You are on page 1of 37

1

2
Μαρία Παπαδάτου

Παιδικές σκηνές

οκτώ σύντομα διηγήματα

3
Μαρία Παπαδάτου, Παιδικές σκηνές (οκτώ σύντομα διηγήματα)
Αθήνα, Δεκέμβριος 2020

Εξώφυλλο Μαρία Παπαδάτου

© Copyright

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας, προστατεύεται κατά τις διατάξεις του

Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και

τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η

άνευ γραπτής αδείας της συγγραφέως κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω

αντιγραφής, φωτοανατύπωσης και εν γένει αναπαραγωγής, διανομής, εκμίσθωσης

ή δανεισμού, μετάφρασης, διασκευής, αναμετάδοσης, παρουσίασης στο κοινό σε

οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλης) και εν γένει εκμετάλλευσης

του συνόλου ή μέρος του έργου.

Διατίθεται δωρεάν στο www.openbook.gr!

4
1. Ψέμα

- Λενιώ!

- Λενάκι, έλα πίσω!

Οι φωνές τους χαλούσαν τη γαλήνη της σκοτεινής ράχης.

- Έλα, Λενάκι, δε σε μαλώνει κανείς!

Οι παρακλήσεις όλο και ξεμάκραιναν. Ο ήχος από τα πόδια της που έπεφταν
άτσαλα στο χορταριασμένο χώμα, στα τυφλά, σκουντουφλώντας εδώ και κει, όλο
και κέρδιζε μεγαλύτερο μερτικό στ’ αυτιά της, μαζί με τη βαριά ανάσα της που λες
και αντιλαλούσε στο πυκνό σκοτάδι. Έγειρε στη ρίζα ενός γέρικου λιόφυτου –
φίλος παλιός. Εδώ δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, το ένιωθε σπίτι της.

Αχ, το σπίτι… Πόσο της έλειπε… Ας μην είχαν έρθει ποτέ τούτες οι διακοπές,
τούτο το απαίσιο καλοκαίρι.

Το αδύναμο φως των φακών χαμηλά, πέρα απ’ τη ράχη, χέρια τυφλής, αγριεμένης
μάγισσας. Ένιωσε το κορμάκι της να τρέμει. Δεν θα την έβρισκαν ποτέ. Και ούτε θα
γυρνούσε, όχι. Θα έβγαζε τη νύχτα εκεί πάνω, παρέα με τους γκιώνηδες, τους
γρύλους, και μ’ ότι άλλο κρυβόταν μαζί της στο σκοτάδι. Θα τους τιμωρούσε με
τύψεις εφιαλτικές, με άγνωστους φόβους που μόνο οι μεγάλοι είναι ικανοί να
βάζουν με το νου τους.

Θα ήθελε να μπορούσε τώρα από μια μεριά να δει τα μούτρα εκείνου του
βρομόπαιδου, του Σάκη. Αλλά δεν έφταιγε μόνο αυτός. Έφταιγε και η θεία. Πιο
πολύ δαύτη, τον είχε χαλάσει εντελώς με την αδυναμία της. Να, που για μια ακόμη
φορά είχε πάρει το μέρος του, του ακριβού μοναχογιού της. Του κάκου η αδερφή
του η Τασία αντιδρούσε μαρτυρώντας την αλήθεια. Η θεία Κική, αν και απούσα απ’
τον καυγά, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος έλεγε αλήθεια και ποιος
ψέματα. Αχ, και να μπορούσε να τους χαζέψει κάπως τώρα… Ένα αβέβαιο
χαμόγελο αχνοφώτισε το θλιμμένο προσωπάκι.

Τι θα έλεγαν τώρα στη μάνα της, έ; Θα ‘πρεπε να παραδεχτούν τότε την αλήθεια
και ο Σάκης να βούταγε ένα γερό χέρι ξύλο, όπως ακριβώς του άξιζε. Όμως… αν η
μαμά μάθαινε για όλα αυτά, θα στεναχωριόταν τόσο… Κι αν της ξέφευγε, μέσα στη
σαστιμάρα της, κάτι στον μπαμπά; Α, όχι! Ο μπαμπάς δεν έπρεπε να μάθει τίποτα
απ’ αυτές τις ανοησίες! Έπρεπε πρώτα να γίνει καλά, να δυναμώσει. Μέρα-νύχτα
5
ήταν η μαμά πλάι του, κομματιασμένη απ’ τον ύπνο τον κακό, στις καρέκλες του
νοσοκομείου. Και τώρα; Τώρα ερχόταν και εκείνη να προσθέσει ένα ακόμη
πρόβλημα. Πώς τα είχε καταφέρει έτσι;

Η καρδιά της βάρυνε περισσότερο κι απ’ τα πόδια της, τα βουλιαγμένα ως τον


αστράγαλο στο φρεσκοφρεζαρισμένο χώμα. Με τι κουράγιο να έπαιρνε το δρόμο
του γυρισμού; «Αχ μπαμπάκα μου, θα πεθάνεις και θα φταίει η χαζή σου κόρη». Οι
σκέψεις, τα χαμόκλαδα και τα αγριόχορτα που ξεπηδούσαν από τις ρίζες των
λιόφυτων έμοιαζαν τώρα να συνωμοτούν κατά της.

Και, ξάφνου, έπαψε να σκέφτεται. Το παγωμένο νυχτερινό πούσι του νησιού την
τύλιξε. Ανάσανε βαθιά, σαν τα πνευμόνια της να γέμιζαν απ’ τον αέρα τον διάφανο
για πρώτη τους φορά. Ένιωσε, απότομα, τόσο, μα τόσο, μικρή – σχεδόν
ανύπαρκτη. Μόνο η καρδιά της επέμενε να χτυπιέται ακόμη στο στήθος της σαν το
θηρίο στο κλουβί.

Οι φωνές δυνάμωναν πάλι, ικετευτικές

- Λενάκι, που είσαι; Γύρνα πίσω!

Κίνησε προς το μέρος τους.

6
2. Σύκα

Απομεσήμερο. Ο ήλιος επέμενε να καίει ακόμα κι ας είχε πάρει να χαμηλώνει.


Ησυχία βασίλευε σε κάθε σπιτικό, ωσάν να λείπαν όλοι – κοιμούνταν τον ύπνο του
δικαίου. Οι γονείς και τα γερόντια, δηλαδή. Γιατί τα παιδιά… Την πιτσιρικαρία δεν
την πτοούσε ούτε ο ήλιος ο καυτός, ούτε τα στομάχια τα γεμισμένα με το
μεσημεριανό, που βάραιναν, θαρρείς, τα ματοκλάδια. Και, κατά τρόπο περίεργο –
το δίχως άλλο, μαγικό – καμιά απ’ τις μανάδες δεν πάσχιζε να τα μαζέψει μέσα.
Σαν συνεννοημένες, ένα πράμα…

Με τα καταγρατζουνισμένα τους ποδήλατα, βολτάριζαν ακούραστα στο στενό,


κακοτράχαλο χωματόδρομο. Μετά από αρκετές στροφές, ανηφοριές και
κατηφοριές, κάπου στις 30 δρασκελιές μέσα απ’ το δρόμο, ήταν μια συκιά καλή –
Βασιλικά τα έλεγε τα σύκα της η θεία Κική. Μαυροπράσινα και γλυκά. Τι γλυκά,
δηλαδή… γλυκύτερα απ’ το μέλι!

Παράτησαν τα ποδήλατα στον όχτο και προχώρησαν προς τα κει. Σαν πλησίασαν
όμως, ένιωσαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά.Ένα ασυνήθιστο χρατς-χρουτς ερχόταν
πίσω απ’ τον στριφτό, κακοσχηματισμένο της κορμό. Νυχοπατήσαν προς τα κει,
ανταλλάσσοντας δύσπιστες ματιές.

Ένας γέροντας, καθισμένος σε μια μεγάλη πέτρα, σκάλιζε κατσουρίδες μ’ ένα


παμπάλαιο μαχαίρι. Απογοήτευση ζωγραφίστηκε μεμιάς στα παιδικά, ηλιοκαμένα
πρόσωπα.

- Βρε, καλώς τα… Πως από δώθε; Χαιρέτησε τα παιδιά δίχως να σταματήσει
το σκάλισμα.

- Βόλτα παππού, βόλτα, τόλμησε κρυφογελώντας ο Ντένης. Γελούσε μ’ αυτό


το πονηρό του χαμόγελο, ζαρώνοντας τη μύτη.

- Τίνος είσ’ εσύ;, αποκρίθηκε ο γέροντας με γνήσιο ενδιαφέρον. Είχε


χαμηλώσει το μαχαίρι και ζύγιζε με βλέφαρα μισόκλειστα ένα-ένα τα
χαρακτηριστικά του.

- Ο Ντένης είμαι, του Ηρακλή.

Μιλούσε αργά και δυνατά. Τ’ όνομα του θείου Ηρακλή ήταν μοναδικό στα μέρη
γύρω – καλύτερο κι από παρατσούκλι. Κι ο Ντένης είχε ανταλλάξει τις ίδιες πάνω-
κάτω αυτές κουβέντες αμέτρητες φορές ως τώρα. Ήταν υπόθεση ρουτίνας.

7
- Του Ηρακλή του Καμπιώτη;

- Ναι, του Ηρακλή του Καμπιώτη.

- Ααα, του Ηρακλή… μονολόγησε μ’ ικανοποίηση ο γέροντας.

Το βλέμμα του σάρωσε και τα υπόλοιπα παιδιά.

- Και συ;, στράφηκε στον Ντίνο.

- Ο αδερφός του είμαι, είπε ο Ντίνος γοργά, να προφτάσει ν’ απαντήσει πριν


τον Ντένη που συνήθιζε να του κλέβει τον πρώτο ρόλο.

Ο γέροντας απευθύνθηκε σε όλους με τη σειρά. Ήθελε σόγια και σουσούμια. Αφού


πήρε τις απαντήσεις τους, στράφηκε ξανά στη βέργα που λείαινε.

- Άϊντε τώρα, αντέστε καλιά σας, είπε κατόπιν αδιάφορα, σαν να μιλούσε σε
αυτή.

Κοιταχτήκαν. Τα βασιλικά κρέμονταν λαχταριστά πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Το


σαν μέλι σιρόπι τους ξεχείλιζε απ’ τις τρυπούλες κάτω, τις σχισμένες δω και κει απ’
το παραφούσκωμα των γινωμένων καρπών. Έσκυψαν τα κεφάλια και, με πόδια
βαριά, κίνησαν για τα ποδήλατα.

8
3. Φωτία1

Η λευκή Mustang του ’65 μούγκριζε γοητευτικά, κυλώντας αργά στον στενό
χωματόδρομο.

Παραδίπλα της, στο χαμηλό πίσω κάθισμα, η θεία Μαύρα. Η ψηλή κορμοστασιά
της τη δυσκόλευε να βολευτεί στο σπορ αμάξι. Στα πόδια της, ο Βαγγελάκης –
ένας μπέμπης μπουκιά και συχώριο. Άσπρος-άσπρος και στρουμπουλός. Οι
καστανόξανθες μπουκλίτσες του, έκαναν το αφράτο προσωπάκι να μοιάζει
βγαλμένο από παιδικό βιβλίο με εικόνες. Ήταν φτυστός με τις ζωγραφιές του
ήλιου.

Στη μέση, χωμένος ανάμεσα στα μπροστινά καθίσματα, ο Κωστής. Μαγεμένος απ’
το αυτόματο λεβιέ, τα περίεργα καντράν και τα νικελένια σηματάκια των αλόγων
εδώ και κει, δεν χόρταινε να παρατηρεί τον πατέρα της Λενιώς στο τιμόνι. Στα
δεξιά του η μητέρα της, με τα κοντά, φουντωτά, σαν χαίτη λιονταριού μαλλιά της,
τα σπαρμένα με χρυσές ανταύγειες, συνομιλούσε με τη δυνατή, πολύχρωμη φωνή
της με τη μάνα του. Και τι δε θα ‘δινε για ένα τέτοιο αμάξι ο Κωστής… Ευχές και
κατάρες έριχνε σε όλον το δρόμο στον εαυτό του – να μην τον λέγανε Κωστή, αν,
σαν μεγάλωνε, δεν τα κατάφερνε να πιάσει κι αυτός στα χέρια του ένα τέτοιο
τιμόνι.

Ο θείος Τάκης φρέναρε απαλά το λευκό, ατίθασο άτι του. Έσπρωξε το παράξενο,
σαν σφυρί, λεβιέ των ταχυτήτων και γύρισε το κλειδί, αφήνοντας το επάνω. Το
μπάσο γουργούρισμα της μηχανής σιώπησε. Οι δύο βαριές, σαν από ατσάλι πόρτες
του, άνοιξαν διάπλατα.

Βγήκαν ένας-ένας στην καυτή άμμο. Η θεία Μαύρα τεντώθηκε διακριτικά. Ο


Βαγγελάκης είχε ήδη ξεφύγει απ’ τα χέρια της και έτρεχε άτσαλα προς τη γαλήνια
θάλασσα. Οι δύο γυναίκες άπλωσαν τις ψάθες τους κοντά στην άκρη του νερού. Ο
Κωστής και η Ελένη πέταξαν ανυπόμονα σορτσάκια και μπλουζάκια και έτρεξαν
κοντά στον Βαγγελάκη, που χτυπώντας με δύναμη τα πατουσάκια του στα ρηχά,
έβγαζε ευχαριστημένες φωνούλες. Μπήκαν ως τον αστράγαλο.

Φωνές ακούστηκαν

- Φωτία!, φωτία! Ο Κωστής.

1 φωτία = φωτιά
9
Η θεία Βούλα σηκώθηκε ανήσυχη. Με το χέρι της το δεξί να της κρατά σκιά στα
μάτια ατένισε προσεκτικά τη βουνοκορφή που υψωνόταν πέρα, στην άλλη άκρη
του κόλπου. Η Λενιώ βλέποντας τη, την μιμήθηκε. Δύο ζεύγη μάτια ερεύνησαν
πόντο-πόντο τα’ αντικρινό βουνό για λίγα δευτερόλεπτα. Τίποτα. Ούτε καπνός,
ούτε φωτιά.

- Φωτία!, φωτία!, φώναζε τώρα, πάλι, ο Κωστής. Ο ήχος της φωνής του, ένα
κράμα έκπληξης και χωρατού.

Η θεία Μαύρα, καθισμένη στην ψάθα με τους αγκώνες της να ξεκουράζονται στα
γόνατα, κοίταζε τη θεία Βούλα χαμογελώντας αινιγματικά. Ο Βαγγελάκης είχε
σταματήσει το πλατσούρισμα και τους κοιτούσε έναν-έναν με βλέμμα σαστισμένο.

- Τι φωτία, παιδί μου; Πού;

Η θεία Βούλα έστριβε αμήχανα το χέρι της στον Κωστή. Το μόνιμο πλατύ χαμόγελο
της ερχότανε σε κόντρα με τα γεμάτα αμφιβολία μάτια της.

Ο θείος Τάκης εμφανίστηκε σοβαρός από πίσω απ’ την Mustang, όπου ως τώρα
φορούσε το μαγιό του.

- Η θάλασσα, Βούλα. Καίει σαν φωτιά.

Τώρα, η θεία Μαύρα επαναλάμβανε χαχανίζοντας «φωτία, φωτία…». Η Λενιώ είχε


χάσει την ανάσα της από μια έκρηξη γέλιου. Ο Κωστής, διπλωμένος στα δύο,
σχεδόν έκλαιγε. Και ο Βαγγελάκης σκόρπιζε χαμόγελα μωρουδιακής ευτυχίας σε
όλους.

Η θεία Βούλα προχώρησε μέσα στο καυτό, απ’ τον ήλιο του απομεσήμερου, νερό.
Κοιτώντας τους όλους γύρω της, με αβέβαιο χαμόγελο, επανέλαβε αργά, σαν σε
απολογία: «Φωτία…»

10
4. Στο λινό

Ο ήλιος έκαιγε – από ακριβώς τη μέση τ’ ουρανού. Έριχνε τις ακτίνες του δίχως
οίκτο στο μικρό χωριό του κάμπου. Το πρωινό είχε περάσει αργά, παίρνοντας για
ανάμνηση ιδρώτα και αίμα.

Κοίταξε λυπημένα τον δεμένο της αντίχειρα. Έμοιαζε με φασκιωμένο μωρό, έτσι
τυλιγμένος στις γάζες. Θα ‘παιρνε μέρες να θρέψει – παρά τη μικρή εμπειρία της
από τραύματα από μαχαίρι, το καταλάβαινε. Τούτο ήταν άσχημο. Είδε κι έπαθε να
το φροντίσει σαν επέστρεψε σπίτι – σπαταλημένο επάνω του, μισό μπουκάλι
οξυζενέ.

Γιατί, δεν έφτανε το τραύμα, ήτανε και τα ξερά φύλλα του καπνού. Ο μπαρμπα-
Κωστής, για να σταματήσει το αίμα το ασταμάτητο, είχε χαραμίσει ένα απ’ τα
τσιγάρα του. Το είχε ανοίξει όπως-όπως με τα μακριά, λερωμένα νύχια του, και είχε
πατικώσει περήφανα στην πληγή τον ξερό ταμπάκο. Της είχε κάνει μεγάλη
εντύπωση τούτο το γιατροσόφι, την ώρα εκείνη. Όμως, μετά, που ήρθε η ώρα να
το καθαρίσει σχολαστικά, όπως ήξερε πια τόσο καλά, τα βρήκε σκούρα. Τα
φυλλαράκια του καπνού, λες και είχαν βγάλει ρίζες μέσα στο κομμένο δάχτυλο.
Είδε κι απόειδε να το συνεφέρει. Κι αν θα ξανακοβόταν στον τρύγο πάλι αύριο, δεν
θ’ άφηνε κανέναν, μα κανέναν, να της κάνει γιατροσόφια.

Είχε μείνει καθισμένη στην αυλή να χαζεύει μελαγχολικά τη θεία Μαύρα, πέρα στο
αλώνι. Άπλωνε τη σταφίδα σκυφτή, διπλωμένη στα δύο απ’ τους γοφούς, κάτω απ’
τον καυτό ήλιο. Ο θείος Νότης παραδίπλα της άδειαζε σε αποστάσεις τα κοφίνια
με τα φρεσκοκομμένα τσαμπιά. Η θεία τα μέριαζε, να τα ξεράνει ο ήλιος, πλάι-
πλάι, σαν σαρδέλες στο ταψί.

Αχ, κι αν έπιανε μια μπόρα… Γέλασε πονηρά με την κακή της σκέψη, την
ακάλεστη. Όλοι οι μεγάλοι θα έτρεχαν τότε σαν να έπιασε φωτιά. Οι θείοι, οι
γονείς, οι παππούδες, ακόμη κι εκείνη η ίδια με τα ξαδέρφια της – ω, ναι!. Θα
όρμαγαν όλοι στο αλώνι με το που οι πρώτες χοντρές στάλες θα έσκαγαν με κρότο
στο διψασμένο χώμα – σαν να το έβλεπε ήδη μπρος της. Τα μακριά νάιλον που
βρίσκονταν σε επιφυλακή στην άκρη του αλωνιού θα έπρεπε να ξεδιπλωθούν
ταχύτατα, πριν τα τσαμπιά μουσκέψουν. Και όταν πια θα στέρευε ο ουρανός, θα
έτρεχαν πάλι όλοι, σαν και πριν, να βγάλουνε τα νάιλον και να εξετάσουν την ζημιά.

11
Ααα, είχε μεγάλο γούστο η μπόρα! Τα χείλη της έμοιαζαν παγωμένα, ακίνητα,
κλειστά, μα τραβηγμένα στα μάγουλα, σαν το σχοινί του ακροβάτη.

- Έϊ, Λενιώ! Τι κάμεις εφτού;

Ο Κωστής περνούσε έξω από την αυλή. Αιφνιδιάστηκε, σαν τη βρήκε να κάθεται
ακίνητη.

Η Ελένη έκρυψε τσαπατσούλικα το ένοχο χαμόγελο σε μια γκριμάτσα δήθεν


έκπληξης.

- Έλα γρήγορα! Πάμε να πατήσουμε σταφύλια στου παππού μου!, της είπε με
φούρια.

Ε, αυτό κι αν ήταν ιδέα! Η Ελένη πετάχτηκε πάνω και έτρεξε κοντά του - ο Κωστής
κατηφόριζε ήδη τον χωματόδρομο. Το δάχτυλο ούτε που πονούσε πια. Τέτοιο
γλέντι δεν γινόταν κάθε μέρα! Ήταν καλύτερο και από τη μπόρα, ακόμα!

Διέσχισαν τον επαρχιακό χωματόδρομο με κατεύθυνση το πατρικό της θείας


Μαύρας, στου μπαρμπα-Κωστή – ο Κωστής τον έλεγε «ο παππούς μου».

Στο πλάι του σπιτιού του, στο χτιστό λινό το μεγάλο σαν δώμα – καμία σχέση με το
δικό τους που ήταν όσο μια μπανιέρα – ήταν τώρα ο εκείνος, ο γιος του ο
Ηρακλής, ο Ντένης, ο Ντίνος και δυο-τρεις ακόμη της γειτονιάς. Ο Ηρακλής είχε
ήδη στρώσει στη δουλειά τ’ αγόρια του. Ο Κωστής με τη Λενιώ έφτασαν γοργά, με
τα πρόσωπα ξαναμμένα.

- Άιντε, τι περιμένετε, μωρέ; Βγάλτε τα παπούτσια σας κι ορμάτε!, πρόσταξε


κεφάτα ο Ηρακλής.

Ο ηλιοκαμένος σβέρκος του γυάλιζε από τον ιδρώτα καθώς πετούσε απ’ τα
κοφίνια τα σταφύλια στο λινό – Ηρακλής όνομα και πράγμα.

Την επόμενη στιγμή πατούσαν τα τσαμπιά χαχανίζοντας, πλάι στο Ντένη και το
Ντίνο. Τα γυμνά ποδάρια βούλιαζαν ρυθμικά, σαν μέσα σε λάσπη. Μια λάσπη
αλλιώτικη, από φλούδια, καρπό, κουκούτσια και γυμνά τσαμπιά. Δεν ήταν και τόσο
εύκολο όσο ακουγόταν, τελικά… Σκληρή δουλειά, κοπιαστική, με τα πόδια να
καταγδέρνονται απ’ τα χάτσαλα. Αλλά, είχε τόση πλάκα!

Ο μπαρμπα-Κώστας, σκυφτός, με το μισό τσιγάρο να κρέμεται μόνιμα κάτω απ’ το


λευκό, κοντόχοντρο μουστάκι του, μάζευε με το σίγλο το χυμό που έτρεχε σαν
ρυάκι και τον άδειαζε σ’ ένα ξύλινο βαρέλι.

12
Ο Κωστής έσκυψε με τρόπο – γέμισε τη χούφτα του με λιωμένα σταφύλια, και της
τα πέταξε γελώντας σκανταλιάρικα στα μούτρα. Γρήγορη εκείνη, παρά την
έκπληξη της τινάχτηκε στο πλάι. Τα ζουμερά φλούδια βρήκανε κατάστηθα το
Ντένη. Φορούσε το αγαπημένο του μπλουζάκι, με τους Ντιουκς.

Πέταξε κάτι ακατάληπτο – όλοι ξέρανε όμως πως ήτανε βρισιά. Βρισιά στ’
αυστραλέζικα – εκεί είχε γεννηθεί και τα μιλούσε τέλεια.

Ο θείος Ηρακλής και η θεία Καίτη, η μάνα του, είχανε παντρευτεί σχεδόν παιδιά
ακόμη πριν φύγουν άρον-άρον για τα ξένα. Κι αφού δουλέψανε και μάζεψαν
κομπόδεμα, γυρίσανε με τα αγόρια τους μικρά, προτού προλάβουν να δεθούν με
εκείνον τον τόπο. Τώρα ακόμα, όποτε η θεία τα μάλωνε, φρόντιζε να το κάνει σ’
αυτή τη γλώσσα την παράξενη που δεν έβγαζες λέξη.

Ο Ντένης, μετά από τη βρισιά του, έσκυψε και για αντίποινα. Η αυστηρή φωνή του
πατέρα του τον έκοψε. Ο Κωστής πνιγόταν απ’ τα γέλια – όχι λιγότερο από τα
άλλα δυο παιδιά.

Ο Ντένης πατούσε τώρα τα σταφύλια οργισμένα, λες και είχε τον Κωστή κάτω απ’
τα πόδια του. Κάτι μουρμούρισε ξανά, με το πρόσωπο κατακόκκινο.

- Σάραπ Ντένη!

Ο πατέρας του τον αγριοκοίταζε.

- Άιντε, φτάνει για σήμερα, πρόσταξε αργότερα, αυστηρά.

Τα παιδιά, το ένα μετά το άλλο, βγήκανε και ξεπλύθηκαν στη βρύση. Έπειτα
όρμησαν, ξυπόλητα όπως ήταν, στη χαμηλοτάβανη κουζινούλα του σπιτιού. Η
γιαγιά τους έκοψε μακρόστενες, σαν βάρκες, φέτες, από το καρβέλι το δικό της,
το ζυμωτό, σε μια μπόλια αστραφτερά λευκή, επάνω στο ξύλινο τραπέζι. Πήρε
έπειτα το ρογί και τις ευλόγησε με ρυάκια σμαραγδένιο λάδι, έκοψε στη μέση λίγα
κομιντόρια και τα έτριψε ζουλώντας τα σε κάθε φέτα και τις χοντραλάτισε.
Τέσσερα χέρια ανυπόμονα, ρίχτηκαν με χαρά στις φέτες, αφήνοντας στη μπόλια
λίγα ψίχουλα. Βγήκανε στη σκιερή αυλή μασουλώντας με αγαλλίαση. Και κίνησαν
ξανά για το λινό.

13
14
5. Το γράμμα

Επέστρεφε αργά με κεφάλι σκυφτό, σέρνοντας απ’ το τιμόνι το άλλοτε κόκκινο,


σκονισμένο, γεμάτο με γδαρσιές, ποδήλατό της. Απομεσήμερο. Κάθε λίγο
σκόνταφτε σε κάποια πέτρα που εξείχε πεισματικά απ’το χωματόδρομο. Τα
χτυπημένα γόνατά της, την έτσουζαν φρικτά. Στάθηκε και τα κοίταξε με συμπόνια –
τα αίματα φτάνανε ως κάτω, στα ταλαιπωρημένα αθλητικά της. «Πάλι τα ίδια;»
άκουσε μέσα της τη μάνα της να της λέει.

Στήριξε το ποδήλατο στον τοίχο του σπιτιού – αδύνατον να λυγίσει κάποιο πόδι για
να κατεβάσει το στήριγμα. Παραμέρισε την κουρτίνα από χάντρες και ανάσανε
ανακουφισμένη. Οι γονείς της δεν είχαν ξυπνήσει ακόμη απ’ τον καθιερωμένο,
μεσημεριανό υπνάκο τους.

Πήρε σιγανά το βαλιτσάκι πρώτων βοηθειών και κάθισε στην αυλή. Κοίταξε ξανά τα
πετσοκομμένα της γόνατα. Αίμα, χώμα και ψιλές πετρούλες, ανακατεμένα με
μαύρες γλώσσες από σκισμένο δέρμα, έφτιαχναν ένα αηδιαστικό παζλ πόνου.
Ξεκίνησε απ’ το δεξί – φαινόταν σε χειρότερο χάλι. Του ‘ριξε λίγο-λίγο οξυζενέ
καθαρίζοντας το σχολαστικά με λίγο βαμβάκι. Όταν βρώμιζε αρκετά, το κατέβαζε
προς τα κάτω, στα ξεραμένα αίματα. Τέλειωσε και το αριστερό. Θα ‘ριχνε τώρα το
καθαρό οινόπνευμα – θα έκαιγε ανυπόφορα αλλά δε γινόταν αλλιώς. Το έριξε
γρήγορα, προτού το σκεφτεί δεύτερη φορά. Φύσηξε τα πληγιασμένα γόνατα με
σιωπηλές γκριμάτσες πόνου – μαζί με το οινόπνευμα, σαν να εξατμίστηκε και
αυτός. Σειρά για το ιώδιο. Έβρεξε καλά λίγο βαμβάκι και το πίεσε με σίγουρες
κινήσεις πάνω και γύρω από τις πληγές. Έβαλε και στη γρατζουνισμένη της
παλάμη. Το άφησε να στεγνώσει. Και πια, το πιο ευχάριστο, η σουλφαμιδόσκονη.
Τη ράντισε από ψηλά, σαν βροχούλα. Ξετύλιξε μπόλικη γάζα απ’ το ρολό και
έφτιαξε δυο τετράγωνα μαξιλαράκια που στερέωσε χαλαρά στα δυο της γόνατα με
λίγο τσιρότο. Επιτέλους!

Κοίταξε τα πόδια της όπως ο στρατηγός το στράτευμά του. Καλή δουλειά.


Σηκώθηκε. Δοκίμασε να ισιώσει τα μισολυγισμένα γόνατα – αδύνατο. Πάλι καλά, τα
λάθη πληρώνονται. Και η βλακεία που είχε κάνει, μεγάλη. Φτηνά την είχε βγάλει,
τώρα που το ξανασκεφτόταν.

15
Με τόση ταχύτητα δεν είχε κατεβεί ποτέ ξανά τον απότομο χωματόδρομο. Είχε
ξεπεράσει τα όριά της. Δεν είχε φοβηθεί καθόλου – ίσως λίγο, ελάχιστα. Και, να!
Είχε φτάσει σχεδόν στο τέρμα της κατηφόρας. Σκυφτή απ’ τη μέση, με το κεφάλι
τεντωμένο πάνω απ’ το τιμόνι και τα πόδια να στηρίζουν το κορμί της στα πετάλια,
είχε αφήσει τη σέλα να χτυπιέται μόνη της στις λούμπες. Ο αέρας στο πρόσωπό
της έκανε τα μάτια της να δακρύζουν. Στη θολή θέα της κοτρώνας μπροστά απ’ τη
ρόδα, το μυαλό της είχε προλάβει να τρέξει με χίλια – όχι, δε γινόταν να στρίψει
ούτε πόντο με τη φόρα που είχε. Και τότε, έκανε το λάθος εκείνο, το τραγικό.
Φρέναρε με το χέρι το δεξί – το φρένο το μπροστινό. Κι ας την είχε προειδοποιήσει
ο μπαμπάς πολλές φορές, όχι μία… Ορίστε τώρα τα χάλια της. Χαμένα και τα
μπάνια μιας βδομάδας.

Τα αγόρια τη γύρευαν. Πού είχε χαθεί πάλι; Είχε έρθει κι ένας πρωτοξάδερφος
τους, θα γινότανε χαμός. Τη βρήκαν μισοκαθιστή στα σκαλοπάτια του γειτονικού
σπιτιού, με τα μπαταρισμένα γόνατα τεντωμένα μπρος της. Δε δώσαν σημασία.

- Έλα, ήρθε κι ο Χάρης. Πάμε βόλτα, της είπε ανυπόμονα ο Κωστής μόλις την
είδαν.

- Δε μπορώ να κάνω ποδήλατο…

Το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο με λύπη στους δύο επιδέσμους.

- Καλά, δεν πειράζει. Πάμε με τα πόδια.

Έδειξαν να συμφωνούν και οι υπόλοιποι.

Βγήκαν στον επαρχιακό χωματόδρομο και έστριψαν δεξιά, προς την κατηφόρα
που, πριν λίγο, είχε φάει τα μούτρα της – δεν είπε τίποτα.

Τ’ αγόρια ήταν προβληματισμένα. Είχαν από χτες να κάνουν κάποια διαολιά. Και
τώρα είχαν και «μουσαφίρη»… Έπρεπε κάτι να σκεφτούν, και γρήγορα.

Την ιδέα την έριξε η Λενιώ. Λίγο παρακάτω, στο λοφάκι πάνω απ’ το γήπεδο, ήταν
ένα έρημο σπίτι – ότι πεις για «εξερεύνηση». Την κοίταξαν με θαυμασμό – τόσο
έξυπνη, για κορίτσι… Ώρες-ώρες ήταν τόσο άξια αντίπαλος στο παιχνίδι που τους
έκανε να το ξεχνούν.

Χάρηκε και εκείνη που το δέχτηκαν. Το σπίτι ήταν κοντά, και έκανε ήδη μεγάλο
κόπο να σύρει αδιαμαρτύρητα τα πόδια της.

Είχαν φτάσει. Η σκουριασμένη αυλόπορτα έχασκε μισάνοιχτη, σαν φυλακισμένη


εκεί αιώνια απ’ τα ψηλά αγριόχορτα και γαϊδουράγκαθα. Συνηθισμένη η παρέα από
16
αυτά, τα διέσχισαν με δρασκελιές ατρόμητες, με τη Λενιώ τελευταία για να περάσει
απ’ τα «πατημένα». Αυτή κι αν θα ήταν εξερεύνηση! Γεμάτη εμπόδια!

Ανέβηκα στην πέτρινη, χορταριασμένη λότζα του παλιού σπιτιού που έβλεπε στο
γήπεδο. Στάθηκαν και το χάζεψαν για πρώτη φορά από αυτή τη θέση. Τώρα τους
έμοιαζε με τεράστιο, χωμάτινο χαλί – μόνο χάρη στα δύο σκουριασμένα τέρματα,
τα ορφανά από δίχτυα, μπορούσε να παρομοιαστεί με γήπεδο ποδοσφαίρου.

Στράφηκαν στο σπίτι. Δεξιά κι αριστερά της εισόδου, πάγκοι πέτρινοι, χτιστοί,
γεμάτοι χόρτα, χώματα, σπασμένα κεραμίδια και πεσμένους σοβάδες. Στη μέση,
μια ξύλινη σαρακοφαγωμένη πόρτα, ίδια με χοντρή σανίδα ξεβρασμένη απ’ τη
θάλασσα. Πάνω της, βιδωμένος ένας γάντζος. Ένας, ακόμη, χωμένος μες στο
τσιμέντο στο πλάι. Ανάμεσά τους ένα παμπάλαιο λουκέτο – όλα τους μαυρισμένα
απ’ τη σκουριά.

Ο Χάρης την πλησίασε. Περιεργάστηκε το λουκέτο. Έσπρωξε ελαφρά την παλιά


πόρτα – ένα τρίξιμο ακούστηκε. Το λουκέτο έπεσε με ένα μικρό γδούπο προς την
πλευρά του τοίχου. Ο γάντζος της πόρτας είχε φύγει απ’ τη θέση του δίχως άλλη
αντίσταση. Κοίταξε τα υπόλοιπα πρόσωπα σηκώνοντας τους ώμους –
χαμογελούσαν ξαναμμένα. Ξανάσπρωξε την πόρτα που άνοιξε διάπλατα τρίζοντας
φρικτά. Μπήκαν προσεκτικά, με μάτια ορθάνοιχτα.

Πίσω από τη, για δεκαετίες, κλειστή πόρτα, οι αράχνες είχαν φτιάξει τα δικά τους
σπιτικά. Τα παιδικά πόδια, γυμνά ως πάνω μες στα κοντά σορτσάκια, τα φορεμένα
ξανά και ξανά από καλοκαίρι σε καλοκαίρι, ανατρίχιασαν απ’ τους ιστούς που
ένιωσαν γύρω τους. Κανείς τους δεν τόλμησε να το δείξει. Προχώρησαν προς το
κέντρο του μοναδικού δωματίου.

Κοίταξαν ολόγυρα – ο χώρος σχεδόν άδειος. Τα τζάμια μέσα απ’ τα κλειστά


παραθυρόφυλλα, τα καρφωμένα απ’ έξω με σανίδες, κείτονταν εδώ κι εκεί
σπασμένα, σκόρπια παντού. Από μισοσπασμένες γρίλιες τρύπωναν λωρίδες φωτός
κουβαλώντας σκόνη. Μοναδικό έπιπλο, ένα παλιό, ξύλινο, μα γκρίζο απ’ τη σκόνη,
τραπέζι. Πατώντας προσεκτικά σε γυαλιά που τρίζανε κάτω από τα πόδια τους, το
πλησίασαν, παρότι τίποτε επάνω του δεν έδειχνε συναρπαστικό.

Γύρισαν να φύγουν. Ο Κωστής πρόσεξε το μικρό συρτάρι στο πλάι του τραπεζιού,
και δίχως να χάσει χρόνο πέρασε το δάχτυλο του στο πράσινο, πατιναρισμένο
χερούλι του και το τράβηξε έξω. Τίποτα. Έσκυψαν όλοι με τη σειρά να δούνε μέσα,
17
λες και τα μάτια των υπολοίπων γελιούνταν στο ημίφως. Με φανερή την
απογοήτευση στα πρόσωπά τους και τους ώμους σκυφτούς, πήραν, πια, το δρόμο
για την πόρτα.

Μόνο η Λενιώ έμεινε, να κοιτάζει σκεφτική το ορθάνοιχτο συρτάρι. Το έπιασε με τα


δυο της χέρια απ’ τα πλάγια και το έβγαλε εντελώς. Το αδρό σύρσιμο έκανε τ’
αγόρια να γυρίσουν κατάπληκτα.Την είδαν να ερευνά προσεκτικά την άδεια θήκη –
έβαζε το χέρι της. Ξαναβγάζοντάς το έξω, κρατούσε κάτι, ένα χαρτί ωχρό.

Είχαν ήδη μαζευτεί γύρω της.

- Πώς σου ήρθε να βγάλεις το συρτάρι;, ρώτησε ο Κωστής με μάτια που


έλαμπαν.

Η Λενιώ, μην μπορώντας να ξεκολλήσει το βλέμμα της απ’ το χαρτί, χαμογελούσε


αινιγματικά. Προτίμησε να μην αποκαλύψει πως ήταν και δικές της κρυψώνες οι
χώροι κάτω απ’ τα συρτάρια. Και θα στοιχημάτιζε οτιδήποτε πως το χαρτί αυτό δεν
ξέπεσε τυχαία εκεί, μα κρύφτηκε – και μάλιστα από χέρι γυναικείο. Το ξεδίπλωσε
αργά – ένα γράμμα. Η αρχή του ήρθε σαν επιβεβαίωση – χαμογέλασε.

- «Αγαπιμένε μου Σπυρέτο», ξεκίνησε με σταθερή φωνή.

Τ’ αγόρια σπρώχτηκαν ελαφρά πασχίζοντας να πάρουν θέση δίπλα της. Οι κόρες


των ματιών τους, διεσταλμένες, πήγαιναν μια στο χαρτί και μια στα χείλη της.

- «Είμε καλά στην υγία μου και επιθιμώ το ίδιο και για σε. Έχω να πάρω νέα
σου από το πρότο εκιό μπιλιέτο σου, τόμου εμπαρκάρησες για την Αμέρικα. Πάνε
δύο χρόνοι από τότες. Μα ξέβρω πως με σιλογιέσε και εσύ απ αλάργα. Και έφχομε
τα μπιλιέτα μου να τα έχεις ούλα παρμένα. Τη φαμέλια σου τήνε βλέπω ταχτικά. Η
σοραμάρε σου είνε καλλίτερα, το πόδι τσι ήβρε γιατριά. Ο κύρις σου ούλο τον κερό
στα χτίματα. Η αδερφή σου τιμόγενη, τιν ασπετάρουμε από ημέρα σε ημέρα, γερό
να είνε. Οι μέρες περνούν δίσκολα αλάργα σου Σπυρέτο μου. Έκαμες τα κουμάντα
σου να αριβάρω; Έχω τ’ αμέντε μου αμπονόρα κάθε που ξημερόνει με τιν κασέλα
μου αλεστή. Βγάνω παστρεύω κάθε τόσο λούσα πρετσιόζα και πρικιά να
μοσκοβολούν κομάτι Τζάντε σα θα ανταμόσωμε στην ξενιτιά. Δώθε, ούλοι οι
σιχωριανοί μας κογιονάρουν. Δε μου φορείς στεφάνι λεν με γέλασες. Λέν τα ξένα
σου πήραν τα μιαλά, πως δε ματαγυρνάς. Μα εγώ γελάω με τσι μπαρόλες τους,
κομάτι δε νογάνε. Κατέχω πως όσα μου έταξες δεν τα ματαπέρνεις οπίσω.»

18
Τ’ αγόρια την άκουγαν αμίλητα. Μές στο ημίφως μοιάζανε με μαγεμένα
πριγκιπόπουλα, βγαλμένα από παραμύθι. Τα τζιτζίκια έξω, έσκαγαν απ’ τη ζέστη.
Πήρε ανάσα και συνέχισε.

- «Μήτε εγώ τα πέρνω οπίσω. Τη βερέτα του αρεβόνα μας τήνε τιμάω νίκτα
μέρα. Μήτε τσι ρούγες κατέχω, μήτε τα καντούνια».

Η Λενιώ σήκωσε τα μάτια απ’ το χαρτί και τα έφερε γύρω.

- «Μήτε στη φέστα του Αγίου μας εκατέβικα εφέτο. Δεν έχω πρεμούρα για
τζιριτζάτζουλες και μόστρες. Η ψιχή μου είναι μονάχα εδεκεί, σε εσέ, ψιχή τσι ψιχής
μου. Ασπετάρω ντεσπεράδα το όρντινό σου. Η τζόγια σου, Φραντζέσκα»

Απέμεινε να κοιτάζει το χαρτί στα χέρια της. Η σιωπή έσπασε απ’ τη φωνή του
Ντένη.

- Ποια να ‘ναι τούτη; Κοιτούσε τον Κωστή.

- Οι γονείς μας θα ξέρουν σίγουρα, απάντησε βυθισμένος στις σκέψεις του.

- Πρέπει να μάθουμε τι έγινε!, πετάχτηκε ο Ντίνος σαν να ξύπνησε ξαφνικά.

- Ναι, μα τότε θα μας ρωτήσουν πούθε μάθαμε εμείς για όλα τούτα, απάντησε
ο Χάρης. Και συνέχισε συλλαβιστά.

- Θα μας ρωτήσουν, «δηλαδή, πούθε τους ξέρετε εσείς τη Φραντζέσκα και το


Σπυρέτο;» Αυτοί τώρα θα είναι…

Σώπασε. Νέκρα παγερή, σαν πούσι, απλώθηκε στο έρημο σπίτι.

- Το γράμμα αυτό δεν στάλθηκε ποτέ.

Η φωνή της Λενιώς, ψιθυριστή, γέμισε το δωμάτιο θλίψη. Τα αγόρια χλώμιασαν.

- Αν είχε σταλεί, δε θα ήταν εδώ, κρυμμένο… Να περιμένει να το βρουν…

Ανατρίχιασαν. Τη σιγή που πάγωσε το χρόνο ξανά, την έσπασε τούτη τη φορά η
παιδική, αυθόρμητη φωνή του Ντίνου.

- Ίσως, όμως, ο Σπυρέτος ήρθε και την πήρε προτού προφτάσει να το στείλει!

- Ή, ίσως πήρε νέα του, και την καλούσε, πετάχτηκε ενθουσιασμένος με την
ιδέα του ο Κωστής. Και, από την πολλή τους τη χαρά, να ξέχασαν το κρυμμένο
γράμμα!

- Ή…

Δεν ήθελαν να υποθέσουν τα χειρότερα. Συμφώνησαν όλοι να μην πουν τίποτα και
σε κανέναν για το γράμμα – ειδικά στους μεγάλους. Ούτε για την «εξερεύνηση». Το
19
γράμμα θα το κρατούσε η Λενιώ. Και λίγο-λίγο, με τρόπο, χώρια ο καθένας, θα
ρωτούσαν τους γονείς τους για το ερημωμένο σπίτι. Σε χρόνους άσχετους,
ανύποπτα, μα συστηματικά – όπως φτιάχνεται ένα παζλ.

Το συμβούλιο είχε τελειώσει. Ο Ντένης πήρε το συρτάρι που έχασκε επάνω στο
τραπέζι και το έσυρε στη θέση του. Βγήκαν με μάτια χαμηλωμένα. Ο ήλιος είχε
αρχίσει πια να γέρνει.

20
6. Επτάζυμο

Η γιαγιά του Κωστή, με τα μανίκια σηκωμένα, ριχνόταν με τόσο πάθος στην


τεράστια, μακρόστενη, ξυλένια σκάφη, τη στηριγμένη πάνω σε δυο αντικριστές
καρέκλες, που η Λενιώ φοβόταν πως από στιγμή σε στιγμή θα βρεθεί και αυτή
μέσα, μαζί με το καφετί ζυμάρι. Γύρω από το βαρύ, τετράγωνο τραπέζι, η θεία
Μαύρα, η θεία Ελένη, η θεία Τέτα και η μάνα της, ζυμώνανε και εκείνες. Όχι όλες
τους μαζί, τόσα ζευγάρια χέρια δε χωρούσανε στη σκάφη, μα λίγες-λίγες, με σειρά.
Πόσο τις ζήλευε! Ευχόταν μέσα της να ήτανε μεγάλη, και περήφανα να βύθιζε τα
χέρια της στη μυρωδάτη ζύμη.

Ήτανε μέρες τώρα που παιδεύονταν μ’αυτήν οι γυναίκες. «Μαρτύρησε στα χέρια
τους», σκεφτόταν η Λενιώ. Επτά φορές να ζυμωθεί και να μείνει πάλι να
φουσκώσει… μα, αλλιώς; Πώς θα λεγόταν «επτάζυμο»;

Πλησίασε τη σκάφη. Τριγύρω της, πιτσιλισμένα αλεύρια. Πως δε θυμώνανε με


αυτά, άραγε, τόσες νοικοκυράδες; Η ζύμη μέσα τη μαγνήτιζε. Άλλοτε, η γιαγιά στη
μιαν άκρη βασάνιζε μια μεγάλη μπάλα, και δίπλα της μια άλλη η θεία Μαύρα,
άλλοτε και η θεία Ελένη κατάφερνε να χωθεί ανάμεσά τους κι όλες τους πάλευαν
μαζί. Η υπέροχη ευωδιά της ζύμης τρύπωνε στα ρουθούνια της και τη μεθούσε.
Κανέλα και γαρύφαλλο σε αφθονία, κοπανισμένα με μπόλικο γλυκάνισο, φλούδα
από πορτοκάλι και ποιος ξέρει τι άλλα ακόμη, αναδύονταν από τη γλυκαμένη με
ζάχαρη ζύμη και γέμιζαν το κουζινάκι ζεστασιά.

Η μάνα της Λενιώς και η θεία Τέτα με τον Βαγγελάκη στα πόδια της κάθονταν από
τη μέσα μεριά του τραπεζιού, στο χτιστό καναπεδάκι γωνία, το καλυμμένο με
κόκκινες μαξιλάρες. Έπιναν καφέ από μικρά φλιτζανάκια και μιλούσαν
χαμηλόφωνα. Ο Βαγγελάκης εντελώς απορροφημένος από ένα μεγάλο παξιμάδι,
το κριτσάνιζε με τα λιγοστά δοντάκια του. «Ένα μικρό διάλειμμα από την αγωνία»,
σκέφτηκε άθελά της η Λενιώ.

Το μαντεμένιο πορτέλο άνοιξε απότομα. Μπήκε φουριόζος ο θείος Ηρακλής. Όλα


τα γυναικεία κεφάλια στράφηκαν με μιας πάνω του ανήσυχα.

- Τι μαντάτα φέρνεις;

Η γιαγιά τον κοίταξε διαπεραστικά, ξεχνώντας για λίγο τη ζύμη. Τα αλευρωμένα


χέρια της μαζεύτηκαν στο στέρνο της, σαν σε προσευχή.

21
- Τίποτα ακόμα.

Ήταν φουντωμένος, σχεδόν κόκκινος. Τα σφιγμένα χείλια του δεν ξανάνοιξαν όσο
έψαχνε μισόσκυφτος, με σαματά, σ’ ένα απ’ τα συρτάρια. Έβγαλε έναν μακρύ
φακό από μαύρο πλαστικό και τον δοκίμασε αν ανάβει. Τον πήρε και βγήκε με
φούρια, όπως είχε μπει.

Οι γυναίκες είχαν μείνει σιωπηλές και τον παρακολουθούσαν ακίνητες όσο εκείνος
έψαχνε, λες και γι’ αυτές είχε σταματήσει ο χρόνος. Με το που έκλεισε πίσω του η
πόρτα, η μικρή κουζίνα αφυπνίστηκε κάπως, μα παρέμεινε βουλιαγμένη στη σιωπή.
Τα χέρια των γυναικών έπεφταν στο ζυμάρι πιο βαριά. Τα πρόσωπα θλιμμένα. Τα
φρύδια τους σμιχτά. Τα κεφάλια χαμηλωμένα. Ταξίδευαν η καθεμιά στις δικές της,
μαύρες σκέψεις, όπως η Λενιώ.

Ο Νικολιός, θείος και ξάδερφος μακρινός και γείτονας καλός, ήταν από χτες το
χάραμα, χαμένος. Ίσως, ακόμα, κι απ’ τη μαύρη νύχτα πριν. Δεν τον είχε δει κανείς.
Χαμένος, όχι από κακοτυχία, ή μπλέξιμο… όχι. Μα με τη θέλησή του. Μέχρις ότου
να βρουν εκείνο το μικρό σημείωμα, οι πρώτες εκείνες ώρες του χτεσινού πρωινού
είχαν κυλήσει ήρεμα. Κανείς δεν είχε βάλει με το νου του το κακό. Είπαν πως θα
ήτανε στα κτήματα. Ή, πως, θα είχε κατέβει στη Χώρα για δουλειές. Όμως τα λόγια
που είχε βρει γραμμένα ο Αντζουλέτος το λέγανε ξεκάθαρα – δεν ήθελε να ζήσει
πια. Για την ακρίβεια, δεν άντεχε. Δεν άντεχε να ζει πια μόνος, δίχως γυναίκα,
δίχως παιδιά. Από χρήματα έβγαζε αρκετά, δεν του ‘λειπαν. Ούτε χαλούσε κιόλας.
Στρέμματα γης ατελείωτα – τα πατρικά – κουμαντάριζε χειμώνα-καλοκαίρι, χωρίς
γιορτή και σχόλη. Ελιές στις ράχες, αμπέλια στον κάμπο. Οι εποχές – μαζί τα
χρόνια του – διαδέχονταν μονότονα η μια την άλλη. Ίδιες. Ποιος να είχε καταλάβει
πρωτύτερα τι έτρεχε μες στο μυαλό του;

Έναν αδερφό, τον Άγγελο – Αντζουλέτο τον φώναζε η θεία Μαύρα – είχε όλον κι
όλον, να τον βοηθά με τις δουλειές. Ο άλλος, ο μικρότερος, είχε φύγει χρόνια πριν
στην ξενιτιά. Είχε εύρει προκοπή εκεί – είχε γυναίκα, δυο κόρες κι ένα γιο και μια
Μερτσέντες για χάζεμα. Έρχονταν καμιά φορά, κάθε δεύτερο καλοκαίρι και αν. Τα
παράξενα, ξενικά ονόματα των κοριτσιών του τα θυμόταν πάντοτε η Λενιώ, τόσο
της άρεσαν – Ρεγγίνα και Πατρίτσια. Δεν τα είχε ξανακούσει ποτέ πριν.

Τον Άγγελο είχε μόνο ο Νικολιός – γιατί ο πατέρας τους δε μετρούσε για
άνθρωπος. Ένας σακάτης σιχαμερός, με πόδια κομμένα, ακρωτηριασμένα

22
ψηλότερα απ’ τα γόνατά του, ήτανε. Σερνόταν ολούθε και βρωμούσε απ’ αλάργα
κρασίλα και αποφορά. Μα κι αν ακόμη δε βρωμούσε τόσο, ούτε ένα απ’ τα παιδιά
δε θα τον ζύγωνε, ποτέ. Φώναζε και έβριζε ολημερίς θεούς και διαόλους, με την
τρομακτική βραχνή, συρτή φωνή του. Τον απέφευγε με κάθε τρόπο η Λενιώ, όπως
και κάποιον άλλον, πια. Τη γέμιζαν κι οι δυο με φόβο – μα παραπάνω, με αηδία.

Άλλαξε γρήγορα τη σκέψη αυτή, την τελευταία. Άφησε ξανά το βλέμμα της να
βουλιάξει στη μυρωδάτη ζύμη.

Κάμποσο μετά, η σιγή έσπασε.

- Κι ο Αντζουλέτος; Τονε ψάχνει κι εφτός μαζί με τσου άντρες μας;, ρώτησε η


θεία Τέτα κοιτώντας τις υπόλοιπες.

Την καταλάβαινε η Λενιώ. Δεν μπορούσε να τον φαντασεί να τρέχει με την αγωνία
χαραγμένη στο ήδη σκαμμένο, ηλιοκαμμένο του πρόσωπο. Τον έβλεπε πάντα
πράο, με ένα φτηνό τσιγάρο, είτε ανάμεσα στα στεγνά χείλη, είτε στα δουλεμένα
δάχτυλα με τα μακριά κατάμαυρα νύχια. Γύριζε πάντοτε μισόγυμνος – μοναδικό του
ρούχο ένα βρώμικο, ταλαιπωρημένο σορτς, κομμένο από παλιό τζιν παντελόνι. Α,
και ένα λευκό κομμάτι ύφασμα, με κάμποσα περίεργα κομπάκια εδώ κι εκεί, δεμένο
γύρω απ’ το κεφάλι του μαντίλα για ίσκιο. Τα πόδια του, πάντα γυμνά και αυτά,
ξυπόλητα, είχαν σκληρύνει στις σπασμένες, γκρίζες φτέρνες πιότερο κι απ’ τη
σκληρότερη σόλα. Τα κορακίσια, μακριά, ως κάτω απ’ τη λεπτή του μέση, μαλλιά
του, γυαλιστερά από την περίσσια λίγδα, μόνιμα πιασμένα χαμηλή κοτσίδα,
στριφογύριζαν σε μια ατέλειωτη ως κάτω, μοναδική μπούκλα που δε χάλαγε ποτέ.
Ενώ από εμπρός, μουστάκια και γένια, κρέμονταν λεπτά-στριφτά κι αυτά και πάλι
ως κάτω, στη γεμάτη μύες, ηλιοκαμμένη του κοιλιά. Και είχε η Λενιώ την εικόνα του
αυτή χαραγμένη στη μνήμη της με την παραμικρή λεπτομέρεια καθ’ όλη τη
διάρκεια της χρονιάς, και την παιδιάστικη αφέλεια πως ο Άγγελος τριγυρνούσε
έτσι, όχι μόνο μες στην κάψα του καλοκαιριού, μα και στους μήνες του ψύχους,
αφού τον συναπάνταγε μόνο τα καλοκαίρια.

- Ναίσκε, απάντησε ξερά η γιαγιά, με το βλέμμα της στα αεικίνητα


κοντόχοντρα της χέρια, τα χωμένα ως τους αγκώνες μες στη σκάφη.

- Και τι θε να κάμει, Τέτα μου; Το λόγο είχε πάρει η Μαύρα – δεν προσπάθησε
να κρύψει την έντασή της. Να βγάλει τα γίδια; Εμ, αφτό το κάμει κάθε ημέρα. Μη
να ψάξει το αίμα του; Ή μπας και έχει κανένα άλλο στη ζωή;

23
- Μαγκούφηδες κι οι δυο τους…, ψιθύρισε ανάμεσα στο ζύμωμα η Ελένη. Για
ποιόνε σκοτώνουνται;

Η γιαγιά σταμάτησε το ζύμωμα.

- Μη μολογάς τέτοιες κουβέντες τώρα, τη μάλωσε αυστηρά μπρος στις άλλες.

Η Λενιώ δεν πίστευε ούτε στα μάτια, ούτε στ’ αυτιά της. Πώς το δέχτηκε η οξύθυμη
θεία Ελένη; Κάρφωσε το βλέμμα στα λεπτά, σαν ζωγραφιά, κλειστά χείλη της
θείας, περιμένοντας πως από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγαν και θα άρχιζαν τα ξένα.
Μα, όχι. Σιωπή. Μόνο ο ήχος των χεριών που ξεκολλούσαν απότομα απ’ τη ζύμη,
και αυτός απ’ τα δοντάκια του Βαγγελάκη στο παξιμάδι, δέσποσαν ξανά στο
μυρωδάτο κουζινάκι.

Οι απότομες φρεναρισιές από ποδήλατα χάλασαν την εσπερινή γαλήνη της αυλής.
Και έπειτα, ποδοβολητό. Οι γυναίκες έστρεψαν καρδιοχτυπώντας το βλέμμα τους
στο πορτέλο – μέχρι να καλοκαταλάβουν τι συμβαίνει, άνοιξε απότομα. Στο
άνοιγμά του όρμησαν φρενάροντας εκεί, σχεδόν ακαριαία, τα κεφάλια των
αγοριών.

- Τον ήβρανε! Τον ήβρανε πνιγμένο!, επαναλάμβαναν με φωνές


λαχταρισμένες, ανάκατες με λυγμούς.

- Οϊμέ!

Κάποια γυναίκα ξεφώνισε γοερά. Η θεία Μαύρα έκλεισε με τ’ αλευρωμένα χέρια


της το ορθάνοιχτο στόμα. Η θεία Βούλα κοιτούσε τα παιδιά σαστισμένη, σαν να
μιλούσαν σε μια γλώσσα ακατανόητη. Η θεία Τέτα έσφιξε μηχανικά τον Βαγγελάκη
στην αγκαλιά της – το παξιμάδι του έπεσε και άρχισε να κλαίει με παράπονο.

- Κάμετε μέσα! Σβέλτα, πρόσταξε η γιαγιά κοφτά.

Μπήκαν με βήματα αβέβαια. Ο Κωστής πρώτος, και ο Ντίνος, τρίτος, κλαίγαν


γοερά, απελπισμένα. Ο Χάρης έμοιαζε αλαφιασμένος, με μάτια κόκκινα. Ο Ντένης,
τελευταίος, κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στα δυο του χέρια – ταλαντευόταν
πίσω-μπρος σαν εκκρεμές.

Το μικρό κουζινάκι γέμισε ασφυκτικά γυναίκες και παιδιά, που η θλίψη τους
ξεχείλιζε σαν τη φουσκωμένη μαγιά απ’ το ζεστό φλιτζάνι. Η Βούλα και η Τέτα, με
το Βαγγελάκη στα χέρια της απαρηγόρητο που κανείς δεν του ‘δινε σημασία,
σηκώθηκαν αυθόρμητα. Κάναν χώρο για τ’ αγόρια.

- Καθίστε κάτου, πρόσταξε πάλι η γιαγιά.

24
Κάθισαν με τα κορμιά κουλουριασμένα. Η Μαύρα τραβούσε τα μαλλιά της, δίπλα
στην Ελένη που στεκόταν ακούνητη κι αμίλητη – άσπρη σαν το πανί.

- Πούθε τον ήβρανε;

Τ’ αγόρια άρχισαν όλα μαζί σαν τα γαλιά. Ανάκατα λόγια με λυγμούς. Η γιαγιά
ύψωσε το χέρι της. Σώπασαν.

- Ντένη, λέγε συ.

- Τον ήβρανε μες στο πηγάδι του Κουμούτου. Έπλεε κάτι πάνωθε στο νερό.
Ήτουνε σκοτεινά. Ο πατέρας φώτιξε με το φακό. Εϊδε το παπούτσι του.

Κλάματα γοερά και οδυρμοί ξεσπάσανε από γυναίκες και παιδιά. Η Λενιώ,
σιωπηλή, κοιτώντας τους με κορές διεσταλμένες, πάλευε μέσα της – ήταν στ’
αληθινά τόσο αγαπημένοι, όλοι, με το Νικολιό και δεν το είχε, ως τώρα, καταλάβει;
Ή τώρα μόνο καταλάβαιναν και αυτοί πόσο τον αγαπούσαν;

Ο Ντένης σήκωσε τα υγρά του μάτια στη μάνα του. Εκείνη, με όψη νεκρής και η
ίδια, του ένευσε να συνεχίσει.

- Ρίξανε μέσα το Νιόνιο. Δεμένονε απ΄τις μασχάλες, με τριχιά. Φώτιξε από


κοντά. Τον είδε. Τα μαλλιά του κουνιούνταν πέρα-δώθε κάτου απ’ το νερό.

Νέο κύμα θρήνων κι οδυρμών. Ο Κωστής έκλαιγε σαν μωρό.

Ήθελε τόσο να κλάψει και η Λενιώ μαζί του… Να κλάψει γοερά – ίσως τότε να
ένιωθε λιγάκι απ’ τον πόνο του. Πίεζε τα μάτια να δακρύσουν μ’ όλη της τη
δύναμη. Μα, εκείνα, τίποτα.

Ο Ντένης είχε βρει, πια, την ανάσα του. Η φωνή του δυνάμωσε. Πήγαινε το βλέμμα
του από τη μια στην άλλη.

- Οι άντρες παρατήσανε την τριχιά. Ρίξανε και το Νιόνιο μέσα. Του πετάξανε
κι άλλη μια, να δέσει το… το Νικολιό. Το Νιόνιο τόνε τραβήξανε πάνου. Όμως η
άλλη η τριχιά δεν ετραβιότουνα με τίποτσι. Φέρανε το ρυμούλκο του Μήτσου, απ’
τ’ αλώνι, πέρα κείθε. Δέσανε την τριχιά από πίσω και βάλανε μπροστά. Έτσι… έτσι
τόνε βγάλανε.

Η γιαγιά έσκυψε το κεφάλι και σταυροκοπήθηκε. Σταυροκοπήθηκαν και οι


υπόλοιποι.

25
- Σχωρεμένος να ‘ναι, είπε σαν να μονολογούσε. Τόσοι άντρες, το γύρω, παιδί
μου… Πώς και δεν ημπόραγαν να τόνε βγάλουν;, στράβηκε ξανά σαστισμένη στο
Ντένη.

Εκείνος κόμπιασε. Ψέλλισε με το βλέμμα χαμηλά.

- Το πόδι του… Το πόδι του, νόνα… Ήτουν δεμένο με τριχιά. Με έναν


τσιμεντόλιθο.

Νεκρική σιγή βασίλεψε τούτη τη φορά αντί για οδυρμούς στη χαμηλή κουζίνα. Τα
βλέμματα των γυναικών αντάμωσαν σιωπηλά. Η γιαγιά, στραμμένη στα εικονίσματα
σταυροκοπήθηκε ξανά και ξανά, μουρμουρώντας. Έλυσε το μαύρο μαντήλι απ’ τα
γκριζόλευκα, μακριά μαλλιά, τα στεριωμένα στο κεφάλι της στεφάνι από πλεξίδα,
και το άφησε στο παλιό τραπέζι, αφήνοντας το βάρος του κορμιού της στην
παλάμη. Έφερε έπειτα και το άλλο, αλευρωμένο χέρι επάνω του και έμεινε με το
βλέμμα χαμένο κάπου στις μαυρισμένες του ρωγμές.

 Η Μαύρα παραπάτησε κατά το μαρμαρένιο νεροχύτη. Γύρισε το τσίγκινο βρυσάκι


του σίγλου κι έβρεξε με λίγο νερό το πρόσωπό της, ενώ το στήθος της ελευθέρωνε
σμήνος αναφιλητά.

Ο Ντένης συνέχισε αργά, σχεδόν συλλαβιστά.

- Ήτουν πρησμένος σα σφουγγάρι.

- Θεός φυλάξει!

Οι γυναίκες σταυροκοπήθηκαν ξανά, με μάτια έντρομα.

- Μα σας αφήκανε, παιδάκι μου, οι άντρες να τα ειδήτε όλα τούτα;, ύψωσε με


βραχνή, αγνώριστη φωνή η Μαύρα.

Οι ματιές όλων των γυναικών άστραψαν. Τα βλέμματά τους καρφώθηκαν πάνω


του.

- Όχι, θεια, όχι! Μας διώξανε! Μα τον Άγιο, μας διώξανε απ’ την αρχή, που ο
πατέρας τον ήβρε με το φακό. Εμείς…

Ξεροκατάπιε. Ο Χάρης, ο Ντίνος κι ο Κωστής, με το κλάμα κομμένο μαχαίρι και


στόματα ψαριών, τον κοιτούσαν πανικόβλητοι.

- Εμείς…, να, εμείς…

- Ντένη!

26
Το πρόσωπο της Ελένης από κάτασπρο ήταν τώρα κατακόκκινο, τα μάτια της
πετούσαν φλόγες. Άρχισε να μουρμουρίζει οργισμένη στ’ αυστραλέζικα. Πριν
προφτάσει να χυμήξει προς το μέρος τους, τ’ αγόρια – με πρώτο το Ντένη που
καθότανε στην άκρη – ορμήσανε σαν σίφουνας στην πλακόστρωτη αυλή.

27
7. Ρούντι

- Ρούντι! Ρούντι!

Το λευκόγκριζο κυνηγόσκυλο με τις μεγάλες καφετιές βούλες έτρεξε κοντά της, με


τ’ αυτιά του να ανεμίζουν τρελά. Έπεσε στην αγκαλιά της.

- Έλα, έλα…

Χάιδεψε με λατρεία το χοντρούτσικο κεφάλι του με τα όμορφα καφέ σχέδια, σαν


από χέρι ζωγράφου. Πέρασε τις παλάμες της στα πλάγια, πίσω απ’ το μισάνοιχτο,
ασθμαίνον στόμα του, ως πίσω, εκεί που ήξερε πως του άρεσε πολύ, κάτω από τ’
αυτιά του, κι έκανε πως τον άφηνε. Εκείνος όρμησε ξανά στην αγκαλιά της, με
περισσότερη φόρα. Τελευταία στιγμή μόνο γλίτωσε τα χείλια της απ’ την υγρή
μουσούδα του. Αγκάλιασε το λαιμό του κολλώντας το αυτί της στο δικό του, με τα
χέρια της να κυλούν σαν κύματα στο απαλό τρίχωμα. Μόνο το κολάρο του, από
χοντρό, σκούρο πετσί, διέκοπτε τον γλυκό κυματισμό τους. Χαμογέλασε ελεύθερα,
με τα χείλη στα σίγουρα φυλαγμένα.

Τίποτα δεν μπορούσε να χαλάσει τη στιγμή αυτή, με το σκυλί το τόσο αγαπημένο.


Τράβηξε απαλά τα καφετιά αυτιά του και τον κοίταξε στα θολά, καστανά του,
μάτια. Δεν θα τα ξεχνούσε ποτέ, όσα χρόνια κι αν περνούσαν.

Έλυσε το χοντρό κολάρο. Ο Ρούντι τινάχτηκε εμπρός, λες και τεράστιο βάρος
έφυγε από πάνω του. Άρχισε να τρέχει ολόγυρά της, με την ουρά του να γυρίζει
γύρω-γύρω και αυτή, τρελός από χαρά.

Η Λενιώ γελούσε.

- Να δεις! Να δεις τι θα σου φτιάξω τώρα!, του φώναζε ανοίγοντας τα χέρια


της.

Άρχισε να τον κυνηγάει στα ψέματα, παρασυρμένη απ’ τη χαρά του, ώσπου
λαχάνιασε. Έσκυψε με ίσια γόνατα ν’ ανασάνει. Την πλησίασε με την ουρά του
αεικίνητη – του έτριψε την πλάτη δυνατά. Κίνησε προς το σπίτι, με το Ρούντι να
την ακολουθεί πιστά, σκιά της. Σαν διάβηκε το κατώφλι, εκείνος στάθηκε εκεί.
Έχωσε μόνο τη μουσούδα, ντροπαλά, ανάμεσα στα κρόσια της χάντρινης
κουρτίνας για τις μύγες, κοιτώντας τη με παράπονο. Ήξερε καλά πως αν τον
έπιανε μέσα η μάνα της, θα γινότανε χαμός.

- Κάτσε κι έρχομαι, του είπε καθησυχαστικά.

28
Η Λενιώ πήρε την πάνινη κασετίνα του σχολείου και βγήκε απ’ την απέναντι πόρτα,
στη χωμάτινη, σκιερή αυλή. Ο Ρούντι πετάχτηκε και κάνοντας το γύρο του σπιτιού
– δυο δωμάτια όλο κι όλο – πήδηξε το σκαλί του τσιμεντόλιθου και βρέθηκε,
χαρούμενος ξανά, κοντά της.

Άφησε το άκομψο κολάρο πάνω στο λουλουδάτο τραπεζομάντηλο και άνοιξε το


φερμουάρ της μισοάδειας κασετίνας. Έβγαλε ένα πλαστικό μπουκαλάκι και
διάλεξε δυο μαρκαδόρους. Πήρε το μπουκαλάκι σαν κάτι πολύτιμο – μπλάνκο,
αυτό θα έκανε τη διαφορά – με τα μάτια του Ρούντι να καταγράφουν τις κινήσεις
της ανά χιλιοστό. Ξεβίδωσε το καπάκι, τραβώντας έξω το λεπτό, λευκό πινέλο,
μέτρησε με το μάτι το κολάρο και έφτιαξε στο ελεύθερο μέρος του, μια μακριά,
λευκή λωρίδα. Σχημάτισε νοητά επάνω της τα γράμματα. Δεν χωρούσαν. Μάκρυνε
κι άλλο το λευκό.

 Σφάλισε το μπουκαλάκι, να μην ξεθυμάνει. Τώρα θα περίμενε να στεγνώσει καλά.


Ο Ρούντι ακούμπησε το μουσούδι του στο μπούτι της, σαν να τον κούραζε το
βάρος του κεφαλιού του. Τον χάιδεψε.

Πήρε το μαύρο, λεπτό μαρκαδόρο κι έγραψε στη λευκή λωρίδα με κεφαλαία


γράμματα το περίγραμμα του ονόματός του. Στρογγύλεψε κάπως τις γωνίες. Πήρε
μετά το μαρκαδόρο τον πορτοκαλί, που ταίριαζε με τις καφέ του βούλες, και
γέμισε τα γράμματα με το χρώμα του. Ήθελε να φτιάξει και δυο καρδούλες, πριν
και μετά το όνομα, μα δε χωρούσαν στο λευκό. Έστω.

Φύσηξε το χρώμα να στεγνώσει καλά. Λίγο πιο κει, κάποιες ηλιαχτίδες ξέφευγαν
απ’ τα λεπτόφυλλα, ξυλένια κλαδιά της καταπράσινης ροδιάς, και ζωντάνευαν τα
λουλούδια του τραπεζομάντηλου. Έσπρωξε εκεί το κολάρο, να στεγνώσει εντελώς.

Μάζεψε την κασετίνα και την πήγε πάλι μέσα. Βγήκε. Ο Ρούντι έψαξε με το βλέμμα
του τα χέρια της – ξαναμπήκε. Άνοιξε το ντουλαπάκι, και έβγαλε μέσα από μια
χαρτοσακούλα δυο φρυγανιές. Ο Ρούντι τις τραγάνισε με απόλαυση.

Τέσταρε το χρώμα στο κολάρο – είχε στεγνώσει εντελώς. Το πέρασε στο λαιμό
του, δένοντάς το στην ίδια, παραμορφωμένη τρύπα που ήταν πριν. Του πήγαινε
πολύ. Την κοίταξε με βλέμμα ευγνωμοσύνης, γλύφοντας τα μουστάκια του.

Το σύρσιμο από ρόδες που φρενάρουν σε χαλίκια έκανε και τους δύο να στραφούν
στο χωματόδρομο – ο Κωστής με το ποδήλατο.

- Έλα!

29
Της κούνησε το χέρι του, δείχνοντας προς το αλώνι. Τρία ποδήλατα
κατευθύνονταν εκεί, του Ντένη, του Χάρη και του Ντίνου. Έφυγε κι εκείνος προς
τα εκεί.

Η Λενιώ πήδηξε το σκαλοπάτι, καβάλησε το ποδήλατο της και τον ακολούθησε. Ο


Ρούντι έτρεξε ξωπίσω της.

Τ’ αγόρια γύριζαν τώρα γύρω-γύρω στο λείο, ξεραμένο χώμα, με τον Ρούντι να
τρέχει από κοντά, δίχως βιασύνη. Πότε-πότε οι ρόδες τους έσκαγαν στα χαμηλά
χαντάκια που χώριζαν το αλώνι σε φαρδιά κομμάτια. Ο ήλιος δεν είχε φτάσει
ακόμη στη μέση τ’ ουρανού. Ένα απαλό αεράκι δρόσιζε τα πρόσωπά τους.

- Τι κάμουμε τώρα;, φώναξε κάποτε ο Ντένης.

- Τίποτσι, απάντησε από απέναντι ο Κωστής, συνεχίζοντας το πετάλι.

- Να φέρω τη μπάλα για «μήλα»;, ξαναρώτησε.

Δεν αποκρίθηκε κανείς. Ο Ντένης, αμίλητος, ξέκοψε απ’ τον κύκλο και κύλησε
στον κατηφορικό χωματόδρομο. Γύρισε σύντομα, κρατώντας με το ένα χέρι το
τιμόνι και με τ’ άλλο τη μπάλα.

Παράτησαν βαριεστημένα τα ποδήλατά τους στο σκληρό, ζεστό χώμα. Ο Ρούντι,


κουρασμένος, σωριάστηκε πλάι τους. Έμεινε να τους χαζεύει με το στόμα ανοιχτό
και τη γλώσσα να στάζει σάλια. Μαζεύτηκαν σε κύκλο – τα ‘βγαλε ο Ντένης.
Βγήκαν ο Χάρης κι ο Κωστής – θα ήταν έξω. Οι υπόλοιποι χαχάνιζαν
ευχαριστημένα. Το κέφι άρχισε να φουντώνει.

Ο Χάρης κι ο Κωστής απομακρύνθηκαν με την αδρεναλίνη τους ν’ ανεβαίνει,


αφήνοντας στη μέση το Ντένη, το Ντίνο και τη Λενιώ. Άρχισαν να στοχεύουν με
ζυγισμένες μπαλιές. Κάποια στιγμή, ο Κωστής πέταξε τη μπάλα ψηλοκρεμαστά,
στα χέρια του Χάρη. Εκείνος στόχευσε ταχύτατα και πέτυχε το Ντίνο στον
αστράγαλο. Βγήκε νευριασμένος, χωρίς να παραδέχεται πως η μπαλιά τον πέτυχε.

Το παιχνίδι συνεχίστηκε. Ο Κωστής επιχείρησε ξανά το κόλπο, όμως ο Ντένης


έπιασε μήλο. Ο Χάρης μουρμούρισε κάτι μέσα απ’ τα δόντια του. Είχε αρχίσει να
κουράζεται. Στόχευσε τη Λενιώ – την πέτυχε στα χέρια. Είχε επιχειρήσει να πιάσει κι
εκείνη μήλο, δίχως επιτυχία. Βγήκε.

Ο Ντένης είχε τώρα δέκα γύρους. Αν τα κατάφερνε, η Λενιώ κι ο Ντίνος θα


έμπαιναν πάλι μέσα, το παιχνίδι θα άρχιζε ξανά απ’ την αρχή! Τα δυο παιδιά

30
κοιτούσαν με ελπίδα κι αγωνία. ‘Ενας, δυο, τρεις… Τα δύο αγόρια τον πλησίαζαν,
πετώντας τη μπάλα με μανία. Ο Κωστής τον πέτυχε στην πλάτη – πάει το μήλο.

Ο Ρούντι, νιώθοντας την ένταση, πετάχτηκε άξαφνα πάνω κι άρχισε να τρέχει


παρέα με το Ντένη.

- Ούξου, ρε!, ο Χάρης τον προγκούσε ανάμεσα στις ριξιές.

Πέντε, έξι, εφτά… Η μπαλιά πέτυχε το Ρούντι, που έσκουξε ελαφρά. Η Λενιώ
κοίταξε το Χάρη θυμωμένη. Ο Ντένης πρόφτασε λιγωμένος να τρέξει ως απέναντι.
Οχτώ, εννέα, δέκα! Εκείνη και ο Ντίνος έμπαιναν πάλι μέσα ζητωκραυγάζοντας,
χτυπώντας φιλικά το «σωτήρα» τους που έλαμπε από περηφάνεια. Ο Χάρης είχε
φουντώσει ολόκληρος. Δίχως να τον προσέξουν, έσκυβε και μάζευε στην παλάμη
του όσες πέτρες χωρούσε, από κείνες τις πρόχειρες στις άκρες του αλωνιού, για
να κρατούν τα νάιλον. Στόχευσε τον Ρούντι. Η Λενιώ όρμησε πάνω του.

- Ασ’ τον σκύλο ήσυχο!

Εκείνος δε σταματούσε. Ο Ρούντι απομακρυνόταν φοβισμένος, μα επέστρεφε


ξανά.

- Φύγε, Ρούντι!

Σήκωνε τώρα πέτρες κι ο Κωστής, και, κραυγάζοντας ιαχές πολέμου, άρχισε να


του τις πετά κι εκείνος. Η Λενιώ στράφηκε και σ’ αυτόν.

- Αφήστε τις πέτρες κάτω!, ούρλιαξε.

Ο Ρούντι έσκουξε πονεμένα. Μια πέτρα του Χάρη τον είχε βρει στα αδύνατα
πλευρά – χαχάνιζε τώρα εκείνος μ’ ευχαρίστηση.

Δε θυμόταν πως είχε φτάσει πίσω του η Λενιώ – εκείνος χάζευε το Ρούντι να
ξεμακραίνει σκούζοντας, με την ουρά στα σκέλια. Άκουγε το σκληρό γέλιο χωρίς να
βλέπει την έκφραση ικανοποίησης στο βλέμμα του – δε χρειαζόταν άλλωστε να δει.
Σήκωσε το χέρι δίχως να σκεφτεί και μ’ όλη την οργή της τον χτύπησε στο σβέρκο.

Σιγή – σαν να κράτησε αιώνες. Οι άλλοι τους κοιτούσαν με τα στόματα ανοιχτά,


πότε αυτήν και πότε εκείνον. Το βλέμμα της είχε μείνει καρφωμένο στο σβέρκο
του. Ο Χάρης γύρισε αργά. Την κοίταξε με απέραντη έκπληξη – την ίδια που
πλημμύριζε και το δικό της βλέμμα, το ανάμεικτο με πόνο και θυμό. Δεν είπε
τίποτα. Της γύριζε ξανά την πλάτη, σήκωσε το ποδήλατό του από κάτω, το
καβάλησε κι έφυγε. Δίχως μια λέξη.

31
Τα αγόρια τον μιμήθηκαν.

Έμεινε μόνη της, πάνω στο ξερό αλώνι. Σήκωσε κουρασμένα το σκονισμένο της
ποδήλατο. Το κύλησε πλάι της μηχανικά προς το σπίτι, κλωτσώντας θλιμμένα τις
πέτρες του χωματόδρομου. Θα έψαχνε τον σκύλο αργότερα.

32
8. Φτου ξελευθερία

Ήταν από κείνα τα ζεστά απομεσήμερα που μοιάζει να έχει σταματήσει ο χρόνος.
Με τα ποδήλατα πεταμένα στο αφράτο, σβαρνισμένο χώμα, κάθονταν όπως-όπως
στον χορταριασμένο όχτο. Δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο απ’ την πλήξη. Τους
βάραινε, λες, το μυαλό, που, συνωμοτώντας με τη ζέστη, βάραινε το κορμί. Μόνο
τα τζιτζίκια δεν έπλητταν ποτέ.

- Τι κάνουμε τώρα;… Ο Κωστής κοιτούσε όλα τα σκυθρωπά πρόσωπα με τη


σειρά.

Ο Ντίνος είχε βγάλει το ένα του παπούτσι και ξετρύπωνε από μέσα ένα
στριφογυριστό, ξυλένιο αγκάθι.

- Πάμε σπίτι για κολατσιό;, πρότεινε ο Χάρης.

Δεν υπήρχε άλλη, καλύτερη ιδέα. Συμφώνησαν όλοι σιωπηρά. Καβάλησαν τα


ποδήλατά τους φτιάχνοντας ένα μικρό καραβάνι στο ξεραμένο μονοπάτι.

Άφησαν τα ποδήλατα προσεκτικά στις πλάκες της αυλής – οι μεγάλοι θα


κοιμούνταν ακόμα. Κι αν ξυπνούσαν το θείο Ηρακλή… ποιος είδε το Θεό και δε
φοβήθηκε!

Μπήκανε στην κουζίνα με επιφύλαξη. Κοκαλώσαν στο κατώφλι – η θεία Ελένη


ήταν κιόλας στο πόδι. Έψηνε καφέ στο γκαζάκι.

- Καλώς τα, είπε σιγανά. Κοπιάστε.

Αχ, η θεία Ελένη… Αν ο θείος Ηρακλής φαινόταν βγαλμένος απ’ τους μύθους, το
δίχως άλλο άξιος να έχει το όνομα ενός ήρωα, τότε η θεία Ελένη ήτανε το ταίρι του
στα σίγουρα. Γιατί, έμοιαζε κι αυτή παραμυθένια, μια Ωραία Ελένη με τα όλα της.
Τα μαύρα σπαστά μαλλιά της, κοντοκομμένα και λεία σαν κύματα, σε αντίθεση με
το λευκό της πρόσωπο με τα λεπτά φρύδια, την έκαναν ολόιδια με
πρωταγωνίστρια του βωβού σινεμά. Όταν όμως θύμωνε – πράγμα συχνό – το
ντελικάτο πρόσωπο της μεταμορφωνόταν. Κοκκίνιζε, σπίθες πετιούνταν απ’ τα
μαύρα, αμυγδαλωτά, άλλοτε όλο νάζι, μάτια της.

Τώρα όμως ήταν ήρεμη, γλυκιά. Κατάλαβε αμέσως τι γυρεύαν τα παιδιά. Έριξε τον
καφέ στο περίτεχνο φλιτζανάκι και ξετύλιξε μια μπόλια ολόλευκη. Έβγαλε το
καρβέλι, και κοντράροντάς το στο στέρνο της, έκοψε μακρόστενες, ολόισιες
φέτες. Τα παιδιά κοιτούσαν αμίλητα. Τις ράντισε με λάδι μπόλικο, ζούληξε πάνω
33
κομιντόρια – μόνο ο Κωστής το ήθελε αλλιώς, την πρόλαβε, «αντί ντομάτα,
ζάχαρη». Η Λενιώ έκανε μια γκριμάτσα αηδίας.

Βγήκαν στην αυλή. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους η γέρικη περγουλιά χάριζε έναν
ίσκιο παχύ, μεγαλόψυχο. Πρασινοκίτρινα τσαμπιά κρέμονταν πάνω απ’ τα κεφάλια
τους βαριά, με ρώγες γιγάντιες, έτοιμα, λες, να πέσουν. Κάθισαν ανακούρκουδα
στις δροσερές πλάκες ως να τελειώσουν τη φέτα τους.

- Παίζουμε κρυφτό;

Αργότερα, όταν το ξανάφερε στη μνήμη της η Λενιώ, δε θυμόταν ποιος έριξε την
ιδέα – ούτε και είχε σημασία. Η παρέα δίσταζε. Καθένας ζύγισε γοργά το πράγμα.
Ο Αύγουστος μετρούσε τις τελευταίες μέρες του. Τα σχολειά θ’ αρχίνιζαν με το
καλοκαιράκι σύντομα να γίνεται ανάμνηση. Μαζί με όλα τα καλά του.

Τέσσερα ζεύγη μάτια στράφηκαν ταυτόχρονα στου Ντίνου. Μεμιάς, εκείνος


στράφηκε στους ρόμβους τους ατελείωτους επάνω στις πλάκες. Σιωπή, πλούσια
σε σκέψεις και εκφράσεις του στυλ «πάλι θα μας χαλάσει το παιχνίδι». Το έκανε
πάντα. Όταν θα ερχόταν η σειρά του να φυλάξει, ο μικρός της παρέας θα το
αρνιόταν πεισματικά, τσακίζοντας τα νεύρα όλων. Και είτε το παιχνίδι θα γινόταν
με τη θυσία τους, είτε θα διαλυόταν. Κάποιο παιδί ξεφύσηξε.

Πάνω στην ώρα, ένα αεράκι δροσερό χάιδεψε μητρικά τα παιδικά πρόσωπα – σαν
να ήθελε να τα «ξυπνήσει». Οι σκιές έξω απ’ την αυλή μεγάλωναν. Ο ήλιος έπεφτε.
Η μέρα θα τελείωνε. Πετάχτηκαν όλοι επάνω. Κάναν κύκλο και η Λενιώ τα μοίρασε.
Δεν θα το έχαναν για τίποτε στον κόσμο, τούτο το κρυφτό.

Το παιχνίδι όλο και φούντωνε. Κι όσο μακρύτερες οι σκιές, τόσο πιο απίθανες οι
κρυψώνες. Τώρα τα φύλαγε ο Χάρης. Σπάνια γινόταν, ήταν φοβερός στο κρυφτό,
κρυβόταν στα πιο ασύλληπτα μέρη. Ούτε η Λενιώ πήγαινε πίσω. Έτρεξε πίσω απ’
το μεγάλο λινό, να μαζευτεί σαν μπάλα δίπλα στα ποστιασμένα ξύλα. Βρήκε τον
Ντένη όμως εκεί, και δε χωρούσανε κι οι δυο. Ο Χάρης έβγαινε από στιγμή σε
στιγμή. Όρμηξε στην τύχη, παραπέρα. Βρήκε την παλιά, ξύλινη πορτούλα
μισάνοιχτη – ήξερε πως έβγαζε στο χαμηλό κατώι. Ο Χάρης είχε βγει και έψαχνε,
ήταν θέμα δευτερολέπτων να τη δει. Βρέθηκε μέσα δίχως άλλη σκέψη.
Μισοσκότεινα – όλο κι όλο φώτιζε όσο αχνό φως περνούσε απ’το κατώφλι. Δεν θα
την έβρισκε ποτέ εκεί μέσα. Χαμογέλασε. Γιατί, σαν ο Χάρης, πια, τους έβρισκε

34
όλους, θ’ αναγκαζόταν ν’ απομακρυνθεί για να την ψάξει, και τότε, όχι μόνο θα τον
έφτυνε, αλλά θα τους ξελεφτέρωνε κι από πάνω.

- Σσσς..

Πετάχτηκε ξαφνιασμένη – δεν ήταν μόνη εκεί. Ανοιγόκλεισε νευρικά τα βλέφαρα


προς το σκοτάδι, λες και θα άνοιγαν στο βλέμμα της μονοπάτι. Μια σκιά, στο
βάθος. Ένα χέρι κουνιόταν, της ένευε. Πλησίασε διστακτικά, μέσα από βαρέλια,
εργαλεία και κοφίνια – ο μπαρμπα-Κώστας. Ανάσανε με ανακούφιση.

- Έλα, μη φοβάσαι…

Της έκανε νόημα να πλησιάσει κι άλλο.

- Τι κάνετε στα σκοτάδια;, τον ρώτησε απορημένη.

- Κάτσε Ελενίτσα. Να σου πω…

Ποδοβολητό, απ’ έξω. Ο Χάρης έφτυνε το Ντίνο – πρώτο! Καταστροφή… Θα


έφευγε εκείνη τη στιγμή, αλλά τότε θα έπρεπε να βγει απ’ το κατώι. Ο Χάρης θα
την έφτυνε, και τότε; Ποιος θα ‘μενε για την ξελευτερία; Κάθισε στην άκρη του
σανιδένιου πάγκου. «Ο μπαρμπα-Κώστας δεν καπνίζει», σκέφτηκε έκπληκτη.

- Για πε μου, πως τα πας με το σχολειό;

Πρώτη φορά τη ρωτούσε.

- Εεε…, καλά…

Καθόταν τώρα πλάι της – πώς είχε βρεθεί εκεί; Έπρεπε να φύγει, γρήγορα.

- Δάσκαλο έχεις, ή δασκάλα;

- Δασκάλα.

Πήγε να σηκωθεί, μα δεν τα κατάφερε. Ένα χέρι έπεσε βαρύ στον ώμο της – το
χέρι του.

- Πρέπει να φύγω, είπε ξέπνοα, χάνω το κρυφτό.

- Έδωπα δε να σ’ έβρει κανείς.

Η φωνή του έβγαινε δύσκολα. Ανατρίχιασε. Δεν τον κοιτούσε. Δεν μπορούσε να
τον κοιτάξει. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στα ισχνά, κολλημένα απ’ το φόβο
πόδια της, που έχασκαν απ’ το τριμμένο σορτσάκι. Ανάμεσά τους, σαν πέτρα, ένα
χέρι τραχύ απ’ τη δουλειά. Τα ζουλούσε με απρόσμενη δύναμη, σχεδόν γδέρνοντάς
τα, με κάτι δάχτυλα βρώμικα, χοντρά. Δεν πονούσε τόσο όσο αηδίαζε. Η καρδιά

35
της σπαρταρούσε τόσο, που σίγουρα έφταναν οι χτύποι ως τ’ αυτιά του. Να φύγει,
αμέσως, τώρα.

Ποδοβολητό και πάλι έξω, μεγαλύτερο. Ο Χάρης έφτυσε το Ντένη και μαζί και τον
Κωστή, μα λίγο την ένοιαζε τώρα. Το τραχύ χέρι, ακούραστο, προχωρούσε
ψηλότερα. Κινήθηκε και το άλλο. Βρέθηκε απ’ το πουθενά χωμένο στη μασχάλη
της. Ήταν παγιδευμένη. Ήθελε όσο τίποτα να ουρλιάξει, μα αδύνατον. Θα
αναρωτιούνταν όλοι τι συνέβη. Θα καταλάβαιναν; Πόσο, μα πόσο ντρεπόταν.

- Σσσς… ήσυχα.

Ψιθύρισε τόσο κοντά στο αυτί της που ανατρίχιασε σύγκορμη. Τινάχτηκε πάνω
στρίβοντας σαν χέλι το κορμί της, με μια δύναμη πρωτόγνωρη για κείνη, που δεν
θυμόταν πουθενά στη μνήμη της γραμμένη. Ήταν ελεύθερη! Έφτασε στην πόρτα
άγνωστο πως, δίχως να κοιτάξει πίσω της. Η ανάσα της βαριά.

Ως την αυλή δε βρήκε κανένα από τ’ αγόρια – την έψαχναν όλοι πέρα απ’ το
χωματόδρομο. Πλησίασε σαν χαμένη την κολώνα τους, κόλλησε με μάτια κλειστά
το ιδρωμένο μέτωπο στον ζεστό ακόμη σοβά για μια στιγμή που φάνταζε αιώνες,
άνοιξε τα μάτια, και, με το κεφάλι ψηλά, φώναξε με όλη της τη δύναμη:

- Φτου ξελευθερία για όλους!

36
Περιεχόμενα

1. Ψέμα 5

2. Σύκα 7

3. Φωτία 9

4. Στο λινό 11

5. Το γράμμα 15

6. Επτάζυμο 21

7. Ρούντι 28

8. Φτου ξελευθερία 33

37

You might also like