Professional Documents
Culture Documents
1
κολυμπούσανε. Πετάγανε τα φουστάνια τους, μένανε με το μαγιό και
μπλούμ! μια μια πέφτανε το νερό. Γέλια, φωνές, σκαρφαλώματα στη
βάρκα, ξαναβουτήματα κτλ. Κι ο Αντρίκος καθισμένος στην πρύμνη
κάπνιζε… Ποιος τόνε λογάριαζε, σακάτη άνθρωπο! Νεράιδες αυτές,
σγόμπος εκείνος!
Έτσι όλο το καλοκαίρι η τρελή παρέα κολυμπούσε έξω από το
λιμάνι και γινότανε ανάμεσα ουρανού και πελάου («μάγεμα, λάγγεμα,
τρεμούλα»!) μέσα στη βάρκα του Αντρίκου και μάτι δεν τις έβλεπε. Το
μάτι του Αντρίκου ήτανε γυάλινο! Και η καρδιά του; Εκείνος το ήξερε!
Το καλοκαίρι πέρασε, οι ξένοι φύγανε από το νησί, και τα κορίτσια
μαύρα και ψημένα στον ήλιο. Μπήκε το φθινόπωρο, αρμενίσανε οι
βροχάδες, μπήκε ο χειμώνας, αρχινίσανε οι θύελλες. Ο Αντρίκος μια
μέρα έβηξε λίγο περισσότερο —και πια δεν ξανάβηξε.
Την ιστορία αυτή μου τηνέ θύμισε χτες ένας παλιός φίλος, που πέρασε
κείνο το καλοκαίρι του στο νησί –και μην έχοντας άλλον τρόπο να
σκοτώσει τον καιρό του, σκότωσε την ποίηση. Και μου απάγγειλε –
άνθρωπος αλλουνού κόσμου:
Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.
Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.
3
Επίσης, αποδίδει την πατρότητα του ποιήματος σε κάποιον φίλο του -
συχνό τέχνασμα στα χρονογραφήματά του-, έναν «άνθρωπο αλλουνού
κόσμου», που μάλιστα θεωρεί ότι «σκοτώνει την ποίηση»!
Πρόχειρα σημειώνω ότι σγόμπος είναι ο καμπούρης, ενώ η φράση
«μάγεμα, λάγγεμα, τρεμούλα» παραπέμπει σε ένα δίστιχο από τον Λόγο
Ζ’ του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» του Παλαμά: «κι άφρισμα, λάγγεμα,
τρεμούλα / η γυφτοπούλα, η μαγιοπούλα».
Φιλολογικά, η Αίγινα είναι γνωστή για τον Καζαντζάκη, που έμεινε
μεγάλα διαστήματα στο νησί, σε παραλιακό σπίτι που διατηρείται, αλλά
και για τον Βάρναλη, που κι αυτός αγαπούσε να παραθερίζει στην Αίγινα
και έγραψε εδώ κάμποσα από τα πιο σημαντικά έργα του της μεγάλης
του δεκαετίας του 1920. Ο Βάρναλης, επίσης, έγραψε για την Αίγινα,
τις νοσταλγικές σελίδες που της αφιέρωσε στα Φιλολογικά του
Απομνημονεύματα. Η Αίγινα ήταν το αγαπημένο νησί του Βάρναλη, το
«της χαράς το νησί» όπως την έχει αποκαλέσει (με υπαινιγμό στο
ποίημα του Πορφύρα) σε ένα χρονογράφημά του.
Το ποίημα «Η μπαλάντα του Αντρίκου», έχει γίνει πολύ γνωστό χάρη
στην εξαιρετική μελοποίηση που του έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης στη
δεκαετία του 1960, με τα μπουζούκια του Παπαδόπουλου και του
Καρνέζη σε δαιμονισμένη φόρμα και με αξεπέραστον τον Γρηγόρη
Μπιθικώτση.
Ο Μίκης όμως έχει μελοποιήσει τέσσερις μόνο στροφές του ποιήματος,
το οποίο διηγείται μια ιστορία -αν δεν θυμάστε το υπόλοιπο ποίημα,
γιατί συχνά συμβαίνει η μελοποίηση να ρίχνει στη λησμονιά τις
αμελοποίητες στροφές.
Η σύνθεση του Μίκη είναι γρήγορη, στακάτη, εύθυμη, χαρούμενη και
ευδαιμονική. Εύκολα σε παρασύρει σε αν δεν προσέξεις την πανδαισία
των διαπεραστικών, κοινωνικά "ανελέητων" αντιθέσεων του στίχου:
"Χαρούμενη" ατμόσφαιρα από τα ευκατάσταστα, δροσερά "πανέμορφα"
κορίτσια της χειραφετημένης παρέας, που κόντρα στις αστικές
συμβατικότητες της εποχής και τους "καθωςπρεπισμούς" πάνε για
μπάνιο στις εξωτικές παραλίες του νησιού και δίπλα και "απέναντι" ο
βιοπαλέστής του μεροκάματου, σακάτης και καμπούρης μεσήλικας
Αντρίκος: φτωχός ψαράς με την βάρκα του, μόνιμος κάτοικος του
λιμανιού, "αστεγος", "άσχημος" "θεονήστικος" και ρακένδυτος. Ένας
σύγχρονος "κουασιμόδος", που χαίρεται από την χαρά των άλλων για
να ξεφεύγει από την ορφάνια και την αφόρητη δυστυχία του. Ένας
χαρακτηριστικός τύπος του λιμανιού, που όλοι χαίρονται για αυτόν, όλοι
θέλουν να διασκεδάσουν μαζί του... αλλά όλοι στο τέλος τον ξεχνάνε.
Η τρελή παρέα των κοριτσιών σκόρπισε με τον ερχομό του χειμώνα,
αλλά τα βάσανα και ο Γολογοθάς του καμπούρη Αντρέα δεν
τελειώσανε. Εκτός από την φτώχεια, την εγκατάλειψη, το σακάτεμα και
την μοναξιά ήρθε και η φυματίωση (βήχας μυστικός) για να
ολοκληρώσει την δυστυχία του και να τον αφήσει "έρμαιο" της
ελεημοσύνης των άλλων... και εκεί στην επαναλαμβανόμενη
επωδό..λέει "διφορούμενα" ο Βάρναλης...Μεγάλος που είναι ο Θεός
πατήρ και πνεύμα και υιός...