You are on page 1of 102

René Roques

TO ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟ
ΣΥΜΠΑΝ
Η Ιεραρχική δομή του κόσμου σύμφωνα με
τον ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη!

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Οι συστατικοί χαρακτήρες του Ιεραρχικού κόσμου!

Εκδόσεις Αμέθυστος

http://amethystosbooks.blogstpot.com/
Περιεχόμενα
Εισαγωγή....................................................................................................4
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ........................................................................................7
Οι συστατικοί χαρακτήρες του Ιεραρχικού κόσμου!.................................7
Κεφάλαιο πρώτο. - Ο Κόσμος σαν Τάξις: η ορολογία και οι πηγές της!...........................7

1. Τάξις και τα παράγωγά της...........................................................................................8

2. Κόσμος και τα παράγωγά του: Ιστορική ανάκληση!...................................................11

3. Ο Κόσμος του Διονυσίου............................................................................................21

α) Ο Κόσμος και τα παράγωγά του.................................................................................21

β) Τα παράγωγα του μέτρου και του λόγου!..................................................................27

γ) Αρμονία και τα παράγωγά της....................................................................................31

Κεφάλαιο δεύτερο. - Οι χαρακτήρες της ιεραρχικής τάξεως!.........................................35

1. Η δομή του όλου τής ιεραρχικής τάξης!.....................................................................35

2. Η αληθινή σημασία τής Διονυσιανής τάξεως.............................................................48

3. Σχέσεις τής τάξεως τού Διονυσίου με τήν επιστήμη και τήν ιεραρχική
δραστηριότητα!..............................................................................................................56

Κεφάλαιο τρίτο. - Η ιεραρχική δραστηριότης!...............................................................60

1. Ο σκοπός τής ιεραρχικής δραστηριότητος!................................................................60

2. Οι ουσιώδεις όψεις τής ιεραρχικής δραστηριότητος!................................................61

3. Οι νόμοι τής ιεραρχικής δραστηριότητος!..................................................................73

4. Η Θεαρχία υπερβατική αιτία τής ιεραρχικής δραστηριότητος!..................................82

Κεφάλαιο τέταρτο. - Η ιεραρχική επιστήμη!..................................................................88

1. Τα κοινά χαρακτηριστικά τής επιστήμης, στην τάξη και στην Ιεραρχική ενέργεια
(δραστηριότητα).............................................................................................................88

2. Οι διακριτοί χαρακτήρες τής Ιεραρχικής επιστήμης!..................................................92

2
René Roques
l’univers
dionysien
structure hiérachique du monde selon
le Pseudo-Denys

Eἴρηται τοίνυν ἡμῖν ἱερῶς, ὡς οὗτός


ἐστι τῆς καθ' ἡμᾶς ἱεραρχίας σκοπός·
ἡ πρὸς θεὸν ἡμῶν ὡς ἐφικτὸν ἀφομοίωσίς
τε καὶ ἕνωσις.
Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας ΙΙ 1, 392 Α.

3
Εισαγωγή

Με τις συνδυασμένες επιρροές, πολύ


συχνά ακόμη και εχθρικές, των
φιλοσοφιών τού Πλάτωνος και του
Αριστοτέλη, τού Φίλωνος, της Γνώσης
και των νεοπλατωνικών, επιβλήθηκε μία
ιδιαίτερη εννοιολόγηση του σύμπαντος
και των νοητών. Ονομάσθηκε κοινώς
"αλεξανδρινό όραμα του κόσμου".
Συνίσταται ουσιωδώς σε μία βαθμιαία
παρουσίαση των διαφόρων τάξεων τής πραγματικότητος, ξεκινώντας από
την πρώτη αρχή από την οποία προοδεύουν όλες, τόσο άμεσα, εάν
πρόκειται για την πρώτη, όσο και για όλες τις άλλες, μέσω τής
μεσολαβήσεως των πιό υψηλών τάξεων. Σ' αυτή την παράδοση σκέψης
πρέπει να κατατάξουμε τον Ιεραρχικό κόσμο του Διονυσίου. Θέλουμε να
προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε αυτόν τον κόσμο, τον τόσο ιδιαίτερο
από πολλές πλευρές σημειώνοντας, όταν θα είναι δυνατόν, τις επιρροές,
οι οποίες κατέστησαν δυνατή αυτή ή εκείνη την οπτική γωνία.

Η έκφραση Ιεραρχικός κόσμος κινδυνεύει να γεννήσει παρεξηγήσεις.


Δέν θα πρέπει να την κατανοήσουμε με μία κοσμολογική σημασία,
διότι ο κόσμος τού Αρεοπαγίτη είναι ουσιαστικά ο κόσμος των
νοητών, και η Ιεραρχία που του αντιστοιχεί -χωρίς να είναι
πλεονασμός- είναι μία ιερή Ιεραρχία.

Αφορούσα μοναδικώς τήν θέωση των νοητών, αυτή η ιεραρχία


ελευθερώνεται, περίπου από τις κοσμολογικές εξαρτήσεις που επέβαλλαν
συνήθως οι Εθνικές θρησκείες στις σωτηριολογικές πρακτικές. Χωρίς
αμφιβολία αναφέρεται για να καθορισθεί, σε ένα λεξιλόγιο κοσμολογικής
προελεύσεως, αλλά πρόκειται αποκλειστικώς για έναν πνευματικό
κόσμο. Ουράνια ιεραρχία για τους καθαρούς νόες, εκκλησιαστική
ιεραρχία για τους ανθρώπινους νόες. Αυτό είναι όλο το σύμπαν του
Αρεοπαγίτη!

Παρά το φαινομενικό της μέγεθος η έρευνά μας είναι θεληματικώς


περιορισμένη. Δέν θα επεξεργαστεί με ιδιαίτερο τρόπο προβλήματα τόσο

4
ουσιώδη όπως η γνώση του Θεού, η Τριαδική Θεολογία και η Μυστική
Θεολογία. Όπως και η ίδια η Χριστολογία αυτά τα θέματα θα
υπολογισθούν στο μέτρο που το απαιτεί η κατανόηση του ιεραρχικού
σύμπαντος. Για να χρησιμοποιήσουμε μία ορολογία η οποία δέν είναι
μάλλον και τόσο ταιριαστή, η παρούσα μελέτη θέλησε να διατηρήσει
σαν κέντρο της τήν οικονομία του Αρεοπαγίτη, παρά την Θεολογία
του! Αυτή η επιλογή δέν επιφέρει καμμία αξιολογική κρίση στην
αντίστοιχη σπουδαιότητα των δύο πλευρών τού συστήματος, οι οποίες
είναι απολύτως ουσιώδεις και αναγκαίως συνδεδεμένες στα μάτια τού
συγγραφέως τους. Θελήσαμε μόνον να φωτίσουμε μερικά μέρη που δέν
είναι πολύ γνωστά ή είναι κακώς κατανοούμενα! Και να βοηθήσουμε
μ'αυτόν τον τρόπο, έμμεσα στην ταυτοποίηση η οποία είναι ακόμη
αβέβαιη του μυστηριώδους Αρεοπαγίτη!

Έτσι λοιπόν η έρευνά μας θα πορευθεί γύρω από τις δύο ιεραρχίες. Θα
την οδηγήσουμε κατά μήκος τών κατευθυντηρίων γραμμών οι οποίες
ορίσθηκαν από το ΙΙΙ κεφάλαιο της Ουράνιας Ιεραρχίας τής οποίας ο
σκοπός είναι αρκιβώς ο καθορισμός τής Ιεραρχίας και η υπογράμμιση
τής χρησιμότητάς της! "Η Ιεραρχία είναι μία τάξις ιερά, μία επιστήμη,
και μία ενέργεια πρός το θεοειδές ώς εφικτόν, αφομοιουμένη και
ανεβαίνει και ανάγεται, πρός τας ενδιδομένας (τις προσφερόμενες)
αυτή Θεόθεν ελλάμψεις αναλόγως επί το θεομίμητον". Στην συνέχεια
τού κειμένου αναπτύσσεται αυτή η ίδια η ορολογία: "Σκοπός λοιπόν τις
ιεραρχίας είναι η αφομοίωση και ένωση, κατά το εφικτό, πρός τον
Θεό, έχοντας τον ίδιο ώς οδηγό για κάθε ιερή επιστήμη και ενέργεια,
που αποβλέπει αταλάντευτα στην Θεϊκότατη ομορφιά του και την
αποτυπώνει όσο είναι δυνατό. Όσους τον συμμερίζονται (τους εαυτού
θιασώτας), τους κάνει αγάλματα Θεϊκά, καθρέφτες καθαρούς και
ακηλίδωτους που δέχονται την αρχίφωτη Θεαρχική ακτίνα και
απογεμίζουν με τρόπο ιερό από την λάμψη που τους δίνεται και αυτή
πάλι την ακτινοβολούν πλούσια στα επόμενά τους κατά τους Θεϊκούς
ορισμούς".

Μερικές γραμμές πιό κάτω η ιεραρχία μάς παρουσιάζεται πάλι σαν η


ίδρυση μέσω της οποίας μάς χαρίστηκαν στην τάξη που θέλησε ο Θεός, η
επιστήμη και η ενέργεια η οποία μας θεώνει: "όποιος λοιπόν μιλάει για
ιεραρχία, δηλώνει γενικά μία ιερή διακόσμηση, που είναι εικόνα τής
Θεαρχικής ομορφιάς και τελεί τα ιερά μυστήρια τού φωτισμού της

5
με διευθετήσεις και γνώσεις με ιεραρχική σειρά και που όσο είναι
επιτρεπτό αφομοιώνεται πρός την αρχή της".

Επειδή λοιπόν ο ορισμός είναι τόσο σταθερός και ακριβής μπορούμε


φαίνεται να τηρήσουμε ήσυχα την τριπλή οπτική γωνία τής τάξεως,
της ενέργειας και της επιστήμης, σαν καθοδηγητική αρχή της
μελέτης μας. Χωρίς αμφιβολία δέν πρέπει να χωρίσουμε ποτέ αυτό που
ο Διονύσιος κρατά με ζήλο ενωμένα. Αλλά θα τολμήσουμε να
μελετήσουμε αργότερα αυτές τις τρείς πλευρές, εάν θέλουμε να μήν τις
απομονώσουμε απο το όλον στο οποίο βρίσκονται εναρμονισμένες και
βρίσκουν την σημασία τους.

Θα αναπτύξουμε την έρευνα μας σε τέσσερις φάσεις, θα ξεκινήσουμε


ορίζοντας στην μεγαλύτερη γενικότητά τους, τους τρείς συστατικούς
χαρακτήρες τού αρεοπαγιτικού κοσμου. Στην συνέχεια θα δούμε πώς ο
κόσμος των καθαρών νοητών πραγματοποιεί
καθέναν από αυτούς τους χαρακτήρες. Μία
ανάλογη μελέτη θα πρέπει να εφαρμοστεί στον
κόσμο των ανθρωπίνων νοητών και αυτό θα είναι
το τρίτο μας μέρος. Το τέταρτο, τέλος, θα
προσπαθήσει να ορίσει τον ρόλο και τον τόπο
τού ενσαρκωθέντος Λόγου σ'αυτό το διπλό
σύμπαν των αγγελικών και των ανθρωπίνων
νοητών.

Σημείωση: [Οι χρωματικοί τονισμοί είναι κατά την γνώμη μας τά


ουσιώδη σημεία τών κειμένων πού παρουσιάζουμε. Προσπαθούμε νά
παρουσιάσουμε τίς πηγές τής σημερινής αιρέσεως γιά νά μπορέσουμε
ίσως κάποια στιγμή νά αρθρώσουμε τόν ορθόδοξο λόγο πού θά
εξαφανίσει τήν αίρεση. Διότι σήμερα αγνοούμε τίς πηγές τής κακοδοξίας,
τήν εξέλιξή της καί μέ μεγάλα ονόματα καί μέ τό δίκαιο τών κανόνων
χωρίς τήν άμεση γνώση τών πηγών από όπου αντλούν οι σύγχρονοι
αιρεσιάρχες, δέν πολεμάται η αίρεση. Ζούμε στήν άγνοια επαναπαυμένοι
στούς νικηφόρους αγώνες τών Πατέρων, κοροϊδεύοντας τούς εαυτούς
μας ότι αντιμετωπίζουμε μιά μαζική επανάληψη τών αιρέσεων,
παραβλέποντας τήν μόνη αλήθεια στό θέμα. Τό κακό εξελίσσεται μαζί μέ
τούς γόητες πού τό επιβάλλουν].

6
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Οι συστατικοί χαρακτήρες του Ιεραρχικού κόσμου!


Κεφάλαιο πρώτο. - Ο Κόσμος σαν Τάξις: η ορολογία και οι πηγές της!

Τα αρχαία συστήματα, στο μεγαλύτερο τους μέρος, υπήρξαν


φιλοσοφίες τής τάξης. Η ψυχή, η ορατή πόλις και η κοινωνία των
νοητών πρέπει να επαναδημιουργήσουν κάθε μία με το τρόπο της,
την τάξη την οποία τους παρουσιάζει το σύμπαν. Από αυτή την
ομοιότητα στην διαφορετικότητα γεννιέται η εσωτερική συμφωνία
κάθε στοιχείου, η αμοιβαία αρμονία των μερών και η συνοχή του
όλου. Έτσι ακριβώς συστήνεται μία αληθινή ενότης, πηγή και συνθήκη
όλου του πραγματικού κάλλους. Αυτές οι τυπικές έννοιες της
κοσμολογίας, της πολιτικής και της αρχαίας ανθρωπολογίας καθόρισαν
την σκέψη του ψευδο-Διονυσίου.

Με ποιά έννοια και σε ποιό μέτρο;

Δέν θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σφαιρικά σ'αυτή την ερώτηση,


διότι παράλληλα με μερικά φιλοσοφικά θέματα που μεταθέτει
τουλάχιστον εν μέρει, ο Διονύσιος παρουσιάζει πολλά στοιχεία
προερχόμενα από την Βίβλο, την Πατερική ή την εκκλησιαστική
γραμματεία. Η πραγματική του σκέψη και οι πηγές του πρέπει να
εμφανισθούν περισσότερο μέσω τής μελέτης μερικών όρων και μερικών
θεμάτων, στα οποία θα είναι δυνατόν να επισημάνουμε, με αρκετή
διαύγεια, το ανακάτωμα των επιρροών και να συλλάβουμε με έναν πιό
σίγουρο τρόπο την πραγματική πρωτοτυπία του συγγραφέως.

Αλλά ειδικά με τις φιλοσοφικές πηγές αυτό το ξεχώρισμα είναι πολύ


αμφίβολο. Δέν μπορούμε να τακτοποιήσουμε με σιγουριά την
ακριβέστατη καταγωγή, την άμεση, κάθε δανείου. Μερικές εκλεκτικές
συνήθειες και η διαδεδομένη χρήση επιτομών και περιλήψεων
έδωσαν κύρος, ταυτοχρόνως και πολύ συχνά για τα ίδια
επιχειρήματα, σε εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους
σκέψης και πολύ συχνά και τους πιό αντιφατικούς. Όλες οι μεγάλες
θεωρίες (δόγματα) έχασαν τα πιό ζωντανά χαρακτηριστικά τους, και
καμμία δέν διδάσκεται στην καθαρή της μορφή, πολύ άσχημα
υπερασπιζόμενο ή πολύ μέτρια επανελεγχόμενα, τα αντίθετα
συστήματα πλησίασαν μεταξύ τους και συγχύστηκαν για να
κρυσταλλώσουν τελικώς σε κάποιον κοινό τόπο. Με τον ίδιο τρόπο θα

7
είναι μάταιο να προσπαθήσουμε να ερευνήσουμε όλες τις πηγές, ιστορικά
επιβεβαιωμένες του Αρεοπαγίτη. Η κατανόηση τής σκέψης του απαιτεί
μάλλον περισσότερο να καθορισθούν οι παραδοσιακές θεωρίες, που
παραλαμβάνει ή από τις οποίες αντλεί έμπνευση! Αυτό θα
προσπαθήσουμε να πετύχουμε για μερικούς από τους όρους και τα
θέματα που καθορίζουν την Αρεοπαγιτική τάξη ή συνδέονται μ'αυτή την
έννοια.

1. Τάξις και τα παράγωγά της.

Ανάμεσα σε όλους τους όρους που εκφράζουν την ιδέα της τάξεως και τα
παράγωγά της είναι εκείνοι στους οποίους οι διάφορες φιλοσοφίες,
έδωσαν την μικρότερη προσοχή. Αυτοί οι όροι βρίσκουν τις πιό τυπικές
εφαρμογές τους στην στρατιωτική ή στην πολιτική γλώσσα. Στην πρώτη
περίπτωση, τάξις δείχνει την τοποθέτηση των στρατιωτών, την θέση ή
τον τόπο κάθε στρατιώτη! Στην δεύτερη μπορεί να αναφέρεται στην
πολιτική σύσταση (σύνταγμα) μίας πόλεως ή ενός κράτους. Είναι
ενδιαφέρον να υπογραμμίσουμε την σημασία αυτού του ουσιαστικού
σ'αυτή την διπλή σειρά συγκεκριμένων χρήσεων. Το βλέπουμε να περνά
από μία έννοια στενά υλική, εξωτερικής σημασίας σε εκείνη των
νομοθετικών διαθέσεων, τοποθετήσεων και τάξεων με την
κατηγορηματική σημασία του όρου, κοντά στην έννοια τής διαταγής.

Το χριστιανικό λεξιλόγιο κληρονόμησε μερικούς από αυτούς τους


όρους. Κοινωνία οργανωμένη από τον Θεό και για τον Θεό, η
Εκκλησία έπρεπε αναγκαίως να υιοθετήσει και να διατηρήσει μία
δική της σύσταση, ένα σύνταγμα και μία εσωτερική τάξη, όπως ο
Εβραϊκός λαός, του οποίου είναι κληρονόμος, μιμούμενη επίσης την
Θεία Σοφία η οποία εργάζεται στο Πάν με τάξη! [Δέν είναι τυχαίο ότι
η Π.Δ. αναφέρεται συχνά σαν ο Νόμος. Τα βιβλία της Πεντατεύχου
περιγράφουν λεπτομερώς αυτή την νομοθεσία του Ισραήλ, στην οποία
δέν αφήνεται τίποτε στον αυτοσχεδιασμό και στην αταξία]. Αυτή η
αλήθεια δέν μπορούσε να διαφύγει της προσοχής των Πατέρων. Αυτή
μάλιστα επιβεβαιώθηκε στις συνόδους. Όπως π.χ. οι κανόνες τής
Νίκαιας. Οι κανόνες π.χ. 24 και 27 της συνόδου της Λαοδίκειας
δείχνουν την Εκκλησιαστική τάξη, το Εκκλησιαστικό κράτος όπως
το εννοούμε σήμερα!

8
Μερικά δέ κείμενα, λειτουργικά και κανονικά, επέβαλλαν
καθοριστικά την τάξη στο πνεύμα και στην ζωή των πιστών. Μόνον ο
τίτλος Αποστολικοί κανόνες (διαταγαί) είναι ήδη γεμάτος σημασία
σχετικά με το θέμα, καθότι γνωρίζουμε ότι ο σκοπός όλων αυτών των
πραγματειών είναι να σταθεροποιήσουν και να εξασφαλίσουν τους
κανόνες σύμφωνα με τους οποίους διατάσσονται οι διάφορες τάξεις
των πιστών και τις προϋποθέσεις στις οποίες πρέπει να υποταχθούν.

Αυτές οι επισημάνσεις ξεκαθαρίζουν ήδη την χρήση τής λέξης τάξις


στον Διονύσιο: δείχνει τόσο αγία τακτοποίηση του Θεού (τάξις Ιερά)
όσο και ένα Θείο Νόμο (Θεσμός).

Κάθε ιεραρχία είναι ένας καταστατικός χάρτης και το πάν γίνεται


μέσα σε τάξη. Στην ουράνια ιεραρχία τα νοητά είναι διατεταγμένα
σύμφωνα με μία ευταξία, με τους όρους μίας ευταξίας αγγελικής. Οι
αρχάγγελοι, οι οποίοι είναι προορισμένοι στην ενοποίηση και στην
καθοδήγηση των αγγέλων εκπληρώνουν τις λειτουργίες τους μέ τάξη και
μέ αρμονία [και στους αγγέλους ενοποιεί κατά τας ευκόσμους αυτής (του
βαθμού των αρχαγγέλων) και τεταγμένας και αοράτους ηγεμονίας]. "Ο
Θεός η πάντων υπερούσιος αρμονία τής εκάστου των λογικών τε και
νοερών Ιεράς ευκοσμίας και τεταγμένης αγωγής προενόησεν, ότι και
αυτή των ιεραρχιών εκάστη, τάξεις ιεροπρεπείς έθετο και πάσαν
ιεραρχίαν ορώμεν εις τας πρώτας και μέσας και τελευταίας δυνάμεις
διηρημένην" (ουρ. Ιεραρχία 273 Α/Β). Το πάν λειτουργεί εν τάξει, κατά
τάξιν. Σε αμφότερες τις ιεραρχίες, τα νοητά έχουν μία ικανότητα
ενταγμένη απέναντι στα Θεία πράγματα (πρός τα Θεία τεταγμένης
έξεως). Εν τέλει, τόσο στην ουράνιο Ιεραρχία, όσο και στην
Εκκλησιαστική ιεραρχία, δέν υπάρχει κάτι άτακτον, ούτε έλλειψη
αρμονίας, ακόσμητον, ούτε σύγχυση (συμπεφορημένον), αλλά
αρμονία (κόσμιον), τάξις (τεταγμένον) και ευτυχής ισορροπία
(ευσταθές).

Αλλά αυτή η τακτοποιημένη τάξις είναι επίσης και μία τάξις-


εξουσία, ένας Θεσμός του Θεού, ο Θεός είναι τάξις, αρχή τάξεως. Δέν
μπορεί να ισχύει κάτι άλλο στις ιεραρχίες παρά μόνον η τάξις.

Οι Θείοι νόμοι συνιστούν μία άριστη τάξη (των Θείων θεσμών η άριστη
διάταξις). Ο Θεός είναι η υπερούσιος αρχή όλης της ιεραρχίας (την
υπερούσιον απάσης ιεραρχίας ταξιαρχίαν). Αποκλείει κάθε δυσαρμονία

9
των όντων και τα οδηγεί στην τάξη της ταυτότητός των και την ορθότητά
τους (εις την εύτακτον ταυτότητα και ορθότητα). Από Αυτόν προοδεύει
κάθε σύσταση, κάθε διάταξη και κάθε μακάρια διάθεση (εξ αυτής της
Θεότητος... πάσα ή των όντων διάταξις τε και διακόσμησις). Και
λειτουργεί ώς πρός τον Θεόν, μοναδικό Αγαθό, από το οποίο όλα τα όντα
είναι συντονισμένα (πάντα... πρός εν αγαθόν συντεταγμένα).

Εάν οι Θείες διευθετήσεις είναι τέτοιες ώστε η τάξις να είναι


αξεχώριστη, και εάν ο ίδιος ο Θεός είναι τάξις και αρχή τάξεως, είναι
φανερό ότι η τάξις η οποία πραγματοποιείται στις ιεραρχίες, δέν θα
είναι μόνον μία τυχαία περίπτωση μή-αναγκαία, αλλά η ίδια η
έκφραση της Θείας θελήσεως. Επομένως φαίνεται να είναι δυνατόν να
δεχθούμε a'priori τις ακόλουθες προτάσεις: τάξις και θεσμός είναι
πράγματα δεμένα πάντοτε στο δίκαιο, στην νομοθεσία, να δεχθούμε και
να θελήσουμε την ιεραρχική τάξη σημαίνει να εφαρμόσουμε τον Θείο
νόμο, να ζήσουμε στο αγαθό και στο μέτρο του δυνατού, να είμαστε ώς
πρός τον εαυτό μας Θείοι. Αντιθέτως η παρακοή του νόμου και της
ιεραρχίας ή απλώς η παράκαμψή του, σημαίνει την απομάκρυνση απο
τον Θείο Νόμο, να ζούμε στο κακό και να απομακρυνθούμε απο το Θείο.

Αυτές οι βεβαιώσεις δικαιώνονται από τα κείμενα! Το κακό για τον


Διονύσιο, κατοικεί ουσιαστικά στην αταξία. "Δέν προέρχεται από την
ύλη, αλλά από μία άτακτη κίνηση, αντίθεση στους κανόνες [τους οποίους
μας επιβάλλει ο Θεός]" (ούκ εξ ύλης εν ψυχαίς το κανόν, αλλ'άξ ατάκτου
και πλημμελούς κινήσεως). Ουσιαστικά είναι μίξις των ανομοίων
ασύμμετρος. Το κακό λοιπόν μπορούμε να το ορίσουμε σαν μία
διάσπαση της τάξεως, τής διευθετήσεως η οποία είναι επίσης μία
τάξις-διαταγή προερχόμενη από τον Θεό!

Για να δούμε πρακτικά αυτό το δόγμα, πρέπει να αναφερθούμε στην


επιστολή VIII, πρός τον μοναχό Δημόφιλο! Αυτός ο μοναχός άρπαξε
ορισμένα λειτουργήματα που δέν του ανήκαν και γι'αυτό εξήλθε από την
ιεραρχική του τάξη. Μία παρόμοια συμπεριφορά αντιμάχεται τις
διαταγές του Θεού και ο Διονύσιος το επιβεβαιώνει με αυτούς τους
όρους. "Εάν η αταξία και η σύγχυση παραβιάζουν τις συνταγές και
τους Θειότατους Νόμους, είναι αντιφατικό να ανατρέψουμε, ακόμη
και χάριν του Θεού, την τάξη που μας έρχεται (Θεόδοτη) από τον
Θεό!" (ει γάρ ακοσμία και αταξία των Θειοτάτων έστι και όπως και

10
θεσμών έκβασις, ούκ έχει λόγον υπέρ Θεού την Θεοπαράδοτον
ανατρέπεσθαι τάξιν). Με άλλα λόγια, δέν μπορεί τίποτε να μας
επιτρέψει, χωρίς να συγχύσουμε τον Θεό, να εγκαταλείψουμε τον
εκκλησιαστικό βαθμό που μας έχει δοθεί. Η Τάξις είναι μία μορφή
Θεσμού: η παραβίαση της πρώτης σημαίνει αναπόφευκτα την
παραβίαση και του δευτέρου!

Ο Όρος της τάξεως μας παρουσιάζεται ήδη στην αληθινή του


προοπτική: Είναι, μέσα στην ιεραρχία όπως και στην ατομική ψυχή,
μία εικόνα της τάξεως που βασιλεύει στην Θεότητα και είναι μία
εντολή του ιδίου του Θεού (θεσμός) αυτή η τάξις να γίνεται σεβαστή!

2. Κόσμος και τα παράγωγά του: Ιστορική ανάκληση!

Η έννοια του κόσμου είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με εκείνη τής τάξης!
Εκφράζει την οργάνωση, την τακτοποίηση, το συμφέρον, πρίν δείξει το
σύμπαν το οποίο πραγματοποιεί αυτές τις ποιότητες με τέλειο τρόπο!
Είναι ένας κοινός τόπος, τουλάχιστον αρχής γενομένης ἀπὸ τόν
Πυθαγόρα, να υπογραμμίζεται η θαυμαστή ιδιότητα αυτού του
σχεδιασμού. "Οι σοφοί, Καλλικλή, βεβαιώνουν ότι ο ουρανός και η γή, οι
Θεοί και οι άνθρωποι, συνδέονται μεταξύ τους με την φιλία, με τον
σεβασμό τής τάξεως, τής σύνεσης και τής δικαιοσύνης και γι'αυτόν τον
λόγο ονομάζουν το σύμπαν τήν τάξη τών πραγμάτων, και όχι τής
αταξίας, ούτε τής έλλειψης κανόνων (κόσμον... ούκ ακοσμίαν ουδέ
ακολασίαν). Εσύ δέν ενδιαφέρεσαι, νομίζω, παρά την σοφία σου, και
ξεχνάς ότι η γεωμετρική ισότης είναι παχίσχυρη ανάμεσα στους Θεούς
όπως και ανάμεσα στούς ανθρώπους" (Γοργίας, 507α/508α). Αυτή η
καθολική συγγένεια τών ουρανίων δυνάμεων, τών ανθρώπων και τών
στοιχείων παρουσιάζεται στην ίδια τήν τάξη η οποία κυβερνά την
ακολουθία τού Διός. "Ο Ζεύς έχει στην ακολουθία του έναν στρατό θεών
και δαιμόνων, κεκοσμημένον, τακτοποιημένον, σε έντεκα σχηματισμούς.
Έτσι στον οίκο των θεών παραμένει μόνη η Εστία. Όσον αφορά δέ τους
άλλους Θεούς, όσοι είναι τεταγμένοι Θεοί, άρχοντες (αρχηγοί) σ'αυτόν
τον αριθμό 12, οδηγούν καθένας τον σχηματισμό τους, στην τάξη, κατά
τάξιν, ήν έκαστος ετάχθη. Πολλά και μακάρια είναι, λοιπόν τα οράματα
και οι διαδρομές μέσα στον ουρανό, τις οποίες πραγματοποιεί το γένος
τών μακάριων θεών, ενώ καθένας απ'αυτούς κάνει το καθήκον του!

11
(Πράττων έκαστος αυτών το αυτού). Ακολουθεί τούς Θεούς πάντοτε
όποιος το επιθυμεί και έχει την ικανότητα: διότι πράγματι ο φθόνος
παραμένει έξω από τον Θείο χορό!" (Φαίδρος, 246 e-247 a).

Η τάξις τακτοποιεί όλα τα Θεία πράγματα, τις σχέσεις τών θεών ανάμεσά
τους, τις σχέσεις τους με τον κόσμο και πάνω απ'όλα αυτή την αρχική
σχέση που υπήρξε η οργανωτική ενέργεια του Δημιουργού : "Ο Θεός
θέλοντας όλα τα πράγματα να είναι αγαθά, και τίποτε στο μέτρο τού
δυνατού να μήν είναι κακό, λαμβάνοντας ότι ήταν ορατό και δέν
βρισκόταν σε ησυχία, αλλά εκινείτο άτακτα και θολωμένα, το έφερε από
την αταξία στην τάξη (εις τάξιν αυτό ήγαγεν εκ της αταξίας), κρίνοντας
αυτή ολοκληρωτικώς καλύτερη εκείνης. Και πράγματι δέν είναι αρεστό
σε όποιον είναι άριστος να κάνει αυτό που δέν είναι ωραιότατο"
(Τίμαιος, 30 α-b). Πάνω σ'αυτό το μοντέλο θα εργασθούν οι αληθινοί
άνθρωποι τεχνίτες (δημιουργοί): το έργο τους πρέπει να συστήσει ένα
σύνολο το οποίο "συγκρατείται και τακτοποιείται με αρμονία"! (Γοργίας,
504 α: συστήσηται τεταγμένον τε και κεκοσμημένον πράγμα). Ακόμη και
η αρετή πρέπει να πραγματοποιήσει μία τάξη και μία αρμονία: τάξει άρα
τεταγμένον και κεκοσμημένον εστίν η αρετή εκάστου (506 e).

Ο Αριστοτέλης μάχεται την γνώμη σύμφωνα με την οποία η τάξις


τού σύμπαντος θα ήταν το έργο τής τύχης ή τής περιπτώσεως!
(Φυσικά ΙΙ, 5, 196 α b). "Το συμβάν και η τύχη είναι λοιπόν ύστερα τής
νοήσεως και τής φύσεως. Επομένως εάν υπήρχε το συμβάν, και αυτό θα
ήταν το πλήρες, το υπέρτατο, η αιτία του ουρανού, θα έπρεπε και
προτέρως, η νόηση και η φύση να είναι αιτίες τόσων άλλων πραγμάτων
και αυτού του σύμπαντος". Στα μάτια του αυτή η τάξις είναι ουσιωδώς
προσδεδεμένη στην νόηση και στην φύση, τα οποία προηγούνται της
τύχης και του συμβάντος. Σε όλα τα όντα, η φύσις είναι αιτία τής τάξεως
και η τάξις ειναι αυτή η ίδια αρμονία! Αναλογία! H γάρ αιτία πάσι
τάξεως... τάξις δέ πάσα λόγος (Φυσ IV,5.212b). Παρ'όλα αυτά όμως ο
κόσμος είναι χωρισμένος σε δύο περιοχές καθαρά διακρινόμενες και στις
οποίες η έννοια τής τάξης δέν επαληθεύεται στον ίδιο βαθμό. Ο
υπερσεληνιακός κόσμος όπου βασιλεύουν η τέλεια κανονικότης, η
αφθαρσία, μία αμετάβλητη τάξις αιώνια και ο υποσεληνιακός κόσμος
όπου βασιλεύουν αντιθέτως, το πρόχειρο και η αλλαγή, όπου διατρέχουν
οι κύκλοι της γέννησης και της φθοράς. Υπάρχει όμως εξίσου μία
ιεραρχία στα στοιχεία του κόσμου και στα μέρη του!

12
Οι Στωϊκοί, παρότι παρέλαβαν τα ουσιώδη στοιχεία τής φυσικής και τής
αριστοτελικής κοσμολογίας, απομακρύνονται τουλάχιστον σ'αυτό το
σημαντικό σημείο. Το σύμπαν τους δέν είναι ιεραρχικό. Η ιεραρχική
απαγωγή, η οποία χαρακτήριζε τον κόσμο του Αριστοτέλη,
αντικαθίσταται από τον συντονισμό και από την σύνδεση και την
συνάφεια όλων των πραγμάτων. Τα στοιχεία είναι σαν δεμένα και
κρεμασμένα "τα μέν από τα δέ". Στην στωική κοσμολογία αυτό (το
σύμπαν) παρουσιάζεται ουσιαστικά σαν ένα συνεπές σύνολο (σύστημα)
το οποίο ενώνει "τον ουρανό, την γή, και αυτό που αυτά
συμπεριλαμβάνουν", ή επίσης "τους Θεούς, τους ανθρώπους και αυτό
που εξ'αιτίας τους παράγεται". Το όλον είναι συνώνυμο της
προκαθορισμένης ολότητος. Είναι μοναδικό (εις) και τίποτε δέν υπάρχει
πέραν αυτού. Είναι ένα μεγάλο σώμα, ένα έμψυχο όν (σώμα, ζώον).
Αρκεί στον εαυτό του (αυτάρκης), διότι "διαθέτει στον εαυτό του όλο
αυτό που έχει ανάγκη, τρέφεται απο μόνο του, απ’ όπου προσλαμβάνει
την ανάπτυξή του, δεδομένου ότι τα μέρη ζούν με αμοιβαίες
ανταλλαγές"!

Η μοναδικότης τού σύμπαντος οφείλεται κατ'αρχάς στην ενοποίηση τής


ουσίας του (από του ηνώσθαι την ουσίαν). Όλα του τα στοιχεία
διαθέτουν μία συμφυή ουσία. Αλλά αυτή η μοναδικότης αφορά επίσης
την συγγένεια του πνεύματος που εμψυχώνει τα διάφορα στοιχεία, την
αμοιβαία τους συμπάθεια, την μοναδική τους ένταση (είς τόνος) που
είναι ο ίδιος ο πνευματικός τόνος, ο οποίος τα διατηρεί δεμένα μαζί
(συνέχων). Έτσι δηλώνεται η τέλεια αυτάρκεια του κόσμου. Δέν
οφείλει τίποτε παρά μόνον στην φύση του η οποία το κυβερνά και το
συνέχει στον εαυτό του. Το ιδανικό τού σοφού, τού πολίτη τού
κόσμου (κοσμοπολίτης) θα είναι να "διευθύνει τις ενέργειές του
σύμφωνα μ'αυτή την θέληση τής φύσεως (πρός το βούλημα τής
φύσεως) η οποία κυβερνά την ολότητα τού κόσμου. Ο κόσμος,
ζωντανός και αιώνιος, κανονίζει και τακτοποιεί όλα τα συμβάντα και
όλες τις βουλήσεις σύμφωνα με μία τάξη η οποία ταυτίζεται με την
ανάγκη"!

Παρ'όλα αυτά οι επόμενες τοποθετήσεις (διακόσμησις) τού κόσμου


συστήνουν την μεταβλητή και φθαρτή του πλευρά (γενητός, μεταβλητός,
φθαρτός), σε αντίθεση με την αιωνιότητα (αΐδιος) η οποία τού προσφέρει
τον ατελή κύκλο τών αναγεννήσεων. Καθότι πρόχειρη οργάνωση του

13
κόσμου, η διακόσμησις, μοιάζει κατώτερη του κόσμου. Ταυτίζεται
μ'αυτόν μόνον όταν δείχνει την σταθερή και αιώνια τάξη των άστρων.

Ο συγγραφεύς της πραγματείας De mundo (Διονύσιος Λαέρτιος VII,


138), αντλεί δύο σημασίες τής λέξης κόσμος. "Τώρα λοιπόν ο κόσμος
είναι το σύνολο τό οποίο σχηματίζουν ο ουρανός και η γή με όλα τα είδη
τών όντων τα οποία περιέχουν. Κόσμος λέγεται επίσης με μία άλλη
σημασία, η τάξις και η οργάνωση τής καθολικής φύσης, η οποία είναι
συγχρόνως κάτω απο την επίβλεψη του Θεού και διατηρείται απο τον
Θεό ενάντια σε κάθε κακό". Η τάξις τού κόσμου όπως η τάξις τής
πόλεως και όπως εκείνη τής τέχνης, πρέπει να γεννηθεί απο την
συμφωνία τών πολλών και αντιθέτων στοιχείων! "...αναρωτηθήκαμε
έκπληκτοι πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει ο κόσμος, παρότι είναι, νά
αποτελείται από αντίθετες αρχές, θέλω να πώ από στοιχεία ξερά και
υγρά, ψυχρά και θερμά, καί νά μήν έχει καταστραφεί από καιρό και νά
μήν έχει καταλήξει στο μηδέν. Είναι σαν να αναρωτιόμαστε πώς μπορεί
να διαρκέσει μία πόλις, αφού είναι οικοδομημένη με τις πλέον αντίθετες
τάξεις των ανθρώπων, δηλαδή πλουσίους και φτωχούς, νέους και γέρους,
αδύναμους και δυνατούς, κακούς και καλούς. καί δέν αναγνωρίζεται ότι
είναι ακριβώς εκεί που υπήρξε πάντοτε η πιό θαυμαστή πολιτική
συμφωνία, η οποία πραγματοποιεί μία μοναδική τοποθέτηση, με εκείνη
τού πολλαπλού και με εκείνη τής πολλαπλότητος. Έναν ιδιαίτερο τρόπο
σκέψης επιδεκτικό τών φυσικών προϊόντων και τών πιό
διαφορετικών και τυχαίων γεγονότων. Ίσως η φύσις να έχει μία
προδιάθεση για τα αντίθετα και απ’ αυτό να αντλεί την αρμονία, και
όχι απο τα όμοια, καθώς είναι αλήθεια ότι έχει στα σίγουρα ενώσει
τον άνδρα με την γυναίκα αντί να ενώσει καθέναν από τους δύο με τα
μέλη του ιδίου φύλου, και ότι σχημάτισε την πρωτογενή συμφωνία
από τα αντίθετα και όχι από τα όμοια! Εξάλλου σ'αυτό το σημείο η
τέχνη φαίνεται να μιμείται την φύση και να πράττει με τον ίδιο τρόπο!
Παρομοίως λοιπόν μία μοναδική αρμονία, μέσω τής αναμείξεως τών πιό
αντίθετων αρχών, οργάνωσε την σύνθεση του σύμπαντος, δηλαδή του
ουρανού και της γής και του κόσμου όλου. Η αιτία αυτής τής
διατηρήσεως είναι η συμφωνία των στοιχείων και η αιτία αυτής τής
συμφωνίας είναι η ισορροπία τους, το γεγονός ότι καθένα από αυτά δέν
είναι πιό δυνατό από ένα άλλο: Και πράγματι αυτό που είναι βαρύ
ισορροπεί αυτό που είναι ελαφρύ, αυτό που είναι θερμό, αυτό που είναι
ψυχρό, από την στιγμή που η φύση επιπλέον μάς διδάσκει,

14
αναδεικνύοντας τα πιό σημαντικά πράγματα, ότι η ισότης συντηρεί τήν
συμφωνία και εκείνη διατηρεί τον κόσμο ο οποίος γεννά όλα τα πιό
σημαντικά πράγματα και είναι το κάλλιστο των όντων". Το τέλος της
πραγματείας παρουσιάζει τον Θεό σαν μοναδική και καθολική αιτία
αυτής της καθολικής αρμονίας.

Όπως η κοσμολογία τής πραγματείας De Mundo, έτσι και εκείνη τού


Φίλωνος παρουσιάζει πάνω απ'όλα το ενδιαφέρον, λόγω του
εκλεκτικισμού της, τής μαρτυρίας στην διατήρηση τών μεγαλυτέρων
θεμάτων τών προηγουμένων μεγάλων κοσμολογιών: συμπαντική
συμπάθεια, ένταση και χαλάρωση, αρμονία τών σφαιρών, αντίθεση
τού υπερσεληνιακού κόσμου με εκείνον τον υποσεληνιακό, μείξη και
ισορροπία τών στοιχείων.

Τα ερμητικά κείμενα μάς προσφέρουν την ίδια υπηρεσία δείχνοντας σε


ποιό σημείο τα προβλήματα τής κοσμολογίας και οι λύσεις που είχαν
επιφέρει οι διάφορες σχολές παρέμεναν οικείες στην ελληνιστική σκέψη!
Χωρίς αμφιβολία, από την μία πραγματεία στην άλλη και πολύ συχνά
στην ίδια πραγματεία τού Corpus Hermeticum τα παρόντα στοιχεία,
μερικές φορές συμφωνούν με μεγάλη δυσκολία. Αλλά ακόμη και αυτές
οι ασυνέπειες είναι πολύτιμες για μας, στο μέτρο στο οποίο μας
δείχνουν πώς η κοσμολογία είναι όλο και περισσότερο υποταγμένη
στην σωτηριολογία. Βεβαίως δέν καταργήθηκε ποτέ, διότι η
σωτηριολογία προϋποθέτει πάντοτε κοσμικές συνθήκες, αλλά το
ουσιώδες γίνεται τώρα μία επαρκής τεχνική προσωπικής σωτηρίας.

Το θέμα τής συμπαντικής συμπάθειας επιμένει με δύναμη! Οι


θεουργικο-μαγικές πρακτικές του έδωσαν ακόμη και μεγαλύτερη
εμπιστοσύνη στην πραγματικότητά του! "Οι ψυχές τών Θεών
εισέρχονται σε κοινωνία (κοινωνούσι) με εκείνες των ανθρώπων, οι
ψυχές των ανθρώπων κοινωνούσι με εκείνες των άλογων όντων. Όλα τα
όντα είναι δεμένα μεταξύ τους, με μυστηριώδεις δεσμούς και από μία
μυστηριώδη συγγένεια! Και γι'αυτό ο κόσμος είναι ένα αδιάλυτο όλον,
ένα Ένα. Είναι οργανωμένος και η οργάνωσή του είναι μοναδική".

Σ'αυτή την τάξη όλα περιορίζονται όσον αφορά τον αριθμό και τον
τόπο. Η συνέχεια είναι απόλυτη ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία, διότι η
αταξία είναι ένα ελάττωμα! Έτσι όλα τα όντα παραμένουν στην θέση
τους, οι Θεοί όπως οι άνθρωποι και όπως τα στοιχεία. "Αλλά δέν πρέπει

15
να πιστεύουμε, ώ Ασκληπιέ, ότι οι γήϊνοι Θεοί ασκούν την επιρροή τους
στην τύχη. Ανάμεσα στους ουράνιους Θεούς οι οποίοι κατοικούν στις
κορυφές τού ουρανού, καθένας διατηρεί τον βαθμό που του δόθηκε. Από
την μεριά τους οι δικοί μας γήϊνοι Θεοί προσφέρουν την βοήθεια τους
στον άνθρωπο σαν μία αξία μίας θερμής συγγένειας, τόσο όταν
αγρυπνούν στις ιδιαιτερότητες τών πραγμάτων, όσο και όταν
ανακοινώνουν το μέλλον μέσω τής μοίρας ή την μαντική, τόσο και όταν
επιβλέπουν σε μερικές μας ανάγκες και επομένως μάς βοηθούν, καθέναν
με τον τρόπο του". Η αληθινή φιλοσοφία, η αληθινή μουσική παιδεία
πάνω απ'όλα, συνίσταται κατ'αρχάς στην εκπαίδευσή μας σ'αυτή την
συμπαντική τάξη."Να είμαστε εκπαιδευμένοι στην μουσική, δέν είναι
τίποτε άλλο από το να γνωρίζουμε πώς οργανώνεται όλο αυτό το
σύνολο τού σύμπαντος και με ποιό θεϊκό σχέδιο μοιράστηκαν όλα τα
πράγματα. Διότι αυτή η τάξις, όπου όλα τα πράγματα, ακόμη και τα
ιδιαίτερα, συνήλθαν σε ένα, και για έναν καλλιτεχνικό λόγο επίσης,
θα παράξει ένα είδος κοντσέρτου απείρως γλυκού και αληθινού, με
μία θεϊκή μουσική!"

Αλλά ο άνθρωπος δέν πρέπει μόνον να θεωρήσει αυτή την τάξη.


Πρέπει να την διατηρήσει και να την αυξήσει. Μέσω αυτής τής
ευθύνης, συνεργάζεται με την θέληση τού Θεού και αξίζει να
συνενωθεί με το δικό του καλύτερο μέρος. "Καθότι ο κόσμος είναι το
έργο τού Θεού, εκείνος που το διατηρεί με επιμέλεια και αυξάνει το
κάλλος του, συνεργάζεται με την βούληση τού Θεού, καθώς
χρησιμοποιεί το σώμα του και κάθε ημέρα αγιοποιεί τον μόχθο του και
τις ανησυχίες του και τα ενδιαφέροντά του, για να στολίσει το κάλλος
τού Θεού ο οποίος το δημιούργησε για έναν Θεϊκό σκοπό! Τελειώνοντας
τις υπηρεσίες μας, εξυψωμένοι από την ακολουθία τού υλικού
κόσμου και ελευθερωμένοι από τους δεσμούς τής θνητής φύσεως, ο
Θεός μάς επαναφέρει αγνούς και αγίους, στην κανονική κατάσταση
τού ανωτέρου μέρους του εαυτού μας, που είναι Θείο"!

Όπως και στον Στωϊκισμό, η τάξις τού κόσμου είναι αξεχώριστη από την
Ειμαρμένη και από την Ανάγκη. "Αυτό που εμείς ονομάζουμε
Ειμαρμένη, Ασκληπιέ, είναι αυτή η ανάγκη η οποία προϊσταται σε όλη
την πορεία τών γεγονότων ενώνοντας τα μέν με τα δέ μέσω μίας
συνεχούς αλυσσίδος. Είναι η αιτία η οποία παράγει όλα τα πράγματα
λοιπόν, ή επίσης η υπέρτατος Θεός, ή αυτός που εδημιουργήθη σαν

16
δεύτερος Θεός απο τον υπέρτατο Θεό ή η συμπαντική τάξις των
ουρανίων και των γήϊνων πραγμάτων, η οποία έχει εγκατασταθεί απο
τους Θείους νόμους. Έτσι αυτή η Ειμαρμένη και η Ανάγκη είναι
αδιαχώριστα δεμένες μαζί από ένα είδος κολλώδους ουσίας πολύ
δυνατής. Η Ειμαρμένη έρχεται πρώτη γεννώντας τις αρχές όλων τών
πραγμάτων, ενώ η ανάγκη οδηγεί με δύναμη στα τελευταία τους
αποτελέσματα, όλα εκείνα τα πράγματα τα οποία έχουν ξεκινήσει την
ύπαρξη χάρη στην ενέργεια τής Ειμαρμένης. Η μία και η άλλη έχουν σαν
συνέπεια την τάξη, δηλαδή το σύμπλεγμα, την πλοκή και την χρονική
συνέχεια όλου αυτού που πρέπει να πραγματοποιηθεί! Και πράγματι δέν
διαφεύγει τίποτε από την οργάνωση τής τάξης και πραγματοποιείται σε
όλα τα πράγματα αυτή η όμορφη τάξη. Ακόμη και ο ίδιος ο κόσμος
ακολουθεί την τάξη στην κίνησή του και ακόμη περισσότερο δέν
διατηρείται ολόκληρος παρά μόνον χάρη στην τάξη!" (Ασκλ, 39 ΙΙ).

Έτσι λοιπόν όπως ο στωϊκός κόσμος, έτσι και ο Ερμητικός κόσμος είναι
αμετάβλητος. Οι αλλαγές αφορούν μόνον τα μέρη. Το όλον παραμένει
σταθερό και αθάνατο. Και οι ίδιες οι αλλαγές είναι μία απλή διάλυση τών
μείξεων. Δέν είναι καταστροφή και θάνατος. "Λοιπόν πώς θα ήταν
δυνατόν, αυτό που είναι ο Θεός, σ'αυτό που είναι εικόνα τού Όλου,
σ'αυτό που είναι το πλήρωμα της ζωής, να υπάρχουν νεκρά πράγματα;
Διότι ο θάνατος είναι φθορά και η φθορά είναι καταστροφή. Πώς να
υποθέσουμε λοιπόν ότι φθείρεται ένα μέρους αυτού που είναι άφθαρτο ή
ότι έχει καταστραφεί κάτι από τον Θεό; Διότι οι ζώντες δέν πεθαίνουν,
αλλά επειδή είναι σύνθετα σώματα, διαλύονται. Αυτή η διάλυση δέν
είναι θάνατος, αλλά διάλυση μίας μείξης. Και εάν οι ζώντες
διαλύονται, δέν σημαίνει ότι καταστρέφονται, αλλά για να
ανανεωθούν. Εάν υπολογισθεί στην ολότητά του, ο κόσμος είναι
αμετάβλητος, αλλά τα μέρη αυτού του κόσμου είναι όλα μεταβλητά,
χωρίς τίποτε να χάνεται ή να καταστρέφεται. Αυτοί είναι οι μόνοι όροι οι
οποίοι φοβίζουν το πνεύμα μας! Διότι δέν είναι η γέννηση η ζωή αλλά
η συνείδηση και η αλλαγή δέν είναι θάνατος, αλλά λήθη. Εάν λοιπόν
προχωρά μ'αυτόν τον τρόπο, όλα αυτά τα στοιχεία, από τα οποία
συντίθεται κάθε ζών, δηλαδή η ύλη, η ζωή, το πνεύμα και ο νούς, είναι
αθάνατα".

Ο Ερμητικός εκλεκτικισμός ξαναπήρε πρώτα απ'όλα ορισμένα στωϊκά


θέματα, τουλάχιστον στην ύλη τής κοσμολογίας. Αλλά προσλαμβάνει

17
επίσης μαζί με τους στωϊκούς, την ανάπτυξη, κλασσική μετά των
πλάτωνα και τον πυθαγόρα, τού ίδιου τού όρου κόσμος : "Και
δικαιωματικά ο κόσμος ορίσθηκε τάξις (κόσμος). Διότι από το σύνολο
των όντων, συνθέτει μία τάξη με την διαφορετικότητα τής γεννήσεως και
την συνέχεια τής ζωής, μέσω τής ακούραστης σταθερότητος τού έργου
της και μέσω τής ταχύτατης κινήσεως τής ανάγκης, μέσω τού
συνδυασμού τών στοιχείων και την ευταξία όλου αυτού που έρχεται στο
Είναι. Είναι λοιπόν λόγω ενός είδους ανάγκης και μιάς απόλυτης
αρμονίας που ο κόσμος μπορεί να ορισθεί ΚΟΣΜΟΣ: Η ιδέα τής τάξης
είναι πάντοτε συνδεδεμένη μ'έναν ουσιώδη τρόπο με εκείνη του
κόσμου!

Παρότι η έννοια τής τάξης εσωτερικεύθηκε με τον Πλωτίνο (ο Πλωτίνος


είχε την μόνιμη επιμονή να ενώσει την τάξη και την αρμονία σε μία
νόηση νοητή που τις παράγει [Ενν. Ι, 2,1/Ι. 6,3/ΙΙΙ 2 και 5/VI, 7,6]) οι
μεταγενέστεροι νεοπλατωνικοί δέν δίστασαν να επανέλθουν στα
κοσμολογικά θέματα, τόσο αγαπητά στους Έλληνες. Γράφοντας την
"ζωή του Πυθαγόρα", ο Πορφύριος, δέν μπορούσε να αποφύγει μία
αναφορά στην "αρμονία των σφαιρών". Ο Ιάμβλιχος, με την σειρά του,
προσπαθούσε να συγχωνεύσει την θεουργία στα πλαίσια της κυρίαρχης
κοσμολογίας. Η θεουργία "μιμείται την τάξη των Θεών, τήν νοητή τους
τάξη και εκείνο που αυτοί πραγματοποιούν στον ουρανό". Η θεουργία
δέν είναι πάντως δυνατή παρά μόνον λόγω της συμπάθειας όλων των
στοιχείων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με τους πιό στενούς δεσμούς.
Γι'άλλη μια φορά, το σύμπαν αφομοιώνεται σε έναν μοναδικό ζώντα,
σε ένα μεγάλο σώμα, στα οποία τα μερικά κακά χρησιμεύουν στην
αρμονία του Όλου. Ο σκοπός της προσευχής και των θυσιών δέν είναι
η αναταραχή της τάξης τού κόσμου, ούτε εκείνης των θεών, αλλά να
μας συμμορφώσει μ'αυτόν. Αυτή η συμμόρφωση πρέπει να μας
οδηγήσει να δοξάσουμε τα ουράνια όντα σύμφωνα με την αντίστοιχη
τάξη τους. Η ίδια η θυσία πρέπει να μιμηθεί την τάξη του κόσμου η
οποία ενώνει εις μίαν σύνταξιν μία πολλαπλότητα στοιχείων. Δέν θα
δυσαρεστηθούν λοιπόν τα πιό υλικά στοιχεία με την προσευχή και την
θυσία, διότι όλα συμμετέχουν στην ακτινοβολία των θεών. Είναι μισητή
μόνον η ύλη η οποία παραμένει ξένη αυτών. Χάρη στην συγγένειά τους
με το Θείο (οικειότης, συγγένεια) τα υλικά αντικείμενα της θυσίας μας
ξαναπλησιάζουν στους Θεούς (περί Μυστηρίων του Ιάμβλιχου).

18
Ο Πρόκλος θα προσλάβει αυτές τις ιδέες περί της προσευχής. Θα
κληρονομήσει και αυτός μερικά θέματα που του επιτρέπουν πάνω απ'όλα
να αναπτύξει τον σχολιασμό του στον Τίμαιο. Η συμφωνία, η αρμονία, η
τάξις, μοναδικά τού σύμπαντος, αυτό το μοναδικό ζών, εμψυχώνουν και
ενώνουν μία μόνη ζωή, μία μόνη νόηση, μία μοναδική πνοή: όλα αυτά
είναι κοινοί τόποι που υπάρχουν σε κάθε σελίδα. Παρ'όλα αυτά πολλά
νέα στοιχεία χαρακτηρίζουν αυτή την κοσμολογία. Κατ'αρχάς στην ιδέα
των στωϊκών η οποία θέτει την ενότητα τού σύμπαντος στην δύναμη ενός
μοναδικού δεσμού ο οποίος κλειδώνει τα διάφορα μέρη, ο Πρόκλος
συγχωνεύει την δική του Θεωρία των σειρών, σύμφωνα με τις οποίες
άλλους πιό ιδιαίτερους δεσμούς εγκαθιδρύουν μεταξύ τους αυτές ή
εκείνες οι κατηγορίες των συγκεκριμένων όντων. (Τίμαιος 146 ΙΙ, ο
κρατερός δεσμός... διά πάντων τεταμένος... υπό χρυσής σειράς
συνεχόμενος). Επιπλέον ο σύνδεσμός τών διαφόρων τάξεων βρίσκεται
στον έρωτα ή στην φιλία που τις ενώνει (ενοποιός). Τέλος, μία
λεπτομέρεια μεγάλης σπουδαιότητος και σημασίας για την δομή των
Αρεοπαγιτικών ιεραρχιών, ο Πρόκλος διαμοιράζει το όλον των Θεών
και των νοητών σε μία πολλαπλότητα Τριαδικών ομάδων τών
οποίων σύντομα θα πρέπει να φωτίσουμε τις συνθήκες και τους
νόμους.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας ανέπτυξαν, από την μεριά τους, το


απολογητικό θέμα τής τάξεως του κόσμου, έργο τού μοναδικού Θεού. Τα
σχόλια στα πρώτα κεφάλαια τής Γενέσεως ιδιαιτέρως, τους προσέφεραν
την κατάλληλη ευκαιρία. Εάν είναι μορφωμένοι, ο πειρασμός να
παρουσιάσουν τον Γιαχβέ κάτω απο τα χαρακτηριστικά του Πλατωνικού
Δημιουργού είναι μεγάλος. Όπως επίσης ο πειρασμός να ξαναβρούν στο
έργο του την αριστοτελική αντίθεση των δύο κόσμων και στην συμφωνία
των στοιχείων, εκείνη την συμπαντική συμπάθεια την τόσο αγαπητή
στους Στωϊκούς. Ο κίνδυνος είναι να βυθισθούν στον αθεϊσμό ή στον
πανθεϊσμό μερικών απο τα μοντέλα τους. Αλλά προσέχουν,
απλοποιώντας και υπερβάλλοντας, μερικές φορές, τις θεωρίες που
καταδικάζουν.

Αλλά στο σύνολό τους, οι κοσμολογικές τους αναπτύξεις προέρχονται


από τις μεγάλες φιλοσοφίες τής Εθνικής αρχαιότητος η διδασκαλία τών
οποίων έφτασε σ'αυτούς τόσο μέσω τών ιδίων πρωτότυπων έργων, όσο
και μέσω διαμεσολαβητών και ώς επί το πλείστον στην μορφή

19
περιλήψεων. Για τον Βασίλειο η διακόσμησις τού ορατού κόσμου (η
τάξις) είναι το έργο μίας πολυπράγμονης νοήσεως (τις τεχνικός λόγος).
Αυτή η νόηση δέν είναι άλλο απο τον μοναδικό Θεό τού Ιουδαιο-
Χριστιανισμού. Θείος τεχνίτης "προσαρμόζει τα διαφορετικά μέρη τού
σύμπαντος και κατασκευάζει ένα σύνολο που συμφωνεί με μέτρο και
αρμονία. Δωρίζει την δική του συνοχή σ'αυτό το σύμπαν". Αυτός
συνέδεσε στενά το σύνολο τού κόσμου, ο οποίος αποτελείται απο
διαφορετικά μέρη, μέσω τού νόμου μίας αδιαρρήκτου φιλίας (αρρήκτω
τινί φιλίας θεσμώ), σε μία και μόνη κοινωνία και αρμονία, τέτοιες ώστε
τα πιό απομακρυσμένα όντα μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπ'όψιν την θέση
που καταλαμβάνουν, θα φαινόντουσαν ενωμένα από την ίδια συμπάθεια.
Και γι'αυτό τον λόγο ο Βασίλειος εφαρμόζει στον Δημιουργό του Θεό
τον τίτλο της Σοφίας XI, 21 (Εξαήμερος) και τον βλέπει σαν "Αυτόν ο
οποίος παρέθεσε το πάν με τάξη και μέτρο".

Η τάξις και η αρμονία (η αναλογία) είναι οι συνθήκες του κάλλους.


Ένα στοιχείο, ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δέν έχουν πρόσβαση σ'αυτό το
κάλλος παρά μόνον χάρη στην συγχώνευση τους σε ένα σύνολο:
Παρομοίως, μερικά περιορισμένα σύνολα δέν βρίσκουν την πραγματική
τους αρμονία παρά μόνον στα πιό καθολικά σύνολα, ένα χέρι που
κείτεται μόνο, ένα απομονωμένο μάτι (από το πρόσωπο), ένα
οποιοδήποτε μέλος ενός αγάλματος, χωρισμένο από τον κορμό, δέν θα
δώσουν μίαν εντύπωση ωραιότητος, αλλά εάν τα ξανατοποθετήσουμε
στην θέση τους (το κάλλος) που διαθέτουν εκ της αναλογίας, μόλις και
μετα βίας κατανοητό μία στιγμή πρίν, αναγνωρίζεται ακόμη και στα
μάτια αυτών που δέν γνωρίζουν. Ο Θεός μάς περιεγράφη σαν ένας
έμπειρος εργάτης, ο οποίος υμνεί κάθε μέρος από τα έργα του. Πιό αργά
θα ολοκληρώσει τον ύμνο ο οποίος όταν ολοκληρωθεί, θά αξίζει το
σύνολο τού κόσμου. Έτσι κάθε ευταξία αξίζει τον θαυμασμό μας, τόσο
εάν πρόκειται για το σύνολο των πιστών, την πτήση των πουλιών, την
εργασία τών μελισσών ή για την οργάνωση των ψαριών. Αυτά τα ζώα
είναι χωρίς άλλο, χωρίς νόηση, αλλά ο νόμος τής φύσης (τον της φύσεως
νόμον) δείχνει σ'αυτά τί πρέπει να κάνουν. Από τα πιό μικρά όντα, από
τις πιό μικρές ομάδες, στο σύνολο του σύμπαντος, βασιλεύει πάντοτε η
ίδια τάξη, μία τάξη η οποία δέν βρίσκει την πλήρη της δόξα παρά μόνον
στην αρμονία τών μερών που την συστήνουν. Τα φυτά προσφέρουν την
ομορφιά τους στην γή, τα άστρα προσφέρουν την δική τους στον ουρανό.

20
Αλλά μόνον πάνω στην γή μπορεί να φανερωθεί η λάμψη και η ομορφιά
των φυτών, μόνον στον ουρανό μπορεί να απλωθεί η λάμψη των άστρων.

Ταπεινά ή μεγάλα όλα αυτά τα στοιχεία φανερώνουν τίς ιδιότητες που


κρύβει ο Θεός. Αλλά πάνω απ'όλα αυτά, η ομορφιά τού ήλιου, το
μεγαλείο του, η ταχύτητα τής κινήσεώς του, η κανονικότης και η σωστή
περιστροφή του, υποδεικνύουν, παρότι από πολύ μακρυά, αυτό που
μπορεί να είναι η ομορφιά του ήλιου τής δικαιοσύνης. Η τάξη του
κόσμου, σύμφωνα με τον Βασίλειο, γίνεται πρώτα απ'όλα απολογητικό
θέμα και αναγωγικό, το οποίο πρέπει, όπως διδάσκουν τα βιβλία της
σοφίας, οι ψαλμοί και ο Απ.Παύλος, να μας γεμίσουν θαυμασμό και
ευλάβεια για τον Δημιουργό.

Αλλά αυτές οι αναπτύξεις δέν είναι αποκλειστικό προνόμιο των ψαλμών


και των πραγμάτων. Τα λειτουργικά κείμενα, οι αναφορές, θυμίζουν
επίσης ιδιαιτέρως την δημιουργική ενέργεια του Θεού και τον δοξάζουν
για την τέλεια τάξη που φανερώνεται: "Εσύ διέθεσες κάθε ένα απο τα
πλάσματα σύμφωνα με μία ακριβέστατη τάξη". Ξαναβρίσκουν την
τεχνική σοφία τής πρόνοιάς του σε κάθε στιγμή της δημιουργίας, αλλά
ιδιαιτέρως στην δημιουργία του ανθρώπου. Αυτός είναι το τέλος της
δημιουργίας και ο κοσμοπολίτης, το κόσμημα του κόσμου (κόσμου
κόσμον)! Έτσι το κοσμολογικό θέμα, ζωντανό πάντοτε και
μεγαλειώδες, στρέφεται παρ'όλα αυτά πρός την ανθρωπότητα και
αυτή πρός την ιστορία της σωτηρίας!

3. Ο Κόσμος του Διονυσίου

α) Ο Κόσμος και τα παράγωγά του

Η πιό διαυγής διδασκαλία τής έρευνάς μας είναι ότι η ιδέα τού κόσμου
εμπλουτίστηκε από μία μεγάλη παράδοση, τόσο εθνική όσο και
Χριστιανική, για να φθάσει σε μία κοινή κοσμολογία στην οποία
συνεισέφεραν σχεδόν όλα τα συστήματα! Δέν είναι εύκολο να
ξεχωρίσουμε την ανάπτυξη ούτε την στιγμή καθενός από αυτά τα
συμβαλλόμενα. Εξ'άλλου το ζήτημα είναι δευτερεύον για την κατανόηση
της σκέψης τού Διονυσίου. Γι' αυτόν το ουσιώδες δέν είναι να εξηγήσει
τον καθαυτό αισθητό κόσμο, ένα πράγμα στο οποίο είχαν αφιερωθεί όλοι
οι αρχαίοι φιλόσοφοι και ο ίδιος ο Βασίλειος. Το αισθητό σύμπαν θα

21
υπολογισθεί σαν μία σφαίρα συμβουλών που μπορεί και πρέπει να
οδηγήσει την ανθρώπινη νοημοσύνη στον νοητό κόσμο, ο οποίος
συνίσταται ἀπὸ την ζωή της Εκκλησίας, από τις αγγελικές ουσίες και
από την Θεότητα. Η φυσιολογία η οποία συγκρατούσε ακόμη τους
τελευταίους νεοπλατωνικούς, βλέπει να μειώνεται ο χώρος της υπέρ τής
θεωρίας και τής Θεολογίας. Ο Διονύσιος δέν θέλει να είναι ούτε ένας
μαθηματικός ούτε ένας αστρονόμος ούτε ένας μουσικός. Αφιερώνεται
αποκλειστικά στην παρουσίαση ενός πνευματικού σύμπαντος, το
σύμπαν στο οποίο οι αγιασμένοι νόες μπορούν να ενωθούν με τον Θεό.
Αλλά αυτό το σύμπαν δέν είναι ολοκληρωτικώς ελευθερωμένο από την
κοσμολογία και ορίζεται επίσης αναφερόμενο και στις κυρίαρχες
κοσμολογικές ιδέες.

Συμφώνως πρός την Ιουδαιο-Χριστιανική αποκάλυψη, ο Διονύσιος


βεβαιώνει ένα μοναδικό Δημιουργό. Η Θεία αγαθότης δημιουργεί το πάν.
Δέν υπάρχουν άλλες δημιουργικές αιτίες εκτός του Θεού, ούτε άλλοι
δημιουργοί ούτε δευτερεύουσες Θεότητες οι οποίες θα κυβερνούσαν τον
υλικό κόσμο ή τον κόσμο των νοητών. Τα θεία ονόματα δοξάζουν τον
ήλιο και την σελήνη "αυτά τα δύο άστρα τα οποία η Γραφή ονομάζει
μεγάλα, τα οποία ορίζουν για μας τις μέρες και τις νύχτες, και μετρούν
τους μήνες και τα χρόνια, και περιορίζουν τις κυκλικές κινήσεις του
χρόνου και όλων αυτών που υπόκεινται στον χρόνο". Το αισθητό σύμπαν
στρέφεται πρός τον ήλιο για να δεχθεί "κίνηση, ακτινοβολία, θέρμη και
συντήρηση". Και παρ'όλα αυτά, "αυτός ο ήλιος δέν είναι Θεός, ούτε
δημιουργός, ούτε κυβερνήτης του αισθητού κόσμου". Η μοναδική
πρόνοια τού Δημιουργού Θεού δέν μειώνεται ούτε από το δόγμα τών
αγγέλων τών εθνών. Ένας μοναδικός Θεός δημιουργεί και κυβερνά το
πάν.

Αυτή όμως η κοσμολογική λειτουργικότης δέν εξαντλεί την ιδέα του


Διονυσίου τής δημιουργίας: αυτή συνεπιφέρει μία νέα σημασία η
οποία αγκαλιάζει την ενέργεια (Περί Ιεραρχίας Εκκλησιαστικής 392 Β,
η τού είναι Θείως ημάς αρρητάτη δημιουργία), τήν οργάνωση της
Χριστιανικής διαμάχης, τήν καθίδρυση των τελετουργικών
μυστηρίων, την κάθαρση των νόων. Με άλλα λόγια, η δημιουργία
συγκεντρώνει τις ιδιότητες τού Δημιουργού και τού Σωτήρος. Και αυτή η
συνάντηση τής κοσμολογίας και τής σωτηριολογίας εκβάλλει από το

22
Διονυσιακό σύμπαν την αρχική αντίθεση η οποία κυριαρχεί στον κόσμο
της Γνώσης, του Μαρκίωνος και του Μάνη!

Ο συσχετισμός των δύο κόσμων, του πνευματικού και του αισθητού,


εμφανίζεται ιδιαιτέρως στο γεγονός ότι ο αισθητός κόσμος πρέπει να
εμφανίσει τα Θεία μυστήρια. Αυτός ο κανόνας επαληθεύεται με τους
συμβολισμούς τής Γραφής και των μυστηρίων. Και για να μήν
ξεφύγουμε απο τον όρο και την ιδέα με τα οποία ασχολούμαστε, η
Συμβολική Θεολογία εξηγούσε, για παράδειγμα, αυτό που σημαίνουν,
εφαρμοσμένες στον Θεό, οι μεταφορές που ανιχνεύονται στον κόσμο και
ιδιαιτέρως στους γυναικείους κόσμους!

Το ουσιώδες όμως παραμένει το πνευματικό σύμπαν των νοητών.


Εδώ ο δεσμός που ενώνει τον Δημιουργό-Σωτήρα στα δημιουργήματά
του είναι πιό δυνατός από την εξωτερική σχέση της πραγματικότητος η
οποία συμβολίζεται με το σύμβολό του ή από εκείνη του χειροτέχνη με
το έργο του! Ο Θεός ασχολείται άμεσα και προσωπικά με την τάξη
και το κάλλος των νοητών, σε τέτοιο βαθμό που η αταξία τους και η
έλλειψη αρμονίας είναι γι'αυτόν ύβρις. Ο ρόλος του σαν Λυτρωτής και
Σωτήρ υπήρξε η επαναπροώθηση τής αταξίας στην τάξη και της
ασχήμιας στο κάλλος! Παρομοίως η μεταστροφή η οποία ωθεί τα
νοητά πρός το Ένα γεννά σ'αυτά ομορφιά και κάλλος (κοσμείται,
ειδοποιείται). Το λεξιλόγιο παραμένει κοσμολογικό αλλά για να μήν το
παρεξηγούμε, η σημασία του είναι ήδη φορτωμένη με τα πιό υψηλά
ηθικά και θρησκευτικά νοήματα!

Όπως στους στωϊκούς, ο όρος διακόσμησις (ή διάκοσμος) δείχνει στον


Διονύσιο την οργάνωση, την τακτοποιημένη σύνθεση, την οποία θέλησε
ο Θεός. Αλλά ενώ ο Στωϊκισμός υποτάσσει γενικώς αυτή την οργάνωση,
η οποία είναι πάντοτε μεταβλητή και πρόσκαιρη, στον κόσμο, ο οποίος
είναι αιώνιος, ο Διονύσιος δέν θα μπορούσε να διατηρήσει μία παρόμοια
οργάνωση. Μοιάζει μάλιστα κατά κάποιο τρόπο, η λογική τού
συστήματός του να πρέπει να ακολουθήσει την αντίστροφη υποταγή.
Από το ένα μέρος, λοιπόν ο κόσμος για τον Διονύσιο, εδημιουργήθη στον
χρόνο και από το άλλο η διακόσμησις δείχνει τόσο την τάξη των νοητών,
όσο και εκείνη της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Είναι πέραν πάσης
αμφιβολίας όμως επίσης αληθινό, ότι η Εκκλησιαστική ιεραρχία και η
τάξις της είναι λιγότερο αρχαία του κόσμου μας. Μόνο που το Αγγελικό

23
σύμπαν προηγείται. Η οργάνωσή του είναι τόσο αρχαία και τόσο
σταθερή όσο και η αγγελική κατάσταση, επομένως πιό αρχαία και πιό
σταθερή του κόσμου. Επι πλέον η Εκκλησιαστική Ιεραρχία η ίδια
παρουσιάζει μία σταθερότητα και μία αξιοπρέπεια που δέν θα
μπορούσαν να εξισωθούν ούτε με τις πιό υψηλές κοσμικές αξίες, το
νόημα τής οποίας είναι ακριβώς να μας εισάγει στο σύμπαν της "νέας
ζωής" και της Θεοποιήσεως.

Επανατοποθετημένη πάντοτε στον κόσμο των θεοποιημένων νοητών η


διακόσμησις του Διονυσίου, μπορεί να κατανοηθεί με δύο σημασίες οι
οποίες σχετίζονται. Με μία ομαδική σημασία δείχνει αυτή την τάξη των
νοητών ή ένα σύνολο τριών τάξεων. Με μία αφηρημένη έννοια σημαίνει
την οργάνωση η οποία προΐσταται σε μία τάξη ή σε ένα σύνολο τάξεων.
Σ'αυτές τις νοηματοδοτήσεις η διακόσμησις πλησιάζει πολύ στην έννοια
τής τάξης και έτσι μπορεί να δείξει τόσο την ιδέα τής τάξης, όσο και την
συγκεκριμένη οργάνωση των ιεραρχιών. Και πράγματι οι δύο όροι
χρησιμοποιούνται πολύ συχνά αδιαφοροποίητα! Μερικές φορές
πλησιάζουν μεταξύ τους και σχηματίζουν έναν πλεονασμό: αί των
νοερών ερώτων τάξεις τε και διακοσμήσεις.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όμως στην βεβαίωσί μας ότι έχουν μία
σταθερή ισότητα! Σε πάρα πολλά κεφάλαια τής ουρανίου ιεραρχίας
και σε μερικά χωρία τής Εκκλησιαστικής ιεραρχίας, διακόσμησις (ή
διάκοσμος) προσλαμβάνει, με μία συγκεκριμένη σημασία, μία
μεγαλύτερη επέκταση τάξεως! Ενώ τάξις δείχνει πάντοτε μία οργάνωση
και μόνο μία, διακόσμησις γίνεται συνώνυμο τής Τριάδος ή τής ιεραρχίας
με την στενή έννοια του όρου. Αυτό εξηγεί το κεφάλαιο VI και αυτό
παρουσιάζουν τα κεφάλαια VII, VIII και IX της ουράνιας ιεραρχίας. Η
πρώτη διακόσμησις περιέχει τρείς τάξεις. Παρομοίως η δεύτερη και η
τρίτη! Μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα ανάλογο παράδειγμα και σε
κάποια χωρία της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας, παρά το ότι διακόσμησις
δείχνει πολύ συχνά μία ιδιαίτερη οργάνωση. Θα δούμε σύντομα λοιπόν
ότι αυτή η σημασία της τριάδος την οποία αποδίδει ο Διονύσιος στο
ουσιαστικό διακόσμησις είναι οικεία στους τελευταίους νεοπλατωνικούς.

Εξίσου παράγωγα τού κόσμος είναι οι όροι ευκοσμία, ευκόσμως,


εύκοσμος. Μέσω τής πρόσθεσης τού προθέματος, η αισθητική απόχρωση
κόσμος τονίζεται ιδιαιτέρως. Μ'αυτή την σημασία οι διάφορες θέσεις τής

24
ουρανίου ιεραρχίας θα ονομασθούν εύκοσμοι. Η όμορφη οργάνωση των
θέσεών τους αναβαθμίζεται σαν Θεοειδής (τής των ουρανίων Ιεραρχιών
Θεοειδούς ευκοσμίας. Και είναι πράγματι μετοχή στον Θεό, αρμονική
αρχή κάθε τάξης (ευκόσμου ταξιαρχίας), από την οποία προοδεύει και
στην οποία τείνει ευκόσμως, απάση ευκοσμία. Ο Επίσκοπος διανέμει
τις Θείες εκλάμψεις εν ευκοσμία και τάξει και αναλογία τής εκάστου
πρός τα ιερά συμμετρίας. Και η τελευταία θέση, βαθμός, αυτής τής
ιεραρχίας, στον οποίο εισάγει την βάπτιση, ονομάζεται τής ευκόσμου και
ιεράς τάξεως. Σ'αυτή την ιεραρχία, όπως και στην ουράνια τής οποίας
είναι η εικόνα, δέν υπάρχει τίποτε ακόσμητον. Η τάξις και η αρμονία των
Θείων πραγμάτων είναι καθολικές (αυτή γάρ η καθολική των Θείων
ευκοσμία και τάξις) [εκκλ. Ιεραρχ. 445 Α]

Ο κόσμος δέν μπορεί να υφίσταται μέσα στην τάξη και το κάλλος


παρά μόνον με μια κάποια συγγένεια των στοιχείων του! "Εμείς δέν
βλέπουμε, ακόμη και στην αισθητή τάξη, ότι τα ουσιώδη στοιχεία
πλησιάζουν κατ'αρχάς σ'εκείνη που έχουν μία συγγένεια μ'αυτά
(συγγενέστερα) και ότι μέσω αυτών αυτά ενεργούν στα άλλα;" (Εκκλ.
Ιερ. 504 C/D). Αυτός ο νόμος του αισθητού σύμπαντος ισχύει ακόμη
περισσότερο για το πνευματικό σύμπαν: μόνον το όμοιο μπορεί να
έλθει σε σχέση γνώσεως και αγάπης με το όμοιό του!

Εάν η ιεραρχία των Νόων πρέπει να θεοποιηθεί, θα πρέπει να την


ενώνει στον Θεό που την Θεοποιεί, ένας δεσμός. Και εάν αυτή πρέπει
να θεοποιηθεί στην τάξη, θα πρέπει επίσης οι δεσμοί να ενώνουν μεταξύ
τους όλα τα μέλη της, για να στερεωθούν οι ομοιότητές τους, να
συμφωνήσουν οι ανομοιότητες και να ισορροπήσουν οι αντιθέσεις τους!
Ο μοναδικός Θεός θα είναι αυτός ο παντοδύναμος δεσμός "χάρη
σ'αυτόν όλα τα πράγματα υφίστανται στην ουσία τους, το ότι είναι
ενωμένα και διαφορετικά (και διακρίνονται), ταυτόσημα και αντίθετα,
όμοια και ανόμοια, ότι τα αντίθετα κοινωνούν και ότι τα στοιχεία
ενωμένα διαφεύγουν το χάος και το μπέρδεμα χάρη σ'Αυτόν οι ανώτεροι
ασκούν την πρόνοιά τους, και οι ίσοι δένονται οι μέν με τους δέ, και οι
κατώτεροι μεταστρέφονται, και το πάν διατηρεί αμετάβλητα
μοναδικότητα και σταθερότητα. Και ακόμη χάρη σ'Αυτόν και σύμφωνα
με τον δικό του τρόπο, το πάν κοινωνεί με το πάν (ού πάντων εν πάσιν
οικείως εκάστω κοινωνίας), και τά όντα συμπαθιούνται και αγαπώνται
χωρίς να συγχέονται οι μέν με τους άλλους (ασύγχυτοι φιλίαι), ότι το πάν

25
εναρμονίζεται (αρμονίας του παντός), ότι τα μέρη συμφωνούν στον
κόλπο του όλου και δένονται αδιάλυτα τα μέν με τα άλλα (αί εν τω παντί
συγκράσεις και οι αδιάλυτοι συνοχαί των όντων)" [περί θ. ονομάτων 704
B/C]. Εδώ βρίσκεται ο ρόλος της Θείας αγαθότητος η οποία είναι και
εκείνος τής Ειρήνης επίσης. "Η Θεία Ειρήνη ενώνει όλα τα πράγματα,
μέσω των ενδιάμεσων όρων, αυτή δένει τα άκρα μεταξύ τους και τα
ενώνει σε μία φιλία μοναδική η οποία καθιστά όμοιες τις φύσεις τους
(συνδέουσα τα άκρα....κατά μίαν ομοφυή συζευγνύμενα φιλίαν) "[Π.Θ
Ονόμ. 952 Α]. Ενότης χωρίς σύγχυση (εν ασυγχύτω συνοχή), αυτός
είναι ο κανόνας της Θείας ενέργειας πάνω στους ιεραρχικούς Νόες!

Αυτή η ενότης η οποία εναρμονίζει και πλησιάζει τις φύσεις στο σημείο
που καθίστανται όμοιες (ομοφυής, συγγενής), είναι πρώτα απ'όλα μία
ενότης κοινωνίας και φιλίας. Αυτές είναι ένα δώρο τού υπέρτατου
αγαθού το οποίο επιτυγχάνει την συμφωνία των στοιχείων και των νόων
(Π.Θ. Ον. 717 Α). Αρθρωμένο μ'αυτόν τον τρόπο, το σύμπαν
οργανώνεται με τον τύπο ενός μεγάλου οργανισμού, ο οποίος αναπνέει
σύμφωνα (σύμπνοια) και ο οποίος τείνει σε μία και την αυτή
προσπάθεια (συντονία). Ακόμη η Θεία Σοφία είναι αυτή η οποία
συνάπτει τις διάφορες ιεραρχικές τάξεις και τα στοιχεία του κόσμου
και "πραγματοποιεί αυτό το θαύμα το οποίο είναι η μοναδική
σύμπνοια και ο συντονισμός του παντός" (την μίαν του παντός
σύμπνοιαν και αρμονίαν καλλιεργούσα. Π.Θ. Ον. 872 Β). Επίσης Εκκλ.
Ιερ. 432 Β : λόγω τής οποίας η Ευχαριστία προσφέρει σ'αυτούς που την
προσλαμβάνουν την ενοειδή και μίαν σύμπνοιαν)

Όσον αφορά την κοινή ένταση των νόων, αυτή είναι πιό άμεσα
δεμένη στο δόγμα της μεταστροφής, διά του οποίου απο τις
τελευταίες τάξεις μέχρι τις πρώτες, επαναφέρει στον Θεό το όλον των
ιεραρχιών. Αυτή η συμπαντική συμφωνία βρίσκει την έκφρασή της
πλήρως στους Ύμνους της Αγάπης, τους οποίους, μας λέει ο Διονύσιος
ότι κληρονόμησε από τον δάσκαλό του Ιερόθεο. "Η Θεϊκή αγάπη δείχνει
μία δύναμη ενοποιήσεως και συγχωνεύσεως η οποία ωθεί τα ανώτερα
όντα να εκτελέσουν τα καθήκοντα της πρόνοιας πρός τα κατώτερα
(πρόνοιαν), τα όντα τού ιδίου επιπέδου να ζήσουν σε κοινωνικήν
αλληλουχίαν και τα τελευταία όντα να επιστρέψουν πρός εκείνους οι
οποίοι λόγω αξίας και βαθμού, τους ξεπερνούν" (π.θ. ον. 713 Α/Β).

26
Έτσι είναι δεμένο το πνευματικό σύμπαν του Διονυσίου. Διατήρησε
την οργάνωση των αρχαίων κοσμολογιών αλλά αφομοίωσε ταυτοχρόνως
και την αυθεντική Χριστιανική διδασκαλία, για την οποία, θα πρέπει να
πούμε, στην διάρκεια αυτής της μελέτης, και να διευκρινίσουμε εάν
άντλησε πλεονεκτήματα ή όχι στην προσπάθεια του να διεισδύσει σε
σχήματα τα οποία δέν ήταν αυτά του Ευαγγελίου!

β) Τα παράγωγα του μέτρου και του λόγου!

Η τάξις και η διακόσμηση δέν είναι εφικτά παρά μόνον μέσω του
μέτρου. Αλλά ποιόν τύπο μέτρου υιοθετεί ο Διονύσιος; Ένα υλικό μέτρο;
Μία ενότητα μαθηματική, όπως είχαν κάνει οι Πυθαγόρειοι; Ή θα
προτιμήσει, με τον Πρωταγόρα να καταστήσει τον άνθρωπο το μέτρο
όλων των πραγμάτων; Αλλά ας μήν χανόμαστε! Ο Διονύσιος δέν
κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι ο Θεός μόνον είναι το μέτρο όλων των
όντων: και μέτρον εστί των όντων, λέει στο κεφάλαιο ΙΙ των Θείων
ονομάτων. Και επαναλαμβάνει το ίδιο θέμα στο IV κεφάλαιο: και μέτρον
εστί των όντων... και αριθμός και τάξις. Κάποιες σειρές πιό κάτω, και
μέτρον εστί και αριθμός ωρών και ημερών και παντός του καθ'ημάς
χρόνου. Απο τον Θεό και μέσω του Θεού, φτάνουν στα όντα όλα τα
μέτρα: και γάρ εξ'αυτού και δι'αυτού... τα μέτρα πάντα. Όλα έρχονται
απο Αυτόν και μέσω Αυτού: τα όντα και αυτό που μετρά τα όντα και
αυτό που μετράται: και τα όντα και τα μέτρα των όντων και τα
μετρούμενα δι'αυτού και απ'αυτού. Όλες αυτές οι διατυπώσεις,
θαυμαστής διαύγειας, υπογραμμίζουν ήδη σε ποιό ύψος πρέπει να
τοποθετηθεί η τάξις του Διονυσίου. Ο Θεός θα είναι το υπερβατικό
μέτρο κάθε πράγματος, με τον ίδιο τρόπο όπως είναι η οργανωτική
αρχή (ταξιαρχία).

Μέσα στο φώς αυτής της κεντρικής αλήθειας πρέπει να μελετηθεί η


έννοια του μέτρου στους κτιστούς νόες. Πρέπει πρώτα απ'όλα να
παρατηρήσουμε ότι ο Διονύσιος δέν χρησιμοποιεί ποτέ τον όρο μέτρον
για να τον αποδώσει σε ένα οποιοδήποτε όν. Σ'αυτά εφαρμόζει μία
σύνθετη λέξη: συμμετρία, η οποία συνεπάγεται μείωση σε ένα κοινό
μέτρο. Πρέπει να κατανοήσουμε όμως ότι κάθε μέτρο στα όντα πρέπει
να αναφέρεται στο Μέτρο καθαυτό, που είναι ο Θεός. Ο φωτισμός των
νόων γίνεται με τον σεβασμό της τάξεως την οποία έχει ορίσει ο Θεός,

27
σύμφωνα με την ένταση του ιερού για την οποία είναι ικανός ο καθένας:
εν ευκοσμία και τάξει και αναλογία της εκάστου πρός τα ιερά
συμμετρίας (Εκκλ. Ιερ. 400Β). Οι άγγελοι φέρονται από τα φτερά τους
στην θέα του Θεού στο μέτρο που τους ωφελεί (μέσοις πτεροίς εν
συμμετρία πρός Θεοπτίαν ανάγεται). Οι πρώτες τάξεις της
Εκκλησιαστικής ιεραρχίας αποκαλύπτουν το αντικείμενο της
θεωρίας τους στις δεύτερες, αναλόγως με την Θεία ικανότητα αυτών
των τελευταίων (εν συμμετρία). Με τον ίδιο τρόπο οι νόες τείνουν
στην γνώση και την απόκτηση του Θεού σύμφωνα με το μέτρο της
Θείας αγάπης που τους δώρισε απο ψηλά ο φωτισμός (συμμέτρω των
θεμι τών ελλάμψεων έρωτι. Περί Θ. ονομάτων 589 Α). Η ίδια η
Βάπτιση, η οποία είναι η πρώτη πρόσληψη της ψυχής εκ μέρους του
Θείου μετρά την χάριν της αναγωγής όπως τις συμφέρει
(συμμετρούσα ταις ανιέροις τάξεσι την εναρμόνιον αναγωγήν). Τα
αισθητά σύμβολα μας ενώνουν και μας θεώνουν σύμφωνα με το μέτρο
που έχει ορίσει ο Θεός (εν συμμετρία τή καθ'ημάς). Σε όλα αυτά τα
χωρία, ένα πράγμα, παραμένει σταθερό: είναι η αναφορά η συνεχής
των νόων, αγγελικών ή ανθρωπίνων, στον υπερβατικό Θεό ο οποίος
συστήνει το κοινό τους μέτρο. Η Θεαρχία μετρά τα δώρα της (εν
συμμετρία θεαρχική διαδίδοται). Αλλά αυτά τα δώρα διαφέρουν ώς
πρός τους νόες. Και πράγματι από τον έναν νού στον άλλον, η
συμμετρία μπορεί να είναι πολύ διαφορετική. Από τί εξαρτάται αυτή η
διαφορά; Φαίνεται να έχει δύο αιτίες στενά συνδεμένες μεταξύ τους αλλά
διακριτές. Η πρώτη είναι ο ίδιος ο Θεός. Είναι σίγουρο ότι εάν
δημιούργησε μία ή περισσότερες ιεραρχίες οι οποίες αποτελούνται απο
ανόμοια επίπεδα, αυτή η αρχική ανομοιότης στην τάξη του Είναι φέρει
μία συσχετιζόμενη ανομοιότητα στην τάξη της Θείας επάρκειας.

Αλλά υπάρχει μία δεύτερη αιτία της ανομοιότητος των συμμετριών


στους νόες. Και αυτή η αιτία βρίσκεται μέσα σ'αυτούς. Εάν λοιπόν η
συμμετρία είναι κατ'αρχάς ένα δώρο του Θεού, είναι επίσης αλήθεια ότι,
για ένα μέρος πολύ πραγματικό, αυτό πρέπει να κερδηθεί. Ο
δημιουργημένος νούς, στα ίδια τα όρια στα οποία του χάραξε ο Θεός και
πέραν των οποίων δέν θα μπορούσε να πάει, είναι πραγματικά υπεύθυνος
των διαστάσεων του, οι οποίες είναι ακριβώς εκείνες της Θείας του
ικανότητος. Αυτό μας διδάσκει το ΙΙΙ κεφάλαιο της Εκκλησιαστικής
ιεραρχίας: "Η θεόμορφη ιεραρχία είναι πλήρης μίας Θείας δικαιοσύνης
(δικαιοσύνης ιεράς ανάπλεως). Και σύμφωνα με την αξία του (το

28
κατ'αξίαν) μοιράζει στον καθένα, χάριν της σωτηρίας του, την μετοχή
στα Θεία πράγματα που τον συμφέρουν (την εναρμόνιον εκάστου των
Θείων μέθεξιν), εναρμονίζοντας τα δώρα του σε συγκεκριμένο χρόνο και
στην αγιότητα (κατά καιρόν ιερώς δωρουμένη), σύμφωνα με το μέτρο
και την Θεία δεκτικότητα του καθενός (εν συμμετρία και αναλογία)" .

Φαίνεται λοιπόν να επηρεάζουν τρείς παράγοντες, εκ μέρους, τον νού,


και οι οποίοι προσδιορίζουν, τον βαθμό της μετοχής του στο Θείο: η
αξία, η συμμετρία, η αναλογία. Ποιές είναι οι αμοιβαίες σχέσεις και το
αληθινό νόημα αυτών των όρων οι οποίοι επανέρχονται τόσο συχνά στην
διαπραγμάτευση του Αρεοπαγίτη;

Η αξία δείχνει την αρετή του νού ο οποίος προσπαθεί στην οδό της
θεώσεως. Αυτή δέν αποκλείει οπωσδήποτε το δώρο του Θεού. Και δέν
είναι καν δυνατή χωρίς αυτό το δώρο. Αλλά επιφέρει επίσης και μία
αυθεντική πρακτική της θελήσεως, μία πραγματική πρωτοβουλία του
νού και γι'αυτό αποτελεί μία αληθινή αρετή. Η συμμετρία και η
αναλογία αποτελούν δύο πλευρές μιας έννοιας αρκετά σύνθετης. Οι δύο
λέξεις, με παρόμοιες μεταφορές [εκείνη του μέτρου και εκείνη του
λόγου, που δείχνει την σχέση, την αναλογία. Ο Αριστοτέλης αφομοίωνε
ήδη την τάξη σαν μία σχέση: τάξις δέ πάσα λόγος (Φυσική VII, 1,
252 α)], δείχνουν ουσιαστικά την σχέση του νού με τον Θεό. Αλλά αυτή
η σχέση μπορεί να κατανοηθεί με δύο τρόπους: αναλόγως του βάρους και
της προσοχής στον έναν ή στον άλλον από τους δύο όρους!

Ειδομένες από την πλευρά τού Θεού, η συμμετρία και η αναλογία


δείχνουν το ιδανικό μέτρο, το μάξιμο που έχει δοθεί σε κάθε όν για
την μετοχή του στο Θείο. Αυτό το μέτρο έχει καθορισθεί απο τον Θεό
"Ανήκει στην αιτία όλων των πραγμάτων η κλήση τών όντων στην
κοινωνία μαζί Του όπως έχει καθορισθεί για καθένα από την ιδιαίτερή
του αναλογία (ώς εκάστω των όντων, ώρισται πρός της οικείας
αναλογίας". Έτσι η μετοχή στον Θεό, απο το "ένα μέρος, είναι κοινή σε
όλα τα όντα της ιεραρχίας, τα οποία εξ'ορισμού, είναι Θεοειδή. Αλλά
από το άλλο μέρος, η ποιότης τής μετοχής τους, καθορισθείσα από
την αναλογία τους, παραμένει μεταβλητή από την μία ιεραρχική τάξη
στην άλλη!" (Ουράνια ιεραρχία 292 D).

Επομένως αναλογία και συμμετρία εμφανίζονται σαν προκαθορισμοί.


Είναι Θείες ιδέες πρίν συσταθούν σαν ιεραρχικοί νόες. Αλλά αυτές οι

29
ιδέες είναι ταυτοχρόνως αγαθές θελήσεις οι οποίες δημιουργούν τις
διάφορες τάξεις και τους καθορίζουν τα όριά τους. "Εμείς ονομάζουμε
μοντέλλα (παραδείγματα) τούς Θείους λόγους δημιουργούς τών
ουσιών οι οποίοι προϋπάρχουν αυτών στην ενότητα (τους εν Θεώ των
όντων ουσιοποιούς και ενιαίως προϋφεστώντας λόγους) τους οποίους
η Γραφή ονομάζει προορισμούς, και είναι Θεία και αγαθά θελήματα,
τα οποία δημιουργούν τα όντα προσφέροντας τους τα όριά τους (των
όντων αφοριστικά και ποιητικά)" (Θεία ονόματα 824 C). Μοντέλλα,
λόγοι, προκαθορισμοί, Θεία θελήματα, έτσι μας φανερώνονται λοιπόν οι
αναλογίες απο την μεριά του Θεού. Αλλά ο Νούς πρέπει να
προσαρμοστεί κατά κάποιο τρόπο στο δώρο που του προσφέρθηκε. Η
Θεία γενναιοδωρία ζητά μία επιστροφή. Και γι' αυτό εμείς πρέπει να
τοποθετήσουμε την αναλογία στην δεύτερη πλευρά της, που είναι η
σχέση του νού με τον Θεό. Αυτή η σχέση, ας το επαναλάβουμε, είναι
ήδη κατ'ουσίαν καθορισμένη απο την Θεία πρωτοβουλία που την
δημιούργησε μ'αυτόν ή με τον άλλο τρόπο. Αλλά πρέπει η πραγματική
αναλογία των νόων να προσαρμόζεται τελείως στην ιδανική αναλογία
που τους προτείνει ο Θεός. Όλη τους η προσπάθεια όμως πρέπει να
τείνει σ'αυτή την πληρότητα, που είναι και το ίδιο το τέλος τής
ιεραρχίας (η πρός Θεόν, ώς εφικτόν, αφομοίωσις τε και ένωσις[Ουρ.
Ιερ. 165 Α]. Εάν θα θέλαμε να εμβαθύνουμε διά ποιάς οδού οι κτιστοί
νόες αυξάνουν την αναλογία τους, σχεδόν πάντοτε ατελή, μέχρι την
τέλεια αναλογία, η οποία την συμμορφώνει στον Θεό, θα πρέπει να
πούμε ότι η δική μας Θεία ικανότης αυξάνει στο ίδιο μέτρο με το οποίο
αυξάνει η δική μας πνευματική γενναιοδωρία και η αγάπη μας!

Εδραιώνεται μία ανταλλαγή ανάμεσα στον Θεό και τον κτιστό νού, η
αγάπη καλεί την αγάπη! Μία γενναιοδωρία πιό έντονη στον
Θεοποιημένο νού ζητά και αποκτά ένα πιό πλήρες δώρο από τον Θεό, και
αντιστρόφως το πιό υψηλό δώρο και πιό αγνό διαστέλλει την Θεία
ικανότητα των όντων. "Ο Θεός δεν κοινωνεί από την αρχή παρά ένα
μέτριο φώς (αίγλης μετρίας). Στην συνέχεια όταν οι νόες έχουν γευθεί
το φώς και επιθυμούν περισσότερο (και μάλλον εφιεμένων)
δωρίζεται περισσότερο (και μάλλον εφιεμένων, μάλλον εαυτήν
αναδιδόναι) και τους φωτίζει περισσότερο και θαυμαστά διότι
αγάπησαν πολύ. (Ο Θεός ευχαριστείται και δοξάζεται σαν νοητήν
τ'αγαθού φωτωνυμίαν)". Περί Θ. ονομάτων 700C.

Και Αυτός τους σπρώχνει πάντοτε μπρός, σύμφωνα με την ικανότητα


τους στην ανάβαση (και αεί ανατείνειν αυτάς επί τα πρόσω κατά την
σφών εις ανάνευσιν αναλογίαν).

Έτσι δι'ενός είδους κυκλικής κινήσεως η οποία ξεκινά από τον Θεό
για να φθάσει και να μεταμορφώσει τους νόες στον Θεό και η οποία

30
επιστρέφει αγαπητικώς απο τους νόες στον Θεό και εκ νέου από τον
Θεό στους νόες και έτσι συνεχώς επ'άπειρον, ο ΝΟΥΣ αποκτά
σταδιακώς και προοδευτικώς τις αληθινές του διαστάσεις ανυψωνόμενος,
απο μία αναλογία και απο μία συμμετρία ατελείς, στην συμμετρία και
την αναλογία οι οποίες έχουν δημιουργήσει το αντικείμενο των ιδεών
και των Θείων θελήσεων.

Βλέπουμε λοιπόν ποιός είναι ο αληθινός ρόλος τής αξίας, η οποία


γεννάται από ενέργειες καθαρμού και μεταστροφής του νού.
Συνίσταται ουσιαστικώς στην υπέρβαση της αποστάσεως η οποία χωρίζει
την αναλογία ενεργεία πραγματοποιημένη από την ιδανική αναλογία, η
οποία προσομοιώνεται σε καθεμιά από τις τάξεις. Οι ενέργειες μας και η
θέλησή μας είναι ανίκανες να κατακτήσουν την τέλεια αρμονία που μας
προτείνει ο Θεός. Αλλά η πρωτοβουλία μας και η προσπάθεια μας είναι
απολύτως αναγκαίες σ'αυτή την πρόοδο η οποία δέν μπορεί ούτε θέλει να
είναι παρά μόνον η παρακίνηση μίας ελευθερίας. Από το ένα μέρος η
ελεύθερη πρωτοβουλία τού Θεού, απο το άλλο, η ελεύθερη απάντηση
του κτιστού ΝΟΥ!

Ανακαλύπτουμε λοιπόν ένα νέο χαρακτηριστικό της τάξεως τού


Διονυσίου. Είναι ένα μέτρο οπωσδήποτε, ένα μέτρο καθορισμένο από
τον Θεό, διότι το μέτρο τών δημιουργημάτων (συμμετρία, αναλογία)
αναφέρεται πάντοτε στις Θείες ιδέες και στα Θεία θελήματα. Αλλά
παραμένει σ'αυτά τα δημιουργήματα η Θεληματική προσαρμογή στο
αληθινό τους μέτρο. Η τάξις του Διονυσίου δέν κρύβει καθόλου μία
φιλοσοφία της ανάγκης.

γ) Αρμονία και τα παράγωγά της.

Μένει να εξετάσουμε μία τελευταία σειρά μεταφορών. Είναι οι


μεταφορές οι οποίες ανιχνεύονται στο ουσιαστικό αρμονία και στα
παράγωγά του!

Εκφράζοντας την ιδέα τής τάξης, αυτοί οι όροι κατορθώνουν να


επανασυνδεθούν στην πρωταρχική τους σημασία καθώς το ρήμα αρμόζω
σημαίνει τακτοποιώ, συμφιλιώνω κάτι και το παράγωγο όνομα αρμονία,
έδειξε τήν προσαρμογή και την συμφωνία, πρίν πάρει την ιδιαίτερη
σημασία τής αρμονίας. Όταν οι Πυθαγόρειοι μιλούσαν για την αρμονία
τών σφαιρών, δέν απέκλειαν βεβαίως τις μουσικές αρμονίες οι οποίες
γεννώνται από τα διαλείμματά τους, αλλά σκεφτόντουσαν πρώτα απ'όλα
τίς αριθμητικές αναλογίες οι οποίες προΐστανται στην αμοιβαία τους
θέση, κανονίζοντας τόσο την αντίστοιχη ανάπτυξη όσο και την καθολική

31
τάξη τών κύκλων τους. Πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών αυτό το
ακριβέστατο και μεγαλειώδες όραμα τού σύμπαντος το οποίο έθρεψε
όλη την επιστήμη και όλον τον αρχαίο στοχασμό,για να σχηματίσουμε
την ακριβέστατη ιδέα τής αληθινής θέσης που έπρεπε να λάβουν οι
έννοιες τής τάξης και τής ακριβούς συμφωνίας.

Ο Διονύσιος υιοθετεί την οπτική γωνία τής επιστήμης και τής φιλοσοφίας
τών χρόνων του, όταν αυτή δέν αντιφάσκει τυπικά μία αποκεκαλυμμένη
αλήθεια. Και δέν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα πνεύμα σαν το δικό του
γοητεύθηκε απο μία αναπαράσταση τού κόσμου όπου η αυστηρότης
και η αρμονία ενώνονται τόσο τέλεια! Αλλά το κοσμικό σύμπαν δέν
τον ενδιαφέρει καθόλου. Θα μεταφέρει την αρχαία έννοια τής αρμονίας,
εφαρμόζοντας την στο ιεραρχικό και πνευματικό σύμπαν!

Είναι ο Θεός, ειδομένος μέσω τών διαφορετικών του ιδιοτήτων τής


Αγαθότητος, του Κάλλους, της Ενότητος, της Ειρήνης...ο οποίος είναι η
αρχή και η αιτία κάθε αρμονίας [η αιτιώδης αρχή]. Είναι η
υπερούσιος αρμονία η οποία προβλέπει σε όλη την ιεραρχική τάξη. Από
το Αγαθό προοδεύουν οι αρμονίες όλων των όντων. Τις συντονίζει
όλες (αεί πάντα αρμόζουσα/Π. Θείων ονομάτων 827 Β). Σε κάθε μία από
αυτές διασώζει την αμοιβαία συμφωνία και την διάκριση των
διαφορετικών στοιχείων (και την αλληλουχία των στοιχείων αρμονίαν
και κράσιν ασύγχυτον και αδιαίρετον αποσώζει). Επομένως εντυπώνει σε
όλο το σύμπαν μια ενότητα πνευματική και μία αρμονία (την μίαν παντός
σύμπνοιαν και αρμονίαν καλλιεργούσα). Αυτή η ενότης τών όντων χάρη
στην Θεία ειρήνη, γίνεται μία συμφωνία, μία τέλεια συγγένεια
(εναρμόζεται συμφωνία παντέλεια και αρμονία και συμφυΐα). Λόγο τής
προσκολλήσεώς των στο Αγαθό όλα τα όντα λοιπόν παραμένουν στην
συμπαντική αρμονία (εναρμόνια) και αυτή η αρμονία είναι Θεία και ιερή
(αρμονίας ενθέου και ιεράς ευπρεπείας)[592 Α].

Αυτή η επανασύνδεση πραγματοποιείται και διατηρείται μέσω τής


μεσολαβήσεως τής ιεραρχίας η οποία κανονίζει κάθε μετοχή στο
Θείο. Αυτή η μετοχή είναι πάντοτε αρμονική (εναρμόνιον) και αυτή η
ίδια η αρμονία είναι ουσιωδώς συνδεμένη, για καθεμία από τις
ιεραρχικές τάξεις, στην αναλογία της και στην συμμετρία. Η αφομοίωση
τής αναλογίας και της αρμονίας μοιάζει τέλεια: ο Διονύσιος συνδέει
αυτούς τους δύο όρους όπως συνέδεσε αναλογία και συμμετρία. Αυτοί
οι δύο τύποι τής παράθεσης είναι σχεδόν πάντοτε πλεονασμοί και
περίσσειες! Ας δούμε καλύτερα αυτό που ακολουθεί: "Όλες οι τάξεις τής
ιεραρχίας (η πρώτη, η δεύτερη και η τελευταία) υψώνονται πρός τον Θεό
με ιεραρχικό τρόπο (ιεραρχικώς ανάγεται) σύμφωνα με το ίδιο το αξίωμα
τής αρμονικής αρχής κάθε τάξεως (κατά τον αυτόν τής ευκόσμου
ταξιαρχίας θεσμόν), σε μία Θεία αρμονία και "αναλογία" (εν αρμονία

32
Θεία και αναλογία (Ουράνιος Ιερ. 273 Α). Αυτό το πλησίασμα δέν είναι
τυχαίο, καθώς ο Διονύσιος σε άλλο σημείο τοποθετεί σε πολύ στενή
σχέση τήν συμμετρία και την αρμονία. Το Μυστήριο τής Βάπτισης,
λέει μετρά για την καθεμιά από τις ιεραρχικές τάξεις, τον βαθμό τής
πνευματικής αναγωγής ο οποίος εναρμονίζεται στην κατάστασή της
(συμμετρούσα τοις... τάξεσιν την εναρμόνιον αναγωγήν)! (Εκκλ.
Ιεραρχία 397 C).

Οι τάξεις και οι αρμονίες, για τους ίδιους λόγους, συνιστούν μία και
την ίδια πραγματικότητα κάτω απο δύο διαφορετικές όψεις. Ο
τριμερής διαχωρισμός κάθε ιεραρχίας αντιστοιχεί σε μία Θεία αρμονία:
αυτήν εκάστην διακόσμησις ταίς αυταίς ενθέοις αρμονίαις διέκρινε (Ουρ.
Ιερ. 273 Β) Ο Διονύσιος εξάλλου μιλά εξίσου για τάξη ή για αρμονία
αδιαχώριστα, όταν πρόκειται να καθορίσει τούς τρόπους τής μετοχής μας
στο Υπερβατικό: δια ταύτης τής ενθέου και ιεραρχικής αρμονίας. Και
όπως στην ιεραρχία, όλα συμβαίνουν εν τάξει, κατά τάξιν, έτσι το πάν
αντιστοιχεί σε μία τέλεια αρμονία, απο την πνευματική αναγωγή τών
μυημένων και το μοίρασμα τών βαθμών τής ιεραρχίας μας (τής
Εκκλησιαστικής), μέχρι την τέλεια κοινωνία τών Νόων τής ουράνιας
ιεραρχίας: την μίαν απάντων εναρμόνιον και συνδετικήν κοινωνίαν (Ουρ.
Ιερ. 292 C).

Η πρακτική ταύτιση τών όρων τής τάξεως και τής αρμονίας προκύπτει
και απο ένα καινούργιο γεγονός. Η έλλειψη τής αρμονίας, όπως η
έλλειψη τής τάξεως, συνιστά ακριβώς την ουσία τού κακού: Ο τής
αρμονίας και τής συμμετρίας λόγος ασθενεί μένειν ωσαύτως έχων (Θ.
Ον. 724 D). Μέσω τού κακού, ο άγγελος εκπίπτει από την ουράνιο
αρμονία και χωρίς ανάμειξη τών Θείων νόων: της μέν ουράνιας και
αμιγούς αποπεκτώκει τών Θείων νόων αρμονίας (Εκκλ. Ιερ. 537 Β).
Παρομοίως στην δική μας ανθρώπινη ιεραρχία, τα πάθη, τα οποία ο
Διονύσιος θεωρεί σαν καταστροφικά και θανατηφόρα: τοίς
φθοροποιοίς πάθεσι κατανεκρωθέντες (444 Β), μάς κάνουν
δυσαρμονικούς, χωρίς αρμονία, ανίκανους να ζήσουμε μία κοινή ζωή
με τα υγιή μέλη τού Θείου σώματος (ανάρμοστοι και ακόλλητοι και
ασύζωοι γενώμεθα πρός Θεία μέλη και υγιέστατα).

Σε κάθε ιεραρχία υπάρχει λοιπόν μία αληθινή συμφωνία και απο την
μία ιεραρχία στην άλλη, οι αντιστοιχίες είναι εντυπωσιακές, καθώς οι
κατώτερες τάξεις είναι οι "εικόνες" τών ανώτερων τάξεων. Ανήκει
στον διορατικό νού να φανερώσει ικανοποιητικώς αυτές τις αντιστοιχίες
(οικείως αρμόσαι ταις αφανέσι τα φαινόμενα). Αλλά θα πρέπει να
σέβεται τις διαφορές οι οποίες διακρίνουν μεταξύ τους τις διαφορετικές
τάξεις. Εάν πρόκειται για παράδειγμα, να αναπαραστήσει τις αγγελικές
ουσίες μέσω τών αισθητών πραγματικοτήτων, δέν θα πρέπει να

33
προχωρήσει με μία απλή ταύτιση (ού ταυτώς) κάτι που θα μάς οδηγούσε
στην ακατανοησία και το μπέρδεμα. Το αισθητό δέν μπορεί να
προτείνει και κατά κάποιο τρόπο να ξεκαθαρίσει το νοητό, παρά
μόνον στην περίπτωση κατά την οποία, στο ίδιο το πλησίασμα τών
δύο τάξεων, γίνεται σεβαστή η αρμονία και οι χαρακτήρες κάθε μιάς
απο αυτές (εναρμονίως δέ και οικείως επί των νοερών τε και αισθητών
ιδιοτήτων οριζομένων). [Ουράνια Ιερ. 144 C]. Η Αρμονία και η Τάξις
του Διονυσίου δέν θα μπορούσαν να είναι σε καμμία περίπτωση μία
συστηματική μείωση στην ταυτότητα! Κάθε Ιεραρχικός βαθμός καί
ακόμη περισσότερο, κάθε μία από τις ιεραρχίες, θα διατηρήσουν τα
χαρακτηριστικά τους, την θέση τους και τις αρμονίες τους (εναρμονίως...
οικείως... ιδιοτήτων οριζομένων).

Ενότης χωρίς σύγχυση, μέσα στην τάξη, στο μέτρο, και στην
αρμονία: αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά τού κόσμου τού
Διονυσίου! Αυτή η τάξη δέν είναι μόνον μία επινοημένη και τυχαία
οργάνωση. Είναι ουσιώδης για την ιεραρχία και για την ζωή τών
υποκειμένων που την αποτελούν. Δώρο τού Θεού στους νόες, δέν είναι
δυνατόν να υπάρχει παρά μόνον με την ελεύθερη θέληση αυτών τών
νόων, τών οποίων διατηρεί και επιτάσσει ταυτοχρόνως την διάκριση και
την ενότητα!

Παρότι εφαρμοσμένες στο σύμπαν τών Νόων και τις ιεραρχίες τους,
οι όροι τού Διονυσίου, περί τής τάξεως και τής αρμονίας διατηρούν τα
ουσιώδη θέματα τών κοσμολογιών τής Αρχαιότητος, χωρίς να είναι
δυνατόν να εντοπίσουμε πάντοτε μία άμεση καταγωγή σε καθεμιά απο
τις επιρροές που υπέστη! Αλλά αυτοί οι όροι δέν εγγράφονται μόνον
στην Ελληνική παράδοση! Επανασυνδέονται στις βιβλικές ιδέες όπως και
στις Χριστιανικές, τής Δημιουργίας, τής Πρόνοιας και της Λυτρώσεως
και επαναλαμβάνουν τα σχόλια, γενικώς πλατωνικής καταγωγής, τών
Πατέρων τής Εκκλησίας στα πρώτα κεφάλαια τής Γενέσεως. Μπορούν
επίσης να επικαλεσθούν τούς συνοδικούς κανόνες και τα λειτουργικο-
κανονικά κείμενα, τών οποίων η αυθεντία κανονίζει πράγματι την
εσωτερική ζωή και την κοινωνία τών πιστών.

Ένας τόσο μεγάλος αριθμός επιρροών, τόσων διαφορετικών εμπνεύσεων,


μπορούν να θεμελιωθούν χωρίς βλάβη σε μία μοναδική σκέψη; Στην
συνέχεια τής εργασίας θα απαντήσουμε σ'αυτή την ερώτηση!

34
Κεφάλαιο δεύτερο. - Οι χαρακτήρες της ιεραρχικής τάξεως!

Ας προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε ακριβέστερα τα πρώτα δεδομένα


που μας προσέφερε η μελέτη τού κόσμου τού Διονύσιου. Από μία οπτική
γωνία πολύ γενική, όπως είναι ακόμη η δική μας, μοιάζει να υπάρχουν
τρία ουσιώδη προβλήματα να υπολογίσουμε: η δομή τού όλου τής
ιεραρχικής τάξης, η αληθινή σημασία αυτής της τάξης, οι σχέσεις της
με την επιστήμη και η ιεραρχική δραστηριότης.

1. Η δομή του όλου τής ιεραρχικής τάξης!

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το όραμα τού Διονυσίου συνδέεται με τις


πλατωνικές και νεοπλατωνικές παραδόσεις. Με την πλατωνική διά τής
αντιθέσεως αισθητού-νοητού, με την νεοπλατωνική διά του
Τριαδικού διαχωρισμού καθενός από τούς δύο κόσμους.

Πρώτα απ'όλα υπάρχουν δύο κόσμοι: εκείνος των καθαρών νόων και
εκείνος των ενσαρκωμένων νόων. Ο πρώτος συστήνει την ουράνιο
ιεραρχία, ο δεύτερος την εκκλησιαστική. Αμφότεροι, χωρίς αμφιβολία,
μετέχουν των Θείων δώρων, αλλά με βαθμούς πολύ διαφορετικούς και
σύμφωνα με καλά διακεκριμένους τρόπους! Η αντίθεσή τους, η οποία
μεταφέρεται σε τελική ανάλυση σε εκείνη τού αισθητού και τού νοητού,
θυμίζει κανονικά εκείνη την οποία είχε εγκαθιδρύσει ο Πλάτων ανάμεσα
σ'αυτούς τους δύο κόσμους.

Αλλά ο Διονύσιος, όπως και ο Πλάτων, δέν χωρίζει ανεπανόρθωτα το


αισθητό απο το νοητό. Το πρώτο είναι η εικών τού δευτέρου. Και όλη
η προσπάθεια τής ψυχής συνίσταται στην επιστροφή και στην
ανάβαση μέχρι το δεύτερο, στηριζόμενη στο πρώτο, το οποίο
σταδιακά οικειοποιείται.

Από την στιγμή που οι δύο κόσμοι δέν είναι απολύτως χωρισμένοι και
επειδή ο δεύτερος είναι η εικόνα του πρώτου, φαίνεται νόμιμο να
ερευνήσουμε τα κοινά στοιχεία ή τα ανάλογα τουλάχιστον, τής δομής
τους. Ο Διονύσιος το πραγματοποίησε. Ας τον παρακολουθήσουμε
λοιπόν και ας δούμε πώς εννοεί την Τριαδική διαίρεση τών ιεραρχιών.

Μία πρώτη διαίρεση, πολύ γενική, η οποία εμφανίζεται μόνον στο V


κεφάλαιο τής Εκκλησιαστικής ιεραρχίας καθορίζει ώς εξής την τάξη
κάθε ιεραρχίας: Και τήν μέν απάσης ιεραρχίας Τριαδικήν διαίρεσιν
περιέχει 1ο τας Θειοτάτας ιερουργίας, 2ο τους ενθέους αυτών
επιστήμονας και μύστας, 3ο τους υπ'αυτών ιερώς τελουμένους. (Εκ. Ιερ.

35
Α). Αυτή η διαίρεση εφαρμόζεται αμέσως σε κάθε μία από τις ιεραρχίας.
Η ουράνια ιεραρχία έχει σαν ιερουργία τήν πλήρως άυλη γνώση τού
Θεού και την νόησιν των Θείων και την τού Θεοειδούς ολόκληρον
και... εις θεομίμητον έξιν! Οι μύστες είναι οι περί Θεού πρώτιστες
ουσίες. Οι μυημένοι, οι κατώτερες ουσίες (οι υποβεβηκυίες). Στην
Εκκλησιαστική ιεραρχία βρίσκουμε επίσης και τους τρείς όρους.
Ιερουργίες ή θυσίες, μύστες και μυημένοι! Η ίδια παρατήρηση ισχύει
και για την κατά νόμον ιεραρχίαν. Αυτή η ιεραρχία, πιό υλική,
προεικονίζει μέχρι την έλευση του Χριστού, την εκκλησιαστική ιεραρχία.
Η λειτουργία της σημαίνει την πρός την πνευματικήν λατρείαν αναγωγή!
Οι μύστες είναι ο Μωϋσής και οι ιερείς του, οι μυημένοι είναι ο λαός τού
Ισραήλ.

Αυτή η διαίρεση δέν θα αναλυθεί τώρα, αλλά πρός στιγμήν θα


καθορίσουμε τους κανόνες που συνιστούν καθε μιά από τις ιεραρχίες και
τα λειτουργήματα τής καθε μιάς, στο ίδιο το πλαίσιο αυτών τών
ιεραρχιών.

Απο αυτή την οπτική γωνία, βρίσκουμε ακόμη ότι οι τριαδικές διαιρέσεις
συνιστούν τον κανόνα τών ιεραρχιών τού Διονυσίου. Η ουράνια
ιεραρχία περιέχει τρείς ιεραρχίες οι οποίες αποτελούνται η κάθε μια
απο τρείς τάξεις, οι οποίες κάθε μια περιέχει τρείς βαθμούς
δυνάμεων, πρώτες, δεύτερες, τελευταίες. Αλλά ακόμη περισσότερο,
στο εσωτερικό το ίδιο κάθε ενός απο αυτούς τους νόες,
ξαναβρίσκουμε αυτή την τριαδική διαίρεση! (Ούρ, Ιερ. 273 C). Η
Εκκλησιαστική ιεραρχία παρουσιάζει μιά ανάλογη διαίρεση, παρότι
αυτή δέν περιέχει παρά μόνον δύο Τριάδες: την ιερατική ιεραρχία,
διαιρούμενη σε τρείς βαθμούς, και την ιεραρχία των μυημένων,
υπάρχουσα και αυτή σε τρείς βαθμούς. Κάθε ένας απο τους νόες
καθεμιάς απο τις ιεραρχικές τάξεις είναι και αυτή η ίδια μία Τριάδα,
καθότι φέρει τρείς βαθμούς δυνάμεων: τον πρώτο, τον ενδιάμεσο και τον
τελευταίο.

Θεωρημένη λοιπόν απο την οπτική γωνία τών μελών που την
αποτελούν, η ιεραρχία παρουσιάζει μία δομή αυστηρά Τριαδική.
Αυτό το χαρακτηριστικό ο Διονύσιος δέν μπόρεσε να το βρεί ούτε
στην Π.Δ. ούτε στην Κ.Δ. Τίθεται λοιπόν τοιουτοτρόπως το πρόβλημα
τών πηγών του!

Χωρίς αμφιβολία πρέπει να ψάξουμε ξανά στον Πλάτωνα τις πρώτες


διατυπώσεις αυτής τής αναπαραστάσεως τού κόσμου σε επίπεδα! Αλλά
ούτε εδώ είναι δυνατόν να βρούμε στην έννοια τών μεσοτήτων, την
Τριαδική συστηματοποίηση η οποία είναι τόσο αγαπητή στον Διονύσιο.
Η ίδια παρατήρηση τίθεται και σχετικά με τον Φίλωνα και την Γνώση!

36
Στην Γνώση τα ενδιάμεσα πολλαπλασιάζονται και η έννοια της
μεσότητος τής μεσολαβήσεως λαμβάνει μία ασυνήθιστη έκταση!
Παρ'όλα αυτά, αυτά τα ενδιάμεσα δέν σχηματίζουν οργανικές ιεραρχίες
και τόσο σταθερά οικοδομημένες, με τον τρόπο τών Τριαδικών ομάδων
τού Διονυσίου. Και αυτή δέν είναι η μόνη διαφορά! Τα δόγματά της μάς
τοποθετούν σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο Θεός της γνώσης είναι
ένας Θεός αποξενωμένος από τον κόσμο: ο άλλος, ο έτερος, ο ξένος, ο
αλλότριος. Παρά το ότι ο Διονύσιος προσδίδει αυτούς τους χαρακτήρες
στον δικό του Υπερβατικό Θεό, αυτός όμως δέχεται τούς νόες σε μία
κάποια κοινωνία όπως θα δούμε. Κατά δεύτερο λόγο η Γνώση (ο
γνωστικισμός) αποδίδει την κυβέρνηση τού κόσμου σε έναν δημιουργό ο
οποίος δέν είναι ο Αγαθός Θεός, είναι άλλος! Στην συνέχεια υπάρχει
αντίθεση ανάμεσα στην Αποκάλυψη και στην Σωτηρία απο το ένα μέρος,
οι οποίες εμφανίζονται μέσω ξαφνικών και ασυνεχών επεμβάσεων, απο
τον Υπερβατικό Θεό και απο το άλλο, απο τον κόσμο και τον νόμο, τα
οποία είναι το έργο του Δημιουργού. Με τον ίδιο τρόπο η γνώση όπως
τού Μαρκίωνος (γνωστικός του 2ου μ.Χ. αιώνα), αντιθέτει ριζικά την
Π.Δ. και την Κ.Δ.. Τίποτα από όλα αυτά δέν υπάρχει στον Διονύσιο.

Επι πλέον η σταδιακή θεώρηση τών ιεραρχικών τάξεων σύμφωνα με τους


κανόνες οι οποίοι είναι κατ'ουσίαν εκείνοι της Χριστιανικής πρακτικής,
διακρίνεται καθαρά απο την γνωστική οικονομία τής σωτηρίας.

Ο Πλωτίνος λοιπόν φαίνεται να είναι η πρώτη αληθινά σίγουρη πηγή


στην οποία μπορούμε να αποκαταστήσουμε τις τριαδικές διακρίσεις τής
ιεραρχίας τού Διονυσίου. Αλλά επίσης, δέν πρέπει να υπερβάλλουμε
την επήρρεια αυτής τής φιλοσοφίας σ'αυτό το σημείο: τα ενδιάμεσα
είναι λίγα στον αριθμό (Ενν. V, 1,3). Και πράγματι οι υποστάσεις
καταγωγής είναι αποκλειστικά τρείς : Το Ένα, ο Νούς, η ψυχή.

Με τον Ιάμβλιχο ο νεοπλατωνισμός παρουσιάζει δύο νέους χαρακτήρες,


η σπουδαιότης τών οποίων θα επιταχύνει την φιλοσοφική παρακμή τού
5ου και τού 6ου αιώνος. Είναι η προοδευτική κυριαρχία τής Θεουργίας
και ο πολλαπλασιασμός τών ενδιάμεσων!

Ενάντια στον K. Praechter, και αυτός αντιδρών στις εγελιανές


κατασκευές τού Zeller, o J. Bidez υπογραμμίζει πολύ σωστά αυτή την
παρακμή πρός την θεουργία. Πριν τον Ιάμβλιχο η Θεουργία τών
χαλδαϊκών λόγων εθεωρούντο μόνο σαν ένα όργανο μυήσεως δευτέρου
βαθμού, κατάλληλη για τους αμόρφωτους. Πρώτος ο Ιάμβλιχος και στην
συνέχεια με το παράδειγμά του οι ακολουθούντες τα δόγματα τού "Περί
τών Μυστηρίων" θα εγκωμιάσουν αυτή την ίδια την Θεουργία τόσο ώστε
να δούν σ'αυτή ένα αληθινό μέσον για την επιστροφή τών ψυχών στον
Θεό και την επανεισαγωγή τους στο εσωτερικό του! Ο Ιάμβλιχος εννοεί

37
τον ρόλο τής προσευχής με τον τρόπο των Θεουργών και νομιμοποιεί την
λατρεία των αναπαραστάσεων, επειδή ακριβώς αυτός είναι ο μεμυημένος
τής Θεουργίας των Χαλδαϊκών χρησμών και τοποθετεί αυτούς τούς
χρησμούς στην πρώτη απόλυτη θέση τών αποκαλύψεων πού προέρχονται
απο ψηλά, στις οποίες η σκέψη πρέπει να γονατίσει!

Αλλά στο φώς αυτών τών υπερβατικών αποκαλύψεων, ο φιλόσοφος


διατηρεί την φιλοδοξία να εξηγήσει λογικά το σύμπαν τών πνευμάτων
και τών σωμάτων. Η θεωρία γεννά φυσιολογικά μία θεοσοφία και μία
φιλοσοφία. Και είναι ακριβώς εδώ που ο Ιάμβλιχος, για να σώσει τις
θρησκευτικές αναπαραστάσεις τού ελληνικού παγανισμού και την
ιεραρχία τους, υιοθετεί μία μέθοδο η οποία συμμετέχει τόσο στην
αριστοτελική "τακτοποιώντας τίς έννοιες τών χαρακτήρων απο τους
γενικούς στους πιό ειδικούς", όσο και στην πλατωνική διαλεκτική. Μία
μέθοδος η οποία επιτρέπει να ξαναβρεθούν στον νοητό κόσμο στην θέση
τους, διά της απαγωγής, οι Χίλιες διαφορετικές θρησκευτικές μορφές τού
παγανισμού, Θεοί, δαίμονες, ήρωες, κ.τ.λ.

Το σύμπαν τού Ιάμβλιχου θα συλληφθεί με την Τριαδική μορφή όπως


και του Πλάτωνα. Αλλά με τον Ιάμβλιχο οι Τριάδες
πολλαπλασιάζονται και καθεμιά τους αντιπροσωπεύει μία ιδιαίτερη
έκφραση τής πιό καθολικής Τριάδος η οποία προηγείται: Έτσι έχουμε
σε ακολουθία τίς Τριάδες, Είναι, Ζωή, Νούς και στο εσωτερικό τής
καθεμιάς έναν τριπλό όρο: τής μονής (παραμονής), προόδου (Το προϊόν)
και επιστροφής. [Στον Πρόκλο, στο σχόλιο στον Τίμαιο βρίσκουμε τις
τρείς τάξεις, όν, ζωή, και νοερά τάξις (ΙΙΙ). Αυτές οι τρείς τάξεις και οι
τρείς όροι που τίς χαρακτηρίζουν είναι το αντικείμενο αριθμητικών
εξηγήσεων, οι οποίες αντλήθηκαν απο τους πυθαγόρειους. Στον Τίμαιο
ΙΙ: Ο δε γε Θείος Ιάμβλιχος εξυμνεί τούς αριθμούς μετά πάσης δυνάμεως
ώς θαυμαστών τινων ιδιωμάτων όντας παρεκτικούς, την μέν μονάδα
ταυτότητος και ενώσεως αιτίαν αποκαλών. την δε δυάδα προόδων
και διακρίσεων χορηγόν, την δε τριάδα τής επιστροφής τών
προελθόντων αρχηγόν.].

Μ'αυτή την σύλληψη οι Τριάδες συνιστούν τάξεις (διάκοσμοι), και αυτές


οι τάξεις αντιπροσωπεύουν σταθερές πραγματικότητες, το έργο τών
οποίων συνίσταται στην διατήρησή τους στην κατάστασή τους! Το περί
Μυστηρίων μάς επιτρέπει να εννοήσουμε ότι σ'αυτή την αφηρημένη
συστηματοποίηση τής έννοιας τής Τριάδος μπορεί να αντιστοιχήσει μία
ολόκληρη ιεραρχία νόων οι οποίοι είναι αιτίες τής συμπαντικής
αρμονίας, τα όρια τής οποίας επανενώνονται βαθμιαίως. Το VIIIο
κεφάλαιο ανακοινώνει την ιεραρχική αρχή τής υποταγής τών
κατώτερων ουσιών στις ανώτερες. Οι πρώτες ιεραρχικές τάξεις
δίνουν στους βαθμούς που ακολουθούν αυτό που διαθέτουν απο

38
νόηση και αγαθό και μέσω τής δικής τους μεταστροφής στις
ανώτερες τάξεις, οι κατώτερες μπορούν και υφίστανται. Έτσι
βρίσκονται συμφιλιωμένες η φιλοσοφία, η Θεολογία και η Θεουργία!

Η συστηματοποίηση είναι ακόμη πιό εντυπωσιακή στον Πρόκλο.


Γι'αυτόν όπως και για τον Πλωτίνο και τον Ιάμβλιχο το Ένα είναι η
υπερβατική αρχή και είναι επέκεινα! Δέν είναι προσβάσιμη! (Πολιτεία
509 b). Πλωτίνου Ενν.V,1,8,6-8: του δε αιτίου νού όντος πατέρα φησι
τ'αγαθόν και το επέκεινα νού και επέκεινα ουσίας. Ιάμβλιχος, Περί
Μυστηρίων, Μέρος Ι, κεφ.5: έστι δη ούν τ'αγαθόν το τε επέκεινα τής
ουσίας και το κατ'ουσίαν υπάρχον. Πρόκλου στοιχεία Θεολογίας:
υπόθεσις 8: δήλον ότι το πρώτως αγαθόν επέκεινα έστι των όντων.

Όλη όμως η πραγματικότης απορρέει από το Ένα, τόσο η νοητή, η


ψυχική, η φυσική ή η κοσμική. Αυτή η απορροή συμβαίνει σύμφωνα
με μία προοδευτική μείωση με ακριβέστατη αναλογία με την
απομάκρυνση (οντολογική και όχι χωρική) καθενός από τους όρους που
γενώνται σε σχέση με την αρχή που τους γεννά! Επομένως η αξία και ο
βαθμός κάθε όρου μπορούν να υπολογισθούν μέσω τού αριθμού των
μεσολαβήσεων, νοερών, ψυχικών, ή σωματικών οι οποίες ταυτοχρόνως,
τον χωρίζουν από το Ένα και τον επανασυνδέουν σ'αυτό! Ας
αναλύσουμε πιό λεπτομερώς αυτή την δομή τών ιεραρχικών τάξεων
σύμφωνα με τον Πρόκλο!

Όλες οι τάξεις τής πραγματικότητος χωρίζονται σε τρείς όρους (εις τρία


γάρ νούς είπε πατρός τέμνεσθαι άπαντα) [Πρόκλος στον Παρμενίδη].
Κάθε όρος έχει έναν καθορισμένο ρόλο: Ο Πρώτος είναι αμέθεκτος
και παραμένει εις εαυτόν, ο δεύτερος είναι μεθεκτός, ο τρίτος είναι
μετέχων τού δευτέρου. (Στον Παρμ. Κολώνα 1246,14-24: το μέν δή
πρώτιστον και αμεθεκτόν έν επέκεινα τών όλων προϋπάρχον, ού των
μετεχόντων μόνον, αλλά και των μετεχομένων ενάδων, υμνήται διά τής
πρώτης υποθέσεως, άπαντα μέν αρρήτως αίτιον αποπεφασμένον, αυτό δε
εν ουδενί δη των πάντων αφοριζόμενον, ουδέ τινα δύναμιν έχον ουδέ
ιδιότητα συγγενή πρός τους άλλους Θεούς. Μετά τούτο... ενάς εστι,
μετεχομένη μέν υπό του όντος...)

Μοιάζει να επιμένει ο Πρόκλος σ'αυτή την αμοιβαία διάκριση τών


όρων περισσότερο από την ενότητα τής προόδου που τους παράγει!
Καθένας από αυτούς σχηματίζει μία τάξη. Και το σύνολο τών τριών
όρων οι οποίοι επανασυνδέουν την πρόοδο και την επιστροφή
αντιπροσωπεύει μία ιεραρχία (διάκοσμος ή διακόσμησις). Κάθε
πραγματικότης, καθώς εννοείται μ'αυτό το Τριαδικό μοντέλο, όπως ο
νοητός κόσμος για παράδειγμα, θα συνίσταται απο τρείς ιεραρχίες τών
τριών όρων. Έχουμε εξ'αρχής τις νοητές Τριάδες, κατά δεύτερον τις

39
νοητές Τριάδες και τις νοερές. Αυτές οι Τριάδες αντιστοιχούν στο
Είναι, στην Ζωή και στον Νού. Και κάθε μιά απο αυτές, όπως είδαμε,
συστήνεται σε τρείς χρόνους οι οποίοι είναι τρείς ξεχωριστοί όροι:
αμέθεκτος μεθεκτός, μετέχων. Κάθε μία Τριάδα είναι ενωμένη με το
Ένα μέσω τής ενότητος (Ενάδα) από την οποία απορρέει και όλες οι
Τριάδες κοινωνούν μεταξύ τους μέσω τών ακραίων τους όρων, με την
έννοια ότι οι τρείς όροι μίας κατώτερης Τριάδος μπορούν να
κοινωνήσουν με τους τρείς τελευταίους όρους της Τριάδος που είναι
άμεσα ανώτερή της και η υπέρτερη όλων ενώνεται χωρίς κάποια
μεσολάβηση (αμέσως) στην τάξη τών Ενάδων!

Αυτές είναι οι κύριες γραμμές τής ιεραρχικής τάξης σύμφωνα με τον


Πρόκλο. Αυτή η τάξις παρουσιάζει όπως είδαμε, μεγάλες ομοιότητες με
εκείνη τού Ιάμβλιχου, στον οποίο ο Πρόκλος συχνά στηρίζει την
έμπνευσή του! Σε ποιό μέτρο λοιπόν και με ποιά έννοια μπορούμε να
βεβαιώσουμε ότι η δομή τής τάξεως του Διονυσίου εμπνέεται απο αυτά
τα δύο μοντέλα;

Πρέπει να δεχθούμε ότι οι αντιστοιχίες είναι εκπληκτικές. Ο


Διονύσιος όπως και οι δύο προκάτοχοί του, διαχωρίζει τίς ιεραρχίες του
σε τριάδες: τρείς Τριάδες σε τρείς όρους για την ουράνιο Ιεραρχία,
δύο Τριάδες, εξίσου σε τρείς όρους, για την Εκκλησιαστική ιεραρχία.
Επι πλέον κάθε μία τάξις τών διαφορετικών Ιεραρχιών συνιστά μία
πραγματικότητα καθορισμένη με ακρίβεια, απολύτως διακεκριμένη απο
τις άλλες, παρότι διατηρεί μαζί τους ιεραρχικές σχέσεις,
διαμεσολαβημένες ή άμεσες, τών οποίων στην συνέχεια θα
σταθεροποιήσουμε τους νόμους, (στο επόμενο κεφάλαιο). Στον
Διονύσιο, όπως στους νεοπλατωνικούς που προηγήθηκαν, η Θεία
Πρόοδος συνιστά τίς ιεραρχίες και η επιστροφή κάθε όρου τής προόδου
τον συστήνει στην τάξη του και στην αξιοπρέπειά του. Δέν μπορούμε
λοιπόν να διανοηθούμε ότι ο Διονύσιος γράφοντας τίς ιεραρχίες του, δέν
είχε συνείδηση ότι εγγραφόταν σε μία πολύ συγκεκριμένη φιλοσοφική
παράδοση!

Και παρ'όλα αυτά δέν αναφέρεται ποτέ στον Πλωτίνο, στον Ιάμβλιχο ή
στον Πρόκλο σαν τους δασκάλους του! Αναφέρει μόνον τον Ιερόθεο,
μαθητή τού Απ.Παύλου και τίς Γραφές! Είναι μία κοροϊδία; Και ο
Διονύσιος δέν θα ξεδιπλώσει με τόση επιμονή την Χριστιανική σημαία
μόνο και μόνο για να δώσει πιό εύκολο κύρος σε μία ξένη σοφία; Αυτή η
υπόθεση δέν στέκει σε μία πιό προσεκτική εξέταση! Εάν η δομή τής
διονυσιακής ιεραρχίας μοιάζει ταυτόσημη με εκείνη τών Ιεραρχιών του
Ιάμβλιχου και του Πρόκλου, εάν η ορολογία επαναλαμβάνει σχεδόν
δουλικά εκείνη τών προκατόχων του, μένουμε παρόλα αυτά έκπληκτοι

40
αντικρύζοντας, στην ίδια την καρδιά αυτής τής παρουσιάσεως και αυτής
τής κοινής ορολογίας, μερικές ριζικές διαφοροποιήσεις!

Κατ'αρχάς διαφοροποιούμενος απο τον Ιάμβλιχο και τον Πρόκλο, ο


Διονύσιος δέν ταυτίζει τις δικές του τρείς νοητές Τριάδες, αντιστοίχως με
το Είναι, την Ζωή και τον καθαυτό Νού! Αυτές είναι τρείς ουσιώδεις
ιδιότητες τίς οποίες εφαρμόζει στον Θεό, στο περί Θείων ονομάτων (Κεφ.
V, VI και VII), με τον ίδιο τρόπο με την Ενότητα, με την Τριάδα και με
όλους τούς άλλους τίτλους τούς οποίους τού προσφέρουν τα ιερά Βιβλία
ή ο ανθρώπινος στοχασμός! Οι ουράνιοι Νόες, ακόμη και οι
υψηλότεροι, δέν διαθέτουν καμμία απο αυτές τις ιδιότητες σαν δικές
τους! Μετέχουν σ'αυτές. Και αυτή η μετοχή είναι και αυτή η ίδια ένα
ελεύθερο δώρο τού Θεού.

Στην συνέχεια, δέν πρέπει να συγχέουμε την Διονυσιακή πρόοδο με


εκείνη τού Πλωτίνου, του Ιάμβλιχου και του Πρόκλου! Αυτοί οι
τελευταίοι τήν κατανοούν σαν ένα είδος εξάπλωσης φυσικής, ελεύθερης
και αναγκαίας μαζί, τού Ενός, έξω απο τον εαυτό του! Το γεγονός ότι
αυτή η εξάπλωση υπολογίζεται σαν μία δημιουργία, σαν μία απορροή ή
σαν μία γένεση, παραμένει σέ κάθε περίπτωση, παρ' όλα αυτά, το
γεγονός ότι αυτή κατανοείται με παρόμοιο τρόπο,σε όλους τούς βαθμούς
τής σκάλας τών όντων. Η πρόοδος δέν είναι διαφορετική, για
παράδειγμα, εάν δείχνει το πέρασμα από το Ένα στο Είναι ή το
πέρασμα απο το Είναι στην Ζωή ή εκείνο απο την Ζωή στον Νού ή
απο τον Νού στην ψυχή, η οποία ακουμπά όμως τον αισθητό κόσμο!
(Έτσι ο νούς σε σχέση με την ψυχή δέν είναι προσβάσιμος, όπως το Εν
δέν είναι για τον ίδιο τον νού. Ενν.V,1).

Σ'αυτές τις περιπτώσεις, πρόκειται για την ίδια μή-εξαναγκάσιμη φυσική


κίνηση η οποία αρθρώνει ας πούμε το υπέρτατο Ένα, στις διαστάσεις τού
σύμπαντος, τού νοητού, του ψυχικού, τού σωματικού ή του κοσμικού!

Η θέση τού Διονύσιου είναι λιγότερο απλή! Χωρίς αμφιβολία


συλλαμβάνει όπως οι νεοπλατωνικοί τήν πρόοδο, σαν μία εκδήλωση τού
Θεού με την πιό πλατειά έννοια τού όρου! Αυτή η εκδήλωση κατεβάζει
ας πούμε, στο πεδίο τού καθορισμού και τής διακρίσεως Αυτόν που
διαφεύγει απο κάθε ορισμό και ο οποίος υπερβαίνει ενότητα και
πολλαπλότητα! Γίνεται έτσι κατανοητό ότι ο Διονύσιος, όπως ο
Πρόκλος, κάνει τον όρο έκφανσις ένα συνώνυμο τού όρου πρόοδος
και ότι διάκρισις και πρόοδος αφομοιώνονται εξίσου στα δύο
συστήματα! [διάκρισιν Θείαν είναι φαμέν, ώς είρηται τας αγαθοπρεπείς
τής Θεαρχίας προόδους (Θ. Ον. 649 Β)]. Επι πλέον αυτή η εκδήλωσις
είναι διαμεσολαβημένη στον Διονύσιο, όπως στον Ιάμβλιχο και στον
Πρόκλο. Για να συστήσουν μία οποιαδήποτε απο τίς τάξεις τής

41
ιεραρχίας ή για να φθάσουν σ'αυτή, η πρόοδος ή η έκφανσις πρέπει
να διέλθουν αναγκαίως απο όλη την ιεραρχία των ανώτερων
μεσολαβήσεων. Αλλά απο την στιγμή που αναγνωρίσθηκαν αυτές οι
ταυτότητες, πρέπει να δούμε ότι ο Διονύσιος αναθέτει στις μεσολαβήσεις
του έναν ρόλο πιό ταπεινό και πιό ομοιόμορφο μαζί!

Ο ρόλος λοιπόν τών μεσολαβήσεων τού Διονυσίου είναι πιό ταπεινός,


διότι δέν διαθέτουν μία αληθινή δύναμη γενέσεως, αλλά
αποκλειστικά μία λειτουργία μεσολαβήσεως. Η πρόοδος δέν γίνεται
σαν προοδευτική της ροή στα όντα, ή ουσιώδης και αναγκαία ιδιότης τού
καθενός εξ'αυτών, ιδιότης η οποία θα εξακτινωνόταν αναγκαίως στα όντα
τού αμέσως κατώτερου βαθμού. Τίποτε δικό τους δέν ανήκει στις
διάφορες ιεραρχικές τάξεις, οι οποίες υφίστανται, όπως είπαμε μόνον
λόγω μιας σταθερής αναφοράς στο Υπερβατικό. Σ'αυτή την
συνθήκη, η οποία είναι ουσιαστικά εξαρτημένη, όλος ο ρόλος τους
είναι η υποδοχή και η μετάδοση Θείων πραγματικοτήτων οι οποίες
τίς ξεπερνούν.

Σχόλιο: [ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΕΝΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ


ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ
ΥΙΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗΣ ΜΑΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΥ ΤΟΥΣ
ΡΟΛΟΥ, ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΠΟΥ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΟΜΩΣ ΟΙ
ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΥΝΑΜΗ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΠΟΥ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ;


Ο Κύριος καί η Θεοτόκος. Η καθαρά καρδία καί η δύναμις τού Λόγου
(Ψυχή Αγέννητος- Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής. “Πεύσεις και
αποκρίσεις”, τόμος 14Α, εκδόσεις Μερετάκη, Ερώτησις 104).

ΑΠΛΩΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΛΗΡΟ ΚΑΙ ΙΣΟΠΕΔΩΝΟΥΜΕ


ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ Η ΟΠΟΙΑ ΓΕΝΝΑ ΜΕ ΠΟΝΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ
ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

ΔΙΟΤΙ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕ ΗΔΗ


Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ
ΕΞΟΥΘΕΝΩΝΟΥΜΕ.

Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος – Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής

Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς
τό νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ
πού δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ

42
λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε
χαρίσματα ἰαμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά
λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός.
Οὔτε πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα
ἀπό τά χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά
χορηγεῖ. Τό φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς
ἀποκαλύψεις τῶν θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν.

Του Αγίου Μαξίμου Ευεργετινού Δ, σελ 586.

Διακόνου λόγον επέχει ο πρός τούς ιερούς αγώνας


αλείφων τόν νούν, καί τούς εμπαθείς λογισμούς
απελεύνων απ’ αυτού. Πρεσβυτέρου δέ ο εις τήν γνώσιν
τών όντων φωτίζων και την ψευδώνυμον γνώσιν
εξαφανίζων. Επισκόπου δέ, ο τώ αγίω μύρω τελειών τής
γνώσεως τής προσκυνητής καί Αγίας Τριάδος.

Ερμηνεία

Εκείνος, πού προετοιμάζει τόν νούν του εις πνευματικούς αγώνας καί
αποδιώκει από τήν ψυχή του τούς αισχρούς λογισμούς, είναι ως Διάκονος
κατά τήν θείαν λατρείαν. Εκείνος, πού διά τής γνώσεως τών όντων
φωτίζει τόν νούν του μέ τήν σκέψιν τού Δημιουργού, είναι ώς ο
Πρεσβύτερος. Καί τέλος ώς ο Επίσκοπος είναι εκείνος, πού ανάγεται εις
τό ύψος τής μυστικής γνώσεως τής προσκυνητής Αγίας Τριάδος,
επιστεγάζων ούτω πάσαν γνώσιν καί κατευωδιάζων τήν ψυχήν του μέ τό
άγιον μύρον τής τοιαύτης.

ΔΙΟΤΙ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΤΗΝ


ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ, ΤΗΝ
ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΟΥΜΕ ΜΕ ΤΙΣ ΙΕΡΑΡΧΙΕΣ ΤΟΥ
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΠΙΝΟΗΣΗ
ΤΟΥ ΕΓΩ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ.

Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΕΓΩ

Η έκφραση «η μοίρα του Εγώ», εξόχως προβληματική και


ασταθής, αφορά κυρίως την μοίρα και τον προορισμό του
ανθρώπου σαν Εγώ, απο την οντολογική άποψη, και όχι
απλά απο την ιστορική ή την Φυσική πλευρά του. Αφορά

43
επίσης την μοίρα ενός τρόπου να αντιλαμβανόμαστε τον άνθρωπο που
είναι ιδιαίτερος, παρότι δέν είναι αποκλειστικός, της μοντέρνας σκέψης.

Σε ένα χωρίο του Πλατωνικού Σοφιστή -διάσημο διότι χρησιμοποιήθηκε


και σάν επιγραφή του έργου του Χάϊντεγκερ, Είναι και χρόνος- ο ξένος
της Ελέας, βεβαιώνει :«Είναι ξεκάθαρο πάντως πώς εσείς απο πολύ καιρό
είστε εξοικειωμένοι μ’αυτό που εννοείτε όταν χρησιμοποιείτε την
έκφραση «ουσιώδες» (Το όν). Και εμείς πιστεύουμε να την κατανοήσουμε
μία μέρα, αλλά για την ώρα είμαστε χαμένοι στην αβεβαιότητα». [...δῆλον
γὰρ ὡς ὑμεῖς μὲν ταῦτα (τί ποτε βούλεσθε σημαίνειν ὁπόταν ὂν
φθέγγησθε) πάλαι γιγνώσκετε, ἡμεῖς δὲ πρὸ τοῦ μὲν ᾠόμεθα, νῦν δ᾿
ἠπορήκαμεν...]. Εάν στην θέση του Ελληνικού όν, θέσουμε το ΕΓΩ —μία
αντικατάσταση με πολύ μεγάλη εσωτερική σημασία και ιστορική
σπουδαιότητα, διότι η ίδια η σκέψη την πραγματοποίησε ξεκινώντας απο
τον Καρτέσιο, δεδομένου ότι σ’αυτόν πρώτα, το υποκείμενο σαν
υπόστρωμα, ανυψώνεται σε ΕΓΩ— αυτή η φράση εκφράζει
παραδειγματικά την ψυχική μας στάση απέναντι στο ΕΓΩ και σε κάθε
άλλη κορυφαία έννοια [και οι έσχατοι έσονται πρώτοι].

Είναι πλέον κοινή παραδοχή πώς το πρόβλημα του ΕΓΩ είναι ένα
πρόβλημα μοντέρνο, το οποίο αγνοούσαν οι αρχαίοι. Και όμως είναι
δυνατόν να διακρίνουμε τα χρέη που αυτή η έννοια του Εγώ έχει απέναντι
σε ολόκληρη την Δυτική φιλοσοφική παράδοση, και όχι μόνον, την στιγμή
που η έννοια του Εγώ αναδύεται στις αρχές του μοντέρνου κόσμου με την
φιλοσοφία του Καρτέσιου, αλλά επίσης και όταν παρουσιάζεται σε μία
πολλαπλότητα μορφών, οι οποίες δέν συγκλίνουν αναγκαίως όλες σ’αυτή.

Ο Κάντ όμως, με την σκέψη της επαναστάσεως του Κοπέρνικου


αντικαθιστά την κλασσική οντολογία με μία υπερβατική φιλοσοφία, η
οποία κάνει τον άνθρωπο ένα υποκείμενο που είναι κέντρο των
αντικειμένων της γνώσεως, αλλά πού, όπως η γή συσχετιζόμενη με τον
ήλιο στο κοπερνικό σύστημα, είναι έκκεντρο απομακρυσμένο σε σχέση με
το Είναι του ΕΓΩ και του πράγματος, καθότι δέν μπορεί να γνωρίσει το
είναι των πραγμάτων, αλλά ούτε και το δικό του είναι, το οποίο παρ’όλα
αυτά αισθάνεται και για το οποίο έχει συνείδηση.

ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΟΜΩΣ ΜΟΝΟΝ ΟΤΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΚΑΙ ΣΑΝ


ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΗΤΟ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΓΛΙΤΩΣΕΙ ΤΗΝ
ΠΑΘΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ

44
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ. ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ
ΜΕΓΓΕΝΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ
ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ].

Η πρωτοτυπία τής θεωρίας τού Διονυσίου, τοποθετημένη απέναντι


στις νεοπλατωνικές πηγές βεβαιώνεται λοιπόν πλήρως με τον τρόπο
με τον οποίο το Είναι, η ζωή και ο Νούς καθαυτά έχουν μεταφερθεί
στον Θεό. Για τους δύο Εθνικούς φιλοσόφους, το Είναι ξεφεύγει από το
Ένα, με τον ίδιο τρόπο πού το Ένα είναι απρόσιτο στο Είναι. Παρομοίως
το Είναι είναι απρόσιτο στην ζωή και η ζωή ξεφεύγει από τον Νού! (Ο
πρώτος όρος κάθε τριάδος (μονή) είναι εξ’ορισμού αμέθεκτος). Σε κάθε
στάδιο τής προόδου, φαίνεται ότι, καθώς εξαπλώνεται η παρουσία τής
πρώτης αρχής, οι διαφορετικοί νοητοί όροι αποκτούν μία δική τους
σταθερότητα η οποία τούς ελευθερώνει, κατά κάποιο τρόπο, από την
εξάρτησή τους από το Ένα.

Σημείωση: [Υπάρχει και στον Πλωτίνο, τον Ιάμβλιχο, τον Πρόκλο και
τον Δαμάσκιο, μία αναφορά τών διαφόρων όρων τής προόδου στην
υπερβατική αρχή από την οποία προοδεύουν. Εδώ βρίσκεται όλη η
σημασία τής Επιστροφής και μόνον ο όρος ο οποίος γενάται από μόνος
ίσως μπορεί να ονομασθεί «αυτάρκης» (Στοιχεία Θεολ. Προτ.40). τὸ δὲ
ἑαυτὸ παράγον… αὔταρκες πρὸς οὐσίαν, τὸ δὲ ἀπ' ἄλλου μόνον
παραγόμενον οὐκ αὔταρκες. Αλλά εκεί όπου ο Διονύσιος διαχωρίζει την
θέση του από τους προηγηθέντες και από τους συγχρόνους του
νεοπλατωνικούς, είναι στην απόρριψη, ακόμη και να μιλήσει, τής
γεννήσεως τών διαφορετικών τάξεων των ιεραρχικών από τις τάξεις
τις πιο υψηλές. Στον Διονύσιο δεν υπάρχει ούτε μία νύξη γεννήσεως τών
ιεραρχικών τάξεων τών κατωτέρων από τις ανώτερες τάξεις, αλλά
πρόκειται πάντοτε για την Δημιουργία τού Θεού τού σύμπαντος τών
νόων ή τών σωμάτων. Εμείς δεν λέμε ότι το αγαθό είναι ένα πράγμα, το
Είναι ένα άλλο, ένα άλλο η ζωή ή η Σοφία, ούτε ότι υπάρχει μία
πολλαπλότης αιτιών, ούτε ότι οι Θεότητες γεννώνται οι μέν από τις δε,
είτε πρόκειται για ανώτερες θεότητες ή κατώτερες (ουδέ πολλά τα αίτια
και άλλων άλλας πρακτικάς Θεότητας, υπερεχούσας και υφειμένας) αλλά
ότι οι αγαθές φανερώσεις στην ολότητά τους έρχονται από τον μοναδικό
Θεό (αλλ’ενός Θεού τας όλας αγαθάς προόδους). Αυτό το κείμενο,
ορίζοντας τον όρο τής προόδου τού Διονυσίου, αντιτίθεται στην
σύλληψη τού Πρόκλου, σύμφωνα με την οποία θα υπήρχε μία

45
πολλαπλότης Ενάδων αυτοτελείς, οι οποίες θα αντιστοιχούσαν στους
Θεούς τών Εθνικών.

Ο πολλαπλασιασμός τών διάμεσων στόν πρώιμο νεοπλατωνισμό, και η


αφομοίωση αυτών τών διάμεσων με τους Θεούς τών Εθνικών αντιτίθεται
στην πιο βαθειά έμπνευση τού νεοπλατωνισμού. Στο εσωτερικό τής
καθεμιάς σειράς, ο Πρόκλος κρατά μία συνεπή ενότητα βεβαιώνοντας
ταυτόχρονα τήν ενύπαρξη και τήν υπερβατικότητα τού πρώτου όρου: πάν
το αμέθεκτον υφίστησιν αφ’εαυτού τα μετεχόμενα και πάσαι ού
μετεχόμεναι υποστάσεις εις αμεθέκτους υπάρξεις ανατείνονται. Προτ.
23!].

Στα μάτια τού Διονυσίου ένα τέτοιο δόγμα δεν μπορεί παρά να
αποκλείσει τον Θεό από το σύμπαν και να αποκλείσει το σύμπαν από την
ενέργεια τού Θεού. Και γι’ αυτό φροντίζει να διευκρινίσει σχετικά με
τους «αγγέλους τών εθνών», ότι αυτοί δεν αποτελούν Θεότητες
δευτερεύουσες, η δύναμις τους δεν έχει νόημα παρά μόνον εάν
αναφέρεται στην μοναδική πρόνοια η οποία συγκρατεί το όλον. Και
πράγματι ολόκληρο το σύμπαν παραπέμπει στον Υπερβατικό Θεό και
τίποτε δεν υφίσταται στις ιεραρχίες, χωρίς τήν δική του σταθερή
παρέμβαση. Μόνον Αυτός είναι όν και ζωή και σοφία και μόνον Αυτός
μπορεί να δώσει αυτές τις τρείς πραγματικότητες στα όντα:
ουσιοποιόν και ζωοποιόν και σοφοδότιν αιτίαν. Δεν θα υπήρχε Είναι,
ζωή, σοφία στο σύμπαν των ιεραρχιών, εάν δεν μετείχαν του
Υπερβατικού και δεν αναφερόταν σ’ Αυτόν. Αυτή η αναφορά κάθε
πραγματικότητος στον Θεό επαναφέρει σε πιο ταπεινές διαστάσεις τον
ρόλο τών ιεραρχικών διαμέσων. Αλλά ταυτοχρόνως τούς προσφέρει
μεγαλύτερη ομοιομορφία. Εάν θεωρήσουμε το όριο το οποίο χωρίζει
στον Διονύσιο, τον νοητό κόσμο από τον δικό μας, τότε θα
συμφωνήσουμε ότι στο εσωτερικό κάθε ιεραρχίας οι διαφορετικές τάξεις
διακρίνονται λόγω διαφοράς βαθμού και όχι λόγω διαφοράς φύσεως.
Ανάμεσα στις τρείς ουράνιες ιεραρχίες, για παράδειγμα, δεν υπάρχουν
αξεπέραστα κενά: όλες μετέχουν, παρότι σε διαφορετικούς βαθμούς στην
ενότητα, στο Είναι, στην ζωή και στον Θείο νου! Όμως, ανάμεσα στις
υποστάσεις τού νοητού του Ιάμβλιχου ή του Πρόκλου, φαίνεται
αντιθέτως ότι η διαφορά είναι μόνον τής φύσεως. Χωρίς αμφιβολία,
κάθε μία από τις τρείς Τριάδες μετέχει των άλλων δύο, αλλά μόνον
σύμφωνα με την δική της φύση. [Πρόκλος: Η πλατωνική Θεολογία, βιβλ.

46
IV, Κεφ. 1! Το Είναι είναι ζωή και Νούς αλλά ουσίως, η ζωή είναι Είναι
και Νους αλλά ζωτικώς, ο Νους είναι Είναι και ζωή αλλά νοερώς]. Και
δεν φαίνεται σε μία τέτοια μετοχή πώς η ριζική ετερότης των όρων
μπορεί να ξεπεραστεί.

Έτσι λοιπόν ο όρος τής ιεραρχίας, περνώντας από τους τελευταίους


νεοπλατωνικούς στον Διονύσιο, υφίσταται δύο ουσιώδεις τροποποιήσεις,
αντίθετης σημασίας, οι οποίες τείνουν να τόν προσαρμόσουν στο
Χριστιανικό δόγμα τού σύμπαντος και τού Θεού. Από το ένα μέρος, όλες
οι Θετικές ιδιότητες τις οποίες ο νεοπλατωνισμός απέδιδε ιδιαιτέρως σ’
αυτόν ή εκείνον τον όρο τής ιεραρχίας αναφέρονται στον Θεό, σαν την
υπερβατική τους αιτία, όπου αυτοί πραγματοποιούνται στην πιο υψηλή
τους τελειότητα. Από το άλλο, μέσω μίας αντίστροφης και παράπλευρης
διαδρομής, οι βαθμοί τής ιεραρχίας τού Διονυσίου βρίσκονται αρκετά
κοντά οι μεν με τους δε, με την έννοια ότι οι μεν και οι δε δεν διαθέτουν
τίποτε δικό τους, και δεν έχουν πραγματικότητα παρά μόνον αυτή που
μετέχεται από ψηλά και είναι σταθερά αναφερόμενη στον Θεό. Με
άλλους όρους, η απόσταση τήν οποία ο νεοπλατωνισμός έτεινε να
διαμοιράσει σύμφωνα με τις επόμενες υπερβατικότητες ανάμεσα στις
διαφορετικές τάξεις τής πραγματικότητος, βρίσκεται ας πούμε
αφομοιωμένη, στον Διονύσιο, από το άπειρο κενό που χωρίζει τον
Θεό Μονάδα εν Τριάδι από τον πρώτο όρο της ουράνιας ιεραρχίας.
Μία τέτοια μεταμόρφωση παρουσιάζει μία διπλή συνέπεια: κατ’ αρχάς
εξασφαλίζει, χωρίς καμία αμφιβολία, την Θεία υπερβατικότητα και κατά
δεύτερον, προσφέρει στο σύνολο των κτιστών όντων, στα οποία
πλησιάζει αυτός ο κοινός χαρακτήρας, τα αισθήματα τού σεβασμού και
τής ταπεινοφροσύνης που επιβάλλει μία τέτοια υπερβατικότης!

Βλέπουμε λοιπόν πώς ο Διονυσιανός όρος τής ιεραρχίας διατηρώντας τά


τριαδικά πλαίσια τού τελευταίου νεοπλατωνισμού, προσπαθεί να
διατηρήσει τις Χριστιανικές ιδέες τής Υπερβατικότητος, τής Δημιουργίας
και τής Χάριτος. Στην Θεία Υπερβατικότητα συνδέει τις Θετικές
ιδιότητες από τις οποίες την είχαν απογυμνώσει οι νεοπλατωνικοί για να
μην τής αφήσουν παρά μόνον μία υπερνοητή ενότητα. Ο όρος τής
δημιουργίας μαλακώνει αρκετά την διαφορά που χώριζε τις διαφορετικές
τάξεις τής πραγματικότητος και τους χαρίζει ταυτοχρόνως μία πιο λεπτή
σημασία τής μοναδικής υπερβατικότητος η οποία αξίζει αυτόν τον τίτλο.
Τέλος, η ιδέα τής χάριτος θα επιτρέψει την σύλληψη, σύμφωνα με

47
τρόπους και με μία νέα αποτελεσματικότητα, τών αμοιβαίων σχέσεων
ανάμεσα στόν Υπερβατικό και τις ιεραρχίες, σχέσεις τις οποίες ο
νεοπλατωνισμός είχε μειώσει στην εξάπλωση και την επιστροφή, οι
οποίες είναι απαραίτητες σε μία διαλεκτική καθαρά λογική.

2. Η αληθινή σημασία τής Διονυσιανής τάξεως.

Τρεις χαρακτήρες τήν συστήνουν ουσιωδώς: είναι αντικειμενική, είναι


εσωτερική, προοδεύει από τον Θεό. Και πρώτα από όλα είναι μία τάξη
αντικειμενική! Έχει τά πλαίσιά της και τούς νόμους της.

Οι τελευταίοι νεοπλατωνικοί επανέφεραν, μεταφέροντάς το στο


θεολογικό επίπεδο, το όνειρο τού Πλάτωνος! Θέλησαν να
οικοδομήσουν τήν ιδανική πόλη! Ο Πρόκλος σχολιάζει την Πολιτεία.
Κανονίζει τήν τάξη τών νοητών και τών αισθητών ουσιών με την
φροντίδα που έχει ο νομοθέτης για την τακτοποίηση καί την εφαρμογή
τής τάξεως ενός κράτους. Ο Διονύσιος ακολουθεί τα ίχνη του!

Τα ακριβέστατα πλαίσια τής ουράνιας ιεραρχίας όπως και τής


εκκλησιαστικής θα είναι το αντικείμενο τής μελέτης μας, όταν θά τά
αντιμετωπίσουμε ξεχωριστά. Αρκεί για την ώρα να αντλήσουμε μία
κεντρική ιδέα για το όλον τού δόγματος: εκείνο τής Πόλης ή τής
Πολιτείας! Αυτές οι δύο λέξεις είναι αρκετά σπάνιες, είναι αλήθεια! Η
πρώτη απουσιάζει από την εκκλησιαστική ιεραρχία. Και η δεύτερη από
την Ουράνια ιεραρχία! Αλλά η πραγματικότητα τήν οποία προϋποθέτουν
είναι πάντοτε παρούσα στην σκέψη τού Διονυσίου! Και πραγματικά ο
Διονύσιος συλλαμβάνει τις ιεραρχίες του πάνω στο μοντέλο μιάς
πόλης η οποία διοικείται από μία μοναρχία. Η Θεαρχία στην κορυφή.
Μόνον από αυτή εξαρτάται η οργάνωση τού αγγελικού και τού
εκκλησιαστικού κόσμου! Οι αγγελικές ιεραρχίες έχουν συσταθεί με
διαύγεια! Η υποταγή τών κατωτέρων τάξεων στις μεσαίες τάξεις και
εκείνη τών μεσαίων στις ανώτερες τάξεις επιβεβαιώνεται σε κάθε
σελίδα! Η εκκλησιαστική ιεραρχία παρομοίως δεν ανέχεται καμιά
αταξία! Καθένας βρίσκει την θέση του και πρέπει να την διατηρήσει!
Χωρίς αμφιβολία είναι εφικτό το πέρασμα από μία κατώτερη τάξη σε
μία ανώτερη: αλλά αυτή η ανάβαση τελείται χωρίς μπερδέματα διότι
μερικοί σταθεροί κανόνες επιστατούν σε όλα! Η εκκλησιαστική

48
ιεραρχία είναι σαν την πόλη τού Θείου. Καθένας οφείλει να
συμπεριφέρεται σαν πολίτης τού Θεού και αυτή η ένθεος πολιτεία
αντιτίθεται στην εν κακία πολιτεία, από την οποία το βάπτισμα πρέπει να
μας ελευθερώσει! (ΙΧ επιστολή, όπου γίνεται λόγος για εκκλησία και
πολιτεία ΈΝΘΕΟΝ όπως και για νομική ιεραρχία και πολιτεία!). [Ο
συμβολισμός ο ίδιος τού βαπτίσματος σημαίνει την παντελή δε τής εν
κακία πολιτείας αποκάθαρσιν. Ο όρος πολιτεία έχει την σημασία τής
conversatio, τής μεταστροφής στην Πολιτεία τού Θεού, όπως
κατανόησε την μετάνοια ο Αυγουστίνος. Με αυτή την έννοια γίνονται
κατανοητοί και οι βίοι των αγίων: η συμπεριφορά τους κανονίζεται πάνω
στην τάξη η οποία πρέπει να βασιλεύσει στην κοινωνία τών εκλεκτών]. Η
εκκλησιαστική τάξις παρουσιάζει επίσης, με την πολιτική πολιτεία μία
πιο στενή αναλογία σε σχέση με την Ουράνια ιεραρχία! Είναι ορατή και
συνεπιφέρει θεσμούς, θείους χωρίς αμφιβολία αλλά ορατούς και αυτούς.
(Εκκλ. Ιεραρχ . 429 C). Έτσι λοιπόν η ανάγνωση τών Θείων Γραφών μάς
εκπαιδεύει στις διδασκαλίες τών μαθητών τού Ιησού και στην
συμπεριφορά τους στην καθημερινή ζωή. Σε μία συμπεριφορά η οποία
συμμορφώνεται στις Θείες παραδόσεις και ριζώνει στην μίμηση τού
Θεού: “Τας τών αυτού μαθητών Θεοπαραδότους καί θεομιμήτους
πολιτείας και ιεράς διδασκαλίας”. Αυτή η διδασκαλία αναπτύσσεται στην
8η επιστολή “όποιος τακτοποίησε τον εαυτό του (τάξας εαυτόν), μπορεί
να το κάνει και με έναν άλλον. Και αν έβαλε τάξη σε έναν άλλον, μπορεί
να το κάνει με μία οικία. Όπως καί μέ μία πόλη, και εάν το έκανε με μία
πόλη, μπορεί να το κάνει με έναν λαό”. Η πόλις, ο λαός: νά οι φυσικές
κοινωνίες στις οποίες σκέφτεται ο Διονύσιος, όταν καθορίζει την
οργάνωση των ιεραρχιών του.

Αλλά για αυτές τίς ιεραρχίες, οι οποίες είναι αληθινές κοινωνίες, υπάρχει
η ανάγκη τών νόμων. Έχουν χρησιμοποιηθεί πολλοί όροι για να τους
ορίσουν. Η μελέτη τους λοιπόν θα μας αποκαλύψει την ουσία τού
ιεραρχικού νόμου σύμφωνα με τον Διονύσιο!

Βρίσκουμε καταρχάς τον όρο νόμος. Ο Διονύσιος δεν τον εφαρμόζει


συνήθως στην εκκλησιαστική ιεραρχία και δεν τον χρησιμοποιεί ποτέ για
την ουράνιο ιεραρχία. Τό μοναδικό κείμενο στο οποίο τόν συναντούμε
για να δείξει τούς κανόνες συμπεριφοράς τών χριστιανών είναι ένα
μεταφορικό χωρίο στό οποίο ο Χριστός παρουσιάζεται όπως ο
οργανωτής, ο νομοθέτης και αυτός ο οποίος επιβραβεύει τούς νικητές,

49
στην μάχη εναντίον τού κακού (Εκκλ. Ιερ. 401 D). Είναι σαν τον σοφό ο
οποίος καθορίζει τούς νόμους: "ο σοφός δε, τούς νόμους αυτής
τέθεικεν". Βλέπουμε καθαρά ότι είναι η ίδια λογική τής μεταφοράς η
οποία εισάγει σε αυτό τό κείμενο τόν εθνικό όρο τού νόμου. Η χρήση του
περιορίζεται στον μωσαϊκό νόμο και στην ιεραρχία η οποία έχει συσταθεί
σύμφωνα με αυτόν τον νόμο: οι κατά νόμον ιεραρχία.

Παρ' όλα αυτά τό ουσιαστικό νομοθέτης και τό ρήμα νομοθετέω


χρησιμοποιούνται για την Ουράνιο και για την εκκλησιαστική ιεραρχία!
Οι νομοθέτες τής εκκλησιαστικής ιεραρχίας ονομάζονται οι των
ιερών θεοπαραδότως νομοθέται (Εκκ. Ιερ. 377. Α).Και το θεμέλιο τής
ιεραρχικής τάξης, ο καθορισμός τών κανόνων πού στηρίζουν το έργο
της, χωρίζεται με το ρήμα νομοθετέω! (Ουρ. Ιερ. 240 D). Αλλά σε όλες
αυτές τίς περιπτώσεις τό άμεσο πλαίσιο μάς διδάσκει ότι δέν πρόκειται
για έναν συνηθισμένο νόμο! Βρισκόμαστε στο πεδίο του ιερού (ούρ.Ιερ.
240 D: Τούτο... τη θεία ταξιαρχία Θεοπρεπώς νενομοθετημένον. Εκκλ.
Ιερ. 377 Α: οι των ιερών θεοπαραδότως νομοθέται).

Οι καθαυτοί όροι οι οποίοι ταιριάζουν σε αυτή την ιερή νομοθεσία


είναι θεσμός και θεσμοθεσία. Γνωρίζουμε ότι τό ουσιαστικό θεσμός
δείχνει, στούς Έλληνες, τον θείο νόμο ή τον φυσικό, συνήθως άγραφο, σε
αντιπαράθεση με τον γραπτό ανθρώπινο νόμο. (Οδύσσεια 23,269).

Υιοθετώντας αυτό τον όρο ο Διονύσιος διατηρεί τον ιερό του απόηχο,
αλλά τον προσαρμόζει στό νόημα τής θεολογίας του: είναι ο θείος νόμος
αλλά αυτός ο θείος νόμος δεν είναι πλέον μόνον φυσικός. Αυτός μάς
μεταφέρει σε μία υπερβατική τάξη στην οποία δεν θα μπορέσουμε να
φτάσουμε μόνοι μας, ούτε να την αξιωθούμε, και στην οποία φτάνουμε
με τήν θεία χάρι. Είναι ο ίδιος ο νόμος τής θείας αρχής (τούς θεαρχικούς
θεσμούς), τής ταξιαρχίας θεσμόν, ο ιεραρχικός θεσμός, ο τής αγίας
Ιεραρχίας Θεσμός. Αυτοί οι νόμοι είναι θείοι, ιεροί. Συνιστούν τήν
νομοθεσία αυτών που απέκτησαν πρόσβαση στην θεσμοθεσία, στό θείο.
Όπως και οι ξεχωριστοί νόμοι, οι οποίοι τήν αποτελούν, η θεσμοθεσία
είναι οσία: Ιερά, Ιεραρχική και θεία! (Εκκλ. Ιεραρχία).

Σχόλιο: [ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ


ΤΑΞΕΩΣ. Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΞΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.
ΜΙΜΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑΝΙΟ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΥΔΕΜΙΑ
ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ.

50
ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΔΕΝ ΕΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ
ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΥΜΕΩΝ
ΤΟΝ ΝΕΟ ΘΕΟΛΟΓΟ. ΕΠΑΝΕΦΕΡΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ.

ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ


ΠΑΛΑΜΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΟΠΩΣ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ
ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΔΙΑΜΕΣΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΗ ΚΑΙ
ΟΠΩΣ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΖΗΣΗ].

Ο Ιεραρχικός νόμος έχει ιερή και Θεία τήν ουσία του. Είναι ένας τέλειος
κωδικός ή μία τέλεια σύστασις (τών Θείων θεσμών η άριστη διάταξις.
Περί Θείων ονομάτων 684 C). Η παράβαση αυτού τού νόμου σημαίνει
αναγκαίως τον αποκλεισμό από το Θείο, από τήν ιεραρχία και επομένως
τήν μετάπτωση στην ειδωλολατρία (ανιερός και έκφτυτος πάντη τής
ιεράς εισι θεσμοθεσίας. Εκ. Ιερ. 445 Α). Ιεραρχικός νόμος, θεόμορφη
κατάσταση, ενοποίηση, κάθαρση, πάνε πάντοτε μαζί, στα μάτια τού
Διονυσίου: ο θεσμός συνιστά το όριο τού θεμιτού ή του Θείου για
καθένα από τα μέλη τών διαφορετικών ιεραρχιών.

Αυτή είναι η αντικειμενική τάξη τών ιεραρχιών τού Διονυσίου:


συνεπάγεται πλαίσια και νόμους οι οποίοι επιβάλλονται, απ’ έξω, σε
κάθε νού. Αλλά αυτή η εξωτερική πλευρά συνεπάγεται και μία
εσωτερική όψη. Τής οποίας πρέπει να αναφέρουμε τούς χαρακτήρες.

Όλη η εργασία τής κάθαρσης και τής μεταστροφής, τών οποίων δεν θα
μπορούσαμε να αυξήσουμε το εύρος και τίς απαιτήσεις, βρίσκει εδώ την
θέση της. Και πράγματι μέσα στα αντικειμενικά πλαίσια, τα οποία
είναι κατά κάποιο τρόπο εξωτερικά, τής ιεραρχίας, οι ιεραρχίες
οφείλουν να εξασφαλίσουν την τάξη τους. Υπάρχει ανάμεσα σ’αυτούς
τους όρους, τόσο ξένους φαινομενικώς μεταξύ τους, ένα είδος ουσιώδους
αλληλεγγύης: η ιεραρχική τάξη επιτρέπει και διοικεί τήν τάξη τών
νοητών, αντιστρόφως δέ, η εσωτερική τάξη τών νόων είναι απαραίτητη
στην αρμονία τών ιεραρχιών. Διαρρηγνύοντας μέ την μία σημαίνει
αναγκαίως τό σπάσιμο με την άλλη. Έχουμε ένα τυπικό παράδειγμα
αυτής τής βαθειάς αλληλεγγύης τών δύο τάξεων, τής ιεραρχικής και τής

51
εσωτερικής, στην VIII Επιστολή, η οποία απευθύνεται στον μοναχό
Δημόφιλο. Αυτός ο μοναχός παραβίασε τήν ιεραρχική τάξη
κατηγορώντας ζωηρά έναν ιερέα! Αλλά με μία κίνηση μόνον, παραβίασε
και τήν εσωτερική του τάξη, διότι τα τρία μέρη τής ψυχής του δεν
παρέμειναν η κάθε μία στην θέση τους και στον ρόλο τους: ο θυμός και
η επιθυμία λεηλάτησαν τις λειτουργίες και την θέση τού νου. Αυτός
(ο νούς) αντί να διοικήσει, αφέθηκε να κυριαρχηθεί από τις κατώτερες
δυνάμεις τής ψυχής. Από εδώ, η αταξία τού νου, συσχετίζεται με την
ιεραρχική αταξία.

Μία άλλη απόδειξη αυτού τού συσχετισμού προέρχεται όπως θα


δούμε, από την έννοια τής δυνάμεως τής τάξεως. Από την στιγμή κατά
την οποία, λόγω ενός προσωπικού λάθους ένας ιερέας, ένας επίσκοπος ή
ένας αξιωματούχος χάνει την Θεία ζωή, δεν αποκλείεται μόνον από την
εκκλησιαστική ιεραρχία, αλλά χάνει επιπλέον και όλες τις μυστηριακές
του δυνάμεις και οι λειτουργικές του πράξεις είναι μηδενικές.

Με τον ίδιο τρόπο, οι κακοί άγγελοι μετά την πτώση τους αποκλείστηκαν
από την ουράνιο ιεραρχία και έχασαν συγχρόνως την εσωτερική
καθαρότητα η οποία τούς θέωνε και τήν ιεραρχική λειτουργικότητα η
οποία αντιστοιχούσε στήν τάξη τους. Τάξις ή ιεραρχικά λειτουργήματα
και εσωτερική αξιοπρέπεια τού Νου δεν είναι παρά οι δύο πλευρές
αμοιβαίως και ουσιωδώς εξαρτώμενες, μίας και μοναδικής
πραγματικότητος.

Παρ’όλα αυτά όμως, για τον Διονύσιο, η πτώση αυτού τού νού δεν
ταράζει τήν ιεραρχική δομή στήν ουσία της. Οι κακοί άγγελοι έπεσαν και
η ουράνια ιεραρχία υφίσταται. Υπάρχουν αμαρτωλοί στην Εκκλησία
και η ιεραρχία της υφίσταται και αυτή. Όταν εμείς ομιλούμε για
διάρρηξη και σπάσιμο τής ιεραρχικής τάξης, πρέπει να εννοούμε ότι
αυτός ή ο άλλος νούς μπορεί να διαρρήξει την μετοχή του με αυτή την
αντικειμενική τάξη, αλλά βεβαίως αυτή η τάξις δεν καταστρέφεται. Και
εάν, κατά κάποιο τρόπο, η εσωτερική τάξις των νόων είναι αναγκαία
για να συστήσει την ιεραρχική τάξη τήν οποία δημιουργούν, αυτή η
αναγκαιότης μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνον με την υπόθεση κατά την
οποία αυτοί οι νόες δεν αποκλείονται αυτοί οι ίδιοι από αυτή τήν τάξη.
Σ’αυτή την συνθήκη, παραμένει αυστηρώς αληθινό ότι η ιεραρχική
τάξις και η εσωτερική τάξις είναι, για τον ΝΟΥ, αδιαχώριστες

52
πραγματικότητες. Αυτός ο αναγκαίος δεσμός τών δύο τάξεων εξηγείται
εύκολα, εάν παρατηρήσουμε ότι και οι δύο έχουν ένα ταυτόσημο τέλος!
Το τέλος και ο σκοπός τού κτιστού νού είναι η αφομοίωση και η ένωση
με τον Θεό μέσω τής κάθαρσης και τής επιστροφής, τα οποία είναι και
αυτά τα δύο επίσης δώρα τού Θεού. Τώρα και ο σκοπός τής ιεραρχίας
είναι η θέωσή μας. Σκοπός ούν ιεραρχίας εστίν η προς Θεόν, ώς εφικτόν,
αφομοίωσίς τε και ένωσις. (ούρ. Ιερ. 165 Α). Και ο ρόλος της σ’αυτή τήν
θέωση των νόων, συνίσταται δικαίως στην μετάδοση από ψηλά, τής
κάθαρσης και τής επιστροφής και όλου αυτού πού συνεπάγονται αυτές οι
πρακτικές. Βλέπουμε λοιπόν, πώς, a’priori, η ίδια η τάξις τού νού και η
θέωσίς του είναι ουσιαστικώς δεμένα με την ένταξή του στην ιεραρχική
τάξη!

Σ’αυτή τήν λογική αρχή, προστίθεται μία πραγματικότητα. Η άνοδος


ενός όντος στην ιεραρχική σκάλα μετρά τήν ένταση τής θεώσεώς του! Οι
πρώτες αγγελικές πράξεις είναι πιο θεϊκές από άλλες και ο Επίσκοπος
είναι Θειότερος από κάθε άλλο επίπεδο τής εκκλησιαστικής
ιεραρχίας! Το συμπέρασμα πού πρέπει να αντλήσει κάθε νούς από αυτό
το γεγονός είναι ότι για να ανυψωθεί στην Θεία ομοίωση, πρέπει όσο το
επιτρέπει ο Θεός (ως θεμιτόν), να υψωθεί στην ιεραρχική τάξη. Χωρίς
αμφιβολία υπάρχουν όρια τα οποία δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε. Αλλά
στο ίδιο τό εσωτερικό κάθε βαθμού, υπάρχουν πολλές θέσεις εσωτερικής
ενώσεως και θεώσεως. Η οφειλή μας είναι να φτάσουμε τούς πρώτους
και εδώ βρίσκεται όλη η σημασία τής κάθαρσης και τής επιστροφής.

Αυτές οι παρατηρήσεις μάς φανερώνουν με ποιά σημασία η ιεραρχική


τάξις είναι μία εσωτερική τάξις. Για να συμμετάσχουμε, ο νούς πρέπει να
χρησιμοποιήσει όλες του τίς δυνάμεις για την ενοποίηση! Αλλά αυτή η
ενοποίηση είναι αυτή η ίδια δυνατή μόνον μέσω τής μεσολαβήσεως τής
ιεραρχίας. Το αντικειμενικό και το υποκειμενικό, δεν αλληλο-
αποκλείονται, ανακαλούνται και επηρεάζονται. Δεν θα γνώριζε με
κανένα τρόπο ο νούς να θεωθεί χωρίς την βοήθεια τής ιεραρχίας.
Επιπλέον, μπορεί να ελπίζει σ’αυτή την βοήθεια χωρίς αυτόν τον αρχικό
και προσωπικό χωρισμό που τον χωρίζει από το εθνικό και τον εισάγει
στό θεϊκό.

Η Διονυσιακή τάξις τίθεται λοιπόν συγχρόνως στην πιο αυθεντική


αντικειμενικότητα και στην προοδευτική εσωτερίκευση των νόων.

53
Είναι συγχρόνως στατική και δυναμική, κοινωνική και πνευματική,
νομική και μυστική. Το κράτημα τής μίας από τις δύο πλευρές και ο
αποκλεισμός τής άλλης, σημαίνει να την παραμορφώσουμε και να
την ακρωτηριάσουμε, καθότι η μία και η άλλη υφίστανται μόνον λόγω
τού στηρίγματός τους και τής αμοιβαίας τους ωθήσεως με την έννοια τού
κοινού τους σκοπού, ο οποίος είναι η θέωσις τών νόων.

Σχόλιο: [ΕΔΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ ΠΟΥ


ΜΑΣ ΔΙΑΛΥΕΙ ΣΙΓΑ ΑΛΛΑ ΣΤΑΘΕΡΑ.

“Το κράτημα τής μίας από τις δύο πλευρές και ο αποκλεισμός τής
άλλης, σημαίνει να την παραμορφώσουμε και να την
ακρωτηριάσουμε”.

“Αλλά αυτή η εξωτερική πλευρά συνεπάγεται και μία εσωτερική όψη. Η


ιεραρχική τάξις είναι μία εσωτερική τάξις”.

ΑΠΟ ΕΔΩ ΠΗΓΑΖΕΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΤΙ


Η ΚΑΘΑΡΣΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΊ ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ, Ο ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ
ΙΕΡΕΑ ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ ΣΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ.

ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΗ ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΣΗΣ,


ΦΩΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗΣ. ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΟΥΡΑΝΙΕΣ ΙΕΡΑΡΧΙΕΣ.

ΓΙ' ΑΥΤΟ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΜΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΟΥΣΕ ΟΤΙ Ο


ΚΛΗΡΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΟΔΟΝ ΣΩΤΗΡΙΑΣ. ΚΑΙ ΣΚΑΝΔΑΛΙΖΕ
ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟΥΣ.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ. ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ


ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΕΡΑΡΧΙΕΣ ΤΟΥ ΚΤΙΣΤΟΥ].

Αντικειμενική και εσωτερική, η τάξις τού Διονυσίου προέρχεται,


απορρέει από τον Θεό. Καθότι αντικειμενική, συνεπιφέρει μία
νομοθεσία και μία οργάνωση τών οποίων οι όροι θεσμός, θεσμοθεσία,
Θεία πολιτεία δείχνουν πολύ καλά την υπερβατική καταγωγή. Καθότι
εσωτερική στούς νόες, ενέχει τίς ουσιώδεις πρακτικές τής κάθαρσης και
τής επιστροφής οι οποίες είναι και αυτές επίσης δώρα τού Θεού.

Ο Θεός δωρίζει λοιπόν επίσης καθένα από τα στοιχεία τής Ιεραρχικής

54
τάξεως. Αλλά δεν τα δωρίζει απομονωμένα. Είναι στην ίδια τους την
αρμονία, στην προσαρμογή τους τήν αμοιβαία, που τακτοποιεί τον νου
και τον ιεραρχικό βαθμό που του ανήκει. Όλη η ενότης έρχεται από
τον Θεό. Η Θεία Ειρήνη ενώνει όλα τα πράγματα στον εαυτό της, στους
εαυτούς τους και μεταξύ τους (ενούσας άπαντα εαυτή και εαυτοίς και
αλλήλοις). Τα διατηρεί σε μία συνοχή χωρίς ανάμειξη και χωρίς
μπερδέματα (και διασώζουσας πάντα εν ασυγχύτω πάντων συνοχή και
αμιγή και συγκεκραμένα). Αυτές οι δηλώσεις είναι γενικής ισχύος. Αλλά
εφαρμόζονται ακριβώς στην κουβέντα μας, όπως φανερώνει στην
συνέχεια το κείμενο: «Μέσω τής θείας ειρήνης, οι θείοι νόες (οι θείοι
νόες, δηλαδή οι άγγελοι) ενώνονται στις νοητικές τους εργασίες και στα
αντικείμενα αυτών τών έργων (ταίς νοήσεσιν εαυτών ενούντα και τοίς
νοουμένοις). Έτσι λοιπόν η φύσις τών νοητών, στα οποία εφαρμόζονται
οι ουράνιοι νόες, από το ένα μέρος και η φύσις των έργων τους, από το
άλλο, καθορίζουν τον βαθμό τους στην ουράνια ιεραρχία. Αυτές οι
δηλώσεις είναι ακόμη πιο καθαρές στις γραμμές που ακολουθούν.
Γίνεται λόγος για τις ανθρώπινες ψυχές: “Μέσω της θείας ειρήνης οι
ψυχές προοδεύουν με τον συμφέροντα σ’ αυτές τρόπο (προβαίνουσιν
οικείως εαυταίς), σύμφωνα με την πορεία τους και σύμφωνα με τους
βαθμούς τους (οδώ και τάξει)… προς τήν ένωση η οποία υπερβαίνει κάθε
γνώση” (Θείων ονομάτων, 821 Α). Φανερώνεται λοιπόν καθαρά από
αυτές τις γραμμές η αμοιβαία συμφωνία τών νόων και η ιεραρχική τους
τάξη, ότι είναι έργο του Θεού. Αυτός έχει το όλον σαν δικό του κέντρο.
Σ’ αυτόν θεμελιώνεται η ένωση όλων των πραγμάτων μεταξύ τους, όπως
η αμοιβαία ένωση των ακτινών διαπλέκεται στο ίδιο το κέντρο σφαίρας!
(Θ. Ον. 821 Α: Και πάσας έχει το σημείον εν εαυτώ τάς ευθείας ενοειδώς
ηνωμένας προς τε αλλήλας και προς την μίαν αρχήν αφ’ής προήλθον).

Αλλά ας προχωρήσουμε στην μεταφορά με τόν Διονύσιο. Θα μας


επιτρέψει να φωτίσουμε πλήρως αυτό το σημείο τού δόγματος! Είναι
μόνον μέσω τής ενώσεώς τους με το κοινό κέντρο, που όλες οι ακτίνες
τής σφαίρας ενώνονται μεταξύ τους. Αντιστρόφως, μόνον μέσω τής
απομάκρυνσης τους από το κέντρο που διακρίνονται μεταξύ τους. (Περί
Θ. ονομ: 821 Α: και πάσας έχει το σημείον εν εαυτώ τας ευθείας
ενοειδώς ηνωμένας προς τε αλλήλας και προς την μίαν αρχήν αφ’ής
προήλθον). Ο κανόνας συμπεριφοράς των νόων λοιπόν είναι πολύ
απλός. Για να φθάσουν στην ενότητά τους με τόν εαυτό τους, για να
ενωθούν με το σύνολο τών νόων και για να συμπέσουν ακριβώς με τον

55
ιεραρχικό βαθμό που τούς παραχωρήθηκε, δεν έχουν παρά να
προσπαθήσουν, με όλη τους την δύναμη, προς αυτό το υπερβατικό
κέντρο όπου το πάν ενώνεται. Η γειτνίασή τους μ’αυτό το κέντρο θα
μετρήσει ταυτοχρόνως τήν ένωσή τους με αυτό, με τον εαυτό τους, την
ένωσή τους με όλους τούς θεωμένους νόες και ταυτοχρόνως τον βαθμό
συνενώσεως στον ιεραρχικό βαθμό πού τούς αποδόθηκε.

Η σκέψη του Διονυσίου είναι κατά βάθος ομογενής. Αφού έγινε


αποδεκτή η παρουσία τού Υπερβατικού, γύρω από Αυτόν οργανώνεται
το πάν και μέσω Αυτού εξηγείται. Είτε πρόκειται για την εσωτερική
ενοποίηση τών νόων ή για τήν αντικειμενική τάξη τών ιεραρχιών ή πάνω
απ’όλα για την μυστική ένωση, το θεμελιώδες αξίωμα αυτού τού
δόγματος παραμένει το ίδιο: το όλον οικοδομείται από την κορυφή!

3. Σχέσεις τής τάξεως τού Διονυσίου με τήν επιστήμη και τήν ιεραρχική
δραστηριότητα!

Δεν κατέστη δυνατόν, για να την ορίσουμε, να μείνουμε μόνον στον όρο
τής τάξεως. Κάτω από την απειλή τής παραμορφώσεως,
αναγκαστήκαμε να ξεπεράσουμε την οπτική γωνία τής αντικειμενικής
εξωτερικότητος, για να φανερώσουμε την αναγκαία αντήχηση αυτού
του όρου στο εσωτερικό τών συνειδήσεων και στην ουσιαστική του
αναφορά στόν Θεό.

Δεν θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ούτε απομονώνοντάς την από την


επιστήμη και την δραστηριότητα, τα οποία συνιστούν μαζί της το
ιεραρχικό σύμπαν. Η τάξη λαμβάνει την πλήρη της σημασία μόνον
λειτουργώντας για τον σκοπό των ιεραρχιών: την θέωση των νόων.
Επομένως δεν μπορεί να κατανοηθεί με ακρίβεια αφαιρούμενοι από
κάθε δραστηριότητα. Αντιπροσωπεύει εντελώς άλλο πράγμα από ένα
υποθετικό κενό πλαίσιο όπου μερικοί συμμετρικοί πάσσαλοι, ακίνητοι,
θα ανέμεναν μέσα στην αδιαφορία, την ανάπτυξη ενός θεάματος χωρίς
ψυχή. Τα πλαίσια είναι συνειδήσεις και οι συνειδήσεις δεν θα
υπήρχαν χωρίς τίς δραστηριότητες οι οποίες τίς καθορίζουν.

Αλλά δεν πρέπει ακόμη περισσότερο να απομονώσουμε τήν τάξη από


τήν επιστήμη! Η θέωσις, όπως θα δούμε, συμβαδίζει με την γνώση! Τόσο
η μία, όσο και η άλλη, είναι αδιαχώριστες από την καθαρότητα και την

56
ενότητα τής ψυχής. Η άγνοια χωρίζει και διαλύει. Η επιστήμη ενώνει και
θεώνει! (Θ. ον. 701 Β: ώσπερ η άγνοια διαιρετική…. Ούτως η του
νοητού φωτός παρουσία συναγωγός και ενωτική). Αυτός ο χαρακτήρας
επιτρέπει να βεβαιώσουμε συγχρόνως τον σύνδεσμο τής επιστήμης και
τής ιεραρχικής τάξης, από το ένα μέρος και εκείνον τής επιστήμης και
τής ιεραρχικής δραστηριότητος, από το άλλο. Είναι αρκετό να πούμε ότι
αυτοί οι τρείς όροι είναι πρακτικώς αδιάλυτοι και δεν θα ήταν νόμιμο να
μελετήσουμε έναν εξ ’αυτών απομονώνοντάς τον συστηματικά από τους
άλλους δύο. Η οπτική γωνία τής ολότητος πρέπει να μείνει πάντοτε
παρούσα στην ανάλυση, εάν αυτή δεν θέλει να γίνει προδοτική!

Σχόλιο: [ΕΔΩ ΛΟΙΠΟΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ


ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ, ΣΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΤΟΥ ΝΟΥ ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΗ. ΔΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΟΡΕΞΕΩΣ ΤΟΥ ΕΙΔΕΝΑΙ. ΚΑΙ
ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΟΓΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΝΑ ΚΑΛΥΨΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ
ΚΕΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΔΙΑ ΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ. ΔΙΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΚΒΕ ΔΗΛΑΔΗ].

Αλλά, αφού κάναμε αυτές τις παρατηρήσεις, ας βιαστούμε να πούμε ότι


δεν ήταν μόνον νόμιμο, αλλά αναγκαίο να αντιμετωπίσουμε την μελέτη
τής ιεραρχίας κάτω από την όψη τής τάξεως. Αυτή αποτελεί, είτε το
θέλουμε είτε όχι, τά ζωντανά και κινούμενα χωρίς αμφιβολία πλαίσια,
αλλά σταθερά και ακίνητα, στα οποία εισάγονται όλη η γνωσεολογική
προσπάθεια και όλη η θεωρητική δραστηριότης τών νόων. Η κατάργηση
αυτών των πλαισίων ή η αμέλειά τους και μόνον, είναι, στα μάτια τού
Διονυσίου, σαν να καταδικάζουμε το αγγελικό και εκκλησιαστικό
σύμπαν στην σύγχυση, στην ανοησία, και στην καταστροφή! Το γεγονός
είναι ότι, η ανάβαση προς τον Θεό δεν είναι δυνατή στον νού παρά μόνον
στην ιεραρχική θέση και στην λειτουργία που τού έχει σημειωθεί από τον
ίδιο τον Θεό. Θέση και λειτουργικότης πάνε μαζί. Είναι μία ίδια
πραγματικότης ειδωμένη κάτω από την διπλή της όψη, στατική και
δυναμική. Η εγκατάλειψη τής ιδιαίτερης ιεραρχικής θέσης, χωρίς την
Θεία συγκατάνευση, είναι μία έλλειψις μέτρου, μία υπερηφάνεια, ένα
λάθος τού οποίου η αναπόφευκτη τιμωρία θα ήταν η εξαίρεση από την
ιεραρχία. Αλλά η τιμωρία θα ήταν η ίδια για όποιον επίσης θα άρπαζε
μία υψηλότερη θέση από την δική του. Οφείλουμε να ολοκληρώσουμε
τήν εργασία μας: δράν τά εαυτού, ακριβώς όπως οφείλουμε να

57
παραμείνουμε στήν θέση μας: έκαστος εν τη τάξει αυτού… έσται!
(Επιστ. VIII 1093 C).

Αυτή η κεντρική ιδέα τού τέλειου ταιριάγματος τής λειτουργίας (πράξης,


ενέργεια) και τού βαθμού (τάξις) δεν είναι νέα. Ακολουθεί την διάκριση
τών κοινωνικών τάξεων στήν οποία ο Πλάτων είχε θεμελιώσει τήν
διανομή τών λειτουργιών στην πόλη του. Και η διάκριση τών τάξεων δεν
ήταν πρόχειρη στα μάτια του, αυτή καθαυτή, καθότι βασιζόταν στήν
υπεροχή, στήν ψυχή τού πολίτη, μίας τέτοιας καθορισμένης αρετής, η
οποία τήν προδιαθέτει εκ φύσεως (φύσει) σ’αυτή τήν εργασία! Αυτή
η αρετή είναι περισσότερο σχετική στα τρία μέρη τής ψυχής. Έτσι η
σοφία η οποία είναι η αρετή του νού, πρέπει να ανήκει στους
κυβερνώντες, η ανδρεία και το κουράγιο, που είναι η αρετή του θυμού,
θα είναι των πολεμιστών, και τέλος η σωφροσύνη, που είναι η αρετή τού
επιθυμητικού, θα πρέπει να χαρακτηρίζει τό πλήθος τών κυβερνώμενων.
(Πολιτ. IV, 429, 430). Η δικαιοσύνη θα προκύπτει από την τέλεια
συνοχή τών διαφορετικών τάξεων ανάμεσά τους, στην πόλη και στο
άτομο, από την τέλεια προσαρμογή τής φύσης του στην εργασία που
τού εμπιστεύτηκαν (η δικαιοσύνη είναι τό τά αυτού πράττειν). Η ιδέα
τής λειτουργικότητος είναι δεμένη στην ιδέα τής φύσης. Η συμφωνία τού
έργου και τής ατομικής φύσης από το ένα μέρος, η συμφωνία τών
διαφορετικών λειτουργιών τών τριών τάξεων στην πόλη από το άλλο,
συστήνουν τήν δικαιοσύνη! Βλέπουμε λοιπόν μ’αυτό πώς ο Πλάτων
υπερβαίνει τήν αντινομία τάξις-δικαιοσύνη: τα δύο, αντί να
αποκλείονται, πάνε μαζί και γεννώνται, ας πούμε, το ένα από το άλλο.
Σ’αυτό το πλαίσιο, βρίσκεται επαναφομοιωμένος εξίσου, στο ατομικό
επίπεδο, ο δυαλισμός φύσις-λειτουργία. Η φύσις διοικεί την λειτουργία,
και η λειτουργία πραγματοποιεί την φύση! Από τήν τέλεια
προσαρμογή τού καθενός στο έργο του, στην δική του τάξη, από την
συστηματοποίηση τών διαφόρων τάξεων μεταξύ τους, θα γεννηθεί η
δικαιοσύνη τής ιδανικής πολιτείας!

Η πόλις τού Διονυσίου, παρότι μεταφερμένη στην υπερφυσική τάξη,


είναι οικοδομημένη πάνω στις ίδιες αρχές. Στην τάξη τών διαφόρων
βαθμών πρέπει να αντιστοιχεί μία τάξις στις λειτουργίες. Και η αρμονία
τού συνόλου τής ιεραρχίας γεννάται από την τέλεια σύμπραξη τών
διαφόρων τάξεων μεταξύ τους και στούς κόλπους τής κάθε τάξεως, από

58
την τέλεια σύμπτωση καθενός από τα μέλη της με τό έργο του: εν τη
τάξει αυτού… δρά τά εαυτού! (Επ. VIII 1093 C).

Η επιστήμη δεν είναι παρά μία ιδιαίτερη περίπτωση τής ιεραρχικής


λειτουργίας. Έτσι όπως είναι αναγκαίως συνδεδεμένα στην κοινωνική
λειτουργία μία τεχνική ή μία ιδιαίτερη γνώση, κατά τον ίδιο τρόπο σε
κάθε βαθμό τής ιεραρχικής τάξης, θα πρέπει να αντιστοιχεί μία επιστήμη
ανάλογη με τήν λειτουργία της. Η τελειότης είναι η απόκτηση αυτής
τής επιστήμης: ειδέναι… τα εαυτού.

Επιστήμη, δραστηριότης, ιεραρχική τάξις δεν είναι λοιπόν τρείς


ανεξάρτητες πραγματικότητες τις οποίες θα μπορούσαμε να χωρίσουμε ή
ακόμη χειρότερα, να τις αντιπαραθέσουμε. Όπου υπάρχει η μία είναι
αναγκαίο να υπάρχουν και οι άλλες δύο. Η ιεραρχία δεν είναι δυνατή
παρά μόνον διά της συμφωνίας τών τριών.

Υπάρχει ακόμη η ανάγκη να επιμείνουμε στην ισορροπία αυτού τού όρου


τής ιεραρχίας στον οποίο όλα τα στοιχεία ανακαλούνται, καθορίζονται
και θεμελιώνονται σε μία τέλεια ενότητα; Γι’αυτή την αναπαράσταση
μίας τάξεως ταυτοχρόνως μαθηματικής και πνευματικής, σταθερής και
ενεργητικής, κοινωνικής και εσωτερικής ο Διονύσιος χωρίς αμφιβολία,
παραμένει ένας μεγάλος μάρτυρας τής πλατωνικής σκέψης.

Ακριβέστερα η τριαδική δομή αυτής τής τάξεως επαναφέρει χωρίς


αμφιβολία τόν Διονύσιο στον Πρόκλο. Καθαρές ή ενσαρκωμένες, όλες
οι νοήσεις (οι νόες) διαμοιράζονται σύμφωνα μ’αυτό το πλαίσιο και αυτή
η παράθεση θα χαρακτηρίσει κάθε μία από αυτές στην πιο ενδόμυχη
σύστασή της. Για κάθε έναν από τους νόες, επιστήμη και αγιότης θα
είναι απαραιτήτως εξαρτημένες από τον βαθμό ο οποίος τού εδόθη
εξ’αρχής. Υιοθετώντας αυτό το όραμα τού κόσμου, ο Διονύσιος απέφυγε
χωρίς αμφιβολία όλες τις αντιφάσεις οι οποίες παρουσιάζονται στο δόγμα
τού Πρόκλου. Η αρεοπαγιτική πρόοδος, εξαιρέτως, δεν είναι εκείνη
τού νεοπλατωνισμού. Αλλά παραμένει το γεγονός ότι ο Διονύσιος
θέλησε να συλλάβει το σύμπαν του πάνω στο μοντέλο που του
παρουσίαζαν οι τριαδικές ιεραρχίες τού Πρόκλου. Θα δούμε μέχρι ποιού
σημείου αυτή η προτίμηση τού στάθηκε εμπόδιο!

59
Κεφάλαιο τρίτο. - Η ιεραρχική δραστηριότης!

Εάν είναι πρακτικώς αδύνατον να ξεχωρίσουν στην ιεραρχία, ο όρος


τής τάξεως από τούς όρους τής επιστήμης και τής δραστηριότητος,
μοιάζει ακόμη πιο δύσκολο να διακριθούν αυτοί οι δύο τελευταίοι.
Είναι ουσιαστικά τακτοποιημένοι ο ένας στον άλλον, καθώς η επιστήμη
συστήνει ταυτοχρόνως τον κανόνα και τον σκοπό τής ιεραρχικής
δραστηριότητος και αμοιβαίως η δραστηριότης οικοδομεί κατά κάποιο
μέτρο, τήν επιστήμη που την φωτίζει. Με άλλους όρους, επιστήμη και
δραστηριότης βρίσκονται σε μία αμοιβαία αιτιότητα! Φαίνεται όμως
ότι αυτές οι δύο έννοιες εκτείνονται άνισα. Η επιστήμη αποτελεί μόνον
μία ιδιαίτερη μορφή τής δραστηριότητος τής ιεραρχίας ή μία πλευρά -την
γνωσιολογική όψη- κάτω από την οποία οφείλει να πλασιώνεται πάντοτε
αυτή η δραστηριότης. Και γι’αυτό η εισαγωγική μελέτη τής ιεραρχικής
δραστηριότητος θα καταστήσει πιο εύκολη την μελέτη τής επιστήμης.

Η έρευνά μας μπορεί να συγκεντρωθεί σε τέσσερα σημεία: στο τέλος,


στον σκοπό τής ιεραρχικής δραστηριότητος, στις ουσιώδεις της πλευρές,
στην πρόοδό της, και στην υπερβατική της αιτία!

1. Ο σκοπός τής ιεραρχικής δραστηριότητος!

Ο σκοπός τής δραστηριότητος τής ιεραρχίας συγχέεται με εκείνον τών


νόων τών οποίων πρέπει να εξασφαλίζει την προοδευτική θέωση, μέσω
τής αφομοιώσεως, τής μετοχής και τής ενώσεως με τον Θεό. Πρέπει να
σημειώσουμε ότι το ουσιαστικό αφομοίωσις δεν χρησιμοποιείται παρά
μόνον στην ουράνιο Ιεραρχία καί στήν εκκλησιαστική ιεραρχία. Και πώς
στα μάτια τού Διονύσιου δεν υπάρχει θέωσις έξω από τις ιεραρχικές
τάξεις οι οποίες στήθηκαν από τον Θεό και είναι το θέλημά Του. Το
σκοπός τής ιεραρχίας είναι ή προς Θεόν… αφομοίωσίς τε και ένωσις! Η
δε θέωσις έστιν η προς Θεόν, ώς εφικτόν, αφομοίωσίς τε καί ένωσις
(Εκκλ. Ιερ. 392 Α). Ενέργεια προς το Θεοειδές ώς εφικτόν αφομοιουμένη
(Ουρ. Ιερ. 164 D). Αποτελεί ιεράν τινα καθόλου διακόσμησιν… τά τής
οικείας ελλάμψεως ιερουργούσαν μυστήρια και προς την οικείαν αρχήν
ώς θεμιτόν αφομοιουμένην (Ουρ. Ιερ. 165 Β. Η οικεία αρχή είναι ο
ίδιος ο Θεός).

60
Τό ουσιαστικό καθήκον για τούς νόες, τής αφομοιώσεώς τους και τής
ενώσεώς τους με τον Θεό δεν είναι λοιπόν αποκλειστικό έργο αυτών τών
νόων. Απαιτεί τήν μεσολάβηση τής ιεραρχικής δραστηριότητος! Οι
ανώτερες τάξεις οφείλουν να ενώσουν τις κατώτερες τάξεις (Ουρ. Ιερ.
257 C. π.χ. Η τάξις των Αρχαγγέλων εξασφαλίζει την ενότητα των
αγγέλων! Τούς αγγέλους ενοποιεί). Είναι πιο απλοποιοί και πιο
ενοποιητικοί τών άλλων (μάλλον απλωτική και ενοποιώ), διότι μία
μεγαλύτερη ενοποίηση χαρακτηρίζει πάντοτε τίς πιο άγιες ενέργειες τής
ιεραρχίας!

Αλλά, ενοποίησις, αφομοίωσις στον Θεό ή θέωσις και αν είναι, η


ιεραρχική δραστηριότης δεν νοείται ούτε είναι δυνατή παρά μόνον
σαν αγάπη τού Θεού και τών Θείων πραγμάτων. Και γι’αυτό, χωρίς
άλλο, από όλους τους ορισμούς με τούς οποίους συμπληρώνει ο
Διονύσιος σαν τόν σκοπό τής ιεραρχίας, ο πιό χαρακτηριστικός είναι
εκείνος τού Ιου κεφαλαίου τής Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας: “ το κοινό
τέλος τής ιεραρχίας είναι η σταθερή αγάπη τού Θεού και τών Θείων
πραγμάτων η οποία ενεργεί αγιαστικά στην ενοποιό παρουσία τού
Θεού”! (Εκκλ. Ιερ. 376 Α: απάση δε τούτο κοινόν ιεραρχίας το πέρας η
προς Θεόν τε και τα Θεία προσεχής αγάπησις, ενθεώς τε και ενιαίως
ιερουργουμένη). Μέσω αυτής τής αγάπης (αγάπησις) ξεδιπλώνει αυτή η
ενέργεια τής καθολικής θέωσης, της οποίας τα Θεία πρόσωπα είναι η
αιτία και τών οποίων οι ιεραρχίες είναι οι συνεργοί. Δεν θα μπορούσαμε
λοιπόν να αντιπαραθέσουμε τήν δραστηριότητα τών νόων σε εκείνη
τής ιεραρχίας. Οι σκοποί τους είναι κοινοί και η ιεραρχία είναι στην
υπηρεσία τών νόων. Αυτή είναι η συνθήκη η ίδια, και για ένα μεγάλο
μέρος, η πραγματοποιούσα την θέωσί τους. Έτσι λοιπόν μάς απομένει να
γνωρίσουμε πώς η δραστηριότης τών νόων μπορεί να ενταχθεί σ'εκείνη
τής ιεραρχίας. Μελετώντας τις ουσιώδεις όψεις και τον τρόπο τής
ιεραρχικής δραστηριότητος!

2. Οι ουσιώδεις όψεις τής ιεραρχικής δραστηριότητος!

Εάν η ιεραρχία επιδιώκει συνεπώς ένα τέλος ταυτόσημο μέ εκείνο τών


νόων, μπορούμε να υποπτευθούμε a’priori ότι οι αντίστοιχες
δραστηριότητές τους θα μας χαρίσουν πολύ ισχυρές ομοιότητες. Και
πράγματι, τρείς όψεις χαρακτηρίζουν ουσιαστικά τήν ιεραρχική

61
δραστηριότητα, όπως και την δραστηριότητα τών νόων. Αυτή είναι
κάθαρσις, φωτισμός και τελειοποίησις (Ουράνια ιεραρχία ΙΙΙ
κεφάλαιο). “Η τάξις τής ιεραρχίας είναι ότι οι μεν είναι
κεκαθαρμένοι και οι άλλοι καθαίρονται. Ότι οι μεν είναι φωτισμένοι
και οι άλλοι φωτίζονται. Ότι οι μέν δέχονται την τελειότητα και οι
άλλοι την δίνουν” (Ουράνια Ιεραρχία, 165 B/C).

Ας σταθούμε σε κάθε μία από αυτές τις όψεις!

Ο ρόλος τής κάθαρσης είναι να ελευθερώσει τον νού από όλα όσα τον
καθιστούν ανόμοιο από τον Θεό (Ουράνια Ιεραρχία 165 D : χρη… τους
μέν καθαιρουμένους αμιγείς αποτελείσθαι καθόλου, και πάσης
ηλευθερώσθαι τής ανομοίου συμφύρσεως). Αυτή πρέπει να στραφεί στην
ιεραρχία μας, στο αισθητό και στο υπεραισθητό, στην ουράνια ιεραρχία,
μόνον στην νοητή.

Ο φωτισμός είναι πιο ευγενής τής κάθαρσης, αλλά την προϋποθέτει.


Όταν ο νούς ελευθερώνεται από τα “ετερογενή στοιχεία” τα οποία τού
κρύβουν τον Θεό, ο φωτισμός τού τό φανερώνει «πρέπει οι
φωτισμένοι να πληρώνονται από το Θείο φώς (αποπληρούσθαι τού
Θείου φωτός) και ανυψώμενοι με τους αγιωτάτους οφθαλμούς τής
νοήσεώς των, στην κατάσταση και μέχρι την θεωρητική δύναμιν»
(προς θεωρητικήν έξιν και δύναμιν εν πανάγνοις νοός οφθαλμοίς
αναγομένους: Ουρ. Ιερ. 165 D. Μέχρις ότου αποκτήσουν την
δυνατότητα και την θεωρητική δύναμη). Εάν αυτός είναι ο φωτισμός
είναι ξεκάθαρο ότι απαιτεί σαν αναγκαίες προϋποθέσεις τίς καθαρκτικές
ενέργειες, καθώς το όμοιο μπορεί να επικοινωνήσει μόνο με το όμοιό του
και το Θείο φώς δεν θα’πρεπε να συγκατοικήσει με τα ακάθαρτα σκότη!
Αλλά ο ιδιαίτερος ρόλος τού φωτισμού είναι να μεταφέρει την
επιστήμη τού Θεού και των Θείων πραγμάτων. Γι’αυτό κατευθύνεται
στον νού (νούς, πανάγνοις νοός οφθαλμοίς), καθότι δύναμις γνώσεως και
θεωρίας, αυτός ο νούς υψώνεται στην κατάσταση και στήν θεωρητική
δύναμη. Και αυτή η θεωρία δεν έχει άλλο αντικείμενο από τα Θεία
πράγματα. Βλέπουμε λοιπόν πώς ο Διονύσιος εμπιστεύεται στον
ιεραρχικό φωτισμό, ο οποίος δεν είναι άλλο από την βαθμιαία μεταφορά
τού Θείου φωτός, την πραγματοποίηση τού αρχαίου ελληνικού ιδανικού
τής επιστήμης μέσω τής θεωρίας, εννοημένης σαν την αποκορύφωση

62
μίας καθαρκτικής προσπάθειας όσο και γνωσιολογικής αλλά
αποκλειστικώς ανθρωπίνων.

Ο τρίτος ρόλος της ιεραρχικής δραστηριότητος είναι η τελειοποίηση ή η


ενοποίηση, η θέωση. Η τελειότης τού νοός χαρακτηρίζεται από την
κατοχή τής επιστήμης τήν οποία η θεωρία στο στάδιο τής ελλάμψεως
έτεινε να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε. Οι τέλειοι αυτοί μετόχους
γίγνεσθαι τής τών αποπτευθέντων ιερών τελειωτικής επιστήμης.
Ανήκει δε σ’αυτή τήν επιστήμη τών τελείων να μην είναι μία
πολλαπλότης διαφόρων γνώσεων αλλά μία ζωντανή ενότης που τούς
θεώνει. Είναι μία θεωρία θεόμορφη τών κόσμων τών αισθητών και τών
νοητών και ο Θεός είναι το κέντρο αυτής τής προοπτικής. Αυτή η
θεωρία προϋποθέτει συνεπώς την σταθερή συνάφεια στον Θεό τής
θεωμένης θελήσεως. Επομένως η τελειότης απαιτεί συγχρόνως τήν
κάθαρση και τήν έλλαμψη τών οποίων συνιστά την αποκορύφωση
και από τις οποίες είναι πρακτικώς αχώριστη!

Σχόλιο: [Η ΠΡΟΣΚΟΛΗΣΗ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ,


ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ, ΜΑΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕ ΑΠΟ
ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΤΗΝ
ΥΙΟΘΕΣΙΑ, ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ, ΤΗΝ
ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΔΩΡΙΖΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑΣ ΜΑΣ, ΔΙΑ
ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ.

O ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ ΤΑΥΤΙΣΕ ΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΜΕ


ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΙΣΗΓΑΓΕ ΠΛΑΓΙΩΣ
ΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ
ΔΥΣΕΩΣ, ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΓΙΟΤΗΤΑ.

ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΡΙΑΣ ΑΞΙΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ Ο


ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΘΟΤΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΞΕΚΙΝΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ, ΔΗΛ. Η
ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΗ.

ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ


ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ
ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΗ.

63
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΠΕΣΑΜΕ ΘΥΜΑΤΑ ΠΛΑΝΗΣ ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΚΑΡΙΕΡΕΣ
ΜΟΝΟΝ Σ' ΑΥΤΑ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΣΤΗΝΟΝΤΑΙ.

ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟΣ ΜΑΣ ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ Ο


ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΟΜΑΔΑ ΑΠΟ
ΓΟΗΤΕΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΜΑΣ!!

π. Ιωάννης Ρωμανίδης : .. Μεγάλην εντύπωσιν προκαλεί το γεγονός ότι


οι γράψαντες τα ανωτέρω ασχολούνται μόνον με το πρόσωπόν μου και
με κανένα άλλο μέλος του εν λόγω εν Aarhus της Δανίας διαλόγου του
1964, όπως π.χ. των αειμνήστων Ιωάννου Καρμίρη, Γεωργίου
Φλωρόφσκυ, Γερασίμου Κονιδάρη, John Meyendorff, κτλ.

... Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι, που έχουν προσωπική πείρα του Θεού, έχουν
πάντοτε την ίδια θεολογία, δεν την αλλάζουν, όπως το κάνουν οι
φιλόσοφοι... Οι φιλοσοφούντες αλλάζουν την παράδοση, εξ αιτίας
λογικών σχημάτων που κάνουν, έχουν πιο πολύ εμπιστοσύνη στην
λογική τους, παρά στην εμπειρία των θεουμένων, συλλαμβάνουν κάτι με
την λογική τους, και ταυτίζουν αυτό με την πραγματικότητα περί Θεού.
Όλες οι αιρέσεις προέρχονται από τέτοια εσφαλμένη βάση... Οι
θεούμενοι, όσοι μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενέργειας του
Θεού, έχουν κοινή εμπειρία για το ότι ο Θεός επικοινωνεί με τον κόσμο
με τις άκτιστες ενέργειές Του. Αυτό είναι θέμα εμπειρίας και όχι
στοχαστική και φανταστική διδασκαλία...

ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ


ΠΡΟΚΛΟΥ, ΤΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΘΑ ΚΟΥΒΑΛΟΥΣΕ ΣΤΑ ΚΑΘ'
ΗΜΑΣ Ο ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ;

ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΠΟΛΛΑ ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ


ΒΑΡΛΑΑΜ. ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ
ΚΥΚΛΩΝ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΟΥ, ΑΝΕΛΑΒΕ ΤΟΥΣ
ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ
ΣΑΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ.

ΚΑΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΒΑΡΛΑΑΜ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΚΙΝΔΥΝΟ ΤΑΥΤΙΣΕ ΤΟΥΣ


ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΗΣΥΧΑΣΤΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ
ΝΟΜΟΥΣ ΤΗΣ, ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ, ΤΟΝ ΦΩΤΙΣΜΟ, ΚΑΙ ΤΗΝ
ΘΕΩΣΗ, ΣΚΟΡΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ

64
ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΩΝ ΗΣΥΧΑΣΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΠΕΝΤΕ ΑΝΕΜΟΥΣ ΤΩΝ
ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ.

ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΣΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΤΟ


ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ.

ΑΦΗΣΕ ΠΙΣΩ ΤΟΥ ΔΥΟ ΤΡΕΙΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ


ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΟΛΙΟΦΘΟΡΑ ΤΗΣ
ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΜΑΣ.

ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΧΕΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ;


Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ; ΜΟΙΡΑΣΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ
ΠΕΙΡΑΓΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ.

Σχόλια στο Ιστολόγιο Αμέθυστος (13/2/2020)

Νίκος Κ. (13/2/20 9:15 π.μ.): Βλέποντας την παρούσα ανάρτηση στο


ιστολόγιο του Τρελογιάννη, στις Ετικέτες: Κατήχηση για Ορθοδόξους
Επισκόπους, χωρίς τον τίτλο, το σχόλιο αλλά και το άρθρο που
προσέθεσες (Το Αρεοπαγίτικο Σύμπαν 19), ένας καλοπροαίρετος πιστός,
που δεν έχει εμβαθύνει τόσο, θα τη διαβάσει από εκεί και θα την εκλάβει
θετικά. Διαβάζοντας την από εδώ καταλαβαίνει, τεκμηριωμένα, το
αντίθετο. Τι να πούμε... είναι θέμα επιλογής αλλά και τύχης να αντλείς
τις όποιες πληροφορίες και γνώσεις από τα υπάρχοντα ιστολόγια.
Καλημέρα.

αmethystos: Eίδες φίλε ακόμη καί οι αστροφυσικοί μιλούν γιά


διαφορετική κοσμολογία, γιά αόρατη δημιουργία πρίν τήν ορατή, στήν
οποία προσκολλήθηκε η υλιστική σύγχρονη επιστήμη, πού είναι καί η
διδασκαλία τού νού τών αρχαίων φιλοσόφων καί τών πατέρων καί μόνον
στήν θεολογία τελικά ξεχάστηκε ο νούς καί ο κόσμος τών αγγέλων. Καί
έρχεται ο Ρωμανίδης καί μάς ψιθυρίζει ότι η ζωή αυτού τού αοράτου
κόσμου είναι τό Άγιο Πνεύμα. Καί τόν πιστεύουν μέχρι τό Άγιον Όρος.
Καί καταργούμε από τόν νοητικό μας ορίζοντα τήν άνοδο, τήν
επιστροφή, τήν ουσία τής ζωής. Καί μάς μένει μόνον η βαρύτητα τού
Γαλιλαίου καί τού Νεύτωνα καί ο ηλεκτρισμός, τό εωσφορικό ένδυμα
φωτός, νά δώσουν νόημα στήν ζωή μας. Ο χρόνος, η καμπύλη τού
χρόνου, τά έτη φωτός. Τί φώς είναι αυτό; Όταν οι Άγιοι γιά νά μάς

65
βοηθήσουν βρίσκονται ακαριαία δίπλα μας, καταργώντας καί τόν χρόνο
καί τόν αιώνα; Κανένας μας δέν δίνει σημασία στόν Άγιο Συμεών ο
οποίος επιμένει, εν πνεύματι, η φύση καί τό σύμπαν πού μελετούν οι
επιστήμονες βρίσκονται σέ πτώση, όπως καί οι επιστήμονες οι ίδιοι.

dmk83donna (13/2/20 11:51 π.μ.): Ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί στις


διανοητικές του αναζητήσεις (ακόμη και θεολογικές!) ορθολογιστικές
μεθόδους και φθάνει σε υψηλά επίπεδα διανόησης, ξεπερνά την «τυπική
λογική» και μπαίνει σε «μεταλογική σφαίρα» μπορεί να έχει εμπειρίες,
όπως η αίσθηση μιας «γνώσης» σε μορφή «φωτόμορφης αυτοθεωρίας»,
που αποτελεί αίσθηση του «κτιστού κάλλους» της εικόνας του Θεού και
δεν αποτελεί πραγματική κοινωνία με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού-
είναι εμπειρία «πανθεϊστικής τάξεως», λέγει ο Γέροντας Σωφρόνιος.

Οι άκτιστες ενέργειες του Θεού, αυτή η "όραση" του θείου φωτός, του
ακτίστου θείου φωτός, αν και ενεργεί στον κτιστό άνθρωπο δεν
μεταβάλλεται σε κτιστή ενέργεια, γιατί δεν είναι παρά η "δόξα Κυρίου",
η "μεγαλοπρέπεια Κυρίου" και βέβαια δεν αποτελεί γνώση της Ουσίας
του Θεού, γιατί η Θεία Ουσία του Θεού είναι "απλή και ασχημάτιστη και
ασύνθετη και απερίγραπτη και ούτε κάθεται, ούτε στέκεται, ούτε
περπατεί". Ολα αυτά ανήκουν στα σώματα, την Ουσία του Θεού την
"γνωρίζει μόνον Εκείνος" (Ι. Χρυσ.).

Αυτές, λοιπόν, οι "οράσεις" δεν αποτελούν γνώση του Θεού, αλλά θεία
συγκατάβαση και δίνουν πραγματική χαρά και ελπίδα στον άνθρωπο,
γιατί έχει την δυνατότητα να επικοινωνεί με τον Θεό.

amethystos: Πολύ καλή διάκριση. Εμείς θά προτείναμε καί τήν διάκριση


τών κοινών ακτίστων ενεργειών τής Αγίας Τριάδος, τής θεαρχίας, από τίς
ενυπόστατες ενέργειες τού Κυρίου καί τού Αγίου Πνεύματος. Τήν χάρη
τού Κυρίου καί τά χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος, καί τήν αγάπη τού
Θεού καί Πατρός.]

Έτσι λοιπόν η ιεραρχία οφείλει να εξασφαλίσει τρείς λειτουργίες άνισης


αξιοπρέπειας: την κάθαρση, τον φωτισμό, την θέωση (τελειότητα). Αλλά
πώς διαχωρίζονται αυτές οι διαφορετικές λειτoυργίες; Αυτή είναι η
δεύτερη ερώτηση την οποία οφείλουμε να εξετάσουμε!

66
Σε πολλά χωρία, ο Διονύσιος αποδίδει αυτές τίς διαφορετικές λειτουργίες
σε διαφορετικές ιεραρχικές τάξεις (βαθμούς). Σε κάθε ιεραρχία οι πιο
υψηλοί βαθμοί εργάζονται τήν τελειότητα, οι μεσαίοι τήν φώτιση, οι
κατώτεροι τήν κάθαρση.

Αυτόν τον διαχωρισμό τόν αντλούμε από το ΙΙΙ κεφάλαιο τής ουρανίου
ιεραρχίας: “Η ιεραρχική τάξις” λέει ο Διονύσιος, υποχρεώνει τούς μέν
καθαίρεσθαι, τούς δε καθαίρειν, τούς μέν φωτίζεσθαι, τούς άλλους
φωτίζειν. Στούς μέν να δεχθούν την τελειότητα (τελείσθαι) στους άλλους
τελεσιουργείν (165 Β/C). Μερικές σειρές παρακάτω, οι ρόλοι τών
καθαιρόντων, τών φωτιζόντων και όσων πρέπει να τελειοποιούν, είναι
ακόμη καθαρά διακεκριμένοι. Παρομοίως διακρίνονται και οι
καταστάσεις όσων καθαίρονται, όσων λαμβάνουν τον φωτισμό και όσων
είναι υψωμένοι στήν τελειότητα! Και το συμπέρασμα τού κεφαλαίου
υπογραμμίζει αυτή την διαφορά τών λειτουργημάτων η οποία αντιστοιχεί
στις διαφορετικές ιεραρχικές τάξεις.“Έτσι εικάστη τής ιεραρχικής
διακοσμήσεως τάξις κατά την οικείαν αναλογίαν ανάγεται προς την
Θείαν συνέργειαν”. [Ας σημειώσουμε ότι η οικεία αναλογία αντιστοιχεί
ακριβώς στο μέτρο τού Θείου που ο Θεός διαμοιράζει σε κάθε νού. Επι
πλέον ας σημειώσουμε επίσης ότι όλη η σημασία τής ιεραρχικής
δραστηριότητος είναι να μας οδηγήσει στην Θεία συνέργεια. Αυτή
είναι μία ενθύμηση τής Ι Κορ. ΙΙΙ, 9 : Θεού γάρ εσμέν συνεργοί! Η
συνέργεια τών διαφόρων τάξεων με την αρχή τους είναι ένας νόμος τής
ιεραρχίας τού Πρόκλου (Στοιχ. Θεολογίας 70: και τού δευτέρου πάλιν
ενεργούντος κακείνο (το αίτιον) συνεργεί, διότι πάν, αν ποιή το δεύτερον,
συναπογεννά τούτω και τό αιτιώτερον). Παρομοίως θα ξαναβρούμε στον
Πρόκλο τον όρο τής αναλογίας, τον οποίο μελετήσαμε ήδη. Η συμμετοχή
τών διαφόρων όρων στήν Ενάδα από την οποία προοδεύουν και η μετοχή
τών Ενάδων στο Εν γίνονται πάντοτε σύμφωνα με την αναλογία τών
όρων που συμμετέχουν : [Στοιχεία Θεολ: Πρόταση 10, Προς το Εν
αναλογίαν!]. Ένα χωρίο επίσης τού Πλωτίνου παρουσιάζει καθαρά αυτόν
τόν όρο: γίνεται τοίνυν η πρόνοια εξ αρχής εις τέλος κατιούσα άνωθεν
ούκ ίση οίον καθ’αριθμόν, αλλά κατά αναλογίαν άλλη εν τόπω άλλω!].

Έτσι τα τρία λειτουργήματα τής ιεραρχίας βρίσκονται πρώτα απ’όλα


κυρίως πραγματοποιημένα μέσω τής ίδιας τής θεαρχίας. Και μόνον μέσω
μίας δυνάμεως που έρχεται από την χάρη τού Θεού, η ιεραρχία απλώνει
τις δραστηριότητές της ώστε οι νόες που αγαπούν τον Θεό να τον

67
μιμούνται όσο τούς επιτρέπεται! (Ούρ. Ιερ. 168 Α: εκάστη…τάξις…
εκείνα τελούσα χάριτι και θεοσδότω δυνάμει, τα τή θεαρχία φυσικώς και
υπερφυώς ενόντα, και προς αυτής υπερουσίως δρώμενα, και προς την
εφικτήν των φιλοθέων νόων υπερουσίως δρώμενα, και προς την εφικτήν
τών φιλοθέων νόων μίμησιν ιεραρχικώς εκφαινόμενα). Όλη η ουσία
αυτού τού κεφαλαίου ΙΙΙ τής ουράνιας ιεραρχίας μπορεί λοιπόν να
συμπεριληφθεί σε δύο ουσιώδεις προτάσεις: Οι τρείς δραστηριότητες τής
ιεραρχίας βρίσκονται πραγματοποιημένες κυρίως στήν θεαρχία! Οι
διαφορετικές τάξεις τής ιεραρχίας κάθε μία σύμφωνα με τον βαθμό της,
μετέχουν σε μία από τίς τρείς δραστηριότητες!

Και πραγματικά η προσεκτική μελέτη κάθε ιεραρχίας επιβεβαιώνει αυτή


τήν διπλή οπτική γωνία. Ο Διονύσιος δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι το
όλον, κάθαρση, φωτισμός, τελείωση (Θέωση), έρχεται από τον Θεό [Για
την κάθαρση (Oύρ. Ιερ. ΧΙΙΙ), ο Διονύσιος εξηγεί την κάθαρση των
χειλέων τού Ησαΐα από μέρους τού Σεραφείμ, Ησαΐας VI, 6, σαν
προερχόμενη από τον Θεό διά τής μεσολαβήσεως τής Ουρ. Ιερ. : «πέταξε
τότε και ήρθε κοντά μου ένα από τα σεραφείμ, κρατώντας ένα κάρβουνο
αναμμένο, που το είχε πάρει με λαβίδα από το “θυσιαστήριο”. Μ’αυτό
άγγιξε το στόμα μου και είπε: “Κοίτα, αυτό άγγιξε τα χείλη σου κι’η
ανομία σου εξαλείφθηκε, η αμαρτία σου έχει συγχωρηθεί”». Για την
έλλαμψη (τόν φωτισμό) Ούρ. Ιερ. 120 Β/ 121 Α: Πατροκινήτου
φωτοφανείας… τας πατροπαραδότους ελλάμψεις…τού θεαρχικού πατρός
φωτοδοσίαν, 260 C/D: τήν… τής πατρικής αγαθότητος φωτοδοσίαν. Για
την τελείωση και την ένωση/ θέωση (Ουρ. Ιερ. 164 D) …]. Και
ταυτοχρόνως, αποδίδει κάθε μία από αυτές τις τρείς εργασίες σε έναν
συγκεκριμένο βαθμό: αυτός είναι ο κανόνας.

Στην εκκλησιαστική ιεραρχία, για παράδειγμα, η αποστολή τής


τελειοποίησης ανήκει στον βαθμό τών Επισκόπων, εκείνη τού φωτισμού
στον βαθμό τών ιερέων και τής κάθαρσης στούς διακόνους! Στην ίδια
ιεραρχία, οι μοναχοί αποτελούν και συνιστούν τον βαθμό τών τελείων, ο
άγιος λαός. Εκείνον τών φωτισμένων, οι μετανοούντες, οι ενεργούμενοι
και οι κατηχούμενοι εκείνον τών κεκαθαρμένων. [Εκκλ. Ιερ. 505 Α/D:
έστιν ούν η ιεραρχική τάξις, η της τελειωτικής δυνάμεως
αναπεπλησμένη, τα τελεσιουργά τής ιεραρχίας εκκρίτως τελετουργούσα,
και τας επιστήμας τών ιερών εκφαντορικώς μυούσα και εκδιδάσκουσα
τάς αναλόγους αυτών και ιεράς εξεις τε και δυνάμεις (505 C/D)].

68
Παρ’όλα αυτά η ουράνια ιεραρχία δεν φαίνεται να διαμοιράζει τίς
λειτουργίες με τόση αυστηρότητα. Το Κεφ. ΙΙΙ καθορίζει χωρίς
αμφιβολία την αρχή τής διάκρισης τών ιεραρχικών λειτουργημάτων.
Αλλά, με τις αγγελικές ιεραρχίες, συνιστάμενες επομένως από ανώτερους
βαθμούς, μεσαίους και κατώτερους, μοιάζει ότι οι τρείς λειτουργίες τής
τελειότητος, τού φωτισμού και τής κάθαρσης βρίσκονται σε καθέναν από
αυτούς, παρότι σε διαφορετικούς βαθμούς. “Ο πιο σεβαστός, ανάμεσα
στους νόες που περικυκλώνουν τον Θεό, βαθμός (η μέν πρεσβυτάτη τών
περί Θεόν νοών διακόσμησις) δέχεται, χάρις στο δώρο τού φωτός τής
θεαρχίας, κάθαρση, έλλαμψη και θέωση (τής θεαρχίας φωτοδοσία
καθαίρεται και φωτίζεται και τελεσιουργείται). Από τον πρώτο βαθμό
αναλόγως τής Θείας του ικανοτήτος, η δεύτερη τάξις και από τον
δεύτερο, η Τρίτη και από την Τρίτη η δική μας ιεραρχία… δέχονται την
ιεραρχική τους πρόοδο προς την Αρχή η οποία είναι πέρα κάθε αρχής και
προς το Τέλος κάθε αρμονίας”. Αυτό το κείμενο καθιστά τήν πρώτη
ουράνιο ιεραρχία μία τάξη ταυτοχρόνως κεκαθαρμένη, φωτισμένη
και τέλεια. Οι άλλες ιεραρχίες φέρουν σε ολοκλήρωση τίς ίδιες
λειτουργίες. Διαφέρει μόνον η αναλογία. Αλλά ας συνεχίσουμε τήν
ανάγνωση. “κάθε νούς, ουράνιος ή ανθρώπινος, διαθέτει τάξεις και
δυνάμεις πρώτου βαθμού, μεσαίου και τελικού. (έκαστος ουράνιος τε
και ανθρώπινος νους ιδικάς έχει και πρώτας και μέσας και τελευταίας
τάξεις τε και δυνάμεις). Κάθε μία εξ’αυτών, και όσο τής επιτρέπεται και
δύναται χωρίς αταξία, μετέχει σ’αυτή τήν καθαρότητα η οποία ξεπερνά
κάθε καθαρότητα και αυτό το φώς που υπερβαίνει κάθε πληρότητα και
αυτή η τελειότης η οποία ξεπερνά κάθε τελειότητα (έκαστος εν μετουσία
γίνεται κατά το αυτώ θεμιτόν τε και εφικτόν τής υπεραγνοτάτης
καθάρσεως, τού υπερπλήρους φωτός τής προτελείου τελειώσεως)” Ουρ.
Ιερ. 273 C! Δεν υπάρχει αμφιβολία : κάθε ένας από τους νόες φέρει εις
εαυτόν τρείς τάξεις τε και δυνάμεις, οι οποίες δημιουργούν ένα
κέντρο κάθαρσης, φωτισμού και τελείωσης. Και αυτός ο νόμος, ισχύει
και για την ουράνιο και για την εκκλησιαστική ιεραρχία (ουράνιος τε και
ανθρώπινος νούς).

Σχόλιο: [ΙΣΩΣ ΛΟΙΠΟΝ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ, ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΙΚΕΙΩΣΗ ΜΑΣ


ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΡΧΙΣΟΥΜΕ ΝΑ
ΚΑΤΑΝΟΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ].

69
Πώς να συμβιβάσουμε αυτή την τόσο κλειστή θεωρία με τήν διάκριση
τών ιεραρχικών λειτουργιών και τον τριμερή χωρισμό τους ανάμεσα σε
διαφορετικές τάξεις όπως αποκαλύφθηκαν στην Εκκλησιαστική
ιεραρχία; Ο οποίος εφαρμόζεται και στα Μυστήρια, καθώς το βάπτισμα
είναι το μυστήριο τής κάθαρσης, τού φωτισμού η ευχαριστία και το
χρίσμα τής τελειότητος. (Εκκλ. Ιερ. Κεφ. ΙΙ, ΙΙΙ, IV).

Κατ’ αρχάς ο Διονύσιος αναγνωρίζει ότι οι ανώτερες τάξεις τής


Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας κατέχουν τίς λειτουργίες τών κατώτερων
τάξεων: ο επίσκοπος, ο ρόλος του οποίου είναι η χειροτονία και η
τελειοποίηση, φωτίζει και καθαρίζει ταυτοχρόνως, ο ιερεύς, στον οποίον
ανήκει η δύναμις τού φωτισμού, κατέχει και την κάθαρση! (Εκκλ. Ιερ.
Κεφ. V).

Αλλά το αντίστροφο δεν παράγεται: ο διάκονος δεν μπορεί να φωτίσει,


ούτε ο Ιερέας να τελειοποιήσει. Ο λόγος είναι ότι η ιεραρχία πρέπει να
μεταφέρει, στην διαφορετικότητα τών τάξεών της και τών
λειτουργημάτων της, την εικόνα τής τάξεως και τών ιδιαιτέρων
διακρίσεων τών Θείων δραστηριοτήτων (ενεργειών). Και πράγματι κάθε
τάξις τού κλήρου διατηρεί τις λειτουργίες της απολύτως καθορισμένες.

Παρ’ όλα αυτά η ιδέα τής ιδιαίτερης λειτουργίας δεν μπορεί να


αποκλείσει ριζικά το σύγχρονο τών πράξεων τής κάθαρσης, τού
φωτισμού και τής θέωσης, σε κάθε τάξη, παρότι αυτή η τριπλή
δραστηριότης οφείλει να κατανοηθεί με μία διαφορετική σημασία,
σύμφωνα με την Θεία ικανότητα κάθε μιάς από αυτές. Ας δούμε αυτή
την οπτική γωνία!

Αυτή λύνεται για την τάξη τών Επισκόπων, για την οποία γνωρίζουμε
ήδη ότι κατέχει την τριπλή εξουσία τής τελειότητος, του φωτισμού και
της κάθαρσης. Η τάξις των ιερέων διαθέτει την εξουσία τής κάθαρσης,
πέραν τής δικής της δραστηριότητος τού φωτισμού. Μπορούμε να πούμε
ότι μετέχει εξίσου και στην εξουσία τής τελειώσεως; Δύο λόγοι μάλλον
μας επιτρέπουν να απαντήσουμε θετικά. Ο πρώτος είναι ότι η τελείωσις
παρουσιάζεται συχνά σαν αδιαχώριστη από τον φωτισμό, την ενότητα
και την θέωση! Τί πράγμα είναι όμως η ενότης και η θέωσις, παρά
μόνον η ίδια η τελειότης τού νου; Επομένως, κάθαρση και φωτισμός;
Σημαίνουν ταυτοχρόνως και σε κάποιο μέτρο τελείωση! Αντιστοίχως,
αυτός που λαμβάνει τήν κάθαρση και τόν φωτισμό, λαμβάνει
ταυτοχρόνως και την τελειότητα που τις συνοδεύει! Σ’ αυτόν τον λόγο
προτίθεται ένας δεύτερος: ο Διονύσιος δεν δέχεται μία ασυνέχεια

70
ανάμεσα στις πράξεις οι οποίες προέρχονται από το λειτούργημα τού
Επισκόπου και εκείνες που ανήκουν στο αξίωμα των Ιερέων! (Η δε των
Ιερέων φωταγωγική τάξις επί τας Θείας τών τελετών εποψίας χειραγωγεί
τούς τελουμένους υπό τή τών ενθέων Ιεραρχών τάξει, και μετ’αυτής
ιερουργούσα τάς οικείας ιερουργίας. Εκκ. Ιερ. 505 D).

Χωρίς αμφιβολία, σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις, οι λειτουργίες είναι


διαφορετικές. Αλλά σ’αυτή την διαφορά τών λειτουργημάτων
οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μία κοινή βασική κατεύθυνση. Κάθε
μία από αυτές τείνει προς μία θέωση πιο υψηλή, σε μία μεγαλύτερη
μετοχή στην αρχή τού Θείου (θεαρχία) η οποία είναι αδιαχώριστα
κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Ο Ιερέας σε έναν κατώτερο βαθμό τού
Επισκόπου, αλλά μ’έναν τρόπο απολύτως πραγματικό, πράττει και
ενεργεί τήν θέωση, τον φωτισμό και την κάθαρση τών νόων τής
ιεραρχίας!

Θα έπρεπε να ξαναπάρουμε αυτούς τους δύο λόγους για να δείξουμε ότι


οι διάκονοι, με την σειρά τους, επιτελούν και αυτοί αυτές τις τρείς
θεοτικές πράξεις: από την στιγμή που είναι αδιαχώριστες, όποιος τελεί
την μία, τις πραγματοποιεί όλες. Η θεαρχία είναι εξάλλου η κοινή αρχή
αυτών των τριών δραστηριοτήτων. Η πρόοδος λοιπόν στην θεαρχική
μετοχή, όποιος και αν είναι ο βαθμός, εξισώνεται λοιπόν με τήν
ταυτόχρονη πρόοδο στήν κάθαρση, στον φωτισμό και την θέωση
(τελειότητα).

Όταν ο Διονύσιος αποδίδει μία από αυτές τις λειτουργίες σ’αυτή την
ιδιαίτερη τάξη, πρέπει να κατανοήσουμε αυτή την φαινομενική
αποκλειστικότητα με την σημασία ενός επικυρίαρχου χαρακτηριστικού
και όχι σαν έναν συνεπή διαχωρισμό ο οποίος θα έθετε σε κίνδυνο την
κινητικότητα της ιεραρχίας και την ενδοεπικοινωνία των διαφόρων
τάξεων. Κάθε βαθμός θα διατηρήσει χωρίς αμφιβολία τα λειτουργήματά
του και μόνον παραμένοντας στην θέση του (εν τάξει. Επιστ. VIII, 1092
C) και πράττοντας κατά την ευθύνη του (δραν τα εαυτού) θα μπορέσει
στ’ αλήθεια να λάβει την Θεία πρόοδο και να την μεταφέρει στους
κατώτερους βαθμούς. Αλλά αυτή η ίδια η πρόοδος, παρότι βαθμιαίως
συσκοτισμένη στην κίνηση η οποία την μεταδίδει στις υφιστάμενες
τάξεις, παραμένει πάντοτε εικόνα της Θεαρχίας, η οποία είναι
ταυτοχρόνως κάθαρση, φωτισμός και θέωση.

Θα μπορούσαμε ίσως να φωτίσουμε την διπλή οπτική γωνία τού


Διονυσίου παρατηρώντας ότι κατά τον Εκκλησιαστικό τύπο, οι
εξουσίες διανέμονται ανάμεσα στις διαφορετικές τάξεις τής ιεραρχίας
τού κλήρου (κάθαρση στους διακόνους, κάθαρση και φωτισμός στους
ιερείς, κάθαρση, φωτισμός και θέωση στους επισκόπους), ενώ κατά τον

71
τίτλο τού νου, κάθε μέλος της ανθρώπινης ιεραρχίας κατέχει τρείς
δυνάμεις. Ανακαλύπτουμε έτσι μία ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στην
ουράνια και την Εκκλησιαστική ιεραρχία. Για να είμαστε ακριβείς αυτή
δεν είναι μία καθαρή και απλή συνέχεια με την αγγελική ιεραρχία. Αυτή
είναι μόνον κατ’ εικόνα της σε μία άλλη τάξη τής πραγματικότητος.
Καθότι εκκλησιαστική τάξις, αυτή υποτάσσεται στον διαχωρισμό
των δυνάμεων τον οποίο δεν γνωρίζουν οι καθαροί νόες τής ουρανίου
θεαρχίας. Και η συνέχεια ανάμεσα στις δύο ιεραρχίες μπορεί να
επανεμφανισθεί μόνον κάτω από την σχέση τών νόων, διότι εμείς
γνωρίζουμε ότι ο ανθρώπινος νους, όπως και ο αγγελικός νους φέρει
τις τρείς τάξεις τών δυνάμεων.

Λαμβάνοντας υπ’όψιν αυτές τίς διευκρινίσεις, παραμένει ότι η ιεραρχική


δραστηριότης, όπως επίσης και η δραστηριότης τού νου, φέρει μαζί της
τρείς ουσιώδεις δραστηριότητες, δεμένες αναγκαίως μεταξύ τους και οι
οποίες είναι τρείς πλευρές αναγκαίες τής θεώσεως! Αλλά αυτές οι
διαφορετικές πράξεις έχουν έναν ρυθμό και μία τάξη, καθώς δεν
αφήνεται τίποτε στην τύχη στην τέλεια οργάνωση τής ιεραρχίας. Αυτού
τού ρυθμού και αυτής τής οργάνωσης θα προσπαθήσουμε τώρα να
καθορίσουμε τούς νόμους.

Σχόλιο: [Έτσι λοιπόν άν δέν λάβουμε υπ’ όψιν αυτές τίς διευκρινίσεις
μπορεί νά φτάσουμε στήν απόλυτη σύγχυση μεταξύ κτιστού καί
ακτίστου, όπως καί ο Αδάμ στήν τραγική του πτώση. Ας δούμε ένα
παράδειγμα:

"Η αρχή τής θεραπείας του νοός, που λέγεται κάθαρσις, είναι η εκδίωξις
από αυτόν όλων των λογισμών, καλών και κακών. Όταν η εκκένωσις
αυτή συνδυάζεται με την κάθαρσιν των παθών και ορθήν περί Θεού
Πίστιν, ο νους επιστρέφει εις την καρδίαν και δέχεται το Πνεύμα το
Άγιον, αποστελλόμενον από τον Πατέρα και τον Υιόν και
προσευχόμενον αδιαλείπτως. Τότε κατά τους πατέρας, γίνεται κανείς
ναός του Αγίου Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού. Η
νοερά ευχή λέγεται μονολόγιστος, αφού ο μόνος λογισμός που κατέχει
τον νούν είναι η αέναος μνήμη του Θεού" (Ρωμανίδης).

Αδιαφορώντας γιά τήν διδασκαλία τού Ευαγγελίου περί Μετανοίας


καί τού Αποστόλου Παύλου ότι τό Αγιο Πνεύμα κινείται πάντοτε έως
Χριστού, τουτέστιν σ’ αυτούς πού ο "δικός" τους Χριστός έφτασε
στήν ωριμότητα τής ηλικίας Χριστού, τής ηλικίας σταυρού.

72
Άγιος Μάξιμος ομολογητής, ambigua, 23: «Πώς εξηγείται
το γραφέν υπό Γρηγορίου; Διά τούτο μονάς απ’ αρχής εις
δυάδα κινηθείσα μέχρι Τριάδος έστη!; Κινείται (απαντά ο
Άγιος Μάξιμος) μέσα στον Νου που είναι άξιος να την
κατανοήσει, ο οποίος μέσω της Μονάδος και μέσα στην
Μονάδα ολοκληρώνει κάθε έρευνα του σ’ αυτή ή για να το
πούμε διαφορετικά, ολόκληρη η Μονάς αχώριστη διδάσκει και
φανερώνει στον Νου, στην πρώτη του επαφή μαζί Της, την αλήθεια γύρω
από την Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισαχθεί χωρισμός στην πρώτη Αιτία.
Μετά όμως προχωρά στην φανέρωση της θείας και απόρρητης Θεογονίας
αυτής της πρώτης Αιτίας, αποκαλύπτοντας του Μυστικά και κρυφά ότι
δεν πρέπει να σκεφτεί ποτέ πως αυτό το Υπερούσιο Αγαθό μπορεί να
είναι άγονο, στείρο Λόγου και Σοφίας ή Αγιαστικής Δυνάμεως,
ομοουσίους και υπαρκτές σαν υποστάσεις, για να μην διατρέξει τον
κίνδυνο, αυτός ο Νους, να εννοήσει πως ο Θεός είναι Σύνθεση αυτών,
ωσάν να επρόκειτο για τυχαία κατηγορήματα, αντί να πιστεύει δια της
πίστεως ότι Αυτοί συνυπάρχουν, συναιωνίως. Λέγεται λοιπόν πως ο Θεός
κινείται, καθώς είναι Αιτία της έρευνας του τρόπου με τον οποίον
συνυπάρχει. Διότι είναι αδύνατον χωρίς θεϊκό φωτισμό να κατανοήσουμε
κάτι από τον Θεό. Διότι ο Θεός που δεν έχει την ίδια φύση με τους
ανθρώπους, έχει ασφαλώς και διάφορον τρόπον γεννήσεως.»

ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΗΡΥΞΕΩΣ ΤΗΣ


ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ, ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ].

3. Οι νόμοι τής ιεραρχικής δραστηριότητος!

Μία καθολική θεωρία τού κόσμου εμπεριέχεται στον διονυσιακό όρο τής
ιεραρχίας. Αυτή η θεωρία, έχουμε πει, προέρχεται αμέσως από τον όψιμο
νεοπλατωνισμό. Μία μοναδική αρχή, το Ένα, απλώνεται προοδευτικά και
καθορίζει, σε διαφορετικές στιγμές τής απορροής του, μερικές νέες
πραγματικότητες των οποίων η οντολογική αξιοπρέπεια μετράται αμέσως
μέσω τής γειτνίασής τους στο Ένα. Παρά τίς αρκετές ασάφειες στην
έκφραση (όπως π.χ. στον όρο πρόοδος, ο οποίος όμως διευκρινίζεται
πλήρως από το χωρίο: Θείων ονομάτων, IV, 693 B: ώσπερ ο καθ’ημάς

73
ήλιος, ού λογιζόμενος ή προαιρούμενος, αλλ’αυτώ τώ είναι φωτίζει
πάντα), χωρίς καμμία αμφιβολία δεν μπορούμε να πούμε ότι οι ιεραρχίες
τού Διονυσίου είναι μία αναγκαία απορροή τού Ενός: η ελευθερία και η
δωρεά των Θείων δώρων (Εκκλ. Ιεραρχία 440 C / 441 Α, όπου
περιγράφεται η εν χρόνω οικονομία τής σωτηρίας), καί το δόγμα τής
δημιουργίας αντιτίθενται σε μία παρόμοια ταύτιση. Αλλά παρά τις
διευκρινίσεις αυτές, το σύστημα τού Αρεοπαγίτη διατηρεί από τον
νεοπλατωνισμό, όχι μόνον την θεωρία του στά επίπεδα τού κόσμου, αλλά
και τήν θεωρία του τών αναγκαίων διαμεσολαβήσεων.

Μπορούμε να συλλάβουμε αυτές τίς μεσότητες με δύο αντίθετους


τρόπους, τους οποίους έλαβε υπόψιν του ο Διονύσιος. Η πρώτη
αντιστοιχεί στην πρόοδο, δηλαδή στο Θείο δώρο ή στην Θεία φανέρωση.
Αυτή προοδεύει από το Ένα και απλώνεται βαθμιαίως σε όλες τις
ιεραρχικές τάξεις, προσφέροντάς τους την θεοποιό δραστηριότητα η
οποία πρέπει να τις μεταμορφώσει. Αυτή είναι ουσιωδώς μεταφορά,
παράδοσις. Εμείς θα την ονομάσουμε κατιούσα μετάδοση (καταγωγική
διαπορθμεύσει, Ουρ. Ιερ. 340 Α. Στο ίδιο χωρίο συναντάται και ο όρος
αναγωγή που είναι η επιστροφή στον Θεό μέσω της αναγωγικής
μεσολαβήσεως). Η δεύτερη μεσολάβηση είναι αντίθετης σημασίας.
Συνίσταται ουσιωδώς στην αναγωγή των νόων στην αρχή τους και
αντιστοιχεί στην κίνηση τής επιστροφής τους. Αυτή η μεταστροφή είναι
κατά κάποιο τρόπο το κατεξοχήν έργο τών νόων. Αλλά η προσπάθεια
τους θα παρέμενε ανεπαρκής χωρίς την Θεία χάρη η οποία τούς μεταδίδει
την κατιούσα μεσολάβηση καί η οποία εξαίφνης ανυψώνει αυτούς τούς
νόες και γίνεται αναγωγή, επιστροφή. (Ιδέες όλες τους οι οποίες είναι
ελεύθερες από κάθε ιδέα χώρου και υλικής έκτασης). Ας μελετήσουμε
λοιπόν αυτή την διπλή κίνηση, την πρόοδό της και τούς νόμους της.
Ξεκινάμε λοιπόν με την κατιούσα μεσολάβηση!

Κάθε θέωση έρχεται από ψηλά. Αλλά οι διάφορες τάξεις δεν μετέχουν
στην θεαρχική δραστηριότητα παρά μόνον μέσω τών ανωτέρων τάξεων.
Ο Θεός δεν αποκαλύπτεται ποτέ χωρίς διαμεσολαβητές στην ιεραρχία
μας! (Ουρ. Ιερ. 180 C, παραφράζοντας ελαφρώς το κατά Ιωάννην IV,
12, Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται, σε ουδείς εώρακεν ουδέ όψεται).
Από τις ουράνιες Ιεραρχίες μόνον η πρώτη μπορεί να επικοινωνήσει
άμεσα μ’Αυτόν. Μέσω αυτής η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελείωση η
θεαρχική μεταφέρονται και αποκτώνται από την δεύτερη ιεραρχία η

74
οποία τα μεταφέρει με την σειρά της στήν τρίτη! Και στους κόλπους
κάθε Τριάδος, ο ίδιος νόμος οργανώνει την μετάδοση τών θεαρχικών
δραστηριοτήτων: από την αρχή τις προσλαμβάνει ο πρώτος βαθμός, ο
δεύτερος τις λαμβάνει από τον πρώτο και ο τρίτος από τον δεύτερο. Έτσι
κάθε τάξις φανερώνει και μεταφέρει αυτά που λαμβάνει από την
προηγούμενη (Ούρ. Ιερ. 273 Α: εκφαντορικοί δε πάντες είσι και άγγελοι
των πρό αυτών οι μέν πρεσβύτατοι, Θεού τού κινούντος, αναλόγως δε οι
λοιποί, των εκ Θεού κεκινημένων).

Οι ανθρώπινοι νόες δεν ξεφεύγουν από αυτόν τον νόμο είτε πρόκειται
για την νομική ιεραρχία ή για την εκκλησιαστική. Κάθε Θεία
παρέμβαση πρώτα απ’όλα πρέπει να περάσει μέσω τής μεσολαβήσεως
τών αγγέλων. Μέσω τών αγγέλων ανακοινώθηκε ο νόμος στον Μωυσή.
Ένας άγγελος καθάρισε τα χείλη τού Ησαΐα. Ένας άγγελος οδήγησε τόν
εβραϊκό λαό κατά μήκος όλης του τής Ιστορίας. Αλλά δεν είναι όλο. Ο
νόμος τής ιεραρχικής μεταδόσεως ασκείται στην καρδιά την ίδια τής
ιεραρχίας, τής ανθρώπινης, τής Νομικής ή τής Εκκλησιαστικής. Πρώτα
λαμβάνει ο Επίσκοπος την κάθαρση, τον φωτισμό και την τελείωση τήν
θεαρχική. Αυτός τήν μεταδίδει στην τάξη των ιερέων, η οποία τήν
μεταδίδει στούς διακόνους. Η Θεαρχική δραστηριότης επεκτείνεται στην
συνέχεια στους μοναχούς, μετά στον λαό τού Θεού, τέλος στις
κεκαθαρμένες τάξεις. Η τάξις τής μεταδόσεως αντιστοιχεί ακριβώς στην
κατιούσα αξία τών διαφορετικών βαθμών.

Από εδώ προέρχεται ένας νέος νόμος: στο μέτρο κατά το οποίο
πολλαπλασιάζονται οι βαθμοί στήν απαγωγική μεσολάβηση, η κάθαρση,
ο φωτισμός και η τελειότης χάνουν δύναμη και λάμψη. Η πρώτη ουράνια
Ιεραρχία, η οποία είναι πολύ κοντά στην Θεαρχία και η οποία
προσλαμβάνει εξ’αυτής αμέσως (χωρίς διάμεσο) τήν δραστηριότητά της
είναι “κεκαθαρμένη, φωτισμένη και τέλεια δι’ενός δώρου φωτός και
κρυφού και πιο λαμπερού (κρυφωτέρα και φανερωτέρα τής θεαρχίας
φωτοδοσία). Πιο κρυφό, διότι πιο νοερό, πιο απλού και πιο ενοποιού (ώς
νοητοτέρα και μάλλον απλωτική και ενοποιώ) πιο λαμπερό, διότι
προσληφθέν στην πηγή (πρωτοδοτώ), στην πρώτη του εμφάνιση
(πρωτοφανεί), διότι ολικώτερα (πιο πλήρες) και πιο οικείο στον εαυτό
του εξ’αιτίας τής διαφάνειάς του (και μάλλον εις αυτήν ώς διειδή
κεχυμένη)” (Ουρ, Ιερ, 272 D). Αλλά μετά την πρώτη ιεραρχία αρχίζει η
σειρά τών διαμέσων. Όσο περισσότεροι τόσο μειώνεται η ακτίνα την

75
οποία προσλαμβάνουν οι νόες από την θεαρχία. Οι αποκαλύψεις τής
πρώτης ουράνιου Ιεραρχίας στην δεύτερη πρέπει να είναι για μάς το
σύμβολον (ο Διονύσιος δεν εννοεί το σύμβολον σαν τό σημείο τής Θείας
πραγματικότητος αλλά αυτή την ίδια) αυτής τής Θείας τελειότητος η
οποία σκοτεινιάζει στην προοδευτική της κάθοδο από τον πρώτο στον
δεύτερο βαθμό (σύμβολον ποιησώμεθα τής πόρρωθεν επιτελουμένης και
διά την πρόοδον αμυδρουμένης εις δευτέρωσιν τελειώσεως). Εδώ ο
Διονύσιος δεν μπορούσε να μην επαναλάβει τις ηλιακές μεταφορές τόσο
αγαπητές στην πλατωνική παράδοση: “Η εξάπλωση τής ακτίνος τού
ήλιου πραγματοποιείται εύκολα, μέσω τής πρώτης ύλης (εις πρώτην ύλην
ευδιαδότως χωρεί), δηλαδή την πιο διαφανή όλων (την πασών
διειδεστέραν) και μέσω αυτής ρίχνει την ζωηρότερη λάμψη της (και
δι’αυτής εμφανέστερον αναλάμπει τας οικείας μαρμαρυγάς). Αλλά, όταν
πέφτει σε φύσεις πιό παχείς, η λάμψη τής διαδόσεώς της σκουραίνει
(προσβάλλουσα δε ταίς παχυτέραις ύλαις, αμυδροτέραν έχει τήν
διαδοτικήν επιφάνειαν)” (Ουρ. Ιερ. 301 Α/Β). [Χάρη σ’αυτόν τον νόμο
εξηγείται πώς η ελικοειδής κίνηση, στην ανθρώπινη ψυχή, δεν είναι μία
απολύτως καθαρή δραστηριότης. Προοδεύει λοιπόν, ού νοερώς και
ενιαίως, αλλά λογικώς και διεξοδικώς, και οίον συμμίκτοις και
μεταβατικαίς ενεργείαις. Θείων ονομ. 705 Β]. Πιο πλούσια ακόμη είναι η
εικόνα τής φωτιάς: “Με τον ίδιο τρόπο, η θερμότης τής φωτιάς
μεταφέρεται περισσότερη στα σώματα που είναι διεκτικώτερα, που
παντρεύονται εύκολα τήν ομοιότητά της και υψώνονται σ’αυτή (και προς
τήν αυτής αφομοίωσιν εύεικτα και ανάγωγα). Αλλά όταν συναντά ουσίες
αντιτύπους ή εναντίας, η καυτή της δραστηριότητα αφήνει να φανεί
μόνον αμυδρόν τί… ίχνος. Ενεργεί δε ακόμη και σε ουσίες οι οποίες δεν
συγγενεύουν μαζί της διά τών οικείως προς αυτήν εχόντων έτσι ώστε
μέσω αυτών τών σωμάτων να ζεστάνει το νερό ή κάποια άλλη ουσία η
οποία αντιστέκεται στην φωτιά και όσο τής το επιτρέπει η φύση της
(αναλόγως). Και ιδού η εξήγηση αυτών τών παραδειγμάτων: σύμφωνα
με τον ίδιο νόμο ο οποίος κρατεί τήν τάξη τής φύσης, παρότι σε
συνθήκες οι οποίες ξεπερνούν κάθε φύση (υπερφυώς), η αρχή κάθε
τάξεως, ορατής και αοράτου, φανερώνει κατ’αρχάς, την λάμψη τού δικού
της φωτός στις υψηλότερες ουσίες και μέσω αυτών, οι ουσίες που
ακολουθούν μετέχουν στην Θεία ακτίνα (την τής οικείας φωτοδοσίας
λαμπρότητα πρωτοφανώς… ταίς υπερτάταις ουσίαις αναφαίνει, και διά

76
τούτων αί μετ’αυτάς ουσίαι τής Θείας ακτίνος μετέχουσιν)! (Ουρ. Ιερ.
301 B/C).

Ο αριθμός τών διάμεσων καθορίζει λοιπόν τον βαθμό τής “πυκνότητος”


η οποία μειώνει τήν θεαρχική δραστηριότητα, στις διάφορες στιγμές τής
επέκτασής της! Και αυτή η “πυκνότης” δεν αφορά την Θεία
δραστηριότητα, η οποία παραμένει πάντοτε μία και ταυτόσημη, αλλά τήν
πνευματική ικανότητα τών νόων (συμμετρία, αναλογία), η οποία είναι
και αυτή η ίδια καθορισμένη από τον Ιεραρχικό βαθμό και στο εσωτερικό
αυτού τού βαθμού, από την ιδιαίτερη αξιοπρέπεια (αξία) κάθε
υποκειμένου. Ο βαθμός συγγένειας κάθε τάξεως και κάθε νου με το
Θείο, είναι λοιπόν αυτός ο οποίος εξασφαλίζει τον βαθμό συμμετοχής
του στις θεαρχικές δραστηριότητες!

Αυτή η θεωρία, σταθερή στις ιεραρχίες, εκτίθεται με θαυμαστή ακρίβεια


στην Επιστολή VIII. Τα Ιεραρχικά διάμεσα, λέει ο Διονύσιος, δεν πρέπει
να κατανοηθούν με μία έννοια χώρου, τόπου, όπως ακριβώς και η δική
μας Θεία γειτνίαση (μη τοπικώς εκλάβοις… τον πλησιασμόν) πρέπει να
δούμε εδώ απλώς την δική μας διάθεση να δεχθούμε το Θείο (αλλά κατά
την θεοδόχον επιτηδειότητα). [Ο Διονύσιος εξηγεί τον νόμο τής
μεταδόσεως τής ενέργειας μέσω τής αναλογίας τού αισθητού: Η ουχί και
τας αισθητάς τών στοιχείων ουσίας ορώμεν εις τα μάλλον αυταίς
συγγενέστερα πρώτον ιούσας, και δι’εκείνων εφ’έτερα τήν οικείαν
διείσας ενέργειαν (Εκκλ. Ιερ. 504 C/D). Η ανάγκη τής συγγένειας, τής
ομοφυΐας, τής ομοιότητος και τής οικειότητος ανάμεσα στις ιεραρχικές
τάξεις οι οποίες προορίζονται να εισέλθουν σε κοινωνία, συναντάται και
στον Ιάμβλιχο: αλλά και το σώμα το ουράνιον άμικτον έστι προς πάντα
τα υλικά στοιχεία, διηρημένα εις τα μεριστά, και τα ένυλα προς τα ένυλα,
και όλως τα ομοφυή δυναταί τινα κοινωνίαν έχειν προς άλληλα τού
ποιείν ή πάσχειν (Μυστηρίων, V, 4). Αυτή είναι λοιπόν η σπουδαιότατη
αρχή τής μεταφοράς όπως συναντάται και στην ούρ. Ιερ. 301 Α : Η
Θεαρχική δύναμις επί πάντας διείσα τάς προνοητικάς αυτής
ενεργείας]. Έτσι κατανοημένη, η ιεραρχική δραστηριότης προϋποθέτει
τόσο τήν προσπάθεια τήν εσωτερική τών νόων όσο και τον οργανισμό
τόν συλλογικό στον οποίο υπεισέρχονται και μέσω τού οποίου αυτή η
δραστηριότης περιέρχεται σ’αυτούς. Στο πλαίσιο τής δικής του
Ιεραρχικής τάξης, ο νούς διατηρεί σταθερά την πρωτοβουλία και το
καθήκον να εξισωθεί με την κατάστασή του, και μέσω αυτής, διατηρείται

77
στην τάξη του η οποία είναι, όπως γνωρίζουμε, θέλημα Θεού. Εξ άλλου η
μεσολάβηση η ίδια επιβάλλει στούς διαμεσολαβητές νόες μία πρόσθετη
ευθύνη, καθώς τίς συνδέει στην Θεία πρόνοια [(Ούρ. Ιερ. 308) : Ο Θεός
προθέτει τίς πρώτες ουσίες στην πιο υψηλή συμμετοχή στην προνοητική
του δραστηριότητα (κινών επί τάς πρώτας τών οικείων προνοητικών
ενεργειών μετουσίας)], αναλόγως τού μέτρου το οποίο καθορίζεται
συγχρόνως από την ιεραρχική τους θέση και από την εσωτερική τους
ένταση!

Αυτοί είναι οι τρόποι και οι νόμοι της απαγωγικής μεσολαβήσεως


(καταγωγικής προόδου). Μας απομένει να διατρέξουμε τον δρόμο μας
αντίστροφα, για να μελετήσουμε την ανιούσα μεσολάβηση! Ας
υπογραμμίσουμε όμως αμέσως ότι αυτή η διπλή κατεύθυνση τής
ιεραρχικής δραστηριότητος δεν πρέπει να μας απογοητεύει. Δεν
πρόκειται, για δύο ξεχωριστούς χρόνους: έναν πρώτο χρόνο κατά τον
οποίο το Θείο δωρίζεται μέσω τής ιεραρχίας και έναν δεύτερο χρόνο ο
οποίος θα περιέστρεφε βαθμιαίως το όλον τών νόων προς τον Θεό. Αυτές
οι δύο στιγμές δεν νοούνται η μία χωρίς την άλλη και δεν υφίστανται
παρά μόνον στην συγχρονότητά τους, στην αμοιβαία τους επιρροή και
στήν συμφωνία τους. Πώς να συλλάβουμε πράγματι μία νόηση ότι είναι
πραγματικά θεωμένη, χωρίς μία προσωπική συνάφεια με τον Θεό; Και
αντιστρόφως, μπορούμε να φανταστούμε αυτή την ίδια τήν επιστροφή
χωρίς το δώρο το οποίο παραμένει και το οποίο προερχόμενο από ψηλά
προκαλεί τήν επιστροφή; Διαλεκτική αναγωγή και διαλεκτική απαγωγή
καλούν η μία την άλλη και δεν έχουν νόημα παρά μόνον λόγω του
παιχνιδιού τους το οποίο συγκλίνει, είναι οικείο και σύγχρονο! Ας
δοκιμάσουμε λοιπόν να δούμε με ακρίβεια τούς τρόπους και τούς
νόμους τής αναγωγικής μεσολαβήσεως. Η κάθαρση, ο φωτισμός και η
θέωση συνιστούν Θεία δώρα τα οποία η ιεραρχία μεταδίδει στούς νόες.
Αλλά ανήκει ακριβώς σ’αυτούς να “γυρίσουν” γύρω από τον εαυτό τους,
με κυκλική κίνηση (Περί. Θείων ονομάτων 705 Α), και να στρέφονται
προς τον Θεό σε μία προσωπική αποδοχή και σταθερότητα! Αυτή η
αποδοχή και αυτή η μεταστροφή σταματούν, ας πούμε την
προοδευτική κίνηση η οποία μεταφέρει την δημιουργία μακριά από
τον δημιουργό της. Σταθεροποιούν τα όντα στήν φύση τους και στήν
τάξη τους και συνιστούν την αρχή μίας επιστροφής. Η πρόοδος αυτής τής
μεταστροφής είναι γνωστή. Αλλά ας επαναλάβουμε ότι δεν γίνεται μόνη
της και ας δείξουμε σε ποιες ιεραρχικές συνθήκες υπακούει!

78
Από τον τελευταίο βαθμό της ανθρώπινης Ιεραρχίας μέχρι την
αποκορύφωση τής αγγελικής ιεραρχίας, η “ανάβαση” τών νόων απαιτεί
πάντοτε την μεσολάβηση τών ανώτερων τάξεων (Είναι ένας νόμος τής
Θεαρχίας: Θεσμός μεν ούτος εστί τής Θεαρχίας ο πανίερος, το διά των
πρώτων τα δεύτερα προς το Θειότατον αυτής ανάγεσθαι φέγγος Εκκλ.
Ιερ. 504 C). Οι Ιερατικές τάξεις είναι οι μεσολαβητές τών τελευταίων
βαθμών : η ανάβαση των κεκαθαρμένων και η κάθαρση τών αμύητων
γίνονται μέσω τών διακόνων (Εκκλ. Ιερ. : 508 Β… η λειτουργική
διακόσμησις επί τάς φανάς τών Ιερέων Ιερουργίας ανάγουσα τούς
κεκαθαρμένους και τούς ατελέστους αποκαθαίρουσα), τών φωτισμένων
μέσω τού Ιερέως, τών τελείων μέσω τού Επισκόπου. Αυτός έχει επιπλέον
το χρέος να ανάγει πνευματικώς τις δύο κατώτερες τάξεις τού κλήρου και
ο Ιερεύς πρέπει να συμμετάσχει στην άνοδο τού διακόνου.

Αλλά η κορυφή τής Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας δεν συμπίπτει με την


κορυφή τού Θείου. Η αναγωγή (ανάβαση, άνοδος) πρέπει να
συνεχίσει περισσότερο. Και είναι μέσω τής μεσολαβήσεως τού
τελευταίου βαθμού τής αγγελικής ιεραρχίας που μπορεί να την
πραγματοποιήσει! Οι άγγελοι οδήγησαν τούς προγόνους μας προς τα
θεία πράγματα, την Θεία ζωή!
Αυτοί ανάγουν και υψώνουν τούς
Επισκόπους προς εκείνα τα ίδια
πράγματα. Έχουν την ευθύνη τής
καθοδηγήσεως τών Εθνών (Ούρ. Ιερ.
261 Α: μία δε πάντων αρχή, και προς
ταύτην ανήγον τούς επομένους, οι
καθ’ έκαστον έθνος ιεραρχούντες
άγγελοι). Μέσω αυτών πραγματοποιείται η πνευματική μας αναγωγή
και η επιστροφή μας!

Οι άγγελοι με την σειρά τους, πρέπει να οδηγηθούν μέχρι τα Θεία


πράγματα: αυτό θα είναι το έργο τών αρχαγγέλων. Αυτοί θα το κάνουν
μέσω τών αρχόντων. Η τελευταία ουράνιος Ιεραρχία η οποία συνίσταται
από τρείς τάξεις, θα αναχθεί με την μεσολάβηση τής δεύτερης, καί οι
τρείς τάξεις οι οποίες ανάγονται με τον ίδιο τρόπο σύμφωνα με τους
ίδιους νόμους (Ούρ. Ιερ. Κεφ. VIII). Τέλος η πρώτη θα υψώσει την
δεύτερη και θα αναχθεί στους δικούς της βαθμούς σύμφωνα με την ίδια
πρόοδο τών δύο κατώτερων Ιεραρχιών. Μέσω τών Σεραφείμ, η πρώτη

79
ουράνιος Ιεραρχία κοινωνεί χωρίς διάμεσους (αμέσως) με την Θεαρχία
τήν οποία προσπαθεί να μιμηθεί σε μία αδιάλειπτο κίνηση μεταστροφής!
(Ούρ. Ιερ. Κεφ. VII, VIII, και Χ 272 D/273 A: Εδώ συναντούμε μία
περιγραφή τής αναγωγικής σειράς : προς ταύτης δε (πρώτης ουράνιας
Ιεραρχίας) πάλιν αναλόγως η δευτέρα και προς τής δευτέρας η Τρίτη και
προς τής τρίτης η καθ’ημάς Ιεραρχία… προς την απάσης ευκοσμίας
υπεράρχιο αρχήν και περάτωσιν Ιεραρχικώς ανάγεται.

Η ενοποίηση τών διαφορετικών τάξεων μέσω τών τάξεων πού


προηγούνται είναι ένας θεμελιώδης νόμος τού νεοπλατωνισμού. Στον
Πλωτίνο ο νούς ενώνει την ψυχή, όπως το εν ενώνει τον νου. Αυτή η
ένωση δεν είναι δυνατή παρά μόνον μέσω τής μεταστροφής τού
κατώτερου όρου στον ανώτερο. Η ίδια θεωρία συναντάται και στον
Ιάμβλιχο: (Περί Μυστηρίων, Ι, 19, σ. 33, 38-42 : η των δευτέρων προς τα
πρώτα νοερά επιστροφή και από τών προτέρων εις τους δευτέρους Θεούς
δόσις τής αυτής ουσίας και δυνάμεως, συνέχει τήν εις εν αυτών σύνοδον
αδιάλυτον).

Την ίδια θεωρία και ο Πρόκλος με μεγαλύτερη όμως αυστηρότητα:


Στοιχεία Θεολογίας, πρότ. 21 : πάσα τάξις από μονάδος αρχομένη
πρόεισιν εις πλήθος τη μονάδι σύστοιχον, και πάσης τάξεως το πλήθος
εις μίαν ανάγεται μονάδα. Πρόταση 29: πάσα πρόοδος δι’ομοιότητος
αποτελείται τών δευτέρων προς τα πρώτα. Πρόταση 31 : πάν το προϊόν
από τινος κατ’ουσίαν επιστρέφεται προς εκείνο αφ’ού πρόεισιν!

Στην αναγωγική μεσολάβηση, όπως και στην καταγωγική όλα ήλθαν από
ψηλά. Δεν υπάρχει λοιπόν παρά μία και η αυτή δραστηριότης (ενέργεια),
η θεαρχική ενέργεια. Και όλο το νόημα τής υπάρξεως τών ιεραρχιών
είναι η συμμετοχή τους σ’αυτή! (Ούρ Ιερ. 165 Β : Έστι γάρ εκάστω των
Ιεραρχίαν κεκληρωμένων η τελείωσις, το κατ’οικείαν αναλογίαν επί το
θεομίμητον αναχθήναι. Και το δή πάντων Θειότερον, ώς τα Λόγιά φησι,
Θεού συνεργόν γένεσθαι (1 Κορ. ΙΙΙ, 9: Και δείξαι την Θείαν ενεργείαν
εν εαυτώ κατά το δυνατόν αναφαινομένην). Έτσι εννοημένη η
αναγωγή κάνει όλους τούς βαθμούς συνεργούς και εκφαντορικούς τής
Θείας ενέργειας. Eίναι λοιπούν διαυγές πόσο αδιαχώριστα βρίσκονται
δεμένα η Θεία δωρεά και η προώθησις τών νόων.

Η ένταση τού πρώτου μετρά τήν ιεραρχική άνοδο και αντιστόφως η


ιεραρχική άνοδος καθορίζει και κατά κάποιο τρόπο προκαθορίζει το

80
δώρο τού Θεού. Θα ήταν ανόητο να αναπαραστήσουμε στον
διασκορπισμό τού χώρου ή στην ακολουθία τού χρόνου δύο κινήσεις
ακριβέστατα ταυτόχρονες οι οποίες είναι σε αμοιβαία αιτιότητα, και τών
οποίων η φύση είναι ολοκληρωτικώς πνευματική.

Εξίσου, οι ιεραρχικοί νόμοι τής αναγωγικής μεσολαβήσεως είναι οι ίδιοι


με εκείνους τής καταγωγικής. Στην μία και στην άλλη ο νόμος τών
τάξεων, που είναι εκείνος τών αναλογιών ή τών συμμετριών, θα είναι
σεβαστός με ακρίβεια. Στην μία και στην άλλη, κάθε τάξις θα είναι
ταυτοχρόνως φιλοδώρημα και αμοιβή, ανέβασμα και ανεβασμένη.
Ανεβασμένη και ανταμοιβή διά τής ανώτερης τάξεως, ανέβασμα και
δώρο για εκείνη που ακολουθεί. [Ούρ. Ιερ. 240 Α : αυτός ο νόμος όμως
δεν επαληθεύεται στην Εκκλησιαστική Ιεραρχία παρά μόνον για τις
τάξεις του κλήρου. Οι μοναχοί οι οποίοι έχουν φθάσει στην πιο μεγάλη
κατάσταση τελειότητος (Εκκλ. Ιερ. 532 D) δεν πραγματοποιούν
καμία Ιεραρχική λειτουργία σχετικά με την τάξη που τους ακολουθεί
(Επιστ. VIII στον Δημόφιλο). Ο Λαός τού Θεού παραδίδεται στην
διακονία τών Ιερέων, όπως η τάξη των μαθητευομένων στους
διακόνους]. Σύμφωνα με την ανάβασή μας ή την κάθοδό μας στην
Ιεραρχική κλίμακα, οι Θείες ενέργειες θα είναι εντατικές, ο φωτισμός
θα είναι πάνω κάτω πνευματικός, η κάθαρση ολοκληρωμένη. Δεν
πρέπει βεβαίως να κατηγορήσουμε την Θεία ενέργεια για ανισότητα ή
για έλλειψη. Ούτε πρέπει να κατηγορήσουμε κάποιον από τούς
διαμεσολαβητές. Το Θείο φως είναι πάντοτε το ίδιο και οι
διαμεσολαβτητές μπορούν να είναι τέλειοι στην τάξη τους : για καθέναν
από αυτούς, η τελειότης αντιστοιχεί πάντοτε σε μία περιορισμένη
ικανότητα τού Θείου (ακόμη και λόγω αμαρτίας).

Αυτή είναι λοιπόν η ενέργεια τής Ιεραρχίας κάτω από την διπλή όψη,
αναγωγική και καταγωγική (κατιούσα). Ουσιαστικά ρυθμιζόμενη από
τον νόμο τής μεσολαβήσεως, λιγότερο τέλεια, λιγότερο νοητή και
λιγότερο καθαρή όσο εκτείνεται προς τους τελευταίους νόες οι οποίοι
αυξάνουν τις εσωτερικές τους αντιστάσεις, πιο τέλεια, πιο νοητή και πιο
καθαρή στην αντίστροφη πορεία, η Ιεραρχική δραστηριότης κάτω από τις
πολλαπλές της μορφές παραμένει πάντοτε μία μετοχή αναλογική στην
ενέργεια τής Θεαρχίας η οποία “ενεργεί τα πάντα στα πάντα” (1 Κορ.
XV, 28, όπως αναφέρεται στο Θείων Ονομ. 596 C : “Όταν δε υποταγή
αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο Υιός υποταγήσεται τω υποταξάντι αυτώ

81
τα πάντα, ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν”. Θα μπορούσαμε δε να πούμε
ότι όλη η ανάπτυξη του έργου τού Αρεοπαγίτη είναι αυτή η σκέψη και
παρόμοιες οι οποίες σημειώνουν και αναπτύσσουν το Κολ. 1,17: τα
πάντα εν αυτώ συνέστηκεν)!

4. Η Θεαρχία υπερβατική αιτία τής ιεραρχικής δραστηριότητος!

Κατ’αρχάς, το έχουμε ήδη υπογραμμίσει, η Θεαρχία είναι αιτία κάθε


θεώσεως: Θεαρχία σημαίνει αρχή του Θείου. Στο Αρεοπαγίτικο
σύμπαν, πράγματι, η θέωση μπορεί να έλθει μόνον από τον Θεό. Είναι
ένα έργο τής αγάπης (έρως-αγάπη). Και η αγάπη έχει την πηγή της
και το τέλος της στον Θεό.

Εάν από τον καθολικό όρο της θεώσεως περνούμε στον υπολογισμό τών
βασικών της όψεων: της κάθαρσης, του φωτισμού και της
τελειώσεως, κατανοούμε ότι είναι επιπλέον τρείς ενέργειες καθαρά
θεαρχικές ή ακριβέστερα, τρείς όψεις τής ίδιας θεαρχικής
δραστηριότητος (η Θεαρχία τούς εν οίς αν εγγένηται νόας αποκαθαιρεί
πρώτον, είτα φωτισθέντας αποτελειοί προς Θεοειδή τελεσιουργίαν. Εκκλ.
Ιερ. 508 D. Οι τρείς δραστηριότητες είναι ταυτόχρονες, δεν
κατανοούνται με χρονολογική σημασία, αλλά λογική). Στο περί Θείων
ονομάτων αφθονούν τα χωρία τα οποία περιγράφουν την Θεαρχία σαν
αιτία τής καθολικής ενέργειας και τον Θεό σαν παρόντα σε όλα τα όντα
μέσω αυτής τής δραστηριότητος. Θ. Ον. 693 Β: διά ταύτας (τής
αγαθότητος ακτίνας) υπέστησαν αί νοηταί και νοεραί πάσαι και ουσίας
και δυνάμεις και ενέργειαι. 705 C : εξ’αυτού και δι’αυτού… πάσα
δύναμις, πάσα ενέργεια!

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ


ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΦΘΗ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΝΟΥ, ΤΟΥ
ΘΕΙΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΜΕΣΑ ΜΑΣ, ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ
ΑΟΡΑΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ, ΕΤΕΘΗ ΤΟ
ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ.

Παρ’όλα αυτά πάρα πολλά χωρία μοιάζουν να αφαιρούν κάποια μέρη


δραστηριότητος από το Θείο έργο. Ο νεοβαπτισθείς, για παράδειγμα,
πρέπει να νικήσει τις ενέργειες που αντιστρατεύονται την θέωσί του

82
(τάς προς Θέωσιν ενάντιας αυτώ καταπαλαίσας ενεργείας τε και
ύπαξεις). Εκκλ. Ιερ 404 Α! Και όσοι εγκαταλείπουν την Θεία ζωή
εγκαταλείπονται με την σειρά τους στην πιο βάρβαρη δραστηριότητα
(ενεργουμένους εναγεστάτην ενέργειαν! Εκκλ. Ιερ. 433 D).

Θα έπρεπε να δούμε μία πολλαπλότητα πηγών ενεργείας


ανεξαρτήτων από την θεαρχική ενέργεια, οι οποίες θα μπορούσαν να
την εκμηδενίσουν;

Μία παρόμοια ερμηνεία θα αντέφασκε το όλον τής Θεωρίας! Δεν


υπάρχει και δεν θα μπορούσε να υπάρχει μία αυθεντική
δραστηριότης παρά μόνον εάν προέρχεται από τον Θεό. Και το κακό
συνίσταται ουσιωδώς, για έναν νου, στον αποκλεισμό του από αυτή την
ενέργεια (πώς δυνήσεταί τι το ενάντιον ταγαθώ, τό ουσίας και
βουλήσεως και δυνάμεως και ενεργείας εστερημένον) (Θ. Ονομ. 733 Α).
Είναι η περίπτωση τών διεφθαρμένων ψυχών (Θ. Ονομ. 728 Α). Η
διαφθορά τους συνίσταται εν τα τών αγαθών έξεων και ενεργειών
ελλείψει. 736 Α. Η αμαρτία είναι μία αδυναμία στην πίστη ή στην
πραγματοποίηση τού αγαθού! (Ασθενούντας δε περί την πίστιν ή την
ενέργειαν του αγαθού)! Είναι επίσης και η περίπτωση τών δαιμόνων.
Το κακό γι’αυτούς συνίσταται στην εγκατάλειψη τής καταστάσεως και
τής ενέργειας που τα Θεία αγαθά τούς προσφέρουν (εν τίνι γάρ…
κακύνεσθαι φαμεν τούς δαίμονας, ει μή εν τή παύσει τής τών Θείων
αγαθών έξεως και ενεργείας: Θ. Ον. 725 Α. Εις δύναμιν ενέργειαν
φθοράς). Είναι αποτέλεσμα μίας πτώσεως τής φυσικής τους ενέργειας!
(ασθενείν περί την κατά φύσιν ενέργειαν! Θ. Ονομ. 725 Β. Ο όρος φύσις
δείχνει καθολικά εδώ την αγγελική κατάσταση πριν της πτώσεως.
Δεν αντιτίθεται επομένως στην χάρη και στην υπερφυσική κατάσταση,
αλλά τα συμπεριλαμβάνει). Όλη αυτή η ανάπτυξη τού IV κεφαλαίου τών
Θείων ονομάτων θέλει να φανερώσει ότι το κακό είναι μια διαστροφή,
μία έλλειψη ισορροπίας, ένα ρήγμα ή μία αδυναμία σε στοιχεία τα οποία
είναι καθαυτά αγαθά. Δεν υπάρχει τίποτε θετικό: ούτε ουσία, ούτε
δύναμις, ούτε ενέργεια. Αυτές οι βεβαιώσεις δεν αφήνουν καμία
αμφιβολία. Οι ενέργειες εναντίον τών οποίων ο βαπτισμένος πρέπει να
αμυνθεί, εκείνες που προκαλούν το βάσανο τού αμαρτωλού, δεν είναι
τίποτε άλλο παρά μία ανισορροπία τής ψυχής, όπου τα πάθη αποκτώντας
τήν κυριότητα, θέτουν σε κίνδυνο τήν μόνη ενέργεια άξια αυτής τής

83
ονομασίας: την θέωση μέσω τής κάθαρσης τού φωτισμού και τής
τελειώσεως, τα οποία μας έρχονται από την θεαρχία!

Έτσι κατανοημένη η ενέργεια λοιπόν αποτελεί την αποκλειστική ιδιότητα


τής Θεαρχίας και τών εντολών και τών νόμων στους οποίους τήν
κοινωνεί η θεαρχία (εξ αυτού και δι’αυτού πάσα δύναμις, πάσα
ενέργεια). Και η Ιεραρχική ενέργεια είναι μία μετεχόμενη ενέργεια.
“Κάθε τάξις, μέσω μίας δύναμης που είναι μία χάρις τού Θεού,
πραγματοποιεί κάποιες ενέργειες οι οποίες λόγω τής υπερβατικής των
φύσεως σε κάθε φύση, ανήκουν στην Θεαρχία και η Θεαρχία εκτελεί
μ’έναν τρόπο που ξεπερνά κάθε ουσία”. (Ούρ. Ιερ. 168 Α). Αλλά
μιλώντας για μετοχή και ακόμη περισσότερο για μετοχή μεσολαβημένη
και προοδευτικώς αποδυναμένη δεν σημαίνει την διακινδύνευση τής
Ιεραρχικής δραστηριότητος; Και επι πλέον δεν θα ήταν ανίερο να
ορίσουμε σαν Θεία ή Θεαρχική μία ενέργεια τήν οποία έχει
παραμορφώσει σε μεγάλο βαθμό η πτώση της μέσω τής κλίμακος τών
όντων; Τα ίδια τα κείμενα λοιπόν πρέπει να απαντήσουν σ’αυτή την
ερώτηση!

Και πρώτα απ’όλα ο Διονύσιος δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι το


πάν έρχεται από ψηλά σε όλες τις Ιεραρχικές τάξεις: από τον Θεό, καθότι
η καθολική τους αιτία, από τις ανώτερες ουσίες, καθώς αγγελιοφόροι τού
Θεού (Ούρ. Ιερ. 304 Α: πάσαν Ιεράν και Θεομίμητον ενέργειαν επί Θεόν
μέν ώς αίτιον αναφέρουσιν, επί δε τούς πρώτους Θεοειδείς νόας ώς
πρωτουργούς τών Θείων και διδασκάλους). Αλλά αυτές οι δηλώσεις δεν
θα μπορούσαν να δείξουν ένα ξεχωριστό δώρο τής Θεαρχικής ενέργειας,
η οποία εξ’άλλου είναι μεταβλητή σύμφωνα με τις διαφορετικές τάξεις
τής Ιεραρχίας που την προσλαμβάνουν; Αυτή η ερμηνεία δεν είναι
δυνατή καθότι η μοναδικότης τής δυνάμεως και τής ενέργειας είναι
καθαρά βεβαιωμένη για κάθε Ιεραρχία. Υπάρχει μία μοναδική και ίδια
δύναμις για την εκκλησιαστική Ιεραρχία (μίαν έχει και την αυτήν διά
πάσης τής Ιεραρχικής πραγματείας τήν δύναμιν. Εκκλ. Ιερ. 372 C). Αυτή
η μοναδική ενέργεια φανερώνεται πάνω απ’όλα στό μυστήριο τής Θ.
Ευχαριστίας, το οποίο δωρίζει σε όλους τούς συμμετέχοντες ένα είδος
“κοινής πνοής” ενοποιού τής οποίας το Μοναδικό Θεαρχικό Πνεύμα
είναι η αρχή (… ο βλέπων Ιερώς όψεται τήν ενοειδή και μίαν σύμπνοιαν
ώς υφ ενός τού Θεαρχικού πνεύματος κεκινημένην. Εκκλ. Ιερ. 432 Β). Η
μοναδικότης τής ενέργειας τής Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας αφορά τήν ίδια

84
τήν παρουσία τού Μοναδικού Θεαρχικού πνεύματος το οποίο είναι ο
χορηγός (υφ’ ενός τού Θεαρχικού πνεύματος κεκινημένην. Εκκλ. Ιερ.
432 Β)

Το ίδιο ισχύει και για την ουράνιο Ιεραρχία; Βεβαίως. Για να


αποδειχθεί φτάνει ένα χωρίο στο οποίο ο Διονύσιος, αφού μοίρασε έναν
ρόλο πρόνοιας στούς αγγέλους, στην συμπεριφορά τών ανθρώπων και
τών εθνών, βιάζεται να προσθέσει πώς δεν υπάρχουν πολλές πρόνοιες
αλλά μόνον μία (Oύρ. Ιερ. 261 Β : Μία γάρ εστίν η πάντων αρχή και
πρόνοια... όπως επίσης αυτής μέν τής μίας απάντων Υψίστου προνοίας)
& (Περί Θ. Ονομ: 597 Α : της μίας αυτής και παναιτίου προνοίας). Όμως
εμείς γνωρίζουμε ότι οι δύο μορφές τής Ιεραρχικής ενέργειας είναι η
απαγωγική μεσότης, η οποία ασκείται με τον τρόπο τής πρόνοιας
(προνοητικώς) και η αναγωγική μεσότης η οποία πραγματοποιεί τήν
μεταστροφή (επιστρεπτικώς). Γνωρίζουμε επίσης ότι κάθε μεταστροφή
είναι ένα δώρο τού Θεού και ότι αυτή δεν είναι κατά βάθος παρά μία νέα
πλευρά τής Πρόνοιάς του. Ανάγκη λοιπόν να δηλώσουμε ότι όλη η
Ιεραρχική ενέργεια απαγωγική ή αναγωγική, δεν είναι παρά μία
μετοχή στην μόνη ενέργεια η οποία αξίζει αυτό το όνομα: Στην
Θεαρχική ενέργεια! Πολλά χωρία επίσης καθορίζουν την ενύπαρξη και
την υπερβατικότητα τής προνοητικής Ενέργειας!

Σχόλιο: [Η ΘΕΑΡΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ


ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΑΝΕΠΤΥΞΕ Ο
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ. ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΔΙΕΦΘΕΙΡΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ
ΤΟΥ ΜΕΓΕΝΤΟΡΦ.

ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΤΡΙΤΟΣ (ΚΕΦ 16,


60): Διότι δεν θα μπορούσε κάνεις να διαχωρίσει ούτε τη δύναμιν και
ενέργεια από τον δυνάμενο και ενεργούντα. Σ’ αυτά και το ότι δεν
μπορεί να θεωρηθεί σε ιδιαίτερη υπόσταση η ενέργεια καθώς και η
λαμπρότης που παριστάνει εναργώς το αχώριστο προς τη φύσιν].

Η θεωρία τού έρως-αγάπη επιβεβαιώνει ακόμη αυτές τις δηλώσεις.


Για τον Διονύσιο υπάρχει μία μόνον αγάπη, μοναδική δύναμις και
απλή, που είναι ο ίδιος ο Θεός, η οποία απλώνεται μέχρι τα τελευταία
όντα και επιστρέφει εις εαυτόν (μία τις εστιν απλή δύναμις ή
αυτοκινητική… εκ ταγαθού μέχρι τού τών όντων εσχάτου, και

85
απ’εκείνου πάλιν εξής διά πάντων εις ταγαθόν… εαυτήν ανακυκλούσα.
Θ. Ον. 713 D). Τώρα εμείς μπορούμε να ταυτοποιήσουμε χωρίς φόβο
τήν Ιεραρχική ενέργεια (δραστηριότητα) κάτω από την τριπλή της
όψη τής κάθαρσης, τού φωτισμού και τής ενώσεως στον έρωτα-
αγάπη, καθότι ο Διονύσιος σημειώνει αδιάκριτα αυτή ή εκείνες σαν
σκοπούς τών διαφόρων Ιεραρχιών. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι μία μόνον
δραστηριότητα μένει δυνατή σε όλους τούς βαθμούς τών νόων : η Θεία
αγάπη η ίδια, η οποία μετεχόμενη στις διαφορετικές τάξεις τής Ιεραρχίας
σύμφωνα με την φύση και την αξιοπρέπεια τής κάθε μίας, τούς
επιτρέπει να επιστρέψουν στον Θεό και να ξαναβρούν, σ’αυτή τους την
επιστροφή, όλο αυτό που αγαπά αυθεντικά και αξίζει να αγαπάται.
Φτάσαμε λοιπόν με επιτυχία σ’ένα σταθερό σημείο: δεν υπάρχει παρά
μία μόνη και η ίδια ενέργεια (μία και αυτή ενέργεια) στην Θεαρχία και
στις Ιεραρχίες.

Παραμένει όμως το γεγονός ότι η μετοχή σ’αυτή την μοναδική ενέργεια


μπορεί να είναι πολύ διαφορετική. Η μετοχή πραγματοποιείται στους
διαφόρους βαθμούς τής Ιεραρχίας, σύμφωνα με τους νόμους τής
αναλογίας ή τής συμμετρίας που μελετήσαμε προηγουμένως.
Πραγματοποιείται επίσης και λόγω τής ανομοιότητος, μικρότερης ή
μεγαλύτερης η οποία χωρίζει τους κτιστούς νόες από το καθαυτό αγαθό
(η τών νοερών όψεων ανομοιότης… τας μετουσίας ποιεί διαφόρους).
Αλλά, παρότι ανόμοιες, οι μετουσίες τής Ιεραρχίας είναι πάντοτε
μετοχές. Και σ’αυτό ακριβώς ομοιάζουν. Η αμοιβαία τους ομοιότης δεν
παρουσιάζει εξ άλλου τούς ίδιους χαρακτήρες τής δικής τους αντίστοιχης
ομοιότητας με την Θεαρχική ενέργεια, η οποία είναι ταυτοχρόνως
μικρότερη και μεγαλύτερη. Μεγαλύτερη κατά κάποιο τρόπο, διότι μέσω
τής κοινής τους ομοιότητος στην ενέργεια στην οποία μετέχουν, οι
Ιεραρχικές δραστηριότητες ομοιάζουν μεταξύ τους. Καταργώντας αυτή
την αρχική και αρχέγονη, είναι σαν να καταργούμε όχι μόνον την
αμοιβαία ομοιότητα τών μετεχόντων όρων, αλλά και τους ίδιους τούς
όρους. Με κάποια έννοια λοιπόν, η μετεχόμενη ενέργεια κάθε Ιεραρχικού
όρου είναι πιο κοντά στην Θεαρχική ενέργεια από εκείνη όλων των
άλλων βαθμών τής Ιεραρχίας. Αλλά με μία άλλη έννοια οφείλουμε να
δηλώσουμε το αντίθετο. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ένα κοινό μέτρο
ανάμεσα στην Θεαρχική ενέργεια, η οποία είναι πέραν κάθε δυνατής και
πραγματικής αξιολογήσεως και τίς Ιεραρχικές ενέργειες, οι οποίες είναι
όλες πεπερασμένες και περιορισμένες, παρότι σε διαφορετικούς βαθμούς.

86
Η πρώτη προϋπάρχει όλων των μετοχών και αρκεί στον εαυτό της, οι
δεύτερες ορίζονται σαν μετοχές στην πρώτη και δεν θα μπορούσαν να
υφίστανται χωρίς αυτή. Εμείς έχουμε από το ένα μέρος το ατελείωτο, την
απειροσύνη, την ολότητα, την “αυτοεπάρκεια” η οποία ξεφεύγει από
κάθε μέτρο και από το άλλο, τον καθορισμό, τον περιορισμό, την ένδεια.
Θεωρημένες σ’αυτή την προοπτική, οι Ιεραρχικές ενέργειες οι οποίες
μετέχονται μάς φαίνονται σαν ουσιωδώς ανόμοιες σε σχέση με την
Θεαρχική ενέργεια από την οποία προέρχονται όλες και αντιστρόφως,
στην ίδια τους τήν ανομοιότητα, σαν ουσιωδώς όμοιες μεταξύ τους. Στην
δραστηριότητά τους, όπως και στην φύση τους, οι Ιεραρχικές τάξεις
απαντούν σ’αυτόν τον ορισμό, που δεν τον εφάρμοσε καθαρά σ’αυτές
όμως ο Διονύσιος : συνιστούν ανόμοιες ομοιότητες! [Αυτή η ιδέα τής
ανόμοιας ομοιότητος είναι οικεία σε όλα τα νεοπλατωνικά συστήματα.
Είναι στενά συνδεδεμένη στην έννοια τής αναλογίας. Η πρόοδος δεν
είναι δυνατή παρά μόνον χάρις στην ομοιότητα (στοιχεία Θεολ. Πρ. 29,
Πρόκλος: Πάσα πρόοδος δι’ομοιότητος αποτελείσθαι τών δευτέρων
προς τά πρώτα). Ο ίδιος νόμος και για την μεταστροφή. Προτ. 32: Πάσα
επιστροφή δι’ομοιότητος αποτελείται τών επιστρεφομένων προς ό
επιστρέφεται! Αλλά αυτή η ίδια η ομοιότης φέρει μία ανομοιότητα η
οποία είναι το αποτέλεσμα τής προόδου και ακριβώς το σημείο
εκκινήσεως τής επιστροφής. Η ετερότης τών όρων είναι η συνθήκη τής
διπλής διαλεκτικής, στον ίδιο τίτλο τής ομοιότητος των. Προτ. 32:
συνδέει δε πάντα η ομοιότης, ώσπερ διακρίνει η ανομοιότης και
διίστησιν].

Αυτή είναι λοιπόν η Ιεραρχική δραστηριότης: βλέποντας πριν απ’όλα


τήν θέωση τών νόων μέσω τής αγάπης, πραγματοποιεί τις τρείς όψεις
ουσιωδώς διακριτές, παρότι αχώριστες, τής κάθαρσης, τού φωτισμού και
τής ενώσεως! Αυτή πραγματοποιείται, ενεργείται μέσω μίας διπλής
προόδου, αναγωγικής και κατιούσας, καταγωγικής, τών οποίων οι
πράξεις ανακαλούνται, εξαρτώνται και εμπλέκονται. Τέλος είναι μία
“αναλογική” μετοχή με την μοναδική ενέργεια τής Θεαρχίας. Βαθειά
ενωμένη στην δομή της, η ιεραρχία τού Διονυσίου δεν υστερεί ούτε και
στην ενέργειά της (μία ενέργεια, μία δύναμις, μία των πάντων πρόνοια).
Και μέσω αυτού, εμφανίζεται, στο Χριστιανικό πλαίσιο, σαν η τελευταία
προσπάθεια τής ελληνικής σκέψης να οργανώσει με τρόπο νοητό τα
στοιχεία μίας Αποκαλύψεως!

87
Κεφάλαιο τέταρτο. - Η ιεραρχική επιστήμη!

Τάξις και δραστηριότης (ενέργεια), η ιεραρχία είναι ταυτοχρόνως


επιστήμη. Γνωρίζουμε τί πρέπει να εννοήσουμε με αυτόν τον όρο. Δεν
υπάρχει επιστήμη τού τυχαίου, τού συμπτωματικού, τού κινητού και τού
φθαρτού και πρόσκαιρου: αυτό είναι για τον Διονύσιο, όπως και για τον
Πλάτωνα, το πεδίο τών αισθητηρίων και τής γνώμης. Το αντικείμενο της
επιστήμης δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαίο, μόνιμο, αιώνιο. Επομένως
η Ιεραρχική επιστήμη όπως η τάξις και η ενέργεια, μάς επαναφέρει στον
Θεό και στα Θεία πράγματα! Αυτή η ταυτότης τού αντικειμένου εξηγεί
χωρίς αμφιβολία το γεγονός ότι οι τρείς πλευρές ή όψεις τής Ιεραρχίας
παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία. Ας προσπαθήσουμε να τα
εξετάσουμε ταχύτατα πριν αντιμετωπίσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
τής επιστήμης!

1. Τα κοινά χαρακτηριστικά τής επιστήμης, στην τάξη και στην


Ιεραρχική ενέργεια (δραστηριότητα).

Τέσσερα ουσιώδη χαρακτηριστικά επιτρέπουν να πλησιάσουμε την


έννοια τής Ιεραρχικής επιστήμης στις έννοιες τής τάξης και τής ενέργειας
: ο σκοπός τους είναι κοινός, οι βασικές τους όψεις είναι οι ίδιες, η διπλή
τους πρόοδος, αναγωγική και καταγωγική, είναι ταυτόσημη. Τέλος,
τάξις, ενέργεια και επιστήμη έρχονται από τον Θεό.

Πρώτα απ’όλα η Ιεραρχική επιστήμη, όπως η τάξις και η ενέργεια, έχει


σαν σκοπό τήν θέωσί μας. Η γνώση είναι πράγματι πρόξενος ενότητος
(Θ. Ονομ. 701 Β : η τού νοητού φωτός παρουσία, συναγωγός και
ενωτική). Όμως όποιος λέει ενότης λέει πρόοδο στην αφομοίωση στον
Θεό και σε όλες τις δραστηριότητες που συνεπιφέρει αυτή η θέωση.
Αυτό που ισχύει για την γνώση υπολογιζόμενη στους ιδιαίτερους νόες,
ισχύει, ακόμη περισσότερο για την Ιεραρχική επιστήμη, στην οποία
οφείλει να εισαχθεί αναγκαίως κάθε αυθεντική γνώση του Θεού.
Γνωρίζουμε εξ’άλλου ότι, σαν μετοχή στην Θεαρχική επιστήμη, η
Επιστήμη των Ιεραρχιών είναι ταυτοχρόνως κάθαρση, φωτισμός και
τελείωση (Ουρ. Ιερ. 209 C/D: και κάθαρσις εστι και φωτισμός και
τελείωσις η τής θεαρχικής επιστήμης μετάληψις, αγνοίας μέν οίον
αποκαθαίρουσα… φωτίζουσα δε αυτή η Θεία γνώση... και τελειούσα
πάλιν αυτώ τω φωτί, τη καθ’εξιν επιστήμη των φανοτάτων μυήσεων. Ο
Διονύσιος ακολουθώντας την σωκρατική εξίσωση αρετής-επιστήμης,

88
θέλει μία και την ίδια πραγματικότητα στην γνώση και στην θέωση).
Αυτές όμως είναι και οι όψεις οι ίδιες τής Ιεραρχικής ενέργειας. Αυτοί
είναι και οι σκοποί που ορίζει σε κάθε ιεραρχία ο Διονύσιος, είτε την
υπολογίζει σαν τάξη ή σαν ενέργεια. Ταυτόσημες στούς σκοπούς τους
και στις όψεις τους, ενέργεια και τάξις Ιεραρχικές είναι επίσης και στην
πρόοδο τους. Η αναγωγική και η καταγωγική διαμεσολάβηση παίζουν
ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και για την επιστήμη και για την ενέργεια: από
τις τελευταίες ουσίες στις πρώτες εάν πρόκειται για την αναγωγική
μεσολάβηση, από τις πρώτες στις τελευταίες εάν πρόκειται για την
καταγωγική μεσολάβηση! Και η Θεία επιστήμη, όπως και η ενέργεια,
είναι μετεχόμενη με διαφορετικό τρόπο από τους διάφορους νόες,
λαμβάνοντας υπ’όψιν τής πνευματικής τους δεκτικότητος (αναλογία) και
τής αντίστοιχης αξίας τους! (Ούρ. Ιερ. 212 Α, όπου η πρώτη ουράνιος
ιεραρχία είναι θεαρχικής επιστήμης και γνώσεως εν μετουσία κατά
θεμιτόν γιγνομένη). Το θεμιτόν αντιστοιχεί στην αναλογία. Εκκλ. Ιερ.
Ο επίσκοπος καθοδηγεί τούς υποτελείς του στην επιστήμη που τους
αρμόζει (αναλόγως αυτοίς). Εκκλ. Ιερ. 532 C : ο άγιος λαός υψώνεται και
αυτός στην αγάπη τής επιστήμης των Θείων πραγμάτων σύμφωνα με την
αναλογία του (προς τον Θείον τής επιστήμης αυτών έρωτα ταις
αναγωγικαίς αυτών δυνάμεσιν αναλόγως αναπτερουμένη)! (Ούρ. Ιερ. 209
C/D : η επιστήμη δίδεται στον καθένα σύμφωνα με την αξία του : τη
κατ’αξίαν ενδιδομένη γνώσει ή κατά τάξιν). (Εκκλ. Ιερ: 372 D : ο
επίσκοπος μυεί τούς υποτακτικούς του και τούς ενώνει στον Θεό
κατ’αξίαν εκάστω).

Αλλά σε κάθε νέα μετάδοση, η γνώση χάνει λίγο από την λαμπρότητά
της. Μέσω τού τελευταίου βαθμού τής τρίτης ουράνιας Ιεραρχίας, η
θεαρχική γνώση διέρχεται στην δική μας ανθρώπινη ιεραρχία! Αυτή
παραδίδεται κατά πρώτον στούς Επισκόπους. Από αυτούς φθάνει στους
Ιερείς και στην συνέχεια στους Διακόνους. Σ’αυτή την μετοχή, οι πρώτες
αγγελικές ουσίες έχουν λοιπόν ακόμη τον πιο σημαντικό ρόλο, καθότι
την προσλαμβάνουν χωρίς μεσολαβήσεις αμέσως! Μέσω αυτών, όπως η
ενέργεια, η γνώση της Θεαρχίας μεταδίδεται στην δεύτερη ουράνιο
Ιεραρχία και από αυτή στην Τρίτη! Από την οποία μεταδίδεται στην
ανθρώπινη Ιεραρχία. Κάθε μία από αυτές τις τάξεις τού κλήρου
διδάσκει ένα μέρος τών πιστών: ο Επίσκοπος τούς τελείους
(θεωμένους), ο Ιερέας τούς φωτισμένους, ο διάκονος τούς
κεκαθαρμένους. Και έτσι ολοκληρώνεται, όπως και για την ενέργεια η
προοδευτική ακτινοβολία η οποία προοδευτικά συσκοτίζεται, τής
γνώσης, μέσω τών Ιεραρχικών νόων. Κάθε τάξις είναι ουσιωδώς
μεταδιδόμενη με την διδασκαλία! Δεν γνωρίζεται ο Θεός από εμάς
μόνους μας! (Μόνον ο Χριστός). Πρέπει η γνώση, όπως και η θεοποιός
ενέργεια, να αναμένεται και να λαμβάνεται από ψηλά και μόνον μέσω

89
τής μεσολαβήσεως τής αμέσως ανώτερης τάξεως, μία δεδομένη τάξις
μπορεί να υψωθεί στην μία και στην άλλη. Η παράβαση αυτού του
κανόνος θα ήταν μία υπερήφανη ύβρις η οποία δεν άργησε επίσης να
γίνει αιτία καταστροφών τών νόων. Για την τελειότητα τής γνώσεως
τής πρώτης ουράνιας Ιεραρχίας, Ουρ. Ιερ. 208 C: Οι πρώτες αγγελικές
ουσίες είναι τέλειες, διότι οι πρώτες, σε ένα υψηλότατο βαθμό, είναι
πλήρως θεωμένες, σύμφωνα με την υψηλότατη επιστήμη τών Θείων
ενεργειών η οποία αρμόζει στους αγγέλους (ως πρώτης, και
υπερεχούσης θεώσεως αποπληρουμένας, κατά την υπερτατην ως εν
αγγέλοις των Θεοργιών επιστήμην). Σ’αυτές τις πρώτες ουσίες, ο
Ιησούς εμφανίζεται άμεσα. Ουρ. Ιερ. 209 Β: ταύτας αυτόν Ιησούν
αμέσως μυούντα! Περί τής αρχής τής μεταδόσεως τής Ιεραρχικής
επιστήμης (γνώσεως) γενικά, Ουρ. Ιερ. 209 Α: τας μέν υφειμένας των
ουρανίων ουσιών διακοσμήσεις, προς των υπερβεβηκυιών ευκόσμως
εκδιδάσκεσθαι τας θεουργικάς επιστήμας. Για την μετάδοση τής
επιστήμης από την πρώτη στην δεύτερη Ιεραρχία. Ούρ. Ιερ. 212 Β : την
Θεολογικήν επιστήμην η πρώτη διακόσμησις, ώς θεμιτόν, ελλαμφθείσα
προς την Θεαρχικής αγαθότητος ταύτης, ως αγαθοειδής Ιεραρχία και τοις
μετ’αυτών εξής μεταδέδωκεν…

Ουρ. Ιερ. 273 Α: Εκφαντορικοί δε πάντες εισί άγγελοι τών πρό


αυτών!

“Κάθε τάξις είναι ουσιωδώς μεταδιδόμενη διά τής διδασκαλίας!”.Το


ρήμα διδάσκω και τα επίθετα διδάσκαλος και διδασκαλία, μεταφράζει με
ακρίβεια αυτή την όψη τής δογματικής μεταδόσεως από μερικούς
εγκεκριμένους, εξουσιοδοτημένους δασκάλους. Οι πρώτοι αγγελικοί
νόες είναι οι πρώτοι που πραγματοποίησαν τα Θεία μυστήρια τα
οποία διδάσκουν : τους πρώτους Θεοειδείς νόας ώς πρωτουργούς τών
Θείων και διδασκάλους. Ουρ. Ιερ. 304 Α. Ο άγγελος διδάσκει τον Ησαΐα!
Ο επίσκοπος απλώνει σε όλους τα φώτα της Θείας διδασκαλίας (τας
φωτοειδείς αυτού της ενθέου διδασκαλίας αυγής αφθόνως επί πάντας
απλών, Εκκλ. Ιερ. 400 Β). Η λειτουργία παρομοίως με την Γραφή, είναι
αυτή η ίδια μία διδασκαλία, Εκκλ. Ιερ. 512 Α… μία επιστήμη
λειτουργική για τους πιστούς. Ο διάκονος στον κατώτερο βαθμό τού
εξαγνιστού, ξεγεννά τούς μυημένους στην Θεία ζωή (μαιευομένη) μέσω
τού φωτισμού και της καθαρτικής διδασκαλίας τών Γραφών (ταις
καθαρτικαίς τών λογίων ελλάμψει και διδασκαλίαις. Εκκλ. Ιερ. 508 Β).

Αυτοί είναι οι νόμοι τής επιστήμης τής Ιεραρχίας!

Ταυτόσημοι με εκείνους τής ενέργειας, εξηγούνται όπως και οι πρώτοι.


Μοναδική στο υποκείμενό της, που είναι ο Θεός, η επιστήμη είναι
μοναδική και στην πηγή της και στον τρόπο της : η επιστήμη τού Θεού

90
δεν μπορεί να φθάσει στους νόες παρά μόνον από τον ίδιο τον Θεό (Περί
Θ. Ονομ. 705 C/D: εξ’αυτού και δι’αυτού… πάσα επιστήμη) και μόνον
στις συνθήκες οι οποίες έχουν ορισθεί από Αυτόν. (Δηλαδή οι νόμοι τής
Ιεραρχικής μεσολαβήσεως). Μέσω τών ιδίων οδών που
χρησιμοποιήσαμε για να δείξουμε την μοναδικότητα τής ιεραρχικής
ενέργειας (δραστηριότητος) είναι λοιπόν δυνατόν να ορίσουμε ότι
υπάρχει μία μόνον επιστήμη, οποιονδήποτε βαθμό τής Ιεραρχίας και αν
υπολογίσουμε. Οι μετοχές, ακόμη, είναι διαφορετικές και η επιστήμη
καλύπτει βαθμούς αρκετά διαφορετικούς σύμφωνα με τις διαφορετικές
τάξεις. Αλλά κατά βάθος αυτή η επιστήμη παραμένει ίδια καθώς έχει τον
Θεό σαν μοναδικό αντικείμενο, από την στιγμή που έχει την πηγή της
πρωταρχικώς και ουσιωδώς στο ίδιο το αντικείμενο και καθώς εν τέλει
μόνον μέσω τής τέλειας ενοποιήσεως τής ζωής, μέσω τής τελειότητος τής
Θείας αγάπης σε μας, στά Ιεραρχικά πλαίσια, μπορούμε να αναχθούμε
στον πιο υψηλό βαθμό αυτής τής επιστήμης (Εκκλ. Ιερ. 565 C: προς
Θειοτέραν έξιν και αναγωγήν έρωτι Θείω και ενεργείαις Ιεραίς
αποτελεσθείς, υπό τής τελεταρχικής ελλάμψεως αναχθήση προς τήν
υπέρτατην αυτών (των Θείων μυστηρίων) επιστήμην). Τελειότης τής
συμπεριφοράς, τελειότης τής Θείας αγάπης, τελειότης τής θεώσεως κάτω
από την τριπλή της όψη τής κάθαρσης, τού φωτισμού και τής ένωσης,
τελειότης τής επιστήμης: αυτές οι εκφράσεις είναι, κατά κάποιο τρόπο,
ισάξιες, καθώς εμπλέκουν όλη την οικείωση και απόκτηση τών νόων εκ
μέρους τού Θεού, στο μέτρο το ίδιο και σύμφωνα με τους τρόπους
(αναλογία, θεσμοθεσία) που ο Θεός όρισε για καθεμιά τους!

Έτσι λύνεται η έμφυτη ενότης τής αρεοπαγίτικης θεωρίας. Είτε πρόκειται


για την τάξη, ή την δραστηριότητα (ενέργεια) ή την Ιεραρχική επιστήμη,
τίς υποβαστάζουν και τις κατευθύνουν. Και οι τρείς έχουν σαν σκοπό
τους την θέωση τών νόων μέσω τής Θείας αγάπης, και οι τρείς είναι
ταυτοχρόνως κάθαρση, φωτισμός και ένωση, και οι τρείς έχουν την διπλή
υποχρέωση να ενώσουν τον Θεό στους νόες και τους νόες στον Θεό
σύμφωνα με μία διπλή αλλά αξεχώριστη πρόοδο μεταφοράς καταγωγής
και αναγωγής. Και οι τρείς, τέλος συνιστούν ένα και μοναδικό δώρο τού
Θεού το οποίο ταυτίζεται με την ιεραρχία που συνιστούν!

91
2. Οι διακριτοί χαρακτήρες τής Ιεραρχικής επιστήμης!

Αλλά οι ταυτότητες, παρότι θεμελιώδεις, δεν καταργούν τίς διακρίσεις.


Και συμφέρει, αφού υπογραμμίσαμε τις πρώτες να διαφωτίσουμε και τις
δεύτερες.

Η ιεραρχική επιστήμη θεωρεί τήν θέωση από την οπτική γωνία τής
γνώσεως η οποία είναι αχώριστος. Δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε
είδος γνώσεως: ούτε η ρητορική, ούτε η γεωμετρία, ούτε η ποίηση, ούτε
η αστρονομία, ούτε η “μουσική” τραβούν καθαυτές τήν προσοχή τού
Διονυσίου: αυτές δεν αξίζουν στα μάτια του ούτε το όνομα τής
επιστήμης. Η αληθινή επιστήμη μπορεί να έχει σαν αντικείμενο μόνο
τον Θεό και τα Θεία πράγματα. Και γι’αυτό αυτός ο όρος συνοδεύεται
συχνά από ένα επίθετο Ιερής σημασίας (Θεολογικός, Θεοπαράδοτος,
θεαρχικός, ένθεος, Θείος, Ιερός, μυστικός, λειτουργικός, τέλειος,
τελειωτικός, πάνσοφος) ή ενός ισάξιου ορισμού: (Ουρ. Ιερ. 208 C: την
υπέρτατην ώς εν αγγέλοις τών θεουργιών επιστήμην! Εκκλ. Ιερ. 480 C:
των θείων επιστήμην και νόησιν. Εκκλ. Ιερ.: τελειωτικής τών θεουργιών
γνώσεως και επιστήμης!)

Έτσι καθορισμένη η ιεραρχική επιστήμη διατηρεί τους χαρακτήρες


της διακριτούς. Ο κεκαθαρμένος νούς αποκτά σταδιακά συνείδηση τών
Θείων πραγμάτων τα οποία ενεργούν σ’αυτή και μυείται βαθμιαίως στα
μυστήρια τού Υπερβατικού. Εδώ η επιστήμη διατηρεί έναν χαρακτήρα
περισσότερο θεωρητικό και η ενέργεια έναν χαρακτήρα “ενεργητικό”.
Αμφότερες σε μία τέλεια αλληλεγγύη, στρέφονται προς την ίδια θέωση
τού νου. Αλλά όταν η ενέργεια πραγματοποιεί την εργασία την ίδια τής
θεώσεως, η επιστήμη δείχνει την γνώση και την συνείδηση που
προηγούνται, συνοδεύουν και ακολουθούν αυτή την θέωση.

Ειδομένη κάτω από αυτή την τυπική πλευρά, η επιστήμη διακρίνεται


ακόμη από την ιεραρχική τάξη. Αυτό προσδιορίζει τήν εσωτερική
διάθεση τών νόων, τον βαθμό τους και τις αμοιβαίες τους σχέσεις στην
Ιεραρχική αλυσσίδα που τις ενώνει όλες στον Θεό, ενώ η επιστήμη
συνιστά μία ιδιαίτερη ενέργεια τού κεκαθαρμένου νου. Αυτή είναι
ουσιωδώς γνώση και συνείδηση των Θείων πραγμάτων που
αποκαλύφθηκαν ή χορηγήθηκαν.

92
Είναι προφανές εδώ αυτό που πλησιάζει τον όρο τού Διονύσιου στον
πλατωνικό όρο τής επιστήμης. Για τον Πλάτωνα δεν υπάρχει επιστήμη
παρά μόνον τών Θείων πραγμάτων. Να λοιπόν αυτά τα πράγματα στην
σειρά και την τάξη τής αύξουσας αξιοπρέπειάς τους: Ο κόσμος πέραν τής
σελήνης ο οποίος αντιπροσωπεύει τήν ορατή έκφραση ενός τέλειου
συνδυασμού αριθμών, ο κόσμος τών ιδεών και τέλος στην κορυφήν η
ιδέα τού αγαθού. Σε έναν τέτοιο κόσμο είναι δυνατόν να υπάρξει μία
επιστήμη, δηλαδή μία επιστήμη τού αναγκαίου διότι το όλον στηρίζεται
από νοητές σχέσεις οι οποίες υπήρξαν πάντοτε αληθινές και πάντοτε θα
είναι. Στον υποσελήνιο κόσμο, αντιθέτως και ιδιαιτέρως στην γή η οποία
αντιπροσωπεύει το ακραίο σημείο τής κενότητος και τής αταξίας,
μπορούμε να περιμένουμε μόνον πρόχειρες προσεγγίσεις, γνώμες (δόξαι)
ή φαντασίες ακόμη λιγότερο θεμελιωμένες. Έτσι ενώ το βασίλειο τής
τάξης αντιστοιχεί σ’εκείνο τής επιστήμης, στο βασίλειο τής αταξίας,
αντιστοιχεί εκείνο τής γνώμης (δόξα) από το οποίο δεν μπορούμε νά
περιμένουμε παρά πρόχειρες και χωρίς καθολικότητα διατυπώσεις!

Το βασίλειο τής τάξεως, αντιστοιχεί σ’ εκείνο τής επιστήμης και στο


βασίλειο τής αταξίας αντιστοιχεί εκείνο τής γνώμης (δόξα).

Δεν θα μπορούσαμε να επιθυμήσουμε μία πιο τέλεια αντιστοιχία


ανάμεσα στις δύο θεωρίες. Και δεν μοιάζει να ξαναπαίρνουν η μία και η
άλλη τις ίδιες αντιθέσεις : αταξία-τάξις και δόξα-επιστήμη, και τις ίδιες
αφομοιώσεις: τάξις-επιστήμη και αταξία-δόξα;

Οι αναλογίες είναι μεγάλες και ο Διονύσιος όπως γνωρίζουμε οφείλει


πολλά στις κοσμολογίες πλατωνικής εμπνεύσεως. Παρ’όλα αυτά μερικές
σίγουρες συγγένειες δεν πρέπει να μας κρύψουν διαφοροποιήσεις άλλο
τόσο σίγουρες. Ο Διονυσιακός όρος τής επιστήμης δεν καλύπτει σε
όλα τα σημεία τον αντίστοιχο πλατωνικό όρο.

Κατ’ αρχάς ο Διονύσιος αντιθέτει με μικρότερη ακρίβεια από τον


Πλάτωνα τον κόσμο πάνω από την σελήνη τής τάξεως και τής επιστήμης
από τον υποσελήνιο κόσμο τής αταξίας και τής δόξας. Μιλά είναι
αλήθεια για ουράνιες ουσίες (είναι ο ίδιος ο τίτλος: περί τής ουράνιας
Ιεραρχίας). Αλλά πρόκειται μόνον για τους αγγελικούς νόες ή για
ανθρώπινους νόες οι οποίοι μιμούνται από πολύ κοντά την καθαρότητά
τους. Με κανέναν τρόπο δεν πρόκειται για την εμφανή τοποθέτηση στον

93
αστρικό κόσμο αυτής της αγγελικής ιεραρχίας, ούτε δε ακόμη
περισσότερο να ταυτίζει έναν τέτοιο άγγελο σε ένα συγκεκριμένο άστρο.

Μάλιστα δε η όγδοη επιστολή αντιμετωπίζει τέσσερα ουράνια φαινόμενα


τα οποία εισάγοντας φαινόμενα ακανόνιστα στην διαδρομή των άστρων,
τείνουν να αποδείξουν την κενότητα τής κυρίαρχης αστρονομίας για να
επιβεβαιώσουν την υπερβατικότητα του Θεού ο οποίος στηρίζει το
σύμπαν. Διαισθανόμαστε την εμβέλεια αυτών τών επιχειρημάτων ενάντια
σε έναν αντίπαλο δεμένον στα δόγματα τής αφθαρτότητος των άστρων,
τής τέλειας κανονικότητός των και επομένως στην αιωνιότητά τους και
την Θειότητά τους.

Εάν ο αστρικός κόσμος δεν μπορεί να υπολογισθεί σαν ένα ακλόνητο


πλαίσιο τής επιστήμης, υπάρχουν αντιθέτως, στον υποσελήνιο κόσμο,
γεγονότα και πρακτικές τα οποία σημαίνουν μίαν αληθινή επιστήμη. Και
αυτό είναι ένα δεύτερο σημείο το οποίο αντιθέτει τον αρεοπαγίτικο όρο
τής επιστήμης σ’εκείνο τού Πλάτωνος.

Γνωρίζουμε ότι η κυκλική έννοια τού χρόνου, τόσο οικεία στους


Έλληνες, δεν αφήνει θέση για μια αληθινή ιστορία στην οποία θα
μπορούσε να υπάρξει μία καινοτομία, κάποια ρήγματα συνέχειας και
απόλυτες πρωτοβουλίες. Η ανομοιότης μειώθηκε στην ομοιότητα και την
αναλογία, η φανερή δημιουργία τών ελευθεριών και τών πραγμάτων,
στην επανάληψη. Το φαινόμενο υποβαθμίστηκε ή αφομοιώθηκε σε
κάποια νοητή σύνθεση, έξω-χωρική και δια-χρονική, στην οποία χάνει
όλους του τούς χαρακτήρες σαν φαινόμενο, καθότι δεν θα μπορούσε να
υπάρξει επιστήμη τού ιδιαιτέρου. Τώρα, για τον Διονύσιο τα πράγματα
δεν μπορούν να βαδίσουν μ’αυτόν τον τρόπο. Χωρίς αμφιβολία καθένα
από τα μέρη του αποτελεί μία προσπάθεια, πολύ σκληρή, να μειώσει την
Χριστιανική οικονομία σε νοητά πλαίσια! Και εμείς παρακολουθούμε για
παράδειγμα όλη την ανθρώπινη ζωή τού Χριστού να αφομοιώνεται, ας
πούμε, στην άχρονη θεωρία τού μυστηρίου τής Ευχαριστίας! (Εκκλ. Ιερ.
ΙΙΙ, §3: θεωρία. 440 C/444 D). Αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι ο
Διονύσιος αδειάζει την ιστορία. Δεν δόθηκε ταυτόχρονα το πάν ούτε
μία φορά για πάντα, όπως στην Ελληνική επιστήμη, και η Θεία αλήθεια,
εγγράφεται μέσα στην καρδιά την ίδια τού χρόνου και τού χώρου. Είναι
εκεί λοιπόν, κατά κάποιο μέτρο, που οφείλουμε να εγκαταστήσουμε τήν
επιστήμη! Και πράγματι ο Διονύσιος βλέπει μία πρόοδο στην

94
Αποκάλυψη και επομένως στην επιστήμη που έχουμε τού Θεού, από την
Π.Δ. στην Κ.Δ. Στην πρώτη αντιστοιχεί η κατά νόμου ιεραρχία (Εκκλ.
Ιερ. 501 Β, 440 Α, 392 C), η οποία αντιπροσωπεύει την αλήθεια με
εικόνες σκοτεινές (Ουρ. Ιερ. 501 Β: αμυδραίς τών αληθών εικόσι) με
μιμήσεις πολύ απόμακρες από τα μοντέλλα τους (και πορρωτάτοις των
αρχετύπων απεικονίμασι), με αινίγματα δύσκολα στην κατανόηση
(δυσθεωρήτοις). Η δεύτερη μάς προσφέρει την Εκκλησιαστική
Ιεραρχία η οποία μάς ανυψώνει έναν βαθμό στην γνώση τού Θεού, διότι
τοποθετείται ανάμεσα στην κατά νόμον Ιεραρχία και τήν ουράνιο και
μετέχει τών δύο (Εκκλ. Ιερ. 501 C-D: Έστι δε και ουρανία και νομική
κοινωνικώς τή μεσότητι τών άκρων αντιλαμβανομένη). Από την
Ουράνιο Ιεραρχία λαμβάνει τις νοερές θεωρίες (τη μέν κοινωνούσα ταίς
νοεραίς θεωρίαις). Από την νομική Ιεραρχία λαμβάνει τον αισθητό
συμβολισμό ο οποίος την ανυψώνει μέχρι τον Θεό (Εκκλ. Ιερ. 501 D:
τη δε ότι και σύμβολοις αισθητοίς ποικίλλεται και δι’αυτών Ιερώς επί το
Θείον ανάγεται). Η Εκκλησιαστική Ιεραρχία τής Κ.Δ. είναι καλύτερα
εκπαιδευμένη στα Θεία μυστήρια από όσο ήταν η κατά νόμου Ιεραρχία.
Και είναι μέσα στον χρόνο και τον χώρο που ενεργήθηκε αυτή η
πρόοδος.

Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά αφού στην Π.Δ., πάντοτε μέσω


τών αποκαλύψεων τών Θεολόγων ο λαός αποκτά πρόσβαση στην
επιστήμη τών πραγμάτων τών Θείων και αφού στην Κ.Δ. η τελειότης
αυτής τής επιστήμης προέρχεται από μία παρέμβαση χρονική τού Θεού,
την ενσάρκωση; Έτσι λοιπόν παραμένει η αλήθεια ότι το αντικείμενο τής
Ιεραρχικής επιστήμης είναι ουσιωδώς οικοδομημένο από τον Θεό και
από τις Θείες πραγματικότητες. Αλλά πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτές
οι Θείες πραγματικότητες έχουν μία οικονομία χρονική, ότι
αποκαλύφθηκαν προοδευτικώς και μάς μεταμορφώνουν
αποκαλυπτόμενες σε μάς σύμφωνα με τον ρυθμό της θεώσεώς μας και
τής συμμετοχής μας στα μυστήρια. Από αυτή την είσοδο τού αιωνίου
στον χρόνο προέρχεται μία σημαντική τροποποίηση τής ιδέας τής
επιστήμης. Οφείλει να επεκταθεί σ’αυτούς τούς τυχαίους και
περαστικούς τρόπους σύμφωνα με τους οποίους το Θείο μάς καθίσταται
προσβάσιμο. Επομένως η ζωή τού Χριστού, η ζωή και τα
παραδείγματα τών αγίων που έζησαν συμμορφούμενοι σ’Αυτόν, τα
μυστήρια, η λειτουργία, όλο αυτό που εισάγει το Θείο στον χρόνο,
γίνονται το αντικείμενο μίας αυθεντικής επιστήμης. Σ’αυτό το σημείο

95
λοιπόν επιπλέον η πλατωνική επιστήμη προσλαμβάνεται με μία
Χριστιανική σημασία. Η επιστήμη πρέπει να κατέλθει στον χρόνο. Στο
πεδίο τού γίγνεσθαι. Κάτι που την αντιθέτει όχι τόσο στον Πλάτωνα, όσο
στον Πλωτίνο και τον Πορφύριο.

Αλλά δεν τελειώσαμε: Η Αρεοπαγίτικη επιστήμη έχει για αντικείμενο


έναν προσωπικό Θεό ο οποίος αποκαλύπτεται μέσω τού Λόγου του.
Το ΙΙο κεφάλαιο των Θείων ονομάτων §V και VI ιδιαιτέρως (το οποίο
στρέφεται στην ενότητα και τις διακρίσεις στον Θεό) εκθέτει το
Χριστιανικό δόγμα τής Τριάδος και στην γνώση αυτού τού Θεού
Μονάδος εν Τριάδι που πρέπει να εφαρμοσθεί η προσπάθεια τών νόων.
Αυτοί δεν θα μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν ούτε σαν αφαίρεση ούτε
σαν ένα αντικείμενο, καθότι πρόκειται εδώ γιά ένα αληθινό υποκείμενο
και ακριβέστερα για ένα τριπλό υποκείμενο. Είναι λοιπόν διά τού τρόπου
τών σχέσεων ανάμεσα σε πρόσωπα πού μία παρόμοια γνώση θα γίνει
εφικτή, με αυτή την επιφύλαξη όμως: ότι ο όρος και η έννοια
υποκείμενο, στο Θεό, ξεπερνά απείρως αυτό που μπορούμε να
συλλάβουμε ή ξεφεύγει από τις φυσικές μας δυνάμεις. Υπάρχει ανάγκη
λοιπόν μίας Θείας πρωτοβουλίας η οποία θα μας προτείνει μία γνώση στο
μέτρο μας ή θα μας διευρύνει τούς νόες μας στις υπερανθρώπινες
δυνατότητες τής αλήθειας που μάς προτείνει! Αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίο η Ιεραρχική Επιστήμη οφείλει να συλληφθεί σύμφωνα μ’έναν
τρόπο κυρίως προσωπικών σχέσεων ανάμεσα σ’έναν Θεό ο οποίος
αποκαλύπτεται και τους Θεόμορφους νόες οι οποίοι τον ακούνε.

Μία τέτοια γνώση δεν διαχωρίζεται από την αγάπη και είναι πράγματι η
αγάπη η οποία τήν καθιστά δυνατή και τήν πραγματοποιεί (Θ. Ονομ. 713
A/D). Αυτή η αγάπη υποχρεώνει το Θεό να αποκαλυφθεί στους νόες τών
ανθρώπων, κατ’ αρχάς μέσω τών Θεολόγων τής Π.Δ. και στην συνέχεια
και πάνω απ’όλα μέσω τού ενσαρκωμένου Λόγου. Προσλαμβάνοντας
την φύση μας, το δεύτερο πρόσωπο τής Θεότητος, έγινε ένας από εμάς,
για να μας οδηγήσει όλους μαζί στην αληθινή επιστήμη και στην θέωση.
Και γι’αυτό ο Διονύσιος τού ζητά να είναι ο οδηγός του και ο δάσκαλός
του στις Θεολογικές εκθέσεις πού αναλαμβάνει (ουρ. Ιερ. 145 Β). Αυτές
είναι οι συνθήκες τής επιστήμης τού Αρεοπαγίτη: τείνει στην γνώση τής
Τριάδος, την οποία όμως μας αποκαλύπτει ο ενσαρκωθείς Λόγος,
εισάγοντας τούς κτιστούς νόες στον κύκλο τής αγάπης ο οποίος ξεκινά
από τον Θεό και επαναφέρει το πάν σ’ Αυτόν.

96
Αφού διακρίναμε την αρεοπαγίτικη έννοια τής επιστήμης από τις
παραπλήσιες έννοιες τής τάξεως και τής ενέργειας (δραστηριότητος)
αφού υπογραμμίσαμε τα σημεία στα οποία διαφέρει από την πλατωνική
επιστήμη, συμφέρει, για να ολοκληρώσουμε, να κάνουμε μία ανάλογη
διάκριση ανάμεσα σε επιστήμη και φωτισμό, ανάμεσα σε επιστήμη και
διαλογισμό και τέλος ανάμεσα σε επιστήμη και προσευχή.

Έχουμε τον πειρασμό σαν πρώτη αντίδραση να παρομοιάζουμε τον


φωτισμό (έλλαμψις) και την επιστήμη! Δεν έχουν και οι δύο την κοινή
τους πηγή στον Θεό και αυτό το κοινό αποτέλεσμα, να αποκαλύψουν
στον κτιστό νού τα Θεία μυστήρια; Βεβαίως. Αλλά η έλλαμψις μοιάζει
να παρουσιάζει μία μεγαλύτερη επέκταση από την επιστήμη. Αυτή
υπολογίζει, όπως είδαμε, την γνωσιολογική πλευρά τής θέωσης. Η
έλλαμψις δεν αποκλείει βεβαίως αυτή την πλευρά, αλλά λέει
περισσότερα. Περιλαμβάνει όλες τις χάρες που ήλθαν από τον Θεό, είτε
είναι νοερής τάξεως είτε όχι. Αυτή η εννοιολόγηση εμφανίζεται καθαρά
στην αρχή τής Ουράνιας Ιεραρχίας. Ο Διονύσιος σχολιάζει, αφού το
ανέφερε, το χωρίο του Ιακώβου Ι,17 : πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα
τέλειον άνωθεν έστιν καταβαίνον από τού Πατρός των φώτων. Καθαυτή,
αυτή η φράση αποδίδει στον “Πατέρα των φώτων” κάθε είδους δώρου
(πάσα δόσις, πάν δώρημα). Και ο Διονύσιος το εξηγεί με ακρίβεια όταν
αποδίδει θετικά σ’αυτή την φωτεινή ακτινοβολία (Ουρ. Ιερ. 120 Β : πάσα
πατροκινήτου φωτοφανείας πρόοδος) την πνευματική μας
αποκατάσταση, την επιστροφή μας στο Ένα και στην Θεοποιό απλότητα
του πατρός (πάλιν… ανατατικώς ημάς αναπληροί και επιστρέφει προς
την του συναγωγού ενότητα και θεοποιόν απλότητα). Τώρα, παρότι
συντροφεύονται με φώτα νοερά, η πνευματική αποκατάσταση και η
επιστροφή στο Ένα δεν συνιστούν τυπικώς την επιστήμη! Η ίδια
παρατήρηση επιβάλλεται και για πολλές άλλες περιπτώσεις και χωρία!
Στο πρώτο κεφάλαιο των Θείων ονομάτων, για παράδειγμα, διαβάζουμε
ότι το Αγαθό καθαυτό επεκτείνεται, απλώνει, σε όλα τα όντα αγαθούς και
ευλογημένους φωτισμούς (Θ. Ονομ. 588 C : Ού μην ακοινώνητόν εστι
καθόλου ταγαθόν ουδενί των όντων, αλλ’ εφ’ εαυτού μονίμως την
υπερούσιον ιδρύσαν ακτίνα ταίς εκάστου των όντων αναλόγοις
ελλάμψεσιν αγαθοπρεπώς επιφαίνεται). Δεν μπορούμε να πούμε ότι
αυτή η φωτεινή ακτινοβολία του Αγαθού στα όντα είναι
αποκλειστικώς και τυπικώς μία ακτινοβολία τής επιστήμης. Δεν
μπορούμε ούτε να πούμε ότι μία παρόμοια ακτινοβολία συμβαίνει στις

97
Θείες ελλάμψεις (Ουρ. Ιερ. 340 Α/Β) και κάνουν συμμέτοχους τους
αγίους ανθρώπους στις χαρές του Θεού και των αγγέλων, στην
περίπτωση της επιστροφής ενός αμαρτωλού. Σε όλες αυτές τις
περιπτώσεις, η έλλαμψις παρουσιάζει μία επέκταση ευρύτερη της
επιστήμης.

Ένας δεύτερος λόγος μας εμποδίζει να ταυτίσουμε αυτούς τους δύο


όρους. Αφορά την ίδια την κατανομή τών ιεραρχικών λειτουργιών
ανάμεσα στους διαφορετικούς βαθμούς. Ενώ η επιστήμη είναι το
προνόμιο των τελείων, η έλλαμψις αποδίδεται περισσότερο στους
διάμεσους βαθμούς (Τάξεις). Έτσι για παράδειγμα, η τάξις των ιερέων
είναι διαφωτίζουσα, ενώ ο Επίσκοπος έχει σαν δώρο τήν επιστήμη.
(Εκκλ. Ιερ. 505 G/D : Είς τόν Ιεράρχην δε αναπέμπουσα τούς τής
επιστήμης των θεωρηθεισών Ιερουργιών εφιεμένους).

Αυτός ο ίδιος λόγος ισχύει για την διάκριση τής θεωρίας και της
επιστήμης. Η θεωρία χαρακτηρίζει ουσιαστικά τις μεσαίες τάξεις (εδώ
θα μπορούσαμε να θέσουμε το ερώτημα τής γνώσεως αυτού που
διακρίνει την θεωρία από την έλλαμψη. Και οι δύο ανήκουν κυρίως στις
μεσαίες τάξεις. Αλλά ενώ στην θεωρία ανήκει μάλλον η ιδιαίτερη
διαδρομή τού νού (τού θεωρητικού) η οποία τονίζεται, στην έλλαμψη,
μοιάζει να μετακινείται ο τονισμός στο δώρο τού Θεού, το οποίο εξάλλου
μπορεί να μην είναι ένα δώρο αποκλειστικά διανοητικό). Ο Άγιος Λαός,
ο οποίος είναι ενδιάμεσος ανάμεσα στην τάξη των κεκαθαρμένων και
την τέλεια τάξη των μοναχών, ονομάζεται θεωρητική τάξις. (Εκκλ.
Ιερ. 536 D και 532 Β). Στην μεσαία τάξη αντιστοιχούν πράγματι η
θεωρητική αρετή και η έλλαμψη (ο φωτισμός), ενώ οι ανώτερες τάξεις
διαθέτουν επιπλέον την επιστήμη η οποία τελειοποιεί. (Εκκλ. Ιερ. 504 Β:
Μέση δε μετά την κάθαρσιν η φωτιζομένη και τινων ιερών θεωρητική.
Τελευταία δε και θειοτέρα των άλλων η των ιερών φωτισμών, ών
εγεγόνες θεωρός ελλαμπομένη την τελειωτικήν επιστήμην). Η μεσαία
τάξις τής ιεραρχίας ανυψώνει εις θεωρητικήν έξιν και δύναμιν τον
άγιο λαό. Αλλά η τάξις των μοναχών, η οποία είναι η τέλεια τάξις,
οδηγείται στην κορυφή της ιεραρχικής επιστήμης μέσω τής πιο υψηλής
τάξεως τής ιεραρχίας. Και η γνώση των υψηλών μυστηρίων που έχουν
οι μοναχοί είναι πιο υψηλή από την θεωρία του λαού του αγίου!
(Εκκλ. Ιερ. 536 C: Ού θεωρητικός μόνον έσται των κατ’αυτόν ιερών,
ουδέ κατά μέσην τάξιν επί την κοινωνίαν ήξει τών ιερωτάτων συμβόλων,

98
αλλά μετά Θείας τών υπ’αυτού μετεχομένων ιερών γνώσεως ετέρω
τρόπω παρά τον ιερόν λαόν επί την μετάληψιν ήξει της θεαρχικής
κοινωνίας). Η διάκριση λοιπόν ανάμεσα στην θεωρία και την
επιστήμη είναι ξεκάθαρη στην Εκκλ. Ιεραρχία!

Το ίδιο ισχύει και στην Ουράνιο Ιεραρχία! Το ΙΙΙο κεφάλαιο, το οποίο


ορίζει την φύση και τον σκοπό της Ιεραρχίας, διακρίνει τους τρείς
βαθμούς που την συστήνουν. Ας δούμε τί λέει στους δύο πρώτους:
"Πρέπει οι φωτιζόμενοι να ανυψωθούν μέσω των Ιερών ομμάτων τής
νοήσεως μέχρι την κατάσταση και την δύναμη τής θεωρίας, (προς
θεωρητικήν έξιν και δύναμιν εν πανάγνοις νοός οφθαλμοίς
αναγομένους). Οι δε τελούμενοι να λάβουν μέρος στην τελειωτική
επιστήμη των ιερών πραγμάτων που θεώρησαν! (Μετόχους γίνεσθαι της
των εποπτευθέντων Ιερών τελειωτικής επιστήμης. Ουρ. Ιερ. 165 D)". Η
διάκριση λοιπόν δεν είναι τυχαία : στους μεσαίες βαθμούς αντιστοιχούν ο
φωτισμός και η θεωρία. Στους πρώτους βαθμούς, η τελειότης και η
επιστήμη. Έτσι η επιστήμη αντιστοιχεί στην αναγωγή των κτιστών νόων,
σε μία επόμενη στάση από εκείνη της θεωρίας, παρότι αυτή η ίδια η
θεωρία δεν καταστρέφεται αλλά ανυψούται, στην τέλεια κατάσταση της
θεώσεως την οποία προετοίμασε και στόχευσε!

Και τέλος η Ιεραρχική επιστήμη διακρίνεται από την προσευχή και από
την πίστη! Το θέμα τών σχέσεων τους δεν έχει τεθεί καθαρά από τον
Διονύσιο, αλλά τα δεδομένα τού Αρεοπαγιτικού Corpus μάς επιτρέπουν
να απαντήσουμε με επαρκή ακρίβεια! Οι πραγματείες ξεκινούν με
μίαπρόσκληση στην προσευχή (Περί Θ. Ονομάτων 589 Α/Β. Εδώ ο
Διονύσιος μάς καλεί να δοξάσουμε τόν Υπερβατικό Θεό μέσω τού
σεβασμού τής νοήσεώς μας - Ιεραίς νόος ευλαβείας) και μέσω μιάς
σοφής σιγής (σώφρονι σιγή τιμώντες). Βλέπει δε σ’αυτή την συνήθεια
την κατάσταση τού φωτισμού μας. (Θ. Ονομ. 680 B/D). Εδώ εκθέτει μία
αληθινή θεωρία τής προσευχής. Από εδώ οφείλουν να ξεκινήσουν οι
θεολογικές μας έρευνες, διότι μάς πλησιάζει στην Τριάδα και μάς
καθιστά περισσότερο παρόντες σ’αυτή! (Χρή γάρ ημάς ταίς ευχαίς
πρώτον επ' αυτήν [την αγίαν Τριάδα] ως αγαθαρχίαν προσανάγεσθαι! Θ.
Ον. 680 D: Διό και πρό παντός και μάλλον θεολογίας, τής ευχής
απάρχεσθαι χρεών….). Η Τριάδα δεν είναι βεβαίως απούσα καθότι δεν
είναι στον χώρο και αυτή δεν περνά από το ένα μέρος στο άλλο. Αυτή
είναι παρούσα στο πάν, αλλά δεν της είναι παρόν το πάν. (Θ. Ονομ. 680

99
Β: Aὐτὴ γὰρ οὔτε ἐν τόπῳ ἔστιν, ἵνα καὶ ἀπῇ τινος ἢ ἐξ ἑτέρων εἰς ἕτερα
μεταβῇ… Καὶ γὰρ αὐτὴ μὲν ἅπασι πάρεστιν, οὐ πάντα δὲ αὐτῇ πάρεστι).
Ο ρόλος τής προσευχής συνίσταται ακριβώς στην ανύψωσί μας προς
τον Θεό, την τοποθέτησί μας στα χέρια του και στην ένωσί μας μαζί Του!
(Θ. Ον. 680 C: Ἡμᾶς οὖν αὐτοὺς ταῖς εὐχαῖς ἀνατείνωμεν ἐπὶ τὴν τῶν
θείων καὶ ἀγαθῶν ἀκτίνων ὑψηλοτέραν ἀνάνευσιν).

Αυτό το δόγμα εξηγείται μέσω τής σύγκρισης τής αλυσσίδας και τού
σχοινιού (σειρά, πείσμα): Ας προσπαθήσουμε λοιπόν με τις προσευχές
μας νά υψωθούμε μέχρι την κορυφή αυτών τών Θείων ακτίνων τών τόσο
ευλογημένων σαν να αρπάζουμε, για να τραβήξουμε με επιμονή προς
εμάς με τα δύο εναλλασσόμενα χέρια μας, μία αλυσσίδα απείρως
φωτεινή (πολυφώτου σειράς) η οποία κρέμεται από ψηλά στους
ουρανούς και κατέρχεται μέχρι εμάς (ἐκ τῆς οὐρανίας ἀκρότητος
ἠρτημένης, εἰς δεῦρο δὲ καθηκούσης). Θα έχουμε την εντύπωση ότι την
τραβάμε προς τα κάτω, αλλά στην πραγματικότητα, η προσπάθεια μας
δεν θα μπορούσε να την μετακινήσει, γιατί είναι ολοκληρωτικώς
παρούσα υψηλά και χαμηλά και μάλλον θα είμαστε εμείς οι ίδιοι που θα
υψωθούμε (ἀλλ' αὐτοὶ ἡμεῖς ἀνηγόμεθα) προς την πιο υψηλή λάμψη μιας
τέλειας φωτεινής ακτινοβολίας. Με τον ίδιο τρόπο, εάν έχουμε ανέβει σε
ένα πλοίο και μας είχαν ρίξει, για να μας βοηθήσουν, σκοινιά δεμένα σε
βράχους, στ’αλήθεια, δεν θα τραβήξουμε προς εμάς τον βράχο, αλλά θα
σύρουμε εμάς τούς ίδιους και μαζί μας το πλοιάριό μας προς τον βράχο
(Θ.Ον. 680 C: αλλ’ ημάς αυτούς τω αληθεί και την ναύν επί τήν πέτραν
προσήγομεν). Ετσι η προσευχή είναι αναγωγική (προσανάγεσθαι,
αναγόμεθα), μάς πλησιάζει στον Θεό (πλησιάζοντας) μάς καθιστά
παρόντες (τότε και ημείς αυτή πάρεσμεν), μάς θέτει στα χέρια του
(εγχειρίζοντας) και μάς ενώνει μ’αυτόν (και ενούντας).

Αλλά η γνώση είναι και αυτή ενοποιός (Θ. Ονομ. 872 C). Πρέπει λοιπόν
να ενώσουμε, να ταυτίσουμε επιστήμη και προσευχή, ή τουλάχιστον να
αποδώσουμε σ’αυτή μία ίση σπουδαιότητα;

Χρονολογικώς ο Διονύσιος τοποθετεί την προσευχή πριν από την


θεολογική καθαυτή έρευνα. Είναι σαν η συνθήκη, διότι μάς ανυψώνει
προς το κέντρο κάθε φωτός. Επιτρέπει αυτή τήν πνευματική γειτνίαση
στον Θεό, αυτή τήν παρουσία και αυτή τήν εγκατέλειψη σ’αυτόν, χωρίς
την οποία ο νούς δεν θα ήξερε να αποκτήσει πρόσβαση στις υπερφυσικές

100
αποκαλύψεις. Έτσι εννοημένη, μοιάζει ουσιαστικά σαν μία πορεία
ταπεινοφροσύνης και γλυκύτητος, σαν ένα κάλεσμα στην χάρη από
ψηλά, που πρέπει να μας διδάξει και να μας θεώσει! Αλλά αυτό το
κάλεσμα προϋποθέτει τήν καθαρότητα και την μεταστροφή τού νού (Θ.
Ονομ. 680 Β: πανάγνοις μέν ευχαίς, ανεπιθολώτω δε νώ!). Για να
προσευχηθούμε, αυτός πρέπει ήδη να έχει εγκαταλείψει τόν εαυτό του,
με μία ενέργεια η οποία θά τον έχει οδηγήσει να αναγνωρίσει τα όρια του
και να τα ξεπεράσει! Εάν λοιπόν με μία έννοια, η προσευχή προηγείται
τής εργασίας τού νού, με μία άλλη, πρέπει να πούμε ότι τον ακολουθεί,
καθότι αυτή ακολουθεί φυσιολογικά τήν συνειδητοποίησή μας τής
ουσιαστικής μας ανεπάρκειας (Είναι ένα αποτέλεσμα τής χάρης τού
φωτισμού. Εκκλ. Ιερ. 400 B/C).

Αλλά αυτή η συνειδητοποίηση δεν οδηγεί τον νού στην προσευχή


εκτός και αν αυτή φέρει μαζί της την πίστη. Για να προσευχηθεί, ο
νούς πρέπει να αισθανθεί πάνω από αυτόν και εντός του μία δύναμη
“αυτεπαρκή” και καλόβουλη, νη οποία πέραν τών συζητήσεων, τών
ερευνών, τον εκπαιδεύει μ’έναν διαισθητικό τρόπο, ενοποιητικό και
ολοκληρωτικό. Αυτή η προσχώρηση σε μία υπερβατική αποκάλυψη είναι
ακατανόητη και σκανδαλώδης για τους εθνικούς, αλλά καταθέτει στον
πιστό την σταθερότητα στην αλήθεια, μια ανυποχώρητη πεποίθηση και
μία τέλεια σιγουριά. "Αυτός που ενώθηκε στην αλήθεια (με την πίστη)
γνωρίζει καλά ότι βρίσκεται στην αλήθεια, στο σωστό μέρος ακόμη και
εάν οι εθνικοί τού φέρονται σαν να είναι τρελός και περίεργος. Τους
διαφεύγει, όπως είναι φυσικό, ότι έφυγε από το λάθος για να ομολογήσει
τήν αλήθεια, χάρις στην αληθινή πίστη (διά τής όντως πίστεως). Όσο
γι’αυτόν, γνωρίζει ότι παραλογίζεται (όπως απαιτούν οι Εθνικοί), αλλά
ότι ελευθερώθη από την διαρκώς κινούμενη και μεταβαλλόμενη
αστάθεια, η οποία υφίσταται σε κάθε είδος λάθους, χάρις στην
απλότητα, στην σταθερότητα και στην παραμονή τής αλήθειας (διά της
απλής και αεί κατά αυτά και ωσαύτως εχούσης αληθείας
ηλευθερωμένον)". (Θ. ον. 872 D/873 και 872 C: Η Θεία πίστης εστίν η
μόνιμος τών πεπεισμένων ίδρυσις, η τούτους ενιδρύουσα τή αληθεία και
αυτοίς τήν αλήθειαν, αμεταπείστω ταυτότητι, την απλήν τής αλήθειας
γνώσιν εχόντων τών πεπεισμένων!). Η αληθινή πίστη η οποία στηρίζει
την προσευχή, ιδρύει και στερεώνει τόν νού στην ενότητα. Παρομοίως
όμως και αυτή η ένωσις δεν διδάσκεται με ανθρώπινα μέσα (Θ. Ονομ.
648 B: την αδίδακτον…. και μυστικήν…. ένωσιν και πίστιν). Αυτή είναι

101
δώρο τού εαυτού, τού νού, στον Θεό, παθητικότης κάτω από την
ενέργειά Του, συμπάθεια, παρά μία ενέργεια καθαρή τού νού. Επομένως
ο νους και η προσευχή εμφανίζονται σαν δύο πραγματικότητες στενά
δεμένες μεταξύ τους οι οποίες επιτρέπουν την πρόσβαση στους νόες
σ’αυτή την υπέρτατη και απλούστατη γνώση η οποία συνιστά την ένωση
με τον Θεό, χωρίς να εξαφανίζονται οι ενέργειες τών νόων οι οποίο
αντλούν από αυτή την ένωση, όλο τους το φως και την δύναμη.

Η Ιεραρχική επιστήμη διακρίνεται λοιπόν από την τάξη και την


Ιεραρχική ενέργεια (πράξη), από την πλατωνική επιστήμη, από τον
φωτισμό, από τον στοχασμό, από την προσευχή και την πίστη. Αλλά
σ’αυτή την ίδια τήν διάκριση πρέπει πάντοτε να υπονοούμε την παρουσία
όλων τών ιεραρχικών χαρακτήρων. Ξεχωριστή από την ενέργεια, η
επιστήμη δεν έχει πλέον νόημα και είναι αδιανόητος έξω από τα
πλαίσια και τους νόμους οι οποίοι στηρίζουν τις σχέσεις τών νόων
μεταξύ τους και τις σχέσεις τους με την Ιεραρχία. Η διάκριση είναι
νόμιμη μόνον σε μία προοπτική ολοκληρωτική η οποία θα διασώζει την
ουσιώδη αλληλεγγύη όλων των πλευρών και όλων των λειτουργημάτων.

Η Ιεραρχία λοιπόν δεν είναι ένα απλό στοιχείο τής Αρεοπαγιτικής


συνθέσεως. Είναι το ίδιο το Αρεοπαγιτικό σύμπαν: δομή και τάξεις
σταθερές, αρμονία τών κινητών λειτουργιών, γνώση των πνευματικών
πραγματικοτήτων οι οποίες θεώνουν τους νόες, τέλεια προσαρμογή
αυτών των τριών όψεων εκ των οποίων κάθε μία βρίσκεται να είναι
ταυτοχρόνως η συνθήκη και το αποτέλεσμα των άλλων δύο, η Ιεραρχία
κατανοεί και καθιστά δυνατή την ζωή και την πορεία των αγγελικών
νόων και των ανθρωπίνων. Ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα
στην ουράνια Ιεραρχία και την ανθρώπινη και σε καθεμιά τους ή από την
κατάσταση ή από μία τάξη στην άλλη, το πράγμα είναι ξεκάθαρο και
αξίζει τον κόπο να ερευνηθεί λεπτομερώς. Εμείς, μέχρις εδώ, ορίσαμε
την Ιεραρχία στους χαρακτήρες της οι οποίοι ισχύουν για όλες τις
ιδιαίτερες Ιεραρχίες, από το ένα μέρος και από το άλλο, τον τρόπο με τον
οποίο τίθενται, στην καρδιά την ίδια της συστάσεως, τής ενέργειας και
δραστηριότητος και της Ιεραρχικής επιστήμης, τα πιο ουσιώδη
προβλήματα τής Αρεοπαγίτικης σκέψης.

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

102

You might also like