You are on page 1of 4

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΟ 1806.
Η ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΑΠΟ
ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΙΜΥΑΛΟΥΣ ΣΤΗΝ
ΑΡΚΑΔΙΑ

Οι γέροντες κι οι προεστοί κι οι προύχοντες του τόπου


Πιάνουν και γράφουν μια γραφή στην Πόλη στον Σουλτάνο:
«Άκουσε Αφέντη μας τρανέ και πολυχρονεμένε:
Οι κλέφτες πούνε στο Μωρηά γενήκαν  βασιλιάδες
Ο Θοδωράκης  βασιληάς κι ο Γιάννης είν Βεζύρης 
Κι ο Γιώργος από τον Αητό είνε Κατής και  κρένει».
Κι ο   Σουλτάνος τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη
Κι ευθύς φιρμάνι  έβγαλε και  στον Μωρηά  το στέλνει
Τους κλέφτες να σκοτώσουνε τους Κολοκοτρωναίους.

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ (ΖΟΡΜΠΑ) ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ


ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΠΡΟΔΟΣΙΑ… Ο ΥΠΟΠΤΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ
ΜΟΝΗΣ ΑΙΜΥΑΛΩΝ ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ
ΜΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΥ ΚΑΙ
ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ

Στις αρχές του 1800, ο επαναστατικός αναβρασμός που επικρατούσε


στα Βαλκάνια για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, αποτελούσε
έναν διαρκή πονοκέφαλο στους Τούρκους.
Στον ελλαδικό χώρο οι Κλέφτες και Αρματολοί άρχισαν να
προετοιμάζουν την Επανάσταση του 1821. Τον Νοέμβριο του 1805, ο
πατριάρχης ο Καλλίνικος Ε' εξέδωσε αφορισμό κατά των κλεφτών της
Πελοποννήσου και με εγκύκλιο του που διαβάστηκε στις εκκλησίες
υποχρέωνε τους ιερείς και το ποίμνιο όχι μόνον να μην τροφοδοτούν
τους κλέφτες, αλλά και να τους προδίδουν στην τουρκική εξουσία. 

Την 1ην Φεβρουαρίου 1806 έξι κλέφτες υπό τον Γιάννη (Ζορμπά)


Κολοκοτρώνη, τον μικρό και αγαπημένο αδελφό του Γέρου του Μοριά
ζήτησαν προστασία. Όταν πλησίασαν εξαντλημένοι την μονή ο
ηγούμενος που κλάδευε το αμπέλι τους υποδέχτηκε και τους έκρυψε
στο ληνό[1] προσφέροντάς τους φαγητό και κρασί. Ο ηγούμενος όμως
έφυγε και πήγε στην Δημητσάνα και «τους πρόδωσε ενθουσιωδώς»
στους Τούρκους ότι: «στον ληνό της μονής κρύβονται οι
Κολοκοτρωναίοι». Σε λίγο τουρκικό απόσπασμα πήγε στην μονή και
πολιόρκησε τους κλέφτες. Οι Κολοκοτρωναίοι άρχισαν να βάλουν από
τις πολεμίστρες κατά των Τούρκων, οι οποίοι είχαν περικυκλώσει τον
ληνό. Οι Τούρκοι βλέποντας πως δεν είναι εύκολη η αντιμετώπισή τους
ανάμειξαν θειάφι με κερί φτιάχνοντάς το μικρές μπάλλες, που
εκσφενδόνιζαν αναμμένες στον ληνό, όπου μέσα υπήρχαν
κληματόβεργες. Έτσι αφού παραδόθηκε ο ληνός στο πυρ, αναγκάζονται
οι πολιορκημένοι να πραγματοποιήσουν ηρωική έξοδο. Πρώτος
εξέρχεται ο Γιάννης Ζορμπάς βλαστημώντας τους Τούρκους και τον
καλόγερο. Αψηφώντας τους πυροβολισμούς και την φωτιά εξέρχεται
βάλλοντας κατά των Τούρκων και μαχόμενος ηρωικά πέφτει, εφ’ όσον
έπεφταν αρκετά βόλια στην πόρτα του ληνού. Μετά από τον Ζορμπά
πέφτουν ηρωικά και οι υπόλοιποι έξι σύντροφοί του. Για εκφοβισμό και
συμμόρφωση των κλεφτών και των ραγιάδων οι Τούρκοι τους έκοψαν
τα κεφάλια και αφού τα παλούκωσαν τα διαπόμπευαν μέσα
στην Δημητσάνα. Στην συνέχεια τα πήγαν στην Τρίπολη περνώντας από
κάθε πόλη και χωριό. Όταν έφθασαν στην Τρίπολη έδωσε εντολή ο
πασάς να τα παλουκώσουν στην μέση της πλατείας και δίπλα από τα
δυο μεγάλα πλατάνια εκεί που κρέμαγαν τους ονομαστούς κλέφτες,
που έπιαναν αιχμάλωτους. Είναι η πλατεία που σήμερα έχει πάρει το
όνομα του στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη…
[1]:Ο ληνός είναι ένα παραδοσιακό αγροτικό κτίσμα, που χρησίμευε και
σαν βοηθητικός εργαστηριακός χώρος. Αποθήκευαν τα σταφύλια, τα
πατούσαν ή έκαναν πρόχειρο βρασμό του μούστου. Εξυπηρετούσε και
την εποχική κατοίκηση των μικροκαλλιεργητών τότε που στα χωράφια ή
στα αμπέλια δούλευαν «ήλιο με ήλιο».

Στη δολοφονία του Γιάννη Κολοκοτρώνη, του φοβερού Ζορμπά,


αδελφού του Γέρου του Μοριά, από τους Τούρκους, αναφέρεται το
δημοτικό τραγούδι που ακολουθεί, όταν τον πρόδωσε ένας καλόγερος
στο μοναστήρι των Αιμυαλών, κοντά στη Δημητσάνα, κατά την
προεπαναστατική περίοδο.

Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμυαλούς τ' αμπέλια...

Καλόγερος έκλάδευε στής Αίμυαλούς τ' άμπέλια


Βλέπει δυό κλέφτες νά 'ρχωνται, δυό λεροφορεμένοι
Κι από μακρυά τον χαιρετάν κι από κοντά τού λένε:
- Καλόγερε δωσ' μας ψωμί, να φάμε και να πιούμε!
- Ελάτε πάνου στον ληνό, να κάνετε λημερι
Οπούν' ο τόπος ' πόμερος κι αλάργα από τη στράτα!
Και πήγε και τους έβαλε, μέσ' στον ληνό στ' αμπέλια,
Πού 'ταν γιομάτος κλήματα, από τά κλαδεμένα!
Πετιέται ο Γιώργος και του λέει, Γιάννης και του μιλάει:
- Τήρα καλά καλόγερε, να μή μας μαρτυρήσης!
Σου κόβει ο Γιώργος τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι
Κι αν παραπάρη το σπαθί, σού κόβει και τα γένια!
- Δεν είμαι βέργα να κοπώ, λυγιά για να λυγίσω,
Δεν είμαι και παλιάθρωπος, για να σας μαρτυρήσω!
Ψωμί - κρασί τους έδωσε, να φάνε και να πιούνε
Κι αυτός στα πόδια τό ' βάλε, στη Δημητσάνα πάει
Κι ευθύς ντελάλη έβαλε, σε τρείς μεριές στην χώρα:
Μες στόν ληνό γιατάκιασα τούς Κολοκοτρωναίους,
Μικροί- μεγάλοι στ' άρματα, να πάμε για τους κλέφτες!
Και πήγαν και τούς ζώσανε, μέσ' στού ληνού τ' αμπέλι,
Κι ο προεστός τούς φώναζε, γιά να παραδοθούνε:
- Έβγα Ζορμπά προσκύνησε, μ' όλη τή συντροφιά σου,
Να σου χαρίσω τή ζωή, εσέν' και τα παιδιά σου!
- Πως με περνάς μπουλούμπαση, να βγω να προοσκυνήσω,
Π' εγώ είμ' ο Γιάννης ο Ζορμπάς κι αν σου βαστάη ζυγώνης!
Δεν κόταγαν να πάν' κοντά, τούς έτρωγε το φίδι,
Μα όσα φτερά και πούπουλα έχει ν-ή μαύρη κότα,
Τόσα ντουφέκια επέφτανε, μέσ' στού ληνού την πόρτα!
Ρίξαν φωτιά μέσ' στον ληνό, κουβάρια θειαφοκέρι(1)
Πιάσαν οι κληματόβεργες κι ο Γιάννος τραγουδάει:
-Τώρα να ιδής μπουλούμπαση, να ιδής πώς προσκυνούνε,
Δεν είναι μια, δεν είναι δυό, που σ' έκανα άνω κάτω,
Που σ' έκανα μπουλούμπαση, σαν το λαγό να τρέμης,
Τόσες φορές τα γιόμισες, πάλε θαν τα γιομίσης! (2)
Και το ντουφέκι του άδειασε και κάνει ένα γιουρούσι!
Τρείς μπαταριές του ρίξανε καί πέφτει λαβωμένος
Καί η φωτιά τόν έζωσε καί τ' άρματα δέν πιάνουν!
Τού ρίνουν κι άλλη μπαταριά καί μούγκριζε σα λύκος:
"Άφήνω γειά συντρόφοι μου, με φάγαν οι μουρτάτες! "

(1) θειαφοκέρια= Φυτίλια βουτηγμένα στό θειάφι.


(2)Τα γιόμισες= δηλαδή τα βρακιά σου!
(3)ό Θοδωρής= Ο Γέρος του Μωριά, αδερφός του Γιάννη.
(4)Κλεινίτσα= το βουνό τής Στεμνίτσας, η αρχαία Υψούς.

You might also like