You are on page 1of 14

Hans-Georg Gadamer

Ο ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ Η
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ (1999)

Εκδόσεις Αμέθυστος

http://amethystosbooks.blogspot.com/
Δεν είναι εύκολο για μένα να μιλήσω για ένα θέμα το οποίο μας οδήγησε
εδώ από το ενδιαφέρον μας για μια πιο βαθιά προσέγγιση του
προβλήματος “φιλοσοφία και φιλολογία στην σκέψη του Νίτσε”! Όπως
δεν είναι εύκολο επίσης και να εμπλέξουμε την σκέψη του Χάιντεγκερ με
το θέμα μας. Καθότι και ο Χάιντεγκερ στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής
του διεξήγαγε μια συζήτηση ζωτικής σημασίας γι’αυτόν, σε έναν διάλογο
σε δύο φωνές με έναν Νίτσε τον οποίο πρέπει να ξανασκεφτούμε.

Ελπίζω να έχω την κατανόηση σας εάν χρησιμοποιήσω το


πλεονέκτημα των γηρατειών - διότι είναι ο πιο εύκολος δρόμος για
έναν γέρο να ξεκινήσει από τα νιάτα του. Από σήμερα, μέχρι το 1900,
στο οποίο έκλεισε τα μάτια του ο Νίτσε για πάντα και στο οποίο είδα εγώ
το φως τού κόσμου, έχουν διατρέξει την ζωή διάφορες γενιές ανθρώπων,
έχουν γίνει πόλεμοι και γνωρίσαμε πολλές καταστροφές. Και έτσι
κοιτάζοντας πίσω σε όλες εκείνες τις περιόδους και σε όλες τις
πλημμύρες τής ιστορίας, διαβλέπουμε ένα χρέος το οποίο δεν αφορά
μόνον τους κλασσικούς φιλόλογους, οι οποίοι αναζητούν εδώ μία νέα
συμπαράσταση, αλλά ούτε και τους φιλοσόφους μόνον, οι οποίοι
συνεχίζουν τις εργασίες τους ακολουθώντας το ακαταμάχητο πνεύμα του
Χάιντεγκερ. Όχι, κοιτάζοντας το χρέος μας, νομίζω πως πρέπει να μας
είναι ξεκάθαρο πόσο διανοητικό άνοιγμα μάς είναι απαραίτητο και πόση
διαθεσιμότητα απαιτεί ο σημερινός κόσμος από όλους εμάς στην
Γερμανία, στην Ευρώπη, όπως και από όλους που έρχονται πέρα από την
Ευρώπη, για να καταστεί δυνατή η συνάντησή μας, η συνάντηση όλων
αυτών που αναρωτιούνται και θέλουν να μάθουν: από που
ερχόμαστε; Πού πάμε; Το ότι μπορεί να γίνει εφικτή αυτή η
συνάντηση από όλες τις γενεές, αυτό αποτελεί το χρέος μας. Σ’αυτόν
τον κόσμο πλανιέται επάνω μας μία κοινή μοίρα. Ένας από τους
μεγάλους στοχαστές ο οποίος διείδε αυτή
την μοίρα, υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο
Νίτσε. Ένας άλλος υπήρξε ο Χάιντεγκερ,
ο οποίος εργάσθηκε σταθερά σ’αυτή την
κοινή μοίρα, προσπαθώντας να
διακρίνει, δηλαδή στην επιστροφή, στο
ξεκίνημα και στην αρχή, την πορεία της
ιστορίας του κόσμου σε όλη της την σκληρότητα και να διανοίξει αυτή
την πορεία.

2
Ποια ήταν στην Γερμανία και στον κόσμο γενικά η πρόσληψη του
Νίτσε γύρω στο 1900; Αυτό μπορεί να μας το φανερώσει ένα ανέκδοτο.
Ο Πατέρας του μεγάλου φιλολόγου Karl Reinhardt, ο οποίος υπήρξε ο
διευθυντής ενός γυμνασίου τής Φραγκφούρτης και σαν τέτοιος εισήγαγε
νέες μορφές πολιτισμικής διαπαιδαγωγήσεως, δέχθηκε μια μέρα την
επίσκεψη ενός φίλου τού Νίτσε, του Paul Deusseu, ένα όνομα πολύ
γνωστό λόγω των μεταφράσεών του από τα σανσκριτικά, και γενικώς για
την άνεση με την οποία διάβαζε τις ουπανισάδες, λες και οι Ινδικές
θεωρίες της σοφίας, ήταν το δόγμα του Κάντ. Το “ίδιο το ανέκδοτο” είναι
πάντως αληθινό και οι μαρτυρίες πειστικές, μάς
φανερώνει δε πολύ καλά πώς ήταν τα πράγματα! Ο
Deussen λοιπόν ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι
του πατέρα τού Reinhardt και κατεβαίνοντας τις
σκάλες είπε: “έμαθες, τώρα ανακάλυψαν πώς ο
Νίτσε είναι ένας μεγάλος άνθρωπος. Δεν είναι
στ’ αλήθεια γελοίο το πράγμα;”. Αυτή ήταν η
πρόσληψη του Νίτσε και ας δώσουμε προσοχή,
από μέρους ενός συμμαθητού και φίλου και
συμφοιτητού τού Νίτσε. Και ο Deussen δεν ήταν
κάποιος, αλλά ένας ινδολόγος διεθνούς φήμης και ένας φιλόσοφος. Έτσι
λοιπόν ξεκίνησε η πρόσληψη του Νίτσε: δεν είχε γίνει κατανοητό ούτε
καν αυτό που συνέβαινε. Η τραγωδία του Νίτσε και της ζωής του είναι
πολύ γνωστά και δεν υπάρχει κάποια ανάγκη να τα θυμηθούμε. Παρ’όλα
αυτά πρέπει να αναρωτηθούμε, πώς και γιατί μόνον μετά τον θάνατο τού
Νίτσε η μορφή του σαν στοχαστού και οι ενέργειες τής σκέψης του
έγιναν τόσο έντονα και δυνατά εκμεταλλεύσιμα;!

Σχετικά μ’αυτό πρέπει να θυμηθώ πρώτα απ’όλα πως την περίοδο κατά
την οποία εγώ ο ίδιος, κατά την διάρκεια τού πρώτου παγκοσμίου
πολέμου και του τέλους του, άρχισα να μελετώ, ο Νίτσε, άρχιζε να
προσλαμβάνεται πολύ σιγά, αργά, στον ακαδημαϊκό κόσμο. Πριν του
1918 πάντως, κάνοντας την εξαίρεση του Georg Simmel, δεν μου είναι
γνωστή καμία περίπτωση κάποιου καθηγητού της φιλοσοφίας ο οποίος
θα είχε τολμήσει να κάνει έστω ένα μάθημα στον Νίτσε. Θα είχε
ζημιώσει αυτομάτως την αξιοπιστία του στην φιλοσοφική του ικανότητα.
Αλλά τώρα τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Θυμάμαι τον ρόλο που
είχε σ’αυτό το θέμα ο Max Scheler, ένας με ιδιαιτέρως μεγάλο
αισθητήριο τού πνεύματος τής εποχής γύρω στα μισά του εικοστού

3
αιώνος. Ο Max Scheler ο ίδιος επίκειται ακόμη πάνω
μας σαν μία μοίρα, προάγγελος νέων, φρέσκων
προβληματισμών για το μέλλον μας. Ο Scheler
ανέπτυξε την φαινομενολογία των αξιών. Αυτή είναι
μία όψη η οποία μπορεί να θεωρηθεί σαν κατεκτημένη
ήδη από τον Νίτσε. Είναι γνωστός πράγματι, σαν
αυτός που θέλησε να αναποδογυρίσει όλες τις αξίες.
Στα ίχνη του Σέλλερ, ένας από τους πρώτους
δασκάλους μου της φιλοσοφίας, ο Nicolai Hartmann,
στην συνέχεια ανέπτυξε στην Ηθική του αυτή την
φιλοσοφία των αξιών σ’ένα ολόκληρο σύμπαν του
συστήματος των αξιών, εμπνευσμένος από τον Νίτσε
και με την ενθάρρυνση του Σέλλερ, όπως ακουγόταν.
Σ’αυτό βρίσκεται ανάμεσα στις άλλες και η αξία τού “περνώ από
μπροστά”. Μία πολύ λεπτή παρατήρηση τού Χάρτμανν πάνω στην οποία
ακόμη και σήμερα θα έχουμε την ευκαιρία να στοχαστούμε, στην βάση
μιας ποιητικής δοκιμής την οποία έχω κατά νου να σας προσφέρω στο
τέλος της ανακοινώσεως.

Δεν υπάρχει τώρα ανάγκη να επαναλάβουμε τον βιασμό που υπέστη


αυτός ο ακαδημαϊκός εξημερωμένος Νίτσε, από τον φασισμό αργότερα:
Υπήρξε η Ιταλία του Μουσολίνι, με την προτίμηση
του Dannunzio για τον Νίτσε, η οποία έφερε τον
Νίτσε στο προσκήνιο. Και υπήρξε και ο Alfred
Baeumler, ένας αληθινός προφασίστας, ο οποίος
αργότερα στο Βερολίνο, κρατούσε μαζί με άλλους,
τις μοίρες της πολιτικής του πολιτισμού της
Αυτοκρατορίας του Χίτλερ. Ο Baeumler είχε ήδη
προτείνει το 1933, σε ένα τομίδιο που εκδόθηκε
από τον οίκο Reclam, μία νέα ερμηνεία του Νίτσε,
Martin Heidegger και το κεντρικό σημείο της οποίας ήταν ότι ο Νίτσε
Alfred Baeumler είχε διδάξει τον υπεράνθρωπο και αυτή ήταν πάνω
απ’όλα η νέα σοφία, η θέληση για δύναμη! Αντιθέτως ο Baeumler είχε
παράξενες αντιστάσεις απέναντι στην αιώνια επιστροφή του ιδίου, την
οποία δεν λάμβανε στα σοβαρά φιλοσοφικά!

Όπως βλέπουμε σ’αυτή την προφασιστική ατμόσφαιρα και χάρις στην


επιρροή του Baeumler, από τις προοπτικές του Νίτσε αυτή ετέθη σαν την

4
απόλυτη προοπτική και αυτό για
πολιτικούς σκοπούς. Και μπορούμε να
φανταστούμε σχετικά εύκολα πως
γι’αυτόν τον σκοπό, συκοφαντήθηκε ο
Νίτσε. Μετά το τέλος του Τρίτου Ράιχ, οι
Ρώσοι απαίτησαν από μένα, που ήμουν
τότε πρύτανης στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, να διαγράψω το όνομα του
Νίτσε από την τιμητική λίστα των ονομάτων των φοιτητών του
πανεπιστημίου της Λειψίας, μία λίστα η οποία άρχιζε με τα ονόματα του
Altdorfer, του Durer, κτλ. Η απάντησή μου ήταν: “Αυτό δεν γίνεται.
Απλώς μ’αυτόν τον τρόπο γινόμαστε γελοίοι”. Και τότε πρότεινα να
διαγραφούν όλα τα ονόματα, δηλαδή όλη η τιμητική λίστα. Και έτσι
έγινε. Ο Ρώσος αξιωματικός εκτέλεσε την διαταγή του! Δεν υπέκυψα.
Καθώς δε δεν είχα καμία εξουσία προσπάθησα να καταστήσω σαφέστατη
μ’αυτόν τον τρόπο την ανοησία. Η λίστα δεν ξανακυκλοφόρησε στον
Οδηγό στην Σχολή, μέχρι το τέλος αυτού του καθεστώτος.

Κάποιες εβδομάδες μετά την απελευθέρωση της Λειψίας το 1945 απο


τους Αμερικανούς, έκανα βόλτα με το ποδήλατο γύρω από το Naumburg,
προσπαθώντας να βγάλω από την φυλακή των Αμερικανών τον μαθητή
μου Volkmann-Schluck. Το διηγούμαι διότι μ’αυτή την ευκαιρία έτυχε
να περάσω από το Rocken, τον τόπο που γεννήθηκε ο Νίτσε, και έτσι
μάλιστα επισκέφθηκα και τον τάφο του: απλές σιδερένιες πλάκες στις
άκρες τής εκκλησίας, περιτριγυρισμένες από τους τάφους των οικείων.
Επιστρέφοντας με το ποδήλατο σκέφθηκα: Τί παράξενο: Αυτός ήταν
ένας άνθρωπος ο οποίος είπε για τον εαυτό του, εγώ είμαι δυναμίτης
και ήταν πράγματι. Πώς είναι τα πράγματα όταν ένας λέει για τον εαυτό
του: εγώ είμαι δυναμίτης; Αλλά αυτός ήταν στ’αλήθεια δυναμίτης.
Αργότερα αρχίσαμε να το καταλαβαίνουμε, και όχι μόνον από το
μέρος του φασισμού. Ο Manfred Riedel θυμήθηκε μία συζήτηση με την
ευκαιρία των 50 χρόνων από τον θάνατο του Νίτσε που έκανα στο ράδιο
της Φρανκφούρτης μαζί με τον Χορκχάιμερ και τον Αντόρνο, οι οποίοι
είχαν μόλις επιστρέψει από την Αμερική, μέσω της μεσολαβήσεως μου.
Αυτή η συζήτηση εκδόθηκε πάντως, αλλά σε ένα σημείο της εγγραφής
υπάρχει μία βλάβη. Είναι το σημείο στο οποίο ο Χορκχάιμερ
προσπαθούσε να πει ότι ο Νίτσε είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στην
δύναμη τής αλληλεγγύης, της ηθικής και την πνευματική δύναμη των
άστρων και γι’αυτό δεν είχε διακρίνει το έργο του στην διάδοση των

5
μεγάλων προοδευτικών ιδανικών των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Οπότε εγώ απάντησα: “Αλλά κύριε Χορκχάιμερ δεν θα θέλατε να κάνετε
τον Νίτσε έναν κοινωνικό μεταρρυθμιστή!” Αυτό ήταν το σημείο της
βλάβης!

Πάντως όμως σφάλλουμε εάν απορρίπτουμε τον Χορκχάιμερ και τον


Αντόρνο σαν μαρξιστές. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Υπήρχε
σ’αυτούς και μία κριτική του μαρξισμού και του τρόπου σκέψης ο οποίος
κατευθύνεται αποκλειστικώς στην οικονομία. Θυμάμαι την συζήτηση
που είχα μαζί τους το 1950 για να διευκρινίσουμε σ’αυτή την συζήτηση
πως άρχιζε αργά να γίνεται κατανοητό τί μεγάλος στοχαστής υπήρξε ο
Νίτσε. Ο Martin Heidegger, αφού άρχισε να καταλαβαίνει το λάθος
αξιολογήσεως που έκανε με τον Χίτλερ, έκανε με την σειρά του
Μαθήματα πάνω στον Νίτσε στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, τα
οποία στην συνέχεια εκδόθηκαν στις αρχές του 60.

Τί πράγμα έχουμε εδώ σαν θέμα μας; Αυτό το θέμα είναι το αντικείμενο
μιας μεγάλης συζήτησης στην Ευρώπη και ιδιαιτέρως στην Γαλλία.
Καθότι εκεί, μετά την ανακάλυψη του Χέγκελ, και μία Χάιντεγκεριανή
φάση, έγινε ο Νίτσε το κυριότερο θέμα της συζητήσεως. Δεν μπορώ και
δεν θέλω να εξετάσω εδώ αυτές τις διαμάχες. Το έκανα στα τελευταία
μου έργα και επι πλέον εμφανίστηκαν πιο νεαρές δυνάμεις που έχουν
κληθεί σ’αυτό, οι οποίες μπορούν να δουν τα πράγματα καλύτερα από
μένα! Εγώ θέλω μόνο να θυμίσω για τί πράγμα πρόκειται : “Πρόκειται
για το ερώτημα περί του ξεπεράσματος της μεταφυσικής”. Αυτή είναι
στην πραγματικότητα η προβληματική για την οποία ο Νίτσε ο ίδιος δεν
μπορεί πλέον να απαντήσει, καλούμαστε όλοι μας στο έργο της
προσπάθειας να σκεφθούμε με τον Νίτσε και μαζί να σκεφθούμε με τον
Χάιντεγκερ.

Τί πράγμα σημαίνει ξεπέρασμα της μεταφυσικής; Οφείλουμε στον


Χάιντεγκερ το όραμα τής εσωτερικής ενότητος ή του ενδότατου δεσμού
ανάμεσα στις βασικές έννοιες τής “Βούλησης για δύναμη” και τής
“αιώνιας επιστροφής του ιδίου”. Και οι δύο αυτές βασικές τάσεις ήρθαν
στην έκφραση με τον Ζαρατούστρα, τον δάσκαλο τού υπερανθρώπου.
Και τα δύο δόγματα - ο λεγόμενος υπεράνθρωπος και η αιώνια
επανάληψη του ιδίου, είναι τόσο δεμένα μεταξύ τους που δεν
διαχωρίζονται. Καθότι ο υπεράνθρωπος (πέραν του ανθρώπου) είναι

6
αυτός που μπορεί να ζήσει ακόμη και κάτω από το βάρος της
ακραίας έλλειψης προοπτικών, και δεν θέλει να σωθεί από την
απελπισία λέγοντας “όλο αυτό θα περάσει”. Όχι, δεν περνά απλώς,
αλλά επιστρέφει πάντοτε εκ νέου - αυτό είναι το δόγμα της αιώνιας
επιστροφής του ιδίου, του ίσου. Και αυτό το δόγμα, εάν βλέπω καλά,
έχει μία απέραντη δύναμη καλέσματος. Αυτό σημαίνει προφανώς: δεν
πρέπει να τείνουμε στην πραγματοποίηση των αξιών τού ανθρώπου,
όπως την ανθρώπινη αλήθεια, τιμιότητα, ευγένεια, ντροπή, σεβασμό
κ.τ.λ. μόνον για μία ανταπόδοση σε κάποιο επέκεινα, ή σαν μία
καθαυτή ανταπόδοση και έτσι παρομοίως δεν πρέπει να αποφεύγουμε της
μη-αξίες φοβούμενοι μία τιμωρία στο επέκεινα. Ακόμη και αν τα πάντα
επιστρέφουν, ακόμη και αν τα πάντα χάνονται, θα υπάρχει πάντοτε μία
κατηγορική προστακτική (κατηγορική προσταγή) χωρίς την οποία, ή
χωρίς την πρακτική νόηση η οποία την υποστηρίζει, εμείς δεν
μπορούμε να υπάρξουμε! Σ’αυτό ο Κάντ συνεχίζει να έχει δίκαιο.

Μία από τις μεγαλύτερες αξίες του Χάιντεγκερ υπήρξε η φανέρωση


αυτού του πράγματος και στην περίπτωση του Νίτσε. Η βούληση για
δύναμη ζει μέσα μας στην ενδυνάμωση της θελήσεως της εξουσίας,
χωρίς να γνωρίζει για τί πράγμα και πάνω σε τί θέλει να έχει δύναμη
και εξουσία. Και αυτή ακριβώς είναι η ουσία της βουλήσεως για δύναμη,
την οποία ο Νίτσε μας φανερώνει σε όλα όσα κάνει ο άνθρωπος αλλά τί
σημαίνει “δύναμις”;

Εάν λέω όλα όσα λέω για να πείσω, τότε και αυτό είναι φυσικά
θέληση για δύναμη! Αυτό μπορούμε να το πούμε πάντοτε! Και παρ’όλα
αυτά είναι προφανές ότι όλο αυτό στέκει πάντοτε κάτω από την μεγάλη
επιφύλαξη ότι η ζωή δεν κυλά μόνον στην φόρμα μιας τυφλής
επανάληψης των γεγονότων, αλλά ότι εννοούμε και λένε ένα πράγμα
και όχι ένα άλλο. Και αυτό σημαίνει: δεν πρόκειται για την αλήθεια
με την υπερηθική σημασία της λέξεως. Η επιφυλακτικότητά μου
αφορά επίσης και αυτό που ο Χάιντεγκερ ονόμασε την αλήθεια του
Είναι. Αυτά είναι δύσκολα ερωτήματα τα οποία συνδέονται με την
ανανέωση ή με την επανάληψη του αρχαίου ερωτήματος περί του Είναι
και με την απάντηση που έδωσε η μεταφυσική. Είναι μία μεγάλη θέαση
του όλου αυτή, στην οποία το όλον της ευρωπαϊκής μας μοίρας έρχεται
εδώ αντιμέτωπο, στα μάτια του Χάιντεγκερ, με τις νέες σχέσεις του Είναι
και με τα νέα εννοιολογικά μέτρα μιας παγκόσμιας ανθρωπότητος.

7
Ξαφνικά η Ευρώπη εμφανίζεται σ’έναν νέο φως. Ξαφνικά η Ευρώπη
είναι η Δύση και εμείς πρέπει να πάμε με την σκέψη μας πέραν αυτού!

Θυμάμαι πάλι, σχετικά ότι όταν είδα να ανακοινώνεται η πρώτη σειρά


μαθημάτων τού Χάιντεγκερ, στον τίτλο αναφερόταν η λέξη Δύση. Ακόμη
και ο Χάιντεγκερ είχε την συνείδηση ότι για παράδειγμα στην Ιαπωνία
και την Κίνα σκέφτονταν με άλλες κατηγορίες, οι οποίες δεν ήταν εκείνες
της ευρωπαϊκής παραδόσεως. Και παρ’όλα αυτά σκεφτόταν ότι η
επιστροφή στις αρχές της δικής μας μοιραίας πορείας μας είναι
αναγκαία, αφού η μοντέρνα επιστήμη και η μοντέρνα τεχνική, έφεραν
μία μεταμόρφωση του πλανήτη μας σε ένα μεγάλο εργοστάσιο. Δεν
θέλω να μπω σε λεπτομέρειες αλλά θα ήθελα να πω μόνο: ακόμη και
στην κριτική της έννοιας του Είναι των Ελλήνων, το οποίο μετέφρασε με
την ατυχέστατη έκφραση της Vohandenheit (παρουσία), με το απλό
στέκεται απέναντί μας, για να αντιθέσει την δική του “έννοια” της
Zuhandenheit, του είναι που το ‘χω του χεριού μου και την έννοια του
Dasein, που είναι εκεί, του είναι-παρόν, είχε κινηθεί από το ερώτημα εάν
δεν θα μπορούσαμε εμείς σήμερα να μάθουμε από τους Έλληνες κάτι
που να αξίζει και για μας σήμερα!

Θέσεις όμως οι οποίες πάνε πέραν αυτής της εννοιολογήσεως, οι οποίες


είναι εις θέσιν να ανατρέψουν την απλή έννοια του στέκομαι απέναντι -
για παράδειγμα θρησκευτικές εμπειρίες όπως το Χριστιανικό μήνυμα ή
εμπειρίες του Βουδισμού και του Κομφουκιανισμού, δεν μας ωφελούν
πολύ, εάν εμείς συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε με τις δικές μας έννοιες!
Οφείλουμε να δεχθούμε ότι στην γέννηση της δικής μας δυτικής
φιλοσοφίας τα μαθηματικά είχαν μία βασική θεμελιώδη σημασία. Δεν
υπάρχει όμως κάτι στις αρχές αυτής της φιλοσοφίας και ίσως και στον
Αριστοτέλη, το οποίο δεν αντιστοιχεί εντελώς στην έννοια του είναι
παρόν απέναντί μας; Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει στην αριστοτελική
διάκριση ανάμεσα στην δύναμη και την ενέργεια! Δύναμις είναι η
ισχύς, εμείς γνωρίζουμε την λέξη “δυναμική” στην γλώσσα της
μοντέρνας φυσικής. Ενέργεια είναι μία έκφραση που μόλις
αναγνωρίζουμε στην λέξη “ενέργεια” διότι η μετάλλαξη που έφερε στην
σημασία της η θεωρητική φυσική, είναι πολύ μεγάλη! Εάν θέλουμε να
εισάγουμε γι’αυτό μία γερμανική λέξη -ο Χάιντεγκερ την είχε κατά νου
με τον τρόπο του- τότε πρέπει να μεταφράσουμε ενέργεια με την λέξη
“Vollzug”, ολοκλήρωση! Αυτό σημαίνει ότι μερικά πράγματα είναι

8
εκεί μόνον όταν τα οδηγήσουμε στο τέλος τους, και όχι όταν τα
λαμβάνουμε σαν αντικείμενα. Την στιγμή κατά την οποία στοχαζόμενος
φέρομαι σ’αυτά, αυτά δεν είναι πλέον εκείνο που τά είχα δει. Το ίδιο
ισχύει και για την αλήθεια, την ελληνική λέξη για το πραγματικό.

Εάν αυτό είναι σωστό, είναι ένα όριο του οποίου δεν απέκτησαν την
συνείδηση ούτε η μεταφυσική, ούτε οι επιστήμες του XVII αιώνος οι
οποίες την αποκάλυψαν, ούτε και η φυσική, η οποία με τα αποτελέσματά
της, μας διατηρεί όλους στην ζωή. Εάν η απλή παρουσία πρέπει να γίνει
ίση με την “επιστημονική αλήθεια” και πρέπει να ισχύσει η αρχή: ένα
“γεγονός” είναι αυτό που μπορεί να μετρηθεί, τότε είναι αλήθεια ότι με
το νέο ξεκίνημα του XVII αιώνος εισήχθη μία πρόοδος η οποία οδηγεί
στο τέλος στον μηδενισμό με την σημασία του Νίτσε, στην αιώνια
επανάληψη του ιδίου, δηλαδή σε μία δραστηριότητα η οποία αναγνωρίζει
μόνον αυτό που είναι εφικτό. Εδώ βρίσκουμε στον Χάιντεγκερ έννοιες
πολύ διαφορετικές, ιδίως τήν έννοια του “παιχνιδιού” ή του “Ereignis”,
συμβάντος, της εκδήλωσης. Όλο αυτό ηχεί σχεδόν σαν μία έκφραση
του Νίτσε: δεν υπάρχουν γεγονότα, αλλά μόνον “ερμηνείες”.

Τί πράγμα είναι λοιπόν η αλήθεια, εάν όλα αυτά είναι πραγματικά; Είναι
μήπως μόνον η φανέρωση η οποία καθιστά παρόν κάτι; Ή μήπως είναι
μία γνώση της λήθης, αυτού του μεγάλου ποταμού του απόκρυφου και
ενδόμυχου, το οποίο όλοι οι πεθαμένοι κατορθώνουν μόνον για λίγες
στιγμές να κρατήσουν, όταν στον Άδη τοποθετούνται στον ποταμό,
μόνον όταν το αίμα του Οδυσσέα που θυσιάζει τους πλησιάζει! Τότε ο
Αχιλλέας μπορεί να μάθει από τον Οδυσσέα ότι ο γιός του ο
Νεοπτόλεμος υπήρξε ο νικητής τής Τροίας. Με ασύγκριτους στίχους ο
Όμηρος μας περιέγραψε πώς τότε η σκιά του Αχιλλέως, χαρούμενα,
επιστρέφει πίσω για να βυθιστεί κρυμμένη στην Λήθη.

Ίσως λοιπόν αυτό που εννοήθηκε ήδη από τους πρώτους Έλληνες στην
λέξη Αλήθεια να μην είναι μόνον η φανέρωση και η ομιλία που το
καθιστά ρητό, σαφές, αλλά και η απόκρυψη και το κρύψιμο! Μπορούμε
να το φανταστούμε εύκολα αυτό, ότι ο Χάιντεγκερ τοποθετήθηκε σ’αυτή
την οδό διότι συνοδευόταν διαρκώς από την αναζήτηση του Θεού. Το
θέμα είναι λοιπόν εάν εμείς δεν πρέπει να αρχίσουμε να μαθαίνουμε την
υπερβατικότητα όχι μόνον σαν κάτι που ξεπερνά μόνον την γνώση μας
αλλά μας καθιστά συνειδητούς και των ικανοτήτων μας να σκεφθούμε

9
και να αντιληφθούμε. Αυτό θα ήταν ένας διαφωτισμός ο οποίος δεν μένει
αποκλεισμένος σ’έναν άγονο δογματικό αθεϊσμό, διότι αποδέχεται ότι
πολλά είναι κρυμμένα στην μνήμη μας, χωρίς να το γνωρίζουμε και
γνωρίζει όμως ότι τα έχουμε διατηρήσει τόσο που συνεχίζουν να
καθορίζουν την εμπειρία της ζωής μας. Γνωρίζουμε όλοι ότι ο
Χάιντεγκερ μετά το πολιτικό του λάθος του 1933 ονειρεύτηκε ίσως με
τον Χέλντερλιν ένα μήνυμα σωτηρίας ή ίσως το επιθύμησε!

Θα μπορούσε να πούμε ότι ο Χάιντεγκερ, αφού στράφηκε προς τους


Έλληνες, προσπάθησε επίσης με τον Νίτσε, να διαισθανθεί, όχι να
σκεφθεί! “Το έργο τέχνης του μέλλοντος” όπως επίσης και να
αποκτήσει νέες εμπνεύσεις από το πνεύμα που ζεί μέσα στην γλώσσα!
Κατά βάθος θα πρέπει να σημαίνει κάτι το γεγονός ότι μέσα και μέσω
της γλώσσας του Ομηρικού έπους, πώς το διδασκαλικό ποίημα του
Παρμενίδη τόλμησε να προσφέρει τις πρώτες του θαρραλέες
εννοιολογικές εκφράσεις όπως το όν, το “Είναι”, και ο Εμπεδοκλής μέσα
στην ίδια γλώσσα ανακοίνωσε το δόγμα των τεσσάρων ριζών της
καταγωγής του Είναι, οι οποίες στην συνέχεια οργανώθηκαν σαν τα
τέσσερα στοιχεία! Εδώ βρίσκεται το αίνιγμα της λέξης (του λόγου) και
της γλώσσας το οποίο παραμένει κρυμμένο.

Θα έπρεπε να σταθώ με περισσότερες λεπτομέρειες στην σχέση


ανάμεσα στην λέξη και την έννοια. Εάν ενώσω μ’αυτόν τον τρόπο λέξη
και έννοια, τότε μου φαίνεται ότι έχει μεγάλη σημασία να δείξω ότι το
μεγάλο προσόν της φιλοσοφίας των ημερών μας είναι το γεγονός ότι ο
Χάιντεγκερ κατόρθωσε να μιλήσει εκ νέου για τις έννοιες και αυτό
μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε εμείς δεν θα μπορέσουμε να πάμε τόσο εύκολα
πέραν αυτού. Ίσως μία μέρα να έλθει ένας μεγάλος στοχαστής ο οποίος
θα κατορθώσει να μεταμορφώσει και όλο αυτό σε νέες μορφές της
αλήθειας. Αλλά εμείς δεν είμαστε τόσο μπροστά στα σίγουρα. Για την
ώρα αντιθέτως πρέπει να δεχθούμε με τον Χάιντεγκερ, ότι ο σκοπός μας
παραμένει ακόμη η κατανόηση αυτού του είναι όχι μόνον σαν το
αληθινό, με την έννοια ότι είναι φανερό, του αποκεκαλυμένου Είναι,
αλλά και σαν την αλήθεια της ολοκληρώσεως του Είναι-παρόν (πάρεστι):
του παρόν, της παρουσίας, στο οποίο αντικατοπτρίζεται τόσο το ένα όσο
και το άλλο, και στο οποίο φανερά η αντίθεση ανάμεσα στην λέξη και
στην έννοια εντείνεται δυνατά!

10
“Έννοια” (Begriff) - γι’αυτή δεν υπάρχει καμία λέξη στην αρχαιότητα
τής Ελληνικής φιλοσοφίας. Στην μοντέρνα εποχή είναι η πρόσβαση, το
πιάσιμο (Zugriff), μία πράξη που συμπίπτει με το αποτέλεσμα, το γερό
πιάσιμο τής άγκυρας, μέσω τής οποίας αποκτάται εξουσία
(οικειοποίηση). Αυτό το έχουμε δει σωστά. Αλλά υπάρχει και μία άλλη
σημασία τής έννοιας, που γνωρίζουμε και εμείς. Εννοώ την πεμπτουσία
(Inbegriff), την επιτομή. Όπως όταν λέμε ότι είναι η πεμπτουσία τής
απερισκεψίας, όταν έχουμε την εμπειρία ενός λάθους ή μίας υπεροψίας η
οποία δεν θα’πρεπε να υπολογισθεί σαν εφικτή. Άλλοι χρησιμοποιούν
την λέξη πεμπτουσία, όπως ο Χέγκελ, με μια πιο υψηλή έννοια - για την
ποιο καθαρή πραγματοποίηση του ουσιώδους, στο οποίο δεν υπάρχει
τίποτε τυχαίο ή απρόβλεπτο, τίποτε αφηρημένο στην μέση, τίποτε
αδύναμο. Και αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε, μαζί με τον Χέγκελ,
πεμπτουσία. (Η κυρίαρχη χρήση της έννοιας είναι η εργαλειακή
χρήση, φυσικά, ακόμη και στα μαθηματικά, παρότι τα μαθηματικά
ασκούν μία δική τους ιδιαίτερη γοητεία σαν ένα πεδίο έρευνας ιδανικό
και ειδικό, και δεν επιθυμεί να παράγει απλώς εργαλεία και όργανα για
την επιστήμη της φύσης).

Επιστρέφοντας σε μας, πώς βρίσκονται λοιπόν τα


πράγματα με τον Νίτσε και την μεταφυσική;
Σύμφωνα με την γαλλική ερμηνεία μόνον λόγω
τής αδυναμίας τού Χάιντεγκερ έμεινε πίσω από
τον Νίτσε και ξανάπεσε στην μεταφυσική, η
οποία ρωτά πάντοτε και μόνον για το Είναι, σαν
να ήταν αυτή η θεμελιώδης ερώτηση της
φιλοσοφίας. Στον Νίτσε υφίσταται ακριβώς το
αντίθετο: εκεί πρόκειται για την “χαρούμενη
επιστήμη”, την γαλήνη, στην οποία βιώνεται μία
νέα υγεία και στην οποία ξεπερνιούνται πάνω απ’όλα οι πόνοι και οι
αγωνίες των μεταφυσικών θεμάτων και όλοι οι δικοί μας
αυτοβασανισμοί. Είναι ξεκάθαρο και φτάνει και σε κάθε αυτί και
ακούγεται από τις εισαγωγικές σελίδες του Riedel, ακόμη και από τα
γερασμένα μου αυτιά, ότι σ’αυτό αναπαύεται η εκπληκτική θέση τής
τέχνης. Σ’αυτή πραγματοποιείται η ενότης του δημιουργείν και
καταστρέφειν, φωτισμού και συσκοτίσεως. Δεν υπάρχει πλέον η
αντίθεση ανάμεσα στην απολλώνια γαλήνη και το διονυσιακό όργιο,
όπως στον νεαρό Νίτσε, αλλά η αλήθεια είναι μόνον εκείνη η

11
διονυσιακή ενοποίηση του φωτός με την σκιά, του δημιουργείν με το
καταστρέφειν. Αυτή η ενότης είναι λοιπόν η πραγματική και
ουσιώδης αλήθεια.

Σ’αυτό το σημείο είναι ευκαιρία να μιλήσουμε για την σχέση ανάμεσα


στο Είναι και το Φαίνεσθαι, και σε κάθε περίπτωση για τον τρόπο με τον
οποίο αναμειγνύονται στο κοσμικό παιχνίδι σύμφωνα μ’αυτή την
στροφή στην τέχνη που πραγματοποίησε η φιλοσοφία. Είναι η
ολοκλήρωση μίας αλήθειας η οποία δεν μπορεί να είναι αντικείμενο
της επιστήμης. Η επιστήμη μπορεί μόνον να υποταχθεί σ’αυτή την
ολοκλήρωση ή διαφορετικά πρέπει να περάσει δίπλα από το έργο τέχνης.
Αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό επιστημονικά στο εικονογραφικό ή
ποιητικό έργο τέχνης λέγεται εικονογραφία ή έρευνα των πηγών. Τί
πράγμα αναπαρίσταται; Ποια ιστορική παράδοση βρίσκεται πίσω; Η
ακόμη: τί πράγμα γνώρισε ο καλλιτέχνης από την ύλη του, ή ποιες
πηγές χρησιμοποίησε; Αναγνώρισε αυτό ή εκείνο το μοντέλο; Αυτό
είναι βεβαίως η επιστήμη. Όταν όμως το πράγμα τελειώνει με τέτοιον
τρόπο ώστε να μην καταλαβαίνει τί πράγμα είναι ποίηση ή δεν είναι, τότε
εγώ πιστεύω ότι κάναμε κακή χρήση της επιστήμης! Όλο αυτό μπορεί να
εγείρει το ενδιαφέρον τού ιστορικού ή του κοινωνιολόγου, ακόμη και αν
πρόκειται για παρακμιακή τέχνη. Τότε όλα μπορούν να φανούν χρήσιμα -
όπως τα πάντα μπορούν να είναι γνώση. Αλλά όταν πρόκειται για την
τέχνη, τότε πρόκειται για κάτι άλλο, για κάτι μοναδικό, το διάσημο Je ne
sais quoi (δεν ξέρω τί), που εμείς θαυμάζουμε και το οποίο καμία
χρήσιμη γνώση και καμία ικανότητα δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Τότε
λοιπόν έχουμε παρεξηγήσει αυτό που μπορεί να κάνει η επιστήμη και για
την ακρίβεια να μας βοηθήσει να τα βγάλουμε πέρα με κάτι ακατανόητο!

Αυτό είναι η ερμηνευτική, εκείνη η προσπάθεια να μας βοηθήσει να


βγάλουμε άκρη σ’αυτό που δεν κατανοείται, αλλά όχι μόνον για να
πούμε: αυτό τώρα το ξέρω, αλλά για να ξεπεράσουμε τα εμπόδια και για
να προχωρήσουμε μαζί, όπως ακριβώς όταν κατορθώνουμε να
παρακολουθήσουμε μία καλή εκτέλεση μουσικής. Γι’αυτό εμείς δεν
πρέπει να γνωρίζουμε ποιες ασκήσεις και ποιες ωθήσεις είχε ο συνθέτης
στον νου του ή τί πράγμα κατάλαβε ο λαός από αυτό. Όλο αυτό δεν
ανήκει στην παρακολούθηση της μουσικής. Το ίδιο ισχύει και για την
ποίηση! Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Εάν εμείς με την βοήθεια της
επιστήμης κατορθώνουμε να ακούσουμε την λέξη έτσι όπως στράφηκε

12
προς εμάς και όπως ελέχθη, τότε μόνον “κατανοούμε” την ποίηση: στην
“αντιστοιχία”!

Έτσι για να τελειώνουμε θα ήθελα να ερμηνεύσω ένα ποίημα του Νίτσε


και να προσπαθήσω να δείξω με μερικές λέξεις πώς η ερμηνευτική
μπορεί να μας βοηθήσει να καταστήσουμε εν τέλει ομιλούσα την
λέξη! Είναι ένα διάσημο ποίημα, ένας σαφέστατος ήχος της ποιήσεως
του Νίτσε και έχει τον τίτλο Sils Maria: ένα από τα ποιο διάσημα
ποιήματά του ! Υπάρχει ένα διάσημο απόφθεγμα του Stephan Georg:
θα’πρεπε να τραγουδά, όχι να μιλά, αυτή η ψυχή. Το ποίημα λέει:

“Εδώ καθόμουν, περιμένοντας, περιμένοντας - τίποτα σίγουρο,


πέραν του καλού και του κακού, του φωτός μερικές φορές
απολαμβάνοντας, μερικές φορές την σκιά, όλο το παιχνίδι, όλη την
λίμνη, το καταμεσήμερο, όλον τον χρόνο χωρίς σκοπό. Ξαφνικά,
φίλη, το ένα έγινε δύο, και ο Ζαρατούστρα πέρασε απέναντί μου!”

Μία αληθινή αινιγματική ποίηση; Εγώ διαλογίσθηκα πολύ πάνω


σ’αυτή, και πιστεύω πώς μπορώ να πω περίπου τι σημαίνει! Εδώ έχουμε
μία από εκείνες τις τυπικές δυσκολίες που μιλούσαμε. Πρέπει , αφού την
κατανοήσουμε να βρούμε το ποίημα, ακόμη πιο όμορφο, ακόμη πιο
εκφραστικό. Τί πράγμα γίνεται κατανοητό λοιπόν με “Ένα και δύο”;
Λοιπόν, τί πράγμα εικονίστηκε πριν; Ένας πλήρης συντονισμός, ο
συντονισμός τής ατμόσφαιρας τής Engadina, αυτό το υπέροχο τοπίο, στο
οποίο μπορούμε να βρούμε στ’ αλήθεια κάτι όπως ο συντονισμός.
Οπωσδήποτε αυτό εκφράζει ο κεντρικός στίχος: “η όλη λίμνη, όλο το
καταμεσήμερο, όλος ο χρόνος χωρίς σκοπό”! Αλλά τί να σημαίνει η

13
άλλη έκφραση: “Τότε ξαφνικά, φίλη, το ένα έγινε δύο και ο
Ζαρατούστρα πέρασε απέναντί μου”; Είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρέπει να
σκεφθούμε κάτι άλλο από αυτόν τον συντονισμό, ο οποίος ξαφνικά
διαταράσσεται, αλλά “όχι” από κάτι εχθρικό, αλλά από μία παρουσία η
οποία γίνεται αισθητή σαν φίλη: σαν την ευτυχία αυτού του
συντονισμού. Σ’αυτή την στιγμή ο στοχαστής Νίτσε, γνωρίζει ότι
είναι σαν τον Ζαρατούστρα, αλλά επίσης ότι δεν είναι ο
Ζαρατούστρα. Αυτό είναι κάτι που το γνώρισε ο ίδιος ο Νίτσε, ο
οποίος μαρτυρά για την ξεχωριστή του ανθρωπότητα. Ο
Ζαρατούστρα περνά απέναντι του. Σ’ένα άλλο μέρος τόνισα το γεγονός
ότι στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, το τραγούδι της αιωνίου
επανάληψης τραγουδιέται από τα ζώα και όχι από τον άνθρωπο, ο οποίος
είναι ξεχωριστός.

Από τον λόγο “ένα που γίνεται δύο” κατανοούμε πώς αυτή η ενότης του
συντονισμού με το όλον και με τον εαυτό του, είναι ταυτοχρόνως κάτι
που εμείς δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε τόσο που χωρίζει στα δύο.
Αυτό είναι το αυθεντικό μήνυμα του Ζαρατούστρα ο οποίος περνά
πέραν μας: Το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα αρχίζει επίσης με : “Έτσι
άρχισε η δύση, του Ζαρατούστρα”, σ’αυτές τις ανησυχητικές
ριζοσπαστικές ιδέες της Βούλησης για Δύναμη, η οποία φαίνεται στο
έργο παντού βλέπουμε λοιπόν επί το έργον και την προσπάθεια
απομακρύνσεως από την λύτρωση σε μία κάποια φυγή από τον χρόνο,
ακόμη ίσως και πέραν του Είναι. Να δούμε και τα δύο αυτά πράγματα
και να μπορέσουμε να πούμε ναι, αυτό είναι το μήνυμα. Αυτός που
γνωρίζει περνά μακριά, με “αφήνει” πίσω του. Ακριβώς σ’αυτό
πιστεύουμε ότι μπορούμε να ακούσουμε αυτό που ο Χάιντεγκερ ο ίδιος,
είχε κατά νού, και το οποίο θα μπορούσε να δείξει πιο εύκολα στον
Πλάτωνα, παρά στους εννοιολογικούς κόμπους τού "δύναμις και
ενέργεια"!

ΤΕΛΟΣ
14

You might also like