Professional Documents
Culture Documents
Μαριάννα Κατσογιάννου
Πανεπιστήμιο Κύπρου
Η λεξικογραφία είναι ένας κλάδος των γλωσσολογικών επιστημών που έχει γνωρίσει
ιδιαίτερη άνθιση την τελευταία εικοσαετία. Ειδικότερα στην ελληνική γλώσσα, ενώ
παραδοσιακά δεν υπήρχε μεγάλος όγκος παραγωγής λεξικογραφικών έργων, είδαμε
ξαφνικά όχι μόνο να εκδίδονται νέα λεξικά ή να επανεκδίδονται τα παλιότερα, αλλά και
να αναπτύσσεται η υποδομή που χρειάζεται μια χώρα για να ενισχυθούν όλες οι σχετικές
δραστηριότητες: εκδοτικοί οίκοι που ασχολούνται αποκλειστικά (ή σχεδόν) με την
έκδοση λεξικών, υπολογιστικά εργαλεία ειδικά σχεδιασμένα για λεξικογραφικές
εργασίες, συλλογή δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή και δημιουργία ηλεκτρονικών
σωμάτων κειμένων, προγράμματα σπουδών και συνέδρια με αντικείμενο τη
λεξικογραφία και τα προϊόντα της κ.λπ. Παρόλη όμως τη θεαματική αυτή αύξηση του
ενδιαφέροντος, μία από τις λιγότερο μελετημένες όψεις της νεοελληνικής λεξικογραφίας
παραμένει η λεξικογράφηση των διαλέκτων (βλ. και Κατσογιάννου 2008). Με τον όρο
αυτό δεν εννοώ τη μελέτη του λεξιλογίου (η οποία ήταν πάντοτε ένα από τα
προσφιλέστερα θέματα όταν των διαλεκτολογικών ερευνών), ούτε την έκδοση
διαλεκτικών λεξικών· εννοώ τις εργασίες μεταλεξικογραφικού τύπου που έχουν ως
αντικείμενο τη μελέτη και τον κριτικό σχολιασμό των δημοσιευμένων λεξικογραφικών
έργων. Με άλλα λόγια αναφέρομαι στον κλάδο που προωθεί την ανάπτυξη της
θεωρητικής σκέψης γύρω από το αντικείμενο της λεξικογραφίας και συμβάλλει στη
διαμόρφωση κριτηρίων για την αξιολόγηση – και κατά συνέπεια για τη βελτίωση – των
λεξικογραφικών προϊόντων. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το κενό που παρατηρείται στο
χώρο της διαλεκτικής λεξικογραφίας δεν αφορά ειδικά την ελληνική γλώσσα: η διεθνής
βιβλιογραφία είναι επίσης φτωχή σε μελέτες τέτοιου είδους και, ακόμη και σε χώρες με
μεγάλη παράδοση στη διαλεκτολογική έρευνα όπως η Γερμανία ή η Ιταλία, ο θεωρητικός
στοχασμός γύρω από τη διαδικασία της δημιουργίας των διαλεκτικών λεξικών
περιορίζεται κυρίως στις εισαγωγές που – ενίοτε – παρέχουν οι συγγραφείς τους.
Για να σχηματίσουμε σαφέστερη εικόνα του προβλήματος, θα ήταν χρήσιμο να
αναφερθούν οι μελέτες που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή για την ελληνική διαλεκτική
λεξικογραφία. Η παλαιότερη από όσες η συγγραφέας του παρόντος κατόρθωσε να
εντοπίσει μέχρι τώρα αναφέρεται στην κυπριακή: είναι το άρθρο του Δικαίου
Βαγιακάκου «Η κυπριακή διάλεκτος και το Ιστορικόν Λεξικόν της Ακαδημίας Αθηνών»,
που δημοσιεύτηκε το 1973 στα Πρακτικά του πρώτου κυπρολογικού συνεδρίου.
Ακολουθεί, μόλις το 1980, το άρθρο του Γιώργου Αλισανδράτου «Τα νεοελληνικά
λεξικά. Συνοπτικό διάγραμμα» στο περιοδικό Διαβάζω, το οποίο δεν αναφέρεται ειδικά
σε διαλεκτικά δεδομένα, δίνει όμως ιδιαίτερο βάρος στο θέμα και παρέχει αρκετά
στοιχεία ως προς αυτό. Στη συνέχεια δεν βρίσκουμε μελέτες με αναφορά στη διαλεκτική
λεξικογραφία, παρόλο που από το 1998 (ημερομηνία της πρώτης έκδοσης του λεξικού
Μπαμπινιώτη) και μετά αυξάνονται οι δημοσιεύεις με αντικείμενο την κριτική
παρουσίαση και τη σύγκριση των λεξικών της κοινής νέας ελληνικής. 1
1
Καταλόγους τέτοιων δημοσιευμάτων μπορούμε να βρούμε στο Tseronis & Iordanidou (υπό δημοσίευση).
2
Για τα κριτήρια αποκλεισμού των κατηγοριών που αναφέρονται στη συνέχεια βλ. Cabré & Gelpí (1996)
και Cabré & Lorente (1991).
επεξεργασία 200 ή 300 λέξεων δεν συνιστά λεξικό, εκτός από την ειδική
περίπτωση των λεξικών ορολογίας, που δεν μας αφορά εδώ).
β) Επιπλέον, τα έργα αυτά πρέπει να είναι αυτοτελή (και όχι γλωσσάρια 3 που
δημοσιεύονται ως παραρτήματα άλλων έργων), να έχουν δομή λεξικού και όχι
λεξικολογικής μελέτης, δηλαδή να παρέχουν τρόπο αναζήτησης των λημμάτων
(όχι απαραίτητα αλφαβητικό), και να ακολουθούν μία τυποποιημένη μέθοδο
για την παρουσίασή τους.
3
Χρησιμοποιούμε εδώ τον όρο γλωσσάριο με τη σημασία του «πίνακα με τις άγνωστες λέξεις ενός
συγκεκριμένου κειμένου» (Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, 1998) προσθέτοντας
ότι το γλωσσάριο δεν περιέχει ορισμούς που προκύπτουν από σημασιολογική επεξεργασία, αλλά
μεταφραστικά ισοδύναμα των λημμάτων που περιλαμβάνει. Αντίθετα, στην ελληνική βιβλιογραφία, π.χ.
στο Αλισανδράτος (1980), ο όρος γλωσσάριο χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο του «διαλεκτικό
λεξικό». Θεωρούμε ότι η επιλογή του όρου αυτού στο χώρο της διαλεκτικής λεξικογραφίας είναι
αποτέλεσμα της (όχι απαραίτητα συνειδητής) πεποίθησης ότι δεν μπορούμε να έχουμε τις ίδιες απαιτήσεις
ποιότητας από ένα «κανονικό» και από ένα διαλεκτικό λεξικό.
επιστημονικών και άλλων συγγραμμάτων, όπως και κάθε είδους ανέκδοτα γλωσσάρια ή
ευρετήρια που δημιουργούνται από υπηρεσίες δημοσίων φορέων ή και από ιδιωτικούς
οργανισμούς (π.χ. μεταφραστικές εταιρείες) για εσωτερική χρήση.
2. Ιστορική αναδρομή
Αφετηρία της κυπριακής λεξικογραφίας είναι το έργο του Αθανάσιου Σακελλαρίου Η εν
Κύπρῳ γλώσσα, που εκδόθηκε το 1868 στην Αθήνα και περιλαμβάνει στοιχεία
γραμματικής περιγραφής, μία μικρή συλλογή κειμένων 5 και λεξικό. Είναι πιθανόν το
έργο αυτό να αντιπροσωπεύει και την πρώτη έκδοση ελληνικού διαλεκτικού λεξικού –
τουλάχιστον στον Αλισανδράτο (1980) δεν εμφανίζεται κανένα παλιότερο. Πιο γνωστή
4
Χατζηιωάννου, Κυριάκος 1991. Περί των εν τη μεσαιωνική και νεωτέρα κυπριακή ξένων γλωσσικών
στοιχείων. Λευκωσία: Έκδοσις των Ροταριανών Ομίλων της Κύπρου, xi + 179 σ.
5
Τα κείμενα είναι διαφόρων ειδών: νομοθετικά διατάγματα, δημοτικά τραγούδια, δίστιχα, παροιμίες και
παραμύθια, με άνιση σε όγκο εκπροσώπηση.
όμως είναι η έκδοση που έγινε αρκετά αργότερα, το 1891· το δεύτερο αυτό λεξικό
αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου έργου με γενικό τίτλο Τα Κυπριακά, ήτοι γεωγραφία,
ιστορία και γλώσσα της νήσου Κύπρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Τόσο
ο τίτλος, όσο και η σύνδεση των αντικειμένων «γεωγραφία», «ιστορία» και «γλώσσα»
είναι χαρακτηριστικά της αντίληψης και του τρόπου εργασίας εκείνης της περιόδου, κατά
την οποία το ενδιαφέρον για τα γλωσσικά θέματα εντάσσεται σε μία γενικότερη
ανάπτυξη των φιλολογικών επιστημών στην Ελλάδα. Έτσι, η συλλογή και η επεξεργασία
του γλωσσικού υλικού συνήθως συνδυάζεται και με άλλα επιστημονικά ενδιαφέροντα,
ενώ οι λεξικογράφοι της εποχής είναι παράλληλα (και συχνά κατά κύριο λόγο)
λαογράφοι. 6 Όπως μπορούμε ίσως να φανταστούμε, το γεγονός αυτό αφήνει ίχνη στη
σύνταξη των λημμάτων, δημιουργώντας μία μεικτή μορφή λεξικού που περιέχει
γλωσσικές και, κατά περίπτωση, εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες 7 όπως στο παράδειγμα
που ακολουθεί:
πάροικος, θηλ. παροίκισσα· δουλοπάροικος Μαχ. Κατά δέ τόν Φλώρ. Βουστρώνιον σελ. 461
πάροικος εἶνε ἐν Κύπρῳ ἂνθρωπος ὑπόχρεος νά μένῃ παρά τήν οἰκίαν τοῦ κυρίου του, ἢ
ὃστις δέν δύναται νά ἀπέλθῃ τῆς οἰκίας αὒτης ἢ τῆς κώμης ἂνευ τῆς ἀδείας τοῦ κυρίου τῆς
κώμης. Οὓτω δ’ ἐκλήθησαν ἀπό τῶν χρόνων τῆς Ἁγίας Ἑλένης καί τοῦ αὐτοκράτορος υἱοῦ
της οἱ στρατιῶται, οὓς εἶχον πέμψει εἰς τήν νῆσον πρός φρούρησιν αὐτῆς. Εἰς ἓκαστον δέ
τούτων ἐδόθησαν τόποι, καί οἱ χωρικοί ἦσαν ὑπόχρεοι νά πληρώνουσιν ἓξ βυζάντια καί
ὀκτώ καράτια κατ’ ἂνδρα· καί αὒτη ἡ πληρωμή ἐκλήθη στρατεία ἢτοι μισθός τοῦ
στρατιώτου. (λεξικό Σακελλαρίου, 1891: 719)
Κυρίως όμως η αντιμετώπιση αυτή εδραιώνει μία παράδοση η οποία θα επηρεάσει όλη
τη μετέπειτα λεξικογραφική παραγωγή της κυπριακής και της οποίας τα αποτελέσματα,
όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι ορατά ακόμη και σήμερα.
Στην ίδια λεξικογραφική περίοδο ανήκουν και άλλα έργα, τα οποία όμως δεν
είχαν την τύχη να εκδοθούν όσο οι συγγραφείς τους ήταν εν ζωή. Από αυτά την παρούσα
έρευνα ενδιαφέρουν μόνο τα τρία «γλωσσάρια» που εκδόθηκαν από το Κέντρο
Επιστημονικών Ερευνών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου μεταξύ 1979
6
Για την ώθηση που δόθηκε εκείνη την εποχή στη συγκέντρωση γλωσσικού υλικού από διαλέκτους και
ιδιώματα της ελληνικής βλ. και Αλισανδράτος (1980), Μέρος Β'. Ειδικότερα για την κυπριακή και για τις
μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν βλ. Κυπρή (υπό δημοσίευση).
7
Για την διάκριση μεταξύ γλωσσικών και εγκυκλοπαιδικών λεξικών βλ. Ζgusta (1971: 197 κ.εξ.) και
Landau (1989²: 6 κ.εξ.).
και 1989 (εφεξής: γλωσσάρια του ΚΕΕ) και στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Γενικότερα, η παραγωγή αυτής της πρώτης περιόδου χαρακτηρίζεται από μικρό αριθμό
εκδόσεων σε σχέση με τα χειρόγραφα, τα οποία μας είναι γνωστά από τον κατάλογο που
δημοσίευσε ο Δικαίος Βαγιακάκος (1973). Το σημαντικότερο ίσως χαρακτηριστικό της
είναι η σχέση με την Ελλάδα και ιδιαίτερα με την Γλωσσική Εταιρεία, με το
Σπουδαστήριο Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και με το Ιστορικό Λεξικό της
Ακαδημίας Αθηνών: τα περισσότερα από τα χειρόγραφα που διαθέτουμε συντάχτηκαν με
σκοπό την ένταξή τους στο Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής ή τη συμμετοχή σε
γλωσσικούς διαγωνισμούς. 8
Αυτό είναι, επομένως, το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου το λεξικό Σακελλαρίου
σηματοδοτεί την αρχή της κυπριακής λεξικογραφίας. Αυτή η αρχή όμως ακολουθείται
από μια μεγάλη περίοδο αδράνειας που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα
και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι συμπίπτει, στον χώρο των κοινωνικών και πολιτικών
εξελίξεων, με την περίοδο της αγγλοκρατίας. Η λεξικογραφική αυτή «σιωπή»
διακόπτεται μόνο μία φορά, το 1936, χάρη στην έκδοση του έργου του Κυριάκου
Χατζηιωάννου Περί των εν τη μεσαιωνική και νεωτέρα κυπριακή ξένων γλωσσικών
στοιχείων – το οποίο στην πραγματικότητα ήταν η διδακτορική διατριβή του συγγραφέα
και δεν είχε σχεδιαστεί για να δημοσιευτεί ως λεξικό· αυτός είναι μάλλον και ο λόγος
που ο ίδιος ο συγγραφέας δεν της αποδίδει τέτοιο χαρακτηρισμό στον τίτλο, ενώ στην
ουσία πρόκειται για λεξικό που ασχολείται με την ετυμολόγηση και την κατάταξη
δανείων λέξεων.
Για λόγους ιστορικής ακρίβειας, θα πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό και ένα
δημοσίευμα που δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια που τέθηκαν ώστε να συμπεριληφθεί
στον κατάλογο των λεξικών, αλλά είναι το πρώτο που εκδίδεται μετά την ανακήρυξη της
Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόκειται για το Ετυμολογικό λεξιλόγιο της κυπριακής
διαλέκτου και εν μέρει της κοινής, του Αριστοτέλη Ταμασοκλή που εκδόθηκε το 1966. Το
έργο αποτελείται από 324 αριθμημένα λήμματα για τα οποία ο συγγραφέας αναφέρει ότι
ανήκουν άλλοτε στην κυπριακή και άλλοτε στην κοινή, χωρίς όμως να εξηγεί το κριτήριο
επιλογής τους (Ταμασοκλής (1966): στ΄). Τα λήμματα είναι λέξεις αλλά και φράσεις (π.χ.
8
Για αναλυτικότερη παρουσίαση βλ. Βαγιακάκος (1973) και Κυπρή (1983).
το πρώτο λήμμα είναι «αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι»), των οποίων δίνεται
ερμηνεία, ετυμολογία και ενίοτε «ιστορία», σε μια μικροδομή ασυνήθιστη για λεξικό:
στην πραγματικότητα πρόκειται για σύντομο σχολιασμό των επιλεγμένων λέξεων και
φράσεων σε μορφή κειμένου.
Μία παρατήρηση που αφορά τα έργα που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα είναι ότι
έχουν όλα εκδοθεί στην Αθήνα. Προφανώς, και αυτό το γεγονός συνδέεται με την τότε
πολιτική κατάσταση, η οποία δεν επέτρεπε να δημιουργηθεί στην Κύπρο η απαραίτητη
υποδομή, τόσο γνωστική όσο και υλικοτεχνική. Με κριτήριο την αλλαγή στον τόπο
έκδοσης, μπορούμε να ορίσουμε την τομή ανάμεσα στις δύο περιόδους της κυπριακής
λεξικογραφίας, θεωρώντας ότι η δεύτερη περίοδος εγκαινιάζεται το 1979, με την πρώτη
έκδοση λεξικού που γίνεται στην Κύπρο (Λευκωσία). Από την ημερομηνία αυτή και
μετά οι περισσότερες εκδόσεις γίνονται εντός Κύπρου, ενώ παράλληλα αυξάνεται ο
ρυθμός έκδοσης και φυσικά και ο αριθμός των λεξικών.
Το πρώτο έργο που εκδίδεται στην Κύπρο είναι ένα από τα γλωσσάρια του ΚΕΕ,
το Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, με επιμέλεια της Θεοφανώς Κυπρή, ενώ ακολουθούν το
Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου το 1983 και το Γλωσσάριον Ιωάννου
Ερωτοκρίτου το 1989. Οι δημοσιεύσεις αυτές εντάσσονται σε ένα ευρύτερο εκδοτικό
σχέδιο, το οποίο έχει στόχο τη διάσωση του υλικού που συγκεντρώθηκε στην
προηγούμενη περίοδο, αλλά παρέμεινε ανέκδοτο. 9 Πρέπει να αναφερθεί ότι, από καθαρά
εκδοτική άποψη, ανεξάρτητα δηλαδή από το περιεχόμενό τους, πρόκειται για τα πιο
εύχρηστα και λειτουργικά έργα της κυπριακής λεξικογραφίας. Αφενός είναι τα μόνα που
παρέχουν στον αναγνώστη πληροφορίες και οδηγίες χρήσης που δίνονται μέσω
εισαγωγών, ευρετηρίων, καταλόγων με συντομογραφίες κ.λπ. και αφετέρου θέτουν,
εκθέτουν και ακολουθούν με συνέπεια ορισμένες αρχές ορθογραφικής μεταγραφής. Η
τυπογραφική αρτιότητα της έκδοσης ενισχύει εξάλλου την εντύπωση που εξαρχής
σχηματίζει ο χρήστης από την γενική παρουσίαση κάθε τόμου.
9
Για αναλυτική παρουσίαση των γλωσσαρίων του ΚΕΕ παραπέμπουμε στις εισαγωγές τους: Κυπρή
(1979), Κυπρή (1983) και Κυπρή (1989) καθώς και στο Κυπρή (υπό δημοσίευση).
όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Χωρίς να αναφερθούμε στα λεξικά αυτά ένα προς ένα,
θα σημειώσουμε ένα βασικό γνώρισμα που είναι η τάση για αυτοέκδοση ή για έκδοση
μέσω μικρών εκδοτικών οίκων, που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί και ενδεχομένως
ιδρύονται ad hoc από τον ίδιο το συγγραφέα. Προφανώς αυτό οφείλεται στο γεγονός η
έκδοση λεξικών δεν είναι δραστηριότητα με σημαντικό εμπορικό κέρδος, με συνέπεια να
μην ενδιαφέρει τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους και να μην βρίσκει εύκολα
χρηματοδότηση έξω από το (κρατικό ή ημικρατικό) πλαίσιο της βασικής έρευνας. Το
ζήτημα της χρηματοδότησης είναι σοβαρό, γιατί οδηγεί όχι μόνο σε μικρό όγκο
λεξικογραφικής παραγωγής, αλλά σε πολλαπλασιασμό των εκδόσεων χαμηλής
ποιότητας· το αδύνατο σημείο της αυτοέκδοσης είναι ότι σπάνια παρέχει εγγυήσεις για
την αξιοπιστία των προϊόντων της, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο συντάκτης δεν είναι ειδικός
του αντικειμένου (στην περίπτωσή μας, όταν δεν είναι επαγγελματίας λεξικογράφος).
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα από τα έργα που έχουν εκδοθεί με τον τρόπο
αυτό περιέχουν ορθογραφικά και τυπογραφικά λάθη, ακόμη και λάθη στην αλφαβητική
κατάταξη των λημμάτων, ενώ παράλληλα υστερούν σε εμφάνιση, σε μορφοποίηση και
γενικότερα στα «εξωτερικά» τους χαρακτηριστικά. Τα μειονεκτήματα αυτά θεωρούμε
ότι οφείλονται στο γεγονός ότι οι εκδόσεις έχουν γίνει χωρίς τη συμμετοχή
επαγγελματιών σε θέματα εκδοτικής και τυπογραφικής επιμέλειας.
Παρόλα αυτά, είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μία νέα περίοδο της
κυπριακής λεξικογραφίας, κατά την οποία, όπως προαναφέρθηκε, αυξάνονται οι
εκδόσεις λεξικών, ενώ παράλληλα αρχίζει να καλλιεργείται το ενδιαφέρον για την
ομιλούμενη γλώσσα. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο έργο του
Κωνσταντίνου Γιαγκουλλή, στον οποίο οφείλουμε 8 από τα 21 λεξικά που αποτελούν το
υλικό αναφοράς μας, περισσότερο δηλαδή από το 30 % του συνόλου. Παρά τα όποια
μεθοδολογικά μειονεκτήματα, η σειρά των λεξικών του συγγραφέα αυτού
αντιπροσωπεύει μια πρωτοποριακή προσέγγιση στο χώρο των κυπρολογικών μελετών,
ιδιαίτερα αν συγκριθεί με άλλα λεξικά της ίδιας περιόδου που υστερούν σημαντικά στην
οργάνωση, παρουσίαση, αλλά και σημασιολογική επεξεργασία του περιεχομένου τους.
Για το επίπεδο αυτό της ανάλυσης, η πιο σημαντική πληροφορία είναι ο αριθμός
των λημμάτων, ο οποίος δεν αναφέρεται πάντοτε από τον ίδιο τον συντάκτη ή τον
επιμελητή του λεξικού. Ακόμη όμως και όταν γίνεται αυτό, παρατηρούμε ότι ο όγκος
των λεξικών μπορεί να διογκώνεται τεχνητά μέσω της καταχώρισης πολλών
ορθογραφικών ή κλιτικών τύπων της ίδιας λέξης, κάτι που δυσκολεύει ιδιαίτερα την
καταμέτρηση. Ας δούμε για παράδειγμα μία σειρά τύπων που εμφανίζονται στο ίδιο
λεξικό (λεξικό Παπαγγέλου, 2001) άλλοι ως ανεξάρτητα λήμματα και άλλοι ως
παραπεμπτικά:
3. Τυπολογία
Περνώντας στη μελέτη του περιεχομένου, διακρίνουμε περισσότερα από ένα επίπεδα
ανάλυσης. Το πρώτο από αυτά αντιπροσωπεύεται από την τυπολογική κατάταξη που
βασίζεται στο είδος των δεδομένων που περιέχει κάθε λεξικό και στον τρόπο
παρουσίασης των δεδομένων αυτών στο χρήστη. Όπως είπαμε και πιο πάνω, η διάκριση
ανάμεσα σε γλωσσικά και εγκυκλοπαιδικά λεξικά δεν τηρείται πολύ αυστηρά στην
περίπτωση της κυπριακής λεξικογραφίας, στην πραγματικότητα όμως οι εγκυκλοπαιδικές
πληροφορίες είναι περιορισμένες σε έκταση και αφορούν ένα μικρό αριθμό λημμάτων,
των οποίων μπορούμε να δώσουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα:
κάττες (οι) = ωραία άσπρα κογχύλια, που βγάζει το κύμα στην παραλία. Επιστημονικό όνομα
Cyprea spurca. Πλήθος υπήρχε στο Ακρωτήρι της Λεμεσού. Τα μάζευαν με το φτυάρι.
(λεξικό Μυριανθοπούλου-Μακρή, 1988: 32)
μούγκρα (η) = είναι τουρσί κουνουπίδι. Το βράζουν πολύ λίγο και το τοποθετούν μέσα σε
πήλινο δοχείο με τον εξής χυλό: νερό, μαγιά μπύρας, αλεύρι, σκόνη σινάπι, αλάτι. Σε μια
βδομάδα τρώγεται. Είναι ξινούτσικο. (λεξικό Μυριανθοπούλου-Μακρή, 1988: 45)
10
Οι Barbato & Varvaro (2004: 429), για παράδειγμα, το αναφέρουν ως γνώρισμα μίας ολόκληρης
περιόδου της ιταλικής διαλεκτικής λεξικογραφίας.
λημματολογίου οδηγώντας σε προτίμηση για τις γραπτές πηγές, σε υιοθέτηση
αμαρτύρητων τύπων και, κυρίως, σε σύγχυση διαχρονικών και συγχρονικών δεδομένων.
Οι μαρτυρίες για τη γλωσσική αυτή στάση προέρχονται εξάλλου από τους ίδιους τους
συγγραφείς όπως βλέπουμε στα αποσπάσματα που ακολουθούν:
Αποδελτιώνω λέξεις που συνάντησα από την αναστροφή μου με τα κείμενα, προφορικά και
γραπτά, παλιά και νέα, της κυπριακής διαλέκτου, από τον 11ο αιώνα μέχρι σήμερα (λεξικό
Γιαγκουλλή, 1992: 3).
Το παρόν λεξικό καλύπτει τόσο το ομιλούμενο και καταγραμμένο υλικό των πρόσφατων
αιώνων (εφόσον διαφέρει του πανελληνίου), όσο και υλικό παλαιότερων αιώνων όπως
κατεγράφη στα κείμενα της Κυπριακής Γραμματείας, αν και μερικές λέξεις αυτών των
κειμένων ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν ευρέως και οι οποίες σε κατοπινότερα χρόνια εξέπεσαν
προτού καν αφομοιωθούν στο ιδίωμα (λεξικό Παπαγγέλου, 2001: xxxvvii).
Μια ακόμη τυπολογική διάκριση είναι αυτή που γίνεται ανάμεσα στα λεξικά
γενικής γλώσσας και τα «ειδικά» λεξικά, αυτά δηλαδή των οποίων το λημματολόγιο και
ενδεχομένως και η επεξεργασία των λημμάτων ορίζεται ως προς ένα μόνο τμήμα της
γλώσσας ή ως προς ένα μόνο επίπεδο ανάλυσης ή ύφους (λεξικά αργκό, νεολογισμών,
επιθέτων, αντίστροφα κ.ά.). Στο επίπεδο αυτό διαπιστώνουμε ότι η κυπριακή δεν
διαθέτει μεγάλη ποικιλία λεξικογραφικών έργων και ότι επιλεκτικά μόνο εμφανίζονται
κάποιες κατηγορίες ειδικών λεξικών. Πιο συγκεκριμένα, έχουμε τρία λεξικά δανείων,
στη μελέτη των οποίων υπάρχει παράδοση ήδη από την εποχή του Σίμου Μενάρδου
(1900): Χατζηιωάννου (1936), Γιαγκουλλής (1988-1990) και Γιαγκουλλής (2003), ενώ
πιο πρόσφατα εμφανίζονται και δύο συλλογές ιδιωματισμών και παγιωμένων φράσεων:
Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου (2004) και Γιαγκουλλής (20051).
Η μεγαλύτερη έλλειψη όμως στον τομέα των ειδικών λεξικών αφορά τις
υποποικιλίες της κυπριακής. Αντίθετα με ό,τι θα αναμέναμε, και με ό,τι παρατηρείται
συνήθως στην διεθνή πρακτική της διαλεκτικής λεξικογραφίας, 11 δεν υπάρχει ούτε ένα 12
λεξικό αφιερωμένο στο ιδίωμα μίας συγκεκριμένης περιοχής, ενός χωριού ή σε μία
οποιασδήποτε μορφής τοπική παραλλαγή της κυπριακής. Το γεγονός αυτό συνδέεται με
διάφορα προβλήματα που επηρεάζουν τη λειτουργικότητα των λεξικών, από τα οποία το
σημαντικότερο είναι η διαχείριση της πολυτυπίας που προκύπτει από την συνύπαρξη
πολλών παραλλαγών της ίδιας λέξης και τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης
καθοδηγείται ώστε να βρει το λήμμα που τον ενδιαφέρει. Για παράδειγμα, στο
Παπαγγέλου (2001) το λήμμα ρόδουλος παραπέμπει στο ρώδουλος, το ρώδουλος
παραπέμπει στο ρώουλος και το ρώουλος παραπέμπει στο ράουλος το οποίο όμως τελικά
εμφανίζεται ορθογραφημένο ως ράουλλος «ρώγα σταφυλιού σε βρασμένα στέμφυλα».
Με τον ίδιο τρόπο, στο Γιαγκουλλής (2005) το ρωματίζω παραπέμπει στο ροματίζω το
οποίο όμως έχει λημματογραφηθεί στη μέση φωνή, ως ροματίζομαι «βλέπω όραμα στον
ύπνο μου». Δεν υπάρχει εδώ η δυνατότητα να παρουσιαστεί αναλυτικά το ζήτημα της
γραφής της κυπριακής, είναι όμως σαφές ότι η πολυτυπία που παρατηρείται αποτελεί
αυτή τη στιγμή ένα από τις σηματικότερα προβλήματα που εμποδίζουν την ανάπτυξη της
κυπριακής λεξικογραφίας.
11
Για παράδειγμα, στην Ιταλία, που έχει μεγάλη παράδοση στη διαλεκτική λεξικογραφία, αυτή είναι η
συνηθέστερη κατηγορία διαλεκτικών λεξικών (Barbato & Varvaro 2004: 432).
12
Εκτός αν λάβουμε υπόψη ορισμένες εκδόσεις και/ή ηλεκτρονικές δημοσιεύσεις, οι οποίες όμως όχι μόνο
δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια που θέσαμε για να θεωρήσουμε ένα έργο λεξικό, αλλά διακρίνονται και
για μεγάλη προχειρότητα.
Για να ολοκληρώσουμε τον τυπολογικό αυτό σχολιασμό, θα πρέπει να
αναφέρουμε και το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμη κανένα λεξικό της κυπριακής σε
ηλεκτρονική μορφή· ακριβέστερα, υπάρχουν δύο γλωσσάρια που κυκλοφορούν ανώνυμα
στο διαδίκτυο. Το πρώτο από αυτά περιέχει 226 λήμματα και φιλοξενείται από τον
ιστότοπο www.translatum.gr, ενώ το δεύτερο, με 633 λήμματα, ονομάζεται Συντυχάννετε
καρπασίτικα; και είναι ενσωματωμένο στον ιστότοπο http://www.rizokarpason.com. Σε
καμία από δύο περιπτώσεις όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε για λεξικό: εκτός από τον
μικρό αριθμό και την εμφανώς τυχαία επιλογή των λημμάτων, η σημασιολογική
επεξεργασία των λέξεων έχει αντικατασταθεί από μία πρόχειρη παράθεση ισοδυνάμων
στην κοινή νέα ελληνική.
Εκτός από την πιο πάνω κατηγοριοποίηση, που βασίζεται στα παραδοσιακά
κριτήρια, θα πρέπει να αναφέρουμε και τις νεότερες τάσεις της μεταλεξικογραφίας, που
θέλουν την τυπολογία των λεξικών να βασίζεται σε ερωτήματα όπως γιατί, για ποιον και
από ποιόν γράφεται ένα λεξικό – με άλλα λόγια ποιοι είναι οι στόχοι που θέτει ο
λεξικογράφος (ή ο εκδότης), ποια είναι η ομάδα χρηστών στην οποία απευθύνεται και
κατά πόσον ο ίδιος έχει κατάρτιση ειδική για μία τέτοια εργασία. Η σύγχρονη
λεξικογραφία θεωρεί ότι καθεμία από τις παραμέτρους αυτές επηρεάζει την επιλογή και
την οργάνωση των δεδομένων, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα (το είδος
του λεξικού που προκύπτει) να είναι διαφορετικό. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα
(γιατί γράφεται ένα λεξικό) δίνεται κατά κανόνα μέσω της εισαγωγής, η οποία είναι το
ουσιαστικότερο μέσο που διαθέτει ο συγγραφέας για να έρθει σε επαφή με το κοινό του.
Ακόμη κι αν δεν υπάρχει άμεση αναφορά στο ζήτημα αυτό, ο τρόπος με τον οποίο
παρουσιάζει το έργο του ο συντάκτης του λεξικού στον αναγνώστη, συνήθως επιτρέπει
να καταλήξουμε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Ως προς το θέμα αυτό, ένα σημείο που
εμφανίζεται συστηματικά στις εισαγωγές των λεξικών που μελετήσαμε είναι η έκφραση
μίας ευρέως διαδεδομένης στην Κύπρο ιδεολογίας για «επιτακτική ανάγκη διάσωσης»
της «αποδυναμωμένης και πεισιθάνατης» κυπριακής διαλέκτου (οι εκφράσεις από το
λεξικό Παπαγγέλου, 2001: xxiii, xxii) και αυτό σε συνδυασμό με την απόδειξη της
ελληνικότητας της διαλέκτου, αίτημα το οποίο, όπως βλέπουμε στα παραθέματα που
ακολουθούν, τίθεται από το πρώτο κιόλας λεξικό της κυπριακής και επαναλαμβάνεται
μέχρι σήμερα:
(...) καθ’ ἣν ὣραν ἐν τῆ ἐσπερίᾳ Εὐρώπῃ ἀνακινεῖται τό περί γλώσσης ἡμῶν καί μάλιστα
τῆς δημώδους ζήτημα (...) ἀποδεικνύεται ὃτι οἱ νῦν Κύπριοι μετά τοσαύτας ἀλλεπαλήλους
[sic] πολιτικάς δοκιμασίας ἒμειναν ἀείποτε καί κατά τήν γλῶσσαν γνήσιοι Ἓλληνες,
πλείστας ὃσας πολυτίμους διαλεκτικάς εἰδήσεις τῶν ἀρχαίων τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης
διαλέκτων διασώζοντες (λεξικό Σακελλαρίου, 1868: γ’)
(...) απώτερος σκοπός της έρευνας αυτής είναι να αποδείξει ότι πλείστες όσες λέξεις που
χρησιμοποιούμε στην Κυπριακή διάλεκτο, είναι κατάλοιπα της Αρχαίας Ελληνικής. Στους
χαλεπούς καιρούς που ζούμε είναι πολύ ενδιαφέρον να υπερτονίζεται η πολιτιστική μας
κληρονομιά και η ταυτότητα του χειμαζόμενου Κυπριακού Ελληνισμο (λεξικό Παύλου,
1994: 1).
Όσο για το δεύτερο ερώτημα (για ποιον γράφεται ένα λεξικό), διαπιστώνουμε ότι τα
λεξικά της κυπριακής σχεδιάζονται και συντάσσονται ως δίγλωσσα. Δεν ερμηνεύουν
δηλαδή τα λήμματα μέσω ορισμών, αλλά παρέχοντας μεταφραστικά ισοδύναμα στην
κοινή 13 – ενώ η διάλεκτος εμφανίζεται αποκλειστικά ως γλώσσα-πηγή. Στην πράξη, αυτό
σημαίνει ότι η γνώση της κοινής θεωρείται δεδομένη, χωρίς βέβαια αυτό να αναφέρεται
ρητά, ούτε να σχολιάζεται με οποιονδήποτε τρόπο από τους συντάκτες των λεξικών. Το
συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε είναι ότι τα λεξικά της κυπριακής δεν φαίνεται να
απευθύνονται στους διαλεκτόφωνους ομιλητές, αλλά μάλλον σε ένα κοινό αποτελούμενο
από διανοούμενους και/ή ερευνητές που ασχολούνται με γλωσσικά θέματα. Πρόκειται
για ένα φαινόμενο που δεν αφορά αποκλειστικά την κυπριακή ή τις ελληνικές
διαλέκτους· για παράδειγμα, η άποψη της Marello (2004: 351), που ασχολήθηκε με την
περίπτωση της Ιταλίας, είναι ότι ο πραγματικός λόγος της συγγραφής ενός διαλεκτικού
λεξικού, ακόμη κι όταν αυτό δεν δηλώνεται ρητά, είναι να επιτρέψει σε ένα μορφωμένο
κοινό να προσεγγίσει μία διάλεκτο η οποία βρίσκεται (ή θεωρείται ότι βρίσκεται) υπό
εξαφάνιση.
4. Συμπεράσματα
Στο κεφάλαιο αυτό αναπτύχθηκε η μεθοδολογία της συλλογής δεδομένων για μια πλήρη
βιβλιογραφία των λεξικών της κυπριακής και παρουσιάστηκαν τα πρώτα ευρήματα που
αφορούν την ιστορία και την τυπολογία των κυπριακών λεξικών. Όπως επισημάνθηκε,
τα κενά και οι ελλείψεις που παρατηρούνται στο χώρο της διαλεκτικής λεξικογραφίας
της κυπριακής δεν αποτελούν μοναδικό φαινόμενο. Οι ιδιαιτερότητες όμως της
13
Στην οποία το λεξικό Παπαγγέλλου (2001) προσθέτει και την αγγλική.
τυπολογίας των κυπριακών λεξικών είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ιστορική
διαδρομή της κυπριακής λεξικογραφίας. Έτσι, για παράδειγμα, ο κύριος στόχος της
σύνταξης κυπριακών λεξικών φαίνεται να είναι η ανάγκη «διάσωσης» της διαλέκτου με
στόχο την ενημέρωση ενός κοινού διανοουμένων και ερευνητών και όχι τις ανάγκες της
γλωσσικής κοινότητας στο σύνολό της. Η μελέτη της κυπριακής λεξικογραφίας αποτελεί
επομένως προνομιούχο πεδίο έρευνας στα θέματα της γλωσσικής πολιτικής και των
κοινωνιογλωσσικών παραμέτρων της στον ελληνόφωνο χώρο. Προς αυτή την
κατεύθυνση τα επόμενα στάδια της έρευνας περιλαμβάνουν τη μελέτη του περιεχομένου,
δηλαδή του λημματολογίου των λεξικών, καθώς και της εσωτερικής δομής των
λημμάτων τους, που αναμένεται να φωτίσουν με περισσότερες λεπτομέρειες τις
ιδιαιτερότητες της κυπριακής λεξικογραφίας.
Βιβλιογραφία
Αλισανδράτος, Γιώργος 1980: Τα νεοελληνικά λεξικά. Συνοπτικό διάγραμμα. Μέρος Α'
Διαβάζω 32: 26-36, Μέρος B' Διαβάζω 34: 30-44.
Βαγιακάκος, Δικαίος 1973: «Η κυπριακή διάλεκτος και το Ιστορικόν Λεξικόν της
Ακαδημίας Αθηνών». Πρακτικά του πρώτου κυπρολογικού συνεδρίου, Λευκωσία:
23-102.
Barbato, Marcello & Alberto Varvaro 2004. «Dialect dictionaries». International Journal
of Lexicography 17: 429-439.
Cabré, Maria Teresa & Cristina Gelpí 1996: «La lexicographie bilingue catalane
contemporaine: analyse et évaluation» : Στο Béjoint, Η. & Thoiron, Ph. (επιμ.): Les
dictionnaires bilingues. Louvain-la-Neuve: Duculot, 213-230.
Cabré, Maria Teresa & Mercè Lorente (1991): Els diccionaris catalans, de 1940 a 1988,
Barcelona, Publicacions de la Universitat de Barcelona.
Hartman, Reinhard Rudolf Karl & Gregory James 1998: Dictionary of Lexicography. London
& New York: Routledge.
Karyolémou, Marilena 2001: «Ne touchez pas à mon dialecte: Normalisation des
noms géographiques et saillance de variables à Chypre». Journal de l'Association
canadienne de linguistique appliquée 2/1: 1001-1013.
Καρυολαίμου, Μαριλένα 2000. «H κυπριακή: διάλεκτος ή ιδίωμα». Στο A.-Φ. Xριστίδης
(επιμ.) H ελληνική και οι διάλεκτοι της/La langue grecque et ses dialectes.
Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 43-48.
Κατσογιάννου, Mαριάννα 2008. Διαλεκτικά λεξικά της νέας ελληνικής. Στο Μόζερ,
Αμαλία κ.ά. (επιμ.) Γλώσσης χάριν, τόμος αφιερωμένος από τον Τομέα
Γλωσσολογίας στον Καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 649-
663.
Κυπρή, Θεοφανώ 1979: «Εισαγωγή». Στο Υλικά διά την Σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της
Κυπριακής Διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά. Λευκωσία: Κέντρο
Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου: 1-6.
Κυπρή, Θεοφανώ 1983: «Εισαγωγή». Στο Υλικά διά την Σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της
Κυπριακής Διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου. Λευκωσία:
Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου: vii-xvii.
Κυπρή, Θεοφανώ 1989: «Εισαγωγή». Υλικά διά την Σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής
Διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου. Λευκωσία: Κέντρο
Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου: iii-xxi.
Κυπρή, Θεοφανώ (υπό δημοσίευση). Οι συλλογές κυπριακών λέξεων του 19ου αιώνα και
των πρώτων δεκαετιών του 20ου. Η συμβολή τους στην καταγραφή και διάσωση
της κυπριακής διαλέκτου. Πρακτικά του Ε' Διεθνούς Διαλεκτολογικού Συνεδρίου.
Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
Kuhn, Hans 1988 «Dialect dictionaries - a contradiction in itself?». Στο Snell-Hornby M.
(ed.) Zürilex ’86 Proceedings. Papers Read at the EURALEX International
Congress, University of Zürich, 9-14 September 1986, Tübingen: Francke Verlag:
237-247.
Landau, Sidney 2001² (1989). Dictionaries : the art and craft of lexicography.
Cambridge, New York. Cambridge University Press. 477 p.
Marello, Carla 2004. Lexicography in Italy: specific themes and trends. International
Journal of Lexicography 17: 349-356.
Mπαμπινιώτης, Γεώργιος 1988: «Λεξικογραφικό Επίμετρο». Στο Λεξικό της νέας
ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ: 2033-2064.
Papapavlou, Andreas 2003: «Implementing language policies: the standardization and
transliteration of in Cyprus». Στο Proceedings of the 6th International Conference
of Greek Linguistics. Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης: 8.
Περάκης, Σήφης 1994: Λεξικολογία και λεξικογραφία. Νεοελληνική λεξικογραφία
(1523/1974). Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, διδακτορική διατριβή.
Rézeau, Pierre 1990 «Le dictionnaire dialectal: l’exemple français». Στο Hausmann, F.J.
et al. (eds) Wörterbücher / Dictionaries / Dictionnaires: Ein internationales Hand-
buch zur Lexikographie / An International Encyclopedia of Lexicography /
Encyclopédie internationale de lexicographie. Berlin & New York: Walter de
Gruyter. Vol. 2: 1467-1475.
Tseronis, Assimakis & Anna Iordanidou (υπό δημοσίευση). «Modern greek dictionaries
and the ideology of standardization». To appear in A. Georgakopoulou & M. Silk
(eds.), Standard Languages and Language Standards: Greek Past and Present.
Ashgate, CHS Series.
Varella Stavroula 2006. Language contact and the lexicon in the history of Cypriot
Greek. Bern: Peter Lang.
Zgusta, Ladislav 1971: Manual of lexicography. The Hague & Paris: Mouton.
Παράρτημα ΙΙ: Έργα που δεν συμπεριλαμβάνονται στα λεξικά της κυπριακής
(ενδεικτικός κατάλογος)
Christodoulou, Menelaos, N. & Konstandinos Konstandinidis 1987. A complete Gazetteer
of Cyprus Vol. 1, Nicosia: The Cyprus permanent committee for the standardization
of geographical names, 1669 σ.
Καραποτόσογλου, Κώστας 1984. Κυπριακά έτυμα: Ετυμολογικά σε δημώδη ονόματα
αγγείων και άλλα. Λευκωσία: Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, 45 σ.
Λυμπουρλίδης, Αχιλλέας 1993. Οδωνυμική εγκυκλοπαίδεια των πόλεων και των
κωμοπόλεων της Κύπρου. Λευκωσία: Φακός, 224 σ.
Μενάρδος, Σίμος 1900. Γαλλικαί μεσαιωνικαί λέξεις εν Κύπρω. Αθηνά 12: 360-382.
Παυλίδης, Άντρος 1984-1991. Μεγάλη κυπριακή εγκυκλοπαίδεια. Λευκωσία:
Φιλόκυπρος, 15 τόμοι.
Σταυριανός, Αντρέας 1994. Ετυμολογικό και παράλληλα ερμηνευτικό και ορθογραφικό
λεξικό: Α) της πανελλήνιας δημοτικής, Β) της κυπριακής ντοπιολαλιάς. Λάρνακα:
Perfect Press, 306 σ.
Συλλογικό 2004 (α΄εκδ. 1988). Βιογραφικό λεξικό Κύπρου. Λευκωσία: Pan Publishing
House, 450 σ.
Ταμασοκλής, Αριστοτέλης 1966. Ετυμολογικό λεξιλόγιο της κυπριακής διαλέκτου και εν
μέρει της κοινής, Αθήνα: [χ.ο.], 274 σ.