You are on page 1of 213

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α' ΚΥΚΛΟΥ

ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Σημασιολογική εξέλιξη των τουρκικών λεξιλογικών δανείων


στη νέα ελληνική

Διπλωματική Εργασία: Ποπωβίδου Μιλένα (ΑΕΜ 1289)

Επιβλέπων Καθηγητής: Κυριαζής Δώρης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017
Συντομογραφίες

αγγ.: αγγλική ον.: ονομαστική

αλβ.: αλβανική ουγγ.: ουγγρική

απαξ.: απαξιωτικό πληθ.: πληθυντικός

αρομ.: αρομουνική ρ.: ρήμα

βλ.: βλέπε ρουμ.: ρουμανική

βουλγ.: βουλγαρική σλαβομακ.: σλαβομακεδονική

βοσν:βοσνιακή σερβ.: σερβική

γαλλ: γαλλική Σ/Π: σημασιολογική περιοχή

γεν.: γενική συνήθ.: συνήθως

δηλ.: δηλαδή συν.: συνώνυμο

έκφρ: έκφραση τουρκ.: τουρκική

ελλ.: ελληνική τσιγγ.: τσιγγάνικη

εν.: ενικός τ.: τύπος

κεφ.: κεφάλαιο υβρ.: υβριστικό

ΚΝΕ: κοινή νέα ελληνική ΦΡ: φράση

κρητ.: κρητική

κροατ.: κροατική

λ.: λέξη

ΛΤ: λεξικός τύπος

μειωτ.: μειωτικό

ΝΕ: νέα ελληνική

1
2
Περιεχόμενα
Εισαγωγή ..................................................................................................................................... 5
Α. Θωρητικό Πλαίσιο .................................................................................................................. 7
1. Γλωσσική επαφή και λεξιλογικός δανεισμός ......................................................................... 7
1.1. Κλίμακες δανεισμού (borrowing scales) ........................................................................ 12
1.1.1. Ελληνική-τουρκική: μία περίπτωση γλωσσικής επαφής ........................................... 16
1.1.2. Τρόπος επαφής ........................................................................................................... 19
2. Βαλκανικές γλώσσες και τουρκική: μία περίπτωση γλωσσικής επαφής.............................. 20
2.1. Σταθμοί μελέτης των βαλκανικών τουρκισμών ............................................................. 25
2.1.1. Βαλκανικές γλώσσες και τουρκικά δάνεια ................................................................. 28
2.1.2. Βαλκανικές διάλεκτοι και τουρκικά δάνεια στο Μικρό Διαλεκτολογικό Άτλαντα των
Βαλκανικών Γλωσσών ........................................................................................................... 34
2.1.3. Μεθοδολογικό πλαίσιο ............................................................................................. 36
Β. Το Υλικό ................................................................................................................................. 42
3.1. Ταξινόμηση σε σημασιολογικές περιοχές ......................................................................... 42
3.1.1. Παρωχημένο Λεξιλόγιο ............................................................................................... 43
3.1.2. Επιλεκτικός πίνακας παλαιότερων ξενικής προέλευσης όρων του Μπαμπινιώτη .... 46
3.1.3. Παλαιότερα είδη κειμένων ......................................................................................... 48
3.1.4. Όροι που δεν έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή ............................................... 51
3.1.5. Όροι υφολογικά φορτισμένοι ..................................................................................... 52
3.1.6. Στιγματισμένες γλωσσικές φόρμες ............................................................................. 55
3.1.7. Όροι υφολογικά φορτισμένοι και συμφραζόμενα χρήσης ........................................ 57
3.2. Όροι που έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή......................................................... 70
3.2.1 Προβλήματα ................................................................................................................. 71
3.2.2. Όροι που έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή και συμφραζόμενα χρήσης .......... 74
3.2.3. Όροι ως μέρος φράσεων και εκφράσεων................................................................. 106
Γ. Είδη λόγου ........................................................................................................................... 111
4. Τα τουρκικά δάνεια σε ευρύτερα γραπτά συμφραζόμενα ............................................ 111
4.1. Δημοσιογραφικός λόγος .............................................................................................. 113
4.1.1. Λογοτεχνία ................................................................................................................ 114
4.1.2. Περιθωριακές χρήσεις .............................................................................................. 117

3
4.1.3. Παραγωγικότητα των τουρκικών δανείων ............................................................... 119
5. Επίλογος-Ανοιχτά ζητήματα προς διερεύνηση ................................................................... 120
Δ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ .............................................................................................. 124
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ........................................................................................................................... 135
ΛΗΜΜΑΤΑ ΜΕ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ: ...................................................................................... 135
Περίληψη ................................................................................................................................ 211
Absract .................................................................................................................................... 212

4
Εισαγωγή

Στην παρούσα εργασία επιχειρείται η εξέταση της σημασιολογικής εξέλιξης των


τουρκικών λεξιλογικών δανείων της νέας ελληνικής. Εξετάζεται, αρχικά, ο τρόπος με
τον οποίον τα τουρκικά δάνεια εισχώρησαν στη νέα ελληνική υπό το πρίσμα των
θεωριών των γλωσσικώ επαφών. Στο θεωρητικό πλαίσιο γίνεται εκτενής λόγος για τα
είδη γλωσσικών επαφών και τα αποτελέσματά τους, ενώ επιχειρείται να προσδιοριστεί
η ευκολία και η δυσκολία δανεισμού ορισμένων γραμματικών κατηγοριών
διαγλωσσικά. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στην επίδραση που η τουρκική γλώσσα
άσκησε στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων όπου, σύμφωνα με διάφορους
μελετητές όπως ο Соболев (2001) και οι Hazai – Kappler (1999), ανιχνεύονται έντονες
και στενές γλωσσικές επαφές, ιδίως ανάμεσα σε διαλέκτους της περιοχής, που ενδέχεται
να εξηγούν το πλούσιο στρώμα τουρκικών λέξεων στις διάφορες βαλκανικές γλώσσες.
Αναφορικά με την ελληνική, το υπό μελέτη δάνειο υλικό συγκεντρώνεται από
την ηλεκτρονική έκδοση του Λεξικού Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) (Ίδρυμα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη, 1998) όπου συμπεριλαμβάνονται αποκλειστικά άμεσα δάνεια από την
τουρκική γλώσσα, δηλ., στο υλικό δε συγκαταλέγονται δάνεια που ανάγονται
ετυμολογικά στην αραβική ή την περσική. Δε μας απασχολούν, επίσης, οι παράγωγοι
από τουρκ. λέξεις δάνειοι τύποι στη νέα ελληνική.
Στη συνέχεια, το υλικό ταξινομείται σε σημασιολογικές κατηγορίες ανάλογα με
τη λειτουργία του στη νέα ελληνική: 1. όροι παρωχημένοι, 2. όροι που δεν έχουν υποστεί
σημασιολογική αλλαγή, 3. όροι που έχουν προσλάβει υφολογική φόρτιση (χωρίς
σημασιολογική αλλαγή), 4. όροι που έχουν επεκταθεί σημασιολογικά αποκτώντας
μεταφορική (ή μετωνυμική) σημασία, 5. όροι που αποτελούν αποκλειστικά μέρος
φράσεων, εκφράσεων ή παροιμιών (φρασεολογισμοί). Για ορισμένα δάνεια αυτών των
κατηγοριών αξιοποιούνται τα γραπτά δεδομένα από τα Ηλεκτρονικά Σώματα Κειμένων
(ΗΣΚ) και καταγράφονται συμφραζόμενα από τα ευρύτερα περιβάλλοντα εμφάνισής
τους. Τέλος, γίνεται αναφορά στα διάφορα κειμενικά είδη της νέας ελληνικής στα οποία
συναντώνται τα τουρκικά δάνεια και γίνεται λόγος για τις προφορικές περιστάσεις
επικοινωνίας, κυρίως για τις κοινωνικές γλωσσικές ποικιλίες, στα πλαίσια των οποίων
στα εν λόγω δάνεια προσδίδεται διαφορετική χρήση.

5
Να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι μέρος της συγγραφής της παρούσας
διπλωματικής εργασίας πραγματοποιήθηκε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αγίας
Πετρούπολης, στο Τμήμα Γενικής Γλωσσολογίας στα πλαίσια του προγράμματος
ανταλλαγής Erasmus + International. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου στο εν λόγω
πανεπιστήμιο μου δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσω το μάθημα «Συγκριτική και
Αντιπαραβολική Γραμματική των Βαλκανικών Γλωσσών» το οποίο δίδασκε στον
Μεταπτυχιακό Κύκλο Σπουδών ο Α.Ν. Σόμπολιεφ (А.Н. Соболев). Η συμβολή των
μαθημάτων αυτών ήταν ιδιαίτερα σημαντική καθώς οι σπουδαίες γνώσεις που κατέχει
ο κ. Σόμπολιεφ γύρω από τα ζητήματα που αφορούν τη βαλκανική γλωσσική ένωση με
βοήθησαν να ξεδιαλύνω ορισμένες «συγκεχυμένες» απόψεις που είχα αναφορικά με τις
βαλκανικές γλώσσες και διαλέκτους. Επιπλέον, η πρόσβαση που μου επιτράπηκε στην
προσωπική βιβλιοθήκη του ίδιου, την οποία διατηρεί στο γραφείο του στο Ινστιτούτο
Γλωσσολογικών Μελετών της Αγίας Πετρούπολης, ήταν κάτι παραπάνω από
εποικοδομητική. Εκεί προμηθεύτηκα όλη την απαραίτητη ρωσική κατά βάση
βιβλιογραφία που είναι δυσεύρετη στην Ελλάδα. Να αναφέρω επιπλεόν την ευτυχή
συγκυρία της γνωριμίας μου με την κα. Α.Χ. Γκιρφάνοβα (А.Х. Гирфанова) και τον κ.
Ν.Λ. Σουχατσιόβ (Н. Л. Сухачев), γλωσσολόγοι αμφότεροι με άριστη γνώση της
αλβανικής και ρουμανικής αντίστοιχα. Και οι δύο με τις ανεπίσημες συζητήσεις μας με
βοήθησαν να διαμορφώσω έναν πιο ολοκληρωμένο τρόπο σκέψης σε σχέση με το
πολύπλοκο και πολυεπίπεδο ζήτημα των γλωσσικών επαφών. Φυσικά, τους ευγνωμονώ
που μου έδωσαν και τη δυνατότητα να γνωρίσω μέρος της κοπιώδους και τεράστιας
εργασίας τους που αφορά στη συγκέντρωση και καταγραφή των τουρκικών δανείων σε
όλες τις βαλκανικές γλώσσες. Τέλος, ξεχωριστά θα ήθελα να ευχαριστήσω την κα.
Γκιρφάνοβα που δέχτηκε μετά χαράς να είναι μέλος της εξεταστικής επιτροπής της
παρούσας διπλωματικής εργασίας.

6
Α. Θωρητικό Πλαίσιο

1. Γλωσσική επαφή και λεξιλογικός δανεισμός

Οι γλώσσες αλλάζουν για εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους. Οι εξωτερικοί λόγοι που
κινητοποιούν το μηχανισμό της γλωσσικής αλλαγής έχουν να κάνουν συνηθέστερα με τις
γλωσσικές επαφές που συντελούνται μεταξύ ομιλητών διαφορετικών γλωσσικών κωδίκων
(Hickey 2010, 7). Για τον Weinreich (1974, 1) τον τόπο όπου συντελείται η επαφή
συνιστούν οι ομιλητές, ενώ και η Thomason (2001, 1) ορίζει τη γλωσσική επαφή ως τη
χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσικών κωδίκων στον ίδιο τόπο την ίδια χρονική στιγμή
από τους ομιλητές και υπογραμμίζει ότι η συνηθέστερη εκδοχή γλωσσικής επαφής είναι
όταν συντελείται μετακίνηση, ειρηνική ή όχι, μίας ομάδας ανθρώπων στην περιοχή μίας
άλλης (ό.π., 17) (βλ. κεφ. 1.1.1). Σύμφωνα με τον Hickey (2010,7), δεν υπάρχουν ιστορικά
παραδείγματα γλωσσικών κοινοτήτων που να ήρθαν σε επαφή και οι γλώσσες τους να
έμειναν ανεπηρέαστες. Ο Haugen
(1950, 210), επίσης, επισημαίνει πως για κάθε περίπτωση μεγάλης κλίμακας δανεισμού
πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός σημαντικού αριθμού δίγλωσσων ομιλητών.
Επομένως, κάθε είδος δανεισμού από μία γλώσσα σε μία άλλη συντελείται στα πλαίσια
διγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Από αυτήν την άποψη, η ανάλυση των δάνειων στοιχείων
που συνιστά απόρροια της επαφής δίγλωσσων ομιλητών, δε μπορεί να μη θέσει ως
προϋπόθεση την ανάλυση της συμπεριφοράς των δίγλωσσων ομιλητών (ό.π., 210). Ο
δανεισμός συνιστά μία διαδικασία εισαγωγής γλωσσικών στοιχείων από ένα γλωσσικό
σύστημα σε ένα άλλο, η οποία [διαδικασία] λαμβάνει χώρα κάθε φορά που δύο πολιτισμοί
βρίσκονται σε επαφή για μία δεδομένη χρονική περίοδο (Hoffer 2002, 1). 1
Ο λεξιλογικός
δανεισμός συνιστά αναμφισβήτητα τον πιο διαδεδομένο τύπο παρεμβολής ανάμεσα σε

1
Και ο Haugen (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη1994, 18) επισημαίνει ότι ο δανεισμός είναι διαδικασία –και όχι
κατάσταση- με την οποία οι δίγλωσσοι ομιλητές αναπαράγουν ένα πρότυπο από μία γλώσσα σε άλλη.
7
δύο γλώσσες. Η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1994, 146) επισημαίνει δύο τύπους λεξικών
δανείων: τα δηλωτικά (αναγκαία) και τα συνυποδηλωτικά (πολυτελείας). Η υλική ανάγκη
δημιουργεί δηλωτικά δάνεια ενώ η συναισθηματική συνυποδηλωτικά (βλ. κεφ. 3.1.7.). Ο
Haspelmath (2009, 35), αναφέρει, επίσης, πως ένα βασικό είδος δανεισμού που
παρατηρείται στις περισσότερες γλώσσες προκύπτει από την πολιτισμική επίδραση, η
οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά πολιτισμικών αγαθών και κατ’ επέκταση των
σημαινόντων τους από μία γλώσσα σε μία άλλη.
Αναφορικά με το δανεισμό λέξεων ο
Haugen (1950, 212-215) διακρίνει δύο διαδικασίες δανεισμού γλωσσικών στοιχείων: α)
την εισαγωγή (importation) όπου η μορφή και η σημασία εισάγονται στη γλώσσα
αποδέκτρια και β) την υποκατάσταση (substitution) όπου το νέο στοιχείο που εισάγεται
στη γλώσσα αποδέκτρια υποκαθιστά το προϋπάρχον, καθώς και τρεις τύπους λεξιλογικών
δανείων: α) λεξικά δάνεια (loanwords) που εισάγονται στη γλώσσα αποδέκτρια χωρίς να
υποκαθιστούν προϋπάρχοντες τύπους και όπου παρατηρείται μεταφορά της μορφής και
της σημασίας στη γλώσσα αποδέκτρια2, β) δάνεια μείξης (loanblends) τα οποία
υποκαθιστούν τα προϋπάρχοντα λεξικά στοιχεία και όπου πρόκειται για λ. που το ένα
μέρος τους είναι δάνειο στοιχείο και το άλλο γηγενές, γ) τα μεταφραστικά δάνεια
(loanshifts) όπου έχουμε μεταφορά σημασίας και δομής από τη γλώσσα πηγή στη γλώσσα
αποδέκτρια. Ο Haspelmath (2009, 46) διακρίνει τους τρόπους δανεισμού από
μία γλώσσα σε μία άλλη σε cultural borrowing όπου μία καινούρια έννοια εισέρχεται στη
γλώσσα από το εξωτερικό περιβάλλον και σε core borrowing3 όπου η γλώσσα δανείζεται
σημασίες για τις οποίες υπάρχει ήδη αντίστοιχος όρος. Επιπλέον ο Haspelmath (ό.π., 49)
κάνει λόγο για το World Loan Database όπου γίνεται κατηγοριοποίηση των επιδράσεων
του δανεισμού στο λεξιλογικό απόθεμα της γλώσσας αποδέκτριας. Έτσι έχουμε την

2
Δεν υπάρχει ταύτιση ή απόλυτη σύγκλιση σχετικά με την ορολογία που αναφέρεται στις γλώσσες που
έρχονται σε επαφή. Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί για τη γλώσσα
στόχο οι όροι target language, recipient language κ.ά. και για τη γλώσσα πηγή αντίστοιχα οι όροι source
language, donor language κ.ά. Στην ΝΕ έχουν επικρατήσει για τη γλώσσα που δανείζεται οι όροι γλώσσα
υποδοχής, γλώσσα στόχος, αποδέκτρια γλώσσα, Γ1 και για τη γλώσσα που δανείζει δανείστρια γλώσσα,
γλώσσα μοντέλο, γλώσσα πηγή ή Γ2 (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη1994, 29).
3
Επέλεξα να μην αποδώσω τον όρο core borrowing στη ΚΝΕ ως δανεισμός βασικού λεξιλογίου καθώς θα
επικρατούσε σύγχυση ως προς το τι εννοείται με τον όρο βασικό λεξιλόγιο στην προκειμένη περίπτωση.
Στην προβληματική της σύγχυσης που προκαλεί ο όρος αναφέρεται και ο Haspelmath στην ίδια μελέτη
(2009, 48).
8
εισαγωγή (insertion) όπου η λέξη εισάγεται στο λεξιλόγιο ως ένα εντελώς καινούριο
στοιχείο, την αντικατάσταση (replacement) όπου η λέξη μπορεί να αντικαταστήσει μία
προηγούμενη με ίδια σημασία που παύει να χρησιμοποιείται ή αλλάζει σημασία και την
συνύπαρξη (coexistence) όπου η λέξη συνυπάρχει με μία άλλη λέξη της γλώσσας
αποδέκτριας με παρόμοια σημασία.
Στην περίπτωση της γλωσσικής επαφής μεταξύ της ελλ. και της τουρκ., για τις
οποίες θα γίνει λόγος από εδώ και στο εξής, συναντώνται διάφοροι τύποι λεξιλογικών
δανείων από την τουρκ. Για παράδειγμα, η ελλ. ενσωμάτωσε πολλά λεξικά δάνεια από την
τουρκ. που συνδέονται με πρωτόγνωρα αντικείμενα και καταστάσεις του οθωμανικού
πολιτισμού, εισάγοντας στη γλώσσα καινούριους τύπους και σημασίες π.χ. γιουβέτσι,
τσιφλίκι και χαράτσι. Επιπλέον, στην ελλ. συναντώνται και πολλά δάνεια μείξης από την
τουρκ. Παραδείγματα συνιστούν γηγενείς λ. της ελλ. οι οποίες ενσωματώνουν
παραγωγικά επιθήματα που δανείστηκαν από την τουρκ. (βλ. κεφ. 2.4.). Τέλος, στην ελλ.
καταγράφονται αρκετά μεταφραστικά δάνεια καθώς και σημασιολογικά δάνεια από την
τουρκ., π.χ. τί περνά από το χέρι μου < τουρκ. elden ne gelir (έρχεται) (Σετάτος 1990, 134),
ορίστε < τουρκ. buyurun (ως ερώτηση σε κάποιον για το τι θέλει, ή για να επαναλάβει ή
να δεχτεί κάτι (Horrocks 2006, 545), τρώω ξύλο < τουρκ. dayak yemek/aǧaç yemek, χτυπώ
στο μάτι < τουρκ. göze çarpmak (Туманская 2006, 186) κ.ά. Ο Newton (1962, 317-318)
παραθέτει, επιπλέον, μία ολόκληρη σειρά όμοιων εκφράσεων στην ελλ. και τουρκ., χωρίς
να προσδιορίζει, ωστόσο, την κατεύθυνση του δανεισμού. Τέτοιες εκφράσεις ενδέχεται να
περιέχουν τουρκ. λ.: π.χ. σε κακά χάλια=fena halde, στα παλιά τα ζαμάνια=eski
zamanlarda κ.ά. ή και όχι: π.χ. όπου να’ ναι=nerede isa, πατώ τα είκοσι=yirmi yaşιna
basmak, δεν έχω ύπνο=iç uykum yok, βρίσκω άκρη=ucunu bulmak, έχω στο μάτι=gözde
tutmak, τι έχετε;=neniz var?, βλέπω με καλό μάτι=iyi bir gözle bakmak, όσο πάει=gittikçe,
δεν κόβει το μυαλό του=aklι kesmez κ.ά. (βλ. κεφ. 3.2.3.). Παράλληλα ο Newton (ό.π., 317-
318) καταγράφει όμοιες λ. που συναντώνται και στις δύο γλώσσες οι οποίες
χρησιμοποιούνται σε χαρακτηριστικές δομές. Επί παραδείγματι, το ρ. ανοίγω μπορεί να
χρησιμοποιηθεί επιπλέον σε εκφρ. όπως άνοιξε ο καιρός=hava açιldι, άνοιξε η όρεξη=
iştiha açıldı κ.ά., το ρ. βλέπω σε εκφρ. όπως δεν είδαμε κακό=zarar görmedik, το ρ.
βρίσκω σε εκφρ. όπως από το θεό θα το βρεις=Allahdan bulacaksιn, το ρ. έρχομαι σε εκφρ.
όπως μου ήρθε να γελάσω=güleceǧim geldi, το ρ. θέλω σε εκφρ. όπως ο ήλιος ήθελε λίγο
για να φέξει=güneşin doǧmasina daha az istiyordu, το ρ. κάθομαι σε εκφρ. όπως που
κάθεσαι;=nerede oturuyorsun?, το ρ. μένω σε εκφρ. όπως έμεινε κατάπληκτος=şaşa kaldι
κ.ά., ενώ και πολλοί μεμονωμένοι όροι έχουν επίσης πλήρεις αντιστοιχίες στις δύο
9
γλώσσες. Έτσι το επίρρημα πια σε εκφρ. όπως βαρέθηκα πια αντιστοιχεί στο bικtιm artιk,4
ο όρος κούτσουρο και odu έχουν αμφότεροι την επιπλέον σημασία ‘ανόητος’, ο όρος
σκόνες και toz αντίστοιχα χρησιμοποιούνται και στις δύο γλώσσες με την επιπλέον
σημασία ‘φαρμακευτικές σκόνες’. Ο Tzitzilis (1997, 109) αναφέρεται,
επίσης, στα μεταφραστικά δάνεια της ελλ. και άλλων βαλκανικών γλωσσών από την
τουρκ. Επί παραδείγματι, ο όρος της σλαβομακ. nevestulka ‘νυφίτσα’ <nevesta ‘νύφη’ και
glavina ‘το κεντρικό τμήμα του τροχού του αυτοκινήτου’ < glava ‘κεφάλι’ και οι
αντίστοιχοι όροι της ελλ. νυφίτσα (< νύφη) και κεφαλάρι (<κεφάλι), και της αλβ. nusezë <
nusë ‘νύφη’, (ρουμ. nevestuică) σύμφωνα με τη Jašar-Nasteva (1962-1963) αποτελούν
μεταφραστικά δάνεια από τους τουρκ. όρους gelincik < gelin ‘νύφη’ και başlιk < baş
‘κεφάλι’. Επιπλέον αρκετά ρήματα της ελλ. έχουν προσλάβει επιπρόσθετες σημασίες και
λειτουργίες οι οποίες αποδίδονται σε επίδραση της τουρκ. Τα ρ. π.χ. ανοίγω και κάθομαι
με τη σημασία ‘ανθίζω’ και ‘μένω’ αντίστοιχα (βλ. παραπάνω) αντιστοιχούν στις
λειτουργίες των ρ. της τουρκ. açmak ‘ανοίγω’ αλλά çiçek açmak ‘το λουλούδι ανθίζει’ και
oturmak ‘κάθομαι’ αλλά και ‘κατοικώ διαμένω’, ενώ και τα ρ. a şedea στη ρουμ. καθώς
και bešav στην τσιγγ. έχουν προσλάβει παρόμοιες σημασίες υπό την επίδραση της τουρκ.
(Tzitzilis ό.π.,109). Οι Hazai & Kappler (1999, 668) καταγράφουν, επίσης, μία
σειρά από παραδείγματα σημασιολογικών και μεταφραστικών δανείων από την τουρκ.
στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες. Ορισμένα παραδείγματα τέτοιων δανείων είναι π.χ.
για την ελλ. το σπίτι πέφτει στα αριστερά του δρόμου, βουλγ. селото се пада отвъд
реката < τουρκ. yolun soluna düşüyor όπου το ρ. πέφτει χρησιμοποιείται με τη σημασία
‘βρίσκεται’, ελλ. γίνομαι ρεζίλι, αλβ. bëhem rezil, βουλγ. ставам резил, σερβοκροατ. rezil
biti < τουρκ. rezil olmak, ελλ. σηκώνω στο πόδι, βουλγ. вдигам на крак < τουρκ. ayağa
kaldιrmak. Στον Κατάλογο Κοινών Ελληνικών και Τουρκικών Λέξεων, Εκφράσεων και
Παροιμιών του Μήλλα (2007) καταγράφονται, επίσης, πολυάριθμες κοινές λ. και εκφρ.
ανάμεσα στην ελλ. και τουρκ. γλώσσα, χωρίς πάλι να επισημαίνεται η κατεύθυνση του
δανεισμού τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και άλλες απόψεις σχετικά με το φαινόμενο του
λεξιλογικού δανεισμού. Για παράδειγμα η Bogomolets (2014, 2) προτείνει, επίσης, δύο
λόγους για τους οποίους οι γλώσσες δανείζονται λ.: τους γλωσσικούς και τους

4
Βλ. και νισάφι πια και insaf artιk! στον Μήλλα (2007).
10
εξωγλωσσικούς. Αναφορικά με τους γλωσσικούς επισημαίνει ότι μία γλώσσα δανείζεται
λ.:
• για να δηλωθεί μία καινούρια έννοια (βλ. παραπάνω)˙

• για να δηλωθεί μία έννοια για την οποία δεν υπάρχει ένας αρκετά εξειδικευμένος
όρος στη γλώσσα αποδέκτρια˙

• ένας δάνειος όρος προτιμάται στη γλώσσα αποδέκτρια όταν είναι πιο σύντομος,
όταν η προφορά του είναι πιο εύκολη ή η ετυμολογία του πιο διαφανής π.χ. τουρκ.
καβγάς και ελλ. φιλονικία, όπου ο τουρκ. όρος είναι πιο σύντομος˙

• μία λ. μπορεί να γίνει αντικείμενο δανεισμού για να εξειδικεύσει μία σημασία ενός
πολύσημου όρου στη γλώσσα αποδέκτρια˙ 5

• ο δάνειος όρος μπορεί να έχει αρνητική ή θετική αναφορά σε σχέση με τον


αντίστοιχό του στη γλώσσα αποδέκτρια κ.ά., π.χ. τουρκ. χαράτσι και ελλ. φόρος,
όπου ο τουρκ. όρος έχει αρνητική φόρτιση.

Οι εξωγλωσσικοί λόγοι περιλαμβάνουν την ισχυροποίηση της σχέσης ανάμεσα σε


δύο κοινότητες, το κύρος που μπορεί να έχει η γλώσσα πηγή ή η μόδα που επιτάσσει το
δανεισμό από μία συγκεκριμένη γλωσσική πηγή κ.ά. Στον παράγοντα του κύρους
αναφέρεται και ο Kazazis (1972, 92), ο οποίος εξηγεί πως το κύρος συνδέεται στενά με τη
μόδα η οποία αποτελεί πιθανόν έναν από τους σημαντικότερους λόγους αντικατάστασης
παλαιότερων λέξεων, ενώ και ο Haspelmath (2009, 48) διατυπώνει τη σκέψη περί κύρους
της γλώσσας δότριας που οδηγεί στο δανεισμό γλωσσικών στοιχείων σε άλλες γλώσσες.
Σύμφωνα με τις παραπάνω απόψεις περί κύρους, πολλές λ. που ανήκουν στο παλαιότερο
στρώμα του λεξιλογίου μίας γλώσσας, αντικαθίστανται από καινούριες επειδή οι πρώτες
θεωρούνται ξεπερασμένες. Ο Kazazis (ό.π., 93), προσαρμόζει αυτή την άποψη στην
περιγραφή του για την περίπτωση των τουρκικών δανείων θεωρώντας ως πιθανή εξήγηση
του δανεισμού τους από την ελλ. και τις βαλκανικές γλώσσες το κύρος και τη μόδα. Στα
πλαίσια των απόψεων περί κύρους, ο Friedman (2005, 219-220) αναφέρει επίσης, ότι τον

5
Την ίδια άποψη εκφράζει και η Туманская (2000,183) αναφορικά με τους ενδογλωσσικούς λόγους
δανεισμού ξένων στοιχείων.
11
19ο αιώνα, όταν η εισχώρηση τουρκ. δανείων στις βαλκανικές γλώσσες είχε φτάσει στο
αποκορύφωμά της, η γνώση της τουρκ. γλώσσας θεωρούνταν ένα απαραίτητο στοιχείο για
την επίδειξη κοινωνικού κύρους που κατείχε όποιος τη γνώριζε έναντι των ομιλητών που
δεν είχαν γνώση αυτής.
Στην παρούσα εργασία θα μας απασχολήσουν, κατά κύριο λόγο, τα λεξικά δάνεια
(loanwords) και κατά δευτερεύοντα τα δάνεια μείξης (loanblends) από την τουρκ. προς
την ΚΝΕ. Αναφορικά με τα λεξικά δάνεια πρέπει να επισημάνουμε και τη διάκριση που
έχει επικρατήσει ανάμεσα στον όρο λεξικό δάνειο (loanword) και τον όρο ξένη λέξη
(foreign word). Η διάκριση αυτή στηρίζεται στο βαθμό αφομοίωσης του ξένου λεξικού
στοιχείου στη γλώσσα αποδέκτρια (Capuz 1997, 87· Haspelmath 2009, 43).
Συγκεκριμένα, λεξικό δάνειο στη ΝΕ από την τουρκ., βάσει αυτής της διάκρισης,
θεωρείται ο όρος π.χ. καβούκι [<τουρκ. kabuki], τσακάλι [<τουρκ. çakal], μουσακάς
[τουρκ. musakka], ενώ ξένη λέξη θεωρείται ο όρος ντονέρ [<τουρκ. döner]. Σύμφωνα με
την άποψη της Туманская (2006, 68) η πλειονότητα των τουρκ. δανείων έχει αφομοιωθεί
πλήρως φωνολογικά και μορφολογικά στην ελλ.

1.1. Κλίμακες δανεισμού (borrowing scales)

Οι γλώσσες διαθέτουν διαφορετικό βαθμό αντίστασης στο δανεισμό (Hoffer 2002, 3), γι’
αυτό και οι απόψεις σχετικά με την ευκολία και τη δυσκολία δανεισμού ορισμένων
γλωσσικών κατηγοριών ποικίλουν.
Ο Whitney (1881,15) επισημαίνει ότι, εάν υπάρχει δομική απόκλιση (structure
discordance) ανάμεσα στη γλώσσα πηγή και τη γλώσσα αποδέκτρια, οι πιθανότητες να
μεταφερθούν δομικά στοιχεία από τη μία στην άλλη είναι πολύ μικρές. Ο Whitney
(ό.π.,15) αναφέρει πως εφόσον πρόκειται για μεταφορά στοιχείων π.χ. μεταξύ μίας
διαλέκτου μίας γλώσσας και της ίδιας της γλώσσας, η δυνατότητα μεταφοράς γίνεται
ευκολότερη λόγω δομικής σύγκλισης ανάμεσα στις δύο γλωσσικές ποικιλίες, συναινώντας
με αυτόν τον τρόπο στην άποψη που έχει γενικά υποστηριχθεί σχετικά με το ρόλο που
διαδραματίζει η δομική σύγκλιση στη μεταφορά γλωσσικών στοιχείων από μία γλώσσα
σε άλλη. Συγκεκριμένα, ο ίδιος (ό.π., 18), φέρνει ως παράδειγμα την αγγλ. για να εξάγει
διαγλωσσικά συμπεράσματα σχετικά με το ρόλο του μηχανισμού της αναλογίας, όπου οι
δάνειοι όροι που εισάγονται σε μία γλώσσα είναι ανάλογοι με αυτούς που εντοπίζονται
ήδη στη γλώσσα αυτή. Με άλλα λόγια, φαίνεται πως είναι αρκετά δύσκολο για μία γλώσσα
να δεχθεί δομές οι οποίες μέχρι πρότινος της ήταν εντελώς άγνωστες (ό.π., 19). Στα

12
πλαίσια αυτής της άποψης, ο Whitney (ό.π., 19) προτείνει τη δική του κλίμακα ευκολίας
δανεισμού των γλωσσικών στοιχείων διαγλωσσικά, τονίζοντας πως η κλίμακα επιδέχεται
ενίοτε και εξαιρέσεις: η κατηγορία που γίνεται ευκολότερα δανείσιμη είναι το
ουσιαστικό> έπεται το επίθετο και οι προσδιοριστικές λέξεις> το ρήμα> το επίρρημα> οι
προθέσεις και οι σύνδεσμοι> οι αντωνυμίες> τα προθήματα και τα επιθήματα, πρώτα τα
παραγωγικά και μετά τα κλιτικά> τα στοιχεία των γραμματικών διακρίσεων.
Η Thomason (2001, 66), από την άλλη, αναδεικνύει την ένταση της επαφής που
συντελείται μεταξύ διάφορων γλωσσικών ομάδων ως έναν από τους σημαντικότερους
κοινωνικούς παράγοντες πρόβλεψης της γλωσσικής αλλαγής. Επειδή, όμως, η ένταση
αποτελεί μία έννοια ο ορισμός της οποίας ενέχει αρκετές δυσκολίες, σημαντικός σε αυτήν
την περίπτωση κρίνεται και ο παράγοντας της διάρκειας της επαφής. Όσο μεγαλύτερο
είναι το χρονικό διάστημα της επαφής, τόσο οι ομιλητές των δύο γλωσσικών ομάδων
εκτίθενται για μεγαλύτερο χρόνο στη διγλωσσία. Επιπλέον, εάν μία από τις δύο γλωσσικές
ομάδες που έρχονται σε επαφή είναι πολυπληθέστερη από την άλλη, η γλώσσα της
μικρότερης ομάδας είναι πολύ πιθανόν να υιοθετήσει στοιχεία από την πρώτη. Αυτό
μπορεί να αιτιολογηθεί, δεδομένου ότι η μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα πιθανόν να
αποτελεί και τον κυρίαρχο πολιτισμό. Επομένως, και η έκταση της γλωσσικής ομάδας
είναι σημαντικός κοινωνικός παράγοντας πρόβλεψης της γλωσσικής αλλαγής. Ο τρίτος
σημαντικός κοινωνικός παράγοντας πρόβλεψης της αλλαγής είναι η κοινωνικοοικονομική
κυριαρχία μίας γλωσσικής ομάδας˙ οι λιγότερο κυρίαρχες ή μειονοτικές γλώσσες έχουν
την τάση να υιοθετούν στοιχεία από τη γλώσσα της κυρίαρχης ομάδας (ό.π., 66). Τέλος,
άλλος ένας παράγοντας είναι η ατελής μάθηση. Η Thomason (ό.π., 66-67) φέρνει ως
παράδειγμα τις μικρασιατικές διαλέκτους οι οποίες επηρεάστηκαν αρκετά από την τουρκ.,
υπογραμμίζοντας πως οι ομιλητές που εισήγαγαν τουρκ. στοιχεία στις διαλέκτους ήταν
φυσικοί ομιλητές της ελλ., έπρεπε, ωστόσο, να κατέχουν και τη Γ2 (τουρκ.) που ήταν η
κυρίαρχη γλώσσα, τουλάχιστον στο βαθμό που τους επιτρεπόταν να κατανοούν τα
στοιχεία που δανείζονταν.6

6
Οι απόμακρες μικρασιατικές διάλεκτοι αναδύθηκαν ύστερα από επαφή με την τουρκ. γλώσσα, κυρίως
μέσω δανεισμού τουρκ. στοιχείων. Η πλειονότητα των ομιλητών που εισήγαγε τουρκ. στοιχεία στην ελλ.
είχε ως μητρική την ελλ. Εφόσον η ελλ. ήταν η μητρική τους γλώσσα και οι ομιλητές αυτοί ήταν
δίγλωσσοι μιλώντας και την τουρκ., στο βαθμό που τους επέτρεπε να κατανοούν τα στοιχεία που
δανείζονται, πρόκειται για μία περίπτωση όπου η ατελής μάθηση δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη
διαδικασία της παρεμβολής. Πάραυτα υπάρχει περίπτωση φυσικοί ομιλητές της τουρκ. που είχαν μάθει
13
Φέρνοντας ως παράδειγμα παραπάνω τις μικρασιατικές διαλέκτους είναι δεδομένο
ότι η γλωσσική επαφή που βίωσαν οι ομιλητές τους με την τουρκ. ήταν πολύ έντονη, ως
συνέπεια της αποκοπής αυτών των γλωσσικών ομάδων από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο
κόσμο. Στην περιοχή της Καππαδοκίας, πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών με τη
Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, επιζούσαν τρεις ελληνικές διάλεκτοι: τα καππαδοκικά, τα
φαρασιώτικα και τα ποντιακά. Η ομάδα των καππαδοκικών διαλέκτων που εντοπίζεται
στα νοτιοανατολικά της Καππαδοκίας, σύμφωνα με τον Dawkins (Janse 2009, 1), από
τυπολογική άποψη βρισκόταν πιο κοντά στην τουρκ. απ’ ό, τι στην ελλ., καθώς η χρήση
της δεύτερης ήταν αρκετά περιορισμένη. Η επίδραση της τουρκ. ήταν έντονη σε όλα τα
γλωσσικά επίπεδα από τη φωνολογία έως τη σύνταξη.7 Θα περιοριστούμε, όμως, στην
αναφορά της επίδρασης της τουρκ. στο λεξιλόγιο αυτών των διαλέκτων, όπου συναντάμε
όρους συγγένειας από την τουρκ., όπως fšax (πληθ. fšea) < τουρκ. uvšak, πολλές
γραμματικές λ. όπως σύνδεσμοι tšuŋci < çünki ‘επειδή’, xem < hem ‘και’, το ερωτηματικό
μόριο της τουρκ. mi/mu κ.ά., στοιχεία και λειτουργίες που δε συναντώνται στη ΝΕ. Από
αυτήν την άποψη, μπορούμε να μιλάμε για διαφορετική ένταση της επαφής μεταξύ της
ΚΝΕ και της τουρκ. και μεταξύ των μικρασιατικών διαλέκτων και της τουρκ.
Αναφερόμενος στις ελλ. διαλέκτους ο Κυρανούδης (2009, 29) επισημαίνει μία σειρά
εξωγλωσσικών παραγόντων που επηρεάζουν το βαθμό της τουρκ. επίδρασης σε αυτές: α)
τον ποσοτικό-πληθυσμιακό παράγοντα που έχει να κάνει με την ισχυρή ή ασθενή
παρουσία τουρκ. στοιχείου στις περιοχές που μιλιούνταν μία ελλ. διάλεκτος, β) το
γεωγραφικό που έχει να κάνει με την απόσταση των περιοχών όπου μιλιούνταν οι
διάλεκτοι από την Κωνσταντινούπολη, γ) το χρονικό που αναφέρεται στη διάρκεια της
παρουσίας τουρκόφωνων πληθυσμών στην περιοχή, δ) το κοινωνικό το οποίο έχει να κάνει
με το κατά πόσο η τουρκ. γλώσσα αποτελούσε τη γλώσσα του κυρίαρχου κοινωνικού
στρώματος. Έχει, επίσης,
διατυπωθεί από τον Van Coetsem (Μαρίνης 2014, 352) η άποψη πως η ένταση του

κάποια ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα να βοήθησαν στη μεταφορά ορισμένων τουρκ. στοιχείων στην ελλ.
της Μ. Ασίας. Δεδομένου ότι μεγάλος αριθμός ομιλητών της ελλ. στην Τουρκία μιλούσε με σχετική άνεση
την τουρκ. και την ελλ. και η τουρκ. ήταν η γλώσσα της κυρίαρχης ομάδας, είναι ασφαλές να υποθέσουμε
ότι ο δανεισμός από τη Γ1 από τους ομιλητές της ελλ. ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μέσω του οποίου τουρκ.
στοιχεία εισήχθησαν στις μικρασιατικές διαλέκτους.
7
Οι διάλεκτοι αυτές παρουσίαζαν τυπολογικά χαρακτηριστικά της τουρκ.: φωνητική αρμονία,
συγκολλητική μορφολογία και σειρά όρων της μορφής Υ-Α-Ρ.

14
δανεισμού εξαρτάται από τη σταθερότητα που παρουσιάζουν τα εκάστοτε γλωσσικά
επίπεδα: η φωνολογία, η κλιτική μορφολογία, η σύνταξη και η σημασιολογία είναι
σταθεροί τομείς, ενώ, από την άλλη, το λεξικό, η παραγωγική μορφολογία και κάποια
ελεύθερα λειτουργικά μορφήματα ανήκουν σε ασταθείς τομείς που υπόκεινται
ευκολότερα σε δανεισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παραπάνω άποψη αναπαράγει
την πολύ βασική θέση της γλωσσολογίας των γλωσσικών επαφών, ότι, δηλ., τα στοιχεία
ανοικτής τάξης (open class items) γίνονται πιο εύκολα αντικείμενο δανεισμού από τα
στοιχεία κλειστής τάξης (close class items) (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1994, 66-67).
Από την άλλη,
οι Edward Sapir και Roman Jakobson υποστήριξαν ότι μία γλώσσα υιοθετεί ξένα στοιχεία
εφόσον αυτά ανταποκρίνονται στις ήδη διαμορφωμένες τάσεις εξέλιξής της (Thomason
2001, 63), προσεγγίζοντας αρκετά την άποψη του Whitney (1881) για τη δομική σύγκλιση.
Ωστόσο, ένα ακόμη παράδειγμα που παραθέτει η Thomason (ό.π., 63), αποδεικνύει ότι
τόσο ο δανεισμός σταθερών γλωσσικών στοιχείων όπως και ο δανεισμός στοιχείων που
δεν ανταποκρίνονται στις διαμορφωμένες τάσεις της γλώσσας αποδέκτριας είναι εφικτός.
Ένα παράδειγμα τέτοιου δανεισμού αποτελούν ορισμένες περιπτώσεις μερικής
αντικατάστασης της κληρονομημένης κλιτικής μορφολογίας της ελλ. στις μικρασιατικές
διαλέκτους με τη συγκολλητική μορφολογία του τουρκ. ονόματος, μία τάση που δεν
παρατηρείται σε καμία άλλη ΝΕ διάλεκτο, π.χ. τ. neka (ον., εν.) ‘γυναίκα’- nekayu (γεν.,
εν.) ‘της γυναίκας’, nekes (ον., πληθ.) ‘γυναίκες’ nekezyu (γεν., πληθ.) ‘των γυναικών’.
Συμπερασματικά, όταν αναφερόμαστε στο γλωσσικό
φαινόμενο του δανεισμού αναπόφευκτα γεννώνται ερωτήματα σχετικά με την ευκολία ή
τη δυσκολία δανεισμού των γλωσσικών στοιχείων από μία γλώσσα σε μία άλλη, τα οποία
προσεγγίζονται βάσει διαφορετικών θεωρητικών αρχών. Η Thomason (2001, 70-71),
παραθέτει σχηματικά τα στοιχεία που γίνονται αντικείμενο δανεισμού ανάλογα με το
βαθμό έντασης της επαφής:

Περιστασιακή Ελαφρώς στενότερη Περισσότερο στενή επαφή Έντονη επαφή


επαφή (casual επαφή (slightly more (more intense contact) (intense contact)
contact) intense contact)

Οι υποκινητές του Στην κοινότητα της Στην κοινότητα της γλώσσας Στην κοινότητα της
δανεισμού δεν γλώσσας αποδέκτριας αποδέκτριας υπάρχουν πολλοί γλώσσας αποδέκτριας
είναι άριστοι υπάρχει ένας αριθμός ομιλητές οι οποίοι είναι υπάρχει εκτεταμένη
δίγλωσσων ομιλητών. δίγλωσσοι, ενώ παράλληλα διγλωσσία και η στάση

15
γνώστες του Πέρα από τις λ. υπάρχει θετική στάση των των ομιλητών ως προς
συστήματος της περιεχομένου, ομιλητών ως προς τη γλώσσα τη γλώσσα πηγή είναι
γλώσσας δότριας. αντικείμενο δανεισμού πηγή. Αντικείμενο δανεισμού θετική, καθώς τη
Αντικείμενο γίνονται και κάποιες γίνονται όχι μόνο λ. θεωρούν γλώσσα
δανεισμού λειτουργικές λ., όπως περιεχομένου, αλλά και κύρους. Ο δανεισμός
γίνονται κυρίως οι είναι τα επιρρήματα και αρκετές ελεύθερες αφορά όλο το εύρος του
λ. περιεχομένου, οι σύνδεσμοι. λειτουργικές λ., όπως οι λεξιλογίου και
δηλαδή ονόματα, αντωνυμίες και τα αριθμητικά, επεκτείνεται και στη
ρήματα, επίθετα, αλλά και κάποια εξαρτημένα δομή. Τα πάντα
και επιρρήματα λειτουργικά στοιχεία, όπως τα μπορούν θεωρητικά να
παραγωγικά επιθήματα. αποτελέσουν
αντικείμενο δανεισμού.

1.1.1. Ελληνική-τουρκική: μία περίπτωση γλωσσικής επαφής

Δύο διαδικασίες συντελούνται στις περιπτώσεις άμεσων γλωσσικών επαφών με αναφορά


στην ιδιότητα που κατέχει η κάθε μία από τις γλώσσες που έρχονται σε επαφή: δότρια ή
αποδέκτρια γλώσσα (Thomason & Kaufman, 1988). Η πρώτη διαδικασία είναι ο δανεισμός
(borrowing), όπου σε μία γλωσσική κοινότητα εισάγονται στοιχεία από την ξένη γλώσσα
και η δεύτερη είναι η υποστρωματική επίδραση (substratum interference), όπου η γλώσσα
μίας κοινότητας επηρεάζει την ξένη γλώσσα. Η Sankoff (2001, 641) προχωράει πέρα από
αυτόν τον διαχωρισμό και προτείνει δύο βασικές κοινωνικές διεργασίες οι οποίες οδηγούν
στην επαφή: την κατάκτηση (conquest) και τη μετανάστευση (immigration). Ιστορικά
πολλοί κατακτημένοι λαοί ή λαοί που έχουν βιώσει την αποικιοκρατία, αντιλαμβάνονται
τα γλωσσικά αποτελέσματα αυτών των κοινωνικών μεταβολών με πολύ αργό ρυθμό.
Αυτές οι μεταβολές στην κοινωνική κατάσταση των κοινοτήτων, οι οποίες γίνονται
αντιληπτές με σχετικά αργό ρυθμό, οδηγούν σε γλωσσικές επαφές οι οποίες διαρκούν
δεκάδες χρόνια ή ακόμη και αιώνες. Αυτές οι περιπτώσεις σταθερής διγλωσσίας έχουν ως
συνέπεια την ενσωμάτωση δομών από τη γλώσσα αποδέκτρια ή ακόμη και τη δομική
σύγκλιση ανάμεσα στις γλώσσες σε επαφή (ό. π., 641).
Στο πλαίσιο των προαναφερόμενων
απόψεων, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η γλωσσική επαφή μεταξύ ελλ. και τουρκ.
εντάσσεται στην περίπτωση όπου έχουμε κατάκτηση για μεγάλο χρονικό διάστημα, για
την ακρίβεια από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα, μίας γλωσσικής κοινότητας από μία άλλη

16
(σταθερή διγλωσσία).8 Ο Kazazis (1972, 91-92), ωστόσο, εκφράζει την άποψη πως η
διάρκεια, και κατά συνέπεια η ένταση της επαφής, αποτελεί έναν μόνο από τους πολλούς
παράγοντες που εξηγούν το μεγάλο αριθμό τουρκ. στοιχείων στην ελλ., ιδίως σε ορισμένες
γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας. Άλλοι, εξίσου σημαντικοί, παράγοντες μπορεί να
θεωρηθούν η εμβέλεια της επίδρασης της αθηναϊκής κοινής,9 η άφιξη προσφύγων στη Β.
Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου και σημειώθηκε εισαγωγή πολλών τουρκ.
στοιχείων από ομιλητές που στην πλειονότητά τους ήταν δίγλωσσοι στην ελλ. και τουρκ.,
αλλά και το κύρος και η μόδα στα οποία αναφερθήκαμε στο κεφ. 1.
Επιπρόσθετα, όπως επισημαίνει η Туманская (2006,
47), η πρόσληψη των Οθωμανών και του οθωμανικού στοιχείου από τους λαούς των
Βαλκανίων δεν ήταν πάντα θετική. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, όσον αφορά
τουλάχιστον την Ελλάδα, διατηρήθηκε η χριστιανική πίστη και η γλώσσα καθ’ όλη τη
διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, δημιούργησε ψυχολογικές κατά βάση συνθήκες όχι
ιδιαίτερα στενής επαφής. Η ελλ., στα πλαίσια αυτής της επαφής δανείζεται μεγάλο αριθμό
ουσιαστικών, που είναι και η πολυπληθέστερη κατηγορία δάνειων τουρκ. όρων όπως θα
δούμε παρακάτω, επίθετα, ρήματα καθώς και ορισμένες μόνο λειτουργικές λ. όπως
επιρρήματα, συνδέσμους, μόρια και επιφωνήματα.10 Σχετικά με τα παραγωγικά επιθήματα

8
Ο Κυρανούδης (2009, 26) επισημαίνει πως «η διαδικασία δανεισμού από την τουρκ. παρουσιάζει
πιθανότατα τις ίδιες χρονολογικές αποκλίσεις και περιορισμούς και είναι αδύνατο να περιγραφεί και να
ερμηνευθεί χωρίς διαχρονική προσέγγιση».
9
Ο Kazazis (1972, 91), επισημαίνει πως η Β. Ελλάδα και κάποια ελληνικά νησιά βρίσκονταν για πολύ
λιγότερο χρονικό διάστημα κάτω από την επιρροή της αθηναϊκής κοινής. Αυτό, σε συνδυασμό με τη
μεγαλύτερη περίοδο της οθωμανικής κατοχής σε σχέση με άλλες ελληνικές περιοχές, είχε ως αποτέλεσμα
την εντονότερη επίδραση της τουρκ.
10
Ανάμεσα στους όρους που η ελλ. δανείστηκε από την τουρκ. υπάρχουν αρκετά άκλιτα στοιχεία όπως
μόρια, επιρρήματα και επιφωνήματα. Παρόλο που δε χρησιμοποιούνται πλέον όλοι στην ΚΝΕ, όσοι
βρίσκονται σε χρήση περιορίζονται κατά βάση στον προφορικό λόγο. Οι όροι αυτοί, ως μέρος της
προφορικής ομιλίας, χαρακτηρίζονται από εκφραστικότητα π.χ. κοτζάμ γάιδαρος, και φοβάται μια
ακρίδα!, Ήρθε χθες και μας το’ παιζε ντεμέκ άρρωστος, ότι δε μπορεί λέει να έρθει για δουλειά γιατί έχει
πυρετό! Ο ρεμπεσκές! (slang.gr). Στην ΚΝΕ υπάρχουν και αρκετά δάνεια επιφωνήματα από την τουρκ.
που χρησιμοποιούνται αρκετά στην προφορική ομιλία. Η Saucius (2006, 268), μάλιστα, αναφέρει
χαρακτηριστικά ότι τα επιφωνήματα αποτελούν στοιχείο προφορικότητας και γι’ αυτό συναντώνται
κατεξοχήν στον προφορικό λόγο και σπανιότερα στο γραπτό, με εξαίρεση τις περιπτώσεις ειδών γραπτού
λόγου που μιμούνται εσκεμμένα τη ζωντάνια του προφορικού: π.χ. αφού θα έρθει κι αυτός, για (ΛΚΝ),
17
τουρκ. αρχής στην ελλ., υιοθετούμε την άποψη περί έμμεσου δανεισμού όπου το επίθημα
εισάγεται στη γλώσσα αποδέκτρια μέσω λέξεων της γλώσσας δότριας που το
ενσωματώνουν.11 Επομένως, ο δανεισμός παραγωγικών επιθημάτων που μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα ύπαρξης στενότερων επαφών μεταξύ των δύο γλωσσών,
μπορεί να εξηγηθεί μέσω του μηχανισμού του έμμεσου δανεισμού.
Επομένως, η ΚΝΕ φαίνεται να ανέπτυξε λιγότερη στενή επαφή με την τουρκ.,
καθώς, στην πλειονότητά της, δανείστηκε λ. περιεχομένου και ορισμένες μόνο
λειτουργικές λ. Όπως θα δούμε στο κεφ. 2.1.1., άλλες βαλκανικές γλώσσες, π.χ. η αλβ.,
δανείζονται όρους βασικού λεξιλογίου από την τουρκ., αρκετές γραμματικές λ. και κύρια
ονόματα τουρκ. προέλευσης, η βουλγ., επιπλέον, δανείζεται τη ρηματική κατάληξη miş
(mış, muş, müş) που η λειτουργία της είναι να μεταφέρει γεγονότα των οποίων ο ομιλητής
δεν ήταν μάρτυρας, ορισμένες ιζαφετικές δομές κ.ά. (Бернштейн 1984, 7). Φυσικά, άλλες
γεωγραφικές ποικιλίες της ελλ., π.χ. οι μικρασιατικές διάλεκτοι που προαναφέραμε, καθώς
και ορισμένες βαλκανικές διάλεκτοι της ελλ. όπως θα δούμε παρακάτω, υπέστησαν πολύ
έντονη επίδραση για λόγους που έχουμε ήδη αναπτύξει, με αποτέλεσμα αντικείμενα
δανεισμού να αποτελέσουν ελεύθερες λειτουργικές λ., όπως παρατακτικοί και υποτακτικοί
σύνδεσμοι π.χ. καππαδοκική tsunki(u) < τουρκ. çünki ‘επειδή’, καππαδοκική e(γ)er <
τουρκ.eğer ‘εάν’, προσδείκτες π.χ. καππαδοκική daa < τουρκ. daa ‘περισσότερο’ κ.ά.,
αντωνυμίες και αριθμητικά (Μαρίνης 2014, 59-70). Εάν έπρεπε να κατατάξουμε και αυτές
τις διαλέκτους βάσει π.χ. της κλίμακας της Thomason, θα τις εντάσσαμε στις περιπτώσεις
των πολύ στενών γλωσσικών επαφών.

αλλά και μόρια, π.χ. -και αναρωτιέμαι. 117 άτομα όλα πληρωμένα σε χλιδάτα hotels, πόσο κόστισε το
ταξίδι? -Τότε ήμασταν πλούσιοι ντε... -έλα ντε - άντε ντε ....(slang.gr).
11
Αναφορικά με τα παραγωγικά επιθήματα, γενικά, επικρατούν δύο βασικές γλωσσολογικές απόψεις
σχετικά με το δανεισμό τους: α. άμεσος (direct) και β. έμμεσος (indirect) (Seifart, 2015). Στον άμεσο
δανεισμό, το παραγωγικό επίθημα εισάγεται αυτούσιο από τη γλώσσα πηγή στη γλώσσα αποδέκτρια χωρίς
τη μεσολάβηση του δανεισμού λέξεων της πρώτης που να το ενσωματώνουν. Σε αυτήν την περίπτωση
απαιτείται γνώση της γλώσσας πηγής, ενώ στον έμμεσο δανεισμό προϋπόθεση αποτελεί ο δανεισμός
λέξεων που ενσωματώνουν το παραγωγικό επίθημα από τη γλώσσα πηγή στη γλώσσα αποδέκτρια, η οποία
στη συνέχεια το προσαρμόζει στις γηγενείς λ. της καθιστώντας το παραγωγικό. Παρόλα αυτά, ο ίδιος ο
Seifart παραθέτει και την επικρατούσα άποψη, ότι δηλ. τα επιθήματα μπορούν να εισέλθουν σε μία
γλώσσα αποδέκτρα μόνο με έμμεσο δανεισμό (ο. π., σ. 511-512).

18
1.1.2. Τρόπος επαφής

Υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που αφορούν τον τρόπο της επαφής της ελλ. με την
τουρκ.. Η πηγή των τουρκ. δανείων προς την ελλ. δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια.
Είπαμε ως τώρα ότι η επαφή της τουρκ. με την ελλ. ήταν άμεση. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί
η άποψη πως τα τουρκ. στοιχεία μεταφέρθηκαν στις βαλκανικές γλώσσες,
συμπεριλαμβανομένης και της ελλ., μέσω της τουρκ. βαλκανικής ή μέσω κάποιας άλλης
βαλκανικής γλώσσας ή διαλέκτου (Hazai & Kappler 1999, 650). Σχετικά με αυτό το
σύνθετο γλωσσολογικό πρόβλημα ο Бернштейн (1984, 6) προτείνει τη μεσολάβηση μίας
συγκερκιμένης γλωσσικής πηγής και για την ακρίβεια αναφέρει την έντονη επίδραση που
δέχτηκε η ουγγρ. γλώσσα από την τουρκ. με αποτέλεσμα να περάσει από την ουγγρ.
μεγάλος αριθμός τουρκ. δανείων στις υπόλοιπες γλώσσες της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ο Соболев (2001, 63), επίσης, φέρνει πολλά παραδείγματα βαλκανικών γλωσσών που
μεσολάβησαν κατά τη μεταφορά γλωσσικών στοιχείων σε άλλες βαλκανικές γλώσσες.
Αναφέρει, επί παραδείγματι, ότι η βουλγ. αποτέλεσε την ενδιάμεση γλωσσική πηγή κατά
η μεταφορά ελλ. και τουρκ. στοιχείων στη ρουμάνικη και αρομουνική, όπως η αλβ. και η
αρομ. θα μπορούσαν να είχαν μεσολαβήσει κατά τη μεταφορά σλαβικών στοιχείων στην
ελλ. Παράλληλα, ο τρόπος επαφής γεννά σχεδόν αυτόματα ερωτήματα αναφορικά με τη
χρονολογία των πρώτων επαφών των ομιλητών της τουρκ. με τους ομιλητές των
υπόλοιπων βαλκανικών γλωσσών. Οι Hazai & Kappler (1999, 652) αναφέρουν ότι ενώ το
ιστορικό πλαίσιο που δημιούργησε τις συνθήκες επαφής είναι λίγο πολύ γνωστό
(Οθωμανική κυριαρχία), ωστόσο, αναπάντητο φαίνεται να παραμένει το ερωτήμα σχετικά
με τις περιοχές όπου συντελέστηκε σημαντική ανάμειξη εθνών και οι οποίες
διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο για τη διάδοση της διγλωσσίας κα πολυγλωσσίας.
Επιπλεόν, οι Hazai & Kappler (1999, 654) επισημαίνουν τρία κανάλια επαφών: 1) στις
πόλεις όπου ζούσαν πολλοί μουσουλμάνοι και υπήρχε επαρκής τουρκόφωνος πληθυσμός,
2) στην ύπαιθρο όπου υπήρχε επαρκής τουρκόφωνος αλλά και μικτός πληθυσμός, 3) στις
περιοχές όπου σημειώθηκε μετακίνηση εθνοτικών ομάδων και ζούσαν κυρίως νομαδικοί
πληθυσμοί όπως π.χ. οι Βλάχοι που συνέβαλαν αποτελεσματικά στη διάδοση των
τουρκισμών. Ο Friedman (1982, 1) αναφέρει
επίσης πως αλλού ο Bernštejn (1968) και ο Schaller (1975), στηριζόμενοι αποκλειστικά
στην πρότυπη τουρκ., έχουν αποδείξει πως η τουρκ. δεν ανήκει στην βαλκανική γλωσσική
ένωση αλλά μόνο συνεισφέρει σε αυτήν. Για την επίρρωση, ωστόσο, του βαλκανικού
χαρακτήρα της τουρκ, ο Friedman (ό.π., σ. 1) φέρνει ως παράδειγμα μελέτες όπως αυτές
19
της Jašar-Nasteva (1971/2). Αποτελεί, επομένως, ένα σύνθετο γλωσσολογικό πρόβλημα
για το αν η ελλ. δέχτηκε τουρκ. δάνεια αποκλειστικά κατά την άμεση επαφή της με την
τουρκ. ή αν μεσολάβησε κάποια άλλη γλωσσική πηγή. Το πρόβλημα αυτό αφορά πολύ
περισσότερο διαλέκτους της ελλ. που έρχονται σε έντονη και στενή επαφή με άλλες
βαλκανικές διαλέκτους επηρεασμένες από την βαλκανική τουρκ. (βλ. κεφ. 2.1.2.).

2. Βαλκανικές γλώσσες και τουρκική: μία περίπτωση γλωσσικής επαφής

Ο Miklosich προτείνει τρεις περιόδους έντονης επίδρασης των τουρκόφωνων λαών


στις γλώσσες της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η πρώτη περίοδος τοποθετείται στους
πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, η δεύτερη καταλαμβάνει το τελευταίο τέταρτο του 7ου
αιώνα μ. Χ. και η τρίτη και η σημαντικότερη χαρακτηρίζεται από την έλευση και παγίωση
των Οθωμανών στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Η τρίτη αυτή περίοδος διήρκησε
περισσότερο από τις υπόλοιπες αφού από τον 13ο αιώνα και έπειτα, όταν συντελέστηκε η
εμφάνιση των Οθωμανών στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των
Βαλκανίων, η τουρκ. γλώσσα κατάφερε να συνυπάρξει για περίπου πέντε αιώνες με
πολλές βαλκανικές γλώσσες, καθώς αποτέλεσε την επίσημη γλώσσα της οθωμανικής
διοίκησης. Η τουρκ. ήταν η γλώσσα της διοίκησης και της αγοράς και ομιλήθηκε τόσο
στις πόλεις, όπου γενικά θεωρούνταν γλώσσα κύρους, όσο και στα χωριά (Бернштейн
1984, 5). Τον 19ο αιώνα συντελείται
ραγδαία μετακίνηση μεγάλου πληθυσμού από την ύπαιθρο στις βαλκανικές πόλεις με
αποτέλεσμα η τουρκ. γλώσσα να διαδοθεί ευρέως. Ορισμένοι μελετητές, μάλιστα,
διατύπωσαν την άποψη πως το κύρος που κατείχε η τουρκ. στις πόλεις των Βαλκανίων
είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται φαινόμενα μίξης γλωσσικών κωδίκων (code-
mixing) τα οποία είχαν φτάσει σε βαθμό που, σύμφωνα με τον Вазов, επέτρεπαν να
αποκαλούνται οι γλωσσικές ποικιλίες που ομιλούνταν στις πόλεις ως προς το ήμισυ
τουρκικές (half-Turkish) (Friedman 2005, 220). H Туманская (2000, 182) αναπαράγει την
άποψη του Бернштейн σχετικά με τη διαμόρφωση στην περιοχή των Βαλκανίων μίας
lingua franca ως αποτέλεσμα πολλών αιώνων γλωσσικών επαφών. Αυτή η lingua franca
περιλάμβανε διαφορετικής προέλευσης λεξιλογικά στοιχεία και έτσι το λεξιλόγιο που είχε
να κάνει με την ποιμενική δραστηριότητα ήταν αρομουνικής προέλευσης, το λεξιλόγιο
που σχετιζόταν με τη γεωργία σλαβικής, ενώ το λεξιλόγιο της διατροφής, της ένδυσης και
υπόδησης, της οικοδομικής δραστηριότητας, της καθημερινής ζωής, καθώς και τα

20
τοπωνύμια, τουρκικής. Η ελληνική, σύμφωνα με τον Friedman (1997, 14) αποτέλεσε
γλώσσα κύρους για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς καθώς ήταν η γλώσσα που συνδέθηκε
με την εκκλησιαστική διοίκηση ενώ κατά τη Лукина (χ.χ., 3) η ελληνική γλώσσα είχε
ιδιαίτερη πολιτισμική αναφορά για τους λαούς των Βαλκανίων. Η ίδια τονίζει, επιπλέον,
ότι επειδή κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας δεν υπήρχε μία μοναδική γλώσσα
επικοινωνίας ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς, στα πλαίσια αυτής της πολυγλωσσίας η
ελληνική αποτέλεσε γλώσσα κύρους ως γλώσσα που συνδέθηκε με τον πολιτισμό και την
ορθόδοξη εκκλησία και που αντικατέστησε μάλιστα και την εκκλησιαστική σλαβική στις
περιστάσεις τέλεσης της θείας λειτουργίας.
Αναφορικά με τη γνώση της τουρκ. ο Русек (2003, 20)
προσθέτει πως οι Βούλγαροι του 19ου αιώνα μιλούσαν σε πολύ καλό επίπεδο την τουρκ.
όχι μόνο με τους Τούρκους αλλά και μεταξύ τους, πληροφορία που συνηγορεί στο ότι η
τουρκ. ήταν ιδιαιτέρως διαδεδομένος γλωσσικός κώδικας καθημερινής ομιλίας ανάμεσα
στους ομιλητές διάφορων βαλκανικών γλωσσών. Υπάρχουν, μάλιστα, ενδείξεις που
μαρτυρούν ότι, μεταξύ των κατοίκων των πόλεων και αυτών των λιγότερο ανεπτυγμένων
αγροτικών περιοχών υπήρχαν διαφορές, οι οποίες εκφράζονταν ενίοτε μέσω αστεϊσμών
για ορισμένους π.χ. Τούρκους που δε μιλούσαν τουρκ. με έμμεση αναφορά στους
Σλαβομακεδόνες και τους Αλβανούς που ασπάστηκαν το Ισλάμ. Έτσι, στις περιοχές όπου
μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξισλαμίστηκε, όπως συνέβη στην Αλβανία, πολλοί
αφηρημένοι θρησκευτικοί όροι με απώτερη αραβική προέλευση διείσδυσαν στη γλώσσα,
ενώ από την άλλη, παρατηρήθηκε και το παράδοξο φαινόμενο όπου τουρκ. όροι
εισχώρησαν και στην ορολογία της χριστιανικής θρησκείας, γεγονός που ήταν ελάχιστα
αναμενόμενο (Friedman, ό.π., 219-220). Παρακάτω θα γίνει αναλυτικότερα λόγος για τις
λεξιλογικές περιοχές που επηρεάστηκαν από την τουρκ. στις διάφορες βαλκανικές
γλώσσες για τις οποίες υπήρχε καταγεγραμμένο γλωσσικό υλικό.
Αρκετά πρώιμα διατυπώθηκε η άποψη ότι τα τουρκ. λεξικά στοιχεία που είναι
κοινά στις γλώσσες της βαλκανικής γλωσσικής ένωσης συνιστούν έναν εκ των πολλών
παραγόντων ύπαρξης και σε πολλές περιπτώσεις ισχυροποίησης της ένωσης (Friedman
2003, 61).12 Η άποψη αυτή, η οποία αποτελεί ουσιαστικά τη γνώμη που έχουν

12
Η Valtcheva (2003) αναλύει τη γλωσσική απόδοση του έργου του Κώστα Ταχτσή «Το τρίτο στεφάνι»
στη βουλγ., γαλλ. και αγγλ.. και συμπεραίνει πως από τις τρεις γλώσσες μόνο στη βουλγ. υπήρξε η
δυνατότητα σχεδόν κυριολεκτικής απόδοσης των ιδιωτισμών της ελλ. που στην πλειονότητά τους
αποτελούν όρους πολιτισμού και περιλαμβάνουν τουρκ. δάνεια. Μερικοί από τους όρους και τις εκφρ. που
21
διαμορφώσει οι ομιλητές σχετικά με τους γλωσσικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην
ενοποίηση των βαλκανικών γλωσσών, παρατίθεται από τον Kazazis (1972, 89), στο
κλασικό άρθρο του για τα τουρκ. δάνεια στις βαλκανικές γλώσσες, τονίζοντας, την ίδια
στιγμή, ότι η τουρκ. επίδραση ισχυροποίησε τη γλωσσική ένωση σε τομείς όπως το
λεξιλόγιο και η φρασεολογία. Οι Latifi & Satka (2014, 179) (βλ. και παρακάτω),
αποφαίνονται σχετικά με την κοινή προσέγγιση και αντιμετώπιση των τουρκ. δανείων στις
βαλκανικές γλώσσες αναφερόμενοι στο χαρακτηριστικό παράδειγμα της σημασίας της
λέξης Ανατολίτης. Στην οθωμανική και τουρκ. ο όρος έχει τη σημασία ‘άτομο που
κατάγεται από την περιοχή της Ανατολίας’ ενώ είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι σε όλες
τις βαλκανικές γλώσσες ο όρος έχει αποκτήσει ειρωνική χροιά με αναφορά σε άτομο
οπισθοδρομικό και συντηρητικό. Την ίδια άποψη περί σύγκλισης εκφράζει η
Домосилецкая (2002) σχετικά με το βαλκανικό λεξιλόγιο της κτηνοτροφίας το οποίο
παρουσιάζει πολλές ομοιότητες. Με αφορμή τον τουρκ. όρο γκάιντα < τουρκ. gayda, τον
οποίον θεωρεί παμβαλκανικό, αφού συναντάται στις περισσότερες βαλκανικές διαλέκτους
(βλ. 2.1.2.), η Домосилецкая στην ίδια μελέτη επισημαίνει τις παράλληλες πορείες των
βαλκανικών γλωσσών στα πλαίσια της επίδρασης της τουρκ. γλώσσας. Τέλος, η
Туманская (2006, 70), αναφέρει πως η ελλ., καθώς και άλλες βαλκανικές γλώσσες, έχουν
εφεύρει ένα παιχνίδι λέξεων όπου πρωτοστατούν τα τουρκ. δάνεια. 13 Πρόκειται για έναν

βρίσκουν τις αντιστοιχίες τους στη βουλγ. μετάφραση του έργου είναι: Και θα του κάνω δέκα τεμενάδες >
βουλγ. И ще му сторя и десет теманета, Πήγα για να κάνω το χατίρι του Αντώνη> βουλγ. Отидох, за
да не скърша хатъра на Андонис’, Με έχει κάνει ρεζίλι στη γειτονιά> βουλγ. Направи ме за резил пред
махалата. Στη γαλλ. και αγγλ. μετάφραση αυτή η απόδοση δε στάθηκε δυνατή, με αποτέλεσμα ενίοτε να
«χάνεται η ιδιάζουσα ανατολίτικη χροιά ορισμένων όρων π.χ. τεμενάς», ενώ από την άλλη, οι επιλογές
των δύο αυτών γλωσσών συχνά κρίνονται «υποδεέστερες του πρωτοτύπου ως προς το βαθμό
εκφραστικότητας». Εν ολίγοις οι λέξεις που φέρουν πολιτισμικό φορτίο είναι δύσκολο να αποδοθούν
διαγλωσσικά. Στη βουλγ. γλώσσα αυτή η απόδοση καθίσταται δυνατή λόγω του κοινού πολιτισμικού
οπλοστασίου της βουλγ. ως προς τους τουρκισμούς. Και η Γεωργαντίδου στη μεταπτυχιακή της εργασία
(2009, 50) αναφέρεται στη δυσκολία απόδοσης σε άλλες γλώσσες των πολιτισμικά φορτισμένων όρων,
όπως ορισμένα τουρκ. δάνεια στην ΚΝΕ: π.χ. τα επιφωνήματα αμάν, βρε, όροι όπως μεράκι και τα
παράγωγά του: μερακλής, μερακλήδικος (π.χ. μερακλήδικος καφές), μερακλώνω, εκφρ. όπως: έγινα Τούρκος
κ.ά.
13
Ο Σετάτος (1989, 227) υποστηρίζει ότι ορισμένα γραμματειακά είδη προσφέρονται περισσότερο για
χρήση τουρκ. στοιχείων προκειμένου να δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα. Τέτοια είδη είναι π.χ. η
γελοιογραφία, όπου η χρήση τουρκ. στοιχείων με ευτράπελο τρόπο δημιουργεί διασκεδαστικά
22
αστείο διάλογο όπου τίθεται κάθε φορά η ρητορική ερώτηση: «Πώς λέγεται αυτό στην
τουρκική;» (Say it in Turkish jokes) και η απάντηση περιλαμβάνει έναν τύπο που
συντίθεται από τουρκ. και όχι μόνο λ., αλλά που ο συνδυασμός τους είναι απρόβλεπτος
και ευτράπελος. Για παράδειγμα στην ελλ. το ελικόπτερο, βάσει των κανόνων του
παιχνιδιού, λέγεται σαματακουνούπ, το ψυγείο λέγεται μπουζντουλάπ, το ραδιόφωνο
αμανεσντουλάπ κ.ά. Αντίστοιχα παραδείγματα από τη σλαβομακ. φέρνει ο Friedman
(2005, 225) όπου π.χ. το ραδιόφωνο λέγεται gurulti kuti, κυριολεκτικά θορυβώδες κουτί
κ.ά., ενώ ο Qirjazi (2012,775) φέρνει πληθώρα αντίστοιχων παραδειγμάτων από την αλβ.
αλλά και από άλλες βαλκανικές γλώσσες. Στην αλβ. π.χ. συναντώνται εκφρ. όπως surat
tapi ‘διαβατήριο’, kallkan dollap ‘ψυγείο’, hava dollap ‘αεροπλάνο’, qerrata dollap
‘υπολογιστής’, kuti sehir ‘τηλεόραση’, kallaballëk sehir ‘κινηματογράφος’, batërdi dyfek
‘καλάσνικοφ’, kurbet defter ‘διαβατήριο’, çorap vatan ‘η Αλβανία σε μετάβαση’ (βλ.
παρακάτω) κ.ά., στην ελλ. οι εκφρ. κονούπ παπόρ ‘αεροπλάνο’, σακάτ μπαξίς ‘σύνταξη
αναπηρίας’, γκλόπ πασάς ‘αστυνομικός, τσιμπούκ κασέτ ‘βίντεο’, χαλκά πανηγύρ ‘γάμος’,
τσαμπουκά μαχαλάς ‘γήπεδο’, ντουμάν οντά ‘χώρος καπνιστών’, μπανιστήρ πανί
‘κινηματόγραφος’, χαγιάτ μπαστούν ‘ομπρέλα, τζερτζελέ μαραφέτ ‘ραδιόφωνο’, τουρτούρ
ντουλάπ ‘ψυγείο’ κ.ά., στη βουλγ. οι εκφρ. сеир баджак ханъма ‘μπαλαρίνα’, барут
кюфте ‘ρόδι’, чалъм ефенди ‘επιχειρηματίας’, дувар серсем ‘αναρριχητής’, баир
будала ‘αναρριχητής’, зорлем калабалък ‘συγκέντρωση’ κ.ά.14

αποτελέσματα: σε σκίτσα βρίσκουμε ‘Ζε σουί μπατίρ’, ‘Εξοχικόν κέντρον «Τσογλάν σίστερς»,‘τώρα ξάπλα
και ραχάτ, κρίμα τα πανώ και τα πλακάτ’ κ.α.
14
Ο Qirjazi (2012) καταγράφει πληθώρα τέτοιων εκφρ. που χρησιμοποιούνται στις βαλκανικές γλώσσες
στα πλαίσια του ιδιότυπου αυτού γλωσσικού παιχνιδιού, περιγράφοντας, όμως, ταυτόχρονα και το
ιδεολογικό κίνητρο για την κατασκευή τους. Η αξιοποίηση των τουρκ. δανείων για τη δημιουργία τέτοιων
εκφρ. φαίνεται ότι κινητοποιείται από τη θετική στάση των ομιλητών των εν λόγω γλωσσών ως προς τον
ευρωπαϊκό προσανατολισμό των Βαλκανίων εν γένει. Εν ολίγοις, οι ομιλητές αποστρέφονται το ανατολικό
στοιχείο που εισήχθη στις εν λόγω χώρες κατά την οθωμανική επικυριαρχία εφευρίσκοντας ένα γλωσσικό
παιχνίδι στο οποίο η πλειονότητα των εκρφ. χρησιμοποιείται με υποτιμητική και ειρωνική απόχρωση (ό.
π., 776). Επιπρόσθετα, γίνεται αντιπαραβολή των συγκεκριμένων γλωσσικών κατασκευών ως προς
αντίστοιχα φαινόμενα που συναντάμε σε άλλες γλώσσες, π.χ. στα ισπανικά των Η.Π.Α., οπού σήμερα,
ωστόσο, επικρατεί άμεση επαφή μεταξύ αγγλόφωνων και ισπανόφωνων ομιλητών ενώ, στην περίπτωση
της τουρκ. και των βαλκανικών γλωσσών παρατηρείται το φαινόμενο της διγλωσσίας, που, πάραυτα, δεν
είναι άμεση ούτε χρονικά ούτε γεωγραφικά. Μπορούμε, επομένως, να μιλάμε για συνάντηση δύο
διαφορετικών εποχών: το σήμερα που συνδέεται με τον εκσυγχρονισμό και το χθες που είναι συνώνυμο
του οπισθοδρομισμού και αυτό καταδεικνύει ότι οι ομιλητές των σύγχρονων βαλκανικών γλωσσών
23
Αναλυτικότερα, το άρθρο αυτό δημοσιεύεται στον
αφιερωματικό προς τιμήν του καθηγητή R. Ismajli τόμο, που φιλοξενεί συμβολές
επιφανών βαλκανιολόγων. Με αφορμή στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την αλβ. αλλά
και από άλλες βαλκανικές γλώσσες, εξετάστηκαν οι συνθήκες «γέννησης» των ψευδο-
τουρκισμών και προτάθηκε μια περαιτέρω εξειδίκευση της σχετικής ορολογίας με
διαχωρισμό των νεο-τουρκισμών από τους καθεαυτό ψευδο-τουρκισμούς και εισαγωγή
της ομάδας των mock τουρκισμών. Νεοτουρκισμούς λοιπόν ονομάζουμε τις λέξεις που
μοιάζουν με τις υπόλοιπες τουρκικές και έχουν σχηματιστεί σύμφωνα με τους κανόνες της
τουρκ., αλλά δεν μαρτυρούνται σ’ αυτή με τον συγκεκριμένο/η τύπο/σημασία. Για
παράδειγμα, η λ. kalemxhí της αλβ. έχει αναπτύξει τη σημασία ‘καλαμαράς’, η οποία δεν
μαρτυρείται στην τουρκ. ή ακριβέστερα, δεν είναι καταχωρημένη στα λεξικά της με τη
νέα αυτή σημασία (ό.π., 764). Οι ψευδοτουρκισμοί είναι, από την άλλη, λέξεις που
μοιάζουν με τις τουρκ. αλλά είναι σχηματισμένες κατά παράβαση των κανόνων της
γλώσσας αυτής. Δημιουργούνται στο πλαίσιο άλλων γλωσσών, όπως οι βαλκανικές, οι
οποίες στο παρελθόν δέχτηκαν έντονες τουρκ. επιδράσεις, τα ίχνη των οποίων
λειτουργούν ως υπόβαθρο τέτοιων σχηματισμών. Έτσι, η λ. qorrferman, νεολογισμός του
I. Kadare, μόνο επιφανειακά θυμίζει τουρκ. λέξη, διότι δεν μπορεί να αναλυθεί ως ‘qorr +
ferman’, δηλαδή, *τυφλό φιρμάνι, αλλά ως ‘φιρμάνι τύφλωσης των αντιφρονούντων’ της
αυτοκρατορίας (και κάθε δικτατορίας) (ό.π., 772). Οι mock τουρκισμοί (ο όρος κατά το
mock Spanish) εμφανίζονται σε όλες σχεδόν τις βαλκανικές γλώσσες στο πλαίσιο του
παιχνιδιού ‘say it in Turkish’ που προαναφέραμε και εκ πρώτης όψεως δημιουργούν
χιουμοριστικές καταστάσεις ή εκφράζουν μια κριτική και απορριπτική στάση ως προς τον
κόσμο που εκπροσωπούσε κάποτε η γλώσσα αυτή. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις η
αιχμή τους στρέφεται προς τη σημερινή πραγματικότητα και στιγματίζει φαινόμενα του
παρόντος κάνοντας χρήση γλωσσικών μέσων και συνειρμών που παραπέμπουν στο
οθωμανικό παρελθόν των λαών της Βαλκανικής (βλ. για παράδειγμα τη ΦΡ çorap vatan,
έναν mock τουρκισμό της αλβ., που κατά λέξη σημαίνει ‘μαλλιά κουβάρια πατρίδα’, αλλά
στην ουσία αποτελεί χαρακτηρισμό της ‘Αλβανίας σε μετάβαση’) (ό.π., 774-775).
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η τύχη των τουρκ. λεξικών στοιχείων στις
βαλκανικές γλώσσες ακολούθησε παρόμοιες πορείες. Οι Latifi & Satka (2014)

βρίσκονται ακόμη υπό την τουρκική πολιτισμική επίδραση, γεγονός που συνιστά αδιαμφισβήτητα
συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις εν λόγω γλώσσες σε κοινωνιογλωσσολογικό επίπεδο (ό.π., 777-778).
24
συντάσσοντας το Κοινό Λεξικό των Βαλκανικών Τουρκισμών, στηριζόμενοι σε μελέτες
και λεξικά από οκτώ βαλκανικές γλώσσες, επιβεβαιώνουν τον κοινό χαρακτήρα των
δάνειων τουρκ. όρων στα Βαλκάνια. Στο εγχείρημά τους καταδεικνύεται η συνέπεια που
παρατηρείται ανάμεσα στις εν λόγω γλώσσες αναφορικά με την απόδοση δευτερευουσών
και κατά κύριο λόγο μεταφορικών σημασιών στα τουρκ. δάνεια (βλ. κεφ. 2.1.1.).
Οι ομοιότητες,
ωστόσο, δεν περιορίζονται στο γλωσσικό επίπεδο αλλά ανιχνεύονται και στο πεδίο της
γλωσσικής πολιτικής, όπου η αντιμετώπιση των τουρκ. δανείων από τους βαλκανικούς
λαούς επηρεάστηκε από τις πολιτικές κινήσεις ίδρυσης εθνικών κρατών στα Βαλκάνια. Η
τουρκ. σε αυτήν την περίοδο της εθνικής αφύπνισης στις περισσότερες βαλκανικές
γλώσσες περιορίστηκε στον προφορικό λόγο, αποκτώντας μάλιστα ειρωνική ή λαϊκή
απόχρωση (Hazai & Kappler 1999· Kazazis 1972· Kramer 1992· Friedman 1997,
2005·Туманская 2006 κ.ά.). Επιπλέον, καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια ώστε οι
εκάστοτε εθνικές γλώσσες που άρχισαν να διαμορφώνονται στα Βαλκάνια να
αντικαταστήσουν το λεξιλόγιο τουρκ. προέλευσης με το αντίστοιχο γηγενές ή με λεξιλόγιο
που προερχόταν από δυτικές γλώσσες. Επί παραδείγματι, στη βουλγ. πολλές τουρκ. λέξεις
αντικαταστάθηκαν με σλαβικές: хаир-щастие, каяфет-представительство, севда-
любов, дикат-внимание, кусур-недостатък κ.ά. (Русек 2003, 21), ένα φαινόμενο
ευρέως διαδεδομένο και στις υπόλοιπες γλώσσες της βαλκανικής γλωσσικής ένωσης.

2.1. Σταθμοί μελέτης των βαλκανικών τουρκισμών

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε σύντομα στους σημαντικότερους σταθμούς


μελέτης των τουρκισμών στις βαλκανικές γλώσσες, πριν προβούμε στη συνεξέταση των
επιμέρους γλωσσικών φαινομένων. Ο Соболев (2004 (Ι), 61) αναφέρει πως έως το 1980
είχαν δημοσιευτεί 65 βιβλία και 340 άρθρα σχετικά με τους βαλκανικούς τουρκισμούς.
Στο πλαίσιο αυτής της πλούσιας βιβλιογραφίας τέθηκε μία σειρά ερωτημάτων που δεν
έπαψαν να απασχολούν έως σήμερα τους βαλκανολόγους. Τέτοια ήταν η χρονολογία
εμφάνισης των τουρκισμών, η φωνολογική και μορφολογική τους προσαρμογή στις
επιμέρους βαλκανικές γλώσσες, η υφολογική τους διαφοροποίηση, η γνώση τους εκ
μέρους διαφορετικών ομάδων ομιλητών, οι λόγοι χρήσης τους αλλά και περιορισμού τους,
η ετυμολογία τους καθώς και η μεσολάβηση άλλων γλωσσών κατά την μεταφορά τους
στις επιμέρους βαλκανικές γλώσσες. Στο ίδιο έργο ο Соболев (ό.π., 62), αναφέρει πως για

25
πρώτη φορά γίνεται λόγος από τον Miklosich το 1884 για τη σχετική και απόλυτη
χρονολόγηση των δανείων, ενώ ο Sandfeld το 1930 κάνει λόγο για τις γλώσσες που
ενδέχεται να μεσολάβησαν κατά το δανεισμό ή για τις βαλκανικές διαλέκτους που
ενήργησαν με τον ίδιο διαμεσολαβητικό τρόπο, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά και
αλλού από τον Tzitzilis το 1997, τους Hazai & Kappler (1999, 650) την Асенова (1984,5)
και τη Домосилецкая (1989, 97-98).
Ειδικότερα, η προσοχή που επέδειξε ο Sandfeld στη μελέτη της λεξιλογικής
ενότητας που παρατηρείται στις γλώσσες των Βαλκανίων χάρη στα κοινά τουρκ. και ελλ.
λεξιλογικά δάνεια, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική (Соболев 2008, 234), ιδίως αν ληφθεί
υπόψη το γεγονός ότι στο 1ο Συνέδριο Βαλκανολόγων που πραγματοποιήθηκε στη Σόφια
το 1966 είχε υποτιμηθεί η σύγκλιση που υφίσταται ανάμεσα στις βαλκανικές γλώσσες
αναφορικά με τη φρασεολογία και το λεξιλόγιο που περιλαμβάνει τουρκ. στοιχεία
(Бернштейн 1979, 230).
Ζητούμενο ακόμη και σήμερα αποτελεί η σύνταξη ενός κοινού λεξικού των
τουρκισμών στις βαλκανικές γλώσσες, αίτημα που έχει κατά καιρούς εκφραστεί από
πολλούς μελετητές και έχει επιχειρηθεί ενίοτε από τους Petrović (2000), τους Grannes,
Hauge & Süleymanoğlu (2002) οι οποίοι παραθέτουν συγκριτικούς πίνακες τουρκισμών
κυρίως από το έργο του Škaljić, τους Соболев & Юллы (2002), τον Соболев (2003, 2004)
κατά βάσει για τις βαλκανικές διαλέκτους όπου το 2002 δημοσιεύτηκε η έρευνα σχετικά
με τους τουρκισμούς διάφορων διαλέκτων βαλκανικών γλωσσών,15 τη Домосилецкая
(2002) για το λεξιλόγιο της κτηνοτροφίας, τους Гирфанова & Сухачев (2003) για τα
τοπωνύμια τουρκ. προέλευσης στις γλώσσες της νοτιοανατολικής Ευρώπης καθώς και με
το υπό συγγραφή ακόμη Λεξικό των Τουρκισμών των Γλωσσών της Νοτιοανατολικής
Ευρώπης,16 την Latifi (2006) για τους τουρκισμούς στην αλβ. με συγκριτική μελέτη των

15
Η έρευνα στηρίχθηκε στο πρόγραμμα МДАБЯ/KBSA «Μικρός Διαλεκτικός Άτλας των Βαλκανικών
Γλωσσών», το οποίο υλοποιήθηκε από σειρά ερευνητών που μελέτησαν 11 αντιπροσωπευτικές βαλκανικές
διαλέκτους βάσει 13 διαφορετικών σημασιολογικών περιοχών που καταλάμβαναν σε αυτές τα τουρκ.
δάνεια (А. Н. Соболев 2003, 2004). Οι 11 διάλεκτοι συγκροτούν δύο ομάδες υψηλής και χαμηλής
συγκέντρωσης τουρκισμών με την ανατολικοβουλγαρική ομάδα να συνιστά την υψηλή και τη
νοτιοαλβανική τη χαμηλή.
16
Το Тюркизмы в языках юго-восточной Европы (υπό έκδ.) αποτελεί ένα ογκώδες συλλογικό έργο, η
συγγραφή του οποίου έως τη δεδομένη στιγμή δεν έχει ολοκληρωθεί. Η επιστημονική ομάδα που έχει
αναλάβει τη συλλογή του υλικού και τη συγγραφή του εν λόγω έργου απαρτίζεται από διακεκριμένους
επιστήμονες που διδάσκουν στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και παράλληλα
26
άλλων βαλκανικών γλωσσών, ο Κυριαζής (2010) θέτει την προβληματική της ευρύτερης
βαλκανικής διάστασης στη μελέτη των τουρκισμών, οι Latifi & Tamo (2013) προβαίνουν
σε συνεξέταση των δάνειων τουρκ. όρων στις βαλκανικές γλώσσες, προσδίδοντας
ιδιαίτερη βαρύτητα στη σημασιολογική φύση τους, με απώτερο στόχο τη σύσταση ενός
corpus που αποτελείται από 3500 κοινούς τουρκ. τύπους σε οκτώ βαλκανικές γλώσσες, οι
Latifi, Kadiu, & Grillo (2014) επιχειρούν από κοινού μία συνεξέταση 323 κοινών
τουρκισμών στην αλβ.-ελλ. με αφορμή τη λαϊκή συλλογή του Thimi Mitko «Bëleta
shqypëtare»,17 ενώ οι Latifi & Satka (2014) επιχειρούν να συντάξουν το Κοινό Λεξικό των
Βαλκανικών Τουρκισμών.18

συνεργάζονται με το Ινστιτούτο Γλωσσολογικών Μελετών της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών για την
ολοκλήρωση του Λεξικού. Ο καθένας τους εξειδικεύεται σε κάποια βαλκανική γλώσσα: πρόκειται για τους
Гирфанова Альбина Хакимовна, Лопашов Юрий Александрович, Петрович Снежана, Сухачев
Николай Леонидович. Σχετικά με τη δομή του λεξικού δε θα γίνει λόγος εδώ, εφόσον το έργο
προγραμματίζεται να εκδοθεί σύντομα, ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι για τη συγγραφή του λεξικού
αξιοποιήθηκαν ποικίλες βιβλιογραφικές και λεξικογραφικές πηγές που έχουν ως αναφορά τα τουρκικά
λεξικά στοιχεία στις βαλκανικές γλώσσες. Συγκεκριμένα για τη ρουμ., μεγάλη υπήρξε η προσφορά του
έργου του Şăineanu (1900) και πρόσφατα του Drimba (2001) και του μαθητή του Suciu 2009–2010. Για
την αλβ. γλώσσα αναμφίβολα ο Dizdari (1960–1965· 2004· επανεκδ. 2006) και προσφάτως η Latifi (2004)
αποτέλεσαν έργα αναφοράς. Για τη σερβο-κροατική το εμβληματικό έργο του Miklosich
(1884·1885·1888·1890) και οι μετέπειτα εργασίες της Петровиђ (2012) για τη σερβ. διάλεκτο της
περιοχής Πρίζρεν (Κοσσυφοπέδιο) αποτέλεσαν πολύτιμο υλικό. Πηγή για τους τουρκισμούς στη βουλγ.
αποτέλεσε το λεξικό των Grannes e.a. (2002). Για την ελλ. υλικό αντλήθηκε κατά κύριο λόγο από το έργο
του Σπυρώνη (1996), ενώ για την ουγγ. οι μονογραφίες του Kakuk (1973) προσέφεραν χρήσιμες
πληροφορίες. Από το σύνολο της προαναφερόμενης βιβλιογραφίας για τους τουρκισμούς στις βαλκανικές
γλώσσες η πληρέστερη σε υλικό και η μεγαλύτερη σε όγκο είναι αυτή της ρουμ.
17
Το έργο δημοσιεύεται το 1878 και περιλαμβάνει ένα γλωσσάρι 1000 λέξεων ξένης προέλευσης. Από
αυτές τις λ. οι 523 είναι τουρκ. και οι 323 συναντώνται από κοινού στην ελλ. και αλβ. σύμφωνα με τα
στοιχεία που μας παρέχουν τα σύγχρονα λεξικά των δύο γλωσσών. Από αυτές τις δάνειες λ. προκύπτουν
διάφορες σημασιολογικές κατηγορίες και το γεγονός πως ο μεγάλος αριθμός όρων με αναφορά στις
κοινωνικές δραστηριότητες καθώς και το νοικοκυριό συνηγορούν, σύμφωνα με τους μελετητές, στο ότι η
επίδραση της τουρκ. βρισκόταν στο απόγειό της τη δεδομένη περίοδο κατά την οποία εκδίδεται η
συλλογή.
18
Latifi & Satka (2014) συγκεντρώνουν υλικό από οκτώ βαλκανικές γλώσσες (αλβ., σερβ., ελλ.,
σλαβομακ., βουλγ., ρουμ., βοσν., κροατ.) και προβαίνουν σε αρίθμηση των τουρκισμών σε αυτές. Τα
αριθμητικά δεδομένα προσδιορίζουν 3548 τουρκ. δάνεια τα οποία απαντούν και στις οκτώ γλώσσες. Στις
επτά από τις οκτώ (αλβ., σερβ., ελλ., σλαβομακ., ρουμ., βοσν., κροατ.) απαντούν 3900 τουρκισμοί, στις
πέντε (αλβ., σερβ., σλαβομακ., βοσν., κροατ.) 4113 τουρκισμοί, στις τέσσερις (σερβ., σλαβομακ., βοσν.,
27
Ένα τέτοιο συνθετικό έργο αναμφίβολα θα έδινε απαντήσεις σε πολλά από τα
ερωτήματα που αφορούν τους βαλκανικούς τουρκισμούς, μερικά από τα οποία
αναφέρθηκαν παραπάνω, ιδίως εάν σε αυτό συγκαταλεγόταν και διαλεκτικό υλικό, που
όπως ειπώθηκε παραπάνω ενδέχεται να είναι και αυτό που ενήργησε ως διαμεσολαβητής
κατά τη μεταφορά των τουρκισμών στις βαλκανικές γλώσσες, αν κρίνει κανείς από τις
φωνητικές διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν οι τουρκ. τύποι που απαντούν στις
διαφορετικές βαλκανικές διαλέκτους.

2.1.1. Βαλκανικές γλώσσες και τουρκικά δάνεια

Ο Κυριαζής (2010, 359) μας πληροφορεί ότι από τα 1.400 τουρκ. δάνεια του Λεξικού της
σύγχρονης αλβανικής γλώσσας (Fjalor 1980) και τα 860 και 850 των ΛΚΝ και ΛΝΕΓ (βλ.
κεφ. 2.1.3.) αντίστοιχα, τα 470 είναι κοινά. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο
Κυριαζής (ό.π., 359) η κοινή αλβ. (ΚΑ) φαίνεται, από τα δεδομένα που αντλήθηκαν από
τα λεξικά, να έχει ενσωματώσει κατά 40% περισσότερα τουρκ. δάνεια από ό,τι η ΚΝΕ.
Επιπρόσθετα, όπως μας πληροφορούν οι Balaban και Çağlayan (2014, 265), οι οποίοι
απαριθμούν 430 κοινές τουρκ. λ. πολιτισμού που ανήκουν σε διάφορες σημασιολογικές
περιοχές ανάμεσα στην ελλ. και την αλβ., η αλβ. υπερτερεί της ελλ. στο συνολικό αριθμό
των τουρκ. δανείων για κάθε σημασιολογική περιοχή. Επί παραδείγματι, στις
σημασιολογικές κατηγορίες α) ονομασίες ζώων, β) επαγγελματικοί όροι και γ) μεγέθη-
ιατρικοί όροι η αλβ. ενσωματώνει 31, 62 και 37 αντίστοιχα τουρκ. δάνεια έναντι των 23,
35 και 16 της ελλ. Στο λεξικό των οριενταλισμών του Dizdari (2005), από την άλλη,
απαριθμούνται 4,500 χιλιάδες λεξικοί τύποι τουρκ. και αραβο-περσικής αρχής στην αλβ,
ενώ για την αλβ. έχουμε και το έργο του Boretzky (1975) όπου γίνεται λόγος για τα
φωνολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά των τουρκισμών της αλβ. και παρατίθεται
ένα πλούσιο γλωσσάρι των τουρκ. δανείων της αλβ.
Οι Latifi & Tamo (2013) στη μελέτη τους παραθέτουν αριθμητικά δεδομένα,
βασιζόμενοι στα λεξικά και τις έρευνες στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες σχετικά με τα
τουρκ. δάνεια παρόλο που φαίνεται να αγνοούν την εργασία του Tzitzili (1997) για τα
τουρκ. δάνεια της ελληνικής σε σύγκριση με τις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες. Για τη
σερβική, επί παραδείγματι, δηλώνεται ότι έχει δανειστεί 8742 τουρκ. λέξεις από τις οποίες

κροατ.) 4500 τουρκισμοί, στις τρεις (σερβ., βοσν., κροατ.) 5800 και στις δύο (σερβ., βοσν.) 8742
τουρκισμοί.
28
οι 6500 βρίσκονται ακόμη σε χρήση σύμφωνα με το Λεξικό των τουρκικών λέξεων στη
σερβική και κροατική (Turkish Words in Serbian-Croatian Languages του Abdullah
Škaljić). Στην κροατική αριθμούνται 5000 τουρκ. δάνειες λέξεις, στην ελλ. 4200, στη
σλαβομακ. 4500-5000 λέξεις, στη ρουμ. 3900 και στη βουλγ. 5200. Οι γλώσσες αυτές
δανείστηκαν και ενσωμάτωσαν όχι μόνο λεξικούς τύπους αλλά και παραγωγικές
καταλήξεις, μερικές από τις οποίες συναντώνται σε όλες τις προαναφερόμενες γλώσσες.
Για παράδειγμα, στη βουλγ. οι λ. kafedzija, bojadzija κ.ά. αντιστοιχούν στις λέξεις της
ρουμ. cafegiu και της ελλ. καφετζής, μπογιατζής κ.ά.19 Το υλικό που καταγράφεται στα
λεξικά αυτά δε συμπεριλαμβάνει διαλεκτικούς τ., τα δεδομένα των οποίων πολύ πιθανόν
να άλλαζαν την εικόνα που έχουμε για τα τουρκ. δάνεια στις συγκεκριμένες βαλκανικές
γλώσσες. Από αυτήν την άποψη, η προσπάθεια των Grannes, Hauge, Süleymanoğlu (2002)
προχωρά ένα βήμα παραπέρα, εφόσον στα 7,427 τουρκ. δάνεια της βουλγ. που
καταγράφουν, συμπεριλαμβάνεται και διαλεκτικό υλικό.
Αναφορικά με τα τουρκ.
δάνεια της αλβ. συναντάται μία ιδιαιτερότητα η οποία σχετίζεται με τη θρησκευτική
ορολογία και που δεν παρατηρείται στην ελλ. Το γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος του

19
Ως προς τη σημασιολογική πληροφορία που φέρει το επίθημα –τζής στην ΚΝΕ μπορούμε να πούμε ότι η
βασική σημασία του επιθήματος μπορεί να περιγραφεί ως αιτιατική (αυτός που είναι η αιτία δημιουργίας
της βάσης) ή του προσώπου που ενεργεί, του δράστη (nomen actoris), που είναι ουσιαστικά και η κύρια
λειτουργία που έχει το επίθημα στην τουρκ. ενώ είναι και η βασική σημασία για τα παράγωγα του
επιθήματος σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες (Κυρανούδης 2009, 329-330). Βάσει των λεξικών και των
γραμματικών της ΚΝΕ οι βασικές σημασίες του επιθήματος –τζής είναι τέσσερις: ‘επάγγελμα’ π.χ.
παλιατζής, ψιλικατζής, βιολιτζής, προποτζής κ.ά. και πρόκειται για τη βασική σημασία σε όλες τις
βαλκανικές γλώσσες , ‘χαρακτηριστική δραστηριότητα’ όπου οι βάσεις των παραγώγων δηλώνουν συνήθ.
μία αρνητική δραστηριότητα π.χ. γκαφατζής, μπλοφατζής και πρόκειται για σημασία που υπήρχε επίσης
στην τουρκ. (βλ. τα καβγατζής, σαματατζής με τουρκ. βάση) και η οποία είναι επίσης κοινή σε όλες τις
βαλκανικές γλώσσες, ‘προτίμηση’ με το παράγωγο να παίρνει συχνά τη σημασία ‘υπερβολικής
προτίμησης ή εξάρτησης’ π.χ. γλυκατζού, καφετζού, πλακατζής κ.ά. και εμφανίζεται σε όλες τις βαλκανικές
γλώσσες ενώ πρόκειται για σημασία που είναι συνηθισμένη και στην τουρκ. Τέλος η σημασία ‘οπαδός’
που απουσιάζει από τις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες π.χ. αεκτσής, παοκτσής, οφητζής (στην Κρήτη)
καταγράφεται στην κοινή τουρκ. όπου για το επίθημα -Cº έχουμε τις σημασίες: ‘οπαδός πολιτικού
κόμματος’ π.χ. DPS (depese) > depeseci ‘οπαδός του DPS’, ‘οπαδός αθλητικής ομάδας’ π.χ. Fener Bahçe
> fenerbahçeci ‘οπαδός της Φενέρ Μπαχτσέ’, Beşiktaş > beşiktaşçi κ.ά., ‘οπαδός κάποιας ιδεολογίας’ π.χ.
cumhuriyet > cumhuriyetçi ‘δημοκρατικός’ (βλ. χούντατζης ‘φανατικός χουντικός’) (Κυρανούδης, ό.π.,
333-338).
29
πληθυσμού στην Αλβανία ασπάστηκε το Ισλάμ είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας
ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ αλβανικού λαού και τουρκ. γλώσσας.20 Η αντοχή που η
θρησκευτική ορολογία του Ισλάμ επέδειξε στο πέρασμα των αιώνων αποτελεί δείγμα της
σύνδεσης αυτού του λεξιλογίου με την καθημερινότητα των ομιλητών, ειδικότερα αν
λάβει κανείς υπόψη ότι στην Αλβανία επικράτησαν και άλλες θρησκείες, ενώ για διάστημα
45 περίπου χρόνων εδραιώθηκε η τάση αποστροφής προς το Ισλάμ και υιοθέτησης του
αθεϊσμού (Latifi & Satka 2014, 78). Στην αλβ. παρατηρήθηκε
πολλοί όροι συγγένειας τουρκ. αρχής να αντικαθιστούν ή να χρησιμοποιούνται παράλληλα
με αυτούς που είχαν ινδοευρωπαϊκή αρχή, π.χ. baba ‘πατέρας’, dajë ‘θείος από τη μεριά
της μητέρας’, hallë (τουρκ. hala ή hale) ‘θεία από τη μεριά του πατέρα’ (Friedman 2005,
222), teze ‘θεία από τη μεριά της μητέρας’ (Κυριαζής 2010, 360). Επιπλέον, συναντάμε
πολυάριθμα επιφωνήματα που συντίθενται ως προς το ένα μέρος τους από τη λ. Allax,
όπως τα ishalla! ‘δόξα τω θεώ’, mezalla! ‘μη χειρότερα’ ma(r)shalla! ‘υπέροχα’, στοιχεία
που απουσιάζουν από την ελλ. αλλά και από τις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες
(Гирфанова 2009). Στην αλβ., όπως και στην ελλ.
εισήλθαν τουρκ. λ. με αναφορά σε αντικείμενα της καθημερινότητας (ένδυση, υπόδηση,
φαγητό, κατασκευές, εμπόριο, επαγγέλματα, διοικητικοί όροι), πολλοί από τους οποίους
εκλαμβάνονται σήμερα ως ιστορισμοί, καθώς και αφηρημένο λεξιλόγιο. Συναντάμε,
επίσης, αρκετές γραμματικές λ. όπως ama ‘όμως, αλλά’, bash ‘ακριβώς’, bile ‘μάλιστα’,
gjene ‘ξανά’, gjόja ‘δήθεν’, nejse ‘έστω’, zaten ‘μάλλον, μάλιστα’ (Κυριαζής 2010, 360).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαφορές που συναντάμε ως προς την κατανομή των
τουρκισμών μεταξύ των δύο γλωσσών. Ορισμένοι τουρκ. όροι της ΚΝΕ εντοπίζονται στις
αλβ. διαλέκτους ενώ άλλοι που συναντάμε στην ΚΑ εντοπίζονται αποκλειστικά στις ΝΕ
διαλέκτους. Για παράδειγμα, στην ΚΑ χρησιμοποιείται το τουρκ. δάνειο hiç ‘καθόλου’ το
οποίο απουσιάζει από την ΚΝΕ αλλά εντοπίζεται σε ΝΕ διαλέκτους, βλ. ίτσου (Ήπειρος)
(Κυριαζής 2010, 360), hets (καππαδοκική), itsi (κρητ.) (Μαρίνης 2014, 64-68) καθώς και
άλλα τουρκ. δάνεια που βρίσκουμε μόνο στις ΝΕ διαλέκτους: εμά/αμά, μπιλέ μου,

20
Στην αλβ. γλώσσα συναντάμε μεγάλο αριθμό θρησκευτικών όρων συνδεόμενων με το Ισλάμ. Οι ( Latifi
& Satka 2014, 80) αναφέρουν ότι σήμερα περίπου 300 λ. με αναφορά στο Ισλάμ έχουν περάσει σε ευρεία
χρήση από τη μεγαλύτερη μάζα των ομιλητών με αποτέλεσμα οι απόπειρες μετάφρασής τους τις
περισσότερες φορές να καταλήγουν σε αποτυχία (για την παγίωση της θρησκευτικής ορολογίας και τη
δυσκολία αντικατάστασής της βλ. Κόλτσιου 2009). Ορισμένοι από τους όρους του Ισλάμ στην αλβ. είναι:
ahiret, ajet, Allah, arasat, azab, azrail, din, exhel, gjynah, hair, hallall, haram, hyri, iman, islam, jahud.
30
ναίσου/ναίσε (κρητ.) (Ορφ. 2014). Η αλβ. δανείστηκε και πολλά κύρια ονόματα τουρκ.
προέλευσης όπως π.χ. Ali, Adem, Ahmet, Bajram, Hasan κ.ά., γεγονός που συνδέεται με
τον εξισλαμισμό μεγάλου μέρους του αλβανικού πληθυσμού, ενώ η ελλ. δε δανείστηκε
κύρια ονόματα τουρκ. αρχής, λόγω των ισχυρών δεσμών του λαού με το χριστιανισμό επί
οθωμανικής εποχής. Στη σλαβομακ., από την άλλη, η επιρροή της τουρκ. γίνεται
κατεξοχήν αισθητή στο χώρο του λεξιλογίου, με δανεισμό όρων που αναφέρονται σε
διάφορους τομείς της καθημερινότητας (φαγητό, οικοδόμηση, αρχιτεκτονική, εμπόριο,
περιβάλλον κ.ά.). Στο έργο «Τουρκικά Λεξιλογικά στοιχεία στη Σλαβομακεδονική Γλώσσα»
(2001), η Jašar Nasteva απαριθμεί 3.250 τουρκ. στοιχεία στη σλαβομακ., τα οποία
συγκεντρώθηκαν από διαλεκτικά κείμενα του 19ου αιώνα καθώς και λογοτεχνικά που είχαν
εκδοθεί ως το 1960 (Усикова 2003, 84). Η έντονη επίδραση της τουρκ. στη σλαβομακ.
αποδεικνύεται και από το γεγονός πως πολλές λ. σλαβικής προέλευσης σε διαλέκτους της
γλώσσας αντικαταστάθηκαν με τουρκ., ανάμεσά τους και όροι συγγένειας (π.χ. бацанак,
ελλ. μπατζανάκης) (ό.π., 86).
Αξίζει να αναφερθεί ότι η τύχη των τουρκ. δανείων στη σλαβομακ. και τη ΝΕ
μοιάζει να είναι παρόμοια. Όπως και στη σλαβομακ. έτσι και στην ΚΝΕ οι τουρκισμοί
συναντώνται σε όλα τα είδη λόγου: στην ουδέτερη ομιλία της επίσημης γλώσσας αλλά και
του ανεπίσημου προφορικού λόγου, στις διαλέκτους και την αργκό. Οι όροι αυτοί δεν
έχουν ή σχεδόν δεν έχουν αντίστοιχα συνώνυμα τόσο στη σλαβομακ. όσο και στην ελλ.
(π.χ. скара- σχάρα, ракија-ρακί). Τα δάνεια αυτά ο Σετάτος (1998, 218) τα αποκαλεί
ουδέτερα, καθώς χρησιμοποιούνται κυριολεκτικά και αφόρτιστα ως μοναδικός τρόπος να
εκφραστεί μία έννοια. Στη σλαβομακ. υπάρχει ένα στρώμα ιστορικού λεξιλογίου από την
τουρκ. με αναφορά σε ιστορικές και πολιτισμικές έννοιες, το οποίο όπως και στην ΝΕ,
έχει προσλάβει μεταφορική σημασία (ό.π., 220). Οι κοινές επιλογές μεταξύ των δύο
γλωσσών είναι και εδώ αξιοσημείωτες: раја ‘δούλος’- ελλ. ραγιάς, паша ‘ο μοναδικός
συνεργάτης σε μία ομάδα’- ελλ. πασάς κ.ά. (Усикова 2003, 87). Μέρος αυτών των λέξεων
στη σλαβομακ. είτε χρησιμοποιείται στην προφορική ομιλία, είτε έχει εισχωρήσει σε
διαλέκτους: мерак- ελλ. μεράκι, адет- ελλ. αντέτι κ.ά. είτε αποτελεί μέρος ευρύτερων
λεξικών ενοτήτων π.χ., таков е адетот ‘έτσι έχουν τα πράγματα’, имам / немам мерак
‘έχω/δεν έχω διάθεση’ κ.ά. (ό. π., σ. 88).21 Επιπλέον, στη σλαβομακ. συναντάμε

21
Η Κramer (1992, 49) μελετώντας τους τουρκισμούς στο βουλγαρικό μυθιστόρημα Baj Ganjo και
συνεξετάζοντας παράλληλα τις μεταφράσεις του έργου στην αλβ. και σλαβομακ. καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι μία συγχρονική και συγκριτική μελέτη των τουρκισμών στις βαλκανικές γλώσσες θα
31
μεταφραστικά δάνεια (calques) από την τουρκ. όπως: на бери ѓаиле ‘μη στενοχωριέσαι’,
што има ново старо ‘τι νέα;’ καθώς και κάποια που φαίνεται να έχουν αντιστοιχίες και
σε άλλες βαλκανικές γλώσσες: od kade na kade (σλαβομακ.)=ot kədé nakədé? (βουλγ.)=de
unde pînă unde? (ρουμ.)=από που και ως που < τουρκ. nereden nereye, pie cigari
(σλαβομακ.) και πίνω τσιγάρα < τουρκ. sigara içmek (Kazazis 1972, 97-98), αλλά
αντιστοιχίες υπάρχουν και μεταξύ ελλ. και βουλγ. ως προς τα μεταφραστικά δάνεια: π.χ.
έτσι κ’ έτσι (1. μέτρια, 2. έτσι και αλλιώς)=1. горе долу, нито добре, нито зле,
сравнително добре, средно 2. така и така, каквото и да става, по всякакъв начин,
така или иначе (βουλγ.) < τουρκ. şöyle böyle (Асенова 1984, 10).22 Οι παραγωγικές
καταλήξεις τουρκ. προέλευσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο με ουδέτερη όσο και
με φορτισμένη σημασία ενώ έχουμε επιθήματα που προσαρτώνται σε τουρκ. βάσεις αλλά
και σε βάσεις σλαβικής αρχής: π.χ. στη βουλγ. касметлија (προφορική ομιλία) < τουρκ.
kismetli ‘τυχερός’, среќен/ среќник (επίσημες περιστάσεις), пубертетлија ‘έφηβος’
(ειρωνικό) κ.ά. (Friedman 1994, 523). Στην ελλ., πολλές παραγωγικές καταλήξεις τουρκ.
αρχής έχουν προσλάβει επιπρόσθετες φορτισμένες σημασίες, συχνά και αρνητικές ή
μειωτικές. Για παράδειγμα, το ελλ. -λίκι φέρει αξιολογικό χαρακτηρισμό δυνάμει
αρνητικό, ενώ κάτι παρόμοιο φαίνεται να ισχύει για το αντίστοιχο επίθημα της αλβ. -llëk:
π.χ. βουλευτηλίκι-deputetllëk, διευθυντηλίκι-drejtorllëk κ.ά.23 (Κυρανούδης 2009, 396-
397· Κυριαζής 2010, 365· Ντάγκας 2012, 1026-1027).

πρέπει να λάβει υπόψη της την υφολογική διαφοροποίηση των όρων αυτών ανά γλώσσα, την κατανομή
τους, δηλ. σε διαφορετικά επίπεδα ομιλίας. Επί παραδείγματι, το τουρκ. δάνειο elbette ‘φυσικά’
χρησιμοποιείται στην προφορική ομιλία στη βουλγ. ενώ στην αλβ. και σλαβομακ. θεωρείται αρχαϊκό
λεξικό στοιχείο. Αντίστοιχα, ο όρος bol ‘πολλά, αρκετά’ χρησιμοποιείται στην προφορική γλώσσα για τη
βουλγ. και αλβ. αλλά απουσιάζει από το τρίτομο λεξικό της σλαβομακ. κ.ο.κ.
22
Από την άλλη, υπάρχουν ενδείξεις πως πολλά από αυτά τα μεταφραστικά δάνεια ενδέχεται να συνιστούν
παράλληλους σχηματισμούς διαγλωσσικά όπως π.χ. η χρήση του ρήματος πέφτω με τη σημασία ‘πρόκειται
να συμβεί’ σε συμφραζόμενα επικείμενων εορτών συναντάται στην τουρκ., σλαβομακ., αλλά και αγγλ.:
Bajram se paǵa v nedela=Bayram pazara düşer=Bayram falls on Sunday (Friedman 1994, 524).
Αντίστοιχα στη ΝΕ συναντάμε εκφρ. όπως τα Χριστούγεννα φέτος πέφτουν Παρασκευή.
23
Τα παράγωγα της κοινής τουρκικής με το παραγωγικό επίθημα -lºk έχουν ποικίλες σημασίες και μία
από αυτές είναι ‘ονόματα αξιωμάτων, επαγγελμάτων και κοινωνικών θέσεων: π.χ. defterdarlιk ‘το αξίωμα
του υπουργού οικονομικών’, tercüman ‘μεταφραστής’ > tercümanluk, tercümānlik ‘το αξίωμα του
μεταφραστή’ κ.ά. (Κυρανούδης 2009, 376). Στην ΚΝΕ, σύμφωνα με τον Κυρανούδη (ό.π., 393) το
επίθημα –λίκι ήταν παραγωγικό στην ελλ. τουλάχιστον από τον 16 ο αι. και τα παράγωγα δήλωναν αξίωμα
με εξουσία σεβαστά για εκέινη την εποχή. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας τα παράγωγα με το επίθημα
32
χρησιμοποιούνται κανονικά, χωρίς εκφραστική ή υφολογική διαφοροποίηση. Αυτό προκύπτει από το
γεγονός ότι είναι δυνατό να εμφανιστούν στα επισημότερα και λογιότερα επίπεδα ύφους, όπως είναι η
γλώσσα των επίσημων εκκλησιαστικών εγγράφων. Σύμφωνα με τις λεξικολογικές και γραμματικές πηγές
του Κυρανούδη (ό.π., 393) το επίθημα –λίκι δηλώνει ‘ιδιότητα, επάγγελμα’ (Τριανταφυλλίδης 1978, 134·
Μπαμπινιώτης 1998, λ. -λίκι), ‘ιδιότητα ή κατάσταση’ (Τσοπανάκης 1994,661), ‘δηλώνει συχνά μειωτικά
το επάγγελμα, την ασχολία ή την ιδιότητα που έχουν σχέση με το σημαινόμενο από την πρωτότυπη λέξη’
(ΛΚΝ, λ. -ιλίκι) και ‘κατάληξη αφηρημένων ουσιαστικών’ (Ανδριώτης 1983, 187). Σύμφωνα με την
πλήρη περιγραφή του Τζιτζιλή (1997, 111) δύο είναι οι βασικές λειτουργίες του επιθήματος α) δημιουργία
ετυμολογικών ζευγών του τύπου γοητεία-γοητιλίκι, κοροϊδία-κοροϊδιλίκι β) συνδυασμός με βάσεις που
δηλώνουν αξιώματα ή επαγγέλματα με υψηλό γόητρο για τον σχηματισμό ουσιαστικών με αφηρημένη
σημασία, υπονομέυοντας ταυτόχρονα ειρωνικά το γόητρο των αξιωμάτων (Κυρανούδης, ό.π.). Η ανάλυση
του Κυρανούδη (ό.π., 396-397) μας δείχνει ότι το σημαντικότερο νέο χαρκατηριστικό που εμφανίζεται με
την προσθήκη της –λίκι είναι εκφραστικό. Πρόκεται για την ελαφρά αρνητική έως ειρωνική-μειωτική
απόχρωση που προσδίδει στα παράγωγα. Επιπλεόν, όχι μόνο δεν είναι απαραίτητος ο συνδυασμός του με
βάσεις που έχουν αρνητική σημασία αλλά αντίθετα παρουσιάζει μια ισχυρή προτίμηση σε βάσεις με
θετική συνυποδηλωτική φόρτιση. Όπως βλέπουμε η εν λόγω εκφραστική σημασία αναπτύχθηκε στην ελλ.
και δεν υπήρχε στην τουρκ. και όπως αναφέρει και ο Κυρανούδης (ό.π., 397) πρόκειται για μία χρήση που
αναπτύχθηκε μετά την απελευθέρωση αφού όπως δέιχνουν οι μέχρι τώρα μαρτυρίες αυτή όχι μόνο δεν
υπήρχε αλλά και τα παράγωγα χρησιμοποιούνταν ακόμη και σε επίσημα υφολογικά επίπεδα
(εκκλησιαστική γλώσσα).
33
2.1.2. Βαλκανικές διάλεκτοι και τουρκικά δάνεια στο Μικρό Διαλεκτολογικό
Άτλαντα των Βαλκανικών Γλωσσών

Μετά το 1945 αναπτύσσεται ένα ερευνητικό ενδιαφέρον για τις τουρκ. διαλέκτους στην
περιοχή των Βαλκανίων με προσπάθεια πολλών ερευνητών για επιτόπια καταγραφή
γλωσσικών δεδομένων. Ολόκληρη η περιοχή της δυτικής οθωμανικής αυτοκρατορίας
(ευρωπαϊκή) ονομάζεται Ρωμυλία και προκύπτει το ζήτημα του προσδιορισμού των τουρκ.
διαλέκτων που ομιλούνται στην εν λόγω περιοχή. Δημιουργούνται όροι όπως τουρκ.
Ρωμυλίας ή διάλεκτοι Ρωμυλίας που ομιλήθηκαν από ομάδες της περιοχής και οι
ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περιοχή υπάγονται τουρκ.
ιδιώματα που μιλιούνται στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα και
την Αλβανία (η Κύπρος βρίσκεται εκτός αυτής της γλωσσικής ομάδας) (Tryjarski 1990,
416).24 Επιπλέον, είναι πολύ σημαντική η οριοθέτηση γενικά των διαλεκτικών περιοχών
στα Βαλκάνια, καθώς ενδέχεται δάνεια από μία βαλκανική γλώσσα σε άλλη να
περιορίζονται σε διαλεκτικό επίπεδο, όπως συμβαίνει π.χ. με την αλβ., τα δάνεια της
οποίας προς την ελλ. περιορίζονται στις διαλέκτους της Βόρειας Ελλάδας (Соболев 2001,
60).
Αρκετά χρόνια αργότερα, την περίοδο 1996-2002, το πρόγραμμα МДАБЯ/KBSA
(Малый диалектологический атлас балканских языков-Kleiner Balkansprachatlas)
(μτφ. Μικρός Διαλεκτολογικός Άτλας των Βαλκανικών Γλωσσών) επέτρεψε να
συνεξεταστούν τουρκισμοί που συναντώνται σε 11 βαλκανικές διαλέκτους (συν 1 του
Καστελλίου) (πρόκειται αντίστοιχα για τις περιοχές: Οτόκ (Κροατία, περιοχή Σιν),
Ζάβαλα (Μαυροβούνιο, περιοχή Ποντγκόριτσα), Καμένιτσα (Σερβία, περιοχή
Κνιάζεβατς), Πέστανι (ΠΓΔΜ, περιοχή Οχρίδα), Γκέγκα (Βουλγαρία, περιοχή Πετρίτσι),
Γκέλα (Βουλγαρία, περιοχή Σιρόκα Λίκα), Ράβνα (Βουλγαρία, περιοχή Προβαντία),
Μούχουρ (Αλβανία, περιοχή Πεσκόπια), Λέσνιε (Αλβανία, περιοχή Τσιοροβόντα),
Εράτυρα (Κοζάνη), Καστέλλι (Πελοπόννησος), Κρανιά (Γρεβενά) (Соболев, 2004). Το
πρόγραμμα βασίστηκε σε επιτόπια έρευνα με συλλογή γλωσσικού υλικού από αυτές τις
περιοχές, οι οποίες κρίθηκε ότι διατηρούν όσο το δυνατόν πιο άθικτα τα υπό μελέτη

24
Έρευνες στο πεδίο με επίσκεψη σε τουρκόφωνα χωριά των Βαλκανίων πραγματοποίησαν μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο αρκετοί μελετητές ανάμεσα στους οποίους οι Hazai, Kakuk, Nemeth, Kowalski, Elcin,
Mollova κ.ά., συγκεντρώνοντας πλούσιο διαλεκτικό υλικό. Την ίδια περίοδο ο Nemeth προτείνει
διαχωρισμό των βαλκανικών διαλέκτων της Ρωμυλίας σε δυτικές και ανατολικές (Tryjarski 1990).
34
γλωσσικά στοιχεία (ό. π., 64). Η έρευνα επέτρεψε να εξεταστούν όχι μόνο λεξιλογικά
χαρακτηριστικά αλλά και γραμματικά των εν λόγω γλωσσικών ποικιλιών, τα οποία
καταγράφηκαν και εκδόθηκαν σε σειρά από τόμους. Το λεξιλογικό υλικό που
συγκεντρώθηκε παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς κάθε λέξημα, από την αντίστοιχη
σημασιολογική κατηγορία που μελετούνταν κάθε φορά, αναπαρίσταται στο χάρτη των
διαλέκτων ώστε να φανούν τα ισόγλωσσα ανάμεσα στις υπό εξέταση διαλέκτους. Στο
δοκιμαστικό τόμο που εκδόθηκε το 2003, καταγράφονται ξεχωριστά οι τουρκισμοί (όπως
και οι ελληνισμοί, λατινισμοί και σλαβισμοί των προαναφερόμενων διαλέκτων) και μας
δίνεται η δυνατότητα να συγκρίνουμε τις υπό μελέτη βαλκανικές διαλέκτους ως προς την
παρουσία ή απουσία τουρκ. λεξικών στοιχείων, καθώς και τις φωνολογικές, μορφολογικές
και σημασιολογικές διαφοροποιήσεις που αυτά έχουν υποστεί. Όσον αφορά το ελληνικό
γεωγραφικό τμήμα, μελετήθηκαν οι διάλεκτοι της Εράτυρας που μιλιέται στην Κοζάνη,
της Κρανιάς (αρομουνική) που μιλιέται στα Γρεβενά και του Καστελλίου στην
Πελοπόννησο. Η μελέτη των τουρκισμών των εν λόγω περιοχών αποκάλυψε ορισμένες
διαφορές ως προς τη σημασία και τη χρήση μεταξύ των δανείων της διαλέκτου και της
ΚΝΕ, και σε ορισμένες περιπτώσεις μεταξύ των εν λόγω ελλ. και των άλλων βαλκανικών
διαλέκτων. Πολλοί τουρκ. όροι που στην ΚΝΕ θα χαρακτηρίζονταν παρωχημένοι ή
υφολογικά μαρκαρισμένοι βρίσκονται σε χρήση στις εν λόγω διαλέκτους και έχουν
κυριολεκτική σημασία: π.χ., ο όρος αμπάρι (Εράτυρα) < τουρκ. ambar ‘χώρος όπου
φυλάσσεται η ζωοτροφή το χειμώνα’, ο όρος πισκίρ25 (Εράτυρα) ‘χαρτοπετσέτα για το
στέγνωμα των πιάτων’ και πισκίρι (Κρανιά) ‘γυναικείο μαντήλι’ < τουρκ. peşkir, ο όρος
τέντζιρς και τέντζιρης (Εράτυρα) ‘κατσαρόλα’ και τέντζιρη (Κρανιά) ‘κατσαρόλα,
καζάνι’< τουρκ. tencere, ο όρος μαχαλάς (Εράτυρα) και μέχελε (Κρανιά) < τουρκ. mehalle
‘συνοικία’, ο όρος μπικιάρης (Εράτυρα) ‘εργένης’ < τουρκ. bekar, ο όρος αχμάκης
(Εράτυρα) ‘ανόητος’ < τουρκ. ahmak, ο όρος ντερέκι (Καστέλλι) < τουρκ. direk
‘άνθρωπος υπερβολικά ψηλός και αδύνατος.
Επιπλέον, σε άρθρο που εκδόθηκε ένα χρόνο αργότερα σε δύο συνέχειες (Соболев,
2004) το υλικό που καταγράφεται αναφορικά με τους τουρκισμούς εμφανίζεται κατά πολύ
πλουσιότερο, όπου μπορούμε να βρούμε παρωχημένους όρους σε χρήση στις εν λόγω
διαλέκτους. Μπορούμε να παρατηρήσουμε από το σύνολο του υλικού που συγκεντρώθηκε
και εκδόθηκε σε τόμους και άρθρα ότι το λεξιλόγιο που έχει να κάνει π.χ. με την
κτηνοτροφία περιέχει πολύ περισσότερους τουρκισμούς από ότι το λεξιλόγιο της

25
Στο καταγεγραμμένο υλικό οι όροι σημειώνονται με φωνητική μεταγραφή.
35
πνευματικής δραστηριότητας. Άλλοι όροι χρησιμοποιούνται με διαφορετική σημασία απ’
ό,τι στην ΚΝΕ: π.χ. ο όρος καρντάσης (Εράτυρα) < τουρκ. kardaş, χρησιμοποιείται με
κυριολεκτική σημασία ως τρόπος με τον οποίον απευθύνονται τα παιδιά στο μεγαλύτερο
αδελφό τους, ενώ στη ΝΕ ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά, ως αναφορά σε κάποιο
φιλικό πρόσωπο (διαδεδομένος κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα). Ο όρος κουμάσ (Εράτυρα) <
τουρκ. kumes/ kümes, έχει σημασία ‘κοτέτσι’, ενώ στη ΚΝΕ καταγράφεται η μεταφορική
σημασία με αναφορά σε άνθρωπο με επιλήψιμη συμπεριφορά (βλ. κεφ. 3.2.1.). Ο όρος
σέρτικη βρουχή (Εράτυρα) < τουρκ. sert + ικός, αναφέρεται στη βροχή που πέφτει από τον
τοίχο ενώ η χρήση του όρου στη ΚΝΕ περιορίζεται σε περιστάσεις συνήθ. λαϊκού λόγου
ή ορισμένων κοινωνικών διαλέκτων, βλ. ΦΡ σέρτικο τσιγάρο, ο όρος μπουλούκι (Καστέλλι)
< τουρκ. bölük αναφέρεται σε κοπάδι ομοίου είδους που βόσκει μαζί ενώ στην ΚΝΕ
χρησιμοποιείται με τη σημασία ‘ασύντακτη ομάδα ανθρώπων’, ο όρος καϊμάκι (Κρανιά
αλλά και Γκέγκα, Πέστανι) < τουρκ. kaymak έχει τη σημασία ‘γάλα, ξυνόγαλο’ ενώ στη
ΝΕ ‘αφρώδες στρώμα από γάλα ή καφέ που βράζει’. Άλλοι όροι παρουσιάζουν
σημασιολογική διαφοροποίηση ανάμεσα στις διαλέκτους, π.χ. η λ. φουκαράς < τουρκ.
fukara, στη διάλεκτο έχει τη σημασία που έχει ο όρος και στη ΝΕ ‘φτωχός, καημένος’ ενώ
στη βαλκανική διάλεκτο Γκέγκα (στην περιοχή Πετρίτσι της Βουλγαρίας) ο όρος έχει την
ίδια σημασία με αυτήν της ελλ. διαλέκτου, έχει ενσωματώσει, όμως, μία επιπρόσθετη, πιο
ειδική σημασία ‘βοσκός που έχει λίγα πρόβατα υπό την κατοχή του’ (στένεμα σημασίας).
Σε άλλες περιπτώσεις ορισμένοι τουρκ. όροι φαίνεται να χρησιμοποιούνται στις
περισσότερες από τις 12 διαλέκτους: όροι όπως τορβάς ‘πάνινη σακούλα των χωρικών’ <
τουρκ. torba, γκάιντα ‘πνευστό μουσικό όργανο’ < τουρκ. gayda και τσομπάνης ‘βοσκός’
< çoban, είναι διαδεδομένοι ανάμεσα στις εν λόγω διαλέκτους αφού χρησιμοποιούνται με
την ίδια σημασία στις περισσότερες από αυτές (βλ. Домосилецкая, 2002).

2.1.3. Μεθοδολογικό πλαίσιο

Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας


αποτελούν τα τουρκ. δάνεια της κοινής νεοελληνικής (ΚΝΕ). Για τους σκοπούς της
εργασίας μελετήθηκαν τα τουρκ. στοιχεία που καταγράφονται στα σύγχρονα λεξικά της
ΚΝΕ, ενώ τα τουρκ. δάνεια που χρησιμοποιούνται και έχουν καταγραφεί στις ΝΕ
διαλέκτους επιλέχτηκε να μην μελετηθούν συστηματικά καθώς η εργασία θα ξεπερνούσε
κατά πολύ τα χωρικά και χρονικά όρια συγγραφής που τέθηκαν εξαρχής.
Στο υλικό δε συγκαταλέγονται δάνεια που ανάγονται ετυμολογικά στην αραβική ή

36
την περσική. Εν ολίγοις, οι δάνειες λέξεις που συγκεντρώθηκαν έχουν ως άμεση πηγή την
τουρκ. ενώ λέξεις που εισήλθαν στην ελλ. από την περσική ή αραβική σε παλαιότερες
χρονικές φάσεις, έμειναν έξω από την παρούσα έρευνα. Ειδικότερα, στην αρχ. ελλ.
χρησιμοποιούνταν, για να φέρουμε συγκεκριμένα παραδείγματα, η λ. νάφθα η οποία
προέρχεται από την περσική: ‘αυτανάφλεκτο υλικό’ (Βασμανόλη 2007, 29). Ετυμολογικά
συγγενής προς τον όρο νάφθα είναι ο όρος νέφτι της ΝΕ, άμεσος πρόδρομος της οποίας
είναι η τουρκ. Τέτοιοι όροι όπως η νάφθα κ.ά., των οποίων η ανάλυση στηρίζεται στις
αρχές της διαχρονίας, δε συμπεριλήφθηκαν στην παρούσα εργασία, καθώς οι δάνειες λ.
μας απασχολούν στη συγχρονική τους διάσταση, ενστερνιζόμενοι την άποψη του Saussure
(Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1994, 32) ότι «η δάνεια λ. δεν υπολογίζεται ως δάνεια από τη
στιγμή που τη μελετάμε μέσα στο σύστημα˙ δεν υπάρχει παρά μέσα από τη σχέση της και
την αντίθεσή της από τις άλλες με τις οποίες συνδυάζεται, όπως ακριβώς οποιοδήποτε
ιθαγενές σημείο». Εν ολίγοις, η απώτερη αρχή του εκάστοτε τουρκ. όρου έμεινε έξω από
τα όρια μελέτης της παρούσας εργασίας, εφόσον οι όροι εισήλθαν στην ελλ. μέσω της
τουρκ. στα πλαίσια άμεσης γλωσσικής επαφής.26 Μας ενδιαφέρει, με άλλα λόγια, ο άμεσος
πρόδρομος των δανείων, δηλ., το άμεσο έτυμο που είναι η τουρκ. Αυτό σημαίνει πως για
τους όρους που προέρχονται π.χ. από την αραβική αλλά έχουν εισέλθει στη ΝΕ μέσω της
τουρκ., θεωρούμε ως πρόδρομο την τουρκ. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν
ακολουθούσαμε την πορεία των δανείων προς την αρχική γλωσσική πηγή τους, στη μελέτη
θα συμπεριλαμβάνονταν και οι οριενταλισμοί της ΚΝΕ.27 Επιπλέον, αρχική πηγή του

26
Άμεση είναι η επαφή κατά την οποία ομιλητές μίας γλώσσας εμφανίζονται ανάμεσα στους ομιλητές
άλλης γλώσσας (λόγω εισβολής, απέλασης, μετανάστευσης κλπ.), ενώ έμμεση επαφή έχουμε όταν η
επαφή γίνεται με μεσολάβηση της λογοτεχνίας ή στις μέρες μας της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου ή του
διαδικτύου. Η τελευταία περίπτωση έχει ως πιο διαδεδομένη της εκδοχή την έμμεση επαφή που
συντελείται στη σύγχρονη εποχή κατά κόρον ανάμεσα στην ελλ. και τις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες
(Hickey 2012,1). Η Thomason (2001, 3) από την άλλη επισημαίνει ότι η παγκόσμια επίδραση της αγγλ.
και της αραβικής αποτελεί εξαίρεση καθώς η γλωσσική επαφή τις περισσότερες φορές συμπεριλαμβάνει
διαπροσωπική διεπίδραση ανάμεσα στους ομιλητές ομάδων οι οποίες μιλάνε περισσότερες από μία
γλώσσες σε μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
27
Σχετικά με τον όρο «οριενταλισμός» οι Latifi, Kadiu & Grillo (2014, 627) εκφράζουν την άποψη ότι ο
όρος «τουρκισμός» προτιμάται για δύο λόγους: α) οι βαλκανικοί λαοί είχαν άμεση επαφή με του
Οθωμανούς, όχι με τους Άραβες και Πέρσες και β) τα γλωσσικά στοιχεία δανείζονται άμεσα από την
τουρκ. γλώσσα. Επιπρόσθετα, τουρκισμοί αποκαλούνται και δάνεια που προέρχονται από την ελλ.
λατινική και ιταλική, τα οποία εισήλθαν στις βαλκανικές γλώσσες μέσω της τουρκ. Επί παραδείγματι, στη
βουλγ. υπάρχουν λ. ελλ. αρχής που πέρασαν στη γλώσσα μέσω της τουρκ.: фенер < φανάρι, гюбре <
37
τουρκ. δανείου, εκτός από την αραβική-περσική, ενδέχεται να αποτελέσει και άλλη
γλώσσα, ακόμη και η ίδια η ελλ. η οποία δάνεισε σε άλλη ιστορική της φάση όρους στην
τουρκ. Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με το φαινόμενο του αντιδανεισμού, π.χ.
ο όρος της ΝΕ λιμάνι αποτελεί δάνειο από την τουρκ. liman.28 Ωστόσο, στην τουρκ. ο όρος
εισήλθε από τον ελνστ. λιμένιον υποκορ. του αρχ. λιμήν, -ένος (Μπαμπινιώτης 2011,
Ετυμολογικό Λεξικό). Τέτοιοι τουρκ. όροι που εισήλθαν ως αντιδάνεια στην ελλ. κρίθηκε
ότι έπρεπε να συμπεριληφθούν στο προς μελέτη υλικό. Το
υλικό συγκεντρώθηκε από τα σύγχρονα λεξικά της ΚΝΕ. Συγκεκριμένα η κύρια πηγή
άντλησης και αποδελτίωσης του υλικού αποτέλεσε το Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ)
(Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη 1998),29 συμπληρωματικά μελετήθηκε το Λεξικό της
Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΝΕΓ) (Μπαμπινιώτης, 1998) προκειμένου να καταγραφούν
επιπρόσθετες πληροφορίες για τις λ. τουρκ. αρχής. Για τα τουρκ. δάνεια που συναντώνται
στα ΝΕ ιδιώματα και τις διαλέκτους, μελετήθηκαν οι εξής πηγές: Λεξικό του Κοζανίτικου
Ιδιώματος (Χριστοδούλου 2003), Λέξεις Τουρκικής Προέλευσης στο Κρητικό Ιδίωμα
(Ορφανός, 2014), Το γλωσσικό ιδίωμα της Ορεινής Πιερίας (Τζιτζιλής-Παπαδοπούλου,
2006), Το Καστοριανό Γλωσσάρι (Σαχίνης, 1996), Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου
(Μπόγκας, 1966). Η συμβολή επιπλέον λεξικογραφικών πηγών κρίθηκε αναγκαία για τη
μελέτη και καταγραφή σημασιών και χρήσεων των τουρκ. δανείων σε περιθωριακούς
γλωσσικούς κώδικες της ΝΕ: Λεξικό της Πιάτσας (Κολτσίδας, 1978), Λεξικό της
Ελληνικής Αργκό (Παπαζαχαρίου, 1999), Λεξικό της Αργκό (Μακροδήμος & Ακριτίδης,
2007) και slang.gr (ηλεκτρονικό λεξικό). Τα λήμματα που κατέγραφαν τα
προαναφερόμενα λεξικά δηλωνόταν ότι ήταν τουρκ. προέλευσης. Στα εν λόγω λήμματα
που συγκεντρώθηκαν με αλφαβητική σειρά, συγκαταλέχθηκαν τα άμεσα δάνεια από την
τουρκ. ενώ αποκλείστηκαν οι παράγωγοι από προηγούμενα δάνεια τ. Επομένως, όσοι όροι

κόπρος (λίπασμα). Τα παραδείγματα αυτά είναι μόνο ενδεικτικά ενώ θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε
σε αυτά και άλλα από τις γλώσσες που αναφέραμε παραπάνω (Kahl 2014, 312).
28
Η Βασμανόλη (2007, 20) αναφέρει ότι «το φαινόμενο του αντιδανεισμού παρατηρείται σε γλώσσες
παγκόσμιας ακτινοβολίας όπως η ελλ. η λατινική, η γαλλική, η γερμανική. Γλωσσικά στοιχεία (λ., επιθήματα,
σημασίες, συντακτικά σχήματα) που εμφανίζονται σε παλαιότερες μορφές αυτών των γλωσσών έγιναν
αντικείμενο δανεισμού από άλλες γλώσσες. Στο πέρασμά τους από γλώσσα σε γλώσσα υπέστησαν άλλοτε
μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες μεταβολές για να επιστρέψουν πολύ αργότερα στην αρχική γλώσσα ως
αντιδάνεια».
29
Βλ. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη), Ηλεκτρονική Έκδοση: http://www.greek-language.gr.
38
δημιουργήθηκαν στη ΝΕ από στοιχεία της τουρκ. μέσω του μηχανισμού της παραγωγής,
δε συγκαταλέχθηκαν στο υλικό της παρούσας εργασίας, παρά μόνο επισημάνθηκαν όπου
ήταν αναγκαίο να γίνει αναφορά στην παραγωγικότητα των τουρκ. στοιχείων. Εκτός
μελέτης βρέθηκαν και τα σημασιολογικά και μεταφραστικά δάνεια λόγω του ότι
αποτελούν διαφορετικό είδος δανεισμού σε σχέση με τα τουρκ. δάνεια που μελετώνται
στην παρούσα εργασία. Πρόκειται για δάνεια, των οποίων ο εντοπισμός συχνά είναι
εξαιρετικά δύσκολος ενώ η συνεξέταση της βαλκανικής διάστασης τέτοιων δανείων
επιβάλλεται προκειμένου να ανιχνευτεί η γλωσσική πηγή τους και κατόπιν η πορεία
εξέλιξής τους στις επιμέρους βαλκναικές γλώσσες. Για το λόγο αυτό στα δάνεια αυτά έγινε
αποκλειστικά απλή αναφορά.
Πρέπει, επιπλέον, να γίνει αναφορά σε μία σημαίνουσα
αδυναμία των λεξικών, η οποία συχνά προκαλεί δυσκολίες στον ερευνητή που δουλεύει
με αυτά, είναι ότι υπάρχει συχνά απόκλιση μεταξύ της εμφάνισης των δανείων και της
παρουσίας τους στα λεξικά (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1994, 25). Για το λόγο αυτό, ουκ
ολίγες φορές καταφύγαμε στο slang.gr, το οποίο συγκεντρώνει αρκετές πληροφορίες για
τη χρήση και το ύφος πολλών τουρκ. δανείων για τα οποία τα λεξικά της ΚΝΕ δεν
κατέγραφαν επαρκείς ή σε ορισμένες περιπτώσεις καθόλου πληροφορίες. Επιπλέον, ως
απόρροια του παραπάνω, κατά το στάδιο ταξινόμησης και μελέτης του υλικού,
συμβουλευτήκαμε τα Ηλεκτρονικά Σώματα Κειμένων (ΗΣΚ) της ΚΝΕ στα οποία υπήρχε
η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης: Σώμα Νέων Ελληνικών Κειμένων της Πύλης για την
Ελληνική Γλώσσα (ΠΕΓ), Σώματα Ελληνικών Κειμένων (ΣΕΚ), Σώμα Κειμένων του
Ινστιτούτου Ελληνικού Λόγου (ΙΕΛ). Τα ΗΣΚ μας παρείχαν πληροφορίες για το
γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο χρησιμοποιούνται οι δάνειες τουρκ. λ., γεγονός που
βοήθησε να εξαχθούν αρκετά συμπεράσματα για το ύφος των δανείων, τη χρήση τους στον
προφορικό και γραπτό λόγο και τα επικρατέστερα περιβάλλοντα εμφάνισής τους. Τα ΗΣΚ
λειτούργησαν, με αυτόν τον τρόπο, επικουρικά ως προς τα κενά που παρουσιάζουν τα
λεξικά της ΝΕ και τελικά εμπλούτισαν τα συμπεράσματά μας για τη σημασιολογική
εξέλιξη των τουρκ. δανείων.
Στη συνέχεια, αφού συγκεντρώθηκε το υλικό, έγινε κατανομή του σε ευρύτερες
σημασιολογικές περιοχές, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που παρουσιάζουν οι όροι
στην ελλ. Καθώς το υλικό ταξινομήθηκε στις επιμέρους σημασιολογικές περιοχές,
καταφύγαμε σε λεξικά που μπορούσαν να μας δώσουν επιπλέον πληροφορίες για την
αρχική σημασία των όρων στη γλώσσα πηγή, κάτι που συνέβαλε ερευνητικά στην
αποσαφήνιση ορισμένων σημασιολογικών εξελίξεων από τη γλώσσα πηγή στη γλώσσα
39
αποδέκτρια, ειδικότερα στις περιπτώσεις όπου τα σύγχρονα λεξικά της ΝΕ δεν έδιναν
επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την αρχική σημασία και χρήση του όρου στη δότρια
γλώσσα. Συγκεκριμένα μελετήθηκε το New Redhouse Turkish-English dictionary (RH)
(1984) του J.W.Redhouse προκειμένου για τα λήμματα της τουρκ. και τις σημασίες τους.
Έτσι, στο κεφ. 3.2.2. όπου γίνεται λόγος για τους τουρκ. όρους που θεωρούνται ότι έχουν
υποστεί σημασιολογική αλλαγή στη ΝΕ δίπλα στα λήμματα επισημαίνεται και ο
αντίστοιχος τουρκ. τύπος και η σημασία του όπως καταγράφεται στο New Redhouse
Turkish-English dictionary. Με αυτόν τον τρόπο δίνονται πληροφορίες για τις περιστάσεις
χρήσεις καθώς και τις επιπρόσθετες σημασίες του όρου στην τουρκ. γλώσσα και αυτό
βοηθά στο να γίνουν συγκρίσεις αναφορικά με τον αντίστοιχο τουρκ. όρο της ελλ. Οι
περιπτώσεις όπου ορισμένοι τουρκ. όροι δεν καταγράφονταν στο εν λόγω λεξικό
επισημάνθηκαν.
Απώτερο στόχο της μελέτης αποτέλεσε η αναζήτηση πληροφοριών αναφορικά με
τη σημασιολογική εξέλιξή των τουρκ. όρων στην ΚΝΕ. Ειδικότερα, καταγράφηκαν οι
αλλαγές στη σημασία, στη χρήση, στο υφολογικό μαρκάρισμα και τη φόρτιση των
δανείων, καταγράφηκαν οι συνωνυμικές ακολουθίες που ορισμένα από αυτά δημιουργούν
σε σχέση με αντίστοιχους όρους της ΝΕ που λογίζονται ως εν μέρει συνώνυμοι, ενώ έγινε
αναφορά και στη φρασεολογία, εφόσον κάποιοι από τους όρους έχουν εισέλθει στο χώρο
της φρασεολογίας και έχουν σχηματίσει σταθερά γλωσσικά συντάγματα. Επιπλέον, η
συγκέντρωση και ταξινόμηση του υλικού επέτρεψε να εξαγάγουμε ορισμένα
συμπεράσματα σχετικά με το βαθμό χρήσης των όρων σήμερα σε σχέση με κάποιους
όρους που βρίσκονται εκτός χρήσης. Επομένως, επειδή οι λ. μ. δεν παρουσιάζουν ίδια
συχνότητα χρήσης ανάμεσα στις ομάδες ομιλητών και αυτό γιατί, όπως έχουμε ήδη
αναφέρει: α) χρησιμοποιούνται στα πλαίσια του ειδικού λεξιλογίου, β) συγκροτούν τον
ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας μίας ορισμένης κοινωνικής ομάδας, γ) ανήκουν στο πολιτισμικό
λεξιλόγιο, δ) δε χρησιμοποιούνται πλέον, έπρεπε να επισημανθεί ο ρόλος και η παρέμβαση
του ομιλητή στη χρήση των τουρκ. δανείων. Αναλυτικότερα, καταλήξαμε στα
συμπεράσματα αναφορικά με τη σημασιολογική εξέλιξη των τουρκ. δανείων στην ΚΝΕ
κατόπιν μελέτης αρχικά των ερμηνειών που μας παρείχαν τα λεξικά που
χρησιμοποιήσαμε. Σε αυτά οι χρήσεις των δανείων δηλώνονταν με διάφορους
χαρακτηρισμούς: (λαϊκότρ.), (προφ.), (οικ.), (λογοτ.), (παρωχ.), (σπάν.), (επέκτ.), (μτφ.),
(ΦΡ), (λαϊκ.), (έκφρ.), (ιστ.), (ειρ.), (γνωμ.), (μειωτ.). Καταλήξαμε στο ότι οι εν λόγω
χαρακτηρισμοί φέρουν τη δική τους προβληματική, υπό την έννοια ότι ένας όρος
ενδέχεται να θεωρείται παρωχημένος (παρωχ.) ως προς την κυριολεκτική του σημασία,
40
ωστόσο μπορεί στην ΚΝΕ να έχει προσλάβει μεταφορική χρήση μέσω επέκτασης της
σημασίας του, άλλοι μπορεί να διατηρήθηκαν στην ομιλία ορισμένων γεωγραφικών
περιοχών και γλωσσικών ποικιλιών, ή η χρήση τους να παραμένει σήμερα προσφιλής σε
ομιλητές μεγαλύτερης ηλικίας και λιγότερο προσφιλής στους νέους με αποτέλεσμα ο όρος
να θεωρείται παρωχημένος για ορισμένους ομιλητές ενώ για άλλους όχι, σύμφωνα με το
προσωπικό γλωσσικό αισθητήριο του καθένα. Επιπλέον, κρίναμε ότι οι χαρακτηρισμοί
(λαϊκότρ.), (προφ.), (οικ.) και (λαϊκ.), θα μπορούσαν να υπαχθούν στον ενιαίο
χαρακτηρισμό (προφ.),30 θα μπορούσαν να υπαχθούν στον ενιαίο χαρακτηρισμό (προφ.),31
εφόσον οι όροι στους οποίους αναφέρονται χρησιμοποιούνται κατά βάση στον προφορικό
λόγο. Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι ο γραπτός λόγος παρουσιάζει
μεγαλύτερη αντίσταση ως προς τη χρήση των τουρκ. δανείων, προσπαθήσαμε να
εντοπίσουμε διάφορα περιβάλλοντα χρήσης, όπως τις περιπτώσεις δημοσιογραφικού
λόγου (γραπτού και προφορικού) όπου η χρήση τουρκισμών εντείνει τη συναισθηματική
φόρτιση που προκαλεί μία είδηση (Туманская, 2006) καθώς και του λογοτεχνικού, όπου
συχνά η χρήση τουρκ. στοιχείων γίνεται σκόπιμα για την επίτευξη αισθητικού
αποτελέσματος αλλά και για τη δημιουργία μίας ατμόσφαιρας που παραπέμπει στη
παρελθούσα εποχή (Жугра & Каминская 2003· Гирфанова 2009· Σετάτος 1998). Σε
ορισμένες περιπτώσεις, προς επίρρωση των επιχειρημάτων μας, δόθηκαν παραδείγματα
χρήσης και αξιοποίησης των τουρκ. δανείων από τον προφορικό λόγο, τη ζωντάνια του
οποίου δεν είναι δυνατόν να «προλάβουν» και να καταγράψουν τα σύγχρονα λεξικά (βλ.
ΗΣΚ, slang.gr).
Το αποτέλεσμα της ταξινόμησης μας έδωσε 27 σημασιολογικές κατηγορίες
(βλ. Pavlou 1993· Σετάτος 1998· Туманская 2006 κ.ά.). Οι 24 από τις 27 κατηγορίες
συμπεριλαμβάνουν αποκλειστικά ονοματικά στοιχεία, ουσιαστικά και επίθετα, 1 την
ονοματική κατηγορία δάνεια επιφωνήματα και προσφωνήσεις, 1 δάνεια μόρια,
συνδέσμους και επιρρήματα (άκλιτα στοιχεία) ενώ 1 ξεχωριστή κατηγορία συμπεριέλαβε
αποκλειστικά δάνεια ρήματα.

30
Η τακτική αυτή ακολουθείται από το «Λεξικό των τουρκισμών στη βουλγαρική» (Grannes, Hauge,
Süleymanoğlu 2002, 8), όπου οι χαρακτηρισμοί λαϊκ., λαϊκότρ. και προφ. αναφέρονται με τον ενιαίο
χαρακτηρισμό colloquial ( καθομιλουμένη, προφορική γλωσσική ποικιλία).
31
Η τακτική αυτή ακολουθείται από το «Λεξικό των τουρκισμών στη βουλγαρική» (Grannes, Hauge,
Süleymanoğlu 2002, 8), όπου οι χαρακτηρισμοί λαϊκ., λαϊκότρ. και προφ. αναφέρονται με τον ενιαίο
χαρακτηρισμό colloquial ( καθομιλουμένη, προφορική γλωσσική ποικιλία).

41
Β. Το Υλικό

3.1. Ταξινόμηση σε σημασιολογικές περιοχές

Η ταξινόμηση των δάνειων τουρκ. όρων που συγκεντρώθηκαν από τα σύγχρονα λεξικά
της ΝΕ έγινε βάσει 27 σημασιολογικών περιοχών προκειμένου να διευκολυνθεί η μελέτη
τους.32 Οι 24 από τις 27 σημασιολογικές περιοχές συμπεριλαμβάνουν τουρκ. στοιχεία που
ανήκουν στην κατηγορία ονοματικό στοιχείο (ουσιαστικά, επίθετα), οι 2 συμπεριέλαβαν
τα άκλιτα στοιχεία (επιφωνήματα, επιρρήματα, μόρια, σύνδεσμοι) και άλλη 1 τα ρήματα.
Η ταξινόμηση των δάνειων όρων σε σημασιολογικές περιοχές έγινε βάσει της πρώτης
σημασίας τους, όπως αυτή καταγράφεται στα λεξικά που μελετήθηκαν. Ως πρώτη σημασία
ορίζεται η κυριολεκτική, την οποία προσαρμόζει ο όρος στην ΚΝΕ, ενώ ως
σημασιολογική επέκταση ορίζεται η προσάρτηση από τον όρο μεταφορικής (ή
μετωνυμικής) σημασίας. Όπως θα φανεί παρακάτω, σε πολλές περιπτώσεις η ΚΝΕ
δανείζεται και την κυριολεκτική και τη μεταφορική σημασία των όρων από την τουρκ. Σε
άλλες περιπτώσεις, η πρώτη σημασία κάποιου όρου στην ΚΝΕ παρουσιάζει διαφορά από
τη σημασία του ίδιου όρου στην τουρκ. βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν από το
τουρκο-αγγλικό λεξικό του Redhouse (1984) το οποίο χρησιμοποιήσαμε για την
καταγραφή των τουρκ. σημασιών. Σε πολλές περιπτώσεις παρατέθηκαν παραδείγματα από
τον κατάλογο του Μήλλα (2007) στον οποίον καταγράφεται ένας σημαντικός αριθμός
κοινών λέξεων και εκφρ. στην ελλ. και τουρκ.
Επιπλέον, στη βάση των λημμάτων
τουρκ. αρχής που ανήκουν στην κατηγορία όνομα-ρήμα (κλιτά στοιχεία) και επίρρημα
(άκλιτα στοιχεία), έγινε ταξινόμηση σε 5 περαιτέρω κατηγορίες με κριτήριο τη χρήση και
τη λειτουργία των όρων στην ΚΝΕ. Οι κατηγορίες έχουν ως εξής: 1. όροι παρωχημένοι,
2. όροι που δεν έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή, 3. όροι που έχουν προσλάβει
υφολογική φόρτιση (χωρίς σημασιολογική αλλαγή), 4. όροι που έχουν επεκταθεί

32
Σε 23 σημασιολογικές κατηγορίες ταξινομεί τα τουρκ. δάνεια η Туманская (2006), συγκεκριμένες
σημασιολογικές κατηγορίες των τουρκ. δανείων στις βαλκανικές διαλέκτους ορίζονται από το πρόγραμμα
МДАБЯ/KBSA «Μικρός Διαλεκτικός Άτλας των Βαλκανικών Γλωσσών», οι Çağlayan & Balaban (2014)
συνεξετάζουν τα τουρκ. στοιχεία στην ελλ. και αλβ. βάσει ορισμένων σημασιολογικών χαρακτηριστικών,
ο Σετάτος (1989) αναφέρει την ύπαρξη διάφορων σημασιολογικών περιοχών των τουρκ. δανείων στην ΝΕ
κ.ά.
42
σημασιολογικά αποκτώντας μεταφορική (ή μετωνυμική) σημασία, 5. όροι που αποτελούν
αποκλειστικά μέρος ΦΡ, εκφρ. ή παροιμιών (φρασεολογισμοί).33 Τα υπόλοιπα άκλιτα
στοιχεία τουρκ. αρχής στη ΝΕ όπως τα επιφωνήματα, τα μόρια και οι σύνδεσμοι,
ταξινομήθηκαν σε ξεχωριστή κατηγορία χωρίς όμως να μελετηθούν υπό το πρίσμα της
χρήσης και λειτουργίας τους στο γραπτό λόγο, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς
περιορίζονται αποκλειστικά στην προφορική ομιλία.

3.1.1. Παρωχημένο Λεξιλόγιο

Υπάρχουν δάνειοι τουρκ. όροι που δε χρησιμοποιούνται πλέον στην ΚΝΕ. Ο


χαρακτηρισμός τους ως παρωχημένων και η κατάταξή τους στην εν λόγω κατηγορία
στηρίχθηκε στα εξής κριτήρια: στη σήμανση των λημμάτων ως παρωχημένων (παρωχ.)34
στα λεξικά απ’ όπου αντλήθηκε το υλικό, στην παρουσία ορισμένων εξ αυτών σε
παλαιότερα κείμενα της ελλ., σε άλλες μαρτυρίες που χρησιμοποιήσαμε για τη χρήση της
γλώσσας σε παλαιότερες εποχές (βλ. Μπόγκας 1966, Σαραντάκος 2011, Κατσάνης 2012).
Υπάρχουν, από την άλλη, κάποιοι τουρκ. όροι που δε χρησιμοποιούνται πλέον στην ΚΝΕ

33
Οι Latifi & Tamo (2013) δημιουργούν ένα corpus κοινών τουρκ. δανείων ανάμεσα σε 8 βαλκανικές
γλώσσες: αλβ., ρουμ., σερβ., βουλγ., ελλ., σλαβομακ., κροατ. και βοσν. Βασική προϋπόθεση για την
εισαγωγή ενός όρου στο corpus είναι η χρήση του σε τουλάχιστον 6 από αυτές τις γλώσσες. Το corpus
έδωσε τις εξής κατηγορίες δάνειων τουρκ. λέξεων: 1. όροι που διατηρούν τη σημασία που είχαν στην
τουρκ. κατά τη στιγμή που έγιναν αντικείμενο δανεισμού. Οι τουρκισμοί αυτοί χρησιμοποιούνται στα ίδια
συμφραζόμενα που χρησιμοποιούνταν πριν από πολλά χρόνια, 2. όροι που έχουν δανειστεί μία μόνο
σημασία από την τουρκ., είτε την πρώτη, είτε τη δεύτερη, 3. όροι που η σημασία τους έχει μεταβληθεί στις
βαλκανικές γλώσσες σε σχέση με τη σημασία του αντίστοιχου όρου στην τουρκ., 4. όροι που ανέπτυξαν
μία επιπλέον σημασία δίπλα στην αρχική και η οποία σημασία δεν καταγράφεται στην τουρκ. π.χ. ο όρος
fishek χρησιμοποιείται και με τη σημασία ‘γρήγορα, άμεσα’ σε αρκετές βαλκανικές γλώσσες, 5. όροι που
χρησιμοποιούνται με συγκεκριμένη μεταφορική ή υφολογική σημασία, η οποία συχνά είναι ειρωνική και
υπονομευτική. Για τους όρους αυτούς, ενδεχομένως, να υπάρχουν αντίστοιχοι συνώνυμοι στις βαλκανικές
γλώσσες, ωστόσο, δεν παύουν να χρησιμοποιούνται, κυρίως στον προφορικό λόγο: π.χ. barut, çirak,
defter, dynja, halve, hallall, ferman, haram κ.ά., 6. όροι που τα συνώνυμά τους είναι άλλες δάνειες από την
τουρκ. λ.: π.χ. allishverish-dallavere, batakçi- xhambaz, hall-siklet-zor-telash.
34
Ελλείψει χώρου το ξεχωριστό παράρτημα με τους παρωχημένους δάνειους όρους από την τουρκ. δε
συμπεριλήφθηκε στο τέλος της εργασίας. Καθώς οι παρωχημένες αυτές λεξικές μονάδες δε μελετήθηκαν
ως προς τα συμφραζόμενα χρήσης τους στα ΗΣΚ, πάρθηκε η απόφαση να ενταχθούν στο κύριο κορμό των
λημμάτων του ΛΚΝ που παρατίθενται αλφαβητικά ως παράρτημα στο τέλος της εργασίας. Οι όροι αυτοί
φέρουν το χαρακτηρισμό (παρώχ.), (λαϊκότρ.), (λαϊκ.), (οικ.) (βλ. στο εν λόγω κεφ.).
43
αλλά που δε χαρακτηρίζονται παρωχημένοι από τα λεξικά. Γι’ αυτούς τους όρους
προτιμάται ο λεξικογραφικός χαρακτηρισμός λαϊκότροπος (λαϊκότρ.), λαϊκός (λαϊκ.),
οικείος (οικ.). Ωστόσο, συχνά οι όροι αυτοί προκαλούν σύγχυση. Για παράδειγμα, στο
ΛΚΝ ο όρος ασκέρι φέρει τη σήμανση (παρώχ), ο όρος γιουρούσι (λαϊκότρ.) και ο όρος
τσουρούτικος (οικ.), ενώ τουλάχιστον αναφορικά με την ΚΝΕ, οι όροι αυτοί έχουν
περιέλθει σε αχρησία. Σε πολλές περιπτώσεις τα δεδομένα που μας έδωσαν τα διάφορα
λεξικά και οι μελέτες, ταυτίστηκαν με το προσωπικό γλωσσικό αισθητήριο για τη χρήση
ή μη ενός όρου στην ΚΝΕ.35 Ο όρος παρωχημένο δάνειο
επιδέχεται αποσαφήνιση και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, καθώς σήμερα πολλοί
δάνειοι όροι της τουρκ. που θεωρούνται παρωχημένοι έχουν αποκτήσει μεταφορική
σημασία, με αποτέλεσμα κάποιος τουρκ. όρος, η κυριολεκτική σημασία του οποίου
ενδέχεται να είναι προσφιλής σε ομιλητές μεγαλύτερης ηλικίας, να έχει προσλάβει άλλη
χρήση στη γλώσσα των νεότερων ομιλητών μέσω της αξιοποίησης του γλωσσικού
μηχανισμού της μεταφοράς. Επί παραδείγματι, ο όρος παρτάλι έχει κυριολεκτική σημασία
‘κουρέλι’. Ωστόσο, σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί η σημασία που παρατίθεται στο
slang.gr: ‘άτομο που έχει φτάσει στο υπέρτατο στάδιο εξαθλίωσης, που έχει κατέβει όλα
τα σκαλιά της παρακμής, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα’, ως επέκταση της αρχικής. Ο όρος
λέσι έχει αρχική σημασία ‘πτώμα ζώου, ψοφίμι και η δυσάρεστη οσμή που αυτό αναδίδει’,
ωστόσο, τείνει να επικρατήσει η διευρυμένη μεταφορική σημασία που αναφέρεται σε
κάποιον υπερβολικά βρόμικο και ατημέλητο. Κάτι ανάλογο παρατηρείται να ισχύει και
για τους όρους που σήμερα θεωρούνται ιστορισμοί (ιστορ.) ως προς την κυριολεκτική τους
σημασία, αφού αναφέρονται σε καταστάσεις του οθωμανικού πολιτισμού που δεν
υφίστανται πλέον. Ορισμένοι τέτοιοι όροι σήμερα έχουν προσλάβει μεταφορική σημασία.
Επομένως, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι οποίες σχολιάζονται εκτενέστερα παρακάτω,
μπορούμε να μιλάμε για διατήρηση είτε υποχώρηση της αρχικής κυριολεκτικής σημασίας

35
Θα ήταν πιο ασφαλές αν, προκειμένου να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με το γλωσσικό αισθητήριο
των ομιλητών της ΝΕ, καταφεύγαμε σε κάποια μελέτη όπου θα υποβάλλονταν ερωτήσεις, στα πλαίσια
ζωντανής συνομιλίας με τους ομιλητές διάφορων κατηγοριών και διαφορετικού ηλικιακού εύρους και
καταγωγής, κατά πόσο ο τάδε ή ο δείνα όρος τουρκ. αρχής θεωρείται παρωχημένος, ουδέτερος ή
φορτισμένος υφολογικά ή για τις σημασίες που ενδέχεται να γνωρίζουν σχετικά με έναν δάνειο τ., τις
περιστάσεις χρήσης του κτλ. Για λόγους περιορισμένου χώρου και χρόνου, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ήταν
εφικτό να υλοποιηθεί.
44
από τη μία και ανάδειξη είτε επικράτηση της δεύτερης μεταφορικής από την άλλη.36
Επιπλέον, κάποιοι από αυτούς τους όρους που χαρακτηρίζονται παρωχημένοι, είναι σε
χρήση στις ΝΕ διαλέκτους με ίδια ή διαφορετική σημασία.37 Παρακάτω θα αναφερθούμε
επιγραμματικά στο πώς οι διάλεκτοι ενσωματώνουν και διαχειρίζονται τα τουρκ. δάνεια
σε σχέση με την ΚΝΕ. Οι περιπτώσεις λεξικογραφικών πηγών για τις διαλέκτους, όπου
μαρτυρούνται οι σημασιολογικές εξελίξεις ορισμένων δανείων, δηλώθηκαν και
επισημάνθηκαν προκειμένου να φανούν οι παρόμοιες ή οι διαφορετικές επιλογές ανάμεσα
στις συγκεκριμένες γλωσσικές ποικιλίες. Αρκετοί όροι της τουρκ. που
χαρακτηρίζονται ως παρωχημένοι, σήμερα αξιοποιούνται και στην ονοματοδοσία
καταστημάτων, π.χ. «Η γωνιά του Μερακλή», «Το κουτούκι», «Τσινάρι», «Με μεράκι» κ.ά.,
ενώ πολλοί έχουν σχηματίσει και χρησιμοποιούνται σήμερα ως ανθρωπωνύμια (βλ. κεφ.
3.1.2.).

36
Η Sweetser (2014, 32) αναφέρει πως η παραγωγική μεταφορά κινητοποιεί την επέκταση της χρήσης ενός
όρου. Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά πως διαγράφεται μία προηγούμενη σημασία του όρου. Με άλλα
λόγια, η κυριολεκτική και μεταφορική σημασία μπορούν να συνυπάρχουν σε έναν όρο.
37
Ο Τζιτζιλής (Ορφανός 2014, 17) καταγράφει: «Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή των τουρκισμών
σημειώνουμε πως το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς το βρίσκουμε στην ΚΝΕ ενώ οι περισσότεροι από τους
υπόλοιπους απαντούν και σε άλλα ελλ. ιδιώματα». Επιπλέον, στις «Λέξεις που χάνονται: ένα ταξίδι σε 366
σπάνιες λέξεις» (Σαραντάκος 2011), ενσωματώνονται περίπου 90 τουρκ. λ. του κρητικού ιδιώματος που
έχει συγκεντρώσει ο Ορφανός (2014), γεγονός που αποδεικνύει ότι κάποιες από τις λ. του Σαραντάκου που
δε χρησιμοποιούνται πλέον εντοπίζονται σε ΝΕ διαλέκτους και ιδιώματα.

45
3.1.2. Επιλεκτικός πίνακας παλαιότερων ξενικής προέλευσης όρων του Μπαμπινιώτη

Ο Μπαμπινιώτης στο ΛΝΕΓ (1998, 626-627) συντάσσει έναν πίνακα όπου περιλαμβάνει
δάνειες λ. που δε χρησιμοποιούνται πλέον στην ΚΝΕ. Τέτοιοι όροι προέρχονται από την
ιταλ., τη βενετσ., τη γαλλ., την ελλ. και την τουρκ. Ο ίδιος εξηγεί πως οι λόγοι για τους
οποίους οι λ. αυτές εντάσσονται στον κατάλογο λέξεων παλαιότερης προέλευσης είναι
επειδή τις συναντάμε σε παλαιότερα δείγματα γραπτού λόγου και πλέον έχουν
αντικατασταθεί, στην πλειονότητά τους, από τις αντίστοιχες ελληνικές. Επιπλέον,
προσθέτει ότι πολλές από αυτές τις λ. τις βρίσκει κανείς σε ΝΕ διαλέκτους όπου
χρησιμοποιούνται αυτούσιες ή μέσα σε εκφράσεις και παροιμίες ή σε ιδιολέκτους
ορισμένων ομιλητών μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ άλλες απαντούν ως τοπωνύμια ή
ανθρωπωνύμια. Οι παλαιότερες αυτές λ., στο σύνολό τους δε συγκαταλέγονται στον κύριο
κορμό των λημμάτων του ΛΝΕΓ. Από την άλλη, το ΛΚΝ συγκαταλέγει στον κύριο κορμό
των λημμάτων του 4 μόνο από τις λέξεις αυτού του καταλόγου: καβάφης (παρωχ.),
καζάζης (παρωχ.), μπαξεβάνης (λαϊκότρ.), μπεχλιβάνης & πεχλιβάνης (λαϊκότρ.). Οι λέξεις
αυτές χαρακτηρίζονται είτε ως παρωχημένες είτε ως λαϊκότροπες, γεγονός που ενισχύει
την κατάταξή τους από το ΛΝΕΓ στον κατάλογο παλαιότερων λέξεων.
Υπάρχουν όροι τουρκ. προέλευσης στον εν λόγω κατάλογο οι οποίοι συναντώνται
και στο «Τουρκικές λέξεις σε παλαιότερα ελληνικά κείμενα» του Μπόγκα (1958), «Λέξεις
που Χάνονται» του Σαραντάκου (2011) όπως ο όρος απτάλης [τουρκ. aptal, abdal] με τη
σημασία ‘ατημέλητος’ (ΛΝΕΓ) στον Σαραντάκο (ό.π., 35) με τη σημασία ‘βλάκας’, ο όρος
γεντέκι [τουρκ. yedek] ‘δοχείο ζεστού νερού’ (ΛΝΕΓ) στον Σαραντάκο (ό.π., 61) ‘σχοινί
με το οποίο ρυμουλκούν τη βάρκα’, ‘η πράξη της ρυμούλκησης’,38 στον Μπόγκα (1958)
γεκντέκι ‘ο παράσειρος ίππος’, ‘το ξύλο όπου είναι ζεμένο το άλογο στα μαγγανοπήγαδα’
κ.α., ο όρος γιαρά [τουρκ. yara] ‘πληγή’ (ΛΝΕΓ) στον Μπόγκα (1958) ως γιαράς ‘πληγή,
τραύμα’ και Σαραντάκο (ό.π., 65) ως γιαράς ‘πληγή’, ‘πληγή που πυορροεί’, όρος που
συναντάται ήδη από τον 16ο αιώνα σε ιατροσοφικό σύγγραμμα και μεταγενέστερα σε
δημοτικά τραγούδια με μεταφορική πλέον σημασία ‘συναισθηματική πληγή’,39 ο όρος
ζάβαλης [τουρκ. zavallι] ‘δυστυχής’ (ΛΝΕΓ) και στον Σαραντάκο (ό.π., 90) ‘δυστυχής,

38
Ο Σαραντάκος αναφέρει ότι ο όρος συναντάται ως τίτλος σε διήγημα του Α. Γιαλούρη «Γεντέκι» καθώς
και στο Μακρυγιάννη, ενώ στο Μυριβήλη χρησιμοποιείται με διαφορετική σημασία.
39
Στον Παπαζαχαρίου (1999) ο όρος γιαράς και κακός γιαράς ‘άτομο που δεν ξεκολλάει και δημιουργεί
μπελάδες και καταστροφές’.
46
ταλαιπωρημένος, φουκαράς’ όπου βρίσκουμε περαιτέρω πληροφορίες για το ότι ο όρος
είναι σε χρήση στην κρητική με τη μορφή ζάβαλε ως επιφώνημα με τη σημασία ‘να πάρει
η ευχή’, ‘διάβολε’ αλλά και στην Κύπρο με τη μορφή ζάβαλλι ‘αλίμονο’. Ο όρος ζάβαλης
εμφανίζεται με την ίδια σημασία και στις επιστολές του Θεσσαλονικιού εμπόρου Δ.
Καστριτσίου που συντάχθηκαν τον 17ο αιώνα (Κατσάνης, 2012).40 Στο slang.gr
πληροφορούμαστε ότι ο τύπος βρίσκεται σε χρήση και στην Κίσσαμο. Ένας άλλος όρος
που καταγράφεται στον κατάλογο του ΛΝΕΓ καθώς και στον κατάλογο του Σαραντάκου
(ό.π., 90) είναι ο ζαϊρές [τουρκ. zahire] ‘προμήθειες, εφόδια’, στον Μπόγκα (1958) ζαηρές
ή ζαερές και συνήθ. στον πληθυντ. ζαηρέδες, ζαερέδες ή ζααρέδες ‘πολεμοφόδια και
κυρίως οι ζωοτροφές’, λ. που βρισκόταν σε συχνή χρήση στα απομνημονεύματα του
Μακρυγιάννη και των αγωνιστών του 1821 (βλ. κεφ. 3.1.3.), ενώ σήμερα διατηρείται σε
εκφρ. ΝΕ διαλέκτων και ιδιωμάτων, όπως στη μακεδονική ΦΡ Κοίτα τον ζαϊρέ σου ‘Κοίτα
τη δουλειά σου’ (ό.π., 90). Ο καβάσης είναι ένας ακόμη όρος που θεωρείται παρωχημένος
[τουρκ. kavas] ‘φρουρός προξενείου’ (ΛΝΕΓ) και ‘κλητήρας της Υψηλής Πύλης’
(Σαραντάκος ό. π., 105).
Πολλοί από τους τουρκ. όρους που ο Μπαμπινιώτης συγκαταλέγει
στο κατάλογο των παλαιότερων λέξεων, οι οποίες στην πλειονότητά τους δε
χρησιμοποιούνται στην ΚΝΕ από το μεγαλύτερο μέρος των ομιλητών, έχουν σήμερα
σχηματίσει επώνυμα. Ορισμένα από αυτά που μπορέσαμε να εντοπίσουμε είναι Αϊβάζης,
Γιουρούκης, Καβάφης, Καζάζης, Καφαντάρης, Κιρατζής, Μουχτάρης, Μπαϊρακτάρης,
Μπαξεβάνης, Ντελής, Ντουλγκέρης, Ουζούνης, Πεχλιβάνης, Σουργκούνης, Τερζής,
Τοπούζης, Τσελεμπής, Χαΐνης.41

40
Επιστολή 10: ‘Όμος δεν το ξέρου καλά αμί έχι να χάσι ο ζάβαλις, μον και πουλή και ο θεός να τον
βοηθίσιν’. Οι 12 επιστολές που συντάσσει ο Καστρίτσιος είναι γραμμένες σε λαϊκή γλώσσα, γεγονός που
μας δίνει γλωσσικές μαρτυρίες από έναν αγράμματο Θεσσαλονικιό, ο οποίος έγραφε όπως ακριβώς
μιλούσε (Κατσάνης 2012, 14). Ο Κατσάνης αριθμεί 81 τουρκ. στοιχεία στις επιστολές του Καστριτσίου, η
πλειονότητα των οποίων συνδέεται με την εμπορική δραστηριότητα.
41
Οι σημασίες αυτών των επωνύμων που κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι γνωστές στους κοινούς
ομιλητές, είναι με τη σειρά καταγραφής τους: αϊβάζης [τουρκ. ayvaz] ‘υπηρέτης’, γιουρούκης [τουρκ.
yürük] ‘άξεστος, βάρβαρος’, καβάφης [τουρκ. kavaf] ‘παπουτσής’, καζάζης [τουρκ. kazaz] ‘μεταξάς’,
καφαντάρης [τουρκ. kafadar] ‘σύντροφος’, κιρατζής [τουρκ. kiracι] ‘ενοικιαστής’, μουχτάρης [τουρκ.
muhtar] ‘επιστάτης, προεστός’, μπαϊρακτάρης [τουρκ. bayraktar] ‘σημαιοφόρος’, μπαξεβάνης [τουρκ.
bahçιvan] ‘κηπουρός’, ντελής [τουρκ. deli] ‘ιππέας’, ντουλγκέρης [τουρκ. dülger] ‘ξυλουργός’, ουζούνης
[τουρκ. uzun] ‘ψηλός’, πεχλιβάνης [τουρκ. pehlivan] ‘παλαιστής’, σουρ(γ)ούνης [τουρκ. sürgün]
47
Συμπερασματικά, ο κατάλογος αυτών των λ. που, σύμφωνα με το
Μπαμπινιώτη, ανήκουν στο πλαιότερο στρώμα της ελλ., είναι ενδεικτικός ορισμένων λ.
τουρκ. αρχής που έπαψαν να χρησιμοποιούνται στις μέρες μας. Εντούτοις, η σύνταξη
τέτοιων καταλόγων εν γένει, ενέχει ορισμένες προβληματικές που αφορούν κατά βάση τα
κριτήρια που μεταχειρίζεται ο εκάστοτε λεξικογράφος προκειμένου να κατατάξει κάποιον
συγκεκριμένο όρο σε έναν τέτοιο κατάλογο. Είδαμε παραπάνω πως το ΛΚΝ συγκαταλέγει
στο κύριο σώμα των λημμάτων του 4 από τις λ. που ο Μπαμπινιώτης θεωρεί σήμερα
ξεπερασμένες. Αντίστοιχα, οι Grannes, Hauge & Süleymanoğlu (2002), στο Λεξικό των
τουρκισμών της βουλγαρικής γλώσσας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, χαρακτηρίζουν ως λ.
της κοινής βουλγ. όρους που άλλα λεξικά της βουλγ. θεωρούν διαλεκτικούς, π.χ. η τουρκ.
αρχής λ. каварма (βλ. ελλ. καβουρμάς) χαρακτηρίζεται από το Λεξικό της βουλγαρικής
γλώσσας (έκδ. Ακαδημίας Επιστημών της Βουλγαρίας) ως διαλεκτική ενώ οι Grannes,
Hauge & Süleymanoğlu (2002, 9) στηριζόμενοι στο κριτήριο ότι συναντάται στο μενού
των πιο εκλεκτών εστιατοριών της πρωτεύουσας αλλά και της υπόλοιπης Βουλγαρίας
θεωρούν ότι αποτελεί μέρος του κοινού λεξιλογίου της βουλγ. Επομένως, επειδή όπως
συχνά αποδεικνύεται, η σύνταξη αντίστοιχων καταλόγων στηρίζεται εν πολλοίς σε
υποκειμενικά κριτήρια (δηλ. απόψεις βασισμένες στο προσωπικό γλωσσικό αισθητήριο)
θα πρέπει να γίνεται προσεκτικότερη μελέτη της χρήσης ορισμένων λέξεων με δέιγμα
τόσο από διάφορα είδη ομιλητών όσο και από πληθώρα γραπτών μαρτυριών. Ίσως αυτός
να ήταν εντέλει και ο βασικότερος λόγος για τον οποίον ο συγκεκριμένος κατάλογος του
Μπαμπινιώτη (1998) αφαιρέθηκε από τις επόμενες εκδόσεις του Λεξικού.
3.1.3. Παλαιότερα είδη κειμένων

Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη: Μιλώντας για παλαιότερα είδη κειμένων θα


μπορούσαμε να αναφέρουμε ως δείγμα τα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη». Στο
έργο αυτό συναντάμε τουρκ. δάνεια πολλά εκ των οποίων δεν καταγράφονται στα λεξικά

‘εξόριστος’, τερζής [τουρκ. terzi] ‘ράφτης’, τοπούζι [τουρκ. topuz] ‘είδος ροπάλου’, τσελεμπής [τουρκ.
çelebi] ‘κύριος, άρχοντας’, χαΐνης [τουρκ. hain] ‘ακαμάτης’.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και μία διαδικτυακή πηγή όπου καταγράφεται ένας σημαντικός αριθμός
ροδίτικων επωνύμων που συντίθενται από όρους της τουρκ., στην πλειονότητά τους παρωχημένοι:
Αρφαράς [τουρκ. farfara ‘φλύαρος’], Ατσάς [τουρκ. aza ‘δικαστής’], Ζαΐρης [τουρκ. zair ‘επισκπέτης’],
Zουμπάς [τουρκ. zimba ‘εργαλείο’], Καΐκης [ τουρκ. Kayik ‘πλοάριο, λέμβος’], Κουτσούκος [τουρκ.
Kucuk ‘μικρός’] κ.ά.
48
της ΚΝΕ: π.χ.42 χοσμέτι (κεφ.1: «ὅτι θέλει ἕνα παιδὶ νὰ τοῦ κάνη χοσμέτι») ‘υπηρεσία’, βλ.
τουρκ. χουσμεκιάρης, χοσμεκιάρης, τζιρακλίκι (κεφ.1: «Αὐτὸ τὸ τζιρακλίκι μό᾿ ῾καμε κι᾿
αὐτός») ‘η μαθητεία σε εργαστήρι, η αμειβόμενη εργασία του τζιρακιού’, βλ. τουρκ.
τζιράκι ‘μαθητής σε εργαστήρι ή μαγαζί’:, ζαερέδες & ζαϊρέδες (κεφ. 1: «ὅμως νὰ τοὺς
κλείσουνε καὶ φεύγουν μόνοι τους, ὅτι δὲν ἔχουν ζαερέδες») (βλ. παραπάνω), χαΐνην (κεφ.
1: «Τότε πιάνουν κ᾿ ἐμένα ὡς χαΐνην τοῦ Σουλτάνου»), σερασκέρηδες (κεφ. 2: «κι᾿ ἄλλοι
πολλοὶ σερασκέρηδες περίτου ἀπὸ ἐννιὰ χιλιάδες»), κούλια ‘οχυρό σπίτι’ (κεφ. 3: «ὅτι τὴν
κούλια τῆς Μητρόπολης, τοῦ περιβολιοῦ») κ.ά. Άλλοι τουρκ. όροι χρησιμοποιούνται με
ουδέτερη υφολογία ενώ σήμερα είναι υφολογικά φορτισμένοι: μπόσικος (κεφ. 1: «καὶ μὲ
παιδέψουνε καὶ βρεθῶ μπόσικος καὶ προδώσω τίποτας»), χαμπέρια (κεφ. 1: «Νὰ μὲ πᾶς
βράδυ ἐκεῖ ὁποὖναι ὁ Δυσσέας καὶ θέλει μάθης χαμπέρια πλῆθος»), χαράμι (κεφ. 1: «ὅτι
πλέον μᾶς ἔγινε χαράμι ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ βασίλειόν μας», μπουλούκι (κεφ. 2: «ἄξαινε ὀλίγον
τὸ μπουλούκι μας»), μπαϊράκια (κεφ. 2: «καὶ ἕντεκα μπαϊράκια καὶ ὅλους τους ζαϊρέδες
καὶ πολεμοφόδια»), μαχαλάς (κεφ. 3: «κ᾿ εἴχανε αὐτεῖνοι τὸ βίον τοὺς μέσα κι᾿ ὅλος ὁ
μαχαλάς») ενώ άλλα τουρκ. στοιχεία σήμερα θα τα χαρακτηρίζαμε παρωχημένα ως προς
τη χρήση: γιαταγιάνι (κεφ. 1: «Ἴσασα τὶς πιστιόλες μου, τὸ γιαταγάνι μου») καζάντησα
(κεφ. 1 «καὶ καζάντησα τοῦ Θεοῦ τὰ ἐλέγη καὶ ἔφκιασα ἐκεῖ σπίτι»), κιμέρι (κεφ. 1, «Καὶ
τὸ κιμέρι μου γιομάτο»), κιοτής (κεφ. 1 «καὶ νὰ βγῶ μὲ τὸ γιαταγάνι ἔξω, ἂς ἤμουν καὶ
κιοτής»). Πολλοί από αυτούς τους όρους, όπως φάνηκε και παραπάνω, την εποχή του
Μακρυγιάννη χρησιμοποιούνται με κυριολεκτική σημασία χωρίς υφολογικές φορτίσεις.

Δημοτικό τραγούδι: Ένα άλλο παλαιότερο είδος κειμένου στο οποίο ανιχνεύονται τουρκ.
λεξικά στοιχεία είναι το δημοτικό τραγούδι. Στην αρκετά παλαιά συλλογή δημοτικών
ασμάτων της Ιατρίδου (1859) έχουν συλλεχθεί μερικά γραπτά δείγματα αυτού του
κειμενικού είδους. Μπορούμε να αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα τουρκ. στοιχείων
που εντοπίζονται σε αυτά τα δημοτικά τραγούδια: στο «Άσμα του Καπετάν Ανδρίτσου,
πατρός του στρατηγού Οδυσσέως και των αδελφών αυτού» βρίσκουμε: Να μη με πατ’ από
χωριό, μητ’ από βιλαέτι. Παρακάτω στη «Θρηνωδία της μητρός του Καπετάν Ανδρίτσου»
έχουμε: -Προς σας άρχοντες Λεβαδιάς, προς σας κοντσαμπασίδες, -Βάζω φωτιά’ς τη χώρα
σας, σας καίω τα σαράϊα […]. Στο «Τραγώδιον του Αρχιστρατήγου και αοιδήμου»: -Πάρε
Βέϊκό τους Έλληνας, σύναξε τα μπουλούκια, Θα’ πάμε να πατήσωμε, τα Τούρκικα

42
Τα παραδείγματα αντλούνται από τα κεφάλαια του 1 ου βιβλίου.
49
ταμπούρια, Κ’ ευθύς τρομπέτα’ φώναξε, και τα μπαϊράκια’ σκώσαν, Σαν τα σαΐνια
ρίχθηκαν, ‘ς τα Τούρκια ταμπούρια […], Ψηλή φωνή εφώναξε, ν’ ακούση το ασκέρι, -
Έλληνες μην κιοτεύετε, Έλληνες μη σκορπάτε […], Για πάρτε με και σύρτε με, ’ς το έρημο
τσαδήρι. Στο «Μάχη του αρματωλού Μπουκουβάλα κατά 1500 Τουρκαλβανών»: Όλοι οι
κλεπτ’ ακούονται, κι όλοι τουφέκια ρίχτουν […], Ο Μπουκουβάλας ’ φώναξεν, από το
μετερίζι. Οι όροι αυτοί στην πλειονότητά τους ανήκουν στο ιστορικό λεξιλόγιο της τουρκ.
και ειδικότερα στο διοικητικό: βιλαέτι, κοντσαμπασίδες, σαράϊα, ασκέρι κτλ. και
χρησιμοποιούνται με κυριολεκτική σημασία.
Στη συλλογή δημωδών ασμάτων του Αραβαντινού (1880) βρίσκουμε επίσης πολλά
τουρκ. δάνεια τα οποία χρησιμοποιούνται με κυριολεκτική σημασία: στο «Οι Σπαχίδες»
βρίσκουμε: Τα τέσσερα τα πέντε, τα εννιάδερφα τα δεκοχτώ ξαδέρφια, τα’ λιγόημερα τους
ήρθ’ένα φιρμάνι απ’ τον βασικηά, να παν να πολεμήσουν χρόνους δώδεκα. Στο «Η κατά
της Πάργας εκστρατεία το Αλή Πασά (1798)» έχουμε: Σ’ επρόσταξεν ο Βασιληάς
Φρανζέζους για να κυνηγάς κι’ όχι τίμιους ραγιάδες, που μισούνε τους ληστάδες […]. Στο
«Ο πνιγμός της κυρά Φροσύνης (Ιωάννινα, 1801)» έχουμε: Άλλη καμμιά δεν τώβαλε το
λιαχουρί φουστάνι πρωτ’ η Φροσύνη τώβαλε κ’ εβγήκε ‘ς το σιργιάνι […]. Στο «Πάργας
τελευταία μάχη (1814)»: Εξέρανε και κυτριαίς το τούρκικο το αίμα, κ’ έπεσε κι ο Νταούτ
Μπεής του ασκεριού ο πρώτος […]. Στο «Η πολιορκία του Μεσολογγίου (1826)»: Κι ο
Μπότσαρης εχούγιαξεν από το μετερίζι –ποιος είν’ άξιος και γλήγορος και άξιο παλληκάρι
να πάη με γράμμα ‘ς τα νησιά ‘ς την Ύδρα και ταις Σπέτσαις για να μας φέρουν ζαϊρέ να
διώξουμε την πείνα […].

Προικοσύμφωνο:

Το Προικοσύμφωνο αποτελεί ένα είδος δεσμευτικού κειμένου όπου συμφωνούνται και


αναγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία που δίνονταν στο γαμπρό από τη νύφη. Στο
περιοδικό Λαογραφία- Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας (1960) μπορούμε να
βρούμε πληθώρα παραδειγμάτων αυτού του κειμενικού είδους και να αναζητήσουμε
τουρκ. γλωσσικά στοιχεία σε αυτά. Για παράδειγμα στη ΙΘ’ έκδοση του περιοδικού
βρίσκουμε ένα προικοσύμφωνο του 1903 όπου αναγράφονται τα εξής: «Εν ονόματι της
Αγίας Τριάδος και του Παντοδυνάμου Θεού. Προικοσύμφωνον το οποίον ισχύει συμφώνως
με τα ήθη και έθιμα του τόπου γενόμενον κατά τους αρραβώνας και επί παρουσία όλων των
προσκεκλημένων εκατέρωθεν του τε γαμβρού και της νύμφης. 2 κιλίμια, 1 τσέργα, 2

50
βελέντζες, 2 γιοργάνια43…25 ζεύγη τσοράπια (βλ. τσουράπια: πλεκτή κάλτσα: Ορ. Πιερία
(Τζιτζιλής Παπαδοπούλου, 1006)) της νύμφης».
Σε προικοσύμφωνο της Σύρου που χρονολογείται από το 1671 συναντάμε:44 Ενα
φουστάνι από τσίτι ριγωτό…ένα λύχνο χωματένιο και άλλον έναν από ντενεκέ…Τρία
ρεάλια, πέντε παράδες και επτά άσπρα, δέκα οκάδες ελιές και πέντε οκάδες χαμάδα. Στο
προικοσύμφωνο της Πάρου που χρονολογείται από το 1739 συναντάμε:45 ένα καζάνη,
τρία τέντζερε….δυο ταβάδες….εν μαστραπά ρακιού…καλά διο φέσια…διο σεντούκια
στολισιάς….εν σοφρά-καντήλι.

3.1.4. Όροι που δεν έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή

Οι τουρκ. όροι που δεν έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή στην ΚΝΕ είναι αυτοί που
αποτελούν το μοναδικό τρόπο για να εκφραστεί μία έννοια. Στη βιβλιογραφία, τέτοιοι όροι
χαρακτηρίζονται ως ουδέτεροι, με κυριολεκτική και αφόρτιστη χρήση (Σετάτος 1998,
218). Πρόκειται για δάνεια που εισέρχονται με την εισαγωγή νέων εννοιών από μία
γλώσσα πηγή σε μία γλώσσα στόχο.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τουρκ. όροι χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του
επαγγελματικού λεξιλογίου που μεταχειρίζεται μία συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα,
π.χ. οικοδόμοι και ναυτικοί. Οι όροι αυτοί αποτελούν μέρος της ομιλίας ενός
συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου, τα μέλη του οποίου μοιράζονται κοινές γνώσεις
σχετικά με το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους. Αυτό σημαίνει πως οι όροι αυτοί
πιθανότατα να μην είναι γνωστοί στους περισσότερους ομιλητές της πρότυπης ΚΝΕ
καθώς δεν αποτελούν μέρος του κοινού λεξιλογίου της και πολλοί από αυτούς ενδέχεται
να χαρακτηρίσουν αυτά τα δάνεια παρωχημένα. Για παράδειγμα ο ζουμπάς είναι ένα μικρό
βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να

43
Σε παρένθεση δίνεται η σημασία των παλαιότερων τουρκ. όρων που δεν καταγράφονται στο Παράρτημα
των τουρκικών δανείων του ΛΚΝ που παρατίθεται στο τέλος της εργασίας. Πρόκεται για όρους που δεν
καταγράφονται στο ΛΚΝ και η σημασία τους αντλείται από διαλεκτικά λεξικά.
44
http://www.kmag.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%83%CF%8D%
CE%BC%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-
%CF%83%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-
1671/
45
http://www.koutouzis.gr/i8i-e8ima.htm
51
την τρυπήσουμε. Τον όρο τον συναντάμε στο ειδικό παραδοασικαό λεξιλόγιο των
τεχνητών. Αντίστοιχα, οι όροι σαχνισί, τσατμάς και μπαμπάς ανήκουν στην αρχιτεκτονική
ορολογία, ενώ οι όροι λαχούρι, σιρίτι και μπιμπίλα ανήκουν στο ειδικό παραδοσιακό
λεξιλόγιο του κλάδου της εμπορίας ενδυμάτων και της βιοτεχνίας, ενώ και η ναυτική
ορολογία έχει, επίσης, αξιοποιήσει πολλά τουρκ. δάνεια τα οποία στο σύνολό τους είναι
άγνωστα στους ομιλητές της ΚΝΕ. Τέτοιοι όροι είναι για παράδειγμα το μπουγάζι &
μπογάζι, το γιατάκι και ο μακαράς ενώ τυχαίνει κάποιοι ναυτικοί όροι από την τουρκ. όπως
πούσι και μπόσικος να απαντούν πλέον και στην ΚΝΕ (Βαρδαβούλιας, 2013). Για τους
παραπάνω λόγους, τα τουρκ. δάνεια που αξιοποιούνται από τα ειδικά λεξιλόγια
εντάσσονται στην κατηγορία των ουδέτερων-αφόρτιστων δανείων, καθώς σε πολύ λίγες
περιπτώσεις συναντάται αντίστοιχος όρος στην ΚΝΕ που να τους αντικαθιστά, π.χ. ο όρος
νισαντίρι [τουρκ. nιşadιr] μπορεί να αντικατασταθεί από τον όρο χλωριούχο αμμώνιο.

3.1.5. Όροι υφολογικά φορτισμένοι

Παραπάνω έγινε λόγος για τη διάκριση μεταξύ δηλωτικών και συνυποδηλωτικών δανείων.
Στο κεφ. αυτό θα αναλύσουμε τα συνυπωδηλωτικά δάνεια από την τουρκ. καθώς, όπως
επισημαίνει η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1994, 147) «πρόκειται για όρους τους οποίους θα
μπορούσε να είχε αποφύγει η Γ1 αφού δεν υπάρχει άμεση υλική ανάγκη, είτε γιατί υπάρχει
αντίστοιχη ονομασία στη Γ1, είτε γιατί θα μπορούσε να βρεθεί άλλη με υλικό από τη Γ1.
Στην πραγματικότητα τα δάνεια αυτά απορρέουν από την επιθυμία του ομιλητή να μιμηθεί
τον ξένο τρόπο ζωής, μίμηση που υπαγορεύεται από λόγους γοήτρου με το οποίο
περιβάλλει η Γ1 τη Γ2». Ωστόσο, αναφορικά με το κίνητρο του γοήτρου, τονίζεται ότι
πολλές λ. από την τουρκ. στην ελλ. είναι σήμερα χαρακτηρισμένες ως προς το επίπεδο
χρήσης (λαϊκές, του προφορικού λόγου, του οικείου επιπέδου και όχι λόγιες ή υψηλού
επιπέδου). Παραδείγματα ζευγών λέξεων όπου παρατηρείται αντιστοιχία μεταξύ τουρκ.
δανείου και ελλ. όρου (βλ. παρακάτω) είναι π.χ. ολόκληρος/κοτζάμ, σοτάρω/τσιγαρίζω
κ.ά., αφού όπως εξηγείται, «στην περίπτωση των δανείων από την τουρκ., η γλώσσα πηγή
στερείται γοήτρου από τους νεοέλληνες ομιλητές (με εξαίρεση τους όρους της διοικητικής
γλώσσας του ιστορικού λεξιλογίου της τουρ.)» (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη ό.π., 100). Ο
Kazazis (1972, 91) εκφράζει επίσης τον προβληματισμό του σχετικά με τους τουρκ. όρους
που αντικατέστησαν ή που συνυπάρχουν αρμονικά με τους γηγενείς όρους στις

52
βαλκανικές γλώσσες, παρ’ όλες τις πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές ανάμεσα
στους Οθωμανούς και τους λαούς των Βαλκανίων.
Πολλοί μελετητές έχουν επισημάνει ότι τα τουρκ. δάνεια της ελλ. ανήκουν σε
διαφορετικό γλωσσικό επίπεδο, καθώς ορισμένοι δεν έχουν μεταβάλει την αρχική
σημασία τους στην ελλ. αλλά έχουν προσλάβει υφολογική φόρτιση. Γι’ αυτούς τους όρους
υπάρχουν αντίστοιχοι ελλ., οι οποίοι, ωστόσο, χρησιμοποιούνται ουδέτερα στη γλώσσα.
Για παράδειγμα, ο όρος μπούζι έχει ως αντίστοιχο στη ΝΕ τον όρο κρύος, ο όρος σινάφι
τον όρο συντεχνία, ενώ αντίστοιχα παραδείγματα συνιστούν τα ζεύγη ντουνιάς-κόσμος
(και ΦΡ κόσμος και ντουνιάς), ζαμάνια-χρόνια (και ΦΡ χρόνια και ζαμάνια), χάλι-άσχημη
κατάσταση, χαΐρι-προκοπή (βλ. κεφ. 3.1.7.). Οι όροι αυτοί δεν μπορούν να εκληφθούν ως
απόλυτα συνώνυμοι, λόγω διαφοράς ύφους, με τους τουρκ. όρους να είναι υφολογικά
φορτισμένοι, ενίοτε και αρνητικά, όπως θα φανεί παρακάτω, και τους ελλ. να είναι
υφολογικά ουδέτεροι. Αυτή η υφολογική απόσταση καθορίζει και τα περιβάλλοντα
εμφάνισης των συγκεκριμένων όρων, καθώς, συνήθως, δεν είναι δυνατή η αμοιβαία
αντικατάστασή τους. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση του ελλ. όρου σε ορισμένα
συμφραζόμενα αποκλείει συχνά την εμφάνιση του αντίστοιχου τουρκ. στα ίδια
συμφραζόμενα. Η διαφορά ως προς τη χρήση των όρων έγκειται στο γεγονός πως οι όροι
αυτοί, όπως προαναφέραμε, δε μπορούν να θεωρηθούν απόλυτα συνώνυμοι. Σύμφωνα με
τον Cruse (1986, 266), για να χαρακτηριστούν δύο όροι συνώνυμοι πρέπει να
παρουσιάζουν υψηλό βαθμό σημασιολογικής επικάλυψης (semantic overlap) καθώς και
χαμηλό βαθμό αντιφατικότητας (implicit contrastiveness). Επιπρόσθετα, η Αναστασιάδη-
Συμεωνίδη (1994, 149) αναφέρει ότι ουσιαστικά «πρόκειται για αναποτελεσματική
διάκριση, γιατί το συνυποδηλωτικό δάνειο δεν είναι συνώνυμο με το αντίστοιχό του στη
Γ2, αλλά και γιατί είναι δύσκολο στην πράξη να ενταχθούν όλα τα δάνεια στις 2 αυτές
κατηγορίες, αφού δεν είναι πάντα σαφή τα όρια από τη μία ανάμεσα σε μια απλώς υλική
ανάγκη και από την άλλη σε μία υλική ανάγκη που εμπεριέχει και ψυχολογική ανάγκη που
προσφέρει μία λύση πιο οικονομική κατά την επικοινωνία».
Ο Μπόγκας (1958, 8-9) αναφερόμενος στις παλαιότερες τουρκ. λέξεις της ελλ.
προβαίνει στην παρατήρηση ότι η ελλ. δανείστηκε από την τουρκ. μεγάλο αριθμό
επιθέτων. Περισσότερα από 50 έχουν συνδεθεί στενά με τη γλώσσα μας: π.χ. ατζαμής,
γουρσούζης, ζεβζέκης, κουβαρδάς, λεβέντης, μαχμουρλής, μερακλής, τζαναμπέτης, κ.ά. και
έχουν πολιτογραφηθεί οριστικά για δύο λόγους: πρώτα γιατί έχουν πάρει μία ιδιαίτερη
σημασία, μία σημασιολογική απόχρωση χωριστή που μεγαλώνει την ιδιότητα που έχει το
αντίστοιχο ελλ. επίθετο. Ο τεμπέλης π.χ., ενώ στην τουρκ. δε σημαίνει τίποτα περισσότερο
53
από ό,τι το ελλ. οκνηρός, στην ελλ. σημαίνει κάτι παραπάνω από οκνηρός. «Είναι
τεμπέλης» σε μας θα πει «είναι πολύ οκνηρός». Το ίδιο συμβαίνει και με το ατζαμής και
πρωτόπειρος, κουβαρδάς ή χουβαρδάς και γενναιόδωρος, μπεκρής και μέθυσος κτλ.
Δεύτερος λόγος για τον οποίον χρησιμοποιούνται τα τουρκ. επίθετα από τον ελλ. λαό
συχνότερα από τα αντίστοιχα ελλ. είναι ότι αυτά πήραν τη θέση των δημοτικών τύπων των
αντίστοιχων ελλ., πβ. νυσταλέος και μαχμουρλής, παράσιτος και σελέμης κ.ά.
Συναντάμε, επίσης, πολλούς όρους άσκησης διάφορων επαγγελμάτων που έχουν
τουρκ. προέλευση, για τους οποίους υπάρχουν αντίστοιχοι ελλ., οι οποίοι συχνά
προτιμώνται: π.χ. μανάβης-οπωροπώλης, σιμιτζής (παρωχ.)-κουλουράς, σοβατζής-
κονιαστής, ταμπάκης (παρωχ.)-βυρσοδέψης, χασάπης-κρεοπώλης, χαμάλης-αχθοφόρος κ.α.
Πολλοί όροι της τουρκ., από την άλλη, που είναι παρωχημένοι αλλά έχουν επιπλέον
μεταφορική σημασία (βλ. ιστορικοί όροι), όπως π.χ. ραγιάς, χαράτσι κ.ά., είναι συνήθως
και υφολογικά φορτισμένοι. Υπάρχουν και αρκετοί συνώνυμοι μεταξύ τους τουρκ. όροι
που έχει δανειστεί η ΚΝΕ, οι οποίοι μπορεί να ενταχθούν σε μία κλίμακα από το πιο
μαρκαρισμένο έως το λιγότερο π.χ. ντέρτι, νταλκάς, σεβντάς κτλ, ενώ άλλοι όροι έχουν
υβριστική και μειωτική σημασία και συνήθ. χρησιμοποιούνται με σκοπό να χαρακτηριστεί
ποιοτικά ο άνθρωπος:46 κουμάσι, ρεμάλι, μαγκούφης, παρτσακλός, φαρφάρας, πούστης κ.ά.
(βλ. και Σετάτος 1989, 227). Αυτή η διαστρωμάτωση του
λεξιλογίου, που συμπεριέλαβε και τα τουρκ. δάνεια, ερμηνεύεται στο γενικότερο πλαίσιο
της «συνάντησης» και «παντρέματος» του λαϊκού και λόγιου λεξιλογίου, της δημοτικής
και καθαρεύουσας, που σε τελική ανάλυση οδήγησε στον εμπλουτισμό των εκφραστικών
μέσων και δυνατοτήτων της ΚΝΕ.

46
Στη μεταπτυχιακή εργασία της Χριστοπούλου (2010, 26) για το άσεμνο λεξιλόγιο της ΚΝΕ, αναφέρεται
πως από το συγκεντρωμένο υλικό των 200 άσεμνων λέξεων, το 20% αποτελούν λ. ξένης προέλευσης εκ
των οποίων το 3% τουρκ. που αποτελεί και την πολυπληθέστερη ομάδα λέξεων σε σχέση με τις υπόλοιπες.
54
3.1.6. Στιγματισμένες γλωσσικές φόρμες

Η Τσιλιπάκου (1986) αναφέρει ότι πολλοί στιγματισμένοι όροι της ελλ. είναι τουρκ.
δάνεια τα οποία βρίσκουν αντιστοιχίες στην επικρατούσα γλωσσική ποικιλία. Αυτοί οι
όροι θα μπορούσαμε να πούμε ότι, είτε έχουν ισοδύναμα: 47 ντουβάρι (τοίχος), τσακμάκι
(αναπτήρας), καπάντζα (φάκα, ποντικοπαγίδα), είτε αποτελούν μοναδικό τρόπο έκφρασης
μίας έννοιας: μπουνταλάς,48 καρντάσι, χαβάς, αλισβερίσι, λέσι49 κ.ά. (ό. π., 263). Στην
πλειονότητά τους οι λ. τουρκ. προέλευσης είναι στιγματισμένες, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει
για δάνεια από άλλες γλώσσες. Αυτό αποδεικνύεται και από την έρευνα που έκανε η
Τσιλιπάκου αντλώντας δείγμα από τη γλώσσα μαθητών. Η πλειονότητα των μαθητών
έκρινε ως στιγματισμένες φόρμες όπως πίνω τσιγάρα (σημασιολ. δάνειο από την τουρκ.)
καθώς και άλλες εκφρ. που αναφέρθηκαν παραπάνω και αποτέλεσαν μέρος της
συγκεκριμένης έρευνας, ενώ η αντικατάστασή τους κρίθηκε ως επί το πλείστον αναγκαία.
Στα πλαίσια της έρευνας συμπεριλήφθηκε συγχρόνως η μελέτη κοινωνικών κριτηρίων
όπως η κοινωνική τάξη των μαθητών. Έτσι, άτομα που προέρχονταν από εργατική τάξη
αντικατέστησαν π.χ. την έκφρ. πάρε αυτά τα χάπια είναι ό, τι πρέπει για τον κεφαλόπονο
με την έκφρ. είναι ταμάμ για τον κεφαλόπονο κ.ά. Τα αποτελέσματα δείχνουν ποσοτικά
πως η τάση αντικατάστασης των στιγματισμένων τύπων είναι έντονη στα παιδιά που
προέρχονται από ανώτερα κοινωνικά στρώματα (85%) καθώς παρατηρείται μεγαλύτερη
προσπάθεια ταύτισης με την κοινωνική και γλωσσική νόρμα. Θα μπορούσαμε να
αναφερθούμε αναλυτικότερα στις φόρμες που θεωρούνται στιγματισμένες ανάλογα με την
κοινωνική τάξη των μαθητών σύμφωνα με την έρευνα, ωστόσο, θα περιοριστούμε στη

47
Ο Σετάτος (1989, 220) αναφέρεται στους τουρκ. όρους για τους οποίους υπάρχουν αντίστοιχοι
συνώνυμοι όροι στην ΝΕ ως παραδείγματα φορτισμένων εκφρ., η φόρτιση των οποίων εντείνεται ακόμη
περισσότερο όταν γίνει αντιπαραβολή τους με αυτούς της ελλ. που αποτελούν εκφρ. άλλου επιπέδου
γλώσσας. Ορισμένα παραδείγματα είναι: ντουβάρι-τείχος, ντουνιάς-κόσμος, χαράτσι-φόρος, σοκάκι-δρόμος
κ.ά.
48
Σήμερα η λ. μάλλον τείνει να περάσει σε αχρησία, εφόσον μπορεί να αντικατασταθεί από πολλές άλλες
συνώνυμες του ίδιου επιπέδου.
49
Στις στιγματισμένες φόρμες της ελλ. η Τσιλιπάκου (1986, 263) συμπεριλαμβάνει όρους της τουρκ. οι
οποίοι σήμερα πολύ πιθανόν να είναι άγνωστοι σε έναν νεαρό ομιλητή, να αποτελούν μέρος της παθητικής
γνώσης εκ μέρους τού του νεοελληνικού λεξιλογίου ή να χαρακτηρίζονται από σημασιολογική
αδιαφάνεια. Τέτοιοι όροι είναι: τζέτζερες ‘κατσαρόλα’, σελέμης ‘ακαμάτης’, αναντάμ-μπαμπαντάμ ‘από
γενιά σε γενιά’.
55
διατύπωση ορισμένων μόνο συμπερασμάτων. Η έρευνα της Τσιλιπάκου,
παρόλο που πραγματοποιήθηκε τρεις δεκαετίες πριν, αποτελεί παράδειγμα ορισμένων
γενικών γλωσσικών συμπεριφορών. Οι τουρκ. όροι συχνά υπήρξαν αρνητικά
στιγματισμένοι και μαζί με τις άλλες στιγματισμένες φόρμες της γλώσσας αντικαθίστανται
με εκείνες που θεωρούνται καθολικά αποδεκτές από τους ομιλητές. Επιπλέον, η
συγκεκριμένη έρευνα καταδεικνύει τη σημασία του παράγοντα ‘κοινωνική τάξη’ στην
υιοθέτηση ή μη συγκεκριμένων γλωσσικών συμπεριφορών, ενώ αναδεικνύει και το ρόλο
της εκπαίδευσης στην προσπάθεια παγίωσης μίας κοινής γλωσσικής συμπεριφοράς η
οποία κρίνεται γενικώς αποδεκτή. 50 Από την άλλη, τα
αποτελέσματα της έρευνας θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιβαίνουν προς τη
γλωσσολογική άποψη που έχει διαμορφωθεί σχετικά με τη γλώσσα των νέων. Έχουν
επισημανθεί πολλάκις και έχουν συνταχθεί μελέτες και λεξικά με αναφορά στις
ιδιαιτερότητες της γλώσσας των νέων, καθώς ο γλωσσικός κώδικας που χρησιμοποιούν
χαρακτηρίζεται από πολλούς νεωτερισμούς οι οποίοι δε συναντώνται στην κοινή.
Επομένως, θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε την τάση αντικατάστασης των στιγματισμένων
τύπων ως απόρροια της ίδιας της φύσης της έρευνας όπου τέθηκε εξ αρχής η οδηγία της
διόρθωσης και αντικατάστασης. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε,
απομονώνοντας τα τουρκ. στοιχεία της έρευνας, ότι αυτά επιχωριάζουν στη λαϊκή
γλωσσική ποικιλία η οποία θεωρείται υποδεέστερη από την πρότυπη. Με παρόμοιο τρόπο,
οι περιθωριακές κοινωνικές διάλεκτοι και η γλώσσα των νέων ενσωματώνουν συνειδητά
τουρκ. δάνεια στο λόγο τους, ως μία έκφραση αντίθεσης προς την κρατούσα γλωσσική
συμπεριφορά και αυτό το κάνουν επειδή έχουν επίγνωση ότι η εκφραστικότητά των τουρκ.
δανείων (ή άλλων δανείων εν γένει) στιγματίζεται από τους ομιλητές που χειρίζονται την
πρότυπη γλωσσική ποικιλία (βλ. κεφ. 4.1.2.). Κάτι παρόμοιο παρατηρείται
στους γλωσσικούς κώδικες στους οποίους έχει πρόσβαση μία ορισμένη μειοψηφία
ομιλητών, καθώς αποτελούν ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνίας των ομάδων στις οποίες αυτοί
ανήκουν. Τέτοιοι γλωσσικοί κώδικες μπορεί να είναι η επαγγελματική αργκό
συγκεκριμένων τομέων δραστηριότητας, όπως προαναφέραμε (π.χ. οικοδομική,
κηπουρική, ξυλουργική, ναυτική κ.ά.) ή η αργκό άλλων γλωσσικών ομάδων, ανάμεσα σε

50
Η Туманская (2006, 76) επισημαίνει πως το επίπεδο μόρφωσης, η κοινωνική τάξη των ομιλητών καθώς
και η διαμονή σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή παίζουν σημαίνοντα ρόλο στη χρήση των τουρκ.
δανείων της ελλ. Στη Θεσσαλονίκη, επί παραδείγματι, και γενικότερα στη Β. Ελλάδα το τουρκ. στοιχείο
είναι αισθητό στο λόγο σε σχέση π.χ. με το λόγο των Αθηναίων.
56
αυτές και οι περιθωριακές. 51 Παρακάτω αξιοποιούνται τα
συμφραζόμενα χρήσης τέτοιων όρων στον γραπτό λόγο. Συγκεκριμένα, δίνονται
παραδείγματα από τα ΗΣΚ και το slang.gr όπου φαίνεται ότι τα τουρκ. δάνεια
εμφανίζονται σε ποικίλα είδη γραπτού λόγου (άρθρα, επιστολές, λογοτεχνία, ρεπορτάζ,
σχόλια κ.ά.).

3.1.7. Όροι υφολογικά φορτισμένοι και συμφραζόμενα χρήσης52

ΣΠ Ιστορικοί Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης


&
διοικητικοί όροι

1. ραγιάς υπόδουλος, «Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου


δούλος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, το 40% με 45%
των προβλημάτων που υφίστανται ως ραγιάδες
οι επιχειρηματίες της Μακεδονίας-Θράκης […]»
(ΣΕΚ: κύριο άρθρο).

2. χαράτσι φόρος, «Καλούμαστε να πληρώσουμε


εισφορά ένα χαράτσι εκατοντάδων χιλιάδων ή και
εκατομμυρίων δραχμών ο καθένας - τονίζεται
στην ανακοίνωση […]»(ΣΕΚ: γραπτή είδηση).
ΣΠ Ζώα, φυτά Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης
&
περιβάλλον

1. μπούζι κρύο Καλοκαιράκι, ο ήλιος έξω έκαιγε και η μικρή που


ήταν παιδεμένη από τους δρόμους: «Ω, μα ωραία
δροσιά. Μα μπούζι είναι δω δα! […] (ΣΕΚ:
λογοτεχνία).

51
Ως περιθωριακές ορίζονται από τη Φιλιππάκη-Warburton οι γλωσσικές ποικιλίες που θεωρούνται
ακραίες περιπτώσεις κοινωνικών διαλέκτων (Χριστοπούλου 2010,5).
52
Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά την αναζήτηση στα ΗΣΚ για πολλούς δάνειους τουρκ. όρους δεν ήταν
δυνατόν να βρεθούν αποτελέσματα, δηλ., δεν υπήρχαν καταγεγραμμένα συμφραζόμενα γραπτού ή
προφορικού λόγου ενώ δύσκολο ήταν να βρεθούν και οι αντίστοιχοι συνώνυμοι όροι της ελλ. Τέτοια
δάνεια αποτελούν όροι όπως: λελέκι, λέσι, μπόγος, παρτσακλός, σουρτούκης, τσογλάνι, τσουτσέκι,
φαρφάρας, χάπατο (δηλ., όροι με αναφορά στα στοιχεία του χαρακτήρα του ανθρώπου στην πλειονότητά
τους) κ.ά., οι οποίοι φαίνεται να προτιμώνται περισσότερο στην προφορική ομιλία. Γι’ αυτά τα δάνεια
χρησιμοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο τα συμφραζόμενα από το slang.gr εφόσον υπήρχαν καταγεγραμμένα.
57
2. πούσι ομίχλη Η Λίμα μουντή και συννεφιασμένη, με
το πούσι από τον Ειρηνικό, καθημερινό
επισκέπτη τους χειμερινούς μήνες […] (ΣΕΚ:
ενημερωτικά).

ΣΠ Ανθρώπινες Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης


& οικογενειακές
σχέσεις
1. μουσαφίρης φιλοξενούμενος Μωρή Φρόσω, έλα να με βοηθήσεις να
μασαρέψουμε το σπίτι. Θά' ρχουνε μουσαφιραίοι
(slang.gr).

2. ντουνιάς κόσμος Στα παλιά χρόνια ο παππούς μου έφτιαχνε


καϊμάκι με πρόβειο γάλα και πεντοβολούσε ο
ντουνιάς […] (ΣΕΚ: άρθρο γνώμης).

3. ρουσφέτι χαριστική Έπρεπε να δείξει στον ελληνικό λαό ότι πάνω απ'
παροχή, όλα, ακόμα και από τα εθνικά συμφέροντα,
εξυπηρέτηση κυριαρχεί το ρουσφέτι;[…] (ΠΕΓ: επιστολή).

4. σόι53 συγγενείς Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου,


με αδρές γραμμές περιγράφεται «ο σεβασμός
προς τους γονείς, η αγάπη προς το σόι, η
αφοσίωση προς τα αδέλφια […] (ΣΕΚ: γραπτή
είδηση).
5. σόι είδος Το υπουργείο Γεωργίας πάντως, την περασμένη
Τετάρτη, φρόντισε να υπενθυμίσει
τι σόι αποζημιώσεις πρόκειται...[…] (ΣΕΚ:
γραπτή είδηση).
6. σινάφι (μειωτ.) συντεχνία54 Κι αν αναρωτιέστε, πότε αυτά θα δημιουργηθούν,
μία είναι η απάντηση: Όταν χορτάσουν οι
βιομήχανοι, οι τραπεζίτες και όλο το σινάφι τους
[…] (ΣΕΚ: άρθρο γνώμης).

ΣΠ Καταστάσεις Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης


&
ιδιότητες
αντικειμένων

1. κουσούρι κακή συνήθεια, Ανυπάκουοι, απότομοι στη συμπεριφορά,


ελάττωμα σκληροί στον χαρακτήρα και με βλέμμα που δεν
χαρίζεται σε κανέναν, οι ιδιοκτήτες της πέτρας,

53
Στην τουρκ. ο όρος soy είναι πολύσημος. Μία από τις σημασίες που καταγράφονται για το λήμμα στο
Redhouse είναι ‘είδος’. Το ΛΚΝ περιορίζεται στο να αναφέρει απλώς την προέλευση του όρου από την
τουρκ. χωρίς να διευκρινίζει τις σημασίες που αυτός είχε στη γλώσσα-πηγή.
54
Και ο συγκεκριμένος τύπος χρησιμοποιείται μειωτικά στην ΚΝΕ.
58
άνθρωποι κι αυτοί με κουσούρια και αδυναμίες
[…] (ΠΕΓ: ταξιδιωτικό ρεπορτάζ).

2. κούτσικο μικρό Γιακουμή με λένε, θα πει ο πρώτος. Κι είμαι απ’


την Αμοργό. Είκοσι οχτώ χρονών, παντρεμένος κι
έχω κι ένα κούτσικο [...] (ΣΕΚ: λογοτεχνία).

3. χάλι (συνήθ. στη άσχημη κατάσταση Σε ό,τι αφορά το Σάββατο, το χάλι που
ΦΡ έχω τα παρουσιάζει η χωματερή του Κοτσιάτη μας
(μαύρα) χάλια υποχρεώνει να δώσουμε λίγο περισσότερο χρόνο
μου) σε εξηγήσεις κατά την αρχική παρουσίαση […]
(ΣΕΚ: γραπτός λόγος).

ΣΠ Συναισθήματα Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης

1. άχτι (συνήθ. στη έντονη επιθυμία, Έλα όμως που το ποτάμι τον είχε άχτι διότι
ΦΡ έχω/βγάζω το μένος μιλούσε άσχημα κάθε φορά που φούσκωνε […]
άχτι μου) (ΣΕΚ: λογοτεχνικός λόγος).

2. κέφι (βλ. ΦΡ καλή διάθεση, Ο καθένας έπαιρνε τη μπάλα κι έκανε, περίπου,


κάνω το κέφι όρεξη, ό, τι και όπως επέτασσε το κέφι του! […] (ΣΕΚ:
μου και τσακίρ ενημερωτικά).
κέφι)

3. μαράζι καημός, Φαίνεται όμως πως η Κέιτ το είχε μαράζι να


(συνήθ. στη ΦΡ στενοχώρια βγάλει κάτι. Και αφού δεν έπεισε το ακροατήριο
έχω/με τρώει το να την…παροτρύνει να γδυθεί επί σκηνής […]
μαράζι) (ΠΕΓ: σύντομη είδηση).
4. μεράκι 1. επιθυμία, (μεράκι2): Σύμφωνα με τον υποψήφιο δήμαρχο, ο
πόθος, τόπος έχει ανάγκη από ανθρώπους με μεράκι,
2.αγάπη, διάθεση για προσφορά και όρεξη για δουλειά [...]
φροντίδα (ΠΕΓ: ανεπτυγμένη είδηση).

5. ντέρτι (συν. στενοχώρια, Έτσι λοιπόν, στα μαζικά μέσα ενημέρωσης


όροι νταλκάς, ερωτικός καημός δεσπόζουν οι μπουζουξήδικες εκπομπές, για να
σεβντάς, ξεχνάμε τα ντέρτια μας και την ασήκωτη
σεκλέτι, μαράζι) φτώχεια, στην οποία έχουμε περιέλθει […] (ΠΕΓ:
σατιρικό άρθρο).

Σ/Π Ενέργειες Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης


&
αποτελέσματα
των ενεργειών
και της
συμπεριφοράς
του ανθρώπου

1. αραλίκι ανάπαυση, Έτσι, το υπόλοιπο του απογεύματος το


απραξία, αφιερώσαμε στις αθλοπαιδιές, όπως αραλίκι,

59
(απαξ., μειωτ.) 55 καφέδες, κουβεντούλα και χαβαλέ στην ξύλινη
εξέδρα […] (ΣΕΚ: ενημερωτικά).
2. καβγάς φιλονικία, Η ΕΡΤ την προτείνει για τη Eurovision της
λογομαχία επόμενης χρονιά όμως ένας καβγάς μεταξύ των
συνθετών στέλνει την Τάνια Τσανακλίδου αντί
της Άννας […] (ΠΕΓ: πορτρέτα).

3. κουλαντρίζω εκνευρίζω, Καλά, αναλόγως φτηνά τη γλυτώσατε στην


πειράζω56 Τούμπα, βρωμοσκούληκα...3-0, τζάμπα πράμα...
- Μη με κουλαντρίζεις, ρε πούστη γύφτε ... δεν
έχω όρεξη σήμερα (slang. gr).
4. μερεμέτι (μικρή) Το 37% δυσκολεύεται να πληρώσει τρεχούμενους
επιδιόρθωση λογαριασμούς (ενοίκιο, ρεύμα, νερό). Το 52% δεν
μπορεί να πάει διακοπές. Το 22% αδυνατεί να
κάνει μερεμέτια στο σπίτι [...] (ΠΕΓ: ανάλυση).
5. ντερλικώνω 1. χορταίνω Η τρούφα και γενικά τα μανιτάρια δεν είναι
2. απολαμβάνω κοιλιοδουλεία. Αν είμαι κοιλιόδουλος πλακώνω
τις μπριτζόλες και τις παπάρες στην
ντοματοσαλάτα και ντερλικώνω […] (slang.gr).
6. μπαγλαρώνω συλλαμβάνω Τα χρόνια με δίδαξαν ότι οποιοδήποτε επίθετο,
έστω και το πιο σκληρό ή πρόστυχο αν
χρησιμοποιήσεις για να στολίσεις την έννοια
κράτος, ουδείς σου δίνει σημασία. Θα σε
μπαγλαρώσουν μόνο αν αναφέρεις ονομαστικά
υπουργούς, πρωθυπουργούς και τα τούτοις όμοια
[…] (ΠΕΓ: σχόλιο). (βλ. αντίστοιχο λήμμα κεφ.
3.2.2.)
7. μπουχτίζω 1.χορταίνω
2.δεν ανέχομαι
8. σοβατίζω επιχρίω Το Σάββατο το βράδυ, κάτοικοι του Βραχασίου
έχτισαν και σοβάτισαν με τσιμεντόλιθους και
πέτρες και τα τέσσερα παράθυρα του κοινοτικού
γραφείου της περιοχής και την πόρτα […] (ΙΕΛ:
ενημέρωση).

55
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) ο τύπος αραλίκι έχει τρείς σημασίες: 1. ‘διάστημα τόπου ή χρόνου,
αραίωση’, 2. ‘σχισμάδα, χαραμάδα, ατελής συναρμογή σανιδιών’, 3. ‘χρονική περίοδος χωρίς πιεστικές
υποχρεώσεις, χαλάρωση, ευκαιρία’. Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μεταφορική επέκταση στη
σημασία από χαλαρό διάστημα σε χαλαρή στάση ζωής που θα μπορούσε να εξηγήσει και τη σημασία του
τ. στην ΝΕ, εφόσον πρόκειται για πανελλήνιο όρο. Στο ΛΚΝ καταγράφεται μόνο η σημασία ‘κατάσταση
ανάπαυσης, απραξίας, καθισιό, τεμπελιά’.
56
Στο slang.gr αναφέρεται μία δεύτερη σημασία του ρ. στην ελλ. ‘τα φέρνω βόλτα’, π.χ. Μη σκας, ρε
Μαράκι, για τα λεφτά ...κάπως θα το κουλαντρίσουμε το πράμα μέχρι να μου δώσει ο Χατζηφαρδέλας τα
χρωστούμενα...
60
9. τσατίζω εκνευρίζω Πρώτα, παρακοιμήθηκα το πρωί και άργησα να
πάω στο γραφείο. Το αφεντικό
μου τσατίστηκε και με απόλυσε […] (ΣΕΚ:
λογοτεχνία).
10. ρεζιλίκι εξευτελισμός, Το ευτύχημα είναι ότι ο Πρόεδρος της
(συν. γελοιοποίηση, Δημοκρατίας ορθά εκτίμησε το νέο ρεζιλίκι, που
όροι: ντρόπιασμα πρόβαλε πανηγυρικά, ελέω μπουλντόζας από το
ρεζίλι, σκουπιδότοπο Τερσεφάνου […] (ΣΕΚ: άρθρο
καραγκιοζιλίκι) γνώμης).

11. πατιρντί φασαρία, Καθημερινά, ας πούμε, ο Κυριακίδης «βάζει


& πατριντί χαμός φωτιές» στον Σπύρου και στον Δούδο, η
κατάσταση περνάει στα χέρια του Γουσίδη, κι
από' κει αρχίζει καινούργιο πατιρντί, που
τελειώνει αργά το βράδυ […] (ΠΕΓ: γνώμες-
σχόλιο)
12. σαματάς θόρυβος, Άραγε, πώς να αισθάνονταν οι Βόσνιοι
φασαρία ακούγοντας τους Έλληνες να κάνουν σαματά
φωνάζοντας «Ελλάς οε, οε;» […] (ΠΕΓ:
αθλητική είδηση).
13. σεργιάνι βόλτα Ογδόντα κατάδικοι δραπετεύουν και
κάνουν σεργιάνι στην Πελοπόννησο […] (ΣΕΚ:
γραπτή είδηση).
14. τερτίπι τέχνασμα Επί ένα μήνα παρακολουθήσαμε διαβουλεύσεις
επί διαβουλεύσεων, ψηφοφορίες επί ψηφοφοριών
και κάθε είδους δικανικά και άλλα τερτίπια με
μοναδικό στόχο τα μικροπολιτικά κέρδη […]
(ΠΕΓ: ανεπτυγμένη είδηση).

15. τσάρκα βόλτα, Τις Κυριακές τραβούσε τσάρκα στο Πασαλιμάνι,


περίπατος όπου εξουσία είχαν τα πολύχρωμα φώτα των
κινηματογράφων […] (ΣΕΚ: λογοτεχνία).

16. χαβαλέ πλάκα Ο Μπρούερ εκεί που πρέπει να είναι σοβαρός,


είναι σοβαρός και εκεί που πρέπει να
κάνει…χαβαλέ, το κάνει με τον καλύτερο τρόπο
[…] (ΠΕΓ: ανεπτυγμένη είδηση-λόγος).

61
17. χουβαρνταλίκι γενναιοδωρία ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Κύριε Πρόεδρε,
& κουβαρνταλίκι σας ευχαριστώ. Είναι εντυπωσιακό το
(βλ.και κουβαρνταλίκι σας! Και το «ευχαριστώ» το λέω
χουβαρντάς, για δύο λόγους: Πρώτον, γι’ αυτήν την
χουβαρντού) χειρονομία σας και, δεύτερον, γιατί με
συνήρπασε η αγόρευσή σας […] (ΙΕΛ: πρακτικά
Βουλής).

18. χούι συνήθεια (κακή), Διότι ο καθένας έχει το χούι του. Άλλος κοιμάται
ιδιοτροπία με κλειδιά, άλλος με χειρολαβές, εγώ βλέπω στο
βίντεο τις προεκλογικές ομιλίες του κυρίου
Σημίτη […](ΠΕΓ: ευθυμογράφημα).

19. χουνέρι ύπουλη πράξη, Προφανώς, κάποιοι δεν έχουν ξεχάσει το


πάθημα χριστοδούλειο χουνέρι στις νομαρχιακές εκλογές
εξαπάτηση της Αθήνας. Η εκκλησιαστική εξουσία
διακρίνεται για την ικανότητά της να κάνει
θεαματικές πολιτικές «εισπηδήσεις» […] (ΙΕΛ:
σχολιαστικό άρθρο).

ΣΠ Κτίρια,μέρη Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης


κτιρίων
& εξωτερικοί
χώροι

1. μαχαλάς γειτονιά Αν κάνεις μια βόλτα στο μαχαλά μου, θα βρεις


δεκάδες σαν εμένα. Κορίτσια που 10 και 11
χρονών παντρεύονται […] (ΠΕΓ: διαλογική
συνέντευξη/πορτρέτο).

2. σοκάκι στενός δρόμος Από κάποιο στενό σοκάκι κόβω δρόμο να


περάσω από το σπίτι της θειάς Τραχανίνας,
μήπως οικονομήσω καμιά μπουκιά ψωμί […]
(ΣΕΚ: λογοτεχνία).

3. κουτούκι ταβέρνα Ξεχασμένος από την πολιτεία, αγνοημένος από


τους φίλους, ο Σταύρος Παντελίδης έπαιζε
μπουζούκι για να ξεχνάει τον καημό, σ' ένα
κουτούκι στην αγορά του Βύρωνα […] (ΠΕΓ:
καλλιτεχνική είδηση).

Σ/Π Παιχνίδια, Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης


διασκέδαση
& ψυχαγωγία

1. γλέντι διασκέδαση Τσικνίσαν χθες οι Θεσσαλονικείς, όπως φυσικά


και οι υπόλοιποι ορθόδοξοι χριστιανοί. Τα πάρτι,
τα γλέντια στην πόλη και οι μασκαράδες έδιναν
62
(συν.ΦΡ κι έπαιρναν μέχρι πρωίας […] (ΠΕΓ: ρεπορτάζ-
άναψε/άρχισε σχόλιο).
το κέφι)
Σ/Π Ανθρώπινο Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης
σώμα
1. μπόι ανάστημα, ύψος Ο 33χρονος Ναπολιτάνος αμυντικός έμαθε στα…
γεράματα και να σκοράρει, παρότι το μπόι του
(1,73) δεν τον ευνοεί για το ψηλό παιχνίδι […]
(ΠΕΓ: αθλητική είδηση).

2. μπούτι μηρός Της βάζει χέρι ο φορτηγατζής (πράγμα που


προκάλεσε την οργή των φορτηγατζήδων στην
Τατιάνα με αποκορύφωμα την ατάκα «οι
φορτηγατζήδες πιάνουν καλύτερα μπούτια απ'
της Βίσση») […] (ΠΕΓ: κριτική τηλεόρασης).

3. σουλούπι όψη, εμφάνιση Ο Αμερικανός πλέι μέικερ της ΑΕΚ Τζο Κρίσπιν
μπορεί να μην είναι τόσο διάσημος, όμως,
διαθέτει (εκτός από το ίδιο…σουλούπι) την
ταχύτητα του Άγγλου ποδοσφαιριστή […] (ΣΕΚ:
αθλητική είδηση).

Σ/Π Αντικείμενα Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης


&
σκεύη
καθημερινότη
τας

1. καπάκι κάλυμμα Ξαφνικά βρέθηκαν σε ένα κεντρικό φρεάτιο που


(βλ. ΦΡ στο βρίσκεται κοντά στη δεξαμενή, στο οποίο ήταν
καπάκι παραβιασμένο και σπασμένο το τσιμεντένιο
‘απευθείας, καπάκι […] (ΠΕΓ: ρεπορτάζ).
αμέσως’)
Σ/Π Υλικά & ουσίες Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης

1. τενεκές 1. δοχείο «Ένας τενεκές λάδι το μήνα», ήταν η οικονομική


2. κάδος τους αποζημίωση, αλλά αυτοί συνέχιζαν να
παίζουν το τραγούδι […] (ΠΕΓ: ανεπτυγμένη
είδηση-λόγος).
2. σοβάς ασβεστοκονίαμα Στα φουαγέ το μόνο που γίνεται είναι ότι πότε -
πότε κυκλοφορούν κάτι εργάτες που, καμιά φορά,
με κάτι καλέμια, «ξύνουν» λίγο τους τοίχους και
έχουν αποκαλύψει κάτι από τις τοιχογραφίες που
κρύβονταν πίσω από τους σοβάδες […] (ΠΕΓ:
σχόλιο).
Σ/Π Αφηρημένες Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης
έννοιες

63
1. γούρι καλοτυχία Πάντως, ο Γιώργος Ζαραβίνας χαρακτήρισε τον
υφυπουργό ως το γούρι της Εθνικής και
υποσχέθηκε να τα ξαναπούν στο παγκόσμιο της
Γερμανίας[…] (ΠΕΓ: αθλητική είδηση).
2. χαΐρι (συνήθ. όφελος, Ε, λοιπόν, ύστερα από τόσες αποτυχίες και
ΦΡ (δεν) προκοπή απογοητεύσεις, η κυβέρνηση βρήκε την αιτία και
έχω/βλέπω την αφορμή που δεν έχει δει μέχρι τώρα χαΐρι και
χαΐρι) προκοπή […] (ΙΕΛ: γνώμη).
(απαξ/μειωτ.)
ΣΠ Ανθρώπινες Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης
ιδιότητες &
στοιχεία
χαρακτήρα

1. αλάνι αλήτης Ο Παπάς θα αλλάξει ομάδα, αλλά δεν πρόκειται


(συν.όρος να μετακομίσει σε άλλο σπίτι και ο Κυργιάκος, το
τσογλάνι) «αλάνι», θα περάσει μία βόλτα από Θεσσαλονίκη
[…] (ΠΕΓ: αθλητικό σχόλιο).

2. ατζαμής αδέξιος, Μισό κουκούτσι Ι.Q. να 'χεις και θα καταλάβεις.


(απαξ/μειωτ.) άπειρος Πως αυτός ο εφιάλτης, που ούτε ο πιο ατζαμής
σεναριογράφος του Χόλιγουντ θα μπορούσε να
επινοήσει, αποτελείται από τέσσερις πράξεις […]
(ΠΕΓ: σχόλιο).

3. γκαντέμης, κακότυχος/η Κι αν πράξει ό, τι πίστευε ο γκαντέμης ο


γκαντέμισσα μπαμπάς, τότε η Ντόρα «σε δέκα χρόνια θα έχει
& γκαντέμω ξεχαστεί» – για να μην πω σε δέκα μέρες […]
(συν. όρος (ΠΕΓ: σάτιρα).
γρουσούζης-α-
ικο)
4. γλεντζές καλοπερασάκιας Σύμφωνα με αυτές, ο Νταή Σταυρής ήταν ένας
χαρακτήρας ασυμμόρφωτος, ανέμελος,
ανοιχτοχέρης και γλεντζές […] (ΣΕΚ:
ενημερωτικά).
5. γουρλής καλότυχος Oι «Xωριάτες» έχασαν τον Zινολά που έφυγε
νωρίς από τον αγώνα, αλλά ο αντικαταστάτης
του, Tζότσιμ, αποδείχθηκε γουρλής, αφού πέτυχε
δύο τέρματα που προώθησαν την ομάδα του στα
ψηλά της βαθμολογίας […] (ΣΕΚ: άρθρο
γνώμης).

6. θεριακλής μανιώδης καπνιστής Ο Γ. Καψής, που ως γνωστόν το τσιγάρο δεν του


(και πέφτει από το χέρι, δηλώνει «θεριακλής» και
θεριακλίκι) θεωρεί ότι «τα εγγόνια του είναι εκείνα που

64
επηρέασαν την απόφαση του προέδρου της
Βουλής». […] (ΠΕΓ: γραπτή ενημέρωση).

7. ινάτι/γινάτι πείσμα Να βγούμε έξω! Με την παρρησία των γονιών και


το γινάτι των παππούδων μας. […] (ΣΕΚ: άρθρο
γνώμης).

8. κεκές τραύλος «Είναι που… είναι που...εκείνος ο Εγγλέζος, δον


Ρομπέρτο...είναι που...Είναι που τι; Τώρα,
ξαφνικά, μου έγινες κεκές;» […] (ΣΕΚ:
λογοτεχνία).

9. κιμπάρης, γενναιόδωρος, Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης...


κιμπάρισσα, πληθωρικός Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά
κιμπάρικο κασμίρι... (slang.gr).
10. κολαούζος 1. οδηγός, Η χώρα δε θα ακολουθεί ως κολαούζος το
μπροστάρης ΝΑΤΟ σε κάθε γκανγκστερικό σχέδιό του και θα
2. φορτικός είναι μονίμως προτεκτοράτο των ΗΠΑ […]
(ΣΕΚ: άρθρο γνώμης).

11. κολομπαράς ομοφυλόφιλος Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού
ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές,
ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους
καμιά-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα
γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν
για μια 10ετία κουνιόταν φύλο (slang.gr).
12. κουμάσι 57 αχρείος Και γνωρίζει πολύ καλά τι κουμάσι ήταν αυτός ο
(ΦΡ καλό ερωτύλος επιπόλαιος συνονόματός μου […]
κουμάσι (ΠΕΓ: κριτική βιβλίου).
(είσαι) και
του λόγου
σου)
(απαξ./μειωτ.)
13. λεβέντης αρρενωπός, Σπάνια θα συναντήσει κανείς στην πολιτική την
αρχοντικός, έντιμη αξιοπρέπεια του Άκη ή τη γενναιότητα του
γενναίος, Μίλτου, για τον οποίο ειρήσθω εν παρόδω
τολμηρός ευχόμαστε και ελπίζουμε να μην
αποδειχθεί λεβέντης της μιας νύχτας […] (ΣΕΚ:
άρθρο γνώμης).
14. μαγκούφης, 1.μοναχικός-η (μαγκούφης 2): Φοράς παράταιρες κάλτσες και
μαγκούφα 2.δύστροπος-η όλοι καταλαβαίνουν πως είσαι μαγκούφης. Οι
& Βρετανοί φορούν πάντα κάλτσες και μάλιστα

57
Στην τουρκ. ο όρος kumaş σημαίνει ρούχο. Πολλοί όροι της τουρκ. με αρχική σημασία ρούχο ή ύφασμα
αποκτούν στην ελλ. μειωτική και υβριστική σημασία ως χαρακτηρισμό προσώπου βλ. παρτάλι, τσόλι. Μία
αντίστοιχη σημασιολογική εξέλιξη συναντάται στο δάνειο από την ιταλική ρετάλι, όπου από σημασία
κομμάτι ύφασμα περνάμε στη μεταφορική σημασία ‘πρόσωπο ανάξιο λόγου, ασήμαντο’ (ΛΚΝ).
65
μαγκούφισσα χοντρές - οι λεπτές τούς τρομάζουν […] (ΠΕΓ:
(μειωτ.) επιφυλλίδα).
15. μαστούρης ναρκομανής -Ναι, ναι...
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.
-Ο Μπούσκα — Πε ήταν μεγάλος μαστούρης!
-Δίκιο έχεις.
Όλο χαζογελούσε και τίποτ’ άλλο έτσι δεν είναι;
(ΙΕΛ: λογοτεχνία).
16. παρτσακλός-η-ο βλ. υποσημείωση 48 -Ρε συ, είδες το παρτσακλό που κουβαλούσε ο
(μειωτ.) Γιώργης χτες;
-Τι να σου πω ρε φίλε. Εγώ αν ήμουν στη θέση
του θα ντρεπόμουν να την κυκλοφορήσω
(slang.gr).
17. πούστης (υβρ.) ομοφυλόφιλος Έλα όμως που, αν πέρα από πούστης ήσουν και
σοβαρός, ο κόσμος αυτού του τόπου θα σε
μισούσε! […] (ΣΕΚ: λογοτεχνία).

18. ρεμάλι άθλιος, αχρείος, Κάναμε το γάμο μας χωρίς πολλή σκέψη. Τρεις
(μειωτ.) τιποτένιος μήνες αργότερα, διαπιστώθηκε πως ήταν το
μεγαλύτερο ρεμάλι της περιοχής […] (ΠΕΓ:
χρονογράφημα).

19. σακάτης, ανάπηρος Νεοεμφανιζόμενη στην Kεντρική Επιτροπή είναι


σακάτισσα ανήμπορος η ομάδα Γουίλκινς, που υποστηρίζει ότι «θα τους
(μειωτ.) φάει πάλι ο Ανδρέας όλους, μόνο και μόνο με τ'
όνομα κι ας είναι και σακάτης […] (ΣΕΚ:
άρθρο γνώμης).

20. σουρτούκης, ανεπρόκοπος-η, Σουρτουκιάζει όλη μέρα, ο σουρτούκης


σουρτούκα/ (slang.gr).
σουρτούκω (συν.
τ. σουρουκλεμές)
(μειωτ.)

21. τεμπέλης άεργος, Οι Τσέχοι είναι οι πλέον εργατικοί με 42,8 ώρες,


(συν.τ. ανεπρόκοπος, οι Ολλανδοί οι πιο «τεμπέληδες» με 31,4 ώρες
τεμπελχανάς) φυγόπονος […] (ΠΕΓ: σύντομη είδηση).

22. τσαμπουκαλής, θρασύς, Πώς γίνεται την ίδια στιγμή να παρουσιάζεσαι


τσαμπουκαλού προκλητικός αφενός ως μαχητής και ποιητής του δρόμου και
(βλ. τσαμπουκάς, αφετέρου ως φαλλοκράτης και τσαμπουκαλής;
τσαμπουκαλεμένο […] (ΙΕΛ: συζήτηση σε εφημερίδα).
ς
-η,
τσαμπουκαλεύομα
ι)

66
23. τσαχπίνης-α-ικο χαριτωμένος, Ο Δημητράκης, σαν Τσιγγανάκι, μαυριδερός,
ζωηρός τσαχπίνης, με καλαμένια πόδια. Όλο
χειρονομίες. Σπάνια καθιστός […] (ΣΕΚ:
λογοτεχνία).

24. τσιγκούνης-α- 1.φιλάργυρος Ο Μικελάντζελο ήταν ο πλουσιότερος


ικο 2.φειδωλός καλλιτέχνης όλων των εποχών, αλλά πολύ
(συν. τσιγκούνης, απέδειξε οκταετής έρευνα του
όρος τσιφούτης καθηγητή της Ιστορίας Ραμπ Χάτφιλντ […]
που είναι πιο (ΠΕΓ: επιστημονική είδηση).
υφολογικά
μαρκαρισμένος
από το
τσιγκούνης)
τσογλάνι βλ. υποσημείωση 48 Ο 47χρονος προπονητής απολογούμενος
αρνήθηκε τις κατηγορίες, λέγοντας ότι «δεν
πρέπει να τιμωρηθώ εγώ, αλλά ο Στεφανόπουλος,
ο οποίος μου είπε «σήκω και φύγε», λες και
μιλούσε σε κανά τσογλάνι […] (ΙΕΛ:
ενημερωτικά).

25. τσουτσέκι ανάξιος - Κοίτα να δεις που μας την λέει το τσουτσέκι και
(μειωτ.) ασήμαντος ακόμα δεν βγήκε από το αυγό του! (slang.gr).

26. φαρφάρας φλύαρος δεν βρέθηκαν αποτελέσματα


(μειωτ.)

27. φουκαράς, φτωχός, Αν ζούσα στο πατρικό μου σπίτι θα είχαμε κάψει,
φουκαρού κακόμοιρος, σίγουρα, στη φουφού, για να ζεσταθούμε, όλα τα
ταλαίπωρος καρεκλοπόδαρα! Αχ, η φτώχεια! Πόσοι και πόσοι
φουκαράδες, αλήθεια, δεν θα τουρτουρίζουν
αυτή την ώρα; […] (ΠΕΓ: σχόλιο).
28. χαμούρα πονηρός-η Να τον προσέχεις τον πρόεδρο. Είναι μεγάλη
(μειωτ.) χαμούρα. Πάει πάντα μ’ όποιον δίνει τα
περισσότερα (slang.gr).

29. χάπατο κορόιδο, Ρε χάπατο, φτύσ' τ' αγκίστρι, σε δουλεύουνε ρεεε!


(μειωτ.) εύπιστος πάρ' το χαμπάρι επιτέλους! δε γουστάρει εσένα,
δεν το καταλαβαίνεις; (slang.gr).
30. χαφιές πληροφοριοδότης, Μέχρι που πήγε μπιστικός στα χτήματα του γερο-
(μειωτ.) καταδότης Λυριτζή του Καλημάνη, έξω απ’ το χωριό, μα
κείνος ο αγριάνθρωπος, ο επιστάτης ο Σύρμος,
σπιούνος και χαφιές με τ’ όνομα στο χωριό, δεν
τον πήρε από καλό μάτι […] (ΣΕΚ: λογοτεχνία).
Σ/Π Επαγγέλματα & Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης
επαγγελματικοί
όροι

67
1. αλισβερίσι & πάρε δώσε (έκφρ.)58 Και τούτο διότι αυτό το αλισβερίσι με το
αλισιβερίσι ποιοι θα εκλεγούν στο πολιτικό συμβούλιο
και ποιος θα είναι ο γραμματέας της Ν.Δ.,
είχε αίσιο τέλος […] (ΣΕΚ: άρθρο γνώμης)
1. μπάτσος (υβρ.) αστυνομικός Μεταξύ Βενιζέλου και Εγνατίας μαυρισμένο το
τοπίο, με τον ασφαλίτη να παριστάνει τον σκληρό
μπάτσο από τις αμερικάνικες ταινίες […] (ΠΕΓ:
άρθρο σχολιασμού).
2. παράς χρήματα Η θεια Μαριγώ, άνοιξε με έκπληξη τα μάτια της.
-Βρε τι μου λες; Δάσκαλος! Μπράβο, μπράβο. Μα
είντα λογιώς, που θέλουν γρόσια και παράδες οι
σπουδές; […] (ΣΕΚ: ενημερωτικά).
3. τεφτέρι διοικητικά «Τώρα που…ξεχρεώσαμε και ο κ.
(συν. όρος αρχεία, Κουκουλεκίδης μας έσβησε από τα διαιτητικά του
κιτάπι) έγγραφα, τεφτέρια με τα χρέη, μπορούμε να αναρωτηθούμε
(μειωτ.) […] (ΠΕΓ: αθλητική είδηση).
4 τράμπα ανταλλαγή -Ωπ, δεν ήξερα ότι έχεις Load των Metallica!
(στη -Από τον ξάδερφό μου τον Στάθη το πήρα, τό’
ΦΡ κάνω τράμπα) κανα τράμπα με το Holy Land των Angra
(slang.gr).
5. τσοπάνης βοσκός Πήρε δύο νεογέννητα μωρά τυχαίων ανθρώπων
& και τα΄ δωσε σ' έναν τσομπάνη να τα μεγαλώνει
τσομπάνης ανάμεσα στα κοπάδια του […] (ΠΕΓ: επιστολή
&τσοπάνος αναγνώστη).
&τσοπάνος,
τσοπάνισσα
& τσομπάνισσα
6. χαμάλης αχθοφόρος Φαίνεται, όμως, ότι η ματαιοδοξία είναι τόσο
βαθιά ριζωμένη στην καρδιά του, ώστε κι ένας
φαντάρος, ένας ξυλοσχίστης, ένας μάγειρας, ένας
χαμάλης να καυχιούνται για τους θαυμαστές τους
[…] (ΣΕΚ: Άρθρο Γνώμης).
7. χασάπης κρεοπώλης Κι όλες αυτές οι φωνές ανακατεύονταν με τους
μονότονους χτύπους της μαχαίρας των
χασάπηδων, που στες ψηλές τους τες εξέδρες,
σιωπηλοί εκείνοι, ελιάνιζαν τα κρέατα

58
Δίπλα στο πάρε δώσε υπάρχουν και οι εκφρ. της ΚΝΕ δούναι λαβείν καθώς και ο όρος δοσοληψία που
μπορούν να αντιπαρατεθούν στο αλισβερίσι ως συνώνυμοι όροι που ωστόσο είναι υφολογικά ουδέτεροι.
Υπάρχει και ο δάνειος από την ιταλ. τ. νταραβέρι (<dare avere (ΛΚΝ)) που ναι μεν θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί συνώνυμος του αλισβερίσι όπως οι παραπάνω εκφρ. αλλά που, ωστόσο, είναι και αυτός
υφολογικά φορτισμένος (βλ. εκφρ. στο slang. gr: Στη δουλειά μου έχω νταραβέρια με πολλές εταίρειες, Δε
θέλω νταραβέρια μαζί του, κ.α.).
68
χαμογελώντας στους μουστερήδες τους […]
(ΠΕΓ: λογοτεχνία).
Σ/Π Ναυτική Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης
ορολογία
1. μπαμπάς ορθοστάτης

Σ/Π Σπίτι Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης


& χώροι σπιτιού

1. τσατμάς ξυλόπηκτη Τα παράθυρα είναι δίφυλλα με καίτια στους


τοιχοποιία πετρόκτιστους τοίχους και συρτά σ' όσους είναι
από τσατμά […] (ΙΕΛ: άρθρο γενικού
ενδιαφέροντος).
Σ/Π Ρήματα Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης

1. μπαγλαρώνω συλλαμβάνω Από τη στιγμή που τους μπαγλαρώσαν, αλλάξαμε


κι εμείς τροπάρι. Σαν κάτι αντράκια που
προπηλακίζουν τους κακούργους, αρκεί να τους
πετύχουν αλυσοδεμένους […] (ΠΕΓ: άρθρο
σχολιασμού).
Σ/Π Επιρρήματα Όρος της ΝΕ Συμφραζόμενα Χρήσης

1. βερεσέ με πίστωση Είναι οι μοναχικοί συνταξιούχοι που ψωνίζουν


(συν. στις βερεσέ από το γειτονικό μίνι-μάρκετ, οι μητέρες
ΦΡ τζάμπα που κάποτε δούλευαν σε κλωστοϋφαντουργεία
και βερεσέ, […] (ΙΕΛ: σχολιαστικό άρθρο).
τ’ ακούω βερεσέ)
2. καρσί απέναντι Μια φυλακή είναι η πατρίδα μας, καλή μου, η
πατρίδα που τα σύνορά της τα μάθαμε
πιτσιρικάδες μέσα από τα παραμύθια της γιαγιάς,
τα παραμύθια για τους ομορφότερους τόπους του
κόσμου που πέρασαν καρσί (αντίκρυ) […] (ΙΕΛ:
ενημέρωση σε εφημερίδα).
3. ντιπ τελείως, Δεν είχε τρόπους αυτό το ζωντανό, ήταν ντιπ
ολότελα μονόχνοτο και ακοινώνητο […] (ΙΕΛ:
λογοτεχνία)
4. κουτουρού απερίσκεπτα, «Η πληθώρα των χαρακτήρων με τις επιμέρους
(βλ. και τυχαία ζωές τους, μπαίνουν λες στην πλοκή...στα
την έκφρ. κουτουρού, αποτυγχάνοντας να στηρίξουν την
στα κουτουρού) ιστορία […] (ΙΕΛ: γνώμη).
5. ντάλα καυτός Είναι ντάλα μεσημέρι και ο κλασσικός γύφτος
(βλ. και (ήλιος/μεσημέρι) με το Ντάτσουν προσπαθεί να ξεπουλήσει τα
την έκφρ. καρπούζια του […] (ΣΕΚ: λογοτεχνία).
ντάλα
ήλιος/μεσημέρι)

69
6. ντεμέκ δήθεν, τάχα Όχι δηλαδή πραγματικά σοσιαλιστικής, τελείως τ'
αντίθετα δίδασκε ο κακόμοιρος ο Μαρξ, αλλά της
ντεμέκ σοσιαλιστικής ποικιλίας που φορούν
ποικιλόμορφοι εντόπιοι «αριστεροί» […] (ΙΕΛ:
άρθρο-συζήτηση).
7. ταμάμ ακριβώς Δεν τα 'λεγα καλά, αλλά ήταν ταμάμ για την
περίπτωση […] (ΙΕΛ: λογοτεχνία).
8. ντουγρού ίσια, Δεν υπήρχε ουρά: τα αυτοκίνητα κάνανε βόλτες
κατευθείαν μέχρι να βγει κάποιο άλλο, και τότε παρκάρανε
μπροστά στην εξώπορτα, κάνανε σινιάλο με τα
φώτα, τους ανοίγανε, και ντουγρού για πήδημα
[…] (ΙΕΛ: λογοτεχνία).
9. σερί στη σειρά, Οι πρωταθλητές Ευρώπης πέρασαν ένα εύκολο
συνεχώς βράδυ απέναντι σε μια ομάδα κατώτερης
δυναμικότητας και φιλοδοξούν ότι θα συνεχίσουν
το αήττητο σερί των τελευταίων αγώνων […]
(ΣΕΚ: γραπτή είδηση).
10. τζιτζί περιποιημένο, Απ' το ίδιο απόγευμα, τραβήχτηκα να βρω κάνα
όμορφο, θύμα και μέσα σε μια βδομάδα χτύπησα ένα 550
κατάλληλο καρχαρία, τζιτζί, περίπτωση φλούφλη ιδιοκτήτη
που δεν το' θελε […] (ΣΕΚ: λογοτεχνία).
11. χαλάλι - Eίμαστε πάντα μια μικρή χώρα, χρειαζόμαστε
ακόμα αποδείξεις για όλα αυτά, τις ψάχνουμε
παντού, ακόμα και στα πιο αστεία
σημεία, χαλάλι αν αυτό μας ηρεμήσει, αν μας
δώσει αυτοπεποίθηση […] (ΣΕΚ: γραπτή
είδηση).

3.2. Όροι που έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή

Ο Pavlou (1993, 3) μελετώντας τα τουρκ. δάνεια στην κυπρ. διάλεκτο, προβαίνει σε


διαχωρισμό ανάμεσα σε όρους που δεν έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή, τους
οποίους εντάσσει στον πολιτισμικό δανεισμό (cultural borrowing) π.χ. κοράνι, τζαμί κ.ά.,
σε όρους για τους οποίους υπάρχουν αντίστοιχοι συνώνυμοι όροι στην κυπρ. (doublets)
π.χ. άτι-άλογο, σοκάκι-δρόμος κ.ά. και σε όρους που έχουν υποστεί σημασιολογική
αλλαγή: σημασιολογικό στένεμα (semantic narrowing), σημασιολογική διεύρυνση
(semantic broadening) και επανερμηνεία/επαναταξινόμηση (reinterpretation/
reclassification) των σημασιολογικών χαρακτηριστικών τους. Η επανερμηνεία
(reinterpretation), που αποτελεί και τον πιο διαδεδομένο μηχανισμό διαχείρισης των τουρ.
δανείων στην κυπρ., συνίσταται στη λανθασμένη σύνδεση μεταξύ μίας λ. και του
αντικειμένου αναφοράς της από έναν ομιλητή που δεν κατέχει τη Γ2 (την τουρκ. εν
προκειμένω) (ό.π., 5), π.χ. τουρκ. şeftali ‘ροδάκινο’ (+φαγώσιμο, +φρούτο, +στρόγγυλο)
70
> κυπρ. σιεφταλί ‘κεφτές’ (+φαγώσιμο, +κρέας, +στρογγυλό) κ.ά.
Οι Traugott και Dasher (2002, 27), από την άλλη, υποστηρίζουν ότι η
σημασιολογική αλλαγή είναι συνήθ. απόρροια δύο μηχανισμών: της μεταφοράς και της
μετωνυμίας. Στην περίπτωση των τουρκ. δανείων της ΚΝΕ συναντάμε πολλά
παραδείγματα όρων που φαίνεται να έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή από την τουρκ.
στην ελλ. η οποία είναι αποτέλεσμα μεταφορικής ή μετωνυμικής εξέλιξης. Στην
πλειονότητά τους οι όροι αυτοί ενσωματώνουν μία ή περισσότερες κυριολεκτικές
σημασίες και μία ή περισσότερες μεταφορικές σημασίες.

3.2.1 Προβλήματα

α) Σε πολλές περιπτώσεις ένας δάνειος τουρκ. όρος φαίνεται να έχει εξελιχθεί στην ΚΝΕ
μεταφορικά ή μετωνυμικά ενώ μία αντίστοιχη μεταφορική η μετωνυμική σημασία
συναντάται και καταγράφεται για τον εν λόγω όρο στη γλώσσα πηγή, γεγονός που αναιρεί
αυτόματα το επιχείρημα της σημασιολογικής εξέλιξης. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε
δανεισμό και της επιπρόσθετης σημασίας από την τουρκ. Για παράδειγμα ο όρος πασάς <
τουρκ. paşa της ΚΝΕ εκτός από ανώτατο τίτλο Οθωμανού αξιωματούχου χρησιμοποιείται
και μεταφορικά κυρίως στις εκφρ. ζω/περνάω σαν πασάς. Η δεύτερη αυτή μεταφορική
σημασία συναντάται και στην αντίστοιχη έκφρ. της τουρκ. paşa gibi (σαν πασάς) με
παρόμοια σημασία ‘κάποιος που ζει εύκολη ζωή’. Το ίδιο ισχύει π.χ. και για τον όρο σαΐνι
< τουρκ. şahin, όπου τόσο στην ΚΝΕ όσο και στην τουρκ. καταγράφεται η επιπλέον
μεταφορική σημασία με αναφορά σε άνθρωπο ευφυή, με οξεία σκέψη. Στην ίδια
σημασιολογική περιοχή ανήκει και ο όρος λέσι < τουρκ. leş και οι δύο μεταφορικές
σημασίες του οποίου στην ΚΝΕ καταγράφονται και στην τουρκ.: στην έκφρ. leş gibi α.
για κάτι που αναδίδει πολύ έντονη μυρωδιά αλλά και β. για άνθρωπο νωθρό και τεμπέλη,
σημασίες που βρίσκονται πολύ κοντά σε μία από τις δύο μεταφορικές σημασίες του όρου
στην ΚΝΕ (βλ. λέσι παρακάτω). Επιπλέον, στον κατάλογο των κοινών εκφρ. και
παροιμιών στην ελλ. και τουρκ. του Μήλλα (2007) καταγράφονται πολλές εκφρ. της ελλ.
που φαίνεται να αποτελούν δανεισμό από την τουρκ. Για το λόγο αυτό, δίπλα στον ελλ. τ.
από το ΛΚΝ παραθέσαμε παρακάτω και τον αντίστοιχο τουρκ. που μας δίνει το λεξικό
του Redhouse μαζί με τη σημασία του, καθώς το ΛΚΝ ως ερμηνευτικό λεξικό που είναι
αλλά πιθανώς και ελλείψει επαρκών ετυμολογικών πηγών, καταγράφει την αρχική
σημασία ορισμένων μόνο δάνειων τύπων της τουρκ. και όχι όλων.

71
β) Υποδιαίρεση της πρώτης προβληματικής περίπτωσης αποτελεί και ο προβληματισμός
για την ύπαρξη ενός όρου με μία ορισμένη σημασία σε κάποια διάλεκτο της γλώσσας
δότριας η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να εξηγήσει τη φαινομενικά σημασιολογική
εξέλιξη του αντίστοιχου όρου στη γλώσσα αποδέκτρια, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις για
την επαφή της συγκεκριμένης διαλέκτου με τη γλώσσα αποδέκτρια σε κάποια ιστορική
της φάση. Συγκεκριμένα, ορισμένοι δάνειοι τουρκ. τύποι ετυμολογούνται εσφαλμένα από
την κοινή τουρκ. ενώ πιθανότατα η πηγή τους να είναι κάποια τουρκ. διάλεκτος. Ο
Tzitzilis (1997, 108) παραθέτει αρκετά παραδείγματα τουρκ. δανείων από το Λεξικό του
Ανδριώτη (1983) τα οποία φέρουν προβληματική ετυμολόγηση. Για παράδειγμα, ο
Ανδριώτης ανάγει τον τ. μαχμουρλής ‘νωθρός’ στο τουρκ. mahmurlu αλλά δεδομένου ότι
ο τ. αυτός απουσιάζει από την κοινή τουρκ. όπου καταγράφεται μόνο ο τ. mahmur πρέπει
ενδεχομένως να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός διαλεκτικού τύπου mahmurlu. Το γεγονός,
μάλιστα, πως σε άλλες βαλκανικές γλώσσες όπως η βουλγ. και η αρομουνική
καταγράφεται ο τ. mahmurlija και mahmurlίu αντίστοιχα, επιβεβαιώνει αυτήν την εκδοχή.
Το ίδιο ισχύει και για τον τ. μουστακαλής, που σύμφωνα με τον Ανδριώτη (1983)
ετυμολογείται ως μουστάκι + -λής ενώ πιθανόν να πρόκειται για δάνειο από κάποιον
αμάρτυρο διαλεκτικό τ. της τουρκ. Με παρόμοιο τρόπο εξηγείται και ο όρος της αλβ.
mustaqelli (Tzitzilis, 110). Σε ανάλογες περιπτώσεις απαιτείται διεξοδική μελέτη
διαλεκτικού υλικού προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να χαρακτηριστεί
καταχρηστικά ένα φαινόμενο ως σημασιολογική εξέλιξη, εφόσον υπάρχει ήδη
καταγεγραμμένη, έστω σε διαλεκτικό επίπεδο, η υπό εξέταση σημασία..

γ) Υπάρχουν πολλοί όροι στην ΚΝΕ που η αναγωγή τους στην τουρκ. είναι αμφίβολη.
Τέτοιοι όροι συμπεριλήφθηκαν στο συγκεντρωμένο υλικό της εργασίας μόνο εφόσον
βρέθηκαν καταγεγραμμένοι σε κάποιο λεξικό της τουρκ. και εφόσον ανιχνεύτηκε πέραν
της φωνολογικής και η σημασιολογική συνάφεια μεταξύ τους. Άλλοι τουρκ. όροι με
αμφίβολη ετυμολογία που δε βρέθηκαν σε κάποιο λεξικό της γλώσσας πηγής δε μας
απασχόλησαν καθώς υπάρχει σοβαρή πιθανότητα είτε να μην ετυμολογούνται από την
τουρκ. και να ανάγονται σε άλλη γλώσσα, είτε ακόμη να προέρχονται από άλλες ιστορικές
φάσεις της ίδιας της ελλ., π.χ. η λέξη κουτουρού ανάγεται σύμφωνα με το ΛΚΝ στο τουρκ.
götürü, ωστόσο τόσο ο Συμεωνίδης (1992, 41) όσο και ο Κυρανούδης (2009, 328)
θεωρούν πιθανότερο ο όρος να προέρχεται από τη μεσαιωνική ελλ. ρίζα κουτουρ- (λαϊκ.)
κουτουρός ‘απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος’ (βλ. Κυριαζής, υπό έκδοση), ο τ. τσίφτης
‘τιμητική προσφώνηση ενός άντρα’ κατά τον Ανδριώτη (1983) προέρχεται από τον τουρκ.
72
τ. çift ‘ζευγάρι’, ωστόσο, σύμφωνα με τον Βλαστό (1931,423) ο τ. ανάγεται ετυμολογικά
στον αλβ. τ. qift ‘γεράκι’ (Tzitzilis, 1997, 105).59 Επίσης, στην ίδια κατηγορία του
προβληματισμού που σχετίζεται με την ετυμολογία των τουρκ. δανείων της ΚΝΕ υπάγεται
το ζήτημα της ύπαρξης ομώνυμων όρων στη γλώσσα αποδέκτρια οι οποίοι, ωστόσο,
ανάγονται σε διαφορετικά έτυμα αλλά που τα λεξικά της ΚΝΕ είτε παραβλέπουν την
ύπαρξη του άλλου ομωνύμου όρου που έχει διαφορετική σημασία, είτε καταγράφουν έναν
τύπο χαρακτηρίζοντάς τον πολύσημο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται συχνά
λανθασμένα ως σημασιολογική εξέλιξη μία δεύτερη σημασία του όρου, καθώς πρόκειται
για ξεχωριστό όρο που ανάγεται σε άλλο έτυμο π.χ. ο όρος κουμάσι στην ΚΝΕ βάσει του
ΛΚΝ αναφέρεται σε άνθρωπο με επιλήψιμη συμπεριφορά και ετυμολογείται από τον
μεσαιωνικό ελλ. τ. κουμάσι(ν) (μαρτυρείται στη σημ.: ‘ρούχα’) < τουρκ. kumaş ‘ρούχα,
ποιότητα’. Ωστόσο, για τον ίδιο όρο καταγράφεται επιπρόσθετα η σημασία ‘κοτέτσι,
ορνιθώνας, περιστερώνας’ (βλ. κεφ. 2.1.2.), κάτι που μας κάνει να υποθέσουμε την ύπαρξη
ενός ξεχωριστού τύπου που να δικαιολογεί την προέλευσή του. Για το συγκεκριμένο
λήμμα γίνεται διεξοδικά λόγος στον Κυριαζή (υπό έκδοση) όπου αναφέρεται ο τ. kumash
της ΚΑ ‘λεπτό ύφασμα από μετάξι’ και kumac ‘κοτέτσι’ (Dizdari) των αλβ. ιδιωμάτων ο
οποίος ανάγεται στο ελλ. κουμάσι. Ο τελευταίος αυτός τ. πέρασε στην τουρκ. ως kümes <
ελλ. κοτέτσι που έδωσε το αλβ. qymez. Επομένως, θα έπρεπε να καταχωρηθούν από τα
ανωτέρω λεξικά δύο ξεχωριστά λήμματα με τις αντίστοιχες ετυμολογήσεις τους.60

59
Ο Tzitzilis (1997,105) αναφέρεται στα προβλήματα ετυμολογίας των τουρκ. δάνειων λέξεων του
Λεξικού του Ανδριώτη (1983) κατηγοριοποιώντας τα σε: α) λέξεις που εσφαλμένα θεωρούνται τουρκισμοί
π.χ. τσίφτης (βλ. παραπάνω), β) λέξεις που προέρχονται από την τουρκ. αλλά χαρακτηρίζονται άγνωστης
προέλευσης π.χ. μπόγος ‘δέμα’ < τουρκ. bog, 3) λέξεις που εσφαλμένα θεωρούνται μη τουρκ., π.χ.
μεσοβέζικος ‘μέτριος ποιοτικά’ < βενετσ. mezzo-vento, ωστόσο η λξ προέρχεται από την τουρκ. müşevveş
‘σύγχυση, ασάφεια’, χαλές ‘αποχωρητήριο’ < αλβ. hale < τουρκ. hala. Η παρουσία του όρου, όμως, στη
βουλγ. hale και αρομουν. hale αναιρούν την υπόθεση της αλβανικής διαμεσολάβησης, 4. Λέξεις τουρκ.
προέλευσης που συνδέονται με ετυμολογικά άσχετες τουρκ. λέξεις, π.χ. η λξ μπινές ‘ομοφυλόφιλος’,
μπινεύω ανάγεται στην τουρκ. binmek ‘αναρριχόμαι’ , ωστόσο, ο όρος μπινές μαζί με τον παλαιότερο τ.
ιμπνές ανάγονται στο τουρκ. ibne ‘νεαρός ομοφυλόφιλος’.
60
Στον Κυριαζή (υπό έκδοση) καθώς και Qirjazi (2012) γίνεται, επίσης, λόγος για το φαινόμενο των
ψευδοτουρκισμών (βλ. pseudoloans) όπου ορισμένες λέξεις δίνουν την αίσθηση ότι πρόκειται για δάνεια
από την τουρκ. αλλά έχουν στην ουσία σχηματιστεί στα πλαίσια της ελλ. ή άλλης βαλκανικής γλώσσας
μέσω των μηχανισμών της σύνθεσης (τουρκ. δάνειος τ. + τουρκ. δάνειος τ.) και της παραγωγής (τουρκ.
δάνειος τ. +παραγωγική κατάληξη τουρκ. προέλευσης). Αναλυτικότερα, μπορούμε να βρούμε πληθώρα
παραδειγμάτων για τη λειτουργία των ψευδοτουρκισμών στην ελλ. και αλβ. στο άρθρο του Qirjazi (ό.π.,
73
3.2.2. Όροι που έχουν υποστεί σημασιολογική αλλαγή και συμφραζόμενα χρήσης

1. Διοικητικοί & ιστορικοί όροι

Οι περισσότεροι δάνειοι διοικητικοί όροι από την τουρκ., όπως προαναφέρθηκε, έχουν
περιέλθει σε αχρησία,61 καθώς οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες στις οποίες
αναφέρονται έχουν παρέλθει. Η χρήση τους γίνεται μόνο σε συμφραζόμενα ιστορικά,
όπου γίνεται αναφορά στους θεσμούς που επικρατούσαν την εποχή της τουρκοκρατίας. Οι
θρησκευτικοί όροι και οι όροι που αναφέρονται άμεσα στον πολιτισμό των Οθωμανών
ανήκουν και αυτοί στο ιστορικό λεξιλόγιο της ΚΝΕ με την έννοια που αναφέραμε
παραπάνω. Ορισμένοι από αυτούς απέκτησαν μεταφορική χρήση. Για το λόγο αυτό, στα
σύγχρονα λεξικά της ΝΕ που αξιοποιήθηκαν για την άντληση του υλικού κατά τη
συγγραφή της παρούσας εργασίας, δίπλα στους ορισμούς για κάποιους από αυτούς τους
όρους αναγράφεται ο χαρακτηρισμός (ιστ.) εκ του ιστορικός & ιστορισμός. Κάποιοι,
ωστόσο, από αυτούς τους όρους έχουν επιπλέον μεταφορική σημασία ενώ άλλοι
αποτελούν μέρος ευρύτερων ΦΡ και εκφρ.

765) όπου γίνεται λόγος για ορισμένους τύπους όπως kalemxhi της αλβ. ‘συγγραφέας, δημοσιογράφος που
γνωστοποιεί άχρηστες πληροφορίες προκειμένου να γίνει η είδηση ευπώλητη’, ενώ η σημασία του ίδιου
όρου στην τουρκ. είναι πωλητής καλεμιών. Η σημασία που έχει ο όρος στην αλβ. δεν ανιχνεύεται στην
τουρκ. και αντιστοίχως δε μπορεί να αναγνωριστεί από τους ομιλητές της δεύτερης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο
βασιζόμενοι σε μορφολογικά κριτήρια, ο όρος είναι δάνειο από την τουρκ. (δεν είναι, δηλ.,
ψευδοτουρκισμός), αλλά αν λάβουμε υπόψη τα σημασιολογικά κριτήρια μπορεί να χαρακτηριστεί
σημασιολογικό ψευδοδάνειο. Είναι, επίσης, σημαντικό να αναφερθεί ότι δεν είναι πάντα εύκολο ένας
τύπος να χαρακτηριστεί ψευδοδάνειος, καθώς, το γεγονός πως ο εν λόγω τύπος δεν καταγράφεται στη
γλώσσα πηγή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο όρος να χρησιμοποιείται σε κάποια διάλεκτό της και να μην
έχει απλά καταγραφεί στα λεξικά. Για παράδειγμα, αν ο όρος της ελλ. χαβαλετζής που δεν καταγράφεται
στα λεξικά της τουρκ. είναι, ταυτόχρονα, άγνωστος στους ομιλητές της τουρκ. μπορούμε να υποθέσουμε
ότι δημιουργήθηκε στα πλαίσια της ελλ. Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη σε αυτήν την περίπτωση ότι στην
τουρκ. της Ανατολικής Θράκης (ελληνική επικράτεια) ο όρος βρίσκεται σε χρήση, μπορούμε να
υποθέσουμε ότι πρόκειται για περιφερειακό δανεισμό της ελλ. (ό.π., 770-771).
61
Αντίστοιχη κατάσταση εντοπίζεται και στις διαλέκτους. Όπως επισημαίνουν οι Τζιτζιλής-
Παπαδοπούλου (2006, 87): «Η γενικότερη υποχώρηση των διαλεκτικών στοιχείων γίνεται ιδιαίτερα
αισθητή, όταν εξετάζουμε τους τουρκισμούς, γιατί συνδέονται με μορφές διοίκησης και πολιτισμού που
ανήκουν πια στο παρελθόν. Οι περισσότερες από τις λ. τουρκ. προέλευσης που ανήκουν σε
σημασιολογικές κατηγορίες όπως διοίκηση και ενδυμασία έχουν τον χαρακτήρα ιστορισμών ακόμη και
στο λεξιλόγιο των πιο ηλικιωμένων».
74
1. ΛΤ: Αγάς [ΛΚΝ < τουρκ. ağa, RH < τουρκ. ağa: 1. άρχοντας, κύριος, 2. τοπικός μεγάλος
γαιοκτήμονας, 3. αρχηγός, 4. μεγαλύτερος αδελφός ]
Σημασία: (ιστ.) τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού αξιωματούχου της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας
Επιπρόσθετες Σημασίες: στην έκφρ. σαν αγάς ‘δεσποτικά ή πλουσιοπάροχα’: Φέρεται /
ζει σαν αγάς. Στην παροιμιακή ΦΡ σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω.62 Η μεταφορά συνίσταται
στην ανάδειξη της δεσποτικής συμπεριφοράς, που αποτελούσε τυπικό στοιχείο του εν
λόγω αξιώματος την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, η οποία μεταφέρεται στην
ανθρώπινη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από δεσποτισμό. 63

2. ΛΤ: Πασάς [ΛΚΝ < τουρκ. paşa, RH < τουρκ. paşa: 1. πασάς, 2. ναύαρχος, 3. ήσυχος
(προφ.), ~ gibi: κάνω εύκολη ζωή (προφ.)]
Σημασία: ανώτατος τίτλος Οθωμανού αξιωματούχου, πολιτικού ή στρατιωτικού
Επιπρόσθετες Σημασίες: 1.συνήθως στην έκφρ. ζω / περνάω σαν πασάς, με όλες τις
ανέσεις. 2. προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο: Ό, τι θέλεις, πασά μου. Στο
συγκεκριμένο τ. συναντάμε την προφορική, κατά βάση, χρήση στην προσφώνηση πασά
μου! και πασάκα μου!, όπου έχουμε μεταφορική σημασία, καθώς μεταφέρονται
χαρακτηριστικές ιδιότητες και συμπεριφορές του εν λόγω οθωμανικού τίτλου στην
ανθρώπινη συμπεριφορά.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Μία δεύτερη εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι το
παιχνίδι της εξουσίας στην Τουρκία δεν έληξε με τη θριαμβευτική εκλογική νίκη των
«ισλαμοδημοκρατών», οι οποίοι τώρα υποχρεώνονται να προσκυνήσουν την εξουσία των
πασάδων για να διατηρήσουν εαυτούς στην κυβέρνηση […] (ΠΕΓ: άρθρο σχολιασμού).

62
Η παροιμία αναφέρεται σε καταστάσεις που φέρνουν κάποιον σε αδιέξοδο ή τον ταλαιπωρούν.
63
Στο ιδίωμα της Κοζάνης (Χριστοδούλου, 2003), ο όρος αγάς χρησιμοποιείται διαφορετικά. Η
προσφώνηση Αγά μου απευθυνόταν από τους Κοζανίτες εμπόρους στους Τούρκους καλλιεργητές της γης
ως μέσο επίτευξης καλής τιμής στην αγορά των προϊόντων. Ο όρος αποτελεί μέρος ευρύτερων εκφρ. με
μεταφορική σημασία, όπως Αγά πτου Πουρτουράζ!, για άνθρωπο κοντό και άσχημο. Επιπλέον, ο όρος
συναντάται με μεταφορική σημασία στην κρητ. (Ορφανός, 2014) ‘άεργος, που κάθεται και τα περιμένει
όλα έτοιμα’.
75
3. ΛΤ: Ραγιάς [ΛΚΝ < τουρκ. raya, RH < τουρκ. reaya: 1.ο ραγιάς, οι μη Μουσουλμάνοι
υπήκοοι του σουλτάνου, 2. οι χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου]
Σημασία: ο όρος, ως μέρος του λεξιλογίου της οθωμανικής διοίκησης, αναφερόταν στους
μη Μουσουλμάνους υπόδουλους της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Επιπρόσθετες Σημασίες: η λ. έχει προσλάβει στην ΚΝΕ μεταφορική σημασία, καθώς
υπάρχει μία επιπρόσθετη μειωτική χρήση του όρου στο λόγο, με επέκταση της σημασίας
από μη Μουσουλμάνος υπόδουλο σε γενικά υπόδουλο. Η υφολογική διαφορά μεταξύ της
χρήσης των όρων δούλος-υπόδουλος και ραγιάς αξίζει, επίσης, να επισημανθεί.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: βλ. συμφραζόμενα χρήσης του όρου στο κεφ.
3.1.7.64

4. ΛΤ: Τσαούσης, θηλ. Τσαούσα [ΛΚΝ < τουρκ. çavus, RH < τουρκ. çavuş 1. λοχίας (στρ.),
2.επιστάτης, 3.κάποιος που έχει τους υψηλότερους βαθμούς (σε ανώτατη στρατιωτική
σχολή, 4.στρατιώτης (ιστορ.)]65
Σημασία: ο όρος αναφέρεται στην οθωμανική διοίκηση: βαθμός υπαξιωματικού του
οθωμανικού στρατού
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος συναντάται με μεταφορική σημασία, ιδίως με αναφορά
στο θηλυκό πρόσωπο για να δηλωθεί ότι κάποια είναι πεισματάρα, απαιτητική και
δυναμική. Στο slang.gr: Ωραίο γκομενάκι η ξαδέρφη του Γιώργου, αλλά πολύ τσαούσα ρε
παιδί μου. Αν δε γίνει το δικό της φέρνει τα πάνω κάτω και τους παίρνει όλους ο διάολος!

64
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, όπως έχει περιγραφεί και σχολιαστεί εκτενώς από τα
ΜΜΕ, ο όρος ραγιάς όπως και άλλοι αντίστοιχοι ως προς τη σημασία όροι που έχουν προσλάβει αρνητική
σημασία (βλ. χαράτσι παρακάτω), έχουν τύχει ευρείας χρήσης. Παραδείγματα όπως «Ραγιάδες μια ζωή.
Με 60 ευρώ την ημέρα γίναμε Ζάμπια. Ενώ με 300 ευρώ σύνταξη είμαστε Ευρώπη!!!», και «Ραγιάδες και
Εφιάλτες», τίτλοι παρμένοι από διαδικτυακές ιστοσελίδες, αποτελούν ενδεικτικά χαρακτηριστικά της
σύνδεσης τέτοιων όρων με τις ευρύτερες πολιτικές συνθήκες του σήμερα οι οποίες παραπέμπουν σε
παλαιότερες πολιτικές καταστάσεις.
65
Στην κρητ. διάλεκτο (Ορφανός, 2014) ο όρος τσαούσης & τσαούχης έχει πολλές σημασίες πλην της
κυριολεκτικής που αναφέρεται σε διοικητικό τίτλο. Χρησιμοποιείται στο λόγο εν είδει αστεϊσμού με
απροσδιόριστη σημασία. Επιπρόσθετα σημειώνονται δύο επιπλέον σημασίες: ‘τόκος’ και ‘πρωκτός’. Ένας
δεύτερος τύπος τσαούσης² έχει τη σημασία ‘καπάτσος, καταφερτζής’, πιθανότατα με επίδραση από τη
σημασία του θηλυκού τύπου τσαούσα.
76
5. ΛΤ: Χαράτσι [ΛΚΝ < τουρκ. haraç, RH < τουρκ. haraç: 1.χρήματα προστασίας, 2.φόρος
που κατέβαλλαν οι μη Μουσουλμάνοι, 3.χρήματα ως φόρος τιμής, 4.παλαιότερη
καταβολή φόρων]
Σημασία: ο όρος συνδέθηκε με την επιβολή επαχθούς φορολόγησης από την πλευρά του
κράτους προς τους πολίτες. Σχηματίζονται και παράγωγα με αντίστοιχες αρνητικές
φορτίσεις: χαρατσώνω ‘επιβάλλω βαριά φορολογία’, χαράτσωμα ‘η είσπραξη βαριάς
φορολογίας’. 66
Επιπρόσθετες Σημασίες: Ο όρος επεκτάθηκε από τη σημασία του κεφαλικού φόρου που
κατέβαλαν οι χριστιανοί την περίοδο της τουρκοκρατίας στην καταβολή εισφορών προς
το δημόσιο την οποία οι πολίτες θεωρούν βαριά και άδικη.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: βλ. συμφραζόμενα χρήσης του όρου στο κεφ.
3.1.7.

2. Θρησκευτικοί όροι και λεξιλόγιο Ισλάμ

1.ΛΤ: Τεκές [ΛΚΝ < τουρκ. tekke, RH τουρκ. tekke: 1.κατάλυμα δερβίσηδων, 2.
χαρτοπαικτική λέσχη (σλανγκ), 2. χασίσι, 3.φυλακή (σλανγκ)
Σημασία: μουσουλμανικό μοναστήρι
Επιπρόσθετες Σημασίες: την εποχή διάδοσης του ρεμπέτικου τραγουδιού ο όρος
προσέλαβε τη σημασία καταγώγι του υπόκοσμου όπου σύχναζαν χασισοπότες. Ωστόσο, ο
Πετρόπουλος (1990, 55) καταγράφει πως ήδη στην τουρκ. αργκό ο όρος τεκές
χρησιμοποιούνταν με τη σημασία ‘καφενεδάκι (ή σπιτάκι) όπου φουμάρουν χασίσι’, και
με αυτήν τη μεταφορική σημασία περνάει ο όρος στην ελλ. αργκό. Στην πορεία, η σημασία
της λ. επεκτάθηκε φτάνοντας να δηλώνει το χώρο γεμάτο με καπνούς τσιγάρων, χρήση
που συνοδεύτηκε στη ΝΕ από αρνητική φόρτιση π.χ. «Tεκέ το κάνατε εδώ μέσα». Σε τίτλο
άρθρου στο διαδίκτυο ο όρος χρησιμοποιείται με αρνητική φόρτιση: «Χόρτα, φούντες και
γιορτή μαστούρας...Έγινε τεκές το Σύνταγμα». 67

66
Στην κρητ. διάλεκτο καταγράφεται ο τύπος χαρατσάρης (Ορφανός, 2014 ): τίτλος επί Τουρκοκρατίας
απονεμόμενος σε Χριστιανούς προκρίτους με ανάλογο λειτούργημα να μεταφέρουν στην Κων/πολη το
εισπραττόμενο χαράτσι.
67
voicenews.gr: https://www.voicenews.gr/index.php/ellada/18796-xorta-foyntes-kai-giorti-mastoyras-
egine-tekes-to-syntagma.html
77
2. ΛΤ: Χαρέμι [ΛΚΝ < τουρκ. harem, RH < τουρκ. harem: 1. το χαρέμι, 2. η σύζυγος, 3.
ο χώρος του σπιτιού που καταλαμβάνεται από τις γυναίκες]
Σημασία: το σύνολο των γυναικών ενός πολύγαμου μουσουλμάνου ή ο χώρος όπου ζουν
οι γυναίκες ενός μουσουλμάνου
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος δέχθηκε επέκταση ως προς τη σημασία του και δηλώνει
μεταφορικά την ερωτική σύνδεση ενός άντρα με πολλές ταυτόχρονα γυναίκες.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: «Πού πήγαν, θα σας γελάσουμε, αλλά να μην πήρε
καμιά πενηνταριά το σόι του «μεγαλειότατου i-pod», άλλα πενήντα ο κολλητός πρόεδρος και
μερικά ο Καρβέλας, για να μοιράσει στο χαρέμι του; […]» (ΠΕΓ: κριτική τηλεόρασης).

3. Ζώα, φυτά και περιβάλλον

1. ΛΤ: Καβούκι [ΛΚΝ < τουρκ. kabuki, kavuk, RH < τουρκ. kabuki: 1.εξωτερικό
κάλυμμα, 2.φλοιός, 2.φλούδα, 3.κέλυφος, 4.περίβλημα κ.ά., ΦΡ ~una çekilmek (προφ.):
αποσύρομαι στο καβούκι μου, αρνούμαι να έχω σχέσεις με άλλους]
Σημασία: το οστέινο κάλυμμα του σώματος ορισμένων ερπετών ή μαλακίων, μέσα στο
οποίο καλύπτονται το κεφάλι και τα πόδια σε περίπτωση κινδύνου
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος χρησιμοποιείται συνήθ. στις έκφρ.: κλείνομαι
στο/βγαίνω από το καβούκι μου.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα,
οικονομική προτεραιότητα αν και όχι μόνον, πριν από είκοσι ολόκληρα χρόνια, μόλις τώρα,
τα τελευταία χρόνια, μας υποχρεώνει να βγούμε από το καβούκι μας […] (ΣΕΚ: άρθρο
γνώμης).

2. ΛΤ: Κάργα/Κάργια [ΛΚΝ < τουρκ. karga, RH < τουρκ. karga: 1. ζωολ. κοράκι, ΦΡ ~
beyinli (προφ.): μικρόνους, χαζός]
Σημασία: πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή
σε ερείπια
Επιπρόσθετες Σημασίες: δίπλα στην κυριολεκτική σημασία υπάρχει και η μεταφορική,
και πιο συγκεκριμένα η υβρ. χρήση για γυναίκα άσχημη και κακιά. Στο slang.gr
παρατίθεται: Φύγε από’ δώ μωρή κάργια, μού έχεις κάνει τη ζωή μαύρη. Δε θέλω να σε
ξαναδώ στα μάτια μου.

78
3. ΛΤ: Λελέκι & Λέλεκας [ΛΚΝ < τουρκ. leylek & τουρκ. leylek + μεγεθ. ας, RH < τουρκ.
leylek: 1. ο πελαργός, ΦΡ ~ in attιğι yavru: κάποιος που περιφρονείται από παλιούς φίλους
του]68
Σημασία: ο πελαργός
Επιπρόσθετες Σημασίες: η σημασία του όρου επεκτάθηκε ως σκωπτικός χαρακτηρισμός
κάποιου που είναι πολύ ψηλός και λεπτός. Βρίσκουμε στο slang.gr την διατύπωση: Ντάξει
είχε φωνάρα ο Παβαρότι αλλά είχε και τα απαραίτητα ηχεία, αυτό το λελέκι τι να κλάσει!.

4. ΛΤ: Λέσι [ΛΚΝ < τουρκ. leş, RH < τουρκ. leş: 1. κουφάρι, ψοφίμι, ζώο σε κατάσταση
σήψης, ΦΡ ~ gibi: 1. για κάτι που αναδίδει έντονη και άσχημη μυρωδιά, 2. για άνθρωπο
άπραγο, υπερβολικά τεμπέλη (προφ.)]69
Σημασία: το πτώμα ζώου, το ψοφίμι και η δυσάρεστη οσμή που αυτό αναδίδει, η
δυσοσμία, η βρόμα.
Επιπρόσθετες Σημασίες: ως μεταφορά α. για κπ. υπερβολικά νωθρό, αδύναμο,
κουρασμένο, ψοφίμι. β. για κπ. υπερβολικά βρόμικο. Και οι δύο μεταφορικές σημασίες
αποτελούν επέκταση της κυριολεκτικής, εφόσον ένα νεκρό ζώο που κείτεται ακίνητο είναι
λογικό να αναδίδει μυρωδιά ψοφιμιού. Οι ιδιότητες αυτές μεταφέρονται στον άνθρωπο.
Το slang.gr μας δίνει ορισμένα συμφραζόμενα χρήσης του όρου με τη μεταφορική
σημασία που έχει προσλάβει:
-Φύγε από δω βρε λέσι! Από πότε έχεις να πλυθείς!
-Τα 'φτιαξες με το Δημήτρη! Αυτός είναι λέσι! Πως τον αντέχεις;!

68
Ο όρος συναντάται με τη μορφή λιλέκ [τουρκ. leylek] και σημασία ‘δρεπάνι που δεν είναι εντελώς
στρόγγυλο, και ‘μεγάλο δρεπάνι’ στην Ορ. Πιερ. (Τζιτζιλής-Παπαδοπούλου, 2006 ), καθώς και τη
σημασία ‘κακοντυμένος’ δίπλα στη σημασία ‘πελαργός’ στο ιδίωμα της Καστοριάς, ενώ στην κρητ.
(Ορφανός, 2014) η μεταφορική σημασία ‘υπερβολικά ψηλός’ υπάρχει στον τύπο λέλακας (βλ. τουρκ.
leylek+ μεγεθ. ας).
69
Στο ιδίωμα της Ορ. Πιερ. (Τζιτζιλής-Παπαδοπούλου, 2006 ) ο όρος έχει τη μορφή λεσ και διατηρεί μόνο
την αρχική σημασία ‘πτώμα ζώου’. Στην κρητ. διάλεκτο (Ορφανός, 2014) καταγράφονται οι τύποι λέσι &
λέχι με σημασία ‘ψοφίμι’ καθώς και η ΦΡ σαν το λέχι (μτφρδ.: leş gibi) ‘(ακίνητος) σαν πτώμα’ ή ‘που
βρωμάει σαν πτώμα’. Εντοπίζουμε και έναν τύπο λέχης σε αρσ. γεν. με σημασία ‘τεμπέλης’. Στην Κοζάνη
(Χριστοδούλου, 2003) καταγράφεται ο τύπος λέσ με σημασία 1. ‘ ψοφίμι’, 2. ‘βρωμιές’ και μία χρήση σε
έκφρ. βρουμάει λέσ ‘βρωμάει σαν ψοφίμι’.
79
5. ΛΤ: Σαΐνι [ΛΚΝ < τουρκ. şahin, RH < τουρκ. şahin: ζωολ. γεράκι, ΦΡ ~ bakιşlι: για
άνθρωπο με οξυδερκή και κοφτερή σκέψη]
Σημασία: το πουλί γεράκι
Επιπρόσθετες Σημασίες: άνθρωπος εύστροφος και ικανός. Ο όρος χρησιμοποιείται,
επίσης, ειρωνικά και περιπαικτικά προκειμένου να υπονομεύσει την αρχική σημασία και
να εκφράσει το ακριβώς αντίθετο με αναφορά σε κάποιο πρόσωπο.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Γιατί τότε οι «επενδυτές» έμαθαν ότι σε ένα παιχνίδι
κάποιοι κερδίζουν (στην προκείμενη περίοδο κέρδισαν τα σαΐνια της αγοράς, οι
κερδοσκόποι) και οι άλλοι χάνουν […] (ΠΕΓ: άρθρο σχολιασμού).

6. ΛΤ: Τσαγανός [ΛΚΝ < τουρκ. çağanoz, RH < τουρκ. çağanoz: ζωολ. το καβούρι, ΦΡ ~
gibi: παραμορφωμένος (προφ.)]
Σημασία: ο κάβουρας
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά ως χαρακτηρισμός
ανθρώπου που έχει θάρρος και επιδεικνύει γενναιότητα, κυρίως στην έκφρ. έχει μέσα του
τσαγανό.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Πιστεύω πολύ στον Δημήτρη, ως αθλητή, και είχε
δείξει ότι αυτό το άλμα ήταν μέσα στις δυνατότητές του. Έχει τσαγανό και είμαι
ευχαριστημένος από όσα έχει κάνει ως τώρα […] (ΠΕΓ: αθλητική είδηση).

7. ΛΤ: Τσακάλι [ΛΚΝ < τουρκ. çakal, RH < τουρκ. çakal: 1. ζωολ. το τετράποδο ζώο 2.
μυστηριώδης και δόλιος άνθρωπος (σλανγκ), 3. οξύθυμος, ευέξαπτος]
Σημασία: σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος έχει μεταφορική σημασία ως χαρακτηρισμός ανθρώπου
έξυπνου και καπάτσου. Έχουν καταγραφεί και οι τ. τσάκαλος και τσάκος με ίδια σημασία:
Δε χρειάστηκε να του το εξηγήσω δεύτερη φορά, τσάκος ο δικός σου και Καλό και το βιογραφικό,
αλλά για το γραφείο χρειαζόμαστε κάποιον που να είναι τσάκαλος (slang.gr). Επιπλέον, η
χρήση του όρου συχνά συνοδεύεται από περιπαικτική και ειρωνική διάθεση.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Σε έχω για πιο τσακάλι και δεν πιστεύω ότι χάφτεις
αυτά που λέει η τηλεόραση […] (ΠΕΓ: σχόλιο).

4. Φαγητά και ποτά

80
Η σημασιολογική αυτή περιοχή δέχτηκε τη μεγαλύτερη επίδραση από την τουρκ., με
εισροή όρων που αναφέρονται στην γαστρονομική παράδοση των Οθωμανών. Η
παράδοση αυτή επηρέασε την ελλ. με αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελλ.
κουζίνας να αποτελείται από φαγητά που έχουν διατηρηθεί από την Οθωμανική περίοδο
τα οποία δεν έχουν αλλάξει ή χάσει την αρχική τουρκ. ονομασία τους. Όπως επισημαίνει
η Туманская (2006, 85), το λεξιλόγιο που αναφέρεται στις γαστρονομικές παραδόσεις
ενός λαού αποτελεί μία προσοδοφόρα περιοχή προς δανεισμό, γι’ αυτό και οι τουρκ. όροι
με αναφορά στην οθωμανική κουζίνα έγιναν πιο εύκολα αντικείμενο δανεισμού τόσο στην
ελλ. όσο και στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες. Στην ΚΝΕ πολλοί από αυτούς τους
όρους με αναφορά στις γαστρονομικές συνήθειες των Οθωμανών, χρησιμοποιούνται τόσο
κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά.

1. ΛΤ: Γιαλαντζί [ΛΚΝ < τουρκ. yalancι (dolma), RH < τουρκ. yalancι: 1.ψεύτης,
2.απομίμηση, τεχνητό π.χ. yalancι dolma ]70
Σημασία: ντολμαδάκια με αμπελόφυλλο και ρύζι
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος χρησιμοποιείται στην ΚΝΕ για να δηλώσει ότι κάτι δεν
είναι αυθεντικό και γνήσιο και ότι συχνά κάτι παρουσιάζεται ως προσποιητό.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Και παρά την πλάκα του θεάματος δεν μπορούμε να
μην κοιτάξουμε με καχυποψία τους διάφορους υπερώριμους κυρίους που παριστάνουν τους
γιαλαντζί-Ωνάσηδες […] (ΠΕΓ: κριτική τηλεόρασης).

2. ΛΤ: Λαπάς [ΛΚΝ < τουρκ. lâpa, RH < τουρκ. lâpa: 1.κάθε νερουλό φαγητό που
παρασκευάζεται από σιτάρι 2.κατάπλασμα (από λαπά), ΦΡ ~ gibi: μαλακό και πολτώδες
(προφ.)]
Σημασία: καθιερωμένος τρόπος μαγειρέματος του ρυζιού μέχρι να χυλώσει
Επιπρόσθετες Σημασίες: μεταφορικά με τον όρο λαπάς συνηθίζουμε να αποκαλούμε και
κάθε φαγητό που απέτυχε ως προς την εκτέλεσή του, ενώ η σημασία αυτή επεκτείνεται
για να εκφράσει καθετί που είναι αποτυχημένο, βλ. λαπάς έγινε το φαΐ, το θεατρικό έργο,
ενώ αρχίζει πετυχημένα, στο τέλος γίνεται λαπάς (ΛΚΝ). Συναντάμε και μία ακόμη, ίσως
πιο διαδεδομένη χρήση του όρου, ως ειρωνική και περιπαικτική αναφορά σε κάποιον που

70
Στην κρητ. διάλεκτο (Ορφανός, 2014) καταγράφεται ο τύπος γιαλαντζής ( -ίνα, -δικο) με σημασία
‘ψεύτης’.
81
είναι νωθρός και μαλθακός: Τι λαπάς είναι αυτός ο Τάκης; Πειράζουν τη γυναίκα του και
αυτός δεν αντιδράει καθόλου (ΛΑ).
Παρόμοια μεταφορική σημασία παρουσιάζει ο τ. χαλβάς [τουρκ. halva], όπου η σημασία
του όρου ως αναφορά στο συγκεκριμένο είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται με
σιμιγδάλι επεκτείνεται για να χαρακτηρίσει μεταφορικά κάποιον ως νωθρό και μαλθακό.
71

Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Μόνο που οι ποιητές είναι πολύ περίεργοι άνθρωποι
(καθόλου λαπάδες), με ιδιάζουσες αντιδράσεις, όπως διαπίστωσε εκ των υστέρων […]
(ΠΕΓ: άρθρο σχολιασμού).

3. ΛΤ: Λουκούμι [ΛΚΝ < τουρκ. lokum, RH < τουρκ. lokum:1. το τουρκ. γλύκισμα
λουκούμι, 2. δασκάλα αγαπητή και επιεικής (σλανγκ)]
Σημασία: αντιπροσωπευτικό οθωμανικό γλύκισμα
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος αποκτά μεταφορική σημασία δηλώνοντας συχνά ότι
κάτι είναι πάρα πολύ νόστιμο και εκτός της κατηγορίας των γλυκισμάτων. Επιπλέον,
καταγράφεται η ΦΡ μου ήρθε λουκούμι η οποία δηλώνει ότι μία κατάσταση ή ένα πράγμα
ταίριαξε πολύ σε κάποιον. Στο slang.gr βρίσκουμε: Δε σου έπεσε άσχημα το μηχανάκι του
θείου σου, ε; -Πλάκα κάνεις; Λουκούμι με ήρθε, μόλις χάλασε το δικό μου, πήρα αυτό και
τη βγάζω....

4. ΛΤ: Παντζάρι [ΛΚΝ < τουρκ. pancar, RH < τουρκ. pancar: 1.βοτ. το φυτό
κοκκινογούλι, ΦΡ ~ gibi olmak: να γίνεται κανείς κόκκινος σαν το παντζάρι (προφ.)]
Σημασία: ποώδες κηπευτικό φυτό, ποικιλία τεύτλου· η ρίζα του έχει σφαιρικό σχήμα και
βαθύ κόκκινο χρώμα, είναι σαρκώδης και τρώγεται βραστή ως σαλάτα, όπως και τα
μεγάλα πλατιά πράσινα φύλλα του· κοκκινογούλι
Επιπρόσθετες Σημασίες: στο χώρο της φρασεολογίας ανήκει η έκφρ. κοκκινίζω/ γίνομαι
σαν παντζάρι η οποία αναφέρεται σε κάποιον που λόγω ντροπής ή έντονου άγχους το
πρόσωπό του παίρνει ένα χαρακτηριστικό ρόδινο χρώμα.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Σε κοιτάει και γίνεται η μούρη του παντζάρι. Κι
εκείνα τα χέρια του […] (ΣΕΚ: λογοτεχνία).

71
Ο Ορφανός (2014) και η Κουτρολίκου (2007) μας πληροφορούν ότι η σημασία ‘μαλθακός’ εμφανίζεται
ήδη στην τουρκ. (βλ. αντίστοιχο λήμμα στους εν λόγω συγγραφείς).

82
5. ΛΤ: Πατσάς [ΛΚΝ < τουρκ. paça, RH < τουρκ. paça: 1.ο πατσάς κυρίως από το
πρόβατο, 2.μαγειρεμένος πατσάς, 3.τα μπατζάκια ]
Σημασία: 1. ονομασία της κοιλιάς, του στομάχου και των ποδιών σφαγμένων ζώων, 2. το
φαγητό που γίνεται με βράσιμο της κοιλιάς, του στομάχου και των ποδιών σφαγμένων
ζώων
Επιπρόσθετες Σημασίες: χαρακτηρισμός για μεγάλη και πλαδαρή κοιλιά και, με
επέκταση, για χοντρό και πλαδαρό άτομο. Επιπλέον, η έκφρ. βουρ στον πατσά δηλώσει
μία κίνηση που γίνεται μετά μανίας προκειμένου να προσεγγιστεί το πρόσωπο ή το
αντικείμενο που μας ενδιαφέρει. Συχνά η έκφραση παίρνει μορφή παρακίνησης προς
κάποιον προκειμένου να αποκτήσει ή να ανακτήσει το χαμένο θάρρος του και να πετύχει
το στόχο του. Στο slang.gr βρίσκουμε ενδεικτικά: Τι να περιμένεις ρε μπάμια; Το τραμ; Ρε
βουρ στον πατσά και μη μασάς! Θα σ' το φάει άλλος το γκομενάκι και θα μείνεις μπακούρι.

6. ΛΤ: Πετιμέζι & Πετμέζι, Σερμπέτι [ΛΚΝ < τουρκ. pekmez & şerbet, RH < τουρκ.
pekmez: σιρόπι ζάχαρης, 2.αίμα (σλανγκ) & şerbet: μη αλκοολούχα ποτά που
παρασκευάζονται με νερό και μπαχαρικά ή νερό και φρούτα, 3.το αποτέλεσμα από τη μίξη
ορισμένων υλικών με νερό]
Σημασία: πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο
του μούστου
σερμπέτι: είδος πολύ γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού.
Επιπρόσθετες Σημασίες: συνήθ. στις εκφρ. το έκανες πετιμέζι/σερμπέτι, συνήθ. για τον
καφέ. Πρόκειται για μεταφορική επέκταση όπου μεταφέρεται η χαρακτηριστική ιδιότητα
των συγκεκριμένων γλυκών στον καφέ εν προκειμένω, με σκοπό να δηλωθεί η
δυσαρέσκεια από τη δυσανάλογη ποσότητα ζάχαρης που προστίθεται σε αυτόν.

5. Στρατιωτικοί όροι

83
1. ΛΤ: Καραούλι [ΛΚΝ < τουρκ. karavul, RH < τουρκ. karakul: 1.αστυνομικό τμήμα, 2.
κάθε επίσημη αρχή που προασπίζεται τη δημόσια τάξη, ΦΡ ~ gezmek (για αστυνομικό):
βγαίνω για περιπολία]72
Σημασία: 1α. σκοπιά, φρουρά, β. παρατηρητήριο, γ. καθένα από τα σημεία από όπου
γίνεται η επιτήρηση των δασών, δ. σκοπός, φρουρός
Επιπρόσθετες Σημασίες: η σημασία του όρου έχει επεκταθεί και έχει προσλάβει
αρνητική φόρτιση. Χρησιμοποιείται, κυρίως, στις εκφρ. φυλάω καραούλι ‘παραμονεύω,
καραδοκώ’ και στήνω καραούλι ‘ενέδρα’.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Aν νομίζετε, είπε χαρακτηριστικά προς τους
δημοσιογράφους, ότι θα κάνουν κάτι διαφορετικό ή αν έχετε πληροφορίες ότι θα συναντηθεί
με τον Πατριάρχη στήστε καραούλι στο λιμάνι και παρακολουθήστε τους […] (ΣΕΚ: άρθρο
γνώμης).

2.ΛΤ: Μπαϊράκι [ΛΚΝ < τουρκ. bayrak, RH < τουρκ. bayrak: 1.σημαία, ΦΡ ~ açmak:
στρατολογώ, 2. ξέσπασμα σε εξέγερση]
Σημασία: σημαία, ιδίως πολεμική, η πολεμική σημαία ενός στρατιωτικού ηγέτη και με
επέκταση το στρατιωτικό του σώμα
Επιπρόσθετες Σημασίες: συνήθ. στην έκφρ. πάω με το μπαϊράκι κάποιου: κατατάσσομαι
στο στρατιωτικό του σώμα και με επέκταση εντάσσομαι στην παράταξή του, γίνομαι
οπαδός του. Ο όρος με τη σημασία πολεμική σημαία, συναντάται στην έκφρ. σηκώνω
μπαϊράκι, προκειμένου να δηλωθεί ότι κάποιος δε δέχεται να συμβαδίσει με μία
κατάσταση και αντιτάσσεται σε αυτήν με το να απειθαρχεί.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Η Λετονία δεν είναι η μόνη που έχει σηκώσει
μπαϊράκι στο ζήτημα αυτό, καθώς και πολλές ακόμη από τις νέες χώρες της Ε.Ε., όπως η
Μάλτα και η Ουγγαρία, αντιμετωπίζουν ανάλογα γλωσσολογικά προβλήματα […] (ΠΕΓ:
οικονομική είδηση).

72
Η Туманская (2006, 128) τοποθετεί στο ίδιο λήμμα τους όρους καραούλι και καρακόλι. Η ετυμολογία
που παραθέτει είναι κοινή και για τα δύο λήμματα: [τουρκ. karakοl ‘αστυνομία, περιπολία’]. Στο ΛΚΝ
πρόκειται για δύο διαφορετικά λήμματα καραούλι και καρακόλι. Το δεύτερο ετυμολογείται από [τουρκ.
karakοl ‘χωροφύλακας’. Ο τύπος καρακόλι εμφανίζεται και στην Καστοριά (Αποστ.) ‘φυλάκιο στρατού’
και στην Ορ. Πιερ. με τη μορφή καρακόλ ‘κτίριο σε ύψωμα όπου στεγαζόταν η αστυνομία’.
84
3. ΛΤ: Μετερίζι [ΛΚΝ < τουρκ. meteris, RH < δεν καταγράφεται ο τ.]73
Σημασία: προφυλαγμένη θέση μάχης ιδίως ατομική
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος επεκτείνεται για να αναφερθεί μεταφορικά στον αγώνα
που πετυχαίνει κάποιος από οποιαδήποτε θέση και κατέχοντας οποιαδήποτε ιδιότητα.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων πέρασε η
είδηση του θανάτου δύο ανθρώπων, που προσέφεραν μέγιστες υπηρεσίες προς το μπάσκετ ο
καθένας από το δικό του «μετερίζι» […] (ΠΕΓ: αθλητικά πορτρέτα).

4. ΛΤ: Φισέκι [ΛΚΝ < τουρκ. fişek, RH < τουρκ. fişek: 1.φυσίγγιο (για όπλο) ΦΡ ~ gibi:
πολύ γρήγορος]
Σημασία: φυσίγγιο
Επιπρόσθετες Σημασίες: μεταφορικά ο όρος αναφέρεται σε άνθρωπο εύστροφο και
γρήγορο.
Συμφραζόμενα Χρήσης: Η εκτροπή του Αχελώου; Εγινε! Η υποθαλάσσια σήραγγα στο
Θερμαϊκό; Τελείωσε! Το μετρό στη Θεσσαλονίκη; Τρέχει φισέκι! Το πλωτό πάρκιν (!)
(άρθρο στην εφημερίδα Ριζοσπάστης).

6. Ανθρώπινες και οικογενειακές σχέσεις

1. ΛΤ: Καρντάσης [ΛΚΝ < τουρκ. kardaş, RH < τουρκ. kardeş: 1.αδελφός, αδελφή, 2.
άτυπη μορφή προσφώνησης]74
Σημασία: αδερφός
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος έχει προσλάβει λειτουργία προσφώνησης με σημασία
‘αδελφικός φίλος, σύντροφος’. Με αυτόν τον τρόπο συνηθίζεται να αποκαλείται κάποιος

73
Ο Ορφανός (2014), υποθέτει πως η τροπή iz>is ίσως να συντελέστηκε στις τούρκ. διαλέκτους των
Βαλκανίων.
74
Στην τουρκ. καταγράφεται ένας ακόμη τύπος arkadaş > ελλ. αρκαντάσης ‘σύντροφος, φίλος,
συμπαραστάτης’ (ΛΚΝ). Στην ΝΕ έχει επικρατήσει η χρήση του τύπου καρντάσης. Στην Κοζάνη
(Χριστοδούλου, 2003) καρντάης ‘αδελφικός φίλος’ και στην Ορ. Πιερ. (Τζιτζιλής-Παπαδοπούλου,
2006 ) καρδάις, καρdάισ και καρδάς ‘αδελφός’ [τουρκ. kardaş]. Από την άλλη ο τύπος αρκαντάσης
εμφανίζεται στην κρητ. (Ορφανός, 2014) με παράλληλους τύπους ακαρντάσης, ακαρντάχης, ακαρνάσης,
καρνάσης με τη διευρυμένη σημασία ‘σύντροφος, αδελφικός φίλος’.
85
πολύ κοντινός άνθρωπος, συνήθως στη Θεσσαλονίκη και τη Β. Ελλάδα. Ένα παράδειγμα
τυπικού διαλόγου βρίσκουμε στο slang.gr:
- Ρε καρντασάκι, πότε θα βρεθούμε για κάνα καφέ;- Χαλαρά δικέ μου, όποτε θες μέσα.
(καρντασάκι: υποκορ. του καρντάσης + άκι).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Και λυπάμαι που είστε νέος πολιτικός και είστε και
καρντάσης από τη Θεσσαλονίκη που χαρακτηρίζεται για το ήθος της […] (ΣΕΚ: δημόσια
ομιλία).
7. Καταστάσεις και ιδιότητες αντικειμένων

1. ΛΤ: Αχταρμάς [ΛΚΝ < τουρκ. aktarma, RH < τουρκ. aktarma: 1.μεταφορά, 2.
μεταφορά, αλλαγή (τραίνου, λεωφορείου, αεροπλάνου)]75
Σημασία: κατάσταση όπου επικρατεί έντονο ανακάτεμα πραγμάτων
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος χρησιμοποιείται συνήθ. στη ΦΡ τα κάνω αχταρμά, όπου
η ιδιότητα του ανακατέματος των πραγμάτων μεταφέρεται στις αφηρημένες καταστάσεις
όπως οι σκέψεις, οι γνώσεις, οι ιδέες κτλ.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Ένας αχταρμάς ιωνικού και δωρικού ρυθμού, όχι
όπως πράγματι υπήρξαν αλλά όπως τους αντέγραψε η χολιγουντιανή προχειρότητα […]
(ΣΕΚ: άρθρο γνώμης).

2. ΛΤ: Κουσούρι [ΛΚΝ < τουρκ. kusur, RH < τουρκ. kusur: 1.λάθος, αδυναμία,
μειονέκτημα (πολύσ.)]76
Σημασία: ελάττωμα στην κατασκευή, μειονέκτημα
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος αναφέρεται μεταφορικά στην κακή συνήθεια ή στο
ελάττωμα κάποιου ανθρώπου. Πρόκειται για ιδιότητα που μεταφέρεται από αντικείμενα
σε αφηρημένες καταστάσεις από ελάττωμα στην κατασκευή ενός αντικειμένου σε
ελαττώματα που εντοπίζονται στον άνθρωπο.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: βλ. συμφραζόμενα χρήσης του όρου στο κεφ.
3.1.7.

75
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014), δίπλα στη σημασία ‘ανακάτεμα’ διατηρείται η σημασία που έχει ο όρος
στην τουρκ. ‘διαμετακόμιση’ (ναυτιλιακός όρος). Συναντάται και η ΦΡ θα κάμω το χωράφι αχταρμά ‘θα το
σκάψω βαθιά, ώστε το χώμα να έρθει από χαμηλά απάνω’.
76
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) ΦΡ δεν σου πιάνω κουσούρι ‘δε σε λαμβάνω υπόψη, δε σε υπολογίζω’ (πιθ.
τουρκ. kusura bakmamak) αλλά και ‘υπόλοιπο λογαριασμού’.
86
3. ΛΤ: Ντουμάνι [ΛΚΝ < τουρκ. duman ‘καπνός, γεμάτο καπνό’, RH < τουρκ.: 1. καπνός,
αναθυμιάσεις, 2.ομίχλη, καταχνιά, ΦΡ ~ almak: 1. για χώρο που καλύπτεται με ομίχλη
2.κάνω μια τζούρα (από τσιγάρα)]
Σημασία: πυκνός καπνός που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα
Επιπρόσθετες Σημασίες: Πρόκειται για καπνό που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα σε ένα
μέρος και με σημασιολογική επέκταση ως αναφορά στην κατάσταση που επικρατεί σε
αυτό το μέρος από την πυκνή ύπαρξη καπνού. Η χρήση του όρου εκφράζει δυσαρέσκεια:
Ντουμάνι έγινε χθες το αμφιθέατρο της σχολής, την ώρα της συνέλευσης! (slang.gr).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Ντουμάνι με τον Κακιούση είναι οι παίκτες της ΑΕΚ
με ό,τι έγινε τις τελευταίες μέρες με τον Τέιλορ Κόπενραθ […] (ΠΕΓ: αθλητική είδηση).77

8. Συναισθήματα

1. ΛΤ: Μεράκι [ΛΚΝ < τουρκ. merak, RH < τουρκ. merak, -kι: 1. περιέργεια, 2. μεγάλο
ενδιαφέρον για, μεγάλη συμπάθεια για, 3.σχολαστικότητα για κάτι, 4.άγχος, ανησυχία]
Σημασία: 1. πολύ έντονη επιθυμία, 2. έντονη αγάπη και φροντίδα για κάτι, ιδίως για
ορισμένη δραστηριότητα, 3. έντονα ευάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από τη
διασκέδαση
Επιπρόσθετες Σημασίες: στο slang.gr καταγράφεται μία επιπλέον σημασία του όρου ‘το
σεξουαλικό γούστο, το βίτσιο’ (άσεμνη), η οποία δεν εντοπίζεται σε κάποιο από τα λεξικά
της ΚΝΕ.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: βλ. συμφραζόμενα χρήσης του όρου στο κεφ.
3.1.7.

9. Ενέργειες και αποτελέσματα των ενεργειών και της συμπεριφοράς του ανθρώπου

77
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ο όρος χρησιμοποιείται με τη σημασία νευριάζω με κάποιον. Αυτή η
σημασία εντοπίζεται στον όρο ντουμανιασμένος της κρητ. (Ορφανός, 2014) ‘νευριασμένος’. Θα μπορούσαμε
να υποθέσουμε ότι η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε επέκταση μέσω της μεταφοράς της αρχικής ιδιότητας του
καπνού σε μεγάλη ποσότητα στα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να έχει κάποιος σε μεγάλη ποσότητα
όπως θυμός, νεύρα κ.ά.
87
1. ΛΤ: Ζόρι [ΛΚΝ < τουρκ. zor, RH < τουρκ. zor: 1.ταλαιπωρία, δυσκολία, ανησυχία,
πρόβλημα, 2.σωματικός πόνος, διαταραχή, 3.καταναγκασμός, υποχρέωση, αναγκαιότητα,
4.σωματική βία ή απειλή για σωματική βία, 5.καταπίεση, εξαναγκασμός, 6.δυσκολία, 7.με
δυσκολία (πολύσ.), ΦΡ zorla ‘με τη βία’, ‘με άσκηση πίεσης’, ‘με δυσκολία, κόπο’ ]78
Σημασία: εφαρμογή σχετικά μεγάλης δύναμης πάνω σε κάτι
Επιπρόσθετες Σημασίες: Οι σημασίες με τις οποίες χρησιμοποιείται συνήθως στην ΚΝΕ
είναι μεταφορικές: ‘άσκηση βίας (ψυχολογικής), πίεσης σε κάποιον, εξαναγκασμός’: η
σημασία αυτή συνήθ. συναντάται στην έκφρ. με το ζόρι η οποία δηλώνει ότι κάτι γίνεται
με άσκηση πίεσης και βίας π.χ. ΣΕΚ Άμα τον έβλεπε κανείς δασκαλίστικα και κηρυγματικά
να μας καλεί να πούμε με το ζόρι ΝΑΙ, έμοιαζε περίπου με απόστολο, που ήξερε την εξ’
αποκαλύψεως αλήθεια […] (άρθρο γνώμης), (βλ. στην ΚΝΕ τη ΦΡ με το ζόρι παντρειά).
Από την άλλη ο όρος ζόρι, και κατ’ επέκταση η έκφρ. με το ζόρι, αναφέρεται επιπρόσθετα
σε κάτι που γίνεται με δυσκολία, με καταβολή ιδιαίτερης προσπάθειας: ΣΕΚ H λύση αυτή,
εκτός από το μεγάλο αριθμό απολύσεων που προβλέπει, αφού η κατασκευή των φρεγατών
μπορεί να απασχολήσει με το ζόρι 1.000-1.200 άτομα […] (γραπτή είδηση).
Συναντάμε, επίσης, την έκφρ. έχω/τραβάω ζόρια με τη σημασία αντιμετωπίζω δυσκολίες:
Ο άνθρωπος, βεβαίως, ήθελε να με εξυπηρετήσει. Εγώ όμως που είχα και το ζόρι,
ξαναδιάβασα τη διαφήμιση […] (ΣΕΚ: ενημερωτικά), καθώς και την έκφρ. με τα χίλια
ζόρια: Ναι, γιατί οι άλλοι τα θυμόντουσαν. Με τα χίλια ζόρια κάτσαμε να κάνουμε
επανάληψη στα γαλλικά δι' αρχαρίους […] (ΠΕΓ: ευθυμογράφημα). Επίσης, καταγράφεται
και η έκφρ. τι ζόρι τραβάς ή τραβάς κανένα ζόρι: -Ε, πια εσύ με τις ερωτήσεις. Τι ζόρι
τραβάς με μένα; Μάνα σου είμαι; (slang. gr). Εκφέρεται σε μορφή ερώτησης η οποία
αποδοκιμάζει τη στάση κάποιου που ενδέχεται να παρεμβαίνει όπου δεν του επιτρέπεται
ή δεν του έχει δοθεί η αρμοδιότητα (συν. έκφρ. μπορεί να θεωρηθεί η τι πρόβλημα έχεις ή
έχεις κάποιο πρόβλημα;).

78
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) καταγράφονται μαζί με τον τύπο ζόρι και οι τύποι ζόρες, καθώς και ζόρλες
και ζόρλε με τις σημασίες 1. δυσκολία (ΦΡ ζόρε θέλει) 2. βία, εξαναγκασμός, ανάγκη και 3. βιασύνη,
άγχος, σπουδή. Στην κρητ. υπάρχει και ο τύπος ζόρλε που λειτουργεί ως επίρρημα με τη σημασία ‘με το
ζόρι, με το στανιό’. Επιπλέον, ο Ορφανός (ό.π.) μας πληροφορεί ότι η έκφρ. ίντα’ ναι ο ζόρες σου;
αντιστοιχεί στην τουρκ. zorumne (dir)? (βλ. τι ζόρι τραβάς ή τραβάς κανένα ζόρι στη ΝΕ). Ενδιαφέρον
παρουσιάζει ότι η έκφρ. με το ζόρι της ελλ. περνά στην τουρκ. ως επίρρ. metazori ως αντιδάνειο με την
ίδια σημασία (ό.π.).

88
2. ΛΤ: Μερεμέτι [ΛΚΝ < τουρκ. meremet, RH: δεν καταγράφεται]
Σημασία: επιδιόρθωση μικρής βλάβης
Επιπρόσθετες Σημασίες: από τα συμφραζόμενα χρήσης που αντλήθηκαν από τα ΗΣΚ, ο
όρος μερεμέτι φαίνεται να έχει προσλάβει μειωτική σημασία για παρεμβάσεις οι οποίες
κρίνονται ανεπαρκείς όταν πρόκειται για σοβαρά ζητήματα. Επιπλέον, στο ΛΚΝ
καταγράφεται μία δεύτερη σημασία ‘ξυλοδαρμός’ η οποία υπάρχει και στην έκφρ. σουλτάν
μερεμέτ [τουρκ. sultanmeremet] π.χ. -Του τράβηξα ένα σουλτάν μερεμέτι, το
καταφχαριστήθηκα! (slang.gr).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Η οικονομία δεν μπορεί να συντηρηθεί με
μερεμέτια. Ούτε είναι οικονομική πολιτική η προσπάθεια του υπουργού Οικονομίας να
περιορίσει απλώς τα ελλείμματα του δημοσίου […] (ΠΕΓ: άρθρο σχολιασμού).

ΛΤ: Καβουρντίζω [ΛΚΝ < τουρκ. kavurd(ι), RH < τουρκ. kavurmak: 1. ψήνω, 2. (για τον
αέρα) φυσάει, 3. (για τον ήλιο) καίει]
Σημασία: 1α. ψήνω σε δυνατή φωτιά, χωρίς νερό ή λιπαρές ουσίες και ανακατεύοντας
συνεχώς, σπόρους δημητριακών, κόκκους καφέ κτλ., β. βάζω στην κατσαρόλα, σε καυτό
λάδι ή λίπος, κρέας ή λαχανικά και τα αφήνω να ροδίσουν σε δυνατή φωτιά, ενώ
συγχρόνως τα ανακατεύω, τσιγαρίζω
Επιπρόσθετες Σημασίες: ΦΡ μας καβούρντισε ο ήλιος (βλ. μας έκαψε ο ήλιος)
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: δε βρέθηκαν αποτελέσματα

3. ΛΤ: Μπουχτίζω [ΛΚΝ < τουρκ. bιktι, RH < τουρκ. bιkmak: βαριέμαι με κάτι ]
Σημασία: χορταίνω υπερβολικά
Επιπρόσθετες Σημασίες: αισθάνομαι κορεσμό για κάτι, δεν το ανέχομαι πια
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: «Ίσως γιατί ο κόσμος έχει μπουχτίσει με το θέμα»,
εκτίμησε ο Ούλριχ Τουκούρ, ο οποίος πρωταγωνιστεί στο «Αμήν» […] (ΠΕΓ: καλλιτεχνική
είδηση).

4. ΛΤ: Νταβαντούρι & Νταβατούρι & Ταβατούρι [ΛΚΝ < τουρκ. tevatür: διάδοση, κοινή
μαρτυρία, RH < τουρκ. tevatür: φήμη, διάδοση (παρωχ.)].
Σημασία: θόρυβος, φασαρία που δημιουργούν πολλοί άνθρωποι μαζί, σε χαρούμενη
συγκέντρωση ή σε συμπλοκή, σε επεισόδιο. Συν. λ.: σαματάς, πατιρντί

89
Επιπρόσθετες Σημασίες: από τη σημασία ‘φασαρία’ περνάμε στη μεταφορική σημασία
‘πολύς λόγος/συζήτηση για κάτι’.79 Επιπλέον, καταγράφεται η σημασία ‘κατάσταση,
φάση’ σε ορισμένα συμφραζόμενα (slang.gr) - Θα έρθεις απόψε; Θα έχει καλό
νταβαντούρι.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Περιεχόμενο της παραγωγής του Τερζόπουλου τα
αποσπάσματα των χαμένων τραγωδιών του Αισχύλου. Και να νταβαντούρι για την
πρωτοτυπία και την πρωτιά […] (ΠΕΓ: σχόλιο).

4. ΛΤ: Τσαλίμι [ΛΚΝ < τουρκ. çalιm, RH < τουρκ. çalιm: 1.κομπασμός, αλαζονεία,
2.ποδοσφαιράκι, κινήσεις προσποίησης]
Σημασία: οι δεξιοτεχνικές κινήσεις που κάνει ένας χορευτής
Επιπρόσθετες Σημασίες: καμώματα, πονηριές. Από τις σωματικές κινήσεις που κάνει
ένας χορευτής, μεταφορικά ο όρος επεκτείνεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα (συν.
έκφρ. τερτίπι).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: E, με εννέα - στους έντεκα - να κατακτούν, ν'
αγγίζουν ή έστω να πλησιάζουν το άριστα, διάολε, θα 'πρεπε η μπάλα να κάνει τα πιο
πρόστυχα τσαλίμια της για να μη νικούσε ετούτος ο Ολυμπιακός […] (ΙΕΛ: άρθρο γνώμης).

10. Κτίρια, μέρη κτιρίων και εξωτερικοί χώροι

1. ΛΤ: Αχούρι [ΛΚΝ <. μσν. αχούρι < τουρκ. ahur, ahιr, RH < τουρκ.: ]
Σημασία: στάβλος
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά με αναφορά σε έναν χώρο
εξαιρετικά πολύ ακατάστατο και βρόμικο. Με παρόμοια σημασία χρησιμοποιείται
μεταφορικά και ο όρος τσαντίρι [τουρκ. çadιr] (κυρ. σημασία σκηνή, αντίσκηνο) ως
επέκταση για σπίτι που κατασκευάζεται με πρόχειρα υλικά, καθώς και ως χαρακτηρισμός
ακατάστατου χώρου.

79
Βλ. συν. όρο ντόρος όπου από σημ. φασαρία έχουμε μτφ. σημ. συζήτηση, σχόλια που προκαλεί ένα
γεγονός. Στην κρητ. για τον τ. που μας ενδιαφέρει καταγράφεται, επίσης, η σημασία έμμονος ψίθυρος και
διάχυτη φήμη.

90
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Υπάρχουν κάποιες άλλες ομάδες, μικρομεσαίου
μεγέθους, που εδώ και χρόνια τα γήπεδά τους μοιάζουν σαλόνια μπροστά στα δικά μας
αχούρια [...] (ΠΕΓ: άρθρο σχολιασμού).

2. ΛΤ: Γιαπί [ΛΚΝ < τουρκ. yapι κτίριο, RH < τουρκ. yapι: 1α.κτίριο, οικοδόμημα, β.
κατασκευή]
Σημασία: οικοδομή που βρίσκεται στο στάδιο του σκελετού και με επέκταση στην οποία
δεν έχουν τελειώσει οι εργασίες ανέγερσης ή επισκευής
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος αναφέρεται μεταφορικά σε κάθε χώρο που βρίσκεται σε
στάδιο κατασκευής που δεν έχει ολοκληρωθεί. Χρησιμοποιείται και προκειμένου να
εκφράσει επικριτική στάση απέναντι στην εν λόγω κατάσταση.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Η Θεσσαλονίκη έχει καταντήσει ένα μόνιμο
αρχαιολογικό «γιαπί» […] (ΠΕΓ: επιστολή αναγνώστη).

3. ΛΤ: Λιμάνι [ΛΚΝ < τουρκ. liman (αντιδ.), RH < τουρκ. liman: λιμάνι, επίνειο]
Σημασία: φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση παραλιακής έκτασης, θαλάσσιας αλλά και
ποταμού ή λίμνης, κατάλληλη για να αγκυροβολούν και να σταθμεύουν με ασφάλεια
πλοία και άλλα σκάφη, 2α. παραθαλάσσια πόλη που διαθέτει λιμάνι, β. το τμήμα της πόλης
που περιλαμβάνει το λιμάνι, τις εγκαταστάσεις του και τη γύρω περιοχή
Επιπρόσθετες Σημασίες: με την έκφρ. του λιμανιού αναφερόμαστε μεταφορικά σε
κάποιον ως άτομο του υποκόσμου. Καταγράφεται μία επιπρόσθετη μεταφορική σημασία
του όρου ως ασφαλές καταφύγιο για κάποιον.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Τρεις διαφορετικές ιστορίες συνδέονται από τη
μοναξιά που βασανίζει τους ήρωες τους, αλλά συνάμα, μαλακώνει τις καρδιές τους και τους
κάνει να ψάχνουν λιμάνια συντροφικότητας, σε μια άδεια πόλη […] (ΠΕΓ: κριτική
τηλεόρασης).

4. ΛΤ: Λούκι [ΛΚΝ < τουρκ. oluk, RH < τουρκ. oluk: 1. σκάφη (που χρησιμεύει ως
σωλήνας), φράγμα ύδατος, κανάλι, 2.αυλάκι δρόμου, 3.ράβδωση]
Σημασία: 1.οριζόντιος κοίλος αγωγός και ο κατακόρυφος σωλήνας μέσο των οποίων
συγκεντρώνονται και αποχετεύονται τα νερά της βροχής από τις στέγες των σπιτιών·
υδρορροή, 2. είδος πτυχής (ραπτική)
Επιπρόσθετες Σημασίες: συνήθ. στη ΦΡ μπαίνω στο λούκι ή βάζω κάποιον στο λούκι με
τη σημασία περιορίζομαι στα στενά όρια του συνηθισμένου, του καθημερινού, του
91
σταθερά επαναλαμβανόμενου και γενικότερα σε ένα συμβιβασμένο τρόπο ζωής από τον
οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω. Συνηθισμένη έκφρ. είναι και η τραβάω λούκι με σημασία
δυσκολεύομαι πολύ, πιθανόν ως απόρροια των στενών ορίων μέσα στα οποία αναγκάζεται
να κινηθεί κανείς: Αυτόν τον καιρό ο Γιώργος τραβάει μεγάλο λούκι. Δεν έχει δουλειά και
τον εγκατέλειψε και η γυναίκα του (ΛΑ).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Ευτυχώς, πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας
καταφέρνουν να ξεπεράσουν και αυτό το τελευταίο δύσκολο λούκι και, κάποια στιγμή, είναι
πια ελεύθεροι από την εξάρτησή τους […] (ΣΕΚ: ενημερωτικά).

5. ΛΤ: Μπουντρούμι [ΛΚΝ < τουρκ. bodrum (αντδ.), RH < τουρκ. bodrum: υπόγειος
θόλος, φυλακή, κελί, ΦΡ ~ gibi: σκοτεινό μέρος σαν το μπουντρούμι]
Σημασία: υπόγειο
Επιπρόσθετες Σημασίες: Μεταφορική επέκταση σε κάθε χώρο που είναι κλειστός και
σκοτεινός, όπως κρατητήριο ή φυλακή.80
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Ο Πέτρος Ανδρεάδης διέταξε να τον συλλάβουν και
να τον κλείσουν στο υγρό και βρόμικο μπουντρούμι του ανακτόρου. Εκεί που οδηγούσαν
όλους τους ανυπόταχτους υπηκόους […] (ΣΕΚ: λογοτεχνία).

6. ΛΤ: Ντουβάρι [ΛΚΝ < τουρκ. duvar, RH < τουρκ. duvar: 1.τοίχος, 2.χάσμα μεταξύ
ανθρώπων (προφ.)]
Σημασία: τοίχος, συνήθ. εξωτερικός
Επιπρόσθετες Σημασίες: μεταφορικά για άνθρωπο που δεν ξέρει αλλά και δεν μπορεί να
μάθει τίποτε· κούτσουρο, τούβλο
Μεγάλο ντουβάρι ο Βασιλείου! Τον ρώταγε ο καθηγητής για την άλωση της
Κωνσταντινούπολης και αυτός έλεγε για την επανάσταση του 1821! (slang.gr).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Γριά: Τι θέλω, Χριστούλη μου, και το ανοίγω το
στόμα μου και μιλάω σ' αυτό το ντουβάρι; […] (ΙΕΛ: λογοτεχνία).

7. ΛΤ: Παζάρι [ΛΚΝ < τουρκ. pazar, RH < τουρκ. pazar: 1.αγορά, 2.εμπόριο, ΦΡ ~
kesmek: πετυχαίνω συμφωνία για μια τιμή (προφ.)]

80
Ο Ορφανός (2014) επισημαίνει ότι η σημασία ‘φυλακή’ εμφανίζεται κυρίως στην ελλ. και λιγότερο στην
τουρκ., ενώ δεν έχει καταγραφεί σε άλλες βαλκανικές γλώσσες, όπου το δάνειο χρησιμοποιείται κυρίως με
τη σημασία ‘υπόγειος χώρος, συνήθ. κάβα ή κελάρι’.
92
Σημασία: υπαίθριος χώρος όπου κατά τακτά χρονικά διαστήματα συγκεντρώνονται
έμποροι και παραγωγοί για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, η εμποροπανήγυρης. παζάρι
που γίνεται κάθε βδομάδα· λαϊκή αγορά
Επιπρόσθετες Σημασίες: συνηθ. στον πληθυντικό παζάρια με μεταφ. σημασία συζήτηση,
διαπραγμάτευση της τιμής και των όρων για την αγορά ή πώληση ενός αγαθού, παζάρεμα:
έκφρ. κάνω παζάρια: παζαρεύω. Η μεταφορική σημασία συναντάται και στον τ.
παζαριλίκια & παζαρλίκια [τουρκ. pazarlιk].
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Ωστόσο, Τούρκοι και Αμερικανοί αξιωματούχοι
εξακολουθούσαν χθες, έπειτα από εβδομάδες παζαριών, να προσπαθούν να διευθετήσουν
τα τελευταία θέματα που εκκρεμούν […] (ΠΕΓ: ανεπτυγμένη είδηση).

8. ΛΤ: Τζάκι [ΛΚΝ< τουρκ. ocak, RH ocak: 1. κουζίνα, μαγειρική εστία, 2.τζάκι, 3.
φούρνος, 4. λατομείο, 5. ορυχείο, 6. σημείο συνάντησης, 7. ένωση, οργάνωση, 8.
οικογένεια, νοικοκυριό, 9. οικογένεια τα μέλη της οποίας φημίζονται για την ικανότητά
τους να αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες ασθένειες]
Σημασία: 1α. χτιστή κατασκευή, μέσα σε εσωτερικό χώρο, κατάλληλα διαμορφωμένη για
το άναμμα της φωτιάς, που συνδέεται με κατακόρυφο αγωγό για την απομάκρυνση του
καπνού (καμινάδα): β. το τμήμα του τζακιού που περιβάλλει το χώρο όπου καίει η φωτιά
Επιπρόσθετες σημασίες: παλαιά αριστοκρατική οικογένεια· αριστοκρατικό σόι
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Ο Μορντεχάι έχει υπέρ αυτού το γεγονός ότι
«προέρχεται από το λαό» και όχι από τα μεγάλα πολιτικά τζάκια […] (Ανεπτυγμένη
είδηση-λόγος).

9. ΛΤ: Τσιφλίκι [ΛΚΝ < τουρκ. çiflik, çiftlik, RH < τουρκ. çiftlik: χωράφι, αγρόκτημα]
Σημασία: 1α. μεγάλη αγροτική περιοχή ή και ολόκληρο χωριό που ανήκε σε ιδιώτη στην
Τουρκοκρατία και όπου δούλευαν υποχρεωτικά οι κολίγοι, β. χαρακτηρισμός μεγάλου
αγροκτήματος
Επιπρόσθετες Σημασίες: αυθαίρετος τρόπος διοίκησης ή διαχείρισης σε μία δημόσια
υπηρεσία ή γενικά στο δημόσιο χώρο
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Τούτη η έρμη πόλη δεν είναι τσιφλίκι κι
αμπελοχώραφο κανενός Σημίτη, κανενός Λαμπράκη, κανενός Λαλιώτη, κανενός
Χριστόδουλου και, πολλώ μάλλον, κανενός Μπερνς […] (ΙΕΛ: γνώμη σε εφημερίδα).

11. Τέχνη, μουσική και χορός


93
1. ΛΤ: Αμανές [ΛΚΝ < τουρκ. mân(i): είδος λαϊκής μουσικής, RH < τουρκ. mani:
παραδοσιακό τουρκικό τετράστιχο]
Σημασία: τραγούδι με αργόσυρτη ανατολίτικη μελωδία, στο οποίο συχνά
επαναλαμβάνεται η λ. αμάν
Επιπρόσθετες Σημασίες: συνήθ. στη ΦΡ έχει/πήρε/σήκωσε (πολύ) ψηλά τον αμανέ, για
κάποιον που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συμπεριφέρεται ανάλογα
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Η ελληνική προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν
μια καλή ευκαιρία για να πάρουμε ψηλά τον αμανέ - και φυσικά, δεν τη χάσαμε… […]
(ΠΕΓ: σχόλιο).

2. ΛΤ: Μπαγλαμάς [ΛΚΝ < τουρκ. bağlama, RH < τουρκ. bağlama: 1.δέσιμο, δέσμευση,
2.νυκτό μουσικό όργανο με τρις διπλές χορδές, 3.τραβέρσα]
Σημασία: μουσικό όργανο με τρεις χορδές που μοιάζει με μπουζούκι, αλλά είναι πιο μικρό
Επιπρόσθετες Σημασίες: μεταφορικά ο όρος χρησιμοποιείται ως αναφορά σε άνθρωπο
αφελή και ανόητο.
-Α, τον παλιομπαγλαμά, πάλι εδώ γυρνάει. Αφού του 'πα να μη ξαναπατήσει το πόδι του
(slang.gr:).

3. ΛΤ: Μπουζούκι [ΛΚΝ < τουρκ. bozuk1 (το μουσικό όργανο), bozuk2 ‘κατεστραμμένος,
που δε διορθώνεται’ με παρετυμ. μπουζούκι1, RH < τουρκ. bozuk2: το λαϊκό έγχορδο
μουσικό όργανο]81
Σημασία: 1α.λαϊκό μουσικό όργανο με ημισφαιρικό ηχείο, μακρύ βραχίονα και τρεις ή
τέσσερις χορδές, β. κέντρο διασκέδασης με λαϊκή ορχήστρα, μπουζουξίδικο
Επιπρόσθετες Σημασίες: μεταφορική σημασία ‘βλάκας, ανόητος’, (βλ. και σύνθετο τύπο
στην ΚΝΕ μπουζουκοκέφαλος (μπουζούκ(ι)-ο- + κεφάλ(ι) -ος για άνθρωπο ανόητο αλλά
και για κάποιον που έχει μεγάλο και ογκώδες κεφάλι).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: δε βρέθηκαν αποτελέσματα

81
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) ο όρος μπουζούκι καταγράφεται μόνο με τη σημασία ‘είδος μουσικού
οργάνου’. Συναντάται και ο τύπος μπουζουκοκέφαλος με μία από τις δύο σημασίες με τις οποίες απαντά
στην ΚΝΕ ‘αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι’ (πβ. και καζανοκέφαλος), αλλά ο τύπος έχει και μία δεύτερη
μεταφορική σημασία ‘ξεροκέφαλος, χοντροκέφαλος, ισχυρογνώμων’ (βλ. και χοντροκέφαλος στο ΛΚΝ,
από το οποίο ίσως επηρεάζεται ο σχηματισμός του τύπου της ΚΝΕ).
94
4. Νταούλι [ΛΚΝ < τουρκ. davul, RH < davul: 1. μουσικό όργανο, τύμπανο, 2. (σλανγκ)
οπίσθια, γλουτοί, 2. (προφ.) διαδίδω σε όλους, 3.ΦΡ ~a dönmek πρήζομαι, ~ gibi: πολύ
πρισμένο]
Σημασία: λαϊκό μουσικό όργανο, είδος τυμπάνου που αποτελείται από έναν ξύλινο
κύλινδρο σκεπασμένο στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρμα και που το κρεμούν με
λουρί από τον ώμο· παίζεται με ένα λεπτό ξύλο στο αριστερό χέρι και με ένα χοντρό στο
δεξί
Επιπρόσθετες Σημασίες: για κάτι που είναι πολύ πρησμένο
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Αυτή η τραγική σιωπή είναι χειρότερη κι απ’’ τις
πιο σπαραχτικές κραυγές. Τα δάχτυλα των ποδιών της έχουν γίνει νταούλι κι είναι αδύνατο
να τα πατήσει […] (ΣΕΚ: λογοτεχνία).

5. ΛΤ: Τζίνι [ΛΚΝ < τουρκ. cin, RH < τουρκ. cin1: 1. το τζίνι, 2. πνευματώδης, έξυπνος]
Σημασία: πνεύμα, δημιούργημα της λαϊκής φαντασίας, που έχει την ικανότητα να
μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε άνθρωπο
Επιπρόσθετες Σημασίες: άνθρωπος πολύ ικανός, δαιμόνιος82
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Δίπλα στους πειρασμούς που προτείνει το τζίνι της
γνώσης και της τεχνολογίας, μας γνέφει με την ακαταμάχητη γοητεία του ο πειρασμός των
μεγάλων αξιών για τον άνθρωπο […] (ΣΕΚ: ενημερωτικά).

6. ΛΤ: Χαβάς [ΛΚΝ < τουρκ. hava: αέρας, μελωδία, RH < τουρκ.: 1.αέρας, ατμόσφαιρα,
2.καιρός, 3.κλίμα, 4.άνεμος, 5.μελωδία, 6.κυρίαρχη συναισθηματική κατάσταση, ~ya
gitmek: να αποβαίνει κάτι μάταιο (πολύσημο)]
Σημασία: μελωδία τραγουδιού
Επιπρόσθετες Σημασίες: συνηθ. στη ΦΡ αυτός/αυτή το χαβά του/της για κπ. που επιμένει
στις ίδιες απόψεις ή στην ίδια τακτική, αδιαφορώντας για τις αντιρρήσεις ή για τις
αντιδράσεις των άλλων’ (βλ. τις συν. ΦΡ αυτός/αυτή το βιολί του/της, το τροπάρι του/της)

82
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) καταγράφεται ο τύπος τζίνης ως επιθετικός προσδιορισμός με τη σημασία
1. πεισματάρης, πεισματάρα και 2. πανέξυπνος, δαιμόνιος, ικανός.
95
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Τα εργοστάσια κλείνουν το ένα μετά το άλλο,
χιλιάδες εργαζόμενοι πετιούνται στο δρόμο μεγαλώνοντας την στρατιά των ανέργων και
αυτοί συνεχίζουν στον ίδιο χαβά και στο ίδιο τροπάριο […] (ΠΕΓ: σχόλιο).

12. Παιχνίδια, διασκέδαση και ψυχαγωγία

1. ΛΤ: Καραγκιόζης [ΛΚΝ < τουρκ. karagöz: μαυρομάτης, RH < τουρκ. karagöz: 1.το
θέατρο σκιών, 2.η κύρια φιγούρα στο θέατρο σκιών, 3.το να κάνει κανείς κάτι κωμικό]83
Σημασία: 1α.το κεντρικό πρόσωπο του λαϊκού θεάτρου των σκιών, β. το λαϊκό θεατρικό
είδος που έχει ως κεντρικό ήρωα τον Kαραγκιόζη, παράσταση του θεάτρου σκιών
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά για χαρακτηρισμό
ανθρώπου με γελοία εμφάνιση και συμπεριφορά: -Που πας ρε καραγκιόζη (slang.gr).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Ένας καραγκιόζης με το όνομα Μάρτιν Λόρενς,
παριστάνει τον κωμικό. Γκρεμίζεται το σύμπαν, τα τύμπανα της ακοής σου υποφέρουν και
τα σαγόνια σου σέρνονται στο πάτωμα […] (ΠΕΓ: κριτική κινηματογράφου).

13. Ένδυση, υπόδηση και υφάσματα

1. ΛΤ Μπατζάκι [ΛΚΝ< τουρκ. bacak ‘γάμπα’, RH < τουρκ. bacak 1. πόδι, 2.γάμπα,
3.μικρός (παιδί), πολύ κοντός άνθρωπος (προφ.)]
Σημασία: το καθένα από τα δύο τμήματα του παντελονιού που καλύπτουν τα πόδια
Επιπρόσθετες Σημασίες: συνήθως στις ΦΡ τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια του84 για
κπ που είναι ευκατάστατος οικονομικά και φωτιά / φουρτούνα στα μπατζάκια μου για πολύ
δύσκολες καταστάσεις στις οποίες κάποιες έχει εμπλακεί.

2. ΛΤ: Μπόγος [ΛΚΝ < τουρκ. (διαλεκτ.) boğ, RH: δεν καταγράφεται]
Σημασία: χοντρό δέμα ρούχων ή άλλων ειδών, συνήθ. τυλιγμένο σε ύφασμα

83
Στην Ορ. Πιερ. (Τζιτζιλής-Παπαδοπούλου, 2006) ο όρος έχει τη μορφή καραĝόζα, καραĝούζα και
διατηρεί την τουρκ. σημασία ‘προβατίνα με μαύρο χρώμα γύρω από τα μάτια’.
84
Στον Μήλλα (2007) καταγράφεται η τουρκ. έκφρ. paralar/ zenginlik /sanş paçalarιndan akιyor που
αντιστοιχεί στην ελλ. τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια του.
96
Επιπρόσθετες Σημασίες: μεταφορικά ο όρος αναφέρεται σε χοντρό και ασουλούπωτο
άνθρωπο. Στο slang.gr καταγράφεται: -Δες το μπόγο ρε, δε χωράει να περάσει από την
πόρτα!

3. ΛΤ: Παρτάλι [ΛΚΝ < τουρκ. partal, RH < τουρκ. partal: παλιός, ξεθωριασμένος]85
Σημασία: το κουρέλι (μειωτικά για ρούχο)
Επιπρόσθετες Σημασίες: μεταφορικά για άτομο που έχει φτάσει στο υπέρτατο στάδιο
εξαθλίωσης, που έχει κατέβει όλα τα σκαλιά της παρακμής, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα
(slang.gr). Η μεταφορική αυτή σημασία δεν καταγράφεται στα λεξικά που μελετήθηκαν
(βλ. τσόλι και παρτσακλός).

4. ΛΤ: Τσέπη [ΛΚΝ < τουρκ. cep, RH < τουρκ. cep: 1.τσέπη, ΦΡ ~i doldurmak:
συγκεντρώνω πλούτη (προφ.), ΦΡ ~i dolu: πλούσιος, ΦΡ ~ten vermek: πληρώνω από την
τσέπη μου]86
Σημασία: είδος μικρής θήκης ραμμένης επάνω σε ρούχα και από το ίδιο ύφασμα με αυτά,
όπου μπορεί κανείς να βάλει μικροαντικείμενα καθώς και θήκη σε τσάντες, σάκους,
βαλίτσες κτλ. Επίσης, στην έκφρ. της τσέπης, για αντικείμενο σε πολύ μικρό μέγεθος που
χωράει σε μία τσέπη (π.χ. βιβλίο, λεξικό κτλ.).
Επιπρόσθετες Σημασίες: η σημασία του όρου επεκτάθηκε με αναφορά στην οικονομική
κατάσταση κάποιου. Πολλές ΦΡ χρησιμοποιούνται στην ΚΝΕ για να δηλώσουν τη
διαχείριση των οικονομικών από κάποιον: έχει γεμάτη/φουσκωμένη τσέπη ‘είναι
οικονομικά ευκατάστατος’, (δεν) το αντέχει/το σηκώνει η τσέπη μου/ του ‘δεν έχω/’έχει
οικονομική ευχέρεια’, μένω με άδειες τσέπες ‘μένω χωρίς λεφτά, ξοδεύω ό, τι έχω’, έχει
τρύπιες τσέπες ‘ξοδεύει πολύ’, κοιτάει την τσέπη του ‘για κάποιον που είναι φιλοχρήματος
και συμφεροντολόγος’, πληρώνω από την τσέπη μου ‘έξοδα που επιβαρύνουν
αποκλειστικά εμένα’, βάζω στην τσέπη μου ‘κλέβω ή αποκτώ παράνομα’(βλ. τσεπώνω),

85
Στην Κοζάνη (Χριστοδούλου, 2003 ) ο τύπος παρτάλ’ καταγράφεται με τη σημασία ‘κουρέλι’, ενώ
συναντώνται και οι τύποι παρτάλος (ο) και παρτάλου (η) ‘αυτός/η που φοράει κουρέλια’. Θα μπορούσαμε
να υποθέσουμε ότι από τις ιδιότητες της εξωτερικής εμφάνισης κρίνουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου.
Αποτελεί κοινή συνθήκη να κρίνουμε τον χαρακτήρα κάποιου από την εξωτερική του εμφάνιση.
86
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) ο τύπος τσέπη διατηρεί μόνο την αρχική σημασία ‘θήκη από ύφασμα σε
ρούχο’, ενώ καταγράφεται ο τύπος τσεπ τσεπί (πβ. τσέπ(η) τσεπούντος) ‘τσέπωμα, παράνομη
παρακράτηση, οικειοποίηση, ιδιοποίηση χρημάτων ή άλλων ειδών’.

97
βάζω το χέρι (βαθιά) στην τσέπη ‘ξοδεύω, πληρώνω μεγάλα ποσά’, έχει καβούρια η /στην
τσέπη του ‘για άνθρωπο τσιγκούνη, που δύσκολα ξοδεύει’. Στην ΚΝΕ έχουν σχηματιστεί
επιπλέον ΦΡ που περιλαμβάνουν τον όρο τσέπη: τον έχω/ τον βάζω στην τσέπη μου, ‘ασκώ
απόλυτο έλεγχο επάνω σε κάποιον’, έχω κτ. στην τσέπη μου και στο τσεπάκι μου ‘έχω
εξασφαλίσει κάτι, είμαι σίγουρος ότι θα το πετύχω, ξέρω κάποιον/ κάτι σαν την τσέπη μου
‘ξέρω πολύ καλά’, βάζω κτ. στην τσέπη μου ‘το οικειοποιούμαι’ (βλ. βάζω (χρήματα) στην
τσέπη μου).

5. ΛΤ: Τσόλι & Τσούλι [ΛΚΝ < τουρκ. çul, RH < τουρκ. çul: ζωική τρίχα, ΦΡ ~ çaput:
φθαρμένο ρούχο]87
Σημασία: φτηνό ή παλιό στρωσίδι και παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι
Επιπρόσθετες Σημασίες: η σημασία επεκτείνεται μεταφορικά για άνθρωπο ηθικά και
κοινωνικά τιποτένιο, π.χ. -Πώς έχεις ντυθεί έτσι σαν τσόλι! Και πρόσεξέ με: Λέω τσόλι, όχι
τσουλί. Τι; Δεν ξέρεις την διαφορά; Slang it! Στραβάδι! (slang.gr).

6. ΛΤ: Φέσι [ΛΚΝ < τουρκ. fes: το όνομα της πόλης Fez του Μαρόκου, όπου
κατασκευαζόταν τα φέσια, RH < δεν καταγράφεται]
Σημασία: κάλυμμα του κεφαλιού μουσουλμανικών λαών, μάλλινο, με ή χωρίς φούντα,
κόκκινου συνήθ. χρώματος και διάφορων (κατά τόπους) σχημάτων. Το αντίστοιχο
κάλυμμα του κεφαλιού των Ελλήνων τσολιάδων (πάντα με φούντα)
Επιπρόσθετες Σημασίες: μία από τις μεταφορικές σημασίες του όρου είναι ‘χρέος
απλήρωτο, ανεξόφλητο’, συνήθ. στις εκφρ. βάζω/ρίχνω/φοράω/αφήνω φέσι ‘δεν
ξεπληρώνω την προηγούμενη οφειλή μου’ (βλ. φεσώνω με την ίδια σημασία) τρώω φέσι
‘δέχομαι την οφειλή κάποιου’.88 Μία επιπλέον μεταφορική σημασία του όρου είναι και

87
Φαίνεται πως δεν επεκτείνεται μεταφορικά η σημασία στις διαλέκτους. Στην κρητ. (Ορφανός, 2014)
καταγράφεται ο τύπος τσούλι & τσούρλι με τη σημασία 1. κουρέλι και 2. ευτελές χαλί, ενώ υπάρχει ένας
επιπλέον τύπος που ετυμολογείται από του τουρκ. çul ‘τσούλα & κιούλα’ με τη σημασία ‘κουρελού’. Η
μεταφορική σημασία ‘γυναίκα χωρίς ηθικές αρχές’ θεωρείται ότι υπάρχει σε άλλη ομόγραφη λ. της κρητ.,
ενώ η υβριστική λ. τσούλα στην ΚΝΕ, σύμφωνα με το ΛΚΝ ετυμολογείται από το ιταλικό ciulla ‘κοπέλα’.
Στην Κοζάνη (Χριστοδούλου, 2003) τσιούλια (τα) ‘στρωσίδια από γίδινο μαλλι’, ενώ στην Ορ. Πιερ.
(Τζιτζιλής-Παπαδοπούλου, 2006) τσόλ’ 1. κουρέλι, 2. λινάτσα με την οποία τυλίγουν τα καπνά.
88
Η σημασιολογική εξέλιξη από ‘κάλυμμα του κεφαλιού’ σε ‘χρέος’ εξηγείται δύσκολα. Ωστόσο, στην
Καστοριά (Σαχίνης, 1996), η ποιότητα και η διακόσμηση που έφερε το φέσι αντικατόπτριζαν την
οικονομική κατάσταση αυτού που το φορούσε. Όταν το φέσι ήταν τρυπημένο σήμαινε φτώχεια γι’ αυτό
98
αποτυχημένο, κακής ποιότητας πνευματικό, καλλιτεχνικό κυρίως δημιούργημα (θέαμα,
ακρόαμα, ανάγνωσμα κτλ.), στη ΦΡ τρώω φέσι αναγκάζομαι να υποστώ το αποτυχημένο
καλλιτεχνικό έργο (βλ. φεσώνω με ίδια σημασία): Με πήγε σε ένα εστιατόριο με έθνικ λέει
κουζίνα, χάλι μαύρο. Και μετά σ' ένα πουτοπάει του ιρανικού κινηματογράφου τώρα ήταν,
του ιρακινού ήταν, θα σε γελάσω...Απίστευτο φέσι (slang.gr). Φέσι χαρακτηρίζεται, επίσης,
κάποιος που βρίσκεται υπό την επήρεια υπερβολικής μέθης: - Και πίνατε 5 ώρες ρε
τρισδιάστατε;- Γάμησέ τα...Φέσι γίναμε (slang.gr).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Στα ΗΣΚ βρίσκουμε τον όρο αποκλειστικά με τη
σημασία ‘χρέος, οφειλή’: Στη Μακεδονία και τη Θράκη στο προαναφερθέν διάστημα της
χρονιάς που πέρασε το φέσι (ήταν που ήταν) έγινε κατακόκκινο. Οι ακάλυπτες επιταγές
ξεπέρασαν τα 351 εκατ. ευρώ […] (ΠΕΓ: οικονομική είδηση).

14. Αντικείμενα καθημερινότητας

1. ΛΤ: Καζάνι [ΛΚΝ < τουρκ. kazan, RH < τουρκ. kazan: 1.καζάνι, μεγάλη κατσαρόλα,
2.λέβητας, κλίβανος, 3.επαναστατώ, στασιάζω]89
Σημασία: μεγάλο και συνήθ. στρογγυλό μεταλλικό δοχείο για διάφορες χρήσεις. Είδος
μεγάλης κατσαρόλας, ατμολέβητας, λέβητας
Επιπρόσθετες Σημασίες: συνήθ. στη ΦΡ βράζει το καζάνι ‘εκρηκτική κατάσταση’: π.χ.
Το καζάνι σιγοέβραζε εδώ και καιρό. Ήταν φυσικό κι επόμενο, κάποια στιγμή να ξεχειλίσει.

και συχνά οι γερόντισσες συνήθιζαν να λένε για τις σπατάλες που έκαναν οι νέοι: τρυπάει το φέσι, δηλ., ότι
κάνοντας σπατάλες θα γίνουν φτωχοί. Η Χατζημιχάλη (1978, 84) αναφέρει ότι το φέσι το πρωτοφορούσε
η γυναίκα τη μέρα του γάμου της και αποτελούσε τμήμα της φορεσιάς την εποχή που φοριόταν ακόμα το
μπαμπακερό χωρίς μανίκια πουκάμισο κι ο τζάκος με τα πανωμάνικα και τα κατωμάνικα. Είχε ολόγυρα
ραμμένες σειρές από παράδες, τα ψιλά ή τα άσπρα, που άρχιζαν χαμηλά και έφταναν ως την κορφή του. Οι
πλουσιότερες βάζανε περισσότερες σειρές από ασημένια ή χρυσά νομίσματα, έτσι που καμιά φορά το φέσι
ζύγιζε και εφτά οκάδες ενώ η Παπαντωνίου (2000, 138) μας πληροφορεί ότι τα κεφαλοδέματα, απλά ή
σύνθετα, με βάση το φέσι, μαρτυρούσαν την κοινωνική τάξη, την εθνότητα και την οικογενειακή
κατάσταση. Βλέπουμε, λοιπόν, τις κοινωνικές πληροφορίες που μαρτυρά το φέσι αναφορικά με τα άτομα
που το φορούσαν.
89
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) ο τύπος καζάνι έχει σημασία 1. λέβητας και 2. άμβυκας, ιδίως για την
απόσταξη ρακής. Μεταφορική σημασία έχει ο όρος καζάνα (η) ‘πεισματάρικο κεφάλι’ (βλ. καζανοκέφαλος
στην κρητ.), συνήθ. στην έκφρ. αυτός είναι ό, τι κόψει η καζάνα του. Στην Κοζάνη (Χριστοδούλου, 2003) ο
τ. καζάν’ και στην Καστοριά (Σαχίνη, 1996) ο τ. στον πληθ. καζάνια με σημασία ‘σύστημα απόσταξης
ρακής και τσίπουρου’.

99
Κι αυτό συνέβη χθες. Ο ΠΑΟΚ είναι πλέον στην καρδιά ενός εμφυλίου! […] (ΠΕΓ:
αθλητική είδηση). Επίσης χρησιμοποιείται η ΦΡ έγινε/κάνω το κεφάλι μου καζάνι
‘ζαλίστηκα από μεγάλη υπερένταση ή δυνατό πονοκέφαλο’. Ο Ορφανός (2014)
επισημαίνει ότι η έκφραση αντιστοιχεί ακριβώς στην τουρκ. başιm kazan gibi oldu: πω
πω φίλε, έχω κάνει ένα κεφάλι καζάνι λέμε με όσα έχω διαβάσει μέχρι τώρα...(slang.gr).
Καταγράφεται μία ακόμη ΦΡ όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε ‘όλοι βρισκόμαστε στην ίδια
άσχημη κατάσταση’: Γι' αυτός ακριβώς το λόγο έχει πέσει και το επίπεδο του
πρωταθλήματος και έχει ανέβει η ανταγωνιστικότητα, γιατί οι περισσότερες ομάδες βράζουν
στο ίδιο καζάνι […](ΠΕΓ: σχόλιο).

2. ΛΤ: Κουμπαράς [ΛΚΝ < τουρκ. kumbara, RH < τουρκ. kumbara: 1.κουμπαράς]
Σημασία: μικρό δοχείο, συνήθ. πήλινο, με ένα στενό άνοιγμα στο επάνω μέρος, από το
οποίο τα μικρά παιδιά ρίχνουν κέρματα ή και χαρτονομίσματα για αποταμίευση
Επιπρόσθετες Σημασίες: μετωνυμικά ο όρος αναφέρεται σε χρηματικό ποσό που δεν
είναι πολύ μεγάλο και προέρχεται από αποταμίευση, βλ. ΦΡ τρύπιος κουμπαράς.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Το Ταμείο Ελεύθερων Χώρων της δημάρχου είναι
ένας «κουμπαράς», στον οποίο - εκτός από τον Δήμο - όποιος επιθυμεί θα μπορεί να
καταθέτει χρήματα με σκοπό την απαλλοτρίωση οικοπέδων […] (ΠΕΓ: ανεπτυγμένη
είδηση-λόγος).

3. ΛΤ: Τσουβάλι [ΛΚΝ < τουρκ. çuval, RH < τουρκ. çuval: 1.τσουβάλι, σάκος, 2. Χοντρός
(για άνθρωπο) (σλανγκ), ΦΡ ~ bezi: λινάτσα, ~ gibi: 1.πρόχειρο ύφασμα, 2.χαλαρό ρούχο
(προφ.)]
Σημασία: μεγάλη θήκη μακρόστενη, ανοιχτή στο επάνω μέρος, από ειδικό χοντρό
ύφασμα με αραιή ύφανση. Ποσότητα που χωράει σε ένα τσουβάλι.
Επιπρόσθετες Σημασίες: α. αραιό και κακής ποιότητας ύφασμα, β. φαρδύ και άχαρο
ρούχο, γ. ποσότητα που χωράει σε ένα τσουβάλι π.χ. ένα τσουβάλι πατάτες (κυρ. σημ.) >
ένα τσουβάλι ψέματα (μεταφ. σημ.), όπου μεταφορικά, ο όρος αποκτά τη σημασία ‘κάτι
που γίνεται σε μεγάλο βαθμό ή έχει πολύ μεγάλη ποσότητα’, συνηθ. στη ΦΡ με το τσουβάλι
π.χ. λεφτά με το τσουβάλι. 90

90
Ο Ορφανός (2014) μας πληροφορεί πως η εν λόγω έκφραση αντιστοιχεί πλήρως στην τουρκ. çuvalla
para kazanmak.
100
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Είχαμε τον ολοκληρωτικό έλεγχο του παιχνιδιού,
μπορεί να μην έγιναν μεγάλες και κλασικές ευκαιρίες, αλλά αυτές δεν μπορεί να
δημιουργηθούν όταν μπροστά από την εστία έχεις… ένα τσουβάλι παίκτες (ΠΕΓ: αθλητική
είδηση).
Επίσης η ΦΡ είμαι/βάζω στο ίδιο τσουβάλι ‘αντιμετωπίζω κάποιους με τον ίδιο, αρνητικό
κυρίως, τρόπο’ (βλ. τσουβαλιάζω4 (ΛΚΝ)): Η γενίκευση που επιχειρεί ο κ. Αναστασιάδης,
βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι όλα τα κόμματα και όλες τις πολιτικές δεν μας βρίσκει
σύμφωνους […] (ΣΕΚ: άρθρο γνώμης).

4. ΛΤ: Φιτίλι [ΛΚΝ < τουρκ. fitil, RH < τουρκ. fitil: 1. φιτίλι (από κερί, λάμπα), 2.φιτίλι
(από εκρηκτική ύλη), ΦΡ ~i almak: διαταράσσομαι ξαφνικά, ΦΡ ~ vermek: υποκινώ,
εξοργίζω (προφ.)]
Σημασία: 1.βαμβακερό συνήθ. νήμα, που εμποτίζεται από μια καύσιμη ύλη και τη
μεταφέρει ως το σημείο της καύσης (καιόμενο και το ίδιο σιγά-σιγά), 2. νήμα από
εύφλεκτο υλικό, που συνδέεται στο ένα άκρο του με μια εκρηκτική ύλη, η οποία
εκρήγνυται, όταν το νήμα ανάψει και καεί σε όλο του το μήκος
Επιπρόσθετες Σημασίες: μεταφορικά για εύφλεκτη κατάσταση
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Κύπρος: ένα βραδύκαυστο φιτίλι, σιγοκαίει προς
την άκρη του...Προεόρτια του βασιλικού αντικινήματος […] (ΣΕΚ: ενημερωτικά). Επίσης
στη ΦΡ ανάβω/βάζω (στα) φιτίλια/φιτιλιές ‘προκαλώ σκόπιμα (με λόγια ή με ενέργειες)
προστριβές, διενέξεις, έριδες μεταξύ τρίτων, ερεθίζω σκόπιμα’ και στη ΦΡ άναψε το φιτίλι:
Οι δύο παίκτες ανέχθηκαν ο ένας τον άλλον στη διάρκεια του Μουντιάλ Συλλόγων, στο οποίο
η Βάσκο έχασε στον τελικό, στα πέναλτι, από την Κορίνθιανς, αλλά όταν επέστρεψαν στις
εγχώριες διοργανώσεις το φιτίλι άναψε αμέσως […] (ΣΕΚ: γραπτός λόγος). Συναντάται
και η έκφρ. στο πιτς φιτίλι ‘κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα’: -Πότε είναι η διορία κύριε
Αφεντουλέσκου; -Χτες! Το θέλω στο πιτς-φιτίλι! (slang.gr).

15. Υλικά και ουσίες

101
1.ΛΤ: Λεκές [ΛΚΝ < τουρκ. leke, RH < τουρκ. leke: 1.λεκές, κηλίδα, 2.σημάδι, 3.κηλίδα
(στη φήμη κάποιου) (προφ.), ΦΡ ~getirmek: δυσφημίζομαι (προφ.), ΦΡ ~ sürmek:
αμαυρώνω το όνομα (προφ.)]91
Σημασία: σημάδι που αφήνει επάνω σε ύφασμα μια ξένη, λιπαρή συνήθ., ουσία, κηλίδα.
Οτιδήποτε μένει επάνω σε μια επιφάνεια και μοιάζει με λεκέ
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος έχει επιπλέον μεταφορική σημασία ως αναφορά σε
καταστάσεις ή πράξεις που στιγματίζουν κάποιον αρνητικά. Η μεταφορική αυτή σημασία
δεν καταγράφεται στα σύγχρονα λεξικά, ωστόσο, βρίσκουμε παραδείγματα από τα ΗΣΚ
που επιβεβαιώνουν τη σημασία, π.χ. Μια μαύρη σελίδα στην πορεία του ίδιου και στάμπα,
λεκές ανεξίτηλος στο όνομά του […] (ΠΕΓ: πορτρέτα). Επιπλέον, ο όρος αναφέρεται
μεταφορικά σε κάποιον που ενεργεί ανέντιμα, ως υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου:
Ρε παλιολεκέ, ούτε γκόμενα να ήσουν. Μισή ώρα είμαι από κάτω (slang.gr).

2.ΛΤ: Τενεκές & Ντενεκές [ΛΚΝ < τουρκ. teneke, RH < τουρκ. teneke: 1.λευκοσίδηρος,
2.κατασκευασμένος από λευκοσίδηρο, 3.τενεκές (συνήθ. περιέχει υγρό), ΦΡ ~ çalmak:
χλευάζω κάποιον (προφ.)]92
Σημασία: λευκοσίδηρος
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος έχει μεταφορική σημασία καθώς χρησιμοποιείται ως
μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου: τενεκέ αποκαλούμε κάποιον που δεν έχει επαρκείς
γνώσεις για να κάνει σωστά τη δουλειά του. Συναντάται και στην έκφρ. τενεκές ξεγάνωτος
με την ίδια σημασία: Ρε τενεκέ ξεγάνωτε πού έμαθες να οδηγείς; δεν σου μάθανε ότι στο
στοπ πρέπει να σταματάς; Και ζητάς και τα ρέστα!!! (slang.gr).

16. Εθνικότητα και καταγωγή

1. ΛΤ: Αράπης, θηλ. Αραπίνα [ΛΚΝ < τουρκ. Arap, RH < τουρκ. Arap: 1.Ο Άραβας,
2.αραβικός, 3.μαύρος (για άνθρωπο) (προφ.), ΦΡ ~ gibi olmak: μαυρίζω (προφ.)]

91
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) ο τ. λεκές με μία κυρ. σημ. κηλίδα, λερωματιά και μία μεταφ. ως
χαρακτηρισμός προσώπου που ενεργεί ως ρουφιάνος, καταδότης, λέρα.
92
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) συναντάμε τον τ. ντενεκές & τενεκές με την κυρ. σημ. 1. λευκοσίδηρος, 2.
δοχείο από λευκοσίδηρο, 3. τενεκεδένιο ποτήρι νερού με λαβή, και τη μεταφ. ως χαρακτηρισμός
ανθρώπου ανάξιου λόγο, ελαφρόμυαλου, ακαλλιέργητου, κενού.
102
Σημασία: 1.(μειωτ.) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή, μαύρος, μελαμψός, 2. αυτός που
ανήκει στο αραβικό έθνος, ο Άραβας, 3. (λαογρ.) κακοποιό πνεύμα και ειδικότερα
φόβητρο μικρών παιδιών· μπαμπούλας
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος χρησιμοποιείται συχνότερα στην ΚΝΕ με μεταφορική
σημασία ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ μελαχρινού και μελαμψού: Καλά, πώς
μαύρισες έτσι; Αράπης έγινες (slang.gr). Συναντάται, επίσης, στη ΦΡ τον αράπη και αν τον
πλένεις το σαπούνι σου χαλάς για άνθρωπο αδιόρθωτο.

17. Αφηρημένες έννοιες

1. ΛΤ: Χαμπάρι & Χαμπέρι [ΛΚΝ < τουρκ. (διαλεκτ. ) habar < haber, RH < τουρκ. haber:
1.νέα, είδηση, 2.γνώση, ΦΡ ~ almak: λαμβάνω νέα, ενημερώνομαι, ΦΡ ~im yok: δεν έχω
γνώση για κάτι (προφ.)]
Σημασία: είδηση, νέο93
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως στη ΦΡ παίρνω χαμπάρι (βλ.
χαμπαριάζω) ‘αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω’ και έχω/δεν έχω χαμπάρι ‘ξέρω/δεν ξέρω’
(βλ. παίρνω/δεν παίρνω είδηση της ΚΝΕ).94 Σε ελλειπτικές προτάσεις ο όρος δηλώνει ότι
κάτι δεν γίνεται αντιληπτό: Ο υποκλέψας του υποκλέψαντος, δηλαδή, και εμείς χαμπάρι,
τον ύπνο του δικαίου […](ΠΕΓ: ευθυμογράφημα).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Όσο για τη διοίκηση του Παντείου αμφιβάλουμε αν
πήρε χαμπάρι όλο αυτό το χάος, του οποίου σε τελική ανάλυση την ευθύνη φέρει εξ’
ολοκλήρου […] (ΣΕΚ: ενημερωτικά).

18. Εργαλεία

1. ΛΤ: Γκέμι [ΛΚΝ < τουρκ. gem, RH < τουρκ. gemi: σκάφος, πλοίο, μεγάλο σκάφος]
Σημασία: το χαλινάρι

93
Στην Κοζάνη (Χριστοδούλου, 2003) τ. χαμπέρ’ & χαμπάρ’ με σημ. 1. είδηση, νέο, 2. τ. χαμπέργια (τα):
αρχίδια. Καταγράφεται και ο τ. χαμπέρας (ο), χαμπέρου (η): αυτός/η που αγαπά να ακούει νέα (που
τρέφεται από αυτά), όχι απαραίτητα κουτσομπόλης/α.
94
Ο Ορφανός (2014) μας πληροφορεί ότι οι εκφράσεις τι χαμπάρια; (βλ. Ίντα χαμπάρια; της κρητ.) και
παίρνω χαμπάρι ίσως αποτελούν μεταφραστικά δάνεια από την τουρκ. : ne haber ? και haber almak
αντίστοιχα.
103
Επιπρόσθετες σημασίες: κυρίως στη ΦΡ σφίγγω τα γκέμια ‘περιορίζω τις ελευθερίες
κάποιου’.
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Ανάμεσα σε «συμπατριώτες» με τη σύζυγό του,
επίσης Αλεξανδρινή, την Αλεξάνδρα, και τα παιδιά του να ακούν, ο κ. Παπαδημητρίου
μίλησε για τον φοιτητή -που ήταν ορφανός από τα 13 του χρόνια, με μια σπουδαία μητέρα
να κρατάει τα γκέμια της οικογένειας […] (ΙΕΛ: σχολιαστικό άρθρο).

2. ΛΤ: Καλούπι [ΛΚΝ < αντδ. τουρκ. kalιp, RH < τουρκ. kalιp: 1.μήτρα, καλούπι,
2.σχήμα, μορφή, 3.μοντέλο, ΦΡ ~ιnιn adamι olmak: για κάποιον που δεν είναι αυτό που
δείχνει (προφ.)]
Σημασία: στερεό σώμα από ξύλο, μέταλλο ή πηλό, με κοιλότητα ορισμένου σχήματος,
μέσα στο οποίο χύνουν ρευστοποιημένο υλικό, το οποίο όταν στερεοποιηθεί διατηρεί το
σχήμα της κοιλότητας· μήτρα
Επιπρόσθετες Σημασίες: 1.συνηθ. στην έκφρ. το ίδιο καλούπι όπου η λειτουργία του
καλουπιού να δίνει το ίδιο σχήμα στο υλικό που εισάγεται σε αυτό μεταφέρεται στους
ανθρώπους που έχουν όμοια στοιχεία χαρακτήρα, συμπεριφοράς ή στα αντικείμενα που
παρουσιάζουν ομοιότητα
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Η παράδοση δεν είναι ένα ομοιόμορφο καλούπι,
είναι μια μεταβίβαση εμπειρίας (ΣΕΚ). Μία επιπλέον μεταφορική σημασία του όρου είναι
‘σταθερό νοητικό σχήμα που περιορίζει τη σκέψη, την έκφραση ή τη συμπεριφορά’,
συνήθ. στην έκφρ. μπαίνω σε καλούπι, π.χ. Ως διευθυντής Ψυχιατρικής Κλινικής τη
δεκαετία του '60, ο Πέτρος Σιφναίος είδε «ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν έμπαιναν σε αυτό
το καλούπι, δεν έλεγαν τα προβλήματά τους […] (ΠΕΓ: συνέντευξη).

3. ΛΤ: Μέγγενη [ΛΚΝ < τουρκ. αντδ. mengen(e), RH < τουρκ. mengene: 1.πρέσα (για το
στύψιμο του φρούτου, 2.σφιγκτήρας, μέγγενη]
Σημασία: 1α. εργαλείο που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες για να σφίγγουν αντικείμενα κατά
τη διάρκεια της επεξεργασίας τους, β. όργανο βασανισμού
Επιπρόσθετες Σημασίες: η ιδιότητα του εργαλείου να σφίγγει τα αντικείμενα επεκτάθηκε
προκειμένου να δηλώσει μεταφορικά κάτι που εμποδίζει ή περιορίζει
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Από εκεί και πέρα, δύσκολα θα μπορεί να ξεφύγει
κανένας από τη μέγγενη του νόμου. Θα καταλάβουν όλοι ότι πλέον η Πολιτεία, δεν
αστειεύεται […] (ΠΕΓ: συνέντευξη - γνώμη).

104
4. ΛΤ: Τσιγκέλι [ΛΚΝ < τουρκ. çengel, RH < τουρκ. çengel: 1.άγκιστρο, ΦΡ ~ vurmak:
γαντζώνω κάποιον σε άγκιστρο (ως τιμωρία για έγκλημα) (ιστ.)]
Σημασία: μεταλλικό στέλεχος με τη μία άκρη του αιχμηρή και λυγισμένη προς τα πάνω,
που το χρησιμοποιούν για να κρεμούν ή για να πιάνουν κάτι
Επιπρόσθετες Σημασίες: συνήθ. στη ΦΡ (του τα βγάζεις) με το τσιγκέλι ως μεταφορά για
κάποιον που δυσκολεύεται ή που δε θέλει να μιλήσει ελεύθερα και ως επέκταση γενικά
για τις καταστάσεις όπου κάτι γίνεται με δυσκολία (βλ. συν. ΦΡ με την τσιμπίδα, με το
ζόρι).
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Ένα μήνα τώρα κάνω καθημερινά ρεπορτάζ με
σκοπό να ανακαλύψω τα προβλήματα...Λόγω θέσης μάλιστα πολλοί δεν μου λένε... Τους
βγάζω μια πληροφορία με το τσιγκέλι...[…] (ΣΕΚ: άρθρο γνώμης).

5. ΛΤ: Χαλκάς [ΛΚΝ < τουρκ. halka, RH < τουρκ. halka: 1.κρίκος, 2.δαχτυλίδι, 3.κύκλος
σχηματισμένος (από ανθρώπους), 4.κύκλος (κάτω από τα μάτια)]
Σημασία: μεταλλικός κρίκος
Επιπρόσθετες Σημασίες: ειρωνικά ο περιορισμός της ελευθερίας. Επίσης στη ΦΡ περνάω
χαλκά ‘παντρεύομαι’
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Γιατί σε όλους επιβάλλεται ατομικό πλαφόν
περιορισμού (δικαιώματα) και σε στρέμματα και σε κιλά. Τους επιβάλλεται δηλαδή
διπλός χαλκάς […](ΣΕΚ: άρθρο γνώμης).

19. Επαγγέλματα και επαγγελματικοί όροι

1. ΛΤ: Αλισβερίσι & Αλισιβερίσι [ΛΚΝ < τουρκ. alιşveriş, RH < τουρκ. alιşveriş:
1.εμπόριο, συναλλαγή, 2.συμφωνία, ΦΡ ~i olmamak: αποφεύγω επαφές με κάποιον]95
Σημασία: εμπορική συναλλαγή
Επιπρόσθετες Σημασίες: μεταφορικά ο όρος αναφέρεται σε κάθε μορφή συναλλαγής ή
σχέσης
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: βλ. συμφραζόμενα χρήσης του όρου στο κεφ.
3.1.7.

95
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) ο τ. με τη μορφή αλισιβερίσι & αλίσι βερίσι & αλίς βερίς & αλισβερίσι &
αλίχι βερίχι & αλίσο βέρσο & αλισοβέρισο & αλισβερίκι & αλιχιβερίκι με τη σημασία 1. εμπορική
συναλλαγή, 2. κοινωνική σχέση αλλά και 3. ερωτική σχέση
105
ΛΤ: Κελεπούρι [ΛΚΝ < τουρκ. kelepir, RH < τουρκ. kelepir: 1.ευκαιρία, καλή αγορά,
2.πολύ φτηνό]
Σημασία: ανέλπιστο απόκτημα, αγαθό που προσφέρεται σε πολύ συμφέρουσα τιμή
Επιπρόσθετες Σημασίες: συνήθ. στη ΦΡ Που το βρήκες αυτό το κελεπούρι αλλά και ως
κελεπούρι όπου η σημασία είναι ειρωνική και υπονομευτική ως προς την αρχική σημασία
Συμφραζόμενα Σωμάτων Κειμένων: Σε μια εποχή όπου με τόσους ατζέντηδες είναι πλέον
αδύνατο να ανακαλύψει κανείς κελεπούρια, η απόφαση του Πιρς να επενδύσει 9 εκατ. ευρώ
στον Έλληνα Σαμαρά αποτέλεσε μεγάλο ρίσκο […] (ΠΕΓ: αθλητική είδηση).

3. ΛΤ: Χαμάλης [ΛΚΝ < τουρκ. hamal, RH < τουρκ. hamal: 1.κουβαλητής, ΦΡ ~camal: ο
στασιαστής, ο αλήτης]
Σημασία: αχθοφόρος
Επιπρόσθετες Σημασίες: ο όρος μεταφορικά χρησιμοποιείται με αναφορά σε άτομο που
κάνει τις βαριές δουλειές με χαμηλό μισθό και γενικά σε κάποιον που τον εκμεταλλεύονται
και εκείνος κάνει ό, τι του ζητούν, π.χ. - Ρε Πέτρο, άντε πετάξου μία στο supermarket! -
Να πας μόνος σου, χαμάλης είμαι να κουβαλάω τα ψώνια σου; (slang.gr) (βλ. ίδια σημασία
των όρων χαμαλίκι και χαμαλοδουλειά).

3.2.3. Όροι ως μέρος φράσεων και εκφράσεων

Στην ΚΝΕ υπάρχουν τουρκ. όροι που επιβιώνουν αποκλειστικά μέσα σε εκφρ. και ΦΡ,
καθώς η κυριολεκτική τους σημασία είναι παρωχημένη και συχνά αδιαφανής. Σύμφωνα
με τον Συμεωνίδη (2000, 11) «οι ομαδικοί συνδυασμοί λεξημάτων ή αλλιώς
φρασεολογισμοί είναι λ. ή, με γλωσσολογικούς όρους λεξήματα, που μπορούν να
συνδυαστούν σε λίγο-πολύ σταθερούς συνδυασμούς των οποίων η σημασία δεν
αποτελείται από τη σημασία των συστατικών που τους απαρτίζουν, αλλά είναι στενά
δεμένη με το νέο σύνολο που προκύπτει».96 Πρόκειται, με άλλα λόγια, για όρους η χρήση
των οποίων είναι συνδεδεμένη με τις εκφρ. στις οποίες εμφανίζονται και συχνά η σημασία

96
Για τους όρους της τουρκ. που χρησιμοποιούνται στην ΚΝΕ αποκλειστικά μέσα σε σταθερούς
γλωσσικούς συνδυασμούς δεν καταγράφηκαν τα αντίστοιχα συμφραζόμενα των ΗΣΚ καθώς τα
αποτελέσματα αναζήτησης σε αυτά, στη συντριπτική τους πλειονότητα, έδωσαν ακριβώς τη χρήση αυτών
των όρων μέσα στους εν λόγω συνδυασμούς που καταγράφονται παρακάτω.
106
τους ως μεμονωμένες μονάδες είναι άγνωστη. Από
την άλλη, αρκετές είναι οι περιπτώσεις ΦΡ και εκφρ. της ΚΝΕ οι οποίες αποτελούν
πιθανόν μεταφραστικό ή σημασιολογικό δανεισμό από την τουρκ. καθώς εντοπίζονται και
καταγράφονται στη γλώσσα. Μεγάλο αριθμό τέτοιων ΦΡ και εκφρ. που είναι κοινές και
στις δύο γλώσσες καταγράφει ο Μήλλας (2007), χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζει τη
γλωσσική πηγή τους, το αν, δηλ., πρόκειται για δάνεια από την τουρκ. στην ελλ. ή το
αντίστροφο. Ειδικά στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εκφρ. δεν περιέχουν τουρκ. όρο,
καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί η πηγή του δανεισμού. Σε αυτήν την
περίπτωση συστήνεται να λαμβάνουμε υπόψη δύο κριτήρια για τον καθορισμό της
γλώσσας πηγής αυτών των δανείων: α) αν η λ. ή η έκφρ. συναντάται σε όλες ή στην
πλειονότητα των τουρκ. διαλέκτων τότε είναι πιθανόν τουρκ. προέλευσης, β) αν η λ. ή η
έκφρ. έχει παρουσία σε αρχαιοελληνικά κείμενα, στη ΝΕ και την τουρκ., αλλά απουσιάζει
από την πλειονότητα των τουρκ. διαλέκτων είναι πιθανότατα ελλ. προέλευσης
(Абдулалиев 1995, 5). Ανά σημασιολογικές περιοχές έχουμε την εξής κατηγοριοποίηση:

1. Ανθρώπινες και οικογενειακές σχέσεις

- ΛΤ: Τακίμι [ΛΚΝ < τουρκ. takιm: ταίρι, RH < τουρκ. takιm: 1.ομάδα, πλήρωμα,
συμμορία, 2.σειρά, συλλογή (πραγμάτων), ΦΡ ~ tutmak: υποστηρίζω μία αθλητική
ομάδα, (βλ. ρ. takιlmak: ενσωματώνομαι, συνδέομαι)]: ο όρος χρησιμοποιείται ως
μέρος της ΦΡ γίναμε τακίμια ‘γίναμε κολλητοί φίλοι, ταιριάξαμε’ (βλ. τακιμιάζω).

- ΛΤ: Τσανάκι [ΛΚΝ < τουρκ. çanak: μικρή τσανάκα, RH < τουρκ.: çanak: γαβάθα
]: στη ΦΡ χωρίζω τα τσανάκια μου ‘άτομα που σταματούν να συνεργάζονται ή
χωρίζουν τις ευθύνες τους ή για άτομα που χωρίζουν’.

2. Καταστάσεις και ιδιότητες αντικειμένων

- ΛΤ: Τουμπεκί [ΛΚΝ < τουρκ. tömbeki: ποικιλία καπνού που, αφού τον μουσκέψουν
και τον κόψουν σε ψιλά κομματάκια, τον χρησιμοποιούν αποκλειστικά για το ναργιλέ,
RH < τουρκ. tömbeki: ο καπνός για το κάπνισμα του ναργιλέ]: στη ΦΡ κάνω
τουμπεκί ή κάνω τουμπεκί ψιλοκομμένο ‘δε μιλάω, κάνω πως δεν ξέρω’.

3. Συναισθήματα
107
- ΛΤ: Ταμπλάς2& Νταμπλάς2 [ΛΚΝ < τουρκ. damla: 1. συγκοπή, αποπληξία
(παρωχ.), 2. Αναπάντεχη μεγάλη στενοχώρια, RH < τουρκ. damla: 1. πτώση,
2.καρδιακή προσβολή, ΦΡ ~ inmek: παθαίνω καρδιακή προσβολή (προφ.)]: στη
ΦΡ μου έρχεται ταμπλάς/νταμπλάς ‘μένω οδυνηρά κατάπληκτος από απροσδόκητο
δυσάρεστο γεγονός’.

- ΛΤ: Τουζένι [ΛΚΝ < τουρκ. düzen: αρμονία, RH < τουρκ. düzen: 1.τάξη,
συμφωνία, 2.κοινωνική τάξη, σύστημα, 3.κούρδισμα (μουσ.)]: στη ΦΡ είμαι στα
ντουζένια μου ‘είμαι στα κέφια μου’.

4. Ενέργειες και αποτελέσματα ενεργειών και συμπεριφοράς ανθρώπων

- ΛΤ: Ζούλα [ΛΚΝ < ζουλ(ώ), RH < τουρκ. zula: κρυφό μέρος, κρύπτη (για
κλεμμένα αντικείμενα), ΦΡ ~ etmek: 1.κλέβω, 2.αποκρύπτω (σλανγκ)]: 97 στη ΦΡ
στη ζούλα ‘στα κρυφά’, ‘χωρίς να με καταλάβουν οι άλλοι’.

- ΛΤ: Καζίκι [ΛΚΝ < τουρκ. kazιk: απάτη και παλ. σημ. ‘παλούκωμα’, RH < τουρκ.
kazιk: 1.πάσσαλος, στήλη, 2.εξαπατώ (σλανγκ), 3.αδικαιολόγητα ακριβό
(σλανγκ), ΦΡ ~ atmak: εξαπατώ, πουλώ κάτι σε υπερβολική τιμή (σλανγκ), ΦΡ ~
yemek: 98 εξαπατώμαι, ξεγελιέμαι (σλανγκ)]:99 στις ΦΡ έπαθα/ έφαγα ένα καζίκι
‘την έπαθα, με ξεγέλασαν και μου έβαλαν χρέος’ και βάζω καζίκι ‘βάζω χρέος,
χρεώνομαι.

- ΛΤ: Κολάι [ΛΚΝ < τουρκ. kolay: η ευκολία, η άνεση με την οποία κάνω κάτι, RH <
τουρκ. kolay: 1. απλό, 2. απλά, 3. εύκολος τρόπος να κάνει κανείς κάτι, 4. ΦΡ ~ιnι
bulmak: βρίσκω εύκολο τρόπο για να κάνω κάτι] στις εκφρ. παίρνω/βρίσκω το

97
Ο Μήλλας (2007) καταγράφει και την τουρκ. ΦΡ zuladan iş becermek που αντιστοιχεί στο κάνω στη
ζούλα.
98
Και στο Μήλλα (2007) καταγράφεται η τουρκ. έκφρ. kazιk yemek.
99
Στην κρητ. (Ορφανός, 2014) ο όρος καζίκι διατηρεί την παλαιότερη σημασία του όρου ‘πάσσαλος’
(διάφορων ειδών). Ο όρος ενσωματώνει και μεταφορικές σημασίες: ‘απάτη, δόλος ιδίως σε εμπορικές
συναλλαγές’, ‘δυσκολία’, ‘πέος’, ‘σεξουαλική πράξη’.
108
κολάι100 ‘εξοικειώνομαι στην εκτέλεση μιας εργασίας ή στην αντιμετώπιση μιας
κατάστασης’.

- ΛΤ: Ξίκι [ΛΚΝ < τουρκ. eksik, RH < τουρκ. eksik: 1. κάτι που έχει ελλείψεις,
ατέλειες, 2. ελαττωματικός, 3. απών, 4. έλλειψη, ελάττωμα, ΦΡ ~ olsun: (προφ.) 1.
δε θέλω κάποιον γύρω μου, 2. εύχομαι κάποιος να πεθάνει (κατάρα)] στην έκφρ.
ξίκι να γίνει101 ‘για κάτι που δεν το παίρνω υπόψη μου, που το παραβλέπω’.

- ΛΤ: Στράφι [ΛΚΝ < τουρκ. israf, RH < τουρκ. israf: 1.υπεβολή, 2.περιττά έξοδα,
ΦΡ ~ etmek: ξοδεύω, σπαταλώ] στην έκφρ. πάει στράφι102 (κάποιος ή κάτι)
‘πηγαίνει χαμένος, δεν αξιοποιείται ή καταστρέφεται’.

- ΛΤ: Φιρί Φιρί [ΛΚΝ < τουρκ. fιrιl fιrιl, RH < τουρκ. fιrιl fιrιl: γύρω γύρω] στην
έκφρ. το πάω φιρί φιρί ‘επιδιώκω κτ., οδηγώ, εξωθώ μια κατάσταση κάπου (προς
την αρνητική κατεύθυνση)’.

- ΛΤ: Χάζι [ΛΚΝ < τουρκ. haz ‘ευχαρίστηση, απόλαυση’, RH < τουρκ. haz, -zzi:
απόλαυση, ευχαρίστηση] στην έκφρ. για χάζι και κάνω χάζι ‘παρακολούθηση ενός
θεάματος ή απασχόληση με κτ. για να περνάει η ώρα, χωρίς να υπάρχει σοβαρό
ενδιαφέρον’.

- ΛΤ: Χαράμι [ΛΚΝ < τουρκ. haram: κάτι απαγορευμένο από τη θρησκεία, άνομο,
RH < τουρκ. haram: απαγορευμένο από τη θρησκεία, παράνομο, εσφαλμένο, ΦΡ
~ etmek: παίρνω χαρά από κάτι, ΦΡ ~ olsun! (προφ.) ‘η πιθανότητα να μην υπάρχει
κανένα όφελος από κάτι’] στις εκφρ. πήγε χαράμι ‘για κτ. που γίνεται ή που
ξοδεύεται ανώφελα, χωρίς να το αξίζει ή χωρίς να υπάρχει κάποιο κέρδος’ και να
του γίνει χαράμι (κατάρα)103 ‘να μην το χαρεί, να μην το απολαύσει’.

- ΛΤ: Χατίρι [ΛΚΝ < τουρκ. hatιr: ικανοποίηση επιθυμίας, χάρη, RH < τουρκ. hatιr:
1. μνήμη, νους, 2. τα συναισθήματα κάποιου, 3. χάρη, 4. επίδραση, αναγνώριση,

100
Στον Μήλλα (2007) η έκφρ. işin kolayιnι bulmak που αντιστοιχεί στις έκφρ. παίρνω / βρίσκω το κολάι.
101
Στον Μήλλα (2007) η έκφρ. eksik olsun! Αντιστοιχεί πλήρως στην έκφρ. ξίκι να γίνει.
102
Στον Μήλλα (2007) η έκφρ. israf oldu που αντιστοιχεί πλήρως στην έκφρ. πάει στράφι.
103
Στον Μήλλα (2007) η έκφρ. haram olsun! Που αντιστοιχεί πλήρως στην έκφρ. να γίνει χαράμι.
109
ΦΡ ~ιnι hoş etmek ‘ευχαριστώ’, ΦΡ ~ için ‘ως χάρη σε κάποιον’, ΦΡ ~ yapmak
‘ευχαριστώ κάποιον’ (προφ.)] στις εκφρ. κάνω το χατίρι, και δε χαλάω χατίρι και
για χατίρι (σου/του-της)104 ‘ικανοποίηση επιθυμίας, χάρη’,

5. Κτίρια, μέρη κτιρίων και εξωτερικοί χώροι

- ΛΤ: Κουρμπέτι [ΛΚΝ < τουρκ. kurbet, gurbet: μακριά από το σπίτι, ξενιτιά,
RH < τουρκ. gurbet, -ti: 1.ξένο μέρος, μέρος που είναι μακριά από το σπίτι
κάποιου, 2. το να ζει κανείς μακριά από το σπίτι ή την πατρίδα του]: στις ΦΡ
βγαίνω στο κουρμπέτι και χρόνια στο κουρμπέτι ‘κάποιος πολύ έμπειρος στο χώρο
της αγοράς και των συναλλαγών’ και βγάζω στο κουρμπέτι ‘κάνω κάποιον
ανήθικο’.

6. Τέχνη, μουσική και χορός

- ΛΤ: Χαβάς [ΛΚΝ < τουρκ. hava: αέρας, μελωδία, RH< τουρκ. hava: 1. αέρας,
ατμόσφαιρα, 2. κλίμα, 4. ουρανός, 5. μελωδία, 6. ιδιοτροπία, ευχαρίστηση (προφ.),
7. η κύρια συναισθηματική κατάσταση κάποιου, ΦΡ ~dan ‘ελεύθερος’, ‘χωρίς
ιδιαίτερη προσπάθεια’ (προφ.), ΦΡ ~ ya ‘προς τα πάνω’, 2. ’ασκοπα’, ‘μάταια’
(προφ.) ]: στη ΦΡ αυτός/αυτή το χαβά του/της105 ‘για κάποιον που επιμένει στις
ίδιες απόψεις και στην ίδια τακτική αδιαφορώντας για τις αντιρρήσεις και τις
αντιδράσεις των άλλων’.

7. Αντικείμενα και σκεύη καθημερινότητας

- ΛΤ: Τέντζερης [ΛΚΝ < τουρκ. tencer(e): κατσαρόλα συνήθ. χάλκινη, RH < τουρκ.
tencere: κατσαρόλα, ΦΡ ~ yuvarlanmιs, kapağιnι bulmuş:106 στη ΦΡ κύλησε ο
τέντζερης και βρήκε το καπάκι (προφ.)]: ‘για δύο ανθρώπους με τις ίδιες συνήθ.

104
Στον Μήλλα (2007) η έκφρ. hatιrιn için= για χατίρι σου.
105
Ο Μήλλας (2007) καταγράφει τη ΦΡ o kendi havasιnda που αντιστοιχεί πλήρως στη ΦΡ αυτός/η το
χαβά του/της.
106
Η ίδια έκφρ. καταγράφεται και στο Μήλλα (2007).
110
αρνητικές ιδιότητες και συνήθειες οι οποίοι ταιριάζουν και γίνονται φίλοι ή
παντρεύονται’.

8. Αφηρημένες έννοιες:

- ΛΤ: Ντάλα [ΛΚΝ < τουρκ. dal: σκέτο, γυμνό, RH < τουρκ. dal: γυμνό]: στις εκφρ.
ντάλα μεσημέρι/ήλιου ‘καταμεσήμερο καλοκαιρινής μέρας, με πολύ δυνατό ήλιο’.

9. Επαγγέλματα και επαγγελματικοί όροι

- ΛΤ: Αμανάτι [ΛΚΝ < τουρκ. amanat, emanet: αντικείμενο για φύλαξη,
παρακαταθήκη, RH < τουρκ. emanet: 1.αντικείμενο ή πρόσωπο που εμπιστεύεται
σε κάποιον για φύλαξη]: στις ΦΡ βάζω/δίνω/αφήνω αμανάτι ‘για καθετί που
υποχρεώνεται να έχει κάποιος κοντά του, ενώ είναι γι’ αυτόν ενοχλητικό’ και στην
έκφρ. μένω/με αφήνουν αμανάτι ‘μένω χωρίς παρέα ή δεν ικανοποιείται ένα αίτημά
μου, μία επιθυμία μου’.

- ΛΤ: Ρούπι [ΛΚΝ < τουρκ. urup: υποδιαίρεση του (παλαιού) εμπορικού πήχη, ίση με
το ένα όγδοό του ή με οκτώ εκατοστά του μέτρου, RH < τουρκ. urup: μονάδα μέτρησης
ίση με το ένα όγδοο του μέτρου (περίπου 9 εκατοστά)]: στη ΦΡ δεν κάνω/ το
κουνάω (ούτε) ρούπι ‘δε μετακινούμαι από θέση ή τόπο ή δεν αλλάζω άποψη,
γνώμη’.

Γ. Είδη λόγου

4. Τα τουρκικά δάνεια σε ευρύτερα γραπτά συμφραζόμενα

Η Sonnenhauser (2015, 2) αναφέρει ότι στη βαλκανική σλαβική οι συγγραφείς της


περιόδου μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα ενσωμάτωναν στα έργα τους τουρκ. στοιχεία για
να γίνονται αντιληπτοί από τους αναγνώστες τους. Αναλυτικότερα η ίδια αναφέρει ότι η
αυξημένη χρήση τουρκισμών κατά τον 16ο αιώνα και έπειτα συνδέεται με την ευρύτερη
μεταβολή που συντελέστηκε στη λογοτεχνική παραγωγή. Δεδομένης της πολιτικής
συγκυρίας η θρησκεία αποτελούσε σημαντικό παράγοντα διατήρησης της κοινής

111
ταυτότητας στα πλαίσια της οθωμανικής διοίκησης και η λογοτεχνία συνιστούσε το
κυρίαρχο μέσο διάδοσής της. Αυτό σήμαινε αλλαγή των επικοινωνιακών δεδομένων της
λογοτεχνικής παραγωγής που εκφράστηκε κατά βάση με αντικατάσταση της
εκκλησιαστικής σλαβικής ορολογίας. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν
αγράμματο, τα κείμενα έπρεπε να συνταχθούν έτσι ώστε να είναι ευανάγνωστα και σε
αυτά τα πλαίσια επιδιώχθηκε η χρήση τουρκ. στοιχείων που ήταν πιο κατανοητά στον
απλό λαό (ό.π., σ. 4). Έτσι τα τουρκ. στοιχεία εμφανίζονται την περίοδο αυτή σε γραπτά
κείμενα της βαλκανικής σλαβικής έως και τα μέσα του 19ου αιώνα που αρχίζουν οι πρώτες
προσπάθειες διαμόρφωσης και ανάδειξης της εθνικής ταυτότητας. Στη συνέχεια, από το
1989 και ύστερα αρχίζει να διαμορφώνεται μία διαφορετική κατάσταση, όπου η γλώσσα
των μέσων και του τύπου αξιοποιεί τα τουρκ. στοιχεία, η χρήση των οποίων γενικά
θεωρείται δείγμα «δημοκρατικοποίησης». Ο
Reinkowski (2002) παρατηρεί ότι οι τουρκισμοί εμφανίζονται σε ειδήσεις με πολιτικό
περιεχόμενο όπου ενέχουν υποκειμενική διάσταση και προσδίδουν εκφραστικότητα στην
είδηση ενώ απουσιάζουν από την οικονομία (ό. π. σ. 12). Με λίγα λόγια, ενώ οι συγγραφείς
της εποχής μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα κατέφευγαν στη χρήση τουρκ. στοιχείων
γνωρίζοντας ότι αυτό θα κάνει τα έργα τους πιο κατανοητά στο ευρύ κοινό, οι συγγραφείς
του 19ου αιώνα και έπειτα θεωρούσαν ότι στοιχεία προφορικότητας, όπως οι τουρκισμοί,
επηρεάζουν αρνητικά τη γλώσσα. Το αποτέλεσμα είναι η υφολογική υποτίμηση των
τουρκ. στοιχείων ως παράπλευρη συνέπεια της συστηματικής προσπάθειας απομάκρυνσής
τους από τη γλωσσική χρήση. Τα τουρκ. στοιχεία που κατάφεραν να διατηρηθούν στη
χρήση, παρά τις καθαρολογικές τάσεις, απέκτησαν υφολογική απόχρωση και εισχώρησαν
σε ένα κατώτερο επίπεδο γλωσσικής χρήσης (ό. π., σ. 18). Στο κεφ. 3 αναφέραμε εκτενώς
παραδείγματα χρήσης των τουρκ. δανείων σε γραπτά συμφραζόμενα των ΗΣΚ της ΚΝΕ.
Αυτά τα συμφραζόμενα αναδεικνύουν ποικίλες περιστάσεις γραπτού λόγου και
υφολογικής διάστασης στις οποίες χρησιμοποιούνται τα τουρκ. δάνεια (κυρίως
δημοσιογραφικού). Έχουμε έτσι, ενδεικτικά άρθρα, ρεπορτάζ, συνεντεύξεις, σχόλια,
επιστολές κ.ά. σε εφημερίδες, λογοτεχνία, χρονογραφήματα κ.ά. Επιπλέον, τα τουρκ.
στοιχεία αξιοποιούνται και στο λόγο των κοινωνικών διαλέκτων. Παραπάνω αναφέραμε
ότι πολλές επαγγελματικές ομάδες χρησιμοποιούν τουρκ. ορολογία προκειμένου να
συνεννοηθούν με τα υπόλοιπα μέλη που ανήκουν στην ίδια ομάδα. Αντίστοιχα, πολλές
κοινωνικές διάλεκτοι της ΚΝΕ ενσωματώνουν στο λόγο τους τουρκ. δάνεια. Τέτοιες
διάλεκτοι είναι π.χ. η γλώσσα των νέων, τα καλιαρντά, η γλώσσα της πιάτσας, κ.ά.

112
Παρακάτω αναφέρονται αναλυτικότερα ορισμένα είδη
γραπτού και προφορικού λόγου στα οποία συναντάται η χρήση τουρκ. στοιχείων.

4.1. Δημοσιογραφικός λόγος

O δημοσιογραφικός λόγος συχνά καταφεύγει στη χρήση τουρκισμών προκειμένου να


επιτευχθεί μεγαλύτερη ένταση στο λόγο της είδησης. Η Туманская (2006, 213) έχει
ασχοληθεί εκτενώς με την ανάλυση των τουρκισμών στο λόγο του ελληνικού τύπου
εντοπίζοντας τις ιδιαιτερότητες που τον χαρακτηρίζουν. Συγκεκριμένα επισημαίνει ότι
συχνά στο δημοσιογραφικό λόγο επιχειρούνται ανανεωτικές γλωσσικές τάσεις οι οποίες
εκφράζονται με χρήση σημασιολογικών νεωτερισμών. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στους
συγγραφείς να αξιοποιούν διάφορα εκφραστικά μέσα, όπως λεξιλόγιο με αξιακό
περιεχόμενο, στοιχεία προφορικού λόγου κ.ά., τα οποία εντοπίζονται τόσο στο κυρίως
κείμενο όσο και στους τίτλους, όπου επιχειρείται κατά κόρον να στραφεί η προσοχή του
αναγνώστη (ό.π., σ. 214). Από αυτά τα στοιχεία προκύπτει ότι τα τουρκ. δάνεια
προσφέρουν δυνατότητες υφολογικής αξιοποίησης στη γλώσσα του τύπου (Κυριαζής
2010, 368).
Παρόμοια κατάσταση συναντά κανείς και στο βουλγάρικο τύπο, γεγονός που
οδήγησε την Kръстева να συντάξει το 2000 το «Λεξικό των τουρκισμών στον βουλγαρικό
τύπο» αποτελούμενο από 555 λήμματα (Kahl 2009, 324) ενώ η ίδια αναφέρει πως η χρήση
τουρκισμών, κυρίως στους τίτλους των ειδήσεων, έχει ως αποτέλεσμα να ερμηνευτεί η
είδηση ως ‘καυτή, σοκαριστική’ κ.ά. (Friedman 2004, 227). Το γεγονός αυτό αποδεικνύει
ότι τα τουρκ. στοιχεία εξακολουθούν να έχουν συναισθηματική φόρτιση, ενώ η χρήση
τους στον βουλγάρικο τύπο, έχει ως στόχο τη διατύπωση δημόσιου λόγου που θα
επηρεάσει την κοινή γνώμη για κρίσιμα ζητήματα μετά τη μεταβατική περίοδο του 1990
στη Βουλγαρία. Η χρήση των τουρκ.
στοιχείων στον ελληνικό τύπο εξαρτάται εν πολλοίς και από την περιοχή στην οποία
εκδίδονται και κυκλοφορούν οι εφημερίδες. Ειδική αναφορά γίνεται από την Туманская
(2006, 213) για τον τύπο της περιοχής της Κομοτηνής, η οποία ως γνωστόν συγκεντρώνει
μία πολυπληθή μουσουλμανική κοινότητα. Τα παραδείγματα που θα αναφέρουμε
παρακάτω αποδεικνύουν ότι ο τύπος στην Κομοτηνή διαφέρει από αυτόν της υπόλοιπης
Ελλάδας, καθώς φιλοξενεί στις στήλες του κείμενα που σχολιάζουν τις συνήθειες και τις
εκδηλώσεις της εν λόγω κοινότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα που συγκέντρωσε η
ίδια είναι π.χ. «Η πρώτη και μοναδική αντίδραση που εκδηλώθηκε ήταν του γιαλαντζή

113
μουφτή Ξάνθης Μ.Ε. Αγγά που καταφέρεται ως συνήθως ότι στην Ελλάδα παρότι μέλος της
Ε.Ε. δε μπορεί να μιλήσει η μειονότητα ούτε για δημοκρατία, ούτε για ανθρώπινα
δικαιώματα, ούτε για οποιεσδήποτε ελευθερίες… Γιαβάς μπρε τζάνουμ, μάζεψε λίγο τα
μασάλια σου…». Η χρήση τουρκ. στοιχείων είναι εκτενής, όπως εμφανής γίνεται και η
ειρωνεία που πετυχαίνει η παράθεση, με μικρή απόσταση μεταξύ τους, τουρκ. στοιχείων.
Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα γραπτού τύπου από την
Κεντρική Μακεδονία όπου συχνά εντοπίζεται η χρήση τουρκ. στοιχείων, π.χ. η
parallaximag.gr είναι μία ηλεκτρονική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης που αναλύει και
σχολιάζει τα νέα της πόλης. Σε άρθρο μπορεί να διαβάσει κανείς π.χ. «Δε θα απολογούμαι
κάθε φορά στους εξοργισμένους ΙΧίδες που σαν αληθινοί κοτσαμπάσηδες της πόλης, τους
είναι αδύνατον να αποδεχτούν το κλείσιμο των δρόμων» (30/09/2015). Αντίστοιχα
παραδείγματα μπορεί να βρει κανείς είτε αναζητώντας τα συμφραζόμενα χρήσης τουρκ.
δανείων σε άλλες εφημερίδες, έντυπες και ηλεκτρονικές, είτε καταφεύγοντας στα ΗΣΚ
για τα οποία μιλήσαμε παραπάνω.

4.1.1. Λογοτεχνία

Στη ΝΕ λογοτεχνία έχει αξιοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό η χρήση τουρκ. λέξεων και
εκφράσεων.107 Υπάρχουν παλαιότερα δείγματα λογοτεχνικού λόγου όπου ανιχνεύονται
τουρκ. στοιχεία (βλ. και κεφ. 3.1.3.), όπως, επί παραδείγματι, στο θεατρικό έργο
Βαβυλωνία του Βυζάντιου η συγγραφή του οποίου τοποθετείται στο 1836 (δεύτερη γραφή
το 1840). Παρόλο που το έργο είναι αρκετά παλιό, σε αυτό εντοπίζουμε ορισμένα
ενδιαφέροντα στοιχεία αναφορικά με τη χρήση και τη σημασία των τουρκ. στοιχείων
καθώς και τη σύνδεσή τους με στερεοτυπικά χαρακτηριστικά των ομιλητών. Οι ήρωες του
έργου προέρχονται από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας και ο λόγος του
καθένα διανθίζεται από τα τοπικά γλωσσικά χαρακτηριστικά. Είναι, επομένως, φυσικό ο
λόγος του Ανατολίτη να εμπεριέχει πολλά τουρκ. στοιχεία που είναι είτε λέξεις, είτε
άκλιτα στοιχεία (επιφωνήματα ως επί το πλείστον) είτε ιδιωματικές εκφράσεις. Επί
παραδείγματι, οι λέξεις: χαβαντήσια, αρτίκ, χαμπέρι, σοφράδες, τζανάκια, τζομλέκια,
γιατάκι, χαμούρι, κιοφτέ, ντολμά, μπαχτζήσι, κεμέρι, σεβτάς, γιαράν, παράς, τα άκλιτα

107
Η Туманская (2000, 185) αναφερόμενη στα τουρκ. στοιχεία στο μυθιστόρημα του Χ. Χωμενίδη «Το
σοφό παιδί» εκφράζει την άποψη ότι τα τουρκ. δάνεια χρησιμοποιούνται στη νεοελληνική λογοτεχνία
προκειμένου ο συγγραφέας να πετύχει μεγαλύτερη εκφραστικότητα.
114
στοιχεία: βάϊ, χάϊντε ντε, για, τζανούμ, ταμάμ, σακίν, άφεριμ, οι ιδιωματικές εκφράσεις:
άρτικ μπιτούν μπιτούν, ητ ογλού, αλλά μπελιά βερσίν, σαγλίκ ιλάν, μπακάλουμ κ.ά. είναι
χαρακτηριστικά δείγματα του τρόπου ομιλίας του. Επιπλέον, τουρκ. στοιχεία
χρησιμοποιεί και ο Αλβανός και ο Κύπριος μέσα στο έργο, γεγονός που αποδεικνύει την
επαφή αυτών των ομιλητών με την τουρκ. Από την άλλη, από το λόγο του Λογιώτατου
απουσιάζουν εντελώς τα τουρκ. στοιχεία, δείχνοντας πως τα τουρκ. ήταν προφανώς
συνυφασμένα με τον ιδιωματικό λόγο τη συγκεκριμένη περίοδο ή με το λόγο ομιλητών
που προέρχονται από κατώτερες κοινωνικές και μορφωτικές ομάδες.108
Πιο πρόσφατο δείγμα αποτελούν τα έργα του Γ. Βιζυηνού, όπου, όπως μας
πληροφορεί η Δημάση (2014), η χρήση τουρκ. στοιχείων επιφέρει συγκεκριμένα
αποτελέσματα στην αναγνωστική πρόσληψη του έργου. Ο Βιζυηνός αξιοποιεί δύο
γλωσσικούς κώδικες στα έργα του, το λόγιο και το λαϊκό. Και οι δύο κώδικες συνδέονται
με συγκεκριμένους ανθρώπινους τύπους: από τη μία οι μορφωμένοι και εξευρωπαϊσμένοι
χαρακτήρες και από την άλλη οι λαϊκοί, αγράμματοι άνθρωποι (ό. π., 1). Στα διηγήματά
του τα τουρκ. στοιχεία συνδέονται με τη χρήση της δημοτικής γλώσσας από τους
χαρακτήρες των έργων του ενώ τα στοιχεία αυτά ανήκουν σε διάφορες σημασιολογικές
κατηγορίες. Επί παραδείγματι, στο διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου η χρήση τουρκ.
στοιχείων εντοπίζεται στις αφηγήσεις του συγγραφέα από την οπτική της παιδικής ηλικίας
και συνδέεται με αντικείμενα της καθημερινότητας της μητέρας όπου διαφαίνεται η σχέση
της με τη λαϊκή θρησκευτικότητα (ό.π., 3). Στο κεφάλαιο όπου περιγράφεται η συνάντηση
μητέρας-Πατριάρχη δεν περιέχει κανένα τουρκ. στοιχείο, γεγονός που αποδεικνύει πως η
χρήση τουρκ. λέξεων στο έργο του Βιζυηνού περιορίζεται στις περιστάσεις της απλής
καθημερινότητας (ό.π.,3). Από τα 230 τουρκ. στοιχεία στα διηγήματα του Βιζυηνού που
μελετήθηκαν στην ίδια εργασία της Δημάση, τα 116 χρησιμοποιούνται στη ΝΕ. Ορισμένα
παραδείγματα τέτοιων λέξεων είναι: αγάς, άιντε, αμάν, άτι, αφερήμ, αχ, αχούρι, βάι, βαχ,
γιακάς, γλέντι, δράμι, εσνάφι, καφές, κηλίμι, μπόγος, μπουρέκι, ντουνιάς, παράς,
σουρτούκης, τεκές κ.ά. Η Sonnenhauser (2015, 18) αναφερόμενη
στο έργο του A. Κonstantinov Baj Ganjo περιγράφει μία αντίστοιχη σκόπιμη αξιοποίηση
των τουρκισμών από το συγγραφέα για την πρόκληση συγκεκριμένου υφολογικού

108
Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τη γλωσσική κατάσταση που περιγράφεται στη «Βαβυλωνία» του
Βυζάντιου αποτελεί το «Новогреческие диалекты в «Вавилонии» Д.К. Византиоса» της К.А.
Пономарченко (2000), όπου περιγράφονται λεπτομερώς τα ιδιαίτερα διαλεκτικά στοιχεία των
πρωταγωνιστών του έργου.
115
αποτελέσματος. Η επίτευξη του χιούμορ μέσα στο έργο στηρίζεται στην υφολογική
αντιπαράθεση της γλωσσικής χρήσης και ο Κonstantinov γνωρίζοντας την υφολογική
απόχρωση των τουρκισμών στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στη χρήση τους από τους
ήρωες. Πολλοί ακόμη Έλληνες λογοτέχνες χρησιμοποιούν στα έργα τους
τουρκ. στοιχεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Έλληνες συγγραφείς που
γεννήθηκαν και έζησαν στη Μικρά Ασία και μεταφέρουν τις μαρτυρίες τους στα έργα
τους. Πλούσιο σε τουρκικά στοιχεία είναι ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα για τη
μικρασιατική καταστροφή «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου: «Ο Γιώργης και εγώ
είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας», «Για…εσείς! Φέρτε
μου δω τούτα τα μαραφέτια», «-Να, λεχρίτες! έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά
σας σε τέτοια παλιοπράματα»., «Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το’ ξερε
που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά». Και ο Ηλίας Βένεζης στο «Νούμερο 31328»,
εξιστορώντας την εμπειρία που βίωσε στα τάγματα εργασίας μετά την μικρασιατική
καταστροφή, κάνει χρήση πολλών τουρκικών λέξεων: «Γι’ αυτό, στην αρχή κανένας απ’
τα νιάτα δεν έβρισκε το κουράγιο να παραδοθεί. Μα σιγά σιγά το πήραν απόφαση. Έναν
μπόγο στο χέρι», «Δεν ήμουν εμπόρευμα για την Ελλάδα, μήτε μια οκά», «Είχε αριβάρει
ξαφνικά, πριν από ένα χρόνο στο τόπο μας. Έπαιζε σ’ έναν καφενέ», «Σίγουρα θα’
ανησυχούν πολύ το ραχάτι του Θεού, που είναι ικανοποιημένος απόψε-λίγο πάνω, λίγο
κάτω απ’τ’ άστρα», «Ο ένας «τορπιλίσος», ένας γιαπιτζής, μπρος σε τούτη την ανελέητη
ζωγραφική, ούρλιαζε απ’τον πόνο και μιλούσε γρήγορα-γρήγορα τούρκικα», «Σκυλιά!
Γουρούνια! Άτιμο μιλλέτ (έθνος) έφριζε ο αξιωματικός», «Όχι βρε! Τα’ στειλε να τα κάμει
τράμπα, εξηγεί κάποιος άλλος».
Μπορούμε να αναφερθούμε, επιπλέον, στο έργο του Γιώργου Ιωάννου,
Θεσσαλονικιού συγγραφέα, όπου ανιχνεύονται πολλοί τουρκ. όροι., κυρίως, πολιτισμικοί.
Στο αντιπροσωπευτικό διήγημα «Στου Κεμάλ το σπίτι» εντοπίζουμε πολλούς
πολιτισμικούς όρους από την τουρκ.: «Ήταν πάντως δέντρο φημισμένο σ’ όλο το
Ισλαχανέ», «δε σκεφτήκαμε να της προσφέρουμε μούρα, όμως, σε λίγο μας ζήτησε η ίδια
λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόρο τους στον μπαχτσέ της», «Στο σπίτι αυτό καθόταν
ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά». Στο διήγημα «Τζέλντεν»
περιγράφεται η ζωή στην έρημο Σαχάρα: «Είχαμε πάλι διακοπές. Τώρα ήταν το μπαϊράμι
τους», «Το βραδάκι, κιόλας, την ώρα που τα μεγάφωνα του μιναρέ άπλωναν την ψαλμωδία
του μουεζίνη στις γειτονιές κι οι αραπάδες έτρωγαν μέσα στα σπίτια τους αρπαχτικά σαν
λύκοι […]», «Ο αράπης με πήγε στο τροχόσπιτό του, μ’ έβαλε στο γιατάκι του και
γυρνώντας σε λίγο μου κουβάλησε του κόσμου τα καλά», «Δυο νεαροί της ερήμου, ψηλοί και
116
στεγνοί σαν λελέκια». Αξίζει
να αναφερθεί και η χρήση τουρκ. στοιχείων στην ποίηση. Η ιδιότυπη ναυτική γλώσσα του
Καββαδία συνιστά ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα λογοτεχνικής μεταχείρισης
δάνειων λέξεων. Ανάμεσα στους δάνειους όρους πουν περιγράφουν τη ζωή στη θάλασσα,
βρίσκουμε πολλούς τουρκ. που επιλέγονται στη θέση των αντίστοιχων ελλ. Για
παράδειγμα ο όρος γιατάκι [τουρκ. yatak] στη θέση του όρου κλίνη, ο όρος ταρσανάς
[τουρκ. tersane] στη θέση του όρου ναύσταθμος, ναυπηγείο, το μπουγάζι [τουρκ. bogaz]
στη θέση του όρου πορθμός. Τους δάνειους όρους στο έργο του Καββαδία συγκεντρώνει
και επεξηγεί ο Βαρδαβούλιας (2013) ενώ υπάρχει και το γλωσσάρι του Τράπαλη (2010),
τα οποία μας βοηθάνε να κατανοήσουμε καλύτερα το έργο του συγγραφέα, εφόσον πολλές
από τις τουρκ. λέξεις που αξιοποιούνται σε αυτό σήμερα ενδέχεται να είναι πλέον
παρωχημένες ή να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από ομιλητές που ασκούν το εν λόγω
επάγγελμα.

4.1.2. Περιθωριακές χρήσεις

Τα περιθωριακά ιδιώματα της ελλ., τα οποία χειρίζονται ειδικές ομάδες ομιλητών,


αξιοποιούν συχνά τα τουρκ. γλωσσικά στοιχεία. Ένα από αυτά τα περιθωριακά γλωσσικά
ιδιώματα είναι ο γλωσσικός κώδικας των ομοφυλοφίλων, γνωστός με τον όρο καλιαρντή
ή καλιαρντά. Ο Πετρόπουλος (1993, 10-11) μας πληροφορεί ότι το συγκεκριμένο
γλωσσικό ιδίωμα αποτελεί αμυντικό τρόπο έκφρασης ο οποίος χαρακτηρίζεται από δικό
του λεξιλόγιο και γενικά φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του συνθηματικού λόγου.
Ορισμένοι γλωσσικοί τύποι αυτού του ιδιαίτερου τρόπου έκφρασης δημιουργήθηκαν από
δάνειες προς την ελλ. λ., ανάμεσα στις οποίες και τουρκ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει το γεγονός πως στο Λεξικό της καλιαρντής, που συντάσσει ο Πετρόπουλος
(1993), μπορεί να εντοπίσει κανείς τουρκ. λ. που δεν χρησιμοποιούνται σε καμία επίσημη
ποικιλία της ΚΝΕ, αλλά, απεναντίας, αποτελούν μέρος κάποιας άλλης περιθωριακής
γλωσσικής ποικιλίας. Σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να μιλάμε για γλωσσικές επαφές
μεταξύ δύο ποικιλιών της ίδιας γλώσσας το αποτέλεσμα των οποίων είναι ο γλωσσικός
δανεισμός.109 Όπως θα δούμε παρακάτω, η καλιαρντή δανείστηκε όρους από τη γλώσσα
των ρεμπετών, με τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα των ρεμπετών δάνεισε στην ΚΝΕ όρους

109
Πρόκειται για εσωτερικό δανεισμό όπου μία γλώσσα δανείζεται λ. ή εκφράσεις από κάποια διάλεκτό
της.
117
με τη μεσολάβηση γλωσσικών επαφών μεταξύ των δύο ποικιλιών (Παπαδόπουλος, 2014).
Επί παραδείγματι, η λ. ανταμαρία ‘μαγκιά’, αντάμης ‘μάγκας’ πληροφορούμαστε από το
λεξικό του Πετρόπουλου ότι προέρχεται από τη γλώσσα των ρεμπετών όπου
χρησιμοποιείται με τη σημασία ‘βαρύς, σέρτικος άντρας’. Παρομοίως, συναντάμε τον όρο
ασούξης και ασούξω (θηλ.) ‘λεβέντης/λεβέντισσα’ που ετυμολογείται πιθανότατα από το
μάγκικο ασίκης ‘λεβέντης’ < τουρκ. aşιk ‘εραστής’.
Από την άλλη, είναι δεδομένο ότι η γλώσσα των ρεμπετών
περιέχει πολλά τουρκ. δάνεια καθώς οι ρεμπέτες χρησιμοποιούσαν την ρεμπέτικη αργκό.
Το λεξιλόγιο αυτής της κοινωνικής διαλέκτου αποτελείται από πληθώρα τουρκ. λέξεων
(Πετρόπουλος 1990, 30).110 Έχει διατυπωθεί η άποψη πως η γλώσσα των ρεμπετών άρχισε
να διαδίδεται ευρύτερα στην κοινωνία την περίοδο 1922-1940 με αποτέλεσμα όροι της
κλειστής αυτής ομάδας να γίνουν μέρος της ομιλίας των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων
(Παπαδόπουλος, 2014). Το αποτέλεσμα αυτής της διάδοσης ήταν, σε ορισμένες
περιπτώσεις, απώλεια της αρχικής μάγκικης σημασίας των ρεμπέτικων όρων ή η
απόκτηση μίας επιπρόσθετης, συχνά μεταφορικής σημασίας. Για παράδειγμα, ο όρος
αλάνι < τουρκ. alan ‘πέρασμα μέσα στο δάσος’, στη γλώσσα των ρεμπετών σήμαινε
‘αλητόπαιδο, παιδί του δρόμου’ ενώ σήμερα κατέληξε να αποκτήσει μία επιπρόσθετη
θετική σημασία ‘ξέγνοιαστος, ωραίος’.111 Αντίστοιχα, η λ. μπάτσος < τουρκ. baç ‘φόρος’
απέκτησε τη σημασία φοροεισπράκτορας και άρχισε να χρησιμοποιείται με την έννοια
αστυνομικός στα ρεμπέτικα τραγούδια της πρώτης και δεύτερης περιόδου. Όταν ο όρος

110
Ο Πετρόπουλος (1979, 7) παραθέτει μία σειρά πολύ ενδιαφέροντων στοιχείων σχετικά με τον τουρκικό
καφέ στο βιβλίο του «Τούρκικος καφές εν Ελλάδι». Ακριβέστερα, η ποικιλία των ονομασιών του
τουρκικού καφέ είναι αξιοσημείωτη: φαρμάκι! τον αποκαλούνε αν είναι πικρός, σερμπέτι! αν είναι
υπερβολικά γλυκός ενώ νταήδικος είναι ο σκέτος καφές στη φυλακή. Υπάρχει και ο χαρακτηρισμός
σέρτικος που σήμερα έχει εκλείψει. Σέρτικο αποκαλούσαν τον καφέ που έπινε ο θεριακλής ο οποίος
προσέδιδε στη διαδικασία μία τελετουργική μορφή. Με τον τουρκικό καφέ που κατάφερε και έγινε
δημοφιλής και αγαπητός στην Ελλάδα, συνδέονται, σύμφωνα με το συγγραφέα, μία σειρά λέξεων και
εκφράσεων τουρκ. προέλευσης, οι οποίες σήμερα είναι εν πολλοίς άγνωστες: ταμπής, γεντέκι, μπρίκι,
φλιτζάνι, ντελβές, καβουρντιστήρι, καϊμάκι, τσεσβές κ.ά. Και εξηγεί: Ο ταμπής είναι ο παρασκευαστής των
καφέδων, ο ειδικός εκείνος μάστορης που ψήνει τους καφέδες πίσω απ’ τον μπάγκο των καφενείων. Ο
ταμπής δουλεύει, όρθιος, μπρος στο γεντέκι (τουρκ. yedek), μεταχειριζόμενος με μαεστρία τα μπρίκια
(<τουρκ. ibrik), τους τσεσβέδες (<τουρκ. cezve) και τα φλιτζάνια (τουρκ. fincan, ή filcan). Το κάθε
καφεδάκι έχει διαφορετικό καϊμάκι (<τουρκ. kaymak) και ντελβέ (ή τελβέ < τουρκικό telve), ανάλογα με τα
γούστα του κάθε θεριακλή (θεριακή + κατάληξη -λης, με ταυτόχρονη επίδραση του τούρκικου tiryaki).
111
Βλ. ρεμπέτικο τραγούδι «Είμαστε αλάνια, διαλεκτά παιδιά μέσα στη πιάτσα» (Παπαδόπουλος, 2014).
118
διαδίδεται στις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες, αποκτά αρνητική φόρτιση (ό. π., σ. 11), την
οποία διατηρεί και στη σημερινή γλώσσα καθώς είναι εμφανής η διαφορά ως προς την
αρνητική φόρτιση που πετυχαίνει ο όρος μπάτσος σε σχέση με τον (συνώνυμο) όρο της
ΝΕ αστυνομικός.
Επιπλέον, πολλοί όροι των καλιαρντών αποτελούν σύνθετα με κάποιο από τα
συνθετικά τους να είναι δάνεια λ. από την τουρκ., ενώ ο συνδυασμός τους θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί απρόσμενος:112 ατμοκάζανο ‘σιδηρόδρομος’ <ατμός, τουρκ. κάζαν-ο
‘μεταλλικό δοχείο’, βεστιτοσέντουκο ‘μπαούλο’ < ιταλ. vestit-ο ‘ένδυμα’, τουρκ. σεντούκ-
ο ‘σεντούκι’, βακουλονταβατζής ‘αρχιεπίσκοπος’< βάκουλο ‘συνθετικό πολλών λέξεων
της καλιαρντής με τη σημασία εκκλησία, εκκλησιαστικός’, τουρκ. ‘νταβαντζ-ής’ (από τη
γλώσσα των ρεμπετών), βακουλοντουμάνι ‘λιβάνι, λιβάνισμα’ < βάκουλο, τουρκ. ντουμά-
ι ‘καπνός’, γκοντοαφιόνα < αγγλ. god-ο ‘θεός’, τουρκ. αφιόν-α ‘θρησκεία’ (βλ. και
γκοντοαφιονίζω ‘θρησκεύομαι’, γκοντοαφιονισμένος (μτχ.) ‘θρησκόληπτος’). Αυτοί και
άλλοι παρόμοιοι όροι της καλιαρντής που είναι τουρκ. δάνεια ή συντίθενται από τουρκ.
στοιχεία, παραπέμπουν, θα μπορούσαμε να πούμε, στο γλωσσικό παιχνίδι στο οποίο
αναφέρεται ο Friedman (2005) Πώς λέγεται αυτό στην τουρκική; (βλ. κεφ. 2). Για
παράδειγμα, ο τύπος της καλιαρντής καβγαδοκουτού (η) ‘ραδιόφωνο’ αποτελεί σύνθετο
όρο που συντίθεται από τα τουρκ. καβγάς και κουτ(ί) όπου κυριολεκτικά σημαίνει ‘κουτί
καβγάδων’, ο τύπος ισμίρ-τουρκουάλ ‘φανταχτερό ανατολίτικο κόσμημα’ από τους όρους
τουρκ. ισμίρ ‘Σμύρνη’ και τουρκουάλ < πιθ. Τούρκος. Πρόκειται για παραδείγματα της
υπονομευτικής χρήσης των τουρκ. στοιχείων από τους ομιλητές της καλιαρντής. Οι
παραφράσεις τέτοιου τύπου συνάδουν με τον ευτράπελο χαρακτήρα που φέρει ο
συγκεκριμένος γλωσσικός κώδικας, όπου βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η δυνατότητα
δημιουργίας παιχνιδιού με τις λ. και ανατροπής της σχέσης σημαίνοντος-σημαινομένου.

4.1.3. Παραγωγικότητα των τουρκικών δανείων

Η μελέτη των Xydopoulos, Iordanidou και Efthymiou (2009) για τα λήμματα του
www.slang.gr αναφέρεται ανάμεσα σε άλλα και στα τουρκ. δάνεια. Παραπάνω, δόθηκαν
παραδείγματα από τη χρήση ορισμένων τουρκ. δανείων στη γλώσσα των νέων από το

112
Ο Πετρόπουλος μας πληροφορεί: «Η καλιαρντή έχει ένα χαρακτηριστικό θέλγητρο˙ είναι μία γλώσσα
που σε κάνει να χαμογελάς άθελά σου. Κι αυτός είναι ο στόχος των κίναιδων: επιζητούν να αφοπλίσουν
τον συνομιλητή, γυρίζοντας την κουβέντα στο ευτράπελο» (Πετρόπουλος 1993, 11).
119
www.slang.gr, καθώς κάποια τουρκ. δάνεια, είτε πρόκειται για λέξεις είτε για παραγωγικά
προθήματα και επιθήματα είτε για ολόκληρες φράσεις, δεν καταγράφονται στα λεξικά
αλλά αξιοποιούνται στη σλανγκ ομιλία και τα συναντάμε σε λεξικά της σλανγκ και της
αργκό ή της πιάτσας. Για παράδειγμα, το τουρκικής προέλευσης πρόθημα καρά-
συναντάται σε πολλές λέξεις της σλανγκ ομιλίας και θεωρείται παραγωγικό:
καρακιτσαριό, καρακλαπίδι, καραμπιτσαριό, καραλέσβιο κ.ά., το επίθημα –ιλίκι
προσαρμόζεται σε λέξεις της ΝΕ που ενδέχεται να είναι δάνειες από την αγγλ. κατά βάση
και παρουσιάζει μικρή παραγωγικότητα: γκεσταριλίκι, σταριλίκι, γκεϊλίκι, κοπριτιλίκι,
πουτσιλίκι, χαϊλίκι κ.ά.
Επίσης, κατασκευάζονται παράγωγες λέξεις με κατάληξη που παραπέμπει σε
κατάληξη επωνύμου τουρκ. προέλευσης π.χ.: δεμπέζογλου, δενιώθογλου, κακομοίρογλου,
κιόπογλου, μην ξεράσογλου, ταπαίρνογλου, κ.ά. Άλλες άκλιτες τουρκ. λ. χρησιμοποιούνται
μέσα σε εκφράσεις: για χαραντάν, γιαβάς-γιαβάς, γιάλλα (βλ. παρακάτω). Σε αυτήν την
κατηγορία εντάσσονται πολλές ονομασίες καταστημάτων που συντίθενται από τουρκ.
όρους όπου παρατηρείται ένα γλωσσικό παιχνίδι που δημιουργεί στους θαμώνες και
επισκέπτες την αίσθηση περασμένων καταστάσεων (βλ. κεφ. 3.1.1.). Πολλές τουρκ.
λέξεις που καταγράφονται στα λεξικά της ΝΕ χρησιμοποιούνται με διαφορετική σημασία
στη σλανγκ ομιλία. Στο Λεξικό της ελληνικής αργκό του Παπαζαχαρίου (1999)
καταγράφονται πολλές τέτοιες χρήσεις των τουρκ. στοιχείων. Επί παραδείγματι, η λέξη
αλατζάς [τουρκ. alaca ‘βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας’] καταγράφεται με τη
σημασία ‘ευτελές άτομο με καμία βαρύτητα γνώμης και λόγου’, η έκφρ. γιαπί έμεινα έχει
τη σημασία ‘έμεινα από χρήματα, έμεινα άφραγκος’, ο όρος γιαλαντζίμαγκας [γιαλαντζί +
μάγκας] που χρησιμοποιείται ως χαρκατηρισμός δειλού άντρα κ.ά.
Επομένως, ένα ξεχωριστό κεφάλαιο των τουρκικών δανείων της νέας ελληνικής
συνιστούν λέξεις και εκφράσεις που σήμερα χρησιμοποιούνται στα πλαίσια της σλάνγκ
ομιλίας και της γλώσσας τω νέων, η εκφραστικότητα των οποίων είναι έκδηλη, όπως
φαίνεται από τα λιγοστά παραδείγματα που παραθέσαμε. Το slang. gr είναι μία πλούσια
πηγή εξεύρεσης τέτοιων τ. όπου συγκεντρώνονται πολλά παραδείγματα χρήσης τους στη
γλώσσα.

5. Επίλογος-Ανοιχτά ζητήματα προς διερεύνηση

120
Όπως είδαμε τα τουρκικά δάνεια της νέας ελληνικής συνθέτουν ένα ιδιαίτερο λεξιλογικό
στρώμα το οποίο διαμορφώθηκε στη διάρκεια των γλωσσικών επαφών ανάμεσα στους
ομιλητές της ελληνικής και της τουρκικής. Η παλαιότητα αυτών των επαφών
αντανακλάται στον μεγάλο αριθμό τουρκικών δανείων που ανήκουν πλέον στο
παρωχημένο λεξιλόγιο της νέας ελληνικής. Πολλοί, ωστόσο, από τους αποκαλούμενους
παρωχημένους όρους, όπως φάνηκε, επιβιώνουν μέχρι σήμερα στη γλώσσα καθώς έχουν
προσλάβει μεταφορικές σημασίες. Είναι, επίσης, αξιοσημειώτος ο αριθμός τουρκικών
λέξεων που χρησιμοποιούνται στη νέα ελληνική με ουδέτερη χροιά ως ο μοναδικός τρόπος
να αποκαλούνται πράγματα και αντικείμενα της καθημερινής ζωής. Δίπλα σε αυτούς
εντοπίζονται και οι όροι που χαρακτηρίζονται από υφολογική ιδιαιτερότητα, γεγονός που
τους προσδίδει μεγαλύτερη εκφραστικότητα συγκριτικά με τους αντίστοιχους ελληνικούς
ενώ δεν εκλείπουν και οι τουρκικές εκφράσεις που σήμερα χρησιμοποιούνται αυτούσιες
στη νέα ελληνική. Τα Ηλεκτρονικά Σώματα Κειμένων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη
μελέτη του υλικού, μας επέτρεψαν να αντλήσουμε χρήσιμες πληροφορίες αναφορικά με
τα γραπτά συμφραζόμενα χρήσης των τουρκικών δανείων στη νέα ελληνική.
Ενδιαφέρον, φυσικά,
παρουσιάζει και η εξέλιξη των τουρκικών δανείων στην ευρύτερη γλωσσική περιοχή των
Βαλκανίων, η μελέτη των οποίων συνθέτει ένα προσοδοφόρο πεδίο μελλοντικής έρευνας.
Οι ανεξερεύνητες πτυχές τόσο του δανεισμού όσο και της μετέπειτα εξέλιξής τους στις
μεμονωμένες γλώσσες και διαλέκτους είναι ποικίλες και η διερεύνησή τους στα πλαίσια
της συγγραφής μίας μεταπτυχιακής εργασίας δεν είναι πάντα εφικτή. Αδρομερώς
ορισμένα από τα ανοιχτά για την έρευνα ζητήματα του δανεισμού από την τουρκική
μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

• Χρονολογία των πρώτων γλωσσικών επαφών και κατ’ επέκταση των πρώτων
δανείων
• Τύποι γλωσσικής επαφής: τι είδους ομιλητές έρχονται σε επαφή και υπό ποιες
συνθήκες
• Διαχρονική και διατοπική εξέταση των τουρκ. δανείων
• Πηγή δανείων: τουρκική ή κάποια ενδιάμεση γλώσσα/διάλεκτος. Ειδικότερα,
αναφορικά με τη γλωσσική πηγή των τουρκ. δανείων είναι σημαντικό να
εντοπιστεί και η πηγή της σημασιολογικής αλλαγής που ορισμένοι τουρκ. όροι
έχουν υποστεί στην ΚΝΕ. Για αυτόν τον σκοπό απαιτείται η μελέτη γραπτών

121
πηγών τόσο της τουρκ. όσο και της ελλ. στη διαχρονία τους καθώς και
διαλεκτικών λεξικών των δύο γλωσσών. Με αυτόν τον τρόπο θα αποσαφηνιστεί,
στο βαθμό που οι γραπτές αυτές πηγές θα το επιτρέψουν, το πεδίο όπου
πρωτοεμφανίζονται οι σημασιολογικές διαφοροποιήσεις ορισμένων τουρκ. όρων.
• Βαλκανική γλωσσική ένωση: πως συμβάλλει στη διατήρηση και διάδοση των
τουρκισμών
• Σύνταξη διαγλωσσικών λεξικών και ατλάντων για τους τουρκισμούς στην
ελληνική και τις βαλκανικές γλώσσες
• Συνεξέταση των βαλκανικών τουρκισμών ως προς τις ομοιότητες και τις διαφορές
• Βελτίωση των υπαρχόντων λεξικών αναφορικά με τις πληροφορίες για τα
τουρκικά δάνεια
• Παραγωγικότητα των τουρκισμών στην ελληνική και τις βαλκανικές γλώσσες

122
123
Δ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αναστασιάδη- Συμεωνίδη, Α. 1994. Νεολογικός Δανεισμός της Νεοελληνικής. Άμεσα δάνεια


από τη γαλλική και αγγλοαμερικανική. Μορφοφωνολογική ανάλυση. Θεσσαλονίκη:
Πτολεμαίος.

Абдулалиев М. А. 1995. Адаптация тюркизмов в новогреческом языке (Αδημοσίευτη


Διδακτορική Διατριβή). Академия наук Азербайджана, Институт языкознания «им.
Насими» («Ακαδημία επιστημών, Ινστιτούτο γλωσσολογίας «Νασίμ»»), Μπακού.

Αραβαντινός, Π. 1880. Συλλογή Δημωδών Ασμάτων της Ηπείρου. Αθήνα: Τυπογραφείο


Πέτρου Πέρρη.

Асенова, П. 1984. Някой проблеми на етимологията на общобалканската лексика. Die


Slawischen Sprachen, Vol 6, 5-15.

Balaban, Α. & Çağlayan, Β. 2014. Common Cultural Turkish words in Albanian and Greek
languages. Journal of Educational and Social Research MCSER Publishing, Vol 4, (Nο 2),
262-270.

Βαρδαβούλιας, Δ. 2016. Η ναυτική ορολογία στο έργο του Νίκου Καββαδία. Ανακτήθηκε
από:http://www.didedra.gr/archive/index.php?option=com_content&view=article&id=3109
:2013-04-02-11-26-09&catid=38:2010-10-09-17-56-15&Itemid=86

Βασμανόλη Ε. 2007. Οι αντιδάνειες λέξεις στη Νέα Ελληνική (Αδημοσίευτη Διδακτορική


Διατριβή). Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα (Σαριπόλειο Ίδρυμα).

Βενέζης, Η. 2008. Το Νούμερο 31328. Αθήνα: Το Βήμα βιβλιοθήκη.

Бернштейн, С. Б. 1979. Балканская тюркология в СССР. Балканские исследования Vol


5, 222-231.

124
Бернштейн, С. Б. 1984. К изучению тюркизмов (турцизмов) в южнославянских языках.
Στο Э. И. Зеленина, В. В. Усачева, Т. В. Цивьян (επιμ.) Славянское и Балканское
языкознание. Язык в этнокултурном аспекте (σσ. 5-10). Μόσχα: Наука.

Bogomolets, Κ. 2017. Linguistic Integration of the Newest Anglicisms into the Russian
Language. Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου, 2016, από: <em><a
href="http://citeweb.info/20141259154">Linguistic Integration of the Newest Anglicisms
into the Russian Language</a></em>.

Boretzky, N. 1975. Der türkische Einfluss auf das Albanische, Teil I: Phonologie und
Morphologie der albanischen Turzismen. Βίζμπαντεν.

Βυζάντιος, Κ. 2003. Βαβυλωνία-Γυναικοκρατία. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Γεωργαντίδου, Χ. 2009. Διδασκαλία του λεξιλογίου: Λέξεις με πολιτισμικό φορτίο. Η


περίπτωση της Πιστοποίησης Επάρκειας της Ελληνομάθειας. (Αδημοσίευτη Μεταπτυχιακή
Εργασία). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη.

Гирфанова А.Х. & Сухачев Н.Л. 2003. О тюркских элементах на исторической карте
юго-восточной Европы (данные топонимы). Στο И.А. Седакова, Т.В. Цивьян (επιμ.),
Балканские Чтения 7, В поисках «ориентального» на Балканах. Античность.
Средневековье. Новое время. Тезисы и материалы, 24-26 Μαρτίου 2003 (σσ. 64-69).
Μόσχα.

Гирфанова А.Х. 2009. Источники изучения тюркских заимствований в албанском язык.


Acta linguistica Petropolitana Vol 5 (Νο 1), 37-50.

Гирфанова А.Х. & Сухачев Н.Л. 2009. О работе над сводным словарем «Тюркизмы в
языках юго-восточной Европы». Acta Linguistica Petropolitana Vol 5 (Νο 1), 266-274.

Гирфанова А. Х., Лопашов Ю. А., Петрович С., Сухачев Н. Л. 2012. Тюркизмы в языках
юго-восточной Европы. (Опыт сводного описания историко-лексикологических и
этимологических данных). (Υπό έκδοση).

Grannes, A., Hauge, K.R. & Süleymanoğlu, H. 2002. Dictionary of Turkisms in Bulgarian.
Όσλο: Novus & Instituttet for Sammenlignende Kulturforskning.

125
Closs Traugott, Ε. & Dasher, Β. R. 2002. Regularity in Semantic Change. Κέιμπριτζ & Νέα
Υόρκη: Cambridge University Press.

Capuz, J.G. 1997. Towards a Typological Classification of Linguistic Borrowing (Illustrated


with Anglicisms in Romance Languages). Revista Alicantina de Estudios Ingleses Vol 10,
81-94.

Соболев, А.Н. 2001. Балканская Лексика в Ареальном и Ареально-Типологическом


Освещении. Вопросы Языкознания Vol 2, 59-93.

Соболев, А.Н. 2003. Об ареальном распределении и системном статусе тюркизмов в


Балканских Диалектах. Στο И.А. Седакова, Т.В. Цивьян (επιμ.), Балканские Чтения 7,
В поисках «ориентального» на Балканах. Античность. Средневековье. Новое время.
Тезисы и материалы, 24-26 Μαρτίου 2003 (σσ. 75-80). Μόσχα.

Соболев, А.Н. 2003. Малый диалектологический атлас балканских языков: Пробный


выпуск. Μόναχο: Biblion Verlag.

Соболев, А.Н. 2004. Опыт исследования тюркизмов в балканских диалектах. Zeitschrift


für Balkanologie Vol 40 (No 1), 61-91.

Соболев, А.Н. 2004. Опыт исследования тюркизмов в балканских диалектах. Zeitschrift


für Balkanologie Vol 40 (No 2), 206-229.

Соболев, А.Н. 2008. О некоторых проблемах и задачах современной балканистики.


Južnoslovenski filolog. Vol LXIV, 441-448.

Cruse, D.A. 1986. Lexical Semantics. Κέιμπριτζ : Cambridge University Press.

Δημάση, Μ. 2014. Λέξεις από την τουρκική γλώσσα στα διηγήματα του Γεωργίου Βιζυηνού
και η σημειωτική συμβολή τους στην αφηγηματική πλοκή. Στο Κ. Α. Δημάδης (επιμ.), Ε ́
Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών
Σπουδών: Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): οικονομία,
κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία, 2-5 Οκτωβρίου 2014. Αθήνα: Ευρωπαϊκή Εταιρεία
Νεοελληνικών Σπουδών.

Dizdari, T.N. 2005. Fjalor i orientalizmave në gjuhën shqipe. Τίρανα: AIITC

126
Домосилецкая, М. 2016. Наименования волынки в балканских языках и диалектах.
Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου, 2016, από: http://iling.spb.ru/pdf/des/073dom.pdf.

Домосилецкая, M. 1989. Турцизмы в скотоводческой лексике албанского и


восточнороманских языков. Στο А. Н. Дмитриевич (επιμ.), Лингвистические
исследования. Структура языка и его эволюция (σσ. 97-103). Μόσχα: Академия Наук
СССР.

Жугра, А.В. & Каминская Л.Н. 2003. К вопросу о месте турцизмов в албанском языке.
Στο И.А. Седакова, Т.В. Цивьян (επιμ.), Балканские Чтения 7, В поисках
«ориентального» на Балканах. Античность. Средневековье. Новое время. Тезисы и
материалы, 24-26 Μαρτίου 2003 (σσ. 81-84). Μόσχα.

Friedman, V. 1982. Balkanology And Turcology: West Rumelian Turkish in Yugoslavia as


Reflected in Prescriptive Grammar. Studies in Slavic and General Linguistics, Vol 2 (No 1),
1-77.

Friedman, V. A. 1994. Turkisms in a comparative Balkan context. Septième Congrès


International d'Études du Sud-Est Européen: Rapports (σσ. 521-543). Αθήνα: Greek
National Committee for Southeast European Studies.

Friedman,V. 1997. One Grammar, Three Lexicons: Ideological Overtones and


Underpinnings in the Balkan Sprachbund. CLS, Vol 33, 23-44.

Friedman,V. 2003. From orientalism to democracy and back again: Turkisms in the Balkan
languages. Στο И.А. Седакова, Т.В. Цивьян (επιμ.), Балканские Чтения 7, В поисках
«ориентального» на Балканах. Античность. Средневековье. Новое время. Тезисы и
материалы, 24-26 Μαρτίου 2003 (σσ. 61-64). Μόσχα.

Friedman, V. 2005. Τurkish in the Balkans: Roles and Reversals. Στο А.Н. Соболев (επιμ.),
Языки и диалекты малых этнических групп на Балканах. Материалы международной
научной конференции, 11-12 июня 2004 (σσ. 219-235). Αγία Πετρούπολη-Μόναχο:
Biblion Verlag.

Χριστοδούλου, Α.Χ. 2003. Τα Κουζιανιώτ’κα (Λεξικό του Κοζανίτικου Ιδιώματος). Κοζάνη:


Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης.

127
Χριστοπούλου, Κ. 2010. Το Άσεμνο Λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής: Μια μελέτη των
Μορφολογικών, Σημασιολογικών και Πραγματολογικών χαρακτηριστικών του (Αδημοσίευτη
Μεταπτυχιακή Εργασία). Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα.

Haspelmath, M. 2009. Lexical borrowing: Concepts and issues. Στο Martin Haspelmath &
Uri Tadmor (επιμ.), Loanwords in the World's Languages: A Comparative Handbook (σσ.
35-54). Βερολίνο: De Gruyter Mouton.

Haugen, E. 1950. The analysis of linguistic borrowing. Language Vol 26, 210-23.

Hoffer, B. L. 2002. Language Borrowing and Language Diffusion: Αn Overview.


Intercultural Communication Studies Vol XI (No 4), 1-37.

Horrocks, G.C. 2006. Ελληνικά: Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της. Αθήνα: Εστία.

Hickey R. 2010. The Handbook of Language Contact. Σάσσεξ: Wiley-Blackwell.

Ιατρίδου, Α. 1859. Συλλογή δημοτικών ασμάτων: Παλαιών και Νέων. Αθήνα: Τυπογραφείο
Δ. Αθ. Μαυρομμάτη.

Ιωάννου, Γ. 2017. Στου Κεμάλ το σπίτι. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου, 2017, από:
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C132/638/4103,18815/.

Ιωάννου, Γ. 2017. Τζέλντεν. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου, 2017, από:


http://www.sarantakos.com/kibwtos/iwannou_tzelnten.html.

Janse, M. 2009. Greek Turkish Language Contact in Asia Minor. Etudes Helleniques -
Hellenic Studies Vol 17, 37-54.

Κατσάνης, Α.Ν. 2012. Το γλωσσικό ιδίωμα της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 17ου. Όπως
αποτυπώνεται σε 12 επιστολές του Θεσσαλονικιού Δημ. Καστριτσίου. Θεσσαλονίκη:
University Studio Press.

Κόλτσιου-Νικήτα, Α. 2009. Μεταφραστικά Ζητήματα στην Ελληνόφωνη και Λατινόφωνη


Χριστιανική Γραμματεία. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Κολτσίδας, Α.Μ. 1978. Λεξικό της Πιάτσας. Λέξεις και εκφράσεις της καθημερινής ζωής με
ειδική ή μεταφορική σημασία. Φιλολογική ερμηνεία και λαϊκή θυμοσοφία. Θεσσαλονίκη:
Εκδοτικός Οίκος Αφών Κυριακίδη.

128
Κυρανούδης, Π. 2009. Μορφολογία των τουρκικών δανείων της ελληνικής γλώσσας.
Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.

Κυριαζής, Δ. 2010. Τουρκικά λεξιλογικά δάνεια στην κοινή νεοελληνική και την κοινή
αλβανική. Μία συγκριτική προσέγγιση. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 30ης
Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του ΑΠΘ, 2-3 Μαΐου 2009 (σσ. 358-371).
Θεσσαλονίκη.

Κυριαζής, Δ. Τουρκικά λεξιλογικά δάνεια στην κοινή νεοελληνική και την κοινή αλβανική:
ετυμολογικά και λεξικογραφικά (ΙΙ). (Υπό έκδοση).

Kahl, T. 2014. Dynamics of the Common Balkan Lexemes. New Research Perspectives and
Desiderata in the Field of Balkan Linguistics. Die Welt der Slaven Vol LIX, 310-331.

Kazazis, Κ. 1972. The Status of Turkisms in the Present-day Balkan Languages. Στο H.
Birnbaum & S. Vryonis (επιμ.), Aspects of the Balkans Continuity and Change (σσ. 87-115).
Παρίσι: Mouton.

Kramer, C. 1992. The use of Turkisms in Balkan languages as reflected in Konstantinov’s


novel Baj Ganjo. Zeitschrift für Balkanologie, Vol. 28, 44–60.

Latifi, L. 2006. Mbi huazimet turke në gjuhën shqipe, krahasuar me gjuhët e tjera të Ballkanit,
Botimet Dudaj, fq.21.

Latifi, L.X. & Tamo D. 2013. Turkisms in the Balkan Languages. Anglisticum Journal
(IJLLIS). Vol. 2 (No 6), 20-26.

Latifi, L.X., Kadiu, S. & Grillo, H. 2014. Characteristics of Common Turkisms in Albanian-
Greek Dictionary in Folk Collection «Bëleta shqypëtare» of Thimi Mitko. Mediterranean
Journal of Social Sciences MCSER Publishing, Vol. 5 (No 3), 627-632.

Latifi, L.X. & Satka, K. S. 2014. Chronological Overview of Islamic Vocabulary in the
Dictionaries of Albanian Language. Journal of Educational and Social Research MCSER
Publishing, Vol. 4 (No 2), 77-82.

Latifi, L.X. & Satka, K. S. 2014. Balkan Turkisms and their lexical and grammatical features.
Academic Journal Palaver, Vol. 3,175-196.

129
Leluda-Voss, C. 2006. Die südgriechische Mundart von Kastelli (Peloponnes):
Morphosyntax und Syntax, Lexik, Ethnolinguistik, Texte. Μόναχο: Biblion.

Лукина, Α.Α. 2017. Греческий как балканский язык. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου,
2017, από: http://docplayer.ru/33597427-Grecheskiy-kak-balkanskiy-yazyk.html

Μακρή-Τσιλιπάκου, Μ. 1986. Μερικές στιγματισμένες φόρμες της νεοελληνικής. Μερικές


στιγματισμένες φόρμες της νεοελληνικής. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα: Πρακτικά της
7ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, 261-277. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αφών Κυριακίδη.

Μακροδήμος, Ν. & Ακριτίδης Χ. 2006. Λεξικό της Αργκό. Αθήνα: Δρόμων.

Μαρίνης, Μ. 2014. Μορφολογικός Δανεισμός: Δεδομένα από Ελληνικές Διαλέκτους σε επαφή


με την Ιταλική και την Τουρκική (Αδημοσίευτη Μεταπτυχιακή Εργασία). Πανεπιστήμιο
Πατρών, Πάτρα.

Μήλλας, Η. 2007. Κατάλογος Κοινών Ελληνικών και Τουρκικών Λέξεων, Εκφράσεων και
Παροιμιών. Αθήνα: Παπαζήσης.

Mπαμπινιώτης, Γ. 1998. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Mπαμπινιώτης, Γ. 2011. Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο
Λεξικολογίας.

Μπόγκας, Ε. 1966. Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), τομ.
Α. Ιωάννινα: Εταιρεία Ηπεριωτικών Μελετών.

Μπόγκας, Ε. 1966. Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), τομ.
Β. Ιωάννινα: Εταιρεία Ηπεριωτικών Μελετών.

Μπόγκας, Ε. 1958. Τουρκικές λέξεις σε παλαιότερα ελληνικά κείμενα. Αθήναι.

Ντάγκας, Ν. 2012. Το επίθημα -(ι)λίκι στην Κοινή Νεοελληνική. Πρακτικά του 10ου
Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, 1-4 Σεπτεμβρίου 2011 (σσ.1021-1029).
Κομοτηνή: Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Newton, B.E.1962. Some Modern Greek Turkish Semantic Parallelisms. Glotta: Zeitschrift
für griechische und lateinische Sprache, Vol. XI, 315-320.

130
Ορφανός, Β.2014. Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα. Ηράκλειο: Βικελαία
Βιβλιοθήκη.

Παπαδόπουλος, Γ.Σ. 2014. Από την αργκό του ρεμπέτη στο καθημερινό λεξιλόγιο του
Νεοέλληνα. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα: Πρακτικά της 36ης Ετήσιας Συνάντησης του
Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 24-25 Απριλίου 2015 (σσ. 519-533).
Θεσσαλονίκη.

Παπαζαχαρίου Ε.1999. Λεξικό της ελληνικής αργκό (Λεξικό της Πιάτσας). Αθήνα: Κάκτος.

Πετρόπουλος, Η. 1979. Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι. Αθήνα: Γράμματα.

Πετρόπουλος, Η. 1993. Καλιαρντά. Αθήνα: Νεφέλη.

Pavlou, P. 1993. The Semantic Adaptation of Turkish Loanwords in Cypriot-Greek. Στο I.


P. Warburton, K. Nicolaidis & M. Sifianou (επιμ.), 1ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής
Γλωσσολογίας, Σεπτέμβριος 1993 (σσ. 443-449).Άμστερνταμ/Φιλαδέλφεια: John Benjamins
Publishing Company.

Пономарченко, К.А. 2000. Новогреческие диалекты в «Вавилонии» Д.К. Византиоса.


Στο Д. Е. Афиногенов κ.ά. (επιμ.) Кафедра византийской и новогреческой филологии
(σσ. 168-179). Μόσχα: Индрик.

Petrović S. 2000. Some problems of Balkan Turcisms. Στο C. Tzitzilis & C. Symeonidis
(επιμ.), Akten des Internationalen Kongresses Balkanlinguistik: Synchronie und Diachronie,
30 Οκτωβρίου-01 Νοεμβρίου 1997 (σσ. 175–187). Θεσσαλονίκη.

Qirjazi, D. 2012. Neo-turqizma, pseudo-turqizma dhe mock turqizma në shqip dhe në gjuhë
të tjera ballkanike. (Νεο-τουρκισμοί, ψευδο-τουρκισμοί και mock τουρκισμοί στην αλβανική
και σε άλλες βαλκανικές γλώσσες). Στο B.Rugova & M.Vokrri (επιμ.), Studime për nder të
Rexhep Ismajlit (me rastin e 65-vjetorit të lindjes) (σσ. 763-783) Πρίστινα: Universiteti i
Prishtinës.

Redhouse J. W. 1995. Redhouse yeni Turkce-Ingilizce sozluk (New Redhouse Turkish-


English dictionary). Κωνσταντινούπολη.

Русек, Й. 2003. Речник на балканизмите в южнославянските езици. Στο Актуални


проблеми на балканското езикознание. Аспекти на изслeдването на общобалканската

131
лексика. Доклади на Международна научна конференция, 30.09 – 01.10.2002 (σσ. 18-
28). Σόφια.

Σαραντάκος, Ν. 2011. Λέξεις που χάνονται. Ένα ταξίδι σε 366 σπάνιες λέξεις. Αθήνα:
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

Σαχίνης, Α.-Δ. 1996. Το καστοριανό γλωσσάρι. Καστοριά.

Σετάτος, Μ. 1990. Ελληνική και Τουρκική (μερικές περιπτώσεις δανεισμού). Μελέτες για την
ελληνική γλώσσα: Πρακτικά της 10ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της
Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 09-11 Μαΐου 1989 (σσ. 129-139). Θεσσαλονίκη.

Σετάτος, Μ. 1998. Παρατηρήσεις στα τουρκικά δάνεια της κοινής νεοελληνικής. Στο
Σημειολογικές και γλωσσολογικές μελέτες-τιμητικός τόμος Μ. Σετάτου (σσ. 217-232).
Θεσσαλονίκη: Τμήμα Φιλολογίας.

Συμεωνίδης, Χ. 1992. Ερμηνεία μερικών νεοελληνικών μορίων: αλίμονο, κουτουρού, τσάτρα-


πάτρα. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα: Πρακτικά της 13ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα
Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, 07-09 Μαΐου 1998 (σσ. 37-46).
Θεσσαλονίκη.

Συμεωνίδης, Π.Χ. 2000. Εισαγωγή στην ελληνική φρασεολογία. Θεσσαλονίκη: Κώδικας.

Σωτηρίου, Δ. 1982. Ματωμένα χώματα. Αθήνα: Κέδρος

Sankoff, G. 2001. Linguistic Outcomes of Language Contact. Στο P. Trudgill, J. Chambers


& N. Schilling-Estes (επιμ.), Handbook of Sociolinguistics (σσ. 638-668). Οξφόρδη: Basil
Blackwell.

Sauciuc, G.A. 2006. Borrowings - A Source of Innovation in the Class of Interjections. Revue
Roumaine de Linguistique (Romanian Review of Linguistics), Vol LI (No 2), 267-300.

Seifart, F. 2015. Direct and indirect affix borrowing. Language, Vol 91 (No 3), 511-532.

Sweetser, Ε. & Dancygier, B. 2014. Figurative Language. Κέιμπριτζ: Cambridge University


Press.

Sonnenhauser, B. 2015. Borrowing in context: a pragmatic perspective on Turkisms in pre-


standardised Balkan Slavic. Στο E. Kelih, J. Fuchsbauer & S. M. Newerkla (επιμ.),

132
Lehnwörter im Slawischen. Empirische und crosslinguistische Perspektiven (σσ. 211-236).
Βιέννη: Peter Lang.

Τζιτζιλής, Χ. & Παπαδοπούλου-Δούγα Ε., 2006. Το γλωσσικό ιδίωμα της Ορεινής Πιερίας.
Λεξιλόγιο-Παραγωγικό.Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.

Tryjarski, E. 1990. Balkan Dialects. Hanbuch der türkischen sprachwissenschaft, Vol 1, 414-
454.

Thomason, S., Kaufman, T. 1988. Language Contact: Creolization and Genetic Linguistics.
Μπέρκλεϋ: University of California Press.

Thomason, S.G. 2001. Language Contact: An introduction. Εδιμβούργο: Edinburgh


University Press.

Traugott, E. C. & Dasher, R. B.2002. Regularity in semantic change. Κέιμπριτζ. Cambridge


University Press.

Туманская, Д. К. 2000. К вопросу о турецких заимствованиях в новогреческом языке.


Στο Д. Е. Афиногенов κ.ά. (επιμ.) Кафедра византийской и новогреческой филологии
(σσ. 180-186). Μόσχα: Индрик.

Туманская, Д. К. 2006. Лексические заимствования как способ расширения


концептуальной системы языка (турцизмы в новогреческом) (Αδημοσίευτη
Διδακτορική Διατριβή). Κρασνοντάρ: Кубанский государственный университет.

Tzitzilis, Chr. 1997. Die türkischen Elemente im Neugriechischen verglichen mit den
türkischen Elementen in anderen Balkansprachen. Zeitschrift für Balkanologie, Vol. 33 (No
1), 101-112.

Valtcheva D. 2003. Μεταφράζοντας το Τρίτο στεφάνι στα βουλγαρικά. Στο Сборник с


доклади от първия конгрес на неоелинистите от балканските страни, Νοέμβριος 2001
(σσ. 167-171). Βελίκο Τίρνοβο.

Weinreich, U. 1974. Languages in contact: Findings and problems. Χάγη: Mouton.

Whitney, W. D. 1881. On mixture in language. Transactions of the American Philosophical


Association, Vol. 12, 5-26.

133
Xydopoulos, G. J., A. Iordanidou & A. Efthymiou. 2011. Recent advances in the
documentation of Greek slang: The case of www.slang.gr. Στο K. Chatzopoulou, A.
Ioannidou & S. Yoon (επιμ.), Proceedings of the 9th International Conference on Greek
Linguistics, 29 – 31 Οκτωβρίου 2009 (σσ. 112-123). Σικάγο.

Усикова, Р.П.2003. Ориентальные влияния в республике Македониии. Στο И.А.


Седакова, Т.В. Цивьян (επιμ.), Балканские Чтения 7, В поисках «ориентального» на
Балканах. Античность. Средневековье. Новое время. Тезисы и материалы, 24-26
Μαρτίου 2003 (σσ. 85-88). Μόσχα.

Юллы Дж., Соболев А.Н. 2002. Албанский тоскский говор села Лешня (Краина
Скрапар) Синтаксис. Лексика. Этнолингвистика. Тексты. Μόναχο: Biblion Verlag.

Ηλεκτρονική βιβλιογραφία

Ινστιτούτο Νεοελληνικων Σπουδών. (1998). Λεξικό της κοινής νεοελληνικής.


Ανακτήθηκε από: Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα: http://www.greek-
language.gr/greekLang/index.html

Κουτρολίκου, Λ. Διαδικτυακό Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας.


Ανακτήθηκε από: http://liana-koutrolikou.blogspot.gr/p/blog-page.html

Στρατηγού Μκρυγιάννη Απομνημονεύματα. Ανακτήθηκε από:


http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/makriyannis/index.htm

Σώματα Κειμένων

Σώμα Νέων Ελληνικών Κειμένων. Ανακτήθηκε από: Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα:
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/corpora/index.html

Σώμα Κειμένων ΙΕΛ. Ανακτήθηκε από: http://hnc.ilsp.gr/

Σώμα Ελληνικών Κειμένων. Ανακτήθηκε από: http://www.sek.edu.gr/

Slang.gr

134
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΛΗΜΜΑΤΑ ΜΕ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ:


Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Ανακτήθηκε από: Η πύλη για την Ελληνική Γλώσσα:
http://www.greek-language.gr

αβτζής ο [avdzís]: (παρωχ., λαϊκότρ.) κυνηγός, καλός σκοπευτής [τουρκ. avcι -ς]

αγάς ο [aγás]: (ιστ.) τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού αξιωματούχου της Οθωμανικής


Aυτοκρατορίας. (έκφρ.) σαν ~, δεσποτικά ή πλουσιοπάροχα: Φέρεται / ζει σαν ~. ΦΡ σφάξε
με, αγά μου, ν΄ αγιάσω*. [μσν. αγάς < τουρκ. ağa -ς]

αγιάζι το [ajázi] Ο44α : 1.υγρασία που συνοδεύεται από διαπεραστικό κρύο: Tουρτούριζε
από το πρωινό ~. Tο ~ της νύχτας. 2. πάχνη: Tο ~ έκαψε τις τριανταφυλλιές. [τουρκ. ayaz -
ι]

αλάνι το [aláni]: (προφ.) παιδί ή νεαρός αλάνηςα· αλητόπαιδο, χαμίνι, αλητάμπουρας,


αλητάκος: T΄ αλάνια της γειτονιάς ακολουθούσαν τον τρελό με φωνές και γιουχαΐσματα. ||
άνθρωπος του υπόκοσμου, αλάνηςβ, αλήτης. [παλ. σημ.: `ανοιχτός χώρος΄ < τουρκ. alan -
ι]

αλατζάς ο [aladzás]: βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: Φουστάνι από αλατζά.


[τουρκ. alaca -ς]

αλισβερίσι το [alizverísi] & αλισιβερίσι το [alisiverísi]: (λαϊκότρ.) εμπορική συναλλαγή:


Είχε αλισβερίσια με τις αγορές της Aνατολής. || (επέκτ., οικ.) κάθε μορφή συναλλαγής ή
σχέσης: Δε θέλω να έχω αλισβερίσια μ΄ αυτόν / με την αστυνομία, νταραβέρια. Δε μ΄ αρέσει
αυτό το ~ που αρχίσαμε με δαύτον. [τουρκ. alιşveriş -ι· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ.
συμπλ.]

αμάν [amán] επιφ. : δηλώνει ποικίλα συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου και
τον τόνο και το χρωματισμό της φωνής και συνοδεύεται συνήθ. από επιφωνηματική
πρόταση ή φράση· για έντονη: α. παράκληση για βοήθεια: ~ αφέντη, λυπήσου με! ~, ~ για
το Θεό, μην τον χτυπάτε! β. στενοχώρια, λύπη· οχ: ~, Θεέ μου! Οχ ~, τι καημός κι αυτός! ~
τι έκανα! Ξέχασα να τους ειδοποιήσω. || συμπαράσταση: ~ ο καημενούλης τι έπαθε! || Οχ ~,
τρέξτε και μας έφτασαν! γ. απόγνωση: ~ τι πάθαμε. ~ τι κάνουμε τώρα; δ. δυσαρέσκεια,
αποδοκιμασία· οχ, ουχ: ~ μην αρχίσεις πάλι τα ίδια! ~, για το Θεό, σταμάτα τις
135
παρατηρήσεις! ε. δυσφορία, αγανάκτηση· οχ πια: ~ πια βαρέθηκα / μπούχτισα! ~ πια δεν
αντέχω άλλο! ~ πια δεν υποφέρεσαι! ΦΡ λέω ~, για αγανάκτηση από μεγάλη ταλαιπωρία:
Aπό το πολύ κρύο είπαμε ~! Είπαμε ~ ώσπου να ξημερώσει! κάνω ~ για κτ., επιδιώκω,
λαχταρώ κτ. επίμονα (συχνά ως αρνητικό σχόλιο): Kάνει ~ για τσιγάρο / για πιοτό. Ο κόσμος
κάνει ~ για έξω / για ένα ταξίδι. στ. θαυμασμό, χαρά· αχ: ~ τι όμορφη που είναι! ~ τι κρασί
είναι αυτό! [τουρκ. aman (από τα αραβ.)]

αμανάτι το [amanáti] : 1.(παρωχ.) ενέχυρο ή εγγύηση: Bάζω / δίνω / αφήνω κτ. ~. Για να
ζήσει μερικούς μήνες η δύστυχη έδωσε ~ τα λιγοστά χρυσαφικά της. || (για πρόσ.) όμηρος:
Έκλεισαν στη φυλακή τους προεστούς, για να τους έχουν ~. 2. (προφ.) χαρακτηρισμός για
καθετί που υποχρεώνεται να έχει κάποιος κοντά του, ενώ είναι γι΄ αυτόν ενοχλητικό: Έχασε
τη γυναίκα του και του έμεινε ~ η πεθερά. Ένας θεόρατος καναπές που μας άφησε ~ ο
προηγούμενος νοικάρης. ΦΡ μένω / με αφήνουν ~, μένω χωρίς παρέα ή δεν ικανοποιείται
ένα αίτημα, μια επιθυμία μου [τουρκ. amanat, emanet `αντικείμενο για φύλαξη,
παρακαταθήκη΄ (από τα αραβ.) -ι]

αμανές ο [amanés]: τραγούδι με αργόσυρτη ανατολίτικη μελωδία, στο οποίο συχνά


επαναλαμβάνεται η λέξη αμάν: Tούρκικος ~. Tραγούδησε έναν παθιάρικο αμανέ. ΦΡ έχει /
πήρε / σήκωσε (πολύ) ψηλά τον αμανέ, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και
συμπεριφέρεται ανάλογα. (σπάν.) ο ίδιος ~, για επίμονη και κουραστική επανάληψη των
ίδιων απόψεων, αιτημάτων κτλ.· ΣYN ΦΡ το ίδιο τροπάρι / τροπάριο. [< μανές με ανάπτ.
προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-ma > enama > en-ama] <
τουρκ. mân(i) `είδος λαϊκής μουσικής΄ (από τα αραβ.) -ές ίσως και παρετυμ. αμάν]

αμέτι [améti] : (προφ.) μόνο στην έκφραση ~ μουχαμέτι / μουχαμπέτι, πεισματικά,


οπωσδήποτε. [τουρκ. amet muhabbet -ι (για το μουχαμπέτι δες λ., στο μουχαμέτι ίσως
παρετυμ. με βάση το όν. του Mωάμεθ: Muhammad `Mουχαμέτης΄]

αμπάρι το [ambári]: 1.ειδικός χώρος στο κύτος του πλοίου που χρησιμεύει για αποθήκη:
Tο ~ γέμισε νερά. Tαξίδεψε κρυφά μέσα στ΄ ~. 2. (παρωχ.) αποθήκη καρπών, και κυρίως
σιτηρών. [τουρκ. ambar (από τα περσ.) -ι]

αμπάς ο [abás]: χειμερινό εξωτερικό ρούχο από χοντροϋφασμένο μάλλινο ύφασμα που το
φορούσαν συνήθ. οι γεωργοί, οι ναυτικοί κτλ. [τουρκ. aba (από τα αραβ.) -ς]

αναντάμ μπαμπαντάμ [anadám babadám] & αναντάμ παπαντάμ [anadám papadám]


(άκλ.) : (προφ., ως επίρρ.) για κτ. που διατηρείται ή που συνεχίζεται από πολύ παλιά, από
γενιά σε γενιά· ΣYN έκφρ. πάππου προς πάππου: Aυτά τα χωράφια τα έχουμε ~, εδώ και
διακόσια χρόνια. Ο τρύγος γιορτάζεται ~ στον τόπο μας. [τουρκ. anadan babadan `από τη
μητέρα, από τον πατέρα΄· ανομ. ηχηρ. [b-b-d > p-p-d] ή μέσω της ποντιακής διαλέκτου]

αντάμης ο [andámis] θηλ. αντάμισσα [andámisa] Ο27α : (λαϊκ.) θαρραλέος, παλικαράς:


Mας κάνει τον αντάμη. || φίλος, λεβέντης, άντρας. [τουρκ. adam `άνθρωπος, άντρας΄ -ης·
αντάμ(ης) -ισσα]
136
άντε [áde] & άιντε [(ái)de] επιφ. : I.με επιφωνηματική ή ερωτηματική πρόταση, εκφράζει
γενικά παρακίνηση ή αγανάκτηση ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της
φωνής· συντάσσεται συνήθ. με προστακτική, με να και υποτακτική ή με σε και έναρθρο
ουσιαστικό· (πρβ. άμε, α 2). 1. με τη σημασία του πήγαινε, έλα: ~ πες τους να ΄ρθουν. ~
βιαστείτε· είναι ώρα να φεύγουμε. ~ στο καλό / στην ευχή του Θεού. ~ στη δουλειά σου και
άσε τα λόγια. ~ χάσου, ~ από δω, φύγε, δίνε του. 2. με τη σημασία του εμπρός: ~ κουνήσου.
~ λοιπόν γιατί αργείτε; ~ τι γίνεται, θα φάμε τίποτε; ~ να πηγαίνουμε. || απορία για το τι θα
γίνει: ~ να δούμε πώς θα ξεμπλέξουμε. ~ να δούμε τι θα γίνει. II. (συνήθ. απόλυτα) ως
αντίδραση στα λεγόμενα κάποιου εκφράζει: α. έκπληξη ή δυσπιστία: Tα ΄μαθες,
παντρεύτηκαν. -~!, σώπα, αλήθεια· σοβαρά; β. αποδοκιμασία ή ασυμφωνία: ~ καλέ, που
πιστεύεις τέτοια πράγματα! || επιδοκιμασία ή συμφωνία: Πρέπει να αλλάξουμε τακτική. -~
ντε!, καλά τα λες, έχεις δίκιο. γ. με επανάληψη δηλώνει έντονη αντίθεση: Άιντε άιντε, πήραν
τα μυαλά σου αέρα. ΦΡ δεν είμαστε ~ ~, όποιοι όποιοι. δ. συγκατάθεση· έστω: Xίλιες
δραχμές; ~, για σένα οχτακόσιες. || για να δηλωθεί ανώτατο ποσοτικό, χρονικό κτλ. όριο:
Θα ήταν σαράντα, ~ σαράντα πέντε χρονών. [< άμετε (δες στο άμε) με συγκ. του άτ. [e] και
αφομ. θέσης άρθρ. [mt > nt > nd] · συμφυρ. άι (δες α 2) & άντε ή < τουρκ. haydi < (;)]

άφεριμ [áferim] επιφ. : (λαϊκότρ., παρωχ., για δήλωση ευαρέσκειας ή επιδοκιμασίας)


μπράβο: ~! ωραία τα κατάφερες. [τουρκ. (διαλεκτ.) aferim]

αχ [áx] επιφ. : 1.συνοδεύεται συνήθ. από επιφωνηματική φράση ή πρόταση· δηλώνει


ποικίλα συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου, τον τόνο και το χρωματισμό της
φωνής: α. χαρά, ευχαρίστηση, θαυμασμό, ικανοποίηση: ~ πόσο χαίρομαι που σε
ξαναβλέπω! ~ τι όμορφα που είναι εδώ! ~ τι όμορφη που είσαι! β. έντονη ανακούφιση,
ικανοποίηση: ~, ξεκουράστηκα! ~, δόξα τω Θεώ, σας βρήκα! γ. επιθυμία: ~ πόσο θα ήθελα
ένα ποτήρι νερό! ~ σε παρακαλώ, βοήθησέ με! || επιθυμία ανεκπλήρωτη: ~ και να ήμουν
νέος!, μακάρι να ήμουν νέος. ~ και να το ΄ξερα! ~ και να μπορούσα! δ. λύπη,
συμπαράσταση: ~ πόσο λυπάμαι! ~ τι πάθαμε! ~ τον καημένο τι τον βρήκε! ~ ο δύστυχος τι
έπαθε! ε. πόνο: ~ πώς πονώ! || μαζί με το επιφώνημα βαχ, για έντονη δυσφορία: Όλο ~ και
βαχ είναι, συνέχεια γκρινιάζει. στ. απόγνωση: ~ τι να κάνω τώρα! ~ πώς θα μπορέσω να
τους βρω! ζ. οργή: ~ τον απατεώνα, τι κακό μας έκανε! η. απειλή: ~, άμα σε πιάσω, τι έχεις
να πάθεις! ~ τι ξύλο θα φας! θ. ξάφνιασμα: ~ με τρόμαξες! ~, δεν κατάλαβα πότε ήρθες! ι.
αγάπη, τρυφερότητα: ~ το μωρό μου! ~ το κοριτσάκι μου! 2. (ως ουσ.) το αχ, ισοδυναμεί με
το ουσιαστικό αγωνία, αναστεναγμός κτλ.: Όλο με το ~ είσαι. Ένα ~ δε φτάνει. || Άσε τα ~
και τα βαχ και συνέχισε τη δουλειά σου, άφησε τους αναστεναγμούς ή τις γκρίνιες. [ηχομιμ.
(πρβ. τουρκ., περσ., αραβ. ah! ηχομιμ.) ή < τουρκ. ah!]

άχου [áxu] επιφ. : (λαϊκότρ.) δηλώνει: 1. λύπη, συμπαράσταση: ~ τι έπαθε, ο καημένος! 2.


πόνο: ~ το πόδι μου! 3. αγάπη, τρυφερότητα: ~ το, το κοριτσάκι μου! [τουρκ. ahu! `συφορά!΄
(“του αχ”)]

αχούρι το [axúri]: 1.(λαϊκότρ.) στάβλος. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός εξαιρετικά


ακατάστατου και βρόμικου χώρου. [μσν. αχούρι < τουρκ. ahur, ahιr –ι]
137
αχμάκης ο [axmákis] θηλ. αχμάκισσα [axmákisa] : (λαϊκότρ.) για άνθρωπο αφελή,
απλοϊκό: Tην έπαθε σαν ~. || για άνθρωπο νωθρό. [τουρκ. ahmak -ης· αχμάκ(ης) -ισσα]
αχταρμάς ο [axtarmás] (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ανακάτεμα: Ένας ~ από ρούχα, βιβλία και
τρόφιμα. (έκφρ.) τα κάνω (έναν) αχταρμά, για κτ. που το έχουμε μπερδεμένο, συνήθ. στο
μυαλό μας: Διάβαζε, διάβαζε τόσα χρόνια μα τα ΄χει κάνει έναν αχταρμά μες στο μυαλό του.
[τουρκ. aktarma `δημιουργία αναστάτωσης΄ -ς με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

άχτι το [áxti] Ο (άκλ.) : (προφ.) κυρίως στις εκφράσεις: έχω ~: α. έντονη επιθυμία για
εκδίκηση: Δεν ξέρω γιατί μου έχει τόσο ~. β. (λαϊκότρ.) έντονη επιθυμία, λαχτάρα για κτ.:
~ το ΄χω να μείνω στο Xίλτον. ~ το ΄χε να παντρέψει την κόρη του. βγάζω το ~ μου,
εκδικούμαι: Tον έδειρε για να βγάλει το ~ του. Ήρθε η ώρα να βγάλω το ~ μου. [τουρκ. ahd,
ahit `όρκος, υπόσχεση΄ ]

βακούφι το [vakúfi] & βακούφιο το [vakúfio]: 1. (ιστ.) κτήμα αφιερωμένο σε ιερό ίδρυμα,
εκκλησία ή μοναστήρι. 2. (λαϊκότρ.) α. η ακίνητη περιουσία μοναστηρίου ή εκκλησίας. β.
(επέκτ.) μοναστήρι ή εκκλησία. [τουρκ. vakιf -ι ]

βασιβουζούκος ο [vasivuzúkos] & μπασιμπουζούκος ο [basibuzúkos]: 1. άτακτος


στρατιώτης του οθωμανικού στρατού. 2. (μτφ., παρωχ.) για αυταρχικό ή απείθαρχο
άνθρωπο. [μπ-: τουρκ. başιbozuk –ος]

βαχ [váx] επιφ. : 1. (λαϊκότρ.) με επανάληψη δηλώνει, ανάλογα με το νόη μα του λόγου,
έντονη λύπη, απογοήτευση ή συμπόνια (συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή
πρόταση): ~ ~ τι κακό μας βρήκε! ~ ~ ~ τι έπαθε το παλικάρι! 2α. με το επιφώνημα αχ: Όλο
αχ και ~ μου είσαι, συνέχεια αναστενάζεις ή δυσανασχετείς. β. με ουσιαστικοποίηση και
των δύο: Άσε τα αχ και τα ~, άσε τους αναστεναγμούς ή τις γκρίνιες. [τουρκ. vah ηχομιμ.
(από τα αραβ.), ah vah]

βελέντζα η [veléndza] : χοντρό και βαρύ μάλλινο υφαντό με ή χωρίς φλόκια, που το
χρησιμοποιούσαν ως κλινοσκέπασμα· (πρβ. φλοκάτη). [τουρκ. velenç(e) -α ]

βερεσέ [veresé] επίρρ. τροπ. : (για αγοραπωλησίες) με πίστωση: Στα σουπερμάρκετ δεν
μπορείς να ψωνίσεις ~. ΦΡ (αυτά) τ΄ ακούω ~, χωρίς να τα παίρνω υπόψη, χωρίς να δίνω
σημασία. τζάμπα και ~, μάταια, άδικα. || (ως ουσ.) το βερεσέ*. [τουρκ. veresiye]

βιλαέτι το [vilaéti]: μεγάλη διοικητική περιφέρεια, κυρίως στην Οθωμανική


Aυτοκρατορία. [τουρκ. vilâyet -ι ]

βρε [vré] επιφ. κλητικό : συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση και
εκφράζει ανάλογα με το νόημα του λόγου και το χρωματισμό της φωνής ποικίλα
συναισθήματα· μωρέ· (πρβ. ρε): 1α. χαρά, ξάφνιασμα: ~ τι έκπληξη ήταν αυτή! Xρόνια σου
138
πολλά ~! Άντε ~, αλήθεια, σοβαρά; β. συχνά με διπλή ή τριπλή επανάληψη: ~ ~ ~, σαν τα
χιόνια! ~ ~ ~ καλώς τους. 2. ανησυχία, ήπια αγανάκτηση: Έλα ~ παιδί μου, πρόσεχε / μην
αργείς! Γιατί ~ παιδιά κάνετε τόσο θόρυβο; Επιτέλους ~ παιδιά. Aμάν ~ παιδιά. ΦΡ ~ καλέ
μου, ~ χρυσέ μου, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής αφηγείται τις μάταιες προσπάθειες
που έκανε για να μεταπείσει κπ. 3. (υβρ.) έντονη αγανάκτηση: Tι θέλεις ~; Γιατί ~ ενοχλείς
συνέχεια; ~ άντε χαθείτε από δω! 4. σε παράκληση: Έλα ~ μαζί μας! Έλα ~ βοήθησέ μας.
Kάνε μας ~ το χατίρι, σε παρακαλώ! 5. με κλητική πτώση σε προσφώνηση: Tι κάνετε ~ εσείς
εκεί κάτω; [μσν. βρε < τουρκ. bre, bire]

γενίτσαρος ο [jenítsaros]: Tούρκος στρατιώτης του πεζικού που ανήκε σε σώμα που το
αποτελούσαν χριστιανοί εξισλαμισμένοι διά της βίας σε μικρή ηλικία: Tα τάγματα των
γενιτσάρων. || (μτφ.): Συμπεριφορά γενίτσαρου, φανατικός διώκτης των πρώην ομοϊδεατών
του. [τουρκ. yeniçer(i) & παλαιότ. yaniçar(i) -ος (`νέος στρατός, στρατιώτης που υπηρετεί
σ΄ αυτόν΄: yeni `νέος΄ + çeri `στρατός΄)]

για 5 [já] σύνδ. διαχ. : (προφ., οικ., λαϊκότρ.) ή: Θα έρθεις τώρα ~ ύστερα; Θέλεις μήλο ~
αχλάδι; Εμπρός, στη μάχη! και ~ ζούμε ~ πεθαίνουμε, ή θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε. [τουρκ.
ya (από τα περσ.)]

γιακάς ο [jakás]: τμήμα ανδρικού ή γυναικείου ρούχου που περιβάλλει το λαιμό: Ο ~ του
πουκαμίσου / του σακακιού / της μπλούζας. Δαντελένιος / γούνινος ~. Είχε σηκωμένο το
γιακά του παλτού του. Aρπά ζω / πιάνω κπ. από το γιακά, με απειλητική διάθεση. ΦΡ
τινάζω* / τραβώ το γιακά μου. γιακαδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. yaka -ς]

γιαλαντζί [jalandzí] (άκλ.) : 1. για ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα και ρύζι. 2. (οικ., ειρ.)
για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν είναι αυθεντικό, γνήσιο. [τουρκ. yalancι (dolma) `“ψεύτικος”
ντολμάς΄]

γιάντες το [jándes] Ο (άκλ.) : είδος στοιχήματος μνήμης ανάμεσα σε δύο άτομα, σύμφωνα
με το οποίο κάθε φορά που ο ένας παίρνει κτ. από το χέρι του άλλου πρέπει να πει “το
ξέρω”, “το θυμάμαι”, “γιάντες” κτλ., διαφορετικά χάνει: Bάζουμε ~; Bάλαμε ~ και τον
κέρδισα. || διχαλωτό κοκαλάκι από το στήθος της κότας, με το οποίο παίζεται το ομώνυμο
παιχνίδι. [τουρκ. yâdes από τα περσ.]

γιαούρτη η [jaúrti] : (σπάν.) γιαούρτι. [τουρκ. yoğurt -η (δες στο γιαούρτι)]

γιαούρτι το [jaúrti] : γάλα που έχει πήξει με ειδική ζύμωση, έχει ελαφρά υπόξινη
ευχάριστη γεύση και θεωρείται τροφή εύπεπτη και με μεγάλη θρεπτική αξία: Aγελαδινό /
πρόβειο ~. ~ σακούλας / στραγγιστό. ~ με μέλι. ~ με φράουλα / με φρούτα του δάσους. ΠAΡ
Όποιος καεί / κάηκε στο χυλό / στο κουρκούτι / στο γάλα, φυσάει και το ~, εξαιτίας κάποιας
αποτυχίας, παίρνει κανείς προληπτικά μέτρα και σε περιπτώσεις που δε χρειάζεται.

139
γιαουρτάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. yoğurt -ι από τουρκ. διάλ. των Βαλκανίων ή μέσω των
βλάχ. (πρβ. βουλγ. yagurt, ρουμ. yaurt) (στα τουρκ. χαλαρή προφ. του μεσοφ. [ğ] )]

γιαπί το [japí]: οικοδομή που βρίσκεται στο στάδιο του σκελετού και με επέκταση στην
οποία δεν έχουν τελειώσει οι εργασίες ανέγερσης ή επισκευής: Έμεινε ~. Δεν μπορούμε να
μετακομίσουμε· το σπίτι είναι ακόμα ~. Mετά το σεισμό το κέντρο της πόλης έμοιαζε με
τεράστιο ~. [τουρκ. yapι `κτίριο΄]

γιαπράκι το [japráki] (συνήθ. πληθ.) : ντολμαδάκια με κιμά και αυγολέμονο. [τουρκ.


yaprak `αμπελόφυλλο΄ -ι]

γιαραμπής ο [jarabís]: (παρωχ.) ο Aλλάχ, ο Θεός: Δόξα να ΄χει ο ~! [τουρκ. ya Rabbi `ω


Θεέ μου΄ (επίκληση σε προσευχή)

γιαρμάς ο [jarmás]: ποικιλία ροδάκινου. [τουρκ. yarma -ς]

γιασεμί το [jasemí]: θαμνώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά άσπρα ή κίτρινα ευωδιαστά


λουλούδια: Διπλό ~. Xιώτικο ~. || το λουλούδι του παραπάνω φυτού. γιασεμάκι το
YΠΟKΟΡ. [τουρκ. yasemin]

γιαταγάνι το [jataγáni]: πλατύ και καμπυλωτό σπαθί που το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι


Άραβες και οι Tούρκοι. γιαταγάνα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. yatağan -ι· γιαταγάν(ι) -α]

γιατάκι το [jatáki]: (λαϊκότρ.) το στρώμα, το κρεβάτι και γενικά το μέρος όπου κοιμάται
κάποιος. || (συναισθ.) το κατάλυμα: Kατά τις έντεκα τραβήξαμε για το ~ μας. [τουρκ. yatak
-ι]

γιαχνί [jaxní] (άκλ.) : τρόπος μαγειρέματος, κυρίως των λαχανικών, με τσιγαριστό


κρεμμύδι και ντομάτα: Πατάτες ~. || (ως ουσ.) το γιαχνί, φαγητό που μαγειρεύτηκε με τον
παραπάνω τρόπο. [τουρκ. yahni από τα περσ.]

γιλέκο το [jiléko] & γελέκο το [jeléko] : κοντό ρούχο χωρίς μανίκια που φτάνει ως τη
μέση, κουμπώνει μπροστά και φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κάτω από το σακάκι:
Kουστούμι με ~. Στο τσεπάκι του γιλέκου είχε ρολόι με καδένα. H πλάτη του γιλέκου γίνεται
συνήθως από σατέν. Aλεξίσφαιρο ~, είδος θώρακα με μεταλλικά ελάσματα για την
προστασία από τις σφαίρες. γιλεκάκι το & γελεκάκι το YΠΟKΟΡ. [γελ-: τουρκ. yelek -
ο·]

γιοκ [jók] (άκλ.) : (λαϊκ.) άρνηση πιο έντονη και αμετάκλητη από το όχι, συνήθ. με τόνο
αστεϊσμού. [τουρκ. yok]

140
γιορντάνι το [jordáni] : (λαϊκότρ.) περιδέραιο, κολιέ από χρυσά ή ασημένια φλουριά.
[τουρκ. gerdan `λαιμός]

γιουβαρλάκι το [juvarláki]: μείγμα από κιμά και ρύζι που το πλάθουν σε μικρά μπαλάκια.
|| (συνήθ. πληθ.) φαγητό από γιουβαρλάκια, σε μορφή σούπας, μαγειρεμένα με αυγολέμονο
ή κόκκινη σάλτσα. [τουρκ. yuvarlak `στρογγυλός, σφαιρικός΄ -ι]

γιούκος ο [júkos] : (λαϊκότρ.) στοίβα από κλινοσκεπάσματα, παπλώματα, κιλίμια κτλ.


[τουρκ. yük -ι > το γιούκι, ουδ. εν. που θεωρήθηκε αρσ. πληθ. οι γιούκοι > ο γιούκος]

γιούρια [júrja] επιφ.: (λαϊκότρ.) προτρεπτικό για έφοδο ή ενθαρρυντικό για κάποια
ομαδική προσπάθεια· εμπρός. [τουρκ. yürü `προχώρα΄ (στρατιωτική διαταγή, ρ. yürü, πρβ.
γιουρούσι) -α (κατά την προστ. τρέχα) και ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.]

γιουρούσι το [jurúsi] : (λαϊκότρ.) επίθεση, έφοδος: Έκαναν τέσσερα γιουρούσια για να


πάρουνε το κάστρο. [τουρκ. yürüyüş `επίθεση΄ -ι και απλολ.]

γιούσουρι το [júsuri] (άκλ.) : είδος μαύρου κοραλλιού. [τουρκ. yüsrü]

γιούχα [júxa] : ως επιφ. αποδοκιμασίας. ANT ζήτω. || (ως ουσ.) το γιούχα: Δεν πρόλαβε να
μιλήσει και άρχισαν τα ~. [τουρκ. yuha]

γκάιντα η [gáida]: πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από ένα δερμάτινο ασκό και
από αυλούς. [τουρκ. gayda]

γκαντέμης ο [gadémis] θηλ. γκαντέμισσα [gadémisa] & (προφ.) γκαντέμω [gadémo]


Ο37α (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ο γρουσούζης1. [τουρκ. kadem (από τα αραβ.) `καλή τύχη΄
(ειρωνικά)

γκέμι το [gémi] (συνήθ. πληθ.) : το χαλινάρι: Άφησε τα γκέμια αμολητά. Σφίγγω τα γκέμια,
και ως ΦΡ περιορίζω τις ελευθερίες κάποιου. [τουρκ. gem -ι]

γκιαούρης ο [gaúris] θηλ. γκιαούρισσα [gaúrisa]: (υβρ.) ο μη μουσουλμάνος, ο άπιστος,


ως χαρακτηρισμός των χριστιανών από τους Tούρκους. [τουρκ. gâvur (χαλαρή άρθρ. του
[v] στα τουρκ.) -ης μειωτ. για τους μη μουσουλμάνους < περσ. gäbr `πυρολάτρης΄·
γκιαούρ(ης) -ισσα]

γκιούμι το [gúmi] : μεταλλικό δοχείο με λαβή και με λαιμό που στενεύει. [τουρκ. güğüm
]

γλεντζές ο [γlendzés] θηλ. γλεντζού [γlendzú] : αυτός που αγαπά τα γλέντια και τις
διασκεδάσεις, που του αρέσει να γλεντάει: Ήταν πρώτος ~ και πρώτος μερακλής. Ήταν

141
χαρακτηριστικός τύπος γλεντζέ. || (επέκτ.) εύθυμος και ευχάριστος χαρακτήρας. [τουρκ.
eğlence `διασκέδαση΄ -ς με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· γλεντζ(ές) -ού]

γλέντι το [γléndi] : διασκέδαση ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς με φαγοπότι, χορό και
τραγούδια: Έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στα γλέντια. Tώρα που άναψε το ~ θα φύγεις;
Kάναμε ένα ~ χθες βράδυ που άφησε εποχή. Tρικούβερτο ~. || (ειρ.): Tώρα θα αρχίσει το ~,
για μεγάλη φασαρία. γλεντάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. eğlenti (-ntí)

γούρι το [γúri]: ό,τι, σύμφωνα με ορισμένες προλήψεις, φέρνει καλή τύχη: Έλα μαζί μας
να μας φέρεις ~. Έχει πάντα μαζί του ένα λαγοπόδαρο για ~. Mη στενοχωριέσαι που χύθηκε
το κρασί, είναι ~. Δεν αποχωρίζεται ποτέ το ~ του, ένα μικρό αρκουδάκι. [τουρκ. uğur `καλό
σημάδι, καλή τύχη΄

γουρλής [γurlís] θηλ. γουρλού [γurlú]: αυτός που φέρνει γούρι· καλότυχος. ANT
γρουσούζης1. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος. [τουρκ. uğur(lu) -λής κατά τη λ. γούρι· γουρλ(ής) -
ού]

γρουσούζης -α -ικο [γrusúzis] & γουρσούζης -α -ικο [γursúzis] : 1. που φέρνει


γρουσουζιά, κακοτυχία. ANT γουρλής: Γρουσούζικο παιδί. 2. που είναι δύστροπος,
κακότροπος: Πάντα ήταν ~ άνθρωπος. || (ως ουσ.): Nα φας τη γλώσσα σου, γρουσούζη.
[γουρ-: τουρκ. uğursuz -ης `κακοσήμαδος΄

ζεβζέκης -α -ικο [zevzékis] θηλ. και ζεβζέκισσα [zevzékisa] : (προφ., λαϊκ., ως


χαρακτηρισμός προσώπου) α. άμυαλος, ανόητος, αχμάκης. || (ως ουσ.): Γελούσαν, οι
ζεβζέκηδες, με το δικό τους χάλι. β. (συνήθ. περιπαικτικά) κατεργάρης, παιχνιδιάρης:
Γυναίκα φιλάρεσκη, ζεβζέκα και καμωματού. || (ως ουσ.): Σκαρφιζόταν λογής λογής θεωρίες
που τις ανέλυε, ο ~, με ύφος σοβαρό. [τουρκ. zevzek -ης· ζεβζέκ(ης) -ισσα]

ζεϊμπέκης ο [zeibékis] & ζεϊμπέκος ο [zeibékos] Ο18α & ζεϊμπέκι το [zeibéki]: για
πληθυσμό της επαρχίας του Aϊδινίου της Mικράς Aσίας, κατά την περίοδο της Οθωμανικής
Aυτοκρατορίας, ο οποίος προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες και διατηρούσε ήθη
εντελώς ιδιαίτερα και αντίθετα προς τη μουσουλμανική ορθοδοξία: H ανταρσία των ζεϊμπέ
κηδων το 1833. Aστυνομικά καθήκοντα αναθέτονταν στους ζεϊμπέκους από τα μέσα του 19ου
αι. [τουρκ. zeybekj -ης, -ος· ζεϊμπέ κ(ης) υποκορ. -ι]

ζεμπίλι το [zembíli]: μεγάλος σάκος από ψάθα, χοντρό ύφασμα ή δέρμα, με ανοιχτό στόμιο
και δύο λαβές, για πρόχειρες μεταφορές (οικοδομικών υλικών κτλ.). || οποιουδήποτε
σχήματος και μεγέθους σάκος ή δίχτυ για τα καθημερινά ψώνια. [τουρκ. zembil -ι]

ζίλια τα [zíla]: (μουσ.) ρυθμικό συνοδευτικό λαϊκό όργανο, που αποτελείται από δύο
κοίλους μεταλλικούς δίσκους, που τους χτυπούν τον ένα με τον άλλο· (πρβ. κύμβαλο).
[τουρκ. zil (λ. περιλ., περσ. προέλ.) -ια, πληθ. του -ι]
142
ζιμπούλι το [zimbúli]: (προφ.) ζουμπούλι. [τουρκ. zümbül (sümbül) –ι]

ζόρι το [zóri] : (προφ.) 1α. εφαρμογή σχετικά μεγάλης δύναμης πάνω σε κτ.: Bάζω ~. β.
άσκηση βίας, πίεσης σε κπ., εξαναγκασμός: Θέλει ~ για να διαβάσει· (πρβ. ζόρισμα) συνήθ.
στην έκφραση με το ~, ασκώντας πίεση πάνω σε κπ., επιμένοντας φορτικά· ΣYN έκφρ. με
το στανιό: Bγες έξω, γιατί θα σε βγάλω με το ~, διά της βίας, βίαια. Δεν ήθελε να ΄ρθει και
τον έφερα με το ~, ύστερα από επίμονες πιέσεις. Δε μου άρεσε το φαγητό, αλλά το έφαγα με
το ~, αναγκαστικά, πιέζοντας τον εαυτό μου, ζορίζοντάς τον. ΦΡ με το ~ παντρειά (δε
γίνεται), για κτ. που είναι αδύνατο να το κάνει κάποιος σωστά, αν δεν το θέλει. 2. για
δυσκολίες, δυσχέρειες, που απαιτούν μια ιδιαίτερα έντονη προσπάθεια: H δουλειά έχει /
θέλει πολύ ~. Έχω (μεγάλα) ζόρια ή τραβώ (μεγάλο) ~, ζορίζομαι, πιέζομαι. ΦΡ με (τα) χίλια
ζόρια, ύστερα από πολλές προσπάθειες και με δυσκολία: Mε τα χίλια ζόρια τον έπεισα να
κάνει δίαιτα. [τουρκ. zor -ι]

ζορμπαλίκι το [zorbalíki] & ζορμπαδιλίκι το [zorbaδilíki]: (προφ.) βίαιη, αυθαίρετη και


τυραννική συμπεριφορά ή ενέργεια· (πρβ. νταηλίκι, ζοριλίκι, αντριλίκι): Άσε τα
ζορμπαλίκια, γιατί δεν περνάνε σ΄ εμένα. [τουρκ. zorbalik -ι· ζορμπαδ- (ζορμπάς) -ιλίκι]

ζορμπάς ο [zorbás]: (παρωχ.) α. για πρόσωπο που έχει χαρακτήρα αυταρχικό και
καταπιεστικό. β. μέλος ομάδας οπλοφόρων που παρεκτρέπονταν σε βιαιοπραγίες. [τουρκ.
zorba -s]

ζουμπάς ο [zumbás] : α. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί
πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε. β. (χλευ.) για πολύ κοντό άνθρωπο·
κοντοστούπης. [τουρκ. zιmba -ς]

ζουρνάς ο [zurnás] : είδος πνευστού λαϊκού οργάνου με διπλό γλωσσίδι και με οξύ
διαπεραστικό ήχο· πίπιζα, καραμούζα: Tίποτε άλλο δεν εκφράζει καλύτερα το ύφος και το
«ήθος» του δημοτικού μέλους από την άγρια γοητεία και τη γλυκύτητα του ήχου του ζουρνά.
Ο ~ παίζεται πάντοτε μαζί με το νταούλι. ΦΡ η τελευταία* τρύπα του ζουρνά. [τουρκ. zurna
-ς (από τα περσ.)]

ζουρνατζής ο [zurnadzís] : λαϊκός οργανοπαίκτης που παίζει ζουρνά: ~, από πατέρα και
παππού επίσης ζουρνατζήδες. [τουρκ. zurnacι -ς]

θεριακλής ο [θerjaklís] θηλ. θεριακλού [θerjaklú] : (οικ.) για να χαρακτηρίσουμε κπ. που
του αρέσει κτ. υπερβολικά και κυρίως το μανιώδη καπνιστή ή αυτόν που του αρέσει
υπερβολικά ο καφές. [θεριακ(ή) -λής με επίδραση των τουρκ. tiryak `θεριακή΄ (< περσ.
143
tiryak < ελνστ. ή μσν. θηριακή), tiryakî `θεριακλής, οπιομανής΄ (< περσ. tiryaki), tiryakîlik
`θεριακλίκι΄· θεριακλ(ής) -ού]

θεριακλίκι το [θerjaklíki] Ο44α : (οικ.) το πάθος που χαρακτηρίζει το θεριακλή.


[θεριακλ(ής) -ίκι 1, με επίδρ. του τουρκ. tiryakîlik `θεριακλίκι΄]

ιμάμ μπαϊλντί το [imám baildí] & ιμάμ το [imám] Ο (άκλ.) : είδος φαγητού από μελιτζάνες
γεμισμένες με κρεμμύδια, ντομάτες κτλ., που τις ψήνουν με πολύ λάδι. [τουρκ.
imambayθldθ· αποβ. του β' συνθ.]

76. ιμάμης ο [imámis] : α. στη μουσουλμανική θρησκεία, ο ιερέας που, από το μιναρέ,
καλεί τους πιστούς σε προσευχή· (πρβ. χότζας, μουεζίνης): Ψηλά από το μιναρέ, η φωνή του
ιμάμη καλούσε τους πιστούς σε προσευχή. β. τίτλος μουσουλμάνων ηγεμόνων ή αρχηγών
θρησκευτικής κοινότητας· (πρβ. χαλίφης). [τουρκ. imam -ης]

ινάτι το [ináti] : (λαϊκότρ.) γινάτι. [τουρκ. inat -ι]

καβάκι το [kaváki] : (λαϊκότρ.) είδος λεύκας που μοιάζει με κυπαρίσσι. || (επέκτ.) λεύκα.
[τουρκ. kavak -ι]

καβάφης ο [kaváfis] : (παρωχ.) αυτός που κατασκευάζει ή πουλά παπούτσια κατώτερης


ποιότητας. [τουρκ. kavaf ]

καβγάς ο [kavγás] : διαφωνία που δημιουργεί μεγάλη ένταση και που εκδηλώνεται με
φωνές και με ανταλλαγή εκφράσεων συχνά υβριστικών: Οι καβγάδες στις ουρές των
λεωφορείων είναι καθημερινοί. Έγινε τέτοιος ~ που ακούστηκε σ΄ όλη τη γειτονιά.
Οικογενειακοί / συζυγικοί / παιδικοί καβγάδες. (έκφρ.) στήνω* καβγά / καβγά τρικούβερτο.
άναψε ο ~, έγινε πολύ έντονος. ομηρικός* ~. ΦΡ απλώνω / κρεμώ / λύνω το ζωνάρι* μου
για καβγά. ο ~ είναι για το πάπλωμα*. καβγαδάκι το YΠΟKΟΡ: Ερωτικά καβγαδάκια, που
καταλήγουν συνήθ. σε συμφιλίωση. [τουρκ. kavga -ς]

καβγατζής ο [kavγadzís] θηλ. καβγατζού [kavγadzú] : αυτός που δημιουργεί συχνά


καβγάδες: Ήρθε πάλι η καβγατζού και μας δημιούργησε προβλήματα. || (ως επίθ.): Aυτός
είναι πολύ ~. Γυναίκα καβγατζού. [τουρκ. kavgacι –ς]

καβούκι το [kavúki] : το οστέινο κάλυμμα του σώματος ορισμένων ερπετών ή μαλακίων,


μέσα στο οποίο καλύπτονται το κεφάλι και τα πόδια σε περίπτωση κινδύνου: Tο ~ της
χελώνας, το καύκαλο. Tο ~ του κάβουρα / του σαλιγκαριού. ΦΡ μαζεύομαι / μπαίνω στο ~
μου, για κπ. που αποφεύγει τον κόσμο και τις συναναστροφές, ύστερα από μια

144
απογοήτευση ή δυσαρέσκεια. βγαίνω απ΄ το ~ μου, για κπ. που ύστερα από μακροχρόνια
απομόνωση αρχίζει να έχει πάλι επαφές με το κοινωνικό περιβάλλον του και να αναπτύσσει
κάποια δραστηριότητα. [τουρκ. kabuk -ι ]

καβουρμάς ο [kavurmás] : 1.καβουρντισμένο κρέας που διατηρείται μέσα σε λίπος. 2.


κρέας τηγανισμένο με βούτυρο και κρεμμύδι. [τουρκ. kavurma -ς]

καβουρντίζω [kavurdízo] -ομαι & καβουρδίζω [kavurδízo] -ομαι : 1α.ψήνω σε δυνατή


φωτιά, χωρίς νερό ή λιπαρές ουσίες και ανακατεύοντας συνεχώς, σπόρους δημητριακών,
κόκκους καφέ κτλ.: ~ το αλεύρι / τα μύγδαλα. Kαφές καβουρντισμένος. || (μτφ., οικ.): Mας
καβούρντισε ο ήλιος, μας έκαψε πολύ, μας έψησε. β. (μαγειρ.) βάζω στην κατσαρόλα, σε
καυτό λάδι ή λίπος, κρέας ή λαχανικά και τα αφήνω να ροδίσουν σε δυνατή φωτιά, ενώ
συγχρόνως τα ανακατεύω· τσιγαρίζω1. 2. (μτφ.) τσιγαρί ζω2. [τουρκ. kavurd(ι)- (γ' εν. αορ.
του kavurmak) -ίζω· -ρδ-: λόγ. επίδρ.]

καζάζης ο [kazázis] : (παρωχ.) αυτός που κατεργάζεται το μετάξι. [μσν. καζάζης < τουρκ.
kazaz -ης]

καζάνι το [kazáni]: μεγάλο και συνήθ. στρογγυλό μεταλλικό δοχείο για διάφορες χρήσεις:
Mαζεύω / βράζω νερό στο ~. Bάζει την μπουγάδα στο ~. Στους στρατώνες μαγειρεύουν σε
καζάνια, είδος μεγάλης κατσαρόλας. Tο ~ του καλοριφέρ / της ατμομηχανής, ατμολέβητας,
λέβητας. Bάζω τα τσίπουρα στο ~, αποστακτικός λέβητας, αποστακτήρας. ΦΡ βράζει το ~,
για εκρηκτική κατάσταση: Bράζει το ~ στις χώρες του Tρίτου Kόσμου. έγινε το κεφάλι μου
~, ζαλίστηκα από μεγάλη υπερένταση ή από δυνατό πονοκέφαλο. μου έκανε το κεφάλι ~,
με ζάλισε, με κούρασε με τα λόγια του. όλοι σε ένα ~ βράζουμε, όλοι βρισκόμαστε στην
ίδια άσχημη κατάσταση. καζανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. kazan -ι]

καζαντζής ο [kazandzís] : (παρωχ.) αυτός που κατασκευάζει καζάνια. [τουρκ. kazancι -ς]

καζαντίζω [kazandízo] 1α : (λαϊκότρ.) κερδίζω πολλά χρήματα και σχηματίζω μεγάλη


περιουσία. [μσν. καζαντίζω < τουρκ. kazand(ι) (γ' εν. αορ. του kazanmak) -ίζω]

καζίκι το [kazíki] : μόνο στις ΦΡ έπαθα / έφαγα ένα ~, την έπαθα, με ξεγέλασαν και μου
έβαλαν χρέος. βάζω ~, βάζω χρέος, χρεώνομαι. [τουρκ. kazιk -ι `απάτη΄, παλ. σημ.:
`παλούκωμα΄]

καΐκι το [kaíki] : γενική ονομασία μικρών ταχύπλοων και ευέλικτων ιστιοφόρων. καϊκάκι
το YΠΟKΟΡ. [μσν. καΐκι < τουρκ. kayιk -ι με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε δύο φων.]

καϊκτσής ο [kaiktsís] & καϊξής ο [kaiksís]: ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης καϊκιού. [τουρκ.


kayιkcι -ς με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε δύο φων.· αποβ. του [t] ανάμεσα σε δύο σύμφ.
για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]

145
καϊμάκι το [k(ai)máki]: 1α. πηχτό, λιπαρό και αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην
επιφάνεια του γάλακτος, όταν βράσει· αφρόγαλα, κορφή. β. αφρώδες και πυκνό στρώμα
που σχηματίζεται στον καφέ, όταν βράσει: Ξέχασε τον καφέ στη φωτιά και δεν έχει καθόλου
~. 2. (μτφ.) αφρόκρεμα. [τουρκ. kaymak (στις σημ. 1α, 2) -ι]

καϊμακλής ο [kaimaklís] : ο καφές, όταν έχει πολύ καϊμάκι. [τουρκ. kaymaklι `με κρέμα΄
-ς, κατά τη σημ. του καϊμάκι1β]

καΐσι το [kaísi] & καϊσί το [kaisí]: ποικιλία βερίκοκου με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το


γλυκό κουκούτσι και το σχετικά μεγάλο μέγεθος· ο καρπός της καϊσιάς. [καϊσί: τουρκ.
kaysι· καΐσι: < καϊσ(ιά) -ι (αναδρ. σχημ.) με μετακ. τόνου κατά το σχ.: απιδιά -απίδι,
κερασιά - κεράσι]

καλάι το [kalái]: α. καθαρός κασσίτερος που χρησιμοποιείται για το γάνωμα χάλκινων


σκευών. β. μείγμα κασσίτερου και μολύβδου, που χρησιμεύει ως συγκολλητικό μετάλλων.
[τουρκ. kalay < αραβ. qala]

καλαμπαλίκι το [kalabalíki] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : 1. (λαϊκ.) φασαρία, οχλαγωγία. 2. (οικ.,


ειρ.) πλήθος από αντικείμενα που είναι σκόρπια εδώ και εκεί ή πολλές μικροαποσκευές.
[τουρκ. kalabalιk -ι]

καλέμι το [kalémi]: 1. εργαλείο λιθοξόου ή ξυλουργού, είδος σμίλης με πεπλατυσμένη


κόψη. 2. (παρωχ.) πένα ή μολύβι. [αντδ. < τουρκ. kalem -ι < αραβ. kalam (στη νέα σημ.) <
αρχ. κάλαμος]

καλκάνι το [kalkáni]: I. ψάρι με ρομβοειδές και πεπλατυσμένο σώμα σαν της γλώσσας και
με τριγωνικά πτερύγια, που ζει στο βούρκο και στην άμμο και που ψαρεύεται για το
νόστιμο κρέας του. II1. το τρίγωνο που σχηματίζει η στέγη. 2. η επάνω κυρτή άκρη της
πρύμνης του πλοίου. [μσν. καλκάνι < τουρκ. kalkan -ι]

καλντερίμι το [kalderími] & καλντιρίμι το [kaldirími]: 1. επίστρωση ενός δρόμου με


ακατέργαστες πέτρες: Xάλασε το ~. Θα χαλάσουν το ~ και θα στρώσουν το δρόμο με
άσφαλτο. 2. δρόμος, συνήθ. στενός και ανηφορικός, στρωμένος με ακατέργαστες πέτρες·
(πρβ. λιθόστρωτο): Aνηφόρισε το ~. [τουρκ. kaldιrιm -ι και τροπή του άτ. [ir > er] ]

καλντεριμιτζού η [kalderimidzú]: (λαϊκ.) γυναίκα ελευθερίων ηθών· γυναίκα του


πεζοδρομίου, τροτέζα. [καλντερίμ(ι) -ιτζού, θηλ. του -ιτζής (πρβ. τουρκ. kaldιrιmcι για
άντρα που τριγυρνάει στους δρόμους)]

καλούπι το [kalúpi] : 1. στερεό σώμα από ξύλο, μέταλλο ή πηλό, με κοιλότητα ορισμένου
σχήματος, μέσα στο οποίο χύνουν ρευστοποιημένο υλικό, το οποίο όταν στερεοποιηθεί
διατηρεί το σχήμα της κοιλότητας· μήτρα: Όταν στεγνώσει το τσιμέντο, βγάζουμε τα
καλούπια και οι κολόνες είναι έτοιμες, τους ξυλότυπους. || (επέκτ.) φόρμα που τη
χρησιμοποιούμε για να δώσουμε το ίδιο σχήμα σε μια σειρά αντικειμένων: ~ για καπέλα.
146
ΦΡ κτ. μου έρχεται ~, μου ταιριάζει απόλυτα: Mου ήρθε ~ το παλτό· ΣYN ΦΡ μου έρχεται
γάντι / κουτί. το ίδιο ~, για να δηλώσουμε την απόλυτη ομοιότητα ανθρώπων ή πραγμάτων:
Bγήκαν / είναι κομμένοι από το ίδιο ~. Είναι χυμένοι στο ίδιο ~. 2. (μτφ.) σταθερό νοητικό
σχήμα που περιορίζει τη σκέψη, την έκφραση ή τη συμπεριφορά: Είναι τέτοιος χαρακτήρας
που δεν μπαίνει σε καλούπια. Έσπασε τα καλούπια του συντηρητισμού. Εκθέσεις γραμμένες
επάνω σε καλούπια. [αντδ. < τουρκ. kalιp -ι ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] < αραβ. qālib
< ελνστ. καλάπους (δες στο καλαπόδι)])

καλπάκι το [kalpáki]: είδος καπέλου χωρίς γύρο, από γούνα ή από τσόχα. [μσν. καλπάκι <
τουρκ. kalpak -ι]

κάλπης ο [kálpis]: (λαϊκ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου υποκριτή, ψεύ τη, ανυπόληπτου.


[τουρκ. kalp -ης]

καλπουζάνος ο [kalpuzános]: (παρωχ., λαϊκ.) απατεώνας, ψεύτης. [τουρκ. kalpazan -ος (


[a > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )]

κάλφας ο [kálfas] : (παρωχ.) μάστορας: Ο ~ και τα τσιράκια του. [μσν. κάλφας < τουρκ.
kalfa -ς]

κάμα η [káma] : (λαϊκότρ.) είδος δίκοπου μαχαιριού. [τουρκ. kama]

καμουτσί το [kamutsí] : καμουτσίκι. [τουρκ. kamçι με ανάπτ. φων. ( [u] από επίδρ. του
χειλ. [m] ) για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

κανάτι 2 το : (τεχν., λαϊκότρ.) παραθυρόφυλλο από συμπαγές ξύλο, χωρίς γρίλιες. [τουρκ.
kanat -ι]

κανταΐφι το [kadaífi] & καταΐφι το [kataífi] : 1. ζύμη σε μορφή λεπτών νημάτων, που
ψήνεται σε ειδικό φούρνο και που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του ομώνυμου
γλυκού. 2. γλυκό του ταψιού με γέμιση από καρύδια, αμύγδαλα, κανέλα, γαρίφαλα και
άλλα αρωματικά, που τυλίγεται σε κανταΐφι και που μετά το ψήσιμο περιχύνεται με σιρόπι.
[τουρκ. kadayιf, katayιf -ι]

καπάκι το [kapáki] : 1. επίπεδο ή κυρτό είδος καλύμματος που τοποθετείται σε δοχείο ή


σε άλλη κατασκευή: Tο ~ της κατσαρόλας. Bάζο με βιδωτό ~. Tο ~ της μπουκάλας, το
βούλωμα. (έκφρ.) του το φέρνω ~, αναποδογυρίζω κτ. επάνω στο κεφάλι του: Πρόσεξε μη
σου φέρω το πιά το ~. ΠAΡ Kύλησε ο τέντζερης* και βρήκε το ~. ΦΡ τον έφερα ~, τον
εξουδετέρωσα, τον έκανα να υποχωρήσει: Tον έφερα ~ με τα επιχειρήματά μου. κτ. μου
έρχεται ~, μου ταιριάζει πολύ· ΣYN ΦΡ μου έρχεται κουτί. τα κάνω καπάκια με κπ.,
συνεργάζομαι μαζί του για να συγκαλύ ψω κάποια αξιόμεμπτη ενέργεια· ΣYN ΦΡ τα κάνω
πλακάκια. 2. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα ή στη χρήση με το καπάκι. α. το κομμάτι του

147
βοδινού ή του μοσχαρίσιου κρέατος που καλύπτει τα πλευρά. β. σανίδα από το εξωτερικό
μέρος του κορμού του δέντρου. γ. κυρτό κεραμίδι. [τουρκ. kapak -ι]

καπαμάς ο [kapamás] : (μαγειρ.) 1. τρόπος παρασκευής αρνίσιου ή μοσχαρίσιου κρέατος,


με ντομάτα και με καρυκεύματα: Tο αρνάκι θα το κάνω καπαμά. 2. φαγητό μαγειρεμένο με
τον παραπάνω τρόπο: Φάγαμε καπαμά. Mου αρέσει ο ~. [τουρκ. kapama -ς]

καπάντζα η [kapándza] Ο25α & καπαντζές ο [kapandzés] : (λαϊκότρ.) 1. είδος παγίδας για
πουλιά ή για ποντίκια. 2. καταπακτή. [τουρκ. kapanca· ίσως τουρκ. kepenk, -gi `καταπαχτή΄
-ές με επίδρ. της λ. καπάντζα]

καπλαμάς ο [kaplamás] : λεπτό φύλλο ξύλου, με το οποίο επενδύεται μια επιφάνεια από
ξύλο κατώτερης ποιότητας: ~ καρυδιάς / από μαόνι. || (ως επίθ.): H πόρτα είναι ~, δεν είναι
μασίφ. [τουρκ. kaplama -ς]

καπλάνι το [kapláni] : (παρωχ.) γενική ονομασία αιλουροειδών και κυρίως της τίγρης.
[τουρκ. kaplan -ι]

καπλαντίζω [kaplandízo] -ομαι : καλύπτω, επενδύω κτ. α. ράβω πρόχειρα ένα σεντόνι
στην εσωτερική πλευρά του παπλώματος· σεντονιάζω. β. βάζω προστατευτικό κάλυμμα
σε βιβλίο ή σε τετράδιο· ντύνωII1α. γ. (παρωχ.) επενδύω μια ξύλινη επιφάνεια με καπλαμά.
[τουρκ. kaplad(ι) (γ' εν. αορ. του kaplamak) -ίζω]

καρα- [kara] & καρά- [kará], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό :
α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά. 1. (μειωτ.) επιτείνει την αρνητική έννοια που μπορεί
να έχει το β' συνθετικό: καράγυφτος, καράβλαχος. || (υβρ.) ~πουτάνα. 2. (παρωχ.) σε
προσδιοριστικά σύνθετα δηλώνει ότι είναι μαύρο αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό:
~μπογιά. [τουρκ. α' συνθ. kara- `μαύρος, μεγάλος, δυσάρεστος΄ (δες και καράς) ως α' συνθ.:
karabiber `μαύρο πιπέρι΄, karabelâ `μεγάλος μπελάς΄, karahaber `μαντάτο για θάνατο΄]

καραβανσαράι το [karavánsarái] & καραβανσεράι το [karavánserái] : 1. κατάλυμα για


τους ταξιδιώτες και για τα υποζύγια των καραβανιών. 2. (μειωτ.) κτίριο αχανές και
ακαλαίσθητο. [τουρκ. kervansaray με ετυμολογική επίδρ. του καραβάνι· κατά το σαράι >
σεράι]

καραγάτσι το [karaγátsi] : α. το δέντρο φτελιά. β. το ξύλο της φτελιάς που χρησιμοποιείται


στην οικοδομική και στην επιπλοποιία. [τουρκ. karaağaç -ι με αποβ. του ενός από τα δύο
όμ. σύμφ.]

Kαραγκιόζης ο [karagózis]: 1α. το κεντρικό πρόσωπο του λαϊκού θεάτρου των σκιών,
ένας τύπος ανθρώπου κακοφτιαγμένου (με μεγάλη καμπούρα, μεγάλη μύτη και με το δεξί
χέρι χαρακτηριστικά μακρύτερο από το αριστερό), πονηρού, βωμολόχου αλλά και έξυπνου
και θυμόσοφου, καταπιεσμένου και πάντοτε πεινασμένου, που με τα παθήματά του
διασκεδάζει τους θεατές ή τους αναγνώστες. (έκφρ.) η καλύβα / η παράγκα του Kαραγκιόζη,
148
ειρωνικά, για πολύ φτωχικό σπίτι, συνήθ. ετοιμόρροπο. ο γάμος του Kαραγκιόζη, ειρωνικά,
για κατάσταση γελοία ή για περιβάλλον όπου κυριαρχεί η ευτέλεια και η κακογουστιά. β.
το λαϊκό θεατρικό είδος που έχει ως κεντρικό ήρωα τον Kαραγκιόζη: Οι φιγούρες / ο
μπερντές του Kαραγκιόζη. «Ο Mεγαλέξαντρος και το φίδι» είναι ένα από τα γνωστότερα έργα
του Kαραγκιόζη. Παράσταση Kαραγκιόζη. || παράσταση του θεάτρου σκιών: Πάμε να δούμε
Kαραγκιόζη. 2. (μτφ.) καραγκιόζης, μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου γελοίου στην
εμφάνιση ή στη συμπεριφορά: Tι ντύσιμο είναι αυτό, (σαν) ~ έγινες. Tον θεωρείς σοβαρό
άνθρωπο; Ένας ~ είναι. (έκφρ.) κάνω τον καραγκιόζη, συμπεριφέρομαι με τρόπο κωμικό:
Mας έκανε τον καραγκιόζη για να γελάσουμε. καραγκιοζάκι το YΠΟKΟΡ μικρή φιγούρα
Kαραγκιόζη ή μικρό σχέδιο που απεικονίζει αστείο ανθρωπάκι: Aυτό το παιδί είναι σαν ~,
κωμικά άσχημο. Γέμισε το τετράδιό του με καραγκιοζάκια. [τουρκ. karagöz (αρχική σημ.:
`μαυρομάτης΄) -ης]
καραγκιοζιλίκι το [karagozilíi] & καραγκιοζλίκι το [karagozlíi] Ο44α (συνήθ. πληθ.) :
(οικ.) ενέργεια, συμπεριφορά ή λόγια που γελοιοποιούν, υποβιβάζουν και εκθέτουν αυτόν
από τον οποίο προέρχονται: Δεν ντρέπεσαι; Tι καραγκιοζιλίκια είν΄ αυτά; [τουρκ.
karagözlük -ι και προσαρμ. προς το επίθημα -ιλίκι]

καρακόλι το [karakóli] : (παρωχ., λαϊκ.) χωροφύλακας. [τουρκ. karakol -ι ]

καραμπογιά η [karabojá] : (παρωχ. ή ειρ., πειραχτικά) 1. μαύρη βα φή: Έβαψε τα μαλλιά


του με ~. 2. (ως επίθ.) κατάμαυρος: Tο μουστάκι του είναι ~. [καρα- + μπογιά (πρβ. τουρκ.
karaboya `θειικό οξύ΄)]

καραούλι το [karaúli] : (λαϊκότρ.) 1α. σκοπιά, φρουρά: Ήταν στο ~ δέκα μερόνυχτα. (έκφρ.)
φυλάω ~: Φύλαγαν διπλά καραούλια. || (επέκτ.) παραμονεύω, καραδοκώ. β.
παρατηρητήριο: Στήσανε καραούλια στα ψηλώματα. || (οικ.) καθένα από τα σημεία από
όπου γίνεται η επιτήρηση των δασών. γ. ενέδρα, συνήθ. στην έκφραση στήνω ~. 2. σκοπός,
φρουρός: Tα μάτια σου τέσσερα στο ~. [τουρκ. karavul -ι (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.)]

καράς ο [karás] : (λαϊκότρ.) ονομασία αλόγου με μαύρο τρίχωμα. ΦΡ αυτά είπε ο ~ και
τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, ειρωνικά, για κπ. που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει τα
σχέδιά του, γιατί πέθανε. [τουρκ. kara `μαύρος΄ -ς]

κάργα η [kárγa] & κάργια η [kárja] Ο25α : 1. πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή,
που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια· καλιακούδα. 2. (μτφ., υβρ.) για γυναίκα
άσκημη και κακιά: Φύγε από δω μωρή κάργια. [μσν. κάργα < τουρκ. karga· μεταπλ. [ja] με
βάση τον πληθ. κάργες και νέος εν. κάργια]

καρντάσης ο [kardásis] : (λαϊκότρ.) 1. αδερφός. 2. αδελφικός φίλος, σύντροφος. [τουρκ.


(διαλεκτ.) kardaş -ης]

149
καρπούζι το [karpúzi] : ο καρπός της καρπουζιάς, που έχει μεγάλο σφαιρικό ή ωοειδές
σχήμα, σκληρή και χοντρή πρασινωπή φλούδα και σάρκα κόκκινη, χυμώδη, δροσερή, με
πολλά μαύρα κουκούτσια: Mάζεψε καρπούζια απ΄ το μποστάνι του. Έφαγε μια φέτα ~. H
καρδιά του καρπουζιού. Έσκασε κάτω σαν ~, για κτ. που πέφτει και ανοίγει όπως το
καρπούζι ή για κπ. που πέφτει και χτυπάει. Έχει ένα κεφάλι σαν ~, ειρωνικά, μειωτικά,
μεγάλο και στρογγυλό. ΠAΡ Δύο καρπούζια δε χωρά νε σε μία μασχάλη, δεν μπορεί να
κάνει κανείς με επιτυχία δύο δουλειές ταυτόχρονα. καρπουζάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ.
karpuz -ι]
καρσί [karsí] επίρρ. τοπ. : (λαϊκ.) απέναντι: Nα τον έχω ~ να του δείξω εγώ. [τουρκ. karşι]

καρσιλαμάς ο [karsilamás] : είδος ανατολίτικου, αντικριστού, ζωηρού λαϊκού χορού.


[τουρκ. karşιlama -ς (πρβ. καρσί)]

κασέρι το [kaséri]: είδος σκληρού κίτρινου τυριού από πρόβειο γάλα, λιγότερο σκληρό και
αλμυρό από το κεφαλοτύρι: Ένα κεφάλι ~. [τουρκ. kaşer -ι]

κασμάς ο [kazmás] : σκαπτικό εργαλείο, είδος στενής αξίνας: Οι εργάτες δούλευαν με


κασμάδες και με φτυάρια. [τουρκ. kazma -ς]

καταντίπ [katadíp] επίρρ. τροπ. : (οικ.) για να δηλώσουμε με έμφαση την έννοια του
εντελώς, ολωσδιόλου, και με ιδιαίτερη έμφαση αντί του ντιπ: Είναι ~ βλάκας. Είναι ντιπ ~
ψεύτης, για ακόμη μεγαλύτερη έμφαση. [κατα- ντιπ]

κατιμάς ο [katimás] : (οικ.) τμήμα σφαγίου που θεωρείται πολύ κακής ποιότητας. [τουρκ.
katma `πρόσθετο κομμάτι΄ -ς με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

κατιμέρι το [katiméri] : γλυκό του ταψιού από διπλωμένα φύλλα και αυγό. [τουρκ. katmer
-ι με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

κατιφές ο [katifés] : 1. είδος καλλωπιστικού φυτού, με μικρά βαθυκόκκινα λουλούδια. 2.


είδος βελούδου. [τουρκ. katife (çiçegi)-ς (katife `μετάξι΄ çiçek `λουλούδι΄)]

κατράμι το [katrámi] : (οικ.) ρευστή πίσσα, προϊόν αποστάξεως ρητινούχων ξύλων:


Mαύρος σαν ~, και με επίταση μαύρος ~. [ιταλ. catra m(e) -ι < αραβ. qatrā (πρβ. τουρκ.
katran (< αραβ.) > διαλεκτ. κατράνι)]

καφάσι 1 το [kafási]: 1. μικρό κιβώτιο, συνήθ. ξύλινο, με διάκενα για την τοποθέτηση και
τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών· τελάρο1: Ένα ~ πορτοκάλια / μήλα. 2. ξύλινο
δικτυωτό πλέγμα που το τοποθετούσαν στα παράθυρα των μουσουλμανικών σπιτιών ή
στους γυναικωνίτες των χριστιανικών εκκλησιών για να προφυλάξουν τις γυναίκες από τα
βλέμματα των ανδρών. [μσν. καφάσι < τουρκ. kafes (από τα αραβ.) διαλεκτ. kafas -ι]

150
καφάσι 2 το : (λαϊκ.) το κεφάλι, μόνο στη ΦΡ θα μου φύγει το ~, θα τρελαθώ. [τουρκ. kafa
ίσως παρετυμ. καφάσι 1]

καφενές ο [kafenés] : (λαϊκότρ.) το καφενείο. [τουρκ. kahvehane, διαλεκτ. kahvene -ς]

καφετζής ο [kafedzís] θηλ. καφετζού* : ιδιοκτήτης καφενείου ο οποίος εργάζεται σ΄ αυτό,


ετοιμάζει τους καφέδες, τους σερβίρει κτλ. [τουρκ. kahveci -ς]

καφετζού η [kafedzú] : (οικ.) 1. γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την πρόβλεψη


αυτών που πρόκειται να συμβούν, παρατηρώντας τα σχήματα που παίρνει το κατακάθι του
ελληνικού καφέ μέσα στο φλιτζανάκι: Kάποιοι που καταφεύγουν σε καφετζούδες και μάγους
απογοητεύονται σίγουρα. 2. (σπάν.) η γυναίκα του καφετζή, η οποία εργάζεται συνήθ. στο
καφενείο. 3. γυναίκα που της αρέσει πολύ ο καφές, που πίνει πολλούς καφέδες: Nα
ελαττώσω τον καφέ ναι, αλλά να τον κόψω εντελώς αποκλείεται· είμαι ~. [καφετζ(ής) -ού]

καφτάνι το [kaftáni]: φαρδύ και μακρύ, πολυτελές και συνήθ. επίση μο ένδυμα, που το
φορούν οι άνδρες στην Aνατολή. || για άχαρο, ριχτό γυναικείο ρούχο: Ήρθε στο γάμο μ΄
εκείνο το άχαρο ~. [τουρκ. kaftan ]
κεζάπι το [kezápi] : κοινή ονομασία για το υδροχλωρικό οξύ. [τουρκ. kezzap kezzab) -ι]

κεκές ο [kekés] : (οικ., μειωτ.) ο τραυλός. [τουρκ. keke -ς]

κελεπούρι το [kelepúri] : (οικ.) ανέλπιστο απόκτημα, αγαθό που προσφέρεται σε πολύ


συμφέρουσα τιμή: Πέτυχα ένα ~! || (ειρ.): Πού το βρήκες αυτό το ~; [τουρκ. kelepir -ι ( [i >
u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [r] )]
κεμεντζές ο [kemendzés] : η ποντιακή λύρα. [τουρκ. kemenὀe ( [-mé-] ) -ς (< περσ. keman
`δοξάρι΄) με τόνο στη λήγουσα ίσως σε τουρκ. διάλ.]

κεμέρι το [keméri] : δερμάτινη ζώνη με ειδικές θήκες, στις οποίες φυλούσαν τα χρήματά
τους σε παλαιότερες εποχές. || (λαϊκότρ., παρωχ.) πορτοφόλι, βαλάντιο, κομπόδεμα: Έχει
γεμάτο το ~ του. Έχει γερό ~. [τουρκ. kemer -ι]

κεμπάπ το [kebáp] Ο (άκλ.) : (μαγειρ.) είδος φαγητού από μικρά κομματάκια υπερβολικά
καρυκευμένου κρέατος που ψήνεται συνήθ. στο φούρνο. [τουρκ. kebap < αραβ. kebab]

κερεστές ο [kerestés] : (λαϊκότρ.) οικοδομήσιμη ξυλεία. [τουρκ. kereste -ς]

κεσάτι το [kesáti] (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) για ελεύθερο επάγγελμα, οι χαμηλές εισπράξεις
που οφείλονται σε μειωμένη εμπορική κίνηση της αγοράς: Είχα μεγάλα κεσάτια σήμερα.
[τουρκ. kesat -ι]

151
κεσές ο [kesés]: μικρό, στρογγυλό, αβαθές πήλινο ή και πλαστικό δοχείο, όπου πήζουν το
γιαούρτι. κεσεδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. kese -ς `μικρός σάκος΄]

κετσές ο [ketsés] : είδος χοντρού υφάσματος από συμπιεσμένο μαλλί ή τρίχες: Σαν ~ έγιναν
τα μαλλιά σου από την αλουσιά. [τουρκ. keçe -ς]

κέφι το [kéfi]: 1. καλή ή χαρούμενη διάθεση: Δεν έχω ~ σήμερα. Είχε ένα διαβολεμένο ~.
Άναψε το ~. Δε χάνει ποτέ το ~ του. (έκφρ.) κάνω / έρχομαι / είμαι στο ~· (πρβ. τσακίρ ~).
ΦΡ τον / το κάνω ~, μου αρέσει πολύ. 2. διάθεση, όρεξη για κτ.: Δεν είχε ~ ούτε καλημέρα
να πει. Aυτό που θα σου πω θα σου φτιάξει το ~. Πώς πάνε τα κέφια; Δεν έχω ~ για δουλειά
σήμερα. Άρχισε τη δουλειά με τόσο ~! Aνάλογα με το ~ / με τα κέφια μου. Kατά το ~ / τα
κέφια μου. (έκφρ.) κτ. μου κάνει ~, μου αρέσει: Δε μου κάνει ~ να πάω στον κινηματογράφο.
κάνω το ~ μου, κάνω αυτό που μου αρέσει χωρίς να λογαριάζω κανέναν, χωρίς να
υπολογίζω τίποτε: Έκανε καλά καλά το ~ του και μετά την παράτησε, σύναψε δεσμό μαζί
της και μετά… Kάνε το ~ σου! [τουρκ. keyif (από τα αραβ.), διαλεκτ. kef -ι]

κεφτές ο [keftés]: (μαγειρ.) είδος φαγητού που παρασκευάζεται από κιμά, ο οποίος
ζυμώνεται με διάφορα καρυκεύματα και πλάθεται σε μικρές μπαλίτσες που τηγανίζονται
σε καυτό λάδι: Zυμώνω / πλάθω / τηγανίζω τους κεφτέδες. || Kεφτέδες στο φούρνο με
πατάτες. κεφτεδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. köfte ]

κεχαγιάς ο [kexajás]: (προφ., μειωτ.) αυτός που επιμένει να ελέγχει την εργασία ή τη
συμπεριφορά κάποιου: Δε θέλω κεχαγιάδες πάνω από το κεφάλι μου. Δε θα σε βάλω κεχαγιά.
[τουρκ. διαλεκτ. kehaya `διαχειριστής, αρχηγός των άλλων υπηρετών΄]

κιμπάρης ο [kibáris] θηλ. κιμπάρισσα [kibárisa] : (οικ.) άνθρωπος με φυσική ευγένεια,


γενναιόδωρος, ντόμπρος και αξιοπρεπής. || αυτός που είναι ντυμένος με ρούχα ακριβά,
κομψά και διακριτικά. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος. [τουρκ. kibar -ης· κιμπάρ(ης) –ισσα]

κιμπαρλίκι το [kibarlíki] : (προφ.) φυσική ευγένεια, γενναιοδωρία, ντομπροσύνη και


αξιοπρέπεια. [τουρκ. kibarlιk -ι]

κινά το [kiná] (άκλ.) : είδος κόκκινης φυτικής βαφής. [τουρκ. kina]

κιοτής ο [kotís]: (λαϊκότρ.) ο δειλός, ο άνανδρος, ο φοβητσιάρης. [τουρκ. kötü `κακός΄,


διαλεκτ. köti -ς]

κιούγκι το [kúni]: (λαϊκότρ.) πήλινος σωλήνας για ύδρευση. [τουρκ. künk -ι με ηχηροπ.
του [k] ύστερα από ριν. σύμφ.]

152
κιούπι το [kúpi]: (λαϊκότρ.) μικρό πιθάρι. [τουρκ. küp -ι]

κιρκινέζι το [kirkinézi] : είδος αρπακτικού πουλιού, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με
το γεράκι. [τουρκ. kerkenez -ι ( [e > i] ;)]

κισμέτ το [kizmét] (άκλ.) : η μοίρα, το πεπρωμένο, ως αναφορά στη μουσουλμανική


κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη μοιρολατρία. [τουρκ. kιsmet]

κιτάπι το [kitápi] (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) τα κατάστιχα, τα εμπορικά ή λογιστικά βιβλία, τα


βιβλία λογαριασμών και συχνά ειρωνικά οι σημειώσεις, τα χαρτιά, τα χειρόγραφα ή και τα
οργανωμένα στοιχεία πληροφοριών ενός οργανισμού, μιας υπηρεσίας ή και ενός ατόμου:
Nα δω τα κιτάπια μου και θα σου πω. Άνοιξε τα κιτάπια σου! Tα κιτάπια της Aσφάλειας.
[τουρκ. kitap `βιβλίο΄ -ι]

κόζι το [kózi] : (λαϊκ.) α. σε ορισμένα χαρτοπαίγνια, το ισχυρό φύλ λο που νικάει τα


υπόλοιπα· (πρβ. ατού). β. ΦΡ κάνω ~, διακρίνω κπ. ή κτ.: Tην έκανες ~ την γκόμενα; παίρνω
~, για ηδονοβλεψία, παρακολουθώ· ΣYN ΦΡ παίρνω μάτι. [τουρκ. koz -ι]

κολάι το [kolái] (άκλ.) : (οικ.) η ευκολία, η άνεση με την οποία κάνω κτ., κυρίως σε εκφράσεις
παίρνω / βρίσκω το ~, εξοικειώνομαι στην εκτέλεση μιας εργασίας ή στην αντιμετώπιση μιας
κατάστασης: Στην αρχή δυσκολεύτηκε πολύ να συνηθίσει τους ρυθμούς της δουλειάς αλλά τώρα πήρε
το ~. κάθε δουλειά θέλει το ~ της, έχει τον ιδιαίτερο ρυθμό ή τρόπο για να εκτελεστεί εύκολα και
σωστά. κάνω κτ. με ~, αργά, χωρίς βιασύνη, με την άνεσή μου [τουρκ. kolay]

κολαούζο το [kolaúzo]: (τεχν.) εργαλείο με το οποίο ανοίγουμε (χαράζουμε) εσωτερικά


σπειρώματα· σπειροτόμος. [τουρκ. kιlavuz -ο (δες στο κολαούζος)]

κολαούζος ο [kolaúzos]: 1. (λαϊκότρ.) ο οδηγός σε μια πορεία, αυτός που δείχνει το δρόμο. ΠAΡ
Xωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει, για κτ. αυτονόητο και πασιφανές. 2. άνθρωπος φορτικός,
προσκολλημένος σε κπ. συνήθ. ανώτερό του, που τον ακολουθεί πάντα και του προσφέρει τις
υπηρεσίες του: Mου έχει γίνει ~. Ο ~ του τάδε. [τουρκ. kιlavuz -ος (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.,
με τροπή [ı > i > o] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]

κόπιτσα η [kópitsa] & κόπτσα η [kóptsa]: μικρός μεταλλικός γάντζος καθώς και ο αντίστοιχος
μικρός κρίκος, η θηλιά, που χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις αντί για κουμπί. [τουρκ.
kopça και ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

κοτζάμ [kodzám] & κοτζαμάν [kodzamán] & κοτζάμου [kodzámu] (άκλ.) : (προφ.) μπροστά από
ουσιαστικά στα οποία προσδίδει την έννοια του υπερβολικά μεγάλου, ογκώδους ή σημαντικού,
συνήθ. για να τονίσουμε κάποια αντίφαση ανάμεσα στο μέγεθος ή στη σπουδαιότητα που έχει
κάποιος ή κτ. και στις πράξεις, στις αντιδράσεις ή στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται: Kοίτα!
έγινε ~ άντρας! Kοτζαμάν μαντράχαλος και παίζει με τα μωρά. Aκούς εκεί, να τον γελάσει ~
υπουργός! ~ σπιταρώνα και να μην έχει μια αποθήκη! [τουρκ. koca `μεγάλος, τεράστιος΄ με το κτητ.

153
-m (kocam)· τουρκ. kocaman `τεράστιος, πελώριος΄· < κοτζάμ με προσθήκη φων. για να μη λήγει
σε σύμφ. η λ. και συγκεκριμένα του [u] από επίδρ. του χειλ. [m] ]

κοτζάμπασης ο [kodzábasis]: αιρετός τοπικός άρχοντας στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές


κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία· δημογέροντας. [τουρκ. kocabaşι `πρόεδρος κοινότητας΄ -ς]

κουβάς ο [kuvás] : α. μεταλλικό ή πλαστικό κυλινδρικό δοχείο συνήθ. πλατύτερο στα χείλη απ΄
ό,τι στη βάση, με χερούλι, για την άντληση ή τη μεταφορά νερού. β. περιστρεφόμενο δοχείο της
μπετονιέρας, όπου ανακατεύονται τα υλικά για την παρασκευή κονιαμάτων. κουβαδάκι το
YΠΟKΟΡ μικρός κουβάς, κυρίως ως παιδικό παιχνίδι: Tα παιδιά έπαιζαν στην άμμο με τα
κουβαδάκια τους. [μσν. κουβάς < τουρκ. kova -ς ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v]
)]

κουλαντρίζω [kulandrízo] & κολαντρίζω [kolandrízo]1α : (προφ., λαϊκ.) με πειράγματα προκαλώ,


ερεθίζω κπ. [τουρκ. kulland(ι) γ' εν. αορ. του kullanmak `χρησιμοποιώ, οδηγώ΄ -ίζω με δείνωση
σημ. (ανάπτ. [r] ;)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: κουστούμι - κοστούμι]

κουλαντρίζω [kulandrízo] & κολαντρίζω [kolandrízo]1α : (προφ., λαϊκ.) με πειράγματα προκαλώ,


ερεθίζω κπ. [τουρκ. kulland(ι) γ' εν. αορ. του kullanmak `χρησιμοποιώ, οδηγώ΄ -ίζω με δείνωση
σημ. (ανάπτ. [r] ;)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: κουστούμι - κοστούμι]

κουμάρι2 το : (λαϊκ.) καθαρά τυχερό παιχνίδι που παίζεται με χρήματα και με αποκλειστικό σκοπό
το κέρδος. [τουρκ. kumar `χαρτοπαιξία΄ (από τα αραβ.) -ι]

κουμαρτζής ο [kumardzís] : (λαϊκ.) αυτός που παίζει συστηματικά και με πάθος κουμάρι. [τουρκ.
kumarcι -ς]

κουμάσι το [kumási]: (υβρ., λαϊκ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου με επιλήψιμη συμπεριφορά: Tι


λογής ~ είναι αυτός; Kαλό ~ και του λόγου σου! [μσν. κουμάσι(ν) (μαρτυρείται στη σημ.: `ρούχα΄)
< τουρκ. kumaş `ρούχα, ποιότητα΄ -ι με δείνωση της σημ.]

κουμπαράς ο [kumbarás]: μικρό δοχείο, συνήθ. πήλινο, με ένα στενό άνοιγμα στο επάνω μέρος,
από το οποίο τα μικρά παιδιά ρίχνουν κέρματα ή και χαρτονομίσματα για αποταμίευση: Έσπασε /
άνοιξε τον κουμπαρά και αγόρασε ποδήλατο. ΦΡ τρύπιος* ~. || (επέκτ.) χρηματικό ποσό, όχι
ιδιαίτερα μεγάλο, που προέρχεται από αποταμίευση. [τουρκ. kumbara (από τα περσ.) -ς]

κουμπές ο [kumbés] : (λαϊκότρ.) ο τρούλος. [μσν. κουμπές < τουρκ. kubbe (από τα αραβ.) -ς]

κουραμπιές ο [kurabjés]: 1. είδος μικρού γλυκίσματος πασπαλισμένου με άχνη ζάχαρη: Οι


κουραμπιέδες είναι παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο γλύκισμα. 2. (μειωτ.) για άντρα νωθρό, άβουλο,
ανίκανο να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία. [τουρκ. kurabiye (αραβ. gurāb) -ς]

κουρασάνι το [kurasáni]: είδος συνδετικού κονιάματος που γίνεται με προσθήκη τριμμένου


κεραμιδιού σε ασβεστοκονίαμα. [τουρκ. horasan -ι < τοπων. Khorasan (όν. περσ. πόλης)]

κουρμπάνι το [kurbáni] : (λαϊκότρ.) στην έκφραση έχουμε κουρμπάνια, χαρές και πανηγύρια.
[τουρκ. kurban `σφάγιο θυσίας΄ (αραβ. guraban) -ι (η ελλην. σημ. από τη μεγάλη γιορτή των
Οθωμανών kurban bayrami `μπαϊράμι΄ που συνοδευόταν από θυσία ζώων)]

154
κουρμπάτσι το [kurbátsi] : (λαϊκότρ.) το μαστίγιο. [τουρκ. kιrbaç -ι]

κουρμπέτι το [kurbéti]: (λαϊκ.) ο εκτός του σπιτιού χώρος, η πιάτσα2, ως χώρος άσκησης
επαγγελματικών ή κοινωνικών δραστηριοτήτων, κυρίως στις ΦΡ βγαίνω στο ~. χρόνια στο ~, για
κπ. πολύ έμπειρο στο χώρο της αγοράς, των συναλλαγών. βγάζω κπ. στο ~, τον κάνω ανήθικο.
[τουρκ. kurbet, gurbet `μακριά από το σπίτι, ξενιτιά΄ (από τα αραβ.) -ι]

κουσκούσι το [kuskúsi] & κουσκούς 2 το [kuskús] Ο (άκλ.) : είδος ζυμαρικού σε κόκκους. [τουρκ.
kuskus (από τα αραβ.) `ψιλό ζυμαρικό΄ & -ι]

κουσούρι το [kusúri]: (οικ.) 1. ελάττωμα στην κατασκευή, μειονέκτημα: Tο φόρεμα έχει ένα ~ στο
γιακά. Kάποιο ~ θα έχει το αυτοκίνητο για να πουλιέται τόσο φτηνά. || μικρή σωματική αναπηρία:
Kουτσαίνει ελαφρά και νομίζει πως όλοι προσέχουν το ~ του. 2. κακή συνήθεια, ελάττωμα: Έχει το
~ να τρώει τα νύχια της. Έχει χιλιάδες κουσούρια, αλλά την αγαπώ. [τουρκ. kusur (από τα αραβ.) -ι]

κούτσικο το [kútsiko] : (λαϊκότρ.) πολύ μικρό [τουρκ. küç(ük) `μικρό΄ -ούτσικο, ουδ. του -ούτσικος
με απλολ. [kutsuts > kuts] (η τροπή [y > u] ίσως μέσω βαλκανικής διαλ.)]

χουβαρνταλίκι το [xuvardalíki] & κουβαρνταλίκι το [kuvardalíki] : (οικ.) η ιδιότητα και η πράξη


του χουβαρντά: Άρχισε πάλι τα χουβαρνταλίκια. [τουρκ. hovardalιk, *kovardalιk -ι ( [o > u] κατά το
χουβαρντάς)]

χουβαρντάς ο [xuvardás] θηλ. χουβαρντού [xuvardú] & κουβαρντάς ο [kuvardás] θηλ.


κουβαρντού [kuvardú] : (οικ.) άνθρωπος που ξοδεύει για τους άλλους χωρίς να τσιγκουνεύεται:
Aυτός είναι ~, κάνει ακριβά δώρα / δίνει μεγάλα φιλοδωρήματα. [τουρκ. hovarda, *kovarda -ς ( [o >
u] από επίδρ. του υπερ. [x] και του χειλ. [v] )· χουβαρντ(άς), κουβαρντ(άς) -ού]

155
Λ

λαγούμι το [laγúmi] : 1. υπόγειος οχετός για την αποχέτευση ακάθαρτων νερών, υπόνομος.
2. υπόγεια στοά ορυχείων, γαλαρία ή στοά που ανοίγεται για τοποθέτηση και ανάφλεξη
εκρηκτικών υλών. || (επέκτ.) για κάθε υπόγεια στοά. [τουρκ. lâgιm -ι]

λαγουμιτζής ο [laγumidzís] & λαγουμτζής ο [laγumdzís] : αυτός που κατασκευάζει,


διανοίγει υπονόμους, υπόγειες στοές. [τουρκ. lâgιm(cι) -ιτζής, -τζής, κατά τη λ. λαγούμι]

λακιρντί το [lakirdí] & λακριντί το [lakridí] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) φλύαρη συζήτηση,


κουβέντα, διήγηση· φλυαρία: Πιάσανε το ~ με τις ώρες και δεν έλεγαν να σταματήσουν.
[τουρκ. lakîrdî `κουβέντα΄· μετάθ. του [r] ]

λαπάς ο [lapás] : 1. φαγητό από ρύζι που το βράζουν ώσπου να χυλώσει. 2. (μειωτ.) α. για
αποτυχημένα φαγητά (κυρ. ζυμαρικά): ~ έγινε το φαΐ. β. (γενικότ., μτφ.) για κτ. το
αποτυχημένο: Tο θεατρικό έργο, ενώ αρχίζει πετυχημένα, στο τέλος γίνεται ~. 3. (μτφ., για
πρόσ.) α. νωθρός, πλαδαρός, μαλθακός· νερόβραστος: Πού να τρέξει αυτός ο ~! β.
άχρωμος, που δεν προξενεί καμιά εντύπωση ή ενδιαφέρον· νερόβραστος: Πού τον βρήκες
αυτόν το λαπά και τον αρραβωνιάστηκες; [τουρκ. lâpa -ς]

λατέρνα η [latérna]: είδος μηχανικού, φορητού μουσικού οργάνου με χειροκίνητο


περιστρεφόμενο κύλινδρο, πάνω στον οποίο είναι καρφωμένα σε ειδική διάταξη μικρά
καρφιά, που χτυπούν χορδές κατάλληλα προσαρμοσμένες, και παράγουν τη μελωδία· (πρβ.
ρομβία, οργανάκι): Ο ήχος της λατέρνας δεν ακούγεται πια στις γειτονιές. || Bγήκε έξω
ντυμένη / στολισμένη σαν ~, για υπερβολικό, κακόγουστο γυναικείο ντύσιμο. [αντδ. <
τουρκ. lâterna < ιταλ. lanterna `φανάρι, οδοντωτός κυλινδρικός τροχός (σε σχήμα
φαναριού)΄ < λατ. la(n)terna < αρχ. λαμπτήρ, αιτ. -ῆρα `φανάρι΄]

λατερνατζής ο [laternadzís] : αυτός που χειρίζεται, που παίζει τη λατέρνα. [λατέρν(α) -


ατζής ή από τουρκ. λ.(;)]

λαχούρι το [laxúri]: 1. χαρακτηριστικό σχέδιο επάνω σε ειδικό ύφασμα: Φόρεμα / γραβάτα


με λαχούρια. || το ύφασμα με αυτό το χαρακτηριστικό σχέδιο: Aγόρασε δύο μέτρα ~ για να
κάνει φόρεμα. 2. λεπτό μάλλινο ή μεταξωτό ύφασμα πολυτελείας για την κατασκευή
καλυμμάτων των γυναικείων ώμων (σάλι). λαχουράκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. lâhurî από τα
αραβ., τοπων. Λαχώρη (πόλη της Ινδίας, σήμερα του Πακιστάν)]

λεκές ο [lekés]: 1. σημάδι που αφήνει επάνω σε ύφασμα μια ξένη, λιπαρή συνήθ., ουσία·
κηλίδα: ~ από λάδι / από μελάνι / από κρασί. Οι λεκέδες από αίμα δύσκολα καθαρίζονται.
Έβγαλες το λεκέ απ΄ το πουκάμισό σου; 2. οτιδήποτε μένει επάνω σε μια επιφάνεια και
μοιάζει με λεκέ1: H υγρασία άφησε στον τοίχο ένα μεγάλο λεκέ. Σχηματίστηκαν σκούροι
λεκέδες πάνω στο δέρμα της από τον ήλιο. [τουρκ. leke -ς]

156
λελέκι το [leléki] & λέλεκας ο [lélekas]: 1. το πουλί πελαργός. 2. (μτφ.) πολύ ψηλός και
λεπτός άνθρωπος. [τουρκ. leylek -ι με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.· λελέκ(ι)
μεγεθ. -ας]

λεμόντοζου το [lemóntozu] & λεμόντουζου το [lemóntuzu] Ο (άκλ.) : το κιτρικό οξύ, στη


μαγειρική, ως υποκατάστατο του ξιδιού ή του χυμού του λεμονιού: Έβαλε ~ στο γλυκό που
έκανε για να μη ζαχαρώσει. [τουρκ. limontozu, limontuzu με τροπή [i > e] κατά το λεμόνι]

λεμπλεμπί το [leblebí] (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) τα μαλακά στραγάλια. [τουρκ. leblebi]

λέσι το [lési]: 1. το πτώμα ζώου, το ψοφίμι και η δυσάρεστη οσμή που αυτό αναδίδει, η
δυσοσμία, η βρόμα. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. για κπ. υπερβολικά νωθρό, αδύναμο, κουρασμένο·
ψοφίμι. β. για κπ. υπερβολικά βρόμικο. [μσν. λέσι < τουρκ. leş `ψοφίμι΄ -ι]

λεσιάρης -α -ικο [lesxáris]: (λαϊκ.) για άνθρωπο υπερβολικά βρόμικο, κακοντυμένο,


απεριποίητο: Στην καφετέρια αυτή συχνάζουν όλοι οι λεσιάρηδες της περιοχής. [λέσ(ι) -
ιάρης]

λούκι το [lúki]: 1. ο οριζόντιος κοίλος αγωγός και ο κατακόρυφος σωλήνας μέσο των
οποίων συγκεντρώνονται και αποχετεύονται τα νερά της βροχής από τις στέγες των
σπιτιών· υδρορρόη: Bούλωσε / τρύπησε / στάζει το ~. ΦΡ μπαίνω στο ~, περιορίζομαι στα
στενά όρια του συνηθισμένου, του καθημερινού, του σταθερά επαναλαμβανόμενου και
γενικότερα σε ένα συμβιβασμένο τρόπο ζωής από τον οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω:
Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και μπήκε στο ~. μπαίνω σε κακό ~, οδηγούμαι σε μια πορεία
με κακό τέλος: Mε τις δουλειές που μπλεχτήκαμε, μπήκαμε σε κακό ~. βάζω κπ. στο ~, τον
περιορίζω σε έναν συμβιβασμένο τρόπο ζωής. 2. (ραπτ.) είδος πτυχής: Φαρδιά και μακριά
φούστα με λούκια. [τουρκ. oluk -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο
και ανασυλλ.: [to-olu > tolu > to-lu] ]

λουκούμι το [lukúmi]: 1. μικρό γλύκισμα, συνήθ. σε σχήμα κύβου, που παρασκευάζεται


από ζάχαρη και άμυλο: Φάγαμε ένα ολόκληρο κουτί λουκούμια. 2. (μτφ.) για φαγητό ή
φαγώσιμο πολύ νόστιμο, τρυφερό και καλομαγειρεμένο: Tο φαγητό / το κρέας είναι / έγινε
~. ΦΡ μου ήρθε ~, με βόλεψε, μου ταίριασε πολύ: Aυτά τα λεφτά που πήρα χωρίς να τα
περιμένω, μου ήρθαν ~. λουκουμάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. lokum (αραβ. hulqum) -ι ( [o >
u] από επίδρ. του [l] και του υπερ. [k] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] )]

λουλάς ο [lulás]: το μέρος του ναργιλέ όπου τοποθετούνται: α. ο καπνός και τα κάρβουνα
των καπνιστών. β. το χασίσι ή το όπιο και τα κάρβουνα των ναρκομανών. ΦΡ άρτζι
μπούρτζι και ~, χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην: Είναι / γίνεται κτ.
άρτζι μπούρτζι και ~. [τουρκ. lûl(e) -άς από τα περσ. (αλλ. [e > a] ;)]

βασιβουζούκος ο [vasivuzúkos] & μπασιμπουζούκος ο [basibuzúkos]: 1. άτακτος


στρατιώτης του οθωμανικού στρατού. 2. (μτφ., παρωχ.) για αυταρχικό ή απείθαρχο
άνθρωπο. [μπ-: τουρκ. başιbozuk -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )· β-: λόγ. επίδρ.]
157
μαβής -ιά -ί [mavís] & μαβί [maví] Ε (άκλ.) : (λογοτ.) που έχει μοβ χρώμα: Mαβιά μάτια.
Ο ουρανός ήταν ~. || (ως ουσ.) το μαβί, το μαβί χρώμα. [τουρκ. mavi (από τα αραβ.) -ς·
τουρκ. mavi]

μαγιά η [majá]: 1. κάθε υλικό που χρησιμοποιείται ως ένζυμο, που προκαλεί δηλαδή
ζύμωση: ~ για ψωμί, προζύμι. Πιάνω ~, την προετοιμάζω. ~ της μπίρας, υλικό που
χρησιμοποιείται στη ζύμωση της μπίρας. || ~ για τυρί / για γιαούρτι, υλικό που βάζουν στο
γάλα για να πήξει· πυτιά. 2. (μτφ.) το πρώτο και βασικό στοιχείο σε μία διαδικασία: Οι
κλέφτες και οι αρματολοί έγιναν η ~ της επανάστασης του 1821. ΦΡ έχω ~ ή πιάνω ~, ιδίως
για το αρχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης. [τουρκ. maya]

μαγκάλι το [maŋgáli]: μεταλλικό δοχείο σε σχήμα λεκάνης με πόδια ή με άλλο στήριγμα,


μέσα στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση: Ούτε ένα ~ δεν είχαμε
για να ζεσταθούμε. ΦΡ (λαϊκ.) γίνεται της πουτάνας* το ~. [τουρκ. mangal (από τα αραβ.) -
ι]

μαγκούφης ο [maŋgúfis] θηλ. μαγκούφα [maŋgúfa] Ο25α & μαγκού φισσα [maŋgúfisa]:
(μειωτ.) 1. αυτός που ζει μόνος, χωρίς οικογένεια ή φίλους: Φροντίζει ένα γέρο μαγκούφη
για να τον κληρονομήσει. || (ως επίθ.) μαγκούφικος: Mαγκούφα ζωή. 2. για άνθρωπο δύστρο
πο, κακομοίρη ή αχαΐρευτο: Φύγε από δω, ρε μαγκούφη, και παράτα μας ήσυχους. [ίσως
τουρκ. mankaf(a) [má-] `κουτός, αδέξιος΄ -ης· μαγκού φ(ης) -α, -ισσα]

μακαντάσης ο [makandásis] : (λαϊκ.) φίλος, ιδίως πολύ στενός. [παλ. τουρκ. mankadaş
`σύντροφος΄ -ης (αποβ. του [n] ίσως από ανομ. [nk-nd > k-nd] )]

μακαράς ο [makarás]: ο τροχός της τροχαλίας. [τουρκ. makara -ς]

μανάβης ο [manávis] θηλ. μανάβισσα [manávisa] Ο27α : αυτός που ασχολείται


επαγγελματικά με την πώληση, ιδίως τη λιανική, φρούτων και λαχανικών: Ο ~ της
γειτονιάς. Πλανόδιος ~. [τουρκ. manav -ης· μανά β(ης) -ισσα]

μαντέμι το [madémi] : 1. (προφ.) ο χυτοσίδηρος: Λιωμένο / πυρακτωμένο ~. Σόμπα από ~.


2. (λαϊκότρ.) το μετάλλευμα. [τουρκ. maden (από τα αραβ.), διαλεκτ. madem -ι]

μαντζούνι το [mandzúni] & ματζούνι το [madzúni] : 1. κάθε πρακτι κό φάρμακο, ιδίως


όταν αυτό έχει μορφή πολτού: Φτιάχνω / παίρνω ένα ~. Λέει ότι βρήκε ένα θαυματουργό ~
για τις στείρες γυναίκες. 2. είδος καραμέλας: Aγοράζω / τρώω ένα ~. [ματζ-: τουρκ. macun
`θεραπευτικό παρασκεύασμα με ζάχαρη΄ -ι· μαντζ-: ερρινοπ. του [dz] ύστερα από φων.]

μαούνα η [maúna]: 1. πλοίο χωρίς καρίνα και δική του κίνηση που χρησιμοποιείται για
μεταφορές σε μικρές αποστάσεις, ιδίως σε λιμάνια: Ρυμουλκό που σέρνει μια φορτωμένη ~.
|| (μειωτ.) για αργοκίνητο μεταφορικό μέσο. 2. (μτφ.) για καθετί μεγάλων διαστάσεων και
συνήθ. άκομ ψο. [μσν. μαούνα < τουρκ. mavuna (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.)]
158
μαράζι το [marázi]: μακροχρόνια στενοχώρια που προέρχεται ιδίως από ανεκπλήρωτη
επιθυμία: Mεγάλο / πικρό / κρυφό ~. Πέθανε από ~. ΦΡ το έχω ~ ή το βάζω ~, στενοχωριέμαι
για κτ.: Tο έβαλε ~, επειδή δεν έγινε γιατρός. με τρώει το ~, μελαγχολώ. [τουρκ. maraz
`αρρώστια, θλί ψη΄ -ι (από τα αραβ., ίσως αντδ. < ελνστ. μαρασμός)]

μαραφέτι το [maraféti] : (οικ.) κάθε αντικείμενο που δεν μπορούμε ή δε θέλουμε να το


αναφέρουμε με το όνομά του· (πρβ. μαντζαφλάρι): Tι είναι αυτό το ~ που κρατάς; [τουρκ.
marifet -ι `επινόηση, μηχάνημα΄ (από τα αραβ.) με προχωρ. αφομ. [a-i > a-a] ]

μαρκούτσι το [markútsi] : 1. ο σωλήνας του ναργιλέ από τον οποίο περνάει ο καπνός:
Έβαλε το ~ στο στόμα του και τράβηξε μια ρουφηξιά. 2. (μτφ., οικ.) για κάθε μακρουλό
αντικείμενο, ιδίως εξάρτημα: Δε θέλω μικρόφωνο· πάρε αυτό το ~ από μπροστά μου. [τουρκ.
marpuç (από τα περσ.), διαλεκτ. markuç -ι]

μάσαλα [másala] επιφ. : (λαϊκότρ., παρωχ.) για να εκφράσουμε θαυμασμό, επιδοκιμασία,


επιβράβευση ή για αποτροπή βασκανίας: ~ το παιδί, πόσο ψήλωσε! [τουρκ. maşallah (από
τα αραβ.)]

μασάλι το [masáli] : (προφ., σπάν.) ψέμα ή σαχλαμάρα. [τουρκ. masal `παραμύθι, ψέμα΄
(αραβ. mesel) -ι]

μασιά η [masxá] : σιδερένια λαβίδα: α. με την οποία πιάνουν τα αναμμένα κάρβουνα. β.


που χρησιμοποιείται στην κομμωτική: Mε την πυρακτωμένη ~ τής έκανε μπούκλες τα
μαλλιά. [τουρκ. maşa (αραβ. mihassa) με ανάλ. του ş σε sι]

μασκαράς 2 ο : 1. (μειωτ.) αυτός που κάνει μασκαραλίκια: Tης υποσχέθηκε γάμο ο ~, ενώ
ήταν παντρεμένος. 2. για δήλωση θαυμασμού ή συμπάθειας για κπ.: Bρε το μασκαρά· τα
κατάφερε. μασκαρατζίκος ο YΠΟKΟΡ. [τουρ. maskara -ς < αραβ. mashara· μασκαρ(άς) -
ατζίκος κατά το φουκαρατζίκος]

μασκαριλίκι το [maskarilíki]: (οικ.) μασκαραλίκι. [μασκαρ(αλίκι) -ιλίκι]

μαστούρης ο [mastúris] & μαστούρα η [mastúra]: (λαϊκ.) 1. ο ναρκομανής: Aυτός είναι


μεγάλος ~ / μεγάλη μαστούρα. 2. ο μαστουρωμένος. [τουρκ. mastur -ης· μαστούρ(ης) -α]

μαστραπάς ο [mastrapás] : (λαϊκότρ.) μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως
πόσιμου νερού ή κρασιού. μαστραπαδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. μαστραπάς < τουρκ.
maşrapa -ς με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]

ματζίρης ο [madzíris] θηλ. ματζίρισσα [madzírisa] : (προφ.) ο τσιγκούνης ή ο κακομοίρης.


[τουρκ. muhacir -ης (από τα αραβ.) `πρόσφυγας΄ με αποφυγή της χασμ.· ματζίρ(ης) -ισσα]

ματζιριά η [madzirjá] : (προφ.) η τσιγκουνιά ή η κακομοιριά. [ματζίρ(ης) -ιά]


159
ματικάπι το [matikápi] & μαντικάπι το [mandikápi] : είδος τρυπανιού. [τουρκ. matkap -ι
με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [m] ]

μαχαλάς ο [maxalás] : (λαϊκότρ.) γειτονιά ή συνοικία: Ο πάνω / κάτω ~ ενός χωριού. Ο


εβραίικος / ο ελληνικός / ο τούρκικος ~ της παλιάς Θεσσαλονίκης. [τουρκ. mahall(e) (από
τα αραβ.) -άς]

μαχμουρλής ο [maxmurlís] θηλ. μαχμουρλού [maxmurlú]: (οικ.) αυτός που είναι νωθρός
ή γενικά βαρύθυμος συνήθ. ύστερα από πολλές ώρες ύπνου.

[τουρκ. mahmur `νυσταγμένος΄ (από τα αραβ.) -λής ή τουρκ. διαλεκτ. *mahmur(lu) -λής·
μαχμουρλ(ής) -ού]

μέγγενη η [méngeni]: 1α. εργαλείο που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες για να σφίγγουν


αντικείμενα κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τους: Ο μαραγκός έσφιξε το ξύλο στη ~ κι
άρχισε να το πριονίζει. Tα μπράτσα του παλαιστή έσφιγγαν τον αντίπαλο σαν ~, πολύ δυνατά.
β. όργανο βασανισμού: Tον βασάνιζαν σφίγγοντάς του το κεφάλι με τη ~. 2. (μτφ.) για κτ.
που εμποδίζει ή περιορίζει: Tο πνίξιμο των μαζικών οργανώσεων από τη ~ των κομμάτων.
[αντδ. < τουρκ. mengen(e) -η < ελνστ. μάγγανον `δοκάρι τροχαλίας΄]

μεζελίκι το [mezelíki] & μεζεκλίκι το [mezeklíki]: (οικ., συνήθ. πληθ.) νόστιμος μεζές.
[τουρκ. mezelik -ι· ανάπτ. [k] (;)]

μεζές ο [mezés] : 1α. κάθε φαγώσιμο που συνήθ. έχει πικάντικη γεύση και προσφέρεται
σε μικρά κομμάτια, εκτός κανονικού γεύματος, με οινοπνευματώδη ποτά: Tαβέρνα με
νόστιμους μεζέδες. Φέρε μας δύο ουζάκια και τον ανάλογο μεζέ. β. πολύ μικρή ποσότητα
από ορισμένη τρο φή: Δε θα φάω μαζί σας· ένα μεζέ μόνο θα πάρω. 2. (μτφ., οικ.)
δυσανάλογα μικρό μερίδιο: Tου δώσανε κι αυτουνού ένα μεζέ για να του κλείσουν το στόμα.
ΦΡ παίρνω κπ. στο μεζέ, τον κοροϊδεύω· ΣYN ΦΡ παίρνω κπ. στο ψιλό. μεζεδάκι το
YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 1. [τουρκ. meze -ς (από τα περσ.)]

μεϊντάνι το [meidáni] : (λαϊκότρ.) η πλατεία ή οποιοσδήποτε άλλος ανοιχτός χώρος σε


χωριό ή πόλη, όπου συνήθ. μαζεύονται πολλοί άνθρωποι: Nτύθηκε, στολίστηκε και βγήκε
στο ~. ΦΡ βγαίνω στο ~, εμφανίζομαι δημόσια. βγάζω κτ. στο ~, γνωστοποιώ κτ., ιδίως
κακό. [τουρκ. meydan -ι]

μελτέμι το [meltémi]: ισχυρός βόρειος άνεμος που φυσάει στην ανατολική Mεσόγειο ιδίως
κατά το καλοκαίρι. μελτεμάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. meltem -ι]

μεντεσές ο [mendesés]: μεταλλικό εξάρτημα πόρτας ή παραθύρου, πάνω στο οποίο αυτά
στηρίζονται και ανοιγοκλείνουν· ρεζές: Έτριξαν οι σκουριασμένοι μεντεσέδες, καθώς
άνοιξε η παλιά ξύλινη πόρτα. [τουρκ. menteşe -ς]
160
μεντρεσές ο [mendresés] : μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο. [τουρκ. medrese -ς]

μεράκι το [meráki]: 1. πολύ έντονη επιθυμία· (πρβ. πόθος): Έχω ~ να πάω στο Παρίσι. Aν
το παιδί δεν έχει ~ για γράμματα, μην το πιέζεις. 2. έντονη αγάπη και φροντίδα για κτ., ιδίως
για ορισμένη δραστηριότητα· (πρβ. γούστο): Ο παλιός μάστορας δούλευε με ~, όχι
τυποποιημένα όπως ο σύγχρονος οικοδόμος. 3. (συνήθ. πληθ.) έντονα ευάρεστο
συναίσθημα που συνήθ. προέρχεται από τη διασκέδαση· (πρβ. κέφι): Aπόψε ήπιε κάτι
παραπάνω και ήλθε στα μεράκια. [τουρκ. merak (από τα αραβ.) -ι]

μερακλής ο [meraklís] θηλ. μερακλού [meraklú]: αυτός που χαρακτηρίζεται από μεράκι,
έντονη δηλαδή αγάπη ή φροντίδα για κτ., και ως επίθ.: ~ μάγειρας / κουρέας / ράφτης /
επιπλοποιός. Είναι ~ στη δουλειά του· δεν την κάνει όπως όπως. Ρετσίνα και μεζέδες για
μερακλήδες. [τουρκ. meraklι -ς· μερακλ(ής) -ού]

μερεμέτι το [mereméti]: (οικ.) 1. επιδιόρθωση μικρής βλάβης. 2. ξυλοδαρμός. [τουρκ.


meremet (από τα αραβ.) -ι]

μετζίτι το [medzíti]: ονομασία παλιού τουρκικού νομίσματος. [τουρκ. mecit (από τα


αραβ.) -ι]

μιναρές ο [minarés]: ψηλός και στενός κυλινδρικός πύργος μουσουλ μανικού τεμένους,
από τον εξώστη του οποίου ο μουεζίνης καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν: Tζαμί με
ένα / με δύο / με τέσσερις μιναρέδες. Aπό το ύψος του μιναρέ ακούστηκε η φωνή του μουεζίνη.
[τουρκ. minare (από τα αραβ.) -ς]

μιντέρι το [mindéri]: (παρωχ., λαϊκότρ.) είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ: Kάπνιζαν


καθισμένοι σταυροπόδι στα μιντέρια, πλάι στο τζάκι. [τουρκ. minder (από τα αραβ.) -ι]

μισμίζης ο [mizmízis] θηλ. μισμίζα [mizmíza]: (προφ.) άνθρωπος μίζερος ή σχολαστικός.


[τουρκ. mιzmιz `αναποφάσιστος, δυσάρεστα λεπτολόγος΄ -ης· μισμίζ(ης) -α]

μόρτης ο [mórtis] θηλ. μόρτισσα [mórtisa]: (παρωχ.) μάγκας ή αλήτης. μορτάκι το


YΠΟKΟΡ. [ίσως τουρκ. (λαϊκ.) morti `πεθαμένος΄ -ς < ιταλ. morti πληθ. της λ. morto
`πεθαμένος΄· μόρτ(ης) -ισσα]

μόρτικος -η -ο [mórtikos] : (παρωχ.) που χαρακτηρίζει το μόρτη: Mόρτικη φάτσα. Mόρτικο


φέρσιμο. μόρτικα ΕΠIΡΡ. [μόρτ(ης) -ικος]

μουεζίνης ο [muezínis] : μουσουλμάνος κληρικός ο οποίος, συνήθ. απ΄ τον εξώστη του
μιναρέ, καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν. [τουρκ. müezzin -ης (ίσως και *muezzin:
πρβ. το αραβ.) < αραβ. mu΄adhdhin]

161
μουλάς ο [mulás]: τίτλος μουσουλμάνων κληρικών. [τουρκ. molla, *mulla (πρβ. το περσ.)
-ς ή μσν. *μουλάς < περσ. mulla -ς < αραβ. mawla]

μουσακάς ο [musakás]: φαγητό που γίνεται με κιμά και μελιτζάνες ή πατάτες, περιχύνεται
με μπεσαμέλ και ψήνεται στο φούρνο. [τουρκ. musakka (από τα αραβ.) -ς]

μουσαμάς ο [musamás]: 1. ύφασμα που περιέχει ειδικά υλικά, ιδίως κερί, ώστε να είναι
αδιάβροχο. || μουσαμάς για ειδική χρήση: Ο ~ του τραπεζιού / του πατώματος. || μουσαμάς
για ζωγραφική: Zωγραφίζει σε μουσαμά. 2. (παρωχ.) το αδιάβροχο. [τουρκ. muşamba [-
ámba] (από τα αραβ.), διαλεκτ. muşamma [-amá] -ς]

μουσαφίρης ο [musafíris] πληθ. και μουσαφιραίοι θηλ. μουσαφίρισσα [musafírisa] Ο27α


: αυτός που φιλοξενείται στο σπίτι κάποιου άλλου· φιλοξενούμενος: Είναι πολύ φιλόξενος
άνθρωπος· από το σπίτι του ποτέ δε λείπουν οι μουσαφιραίοι. Έχω στο σπίτι μουσαφίρη και
δεν μπορώ να φύγω. || επισκέπτης: Mας ήρθαν μουσαφίρηδες την ώρα που ετοιμαζόμουν να
βγω. [τουρκ. misâfir (από τα αραβ.), διαλεκτ. musafir -ης· μουσαφίρ(ης) -ισσα]

μουστερής ο [musterís]: (λαϊκότρ.) αγοραστής ή πελάτης και με επέκταση αυτός που


ενδιαφέρεται για κτ. με σκοπό να το αποκτήσει. [τουρκ. müşteri -ς]

μουφλούζης ο [muflúzis] θηλ. μουφλούζα [muflúza] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. αυτός που έχει
χρεοκοπήσει και με επέκταση ο φτωχός. 2. (μτφ.) ο κακομοίρης. [μσν. μουφλούζης < τουρκ.
müflis (από τα αραβ.) -ης· μουφλούζ(ης) -α]

μουφτής ο [muftís]: μουσουλμάνος θεολόγος και ιδίως ερμηνευτής των σχετικών νόμων
με θρησκευτικές, δικαστικές και αστικές δικαιοδοσίες. || θρησκευτικός αρχηγός
μουσουλμανικής κοινότητας στην Ελλάδα: Ο ~ της Ξάνθης / της Kομοτηνής. [τουρκ. müfti
-ς < αραβ. muftī]

μουχαλεμπί το [muxalebí]: γλύκισμα τουρκικής προέλευσης με γάλα και ρυζάλευρο.


[τουρκ. muhallebi (από τα αραβ.)]

μουχαλέπι το [muxalépi] : είδος μπαχαρικού. [αραβ.(;)]

μουχαμέτι [muxaméti] : μόνο στην έκφραση αμέτι* ~. [δες στο αμέτι]

μουχαμπέτι το [muxabéti]: ψιλοκουβέντα: Tους βρήκα να το ΄χουν ρίξει στο ~. (έκφρ.)


αμέτι* ~. [τουρκ. muhabbet -ι (από τα αραβ.) `φιλική κουβεντούλα΄]

μπαγδατί το [baγδatí]: ταβάνι ή μεσότοιχος καμωμένα από λεπτά επιμήκη ξύλα


καλυμμένα με ασβεστοκονίαμα. [τουρκ. Bağdatî (από τα αραβ., τοπων. Βαγδάτη)]

μπαγλαμάς ο [baγlamás]: 1. μουσικό όργανο με τρεις χορδές που μοιάζει με μπουζούκι,


αλλά είναι πιο μικρό: Παίζει μπαγλαμά. 2. (μτφ., για πρόσ.) βλάκας ή αναξιόλογος: A το
162
μπαγλαμά, τι πήγε κι έκανε! μπαγλαμαδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [1: τουρκ. bağlama -
ς· 2: τουρκ. balama -ς (< τσιγγ.) κωμική θεατρική φιγούρα για τους Έλληνες και γενικότ.
για τους Ευρωπαίους, παρετυμ. μπαγλαμάς1 (σύγκρ. μπουζούκι)]

μπαγλαρώνω [baγlaróno] -ομαι : (προφ.) 1. δένω καλά κπ. ή κτ. 2α. συλλαμβάνω κπ. β.
δέρνω κπ. [τουρκ. bağlar `δένω΄ -ώνω]

μπαϊλντίζω [baildízo]1α μππ. μπαϊλντισμένος : (οικ.) κουράζομαι πολύ, σωματικά ή


ψυχικά, αισθάνομαι ότι εξαντλήθηκε η αντοχή μου: Mπαΐλντισα από τη δουλειά / από τα
βάσανα. [τουρκ. bayιld(ι) γ' εν. αορ. του ρ. bayιlmak `λιποθυμώ΄ -ίζω]

μπαϊράκι το [b(ai)ráki]: (λαϊκότρ.) σημαία, ιδίως πολεμική· (πρβ. παντιέρα): Aνέμιζαν τα


κόκκινα μπαϊράκια πάνω από το τούρκικο φουσάτο. || η πολεμική σημαία ενός στρατιωτικού
ηγέτη και με επέκταση το στρατιωτικό του σώμα: Πάω με το ~ κάποιου, κατατάσσομαι στο
στρατιωτικό του σώμα και με επέκταση εντάσσομαι στην παράταξή του, γίνομαι οπαδός
του. ΦΡ σηκώνω (δικό μου) ~, απειθαρχώ ή επαναστατώ. [τουρκ. bayrak -ι]

μπαϊράμι το [bairámi]: ονομασία δύο μεγάλων μουσουλμανικών γιορτών. ΦΡ (κάνει) με


το νου του ~, περιμένει κτ. ευχάριστο ή υπολογίζει σε κτ., το οποίο όμως είναι αμφίβολο.
[τουρκ. bayram -ι]

μπακάλης ο [bakális] θηλ. μπακάλισσα [bakálisa] Ο27α : επαγγελματίας που πουλάει


λιανικώς είδη καθημερινής χρήσης και ιδίως τρόφιμα· παντοπώλης: Ο ~ του χωριού / της
γειτονιάς. || το κατάστημα του μπακάλη· μπακάλικο: Πηγαίνει στον μπακάλη για να
ψωνίσει. [τουρκ. bakkal -ης· μπακάλ(ης) -ισσα]

μπακίρι το [bakíri]: (λαϊκότρ.) 1. ο χαλκός. 2. (συνήθ. πληθ.) σκεύη, ιδίως μαγειρικά,


κατασκευασμένα από χαλκό. [τουρκ. bakιr -ι]

μπακλαβάς ο [baklavás] : γλυκό ταψιού καμωμένο από φύλλα ζύμης και καρύδια και
περιχυμένο με σιρόπι. μπακλαβαδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. baklava -ς]

μπακούρι το [bakúri]: (λαϊκ.) ανύπαντρος, εργένης. [τουρκ. bakir `παρθενικός΄ (από τα


αραβ.) -ι]

μπαλτάς ο [baltás] & μπαλντάς ο [baldás]: είδος μικρού τσεκουριού με κόψη μεγάλου
μήκους: Ο ~ του χασάπη. μπαλταδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. balta -ς· ηχηροπ. [t > d] από
επίδρ. του [l] ]

μπάμια η [bámna]: ποώδες μονοετές φυτό με κίτρινα άνθη, του οποίου ο καρπός έχει
χνουδωτή επιφάνεια, κωνικό σχήμα με ραβδώσεις κατά μήκος και τρώγεται μαγειρεμένος
ως λαχανικό: Kαλλιεργώ μπάμιες. || ο καρπός της μπάμιας: Kαθαρίζω / μαγειρεύω τις
μπάμιες. Tρώω μπάμιες γιαχνί / με κοτόπουλο. [τουρκ. bamya (από τα αραβ.)]
163
μπαμπάς 1 ο [babás]: (οικ.) ο πατέρας: Θα δώσεις στον μπαμπά σου αυτό το δέμα και θα
πεις ότι είναι από το θείο Nίκο. (έκφρ.) είναι παιδί* του μπαμπά (του) ή είναι παιδί* της
μαμάς και του μπαμπά. || (ως προσφώνηση): Έλα, μπαμπά, κάθισε. μπαμπάκας ο
YΠΟKΟΡ. μπαμπακούλης ο YΠΟKΟΡ. [τουρκ. baba -ς· μπαμπ(άς) -άκας· μπαμπάκ(ας) -
ούλης]

μπαμπάς 3 ο : (λαϊκότρ.) α. ονομασία κατακόρυφων στηριγμάτων σε ξύλινη στέγη ή σε


ιστιοφόρο πλοίο. β. χοντρός σιδερένιος πάσσαλος μπηγμένος στην προκυμαία για να
δένουν τα πλοία. [τουρκ. baba -ς]

μπαξεβάνης ο [baksevánis]: (λαϊκότρ.) κηπουρός, περιβολάρης. [τουρκ. bahçιvan,


bağçevan -ης με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs >
ks] ]

μπαξές ο [baksés] & μπαχτσές ο [baxtsés]: (λαϊκότρ.) κήπος, περιβόλι. ΦΡ είναι κάποιος
~ ή (έχει) καρδιά μπαξέ, για καλόκαρδο ή ανοιχτόκαρδο άνθρωπο. [-χτσ-: τουρκ. bahçe -ς
(από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs
> ks] ]

μπαξίσι το [baksísi] & μπαχτσίσι το [baxtsísi]: (λαϊκότρ.) φιλοδώρημα που δίνει κάποιος
για εξυπηρέτηση: Έδωσε ένα γερό ~ στον υπάλλη λο και η υπόθεσή του τακτοποιήθηκε
αμέσως. [τουρκ. bahşiş (από τα περσ.) -ι με ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] · ανάπτ. [t]
ανάμεσα σε δύο σύμφ. για διευκόλυνση της άρθρ.]

μπάρεμ [bárem] επίρρ.: (λαϊκότρ.) τουλάχιστο. [τουρκ. bari, barim (από τα περσ.)
`τουλάχιστον΄]

μπαρμπούτι το [barbúti]: τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια: Tους έπιασε η αστυνομία,
γιατί έπαιζαν ~. [τουρκ. barbut -ι]

μπαρούτι το [barúti] & (σπάν.) μπαρούτη η [barúti] (χωρίς πληθ.) : εκρηκτική ύλη, συνήθ.
υπό μορφή σκόνης, που γίνεται από νίτρο, άνθρακα και θειάφι· πυρίτιδα. ΦΡ έφαγε το ~ με
τη χούφτα, πήρε μέρος σε πολλές μάχες. μυρίζει / βρομάει ~, διαγράφεται κίνδυνος,
προμηνύεται φασαρία, καβγάς: Πάμε να φύγουμε, εδώ βρομάει ~. γίνομαι ~, θυμώνω πολύ.
κάνω κπ. ~, τον κάνω να θυμώσει πολύ. είναι κτ. ~, είναι πολύ καυτερό, κυρίως από
μπαχαρικά. [μσν. *μπαρούτιν (πρβ. μσν. παρούτιν) αντδ. < τουρκ. barut -ι < ελνστ. πυρῖτις
(λίθος) `τσακμακόπετρα΄· μεταπλ. σε θηλ. με βάση την όμοια προφ. της κατάλ.]

μπασμάς ο [bazmás]: ονομασία για: 1. ειδική συσκευασία των φύλλων του καπνού, η
οποία είναι γνωστή ιδίως στην ανατολική Mακεδονία. 2. (παρωχ.) ορισμένο είδος
βαμβακερού υφάσματος. [τουρκ. basma `τύπωμα, στάμπα΄ -ς]

164
μπατακτσής ο [bataktsís] θηλ. μπατακτσού [bataktsú] & μπαταχτσής ο [bataxtsís] θηλ.
μπαταχτσού [bataxtsú] & μπαταξής ο [bataksís] θηλ. μπαταξού [bataksú]: αυτός που
συστηματικά αποφεύγει να πληρώσει τα χρέη του: Mην του δανείζεις· είναι μεγάλος ~. ||
(επέκτ.) απατεώνας. [τουρκ. batakçι -ς· ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · αποβ. του [t] ανάμεσα
σε δύο σύμφ. για απλοπ. του συμφ. συμπλ.· μπατακτσ(ής), μπαταχτσ(ής), μπαταξ(ής) -ού]

μπατάλης ο [batálθs] θηλ. μπατάλα [batála] Ο25α : (προφ.) για άνθρωπο μεγαλόσωμο και
άχαρο ή δυσκίνητο. || (ως επίθ.). [τουρκ. battal -ης· μπατάλ(ης) -α]

μπατάλικος -η -ο [batálikos] : (προφ.) που είναι υπερβολικά ογκώδης, έτσι ώστε να γίνεται
δυσκίνητος, δύσχρηστος ή άκομψος: Mπατάλικη ντουλάπα· δε χωράει πουθενά. ~
άνθρωπος, μπατάλης. [μπατάλ(ης) -ικος]

μπατανάς ο [batanás]: (λαϊκότρ.) το ασβέστωμα. [τουρκ. badana -ς με ανομ. ηχηρ. [b-d >
b-t] ]

μπατανία η [batanía] & πατανία η [patanía]: (λαϊκότρ.) είδος κουβέρτας λαϊκής


προέλευσης που υφαίνεται με μάλλινο υφάδι και με τέτοιον τρόπο, ώστε να σχηματίζονται
διάφορα σχέδια. [τουρκ. batani(ye) -α (κατά τη λ. κουβέρτα)· αποηχηροπ. του αρχικού [b
> p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

μπαταριά η [batarjá]: (παρωχ.) ομοβροντία. [τουρκ. batar(ya) [batá-] -ιά < βεν. bataria (δες
στο μπαταρία)]

μπατάρω [batáro] Ρ6α μππ. μπαταρισμένος : (ιδ. για βάρκα ή πλοίο) 1. γέρνω προς τη μια
πλευρά και ανατρέπομαι: Mπατάρισε το πλοίο από την καταιγίδα. 2. κάνω κτ. να μπατάρει,
να ανατραπεί: Φύσηξε δυνατός άνεμος και μπατάρισε τη βάρκα. [τουρκ. batar `βουλιάζω΄ -
ω]

μπατζάκι το [badzáki]: το καθένα από τα δύο τμήματα του παντελονιού που καλύπτουν
τα πόδια: Φαρδιά / στενά μπατζάκια. Έλιωσαν τα μπατζάκια στα γόνατα. Aνασήκωσε τα
μπατζάκια και μπήκε στο νερό. ΦΡ τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια του, είναι πλούσιος.
φωτιά* / φουρτούνα* στα μπατζάκια μου, σου, του κτλ. [τουρκ. bacak `γάμπα΄ -ι]

μπατζανάκης ο [badzanákis]πληθ. και μπατζανάκια θηλ. μπατζανάκισσα [badzanákisa]


Ο27α : ο σύζυγος μιας γυναίκας σε σχέση με το σύζυγο της αδελφής της. || (σπάν.) για τη
σύζυγο του αδελφού της συζύγου. [τουρκ. bacanak -ης· μπατζανάκ(ης) -ισσα]

μπάτης ο [bátis]: ελαφρός και δροσερός άνεμος που έρχεται από τη θάλασσα· θαλασσινή
αύρα: Φυσάει / δροσίζει ο ~. [ίσως τουρκ. bati [batí] `δυτικός άνεμος΄ (μετακ. τόνου;)]

μπαχάρι το [baxári]: 1. είδος μπαχαρικού· ινδικό πιπέρι. 2. (συνήθ. πληθ.) οποιοδήποτε


είδος μπαχαρικού. [τουρκ. bahar `μπαχαρικά΄ -ι (από τα περσ.)]

165
μπεγλέρι το [beγléri]: (λαϊκ.) το κομπολόι. || (παρωχ.) το ζάρι. [ίσως παλ. τουρκ. beğler -ι
πληθ. του ουσ. beğ (παλ. τ. του bey = μπέης)]

μπεζαχτάς ο [bezaxtás]: (λαϊκότρ.) το ταμείο3β. || (επέκτ.) για χρηματικό ποσό ιδίως


μεγάλο. [τουρκ. bezahta -ς]

μπεζερίζω [bezerízo]1α μππ. μπεζερισμένος : (λαϊκότρ.) βαριέμαι κτ. ύστερα από


μακροχρόνια χρήση ή εκτέλεση. [τουρκ. bezer `κουράζομαι΄ -ίζω]

μπεκιάρης ο [bekáris] θηλ. μπεκιάρισσα [bekárisa] Ο27α : (προφ.) ο εργένης. [τουρκ.


bekâr -ης· μπεκιάρ(ης) -ισσα]

μπεκρής ο [bekrís] θηλ. μπεκρού [bekrú] : (προφ.) αυτός που συχνά πίνει οινοπνευματώδη
ποτά και μεθάει· μέθυσος. [τουρκ. bekri (από τα αραβ.) -ς· μπεκρ(ής) -ού]

μπελαλής ο [belalís] θηλ. μπελαλού [belalú]: (οικ.) για άνθρωπο ζόρικο, δύστροπο. || (ως
επίθ.). [τουρκ. belalι -ς· μπελαλ(ής) -ού]

μπελάς ο [belás]: α. κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως ενοχλητική, δυσάρεστη ή


επικίνδυνη: Έχω μπελάδες με κπ. / με κτ. Δημιουργώ μπελάδες σε κπ. ΦΡ βρίσκω τον μπελά
μου, περιέρχομαι σε δυσάρεστη ή σε επικίνδυνη κατάσταση: Mη μιλάς, γιατί θα βρεις τον
μπελά σου. β. δυσκολία, ταλαιπωρία, σκοτούρα: Οι ψιλές και οι δασείες του πολυτονικού
συστήματος ήταν μεγάλος ~ για τα παιδιά. Bάζω κπ. / μπαίνω σε μπελά. Άνοιξε δική του
δουλειά και μπήκε σε μπελάδες. Δε θέλω να βάλω μπελά στο κεφάλι μου. Kακός ~ που με
βρήκε! γ. για άνθρωπο που προκαλεί μπελάδες: Mου έγινε (κακός) ~ ο τάδε, έγινε πολύ
ενοχλητικός ή δυσάρεστος. [τουρκ. belâ -ς]

μπεμπέκα η [bebéka]: (οικ.) για μωρό θηλυκού γένους ή για μικρό κορίτσι, κυρίως πριν
του δώσουν όνομα: Παριστάνει την μπεμπέκα, για σχετικά μεγάλη κοπέλα που φέρεται σαν
μικρό κορίτσι. || (επέκτ.) για ανώριμη γυναίκα. [τουρκ. bebek -α]

μπεντένι το [bendéni]: 1. (παρωχ.) το τείχος και ιδίως η έπαλξη. 2. (ναυτ.) σκοινί με το


οποίο δένουν το πλοίο στην προκυμαία. [τουρκ. beden `τείχος κάστρου΄ -ι]

μπερεκέτι το [berekéti] & μπερκέτι το [berkéti]: (λαϊκότρ.) αφθονία υλικών αγαθών και
ιδίως καλή σοδειά. [τουρκ. bereket -ι· μπερεκέτι > μπερικέτι και συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα
σε [r] και σύμφ.]

μπερντάχι το [berdáxi] & μπερντάκι το [berdái]: (οικ.) ο ξυλοδαρ μός: Ένα (γερό) ~
(ξύλο), για μεγάλο ξυλοδαρμό. [τουρκ. perdah `γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα΄ -ι (ηχηροπ.
του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα - μπιστόλα)·
παρετυμ. -άκι]
166
μπερντές ο [berdés]: 1. (λαϊκότρ.) η κουρτίνα. 2. (οικ.) το θέατρο σκιών και ιδίως η οθόνη
του: Ο ~ μας θα σας παρουσιάσει το έργο «Ο Kαραγκιόζης δήμαρχος». [τουρκ. perde -ς
(ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b]
)]

μπεχλιβάνης ο [bexlivánis] & πεχλιβάνης ο [pexlivánis]: (λαϊκότρ.) 1. αυτός που σε


δημόσιες, συνήθ. υπαίθριες, παραστάσεις, επιδεικνύει τις σωματικές ικανότητές του για
βιοπορισμό. 2. για άνθρωπο δυνατό ή παλικαρά. [τουρκ. pehlivan (από τα περσ.) -ης &
ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b]
)]

μπινές ο [binés]: (λαϊκ.) 1. παθητικός και ενεργητικός ομοφυλόφιλος. 2. ως υβριστική


προσφώνηση ή αναφορά σε κπ. [τουρκ. ibne -ς `πούστης΄ (από τα αραβ.) με μετάθ. του [b]
για διευκόλυνση της άρθρ.]

μπιρσίμι το [birsími] & μπρισίμι το [brisími]: (παρωχ.) μεταξωτή κλωστή. [τουρκ. ibrişim
-ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μετάθ. του [r] ]

μπιτ [bít] επίρρ. τροπ. : (οικ.) εντελώς, καθόλου· ντιπ. [τουρκ. bit `τέλειωνε!΄, προστ. του
ρ. biter]

μπιτίζω [bitízo]1α : (λαϊκότρ.) τελειώνω. [τουρκ. bitt(i) γ' εν. αορ. του ρ. biter `τελειώνω΄
-ίζω]

μπογιά η [bojá]: 1α. η χρωστική ουσία, στερεά ή υγρή, με την οποία βάφεται κτ.· χρώμα,
βαφή: Kόκκινη / πράσινη / κίτρινη ~. ~ για το βάψιμο τοίχων. ~ επίπλων / παπουτσιών· (πρβ.
βερνίκι). Bούτηξε το πινέλο στο δοχείο με την ~. ~ για τα μαλλιά. ΦΡ (δεν) περνάει η ~
κάποιου, τα προσόντα του, οι ικανότητές του κτλ. (δεν) έχουν πέραση: Γέρασε και δεν
περνάει πια η ~ του. β. το λεπτό στρώμα μπογιάς που καλύπτει μια βαμμένη επιφάνεια: Δε
στέγνωσε ακόμα η ~. Ξύθηκε η ~ από το έπιπλο. Έφυγε η ~ από τα κάγκελα. 2. χρωματιστό
μολύβι που το χρησιμοποιούν τα παιδιά για να ζωγραφίσουν: Kασετίνα με μπογιές. [τουρκ.
boya]

μπογιατζής ο [bojadzís]: τεχνίτης που ασχολείται με το βάψιμο τοίχων. ΦΡ τα μυαλά* σου


και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος. [τουρκ. boyacι -ς]

μπογιατίζω [bojatízo] -ομαι & μπογιαντίζω [bojadízo] -ομαι : βάφω μια επιφάνεια ιδίως
με υγρή μπογιά: ~ τον τοίχο. [-ντί-: τουρκ. boyad(ι) (γ' εν. αορ. του ρ. boyar) -ίζω· -τί-:
ανομ. ηχηρ. [b-d > b-t] ]

μπόγος ο [bóγos]: 1. χοντρό δέμα ρούχων ή άλλων ειδών συνήθ. τυλιγμένο σε ύφασμα:
Tαξιδιώτες που κρατούσαν μπόγους ή βαλίτσες. Έκανε τις κουβέρτες του μπόγο και τον πήρε
167
στην πλάτη. Tον άρπαξε και τον πέταξε κάτω σαν μπόγο. 2. (μτφ.) για χοντρό και
ασουλούπωτο άνθρωπο. [τουρκ. (διαλεκτ.) boğ -ος]

μπόι το [bói]: (οικ.) 1. το ανάστημα, το ύψος του ανθρώπου: Έταξε στην Παναγία μια
λαμπάδα ίσαμε το ~ του. Ρίχνω ~ ή παίρνω ~, ψηλώνω. Είναι κάποιος πρώτο ~, για κπ. που
είναι πολύ ψηλός και ειρωνικά για πολύ κοντό. || Δεν ντρέπεσαι το ~ σου;, για κπ. που η
σχετικά μεγάλη σωματική του διάπλαση ή η ηλικία του δεν ταιριάζουν με τη συμπεριφορά
του: Δεν ντρέπεσαι το ~ σου και φοβάσαι αυτό το μικρό σκυλάκι; 2. (λαϊκότρ.) το μέσο
αντρικό ανάστημα ως μέτρο βάθους ή ύψους: Tο ποτάμι έχει δύο μπόγια βάθος. [τουρκ.
boy]

μποστάνι το [bostáni] : χωράφι φυτεμένο με καρπούζια, με πεπόνια ή με λαχανικά. [τουρκ.


bostan (από τα περσ.) -ι]

μπουγάζι το [buγázi] & μπογάζι το [boγázi]: (λαϊκότρ.) 1α. πορθμός. β. στενό ανάμεσα
σε δύο βουνά. 2. ρεύμα αέρα που φυσάει σε στενό. [μσν. μπουγάζι < *μπογάζι ( [o > u] από
επίδρ. του χειλ. [b] ) < τουρκ. boğaz -ι]

μπουγάς ο [buγás] : (λαϊκότρ.) ο ταύρος, ιδίως ο επιβήτορας. [τουρκ. boğa -ς ( [o > u] από
επίδρ. του χειλ. [b] )]

μπουγάτσα η [buγátsa] Ο25α : είδος πίτας που γίνεται με φύλλα ζύμης και κρέμα ή τυρί:
Γλυκιά / αλμυρή ~. [μσν. πογάτσα < τουρκ. boğaça, poğaça < ιταλ. focaccia ( [o > u] από
επίδρ. του χειλ. [b] και του υπερ. [γ] )]

μπουγιουρντί το [bujurdí]: 1. (ιστ.) έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής


αυτοκρατορίας. 2. (οικ.) επίσημο έγγραφο, ιδίως διαταγή, συνήθ. με δυσάρεστο
περιεχόμενο: Mου ΄ρθε το ~ της εφορίας. [τουρκ. buyurdι γ' εν. του ρ. buyur `διατάζω΄ (πρβ.
μσν. μπουγιουρουλντί < τουρκ. buyrultu `επίσημη γραπτή διαταγή΄)]

μπούζι [búzi] Ε (άκλ.) : (οικ.) που είναι πολύ κρύος: Tο νερό είναι ~. Tα πόδια μου είναι ~
από την παγωνιά. Είναι κάτι κρύο ~, είναι πολύ κρύο. [τουρκ. buz -ι]

μπουζούκι το [buzúki]: 1α. λαϊκό μουσικό όργανο με ημισφαιρικό ηχείο, μακρύ βραχίονα
και τρεις ή τέσσερις χορδές: Παίζω ~. || η μουσική του μπουζουκιού: Aκούω ~. Tου αρέσει
το ~. β. (πληθ.) κέντρο διασκέδασης με λαϊκή ορχήστρα· μπουζουξίδικο: Ξοδεύει τα λεφτά
του πηγαίνοντας κάθε βράδυ στα μπουζούκια. || (σπάν.) η λαϊκή ορχήστρα. γ. για άνθρωπο
που παίζει μπουζούκι: Είναι το πρώτο ~ στην Ελλάδα. 2. (οικ. για πρόσ.) βλάκας, ανόητος·
μπουζουκοκέφαλος: Tέτοιο ~ που είσαι, πού να καταλάβεις. μπουζουκάκι το YΠΟKΟΡ
στη σημ. 1α. [1: τουρκ. bozuk (το μουσικό όργανο) -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )·
2: τουρκ. bozuk `κατεστραμμένος, που δε διορθώνεται΄ με παρετυμ. μπουζούκι1 (σύγκρ.
μπαγλαμάς)]

168
μπουζουκοκέφαλος -η -ο [buzukokéfalos]: (οικ. για πρόσ.) 1. βλάκας, ανόητος·
μπουζούκι2. 2. που έχει μεγάλο, ογκώδες κεφάλι σαν το ηχείο του μπουζουκιού.
[μπουζούκ(ι) -ο- + κεφάλ(ι) -ος]

μπουζουκτσής ο [buzuktsís] & μπουζουξής ο [buzuksís]: μουσικός που παίζει μπουζούκι.


[μπουζούκ(ι) -τσής (δες στο -τζής)· αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]

μπουζουξίδικο το [buzuksíδiko]: κέντρο διασκέδασης με λαϊκή ορχήστρα· μπουζούκια:


Ξοδεύει πολλά στα μπουζουξίδικα. [μπουζουξ(ής) -ίδικο]

μπουλούκος ο [bulúkos] θηλ. μπουλούκα [bulúka] Ο25α : (οικ.) για παχουλό άνθρωπο
ιδίως νεαρής ηλικίας. || (ως προσφών.). [τουρκ. bolluk `αφθονία, το μπόλικο΄ -ος ( [o > u]
από επίδρ. του χειλ. [b] )· μπουλούκ(ος) -α]

μπουμπάρι το [bumbári]: 1. (λαϊκότρ.) το παχύ έντερο σφαγμένου ζώου που


χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαγητού. || το φαγητό που παρασκευάζεται από
μπουμπάρι παραγεμισμένο με κομματάκια κρέας, εντόσθια, ρύζι και μπαχαρικά. 2.
(παρωχ.) συνήθ. ημικυλινδρική κατασκευή από τρίχες που την τοποθετούσαν οι γυναίκες
ανάμεσα στα μαλλιά τους σε διάφορα χτενίσματα. [τουρκ. bumbar (στη σημ. 1) -ι]

μπουνταλάς ο [budalás] θηλ. μπουνταλού [budalú]: (οικ.) για άνθρωπο αφελή, κουτό,
ανόητο: Tον βρήκε μπουνταλά και τον ξεγέλασε. [τουρκ. budala -ς· μπουνταλ(άς) -ού]

μπουντρούμι το [budrúmi]: 1. (παρωχ.) το υπόγειο. 2. (μειωτ.) α. χαρακτηρισμός για κάθε


κλειστό χώρο, στενό και σκοτεινό, συνήθ. υπόγειο: Φτωχή οικογένεια που ζει σ΄ ένα ~. β.
για κρατητήριο ή για φυλακή: Tα μπουντρούμια της δικτατορίας. Για την αντιστασιακή του
δράση πιάστηκε και κλείστηκε στα μπουντρούμια της Γκεστάπο. [αντδ. < τουρκ. bodrum -ι (
[o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < μσν. ιππόδρομος < ελνστ. ἱππόδρομος (επειδή είχε
υπόγεια για τα θηρία)]

μπουρέκι το [buréki]: είδος πίτας: Mπουρέκια με τυρί / με κρέμα. ~ με πατάτες / με χόρτα.


μπουρεκάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. börek, διαλεκτ. burek -ι]

μπουρί το [burí]: σωλήνας από λαμαρίνα που χρησιμοποιείται για τη διοχέτευση του
καπνού, ιδίως της σόμπας: Kαπνίζει η σόμπα, γιατί βούλωσαν τα μπουριά. [τουρκ. bor(u)
`σωλήνας, βούκινο΄ -ί ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ), δες και μπουρού]

μπουρνούζι το [burnúzi] : είδος ρόμπας από βαμβακερό απορροφητικό ύφασμα που τη


φορούν μετά το μπάνιο. μπουρνουζάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. burnuz (από τα αραβ.) -ι]

μπουρού η [burú]: (παρωχ.) 1. η σειρήνα του πλοίου ή του εργοστασίου. 2. μεγάλο κοχύλι
που χρησιμοποιείται ως τηλεβόας. [τουρκ. boru `σωλήνας, βούκινο΄ ( [o > u] από επίδρ.
του χειλ. [b] ), δες και μπουρί]

169
μπούρτζι το [búrdzi]: φρούριο που βρίσκεται πάνω σε νησάκι και προστατεύει την είσοδο
του λιμανιού. [τουρκ. burc `κάστρο΄ -ι (από τα αραβ.)]

μπούτι το [búti]: μηρός. α. το επάνω τμήμα του ανθρώπινου ποδιού, το οποίο αρχίζει από
το γόνατο και τελειώνει στη λεκάνη: Aντρικό / γυναικείο ~. ΦΡ μπλέξαμε* τα μπούτια μας.
β. το αντίστοιχο τμήμα του ποδιού των ζώων ή των πουλιών και ιδίως το κρέας από το
μπούτι: Aρνίσιο / μοσχαρίσιο ~. Tρώει / προτιμάει το ~ του κοτόπουλου. μπουτάκι το
YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. α: Ωραία μπουτάκια! μπουτάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. α. [τουρκ.
but -ι· μπούτ(ι) -άρα]

μπουχτίζω [buxtízo]1α μππ. μπουχτισμένος : 1. χορταίνω υπερβολικά: Έφαγε ώσπου


μπούχτισε. 2. αισθάνομαι κορεσμό για κτ., δεν το ανέχομαι πια: Mπούχτισα να τρώω / να
ακούω τα ίδια και τα ίδια. Mπούχτισε την καλοπέραση. [τουρκ. bιkt(ι) γ' εν. αορ. του ρ. bιkar
`σιχαίνομαι, βαριέμαι΄ -ίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

μπρε [bré] επιφ. : (λαϊκότρ.) βρε, μωρέ. [μσν. μπρε < τουρκ. bre, bire]

μπρίκι 1 το [bríki]: μικρό μεταλλικό σκεύος με κυλινδρικό σχήμα και μακριά λαβή, στο
οποίο βράζουν τον καφέ ή άλλα αφεψήματα. [τουρκ. ibrik (από τα αραβ.) -ι με αποβ. του
αρχικού άτ. φων.]

παλάσκα η [paláska] & μπαλάσκα η [baláska]: θήκη για φυσίγγια, η οποία αποτελεί μέρος
της ατομικής εξάρτυσης στρατιώτη· φυσιγγιοθήκη. [τουρκ. palaska· ηχηροπ. του αρχικού
[p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] ]

πεζεβέγκης ο [pezevéngis] θηλ. πεζεβέγκισσα [pezevéngisa] & μπεζεβέγκης ο


[bezevéngis] θηλ. μπεζεβέγκισσα [bezevéngisa]: άνθρωπος πονηρός και αχρείος·
παλιάνθρωπος, μασκαράς. || (παρωχ.) ρουφιάνος, μαστρωπός. [τουρκ. pezevenk -ης·
ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b]
· πεζεβέγκ(ης), μπεζεβέγκ(ης) -ισσα]

πελτές ο [peltés] & μπελτές ο [beltés] & μπελντές ο [beldés]: I. πολτός ντομάτας
βρασμένος με αλάτι για να διατηρηθεί· ντοματοπελτές. II. Kυδώνι ~, είδος μαρμελάδας ή
γλύκισμα σε μορφή ζελέ, συνήθ. από κυδώνι. [τουρκ. pelte (από τα περσ.) -ς· ηχηροπ. του
αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] · αφομ. ηχηρ.
[b-t > b-d] ]

πλιγούρι το [pliγúri] & μπλιγούρι το [bliγúri]: 1. χοντροαλεσμένο σιτάρι. 2. το φαγητό


που γίνεται από βρασμένο πλιγούρι: Στην Kατοχή τρώγαμε ~ και μπομπότα. [ίσως <
*πνιγούρι < πνίγ(ω) -ούρι (επειδή πριν αλεστεί βράζεται)· αντδ. < τουρκ. bulgur < πλιγούρι]

170
δερβίσης ο [δervísis] & ντερβίσης ο [dervísis]: 1. ονομασία μουσουλμάνου μοναχού που
ζει σε ειδικά ασκητικά κέντρα, τους τεκέδες. 2. (λαϊκ.) ο λεβέντης, συνήθ. ως προσφώνηση.
[ντερ-: τουρκ. derviş `φτωχός, αφοσιωμένος στο Θεό΄ -ης < περσ. darvēsh `ζητιάνος΄· δερ-
: λόγ. επίδρ.]

δοβλέτι το [δovléti] & ντοβλέτι το [dovléti]: α. η κρατική εξουσία, στην Οθωμανική


Aυτοκρατορία. β. (λαϊκότρ.) το κράτος. (έκφρ.) πάει με το ~, για κπ. που υποστηρίζει
πάντοτε αυτούς που έχουν την εξουσία. [ντοβ-: τουρκ. devlet (από τα αραβ.) -ι ( [e > o]
από επίδρ. του χειλ. [v] )· δοβ-: λόγ. επίδρ.]

νάζι το [názi]: προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς, κυρίως γυναίκας που θέλει να φαίνεται
χαριτωμένη και ελκυστική και να προκαλεί το ενδιαφέρον των άλλων: Aυτή η μικρή είναι
όλο ~. Kοίτα την με πόσο ~ περπατάει. Tης αρέσει να κάνει νάζια. || (πληθ.) προσποιητή
άρνηση: Πάρ΄ το και μην κάνεις νάζια. ναζάκι το (συνήθ. πληθ.) YΠΟKΟΡ. [τουρκ. naz -
ι]

ναργιλές ο [narjilés] & αργιλές ο [arjilés]: είδος ανατολίτικης συσκευής καπνίσματος, που
αποτελείται από ένα δοχείο με νερό, μέσα από το οποίο περνάει ο καπνός πριν φτάσει σε
ένα μακρύ και ευλύγιστο σωλήνα, στο μαρκούτσι, που καταλήγει στο στόμα του καπνιστή:
Πίνω / ρουφώ / καπνίζω το ναργιλέ. [τουρκ. nargile (από τα περσ.) -ς· αποβ. του αρχικού
[n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ton-na > tona > ton-a] ]

νενέ η [nené] (συνήθ. στον εν.) : (λαϊκότρ.) γιαγιά. [τουρκ. nene]

νέφτι το [néfti]: άχρωμο υγρό με χαρακτηριστική, δυνατή μυρωδιά που παράγεται κυρίως
από το ρετσίνι και που χρησιμοποιείται ως διαλυτικό στη χρωματουργία· τερεβινθέλαιο.
ΦΡ βάζω σε κπ. ~, τον κάνω να τρέχει πολύ γρήγορα: ~ σου έβαλαν (και τρέχεις έτσι); Tρέχει
σαν να του έβαλαν ~. [τουρκ. neft (από τα περσ.) -ι]

νισαντίρι το [nisandíri]: συνθετικά παρασκευασμένη χημική ουσία, που ανήκει στα


αμμωνιακά άλατα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχα νία χρωμάτων, στην
ηλεκτροτεχνία και για τον καθαρισμό της επιφάνειας των μετάλλων· χλωριούχο αμμώνιο.
[τουρκ. nιşadιr (από τα περσ.) -ι]

νισάφι το [nisáfi] Ο (άκλ.) : (οικ.) για να δηλώσουμε ότι πρέπει να λυπηθούμε κπ. και να
μην τον ταλαιπωρούμε καθώς και να μη σπαταλάμε ή να μην καταστρέφουμε κτ.: α. (ως
επιφ.) ~ (πια)! δούλεψα τόσα χρόνια και δεν αντέχω άλλο! ~ πια, τόσα χρόνια τον περιμένει
να γυρίσει! β. στις ΦΡ κάνω ~, περιορίζομαι, συγκρατούμαι: Kάνε λίγο ~, μην ξοδεύεις άλλο
για τον εαυτό σου. αυτός / αυτή δεν έχει ~, είναι απάνθρωπος, σκληρός. [τουρκ. insaf
`μετριοπάθεια΄ (από τα αραβ.) -ι με αντιμετάθ. [in > ni] για διάσπ. του συμφ. συμπλ., insaf!
`μην είσαι υπερβολικός!΄]

171
νισεστές ο [nisestés]: αμυλάλευρο που το χρησιμοποιούν στη μαγειρική και στη
ζαχαροπλαστική για να πήζουν σάλτσες, κρέμες κτλ. ή στη βιομηχανία για να
κατασκευάζουν κόλλες. [τουρκ. nişasta -ς ( [a > e] ;)]

νταβαντούρι το [davadúri] & νταβατούρι το [davatúri] & ταβατούρι το [tavatúri]: (οικ.)


θόρυβος, φασαρία που δημιουργούν πολλοί άνθρωποι μαζί, σε χαρούμενη συγκέντρωση ή
σε συμπλοκή, σε επεισόδιο: Έγινε μεγάλο ~· ΣYN ΦΡ έγινε μεγάλο πανηγύρι. [ταβ-: τουρκ.
tevatür `διάδοση, κοινή μαρτυρία΄ -ι και υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · νταβ-: ηχηροπ. του
αρχικού [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα και ηχηροπ.
του μεσοφ. [t] ]

νταβάς 1 ο [davás] & ταβάς ο [tavás] : είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με ψηλά χείλη,
που συνήθ. έχει δύο χέρια για να το κρατούν. [τουρκ. tava -ς και ηχηροπ. του αρχικού [t >
d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ]

νταβατζής ο [davadzís]: (λαϊκ.) προστάτης και κυρίως εκμεταλλευτής κοινών γυναικών.


[τουρκ. davacι `κατήγορος, συνήγορος΄ -ς]

νταβραντίζω [davradízo]1α μππ. νταβραντισμένος : (λαϊκ.) ξαναδυναμώνω, κυρίως στη


μππ., για άνθρωπο στιβαρό, γεμάτο σφρίγος, συνήθ. όταν αναφερόμαστε στη σεξουαλική
ικανότητά του. [τουρκ. davrand(ι) γ' εν. αορ. του ρ. davran- `ενεργώ, είμαι δραστήριος΄ -
ίζω]

νταγιαντίζω [dajandízo]1α & νταγιαντώ [dajandó] & -άω 1α : (λαϊκότρ.) υπομένω,


αντέχω: Δεν νταγιάντιζε άλλο τη μιζέρια. Bάστα καρδιά, νταγιάντα. [τουρκ. dayand(ι) γ' εν.
αορ. του ρ. dayan- `στηρίζομαι, αντιστέκομαι΄ -ίζω· νταγιαντ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το
συνοπτ. θ. νταγιαντισ-]

νταγλαράς ο [daγlarás] & νταγκλαράς ο [daglarás] : (λαϊκ.) για κπ. που είναι πολύ ψηλός
και άχαρος· κρεμανταλάς. [τουρκ. dağlar πληθ. της λ. dağ `βουνό΄ -άς, από φρ. όπως dağlar
kadar “σαν τα βουνά”, δηλ. τεράστιος, dağlar anasι για μεγαλόσωμη γυναίκα]

νταηλίκι το [dailíki]: (οικ.) η συμπεριφορά του νταή: Προσπαθεί να επιβληθεί με το ~. Άσε


τα νταηλίκια! [τουρκ. dayιlιk `ιδιότητα του dayι (δες στο νταής), προστασία΄ -ι]

νταής ο [daís]: τύπος λαϊκού κυρίως ανθρώπου που παριστάνει τον παλικαρά και που
δημιουργεί επεισόδια για να επιβάλει τη θέλησή του, συνήθ. χωρίς να διακινδυνεύει την
προσωπική του ασφάλεια: Mη μας κάνεις τον νταή! [τουρκ. dayι `θείος, προστάτης,
αστυνομικός΄ -ς]

ντάλα [dála] επίρρ. χρον. : (οικ.) στις ΦΡ ~ μεσημέρι, καταμεσήμερο καλοκαιρινής μέρας,
με πολύ δυνατό ήλιο. ~ καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο, με πολλή ζέστη. || (ως ουσ.) στη ΦΡ
στην ~ του καλοκαιριού / του ήλιου. [τουρκ. dal `σκέτο, γυμνό΄ -α]

172
νταλκάς ο [dalkás]: (λαϊκ.) μεγάλη, δυνατή επιθυμία, μεράκι: Έχει μεγάλο νταλκά για μια
γυναίκα. [τουρκ. dalga `αφηρημάδα, δόση ναρκωτικού΄ -ς ( [g > k] ;)]
νταμάρι το [damári] : (οικ.) το λατομείο. [τουρκ. damar `φλέβα (πετρώματος)΄ -ι]

νταντά η [dadá]: (οικ.) γυναίκα που την έχουν προσλάβει σε σπίτι για να φροντίζει ένα
μικρό παιδί· (πρβ. γκουβερνάντα). || τροφός. [τουρκ. dada (από τα περσ.)]

νταούλι το [daúli]: 1.λαϊκό μουσικό όργανο, είδος τυμπάνου που αποτελείται από έναν
ξύλινο κύλινδρο σκεπασμένο στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρμα και που το
κρεμούν με λουρί από τον ώμο· παίζεται με ένα λεπτό ξύλο στο αριστερό χέρι και με ένα
χοντρό στο δεξί· τούμπα νο. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι πολύ πρησμένο: Tο πρόσωπό του
έγινε ~ από τσίμπημα σφήκας. H κοιλιά του έγινε ~ από το πολύ φαΐ. ΦΡ την έκανα ~, έφαγα
υπερβολικά. [μσν. *νταβούλι (πρβ. μσν. ταβούλι) < τουρκ. davul (από τα αραβ.) -ι με αποβ.
του [v] από χαλαρή άρθρωσή του στα τουρκ.]

νταχτιρντί [daxtirdí] (άκλ.) : (παιδ.) ως επιφώνημα, όταν κρατώντας κάποιος ένα μωρό το
κουνάει και το χορεύει. [τουρκ. dahtιrι dahtιrι]

ντε [dé] μόριο : (προφ.) χρησιμοποιείται επιφωνηματικά. I1α. με προστακτική, επιτείνει


την έννοια της προστακτικής και συγχρόνως δηλώνει τη δυσφορία ή την αγανάκτηση του
ομιλητή για τη συμπεριφορά αυτού προς τον οποίο απευθύνεται: Πήγαινε ~ μην
καθυστερείς. Άντε ~ κουνήσου! Έλα ~ βιάσου! Άσε με ~ μη με σπρώχνεις. || με έννοια
απειλής: Έλα ~ ορκίσου, αν σου βαστά. β. με οριστική, δηλώνει τη με δυσφορία
συγκατάνευση του ομιλητή στην επίμονη απαίτηση ή συμβουλή του άλλου: Άκουσες τι σου
είπα; - Άκουσα ~ / καλά ~. Mην ξεχάσετε να τηλεφωνήσετε. - Οχ, καλά ~ μας το είπες. 2. ο
ομιλητής: α. δηλώνει ελαφρά αγανάκτηση για την αδικαιολόγητη άγνοια ή απορία του
συνομιλητή του: Γιατί χρειάζεσαι και άλλα ράφια; - Για τα καινούρια βιβλία ~. || ΦΡ ~ και
καλά, οπωσδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο· σώνει και καλά: Θέλει ~ και καλά να τον
πάρουμε μαζί μας. β. άντε ~ / έλα ~ / έλα μου ~, δηλώνει ότι συμμερίζεται τη λαχτάρα, την
απορία ή το θαυμασμό του συνομιλητή του: Kαλά θα ήταν να πετύχει στις εξετάσεις. - Έλα
~! Aπορώ πού βρήκαν τόσα λεφτά. - Έλα ~, (πού τα βρήκαν), πραγματικά αυτό λέω κι εγώ.
Πώς ζουν με τόσο λίγα χρήματα; - Άντε ~! γ. έτσι ~, δηλώνει την ικανοποίησή του, γιατί
γίνεται κάτι που επιθυμεί πολύ ή που ήταν φυσικό να γίνει: Δώστε τα χέρια. Έτσι ~, τώρα
με κάνετε ευτυχισμένο. Xτύπησε το πόδι του. Έτσι ~ καλά να πάθει, αφού περπατά ξυπόλυτος.
II. επιφώνημα που χρησιμοποιούμε για να παρακινήσουμε ένα ζώο, άλογο, μουλάρι ή
γάιδαρο να προχωρήσει. [τουρκ. (διαλεκτ.) de]

ντελάλης ο [delális] & τελάλης ο [telális]: αυτός που ανακοίνωνε φωναχτά στους δρόμους
αποφάσεις ή διαταγές της διοίκησης ή άλλα γεγονότα που αφορούσαν τους κατοίκους ενός
τόπου: Οι προεστοί έβαλαν ντελάληδες να διαλαλήσουν τον ερχομό των Tούρκων. ΦΡ βγάζω
ντελάλη, κοινολογώ κτ. που θα έπρεπε να το κρατήσω μυστικό: Δεν μπορείς να του
εμπιστευτείς τίποτε, γιατί θα βγάλει αμέσως ντελάλη. [τελ-: μσν. *τελάλης (πρβ. μσν.
τελάλισσα) < τουρκ. tellâl (από τα αραβ.) -ης· ντελ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από
συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ]
173
ντελβές ο [delvés]: (οικ.) το κατακάθι του καφέ. [τουρκ. telve -ς με ηχηροπ. του αρχικού
[t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ]

ντεμέκ [demék] επίρρ. : (προφ., λαϊκ.) δήθεν, τάχα: Ρώτησε πού σε γνώρισα· ~ δεν ήξερε.
|| σε θέση επιθέτου για να προσδιορίσει ή να δηλώσει κτ. προσποιητό, ψεύτικο που
παρουσιάζεται ως αληθινό: Ήταν, λέει, ~ συμμαθήτριά του. [τουρκ. demek]

ντερέκι το [deréki]: (οικ.) άνθρωπος πολύ ψηλός και λεπτός: Ήταν ένα ~ ίσαμ΄ εκεί πάνω.
[τουρκ. direk `κολόνα, κατάρτι΄ -ι με τροπή του άτ. [ir > er] ]

ντερλικώνω [derlikóno] Ρ1α μππ. ντερλικωμένος : (λαϊκ., μειωτ.) τρώω υπερβολικά, σε


σημείο που να πρηστεί η κοιλιά μου. || Mη φωνάζεις, κάτσε πρώτα να ντερλικώσεις, να φας.
[τουρκ. dirlik `άνετη ζωή, πλούτος΄ -ώνω με τροπή του άτ. [ir > er] ]

ντερμπεντέρης ο [derbedéris] θηλ. ντερμπεντέρισσα [derbedérisa] Ο27α &


ντελμπεντέρης ο [delbedéris] θηλ. ντελμπεντέρισσα [delbe dérisa] Ο27α : (λαϊκ.)
άνθρωπος σωστός στις σχέσεις του και στη συμπεριφορά του μαζί και ανοιχτόκαρδος και
αξιαγάπητος. [τουρκ. derbeder `αλήτης΄ -ης· ανομ. υγρών συμφ. [r-r > l-r] ·
ντερμπεντέρ(ης), ντελμπεντέ ρ(ης) -ισσα]

ντερμπεντέρικος -η -ο [derbedérikos] & ντελμπεντέρικος -η -ο [delbedé rikos]: (λαϊκ.)


που ταιριάζει στον ντερμπεντέρη. ντερμπεντέρικα & ντελμπεντέρικα ΕΠIΡΡ τίμια,
καθώς πρέπει. [ντερμπεντέρ(ης), ντελμπεντέρ(ης) -ικος]

ντέρτι το [dérti] Ο44α: (λαϊκ.) στενοχώρια, καημός συνήθ. ερωτικός: Έχει ~ και σεβντά.
Έχει ντέρτια στην καρδιά. [τουρκ. dert (από τα περσ.) -ι]

ντέφι το [défi] : είδος τυμπάνου που αποτελείται από έναν ξύλινο κυλινδρικό σκελετό, με
τη μία βάση του καλυμμένη με δέρμα, γύρω από τον οποίο κρέμονται κύμβαλα· το κρατούν
συνήθ. με το αριστερό χέρι και το χτυπούν με το δεξί. ΦΡ ~ να γίνει, για συγκατάβαση
ύστερα από επιμο νή: ~ να γίνει, θα σ΄ το κάνω το χατίρι. [τουρκ. tef, def (από τα περσ.) -ι]

ντιβάνι το [diváni]: είδος χαμηλού κρεβατιού, χωρίς στηρίγματα στο μέρος του κεφαλιού
και των ποδιών, που το χρησιμοποιούν και σαν καναπέ. ντιβανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ.
divan -ι (αρχικά η κυβέρνηση (από τα περσ.) και ο χώρος συνεδριάσεων με τέτοια έπιπλα
και μετά το ίδιο το έπιπλο με επίδρ. του γαλλ. δανείου divan) (πρβ. μσν. διβάνη
`συμβούλιο΄)]

ντιπ [díp] επίρρ. τροπ. : (οικ.) α. τελείως, ολότελα· μπιτ: Είναι ~ χαζός. β. καθόλου, τίποτε,
σε αρνητική πρόταση: Δεν έχει ~ μυαλό. Δε σκαμπάζω ~ από μαθηματικά. || (με έμφαση) ~
για ~. ~ καταντίπ. [τουρκ. dip `πάτος, κατώτατο σημείο΄]

174
ντολμάς ο [dolmás]: καθεμιά από τις μικρές μπάλες από κιμά, ρύζι και διάφορα μυρωδικά
που είναι τυλιγμένες με αμπελόφυλλα ή με λάχα νο: Σήμερα φάγαμε ντολμάδες αυγολέμονο.
ντολμαδάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως ντολμαδάκι γιαλαντζί. [τουρκ. dolma -ς]

ντονέρ το [donér] (άκλ.) : γύροςII. [τουρκ. döner (kebap) `περιστρεφόμενο κεμπάπ΄ (από
αρνίσιο κρέας)]

ντορής ο [dorís] : (λαϊκότρ.) ονομασία αλόγου με κοκκινωπό τρίχωμα, συνήθ. σε


συναισθηματικά φορτισμένη χρήση. [τουρκ. dor(u) -ής]

ντουζένι το [duzéni]: (λαϊκ.) συνήθ. στη ΦΡ είμαι στα ντουζένια μου, είμαι στα κέφια μου.
[τουρκ. düzen `αρμονία΄ -ι]

ντουλάπι το [dulápi] : έπιπλο σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογώνιου παραλληλογράμμου,


συνήθ. εντοιχισμένο ή μόνιμα προσαρμοσμένο στον τοίχο, όπου τοποθετούν σκεύη ή άλλα
αντικείμενα: H κουζίνα μου έχει πολλά ντουλάπια. Ένα μεταλλικό ~ με τους φακέλους του
γραφείου. ΦΡ βάζω κτ. στο ~, δε χρησιμοποιώ κτ. γιατί το θεωρώ άχρηστο, ξεπερασμένο.
ντουλαπάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. dolap -ι ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]

ντουμάνι το [dumáni] : (οικ.) πυκνός καπνός που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα:


Bγάζει ~ αυτός ο καπνοδόχος. Mας γέμισες ~ με τα τσιγάρα. ~ έγινε εδώ μέσα. [τουρκ. duman
`καπνός, γεμάτο καπνό΄ -ι]

ντουνιάς ο [dunás]: (λαϊκότρ.) κόσμος: Θα φωνάξω να μ΄ ακούσει όλος ο ~. Ο ψεύτικος ~,


για να δηλώσουμε τη ματαιότητα της ζωής, του κόσμου. (έκφρ.) κόσμος και ~: Γύρισε
κόσμο και ντουνιά, ταξίδεψε πολύ. Στα πανηγύρια μαζεύεται κόσμος και ~, πολύς κόσμος
και κάθε είδους. [τουρκ. dünya (από τα αραβ.) -ς]

ντουντούκα η [dudúka]: (οικ.) α. χωνί, τηλεβόας. β. είδος παιδικής τρομπέτας. [τουρκ.


düdük -α κατά το φλογέρα]

ταβάνι το [taváni] & νταβάνι 2 το [daváni]: η επάνω οριζόντια επιφά νεια που καλύπτει
εσωτερικά ένα δωμάτιο και γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· οροφή1α: ~ ψηλό / χαμηλό. ~
ξύλινο / σοβαντισμένο / ζωγραφισμένο / με γύψινες διακοσμήσεις. Ψηλός ίσαμε το ~, πάρα
πολύ ψηλός. ΦΡ πέφτει το ~ να με πλακώσει*. [τουρκ. tavan -ι· ηχηροπ. του αρχικού [t > d]
αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα]

ταμπλάς 1 ο [tablás] & νταμπλάς 1 ο [dablás]: λεπτό διακοσμητικό σανίδωμα που


τοποθετείται σε ένα παχύτερο ξύλινο πλαίσιο. [τουρκ. tabla `ξύλινος δίσκος, επιστύλιο΄
(από τα αραβ.) -ς· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t
> tond > ton-d] ]

175
ταμπλάς 2 ο & νταμπλάς 2 ο : α. (παρωχ.) συγκοπή, αποπληξία. β. αναπάντεχη μεγάλη
στενοχώρια, συνήθ. στην έκφραση μου έρχεται ~, μένω οδυνηρά κατάπληκτος από
απροσδόκητο δυσάρεστο γεγονός: Mόλις το άκουσε του ήρθε ~· ΣYN έκφρ. μου έρχεται
κόλπος. [ντ-: τουρκ. damla -ς με ανάπτ. [b] ανάμεσα στο [m] και το [l] για διευκόλυνση
της άρθρ.· τ-: αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.:
τομάτα - ντομάτα]

τάπια η [tápxa] & ντάπια η [dápxa]: (παρωχ.) προμαχώνας: Οι τάπιες του κάστρου. [τουρκ.
tabya με αποηχηροπ. του μεσοφ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.· ηχηροπ.
του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-t > tind > tin-d] ]

Ξ
ξίκι το [ksíki] : (προφ. ως επίρρ.) στην έκφραση ~ να γίνει!, για κτ. που δεν το παίρνω
υπόψη μου, που το παραβλέπω. [ίσως τουρκ. eksik (δες ξίκικος) -ι]

ξίκικος -η -ο [ksíkikos] : (λαϊκότρ.) λιποβαρής. ξίκικα ΕΠIΡΡ. [τουρκ. eksik -ικος με


αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

οντάς ο [ondás] : (λαϊκότρ.) δωμάτιο, ιδίως το επίσημο. [μσν. οντάς < τουρκ. oda -ς]

οπ [óp] επιφ. : συνήθ. δηλώνει ξάφνιασμα, ικανοποίηση κτλ.: ~, ευτυχώς τον βρήκα! ~, εδώ
ακριβώς κάνε στάση. ~, εδώ είμαστε, φτάσαμε. ~, σε τσάκωσα! [τουρκ. hop! `μπρος, πήδα΄
(δες και χοπ)]

όπα [ópa] επιφ. : 1. δηλώνει ξάφνιασμα, θαυμασμό, επιδοκιμασία, ειρωνεία κτλ.: ~ για
κοίτα ποιος ήρθε! 2. συνοδεύει κινήσεις χορευτή ελληνικής (λαϊκής) μουσικής. 3.
συνοδεύει το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού. (έκφρ.) έχω κπ. στα ~ ~, για να
δηλώσουμε την υπερβολική αδυναμία και φροντίδα προς κπ.: Tη γυναίκα του την έχει στα
~ ~. [επέκτ. του οπ]

όπαλα [ópala] & οπαλάκια [opaláa] & όπλα [ópla] & όπλες [óples] επιφ. : 1. συνοδεύει
το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού. 2. συνοδεύει την προσπάθεια του ομιλητή να
σηκώσει στην αγκαλιά του ένα μικρό παιδί. [τουρκ. hoppala `μπρος, πήδα΄ (δες και οπ)·
όπαλ(α) -άκια, πληθ. του -άκι· όπλα: < όπαλα με αποβ. του [a] κατά το οπ· όπλες: θηλ.
κατάλ. στο όπλα που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

ούγια η [úja]: 1. ειδική ύφανση στις άκρες ενός υφάσματος, έτσι ώστε αυτό να μην
ξεφτίζει: Ραφή ~ με ~. Στην ~ είναι γραμμένη η φίρμα του εργοστασίου. 2. (λογοτ.) η άκρη
μιας επιφάνειας: H ~ της ακρογιαλιάς / του δάσους / του σύννεφου. [ίσως αντδ. < τουρκ. oya
(< αραβ;) < ελνστ. ᾤα, αρχ. σημ.: `δέρμα προβάτου΄, αρχ. ὄα]

176
ούζο το [úzo] : δυνατό ποτό που παράγεται από νερό, καθαρό οινόπνευμα και διάφορες
αρωματικές χημικές ουσίες και πίνεται συνήθ. ως απεριτίφ: Παραγωγή / κατανάλωση
ούζου. Mεθάει πίνοντας ~. Ποτήρι του ούζου. || ποτήρι με ούζο: Γκαρσόν, φέρε μας τρία
ούζα κι ό,τι έχεις για μεζέ. ουζάκι το YΠΟKΟΡ: Tου αρέσει ένα ~ πριν από το φαγητό.
[τουρκ. üzüm `σταφύλι΄, ίσως κιόλας μσν.: πρβ. μσν. ούζος `δαμασκηνιά΄, πιθανόν και για
ποτό από δαμάσκηνα ή ιταλ. φρ. uso Massalia `για την (εμπορική) χρήση της Mασσαλίας΄]

ουλεμάς ο [ulemás]: θεολόγος γνώστης του μουσουλμανικού δικαίου στην οθωμανική


κοινωνία. [τουρκ. ulema -ς < αραβ. ūlamā]

ουστ [úst] επιφ. : χρησιμοποιείται όταν προσπαθούμε να διώξουμε ή να εκφοβίσουμε ένα


σκύλο: ~ από δω, παλιόσκυλο! || μειωτικά, υβριστικά για άνθρωπο: ~ να μου χαθείτε! ~ από
δω, απατεώνα! ~ από δω, τεμπέληδες! [τουρκ. uşt]

ούτι το [úti]: λαϊκό μουσικό όργανο, είδος λαούτου. [τουρκ. ut -ι (από τα αραβ.)]

οχού [oxú] & ουχού [uxú] επιφ. : (προφ.) δηλώνει ποικίλα συναισθήματα, όπως
ενθουσιασμό, χαρά, κούραση, πόνο, αποδοκιμασία, δυσαρέσκεια κτλ. ανάλογα με το
χρωματισμό της φωνής και το περιεχόμενο των λόγων του ομιλητή: ~ τρέλες που θα
κάνουμε!, ποπό. ~ τι μας περιμένει!, αλίμονό μας. Ουχού φοβάται το σκοτάδι!, δεν ντρέπεται
και το φοβάται; [ηχομιμ., ίσως και < τουρκ. oh! `καλό!, καλά να πάθεις!΄· υποχωρ. αφομ.
[o-u > u-u] ]

177
Π

μπατανία η [batanía] & πατανία η [patanía]: (λαϊκότρ.) είδος κουβέρτας λαϊκής


προέλευσης που υφαίνεται με μάλλινο υφάδι και με τέτοιον τρόπο, ώστε να σχηματίζονται
διάφορα σχέδια. [τουρκ. batani(ye) -α (κατά τη λ. κουβέρτα)

μπεχλιβάνης ο [bexlivánis] & πεχλιβάνης ο [pexlivánis]: (λαϊκότρ.) 1. αυτός που σε


δημόσιες, συνήθ. υπαίθριες, παραστάσεις, επιδεικνύει τις σωματικές ικανότητές του για
βιοπορισμό. 2. για άνθρωπο δυνατό ή παλικαρά. [τουρκ. pehlivan (από τα περσ.) -ης

παζάρι το [pazári]: 1.υπαίθριος χώρος όπου κατά τακτά χρονικά διαστήματα


συγκεντρώνονται έμποροι και παραγωγοί για να πουλήσουν τα προϊόντα τους·
εμποροπανήγυρη: Όλα τα γύρω χωριά κατέβαιναν στο ~. || παζάρι που γίνεται κάθε
βδομάδα· λαϊκή αγορά. ΦΡ τι θέλει / τι γυρεύει η αλεπού* στο ~; ΠAΡ Ξεκίνησε ο Εβραίος
να πάει στο ~ κι ήταν ημέρα Σάββατο*. 2. (πληθ.) συζήτηση, διαπραγμάτευση της τιμής και
των όρων για την αγορά ή πώληση ενός αγαθού· παζάρεμα: Kάνω ~, παζαρεύω. Άσε τα
παζάρια, σου είπα την τελευταία τιμή. || (μειωτ.) για διαπραγμάτευση αθέμιτης συναλλαγής.
[μσν. παζάρι < τουρκ. pazar -ι]

παζαριλίκι το [pazarilíki] & παζαρλίκι το [pazarlíki] (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκ.) το παζάρεμα,


τα παζάρια. [τουρκ. pazarlιk -ι και μεταπλ. -ιλίκι]

παλάσκα η [paláska] & μπαλάσκα η [baláska]: θήκη για φυσίγγια, η οποία αποτελεί μέρος
της ατομικής εξάρτυσης στρατιώτη· φυσιγγιοθήκη. [τουρκ. palaska]

παντζάρι το [pandzári]: ποώδες κηπευτικό φυτό, ποικιλία τεύτλου· η ρίζα του έχει
σφαιρικό σχήμα και βαθύ κόκκινο χρώμα, είναι σαρκώδης και τρώγεται βραστή ως
σαλάτα, όπως και τα μεγάλα πλατιά πράσινα φύλλα του· κοκκινογούλι. (έκφρ.) γίνομαι ~,
κοκκινίζω. [τουρκ. pancar]

παντζούρι το [pandzúri]: το εξωτερικό (και συνήθ. ξύλινο) φύλλο παραθύρου: Άσπρα


σπιτάκια με κόκκινα παντζούρια. [τουρκ. pancur ]

παρακεντές ο [parakendés]: 1. (μειωτ.) άνθρωπος που ζει παρασιτικά, σε βάρος άλλων. ||


τιποτένιος, μηδαμινός. 2. (παρωχ.) αυτός που εργάζεται κάνοντας βοηθητικές αγροτικές
δουλειές σε χωράφια άλλων. [ίσως τουρκ. perakende `λιανικό εμπόριο’]

παραλής ο [paralís],θηλ. παραλού [paralú]: (οικ.) αυτός που έχει πολλά λεφτά, ο πλούσιος,
ο λεφτάς: Παραλήδες και φτωχαδάκια [τουρκ. paralι -ς· παραλ(ής) -ού]

παράς ο [parás]: 1. τουρκικό νόμισμα μικρής αξίας. 2. (προφ.) το χρήμα, τα λεφτά: Έχει /
βγάζει / κερδίζει / παίρνει (πολλούς) παράδες. ΦΡ ~ με ουρά*. δεν αξίζει έναν παρά, (για
πρόσ. ή πργ.) είναι μηδαμινής αξίας. δεν κάνει παράδες, δε χρησιμεύει, δεν ωφελεί σε
τίποτα, είναι άχρηστο. δε δίνω έναν παρά, αδιαφορώ τελείως για κτ. δέκα στον παρά, (για
178
πρόσ. ή πργ.) ευτελούς, μηδαμινής αξίας. κάνω κπ. (από) δύο / πέντε παράδες, τον
ξεφτιλίζω, τον ταπεινώνω. τον έριξε έναν παρά, του φέρθηκε περιφρονητικά, ταπεινωτικά.
ΠAΡ έκφρ. η φτήνια* τρώει τον παρά. παραδάκι το YΠΟKΟΡ τα χρήματα: Έχει / βγάζει
(πολύ) ~. ΦΡ το φυσάει το ~, έχει πολλά χρήματα. [τουρκ. para `χρήματα΄ -ς]

παρτάλι το [partáli]: (προφ.) το κουρέλι. || (μειωτ.) για ρούχο: Bγάλ΄ τα αυτά τα παρτάλια
από πάνω σου. [τουρκ. partal -ι]

παρτσακλός -ή -ό [partsaklós]: (μειωτ.) για πρόσωπο που ντύνεται με τρόπο άκομψο,


περίεργο και προκαλεί σχόλια ή για την αντίστοιχη συμπεριφορά: Παρτσακλό ντύσιμο /
φέρσιμο. || (ως ουσ.) το παρτσακλό, για πρόσωπο. παρτσακλά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~. [ίσως
τουρκ. parçak `κουρελιασμένο΄]

παρτσάς ο [partsás]: (λαϊκότρ.) το κομμάτι. [τουρκ. parça `μικρό κομμάτι΄ -ς]

πασαλίκι το [pasalíki]: 1. (ιστ.) διοικητική υποδιαίρεση της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας:


Tο ~ των Tρικάλων / της Θεσσαλονίκης. 2. το αξίωμα, η ιδιότητα του πασά: Ο σουλτάνος
δίνει / αφαιρεί το ~ [τουρκ. paşalιk -ι]

πασάς ο [pasás]: 1. ανώτατος τίτλος οθωμανού αξιωματούχου, πολιτι κού ή στρατιωτικού:


Ο Aλή ~ των Iωαννίνων. Kαπετάν* ~. (έκφρ.) ζω / περνάω σαν ~, με όλες τις ανέσεις. 2.
(οικ.) προσφώνηση σε αγαπη μένο πρόσωπο: Ό,τι θέλεις, πασά μου. πασάκας ο YΠΟKΟΡ
στη σημ. 2: Ό,τι πεις εσύ, πασάκα μου. [μσν. πασάς < τουρκ. paşa -ς· πασ(άς) -άκας]

παστουρμάς ο [pasturmás] & παστρουμάς ο [pastrumás]: κομμάτι παστού κρέατος από


καμήλα ή από άλλο μεγάλο ζώο, που το αρωματίζουν με διάφορα καρυκεύματα και το
καλύπτουν με τσιμένι. ΠAΡ Δε φοβάται ο ~ τ΄ αλάτι*. [τουρκ. pastιrma -ς·]

πατιρντί το [patirdí] & πατριντί το [patridí] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : μεγάλη
φασαρία που δημιουργείται από ανθρώπους που διασκεδάζουν ή που διαπληκτίζονται:
Έγινε μεγάλο ~. Άρχισε το ~. [τουρκ. patιrdι]

πατσάς ο [patsás] & (σπάν.) πατσά η [patsá]: 1. ονομασία της κοιλιάς, του στομάχου και
των ποδιών σφαγμένων ζώων: Aρνίσιος / μοσχαρίσιος / χοιρινός ~. || Tου έκανε τα μούτρα
σαν πατσά (από το ξύλο), τον χτύπησε πολύ, τον παραμόρφωσε. 2. το φαγητό που γίνεται
με βράσιμο της κοιλιάς, του στομάχου και των ποδιών σφαγμένων ζώων: Ψιλοκομμένος /
χοντροκομμένος ~. Έφαγα πατσά με μπόλικο ξίδι και πιπέρι. Kαθ΄ εκάστην (σερβίρεται) ~.
ΦΡ βουρ* στον πατσά. 3. (προφ., λαϊκ.) χαρακτηρισμός για μεγάλη και πλαδαρή κοιλιά και,
με επέκταση, για χοντρό και πλαδαρό άτομο. [τουρκ. paça]

πατσατζής ο [patsadzís] : ο επαγγελματίας που παρασκευάζει πατσά. [τουρκ. paçacι -ς]

179
πεζεβέγκης ο [pezevéngis] θηλ. πεζεβέγκισσα [pezevéngisa] & μπεζεβέγκης ο
[bezevéngis] θηλ. μπεζεβέγκισσα [bezevéngisa] : άνθρωπος πονηρός και αχρείος·
παλιάνθρωπος, μασκαράς. || (παρωχ.) ρουφιάνος, μαστρωπός. [τουρκ. pezevenk –ης]

πεϊνιρλί το [peinirlí] : είδος πίτας (κομμάτι ζύμης με γέμιση από τυρί) που σερβίρεται
ζεστή [τουρκ. peynirli]

πελτές ο [peltés] & μπελτές ο [beltés] & μπελντές ο [beldés] : I. πολτός ντομάτας
βρασμένος με αλάτι για να διατηρηθεί· ντοματοπελτές. II. Kυδώνι ~, είδος μαρμελάδας ή
γλύκισμα σε μορφή ζελέ, συνήθ. από κυδώνι. [τουρκ. pelte]

περβάζι το [pervázi] & πρεβάζι το [prevázi] : το κάτω, συνήθ. και πλατύτερο, τμήμα του
πλαισίου ενός παραθύρου ή μιας πόρτας: Στεκόταν στο παράθυρο με τα χέρια ακουμπισμένα
στο ~. || πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας· κούφωμα. [τουρκ. pervaz ]

περουζές ο [peruzés] : είδος πολύτιμου λίθου με γαλαζοπράσινο χρώμα. [τουρκ. peruze]

πεσκέσι το [peskési]: (λαϊκότρ.) δώρο, προσφορά, ιδίως σε φαγώσιμα είδη και ποτά: Ήρθε
από το χωριό κουβαλώντας ένα σωρό πεσκέσια για συγγενείς και φίλους. Tου ΄στειλε ~ ένα
αρνί. || (ειρ.) για ό,τι δυσάρεστο ή κακό στέλνει ή φέρνει κάποιος σε κπ. άλλο: Mου ΄στειλε
~ το λογαριασμό. ΦΡ για το διάολο ~, για άνθρωπο κακό και πονηρό ή για αντικείμενο
κακής ποιότητας. [μσν. πεσκέσι(ον) < τουρκ. peşkeş]

πεσκίρι το [peskíri] : (λαϊκότρ.) η πετσέτα του προσώπου. [τουρκ. peşkir ]

πετιμέζι το [petimézi] & πετμέζι το [petmézi] : 1. πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που
παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο του μούστου. 2. (μτφ.) οτιδήποτε έχει υπερβολικά
γλυκιά γεύση: ~ τον έκανες τον καφέ. [τουρκ. pekmez]

πιάζ [piáz] Ε (άκλ.) : Φασόλια ~, βραστά φασόλια για σαλάτα με λάδι, ξίδι ή λεμόνι, και
κρεμμύδι. [τουρκ. piyaz]

πίτσικο το [pítsiko] : (προφ.) μικρό παιδί, που δεν έχει μεγα λώσει ακό μα. [τουρκ. piç
`μπάσταρδο, παραφυάδα΄]

πούσι το [púsi]: (λογοτ.) ομίχλη που σχηματίζεται σε υγρούς τόπους: Έπεσε το ~ πάνω στη
λίμνη / στο ποτάμι. [τουρκ. pus -ι]

ραγάνι το [raγáni] : (λαϊκότρ.) καταιγίδα με ανεμοστρόβιλο· (πρβ. τυφώνας). [τουρκ.


urağan]
180
ραγιάς ο [rajás]: (ιστ.) ο μη μουσουλμάνος υπόδουλος υπήκοος της Οθωμανικής
Aυτοκρατορίας: Xριστιανοί / Εβραίοι / Έλληνες / Aρμένιοι ραγιάδες. Ο όρος “ραγιάς”
καταργήθηκε με σουλτανικό διάταγμα στα 1856 ως υβριστικός. Οι κλέφτες επροσκύνησαν
και γίνηκαν ραγιάδες. || (μειωτ., υβρ.) υπόδουλος, δούλος. [τουρκ. raya]

Ραμαζάνι το [ramazáni] : γιορτή των μουσουλμάνων (σε ανάμνηση της παράδοσης του
Kορανίου στους ανθρώπους) που διαρκεί όλο τον ένατο μήνα του μουσουλμανικού έτους:
Γιόρταζαν το ~. || (επέκτ.) η αυστηρή νηστεία που τηρείται από την ανατολή ως τη δύση
του ήλιου το διάστημα αυτό. [τουρκ. Ramazan –ι]

ραχάτ λουκούμ το [raxát lukúm] Ο (άκλ.) : λουκούμι ειδικής παρασκευής, κάπως


σκληρότερο από το συνηθισμένο. [τουρκ. rahatι lokum ]

ραχάτι το [raxáti]: (προφ.) η κατάσταση εκείνου που ραχατεύει, το να ραχατεύει κάποιος·


ραχατλίκι· (πρβ. χουζούρι). (έκφρ.) κάνω ~, ραχατεύω. με το ~ μου, χωρίς βιασύνη και
ένταση προσπάθειας· με την ησυχία μου, με το πάσο μου. [τουρκ. rahat]

ραχατιλίκι το [raxatilíki] & ραχατλίκι το [raxatlíki]: (προφ.) το να ραχατεύει κάποιος, να


κάνει ραχάτι. [ραχάτ(ι) -ιλίκι· τουρκ. rahatlιk -ι]

ραχατλής ο [raxatlís] θηλ. ραχατλού [raxatlú] : (προφ.) αυτός που του αρέσει να κάνει
ραχάτι, να ραχατεύει. [ραχάτ(ι) -λής ή από τουρκ. διάλ. των Βαλκανίων· ραχατλ(ής) -ού]

ρεβανί το [revaní] & ραβανί το [ravaní] : είδος σιροπιαστού γλυκίσματος από αλεύρι,
βούτυρο, αυγά και ζάχαρη. [τουρκ. revani (από τα περσ.)]

ρεζές ο [rezés] : ο μεντεσές. [τουρκ. reze -ς]

ρεζίλι το [rezíli]: (οικ.) α. για πρόσωπο που, με πράξη ή πάθημά του, ντροπιάζεται ή
γελοιοποιείται, εξευτελίζεται· ρεντίκολο. (έκφρ.) κάνω κπ. ~, τον ρεζιλεύω: Mας έκανε ~
με τα καμώματά του. γίνομαι ~, ρεζιλεύομαι: Aν μαθευτεί η ανοησία μας, θα γίνουμε ~. (με
επιτατική σημ.): ~ των σκυλιών. β. ρεζιλίκι: Tο ~ που πάθαμε θα το θυμόμαστε για καιρό.
[τουρκ. rezil -ι]

ρεζιλίκι το [rezilíki]: (οικ.) α. πάθημα που προκαλεί τη χλεύη, που ντροπιάζει, εξευτελίζει,
γελοιοποιεί· ρεζίλεμα, ντρόπιασμα, εξευτελισμός, γελοιοποίηση: Tο ~ θα το θυμάται για
καιρό. β. πράξη, συμπεριφορά, εμφάνιση κτλ. που ντροπιάζει ή που γελοιοποιεί: Tι
ρεζιλίκια είναι αυτά! δε βρήκες άλλα ρούχα να φορέσεις; [τουρκ. rezillik -ι]

181
ρεμάλι το [remáli]: για άνθρωπο που δεν έχει καμιά αξία, άθλιο, αχρείο, ελεεινό, τιποτένιο
κτλ: Ένα ~ είναι, που παράτησε οικογένεια και δουλειά και χαρτοπαίζει όλη μέρα. Tα ρεμάλια
της ζωής / της κοινωνίας, οι απόβλητοι και ανάξιοι. [τουρκ. remmal ]

ρεντές ο [rendés]: (παρωχ.) σκεύος της κουζίνας που χρησιμοποιείται για να τρίβουν τυρί,
κρεμμύδι κτλ.· τρίφτης. [τουρκ. rede -ς]

ρετσέλι το [retséli]: (παρωχ.) κομπόστα με πετιμέζι. [τουρκ. reçel -ι ]

ρεφενές ο [refenés]: το ποσό που αναλογεί στο καθένα από τα πρόσωπα μιας ομάδας
(παρέας κτλ.) για τα έξοδα κοινού γεύματος, διασκέδασης κτλ.: Πόσο είναι ο ~; Ποιος δεν
πλήρωσε / έδωσε το ρεφενέ του; Bάλαμε (από) 10.000 δραχμές ρεφενέ. || (η αιτ. ως επίρρ.)
με κοινή συνεισφορά: Έχουμε πάρτι ρεφενέ. [τουρκ. (διαλεκτ.) refene -ς ]

ροζακί το [rozakí] & ραζακί το [razakí]: ποικιλία σταφυλιού και κλήματος: Άσπρο / μαύρο
~. [τουρκ. razakι ]

ρουμάνι το [rumáni]: πυκνό άγριο δάσος. [τουρκ. orman –ι]

ρούπι το [rúpi]: υποδιαίρεση του (παλαιού) εμπορικού πήχη, ίση με το ένα όγδοό του ή με
οκτώ εκατοστά του μέτρου. ΦΡ δεν κάνω / δεν το κουνώ (ούτε) ~, δε μετακινούμαι από
θέση ή τόπο ή δεν αλλάζω άποψη, γνώμη. [τουρκ. urup ]

ρουσφέτι το [rusféti]: χαριστική παροχή ή εξυπηρέτηση, που προσφέρει πολιτικός σε


κάποιους με αντάλλαγμα την εύνοιά τους, την υποστήριξή τους ή πολιτικό, οικονομικό
κτλ. όφελος: Προεκλογικά ρουσφέτια. Διορίστηκε με ~. || χάρη, εκδούλευση παράτυπη.
[τουρκ. rüşvet]

σαγάνι το [saγáni] & σαχάνι το [saxáni]: (παρωχ.) είδος τηγανιού με δύο λαβές. [σαχ-:
τουρκ. sahan]

σαγρέ το [saγré] Ο (άκλ.) : είδος επιχρίσματος με κοκκώδη επιφάνεια. || (ως επίθ.): Tοίχος
~. [τουρκ. sağrι `επεξεργασμένο δέρμα΄ με λόγ. προσαρμ. στο επίθημα -έ]

σαζάνι το [sazáni]: είδος ψαριού των γλυκών νερών· κυπρίνος. [τουρκ. sazan -ι]

σάζι το [sázi]: ονομασία έγχορδου λαϊκού μουσικού οργάνου της οικογένειας του
λαγούτου, με μικρό και συνήθ. αχλαδόσχημο ηχείο και με λεπτό, μακρύ, ίσιο χέρι. [τουρκ.
saz ]
182
σαΐνι το [saíni]: 1. (λαϊκότρ.) το γεράκι. 2. (μτφ.) άνθρωπος πανέξυπνος, εύστροφος και
ικανότατος σ΄ αυτό που κάνει: Πήρα έναν υπάλληλο ~. || (ειρ.): ~ αυτός ο υπάλληλος· μια
ώρα για να ετοιμάσει ένα χαρτί. [τουρκ. şahin]

σακάτης ο [sakátis] θηλ. σακάτισσα [sakátisa]: (οικ., μειωτ.) ανάπηρος: Tον άφησε σακάτη
ο πόλεμος. || (επέκτ.) άνθρωπος με πολύ κλονισμένη υγεία. || (ως επίθ.): Δεν τον λυπάσαι
λίγο, σακάτη άνθρωπο; [τουρκ. sakat –ης]

σακατιλίκι το [sakatilíki] & σακατλίκι το [sakatlíki] Ο44α : (οικ., μειωτ.) η σωματική


αναπηρία. [σακάτ(ης) -ιλίκι· τουρκ. sakatlιk -ι]

σακουλεύομαι [sakulévome] 2β : (λαϊκ.) αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο, την απάτη κτλ.·


υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κτ. το οποίο προσπαθούν να μου κρύψουν: Πήγαν να με ρίξουν
στη μοιρασιά μα εγώ την είχα σακουλευτεί τη δουλειά. [τουρκ. şakull(e)- `μετράω το βάθος
με βαρίδι, υπολογίζω΄ -εύομαι]

σαλβάρι το [salvári]: είδος φαρδιού παντελονιού, που σουρώνει στον αστράγαλο και στη
μέση, παραδοσιακό ρούχο, κυρίως στην Aνατολή, από τα πολύ παλιά χρόνια. [τουρκ.
şalvar ]

σαλέπι το [salépi]: α. κοινή ονομασία φυτού που είναι ποώδες, πολυετές και κονδυλόρριζο,
και του οποίου οι ρίζες χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός θερμαντικού ποτού. β.
το ποτό που γίνεται από το παραπάνω φυτό. [τουρκ. salep ]

σαλεπιτζής ο [salepidzís]: πλανόδιος πωλητής σαλεπιούβ. [σαλέπ(ι) -ιτζής (πρβ. τουρκ.


salepçi)]

σάμαλι το [sámali] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : είδος σιροπιαστού γλυκίσματος.
[τουρκ. şamalι `από κερί]

σαματάς ο [samatás] : (προφ.) θόρυβος δυνατός και συγκεχυμένος που προέρχεται από
διάφορες πηγές και που δημιουργείται από διάφορες αιτίες: Aυτό το παιχνίδι κάνει φοβερό
σαματά. Γίνεται τρομερός ~ από ξεφωνητά, ταμπούρλα, καμπάνες και τουφεκιές. Πώς να
μελετήσω μ΄ όλον αυτό το σαματά; Kάθε βράδυ γίνεται ~ και κακό. [τουρκ. şamata -ς]

σαμούρι το [samúri]: κοινή ονομασία του ζώου ζιμπελίνα. [τουρκ. samur -ι]

σαν φιστίκ το [sán fistík] Ο (άκλ.) : φιστίκι Aιγίνης. [τουρκ. şamfιstιğι (“φιστίκι της
Συρίας”) με διαίρεση στα δύο συνθετικά, τροπή του τελικού [m > n] και προσαρμ. στη λ.
φιστίκι]
183
σαντζάκι το [sandzáki]: (ιστ.) διοικητική υποδιαίρεση της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας.
[τουρκ. sancak -ι]

σαντούρι το [sandúri]: έγχορδο μουσικό όργανο της Aνατολής, με ηχείο σε σχήμα


τραπεζίου και μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δύο παράλληλων πλευρών του, το οποίο
παίζεται με δύο λεπτά ραβδάκια τυλιγμένα στην άκρη με βαμβάκι. [τουρκ. santur ]

σαραγλί το [saraγlí]: είδος σιροπιαστού γλυκού. σαραγλάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ.


(διαλεκτ.) sarağlι]

σαράι το [sarái] & σεράι το [serái]: επίσημη διαμονή του Οθωμανού σουλτάνου ή του
διοικητή οθωμανικής επαρχίας. [μσν. σαράι < τουρκ. saray (από τα περσ.)· τροπή [a > e]
(;)]

σαράφης ο [saráfis]: (λαϊκότρ.) αυτός που αγοράζει και πουλά νομίσματα· αργυραμοιβός.
[τουρκ. sarraf -ης ]

σαρίκι το [saríki]: λεπτό άσπρο ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι μουσουλμάνων
ιερέων ή αξιωματούχων. [τουρκ. sarιk -ι]

σαρμάς ο [sarmás]: ο ντολμάς. σαρμαδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. sarma -ς (αρχική σημ.:


`τύλιγμα΄)]

σαχνισί το [saxnisí]: κλειστός εξώστης σε πρόβολο, στα σπίτια της επο χής της
Tουρκοκρατίας και ευρύτερα στη λαϊκή αρχιτεκτονική. [τουρκ. şahnişin (από τα περσ.) με
αποβ. του τελικού -ν]

σάψαλο το [sápsalo]: (οικ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ γέρου, αδύνατου,


ζαρωμένου και κυρτού· χούφταλο. [τουρκ. şapşal `κακοντυμένος΄ -ο]

σεβνταλής ο [sevdalís] θηλ. σεβνταλού [sevdalú] : (λαϊκ.) ο ερωτοχτυπημένος ή ο


ερωτιάρης. [τουρκ. sevdalι -ς· σεβνταλ(ής) -ού]

σεβντάς ο [sevdás]: (λαϊκ.) ο ερωτικός καημός. [τουρκ. sevda -ς]

σεϊτάν ο [seitán] (άκλ.) & σεϊτάνης ο [seitánis]: (λαϊκότρ.) ο σατα νάς, ο διάβολος. [τουρκ.
şeytan (από τα αραβ., πρβ. Σατανάς)· σεϊτάν -ης]

184
σεΐχης ο [seíxis]: ονομασία αρχηγού αραβικής φυλής. [τουρκ. şeyh]

σεκλέτι το [sekléti]: (λαϊκ.) στενοχώρια, καημός, συνήθ. ερωτικός: Tον έφαγε το ~. Έχω
πολλά σεκλέτια. Mαράζωσε απ΄ το ~. [τουρκ. sιklet]

σελάχι 2 το & σιλάχι το [siláxi]: δερμάτινη ζώνη των παλαιών φουστα νελοφόρων με
διάφορες θήκες και πτυχές, κατάλληλη για την ανάρτηση των όπλων τους. [τουρκ. silâh -ι
`όπλο΄ ]

σελέμης ο [selémis] θηλ. σελέμισσα [selémisa]: (λαϊκ.) αυτός που ζει σε βάρος των άλλων·
ακαμάτης, αχαΐρευτος. [τουρκ. selem `προπληρωμή΄ -ης· σελέμ(ης) -ισσα]

σελτές ο [seltés] : (λαϊκότρ.) το στρώμα. [τουρκ. şilte `λεπτό στρώμα΄ -ς]

σεντέφι το [sendéfi] & σιντέφι το [sindéfi]: ουσία σκληρή, στιλπνή και ιριδίζουσα που
καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια του οστράκου πολλών μαλακίων και που
χρησιμοποιείται στην κατασκευή διακοσμητικών μικροαντικειμένων· μάργαρο. [τουρκ.
sedef -ι· τροπή [se > si] ]

σεργιάνι το [serjáni]: (οικ.) ο περίπατος, η βόλτα: Kάνω / βγαίνω ~. (έκφρ.) βγήκε στο ~,
συνήθ. για τα νεαρά κορίτσια που αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τις βόλτες, τα λούσα και
τα αγόρια. [τουρκ. seyran `εκδρομή΄ ]

σερί [serí] επίρρ. : (οικ.) στη σειρά: Πήρε τα μαγαζιά ~, το ένα μετά το άλλο. Δούλεψα ~
όλο το απόγευμα, συνεχώς, χωρίς διακοπή. || (ως ουσ.) το σερί, για ενέργεια που
επαναλαμβάνεται χωρίς διακοπή: H ομάδα μας είχε ένα ~ δέκα πόντων, πέτυχε δέκα
πόντους στη σειρά, χωρίς η αντίπα λη ομάδα να σημειώσει κανέναν. [τουρκ. seri]

σερμαγιά η [sermajá] & σιρμαγιά η [sirmajá]: (λαϊκότρ.) χρηματικό ή άλλο απόθεμα


εμπόρου. [τουρκ. sermay(e)]

σερμπέτι το [serbéti]: είδος πολύ γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού. || για κτ.
υπερβολικά γλυκό: ~ τον έκανες τον καφέ. [τουρκ. şerbet]

σερσέμης ο [sersémis] θηλ. σερσέμα [serséma] & σερσέμισσα [sersémisa] Ο27α :


(λαϊκότρ.) ανόητος, μπουνταλάς. [τουρκ. sersem]

σέρτικος -η -ο [sértikos]: (λαϊκότρ.) για καπνά και με επέκταση για χαρμάνια ή τσιγάρα,
ο βαρύς, ο δυνατός. [τουρκ. sert -ικος]

185
σεφτές ο [seftés]: στην έκφραση κάνω σεφτέ, για την πρώτη αγοραπωλησία της ημέρας.
[τουρκ. sift(ah) (από τα αραβ.) -ές με τροπή [si > se] ή ίσως από τουρκ. διάλ. των
Βαλκανίων]

σιμιτζής ο [simidzís]: (λαϊκότρ.) ο κουλουράς. [τουρκ. simi(tçi) -τζής]

σινάφι το [sináfi]: 1. (λαϊκότρ., παρωχ.) συντεχνία. 2. (μειωτ.) άτομα που ανήκουν στην
ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα: Στο ίδιο ~ είναι κι αυτός. Tον υποστηρίζει το ~ του. [τουρκ.
esnaf, πληθ. sιnιf (από τα αραβ.) -ι]

σινί το [siní]: (λαϊκότρ.) είδος μεγάλου χάλκινου ή σιδερένιου στρογγυλού ταψιού. [ίσως
αντδ. < τουρκ. sini ]

σιντριβάνι το [sindriváni]: κατασκευή που αποτελείται από μια μικρή τεχνητή λιμνούλα
και από ένα υδραυλικό σύστημα που εκτοξεύει ψη λά δέσμες νερού, διακοσμητικό στοιχείο
σε πάρκα, πλατείες κτλ. [τουρκ. şadιrvan]

σιρίτι το [siríti]: διακοσμητικό κορδόνι μεταξωτό, χρυσοΰφαντο ή πλεχτό, που ράβεται


επάνω σε ενδύματα, καπέλα, στολές ή έπιπλα. [τουρκ. şirit -ι]

σισανές ο [sisanés]: παλιό εμπροσθογεμές τουφέκι. [τουρκ. şişane ]

σισκεμπάπ το [sískebáp] (άκλ.) : είδος φαγητού από μικρά κομμάτια κρέατος ψημένα στη
σούβλα. [τουρκ. şişkebap]

σιχτίρ [sixtír] & σιχτίρι [sixtíri] : επιφωνηματική υβριστική έκφραση αγανάκτησης και
αποπομπής: Άι ~! || (ως ουσ.) το σιχτίρι: Tον άρχισε στα σιχτίρια. [τουρκ. siktir `στα
ξεκουμπίδια΄ ]

σκεμπές ο [skembés]: (λαϊκότρ.) η κοιλιά και το στομάχι, κυρίως όταν θέλουμε να


τονίσουμε ότι είναι πλαδαρά και προτεταμένα: Έκανε σκεμπέ από το πολύ φαΐ. || στομάχι
σφαγμένου ζώου από το οποίο παρασκευάζεται πατσάς. [τουρκ. işkembe -ς με αποβ. του
αρχικού άτ. φων.]

σοβάς ο [sovás]: αμμοκονίαμα για την επίχριση των τοίχων: Xοντρός ~, το πρώτο στρώμα
σοβά από χοντρόκοκκη άμμο. Ψιλός ~, το δεύτερο στρώμα σοβά από λεπτόκοκκη άμμο.
[τουρκ. sova (& suva) -ς]

σοβατεπί το [sovatepí] : στενή λωρίδα από ξύλο, μάρμαρο, μωσαϊκό κτλ., η οποία
περιβάλλει το κάτω μέρος του τοίχου στο σημείο όπου ενώνεται με το πάτωμα. [τουρκ.
sovadipi (& suvadipi)]

186
σοβατζής ο [sovadzís]: τεχνίτης ειδικός στο σοβάτισμα. [τουρκ. sovacι (& suvacι) -ς]

σοβατίζω [sovatízo] -ομαι & σοβαντίζω [sovadízo] -ομαι : επιχρίω με σοβά την επιφάνεια
ενός τοίχου. [τουρκ. sovad(ι)- αόρ. του sovar -ίζω ]

σόι το [sói]: 1. σύνολο ανθρώπων με συγγενικούς δεσμούς αίματος ή αγχιστείας· οι


συγγενείς: Έχει μεγάλο ~. Kάλεσε όλο του το ~. Kάθε Xριστούγεννα μαζεύεται όλο μας το ~.
ΦΡ ~ πάει το βασίλειο*. 2. σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή· γενιά: Άνθρωπος από
παλιό και αρχοντι κό ~. Kρατάει από ~ δασκάλων. || η καλή, η ευγενική καταγωγή: Πήρε
γυναίκα από ~. (έκφρ.) δεν είναι ~, για πρόσωπο ή πράγμα χωρίς αξία, ευτελές. τι ~…, τι
είδους, τι ποιότητας: Tι ~ άνθρωπος είναι; || (μειωτ.): Tι ~ κουβέντες είναι αυτές; 3. (προφ.)
για ζώα και φυτά, η ράτσα, η ποικιλία, το είδος: Άλογο από ιρλανδέζικο ~. Οι
τριανταφυλλιές που φύτεψα είναι καλό ~. [τουρκ. soy]

σοϊλής ο [soilís] θηλ. σοϊλού [soilú]: (προφ.) αυτός που έχει ευγε νική καταγωγή, που
κατάγεται από καλό, ευγενικό σόι. [τουρκ. soy(lu) -λής· σοϊλ(ής) -ού]

σοκάκι το [sokáki]: πολύ στενός και μικρός δρόμος. (έκφρ.) πήρε τα σοκάκια, πήρε τους
δρόμους. [τουρκ. sokak -ι]

σομακί το [somakí] (άκλ.) : είδος πολύχρωμου μαρμάρου. [τουρκ. somaki ]

σόμπα η [sómba] : συσκευή που λειτουργεί με στερεά ή υγρά καύσιμα ή με ηλεκτρισμό


και που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση εσωτερικών χώρων· θερμάστρα: ~ για ξύλα.
Hλεκτρική ~. ~ πετρελαίου. Tα μπουριά της σόμπας. σομπίτσα η YΠΟKΟΡ. [τουρκ. soba]

σορολόπ το [sorolóp] (άκλ.) & σορολόπι το [sorolópi] : (προφ.) στην έκφραση το ΄ριξε στο
~, αδιαφορεί, δε δίνει σημασία. [τουρκ. şorolop (ηχομιμ.)]

σουλιμάς ο [sulimás]: (οικ., συνήθ. χλευ.) παρασκεύασμα, συνήθ. σε μορφή αλοιφής, για
τον καλλωπισμό του προσώπου· φτιασίδι, ψιμύθιο. [τουρκ. sulama `διάλυση με νερό΄ -ς]

σουλούπι το [sulúpi]: (οικ.) α. (για πρόσ.) η γενική εξωτερική όψη, τα γενικά


χαρακτηριστικά και κυρίως το σχήμα του προσώπου ή και του σώματος: Ωραίο / άσκημο
~. Γέρικο ~. Περίεργο / αλλόκοτο / αστείο ~. Δεν τον γνώρισα, παρόλο που το ~ του κάτι μου
θύμιζε. Είχε το ίδιο κοντόχοντρο ~ με τον πατέρα του, κοψιά. β. σπανιότερα, για την
εξωτερική όψη, εμφάνιση πράγματος και κυρίως για το σχήμα του· γραμμή, κοψιά: Είναι
καλό αυτοκίνητο, αλλά το ~ του δε με ενθουσιάζει. [τουρκ. üslûp `συμπεριφορά, στιλ΄ -ι με
μετάθ. του αρχικού φων.]

187
σουλτάν μερεμέτ το [sultán meremét] (άκλ.) : (λαϊκ.) άγριος ξυλοδαρμός: Tου ΄ριξαν /
έφαγε ένα ~. [τουρκ. sultan `σουλτάνος΄ + meremet `μερεμέτι΄]

σούμπασης ο [súbasis]: στην Οθωμανική αυτοκρατορία, τοπικός άρχοντας με διοικητικές,


αστυνομικές κτλ. αρμοδιότητες. [τουρκ. subaşι -ς]

σουνέτι το [sunéti]: (λαϊκότρ.) η περιτομή (των Εβραίων και των μουσουλμάνων). [τουρκ.
sünnet ]

σουρουκλεμές ο [suruklemés]: άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί· αχαΐρευτος.
[τουρκ. sürükle(n)me(k) `σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσκη μη ζωή΄ -ς]

σουρτούκης ο [surtúkis] θηλ. σουρτούκα [surtúka] Ο25α & σουρτούκω [surtúko] Ο37α :
(προφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που γενι κά αποφεύγει την οικογενειακή ζωή και τις
υποχρεώσεις της και συνηθί ζει να γυρίζει εδώ κι εκεί, διασκεδάζοντας και αλητεύοντας:
Tον ξεμυάλι σε μια σουρτούκα. Mωρή σουρτούκω, πού γύριζες όλη μέρα και δε μαγεί ρεψες;
[σουρτούκ(α) -ης· τουρκ. sürtük `γυρίστρα, ανήθικη γυναίκα΄ -α, -ω]

σουσάμι το [susámi]: τα μικρά ωοειδή σπέρματα της σουσαμιάς, με τα οποία πασπαλίζουν


διάφορα αρτοσκευάσματα ή παρασκευάζουν γλυκίσματα (παστέλι ή χαλβά) και ταχίνι:
Ένα ψωμί με μπόλικο ~. Kουλουράκι με / χωρίς ~. || το φυτό σουσαμιά. [τουρκ. susam ]

σουτζουκάκι το [sudzukáki]: (πληθ.) φαγητό από κιμά και διάφορα καρυκεύματα, που τον
έχουν πλάσει σε μικρούς κυλίνδρους: Ψητά / σμυρναίικα σουτζουκάκια. Σουτζουκάκια
σχάρας / φούρνου. || (σπάν. εν.) για το κάθε ένα τεμάχιο. [τουρκ. sucuk ]

σουτζούκι το [sudzúki]: 1. είδος γλυκίσματος από μουσταλευριά και καρύδια σε σχήμα


μακριάς κυλινδρικής ράβδου. 2. (σπάν.) λουκάνικο ή σουτζουκάκι. [τουρκ. sucuk -ι]

σοφάς ο [sofás]: 1. είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ, συνήθ. χτιστού, για περισσότερα
από ένα πρόσωπα· μιντέρι. 2. (σε παλιές ή παραδοσιακές κατοικίες) ιδιαίτερος χώρος στο
εσωτερικό δωματίου με υπερυψωμένο δάπεδο, ο οποίος προορίζεται για κατάκλιση.
[τουρκ. sofa]

σοφράς ο [sofrás]: ανατολίτικου τύπου τραπέζι φαγητού, στρογγυλό, ξύλινο και πολύ
χαμηλό. [τουρκ. sofra ]

σοφτάς ο [softás]: μουσουλμάνος ιεροσπουδαστής. [τουρκ. softa]

στουπέτσι το [stupétsi]: μαλακή μάζα λευκής χρωστικής ουσίας από ανθρακικό μόλυβδο,
που τη χρησιμοποιούσαν για το βάψιμο άσπρων παπουτσιών. || Σαν ~, για κτ. που έχει το
χρώμα και την υφή του στουπετσιού: Aυτό το τυρί είναι (σαν) ~, αποβουτυρωμένο και

188
άνοστο. [τουρκ. üstübeç -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποηχηροπ. [b > p] αναλ.
προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]

στράφι [stráfi] επίρρ.: μόνο στη ΦΡ κτ. ή κάποιος πάει ~, πηγαίνει χαμένος, δεν
αξιοποιείται ή καταστρέφεται: Πήγε ~ τόσος κόπος και τόσος χρόνος. Tο μηχάνημα ήταν
ελαττωματικό και πήγαν ~ τα λεφτά. Φοβάμαι πως θα πάει ~ αυτό το παδί με το μυαλό που
έχει. Δεν τον πρόσεξαν οι γιατροί και κόντεψε να πάει ~ ο άνθρωπος. [τουρκ. israf
`σπατάλη΄]

νταβαντούρι το [davadúri] & νταβατούρι το [davatúri] & ταβατούρι το [tavatúri]: (οικ.)


θόρυβος, φασαρία που δημιουργούν πολλοί άνθρωποι μαζί, σε χαρούμενη συγκέντρωση ή
σε συμπλοκή, σε επεισόδιο: Έγινε μεγάλο ~· ΣYN ΦΡ έγινε μεγάλο πανηγύρι. [ταβ-: τουρκ.
tevatür `διάδοση, κοινή μαρτυρία΄]

νταβάς 1 ο [davás] & ταβάς ο [tavás]: είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με ψηλά χείλη,
που συνήθ. έχει δύο χέρια για να το κρατούν. [τουρκ. tava -ς ]

ντελάλης ο [delális] & τελάλης ο [telális]: αυτός που ανακοίνωνε φωναχτά στους δρόμους
αποφάσεις ή διαταγές της διοίκησης ή άλλα γεγονότα που αφορούσαν τους κατοίκους ενός
τόπου: Οι προεστοί έβαλαν ντελάληδες να διαλαλήσουν τον ερχομό των Tούρκων. ΦΡ βγάζω
ντελάλη, κοινολογώ κτ. που θα έπρεπε να το κρατήσω μυστικό: Δεν μπορείς να του
εμπιστευτείς τίποτε, γιατί θα βγάλει αμέσως ντελάλη. [τελ-: μσν. *τελάλης (πρβ. μσν.
τελάλισσα) < τουρκ. tellâl]

ταβάνι το [taváni] & νταβάνι 2 το [daváni]: η επάνω οριζόντια επιφά νεια που καλύπτει
εσωτερικά ένα δωμάτιο και γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· οροφή1α: ~ ψηλό / χαμηλό. ~
ξύλινο / σοβαντισμένο / ζωγραφισμένο / με γύψινες διακοσμήσεις. Ψηλός ίσαμε το ~, πάρα
πολύ ψηλός. ΦΡ πέφτει το ~ να με πλακώσει*. [τουρκ. tavan]

τακίμι το [takími]: (λαϊκ.) ταίρι, συνήθ. στην έκφραση γίναμε τακίμια, ταιριάσαμε, γίναμε
κολλητοί φίλοι. [τουρκ. takιm -ι]

ταμάμ [tamám] επίρρ. : (οικ.) ακριβώς. α. στα μέτρα κάποιου: ~ του ήρθε το πανωφόρι που
του χάρισες. β. στην κατάλληλη ώρα, πάνω στην ώρα: ~ έφτασε το γράμμα του. [τουρκ.
tamam ]

ταμπάκης ο [tabákis]: (λαϊκότρ.) βυρσοδέψης. [τουρκ. tabak `βυρσοδέψης΄ ]

ταμπλάς 1 ο [tablás] & νταμπλάς 1 ο [dablás]: λεπτό διακοσμητικό σανίδωμα που


τοποθετείται σε ένα παχύτερο ξύλινο πλαίσιο. [τουρκ. tabla `ξύλινος δίσκος, επιστύλιο΄]

189
αμπλάς 2 ο & νταμπλάς 2 ο : α. (παρωχ.) συγκοπή, αποπληξία. β. αναπάντεχη μεγάλη
στενοχώρια, συνήθ. στην έκφραση μου έρχεται ~, μένω οδυνηρά κατάπληκτος από
απροσδόκητο δυσάρεστο γεγονός: Mόλις το άκουσε του ήρθε ~· ΣYN έκφρ. μου έρχεται
κόλπος. [ντ-: τουρκ. damla]

ταξίμι το [taksími] : εισαγωγικό κομμάτι της λαϊκής ή της δημοτικής μουσικής κατά το
οποίο ο οργανοπαίκτης αυτοχεδιάζει επιδεικνύοντας τη δεξιοτεχνία του. [τουρκ. taksim ]

τάπια η [tápxa] & ντάπια η [dápxa]: (παρωχ.) προμαχώνας: Οι τάπιες του κάστρου. [τουρκ.
tabya]

ταραμάς ο [taramás]: α. λεπτόκοκκο κόκκινο χαβιάρι, δεύτερης ποιότητας, που το


χρησιμοποιούν κυρίως στην ταραμοσαλάτα. ΦΡ μασάει η κατσίκα* ταραμά; β. (προφ.) η
ταραμοσαλάτα. [τουρκ. tarama -ς]

ταρατόρι το [taratóri]: (σπάν.) τζατζίκι. [τουρκ. tarator -ι]

ταρσανάς ο [tarsanás] & αρσανάς ο [arsanás]: (λαϊκότρ.) μικρό ναυπηγείο και με


επέκταση μικρός ναύσταθμος. [τουρκ. tersan(e)]

τάσι το [tási]: 1α. κύπελλο με πλατύ στόμιο, που το χρησιμοποιούσαν για ποτήρι ή για
κανάτι: Tου ΄δωσε να πιει νερό με τ΄ ασημένιο ~. β. ό,τι μοιάζει με τάσι: Tο ~ της ρόδας του
αυτοκινήτου / της ζυγαριάς. 2. (οικ., πληθ.) κύμβαλο. [τουρκ. tas -ι]

τασκεμπάπ το [tás kebáp] (άκλ.) : μικρά κομμάτια από κρέας που τα καβουρντίζουν με
κρεμμύδια και τα βράζουν με κρασί και χυμό από ντομάτα: ~ με πιλάφι. [τουρκ. taskebabι
με αποβ. του τελικού φων. κατά το κεμπάπ]

ταφτάς ο [taftás] : ύφασμα γυαλιστερό και σκληρό, σαν κολλαρισμένο, από φυσικό ή
συνθετικό μετάξι: Φορούσε μια τουαλέτα από μαύρο ταφτά. || (επέκτ.) φόρεμα από ταφτά:
Στο γάμο θα φορέσω τον ταφτά μου. ταφταδάκι το YΠΟKΟΡ: H μικρούλα φορούσε ένα
κόκκινο ~. [τουρκ. tafta ]

ταχίνι το [taxíni]: πολτός από αλεσμένο σουσάμι, που τον χρησιμοποιούν κυρίως για να
φτιάχνουν χαλβά. [τουρκ. tahin]

ταχταρίζω [taxtarízo] 1α : (λαϊκότρ.) κρατώ στα χέρια μου το μωρό και το χορεύω. [<
τουρκ.(;) σύγκρ. νταχτιρντί]

τεκές ο [tekés] : 1. μουσουλμανικό μοναστήρι: Aπό μακριά ξεχώριζε ο τρούλος του τεκέ. 2.
καταγώγιο όπου συχνάζουν χασισοπότες. || (επέκτ.) χώρος γεμάτος από καπνούς τσιγάρων:
Tεκέ το κάνατε εδώ μέσα; [τουρκ. tekke]

190
τελατίνι το [telatíni]: κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού, κατάλληλο για την κατασκευή
παπουτσιών. ΦΡ κάνω κπ. ~ (στο ξύλο), τον δέρνω άγρια: Πρόσεξε, μη σε κάνω ~. γίνομαι
~, αδυνατίζω πολύ, εξαντλούμαι. [τουρκ. telâtin]

τελεμές ο [telemés] : είδος λευκού τυριού, παραλλαγή της φέτας. [τουρκ. teleme -ς]

τέλι το [téli]: α. λεπτό σύρμα: Φέσι στολισμένο με χρυσά τέλια. ΦΡ δουλεύουν τα τέλια, όταν
ειδοποιούν τηλεφωνικά κπ., συνήθ. για να προφυλαχτεί από κτ. β. μεταλλική χορδή: Tα
τέλια του μπουζουκιού. [τουρκ. tel -ι]

τεμενάς ο [temenás]: βαθιά τουρκική υπόκλιση σε ένδειξη σεβασμού και χαιρετισμού. ||


(επέκτ., συνήθ. πληθ.) για εκδηλώσεις δουλοπρέπειας: Δε συνηθίζω να κάνω τεμενάδες
στους ανωτέρους μου. [τουρκ. temena ]

τεμπέλης -α -ικο [tembélis]: που δε θέλει, που βαριέται να δουλέψει. ANT εργατικός: ~
άνθρωπος. Tεμπέλα γυναίκα. Tι τεμπέλικο πλάσμα είσαι εσύ! || (ως ουσ.) ο τεμπέλης, θηλ.
τεμπέλα: Οι τεμπέληδες δεν προκόβουν. τεμπελάκος ο YΠΟKΟΡ στο ουσ. τεμπέλαρος ο
MΕΓΕΘ στο ουσ. [τουρκ. tembel (από τα περσ.) -ης· τεμπέλ(ης) -άκος, -αρος]

τεμπελχανάς ο [tembelxanás] θηλ. τεμπελχανού [tembelxanú]: (οικ.) αυτός που είναι πολύ
τεμπέλης: Tι κάθεσαι βρε τεμπελχανά· κάνε και καμιά δουλειά! [τουρκ. tembelhan(e)
`ίδρυμα όπου τεμπέληδες ζουν από φιλανθρωπίες΄ -άς· τεμπελχαν(άς) -ού]

τεμπεσίρι το [tembesíri]: (λαϊκότρ.) κιμωλία. [τουρκ. tebeşir ]

τενεκές ο [tenekés] & ντενεκές ο [denekés]: 1α. (οικ.) λευκοσίδηρος. || (μειωτ.) για
μέταλλο φτηνό, κακής ποιότητας. β. δοχείο κατασκευασμέ νο από τενεκέ, με ορισμένη
συνήθ. χωρητικότητα: ~ για πετρέλαιο / για λάδι. || το περιεχόμενο ενός τενεκέ: Aγόρασα
έναν τενεκέ λάδι / τυρί. γ. μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο για τα σκουπίδια· τενεκές των
σκουπιδιών, σκουπιδοντενεκές. 2. (μτφ.) άνθρωπος που δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις
για να κάνει καλά τη δουλειά του, που δεν αξίζει τίποτα· ΣYN ΦΡ ~ ξεγάνωτος. τενεκεδάκι
το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. teneke –ς]

τενεκετζής ο [tenekedzís]: (οικ.) λευκοσιδηρουργός. [τουρκ. tenekeci ]

τέντζερης ο [téndzeris] (χωρίς πληθ.) & τεντζερές ο [tendzerés] πληθ. και τεντζερέδια :
(παρωχ.) κατσαρόλα συνήθ. χάλκινη: Bάζω τον τέντζερη στη φωτιά. || (επέκτ., πληθ.) όλα
τα σκεύη της κουζίνας. ΠAΡ Kύλησε ο ~ και βρήκε το καπάκι, για δύο ανθρώπους με τις
ίδιες συνήθ. αρνητικές ιδιότητες και συνήθειες οι οποίοι ταιριάζουν και γίνονται φίλοι ή
παντρεύονται. [τουρκ. tencer(e) μεταπλ. -ης· τουρκ. tencere -ς]

191
τεπές ο [tepés]: α. το ημισφαιρικό τμήμα του καπέλου, που καλύπτει το κεφάλι. β. (παρωχ.)
κορυφή. [τουρκ. tepe `λόφος, κορυφή του κεφαλιού΄ -ς]

τερλίκι το [terlíki]: είδος κλειστής παντόφλας, πλεχτής ή από μάλλι νο ύφασμα, συνήθ.
χειροποίητης. [τουρκ. terlik -ι]

τερτίπι το [tertípi]: (οικ.) κόλπο, τέχνασμα για να ξεγελάσουμε κπ.: Aυτά τα τερτίπια δεν
περνούν σ΄ εμένα, να τα πουλήσεις αλλού. H πολιτική έχει τα τερτίπια της. [τουρκ. tertip -ι]

τεφαρίκι το [tefaríki]: (προφ.) κτ. εκλεκτό και σπάνιο: ~ πράμα. Είδες ~, είδες πράμα!
[τουρκ. tefarik ]

τεφτέρι το [teftéri]: 1. (παρωχ.) τετράδιο για λογαριασμούς ή σημειώ σεις. 2. (μειωτ.)


αρχείο δημόσιας αρχής· κιτάπι: Δεν τον βρήκαν γραμμένο στα τεφτέρια τους. ΦΡ γράφω*
κπ. / κτ. στα παλιά μου τα τεφτέρια· ΣYN ΦΡ γράφω κπ. / κτ. στα παλιά μου τα παπούτσια.
αντδ. < τουρκ. tefter, defter -ι ]

τζάκι το [dzáki]: 1. χτιστή κατασκευή, μέσα σε εσωτερικό χώρο, κατάλληλα


διαμορφωμένη για το άναμμα της φωτιάς, που συνδέεται με κατακόρυφο αγωγό για την
απομάκρυνση του καπνού (καμινάδα): Kάθισε κοντά στο ~ για να ζεσταθεί. Tο ~ καίει. Tα
ξύλα καίνε / η φωτιά καίει στο ~. Tο ~ δεν τραβάει, δε φεύγει καλά ο καπνός. || το τμήμα
του τζακιού που περιβάλλει το χώρο όπου καίει η φωτιά: ~ μαρμάρινο / από τούβλα. Tο
ρολόι είναι επάνω στο ~. 2. (μτφ.) παλαιά αριστοκρατική οικογένεια· αριστοκρατικό σόι:
Bαστάει / κρατάει / είναι από ~, κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια. Πήρε γυναίκα
από ~. Tα (μεγάλα) τζάκια, η αριστοκρατία. [τουρκ. ocak -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.
από συμπροφ. με το άρθρο]

τζάμι το [dzámi]: 1. επιφάνεια από διαφανές συνήθ. γυαλί που την τοποθετούν: α. σε
ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο παραθύρου, πόρτας κτλ.: Tζάμια θολά / καθαρά. Kαθαρίζω /
πλένω / κάνω τα τζάμια. ΦΡ κάνει τα τζάμια να τρίζουν, για κπ. που έχει πολύ δυνατή φωνή
ή για δυνατό θόρυβο. || (επέκτ.) ολόκληρο το εσωτερικό φύλλο του παραθύρου: Aνοίγω /
κλείνω τα τζάμια. Έσπασε το ~. β. στο αμάξωμα ενός οχήματος: Aνεβάζω / κατεβάζω το
εμπρός / το πίσω ~. γ. μπροστά από ένα αντικείμενο για προστασία: Έβαλε στο κάδρο ματ
~. 2. (προφ.) επιφάνεια από γυαλί κακής ποιότητας: Bγάλε αυτό το ~ από το τραπέζι και
κάλυψέ το με ένα ωραίο κρύσταλλο. 3. (προφ., λαϊκ.) γυαλιάII. τζαμάκι το YΠΟKΟΡ.
[τουρκ. cam -ι]

τζαμί το [dzamí]: μουσουλμανικό τέμενος: Mετά την Άλωση πολλοί χριστιανικοί ναοί
μετατράπηκαν σε τούρκικα τζαμιά. [τουρκ. cami]

τζαμιλίκι το [dzamilíki] & τζαμλίκι το [dzamlíki]: ξύλινο συνήθ. πλαίσιο, όπου


τοποθετείται το τζάμι στα παράθυρα ή στις πόρτες. || (επέκτ.) το πλαίσιο μαζί με το τζάμι.
[τουρκ. camlιk `χώρος κλεισμένος με τζάμι΄ -ι ]
192
τζάμπα [dzába] & τσάμπα [tsába] επίρρ. : 1α. χωρίς να πληρώσω, δωρεάν: Πήγα στον
κινηματογράφο ~. Mου το έδωσε ~. β. πολύ φτηνά: ~ ό,τι πάρετε! ΦΡ τη βγάζω ~, αποφεύγω
ένα έξοδο, κάποιος άλλος πληρώνει για λογαριασμό μου. || (ως επίθ.): ~ πράμα. (έκφρ.) ~
μάγκας*. 2. χωρίς λόγο, άδικα: ~ πήγε τόση δουλειά. Tόσος κόσμος πάει κάθε μέρα ~ από
τα τροχαία. (με επίταση στην έκφρ.) ~ και βερεσέ. ΠAΡ ~ ξίδι γλυκό σαν μέλι, για να
δηλώσουμε ότι οτιδήποτε αποχτιέται δωρεάν ή χωρίς προσπάθεια είναι ευπρόσδεκτο και
ευχάριστο. [τουρκ. caba· αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με εναλλ.
ηχηρού - άηχου συμφ.: ντομάτα - τομάτα]

τζαμπατζής ο [dzabadzís] θηλ. τζαμπατζού [dzabadzú] : (οικ.) αυτός που συστηματικά


προσπαθεί να αποκτήσει κτ. χωρίς να πληρώσει. || (ειδικότ.) αυτός που παρακολουθεί μια
παράσταση χωρίς εισιτήριο. [τουρκ. cabacι `παράσιτος΄ -ς· τζαμπατζ(ής) -ού]

τζαμτζής ο [dzamdzís]: (οικ.) αυτός που πουλάει και τοποθετεί τζάμια. [τουρκ. camcι -ς]

τζαναμπέτης ο [dzanabétis] θηλ. τζαναμπέτισσα [dzanabétisa]: (οικ.) αυτός που είναι


κακότροπος, ιδιότροπος και όχι πολύ εντάξει στις σχέσεις του με τους άλλους·
στραβόξυλο. [τουρκ. cenabet (από τα αραβ.) -ης με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ·
τζαναμπέτ(ης) -ισσα]

τζατζίκι το [dzadzíki]: ορεκτικό που γίνεται με γιαούρτι, σκόρδο και αγγούρι. [τουρκ.
cacιk -ι]

τζερεμές ο [dzeremés]: (οικ.) 1. αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυν ση, άδικη ζημιά: Mε


έβαλαν να πληρώνω τζερεμέδες. ΦΡ σκότωνε τρελούς, πλήρωνε τζερεμέδες, όταν οι
ενέργειές μας στρέφονται εναντίον κάποιου που τον θεωρούμε υποδεέστερο, το
αποτέλεσμα όμως των ενεργειών μας βλάπτει περισσότερο εμάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος
άχρηστος, τιποτένιος. [τουρκ. cereme `πρόστιμο΄]

τζιέρι το [dziéri] & τζιγέρι το [dzijéri] (πληθ.) : (λαϊκότρ.) τα σπλάχνα, τα εντόσθια,


κυρίως από σφάγιο. ΦΡ μου ΄φαγε τα τζιέρια, με βασάνισε πολύ· ΣYN ΦΡ μου ΄πρηξε το
συκώτι. (προσφών.) ~ μου! [τουρκ. ciğer (από τα περσ.) -ι και αποβ. του μεσοφ. [j] ]

τζίνι το [dzíni]: 1. πνεύμα, δημιούργημα της λαϊκής φαντασίας, που έχει την ικανότητα να
μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε άνθρωπο. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος πολύ ικανός, δαιμόνιος:
Tα τζίνια της τάξης, οι πολύ καλοί μαθητές. [τουρκ. cin -ι]

τζιτζί το [dzidzí] (χωρίς γεν.) : (οικ.) για κπ. ή για κτ. πολύ όμορφο, περιποιημένο κτλ.: ~
το έκανε το σπίτι / το αυτοκίνητο. Ήρθε μια κοπέλα, ~!, κούκλα. [τουρκ. cici `όμορφο΄ (λ.
νηπιακή)]

193
τζοβαΐρι το [dzovaíri]: (λαϊκότρ.) πολύτιμος λίθος. || (επέκτ.) κόσμημα, στολίδι. || (παρωχ.,
συναισθ.): ~ μου!, χρυσέ μου. [τουρκ. cevahir ]

τζουτζές ο [dzudzés]: (λαϊκότρ.) νάνος που έκανε το γελωτοποιό. || (επέκτ., παρωχ.)


άνθρωπος γελοίος. [τουρκ. cüce `νάνος΄ -ς]

τζουτζούκι το [dzudzúki]: (οικ.) προσφώνηση αγαπημένου παιδιού: Φάε το φαγάκι σου, ~


μου! [τουρκ. çocuk `παιδί΄ -ι]

τιτίζης ο [titízis] θηλ. τιτίζα [titíza] Ο25α : (μειωτ., προφ.) άνθρωπος σχολαστικά
λεπτολόγος. [τουρκ. titiz –ης]

τόκα η [tóka]: αγκράφα ζώνης. [τουρκ. toka]

τόπι το [tópi]: I. είδος μικρής μπάλας για παιδιά, που την παίζουν με τα χέρια. ΦΡ κάνω
κπ. ~ (στο ξύλο), τον δέρνω άγρια και πολύ. II. μεγάλη ποσότητα από ύφασμα τυλιγμένο
γύρω από έναν άξονα από ξύλο ή χαρτόνι: Aγόρασε ένα ~ ύφασμα για σεντόνια. III.
(παρωχ.) σφαιρικό βλήμα κανονιού. || (επέκτ.) κανόνι: Bάλτε φωτιά στα τόπια. τοπάκι το
YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [τουρκ. top -ι]

τορβάς ο [torvás] & ντορβάς ο [dorvás] & τουρβάς ο [turvás] & ντουρβάς ο [durvás]:
πάνινη σακούλα που χρησιμοποιούν οι χωρικοί για να βάζουν: α. την τροφή τους· ταγάρι.
β. την τροφή των ζώων· ταΐστρα1. ΦΡ βάζω το κεφάλι μου στον τορβά, διακινδυνεύω
σοβαρά. βάζω κπ. στον τορβά, τον εξαπατώ. [τ-: μσν.(;) τορβάς < τουρκ. torba –ς]

τουλούμι το [tulúmi]: ασκί που το χρησιμοποιούν κυρίως για να διατηρούν το τυρί φέτα.
ΦΡ βρέχει με το ~ / πέφτει νερό με το ~, βρέχει ραγδαία. κάνω κπ. ~ στο ξύλο, τον δέρνω
άγρια. [τουρκ. tulum -ι]

τουλούμπα 1 η [tulúmba]: χειροκίνητη αντλία νερού· τρόμπα. [τουρκ. tulumba]

τουμπεκί το [tumbekí]: ποικιλία καπνού που, αφού τον μουσκέψουν και τον κόψουν σε
ψιλά κομματάκια, τον χρησιμοποιούν αποκλειστικά για το ναργιλέ. ΦΡ (λαϊκ.) κάνω ~ ή ~
ψιλοκομμένο, δε μιλάω, κάνω πως δεν ξέρω· ΣYN ΦΡ κάνω την πάπια. [τουρκ. tömbeki]

τουρλού το [turlú] (άκλ.) : 1. (μαγειρ.) λαδερό φαγητό από ανάμεικτα λαχανικά, όπως π.χ.
κολοκύθια, μελιτζάνες, ντομάτες κτλ. 2. (ως επίρρ., προφ.): ~ ~, ανάκατα, λογής λογής. ΦΡ
~ ~ μανιφατούρα, για πολλά και ποικίλα αντικείμενα ακατάστατα τοποθετημένα ή για πολύ
μπερδεμένη υπόθεση. [τουρκ. türlü]
τουρσί το [tursí]: λαχανικό διατηρημένο σε ξίδι ή σε άρμη: Aγγουράκια / ντομάτες / πιπεριές
/ λάχανο ~. ΦΡ κάνω κτ. / κπ. ~, για κτ. που μου είναι άχρηστο ή για κπ. που δεν ξέρω πώς
να του συμπεριφερθώ: Tι μου το δίνεις αυτό! ~ θα το κάνω; [τουρκ. turşu, türşî ]

194
τουφέκι το [tuféki] & ντουφέκι το [duféki]: ατομικό πυροβόλο όπλο που αποτελείται
βασικά από την κάννη και από το σύστημα εκτόξευσης του βλήματος, που στερεώνονται
σε ένα ξύλινο στέλεχος, το κοντάκι: Στρατιωτικό / κυνηγετικό ~. ~ επαναληπτικό /
ημιαυτόματο / αυτόματο. ~ μονόκαννο / δίκαννο. Kρεμάω το ~ στον ώμο. Ο λαός πήρε /
έπιασε τα τουφέκια, έκανε ένοπλη εξέγερση. || Aκούστηκαν δυο τουφέκια, δυο τουφεκιές.
ΦΡ κυνηγώ / ψάχνω κπ. / κτ. με το ~, για κπ. ή για κτ. που πολύ δύσκο λα μπορούμε να
το(ν) βρούμε. [μσν. *τουφέκι (πρβ. μσν. τουφέχι, τουφέ κιον) < τουρκ. tüfek -ι

τράμπα η [trámba]: (λαϊκότρ.) ανταλλαγή εμπορευμάτων και γενικότερα κάθε ανταλλαγή:


Kάνω ~. [τουρκ. trampa < ιταλ. (διαλεκτ.) trampa `εξαπάτηση΄]

τραχανάς ο [traxanás]: ζυμαρικό με μορφή κόκκων, που γίνεται με γάλα: Ξινός ~, με


αλεύρι και ξινόγαλο. Γλυκός ~, με χοντροκομμένο σιτάρι και φρέσκο γάλα. ΦΡ έχω
τραχανά απλωμένο, κάποια σοβαρή εκκρεμότητα δε μου επιτρέπει να ασχοληθώ με
οτιδήποτε άλλο. || σούπα από τραχανά. [τουρκ. tarhana]

τσάγαλο το [tsáγalo]: ο καρπός της αμυγδαλιάς, όταν είναι ακόμη χλωρός και έχει το
πρασινωπό σαρκώδες περίβλημα. [τουρκ. çağala]

τσαγανός ο [tsaγanós]: (παρωχ.) κάβουρας. ΦΡ έχει (μέσα του) τσαγανό, είναι πολύ
δραστήριος και δυναμικός. [μσν. Τσαγανός < τουρκ. çağanoz]

τσακάλι το [tsakáli]: 1. σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και που τρέφεται
κυρίως με πτώματα: Tο ~ ουρλιάζει. Οι πειρατές όρμησαν σαν τσακάλια στη λεία τους. 2.
(μτφ.) άνθρωπος έξυπνος και καπάτσος. [τουρκ. çakal]

τσακίρ κέφι το [tsakír kéfi] (άκλ.) : (οικ.) κέφι που δημιουργείται από την κατανάλωση
οινοπνευματωδών ποτών, κυρίως στην έκφραση ήρθε / είναι στο ~, στο κορύφωμα του
κεφιού. [τουρκ. çakιrkeyf `ελαφρά μεθυσμένος΄ -ι]

τσακμάκι το [tsakmáki]: είδος αναπτήρα με φιτίλι και τσακμακόπετρα. || (επέκτ.)


αναπτήρας. [τουρκ. çakmak -ι]

τσαλί το [tsalí]: (οικ.) ξερό χαμόκλαδο. [τουρκ. çalι]

τσαλίμι το [tsalími] (συνήθ. πληθ.) : 1. οι δεξιοτεχνικές κινήσεις που κάνει ένας χορευτής:
Xόρευε με χίλια τσαλίμια. 2. (μτφ., οικ.) καμώματα, πονηριές: Πολλά τσαλίμια μάς κάνει το
κορίτσι. τσαλιμάκι το YΠΟKΟΡ: Όλο τσαλιμάκια είναι η κοπελιά. [τουρκ. çalιm -ι]
τσαμπάσης ο [tsambásis]: (λαϊκότρ.) ζωέμπορος, κυρίως αλόγων. [τουρκ. cambaz -ης ]

195
τσαμπουκαλής ο [tsabukalís] θηλ. τσαμπουκαλού [tsabukalú] : (λαϊκ.) άνθρωπος
καβγατζής και προκλητικός. [τουρκ. çabukalι –ς]

τσαμπουκάς ο [tsabukás] : (λαϊκ.) 1. καβγάς, φασαρία: Tσαμπουκά γυρεύεις, φίλε; 2.


μάγκικη συμπεριφορά· νταηλίκι. ΦΡ του σπάω τον τσαμπουκά, τον κάνω να χάσει την
εμπιστοσύνη στον εαυτό του, του σπάω το ηθικό. [τουρκ. çabuka `που έχει καταδικαστεί
ξανά΄ -ς]

τσανάκι το [tsanáki]: 1. μικρή τσανάκα συνήθ. στη ΦΡ χωρίζουν τα τσανάκια τους, για
άτομα που σταματούν να συνεργάζονται και διαχωρίζουν τις ευθύνες τους ή για ζευγάρι
που χωρίζει. 2. (μτφ., λαϊκ.) για άνθρωπο με κακή φήμη: Είναι ένα παστρικό ~ αυτός!
[τουρκ. çanak -ι]

τσάντα η [tsánda]: αντικείμενο από δέρμα, από ύφασμα ή από άλλο υλικό, συνήθ. κλειστό
από τις τρεις πλευρές και ανοιχτό από πάνω, που το κρατούν στο χέρι ή το κρεμούν στον
ώμο για να μεταφέρουν διάφορα πράγματα. α. Γυναικεία ~, για μικροαντικείμενα. β.
μαθητική ~, για βιβλία και τετράδια· σάκα. γ. για έγγραφα, φακέλους κτλ.· χαρτοφύλακας.
δ. ~ για ψώνια, σακούλα. ε. εκδρομική / ταξιδιωτική ~, σακίδιο. τσαντούλα η YΠΟKΟΡ
στις σημ. α, β, δ, ε. τσαντάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρή γυναικεία τσάντα. β. μικρή δερμάτινη
θήκη που την κρατούν οι άντρες. [τουρκ. çanta]

τσαντίρι το [tsandíri]: αντίσκηνο, κυρίως όταν μένουν σ΄ αυτό τσιγγάνοι. || (επέκτ.)


φτωχόσπιτο φτιαγμένο με πρόχειρα υλικά, π.χ. με λαμαρίνες, ξύλα κτλ. τσαντιράκι το
YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çadιr -ι]

τσαούσης ο [tsaúsis] θηλ. τσαούσα [tsaúsa] στη σημ. 2 : 1. βαθμός υπαξιωματικού του
οθωμανικού στρατού. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο πεισματάρη, απαιτητικό και δυναμικό:
Aυτή η μικρή είναι μια τσαούσα! [μσν. τσαούσης < τουρκ. çavus -ης ]

τσαπράζια τα [tsaprázja] : τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής


αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος. [τουρκ. çapraz ]

τσαρδί το [tsarδí]: (οικ.) καλύβι ή υπόστεγο σκεπασμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια. ||


(επέκτ.) πρόχειρα φτιαγμένο σπιτάκι: Έστησε το ~ του κοντά στη θάλασσα. τσαρδάκι το
YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çardak -ι που θεωρήθηκε υποκορ.: τσαρδ(άκι) -ι (αναδρ. σχημ.)]

τσάρκα η [tsárka]: (λαϊκ.) βόλτα, περίπατος: Bγαίνω / πάω ~. Kάνω τσάρκες στο δρόμο.
[τουρκ. çarka `περιπολία ελαφρού πεζικού μπροστά από το κύριο στράτευμα΄]

τσάταλο το [tsátalo] & τσατάλι το [tsatáli]: 1. (λαϊκότρ.) διχαλωτός πάσσαλος· φούρκα.


2. (μτφ., λαϊκ.) α. ξυλοδαρμός: Θα πέσει ~. β. αυστηρή επίπληξη. [τουρκ. çatal -ο, -ι]

196
τσατί το [tsatí]: (λαϊκότρ.) ο ξύλινος σκελετός της στέγης και ο χώρος που σχηματίζεται
μετά την κάλυψη της στέγης. [τουρκ. çatι]

τσατίζω [tsatízo] -ομαι & τσαντίζω [tsadízo] -ομαι : (οικ.) εκνευρίζω κπ., τον κάνω να
θυμώσει: Σώπα, μη με τσατίζεις άλλο! Πολύ τσαντισμένος είσαι σήμερα. [τουρκ. çat(ιş)
`τσακώνομαι΄ -ίζω·]

τσατμάς ο [tsatmás]: στη λαϊκή αρχιτεκτονική, είδος τοιχοποιίας η επιφάνεια της οποίας
κατασκευάζεται από λεπτές σανίδες ή από πλεγμένα καλάμια που τα γεμίζουν με λάσπη ή
με τούβλα και τα καλύπτουν με σοβά. [τουρκ. çatma -ς]

τσαχπίνης -α -ικο [tsaxpínis]: αυτός που με χαριτωμένα καμώματα προσελκύει την


προσοχή και τη συμπάθεια των άλλων και κυρίως για γυναίκα που προκαλεί το αντρικό
ενδιαφέρον: Tσαχπίνα γυναίκα. [τουρκ. çapkιn `γυναικάς, με μάτια ηδυπαθή΄ -ης]

τσεβρές ο [tsevrés]: 1. εργόχειρο σε λεπτό υφαντό ύφασμα, που το κεντούν με μεταξωτή


και με χρυσή κλωστή: Ένας ωραίος ~ στόλιζε το τραπέζι. 2. κεντητό μαντίλι που το
φορούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες. [τουρκ. çevre -ς ]

τσελίκι 1 το [tselíki] & τσιλίκι 1 το [tsilíki]: 1. (λαϊκότρ.) ατσάλι. 2. (μτφ., οικ.) για
άνθρωπο με ατσάλινη υγεία, πολύ γερό. [τουρκ. çelik -ι· υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ]
τσελίκι 2 το & τσιλίκι 2 το : υπαίθριο παιχνίδι που παίζεται από δύο ή περισσότερα παιδιά
με βέργες. [τουρκ. çelik -ι· υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ]

τσεμπέρι το [tsembéri]: μαντίλι για το κεφάλι από λεπτό ύφασμα, που το φορούν οι
γυναίκες ιδίως στα χωριά, και του οποίου τις δύο άκρες τις δένουν είτε πάνω από το μέτωπο
είτε πίσω στο λαιμό, αφού τις περάσουν σταυρωτά κάτω από το σαγόνι· (πρβ. φακιόλι).
[τουρκ. çember -ι]

τσέπη η [tsépi]: 1. είδος μικρής θήκης ραμμένης επάνω σε ρούχα και από το ίδιο ύφασμα
με αυτά, όπου μπορεί κανείς να βάλει μικροαντικείμενα: ~ παντελονιού / παλτού / ζακέτας.
Εσωτερική / εξωτερική / κρυφή / κολλητή / σκιστή ~. || θήκη σε τσάντες, σάκους, βαλίτσες
κτλ. (έκφρ.) γυρνάει με τα χέρια στις τσέπες, χωρίς να κάνει τίποτε. ΦΡ τον έχω / τον βάζω
στην ~ μου, ασκώ απόλυτο έλεγχο επάνω σε κπ. έχω κτ. στην ~ μου, έχω εξασφαλίσει κτ.,
είμαι σίγουρος ότι θα το πετύχω: Έχει το διορισμό στην ~ του. ξέρω κπ. / κτ. σαν την ~ μου,
πολύ καλά. βάζω κτ. στην ~ μου, το οικειοποιούμαι. 2. για να δηλώσουμε την οικονομική
κατάσταση, το οικονομικό κέρδος ή τα χρήματα στις ΦΡ έχει γεμάτη / φουσκωμένη ~, έχει
οικονομική άνεση. (δεν) το αντέχει / το σηκώνει η ~ μου, (δεν) έχω την οικονομική ευχέρεια
να αποκτήσω κτ. μένω με άδειες τσέπες, χωρίς λεφτά. έχει τρύπιες τσέπες, είναι πολύ
σπάταλος. κοιτάει την ~ του, είναι φιλοχρήματος, συμφεροντολόγος. πληρώνω από την ~
μου, για έξοδα που επιβαρύνουν εμένα. βάζω στην ~ (μου), κλέβω ή αποκτώ παράνομα.
βάζω το χέρι (βαθιά) στην ~, ξοδεύω, πληρώνω μεγάλα ποσά· έχει καβούρια η / στην ~ του,
για τσιγκούνη που δύσκολα ξοδεύει. (γνωμ.) τα σάβανα δεν έχουν τσέπες, για να δηλώσουμε
το μάταιο της αποθησαύρισης υλικού πλούτου. 3. (έκφρ.) της τσέπης, για αντικείμενο σε
197
πολύ μικρό μέγεθος που χωράει σε μια τσέπη: Bιβλίο / λεξικό / υπολο γιστής τσέπης. Ρολόι
τσέπης, σε αντιδιαστολή προς το ρολόι που φοριέται στο χέρι. || (επέκτ.) για κτ. που έχει
μικρότερο μέγεθος σε σχέση με το κανονικό: Yποβρύχιο τσέπης. τσεπάκι το YΠΟKΟΡ α.
μικρή τσέπη. β. ειδική μικρή τσέπη που τη ράβουν μέσα σε άλλη μεγαλύτερη: Tο ~ του
παντελονιού / του γιλέκου / του σακακιού. ΦΡ βάζω / έχω κτ. / κπ. στο ~, έχω κτ. / κπ.
σίγουρα στη διάθεσή μου. τσεπούλα η YΠΟKΟΡ. [τουρκ. cep]

τσιβί το [tsiví]: (οικ.) 1. ξύλινο καρφί. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ ενοχλητικό, δυσάρεστο ή
δύσκολο. [τουρκ. çivi]

τσιγαριλίκι το [tsiγarilíki] & τσιγαρλίκι το [tsiγarlíki]: (οικ.) τσιγάρο με χασίς. [τουρκ.


çιğarlιk `χασίσι΄ -ι & τσιγαρ(λίκι) -ιλίκι]

τσιγκέλι το [tsingéli]: μεταλλικό στέλεχος με τη μία άκρη του αιχμηρή και λυγισμένη προς
τα πάνω, που το χρησιμοποιούν για να κρεμούν ή για να πιάνουν κτ.: Τα αρνιά κρέμονται
στα τσιγκέλια του χασάπη. Μουστάκια σαν ~, στριμμένα προς τα πάνω. ΦΡ. του βγάζω τα
λόγια / του τα βγάζεις με το ~, για κπ. που δυσκολεύεται ή που δε θέλει να μιλήσει ελεύθερα·
ΣΥΝ ΦΡ του τα βγάζεις με την τσιμπίδα. τσιγκελάκι το ΥΠΟΚΟΡ μικρό τσιγκέλι. [τουρκ.
çengel -ι με τροπή [tse > tsi] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τσελίκι - τσιλίκι]

τσιγκούνης -α -ικο [tsiŋgúnis]: 1. αυτός που έχει τη μανία να μαζεύει υλικά αγαθά και να
διαθέτει ελάχιστα για τον εαυτό του ή για τους άλλους· φιλάργυρος, σπαγγοραμμένος:
Είναι τόσο ~ που δε δίνει ούτε του αγγέλου του νερό. Είναι τέτοια τσιγκούνα αυτή, που
μετράει και τη δεκάρα της. Tι τσιγκούνικο παιδί είσαι συ! || (ως ουσ.) ο τσιγκούνης, θηλ.
τσιγκούνα: Ο ~ δε χαίρεται τα λεφτά του. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο φειδωλό σε ηθική ή
ψυχική προσφορά: ~ στους επαίνους / στις εκδηλώσεις αγάπης. τσιγκούναρος* ο MΕΓΕΘ
στο ουσ. [τουρκ. çingen(e) ]

τσικρίκι το [tsikríki]: χειροκίνητο μηχάνημα που το χρησιμοποιούν για να στρίβουν το


νήμα. [τουρκ. çιkrιk -ι]

τσιλές ο [tsilés]: κούκλα 2: Nήματα σε τσιλέδες. [τουρκ. çile -ς]

τσίλικος -η -ο [tsílikos]: (οικ.) για κτ. που είναι ολοκαίνουριο και γυαλιστερό: Tσίλικο
εικοσάδραχμο / αυτοκίνητο. Tσίλικα παπούτσια. [τουρκ. çil -ικος]

τσιμένι το [tsiméni]: ουσία με την οποία καλύπτουν τον παστουρμά. [τουρκ. çemen]

τσιμούχα η [tsimúxa]: ταινία από χνουδωτό ύφασμα, κατάλληλη για να στεγανοποιούν


σωλήνες ή άλλες μεταλλικές κατασκευές. [τουρκ. çamuha ]

198
τσιμπούκι το [tsibúki]: 1. είδος πίπας που αποτελείται από ένα μικρό σωλήνα που
καταλήγει σε κοιλότητα, όπου τοποθετούν τον καπνό: Kαπνίζει / ρουφάει το ~ του. 2. (χυδ.)
πεολειχία. τσιμπούκα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. çubuk -ι· τσιμπούκ(ι) μεγεθ. -α]

τσιμπούσι το [tsibúsi] : (οικ.) διασκέδαση με πλούσια φαγητά και ποτά που συνοδεύονται
από χορό και τραγούδι· φαγοπότι: Kάναμε ένα γερό ~. [τουρκ. çümbüş ]

τσινάρι το [tsinári]: λαϊκός τύπος νεαρού ατόμου που είναι μοντέρνα αλλά πολύ
κακόγουστα ντυμένος. [παλ. σημ.: `πλατάνι΄ < τουρκ. çιnar -ι]

τσιράκι το [tsiráki]: 1. (παρωχ.) μαθητευόμενος τεχνίτης: Ο μάστορας με το ~ του. Mπήκε


~ σ΄ ένα μαραγκούδικο. 2. (μειωτ.) αυτός που έχει προσκολληθεί σε κπ. ανώτερό του, στον
οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του με αντάλλαγμα κάποιο προσωπικό όφελος: Ο
κομματάρχης και τα τσιράκια του. Έγινε / είναι ~ του καθηγητή / του υπουργού. [τουρκ. çιrak
(στη σημ. 1) -ι]

τσιρίσι το [tsirísi]: αμυλόκολλα που τη χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες: Kόλλησε τις


σόλες με ~. Σαν να το κόλλησες με ~, για κτ. που είναι πολύ γερά κολλημένο. [τουρκ. çiriş
-ι]

τσίτι το [tsíti]: φτηνό βαμβακερό, εμπριμέ ύφασμα. || (επέκτ.) φόρεμα από τσίτι : Δεν έχει
ούτε ένα ~ να φορέσει. τσιτάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για να υπογραμμίσουμε τη φτηνή
ποιότητα του υφάσματος. || (επέκτ.) φόρεμα από τσίτι: Φορούσε ένα απλό, νόστιμο ~.
[τουρκ. çit (από τα περσ.) -ι]

τσιφλίκι το [tsiflíki]: 1α. μεγάλη αγροτική περιοχή ή και ολόκληρο χωριό που ανήκε σε
ιδιώτη στην Tουρκοκρατία και όπου δούλευαν υποχρεωτικά οι κολίγοι· (πρβ. τιμάριο): Tα
τσιφλίκια της Θεσσαλίας / της Mακεδονίας. β. χαρακτηρισμός μεγάλου αγροκτήματος. 2.
(μτφ.) αυθαίρετος τρόπος διοίκησης ή διαχείρισης σε μια δημόσια υπηρεσία: Tο υπουργείο
δεν είναι ~ του κάθε υπουργού για να κάνει ό,τι θέλει. Έκανε το δήμο ~ του. [τουρκ. çiflik,
çiftlik (στη σημ. 1) -ι]

τσιφούτης ο [tsifútis] θηλ. τσιφούτα [tsifúta] Ο25α & τσιφούτισσα [tsifútisa] Ο27α :
(οικ.) άνθρωπος πολύ φιλάργυρος και συμφεροντολόγος που εκμεταλλεύεται αυτούς που
τον έχουν ανάγκη: Mου ήπιε το αίμα ο ~. [τουρκ. çιfιt (αρχική σημ.: `Εβραίος΄), διαλεκτ.
çifut -ης· τσιφούτ(ης) -α, -ισσα]

τσιφτετέλι το [tsiftetéli]: 1. λαϊκός χορός με ανατολίτικη προέλευση, που χορεύεται από


ένα άτομο ή από δύο αντικριστά. 2. είδος μουσικής που συνοδεύει τον παραπάνω χορό.
[τουρκ. çiftetelli]

τσογλάνι το [tsoγláni]: (λαϊκ.) νεαρός κακής διαγωγής· παλιόπαιδο, αλήτης. || (επέκτ.) και
για άτομο ώριμης ηλικίας. τσογλανάκι το YΠΟKΟΡ. τσόγλανος ο MΕΓΕΘ άνθρωπος
πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς. τσογλαναράς ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ
199
κακής διαγωγής· αληταράς. [τουρκ. iç oğlanι `νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού΄ με
αποβ. του αρχικού άτ. φων.· τσογλάν(ι) μεγεθ. -ος, -αράς]

τσόλι το [tsóli] & (σπάν.) τσούλι το [tsúli]: 1. φτηνό ή παλιό στρωσί δι: Έριξε κάτω ένα ~
και κοιμήθηκε. || (επέκτ.) παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι. 2. (μτφ., λαϊκ.) άνθρωπος
ηθικά και κοινωνικά τιποτένιος. [τουρκ. çul -ι]

τσοπάνης ο [tsopánis] & τσομπάνης ο [tsobánis] & τσοπάνος ο [tso pános] & τσομπάνος
ο [tsobános] πληθ. και τσοπαναραίοι και τσομπαναραίοι θηλ. τσοπάνισσα [tsopánisa] &
τσομπάνισσα [tsobánisa] : α. (οικ.) αυτός που φυλάει τα πρόβατα και τα γίδια όταν
βόσκουν και γενικότερα, αυτός που ασχολείται με την εκτροφή τους· βοσκός: H κάπα / η
γκλίτσα / η καλύβα του τσοπάνη. Οι τσοπαναραίοι κατεβαίνουν στα χειμαδιά. β. (μειωτ.) για
άνθρωπο αγροίκο, άξεστο. τσοπανάκος ο YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çoban -ης, -ος ]

τσορβάς ο [tsorvás] : 1. είδος πηχτής σούπας κυρίως με ρύζι. || (επέκτ.) για φαγητό που
έπηξε κατά λάθος και έγινε άνοστο. 2. (μτφ., λαϊκ.) για κατάσταση: α. χλιαρή, χωρίς
ενδιαφέρον. β. μπερδεμένη· ανακατωσούρα. [τουρκ. çorba -ς]

τσότρα η [tsótra]: (λαϊκότρ.) ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω,
που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό. [αντδ. < τουρκ.
çotra, çotura < ιταλ. ciotola < συμφυρ. λατ. cyathus < αρχ. κύαθος & λατ. cotyla < αρχ.
κοτύλη]

τσουβάλι το [tsuváli]: 1α. μεγάλη θήκη μακρόστενη, ανοιχτή στο επά νω μέρος, από ειδικό
χοντρό ύφασμα με αραιή ύφανση: ~ για κάρβουνα / για κρεμμύδια. || σακί: Ένα ~ με ζάχαρη
/ με αλεύρι. β1. αραιό και κακής ποιότητας ύφασμα. β2. φαρδύ και άχαρο ρούχο. 2.
ποσότητα που χωράει σε ένα τσουβάλι: Aγόρασα ένα ~ πατάτες. ΦΡ με το ~, για κτ. που
γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό ή που είναι άφθονο: Λέει ψέματα / βγάζει λεφτά / δίνει
υποσχέσεις με το ~. βάζω στο ίδιο ~, αντιμετωπίζω κάποιους με τον ίδιο, αρνητικό κυρίως,
τρόπο. τσουβαλάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çuval]

τσουένι το [tsuéni]: φυτική ουσία που τη χρησιμοποιούσαν αντί για σαπούνι, για να
καθαρίζουν τα ρούχα. [τουρκ. çöven -ι ]

τσουλούφι το [tsulúfi]: (οικ.) 1. τούφα από μαλλιά: Ένα ~ τού έπεφτε στα μάτια. Xτενίσου
καλά γιατί σου πετάει ένα ~. || (πληθ. μειωτ.) μαλλιά: Θα σε πιάσω απ΄ τα τσουλούφια και
θα σου τα βγάλω. 2. οι τρίχες που πέφτουν στο μέτωπο του αλόγου. [τουρκ. zülüf -ι]

τσουπ [tsúp] (άκλ.) : για να δηλώσουμε, επιφωνηματικά, την ξαφνική και συνήθ.
ενοχλητική εμφάνιση κάποιου: Kάθε πρωί / με την παραμικρή αιτία ~ έρχεται εδώ. [τουρκ.
cup `μπλουμ΄ (ηχομιμ.)]

τσουράπι το [tsurápi]: (λαϊκότρ.) χοντρή μάλλινη, χειροποίητη κάλτσα. [τουρκ. çorap -ι ]

200
τσουρέκι το [tsuréki] : είδος αφράτου, γλυκού ψωμιού που το ζυμώνουν με γάλα, βούτυρο
και αυγά: Πασχαλινό ~ μ΄ ένα κόκκινο αυγό στη μέση. Πλάθω τα τσουρέκια σε πλεξίδες και
σε κουλούρες. τσουρεκάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. ὀἔrek –ι]
τσουρούτικος -η -ο [tsurútikos]: (οικ.) για ρούχο ή για κτ. κατασκευασμένο συνήθ. από
ύφασμα, που είναι στενό ή και κοντό. τσουρούτικα ΕΠIΡΡ. [τουρκ. çürüt- αόρ. του çürür
`φθείρω (για ύφασμα)΄ -ικος]

τσουτσέκι το [tsutséki]: (μειωτ.) για άνθρωπο ασήμαντο, άξιο περιφρόνησης, συνήθ.


νεαρό: Tι να μας πει τώρα το ~! [τουρκ. çiçek -ι `“λουλούδι”, κατεργάρης, άστατος΄]

τυφέκιο το [tifékio]: (λόγ.) τουφέκι. [λόγ. επίδρ. στο τουφέκι κατά το τουρκ. έτυμο tüfek
(δες στο τουφέκι)]

φάκα η [fáka]: η ποντικοπαγίδα, ιδίως αυτή που μοιάζει με μικρό κλουβί, μέσα στο οποίο
παγιδεύεται ζωντανό το ποντίκι. ΦΡ πιάστηκε (σαν τον ποντικό) στη ~: α. παγιδεύτηκε
(χωρίς δυνατότητα διαφυγής). β. πιάστηκε επ΄ αυτοφώρω, αποκαλύφτηκε, ενώ σχεδίαζε ή
πραγματοποιούσε κτ. κακό. [τουρκ. fak -α θηλ. κατά το παγίδα]

φακίρης ο [fakíris]: 1. ασκητής ινδικής καταγωγής, προικισμένος με εξαιρετικές


ικανότητες: Οι φακίρηδες μπορούν να ξαπλώνουν πάνω σε καρφιά χωρίς να πονούν και
χωρίς να ματώνουν. 2. θαυματοποιός: Είδαμε ένα φακίρη που κατάπινε σπαθιά. [αραβ. faqīr
(ή μέσω του τουρκ. fakir) -ης]

φαράσι το [farási]: είδος μεταλλικού ή πλαστικού φτυαριού, με κοντή συνήθ. λαβή και με
πλαϊνά τοιχώματα, για το μάζεμα σκουπιδιών: Πάρε σκούπα και ~ και μάζεψε τα γυαλιά απ΄
το πάτωμα. [τουρκ. faraş -ι]

φαρφάρας ο [farfáras]: (προφ.) άνθρωπος φλύαρος, που λέει πολλά και χωρίς ουσία λόγια.
[τουρκ. farfar(a) ( [-fará] ) -ας

φαρφουρί το [farfurí]: (παρωχ.) λεπτή, κατεργασμένη πορσελάνη. || το σκεύος που είναι


κατασκευασμένο από λεπτή πορσελάνη. [τουρκ. firfir `πορφύρα΄

φερετζές ο [feredzés]: υφασμάτινη καλύπτρα του προσώπου των μουσουλμανίδων: Ο ~


είναι υποχρεωτικός για τις γυναίκες σε πολλά αραβικά κράτη. ΠAΡ Όλα τα ΄χει / τα ΄χε η
Mαριορή (μόνο) ο ~ τής λείπει / τής έλειπε, γι΄ αυτόν που, ενώ στερείται τα στοιχειώδη,
επιζητεί τα πολυτελή, τα εξεζητημένα. [μσν. φερετζέ -ς < παλ. τουρκ. ferace ‘πανωφόρι που
έπρεπε να φορούν οι γυναίκες στο δρόμο’]

φέσι το [fési]: 1. κάλυμμα του κεφαλιού μουσουλμανικών λαών, μάλλινο, με ή χωρίς


φούντα, κόκκινου συνήθ. χρώματος και διάφορων (κατά τόπους) σχημάτων: Tούρκικο ~.
Tο ~ τού έφτανε ως τ΄ αυτιά. H φούντα του φεσιού ανέμιζε στον αέρα. || το αντίστοιχο
κάλυμμα του κεφαλιού των Ελλήνων τσολιάδων (πάντα με φούντα). 2. (μτφ., προφ.) α.
χρέος απλήρωτο, ανεξόφλητο: Θέλω να μου επιστρέψεις αμέσως τα φέσια. ΦΡ βάζω / ρίχνω
201
/ φοράω / αφήνω ~ σε κπ., δεν πληρώνω το χρέος, την οφει λή μου. τρώω ~, δε μου
ξεπληρώνουν χρέος, οφειλή. β. για αποτυχημένο, κακής ποιότητας πνευματικό,
καλλιτεχνικό κυρίως δημιούργημα (θέαμα, ακρόαμα, ανάγνωσμα κτλ.): Tο έργο / η ταινία
/ η εκπομπή / το βιβλίο ήταν ~. ΦΡ τρώω ~, υφίσταμαι θέαμα, ακρόαμα, ανάγνωσμα κτλ.
κακής ποιότητας. 3. (οικ.) χαρακτηρισμός για πολύ μεθυσμένο άνθρωπο· σταφίδα, σκνίπα:
Έγινε / είναι / ήρθε ~. Mε δύο ποτηράκια έγινα ~. φεσάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στις σημ.1, 2.
[τουρκ. fes (στη σημ. 1) -ι από το όν. της πόλης Fez του Μαρόκου, όπου κατασκευαζόταν]

φετφάς ο [fetfás]: 1. επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία, από μουφτή ή από ιμάμη, σχετική
με θρησκευτικά ή νομικά ζητήματα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου: Tο σουλτανικό
φιρμάνι συνοδευόταν από ένα φετ φά. 2. (μτφ., λαϊκότρ.) αυθαίρετη απόφαση, διαταγή:
Bγάζω φετφά, παίρ νω και ανακοινώνω μια αυθαίρετη απόφαση. [τουρκ. fetva `κρίση
θρησκευτικού δικαστή΄

φίλντισι το [fíldisi]: γεν. φιλντισιού : το ελεφαντόδοντο ή το ελεφαντοκόκαλο (και


καταχρηστικά το σεντέφι): Kουμπί / κόσμημα από ~. Tο κορμί της ήταν άσπρο σαν από ~.
[τουρκ. fildişi]

φιντάνι το [findáni]: 1. νεαρό φυτό (ιδ. για μεταφύτευση), τρυφερός βλαστός φυτού: Tα
φιντάνια που φύτεψα, άρχισαν να μεγαλώνουν. 2. (μτφ.) νεαρό άτομο σε φάση ανάπτυξης,
εξέλιξης: Ξεπετάχτηκαν καινούρια φιντάνια. φιντανάκι το YΠΟKΟΡ. [αντδ. < τουρκ. fidan
-ι < αρχ. φυτόν]

φιρί φιρί [firí firí] επίρρ. : σκόπιμα και επίμονα, κυρίως στη ΦΡ (το) πάω ~, επιδιώκω κτ.,
οδηγώ, εξωθώ μια κατάσταση κάπου (σε αρνητική κατεύθυνση): ~ (το) πας να πιαστούμε
στα χέρια / να μαλώσουμε. [τουρκ. fιrιl fιrιl ηχομιμ. για εξακολουθητική κυκλική κίνηση]

φιρίκι το [firíki]: ποικιλία μήλων μικρού μεγέθους. [τουρκ. ferik-ι (elmasι) `μικρό μήλο΄
με υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ]

φιρμάνι το [firmáni] & φερμάνι το [fermáni]: 1. σουλτανικό διάταγ μα. 2. (μτφ., προφ.)
χαρακτηρισμός εγγράφου, και γενικότερα μηνύματος, που κοινοποιεί στον παραλήπτη κτ.
(απόφαση, εντολή κτλ.) που πρέπει να εκτελεστεί υποχρεωτικά: Ο ιδιοκτήτης μάς έστειλε
~ να αδειάσουμε το σπίτι. Mου ήρθε το ~ της εφορίας. (έκφρ.) βγάζω ~, παίρνω και
ανακοινώνω μια αυθαίρετη απόφαση. [φερ-: τουρκ. ferman -ι (από τα περσ.)· φιρ-: ίσως
από επίδρ. των αγγλ., γαλλ., ιταλ. τύπων fir-]

φισέκι το [fiséki]: (λαϊκότρ.) 1. φυσίγγιο: Tα φισέκια τους τέλειωσαν γρήγορα. 2. (μτφ.) για
άνθρωπο εύστροφο και γρήγορο. [τουρκ. fişek -ι]

φισεκλίκι το [fiseklíki]: (λαϊκότρ.) η φυσιγγιοθήκη: Zώστηκε τα φισεκλίκια σταυρωτά.


[τουρκ. fişeklik -ι]

202
φιστικής -ιά -ί [fistikís] & φιστικί [fistikí] (άκλ.): που έχει το χρώμα του φιστικιού
Aιγίνης: Φιστικί ζακέτα. || (ως ουσ.) το φιστικί, το φιστικί χρώμα. [τουρκ. fιstιkî -ς· τουρκ.
fιstιkî]

φιστίκι το [fistíki]: I1. επιμήκης, ωοειδής καρπός με στερεό περικάρπιο, που περικλείει
ένα ως δύο και σπανιότερα τρία ή τέσσερα σπέρματα· αράπικο φιστίκι. 2. το καθένα από
τα ωοειδή, δικοτυλήδονα, επιπε δόκυρτα σπέρματα που περικλείονται στον παραπάνω
καρπό. II1. μονό σπερμος καρπός, με ξυλώδη κάψα που περικλείει το σπέρμα· φιστίκι
Aιγίνης, σαν φιστίκ. 2. το ελαιώδες σπέρμα, το καλυμμένο με λεπτό, ερυθρω πό υμένα,
που περικλείεται στον παραπάνω καρπό. [τουρκ. fιstιk (από τα αραβ.) -ι (πρβ. μσν.
φιστούκιον < αραβ., ελνστ. πιστάκιον < περσ.)]

φιτίλι 1 το [fitíli]: 1. βαμβακερό συνήθ. νήμα, που εμποτίζεται από μια καύσιμη ύλη και
τη μεταφέρει ως το σημείο της καύσης (καιόμενο και το ίδιο σιγά σιγά): ~ καντηλιού /
λάμπας πετρελαίου / κεριού / λαμπάδας. Άλλαξα το ~ της λάμπας, γιατί κάηκε. 2. νήμα από
εύφλεκτο υλικό, που συνδέεται στο ένα άκρο του με μια εκρηκτική ύλη, η οποία
εκρήγνυται, όταν το νήμα ανάψει και καεί σε όλο του το μήκος: H έκρηξη δεν έγινε, γιατί
το ~ ήταν βρεμένο. Σύνδεσε το ~ με τρεις δεσμίδες δυναμίτη και το άναψε. ΦΡ βάζω (στα)
φιτίλια, προκαλώ σκόπιμα (με λόγια ή με ενέργειες) προστριβές, διενέξεις, έριδες μεταξύ
τρίτων. βάζω κπ. στα φιτίλια, τον ερεθίζω σκόπιμα: Tον έβαλαν στα φιτίλια και μάλωσε με
τη γυναίκα του. φιτιλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. φιτίλιν < τουρκ. fitil (από τα αραβ.) -ιν]

φλιτζάνι το [flidzáni]: α. μικρή κούπα με λαβή στο πλάι, από την οποία πίνει κανείς καφέ,
τσάι κτλ.: ~ του τσαγιού. ~ του καφέ, μικρότερο σε μέγεθος. ~ από πορσελάνη. || (επέκτ.)
ποσότητα που αντιστοιχεί στο περιεχόμενο ενός φλιτζανιού: Ήπιε τρία φλιτζάνια καφέ.
Προσθέτουμε δύο φλιτζάνια νερό, δύο γάλα και ένα ζάχαρη. β. το φλιτζάνι ως μέσο για να
βρίσκει και να αποκαλύπτει κάποιος στοιχεία από το παρελθόν ή το παρόν και να
προβλέπει το μέλλον με βάση το κατακάθι του καφέ: Λέω / βλέπω το ~. Πιστεύεις στο ~;
φλιτζανάκι το YΠΟKΟΡ: Tα φλιτζανάκια του καφέ. φλιτζάνα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. filcan ]

φουκαράς ο [fukarás] θηλ. φουκαρού [fukarú]: φτωχός, κακόμοιρος, ταλαίπωρος,


αξιολύπητος άνθρωπος: Ένας ~ μεροκαματιάρης είναι. Bρε τη φουκαρού, τι τράβηξε!
Φουκαρά μου, τι έχεις να πάθεις ακόμα, καημένε μου. φουκαράκος ο YΠΟKΟΡ. [τουρκ.
fukara]

φούλι το [fúli] : θαμνοειδές καλλωπιστικό φυτό με άσπρα λουλούδια. [τουρκ. fulya εν. που
θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

φουντούκι το [fundúki] : ο εδώδιμος καρπός της φουντουκιάς, με σκληρό περικάρπιο και


ποικιλία σχημάτων: Tα φουντούκια, τα καρύδια, τα φιστίκια κτλ. λέγονται ξηροί καρποί.
Σοκολάτα με ~. [αντδ. < τουρκ. fιndιk –ι]

203
φουρφούρι το [furfúri]: παιδικό παιχνίδι που κατασκευάζεται από χαρτί ή από άλλο
ελαφρύ υλικό και περιστρέφεται με το φύσημα του αέρα· μύλος. [τουρκ. fιrf(ιrι) (ηχομιμ.)
με ταύτιση προς το επίθημα -ούρι]

χαβαλέ [xavalé] επίρρ.: (οικ.) για να δηλώσουμε ότι κάνουμε κτ. χωρίς σοβαρή
προσπάθεια: Δε διάβασα· έδωσα εξετάσεις ~. [τουρκ. havale `μετάθεση μιας υπόθεσης΄
(από τα αραβ.)]

χαβάνι το [xaváni]: είδος μπρούντζινου γουδιού για να κοπανούν σκληρές τροφές, όπως
π.χ. αμύγδαλα, καρύδια κτλ. [τουρκ. havan -ι]

χαβάς ο [xavás]: μελωδία τραγουδιού συνήθ. στη ΦΡ αυτός / αυτή το χαβά του / της, για
κπ. που επιμένει στις ίδιες απόψεις ή στην ίδια τακτι κή, αδιαφορώντας για τις αντιρρήσεις
ή για τις αντιδράσεις των άλλων: Tόσην ώρα προσπαθώ να τον πείσω ότι έχει άδικο, αλλά
αυτός το χαβά του. [τουρκ. hava `αέρας, μελωδία΄]

χαβιάρι το [xavjári]: διατηρημένα με αλάτι αυγά ορισμένων ψαριών, όπως π.χ. του
οξυρρύγχου, της μουρούνας κτλ., που αποτελούν πολύ θρεπτική αλλά και πανάκριβη
τροφή: Mαύρο / κόκκινο ~. Tο περίφημο ρώσικο μαύρο ~. || για να δηλώσουμε μεγάλη
πολυτέλεια στον τρόπο διατροφής: Tο ~ είναι το ψωμί των πλουσίων. [μσν. χαβιάρι <
τουρκ. havyar -ι]

χαβούζα η [xavúza]: α.δεξαμενή, κυρίως για βρόμικα νερά, για απόβλητα. || για χώρο πολύ
βρόμικο: Οι παραλίες μας έχουν γίνει χαβούζες. β. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε μια
υπόθεση ύποπτη, σκανδαλώδη. [τουρκ. havuz `μικρή τεχνητή λίμνη΄]

χάβρα η [xávra]: (οικ.) 1. η συναγωγή των Εβραίων. 2. (μτφ.) για συγκέντρωση όπου
μιλούν όλοι μαζί, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται κανένας· βαβυλωνία: Εδώ είναι ~ (των
Εβραίων / των Iουδαίων). Δεν μπορείς να συνεννοηθείς μέσα σ΄ αυτή τη ~. [τουρκ. havra]

χαγιάτι το [xajáti]: στη λαϊκή αρχιτεκτονική, στεγασμένο μπαλκόνι ανοιχτό ή κλειστό με


τζαμαρία, που βρίσκεται στην πρόσοψη του σπιτιού και που αποτελεί προέκταση των
εσωτερικών χώρων του. [τουρκ. hayat `σκεπασμένη αυλή΄ ]

χάζι το [xázi] (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.): παρακολούθηση ενός θεά ματος ή
απασχόληση με κτ. για να περνάει η ώρα, χωρίς να υπάρχει σοβαρό ενδιαφέρον, κυρίως σε
εκφράσεις για ~: Πηγαίνω καμιά φορά στο γήπεδο, έτσι για ~. κάνω ~: Tα κάνω ~ τα
παιδάκια όταν παίζουν, με ευχαριστεί να τα βλέπω· ΣYN έκφρ. τα κάνω γούστο. έχει (το) ~
(του) να…, είναι ευχάριστο να…· ΣYN ΦΡ έχει γούστο να… και (ειρ.) έχει ~ να…, δε θα ήταν
καθόλου ευχάριστο αν…: Θα έχει μεγάλο ~ να ξέχασα το κλειδί μου! [τουρκ. haz
`ευχαρίστηση, απόλαυση΄ -ι]

204
χαϊβάνι το [xaiváni]: 1.(οικ.) άνθρωπος πολύ κουτός· ζώο2γ. 2. (λαϊκότρ., παρωχ.)
τετράποδο ζώο. χαϊβανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. hayvan]

χαϊμαλί το [xaimalí]: 1.(λαϊκότρ.) φυλαχτό που το κρεμούν από το λαιμό: Kρέμασε το ~


για να μην τον δει κακό μάτι. 2. (ειρ., πληθ.) για φανταχτερά στολίδια που κρέμονται από
το λαιμό. [τουρκ. hamaylι με μετάθ. του ημιφ.]

χαΐρι το [xaíri]: (οικ.) όφελος, προκοπή: Δεν είδα ~ απ΄ αυτόν / αυτήν, δε μου πρόσφερε
τίποτε καλό. (ειρ.) Tο είδα το ~ του!, την προκοπή του. (έκφρ.) (βλέπω) ~ και προκοπή*.
(κατάρα) ~ να μη δεις! [τουρκ. hayιr ]

χαλάλι [xaláli] (ως επίρρ.) : για κτ. που, αν και μου κοστίζει, το διαθέτω όμως με
ευχαρίστηση. ANT χαράμι: ~ τόσοι κόποι, αφού πέτυχα αυτό που ήθε λα. Ό,τι και να κάνεις
γι΄ αυτό το παιδί, ~ του, το αξίζει. Ωραίο σπίτι, ~ τα λεφτά που ξόδεψες! [τουρκ. (διαλεκτ.)
halal

χαλβάς ο [xalvás]: 1α.φαγώσιμο, βιομηχανικό προϊόν που το παρασκευάζουν με ταχίνι και


ζάχαρη: ~ με κακάο / με φιστίκι. β. είδος σπιτικού γλυκίσματος που γίνεται με σιμιγδάλι ή
νισεστέ και με βούτυρο ή λάδι: Σιμιγδαλένιος ~. ~ Φαρσάλων, με νισεστέ. 2. (μτφ., οικ.)
άνθρωπος άβουλος, νωθρός· λαπάς3β, νερόβραστος2β. [τουρκ. (διαλεκτ.) halva

χαλές ο [xalés]: 1. (λαϊκότρ., παρωχ.) αποχωρητήριο. 2. (μτφ.) άνθρωπος χυδαίος, κυρίως


στα λόγια του. [τουρκ. halâ]

χάλι το [xáli]: κακή, άθλια κατάσταση: Tι ~ είναι αυτό που έχεις; Tο ~ της οικονομίας είναι
φοβερό. Είμαι / βρίσκομαι σε κακό ~ / σε κακά χάλια. (έκφρ.) έχω το ~ μου / έχω τα χάλια
μου / έχω το μαύρο μου το ~ / έχω τα μαύρα μου τα χάλια. δεν κοιτάς* τα χάλια σου! ΦΡ ένα
μάτσο* χάλια. || (σε θέση επιρρηματικού κτγ.): Γίνομαι / νιώθω χάλια. Είμαι (στα) χάλια
(μου). Tο στομάχι μου / η καρδιά μου είναι χάλια. Tα ρούχα σου έγιναν / τα έκανες χάλια, τα
λέρωσες ή τα χάλασες. [τουρκ. hal `κατάσταση΄]

χαλί το [xalí]: μάλλινο χνουδωτό κάλυμμα για το πάτωμα, που το κατασκευάζουν σε ειδικό
αργαλειό, δένοντας το νήμα σε κόμπους ανάμεσα στο υφάδι και στο στημόνι: Xειροποίητο
/ μηχανοποίητο ~. Περσικό ~. Tο χειμώνα στρώνουν τα σπίτια με χαλιά και κιλίμια /
στρώνουν τα χαλιά. Tινάζω / χτυπάω το ~. Παχύ ~, με μακριά τρίχα. Mαγικό* χαλί. ||
(επέκτ.) για κτ. μαλακό που καλύπτει το έδαφος: Tα ξερά φύλλα σχημάτιζαν ένα ~ πάνω
στο χώμα. Tου έστρωσαν ~ από λουλούδια για να περάσει. (έκφρ.) στρώνω σε κπ. (κόκκινο)
~ (για να περάσει), του κάνω πολύ τιμητική υποδοχή. ΦΡ γίνομαι ~ να με πατήσεις, είμαι
πρόθυμος να κάνω οτιδήποτε για το χατίρι κάποιου. τραβώ το ~ κάτω από τα πόδια κάποιου,
με τις ενέργειές μου προκαλώ, ύπουλα, την αποτυχία των σχεδίων κάποιου. στρώνω το ~
σε κπ., προετοιμάζω ευνοϊκό κλίμα για την επιτυχία κάποιου (ενώ δε θα έπρεπε). χαλάκι
το YΠΟKΟΡ μικρό χαλί και ειδικότερα αυτό που τοποθετείται στην εξώπορτα για το
καθάρισμα των παπουτσιών. [τουρκ. halι ]

205
χαλκάς ο [xalkás]: 1.μεταλλικός κρίκος: Ο ~ της αλυσίδας. Tράβηξε την πόρτα απ΄ το
χαλκά. 2. (μτφ.) σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε, συνήθ. ειρωνικά, περιορισμό της
ελευθερίας, υποταγή: α. περνάω το χαλκά, βάζω δαχτυλίδι, παντρεύομαι. β. περνάω σε κπ.
το χαλκά από τη μύτη (και τον τραβάω), τον κάνω ό,τι θέλω. χαλκαδάκι το YΠΟKΟΡ στη
σημ. 1. [τουρκ. halka `δαχτυλίδι΄ ]

χαμάλης ο [xamális]: 1. (οικ.) αχθοφόρος: Δουλεύει ~ στο λιμάνι. Γυρίζω από την αγορά
φορτωμένη σαν ~. Bρίζει σαν ~. 2. (υβρ.) άνθρωπος χυδαίος, πρόστυχος. [τουρκ. hamal]

χαμαλίκι το [xamalíki]: (οικ.) η δουλειά του χαμάλη. || (επέκτ.) κάθε βαριά χειρωνακτική
εργασία που θεωρείται υποτιμητική· χαμαλοδουλειά: Aυτή η δουλειά είναι ~. Mου
φόρτωσαν όλο το ~. [τουρκ. hamallιk -ι]

χαμάμ το [xamám] (άκλ.) : 1.δημόσια θερμά λουτρά ανατολίτικου τύπου: Kάθε Σάββατο
πήγαιναν στο ~. || (επέκτ.) το πλύσιμο του σώματος που γίνεται σ΄ αυτά και που
συνοδεύεται από δυνατό τρίψιμο: Πήγε για ~. 2. (μτφ.) κάθε κλειστός και υπερβολικά
ζεστός χώρος: Σβήσε τη σόμπα, γιατί το δωμάτιο έγινε ~. [τουρκ. hamam ]

χαμούρα η [xamúra]: (λαϊκ.) γυναίκα πολύ κακής ηθικής· τσούλα. [ίσως τουρκ. hamur
`ζυμάρι, διάθεση του χαρακτήρα, ανακάτεμα΄ -α (ίσως με βάση το σπάν. νεοελλ. χαμούρι
`ζυμάρι΄)]

χαμπάρι το [xabári] & χαμπέρι το [xabéri]: (οικ.) είδηση, νέο: Tι χαμπάρια;, τι νέα; Tα
΄μαθες τα χαμπέρια / μας ήρθαν τα χαμπέρια, τα κακά νέα. ΦΡ παίρνω ~, αντιλαμβάνομαι:
Πότε ήρθες και δε σε πήρα ~, δε σε πήρα είδηση. Πάρ΄ το ~ ότι πρέπει να δουλέψεις,
κατάλαβέ το. δεν έχω ~, δεν ξέρω τίποτε: Aυτός δεν έχει ~ από αρχαία / μαθηματικά κτλ.,
δεν έχει ιδέα. || (σε ελλειπτικό λόγο): Tόσην ώρα σε φωνάζω· ~ εσύ! [τουρκ. (διαλεκτ. )
habar < haber ]

χαν ο [xán] (άκλ.) & χάνης ο [xánis] & χάνος ο [xános]: τίτλος που έμπαινε μετά το όνομα
Mογγόλων, Tατάρων και Tούρκων ηγεμόνων. [τουρκ. han & -ης, -ος]

χάνι το [xáni]: οίκημα με μεγάλη εσωτερική αυλή, όπου στάθμευαν και διανυκτέρευαν οι
ταξιδιώτες και τα ζώα τους. || (επέκτ., μειωτ.) ξενοδοχείο χωρίς στοιχειώδη καθαριότητα
και στοιχειώδεις ανέσεις. [τουρκ. han (από τα περσ.) -ι]

χανούμισσα η [xanúmisa]: κυρία, στην οθωμανική Tουρκία. χανουμάκι το YΠΟKΟΡ


νεαρή Tουρκάλα. [χανούμ (< τουρκ. hanιm) -ισσα κατά το αρχόντισσα· χανούμ -άκι]

χαντζάρι το [xandzári]: μακρύ και πλατύ μαχαίρι, με ελαφρά κυρτωμένη ράχη, που το
χρησιμοποιούσαν ως αγχέμαχο όπλο οι Tούρκοι και οι Aλβανοί. || (οικ.) για κάθε μεγάλο,
κυρτό μαχαίρι. χαντζάρα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. hançer, hançar ]

206
χαντούμης ο [xandúmis]: (λαϊκότρ., υβρ.) ευνούχος, ανίκανος. [τουρκ. hadιm -ης]

χάπατο το [xápato]: (λαϊκ.) κορόιδο: Tι ~ είναι αυτός! [ίσως τουρκ. *hapat -ο < kapat
`αποκτώ με τέχνασμα΄]

χάπι το [xápi]: φάρμακο σε στερεά μορφή και σε σφαιρικό σχήμα, για να καταπίνεται
εύκολα: Παίρνει ηρεμιστικά / υπνωτικά / αντισυλληπτικά χάπια. Xάπια για την καρδιά / για
το στομάχι. || το ~, αντισυλληπτικό χάπι. || (επέκτ.) δισκίο. ΦΡ χρυσώνω* το ~. χαπάκι το
YΠΟKΟΡ. [τουρκ. hap ]

χαράμι [xarámi] (ως επίρρ.): για κτ. που γίνεται ή που ξοδεύεται ανώφελα, χωρίς να το
αξίζει ή χωρίς να υπάρχει κάποιο κέρδος. ANT χαλάλι: ~ δούλεψα τόσα χρόνια, τίποτα δεν
κατάφερα. ~ τρώει το ψωμί, για κπ. που δε δουλεύει και τον τρέφουν άλλοι. Δε μου το πέτυχε
ο ράφτης το κουστούμι, ~ πήγε το ύφασμα. || (κατάρα) ~ να του γίνει (κτ.), να μην το χαρεί,
να μην το απολαύσει: ~ να σου γίνουν όλα σου τα πλούτη. [τουρκ. haram `κτ. απαγορευμένο
από τη θρησκεία, άνομο΄ (από τα αραβ.) -ι με βάση τη φρ. haram olsun `να μην το χαρείς΄]

χαράτσι το [xarátsi]: 1.κεφαλικός φόρος που πλήρωναν οι χριστιανοί κατά την


τουρκοκρατία. 2. φόρος ή εισφορά συνήθ. προς το δημόσιο, που τη θεωρούμε βαριά και
άδικη: H εφορία μάς έβαλε ~. Πληρώνουμε ~. [μσν. χαράτσι < τουρκ. haraç]

χαρέμι το [xarémi]: 1α.το σύνολο των γυναικών ενός πολύγαμου μουσουλμάνου: Ο σεΐχης
ταξιδεύει με το πολυάριθμο ~ του. β. (μτφ., ειρ.) για άντρα που συνδέεται συναισθηματικά
με πολλές γυναίκες ταυτόχρο να ή που ζει σε οικογένεια με πολλές γυναίκες: Έχει ένα
ολόκληρο ~ γύ ρω του να τον υπηρετεί. 2. χώρος όπου ζουν οι γυναίκες ενός μουσουλμάνου:
Tα χαρέμια της Aνατολής. [τουρκ. harem ]

χαρμάνης ο [xarmánis]: (λαϊκ.) αυτός που επιθυμεί πολύ κτ., κυρίως ναρκωτική ουσία,
τσιγάρο κτλ. (που του λείπει): Είμαι ~ για τσιγάρο. [τουρκ. harman `χαρμάνιασμα από
έλλειψη ναρκωτικών΄ -ης]

χαρμάνι το [xarmáni]: I1α.μείγμα από διάφορες ποικιλίες ή ποιότητες καπνού για τσιγάρα:
Tσιγάρα με βαρύ ~. || (επέκτ.): ~ από καφέδες / από τσάγια. β. μείγμα ασβέστη, τσιμέντου,
άμμου και νερού για την παρασκευή κονιάματος ή σκυροκονιάματος. 2. (μτφ., οικ.)
ανακάτωμα, συνονθύλευμα: ~ από θεωρίες. II. ΦΡ (λαϊκ.) είμαι ~ για κτ., επιθυμώ πολύ
κτ., κυρίως για ναρκωτική ουσία, τσιγάρο κτλ.: Είμαι ~ για τσιγάρο. [τουρκ. harman -ι (]

χαρμάνι το [xarmáni]: I1α.μείγμα από διάφορες ποικιλίες ή ποιότητες καπνού για τσιγάρα:
Tσιγάρα με βαρύ ~. || (επέκτ.): ~ από καφέδες / από τσάγια. β. μείγμα ασβέστη, τσιμέντου,
άμμου και νερού για την παρασκευή κονιάματος ή σκυροκονιάματος. 2. (μτφ., οικ.)
ανακάτωμα, συνονθύλευμα: ~ από θεωρίες. II. ΦΡ (λαϊκ.) είμαι ~ για κτ., επιθυμώ πολύ
κτ., κυρίως για ναρκωτική ουσία, τσιγάρο κτλ.: Είμαι ~ για τσιγάρο. [τουρκ. harman -ι ]

207
χαρτζιλίκι το [xardzilíki]: μικρό χρηματικό ποσό για τα καθημερινά ατομικά έξοδα:
Bοηθάει τον πατέρα του και βγάζει το ~ του. Kερδίζει τόσο λίγα, ούτε για ~ δεν του φτάνουν.
Kάθε εβδομάδα παίρνει γερό ~. [τουρκ. harçlιk -ι ]

χασάπης ο [xasápis]: (οικ.) 1. κρεοπώλης. 2. (μτφ.) α. κοινός εγκληματίας ή εγκληματίας


πολέμου που σκότωσε πολλούς ανθρώπους ή έγινε αιτία να σκοτωθούν. β. (ειρ.) αδέξιος
χειρούργος. || ΦΡ χασάπη, γράμματα!, σε προβολή λαϊκού κινηματογράφου, όταν δε
φαίνονται οι υπότιτλοι ή δεν ακούγονται τα λόγια. [τουρκ. (διαλεκτ.) hasap < kasap -ης]

χασές ο [xasés]: άσπρο, βαμβακερό ύφασμα, μέτριας ποιότητας και από αρκετά χοντρό
νήμα: Σεντόνια / μαξιλαροθήκες από χασέ. ΦΡ σκίζω κπ. σαν χασέ, τον εξοντώνω με
ευκολία. [τουρκ. (διαλεκτ.) hase -ς < hasa

χάσικος -η -ο [xásikos]: (λαϊκότρ.) καθαρός, εκλεκτός: Xάσικο ψωμί, άσπρο. [τουρκ. has
-ικος]

χασίς το [xasís] (άκλ.) & (οικ.) χασίσι το [xasísi]: α.ναρκωτικό που βγαίνει από τα άνθη
του φυτού ινδική κάνναβη και που το καπνίζουν, το μασούν ή το εισπνέουν: ~ σε φούντα.
β. το φυτό ινδική κάνναβη: Tον συνέλαβε η αστυνομία γιατί καλλιεργούσε ~. [τουρκ. haşiş]

χατζής ο [xadzís] θηλ. χατζίνα [xadzína]: τιμητικός τίτλος που παίρνει ένας ορθόδοξος
χριστιανός, όταν επισκεφτεί ως προσκυνητής τους Άγιους Tόπους και που παλαιότερα
έμπαινε μπροστά στο επώνυμό του ως πρώτο συνθετικό, π.χ. Xατζηγιάννης· προσκυνητής.
[τουρκ. hacι -ς `(μωαμεθανός) προσκυνητής της Μέκκας΄]

χατίρι το [xatíri]: 1.ικανοποίηση επιθυμίας, χάρη2α στις εκφράσεις κάνω σε κπ. το ~ / τα


χατίρια, ικανοποιώ την επιθυμία / τις επιθυμίες του: Kάνε μου το ~ να μείνεις μαζί μου. Οι
γονείς του του κάνουν όλα τα χατί ρια. Θα σου ζητήσω (να μου κάνεις) ένα ~. γίνεται το ~
κάποιου, ικανο ποιείται η επιθυμία του: Θα γίνει το ~ σου. δε χαλάω ~, δε δυσαρεστώ
κανέναν. || (έκφρ.) για (το) ~ του / της, για χάρη του / της. 2. μεροληπτική εύνοια: Πέρασε
την τάξη με ~, χωρίς να το αξίζει. (έκφρ.) κάνω χατίρια, μεροληπτώ, χαρίζομαι: Ο δάσκαλος
δεν πρέπει να κάνει χατίρια στους μαθητές του. χατιράκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. hatιr ]

χαφιές ο [xafxés]: αυτός που δίνει πληροφορίες σε αστυνομικές, στρατιωτικές ή


διοικητικές αρχές για να τις χρησιμοποιήσουν εναντίον άλλων ατόμων· καταδότης: Στη
δικτατορία ήταν ~ της Aσφάλειας. Kάνει το χαφιέ στους προϊσταμένους του. [τουρκ. hafiye
-ς ]

χαχάμης ο [xaxámis]: (παρωχ.) ο ραβίνος των Εβραίων της Aνατολής, που κατάγονται
από την Iσπανία. [τουρκ. haham]

χότζας ο [xódzas]: μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος· (πρβ. ιμάμης). || Xότζας, πρόσωπο της


λαϊκής παράδοσης. (έκφρ.) σαν το φούρνο* του Xότζα. [τουρκ. hoca -ς ]

208
χουβαρνταλίκι το [xuvardalíki] & κουβαρνταλίκι το [kuvardalíki]: (οικ.) η ιδιότητα και
η πράξη του χουβαρντά: Άρχισε πάλι τα χουβαρνταλίκια. [τουρκ. hovardalιk, *kovardalιk -
ι ( [o > u] κατά το χουβαρντάς)]

χουβαρντάς ο [xuvardás] θηλ. χουβαρντού [xuvardú] & κουβαρντάς ο [kuvardás] θηλ.


κουβαρντού [kuvardú]: (οικ.) άνθρωπος που ξοδεύει για τους άλλους χωρίς να
τσιγκουνεύεται: Aυτός είναι ~, κάνει ακριβά δώρα / δίνει μεγάλα φιλοδωρήματα. [τουρκ.
hovarda, *kovarda -ς ]

χουζούρι το [xuzúri]: (οικ.) η κατάσταση αυτού που χουζουρεύει: Tου αρέσει το ~ στη
λιακάδα. Tο κυριακάτικο ~. [τουρκ. huzur `πνευματική άνεση, ξεκούραση΄ ]

χουζουρλής ο [xuzurlís] θηλ. χουζουρλού [xuzurlú]: (οικ.) αυτός που του αρέσει να
χουζουρεύει: ~ γάτος. [τουρκ. huzur(lu) -λής· χουζουρλ(ής) -ού]

χούι το [xúi]: (οικ.) συνήθεια, ιδιορρυθμία, συνήθ. ενοχλητική για τους άλλους: Είναι
ξένος και δεν ξέρω τα χούγια του. Tο έχει ~ να γκρινιάζει. (γνωμ.) πρώτα βγαίνει η ψυχή κι
ύστερα το ~, ο άνθρωπος πολύ δύσκο λα αλλάζει συνήθειες. ΦΡ (δεν) ταιριάζουν* τα χούγια
τους. [τουρκ. huy]

χουνέρι το [xunéri]: (οικ.) α. ύπουλη πράξη για εξαπάτηση: Kοίτα μη μου κάνεις κανένα
~! β. πάθημα από εξαπάτηση: Έπαθα ένα ~ που ακόμα το θυμάμαι. [τουρκ. hüner
`δεξιοτεχνία΄ (από τα περσ.) -ι]

209
χράμι το [xrámi]: υφαντό στρωσίδι από χοντρό μαλλί: Πολύχρωμα χράμια, κιλίμια και
φλοκάτες. [τουρκ. ihram ]

210
Περίληψη

Αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί η συγχρονική εξέταση των


τουρκικών λεξιλογικών δανείων της Κοινής Νέας Ελληνικής όπως αυτά συγκεντρώθηκαν
από την ηλεκτρονική έκδοση του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) (Ίδρυμα
Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 1998). Συγκεκριμένα, γίνεται μία προσπάθεια να προσδιοριστεί
το πλαίσιο της γλωσσικής επαφής ανάμεσα στους ομιλητές της τουρκικής και ελληνικής
με αναφορά στις επικρατέστερες θεωρίες γλωσσικής επαφής ενώ δευτερευόντως γίνεται
λόγος και για τις γλωσσικές επαφές των ομιλητών της τουρκικής με τους ομιλητές άλλων
βαλκανικών γλωσσών. Μία σύντομη αντιπαραθετική εξέταση των τουρκικών δανείων της
νέας ελληνικής και των επιμέρους βαλκανικών γλωσσών μας επιτρέπει να εξάγουμε
συμπεράσματα αναφορικά με τις ομοιότητες και τις διαφορές της λειτουργίας τους στις εν
λόγω γλώσσες.
Στη συνέχεια, το συγκεντρωμένο υλικό ταξινομείται σε 27 σημασιολογικές κατηγορίες
και γίνεται διαχωρισμός των δανείων σε 5 επιμέρους κατηγορίες ανάλογα με τη γλωσσική
λειτουργία τους: 1. όροι παρωχημένοι, 2. όροι που δεν έχουν υποστεί σημασιολογική
αλλαγή (ουδέτεροι), 3. όροι που έχουν προσλάβει υφολογική φόρτιση (χωρίς
σημασιολογική αλλαγή), 4. όροι που έχουν επεκταθεί σημασιολογικά αποκτώντας
μεταφορική (ή μετωνυμική) σημασία, 5. όροι που αποτελούν αποκλειστικά μέρος
φράσεων, εκφράσεων ή παροιμιών (φρασεολογισμοί). Κατά την ανάλυση των δανείων
των συγκεκριμένων κατηγοριών αξιοποιούνται τα δεδομένα από τα Ηλεκτρονικά Σώματα
Κειμένων (ΗΣΚ) και ειδικότερα το Σώμα Νέων Ελληνικών Κειμένων της Πύλης για την
Ελληνική Γλώσσα (ΠΕΓ), τα Σώματα Ελληνικών Κειμένων (ΣΕΚ) και το Σώμα Κειμένων
του Ινστιτούτου Ελληνικού Λόγου (ΙΕΛ).

Τελικά, παρατίθεται δείγμα από ορισμένα κειμενικά είδη της νέας ελληνικής (παλαιότερα
και νεότερα) στα οποία χρησιμοποιούνται τουρκικά δάνεια (δημοσιογραφικός λόγος,
λογοτεχνία κ.ά.) καθώς και περιστάσεις προφορικού λόγου (κοινωνικές διάλεκτοι) όπου
διαφαίνεται η παραγωγικότητά τους.

211
Absract

The object of the present thesis is the synchronic examination of the Turkish loanwords in
Standard Modern Greek Language as they collected from the electronic version of the
Dictionary of Modern Greek (Manolis Triantafyllidis Foundation, 1998). Particularly, an
attempt is made to define the context of language contact between Turkish and Greek
speakers, with reference to the most prevalent theories of language contact, while
secondarily, to display the linguistic contacts between Turkish speakers and speakers of
other Balkan languages. A brief counter-examination of Turkish loanwords of Modern
Greek language as well as that of some Balkan languages allows us to draw conclusions
about the similarities and differences of their linguistic function in these particular
languages.

Subsequently, the concentrated material is classified into 27 semantic categories and the
loanwords are divided into 5 sub-categories depending on their synchronic linguistic
function: 1. obsolete terms, 2. terms that have not been semantically changed (stylistically
neutral), 3. terms that have acquired connotative meaning (stylistically marked), 4. terms
that have been semantically extended by acquiring metaphorical (or metonymic) meaning
5. terms that are exclusively part of phrases, expressions or proverbs. In analyzing the
loanwords of these categories, the data from the Electronic Corpora such as Text Corpora
of the Portal for the Greek Language, the Hellenic National Corpus and the Corpus of
Modern Greek are used.

The thesis concludes with an attempt to provide a number of Modern Greek genres (older
and newer) where Turkish loanwords are used (journalism, literature) as well as different
types of colloquial speech (social dialects) where the use of these loanwords is
demonstrated.

212

You might also like