιπτικά υποκείµενα, χωρίς επίσηµη διάγνωση και µε την χρήση της κλίµακας BDI),
µετά από ένα χρονικό διάστηµα ενός µήνα, στατιστικά σηµαντικά αποτελέσµατα
στην µείωση της κατάθλιψης είχε µόνον η οµάδα αερόβιας άσκησης.
Μελέτες µε χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών και σύγκριση της αποτελεσµατικότη-
τας διαφορετικών µεθόδων άσκησης είναι λίγες. Σε µελέτη που πραγµατοποιήθηκε µε

107
δείγµα εξαρτηµένων ατόµων που παρακολουθούσαν κλειστό πρόγραµµα απεξάρτά-
σης σε θεραπευτικές κοινότητες και την εφαρµογή δυο διαφορετικών µορφών άσκη-
σης(ποδόσφαιρο-άσκηση µε βάρη) (χρησιµοποιήθηκε η κλίµακα BDI-II) υπήρξε
κάποια µείωση στην κατάθλιψη των χρηστών χωρίς όµως αυτή η µείωση να είναι
στατιστικά σηµαντική (Vlachopoulou et. al., 2005a), εύρηµα που συνηγορεί µε αυτό
της παρούσης µελέτης. Τα παραπάνω ευρήµατα δεν συµφωνούν µε τα αποτελέσµατα
του Palmer και των συνεργατών του (1995), οι οποίοι χρησιµοποιώντας µικτό
πρωτόκολλο άσκησης και δηµιουργώντας τρεις οµάδες (αερόβιας/αναερόβιας άσκη-
σης/κυκλικής προπόνησης), σε δείγµα 45 εσωτερικών ασθενών χρηστών εξαρτη-
σιογόνων ουσιών, απέδειξαν ότι η κατάθλιψη µειώθηκε σε όλα τα άτοµα που ασκού-
νταν, µε αξιοσηµείωτα σηµαντική µείωση µόνο στα άτοµα που ασκούνταν αναερό-
βια (άσκηση µε βάρη) (Palmer, Palmer, Michiels & Thigpen 1995).Οι συγγραφείς
της παραπάνω µελέτης ερµηνεύουν την θετικότερη δράση της αναερόβιας άσκησης
έναντι της αερόβιας σε ψυχολογικούς παράγοντες και κυρίως στηρίζουν τα ευρήµατα
τους στην ψυχολογική θεωρία της υπεροχής του McAuley. Μια άλλη πιθανή αιτία
σύµφωνα µε την άποψη του Palmer και των συνεργατών του (1995) που η αναερόβια
άσκηση φάνηκε αποτελεσµατικότερη της αερόβιας ήταν η δυνατότητα που δινόταν
στους χρήστες να ασκούνται κατά ζεύγη, και υπάρχει πιθανότητα αυτή η συνεργασία
να αύξησε τη συντροφικότητα που µε την σειρά της λειτούργησε αντικαταθλιπτικά.
Στην παρούσα µελέτη αυτός ο παράγοντας δεν υπήρχε, γιατί οι συµµετέχοντες είχαν
την δυνατότητα εξαιτίας της επάρκειας του εξοπλισµού να ασκούνται ο καθένας
µόνος του.
Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα που προέκυψαν από την ανάλυση των
στοιχείων µε την εφαρµογή της κλίµακας Άγχους Προδιάθεσης, τα άτοµα που
εκδήλωσαν την επιθυµία να συµµετάσχουν στην µελέτη παρουσίαζαν συνολικά µέσο
όρο σε αυτό 43,85 (SD=4,67). Αναλυτικότερα οι χρήστες της πειραµατικής οµάδας
κατά τις αρχικές µετρήσεις συγκέντρωσαν στην κλίµακα Άγχους Προδιάθεσης µέσο
όρο 42,25 (SD=4,16), και στις τελικές µετρήσεις µέσο όρο 43,5 (SD=4,95), ενώ αντι-
στοίχως τα άτοµα την οµάδας ελέγχου για το Άγχος Προδιάθεσης στις αρχικές µετρή-
σεις συγκέντρωσαν µέσο όρο 42 (SD= 5,01) και στις τελικές µετρήσεις µέσο όρο
40,66 (SD=15,97).
Συγκρίνοντας τα ευρήµατα της παρούσης µελέτης µε εκείνα άλλων ερευνών που
αφορούσαν διαφορετικά ερευνητικά υποκείµενα, βλέπουµε ότι οι χρήστες παρουσία-
σαν παρόµοια επίπεδα στο άγχος προδιάθεσης. Για παράδειγµα ο Spielberger και οι

108
συνεργάτες του (1970)(Παράρτηµα Γ, πίνακας 1), εφήρµοσαν την ίδια κλίµακα σε
κολεγιακούς τελειόφοιτους, και αυτοί συγκέντρωσαν µέση τιµή στην κλίµακα
Άγχους Προδιάθεσης 37,68 (SD= 9,69). Στην ίδια µελέτη (Spielberger και συνεργ.
1970) για εκείνο το µέρος του ερευνητικού δείγµατος που το αποτελούσαν αµερικα-
νοί µε ψυχιατρικές διαταραχές (κατάθλιψη) η µέση τιµή στο Άγχος Προδιάθεσης
ήταν 53,43 (SD=12,91) παραπλήσια µε εκείνη των ατόµων που βρισκόταν σε θερα-
πεία από εξαρτησιογόνες ουσίες, ενώ για δυο άλλες οµάδες ατόµων που παρουσίαζαν
ψυχοπαθολογία, για τα αγχώδη άτοµα (Ν=60) η µέση τιµή στην κλίµακα προδιάθε-
σης ήταν 48,08 (SD=10,65) και για τα σχιζοφρενή (Ν= 161) η µέση τιµή στην ίδια
κλίµακα ήταν 45,72 (SD=2,37).
Παρόµοιες έρευνες µε εκείνη του Spielberger (1970) έγιναν και στην Ελλάδα, όπου
σε δείγµα νευρωσικών (Ν=26) ατόµων ο µέσος όρος του άγχους προδιάθεσης ήταν
51,23 (SD=10.00), ενώ σε υγιείς (Ν=17) ήταν 40,41 (SD=7,45) (Liakos, Papakostas,
Stefanis 1976). Σε άλλη παραπλήσια µελέτη που έγινε µε ίδιο δείγµα (νευρωσικών)
(Ν=25)ο µέσος όρος στην κλίµακα προδιάθεσης ήταν 51,88(SD=10,75)(Liakos, Mar-
kidis, Kokkevi, Stefanis 1977), ενώ σε άτοµα που ήσαν ψυχωτικά (Ν=20) ο µέσος
όρος στην κλίµακα άγχους προδιάθεσης ήταν 49,25 (SD=13,68) (Liakos, Yannitsi,
Loucas, 1982) (Παράρτηµα Γ, πίνακας 1).
Σε πιο πρόσφατη µελέτη των Κάκκου, Εκκεκάκη και Ζέρβα (1991) που είχε ως στο-
χο να διερευνηθεί η αξιοπιστία και η εγκυρότητα της κλίµακας STAI στον ελληνικό
πληθυσµό η µέση τιµή που συγκέντρωσαν φοιτητές του Τµήµατος Φυσικής Αγωγής
(Ν=233)στην κλίµακα Π-άγχους ήταν 40,1 (SD=7,8) ενώ σε δεύτερο δείγµα της ίδιας
µελέτης πάλι µε φοιτητές (Ν=105) η µέση τιµή που συγκέντρωσαν στην κλίµακα Π-
άγχους ήταν 39,9 (SD=8,3). Συγκρίνοντας τα ευρήµατα της µελέτης των φοιτητών
Φυσικής Αγωγής µε αυτά της παρούσης βλέπουµε ότι οι µέσες τιµές των χρηστών
στην κλίµακα Π-άγχους ήταν υψηλότερες, τέτοιες που προσέγγιζαν εκείνους τους
µέσους όρους των ατόµων που παρουσίαζαν κάποια ψυχοπαθολογία .
Πρόσφατη µελέτη που πραγµατοποιήθηκε σε θεραπευτική κοινότητα µε χρήστες
εξαρτησιογόνων ουσιών που παρακολουθούσαν κλειστό πρόγραµµα απεξάρτησης και
είχε στόχο να διερευνηθεί η επίδραση της άσκησης στο άγχος κατάστασης τα αποτε-
λέσµατα που προέκυψαν σε σχέση µε τις τιµές που συγκέντρωσαν οι χρήστες στο
άγχος προδιάθεσης ήταν παρόµοια µε αυτά της παρούσας µελέτης. Αναλυτικότερα το
πρόγραµµα άσκησης που παρακολούθησαν οι συµµετέχοντες χρήστες ήταν συµµε-
τοχή σε οµάδα ποδοσφαίρου. Χρησιµοποιήθηκε ως εργαλείο αξιολόγησης η κλίµακα

109
STAI και στην οποία ο µέσος όρος που συγκέντρωσαν τα άτοµα στο άγχος
προδιάθεσης ήταν 43,92 (SD= 6,36)(Diakogiannis, Vlachopoulou, Fokas, Kioumour-
tzoglou, Karavatos & Kaprinis 2005).
Οι ειδικοί που ασχολούνται µε την εµπλοκή και την χρήση ουσιών υποστηρίζουν ότι
οι αγχώδεις διαταραχές σχετίζονται µε την χρήση ουσιών (Βrewer, et al.,1998)
Επίσης έχει αποδειχτεί ότι άτοµα µε αγχώδεις διαταραχές, και συναισθηµατικές
διαταραχές (µείζονα κατάθλιψη, διπολικές διαταραχές) σχετίζονται µε χρήση ουσιών
σηµαντικά περισσότερο απ’ ότι οι ασθενείς χωρίς αγχώδεις διαταραχές (Goodwin,
et.al., 2002). Υπάρχουν µελέτες που υποστηρίζουν ότι υπάρχει πιθανότητα η χρήση
ουσιών (για παράδειγµα το αλκοόλ) να χρησιµοποιείται για την µείωση της αγχώδους
διεγερσιµότητας (McNally 1996; Stewart, Karp, Pihl & Peterson1997; Stewart, Peter-
son, & Pihl 1995; Stewart & Zetlin 1995). Σε µελέτη που έγινε στην Ελλάδα το
συµπέρασµα ήταν διαφορετικό, και φάνηκε ότι το άγχος προδιάθεσης (Π- άγχος)
δεν επιδρά ως παράγοντας που οδηγεί τους νέους στην εξάρτηση από ψυχοτρόπες
ουσίες, όπως επίσης ότι από µόνο του το Π-άγχος δεν αποτελεί τον καθοριστικό
παράγοντα για την έναρξη και πειραµατισµό των νέων µε ουσίες (π.χ χασίς). Αυτό
που µοιάζει να αποτελεί σηµαντικό παράγοντα για τον αρχικό πειραµατισµό µε ου-
σίες είναι ένας συνδυασµός τριών παραγόντων του Π-άγχους, των γονεϊκών µορφών,
και της επίδρασης των οµηλίκων (Χείλαρη, 1992). Η Χείλαρη (1992) υποστηρίζει
ότι όσο υψηλότερο είναι το Π-άγχος τόσο πιο αργά θα περάσει ο νέος στην χρήση
άλλων ουσιών εκτός από το χασίς και την µαριχουάνα που προκαλούν εξάρτηση, και
αιτιολογεί αυτό το φαινόµενο ως αποτέλεσµα της καλύτερης γνώσης που αποκτά ο
νέος µε το πέρασµα των χρόνων ως αναφορά στις αρνητικές επιδράσεις που προκαλεί
η συστηµατική χρήση ουσιών. Το εύρηµα ότι το άγχος και ο φόβος µοιάζει να οδη-
γούν στην αναβολή της συστηµατικής χρήσης άλλων ουσιών εκτός από χασίς για
µεγαλύτερη ηλικία, που δεν συνηγορεί µε αυτά της παρούσας µελέτης, τα άτοµα της
οποίας είχαν περάσει στην συστηµατική χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών σε εφηβική
ηλικία. Από τα στοιχεία που συλλέχτηκαν κατά το αρχικό στάδιο της µελέτης φάνηκε
ότι σε ηλικία κατά µέσο όρο 16 ετών ήταν όλοι συστηµατικοί χρήστες εξαρτησιο-
γόνων ουσιών. Αναλυτικότερα από τους δεκατέσσερις άνδρες της µελέτης το ένα
άτοµο σε ηλικία 13 χρονών ήταν χρήστης παράνοµων ουσιών, 3 άτοµα ήταν συστη-
µατικοί χρήστες παράνοµων ουσιών σε ηλικία 14 χρόνων, 3 σε ηλικία 15 χρόνων, 3
σε ηλικία 16 χρόνων, 1 σε ηλικία 17 χρόνων, 1 σε ηλικία 18 χρόνων, 1 σε ηλικία 19
χρόνων και 1 σε ηλικία 23 χρόνων. Τα παραπάνω στοιχεία µας οδηγούν στο συµπέ-

110
ρασµα ότι το υψηλό άγχος προδιάθεσης δεν απέτρεψε τα άτοµα από την συστηµατική
χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Το εύρηµα ότι το άγχος προδιάθεσης δεν επιδρά από-
τρεπτικά στην ηλικία έναρξης και στην χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών αποδεικ-
νύεται και σε άλλες µελέτες (Κandel, Reveis & Edwards, 1989; Swaim, Oetting,
Edwards & Beauvais 1989).
Είναι γεγονός ότι µε βάση τα αποτελέσµατα των χρηστών φάνηκε ότι ένα µεγάλο
ποσοστό αυτών στην κλίµακα άγχους Προδιάθεσης συγκέντρωσε µέσο όρο παραπλή-
σιο µε αυτό ατόµων που παρουσίαζαν αγχώδη αντίδραση. Από µελέτες που έγιναν
στον Ελλαδικό χώρο το γενικό συµπέρασµα που προέκυψε ήταν ότι οι χρήστες παρ-
ουσίαζαν αυξηµένη ψυχοπαθολογία (Αλεκτορίδης, συν., 1993; Γεωργάκας, Παρίση,
Τσαµουρτζή & Αλεκτορίδης,1993; Kokkevi & Facy, 1995),και είτε αυτοί έπασχαν
από αγχώδεις διαταραχές είτε εµφάνιζαν υψηλά επίπεδα άγχους (Kokkevi & Stefa-
nis,1995; Kokkevi, et al., 1990; Κοkkevi,1988; Kokkevi & Stefanis,1991; Kokkevi,
Liappas & Stefanis, 1993; Μούγιας, συν.,1985).
Σε µελέτη που πραγµατοποίησαν οι Kokkevi και Stefanis (1995) µε δείγµα 176
χρηστών φάνηκε ότι σύµφωνα µε τον Άξονα Ι του DSM-III ένα ποσοστό 31, 8%
αυτών έπασχε κατά διάρκεια της ζωής του από αγχώδεις διαταραχές, ενώ ποσοστό
16,5% έπασχε τον τελευταίο µήνα. Τα ευρήµατα που κατατάσσουν ένα υψηλό ποσο-
στό των χρηστών ως άτοµα πάσχοντα από αγχώδεις διαταραχές συµφωνούν µε αυτά
της παρούσης µελέτης, στην οποία τα έξι από τα 14 άτοµα, ένα ποσοστό 42,85 %,
συγκέντρωσε στην κλίµακα Άγχους Προδιάθεσης µέσο όρο 48,16, τιµή που πλησιά-
ζει εκείνης που ανίχνευσε ο Spielberger και οι συνεργάτες του (1970) σε άτοµα που
παρουσίαζαν αγχώδη αντίδραση (ΜΟ=48,08). Σε άλλη µελέτη και µε δείγµα τοξικο-
µανών που συνελήφθησαν για παραβάσεις του νόµου περί ναρκωτικών από την
αξιολόγηση που τους έγινε φάνηκε ότι ποσοστό 15,38% παρουσίαζαν αγχώδη διατα-
ραχή, ενώ σε άλλη παρόµοια οµάδα µετά ένα τρίµηνο από την σύλληψη, και κατά
την εισαγωγή τους στο ψυχιατρείο παρουσίαζαν σε ποσοστό 83,33% γενικευµένη αγ-
χώδη διαταραχή (Μούγιας, και συν., 1985). Σε άλλες µελέτες που έγιναν στην Ελλά-
δα σε πληθυσµούς ουσιοεξαρτηµένων φάνηκαν παρόµοια υψηλά επίπεδα αγχωδών
διαταραχών που πλησίαζαν σε ποσοστό το 30% (Κοkkevi, et al.,1990; Kokkevi, Liap-
pas & Stefanis, 1993).
Τα ευρήµατα που αφορούν µελέτες που διερεύνησαν την επίδραση της
άσκησης στο άγχος πρώην χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών είναι λίγα και αλληλο-
συγκρουόµενα, και προήλθαν από µελέτες στις οποίες δεν χρησιµοποιήθηκαν τα ίδια

111
εργαλεία αξιολόγησης του. Οι περισσότερες µελέτες που έγιναν στην κατεύθυνση της
διερεύνησης της επίδρασης της άσκησης σε κλειστά θεραπευτικά προγράµµατα
χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών (αλκοόλ ή άλλων ουσιών) αφορούσαν κυρίως προ-
γράµµατα αερόβιας άσκησης. Για παράδειγµα ο Frankel και ο Murhy (1974) µετά
από ένα πρόγραµµα άσκησης δώδεκα εβδοµάδων µε οµάδα χρηστών (αλκοολικών)
που παρακολουθούσαν κλειστό πρόγραµµα απεξάρτησης βρήκαν αλλαγή σε στοιχεία
της προσωπικότητας (η αξιολόγηση της προσωπικότητας έγινε µε την χρήση του
Minnesota Multiphasic Personality Inventory, MMPI) παράλληλα µε την µείωση του
άγχους. Χρησιµοποιώντας το ίδιο εργαλείο για την αξιολόγηση της προσωπικότητας
(ΜΜΡΙ), ο Franklin (1988) οδηγήθηκε σε παρόµοια συµπεράσµατα σε σχέση µε την
µείωση του άγχους πρώην χρηστών που παρακολουθούσαν πρόγραµµα απεξάρτησης
και συµµετείχαν σε αερόβια άσκηση, χρονικής διάρκειας 14 εβδοµάδων. Σε βελτίω-
ση του άγχους προδιάθεσης µε µείωση του, µετά από την συµµετοχή των χρηστών σε
πρόγραµµα αερόβιας άσκησης οδηγήθηκαν και άλλοι µελετητές. Αυτοί χρησιµοποίη-
σαν ως ερευνητικά υποκείµενα πρώην χρήστες (εσωτερικοί ασθενείς θεραπευτικής
κοινότητας) που συµµετείχαν σε πρόγραµµα απεξάρτησης από αλκοόλ, και ως
όργανο µέτρησης χρησιµοποιήθηκε η κλίµακα STAI (Palmer, Vacc, Epstein 1988).
Τα ευρήµατα των µελετών που αφορούσαν στην επίδραση της άσκησης στο άγχος
είναι αντιφατικά, και αυτό αφορά σε όλο το εύρος των µελετών από την πρώιµη
περίοδο µέχρι σήµερα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η ερµηνεία για τη µη επίδραση της
άσκησης µε βάρη της παρούσας µελέτης στο άγχος προδιάθεσης, µπορεί ίσως, εν
µέρει να τεκµηριωθεί µε βάση το συµπέρασµα στο οποίο οδηγήθηκαν ορισµένοι
µελετητές σύµφωνα µε τους οποίους η άσκηση έχει αγχολυτική δράση σε ήπιες
καταστάσεις άγχους και όχι σε κλινικές περιπτώσεις. Το συµπέρασµα των παραπάνω
µελετητών για την θετικότερη επίδραση της άσκησης στο άγχος όχι πολύ διατα-
ραγµένων υποκειµένων έρχονται κατά κάποιο τρόπο να επιβεβαιώσουν τα ευρήµατα
της παρούσης µελέτης. Αυτό που φάνηκε από τα αποτελέσµατα είναι ότι τα άτοµα
που συµµετείχαν στην οµάδα άσκησης µε βάρη θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν ως
πάσχοντα από κάποια αγχώδη διαταραχή [ένα ποσοστό 62,5% των ατόµων της
πειραµατικής οµάδας συγκέντρωσε στην κλίµακα Άγχος-Προδιάθεσης µέσο όρο
πάνω από 47 που σύµφωνα µε τα ευρήµατα του Spielberger (1970) χαρακτηρίζει
άτοµα πάσχοντα από αγχώδεις διαταραχές, και στην οµάδα ελέγχου αυτό το ποσοστό
ήταν 16,6%]και διαµέσου της άσκησης δεν είχαν µείωση στο άγχος προδιάθεσης.

112
Σε αντίθεση µε τα ευρήµατα των προηγουµένων µελετών που σηµείωσαν µείωση του
άγχους µετά από συµµετοχή σε προγράµµατα άσκησης, οδηγήθηκε άλλη εργασία που
πραγµατοποιήθηκε µε παρόµοιο δείγµα (εσωτερικοί ασθενείς χρήστες αλκοόλ) και
ένα από τα εργαλεία που χρησιµοποιήθηκε για την εκτίµηση του άγχους ήταν η
κλίµακα STAI (Whiting 1981) Σε αυτή την εργασία δεν φάνηκε στατιστικά σηµαντι-
κή διαφορά µεταξύ της πειραµατικής οµάδας και της οµάδας ελέγχου, εύρηµα που
συµφωνεί µε τα αυτό της παρούσας µελέτης. Αποτελεί σοβαρό µειονέκτηµα στην µε-
λέτη του Whiting (1981) η χρονική διάρκεια του προγράµµατος άσκησης που ήταν
µόνον τρεις εβδοµάδες.
Σε ανάλυση των στοιχείων που συλλέχτηκαν µε την κλίµακα Άγχους-Προδιάθεσης
έδειξε ότι η παρέµβαση που έγινε µε την εφαρµογή του προγράµµατος της άσκησης
µε βάρη για το χρονικό διάστηµα των οκτώ εβδοµάδων δεν επέδρασε θετικά σε αυτό
µειώνοντας το, ενώ αντίθετα για τα µέλη της οµάδας ελέγχου µετά το πέρας των
οκτώ εβδοµάδων υπήρξε αύξηση του άγχους προδιάθεσης κατά 2,83 µονάδες, χωρίς
αυτή η αύξηση όµως να είναι στατιστικά σηµαντική.
Σύµφωνα µε τα συµπεράσµατα των µελετών που διερεύνησαν την επίδραση
της άσκησης στο άγχος πρώην χρηστών φαίνεται ότι υπάρχει βελτίωση µε µείωση
του άγχους σε προγράµµατα αερόβιας άσκησης που είχαν χρονική διάρκεια δέκα
εβδοµάδων και πάνω. Υπάρχει πιθανότητα το είδος της άσκησης (αναερόβια) της
παρούσης µελέτης και η χρονική του διάρκεια του προγράµµατος παρέµβασης (8
εβδοµάδες) να αποτέλεσαν καθοριστικούς παράγοντες ώστε να µην υπάρξει βελτίωση
µε µείωση του άγχους προδιάθεσης των υποκειµένων της µελέτης. Σύµφωνα µε τις
οδηγίες για την οργάνωση αθλητικών προγραµµάτων µε στόχο την βελτίωση της
υγείας το Αµερικανικό Κολέγιο Ιατρικής των Σπορ(American College of Sports
Medicine, ACSM, 1998) υποστήρίξε ότι η διάρκεια ενός προγράµµατος άσκησης
πρέπει να είναι από 15 –20 εβδοµάδες, έτσι ώστε να υπάρχουν θετικά αποτελέσµατα
από την εφαρµογή του. Σε παραπλήσια συµπεράσµατα για την χρονική διάρκεια της
παρέµβασης ενός προγράµµατος άσκησης έτσι ώστε να υπάρξει µείωση του άγχους
κατέληξαν και άλλοι µελετητές, οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτή πρέπει να είναι του-
λάχιστον δέκα εβδοµάδων (Petruzzello,et al., 1991). Πολλοί είναι οι µελετητές οι
οποίοι υποστήριξαν ότι η χρονική διάρκεια ενός προγράµµατος άσκησης αποτελεί
καθοριστικό παράγοντα για τη αγχολυτική δράση, και την επίδραση της στο άγχος
προδιάθεσης(Folkins,1976;Hilyer,et.al.,1982;Subhan,et al.,1987; Lobitz, et.al., 1983),
όπως επίσης ότι η άσκηση πιθανόν να είναι περισσότερο ωφέλιµη σε πιο δια-

113
ταραγµένα υποκείµενα (Fasting & Gronningsaeter,1986; Roth & Holms, 1987;
Simons & Birkimer, 1988; Williams & Lord 1997).
Μια άλλη πιθανή ερµηνεία για την µη βελτίωση του άγχους προδιάθεσης των ατόµων
που ασκήθηκαν µε βάρη (αναερόβια) µπορεί να δοθεί από το είδος της άσκησης που
επιλέχτηκε. Οι περισσότεροι µελετητές υποστηρίζουν ότι είναι η αερόβια άσκηση
που µειώνει το άγχος και όχι η αναερόβια (Guszkowska 2004; Petruzzello et.al.,
1991;Steptoe et.al.,1989).
Η άποψη ότι η αερόβια άσκηση επιδρά θετικά στο άγχος προδιάθεσης φαίνεται να
είναι καλά τεκµηριωµένη, υπάρχουν όµως µελέτες που διερευνούν την επίδραση της
αναερόβιας άσκησης σε αυτό, και σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα αυτών των µελετών
τα συµπεράσµατα στα οποία οδηγούνται είναι ότι η αγχολυτική δράση της αναερό-
βιας άσκησης είναι παρόµοια µε αυτή της αερόβιας άσκησης (Morgan & Hammer
1974;Μoses, Steptoe, et.al., 1989;Norvell & Belles, 1993).Υπάρχουν µελέτες που ενώ
αποδεικνύουν ότι οι δυο µορφές άσκησης έχουν θετική επίδραση στην µείωση του
άγχους, η αερόβια άσκηση αποδεικνύετε αποτελεσµατικότερη της αναερόβιας (Nor-
ris, Caroll & Cochrane, 1990). Σε άλλες µελέτες που δεν αφορούσαν χρήστες αλλά
άτοµα τρίτης ηλικίας, µε σκοπό να διερευνηθεί η επίδραση της άσκησης µε βάρη
(υψηλής και µέσης έντασης) σε φυσιολογικούς και ψυχικούς παράγοντες στους
οποίους συµπεριελήφθη και το άγχος, φάνηκε µετά από συµµετοχή σε πρόγραµµα
άσκησης χρονικής διάρκειας 12 µηνών µείωση στο άγχος προδιάθεσης είτε και των
δυο οµάδων άσκησης (Τsutsumi, Don, Zaichkowsky & Delizonna,1997), είτε της µια
εκ των δυο (αυτής της µέτριας έντασης) (Tsutsumi, et.al., 1998).
Σε ανασκόπηση που πραγµατοποίησε ο Petruzzello µε τους συνεργάτες του (1991)
µετά την µελέτη 104 µελετών το συµπέρασµα που προέκυψε ήταν ότι η αερόβια
άσκηση και όχι η αναερόβια µειώνει το άγχος προδιάθεσης. Σε πρόσφατη ανασκό-
πηση της Guszkowska (2004) φάνηκε ότι καθοριστικοί παράγοντες για την µείωση
του άγχους είναι το ύψος του άγχους (θετικότερη σε περισσότερο διαταραγµένα
υποκείµενα), το είδος της άσκησης (αερόβια άσκηση), η ένταση της άσκησης (µέτρια
και υψηλή έντασης),και η χρονική διάρκεια εφαρµογής του προγράµµατος άσκησης
(15-30 λεπτά, 3 φορές τουλάχιστον την εβδοµάδα, για 10 βδοµάδες και περισσότερο).
Τα αποτελέσµατα που προέκυψαν από την ανάλυση των στοιχείων της κλί-
µακας αξιολόγησης του Άγχους Κατάστασης (State-Anxiety) του Spielberger (1970)
ήταν παρόµοια µε αυτά του Άγχους Προδιάθεσης. Με βάση τα αποτελέσµατα, στο
ξεκίνηµα της µελέτης ο µέσος όρος του άγχος κατάστασης της πειραµατικής οµάδας

114
ήταν Μ.Ο=45,37 (S.D=3,62) και της οµάδας ελέγχου Μ.Ο=44,66 (S.D= 7,73), ενώ
στις τελικές µετρήσεις ο µέσος όρος για την πειραµατική οµάδα στο άγχος κατάστα-
σης ήταν Μ.Ο=48,5( S.D=5,65) και για την οµάδα ελέγχου Μ.Ο=46,33 (S.D=13,38).
Αν συγκρίνουµε τα ευρήµατα της παρούσης µελέτης µε άλλα παροµοίων, βλέπουµε
ότι οι µέσοι όροι που συγκέντρωσαν οι πρώην χρήστες στην κλίµακα Άγχους Κατά-
στασης ήταν παραπλήσιοι µε αυτούς που συγκεντρώθηκαν σε άλλες µελέτες στις
οποίες χρησιµοποιήθηκε η ίδια κλίµακα αξιολόγησης του άγχους. Ακριβέστερα όταν
συγκρίνουµε τα αποτελέσµατα της παρούσης µελέτης µε αυτά άλλων που εκτιµούν
το Άγχος Κατάστασης ειδικών πληθυσµών, για παράδειγµα ατόµων που παρουσίαζαν
αγχώδη αντίδραση και σχιζοφρενών, πρόκειται για µελέτη που πραγµατοποίησε ο
Spielberger και οι συνεργάτες του (1970), παρατηρούµε ότι οι χρήστες παρουσιάζουν
µέσους όρους στο Άγχος Κατάστασης παραπλήσιους µε αυτούς των ειδικών πληθυ-
σµών. Έτσι βλέπουµε ότι άτοµα που παρουσίαζαν αγχώδη αντίδραση είχαν µέσο όρο
στο Άγχος Κατάστασης 49,02 (SD=11,62), ενώ άτοµα που παρουσίαζαν σχιζοφρέ-
νεια 45,7(SD=13,44). Στα ίδια επίπεδα µέσου όρου στην κλίµακα Άγχους Κατάσ-
τασης κινήθηκαν σχιζοφρενείς σε παροµοίου τύπου µελέτη που πραγµατοποιήθηκε
πριν αρκετά χρόνια σε ελληνικούς πληθυσµούς που παρουσίαζαν ψυχοπαθολογία
(Liakos, Yannitsi, Loucas 1982)(Παράρτηµα Γ, πίνακας2) .
Τα υψηλά επίπεδα άγχους κατάστασης που παρουσίασαν οι χρήστες επιβεβαιώθηκαν
σε άλλη µελέτη που πραγµατοποιήθηκε σε θεραπευτική κοινότητα µε σκοπό να διερ-
ευνηθεί το επίπεδο του άγχους κατάστασης µιας οµάδα ποδοσφαίρου στην οποία
συµµετείχαν χρήστες ουσιών µετά από διαδοχικές µετρήσεις µέσα σε µια προπονη-
τική µονάδα. Στη µελέτη αυτή ο µέσος όρος για το Άγχος Κατάστασης των ατόµων
της οµάδας ποδοσφαίρου ήταν 46,88 (SD=7,33) ενώ για τα άτοµα της οµάδας ελέγ-
χου ήταν 51,00(SD=5,04) (Diakogiannis, et al.,2005). Αυτό που παρατηρούµε συγκ-
ρίνοντας τους µέσους όρους του άγχους κατάστασης των µελετών που αφορά στους
χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών, είναι ότι αυτοί, είναι σαφώς υψηλότεροι, των
δειγµάτων που αποτελούντο από άτοµα που χαρακτηρίζονταν ως ‘φυσιολογικά’ και
είναι παραπλήσιοι των ειδικών οµάδων ασθενών (Spielberger,1970; Liakos, Markidis,
Kokkevi, Stefanis1977; Liakos, Papacostas,Stefanis,1976)(Παράρτηµα Γ, πίνακας 2).
Από τις αναλύσεις των στοιχείων που συλλέχτηκαν κατά την παρούσα
µελέτη φάνηκε ότι κατά την διάρκεια των µετρήσεων (αρχικών-τελικών) το άγχος
κατάστασης ήταν υψηλό και στις δυο οµάδες (πειραµατική – οµάδα ελέγχου), και
στις δυο µετρήσεις (αρχή της πειραµατικής παρέµβασης και στο τέλος µετά από 8

115
εβδοµάδες), µάλιστα στη τελική µέτρηση αυτό ήταν υψηλότερο. Η κλίµακα Άγχους
Κατάστασης αποτιµά το πώς αισθάνονται τα υποκείµενα της µελέτης κατά την
στιγµή της αξιολόγησης τους. Έτσι λοιπόν αυτό που φάνηκε στη παρούσα µελέτη
ήταν ότι τα άτοµα που δήλωσαν συµµετοχή παρουσίαζαν υψηλό άγχος την στιγµή
της µέτρησης τους. Η αυξηµένη τιµή του άγχους κατάστασης κατά τις αρχικές µετρή-
σεις πιθανόν να οφείλεται στο υψηλό ιδιοσυγκρασιακό άγχος (άγχος προδιάθεσης)
που εµφάνισαν οι χρήστες στη µελέτη. Όπως είναι γνωστό το υψηλό άγχος προδιάθε-
σης «συνηγορεί» για υψηλό άγχος κατάστασης, και έχει τεκµηριωθεί από άλλες µελέ-
τες ότι άτοµα µε υψηλό άγχος προδιάθεσης αντιδρούν µε αυξηµένο άγχος κατάστα-
σης (Spielberger, et.al., 1970; Vlachopoulou, et. al., 2005a).H προέλευση του άγχους
(προδιάθεσης-κατάστασης) στη παρούσα µελέτη δεν µπορεί να τεκµηριωθεί µε
ασφάλεια. Υπάρχει περίπτωση το υψηλό άγχος να είναι αποτέλεσµα πιθανής
ψυχοπαθολογίας, κάτι που δεν µπορεί να αποκλειστεί στη παρούσα µελέτη, τη στιγµή
που από πολλές µελέτες υποστηρίζεται ότι η χρήση ουσιών συνοδεύεται για τους
χρήστες από µεγάλο ποσοστό ψυχιατρικών παθήσεων. Είναι καλό να επισηµανθεί ότι
δεν υπήρξε άλλου τύπου αξιολόγηση της προσωπικότητας των χρηστών που συµµε-
τείχαν στη µελέτη (για παράδειγµα δεν υπήρξε αξιολόγηση της προσωπικότητας τους
µε το τεστ ΜPPI, ή οποιαδήποτε άλλου τεστ προσωπικότητας). Αυτό που φάνηκε σε
διάφορες µελέτες ήταν ότι οι χρήστες είχαν άγχος κατάστασης παραπλήσιο µε αυτό
ατόµων που πάσχουν από αγχώδη αντίδραση ή από κάποια ψυχιατρική διαταραχή
(Spielberger,et.al.,1970), κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα ευρήµατα άλλων µελε-
τών σύµφωνα µε τις οποίες η χρήση ουσιών συνδέεται µε υψηλό άγχος (Kokkevi, &
Stefanis 1995; Kokkevi, et al., 1990; Kokkevi, Liappas, & Stefanis 1993, Μούγιας και
συν. 1985; Vlachopoulou, et al., 2005a).
Μια άλλη αιτία που πιθανόν να έκανε τους χρήστες να εµφανίσουν υψηλό άγχος
κατάστασης κατά την διάρκεια διενέργειας των αρχικών και τελικών µετρήσεων,
ήταν η έκθεση και η συµµετοχή τους σε µια άγνωστη για αυτούς διαδικασία αξιολό-
γησης. Είναι γνωστό και αναµενόµενο κατά κάποιο τρόπο η έκθεση των ανθρώπων
σε άγνωστες για αυτούς διαδικασίες αξιολόγησης να τους δηµιουργεί περισσότερα
και µεγαλύτερα συναισθήµατα άγχους, κάτι που δε µπορεί να αποκλειστεί στη παρού-
σα µελέτη.
Οι επιστήµονες που ασχολούνται µε την άσκηση συµπεριλαµβάνουν την
αυτοεκτίµηση ως έναν από τους παράγοντες των ψυχολογικών κερδών που αποφέρει
η συµµετοχή σε προγράµµατα άσκησης (Folkins & Sime 1981; Sonstroem 1984), και

116
σε ανασκόπηση κατά την οποία εξετάστηκαν 37 µελέτες τυχαίου πειραµατικού σχε-
διασµού, και 42 µελέτες µη τυχαίου πειραµατικού σχεδιασµού φάνηκαν αξιοσηµείω-
τες αλλαγές στην αυτοεκτίµηση (Fox, 2000b).
Στην παρούσα µελέτη τα αποτελέσµατα για την επίδραση της άσκησης µε βάρη στην
αυτοεκτίµηση, ήταν παρόµοια µε αυτά της κατάθλιψης, δηλαδή µετά το τέλος του
προγράµµατος παρέµβασης στα µέλη της οµάδας παρέµβασης υπήρξε µια σαφής
τάση βελτίωσης σχεδόν όλων των παραµέτρων που αξιολογήθηκαν µε το ιεραρχικό
µοντέλο EXSEM, όµως αυτή η βελτίωση δεν υπήρξε στατιστικά σηµαντική πιθανόν
για τους ίδιο λόγο που ίσχυσε για την κατάθλιψη, δηλαδή εξαιτίας του µικρού
ερευνητικού δείγµατος. Κρίνετε σκόπιµο να διευκρινιστεί ότι τα ευρήµατα µελετών
που αφορούν την βελτίωση της αυτοεκτίµησης δια µέσου της συµµετοχής των
ατόµων σε προγράµµατα άσκησης πρέπει να αξιολογούνται µε επιφύλαξη γιατί όπως
λέει ο Sonstroem (1998), σε ανασκόπηση δεκαέξι µελετών που πραγµατοποίησε « πα-
ρατήρησε µεν αύξηση της αυτοεκτίµησης µετά από συµµετοχή σε προγράµµατα
άσκησης, όµως οι περισσότερες µελέτες παρουσίαζαν σοβαρά µεθοδολογικά προβλή-
µατα, και ανεπάρκεια στην δυνατότητα ελέγχου από την σύγχυση στην ορολογία
των µεταβλητών».
Το ιεραρχικό µοντέλο EXSEM στηρίζεται στην σπουδαιότητα της έννοιας
της αυτοαποτελεσµατικότητας που βρίσκεται στην βάση του, και επηρεάζει όλους
τους παράγοντες που βρίσκονται πάνω από αυτή, και υποστηρίζει ότι η αυτό-
αποτελεσµατικότητα αποτελεί ένα παράγοντα πρόβλεψης αποτίµησης της γενικής
έννοιας του εαυτού. Οι δηµιουργοί του EXSEM στηρίχτηκαν στην αρχική υπόθεση
ότι η αυτοαποτελεσµατικότητα που βρίσκεται στο κατώτερο επίπεδο του µοντέλου
σχετίζεται και επηρεάζει τις αντιλαµβανόµενες σωµατικές αυτοαντιλήψεις, που βρίσ-
κονται σε ένα ενδιάµεσο επίπεδο, και συνακόλουθα αυτές επηρεάζουν την συνολική
αυτοεκτίµηση που βρίσκεται στην κορυφή του.
Αυτό που παρατηρήθηκε για τους συµµετέχοντες στην παρούσα µελέτη (τα άτοµα
και των δυο οµάδων πειραµατικής και ελέγχου) ήταν ότι, στις αρχικές µετρήσεις δεν
παρουσίασαν χαµηλότερα σκορ στις σωµατικές τους αυτοαξιολογήσεις, (έτσι όπως
αυτές αποτιµήθηκαν µε την κλίµακα PSPP), και στην συνολική τους αυτοεκτίµηση (η
οποία αξιολογήθηκε µε την κλίµακα αυτοεκτίµησης του Rosenberg) συγκρινόµενοι,
µε το δείγµα της αρχικής µελέτης του µοντέλου (Sonstroem, Speliotis & Fava 1992),
που το αποτελούσαν µεταπτυχιακοί φοιτητές, και στον µόνο παράγοντα που εντοπί-

117
στηκε διαφορά ήταν σε αυτόν της αυτοαποτελεσµατικότητας, στην οποία οι χρήστες
παρουσίασαν σαφώς χαµηλότερα σκορ από τα άτοµα της αρχικής µελέτης.
Επιλέχτηκε να διερευνηθούν οι συντελεστές συσχέτισης της οµάδας των
χρηστών, τόσο για την πειραµατική όσο και για την οµάδα ελέγχου, µε σκοπό να
εξεταστεί αν υπήρχε και σε ποιο βαθµό συνάφεια µεταξύ της αυτοαποτελεσµατικό-
τητας µε τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις που αποτιµήθηκαν µε το Προφίλ Σωµατι-
κής Αυτοαντίληψης (Fox & Corbin 1989), και όπως προαναφέρθηκε σε όλες τα σκορ
που συγκέντρωσαν οι χρήστες ήταν παραπλήσια αυτά των µη χρηστών (Vlachopou-
lou et.al., 2005b) και παραπλήσια µε αυτά άλλων µελετών (Van de Vliet et.al., 2002a;
Van de Vliet et. al., 2002b; Sonstroem, Speliotis & Fava 1992).
Σύµφωνα µε τους συντελεστές συσχέτισης σε καµιά από τις οµάδες (πειραµατικής
και ελέγχου) των χρηστών, είτε στις αρχικές είτε στις τελικές µετρήσεις, δεν υπήρξε
στατιστικά αξιοσηµείωτη συσχέτιση µεταξύ των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων και
της αυτοαποτελεσµατικότητας εκτός από την θετική υψηλή συσχέτιση µεταξύ της
σωµατικής αυταξίας (PSW), της αντιλαµβανόµενης αθλητικής ικανότητας (SPORT)
και της αντιλαµβανόµενης φυσικής κατάστασης (COND) µε την αυτοαποτελεσµατι-
κότητας των ατόµων της οµάδας ελέγχου κατά τις αρχικές µετρήσεις. Το εύρηµα της
µελέτης δεν συµφωνεί µε αυτό που προέκυψε στην µελέτη του Sonstroem και των
συνεργατών του (1994), στην οποία χρησιµοποιήθηκαν οι ίδιες κλίµακες αξιολόγη-
σης, και στην οποία αποδείχτηκε αξιοσηµείωτη σχέση µεταξύ της αυτοαποτελεσµα-
τικότητας (self-efficacy) µε τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις (αντιλαµβανόµενη
αθλητική ικανότητα SPORT, αντιλαµβανόµενη φυσική κατάσταση COND, αντιλαµ-
βανόµενη σωµατική δύναµη STREN) εκτός της αντιλαµβανόµενης ελκυστικότητας
του σώµατος (BODY), που αποδείχτηκε ισχυρότερα συνδεδεµένη µε την σωµατική
αυταξία (PSW) και αυτή (η σωµατική αυταξία) µε την σειρά της φάνηκε συσχετι-
σµένη µε την συνολική αυτοεκτίµηση (global self-esteem).
Το γεγονός ότι τα άτοµα της παρούσης µελέτης ήταν χρόνιοι χρήστες εξαρτησιο-
γόνων ουσιών µπορεί να αποτελεί µια από τις πιθανές αιτίες που δεν φάνηκε κάποια
ισχυρή συσχέτιση µεταξύ της αυτοαποτελεσµατικότητας και των παραγόντων που
συναπαρτίζουν το προφίλ της σωµατικής αυτοαντίληψης, γιατί η «αυτοαποτελεσµα-
τικότητα είναι µια κινητήρια εννοιολογική κατασκευή η οποία σχετίζεται µε την
πεποίθηση του ατόµου ότι µπορεί να δράσει αποτελεσµατικά στο µέλλον» (Harter
1996 σελ.30), και ένας από τους τρόπους που δοµείται η αίσθηση της αποτελεσµα-
τικότητας προέρχεται από τις επιτεύξεις των ατόµων στην ζωή κάτι το οποίο ίσως δεν

118
µπορεί να ειπωθεί για τους χρήστες, την στιγµή που ένα κρίσιµο και σηµαντικό για
την µετέπειτα ζωή τους χρονικό διάστηµα «αναλώνεται» µέσα στην χρήση ουσιών.
Επιπλέον υπάρχουν ερευνητές που αµφισβητούν την άποψη για τον καθοριστικό
ρόλο που παίζει η αυτοαποτελεσµατικότητα, και οι Marsh, Walker και Debus (1997)
διερωτήθηκαν για την ικανότητα των αξιολογήσεων της να προβλέπει την συµπερι-
φορά των ανθρώπων, επιπρόσθετα της αποτίµησης της έννοιας του εαυτού. Οι ίδιοι
υποστηρίζουν ότι η δύναµη και η επιµονή της ατοµικής συµπεριφοράς, καθοδηγείται
µαζί µε την γνωστική διαδικασία, από ένα εσωτερικό πλέγµα δηλώσεων, αποτιµή-
σεων και επιρροών. Η αξιολόγηση της έννοιας του εαυτού φαίνεται ικανότερη να
προβλέπει τη συµπεριφορά, δεδοµένου ότι η αποτίµηση της αυτοαποτελεσµατικότη-
τας δίνει κυρίως έµφαση στην γνωστική διαδικασία, επιπλέον ίσως πρέπει να αναγ-
νωριστεί ότι η πιθανή παρουσία κάποιων κατασταλτικών παραγόντων, µπορεί να
µειώσει τις διασυνδέσεις µεταξύ της αυτοαποτελεσµατικότητας και της άσκησης.
Είναι σηµαντικό και πρέπει να επισηµανθεί ότι υπάρχει περίπτωση να παρουσιάζεται
αλληλοκάλυψη των υποκλιµάκων των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων εξαιτίας της
σύγχυσης των διαφόρων όρων που αυτές περιέχουν. Τα άτοµα είναι σύνηθες να
αντιλαµβάνονται µε διαφορετικό τρόπο µια σειρά εννοιών, κυρίως αυτές που αφο-
ρούν στο σώµα και την υγεία και χρησιµοποιούνται από τα µαζικά µέσα ενηµέρω-
σης στο χώρο της διαφήµισης και της µόδας, όπως για παράδειγµα η πιθανή σύγχυση
του υγιούς µε το ελκυστικό σώµα.
O Van de Vliet και οι συνεργάτες (2002b) του συµπέραναν ότι οι σωµατική
έννοια του εαυτού αναγνωρίζεται ως βασικό στοιχείο της αυτοεκτίµησης και ότι αυτή
σχετίζεται µε την συναισθηµατική κατάσταση του ατόµου, επίσης η σχέση µεταξύ
της σωµατικής έννοιας του εαυτού και της αυτοεκτίµησης διαµεσολαβείται από την
αυτοεκτίµηση (Harter, 1990). Σύµφωνα µε τα ευρήµατα πολλών ερευνών υπάρχει η
άποψη ότι η αυτοεκτίµηση και η κατάθλιψη είναι αντιστρόφως ανάλογες, και χαµηλά
επίπεδα αυτοεκτίµησης αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την ύπαρξη
κατάθλιψης (Adams, Lehnert & Brinkman 1995; Fleming & Offord 1990; Ossip-
Klein et al., 1989; Wilson & Krane 1980), όπως επίσης ότι υπάρχει αρνητική σχέση
µεταξύ της έννοιας του εαυτού και του άγχους (Byrne, 2000;Bijstra, Bosma, Jackson
1994) Στην παρούσα µελέτη ένα ποσοστό 57,13% των ατόµων που δήλωσαν συµ-
µετοχή παρουσίαζαν ήπια ως σοβαρή κατάθλιψη, και ένα ποσοστό 42,85% παρουσία-
ζαν µέσους όρους στην κλίµακα άγχους παρόµοιους µε αυτούς ατόµων που πάσχουν
από αγχώδεις διαταραχές. Με αφετηρία τα παραπάνω ήταν αναµενόµενο, αλλά τελι-

119
κά στις µετρήσεις δε φάνηκε, τα σκορ στις παραπάνω κλίµακες να ήταν χαµηλότερα
και όµοια µε τα ευρήµατα άλλων µελετών που το ερευνητικό δείγµα αποτέλεσαν
άτοµα µε συναισθηµατικές διαταραχές και στις οποίες τα σκορ στις κλίµακες Προφίλ
Σωµατικής Αυτοαντίληψης (PSPP), Beck Depression Inventory (BDI), Self-Esteem
Inventory του Rosenberg και State-Trait Anxiety Inventory (STAI), ήταν σαφώς
χαµηλότερα από τα σκορ φυσιολογικών ατόµων (Van de Vliet et al.,2002a).
Συγκρίνοντας τα σκορ των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων και της αυτοεκτίµησης
των χρηστών της παρούσας µελέτης µε αυτά ‘φυσιολογικών’ ατόµων που συµµε-
τείχαν σε άλλη µελέτη, που διερευνούσε την σχέση µεταξύ των σωµατικών αυτοαξιο-
λογήσεων και της αρνητικής συναισθηµατικής κατάστασης, φάνηκε ότι ήταν µικρό-
τερα αυτών, χωρίς όµως αυτή η διαφορά να είναι στατιστικά αξιοσηµείωτη (Vlacho-
poulou et.al., 2005b). Σε σύγκριση δε µε άλλα ερευνητικά δείγµατα όπως για
παράδειγµα Φλαµανδών (φυσιολογικών και ασθενών µε συναισθηµατικές διαταρα-
χές) που συµµετείχαν σε µελέτες που διερευνούσαν την σχέση των σωµατικών
αυτοαξιολογήσεων µε την συναισθηµατική κατάσταση και την αυτοεκτίµηση (Van
de Vliet et.al.,2002a;Van de Vliet et.al.,2002b) φάνηκε ότι η συνολική αυτoεκτίµη-
ση των χρηστών είναι υψηλότερη αυτής των φυσιολογικών ατόµων, και πολύ υψηλό-
τερη ψυχιατρικών Φλαµανδών ασθενών, όπως ήταν υψηλότερη και από την αυτό-
εκτίµηση των ατόµων (αµερικανών) που συµµετείχαν σε µελέτη του Sonstroem και
των συνεργατών του (Sonstroem, Speliotis & Fava, 1992).
Μια πιθανή ερµηνεία που θα µπορούσε να δοθεί για το εύρηµα της υψηλής αυτοεκτί-
µησης των χρηστών, είναι η ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία βρισκόταν τα ερευνη-
τικά υποκείµενα κατά την διάρκεια διενέργειας της µελέτης. Οι συµµετέχοντες κατά
το χρονικό διάστηµα διενέργειας της παρακολουθούσαν κλειστό πρόγραµµα απεξάρ-
τησης σε θεραπευτική κοινότητα, και ήταν µακριά από τις ουσίες για πρώτη φορά
µετά από πολύχρονη χρήση σκληρών και ποικίλων ναρκωτικών ουσιών. Η οµαδική
ζωή σε συνδυασµό µε την αποχή από τις ουσίες, φαίνεται ότι επέδρασαν καταλυτικά
στην αύξηση της συνολικής αυτοεκτίµησης των χρηστών κατά την διάρκεια παρα-
µονής τους στη θεραπευτική κοινότητα. Η µακρόχρονη χρήση, όπως είναι φυσικό
τους οδηγούσε στην δηµιουργία σχέσεων µέσα σε αυτό το πλαίσιο, το οποίο και τις
καθόριζε ως προς την ποιότητα και το είδος. Είναι γνωστό και αποδεδειγµένο ότι, «η
πιο θεµελιακή θεραπευτική πράξη για τον τοξικοµανή είναι να θεωρήσει τον εαυτό
του µέλος µιας οµάδας ‘οµοίων’, µε τους οποίους µοιράζεται τον ίδιο µεγάλο στόχο
απεξάρτησης, (και) η ένταξη στην οµάδα αποτελεί το θεµέλιο της ανασυγκρότησης

120
αυτής της ελλειµµατικής προσωπικότητας, ακριβώς γιατί η νέα προσωπικότητα
διαµορφώνεται µέσα από τη σύναψη σχέσεων µε τους άλλους » (Μάτσα, 2001, σελ.
148, 150). Οι σχέσεις των χρηστών µέσα στη θεραπευτική κοινότητα, πιθανό για
πρώτη φορά έξω από το πλαίσιο της ανταλλαγής και της χρήσης ουσιών, να µπορούν
να τοποθετηθούν στο επίπεδο των ‘φυσιολογικών’ σχέσεων που αναπτύσσονται µετα-
ξύ των ατόµων που συµβιώνουν σε ένα κοινό χώρο. Ο συνδυασµός των δυο στοι-
χείων (αποχή-οµαδική ζωή), ίσως επέδρασε καταλυτικά ανεβάζοντας την αυτοεκτί-
µηση τους, µε αποτέλεσµα ο µέσος όρος στην συνολική τους αυτοεκτίµηση να πλησι-
άζει ή να ξεπερνάει αυτής των φυσιολογικών ατόµων. Κρίνεται απαραίτητο σε µελ-
λοντικές µελέτες να γίνει σύγκριση της συναισθηµατικής κατάστασης, αλλά και της
αυτοεκτίµησης των χρηστών λίγο πριν αυτοί εισαχθούν σε κάποια µονάδα απεξάρτη-
σης, µε αυτή που εµφανίζουν τα ίδια άτοµα λίγο πριν την αποπεράτωση του θερα-
πευτικού τους προγράµµατος, έτσι ώστε να βγουν ασφαλέστερα συµπεράσµατα ως
προς την βελτίωση ή όχι αυτών των ψυχικών παραγόντων.
Στις περισσότερες µελέτες που διερευνήθηκε η σχέση της αυτοεκτίµησης µε
την άσκηση και χρησιµοποιήθηκε για την αξιολόγηση το ιεραρχικό µοντέλο EXSEM
αυτό που ήταν κοινό ήταν η υψηλή συσχέτιση που παρουσίαζαν µεταξύ τους οι σω-
µατικές αυτοαξιολογήσεις (αντιλαµβανόµενη αθλητική ικανότητα SPORT – αντιλαµ-
βανόµενη φυσική κατάσταση COND – αντιλαµβανόµενη ελκυστικότητα του σώµα-
τος BODY – αντιλαµβανόµενη σωµατική δύναµη STREN – και αντιλαµβανόµενη
σωµατική αυταξία PSW) κάτι που επιβεβαιώθηκε και στην παρούσα µελέτη µε τους
τοξικοµανείς.
Παρατηρώντας τις συσχετίσεις της πειραµατικής οµάδες κατά τις αρχικές µετρήσεις
βλέπουµε ότι υπήρξαν στατιστικά σηµαντικές υψηλές θετικές συσχετίσεις µόνον µε-
ταξύ των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων [όπως µεταξύ ελκυστικότητας του σώµατος
(BODY) – αθλητικής ικανότητας (SPORT), µεταξύ σωµατικής δύναµης (STREN) –
φυσικής κατάστασης (COND), και µεταξύ σωµατικής αυταξίας (PSW) µε τη φυσι-
κή κατάσταση (COND), την ελκυστικότητα σώµατος (BODY) και την αντιλαµβανό-
µενη σωµατική δύναµη STREN)], αλλά όχι µεταξύ των σωµατικών αυτοαξιολογή-
σεων της αυτοαποτελεσµατικότητας και της συνολικής αυτοεκτίµησης, που βρίσκον-
ται στην βάση και στην κορυφή αντίστοιχα του ιεραρχικού µοντέλου. Το παραπάνω
εύρηµα δεν συµφωνεί µε αυτό που προκύπτει στην αρχική µελέτη (Sonstroem &
Morgan 1989, κεφ2, υποκ.2.3.3,σχήµα 4) του EXSEM στο οποίο οι µελετητές συνέ-
δεσαν απευθείας την αυτοαποτελεσµατικότητα µε την σωµατική ικανότητα και έµµε-

121
σα µε την αυτοεκτίµηση. Κατά την εκτίµηση τους η αυτοεκτίµηση συνδέεται έµµεσα
µε την αυτοαποτελεσµατικότητα διαµέσου της σωµατικής αποδοχής και της σωµατι-
κής ικανότητας, οι οποίες συνδέονται άµεσα µε την αυτοαποτελεσµατικότητα.
Κατά τις τελικές µετρήσεις και µετά την εφαρµογή του προγράµµατος παρέµβασης
για την πειραµατική οµάδα εµφανίστηκαν οι προϋπάρχουσες σηµαντικές θετικές
συσχετίσεις µεταξύ των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων, και εµφανίστηκαν κάποιες
νέες στατιστικά σηµαντικές συσχετίσεις, όπως µεταξύ της αντιλαµβανόµενης αθλη-
τικής ικανότητας (SPORT) και της αντιλαµβανόµενης σωµατικής δύναµης (STREN).
Επίσης υπήρξε στατιστικά σηµαντική συσχέτιση µεταξύ της αντιλαµβανόµενης
σωµατικής δύναµης (STREN) µε την συνολική αυτοεκτίµηση (SE). Στη βηµατική
πολλαπλή παλινδρόµηση που έγινε για να φανεί ποιος από τους παράγοντες των
σωµατικών αυτοαξιολογήσεων συνεισφέρει περισσότερο στην συνολική αυτοεκτί-
µηση, φάνηκε ότι η σωµατική αυταξία (PSW) συνεισφέρει κατά 65% στην συνολική
αυτοεκτίµηση και όχι η αντιλαµβανόµενη σωµατική δύναµη. Στην διερεύνηση όµως
για το ποια ή ποιες από τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις συνεισφέρουν στην σωµα-
τική αυταξία (PSW) φάνηκε ότι µόνον ο παράγοντας αντιλαµβανόµενη σωµατική
δύναµη συνεισφέρει κατά ποσοστό 86% στην σωµατική αυταξία. Η υψηλή συσχέτιση
µεταξύ της αντιλαµβανόµενης σωµατικής δύναµης µε την συνολική αυτοεκτίµηση
των ατόµων που πήραν µέρος στην οµάδα άσκησης µε βάρη ίσως είναι αποτέλεσµα
της συµµετοχή τους στο πρόγραµµα βελτίωσης της δύναµης. Ο McAuley και οι συν-
εργάτες του (1991) διερευνώντας τα αίτια των ψυχολογικών κερδών από την άσκηση
υποστήριξαν ότι αυτά οφείλονται στην αίσθηση υπεροχής που αποκτούν τα άτοµα
που ασκούνται. Το γεγονός ότι τα οφέλη και τα αποτελέσµατα από την άσκηση µε
βάρη είναι γρήγορα και ορατά σε µικρό χρονικό διάστηµα, πιθανόν να ενισχύουν
την αίσθηση υπεροχής των ασκουµένων, και αυτό να έχει θετικό αντίκτυπο στην
συνολική τους αυτοεκτίµηση. Το συµπέρασµα αυτό συνηγορεί µε τα ευρήµατα άλλ-
ων µελετών στις οποίες έχει φανεί ότι η εικόνα του σώµατος κατέχει δεσπόζουσα
θέση, και όπως λέει η Μακρή-Μπότσαρη (2001, σελ. 70) «η ανασκόπηση της διεθ-
νούς βιβλιογραφίας αποκαλύπτει ότι µεταξύ των επιµέρους τοµέων αυτοαντίληψης
την ισχυρότερη συνάφεια µε την αυτοεκτίµηση φαίνεται να έχουν τοµείς της φυσικής
εµφάνισης και των σχέσεων µε τους συνοµηλίκους». Η ίδια αναφέρεται σε ευρήµατα
ανασκόπησης µε την χρήση ερωτηµατολογίων της Harter που πραγµατοποιήθηκαν σε
Η.Π.Α, Γερµανία, Αυστραλία, Ιαπωνία, Ιρλανδία, Ιταλία, Καναδά, Μεγάλη Βρετανία,
Ολλανδία και Ελλάδα όπου αποκαλύπτει ότι κατά µήκος ολόκληρου του ηλικιακού

122
φάσµατος από 8 έως 55 ετών, την ισχυρότερη συνάφεια µε την αυτοεκτίµηση έχει η
αυτοαντίληψη της φυσικής εµφάνισης, και ίδιας τάξης µεγέθους συνάφεια µεταξύ
αυτοεκτίµησης και φυσικής εµφάνισης έχει εµφανιστεί και σε εφήβους µε διαταραχές
συµπεριφοράς. Η σχέση µεταξύ του ελκυστικού σώµατος (σωµατική αποδοχή) µε τη
συνολική αυτοεκτίµηση έχει επιβεβαιωθεί και σε άλλες µελέτες (Mock,1993; Sonst-
roem,1984),µε την χρήση διαφορετικών ερωτηµατολόγιων (Marsh, 1986;Folk, Peder-
son & Cullari,1993; Marsh & Gouvernet,1989). Για την ερµηνεία της υψηλής συσ-
χέτισης µεταξύ φυσικής εµφάνισης και αυτοεκτίµησης πραγµατοποιήθηκαν µελέτες
οι οποίες προσπάθησαν να ερµηνεύσουν το φαινόµενο αυτό (Harter, 1999). Η έρευνα
έχει δείξει ότι οι άνδρες παρουσιάζουν υψηλότερα σκορ στην υποκλίµακα ελκυστικό
σώµα (BODY) της κλίµακας PSPP ακόµα και από τις γυναίκες, και τα δυο φύλα
παρουσιάζουν ισχυρότερη συσχέτιση της υποκλίµακας αυτής µε την υποκλίµακα της
σωµατικής αυταξίας (PSW) και µε την συνολική αυτοεκτίµηση (global self-esteem)
απ’ότι µε τις υπόλοιπες υποκλίµακες (SPORT, COND, STREN)(Sonstroem, Speliotis
& Fava 1992).
Το εύρηµα της συσχέτισης της αντιλαµβανόµενης σωµατικής δύναµης µε την αυτο-
εκτίµηση δε µπορεί να συνδεθεί απευθείας µε το πρόγραµµα άσκησης µε τα βάρη, και
αυτό γιατί δεν υπήρξε κάποια διαφοροποίηση της υψηλής αυτοεκτίµησης που
παρουσίασαν τα άτοµα της οµάδας παρέµβασης από αυτή της οµάδας ελέγχου. Η
στενή και µεγάλη συνάφεια µεταξύ σωµατικής δύναµης και σωµατικής αυταξίας,
και αυτής µε την συνολική αυτοεκτίµηση, µπορεί να αποτελέσει τη βάση για την
διαµόρφωση αξιόπιστων και αποτελεσµατικών προγραµµάτων άσκησης, που θα
βοηθούν στην βελτίωση της αυτοεκτίµησης των χρηστών. Προγράµµατα άσκησης
που θα στοχεύουν στην αύξηση της αντιλαµβανόµενης σωµατικής δύναµης πιθανόν
να µπορούν συνεισφέρουν αποτελεσµατικότερα στην εδραίωση και στη σταθεροποίη-
ση της ισχυρής αυτοεκτίµησης που φαίνεται ότι αποκτούν οι χρήστες κατά την παρα-
µονή τους στα θεραπευτικά προγράµµατα.
Για την οµάδα ελέγχου κατά τις αρχικές µετρήσεις φάνηκε ότι υπήρξαν
στατιστικά σηµαντικές θετικές συσχετίσεις µεταξύ των σωµατικών αυτοαξιολογή-
σεων, αλλά και µεταξύ τριών σωµατικών αυτοαξιολογήσεων (SPORT, COND, PSW)
µε την αυτοαποτελεσµατικότητα. Από τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις αυτή που
συνεισφέρει κατά το 77% στην αυτοαποτελεσµατικότητα είναι αυτή της αντιλαµ-
βανόµενης αθλητικής ικανότητας(SPORT), κάτι που ίσως δείχνει ότι υπάρχει ισχυ-
ρότατη σχέση µεταξύ της έννοιας της αυτοαποτελεσµατικότητας και της αντίληψης

123
που έχει κάποιο άτοµο για την σωµατική του ικανότητα. Εύρηµα το οποίο επιβεβαιώ-
νει την αρχική πρόβλεψη του ιεραρχικού µοντέλου ότι η αθλητική ικανότητα συνδέ-
εται απευθείας µε την αυτοαποτελεσµατικότητα (Sonstroem & Morgan 1989, κεφ.2,
υποκ.2.3.5, σχήµα 5). Για την ίδια οµάδα µετά από το χρονικό διάστηµα της αποχής
των µελών της από αθλητικές δραστηριότητες, οι θετικές συσχετίσεις µεταξύ των
περισσοτέρων σωµατικών αυτοαξιολογήσεων διατηρήθηκαν. Έτσι στις τελικές µετ-
ρήσεις της οµάδας ελέγχου φάνηκε ισχυρή συνάφεια µεταξύ της αντιλαµβανόµενης
αθλητικής ικανότητας (SPORT) µε τις σωµατικές αυτοαξιολογήσεις (COND, STR-
EN,PSW),και την συνολική αυτοεκτίµηση(SE).Η ισχυρή συνάφεια της αντιλαµβανό-
µενης φυσικής κατάστασης (COND) φάνηκε µε τις υψηλές συσχετίσεις µεταξύ αυτής
και των σωµατικών αυτοαξιολογήσεων (BODY, STREN, PSW),και της συνολικής
αυτοεκτίµησης(SE). Φάνηκε επίσης σηµαντική συσχέτιση µεταξύ της ελκυστικότη-
τας του σώµατος (BODY) µε τη σωµατική αυταξία (PSW)και τη συνολική αυτοεκτί-
µηση (SE), όπως επίσης και µεταξύ της σωµατικής αυταξίας (PSW) και της συνολι-
κής αυτοεκτίµησης (SE). Αυτό που παρατηρήθηκε κατά τις τελικές µετρήσεις της
οµάδας ελέγχου ήταν ότι ο µόνος παράγοντας των σωµατικών αυτοαντιλήψεων που
δεν σχετίστηκε µε την συνολική αυτοεκτίµηση ήταν αυτός της αντιλαµβανόµενης
σωµατικής δύναµης (STREN).
Τα ευρήµατα που προέκυψαν µε την εφαρµογή του ιεραρχικού µοντέλου
αξιολόγησης της αυτοεκτίµησης EXSEM, και η δυσκολία εξαγωγής ξεκάθαρων συµ-
περασµάτων για τους συµµετέχοντες, πιθανόν να οφείλεται στους περιορισµούς της
παρούσας µελέτης. Το γεγονός ότι τα µέλη της οµάδας παρέµβασης και της οµάδας
ελέγχου συµβίωναν στην ίδια θεραπευτική κοινότητα, είχε σαν φυσική συνέπεια να
είναι γνωστό το πρωτόκολλο άσκησης στα άτοµα της οµάδας ελέγχου. Είναι επίσης,
πολύ πιθανό, κάποια από τα µέλη που συµµετείχαν στην οµάδα άσκησης ακόµα και
να συγκατοικούσαν στο ίδιο δωµάτιο µε κάποιο ή κάποια από τα µέλη που συµµε-
τείχαν στην οµάδα ελέγχου. Το εύρηµα των παρόµοιων συσχετίσεων για τις δυο οµά-
δες (πειραµατικής - ελέγχου) που προέκυψε από τους συντελεστές συσχέτισης Spear-
man κατά την εφαρµογή του ιεραρχικού µοντέλου µας φέρνουν αντιµέτωπους µε την
δυσκολία να βγάλουµε ασφαλή συµπεράσµατα για την αποτελεσµατικότητα του
EXSEM ως προς την αποτίµηση της αυτοεκτίµησης ατόµων κλειστών συστηµάτων
όπως για παράδειγµα αυτό θεραπευτικών κοινοτήτων, φυλακών, σχολείων και άλλων.
Η συµβίωση των ατόµων που συµµετείχαν στη µελέτη και που τους έδινε τη δυνατό-
τητα να ανταλλάζουν απόψεις καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια διενέργειας την πειραµα-

124
τικής παρέµβασης πιθανόν να διαφοροποίησε τα αποτελέσµατα που προέκυψαν κατά
τις επαναληπτικές µετρήσεις.
Κατά την επεξεργασία των στοιχείων φάνηκε η τάση αύξησης της αυτο-
εκτίµησης των συµµετεχόντων στην οµάδα άσκησης µε βάρη, η οποία όµως δεν ήταν
τόση ώστε να αποδειχτεί στατιστικά σηµαντική. Ο µικρός αριθµός του ερευνητικού
δείγµατος ίσως ήταν καθοριστικός για τη µη στατιστική σηµαντικότητα αυτής της
µεταβολής, λαµβάνοντας πάντοτε υπ’ όψη ότι η αυτοεκτίµηση όπως αποδείχτηκε µε
πρόσφατα ερευνητικά πορίσµατα παρουσιάζει µια σχετική σταθερότητα και αυτό έχει
ως συνέπεια να θέτει όρια στην δυνατότητα αλλαγής της διαµέσου της άσκησης
(Sonstroem, 1998).
Είναι ορατή η πιθανότητα, ότι προγράµµατα άσκησης µε βάρη που θα έχουν µεγαλύ-
τερη χρονική διάρκεια και κατά συνέπεια θα παρουσιάζουν εµφανέστερα σωµατικά
αποτελέσµατα να προκαλούν σηµαντική αύξηση της αυτοεκτίµησης των ατόµων.
Είναι γνωστό ότι η άσκηση µε βάρη έχει ως συνέπεια την βελτίωση της εικόνας του
σώµατος του ασκουµένου γρήγορα και ορατά προκαλώντας αύξηση της µυϊκής µάζας
και της µυϊκής δύναµης, παραγόντων που σχετίζονται µε την εικόνα του σώµατος και
την ελκυστικότητα. Η σηµαντικότητα της ελκυστικότητας του σώµατος (BODY) που
έχει φανεί για τους άνδρες (Sonstroem, Speliotis & Fava 1992), δεν επιβεβαιώθηκε
για τους χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών, όπου στις αρχικές και τελικές µετρήσεις
και των δυο οµάδων αυτή συγκέντρωσε τα χαµηλότερα σκορ από όλες τις υπόλοιπες
υποκλίµακες αλλά και δεν παρουσίασε τις υψηλότερες συσχετίσεις µε την σωµατική
αυταξία(PSW). Κρίνεται απαραίτητο να διερευνηθεί καλύτερα η χαµηλότερη αυτο-
αντίληψη για την ελκυστικότητα του σώµατος που φαίνεται να έχει ο χρήστης
εξαρτησιογόνων ουσιών συγκριτικά µε τις άλλες σωµατικές του ικανότητες, έχοντας
ως δεδοµένο την σπουδαιότητα που έχει η φυσική εµφάνιση µε την συνολική αυτο-
εκτίµηση. Ο Burns (1982) υποστηρίζει ότι η εικόνα του σώµατος που έχει κάποιος
για τον εαυτό του δοµείται από την υποκειµενική του αντίληψη, τις συναισθηµατικές
του εµπειρίες, την επίδραση των κοινωνικών αντιλήψεων και την ιδανική εικόνα
σώµατος που έχει διαµορφώσει στην πορεία του χρόνου. Είναι δεδοµένο ότι η εικόνα
που έχει ένα άτοµο για τον εαυτό του διαµορφώνεται µέσα από έναν πολύπλοκο
ψυχικό µηχανισµό στον οποίο παίζει σπουδαίο ρόλο η εικόνα που έχουν οι άλλοι γι’
αυτό. Η σύγχρονη κοινωνία δίνει ιδιαίτερη έµφαση και βαρύτητα στην εξωτερική
εµφάνιση σε κάθε ηλικία µε αποτέλεσµα αυτή να αποτελεί έναν από τους βασικό-
τερους παράγοντες στην διαµόρφωση της έννοιας του εαυτού (Andersen, 1992).

125
5.2 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Με βάση τους περιορισµούς της παρούσας µελέτης, τα κυριότερα


συµπεράσµατα ήταν τα ακόλουθα:
1.- υπήρξε σαφής τάση βελτίωσης της κατάθλιψης και της αυτοεκτίµησης των
χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών που βρισκόταν σε περίοδο αποχής µετά από την
συµµετοχή τους στο πρόγραµµα άσκησης µε βάρη η οποία δεν ήταν στατιστικά
σηµαντική εξαιτίας του µικρού ερευνητικού δείγµατος.
2.- για τη µη βελτίωση του άγχους των χρηστών εξαρτησιογόνων ουσιών που
βρισκόταν σε περίοδο αποχής σηµαντικό ρόλο έπαιξε η χρονική διάρκεια του
προγράµµατος παρέµβασης και η µέθοδος άσκησης, που επιλέχτηκε.

5.3 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Παρόλο που τα ευρήµατα της παρούσης µελέτης δεν έδειξαν να µπορεί η


άσκηση µε βάρη να βελτιώσει κάποιους από τους ψυχικούς παράγοντες (κατάθλιψη –
άγχος – χαµηλή αυτοεκτίµηση) που ενοχοποιούνται για την χρήση και κατάχρηση
των εξαρτησιογόνων εντούτοις κρίνετε απαραίτητο η έρευνα γύρω από αυτό το πεδίο
µελέτης να συνεχιστεί µε µεγαλύτερη ένταση. Οι λόγοι συνέχισης της έρευνας για
τους τρόπους µε τους οποίους η άσκηση µπορεί να παίξει ρόλο στη στην πρωτογενή
δευτερογενή και τριτογενή πρόληψη είναι πολλοί. Τα τελευταία χρόνια ο αριθµός
των χρηστών αυξάνει µε διαρκή µείωση του ορίου ηλικίας έναρξης της χρήσης των
ουσιών, ενώ παράλληλα καθηµερινά εισέρχονται στο χώρο του παράνοµου εµπορίου
νέες ουσίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι επικινδυνότερες αυτών που ήδη
υπάρχουν. Η αύξηση των χρηστών οδηγεί στην ανάγκη αύξησης των θεραπευτικών
µονάδων και των προγραµµάτων παρέµβασης στην κοινωνία, που θα παρέχουν
προγράµµατα υψηλής εξειδίκευσης και ποιότητας για να µπορούν να είναι αποτε-
λεσµατικά. Επιπλέον πρέπει να επισηµανθεί ότι στην Ελλάδα η έρευνα στον χώρο
της Φυσικής Αγωγής γύρω από αυτό το ερευνητικό πεδίο είναι ανύπαρκτη έτσι κάνει
επιτακτικότερη την ανάγκη διενέργειας επιπλέον µελετών στον τοµέα αυτό, και προς
διαφορετικές κατευθύνσεις.

126
Με αφετηρία όλα τα παραπάνω προτείνετε η έρευνα να συνεχιστεί γύρω από τα
παρακάτω θέµατα:
1. Είναι απαραίτητο να δηµιουργηθούν προγράµµατα άσκησης στις θεραπευτι-
κές κοινότητες µεγαλύτερης χρονικής διάρκειας και µε διαφορετικές µορφές
άσκησης. Η σύγκριση µεταξύ αερόβιας και αναερόβιας όπως και µεταξύ
ατοµικών και οµαδικών αθληµάτων είναι απαραίτητη για να διερευνηθεί η
επίδραση αυτών στην θεραπεία των χρηστών.
2. Η συγκατοίκηση των µελών των θεραπευτικών κοινοτήτων κάνει δύσκολη
την εξαγωγή ασφαλών συµπερασµάτων γι’ αυτό κρίνετε απαραίτητο οι οµά-
δες ελέγχου των επόµενων µελετών να αποτελούνται από χρήστες άλλου
παραπλήσιου θεραπευτικού προγράµµατος.
3. Είναι απαραίτητο να διερευνηθεί σε επόµενες µελέτες η δυνατότητα χρήσης
του ιεραρχικού µοντέλου αξιολόγησης της αυτοεκτίµησης σε κλειστά
προγράµµατα θεραπείας. Η παράλληλη χρήση του σε διαφορετικές θεραπευ-
τικές κοινότητες θα µας δώσει την δυνατότητα να µπορέσουµε να εκτιµή-
σουµε την αξιολογική του ικανότητα.
4. Πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο και σε βάθος η σχέση που προέκυψε
µεταξύ της αίσθησης δύναµης και της αυτοεκτίµησης των χρηστών. Η επιβε-
βαίωση του παραπάνω ευρήµατος µπορεί να µας οδηγήσει στην δηµιουργία
αποτελεσµατικότερων προγραµµάτων άσκησης µέσα στις θεραπευτικές
κοινότητες που θα έχουν ως στόχο την αύξηση της δύναµης.
5. Έχει βρεθεί σε µελέτες η µεγάλη συσχέτιση µεταξύ ελκυστικότητας σώµατος
και υψηλής αυτοεκτίµησης, έτσι κρίνετε απαραίτητο να διερευνηθεί η χαµη-
λή αυτοαντίληψη που φαίνεται να έχουν οι χρήστες σχετικά µε τον παράγοντα
της ελκυστικότητας του σώµατος τους. Επίσης πρέπει να διερευνηθεί τρόπος
που µπορεί αυτός ο παράγοντας να µεταβληθεί διαµέσου της άσκησης, και
ειδικότερα ποιες µορφές αυτής µπορούν να παίξουν θετικότερο ρόλο προς την
κατεύθυνση αυτή.

127
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ACSM.(1998).Position stand: The recommended quantity and quality of exercise for


developing and maintaining cardiorespiratory and muscular fitness, and flexibility
in health adults . Medicine and Science in Sports and Exercise, 975-989.
Abadie, B. R.(1988) Relating trait anxiety to perceived fitness. Perceptual and
Motor Skills, 67, 539-543.
Abramson, L.Y., Seligman, M. E. P. & Teasdale, J. D. (1978). Learned helplessness
in humans: critique and reformulation. Journal of Abnormal Psychology, 87, 49-
74.
Adams, D. M., Lehnert, K. L., & Brinkman, D. C. (1995). Self-esteem deficits and
suicidal tendencies among adolescents. Journal of the American Academy of Child
and Adolescent Psychiatry, 34, 919-929.
Adams, G., & Gullotta, T. (1989). Adolescent life experiences. Belmont, CA:
Wadsworth.
Αlfermann, D., & Stoll, O.(2000). Effects of Physical Exercise on Self – Concept and
Well – Being. International Journal of Sport Psychology, 30, 47-65.
American Psychiatric Assosiation (1994). Diagnostic and Statistical Manual of Men-
tal disorders (4th ed.) Washington, DC: American Psychiatric Assosiation.
American College of Sports Medicine (1998). The recommended quantity and quality
of exercise for developing and maintaining cardiorespiratory and muscular fitness
flexibility in healthy adults. Medicine and Sciences in Sports and Exercise, 30,
975-991.
American College of Sports Medicine (1978). The recommended quantity and quality
of exercise for developing and maintaining fitness in healthy adults. Medicine
Sciences and Sports, 10:vii - x.
Arnao, G. (1985). Το δίληµµα ηρωίνη, µύθοι και επιστηµονική έρευνα. Εκδόσεις
Βαβέλ, Αθήνα 1995.
Andersen, A. (1992). Diet vs. shape content of popular male and female magazines:
A dose response relationship to the incidence of eating disorders? International
Journal of Eating Disorders, 11, 238-287.
Ascl, F. H. (2003). The effects of physical fitness training on trait anxiety and
physical self-concept of female university students. Psychology of Sport and
Exercise, 4(3), 255-264.
Atkins, C. J., Kaplin, M. R., Timms, M. R., Reinnsch, S., & Lofback, K. (1984).
Behavioral exercise programs in the management of chronic obstructive pulmona-
ry disease. Journal of Consulting Clinical Psychology, 52, 591-603.
Baldwin, M. K., & Courneya, S. K. (1997). Exercise and Self- Esteem in Breast
Cancer Survivors: An application of the Exercise and Self-Esteem Model. Journal
of Sport & Exercise Psychology, 19, 347-358.
Bandura, A. (1977). Self-efficacy: toward a unifying theory of behavioral change.
Psychological Review, 84, 191-215.
Bandura, A. & Adams, N. E. (1977). Analysis of Self- Efficacy Theory of Behavioral
change. Cognitive Therapy and Research, 1(4), 287-310.
Bandura, A.(1982).Self-efficacy mechanism, in human aging. American Psychologist,
37, 122-147.
Bahrke, M. S. (1981). Alterations in anxiety following exercise and rest. In: F. J.
Nagle & H. J. Montoy (Eds.), Exercise in health and disease (pp.291-297).
Springfield, IL: Charles C. Thomas.

128
Βahrke, M. S. & Morgan, W. P. (1978). Anxiety reduction following exercise and
meditation. Cognitive Therapy and Research, 2(4), 323-333.
Barchas, J. D. & Friedman, D. X. (1963). Brain amines: Response to physiological
stress. Biochemical Pharmacology, 12, 1232-1235.
Bavasso, G. (2001). The long-term outcomes of depression and anxiety comorbid
with substance use disorders. The Journal of Behevioral health Services and
Research, 28(1), 45-57.
Beck, A. T. (1975). Depression: Causes and treatments. Philadelphia: University of
Press.
Beck, A. T.(1967). Depression: Clinical, Experimental, and Theoretical Aspects,
255-256, Harper and Row, New York.
Beck, A. T., Steer, & Brown, B. K.(1996). Beck depression inventory manual (2nd ed),
Psychological Corporation, San Antonio, TX.
Beck, A. T., Steer, A. R., Carbin, G. M. (1988). Psychometric properties of the Beck
Depression Inventory: Twenty-five years of evaluation. Clinical Psychology
Review, 8(1), 77-100.
Beck, A.T., & Breamsderfer, A. (1974). Assessment of depression: The Depression
Inventory, In: Pichot, P., (Ed), Modern Problems in Pharmacopsychiatry, Kargel,
Basel, Switzerland, pp.15-168.
Beck, A.T., Ward, C.H., Mendelson, M.,Mock, J.,& Erbaugh, J.(1961). An inventory
for measuring depression. Archives of General Psychiatry, 4, 561-571.
Bennett, S.D., Amrosini, J.P., Bianchi, M., Barnett, D., Metz, C., Rabinovich, H.
(1997). Relationship of Beck Inventory factors to depression among adolescents.
Journal of Affective Disorders, 45(3), 127-134.
Berger, B. G. & Owen, D. R. (1988). Stress reduction and mood enhancement in four
exercise modes: Swimming, body conditioning, hatha yoga and fencing. Resea-
rch Quarterly for Exercise and Sport, 59, 148-159.
Berger, B. G., & Owen, D, R. (1987). Anxiety reduction with swimming: Relation-
ship between exercise and state, trait and somatic anxiety. International Journal of
Sport Psychology, 18, 286-302.
Bhui, K., & Fletcher, A. (2000). Common mood and anxiety states: gender differen-
ces in the protective effect of physical activity. Social Psychiatry and Psychiatric
Epidemiology, 35, 28-35.
Biddle, S, (1995). Exercise psychosocial health. Research Quarterly for Exercise and
Sport, 66(4), 292-297.
Biddle, J. H. S. & Mutrie, N. (1991). Psychology of physical activity and exercise: A
health-related perspective. London: Springer- Verlag.
Βijstra, J. O., Bosma, H. A. & Jackson, S (1994) The relationship between social skils
and psychosocial functioning in early adolescence. Personality and Individuals
Differences, 16, 767-776.
Blue, F. R. (1979). Aerobic running as a treatment for moderate depression. Percep-
tual and Motor Skills, 48, 228.
Blumenthal, J., Williams, R., Needels, T. & Wallace, A. (1982). Psychological chan-
ges accompany aerobic exercise in healthy middle-aged adults. Psychosomatic
Medicine, 44(6), 529-536.
Brewer, D. D., Catalano, F. R., Haggerty, K., Gainey, R. R. & Fleming, B. C. (1998).
A meta analysis of predictors of continued drug use during and after treatment for
opiate addiction. Addictions, 93, 93-92.

129
Broocks, A., Bandelow, B., Pekrun, G., George, A., Meyer, T., Bartmann, U., Hilmer-
Vogel, U. & Ruther, E. (1998). Comparison of aerobic exercise, clomipramine,
and placebo in the treatment of panic disorder. American Journal of Psychiatry,
115, 603-609.
Broocks, A., Meyer, T., Bandelow, B., et. al., (1997). Exercise avoidance and impai-
red endurance capacity in patients with panic disorder. Neuropsychobiology, 36,
183-187.
Brown, D. R. (1990). Exercise, fitness, and mental health. In: Bouchard, C.,
Shepard, R. J., Stephans, T., et. al., (Eds.), Exercise, fitness, and health: a
consencus of current knowledge (pp. 607-627). Champain (IL): Human Kinetics.
Brown, D. R., Morgan, W. P. & Raglin, J. S. (1993). Effects of exercise and rest on
the state anxiety and blood pressure of physically challenged college students.
Journal of Sports Medicine and physical Fitness, 33(3), 300-305.
Brown, B. S., Payne, T., Kim, C., Moore, G., Krebs, P. & Martin, W. (1979).
Chronic response of rat brain norepinephrine and serotonin levels to edurance
training. Journal of Applied Physiology, 46, 19-23.
Brown, R. S., Ramizer, D. E. & Taub, J. M. (1978). The prescription of exercise for
depression. The Physician & Sportmedicine, 6, 35-45.
Brown, B. S. & van Huss, W. (1973). Exercise and rat brain catecholamines. Journal
of Applied Physiology, 30, 664-669.
Buckley, C.T., Parker, D. J. & Heggie, J. (2001). A psychometric evaluation of the
BDI-II in treatment-seeking substance abusers. Journal of Substance Abuse Treat-
ment, 20(30), 197-204.
Buffone, G. W. (1981). Psychological changes associated with cognitive behavior
therapy and an aerobic running program in the treatment of depression.
Paper presented in the annual convention of the Association for Advancement of
Behavior Therapy, Toronto, Canada.
Burns, R. B. (1986). Self Concept: Theory, Measurement, Development and Behavior.
London: Longman.
Βurns, R. B. (1982). Self-concept development and education. London: Holt, Rinehart
and Winston.
Burns, R. B. (1979). The self-concept, Theory, measurement, development and
behaviour. Longman, London and New York.
Bumberry, W., Oliver, J. M. & McClure, J. N. (1978). Validation of the Beck Depres-
sion Inventory in a university population using psychiatric estimate as a crite-
rion. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 46, 150-155.
Burling,T. A., Seidner, A. L., Robbins-Sisco, D., Krinsky, A., Hanser, S. B.(1992).
Batter up! Relapse prevention for homeless veteran substance abusers via
softball team participation. Journal of Substance Abuse, 4, 407-413.
Byrne, B. M. (2000). Relationships between anxiety, fear, self-esteem, and coping
strategies in adolescence. Adolescence, 35, 137-149.
Byrne, B. M. (1996). Measuring self-concept along the life span. Washington, DC:
American Psychological Association.
Byrne, B. M & Shavelson, R. (1986). On the structure of the adolescent self-concept.
Journal of Educational Psychology, 78, 474-481
Cadoret, R. J., Troughton, E., O’ Gorman, T. W. & Heywood, E. (1986). An adop-
tion study of genetic and environmental factors in drug abuse. Archives of General
Psychiatry,43, 11-36.
Campell, R. N. (1984). The new science: Self-esteem psychology, University Press of
America, Lanham, M. D.

130
Carlson, J. F. (1998). Beck Depression Inventory. In: J. C. Impara, & B. S. Plake,
(Eds.), Mental Measurements Yearbook, (pp. 100-121), Vol.13, Buros Institute of
Mental Measurements, Lincoln, N. E.
Caruso, C. M. & Gill, D. L. (1992). Strengthening physical self-perceptions through
exercise. Journal of Sports Medicine and Physical Fitness, 32, 416-427.
Caplan, J. R. (1991). The recuperative effects of exercise versus stress management
on alcoholics participating in an in-patient rehabilitation program. Unpublished
Doctoral Dissertation, Concordia University, Canada.
Cattell, R. B. & Scheier, I. H. (1961). The meaning and measurement of neuroticism
of neuroticism and anxiety. New York: Ronald.
Chartier, G. M. & Ranieri, D.J. (1984). Adolescent depression: Concepts, treatments,
prevention. In : P. Karoly & J. J. Steffen (Eds). Adolescent behavior disorders:
Foundations and contemporary concerns (pp.153-193).Lexington, MA.
Chaouloff, F.(1989).Physical exercise and brain monoamines: A review. Acta Psycho-
logica Scandinavica, 137, 1-13.
Christie, M. J. & Chesher, G. B. (1982). Physical dependence on physiologically
released endogenous opiates. Life Sciences, 30, 1173-1177.
Christie, M. J., Trisdikoon, P. & Chesher, G. B. (1982). Tolerance and cross-
tolerence with morfine resulting from physiological release of endogenous
opiates. Life Sciences, 31, 839-845.
Collinwood, R. T., Reynolds, R., Kohl, W. H., Smith, W., Sloan, S. (1991). Physical
Fitness effects on substance abuse risk factors and use patterns. Journal Drug
Education, Vol.21(1), 73-84.
Coopersmith, S. (1967). The antecedents of self-esteem, Freeman, San Francisco.
Conroy, R. W., Smith, K. & Felthouse, A. R. (1982). The value of exercise in a
psychiatric hospital unit. Hospital and Community Psychiatry, 33(8), 641-
645.
Craft, L. L.& Landers, D. M. (1998). The effect of exercise on clinical depression and
depression resulting from mental illness: A meta-analysis. Journal of Sport and
Exercise Psychology, 20, 339-357.
Dawes, A. M., Antelman, M. S., Vanynkov, M. M., et al., (2000). Development
sources of variation in liability to adolescent substance use disorders. Drug and
Alcohol Dependence, 61, 3-14.
Deivert, G.R.(1992). Efficacy of an aerobic exercise program as treatment for depres-
sion and anxiety in alcohol and chemically dependent adults. Unpublished
Doctorial Dissertation, Pennsylvania State University.
Demichelle, P. D., Pollock, L. M., Graves, E. J. et al. (1997). Effect of training freq-
uency on the development of isometric torso rotation strength. Archives of Phy-
sical Medicine and Rehabilitation, 27, 64-69.
Diakogiannis, I., Vlachopoulou, F., Fokas, K., Kioumourtzoglou, E., Karavatos, A.,
Kaprinis, G. (2005).The effect of physical exercise on State Anxiety of addictive
adults. Poster in XIII World Congress OF Psychiatry, Cairo, Egypt.
DiClemente, C. C. (1981). Self-efficacy and smoking cessation maintenance: a preli-
minary report. Cognitive Therapy Research, 5, 175-187.
Digelidis, N. & Papaioannou, A. (1999). Age-group differences in intrinsic motiva-
tion, goal orientations, perception of athletic competence, physical appearance and
motivational climate in Greek physical education. Scandinavian Journal of Me-
dicine Science and Sports, 9(6), 375-380.

131
DiLorenzo, M. T., Bargman, P. E., Stucky-Ropp, R., Brassington, S. G., Frensch, A.
P.& Lafontaine, T. (1999). Long-Term Effects of Aerobic Exercise on Psycho-
logical Outcomes. Preventive Medicine, 28(1), 75-85.
Di Nubill, N. A (1991). Strength training. Clinical Sports Medicine, 10, 3-62.
Dishman, R. K. (1986). Mental health. In: V. Seefeldt (Ed). Physical activity and
wellbeing (pp.304-341). Reston, VA: American for Health, Physical Education,
Recreation, and Dance.
Dishman, R. K. (1985). Medical psychology in exercise and sport. Medical Clinics of
North America, 69(1), 123-143.
Dishman, R. K. (1982). Compliance/adherence in health-related exercise. Health
Psychology, 1(3), 237-267.
Dishman, R., Renner, K. J., Youngstedt, S.D., Reigle, T.G., Bunnell, B.N., Burke, K.
A., Yoo, H, S., Mougey, E. H. & Meyerhof, J. L. (1997). Activity wheel running
reduces escape latency and alters brain monoamine levels after footshock. Brain
Research Bulletin, 42, 399-406.
Dolto, F. (1984). H ασυνείδητη εικόνα του σώµατος. Μετάφραση Κούκη, Ε. Εκδόσεις
Βιβλιοπωλείο της ‘Εστίας’ Ι. ∆. Κολλάρου, Αθήνα .
Donovan, M., Marlatt, D. & Allan, G. (1988). Assessment of addictive behaviors.The
Guilford Press, Colorado.
Doyne, E. J., Ossip-Klein, D. J., Bowman, E. D., Osborn, K. M., McDougall-
Wilson, I.B. & Weimeyer, R. A. (1987). Running versus weight - lifting in the
treatment of depression. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 55,
748-754.
Doyne, E. J., Chambliss, D. L. & Beutler, L.E.(1983). Aerobic exercise as a treatment
for depression in women. Behevior Therapy, 14, 434-440.
Driscoll, R. (1976). Anxiety reduction using physical exertion and positive images.
Psychological Record, 26, 87-94.
Dunn, A. L. & Dishman, R. K. (1991). Exercise and the neurobiology of depression.
Exercise and Sport Sciences Reviews, 41-98.
Endler, N. S., Rutherford, A. & Denisoff, E. (1999). Beck Depression Inventory:
Exploring its dimensionality in a nonclinical sample. Journal of Clinical Psycho-
logy, 55, 1307-1312.
Epstein, S. (1973). The self-concept revisited or a theory of a theory. American Psyc-
hologist, 28, 405-416.
Extein, I. L. & Gold, M. S (1993). Hypothesized models for phychiatric syndromes
in alcohol and drug dependence. Journal of Addictive Disorders, 12, 39-43.
Ewart, C. K., Taylor, B. C., Reese, B.L., De Busk, F. R.(1983). Effects of early post-
myocardial infarction exercise testing on self-perception and subsequent physical
activity. American Journal of Cardiology, 51, 1076-1080.
Fahey, I.D., Akka, A. & Ralph, R. (1975). Body composition and VO2 max of Exept-
ional Weight Trained Athletes. Journal of Applied Physiology, 39, 559-561.
Farrell, P. A., Gates, W. K., Morgan, W. P. & Maksud, M. G. (1982). Increases in
plasma B-EP and B-LPH immunoreactivity after treadmill running in humans.
Journals of Applied Physiology: Respiratory, Environmental and Exercise
Physiology, 52, 1245-1249.
Fasting, K. & Cronningsaeter, H. (1986). Unemployment, trait anxiety and physical
exercise. Scandinavian Journal of Sports Science, 8(3), 99-103.
Feigenbaum, S. M., Pollock, L. M (1999). Prescription of resistance training for heal-
th Disease. Medicine and Science in Sports and Exercise, 31(10), 38-45.
Flach, F. F. (1974). Κατάθλιψη, η µυστική της δύναµη. Εκδόσεις Ταµασός, Αθήνα.

132
Fleck, S. J. (1998). Cardiovascular adaptations to resistance training. Medicine and
Science in Sports and Exercise, 20, S 146-151.
Fleck, S. J. & Kraemer, J. W. (1997). Designing Resistance Training Programs,
(pp.1-115) Champaing, IL: Human kinetics Books.
Fleming, J. E., Offord, D. R (1990). Epidemiology of childhood depressive disorders:
A critical review. Journal of the Academy of Child and Adolescent Psychiatry,
29, 571-580.
Fleming, J. S. & Courtney, B. E. (1984).The dimensionality of self-esteem II: Hie-
rachical facet model of revised measurements scales. Journal of Personality and
Social Psychology, 46, 404-421.
Folk, L., Pederson, J. & Cullari, S. (1993).Body satisfaction and self-concept of thi-
rd – and sixth grade students. Perceptual and Motor Skills, 76, 547-553.
Folkins, C. H. (1976). Effects of physical training on mood. Journal of Clinical
Psychology, 32(2), 385-388.
Folkins, K. H. & Sime W. E. (1981). Physical fitness training and mental health.
American Psychologist, 36, 373-389.
Fox K. R. (2000a). Self-esteem, Self-perceptions and Exercise. International Journal
of Sport Psychology (Special Issue): Exercise Psychology, 31(2), 228-240.
Fox, K. R. (2000b). The effects on self-perceptions and self-esteem. In: S. J. G Biddle
K. R. Fox and S. H. Boutcher, (Eds.), Physical activity and psychological well-
being (pp.88-118). Routhledge and Kegan Paul, London.
Fox, R. K. (1997). The physical self and processes in self-esteem development. In:
K. R. Fox, (Eds.),The Physical self: Form motivation to well – being( pp.111-139)
Champaign, II, Human Kinetics.
Fox, K. R. (1992). Physical education and self-esteem. In N. Armstrong (Ed.),
New directions in physical education: Toward a national curriculum,Vol.2 (pp.
33-54). Champaign, IL: Human Kinetics.
Fox, K. R. 1990). The Physical Self-perception Profile manual. DeKalb, IL: Northern
Illinois University, Office for Health Promotion
Fox, K. R. & Corbin, C. B.(1989). The Physical Self-Perception Profile: Development
And preliminary validation. Journal of Sport & Exercice Psychology,11(4), 408-
430.
Frankel, A. & Murphy, J. (1974). Physical fitness and personality in alcoholism:
Canonical analysis of measures before and after treatment. Quarterly Journal of
Studies in Alcohol, 35, 1271-1278.
Franklin, T. J.(1988). The effect of running in drug rehabilitation Unpublished Docto
ral Dissertation, Drake University.
Fremot, J. (1983). The separate and combined effects of cognitively based counselt-
ing and the aerobic exercise for the treatment of mild and moderate depres-
sion. Unpublished doctorial dissertation, The Pennsylvania State University.
Gillam, G. M. (1981). Effects of frequency of weight training on muscle strength
enhancement. Journal of Sports Medicine, 21, 432-436.
Goodwin, D. R., Stayner, A. D., Chinman, J. M., Wu, P., Tebes, K.J. & Davidson, L.
(2002).The relationship between anxiety and substance use disorders among
individuals with severe affective disorders. Comprehensive Psychiatry, 43 (4),
245-252.
Gordon, R., Spector, S., Sjoerdsma, A. & Udenfried, S. (1966). Increased synthesis
of norepinephrine and epinephrine in the intact rat during exercise and exposure
to cold. Journal of Pharmacology and Experimental Therapeutics, 153, 440-447.

133
Graves, J. E., Pollock, L. M., Foster, N. D., et.al.(1990) Effect of training frequency
and specificity on isometric lumpar extension strength. Spine, 15, 504-509.
Greenwald, A. G., Bellezza, F. S. & Banaji, M. R. (1987). Is self-esteem a central
ingredient of the self-concept? Personality and Social Psychology Bulletin,14,
34-45.
Griest, J. H., Klein, M. H., Eischens, R. R., Faris, J., Gurman, A. S. & Morgan, W. P.
(1981). Running through your mind. In M. H. Sacks & M. L. Sacks (Eds.),
Psychology of Running (pp. 5-26). Champaign (IL): Human Kinetics.
Gruber, J. (1986). Physical activity and self-esteem development in children: a meta-
analysis. Ιn G. Stull & H. Eckert (Eds), Effects of physical activity on children
(pp.30-48). Champaign. IL: Human Kinetics and American Academy of Physical
Education.
Guszkowska, M. (2004).Effects of exercise on anxiety, depression and mood.
(abstract). Psychiatr Pol., 38(4), 611-620.
Haier, R. J., Quaid, K. & Mills, J. S. C. (1981). Nalaxone alters pain perception
after jogging. Psychiatric Research, 5, 231-232.
Hannaford, C. P., Harrell, E. H . & Cox, K. (1988). Psychophysiological effects of a
rynning program on depression and anxiety in a psychiatric population. Psycho-
logical Record, 38, 37-48.
Harter, S. (1999). The constructions of the self: A developmental perspective. New
York, Guilford.
Harter, S.(1996).Historical roots of contemporary issues concerning self-concept. In:
B.A. Bracken (Ed.), Handbook of self-concept: Developmental, social and clinical
considerations (pp.1-37). New York: Wiley.
Harter, S. (1990). Causes, correlates, and the functional role of global self-worth: A
life span perspective. In R. J. Sternberg & J. Kolligian, J. (Eds.), Competence
considered, (pp. 67-97). New York: Vail – Ballon.
Harter, S. (1983). Developmental perspectives on the self-system. In E. M. Heather-
ington (Ed.), Handbook on child psychology: Socialization, personality and social
development, (Vol. 4, pp.275-386). New York:Wiley.
Hartz, G. W., Wallace, W. L. & Cayton, T. G. (1982). Effect of aerobic conditioning
upon mood in clinically depressed men and women: A preliminary investigation.
Perceptual and Motor Skills, 55, 1217-1218.
Helbing, J. S. (1982). Zelfwaardering: Meeting en validiteit (Self-esteem: Measure-
ment and validity)(Abstract) Nederlands Tijdchift voor de Psychologie,37, 257-
277.
Ηilyer, J. C., Wilson, D. G., Dilon, C., Caro, l., Jenkins, C., Spencer, W. A. &
Booker, W. (1982). Physical fitness training and counseling as treatment for
youthful offenders. Journal of Counseling Psychology, 29(3), 292-303.
Ηοwitt, D & Cramer, D. (2001). Στατιστική µε το SPSS 10 για Windows. Εκδόσεις
Κλειδάριθµος, Αθήνα.
Hughes, J. R. (1984). Psychological effects of habitual aerobic exercise: A critical
review. Prevention Medicine, 13, 66-78.
Hyphantis, T., Koutras, V., Liakos, A. & Marselos, M. (1991). Alcohol and drug use,
family situation and school performance in adolescent children of alcoholics. The
International Journal of Social Psychiatry, 37(1), 35-42.
Jacobs, B. E. (1984). The effects of physical fitness training on anxiety. Dissertation
Abstarcts International, 45, 6B, 1915.
Jette, M. (1975).Habitual exercisers: A blood serum and personality profile. Journal
of Sports Medicine, 3, 12-17.

134
Kavanagh, T., Shephard, R.J., Tuck, J. A. & Qureshi, S. (1977). Depression
following myocardial infarction: The effect of distance running. Annals of the
New York Academy of Sciences, 301, 1029-1038.
King, A. C., Taylor, C. B., Haskell, W. L. & DeBusk, R. F. (1989).Influence of
regular aerobic exercise on psychological health: A randomized, controlled
trial of healthy middle-aged adults. Health Psychology, 8, 305-324.
Klein, M. H., Greist, J. H., Gurman, A. H., Neimeyer, R. A., lesser, D. P., Bushnell,
N.J., & Smith, R. E. (1985). A comparative outcome study of group psycho-
therapy vercus exercise treatments for depression. International Journal of
Mental Health, 148-177.
Knapen, J., Van de Vliet, P., Van Coppenolle, H., David, A., Peuskens, J., Knapen,
K., Pieters, G. (2003). The effectiveness of two psychomotor therapy program-
mes on physical fitness and physical self-concept in non psychotic psychiatric
patients: a randomized control trial. Clinical Rehabilitation, 17(6), 637-647.
Kokkevi, A. (1992). A follow-up study of drug addicts in Greece: preliminary results,
In Epidemiologic trends in drug abuse, Proceedings of the Community Epidemio-
logy Work Group (pp441-452). Rockville, Maryland.
Kokkevi, A. & Stefanis, C. (1991). The epidemiology of licit and illicit substance use
among high school students in Greece. American Journal of Public Health, 81,
31-49.
Kokkevi, A. & Stefanis, C. (1995). Drug abuse and psychiatric comorbidity.
Comprehensive Psychiatry, 36(5), 329-337.
Kokkevi, A. & Facy, F. (1995).Personality traits and psychopathology in drug addic-
tion: a cross-national study on French and Greece samples. European Addiction
Research, 1, 194-198.
Κοkkevi, A., Liappas, J. & Stefanis, C. (1993). Psychopathology associated to
criminality in substance abuse/dependence. Proceedings of the 9th World
Congress of Psychiatry, Rio de Janeiro, World Psychiatry Association.
Kokkevi, A., Madianou, D., Madianos, M. & Stefanis, K. (1985). Licit and illicit
substance use and depressive symptoms in a nation-wide sample of adolescent
students. The World Psychiatric Association, Regional symbosium, Athens.
Kokkevi, A., Alevizou, S., Boukouvala, V., Malliori, M., Cheropoulou, C., Liappas, J,
Stefanis, C. (1990).Drug abuse and psychiatric comorbinity. Proceedings of the
13th World Conference of Therapeutic Communities, Athens.
Kostrubala, T. (1976). The joy of running. New York, Lippincott Company.
Koutras, V., Hyphantis, T., Kafetzopoulos, E., Liakos, A. & Marselos, M. (1990).
Drug use in greek high school students : family correlates. Proceedings of the 13th
World Conference of Therapeutic Communities, Athens.
Κremer, D., Malkin, J. M., Benshoff, J. J. (1995). Physical Activity Programs offered
in Substance Abuse treatment facilities" Journal of Substance Abuse Treatment,
12, 327-333.
Κunstler, R. (1985). Emerging special populations and how they can be helped
Adapted Physical Activity Quarterly, 2, 177-181.
Landers, D. M., & Petruzzello, S. J. (1994). Physical Activity, Fitness, and Anxiety.
In: Bouchard, C., Shephard, J. R., Stephens, T. (Eds), Physical Activity,
Fitness, and Health, International Proceedings and Consensus Statement( pp.
868-882),Champaign, IL: Human Kinetics.
Lawlor, A. D., Hopker, W. S. (2001). The effectiveness of exercise as an intervention
in the management of depression: systematic review and meta-regression analysis
of randomized controlled trials. British Medicine Journal, 322(7289): 763.

135
Lemperiere, T., Feline, A., Gutmann, A., Ades, J., Pilate, C. Επίτοµη Ψυχιατρική
Ενηλίκων. Μετάφραση – έκδοση Σακελλαρόπουλος, Π.
Liakos, A., Yannitsi, S., Loucas, S. (1982). Cognitive Performance in Schisophrenia
and its relationships to Arousal, Psychopathology and Anxiety. Paper presented
to XIV Conference on Psychosomatic Research. Amsterdam.
Liakos, A., Markidis, M., Kokkevi, A., Stefanis, C. (1977). The Relation of Anxiety
Liakos, A., Papacostas, J., & Stefanis, C.(1976). A Repertory Grid Study of
Anxiety IN Greek Psychiatric Patients. In: Spielberger, C. D., Diaz-Guerrero
(Eds.), Crosscultural anxiety, Hemisphere Pyblications, Washington.
Lipton, M. A. (1974). Neuropsychopharmacology of monoamines and their regulatory
enzymes. In E. Usdin (Ed.), Advances in Biochemical Psychopharmacology,
(p.451). New York. Raven Press.
Lοbbe. E. E., Welsh, M. C., & Delaney, D. (1988). Effects of consistent aerobic
exercise on the psychological functioning of women. Perceptual and Motor
Skills, 67, 919-925.
Lobitz, W.C., Brammell, H. L., Stoll, S. & Niccoli, A. (1983). Physical exercise and
anxiety management training for cardiac stress management in a nonpatient
population . Journal of Cardiac Rehabilitation, 3, 683-688.
Long, B. (1984). Aerobic conditioning and stress inoculation: A comparison of
stress management interventions. Cognitive Therapy and Research, 8 , 517-
542.
Long, B. C., & van Stavel, R. (1995). Effects of exercise training on anxiety. A meta-
analysis. Journal of Applied Sport Psychology, 7(2) , 167-189.
Long, B. & Haney, C. J. (1988). Long term follow-up of stressed working women:
A comparison of aerobic exercise and progressive relaxation. Journal of Sport and
Psychology, 10 , pp.461-470.
Lubin, B. (1965). Adjective checklists for measurements of depression. Archives of
General Psychiatry, 12, 57-62.
Madianos,M., Gefou-Madianou, D., Richardson, C. & Stefanis, C.(1995).Factors
affecting illicit and licit drug use among adolescents and young adults in
Greece. Acta Psychiatrica Scadinavica, 91, 258-264.
Madianos, M., Gefou-Madianou, D. & Stefanis, C. (1994). Symptoms of depression,
suicidal behavior and use of substances in Greece: a nation-wide general
population survey. Acta Psychiatrica Scadinavica, 89, 159-166.
MacMahon, J., Gross, R. T. (1988). Physical and Psychological Effects of Aerobic
Exercise in Delinquent Adolescents males. American Journal of Dis Child, 142 ,
1361-1366. Nursing Research, 38 , 348-351.
Markoff, R. A., Ryan, P. Young, T. (1982). Endorphrin and mood changes in long-
distance running. Medicine and Science in Sports and Exercise, 14, 11-15.
Marsh, H. W (1987). The hierarchical structure of self-concept and the application
of hierarchical confirmatory factor analysis. Journal of Educational Measur-
ment, 24(1), 17-39.
Marsh, H. W. (1986). Global self-esteem : It’s relation to specific facets of self-
concept and their importance. Journal of Personality and Social Psychology, 38,
299-337.
Marsh, H. W. & Yeung, A. S. (1998). Top-down, bottom-up and horizontal models :
The direction of causality in multidimensional, hierarchical self-concept models.
Journal of Personality and Social Psychology, 75, 509-527.

136
Marsh, H. W., Walker, R., & Debus, R. (1991). Subject-specific components of
academic self-concept and self-efficacy. Contemporary Educational
Psychology, 16, 331-345.
Marsh, H. W. & McDonald-Holmes, I. W. (1990). Multidimensional self-concepts:
Construct validation of responses by children. American Educational Research
Journal, 27, 89-117.
Marsh, H. W. & Gouvernet, P. J.(1989). Multidimensional self-concepts and
perceptions of control : Construct validation of responses by children. Journal
of Educational Psychology, 81, 57-69.
Μarsh, H. W., Bryne, B.,Shavelson, R. (1988). A multifaceted academic self-concept:
Its hierarchical structure and its relation to academic achievement. Journal of
Educational Psychology, 80, 173-187.
Martinsen, E. W. (2000). Physical activity for mental health. Tidsskrift for Den Nors-
ke Laegeforening, 120 (25). (Abstract- MEDLINE).
Μartinsen, E. W. (1991). The effects of exercise on Mental Health in Clinical
Population. In: Psychology of physical activity and exercise: A health related
perspective, (pp.71-84). London: Springer- Verlag.
Martinsen, E. W., Sandvik, L., & Kolbjornsrud, O. B. (1989a). Aerobic exercise in
the treatment on non-psychotic mental disorders: An exploratory study. Nordic
Journal Of Psychiatry, 43, 521-529.
Martinsen, E. W., Hoffart, A, M & Solberg, O. (1989b) Comparing aerobic with
nonaerobic forms of exercise in the treatment of clinical depression: A
randomized trial. Comprehensive Psychiatry, 30, 324-331.
Martinsen. E. W., Hoffart, A. & Solberg, O. (1989c). Aerobic and non-aerobic forms
of exercise in the treatment of anxiety disorders. Stress Medicine, 5, 115-120.
May, R. (1977). Meaning of anxiety. New York , Norton.
Mayer, T., Broocks, A. (2000).Therapeutic impact of exercise on psychiatric diseases:
Guidelines for exercise testing and prescription. Sports Medicine (Auckland,
N.Z), 30(4), 269-279.
Mazzeo,R.S.(1991).Catecholamine responses to acute and chronic exercise. Medicine
and Science in Sports and Exercise, 23(7), 839-845.
McAuley, E. (1994). Physical activity and psychosocial outcomes. In Bouchard,
Shepard & Stephens (Eds.),Physical activity, fitness, and health: International
Proceedings and consensus statement (pp.551-568. Champaign, IL: Human
Kinetics.
McAuley, E., Courneya, K., & Lettunich, J. (1991). Effects of acute and long-term
exercise on self-efficacy responses in sedentary, middle-aged males and
females. The Gerontologist, 31, 534-542.
McDaniel, W. W. (1988). Panic disorder and exercise. American Journal of Psychia-
try, 145, 269.
McDonald, D. G. & Hogdon, J. A. (1991). Psychological effects of aerobic fitness
training: Research and theory. New York: Springer-Verlag.
McEntee, D. J. & Haglin, R. P. (1999). Cognitive group therapy and aerobic exercise
in the treatment of anxiety. Journal of College Student Psychotherapy, 13(3), 37-
55.
McNally, R. J. (1996). Anxiety sensitivity in distinguishable from trait anxiety. In:
Rapee, R. M. (Ed.), 1996, Current controversies in the anxiety disorders, pp.
214-227.The Guilford Press, New York.
Messer, B. & Harter, S. (1986). Manual for the Adult Self-Perception Profile. Uni-
versity of Denver.

137
Μiller, L. D., Murphy, R., & Buss, h. a. (1981). Consciousness of body: private and
public. Journal of Personality and. Social Pcychology, 41, 397-406.
Μοck, V.(1993). Body image in women treated with breast cancer. Nursing Research,
42, 153-157.
Morgan, W. P. (1994). Physical activity, fitness, and depression. In C. Bouchard,R. J.
Shephard, & T. Stephens (Eds), Physical Activity, Fitness, and Health (pp.851-
867). Champain (IL). Human Kinetics.
Morgan, W. P. (1985). Affective beneficence of vigorous physical activity. Medicine
and Science on Sports and Exercise, 17, 94-100.
Morgan, W. P. (1981).Psychological benefits of physical activity. In: Nagel, F. J.,
Montoye, H. J. (Eds). Exercise in health and disease. Springfield, IL: Charles C.
Thomas.
Morgan, W. P. (1978). The mind of the marathoner. Psychology Today, 11, 38-40.
Morgan, W. P. (1970). Physical working capacity in depressed and non-depressed
females: A preliminary study. American Corrective Therapy Journal, 24, 14-16.
Morgan, W. P. (1969). A pilot investigation of physical working capacity in depressed
and non-depressed psychiatric males. Research Quarterly, 40, 849-861.
Morgan, W. P. (1968). Psychological considerations. Journals of Heath, Physical
Education and Recreation, 39, (Nov-Dec), 26-28.
Morgan, W. P & Goldston, S. E (1987). Summary. In: W. P. Morgan & S.E
Goldston (Eds.), Exercise and mental health (pp.155-159). New York:
Hemisphere.
Morgan, W. P., & Pollock, M. L (1978). Physical activity and cardiovascular health:
Psychological aspects. In. F. Landry & W. Orban (Eds)Physical activity and
human well-being.(pp.163-181). Miami, FL: Symposia Specialists.
Morgan, W. P., & Hammer, W. M. (1974). Influence of competitive wrestling upon
state anxiety. Medicine and Science in Sports, 6, 58-61.
Morgan, W. P., Roberts, J. A., Brand, F. R. & Feinerman, A. D. (1970). Psychological
effect of chronic physical activity. Medicine and Science in Sports, 2, 213-17.
Μοses. J., Steptoe, A., Mathews, A., & Edwards, S., et al., (1989). The effects of
exercise training on mental well-being in the normal population: A controlled
trial. Journal of Psychosomatic Research, 33, 47-61.
Muller, B., & Armstrong, H. E. (1975). A further note on the “running treatment” for
anxiety. Psychotherapy Theory, Research and Practice, 12, 385-387.
Mutrie, N. & Biddle, J. H. S. (1991). The effects of exercise on mental health in
non-clinical populations. In: Psychology of physical activity and exercise. A
health related perspective, (pp. 50-69). London: Springer-Verlag.
Murphy, G. B. (1970). An approach to the treatment of alcoholism through corrective
therapy. Amer Correct. Ther. Jourlal, 24,88-92.
Νeale, D. C., Sonstroem, R. J., & Metz, K. F (1969). Physical Fitness, self-esteem,
and attitudes toward physical activity. Research Quarterly, 40, 743-749.
Nieman, D. C. (1995). Physical Activity and Psychological Health. In D. C. Nieman
(Ed.), Fitness and Sports Medicine, A Health – Related Approach (pp.459-478).
Mayfield Publishing Company, Mountain View, California.
Νοrris, R., Carroll, D. & Cochrane, R. (1992). The effects of physical activity and
exercise training on psychological stress and well-being in an adolescent popu-
lation .Journal of Psychosomatic Research, 36 , 55-65.
North, T. C., McGullagh, P., & Vu Tran, Z. (1990). Effect of exercise on depression.
Exercise and Sports Sciences Reviews, 18 : 379-415.

138
Norton, G. R., Rockman, G. E., Ediger, J., Pepe, C. P., Goldberg, S., Cox, B. J., &
Asmundson,G.J.G. (1997). Anxiety sensitivity and drug choice in individuals
seeking treatment for substance abuse. Behavior Research and Therapy, 35 ,
859-862.
Norvell, N., Martin, D. & Salamon, A.(1991).Psychological and physiological beni-
fits of passive and aerobic exercise in sedentary middle aged women. Journal of
Nevrology and Mental Diseases, 179(9), 573-574.
Nouri, S., & Beer, J. (1989). Relations of moderate physical exercise to scores on
hostility, aggression, and trait anxiety. Perceptual and Motor Skills, 68,1191-
1194.
Ntoumanis N. (2001). A Step – by – Step Guide to SPSS for Sport and Exercise
Studies. Routledge, London.
Nussbaum, K., Witting, B. A., Hanlon, T. E. & Kurland, A. A. (1963). Intravenous
nialamide in the treatment of depressed female patients. Comprehensive Psyc-
hiatry, 4, 105-116.
O’Connor, P. J., Bryant, C. X., Veltri, J. P., & Gebhardt, S. M. (1993). State Anxiety
and ambulatory blood pressure following resistance exercise in females. Medici-
ne and Science in Sports and Exercise, 25, 516-521.
O’Connor, P. J., Carda, R. D., Graft, B. K. (1991).Anxiety and intense running
exercise in the presence and absence of interpersonal competition. International
Journal of Sports and Medicine, 12, 423-426.
Orwin, A. (1981). “The running treatment”: A preliminary communication on a new
use for an old therapy (physical activity) in the agoraphobic sydrome. In: M.H
Sacks, & M. L. Sacks, (Eds.), Psychology of Running, (pp.32-39). Champaign,IL:
Human Kinetics.
Orwin, A. (1973). “The running treatment”: A preliminary communication on a new
use for an old therapy (physical activity) in the agoraphobic sydrome. British
Journal of Psychiatry, 122 , 175-179.
Osei-Tutu, K.E.K., Campagna, P.D. (1998).Psychological benefits of continuous ver-
sus intermittent moderate-intensity exercise (abstract).Medicine and Sciences in
Sports and Exercise, 30, Suppl., 5:S117.
Ossip-Klein, D. J., Doyne, E. J., Bowman, E. D., Osborn, K. M., McDougall-Wilson.,
I. B., & Neimeyer. (1989). Effects of running and weight lifting on self-concept
in clinically depressed women. Journal of Consulting and Clinical Psychology,
57(1), 158-161.
Ostman, I. & Nyback, H. (1976). Adaptive changes in central and peripheral neurons
in rats, following chronic exercise. Neuroscience, 1, 41-47.
Page, A., Fox, K., Biddle, S. & Ashford, B. (1993). Evidence of cross-cultural
validity for the Physical Self –perception Profile. Personality and Individual Dif-
ferences, 14(4), 585-590.
Palmer, A.J., Palmer, K.L., Michiels K., Thigpen, B.(1995) Effects of type exercise
depression in recovering substance abusers. Perceptual and Motor Skills, 80,
523-530.
Palmer, J., Vacc, N., Epstein, J. (1988). Alcoholics: Physical Exercise as a treatment
intervention. Journal of Studies on Alcohol, (49)5 , pp.418-421.
Paluska, A. S., & Schwenk, L. T. (2000). Physical Activity and Mental Health. Sports
Medicine, 29(3), 167-180.

139
Pennix, B. W., Rejeski, W. J., Pandya, J., Miller, M. E., DiBari, M., Applegate, W.B.,
Pahor, M. (2002). Exercise and depressive symptoms : a comparison of aerobic
and resistance exercise effects on emotional and physical function in older
persons with high and low depressive symptomatology. Journal of Gerontology
Series B Psychological Sciences and Social Sciences, 57(2), 124-132.
Petruzzello, S. J. (1995).Anxiety reduction following exercise: Methodological arti-
fact or ‘real’ phenomenon? Journal of Sport and Exercise Psychology, 17,105-
111.
Petruzzello, S. J., Landers, D. M., Hatfield, B. D., Kubitz, K. A., & Salazar, W.
(1991)A meta-analysis on the anxiety-reducing effects of acute and chronic
exercise: Outcomes and mechanisms. Sport Medicine, 11, 143-182.
Pitts, F. N. & McClure, J. N. (1967). Lactate metabolism in anxiety neurosis. New
England Journal of Medicine, 277 , 1329-1336.
Plante, G. T.(1993). Aerobic Exercise in Prevention and Treatment of Psychopatho-
logy. In: P. Seraganian (Ed). Exercise Psychology: The Influence of Physical
Exercise on Psychological Process. John Wilew & Sons, Inc.
Plante, T. G. Robin, J.(1990).Physical fitness and enhanced psychological health.
Current Psychology: Research and Review, 9, 1-22.
Pollock, M. L., Graves, J. L. & Carpenter, D. M (1993).Rehabilitation of the Spine.
In S. H. Hockshuler & R. D. Colter (Eds.), Science and Practice (pp.263-284). St
Luis MO: Mosby.
Prout, H. T. & Prout, S. M. (1996). Global self-concept and its relationship to stress-
full life conditions. In B. A. Bracken(Ed.), Handbook of self-concept: Developme-
ntal, social, and clinical considerations (pp. 259-286). New York: Wiley.
Raglin, J. S., Turner, P. E., & Ekstein, F. (1993). State anxiety and blood pressure
following 30 min of leg ergometry or weight training. Medicine and Science in
Sports and Exercise, 25, 1044-1048.
Ransford, C. P. (1982). A role for amines in the antidepressant effect of exercise: A
review. Medicine and Science in Sports and Exercise, 14, 1-10.
Regier, D. A., Farmer, M. E., Rae, D. S., Locke , B. Z., Keith, S. J., Judd, L. L.,
Coodwin, F. K.(1990). Comorbidity of mental disorders with alcohol and other
drug abuse: results from the epidemiologic cathcment area (ECA) study. Journal
of American Medicine Association, JAMA, 264(19), 2511-2518.
Rief, W., & Hermanutz, M. (1996). Responces to activation and rest in patients
with panic disorder and major depression. British Journal of Clinical Psychology,
35, 605-616.
Robbins, J. M. & Joseph, P. (1985). Experiencing exercise withdrawal: Possible con-
sequences of therapeutic and mastery running. Journal of Sport Psychology, 7, 23-
39.
Roberts, J. A. & Morgan, W. P.(1971). Effect of type and frequency of participation
in physical activity upon physical working capacity. American Corrective
Therapy Journal, 25 ,99-104.
Roth, D. L.(1989). Acute emotional and psychophysiology effects of aerobic exercise.
Psychophysiology, 26, 593-602.
Roth, D. L., & Holmes, D. S. (1987). Influence of aerobic exercise training and
relaxation training on physical psychologic health following stressful life events.
Psychosomatic Medicine, 49, 355-365.
Rosenberg, M. (1989). Society and the adolescent self-image. Middletown, CT:
Wesleyan University Press.

140
Rosenberg, M. (1965).Society and the adolescent self-image. Princeton, NJ: Princeton
University Press.
Roques, B.(1999). Η επικινδυνότητα των «ναρκωτικών» ουσιών. Εκδόσεις Παπαζήση
Αθήνα.
Rueter, M.A (1979). The effect of running on individuals who are clinically depressed
Unpublished master’s thesis, The Pennsylvania State University.
Ruuskanen, J. M. & Ruoppila, I. (1995). Physical activity and psychological well-
being among people aged 65-84 years. Age and Ageing, 24, 292-296.
International Society of Sport Psychology.(1992).Physical activity and psychological
benefits: A position statement, Sport Psychologist, 6, 199-203.
Sacco, W. P. (1981). Invalid use of the Beck Depression Inventory to identify
depressed college-student subjects: A methodological comment. Cognitive
Therapy and Research, 5(2), 143-147.
Sachs, Μ. L. (1981). Running addiction. In M. H. Sacks & M. L. Sachs (Eds.),
Psychology of running (pp.116-126). Champaign IL: Human Kinetics.
Salazar, W., Petruzzello, S. J., Landers, D. M., Etnier, J. L., Kubitz, A. K (1993).
Meta-Analytic Techniques in Exercise Psychology. In : P. Seragian (Ed.),
Exercise Psychology: The Influence of Physical Exercise on Psychological
Processes. John Wiley & Sons, Inc.
Salmon, P.(2001). Effects of physical exercise on anxiety, depression, and sensitivity
to stress: A unifying theory. Clinical Psychology Review. 20(1), 33-61.
Schwarzer, R. (1992). Self-efficacy in the adoption and maintenance of health
behaviors: Theoretical approaches and new model. In: self-efficacy: Thought
control of action, R. Schwarzer, (Ed.), 217-243. Washington, DC: Hemisphere
Secord, P. F., & Jourard, M. S. (1953). The appraisal of body cathexis: body cathexis
and the self. Journal of Consulting psychology, 17, 343-347.
Segui, J., Marquez, M., Canet, J., Cascio, A., Garcia, L., Ortiz, M. (2001). Panic
disorder in a Spanish sample of 89 patients with pure alcohol dependence.
Drug Alcohol Dependence, 63(2), 117-121.
Seligman, M. E. P. (1991). Learned Optimism. New York: Knopf.
Seligman, M. E. P. (1975). Helplessness: On Depression development and death. San
Francisco: Freeman.
Sexton, H., Maere, A., & Dahl, N. H. (1989). Exercise intensity and reduction in
neurotic symptoms. Acta Psychiatrica Scandinavica, 80,231-235.
Schwarz, L. & Kindermann, W. (1992). Changes in β – Endorphin levels in response
to aerobic and anaerobic exercise. Sports Medicine, 13, 25-36.
Schwartz, G. E., Davidson, R. J. & Coleman, D. J. (1978). Patterning of cognitive and
somatic processes in the self – regulation of anxiety: Effects of meditation versus
exercise. Psychosomatic Medicine, 40, 321-328.
Shavelson, R. J ., Hubner, J. J., & Stanton, G. C. (1976). Self-concept: Validation of
construct interpretations. Review of Educational Research, 46, 407-441.
Sime, W. E. (1990). Discussion: exercise, fitness, and mental health. In: Bouchard, C.,
Shepard, R.J., Stephens, T., et al., (eds.). Exercise, fitness, and health: a
consensus of current knowledge. Champaign (IL): Human Kinetics, 627-631.
Sime, W. E. (1984). Psychological benefits of exercise training in the healthy indivi-
dual. In J.D Matarazzo, S.M. Weiss, J.A. Herd & W.E. Miller (Eds), Behavioral
health: A handbook of health enhancement and disease prevention(pp.488-507).
New York: Wiley.

141
Singh, N. A., Clements, K. M., & Fiatarone, M. A (1997). A randomized controlled
trial of progressive resistance training in depressed elders. Journal of Gerontolo-
gy, 52(A), M27-M35.
Simons, C. W. & Birkimer, J. C.(1988). An exploration of factors predicting the
effects of aerobic conditioning on mood state. Journal of Psychosomatic
Research, 32, 63-75.
Sinha, R., Fuse, T., Aubin, R. L., O’ Maley, S. S(2000).psychological stress drug-
related cues, and cocaine crack. Psychopharmacology, 153,140-148.
Sinyor, D., Brown, T., & Ronstant, L. (1982). The role of a physical fitness program
in the treatment of alcololism. Journal of Studies on Alcohol, 41, 293-299.
Sothern, M. S., Loftin., Suskind, R. M., Udall, J. N., Blecker, U. (1999). The health
benefits of physical activity in children and adolescents: implications for chronic
disease prevention. European Journal of Pediatres, 158(4), 271-227.
Sonstroem, R. J. (1998). Physical self-concept: Αssessment and external validity.
Exercise and Sport Sciences Reviews, 26, 133-164.
Sonstroem, R. J. (1997). The physical self-esteem: A mediator of exercise and self-
esteem. In: K. R. Fox (Ed.), The physical self: From motivation to well-being
(pp.3-26). Champaign, IL: Human Kinetics.
Sonstroem, R. J. (1984). Exercise and self-esteem. In R. L. Terjung (Ed), Exercise
and Sport Sciences Reviews(Vol. 12,pp123-155). Lexington, MA: The Collamore
Press.
Sonstroem, R. J. (1982). Attitudes and beliefs in the predictor of exercise participation
In R. C. Cantu, & W. J. Cillespie (Eds.), Sports Medicine, sport science (pp.3-16).
Lexington, MA: Health.
Sonstroem, R. J.(1978). Physical Estimation and Attraction Scales: Rationale and
Research. Medicine and Science in Sports. 10 , 97-102.
Sonstroem, R. J. & Potts, S. A. (1996).Life adjustment correlates of physical self-
concepts. Medicine and Science in Sports and Exercise, 28, 619-625.
Sonstroem, R. J., Harlow, L. L., Josephs, L. (1994). Exercise and Self-Esteem: Vali-
dity of Model expansion and Exercise Associations. Journal of Sport & Exercise
Psychology,16, 29-42.
Sonstroem, R. J., Harlow, L. L., & Salisbury, K. A. (1993). Path analysis of a self-
esteem model across a competitive swim season. Research Quarterly in Exercise
and Sport, 64, 335-342.
Sonstroem, R.J., Speliotis, E.D., & Fava, J.L (1992). Perceived physical competence
in adults: an examination of the Physical self- Perception Profile. Journal of Sport
& Exercise Psychology,14, 207-221.
Sonstroem, R. J., Harlow, L.L., Gemma, L.M. & Osborne, S.(1991). Test of structural
relations within a proposed exercise and self-esteem model. Journal of
Personality Assessment, 56, 348-364.
Sonstroem, R.J. & Morgan, W. P (1989). Exercise and Self- Esteem: Rationale and
Model . Medicine and Science in Sports and Exercise, 21, 329–337.
Spielberger, C. D (1983). Manual for the State-Trait Anxiety Inventory-Form Y. Palo
Alto, CA: Consulting Psychology Press.
Spielberger, C. D. (1972a). Anxiety as an emotional state. In: Spielberg, C. D.(Ed.),
Anxiety: Current trends in theory and research , pp.23-49. New York: Academic
press.
Spielberger, C. D. (1972b). Conceptual and methodological issues in anxiety research.
In C. D. Spielberger (Ed.), Anxiety: current trends in theory and research (Vol
2, pp.481-493). New York: Academic Press.

142
Spielberger, C. D. (1971). Trait-state anxiety and motor behavior. Journal of Motor
Behavior, 3, 265-179.
Spielberger, C. D. (1966). Theory and research on anxiety . In C.D. Spielberger (Ed.),
Anxiety and behavior (pp.3-20). New York: Academic Press.
Spielberger, C.D., Gorsuch, R.L., Lushere, R.E., Vagg, P.R., Jacobs, G.A. (1983).
Manual for the State-Trait Anxiety Inventory - Form Y. Palo Alto, CA: Consulting
Psychologist Press.
Spielberg, C.D., Corsuch, R. L, & Lushene, R.E(1970). Manual for the State-Trait
Anxiety Inventory. Palo Alto, CA: Consulting Psychologists Press.
Steer, R. A., Kumar, G., Ranieri, W. E., Beck, A. T. (1998). Use of the Beck
Depression Inventory-II with adolescent psychiatric outpatients. Journal of
Psychopathology and Behavioral Assessment, 20, 127-137.
Stein P. N & Motta R. W (1992). Effects of aerobic and nonaerobic exercise on
depression and self-concept. Perceptual and Motor Skills, 74(1): 79-89.
Stern, M. J. & Cleary, P. (1982). The national exercise and heart disease project:
Long-term psychosocial outcome. Archives of Internal Medicine. 142, 1093-97.
Stern, M. J. & Cleary, P. (1981). National exercise and heart disease project: Psycho-
social change observed during a low-level exercise program. Archives of
Internal Medicine, 141, 1463-1467.
Steer, R. A., Kumar, G., Ranieri, W. E., Beck, A. T. (1998). Use of the Beck
Depression Inventory-II with adolescent psychiatric outpatients. Journal of
Psychopathology and Behavioral Assessment, 20, 127-137.
Stefanis, C. & Kokkevi, A. (1994). Depression and drug addiction, an international
promblem. European Psychiatry, 9(1), 295.
Steptoe, A., Wardle, J., Fuller, R., Holte, A., Justo, J., Sanderman, R., Wichstrom, L.
(1997). Leisure-time physical exercise: Prevalence, attitudinal correlates, and
behavior correlates among young Europeans from 21 countries. Preventive
Medicine, 26, 845-854.
Steptoe, A. & Butler, N. (1996). Sports participation and emotional well-being in ado-
lescents. Lancet, 347, 1789-1792.
Steptoe, A., Edwards, S., Moses, J., & Mathews, A. (1989). The effects of exercise
training on mood and perceived coping ability in anxious adults from the
general population Journal of Psychosomatic Research, 33, 537-547.
Stewart, S. H., Karp, J., Pihl, R. O., & Peterson, R. A. (1997). Anxiety sensitivity and
self-reported reasons for drug use. Journal of Substance Abuse, 9, 223-240.
Stewart, S. H ., & Zeitlin, S. B. (1995). Anxiety sensitivity and alcohol use motives.
Journal of Anxiety Disorders, 9, 229-240.
Stewart, S. H., Peterson, J. B., & Pihl, R. O. (1995). Anxiety sensitivity and self
reported consumption rates in university women. Journal of Anxiety Disorders 9,
283-292.
Stone, M.H. (1992). Connective tissue and bone response to strength training . In:
Komi, P.V.(Ed), Strength and power in sport, pp279-290. Oxford: Blackwell
Scientific.
Stone, M. H., Fleck, S. J., Triplett, N. T., Kraemer, W. J.(1991). Health and perfor-
mance related potential of resistance – training . Sports Medicine, 11, 210-231.
Subhan S., White, J. A., & Kane, J. (1987). The influence of exercise on stress states
using psychophysiological indices. Journal of Sports Medicine, 27, 223-229.
Swaim, R. C., Oetting, E. R., Edwards, R. W., Beauvais, F. (1989). Links from
emotional distress to adolescent drug use: a path model. Journal of Consulting
and Clinical Psychology, 57, 277-231.

143
Taylor, A. H. (2000). Physical activity, anxiety, and stress. In Biddle, S. J. H., Fox, K.
and Boutcher, S. H., (Eds) 2000, Physical activity and psychological well-
being. Taylor and Francis Company, New York.
Τaylor, J. A. (1953). A personality scale of manifest anxiety. Journal of Abnormal
and Social Psychology, 48, 285-290.
Taylor, C. B., Sallis, J. F., Needle, R. (1985). The relation of physical activity and
exercise to mental health. Public Health Reports, 100(2) , 195-202.
Taylor, C., Bandura, A., Ewart, K.C., Miller, H. N., De Busk, F. R. (1985).Exercise
testing to enhance wives’ confidence in their husbands’ cardiac capability
soon after clinically uncomplicated acute myocardial infarction. American Jour-
nal of Cardiology, 55, 635-638.
Thoren, P., Floras, J. S., Hoffman, P. & Seals, D. R. (1990). Endorphins and exercise:
Physiological mechanisms and clinical implications. Medicine and Science in
Sports and Exercise, 22, 417-428.
Tipton, C.M., Matthes, R.D., Maynard, J.A. & Carey, R.A. (1975). The influence of
physical activity on ligaments and tenonds. Medicine and Science in Sports, 7, 34-
41.
True, C. G. (1990). The effect of walking program upon self-concept in in male
patients in treatment for chemical dependency. Unpublished Doctoral Disserta-
tion, University of San Francisco.
Tsukue, I. & Shohoji, T. (1981). Movement therapy for alcoholic patients. Journal
of Studies on Alcohol, 42,144-149.
Tsutsumi, T., Don, B. M., Zaichkowsky, L. D., Takenaka, K., Oka, K., Ohno, T.
(1998). Comparison of high and moderate intensity of strength training on mood
and anxiety in older adults. Perceptual and Motor Skills, 87(3 Pt 1), 1003-1011.
Tsutsumi, T., Don, B. M., Zaichkowsky, L. D., Delizonna, L. L. (1997). Physical
fitness and psychological benefits of strength training in community dwelling
older adults. Applied of Human Sciences, 16(6), 257-266.
Tucker, L. A., Mortell, R.(1993). Comparison of the Effects of Walking and Weight
Training Programs on Body Image in Middle-Aged Women: An Experimental
Study. American Journal of Health Promotion, 8(1), 34-42.
Tucker, L. A & Maxwell, K. (1992). Effects of weight training on the emotional
well-being and body image of females: predictors of greatest benefit. American
Journal of Health Promotion, 6(5), 338-344, 371.
Van de Vliet, P., Knapen, J., Onghene, P., Fox, R. K., David, A., Morres, I., Van
Coppenolle, H., Pieters, G. (2002a). Relationships between self-perceptions and
negative affect in adult Flemish psychiatric inpatients suffering from mood disor-
ders. Psychology of Sport and Exercise, 3(4), 309-322.
Van de Vliet, P., Knapen, J., Onghena, P., Fox, K., Van Coppenolle, H., David, A.,
Pieters, G., Peuskens, J. (2002b). Assessment of self-perceptions in normal
Flemish adults versus depressed psychiatric patients. Personality and Individual
Differences, 32(5), 855-863.
Van de Vliet, P., & Van Coppenolle, H. (1999).Physical measures, perceived
physical ability, and body acceptance of adult psychiatric patients. Adapted
Physical Activity Quarterly, 16(2 ,113-125.
Verill, D.E. & Ribisl, P.M.(1996). Resistive exercise training in cardiac rehabilita-
tion. An update. Sports Medicine, 21, 344-383.
Von Euler, C. & Soderberg, U. (1956). The relation between gamma motor activity
and electroencephalogram. Experimentia, 12, 278-279.

144
Von Euler, C. & Soderberg, U. (1957). The infleuence of hypothalamic thermoceptive
structures on the electroencephalogram and gamma motor activity. EEG and
Clinical Neurophysiology, 9, 391-408.
Zernicke, R. F. & Loitz, B. J (1992). Exercise-related adaptions in connective tissue.
In: P. V. (Ed), Strength and power in sport (pp77-95). Oxford: Blackwell
Scientific.
Zuckerman, M. (1960). The development of an Affect Adjective Check List for the
measurment of anxiety. Journal on Consulting Psychology, 24, 457-462.
Zung, W. W. K.(1965). A self – rating depression scale. Archives of General Psychia-
try, 12, 63-70.
Vlachopoulou, T., Diakogiannis, I., Fokas, K., Kioumourtzoglou, E., Karavatos, A.,
Kaprinis, G. (2005a). The effect of football and weight-training exercise on the
emotional state of users of addictive substances. Poster in XIII World Congress
of Psychiatry, Cairo, Egypt.
Vlachopoulou, F., Daikogiannis I., Fokas, K., Kioumourtzoglou, E., Karavatos A.,
Kaprinis, G. (2005b). Relationships between self-perceptions and negative affect
in adult Greek substance abusers. Proceedings of the World psychiatric
Association Regional & Intersectional Congress, Athens.
Weinstein, W. S. & Meyers, A. W. (1983). Running as treatment for depression: Is it
worth it? Journal of Sport Psychology, 5, 288-301.
Weyerer, S. (1992). Physical inactivity and depression in the community: Evidence
from the Upper Bavarian field study. International Journal of Sports Medicine,13,
492-496.
Whiting, J.W. (1981). The effects of a mild exercise program on the psychological
treatment of inpatient alcoholics. Unpublished doctorial dissertation, Fuller
Theological Seminary, School of Psychology.
Williams, P. & Lord, S. R. (1997). Effects of group exercise on cognitive functioning
and mood in older women. Australian and New Zealand Journal of Public
Health, 21, 45-52.
Willis, D. J & Campell, F. L. (1992). Psychological Effects of Exercise. In: Willis, D.
J., & Campbell, F. L (Eds.), Exercise Psychology. Human Kinetics Publishers.
Wilson, V. E., Berger, B. G. & Bird, E. I. (1981). Effects of running and exercise
classes on anxiety. Perceptual and Motor Skills, 53, 472-474.
Wilson, A. R., & Krane, R. V.(1980). Change in self-esteem and its effects on
symptoms of depression. Cognitive Therapy and Research, 4(4), 419-421.
Wilson, A.R., Krane, R. V. (1980). Change in self-esteem and its effects on symptoms
of depression. Cognitive Therapy and Research, 4, .419-421.
Winter, B. L., Steer, A. R., Beck, T. A. (1999). Screening for major depression
disorders in adolescents medical outpatients with the Beck Depression Inventory
for Primary Care. Journal of Adolescents Health, 24(6) , 389-394.Wylie, R.C.
(1989). Measures of concept. Lincoln: University of Nebraska Press.
Wylie, R. C (1989). Measures of self-concept. Lincoln, NE: University of Nebraska
Press.
Wylie, R. C. (1974). The self-concept: A review of methodological considerations and
measuring instruments (Vol. 1, rev. ed). Lincoln, NE: University of Nebraska
Press.
Αγοραστίδης, Χ.(1985). Μελέτη της φαρµακευτικής εξάρτησης: Συγκριτική έρευνα
ορισµένων κοινωνικών χαρακτηριστικών της στην Ελλάδα και στη ∆. Γερµανία.
Αδηµοσίευτη ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Τµήµα Ιατρικής, Α.Π.Θ.

145
Aλεκτορίδης, Π., Παρίση, Κ., Τσαµουρτζή, Ι., Γεωργάκας, Π., & Ρογκότης, Χ. (1993)
Η συµβολή του ΜΜΡΙ και του ΕΡΙ στο σχεδιασµό της θεραπείας του τοξικοεξαρ-
τηµένου. Ανακοίνωση 1ο Πανελληνίου Συνεδρίου Μελέτης Τοξικοµανιογόνων
Ουσιών, Θεσσαλονίκη.
Γεωργάκας, Π., Παρίση, Κ., Τσαµουρτζή, Ι., Αλεκτορίδης, Π. (1993). Ψυχωτικές
καταστάσεις και τοξικοεξάρτηση. Ανακοίνωση 1ο Πανελληνίου Συνεδρίου
Μελέτης Τοξικοµανιογόνων Ουσιών, Θεσσαλονίκη.
Γεωργάκας, Π., Χαριτοπούλου, ∆., Αναστασίαδης, Ι. & Χατζούδη, Θ.(1993). Η
Φυσική αγωγή και ο αθλητισµός ενταγµένα στα πλαίσια της υποστηρικτικής
θεραπείας τοξικοεξαρτηµένων. Ανακοίνωση στο 1ο Πανελλήνιου Συνεδρίου
Μελέτης Τοξικοµανιογόνων Ουσιών, Θεσσαλονίκη.
Γρίβας, Κ. (2002). Οπιούχα:Εξάρτηση και Απεξάρτηση. Εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη
Γρίβας, Κ. (1997). Πλανητική κυριαρχία και «ναρκωτικά». Εκδόσεις «Νέα Σύνορα»
Λιβάνη, Αθήνα.
Ετήσιος Απολογισµός της Γενικής Γραµµατείας Αθλητισµού των προγραµµάτων
«Αθληση για Όλους»(1998).Αδηµοσίευτη έκθεση Μαζικών προγραµµάτων Άσ-
ησης Γ.Γ.Α, Αθήνα.
Ζαφειρίδης, Φ. (1990). Η ελληνική εµπειρία, Στο B. Sugerman, & Φ. Ζαφειρίδης, Οι
θεραπευτικές κοινότητες: Απάντηση στα ναρκωτικά (207-228), Εναλλακτικές
Εκδόσεις «Κοµµούνα» Αντιπαραθέσεις 13, Αθήνα.
Ζαφειρίδης, Φ.(1989).Βασικές θέσεις στο πρόβληµα της χρήσης εξαρτητικών
ουσιών.Πανελλήνια Ενηµερωτική Συνάντηση για τα Ναρκωτικά ,3-4-5 Μαρτίου,
Αθήνα, Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Ζαφειρίδης, Φ. (1986). Το ειδικό θεραπευτικό πρόγραµµα για άτοµα εξαρτηµένα
από φαρµακευτικές ουσίες. Εκλογή Θεµάτων Κοινωνικής Πρόνοιας,71,135-140.
Ζέρβας, Ι., & Κάκκος, Β.(1990α). Εγκυρότητα και αξιοπιστία του ερωτηµατολογίου
άγχους κατάστασης σε ελληνικό πληθυσµός. ΤΕΦΑΑ Πανεπιστήµιο Αθηνών.
Ζέρβας, Ι., & Κάκκος, Β.(1990β). Εγκυρότητα και αξιοπιστία του ερωτηµατολογίου
χαρακτηριστικού άγχους σε ελληνικό πληθυσµό. Αθλητική Ψυχολογία, 4, 3-24.
Κάκκος, B.,Εκκεκάκης, Π., Ζέρβας, Γ (1991). Ψυχοµετρικές αναλογίες της κλίµα-
κας άγχους – προδιάθεσης του ερωτηµατολογίου άγχους κατάστασης- προδιάθε-
σης (STAI) σε ελληνικό πληθυσµό. Αθλητική Ψυχολογία, 5, 3-34.
Καλαρρύτης, Γ. (2000). Η ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου για τα
ναρκωτικά και η ιατρικοποίηση του προβλήµατος της χρήσης και της εξάρτησης.
Τετράδια Ψυχιατρικής, 69, 67-76.
Καλογιάννης, Π. (2001). Σχέση σωµατοµετρικών χαρακτηριστικών και φυσικής
κατάστασης µε αντιλήψεις εαυτού, άγχος και παρακίνηση στο µάθηµα της
φυσικής αγωγής. Αδηµοσίευτη µεταπτυχιακή διατριβή, ∆ηµοκρίτειο
Πανεπιστήµιο Θράκης, Τ. Ε. Φ. Α. Α. Κοµοτηνή.
Καραµπελιάς, Γ.(1990). Πρόλογος, Στο B. Sugarman & Φ. Ζαφειρίδη, Οι Θεραπευτι-
κές κοινότητες: Απάντηση στα ναρκωτικά, (σελ. 7-17). Εναλλακτικές Εκδόσεις
«Κοµµούνα» Αντιπαραθέσεις 13, Αθήνα.
Κλεφτάρας, Γ. (1998). Η κατάθλιψη σήµερα, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα.
Κοκκέβη, Α. (1991). Παράγοντες κινδύνου στη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών από
τους µαθητές, Στο Θ. ∆ραγώνα & Μ. Ντάβου (Επιµ.), Εφηβεία: Προσδοκίες και
αναζητήσεις, (σ.119-131). Αθήνα: Παπαζήσης.
Κοκκέβη, Α., Μοστριού, Α., Τερζίδου, Μ., ∆αρβίρη, Χ., Λεντάκη. & Στεφανής, Κ.
(1988). ∆ιερεύνηση ψυχοκοινωνικών αναγκών εφήβων µαθητών και η σηµασία
τους στην ανάπτυξη προγράµµατος για την πρόληψη της χρήσης ναρκωτικών.
Ψυχολογικά Θέµατα, 1, 51-65.

146
Koυλάκογλου, Κ. (1998). Ψυχοµετρία και Ψυχολογική Αξιολόγηση. 265-266. Εκδό-
σεις Παπαζήση, Αθήνα.
Κουλάκογλου, Κ (1997). ∆ιαγνωστική εκτίµηση της προσωπικότητας. Κλασικές
µέθοδοι-νέα ρεύµατα. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
Κυρκούλης, Γ. (1998). Συµµετοχή σε µια οµάδα οµαδικού αθλήµατος ως πρόσθετο
µέσο θεραπείας σε µια κοινότητα απεξάρτησης. Ανακοίνωση στο 2ο ∆ιεθνές
Συνέδριο Αθλητικής Ψυχολογίας, Τρίκαλα.
Λιάκος, Α. (1977). Σχέσεις άγχους και επιθετικότητας εις την Ψυχωσικήν Μελαγχο-
λίαν. Αδηµοσίευτη ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Αθήνα.
Λιάκος, Α & Γιαννίτση, Σ. (1984). Η αξιοπιστία και εγκυρότητα της τροποποιηµένης
Ελληνικής κλίµακας άγχους του Spielberger. Εγκέφαλος 21, 71-76.
Λεονταρή, Α. (1996). Αυτοαντίληψη. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα.
Μακρή-Μπότσαρη, Ε. (2001). Αυτοαντίληψη και Αυτοεκτίµηση, Μοντέλα, ανάπτυξη
λειτουργικός ρόλος και αξιολόγηση. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα.
Μάνος, Ν. (1988). Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής. Εκδόσεις University Studio
Press, Θεσσαλονίκη.
Μαρσέλος, Μ. (1981). Ναρκωτικά, Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας, Αθήνα
Μάτσα, Κ. (2001).Ψάξαµε ανθρώπους και βρήκαµε σκιές…Το αίνιγµα της τοξικοµα-
νίας. Άγρα, Αθήνα.
Μιχαλοδηµητράκης, Μ., Τζατζάκης, Μ., Τσατσάκη, Α. (1997). Θάνατοι από
ναρκωτικά στην Κρήτη - εµπειρία από την τελευταία δεκαετία. Ανακοίνωση 9ο
Πανελλήνιο Συνέδρίο Νεολαία και εξαρτησιογόνες ουσίες, Ηράκλειο.
Μούγιας, Θ., Αστρινάκης, Γ., Λώλης, Κ., Μπαζίνης, Θ., Κουρµπάνης, Β., &
Μαράκης, Γ. (1985). Ψυχοπαθολογική συµπτωµατολογία τοξικοµανών σε διαφο-
ρετικά στάδια αποχής από τα ναρκωτικά, στο: Τεύχος Περιλήψεων 11ου Πανελλη-
νίου Ιατρικού Συνεδρίουτης Ι.Ε.Α., σελ.41, Αθήνα.
Μπαγιάτης, Β. Κ. (1990). Στατιστική. Εκδόσεις Χριστοδουλίδη, Θεσσαλονίκη.
Παπαδηµητρίου, Γ., Αναγνώστου, Ε., Καραϊωσήφ, Γ., Χατζηδηµητρίου, Χ.,
Παπαγιάννη, Α., Κυφωνίδης, ∆. (1997). Οι χρήση ναρκωτικών και η
κατανάλωση λκοόλ από τους µαθητές-µαθήτριες των Λυκείων του Ν. Ηµαθίας.
Πρακτικά του 9ου Πανελληνίου Συνεδρίου, Νεολαία και εξαρτησιογόνες ουσίες,
Ηράκλειο Κρήτη.
Παραδέλλης, Γ. Α. (1993). Αθλητές και Ναρκωτικά. Ανακοίνωση στο 1ο Πανελλή-
νιο Συνέδριο Μελέτης Τοξικοµανιογόνων Ουσιών, Θεσσαλονίκη.
Ρογκότης, Χ. (1994). Μια θεραπευτική πρόταση για την αντιµετώπιση των τοξικοεξαρ-
τηµένων στην Ελλάδα. Αδηµοσίευτη ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, ∆ηµοκρίτειο Πανε-
πιστήµιο Θράκης.
Τσάντας Ν, Μωϋσιάδης Χ, Μπαγιάτης Ν. & Χατζηπαντελής Θ. (1999). Ανάλυση
δεδοµένων µε την βοήθεια στατιστικών πακέτων. Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη.
Χείλαρη, Ε.(1992). Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που οδηγούν τον έφηβο στη χρήση το-
οξικών ουσιών:Η συµβολή της προσωπικότητας της οικογενείας και των οµηλίκων.
Στο: Εφηβεία – Προσδοκίες και Αναζητήσεις. Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
Ψυχουντάκη, Μ., & Ζέρβας, Ι.(2000). Ερωτηµατολόγιο Κατάθλιψης το υBeck : Προ-
σαρµογή σε ελληνικό πληθυσµό. ΤΕΦΑΑ Πανεπιστήµιο Αθηνών.

147
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

Α. 1

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ

Με το φυλλάδιο αυτό θέλω να σας ενηµερώσω για την έρευνα που θα ήθελα
να µου δώσετε την ευκαιρία να πραγµατοποιήσω µε την βοήθεια σας. Η µελέτη αυτή
αποτελεί το θέµα της διδακτορικής µου διατριβής και για την διενέργεια της είναι
απαραί-τητη η δική σας συµµετοχή.Αποτελεί πεποίθεση µου ότι αυτή η ερευνητική
προσπάθεια που στηρίζεται σε ένα εξατοµικευµένο πρόγραµµα άσκησης µε βάρη για
τον κάθε συµµετέχοντα µπορεί να βοηθήσει προς την κατεύθυνση της βελτίωση της
σωµατικής και ψυχικής υγείας του καθενός σας και τον βαθµό αυτής της βελτίωσης
προσδοκώ να διερευνήσω µε την µελέτη µου.
Βασικός στόχος της έρευνας είναι να εξεταστεί η επίδραση της άσκησης σε κάποιους
ψυχικούς παράγοντες όπως το άγχος, την κατάθλιψη και την αυτοεκτίµηση. Για να
πραγµατοποιηθεί η έρευνα είναι αναγκαία η δική σας συµµετοχή που είναι σε κάθε
περίπτωση εθελοντική. Η έρευνα θα ξεκινήσει µε ένα αριθµό µετρήσεων και θα
δοθεί κατόπιν στον κάθε συµµετέχοντα στην µελέτη ένα ατοµικό πρόγραµµα
άσκησης µε βάρη το οποίο θα έχει διάρκεια οκτώ εβδοµάδες. Κατά την διάρκεια
αυτών των οκτώ εβδοµάδων το εξατοµικευµένο πρόγραµµα άσκησης του καθενός θα
προσαρµόζεται στις νέες δυνατότητες που θα αποκτά ο κάθε ασκούµενος. Μετά από
τις οκτώ εβδοµάδες θα επαναληφθούν όλες οι µετρήσεις που έγιναν στην αρχή της
µελέτης µας.Όλα τα στοιχεία που θα συγκεντρωθούν θα είναι απόρρητα και κάθε
άτοµο που θα συµµετάσχει στην µελέτη θα έχει έναν κωδικό και µε αυτόν θα
κατονοµάζεται κατά την επεξεργασία των στοιχείων που θα συγκεντρωθούν.
Είµαι ανοικτή και διαθέσιµη να σας δώσω οποιαδήποτε πληροφορία θα αφορά σε
λεπτοµέρειες της µελέτης και να λύσω οποιαδήποτε απορία θα σας δηµιουργηθεί
καθ’ όλη την διάρκεια της πραγµατοποίησης της.
Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για την συνεργασία σας γιατί χωρίς αυτή είναι
αδύνατη η πραγµατοποίηση της έρευνας.

Υπογραφή υπεύθυνης

148
Α.2

ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ: Η άθληση σαν εναλλακτική δραστηριότητα για πρώην

χρήστες ουσιών

ΥΠΕΥΘΥΝΗ: Βλαχοπούλου Θεοφανή

Βεβαιώνω ότι εγώ ο(η)


αποφάσισα εθελοντικά να συµµετάσχω στην επιστηµονική έρευνα που αποτελεί
εγκεκριµένο ερευνητικό πρόγραµµα µε σκοπό την ολοκλήρωση διατριβής και βρίσ-
κεται κάτω από την επίβλεψη της κ. Βλαχοπούλου Θεοφανής.
Ο σκοπός της έρευνας και η συµµετοχή µου σ’ αυτή µου έχει επεξηγηθεί από την
ερευνήτρια και έχω κατανοήσει αυτές τις εξηγήσεις. Επίσης µου έχει ειπωθεί το
πρωτόκολλο της έρευνας καθώς και κάθε δυσκολία µου έχει περιγραφεί µε
λεπτοµέρειες και µου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω όσες διευκρινιστικές ερωτήσεις
είχα, στις οποίες πήρα ικανοποιητικές απαντήσεις.
Μου έγινε γνωστό ότι είµαι ελεύθερος(η) να αρνηθώ να απαντήσω σε ειδικές
ερωτήσεις και να θέτω τις αντιρρήσεις µου κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων και
κατά την διάρκεια της συµπλήρωσης των ερωτηµατολογίων. Μου έχει διευκρινιστεί
ότι τα στοιχεία και οι απαντήσεις που θα συλλεχθούν κατά την διενέργεια της
έρευνας θα παραµείνουν απόρρητα και εµπιστευτικά. Επιπλέον αντιλαµβάνοµαι ότι
είµαι ελεύθερος (η) να αποσύρω και να τερµατίσω την συµµετοχή µου στην έρευνα
κάθε στιγµή.

Ηµεροµηνία Υπογραφή συµµετέχοντος

Η υπογεγραµµένη Βλαχοπούλου Θεοφανή έχω επεξηγήσει πλήρως στον (στην)


ανωτέρω το περιεχόµενο της έρευνας µου.

Υπογραφή υπευθύνου

149
Α.3
Κ:

Ο∆ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ

Παρακαλώ απαντήστε σε όποιες από τις παρακάτω ερωτήσεις µπορείτε. Αν δεν σας
είναι ξεκάθαρο το πώς να απαντήσετε σε κάποιες από αυτές µπορείτε να ρωτήσετε
την υπεύθυνη της έρευνας.

1. Ηλικία

2. Ελεύθερος Παντρεµένος Χωρισµένος

Χήρος

3. Βάρος (σε κιλά)

4. Σφυγµοί /λεπτό

5. Πίεση του αίµατος

6. Εκπαίδευση:
∆ηµοτικό

Γυµνάσιο

Λύκειο

Πανεπιστήµιο

7. Μορφή εργασίας (αν ήσασταν άνεργος αφήστε αναπάντητη την ερώτηση.

8. Ποιος σας πρότεινε αυτή την µονάδα θεραπείας


α: Ο γιατρός σας β: ο εργοδότης σας

γ: Κάποιο µέλος της οικογένειας σας δ: Ένας φίλος σας

9. Έχετε ξανασυµµετάσχει σε πρόγραµµα άσκησης όπως ποδόσφαιρο, βόλεϊ,


µπάσκετ, τρέξιµο, κολύµπι, περπάτηµα, ποδηλασία ή οτιδήποτε άλλο για µεγά-
λο χρονικό διάστηµα για τρεις φορές την εβδοµάδα και για 20 λεπτά την κάθε
φορά

ΝΑΙ ΟΧΙ

150
α) Αν απαντήσατε ΝΑΙ στην προηγούµενη ερώτηση γράψτε για πόσο χρόνο
συµµετείχατε σε κανονικό πρόγραµµα άσκησης (απαντήστε σε χρόνια και µη-
νες).
(χρόνια)

(µήνες)

10: Ήσασταν παίκτης ή παίκτρια κάποιας οµάδας;

ΝΑΙ ΟΧΙ

Αν απαντήσατε ΝΑΙ στην προηγούµενη ερώτηση απαντήστε στις παρακάτω


Ερωτήσεις.

α) Σε ποιο σπορ συµµετείχατε;

β) Για πόσο χρόνο συµµετείχατε στην οµάδα; (απαντήστε µε τον αριθµό των
περιόδων που συµµετείχατε)

γ) Συµµετείχατε σε οργανωµένη οµάδα κατά την διάρκεια του τελευταίου µή-


να πριν την είσοδο σας στην θεραπευτική κοινότητα;

ΝΑΙ ΟΧΙ

11: Ποίας ουσίας κάνατε χρήση; (Μπορείτε να απαντήσετε σε περισσότερες από


µία ).

Αλκοόλ Κοκαΐνη Χασίς Ηρωίνη

Παραισθησιογόνα Άλλες ουσίες

12: Πόσα χρόνια κάνατε χρήση της κύριας ουσίας που απαντήσατε στην προη-
γούµενη ερώτηση;

( χρόνια )

Σας ευχαριστώ

151
Α.4
Αναλυτικό πρόγραµµα άσκησης

∆ευτέρα - Τετάρτη - Παρασκευή

α) Εκτάσεις των χεριών µε αλτηράκια


Ωµική ζώνη β) Προτάσεις των χεριών µε αλτηράκια

γ) Ωθήσεις των χεριών / πίσω µε τον βραχίονα τεντωµένο µε αγκώνα τεντωµένο

α) Κάµψεις δικεφάλων λαβή α(µε τους καρπούς στραµένους προς τα πάνω)

∆ικέφαλος βραχιόνιος β) Κάµψεις δικεφάλων λαβή β(µε καρπούς στραµένους κάτω)


γ) Κάµψεις αυτοσυγκέντρωσης

Τρικέφαλος α) Γαλλικές πιέσεις µε αλτηράκια (κάθετος βραχίονας έκταση του χεριού)


β) Γαλλικές πιέσεις µε µπάρα στον πάγκο
Στήθος α) Πιέσεις πάγκου οριζόντιου
β) Πιέσεις πάγκου επικλινή

γ) Πιέσεις στήθους µε κλείσιµο των χεριών µπροστά

Κοιλιακοί α) Άνω µοίρα


β) Κάτω µοίρα
Ραχιαίοι α) Άνω µοίρα
β) Κάτω µοίρα
Πλάτη α) Ωπισθολαίµιες έλξεις στην τροχαλία
β) Εµπροσθολαίµιες έλξεις στην τροχαλία
γ) Κωπηλατική µε µπάρα
Εκτάσεις τετρακεφάλων (Leg extensions)
Κάµψεις γονάτων από πρηνή θέση (Leg curls)

152
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

Πίνακας 1

Test Statistics
SPORT COND BODY STREN PSW S-Esteem S-Efficacy
Mann- 19,000 15,500 9,500 21,000 12,500 9,500 16,500
Whitney U
Asymp. ,602 ,266 ,058 ,696 ,134 ,060 ,324
Sig. (2-
tailed,
Exact Sig. ,662 ,282 ,059 ,755 ,142 ,059 ,345
[2*(1-
tailed
Sig.)]
a Not corrected for ties.
b Grouping Variable: GROUP

Πίνακας 2

Test Statistics
SPORT COND BODY STREN PSW S-Esteem S-Efficacy
Mann- 19,500 18,500 23,500 19,000 21,500 23,500 8,50
Whitney U
Asymp. ,556 ,470 ,948 ,512 ,745 ,948 ,038
Sig. (2-
tailed)
Exact Sig. ,573 ,491 ,950 ,573 ,755 ,950 ,043
[2*(1-tailed
Sig.)]
a Not corrected for ties.
b Grouping Variable: GROUP

153
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ

Πίνακας 1.
Μέσοι όροι και σταθερές αποκλίσεις για το άγχος προδιάθεσης (Trait- Anxiety)
Μ.Ο S.D M. O S.D

Χρήστες Αρχικές µετρήσεις Τελικές µετρήσεις


25,87(πειρ.οµάδ) 4,82 (πειρ.οµάδ) 23,75(πειρ.οµάδ) 5,06 (πειρ.οµάδ)
21,5(οµ. ελέγχου) 4,8 (οµ.ελέγχου) 23,5 (οµ.ελέγχου) 13,18(οµ.ελέγχου)
Φοιτ. Ιατρικής * 35,513 (α΄µετρ) 8,497 34,54(β΄µετρ) 8,659
Κολ. Τελειόφ.** 37,68 9,69

Καταθλιπτικοί** 53,43 12,91

Αγχώδεις** 48,08 10,65

Σχιζοφρενείς** 45,72 12,37

Μελαγχολικοί*** 59,27 11,69

Νευρωτικοί**** 51,23 10,00

Υγιείς**** 40,41 7,45

Νευρωτικοί***** 51,88 10,75

Σχιζοφρενικοί****** 49,25 13,68

* Λιάκος, Α., Γιαννίτση, Σ (1984)


** Spielberger, et al., (1970)
*** Λιάκος, Α. (1977)
**** Liakos, Papacostas, Stefanis (1976)
***** Liakos, Markidis,Kokkevi,Stefanis (1976)
****** Liakos,Yannitsi,Loucas (1982)

154
Πίνακας 2.
Μέσοι όροι και σταθερές αποκλίσεις για το άγχος κατάστασης (State- Anxiety)

Μ.Ο S.D M. O S.D

Χρήστες Αρχικές µετρήσεις Τελικές µετρήσεις


25,5(πειρ.οµάδ) 3,54 (πειρ.οµάδ) 28,12(πειρ.οµάδ) 5,48 (πειρ.οµάδ)
24,33(οµ.ελέγχ) 3,54 (οµ.ελέγ) 24,16 (οµ.ελέγ) 12,38(οµ.ελέγχου)
Φοιτ. Ιατρικής * 37,805 (α΄µετρ) 7,034 35,108(β΄µετρ) 8,556
Κολ. Τελειόφ.** 36,35 9,67

Καταθλιπτικοί** 54,43 13,02

Αγχώδεις** 49,02 11,62

Σχιζοφρενείς** 45,70 13,44

Μελαγχολικοί*** 60,59 13,84

Νευρωτικοί**** 55,60 10,40

Υγιείς**** 39,69 9,69

Νευρωτικοί***** 50,88 12,13

Σχιζοφρενικοί****** 47,65 12,90

* Λιάκος, Α., Γιαννίτση, Σ (1984)


** Spielberger, et al., (1970)
*** Λιάκος, Α. (1977)
**** Liakos, Papacostas, Stefanis (1976)
***** Liakos, Markidis,Kokkevi,Stefanis (1976)
****** Liakos,Yannitsi,Loucas (1982)

155
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ∆

∆.1 Κλίµακα για αυτό-αποτελεσµατικότητα (Self-efficacy)

Α: Πόσες κάµψεις (push-ups) µπορείτε να κάνετε;


0-5, 5-10, 10-15, 15-20, 20-25, 25-30, 30-35, 35-40, 40-45, 45-50

Πόσο ικανοποιηµένος είστε από την απόδοση σας στις κάµψεις;


(Σηµειώστε πάνω στην κλίµακα από το 0-100 πως αξιολογείτε την απόδοση σας
στις κάµψεις)
0: καθόλου ικανοποιηµένος – 100: απόλυτα ικανοποιηµένος
0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100

Β: Πόσους κοιλιακούς (sit-ups) µπορείτε να κάνετε;


0-10, 10-20, 20-30, 30-40, 40-50, 50-60, 60-70, 70-80, 80-90, 90-100

Πόσο ικανοποιηµένος είστε από την απόδοση σας στους κοιλιακούς;


(Σηµειώστε πάνω στην κλίµακα από το 0 –100 πως αξιολογείτε την απόδοση σας
στους κοιλιακούς)
0: καθόλου ικανοποιηµένος – 100: απόλυτα ικανοποιηµένος

0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100

Γ. Πόσες εκτάσεις τετρακεφάλων (leg extensions) µπορείτε να κάνετε;


0-5, 5-10, 10-15, 15-20, 20-25, 25-30

Πόσο ικανοποιηµένος είστε από την απόδοση σας στις εκτάσεις τετρακεφάλων
(Σηµειώστε πάνω στην κλίµακα από το 0-100 πως αξιολογείτε την απόδοση σας)
0: καθόλου ικανοποιηµένος - 100: απόλυτα ικανοποιηµένος

0 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100

156

You might also like