Professional Documents
Culture Documents
του Μιχάλη Λουκοβίκα
Μπουζούκι
Advertisements
REPORT THIS ADPRIVACY
Πρόκειται για τη δεύτερη μετάλλαξη του οργάνου. Η πρώτη έγινε πριν από
την εμφάνιση του ρεμπέτικου στο προσκήνιο, όταν το μπουζούκι,
ως “άσωτος υιός”, ξέκοψε από την οικογένεια του ταμπουρά που το
ανέθρεψε, κι έγινε Φραγκολεβαντίνος: τότε έχασε την ταμπουροειδή του
εμφάνιση, αλλά και τους κινητούς δεσμούς, τους (μ)περντέδες, για την
προσαρμογή των διαστημάτων ανάλογα με τον εκάστοτε τρόπο. Στην θέση
τους τοποθετήθηκαν τα πολύ λιγότερα, σταθερά μεταλλικά τάστα, που
αποδίδουν μόνον τα συγκερασμένα διαστήματα, ενώ έγιναν και άλλες
κατασκευαστικές μεταλλαγές, έχοντας ως πρότυπο το μαντολίνο. Εν ολίγοις,
τ’ όργανο αρχικά… “μαντολινοποιήθηκε”. Συνέχισε να “μιλάει” ελληνικά, θα
μπορούσαμε να πούμε, αλλά με μια κάποια ξενική “προφορά”… (α)
(α)
Με δεδομένα τα σταθερά τάστα, και τα συγκερασμένα διαστήματά τους, ο μόνος
τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τον πρωταρχικό ήχο τού ρεμπέτικου, δηλαδή τον ήχο
τής τροπικής μουσικής, είναι τα διάφορα κουρντίσματα, τα λεγόμενα ντουζένια, ανάλογα
με τον μουσικό δρόμο. [Düzen: κούρντισμα, αρμονία (τουρκιστί)]. Ο μόνος μπουζουξής που
άκουσα να χρησιμοποιεί ντουζένια στο πρόγραμμά του (και όχι σε κάποια ειδική
εκδήλωση, ή εκπομπή μουσικολογικού χαρακτήρα) είναι ο… κιθαρίστας Δημήτρης
Μυστακίδης. Ενώ, λοιπόν, το υπόλοιπο πρόγραμμα ευνοούσε το primo-secondo, τα
ντουζένια απαιτούσαν ισοκρατήματα – που πάει να πει, πως ο ήχος και το ήθος τής
Ανατολής είχαν επικρατήσει της δυτικότροπης “αρμονίας”…
(β)
Ο Ματάρ, σημειωτέον, είχε στο ρεπερτόριό του και το σφουγγαράδικο
τραγούδι Ντιρλαντά, που περιέλαβε το 1969 ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Περιβόλι τού
τρελού, και η πατρότητα του οποίου απασχόλησε την ελληνική δικαιοσύνη το 1973. Παρά
την κατάθεση του Γιάννη Παπαϊωάννου ότι ξέρει το τραγούδι από παλιά, αφού είναι
παραδοσιακό, παρ’ όλο που ήδη από το 1970 είχε γίνει διεθνής επιτυχία από την Dalida,
που το ηχογράφησε στα γαλλικά και τα ιταλικά, ως Darla dirladada, το δικαστήριο
αποφάνθηκε ότι θα πρέπει ν’ αναγράφεται στον δίσκο (σε παρένθεση), δίπλα στον τίτλο
τού τραγουδιού: “Διασκευή Σαββόπουλου. Σύνθεσις Π. Γκίνη ή δημώδες”… Διαλέγετε και
παίρνετε! Το Ντιρλαντά έχει τραγουδηθεί και στα εβραϊκά, τα σερβικά, τα φινλανδικά, και
άλλες γλώσσες. Στα ελληνικά το έχουν ηχογραφήσει οι Δόμνα Σαμίου, Νίκος
Ξυλούρης, Μαρινέλλα, και άλλοι.
(γ)
Στην πραγματικότητα, όταν οι Τούρκοι λένε büzük, εννοούν ένα
είδος bağlama· και όταν λένε bağlama, εννοούν το saz… Συνεπώς, οι
όροι μπουζούκι και μπαγλαμάς είναι δάνεια από την τουρκική γλώσσα, για τον
προσδιορισμό διαφορετικών, αν και συγγενικών, οργάνων τής οικογένειας του ταμπουρά,
που απλώνεται ως την Ινδία, με τ’ όργανο-ισοκράτη tanpura. Σημειωτέον, επιπλέον, ότι ο
όρος tambour αναφέρεται και σε κάποια είδη τυμπάνων. Στην ίδια κατηγορία των
κρουστών βρίσκουμε και άλλους παράγωγους όρους,
όπως ταμπούρλο, και ταμπούρο, tambora και tabor… [Ξέρω κάποιους που παρήγγειλαν να
τους φέρουν και “κανένα μπαγλαμαδάκι” από την Πόλη… Φαντάζεστε τι επακολούθησε!]
Ross Daly
Σήμερα, δυστυχώς, δεν ξέρουμε πώς ακριβώς παιζόταν ο ταμπουράς κατά
τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα. Το παίξιμό του, πάντως, θα πρέπει να ήταν
αρκετά διαφορετικό από το μπουζούκι, αλλά και από το (σημερινό,
τουλάχιστον) μικρασιάτικο σάζι, παρ’ όλο που πολλοί θέλουν να μας
πείσουν περί του αντιθέτου, επειδή, ναι μεν κρατούν στα χέρια τους σάζι –
ένα από τα όργανα της οικογένειας των ταμπουροειδών, όπως εξελίχθηκε
στον χώρο τής Μικράς Ασίας – αλλά δηλώνουν “διδάσκαλοι του ταμπουρά”.
Χαρακτηριστικά για τις προσπάθειες προσέγγισης του ταμπουρά είναι τα
λόγια τού Ross Daly:
“Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει πολύς λόγος σε διάφορα μουσικά
γυμνάσια, εκπαιδευτικά ιδρύματα, μουσικές σχολές και αυτοαποκαλούμενα ωδεία
για ένα όργανο, που το αναφέρει η ελληνική ιστορία, και που
ονομαζόταν ταμπουράς. Τ’ όργανο αυτό δεν έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Δεν
έχουμε μια συνεχιζόμενη παράδοση, από την αρχαιότητα, που λένε ότι κατάγεται ο
ταμπουράς, μέχρι σήμερα. Έχουμε παλιές περιγραφές Βυζαντινών θεωρητικών,
έχουμε λαογραφικές περιγραφές, έχουμε αναφορές σε βιβλία, ξέρουμε λίγο-πολύ
πώς κουρδιζόταν, πώς ήταν η μορφή του. Αλλά δεν έχουμε ακούσει το παίξιμό του.
“Ένα όργανο, που θεωρείται πολύ συγγενικό με τον ταμπουρά, παίζεται σήμερα
στην Τουρκία: είναι το σάζι. Ορισμένοι λένε πως είναι ένα και το αυτό όργανο.
Πρώτα απ’ όλα, δεν είναι – και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς με μια απλή
σύγκριση των δυο οργάνων. Επιπλέον, η τεχνοτροπία, η μουσική που παίζει ένα
όργανο, η κατασκευή του – όλα αυτά τα πράγματα – είναι ένα. Δεν μπορείς ν’
αποκόψεις το ένα μέρος από το άλλο.
“Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε ολόκληρη στρατιά νεαρών, που τα τελευταία
χρόνια έμαθαν να παίζουν το σάζι όχι κοντά σε κάποιον δάσκαλο, όχι στο πλαίσιο
μιας παράδοσης, αλλά τελείως αυτοδίδακτοι, και όπως-όπως. Εμφανίζονται ως
δάσκαλοι του ταμπουρά, και είναι ολοφάνερο ότι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα. Οι
άνθρωποι εδώ δεν ξέρουν από σάζι, από ταμπούρ, από νέυ, ούτε ουσιαστικά
από ούτι, αν και στη Μικρά Ασία καλλιεργήθηκε μια παράδοση στην οποία
συμμετείχαν οι Έλληνες. Και υπήρξαν πάρα πολλοί καλοί Έλληνες ουτίστες. Ίσως το
καλύτερο παράδειγμα να είναι ο Γιώργος Μπατζανός, που τον είχαν ως το πρώτο
ούτι στην Κωνσταντινούπολη στα μέσα τού 20ού αιώνα: όλοι οι ουτίστες τής
Τουρκίας τώρα πίνουν νερό στ’ όνομά του. Αλλά, δυστυχώς, αυτή η παράδοση δεν
ρίζωσε εδώ και δεν υπήρξε συνέχεια.
“Αφού, λοιπόν, εδώ και κάποιες δεκαετίες η παράδοση αυτή είχε πεθάνει, με την
αναβίωση του ρεμπέτικου στις αρχές τής δεκαετίας τού ’70, και πιο πολύ προς το
’80, που άρχισε το ενδιαφέρον για τα σμυρναίικα, οι μπουζουξήδες όλοι αγόρασαν
κι από ένα ούτι. Και άρχισαν να το σκαλίζουν, όπως παίζουν το μπουζούκι. Άλλο
είναι αυτό, κι άλλο να μυηθείς στην παράδοση του οργάνου, όπως υπάρχει στην
Τουρκία, ή την Αραβία, που είναι τα μέρη όπου παίζεται σήμερα το ούτι.
Ούτι
“Θα μπορούσε, φυσικά, να πει κάποιος ότι ο ταμπουράς επιβίωσε στην Κρήτη με
το μπουλγαρί τού Στέλιου Φουσταλιέρη. Βέβαια, ο Φουσταλιέρης άλλαξε τελείως τ’
όργανό του. Και δέχθηκε πολύ σοβαρές επιρροές, κυρίως από την επαφή του με
τους ρεμπέτες. Ό,τι ακούσματα έχουμε από τον Φουσταλιέρη είναι υποβοηθητικά.
Δεν είναι αρκετά για ν’ αναστήσουμε μια ολόκληρη παράδοση. Ό,τι έχουμε στη
διάθεσή μας, ας το χρησιμοποιήσουμε. Αλλά χωρίς όλες αυτές τις εθνικιστικές
κορώνες, ειδικά γι’ αυτό το όργανο, που έχει γίνει σύμβολο: ‘Ο ταμπουράς
τού Μακρυγιάννη’! Σχεδόν όπλο έχει γίνει στα χέρια ορισμένων”…
(δ)
Διατείνομαι πως η ασίκικη παράδοση δεν είναι τούρκικη (κεντρασιάτικη) αλλά
μικρασιάτικη. Στο διεθνές μουσικολογικό συνέδριο των Δελφών το 1988 λ.χ., ο Reinhold
Schlötterer ανέλυσε τη διάρθρωση τού τραγουδιού Μαύρη γη, του Ασίκη Veysel. Μιλώντας
στα ελληνικά (αφού η γερμανική δεν περιλαμβανόταν στις γλώσσες τού συνεδρίου),
επεσήμανε πως η συγκεκριμένη μελωδία αντιστοιχεί στο αρχαίο ελληνικό μουσικό
σύστημα. Έσπευσε, πάντως, να προσθέσει ότι δεν θα πρέπει να βγάζουμε αυθαίρετα
συμπεράσματα, ισχυριζόμενοι ότι πρόκειται για πραγματική εξάρτηση της μουσικής τής
Ανατολίας από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Εκτός αυτού, συμπλήρωσε, η ελληνική
μουσική είχε παραλάβει από τη Μικρά Ασία προϋπάρχοντα ιδιώματα… Όπως βλέπουμε, ο
Schlötterer συνέκρινε την κουλτούρα τής αρχαίας Ελλάδας, με αυτήν της Μικράς Ασίας.
Ούτε που διανοήθηκε να συνυπολογίσει στην ανάλυσή του κάποια κουλτούρα
τής Κεντρικής Ασίας!
Έχουμε την τάση να το ξεχνούμε αυτό, αφού επικρατεί η εντύπωση ότι, ναι
μεν η λόγια παράδοση της Πόλης έχει προέλευση αραβοπερσική (φυσικά και
βυζαντινή, αλλά το λησμονούμε επίσης), όμως, η λαϊκή τής Ανατολίας
είναι “καθαρά τουρκική”. Δεν θα περίμενε κανείς τίποτε το διαφορετικό.
Γίνεται ολοφάνερο πως οι απολογητές τής… “καθαρότητας” – ηχητικής, άμα
και φυλετικής – αποτελούν φαινόμενο οικουμενικό! Και αν, στην προκειμένη
περίπτωση, πρόκειται για Τούρκους, έχει καλώς (τρόπος τού λέγειν,
δηλαδή). Τι γίνεται, όμως, όταν είναι ξένοι;
“Ο Veysel, όπως όλοι οι ασίκηδες, ανήκε στην πίστη των Alevi–Bektashi, και άρα,
ήταν με δική του επιλογή ξένος προς τους άκαμπτους κώδικες
των σουνιτών μουσουλμάνων. Η φιλοσοφία του, ένα κράμα τής σοφίας των
αρχαίων Ελλήνων τής Μικρασίας, και της γενναιόδωρης ζεστασιάς των
Κεντρασιατών προγόνων του, ήταν φιλοσοφία ανεκτικότητας κι ελευθερίας. Ο ίδιος
υπήρξε κήρυκας ενότητας, αλληλοκατανόησης και ισότητας ανάμεσα σε όλους τους
άνδρες και τις γυναίκες, στη βάση μιας θρησκείας εσωστρεφούς, στραμμένης προς
τη γη μάλλον, παρά εξωστρεφούς, στραμμένης προς τον ουρανό”…
Χετταίος με πανδουρίδα
“Είναι γνωστό πως η Μικρά Ασία, από τα πανάρχαια χρόνια, υπήρξε η γη τής
αφθονίας για το μακρυμάνικο λαούτο, όπως μαρτυρούν τα χεττιτικά αρχαιολογικά
ευρήματα… Πολύ πριν από την αραβική Ισπανία, η εν λόγω γεωγραφική ζώνη
εξυπηρέτησε ως γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση και, ως τέτοια,
διέδωσε ανά τους αιώνες αυτά τα είδη των μακρυμάνικων λαούτων, που στην
κλασική Ευρώπη γέννησαν την pandura, το colascione, τη mandora…
(ε)
Εικάζω πως ο όρος ταμπουράς μάλλον κατάγεται από την
ασσυριακή πανδούρα, ή κάποια παρόμοια χεττιτική λέξη. Συνεπώς, πιθανόν να είναι λέξη
μεσοποτάμια-μικρασιάτικη, και όχι ινδοϊρανική.
● Οι λέξεις είναι καράβια, και η ετυμολογία τους ο χάρτης των ταξιδιών τους με
τους λαούς που τις χρησιμοποιούν. Ξαναψάχνοντας τη γενεαλογία τού μπουλγαρί,
διαπιστώνω πως η πρώτη μου εικασία είναι κατά κάποιον τρόπο σωστή: τελικά
υπάρχει, όντως, “βουλγάρικη παράμετρος”! Μπορεί τ’ όργανο να μην προέρχεται
από τη Βουλγαρία, αλλ’ από την Ανατολία, από τους Τουρκομάνους,
ή Ογούζους τού Ταύρου· μπορεί να μην έχει άμεση σχέση με ανάλογα βαλκανικά
λαουτοειδή (tambura, tamburica, ή bugarija)· όμως, τ’ όνομά του προέρχεται από
τους πρωτο-Βούλγαρους, της Βουλγαρίας τού Βόλγα, με τους οποίους οι
Τουρκομάνοι είχαν πάρε-δώσε. Αντίθετα, αυτοί οι Ουννο-Βούλγαροι δεν είχαν
καμιά επαφή με τους σλαβόφωνους Βούλγαρους των Βαλκανίων για πάνω από
χίλια χρόνια.
Το μπουλγαρί εξαπλώθηκε στη Μεσόγειο, ιδίως στην Κρήτη και την Αίγυπτο. Ο
Γάλλος μουσικολόγος Guillaume André Villoteau κατέγραψε το 1807 στο Κάιρο
ένα tanbour boulghari, ή guitare de Bulgarie, μεταξύ άλλων
ταμπουροειδών: bağlama, sharki, και bozuk (που μετεξελίχθηκε σε buzuq). Το
μπουλγαρί ίσως να το έφεραν στην Κρήτη Μικρασιάτες πρόσφυγες στη δεκαετία
τού 1920, ή μάλλον παιζόταν ήδη από τον 19ο αιώνα τουλάχιστον, από
χριστιανούς και μουσουλμάνους. Ο Φουσταλιέρης λ.χ. αγόρασε το πρώτο του
μπουλγαρί το 1924, αφού το είδε στα χέρια παλαιότερων μουσικών. Παίζεται
ακόμη, κυρίως ως σολιστικό όργανο, και όχι πια για συνοδεία, ρόλο τον οποίο
ανέλαβε σταδιακά το λαούτο.
Παναγιώτης Τούντας
(ς)
Είχαμε έναν πραγματικό (και όχι φανταστικό) λοχία… “Pepper”. Δυστυχώς, όμως,
κανείς εδώ δεν ίδρυσε κάποια… Lonely Hearts Club Band!
(ζ)
Συναυλιακό και θεατρικό flamenco: με πρωταγωνιστές τούς κιθαρίστες και τους
χορευτές, αντίστοιχα: οι πάλαι ποτέ κορυφαίοι, κατά την ιεραρχία τού flamenco, ήτοι οι
τραγουδιστές, μοιάζουν εκτοπισμένοι – όπως είναι και το αυθεντικό flamenco…
Στέλιος Φουσταλιέρης