You are on page 1of 9

ΡΑΝΙΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ

ΤΟ ΕΛΑΦΑΚΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Copyright © Συνοδινού Ράνια
Follow me on Twitter: @RaniaSin

“Smashwords Edition”
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική,
μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του
περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο,
ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς
προηγούμενη γραπτή άδεια του εργαστηρίου. Νόμος 2121/1993 και
κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
ISBN: 9781311681218
Μια φορά και έναν καιρό στο Βόρειο Πόλο στο σπίτι του Αϊ
Βασίλη υπήρχε ένα μέρος μυστικό. Πίσω από το εργαστήρι του, εκεί
που δούλευαν όλο το χρόνο τα ξωτικά για να κατασκευάσουν
παιχνίδια υπήρχε μία μαγική πόρτα. Το κλειδί για αυτήν την πόρτα
το είχε μόνο ο Άι Βασίλης, όμως όλοι γνώριζαν τι υπήρχε πίσω της,
αλλά δεν το μαρτυρούσαν. Μία φορά τον χρόνο, όταν οργάνωνε το
δρομολόγιο του , για να μοιράσει δώρα σε όλα τα καλά παιδάκια του
κόσμο,υ τότε άνοιγε την πόρτα.
Πίσω της βρισκόταν μια πελώρια μαγική κοιλάδα, με
τρεχούμενα νερά και πάντα ανοιξιάτικο καιρό. Εκεί ζούσαν όλες οι
οικογένειες των μαγικών ελαφιών που μπορούν να σηκώσουν το
έλκηθρο στον ουρανό. Κάθε χρόνο διάλεγε και ένα νέο ελάφι για να
βοηθήσει τους γέρους τάρανδους να σύρουν το έλκηθρο. Όλα τα
μικρά ελαφάκια είχαν όνειρο να διαλέξει εκείνα ο Αϊ Βασίλης για
βοηθούς, όμως μόνο ένα έπαιρνε αυτήν την ξεχωριστή θέση. Έπρεπε
να είναι γενναίο, καλοσυνάτο και να έχει κάνει την καλύτερη πράξη
του χρόνου. Μόλις άνοιγε η πόρτα, τότε το ελαφάκι των
Χριστουγέννων άρχιζε να πετάει ψηλά χωρίς να το θέλει , τότε όλα
τα ελάφια το χειροκροτούσαν και πήγαινε στην αγκαλιά του Αϊ
Βασίλη.
Έτσι και αυτή τη χρονιά είχε μπει ο Δεκέμβρης και ανάμεσα
στα νεαρά ελαφάκια υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός, μιας και όλα
ήθελαν να κερδίσουν τη θέση στο έλκηθρο. Ο Ντάνι, ο Κάντι και ο
Ράντι ήταν τρία πολύ καλά φιλαράκια και προσπαθούσε το ένα να
είναι καλύτερο από το άλλο. Ο Ράντι ήταν ένα ελαφάκι πάρα πολύ
ζωηρό που είχε συνέχεια στο μυαλό του την σκανταλιά.
Προσπαθούσε πάρα πολύ να κάνει καλές πράξεις αλλά δεν τα
κατάφερνε. Μια φορά είχε πέσει ο Ντάνι μέσα στα νερά και εκείνος
αντί να τον βοηθήσει τον κορόιδευε και έπιανε την κοιλίτσα του από
τα γέλια. Μια άλλη φορά είχε πετάξει μια ολόκληρη κηρύθρα από
ένα δέντρο και έπεσε πάνω στο κεφάλι του κακόμοιρου του Κάντι.
Μια άλλη φορά έβαλε μια μπανανόφλουδα στα πόδια του μπαμπά
του με αποτέλεσμα να γλιστρήσει και να πέσει πάνω στην μαμά του,
στην γιαγιά του, στην θεία του, στον θείο του ακόμα και στο κουφό
ελάφι τον Αυτουλίξ και εκείνος βέβαια έσκαγε στα γέλια ενώ όλοι
τον κοιτούσαν θυμωμένοι.
Ένα βράδυ είχε πέσει για ύπνο αλλά δεν μπορούσε με τίποτα
να κοιμηθεί. Σηκώθηκε όρθιος από το κρεβάτι του και πήγε να βρει
τους γονείς του. Εκείνοι καθόταν μπροστά στο τζάκι και
κουβέντιαζαν.
«Φοβάμαι πως με αυτή του τη συμπεριφορά, ο Ράντι δεν
πρόκειται να γίνει ποτέ το ελάφι των Χριστουγέννων » έλεγε η
μητέρα του πλέκοντας.
«Τι μεγάλη απογοήτευση αυτό το παιδί, πάντα η οικογένεια
των Ταράνδων Μουσάτων είχε από ένα τυχερό ελάφι. Ποιος ξέρει
αν θα υπάρξει ξανά, τι ντροπή».
«Μα γιατί βγήκε έτσι; Τι έκανα λάθος; » έλεγε η μαμά του
απογοητευμένη.
Όταν άκουσε αυτά το λόγια ο Ράντι πήγε τρέχοντας στο
δωμάτιο του. Εκεί άρχισε να κλαίει και να μην μπορεί να
σταματήσει. Παραμιλούσε στον εαυτό του.
«Φυσικά και μπορώ να τα καταφέρω να γίνω εγώ το τυχερό
ελάφι. Δεν μου λείπει τίποτα, είμαι έξυπνος, όμορφος, γενναίος .
Είναι άδικοι όλοι μαζί μου και δεν με αγαπάνε. Ίσως δεν έχω καμία
θέση ανάμεσα τους. Πρέπει να φύγω, μόνο έτσι θα καταλάβουν την
αξία μου» έλεγε στον εαυτό του μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Το επόμενο πρωί χωρίς να μιλήσει σε κανέναν βγήκε από το
σπίτι. Είχε ακούσει για ένα μέρος στην κοιλάδα όπου συναντιόταν ο
αληθινός κόσμος με τον κόσμο της κοιλάδας. Εκεί κανείς δεν
μπορούσε να μπει μέσα και ήταν όλοι ασφαλής. Να βγει όμως;
Άραγε το είχε δοκιμάσει κανείς; Αποφασισμένος να φύγει από εκεί
και να βρει ένα μέρος που θα τον αγαπάνε και θα εκτιμούν την
πραγματική του αξία άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη για να
το βρει.
Ποτέ δεν είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ από την οικογένεια
του. Είχε φτάσει τόσο μακριά που δεν μπορούσε να δει από πού είχε
ξεκινήσει. Στο τέλος κουράστηκε και απογοητεύτηκε. «Ποτέ δεν θα
μπορέσω να φύγω από αυτήν την κοιλάδα. Θέλω να πάω στα χιόνια,
να δω πως είναι η αληθινή ζωή εκεί θα μπορέσω να αποδείξω την
αξία μου» μουρμουρούσε μέχρι που είδε κάπου λίγο πιο πέρα μια
χρυσή βροχή. «Άλλο και τούτο», σκέφτηκε. Πλησίασε πιο κοντά και
τότε είδε πως δεν ήταν στα αλήθεια βροχή αλλά έμοιαζε με βροχή.
Ήταν ένα χρυσό πέπλο που χώριζε τον δικό του κόσμο από τον
κανονικό και στο φως του ήλιου έμοιαζε με σταγόνες.
Πήρε κουράγιο και άρχισε να τρέχει ενθουσιασμένο προς το
χρυσό πέπλο. Μόλις έβγαλε το ποδαράκι του έξω και ακούμπησε το
χιόνι κατάλαβε αμέσως πως ήταν το αληθινό κρύο. Μετά έβγαλε την
μουσουδίτσα του και… «Αψιού, αψιού» άρχισε να φταρνίζεται και
έβαλε τα γέλια. Στο τέλος βγήκε ολόκληρος έξω στην παγωνιά.
Δειλά δειλά άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στο χιόνι. Δεν
είχε μάθει να ισορροπεί και κάθε λίγο και λιγάκι έπεφτε κάτω και
τρελαινόταν στα γέλια. Τι κρίμα τόσο καιρό να είναι στην κοιλάδα
και να μην έχει γνωρίσει ποτέ του το χιόνι. Αν ήταν μαζί του οι φίλοι
του θα γελούσαν όλοι τόοοσο πολύ . Ξέχασε όλη του την κούραση
και έτρεχε χαρούμενο στο δάσος.
Από μακριά είδε ένα σπίτι. Δεν είχε δει ποτέ του σπίτι, είχε
μόνο ακούσει στις ιστορίες των ελαφιών πως υπήρχαν. Γεμάτος
περιέργεια πλησίασε κοντά. Δεν υπήρχε κανείς γύρω για να τον
τρομάξει. Με την μουσουδίτσα του άχνισε στο παράθυρο. Εκείνη
την ώρα κατέβαινε ένα μικρό κοριτσάκι θυμωμένο. Από τις σκάλες
φώναζε:
«Θα σηκωθώ να φύγω. Βαρέθηκα να κάνω τα ίδια και τα ίδια.
Θέλω να κάνω άλλα πράγματα».
«Μα κοριτσάκι μου, που θες να πας μες στον χειμώνα;»
«Θέλω να ζήσω την περιπέτεια»
«Μεγάλωσε πρώτα και μετά πήγαινε όπου θες. Δεν σε
εμποδίζει κανείς να κάνεις αυτό που θέλεις, τα πράγματα όμως δεν
είναι τόσο απλά» της απάντησε μια γλυκιά φωνή. Το κοριτσάκι με
τα καστανά σγουρά μαλλιά και τα κατακόκκινα μάγουλα έβαλε το
σκούφο, τα γαντάκια, το παλτό του και έτρεξε προς την πόρτα.
«Έμιλυ;» της φώναζε η μαμά της και κατέβηκε μήπως την
προλάβει, όμως ήταν αργά. Η Έμιλυ είχε τρέξει σαν σίφουνας στο
παγερό δάσος. Ο Ράντι που ήταν πάντα περίεργος την ακολουθούσε
διακριτικά για να δει που θα πάει. Εκείνη πήγαινε όσο πιο γρήγορα
μπορούσε μέχρι που όταν κουράστηκε, σταμάτησε. Κοίταξε γύρω
της και δεν είχε καμία ιδέα που είχε βρεθεί.
«Επιτέλους είμαι ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω, δεν θα έχω
κανέναν να μου λέει τι να κάνω και πώς να το κάνω» είπε με
σηκωμένα τα χέρια ψηλά και άρχιζε να παίζει και να χορεύει μόνη
της στο χιόνι. Ο Ράντι συνέχισε να την παρακολουθεί από μακριά.
Σκεφτόταν πως οι δυο τους μοιάζουν, ίσως θα μπορούσαν να γίνουν
και φίλοι. Έκανε δύο βήματα προς το μέρος της αλλά έχασε την
ισορροπία του και άρχισε να κάνει πατινάζ στον πάγο μέχρι που
έπεσε πάνω στον κορμό ενός δέντρου. Μπόινγκ!
Η Έμιλυ τον είδε από μακριά και έσκασε στα γέλια. «Ανόητο
ελαφάκι, πρόσεχε που πατάς» . Ο Ράντι ζαλισμένος προσπαθούσε να
σταθεί στα μικρά του ποδαράκια. Η Έμιλυ φοβόταν να πάει κοντά
για να μην τον τρομάξει. Ο Ράντι άνοιξε το στόμα του για να της πει:
«Με λένε Ράντι, μπορούμε να γίνουμε φίλοι;» όμως αντί για αυτό
έβγαλε μια περίεργη φωνή που τρόμαξε την Έμιλυ, ακόμα και τον
ίδιο. Μόλις έφυγε από την κοιλάδα έχασε και την φωνή του. Στον
αληθινό κόσμο φαίνεται πως δεν μιλάνε τα ελαφάκια. Ο Ραντι την
πλησίασε αργά αργά και τέντωσε τη μουσουδίτσα του. Η Έμιλυ
πολύ διστακτικά άπλωσε τα χεράκι της και εκείνος έμεινε ακίνητος
για να τον χαϊδέψει. Τι πανέμορφο ήταν αυτό το χάδι γεμάτο αγάπη.
«Πως σε λένε;» τον ρώτησε αλλά ο Ράντι προτίμησε να
κρατήσει το στόμα του κλειστό.
«Θα σε λέω Ρούντολφ, σαν το ελαφάκι του Άι Βασίλη, όμως
θα είσαι δικός μου όλο δικός μου» είπε και απαλά τον πήρε αγκαλιά.
«Είσαι μικρό ελαφάκι, που είναι η μαμά σου; Ο μπαμπάς σου;» είπε
και ο Ράντι για μια στιγμή σκέφτηκε την γλυκιά αγκαλιά της μαμάς
του.
«Πάμε να τρέξουμε;» του είπε και άρχισε να τρέχει. Ο Ράντι
χοροπηδούσε χαρούμενος δίπλα της, μέχρι που ξαφνικά άρχισε να
νιώθει το στομάχι του να γουργουρίζει. Τα πάντα ήταν παγωμένα,
από το χιόνι, δεν υπήρχε ούτε ένα φυλλαράκι για να μασουλήσει.
«Πω πω πείνασα» είπε η Έμιλυ. «Μάλλον πρέπει να ψάξω για
φαγητό. Βέβαια, δεν έχω μαγειρέψει ποτέ μου κάτι, όμως θα δω τι
μπορώ να καταφέρω». Ο Ράντι και η Έμιλυ άρχισαν και οι δύο να
ψάχνουν για φαγητό όμως μάταια, δεν υπήρχε τίποτα παρά πυκνό
χιόνι. Σαν να μην τους έφτανε η πείνα τους άρχισε να χιονίζει και να
φυσάει αέρας. Ο Ράντι τουρτούριζε και η Έμιλυ κρύωνε αρκετά. Ο
Ράντι για λίγο απομακρύνθηκε για να βρει καταφύγιο. Για καλή του
τύχη βρήκε μια κουφάλα ενός δέντρου. Πήγε κοντά στην Έμιλυ
άρχισε να γυρίζει γύρω της και μετά πήγαινε μπροστά της, μέχρι που
το κατάλαβε και τον ακολούθησε. Η Έμιλυ τον αγκάλιασε γιατί
κρύωνε και δεν ήξερε πώς να ανάβει φωτιά.
«Πόσο λάθος είχα που έφυγα από το ζεστό σπιτάκι μου. Εκεί
τώρα θα με περίμενε η μαμά μου και θα μου έδινε να φάω ζεστή
σουπίτσα. Τι ήθελα να φύγω, αφού είμαι μικρή, δεν μπορώ και δεν
ξέρω να φροντίσω εντελώς τον εαυτό μου. Αχ, πόσο χαζά φέρθηκα,
πόσο άσχημα της μίλησα και τώρα δεν ξέρω τον δρόμο για να
γυρίσω πίσω» έλεγε στον Ράντι και άρχισε να κλαίει. Ο Ράντι
ακούγοντας την μικρή Έμιλυ κατάλαβε πως είχε κάνει και εκείνος
λάθος. Ήταν πολύ ανόητος, αντί να ακούει τους γονείς του ήθελε να
κάνει τα δικά του και τώρα ήταν μέσα σε μια κουφάλα πεινασμένος
και κουρασμένος. Για λίγο τους πήρε ο ύπνος μέχρι που τους
ξύπνησε ένα ουρλιαχτό.
«Ωχ, λύκος» αναφώνησε η Έμιλυ. «Κάτσε ακίνητος» είπε
στον Ράντυ και τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της. Ο Ράντυ
όμως δεν ήξερε τι είναι ο λύκος. Στην ξεγνοιασιά της κοιλάδας δεν
είχε γνωρίσει ποτέ του λύκο. «Για να τον φοβάται η Έμιλυ θα πρέπει
να είναι κάτι κακό» σκέφτηκε. Η Έμιλυ έτρεμε από τον φόβο της.
«Ρούντολφ, αν μας βρει ο λύκος θα μας κάνει μια χαψιά» είπε
ψιθυριστά. «Σε παρακαλώ εσύ μπορείς να τρέξεις πιο γρήγορα από
εμένα. Αν έρθει ο λύκος τρέξε να σωθείς» είπε η Έμιλυ και έβαλε τα
κλάματα. Δυστυχώς όμως ο λύκος την άκουσε και ξάφνου βρέθηκε
να τους κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Ο Ράντι έντρομος του έδωσε
μια κλωτσιά και τον πέταξε πίσω. Η Έμιλυ τότε βγήκε από την
κρυψώνα τους και άρχισε να τρέχει. Ο λύκος κοίταζε σαστισμένος
μια εκείνη και μια τον Ράντι. Ο Ράντι τον κοιτούσε ακίνητος, ήθελε
να κερδίσει χρόνο για το μικρό κοριτσάκι και ας έτρεμαν τα πόδια
του από τον φόβο. Άρχισε να τρέχει τόσο όσο να μπορεί να τον
κυνηγάει ο λύκος. Στο μεταξύ η Έμιλυ πήγαινε σαν σφαίρα στην
κατηφόρα, ήλπιζε ο λύκος να μην έχει πιάσει το ελαφάκι της. Από
μακριά άκουσε την φωνή της μαμάς της:
«Έμιλυ ; Που είσαι Έμιλυ; Γιατί έφυγες κοριτσάκι μου; »
«Μαμά; Μαμά;» φώναξε η Έμιλυ αλλά η μαμά της δεν την
άκουσε, την άκουσε όμως ο λύκος που είχε βαρεθεί να ακολουθεί
τον Ράντι και άρχισε να τρέχει προς το μέρος της. Η Έμιλυ είδε από
μακριά τον λύκο να την κυνηγάει και άρχισε να τρέχει ακόμα πιο
γρήγορα. Μπορούσε να δει το φως από το σπίτι της, ήταν πια κοντά,
το ίδιο και ο λύκος όμως. Ξάφνου κάνει ένα μεγάλο άλμα καταπάνω
στην Έμιλυ, η Έμιλυ έχασε την ισορροπία της και έπεσε κάτω.
Έμοιαζε έτοιμη να γίνει το βραδινό του λύκου μέχρι που ξαφνικά
έπεσε πάνω του ο Ράντι. Η ‘Έμιλυ σηκώθηκε και έντρομη κατάλαβε
πως δεν είχε επιλογή ή εκείνη θα έτρωγε ο λύκος ή το ελάφι. Τότε
εμφανίστηκε η μαμά της, η Έμιλυ έτρεξε στην αγκαλιά της και
αμέσως γύρισε να δει τον Ράντι ο οποίος ήταν στριμωγμένος από τον
λύκο. Η Έμιλυ ήθελε να πάει κοντά του αλλά η μαμά της την
κρατούσε σφιχτά και προσπαθούσε να την πάρει σπίτι για να
σωθούνε. Ο Ράντι σκέφτηκε πως αν ο λύκος έτρωγε εκείνον τότε θα
παρατούσε την Έμιλυ και την μαμά της. Έκλεισε τα ματάκια του
σφιχτά και περίμενε. Ξαφνικά μόλις όρμησε ο λύκος ο Ράντι άρχισε
να σηκώνεται απότομα από το έδαφος. Βρήκε την ευκαιρία να
χτυπήσει τον λύκο στο κεφάλι με τα πόδια του και να τον αφήσει
ξερό.
«Κοίτα μαμά ο Ρούντολφ μου πετάει» είπε στην μαμά της
δείχνοντας τον Ράντι. Ο Ράντι ήταν ακόμα τρομαγμένος και δεν είχε
καταλάβει πως ήταν πάνω από το έδαφος και σιγά σιγά πήγαινε όλο
και πιο ψηλά. Ένα μαγικό αεράκι έμοιαζε να τον κατευθύνει μακριά
από εκεί. Μετά από λίγη ώρα είδε μπροστά του την χρυσή βροχή
που χώριζε την κοιλάδα από τον αληθινό κόσμο. Ένα κύμα
ζεστασιάς τον πλημμύρισε και ένιωσε τεράστια ανακούφιση. Ήταν
πια ασφαλής. Όμως γιατί πετούσε; Ποιος τον έσωσε; Σκεφτόταν
απορημένος μέχρι που βρέθηκε στο κέντρο της κοιλάδας. Όλα τα
ελαφάκια ήταν από κάτω και τον χειροκροτούσαν. Γιατί όμως;
Ακούμπησε στο έδαφος όταν έφτασε στην μαγική πόρτα. Από
εκεί βγήκε ο Άγιος Βασίλης.
«Χο Χο Χο, όπως καταλάβατε όλοι ο Ράντι είναι το ελαφάκι
των Χριστουγέννων για αυτήν την χρονιά»
«Μα πως;» είπε απορημένος ο Ράντι.
«Ξέρω πως έφυγες από την μαγική μας κοιλάδα».
«Ναι, ήταν μεγάλο μου λάθος. Αντί να διορθώσω την
συμπεριφορά μου και να γίνω καλύτερος διάλεξα να φύγω.
Παραλίγο να με φάει ο λύκος».
«Ξέρεις γιατί σε διάλεξα;» τον ρώτησε ο Άγιος Βασίλης και ο
Ράντι τον κοίταζε γεμάτος απορία. «Γιατί πήγες να θυσιαστείς για
να σώσεις την Έμιλυ. Αυτό ήταν η καλύτερη πράξη που έχει γίνει
από τότε που έκανα τον Ρούντολφ ελαφάκι των Χριστουγέννων.
Συγχαρητήρια!!! Πείτε όλοι ένα μπράβο στον Ράντι»
«Μπράβο Ράντι, Ράντι, Ράντι» φώναζαν όλα τα ελάφια και
εκεί είδε και τους γονείς του να σκουπίζουν τα μάτια τους από
συγκίνηση και περηφάνια.
Από τότε ο Ράντι ήταν πάντα το καλύτερο παράδειγμα στην
κοιλάδα. Ήταν ο πιο πρόθυμος, ο πιο καλοσυνάτος, ο πιο γενναίος
από όλα τα ελαφάκια στην κοιλάδα. Οι γονείς του, οι παππούδες , οι
θείοι ακόμα και το κουφό ελάφι ο Αυτουλίξ ήταν πολύ περήφανοι
που ο Ράντι είχε αλλάξει τόσο πολύ και είχε καταφέρει να γίνει το
Ελαφάκι των Χριστουγέννων
…και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

--ΤΕΛΟΣ--

You might also like