Professional Documents
Culture Documents
2
Μαρία Παπαδάτου
Παιδικές σκηνές
3
Μαρία Παπαδάτου, Παιδικές σκηνές (οκτώ σύντομα διηγήματα)
Αθήνα, Δεκέμβριος 2020
© Copyright
Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και
4
1. Ψέμα
- Λενιώ!
Οι παρακλήσεις όλο και ξεμάκραιναν. Ο ήχος από τα πόδια της που έπεφταν
άτσαλα στο χορταριασμένο χώμα, στα τυφλά, σκουντουφλώντας εδώ και κει, όλο
και κέρδιζε μεγαλύτερο μερτικό στ’ αυτιά της, μαζί με τη βαριά ανάσα της που λες
και αντιλαλούσε στο πυκνό σκοτάδι. Έγειρε στη ρίζα ενός γέρικου λιόφυτου –
φίλος παλιός. Εδώ δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, το ένιωθε σπίτι της.
Αχ, το σπίτι… Πόσο της έλειπε… Ας μην είχαν έρθει ποτέ τούτες οι διακοπές,
τούτο το απαίσιο καλοκαίρι.
Το αδύναμο φως των φακών χαμηλά, πέρα απ’ τη ράχη, χέρια τυφλής, αγριεμένης
μάγισσας. Ένιωσε το κορμάκι της να τρέμει. Δεν θα την έβρισκαν ποτέ. Και ούτε θα
γυρνούσε, όχι. Θα έβγαζε τη νύχτα εκεί πάνω, παρέα με τους γκιώνηδες, τους
γρύλους, και μ’ ότι άλλο κρυβόταν μαζί της στο σκοτάδι. Θα τους τιμωρούσε με
τύψεις εφιαλτικές, με άγνωστους φόβους που μόνο οι μεγάλοι είναι ικανοί να
βάζουν με το νου τους.
Θα ήθελε να μπορούσε τώρα από μια μεριά να δει τα μούτρα εκείνου του
βρομόπαιδου, του Σάκη. Αλλά δεν έφταιγε μόνο αυτός. Έφταιγε και η θεία. Πιο
πολύ δαύτη, τον είχε χαλάσει εντελώς με την αδυναμία της. Να, που για μια ακόμη
φορά είχε πάρει το μέρος του, του ακριβού μοναχογιού της. Του κάκου η αδερφή
του η Τασία αντιδρούσε μαρτυρώντας την αλήθεια. Η θεία Κική, αν και απούσα απ’
τον καυγά, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος έλεγε αλήθεια και ποιος
ψέματα. Αχ, και να μπορούσε να τους χαζέψει κάπως τώρα… Ένα αβέβαιο
χαμόγελο αχνοφώτισε το θλιμμένο προσωπάκι.
Τι θα έλεγαν τώρα στη μάνα της, έ; Θα ‘πρεπε να παραδεχτούν τότε την αλήθεια
και ο Σάκης να βούταγε ένα γερό χέρι ξύλο, όπως ακριβώς του άξιζε. Όμως… αν η
μαμά μάθαινε για όλα αυτά, θα στεναχωριόταν τόσο… Κι αν της ξέφευγε, μέσα στη
σαστιμάρα της, κάτι στον μπαμπά; Α, όχι! Ο μπαμπάς δεν έπρεπε να μάθει τίποτα
απ’ αυτές τις ανοησίες! Έπρεπε πρώτα να γίνει καλά, να δυναμώσει. Μέρα-νύχτα
5
ήταν η μαμά πλάι του, κομματιασμένη απ’ τον ύπνο τον κακό, στις καρέκλες του
νοσοκομείου. Και τώρα; Τώρα ερχόταν και εκείνη να προσθέσει ένα ακόμη
πρόβλημα. Πώς τα είχε καταφέρει έτσι;
Και, ξάφνου, έπαψε να σκέφτεται. Το παγωμένο νυχτερινό πούσι του νησιού την
τύλιξε. Ανάσανε βαθιά, σαν τα πνευμόνια της να γέμιζαν απ’ τον αέρα τον διάφανο
για πρώτη τους φορά. Ένιωσε, απότομα, τόσο, μα τόσο, μικρή – σχεδόν
ανύπαρκτη. Μόνο η καρδιά της επέμενε να χτυπιέται ακόμη στο στήθος της σαν το
θηρίο στο κλουβί.
6
2. Σύκα
Παράτησαν τα ποδήλατα στον όχτο και προχώρησαν προς τα κει. Σαν πλησίασαν
όμως, ένιωσαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά.Ένα ασυνήθιστο χρατς-χρουτς ερχόταν
πίσω απ’ τον στριφτό, κακοσχηματισμένο της κορμό. Νυχοπατήσαν προς τα κει,
ανταλλάσσοντας δύσπιστες ματιές.
- Βρε, καλώς τα… Πως από δώθε; Χαιρέτησε τα παιδιά δίχως να σταματήσει
το σκάλισμα.
Μιλούσε αργά και δυνατά. Τ’ όνομα του θείου Ηρακλή ήταν μοναδικό στα μέρη
γύρω – καλύτερο κι από παρατσούκλι. Κι ο Ντένης είχε ανταλλάξει τις ίδιες πάνω-
κάτω αυτές κουβέντες αμέτρητες φορές ως τώρα. Ήταν υπόθεση ρουτίνας.
7
- Του Ηρακλή του Καμπιώτη;
- Άϊντε τώρα, αντέστε καλιά σας, είπε κατόπιν αδιάφορα, σαν να μιλούσε σε
αυτή.
8
3. Φωτία1
Η λευκή Mustang του ’65 μούγκριζε γοητευτικά, κυλώντας αργά στον στενό
χωματόδρομο.
Παραδίπλα της, στο χαμηλό πίσω κάθισμα, η θεία Μαύρα. Η ψηλή κορμοστασιά
της τη δυσκόλευε να βολευτεί στο σπορ αμάξι. Στα πόδια της, ο Βαγγελάκης –
ένας μπέμπης μπουκιά και συχώριο. Άσπρος-άσπρος και στρουμπουλός. Οι
καστανόξανθες μπουκλίτσες του, έκαναν το αφράτο προσωπάκι να μοιάζει
βγαλμένο από παιδικό βιβλίο με εικόνες. Ήταν φτυστός με τις ζωγραφιές του
ήλιου.
Στη μέση, χωμένος ανάμεσα στα μπροστινά καθίσματα, ο Κωστής. Μαγεμένος απ’
το αυτόματο λεβιέ, τα περίεργα καντράν και τα νικελένια σηματάκια των αλόγων
εδώ και κει, δεν χόρταινε να παρατηρεί τον πατέρα της Λενιώς στο τιμόνι. Στα
δεξιά του η μητέρα της, με τα κοντά, φουντωτά, σαν χαίτη λιονταριού μαλλιά της,
τα σπαρμένα με χρυσές ανταύγειες, συνομιλούσε με τη δυνατή, πολύχρωμη φωνή
της με τη μάνα του. Και τι δε θα ‘δινε για ένα τέτοιο αμάξι ο Κωστής… Ευχές και
κατάρες έριχνε σε όλον το δρόμο στον εαυτό του – να μην τον λέγανε Κωστή, αν,
σαν μεγάλωνε, δεν τα κατάφερνε να πιάσει κι αυτός στα χέρια του ένα τέτοιο
τιμόνι.
Ο θείος Τάκης φρέναρε απαλά το λευκό, ατίθασο άτι του. Έσπρωξε το παράξενο,
σαν σφυρί, λεβιέ των ταχυτήτων και γύρισε το κλειδί, αφήνοντας το επάνω. Το
μπάσο γουργούρισμα της μηχανής σιώπησε. Οι δύο βαριές, σαν από ατσάλι πόρτες
του, άνοιξαν διάπλατα.
Φωνές ακούστηκαν
1 φωτία = φωτιά
9
Η θεία Βούλα σηκώθηκε ανήσυχη. Με το χέρι της το δεξί να της κρατά σκιά στα
μάτια ατένισε προσεκτικά τη βουνοκορφή που υψωνόταν πέρα, στην άλλη άκρη
του κόλπου. Η Λενιώ βλέποντας τη, την μιμήθηκε. Δύο ζεύγη μάτια ερεύνησαν
πόντο-πόντο τα’ αντικρινό βουνό για λίγα δευτερόλεπτα. Τίποτα. Ούτε καπνός,
ούτε φωτιά.
- Φωτία!, φωτία!, φώναζε τώρα, πάλι, ο Κωστής. Ο ήχος της φωνής του, ένα
κράμα έκπληξης και χωρατού.
Η θεία Μαύρα, καθισμένη στην ψάθα με τους αγκώνες της να ξεκουράζονται στα
γόνατα, κοίταζε τη θεία Βούλα χαμογελώντας αινιγματικά. Ο Βαγγελάκης είχε
σταματήσει το πλατσούρισμα και τους κοιτούσε έναν-έναν με βλέμμα σαστισμένο.
Η θεία Βούλα έστριβε αμήχανα το χέρι της στον Κωστή. Το μόνιμο πλατύ χαμόγελο
της ερχότανε σε κόντρα με τα γεμάτα αμφιβολία μάτια της.
Ο θείος Τάκης εμφανίστηκε σοβαρός από πίσω απ’ την Mustang, όπου ως τώρα
φορούσε το μαγιό του.
Η θεία Βούλα προχώρησε μέσα στο καυτό, απ’ τον ήλιο του απομεσήμερου, νερό.
Κοιτώντας τους όλους γύρω της, με αβέβαιο χαμόγελο, επανέλαβε αργά, σαν σε
απολογία: «Φωτία…»
10
4. Στο λινό
Ο ήλιος έκαιγε – από ακριβώς τη μέση τ’ ουρανού. Έριχνε τις ακτίνες του δίχως
οίκτο στο μικρό χωριό του κάμπου. Το πρωινό είχε περάσει αργά, παίρνοντας για
ανάμνηση ιδρώτα και αίμα.
Κοίταξε λυπημένα τον δεμένο της αντίχειρα. Έμοιαζε με φασκιωμένο μωρό, έτσι
τυλιγμένος στις γάζες. Θα ‘παιρνε μέρες να θρέψει – παρά τη μικρή εμπειρία της
από τραύματα από μαχαίρι, το καταλάβαινε. Τούτο ήταν άσχημο. Είδε κι έπαθε να
το φροντίσει σαν επέστρεψε σπίτι – σπαταλημένο επάνω του, μισό μπουκάλι
οξυζενέ.
Γιατί, δεν έφτανε το τραύμα, ήτανε και τα ξερά φύλλα του καπνού. Ο μπαρμπα-
Κωστής, για να σταματήσει το αίμα το ασταμάτητο, είχε χαραμίσει ένα απ’ τα
τσιγάρα του. Το είχε ανοίξει όπως-όπως με τα μακριά, λερωμένα νύχια του, και είχε
πατικώσει περήφανα στην πληγή τον ξερό ταμπάκο. Της είχε κάνει μεγάλη
εντύπωση τούτο το γιατροσόφι, την ώρα εκείνη. Όμως, μετά, που ήρθε η ώρα να
το καθαρίσει σχολαστικά, όπως ήξερε πια τόσο καλά, τα βρήκε σκούρα. Τα
φυλλαράκια του καπνού, λες και είχαν βγάλει ρίζες μέσα στο κομμένο δάχτυλο.
Είδε κι απόειδε να το συνεφέρει. Κι αν θα ξανακοβόταν στον τρύγο πάλι αύριο, δεν
θ’ άφηνε κανέναν, μα κανέναν, να της κάνει γιατροσόφια.
Είχε μείνει καθισμένη στην αυλή να χαζεύει μελαγχολικά τη θεία Μαύρα, πέρα στο
αλώνι. Άπλωνε τη σταφίδα σκυφτή, διπλωμένη στα δύο απ’ τους γοφούς, κάτω απ’
τον καυτό ήλιο. Ο θείος Νότης παραδίπλα της άδειαζε σε αποστάσεις τα κοφίνια
με τα φρεσκοκομμένα τσαμπιά. Η θεία τα μέριαζε, να τα ξεράνει ο ήλιος, πλάι-
πλάι, σαν σαρδέλες στο ταψί.
Αχ, κι αν έπιανε μια μπόρα… Γέλασε πονηρά με την κακή της σκέψη, την
ακάλεστη. Όλοι οι μεγάλοι θα έτρεχαν τότε σαν να έπιασε φωτιά. Οι θείοι, οι
γονείς, οι παππούδες, ακόμη κι εκείνη η ίδια με τα ξαδέρφια της – ω, ναι!. Θα
όρμαγαν όλοι στο αλώνι με το που οι πρώτες χοντρές στάλες θα έσκαγαν με κρότο
στο διψασμένο χώμα – σαν να το έβλεπε ήδη μπρος της. Τα μακριά νάιλον που
βρίσκονταν σε επιφυλακή στην άκρη του αλωνιού θα έπρεπε να ξεδιπλωθούν
ταχύτατα, πριν τα τσαμπιά μουσκέψουν. Και όταν πια θα στέρευε ο ουρανός, θα
έτρεχαν πάλι όλοι, σαν και πριν, να βγάλουνε τα νάιλον και να εξετάσουν την ζημιά.
11
Ααα, είχε μεγάλο γούστο η μπόρα! Τα χείλη της έμοιαζαν παγωμένα, ακίνητα,
κλειστά, μα τραβηγμένα στα μάγουλα, σαν το σχοινί του ακροβάτη.
Ο Κωστής περνούσε έξω από την αυλή. Αιφνιδιάστηκε, σαν τη βρήκε να κάθεται
ακίνητη.
- Έλα γρήγορα! Πάμε να πατήσουμε σταφύλια στου παππού μου!, της είπε με
φούρια.
Ε, αυτό κι αν ήταν ιδέα! Η Ελένη πετάχτηκε πάνω και έτρεξε κοντά του - ο Κωστής
κατηφόριζε ήδη τον χωματόδρομο. Το δάχτυλο ούτε που πονούσε πια. Τέτοιο
γλέντι δεν γινόταν κάθε μέρα! Ήταν καλύτερο και από τη μπόρα, ακόμα!
Στο πλάι του σπιτιού του, στο χτιστό λινό το μεγάλο σαν δώμα – καμία σχέση με το
δικό τους που ήταν όσο μια μπανιέρα – ήταν τώρα ο εκείνος, ο γιος του ο
Ηρακλής, ο Ντένης, ο Ντίνος και δυο-τρεις ακόμη της γειτονιάς. Ο Ηρακλής είχε
ήδη στρώσει στη δουλειά τ’ αγόρια του. Ο Κωστής με τη Λενιώ έφτασαν γοργά, με
τα πρόσωπα ξαναμμένα.
Ο ηλιοκαμένος σβέρκος του γυάλιζε από τον ιδρώτα καθώς πετούσε απ’ τα
κοφίνια τα σταφύλια στο λινό – Ηρακλής όνομα και πράγμα.
Την επόμενη στιγμή πατούσαν τα τσαμπιά χαχανίζοντας, πλάι στο Ντένη και το
Ντίνο. Τα γυμνά ποδάρια βούλιαζαν ρυθμικά, σαν μέσα σε λάσπη. Μια λάσπη
αλλιώτικη, από φλούδια, καρπό, κουκούτσια και γυμνά τσαμπιά. Δεν ήταν και τόσο
εύκολο όσο ακουγόταν, τελικά… Σκληρή δουλειά, κοπιαστική, με τα πόδια να
καταγδέρνονται απ’ τα χάτσαλα. Αλλά, είχε τόση πλάκα!
12
Ο Κωστής έσκυψε με τρόπο – γέμισε τη χούφτα του με λιωμένα σταφύλια, και της
τα πέταξε γελώντας σκανταλιάρικα στα μούτρα. Γρήγορη εκείνη, παρά την
έκπληξη της τινάχτηκε στο πλάι. Τα ζουμερά φλούδια βρήκανε κατάστηθα το
Ντένη. Φορούσε το αγαπημένο του μπλουζάκι, με τους Ντιουκς.
Πέταξε κάτι ακατάληπτο – όλοι ξέρανε όμως πως ήτανε βρισιά. Βρισιά στ’
αυστραλέζικα – εκεί είχε γεννηθεί και τα μιλούσε τέλεια.
Ο θείος Ηρακλής και η θεία Καίτη, η μάνα του, είχανε παντρευτεί σχεδόν παιδιά
ακόμη πριν φύγουν άρον-άρον για τα ξένα. Κι αφού δουλέψανε και μάζεψαν
κομπόδεμα, γυρίσανε με τα αγόρια τους μικρά, προτού προλάβουν να δεθούν με
εκείνον τον τόπο. Τώρα ακόμα, όποτε η θεία τα μάλωνε, φρόντιζε να το κάνει σ’
αυτή τη γλώσσα την παράξενη που δεν έβγαζες λέξη.
Ο Ντένης, μετά από τη βρισιά του, έσκυψε και για αντίποινα. Η αυστηρή φωνή του
πατέρα του τον έκοψε. Ο Κωστής πνιγόταν απ’ τα γέλια – όχι λιγότερο από τα
άλλα δυο παιδιά.
Ο Ντένης πατούσε τώρα τα σταφύλια οργισμένα, λες και είχε τον Κωστή κάτω απ’
τα πόδια του. Κάτι μουρμούρισε ξανά, με το πρόσωπο κατακόκκινο.
- Σάραπ Ντένη!
Τα παιδιά, το ένα μετά το άλλο, βγήκανε και ξεπλύθηκαν στη βρύση. Έπειτα
όρμησαν, ξυπόλητα όπως ήταν, στη χαμηλοτάβανη κουζινούλα του σπιτιού. Η
γιαγιά τους έκοψε μακρόστενες, σαν βάρκες, φέτες, από το καρβέλι το δικό της,
το ζυμωτό, σε μια μπόλια αστραφτερά λευκή, επάνω στο ξύλινο τραπέζι. Πήρε
έπειτα το ρογί και τις ευλόγησε με ρυάκια σμαραγδένιο λάδι, έκοψε στη μέση λίγα
κομιντόρια και τα έτριψε ζουλώντας τα σε κάθε φέτα και τις χοντραλάτισε.
Τέσσερα χέρια ανυπόμονα, ρίχτηκαν με χαρά στις φέτες, αφήνοντας στη μπόλια
λίγα ψίχουλα. Βγήκανε στη σκιερή αυλή μασουλώντας με αγαλλίαση. Και κίνησαν
ξανά για το λινό.
13
14
5. Το γράμμα
Στήριξε το ποδήλατο στον τοίχο του σπιτιού – αδύνατον να λυγίσει κάποιο πόδι για
να κατεβάσει το στήριγμα. Παραμέρισε την κουρτίνα από χάντρες και ανάσανε
ανακουφισμένη. Οι γονείς της δεν είχαν ξυπνήσει ακόμη απ’ τον καθιερωμένο,
μεσημεριανό υπνάκο τους.
Πήρε σιγανά το βαλιτσάκι πρώτων βοηθειών και κάθισε στην αυλή. Κοίταξε ξανά τα
πετσοκομμένα της γόνατα. Αίμα, χώμα και ψιλές πετρούλες, ανακατεμένα με
μαύρες γλώσσες από σκισμένο δέρμα, έφτιαχναν ένα αηδιαστικό παζλ πόνου.
Ξεκίνησε απ’ το δεξί – φαινόταν σε χειρότερο χάλι. Του ‘ριξε λίγο-λίγο οξυζενέ
καθαρίζοντας το σχολαστικά με λίγο βαμβάκι. Όταν βρώμιζε αρκετά, το κατέβαζε
προς τα κάτω, στα ξεραμένα αίματα. Τέλειωσε και το αριστερό. Θα ‘ριχνε τώρα το
καθαρό οινόπνευμα – θα έκαιγε ανυπόφορα αλλά δε γινόταν αλλιώς. Το έριξε
γρήγορα, προτού το σκεφτεί δεύτερη φορά. Φύσηξε τα πληγιασμένα γόνατα με
σιωπηλές γκριμάτσες πόνου – μαζί με το οινόπνευμα, σαν να εξατμίστηκε και
αυτός. Σειρά για το ιώδιο. Έβρεξε καλά λίγο βαμβάκι και το πίεσε με σίγουρες
κινήσεις πάνω και γύρω από τις πληγές. Έβαλε και στη γρατζουνισμένη της
παλάμη. Το άφησε να στεγνώσει. Και πια, το πιο ευχάριστο, η σουλφαμιδόσκονη.
Τη ράντισε από ψηλά, σαν βροχούλα. Ξετύλιξε μπόλικη γάζα απ’ το ρολό και
έφτιαξε δυο τετράγωνα μαξιλαράκια που στερέωσε χαλαρά στα δυο της γόνατα με
λίγο τσιρότο. Επιτέλους!
15
Με τόση ταχύτητα δεν είχε κατεβεί ποτέ ξανά τον απότομο χωματόδρομο. Είχε
ξεπεράσει τα όριά της. Δεν είχε φοβηθεί καθόλου – ίσως λίγο, ελάχιστα. Και, να!
Είχε φτάσει σχεδόν στο τέρμα της κατηφόρας. Σκυφτή απ’ τη μέση, με το κεφάλι
τεντωμένο πάνω απ’ το τιμόνι και τα πόδια να στηρίζουν το κορμί της στα πετάλια,
είχε αφήσει τη σέλα να χτυπιέται μόνη της στις λούμπες. Ο αέρας στο πρόσωπό
της έκανε τα μάτια της να δακρύζουν. Στη θολή θέα της κοτρώνας μπροστά απ’ τη
ρόδα, το μυαλό της είχε προλάβει να τρέξει με χίλια – όχι, δε γινόταν να στρίψει
ούτε πόντο με τη φόρα που είχε. Και τότε, έκανε το λάθος εκείνο, το τραγικό.
Φρέναρε με το χέρι το δεξί – το φρένο το μπροστινό. Κι ας την είχε προειδοποιήσει
ο μπαμπάς πολλές φορές, όχι μία… Ορίστε τώρα τα χάλια της. Χαμένα και τα
μπάνια μιας βδομάδας.
Τα αγόρια τη γύρευαν. Πού είχε χαθεί πάλι; Είχε έρθει κι ένας πρωτοξάδερφος
τους, θα γινότανε χαμός. Τη βρήκαν μισοκαθιστή στα σκαλοπάτια του γειτονικού
σπιτιού, με τα μπαταρισμένα γόνατα τεντωμένα μπρος της. Δε δώσαν σημασία.
- Έλα, ήρθε κι ο Χάρης. Πάμε βόλτα, της είπε ανυπόμονα ο Κωστής μόλις την
είδαν.
Βγήκαν στον επαρχιακό χωματόδρομο και έστριψαν δεξιά, προς την κατηφόρα
που, πριν λίγο, είχε φάει τα μούτρα της – δεν είπε τίποτα.
Τ’ αγόρια ήταν προβληματισμένα. Είχαν από χτες να κάνουν κάποια διαολιά. Και
τώρα είχαν και «μουσαφίρη»… Έπρεπε κάτι να σκεφτούν, και γρήγορα.
Την ιδέα την έριξε η Λενιώ. Λίγο παρακάτω, στο λοφάκι πάνω απ’ το γήπεδο, ήταν
ένα έρημο σπίτι – ότι πεις για «εξερεύνηση». Την κοίταξαν με θαυμασμό – τόσο
έξυπνη, για κορίτσι… Ώρες-ώρες ήταν τόσο άξια αντίπαλος στο παιχνίδι που τους
έκανε να το ξεχνούν.
Χάρηκε και εκείνη που το δέχτηκαν. Το σπίτι ήταν κοντά, και έκανε ήδη μεγάλο
κόπο να σύρει αδιαμαρτύρητα τα πόδια της.
Ανέβηκα στην πέτρινη, χορταριασμένη λότζα του παλιού σπιτιού που έβλεπε στο
γήπεδο. Στάθηκαν και το χάζεψαν για πρώτη φορά από αυτή τη θέση. Τώρα τους
έμοιαζε με τεράστιο, χωμάτινο χαλί – μόνο χάρη στα δύο σκουριασμένα τέρματα,
τα ορφανά από δίχτυα, μπορούσε να παρομοιαστεί με γήπεδο ποδοσφαίρου.
Στράφηκαν στο σπίτι. Δεξιά κι αριστερά της εισόδου, πάγκοι πέτρινοι, χτιστοί,
γεμάτοι χόρτα, χώματα, σπασμένα κεραμίδια και πεσμένους σοβάδες. Στη μέση,
μια ξύλινη σαρακοφαγωμένη πόρτα, ίδια με χοντρή σανίδα ξεβρασμένη απ’ τη
θάλασσα. Πάνω της, βιδωμένος ένας γάντζος. Ένας, ακόμη, χωμένος μες στο
τσιμέντο στο πλάι. Ανάμεσά τους ένα παμπάλαιο λουκέτο – όλα τους μαυρισμένα
απ’ τη σκουριά.
Πίσω από τη, για δεκαετίες, κλειστή πόρτα, οι αράχνες είχαν φτιάξει τα δικά τους
σπιτικά. Τα παιδικά πόδια, γυμνά ως πάνω μες στα κοντά σορτσάκια, τα φορεμένα
ξανά και ξανά από καλοκαίρι σε καλοκαίρι, ανατρίχιασαν απ’ τους ιστούς που
ένιωσαν γύρω τους. Κανείς τους δεν τόλμησε να το δείξει. Προχώρησαν προς το
κέντρο του μοναδικού δωματίου.
Γύρισαν να φύγουν. Ο Κωστής πρόσεξε το μικρό συρτάρι στο πλάι του τραπεζιού,
και δίχως να χάσει χρόνο πέρασε το δάχτυλο του στο πράσινο, πατιναρισμένο
χερούλι του και το τράβηξε έξω. Τίποτα. Έσκυψαν όλοι με τη σειρά να δούνε μέσα,
17
λες και τα μάτια των υπολοίπων γελιούνταν στο ημίφως. Με φανερή την
απογοήτευση στα πρόσωπά τους και τους ώμους σκυφτούς, πήραν, πια, το δρόμο
για την πόρτα.
- «Είμε καλά στην υγία μου και επιθιμώ το ίδιο και για σε. Έχω να πάρω νέα
σου από το πρότο εκιό μπιλιέτο σου, τόμου εμπαρκάρησες για την Αμέρικα. Πάνε
δύο χρόνοι από τότες. Μα ξέβρω πως με σιλογιέσε και εσύ απ αλάργα. Και έφχομε
τα μπιλιέτα μου να τα έχεις ούλα παρμένα. Τη φαμέλια σου τήνε βλέπω ταχτικά. Η
σοραμάρε σου είνε καλλίτερα, το πόδι τσι ήβρε γιατριά. Ο κύρις σου ούλο τον κερό
στα χτίματα. Η αδερφή σου τιμόγενη, τιν ασπετάρουμε από ημέρα σε ημέρα, γερό
να είνε. Οι μέρες περνούν δίσκολα αλάργα σου Σπυρέτο μου. Έκαμες τα κουμάντα
σου να αριβάρω; Έχω τ’ αμέντε μου αμπονόρα κάθε που ξημερόνει με τιν κασέλα
μου αλεστή. Βγάνω παστρεύω κάθε τόσο λούσα πρετσιόζα και πρικιά να
μοσκοβολούν κομάτι Τζάντε σα θα ανταμόσωμε στην ξενιτιά. Δώθε, ούλοι οι
σιχωριανοί μας κογιονάρουν. Δε μου φορείς στεφάνι λεν με γέλασες. Λέν τα ξένα
σου πήραν τα μιαλά, πως δε ματαγυρνάς. Μα εγώ γελάω με τσι μπαρόλες τους,
κομάτι δε νογάνε. Κατέχω πως όσα μου έταξες δεν τα ματαπέρνεις οπίσω.»
18
Τ’ αγόρια την άκουγαν αμίλητα. Μές στο ημίφως μοιάζανε με μαγεμένα
πριγκιπόπουλα, βγαλμένα από παραμύθι. Τα τζιτζίκια έξω, έσκαγαν απ’ τη ζέστη.
Πήρε ανάσα και συνέχισε.
- «Μήτε εγώ τα πέρνω οπίσω. Τη βερέτα του αρεβόνα μας τήνε τιμάω νίκτα
μέρα. Μήτε τσι ρούγες κατέχω, μήτε τα καντούνια».
- «Μήτε στη φέστα του Αγίου μας εκατέβικα εφέτο. Δεν έχω πρεμούρα για
τζιριτζάτζουλες και μόστρες. Η ψιχή μου είναι μονάχα εδεκεί, σε εσέ, ψιχή τσι ψιχής
μου. Ασπετάρω ντεσπεράδα το όρντινό σου. Η τζόγια σου, Φραντζέσκα»
Απέμεινε να κοιτάζει το χαρτί στα χέρια της. Η σιωπή έσπασε απ’ τη φωνή του
Ντένη.
- Ναι, μα τότε θα μας ρωτήσουν πούθε μάθαμε εμείς για όλα τούτα, απάντησε
ο Χάρης. Και συνέχισε συλλαβιστά.
Ανατρίχιασαν. Τη σιγή που πάγωσε το χρόνο ξανά, την έσπασε τούτη τη φορά η
παιδική, αυθόρμητη φωνή του Ντίνου.
- Ίσως, όμως, ο Σπυρέτος ήρθε και την πήρε προτού προφτάσει να το στείλει!
- Ή, ίσως πήρε νέα του, και την καλούσε, πετάχτηκε ενθουσιασμένος με την
ιδέα του ο Κωστής. Και, από την πολλή τους τη χαρά, να ξέχασαν το κρυμμένο
γράμμα!
- Ή…
Δεν ήθελαν να υποθέσουν τα χειρότερα. Συμφώνησαν όλοι να μην πουν τίποτα και
σε κανέναν για το γράμμα – ειδικά στους μεγάλους. Ούτε για την «εξερεύνηση». Το
19
γράμμα θα το κρατούσε η Λενιώ. Και λίγο-λίγο, με τρόπο, χώρια ο καθένας, θα
ρωτούσαν τους γονείς τους για το ερημωμένο σπίτι. Σε χρόνους άσχετους,
ανύποπτα, μα συστηματικά – όπως φτιάχνεται ένα παζλ.
Το συμβούλιο είχε τελειώσει. Ο Ντένης πήρε το συρτάρι που έχασκε επάνω στο
τραπέζι και το έσυρε στη θέση του. Βγήκαν με μάτια χαμηλωμένα. Ο ήλιος είχε
αρχίσει πια να γέρνει.
20
6. Επτάζυμο
Ήτανε μέρες τώρα που παιδεύονταν μ’αυτήν οι γυναίκες. «Μαρτύρησε στα χέρια
τους», σκεφτόταν η Λενιώ. Επτά φορές να ζυμωθεί και να μείνει πάλι να
φουσκώσει… μα, αλλιώς; Πώς θα λεγόταν «επτάζυμο»;
Η μάνα της Λενιώς και η θεία Τέτα με τον Βαγγελάκη στα πόδια της κάθονταν από
τη μέσα μεριά του τραπεζιού, στο χτιστό καναπεδάκι γωνία, το καλυμμένο με
κόκκινες μαξιλάρες. Έπιναν καφέ από μικρά φλιτζανάκια και μιλούσαν
χαμηλόφωνα. Ο Βαγγελάκης εντελώς απορροφημένος από ένα μεγάλο παξιμάδι,
το κριτσάνιζε με τα λιγοστά δοντάκια του. «Ένα μικρό διάλειμμα από την αγωνία»,
σκέφτηκε άθελά της η Λενιώ.
- Τι μαντάτα φέρνεις;
21
- Τίποτα ακόμα.
Ήταν φουντωμένος, σχεδόν κόκκινος. Τα σφιγμένα χείλια του δεν ξανάνοιξαν όσο
έψαχνε μισόσκυφτος, με σαματά, σ’ ένα απ’ τα συρτάρια. Έβγαλε έναν μακρύ
φακό από μαύρο πλαστικό και τον δοκίμασε αν ανάβει. Τον πήρε και βγήκε με
φούρια, όπως είχε μπει.
Οι γυναίκες είχαν μείνει σιωπηλές και τον παρακολουθούσαν ακίνητες όσο εκείνος
έψαχνε, λες και γι’ αυτές είχε σταματήσει ο χρόνος. Με το που έκλεισε πίσω του η
πόρτα, η μικρή κουζίνα αφυπνίστηκε κάπως, μα παρέμεινε βουλιαγμένη στη σιωπή.
Τα χέρια των γυναικών έπεφταν στο ζυμάρι πιο βαριά. Τα πρόσωπα θλιμμένα. Τα
φρύδια τους σμιχτά. Τα κεφάλια χαμηλωμένα. Ταξίδευαν η καθεμιά στις δικές της,
μαύρες σκέψεις, όπως η Λενιώ.
Ο Νικολιός, θείος και ξάδερφος μακρινός και γείτονας καλός, ήταν από χτες το
χάραμα, χαμένος. Ίσως, ακόμα, κι απ’ τη μαύρη νύχτα πριν. Δεν τον είχε δει κανείς.
Χαμένος, όχι από κακοτυχία, ή μπλέξιμο… όχι. Μα με τη θέλησή του. Μέχρις ότου
να βρουν εκείνο το μικρό σημείωμα, οι πρώτες εκείνες ώρες του χτεσινού πρωινού
είχαν κυλήσει ήρεμα. Κανείς δεν είχε βάλει με το νου του το κακό. Είπαν πως θα
ήτανε στα κτήματα. Ή, πως, θα είχε κατέβει στη Χώρα για δουλειές. Όμως τα λόγια
που είχε βρει γραμμένα ο Αντζουλέτος το λέγανε ξεκάθαρα – δεν ήθελε να ζήσει
πια. Για την ακρίβεια, δεν άντεχε. Δεν άντεχε να ζει πια μόνος, δίχως γυναίκα,
δίχως παιδιά. Από χρήματα έβγαζε αρκετά, δεν του ‘λειπαν. Ούτε χαλούσε κιόλας.
Στρέμματα γης ατελείωτα – τα πατρικά – κουμαντάριζε χειμώνα-καλοκαίρι, χωρίς
γιορτή και σχόλη. Ελιές στις ράχες, αμπέλια στον κάμπο. Οι εποχές – μαζί τα
χρόνια του – διαδέχονταν μονότονα η μια την άλλη. Ίδιες. Ποιος να είχε καταλάβει
πρωτύτερα τι έτρεχε μες στο μυαλό του;
Έναν αδερφό, τον Άγγελο – Αντζουλέτο τον φώναζε η θεία Μαύρα – είχε όλον κι
όλον, να τον βοηθά με τις δουλειές. Ο άλλος, ο μικρότερος, είχε φύγει χρόνια πριν
στην ξενιτιά. Είχε εύρει προκοπή εκεί – είχε γυναίκα, δυο κόρες κι ένα γιο και μια
Μερτσέντες για χάζεμα. Έρχονταν καμιά φορά, κάθε δεύτερο καλοκαίρι και αν. Τα
παράξενα, ξενικά ονόματα των κοριτσιών του τα θυμόταν πάντοτε η Λενιώ, τόσο
της άρεσαν – Ρεγγίνα και Πατρίτσια. Δεν τα είχε ξανακούσει ποτέ πριν.
Τον Άγγελο είχε μόνο ο Νικολιός – γιατί ο πατέρας τους δε μετρούσε για
άνθρωπος. Ένας σακάτης σιχαμερός, με πόδια κομμένα, ακρωτηριασμένα
22
ψηλότερα απ’ τα γόνατά του, ήτανε. Σερνόταν ολούθε και βρωμούσε απ’ αλάργα
κρασίλα και αποφορά. Μα κι αν ακόμη δε βρωμούσε τόσο, ούτε ένα απ’ τα παιδιά
δε θα τον ζύγωνε, ποτέ. Φώναζε και έβριζε ολημερίς θεούς και διαόλους, με την
τρομακτική βραχνή, συρτή φωνή του. Τον απέφευγε με κάθε τρόπο η Λενιώ, όπως
και κάποιον άλλον, πια. Τη γέμιζαν κι οι δυο με φόβο – μα παραπάνω, με αηδία.
Άλλαξε γρήγορα τη σκέψη αυτή, την τελευταία. Άφησε ξανά το βλέμμα της να
βουλιάξει στη μυρωδάτη ζύμη.
Την καταλάβαινε η Λενιώ. Δεν μπορούσε να τον φαντασεί να τρέχει με την αγωνία
χαραγμένη στο ήδη σκαμμένο, ηλιοκαμμένο του πρόσωπο. Τον έβλεπε πάντα
πράο, με ένα φτηνό τσιγάρο, είτε ανάμεσα στα στεγνά χείλη, είτε στα δουλεμένα
δάχτυλα με τα μακριά κατάμαυρα νύχια. Γύριζε πάντοτε μισόγυμνος – μοναδικό του
ρούχο ένα βρώμικο, ταλαιπωρημένο σορτς, κομμένο από παλιό τζιν παντελόνι. Α,
και ένα λευκό κομμάτι ύφασμα, με κάμποσα περίεργα κομπάκια εδώ κι εκεί, δεμένο
γύρω απ’ το κεφάλι του μαντίλα για ίσκιο. Τα πόδια του, πάντα γυμνά και αυτά,
ξυπόλητα, είχαν σκληρύνει στις σπασμένες, γκρίζες φτέρνες πιότερο κι απ’ τη
σκληρότερη σόλα. Τα κορακίσια, μακριά, ως κάτω απ’ τη λεπτή του μέση, μαλλιά
του, γυαλιστερά από την περίσσια λίγδα, μόνιμα πιασμένα χαμηλή κοτσίδα,
στριφογύριζαν σε μια ατέλειωτη ως κάτω, μοναδική μπούκλα που δε χάλαγε ποτέ.
Ενώ από εμπρός, μουστάκια και γένια, κρέμονταν λεπτά-στριφτά κι αυτά και πάλι
ως κάτω, στη γεμάτη μύες, ηλιοκαμμένη του κοιλιά. Και είχε η Λενιώ την εικόνα του
αυτή χαραγμένη στη μνήμη της με την παραμικρή λεπτομέρεια καθ’ όλη τη
διάρκεια της χρονιάς, και την παιδιάστικη αφέλεια πως ο Άγγελος τριγυρνούσε
έτσι, όχι μόνο μες στην κάψα του καλοκαιριού, μα και στους μήνες του ψύχους,
αφού τον συναπάνταγε μόνο τα καλοκαίρια.
- Και τι θε να κάμει, Τέτα μου; Το λόγο είχε πάρει η Μαύρα – δεν προσπάθησε
να κρύψει την έντασή της. Να βγάλει τα γίδια; Εμ, αφτό το κάμει κάθε ημέρα. Μη
να ψάξει το αίμα του; Ή μπας και έχει κανένα άλλο στη ζωή;
23
- Μαγκούφηδες κι οι δυο τους…, ψιθύρισε ανάμεσα στο ζύμωμα η Ελένη. Για
ποιόνε σκοτώνουνται;
Η Λενιώ δεν πίστευε ούτε στα μάτια, ούτε στ’ αυτιά της. Πώς το δέχτηκε η οξύθυμη
θεία Ελένη; Κάρφωσε το βλέμμα στα λεπτά, σαν ζωγραφιά, κλειστά χείλη της
θείας, περιμένοντας πως από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγαν και θα άρχιζαν τα ξένα.
Μα, όχι. Σιωπή. Μόνο ο ήχος των χεριών που ξεκολλούσαν απότομα απ’ τη ζύμη,
και αυτός απ’ τα δοντάκια του Βαγγελάκη στο παξιμάδι, δέσποσαν ξανά στο
μυρωδάτο κουζινάκι.
Οι απότομες φρεναρισιές από ποδήλατα χάλασαν την εσπερινή γαλήνη της αυλής.
Και έπειτα, ποδοβολητό. Οι γυναίκες έστρεψαν καρδιοχτυπώντας το βλέμμα τους
στο πορτέλο – μέχρι να καλοκαταλάβουν τι συμβαίνει, άνοιξε απότομα. Στο
άνοιγμά του όρμησαν φρενάροντας εκεί, σχεδόν ακαριαία, τα κεφάλια των
αγοριών.
- Οϊμέ!
Το μικρό κουζινάκι γέμισε ασφυκτικά γυναίκες και παιδιά, που η θλίψη τους
ξεχείλιζε σαν τη φουσκωμένη μαγιά απ’ το ζεστό φλιτζάνι. Η Βούλα και η Τέτα, με
το Βαγγελάκη στα χέρια της απαρηγόρητο που κανείς δεν του ‘δινε σημασία,
σηκώθηκαν αυθόρμητα. Κάναν χώρο για τ’ αγόρια.
24
Κάθισαν με τα κορμιά κουλουριασμένα. Η Μαύρα τραβούσε τα μαλλιά της, δίπλα
στην Ελένη που στεκόταν ακούνητη κι αμίλητη – άσπρη σαν το πανί.
Τ’ αγόρια άρχισαν όλα μαζί σαν τα γαλιά. Ανάκατα λόγια με λυγμούς. Η γιαγιά
ύψωσε το χέρι της. Σώπασαν.
- Τον ήβρανε μες στο πηγάδι του Κουμούτου. Έπλεε κάτι πάνωθε στο νερό.
Ήτουνε σκοτεινά. Ο πατέρας φώτιξε με το φακό. Εϊδε το παπούτσι του.
Κλάματα γοερά και οδυρμοί ξεσπάσανε από γυναίκες και παιδιά. Η Λενιώ,
σιωπηλή, κοιτώντας τους με κορές διεσταλμένες, πάλευε μέσα της – ήταν στ’
αληθινά τόσο αγαπημένοι, όλοι, με το Νικολιό και δεν το είχε, ως τώρα, καταλάβει;
Ή τώρα μόνο καταλάβαιναν και αυτοί πόσο τον αγαπούσαν;
Ο Ντένης σήκωσε τα υγρά του μάτια στη μάνα του. Εκείνη, με όψη νεκρής και η
ίδια, του ένευσε να συνεχίσει.
Ήθελε τόσο να κλάψει και η Λενιώ μαζί του… Να κλάψει γοερά – ίσως τότε να
ένιωθε λιγάκι απ’ τον πόνο του. Πίεζε τα μάτια να δακρύσουν μ’ όλη της τη
δύναμη. Μα, εκείνα, τίποτα.
Ο Ντένης είχε βρει, πια, την ανάσα του. Η φωνή του δυνάμωσε. Πήγαινε το βλέμμα
του από τη μια στην άλλη.
- Οι άντρες παρατήσανε την τριχιά. Ρίξανε και το Νιόνιο μέσα. Του πετάξανε
κι άλλη μια, να δέσει το… το Νικολιό. Το Νιόνιο τόνε τραβήξανε πάνου. Όμως η
άλλη η τριχιά δεν ετραβιότουνα με τίποτσι. Φέρανε το ρυμούλκο του Μήτσου, απ’
τ’ αλώνι, πέρα κείθε. Δέσανε την τριχιά από πίσω και βάλανε μπροστά. Έτσι… έτσι
τόνε βγάλανε.
25
- Σχωρεμένος να ‘ναι, είπε σαν να μονολογούσε. Τόσοι άντρες, το γύρω, παιδί
μου… Πώς και δεν ημπόραγαν να τόνε βγάλουν;, στράβηκε ξανά σαστισμένη στο
Ντένη.
Νεκρική σιγή βασίλεψε τούτη τη φορά αντί για οδυρμούς στη χαμηλή κουζίνα. Τα
βλέμματα των γυναικών αντάμωσαν σιωπηλά. Η γιαγιά, στραμμένη στα εικονίσματα
σταυροκοπήθηκε ξανά και ξανά, μουρμουρώντας. Έλυσε το μαύρο μαντήλι απ’ τα
γκριζόλευκα, μακριά μαλλιά, τα στεριωμένα στο κεφάλι της στεφάνι από πλεξίδα,
και το άφησε στο παλιό τραπέζι, αφήνοντας το βάρος του κορμιού της στην
παλάμη. Έφερε έπειτα και το άλλο, αλευρωμένο χέρι επάνω του και έμεινε με το
βλέμμα χαμένο κάπου στις μαυρισμένες του ρωγμές.
- Θεός φυλάξει!
- Όχι, θεια, όχι! Μας διώξανε! Μα τον Άγιο, μας διώξανε απ’ την αρχή, που ο
πατέρας τον ήβρε με το φακό. Εμείς…
- Ντένη!
26
Το πρόσωπο της Ελένης από κάτασπρο ήταν τώρα κατακόκκινο, τα μάτια της
πετούσαν φλόγες. Άρχισε να μουρμουρίζει οργισμένη στ’ αυστραλέζικα. Πριν
προφτάσει να χυμήξει προς το μέρος τους, τ’ αγόρια – με πρώτο το Ντένη που
καθότανε στην άκρη – ορμήσανε σαν σίφουνας στην πλακόστρωτη αυλή.
27
7. Ρούντι
- Ρούντι! Ρούντι!
- Έλα, έλα…
Έλυσε το χοντρό κολάρο. Ο Ρούντι τινάχτηκε εμπρός, λες και τεράστιο βάρος
έφυγε από πάνω του. Άρχισε να τρέχει ολόγυρά της, με την ουρά του να γυρίζει
γύρω-γύρω και αυτή, τρελός από χαρά.
Η Λενιώ γελούσε.
Άρχισε να τον κυνηγάει στα ψέματα, παρασυρμένη απ’ τη χαρά του, ώσπου
λαχάνιασε. Έσκυψε με ίσια γόνατα ν’ ανασάνει. Την πλησίασε με την ουρά του
αεικίνητη – του έτριψε την πλάτη δυνατά. Κίνησε προς το σπίτι, με το Ρούντι να
την ακολουθεί πιστά, σκιά της. Σαν διάβηκε το κατώφλι, εκείνος στάθηκε εκεί.
Έχωσε μόνο τη μουσούδα, ντροπαλά, ανάμεσα στα κρόσια της χάντρινης
κουρτίνας για τις μύγες, κοιτώντας τη με παράπονο. Ήξερε καλά πως αν τον
έπιανε μέσα η μάνα της, θα γινότανε χαμός.
28
Η Λενιώ πήρε την πάνινη κασετίνα του σχολείου και βγήκε απ’ την απέναντι πόρτα,
στη χωμάτινη, σκιερή αυλή. Ο Ρούντι πετάχτηκε και κάνοντας το γύρο του σπιτιού
– δυο δωμάτια όλο κι όλο – πήδηξε το σκαλί του τσιμεντόλιθου και βρέθηκε,
χαρούμενος ξανά, κοντά της.
Φύσηξε το χρώμα να στεγνώσει καλά. Λίγο πιο κει, κάποιες ηλιαχτίδες ξέφευγαν
απ’ τα λεπτόφυλλα, ξυλένια κλαδιά της καταπράσινης ροδιάς, και ζωντάνευαν τα
λουλούδια του τραπεζομάντηλου. Έσπρωξε εκεί το κολάρο, να στεγνώσει εντελώς.
Μάζεψε την κασετίνα και την πήγε πάλι μέσα. Βγήκε. Ο Ρούντι έψαξε με το βλέμμα
του τα χέρια της – ξαναμπήκε. Άνοιξε το ντουλαπάκι, και έβγαλε μέσα από μια
χαρτοσακούλα δυο φρυγανιές. Ο Ρούντι τις τραγάνισε με απόλαυση.
Τέσταρε το χρώμα στο κολάρο – είχε στεγνώσει εντελώς. Το πέρασε στο λαιμό
του, δένοντάς το στην ίδια, παραμορφωμένη τρύπα που ήταν πριν. Του πήγαινε
πολύ. Την κοίταξε με βλέμμα ευγνωμοσύνης, γλύφοντας τα μουστάκια του.
Το σύρσιμο από ρόδες που φρενάρουν σε χαλίκια έκανε και τους δύο να στραφούν
στο χωματόδρομο – ο Κωστής με το ποδήλατο.
- Έλα!
29
Της κούνησε το χέρι του, δείχνοντας προς το αλώνι. Τρία ποδήλατα
κατευθύνονταν εκεί, του Ντένη, του Χάρη και του Ντίνου. Έφυγε κι εκείνος προς
τα εκεί.
Τ’ αγόρια γύριζαν τώρα γύρω-γύρω στο λείο, ξεραμένο χώμα, με τον Ρούντι να
τρέχει από κοντά, δίχως βιασύνη. Πότε-πότε οι ρόδες τους έσκαγαν στα χαμηλά
χαντάκια που χώριζαν το αλώνι σε φαρδιά κομμάτια. Ο ήλιος δεν είχε φτάσει
ακόμη στη μέση τ’ ουρανού. Ένα απαλό αεράκι δρόσιζε τα πρόσωπά τους.
Δεν αποκρίθηκε κανείς. Ο Ντένης, αμίλητος, ξέκοψε απ’ τον κύκλο και κύλησε
στον κατηφορικό χωματόδρομο. Γύρισε σύντομα, κρατώντας με το ένα χέρι το
τιμόνι και με τ’ άλλο τη μπάλα.
30
κοιτούσαν με ελπίδα κι αγωνία. ‘Ενας, δυο, τρεις… Τα δύο αγόρια τον πλησίαζαν,
πετώντας τη μπάλα με μανία. Ο Κωστής τον πέτυχε στην πλάτη – πάει το μήλο.
Πέντε, έξι, εφτά… Η μπαλιά πέτυχε το Ρούντι, που έσκουξε ελαφρά. Η Λενιώ
κοίταξε το Χάρη θυμωμένη. Ο Ντένης πρόφτασε λιγωμένος να τρέξει ως απέναντι.
Οχτώ, εννέα, δέκα! Εκείνη και ο Ντίνος έμπαιναν πάλι μέσα ζητωκραυγάζοντας,
χτυπώντας φιλικά το «σωτήρα» τους που έλαμπε από περηφάνεια. Ο Χάρης είχε
φουντώσει ολόκληρος. Δίχως να τον προσέξουν, έσκυβε και μάζευε στην παλάμη
του όσες πέτρες χωρούσε, από κείνες τις πρόχειρες στις άκρες του αλωνιού, για
να κρατούν τα νάιλον. Στόχευσε τον Ρούντι. Η Λενιώ όρμησε πάνω του.
- Φύγε, Ρούντι!
Ο Ρούντι έσκουξε πονεμένα. Μια πέτρα του Χάρη τον είχε βρει στα αδύνατα
πλευρά – χαχάνιζε τώρα εκείνος μ’ ευχαρίστηση.
Δε θυμόταν πως είχε φτάσει πίσω του η Λενιώ – εκείνος χάζευε το Ρούντι να
ξεμακραίνει σκούζοντας, με την ουρά στα σκέλια. Άκουγε το σκληρό γέλιο χωρίς να
βλέπει την έκφραση ικανοποίησης στο βλέμμα του – δε χρειαζόταν άλλωστε να δει.
Σήκωσε το χέρι δίχως να σκεφτεί και μ’ όλη την οργή της τον χτύπησε στο σβέρκο.
31
Τα αγόρια τον μιμήθηκαν.
Έμεινε μόνη της, πάνω στο ξερό αλώνι. Σήκωσε κουρασμένα το σκονισμένο της
ποδήλατο. Το κύλησε πλάι της μηχανικά προς το σπίτι, κλωτσώντας θλιμμένα τις
πέτρες του χωματόδρομου. Θα έψαχνε τον σκύλο αργότερα.
32
8. Φτου ξελευθερία
Ήταν από κείνα τα ζεστά απομεσήμερα που μοιάζει να έχει σταματήσει ο χρόνος.
Με τα ποδήλατα πεταμένα στο αφράτο, σβαρνισμένο χώμα, κάθονταν όπως-όπως
στον χορταριασμένο όχτο. Δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο απ’ την πλήξη. Τους
βάραινε, λες, το μυαλό, που, συνωμοτώντας με τη ζέστη, βάραινε το κορμί. Μόνο
τα τζιτζίκια δεν έπλητταν ποτέ.
Ο Ντίνος είχε βγάλει το ένα του παπούτσι και ξετρύπωνε από μέσα ένα
στριφογυριστό, ξυλένιο αγκάθι.
Αχ, η θεία Ελένη… Αν ο θείος Ηρακλής φαινόταν βγαλμένος απ’ τους μύθους, το
δίχως άλλο άξιος να έχει το όνομα ενός ήρωα, τότε η θεία Ελένη ήτανε το ταίρι του
στα σίγουρα. Γιατί, έμοιαζε κι αυτή παραμυθένια, μια Ωραία Ελένη με τα όλα της.
Τα μαύρα σπαστά μαλλιά της, κοντοκομμένα και λεία σαν κύματα, σε αντίθεση με
το λευκό της πρόσωπο με τα λεπτά φρύδια, την έκαναν ολόιδια με
πρωταγωνίστρια του βωβού σινεμά. Όταν όμως θύμωνε – πράγμα συχνό – το
ντελικάτο πρόσωπο της μεταμορφωνόταν. Κοκκίνιζε, σπίθες πετιούνταν απ’ τα
μαύρα, αμυγδαλωτά, άλλοτε όλο νάζι, μάτια της.
Τώρα όμως ήταν ήρεμη, γλυκιά. Κατάλαβε αμέσως τι γυρεύαν τα παιδιά. Έριξε τον
καφέ στο περίτεχνο φλιτζανάκι και ξετύλιξε μια μπόλια ολόλευκη. Έβγαλε το
καρβέλι, και κοντράροντάς το στο στέρνο της, έκοψε μακρόστενες, ολόισιες
φέτες. Τα παιδιά κοιτούσαν αμίλητα. Τις ράντισε με λάδι μπόλικο, ζούληξε πάνω
33
κομιντόρια – μόνο ο Κωστής το ήθελε αλλιώς, την πρόλαβε, «αντί ντομάτα,
ζάχαρη». Η Λενιώ έκανε μια γκριμάτσα αηδίας.
Βγήκαν στην αυλή. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους η γέρικη περγουλιά χάριζε έναν
ίσκιο παχύ, μεγαλόψυχο. Πρασινοκίτρινα τσαμπιά κρέμονταν πάνω απ’ τα κεφάλια
τους βαριά, με ρώγες γιγάντιες, έτοιμα, λες, να πέσουν. Κάθισαν ανακούρκουδα
στις δροσερές πλάκες ως να τελειώσουν τη φέτα τους.
- Παίζουμε κρυφτό;
Αργότερα, όταν το ξανάφερε στη μνήμη της η Λενιώ, δε θυμόταν ποιος έριξε την
ιδέα – ούτε και είχε σημασία. Η παρέα δίσταζε. Καθένας ζύγισε γοργά το πράγμα.
Ο Αύγουστος μετρούσε τις τελευταίες μέρες του. Τα σχολειά θ’ αρχίνιζαν με το
καλοκαιράκι σύντομα να γίνεται ανάμνηση. Μαζί με όλα τα καλά του.
Πάνω στην ώρα, ένα αεράκι δροσερό χάιδεψε μητρικά τα παιδικά πρόσωπα – σαν
να ήθελε να τα «ξυπνήσει». Οι σκιές έξω απ’ την αυλή μεγάλωναν. Ο ήλιος έπεφτε.
Η μέρα θα τελείωνε. Πετάχτηκαν όλοι επάνω. Κάναν κύκλο και η Λενιώ τα μοίρασε.
Δεν θα το έχαναν για τίποτε στον κόσμο, τούτο το κρυφτό.
Το παιχνίδι όλο και φούντωνε. Κι όσο μακρύτερες οι σκιές, τόσο πιο απίθανες οι
κρυψώνες. Τώρα τα φύλαγε ο Χάρης. Σπάνια γινόταν, ήταν φοβερός στο κρυφτό,
κρυβόταν στα πιο ασύλληπτα μέρη. Ούτε η Λενιώ πήγαινε πίσω. Έτρεξε πίσω απ’
το μεγάλο λινό, να μαζευτεί σαν μπάλα δίπλα στα ποστιασμένα ξύλα. Βρήκε τον
Ντένη όμως εκεί, και δε χωρούσανε κι οι δυο. Ο Χάρης έβγαινε από στιγμή σε
στιγμή. Όρμηξε στην τύχη, παραπέρα. Βρήκε την παλιά, ξύλινη πορτούλα
μισάνοιχτη – ήξερε πως έβγαζε στο χαμηλό κατώι. Ο Χάρης είχε βγει και έψαχνε,
ήταν θέμα δευτερολέπτων να τη δει. Βρέθηκε μέσα δίχως άλλη σκέψη.
Μισοσκότεινα – όλο κι όλο φώτιζε όσο αχνό φως περνούσε απ’το κατώφλι. Δεν θα
την έβρισκε ποτέ εκεί μέσα. Χαμογέλασε. Γιατί, σαν ο Χάρης, πια, τους έβρισκε
34
όλους, θ’ αναγκαζόταν ν’ απομακρυνθεί για να την ψάξει, και τότε, όχι μόνο θα τον
έφτυνε, αλλά θα τους ξελεφτέρωνε κι από πάνω.
- Σσσς..
- Έλα, μη φοβάσαι…
- Εεε…, καλά…
Καθόταν τώρα πλάι της – πώς είχε βρεθεί εκεί; Έπρεπε να φύγει, γρήγορα.
- Δασκάλα.
Πήγε να σηκωθεί, μα δεν τα κατάφερε. Ένα χέρι έπεσε βαρύ στον ώμο της – το
χέρι του.
Η φωνή του έβγαινε δύσκολα. Ανατρίχιασε. Δεν τον κοιτούσε. Δεν μπορούσε να
τον κοιτάξει. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στα ισχνά, κολλημένα απ’ το φόβο
πόδια της, που έχασκαν απ’ το τριμμένο σορτσάκι. Ανάμεσά τους, σαν πέτρα, ένα
χέρι τραχύ απ’ τη δουλειά. Τα ζουλούσε με απρόσμενη δύναμη, σχεδόν γδέρνοντάς
τα, με κάτι δάχτυλα βρώμικα, χοντρά. Δεν πονούσε τόσο όσο αηδίαζε. Η καρδιά
35
της σπαρταρούσε τόσο, που σίγουρα έφταναν οι χτύποι ως τ’ αυτιά του. Να φύγει,
αμέσως, τώρα.
Ποδοβολητό και πάλι έξω, μεγαλύτερο. Ο Χάρης έφτυσε το Ντένη και μαζί και τον
Κωστή, μα λίγο την ένοιαζε τώρα. Το τραχύ χέρι, ακούραστο, προχωρούσε
ψηλότερα. Κινήθηκε και το άλλο. Βρέθηκε απ’ το πουθενά χωμένο στη μασχάλη
της. Ήταν παγιδευμένη. Ήθελε όσο τίποτα να ουρλιάξει, μα αδύνατον. Θα
αναρωτιούνταν όλοι τι συνέβη. Θα καταλάβαιναν; Πόσο, μα πόσο ντρεπόταν.
- Σσσς… ήσυχα.
Ψιθύρισε τόσο κοντά στο αυτί της που ανατρίχιασε σύγκορμη. Τινάχτηκε πάνω
στρίβοντας σαν χέλι το κορμί της, με μια δύναμη πρωτόγνωρη για κείνη, που δεν
θυμόταν πουθενά στη μνήμη της γραμμένη. Ήταν ελεύθερη! Έφτασε στην πόρτα
άγνωστο πως, δίχως να κοιτάξει πίσω της. Η ανάσα της βαριά.
Ως την αυλή δε βρήκε κανένα από τ’ αγόρια – την έψαχναν όλοι πέρα απ’ το
χωματόδρομο. Πλησίασε σαν χαμένη την κολώνα τους, κόλλησε με μάτια κλειστά
το ιδρωμένο μέτωπο στον ζεστό ακόμη σοβά για μια στιγμή που φάνταζε αιώνες,
άνοιξε τα μάτια, και, με το κεφάλι ψηλά, φώναξε με όλη της τη δύναμη:
36
Περιεχόμενα
1. Ψέμα 5
2. Σύκα 7
3. Φωτία 9
4. Στο λινό 11
5. Το γράμμα 15
6. Επτάζυμο 21
7. Ρούντι 28
8. Φτου ξελευθερία 33
37