You are on page 1of 4

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

(Γράφτηκε την δεκαετία του 1920 και δημοσιεύτηκε στην Πρωία της 26


Οκτωβρίου 1941 με τίτλο  "Ο Αντρίκος" )
Ο Αντρίκος
Σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Καλοκαίρι. Ξέρετε τι θα πει καλοκαίρι σ’
ένα νησί του Αιγαίου! Ήλιος τυφλωτικός από τα… μεσάνυχτα· μπάτης·
μαϊστράλι· τρεμούλα οι αφροί της θάλασσας· μόλοι, φανάρια, καΐκια:
σκούνες, τρεχαντήρια, γολέτες, ψαρόβαρκες, μπενζίνες, κατάρτια,
πανιά –κι απάνου απ’ όλα τα σπαθίσματα των γλάρων. Κάτω στον
παραλιακό δρόμο καφενεία, μαγέρικα, ταβέρνες με τις τέντες τους:
μπαρμπέρικα, χρωματοπωλεία, ξενοδοχεία ύπνου. Μένουλες αυγωμένες
ψητές στη σκάρα· κατσούλες (παπαγάλοι της θάλασσας) τηγανισμένες
σε μπόλικο λάδι· χελιδονόψαρο ψημένο ανάσκελα στο φούρνο και τα
φιλέτα του καυτά ακόμα μέσα στο λαδολέμονο· καβουρομάνες μ’ ένα
τόπι αυγά έξω από την κοιλιά τους ψητές στο φούρνο –τ’ αυγά
χτυπημένα μαζί με το λαδολέμονο και ύστερα όλα τα ψαχνά βαλμένα
μέσα σ’ αυτήν την κόκκινη σάλτσα· χάνοι μια πιθαμή –πρώτο μπόι—
σούπα αυγολέμονο, θεός! Αμ’ αυτά θα φας στα νησιά και στις
απόμακρες παραλίες, για να καταλάβεις το μεγαλείο της θάλασσας! Όχι
μπαρμπούνια, λιθρίνια, σφυρίδες του… πάγου: Αυτά τα «δευτερότερα»
ψάρια και θαλασσινά, όταν βγαίνουνε λαχταριστά από το πανέρι της
ψαροπούλας, είναι ύψος –και πάγο δεν σηκώνουν!
Αλλά λίγο έλειψε να ξεχάσουμε το κρασί και τα κορίτσια. Το κρασί
στα νησιά ό,τι λογής και να ’ναι: ρετσινωμένο ή αρετσίνωτο, άσπρο,
μαύρο ή κόκκινο, γλυκό ή μπρούσκο, έχει μιαν αναμφισβήτητη αρετή
που έχει η ίδια η θαλασσινή ζωή: την ειλικρίνεια. Το κρασί εκεί δε θα
περάσει από το φαρμακείο για να γίνει κρασί! Άρα εν τάξει!
Αλλά τα κορίτσια; Δεν εννοούμε τα κορίτσια του νησιού. Αυτά τα
βλέπεις δεν τα βλέπεις! Πρέπει να μπεις στα σπίτια για να ιδείς όταν…
σφουγγαρίζουνε τις πλάκες της αυλής κι ασπρίζουνε τους τοίχους ή να
πας στην εκκλησία την Κυριακή να… μετανοήσεις για τα αμαρτήματά
σου, οπότε και θα… αμαρτήσεις περισσότερο. Εννοώ τα κορίτσια της
Αθήνας, που παραθερίζουνε τα καλοκαίρια στα νησιά. Άνθη ξωτικού
παραδείσου, ανάερα, διάφανα, καημός και αλλοφροσύνη. Στα μπάνια,
στο μόλο, στα καφενεία, στον περίπατο, στο χορό με το γραμμόφωνο,
παντού όπου υπάρχει αέρας να τον ανασάνουν και γης να την πατήσουν
και θάλασσα να την κομματιάσουν, παντού φέρνουν τα θάμα –με τα
μάτια, με τα χείλια, με την πνοή!
Ο καπετάν Αντρίκος, ένας καμπούρης κι ασθενικός ανθρωπάκος,
που όλο ξερόβηχε, δεν έβγαινε καθόλου από τη βάρκα του. Την είχε
δεμένη στο μουράγιο, αντίκρα στα φώτα των μαγαζιών, κι από κει
αντιμετώπιζε τον πλανήτη. Το νερό τον εχώριζε από τον άλλο κόσμο. Κι
αυτού ήταν η ησυχία του. Όταν καμιά παρέα ήθελε να κάνει μια βουτιά
στ’ ανοιχτά με το φεγγάρι κι έπαιρνε τη βάρκα του Αντρίκου, αυτός
έβαζε τα κουπιά στους σκαρμούς, έλυνε τα σκοινιά και άρχιζε να λάμνει
χωρίς να μιλά. Υπήρχε όμως μια παρέα τρελοκόριτσα, που τον παίρνανε
ταχτικά το μεσημέρι για να πηγαίνουνε μακριά έξω από το λιμάνι κι εκεί

1
κολυμπούσανε. Πετάγανε τα φουστάνια τους, μένανε με το μαγιό και
μπλούμ! μια μια πέφτανε το νερό. Γέλια, φωνές, σκαρφαλώματα στη
βάρκα, ξαναβουτήματα κτλ. Κι ο Αντρίκος καθισμένος στην πρύμνη
κάπνιζε… Ποιος τόνε λογάριαζε, σακάτη άνθρωπο! Νεράιδες αυτές,
σγόμπος εκείνος!
Έτσι όλο το καλοκαίρι η τρελή παρέα κολυμπούσε έξω από το
λιμάνι και γινότανε ανάμεσα ουρανού και πελάου («μάγεμα, λάγγεμα,
τρεμούλα»!) μέσα στη βάρκα του Αντρίκου και μάτι δεν τις έβλεπε. Το
μάτι του Αντρίκου ήτανε γυάλινο! Και η καρδιά του; Εκείνος το ήξερε!
Το καλοκαίρι πέρασε, οι ξένοι φύγανε από το νησί, και τα κορίτσια
μαύρα και ψημένα στον ήλιο. Μπήκε το φθινόπωρο, αρμενίσανε οι
βροχάδες, μπήκε ο χειμώνας, αρχινίσανε οι θύελλες. Ο Αντρίκος μια
μέρα έβηξε λίγο περισσότερο —και πια δεν ξανάβηξε.
Την ιστορία αυτή μου τηνέ θύμισε χτες ένας παλιός φίλος, που πέρασε
κείνο το καλοκαίρι του στο νησί –και μην έχοντας άλλον τρόπο να
σκοτώσει τον καιρό του, σκότωσε την ποίηση. Και μου απάγγειλε –
άνθρωπος αλλουνού κόσμου:

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ


Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.

Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

Άξαφνα πέφταν στο νερό


Η καθεμιά γδυτή γοργόνα
Κιόλο γινόταν πιο μικρό
Τ΄Αντρέα το μάτι ίσα βελόνα

Είναι μεγάλος ο Θεός!


Τ΄αχείλι το πικρό του λέει.
Πόσο μεγάλος κι αγαθός
Και πλούσια τα χρυσά του ελέη!

Μα 'ρθε  ο χειμώνας ο κακός


και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.
2
Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό
Περνάει μπροστά σου η Ζηνοβία
(ένα τραγούδι σιγαλό
στον καφενέ παίζ΄ η ρομβία):

πως τα περνάς, σ΄ αναρωτά,


τα τόσα βάσανα της ζήσης;
Πάρε τα λίγ΄ αυτά λεφτά
Να γιάνεις και να ξαναζήσεις.

Κ΄ η βάρκα μάνα γελαστή,


Από την μια στην άλλη μπάντα
σ΄αργοκουνάει στην κουπαστή
-Καλό ταξίδι σου για πάντα!

Πόσο μεγάλος ο Θεός


Πατήρ και Πνεύμα και Υιός!

Η ιστορία της Μπαλάντας του Αντρίκου εκτυλίσσεται καλοκαίρι στην


Αίγινα. Η γυναικεία συντροφιά της βάρκας που περιγράφεται στο ποίημα
αποτελούνταν από υπαρκτά πρόσωπα, νεαρές κοπέλες, που ξεχώριζαν
για την ομορφιά και την κοινωνική τους θέση στο νησί. «Η Κατερίνα κι
η Ζωή / τ’ Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία / Ω, τι χαρούμενη ζωή / Χτυπάς,
φτωχή καρδιά, με βία»: τραγουδά η δεύτερη στροφή από το ποίημα. Η
Κατερίνα (Κατίνα στην καθημερινή) και τ’ Αντιγονάκι (Αντιγόνη) είναι οι
δύο αδελφές της Ιφιγένειας, το γένος Ζέρβα, συζύγου του πασίγνωστου
παλιού Αιγινήτη γιατρού, του Ξυδέα
Η Ζωή ήταν η Ζωή Γιαννούλη, αδελφή του δικηγόρου Τάκη Γιαννούλη.
Και, τέλος, η Ζηνοβία, η διασημότερη όλων, ήταν κόρη του Γιάγκου
Μπήτρου, μεγάλου ξυλέμπορου της εποχής, και θεία της καλής φίλης
Μαίρης Γαλάνη-Κρητικού, που είχε την καλοσύνη να μου δώσει τις
πολύτιμες αυτές πληροφορίες. Αξίζει να σταθούμε λίγο στη Ζηνοβία,
γιατί πράγματι φαίνεται ότι ήταν μια γυναίκα ξεχωριστή και πολύ
προχωρημένη για τα ήθη της εποχής. Έχοντας οικονομική άνεση, ήταν
η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που αγόρασε και οδήγησε αυτοκίνητο,
έπαιζε δημοσίως χαρτιά και κάποια εποχή μετέτρεψε το μαγαζί του
πατέρα της σε κινηματογράφο. Τα φορέματά της τα έφερναν στην
Αίγινα υπάλληλοι του Τσούχλου, πολυτελούς οίκου νεωτερισμών της
εποχής στην Αθήνα. Διηγούνται ότι ήταν πολύ χειραφετημένη,
κατήργησε από μόνη της τις ξεχωριστές πλαζ, δημιουργώντας μπαιν-
μιξτ, αφού δεν δίσταζε να κολυμπά ακόμη και μέσα στο λιμάνι,
συμπαρασύροντας και άλλες γυναίκες, αλλά και άντρες. Υπαρκτό
πρόσωπο ήταν και ο βαρκάρης της συντροφιάς, ο καμπούρης Αντρέας,
ο Αντρίκος. Πρόκειται για τον Ανδρέα Γελαδάκη, γνωστό με το
παρατσούκλι «Τσουκλανίδας». -

Όπως βλέπετε, ο Βάρναλης δεν αναφέρει ρητά την Αίγινα, αντίθετα


αναφέρεται γενικά (και παραπλανητικά) σε «κάποιο νησί του Αιγαίου».

3
Επίσης, αποδίδει την πατρότητα του ποιήματος σε κάποιον φίλο του -
συχνό τέχνασμα στα χρονογραφήματά του-, έναν «άνθρωπο αλλουνού
κόσμου», που μάλιστα θεωρεί ότι «σκοτώνει την ποίηση»!
Πρόχειρα σημειώνω ότι σγόμπος είναι ο καμπούρης, ενώ η φράση
«μάγεμα, λάγγεμα, τρεμούλα» παραπέμπει σε ένα δίστιχο από τον Λόγο
Ζ’ του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» του Παλαμά: «κι άφρισμα, λάγγεμα,
τρεμούλα / η γυφτοπούλα, η μαγιοπούλα».
Φιλολογικά, η Αίγινα είναι γνωστή για τον Καζαντζάκη, που έμεινε
μεγάλα διαστήματα στο νησί, σε παραλιακό σπίτι που διατηρείται, αλλά
και για τον Βάρναλη, που κι αυτός αγαπούσε να παραθερίζει στην Αίγινα
και έγραψε εδώ κάμποσα από τα πιο σημαντικά έργα του της μεγάλης
του δεκαετίας του 1920. Ο Βάρναλης, επίσης, έγραψε για την Αίγινα,
τις νοσταλγικές σελίδες που της αφιέρωσε στα Φιλολογικά του
Απομνημονεύματα. Η Αίγινα ήταν το αγαπημένο νησί του Βάρναλη, το
«της χαράς το νησί» όπως την έχει αποκαλέσει (με υπαινιγμό στο
ποίημα του Πορφύρα) σε ένα χρονογράφημά του.
Το ποίημα «Η μπαλάντα του Αντρίκου», έχει γίνει πολύ γνωστό χάρη
στην εξαιρετική μελοποίηση που του έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης στη
δεκαετία του 1960, με τα μπουζούκια του Παπαδόπουλου και του
Καρνέζη σε δαιμονισμένη φόρμα και με αξεπέραστον τον Γρηγόρη
Μπιθικώτση.
Ο Μίκης όμως έχει μελοποιήσει τέσσερις μόνο στροφές του ποιήματος,
το οποίο διηγείται μια ιστορία -αν δεν θυμάστε το υπόλοιπο ποίημα,
γιατί συχνά συμβαίνει η μελοποίηση να ρίχνει στη λησμονιά τις
αμελοποίητες στροφές.
Η σύνθεση του Μίκη είναι γρήγορη, στακάτη, εύθυμη, χαρούμενη και
ευδαιμονική. Εύκολα σε παρασύρει σε αν δεν προσέξεις την πανδαισία
των διαπεραστικών, κοινωνικά "ανελέητων" αντιθέσεων του στίχου:
"Χαρούμενη" ατμόσφαιρα από τα ευκατάσταστα, δροσερά "πανέμορφα"
κορίτσια της χειραφετημένης παρέας, που κόντρα στις αστικές
συμβατικότητες της εποχής και τους "καθωςπρεπισμούς" πάνε για
μπάνιο στις εξωτικές παραλίες του νησιού και δίπλα και "απέναντι" ο
βιοπαλέστής του μεροκάματου, σακάτης και καμπούρης μεσήλικας
Αντρίκος: φτωχός ψαράς με την βάρκα του, μόνιμος κάτοικος του
λιμανιού, "αστεγος", "άσχημος" "θεονήστικος" και ρακένδυτος. Ένας
σύγχρονος "κουασιμόδος", που χαίρεται από την χαρά των άλλων για
να ξεφεύγει από την ορφάνια και την αφόρητη δυστυχία του. Ένας
χαρακτηριστικός τύπος του λιμανιού, που όλοι χαίρονται για αυτόν, όλοι
θέλουν να διασκεδάσουν μαζί του... αλλά όλοι στο τέλος τον ξεχνάνε.
Η τρελή παρέα των κοριτσιών σκόρπισε με τον ερχομό του χειμώνα,
αλλά τα βάσανα και ο Γολογοθάς του καμπούρη Αντρέα δεν
τελειώσανε. Εκτός από την φτώχεια, την εγκατάλειψη, το σακάτεμα και
την μοναξιά ήρθε και η φυματίωση (βήχας μυστικός) για να
ολοκληρώσει την δυστυχία του και να τον αφήσει "έρμαιο" της
ελεημοσύνης των άλλων... και εκεί στην επαναλαμβανόμενη
επωδό..λέει "διφορούμενα" ο Βάρναλης...Μεγάλος που είναι ο Θεός
πατήρ και πνεύμα και υιός...

You might also like