You are on page 1of 408

ΝΑΪΤΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΙΠΠΟΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ

Το 1099 η Α' Σταυροφορία στέφθηκε από επιτυχία με την κατάληψη


της Ιερουσαλήμ. Ήταν ένα μεγάλο, απρόσμενο σχεδόν επίτευγμα,
καθώς οι σταυροφόροι έφθασαν στην Παλαιστίνη κατάκοποι και μετά
από πολλές κακουχίες και οι δυνάμεις τους είχαν αποδεκατιστεί κατά
τη διάρκεια της μακράς πορείας προς τους Αγίους Τόπους. Η είδηση
της κατάληψης της ιερής πόλης των Χριστιανών και της απαλλαγής της
από την κυριαρχία των Μουσουλμάνων συγκλόνισε από χαρά την
Ευρωπαϊκή Δύση. Η θέση των σταυροφόρων, όμως, στην Παλαιστίνη
και στη Συρία δεν ήταν ακόμα εξασφαλισμένη. Η Α' Σταυροφορία είχε
καταλάβει σημαντικές πόλεις της περιοχής, αλλά οι περισσότερες
βρίσκονταν κατά μήκος της ακτής. Για να παραμείνουν οι σταυροφόροι
στους Αγίους Τόπους έπρεπε να επεκτείνουν την κυριαρχία τους
καταλαμβάνοντας τμήματα της ενδοχώρας, ώστε να σχηματίσουν
κράτη με ασφαλή σύνορα. Το σπουδαιότερο κράτος που ίδρυσαν οι
σταυροφόροι στη Συρία και στην Παλαιστίνη ήταν το Βασίλειο της
Ιερουσαλήμ ...

Το οποίο κράτος περιελάμβανε την περιοχή της Παλαιστίνης ανάμεσα


στον ποταμό Ιορδάνη και στις ακτές της Μεσογείου, φθάνοντας στον
Νότο μέχρι τον κόλπο της Άκαμπα, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας.
Στα βόρεια το βασίλειο περιελάμβανε και το νότιο μέρος του
σημερινού Λιβάνου, με το ισχυρό οχυρό της Τύρου. Πρωτεύουσά του
ήταν η Ιερουσαλήμ, σημαντικότερη όμως πόλη ήταν το λιμάνι του
Αγίου Ιωάννη της Άκρας, όπου συγκεντρωνόταν το μεγαλύτερο μέρος
της εμπορικής κίνησης και αποβιβάζονταν οι περισσότεροι Δυτικοί που
έφθαναν στους Αγίους Τόπους ως προσκυνητές ή για να πολεμήσουν
κατά των Μουσουλμάνων. Βόρεια του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, στις
ακτές του Λιβάνου, βρισκόταν η Κομητεία της Τρίπολης, με κέντρο την
ομώνυμη πόλη, η οποία ήταν ένα από τα ισχυρότερα οχυρά της
περιοχής.

Η κομητεία συνόρευε με τους οικισμούς των Ασσασίνων, μιας


Ισλαμικής αίρεσης η οποία στήριζε τη δύναμή της στην τυφλή πίστη
των οπαδών της, οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να διαπράξουν
οποιαδήποτε πολιτική δολοφονία τους διέταζε ο αρχηγός τους χωρίς
να υπολογίσουν τις συνέπειες που θα αντιμετώπιζαν αν
συλλαμβάνονταν. Παρά τον μικρό αριθμό τους οι Ασσασίνοι, χάρη
στην αποφασιστικότητά τους, εξελίχθηκαν σε έναν σημαντικό πολιτικό
παράγοντα στην περιοχή, τηρώντας επιδέξια τις λεπτές ισορροπίες
ανάμεσα στους Χριστιανούς σταυροφόρους, τους Μουσουλμάνους
ηγεμόνες και τον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος
έριχνε τη σκιά της ισχύος του στην περιοχή μέχρι την καταστροφή του
Βυζαντινού στρατού στο Μυριοκέφαλο το 1176.

Βορειότερα από την Κομητεία της Τρίπολης και τους οικισμούς των
Ασσασίνων βρισκόταν το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Η Αντιόχεια ήταν
μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Συρίας και εξαιρετικά οχυρωμένη.
Κατά την Α' Σταυροφορία καταλήφθηκε από τον Νορμανδό
Βοημούνδο, ιδρυτή της τοπικής Νορμανδικής δυναστείας. Το
πριγκιπάτο μαζί με το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ αποτελούσαν τα
ισχυρότερα κράτη που ίδρυσαν οι σταυροφόροι στην περιοχή.
Βρισκόταν όμως υπό τη συνεχή απειλή της Αυτοκρατορίας της
Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι η περιοχή της
Αντιόχειας τούς ανήκε δικαιωματικά και αντιμετώπιζαν τους
Νορμανδούς ως ενοχλητικούς και επικίνδυνους σφετεριστές της
αυτοκρατορικής γης στη Συρία.

Ανατολικά του πριγκιπάτου βρισκόταν ένα ακόμα κράτος το οποίο


δημιούργησαν οι σταυροφόροι, η Κομητεία της Έδεσσας, η μόνη από
τις τέσσερις ηγεμονίες που δεν είχε έξοδο στη θάλασσα. Η Έδεσσα δεν
διέθετε σαφή και ασφαλή σύνορα και οι ηγεμόνες της βρίσκονταν σε
συνεχή σύγκρουση με τους Μουσουλμάνους γείτονές τους για να
υπερασπιστούν τη γη τους από τις συνεχείς επιδρομές. Οι
σπουδαιότεροι Μουσουλμάνοι αντίπαλοι των σταυροφόρων ήταν τα
Τουρκικά φύλα που είχαν κυριαρχήσει στη Συρία. Αν και η περιοχή
ήταν διασπασμένη σε μικρά εμιράτα, ικανοί ηγέτες μπορούσαν να
ενώσουν όλα τα μικρά Μουσουλμανικά κράτη και να σχηματίσουν μια
μεγάλη δύναμη, ικανή να εκδιώξει τους Χριστιανούς από τα παράλια
της Συρίας.

Η αντιπαράθεση εκτός από θρησκευτική ήταν και οικονομική, καθώς


τα Χριστιανικά κράτη της ακτής έλεγχαν το εμπόριο της Ασίας, που
μέσω των δρόμων των καραβανιών κατέληγε στις ακτές της Συρίας,
του Λιβάνου και της Παλαιστίνης. Σε αντίθεση με την ελεγχόμενη από
τους Τούρκους Συρία, στην Αίγυπτο κυριαρχούσαν ακόμα οι Άραβες. Η
χώρα αυτή διέθετε ανεξάντλητες πηγές πλούτου και ανθρώπινου
δυναμικού αλλά βρισκόταν σε παρακμή και δεν μπορούσε να
εκμεταλλευθεί το σύνολο των δυνάμεών της. Ωστόσο παρά τα
εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε παρέμενε μια ισχυρή απειλή
για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ

Οι σταυροφόροι στους Αγίους Τόπους, περικυκλωμένοι από τόσους


πολλούς και ισχυρούς εχθρούς, ήταν αναγκασμένοι να μάχονται
συνεχώς για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην περιοχή. Για
τους ιππότες των Αγίων Τόπων, σε αντίθεση με τους ομοίους τους της
Ευρωπαϊκής Δύσης, ο πόλεμος ήταν μια μόνιμη κατάσταση. Κάθε
χρόνο οι Χριστιανοί ετοιμάζονταν είτε για να αντιμετωπίσουν εισβολή
από τους Μουσουλμάνους, είτε για να εισβάλουν οι ίδιοι στα εχθρικά
εδάφη. Οι εισβολές αυτές συνήθως ήταν μικρής κλίμακας επιδρομές
με σκοπό να τρομοκρατήσουν τον αντίπαλο και να του προκαλέσουν
φθορά μέσω της λεηλασίας της γης του. Μερικές φορές όμως ήταν
μεγάλης κλίμακας επιθέσεις με σκοπό την κατάληψη σημαντικών
οχυρών.

Οι Χριστιανοί σκόπευαν στην κατάκτηση των δύο μεγάλων πόλεων της


Συριακής ενδοχώρας, της Δαμασκού στον Νότο και του Χαλεπίου στον
Βορρά, ενώ οι Μουσουλμάνοι επιθυμούσαν την ανάκτηση της
Ιερουσαλήμ, η οποία ήταν και για αυτούς ιερή πόλη, και της
Αντιόχειας, όπως και την κατάληψη μερικών παραθαλάσσιων
Χριστιανικών οχυρών ώστε να εξασφαλίσουν έξοδο στη Μεσόγειο και
να διασπάσουν την από ξηράς επικοινωνία των Σταυροφόρων που
βρίσκονταν κατά μήκος της ακτής. Ο συνεχής πόλεμος στους Αγίους
Τόπους καταπονούσε τους ιππότες των σταυροφορικών κρατών, οι
οποίοι, σύμφωνα με τις συνήθειες της Ευρωπαϊκής Δύσης, είχαν λάβει
τμήματα γης, τα καλούμενα φέουδα, με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές
τους υπηρεσίες.

Οι φεουδάρχες υπεράσπιζαν με ζήλο τα δικαιώματά τους και συχνά


αρνούντο να πολεμήσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το
οριζόμενο στη συμφωνία με τον ηγεμόνα για να λάβουν τη γη τους. Αν,
εξάλλου, ένας ιππότης φονευόταν ή τραυματιζόταν βαριά κατά τον
πόλεμο το κράτος στερείτο τις υπηρεσίες του έως ότου ο γιος ή άλλος
κληρονόμος φθάσει σε ηλικία ώστε να μπορεί να τον αντικαταστήσει.
Ήταν εμφανές ότι οι απειλούμενες Χριστιανικές ηγεμονίες των Αγίων
Τόπων χρειάζονταν μια καλύτερη και περισσότερο σίγουρη πηγή
στρατιωτικών δυνάμεων. Την ίδια περίοδο στην Ιερουσαλήμ και άλλες
πόλεις της Παλαιστίνης δραστηριοποιείτο το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη,
έχοντας ως στόχο την παροχή βοήθειας και υποστήριξης στους
προσκυνητές που έφθαναν από τη μακρινή Δύση.
Οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονταν τροφή και ιατρική περίθαλψη, επειδή
οι συνθήκες του ταξιδιού και η διαβίωση στους Αγίους Τόπους ήταν
συχνά άθλιες. Εκτός από φιλοξενία όμως χρειάζονταν και προστασία,
καθώς έξω από τα τείχη των πόλεων πραγματοποιούσαν επιδρομές
ομάδες μουσουλμάνων. Ειδικά ο δρόμος από την Ιερουσαλήμ προς τις
όχθες του Ιορδάνη, αγαπημένη διαδρομή για τους προσκυνητές, είχε
μετατραπεί σε κρησφύγετο πολλών Μουσουλμάνων εγκληματιών, οι
οποίοι λήστευαν τους προσκυνητές και τους σκότωναν ή τους
απήγαγαν και τους πωλούσαν ως δούλους στη Συρία. Για την
προστασία των προσκυνητών οι Ιωαννίτες οργάνωσαν ένοπλες ομάδες
με αποστολή την περιφρούρηση των δρόμων.

Έτσι μετατράπηκαν σε στρατιωτικό τάγμα, χωρίς όμως να


αποκηρύξουν και τη φιλανθρωπική αποστολή τους. Τυπικά η παροχή
προστασίας προστέθηκε στις υπόλοιπες παροχές που προσέφερε το
τάγμα στους Χριστιανούς προσκυνητές. Την περίοδο περίπου που οι
Ιωαννίτες μετατράπηκαν σε πολεμικό τάγμα ιδρύθηκε ένας παρόμοιος
οργανισμός με ανάλογη αποστολή. Η αρχή της ανάπτυξης των Ναϊτών
τοποθετείται περίπου στο έτος 1119, οπότε ο Ούγος ντε Παίν (Hugues
de Payns), ευγενής από την Καμπανία της Γαλλίας, τέθηκε επικεφαλής
μια μικρής ομάδας ιπποτών και από κοινού έδωσαν τους μοναχικούς
όρκους για πενία, αγνότητα και υπακοή. Ο Βαλδουίνος Β', τότε
βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, τούς διέθεσε έναν χώρο στο νότιο τμήμα του
ναού του Σολομώντα για να εγκατασταθούν.

Εκεί παρέμεινε το αρχηγείο του τάγματος για όσο χρονικό διάστημα οι


σταυροφόροι κατείχαν την Ιερουσαλήμ και για αυτό τον λόγο τα μέλη
του τάγματος ονομάστηκαν ιππότες του Ναού ή Ναΐτες. Η παρουσία
αποτελούσε ένα σημαντικό πλεονέκτημα για το Βασίλειο της
Ιερουσαλήμ. Το τάγμα μπορούσε να αποτελέσει μια μόνιμη πηγή
ιπποτών για τους συνεχείς πολέμους με τους Μουσουλμάνους, καθώς
αντικαθιστούσε τις απώλειές του με τη μεταφορά, στην Ανατολή, νέων
μελών του τα οποία στρατολογούντο στη Δύση, ενώ δεν υπολόγιζε τη
δύναμη των Ασσασίνων επειδή ενεργούσε συλλογικά και δεν φοβόταν
τον αφανισμό του από μια πολιτική δολοφονία.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Το τάγμα αυτό ιδρύθηκε στον απόηχο της Α' Σταυροφορίας, το 1118


μ.Χ με σκοπό να βοηθήσει το Χριστιανικό νεοϊδρυθέν Βασίλειο της
Ιερουσαλήμ να διατηρηθεί ενάντια των Μουσουλμάνων γειτόνων του
και να εξασφαλίσει την ασφαλή και ελεύθερη προσέλευση του
μεγάλου αριθμού των Ευρωπαίων προσκυνητών που συνέρρεαν στην
Ιερουσαλήμ, μετά την κατάκτησή της από τους Σταυροφόρους. Το
όνομά τους παραπέμπει στο ιστορικό αρχηγείο τους που βρίσκεται σε
ένα τμήμα του Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ, περιοχή που
ονομαζόταν Templum Salomonis. Η ονομασία αυτή πιθανολογείται ότι
προέρχεται από το γεγονός ότι στο Όρος του Ναού βρισκόταν ο
περίφημος Ναός του Σολομώντα που χτίστηκε περίπου το 950 π.Χ. και
που αργότερα καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε αρκετές φορές.

Το τμήμα αυτό οι Ιππότες του Ναού μετονόμασαν σε Templum Domini,


δηλαδή «Ναό του Θεού». H εμφάνιση των Ναϊτών συντελέστηκε στο
πλαίσιο ενός πολύπλοκου κοινωνικο-πολιτικο-θρησκευτικού
φαινόμενου, το οποίο στην εποχή μας είναι γνωστό ως
"σταυροφορίες". Ως ένα κατεξοχήν Μεσαιωνικό φαινόμενο, οι
σταυροφορίες αποτελούν τον καθρέφτη της εποχής τους. Ξεκίνησαν
''επίσημα'' την 27η Νοεμβρίου του 1095, όταν ο Ουρβανός B',
προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κήρυξε κατά τη
διάρκεια μίας συνόδου στο Κλερμόντ της κεντρικής Γαλλίας την έναρξη
του χριστιανικού ιερού πολέμου, του Bellum Sacrum.

O πόλεμος αυτός ήταν μια προσπάθεια των Χριστιανών της Δύσης να


επαναφέρουν στον ''Χριστιανικό κόσμο'' τις περιοχές της Μέσης
Ανατολής που συνολικά είναι γνωστές ως ''Άγιοι Τόποι''. Πρόκειται για
μία λωρίδα γης που ορίζεται μεταξύ των παρυφών της Αιγύπτου και
της βορειοδυτικής Συρίας, συμπεριλαμβάνοντας την Παλαιστίνη και
την Ιουδαία. Φυσικά, οι σταυροφορίες πολύ γρήγορα ξέφυγαν εντελώς
από το χαρακτήρα και τον αρχικό σκοπό τους -που, σύμφωνα με τα
λεγόμενα του ίδιου του Ουρβανού, ήταν η βοήθεια προς τους
Χριστιανούς της Ανατολής- και έγιναν ο πρώτος επεκτατικός πόλεμος
της Δύσης. Αυτό το βλέπουμε ακόμη πιο καθαρά στη μορφή που
έλαβαν αργότερα, όταν οι Άγιοι Τόποι έμοιαζαν πλέον πολύ ''μικροί''
και ίσως και ''επικίνδυνοι''.
Οι σταυροφορίες ήταν η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια της Δύσης να
επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της σε περιοχές που δεν ανήκαν στο
φυσικό χώρο της. Από αυτήν την άποψη είναι ουσιαστικά ο
προπομπός της αποικιοκρατίας και ορισμένοι μελετητές ανιχνεύουν σε
αυτήν ακριβώς την περίοδο τα πρώτα ιμπεριαλιστικά σκιρτήματα της
μετα-Ρωμαϊκής Δύσης. Ορίζοντας το πλαίσιο των σταυροφοριών στο
χώρο της Μεσαιωνικής Ευρώπης, μπορούμε να δούμε ότι
υλοποιήθηκαν κυρίως από τη Γαλλία και τη Γερμανία, αν και στη
συνέχεια η Αγγλία και η Ιταλία ανέλαβαν καθοριστικό ρόλο. Σε μια
''άλλη'' σταυροφορία συμμετείχαν οι Χριστιανικοί λαοί της Ιβηρικής,
λόγω της Reconquista (ρεκονκουίστα), της προσπάθειας δηλαδή
ανακατάληψης της χερσονήσου από τους Μαυριτανούς.

H κατάσταση στη Δυτική Ευρώπη εκείνη την εποχή ήταν μάλλον


συγκεχυμένη. Μετά από έντονες ζυμώσεις αιώνων και πολλά
πισωγυρίσματα, η Ευρώπη προσπαθούσε να βρει το χαρακτήρα της.
Φυσικά συνεχιζόταν η προσπάθεια σύνδεσης με το “ένδοξο
ελληνορωμαϊκό παρελθόν”, ωστόσο τα πράγματα είχαν προχωρήσει
πιο πέρα από αυτό. H αιώνια διαμάχη της κεντρικής εξουσίας με τους
δευτερεύοντες φορείς εξουσίας είχε φθάσει την εποχή αυτή σε ένα
κομβικό σημείο, καθώς ο ρυθμιστής της κατάστασης, η χριστιανική
Εκκλησία, βρισκόταν σε μία φάση επαναπροσδιορισμού του ρόλου της
στα πλαίσια της μεσαιωνικής δομής εξουσίας.

Επιχειρώντας να αντιμετωπίσει έναν κόσμο που άλλαζε, η Εκκλησία


της Ρώμης δεν δίστασε να αναζητήσει την “κάθαρση” στις αποστολικές
καταβολές της. Την εποχή που εξετάζουμε οι μεγάλοι πόλεμοι που
συντάραξαν για αιώνες τη Δυτική Ευρώπη είχαν προσωρινά κοπάσει
και η δύναμη των βασιλικών οίκων μόλις άρχιζε να παγιώνεται. Την
ίδια περίοδο άρχισε να παρατηρείται μία λίγο-πολύ σταθερή αύξηση
του πληθυσμού. Αυτό οφειλόταν εν μέρει και στο ότι η εδραίωση του
φεουδαρχικού συστήματος (αυτού που οι Γάλλοι ιστορικοί ονόμασαν
''ολοκλήρωση του φεουδαρχικού μετασχηματισμού'') είχε συντείνει
στην παγίωση ενός αισθήματος ασφάλειας και στον περιορισμό των
ληστρικών ομάδων που λυμαίνονταν την ύπαιθρο.

Παρόλα αυτά, τα πράγματα κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν. Το υλικό


υπόβαθρο της Μεσαιωνικής κοινωνίας δεν μπορούσε να αντέξει την
αύξηση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι λιμοί και οι επιδημίες να
γίνονται όλο και συχνότερα φαινόμενα, κυρίως επειδή οι ανάγκες της
νέας οικονομίας που προέκυπτε άρχιζαν να προσελκύουν
περισσότερους στις -μικρές, συνωστισμένες, βρόμικες και καθόλου
λειτουργικές- πόλεις του Μεσαίωνα. Οι μέθοδοι καλλιέργειας ήταν
πρωτόγονες ακόμη και με τα στάνταρ της ύστερης αρχαιότητας, το
τεχνολογικό υπόβαθρο και οι μονολιθικές κοινωνικές δομές
ουσιαστικά εμπόδιζαν οποιαδήποτε ουσιώδη πρόοδο.
Είναι αυταπόδεικτο ότι ακριβώς αυτές οι πιέσεις που προσέλκυαν
κόσμο στις πόλεις είναι εκείνες που στη συνέχεια θα δημιουργούσαν
και τους όρους για την κοινωνική (συνακόλουθα και τεχνολογική)
αλλαγή που συντελέσθηκε τους επόμενους αιώνες. Ωστόσο αυτές οι
εξελίξεις βρίσκονταν ακόμη μακριά. Για την ώρα, αυτό που υπήρχε
ήταν μία εκτεταμένη αριστοκρατία χωρίς κλήρο, που λυμαινόταν την
Ευρώπη, αυξανόμενοι αστικοποιημένοι πληθυσμοί που διαβιούσαν σε
συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης και μία ''πανταχού παρούσα''
Εκκλησία, που συνεχώς κράδαινε πάνω από τα κεφάλια των πιστών τη
δαμόκλειο σπάθη της ''μεταθανάτιας κρίσης''.

Και οι τρεις αυτοί παράγοντες ήταν ιδιαιτέρως σημαντικοί ως προς την


ανταπόκριση του σταυροφορικού κινήματος και την τεράστια
συμμετοχή τόσο ιπποτών όσο και απλών ανθρώπων, κυρίως στην A'
Σταυροφορία, αυτή που για πολλούς ήταν ''η μόνη πραγματική
σταυροφορία''.

Το Τάγμα του Ναού

Οι Ναΐτες ήταν οργανωμένοι σαν μοναστικό τάγμα, ακολουθώντας


έναν Κανόνα που έφτιαξε γι' αυτούς ο Άγιος Βερνάρδος του Κλερβώ
(Saint Bernard de Clairvaux). Το τάγμα διέθετε υψηλές διασυνδέσεις
και γρήγορα εξελίχθηκε σε βασικό υποκινητή της διεθνούς πολιτικής
την εποχή των Σταυροφοριών. Εγκαίρως, οι Ναΐτες προικίστηκαν με
πολλές και εξαιρετικά ευνοϊκές γι' αυτούς Παπικές Βούλες (όπως η
Omne Datum Optimum) που μεταξύ άλλων τους επέτρεπαν να
επιβάλλουν φόρους και να εισπράττουν το φόρο της δεκάτης στις
περιοχές που βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχό τους. Όλα αυτά τους
βοήθησαν ώστε να επιτύχουν μία γρήγορη ενίσχυση της κοσμικής
εξουσίας τους.

Κάθε χώρα είχε ένα Μάγιστρο (Magister) του τάγματος και όλες οι
χώρες ελέγχονταν από τον Μεγάλο Μάγιστρο (Grand Magister). Το
αξίωμα του Μεγάλου Μαγίστρου ήταν ισόβιο και τα βασικά του
καθήκοντα ήταν να επιβλέπει τις δραστηριότητες του τάγματος στην
Ανατολή και τις οικονομικές κτήσεις του τάγματος στη Δύση. Τo Τάγμα
των Ιππoτών τoυ Ναoύ είχε 4 κατηγoρίες μελών:

 Ιππότες (Templars), πoυ είχαν εξoπλισμό βαρέoς ιππικoύ.

 Υπαξιωματικoί (Sergeants), πoυ είχαν εξoπλισμό ελαφρoύ


ιππικoύ και πρoέρχoνταν από κατώτερη κoινωνική τάξη σε σχέση
με τoυς Ιππότες.
 Κτηματίες (Serving brothers - Rural brothers), πoυ διαχειρίζoνταν
την περιoυσία τoυ τάγματoς. Επίσης, υπήρχαν και oι frères de
métiers για τις χειρωνακτικές εργασίες.

 Ιερείς - Στρατιωτικoί (Chaplains), πoυ ήσαν χειρoτoνημένoι ιερείς


για να καλύπτoυν τις πνευματικές ανάγκες τoυ τάγματoς.

Μετά την Α' Σταυροφορία δημιουργείται το Χριστιανικό βασίλειο της


Ιερουσαλήμ με πρώτο βασιλιά τον Βαλδουίνο της Βουλώνης που έλαβε
το όνομα Βαλδουίνος ο A'. Ως πρώτος Πατριάρχης εγκαθίσταται ο
Δαϊμβέρτος (Daimbert). Η μεγάλη απειλή για το βασίλειο αυτό ήταν οι
Σαρακηνοί οι οποίοι νικήθηκαν κατά την Σταυροφορία αλλά δεν
εξοντώθηκαν. Επιπροσθέτως οι Σαρακηνοί έλεγχαν ένα μεγάλο αριθμό
οχυρών στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης τα οποία οι Χριστιανοί
ήθελαν να καταλάβουν. Οι Χριστιανοί ήταν δύσκολο να καταφέρουν
να ελέγξουν ολόκληρη την περιοχή της Παλαιστίνης και όχι μόνο την
πόλη της Ιερουσαλήμ.

Συνεπώς, η ζωή σε εκείνη την περιοχή δεν είναι εύκολη ούτε για τους
νέους κατοίκους, αλλά ούτε και για τους προσκυνητές που συρρέουν
μαζικά από ολόκληρη την Ευρώπη. Η ιστορία των Ιπποτών του Ναού
είναι συνδεδεμένη με τον Κόμητα Ούγο της Καμπανίας (Hugo de la
Champagne). Το 1104 ο κόμης επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ με μία
ακολουθία υποτελών του ιπποτών. To 1108 ο κόμης επιστρέφει στην
Ευρώπη και το 1114 επανέρχεται στην Ιερουσαλήμ συνοδευόμενος
από τον υποτελή του ιππότη Ούγο ντε Παιν (Hugues de Payns).
Άγνωστο παραμένει το αν ο Ούγος ντε Παιν ακολούθησε τον άρχοντά
του στο πρώτο του ταξίδι.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βαλδουίνου του Β', που στο
μεταξύ είχε διαδεχτεί τον Βαλδουίνο τον Α' στο θρόνο της Ιερουσαλήμ,
το 1118 μ.Χ, ο Ούγος ντε Παιν μαζί με άλλους 8 ιππότες
παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και του πρότειναν την ίδρυση μίας
κοινότητας ιπποτών που θα ακολουθούσε τον κανόνα θρησκευτικού
τάγματος και θα αφιερωνόταν στην προστασία των προσκυνητών. To
ίδιο έπραξαν και με τον Πατριάρχη Βαρμούνδο του Πικινύ (Warmund
de Picquigny)που είχε διαδεχτεί τον Δαϊμβέρτο. Είχαν σκεφτεί να
ακολουθήσουν τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου (Augustine of
Hippo). Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από το βασιλιά και τον
Πατριάρχη. Οι 9 αυτοί ιππότες ήταν οι εξής:

 Ούγος ντε Παιν (Hugues de Payens)

 Γοδεφρείδος ντε Σαιν-Ομέρ (Godefroi de Saint-Omer)

 Αρκαμπώ ντε Σαιντ-Αινιάν (Archambaud de Saint-Aignan)

 Παγιάν ντε Μοντιντιέ (Payen de Montidier)

 Ζοφρουά Μπισσό (Geoffrey Bissot)

 Ροσσάλ ή Ρολάν (Rossal ή Roland)

 Αντρέ ντε Μονμπάρ (André de Montbard)

 Γκοντεμάρ (Gondemare)

 Γκοντφρουά (Godefroi)

Οι ιππότες αυτοί, την ημέρα των Χριστουγέννων του 1119 μ.Χ. στο ναό
του Αγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ ενώνονται με τους τρεις κλασσικούς
μοναστικούς όρκους για πενία, αγνότητα, υποταγή και έναν επιπλέον
όρκο για προστασία των προσκυνητών, παρουσία του Πατριάρχη. Έτσι,
λοιπόν, συγκροτείται ο πρώτος πυρήνας του Τάγματος των Φτωχών
Ιπποτών του Χριστού. Αυτό είναι ένα τάγμα μοναστικό που τα μέλη
του, όμως, διαθέτουν σπαθί και πανοπλία. Αρχικά ζούσαν ζητώντας
ελεημοσύνη και για το λόγο αυτό έγιναν γνωστοί με αυτό το όνομα.
Στο ξεκίνημά τους δεν φορούσαν κάποια ξεχωριστή ενδυμασία, αλλά
τα απλά ρούχα του επαγγέλματος του καθενός.

Ο βασιλιάς Βαλδουίνος Β' και ο Πατριάρχης τους δίνουν αμέσως


χρηματική βοήθεια μέσω εκκλησιαστικών εισοδημάτων. Τους
προσφέρουν, επίσης, κατάλυμα στο Όρος του Ναού, και πιο
συγκεκριμένα σε ένα τμήμα του παλατιού που είχε φτιάξει ο
Βαλδουίνος ο Β' μέσα στο τέμενος Αλ-Ακσά (Al-Aqsa, νότιο τμήμα του
Όρους). Στο Όρος του Ναού πιστευόταν ότι βρίσκονται τα ερείπια του
ναού του Σολομώντος. Έτσι, λοιπόν, το πλήρες τους όνομα
διαμορφώνεται: Pauperes commilitones Christi Templique Salomonici
(Pauvres Chevaliers du Christ et du Temple de Salomon). Όσον αφορά
τις αρχικές προθέσεις των ιπποτών αυτών πιστεύεται ότι ενδέχεται
απλώς να επιθυμούσαν να ιδρύσουν μία μονή ή μία αδελφότητα στην
Παλαιστίνη.

Ο Μιχαήλ της Συρίας, ένας ιστορικός της εποχής υποστηρίζει ότι ο


Βαλδουίνος ήταν εκείνος που έπεισε τον Ούγο ντε Παιν και τους
άλλους οκτώ να παραμείνουν μάχιμοι ιππότες. Αυτό γιατί είχε
αντιληφθεί ότι ήταν πολύ δύσκολο να βάλει σε τάξη το βασίλειό του.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τoυ Βαλδoυίνoυ τoυ Β' στo θρόνo της
Ιερoυσαλήμ, τo 1118 μ.Χ, o Oύγoς ντε Παϊν μαζί με άλλoυς 8 Ιππότες
παρoυσιάστηκαν στo βασιλιά και τoυ πρότειναν την ίδρυση μίας
κoινότητας Ιππoτών πoυ θα ακoλoυθoύσε τoυς κανόνες θρησκευτικoύ
τάγματoς και θα αφιερωνόταν στην πρoστασία των πρoσκυνητών. To
ίδιo έπραξαν και με τoν Πατριάρχη Βαρμoύνδo τoυ Πικινί (Warmund
de Picquigny).

Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από τo βασιλιά και τoν Πατριάρχη. Oι


Ιππότες αυτoί, την ημέρα των Χριστoυγέννων τoυ 1119 μ.Χ. στo ναό
τoυ Αγίoυ Τάφoυ της Ιερoυσαλήμ (Holy Sepulchre) ενώθηκαν με τoυς
τρεις κλασσικoύς μoναστικoύς όρκoυς για:

 Πενία

 Αγνότητα

 Υπoταγή και
 Έναν επιπλέoν όρκo για πρoστασία των πρoσκυνητών, παρoυσία
τoυ Πατριάρχη

Έτσι συγκρoτήθηκαν oι πρώτoι Ιππότες τoυ Τάγματoς των Φτωχών


Ιππoτών τoυ Χριστoύ. Η περίοδος της μεγάλης ισχύος των Ναϊτών
αρχίζει λίγο μετά την ίδρυσή τους όταν αποκτούν την υποστήριξη του
Αγίου Βερνάρδου του Κλερβώ ο οποίος υπήρξε και ο αναμορφωτής
του μοναστικού τάγματος των Βενεδικτίνων. Ο Άγιος Βερνάρδος όταν
αντιλαμβάνεται την ύπαρξη και τις προθέσεις του πρώτου πυρήνα των
Ναϊτών διαισθάνεται ότι η ιδέα τους μπορεί να αξιοποιηθεί, και έτσι
στηρίζει τους 9 πρώτους τυχοδιώκτες, αναγνωρίζοντάς τους επίσημα
ως ένα στρατιωτικό και θρησκευτικό τάγμα και τους οποίους
μεταμορφώνει σε Στρατιώτες του Χριστού (Militia Christi).

Επίσης, ο Άγιος Βερνάρδος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σύνταξη


του όρκου που έδιναν όλοι οι Ναΐτες, ένας όρκος που ονομάστηκε
Κανόνας των Ναϊτών. Το 1128 μ.Χ συγκαλεί σύνοδο στην Τρουά της
Γαλλίας για να καθορίσει τι ακριβώς είναι οι νέοι αυτοί μοναχοί -
στρατιώτες, και μερικά χρόνια αργότερα γράφει το εγκώμιο αυτών των
Στρατιωτών του Χριστού και ετοιμάζει τον Κανόνα που αποτελείται
από 72 άρθρα, ο οποίος περιλαμβάνει εκτός από τα θεμελιώδη
χαρακτηριστικά που θα διέπουν το τάγμα, και εξαντλητικές
λεπτομέρειες που αφορούν τις καθημερινές δραστηριότητες των
ιπποτών. Με τον κανόνα αυτό υιοθετείται και το φημισμένο λευκό
ράσο, που προερχόταν από τους Κιστερκιανούς μοναχούς,
προσθέτοντας σε αυτό έναν κόκκινο σταυρό.

Υπoχρεώσεις των Ιππoτών ήσαν είναι oι εξής:


 Υπoχρέωση τέλεσης καθημερινών λειτoυργιών.

 Απαγόρευση της συναναστρoφής των Ιππoτών με αφoρισμένoυς


Ιππότες, αν όμως ένας από αυτoύς έρθει ικέτης στo Ναό
oφείλoυν να τoν δεχθoύν χριστιανικά.

 Η ενδυμασία τoυ τάγματoς είναι λευκoί μανδύες, απλoί και χωρίς


γoύνα, εκτός και αν είναι από αρνί ή κριάρι, απαγoρεύoνται τα
λεπτά υπoδήματα με τις ανασηκωμένες μύτες πoυ ήταν τότε της
μόδας.

 Oι Ιππότες επιβάλλεται να κoιμoύνται με τo πoυκάμισo και τα


εσώρoυχα, σ'ένα στρώμα, με ένα σεντόνι και μία κoυβέρτα.

 Τo φαγητό των Ιππoτών διεξάγεται με σιωπή, σε κoινή γαβάθα


για 2. Σίτιση με κρέας 3 φoρές την εβδoμάδα.

 Μετάνoια τις Παρασκευές.

 Εγερτήριo τα ξημερώματα, αν η δoυλειά τoυς ήταν κoπιαστική


τoυς παραχωρείται μία ακόμα ώρα ύπνoς, όμως σε αντάλλαγμα
πρέπει να πoυν 13 Πάτερ ημών από τo κρεβάτι τoυς.

Όταν το τάγμα σταμάτησε τη στρατιωτική του δράση, αρκετά


αργότερα από την ίδρυσή του, συντάχθηκαν τα Retraits που
αποτελούσαν κάποιους κανονισμούς του τάγματος. Οι κανονισμοί
αυτοί θέσπιζαν ένα σύστημα κανόνων και τελετουργικών. Κάποιες από
τις απαγορεύσεις που περιλαμβάνονταν ήταν οι εξής:

 Οι συμπλοκές και οι επιθέσεις σε Χριστιανούς για λόγους


εκδίκησης.
 Οι συναλλαγές με γυναίκες.

 Οι συκοφαντίες προς τους αδελφούς.

 Το να χάσουν το σκλάβο τους ή ένα άλογό τους.

 Το να δωρίσουν ένα ζώο, εκτός από σκύλους και γάτες.

 Το να φύγουν χωρίς άδεια ή να φύγουν τη νύχτα από το λόχο.

 Το να σπάσουν τη σφραγίδα του διδασκάλου.

 Το να δανειστούν χρήματα του τάγματος χωρίς άδεια.

 Το να πετούν κάτω το ρούχο τους οργισμένοι.

Οι κανονισμοί αυτοί, λοιπόν, θεσπίστηκαν μετά το τέλος της δράσης


του τάγματος για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες που
δημιουργούνται σε ένα στρατό που πλήττει επειδή ο πόλεμος
τελείωσε. Αποτελούν ενδεικτικό στοιχείο για την επικρατούσα
συμπεριφορά των ιπποτών εκείνης της περιόδου. Πιθανότατα ο Ούγος
ντε Παιν και οι υπόλοιποι 8 πρώτοι να ήταν απλώς κάποιοι ιδεαλιστές
που μαγεύτηκαν από το μυστικισμό της πρώτης σταυροφορίας.
Αργότερα, όμως, το τάγμα προσελκύει άτομα που αναζητούν
περιπέτειες μιας και το νέο βασίλειο της Ιερουσαλήμ είναι ένας πολλά
υποσχόμενος τόπος εκείνη την εποχή.
Κάποια άλλα μέλη προσελκύονται επειδή στην πατρίδα τους δεν έχουν
πολλές προοπτικές ή βρίσκονται σε δυσμενή θέση και επιθυμούν να
ξεφύγουν από μία δύσκολη κατάσταση, αφού το τάγμα παρέχει όχι
μόνο σίγουρη κάλυψη των βιοτικών αναγκών των μελών του, αλλά και
πλούσιες εμπειρίες σε ένα μακρινό τόπο. Πιθανολογείται ότι όταν
πλέον το τάγμα είχε γίνει ισχυρό και είχε εξαπλωθεί επιζητούσαν να
καταταγούν ακόμα και άτομα που είχαν καλή θέση στην πατρίδα τους
αφού, άλλωστε, δεν χρειαζόταν πια να εργαστεί κάποιος στους Αγίους
Τόπους για να γίνει Ναΐτης, μπορούσε να καταταγεί και στο σπίτι του.
Οι Ναΐτες μεταξύ δωρεών, ενόπλων κατακτήσεων και προμηθειών από
οικονομικές επιχειρήσεις, μετατράπηκαν σε πολυεθνική εταιρεία.

Για τη διαχείριση, λοιπόν, όλων αυτών των υποθέσεων είχαν ανάγκη


από ανθρώπους με οξύνοια και ιδιαίτερες ικανότητες, οι οποίοι
κατόρθωσαν να πείσουν τον τότε Πάπα Ιννοκέντιο τον Β' να τους
παραχωρήσει εξαιρετικά προνόμια. Τα προνόμια αυτά είναι:

 Το τάγμα μπορεί να διατηρεί όλα τα πολεμικά λάφυρα.

 Όπου και να έχει αγαθά δεν λογοδοτεί ούτε στο βασιλιά, ούτε
στους επισκόπους, ούτε στον Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ, παρά
μόνο στον ίδιο τον Πάπα.

 Απαλλάσσονται παντού από φόρους, και έχουν δικαίωμα να τους


επιβάλλουν οι ίδιοι στους τόπους που ελέγχουν.

Γίνεται, λοιπόν, εμφανές ότι το τάγμα αποτελεί πλέον μία μορφή


επιχείρησης στην οποία κανείς δεν μπορεί να αναμιχθεί. Έτσι, γίνεται
κατανοητό ότι οι επίσκοποι και οι βασιλείς δεν τους βλέπουν με
συμπάθεια όμως δεν μπορούν και να κάνουν χωρίς αυτούς για λόγους
στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος. Οι σταυροφόροι που
εξεστράτευσαν εκείνη την εποχή προς τους Αγίους Τόπους δρούσαν
πρόχειρα και χωρίς να έχουν ένα σταθερά εδραιωμένο σκοπό.
Αντιθέτως, οι Ναΐτες ζούσαν σε εκείνες τις περιοχές σαν να ήταν σπίτι
τους, γνώριζαν το έδαφος, την πολεμική τέχνη, αλλά και πως να
διαπραγματεύονταν με τον εχθρό. Το τάγμα των Ιπποτών του Ναού
από την αρχή της ύπαρξής του είχε δεχτεί τεράστιες δωρεές και
σταδιακά δημιούργησε προτεκτοράτα του σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Ενδεικτικό είναι ότι ο Αλφόνσος της Καστίλλης και της Αραγωνίας τους
χάρισε μία ολόκληρη περιοχή και με τη διαθήκη του τους κληροδότησε
το βασίλειό του σε περίπτωση που θα πέθαινε χωρίς διάδοχο. Οι
Ναΐτες στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν τον εμπιστεύτηκαν και
συμβιβάστηκαν με την μεταβίβαση σε αυτούς 6 κάστρων στην Ισπανία.
Επίσης, ο βασιλιάς της Πορτογαλίας τους χάρισε ένα δάσος το οποίο,
όμως, ήταν ακόμα στην κατοχή των Σαρακηνών. Επιτέθηκαν στους
Σαρακηνούς, και αφού τους συνέτριψαν, ίδρυσαν την πόλη Κοΐμπρα.
Από αυτά γίνεται φανερό ότι ένα μέρος των Ναϊτών πολεμάει στην
περιοχή της Παλαιστίνης, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται
στην Ευρώπη.

Διέξοδος προς την Ανατολή

H διέξοδος για τη διοχέτευση των πιέσεων που είχαν δημιουργηθεί


στη Δ. Ευρώπη, εμφανίστηκε ως διά μαγείας. Την εποχή του πρώιμου
Μεσαίωνα υπήρχαν τρεις περιοχές όπου συνόρευαν εδάφη που
κατείχαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. H Ιβηρική, όπου οι
Μαυριτανοί είχαν περιορίσει τους Χριστιανούς σε μία σχετικά μικρή
περιοχή στα βόρεια, η Ιταλία, με την παρουσία των Σαρακηνών στη
Σικελία, και η εγγύς Ανατολή, όπου οι ''σχισματικοί'' Βυζαντινοί
συνόρευαν με τους Τούρκους και τους Αραβες κατακτητές των Αγίων
Τόπων και έχαναν συνεχώς εδάφη. H Ιβηρική έμοιαζε ο φυσικός χώρος
της δράσης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς οι Χριστιανικοί
πληθυσμοί της περιοχής ήταν Καθολικοί.

Όμως κάποιοι περιορισμοί που είχαν να κάνουν με τις προσδοκίες των


σταυροφόρων αλλά και την ελάχιστη σημασία της Ιβηρικής για τη
Χριστιανοσύνη ευρύτερα, δεν επέτρεψαν την εκδήλωση ενός μαζικού
κινήματος βοήθειας των Ευρωπαίων προς τους Ίβηρες ομοθρήσκους
τους. Την ίδια ώρα, το ζήτημα της Σικελίας είχε επί της ουσίας
διευθετηθεί με την κατάκτηση της περιοχής από τους Νορμανδούς και
την προσπάθεια του πλήρους εκχριστιανισμού της (ενώ, βεβαίως, ήταν
και αδιέξοδο, αφού δεν προσέφερε δυνατότητες παραπέρα
επέκτασης). Αυτό που έμενε λοιπόν ήταν η Ανατολή, μία περιοχή που
βρισκόταν (μετά το Σχίσμα) εντελώς έξω από τη σφαίρα επιρροής της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αλλά και των ''Γερμανικών'' λαών που
κυριαρχούσαν στις χώρες της Δύσης.

Στην Ανατολή ο εκπρόσωπος της Χριστιανοσύνης ήταν το Βυζάντιο.


Μετά την ένδοξη και επεκτατική περίοδο της Μακεδονικής
δυναστείας, όπως κορυφώθηκε με τον Βασίλειο B' Βουλγαροκτόνο, η
πορεία προς την παρακμή που επακολούθησε στις επόμενες τρεις
δεκαετίες ήταν τόσο ραγδαία, ώστε το Βυζάντιο κινδύνεψε να διαλυθεί
την επομένη της ήττας από τους Τούρκους στο Μαντζικέρτ. Οι
Σελτζούκοι είχαν ουσιαστικά κυριαρχήσει στη Μικρά Ασία, αφήνοντας
μόνο στενές λωρίδες στα παράλια στην κυριαρχία των Βυζαντινών, με
τους τελευταίους να βρίσκονται έτσι σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. O
ικανός και διορατικός Αλέξιος Κομνηνός, που διαδέχτηκε μία σειρά
ανίκανων Αυτοκρατόρων που έφεραν την Αυτοκρατορία σε αυτή τη
θέση, προσπάθησε να επαναφέρει το Βυζάντιο στην πρότερη δόξα και
δύναμή του.

Στο σημείο αυτό ο Αλέξιος προχώρησε σε μία ενέργεια που άλλαξε το


ρου της ιστορίας, μία αλλαγή που για το Βυζάντιο μακροπρόθεσμα
ήταν βεβαίως εξαιρετικά δυσάρεστη, αλλά βραχυπρόθεσμα
λειτούργησε θετικά. O Αλέξιος απέστειλε στη σύνοδο της Πιατσέντζα
μία ομάδα αντιπροσώπων του, οι οποίοι μπροστά στην εκκλησιαστική
ομήγυρη και στον Πάπα Ουρβανό B', εξήγησαν ότι ως αδελφοί
Χριστιανοί ζητούν από τη Δύση στρατιωτική βοήθεια για να
αντιμετωπίσουν τους ''άπιστους'' Τούρκους. H αίτηση για βοήθεια από
τη Δύση φαίνεται ότι βρισκόταν για καιρό στο μυαλό του Αλέξιου,
αφού τέσσερα χρόνια πριν είχε κάνει μια πρώτη κίνηση διπλωματικού
ανοίγματος προς τη Λατινική Εσπερία.

Τότε είχε στείλει στον Ροβέρτο, κόμη της Φλάνδρας, μία επιστολή στην
οποία περιέγραφε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Βυζαντινοί με
τους Μουσουλμάνους, ενώ ακολούθησαν και άλλες επιστολές σε
γνωστούς Λατίνους άρχοντες. O Ουρβανός, ένας ιδιαίτερα ευφυής και
δραστήριος άνδρας, κατάλαβε ότι η ευκαιρία που είχε μπροστά του
ήταν μοναδική. Θα μπορούσε ''με έναν σμπάρο'' να πετύχει όχι μόνο
δύο, αλλά πολύ περισσότερα ''τρυγόνια''. Ήδη την επομένη της
αναχώρησης των Βυζαντινών απεσταλμένων, ξεκίνησε να καταστρώνει
τα σχέδιά του. Συγκάλεσε μεγάλη σύνοδο των εκπροσώπων της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, λαϊκών και κληρικών, στις 18 Νοεμβρίου
της ίδιας χρονιάς, στο Κλερμόντ της Κεντρικής Γαλλίας.

Εργάστηκε άοκνα για να εξασφαλίσει την επιτυχία της συνόδου και


συνακόλουθα της ''κλήσης της Χριστιανικής Δύσης υπό τα όπλα'' σε
έναν Bellum Sacrum (Ιερό Πόλεμο) που είχε στόχο την ανάκτηση των
περιοχών που είχε χάσει το Βυζάντιο από τους Άραβες και τους
Τούρκους τους τελευταίους αιώνες. O Ουρβανός όμως δεν σταμάτησε
στο Κλερμόντ. Ξεκίνησε μία εκτεταμένη εκστρατεία στη Γαλλία και
αλλού, καλώντας όλο και περισσότερους σημαίνοντες άρχοντες να
πάρουν τα όπλα και το σταυρό. Οι επαφές του είχαν εξαιρετικά
αποτελέσματα. Ως ημερομηνία έναρξης της σταυροφορίας ο Ουρβανός
καθόρισε την 15η Αυγούστου του 1096, την ημέρα που η
Χριστιανοσύνη γιορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Ιστορία της A' Σταυροφορίας

Ως μία ένοπλη προσκύνηση (ο όρος σταυροφορία δεν είχε ακόμη


εφευρεθεί και οι πρώτοι σταυροφόροι αποκαλούσαν τους εαυτούς
τους προσκυνητές), η σταυροφορία είχε πολλές ιδιαιτερότητες. H
ιστορία της είναι συνυφασμένη με τη δημιουργία των λεγόμενων
σταυροφορικών βασιλείων, δηλαδή των ηγεμονιών της Λατινικής
Μέσης Ανατολής. Της ''κανονικής'' σταυροφορίας, αυτής που
υποκίνησε δηλαδή ο Ουρβανός, είχε προηγηθεί μία άλλη. H
''σταυροφορία του λαού'', όπως έμεινε στην ιστορία η συνάθροιση των
χωρικών που κινήθηκε προς τους Αγίους Τόπους, ήταν απλώς μία
δραματική επιβεβαίωση των αδιεξόδων και των τρομακτικών
κοινωνικών πιέσεων από τις οποίες υπέφερε η δυτική Χριστιανοσύνη
το Μεσαίωνα.

Ομάδες χωρικών από ολόκληρη την Ευρώπη ξεκίνησαν μία μακρά


πορεία για τους Αγίους Τόπους, για να ενωθούν καθ' οδόν και να
σχηματίσουν ένα τεράστιο, ετερόκλητο πλήθος που κινούνταν αργά
διαμέσου της Ευρωπαϊκής υπαίθρου προς την Ανατολή. Τα πλήθος
όμως ανδρών, γυναικών και παιδιών, κληρικών και λαϊκών,
τυχοδιωκτών, μισθοφόρων, αναπήρων, γέρων, ακόμη και λίγων
ιπποτών χαμηλής κοινωνικής στάθμης, δεν είχε την παραμικρή ελπίδα
να πετύχει οτιδήποτε -πόσο μάλλον να κατακτήσει τους Αγίους
Τόπους. Υπό την αρχηγία ενός χαρισματικού ρήτορα, του μοναχού
Πέτρου (που έγινε γνωστός ως Ερημίτης), η σταυροφορία του λαού
έμοιαζε περισσότερο με ένα σμήνος ακρίδων που κατέστρεφε τα
πάντα στο πέρασμά του.

Οι Σελτζούκοι εξόντωσαν τη συντριπτική πλειονότητά τους και οι


ελάχιστοι που επιβίωσαν, ενώθηκαν με την ''κανονική'' σταυροφορία
που ακολούθησε λίγες εβδομάδες αργότερα. H A' Σταυροφορία
υπήρξε μία πανστρατιά της δυτικής Χριστιανοσύνης. Μόνο οι ιππότες
που συμμετείχαν ήταν περισσότεροι από 7.000, αριθμός τεράστιος
που δεν βρίσκουμε σε καμία εκστρατεία της εποχής, ενώ το σύνολο
των ενόπλων ήταν πιθανότατα πάνω από 40.000. Μαζί με τους
χωρικούς και τους υπόλοιπους που ακολουθούσαν, το πλήθος των
''προσκυνητών'' που έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη ίσως έφθανε
και τους 100.000. Μεταξύ των σταυροφόρων βρισκόταν η αφρόκρεμα
της Φράγκικης ιπποσύνης και εκατοντάδες ακόμη, περισσότερο ή
λιγότερο γνωστοί, ιππότες από ολόκληρη τη Δ. Ευρώπη.

Τυπικά ηγέτης της σταυροφορίας ήταν ο παπικός λεγάτος,


αντιπρόσωπος του Ουρβανού, Αντεμάρ του Λε Πι, ενώ μαζί του είχαν
έλθει σπουδαίοι άρχοντες με τις πολυπληθείς ακολουθίες τους. Κατ’
αρχάς, ο Ρεϋμόνδος Δ' της Τουλούζης, ο διασημότερος άρχοντας της
Προβηγκίας, με έναν στρατό Βασάλων, Σεργέντων και μισθοφόρων. Τα
αδέλφια Γοδεφρείδος, Ευστάθιος και Βαλδουίνος ντε Μπουιγιόν
εκπροσωπούσαν τη Λοραίνη και είχαν υπό τις διαταγές τους μία
ολόκληρη στρατιά. H Βόρεια Γαλλία είχε επίσης πλούσια
εκπροσώπηση, με σημαντικούς άρχοντες όπως ο Ροβέρτος B' της
Φλάνδρας και ο αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας, του αφορισμένου
Φίλιππου, Ούγος του Βερμαντουά.

Μαζί τους ήταν ο αδελφός του Νορμανδού βασιλιά της Αγγλίας,


Ροβέρτος της Νορμανδίας, καθώς και ο κόμης του Μπλουά, Στέφανος.
Ένας ακόμη Νορμανδός άρχοντας, από την Ιταλία αυτός, ο
Βοημούνδος του Τάρανδα, μαζί με τον ανιψιό του Τανκρέδο,
συμπλήρωναν αυτήν την ''πινακοθήκη'' των κορυφαίων ευγενών που
έλαβαν μέρος στη σταυροφορία. O πρώτος στόχος της υπέρλαμπρης
σταυροφορικής στρατιάς ήταν η Νίκαια της M. Ασίας, όπου βάδισαν
μαζί με το στρατό του Βυζαντίου. H πόλη όμως παραδόθηκε στους
Βυζαντινούς, γεγονός που δυσαρέστησε ιδιαιτέρως τους Λατίνους
καθώς περίμεναν την ευκαιρία να επιδοθούν στη λεηλασία της,
συνέχισαν ωστόσο την πορεία προς Ανατολάς.

Αφού νίκησαν δύο φορές τους Σελτζούκους, οι Λατίνοι συνέχισαν για


τον επόμενο στόχο τους, την Αντιόχεια. Πριν ακόμη φθάσουν όμως
στην παλιά πρωτεύουσα των Σελευκιδών, ένας από τους κορυφαίους
μεταξύ των σταυροφόρων, ο Βαλδουίνος ντε Μπουιγιόν, άφησε τους
συντρόφους του μόλις πέρασαν στην Κιλικία και συνέχισε ανατολικά,
φτάνοντας στην Έδεσσα. Λίγο αργότερα θα διαδεχθεί τον ντόπιο
ηγεμόνα Θόρο (ή Τόρος) -μετά από μία σειρά, μάλλον ύποπτων
συμβάντων- και θα γίνει ηγεμόνας της Έδεσσας, δημιουργώντας το
πρώτο από τα σταυροφορικά κράτη, την Κομητεία της Έδεσσας. O
Βαλδουίνος αργότερα θα αναρριχηθεί στο θρόνο της Ιερουσαλήμ.

Οι υπόλοιποι ''προσκυνητές'' συνέχισαν προς την Αντιόχεια, που την


εποχή εκείνη ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της M. Ανατολής
και αποτελούσε μέχρι το 1080, όταν καταλήφθηκε από τους
Σελτζούκους, τη σημαντικότερη κτήση των Βυζαντινών στην περιοχή. O
πληθυσμός της συνέχιζε να είναι σε σημαντικό ποσοστό Ελληνικός
(ακόμη κατοικούσαν στην πόλη πολλοί Σύριοι, Τούρκοι, Άραβες,
Αρμένιοι και άλλοι) και η πόλη ήταν πλούσια, μεγάλη και ισχυρή -όπως
άλλωστε και η φρουρά της. H πολιορκία της Αντιόχειας ήταν ίσως το
δραματικότερο γεγονός της A' Σταυροφορίας, αφού διήρκεσε πολλούς
μήνες και έφερε τους Χριστιανούς στα πρόθυρα της διάλυσης και της
εγκατάλειψης του αγώνα τους.

Οι σταυροφόροι χρειάστηκε να δώσουν πολλές και σημαντικές μάχες


για να ισχυροποιήσουν τη θέση τους έξω από τα τείχη της πόλης, η
οποία όμως έμοιαζε αδύνατο να κατακτηθεί με έφοδο. Για το λόγο
αυτό, ο πανούργος Βοημούνδος κατάφερε να δωροδοκήσει έναν
Αρμένιο αξιωματικό της Τουρκικής φρουράς, ο οποίος στην ουσία του
παρέδωσε την πόλη. Οι σταυροφόροι εγκαινίασαν τις κατακτήσεις
τους στη M. Ανατολή με ένα λουτρό αίματος, αφού εξόντωσαν το
σύνολο των Μουσουλμάνων και Εβραίων (και αρκετούς Χριστιανούς)
κατοίκων της πόλης. O μεγάλος στόχος της σταυροφορίας ήταν η
Ιερουσαλήμ, η κατάληψη της οποίας πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες
αργότερα, μετά από άλλη μία εξαντλητική πολιορκία.

Η οποία όμως ήταν πολύ ευκολότερη αυτής της Αντιόχειας, αφού


εκείνο τον καιρό η Ιερουσαλήμ ήταν μία μικρή πόλη 22.000 έως 25.000
κατοίκων και με περιορισμένη φρουρά. Παρόλα αυτά, οι σταυροφόροι
χρειάστηκε να επιστρατεύσουν για μία ακόμη φορά το υπερφυσικό
στοιχείο, πραγματοποιώντας τριήμερη νηστεία και μία λιτανεία κάτω
από τα τείχη της Ιερουσαλήμ πριν από την τελική έφοδο. Αφού
κατέσφαξαν το σύνολο των κατοίκων της πόλης, ξεκίνησαν την
προσπάθεια ανεύρεσης του νέου βασιλιά της. Ουσιαστικά από τους
ηγέτες της σταυροφορίας που ξεκίνησαν δυόμισι χρόνια πριν από την
Κωνσταντινούπολη, μόνο δύο έφθασαν στην Ιερουσαλήμ, ο Ρεϋμόνδος
της Τουλούζης και ο Γοδεφρείδος ντε Μπουιγιόν.

O Ρεϋμόνδος είχε μεγαλύτερο κύρος, γι' αυτό οι ιππότες προσέφεραν


σε αυτόν το στέμμα της Ιερουσαλήμ. Εκείνος όμως, ως ανήσυχη φύση
και ευσεβής πολεμιστής της πίστης, αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν είναι
δυνατόν να στεφθεί βασιλιάς στον τόπο όπου μαρτύρησε ο Ιησούς.
Βεβαίως, ο Ρεϋμόνδος είχε κατά νου να κατακτήσει την Τρίπολη,
ωστόσο με τον τρόπο αυτό στέρησε από τον Οίκο της Τουλούζης το
βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το οποίο επρόκειτο να περάσει στον Οίκο
των ντε Μπουιγιόν, των εκπροσώπων της Λοραίνης στη σταυροφορία.
O Γοδεφρείδος επίσης αρνήθηκε το στέμμα της Ιερής Πόλης με το ίδιο
σκεπτικό, αλλά δέχτηκε (ή πρότεινε) μία εναλλακτική λύση, την
αναγόρευσή του σε ''Προστάτη του Παναγίου Τάφου'' (Advocatus
Sancti Sepulchri). O πρώτος του Οίκου του που θα γινόταν βασιλιάς της
Ιερουσαλήμ ένα χρόνο αργότερα θα ήταν ο αδελφός του, Βαλδουίνος
(ο κόμης της Έδεσσας), μετά το θάνατο του Γοδεφρείδου.

H Δύση Υποτάσσει την Ανατολή

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της βασικής κατάκτησης, άρχισαν οι


πραγματικές δυσκολίες για τους Χριστιανούς. Ωστόσο, διέθεταν πλέον
ένα στέρεο προγεφύρωμα στη M. Ανατολή και δεν σκόπευαν να
παραιτηθούν της επιθυμίας τους να το επεκτείνουν. Αφού
απέκρουσαν τους Φατιμίδες, ασχολήθηκαν με την οργάνωση των
νεόκοπων κρατικών μορφωμάτων που δημιούργησαν, καθώς και με
την ενίσχυσή τους με ανθρώπινο δυναμικό. Οι Χριστιανικοί πληθυσμοί
της M. Ανατολής δεν ήταν ιδιαίτερα φίλα προσκείμενοι προς τους
Λατίνους. H απόσταση μεταξύ των Λατίνων και των ντόπιων μεγάλωνε
εξαιτίας αφενός της ευκολίας με την οποία οι δεύτεροι έπεφταν
θύματα της αρπακτικής μανίας των πρώτων και αφετέρου επειδή η
νεόκοπη αριστοκρατία των Φράγκων τούς έβλεπε ως δυνάμει
δουλοπάροικους.

Οι τρεις ηγεμονίες που είχαν δημιουργηθεί από τους ''προσκυνητές'',


το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, η Κομητεία της Έδεσσας και το Βασίλειο
της Ιερουσαλήμ, άρχισαν να ακμάζουν, αλλά ορισμένες άστοχες
κινήσεις του Βοημούνδου (τέθηκε αντιμέτωπος με την ισχύ της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βασιζόμενος στη βοήθεια του βασιλιά της
Γαλλίας) κατέστησαν την Αντιόχεια υποτελή της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Σύντομα στην τριάδα των Λατινικών κρατιδίων θα
προστίθετο και η Κομητεία της Τρίπολης, που θα δημιουργούσε ο
Οίκος του Κόμη της Τουλούζης. Πάντως, ο ίδιος ο Ρεϋμόνδος άφησε
την τελευταία του πνοή στην πολιορκία της Τρίπολης, την οποία λίγο
αργότερα κατέκτησαν οι δυνάμεις του.

Οι Λατίνοι μετέφεραν στη M. Ανατολή τους θεσμούς και την ιεραρχία


των κοινωνιών της Δ. Ευρώπης, ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να
''μεταφυτεύσουν'' επακριβώς τη Μεσαιωνική Ευρωπαϊκή κοινωνία στο
Λεβάντε. Για το λόγο αυτό από την ίδρυσή τους τα σταυροφορικά
βασίλεια (όπως συχνά ονομάζονται), είχαν πολλές ιδιαιτερότητες. O
βασιλιάς είχε ένδεια πόρων, υπηκόων και εξουσίας, κατά συνέπεια η
στρατιωτική δύναμή του ήταν μικρή και σε ορισμένες περιπτώσεις οι
ισχυρότεροι από τους φεουδάρχες του είχαν μεγαλύτερη ισχύ από τον
ίδιο.

Στο πλαίσιο αυτό όχι μόνο επιτράπηκε η ίδρυση και λειτουργία των
ιπποτικών ταγμάτων, αλλά υπήρχαν και όλες οι προϋποθέσεις ώστε τα
τάγματα να γιγαντωθούν και να εξελιχθούν σε έναν θεσμό με τεράστια
δύναμη και επιρροή, όχι μόνο στους Αγίους Τόπους αλλά και
γενικότερα σε ολόκληρη τη Χριστιανική Δύση.

Οι Ναΐτες Υπερασπίζονται το Σταυρό

Στο ιστορικό πλαίσιο που ορίστηκε από τις σταυροφορίες, έκαναν την
εμφάνισή τους και οι Ναΐτες. Οι ιππότες του Ναού σύμφωνα με όλες
τις πηγές είχαν ένα ιδιαίτερα ταπεινό ξεκίνημα. Τόσο ταπεινό που
κανείς από τους χρονικογράφους που έζησαν και έγραψαν την εποχή
της δημιουργίας των Ναϊτών, δηλαδή στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας
και στις αρχές της τρίτης του 12ου αιώνα, δεν θεώρησε το ξεκίνημα
ενός ιπποτικού τάγματος άξιο αναφοράς. Ηταν άλλωστε το πρώτο
ιπποτικό τάγμα και η έλλειψη αντίστοιχου προηγούμενου έκανε τους
σύγχρονούς του αρκετά επιφυλακτικούς όσον αφορά στην
αντιμετώπισή του.

Ουδεμία σοβαρή μνεία γίνεται στα επίσημα έγγραφα του Βασιλείου


της Ιερουσαλήμ, πέραν των αρχικών δωρεών από το βασιλιά στους
Milites Christi, δηλαδή ''Ιππότες του Χριστού'' όπως ονομάστηκαν
αρχικά αυτοί που στη συνέχεια έγιναν γνωστοί ως ''Ναΐτες''. Το τάγμα
δημιουργήθηκε αρχικά για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό, ο οποίος
όμως σύντομα πέρασε σε δεύτερη μοίρα: την προστασία των
προσκυνητών που έρχονταν στους Αγίους Τόπους και κινδύνευαν ανά
πάσα στιγμή από τους ληστές, τους ''Σαρακηνούς'' και τους
Τουρκομάνους που λυμαίνονταν την ύπαιθρο. Το μεγαλύτερο
πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι προσκυνητές που κινούνταν στους
κύριους δρόμους, όπως εκείνον που οδηγούσε από την Άκρα -το
βασικό λιμάνι των σταυροφορικών βασιλείων- στην Ιερουσαλήμ.

Τη ζοφερή πραγματικότητα των προσκυνητών εκείνης της εποχής


περιγράφει ο ίδιος ο επίσκοπος της Άκρας, Ιάκωβος του Βιτρύ: ''Και
ενώ από όλα τα μέρη της γης φτωχοί και πλούσιοι, νέοι και νέες, γέροι
και παιδιά συνέρρεαν στην Ιερουσαλήμ για να επισκεφτούν τους
Αγίους Τόπους, ληστές και απαγωγείς μάστιζαν τις δημόσιες οδούς και
έστηναν καρτέρι στους ανύποπτους προσκυνητές, ληστεύοντας
πολλούς απ' αυτούς και σφάζοντας άλλους''. O Φουλσέρ της Σαρτρ,
που είχε έλθει στους Αγίους Τόπους με την A' Σταυροφορία, έκανε στο
χρονικό που συνέγραψε ιδιαίτερη μνεία στην αδυναμία των Λατίνων
να πετύχουν έναν έστω ικανοποιητικό έλεγχο της υπαίθρου του
Βασιλείου, έξω δηλαδή από τις τειχισμένες πόλεις και τα κάστρα.

Υπογράμμιζε ότι σε κεντρικές οδικές αρτηρίες, όπως ο δρόμος από τη


Ραμάλα στην Ιερουσαλήμ, ήταν σχεδόν αδύνατον να κινηθούν
μεμονωμένοι προσκυνητές ή άλλοι ταξιδιώτες, από το φόβο των
πολλών συμμοριών που λυμαίνονταν την οδό αυτή. O πληθυσμός της
υπαίθρου, σύμφωνα με τον ίδιο, ζούσε υπό το κράτος του φόβου,
αφού όλοι περίμεναν ανά πάσα στιγμή να ακούσουν τη σάλπιγγα από
τους φρουρούς που θα ειδοποιούσε για μία ακόμη επιδρομή και θα
τους καλούσε να κρυφτούν ή να πάρουν τα όπλα για να γλιτώσουν από
τη μανία των επιδρομέων. Μεταξύ των τελευταίων δεν ήταν μόνο οι
πάσης φύσεως παράνομοι που λυμαίνονταν την ύπαιθρο.
Αλλά και δυνάμεις των ''Σαρακηνών'' (Άραβες και Τούρκοι) που έκαναν
σύντομες επιδρομές στα εδάφη που κατείχαν οι Λατίνοι, καθώς και
μεγάλες ομάδες άγριων Τουρκομάνων, που αποτελούσαν πραγματική
μάστιγα για την Παλαιστίνη ακόμη και πριν από τη Χριστιανική
κατάκτηση. Παρά τις άφθονες αναφορές του στην επικινδυνότητα των
δρόμων και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι προσκυνητές, ο
Φουλσέρ δεν κάνει την παραμικρή μνεία στους Ναΐτες και αυτό είναι
περίεργο, αν σκεφτούμε ότι έγραψε τμήμα του έργου την εποχή
ακριβώς της δημιουργίας του τάγματος. Είναι βεβαίως πιθανό να μη
θεώρησε άξια αναφοράς μια μικρή ομάδα εννιά ιπποτών, τους
οποίους ουσιαστικά προσέλαβαν ο βασιλιάς και ο πατριάρχης της
Ιερουσαλήμ -όπως θα δούμε στη συνέχεια- για να ασκούν
''αστυνομικά'' καθήκοντα.

Ανάλογη είναι η εικόνα για την κατάσταση στην περιοχή που δίνει ο
Ρώσος αβάς Δανιήλ, ο οποίος προσπάθησε να επισκεφτεί όλες τις
ιερές τοποθεσίες που αναφέρονται στα Ευαγγέλια και για δύο χρόνια
υπέβαλλε τον εαυτό του σε όλους τους κινδύνους και τις ταλαιπωρίες
που μπορούσε να αντιμετωπίσει ένας προσκυνητής στους Αγίους
Τόπους: ''Οι προσκυνητές ξαποσταίνουν δίπλα στο νερό με μεγάλο
φόβο, γιατί πρόκειται για ένα έρημο μέρος, κοντά στην πόλη της
Ασκαλώνας, απ' όπου Σαρακηνοί βγαίνουν και σκοτώνουν τους
ταξιδιώτες''. O ίδιος προσκυνητής αναφέρει τους κινδύνους που
αντιμετώπιζε ο ταξιδιώτης στην προσπάθειά του να επισκεφθεί τον
Ιορδάνη και άλλα μέρη ενδιαφέροντος για έναν ευσεβή Χριστιανό.

Ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει τη Θεία Χάρη με την επαφή του με


τον τόπο όπου έζησε και μαρτύρησε ο Ιησούς. Με λίγα λόγια, οι Άγιοι
Τόποι, παρά το ότι ελέγχονταν πλέον από τους Χριστιανούς, ήταν ένας
κάθε άλλο παρά ασφαλής τόπος για τους Ευρωπαίους προσκυνητές
και επισκέπτες. Σε αυτή την κατάσταση παρέμεινε η περιοχή για πολλά
χρόνια. Οι νέοι κατακτητές, οι Φράγκοι, αποδείχτηκαν ακόμη πιο
ανίκανοι από τους προηγούμενους, τους Μουσουλμάνους, να
ειρηνεύσουν και να ελέγξουν αποτελεσματικά την περιοχή.

Οι ''Αστυνόμοι'' της Ουτρεμέρ

Σε αυτήν την εποχή και υπό αυτές τις συνθήκες εμφανίζονται οι Ναΐτες
ως μία απάντηση στο ερώτημα του πώς θα καταστεί ασφαλής η
ύπαιθρος. Στην πραγματικότητα, όλες οι πηγές συμφωνούν ότι οι
Ιππότες του Ναού ξεκίνησαν την πορεία τους ακριβώς ως μία
''αστυνομική'' δύναμη του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Όπως
σημειώσαμε και παραπάνω, το ξεκίνημα του τάγματος ήταν τόσο
ταπεινό, που ουδείς από τους σύγχρονους χρονικογράφους που
κατέγραψαν τα γεγονότα της εποχής αυτής δεν ανέφερε τη δημιουργία
του. Οι πηγές που έχουμε για το ξεκίνημα των Ναϊτών προέρχονται
από μεταγενέστερες -αν και όχι πολύ- μεταξύ των οποίων θα
ξεχωρίζαμε τον Γουλιέλμο, αρχιεπίσκοπο της Τύρου, και τον Μιχαήλ
τον Σύριο, πατριάρχη Αντιοχείας.

Και οι δύο αυτοί άνδρες, που έγραψαν το έργο τους κυρίως στο
δεύτερο μισό του 12ου αιώνα και άρα είχαν μία χρονική απόσταση
μερικών δεκαετιών από το ξεκίνημα του τάγματος, έγραψαν για τις
απαρχές των Ναϊτών σε μία εποχή που οι τελευταίοι είχαν ήδη γίνει
μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις της Χριστιανικής Ανατολής και
όχι μόνο. O Γουλιέλμος, που δεν διάκειται φιλικά προς τους Ναΐτες και
στέκεται κριτικά απέναντί τους σε πολλά σημεία, τοποθετεί χρονικά τις
απαρχές του τάγματος στο 1118.

Εκείνη τη χρονιά, όπως αναφέρει, ''κάποιοι ευγενείς της τάξης των


ιπποτών, αφοσιωμένοι στο Θεό, ευσεβείς και θεοσεβούμενοι, εκ των
οποίων οι πιο σημαντικοί ήταν ο Ούγος του Παιν (ή Παγιέν) της
Καμπανίας και ο Γοδεφρείδος του Σεντ Ομέρ του Πικανρντί'', έλαβαν
τους όρκους ''της πενίας, της αγνότητας και της υπακοής στα χέρια
(Πρόκειται για το γνωστό immixtio manuum, τον τυπικό όρκο
υποτέλειας του Βασάλου προς τον επικυρίαρχό του) του Βαρμούνδου
του Πικινί, πατριάρχη της Ιερουσαλήμ''. Διά του όρκου αυτού,
δεσμεύθηκαν να αφιερώσουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του
Θεού κατά το τυπικό των εκκλησιαστικών κανόνων.

O Γουλιέλμος συμπληρώνει ότι ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ,


Βαλδουίνος B', που είχε διαδεχθεί το συνονόματο ξάδελφό του μόλις
λίγους μήνες πριν, τους παραχώρησε καταλύματα για να διαβιούν
σύμφωνα με τους κανόνες που είχαν αποδεχτεί, στη νότια πλευρά του
Αλ Ακσά ή -όπως το ονόμασαν οι Λατίνοι- ''Ναού του Κυρίου''. O ίδιος
ο Βαλδουίνος είχε την κατοικία του στο τέμενος του Αλ Ακσά, καθώς οι
σταυροφόροι πίστευαν ότι αυτή ήταν η τοποθεσία όπου βρισκόταν ο
Ναός του Σολομώντα. Συνακόλουθα, το τέμενος και τα γύρω από αυτό
κτήρια έγιναν γνωστά ως ''Ναός του Σολομώντα''. O ίδιος
χρονικογράφος προσθέτει και την αιτία γι' αυτήν την ειδική
μεταχείριση των ιπποτών από μέρους του βασιλιά και του πατριάρχη,
η οποία ήταν το καθήκον που ανέλαβαν.
Όπως λέει, το καθήκον αυτό ''τους ανατέθηκε από τον άρχοντα
πατριάρχη και τους υπόλοιπους επισκόπους για να πετύχουν τη
σωτηρία της ψυχής τους''. Έπρεπε, δηλαδή, ''να διατηρούν, στο μέτρο
των δυνατοτήτων τους, καθαρούς από τις ενέδρες των ληστών και
άλλες επιδρομές τους δρόμους (του βασιλείου) ιδιαίτερα για την
ασφάλεια των προσκυνητών''. Δεν ξεκαθαρίζεται στις πηγές (ιδιαίτερα
σε αυτήν που εξετάζουμε τώρα) αν η ανάληψη καθηκόντων άτυπης
αστυνομίας της υπαίθρου του βασιλείου ήταν ο λόγος της ίδρυσης του
τάγματος ή προέκυψε στην πορεία. Αυτό που φαίνεται να υπονοεί ο
Γουλιέλμος ήταν ότι αρχικά οι άνδρες αυτοί επιθυμούσαν να
υιοθετήσουν ένα είδος κοινοβιακής ζωής, κοντά σε αυτήν των
μοναστικών ταγμάτων.

Επιθυμούσαν, δηλαδή, να δημιουργήσουν ένα είδος μοναστικής


αδελφότητας, χωρίς παράλληλα να εγκαταλείψουν την κοσμική
υπόστασή τους, δηλαδή αυτήν του ιππότη. Στη συνέχεια, όπως
υπονοείται, τους προτάθηκε να αναλάβουν μία πιο ουσιαστική και
συγκεκριμένη αποστολή, με την οποία θα μπορούσαν όχι μόνο να
δικαιολογούν την ύπαρξή τους ως ''αδελφότητα'' αλλά και να πετύχουν
τη σωτηρία της ψυχής τους, όπως υπόσχονταν οι εκκλησιαστικοί
άρχοντες της περιοχής. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή η εξήγηση είναι η
σωστότερη, αφού επιβεβαιώνεται εμμέσως πλην σαφώς και από
άλλες, σκόρπιες αναφορές για τους Ναΐτες, που επιβιώνουν σε κείμενα
άλλων, πέραν του Γουλιέλμου, χρονικογράφων.

Κάπως διαφορετική είναι η αρχή των ιπποτών, σύμφωνα με τον


Μιχαήλ τον Σύριο, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι Ναΐτες είναι
δημιούργημα του βασιλιά της Ιερουσαλήμ, ο οποίος πρότεινε στον
Ούγο του Παιν και στους ''τριάντα συντρόφους του'' να αναλάβουν
έναν δραστήριο ρόλο όσον αφορά στην προστασία των Αγίων Τόπων
από τους ληστές. O Μιχαήλ υπονοεί επίσης ότι ο Ούγος και οι
σύντροφοί του επιθυμούσαν να ζήσουν σε ένα είδος κοινοβίου, αλλά ο
Βαλδουίνος τούς έδωσε τη δυνατότητα να συνδυάσουν τη μοναστική
ζωή με αυτήν του ιππότη και ταυτόχρονα να προσφέρουν πολύτιμες
υπηρεσίες στο βασίλειό του. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι
αντίθετα με τον Μιχαήλ, ο Γουλιέλμος παραδίδει ότι οι αρχικοί ιππότες
ήταν εννιά και ότι για αρκετά χρόνια ο αριθμός αυτός δεν είχε αυξηθεί.

Γενικά στις μεταγενέστερες πηγές έχει υιοθετηθεί ο αριθμός του


Γουλιέλμου και όχι αυτός του Μιχαήλ. Σε σχετική αφάνεια έχει
περιέλθει μία άλλη εκδοχή για το ξεκίνημα του τάγματος, αυτή που
παραδίδει ο Γουώλτερ Μαπ, αρχιδιάκος της Οξφόρδης. Σύμφωνα με
τον Μαπ, όλα ξεκίνησαν με έναν ιππότη από τη Βουργουνδία, ονόματι
Παγκάνους (''Paganus'', μπορεί να θεωρηθεί μια ''Λατινική''
παράφραση του τόπου καταγωγής του Ούγου, δηλαδή της πολίχνης
Παιν ή Παγιέν), ο οποίος ανέλαβε ως έργο ζωής την προστασία μιας
συγκεκριμένης πηγής κοντά στην Ιερουσαλήμ από τους ληστές που
επιτίθεντο σε όσους σταματούσαν εκεί για να ξαποστάσουν.
Όταν ο αριθμός των ληστών ξεπέρασε τις δυνατότητές του, ο
Παγκάνους απευθύνθηκε στον Βαλδουίνο, ο οποίος του παραχώρησε
διαμερίσματα στο ''Ναό του Σολομώντα'' και την άδεια να
συγκεντρώσει ακόμη περισσότερους συντρόφους για να αντιμετωπίσει
τους κακοποιούς. Γενικά το χρονικό του Μαπ για τους Ναΐτες δεν είναι
ιδιαίτερα αναλυτικό και δεν θεωρείται εξίσου αξιόπιστο με αυτό του
Γουλιέλμου ή άλλων συγγραφέων που έγραψαν αργότερα για το ίδιο
θέμα. Αυτό που αποτελεί κοινό τόπο σε σχεδόν όλες τις πηγές είναι ότι
οι Ναΐτες ''επιστρατεύθηκαν'' για να προσφέρουν συγκεκριμένες
υπηρεσίες στην Ιερουσαλήμ, οι οποίες στην περίοδο που εξετάζουμε
ήταν απολύτως απαραίτητες στο βασίλειο.

Όπως προαναφέραμε, ο έλεγχος που ασκούσε ο βασιλιάς στην


ύπαιθρο ήταν υποτυπώδης έως -σε ορισμένες περιόδους- μηδαμινός.
Ούτως ή άλλως, το βασίλειο της Ιερουσαλήμ ήταν μία ιδιάζουσα
περίπτωση, υπό την έννοια ότι οι δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του ο
ηγεμόνας, τόσο οι οικονομικές όσο και οι στρατιωτικές, ήταν
περιορισμένες, ενώ περισσότερη δύναμη είχαν οι κατά τόπους
φεουδάρχες, των οποίων ο όρκος υποτέλειας στον ηγεμόνα τους ήταν
συχνά μάλλον απατηλός. Αυτό οφείλεται κατά βάση στον τρόπο
δημιουργίας του βασιλείου και στο πώς έλαβε το αξίωμά του ο οίκος
της Μπουιγιόν: Οι ευγενείς που συμμετείχαν στις σταυροφορίες
εξέλεξαν τον Γοδεφρείδο ντε Μπουιγιόν ως βασιλιά (τυπικά, στην
αρχή, ως ''Επίτροπο'') της Ιερουσαλήμ.

Με αυτά τα δεδομένα, το Haute Cour, το συμβούλιο των ευγενών της


Ουτρεμέρ, είχε τουλάχιστον ίση δύναμη με τον βασιλιά και σε πολλές
περιπτώσεις υπαγόρευε την πολιτική του. Πέρα όμως από τις πολιτικές
''επιπλοκές'', ο βασιλιάς υπέφερε περισσότερο από οποιονδήποτε
άλλο ηγεμόνα των Αγίων Τόπων από τη μάστιγα που αντιμετώπιζαν
όλες οι Χριστιανικές ηγεμονίες του Λεβάντε: την ανεπάρκεια σε
πόρους, οικονομικούς και ανθρώπινους. Για το λόγο αυτό, μία
κολεκτίβα που θα εκμεταλλευόταν ένα μικρό μόνο μέρος των πόρων
του βασιλείου για να του προσφέρει σε αντάλλαγμα μία σημαντική
υπηρεσία, ήταν στα μάτια του Βαλδουίνου μία εξαιρετικά
συμφέρουσα προοπτική. Όχι μόνο λόγω των προσωρινών -όπως
αποδείχτηκε- ''αστυνομικών'' καθηκόντων της, αλλά και επειδή θα
μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και με ποικίλους άλλους τρόπους.

Οι Ναΐτες στην Υπηρεσία του Βασιλείου

Το ίδιο διάστημα, στην περιοχή δρούσε και ένα άλλο ιδιότυπο τάγμα,
που είχε ως πρωταρχική αποστολή του το συνδυασμό μοναστικής και
κοσμικής ζωής και ως εκ τούτου την προσφορά έργου στην τοπική
κοινωνία. Πρόκειται για τους Οσπιταλιέρους (Hospital iers ή
Hospitalers, εκ του Hospital που σημαίνει νοσοκομείο ή στην αρχική
του έννοια - ξενώνας) ή αλλιώς Τάγμα του Αγίου Ιωάννη (από το οποίο
ονομάστηκαν παράλληλα και ''Ιωαννίτες''). Το έργο τους ήταν η
παροχή βοήθειας στους ασθενείς ταξιδιώτες αλλά και κατοίκους της
περιοχής και η φιλοξενία τους στον ξενώνα, που λειτουργούσε και ως
νοσοκομείο.

Οπότε η δημιουργία ενός ακόμη ανάλογου θεσμού που θα προσέφερε


υπηρεσίες αστυνομικής φύσεως, έμοιαζε ως ένα εξαιρετικό
συμπλήρωμα των φιλανθρωπικών υπηρεσιών των Οσπιταλιέρων στα
μάτια του Βαλδουίνου και του πατριάρχη της Ιερουσαλήμ
Βαρμούνδου. Όσον αφορά στη δημιουργία του τάγματος του Ναού,
υπάρχουν συγκεκριμένα έγγραφα που αποδεικνύουν την ύπαρξή του
πριν από τη σύνοδο του Τρουά, όπου, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το
τάγμα έλαβε τόσο την επίσημη αναγνώριση όσο και την ουσιαστική
ταυτότητά του. Τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνουν και μία πράξη
επικύρωσης των προνομίων του έτερου ισχυρού τάγματος, των
Οσπιταλιέρων, από το βασιλιά Βαλδουίνο.

Στην πράξη αυτή μάρτυρας ήταν ο Ούγος του Παιν, ο οποίος ωστόσο
δεν αναφέρεται με την ιδιότητα του μαγίστρου του τάγματος, αλλά
του ''Ιππότη του Χριστού'', ενώ ένας άλλος ιππότης του τάγματος, υπό
το όνομα Ροβέρτος (Robert), παρίστατο ως μάρτυρας στη σύνταξη ενός
άλλου διατάγματος το 1125, με το οποίο ο επίσκοπος της Ναζαρέτ
Βερνάρδος απάλλασσε τους Ιωαννίτες από την υποχρέωση καταβολής
φόρου στην ενορία του. Ενα ακόμη πρόβλημα είναι αυτό της ακριβούς
χρονολόγησης της ίδρυσης του τάγματος, με δεδομένο ότι η κύρια
πηγή που έχουμε είναι ο Γουλιέλμος, που κατά κανόνα δεν είναι
ιδιαίτερα ακριβής όσον αφορά στις ημερομηνίες.
Διάφορα έγγραφα που αναφέρουν δωρεές που έγιναν από κοσμικούς
άρχοντες στο τάγμα ορισμένα χρόνια αργότερα (οι περισσότερες
βεβαίως αφορούν στην περίοδο μετά τη σύνοδο του Τρουά)
υποδεικνύουν ότι το τάγμα δημιουργήθηκε το 1119 ή το 1120 και όχι
το 1118 που καταθέτει ο Επίσκοπος της Τύρου. Αλλά και ο ίδιος ο
Γουλιέλμος διαψεύδει σε κάποιο σημείο των γραφομένων του τον
εαυτό του, τοποθετώντας την απαρχή των Ναϊτών στο 1120. H πιο
πρόσφορη εξήγηση για την εμφάνιση αυτού του ''προβλήματος'' είναι
ότι η ίδρυση του τάγματος δεν έγινε ταυτόχρονα με την ανάληψη
''αστυνομικών'' καθηκόντων από τον Ούγο και τους συντρόφους του.

H πλειονότητα των ερευνητών σήμερα θεωρεί ως πιθανότερο η


δημιουργία ή, έστω, η επίσημη αναγνώρισή του από το βασιλιά και τον
πατριάρχη της Ιερουσαλήμ να συνέβη μεταξύ Ιανουαρίου και
Σεπτεμβρίου του 1120. Μία περισσότερο ακριβής χρονολόγηση δεν
είναι εύκολη, λόγω έλλειψης επίσημων αρχείων και ειδικότερα του
αρχείου του ίδιου του τάγματος, που καταστράφηκε με την κατάληψη
της Κύπρου -όπου φυλασσόταν- από τους Οθωμανούς μερικούς
αιώνες μετά τα γεγονότα στα οποία αναφερόμαστε. Κάποιοι
ερευνητές, σε μία προσπάθεια ακριβούς χρονολόγησης, αναφέρονται
στη σύνοδο εκκλησιαστικών αρχόντων της Ουτρεμέρ, με τη συμμετοχή
πιθανότατα και του βασιλιά Βαλδουίνου, που έγινε στη Ναμπλούς τον
Ιανουάριο του 1120.

Αυτή η σύνοδος πραγματοποιήθηκε σε μία ιδιαίτερα βαριά


ατμόσφαιρα καθώς οι Χριστιανικές ηγεμονίες αντιμετώπιζαν
δισεπίλυτα προβλήματα και ήταν πρόσφατη η επίθεση Σαρακηνών
ενάντια σε μία ομάδα 700 προσκυνητών στην έρημο της Ιορδανίας. Σ'
αυτήν την επίθεση σφαγιάστηκαν περί τους 300 προσκυνητές και
τουλάχιστον 60 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Θεωρείται λοιπόν πιθανό
ότι οι ιεράρχες που συγκεντρώθηκαν στη Ναμπλούς με το βασιλιά, να
αποφάσισαν να αναθέσουν στη νεοϊδρυθείσα κολεκτίβα των ''φτωχών
ιπποτών'' το καθήκον της αστυνόμευσης της υπαίθρου, αν και δεν
υπάρχουν έγγραφα που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο.

Με βάση τα όσα προαναφέραμε, θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ότι


οι Ναΐτες, ως κολεκτίβα ιπποτών χωρίς συγκεκριμένη αποστολή, είχαν
ξεκινήσει από το 1118 και μόνο δύο περίπου χρόνια αργότερα
''στρατολογήθηκαν'' από τον Βαλδουίνο. Αυτή είναι μια βολική
εξήγηση, που παρακάμπτει και την αναγκαιότητα καθορισμού ενός
''ορόσημου'' για τη δημιουργία του τάγματος. Γενικά αποτελεί πάγια
τακτική της ιστοριογραφίας να δέχεται ως έτος δημιουργίας ενός
ιπποτικού τάγματος το έτος κατά το οποίο ''στρατιωτικοποιήθηκε'',
δηλαδή έγινε τάγμα εν όπλοις. Το έτος αυτό για τους Ναΐτες, όπως
είδαμε, είναι το 1120.
Αναφέραμε ότι οι περισσότερες πηγές -ξεκινώντας από το Γουλιέλμο
της Τύρου- συμφωνούν ότι οι Ναΐτες στο ξεκίνημά τους ήταν μόλις
εννιά άτομα, εννιά φτωχοί ιππότες που ορκίστηκαν πενία και αγνότητα
και αποτέλεσαν τους πρώτους ιππότες του Χριστού. Επικεφαλής αυτών
των εννέα ιπποτών ήταν ο Ούγος του Παιν ή Παγιέν, που ανέλαβε και
πρώτος Μέγας Μάγιστρος (Magister Magnus) του νέου ιπποτικού
τάγματος. Ουδείς από τους εννέα είχε κάποια άμεση σχέση με την
εκκλησία, δεδομένου ότι επρόκειτο για κοσμικούς ιππότες, ευγενείς
από διάφορα μέρη κυρίως της Γαλλίας αλλά και της Φλάνδρας.

Δεύτερος τη τάξει, κατά τα φαινόμενα, ήταν ο Γοδεφρείδος του Σαιντ


Ομέρ από τη Φλάνδρα, ενώ ακόμη αναφέρονται από τις πηγές οι
Παγιέν του Μοντιντιέρ, Αρσαμπό του Σαιντ Ανιάν, Ανδρέας του
Μοντμπάρντ, Τζόφρεϋ Μπισόν και δύο άνδρες των οποίων έχουν
σωθεί μόνο τα ονόματα, Ροσάλ και Γκονταμέρ. O ένατος Ναΐτης
παραμένει άγνωστος. O Γουλιέλμος υποστηρίζει ότι χρόνια μετά το
ξεκίνημα του τάγματος, ακόμη και τις παραμονές της συνόδου του
Τρουά που θα επικύρωνε τη νομιμότητά του και θα του έδινε τον
επίσημο κανόνα λειτουργίας του, οι ιππότες παρέμεναν εννιά. O
επίσκοπος της Τύρου, όπως προαναφέραμε, αναφέρεται συχνά
μάλλον απαξιωτικά στο τάγμα, προφανώς έχοντας μία όχι και τόσο
καλή σχέση με τους Ναΐτες της εποχής του.

Οπότε πολύ πιθανό να μην είναι ακριβή τα γραφόμενά του σε αυτό το


σημείο. Δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι οι Ναΐτες παρέμειναν
εννιά για τα επόμενα χρόνια. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι ήδη από το
1120 δέχονταν αδελφούς επισκέπτες, δηλαδή ''προσωρινούς''
αδελφούς που συμμετείχαν στο τάγμα για συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα. O πλέον διακεκριμένος από τους επισκέπτες σε αυτήν την
πρώτη περίοδο του τάγματος είναι ο περίφημος Φούλκος, κόμης του
Ανζού (Fulques de Anjou), μετέπειτα βασιλιάς της Ιερουσαλήμ.
Πρόκειται για έναν ισχυρό Γάλλο αριστοκράτη, κόμη της ομώνυμης
περιοχής της Δυτικής Γαλλίας, που επισκέφθηκε για έναν περίπου
χρόνο τους Αγίους Τόπους. Κατά την παραμονή του συμμετείχε στο
τάγμα των ιπποτών του Χριστού ως φιλοξενούμενος - επισκέπτης.

Μάλιστα, μετά το πέρας του προσκυνήματος και της επιστροφής του


στην πατρίδα, ο Φούλκος παραχώρησε στους Ναΐτες μία σημαντική
ετήσια πρόσοδο από τα κτήματά του, για να τη χρησιμοποιήσουν στον
αγώνα τους για την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων. Πρόκειται για την
πρώτη, εκτός Αγίων Τόπων, καταγεγραμμένη δωρεά στους Ναΐτες. Θα
ακολουθούσαν, ειδικά μετά το Τρουά, πολλές ακόμη. Παρότι οι Ναΐτες
είχαν αρχίσει να δέχονται παρόμοιες δωρεές και είχαν ήδη καταλάβει
ολόκληρο το συγκρότημα του ''Ναού του Σολομώντα'' (μετά τη
μετακόμιση του Βαλδουίνου στο οίκημα που ήταν γνωστό ως ''Πύργος
του Δαβίδ'', το οποίο προσέφερε περισσότερη ασφάλεια και
δυνατότητες οχύρωσης), φαίνεται ότι μέχρι το 1126 πολύ λίγα
πράγματα είχαν πετύχει.

Οι αναφορές στους Ναΐτες στις πηγές από την περίοδο αυτή δεν
περιλαμβάνουν ούτε ένα ''κατόρθωμα'' παρόμοιο με τα σημαντικά
επιτεύγματα που τους χρεώθηκαν στα επόμενα χρόνια, χάρη στα
οποία έλαβαν τη φήμη τους. Επίσης, παρότι φαίνεται ότι είχαν
ξεκινήσει -όπως είδαμε- ως μία ιδιότυπη αστυνομική δύναμη για την
περιφρούρηση της υπαίθρου και την αντιμετώπιση των ληστρικών
συμμοριών, μέχρι τουλάχιστον το 1127 δεν είχαν παρά ελάχιστη
δραστηριότητα σε αυτόν τον τομέα. Γενικά, τα πρώτα χρόνια του
τάγματος δεν είναι πλούσια σε γεγονότα, κάτι όμως που έμελλε να
αλλάξει σύντομα. Οι Ναΐτες γίνονταν σιγά-σιγά γνωστοί στη Δύση,
άλλωστε ο Ούγος του Παιν δεν ήταν τυχαίος.

Γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας που διαφέντευε το Παιν για


πολλές γενιές, ήταν Βασάλος και κατά πάσα πιθανότητα συγγενής του
Ούγου, κόμη της Καμπανίας, ενός ιδιαίτερα ισχυρού ευγενή της
Κεντρικής Γαλλίας που διέθετε μεγάλη περιουσία, επιρροή και υψηλές
γνωριμίες. O Ούγος της Καμπανίας, προφανώς ορμώμενος από τα
ρομαντικά ιδεώδη της εποχής αλλά και τις σχέσεις του με τον έτερο
Ούγο, έγινε μέλος των Ναϊτών (σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές το
1125) και ουσιαστικά άλλαξε την τύχη του τάγματος. Είχε επισκεφθεί
τους Αγίους Τόπους ήδη δύο φορές. Την πρώτη το 1104, όταν
παρέμεινε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, και τη δεύτερη το 1114.

Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο Ούγος του Παιν, που ήταν


εξαρτώμενος Βασάλος του Ούγου της Καμπανίας πριν από την είσοδό
του στο τάγμα, ήταν από εκείνους τους ιππότες που συνόδευσαν τον
Ούγο στο πρώτο ή το δεύτερο προσκύνημά του και αποφάσισε στη
συνέχεια να παραμείνει στη M. Ανατολή. O επικυρίαρχός του, κόμης
της Καμπανίας, επέστρεψε για τρίτη και τελευταία φορά στην
Ιερουσαλήμ το 1125, αφού πρωτύτερα είχε αποκηρύξει την άπιστη
σύζυγό του (ήταν πεπεισμένος ότι ο μεγαλύτερος γιος του και βάσει
νόμου διάδοχός του, ήταν στην πραγματικότητα καρπός άνομου
δεσμού της γυναίκας του) και είχε εκχωρήσει την περιουσία του όχι
στα παιδιά του αλλά στον ανιψιό του Θεοβάλδο (Teobald).

H επίδραση του κόμη της Καμπανίας ήταν καθοριστική, διότι μεταξύ


των γνωριμιών του ήταν και ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες
της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την εποχή εκείνη, ο περίφημος
Βερνάρδος, αβάς της μονής του Κλερβώ και μετέπειτα Αγιος της
δυτικής Χριστιανοσύνης. Άλλωστε το Κλερβώ ανήκε στα διοικητικά
όρια της περιοχής που ήλεγχε ο Ούγος της Καμπανίας και μάλιστα το
κτήμα όπου ανεγέρθηκε το μοναστήρι και ήταν αρχικά γνωστό ως
''κοιλάδα των ληστών'', παραχωρήθηκε από τον κόμη της Καμπανίας
στον Βερνάρδο. O Ούγος ήταν δηλαδή ο πρώτος χορηγός αυτού που
θα γινόταν σύντομα, χάρη στην προσωπικότητα του Βερνάρδου, το
κέντρο της μοναστικής κίνησης στη Δ. Ευρώπη.

O Βερνάρδος, μία πραγματικά εμβληματική φυσιογνωμία του δυτικού


Χριστιανισμού, θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στο ξεκίνημα του τάγματος
και στην εκρηκτική ανάπτυξη που θα έφερνε αυτή τη μικρή ομάδα
φτωχοντυμένων ιπποτών σε θέση ισχύος όχι μόνο στην Ουτρεμέρ αλλά
και σε ολόκληρο το Χριστιανικό κόσμο. Ωστόσο, αυτή η πορεία
περνούσε από ένα κομβικό σημείο, την επίσημη αναγνώριση του
τάγματος από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Αυτή μπορούσε να
εξασφαλιστεί μόνο μέσω της υποστήριξης ισχυρών παραγόντων της
εκκλησιαστικής και κοσμικής αρχής.

O Βερνάρδος, που κλήθηκε να παίξει αυτόν το σημαντικό ρόλο, είχε


άλλον έναν σύνδεσμο με τους Ναΐτες, που σίγουρα τον επηρέασε στην
απόφασή του να υποστηρίξει με κάθε τρόπο το τάγμα, τον Ανδρέα του
Μονμπάρ, ετεροθαλή αδελφό της μητέρας του. Ήταν δηλαδή συγγενής
ενός από τους αρχικούς εννιά ιππότες του Ναού.
H Σύνοδος του Τρουά

O Ούγος, κόμης της Καμπανίας, είχε όπως είδαμε ιδιαίτερα φιλική


σχέση με τον Βερνάρδο του Κλερβώ, ο οποίος με τη σειρά του είχε
τεράστια επιρροή -ως ηγούμενος της μονής του Κλερβώ και ηγετική
φυσιογνωμία του κινήματος των Κιστερκιανών μοναχών- στο σύνολο
της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν σιγά-
σιγά στη θέση τους και ο κόμης της Καμπανίας μεσολάβησε στον
ισχυρό φίλο του για λογαριασμό του τάγματος στο οποίο πλέον ανήκε.
O Βερνάρδος, που είχε ήδη τη φήμη ένθερμου υποστηρικτή του
σταυροφορικού κινήματος (είχε χάσει και τον πατέρα του στην A'
Σταυροφορία) θεώρησε ότι αυτός ο σκοπός άξιζε τη μέγιστη
προσπάθεια και την αμέριστη προσοχή του.

Τον Βερνάρδο είχε προσεγγίσει και άλλος ένας ισχυρός παράγοντας,


που είχε ρίξει το βάρος του στις προσπάθειες των Ναϊτών και είχε γίνει
ουσιαστικά πάτρωνάς τους, ο Βαλδουίνος B', ο βασιλιάς της
Ιερουσαλήμ. Με επιστολή του προς τον Βερνάρδο, ο Βαλδουίνος του
ζητούσε τη βοήθειά του για την αναγνώριση από τη Ρώμη του νέου
τάγματος αλλά και για τη σύνταξη ενός κανόνα λειτουργίας βάσει του
οποίου θα ζούσαν οι Ναΐτες. Υπογράμμιζε, βεβαίως, και την
ιδιαιτερότητα του τάγματος, αφού θα έπρεπε να συνδυάζει
θρησκευτικές και πολεμικές αρετές.

Όπως τοποθετήσαμε τη δημιουργία του Τάγματος του Ναού στο


ιστορικό πλαίσιό του, διαπιστώνοντας ότι αποτελούσε την απάντηση
σε μία αναγκαιότητα, έτσι θα πρέπει να δούμε και την επισημοποίηση
και γιγάντωσή του μέσα στη δική της ιστορική συγκυρία: Την
προσπάθεια του Βαλδουίνου να προσελκύσει το ενδιαφέρον της
Χριστιανικής Μητρόπολης, ολόκληρης της Δύσης ουσιαστικά, στα
ζητήματα των Λατινικών βασιλείων της Ανατολής και την εξασφάλιση
σημαντικής βοήθειας που θα επέτρεπε την επιβίωση των ηγεμονιών
αυτών σε βάθος χρόνου. O Βαλδουίνος είχε διαπιστώσει ότι ο
ενθουσιασμός που είχε παρακινήσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους
να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να αναζητήσουν δόξα, αγαθά και
άφεση αμαρτιών στην Ανατολή, υποχωρούσε σε όλη την Ευρώπη.

Οι πληθυσμιακές πιέσεις είχαν προσωρινά αντιμετωπιστεί και η Δ.


Ευρώπη δεν μαστιζόταν πλέον στον ίδιο βαθμό από τα προβλήματα
που προκάλεσαν τη μαζική συμμετοχή των πιστών στην A'
Σταυροφορία. H εισροή νέων ''σταυροφόρων'' ήταν σταθερή αλλά
περιορισμένη και οι περισσότεροι επισκέπτες μόλις διαπίστωναν ότι
στην Παλαιστίνη δεν ''ρέει μέλι και γάλα'', μόλις κατανοούσαν τις
δυσκολίες της ζωής σε αυτές τις Χριστιανικές νησίδες τις
περιτριγυρισμένες από μία θάλασσα Μουσουλμάνων, συνήθως
προσπαθούσαν να βρουν τρόπο επιστροφής στη Δύση.

Σε αυτή τη συγκυρία, ο Βαλδουίνος, με το βλέμμα στραμμένο στη


Δύση, προσπάθησε να βρει για μία από τις τέσσερις κόρες του έναν
κατάλληλο σύζυγο, με το σκεπτικό ότι ένας ισχυρός ευγενής της Δύσης
θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στους σκοπούς του και θα
κληροδοτούσε το θρόνο του σε κάποιον που θα είχε τη δυνατότητα να
προσφέρει στο βασίλειο όσα δεν μπορούσε αυτός. Αλλωστε, ο
Βαλδουίνος είχε τέσσερις κόρες και κανένα γιο, οπότε ούτως ή άλλως
χρειαζόταν διάδοχο. Το 1127 ο Βαλδουίνος μαζί με το συμβούλιο των
αρχόντων της Ουτρεμέρ αποφάσισε να προσφέρουν το χέρι της
μεγαλύτερης κόρης του, της Μελισήνδης, στον Φούλκο του Ανζού, τον
ισχυρό και ευσεβή άρχοντα της ομώνυμης περιοχής της Γαλλίας.

O Φούλκος, όπως είδαμε, είχε ήδη εμπειρία από ένα μακρύ


προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε
συνδεθεί στενά με το Τάγμα του Ναού ως αδελφός - επισκέπτης, ενώ
κατά πάσα πιθανότητα είχε επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ άλλη μία
φορά. Οι βαρόνοι της Ουτρεμέρ τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν,
κάποιοι μάλιστα είχαν συνδεθεί φιλικά μαζί του. Μία τριμελής
αντιπροσωπία από σημαίνοντες άρχοντες της Ουτρεμέρ στάλθηκε στο
Ανζού, ενώ την ίδια στιγμή ο Βαλδουίνος προχωρούσε στην υλοποίηση
ενός παράλληλου σχεδίου: Το ίδιο χρονικό διάστημα, έστειλε τον
Μεγάλο Μάγιστρο -όπως αποκαλούνταν πλέον- του Τάγματος των
Ναϊτών στη Δύση, με στόχο να ξεκινήσει μία προσπάθεια
στρατολόγησης ικανών ιπποτών που να επιθυμούν να υπερασπιστούν
τα χριστιανικά βασίλεια της Ανατολής.

Μέχρι εδώ, όπως φαίνεται από τις πηγές, ουσιαστικά η λειτουργία των
Ναϊτών δεν έχει αποσπαστεί από αυτήν του Βασιλείου της
Ιερουσαλήμ, καθώς πρακτικά ο Βαλδουίνος θεωρεί τους Ναΐτες ως
υπερασπιστές της ηγεμονίας του. Αυτό εξηγεί και το ότι ο Ούγος πήγε
στην πρώτη περιοδεία του στη Δύση, το φθινόπωρο του 1127, ως
απεσταλμένος του βασιλιά Βαλδουίνου. Μαζί του είχε και άλλους
ιππότες του Ναού και μεταξύ των σημαντικών συναντήσεων που του
εξασφάλιζε η συστατική επιστολή του Βαλδουίνου που είχε μαζί του,
ήταν και αυτή με τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας,
τον Ονώριο. O Πάπας δέχτηκε τον Ούγο ευμενώς και εξέτασε το θέμα
που του έθεσε, την αναγνώριση του ''ιπποτικού'' του τάγματος,
ωστόσο είχε ένα πρόβλημα.

Μπορεί ο ιππότης που είχε μπροστά του να υποστήριζε ότι εκτός από
στρατιώτης είναι και μοναχός (ότι είναι στρατιώτης του Χριστού),
ωστόσο δεν υπήρχε σχετικό προηγούμενο και ο Πάπας δυσκολευόταν
να δώσει την αναγνώρισή του σε ένα τέτοιο πρωτοφανές τάγμα. Θα
χρειάζονταν και άλλες προσπάθειες για να επιτευχθεί η επίσημη
αποδοχή του τάγματος από την Εκκλησία. O Βερνάρδος
επιστρατεύθηκε για να βγάλει το τάγμα από τη δύσκολη θέση,
αναλαμβάνοντας τις σχετικές επαφές με τον Πάπα και οργανώνοντας
μία μεγάλη σύνοδο στο Τρουά που είχε ως στόχο την εξέταση της
λειτουργίας και της μορφής του τάγματος και την εξασφάλιση της
αναγνώρισής του από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Παρότι, βεβαίως, της συνόδου θα προΐστατο ένας απεσταλμένος


(Λεγάτος) του Πάπα, η οργάνωση και η επιλογή των συμμετεχόντων
ήταν ουσιαστικά έργο του πανέξυπνου αβά του Κλερβώ, ο οποίος είχε
προλειάνει με ιδιαίτερη προσοχή το έδαφος για την επίσημη
αναγνώριση του τάγματος. Όμως και ο Ούγος με την αντιπροσωπία
των Ναϊτών δεν έμειναν άπρακτοι. Όργωσαν τη μισή Ευρώπη,
συγκεντρώνοντας υποστήριξη, δωρεές και νεοσύλλεκτους για το τάγμα
τους. Σημαντικές δωρεές με αποδέκτη το τάγμα καταγράφονται για
πρώτη φορά σε αυτήν ακριβώς την περίοδο. Ευγενείς εξέφρασαν τη
θέληση να γίνουν μέλη των Ναϊτών.

Εκκλησιαστικοί και κοσμικοί άρχοντες ενημερώθηκαν για την ύπαρξη


μιας ομάδας ευσεβών ανθρώπων που είχαν μόνο ένα σκοπό στη ζωή:
''Να υπερασπιστούν το Ναό του Κυρίου και να αποκρούσουν τις
προσπάθειες των απίστων να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ και τα
εδάφη που είχαν κατακτήσει τα πλήθη της A' Σταυροφορίας''. Οι
συνδυασμένες προσπάθειες κυρίως του Βερνάρδου και του Ούγου
δευτερευόντως, δημιούργησαν ένα θετικό ρεύμα για τους Ναΐτες, αν
και ακόμη η φήμη του νέου τάγματος δεν είχε ξεπεράσει τα όρια ενός
στενού κύκλου ανθρώπων. Αυτό έμελλε να αλλάξει μετά τη σύνοδο
του Τρουά. H σύνοδος πραγματοποιήθηκε την 14η Ιανουαρίου 1128
και σε αυτήν έλαβε μέρος μια εντυπωσιακή ομάδα ανώτερων
κληρικών και στοχαστών της δυτικής Χριστιανοσύνης.

Πέραν του Βερνάρδου, που ήδη αυτόν τον καιρό ήταν η σημαντικότερη
προσωπικότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ισχυρότερος ακόμη
και από τον Πάπα, παρόντες ήταν δύο αρχιεπίσκοποι και οκτώ
επίσκοποι, μεταξύ των πολλών ιερωμένων, φεουδαρχών και
αντιπροσώπων της Εκκλησίας. Μπροστά σε αυτό το εκλεκτό
ακροατήριο, ο Ούγος παρουσίασε την ιστορία του τάγματος από την
ίδρυσή του, το σκοπό για τον οποίο αυτός και οι σύντροφοί του
εγκατέλειψαν τα εγκόσμια και αφιερώθηκαν στο Θεό, ενώ ανέπτυξε
και τα βασικά σημεία του κανόνα βάσει του οποίου λειτουργούσε το
τάγμα.

Τα λεγόμενα του Ούγου έγιναν ευμενώς δεκτά και οι περισσότεροι


από τους συμμετέχοντες επικρότησαν, όχι δίχως κάποιες
μικροαντιρρήσεις, τη δημιουργία του τάγματος. Μετά το πέρας της
συνόδου το τάγμα υφίστατο και επίσημα, ενώ έπειτα από εννέα
χρόνια θα ακολουθούσε και Παπική βούλα του Ιννοκέντιου B', που θα
τους έθετε υπό την άμεση εποπτεία της Ρώμης. H καθυστέρηση στην
έκδοση της Βούλας οφείλεται στα προβλήματα διαδοχής της Παπικής
έδρας και στην ύπαρξη δύο Παπών. Οι συμμετέχοντες στη σύνοδο
ανέθεσαν στο Βερνάρδο να γράψει τον Κανόνα των Ναϊτών, δηλαδή το
σύστημα αξιών στο οποίο θα υπάκουαν οι ιππότες- μοναχοί που
ετίθεντο στην υπηρεσία του Ναού.

Πολύ σύντομα ο Βερνάρδος ολοκλήρωσε αυτού, που δεν ήταν παρά


μία προσαρμογή του Κανόνα των Βενεδικτίνων στις ανάγκες ενός
στρατιωτικού τάγματος, όπως τροποποιήθηκε (από τον ίδιο τον
Βερνάρδο) για τους Κιστερκιανούς. Το σημείο που αποτελούσε για
πολλούς τροχοπέδη, δηλαδή η κατηγορηματική απαγόρευση της
αφαίρεσης ζωής από μοναχούς, προσπεράστηκε με μάλλον αδέξιες
εξαιρέσεις -που θεσπίστηκαν αργότερα με τη σχετική παπική Βούλα-
για εκείνους που ''υπερασπίζονται το Χριστό από τους απίστους''. Αυτή
η εξαίρεση θα χρησιμοποιούνταν ευρέως στο μέλλον από τη δυτική
Εκκλησία για ακόμη λιγότερο ''ευγενείς'' σκοπούς.

Πρώιμες Αναφορές στους Ναΐτες


Οι Ναΐτες είχαν πλέον την επίσημη αναγνώριση της Εκκλησίας, αν και
υπολειπόταν ακόμη η Παπική Βούλα. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να
ξεκινήσουν με νέο ζήλο την εκστρατεία επέκτασής τους, τη
στρατολόγηση νέων μελών, την οργανωτική δομή τους και, φυσικά, τη
συγκέντρωση πλούσιων δωρεών, που θα επέτρεπαν στο τάγμα όχι
μόνο να ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα που είχε αναλάβει, αλλά και
να κερδίσει κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή των βασιλείων της
Ουτρεμέρ. Παρά τη σύνοδο του Τρουά, οι Ναΐτες ήταν ακόμη μάλλον
άγνωστοι στην Ευρώπη.

Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που γνώριζαν τι ακριβώς ήταν οι ''φτωχοί


ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα'' και ακόμη
λιγότεροι εκείνοι που θα εγκατέλειπαν την Ευρώπη για να
στρατευθούν μαζί τους ή θα τους έδιναν μέρος της περιουσίας τους. O
Ούγος γνώριζε ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν μεγαλύτερη
δημοσιότητα, κατευθυνόμενη φυσικά στους κατάλληλους κύκλους.
Έτσι, πίεσε -ιδιαίτερα έντονα μάλιστα- τον Βερνάρδο να προχωρήσει
στη συγγραφή ενός έργου το οποίο θα παρουσίαζε τους Ναΐτες στους
άρχοντες (εκκλησιαστικούς και κοσμικούς) της Ευρώπης με ιδιαίτερα
ευμενή τρόπο.

Το αποτέλεσμα των πιέσεων ήταν το περίφημο σύγγραμμα του


Βερνάρδου ''Για μια νέα Ιπποσύνη'' (De laude novae militiae ad milites
temple), με το οποίο εκθειάζονταν οι Ναΐτες και υπογραμμιζόταν η
σημασία του ρόλου που είχαν να παίξουν στην εδραίωση των
Λατινικών ηγεμονιών της Ουτρεμέρ και γενικότερα στην επικράτηση
της Χριστιανοσύνης. Παρότι κυκλοφόρησε σε έναν σχετικά
περιορισμένο κύκλο, η επίδρασή του ήταν τεράστια. Στα επόμενα
χρόνια δημιούργησε ένα πανίσχυρο ρεύμα υποστήριξης των Ναϊτών,
οι οποίοι από ένα σημείο και μετά δεν προλάβαιναν να δέχονται νέα
μέλη και δωρεές.

O Βερνάρδος υπήρξε, όπως προαναφέραμε, μία εμβληματική


προσωπικότητα της Καθολικής Εκκλησίας και ο λόγος του -για πολλούς
στην Ευρώπη- είχε την ισχύ νόμου. Δεν τσιγκουνεύτηκε τα καλά λόγια
για τους Ναΐτες, όπως βλέπουμε στο παρακάτω απόσπασμα από το
''Για μια νέα Ιπποσύνη'': ''Οι πολεμιστές (οι Ναΐτες) είναι ευγενέστεροι
από τους αμνούς και τρομακτικότεροι από τους λέοντες, παντρεύοντας
την πραότητα του μοναχού με την πολεμική αρετή του ιππότη, τόσο
ώστε να είναι δύσκολο να αποφασίσεις πώς να τους αποκαλείς.
Άνδρες που κοσμούν το Ναό του Σολομώντα με όπλα αντί για
πολύτιμα πετράδια, με ασπίδες αντί για χρυσά διαδήματα, με σέλες
και χαλινάρια αντί για κηροπήγια.

Διψασμένοι για τη νίκη, όχι για τη δόξα. Για τη μάχη, όχι για την
επίδειξη. Που αποστρέφονται περιττά λόγια, αχρείαστες πράξεις,
άμετρο γέλιο, κουτσομπολιό και κουβέντα, όπως απεχθάνονται
οτιδήποτε ματαιόδοξο. Ιππότες που παρότι είναι πολλοί, ζουν σε ένα
σπίτι, υπακούοντας σε έναν κανόνα, με μία ψυχή και μία καρδιά''.
Σημειώσαμε και πραραπάνω ότι είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπήρξαν
επί της ουσίας αναφορές στους Ναΐτες σε πηγές της εποχής. Οι πρώτες
αναφορές εμφανίζονται ουσιαστικά μετά τη σύνοδο του Τρουά και η
πρώτη που έγινε ευρέως γνωστή είναι το σύγγραμμα του Βερνάρδου.
Από εκεί και πέρα, ο Βερνάρδος αλλά και οι αναφορές για τους Ναΐτες
σε άλλες πηγές προκάλεσαν ένα κύμα αντιδράσεων.
H πρώτη αναφορά που έχουμε για τους Ναΐτες, πέραν του Κανόνα και
των γραπτών του Βερνάρδου, προέρχεται από τον επίσκοπο της
Νογιόν, Σιμόν, και είναι το έγγραφο με το οποίο επισημοποιεί μία
δωρεά προς το τάγμα. Συντάχθηκε το 1130 ή το 1131 και αναφέρει:
''(Από τον) Σιμόν, επίσκοπο της Νογιέν, και τους κανονικούς της
Νογιέν, προς τον Ούγο, μάγιστρο των ιπποτών του Ναού και όλους
εκείνους που με θρησκευτικότητα πολεμούν μαζί του, χαιρετισμούς
και είθε με πίστη να εμμείνετε στη ζωή του θρησκευτικού τάγματος
που έχετε υιοθετήσει. Ευχαριστούμε το Θεό επειδή διά του ελέους του
επανέφερε την τάξη που είχε χαθεί.

Γιατί γνωρίζουμε ότι τρεις είναι οι τάξεις που έχουν καθορισθεί από το
Θεό για την Εκκλησία, η τάξη εκείνων που προσεύχονται, η τάξη των
υπερασπιστών και η τάξη των εργατών. Οι άλλες τάξεις βρίσκονταν σε
παρακμή, ενώ η τάξη των υπερασπιστών είχε ολοκληρωτικά
εξαφανιστεί. Όμως ο Θεός, ο Πατήρ και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο
Υιός του Θεού, επέδειξε έλεος προς την Εκκλησία του. Διά την
επίδραση του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας, στους πιο
πρόσφατους καιρούς, εδέησε να ξαναγεννήσει τη χαμένη τάξη. Στην
Αγία Πόλη απ' όπου κατάγεται η Εκκλησία, εκεί άρχισε να αναγεννιέται
η χαμένη τάξη της Εκκλησίας''.
Μία άλλη πηγή είναι ο Σιμόν του Σαιντ Μπερτέν, που στο ''Gesta
abbatum Sancti Bertini Sithensium'', που γράφτηκε κατά πάσα
πιθανότητα το 1135 ή το 1136, κάνει μία σύντομη αναφορά στους
Ναΐτες, η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ακριβής
ιστορικά, αφού συνδέει τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, τον πρώτο
ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ (''Επίτροπο του Παναγίου Τάφου'') με το
ξεκίνημα των Ναϊτών, που είναι γνωστό ότι προέκυψε στη βασιλεία
του Βαλδουίνου B'. Αναφέρει λοιπόν ο Σιμόν:

''Στη διάρκεια της λαμπρής βασιλείας του (Γοδεφρείδου) μερικοί (από


τους σταυροφόρους) επέλεξαν να μην επιστρέψουν στις σκιές του
κόσμου αφότου υπέστησαν τέτοιους κινδύνους για τη χάρη του Θεού.
Αφού τους συμβούλευσαν οι πρίγκιπες του στρατού του Θεού,
ορκίστηκαν στο Ναό του Κυρίου κάτω από την κυριαρχία του ότι θα
αποκήρυσσαν τα εγκόσμια, θα παραιτούνταν των προσωπικών
αγαθών τους, θα ελευθερώνονταν για να επιδιώξουν την αγνότητα και
να ζήσουν μία κοινοβιακή ζωή, φορώντας μόνο ένα φτωχικό ένδυμα
και χρησιμοποιώντας τα όπλα τους για να υπερασπίσουν τη χώρα από
τις επιθέσεις των άνομων παγανιστών όταν το απαιτούσε η ανάγκη''.

Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, ο επίσκοπος του Χάβελμπουργκ,


Ανσέλμος, συντάσσει μία αναφορά για τα σύγχρονά του θρησκευτικά
τάγματα, για χρήση από τον Πάπα Ευγένιο Γ'. Στην αναφορά αυτή
βρίσκονται και χωρία για τους Ναΐτες: ''Λίγο πριν την εποχή μας, ένα
νέο θρησκευτικό ίδρυμα ξεκίνησε στην Ιερουσαλήμ, την πόλη του
Θεού. Λαϊκοί, θρησκευόμενοι άνθρωποι, συναθροίστηκαν εκεί και
αποκαλούν τους εαυτούς τους ιππότες του Ναού. Έχοντας παραιτηθεί
της περιουσίας τους, ζουν έναν κοινοβιακό βίο και πολεμούν υπό όρκο
υπακοής σε έναν μάγιστρο. Έχουν αποκόψει τους εαυτούς τους από
την υπερβολή και τα ακριβά ρούχα και προετοιμάζονται να
υπερασπιστούν το λαμπρό Πανάγιο Τάφο του Κυρίου ενάντια στις
επιθέσεις των Σαρακηνών.

Εντός του οίκου τους ειρηνικοί, εκτός του οίκου δραστήριοι


πολεμιστές. Εντός του οίκου υπάκουοι στον θρησκευτικό κανόνα,
εκτός του οίκου συμμορφούμενοι στη στρατιωτική πειθαρχία. Εντός
του οίκου υποταγμένοι στην αγία σιωπή, εκτός του οίκου απτόητοι
από τις κλαγγές των όπλων και τη βοή της μάχης. Και, για να
συνοψίσουμε, εκτελούν όλα τα καθήκοντα που τους ανατίθενται,
εντός και εκτός του οίκου, σε πλήρη υπακοή''. Μία τρίτη αναφορά
στους Ναΐτες βρίσκουμε στο ''Χρονικόν'' του Όθωνα, επισκόπου του
Φράιζινγκ, που γράφτηκε περί το 1143 και παρουσιάζει (όπως και η
αναφορά του Ανσέλμου) πολλές ομοιότητες με το έργο του Βερνάρδου
που αναφέρεται στους Ναΐτες.

''Τον καιρό αυτό, όταν το βασίλειο των Ρωμαίων ήταν χωρισμένο σε


μία εμφύλια και πατροκτόνα διαμάχη (αναφέρεται στην κρίση μεταξύ
του Πάπα και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) που προκλήθηκε
από την επιθυμία για κυριαρχία, άλλοι που απεχθάνονταν αυτά που
είχαν, για χάρη του Χριστού και συνειδητοποιώντας ότι δεν κατέχουν
τη ζώνη της ιπποσύνης παρά για υψηλό σκοπό, κίνησαν για την
Ιερουσαλήμ. Και εκεί ξεκίνησαν ένα νέο είδος ιπποσύνης (προσέξτε
την αυτούσια αναφορά του ρητού περί ''νέας ιπποσύνης'' του
Βερνάρδου). Έτσι χρησιμοποιούν τα όπλα τους ενάντια στους εχθρούς
του Τιμίου Σταυρού και φέροντας την απεικόνιση του σταυρού στα
σώματά τους, εμφανίζονται στον τρόπο ζωής τους όχι ως ιππότες αλλά
ως μοναχοί''.

Στο γνωστό ''Χρονικό του Ερνούλ και του Βερνάρδου του


θησαυροφύλακα'', το οποίο γράφτηκε μετά το 1187 και πιθανότητα
πριν από το γύρισμα του αιώνα (πάντως μετά την απώλεια της
Ιερουσαλήμ), υπάρχει μία συνοπτική ιστορία των Ναϊτών που φαίνεται
να απηχεί τις απόψεις των λαϊκών της εποχής: ''Όταν οι Χριστιανοί
κατέκτησαν την Ιερουσαλήμ, πολλοί ιππότες αφιέρωσαν τους εαυτούς
τους στο Ναό του Παναγίου Τάφου. Και αργότερα πολλοί (ιππότες)
από όλες τις χώρες αφιέρωσαν τους εαυτούς τους (στον Πανάγιο
Τάφο). Αγαθοί ιππότες είχαν αφιερώσει τον εαυτό τους σε αυτό, οπότε
συζητούσαν μεταξύ τους και έλεγαν:

''Αφήσαμε τις χώρες μας και τους αγαπημένους μας και ήλθαμε εδώ
για να ανυψωθούμε και να εξυψώσουμε το Νόμο του Θεού. Οπότε
καθόμαστε εδώ τρώγοντας και πίνοντας και ξοδεύοντας δίχως να
κάνουμε οποιαδήποτε δουλειά. Ούτε πολεμικά έργα κάνουμε, παρότι
η χώρα αυτή τα έχει ανάγκη. Υπακούμε σε έναν ιερέα και γι' αυτό δεν
παίρνουμε τα όπλα. Ας συμβουλευτούμε κάποιον ώστε με την άδεια
του ηγούμενού μας να κάνουμε έναν από εμάς μάγιστρο, για να μας
οδηγήσει στη μάχη εφόσον υπάρχει ανάγκη''. Τον καιρό αυτό ο
Βαλδουίνος ήταν βασιλιάς, οπότε πήγαν σε αυτόν και του είπαν:
''Άρχοντα, συμβούλευσέ μας για τη χάρη του Θεού. Αποφασίσαμε να
κάνουμε έναν από μας μάγιστρο ώστε να μας οδηγήσει στη μάχη για
να βοηθήσουμε τη χώρα''.

O βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ με αυτό και είπε ότι πρόθυμα θα τους


συμβουλεύσει και θα τους βοηθήσει. Παρόλα αυτά, ο βασιλιάς κάλεσε
τον πατριάρχη, τους αρχιεπισκόπους, τους επισκόπους και τους
άρχοντες της χώρας, για να τους συμβουλευτεί. Μετά όλοι
συσκέφθηκαν και συμφώνησαν ότι αυτό θα ήταν πολύ καλό να γίνει. O
βασιλιάς πήγε σε αυτούς (τους ιππότες) και τους έδωσε γαίες, και
κάστρα, και πόλεις. Με την παρέμβασή του ο βασιλιάς πέτυχε ο
ηγούμενος του Παναγίου Τάφου να τους απελευθερώσει από την
υποχρέωσή τους προς αυτόν και εκείνοι τον άφησαν. Τώρα θα σας πω
γιατί έχουν το όνομα ''Ναΐτες''. Όταν άφησαν τον Πανάγιο Τάφο δεν
είχαν πού να μείνουν. O βασιλιάς είχε τρία πολυτελή καταλύματα στην
πόλη της Ιερουσαλήμ.

Ένα ψηλά, στον Πύργο του Δαβίδ, ένα χαμηλά, μπροστά στον Πύργο
του Δαβίδ, και ένα τρίτο μπροστά στο Ναό, το μέρος όπου
παρουσιάστηκε ο Θεός. Αυτή η κατοικία λεγόταν ο Ναός του
Σολομώντα. Ήταν η πλέον πολυτελής. Παρακάλεσαν το βασιλιά να
τους δανείσει αυτό το κατάλυμα, έως ότου δημιουργήσουν το δικό
τους. O βασιλιάς τούς δάνεισε το κατάλυμα που λέγεται Ναός του
Σολομώντα, εκ του οποίου έλαβαν το όνομα Ναΐτες, επειδή κατοικούν
εκεί''. Αυτή η ιδιαίτερα απλοποιημένη διήγηση αναφέρεται και στη
διαδικασία αποδοχής των Ναϊτών από τους βαρόνους της Ουτρεμέρ,
ενισχύοντας έτσι την πεποίθηση ότι υπήρξε επίσημη ''εντολή'' από το
συμβούλιο της Εκκλησίας και την Haute Court για τον ''αστυνομικό''
ρόλο του νεοϊδρυθέντος τάγματος.

O Ναός του Σολομώντα

Οι πένητες ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα πήραν το
όνομά τους από το Ναό της Ιερουσαλήμ, όπου είχαν την έδρα τους
κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή τους. O ναός εθεωρείτο από
τους Χριστιανούς ότι ήταν αυτός που έχτισε ο δεύτερος βασιλιάς του
Ισραήλ κατά τη βασιλεία του τον 10ο αιώνα π.X. Φυσικά, αυτό
ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ωστόσο η ιστορία του
Ναού είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. O ''πρώτος ναός'' της
Ιερουσαλήμ είναι όντως έργο του ημι-μυθικού βασιλιά του Ισραήλ,
Σολομώντα, αλλά καταστράφηκε το 586 π.X. από τους Βαβυλώνιους
όταν αυτοί κατέκτησαν την πόλη.
Στη συνέχεια, ο δεύτερος ναός χτίστηκε πάνω στα ερείπια του πρώτου,
σε σχέση με τον οποίο υστερούσε σε μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια.
O ναός ξεκίνησε να κατασκευάζεται περίπου 50 χρόνια μετά την
καταστροφή του πρώτου, όταν επικυρίαρχος της Ιουδαίας ήταν ο
Κύρος ο Μέγας, ο Πέρσης Αυτοκράτορας που ουσιαστικά δημιούργησε
την αχανή Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. O ναός κτίστηκε άλλη μία
φορά, ως ναός των Εβραίων, από το βασιλιά της Ιουδαίας Ηρώδη.
Αυτός ο ναός έμελλε να καταστραφεί σε λιγότερο από έναν αιώνα.
Όταν οι Εβραίοι εξεγέρθηκαν κατά των Ρωμαίων, το 66 μ.X., άρχισε η
αντίστροφη μέτρηση για το υπέρλαμπρο οικοδόμημα του Ηρώδη.

Το 69 μ.X., ύστερα από τρία χρόνια αγώνα, ο στρατηγός Τίτος, γιος του
μετέπειτα Αυτοκράτορα Βεσπασιανού, έφθασε στην Παλαιστίνη με
ισχυρές δυνάμεις και άρχισε να ''ξηλώνει'' ένα-ένα τα κέντρα
αντίστασης των Εβραίων. Τέλος, έφθασε και στην Ιερουσαλήμ, που
εκείνο τον καιρό είχε αναπτυχθεί σε μία από τις μεγάλες πόλεις της
αρχαιότητας, φιλοξενώντας πάνω από 250.000 κατοίκους. O Τίτος
πολιόρκησε επί μακρόν την Ιερουσαλήμ, με άκαμπτη
αποφασιστικότητα και χωρίς να υπολογίζει κόπο, χρήμα ή ανθρώπους.
Μετά από σκληρό αγώνα κατόρθωσε να την καταλάβει, αλλά οι
εναπομείναντες υπερασπιστές είχαν οχυρωθεί στο ναό,
αντιμετωπίζοντας τις επιθέσεις των Ρωμαίων με καταπέλτες και άλλα
πολιορκητικά όπλα.

H αδυναμία του περιβόλου όμως ήταν ο μεγάλος αριθμός θυρών, 13


στο σύνολο, οι οποίες ήταν ξύλινες αλλά ντυμένες με φύλλα από
καθαρό ασήμι - χαρακτηριστικό της πολυτέλειας του ναού. Κατόπιν
εντολής του Τίτου, οι άνδρες του έβαλαν φωτιά στις θύρες, με
αποτέλεσμα να λιώσουν οι ασημένιες επικαλύψεις και να καεί το ξύλο.
Οι Ρωμαίοι άρχισαν να εισέρχονται στον περίβολο από τις ανοιχτές,
πλέον, θύρες. Οι υπερασπιστές δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στους
στρατιώτες της Ρώμης και γρήγορα υπέκυψαν. Οι Ρωμαίοι τους
εξόντωσαν μέχρι τον τελευταίο, ενώ ακολούθησε μια τρομακτική
σφαγή του πληθυσμού της Ιερουσαλήμ. Όσοι επέζησαν πουλήθηκαν
ως σκλάβοι.

Οι αρχαίες πηγές (κυρίως ο Ιουδαίος εκ καταγωγής αλλά Ρωμαίος


πολίτης, Ιώσηπος) μιλάνε για ''ένα εκατομμύριο νεκρούς'', ενώ ακόμη
περισσότεροι ήταν αυτοί που πωλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, ωστόσο
αυτός ο αριθμός είναι μάλλον υπερβολικός. Υπολογίζεται ότι περί τους
200.000 σφαγιάστηκαν ή εξανδραποδίστηκαν από τους Ρωμαίους. H
τύχη του ναού δεν θα μπορούσε να διαφέρει. Παρά τις προσπάθειες
του Τίτου να διασώσει το λαμπρό οικοδόμημα, οι άνδρες του,
εξαγριωμένοι από τις κακουχίες της πολιορκίας και το μακρόχρονο
αγώνα, του έβαλαν φωτιά και τον έκαψαν.

Έτσι καταστράφηκε ένας ναός που ο Ιώσηπος περιγράφει ως ''το πιο


λαμπρό οικοδόμημα που έχω δει ή για το οποίο έχω ακούσει ποτέ,
τόσο για το μέγεθος και την κατασκευή όσο και για την τελειότητα των
λεπτομερειών και τη δόξα των Αγίων Τόπων του''. ''Τρίτος Ναός'', κατά
την Εβραϊκή ερμηνεία, δεν έχει υπάρξει ακόμη. Όμως στην ίδια θέση,
στο ''όρος του ναού'', έμελλε να φιλοξενηθούν τα ιερά και μίας ακόμη
θρησκείας, του Ισλαμισμού. Όταν ξεκίνησε η δραματική επέκταση του
Ισλάμ, οι ''μαχητές του προφήτη'' έθεσαν υπό τον έλεγχό τους
απέραντες εκτάσεις στη M. Ανατολή και τη B. Αφρική που ανήκαν στο
Βυζάντιο, καθώς και ολόκληρη την Περσική Αυτοκρατορία των
Σασσανιδών.

Φυσικά, μεταξύ των περιοχών αυτών ήταν και η Ιερουσαλήμ, που για
τους Μουσουλμάνους είναι η τρίτη ιερή πόλη (μετά τη Μέκκα και τη
Μεδίνα). Όπως αναμενόταν, αναγνώρισαν την ιερότητα του χώρου
όπου είχε ανεγερθεί ο ναός και έσπευσαν να κατασκευάσουν στη θέση
του δύο δικά τους λατρευτικά κτήρια, το Ναό της Πέτρας και το
τέμενος Αλ Ακσά. Το σύμπλεγμα που ανεγέρθηκε γύρω από αυτά τα
δύο λατρευτικά κτήρια, ήταν εκείνο που στη συνέχεια, μετά την
κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους ''προσκυνητές'' της A'
Σταυροφορίας, ονομάστηκε Ναός του Σολομώντα, αφού οι
προσκυνητές ''αναγνώρισαν'' στα κτήρια της Ιερουσαλήμ τις βιβλικές
τοποθεσίες. Εδώ είχαν την έδρα τους οι Ναΐτες, οι ''Φτωχοί Ιππότες
του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα''.

Τα Ιπποτικά Τάγματα

H κοινωνική, θρησκευτική, αργότερα και στρατιωτική αναγκαιότητα


γέννησε έναν θεσμό στους Αγίους Τόπους αμέσως μετά την A'
Σταυροφορία, που έμελλε να αποτελέσει μία από τις πλέον
αμφιλεγόμενες αλλά και δυναμικές παραμέτρους του κινήματος που
ονομάστηκε συλλογικά ''σταυροφορίες''. Πρόκειται για τα στρατιωτικά
μοναστικά (ή, όπως έγιναν γνωστά, ιπποτικά) τάγματα, τα οποία
ξεκίνησαν την ιστορία τους ως μία δημόσια -επί της ουσίας- υπηρεσία
προσαρμοσμένη στις ανάγκες των νεόκοπων βασιλείων της Ουτρεμέρ.
Παρόλα αυτά, στη συνέχεια θα εξελίσσονταν σε ένα ιδιαίτερα
σημαντικό τμήμα της μεσαιωνικής ιστορίας της Ευρώπης και σε πολλές
περιπτώσεις θα γίνονταν ο καταλύτης για εξελίξεις κοσμοϊστορικής
σημασίας.

Το πρώτο από αυτά τα τάγματα δημιουργήθηκε στην Ιερουσαλήμ και


δεν είναι άλλο από το Τάγμα των Ναϊτών, το 1118 (υπάρχουν βεβαίως
κάποιες διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς το έτος δημιουργίας, τις
οποίες αναφέραμε στο σημείο όπου αναφερθήκαμε στις απαρχές του
τάγματος). Το τάγμα των ''ιπποτών του Χριστού'' ανέλαβε ενεργή
υπηρεσία για το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ με την προστασία των
προσκυνητών και ''στρατιωτικοποιήθηκε'', δηλαδή εξελίχθηκε σε
''στρατιωτικό'' τάγμα, δύο χρόνια αργότερα. Ακολούθησε η δημιουργία
πολλών ακόμη ταγμάτων, εκ των οποίων τα πιο γνωστά είναι αυτά των
Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη (Οσπιταλιέρων ή Οσπιταλίων Hospitalers)
του Αγίου Θωμά, των Τευτόνων Ιπποτών, του Αγίου Λάζαρου (των
Λεπρών Ιπποτών) και πολλά ακόμη.

Τα μοναστικά τάγματα δεν έδρασαν μόνο στους Αγίους Τόπους, αλλά


επεκτάθηκαν, στην αρχή τουλάχιστον, οπουδήποτε υπήρχε
αντιπαράθεση με τους ''απίστους'', δηλαδή τους Μουσουλμάνους. Στη
συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν ως όχημα επέκτασης της Χριστιανικής
πίστης και σε χώρες που δεν είχαν ασπαστεί το χριστιανισμό κατά τον
πρώιμο Μεσαίωνα, όπως η Πρωσία, η Λετονία και γενικότερα η
Ανατολική Ευρώπη. H δράση των σιδηρόφρακτων μοναχών - ιπποτών
τούς έφερνε από τη μία άκρη της Μεσογείου (Λατινική M. Ανατολή)
στην άλλη (Ιβηρική). Αργότερα απέκτησαν δύναμη, πλούτη, επιρροή
και κύρος, πολεμώντας τους ειδωλολάτρες και εκχριστιανίζοντας βίαια
όσους επιβίωναν των σφαγών στη Βαλτική και στην Ανατολική
Ευρώπη.

Ιστορικές έχουν μείνει οι διαμάχες των Τευτόνων ιπποτών, των μελών


του ''Γερμανικού'' Ιπποτικού Τάγματος, με τους Πολωνούς και τους
Σλάβους γενικότερα, αλλά και τους Λιθουανούς και τους Τατάρους,
που ακολούθησαν την εισβολή των Τευτόνων στην Πρωσία και τις
εκτεταμένες σφαγές των Πρώσων από τους λευκοντυμένους ιππότες
με το μαύρο σταυρό. Τα ιπποτικά τάγματα όχι μόνο έπαιξαν κύριο
ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις, αλλά κατόρθωσαν σε πολλές
περιπτώσεις να θέσουν σε κίνηση τον τροχό της ιστορίας. Είναι
χαρακτηριστικό ότι τρία κρατικά μορφώματα την εποχή αυτή
προήλθαν από τη δράση των ιπποτικών ταγμάτων: η Πρωσία, η Ρόδος
και η Μάλτα, η πρώτη με την κυριαρχία των Τευτόνων και οι άλλες δύο
υπό τους Ιωαννίτες (Οσπιταλιέρους).
Είναι γεγονός ότι τα ιπποτικά τάγματα ήταν μία ανάγκη των καιρών
στους οποίους εμφανίστηκαν είτε για να αποτελέσουν μία μόνιμη
πηγή στρατολόγησης εξαίρετων ιπποτών και γενικότερα στρατιωτικών
δυνάμεων για τα χριστιανικά βασίλεια των Αγίων Τόπων (Ναΐτες,
Ιωαννίτες, Λαζαρίτες, εν μέρει και οι Τεύτονες), είτε ως αρωγοί των
προσκυνητών (Ιωαννίτες, Λαζαρίτες, αρχικά και οι Ναΐτες), είτε ως
δυνάμεις πρώτης γραμμής για την απελευθέρωση εδαφών από τους
Μουσουλμάνους (Τάγματα του Σαντιάγο και του Καλατράβα στην
Ιβηρική την περίοδο της Reconquista).

Είτε ως εργαλεία επέκτασης της Καθολικής πίστης σε περιοχές που


ακολουθούσαν ακόμη ειδωλολατρικές θρησκείες (Τεύτονες και μια
σειρά από τάγματα στην Ανατολική Ευρώπη), είτε γενικότερα ως μία
μορφή συνύπαρξης του εκκλησιαστικού με το κοσμικό - στρατιωτικό
στοιχείο, ως ''αντίδραση'' ίσως σε καιρούς που η κοσμική εξουσία
σιγά-σιγά διέφευγε από τα χέρια των προυχόντων της Χριστιανικής
Εκκλησίας.

Οι απαρχές των στρατιωτικών ταγμάτων, που αμέσως μετά την ίδρυσή


τους εξελίχθηκαν σε εξαιρετικά ισχυρούς οργανισμούς, με πλούτη και
επιρροή συγκρίσιμα με αυτά ισχυρών βασιλείων, σύμφωνα με
ορισμένους μελετητές βρίσκονται στις πρώτες επαφές με τους
Μουσουλμάνους και με τις ανάλογες σέκτες και οργανώσεις ιερών
πολεμιστών (όπως οι Ασσασίνοι και κυρίως τα Ριμπάτ) που εκείνοι
είχαν.

Ιπποτικά Τάγματα και Πολιτική

O ρόλος των ιπποτικών ταγμάτων εξαρτιόταν τόσο από τη φύση της


αποστολής τους όσο και από το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο
δραστηριοποιούνταν. Ετσι είναι διαφορετική η λειτουργία των
ταγμάτων που γεννήθηκαν και μεγαλούργησαν στην Ουτρεμέρ και
διαφορετική εκείνων που δημιουργήθηκαν ή έδρασαν σε άλλες
περιοχές. Γενικά θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι τα τάγματα της
''Λατινικής Ανατολής'' και της Ανατολικής Ευρώπης είχαν αρκετές
ομοιότητες, Μία γενική παρατήρηση που κάνει ο μελετητής της
περιόδου είναι ότι τα τάγματα του Λεβάντε ήταν συχνά ''κράτος εν
κράτει''.

Κάτι που γίνεται φανερό από το ότι από ένα σημείο και μετά η
πολιτική υπόστασή τους ήταν τέτοια ώστε μπορούσαν να
διαπραγματεύονται τη σύναψη συνθηκών αποκλειστικά για τα δικά
τους συμφέροντα και είχαν τη δυνατότητα να ασκούν τη δική τους,
ανεξάρτητη, πολιτική όσον αφορά στις σχέσεις τους με το
Μουσουλμανικό κόσμο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, υπήρχαν
και επίσημες παραδοχές της κοσμικής εξουσίας για το γεγονός αυτό.
Το 1168 ο Βοημούνδος της Αντιόχειας επέτρεψε στους Ιωαννίτες, που
είχαν στην κατοχή τους μεγάλο αριθμό ισχυρών κάστρων στην
επικράτειά του, να κηρύττουν πόλεμο και να συνάπτουν ειρήνη κατά
το δοκούν.

Υποσχόμενος παράλληλα ότι θα προσυπογράφει οποιαδήποτε


συνθήκη σύναπταν οι Οσπιταλιέροι με τους ''απίστους''. Πρόκειται για
μία θεμελιώδη και ιδιαίτερα σημαντική στιγμή στο κίνημα των
ιπποτικών ταγμάτων, την πρώτη επίσημη παραδοχή για την καθιέρωσή
τους ως αυθύπαρκτης πολιτικής δύναμη, μη εξαρτώμενης από την
επίσημη κοσμική εξουσία. Ανάλογες ήταν οι παραχωρήσεις που έγιναν
για το ίδιο τάγμα από τον Λέοντα B' της Αρμενίας το 1210. Φυσικά, της
πολιτικής αυτοδυναμίας, προηγήθηκε η οικονομική αυτοτέλεια των
ταγμάτων. Τα τάγματα αντλούσαν πόρους κυρίως από δωρεές, που
στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν σε παραχώρηση γαιών,
άλλων εκμεταλλεύσεων και προσόδων.

Τις οποίες τα τάγματα χρησιμοποιούσαν για να έχουν ένα μόνιμο


εισόδημα. Αυτού του είδους η οικονομική αυτοτέλεια, που ενισχύθηκε
στη συνέχεια και από άλλες δραστηριότητες που ανέπτυξαν, επέτρεψε
στις οργανώσεις αυτές να αποκτήσουν όχι μόνο μία αξιοσημείωτη
αυτοδυναμία, αλλά και να είναι πολύ συχνά αιμοδότες των κοσμικών
αρχόντων. Αν και στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ δεν υπήρξαν
παραχωρήσεις ανάλογες με αυτές της Αντιόχειας ή της Αρμενίας για
τους Ναΐτες ή τους Ιωαννίτες, στην πραγματικότητα οι περιορισμοί
στην εξουσία του μονάρχη και ιδιαίτερα οι εξελίξεις από ένα σημείο
και μετά επέτρεψαν και σε αυτήν την περιοχή τα τάγματα να
αποκτήσουν εξίσου εντυπωσιακή ελευθερία κινήσεων.

Είναι γνωστό άλλωστε ότι και τα δύο είχαν τη δική τους πολιτική έναντι
της Αιγύπτου και της Δαμασκού και είχαν σε πλείστες όσες
περιπτώσεις κηρύξει αυτοβούλως πόλεμο ή συνάψει ειρήνη με τις
μουσουλμανικές ηγεμονίες. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η ελευθερία
δράσης των ιπποτικών ταγμάτων στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα
στη Βαλτική, όπου οι Τεύτονες ήταν από την αρχή της ιστορίας τους
μία αυθύπαρκτη πολιτική οντότητα, με μόνο μία τυπική επικυριαρχία
του Πάπα (που στην πράξη ουδέποτε ασκήθηκε, τουλάχιστον όχι
αμφίδρομα). Συνήθως οι Τεύτονες επέλεγαν να συνεργάζονται,
λιγότερο ή περισσότερο, και με το Γερμανό Αυτοκράτορα, χωρίς όμως
οποιαδήποτε δέσμευση από μέρους τους.

Καθώς απλώς αποζητούσαν (και συνήθως λάμβαναν) την έγκριση της


κεφαλής της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τις ενέργειές τους. Το
αντίθετο συνέβαινε στην Ιβηρική, όπου η προσπάθεια ανακατάληψης
της χερσονήσου κατευθυνόταν προσεκτικά και με συγκεκριμένη
στόχευση από τα υπάρχοντα βασίλεια της Βόρειας Ιβηρικής, τα οποία
ουδέποτε επέτρεψαν στα ιπποτικά τάγματα (τα γνωστά Τάγματα του
Σαντιάγο και του Καλατράβα, αρκετά μικρότερα αλλά και τα
παραρτήματα των Ναϊτών στην Ιβηρική) να λειτουργήσουν αυτοτελώς.
Ούγος του Παγιέν o Ιδρυτής του Τάγματος

H αινιγματική φυσιογνωμία του πρώτου μάγιστρου του τάγματος


Αυτός που έλαβε πρώτος το αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου (Magister
Magnus) του ναού, ήταν ο Ούγος του Παγιέν ή Παιν (Hughes de Payens
ή Pains). Όπως όλοι οι πρωτεργάτες του ναού, δεν είναι ιδιαίτερα
γνωστός και τα στοιχεία που έχουμε για το άτομό του είναι
αποσπασματικά και σε πολλές περιπτώσεις παραπλανητικά. τα
περισσότερα από αυτά σχετίζονται με την εποχή μετά τη δημιουργία
του τάγματος. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο Ούγος γεννήθηκε
περί το 1070 (η ακριβής ημερομηνία γέννησής του είναι άγνωστη) στο
Παγιέν, μία πόλη της Γαλλίας περίπου 12 χιλιόμετρα από το Τρουά της
Καμπανίας.
Ήταν μέλος της τοπικής αριστοκρατίας και σύμφωνα με όλες τις
ενδείξεις, επρόκειτο για έναν από τους σημαίνοντες ιππότες της
Καμπανίας, πιθανόν με συγγενικούς δεσμούς με τους κυρίαρχους
οίκους της περιοχής. αυτό συνάγεται από το ότι το όνομα του Ούγου
του Παγιέν, πριν από την εποχή των σταυροφοριών, παρουσιάζεται σε
δύο επίσημα έγγραφα του Ούγου, κόμη του Τρουά. Οι συγγενικοί
δεσμοί του Ούγου του Παγιέν με τον οίκο του Τρουά και της
Καμπανίας συνάγονται και από ένα άλλο γεγονός: Τη "στρατολόγηση"
του κόμη της Καμπανίας, Ούγου, το 1126 στους ιππότες του ναού.

Αυτός ο Ούγος, ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας της Γαλλικής


αριστοκρατίας, στενός φίλος και μακρινός συγγενής του (μετέπειτα
αγίου) Βερνάρδου του Κλερβώ, αποτέλεσε τον αποφασιστικό
παράγοντα που ώθησε το Βερνάρδο όχι μόνο να υποστηρίξει τους
Ναϊτες αλλά και να συγγράψει τον κώδικά τους. O ούγος του Παγιέν,
σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, συμμετείχε στην A' Σταυροφορία
στο στρατό του Γοδεφρείδου του Μπουιγιόν. Άλλες πηγές παραδίδουν
ότι ο Ούγος ήλθε αργότερα στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον επικυρίαρχό
του, Ούγο της Καμπανίας, όταν αυτός επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ
για προσκύνημα. Το πιθανότερο είναι ότι ο ιδρυτής των Ναϊτών
έφθασε στη μέση ανατολή το 1104 ή το 1114.

Πάντως ελάχιστα είναι γνωστά για τη δράση του κατά τα χρόνια πριν
από τη δημιουργία του τάγματος έρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας
μόνο μετά το 1118 και ιδιαίτερα μετά το 1124, όταν ξεκίνησε η
προσπάθεια "επισημοποίησης" του τάγματος. O Ούγος μετά την
ανακήρυξή του ως μάγιστρου εργάστηκε με ιδιαίτερη ζέση για να
καταστήσει τους Ναΐτες μία υπολογίσιμη δύναμη στους αγίους
τόπους, ενώ στην εποχή του ξεκίνησε η προσπάθεια συγκέντρωσης
υποστήριξης -και πόρων- από Ευρωπαίους μονάρχες. O ίδιος ο Ούγος
δραστηριοποιήθηκε σε μία ευρεία περιοδεία σε ολόκληρη την Δυτική
Ευρώπη τις παραμονές της συνόδου της Τρουά αλλά και στα αμέσως
επόμενα χρόνια.

Φέρεται να ίδρυσε τα παραρτήματα των Ναϊτών στην Αγγλία (κατά την


επίσκεψή του στο Λονδίνο το 1128). Πέθανε το 1136, σε ηλικία
περίπου 66 ετών, στους Αγίους Τόπους και τον διαδέχτηκε ο Ροβέρτος
του Κραόν, που έδωσε στο τάγμα την οριστική φυσιογνωμία του και το
κατέστησε μεγάλη δύναμη της Χριστιανοσύνης.

Βερνάρδος του Κλερβώ ο Θεωρητικός του Τάγματος

O ηγούμενος που μεσολάβησε για την αναγνώριση των Ναϊτών. Κάθε


ιπποτικό τάγμα, όπως τα μοναστικά τάγματα των οποίων αποτελούν
ουσιαστικά εξέλιξη, βασίζεται σε έναν κανόνα, δηλαδή έναν κανονισμό
λειτουργίας. H πλειονότητα των ιπποτικών ταγμάτων υιοθέτησε
κάποια παραλλαγή του κώδικα των Βενεδικτίνων, τις περισσότερες
φορές βάσει της μετατροπής που είχαν κάνει οι Κιστερκιανοί μοναχοί.
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των Ναϊτών, ο κανόνας πάνω στον
οποίο στήριξαν τη λειτουργία τους ουσιαστικά δημιουργήθηκε από τον
αγιο Βερνάρδο του κλερβώ (Saint Bernard de Clairvaux), στυλοβάτη
του μοναστικού συστήματος των Κιστερκιανών και σπουδαία
προσωπικότητα του Μεσαιωνικού Καθολικισμού.

O Βερνάρδος γεννήθηκε στο Φοντέν, κοντά στην Ντιζόν της Γαλλίας,


περί το 1090 και πέθανε 63 χρόνια αργότερα στο Κλερβώ.
αριστοκρατικής καταγωγής, έχασε σε πολύ μικρή ηλικία και τους δύο
γονείς του -ο πατέρας του, Τεσελέν λε Ρού, σκοτώθηκε κατά τη
διάρκεια της A' Σταυροφορίας. Ενδέχεται η ιδιαίτερη σχέση που
απέκτησε αργότερα με το κίνημα των σταυροφοριών και η ένθερμη
υποστήριξη που προσέφερε σε ανάλογες προσπάθειες, να έλκουν την
καταγωγή τους από αυτή την περίοδο της ζωής του. O Βερνάρδος
έλαβε, όπως αναμενόταν για έναν γόνο της αριστοκρατίας που θα
ακολουθούσε σταδιοδρομία λόγιου και όχι πολεμιστή, μία πρώτης
τάξεως μόρφωση.

Σπούδασε Θεολογία στη Σαλόν και στη συνέχεια μπήκε στο μοναστήρι
των αναμορφωμένων Βενεδικτίνων, που ονομάστηκαν Κιστερκιανοί, το
οποίο είχε ιδρύσει ο Ροβέρτος του Μολέσμε στο Σιτό. Το μοναστήρι
αναπτύχθηκε και σύντομα ίδρυσε ένα "παράρτημα" στο Κλερβώ, όπου
τοποθετήθηκε ως αβάς (ουσιαστικά το αντίστοιχο του ηγούμενου για
τους Δυτικούς) ο Βερνάρδος, παρότι νέος, χάρη τόσο στα χαρίσματά
του ως θεολόγου όσο και στην υψηλή θέση της οικογένειάς του. Από
τη νέα θέση του ο Βερνάρδος πρωτοστάτησε στην αναμόρφωση της
φυσιογνωμίας της μονής και ολόκληρου του τάγματος, αλλά και
γενικότερα του μεσαιωνικού μοναχισμού, τον οποίο άλλαξε εκ
βάθρων.

Επί των ημερών του Βερνάρδου, το μοναστήρι του Κλερβώ


αναδείχτηκε σε κέντρο του νέου μοναστικού συστήματος και σύντομα
αντικατέστησε το Σιτό ως "πρωτεύουσα" των Κιστερκιανών.
Αδιαμφισβήτητος ηγέτης του Κιστερκιανού μοναστικού συστήματος
και των πέντε κλάδων του, το Κλερβώ γνώρισε ημέρες δόξας, όπως και
ο ηγούμενός του που γρήγορα γνωστός ως μία από τις κορυφαίες
φυσιογνωμίες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Όσον αφορά στις
σχέσεις του με τους Ναΐτες πριν από τη σύνοδο του Τρουά, δεν είναι
γνωστά πολλά πράγματα, πέραν του συγγενικού του δεσμού με τον
Ανδρέα του Μονμπάρ.

Πέραν της δεδομένης συμπάθειάς του σε οτιδήποτε είχε σχέση με τις


σταυροφορίες και την επέκταση της Χριστιανικής πίστης, η σχέση του
με τους ''πολεμικούς μοναχούς'' της Ουτρεμέρ θα πρέπει να ξεκίνησε
ουσιαστικά όταν ο Ούγος, κόμης της Καμπανίας, οικογενειακός φίλος
και ενδεχομένως μακρινός συγγενής του Βερνάρδου, αποφάσισε να
προσχωρήσει στο τάγμα. H είσοδος του Ούγου στις τάξεις των Ναϊτών
αποτέλεσε το κλειδί για την αποδοχή του Βερνάρδου. Μάλιστα ο ίδιος
ο αβάς του Κλερβώ συγκάλεσε τη σύνοδο του Τρουά, όταν
επισημοποιήθηκε η ύπαρξη του τάγματος.

H "παρασκηνιακή" δουλειά του Βερνάρδου ήταν καθοριστική και


πιθανότατα εκείνος εμπνεύστηκε τις εξαιρέσεις στον κανόνα για τη μη
χρήση βίας από ενδεδυμένους το σχήμα, οι οποίες εφαρμόσθηκαν για
πρώτη φορά στην περίπτωση των Ναϊτών και επέτρεπαν στους
μοναχούς - πολεμιστές του τάγματος να "βάφουν τα χέρια τους με
αίμα". Αμέσως μετά τη σύνοδο, ο Βερνάρδος συνέγραψε τον κανόνα
του τάγματος -αρχικά στα Λατινικά- τον οποίο βάσισε στον
αναμορφωμένο κανόνα των Βενεδικτίνων, τον ίδιο που αποτελούσε
δόγμα των Κιστερκιανών μοναχών. Αλλά ο Βερνάρδος δεν εξαντλούσε
την ενεργητικότητά του στο θέμα των Ναϊτών.
O πολυμήχανος αβάς στη συνέχεια έπαιξε κεντρικό ρόλο στο σχίσμα
του 1130, όταν μετά το θάνατο του Πάπα Ονώριου, ο Ανάκλητος
εξελέγη ανώτερη αρχή της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αντί του
Ιννοκέντιου, τον οποίο υποστήριξε ο Βερνάρδος και στη συνέχεια
αναγνώρισαν ως Πάπα η Γαλλία, η Αγγλία η Ισπανία και η Γερμανία. Οι
μηχανορραφίες του Βερνάρδου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην
έκβαση της διαμάχης, αφού κατόρθωσε με επιδέξιες διπλωματικές
κινήσεις να προωθήσει το "δικό του" εκλεκτό εις βάρος του
ανάκλητου. O Βερνάρδος δεν εφησύχαζε, παρά τις επιτυχίες του (ή
ίσως εξαιτίας αυτών).

Στη συνέχεια στράφηκε ενάντια στην αίρεση των Καθαρών (παρά τους
φημολογούμενους δεσμούς τους με τα πνευματικά τέκνα του, τους
Ναΐτες) και πολέμησε γενικότερα τις αιρέσεις που εκείνη την εποχή
σάρωναν την επαρχία του Λανγκντόκ, την περιοχή που έχει ταυτιστεί
με τη Ναϊτική παρουσία στη Γαλλία. Στη συνέχεια, έκανε ό,τι μπορούσε
για να εξασφαλίσει την επιτυχία της B' Σταυροφορίας, της οποίας
υπήρξε φανατικός υπέρμαχος και ένας από τους κύριους υποκινητές
και στρατολογητές. H παταγώδης αποτυχία της σταυροφορίας κλόνισε
σοβαρά τον Βερνάρδο, ο οποίος όμως επέρριψε τις ευθύνες στους
"αμαρτωλούς σταυροφόρους", παρότι στο υπόλοιπο της ζωής του τα
σημάδια από την απογοήτευση που προκάλεσε το ναυάγιο της
σταυροφορίας ήταν ορατά.

O σπουδαίος αυτός διανοητής και θεολόγος, η αντιφατική -αλλά τόσο


χαρακτηριστική για την εποχή του- φυσιογνωμία που αποτέλεσε μία
από τις κύριες παραμέτρους στην αρχική επιτυχία των Ναϊτών, πέθανε
στη μονή του Κλερβώ το 1153, έχοντας αφήσει πίσω του πλουσιότατο
έργο ως παρακαταθήκη στην Καθολική εκκλησία, που τον ανακήρυξε
Διδάκτορα της Καθολικής Πίστης το 1830 καθώς και Άγιό της.

Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ

Οι Ναΐτες αρχικά ήταν λίγοι σε αριθμό, σύντομα όμως αυξήθηκαν με


τη στρατολόγηση νέων μελών μεταξύ των ιπποτών που κατέφθαναν ως
προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Πολλοί από αυτούς επιθυμούσαν
να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην καθολική Εκκλησία αλλά δεν
τους ενθουσίαζε η προοπτική να γίνουν κανονικοί μοναχοί. Τα
πολεμικά τάγματα τούς παρείχαν τη δυνατότητα να λάβουν το
μοναχικό σχήμα χωρίς να εγκαταλείψουν τον πόλεμο και τις μάχες.
Όφειλαν όμως να απαρνηθούν όλες τις απολαύσεις της ζωής.

Τα πολυτελή ρούχα και η προσωπική περιποίηση απαγορεύονταν


αυστηρά, όπως και τα αστεία, τα τραγούδια, ο χορός, τα
διασκεδαστικά θεάματα με ταχυδακτυλουργούς και ακροβάτες και το
αγαπημένο σε όλους τους ευγενείς της εποχής κυνήγι με ειδικά
εκπαιδευμένα γεράκια. Οι άνδρες όφειλαν να έχουν κοντά μαλλιά και
να ακολουθούν πιστά το πρόγραμμα ζωής των μοναχών
παρακολουθώντας όλες τις λειτουργίες και τηρώντας τις νηστείες.
Παράλληλα ήταν υποχρεωμένοι να εκπαιδεύονται συνεχώς για
πολεμικές επιχειρήσεις. Ως μοναχοί έπρεπε να απαρνηθούν την
προσωπική τους περιουσία, καθώς το τάγμα τους παρείχε τα ελάχιστα
με τα οποία πλέον θα συντηρούντο.

Απαγορεύονταν επίσης τα διακοσμημένα όπλα και έγινε προσπάθεια


όλοι οι Ναΐτες να έχουν ομοιόμορφη εμφάνιση. Το τάγμα παρείχε
στους ιππότες και τα άλογά τους. Η συντήρηση του οπλισμού, των
αλόγων και του υπολοίπου υλικού ήταν μια από τις βασικές
υποχρεώσεις των ιπποτών, οι οποίοι υποβάλλονταν σε συνεχείς
σχετικές επιθεωρήσεις. Λόγω των πολεμικών τους υποχρεώσεων οι
άνδρες απαλλάσσονταν από την τήρηση των πιο αυστηρών νηστειών,
ώστε να έχουν δυνάμεις για μάχιμη υπηρεσία. Αυτή όμως ήταν και η
μοναδική παρέκκλιση από το πρόγραμμα και τον τρόπο διαβίωσης των
υπολοίπων μοναχών. Σε γενικές γραμμές η ζωή των Ναϊτών ήταν
αρκετά σκληρή και αυστηρή, αφού συνδύαζε τη στρατιωτική με τη
μοναστική πειθαρχία.

Εκτός από τους μοναχούς υπήρχαν και λαϊκοί ιππότες, οι οποίοι


υπηρετούσαν στο τάγμα για ορισμένο χρονικό διάστημα χωρίς να
λάβουν το μοναχικό σχήμα. Για όσο διάστημα, όμως, βρίσκονταν στο
τάγμα ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν το αυστηρό πρόγραμμα των
Ναϊτών χωρίς καμία διάκριση. Το τάγμα σύντομα ξεπέρασε τα όρια
των Αγίων Τόπων. Πολλοί ευγενείς στη δυτική Ευρώπη παραχωρούσαν
περιουσιακά στοιχεία για την υποστήριξή του. Σταδιακά οι Ναϊτες
άρχισαν να μετατρέπονται σε μεγάλο οικονομικό οργανισμό και
αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν παραρτήματα στην υπόλοιπη
Ευρώπη για να ελέγχουν την τεράστια περιουσία που συγκέντρωναν
και να στρατολογούν πιο εύκολα νέα μέλη.

Καθώς η πλειοψηφία των ιδρυτών αλλά και των υπολοίπων μελών


προερχόταν από τη Γαλλία, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας
βρισκόταν σε αυτή τη χώρα. Ιδιαίτερα δημοφιλές ήταν το τάγμα και
στην Αγγλία, όπου στρατολόγησε πολλά μέλη και απέκτησε εκτάσεις
γης. Η δράση κατά των μουσουλμάνων δεν περιορίστηκε στην
Παλαιστίνη και στη Συρία αλλά απλώθηκε και στην Ιβηρική χερσόνησο.
Τον 8ο αιώνα οι Άραβες έφθασαν στο μέγιστο σημείο της επέκτασής
τους προς τα δυτικά καταλαμβάνοντας το σύνολο σχεδόν της Ιβηρικής.
Από τότε οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από την
περιοχή με συνεχείς αγώνες και σταδιακά κατόρθωσαν να περιορίσουν
τα όρια της Μουσουλμανικής περιοχής προς τον Νότο.

Λίγο μετά την ίδρυσή τους οι Ναΐτες εξάπλωσαν τη δράση τους και εκεί
και προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στα τοπικά βασίλεια,
παρέχοντας (όπως και στην Ανατολή) μια μόνιμη και αξιόπιστη
πολεμική δύναμη. Ως αναγνώριση των υπηρεσιών τους ο βασιλιάς
Αλφόνσος Α' της Αραγωνίας με διαθήκη του, επειδή δεν είχε παιδιά,
παραχωρούσε το βασίλειό του στον Πανάγιο Τάφο και στα πολεμικά
τάγματα των Ιωαννιτών και των Ναϊτών. Παρά το ότι και τα δύο
τάγματα ως τότε είχαν συγκεντρώσει μεγάλη περιουσία, την οποία
διαχειρίζονταν με επιτυχία, δεν είχαν ακόμα ούτε τη διοικητική
υποδομή, ούτε την πολιτική βούληση και την ικανότητα να αναλάβουν
τη διακυβέρνηση ενός ολόκληρου κράτους.

Έτσι μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλφόνσου, το 1134, το κράτος του
κατανεμήθηκε ανάμεσα στις γειτονικές ηγεμονίες της Καστίλης, της
Ναβάρρας και της Καταλωνίας. Τα δύο τάγματα έλαβαν ως
αντάλλαγμα μερικά φέουδα.

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ ΣΤΙΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η οικονομική και στρατιωτική ισχύς του τάγματος προβλήθηκε όταν


ενίσχυσε τη σταυροφορία του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ' το
1147 με στρατιωτικές δυνάμεις και χρήματα. Από τα παραρτήματα των
Ναϊτών στη Δύση προσφέρθηκαν 130 ιππότες και μεγαλύτερος
αριθμός ελαφρύτερα οπλισμένων ιππέων και πεζών, ενώ το σύνολο
των δυνάμεων του τάγματος στην Ανατολή τέθηκε στη διάθεση της
σταυροφορίας. Κατά την ίδια περίοδο είναι πιθανό να έλαβαν από τον
πάπα το δικαίωμα να φέρουν κόκκινο σταυρό στο ιμάτιό τους, σημείο
το οποίο συμβόλιζε τη διάθεση των μελών του τάγματος να
θυσιαστούν για τη Χριστιανική πίστη.
Στη σταυροφορία συμμετείχε και ο βασιλιάς της Γερμανίας Κορράδος.
Παρά την ευοίωνη αρχή της εκστρατείας η σταυροφορία τελικά
απέτυχε. Οι σταυροφόροι στράφηκαν κατά της Δαμασκού, την οποία
πολιόρκησαν χωρίς επιτυχία. Για την αποτυχία οι Γερμανοί
κατηγόρησαν τους Γάλλους των Αγίων Τόπων και ιδιαίτερα τους
Ναΐτες, τους οποίους υποψιάζονταν για μυστικές συνεννοήσεις με
τους Μουσουλμάνους της Δαμασκού. Ανεξάρτητα από τα αίτια που
την προκάλεσαν, η αποτυχία απέδειξε την αδυναμία των Χριστιανών
να διευρύνουν την περιοχή την οποία κατείχαν και να κυριαρχήσουν
στην ενδοχώρα της Συρίας.

Τα Χριστιανικά κράτη περιορίστηκαν σε μια στενή λωρίδα γης κατά


μήκος στης θάλασσας, ευάλωτη απέναντι σε μια οργανωμένη
Μουσουλμανική επίθεση την οποία θα σχεδίαζε και θα καθοδηγούσε
ένας ικανός αρχηγός. Ο ικανός αυτός ηγέτης εμφανίστηκε στο
πρόσωπο του Κουρδικής καταγωγής Σαλαντίν. Η σταδιοδρομία του
τελευταίου ξεκίνησε από την Αίγυπτο, όπου στάλθηκε μαζί με τον θείο
του για να βοηθήσει τους εκεί Μουσουλμάνους εναντίον των
σταυροφόρων. Ο ίδιος κατόρθωσε τελικά να γίνει κυρίαρχος της
Αιγύπτου και μετά τον θάνατο του ηγεμόνα της Συρίας Νουρεντίν να
ενώσει την Αίγυπτο και τη νότια Συρία υπό την εξουσία του. Επόμενος
στόχος του Κούρδου πολέμαρχου ήταν να εκδιώξει τους Χριστιανούς
από την Παλαιστίνη και τις ακτές του Λιβάνου και της Συρίας.

Το 1187 συνέτριψε τους Χριστιανούς στη μάχη του Χαττίν, κοντά στις
ακτές της λίμνης Τιβεριάδας, και εκμεταλλεύθηκε τη νίκη του για να
καταλάβει την Ιερουσαλήμ και τα περισσότερα από τα χριστιανικά
κάστρα της ακτής. Στα χέρια των Χριστιανών έμειναν η Τύρος, η
Τρίπολη και μερικά μικρά κάστρα, τα περισσότερα από τα οποία
ανήκαν στα μοναχικά τάγματα. Η ήττα του Χαττίν είχε δυσάρεστα
αποτελέσματα και για τους Ναΐτες. Ο μεγάλος μάγιστρος του
τάγματος, Γεράρδος του Ριντφόρ, αιχμαλωτίστηκε και υποχρεώθηκε
(για να απελευθερωθεί) να διατάξει τη φρουρά των Ναϊτών της Γάζας
να παραδοθεί. Ήταν ο μόνος Ναϊτης αιχμάλωτος από τη μάχη του
Χαττίν που αφέθηκε ζωντανός για να ανταλλάξει τη ζωή του με την
πόλη.

Λίγο αργότερα πέθανε πολεμώντας κοντά στο λιμάνι της Άκρας στην
Παλαιστινιακή ακτή, το οποίο είχε μόλις καταλάβει ο Σαλαντίν και οι
Χριστιανοί προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν. Η είδηση της απώλειας
των Αγίων Τόπων και ιδιαίτερα της Ιερουσαλήμ προκάλεσε συγκίνηση
στη δυτική Ευρώπη και οι ισχυρότεροι ηγεμόνες ξεκίνησαν για νέα
σταυροφορία. Ο Γερμανός Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα
δεν μπόρεσε να φθάσει στους Αγίους Τόπους διότι πνίγηκε σε ένα
ποτάμι της Κιλικίας, αλλά ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο
Λεοντόκαρδος και ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος-Αύγουστος
κατόρθωσαν να βοηθήσουν τους Χριστιανούς της Παλαιστίνης να
καταλάβουν το λιμάνι της Άκρας.

Μετά από αυτή την επιτυχία ο Γάλλος βασιλιάς αποφάσισε να


εγκαταλείψει τους Αγίους Τόπους. Ωστόσο ο Ριχάρδος παρέμεινε και
συνέχισε τη σταυροφορία με τις περιορισμένες δυνάμεις που είχαν
απομείνει. Ένα μεγάλο μέρος από αυτές αποτελείτο από μέλη των
ιπποτικών ταγμάτων τα οποία, λόγω της σοβαρής απειλής για τους
Αγίους Τόπους, είχαν διατάξει τα παραρτήματά τους στη Δύση να
αποστείλουν όσες ενισχύσεις μπορούσαν. Η σημαντικότερη
σύγκρουση των δυνάμεων του Ριχάρδου με τους Μουσουλμάνους
πραγματοποιήθηκε το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 1191, ενώ ο
Χριστιανικός στρατός προχωρούσε βόρεια της πόλης Αρσούφ. Ο
στρατός του Σαλαντίν τους περίμενε σε μια παραλιακή πεδιάδα.

Οι Χριστιανοί παρατάχθηκαν με την πλάτη στη θάλασσα. Στη δεξιά


πλευρά παρατάχθηκαν οι Ναΐτες, πίσω από ένα σώμα τοξοτών. Στο
κέντρο βρισκόταν ο ίδιος ο Ριχάρδος με τους Νορμανδούς και τους
Άγγλους ιππότες. Στο αριστερό άκρο της παράταξης βρίσκονταν οι
Ιωαννίτες. Τα δύο ιπποτικά τάγματα τοποθετήθηκαν σε απόσταση
μεταξύ τους λόγω της αντιπαλότητας που τα χώριζε. Οι Μουσουλμάνοι
άρχισαν την επίθεσή τους με αλλεπάλληλα τμήματα από τοξότες που
εξαπέλυσαν βροχή βελών. Στη συνέχεια το Τουρκικό ιππικό έπεσε
μανιασμένα στην αριστερή πλευρά των Χριστιανών, προσπαθώντας να
δημιουργήσει ρήγμα στην παράταξή τους.

Οι Χριστιανοί τελικά σώθηκαν με μία ορμητική επέλαση των


σιδερόφρακτων ιπποτών, η οποία ήταν αδύνατο να ανακοπεί από τους
ελαφρύτερα οπλισμένους στρατιώτες του Σαλαντίν.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

H Εδραίωση των Ναϊτών

Μετά την επίσημη αναγνώρισή του από την Εκκλησία, το Τάγμα του
Ναού ήταν πλέον μία πραγματικότητα και η επιτυχία του στη
Χριστιανική Δύση ήταν εντυπωσιακή. Οι δωρεές άρχισαν να
καταφθάνουν σωρηδόν και ο Ούγος ντε Παιν, επιστρέφοντας στους
Αγίους Τόπους, άφησε ορισμένους από τους αδελφούς στην Ευρώπη,
για να συνεχίσουν την προσπάθεια εξεύρεσης πόρων και
στρατολόγησης μελών και για να διαχειριστούν τις δωρεές που είχαν
γίνει και που απαιτούσαν επιστασία. Με τον τρόπο αυτό άρχισε να
δημιουργείται η υπερπόντια διοικητική δομή των Ναϊτών, η οποία
μέσα σε λίγα χρόνια απλώθηκε τόσο, ώστε κάλυπτε ολόκληρη τη Δ.
Ευρώπη, τα Βαλκάνια και τη M. Ανατολή.

Το δίκτυο αυτό των Ναϊτών είναι εκείνο που θα τους καθιστούσε


ουσιαστικά την πρώτη πραγματική ''πολυεθνική εταιρεία'' της
ιστορίας, μόλις λίγες δεκαετίες μετά την ίδρυσή τους. O Παγιέν του
Μοντινιέ, ένας από τους εννιά πρώτους Ναΐτες, παρέμεινε στη Γαλλία
και μάλιστα τοποθετήθηκε υπεύθυνος της περιοχής βορείως του
Λουάρ. Οι άλλοι Ναΐτες που δραστηριοποιήθηκαν στην Ευρώπη εκείνο
τον καιρό ήταν ο Ούγος του Ριγκό, που φέρεται στα αρχεία της
περιόδου να έχει λάβει δωρεές στο Καρκασόν, ο Πέτρος από τη Ροβίρα
που έγινε δέκτης δωρεών σε περιοχές της Προβηγκίας και ο -μετέπειτα
Μεγάλος Μάγιστρος- Εβεράρδος του Μπαρ στην Καταλονία.

Οι δωρεές σύντομα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο μεγάλες και η


συχνότητά τους ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Μπορεί να πει κάποιος ότι
ο θεσμός ενός ιπποτικού τάγματος ''ταίριαζε'' στην Ευρώπη των
ιπποτικών ιδεωδών, της αναζήτησης της σωτηρίας της ψυχής και του
''καλού θανάτου''. Οι Ναΐτες, έχοντας ήδη κερδίσει μία θέση στη λαϊκή
μυθολογία της εποχής δίχως να έχουν στην πραγματικότητα
προσφέρει την παραμικρή υπηρεσία, αποτελούσαν ένα καταφύγιο για
πολλές κατηγορίες ανθρώπων και μάλιστα διαφόρων κοινωνικών
τάξεων.

Βεβαίως, οι ''αδελφοί ιππότες'' ήταν αποκλειστικά ευγενείς, γόνοι


φεουδαρχικών οίκων οποιουδήποτε βαθμού, από μεγαλοφεουδάρχες
με κυριότητα σε ολόκληρα πριγκιπάτα, όπως ο Ούγος της Καμπανίας,
έως φτωχοί δευτερότοκοι γιοι μικροφεουδαρχών και ξεπεσμένων
ιπποτών. H έλξη που ασκούσε ο Ναός στην ιπποσύνη της Ευρώπης
ήταν πλέον τεράστια. Οι μεγαλοφεουδάρχες που κατά καιρούς
στρατολογήθηκαν στο Ναό, όπως ο Ούγος ή ο Αρπίνος του Μπουργκ,
ήταν σε προχωρημένη ηλικία, όταν τα εγκόσμια τους είχαν κουράσει
και δεν ενδιαφέρονταν πλέον για την οικογένειά τους (ο Ούγος χώρισε
τη σύζυγό του, ενώ ο Αρπίνος είχε μόλις μείνει χήρος).
Τέτοιοι άνθρωποι έβλεπαν στο τάγμα μία ευκαιρία να εξιλεωθούν για
τις αμαρτίες τους, να σώσουν την ψυχή τους, να προσφέρουν σε έναν
κοινό αγώνα και να ζήσουν, έστω στο τέλος της ζωής τους, μία
διαφορετική εμπειρία. Αντίθετα, οι νεότεροι και συνήθως φτωχότεροι
ιππότες, είχαν άλλα κατά νου όταν εντάσσονταν μαζικά στις τάξεις του
τάγματος. Οι πρωτεργάτες του τάγματος, Ούγος του Παιν και
Γοδεφρείδος του Σαιντ Ομέρ, κατά τα φαινόμενα δεν στερούντο
κλήρου και ήταν ''χαμηλόβαθμοι'' φεουδάρχες με πλήρη κληρονομικά
δικαιώματα. Το ίδιο ίσχυε για πολλούς από τους γνωστότερους
ιππότες που εντάχθηκαν στο τάγμα μέσα στις επόμενες δεκαετίες.

O Ούγος του Μπουρμπουτόν, ένας φεουδάρχης από την ομώνυμη


περιοχή της Προβηγκίας, εντάχθηκε στους Ναΐτες το 1139, δωρίζοντας
ταυτόχρονα τόσο μεγάλες εκτάσεις γης ώστε οι Ναΐτες ίδρυσαν με τα
έσοδα απ' αυτές το παιδαγωγικό ίδρυμα της Ρισερέν. Μόλις έξι χρόνια
αργότερα, ο γιος και κληρονόμος του, Νικόλαος, εγκατέλειψε τον
κοσμικό βίο για να υπηρετήσει τους Ναΐτες, παραχωρώντας στο Ναό
το σύνολο της περιουσίας του. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που είχαν
μικρή περιουσία, συνήθως κάποια πρόσοδο από τα κτήματα της
οικογένειάς τους ή κάποιο ανάλογο έσοδο, αρκετό μόλις για να
συντηρούνται. Αυτοί οι ιππότες έβρισκαν στους κόλπους του Ναού μία
νέα οικογένεια.

Η οποία είχε αρκετές απαιτήσεις, αφού ζητούσε πράγματα δύσκολα -


έως και αδιανόητα για έναν κακομαθημένο γόνο μίας αριστοκρατικής
οικογένειας- αλλά ταυτόχρονα έδινε εξίσου ικανοποιητικές ''αμοιβές''.
H προοπτική της ένταξης σε ένα ιπποτικό τάγμα και ειδικότερα σε αυτό
των ''Φτωχών ιπποτών του Χριστού'', έμοιαζε εξαιρετικά ελκυστική για
μια μεγάλη μερίδα της Μεσαιωνικής ιπποσύνης. Σε αυτό το τάγμα θα
μπορούσαν να ζήσουν δίχως να παραιτηθούν όλων των επίγειων
απολαύσεων ενώ παράλληλα θα μπορούσαν να συνεχίσουν να
εξασκούν την τέχνη που είχαν μάθει καλύτερα: την πολεμική. Πολύ
σύντομα, οι αρχηγοί και ανώτεροι διοικητές των Ναϊτών είχαν
καθιερωθεί ως πρόσωπα με κύρος και δύναμη, όχι μόνο στην ιεραρχία
της Ουτρεμέρ αλλά και στην Δ. Ευρώπη.

Οι ανώτεροι αξιωματούχοι του τάγματος στη Δύση απολάμβαναν


υψηλού κύρους, κοινωνικής αναγνώρισης και συχνά
προσλαμβάνονταν από ισχυρούς εκκλησιαστικούς ή κοσμικούς
άρχοντες ως σύμβουλοι. Αυτή η εικόνα αποτελούσε ''κράχτη'' για
οποιονδήποτε φιλόδοξο νεαρό ιππότη, που έβλεπε με σκεπτικισμό την
προοπτική μιας ζωής όπου το μόνο που θα έκανε θα ήταν η διαχείριση
της οικογενειακής περιουσίας. H ανθρώπινη φιλοδοξία κινεί την
ιστορία και αυτή αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη και των Ναϊτών. H
στρατολόγηση νέων μελών πήγε, όπως αναφέρουν οι περισσότερες
πηγές, πολύ καλά ήδη από την πρώτη προσπάθεια του Ούγου και ενώ
τα τάγμα είχε ''ζωή'' μόνο λίγων ετών.

Στο τάγμα προσέφευγαν άνδρες που ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν


τα εγκόσμια και να ενταχθούν στην υπηρεσία της Χριστιανοσύνης και
του Ναού. Επρόκειτο παράλληλα για άνδρες που θα μπορούσαν να
ενισχύσουν τις δυνάμεις του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ στις
εκστρατείες που σχεδίαζε ο Βαλδουίνος, ο οποίος είχε στείλει τον
Ούγο στη Δύση για να στρατολογήσει ιππότες. H φυσική εξέλιξη των
πραγμάτων ήταν να οδηγήσει ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ τα
στρατεύματά του -ενισχυμένα από τους Ευρωπαίους εθελοντές αλλά
και από ένα τμήμα Ναϊτών- προς τη Δαμασκό, αμέσως μετά την
επιστροφή του Ούγου στους Αγίους Τόπους.

H σχεδιαζόμενη όμως κατάληψη της Δαμασκού, που θα έδινε νέα ζωή


στα σταυροφορικά βασίλεια, δεν πραγματοποιήθηκε για λόγους που
έχουν να κάνουν τόσο με την αντίσταση της φρουράς της όσο και τις
καιρικές συνθήκες. Ωστόσο, αποτελεί την πρώτη στρατιωτική
εκστρατεία στην οποία έχουμε τεκμηριωμένη συμμετοχή των Ναϊτών.
Στο μέλλον, οι λευκοντυμένοι ιππότες θα συμμετείχαν σε αμέτρητες
μάχες και θα κέρδιζαν δόξα και τιμή στο πεδίο της μάχης. Πάντως
έχουμε ελάχιστα στοιχεία στη διάθεσή μας για τη δραστηριότητα του
τάγματος στα αμέσως επόμενα χρόνια. Μάλιστα, οι Ναΐτες δεν ήταν
ούτε το πρώτο ιπποτικό τάγμα που έλαβε ένα σημαντικό κάστρο στην
Ουτρεμέρ.

H τιμή αυτή ανήκει στους Ιωαννίτες, που τον καιρό εκείνο μάλιστα
είχαν μόλις στρατιωτικοποιηθεί, παίρνοντας ως παράδειγμα το τάγμα
του Ναού. Αντίθετα, οι Ναΐτες φαίνεται ότι την περίοδο αυτή
ξεκίνησαν να εκπληρώνουν για πρώτη φορά την αποστολή που τους
είχε ανατεθεί, τη φύλαξη δηλαδή των κύριων οδικών αρτηριών και την
περιφρούρηση των προσκυνητών που κινούνταν σε αυτές.
Συγκεκριμένα, σε έναν από τους πλέον πολυσύχναστους δρόμους,
εκείνον που οδηγούσε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, στην περιοχή
Κιστέρνα Ρουβέα, έκτισαν ένα μικρό κάστρο, μαζί με έναν σταθμό για
τους διερχόμενους και ένα παρεκκλήσι. Και άλλα κάστρα των Ναϊτών
χτίστηκαν στη συνέχεια σε κύριους οδικούς άξονες και σε τόπους
προσκυνήματος.
Όπως ο πύργος στο Μπάιτ Τζουμπρ ατ Ταχτανί, ένα κάστρο στην
κορυφή του όρους Σαράντριον και άλλο ένα κοντά στο σημείο όπου
λέγεται ότι βαφτίστηκε ο Χριστός στον Ιορδάνη ποταμό. Αυτά ήταν
μικρά κάστρα, φτωχά επανδρωμένα, που χρησίμευαν και ως χώροι
όπου μπορούσαν να καταφύγουν οι κατάκοποι προσκυνητές, να
ξαποστάσουν, να προφυλαχθούν από τις καιρικές συνθήκες και τους
ληστές και να εκκλησιαστούν. Στη συνέχεια, οι Ναΐτες έλαβαν το
πρώτο ''πραγματικό'' κάστρο τους. Αντίθετα όμως με ό,τι θα περίμενε
κάποιος, αυτό το κάστρο δεν βρισκόταν εντός των ορίων της
Ιερουσαλήμ, αλλά στα όρια του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας.

Πρόκειται για το οχυρό Μπαργκάς, το οποίο οι σταυροφόροι


ονόμασαν Γκαστόν, και δέσποζε σε μία ιδιαίτερα στρατηγική θέση του
περάσματος Μπελέν, της μόνης ''εύκολης'' διάβασης μέσω της
οροσειράς του Αμανού. Επρόκειτο για μία σαφώς στρατηγική θέση
τεράστιας σημασίας, που βρισκόταν μάλιστα πολύ κοντά στο
(Μουσουλμανικό) Χαλέπι. Αυτό ήταν το πρώτο από τα μεγάλα κάστρα,
την υπεράσπιση των οποίων θα αναλάμβαναν οι Ναΐτες. Ταυτόχρονα,
το τάγμα, που φαίνεται ότι είχε αναλάβει το έργο της φύλαξης των
βορειοανατολικών συνόρων του Πριγκιπάτου της Αντιοχείας, κατέλαβε
κατόπιν αιτήσεως του πρίγκιπα άλλα δύο κάστρα στην ίδια περιοχή.

Λίγα χρόνια μετά ο πρώτος μάγιστρος του τάγματος, ο Ούγος του Παιν,
απεβίωσε. Οι αδελφοί, προφανώς λαμβάνοντας υπόψη τη θέληση του
τότε βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Φούλκου του Ανζού, εξέλεξαν για τη
θέση του Μεγάλου Μάγιστρου έναν αδελφό από τον τόπο καταγωγής
του Φούλκου. Επρόκειτο για τον Ροβέρτο του Κραόν, γνωστό με την
παραπλανητική ονομασία ''ο Βουργουνδός'' (δεν ήταν από τη
Βουργουνδία, αλλά από το Ανζού). Επί της αρχηγίας του Κραόν, οι
Ναΐτες έλαβαν, το 1139, την πολύτιμη Παπική Βούλα, Omne Datum
Optimum, που τους αναγνώριζε επίσημα, τους παραχωρούσε
εξαιρετικά προνόμια και ουσιαστικά εγκαινίαζε την περίοδο της
μεγάλης επέκτασης του τάγματος.

Συγκεκριμένα, με τη Βούλα αυτή ο Πάπας Ιννοκέντιος B' καθόριζε κατ'


αρχάς ότι το τάγμα δεν επρόκειτο να υπαχθεί σε καμία εκκλησιαστική
δικαιοδοσία πέραν του ίδιου του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας. Επρόκειτο για μία κίνηση τεράστιας σημασίας, αφού έδινε
τη δυνατότητα στο τάγμα να δρα αυτοβούλως και ήταν η αρχή για την
ανεξαρτητοποίησή του από τις κοσμικές (βασιλιάς της Ιερουσαλήμ) και
εκκλησιαστικές (πατριάρχης της Ιερουσαλήμ) αρχές. Αυτή η
ανεξαρτησία υπογραμμίστηκε με τη δυνατότητα που έδινε η ίδια
Βούλα στους Ναΐτες να δημιουργούν δικά τους παρεκκλήσια και να
δέχονται στους κόλπους τους και ιερείς, οι οποίοι θα προσχωρούσαν
στο τάγμα ως ''στρατιωτικοί ιερείς''.

Με τον τρόπο αυτό, το τάγμα αποδεσμευόταν από οποιαδήποτε σχέση


με τις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές, που μέχρι τότε είχαν κάποιο
λόγο στα θέματα του τάγματος. Αλλά πέρα από τη διοικητική
αυτοτέλεια του τάγματος, ο Ιννοκέντιος φρόντισε με ιδιαίτερη
περίσκεψη και για την οικονομική ανεξαρτησία του. Αυτό το πέτυχε,
δίνοντας στους Ναΐτες το δικαίωμα να εισπράττουν το φόρο της
δεκάτης αλλά όχι την υποχρέωση να τον καταβάλλουν. Παρόμοιο
προνόμιο απολάμβανε μόνο το μοναστικό τάγμα των Κιστερκιανών και
αυτό δείχνει πόσο σημαντικό θεωρούσε η Ρώμη το Τάγμα του Ναού.

Ένα άλλο μέτρο που τους έδινε το δικαίωμα να δημιουργούν δικά τους
κοιμητήρια στα οποία μπορούσαν να ενταφιάζουν, εκτός των αδελφών
του τάγματος και τους ταξιδιώτες -δηλαδή πρακτικά οποιονδήποτε-
είχε επίσης μεγάλη οικονομική σημασία. H Βούλα Omne Datum
Optimum θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την ιστορία όχι μόνο
των Ναϊτών αλλά και όλου του κινήματος των ιπποτικών ταγμάτων,
αφού για πρώτη φορά δίνονταν τόσα προνόμια σε έναν οργανισμό
που βρισκόταν στις παρυφές του εκκλησιαστικού κατεστημένου. Τα
προνόμια αυτά τα κρατούσε ζηλότυπα για πολλούς αιώνες για
λογαριασμό της η Εκκλησία, οπότε είναι φανερό ότι η σημασία που
δινόταν στο τάγμα από τον προκαθήμενο της Ρώμης ήταν τεράστια.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των περισσότερων ερευνητών, η εξαιρετική


αυτή γενναιοδωρία του Ιννοκέντιου έχει ένα πολύ σαφές κίνητρο: ο
Πάπας κατέλαβε τη θέση του κυρίως εξαιτίας της υποστήριξης του
πανίσχυρου, πλέον, Βερνάρδου του Κλερβώ. Στην ουσία ο Ιννοκέντιος
ήταν ο εκλεκτός του Βερνάρδου σε αντιδιαστολή με τον
υποστηριζόμενο από το Νορμανδό βασιλιά της Σικελίας Ρογήρο, τον
Ανσέλμο B'. Για μία περίοδο 8 ετών, η Ρώμη είχε δύο Πάπες, έναν στην
αιώνια πόλη και άλλον έναν στη Γαλλία. Όμως χάρη στην υποστήριξη
του Βερνάρδου, οι Ευρωπαίοι μονάρχες υποστήριξαν τον Ιννοκέντιο,
που έγινε μοναδικός Πάπας το 1138.

Τα προνόμια των Ναϊτών επεκτάθηκαν ακόμη περισσότερο μέσα στα


επόμενα χρόνια, με δύο ακόμη Βούλες, τη Milites Templi του
Σελεστίνου B' το 1144 και την Militia Dei του Ευγενίου Γ' την επόμενη
χρονιά. Με αυτές τις κινήσεις, έγινε πλέον φανερό με τον πιο
κατηγορηματικό τρόπο ότι η Ρώμη όχι μόνο στήριζε τα ιπποτικά
τάγματα, αλλά τα θεωρούσε ως ένα καθοριστικό συστατικό στοιχείο
της πολιτικής της για τους Αγίους Τόπους και την επέκταση της
χριστιανοσύνης γενικότερα. Οι Ναΐτες -όπως άλλωστε και οι Ιωαννίτες
τον ίδιο καιρό- εκμεταλλεύθηκαν σε υπερθετικό βαθμό τα νέα
προνόμιά τους και πολύ σύντομα άρχισαν να γιγαντώνονται. Το 1147,
στις παραμονές της B' Σταυροφορίας, το Τάγμα του Ναού ήταν πλέον
ένας ισχυρός οργανισμός με σπουδαίες διασυνδέσεις και συνεχώς
αυξανόμενη περιουσία.

Εκείνη η χρονιά ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη του


τάγματος. O Πάπας Ευγένιος και ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος με
μία περίλαμπρη ακολουθία επισκέφθηκαν το αρχηγείο των Ναϊτών
έξω από το Παρίσι, όπου συναθροίστηκε το σύνολο σχεδόν των
αδελφών ιπποτών της Γαλλίας και της Ιβηρικής. O ισχυρότερος
κοσμικός ηγεμόνας και ο ανώτατος εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής
αρχής φιλοξενήθηκαν από τους Ναΐτες και συσκέφθηκαν μαζί τους
ενόψει της νέας σταυροφορίας, στην οποία είχε πειστεί να λάβει
μέρος εκτός του Λουδοβίκου και άλλος ένας πανίσχυρος ηγεμόνας, ο
Γερμανός αυτοκράτορας Κονράδος.

Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές, κατά τη διάρκεια αυτής


της συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στις 27 Απριλίου του 1147,
δόθηκε στους Ναΐτες το δικαίωμα από τον Ευγένιο να φέρουν το
χαρακτηριστικό κόκκινο σταυρό στους μανδύες τους. Από τότε, ο
συγκεκριμένος σταυρός συνδέθηκε με το τάγμα, σε σημείο πολλοί να
τον ονομάζουν ''Ναϊτικό'' σταυρό. H B' Σταυροφορία, κατέληξε σε
παταγώδη αποτυχία. Ωστόσο ακόμη και σε αυτή την αποτυχία, οι
Ναΐτες πέτυχαν να διακριθούν αποφασιστικά. Οι λευκοντυμένοι
ιππότες, υπό την ηγεσία του Μεγάλου Μάγιστρου Εβεράρδου του
Μπαρ, συνόδευσαν το σταυροφορικό στράτευμα διαμέσου της Μικράς
Ασίας.

Στην αρχή, οι Ναΐτες ήταν απλώς συνοδοί, αλλά όταν το στράτευμα


ηττήθηκε στις πρώτες αψιμαχίες με τους Σελτζούκους και η κατάσταση
άρχισε να γίνεται απελπιστική λόγω προβλημάτων συνοχής και
έλλειψης εφοδίων, ο Λουδοβίκος στράφηκε προς τον Εβεράρδο.
Αρχικά, η βοήθεια που προσέφεραν ήταν στρατιωτικής και
οργανωτικής φύσεως. O στρατός χωρίστηκε σε μικρά τμήματα, τα
οποία ανέλαβε από ένας Ναΐτης ως διοικητής και οι ιππότες
οργάνωσαν την πορεία με τάξη, βάζοντας πλαγιοφυλακές,
οπισθοφυλακή και προφυλακές. Κάτω από την καθοδήγηση των
Ναϊτών, το στράτευμα είχε ελάχιστες απώλειες στη συνέχεια, έως ότου
έφθασε στην Αντιόχεια.

Όμως οι Ναΐτες βοήθησαν αποφασιστικά και σε έναν ακόμη τομέα: τα


έξοδα της σταυροφορίας για το Λουδοβίκο είχαν ήδη ξεπεράσει κάθε
πρόβλεψη και ο Γάλλος βασιλιάς αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα
έλλειψης χρημάτων για να συνεχίσει να συντηρεί το στρατό του. Και
εδώ ο Εβεράρδος του έδωσε τη λύση, αφού συγκέντρωσε κάθε
διαθέσιμο πόρο των Ναϊτών και του χορήγησε ένα ποσό τεράστιο για
τα δεδομένα της εποχής, 2.000 ασημένια μάρκα, που αντιστοιχούσαν
περίπου στο μισό των ετήσιων εσόδων του συνόλου των βασιλικών
κτημάτων. O Γάλλος βασιλιάς έδωσε εντολή στον θησαυροφύλακά του
να πληρώσει αυτό το ποσό στο αρχηγείο των Ναϊτών στη Γαλλία.

Κάτι που δείχνει ότι ήδη από τον καιρό αυτό είχαν οργανώσει το
σύστημα των υπερπόντιων συναλλαγών που θα τους έδινε αργότερα
τον - ανεπίσημο - τίτλο των ''τραπεζιτών του Θεού''. H B' Σταυροφορία
κατέληξε βεβαίως σε οικτρή αποτυχία, για την οποία οι Ναΐτες
κατηγορήθηκαν στη συνέχεια από τον έξαλλο Λουδοβίκο ως
συνυπεύθυνοι, μαζί με τους βαρόνους της Ουτρεμέρ. O Λουδοβίκος,
βεβαίως, βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, όχι μόνο (και
τόσο) εξαιτίας της αποτυχίας αλλά κυρίως εξαιτίας της απιστίας της
γυναίκας του, της διαβόητης Ελεονόρας της Ακουϊταίνης, η οποία
διατηρούσε ανοιχτά σχέση με το θείο της, πρίγκιπα της Αντιόχειας.
Μετά την αποτυχία αυτής της σταυροφορίας, το κλίμα στη M. Ανατολή
άρχισε σταδιακά να αλλάζει. Οι Μουσουλμάνοι συνέχιζαν να
παραμένουν διαιρεμένοι, παρά την ισχύ που συγκέντρωνε στα χέρια
του ο άρχοντας της Συρίας Νουρεντίν, οι άποικοι από τη Δύση δεν ήταν
πολλοί και οι Λατίνοι της Ουτρεμέρ άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι
θα έπρεπε να συμβιώσουν κατά το δυνατόν αρμονικά με τους
Μουσουλμάνους, εάν ήθελαν να επιβιώσουν. Άλλωστε, με δεδομένη
την έλλειψη δυτικών εποίκων, τα κύρια έσοδά τους, φορολογικά και
άλλα, προέρχονταν από τους Μουσουλμάνους της περιοχής.
Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ξεκίνησαν μία περίοδο σχετικά
ειρηνικής συμβίωσης, που όμως τάραζαν συχνά οι νεοφερμένοι στους
Αγίους Τόπους Δυτικοί, που δεν είχαν προσαρμοστεί στην Ανατολή.

Αντίθετα, οι ''ντόπιοι'' Λατίνοι είχαν σε μεγάλο βαθμό υιοθετήσει


συνήθειες, τρόπο διατροφής και ντυσίματα “ανατολίτικα”,
επηρεασμένοι από τους γηγενείς, ενώ και η θρησκευτική ανοχή -
πράγμα αδιανόητο στις μισαλλόδοξες εποχές της A' Σταυροφορίας-
είχε αρχίσει να εμφανίζεται δειλά-δειλά. Οι Ναΐτες ήταν πρωτοπόροι
σε αυτή την προσπάθεια ειρηνικής συμβίωσης. Οι σχέσεις τους με
πολλούς Μουσουλμάνους άρχοντες ήταν παραπάνω από φιλικές και
είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρουν πολλοί Μουσουλμάνοι
χρονικογράφοι, ότι οι Ναΐτες δεν δίσταζαν όχι μόνο να φιλοξενούν
υψηλούς ''άπιστους'' προσκεκλημένους, αλλά και να τους παραχωρούν
χώρο μέσα στο τέμενος Αλ Ακσά για να προσευχηθούν.

Δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι τέτοια συμπεριφορά απέναντι στους


Μουσουλμάνους δεν συνάδει με τον περιβόητο φανατισμό των
Ναϊτών και την αταλάντευτη πίστη τους στο Χριστιανισμό. Σε ένα
τάγμα των αντιθέσεων, που ήδη ήταν ένας ζωντανός παραλογισμός
(μοναχοί - πολεμιστές) τέτοιου είδους αντικρουόμενες συμπεριφορές
δεν ήταν ακριβώς ασυνήθιστες. Το συγκρότημα του ''Ναού του
Σολομώντα'' όπου είχαν το αρχηγείο τους στους Αγίους Τόπους οι
Ναΐτες, επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό και κατέστη ένα από τα πιο
αναγνωρίσιμα σημεία όχι μόνο της Ιερουσαλήμ αλλά και ολόκληρης
της περιοχής. Εκτός από τις αποθήκες όπλων και τους στάβλους, οι
Ναΐτες ανήγειραν δύο ακόμη κτήρια για καταλύματα.

Έναν εντυπωσιακό ναό και πολλούς βοηθητικούς χώρους, ενώ


διαμόρφωσαν τον περίβολο σε έναν πραγματικό παράδεισο, με
γρασίδι, δενδρόκηπους και χώρους περιπάτου. O αριθμός των Ναϊτών
μεγάλωνε και υπολογίζεται ότι την έκτη δεκαετία του 12ου αιώνα
υπήρχαν περί τους 300 αδελφούς ιππότες στα όρια του Βασιλείου της
Ιερουσαλήμ, μαζί με περισσότερους από 1.000 σεργέντους και
ακόλουθους και έναν ικανό αριθμό Τουρκόπουλων. Ακόμη
περισσότεροι ήταν οι υπόλοιποι, αδελφοί ή μη, που πλαισίωναν τη
μάχιμη δύναμη. Οι στρατιωτικοί ιερείς (αδελφοί ιερείς), οι βοηθητικοί
του τάγματος, οι αδελφοί τεχνίτες και οι εργάτες και υπάλληλοι που
είχαν μία μόνιμη σχέση με το τάγμα.

Στους ιππότες και τους σεργέντους θα πρέπει να προστεθούν και οι


αδελφοί επισκέπτες (confreres) που συμμετείχαν στο τάγμα για
ορισμένο χρόνο. Σε κάποια περίοδο είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής
συνήθεια μεταξύ των ιπποτών της Δύσης η περιορισμένης χρονικής
διάρκειας υπηρεσία σε ένα ιπποτικό τάγμα και μεταξύ των ταγμάτων
αυτό του Ναού είχε την προτίμηση των περισσότερων και ισχυρότερων
ιπποτών. Όμως από τη στιγμή που οι Ναΐτες άρχισαν να αποκτούν
σημαντικά οχυρά και κάστρα των οποίων αναλάμβαναν την ευθύνη
φύλαξης, παρουσιάστηκε ανάγκη για πολύ περισσότερο προσωπικό.
Ήταν δεδομένο ότι τα υποψήφια μέλη δεν ήταν τόσα όσα χρειαζόταν
το τάγμα, κυρίως για δύο λόγους:

Ο πρώτος είναι ότι το τάγμα πολύ συχνά αποδεκατιζόταν κυριολεκτικά


σε μάχες ή καταλήψεις φρουρίων. Έπειτα, οι ανάγκες του τάγματος σε
''πολιτικό'' προσωπικό ήταν τεράστιες, εξαιτίας της μεγάλης
περιουσίας που διέθετε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παράλληλα, η
''δεξαμενή'' στρατολόγησης Τουρκόπουλων, που ήταν πάντα μία
ευπρόσδεκτη προσθήκη λόγω του ότι κάλυπταν ένα κενό που είχε το
τάγμα σε ελαφρούς ιππείς, ήταν περιορισμένη. Έτσι, το τάγμα
κατέφευγε πολύ συχνά στις υπηρεσίες μισθοφόρων.

Τα Κάστρα των Ναϊτών

Το τυπικό κάστρο των Ναϊτών ήταν μία ισχυρή οχυρή θέση, που είχε
διάφορες λειτουργίες σχετικές με τους σκοπούς του τάγματος και
συνολικότερα με την προστασία και τον έλεγχο της περιοχής όπου
βρισκόταν. Οι οχυρώσεις ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακές και στέρεες,
έτσι ώστε να ανθίστανται αποτελεσματικά σε περίπτωση πολιορκίας.
Οι Ναΐτες έχτισαν αρκετά κάστρα, με πιο ονομαστό το ''Κάστρο των
Προσκυνητών'' ή Ατλίτ (Αθλίτ) που βρίσκεται νότια της Χάιφα. Αλλά τα
περισσότερα κάστρα τους τα είχαν λάβει είτε με τη μορφή δωρεάς είτε
τα είχαν κατακτήσει. Και σε αυτήν την περίπτωση, οι Ναΐτες ενίσχυαν
αποφασιστικά τις οχυρώσεις και δημιουργούσαν το σύνολο της
υποδομής που είχαν ανάγκη.

Τα μεγαλύτερα κάστρα διέθεταν μεγάλες αποθήκες -συνήθως


υπόγειες- όπου φυλάσσονταν προμήθειες και όπλα, ώστε το κάστρο
να μπορεί να συντηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα σε περίπτωση
πολιορκίας. Ανάλογη ήταν η πρόνοια που λάμβαναν για τους
στάβλους, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος για τα άλογα του Ναού, που
ήταν ιδιαίτερα πολύτιμα σε περίπτωση πολεμικών συγκρούσεων. H
λειτουργία ενός κάστρου ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη και απαιτούσε
μεγάλο αριθμό προσωπικού. Τα μεγαλύτερα από αυτά διέθεταν ένα
σημαντικό αριθμό αδελφών ιπποτών, έως και 50, σε ορισμένες
περιπτώσεις ακόμη και 100, ενώ τα μικρότερα είχαν συνήθως
ελάχιστους ιππότες, από 1 έως 5.

Υπήρχαν ακόμη ορισμένα μικρά κάστρα που δεν διέθεταν αδελφούς


ιππότες και επανδρώνονταν αποκλειστικά από σεργέντους και
μισθοφόρους. Στην περίπτωση που υπήρχαν πολλοί αδελφοί ιππότες
στο δυναμικό ενός κάστρου, ο αριθμός των σεργέντων ήταν σχετικά
μικρός. Για παράδειγμα, στο κάστρο του Σαφέντ (για το οποίο υπάρχει
αναλυτική αναφορά στα Μεσαιωνικά χρονικά μετά την ανακατασκευή
του περίπου το 1260), υπηρετούσαν 50 αδελφοί ιππότες, τους οποίους
συνεπικουρούσαν μόλις 30 σεργέντοι. Όμως δεν ήταν αυτή ολόκληρη
η μάχιμη δύναμη που μπορούσε να παρατάξει το τάγμα για την
υπεράσπιση αυτού του αρκετά μεγάλου κάστρου. Υπήρχαν ακόμη 50
Τουρκόπουλοι και 300 μισθοφόροι, κυρίως βαλλιστριδοφόροι.

Το κάστρο για να λειτουργήσει χρειαζόταν επίσης εργάτες,


υπαλλήλους και άλλους. Αυτά τα καθήκοντα κάλυπταν περί τα 820
άτομα που ήταν προφανώς έμμισθοι (ή με κάποια άλλη σχέση
εξάρτησης) υπάλληλοι του τάγματος, ενώ ακόμη υπήρχαν 400
σκλάβοι, οι οποίοι αναλάμβαναν τις πιο σκληρές χειρωνακτικές
δουλειές. Το κάστρο του Σαφέντ κατελήφθη από τον Μπαϋμπάρς το
1266 μετά από πολιορκία και το σύνολο της φρουράς του (των
μάχιμων) σφαγιάστηκε. Βλέπουμε ότι η πτώση ενός τέτοιου κάστρου
αφαιρούσε από τη μάχιμη δύναμη του τάγματος, τόσο ''εσωτερική''
όσο και μισθοφορική, περίπου 430 άνδρες, αριθμό μεγάλο για την
εποχή και τη συγκυρία.

Και οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό ήταν μόνο η μία όψη, αφού


ανάλογη ήταν η απώλεια χρημάτων καθώς η ανακατασκευή, ενίσχυση,
διαμόρφωση και τροφοδοσία ενός μεγάλου κάστρου κόστιζε υπέρογκα
ποσά, τα οποία προέρχονταν από τις οικονομικές δραστηριότητες του
τάγματος στη Δύση. Το Τάγμα του Ναού ήλεγχε ένα μεγάλο αριθμό
κάστρων στην περίοδο της ακμής του, διαθέτοντας ένα πανίσχυρο
όπλο για τον έλεγχο της υπαίθρου και τον περιορισμό της δυνατότητας
των Μουσουλμάνων να κάνουν επιδρομές στα Χριστιανικά εδάφη.

Τα κάστρα αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του αμυντικού συστήματος


του τάγματος (και της λατινικής M. Ανατολής γενικότερα) και κάθε
απώλεια ήταν δυσαναπλήρωτη, αφού άφηνε ένα τεράστιο κενό στην
άμυνα των Αγίων Τόπων. Ας δούμε τα κυριότερα κάστρα που διέθετε
το Τάγμα του Ναού στην Λατινική M. Ανατολή.

 Στην Κομητεία της Αντιόχειας, οι Ναΐτες είχαν αναλάβει ήδη από


την τέταρτη δεκαετία του 12ου αιώνα την άμυνα των οχυρών του
Ρος Γκιγιόμ, του Προ Μποννέλ και του Τρεπεσσάκ. Επρόκειτο για
κομβικά σημεία στην άμυνα των χριστιανικών κρατών, αφού
έλεγχαν τις βόρειες προσβάσεις.

 Στην Κομητεία της Τρίπολης, οι Ναΐτες ήλεγχαν το περίφημο


κάστρο της Τορτόζας (Ανταρτούς το ονόμαζαν οι Άραβες) και
ακόμη τα κάστρα της Αρύμα, της Σαφίτα (το ''Λευκό Κάστρο''),
ενώ διέθεταν και μεγάλο διοικητήριο στην Τρίπολη.

Στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, με την τύχη του οποίου είχαν άρρηκτα
συνδέσει τη μοίρα τους οι Ναΐτες, η παρουσία τους ήταν καθοριστική.
Πέραν του αρχηγείου τους στην Ιερουσαλήμ, στο λεγόμενο ''Ναό του
Σολομώντα'', οι ταγματικοί έλεγχαν μία σειρά από κάστρα και οχυρές
θέσεις, όπως το Ερυθρό Κάστρο, το οποίο έλεγχε το δρόμο που
οδηγούσε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, καθώς και τα κάστρα της
Γάζας και της Νατρόν, που έλεγχαν τον δρόμο Τζάφφα - Ιερουσαλήμ.
Πάντα στα όρια του βασιλείου, στην Κομητεία της Καισάρειας,
βρισκόταν άλλο ένα σημαντικό κάστρο των Ναϊτών, το Σακό.

Το κάστρο Λα Φεβ δέσποζε στην κοιλάδα του Εσντρελόν στην


Γαλιλαία, αλλά στην περιοχή αυτή η κύρια δύναμη των Ναϊτών
βρισκόταν στο περίφημο διοικητήριο και κάστρο της Σαφέτ. Στην ίδια
περιοχή βρίσκονταν τα οχυρά του Σεφορί και του Ιακώβ. Στην ίδια
Κομητεία, οι Ναΐτες διέθεταν ένα από τα πιο φημισμένα κάστρα τους,
το Κάστρο των Προσκυνητών (Αθλίτ ή Ατλίτ), το οποίο μάλιστα είχαν
χτίσει με ιδίους πόρους. Το κάστρο αυτό ήταν ένα από τα
εντυπωσιακότερα δείγματα της καστροποιίας των Αγίων Τόπων και
από τα θεωρούμενα ''άπαρτα'' κάστρα του Μεσαίωνα. Έμπλεος
θαυμασμού ο Ιάκωβος της Τύρου περιγράφει το επιβλητικό
οικοδόμημα που είδε κατά την επίσκεψή του:

''Μπροστά από την πρόσοψη του κάστρου των προσκυνητών έχτισαν


δύο πύργους με τετράγωνες πέτρες, λειασμένες καλά, ο καθένας από
τους πύργους αυτούς έχει μήκος 100 πόδια (περίπου 33 μέτρα) και
πλάτος 74 (24 μέτρα). Το πλάτος τους είναι όσο δύο χελώνες
(πολιορκητικό μηχάνημα του Μεσαίωνα), το ύψος τους είναι τεράστιο
και ξεπερνά αυτό του ακρωτηρίου. Μεταξύ των δύο πύργων έχτισαν
ψηλό τείχος με επάλξεις. Είναι θαυμαστό ότι μέσα στο τείχος
υπάρχουν σκάλες από τις οποίες μπορούν οι ιππότες να
ανεβοκατεβαίνουν με όλη τους την αρματωσιά''.

O Ιάκωβος περιγράφει στη συνέχεια τα εξαιρετικά τείχη που


περικλείουν το ακρωτήρι πάνω στο οποίο είχε χτιστεί το Αθλίτ και τα
κτήρια που βρίσκονταν στον περίβολο του κάστρου. Δυστυχώς σήμερα
το εξαίρετο αυτό κάστρο έχει καταστραφεί και μόνο ελάχιστα ερείπια
έχουν μείνει για να θυμίζουν την εποχή της δόξας του, όταν οι
λευκοντυμένοι ιππότες το υπερασπίζονταν μέχρι τελικής πτώσεως από
τους Μουσουλμάνους αντιπάλους τους.

Ακμή Μακριά από το Ναό

Μετά την απώλεια της Ιερουσαλήμ, που προέκυψε αμέσως μετά την
τραγική ήττα στο Χαττίν, για την οποία θα δούμε περισσότερα στη
συνέχεια, οι Ναΐτες είχαν βρεθεί ξαφνικά σε εξαιρετικά δυσχερή θέση.
Σχεδόν όλοι οι αδελφοί ιππότες ήταν νεκροί. O ίδιος ο Μεγάλος
Μάγιστρος ήταν αιχμάλωτος του Σαλαντίν, ενώ το αρχηγείο του
τάγματος, ο ''Ναός του Σολομώντα'', ήταν πλέον στα χέρια των
απίστων, μαζί με ολόκληρη την ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ. Οι
περιστάσεις ήταν τραγικές για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, αλλά
ακόμη περισσότερο για το Τάγμα του Ναού. H αφρόκρεμα της
ιπποσύνης του είχε ξεκληριστεί και το κέντρο και στρατηγείο του είχε
καταληφθεί. Όμως η απελπιστική εικόνα ήταν πλασματική.

Το τάγμα είχε ακόμη τεράστιες δυνάμεις, καθώς η οικονομική


ευρωστία του και το πλήθος των αδελφών της Δύσης τού επέτρεπαν
να δοκιμάσει να σταθεί ξανά στα πόδια του και μάλιστα πολύ σύντομα
μετά τις τραγικές απώλειες. Πριν ακόμη απελευθερωθεί ο Μεγάλος
Μάγιστρος, μετά από τις σχετικές παρακλήσεις του Γκυ ντε Λουζινιάν
και πριν από την πτώση της Ιερουσαλήμ, ο προσωρινός
αντικαταστάτης του Ριντφόρτ, ο Μεγάλος Διοικητής της Ανατολής
Τέρικος, έσπευσε να συγγράψει μία επιστολή, που έφθασε στον Πάπα
Ουρβανό Γ', τον κόμη της Φλάνδρας Φίλιππο της Αλσατίας και σε
πολλούς Χριστιανούς ηγέτες. Στην επιστολή ο Τέρικος εξέφραζε όλη
την πίκρα και την απόγνωση του αδελφού που έβλεπε το οικοδόμημα
του Ναού στην Ανατολή να κείται σε ερείπια:

''Πόσο πολλές και μεγάλες είναι οι συμφορές που επέτρεψε η οργή


του Θεού να πέσουν πάνω μας σε αυτήν την ώρα, ως αποτέλεσμα των
αμαρτιών μας, δεν μπορώ να εξηγήσω ούτε με γράμματα ούτε με
φωνή τρεμάμενη από το κλάμα''. O διοικητής του τάγματος συνεχίζει
με έναν απολογισμό της μάχης του Χαττίν:

''Όταν κατάφεραν να μας στριμώξουν κοντά σε κάποιες πολύ άσχημες


πέτρες (εννοεί τους δίδυμους λόφους του Χαττίν) μας επιτέθηκαν με
τόση ορμή, που κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τον Τίμιο Σταυρό και το
βασιλιά και να σκοτώσουν έναν μεγάλο αριθμό από τους άνδρες μας,
τόσο ώστε πιστεύουμε πραγματικά ότι αυτή τη μέρα 230 από τους
ιππότες μας (Ναΐτες) αποκεφαλίστηκαν, δίχως να προσμετράμε σε
αυτό τον αριθμό τους εξήντα που σκοτώθηκαν την 1η του Μαΐου (στη
μάχη της Κρεσόν)''. O Τέρικος, αφού σημείωνε ότι οι Χριστιανοί
ανθίστανται ακόμη σε μερικές πόλεις, κατέληγε με μία σπαρακτική
διαπίστωση:

''Με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να κρατήσουμε αυτές τις πόλεις, των
οποίων σχεδόν όλοι οι κάτοικοι έχουν σκοτωθεί, εκτός και αν λάβουμε
άμεσα Θεία βοήθεια και τη δική σας συμβολή. Στείλτε βοήθεια όσο το
δυνατόν γρηγορότερα, σε μας και στους Χριστιανούς της Ανατολής''. O
Τέρικος δεν είχε ακόμη διηγηθεί τα χειρότερα. Στην επιστολή του που
έστειλε τον Ιανουάριο του 1188 στο βασιλιά Ερρίκο B’ της Αγγλίας, ο
διοικητής του τάγματος ανακοινώνει την απώλεια της Ιερουσαλήμ και
προχωρά στην περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή.

Σ' αυτή τη δεύτερη επιστολή ο Τέρικος αναφέρεται ως ''τέως


διοικητής'', διότι ο M. Μάγιστρος, ο καταστροφικός για το τάγμα
Γεράρδος του Ριντφόρ, είχε καταφέρει να απελευθερωθεί από το
Σαλαντίν. Το τίμημα όμως για την απελευθέρωσή του ήταν εξαιρετικά
βαρύ, αφού οι Ναΐτες χρειάστηκε να εκκενώσουν και να παραδώσουν
στις δυνάμεις του Αγιουβίδη Σουλτάνου το κάστρο της Γάζας. H
ανοησία του Ριντφόρ όχι μόνο είχε κοστίσει στο τάγμα 300 σχεδόν
νεκρούς αδελφούς-ιππότες, αλλά και ένα από τα ισχυρότερα οχυρά
του. Τουλάχιστον ο ντε Ριντφόρ εξιλεώθηκε για τις ατυχέστατες
αποφάσεις του με το θάνατό του στο πεδίο της μάχης έξω από την
Άκρα, στην πολιορκία της πόλης που ξεκίνησε από τον Γκυ ντε
Λουζινιάν, το ''βασιλιά δίχως βασίλειο'' της Ιερουσαλήμ.

Βεβαίως οι Ναΐτες παρότι είχαν χάσει έναν μεγάλο αριθμό αδελφών,


το αρχηγείο τους και μερικά από τα σημαντικότερα κάστρα τους
συνέχισαν να αποτελούν υπολογίσιμη δύναμη και σύντομα έφτασαν
να είναι ακόμη πιο ισχυροί απ' ό,τι ήταν πριν από το Χαττίν. Αυτό εν
πολλοίς οφείλεται στην εξαιρετικά αποτελεσματική δομή τους που
συνέχιζε να λειτουργεί απρόσκοπτα στη Δύση, τροφοδοτώντας την
πρώτη γραμμή της άμυνας των Χριστιανών με νέους ιππότες και
άφθονα χρήματα. Μετά το θάνατο του Γεράρδου, οι Ναΐτες
επέστρεψαν ξανά στη συνήθη σύνεσή τους και αυτό φάνηκε από τη
συμμετοχή τους στις επόμενες μάχες που δόθηκαν στο πλαίσιο της Γ’
Σταυροφορίας.

Αλλά και από τις εξαιρετικά φρόνιμες συμβουλές τους στον Ριχάρδο το
Λεοντόκαρδο. Όταν ο Άγγλος βασιλιάς βρέθηκε κοντά στην
Ιερουσαλήμ και με τη συνήθη ορμητικότητά του σκεφτόταν να
δοκιμάσει να την ανακτήσει, οι Ναΐτες τον συμβούλευσαν ότι μία
τέτοια προσπάθεια αυτήν τη στιγμή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο οι δεσμοί του
τάγματος με τον Άγγλο βασιλιά. Μάλιστα, οι Ναΐτες έσπευσαν να
επισημοποιήσουν αυτούς τους δεσμούς φιλίας με μία εμπορική πράξη
ευρύτερης σημασίας: αποφάσισαν να αγοράσουν την Κύπρο, την
οποία ο Ριχάρδος είχε κατακτήσει ερχόμενος στους Αγίους Τόπους.

H προσπάθεια των Ναϊτών να δημιουργήσουν ένα δικό τους κράτος θα


είχε πετύχει αν είχαν διαθέσει αρκετούς άνδρες και πόρους και αν
είχαν έστω τη στοιχειώδη πολιτική ευαισθησία να αντιληφθούν πώς
θα έπρεπε να συμπεριφέρονται στον λαό ''τους''. Μετά από μια
επανάσταση, οι Ναΐτες αποφάσισαν να ξεφορτωθούν το νησί,
προτιμώντας να επικεντρωθούν στην άμυνα των Αγίων Τόπων.

Μετά τον Σαλαντίν

Μετά το θάνατο του ιδρυτή της δυναστείας των Αγιουβιδών, ο


Μουσουλμανικός κόσμος επέστρεψε στην πρότερη κατάστασή του,
αυτή της διασπασμένης εξουσίας και των ενδομουσουλμανικών
συγκρούσεων. Οι Χριστιανοί εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ανάπαυλα και
προσπάθησαν να ισχυροποιήσουν ξανά τη θέση τους και να
ανακαταλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη και οχυρά. Οι
προσπάθειές τους στέφθηκαν μερικώς με επιτυχία. Το τάγμα έπαιξε
καθοριστικό ρόλο σε όλες αυτές τις προσπάθειες, παρότι είχε τρωθεί
σοβαρά στο Χαττίν. Βεβαίως, οι αριθμοί των αδελφών σύντομα
επανήλθαν στα φυσιολογικά επίπεδα, λόγω της έλευσης πολλών
νεοστρατολογημένων από τη Δύση.

Σε λίγα χρόνια, μάλιστα, ο Ναός είχε ακόμη περισσότερους αδελφούς


στη M. Ανατολή απ' ό,τι πριν το Χαττίν. Ομως αυτό που δεν ήταν
δυνατό να αναπληρωθεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ήταν τα
ικανά ανώτερα στελέχη που θα μπορούσαν να καταλάβουν επιτελικές
θέσεις στο μηχανισμό του τάγματος. Το σύνολο σχεδόν των ανώτερων
στελεχών στους Αγίους Τόπους είχαν σκοτωθεί στην Κρεσόν, στο
Χαττίν και στις μάχες της Γ' Σταυροφορίας και οι ''ειρηνικοί'', ως επί το
πλείστον, αδελφοί της Δύσης δεν ήταν κατάλληλοι για να αναλάβουν
μάχιμες θέσεις στην ανώτερη ιεραρχία του τάγματος.
Ωστόσο η εξαιρετική φήμη του Ναού έκανε πάλι το θαύμα της, αφού
πολλοί από τους σημαίνοντες ιππότες που έλαβαν μέρος στην Γ'
Σταυροφορία παρέμειναν στην Ουτρεμέρ και εντάχθηκαν στις τάξεις
του τάγματος. Ενας από αυτούς, μάλιστα, ο Φίλιππος του Πλεσίς (ή
Φίλιππος του Ανζού), μέσα σε δέκα χρόνια από την ένταξή του στο
τάγμα, είχε ανελιχθεί στη θέση του Μεγάλου Μάγιστρου. Από τα
χρόνια του Ροβέρτου του Κραόν είχε να συμβεί κάτι τέτοιο, οπότε αυτό
δείχνει ότι τα αντανακλαστικά του τάγματος παρέμεναν σε εξαιρετική
κατάσταση: εφόσον οι νεοεισερχόμενοι είχαν περισσότερα προσόντα
απ' ό,τι τα παλιά μέλη, θα προωθούνταν στις ανώτερες θέσεις αφού
υπήρχαν κενά.

Μπορεί οι πληγές που άνοιξαν οι ''Σαρακηνοί'' στο ''σώμα'' του Ναού


να έκλεισαν σύντομα, ωστόσο άλλες πληγές έμελλε να ανοίξουν. Το
τάγμα, αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία του το φάσμα
του χαμού, έγινε ακόμη πιο εσωστρεφές. Τα μέλη του πλέον
περισσότερο αντιμετώπιζαν σε (ειρηνικές) διαμάχες τους άλλους
Χριστιανούς, εκκλησιαστικούς και κοσμικούς άρχοντες, από ό,τι
Μουσουλμάνους. Τα χρήματα που ήδη έπαιζαν έναν ιδιαίτερα
σημαντικό ρόλο στην ύπαρξή του, άρχισαν πλέον να είναι το
καθοριστικό σημείο γύρω από το οποίο περιστρεφόταν ολόκληρη η
ύπαρξη του. Καθημερινές σχεδόν ήταν οι διαμάχες με επισκόπους,
κόμητες και φεουδάρχες για τα δικαιώματα φορολόγησης.

Καθημερινές και οι επιστολές διαμαρτυρίας από κάποιον από τους


παραπάνω για ''την αυθαιρεσία των Ναϊτών'' και τη ''φιλαργυρία''
τους. Στην πλειονότητα αυτών των αντιπαραθέσεων, η ανώτερη
εκκλησιαστική αρχή, δηλαδή ο Πάπας, έπαιρνε το μέρος του Ναού.
Άλλωστε, το τάγμα ήταν ο ''πρωταθλητής της Χριστιανοσύνης'', ο
''υπερασπιστής του Τιμίου Σταυρού'', πνευματικά τέκνα της Ρώμης που
αποτελούσαν την πρώτη γραμμή της άμυνας της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας ενάντια σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.

Οι Ναΐτες στην Ελλάδα και στην Κύπρο

Στη σύντομη ιστορία των Ναϊτών, το τάγμα δραστηριοποιήθηκε και


στον Ελληνικό χώρο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Αν και δεν
βρίσκουμε αναφορά στα Ναϊτικά έγγραφα για ''διοικητή'' της Ελλάδας,
οι Ναΐτες μετά την ''επιτυχία'' της Δ' Σταυροφορίας που κατέλυσε τη
Βυζαντινή κυριαρχία στην κυρίως Ελλάδα, απέκτησαν κάποια
περιουσία μέσω προσφορών από τους Φράγκους που
εγκαταστάθηκαν ως επικυρίαρχοι στα εδάφη του Βυζαντίου. H πρώτη
προσφορά που έλαβαν οι Ναΐτες ήταν της Σαττάλιας από τον
Βαλδουίνο, Λατίνο ηγεμόνα της Κωνσταντινούπολης, ωστόσο δεν
κατόρθωσαν να γίνουν κύριοί της, αφού ουσιαστικά ο Βαλδουίνος
τους είχε χαρίσει κάτι που δεν του ανήκε.

H ατυχία των Ναϊτών με τους Λατίνους Αυτοκράτορες της


Κωνσταντινούπολης συνεχίστηκε και με το διάδοχο του Βαλδουίνου,
Ερρίκο, ο οποίος μάλιστα τους απέπεμψε από τη Ραβένικα. Πάντως το
τάγμα είχε καταφέρει να αποκτήσει ένα κάστρο στη Λαμία, ενώ είχαν
ακόμη δύο οχυρές θέσεις στην Πελοπόννησο, στη Φούστα (Λακωνία)
και την Παλαιόπολη (Μεσσηνία). Αυτά τα κάστρα επόπτευαν τις
εκτάσεις που είχαν δωρίσει οι Λατίνοι φεουδάρχες στο τάγμα. Οι
εκτάσεις αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένες, όπως αναφέρεται
χαρακτηριστικά στο Χρονικό του Μωρέα: Οι Ναΐτες ήταν υπεύθυνοι
για το μισθό μόλις 4 ιπποτών σε ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο. Για να
κάνετε τις συγκρίσεις σας, ένα σχετικά μεγάλο φέουδο στη Γαλλία
απέφερε τους μισθούς 20 με 24 ιπποτών.

Ουδέποτε υπήρξε διοικητήριο του τάγματος στον Ελληνικό χώρο,


παρότι οι Ναΐτες είχαν γίνει δέκτες μερικών φέουδων, ενώ
διατηρούσαν σχέσεις με τους (Φράγκους) ηγεμόνες της Πελοποννήσου
και είχαν Οίκους του τάγματος διεσπαρμένους στην Ελληνική
επικράτεια. Ωστόσο, ένα κατ' εξοχήν Ελληνικό νησί, η Κύπρος, έπαιξε
αρκετά σημαντικό ρόλο στην ιστορία του τάγματος. Πριν από την Γ'
Σταυροφορία, η Κύπρος ήταν Βυζαντινή, ωστόσο την εξουσία είχε
σφετεριστεί ένας τοπικός άρχοντας, ο Ισαάκ, που βρισκόταν σε
αντιπαράθεση με τη Βυζαντινή εξουσία. Στο περιθώριο της Γ'
Σταυροφορίας, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, βασιλιάς της Αγγλίας,
παρέπλευσε την Κύπρο προσπαθώντας να φθάσει στους Αγίους
Τόπους.

Τρία από τα πλοία του βρέθηκαν εν μέσω θύελλας και ναυάγησαν, ενώ
οι επιζώντες επιβάτες τους κατέφυγαν στη μεγαλόνησο. Κατ' εντολή
του Ισαάκ οι ναυαγοί αιχμαλωτίσθηκαν και ρίχτηκαν στα
μπουντρούμια, κάτι που εξαγρίωσε τον Ριχάρδο που έφθασε σύντομα
στο νησί και επιτέθηκε με όλες τις δυνάμεις του στον Ισαάκ, ο οποίος
παρέδωσε τελικά την Κύπρο στο βασιλιά της Αγγλίας, που στη
συνέχεια αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους. O Ριχάρδος εξ αρχής δεν
ενδιαφερόταν να κυβερνήσει την Κύπρο και οι επαναστατικές
ανησυχίες των Κυπρίων, που βρίσκονταν συνεχώς στα πρόθυρα
εξέγερσης, ήταν άλλη μία σημαντική ενόχληση για το νορμανδικής
καταγωγής ηγεμόνα της Αγγλίας.

Εκείνο τον καιρό, η ισχύς του Σαλαντίν και η ένωση των


Μουσουλμάνων κάτω από το σκήπτρο του είχαν θορυβήσει τους
Χριστιανούς της Ουτρεμέρ. Οι Ναΐτες, που έβλεπαν ένα δυσοίωνο
μέλλον και είχαν ανάγκη από μία βάση κοντά στους Αγίους Τόπους,
άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα τους στη Μεγαλόνησο. Την εποχή
εκείνη, Μεγάλος Μάγιστρος ήταν ο Ροβέρτος του Σαμπλ, που ξεκίνησε
διαπραγματεύσεις με τον Ριχάρδο για να αποκτήσει το νησί για
λογαριασμό του τάγματος. H συμφωνία ορίστηκε στα 100.000 σόλδια,
εκ των οποίων τα 40.000 ήταν άμεσα πληρωτέα και τα υπόλοιπα θα
δίνονταν από τα κέρδη από την εκμετάλλευση του νησιού.

Οι αριθμοί των Ναϊτών είχαν μειωθεί αρκετά και την εποχή εκείνη οι
αδελφοί ιππότες συνολικά δεν ήταν περισσότεροι από 400,
συμπεριλαμβανομένων όλων των αδελφών της Δύσης. Εξ αυτών ένας
μικρός αριθμός -περί τους 14 έως 20- μαζί με έναν μεγαλύτερο αριθμό
σεργέντων, μισθοφόρων και ακολούθων (περί τους 150 - 200, ίσως και
λίγο περισσότεροι), υπό τον Αρμάνδο Μπουσάρντ, αποσπάστηκαν ως
φρουρά του νησιού. Οι Ναΐτες, όπως συμφωνούν όλες οι μαρτυρίες,
έδειξαν το χειρότερο πρόσωπό τους στην Κύπρο. Οι ''πένητες ιππότες
του Χριστού'' συμπεριφέρθηκαν στους Κύπριους, ακόμη και στην
αριστοκρατία του νησιού, με τη συνήθη υπεροψία που επιδεικνύουν
οι ιμπεριαλιστές στους ''ιθαγενείς''.

Καταπατούσαν τα δικαιώματα των ντόπιων και σε πολλές περιπτώσεις


φέρθηκαν με τρομερή σκληρότητα. H οικονομική πολιτική τους ήταν
να απομυζούν τους κατοίκους ώστε να αποκτήσουν κατά το δυνατόν
περισσότερα έσοδα (και να αποπληρώσουν το χρέος στο Ριχάρδο). Το
αποτέλεσμα ήταν οι ντόπιοι να ξεσηκωθούν και να πολιορκήσουν τους
Ναΐτες στο κάστρο τους. H στρατιωτική ικανότητα των Ναϊτών τους
προσέφερε προσωρινά μία διέξοδο, αφού κατόρθωσαν να απωθήσουν
το πλήθος των ανεκπαίδευτων ντόπιων που προσπαθούσαν να
παραβιάσουν τις πύλες του κάστρου. Ωστόσο η λαϊκή δυσαρέσκεια
κορυφωνόταν και πλέον η Κύπρος δεν ήταν φιλόξενη για τους Ναΐτες.

Εξάλλου η κατάληψη της Άκρας και η σχετική επιτυχία της Γ'


Σταυροφορίας έπεισαν τους Ναΐτες ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν
στην Παλαιστίνη. O Μάγιστρος ντε Σαμπλ προσέγγισε το Ριχάρδο για
να ξαναπάρει πίσω την Κύπρο, όμως εκείνος δεν ενδιαφερόταν πια για
το νησί. Στη συνέχεια όμως βρήκε έναν πρόθυμο αγοραστή στο
πρόσωπο του Γκυ ντε Λουζινιάν, ο οποίος απέκτησε την Κύπρο για να
στήσει εκεί το βασίλειό του. O Γκυ μετά την απώλεια της Ιερουσαλήμ
ήταν ένας βασιλιάς χωρίς βασίλειο και έψαχνε εναγωνίως για νέα
ηγεμονία. Όμως οι Ναΐτες δεν στάθηκε δυνατό να πάρουν πίσω το
μεγάλο χρηματικό ποσό των 40.000 σολδίων που είχαν δώσει ως
προκαταβολή και για το λόγο αυτό συμφωνήθηκε να διατηρήσουν
βάσεις στο νησί.

Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρηθούν τα αρχηγεία του τάγματος στην


Αμμόχωστο και στη Λεμεσό, καθώς και κάστρα στη Γαστρία, τη
Χιοκιτία, τη Γερμοσία και στην ίδια τη Λεμεσό. Όμως στο νησί
παρέμειναν ελάχιστοι αδελφοί ιππότες, τουλάχιστον μέχρι την πτώση
της Άκρας, οπότε ο Ναός αναγκάστηκε να εκκενώσει τους Αγίους
Τόπους. Για να παραμείνουν κοντά στην περιοχή, με στόχο ενδεχόμενη
ανακατάληψη της Ουτρεμέρ, οι Ναΐτες μετέφεραν το αρχηγείο τους
στην Κύπρο. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές οι Ναΐτες -που κάτω
από την εξουσία των Λουζινιάν στην Κύπρο δεν είχαν το δικαίωμα
απόκτησης περιουσίας πέραν των όσων ήδη είχαν στην κατοχή τους-
σκόπευαν να αγοράσουν το νησί, ωστόσο τα γεγονότα τους πρόλαβαν.

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Παρά την επιτυχία αυτή ο Ριχάρδος δεν κατόρθωσε να ανακτήσει την


Ιερουσαλήμ, όπως ήλπιζε. Πριν εγκαταλείψει την Παλαιστίνη φρόντισε
να διευθετήσει τα ζητήματα των Χριστιανών της περιοχής με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να αποτραπούν μελλοντικές
συγκρούσεις ανάμεσά τους. Ο Άγγλος βασιλιάς έδειξε ιδιαίτερη
συμπάθεια για τους Ναΐτες και εξαιτίας της επιρροής του ο Ροβέρτος
του Σαμπλέ, ένας ευγενής από τα Γαλλικά εδάφη του Ριχάρδου,
αναδείχθηκε σε μεγάλο μάγιστρο του τάγματος. Ίσως λόγω αυτής της
σχέσης οι Ναΐτες ανέλαβαν ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο το οποίο,
αν πετύχαινε, θα άλλαζε τελείως την πορεία του τάγματος αυξάνοντας
εντυπωσιακά τον πλούτο και τη δύναμή του.

Ο βασιλιάς Ριχάρδος, καθώς έπλεε με τον Αγγλικό στόλο προς την


Παλαιστίνη για να λάβει μέρος στη σταυροφορία, κατέλαβε την Κύπρο,
που ως τότε ήταν Βυζαντινή επαρχία. Ήταν όμως αδύνατο να κρατήσει
το νησί μετά την αναχώρησή του για την Αγγλία και αποφάσισε να το
παραχωρήσει στους Ναΐτες. Σε αντάλλαγμα το τάγμα θα κατέβαλε
100.000 νομίσματα των Σαρακηνών. Από αυτό το ποσό οι Ναΐτες
έδωσαν μια προκαταβολή 40.000 νομισμάτων, γεγονός που
αποδεικνύει την ευμάρεια του τάγματος παρά τις απώλειες που είχε
υποστεί σε χρήμα και γη μετά τη ήττα στο Χαττίν και την κατάληψη
πολλών χριστιανικών εδαφών από τους Μουσουλμάνους του Σαλαντίν.
Το σχέδιο για την κατάληψη της Κύπρου από τους Ναΐτες ήταν
φιλόδοξο διότι ως τότε κανένα από τα δύο τάγματα δεν είχε
κατορθώσει να ελέγξει μια μεγάλη έκταση και να δημιουργήσει δικό
του κράτος. Τα εδάφη των Ναϊτών και των Ιωαννιτών στους Αγίους
Τόπους και τη δυτική Ευρώπη ήταν εκτεταμένα, υπάγονταν όμως
στους τοπικούς ηγεμόνες. Για πρώτη φορά ένα μοναχικό τάγμα
σχεδίαζε να αναλάβει το ίδιο ηγεμονική εξουσία. Παρά τις
εντυπωσιακές προοπτικές οι Ναΐτες δεν μπόρεσαν να κρατήσουν το
νησί. Αρχικά η φρουρά που ήταν σε θέση να διαθέσουν για την κατοχή
του περιοριζόταν σε δώδεκα ιππότες. Παράλληλα η συμπεριφορά τους
προς τον τοπικό πληθυσμό υπήρξε εξαιρετικά σκληρή.

Επέβαλαν βαρείς φόρους και προκάλεσαν τους ορθοδόξους με τον


θρησκευτικό φανατισμό τους. Αποτέλεσμα ήταν να εκδηλωθεί
εξέγερση στη Λευκωσία τον Απρίλιο του 1192. Οι Ναΐτες του νησιού
κατόρθωσαν να σωθούν με μεγάλη προσπάθεια. Αποδείχθηκε ότι δεν
ήταν δυνατό να κρατήσουν την Κύπρο και προτίμησαν να επιστρέψουν
το νησί στον Ριχάρδο, ο οποίος το παραχώρησε στον Γκυ ντε Λουζινιάν,
πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Παρά την αποχώρησή τους από την
ηγεμονία του νησιού η παρουσία των Ναϊτών στην Κύπρο υπήρξε
ιδιαίτερα έντονη.

Το τάγμα ήλεγχε περιοχές στις σημαντικότερες πόλεις του Βασιλείου


της Κύπρου, τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο, και κάστρα στη Γαστριά,
τη Χοιροκοιτία, τη Γερμασόγια και τη Λεμεσό. Τη στενή σχέση του
βασιλιά Ριχάρδου με τους Ναΐτες αποδεικνύει και το γεγονός ότι ο
Άγγλος βασιλιάς επέστρεψε στην πατρίδα του μεταμφιεσμένος σε
Ναΐτη για να αποφύγει σύλληψη από τους εχθρούς του -δεν το
κατάφερε, αιχμαλωτίστηκε από τον Λεοπόλδο της Αυστρίας και
αφέθηκε ελεύθερος αφού πλήρωσε λύτρα.

ΡΟΒΕΡΤΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΟΝ - Ο ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ

O Μάγιστρος που Έθεσε τις Βάσεις για την Ισχύ των Ναϊτών

Παρότι ο Ροβέρτος του Κραόν (Robert de Craon) δεν ήταν ένας από
τους πρώτους 9 Ναΐτες, ήταν αυτός που διαδέχθηκε τον Ούγο του
Παγιέν όταν εκείνος απεβίωσε. Μάλιστα θα πρέπει να ήταν αρκετά
νέος όταν εξελέγη μάγιστρος, το 1136, καθώς, αν και η ακριβής
ημερομηνία της γέννησής του παραμένει άγνωστη, οι περισσότερες
πηγές την τοποθετούν στο γύρισμα του 11ου αιώνα. Γιος του ευγενή
Ρενό του Κραόν, με καταγωγή από την Ανδεγαυΐα (Ανζού) ο Ροβέρτος
θεωρείτο στην εποχή του, -αν και στερνοπαίδι του πατέρα και ως εκ
τούτου δίχως κληρονομικά δικαιώματα επί του φέουδού του-, ένας
ιδιαίτερα περιζήτητος γαμβρός.

Γι' αυτό, περί το 1120 αρραβωνιάστηκε την κόρη του κόμη του
Ανγκουμουά, μίας από τις σημαίνουσες επαρχίες της δυτικής Γαλλίας
την εποχή εκείνη. Όμως αυτός ο γάμος δεν έγινε ποτέ. O ντε Κραόν
έμαθε για την ίδρυση του Τάγματος του ναού και αφού διέλυσε τον
αρραβώνα και εγκατέλειψε την προοπτική διαχείρισης ενός αξιόλογου
φέουδου στη Γαλλική επαρχία, ταξίδεψε στη Λατινική Μέση ανατολή
για να θέσει εαυτόν στη διάθεση των ιπποτών που πολεμούσαν τους
απίστους για λογαριασμό του χριστού.
Οι Ναΐτες τον δέχθηκαν αμέσως στο τάγμα τους και ο Ροβέρτος είχε
σύντομα την ευκαιρία να αποδείξει την αξία του σε μικροσυγκρούσεις
στις οποίες μετείχαν ιππότες του ναού, καθώς και σε ειρηνικές
ασχολίες. Ανέβηκε γρήγορα την ούτως ή άλλως περιορισμένη ιεραρχία
του νεοπαγούς τάγματος και δεν αποτελεί έκπληξη ότι μετά το θάνατο
του πρώτου Μεγάλου Μάγιστρου, οι αδελφοί εξέλεξαν τον ντε Κραόν
ως επικεφαλής τους. Οι διοικητικές ικανότητές του έγιναν φανερές ήδη
από την πρώτη μέρα της τοποθέτησής του στην πρωτοκαθεδρία του
τάγματος και σύντομα οι Ναΐτες έγιναν ένας σημαίνων οικονομικός και
διοικητικός παράγοντας της Ουτρεμέρ, χάρη στις προσπάθειες του
νέου μάγιστρού τους.

Μάλιστα επί των ημερών του, στις 29 Μαρτίου του 1139, ο Πάπας
Ιννοκέντιος B' εξέδωσε την περίφημη Βούλα Omne Datum Optimum.
Εξαίρετος διαχειριστής και οικονομικός εγκέφαλος, ο ντε Κραόν ίσως
δεν ήταν εξίσου καλός στρατιωτικός ηγέτης, κάτι που φάνηκε από την
πρώτη απόπειρά του να ηγηθεί μίας σημαντικής δύναμης, λίγο καιρό
μετά την εκλογή του. O ντε Κραόν και οι Ναΐτες επιτέθηκαν στις
δυνάμεις του Ζένγκι, του εμίρη του Χαλεπίου, τις οποίες κατανίκησαν
μετά από μία αποφασιστική έφοδο και άρχισαν να τις καταδιώκουν.
Όμως στο δρόμο τους βρέθηκε το στρατόπεδο των Μουσουλμάνων και
αντί να συνεχίσουν την καταδίωξη, οι Ναΐτες υπέκυψαν στον πειρασμό
και άρχισαν να το λεηλατούν, υπό την ανοχή του ηγέτη τους.

Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για το τάγμα, αφού ο Ζένγκι κατόρθωσε


να αναδιοργανώσει το στρατό του και να επιτεθεί στους Ναΐτες την
ώρα που αυτοί ήταν απασχολημένοι με τη λαφυραγώγηση του
στρατοπέδου. επακολούθησε σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή των
Χριστιανικών δυνάμεων. Οι Ναΐτες έμαθαν καλά το μάθημά τους από
αυτήν την τραγική ήττα και στο μέλλον δεν υπέκυψαν ξανά στον
πειρασμό της λαφυραγώγησης, πριν σιγουρευτούν ότι ο εχθρός είχε
εξοντωθεί ολοκληρωτικά. Αυτή πάντως είναι η μόνη σημαντική ήττα
Ναϊτικών δυνάμεων που οδηγούσε ο Ροβέρτος, αν και την περίοδο της
ηγεσίας του και με δική του απόφαση, το παράρτημα των Ναϊτών στην
Ιβηρική ξεκίνησε μία εκστρατεία κατά της Λισαβόνας, αλλά ηττήθηκε
από τις δυνάμεις των Μαυριτανών.

Καλύτερα ήταν τα αποτελέσματα που πέτυχε το τμήμα των Ναϊτών των


οποίων ηγήθηκε ο Ροβέρτος στη μάχη της Τέκουα. O ντε Κραόν πέθανε
τον Ιανουάριο του 1147, σύμφωνα με τη νεκρολογία της Ρεμς, αν και
μία τουλάχιστον πηγή (ο αμφιλεγόμενος Γουλιέλμος της Τύρου)
αναφέρει ότι μετείχε εκπροσωπώντας τους Ναΐτες στο Συμβούλιο της
Άκρας κατά τη διάρκεια της B' Σταυροφορίας, το 1148. Πάντως ο
διάδοχός του στη θέση του Μεγάλου Μάγιστρου ήταν ο Εβεράρδος
του Μπαρ.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ


H Ζωή στο Ναό

Οι Ναΐτες αποτελούσαν μία ιδιότυπη αδελφότητα ανδρών που είχαν


κοινό σκοπό και ζούσαν σε ένα αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο. Το
τάγμα αποτέλεσε ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά το Τρουά καταφύγιο
για πολλούς που ''δεν είχαν στον ήλιο μοίρα'' ή ονειρεύονταν δόξα και
μεγαλείο. Αλλά, αρχικά τουλάχιστον, αυτοί ήταν η εξαίρεση του
κανόνα, αφού οι ιππότες που μετείχαν στο τάγμα ήταν στις
περισσότερες περιπτώσεις υψηλού κοινωνικού επιπέδου. Και, όσον
αφορά τουλάχιστον στα μεγαλεία, οι περισσότεροι από αυτούς που
προσέγγιζαν το τάγμα με αυτό το σκοπό, απογοητεύονταν οικτρά. Οι
ιππότες του τάγματος δεν είχαν τη δυνατότητα οποιασδήποτε
επίδειξης πλούτου, ενώ η υποχρέωση πενίας τούς απαγόρευε την
απόκτηση περιουσίας.

Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί την πραγματικότητα της διαχείρισης μίας


τεράστιας περιουσίας από τους επικεφαλής του τάγματος. Ωστόσο,
αυτή η περιουσία δεν ήταν δυνατό να σπαταλιέται σε απολαύσεις και
μεγαλεία. Το ότι οι Ναΐτες, αντίθετα με τους περισσότερους κοσμικούς
άρχοντες, ήταν εξαιρετικοί διαχειριστές των οικονομικών τους,
φανερώνει τον αυστηρό χαρακτήρα του τάγματος. Το κοινοβιακό
σύστημα διαβίωσης επίσης δεν επέτρεπε σημαντικές παρασπονδίες σε
αυτό τον τομέα. Σε κάθε περίπτωση, οι Ναΐτες έδιναν προς τα έξω μία
εν πολλοίς παραπλανητική εικόνα πανίσχυρων αρχόντων, έστω και
μέσα στην αυστηρότητα και τη λιτότητα της εμφάνισής τους.

Οι κοντοκουρεμένοι ιππότες - μοναχοί με τους λευκούς μανδύες και


τον ''αιμάτινο'' σταυρό, με τις μακριές γενειάδες και το αυστηρό
βλέμμα, πρόσφεραν ένα επιβλητικό θέαμα, ακόμη και αν δεν ήταν
ζωσμένοι τα άρματά τους. Πολλοί νέοι ιππότες, ήδη κουρασμένοι από
τις υπερβολές των κοσμικών απολαύσεων ή απλώς εντυπωσιασμένοι
από αυτούς τους μυστηριώδεις άνδρες, προσελκύονταν από αυτούς.
Φυσικά, βοηθούσε τα μέγιστα η φήμη για τα πλούτη και τη δύναμή
τους. Αποδείξεις για τα τεράστια πλούτη των Ναϊτών βρισκόταν
παντού στην Ευρώπη του 12ου και 13ου αιώνα. Τα αρχηγεία τους
βρίσκονταν παντού. Κτήματα που ανήκαν στους Ναΐτες με χιλιάδες
δουλοπάροικους χάριζαν στο τάγμα τεράστια έσοδα.

Στις αυλές των ισχυρότερων κοσμικών αρχόντων, Ναΐτες της Δύσης


έδιναν τις συμβουλές τους στους ηγεμόνες και κυριαρχούσαν στις
αυλικές συνωμοσίες. Στη μακρινή Ανατολή, οι λευκοντυμένοι ιππότες
αντιμετώπιζαν στίφη βαρβάρων και τους κατανικούσαν σε θρυλικές
μάχες. Υπερασπίζονταν το Ναό του Κυρίου και τα ιερά και όσια της
Χριστιανοσύνης έναντι των επιβουλών των απίστων. Οι σεβάσμιοι
μοναχοί - ιππότες, που κυκλοφορούσαν τόσο ανάμεσα στους ευγενείς
όσο και μεταξύ των δουλοπάροικων με την ίδια αλαζονεία και
σιγουριά, κάποτε ακόμη και περιφρόνηση, ήταν και το αντικείμενο
ατέλειωτης φημολογίας. Πώς απέκτησαν τόσα πλούτη; Γιατί είναι τόσο
ισχυροί;

Ποιες είναι στην πραγματικότητα οι διασυνδέσεις τους; Είναι οι


υπηρέτες του Θεού που φυλάσσουν τα μεγάλα μυστικά; Είναι οι
ιππότες του Ιερού Γκράαλ, που αναφέρουν οι μύθοι και τραγουδούν οι
τροβαδούροι, ή μήπως ανακάλυψαν στα υπόγεια του Ναού του
Σολομώντα την Κιβωτό της Διαθήκης; Μήπως είναι βλάσφημοι,
αιρετικοί και έκφυλοι, που έχουν κάνει συμφωνίες με το διάβολο και
πλουτίζουν χάρη σε αυτόν; Πραγματικότητα και φαντασία
αναμειγνύονταν με ευσεβείς προσδοκίες δημιουργώντας ένα
εκρηκτικό μείγμα, εξάπτοντας την περιέργεια των νεαρών ιπποτών και
καθιστώντας τους Ναΐτες μυθικές μορφές, σχεδόν ημίθεους, που
προσέφεραν στα μάτια πολλών τη δυνατότητα για μία ζωή
περιπέτειας, δύναμης και αναγνώρισης.

Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο ότι τόσοι πολλοί νεοσύλλεκτοι ήταν
διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή για το τάγμα του Ναού, παρότι η
υποχρέωση για εκχώρηση της περιουσίας του νεοεισερχόμενου στο
τάγμα, καθώς και οι όρκοι πενίας και αγνότητας, ήταν για πολλούς
βαρύτατο φορτίο. Οι Ναΐτες όμως ελάχιστα προβληματίστηκαν από
αυτό. Άλλωστε η ίδια η φυσιογνωμία του τάγματος, που ήταν ένας
συγκερασμός της μοναστικής ζωής με αυτή του στρατιώτη,
αποτελούσε θέλγητρο για πολλούς που επιθυμούσαν τη σωτηρία της
ψυχής τους αλλά αδυνατούσαν να υποστούν τα δεσμά μίας
πραγματικής μοναστικής ζωής.

Είναι βεβαίως κοινός τόπος ότι, ήδη από τα τέλη του 12ου αιώνα
κυκλοφορούσαν πάμπολλες πικάντικες φήμες για τους Ναΐτες και τις -
καθόλου ''μοναστικές'' ή ακόμη και ''Χριστιανικές''- συνήθειές τους:
για ατέλειωτες κραιπάλες (εξ ου και η έκφραση ''πίνει σαν Ναΐτης'' που
ακούγεται ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της Γαλλίας) για
''παράξενες'', ίσως και αιρετικές, τελετές, για συμπόσια με εξωτικά
φαγητά, ακόμη και για όργια στα υπόγεια των αρχηγείων του
τάγματος. Όπως έχουμε αναφέρει, όποιος ήθελε να χριστεί αδελφός
ιππότης θα έπρεπε να προέρχεται από ''αριστοκρατική'' γενιά, δηλαδή
θα έπρεπε ο πατέρας του να ήταν ιππότης ή να προερχόταν από γενιά
ιπποτών (δηλαδή ''ευγενών'', nobles / nobiles).

Δεκτοί στο τάγμα γίνονταν και κατώτεροι κοινωνικά, αρκεί να μην ήταν
κολίγοι ή δούλοι κάποιου άρχοντα ή μοναστηριού. Φυσικά όσοι δεν
ήταν ''nobiles'' εντάσσονταν σε μία από τις ''κατώτερες'' τάξεις του
τάγματος, των σεργέντων, των τεχνιτών ή των ιερέων. Πέραν αυτού
του απολύτως καθοριστικού κριτηρίου, το οποίο ήταν ισχυρό καθόλη
τη διάρκεια της ιστορίας του τάγματος, η είσοδος ενός νέου στο τάγμα
γινόταν βάσει τόσο αποδεκτών κριτηρίων, όσο και συγκυριών. Μεταξύ
των κριτηρίων, το βασικότερο για τη στρατολόγηση ενός νέου
αδελφού ήταν η αφοσίωσή του, δηλαδή, η απόφασή του να
εγκαταλείψει για πάντα και χωρίς δικαίωμα υπαναχώρησης, τα
εγκόσμια και να ζήσει στο πλαίσιο του κοινοβιακού ιπποτικού
μοναχισμού των Ναϊτών.

Αν και οι Ναΐτες σε καμία περίπτωση δεν ήταν τόσο αυστηροί όσο


άλλα μοναστικά τάγματα, απαιτούσαν πολύ ισχυρότερη δέσμευση από
οποιαδήποτε μονή. H έκφραση ''απόλυτη αφοσίωση'' περιγράφει με
ακρίβεια αυτό που ζητούσε ο Ναός από τα υποψήφια μέλη του. H
στρατολόγηση νέων μελών δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, αφού ο Ναός
ήταν ελκυστικός για πολύ κόσμο. Φυσικά η συντριπτική πλειονότητα
των στρατολογήσεων γινόταν -τουλάχιστον από το 1140 και μετά- στα
Ευρωπαϊκά αρχηγεία του τάγματος. Αυτό ίσχυε κυρίως για τους
αδελφούς ιππότες. Στην περίπτωση των σεργέντων, η πλειονότητα
αυτών που υπηρετούσαν στην Ουτρεμέρ φαίνεται ότι
στρατολογήθηκαν τοπικά.

Στρατολόγηση Νέων Μελών


O ενδιαφερόμενος για εισδοχή στο τάγμα συνήθως προσέγγιζε μόνος
του τους ιππότες σε κάποιο από τα πολυάριθμα αρχηγεία της
Ευρώπης. Οι αδελφοί που τον υποδέχονταν, στην αρχή τον
αντιμετώπιζαν ευγενικά ως έναν ξένο ή επισκέπτη. Συζητούσαν μαζί
του, προσπαθώντας να κατανοήσουν την ψυχοσύνθεσή του και να
συμπεράνουν αν είναι κατάλληλος για να συμμετάσχει στην
ισχυρότερη οργάνωση του Μεσαίωνα. Εφόσον κρινόταν κατάλληλος
κατ' αρχήν, οι συζητήσεις έπαιρναν συγκεκριμένο χαρακτήρα και
λάμβαναν τη μορφή της προπαρασκευής ενός υποψήφιου Ναΐτη.

Αυτές οι συζητήσεις και προκαταρκτικές επαφές μπορούσαν να


τραβήξουν σε μάκρος, εφόσον ο υποψήφιος είχε προσέλθει δίχως να
τον συστήσει κάποιος ισχυρός άρχοντας ή κάποιος αδελφός του
τάγματος. Συνήθως, παράλληλα με αυτήν την προπαρασκευή, οι
Ναΐτες χρησιμοποιούσαν τις άφθονες επαφές τους για να μάθουν
λεπτομέρειες για τη ζωή του νεαρού και ιδιαίτερα για την καταγωγή
και την οικονομική κατάστασή του. O Ναός ενδιαφερόταν πάντα για
μέλη τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν κάτι ως δωρεά με την
είσοδό τους, αν και αυτό δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την
αποδοχή ενός νέου μέλους. Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις ιπποτών
που δεν διέθεταν την παραμικρή περιουσία και όμως έγιναν δεκτοί
στο τάγμα, δωρίζοντας μόνο την πανοπλία τους ή τα όπλα τους.

Ορισμένοι εξ αυτών έφθασαν σε ανώτερα αξιώματα, ακόμη και σε


αυτό του Μάγιστρου. Πάντως εφόσον ο υποψήφιος ήταν βασάλος
κάποιου ευγενή -κάτι σύνηθες, καθώς ολόκληρη η Μεσαιωνική
κοινωνία βασιζόταν στις βασαλικές σχέσεις αλληλεξάρτησης
(vassalage)- θα έπρεπε να πάρει την άδεια του αυθέντη του. Αφού
ολοκληρωνόταν η προπαρασκευή, οργανωνόταν η επίσημη τελετή
υποδοχής του νέου μέλους. Οι τελετές αυτές ήταν υποβλητικές μέσα
στην απλότητά τους και έδιναν έμφαση κυρίως στη δέσμευση του νέου
μέλους με το τάγμα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι τελετές
αποτελούσαν ένα είδος γάμου του νέου μέλους με το τάγμα.

Στον επίσημο Κανόνα του τάγματος, το χωρίο που περιγράφει πώς


πρέπει να γίνεται δεκτός ένας νέος αδελφός, φαίνεται ότι προστέθηκε
περί τα 1260, ωστόσο οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι οι
αντίστοιχες τελετές είχαν παραμείνει λίγο έως πολύ οι ίδιες για τη
μεγαλύτερη διάρκεια της ιστορίας του τάγματος. Βασικό ρόλο στην
υποδοχή ενός νέου μέλους έπαιζε ένας αξιωματούχος του τάγματος,
τον οποίο στη συνέχεια, για λόγους συντομίας, θα αναφέρουμε ως
''οικοδεσπότη''. Συνήθως ήταν ο επικεφαλής (Διοικητής) του αρχηγείου
και συχνά κάποιος ανώτερος αξιωματούχος του τάγματος, είτε από τη
Δύση είτε από τους Αγίους Τόπους που βρισκόταν στην περιοχή όπου
γινόταν η ''υποδοχή'' ως ''Επισκέπτης''.
Στα μικρότερα διοικητήρια (αρχηγεία) της Ευρώπης, ήταν έθιμο να
χρίζουν οι ''υψηλοί'' επισκέπτες τα νέα μέλη. Αποτελούσε μία κίνηση
αβροφροσύνης από τη μία, ενώ από την άλλη προσέδιδε περισσότερο
κύρος στη διαδικασία και προετοίμαζε το νέο μέλος καλύτερα για τα
μελλοντικά καθήκοντα και υποχρεώσεις του. O οικοδεσπότης λοιπόν
είχε την ευθύνη να καλέσει τα μέλη του τοπικού αρχηγείου και να τους
ρωτήσει, σε μία τελετουργική ατμόσφαιρα, αν κάποιος εξ αυτών είχε
αντίρρηση για την ένταξη του νέου μέλους στο τάγμα. Αυτό το στάδιο
ήταν κυρίως τυπικό. Κατά κανόνα, για να φθάσει ένας υποψήφιος σε
αυτό το σημείο, ήδη ήταν γνωστό αν κάποιος είχε αντιρρήσεις (και,
προφανώς, θα τις είχε εκφράσει πρωτύτερα, όχι μπροστά στους
συγκεντρωμένους αδελφούς).

Εφόσον ουδείς από τους αδελφούς προέβαινε σε κάποια αποκάλυψη


της τελευταίας στιγμής, ο υποψήφιος αποσυρόταν σε ένα κοντινό
δωμάτιο, με τη συνοδεία δύο ή τριών από τους παλιότερους παρόντες
Ναΐτες (ιππότες, σεργέντους ή ιερείς), ούτως ώστε αυτοί να εξηγήσουν
τις δυσκολίες, το πλήθος των υποχρεώσεων και το ελάχιστο των
απολαύσεων που περίμεναν όποιον εισερχόταν στο τάγμα. Αλλά
ακόμη και τα λεγόμενα των αδελφών σε αυτή την περίπτωση ήταν λίγο
ή πολύ καθορισμένα από τον Κανόνα. Έλεγαν στον υποψήφιο ότι θα
πρέπει με τη θέλησή του να εγκαταλείψει όλες τις εγκόσμιες
απολαύσεις και να αφιερωθεί ''ψυχή τε και σώματι'' στο Θεό και στο
τάγμα.

Επίσης, του υπογράμμιζαν ότι ένταξή του στο τάγμα σημαίνει ότι θα
είναι δουλοπάροικος και υπηρέτης του τάγματος για την υπόλοιπη ζωή
του. Επίσης, οι αδελφοί εξέταζαν για μία τελευταία φορά τις λοιπές
υποχρεώσεις που ενδεχομένως είχε ο μελλοντικός συνάδελφός τους.
Δηλαδή, ρωτούσαν τον υποψήφιο με ιδιαίτερη επιμονή εάν είχε
παντρευτεί ή αρραβωνιαστεί, διότι κάτι τέτοιο απαγορευόταν ρητά
από τον Κανόνα. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο έλεγχος ήταν πλημμελής
και κάποιος παντρεμένος ιππότης έγινε δεκτός στο τάγμα. Σ' αυτή την
περίπτωση ο ιερός δεσμός του γάμου κατά κανόνα υπερίσχυε. Πάντως
ο Ναός δεν χαριζόταν στο θέμα της περιουσίας.

Ακόμη και αν ο αδελφός αποδεικνυόταν ότι ήταν παντρεμένος, μετά το


θάνατό του η χήρα του έπαιρνε μόνο ένα μικρό μέρος της περιουσίας,
ενώ η υπόλοιπη περνούσε στο τάγμα. Πέραν της δέσμευσης με
γυναίκα, οι αδελφοί ρωτούσαν τον υποψήφιο αν είχε δεσμευθεί με
όρκο σε κάποιο άλλο ιπποτικό τάγμα. Αν και εδώ η απάντηση ήταν
αρνητική, ρωτούσαν αν ο υποψήφιος άφηνε στον ''έξω κόσμο'' κάποιο
υπέρογκο χρέος που δεν είχε τη δυνατότητα να αποπληρώσει.
Πρόκειται για μία σοφή προφύλαξη που είχε γίνει καθεστώς τις εποχές
που πολλοί χρεοκοπημένοι μικροευγενείς αναζητούσαν στο Ναό την
απελευθέρωση από τα δεσμά των οφειλών, ή κάποιον διατεθειμένο
να... πληρώσει τα χρέη τους.

Ακόμη, τον ρωτούσαν αν είναι υγιής ψυχικά και σωματικά. Και, τέλος,
τον καλούσαν να τους διαβεβαιώσει ότι δεν ανήκε σε κάποιον άρχοντα
(δεν ήταν, δηλαδή, δουλοπάροικος ή σκλάβος). Προφανώς αυτό το
ερώτημα δεν αφορούσε στους ιππότες, αλλά στους κατώτερης
κοινωνικής τάξης υποψήφιους. Αφού ο υποψήφιος είχε απαντήσει
ικανοποιητικά σε όλες τις ερωτήσεις, τον καλούσαν ξανά μπροστά
στους συγκεντρωμένους αδελφούς. Ακολουθούσε η επαναβεβαίωση
τόσο από τον υποψήφιο όσο και από το συμβούλιο, ότι επιθυμούν
αυτό το ''γάμο''. Στη συνέχεια ο υποψήφιος γονάτιζε μπροστά στον
οικοδεσπότη και με τα χέρια ενωμένα -στην τυπική χειρονομία που
στον φεουδαρχικό κόσμο σήμαινε υποταγή- ζητούσε να γίνει δεκτός
στον Οίκο.

Σ' αυτό το σημείο, ο οικοδεσπότης παίρνοντας τα ενωμένα χέρια του


υποψήφιου ανάμεσα στις παλάμες του, έλεγε τα παρακάτω λόγια:

''Καλέ μου αδελφέ, ζητάς κάτι πολύ μεγάλο, αφού από το τάγμα μας
μπορείς να αντιληφθείς μόνο ό,τι είναι ορατό. Φαίνεται ότι έχουμε
εξαίρετα άλογα, πλούσιο εξοπλισμό, καλό φαγητό και ποτό και
όμορφα ρούχα και πιστεύεις ότι θα περνάς πλουσιοπάροχα και καλά.
Αλλά δεν γνωρίζεις τη σκληρή πραγματικότητα που βρίσκεται πίσω
από αυτά. Γιατί θα είναι οδυνηρό για εσένα, που είσαι αφέντης του
εαυτού σου, να γίνεις υπηρέτης άλλων. Γιατί πολύ δύσκολα θα κάνεις
στο εξής αυτό που εσύ επιθυμείς. Γιατί όταν εσύ επιθυμείς να είσαι
στις χώρες από αυτήν την πλευρά της θάλασσας, θα σταλείς στις χώρες
που είναι πέρα από τη θάλασσα.

Εάν επιθυμείς να βρίσκεσαι στην Άκρα, μπορεί να σταλείς στην


Τρίπολη, στην Αντιόχεια ή στην Αρμενία, στην Απουλία, στη Σικελία,
στη Λομβαρδία, στη Γαλλία, στη Βουργουνδία, στην Αγγλία ή σε
οποιαδήποτε άλλη χώρα όπου έχουμε Οίκους και περιουσία. Και αν
επιθυμείς να κοιμηθείς, θα σε ξυπνήσουν. Και κάποιες φορές που εσύ
θα θέλεις να μείνεις ξύπνιος, θα διαταχθείς να πας στο κρεβάτι σου.
Όταν θα είσαι στο τραπέζι και θα θέλεις να φας, θα λάβεις διαταγή να
πας εκεί που είναι αναγκαίο και ποτέ δεν θα ξέρεις πού. Τις σκληρές
επιπλήξεις που θα ακούς συχνά, θα πρέπει να τις υπομένεις. Σκέψου
λοιπόν, αγαπητέ αδελφέ, θα μπορέσεις να αντέξεις όλες αυτές τις
κακουχίες;''.

Από αυτό το μάλλον τυπικό λογίδριο συνάγονται διάφορα στοιχεία για


την πραγματικότητα του τάγματος του Ναού την εποχή που
παγιοποιήθηκε αυτό το τυπικό (πιθανότητα δύο ή τρεις δεκαετίες πριν
γραφεί στον Κανόνα το 1260). Φαίνεται ότι το τάγμα απολάμβανε μίας
εξαιρετικά υψηλής κοινωνικής αναγνώρισης. Οι αδελφοί ήταν
καλοντυμένοι, ίππευαν περήφανα άτια, είχαν φροντισμένο και
πλούσιο εξοπλισμό. Ήταν κοινός τόπος ότι τα γεύματα των Ναϊτών
έμοιαζαν με συμπόσια, όπως εμμέσως αναφέρεται κι εδώ. Επίσης, με
στόχο προφανώς να προκαλέσουν το δέος του νεοφερμένου, αλλά και
να τον προετοιμάσουν για την πραγματική λειτουργία του τάγματος,
του ανέφεραν μερικές από τις χώρες στις οποίες είχε περιουσία.

Στο σημείο αυτό, ο νεαρός υποψήφιος, αν δεν το γνώριζε ήδη,


συνειδητοποιούσε το μέγεθος και την ισχύ του οργανισμού του οποίου
θα γινόταν μέλος. Αλλά η τελετή δεν τέλειωνε στην καταφατική
απάντηση του υποψηφίου σε αυτές τις ερωτήσεις του οικοδεσπότη.
Εφόσον ο υποψήφιος ήταν κατώτερης τάξης (σκόπευε δηλαδή να γίνει
σεργέντος) οι αδελφοί τον υπέβαλλαν σε κάποια δοκιμασία που θα
επιδείκνυε την ταπεινότητά του και την αφοσίωσή του στο τάγμα.
Συνήθως επρόκειτο για κάποια απλή χειρωνακτική εργασία,
περισσότερο ή λιγότερο ταπεινωτική και ''βρόμικη''. Στην περίπτωση
του αδελφού ιππότη δεν υπήρχε τέτοια δοκιμασία.

Άλλωστε δεν θα χρειαζόταν να καταγίνεται με χειρωνακτικές εργασίες


για το υπόλοιπο της ζωής του, καθώς για αυτές υπήρχαν οι σεργέντοι
και κυρίως οι υπηρέτες και οι λαϊκοί τους οποίους προσλάμβανε το
τάγμα. Για τον ιππότη υποψήφιο, η διαδικασία συνεχιζόταν ως εξής: Ο
υποψήφιος έβγαινε από το δωμάτιο και ο οικοδεσπότης ρωτούσε για
μία ακόμη φορά (την τρίτη) αν κάποιος από τη ομήγυρη είχε
αντίρρηση για την υποψηφιότητα αυτή. O υποψήφιος επανερχόταν
και του έθεταν ξανά τις ερωτήσεις που του είχαν θέσει στην αρχή οι
αδελφοί με τους οποίους είχε αποσυρθεί σε ένα παρακείμενο
δωμάτιο. Αυτή τη φορά, η διαδικασία λάμβανε χώρα μπροστά σε
όλους τους συγκεντρωμένους και ο υποψήφιος ήταν υποχρεωμένος,
μετά από κάθε απάντηση, να ορκίζεται στο Ευαγγέλιο ότι λέει την
αλήθεια.

Μόλις απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις, τον καλούσαν να δώσει τους


όρκους του τάγματος, τον όρκο της υπακοής, της αγνότητας, της πενίας
και ότι θα έχει ως σκοπό της ζωής του να ανακαταλάβει και να
υπερασπιστεί την ιερή πόλη, την Ιερουσαλήμ. Εδινε υπόσχεση ότι
ουδέποτε θα εγκατέλειπε το τάγμα και ότι δεν θα επέτρεπε κάποιος
χριστιανός να στερηθεί την περιουσία του δίχως σοβαρό λόγο.
Απέμενε μόνο μία κίνηση για να γίνει πλέον ο υποψήφιος δεκτός στο
τάγμα. O οικοδεσπότης έθετε το χαρακτηριστικό λευκό μανδύα με τον
κόκκινο σταυρό πάνω στους ώμους του νεοφώτιστου, την ώρα που ο
εντεταλμένος ιερέας έψαλλε τον ύμνο Ecce quam bonum και οι
υπόλοιποι αδελφοί έλεγαν το Πάτερ Ημών.

H επισφράγιση της εισόδου του νέου ιππότη στο τάγμα ήταν


χαρακτηριστική: τόσο ο οικοδεσπότης όσο και ο ιερέας, ασπάζονταν
στο στόμα το νέο, πλέον, Ναΐτη. Τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία
του τάγματος, οι νεαροί Ναΐτες ήταν υποχρεωμένοι σε έναν χρόνο
μαθητείας, μία ''δοκιμαστική περίοδο'' κατά τη διάρκεια της οποίας
ήταν υποχρεωμένοι να αποδείξουν ότι άξιζαν την τιμή να είναι μέλη
του τάγματος. Αυτό το μέτρο εφαρμοζόταν επίσημα, αφού αναφορά
του σώζεται στις πρώτες εκδόσεις του Κανόνα. Όμως φαίνεται ότι με
τα χρόνια αυτή η πρακτική ατόνησε, αφού οι αδελφοί είχαν ήδη
ελέγξει το ποιον κάθε υποψήφιου αδελφού και γνώριζαν αν ήταν
κατάλληλος για το τάγμα.

Σε περίπτωση που δεν ήταν, συνήθως δεν θα αργούσε να υποπέσει σε


κάποια από τις εννιά παραβάσεις που οδηγούσαν απευθείας σε
αποπομπή από το τάγμα.

Ποιοι Γίνονταν Ναΐτες

Στην ουσία, το τάγμα των φτωχών ιπποτών του Χριστού ήταν ένα
''χωνευτήρι'' διαφόρων κατηγοριών ανθρώπων, που συχνά δεν είχαν
την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Προκαλεί έκπληξη στον μελετητή η
μεγάλη ποικιλία ανθρώπων που πύκνωναν τις τάξεις του περίφημου
ιπποτικού τάγματος. H ανώτερη τάξη του Ναού, οι αδελφοί - ιππότες
προέρχονταν κατά κανόνα από την ανώτερη κοινωνική τάξη, τους
''ευγενικής καταγωγής''. Κάποιοι μελετητές έχουν προτείνει κατά
καιρούς ότι στις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης του τάγματος κάτι
τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο και ότι αρκετές φορές κάποιοι που
προέρχονταν από κατώτερη κοινωνική τάξη γινόταν αδελφοί ιππότες.

Ωστόσο, αποδείξεις για κάτι τέτοιο δεν υφίστανται, αντίθετα βάσει των
τυπικών του τάγματος και των αναφορών των πηγών, διαπιστώνουμε
ότι από την πρώτη έως την τελευταία μέρα ύπαρξης του τάγματος
διατηρήθηκε ο αυστηρός κοινωνικός διαχωρισμός σε ''milites'' και μη.
Βεβαίως, μεταξύ των ''ευγενών'' υπήρχαν πολλές διαφορές. Στις τάξεις
του τάγματος βρίσκουμε κατά καιρούς από πάμπλουτους κόμητες και
μεγαλοφεουδάρχες, έως μικροευγενείς που είχαν πτωχεύσει και που
εντάχθηκαν στο τάγμα δωρίζοντας μόνο την πανοπλία και τα όπλα
τους. H σχετική ''ισότητα'' εντός του τάγματος (μεταξύ εκείνων που
ανήκαν στην ίδια ''τάξη'') γίνεται φανερή από το ότι σε πάρα πολλές
περιπτώσεις οι λιγότερο εύποροι, αλλά και ιεραρχικά κατώτεροι στην
κοινωνία των ευγενών, κατόρθωναν να ανελιχθούν στα ύπατα
αξιώματα του τάγματος.

Στις κατώτερες τάξεις του τάγματος εντάσσονταν διαφόρων ειδών


άνθρωποι. Μεταξύ των ιερέων βρίσκουμε και άτομα ανώτερης
κοινωνικής τάξης, αν και αυτό θα πρέπει να ήταν σχετικά ασύνηθες.
Άλλωστε την εποχή αυτή γενικά στην Ευρώπη ο κατώτερος κλήρος
προέρχονταν από τη μέση τάξη. Αντίθετα, οι γόνοι των ευγενών που
είχαν θεολογικές ανησυχίες αναλάμβαναν ανώτερα αξιώματα
(επίσκοποι, ηγούμενοι, αβάδες) ήδη από μικρή ηλικία, μόλις
ολοκλήρωναν τις σπουδές τους. Όσον αφορά στο τάγμα, κατά κανόνα
οι ιερείς και οι σεργέντοι προέρχονταν από τη μέση τάξη. Υπήρχε άλλη
μία ''συνομοταξία'' ευγενών που ήθελαν να γίνουν μέλη του τάγματος,
δίχως να υποστούν τις στερήσεις και τις κακουχίες που καθόριζαν τη
ζωή ενός Ναΐτη.

Συνήθως επρόκειτο για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας, με υψηλή


θέση στη μεσαιωνική κοινωνία, που επιθυμούσαν με το θάνατό τους
να ταφούν στα παρεκκλήσια των Ναϊτών. Αυτό θεωρείτο μεγάλη τιμή
και ''προσόν'' για τη μεταθανάτια ζωή, αλλά αύξανε επίσης σημαντικά
το κύρος της οικογένειας τους. Για το σκοπό αυτό, συνήθως γινόταν
μέλη λίγο πριν πεθάνουν, ακόμη και στο νεκροκρέβατο τους. H καλή
πίστη του τάγματος εξασφαλιζόταν με μία πλουσιοπάροχη δωρεά,
συνήθως κάποιο σημαντικό φέουδο ή κάτι ανάλογης αξίας. Στις τάξεις
των Ναϊτών έβρισκαν συχνά ''καταφύγιο'' διάφοροι εγκληματίες ή
κατατρεγμένοι στην κοινωνία της Δυτικής Ευρώπης.

Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται αφορισμένοι ιππότες, δολοφόνοι,


ληστές και άλλοι κακοποιοί. Κατά κύριο λόγο, ήταν κατώτερης
κοινωνικής τάξης (κυρίως όσον αφορά σε όσους βαρύνονταν με
εγκλήματα κατά της περιουσίας). Σε αυτή την περίπτωση, εντάσσονταν
στην τάξη των σεργέντων και όχι των ιπποτών. Αν επρόκειτο για
milites, φυσικά γίνονταν δεκτοί ως αδελφοί-ιππότες. Βεβαίως με την
πρώτη ματιά θα έλεγε κάποιος ότι οι Ναΐτες δεν μπορούσαν να είναι
ιδιαίτερα επιλεκτικοί ως προς το ποιον δέχονταν στο τάγμα, αφού
είχαν συνεχώς ανάγκη από νέα, ετοιμοπόλεμα μέλη. Αυτό όμως δεν
είναι απολύτως ακριβές, αφού είδαμε παραπάνω ότι μετά το 1140 οι
Ναΐτες είχαν αποκτήσει αρκετή φήμη και μια σταθερή προσέλευση
υποψηφίων μελών.

Υπήρχε επίσης μία πολύ πρακτική παράμετρος, την οποία αγνοούν


πολλοί σύγχρονοι μελετητές, αλλά όχι όσοι έγραψαν για το τάγμα τον
12ο αιώνα, όπως ο Άγιος Βερνάρδος. Στα γραφόμενά του είχε πολύ
ξεκάθαρα αναφέρει ότι γενικά οι Άγιοι Τόποι θα μπορούσαν να είναι
ένα είδος ''αποικίας'' αντικοινωνικών στοιχείων, που θα πολεμούσαν
για τη Χριστιανική πίστη. Ληστές, δολοφόνοι και άλλοι εγκληματίες
πήγαιναν να πολεμήσουν τους άπιστους στους Αγίους Τόπους και αυτό
κατά το Βερνάρδο ήταν ''διπλή ευλογία'': Από τη μία οι γείτονές τους
χαίρονταν που έφευγαν και από την άλλη οι Φράγκοι του βασιλείου
της Ιερουσαλήμ ήταν ευγνώμονες για τη βοήθεια που θα τους
προσέφεραν στην ατέλειωτη διαμάχη με τους Μωαμεθανούς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι Μεσαιωνικά δικαστήρια, κοσμικά ή


εκκλησιαστικά, καταδίκαζαν κάποιους εγκληματίες σε υπηρεσία στους
Αγίους Τόπους, ως μία μορφή εξιλέωσης για το έγκλημα που είχαν
διαπράξει. Όσον αφορά στους Ναΐτες, τυπικά -τουλάχιστον στην αρχή-
αιρετικοί και εγκληματίες δεν είχαν καμία θέση στο Ναό. Αλλά αυτό
άλλαξε σύντομα, καθώς οι κάθε είδους παράνομοι φαίνεται ότι
αποτελούσαν σημαντικό μέρος των υποψήφιων ταγματικών σε όλες
τις βαθμίδες. Από ένα σημείο και μετά, φαίνεται ότι η καθολική
Εκκλησία χρησιμοποιούσε το Ναό και για άλλες ''αποστολές''.

Για παράδειγμα, το 1244 ο Πάπας Ονώριος B' ζήτησε από τον τότε
Μάγιστρο να δεχτεί στις τάξεις του Ναού έναν ιππότη ονόματι
Βερτράνδο, ο οποίος βαρυνόταν από ένα τρομερό αμάρτημα: είχε
σκοτώσει έναν επίσκοπο. Μάλιστα η ''ποινή'' του Βερτράνδου, ο
οποίος προφανώς ήταν αρκετά ισχυρός για να αποφύγει μία
πραγματική τιμωρία, ήταν επτά χρόνια υπηρεσίας στο τάγμα. Σαφώς,
ανάμεσα στα κίνητρα όσων επιθυμούσαν να ενταχθούν στο τάγμα
ήταν το ισχυρό θρησκευτικό αίσθημα του Μεσαιωνικού ανθρώπου. O
Ναός, ιδιαίτερα δε αν ο ιππότης στελνόταν για υπηρεσία στους Αγίους
Τόπους, προσέφερε μία ''εγγυημένη'' άφεση αμαρτιών, κάτι που το
Μεσαίωνα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για όλους τους πιστούς.

H ζωή του Μεσαιωνικού ανθρώπου ήταν στις περισσότερες


περιπτώσεις βίαιη και σύντομη, αφού οποιαδήποτε ασθένεια που
σήμερα θεωρούμε ήσσονος σημασίας, μπορεί να επέφερε το θάνατο.
Οπότε η εξασφάλιση του Παραδείσου αποτελούσε στόχο ζωής για τους
περισσότερους. Δεν ήταν μόνο οι πολεμιστές που συνέρρεαν στο Ναό.
Ιδιαίτερα μετά την τέταρτη δεκαετία του 12ου αιώνα, όταν η
περιουσία του τάγματος άρχισε να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο,
ανάλογα μεγεθύνθηκαν οι απαιτήσεις για έμπειρα στελέχη που θα
μπορούσαν να αναλάβουν όλες τις εργασίες για λογαριασμό του
Ναού, από την τήρηση των πολύπλοκων λογιστικών καταστίχων έως τη
διαχείριση κτημάτων και κοπαδιών και από το χτίσιμο νέων κάστρων
έως τη σίτιση των αδελφών.

Για τους σκοπούς αυτούς, το τάγμα χρησιμοποίησε αδελφούς


(αδελφούς - τεχνίτες, ακόμη και αδελφούς-ιερείς σε κάποιες
περιπτώσεις) αλλά πολύ συχνότερα εξω-ταγματικούς. Οι τελευταίοι
προσλαμβάνονταν ως μισθωτοί, συνήθως με συμβόλαιο για
συγκεκριμένο χρόνο ''υπηρεσίας''. Επίσης, στους Αγίους Τόπους το
τάγμα χρησιμοποιούσε σε μεγάλη έκταση σκλάβους, που ήταν
συνήθως αιχμαλωτισμένοι Μουσουλμάνοι ή είχαν αγοραστεί σε
κάποιο από τα μυριάδες σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.

Με την αύξηση των κάστρων και των οχυρών που είχε υπό την ευθύνη
του το τάγμα, έγινε αναγκαία και η πρόσληψη μεγάλων αριθμών
μισθοφόρων, που πύκνωναν τις γραμμές του τάγματος δίχως να είναι
δεσμευμένοι με αυτό πέραν του καθορισμένου (συνήθως με σύμβαση)
χρόνου υπηρεσίας τους.

Ιεραρχία του Τάγματος

Ένα τάγμα όπως οι Ναΐτες, που από τη μία ήταν μία μικρογραφία της
κοινωνίας μέσα στην οποία είχε δημιουργηθεί, αλλά από την άλλη
ήταν ένας θρησκευτικός - στρατιωτικός οργανισμός με συγκεκριμένη
αποστολή και ευθύνη, χρειαζόταν μία λεπτομερώς καθορισμένη δομή
για να λειτουργήσει. Στην κορυφή της ιεραρχίας ήταν βεβαίως ο
Μέγας Μάγιστρος (Magister Magnus). O ανώτερος άρχοντας των
Ναϊτών ήταν ανάλογου κοινωνικού ''αναστήματος'' με τους
σημαντικότερους κοσμικούς άρχοντες και συνδιαλεγόταν μαζί τους επί
ίσοις όροις. Συχνά δε, λόγω της εξάρτησης πολλών κοσμικών αρχόντων
από τις οικονομικές και στρατιωτικές υπηρεσίες του τάγματος, ήταν
επί της ουσίας ανώτερος.

O Μέγας Μάγιστρος κατά κανόνα ζούσε στην Ουτρεμέρ, έχοντας το


αρχηγείο του στην κύρια έδρα του τάγματος. H θέση και τα καθήκοντά
του είχαν να κάνουν τόσο με τη διοικητική - οικονομική πλευρά του
ναού, όσο και με τη στρατιωτική και διπλωματική παρουσία του. Υπό
αυτήν την έννοια, ήταν σαφώς ένας αιρετός και με καθορισμένα
καθήκοντα ''μονάρχης''. O Μέγας Μάγιστρος ήταν επικεφαλής του
Ναού, η ανώτερη αρχή στην οποία απευθύνονταν οι Ναΐτες, είχε
απόλυτη εξουσία πάνω στους ιππότες και τους υπόλοιπους αδελφούς
του τάγματος, συνδιαλεγόταν με τους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς
άρχοντες, διοικούσε τον ιδιαίτερα περίπλοκο οργανισμό με τη βοήθεια
των δικών του συμβούλων και των αδελφών που διόριζε γι' αυτό το
σκοπό.

Προΐστατο επίσης των μαγίστρων των τοπικών παραρτημάτων των


Ναϊτών. Έως την 7η δεκαετία του 12ου αιώνα, ο Μέγας Μάγιστρος είχε
δικαίωμα να διαθέτει τέσσερα πολεμικά άλογα, κάτι που ήταν
εξαιρετικά ασύνηθες σε μία εποχή που η κατοχή έστω κι ενός τέτοιου
αλόγου ήταν δείγμα κύρους και μεγάλου πλούτου. Παράλληλα,
διέθετε μία εκτεταμένη ακολουθία, στην οποία μετείχαν ένας ιερέας,
δύο ιππότες, ένας σεργέντος, ένας ακόλουθος (squire) που
κουβαλούσε τη λόγχη και την ασπίδα του, καθώς και ένας διοικητικός
υπάλληλος (γραμματέας). Επίσης, μέλη της αντιπροσωπείας του ήταν
ένας ιπποκόμος για να φροντίζει τα άλογα, ένας Σαρακηνός
γραμματέας που είχε καθήκοντα μεταφραστή, ένας Τουρκόπουλος και
ένας μάγειρας.

Παρόμοια ακολουθία μπορούσαν να συντηρούν μόνο ισχυροί


μεγαλοφεουδάρχες, οπότε ο Μάγιστρος του Ναού σαφέστατα
ξεχώριζε για την ισχύ και τη μεγαλοπρέπειά του. Επίσης είχε το ''πρώτο
δικαίωμα'' (δηλαδή το δικαίωμα πρώτης επιλογής) όταν έρχονταν νέα
άλογα στο Ναό, ενώ ο κανονισμός τού παρείχε τη δυνατότητα να
χαρίζει στους διακεκριμένους κοσμικούς ''φίλους'' και συμμάχους του
τάγματος άλογα, πολύτιμα σκεύη ή άλλα αγαθά. Μπορούσε ανά πάσα
στιγμή να κινητοποιήσει μία ομάδα έως και δέκα ιπποτών ως
προσωπική ακολουθία πέραν της μόνιμης που διέθετε, ενώ στην
περίπτωση που χρειαζόταν να ταξιδέψει, του διέθεταν έως και
τέσσερα υποζύγια για να μεταφέρει ό,τι χρειαζόταν.

O Μάγιστρος είχε και άλλες εξουσίες. Μπορούσε να αναδιανείμει τους


καθορισμένους πόρους μεταξύ των κάστρων και αρχηγείων του
τάγματος, ενώ στο πεδίο της μάχης η εξουσία του ήταν απόλυτη και
όποιος τον παράκουε ήταν υποψήφιος για άμεση αποπομπή από το
Ναό. Όμως σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο για έναν δικτάτορα,
αφού όχι μόνο τα καθήκοντά του ήταν αυστηρά καθορισμένα από τον
Κανόνα, αλλά τις περισσότερες από τις σημαντικές αποφάσεις έπρεπε
να τις λαμβάνει από κοινού με το συμβούλιο του τάγματος.
Οι περιπτώσεις όπου ο Μάγιστρος δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει
απόφαση μόνος του περιελάμβαναν την κήρυξη πολέμου και την
υπογραφή ανακωχής, την αποδοχή ενός κάστρου, την ανάθεση
διοικήσεων σε αδελφούς του τάγματος, την αποδοχή νέων μελών και
τη μετάθεση αδελφών σε αρχηγεία της Δύσης. H διαδοχή του
Μεγάλου Μάγιστρου ήταν επίσης μία αυστηρά καθορισμένη
διαδικασία, την οποία διεκπεραίωναν με ιδιαίτερη προσοχή οι
αδελφοί ιππότες. Σε περίπτωση θανάτου του, ο Μαρεσάλος (Marshal)
του τάγματος φρόντιζε τα της κηδείας και εν συνεχεία έστελνε μήνυμα
σε όλους τους περιφερειακούς διοικητές του τάγματος για να
συγκεντρωθούν στο αρχηγείο.

Τότε, όλοι οι προσκεκλημένοι επέλεγαν έναν Μεγάλο Διοικητή (Grand


Commander) για να ασκεί καθήκοντα επικεφαλής του τάγματος έως
ότου επιλεγεί ο νέος Μάγιστρος. Αυτό επιβαλλόταν από τις ανάγκες
της λειτουργίας του τάγματος ως στρατιωτικού οργανισμού, αφού
μεταξύ των βασικότερων καθηκόντων του Μάγιστρου ήταν να οδηγεί
τους αδελφούς στη μάχη και μάλιστα πολεμώντας μαζί τους σαν ένας
από αυτούς. Άλλωστε, από το σύνολο των Μαγίστρων, τουλάχιστον έξι
σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης, πολεμώντας τους εχθρούς της
πίστης. Αφού είχε τακτοποιηθεί η προσωρινή διοίκηση του Ναού, οι
συγκεντρωμένοι επέλεγαν έναν που θα προήδρευε της διαδικασίας.

Μετά από μία νύχτα προσευχής, ο προεδρεύων μαζί με έναν


καθορισμένο σύντροφο, επέλεγαν δύο ακόμη αδελφούς και αυτοί οι
δύο άλλους δύο και ούτω καθεξής, έως ο αριθμός τους να φθάσει τους
δώδεκα προς τιμήν των δώδεκα αποστόλων. Με την προσθήκη ενός
ιερέα που ήταν ο ''Χριστός'' αυτού του ιδιότυπου ''Μυστικού Δείπνου'',
ο αριθμός των εκλεκτόρων γινόταν 13. Εξ αυτών οι οκτώ ήταν αδελφοί
ιππότες, οι τέσσερις σεργέντοι και ένας ιερέας. Γινόταν επίσης
προσπάθεια να αντιπροσωπεύονται επαρκώς όλες οι εθνικές ομάδες
που μετείχαν στο Ναό. Στη συνέχεια, οι εκλέκτορες συσκέπτονταν, έως
ότου καταλήξουν στο πρόσωπο του νέου μάγιστρου.

Συνήθως γινόταν προσπάθεια να επιτευχθεί ομοφωνία, αλλά σε


πολλές περιπτώσεις η πλειοψηφία ήταν αρκετή. Επίσης, κατά κανόνα
οι Μάγιστροι έπρεπε να υπηρετούν στην Ουτρεμέρ, αλλά και αυτός ο
Κανόνας σε αρκετές περιπτώσεις δεν ελήφθη υπόψη και εξελέγησαν
μάγιστροι από τα αρχηγεία της Δύσης. Παρά την ανεξαρτησία του
τάγματος, σε τουλάχιστον 7 περιπτώσεις -σε ένα σύνολο 24 Μεγάλων
Μαγίστρων- ο επικεφαλής του Ναού ήταν επιλογή τοπικών κοσμικών
αρχών, την οποία υιοθέτησαν (ή προκατέλαβαν) οι αδελφοί ιππότες.
Στην πραγματικότητα, σπάνια οι Ναΐτες αγνόησαν τις ρεαλιστικές
παραμέτρους της κοινωνίας στην οποία δραστηριοποιούνταν, παρά τη
θρυλούμενη άμετρη αλαζονεία τους.

Με άλλα λόγια, στόχος του τάγματος ήταν να έχει καλές σχέσεις με την
κοσμική εξουσία και για το λόγο αυτό συχνά επέλεγαν να
ικανοποιήσουν τις επιθυμίες των εκάστοτε ηγεμόνων της Ουτρεμέρ ή
των άλλων δυνάμεων που είχαν σχέση με το τάγμα. Αυτό συνήθως δεν
είχε ουσιαστική επίπτωση στη λειτουργία του τάγματος, καθώς
υπήρχαν επαρκείς δικλείδες ασφαλείας για αυταρχικούς Μάγιστρους
που δεν υπηρετούσαν τους σκοπούς του. Ωστόσο, σε ορισμένες
περιπτώσεις, όπως στην επιλογή του Γεράρδου ντε Ριντφόρ,
αποδείχτηκε ότι ήταν δυνατόν να έχει καταστροφικές συνέπειες. Βάσει
Κανόνα, η διαδικασία επιλογής ενός νέου Μάγιστρου κρατιόταν
αυστηρά μυστική και έτσι δεν υπάρχουν αρχεία για αυτές τις
συνεδριάσεις.

Αμέσως μετά το Μάγιστρο στην ταγματική ιεραρχία ήταν ο Σενεσάλος


(Seneschal). Επρόκειτο ουσιαστικά για τον αναπληρωτή Μάγιστρο, ο
οποίος στη μάχη κρατούσε το ασπρόμαυρο λάβαρο που μαζί με τον
κόκκινο σταυρό ήταν τα διακριτικά σήματα του τάγματος. Είχε και
αυτός μία σημαντική ακολουθία, αν και όχι τόσο μεγάλη όσο αυτή του
Μάγιστρου και σε ορισμένες περιπτώσεις ο Σενεσάλος, ως
εναλλακτικός πόλος δύναμης στην ιεραρχία του τάγματος,
χρησιμοποιούσε τη δύναμη του για να εξισορροπεί την εξουσία του
Μάγιστρου. Τρίτος τη τάξει, αν και σε πολλά ζητήματα δεύτερος μόνο
μετά το Μάγιστρο, ήταν ο Μαρεσάλος (Marshal), ο στρατιωτικός
διοικητής.
Στη μάχη, ο Μάγιστρος οδηγούσε τους αδελφούς, ωστόσο ο
Μαρεσάλος λειτουργούσε ως αρχηγός του επιτελείου. Ήταν
υπεύθυνος για τη διοίκηση των επιμέρους αξιωματικών, φρόντιζε τα
ζητήματα επιμελητείας, ήταν υπεύθυνος για τα πολύτιμα πολεμικά
άλογα και τις προμήθειες του τάγματος σε όπλα και εξοπλισμό και
γενικά απολάμβανε μίας θέσης εξαιρετικής ισχύος. Οι Μαρεσάλοι και
οι Σενεσάλοι ήταν κατά κανόνα οι πρώτες επιλογές στην εκλογή νέου
Μάγιστρου. Υψηλά στην ιεραρχία βρισκόταν και ο Διοικητής
(Commander) του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Επρόκειτο πρακτικά για
τον επικεφαλής διαχειριστή του τάγματος και οι δυνάμεις του ήταν
διαρθρωμένες έτσι ώστε να αποτελούν συμπλήρωμα αυτών του
Μάγιστρου.

Μάλιστα, ο Διοικητής ουσιαστικά ήλεγχε το Μάγιστρο και είναι


χαρακτηριστικό ότι ενώ ο ανώτερος αξιωματούχος του τάγματος είχε
το δικαίωμα να διαθέτει ένα κλειδωμένο χρηματοκιβώτιο σε ένα
δωμάτιο του αρχηγείου, τα κλειδιά του δωματίου αυτού βρισκόταν
στα χέρια του Διοικητή. O πέμπτος ''ισχυρός άνδρας'' του τάγματος
ήταν ο αξιωματικός επί των υφασμάτων (Draper), ο οποίος ήταν
υπεύθυνος για τις προμήθειες του τάγματος σε ενδύματα και άλλα
είδη πρώτης ανάγκης, ενώ είχε το καθήκον ελέγχου στην ενδυμασία
και στην εν γένει εικόνα των αδελφών του τάγματος.

Αυτοί οι πέντε αποτελούσαν τον ισχυρό πυρήνα της εξουσίας του


Ναού και κάτω από αυτούς διαρθρωνόταν η διοικητική αλυσίδα του
τάγματος. Εκ των σημαντικότερων αρχόντων του τάγματος στην
Ουτρεμέρ ήταν οι περιφερειακοί διοικητές, με πρώτο εξ αυτών το
διοικητή της πόλης της Ιερουσαλήμ και εν συνεχεία τους διοικητές της
Τρίπολης και της Αντιόχειας. Κάτω από αυτούς βρίσκονταν οι διοικητές
των υπόλοιπων οικισμών και κάστρων όπου είχαν παρουσία οι Ναΐτες,
ενώ υπήρχαν ακόμη ο Τουρκοπουλιέρος, ο επικεφαλής των
τουρκόπουλων του τάγματος, ο υπο-Μαρεσάλος και ο Σημαιοφόρος.
Οι δύο τελευταίοι προερχόταν από τη δεύτερη τάξη του τάγματος,
τους σεργέντους.

Οι υπόλοιποι ανώτατοι αξιωματούχοι του τάγματος ήταν αδελφοί


ιππότες. Οι μόνες άλλες ''υψηλές'' θέσεις που μπορούσε να καταλάβει
ένας σεργέντος ήταν αυτές του Μάγειρα (υπεύθυνος για τη σίτιση του
τάγματος), του Ιπποκόμου (υπεύθυνος για τα άλογα του τάγματος) και
η διοίκηση ενός κάστρου ή μιας μικρής γεωγραφικής περιφέρειας,
εφόσον δεν υπήρχε υπό τις διαταγές του κάποιος ιππότης. Αντίστοιχα
αξιώματα υπήρχαν και στην ιεραρχία των παραρτημάτων των Ναϊτών
στη Δύση, αφού κάθε περιφέρεια είχε το Διοικητή της, ενώ υπήρχαν
και οι Μάγιστροι της Δύσης που προΐσταντο των Διοικητών. Κάθε
ευρεία περιοχή είχε το Μάγιστρό της (Μάγιστρος της Γαλλίας, της
Αγγλίας κ.λπ.).

Οι αξιωματούχοι αυτοί ήταν ιεραρχικά κατώτεροι των ανώτερων


αξιωματούχων της Ανατολής. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα ενδελεχή
ιεραρχία, η οποία έδινε τη δυνατότητα στο τάγμα να λειτουργεί με τη
μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα κάτω από οποιεσδήποτε
συνθήκες.
H Καθημερινή Ζωή στο Ναό

Ανέκαθεν ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Ναΐτες και


τα ιπποτικά τάγματα εν γένει ήταν η δυσκολία προσαρμογής των
νεοεισερχόμενων. H δυσκολία αυτή αφορούσε τόσο στην προσαρμογή
στις απαιτήσεις της ζωής στους Αγίους Τόπους όσο και στην δυσκολία
κατανόησης από μέρους τους της περίπλοκης πραγματικότητας των
Λατινικών κρατών της Ουτρεμέρ. Τα πράγματα στην περίπτωση των
Ναϊτών γινόταν ακόμη δυσκολότερα εξαιτίας της εικόνας που είχαν οι
Δυτικοί για αυτούς. Αντίθετα με τους Οσπιτάλιους, που είχαν ξεκινήσει
ως ένα νοσοκομειακό τάγμα, οι Ναΐτες ήταν ένα καθαρά στρατιωτικό
τάγμα, δημιουργημένο εξ αρχής για να αντιπαρατεθεί εν όπλοις στους
''απίστους''.

H εικόνα του τάγματος ενισχυόταν από τα όσα έγραφαν για αυτό κατά
καιρούς οι διάφοροι Ευρωπαίοι λόγιοι που ερχόταν σε επαφή με το
Ναό ή είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν με τα ίδια τους τα μάτια τα
κατορθώματα των λευκοντυμένων ιπποτών με τον κόκκινο σταυρό.
Ύμνοι για τους ''Στρατιώτες του Χριστού”''που ''έπεφταν πάνω στους
άπιστους σαν λύκοι, ακόμη και αν ήταν μία χούφτα ενάντια σε
μυριάδες'', ακούγονταν στους νεαρούς βλαστούς της
δυτικοευρωπαϊκής ιπποσύνης ως επιβεβαίωση ότι κάπου υπάρχουν
και δρουν πραγματικοί ιππότες, οι οποίοι δε σταματούν μπροστά σε
τίποτε για να κερδίσουν δόξα και τιμή, πολεμώντας τους εχθρούς του
Σταυρού.

H πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική, αλλά έως ότου


συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συμβαίνει, οι ορμητικοί νεόφερτοι
είχαν ήδη υποπέσει σε πολλά ατοπήματα. Συχνά αυτά απέβαιναν
μοιραία για τη ζωή του νεαρού Ναΐτη, παρότι οι παλιότεροι αδελφοί
προσπαθούσαν πάντα να ενσταλάξουν την πειθαρχία του τάγματος
στα νέα μέλη. Οι δυσκολίες της ζωής στην Ουτρεμέρ την εποχή εκείνη
ήταν πολλές και σημαντικές. Οι Ευρωπαίοι που δεν είχαν γεννηθεί
στην περιοχή αντιμετώπιζαν σοβαρότατα προβλήματα στη διαβίωσή
τους. Συνηθισμένοι στα ήπια καλοκαίρια της Δ. Ευρώπης, με τον
ερχομό τους αντιμετώπιζαν την τρομερή ζέστη και υγρασία που είναι
ενδημική στη M. Ανατολή.

H αναγκαιότητα αλλαγής των συνηθειών ως προς την ενδυμασία, ήταν


επιτακτική. Αλλωστε, ο Ναός ήταν το μοναδικό θρησκευτικό τάγμα της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που είχε κερδίσει το δικαίωμα να εκχωρεί
στα μέλη του ελαφρά λινά πουκάμισα για να τα φορούν τους
καλοκαιρινούς μήνες. Οι αλλαγές ήταν ακόμη πιο εμφανείς στον
καθημερινό τρόπο ζωής και στο φαγητό. Οι δυτικοί είχαν υιοθετήσει
πολλές από τις συνήθειες των Ανατολιτών, τόσο στο φαγητό όσο και
στην εμφάνιση και στην καθημερινή ζωή. Τα φαγητά που
απολάμβαναν οι Λατίνοι της Ουτρεμέρ λίγο διέφεραν από τα
αντίστοιχα των Μεσανατολιτών και ουδεμία σχέση είχαν με αυτά που
έτρωγαν στην Ευρώπη.

Για να συνηθίσουν την άφθονη χρήση ελαιόλαδου και καρυκευμάτων,


οι Ευρωπαίοι χρειάζονταν μήνες ή και χρόνια. Τα μικρά, καθημερινά
ζητήματα ήταν μόνο η μία όψη των προβλημάτων προσαρμογής των
νέων Ναϊτών. H σοβαρότερη ήταν η προσαρμογή στη στρατιωτική και
πολιτική πραγματικότητα της Ουτρεμέρ. Οι νεοφερμένοι ήταν, ήδη
πριν αναχωρήσουν από την Ευρώπη, απολύτως πεπεισμένοι ότι με το
που θα έφθαναν στη M. Ανατολή θα ζώνονταν τα άρματά τους και θα
έπεφταν πάνω στους απίστους, για να τους σφάξουν και να κερδίσουν
δόξα και τιμή. Ωστόσο η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική.

Ακόμη και ο τρόπος διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη


M. Ανατολή - πολλές, συχνές, επιδρομές μικρής κλίμακας και σπάνια
μεγάλες μάχες -ήταν διαφορετικός από αυτόν της Ευρώπης, όπου
επιδιωκόταν η ''αποφασιστική μάχη''. H αναγκαιότητα συμβίωσης
κατά το δυνατόν ειρηνικά, με κάποιους έστω από τους
Μουσουλμάνους ήταν δεδομένη, τουλάχιστον μετά τη B' Σταυροφορία
και οι Ναΐτες, τους οποίους χαρακτήριζε ο ρεαλισμός, υπήρξαν
πρωτοπόροι σε αυτό τον τομέα. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι οι
Ναΐτες δεν ήταν πιστοί στο πλαίσιο που είχε τεθεί με την πράξη
ίδρυσης τους, δηλαδή τον Κανόνα, στο οποίο δεσμευόταν κάθε
νεοεισερχόμενος κατά τη διάρκεια της τελετής υποδοχής του.
O νέος Ναΐτης ορκιζόταν, πέρα από τα να παραμένει αγνός και φτωχός,
να ''βοηθά στο μέτρο των δυνατοτήτων του για τη διατήρηση των
κτήσεων (των Χριστιανών) στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ και κατάκτηση
εκείνων που δεν είχαν αποκτηθεί ακόμη''. Μ' αυτή την προϋπόθεση
αναχωρούσαν για τους Αγίους Τόπους οι νεαροί Ναΐτες. Παρά τις
προσπάθειες των παλιότερων να τους νουθετήσουν, ώστε να
κατανοήσουν ότι η καθημερινότητα του τάγματος δεν ήταν συνεχείς
μάχες και σφαγές, στις περισσότερες περιπτώσεις οι νεαροί Ναΐτες δεν
ήταν εύκολο να αποβάλουν την εικόνα που είχαν σχηματίσει πριν από
την είσοδο τους στο τάγμα. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν απέβαλαν αυτές
τις βλαβερές για το τάγμα συνήθειες ούτε μετά από πολλά χρόνια
στους Αγίους Τόπους.

Μία χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας αντιμετώπισης ήταν ο


Μεγάλος Μάγιστρος την εποχή του Χαττίν, Γεράρδος του Ριντφόρ. O
ορμητικός Φλαμανδός είχε προσχωρήσει στους Ναΐτες για λάθος
λόγους, δηλαδή εξαιτίας της αδυναμίας του να εξασφαλίσει ένα
φέουδο από τον κόμη της Τρίπολης. Αν και κατόρθωσε να αναρριχηθεί
γρήγορα στην ιεραρχία του Ναού, φαίνεται ότι ουδέποτε ''απέβαλε'' τη
νοοτροπία του νεοφώτιστου. Αυτό έμελλε να έχει τραγικές συνέπειες,
ιδιαίτερα όταν αντάμωσε με άλλους δύο τυχοδιώκτες, το Ρεϋνάλδο
του Σατιλλιόν και τον Γκυ ντε Λουζινιάν, στην ηγεσία των Χριστιανών.

Βεβαίως η πλειονότητα των Μαγίστρων δεν ήταν σαν τον Ριντφόρ,


αντίθετα ήταν ιππότες ''ψημένοι'' στη σκληρή πραγματικότητα της
Ουτρεμέρ, που γνώριζαν πολύ καλά την πολιτική και κοινωνική
πραγματικότητα και έπρατταν αναλόγως. Γι' αυτό άλλωστε συνήθως
επιλέγονταν μάγιστροι από την Ανατολή. Ωστόσο δεν μπορούσαν σε
καμία περίπτωση να αγνοήσουν ότι ο ρόλος του τάγματος ήταν
ακριβώς να αποτελεί την ''πρώτη γραμμή άμυνας'' του Χριστιανισμού
ενάντια στους Μουσουλμάνους, αλλά και την αιχμή του δόρατος στις
επιθετικές προσπάθειες των Χριστιανών. H παρουσία των Ναϊτών στις
μάχες στις οποίες έλαβαν μέρος, δείχνει ανάγλυφα ότι τιμούσαν και με
το παραπάνω το ρόλο τους.

Όμως όταν οι λευκοντυμένοι ιππότες δεν ζώνονταν τα αμφίστομα


σπαθιά τους για να πάνε στη μάχη, ήταν δεινοί διπλωμάτες που
διατηρούσαν σχέσεις με πολλούς Μουσουλμάνους ηγεμόνες.

H Ημέρα Ενός Ναΐτη

H καθημερινότητα του Ναΐτη είχε πολλές ομοιότητες με αυτή ενός


μοναχού σε οποιοδήποτε μοναστικό τάγμα, αν και οι διαφορές ήταν
εξίσου πολλές. Οι αδελφοί ξεκινούσαν την ημέρα τους με την
παρουσία στον όρθρο, ο οποίος τους καλοκαιρινούς μήνες θα πρέπει
να ξεκινούσε γύρω στις 4 το πρωί. Οι υπόλοιπες ακολουθίες που
λάμβαναν χώρα σε κάθε ναϊτικό αρχηγείο, όπως επέβαλλε το καθολικό
τυπικό, ακολουθούσαν στις 6, στις 8 και στις 11.30. Οι Ναΐτες
καλούνταν στο παρεκκλήσι με τον ήχο μίας καμπάνας και οι μόνοι που
είχαν δικαίωμα να μην προσέλθουν ήταν οι τραυματίες και οι
ασθενείς. Μεταξύ του όρθρου και της λειτουργίας των 6, ο Ναΐτης είχε
δικαίωμα να κοιμηθεί λίγο, εφόσον είχε εκπληρώσει τα λατρευτικά
καθήκοντά του.
Σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν κατάχρηση αυτού του προνομίου,
όπως φαίνεται από ορισμένες πηγές, με αποτέλεσμα να γίνονται
συστάσεις στους αδελφούς που παρασπονδούσαν. H παρουσία των
Ναϊτών στις λειτουργίες δεν ήταν μόνο απαραίτητη για λόγους
λατρευτικούς, αλλά και για καθαρά πρακτικούς: οι διαταγές της
ημέρας και τυχόν ενημερώσεις, γινόταν αμέσως μετά το πέρας των
λειτουργιών στους αδελφούς που ήταν παρόντες. O Ναΐτης ήταν
υποχρεωμένος πριν από το μεσημέρι να έχει απαγγείλει 60 φορές το
Πάτερ Ημών. Μετά την τελευταία λειτουργία, οι Ναΐτες γευμάτιζαν.
Κατά κανόνα, πρώτα κάθονταν στο τραπέζι οι ιππότες και όταν αυτοί
τέλειωναν, κάθονταν οι υπόλοιποι.

Οι Ναΐτες ήταν υποχρεωμένοι να τρώνε σε απόλυτη σιωπή, καθώς


αυτό επιβαλλόταν από τον Κανόνα. Μόνο ένας αδελφός έψελνε κατά
τη διάρκεια του γεύματος, ενώ αν υπήρχε διαθέσιμος ιερέας, είχε ως
αποστολή να ευλογήσει το τραπέζι και τους συμμετέχοντες. Μετά τον
εσπερινό, που ξεκινούσε στις 6 το απόγευμα, οι Ναΐτες λάμβαναν το
δείπνο τους. Μια και αναφερθήκαμε στο φαγητό, να σημειώσουμε ότι
η παρουσία των αδελφών ήταν υποχρεωτική και σε καμία περίπτωση
δεν επιτρεπόταν να σηκωθούν από το τραπέζι πριν ολοκληρωθεί το
γεύμα ή το δείπνο εκτός από περίσταση εκτάκτου ανάγκης, εφόσον
χρειαζόταν να αντιμετωπιστεί εχθρική επίθεση, ή διαπιστωνόταν ότι
υπήρχε πρόβλημα με τα άλογα.

Μετά το πέρας του φαγητού, οι αδελφοί έπιναν συνήθως νερωμένο


κρασί. Σε αυτές τις σύντομες βραδινές κρασοκατανύξεις τους οφείλουν
οι Ναΐτες τα καυστικά σχόλια περί κραιπάλης που τους συνόδευαν επί
μακρόν. Αλλά σε αυτό το σημείο οι Ναΐτες λίγο διαφοροποιούνταν από
άλλα μοναστικά τάγματα της εποχής, καθώς στα περισσότερα
μοναστήρια η κατανάλωση οίνου ήταν η μόνη ''επιτρεπόμενη
αμαρτία'', αρκεί βεβαίως να μην κατέληγε σε μέθη. H διατήρηση
αυτού του καθημερινού τυπικού ήταν αδύνατη όταν οι Ναΐτες
βρίσκονταν σε εκστρατεία, κάτι που συνέβαινε αρκετά συχνά, αφού οι
επιδρομές στα εδάφη των απίστων, η συνοδεία προσκυνητών ή οι
εξορμήσεις για αντιμετώπιση Μουσουλμανικών επιδρομών ήταν
τακτικές.

Σ' αυτές τις περιπτώσεις, οι Ναΐτες ως ''υποκατάστατο'' των


λειτουργιών απάγγειλαν το Πάτερ Ημών όσες φορές καθόριζε ο
επικεφαλής τους. Γενικότερα γινόταν προσπάθεια, τουλάχιστον
θεωρητικά, να τηρείται το τυπικό της καθημερινότητας των μοναχών -
ιπποτών και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Αυτό γινόταν όχι μόνο
για λόγους πίστης, αλλά για τη διατήρηση της πειθαρχίας και της
συνοχής μεταξύ των αδελφών. Άλλωστε, το τάγμα σε εκστρατεία ήταν
ένας κανονικός στρατός και μάλιστα πρωτοπόρος στην εποχή του. Δεν
ήταν δυνατό να χαλαρώσει η αυτοσυγκέντρωση των αδελφών και να
αφεθούν οι -επιρρεπείς, λόγω πρότερου βίου- ιππότες δίχως τα δεσμά
της περίφημης πειθαρχίας του τάγματος.

Οι Ναΐτες διέφεραν ριζικά από τους ''κανονικούς'' μοναχούς στο θέμα


της νηστείας. Ελάχιστες ήταν οι επίσημες ημέρες νηστείας τις οποίες
είχαν υποχρέωση να τηρούν οι Ναΐτες. Σχετικές εξαιρέσεις
αναφέρονται ρητά στον Κανόνα του τάγματος και αυτό είναι
ολοφάνερα ένα μέτρο που ελήφθη για να μην αποδυναμώνονται οι
ιππότες και οι σεργέντοι ενόψει των δύσκολων πολεμικών καθηκόντων
τους. Για τον ίδιο λόγο, οι Ναΐτες έτρωγαν αρκετές φορές τη βδομάδα
κρέας, αντίθετα με τους μοναχούς που περιορίζονταν σε μία ή δύο.
Ένα μεγάλο ζήτημα για τα μοναστικά τάγματα εν γένει, ήταν ο τρόπος
με τον οποίο παροτρύνονταν οι αδελφοί να περνούν τον ελεύθερο
χρόνο τους.

H Εκκλησία γενικά θεωρούσε τον ελεύθερο χρόνο ως ''πρόξενο κακών''


και ''αμαρτιών'', ενώ η αργία, σύμφωνα πάντα με τις επιταγές των
εκκλησιαστικών αρχών, ήταν ιδιαίτερα κακή για τους ανθρώπους που
είχαν αφιερώσει τους εαυτούς τους στην υπηρεσία του Θεού, δηλαδή
τους μοναχούς. Αυτό γίνεται φανερό από τον Κανόνα των Βενεδικτίνων
μοναχών, με τον οποίο οι αδελφοί μοναχοί καλούνται να περνούν τον
ελεύθερο χρόνο μεταξύ των ακολουθιών εργαζόμενοι σκληρά για το
καλό της μονής και της εκκλησίας. Αντίθετα, οι Ναΐτες δεν είχαν να
κάνουν σκληρές, χειρωνακτικές εργασίες, αφού αυτές τις είχαν
αναλάβει οι ''κατώτερες τάξεις'' του τάγματος.

Ενθαρρύνονταν λοιπόν να καταγίνονται με ασχολίες που έχουν να


κάνουν με την κύρια ιδιότητά τους, αυτήν του πολεμιστή, να ελέγχουν
τον εξοπλισμό τους, να φροντίζουν τα όπλα, τις πανοπλίες και τα
άλογά τους, να στήνουν σκηνές και καταλύματα εφόσον βρίσκονται σε
εκστρατεία ή ''να κάνουν οτιδήποτε αρμόζει στη λειτουργία τους'',
όπως αναφέρει ο Κανόνας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, βάσει του
Κανόνα, χρόνος για την εξάσκηση των αδελφών στα όπλα, δεν
προβλέπεται. Ωστόσο είναι παράξενο κάτι τέτοιο, αφού η δυνατότητα
των ιπποτών να υπερασπιστούν τη χριστιανοσύνη εξαρτιόταν ακριβώς
από την επιδεξιότητά τους με αυτά τα όπλα.

Παρότι οι ιππότες δεν εισέρχονταν στο τάγμα παρά μόνο ως ενήλικοι


άνδρες, δηλαδή έχοντας αποκτήσει μία ''ιπποτική'' εκπαίδευση και
επιδεξιότητα στα όπλα της εποχής, θεωρείται απίθανο να μπορούν να
διατηρούν εσαεί αυτές τις δεξιότητες δίχως τακτική εξάσκηση. Και
σίγουρα τις διατηρούσαν, αφού οι εξαιρετικές ικανότητες των Ναϊτών
στη χρήση πάσης φύσης όπλων ήταν τέτοιες ώστε να προκαλέσουν
πλήθος αναφορών σε πολλές μεσαιωνικές πηγές.

Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η διφορούμενη διατύπωση


''να κάνουν οτιδήποτε αρμόζει στην λειτουργία τους'', φαίνεται ότι
τους άφηνε το ελεύθερο να εξασκούνται στα πολεμικά πράγματα,
κατά πάσα πιθανότητα ακόμη και στα πολεμικά παιχνίδια που τόσο
διαδεδομένα ήταν μεταξύ των ιπποτών την εποχή αυτή. Εξ αυτών το
πλέον διαδεδομένο ήταν οι έφιππες μονομαχίες, οι ''κονταρομαχίες''
(jousting) που θεωρούνταν μαζί με το κυνήγι οι κύριες ασχολίες των
ευγενών της Ευρώπης.

H Πορεία του Ναΐτη


Από την ημέρα εισόδου του στο τάγμα, ο Ναΐτης δεν είχε πλέον
προσωπική ζωή ούτε ήταν κύριος του εαυτού του. Αντίθετα, ήταν
''υπηρέτης και δούλος'' του Ναού, ζούσε κοινοβιακά με τους άλλους
μοναχούς - ιππότες και όφειλε να βάζει το τάγμα και την υπεράσπιση
της Χριστιανοσύνης πάνω από κάθε προσωπικό συμφέρον. Οι αδελφοί
αφότου γίνονταν δεκτοί και εφόσον ήταν ιππότες, περνούσαν ένα
διάστημα -μεγάλο ή μικρό- στα αρχηγεία της Δύσης. Μάθαιναν το
τυπικό του Ναού, γινόταν προσπάθεια να τους ενσταλάξουν πειθαρχία
και ενημερώνονταν για το μέγεθος και τη δύναμη του οργανισμού τον
οποίο υπηρετούσαν.

Ανάλογα με τις ανάγκες που υπήρχαν στους Αγίους Τόπους, οι αδελφοί


στέλνονταν στην Ανατολή για να υπηρετήσουν στο δύσκολο μέτωπο
που είχε ανοίξει ο Χριστιανικός κόσμος με το Μουσουλμανικό. Στις
περισσότερες περιπτώσεις, όταν δεν διαταράσσονταν η ''φυσιολογική''
νόρμα απωλειών στην Ουτρεμέρ, υπήρχε μία σταθερή ροή αδελφών
που είχαν κάποια υπηρεσία (1 - 2 χρόνια ή και περισσότερο) στο
τάγμα. Όμως όταν υπήρχε ανάγκη, ακόμη και νεοσύλλεκτοι στέλνονταν
στην Ανατολή αμέσως μετά τους όρκους τους. Αναλάμβαναν εκεί οι
έμπειροι και ''ψημένοι'' στις δυσκολίες της Ουτρεμέρ αδελφοί της
Ανατολής να τους μυήσουν στις ιδιαιτερότητες του τάγματος και της
αποστολής που είχαν αναλάβει.

Μία άλλη περίσταση στην οποία νεαροί αδελφοί που δεν είχαν επί της
ουσίας ενημερωθεί επαρκώς στέλνονταν στους Αγίους Τόπους ήταν
όταν ξεκινούσε μία νέα σταυροφορία. Είναι εντυπωσιακό ότι οι
αδελφοί της Δύσης που δεν είχαν πρότερη εμπειρία, κατόρθωναν να
ξεχωρίζουν μεταξύ των σταυροφορικών δυνάμεων και να αποτελούν
το μοναδικό πειθαρχημένο και αξιόμαχο κάτω από όλες τις συνθήκες
τμήμα τους. Αν και τα ποσοστά θνησιμότητας των Ναϊτών στη μάχη
ήταν ιδιαίτερα υψηλά, υπήρχε πάντα η περίπτωση ένας αδελφός να
κατορθώσει να φθάσει σε προχωρημένη ηλικία υπηρετώντας το
τάγμα.

Σ' αυτή την περίπτωση και εφόσον δεν ήταν πλέον σε θέση να
προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες, υποχρεωνόταν να παραδώσει τα
όπλα του και τα πολεμικά άλογά του στους υπεύθυνους του τάγματος,
οι οποίοι του χορηγούσαν ένα ήρεμο άλογο ιππασίας για τις ανάγκες
μεταφοράς του. Οι γηραιοί αδελφοί ενθαρρύνονταν να
συμπεριφέρονται με ιδανικό για ένα Ναΐτη τρόπο, ώστε να αποτελούν
ζωντανό παράδειγμα για τους νεότερους αδελφούς. Σε πολλές
περιπτώσεις, ένας αδελφός περασμένης ηλικίας στελνόταν πίσω στη
Δύση, όπου περνούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του υποδεχόμενος
νέους αδελφούς και επιτηρώντας την περιουσία του τάγματος.
Ποινές και Τιμωρίες

H πειθαρχία σε οποιονδήποτε στρατό και σε κάθε εποχή επιβάλλεται


από ένα προσεκτικά οργανωμένο πλαίσιο τιμωριών και ανταμοιβών,
που έχουν σχεδιαστεί για να ισορροπούν τις δυσχέρειες της
στρατιωτικής ζωής και να αποθαρρύνουν την ''αρνητική''
συμπεριφορά, ενθαρρύνοντας παράλληλα έναν τρόπο δράσης που
είναι επωφελής για το σύνολο. Αναλογιζόμενοι ότι το τάγμα των
φτωχών ιπποτών του Χριστού ήταν ένα γέννημα της Μεσαιωνικής
κοινωνίας, είναι εντυπωσιακό το πόσο καλά οργανωμένο ήταν το δικό
τους δίκτυο ανταμοιβών - τιμωριών. H έμφαση ήταν, βεβαίως, στις
τιμωρίες, οι οποίες δρούσαν αποτρεπτικά και προληπτικά, αφού
στόχος ήταν να μη χρειαστεί να εφαρμοστούν.

Εφόσον όμως ένας αδελφός παρέβαινε τους κανόνες, η τιμωρία ήταν


άμεση, σκληρή και αποτελεσματική. H σημαντικότερη ήταν η
αποπομπή από το τάγμα, η ''απώλεια του Οίκου'' όπως λεγόταν. Εννιά
παραπτώματα επέσυραν τη βαρύτατη αυτή ποινή: σιμωνία, φόνος
ενός Χριστιανού (άνδρα ή γυναίκας), κλοπή και ληστεία, αποκάλυψη
των μυστικών του τάγματος σε μη ταγματικούς, έξοδος από ένα
κλειστό κάστρο ή οίκο του τάγματος από θύρα άλλη από την
καθορισμένη, συνωμοσία ενάντια σε άλλους αδελφούς του τάγματος,
υιοθέτηση αιρετικών πεποιθήσεων, αποσκίρτηση στους
''Σαρακηνούς'', εγκατάλειψη του λάβαρου του τάγματος κατά τη
διάρκεια της μάχης.

Αυτά τα ''εννιά θανάσιμα αμαρτήματα'' είναι εκείνα που είχαν


καταγραφεί στις πρώτες εκδόσεις του Κανόνα. Αργότερα, η έξοδος από
ένα κλειστό κάστρο ή σπίτι ενσωματώθηκε στην γενική κατηγορία των
κλοπών ή ληστειών και προστέθηκε στις 8 κατηγορίες μία άλλη, ο
σοδομισμός, ίσως ως απάντηση του τάγματος στις φήμες περί
ομοφυλοφιλικών πρακτικών μεταξύ των Ναϊτών. H δικαιοσύνη του
τάγματος, ήταν αμείλικτη ακόμη κι αν ο παραβάτης ήταν ένα σημαίνον
στέλεχός του. Επιβιώνουν έως τις μέρες μας διάφορες μαρτυρίες για
τιμωρίες που επιβλήθηκαν σε μέλη που είχαν παρασπονδήσει.

Για παράδειγμα, τρεις αδελφοί είχαν σκοτώσει Χριστιανούς εμπόρους


στην Αντιόχεια και το τάγμα τους απέβαλε από τις τάξεις του και τους
επέβαλε μία τρομερή τιμωρία: τους μαστίγωσαν στους δρόμους της
Αντιόχειας, της Τρίπολης, της Τύρου και της Άκρας και στη συνέχεια
τους αλυσόδεσαν στα μπουντρούμια του κάστρου Σατώ Πελερέν, όπου
απεβίωσαν. H αποπομπή από το Ναό για ένα μέλος του τάγματος
σήμαινε πολύ περισσότερα από την απλή απομάκρυνσή του από την
κοινότητα των ενόπλων μοναχών. Κατ' αρχάς, τα μέλη του Ναού ήταν
υποκείμενοι μίας ιδιότυπης ασυλίας. Τα εγκλήματά τους δεν
δικάζονταν από λαϊκά ή θρησκευτικά δικαστήρια αλλά από αδελφούς
του Ναού.

Και εφόσον δεν ενέπιπταν σε κάποια από τις ''εννέα θανάσιμες


αμαρτίες'', ήταν σχετικά εύκολο να αποφύγουν την τιμωρία ή να
τιμωρηθούν με σχετική επιείκεια. Με την απώλεια του Οίκου, αυτή η
επιείκεια δεν ίσχυε πλέον. Αλλά το ότι ένας αδελφός εκδιωκόταν από
το τάγμα δεν σημαίνει ότι ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι επιθυμεί με τη
ζωή του. Αντίθετα, με δεδομένο ότι οι όρκοι που τον έδεναν με το
τάγμα ήταν ακόμη ισχυροί, υποχρεωνόταν να εισέλθει σε ένα
''αυστηρότερο τάγμα''. Με τον όρο ''αυστηρότερο'' υπονοούνταν
σαφώς ένα καθαρά μοναστικό τάγμα, όπου ο έκπτωτος Ναΐτης έπρεπε
να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του.

Αντίθετα, αποθαρρυνόταν η είσοδος σε κάποιο άλλο ιπποτικό τάγμα


και μάλιστα οι Ναΐτες είχαν προχωρήσει σε ειδικές συμφωνίες με τους
Ιωαννίτες και τους Λαζαρίτες ώστε να μη δέχονται έκπτωτους Ναΐτες.
Καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι αποπεμφθέντες αδελφοί
επιθυμούσαν να επανέλθουν στην κοσμική ζωή, το τάγμα συχνά
χρειαζόταν να τους ''πείσει''. Μία διαδεδομένη μέθοδος τέτοιας
''πειθούς'', ήταν η φυλάκισή τους μέχρις ότου αποφασίσουν να
συμμορφωθούν και να ενταχθούν με τη θέλησή τους σε κάποιο
μοναστικό τάγμα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις το ίδιο το τάγμα του


Ναού χρησιμοποιούνταν ως ''τόπος τιμωρίας'' μοναχών ή μελών άλλων
ταγμάτων που είχαν παρασπονδήσει και θεωρείτο ότι είχαν ανάγκη
συμμόρφωσης. Στους Ναΐτες είχαν σταλεί αρκετά μέλη άλλων,
λιγότερο αυστηρών, ιπποτικών ταγμάτων, ακόμη και καθαρά
μοναστικών, όπως των Φραγκισκανών.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ

Παρά την απώλεια της Αραγωνίας το τάγμα συνέχισε να


αναπτύσσεται. Στους Αγίους Τόπους οι Ναΐτες είχαν αποκτήσει
σημαντικές θέσεις όπου κατασκεύασαν ισχυρά κάστρα. Στον Νότο το
τάγμα τους κατείχε την πόλη της Γάζας, ένα από τα σημαντικά λιμάνια
της περιοχής, σε στρατηγικής σημασίας περιοχή η οποία έλεγχε την
επικοινωνία ανάμεσα στην Παλαιστίνη και στη βόρεια Αίγυπτο. Στη
Συρία διέθετε μια εκτεταμένη βάση. Μια σειρά από κάστρα των
Ναϊτών φύλασσε τα περάσματα ανάμεσα στο Πριγκιπάτο της
Αντιόχειας και στην περιοχή της Κιλικίας. Ετσι το τάγμα υπεράσπιζε το
δεύτερο σε σημασία σταυροφορικό κράτος και διέθετε μια σχεδόν
αυτόνομη ηγεμονία.

Στην περιοχή του Λιβάνου κατείχε το λιμάνι της Τορτόσας, όπου έκτισε
νέα πόλη μετά την καταστροφή της προηγούμενης από τους
μουσουλμάνους και την οχύρωσε με εντυπωσιακά τείχη και ένα
εξαιρετικά ισχυρό κάστρο, το οποίο δέσποζε στην παραλία. Η Τορτόσα
εκτός από στρατιωτική βάση για την υπεράσπιση της λιβανικής ακτής
ήταν και σπουδαίο εμπορικό λιμάνι, τα έσοδα του οποίου
αποτελούσαν σημαντική ενίσχυση για τα ταμεία του τάγματος. Οι
Ναϊτες κατείχαν κάστρα και στην ενδοχώρα του Λιβάνου, όπου τα
εδάφη του γειτόνευαν με τους οικισμούς των Ασσασίνων, οι οποίοι
είχαν δημιουργήσει έναν θύλακα μέσα στην κατεχόμενη από τους
Χριστιανούς περιοχή.

Η γειτνίαση με την παράξενη αυτή αίρεση φανατικών Μουσουλμάνων


συνοδευόταν συχνά από ένταση. Οι Ναΐτες προσπαθούσαν πάντα να
επιβάλλουν και στις υπόλοιπες Χριστιανικές δυνάμεις την εχθρότητα
προς τους Ασσασίνους. Η στάση τους προκάλεσε το ναυάγιο πολλών
προσπαθειών που κατέβαλαν οι βασιλείς της Ιερουσαλήμ για
συνεργασία με τους αρχηγούς της αίρεσης εναντίον των κοινών τους
αντιπάλων, των Τούρκων της Συρίας. Κάστρα του Τάγματος των
Ναϊτών υπήρχαν και στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, σε στρατηγικής
σημασίας σημεία, τα οποία οι ιππότες είχαν καταλάβει και οχυρώσει
για να προστατεύουν τους δρόμους που χρησιμοποιούσαν οι
προσκυνητές.

Η κατοχή των κάστρων συνεπαγόταν και την εκμετάλλευση της


περιοχής γύρω από αυτά. Το τάγμα διέθετε μεγάλες καλλιεργήσιμες
εκτάσεις μαζί με τους μύλους και τα υπόλοιπα εργαστήρια που
βρίσκονταν σε αυτές. Χάρη στην τεράστια ακίνητη περιουσία του
στους Αγίους Τόπους και στη δυτική Ευρώπη, τις γενναιόδωρες
εισφορές των πιστών και τη χρηματοπιστωτική του δραστηριότητα το
τάγμα εξελίχθηκε σε έναν από τους ισχυρότερους οικονομικούς
οργανισμούς. Κέντρο της διοίκησης του τάγματος ήταν το τέμενος του
Αλ Ακτσά στην Ιερουσαλήμ. Εκεί διέμενε ο μεγάλος μάγιστρος και
φυλασσόταν το αρχείο του τάγματος.

Στα υπόγεια του κτιρίου βρίσκονταν οι στάβλοι των Ναϊτών, για τους
οποίους ένας Γερμανός προσκυνητής είχε υπολογίσει ότι μπορούσαν
να στεγάσουν 2.000 άλογα και 1.500 καμήλες. Επειδή στον ίδιο χώρο
έπρεπε να υπάρχουν καταλύματα για τους ιπποκόμους και ίσως για
φτωχούς προσκυνητές, στην πραγματικότητα οι περίφημοι αυτοί
στάβλοι θα πρέπει να φιλοξενούσαν περίπου πεντακόσια άλογα,
αριθμό εντυπωσιακό για τα δεδομένα της εποχής και αποκαλυπτικό
για τη δύναμη του τάγματος. Τα άλογα αυτά δεν ήταν όλα πολεμικά,
ούτε προορίζονταν για χρήση αποκλειστικά από τους ιππότες, καθώς
το τάγμα διέθετε και έφιππους σεργέντες, μαχητές ελαφρύτερα
οπλισμένους από τους ιππότες μοναχούς.

Μεταξύ των ελαφρύτερα οπλισμένων τμημάτων υπήρχαν και οι


Τουρκόπουλοι, μαχητές με Μουσουλμανική καταγωγή που είχαν
προσηλυτισθεί στον Χριστιανισμό και αποτελούσαν μια ευέλικτη
δύναμη ιππικού. Η μεγάλη δύναμη του τάγματος το είχε μετατρέψει σε
έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες στα σταυροφορικά κράτη και
πολλές φορές η ηγεσία του ήλθε σε σύγκρουση με τους τοπικούς
ηγεμόνες. Σε πολλές περιπτώσεις το τάγμα κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε
τη δική του εξωτερική πολιτική, πολλές φορές σε βάρος του κοινού
συμφέροντος των Χριστιανών, επηρεαζόμενο από τις οικονομικές
σχέσεις που είχε αναπτύξει με τους Μουσουλμάνους, την άμετρη
αναζήτηση νέων εδαφών και τον ανταγωνισμό με το Τάγμα των
Ιωαννιτών.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Τυπικό - Κανόνας και Εμφάνιση

H ιδέα ότι η λειτουργία ενός μοναστικού τάγματος θα πρέπει να


βασίζεται σε συγκεκριμένες αρχές και κανόνες, που θα είναι σαφώς
διατυπωμένοι και ιεραρχημένοι, είναι παλιά όσο και τα ίδια τα
μοναστικά τάγματα. Το Τάγμα του Ναού του Σολομώντα, με όλες τις
ιδιαιτερότητές του, ήταν ένα μοναστικό τάγμα και ως εκ τούτου
χρειαζόταν εξαρχής συγκεκριμένο Κανόνα λειτουργίας. Στην
πραγματικότητα, τα πρώτα, ''ανεπίσημα'' χρόνια του -πριν δηλαδή από
τη σύνοδο του Τρουά- κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε Κανόνα ή
βασιζόταν σε μία σειρά από αρχές, που είχαν διατυπωθεί από τα
πρώτα μέλη του. Βεβαίως, το γεγονός ότι ουδείς εξ αυτών των
πιονέρων του τάγματος είχε πρότερη μοναστική εμπειρία ή πλήρη
εκκλησιαστική εκπαίδευση υποδεικνύει ότι κατά πάσα πιθανότητα η
αρχική σύνθεση του Κανόνα ήταν μάλλον χαλαρή και ίσως ούτε καν
δεσμευτική...

Υπάρχουν βέβαια ορισμένα στοιχειώδη σημεία τα οποία ήταν παρόντα


εξαρχής και αποτελούσαν βασική προϋπόθεση συμμετοχής στο τάγμα:
οι όρκοι πενίας και αγνότητας. Όμως ενόψει της συνόδου του Τρουά,
όπου οι Ναΐτες θα έπρεπε να πετύχουν την αναγνώρισή τους από ένα
σώμα λεγάτων του Πάπα και ιερωμένων των υψηλότερων βαθμίδων,
ένας πραγματικός Κανόνας ήταν απαραίτητος. H σύνοδος θα έδινε
στον ποντίφικα το ''πράσινο φως'' ώστε στη συνέχεια οι Ναΐτες να
αποσπάσουν την παπική Βούλα που θα τους καθιστούσε και επίσημα
μοναστικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό οι
Ναΐτες χρειάστηκε να δημιουργήσουν έναν Κανόνα. Βεβαίως, οι Ναΐτες
δεν ήταν διανοούμενοι.

Ενδεχομένως μεταξύ τους δεν βρισκόταν ούτε ένας εγγράμματος,


καθώς τα ποσοστά αναλφαβητισμού μεταξύ των ιπποτών ήταν έως και
90% εκείνη την εποχή. Μόνο όσοι ευγενείς ήταν προορισμένοι για
εκκλησιαστική καριέρα ελάμβαναν πλήρη μόρφωση και από τους
υπόλοιπους η συντριπτική πλειονότητα δεν γνώριζαν καν να γράφουν
και να διαβάζουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχές του Κανόνα
διατυπώθηκαν προφορικά από τον Ούγο ντε Παγιέν μπροστά στην
εκλεκτή ομήγυρη της Τρουά. H καταγραφή αυτών των αρχών από τους
γραμματείς της συνόδου εφοδίασε τον πρόσφατα ανεπίσημα χρισμένο
πατρόνα του τάγματος, τον σπουδαίο θεολόγο Βερνάρδο του Κλερβώ,
μετέπειτα Αγιο της Καθολικής Εκκλησίας, με την πρώτη ύλη για να
δημιουργήσει τον Κανόνα του Τάγματος.

O Βερνάρδος είχε ο ίδιος αναμορφώσει τον Κανόνα των Κιστερκιανών


μοναχών, ο οποίος με τη σειρά του ήταν μία αναμορφωμένη εκδοχή
των μοναστικών κανόνων του Αγίου Βενεδίκτου. Αλλωστε και οι
Κιστερκιανοί, οι ''Λευκοί Μοναχοί'' του Μεσαίωνα, ήταν
αναμορφωμένοι Βενεδικτίνοι. Ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι
μελετητές συμφωνούν ότι ο Κανόνας των Ναϊτών είχε λίγο ή πολύ ως
πρότυπο τον Κανόνα του Αγίου Βενέδικτου, όπως προσαρμόστηκε από
τους Κιστερκιανούς. Στη συνέχεια θα δούμε μερικά χαρακτηριστικά
αποσπάσματα από τον ''Πρωτόγονο Κανόνα'' του Τάγματος, όπως
αποτυπώθηκαν στο αρχικό λατινικό κείμενο που διατυπώθηκε από τον
Βερνάρδο του Κλερβώ.

Να σημειώσουμε ότι ο Κανόνας αυτός δεν είναι εκείνος που


ακολούθησαν τα μεταγενέστερα χρόνια και ιδιαίτερα μετά το 1160 οι
Ναΐτες. Λίγα χρόνια μετά ακολούθησε η μετάφρασή του στα Γαλλικά,
που ήδη περιείχε αρκετές μικρές αλλά σημαντικές διαφοροποιήσεις σε
σχέση με το Λατινικό πρωτότυπο. Με την πάροδο των ετών ο Κανόνας
άλλαξε σημαντικά, απέκτησε πολλές σημαντικές προσθήκες και
διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τον ''πρωτόγονο''. Ως πηγή μας
χρησιμοποιήσαμε την Αγγλική μετάφραση του Κανόνα όπως
εμφανίζεται στο βιβλίο της Judith Upton-Wards ''The Rule of the
Templars''.

- Άνοιγμα του Κανόνα - Παραινέσεις προς τους Υποψήφιους


Ταγματικούς:

''Απευθυνόμαστε πρωταρχικά σε όλους όσοι μυστικά περιφρονούν την


ίδια τους τη θέληση και επιθυμούν με αγνή καρδιά να υπηρετήσουν ως
ιππότες τον κυρίαρχο βασιλιά και με επιμελή φροντίδα επιθυμούν να
φορέσουν -μόνιμα- την εξαιρετικά ευγενή πανοπλία της υπακοής. Και
προς τούτου παραινούμε εσάς, που μέχρι τώρα ζούσατε τη ζωή των
κοσμικών ιπποτών, στην οποία ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν ο σκοπός,
αλλά την ενστερνιστήκατε μόνο για την ανθρώπινη χάρη, να
ακολουθήσετε εκείνους που ο Θεός επέλεξε από τη μάζα της απωλείας
και τους οποίους διέταξε μέσα από την ελεήμονα ευσπλαχνία Του να
υπερασπιστούν την Αγία Εκκλησία, (σας παραινούμε) να βιαστείτε να
προσχωρήσετε σε αυτούς για πάντα''.

Είναι ξεκάθαρο ότι εδώ τίθενται οι βάσεις -μέσω της αντιδιαστολής της
αποστολής του κοσμικού ιππότη και του ''Ιππότη του Χριστού'' -για τη
φυσιογνωμία του τάγματος. Αυτή η παράγραφος δεν αποτελεί μέρος
του κυρίως σώματος του Κανόνα, ωστόσο έχει τη σημασία της και γι'
αυτό τη συμπεριλάβαμε. Στη συνέχεια του Λατινικού κειμένου που
αποτελεί τον ''Πρωτόγονο Κανόνα'', γίνεται μία συνοπτική περιγραφή
της συνόδου του Τρουά, με τα ονόματα των συμμετεχόντων και
κάποια διαδικαστικά στοιχεία, ενώ μόλις ολοκληρώνεται αυτό το
μέρος ξεκινάει το κυρίως σώμα του Κανόνα των Ναϊτών

- Ποιοι (και πώς) Μπορούν να Ενδυθούν το Σχήμα του Τάγματος:

''Αν οποιοσδήποτε κοσμικός ιππότης ή και όποιος άλλος άνδρας


επιθυμεί να εγκαταλείψει τη μάζα της απωλείας και την κοσμική ζωή
και επιλέξει τον κοινοβιακό βίο σας, μη διστάσετε να τον δεχτείτε
άμεσα. Όπως λέει ο Άγιος Παύλος: Probate spiritus si ex Deo sunt, που
σημαίνει ''δοκιμάστε την ψυχή για να δείτε αν προέρχεται από το
Θεό''. Αν επιλεγεί να του δοθεί η συντροφιά των αδελφών, διαβάστε
του τον Κανόνα και αν επιμελώς επιθυμεί να υπακούσει σε αυτόν και
αν ο μάγιστρος και οι αδελφοί επιθυμούν να τον δεχθούν, αφήστε τον
να αποκαλύψει την επιθυμία και τον πόθο του μπροστά σε όλους τους
αδελφούς που θα είναι συγκεντρωμένοι και να προχωρήσει στο αίτημά
του με αγνή καρδιά''.
Εδώ αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του μάγιστρου και των
αδελφών να επιλέγουν ποιοι θα μπαίνουν στο τάγμα και καθορίζεται
πώς θα γίνεται η εισδοχή του νέου ιππότη. Αργότερα οι Ναΐτες θα
παγιοποιήσουν τη διαδικασία εισδοχής, που μέχρι ένα χρονικό σημείο
φαίνεται ότι αφηνόταν στη διακριτική ευχέρεια του ''οικοδεσπότη''.
Από τις αρχές του 13ου αιώνα υπήρχαν διαθέσιμα και αντίτυπα της
εγκεκριμένης τελετής υποδοχής.

- Περί των Αφορισμένων Ιπποτών:

''Όπου συγκεντρώνονται αφορισμένοι ιππότες, εκεί εντέλλεστε να


πάτε. Εντέλλεστε να τον δεχτείτε (κάποιον αφορισμένο ιππότη) υπό τον
όρο να παρουσιαστεί μπροστά στον επίσκοπο αυτής της περιοχής και
να του γνωρίσει το σκοπό του. Αφού ο επίσκοπος τον ακούσει και τον
απαλλάξει, θα πρέπει να τον στείλει πίσω στον μάγιστρο και στους
αδελφούς του Ναού. Αν η ζωή του είναι αντάξια της συντροφιάς τους,
αν φαίνεται καλός στο μάγιστρο και στους αδελφούς, ας γίνει
ευσπλαχνικά δεκτός και εάν στο μεταξύ έχει πεθάνει, διά της αγωνίας
και τους μαρτυρίου που υπέφερε, ας του δοθούν όλα τα προνόμια της
αδελφότητας που είναι πρέποντα για έναν από τους Πένητες Ιππότες
του Ναού''.

Το παραπάνω χωρίο ίσως να αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη,


δηλαδή να προστέθηκε στη Γαλλική μετάφραση του Κανόνα που
εμφανίστηκε μερικά χρόνια μετά τη Λατινική εκδοχή του, που ήταν και
η αυθεντική που υπαγόρευσε ο Βερνάρδος. Αυτό συνάγεται βάσει των
όσων ακολουθούν:

''Υπό ουδεμία περίσταση δεν πρέπει οι Αδελφοί του Ναού να


συναναστρέφονται έναν προφανώς αφορισμένο (η προσθήκη του
''προφανώς'' μάλλον υπονομεύει το απόλυτο της απαγόρευσης) ούτε
να πάρουν τα πράγματά του (εννοεί την αποδοχή δωρεών)''. Δηλαδή,
αντίθετα με τα περί ''συναναστροφής με αφορισμένους''.

Εδώ οι Ναΐτες αποθαρρύνονται όχι μόνο από το να δέχονται ιππότες


που έχουν εκπέσει της Θείας Χάρης, αλλά και να συναναστρέφονται με
αυτούς.

- Πώς θα Πρέπει να Ντύνονται οι Αδελφοί Ιππότες:


''Δίδομε εντολή όλα τα ενδύματα των αδελφών να είναι πάντα ενός
χρώματος, είτε λευκό, είτε μαύρο, είτε καφέ. Χορηγούμε σε όλους τους
αδελφούς ιππότες, το χειμώνα και το καλοκαίρι ει δυνατόν, λευκούς
μανδύες. Ουδείς που δεν ανήκει στους προαναφερθέντες Ιππότες του
Χριστού επιτρέπεται να έχει λευκό μανδύα, έτσι ώστε εκείνοι που
εγκατέλειψαν τη ζωή μέσα στο σκοτάδι να αναγνωρίζουν αλλήλους ως
ευεργετηθέντες από το δημιουργό τους από τα λευκά ενδύματα, τα
οποία σηματοδοτούν καθαρότητα και αγνότητα. H αγνότητα είναι η
βεβαιότητα της καρδιάς και η υγεία του σώματος. Γιατί αν κάποιος
αδελφός δεν πάρει τον όρκο της αγνότητας, δεν μπορεί να επιτύχει την
αιώνια ανάπαυση ούτε να δει το Θεό, σύμφωνα με την υπόσχεση του
αποστόλου: ''Pacem sectamini cum omnibus et castimoniam sine qua
nemo Deum videbit'' (αγωνιστείτε για να φέρετε ειρήνη σε όλους,
κρατηθείτε αγνοί διότι δίχως αυτό ουδείς μπορεί να δει το Θεό)''.

Εδώ γίνεται αναφορά στους όρκους αγνότητας των Ναϊτών, ένα από τα
σημεία του Κανόνα που -σύμφωνα με ''ανεπίσημες'' πηγές- ήταν
ιδιαίτερα δύσκολο στην πιστή τήρησή του. Προσέξτε την αναφορά στα
ενδύματα των Ναϊτών και στη σημειολογία των χρωμάτων. H
υιοθέτηση του κόκκινου σταυρού είναι μεταγενέστερη, γι' αυτό δεν
αναφέρεται εδώ.

- Κρεατοφάγοι Μοναχοί:

Σε πολλά σημεία του Κανόνα γίνεται ξεκάθαρη η διαφοροποίηση των


Ναϊτών από τους άλλους μοναχούς, λόγω της ιδιαίτερης φύσης των
καθηκόντων τους (ως στρατιώτες του Χριστού). Μεταξύ αυτών είναι
και εκείνα που τους δίδουν το δικαίωμα να τρώνε κρέας τρεις φορές τη
βδομάδα, κάτι ανήκουστο για μοναστικό τάγμα. H αιτιολογία είναι ότι
θα πρέπει οι αδελφοί να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι για να
υπεραμυνθούν την πίστη του Χριστού με τα όπλα, ωστόσο η εξαίρεση
δεν αφορά μόνο στους αδελφούς που υπηρετούν στα κάστρα της
Ουτρεμέρ, αλλά και εκείνους που συλλέγουν φόρους ή κάνουν
τραπεζικές εργασίες στις επαρχίες της Γαλλίας ή της Ιταλίας ή της
Σκωτίας.

Επίσης, στον Κανόνα υπάρχει ακόμη και μνεία για τη χορήγηση


κρασιού στους αδελφούς, κατά τη διακριτική ευχέρεια του μάγιστρου.
Δεν αποτελεί μυστικό ότι οι Ναΐτες ήταν ιδιαίτερα δυνατοί πότες -
άλλωστε στη Γαλλία ακόμη και σήμερα υπάρχει σε (περιορισμένη,
πλέον) χρήση η έκφραση ''πίνει σαν Ναΐτης'', κάτι που υπονοεί ότι οι
Ιππότες του Ναού κάθε άλλο παρά τυπικοί μοναχοί ήταν.

- Ζώντας στο Κοινόβιο του Ναού:

Στο άρθρο 34 αναφέρονται τα περί της κοινοβιακής ζωής: Στις Αγίες


Γραφές διαβάζουμε: Dividebatur singulis prout cuique opus era,
δηλαδή, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Γι' αυτό λέμε ότι
ουδείς από εσάς δεν πρέπει να εξυψώνεται σε σχέση με τους άλλους
και όλοι πρέπει να φροντίζουν τους ασθενείς. Και απαγορεύουμε σε
οποιονδήποτε να πραγματοποιεί υπερβολική νηστεία, αλλά θα πρέπει
να τηρεί πιστά τον κοινοβιακό βίο. H απόλυτη υπακοή στα κελεύσματα
εκείνων των αδελφών που αναλάμβαναν τα ύπατα αξιώματα του
τάγματος, ειδικότερα αυτό του Μεγάλου Μάγιστρου, εθεωρείτο ''εκ
των ων ουκ άνευ'' για έναν αδελφό. Τα σχετικά χωρία του Κανόνα είναι
απόλυτα και κατηγορηματικά:
''Για να διεκπεραιώνουν τα ιερά καθήκοντά τους, να αποκτήσουν τη
χάρη του Κυρίου μας και για να αποφύγουν το φόβο της Κολάσεως,
όλοι οι αδελφοί θα πρέπει να υπακούουν αυστηρά τον μάγιστρό τους.
Τίποτε δεν είναι προσφιλέστερο στον Ιησού από την υπακοή. Τη στιγμή
που ο μάγιστρος ή εκείνος στον οποίο ο μάγιστρος έδωσε τη
δικαιοδοσία, δώσει μία εντολή, αυτή θα πρέπει να εκτελείται χωρίς
καθυστέρηση, όπως εάν ο Ιησούς Χριστός ο ίδιος να έδωσε την
εντολή''.

H αυστηρότητα της ιεραρχίας και ο απαραίτητος σεβασμός της


ιδιαιτερότητας του τάγματος -που προσδιορίζεται και μέσα από το
σαφή διαχωρισμό από τους ''λαϊκούς''- υπαγορεύονται και από μία
σειρά άλλα χωρία, τα οποία καθορίζουν ακόμη και τις (ελάχιστες και
υπό όρους) περιστάσεις υπό τις οποίες ένας αδελφός επιτρέπεται να
εγκαταλείψει τα ενδιαιτήματα του ναού. Είδαμε πόσο σημαντική είναι
για τους Ιππότες του Ναού η απουσία ιδιωτικής ζωής κάποιου
αδελφού στο πλαίσιο του τάγματος.

O Κανόνας περιέχει αυστηρές συστάσεις για τους αδελφούς να μην


έχουν στην κατοχή τους κάποιο πορτοφόλι ή σακίδιο ή οτιδήποτε άλλο
θα μπορούσε να φιλοξενήσει προσωπικά αγαθά. Ακόμη και η
επικοινωνία με τον έξω κόσμο, μέσω αλληλογραφίας, υπόκειτο στη
διακριτική ευχέρεια του μάγιστρου. Μόνο κατόπιν αδείας του
επιτρεπόταν ένας αδελφός να λάβει γράμμα από εξωταγματικούς.
- Έγκλημα και Τιμωρία:

H τιμωρία του Ναΐτη για σοβαρά παραπτώματα ήταν η αποπομπή του


από τον οίκο, δηλαδή από το Τάγμα. Είδαμε ήδη αναλυτικά τα
''αμαρτήματα'' που τιμωρούνταν με την ποινή αυτή. Γενικά η
αυστηρότητα στην αντιμετώπιση παραπτωμάτων εντός του τάγματος
θεωρούνταν δεδομένη, τουλάχιστον βάσει των προσταγμάτων του
Κανόνα. O αδελφός ο οποίος, ''δυνατός ή αδύναμος, επιθυμεί να
ξεχωρίσει και γινόμενος υπερήφανος να υπερασπιστεί τα κρίματά του''
δεν θα πρέπει να παραμείνει ατιμώρητος, ενώ αν η αλαζονεία του
ξεπεράσει τα όρια ''ας ξεριζωθεί από το ευσεβές ποίμνιο, κατά τον
απόστολο που λέει ''auferte malum ex vobis'', δηλαδή ''απομακρύνετε
τους κακούς ανάμεσά σας''.
Είναι απαραίτητο να απομακρύνετε τα κακά πρόβατα από τη
συντροφιά των πιστών αδελφών''. O Κανόνας προέβλεπε επίσης τη
χορήγηση αλόγων και υπηρετών (ακολούθων, πιο σωστά, squires)
στους αδελφούς ιππότες. Έτσι, ο αδελφός μπορούσε να κατέχει έως
και τρία άλογα, όχι περισσότερα, ενώ έπρεπε να δέχεται τις υπηρεσίες
ενός ακολούθου. Στην πράξη όμως αυτός ο Κανόνας, όπως και πολλοί
άλλοι, πολύ λίγο εφαρμόστηκε και οι αδελφοί είχαν περισσότερους
ακολούθους και συχνά περισσότερα άλογα. Πάντως, τουλάχιστον για
τα περισσότερα χρόνια της ύπαρξης του Τάγματος του Ναού, ένας
άλλος Κανόνας που διέταζε τους αδελφούς να μη διακοσμούν την
ιπποσκευή τους τηρήθηκε πιστότερα.

Αυτό ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα κρατούντα της εποχής, όπου οι


ιππότες συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο όχι μόνο στην επιδεξιότητα
στο χειρισμό των φονικών όπλων της εποχής στο πεδίο της μάχης ή της
τιμής, αλλά και στην περίτεχνη και ακριβή διακόσμηση της ιπποσκευής
και των ενδυμάτων, ακόμη και των όπλων τους. Έτσι πολύ συχνά
βρίσκουμε μεταξύ των κοσμικών ιπποτών σπαθιά με περίτεχνες
διακοσμήσεις σκαλισμένες στη λαβή, χρυσές λεπτομέρειες, κράνη με
περίτεχνα λοφία από φτερά σπάνιων πουλιών, ζώνες με διακόσμηση
από πολύτιμα μέταλλα ή και λίθους, ενώ εξαιρετικά συνηθισμένη είναι
και η διακόσμηση της ιπποσκευής με ιδιαίτερα φανταχτερό τρόπο.

- Οικονομική Δραστηριότητα των Ταγματικών:

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 57, όπου δίδεται το


πλαίσιο της λειτουργίας των ιπποτών-μοναχών καθώς και ορισμένα
από τα δικαιώματα που είχαν να κάνουν με την απόκτηση
εκμεταλλεύσεων από το τάγμα:

''Αυτή η ένοπλη συντροφιά των ιπποτών μπορεί να σκοτώσει τους


εχθρούς του Σταυρού χωρίς να αμαρτήσει. Για το λόγο αυτόν σας
δίδουμε το δικαίωμα να αποκαλείστε ''Ιππότες του Ναού'', με τη διπλή
αναγνώριση και ομορφιά της ακεραιότητας και (για το λόγο αυτό)
μπορείτε να έχετε εκτάσεις και δούλους (η λέξη που χρησιμοποιείται
είναι το villeins, εκ του οποίου προέρχεται το villeinage, που σημαίνει
δουλεία, ενδεχομένως εννοεί δουλοπάροικους), και κτήματα, και να τα
κυβερνάτε με δικαιοσύνη, και να εξασκείτε το δικαίωμά σας επ' αυτών,
όπως συγκεκριμένα έχει καθοριστεί''.

Εδώ βεβαίως γίνεται και η περίφημη εξαίρεση των ιπποτών του


τάγματος από τον απαράβατο κανόνα της Καθολικής Εκκλησίας,
σύμφωνα με τον οποίο ουδείς ενδεδυμένος το σχήμα έχει το δικαίωμα
να αφαιρέσει ζωή. O Ναϊτης είχε όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την
υποχρέωση να σκοτώνει τους εχθρούς της πίστης και του Σταυρού,
χωρίς αυτό να θεωρείται αμαρτία. Το ''όπως έχει καθοριστεί''
αναφέρεται στο φεουδαρχικό δίκαιο, βάσει του οποίου οι υποτελείς
είχαν συγκεκριμένες υποχρεώσεις έναντι του φεουδάρχη. Όχι μόνο
μπορούσαν οι ιππότες-μοναχοί να έχουν εκτάσεις και
δουλοπάροικους, αλλά είχαν και το δικαίωμα στη συλλογή φόρου,
όπως καθορίζει το επόμενο χωρίο:

''Εσείς που έχετε απαρνηθεί τα ευχάριστα πλούτη του κόσμου τούτου,


πιστεύουμε ότι έχετε ηθελημένα περιπέσει σε πενία. Για το λόγο αυτό
αποφασίζουμε ότι εσείς που διάγετε τον κοινοβιακό βίο έχετε το
δικαίωμα της συλλογής φόρων. Αν ο επίσκοπος του τόπου στον οποίο
καταβάλλεται ο φόρος επιθυμεί να σας τα δώσει από φιλανθρωπία, με
τη σύμφωνη γνώμη της Συνόδου, μπορεί να σας δώσει τους φόρους
που έχει συλλέξει η Εκκλησία''.

Δεν περιορίζεται το τάγμα στον προσπορισμό των φόρων που


συνέλεξε η Εκκλησία, αλλά μπορεί και απευθείας να συλλέγει φόρο
από τους κατόχους εκκλησιαστικής περιουσίας, κάτι το οποίο
αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του ίδιου του υποκείμενου σε φόρο
(αν επιθυμεί να δώσει το φόρο στο τάγμα, αντί στην τοπική Εκκλησία).
O Κανόνας περιέχει έναν μεγάλο αριθμό από απαγορεύσεις.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την απαγόρευση για τους σεργέντους και
ακόλουθους να φορούν τους λευκούς μανδύες των αδελφών ιπποτών,
την απαγόρευση της εισδοχής γυναικών στο τάγμα, την απαγόρευση
των σεξουαλικών σχέσεων, την απαγόρευση για τους αδελφούς να
γίνονται ανάδοχοι και άλλα.

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που υπάρχει στον Κανόνα του Ναού είναι
ότι το σύνολο των κανονισμών και απαγορεύσεων που αναφέρθηκαν
μέχρι τώρα εναπόκειται στην κρίση του μάγιστρου, που κατά το
δοκούν έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει διαφορετικές υποχρεώσεις
κατά περίσταση. Αυτά είναι τα κύρια σημεία του Κανόνα, βάσει του
οποίου διήγαν το βίο τους οι λευκοντυμένοι ''Ιππότες του Ναού''.

Οπλισμός και Εμφάνιση

Ως ένα στρατιωτικό τάγμα, οι Ναΐτες φρόντιζαν με ιδιαίτερη προσοχή


το ζήτημα του οπλισμού τους, καθώς και των υπόλοιπων μέσων που
θα τους εξασφάλιζαν την επιβίωση στο πεδίο της μάχης. Το τάγμα
προμηθευόταν τις πανοπλίες και τα όπλα και στη συνέχεια τα μοίραζε
στους ιππότες και στους υπόλοιπους μάχιμους. Αυτή η πρακτική, σε
μία εποχή που κάθε πολεμιστής ή ο άμεσος επικυρίαρχός του ήταν
υπεύθυνος για την προμήθεια και συντήρηση του δικού του οπλισμού,
αύξανε σημαντικά τη δύναμη του τάγματος στο πεδίο της μάχης. Αυτό
γινόταν δυνατό με την ομοιομορφία του οπλισμού, την εξασφάλιση
της καλύτερης δυνατής ποιότητας και τη βεβαιότητα ότι όλοι οι
μάχιμοι του τάγματος ήταν επαρκώς εξοπλισμένοι και εφοδιασμένοι.

Οι Ναΐτες ήταν τυπικοί σιδερόφρακτοι ιππότες. Προτιμούσαν να


μάχονται έφιπποι, ωστόσο ήταν επαρκώς εκπαιδευμένοι και για
αγώνα πεζή και συχνά διέπρεψαν ακόμη και χωρίς τα άλογά τους.
Έφεραν την τυπική εξάρτηση ενός βαρέος ιππέα ανώτερης κοινωνικής
τάξης της εποχής που εξετάζουμε. Κατά τον 12ο αιώνα αυτή η
εξάρτυση αποτελείτο από διάφορα στοιχεία. Το κύριο εξάρτημα της
πανοπλίας ήταν ένας αλυσιδωτός θώρακας τύπου hauberk, που
κάλυπτε τον ιππότη από το κεφάλι μέχρι και το ύψος περίπου των
μηρών. O θώρακας ήταν ειδικά φτιαγμένος για να χρησιμοποιείται
από έφιππους. Επίσης, διέθετε -αλυσιδωτή και αυτή- κουκούλα για το
κεφάλι (coif) και ήταν ιδιαίτερα καλοφτιαγμένος.
Γενικά οι θώρακες που διέθεταν οι Ναΐτες ήταν της ανώτερης δυνατής
ποιότητας και έδιναν επαρκή προστασία. H πανοπλία συμπληρωνόταν
από ένα κράνος και ειδικά προστατευτικά για τους ώμους και τα
πόδια. Το κράνος κατά τον 12ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 13ου ήταν
συνήθως το τυπικό κωνικό Μεσαιωνικό κράνος, με ή χωρίς επιρρίνιο.
Αργότερα -μέσα στον 13ο αιώνα- οι Ναΐτες, όπως ήταν η τάση και στη
Δυτική Ευρώπη, υιοθέτησαν το λεγόμενο ''Μεγάλο Κράνος''. Αυτό
προστάτευε σχεδόν απόλυτα το κεφάλι του ιππότη από νηκτικά ή
θλαστικά πλήγματα. Υπήρχαν και προστατευτικά για τους ώμους,
δηλαδή μεταλλικές επωμίδες τύπου espaliers, που χρησίμευαν κυρίως
για την απόκρουση άμεσων χτυπημάτων από γιαταγάνια, τα οποία
συνήθιζαν οι Μουσουλμάνοι.

Τα προστατευτικά για τα πόδια περιλάμβαναν ένα μεταλλικό


(αλυσιδωτό) πανταλόνι, το οποίο φοριόταν κάτω από τον θώρακα, και
προστατευτικές κνημίδες τύπου solerets καθώς και αλυσιδωτά
υποδήματα τύπου chausses. Όλη αυτή η εξάρτυση φοριόταν πάνω από
ένα δερμάτινο ένδυμα (jupeau d'armer), συνήθως ένα πολύ μακρύ
πουκάμισο από ενισχυμένο δέρμα σε αλλεπάλληλες στρώσεις με
συμπληρώματα για τα πόδια και τα χέρια. Αποστολή αυτού του
ενδύματος ήταν να προστατεύει το δέρμα από τη σκληρή πανοπλία,
αλλά σε περιπτώσεις που ένα βέλος διαπερνούσε τον αλυσιδωτό
θώρακα, μπορούσε να αποδειχθεί σωτήριο για τη ζωή αυτού που το
φορούσε.

Πάνω από την πανοπλία του ο Ναΐτης φορούσε μία κάπα (cappa), επί
της οποίας έφερε και τον κόκκινο σταυρό που ήταν το σήμα κατατεθέν
του τάγματος. Τα όπλα του ήταν επίσης τα τυπικά της εποχής του για
τους Δυτικούς ιππότες, με μία μόνο ουσιώδη καινοτομία.
Συγκεκριμένα, το κύριο επιθετικό όπλο ήταν η μακριά λόγχη. Με αυτήν
εκτελούσαν τη βασική τακτική μάχης, δηλαδή την ορμητική έφοδο
ιππικού. Κάθε Ναΐτης ήταν εξοπλισμένος με αρκετές λόγχες, τις οποίες
κρατούσε ο ακόλουθός του, καθώς κατά κανόνα η λόγχη έσπαγε κατά
τη σύγκρουση. Το δεύτερο επιθετικό όπλο ήταν το σπαθί. Συνήθως
ήταν τυπικό δείγμα του broadsword (ευρύ σπαθί) και αργότερα του
longsword (μακρύ σπαθί) που χρησιμοποιούνταν στην Ευρώπη εκείνη
την εποχή.

Το σπαθί οι ιππότες το χρησιμοποιούσαν τόσο μετά την εκτόνωση της


εφόδου και τη σύναψη αγώνα εκ του συστάδην όσο και σε άλλες
περιπτώσεις (πεζομαχία κ.λπ.). Το τρίτο επιθετικό όπλο και η μοναδική
καινοτομία των Ναϊτών σε σχέση με τους κοσμικούς ιππότες της Δύσης
ήταν ο λεγόμενος τουρκικός κεφαλοθραύστης (απελατίκι), που
αντικαθιστούσε τον απλό κεφαλοθραύστη της Δ. Ευρώπης. Ήταν ένα
μακρύ ξύλινο στέλεχος που έφερε μια μεταλλική (σιδερένια ή
χαλύβδινη) κεφαλή με λίγα μακριά, σκληρά καρφιά. Τέλος, οι Ναΐτες
διέθεταν και ένα εγχειρίδιο, ως όπλο ''απελπισίας'', ενώ συνήθως
έφεραν μαζί τους ακόμη δύο μαχαίρια που δεν προορίζονταν για
στρατιωτικούς σκοπούς.

Ένα με το οποίο συνήθιζαν να κόβουν το ψωμί και άλλο ένα για γενική
καθημερινή χρήση. Για την προστασία τους, οι Ναΐτες
χρησιμοποιούσαν και μια τριγωνική ασπίδα, η οποία ήταν η τυπική
ασπίδα που διέθεταν οι Ευρωπαίοι ιππότες. Ήταν ξύλινη, ελαφρά
κυρτή και στην περίπτωση των Ναϊτών έφερε μία απεικόνιση που είχε
σχέση με το τάγμα. Στις περισσότερες των περιπτώσεων έφερε το
baucant, το δίχρωμο (άσπρομαύρο) έμβλημα που υπήρχε και στις
σημαίες του τάγματος. Ενίοτε επί της ασπίδας υπήρχε και ο κόκκινος
σταυρός, ζωγραφισμένος στο λευκό μισό της, ωστόσο, φαίνεται ότι
αυτή η πρακτική γενικεύθηκε τον 13ο αιώνα. Σε πολλές προγενέστερες
απεικονίσεις οι Ναΐτες παρουσιάζονται με ασπίδα που φέρει το
σταυρό του τάγματος σε λευκό πεδίο.

Σε άλλες απεικονίσεις οι Ναΐτες φέρουν διάφορες ασπίδες, ενώ


εξετάζεται -χωρίς να έχει αποδειχθεί- αν οι ανώτεροι λειτουργοί του
τάγματος είχαν ασπίδες με το οικόσημό τους. Το οικόσημο των
ανώτερων Ναϊτών ήταν κατά κανόνα ένας συνδυασμός του Ναϊτικού
σταυρού με το οικογενειακό οικόσημό τους. Για τις ανάγκες του στη
μάχη, κάθε ιππότης λάμβανε από το τάγμα τρία άλογα, εκ των οποίων
τα δύο ήταν destrier, δηλαδή πολεμικοί ίπποι, και το ένα άλογο
ιππασίας για μεταφορά του στη μάχη. Ενα τέταρτο άλογο, που
οδηγούσε ο ακόλουθός του, έφερε τη σκευή του ιππότη, δηλαδή την
πανοπλία (εφόσον δεν τη φορούσε), τα όπλα και τα υπόλοιπα
χρειαζούμενα, ακόμη και τα διάφορα εφόδια.

Κάθε αδελφός ιππότης διέθετε από έναν ακόλουθο (squire), τα


καθήκοντα του οποίου ήταν η συντήρηση και μεταφορά του οπλισμού,
καθώς και η βοήθεια του ιππότη στη μάχη. Επαφιόταν στη διακριτική
ευχέρεια του μάγιστρου να του χορηγήσει ένα ακόμη (πολεμικό,
συνήθως) άλογο, καθώς και έναν δεύτερο ακόλουθο. Αυτού του
είδους τα προνόμια έδιναν στο μάγιστρο ένα επιπλέον εργαλείο για να
ελέγχει τους ιππότες του και να επιβραβεύει ή να τιμωρεί (με
αφαίρεση των προνομίων) κάποιον από τους αδελφούς. Ως μοναστικό
τάγμα με κοινοβιακή οργάνωση, το τάγμα επεδίωκε την ομοιομορφία
μεταξύ των αδελφών ιπποτών, όσον αφορά τουλάχιστον στην
εμφάνιση.

Έτσι το ντύσιμο του ιππότη ήταν αποκλειστική ευθύνη του αρμόδιου


αξιωματούχου (Draper) για την προμήθεια και διανομή του ρουχισμού.
Με τον τρόπο αυτό οι Ναΐτες αποτέλεσαν προπομπό των τακτικών
στρατών που θα εμφανίζονταν στο πεδίο της μάχης μετά από μερικούς
αιώνες, με ομοιόμορφη ενδυμασία και εξοπλισμό. Μέχρι τότε
συνηθιζόταν κάθε πολεμιστής να φέρει το δικό του οπλισμό και τη
δική του ενδυμασία κατά τη μάχη, με αποτέλεσμα την ανομοιομορφία
στην εμφάνιση του στρατού. Κατά κανόνα κάθε Ναΐτης λάμβανε από
τον υπεύθυνο ιματισμού δύο πουκάμισα, δύο παντελόνια, δύο κιλότες
ιππασίας, ένα γιλέκο, μία λεπτή ζώνη για να τη δένει πάνω από το
πουκάμισο.
Δύο μανδύες (ο ένας με επένδυση γούνας για χρήση το χειμώνα), μία
φαρδιά τουνίκα με μανίκια που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο, μία
φαρδιά δερμάτινη ζώνη καθώς και μία βαριά κάπα. Στη μάχη οι
ιππότες φορούσαν τη φαρδιά τουνίκα πάνω από την πανοπλία τους
και πάνω από το σύνολο της εξάρτυσης τη λευκή κάπα. O κόκκινος
σταυρός με τον οποίο εμφανίζονται οι Ναΐτες σε όλες τις
μεταγενέστερες απεικονίσεις χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μετά
το 1147, τις παραμονές της B' Σταυροφορίας στην οποία συμμετείχαν
και διακρίθηκαν οι Ιππότες του Ναού.

Κατά κανόνα, όλα τα ενδύματα των ιπποτών ήταν λευκά και τους
ξεχώριζαν σαφώς όχι μόνο από τους υπόλοιπους ιππότες αλλά και από
τα κατώτερα μέλη του τάγματος που παρατάσσονταν στο πεδίο της
μάχης, τους σεργέντους. Οι τελευταίοι φορούσαν είτε καφέ είτε μαύρα
ενδύματα, πάντα με τον κόκκινο σταυρό κεντημένο πάνω τους. H
διάκριση στα ρούχα εθεωρείτο απαραίτητη για να ξεχωρίζει η
άρχουσα τάξη του τάγματος, αλλά και επειδή είχαν εμφανιστεί
κρούσματα με σεργέντους που ''παρίσταναν'' τους Ναΐτες και
προκαλούσαν διάφορα προβλήματα στο τάγμα. Το λευκό συμβόλιζε
την αγνότητα του σώματος και της ψυχής που -κατά τις Μεσαιωνικές
αντιλήψεις- μπορούσαν να ''πετύχουν'' μόνο οι ευγενείς ιππότες.
Οι σεργέντοι, ως ταγματικοί B' κατηγορίας, δεν δικαιούνταν να φέρουν
το ''άμωμο'' λευκό. Αλλά και ο εξοπλισμός των σεργέντων ήταν
κατώτερος αυτού των ιπποτών. Διέθεταν ένα απλό ατσάλινο κράνος,
συχνά τύπου kettle, έναν καλής ποιότητας αλυσιδωτό θώρακα που δεν
διέθετε μανίκια και ενίοτε και αλυσιδωτό παντελόνι, χωρίς όμως
κάλυψη του κατώτερου τμήματος των ποδιών (γάμπες και πέλμα). Δεν
φορούσαν μεταλλικά ''παπούτσια'', αλλά απλά δερμάτινα, διότι από
τον σεργέντο αναμενόταν να πολεμήσει πεζός σε πολλές περιπτώσεις.
Τα μεταλλικά chausses που φορούσαν οι ιππότες συχνά δυσχέραιναν
την κίνηση στο έδαφος και δεν τα προτιμούσαν οι στρατιώτες που θα
πολεμούσαν πεζή.

Οι σεργέντοι διέθεταν τα ίδια επιθετικά όπλα με τους ιππότες, ενώ και


η λειτουργία τους στη μάχη, τουλάχιστον στις πρώτες φάσεις της, ήταν
παρόμοια με αυτήν των ιπποτών: έφιππη έφοδος με λόγχη, δηλαδή
τυπική τακτική κρούσης του ιππικού της περιόδου. Όμως αντίθετα με
τους ''ανωτέρους'' τους, οι σεργέντοι διέθεταν κατά κανόνα μόνο ένα
άλογο (έναντι των τριών ή τεσσάρων που διέθετε ο ιππότης) και αυτό
παντελώς αθωράκιστο. Οπότε ήταν πολύ συχνό φαινόμενο οι
σεργέντοι να καταλήγουν να πολεμούν πεζή.

Μόνο οι τέσσερις (μετά από ένα χρονικό σημείο στην ιστορία του
τάγματος, πέντε) σεργέντοι που ήταν αξιωματούχοι του τάγματος
είχαν δικαίωμα σε δεύτερο άλογο και στις υπηρεσίες ενός ακόλουθου,
εφόσον επιθυμούσε ο μάγιστρος να τους παραχωρήσει αυτά τα
προνόμια. Οι αξιωματούχοι αυτή ήταν ο υπο-μαρεσάλος, ο
σημαιοφόρος, ο μάγειρας, ο ιπποκόμος και, αργότερα, ο διοικητής του
Φρουρίου στη Θάλασσα της Ακρας.

Κοινωνικές ''Τάξεις'' του Ναού

Οι σεργέντοι, αντίθετα με τους ιππότες που προέρχονταν αποκλειστικά


από οικογένειες ''ευγενών'' της Δ. Ευρώπης (και τους απογόνους
αυτών που είχαν εγκατασταθεί στην Ουτρεμέρ), ήταν περισσότεροι
διαφοροποιημένοι ως προς την καταγωγή τους. Εκτός από Γάλλους,
Άγγλους, Γερμανούς, Ιταλούς και Ισπανούς, μεταξύ των σεργέντων
βρίσκουμε Σύριους, Αρμένιους, ακόμη κι Έλληνες, καθώς και άλλους
γηγενείς της περιοχής που είχαν καταλάβει οι Λατίνοι στη M. Ανατολή.
Οι Αραβογενείς και Τουρκογενείς δεν υπηρετούσαν ως σεργέντοι αλλά
ως Τουρκόπουλοι.

Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, φαίνεται ότι και μεταξύ των


σεργέντων υπήρχε μία ''εσωτερική'' διαστρωμάτωση, ανάλογα με τη
λειτουργία που επιτελούσε ο καθένας, ενώ ενδεχομένως η κοινωνική
τάξη από την οποία προέρχονταν να έπαιζε και εδώ κάποιο ρόλο. Στις
πρωτογενείς πηγές υπάρχει συχνά μία σύγχυση στις αναφορές για
τους σεργέντους και τους μη μάχιμους του τάγματος. Σε μία εποχή που
η λέξη ''sergeant'' δεν είχε ακόμη οριστικά αποκοπεί από τον όρο από
τον οποίο γεννήθηκε (το Λατινικό servientes, που σημαίνει υπηρέτες)
συχνά γίνεται μνεία σε αδελφούς-υπηρέτες ως ''σεργέντους''.

Ωστόσο, μελετώντας τις πηγές, καταλήγουμε στο ότι υπήρχε μία σαφής
διάκριση καθηκόντων, αφού οι αδελφοί αυτοί που δεν είχαν μάχιμα
καθήκοντα, βρίσκονταν σε κατώτερη ιεραρχική βαθμίδα από τους καθ'
αυτούς σεργέντους που ήταν το συμπλήρωμα των αδελφών ιπποτών
στη μάχη. Αυτοί οι μη μάχιμοι αδελφοί αποτελούσαν ουσιαστικά την
κατώτερη κοινωνική τάξη του τάγματος, αν και στη Δυτική Ευρώπη
κάτι τέτοιο δεν ήταν καθεστώς. Υπάρχουν περιπτώσεις αδελφών που
δεν ήταν ιππότες ούτε και σεργέντοι, ωστόσο ήταν υπεύθυνοι
περιουσιών, διαχειριστές ή ακόμη και ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι
σε κάποια από τα αρχηγεία του τάγματος.

Αυτοί βεβαίως ξεχώριζαν από τη μάζα εκείνων που υπηρετούσαν το


τάγμα, ωστόσο φαίνεται ότι η πλειονότητα των τελευταίων είχε μία
σχέση εργασίας έναντι αντιμισθίας και όχι μία μόνιμη θέση στην
ιεραρχία του τάγματος. Αντίθετα, οι περισσότεροι τεχνίτες φαίνεται ότι
ήταν μέλη του τάγματος (αδελφοί - τεχνίτες) και όχι μισθωτοί που
είχαν προσληφθεί για να κάνουν ένα συγκεκριμένο έργο. Αυτό γίνεται
φανερό από τα αρχεία της δίκης του τάγματος, όπου φαίνονται
αρκετοί αδελφοί που δεν ήταν ούτε ιππότες ούτε σεργέντοι, αλλά
αναφέρονται συνήθως με όρους όπως ''υπηρέτες'', ''τεχνίτες'' ή
''βοηθοί''. Μεταξύ των τεχνιτών που είχαν ενταχθεί στην ιεραρχία του
τάγματος, ήταν πολλοί σιδηρουργοί και μεταλλουργοί.

Αυτό οφείλεται στο ότι το τάγμα κατά κανόνα δεν προμηθευόταν


έτοιμες πανοπλίες ή όπλα, αλλά προτιμούσε να προμηθεύεται τις
πρώτες ύλες και η κατασκευή να γίνεται από τεχνίτες του τάγματος.
Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν η σταθερή ποιότητα του οπλισμού
και των πανοπλιών του τάγματος και η εξοικονόμηση πολύτιμων
οικονομικών πόρων. H άλλη μεγάλη ''τάξη'' εντός του τάγματος ήταν οι
κληρικοί. Στην αρχή δεν είχε δοθεί στο τάγμα το δικαίωμα να διαθέτει
δικούς του κληρικούς και οι Ναΐτες απευθύνονταν σε διάφορα
μοναστικά τάγματα για να εξασφαλίσουν τις υπηρεσίες τους. Μετά το
1139 το τάγμα απέκτησε το δικαίωμα να διαθέτει δικούς του
κληρικούς και φυσικά έσπευσε αμέσως να εκμεταλλευτεί και αυτό το
προνόμιο.

Οι Ναΐτες ιερείς ήταν αδελφοί του οίκου, δεν ήταν δηλαδή


συνδεδεμένα ή ''εξωτερικά'' μέλη. Ξύριζαν τα κεφάλια τους, φορούσαν
εκκλησιαστικές ρόμπες και συμπεριφέρονταν όπως οποιοσδήποτε
''κανονικός'' κληρικός. Τα καθήκοντά τους περιλάμβαναν όλα τα
τυπικά εκκλησιαστικά καθήκοντα. Ιερουργούσαν, εξομολογούσαν τους
αδελφούς, έδιναν συγχώρεση (για ορισμένα αμαρτήματα) και,
βεβαίως, φρόντιζαν για τους νεκρούς του τάγματος. Μεταξύ των
αμαρτιών για τις οποίες δεν δικαιούνταν να δίνουν συγχώρεση ήταν ο
φόνος, η ένοπλη επίθεση και η σιμωνία.

Αντίθετα όμως με τα κατεξοχήν μοναστικά τάγματα, στο Ναό (και


γενικά σε όλα τα ιπποτικά τάγματα που διέθεταν δικούς τους ιερείς) οι
ιερείς δεν κατόρθωσαν να ξεχωρίσουν και να δημιουργήσουν μια
παράδοση που θα τους επέτρεπε να αναρριχηθούν στα ανώτερα
αξιώματα της δυτικής Χριστιανοσύνης. Ελάχιστοι -μετρημένοι στα
δάχτυλα- είναι εκείνοι οι ιερείς του Ναού που κατάφεραν να φθάσουν
να διεκδικήσουν τη δική τους Επισκοπή ή και Αρχιεπισκοπή. Αλλά και
εντός του τάγματος δεν έφθαναν σε υψηλούς βαθμούς. Σε αρκετές
περιπτώσεις οι ιερείς γίνονταν υπεύθυνοι ενός αρχηγείου, ενώ σε
κάποιες άλλες αναρριχήθηκαν μέχρι το αξίωμα του διδασκάλου
(preceptor).

Ιδιαίτερα στη Γαλλία, πολλοί από τους επικεφαλής Ναϊτικών οίκων


ήταν ιερείς, με δεδομένο ότι οι αδελφοί ιππότες σε καμία περίπτωση
δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις διοικητικές θέσεις των
πολυάριθμων αρχηγείων που διατηρούσε το τάγμα. Γίνεται φανερό
από τα παραπάνω ότι το τάγμα αντανακλούσε την αυστηρή
διαστρωμάτωση της ίδιας της Μεσαιωνικής κοινωνίας από την οποία
προερχόταν. Οι αδελφοί ιππότες προέρχονταν από την κυρίαρχη τάξη
της κοινωνίας, τους ''ευγενείς'' (nobles), και ουδεμία εξαίρεση αυτού
του κανόνα είναι γνωστή. O Βερνάρδος μπορεί να γράφει στο ''Περί
της Νέας Ιπποσύνης'' του ότι ''στις τάξεις των Ναϊτών ουδεμία
διάκριση γίνεται βάσει κοινωνικής τάξης'', ωστόσο αυτό είναι εντελώς
παραπλανητικό.

Ναι μεν γίνονταν δεκτοί αδελφοί κάθε τάξης, αλλά μόνο οι ''ευγενείς''
γίνονταν αδελφοί ιππότες. Αντίθετα, στις άλλες τρεις κοινωνικές τάξεις
των Ναϊτών -τους σεργέντους, τους ιερείς και τους τεχνίτες- γίνονταν
δεκτοί άνθρωποι απ' όλο το φάσμα της κοινωνίας. Μάλιστα, υπάρχουν
πάμπολλα περιστατικά όπου κάποιοι τυχοδιώκτες κατώτερης
κοινωνικής τάξης είπαν ψέματα για την καταγωγή τους και
κατόρθωσαν να γίνουν δεκτοί ως αδελφοί ιππότες. Ωστόσο, ο Ναός
ήταν μια εξαιρετικά δικτυωμένη οργάνωση και στις περισσότερες
περιπτώσεις η αλήθεια αποκαλυπτόταν.

Οι Ιππότες του Ναού ως Τακτικός Στρατός

O Μεσαίωνας ήταν μια εποχή κατά την οποία δεν υπήρχαν, τόσο στη
Δύση όσο και στην Ανατολή, πραγματικοί εθνικοί στρατοί, με μία μόνο
πιθανή εξαίρεση: το Βυζάντιο. H Δύση ήταν διαιρεμένη επί της ουσίας
σε μία σειρά από κομητείες και πριγκιπάτα, που είχαν χαλαρούς
δεσμούς με τον ανώτερο άρχοντα / επικυρίαρχό τους, τον εκάστοτε
βασιλιά. Με αυτά τα δεδομένα, οι δυνάμεις που κατόρθωναν να
επιστρατεύουν οι ηγεμόνες σε αυτήν την εποχή δεν μπορούν σε καμία
περίπτωση να χαρακτηριστούν ως εθνικοί στρατοί. Συνήθως ήταν οι
δυνάμεις του οίκου τους, μαζί με τους υποτελείς βασάλους τους. Από
οργάνωση και λογιστική υποστήριξη, αυτοί οι ''στρατοί'' βρίσκονταν
στη ''λίθινη εποχή''.

Οποιοσδήποτε Ελληνικός, Ελληνιστικός ή Ρωμαϊκός στρατός των


περασμένων αιώνων ήταν παρασάγγες ανώτερος σε αυτούς τους
τομείς. Όμως αντίθετα, η μαχητική αξία αυτών των δυνάμεων που
χρησιμοποιούσαν οι Μεσαιωνικοί ηγεμόνες της Δ. Ευρώπης ήταν
εξαιρετική. Εξαιτίας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της Μεσαιωνικής
Ευρώπης, υπήρχε μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των ''όπλων'' αυτών
των στρατών. Το ιππικό -που αποτελούσαν οι πλούσιοι φεουδάρχες
και οι άμεσοι υποτελείς τους- ήταν εξαιρετικής ποιότητας και
μαχητικής αξίας. Το πεζικό αντίθετα υστερούσε απελπιστικά, αφού το
αποτελούσαν κατώτερης κοινωνικής τάξης φτωχοί χωρικοί.

Σε κάποιες περιοχές, όπως η Ιταλία και μέρη της Γαλλίας, της Ιβηρικής
και της Γερμανίας, είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται την περίοδο
αυτή ''επαγγελματίες'' μαχητές, μισθοφόροι δηλαδή πολεμιστές, που
προέρχονταν από κατώτερη κοινωνική τάξη, ήταν όμως υψηλής αξίας
πεζικό. Δεν μάχονταν ως ιππότες, διότι η εξάρτυση (κυρίως η
πανοπλία) ήταν πολύ πάνω από τις οικονομικές δυνατότητες των
χωρικών και των αστών. Τον ίδιο καιρό είχαν αρχίσει να εμφανίζονται
και οι οργανωμένες κολεκτίβες πεζών μισθοφόρων, όπως η
Καταλανική Εταιρεία που τόσα βάσανα προκάλεσε στο Βυζάντιο. Όμως
οι μεγάλες μισθοφορικές κολεκτίβες των Ιταλών ''Κοντοτιέρων'', των
Ελβετών Σαρισοφόρων και των Γερμανών Landsknechts βρίσκονταν
ακόμη δύο αιώνες μακριά στο μέλλον.
Τα προβλήματα ενός τέτοιου ''στρατού'' ήταν πολλά και σημαντικά.
Ένα από τα σημαντικότερα, τουλάχιστον επί του πεδίου της μάχης,
ήταν η παντελής έλλειψη πειθαρχίας που χαρακτήριζε τους
Μεσαιωνικούς ιππότες. O επικεφαλής τους δυσκολεύονταν να τους
ελέγξει και κατά κανόνα έκαναν ό,τι ήθελαν και σε όποιο σημείο της
μάχης επιθυμούσαν. Εδώ βρισκόταν το κύριο σημείο υπεροχής των
Ναϊτών. Οι τελευταίοι είχαν υποστεί την αυστηρή -πάντα με τα
δεδομένα της εποχής- πειθαρχία του τάγματος και είχαν ορκιστεί
απόλυτη υπακοή στα κελεύσματα των ανώτερων τους. Στις
περισσότερες περιπτώσεις δηλαδή ήταν μία δύναμη που μπορούσε να
ελεγχθεί στο πεδίο της μάχης και να προσφέρει το μέγιστο των
δυνατοτήτων της.

Και οι δυνατότητες του σιδερόφρακτου Μεσαιωνικού ιππότη, όπως


είδαμε και παραπάνω, ήταν τεράστιες, λόγω του οπλισμού, του
τακτικού δόγματος και των προσωπικών ικανοτήτων. Οι Ναΐτες ήταν
ένα τάγμα που από την αρχή της ύπαρξής του ήταν προορισμένο να
αποτελέσει την αιχμή του δόρατος στις δυνάμεις των Χριστιανικών
βασιλείων της Ουτρεμέρ, ήταν δηλαδή ένα πλήρως
στρατιωτικοποιημένο τάγμα. Ολόκληρη η λειτουργία της περίπλοκης
μηχανής που αποτελούσε το τάγμα, με την τρομερή δικτύωση σε
ολόκληρη την Ευρώπη και τη M. Ανατολή, είχε ως στόχο την
υποστήριξη μιας ισχυρής μάχιμης δύναμης.

Σε πολλούς ίσως να φαντάζει περίεργο ότι ένας οργανισμός με τους


πόρους, τη δύναμη και τις διασυνδέσεις των Ναϊτών συντηρούσε έναν
σχετικά μικρό αριθμό δυνάμεων στη M. Ανατολή. Αυτό όμως δεν
πρέπει να φαίνεται περίεργο, καθώς οι Ναΐτες δραστηριοποιήθηκαν
την περίοδο του Μεσαίωνα. Οι στρατοί της περιόδου δεν ήταν
μεγάλοι, αντίθετα, ήταν μικρές δυνάμεις επαγγελματιών στρατιωτών
(ιπποτών, δηλαδή) που συχνά συνεπικουρούνταν από ''κατώτερους''
(μη ευγενείς, δηλαδή) ως πεζικό που είχε κυρίως βοηθητικό ρόλο στη
μάχη. O κοινωνικός διαχωρισμός ήταν εξαιρετικά έντονος και οι
ιππότες δεν αναμειγνύονταν με τους ''κατώτερους'' πεζούς.

Το αποτέλεσμα ήταν οι στρατοί της εποχής να είναι μικροί, έχοντας


στον πυρήνα τους μία δύναμη σιδερόφρακτων έφιππων μαχητών
ανώτερης κοινωνικής τάξης, οι οποίοι ήταν εκείνοι που έκριναν το
αποτέλεσμα. Για τους Ναΐτες αυτή η δύναμη ήταν οι αδελφοί ιππότες,
που σε καμία χρονική στιγμή στην ιστορία του τάγματος δεν
ξεπέρασαν -στα οχυρά της M. Ανατολής- τα 500 άτομα. Ωστόσο αυτή η
δύναμη συνεπικουρούνταν από έναν αριθμό σεργέντων (τουλάχιστον
1.000), Τουρκόπουλων (περίπου 500) αλλά και μισθοφόρων. Οι
τελευταίοι αποτέλεσαν για το τάγμα μία βολική λύση, ιδιαίτερα κατά
τον 13ο αιώνα, και αποτελούσαν τον κύριο όγκο των δυνάμεων που
παρέτασσε ο Ναός.

Ακριβής υπολογισμός του αριθμού τους σε οποιαδήποτε δεδομένη


στιγμή δεν είναι δυνατό να γίνει, ωστόσο φαίνεται ότι ήταν πολύ
περισσότεροι απ' ό,τι και οι τρεις άλλες τάξεις (ιππότες, σεργέντοι,
Τουρκόπουλοι) μαζί. Οι δυνάμεις αυτές των Ναϊτών ήταν οργανωμένες
σε απόλυτα επαγγελματικά πρότυπα. Οι Ναΐτες είχαν ομοιόμορφη
εμφάνιση (κατά κοινωνική τάξη, φυσικά), οπότε και στα μάτια των
συγχρόνων τους, που είχαν συνηθίσει στο συνονθύλευμα ετερόκλητων
ιπποτών που αποτελούσαν κατά κανόνα τους ''στρατούς'' της εποχής,
ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό απ' οτιδήποτε είχαν δει. Επίσης, ήταν
εξαιρετικά πειθαρχημένοι στη μάχη και υπάκουαν απόλυτα στις
διαταγές που λάμβαναν από τους ανωτέρους τους.

H περίφημη ιπποτική αλαζονεία εξαφανιζόταν όταν ερχόταν η ώρα της


μάχης και οι λευκοντυμένοι ιππότες με τον κόκκινο σταυρό ορμούσαν
σαν ένας άνδρας όταν άκουγαν το παράγγελμα του μάγιστρου.

Τα ''Ιερά και τα Όσια'' του Ναού

Ακόμη και αν δεν δώσουμε βάση στις φήμες και τις θεωρίες που
ήθελαν τους Ναΐτες θεματοφύλακες μεγάλων μυστικών και θρυλικών
αντικειμένων, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι το
τάγμα στερούνταν ιερών κειμηλίων. Έχοντας πάρει στα σοβαρά το
ρόλο του ως το κατεξοχήν τάγμα της Καθολικής Χριστιανοσύνης, οι
Ναΐτες είχαν συγκεντρώσει μια σειρά από ιερά κειμήλια, τα οποία
είχαν πολλαπλή χρησιμότητα. Τα κειμήλια αυτά αποτελούσαν μία
ένδειξη -σε μία εποχή που η Χριστιανική πίστη ήταν ο ακρογωνιαίος
λίθος της κοινωνίας- ισχύος και σπουδαιότητας του τάγματος,
προσέθεταν κύρος και ''ειδικό βάρος''.

H ύπαρξη αυτών των κειμηλίων στα κάστρα των Ναϊτών αποτελούσε


εξάλλου πόλο έλξης για τους προσκυνητές κάθε κοινωνικής τάξης και
προσέφερε στους μη ταγματικούς μία γεύση από τη δύναμη του
τάγματος. Γενικά τα κειμήλια που φυλάσσονταν στα κάστρα των
Ναϊτών στην Ανατολή και σε ορισμένα αρχηγεία τους στη Δύση ήταν
εξαιρετικής σημασίας για το Χριστιανικό κόσμο. Για παράδειγμα, οι
Ναΐτες διέθεταν για μεγάλη περίοδο το υποτιθέμενο ακάνθινο στεφάνι
του Ιησού και το επιδείκνυαν τη Μεγάλη Πέμπτη στους
εκστασιασμένους πιστούς. Ενα από τα πιο σημαντικά κειμήλια που
διέθεταν ήταν ένας σταυρός που είχε φτιαχτεί από το υλικό μιας
σκάφης ή μπανιέρας, στην οποία υποτίθεται ότι είχε πάρει το λουτρό
του ο Ιησούς.

Ειδικά αυτό το κειμήλιο αποτελούσε ένα εξαιρετικά δυνατό ''όπλο''


στα χέρια των αδελφών ιπποτών. Μάλιστα, οι Ναΐτες συνήθιζαν να το
περιφέρουν σε λιτανείες και να το χρησιμοποιούν όταν μεγάλες
καταστροφές απειλούσαν τους Χριστιανούς της M. Ανατολής.
Φυλασσόταν στην εκκλησία των Ναϊτών στην Άκρα, όπου πάμπολλοι
προσκυνητές συνέρρεαν για να το δουν και να νιώσουν τη
θαυματουργή δύναμή του. Άλλο ένα ιδιαίτερα σημαντικό κειμήλιο που
διέθεταν οι Ναΐτες ήταν το σκήνωμα και η καρδιά της Αγίας Ευφημίας
της Χαλκηδόνας. Το ιερό αυτό λείψανο -ένα μόνο από τα πολλά
λείψανα αγίων που διέθετε το τάγμα- φυλασσόταν στο περίφημο
κάστρο των προσκυνητών, το Αθλίτ.

Αλλά δεν ήταν αυτά τα μόνα κειμήλια που διέθεταν οι Ναΐτες στην
εποχή της ακμής τους. Ένα μικροσκοπικό κρυστάλλινο φιαλίδιο που
μετέφερε ένας Ναΐτης στο Λονδίνο το 1247, υποτίθεται ότι περιείχε το
αίμα του Ιησού που χύθηκε πάνω στο σταυρό. Μάλιστα, η
αυθεντικότητά του πιστοποιούνταν με σφραγίδες του τάγματος αλλά
και του Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ. Οι Ναΐτες διέθεταν, δε, σε αρκετές
από τις εκκλησίες και τα αρχηγεία τους θραύσματα του Τιμίου
Σταυρού. Μερικά από αυτά, μαζί με τα ιερά λείψανα αρκετών Αγίων,
εστάλησαν στην Αγγλία το 1272. H εκκλησία των Ναϊτών στο Παρίσι
επιδείκνυε με καμάρι τα υπολείμματα από τις περίφημες 11.000
παρθένες της Κολονίας.

Ενώ άλλη μία εκκλησία των Ναϊτών, στη Σεγκόβια, διέθετε ένα τμήμα
του Τιμίου Σταυρού μαζί με άλλα κειμήλια. Ένας μεταλλικός σταυρός
που πέρασε στους Οσπιταλιέρους μετά τη διάλυση των Ναϊτών και
που φυλασσόταν αρχικά στην Κύπρο και στη συνέχεια στη Ρόδο, είχε
φτιαχτεί, σύμφωνα με το θρύλο, από τα υπολείμματα ενός μεταλλικού
μπολ από το οποίο έφαγε ο Χριστός. Υπάρχουν μαρτυρίες για πολλά
ακόμη που βρίσκονταν στα αρχηγεία του τάγματος ανά την Ευρώπη.
Σύμφωνα μάλιστα με φήμες, αυτά τα κειμήλια δεν ήταν τα
σημαντικότερα που διέθεταν οι Ναΐτες. Αλλά περισσότερα γι' αυτό το
ζήτημα θα δούμε στο κεφάλαιο όπου θα ασχοληθούμε με τα
''μυστικά'' και τους θρύλους που έχουν να κάνουν με το τάγμα.

Πέρα από τη δεισιδαιμονία αλλά και την ευπιστία των συγχρόνων


τους, οι Ναΐτες πόνταραν και στην ουσιαστική δύναμη και στο κύρος
που προσέφερε η κατοχή τέτοιων κειμηλίων. Άλλωστε ακόμη και
σήμερα, σε μία εποχή ''φωτισμένη'', έντονου πραγματισμού και
άμβλυνσης του θρησκευτικού αισθήματος, η έκθεση ενός ιερού
λειψάνου προκαλεί τη συρροή πλήθους πιστών, που καταφεύγουν
ακόμη και σε ακραίες εκδηλώσεις για να πιστοποιήσουν τη λατρεία
τους. Μπορούμε μόνο να φανταστούμε την επίδραση που είχαν
ανάλογα λείψανα σε μία εποχή που η θρησκευτική πίστη βρισκόταν
στο επίκεντρο της ζωής της συντριπτικής πλειονότητας των μελών της
κοινωνίας.

H Σφραγίδα των Ναϊτών

Παρότι μία συγκεκριμένη σφραγίδα είναι εκείνη που έχει συνδεθεί με


τους Ναΐτες, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε μόνο μία, αλλά πολλές
που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς και συνήθως συνδέθηκαν με
κάποιον συγκεκριμένο μάγιστρο. Αυτό οφείλεται στο ότι η σφραγίδα
τέθηκε σε χρήση ή καθιερώθηκε επί της αρχηγίας του. Μία τέτοια είναι
η περίφημη σφραγίδα με την οποία έχουν συνδέσει οι περισσότεροι
τους Ναΐτες, εκείνη που απεικονίζει δύο ιππότες επί ενός αλόγου. H
σφραγίδα αυτή, που αποκαλείται γενικώς ''η παραδοσιακή σφραγίδα
των Ναϊτών'', στην πραγματικότητα είναι εκείνη που δημιούργησε και
καθιέρωσε ένας από τους σημαντικότερους Μεγάλους Μάγιστρους
του τάγματος, ο Βερτράνδος του Μπλανσφόρ (Bertrand de Blanchfort).

O μάγιστρος, που ήταν γόνος του ομώνυμου πανίσχυρου οίκου της


Νοτιοδυτικής Γαλλίας και της Καταλονίας, καθιέρωσε τη σφραγίδα
αυτή για δική του χρήση το 1168. Γρήγορα το εύρημα των δύο ιπποτών
επί ενός ίππου έγινε συνώνυμο του τάγματος, συμβολίζοντας τις
κυριότερες αξίες και το χαρακτήρα του. Αποτέλεσμα ήταν τα επόμενα
χρόνια πολλοί από τους μάγιστρους να υιοθετήσουν το ίδιο σύμβολο,
αν και αρκετοί ήταν εκείνοι που συνέχισαν να δημιουργούν τις δικές
τους, εντελώς διαφορετικές, σφραγίδες. H σφραγίδα αυτή χρησίμευε
πολλαπλά. Σε μία εποχή που η πλειονότητα του πληθυσμού ήταν
αγράμματη, το ρόλο της ''υπογραφής'' έπαιζε η σφραγίδα.

Βάσει της οποίας γινόταν πιστοποίηση και εξασφαλιζόταν η


αυθεντικότητα εγγράφων, τα οποία αφορούσαν σε οποιαδήποτε
συναλλαγή ή λειτουργία. Ειδικά για τους Ναΐτες η ύπαρξη
συγκεκριμένων σφραγίδων ήταν καθοριστικής σημασίας, αφού
διέθεταν επί της ουσίας το πρώτο ανεπτυγμένο πολυεθνικό τραπεζικό
σύστημα, κάτι που προϋπέθετε μία ακριβή αλλά και εύκολη στη χρήση
μέθοδο πιστοποίησης εγγράφων σε ένα σημείο και ταυτοποίησής τους
σε κάποιο άλλο. O συμβολισμός της ''παραδοσιακής'' σφραγίδας
παραμένει έως και σήμερα ένα μυστήριο, αφού καμία σύγχρονη με
τους Ναΐτες πηγή δεν κάνει κάποια ακριβή αναφορά.

Βεβαίως, η σφραγίδα του Βετράνδου είχε και δεύτερη πλευρά, στην


οποία όμως απεικονίζεται αυτό που οι σύγχρονοί του θεωρούσαν ως
το ''Ναό του Σολομώντα'', στην πραγματικότητα το Μουσουλμανικό
τέμενος του Πέτρας. Ως προς αυτό το σημείο δεν υπάρχουν
αμφισβητήσεις για το συμβολισμό του. Αλλωστε πολλοί μάγιστροι πριν
από τον Μπλανσφόρ είχαν χρησιμοποιήσει το Ναό στις δικές τους
σφραγίδες. Αντίθετα, για τους δύο ιππότες υπάρχουν πολλές
διαφορετικές εξηγήσεις. H επικρατούσα άποψη είναι ότι οι δύο
ιππότες πάνω στο ίδιο άλογο συμβολίζουν τον όρκο της πενίας, καθώς
υπονοεί ότι οι ιππότες είναι τόσο φτωχοί που δεν έχουν τη δυνατότητα
να προμηθευτούν ο καθένας το δικό του άλογο.

Εξάλλου το πλήρες όνομα του τάγματος είναι ''Φτωχοί ιππότες του


Χριστού και του Ναού του Σολομώντα''. Παρότι μοιάζει εύλογη η
εξήγηση αυτή, σίγουρα παρουσιάζει πολλά κενά. Το σημαντικότερο εξ
αυτών είναι ότι ακόμη κι αν δεχτούμε ότι την εποχή που ο Ούγος του
Παιν δημιουργούσε το τάγμα οι ιππότες που μετείχαν ήταν
πραγματικά φτωχοί (κάτι που υπονοείται από τις πηγές), δεν είναι
δυνατό να δεχτούμε το ίδιο και για την εποχή του Μπλανσφόρ, οπότε
δημιουργήθηκε η σφραγίδα. Το 1168 το τάγμα ήταν ήδη ένας
πανίσχυρος οργανισμός, με πολλά μέλη, πάμπολλα αρχηγεία και
ακόμη περισσότερα αγαθά. Κάθε ιππότης είχε τρία ή τέσσερα άλογα,
εκ των οποίων τα δύο (ή τρία, αν είχε τέσσερα) ήταν πανάκριβα
destrier.

H περιουσία του τάγματος ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ξεκινήσει ήδη
εκτεταμένες τραπεζικές δραστηριότητες και δάνειζε ακόμη και
πανίσχυρους κοσμικούς ηγεμόνες. Οπότε θα έμοιαζε αρκετά ειρωνικό
να δημιουργήσει ο αριστοκράτης ντε Μπλανσφόρ μία σφραγίδα που
θα επιδείκνυε κάτι που δεν υπήρχε. Βεβαίως, είναι δυνατό να
δεχτούμε ότι ο μάγιστρος είχε στο μυαλό του την εικόνα των ιδρυτών
του τάγματος και θέλησε να τους τιμήσει με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο,
έχουν προταθεί πολλές ακόμη εξηγήσεις για το νόημα της σφραγίδας,
περισσότερο ή λιγότερο ευφάνταστες. Μία από αυτές αναφέρει ότι οι
δύο ιππότες συμβολίζουν απλώς την αδελφοσύνη και τον κοινοβιακό
χαρακτήρα της ζωής που καλούνταν να κάνουν οι Ναΐτες.

Αυτή όμως η -εύλογη- εξήγηση έχει και την επέκτασή της, αφού
αρκετοί έχουν προτείνει ότι δεν αφορά απλώς την αδελφοσύνη, αλλά
κυρίως τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις που, σύμφωνα με τους
κατήγορους του τάγματος και τις έντονες φήμες που διαδόθηκαν από
τα μέσα του 13ου αιώνα, ήταν διαδεδομένη πρακτική στις τάξεις του.
Αυτή η εξήγηση μοιάζει αρκούντως τραβηγμένη, αφού ακόμη κι αν
συνέβαινε κάτι τέτοιο, είναι βέβαιο ότι οι Ναΐτες δεν θα το διαφήμιζαν
στην επίσημη σφραγίδα τους. H επόμενη από τις προτεινόμενες
εξηγήσεις θέλει τον ένα μόνο από τους δύο ιππότες που
απεικονίζονται να είναι Ναΐτης, ενώ ο άλλος υποτίθεται ότι συμβολίζει
το Χριστό.
Το υπόβαθρο αυτής της εξήγησης είναι μία σχετική αποστροφή από το
Ευαγγέλιο του Ματθαίου, ωστόσο η εξήγηση αυτή μοιάζει πολύ
''βολική'' για να είναι αληθινή. Μία άλλη εξήγηση είναι πιο περίπλοκη
και μοιάζει ιδιαίτερα συγκροτημένη. Προτείνει ότι οι δύο ιππότες
συμβολίζουν τη δυαδικότητα του τάγματος και την εγγενή αντίθεση
που εμπεριέχει αυτή η δυαδικότητα. Για παράδειγμα, από τη μία οι
ιππότες ήταν ατομικά φτωχοί και μάλιστα με όρκο, όμως το τάγμα
διέθετε απίστευτα πλούτη. Οι ιππότες ήταν ουσιαστικά αναχωρητές,
μακριά από τις απολαύσεις της κοινωνίας των ανθρώπων, όμως
ταυτόχρονα ήταν αναμεμειγμένοι σε όλες τις κοσμικές υποθέσεις και
καθόριζαν πολλές από αυτές.

Και ενώ ήταν μοναχοί, άνθρωποι του Θεού, από τη μια, από την άλλη
ήταν τρομεροί πολεμιστές, των οποίων η εμφάνιση σκορπούσε πανικό
στους εχθρούς τους. Αυτή η δυαδικότητα και η έντονη αντίθεση
μεταξύ των διάφορων προσώπων του τάγματος λέγεται ότι
υποδηλώνεται από τους δύο ιππότες επί του ενός αλόγου. H δεύτερη
πιο διάσημη σφραγίδα του τάγματος είναι η λεγόμενη Agnus Dei (ο
Αμνός του Κυρίου), ενώ υπάρχουν πολλές ακόμη που εικονίζουν το
σταυρό του τάγματος σε διάφορες παραλλαγές, έναν ιππότη, ένα
άλογο ή παραλλαγές της σφραγίδας του Μπλανσφόρ.

Το Λάβαρο του Τάγματος

Οι Ναΐτες έχουν συνδεθεί, ως προς τις απεικονίσεις τους, με τον


χαρακτηριστικό κόκκινο σταυρό επί λευκού πεδίου, ο οποίος ήταν το
σύμβολο με το οποίο ''τιμήθηκε'' το τάγμα από την Καθολική Εκκλησία.
Αποτέλεσμα αυτού είναι στις περισσότερες σχετικές απεικονίσεις, οι
Ιππότες του Ναού να φέρουν τον κόκκινο σταυρό όχι μόνο επί των
ενδυμάτων τους αλλά και επί των λαβάρων τους, κάτι που είναι
παντελώς εσφαλμένο. To λάβαρο του τάγματος δεν έφερε απεικόνιση
του κόκκινου σταυρού. Στην πραγματικότητα λεγόταν baucant (ή
bausent, ή baucent), που σημαίνει ''ασπρόμαυρο'' ή ''ασπρόγκριζο''.
Ήταν δίχρωμο και τα χρώματα που έφερε ήταν άσπρο και μαύρο. Για
την εικόνα του λαβάρου έχουμε δύο διαφορετικές απεικονίσεις.

H μία, που εκπροσωπείται από αρκετούς εικονογράφους του


Μεσαίωνα, με επιφανέστερο τον Ματθαίο Πάρις, τον χρονικογράφο
του Αββαείου του Αγ. Αλβανού, δείχνει το baucant με μαύρο το επάνω
μέρος και λευκό το κάτω. Αντίθετα, απεικονίσεις που έχουν
φιλοτεχνήσει μέλη του τάγματος στις νωπογραφίες της εκκλησίας του
San Bevignate στην Περούτζια, δείχνουν το λάβαρο με ανεστραμμένα
τα δύο χρώματα: το λευκό βρίσκεται επάνω και το μαύρο κάτω. H
σημασία του λαβάρου κατά τη διάρκεια μιας μάχης στην οποία
συμμετείχαν οι Ναΐτες ήταν καθοριστική. O σημαιοφόρος ήταν εκείνος
που κρατούσε το λάβαρο και γύρω από αυτό ήταν συγκεντρωμένοι οι
πλέον επίλεκτοι ιππότες του Ναού.

Εφόσον στην πορεία της μάχης το λάβαρο χανόταν, ένας άλλος


ιππότης που είχε τυλιγμένο γύρω από τη λόγχη του ένα δεύτερο, το
ξετύλιγε και οι Ναΐτες που ακόμη πολεμούσαν συγκεντρώνονταν γύρω
από αυτό. Απαγορευόταν αυστηρά -με ποινή απομάκρυνσης από το
τάγμα- για έναν ιππότη να αποχωρήσει από τη μάχη ενόσω το baucant
κυμάτιζε ακόμη.
Ο ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ Θ' ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

O ισχυρός μονάρχης που ταπείνωσε τους Ναΐτες. Προσωπικότητα που


άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της στην ιστορία, ο διασημότερος ίσως
εκπρόσωπος των οίκου των Καπέτων μοναρχών της Γαλλίας, Άγιος της
Καθολικής εκκλησίας, ο Λουδοβίκος συνέδεσε στενά την πορεία του με
αυτή του τάγματος. Αν και η Αγιοποίησή του, όπως είδαμε σε άλλο
κεφάλαιο, οφειλόταν κυρίως στην προσπάθεια συμφιλίωσης του Πάπα
Βονιφάτιου με τον εγγονό του Λουδοβίκου, Φίλιππο Δ', ο Άγιος
Λουδοβίκος ήταν μία από τις σημαντικότερες μορφές της Μεσαιωνικής
Χριστιανοσύνης. Γιος του Λουδοβίκου του Z', γεννήθηκε το 1214 και
ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία μόλις 11 ετών, όταν ο πατέρας του
πέθανε ξαφνικά.

Καθώς ήταν ανήλικος, καθήκοντα βασιλικού επιτρόπου ανέλαβε η


μητέρα του, η περίφημη Μπλανς (λευκή) της Καστίλλης. H επίδραση
της αυστηρής και αμείλικτης μητέρας του ήταν καθοριστική στην
ανάπτυξη της προσωπικότητα του νεαρού Λουδοβίκου. H Μπλανς
παρέμεινε ουσιαστική κυρίαρχος του θρόνου μέχρι το 1234, όταν ο
Λουδοβίκος ενηλικιώθηκε και ανέλαβε πλήρως τα καθήκοντά του. την
χρονιά της ενηλικίωσής του ο Λουδοβίκος παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα
της Προβηγκίας. Έτσι, ο Λουδοβίκος απέκτησε έναν σύνδεσμο με το
βασίλειο της Αγγλίας, αφού η αδελφή της Μαργαρίτας, Ελεονόρα,
ήταν σύζυγος του Ερρίκου Γ' της Αγγλίας.

O γάμος του Λουδοβίκου με τη Μαργαρίτα θεωρήθηκε ευτυχισμένος


και το ζευγάρι απέκτησε 11 παιδιά, ωστόσο πάντα βρισκόταν υπό τη
βαριά σκιά που έριχνε η πανταχού παρούσα Μπλανς. H βασιλομήτωρ
δεν επέτρεπε στο ζευγάρι ούτε καν να έχουν κοινά καταλύματα και
ακόμη και ως νεόνυμφοι συναντιόνταν στα κρυφά, όταν η Μπλανς δεν
βρισκόταν κοντά. Επί της βασιλείας του Λουδοβίκου ολοκληρώθηκε η
Αλβεγινή σταυροφορία, η προσπάθεια του Γαλλικού θρόνου και της
Καθολικής εκκλησίας να ξεριζώσει την αίρεση των Καθαρών από την
Γαλλική επαρχία και κυρίως από την περιοχή του Λανγκντόκ.

O Λουδοβίκος υπέγραψε μία σχετική συμφωνία με τον Ρεϋμόνδο της


Τουλούζης, ο οποίος εθεωρείτο πιθανός υποστηρικτής των Καθαρών
και φερόταν να είχε δολοφονήσει έναν ιερέα. Πάντως ο Λουδοβίκος,
κάτω από την επίδραση της φανατικής Καθολικής μητέρας του, ήταν
ένας από τους πιο θρησκευόμενους άρχοντες της Γαλλίας. είχε ένα
ιδιαίτερο πάθος για ιερά κειμήλια και προσπάθησε να προμηθευτεί
όσο το δυνατόν περισσότερα. Αγόρασε τον υποτιθέμενο ''Ακάνθινο
Στέφανο'' από το Λατίνο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης
Βαλδουίνο και τον περιέφερε στους δρόμους του Παρισιού ξυπόλητος.
Ήταν ίσως από τους λίγους ηγέτες σταυροφοριών που πέρα από τα
πολιτικά, οικονομικά και εδαφικά οφέλη που προσδοκούσε από τη
συμμετοχή του, πίστευε ακράδαντα στο δίκαιο του σκοπού και στην
ανάγκη εκδίωξης των ''απίστων'' από τους Αγίους Τόπους. Για το λόγο
αυτό άλλωστε ο Λουδοβίκος ηγήθηκε δύο σταυροφοριών, της Z' το
1248 και της H' το 1270. στην Z' είχε τις πρώτες επαφές με τον
''ανατολικό'' κλάδο του τάγματος του Ναού. αν και αρχικά οι σχέσεις
τους ήταν αγαστές και ο Λουδοβίκος σε κάθε ευκαιρία επαινούσε τους
''ευσεβείς ιππότες του Χριστού'', σε κάποιο σημείο επήλθε ρήξη.

Η προσπάθεια των Ναϊτών να συμμαχήσουν με τη Δαμασκό και να


χρησιμοποιήσουν τη μία Μουσουλμανική φατρία ενάντια στην άλλη,
προκάλεσε την οργή του Λουδοβίκου, ο οποίος ταπείνωσε τους
αξιωματούχους του τάγματος για την αυθάδειά τους. Και οι δύο
απόπειρες του Λουδοβίκου για επέκταση της Λατινικής παρουσίας
στους Αγίους Τόπους απέτυχαν παταγωδώς. Την πρώτη φορά, ο
Λουδοβίκος συνελήφθη αιχμάλωτος και χρειάστηκε να υποσχεθεί την
παράδοση του στρατού του και την καταβολή υπέρογκων λύτρων για
να αφεθεί ελεύθερος. Στη δεύτερη απόπειρά του, στην Τυνησία, όχι
μόνο απέτυχε αλλά άφησε και την τελευταία του πνοή, πιθανότατα
από δυσεντερία.

H σορός του Λουδοβίκου, τον οποίο για την ευσέβεια και τον
θρησκευτικό ζήλο του οι σύγχρονοι του τον θεωρούσαν ''σχεδόν Άγιο'',
ουσιαστικά τεμαχίστηκε, αφού τμήμα των λειψάνων του ετάφησαν
στην Τυνησία, ενώ άλλα μεταφέρθηκαν στο Παλέρμο, όπου βρίσκονται
ακόμη και σήμερα. Το υπόλοιπο σώμα του μεταφέρθηκε στην Γαλλία,
στη βασιλική νεκρόπολη του Σαιν Ντενί. O ορειχάλκινος τύμβος του
καταστράφηκε από φωτιά κατά τους θρησκευτικούς πολέμους στα
τέλη του 14ου αιώνα και το μόνο τμήμα του πτώματός του που
σώθηκε ήταν ένα δάχτυλο, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο Σαιν
Ντενί ως ιερό λείψανο. O Λουδοβίκος Αγιοποιήθηκε από τον Πάπα
Βονιφάτιο το 1297.

ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ

Τραπεζίτες ή Πολεμιστές

Οι Ναΐτες στη διάρκεια της ιστορίας τους έπαιξαν με επιτυχία το ρόλο


τόσο των πολεμιστών όσο και των επιχειρηματιών. Αν και μεγάλο
μέρος της φιλολογίας της σχετικής με τους Ναΐτες αφορά κατά κύριο
λόγο στις διάφορες ''παράλληλες'' δραστηριότητές τους, όπως οι
τραπεζικές, οι θεωρίες συνωμοσίας, η πολιτική δύναμη και τα
οικονομικά μεγέθη τους, στην πραγματικότητα όλα αυτά
αποπροσανατολίζουν από τη βασική αποστολή των Ναϊτών: Την
ύπαρξή τους ως πολεμικός οργανισμός που θα υπεράσπιζε τη
''Χριστιανική Μέση Ανατολή'' από τους Μουσουλμάνους. Όποια
αναφορά και αν κάνουμε στους Ναΐτες, θα πρέπει κατ' αρχάς να τη
δούμε μέσα από αυτό το πρίσμα.

Το τάγμα υπήρχε για να προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες,


διαθέτοντας έναν πυρήνα εξαιρετικά πειθαρχημένων, εκπαιδευμένων
και οπλισμένων ανδρών, οι οποίοι αποτελούσαν την αιχμή κάθε
''σταυροφορικού'' στρατού στον οποίο μετείχαν. Έχουμε ήδη δει τη
διάρθρωση των στρατιωτικών δυνάμεων των Ναϊτών που, τουλάχιστον
στην Ουτρεμέρ, ταυτίζονταν με την ανώτερη διοικητική δομή του
τάγματος. Ας δούμε τώρα τη λειτουργία αυτής της πανίσχυρης
πολεμικής μηχανής στην πράξη. Στον πυρήνα αυτού του μηχανισμού
βρίσκονταν οι ίδιοι οι αδελφοί ιππότες. O αριθμός τους ποτέ δεν ήταν
ιδιαίτερα μεγάλος.

Να σημειώσουμε ότι οι αριθμοί που ακολουθούν αφορούν στις


δυνάμεις που διέθεταν οι Ναΐτες στους Αγίους Τόπους, καθώς μάχιμες
δυνάμεις υπήρχαν και στην Ισπανία (αν και πολύ λιγότεροι), ενώ ο
αριθμός των αδελφών στα πάμπολλα Διοικητήρια της Δύσης ήταν
ιδιαίτερα μεγάλος. Τις πρώτες δεκαετίες μετά την επίσημη ίδρυση του
τάγματος, οι ιππότες στην Ουτρεμέρ ήταν λιγότεροι από 200. Περί το
1160 ο αριθμός τους είχε φθάσει ίσως και τους 300 - 350 και δεν
φαίνεται να μεταβλήθηκε σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες, παρά τις
τρομερές ήττες. Για παράδειγμα, περίπου 290 Ναΐτες φονεύθηκαν στις
μάχες του Χαττίν και της Κρεσόν, αλλά οι απώλειες καλύφθηκαν
γρήγορα με μεταφορά αδελφών από τα Διοικητήρια της Δύσης και
νέες στρατολογήσεις.
Στη μέγιστη ακμή του το τάγμα φαίνεται να είχε περί τους 450, ίσως
και 500 αδελφούς ιππότες στην Ανατολή. Οι ιππότες αυτοί ήταν
διαμοιρασμένοι μεταξύ των διάφορων αρχηγείων και κυρίως των
κάστρων του τάγματος και ουδέποτε συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί σε
κάποια μάχη. Αλλά ακόμη και ως σώματα 100 ή 200 ιπποτών, οι Ναΐτες
ήταν μια τρομερή δύναμη στο πεδίο της μάχης. H τακτική μάχης που
ακολουθούσαν ήταν η επέλαση με τη λόγχη και συνήθως τους
συνόδευαν οι δυνάμεις των άλλων ταγμάτων και κυρίως αυτού των
Ιωαννιτών. Μαζί Ναΐτες και Ιωαννίτες μπορούσαν να συγκεντρώσουν
σε μία μάχη 300 ή και 350 ιππότες (πάνω από 400 στη μάχη του Λε
Φορμπί), που σχημάτιζαν έναν τρομερό πυρήνα βαρέος ιππικού.

Οι ιππότες του Ναού έδωσαν τα διαπιστευτήριά τους σε πολλές από


τις κρίσιμες συγκρούσεις που έλαβαν χώρα όχι μόνο στη Λατινική M.
Ανατολή αλλά οπουδήποτε τέθηκαν αντιμέτωποι Χριστιανοί με
''απίστους''. Οι Ναΐτες είχαν τη δυνατότητα να διαθέτουν σημαντικές
οργανωμένες, πειθαρχημένες, καλά εξοπλισμένες και αποτελεσματικές
δυνάμεις, που αποτελούσαν μία πολύτιμη προσθήκη στο οπλοστάσιο
οποιουδήποτε Χριστιανού ηγεμόνα αντιμετώπιζε Μουσουλμάνους.
Πέρα από την πολύ υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και τον οπλισμό
τους, οι Ναΐτες διακρίνονταν από μία -μοναδική για τα δεδομένα της
Δ. Ευρώπης την εποχή που εξετάζουμε- πειθαρχία και υπακοή στις
εντολές των ανωτέρων.

Γενικά, ο θωρακισμένος ιππότης αποτελούσε μία τρομερή δύναμη στο


πεδίο της μάχης και η έφοδος με τη λόγχη ήταν μία τακτική που
μπορούσε να διαλύσει και τον πιο καλό στρατό. Ωστόσο, οι ιππότες,
που ήταν μέλη μίας ''αριστοκρατίας'' που δεν είχε συνηθίσει να
δέχεται εντολές και είχε ως κύριο γνώρισμα την υπερηφάνεια, δεν
ήταν εύκολο να ενταχθούν σε ένα πειθαρχημένο σώμα, που υπάκουε
στις εντολές του ηγέτη του και λειτουργούσε στο πλαίσιο ενός
συγκεκριμένου τακτικού σχεδιασμού. Οι Ναΐτες κατάφεραν να
ενσταλάξουν αυστηρή πειθαρχία στους ιππότες που γίνονταν αδελφοί
του Ναού και ως εκ τούτου υπήρξαν μία τρομακτική δύναμη στο πεδίο
της μάχης.

Ένα άλλο ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο που ''εισήγαγαν'' οι Ναΐτες σε


οποιονδήποτε Χριστιανικό στρατό συμμετείχαν και ιδιαίτερα σε
αυτούς που ήταν ''φρέσκοι'' στους Αγίους Τόπους ή στην Ιβηρική, ήταν
η βαθιά γνώση του αντιπάλου τους. Οι ιππότες του Ναού κυριολεκτικά
ζούσαν ανάμεσα στους Μουσουλμάνους, τους γνώριζαν πολύ καλά,
είχαν δεσμούς με ορισμένους από αυτούς και τους είχαν
αντιμετωπίσει πάμπολλες φορές στο πεδίο της μάχης. Οπότε είχαν
συγκεντρώσει μια βαθιά γνώση για τον εχθρό, την οποία ουσιαστικά
μεταλαμπάδευαν σε οποιαδήποτε δύναμη συμμετείχαν.

Οι δυνάμεις που έστελναν στις Χριστιανικές εκστρατείες,


οργανώνονταν γύρω από έναν ''σκληρό πυρήνα'' αδελφών ιπποτών,
που αποτελούσαν το καλύτερο βαρύ ιππικό της εποχής τους. Γύρω από
αυτούς υπήρχε ένας αριθμός αδελφών σεργέντων, που επίσης
μάχονταν ως βαρύ ιππικό ή -όταν υπήρχε ανάγκη ή αναγκάζονταν εκ
των συνθηκών- βαρύ πεζικό. Τις δύο αυτές ομάδες συνεπικουρούσαν
τμήματα μισθοφόρων, συνηθέστερα βαλλιστροφόροι και
Τουρκόπουλοι. Οι δυνάμεις των ταγματικών διακρίθηκαν σε όλες τις
μάχες που έδωσαν ενάντια στους Μουσουλμάνους, τόσο στις νίκες
όσο και στις ήττες. Τις περισσότερες φορές προσέφεραν τα μέγιστα,
ήταν οι πρώτοι που εμπλέκονταν και οι τελευταίοι που
απαγκιστρώνονταν και κατά κανόνα πλήρωναν βαρύτατο φόρο
αίματος.

Γι' αυτό δεν έφταιγαν μόνο οι απώλειες στη μάχη. Ένας ακόμη λόγος
που συντελούσε ώστε οι ήττες των Ναϊτών να εξελίσσονται σε
πραγματικές καταστροφές, ήταν ότι οι λευκοντυμένοι μοναχοί ιππότες
σε πολλές περιπτώσεις εκτελούνταν από τους αντιπάλους τους όταν
συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Κανόνας του
τάγματος προέβλεπε αυστηρότατες ποινές -συνήθως αποπομπή από
το τάγμα- για όσους αδελφούς εγκατέλειπαν τη μάχη πριν αυτή κριθεί
οριστικά. Το αποτέλεσμα της μάχης κρινόταν από το αν το λάβαρο του
τάγματος, που πάντα συνόδευε το μάγιστρο ή τον ανώτερο
αξιωματούχο που ήταν παρών, συνέχιζε να κυματίζει. Εφόσον το
λάβαρο ήταν ακόμη εμφανές, οι ιππότες απαγορευόταν αυστηρά να
εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης.

Αν έχαναν την ίλη τους, είχαν εντολή να αναζητήσουν το κοντινότερο


baucant (το λάβαρο του τάγματος) και να συγκεντρωθούν γύρω του. Σε
πάμπολλες περιπτώσεις η τρομερή αποτελεσματικότητά τους έσωσε
τις Χριστιανικές δυνάμεις, αν και αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό. Οι
Ναΐτες, όπως και οι υπόλοιποι σιδερόφρακτοι ιππότες του Μεσαίωνα,
''έπασχαν'' σε κάποιους τομείς, ο σημαντικότερος από τους οποίους
ήταν η αδυναμία συντονισμού με το πεζικό. Αυτή η αδυναμία είχε
καταρχήν χαρακτήρα κοινωνικό, αφού το πεζικό ήταν ''κατώτερης
τάξης'' και οι ''ευγενείς'' ιππείς θεωρούσαν ότι ήταν υποδεέστερης
αξίας στη μάχη και όχι μόνο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Ναΐτες να
υποστούν πανωλεθρίες επειδή αγνοούσαν το πεζικό και επιτίθεντο
μόνοι στον αντίπαλο.

H πιο γνωστή από αυτές τις ατυχείς στιγμές ήταν στην Κρεσόν αλλά
δεν ήταν η μόνη. Ένας άλλος τομέας όπου έπασχαν οι ιππότες ήταν η
ευκινησία και η ταχύτητα. Μπορεί η επέλασή τους να ήταν τρομακτική,
όμως όταν η ορμή της εξαντλούνταν, οι ιππότες βρίσκονταν σε
μειονεκτική θέση απέναντι στις αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις των
Μουσουλμάνων. Οι τελευταίοι είχαν αξιόλογα τόξα και ήταν πολύ
ελαφρύτερα θωρακισμένοι, ακόμη και οι βαρύτερες μονάδες τους.
Εξάλλου τα άλογα των ιπποτών ήταν βαριά ντεστριέ, πολεμικοί ίπποι
ιδιαίτερα δυνατοί και μεγαλόσωμοι για τα δεδομένα της εποχής, αλλά
μάλλον αργοί και δυσκίνητοι. Το αποτέλεσμα ήταν οι Μουσουλμάνοι
να κατορθώνουν πολύ συχνά να αποκόπτουν τμήματα ιπποτών και να
τα εξοντώνουν.
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Ναΐτες ήταν η δυσκολία
συντονισμού με τις δυνάμεις που απαρτίζονταν από κοσμικούς
ιππότες. Οι τελευταίοι μπορεί να ήταν κοινωνικά και ταξικά
''ομογάλακτοι'' των Ναϊτών, ωστόσο είχαν και όλα τα ελαττώματα που
ο κοινοβιακός τρόπος ζωής και η αυστηρή πειθαρχία είχαν περιορίσει
στους ιππότες του Ναού. Οι κοσμικοί ιππότες ήταν απείθαρχοι,
έπαιρναν πρωτοβουλίες που κατά κανόνα ήταν παράλογες
πολεμούσαν για τη δόξα και τα ατομικά κατορθώματα, συχνά και τη
λεηλασία και σπάνια υπάκουαν στους ανωτέρους τους. Οι Ναΐτες
συνήθως απέφευγαν να συντάσσονται με τους κοσμικούς ιππότες και
προτιμούσαν τους εξίσου πειθαρχημένους Ιωαννίτες.

Άλλωστε σύμφωνα με τον Κανόνα του Ναού, εάν οι ταγματικοί ιππότες


έχαναν στη μάχη το ''ασπρόγκριζο'' λάβαρο (τη σημαία του τάγματος),
τότε έσπευδαν να συνταχθούν κάτω από το πλησιέστερο λάβαρο των
Ιωαννιτών. Μόνο αν και το λάβαρο των τελευταίων είχε υποσταλεί,
μπορούσαν να συνταχθούν με τους κοσμικούς ιππότες. Το τελευταίο
από τα μειονεκτήματά τους είχε να κάνει με την αποφασιστικότητα και
το φανατισμό τους. Αν και οι Ναΐτες σε γενικές γραμμές θεωρούνταν
ιδιαίτερα επιφυλακτικοί και δεν επιτίθεντο εάν δεν υπήρχαν οι
κατάλληλες συνθήκες, σε πολλές περιπτώσεις η αφοσίωσή τους στο
καθήκον και η προσήλωσή τους στο στόχο της εξόντωσης του εχθρού
τούς καθιστούσε ευάλωτους.
Βεβαίως, οι ιππότες δεν πολεμούσαν μόνο έφιπποι. Αντίθετα, στις
περισσότερες μεγάλης κλίμακας συγκρούσεις αλλά και στις αψιμαχίες
αναγκάζονταν, είτε λόγω των συνθηκών της μάχης είτε λόγω απώλειας
των αλόγων τους, να πολεμήσουν πεζή. Στις περιπτώσεις αυτές οι
ιππότες παρατάσσονταν ο ένας κοντά στον άλλο, προτάσσοντας τις
ασπίδες τους και κρατώντας τα πλατιά, αμφίστομα μακριά σπαθιά
(longswords ή broadswords). Με τον τρόπο αυτό μπορούσαν να
αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε απειλή. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι
Αραβες και Τούρκοι αντίπαλοι των σταυροφόρων και των Φραγκικών
κρατιδίων μετά τις πρώτες συγκρούσεις, που κατά κανόνα κατέληγαν
σε νίκη των Δυτικών, ανέπτυξαν πολλές τακτικές για να τους
αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.

H απλούστερη από αυτές ήταν η εξουδετέρωση του αλόγου τους.


Μπορεί ο Ναΐτης να είχε και δεύτερο πολεμικό φαρί (σε ορισμένες
περιπτώσεις και τρίτο), αλλά αν οι Μουσουλμάνοι κατόρθωναν να
τοξεύσουν το άλογο ενώ ο ιππότης βρισκόταν στο μέσον της εφόδου,
κατά κανόνα τον εξουδετέρωναν. O Ιμάντ αντ Ντιν, Μουσουλμάνος
λόγιος και σχολιαστής που έζησε την περίοδο του Σαλαντίν, σημείωνε:
''O Φράγκος ιππότης ήταν τόσο καλά προστατευμένος από την
πανοπλία του, που ήταν σχεδόν αδύνατον να σκοτωθεί, αλλά από τη
στιγμή που σκοτωνόταν το άλογό του ήταν πολύ εύκολο να τον
συλλάβεις αιχμάλωτο''. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες
μάχες οι βαριά θωρακισμένοι ιππότες είχαν μικρές σχετικά απώλειες
κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης.

Όμως, αν η μάχη χανόταν, ήταν σχεδόν αδύνατον να διαφύγουν, αφού


συνήθως από τα πρώτα στάδια της μάχης οι Μουσουλμάνοι είχαν
τοξεύσει τα άλογά τους. Πάντως το άλογο γενικώς εθεωρείτο το πιο
πολύτιμο από όλα τα αποκτήματα του πολεμιστή και η επιβίωσή του
στο πεδίο της μάχης εξαρτιόταν άμεσα από αυτό. H φροντίδα που
λάμβαναν ώστε τα άλογα να είναι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση
φαίνεται και από μία περιγραφή σχετικά με το Χαττίν. Σύμφωνα με
αυτήν, όταν ο στρατός των Χριστιανών είχε αρχίσει να ξεμένει από
νερό, λίγο πριν φθάσει στην περιοχή του Χαττίν, οι ιππότες
προτιμούσαν να μοιράσουν το λίγο νερό που υπήρχε στα άλογά τους
και να το στερηθούν οι ίδιοι.

Βεβαίως, οι ιππότες στέρησαν και από τους πεζούς το νερό, κάτι που
είχε δραματικές συνέπειες κατά τη διάρκεια της μάχης, όταν οι
''κοινωνικά κατώτεροι'' πεζοί σταμάτησαν να υπακούν στις διαταγές
τους και εγκατέλειψαν το βασιλιά, βρίσκοντας καταφύγιο στο ένα από
τα δύο ''κέρατα του Χαττίν''. Οι Μεσαιωνικές πηγές αναφέρονται με
ανυπόκριτο θαυμασμό στη στρατιωτική αρετή των Ναϊτών και υμνούν
τα κατορθώματά τους. Ακόμη και στην ήττα, οι Ναΐτες -καθώς
αναφέρουν οι πηγές- παρέμεναν στις θέσεις τους έως ότου ''όλα να
έχουν χαθεί''. Χαρακτηριστικά είναι όσα έγραψε ένας αυτόπτης
μάρτυρας της δράσης των λευκοντυμένων ιπποτών στη μάχη του
Μοντγκισάρ, μία από τις μεγαλύτερες νίκες Χριστιανικών δυνάμεων
ενάντια στους Μουσουλμάνους (για την οποία θα δούμε περισσότερα
στη συνέχεια):

''O Όντο (ο M. Μάγιστρος Όντο του Σαιντ Αμάντ) σαν άλλος Ιούδας
Μακκαβαίος είχε μαζί του στο τμήμα του οποίου ηγείτο, 84 αδελφούς
του τάγματος. Μπήκε στη μάχη με τους άντρες του, με τη δύναμη που
του έδινε το σήμα του σταυρού. Σπιρουνίζοντας όλοι μαζί τα άλογά
τους, σαν ένας άνδρας, έκαναν την έφοδό τους δίχως να στρέφονται
ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Αναγνωρίζοντας το τμήμα του στρατού του
οποίου επικεφαλής ήταν ο Σαλαντίν, πολλοί ιππότες με ανδρεία το
πλησίασαν, το διαπέρασαν άμεσα. Ασταμάτητα τους χτυπούσαν, τους
διέλυσαν, τους συνέτριψαν και τους κατέστρεψαν. O Σαλαντίν έμεινε
άναυδος από θαυμασμό, βλέποντας τους άνδρες του να έχουν
διαλυθεί, να προσπαθούν να διαφύγουν και να παραδίδονται στο
σπαθί. Σκέφτηκε και τη δική του ασφάλεια και διέφυγε, ρίχνοντας
κάτω τον αλυσιδωτό του θώρακα, καβαλικεύοντας μία δρομάδα
καμήλα και μόλις που δραπέτευσε με λίγους από τους άνδρες του''.

Παρά τις ρομαντικές υπερβολές, η ουσία του αποσπάσματος είναι


αληθής: η ορμητική έφοδος των Ναϊτών στο κύριο τμήμα του
Μουσουλμανικού στρατεύματος, την ίδια τη σωματοφυλακή του
Σαλαντίν που αποτελούσαν οι περίφημοι Μαμελούκοι, οριστικοποίησε
την επικράτηση των Χριστιανικών δυνάμεων. Όμως και η εσφαλμένη
τακτική εκτίμηση δεν ήταν απούσα από τις αποφάσεις των ιπποτών
του Ναού. O ίδιος μάγιστρος στον οποίο αναφέρεται το παραπάνω
απόσπασμα, ο Όντο, συνελήφθη από τις δυνάμεις του Σαλαντίν στη
μάχη του Μαρτζ Αγιούν το 1179.

O Όντο, μαζί με τον Ρεϋμόνδο της Τρίπολης και ένα τμήμα ιπποτών και
πεζών, τόσο ταγματικών όσο και δυνάμεων του κόμη της Τρίπολης,
είχαν επαναπαυτεί αφού διέλυσαν ένα απόσπασμα δυνάμεων του
Σαλαντίν και είχαν αφήσει τους άνδρες τους να επιδοθούν σε
λαφυραγωγία. Τότε αφίχθη το κυρίως στράτευμα του Σαλαντίν σε
διάταξη μάχης και στη σύγκρουση που ακολούθησε οι δυνάμεις των
χριστιανών διαλύθηκαν και ο Όντο συνελήφθη αιχμάλωτος (για να
πεθάνει στη φυλακή λίγο καιρό αργότερα).

Οι Άλλες Δυνάμεις των Ναϊτών

Όπως προαναφέραμε, οι αδελφοί ιππότες δεν ήταν το μοναδικό


στρατιωτικό τμήμα που παρέτασσε το τάγμα. Πλάι στους ιππότες
παρατάσσονταν και οι σεργέντοι, οι οποίοι ήταν επίσης σχετικά βαριά
θωρακισμένοι και οπλισμένοι και είχαν τη δυνατότητα, τουλάχιστον
στα πρώτα στάδια της μάχης (όταν ακόμη διέθεταν τα άλογά τους), να
συνοδεύουν τους ''ανωτέρους'' τους στην επέλαση με τη λόγχη. Καθώς
όμως οι σεργέντοι είχαν μόνο ένα άλογο, σπάνια τέλειωναν τη μάχη
έφιπποι. Αναφέραμε άλλωστε τη συνήθεια των μουσουλμάνων να
τοξεύουν τα άλογα των έφιππων Χριστιανών, θεωρώντας (σωστά) ότι
με αυτόν τον τρόπο χάνουν μεγάλο μέρος από την ισχύ κρούσης τους.
Οπότε οι σεργέντοι έπρεπε να πολεμήσουν και πεζή, είτε με το σπαθί
είτε με κάποιο άλλο από τα όπλα (δόρυ, κεφαλοθραύστης, ακόμη και
βαλλιστρίδα σε κάποιες περιπτώσεις) που έφεραν. O αριθμός των
σεργέντων ήταν σαφώς μεγαλύτερος από αυτόν των ιπποτών, αλλά όχι
πολύ. Συνήθως αντιστοιχούσαν δύο ή τρεις σεργέντοι σε έναν ιππότη,
αλλά είναι άγνωστο αν παρατάσσονταν όλοι για μάχη. Είναι γνωστό
επίσης ότι στα περισσότερα από τα μικρά κάστρα η φρουρά
αποτελούνταν κυρίως από σεργέντους, υπό έναν επικεφαλής ιππότη.
Τα ακόμη μικρότερα κάστρα και οχυρά είχαν συνήθως επικεφαλής
έναν σεργέντο, ενώ η φρουρά αποτελούνταν τόσο από σεργέντους όσο
και από μισθοφόρους.

Ένα άλλο τμήμα που προσέφερε πολλά στις μάχες που συμμετείχαν οι
''πένητες ιππότες'' ήταν οι Τουρκόπουλοι. Αυτοί πολεμούσαν ως
ελαφρύ ιππικό και ιπποτοξότες και ήταν εξαιρετικά πολύτιμοι σε
αψιμαχίες και επιδρομές, που ήταν άλλωστε το κυριότερο μέρος της
πολεμικής δραστηριότητας μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. O
αριθμός των Τουρκόπουλων συνήθως ήταν ίδιος με αυτόν των
ιπποτών ή λίγο μεγαλύτερος. O κύριος όγκος των στρατών αλλά και
των φρουρών των Ναϊτών ήταν μισθοφόροι, κυρίως βαλλιστριδοφόροι
-ιδιαίτερα πολύτιμοι για τη φύλαξη κάστρων- αλλά και δορυφόροι.
Οι μισθοφόροι αποτελούσαν μία ''βολική'' λύση για τους Ναΐτες ώστε
να πυκνώνουν τις τάξεις τους χωρίς να δεσμεύονται με ''μόνιμα'' μέλη,
όπως γινόταν στην περίπτωση στρατολόγησης νέων αδελφών, ιπποτών
ή σεργέντων. Το τάγμα διέθετε και ειδικευμένους στην πολιορκητική
τέχνη αδελφούς σεργέντους. Αυτοί ήταν μηχανικοί που γνώριζαν τα
μυστικά της κατασκευής και χρήσης πολύπλοκων, για την εποχή,
μηχανών, όπως καταπέλτες και τρεμπουσέ, που ήταν απαραίτητες για
την εκπόρθηση μίας τειχισμένης πόλης ή ενός μεγάλου κάστρου. Αν
και το τάγμα προσπαθούσε να διαθέτει επαρκή αριθμό ειδικών στην
πολιορκητική τέχνη, εντούτοις συχνά κατέφευγε στις υπηρεσίες
εξωταγματικών, τους οποίους προσλάμβανε για συγκεκριμένες
αποστολές.
Αψιμαχίες και Πολιορκίες

Όπως σημειώσαμε, ενώ η δράση των Ναϊτών είναι κυρίως γνωστή από
τις μεγάλες μάχες στις οποίες έλαβαν μέρος, στην πραγματικότητα η
κυρίως δραστηριότητά τους αφορούσε σε αψιμαχίες, περιπόλους και
πολιορκίες. Οι επιδρομές (chevauchees στα Γαλλικά της εποχής) ήταν
μία συνηθισμένη πρακτική των Χριστιανών των Αγίων Τόπων, την
οποία υιοθέτησαν από τους Μουσουλμάνους. Επρόκειτο για μικρής
κλίμακας εκστρατείες που δεν είχαν άλλο αντικειμενικό σκοπό από την
αποκόμιση λείας και ενδεχομένως τη σύλληψη αιχμαλώτων. Τις
chevauchees οργάνωναν τόσο οι κοσμικοί άρχοντες της Ουτρεμέρ -που
καλούσαν και τα ιπποτικά τάγματα να πάρουν μέρος- όσο και τα ίδια
τα τάγματα.

Ένας άλλος στόχος αυτών των επιδρομών ήταν η αντιμετώπιση


αντίστοιχων προσπαθειών των Μουσουλμάνων. Πολλές από τις
επιδρομές αυτές ήταν επιτυχημένες και σε ορισμένες περιπτώσεις η
λεία των Χριστιανών ήταν εξαιρετικά σημαντική, όπως κοπάδια ζώων ή
ακόμη και εμπορεύματα κάποιου από τα πολυάριθμα καραβάνια των
Μουσουλμάνων εμπόρων που διέσχιζαν τις άνυδρες εκτάσεις μεταξύ
των πόλεων. Σε κάθε περίπτωση οι επιδρομείς προσπαθούσαν να
πάρουν μαζί τους και όσο το δυνατόν περισσότερους αιχμαλώτους,
τους οποίους στη συνέχεια εκμεταλλεύονταν είτε πωλώντας τους ως
δούλους είτε -εάν επρόκειτο για πλούσιους ή σημαίνοντες
αιχμάλωτους- ζητώντας λύτρα για την απελευθέρωσή τους.

Μία τέτοια επιδρομή οργάνωσαν οι Ναΐτες την εποχή που μάγιστρος


ήταν ο Ροβέρτος ντε Κραόν το 1139 και την περιγράφει ο Γουλιέλμος
της Τύρου στο ''Χρονικό'' του. H επιδρομή, που είχε ως στόχο μία
δύναμη Τούρκων που λυμαινόταν την ύπαιθρο στη Χεβρόνα, απέτυχε
παταγωδώς, εξαιτίας της αδυναμίας του ντε Κραόν να ελέγξει τους
Ναΐτες αφού είχαν ήδη διαλύσει τους Μουσουλμάνους. Παρόμοια
περιστατικά δεν θα επαναλαμβάνονταν στο μέλλον, όταν θα είχε
παγιοποιηθεί το δόγμα της πειθαρχίας των Ναϊτών. Κάποιες από τις
επιδρομές, οι πιο φιλόδοξες, είχαν ως στόχο την κατάληψη κάποιου
κάστρου.

Σ' αυτές τις περιπτώσεις μία μικρή δύναμη προσπαθούσε να πετύχει


την κατάληψη μιας οχυρής θέσης χωρίς να μπει στη διαδικασία μιας
(ιδιαίτερα χρονοβόρας) πολιορκίας, αλλά μόνο με αστραπιαία
επίθεση. Με αυτόν τον τρόπο οι Ναΐτες προσπάθησαν το 1237 να
ανακαταλάβουν το κάστρο Νταρμπσάκ. Μαζί με μία δύναμη
Οσπιταλιέρων επιχείρησαν να αιφνιδιάσουν τη φρουρά του κάστρου,
ωστόσο η απόφαση του επικεφαλής της δύναμης να αγνοήσει τις
συμβουλές κάποιων αδελφών που προέβλεπαν ότι θα πέσουν σε
ενέδρα ήταν μοιραία: οι μουσουλμάνοι έστησαν ενέδρα στους ιππότες
και τους αποδεκάτισαν.

Άλλοτε όμως παρόμοιες προσπάθειες στέφονταν από επιτυχία, όπως η


απόπειρα απελευθέρωσης του Καστελάνου της Τζάφα, που είχαν
πιάσει αιχμάλωτο οι Μουσουλμάνοι. Μία μικρή δύναμη Ναϊτών
συγκρούστηκε με μία αριθμητικά ανώτερη δύναμη Αράβων και αφού
τους προκάλεσαν σημαντικές απώλειες -μεταξύ των νεκρών
βρίσκονταν και οι δύο εμίρηδες επικεφαλής-κατάφεραν να
απωθήσουν τους Μουσουλμάνους και να προσπορίσουν πλούσια λεία.
H κύρια δραστηριότητα των Ναϊτών στο ξεκίνημα της ''σταδιοδρομίας''
του τάγματος ήταν η προστασία και η συνοδεία των Χριστιανών
προσκυνητών στους Αγίους Τόπους. Στην πραγματικότητα, βέβαια,
ουδέποτε φαίνεται να ασχολήθηκαν εκτεταμένα με αυτό το
αντικείμενο.

Όμως υπήρχαν κάποιες περίοδοι που οι Ναΐτες θυμόνταν για τι


ακριβώς τους είχαν προσλάβει ο βασιλιάς και ο πατριάρχης της
Ιερουσαλήμ. Για παράδειγμα, την περίοδο που μάγιστρος ήταν ο ντε
Μπλανσφόρ και εν συνεχεία ο Φίλιππος της Ναμπλούς, γύρω στην 8η
και 9η δεκαετία του 12ου αιώνα, φαίνεται ότι οι λευκοντυμένοι
ιππότες σχημάτιζαν τακτικά ένοπλα αποσπάσματα για να
συνοδεύσουν τους προσκυνητές. Ένας από τους προσκυνητές, ο
Θεοδώριχος, που την περίοδο εκείνη παρέμεινε επί πέντε χρόνια (1169
έως 1174) στους Αγίους Τόπους, έγραψε ότι ένοπλοι Ναΐτες και
Οσπιταλιέροι συνόδευαν τους πιστούς που προσκυνούσαν στον
Ιορδάνη ποταμό και μάλιστα τους φρουρούσαν ενόσω έκαναν μπάνιο
στο ιερό ποτάμι, θέλοντας να βαπτιστούν στα ύδατα που βαπτίσθηκε
και ο Ιησούς.

Οι Ναΐτες στις Μεγάλες Μάχες της Εποχής τους

Είδαμε πώς αντιμετώπισαν οι σύγχρονοί τους την καταλυτική


παρουσία των Ναϊτών στη θριαμβευτική νίκη στο Μοντγκισάρ. Ήταν
μία μάχη ιδιαίτερα καθοριστική, αλλά αποδείχτηκε ανεπαρκής για να
εξασφαλίσει σε βάθος χρόνου την ύπαρξη των σταυροφορικών
βασιλείων. Οι Λατίνοι είχαν την εποχή αυτή να αντιμετωπίσουν τον πιο
δυναμικό ηγεμόνα που είχε αναδείξει ο Μουσουλμανικός κόσμος τους
τελευταίους αιώνες, τον περίφημο Κούρδο Σαλαντίν. Μέχρι ενός
σημείου, οι Λατίνοι κατόρθωναν να κρατούν αρραγές το μέτωπο
ενάντια στην αυξανόμενη δύναμη του Σαλαντίν.

Ο οποίος Σαλαντίν ξεκίνησε σαν ένας αξιωματούχος του σουλτάνου


της Δαμασκού Νουρ αντ Ντιν (Νουρεντίν) και κατάφερε να καταλύσει
την κυριαρχία των Φατιμιδών στην Αίγυπτο. Γρήγορα ο Σαλαντίν
παγίωσε την κυριαρχία του στην Αίγυπτο και με το θάνατο του Νουρ
αντ Ντιν έγινε κυρίαρχος και της Δαμασκού. Για πρώτη φορά μετά από
αιώνες εσωτερικής διαμάχης ο Μουσουλμανικός κόσμος ήταν
ενωμένος κάτω από ένα κοινό σκήπτρο και η συγκυρία αυτή ήταν η
χειρότερη για τους Φράγκους. Όμως τα κρατίδια της Ουτρεμέρ πήραν
παράταση ζωής από τη νίκη στο Μοντγκισάρ. Το 1177 ήταν μια κρίσιμη
χρονιά στη διαμάχη των Μουσουλμάνων και των Χριστιανών.

O Σαλαντίν είχε εξαπολύσει μία από τις πολυμέτωπες εκστρατείες στις


οποίες αρεσκόταν τόσο και είχε καθηλώσει τον τότε βασιλιά της
Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο στην Ασκαλώνα και τους Ναΐτες στο κάστρο
τους στη Γάζα, την ώρα που εκείνος βάδιζε με τον κύριο όγκο του
στρατεύματός του προς την Ιερή Πόλη. O Βαλδουίνος και οι Ναΐτες
κατόρθωσαν να ξεφύγουν από την επιτήρηση των δυνάμεων του
Σαλαντίν και ενώθηκαν, σχηματίζοντας ένα αξιόμαχο στράτευμα από
600 περίπου ιππότες (σχεδόν 100 εξ αυτών ήταν Ναΐτες) και 5.000 -
6.000 πεζούς, καθώς και από αριθμό ελαφρών ιππέων. Οι δυνάμεις
αυτές πρόλαβαν τον Σαλαντίν στο Μοντγκισάρ και επιτέθηκαν,
αιφνιδιάζοντάς τον.

Κατά τη διάρκεια της μάχης διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι δυνάμεις των


Ναϊτών που με αλλεπάλληλες εφόδους κυριολεκτικά συνέτριβαν το
ένα επίλεκτο Μουσουλμανικό τμήμα μετά το άλλο. Οι περιγραφές των
χρονικογράφων είναι χαρακτηριστικές, αφού παρουσιάζουν την
κρούση του Ναϊτικού βαρέος ιππικού ως ένα ορμητικό ποτάμι από
ατσάλι, που παρασύρει στο πέρασμά του κάθε αντίσταση που
μπορούσαν να αντιπαραθέσουν οι Μουσουλμάνοι. H ήττα για τον
Σαλαντίν ήταν συντριπτική, με αποτέλεσμα να αναβάλει τα σχέδιά του
για μερικά χρόνια, αν και εκμεταλλευόμενος τις πλούσιες εφεδρείες
της χώρας στην οποία κυριαρχούσε, κατόρθωσε να ανακάμψει
σύντομα.

Πάντως, το Μουσουλμανικό στράτευμα, που σύμφωνα με τις


εκτιμήσεις των περισσότερων ειδικών αριθμούσε 20.000 άτομα,
κυριολεκτικά διαλύθηκε και οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες από το
50%. H επόμενη παρουσία των Ναϊτών σε μεγάλη μάχη ήταν δέκα
χρόνια αργότερα στο Χαττίν (στο οποίο θα αναφερθούμε εκτενώς στη
συνέχεια). Λιγότερο ατυχής ήταν η εμπλοκή των ιπποτών του Ναού
στην επική πολιορκία της Άκρας, στο πλευρό αρχικά των δυνάμεων του
Γκυ ντε Λοζινιάν και στη συνέχεια των σταυροφόρων της Γ'
Σταυροφορίας και του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου.

Παρά τις τεράστιες απώλειες της μάχης του Χαττίν (όπου το τάγμα
έχασε περίπου 230 αδελφούς, που προστέθηκαν στους περίπου 60
νεκρούς της μάχης της Κρεσόν), το τάγμα κατόρθωσε να ανακάμψει με
τη στρατολόγηση νεοσύλλεκτων ιπποτών και με τη μεταφορά αδελφών
κατάλληλων για στρατιωτική υπηρεσία από τα παραρτήματά του ανά
την Ευρώπη. O Γεράρδος του Ριντφόρ, η δράση του οποίου ήταν
τουλάχιστον καταστροφική για το τάγμα, είχε ανταλλάξει τη ζωή του
με ένα ολόκληρο κάστρο και ήταν ο μοναδικός Ναΐτης επιζών του
Χαττίν. Έτσι, ηγήθηκε ξανά των δυνάμεων του Ναού που πολέμησαν
στο πλευρό του βασιλιά της Ιερουσαλήμ στην πολιορκία της Άκρας.

O Γκυ ντε Λοζινιάν είχε πολιορκήσει την Ακρα, με τις -μικρές- δυνάμεις
του που είχαν γλιτώσει από το Χαττίν, έναν αριθμό νεοσύλλεκτων στο
σκοπό των σταυροφοριών από χώρες της Ευρώπης και τις δυνάμεις
των ιπποτικών ταγμάτων. Στις 4 Οκτωβρίου του 1189 ο Σαλαντίν
προσπάθησε να άρει την πολιορκία της πόλης και επιτέθηκε στο
στράτευμα του Γκυ. H μάχη ξεκίνησε με τους Ναΐτες να αντιμετωπίζουν
στο αριστερό πλευρό του Χριστιανικού στρατού την ορμητική έφοδο
των Μουσουλμάνων. Οι Ναΐτες όχι μόνο άντεξαν, αλλά πέρασαν
ταχύτατα στην αντεπίθεση όπου ήταν πραγματικά ασυγκράτητοι,
συντρίβοντας κάθε αντίσταση.

O Σαλαντίν, διαβλέποντας ότι κινδυνεύει να χάσει το δεξί πλευρό του


στρατού του, κάτι που θα παρέσυρε και την υπόλοιπη παράταξη,
έστειλε ενισχύσεις, παίρνοντας μονάδες από άλλα σημεία. Όμως το
αποτέλεσμα ήταν να αποδυναμωθεί η παράταξη των Μουσουλμάνων
και οι σταυροφόροι να αρχίσουν να κερδίζουν έδαφος σε όλο το
μέτωπο, ενώ σύντομα είχαν τρέψει τους Μουσουλμάνους σε φυγή.
Ωστόσο, οι Χριστιανοί δεν εκμεταλλεύτηκαν την άτακτη υποχώρηση
των Σαρακηνών, αλλά επιδόθηκαν στη λαφυραγώγηση του
στρατοπέδου των Μουσουλμάνων, με αποτέλεσμα όταν οι δυνάμεις
του Σαλαντίν ανασυντάχθηκαν, να επιπέσουν με ορμή στους
ασύνταχτους πλέον σταυροφόρους, οι οποίοι υποχώρησαν άτακτα.

H έξοδος της φρουράς της πολιορκημένης πόλης απλώς χειροτέρεψε


τα πράγματα. Για άλλη μία φορά οι Ναΐτες προσπάθησαν να καλύψουν
την υποχώρηση και πολλοί αδελφοί έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ αυτών
και ο μάγιστρος του τάγματος. Τελικώς οι δυνάμεις των σταυροφόρων
κατόρθωσαν να ανασυνταχθούν και να αποκρούσουν την επίθεση,
αφήνοντας τη νίκη του Σαλαντίν ημιτελή. Οι Ναΐτες συμμετείχαν και
στη συνέχεια της πολιορκίας, που οδήγησε στην κατάληψη της Άκρας
από τις δυνάμεις της Γ' Σταυροφορίας. Αν και οι Ναΐτες είναι γνωστοί
κυρίως για τα κατορθώματά τους στη Μέση Ανατολή, το τάγμα
δραστηριοποιήθηκε και σε άλλα μέτωπα όπου υπήρχε διαμάχη των
Χριστιανών με τους ''απίστους''.

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμμετοχή τους στην προσπάθεια


ανακατάληψης της Ιβηρικής από τους Μουσουλμάνους ''Reconquista''.
To 1212 ήταν ένα έτος ορόσημο για τον αγώνα των Χριστιανικών
βασιλείων της Ιβηρικής ενάντια στο Σουλτανάτο των Αλμοχάδων. Από
το 1195 έως το 1211 η μία καταστροφή διαδεχόταν την άλλη και τα
Χριστιανικά βασίλεια, ανήμπορα να ενωθούν απέναντι στον κοινό
κίνδυνο, έχαναν συνεχώς έδαφος. Το 1212 ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ'
κάλεσε τη Χριστιανική Δύση υπό τα όπλα σε μία νέα σταυροφορία,
αυτή τη φορά στην Ιβηρική.

Στις 16 ή 17 Ιουλίου του ίδιου έτους, οι ενωμένες δυνάμεις των


Χριστιανικών βασιλείων της Καστίλης, της Ναβάρης, της Αραγονίας και
της Πορτογαλίας, υπό την ηγεσία του Αλφόνσου της Καστίλης και με τη
συμμετοχή σημαντικών δυνάμεων των Ναϊτών, αλλά και των
υπόλοιπων ιπποτικών ταγμάτων που δραστηριοποιήθηκαν στην
Ιβηρική, κινήθηκαν για να συναντήσουν τη στρατιά των Αλμοχάδων. O
σουλτάνος Καλίφ αλ Νασίρ είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει ένα
εντυπωσιακό στράτευμα και περίμενε τις κινήσεις των Χριστιανών στη
Λας Νάβας ντε Τολόσα.

Αυτό όμως που σίγουρα δεν περίμενε ήταν ότι ο συνολικός όγκος του
Χριστιανικού στρατού θα περνούσε από τα δύσβατα ορεινά
περάσματα και θα επιτίθεντο στους ανύποπτους Μαυριτανούς, οι
οποίοι υπέστησαν συντριπτική ήττα καθώς αιφνιδιάστηκαν πλήρως. Τα
Μεσαιωνικά χρονικά -με μια μεγάλη δόση υπερβολής- μιλούν για
''100.000 νεκρούς'' από την πλευρά των Αλμοχάδων, όμως σίγουρα οι
απώλειες του στρατού του αλ Νασίρ ήταν μεγάλες. Στη μάχη αυτή οι
Χριστιανοί αναχαίτισαν αποφασιστικά την ανανεωμένη επιθετικότητα
των Μουσουλμάνων στην Ιβηρική, κάτι που οδήγησε στην
αποσύνθεση του Σουλτανάτου.

Οι Ναΐτες που πήραν μέρος πολέμησαν γενναία και είχαν


αποφασιστική συμβολή στη νίκη, κερδίζοντας πολλούς ''πόντους'' για
το τάγμα τους. Αυτό είναι φανερό από τη δραματική αύξηση της
δύναμης και της επιρροής των Ναϊτών και στην Ισπανία μετά τη μάχη
αυτή αλλά και τη μάχη του Αλκαζάρ που οδήγησε στην κατάληψη του
ομώνυμου κάστρου και πόλης το 1217. Ειδικά μετά το 1218 η επιρροή
των Ναϊτών στην Ιβηρική ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, ενώ υπό τον
έλεγχο των λευκοντυμένων ιπποτών πέρασαν τεράστιες εκτάσεις γης
και πολλά σημαντικά κάστρα. Αυτές ήταν μερικές από τις
σημαντικότερες επιτυχίες των Ναϊτών σε μάχες εκ παρατάξεως, αν και
τις περισσότερες φορές οι Ναΐτες βρίσκονταν με την πλευρά του
ηττημένου.
Σ' αυτό συνέβαλαν οι παράγοντες που αναπτύξαμε παραπάνω καθώς
και η δεδομένη αδυναμία των λατινικών ηγεμονιών της M. Ανατολής.
Οι Ναΐτες μπορεί να ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικοί, ωστόσο ήταν
λίγοι, ακόμη και όταν προστίθεντο στη δύναμή τους και οι Ιωαννίτες.
Αναγκαστικά ο μεγάλος όγκος των Χριστιανικών στρατών ήταν οι
δυνάμεις των κοσμικών αρχόντων της Ουτρεμέρ, αλλά και αυτές δεν
ήταν συνήθως αρκετές. Εκτός όμως από την έλλειψη σε ανθρώπινο
δυναμικό, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν στις ήττες
των Χριστιανών και στην τελική απομάκρυνσή τους από τη M.
Ανατολή.

H αδυναμία ένωσης κάτω από μία κοινή ηγεσία όταν αντιμετώπιζαν


ενωμένους τους Μουσουλμάνους ήταν ένας από αυτούς, όπως και η
αδυναμία εξασφάλισης συμμαχιών που θα παγίωναν την ισχύ των
Χριστιανών και θα τους επέτρεπαν να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις
τους αντιπάλους τους. Χαρακτηριστική είναι και η έλλειψη πολιτικής
διορατικότητας, όπως στην περίπτωση του Γάλλου βασιλιά
Λουδοβίκου Θ' που ακύρωσε την συμμαχία των Ναϊτών με τη
Δαμασκό, που στη συγκυρία εκείνη θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά
μεταξύ νίκης και ήττας. Έτσι, παρά τις συγκινητικές προσπάθειες των
ιπποτικών ταγμάτων, οι δυνάμεις της Ουτρεμέρ ηττήθηκαν πολλές
φορές από τους Μουσουλμάνους.

Οι Ναΐτες σε κάθε τέτοια ήττα πλήρωναν βαρύτατο φόρο αίματος


κυρίως εξαιτίας της λειτουργίας τους ως η αιχμή του δόρατος των
Χριστιανικών δυνάμεων, αφού πολύ συχνά βρίσκονταν μόνοι και
αβοήθητοι ανάμεσα σε στίφη Σαρακηνών, που τους κατέκοβαν με
ευκολία, εφόσον η κρούση τους εκφυλίζονταν σε μάχη εκ του
συστάδην. Ήδη από την πρώτη δεκαετία που ακολούθησε τη σύνοδο
της Τρουά, οι Ναΐτες αντιμετώπισαν τον κίνδυνο του αφανισμού
εξαιτίας των πολλών απωλειών στις μάχες. Σε τρεις μεγάλης κλίμακας
μάχες όπου έλαβαν μέρος οι δυνάμεις τους υπέστησαν σημαντικές
απώλειες. Το 1164 στο Χαρίμ περισσότεροι από 60 αδελφοί ιππότες
έπεσαν στο πεδίο της μάχης, από ένα τμήμα 67 ιπποτών.

Το 1237 κατά την πολιορκία του Νταρμπσάκ μόνο 20 από τους 120
Ναΐτες που συμμετείχαν στη μάχη έμειναν ζωντανοί. Στην
καταστροφική μάχη του Λα Φορμπί μόλις 33 από τους 300 ιππότες που
παρέταξε το τάγμα διέφυγαν το θάνατο. Οι αδελφοί του Ναού
διακινδύνευαν τη ζωή τους καθημερινά και συνεχώς προστίθεντο νέα
θύματα στο μακρύ κατάλογο των νεκρών του τάγματος. H δύναμη του
τάγματος στην Ουτρεμέρ κυρίως σε έμπειρα και ικανά στελέχη
μειωνόταν και για άλλους λόγους. Ένας από αυτούς ήταν οι ανάγκες
των Διοικητηρίων της Δύσης. Από τη στιγμή που οι Ναΐτες απέκτησαν
τεράστια περιουσία, αυξήθηκαν ανάλογα οι ανάγκες σε ικανά στελέχη
που θα φρόντιζαν τις υποθέσεις του τάγματος, θα διαχειρίζονταν τα
αγαθά του και θα δημιουργούσαν σχέσεις με τους μεγάλους οίκους,
βασιλικούς και άλλους, της Ευρώπης.

Από ένα σημείο και μετά παρατηρήθηκε μια πραγματική αφαίμαξη


των αξιότερων στελεχών της Ανατολής, προκειμένου να έχει το τάγμα
την παρουσία που έπρεπε και στη Δύση. Βεβαίως συχνά τα καλύτερα
στελέχη στέλνονταν στην Ουτρεμέρ, ωστόσο μετά από κάποια χρόνια
υπηρεσίας επανέρχονταν στη Γαλλία, τη Γερμανία ή στην Ισπανία για
να αποτελούν άξιους συνομιλητές των επιφανών προστατών του
τάγματος ή να διαχειρίζονται τα απέραντα κτήματα του Ναού. Μία
άλλη αιτία ήταν η εξάπλωση ασθενειών που ευνοούσε ιδιαίτερα το
θερμό κλίμα της M. Ανατολής. Αρκετοί αδελφοί ασθένησαν με λέπρα,
που ήταν μια αρκετά διαδεδομένη ασθένεια την εποχή εκείνη.

H Ημισέληνος Συντρίβει το Σταυρό στο Χαττίν

H μάχη του Χαττίν υπήρξε η πιο καθοριστική απ' όσες έδωσαν οι


Χριστιανοί της Ουτρεμέρ ενάντια στους Μουσουλμάνους και εκείνη
που σηματοδότησε την παρακμή των σταυροφορικών βασιλείων.
Μετά το Χαττίν, ουδέποτε κατόρθωσαν να συνέλθουν οι Χριστιανοί και
η αντίστροφη μέτρηση για την εκδίωξή τους από τη M. Ανατολή είχε
αρχίσει. Στα ''προεόρτια'' του Χαττίν συμπεριλαμβάνεται μία μάχη
στην οποία ο κύριος όγκος των Χριστιανικών δυνάμεων ήταν Ναΐτες
(αδελφοί, σεργέντοι και μισθοφόροι), η μάχη της Κρεσόν, η οποία
παράλληλα αποτέλεσε και τον προάγγελο της τραγικής ήττας που
ακολούθησε.

H σύγκρουση του Σαλαντίν, ο οποίος προσπαθούσε να ενώσει κάτω


από το σκήπτρο του όλους τους Μουσουλμάνους ηγεμόνες της
περιοχής, και των Χριστιανών είχε ξεκινήσει. Αντιπροσωπία από το
Βασίλειο της Ιερουσαλήμ πήγε να επισκεφθεί τον Ρεϋμόνδο της
Τρίπολης, ο οποίος είχε παραμεριστεί στον αγώνα για τη διαδοχή στο
θρόνο της Ιερουσαλήμ από τη φιλοπόλεμη μερίδα που
εκπροσωπούσαν ο νέος βασιλιάς Γκυ ντε Λουζινιάν, ο άρχοντας του
Κεράκ και της Υπεριορδανίας Ρεϋνάλδος του Σατιλλιόν και οι
επικεφαλής των Ναϊτών και Ιωαννιτών. Στόχος της αντιπροσωπίας
ήταν να πείσει το Ρεϋμόνδο να συνδράμει τους Χριστιανούς.

O Ρεϋμόνδος είχε συνάψει ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τον


Σαλαντίν και ένα ανιχνευτικό απόσπασμα (σύμφωνα με τις δυτικές
πηγές ήταν περί τους 7.000 αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν πάνω
από 2.000) των δυνάμεων του Αγιουβίδη μονάρχη, υπό τον στρατηγό
Μουζάφαρ αλ Ντιν Γκοκμπορί, ζήτησε από τον Ρεϋμόνδο, σε
εφαρμογή της συνθήκης τους, ελεύθερη διέλευση από τα εδάφη του
για να προχωρήσει σε ανίχνευση στα εδάφη του Γκυ. O Ρεϋμόνδος
αναγκάστηκε να συναινέσει, απαιτώντας όμως το απόσπασμα να
φύγει χωρίς να επιτεθεί σε κανέναν. Ωστόσο, η μοίρα είχε άλλα
σχέδια.

Την ίδια ώρα, η αντιπροσωπία του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, στην


οποία μετείχαν μεταξύ άλλων ο μάγιστρος των Ναϊτών, Γεράρδος του
Ριντφόρ, ο μάγιστρος των Ιωαννιτών και ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου,
κατευθυνόταν προς το κάστρο του. Όταν το έμαθε, ο Ρεϋμόνδος τους
προειδοποίησε για την ύπαρξη του Μουσουλμανικού αποσπάσματος,
αλλά αντί αυτό να τους κάνει πιο προσεκτικούς, ο Γεράρδος
αποφάσισε να τους επιτεθεί. Για το σκοπό της επίθεσης συγκέντρωσαν
όσες δυνάμεις μπορούσαν -περί τους 90 Ναΐτες, 40 ακόμη κοσμικούς
ιππότες, λίγους Ιωαννίτες, αρκετούς Τουρκόπουλους (τουλάχιστον
100) και περί τους 400 πεζούς- και έσπευσαν να συναντήσουν τους
μουσουλμάνους κοντά στις πηγές της Κρεσόν.

H υπερβολική εμπιστοσύνη των ιπποτών στις δυνάμεις τους είχε για


μία ακόμη φορά καταστροφικό αποτέλεσμα: η μικρή δύναμή τους
αποκόπηκε από το πεζικό και επιτέθηκε κατά μέτωπο στους
Μουσουλμάνους, οι οποίοι μετά την αρχική έκπληξη, κατόρθωσαν όχι
μόνο να ανακάμψουν αλλά και να εξοντώσουν την πλειονότητα των
ιπποτών. O Γεράρδος, που ήταν εκείνος που είχε παρασύρει τους
Χριστιανούς σε αυτήν την άσκοπη μάχη, κατόρθωσε να διαφύγει της
αιχμαλωσίας μαζί με λιγότερους από 40 ιππότες. Οι υπόλοιποι,
ταγματικοί και κοσμικοί, είτε σκοτώθηκαν είτε αιχμαλωτίσθηκαν, ενώ
το πεζικό διασκορπίστηκε μετά από μία έφοδο της δύναμης του
Γκοκμπορί.
Αυτή η σύγκρουση ήταν το προοίμιο του Χαττίν. Έφερε πάντως τον
Ρεϋμόνδο στο στρατόπεδο των Χριστιανών, αφού δεν είχε άλλη
επιλογή από το να ακυρώσει την συμμαχία του με τον Σαλαντίν. O Γκυ
και οι υπόλοιποι ηγέτες της Ουτρεμέρ είχαν επιδοθεί σε μία άνευ
προηγουμένου στρατολόγηση για να αντιμετωπίσουν αυτό που -ορθά-
είχαν συμπεράνει ότι ήταν η μεγαλύτερη απειλή της σύντομης
ιστορίας της Λατινικής M. Ανατολής. Όχι μόνο είχαν κληθεί σε
πανστρατιά όλοι οι ευγενείς των βασιλείων με τους υποτακτικούς
τους, αλλά είχαν προσληφθεί και πάρα πολλοί μισθοφόροι, τόσο
Ευρωπαίοι όσο και Τουρκόπουλοι, για να συμμετάσχουν σ' αυτή την
εκστρατεία.

Το τάγμα των ιπποτών του Ναού δεν ήταν δυνατό να λείψει. O


Μεγάλος Μάγιστρος Γεράρδος, προχώρησε σε μια άνευ
προηγουμένου συγκέντρωση δυνάμεων των Ναϊτών. Από τα γύρω
κάστρα και από το αρχηγείο της Ιερουσαλήμ συγκέντρωσε
περισσότερους από 230 ιππότες, πάνω από τα 2/3 της δύναμης που
είχαν οι Ναΐτες στη M. Ανατολή εκείνο τον καιρό. Στην πραγματικότητα
αν προσμετρήσουμε και τις απώλειες της Κρεσόν, απέμεναν λιγότεροι
από 50 αδελφοί ιππότες στα κάστρα του τάγματος. Με δεδομένο ότι οι
φρουρές στα κάστρα έπρεπε να είναι επανδρωμένες και ότι οι
υπηρεσίες των Ναϊτών ήταν απαραίτητες σε πολλές άλλες
δραστηριότητες, ο αριθμός των ιπποτών είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός.

Μαζί τους βρίσκονταν μερικές εκατοντάδες σεργέντων και ακόμη


περισσότεροι μισθοφόροι και Τουρκόπουλοι, όλοι ''προσφορά'' του
τάγματος στη Χριστιανική πανστρατιά. Γενικά το τάγμα φαίνεται ότι
συνεισέφερε περί το 1/5 της συνολικής δύναμης των ιπποτών (που στο
Χαττίν ήταν περί τους 1.200) και το 1/7 ή 1/8 της υπόλοιπης δύναμης
που παρέταξαν οι Λατίνοι (γύρω στους 23.000 άνδρες συνολικά).
Αυτός ο στρατός ήταν σαφώς μικρότερος από τον αντίστοιχο που
παρέταξε ο Σαλαντίν, ωστόσο η αριθμητική υπεροχή του Κούρδου
πολέμαρχου δεν ήταν καθοριστική και δεν θα μπορούσε να του δώσει
τη νίκη αν δεν συνέτρεχαν και πολλοί ακόμη παράγοντες.

O κυριότερος από αυτούς ήταν η ανόητη, στρατηγικά και τακτικά,


συμπεριφορά της ηγεσίας των Χριστιανών, όπως εκφραζόταν από τις
αποφάσεις του Γκυ και τις συμβουλές του Γεράρδου και του
Ρεϋνάλδου. Το στράτευμα του Σαλαντίν δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσο
μεγάλο ήταν. Γνωρίζουμε όμως ότι διέθετε μία ''επαγγελματική''
δύναμη 12.000 ιππέων που προέρχονταν από τις τακτικές δυνάμεις της
Δαμασκού και της Αιγύπτου, μεταξύ αυτών και τους Μαμελούκους,
καθώς και τις δυνάμεις διάφορων εμιράτων, ενώ θα πρέπει να διέθετε
και μία πλειάδα πεζών χαμηλής γενικά ποιότητας και μαχητικής αξίας.
Οι σύγχρονες εκτιμήσεις για τη δύναμη του Σαλαντίν ξεκινούν από τις
25.000 και φθάνουν στις 45.000.

Σε κάθε περίπτωση, ο ηγεμόνας των Μουσουλμάνων είχε μια σαφή -


αλλά πιθανότατα όχι πολύ μεγάλη- αριθμητική υπεροχή. O Σαλαντίν,
ως επιτιθέμενος, είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και θέλησε να
την εκμεταλλευτεί. Στις 2 Ιουνίου ένα μέρος των στρατευμάτων του
Κούρδου πολέμαρχου πολιόρκησε την Τιβεριάδα, στέλνοντας ένα
σαφέστατο μήνυμα στη Χριστιανική ηγεσία, που την ίδια ώρα είχε
συγκεντρώσει τα στρατεύματά της στη Σαφιρίγια. H Τιβεριάδα είχε
πλέον λίγους υπερασπιστές, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των
στρατιωτών της βρισκόταν με το στράτευμα των χριστιανών, οπότε η
πόλη έπεσε εύκολα. Ωστόσο, δεν συνέβη το ίδιο με την ακρόπολη,
όπου οχυρώθηκαν οι υπερασπιστές, μεταξύ αυτών και η σύζυγος του
Ρεϋμόνδου.

Παρότι η γυναίκα του και η ηγεμονία του ολόκληρη βρίσκονταν σε


άμεσο κίνδυνο, ο Ρεϋμόνδος απέδειξε για μία ακόμη φορά ότι ήταν
συνετός και προσεκτικός, προσπαθώντας να πείσει τους υπόλοιπους
ηγέτες των Λατίνων ότι θα ήταν τρέλα να βαδίσουν μέσα στο
κατακαλόκαιρο σε μία άνυδρη περιοχή για να άρουν την πολιορκία της
Τιβεριάδας. Παρότι αρκετοί Χριστιανοί έβλεπαν τον Ρεϋμόνδο με
υποψία εξαιτίας της πρότερης συμμαχίας του με τον Σαλαντίν, η
αποφασιστικότητα και η λογική του έπεισαν τους περισσότερους να
παραμείνουν στη θέση τους. Αν οι Χριστιανοί συνέχιζαν να
επιδεικνύουν σύνεση και παρέμεναν στη Σαφιρίγια, θα είχαν το
αποφασιστικό πλεονέκτημα.

Καθώς η ακρόπολη της Τιβεριάδας δεν θα έπεφτε εύκολα και αν ο


Σαλαντίν ήθελε μάχη, θα έπρεπε ο ίδιος να τους συναντήσει σε μια
περιοχή που προσφερόταν για άμυνα και που είχε αρκετά εφόδια και
κυρίως άφθονο νερό. Όμως η σύνεση δεν ήταν το χαρακτηριστικό των
θερμόαιμων φανατικών που επηρέαζαν περισσότερο την κατάσταση
σε τέτοιες στιγμές κρίσης. O μάγιστρος των Ναϊτών ήταν ένας από
αυτούς και με τη συνεργασία του Ρεϋνάλδου και άλλων κατόρθωσαν
να πείσουν τον Γκυ ότι θα έπρεπε να βαδίσουν σε συνάντηση του
Σαλαντίν και να τον κατατροπώσουν σε μία αποφασιστική μάχη.

Το Χριστιανικό στράτευμα ξεκίνησε την πορεία προς την Τιβεριάδα


στις 3 Ιουλίου, από την προσφορότερη οδό, έχοντας στο κέντρο της
φάλαγγας το ιερότερο κειμήλιο της Χριστιανοσύνης, τον Τίμιο Σταυρό.
H αισιοδοξία ήταν διάχυτη μεταξύ των ηγετών του στρατού, ο Θεός
ήταν μαζί τους και τα όπλα τους ήταν ανώτερα από αυτά των
''απίστων''. Θεωρούσαν ότι ο Χριστιανικός στρατός βάδιζε προς έναν
πρωτοφανή θρίαμβο, που θα άνοιγε το δρόμο όχι μόνο για την
επιβίωση των Λατινικών κρατών της M. Ανατολής αλλά και για την
αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και των δημογραφικών
δεδομένων της περιοχής. Δυστυχώς για εκείνους, όμως, έκαναν λάθος.

Αντίθετα με τους ηγέτες τους, οι περισσότεροι από τους απλούς


στρατιώτες είχαν ήδη καταλάβει ποιο ήταν το πρόβλημα: η έλλειψη
νερού. H πορεία μέσα από τις άνυδρες περιοχές στη δυτική πλευρά της
λίμνης της Τιβεριάδας στην καρδιά του καλοκαιριού και υπό
θερμοκρασίες κατά πάσα πιθανότητα άνω των 40 βαθμών και όλα
αυτά με πλήρη στρατιωτική εξάρτυση, καθώς οποιαδήποτε στιγμή θα
μπορούσαν να επιτεθούν οι Μουσουλμάνοι, ήταν ένα εγχείρημα που
ξεπερνούσε τις αντοχές οποιουδήποτε. O Σαλαντίν έμαθε για την
κίνηση του Χριστιανικού στρατού και έστειλε αποσπάσματα να τον
παρενοχλούν, συγκεντρώνοντας ταυτόχρονα το στράτευμά του ώστε
να προετοιμαστεί για μάχη.

Αναζητώντας όμως τον καλύτερο τόπο για να εμπλέξει τον αντίπαλο, ο


Σαλαντίν άφησε πίσω του την Τιβεριάδα, παίρνοντας το μεγαλύτερο
μέρος των δυνάμεων που είχε εκεί. O κύριος όγκος του στρατού του
βρισκόταν στην Καφαρσέτ και από εκεί κινήθηκε προς το Χαττίν σε
συνάντησή του. H παρενόχληση από τα αποσπάσματα του Σαλαντίν
ήταν τόσο σοβαρή, που ο Χριστιανικός στρατός ουσιαστικά είχε
σταματήσει να κινείται, παρά τις προσπάθειες που έκανε ο Ρεϋμόνδος
ως επικεφαλής της προφυλακής. Κάπου εδώ τα πράγματα άρχισαν να
πηγαίνουν πολύ άσχημα για τους Χριστιανούς. H απόπειρα να
κινηθούν προς το χωριό και τις πηγές του Χαττίν, προκειμένου να
ανακουφιστούν οι διψασμένοι και εξασθενημένοι στρατιώτες και τα
άλογα και να πάρουν μία θέση αποτελεσματικής άμυνας, δεν
στέφθηκε από επιτυχία.

Το δεξί μέρος του στρατού του Σαλαντίν, υπό την ηγεσία του Τακί αλ
Ντιν, έκλεινε το δρόμο στους διψασμένους Χριστιανούς, ο ίδιος ο
πολέμαρχος με το κέντρο συμπλήρωνε το ''τείχος'' και ένα τμήμα των
Μουσουλμάνων (στο αριστερό μέρος) υπό τον Γκοκμπουρί είχαν ήδη
κλείσει οποιαδήποτε δίοδο διαφυγής και απειλούσε την
οπισθοφυλακή των Λατίνων. Το πεδίο της φονικής μάχης βρίσκεται σε
μία πεδινή περιοχή, κοντά σε δύο χωριά (σήμερα εγκαταλελειμμένα),
το Χαττίν (ή Χιττίν) και το Νιμρίν, όπου δεσπόζουν οι δίδυμοι λόφοι (ο
ένας λίγο ψηλότερος και πιο απότομος από τον άλλο) που έχουν
ονομαστεί ''τα κέρατα του Χαττίν''. Οι διψασμένοι στρατιώτες των
Λατινικών κρατιδίων δεν είχαν εναλλακτικές λύσεις.

Έπρεπε να δράσουν πριν η δίψα και η εξουθένωση τους καταβάλουν


οριστικά. Πέντε χιλιόμετρα μακριά βρίσκονταν οι πηγές του Χαττίν,
οπότε αυτές θα ήταν ο στόχος τους. Κάποιοι ιππότες προσπάθησαν να
μεταπείσουν τους ηγέτες τους, θεωρώντας ότι θα ήταν φρονιμότερο
να επιτεθούν εκείνοι στους Μουσουλμάνους, παρά να κινηθούν προς
τις πηγές και να δεχτούν την επίθεση των αντιπάλων τους, αλλά δεν τα
κατάφεραν και ο Χριστιανικός στρατός ξεκίνησε την τελευταία πορεία
του προς το Χαττίν. Ελάχιστοι (μάλλον λιγότεροι από δέκα) ιππότες και
σεργέντοι αυτομόλησαν στον αντίπαλο, ενημερώνοντάς τον για την
απελπιστική θέση των πρώην συμπολεμιστών τους.

Ενώ οι Χριστιανοί άρχισαν να κινούνται, οι Μουσουλμάνοι έβαλαν


φωτιά στα φρύγανα και τα χαμόκλαδα που είχαν συγκεντρώσει την
προηγούμενη νύχτα και επιτέθηκαν υπό την κάλυψη του καπνού. Οι
πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν και μάλιστα οι Ναΐτες που
βρίσκονταν στο κέντρο της παράταξης, με μία ορμητική επέλαση με τη
λόγχη, κατόρθωσαν να πλήξουν με ορμή και να διασπάσουν
προσωρινά τις γραμμές των Μουσουλμάνων. Σύμφωνα με
Μουσουλμάνους χρονικογράφους, οι πρώτες εκείνες αντεπιθέσεις των
Χριστιανών και ιδιαίτερα των τρομερών Ναϊτών λίγο έλειψε να
ανατρέψουν το σκηνικό, αλλά η αποφασιστική στάση των
''επαγγελματικών'' τμημάτων του Μουσουλμανικού στρατού δεν το
επέτρεψε.

H μάχη πλέον είχε αρχίσει για τα καλά και οι Λατίνοι προσπάθησαν να


σχηματίσουν παράταξη μάχης. Οι πεζοί (δορυφόροι,
βαλλιστριδοφόροι, τοξότες) σχημάτισαν τρία υποτυπώδη τετράγωνα,
που στο εσωτερικό τους φιλοξενούσαν το ιππικό που αποτελούσαν οι
ιππότες, οι σεργέντοι και οι Τουρκόπουλοι. Τα πρώτα σημάδια της
καταστροφής ήταν ήδη ορατά. Ήδη το πεζικό άρχισε να κινείται
ξεχωριστά από το ιππικό και οι Μουσουλμάνοι εκμεταλλεύονταν κάθε
κενό που έβρισκαν. Οι Λατίνοι συνέχιζαν να προχωρούν μέσα από μία
κόλαση ατσαλιού, βελών που σφύριζαν ολόγυρά τους και καπνού και
ενώ ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό και να
καταπονεί περισσότερο τους αντιμαχόμενους.

Εκείνη τη στιγμή, ο Ρεϋμόνδος, επικεφαλής ενός τμήματος του


Χριστιανικού στρατού που βρισκόταν στην προφυλακή, προχώρησε σε
μία πράξη που έχει προκαλέσει αρκετές συζητήσεις ανά τους αιώνες.
Σχεδίασε και εκτέλεσε μία ορμητική επέλαση του ιππικού του προς την
κατεύθυνση του χωριού του Χαττίν και στην κατωφέρεια των λόφων.
Σύμφωνα με τους χρονικογράφους της εποχής, ο Ρεϋμόνδος δεν
συνάντησε την παραμικρή αντίσταση από τους στρατιώτες του δεξιού
μέρους του στρατού του Σαλαντίν, που διοικούσε ο Τακί αλ Ντιν. O
τελευταίος είχε προφανώς διατάξει τους στρατιώτες του να ανοίξουν
τις γραμμές τους και να επιτρέψουν στην ορμητική επέλαση του
ιππικού (ας μην ξεχνάμε και ότι επέλαυναν σε κατηφορικό πεδίο) να
περάσει από την άλλη πλευρά.

Μόλις έγινε αυτό, οι Μουσουλμάνοι έκλεισαν τα ανοίγματα και


στράφηκαν προς τους ιππότες. Φυσικά, επάνοδος του Ρεϋμόνδου και
προσπάθεια να διασπαστεί από τα έξω ο κλοιός και μάλιστα στην
ανηφόρα, θα συνιστούσε αυτοκτονία. Την ίδια ώρα, οι υπόλοιποι
Χριστιανοί βρίσκονταν μέσα στον κλοιό θανάτου. Μόνο ο Μπάλιαν ντ'
Ιμπελίν με μέρος της οπισθοφυλακής είχε κατορθώσει να ξεφύγει. O
Γκυ, ελπίζοντας ίσως ότι θα σταματήσει την επέλαση των
Μουσουλμάνων σε μία ισχυρή αμυντική θέση και θεωρώντας ότι ίσως
έτσι ''πείσει'' το σύνολο του στρατού του να πολεμήσει αποφασιστικά,
διέταξε να στηθούν οι σκηνές και να παραταχθούν όλοι για άμυνα.
Ωστόσο, η συνοχή και η πειθαρχία ήταν ήδη παρελθόν για το στρατό
των Λατίνων.

Οι ιππότες και οι σεργέντοι τον υπάκουσαν, αλλά όχι και το πεζικό.


Κατώτερης κοινωνικής τάξης οι τελευταίοι, ήταν εκείνοι που είχαν
ταλαιπωρηθεί περισσότερο κατά τη διάρκεια της πορείας και κατά
πάσα πιθανότητα ήταν ήδη σχεδόν ένα 24ωρο χωρίς νερό (οι ιππότες
προτιμούσαν να ποτίσουν τα πολύτιμα άλογά τους παρά να δώσουν
λίγο νερό στους ''κατώτερους'' πεζικάριους). H πίστη τους στη νίκη είχε
ήδη εξανεμιστεί και αντί να παραταχθούν για άμυνα, κινήθηκαν προς
την οχυρή τοποθεσία που ήταν λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά τους,
τα ''κέρατα του Χαττίν''. Στις επανειλημμένες εκκλήσεις του Γκυ και των
αρχιεπισκόπων που συνόδευαν τον Τίμιο Σταυρό, οι καταπονημένοι
στρατιώτες απάντησαν ότι δεν μπορούν πλέον να πολεμήσουν και ότι
θέλουν νερό.

Πολλοί μελετητές σημειώνουν ως απορίας άξιο πώς πέρασαν οι πεζοί


προς το λόφο, ο οποίος βάσει της αρχικής διάταξης της μάχης
καλυπτόταν πλήρως από το δεξί πλευρό (και μερικώς από το κέντρο)
του Μουσουλμανικού στρατού. Όμως, προφανώς, στην πορεία της
μάχης το στράτευμα περιστράφηκε, ακολουθώντας την πορεία των
Λατίνων. Σχεδόν το σύνολο των ιπποτών μάχονταν πλέον χωρίς τα
άλογά τους και οι Μουσουλμάνοι τούς πίεζαν συνεχώς. O Γκυ δεν είχε
άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει το πεζικό με τους ιππότες του
και να ανέβει στο νότιο λόφο, όπου ετοιμάστηκαν να δεχτούν την
επίθεση του Σαλαντίν. O τελευταίος, βλέποντας τους αντιπάλους του
να έχουν υποχωρήσει σε μία θέση που δεν επέτρεπε διαφυγή, διέταξε
γενική επίθεση.

Οι Μουσουλμάνοι, επελαύνοντας από όλες τις πλευρές, ακόμη και από


την απότομη πλευρά των λόφων, σύντομα κατέβαλλαν τους
εξουθενωμένους Λατίνους. Οι τελευταίες στιγμές της μάχης
σηματοδοτήθηκαν από την αρπαγή από τους Μουσουλμάνους του
Τιμίου Σταυρού. Από εκεί και πέρα το ήδη καταρρακωμένο ηθικό τους
υπέστη ακόμη ένα τρομερό χτύπημα και οι Λατίνοι άρχισαν να
παραδίδονται -πρώτα το πεζικό στο βόρειο ''κέρατο'' και στη συνέχεια
οι ιππότες στο νότιο. Οι απώλειες ήταν τρομακτικές και ουδέποτε
συνήλθαν οι Λατίνοι από τον χαμό τόσων άξιων ανδρών. H αφρόκρεμα
των ιπποτών της Χριστιανικής M. Ανατολής ήταν στα χέρια του
Σαλαντίν.

O βασιλιάς Γκυ, τα αδέλφια του Γοδεφρίδος και Αμάλριχος, ο


Ρεϋνάλδος του Σατιλιόν, ο Χάμφρεϋ του Τορόν, οι μάγιστροι των
Ναϊτών και των Ιωαννιτών και πολλές δεκάδες σημαινόντων ιπποτών
συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. O Σαλαδίνος χάρισε τη ζωή σε όλους τους
επιφανείς αιχμαλώτους του, εκτός από τον Ρεϋνάλδο του Σατιλιόν, ο
οποίος βρήκε το θάνατο από τα χέρια του σουλτάνου της Συρίας και
της Αιγύπτου, όπως ακριβώς είχε ορκιστεί ο τελευταίος ότι θα γινόταν.
Αντίθετα με τους ''επώνυμους'' και γενικά τους ιππότες, που
μπορούσαν να υπολογίζουν στη βοήθεια της οικογένειας ή του
επικυρίαρχού τους για να πληρωθούν τα λύτρα που ζήτησε στη
συνέχεια ο Σαλαντίν για την απελευθέρωσή τους, οι απλοί στρατιώτες
δεν περίμεναν τέτοια μεταχείριση.

Οι περισσότεροι πουλήθηκανστα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Όμως


και η μοίρα των Ναϊτών και των υπόλοιπων ταγματικών που
συμμετείχαν στη μάχη ήταν τραγική. Περί τους 180 με 190 Ναΐτες και
μερικές δεκάδες Ιωαννίτες συνέλαβαν αιχμαλώτους οι ''Σαρακηνοί''
και όλοι (ή, κατ’ άλλες πηγές, σχεδόν όλοι) σφαγιάστηκαν επί τόπου
κατόπιν εντολής του Σαλαντίν. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Σαλαντίν
δεν εκτέλεσε αμέσως τους αιχμάλωτους, αλλά τους έθεσε ενώπιον
ενός φρικτού διλήμματος: να βαφτιστούν Μουσουλμάνοι ή να
εκτελεστούν. Αν και η συντριπτική πλειονότητα των Ναϊτών και
Ιωαννιτών προτίμησαν τη σφαγή, ένας μικρός αριθμός άλλαξε πίστη
και υπηρέτησε το Σαλαντίν.

Μάλιστα αρκετά χρόνια μετά -περί τα 1210- Μουσουλμανικές πηγές


υποδεικνύουν έναν πρώην Ναΐτη επιζώντα του Χαττίν που υπηρετούσε
ως Μουσουλμάνος φρούραρχος του Χαλεπίου. O Γεράρδος για μία
ακόμη φορά δεν μοιράστηκε τη μοίρα των ανδρών του και κατόρθωσε
να εξαγοράσει τη ζωή του μετά από επίμονες παρακλήσεις του Γκυ.

Οι Ναΐτες στις Πολιορκίες

H κατοχή ενός κάστρου αποτελούσε το κομβικό σημείο στην


προσπάθεια ελέγχου μιας περιοχής. Οι Ναΐτες το γνώριζαν καλά αυτό
από την Ευρώπη, όπου το σύστημα των κάστρων και των τειχισμένων
πόλεων είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ήδη στα τέλη της αρχαιότητας,
όταν με την έλευση των βάρβαρων γερμανικών φυλών είχε απειληθεί
με αφανισμό η αγροτική οικονομία της υπαίθρου. Ειδικά στις Λατινικές
ηγεμονίες της M. Ανατολής, η εγγύτητα των εχθρών και η αραιή
κατοίκηση φίλιων πληθυσμών επέβαλλαν την κατοχή κάστρων σε
κομβικά σημεία και κυρίως περάσματα, ώστε να ελέγχεται η κίνηση
και κατ' επέκταση ολόκληρη η περιοχή όπου βρισκόταν το κάστρο.

Οι μεγάλες μάχες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της σύντομης


ύπαρξης των σταυροφορικών βασιλείων δεν είναι πολλές. Αντίθετα, οι
πολιορκίες φρουρίων είναι αμέτρητες. Σε πολλές από αυτές τις
πολιορκίες συμμετείχαν οι δυνάμεις των Ναϊτών, που διακρίθηκαν, αν
και ορισμένες φορές όχι με θετικό τρόπο. Για παράδειγμα είναι
γνωστά τα γεγονότα κατά την πολιορκία της Ασκαλώνας. H περίφημη
πόλη, που βρισκόταν στα σύνορα του Σουλτανάτου της Αιγύπτου,
αποτέλεσε στόχο ήδη από την A' Σταυροφορία, αλλά οι Λατίνοι δεν
κατάφεραν να την κατακτήσουν.

Μετά τη B' Σταυροφορία και αφού οι Χριστιανοί εξασφάλισαν κάποιες


νίκες στη μάχη τους με το Βασίλειο της Συρίας του Νουρ αντ Ντιν, ο
Βαλδουίνος της Ιερουσαλήμ αποφάσισε το 1153 να επιτεθεί ξανά στην
Ασκαλώνα. Από τη Χριστιανική πανστρατιά, όπως εξελίχθηκε η
εκστρατεία, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι Ναΐτες, που απέστειλαν
ένα σημαντικό τμήμα του στρατού τους υπό τον μάγιστρο του
τάγματος, Βερνάρδο του Τρεμελέ. Το στράτευμα πολιόρκησε την πόλη,
που στην πραγματικότητα ήταν ένα εκτεταμένο φρούριο το οποίο
μπορούσε να αντέξει σε μακρόχρονη πίεση. Στην πολιορκία αυτή
προέκυψε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες στιγμές στην πολεμική
ιστορία των Ναϊτών, σύμφωνα με το χρονικό του Γουλιέλμου της
Τύρου.

Πέντε μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας, η φρουρά της πόλης
προσπάθησε να βάλει φωτιά στους πύργους που είχαν κατασκευάσει
οι σταυροφόροι. Δεν υπολόγισαν όμως σωστά τον άνεμο, ο οποίος
έσπρωξε τη φωτιά μέσα στο φρούριο, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει
ένα μικρό τμήμα του τείχους, απ' όπου εισήλθαν οι ιππότες του Ναού
που βρίσκονταν εκεί. Το περίεργο είναι ότι ο μάγιστρος των Ναϊτών -
σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Γουλιέλμου της Τύρου- προσπαθούσε
να αποθαρρύνει και να εμποδίσει τους υπόλοιπους ιππότες που
μετείχαν στην πολιορκία να ακολουθήσουν. O Γουλιέλμος το αποδίδει
στην άμετρη φιλοδοξία και αλαζονεία των Ναϊτών που ήθελαν να
κατακτήσουν μόνοι τους το κάστρο.

O Βερνάρδος, πάντως, ακολούθησε τους ιππότες του, με αποτέλεσμα


να φονευθούν ο μάγιστρος και 40 από τους αδελφούς ιππότες του
τάγματος και τα ακέφαλα πτώματά τους να κρεμαστούν από τις
πολεμίστρες του φρουρίου. Το περιστατικό αυτό δεν επιβεβαιώνεται
από άλλη πηγή πέραν του Γουλιέλμου. Πάντως το φρούριο, με τη
συμβολή και των Ναϊτών, τελικά έπεσε μετά από έφοδο των
σταυροφόρων στις 19 Αυγούστου. Όμως οι ιππότες του Ναού έλαβαν
μέρος και σε πολλές ακόμη πολιορκίες. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτες είναι
οι εξής: Η αποτυχημένη πολιορκία της Δαμασκού το 1148, στο πλαίσιο
της B' Σταυροφορίας, όταν ο ίδιος ο βασιλιάς της Γαλλίας -τον οποίο
είχαν ευεργετήσει οι Ναΐτες- απέδωσε την αποτυχία της εκστρατείας
στην παρελκυστική τακτική των Ναϊτών και των τοπικών αρχόντων.

Προφανώς οι αιτιάσεις του ήταν δικαιολογημένες. Είδαμε παραπάνω


ότι οι Ναΐτες έλαβαν μέρος με ισχυρή δύναμη, που σχεδόν
εξοντώθηκε, στην πολιορκία του Χαρίμ το 1177. Στην αιματηρή
πολιορκία της Άκρας, οι Ναΐτες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, αλλά
υπέστησαν βαριές απώλειες. Στις δύο πολιορκίες της Δαμιέτας, το
1218 - 1219 και το 1249, οι Ναΐτες επίσης συνέβαλλαν με
στρατεύματα, μηχανικούς και εφόδια. H εμπειρία και οι γνώσεις που
είχαν αποκτήσει οι ιππότες του Ναού κατά τη διάρκεια της
μακρόχρονης πορείας τους στη M. Ανατολή αποδείχτηκαν εξαιρετικά
πολύτιμες στις περισσότερες από τις πολιορκίες που έλαβαν μέρος.

Στη Δαμιέτα και στην Άκρα, αδελφοί - τεχνίτες αλλά και μισθοφόροι
του τάγματος κατασκεύασαν τις περισσότερες από τις πολιορκητικές
μηχανές που χρησιμοποίησαν οι σταυροφόροι για να επιτεθούν στα
επιβλητικά τείχη. Στη Δαμιέτα οι Ναΐτες είχαν στη διάθεσή τους ένα
από τα εντυπωσιακότερα τρεμπουσέ του καιρού τους, δωρεά του
δούκα της Αυστρίας προς το τάγμα. Το τρεμπουσέ ήταν μία εξέλιξη του
καταπέλτη και λειτουργούσε με ένα αντίβαρο. Ήταν σε θέση, λόγω του
περίπλοκου μηχανισμού και του μεγέθους του, να εξακοντίζει
τεράστιους ογκόλιθους σε μεγάλες αποστάσεις, αποτελώντας με τον
τρόπο αυτό το ισχυρότερο πολιορκητικό μηχάνημα του Μεσαίωνα πριν
από την εφεύρεση των κανονιών.

Αλλά οι Ναΐτες, καθώς είχαν στην κατοχή τους πάρα πολλά κάστρα,
ήταν αναγκασμένοι πολύ συχνά να υπερασπίζουν οι ίδιοι τα φρούριά
τους από επιθέσεις Μουσουλμάνων. Σε κάποιες περιπτώσεις επέλεξαν
να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, ενώ σε κάποιες άλλες δέχτηκαν να
παραδοθούν. Συνήθως μία πολιορκία, εφόσον δεν συνέδραμαν τους
υπερασπιστές δυνάμεις εκτός φρουρίου, κατέληγε σε κατάληψη του
οχυρού. Παρόλα αυτά οι ιππότες του Ναού κατόρθωσαν σε πολλές
περιπτώσεις να αντισταθούν στους μουσουλμάνους και να
υπερασπιστούν με επιτυχία τα κάστρα τους. Μία από αυτές ήταν η
πολιορκία του οχυρού της Τορτόσα, που άντεξε στις επιθέσεις του
Σαλαντίν το 1188.
Αντίθετα, στο Ναρμπσάκ οι Ναΐτες υπερασπιστές αναγκάστηκαν να
παραδώσουν το κάστρο, όταν ένας από τους πύργους κατέρρευσε από
τη δράση των Μουσουλμάνων υπονομευτών. O Κούρδος πολέμαρχος
κατόρθωσε να καταλάβει και το περίφημο Μπαγκράς, μετά από
αδιάκοπο ''βομβαρδισμό'' πολλών ημερών. Στην περίπτωση αυτή, οι
Ναΐτες παραδόθηκαν μετά τη διαβεβαίωση του Σαλαντίν ότι θα τους
επέτρεπε να διαφύγουν στην Αντιόχεια χωρίς να τους πειράξει. O
Σαλαντίν ήταν ένας άνθρωπος που κρατούσε το λόγο του, ωστόσο δεν
συνέβη το ίδιο και με τον σουλτάνο Μπαϋμπάρς, αρκετές δεκαετίες
αργότερα, ο οποίος έπεισε με παρόμοιο επιχείρημα τους
υπερασπιστές του Σαφέντ να του παραδώσουν το κάστρο.

Όταν όμως οι Ναΐτες και οι μισθοφόροι τους προσπάθησαν να


αποχωρήσουν, οι δυνάμεις του Μαμελούκου σουλτάνου τούς
συνέλαβαν και στη συνέχεια τους εκτέλεσαν. O ίδιος ο Μπαϋμπάρς
επιτέθηκε και στο Μπαγκράς (στο μεταξύ είχε περάσει ξανά υπό τον
έλεγχο των Ναϊτών) το 1268, όπου συνέβη ένα περίεργο περιστατικό.
Παρότι οι Ναΐτες γνώριζαν τη μοίρα των συναδέλφων τους του Σαφέντ,
ένας από τους αδελφούς ιππότες με δική του πρωτοβουλία
διαπραγματεύθηκε την παράδοση του κάστρου στις δυνάμεις των
Μαμελούκων. H Αντιόχεια είχε ήδη πέσει και η παραμονή των
δυνάμεων των Χριστιανών σε ένα κάστρο που δεν φρουρούσε πλέον
τίποτε ήταν περιττή.

Οι υπόλοιποι Ναΐτες της φρουράς ήταν βέβαιοι ότι ο σουλτάνος θα


τους πρόδιδε και θα τους εκτελούσε. Όμως οι μισθοφόροι που ήταν
μεταξύ των υπερασπιστών του κάστρου -και μάλιστα αποτελούσαν την
πλειονότητα- πίστεψαν ότι θα τους επέτρεπε να φύγουν. Τελικώς οι
αδελφοί, εκτιμώντας τη θέση τους ως απελπιστική και γνωρίζοντας ότι
δεν είχαν πλέον να περιμένουν βοήθεια από την Αντιόχεια,
αποφάσισαν να παραδοθούν. O Μπαϋμπάρς κράτησε το λόγο του,
οπότε οι Ναΐτες αναχώρησαν για τα πλησιέστερα διοικητήρια του
τάγματος. O Μεγάλος Μάγιστρος Θωμάς Μπεράρ είχε ήδη δώσει την
εντολή για παράδοση του κάστρου, η οποία όμως ουδέποτε έφθασε
στους υπερασπιστές του κάστρου, αφού αυτοί είχαν ήδη αποχωρήσει.

Πριν εκκενώσουν το κάστρο, απέτυχαν στην προσπάθειά τους να


καταστρέψουν τις προμήθειες και τα όπλα που είχαν αποθηκευτεί στο
Μπαγκράς, παρά τη ρητή εντολή που υπήρχε για τέτοιες περιστάσεις.
Έτσι, οι αδελφοί ιππότες και σεργέντοι που αποτελούσαν τη φρουρά
του Μπαγκράς τιμωρήθηκαν αυστηρά με απώλεια των προνομίων
τους για ''ένα χρόνο και μία μέρα'', όχι επειδή παρέδωσαν το κάστρο,
αλλά επειδή απέτυχαν να καταστρέψουν τα εφόδια.

Οι Τραπεζίτες του Χριστού

Περισσότερο από τη στρατιωτική αξία τους, οι Ναΐτες έγιναν διάσημοι


για τις επιχειρηματικές προσπάθειές τους. Το τάγμα είχε ανάγκη από
άφθονους πόρους για να χρηματοδοτήσει το έργο της υπεράσπισης
των Αγίων Τόπων. Αυτοί οι πόροι βρέθηκαν τόσο από τις δωρεές
πολλών ευσεβών χριστιανών και από τα προνόμια που παραχώρησαν
στο τάγμα οι Πάπες της Ρώμης όσο και από τις επιχειρηματικές
δραστηριότητές τους. Είδαμε και στα προηγούμενα κεφάλαια ότι το
τάγμα των φτωχών ιπποτών του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα
ήδη από τις πρώτες ημέρες της ''επίσημης'' ύπαρξής του είχε
προσελκύσει πολυάριθμους δωρητές, οι οποίοι είχαν προσφέρει
αγαθά, περιουσίες και υπηρεσίες στο τάγμα.

Παράλληλα, εκκλησιαστικές (κυρίως) αλλά και κοσμικές αρχές είχαν


προσφέρει στους Ναΐτες προνόμια τα οποία μέχρι το σημείο εκείνο
αποτελούσαν αποκλειστικότητα της Εκκλησίας ή των βασιλιάδων (λ.χ.
συλλογή φόρων). Ένας τρίτος παράγοντας που συνεισέφερε στην
ευμάρεια των Ναϊτών ήταν η ''υποχρέωση'' των νέων μελών να
μεταβιβάζουν στο τάγμα την περιουσία τους, ώστε να καθίστανται
πένητες και να έχουν το δικαίωμα συμμετοχής στο Ναό. Το
αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν οι Ναΐτες σύντομα να αποκτήσουν
μεγάλη οικονομική ισχύ. Το τάγμα την εποχή της μέγιστης ακμής του
είχε καταστεί ο ισχυρότερος οικονομικός οργανισμός του Μεσαίωνα
μετά τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

H ευμάρεια όμως των λευκοντυμένων ιπποτών ενοχλούσε πολλούς.


Ιδιαίτερα την περίοδο που οι Άγιοι Τόποι ανακαταλαμβάνονταν από
τους ''απίστους'', πολλοί αναρωτιόνταν μήπως τελικά οι Ναΐτες δεν
διαθέτουν τα πλούτη τους για να υπερασπίζονται το Ναό του Κυρίου
αλλά για τη δική τους καλοπέραση. Μάλιστα, είχαν γίνει συνώνυμο της
φιλαργυρίας, αφού ήταν διαβόητη η ''αυτοσυγκράτησή'' τους όταν
επρόκειτο να δώσουν ελεημοσύνη στους φτωχούς. H ελεημοσύνη
εθεωρείτο μία από τις ''υποχρεώσεις'' των εκκλησιαστικών και
κοσμικών αρχόντων, εξαιτίας της εξαθλίωσης μεγάλων τμημάτων της
κοινωνίας την εποχή του Μεσαίωνα.

Αυτή η εξαθλίωση εν πολλοίς οφειλόταν στη συγκέντρωση των γαιών,


των περιουσιών και των προσόδων σε ένα πολύ μικρό τμήμα της
κοινωνίας, εν προκειμένω στην Εκκλησία, στους ευγενείς και σε
οργανισμούς όπως τα ιπποτικά και τα μοναστικά τάγματα, οπότε
θεωρούνταν υποχρέωση των οικονομικά ισχυρών, ιδιαίτερα όσων
είχαν σχέση με την Εκκλησία, να συνδράμουν τους φτωχούς. Αντίθετα
με τους Οσπιταλιέρους, οι Ναΐτες δεν ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωροι και
η μικρή συνεισφορά τους -σε αντίθεση με την τεράστια περιουσία
τους- στηλιτεύτηκε από πολλούς σχολιαστές. Παρόλα αυτά, χάρη στις
αναμφισβήτητες ικανότητες των Ναϊτών στον τομέα της οικονομικής
διαχείρισης, ήταν πολύ συχνή η ανάθεση σε υψηλόβαθμους του
τάγματος καθηκόντων ''βασιλικού ελεημοσυνάριου''.

Επρόκειτο για τους διαχειριστές περιουσιών οι οποίες προορίζονταν


για φιλανθρωπικούς σκοπούς και τις οποίες συνήθως εκχωρούσαν
στους αξιωματούχους του τάγματος βασιλικοί οίκοι της Ευρώπης. Τα
μεγάλα πλούτη του Ναού ήταν κοινό μυστικό για τους σύγχρονούς
τους, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις οι γνωστές υπερβολές έκαναν
την εμφάνισή τους. Φυσικά δεν ήταν υπερβολή ότι στην περίοδο της
μέγιστης ακμής του το τάγμα διέθετε πάνω από 9.000 φέουδα, μικρά ή
μεγάλα, από αγροτεμάχια 20 ή 30 στρεμμάτων, έως κανονικά φέουδα
των 100 ή 200 εκταρίων, ούτε ότι στα μέσα του 13ου αιώνα οι Ναΐτες
διέθεταν αρχηγεία σε όλες τις σημαντικές πόλεις και κωμοπόλεις της
Γαλλίας και του μεγαλύτερου μέρους της Δυτικής Ευρώπης.

Επίσης, δεν ήταν μυστικό ότι ο πλούτος του Ναού ήταν τόσος που οι
Ναΐτες αποτελούσαν τους μεγαλύτερους χρηματοδότες και πιστωτές
τουλάχιστον δύο εκ των ισχυρότερων ηγεμόνων της Ευρώπης, του
βασιλιά της Γαλλίας και του ομολόγου του της Αραγονίας. Το
Διοικητήριο στο Παρίσι ήταν ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά
κέντρα του Μεσαιωνικού κόσμου, όπως παραδίδουν πολλές πηγές και
τα πλούτη που είχαν συγκεντρωθεί σε αυτό ξεπερνούσαν εκείνα
πολλών βασιλείων. Παρόλα αυτά, ο Ναός συχνά βρισκόταν σε
αδυναμία να εξασφαλίσει τα τεράστια ποσά που απαιτούσε το
βασίλειο της Γαλλίας. Οι απαιτήσεις των Γάλλων μοναρχών είχαν γίνει
τόσο μεγάλες, που οι Ναΐτες έσπευδαν να εξασφαλίζουν τα ποσά που
δεν μπορούσαν οι ίδιοι να εκχωρήσουν μέσω τρίτων πηγών.

Ήταν άλλωστε γνωστό ότι οι Ναΐτες ήταν οι πιο επιτυχημένοι


τραπεζίτες του Μεσαίωνα, πιο επιτυχημένοι ακόμη και από τους
Εβραίους συναδέλφους τους. Οι απαρχές της λειτουργίας του Ναού ως
τραπεζικού οργανισμού βρίσκονται στην Ιβηρική. Σύμφωνα με μία
εκδοχή, κάποιοι Ισπανοί προσκυνητές επιθυμούσαν να επισκεφθούν
τους Αγίους Τόπους αλλά δεν διέθεταν αρκετά χρήματα. Οι Ναΐτες
δάνειζαν στους προσκυνητές χρήματα για να μπορέσουν να κάνουν το
μεγάλο και ακριβό ταξίδι. Αυτή η πρακτική άρχισε να παγιοποιείται
στη συνέχεια και να εξελίσσεται σε καθορισμένη διαδικασία με
κανόνες και τυπικό.

Σιγά-σιγά, με όπλο την οικονομική ευρωστία τους, οι Ναΐτες


δημιούργησαν στόλο, με τον οποίο έκαναν μεταφορές προσκυνητών
και εμπορευμάτων από και προς τους Αγίους Τόπους αλλά και αλλού.
Βέβαια, κατηγορήθηκαν συχνά για αθέμιτο ανταγωνισμό, τόσο στη
δραστηριότητά τους ως τραπεζίτες όσο και σε άλλες. H κατηγορία
αφορούσε στο ότι το τάγμα δάνειζε χρήματα με τόκο 10%, ενώ το
ανώτερο επιτρεπόμενο για χριστιανό (βάσει των κανόνων της
Εκκλησίας για τη σιμωνία) ήταν 12%, το οποίο συνήθως εξαντλούσαν
οι Χριστιανοί τραπεζίτες, θέλοντας να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους.
Ακόμη πιο έντονος ήταν ο ανταγωνισμός για τους Εβραίους, οι οποίοι
δάνειζαν με 20% ή και μεγαλύτερο τόκο.

Οι Ναΐτες εγκατέστησαν ένα πρωτοποριακό σύστημα επικοινωνίας και


συναλλαγών, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν κάποιος να δανείζεται
ένα ποσό, λ.χ., στην Ακρα και να το αποπληρώνει στην Προβηγκία.
Δημιούργησαν επίσης ένα πρωτότυπο σύστημα εξασφάλισης της
αυθεντικότητας των συναλλαγών και των αποδεικτικών του
δανεισμού. Οι πρώτες ''επιταγές'' της ιστορίας κατά πάσα πιθανότητα
προήλθαν από αυτήν ακριβώς τη δραστηριότητα των Ναϊτών. Οι
πολυάριθμοι καταρτισμένοι περί των οικονομικών υπάλληλοί τους
εξασφάλιζαν ότι ούτε μία δεκάρα δεν θα χανόταν για το τάγμα.

Κατά ένα μεγάλο ποσοστό η επίμονη φήμη για τη διαβόητη


φιλαργυρία των Ναϊτών προέρχεται από τον τρόπο με τον οποίο
περιφρουρούσαν τις τραπεζικές συναλλαγές τους και διεκδικούσαν
στο ακέραιο το ποσό που είχαν δανείσει με τους αναλογούντες τόκους.
Σε πολλές περιπτώσεις οι Ναΐτες φέρονται να έχουν δανείσει χρήματα
χωρίς τόκο ή ακόμη και χωρίς να απαιτήσουν την αποπληρωμή του
χρέους. Αλλά αυτό ίσχυε για ισχυρούς κοσμικούς άρχοντες, που
''ξεχρέωναν'' αργότερα εμμέσως τις υπηρεσίες που τους προσέφερε το
τάγμα, δίνοντας ακόμη περισσότερα προνόμια ή γαίες ή άλλες
προσόδους στο Ναό. Αυτό πάντως ήταν η εξαίρεση, αφού κατά κανόνα
οι Ναΐτες προσπαθούσαν να εισπράξουν άμεσα το χρέος.

Ασφαλώς δεν δάνειζαν μόνο ηγεμόνες και ισχυρούς οίκους, αλλά


ακόμη και εμπόρους, μικροάρχοντες και οποιονδήποτε γενικά είχε τα
εχέγγυα για να αποπληρώσει το χρέος αργότερα. Φυσικά ο δανεισμός
δεν ήταν η μόνη τραπεζική υπηρεσία που προσέφεραν οι Ναΐτες. Τα
αρχηγεία τους θεωρούνταν τα ασφαλέστερα θησαυροφυλάκια σε
ολόκληρη τη Δύση και οι λευκοντυμένοι ιππότες σπάνια έχαναν κάτι
που τους είχαν εμπιστευτεί. Για το λόγο αυτό, η φύλαξη ολόκληρων
θησαυρών, ακόμη και των θησαυρών του Γαλλικού στέμματος, συχνά
ήταν καθήκον των παραρτημάτων του Ναού. Στο Ναϊτικό Διοικητήριο
του Παρισιού οι Καπέτοι μονάρχες εμπιστεύονταν τα τιμαλφή τους και
οι ιππότες ουδέποτε τους απογοήτευσαν.

Επίσης οι Ναΐτες, λόγω των αναγκών του τραπεζικού συστήματός τους,


είχαν αναπτύξει και άλλες υπηρεσίες, όπως αυτήν της μεταφοράς
χρημάτων. Πέραν του αναμφισβήτητου κύρους και της δύναμης του
τάγματος, που αποθάρρυνε τους επίδοξους ληστές που την εποχή
αυτή λυμαίνονταν την ύπαιθρο, υπήρχε ακόμη ένας λόγος για τον
οποίο οι Ναΐτες μετέφεραν με ασφάλεια μεγάλα ποσά: η συνοδεία των
ποσών ήταν όχι μόνο ένοπλη, αλλά και πολυάριθμη, συνήθως με
επικεφαλής έναν ή περισσότερους πάνοπλους αδελφούς ιππότες, που
είχαν υπό τις διαταγές τους αρκετούς σεργέντους και μισθοφόρους.
Αυτή η οπλισμένη συνοδεία εξασφάλιζε ότι, ένα σεντούκι που
ξεκινούσε από τη Μασσαλία θα έφθανε στο Παρίσι ή ένα κιβώτιο με
τιμαλφή από τη Βαρκελώνη θα πήγαινε στη Ρώμη χωρίς να
''εξαφανιστεί'' το περιεχόμενό του στην πορεία.

Κατ' επανάληψη σημαντικοί κοσμικοί και εκκλησιαστικοί άρχοντες


αναφέρονταν κολακευτικά στις οικονομικές υπηρεσίες του τάγματος,
ιδιαίτερα όσον αφορά στη μεταφορά χρημάτων. O Πάπας Ονώριος Γ'
το 1220 ανέφερε μιλώντας στον λεγάτο Πελάγιο ότι δεν θα μπορούσε
να βρει κάποιον άλλο να εμπιστευτεί περισσότερο για τη μεταφορά
μεγάλων χρηματικών ποσών. Οι Ναΐτες όμως δεν ήταν πρωτοπόροι
μόνο στον τραπεζικό τομέα αλλά και σε αυτόν των ασφαλειών ζωής.
Είχαν εγκαταστήσει ένα σύστημα με το οποίο δέχονταν δωρεές
κάποιας αξίας (αγροκτήματα, άλλες εκτάσεις, σπίτια) από Χριστιανούς,
στους οποίους εν συνεχεία χορηγούσαν διά βίου ένα ποσό ως ετήσια
πρόσοδο ή σύνταξη.

Σε μία εποχή που η αβεβαιότητα ήταν μέρος της καθημερινής ζωής σε


πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι σήμερα, μπορούμε να φανταστούμε
ότι μια τέτοια εξασφάλιση φάνταζε μεγάλη ευκαιρία για πολλούς.
Αναφερθήκαμε επίσης στη δημιουργία ισχυρού στόλου από τους
Ναΐτες. Οι πρώτες αναφορές για το στόλο αυτό προέρχονται από το
1207, ωστόσο δεν αποκλείεται δύο δεκαετίες πριν από το έτος αυτό το
τάγμα να είχε ξεκινήσει να ναυπηγεί δικά του πλοία. Πάντως, μέσα στη
δεύτερη δεκαετία του 13ου αιώνα οι Ναΐτες φαίνεται να έχουν
εξελιχθεί σε εφοπλιστές. O στόλος αυτός αποτελείτο κυρίως από
εξοπλισμένα επιβατηγά πλοία, τα οποία αναχωρούσαν είτε από το Λα
Ροσέλ στη Βορειοδυτική Γαλλία, είτε από τα λιμάνια της Προβηγκίας,
είτε από αυτά της Ιβηρικής.

Το σημαντικότερο όμως λιμάνι όσον αφορά στην εμπορική και


επιβατική δραστηριότητα των Ναϊτών ήταν η Μασσαλία. Μέσω αυτού
διοχετευόταν το μεγαλύτερο μέρος της κίνησης των πλοίων του
τάγματος που επικοινωνούσαν τόσο με τους Αγίους Τόπους όσο και με
τα λιμάνια της Δαλματίας και των άλλων περιοχών όπου οι Ναΐτες
είχαν συμφέροντα. Συνήθως αυτά τα πλοία επιτελούσαν διττό ρόλο,
επιβατηγών και εμπορικών, ενώ ο κύριος τόπος με τον οποίο
συναλλάσσονταν ήταν βεβαίως η Ουτρεμέρ. Τα πολύτιμα προϊόντα της
Ανατολής που μετέφεραν στη Δ. Ευρώπη τα μπάρκα των Ναϊτών ήταν
μια σταθερή πηγή εισοδήματος.

Ενώ οι πολυάριθμοι προσκυνητές που χρησιμοποιούσαν τα πλοία του


τάγματος για να επισκέπτονται τη M. Ανατολή και να επιστρέφουν στα
σπίτια τους στην Ευρώπη, εξασφάλιζαν στο Ναό ένα επιπλέον
εισόδημα. Το μεγάλο όπλο των Ναϊτών χάρη στο οποίο προσέλκυαν
σημαντική πελατεία για τα πλοία τους ήταν και σε αυτή την περίπτωση
η πάνοπλη συνοδεία ιπποτών και σεργέντων που επιβιβαζόταν σε
κάθε ταξίδι και εξασφάλιζε το πλοίο, το εμπόρευμα και τους επιβάτες
από τους πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο. Υπήρχε όμως κι
άλλο ένα στοιχείο που καθιστούσε τις υπηρεσίες τους ιδιαίτερα
ελκυστικές.
Οι Ναΐτες ακολουθούσαν μία πολιτική χαμηλών χρεώσεων σε σχέση με
τον ανταγωνισμό, την οποία επέτρεπε η απαλλαγή τους από δασμούς,
λιμενικά τέλη και τις υπόλοιπες επιβαρύνσεις που οδηγούσαν στα ύψη
τις τιμές για αυτό το είδος των υπηρεσιών από τους ''κοινούς''
πλοιοκτήτες. Αυτός ο αθέμιτος ανταγωνισμός σε πολλές περιπτώσεις
τους έφερε σε ευθεία αντιπαράθεση και σύγκρουση με τους εμπόρους
και τους πλοιοκτήτες και έχουν καταγραφεί αρκετές προσπάθειες των
τελευταίων να πετύχουν περιορισμό των προνομίων των Ναϊτών.
Ανάλογη σύγκρουση με τους πλοιοκτήτες και τους έμπορους της
Ιταλίας δεν φαίνεται να υπήρχε. Πάντως Ναϊτικά πλοία
δραστηριοποιούνταν και στα Ιταλικά λιμάνια του Πρίντιζι, του Μπάρι,
του Τράνι και της Μπαρλέτα.

Όμως τα σημαντικά προβλήματα που είχαν οι Ναΐτες με τον


Αυτοκράτορα Φρειδερίκο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τους
απέκλεισαν από τα λιμάνια της Αδριατικής. Χρειάστηκε να ανέβει στον
Αυτοκρατορικό θώκο ο Μανφρέδος το 1254 για να ξεκινήσει πάλι μία
προσπάθεια επαναπροσέγγισης της αυτοκρατορίας με τους Ναΐτες και
να ανοίξουν τα λιμάνια της Απουλίας για το τάγμα. Οι Ναΐτες
συνήθιζαν επίσης να καθετοποιούν τις διαδικασίες προμήθειας και
παραγωγής εντός των ορίων του τάγματος, ώστε να μπορούν να
αποφεύγουν, στο μέτρο του δυνατού, την ανάγκη καταφυγής σε
μεσάζοντες. Εφάρμοζαν μάλιστα παρόμοιες διαδικασίες σε πολλά
θέματα.

Προηγουμένως αναφερθήκαμε στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις τους, οι


οποίες ξεκίνησαν την εποχή που το τάγμα απέκτησε έναν σταθερά
μεγάλο όγκο κίνησης από και προς τους Αγίους Τόπους (και όχι μόνο)
και έψαχνε τρόπους μείωσης του κόστους. Κάτι ανάλογο συνέβη και
με την προμήθεια των όπλων του Ναού. Από ένα χρονικό σημείο και
μετά, οι Ναΐτες αγόραζαν πρώτες ύλες και προχωρούσαν με δικούς
τους τεχνίτες -κατά κανόνα αδελφούς του τάγματος, κατώτερης
βεβαίως τάξης από τους ''μάχιμους''- στην κατασκευή των δικών τους
όπλων και πανοπλιών. Εξασφάλιζαν έτσι τη σταθερή ποιότητα των
αρμάτων τους και έκαναν μεγάλη οικονομία.

Βλέπουμε δηλαδή ότι η πρακτική της καθετοποίησης της παραγωγής


είχε ''εφευρεθεί'' από τους Ναΐτες. Γι' αυτόν αλλά και για πολλούς
άλλους λόγους (ο κυριότερος από τους οποίους ήταν η οικονομική
δραστηριότητά τους και η λειτουργία τους σε όλες τις χώρες της
Χριστιανικής Δύσης) οι Ναΐτες έχουν ονομαστεί ''η πρώτη πολυεθνική
εταιρεία της ιστορίας''.

Το Τάγμα ως Πολιτική Δύναμη


Οι σχέσεις του τάγματος με το βασίλειο της Γαλλίας ήταν ιδιαίτερα
στενές από την αρχή της δημιουργίας του. Είναι γεγονός ότι η A'
Σταυροφορία ήταν ουσιαστικά υπόθεση των Γάλλων και των
υπόλοιπων Γαλλόφωνων λαών (Προβηγκιανοί, Φλαμανδοί,
Βουργουνδοί, Νορμανδοί κ.ά.), ενώ ακόμη και ο Πάπας που την
κήρυξε, ο Ουρβανός, ήταν Γάλλος. Φυσικά, έλαβαν μέρος κι άλλοι
Δυτικοευρωπαίοι, ωστόσο οι Γάλλοι και οι γαλλόφωνοι κυριαρχούσαν.
Αυτή η κυριαρχία ήταν εμφανής και στη σύνθεση των ιπποτικών
ταγμάτων. Τόσο οι Ναΐτες όσο και οι Ιωαννίτες, ξεκίνησαν από
γαλλόφωνους και είχαν ως κύρια πηγή στρατολόγησης της
Γαλλόφωνες περιοχές.

Στην πορεία βέβαια τα τάγματα επεκτάθηκαν, κυρίως όσο οι μη


Γαλλόφωνοι έπαιρναν πιο ''ζεστά'' το θέμα των σταυροφοριών. Το
αποτέλεσμα ήταν να ''εμπλουτιστούν'' οι τάξεις των Ναϊτών και των
Οσπιταλιέρων και να δημιουργηθούν νέα τάγματα που ήταν
αποκλειστικά ''εθνικά''. Οι Οσπιταλιέροι καθιέρωσαν μάλιστα τις
''γλώσσες'', ομαδοποιήσεις δηλαδή των μελών τους ανάλογα με τον
τόπο καταγωγής τους. Δεν φαίνεται να υπήρχε ανάλογο σύστημα σε
ισχύ στο τάγμα του Ναού. Οι Ναΐτες βρίσκονταν πάντα ιδιαίτερα κοντά
στο βασιλικό οίκο της Γαλλίας. Μάλιστα συντρόφεψαν το Λουδοβίκο
ΣΤ' στην ''άτυχη'' B' Σταυροφορία, προστατεύοντας και
χρηματοδοτώντας τον.

Γι' αυτές τις υπηρεσίες, ο Γαλλικός θρόνος δεν υπήρξε αχάριστος προς
το τάγμα, με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια ο Ναός να αποκτήσει
εντυπωσιακά προνόμια στις γαίες του Βασιλείου της Γαλλίας. Από ένα
σημείο και μετά, μάλιστα, ο βασιλιάς όχι μόνο χρηματοδοτούνταν
σχεδόν αποκλειστικά από τους Ναΐτες, αλλά τους είχε καταστήσει
θησαυροφύλακες της βασιλικής περιουσίας, χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι οι Ναΐτες ήταν πάντα ευθέως υπέρ του Γαλλικού θρόνου, αφού η
υποστήριξη τους εξαρτιόταν πάντα από τις πολιτικές ανάγκες και τα
συμφέροντα των ίδιων. H δεινότητα των Ναϊτών σε διοικητικά και
οικονομικά ζητήματα δεν ήταν δυνατόν να αμφισβητηθεί και
εντυπωσίαζε όλους τους συγχρόνους τους.

Μάλιστα, στις περισσότερες αυλές της Ευρώπης υπήρχαν Ναΐτες


σύμβουλοι επί οικονομικών και διοικητικών θεμάτων. Είχε
παρατηρηθεί το φαινόμενο δύο ηγεμόνες που βρίσκονταν σε διαμάχη,
ακόμη και σε πολεμική αντιπαράθεση, να διαθέτουν Ναΐτες
συμβούλους, οι οποίοι δεν φαίνεται να είχαν ηθικές ή όποιες άλλες
επιφυλάξεις ως προς το να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και στις
δύο πλευρές. Συχνά φέρονται να έχουν υποδαυλίσει διαμάχες, ώστε
να επωφεληθούν στη συνέχεια και να ισχυροποιήσουν τη θέση τους.
Στις Γαλλο-Αγγλικές διαμάχες, για παράδειγμα, Ναΐτες βρίσκονταν και
στα δύο στρατόπεδα. O Μάγιστρος της Γαλλίας συμβούλευε τον
ηγεμόνα του και ο αντίστοιχος της Αγγλίας το δικό του.

Ακόμη και ενάντια στην αρχή στην οποία ανήκαν, τη Ρωμαιοκαθολική


Εκκλησία, έδρασαν οι Ναΐτες στην περίπτωση της παροχής συμβουλών
στο Γερμανό Αυτοκράτορα την περίοδο της διαμάχης του με τον Πάπα.
Οι Ναΐτες όμως δεν εμπλέκονταν ανοιχτά στις διαμάχες μεταξύ
Χριστιανών. Αντίθετα, με δεδομένο ότι μια τέτοια εμπλοκή θα
υπονόμευε σοβαρά τη θέση του τάγματος, γινόταν κάθε προσπάθεια
να αποφευχθεί. H μόνη καταγεγραμμένη περίπτωση ενεργού
συμμετοχής Ναϊτών σε διαμάχη Χριστιανών αφορά στον πόλεμο του
στέμματος της Αραγονίας ενάντια στην Καστίλη και την Γαλλία. Οι
ηγεμόνες της Αραγονίας επέβαλλαν στους Ναΐτες τη συμμετοχή τους
(ίσως ακόμη και αδελφών - ιπποτών, αν και κάτι τέτοιο δεν είναι
εξακριβωμένο) στη διαμάχη αυτή.

Ανάλογη ήταν η στάση και των υπόλοιπων ιπποτικών ταγμάτων. Οι


Πάπες απέφευγαν να εμπλέκουν τα τάγματα στους (πολυάριθμους)
πολέμους τους οποίους διεξήγαγαν την εποχή αυτή με Χριστιανούς. H
μόνη καταγεγραμμένη παραβίαση αυτής της αρχής ήταν όταν ο
Κλήμης Δ' ζήτησε την άμεση στρατιωτική συνδρομή των Οσπιταλιέρων
για να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις των Γερμανών στη Σικελία. Πάντως,
για πολλές δεκαετίες η προσωπική φρουρά του Πάπα αποτελείτο από
Ναΐτες και Ιωαννίτες. H απροθυμία των ταγμάτων και ειδικά των
Ναϊτών να συμμετάσχουν ενεργά σε πολέμους μεταξύ Χριστιανών δεν
απέκλειε βεβαίως την ''παρασκηνιακή'' συμμετοχή, προωθώντας
φυσικά δικά τους συμφέροντα.
Αυτή η απροθυμία όμως φαίνεται ότι εξαφανιζόταν όταν ο αντίπαλος
ήταν μεν Χριστιανός, αλλά όχι Καθολικός, δηλαδή ήταν Ορθόδοξος ή
Μονοφυσίτης. Δύο περιπτώσεις όπου οι Ναΐτες πήραν αυτοβούλως τα
όπλα ενάντια σε Χριστιανούς καταγράφηκαν στην Κύπρο και την
αρμενική Κιλικία. Επίσης, οι Ναΐτες, παρότι ελάχιστα συμμετείχαν
(ενδεχομένως και καθόλου) στην Δ' Σταυροφορία που κατέκτησε την
Κωνσταντινούπολη και διέλυσε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, έλαβαν
μέρος στις συγκρούσεις για την κατάκτηση της Ελλάδας μεταξύ 1205
και 1210.

Πάντως ο διπλός ρόλος των Ναϊτών και η πολιτική ίντριγκα γινόταν


ευμενώς δεκτά από τους Χριστιανούς όταν αφορούσαν στις διαμάχες
μεταξύ ''απίστων'', όπως όταν οι Ναΐτες φρόντιζαν να συνάπτουν
ανακωχή ή και συμμαχία με μία Μουσουλμανική φατρία ώστε να
εξουδετερώσουν μία άλλη ή όταν έσπευδαν να προσεταιριστούν τους
Ασσασίνους (Hashishin, σέκτα φανατικών Ισλαμιστών, διαβόητοι
δολοφόνοι) ή και να τους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, έχοντας
στόχο να τους χρησιμοποιήσουν ενάντια σε εχθρούς τους. Σε πολλές
περιπτώσεις, βεβαίως, ο θρησκευτικός ζήλος υπερίσχυε της λογικής
και οι Δυτικοί κατηγορούσαν τους Ναΐτες για “προδοσία'' και ''σχέσεις
με τον άπιστο εχθρό'', αγνοώντας πλήρως την πολιτική
πραγματικότητα της M. Ανατολής.

Κάποιοι μελετητές (χωρίς ωστόσο να διαθέτουν κάποια απόδειξη)


έχουν προτείνει ότι ενδεχομένως οι Ναΐτες βρίσκονταν πίσω από τις
επανειλημμένες απόπειρες φόνου του Σαλαντίν από τους Ασσασίνους.
Μάλιστα αιτιολογούν με αυτόν τον τρόπο και το εμφανές μίσος του
Κούρδου πολέμαρχου προς τους Ναΐτες. Όπως αναφέραμε, δεν
υπάρχουν αποδείξεις γι' αυτά, αλλά υπάρχουν πάμπολλες αποδείξεις
για τη συνεργασία του τάγματος με τους Ασσασίνους και με άλλους
Μουσουλμάνους. H συνεργασία αυτή εφοδίασε τους πολέμιους του
τάγματος με άφθονα όπλα, ώστε να μπορούν να εξαπολύουν μύδρους
ενάντια στους ''διεφθαρμένους'' ή ''φιλάργυρους'' Ναΐτες που έχουν
''συμμαχήσει με τους απίστους''.

Αυτές οι κατηγορίες είδαν το φως στην Ευρώπη κατά την περίοδο που
κορυφωνόταν η δυσφημιστική εκστρατεία με την οποία ο Φίλιππος ''ο
Ωραίος'' της Γαλλίας προσπάθησε να αμαυρώσει τη δημόσια εικόνα
του τάγματος ώστε να διευκολυνθεί στην εξόντωσή του. Ωστόσο στους
Αγίους Τόπους, ήδη από την περίοδο πριν το Χαττίν, είχαν αρχίσει οι
διαμαρτυρίες κάποιων χριστιανών, κυρίως νεοφερμένων, για τον διττό
ρόλο των Ναϊτών. Να μην ξεχνάμε επίσης ότι ο βασιλιάς της Γαλλίας
Λουδοβίκος, που συμμετείχε στη B' Σταυροφορία και ευεργετήθηκε
από τους Ναΐτες, είχε εκφράσει ήδη από το 1149 την πεποίθηση ότι
τόσο οι Ναΐτες όσο και ''κάποιοι εκ των βαρόνων της Ουτρεμέρ'', είχαν
παίξει έναν ύποπτο ρόλο στην αποτυχία της εκστρατείας, αφήνοντας
υπόνοιες για συνεννοήσεις τους με τους ''απίστους''.

H αλήθεια είναι ότι οι Ναΐτες, παρά τη φαινομενική αδιαλλαξία τους


και το θρησκευτικό φανατισμό που διατράνωναν σε κάθε ευκαιρία
(και επιδείκνυαν στην πράξη, κατά τις μάχες τουλάχιστον), είχαν
προσαρμοστεί στα δεδομένα της ζωής της Ουτρεμέρ. Κατανοούσαν εξ
αρχής ότι οι Χριστιανοί δεν ήταν οι μόνοι που μαστίζονταν από
εσωτερικές διαμάχες -το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και μεταξύ των
''Σαρακηνών''. Αφού ο απώτερος στόχος ήταν η διατήρηση και
επέκταση της παρουσίας των Λατίνων μέσα σε αυτήν την ''θάλασσα
των απίστων'', μοιάζει λογικό ότι αφενός οι Χριστιανοί έπρεπε να
μάθουν να συμβιώνουν με τους Μουσουλμάνους και αφετέρου να
εκμεταλλευτούν τις έριδες μεταξύ των τελευταίων για να ωφεληθούν.

Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να κρίνουμε κινήσεις όπως τη συμμαχία


που σύναψαν με δικές τους ενέργειες και για λογαριασμό κοσμικών
Χριστιανικών αρχών, με τη Δαμασκό, η οποία προκάλεσε τη μήνη του
Λουδοβίκου Θ' της Γαλλίας, του επονομαζόμενου Αγίου, όταν ο
τελευταίος επισκέφθηκε την Ουτρεμέρ. Ήταν η εποχή της
σταυροφορίας του Λουδοβίκου ενάντια στην Αίγυπτο των
Μαμελούκων, που μόλις είχαν αρπάξει την εξουσία από τους
Αγιουβίδες, τους απογόνους του Σαλαντίν. Οι τελευταίοι είχαν
κρατήσει τη Δαμασκό και τα υπολείμματα του Σουλτανάτου στη M.
Ανατολή και προσέγγισαν τους Χριστιανούς για συμμαχία ενάντια
στους Μαμελούκους.

Επρόκειτο για μια δραματική στροφή των γεγονότων, την οποία θα


μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι Λατίνοι και να παγιώσουν τη
δύναμή τους στη M. Ανατολή. O τότε Μεγάλος Μάγιστρος του Ναού
ήταν ο Ρεϋνάλδος του Βισιέ, ένας ευνοούμενος του Λουδοβίκου, αφού
ήταν μάγιστρος της Δύσης την εποχή της ανόδου στο θρόνο του
Καπέτου βασιλιά και είχε στενές σχέσεις με το βασιλικό οίκο της
Γαλλίας. Ωστόσο στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι ο ρεαλισμός και η
πολιτική οξύνοιά του ξεπέρασαν τους όποιους δεσμούς με το Γάλλο
βασιλιά. O Ρεϋνάλδος έσπευσε να αποστείλει τον Μαρεσάλο του
τάγματος Ούγο Ζουέ στη Δαμασκό για να διαπραγματευτεί με τους
μουσουλμάνους μία αμφισβητούμενη περιοχή και να συνάψει
συνθήκη.

Οι διαπραγματεύσεις στέφθηκαν με επιτυχία και ο Ούγος πήρε το


δρόμο της επιστροφής. Οταν όμως ο Λουδοβίκος έμαθε για την
πρωτοβουλία των Ναϊτών, οργίστηκε και απαίτησε να ακυρωθεί η
''βδελυρή'' συμφωνία και αξίωσε από τους υπερήφανους ιππότες του
Ναού να ταπεινωθούν ενώπιον ''όλης της Χριστιανοσύνης'',
περπατώντας ξυπόλυτοι μπροστά σε ολόκληρο το στράτευμα και να
γονατίσουν μπροστά στο βασιλιά. O Λουδοβίκος, που ήταν και
επικυρίαρχος του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ εκείνη την εποχή,
προχώρησε στην εξορία του Ούγου, ο οποίος, παρότι δρούσε κατόπιν
εντολών, κατέστη έτσι ο ''αποδιοπομπαίος τράγος''.

Οι Ναΐτες θα έπαιζαν, έστω και στο λυκόφως της διαδρομής τους, έναν
καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα προσπάθειες των Χριστιανών να
χρησιμοποιήσουν τους Μογγόλους για να αποδυναμώσουν τους
Μαμελούκους και να ωφεληθούν οι ίδιοι. Οι προσπάθειες αυτές
έπεσαν στο κενό. Τα προαναφερόμενα δείχνουν ανάγλυφα τη δύναμη
των Ναϊτών αλλά και την ευαίσθητη θέση στην οποία βρίσκονταν. H
''Ρεαλπολιτίκ'' που εφάρμοζαν ήταν μάλλον άγνωστη ή και
παρεξηγημένη στην Ευρώπη. ακόμη και ένας ικανός βασιλιάς, όπως ο
Λουδοβίκος, ελάχιστα κατανόησε τη σημασία της, παρότι βρέθηκε
στην περιοχή για χρόνια και ηγήθηκε μιας αποτυχημένης
σταυροφορίας (στη συνέχεια της ζωής του ηγήθηκε ακόμη μίας, κατά
τη διάρκεια της οποίας απεβίωσε).

Στη μητροπολιτική Ευρώπη πολύ λίγοι γνώριζαν αυτήν την πλευρά της
''Ρεαλπολιτίκ'' των Ναϊτών και ακόμη λιγότεροι έδιναν σημασία.
Αντίθετα, όλοι γνώριζαν ότι οι ''πένητες'' ιππότες διέθεταν ενδύματα
εξαιρετικής ποιότητας, ίππευαν περήφανα άτια από τις καλύτερες
ράτσες, είχαν καλοφτιαγμένα και περιποιημένα όπλα και πανοπλίες,
μετακινούσαν κάθε τόσο θησαυρούς αμύθητης αξίας, μάζευαν φόρους
για λογαριασμό ηγεμόνων αλλά και για ίδιο προσπορισμό,
διαφέντευαν μερικά από τα πιο ζηλευτά φέουδα της Ευρώπης,
ηγεμόνευαν επί δεκάδων χιλιάδων κολίγων, είχαν δεκάδες υπηρέτες
και υπαλλήλους σε κάθε αρχηγείο τους, συναναστρέφονταν ηγεμόνες
και βασιλείς.

Αυτή η εικόνα των Ναϊτών συνδυασμένη με τη διαβόητη αλαζονεία


τους αλλά και την αποδεδειγμένη φιλαργυρία τους, δημιούργησε ένα
αίσθημα φθόνου και μια ιδιαίτερα δυσμενή εικόνα για το τάγμα
μεταξύ πολλών λαϊκών αλλά και κληρικών. Αφού αναφέραμε τους
κληρικούς, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι παρά τον εναγκαλισμό με
τη Ρώμη και τα ανώτερα κλιμάκια της εκκλησιαστικής ιεραρχίας στη
Γαλλία και αλλού, οι Ναΐτες πολύ συχνά έρχονταν σε αντιπαράθεση με
τις κατά τόπους εκκλησιαστικές και μοναστικές αρχές, με αφορμή τα
προνόμια που τους παραχώρησαν οι Πάπες.

Στην εποχή του Ιννοκέντιου Γ', μάλιστα, ο επίσκοπος της Σιδώνας είχε
προχωρήσει σε αφορισμό του τάγματος και του Μεγάλου Μάγιστρου,
όταν διαπίστωσε ότι θα έχανε τη διαμάχη για τα έσοδα της επισκοπής
της Τιβεριάδας. Αλλά η επιρροή των Ναϊτών ήταν τόσο μεγάλη, που
αυτός ο αφορισμός άρθηκε και ο επίσκοπος τιμωρήθηκε αυστηρά από
τον Ιννοκέντιο. O τελευταίος, που έγινε Πάπας σε πολύ νεαρή ηλικία,
ήταν ένας από τους ικανότερους προκαθήμενους της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και από τους σημαντικότερους
υποστηρικτές των ιπποτικών ταγμάτων. Αλλά και οι υπόλοιπες
προσπάθειες των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών να αναιρέσουν τα
προνόμια του τάγματος προσέκρουσαν στην αποφασιστική στάση των
προκαθήμενων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Έτσι ''αναχαιτίστηκαν'' οι προσπάθειες του Φουλσέρ, πατριάρχη


Ιεροσολύμων, που ζήτησε τον περιορισμό των εκτεταμένων προνομίων
του Ναού. Ακόμη και όταν οι κύκλοι που πολεμούσαν τους Ναΐτες
κατόρθωναν να περάσουν κάποια δυσμενή για αυτούς απόφαση,
όπως αυτή της Τρίτης Συνόδου του Λατερανού, στη συνέχεια οι Πάπες
την ακύρωναν. Ορισμένοι, όπως ο Γουλιέλμος της Τύρου, θεωρούσαν
ότι η επιτυχία αυτή των Ναϊτών ήταν αποτέλεσμα οικονομικών
συναλλαγών με τους προκαθήμενους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
και τους ιεράρχες. Μεταγενέστεροι μελετητές του τάγματος -ιδιαίτερα
εκείνοι με αποκρυφιστικές τάσεις- θεωρούν ότι οι Ναΐτες εκβίαζαν
τους Πάπες με κάποιο ''τρομερό μυστικό'', που αν αποκαλυπτόταν,
''θα κατάστρεφε την Εκκλησία της Ρώμης''.
Αυτές οι ευφάνταστες υποθέσεις όμως πολύ λίγη σχέση έχουν με την
πραγματικότητα, η οποία είναι ότι οι Πάπες θεωρούσαν τους Ναΐτες
και τα ιπποτικά τάγματα ως την κύρια γραμμή άμυνας ενάντια στους
απίστους, το βασικότερο όργανο για τον αέναο Bellum Sacrum (ιερό
πόλεμο) ενάντια στους μουσουλμάνους. Επρόκειτο για μία πολιτική,
στην ουσία της, επιλογή, καθώς αποτελούσε πάγια στρατηγική της
Ρώμης η απευθείας σύγκρουση με το μουσουλμανικό κόσμο. Οι
κοσμικοί άρχοντες δεν ήταν πάντα εκφραστές αυτής της στρατηγικής,
διότι τα συμφέροντά τους πολλές φορές δεν ταυτίζονταν με την
επέκταση εις βάρος των μουσουλμάνων.

Οπότε η ύπαρξη πανίσχυρων οργανισμών που δεν υπάκουαν σε


κάποια κοσμική αρχή, αλλά είχαν μια ουσιαστική αυτοτέλεια υπό την
υψηλή επικυριαρχία της Εκκλησίας, βόλευε απεριόριστα τους Πάπες,
ιδιαίτερα δε όταν ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης αυτών των οργανισμών (των
ταγμάτων) ήταν η υπεράσπιση της Χριστιανοσύνης από τους
''απίστους''.

Το Δίκτυο των Ναϊτών

Το τάγμα των φτωχών ιπποτών του Χριστού (που κάθε άλλο παρά
φτωχοί ήταν) κατόρθωσε μέσα σε λίγες δεκαετίες από το ξεκίνημά του
να καταστεί ένας πραγματικά πολυεθνικός οργανισμός. Μία εκδοχή
του Κανόνα από τη δεκαετία του 1160 δείχνει ανάγλυφα την επέκταση
που είχαν λάβει οι Ναΐτες σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, σε αναφορά που γίνεται στους ανώτερους λειτουργούς
του τάγματος, αναφέρονται οι γνωστοί άρχοντες της Ανατολής,
δηλαδή ο Μεγάλος Μάγιστρος, ο Σενεσάλος, ο Μαρεσάλος, οι
διοικητές του Βασιλείου και της πόλης της Ιερουσαλήμ, αλλά και οι
σημαντικότεροι περιφερειακοί διοικητές, της Τρίπολης, της Αντιόχειας,
της Γαλλίας, της Αγγλίας, του Πουατιέ, της Αραγονίας, της
Πορτογαλίας, της Απουλίας και της Ουγγαρίας.

Μέσα στον επόμενο αιώνα, το τάγμα επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο


και απέκτησε περιφερειακούς διοικητές στη Λομβαρδία, την Τοσκάνη,
τη Ρώμη, το Σπολέτο, την Καμπανία, την Ανκόνα και στη Σαρδηνία.
Επίσης, στη Γαλλία είχαν προστεθεί νέες περιφέρειες, που αρχικά δεν
είχαν ξεχωριστές διοικήσεις: Ακουιταίνη, Νορμανδία και Αρβέρνη. H
Κύπρος αποτέλεσε ξεχωριστή Ναϊτική διοίκηση μετά το 1190, ενώ
ανάλογη πρόνοια λήφθηκε και για άλλες περιοχές. Οι κτήσεις του
τάγματος στην Ιβηρική ήταν εκτεταμένες, ωστόσο σε αυτές
επικρατούσε ένα είδος ειδικού καθεστώτος. Το τάγμα είχε ελάχιστη
παρουσία στο Βασίλειο της Καστίλης - Λεόν, ενώ αντίθετα είχε
ιδιαίτερα έντονη παρουσία στην Αραγονία και την Πορτογαλία.

Στην Ιβηρική οι Ναΐτες προκάλεσαν με τη συμπεριφορά τους μερικές


φορές την οργή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Οι Ναΐτες γενικά
ήταν ρεαλιστές και επιθυμούσαν να έχουν τη δυνατότητα να
εκμεταλλεύονται τις περιουσίες που έθεταν οι κοσμικοί άρχοντες στη
διάθεσή τους. Ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετώπισαν στην
Ισπανία ήταν η έλλειψη ικανού αριθμού δουλοπάροικων. Οι Ναΐτες
θέλησαν να φέρουν Χριστιανούς εποίκους για τα εδάφη που έπαιρναν,
αλλά σε πολλές περιπτώσεις αυτό ήταν δύσκολο, αφού αυτά
βρίσκονταν σχετικά κοντά στις περιοχές που έλεγχαν οι
Μουσουλμάνοι. Έτσι, σκεπτόμενοι πρακτικά, έφεραν Μουσουλμάνους
εποίκους και τους χρησιμοποίησαν ως δουλοπάροικους.

Δύο Πάπες, ο Γρηγόριος και ο Ιννοκέντιος, απαίτησαν να σταματήσει


αυτό και υπενθύμισαν στους Ναΐτες ότι ''η θέση των Σαρακηνών κάτω
από τους Χριστιανούς είναι αυτή των σκλάβων και μόνο'',
παρατηρώντας ότι οι σχέσεις εξάρτησης του τάγματος με τους
''απίστους'' θύμιζε τη ''Χριστιανική'' σχέση δουλοπάροικου φεουδάρχη
(και αυτό ακριβώς ήταν).

ΓΕΡΑΡΔΟΣ ΤΟΥ ΡΙΝΤΦΟΡ

O παρορμητικός Μάγιστρος που οδήγησε 300 Ναΐτες στο χαμό. Αν και


σίγουρα ο ντε Ριντφόρ υπήρξε ένας μέτριος μάγιστρος, η θέση του
στην ιστορία του τάγματος είναι σημαντική, καθώς έπαιξε καθοριστικό
ρόλο στη ήττα των Χριστιανών στη μάχη του Χαττίν. H ημερομηνία
γέννησής του παραμένει άγνωστη, όμως ο ντε Ριντφόρ ήταν νεαρός
όταν, παρακινούμενος από τη δυσχερή θέση του στην σειρά διαδοχής
του πατέρα του (ήταν ο νεότερος γιος ενός ευγενούς της Φλάνδρας,
οπότε δεν είχε την παραμικρή ελπίδα να κληρονομήσει την πατρική
περιουσία), αναζήτησε την τύχη του στους αγίους τόπους.
Επιθυμώντας να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του, συμμετείχε στη B'
σταυροφορία που ξεκίνησε για την Ουτρεμέρ το 1146.
O νεαρός Φλαμανδός αναζητούσε ένα φέουδο για να διαφεντέψει.
Πίστεψε ότι του δόθηκε η ευκαιρία, όταν ο κόμης της Τρίπολης,
Ρεϋμόνδος Γ', τον πήρε στην υπηρεσία του, υποσχόμενός του το χέρι
της Λουκίας του Βοτρούν. H νεαρή κληρονόμος διέθετε ένα αξιόλογο
φέουδο και ο ντε Ριντφόρ έφθασε πολύ κοντά στο να κάνει
πραγματικότητα το όνειρό του. Ωστόσο, ο Ρεϋμόνδος αθέτησε την
υπόσχεσή του, δίνοντας το χέρι της Λουκίας σε έναν πλούσιο Ιταλό
έμπορο ο οποίος έδωσε σημαντικά οικονομικά ανταλλάγματα.
Απογοητευμένος ο Γεράρδος αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του
στα ακμάζοντα ιπποτικά τάγματα. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, είχε
αρρωστήσει σοβαρά και οι γιατροί δεν του έδιναν ελπίδες, γι' αυτό
εντάχθηκε στο Ναό.

Οι Ναΐτες τον δέχτηκαν και άρχισε μία καριέρα που θα τον έφερνε
λίγες δεκαετίες αργότερα στη θέση του μεγάλου μάγιστρου.
κατόρθωσε να ανελιχθεί στην ιεραρχία του Ναού και το 1183 έγινε
σενεσάλος, ενώ έναν μόλις χρόνο αργότερα εξελέγη μέγας μάγιστρος.
Ήταν μία ατυχής συγκυρία για το τάγμα να έχει στην κεφαλή του σε
μία τόσο κρίσιμη και καθοριστική για το μέλλον του Ναού και της
Ουτρεμέρ έναν άνθρωπο που δεν δρούσε με τη σύνεση και την
προσοχή που επεδείκνυαν κατά κανόνα οι μάγιστροι του τάγματος. O
Γεράρδος έκανε αισθητή την παρουσία του ως μάγιστρος των Ναϊτών,
όταν υποστήριξε εξ ονόματος του τάγματος τον Γκυ ντε Λουζινιάν για
την αναρρίχησή του στο θρόνο μέσω του γάμου του με τη σίβυλλα.

Το γιατί ο Γεράρδος προτίμησε ένα νεόκοπο τυχοδιώκτη -που μάλιστα


υποστηριζόταν από τον πλέον αναξιόπιστο άρχοντα της Ουτρεμέρ, τον
Ρεϋνάλδο του Σατιλιόν- αντί να συμμαχήσει με τους βαρόνους του
μεγάλου συμβουλίου (Haute Court) της Ιερουσαλήμ, είναι φανερό:
Ηγέτης της παράταξης των βαρόνων ήταν ο επικεφαλής του οίκου που
θεωρούσε θανάσιμο εχθρό του, ο Ρεϋμόνδος της Τρίπολης. Το γεγονός
στο οποίο πρωταγωνίστησε ο επικεφαλής των Ναϊτών ήταν η λεγόμενη
μάχη της Κρεσόν. Στη μάχη αυτή ο ντε Ριντφόρ επέδειξε την ικανότητά
του να επιβιώνει αφού έχει παρασύρει στο χαμό όλους όσοι
βρίσκονταν γύρω του. H σφαγή στην Κρεσόν ήταν μόνο ο πρόλογος της
μεγάλης τραγωδίας που θα παιζόταν λίγες ημέρες αργότερα στα
"Κέρατα του Χατίν".

Και αυτή τη φορά, ο μάγιστρος των Ναϊτών γλίτωσε τη ζωή του, αφού
ο Γκυ ντε Λουζινιάν κατάφερε να πείσει τον Σαλαντίν να του επιτρέψει
να επιβιώσει και μάλιστα να τον αφήσει ελεύθερο. Μάλλον
καθοριστικής σημασίας ήταν μία συναλλαγή που περιελάμβανε το
κάστρο των Ναϊτών στη Γάζα, το οποίο ο ντε Ριντφόρ φέρεται ότι
παραχώρησε πρόθυμα για να σώσει τη ζωή του. Δύο χρόνια μετά,
βρίσκουμε τον παρορμητικό μάγιστρο να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο
στην πολιορκία της Άκρας. Και εδώ ο Γεράρδος ηγήθηκε των
προσπαθειών των Ναϊτών, ωστόσο αυτή τη φορά δεν έμελλε να
επιζήσει. σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μίας από τις συχνές μάχες στο
πλαίσιο της πολιορκίας.

ΣΑΛΑΝΤΙΝ

O Κούρδος πολέμαρχος που ένωσε Αίγυπτο και Συρία. O μεγάλος


αντίπαλος των Ναϊτών που τους κατάφερε το πλέον σημαντικό πλήγμα
κατά τη διάρκεια της ιστορίας του τάγματος είναι ο περίφημος
κούρδος πολέμαρχος Σαλαντίν, ο "Σαλαδίνος", όπως ονόμασαν οι
Βυζαντινοί τον Salah ad Din Yussuf bin Ayyub (Salah ad Din στα Αραβικά
σημαίνει "φως της πίστης" ή "δίκαιο της πίστης"). Πρόκειται για τον
ιδρυτή της δυναστείας των Αγιουβιδών (Ayyubid) σουλτάνων της
Αιγύπτου και της Συρίας. H οικογένεια του ήταν Κουρδικής καταγωγής
και ο ίδιος γεννήθηκε στο Τικρίτ, στο σημερινό Ιράκ, το 1137 ή 1138,
γιος του Κούρδου φύλαρχου Αγιούμπ, από τον οποίο πήρε το όνομά
της η δυναστεία που δημιούργησε.

Λίγα είναι γνωστά για την παιδική ηλικία του, όμως στα 14 του
ξεκίνησε την σταδιοδρομία του στην υπηρεσία του Τούρκου ηγέτη της
Συρίας Νουρεντίν (Nur ad Din), υπηρετώντας σε διάφορες θέσεις στην
αυλή του στη Δαμασκό. Ως νέος διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις επιδόσεις
του στην Σουνιτική θεολογία, όμως αργότερα είχε την ευκαιρία να
ξεχωρίσει και στα πολεμικά πράγματα. H πρώτη επαφή του με τον
πόλεμο έγινε στις εκστρατείες του Νουρεντίν ενάντια στους Φατιμίδες
ηγέτες της Αιγύπτου, υπό την ηγεσία του θείου του, Σιρκού (ή Σιρκά)
που ήταν αρχηγός του στρατού. κατά τη διάρκεια των τριών
εκστρατειών που έγιναν σε διάστημα τεσσάρων ετών (1164, 1167 και
1168), ο νεαρός Σαλαντίν απέκτησε πλούσια πολεμική εμπειρία.

Οι επιτυχημένες εκστρατείες έφεραν την Αίγυπτο υπό την υψηλή


επικυριαρχία του Νουρεντίν και ο Σιρκού ανέλαβε τη θέση του βεζίρη
της Αιγύπτου, αλλά μόλις έναν χρόνο μετά πέθανε και στη θέση του
ανέλαβε, φυσικά, ο Σαλαντίν. H ένωση με το χαλιφάτο των Αββασιδών
(1171) ήταν αναπόφευκτη, ενώ ο θάνατος του Νουρεντίν τον έφερε σε
θέση απόλυτης ισχύος και του έδωσε την ευκαιρία να προσαρτήσει τη
Δαμασκό και βεβαίως ολόκληρη τη Συρία και την Παλαιστίνη, ενώ
ανακηρύχθηκε παράλληλα σουλτάνος της Αιγύπτου. H δύναμή του
όμως ακόμη δεν ήταν απόλυτη και οι αμφισβητίες -τοπικοί άρχοντες-
πολλοί. Οπότε ο Σαλαντίν ξεκίνησε μία προσπάθεια να καταστεί
αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος επί όλων των τύποις υποτακτικών του.

Από νωρίς είχε έλθει σε αντιπαράθεση με τους -Σιίτες- Ασσασίνους,


την τρομερή σέκτα των φανατικών Ισλαμιστών - δολοφόνων που
ίδρυσε ο "Γέρος του Βουνού", Χασάν ιμπν αλ Σαμπάχ, γνωστή και για
τις "παράξενες" σχέσεις της με τους Ναΐτες. μάλιστα οι Ασσασίνοι
προσπάθησαν δύο φορές να δολοφονήσουν το Σαλαντίν, ο οποίος το
1176 πολιόρκησε το Μασιάφ, το κάστρο των Ασσασίνων. Ωστόσο
κάποια στιγμή έλυσε την πολιορκία χωρίς προφανή λόγο. H παράδοση
λέει ότι οι Ασσασίνοι, απείλησαν ότι θα δολοφονούσαν ολόκληρη την
οικογένειά του. Στη συνέχεια κατόρθωσε να επεκτείνει την κυριαρχία
του στο Χαλέπι (1183) και στη Μοσούλη (1186) και να καταστεί ο
αδιαμφισβήτητα ισχυρότερος Μουσουλμάνος ηγεμόνας, βάζοντας -
πλέον- ως στόχο τις Χριστιανικές ηγεμονίες της Ουτρεμέρ.
O σπουδαίος Μουσουλμάνος ηγέτης άφησε την τελευταία του πνοή
του 1193, μετά από σύντομη αρρώστια, στη Δαμασκό. H φήμη του
Σαλαντίν στη Δύση ξεπέρασε κάθε προηγούμενο μη Χριστιανού
ηγεμόνα και αμέτρητα ποιήματα και τραγούδια εξύμνησαν την
ιπποτική αρετή, την ανδρεία και τη στρατηγική ικανότητα του Κούρδου
στρατηλάτη. Τα Αραβικά χρονικά της εποχής τον περιγράφουν ως
ευγενή, γενναιόδωρο, ευλαβή, δίκαιο και αδέκαστο, ακόμη κι
αμνησίκακο. Παρά τις όποιες υπερβολές, χωρίς αμφιβολία ο Σαλαντίν
ήταν ένας ηγέτης που ξεχώριζε για τις αρετές του. Πάντως ο Σαλαντίν
στους ταγματικούς ιππότες και ιδιαίτερα στους Ναΐτες, φρόντιζε να
εξαντλεί την αυστηρότητά του.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ


Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν η εικόνα της ανατολικής
Μεσογείου άλλαξε λόγω της Δ' Σταυροφορίας. Με αυτή τη βάρβαρη
επίθεση κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η περιοχή της Ελλάδας
χωρίστηκε σε κρατίδια που δημιούργησαν οι τυχοδιώκτες ηγεμόνες οι
οποίοι έλαβαν μέρος στην επιχείρηση. Σε αυτά τα κρατίδια τα
μοναχικά τάγματα κέρδισαν εκτάσεις γης, παρόλο που δεν έλαβαν
ενεργά μέρος στην κατάκτηση της περιοχής. Ιδιαίτερα στο Πριγκιπάτο
της Αχαΐας, το Φραγκικό κράτος που δημιουργήθηκε από τη Δ'
Σταυροφορία και παρέμεινε για περισσότερο χρονικό διάστημα στα
χέρια των Φράγκων κατακτητών, οι Ναΐτες διέθεταν κάστρα και
φέουδα με αντάλλαγμα την υποχρέωση παραχώρησης στρατιωτικών
υπηρεσιών στον ηγεμόνα.

Στην Ανατολή οι προσπάθειες ανακατάληψης της Ιερουσαλήμ


συνεχίστηκαν. Οι Ναΐτες συμμετείχαν και στις επόμενες σταυροφορίες,
την Ε', που επιτέθηκε στην Αίγυπτο αλλά τελικά απέτυχε, και εκείνη
του αφορισμένου από τον πάπα Γερμανού Αυτοκράτορα Φρειδερίκου
Β', εγγονού του "Μπαρμπαρόσα". Στη δεύτερη περίπτωση οι Ναΐτες
δεν έλαβαν ενεργά μέρος στις επιχειρήσεις αλλά περιορίστηκαν στο να
δημιουργούν προβλήματα στον Αυτοκράτορα, επειδή ήταν αντίπαλος
του Πάπα. Εκτός από τη θρησκευτική διαφωνία με τον Γερμανό
Αυτοκράτορα οι Να˝τες και οι Ιωαννίτες αλλά και οι ευγενείς της
Παλαιστίνης λάμβαναν υπόψη τους και την απολυταρχική πολιτική του
Φρειδερίκου.

Στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ είχε δημιουργηθεί ένα είδος


"συντάγματος", το οποίο περιόριζε την εξουσία του βασιλιά. Αν ο
Φρειδερίκος κυριαρχούσε στο βασίλειο, όπως σχεδίαζε, θα
καταργούσε αυτά τα δικαιώματα για να κυβερνήσει απολυταρχικά
όπως και στις γερμανικές και στις ιταλικές κτήσεις του. Ακόμα και η
μεγάλη επιτυχία του Φρειδερίκου Β' να ανακαταλάβει την Ιερουσαλήμ
μετά από συνθήκη με τους Μουσουλμάνους αντιμετωπίστηκε με
εχθρότητα από τους Ναΐτες και τους υπόλοιπους οπαδούς του Πάπα.
Οι Χριστιανοί, εξάλλου, δεν μπορούσαν να κρατήσουν την πόλη, αφού
οι Μουσουλμάνοι πριν την παραδώσουν κατέστρεψαν τα τείχη της.
Σύντομα η πόλη είχε χαθεί οριστικά.

Ευθύνη για αυτή την εξέλιξη έφεραν και τα τάγματα των Ναϊτών και
των Ιωαννιτών που αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τον Φρειδερίκο. Η
όλο και μεγαλύτερη ανάμιξη των Γερμανών στα ζητήματα της
Παλαιστίνης είχε οδηγήσει στη δημιουργία ενός νέου μοναχικού
πολεμικού τάγματος, αποτελούμενου από Γερμανούς. Το Τάγμα των
Τευτόνων, όπως αποκλήθηκε, δεν άργησε να έλθει σε αντιπαράθεση
με τα προϋπάρχοντα τάγματα των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, που
αποτελούντο κυρίως από ιππότες προερχόμενους από Λατινόφωνες
περιοχές της δυτικής Ευρώπης, τη Γαλλία, την Αγγλία, όπου
κυριαρχούσε η Γαλλική αριστοκρατία, την Ιταλία και την Ισπανία. Η
αντιπαράθεση μεταξύ των τριών ταγμάτων όξυνε τα προβλήματα των
Χριστιανών των Αγίων Τόπων σε μια κρίσιμη περίοδο.

Οι Μουσουλμάνοι είχαν αρχίσει να ανακάμπτουν και να γίνονται όλο


και περισσότερο επιθετικοί, επιδιώκοντας την οριστική απομάκρυνση
των σταυροφόρων από τη Συρία και την Παλαιστίνη. Παρά τις
εκκλήσεις των Χριστιανών των Αγίων Τόπων για βοήθεια η παραμονή
τους εκεί φαινόταν ότι θα τερματιζόταν σύντομα. Στην Αίγυπτο
αναδείχθηκε μια νέα δύναμη, το μισθοφορικό σώμα των
Μαμελούκων, που κυριάρχησε σε αυτή την πλούσια Μουσουλμανική
χώρα. Σύντομα η Συρία είχε υποχρεωθεί να ενωθεί με την Αίγυπτο και
μια ενωμένη Μουσουλμανική δύναμη απειλούσε τα Χριστιανικά κράτη
που είχαν περιοριστεί σε μια στενή ζώνη κατά μήκος της ακτής.

Οι Χριστιανοί είχαν κλειστεί στις οχυρωμένες πόλεις και τα κάστρα


τους και δεν τολμούσαν να απομακρυνθούν από αυτά χωρίς ισχυρή
συνοδεία. Το προδιαγεγραμμένο τέλος των σταυροφορικών κρατών
της ακτής έφθασε το 1291, όταν οι Μουσουλμάνοι κατέλαβαν το
λιμάνι της Άκρας, σημαντικότερο εμπορικό κέντρο και πρωτεύουσα
των καταλοίπων του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Η κατάληψη της
πόλης ολοκληρώθηκε με την πτώση του αρχηγείου των Ναϊτών, του
οποίου οι υπερασπιστές πολέμησαν με μανία γνωρίζοντας ότι δεν
μπορούσαν να περιμένουν έλεος από τους νικητές Μαμελούκους.

Το μεγάλο οχυρό των Ναϊτών στη νοτιοδυτική γωνία της πόλης


αντιστάθηκε επί μέρες μετά την πτώση της υπόλοιπης πόλης, έως ότου
οι Μουσουλμάνοι μηχανικοί κατόρθωσαν να υπονομεύσουν τα
θεμέλιά του. Το κτίριο κατέρρευσε την ώρα της τελικής επίθεσης των
πολιορκητών θάβοντας στα συντρίμμια του τους υπερασπιστές του και
δύο χιλιάδες Μαμελούκους. Αυτό ήταν το οριστικό τέλος των
σταυροφορικών κρατών στους Αγίους Τόπους. Σε ελάχιστο χρόνο
κατέρρευσαν και τα υπόλοιπα κάστρα των Χριστιανών στην ακτή. Στην
ακτή της Ασίας είχαν απομείνει ελάχιστα Χριστιανικά οχυρά με
ισχυρότερο εκείνο της Τύρου. Η τελευταία είχε διαφυλάξει τους
χριστιανούς μετά την καταστροφή του Χαττίν.

Ωστόσο εκείνη τη στιγμή οι υπερασπιστές της την εγκατέλειψαν χωρίς


μάχη και κατέφυγαν στην Κύπρο. Επόμενος στόχος του σουλτάνου
ήταν η Σιδώνα, την οποία προσπάθησαν να υπερασπιστούν οι Ναΐτες.
Οι Μαμελούκοι τους υποχρέωσαν αρχικά να εγκαταλείψουν την πόλη
και να περιοριστούν στην οχυρωμένη ακρόπολή της, η οποία ήταν
κτισμένη σε ένα βραχώδες νησί κοντά στην ακτή, το οποίο σύντομα
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν. Οι κάτοικοι της Βηρυτού
προτίμησαν να βρεθούν στα πλοία και να καταφύγουν στην ασφάλεια
της Κύπρου παρά να προκαλέσουν την οργή του σουλτάνου με μια
μάταιη αντίσταση. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκε και η Χάιφα.

Οι Ναΐτες αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τα ισχυρά παραθαλάσσια


κάστρα του Αθλίτ και της Τορτόσα. Το τάγμα κράτησε μέχρι το 1303 το
μικρό νησάκι Ρουάντ στα ανοικτά των Συριακών ακτών, ελπίζοντας
ίσως ότι αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη βάση για μια νέα
σταυροφορία με σκοπό την ανάκτηση των Αγίων Τόπων, η οποία όμως
δεν έγινε ποτέ.

Μετά την απώλεια των Αγίων Τόπων τα ιπποτικά τάγματα


αναγκάστηκαν να προσανατολίσουν αλλού τη δραστηριότητά τους. Το
Τάγμα των Τευτόνων εγκατέλειψε τη Μεσόγειο και μετέφερε την έδρα
του στη νοτιοανατολική Βαλτική, όπου ασχολήθηκε με τον βίαιο
προσηλυτισμό των ειδωλολατρών της ανατολικής Ευρώπης και
σύντομα ήλθε σε σύγκρουση με τους Καθολικούς Πολωνούς και τους
Ορθόδοξους Ρώσους. Τα δύο άλλα τάγματα, επειδή επανδρώνονταν
κυρίως από Γάλλους και Ιταλούς, παρέμειναν στη Μεσόγειο. Οι
Ιωαννίτες αναζήτησαν μια νέα βάση για να συνεχίσουν τον αγώνα
κατά των Μουσουλμάνων και το 1306 άρχισαν την κατάληψη της
Ρόδου. Δημιούργησαν έτσι ένα δικό τους κράτος, κάτι που
προσπάθησαν πρώτοι οι Ναΐτες στην Κύπρο αλλά απέτυχαν.

Οι Ναΐτες μετέφεραν το αρχηγείο τους στην Κύπρο, η πολεμική τους


όμως δραστηριότητα περιορίστηκε και το τάγμα αρκέστηκε στη
διαχείριση της τεράστιας περιουσίας του. Η αποχώρηση από τους
Αγίους Τόπους ώθησε πολλούς κληρικούς και λαϊκούς στη δυτική
Ευρώπη να κατηγορήσουν τα μοναχικά τάγματα για ασυνέπεια στην
εκτέλεση της αποστολής τους. Ιδιαίτερα οι Ναΐτες κατηγορήθηκαν ότι
εγκατέλειψαν χωρίς να αντισταθούν αρκετά τα οχυρά του Αθλίτ και
της Τορτόσα. Στην πραγματικότητα η υπεράσπιση αυτών των θέσεων
ήταν αδύνατη. Ωστόσο οι κατηγορίες εναντίον των ταγμάτων και
ιδιαίτερα των Ναϊτών συνδέθηκαν με τη γενικότερη αρνητική εικόνα
που είχε αρχίσει να δημιουργείται.

Σε βάρος τους κυκλοφορούσαν κατηγορίες για απομάκρυνση από τη


Χριστιανική πίστη και καλλιέργεια μιας περίεργης εσωτερικής
φιλοσοφίας η οποία είχε αναπτυχθεί στην Ανατολή με αρκετές μη
Χριστιανικές επιδράσεις. Αίτιο για την εχθρότητα εναντίον τους ήταν η
τεράστια περιουσία του τάγματος η οποία είχε αποκτηθεί από
τραπεζικές και τοκογλυφικές δραστηριότητες στην Ανατολή, καθώς οι
Ναΐτες δεν δίσταζαν να δανείζουν ακόμα και τους Μουσουλμάνους. Η
περιουσία αυτή ήταν αρκετά δελεαστική για τον βασιλιά της Γαλλίας
Φίλιππο Δ', ο οποίος το 1307 διέταξε τη σύλληψη όλων των μελών του
τάγματος στη χώρα του με την κατηγορία της δημιουργίας αίρεσης.

Την επόμενη χρονιά μετά από απαίτηση του ίδιου ο Πάπας ζήτησε από
όλους τους ηγεμόνες της Δύσης να πράξουν το ίδιο. Ο βασιλιάς της
Κύπρου Αμάλριχος, αν και είχε ανέλθει στον θρόνο με την υποστήριξη
του τάγματος, αναγκάστηκε να εκτελέσει τις Παπικές εντολές. Οι
Ναΐτες του νησιού κατόρθωσαν να κρύψουν μεγάλο μέρος του
θησαυρού τους, το οποίο δεν βρέθηκε ποτέ. Σε όλα τα Λατινικά κράτη
άρχισαν δίκες των Ναϊτών και κατά την εξέτασή τους γινόταν συχνά
χρήση βασανιστηρίων. Με την πίεση του Πάπα οι αποφάσεις ήταν
συνήθως καταδικαστικές και οι "ένοχοι" υποβάλλονταν στην ποινή
που εφαρμοζόταν στην περίπτωση των αιρετικών: θανάτωση στην
πυρά.

Ο τελευταίος μεγάλος μάγιστρος των Ναϊτών, ο Ιάκωβος ντε Μωλέ,


εκτελέστηκε με αυτό τον τρόπο. Η περιουσία του τάγματος στη Γαλλία
δημεύθηκε από τον Γάλλο βασιλιά, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες χώρες
πέρασε στον έλεγχο των Ιωαννιτών, οι οποίοι απέκτησαν τεράστια
περιουσία λίγο μετά την εγκατάστασή τους στη Ρόδο. Αυτό ήταν το
τέλος του ιπποτικού Τάγματος των Ναϊτών, το οποίο παρά τις
επιλήψιμες ενέργειές του είχε αγωνιστεί για τον θρίαμβο των
σταυροφοριών θυσιάζοντας στο πεδίο της μάχης 20.000 από τα μέλη
του, ανάμεσά τους και πολλούς από τους μεγάλους μαγίστρους που το
διοίκησαν.

Η Κατάργηση του Τάγματος των Ναϊτών αποφασίστηκε από την


Παπική Σύνοδο της Βιέννης το 1312, η οποία και εξέδωσε μια σειρά
από Παπικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων ήταν η «Vox Excelso», με
την οποία διαλύθηκε επίσημα το Τάγμα, και η «providam Ad», με την
οποία πολλά περιουσιακά στοιχεία των Ναϊτών μεταβιβάστηκαν τελικά
στους Ιωαννίτες ιππότες. Στην απόφαση αυτή εναντιώθηκαν πολλοί
Ηγεμόνες της Ευρώπης και κυρίως ο Βασιλεύς της Πορτογαλίας και
κάποιοι ηγεμόνες της Ισπανίας. Άλλοι δε Ευγενείς, που ήταν αρχικά
ευνοϊκά προσκείμενοι απέναντι στους Ναΐτες, τους αποκήρυξαν
φοβούμενοι τον αφορισμό από τον Πάπα.

Από τις λίγες εξαιρέσεις ήταν ο Ρόμπερτ Μπρους της Σκωτίας, ο οποίος
είχε ήδη αφοριστεί. Κατά συνέπεια, αρκετοί Ναΐτες διέφυγαν στη
Σκωτία. Πιστεύεται ότι το Σκωτικό Τεκτονικό Τάγμα έχει τις ρίζες του
στο τάγμα των Ιπποτών του Ναού.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ ΙΠΠΟΤΩΝ

Παρακμή και Αφανισμός

H άνοδος του ιπποτικού τάγματος του Ναού του Σολομώντα υπήρξε


ραγδαία και ταχύτατη όπως και η πτώση του. Από την απόλυτη
αφάνεια και ανυποληψία στην πρώτη σειρά των προμάχων της
Χριστιανοσύνης και από την πλήρη ανέχεια, στα μυθώδη πλούτη, το
άλμα των Ναϊτών υπήρξε ταχύτατο και εντυπωσιακό. Ωστόσο, εξίσου
εντυπωσιακή και γρήγορη ήταν η πτώση του τάγματος. Το Τάγμα των
Ιπποτών του Ναού, δημιουργήθηκε για έναν συγκεκριμένο λόγο, που
αρχικά ήταν η προστασία των προσκυνητών των Αγίων Τόπων.

Με την επέκταση του τάγματος, ο ρόλος αυτός διευρύνθηκε και οι


Ναΐτες μεταβλήθηκαν σε προμάχους των Αγίων Τόπων, στους
πρωταθλητές της Χριστιανοσύνης, στις δυνάμεις που βρίσκονταν στην
πρώτη γραμμή του άνισου αγώνα ενάντια στις ''ορδές των απίστων''.
Ομως από ένα σημείο και μετά, οι Ναΐτες είχαν προκαλέσει το δημόσιο
αίσθημα. H σημαντικότερη πρόκληση ήταν τα αμύθητα πλούτη τους.
Το τάγμα για δύο σχεδόν αιώνες συγκέντρωνε δωρεές, κτήματα,
κάστρα, πόλεις ολόκληρες, μεγάλα χρηματικά ποσά, τα κέρδη από τις
εμπορικές, ναυτιλιακές και κυρίως τραπεζικές δραστηριότητές του.

Τα χρήματα που απέδιδε αυτή η τεράστια περιουσία, εν μέρει τα


διέθεταν για την άμυνα των Αγίων Τόπων και τη συντήρηση των
πολυάριθμων κάστρων και φρουρίων που διέθετε το τάγμα σε
ολόκληρη την Παλαιστίνη, τη Συρία και την Ιβηρική. Όμως ένα μεγάλο
μέρος των κερδών απλώς επενδυόταν στην περεταίρω αύξηση της
περιουσίας του τάγματος. Τα αρχηγεία του σε ολόκληρη την Ευρώπη
ήταν εντυπωσιακά κτίσματα, αντάξια βασιλέων. Οι ανώτεροι
αξιωματούχοι του τάγματος κυκλοφορούσαν πάνω σε υπερήφανα
άτια, ντυμένοι με καθαρούς λευκούς μανδύες, έχοντας αγέρωχο και
συχνά υπεροπτικό ύφος. Οι θησαυροί ολόκληρων βασιλείων ήταν
φυλαγμένοι στα υπόγεια των κάστρων τους.

Υψηλόβαθμοι ιεράρχες, δυναμικοί πρίγκιπες, πανίσχυροι μονάρχες,


επιβλητικοί φεουδάρχες, αλλά και Ιταλοί έμποροι και Εβραίοι
τοκογλύφοι, όλοι έσπευδαν να δανειστούν χρήματα από το τάγμα όταν
παρίστατο ανάγκη. Το τάγμα ουδέποτε αρνήθηκε να προσφέρει τις
υπηρεσίες του και τα αποθέματα χρημάτων του έμοιαζαν ατέλειωτα.
Οι αδελφοί του τάγματος δεν ήταν ακριβώς Άγιοι, ωστόσο σε καμία
περίπτωση δεν ζούσαν με τον σπάταλο τρόπο ζωής που συνήθιζαν οι
κοσμικοί ιππότες. Τα ρούχα τους παρέχονταν από το τάγμα, όπως και
τα όπλα και τα άλογά τους. Στα αρχηγεία του τάγματος έτρωγαν και
διέμεναν. Δεν συντηρούσαν πολυέξοδες ερωμένες, δεν έκαναν
σπάταλες δεξιώσεις και όταν ταξίδευαν, τα έξοδα καλύπτονταν από το
ίδιο το τάγμα.

Δεν φορούσαν πανάκριβα κοσμήματα ούτε κοσμούσαν την πανοπλία


τους με χρυσάφια και πετράδια. Αυτός ο μετρημένος τρόπος ζωής που
επιβαλλόταν από τη φυσιογνωμία του τάγματος, περιόριζε κατά πολύ
τα έξοδα των Ναϊτών. Παράλληλα, οι αδελφοί με τα χρόνια είχαν
αποκτήσει εξαιρετικές ικανότητες οικονομικής διαχείρισης και
περνούσαν τη σχετική εμπειρία στους διαδόχους τους. Το αποτέλεσμα
των σχετικά μικρών εξόδων και της χρηστής διαχείρισης ήταν η αύξηση
της περιουσίας του τάγματος με γεωμετρική πρόοδο. Με ανάλογο
ρυθμό αυξανόταν ο φθόνος των κοσμικών αρχόντων, η επιτυχία των
οποίων στα οικονομικά δεν ήταν ανάλογη, αλλά και του απλού λαού,
που έβλεπε έναν οργανισμό μοναχών, υπηρετών του Θεού δηλαδή, να
διαθέτει τόσα πλούτη.

Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα ''γιατί έπεσαν τόσο εύκολα και
γρήγορα οι Ναΐτες''. H απληστία, τόσο των ίδιων των Ναϊτών όσο και
εκείνων που προσέβλεπαν στην υφαρπαγή της περιουσίας τους, ήταν
η αιτία του χαμού του τάγματος. Αυτό ισχύει αν θέλουμε να
καταλήξουμε σε ένα ''εύκολο'' συμπέρασμα όσον αφορά στο ''γιατί''
κατέπεσε με τόσο εντυπωσιακό και τελεσίδικο τρόπο το τάγμα που
προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες σε ολόκληρη τη δυτική Χριστιανοσύνη
και διατηρούσε στενές σχέσεις με όλους τους ισχυρούς ηγεμόνες. Διότι
εκτός από το φθόνο, τα υπερβολικά πλούτη αποτελούσαν μία
πρόκληση για τους ισχυρούς ''φίλους'' του τάγματος, οι οποίοι
επιθυμούσαν να βάλουν στο χέρι κάτι από την αμύθητη αυτή
περιουσία.

Ένας από τους όψιμους αυτούς αντίπαλους του τάγματος ήταν ο


ηγεμόνας του ισχυρότερου κρατικού μορφώματος στη Δυτική Ευρώπη
εκείνα τα χρόνια, ο ''Φίλιππος Δ' ο Ωραίος'' της Γαλλίας. Επρόκειτο για
έναν δυναμικό μονάρχη, συνεχιστή της παράδοσης της δυναστείας των
Καπέτων, αν και αρκετοί σύγχρονοί του τον θεωρούσαν ανόητο και
μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα ήταν ''πιόνι'' των
υπουργών του. Κάτι τέτοιο όμως δεν στοιχειοθετείται από τα
γεγονότα. O Φίλιππος είχε ως στόχο την ισχυροποίηση του κράτους
του. Ομως τα έξοδα για κάτι τέτοιο ήταν τεράστια και ο Οίκος του
βρισκόταν μόνιμα στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης και της
χρεοκοπίας.

Που επιταχύνθηκε δραματικά από τα υπέρογκα έξοδα που


προκάλεσαν οι πόλεμοι στη Φλάνδρα, στους οποίους η Γαλλία τέθηκε
αντιμέτωπη με Αγγλους και Φλαμανδούς. Οχι μόνο τα ταμεία ήταν
άδεια, αλλά η μοναρχία είχε δημιουργήσει τεράστια χρέη τα οποία δεν
είχε τη δυνατότητα να καλύψει. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς,
η ''μαύρη τρύπα'' των ταμείων του Φιλίππου ήταν 1.5 εκατ. παλαιά
Γαλλικά νομίσματα, ένα τεράστιο ποσό. Αφού εξήντλησαν τους
''νόμιμους'' τρόπους εξεύρεσης χρημάτων, οι υπουργοί του Φιλίππου
άρχισαν να ξεχειλώνουν τα όρια της νομιμότητας.

Κατά τη γνωστή πρακτική των κυβερνήσεων ανά τους αιώνες, βρήκαν


ως βολικό στόχο τις ευπορότερες μειονότητες, ξεκινώντας από τους
Λομβαρδούς έμπορους, τους οποίους εκδίωξαν. Οι Λομβαρδοί ήταν
από τους πλέον γνωστούς τοκογλύφους της εποχής και είχαν δανείσει
τη Γαλλική μοναρχία με μεγάλα ποσά. Αφού δημεύθηκαν οι
περιουσίες τους και διώχθηκαν από τη Γαλλία, η διαδικασία
επαναλήφθηκε με τους Εβραίους τον Ιούλιο του 1306. Έναν μήνα πριν,
η ''έμπνευση'' του Φιλίππου για επιστροφή στο -αποπληθωρισμένο-
''καλό νόμισμα'' της εποχής του παππού του, Λουδοβίκου Θ', είχε
τραγικές συνέπειες, αφού προκλήθηκε βαρύτατη νομισματική κρίση
και ξέσπασαν ταραχές στο Παρίσι.
Μάλιστα, ο βασιλιάς αναγκάστηκε να καταφύγει στο Ναό του
Παρισιού για να σωθεί από το μαινόμενο όχλο. Αφού η χώρα
αδυνατούσε να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο, έπρεπε να βρεθούν
άλλοι τρόποι για την εξεύρεση πόρων. O Φίλιππος από την εποχή της
ανόδου του στο θρόνο συνεργαζόταν με τους Ναΐτες, λαμβάνοντας
μάλιστα κάποια δάνεια για να καλύψει κρατικές δαπάνες. Καθώς όμως
διαπίστωνε ότι οι Ναΐτες πλέον, μετά την πτώση των Αγίων Τόπων, δεν
είχαν ουσιαστικά αντικείμενο, θεώρησε ότι θα ήταν εφικτό να
επωφεληθεί ακόμη περισσότερο. Αρχικά ο στόχος του ήταν να ενώσει
τα δύο κυριότερα ιπποτικά τάγματα της Χριστιανοσύνης, Ναΐτες και
Οσπιταλιέρους, με τον ίδιο ή έναν από τους υιούς του στην κεφαλή
τους.

Απώτερος σκοπός ήταν φυσικά η απόκτηση του ελέγχου της αμύθητης


περιουσίας των δύο ταγμάτων και ιδιαίτερα των Ναϊτών. Ήταν ένας
φιλόδοξος στόχος, που 15 χρόνια πριν θα ήταν αδύνατο να επιτευχθεί,
όση και αν ήταν η δύναμη των Καπέτων. Όμως, οι συνθήκες είχαν
αλλάξει.

Οι Ναΐτες Χωρίς Αποστολή

Μέχρι την τελευταία δεκαετία του 13ου αιώνα, το τάγμα είχε


δημιουργήσει βαθιές ρίζες στη Μεσαιωνική κοινωνία, βρισκόταν υπό
την άμεση εποπτεία και ευλογία του ίδιου του προκαθήμενου της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είχε τεράστια δύναμη και εξυπηρετούσε
έναν ιερό σκοπό, για τον οποίο ουδείς άλλος ήταν διαθέσιμος.
Υπεράσπιζε, δηλαδή, τη Χριστιανική Μέση Ανατολή και τους Αγίους
Τόπους από τις επιβουλές των απίστων. Ωστόσο, αφότου έπεσε η Ακρα
και οι Λατίνοι εκκένωσαν τη Μέση Ανατολή, ανέκυψε ένα επιτακτικό
ερώτημα: από τη στιγμή που δεν υπάρχουν Αγιοι Τόποι για να
υπερασπιστούν, ποια είναι η χρησιμότητα των ιπποτικών ταγμάτων;
Μία απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν ήταν εύκολο να δοθεί.

Οι Οσπιταλιέροι αποδείχτηκαν στο θέμα αυτό πιο διορατικοί και


σίγουρα πιο ευέλικτοι από τους Ναΐτες. Αφενός προσέγγισαν ακόμη
περισσότερο τους μονάρχες της Γαλλίας και των Ισπανικών κρατών,
αφετέρου -και σημαντικότερο- έσπευσαν να δημιουργήσουν μία δική
τους ηγεμονία, ώστε να μην είναι έρμαιο κανενός ηγεμόνα. Μάλιστα, η
ηγεμονία τους βρισκόταν στα όρια του Χριστιανικού κόσμου, ώστε να
έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να ισχυρίζονται ότι
υπερασπίζονται τη Χριστιανοσύνη από τους απίστους. Εξάλλου οι
Οσπιταλιέροι είχαν και άλλα εχέγγυα για τη συνεχιζόμενη χρησιμότητά
τους:

Διέθεταν τους ξενώνες τους, διασκορπισμένους σε όλη τη Χριστιανική


επικράτεια, οι οποίοι προσέφεραν άσυλο, ελεημοσύνη και φροντίδα
στους ανήμπορους της κοινωνίας, στους ασθενείς και τους
οδοιπόρους. Από την άλλη, οι Ναΐτες όχι μόνο δεν είχαν δικούς τους
ξενώνες, αλλά ήταν ιδιαίτερα ''σφιχτοί'' όσον αφορά στην παροχή
ελεημοσύνης σε εκείνους που τη χρειάζονταν, κάτι που προκάλεσε ουκ
ολίγες φορές τις επικριτικές αναφορές συγχρόνων τους, ακόμη και
παρατηρήσεις από εκκλησιαστικούς άρχοντες. Όσον αφορά στη
δημιουργία δικού τους κράτος, οι Ναΐτες ήταν πρωτοπόροι, αφού ήταν
το πρώτο τάγμα που έκανε ανάλογες κινήσεις. Συγκεκριμένα,
προσπάθησαν να στήσουν μία ηγεμονία στην Κύπρο την περίοδο
αμέσως μετά την Γ' Σταυροφορία.
Το νησί το είχαν αγοράσει έναντι ενός μεγάλου ποσού από τον βασιλιά
της Αγγλίας Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο, ο οποίος το είχε κατακτήσει ενώ
βρισκόταν καθ' οδόν προς τους Αγίους Τόπους. Παραδόξως, οι
αγέρωχοι και υπεροπτικοί ιππότες έκαναν πίσω μόλις διαπίστωσαν ότι
οι κάτοικοι της μεγαλονήσου δεν τους καλοδέχονταν. Μάλιστα
χρειάστηκε να καταπνίξουν μία επανάσταση που προκλήθηκε από τη
σκληρή συμπεριφορά τους προς τους Κύπριους, πριν πουλήσουν το
νησί στον Γκυ ντε Λουζινιάν, τον έκπτωτο μονάρχη της Ιερουσαλήμ. O
Λουζινιάν εγκαινίασε την ηγεμονία του Οίκου του στο νησί και οι
απόγονοί του καλοδέχτηκαν τους Ναΐτες όταν εκδιώχθηκαν από τους
Αγίους Τόπους.

Όμως η Κύπρος δεν ήταν ''δικό τους'' νησί, όπως η Ρόδος που έγινε το
νησί των Ιωαννιτών (έως ότου τους εκδιώξουν οι Οθωμανοί). Οι
ιππότες του Ναού δεν πήραν παράδειγμα ούτε από τους Τεύτονες
Ιππότες, ένα τάγμα που πρακτικά ήταν ''γέννημα'' των Ναϊτών. O Ζακ
ντε Μολέ, ο μάγιστρος του τάγματος που ανέλαβε τη διοίκηση
ουσιαστικά αμέσως μετά την ''έξοδο'' από τους Αγίους Τόπους, δεν
κατόρθωσε να συλλάβει το πνεύμα των καιρών. Δεν κατάλαβε καν ότι
το τάγμα του οποίου ηγείτο ήταν πλέον ένας ζωντανός αναχρονισμός,
ένας οργανισμός που ζούσε παρασιτικά πάνω στο σώμα της δυτικής
χριστιανοσύνης, δίχως να προσφέρει καμιά υπηρεσία σε αντάλλαγμα.

Αντί λοιπόν να προσπαθήσει να βρει ένα νέο ρόλο ή μία ηγεμονία σε


περιοχές ''απίστων'' -αλλά μακριά από τους πανίσχυρους
Μουσουλμάνους- ο ντε Μολέ αναλώθηκε σε προσπάθειες να πείσει
τους Μογγόλους να ενισχύσουν τους Χριστιανούς. Παράλληλα
συνέχιζε να ασκεί πιέσεις στον Πάπα και τους δυτικούς μονάρχες για
την οργάνωση μίας νέας σταυροφορίας ενάντια στους μουσουλμάνους
για ανακατάληψη των Αγίων Τόπων. Αγνοούσε δηλαδή ότι ο
θρησκευτικός ζήλος που τροφοδότησε για δύο αιώνες το
σταυροφορικό κίνημα, την εποχή αυτή είχε πλέον ξεθυμάνει.

Τέτοιου είδους προσπάθειες φανερώνουν έλλειψη ρεαλισμού και


διορατικότητας, ενώ τα ίδια ελαττώματα έδειξε ο ντε Μολέ όταν του
ζητήθηκε να σχολιάσει τα σχέδια για ένωση των δύο κυριότερων
ιπποτικών ταγμάτων που απεργάζονταν οι κεφαλές της εκκλησιαστικής
και κοσμικής εξουσίας στην Ευρώπη. Αυτό το αίτημα θα έπρεπε να
κρούσει το καμπανάκι του κινδύνου για τον ντε Μολέ, που όμως
συνέχισε να επαναλαμβάνει τα φθαρμένα επιχειρήματα περί
υπεράσπισης της χριστιανοσύνης από τους απίστους. Ήταν ο λάθος
άνθρωπος στη λάθος στιγμή και το τάγμα θα το πλήρωνε με την ίδια
την ύπαρξή του.

Το Χρονικό της Πτώσης

Είδαμε προηγουμένως ότι ο βασιλιάς της Γαλλίας εποφθαλμιούσε την


περιουσία του τάγματος. Για να είναι όμως ο Φίλιππος σε θέση να
υποτάξει το τάγμα και να αρπάξει τα υπάρχοντά του, χρειαζόταν την
αγαστή συνεργασία της Εκκλησίας και ειδικότερα του προκαθήμενού
της, του Βονιφάτιου H'. Ισχυρή προσωπικότητα, μεγαλομανής αλλά και
εξαιρετικά ικανός, ο Βονιφάτιος ήταν αποφασισμένος να φέρει την
Καθολική Εκκλησία στο μεγαλύτερο σημείο ισχύος της. Λίγα χρόνια
πριν, είχε συγκρουστεί μετωπικά με τη Γαλλική μοναρχία και είχε
αναγκαστεί να υποχωρήσει μπροστά στην αποφασιστικότητα του
Φιλίππου. Μάλιστα ανακήρυξε τον παππού του Γάλλου μονάρχη,
Λουδοβίκο Θ', Άγιο.

Το 1300 ο Βονιφάτιος ετοίμαζε πυρετωδώς νέα σταυροφορία για την


ανακατάληψη της Τορτόζα, συνδιαλεγόταν -μέσω των Ναϊτών- με τους
Μογγόλους και είχε την έμπνευση να ανακηρύξει το έτος 1300
Ιωβηλαίο έτος (για τη συμπλήρωση 1.300 ετών από τη γέννηση του
Χριστού), καλώντας μάλιστα τους πιστούς να επισκεφθούν τον Άγιο
Πέτρο στη Ρώμη με την υπόσχεση άφεσης αμαρτιών. Έχοντας μαζέψει
200.000 πιστούς στη Ρώμη μέσα σε λίγους μήνες, ο Βονιφάτιος ένιωθε
πλέον ότι βρισκόταν στο ανώτερο σημείο της δύναμής του. Ακούστηκε
μάλιστα να αναφωνεί μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος ''είμαι ο
Καίσαρας'', ενώ καθόταν στο θρόνο του Κωνσταντίνου.
Ήταν ουσιαστικά το ανώτερο σημείο δύναμης που είχε φθάσει κάποιος
Πάπας, αλλά και η αρχή της παρακμής της κοσμικής δύναμης της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταλύτης των εξελίξεων που οδήγησαν
σε αυτήν την παρακμή, ήταν ο Γάλλος βασιλιάς. O Φίλιππος
προκάλεσε τη δύναμη του Βονιφάτιου, ασκώντας δίωξη σε έναν
επίσκοπο που είχε καταφερθεί με προσβλητικά λόγια εναντίον του.
Προχώρησε στην πράξη αυτή αφενός επειδή ο επίσκοπος τον είχε
προκαλέσει με θρασύτατο τρόπο και αφετέρου επειδή θεωρούσε ότι ο
Βονιφάτιος δεν θα αντιδρούσε, αφού προσέβλεπε στο Γάλλο βασιλιά
για να ηγηθεί της σταυροφορίας ''του''.

Όμως ο Βονιφάτιος κάλεσε σε σύνοδο τους Γάλλους επισκόπους και


εξέδωσε μία Βούλα στην οποία εξαντλούσε όλο το οπλοστάσιο της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Επιλέγοντας την οδό της απευθείας
αντιπαράθεσης, πρακτικά προλείαινε το δρόμο για την απόλυτη
επικράτηση του Φιλίππου. O βασιλιάς της Γαλλίας απέδειξε ότι δεν
δίσταζε μπροστά σε τίποτε, στέλνοντας το διαβόητο υπουργό του,
Γκιγιώμ ντε Νογκαρέ, να ''συμμορφώσει'' τον ατίθασο Πάπα. O
Νογκαρέ, με μεγάλη ακολουθία Γάλλων στρατιωτών και με πολλά μέλη
της οικογένειας Κολόνα που αντιστρατεύονταν τον Πάπα, εισέβαλε στο
ανάκτορο του ποντίφικα στο Ανάνι για να τον φέρει στο Παρίσι όπου
θα δικαζόταν για... αίρεση και σοδομισμό.

O Βονιφάτιος, παρότι η φρουρά του (που αποτελούσαν λίγοι Ναΐτες


και Οσπιταλιέροι) εξουδετερώθηκε άμεσα, επέδειξε αξιοθαύμαστο
θάρρος, καλώντας τους εισβολείς να τον σκοτώσουν, με τα λόγια: ''να
ο λαιμός μου, να το κεφάλι μου!''. O Νογκαρέ δίστασε και σύντομα
αναγκάστηκε να αποχωρήσει, αφού ο λαός του Ανάνι ξεσηκώθηκε και
επιτέθηκε ενάντια στους Γάλλους, απελευθερώνοντας το Βονιφάτιο.
Όμως η προσβολή, η ταπείνωση και η ταλαιπωρία ήταν πολύ βαριές
για τον ηλικιωμένο ποντίφικα. Ένα μήνα μετά πέθανε, αφήνοντας
ανοιχτό το δρόμο στο Φίλιππο να επιβάλει τον ευνοούμενό του,
επίσκοπο του Μπορντό, Βερτράνδο του Γκο, που έγινε Πάπας με το
όνομα Κλήμης E'.

Αυτός θα ήταν το όργανο του Φιλίππου στην προσπάθειά του να


εξοντώσει το Τάγμα των ιπποτών του Ναού και να αρπάξει την
περιουσία του. O Φίλιππος μέσω του Κλήμη προσπάθησε να
προωθήσει το θέμα της συγχώνευσης των δύο ιπποτικών ταγμάτων -
Ναϊτών και Οσπιταλιέρων- των οποίων ήθελε να ηγηθεί ο ίδιος ή
κάποιος από τους γιους τους. O εμφανής στόχος ήταν η
χρησιμοποίηση των ιπποτικών ταγμάτων, υπό τη δική του σημαία,
στην σταυροφορία που προετοίμαζε. O απώτερος στόχος ήταν η
επιθυμία του να ''βάλει χέρι'' στην τεράστια περιουσία των ταγμάτων
και ιδιαίτερα των Ναϊτών. Μοιάζει παράξενο που ο ντε Μολέ δεν
υποψιάστηκε τι σχεδιαζόταν σε βάρος του τάγματός του, ενώ είχε
αποδείξεις της κακοπιστίας του Φιλίππου στη διάθεσή του.

O ντε Μολέ ήταν ίσως ο μοναδικός από τους σημαίνοντες παράγοντες


της δυτικής Χριστιανοσύνης που αντιτάχθηκε στην ένωση. Δεν είναι
δυνατό να γνωρίζουμε αν λάμβανε υπόψη στενά ''συντεχνιακά''
συμφέροντα της ομάδας που εκπροσωπούσε ή απλώς ακολουθούσε το
ένστικτο της επιβίωσης του τάγματός του. Όμως με τον τρόπο αυτό
υπέγραφε την καταδίκη του Ναού. Τις αντιρρήσεις του αυτές εξέφρασε
στον Πάπα, ο οποίος του ζήτησε ένα μνημόνιο για το θέμα. Ατυχείς
ήταν οι αιτιάσεις που χρησιμοποίησε ο Μεγάλος Μάγιστρος για να
υπερασπιστεί την αναγκαιότητα διατήρησης της αυτοτέλειας του
τάγματος.

Πρόβαλε την -μάλλον παρωχημένη- άποψη ότι τα δύο τάγματα λόγω


του συναγωνισμού τους, θα λειτουργούσαν αποτελεσματικότερα αν
παρέμεναν αυτοτελή, ενώ έριξε μεγάλο βάρος στην διαφορετική
ιδιότητα των δύο ταγμάτων: ενώ ο Ξενώνας είχε πρωταρχική αποστολή
τη φιλανθρωπία, ο Ναός ήταν ένα καθαρά στρατιωτικό τάγμα. Αυτά τα
επιχειρήματα δεν έπειθαν ούτε και η εμμονή του ντε Μολέ σε μία
''παλαιού τύπου'' μαζική σταυροφορία, όταν κλήθηκε να σχολιάσει τις
επικρατούσες τάσεις στη Δύση για το θέμα αυτό. Σύμφωνα με αυτές
τις τάσεις, οι ηγεμόνες της Δύσης θα διεξήγαγαν μία σταυροφορία
''περιορισμένη'', που θα συνέδραμε κυρίως τους Αρμενίους της
Κιλικίας.
Στη συνέχεια και ανάλογα με τα αποτελέσματα θα γίνονταν σκέψεις
για ενίσχυση του μικρού σώματος που θα αποστελλόταν αρχικά.
Αντίθετος με αυτά τα σχέδια, ο ντε Μολέ δήλωσε ότι θα πρέπει να
συγκεντρωθεί ένας στρατός ''τουλάχιστον 20.000 ιπποτών και
σεργέντων'' και να επιτεθεί στην Αίγυπτο, με στόχο την καρδιά του
Σουλτανάτου των Μαμελούκων. Κάτι τέτοιο την εποχή αυτή ήταν
ανεφάρμοστο και δείχνει ξεκάθαρα ότι ο ντε Μολέ αδυνατούσε να
συλλάβει το πνεύμα των καιρών του.O Ζακ ντε Μολέ στο δεύτερο
μνημόνιο, αυτό που αφορούσε στην σταυροφορία, ζήτησε από τον
Πάπα να συναντηθούν για να συζητήσουν αναλυτικότερα, παρουσία
και του Μεγάλου Μάγιστρου των Ιωαννιτών.

Δεν γνώριζε, προφανώς, το μέγεθος της συνωμοσίας και τη δυναμική


της, ειδάλλως θα έμενε μακριά από τη Γαλλία. Καθώς λοιπόν αγνοούσε
τις πραγματικές προθέσεις του Φιλίππου, βάδισε με τη θέλησή του
''στο στόμα του λύκου''. H αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.
Παρασκευή και 13. Ανύποπτος για το τι ετοιμάζεται σε βάρος του, ο
ντε Μολέ έφθασε στο Πουατιέ για να συναντηθεί με τον ποντίφικα στα
τέλη Μαΐου του 1307. Τον Ιούλιο έφθασε και ο Μάγιστρος του Ξενώνα,
που είχε καθυστερήσει λόγω των επιχειρήσεων του τάγματός του στη
Ρόδο, όπου οι Οσπιταλιέροι εγκατέστησαν την ηγεμονία τους.

O ντε Μολέ βρήκε μάλιστα την ευκαιρία σε μία κατ' ιδίαν συνάντηση
με τον Πάπα να του θέσει το θέμα των κατηγοριών για ''χυδαιότητες
και βλάσφημες πρακτικές'' που διατυπώνονταν για το τάγμα και τα
μέλη του. Οι κατηγορίες αυτές είχαν διατυπωθεί από μέλη του
τάγματος που είχαν απομακρυνθεί από τις τάξεις του Ναού, όπως ήταν
ο Εσκουίν του Φλοριάν, ο Γεράρδος Μπιζόλ και ο Βερνάρδος Πελέ, και
είχαν φθάσει στο Φίλιππο της Γαλλίας, που έσπευσε να ενημερώσει
τον Κλήμη για το περιεχόμενό τους. H προσπάθεια για στοιχειοθέτηση
κατηγοριών ενάντια στο τάγμα ήταν στην κορύφωσή της την εποχή
αυτή, οπότε οι καταγγελίες των έκπτωτων αδελφών έμοιαζαν με
θεόσταλτο δώρο στο Φίλιππο.

O ντε Μολέ θέλοντας να αποκαταστήσει την τιμή και τη δημόσια


εικόνα του τάγματος, ζήτησε από τον Πάπα τη διερεύνηση αυτών των
κατηγοριών. Το ίδιο ακριβώς -αλλά με διαφορετικό σκοπό- είχε
ζητήσει ο Φίλιππος. O Κλήμης όντως διέταξε έρευνα αλλά καθώς ήταν
ασθενής, ζήτησε -δίχως, φυσικά, να το γνωρίζει ο Μάγιστρος του
Ναού- από το Φίλιππο να μην προχωρήσει σε κάποια βιαστική κίνηση
έως ότου διαπιστωθεί τι ακριβώς συμβαίνει. O ντε Μολέ
ικανοποιήθηκε με την έναρξη έρευνας και μετέβη στο Παρίσι για να
παραβρεθεί στην κηδεία της Κατερίνας του Κουρτενέ, νύφης του
Φιλίππου και συζύγου του Καρόλου των Βαλουά. Ήταν Πέμπτη 12
Οκτωβρίου 1307 και θα ήταν η τελευταία μέρα ελευθερίας που θα
απολάμβανε ο Ζακ ντε Μολέ.

Όμως οι υπουργοί του Φιλίππου είχαν ήδη στήσει την παγίδα τους,
αφού το σχέδιο που είχαν εκπονήσει προέβλεπε τη σύλληψη όλων των
Ναϊτών και τη δήμευση της περιουσίας τους. H παρουσία του
Μάγιστρου του τάγματος στο Παρίσι, όπου μπορούσαν να τον
συλλάβουν μαζί με ολόκληρη την τοπική ηγεσία του τάγματος, τους
βοηθούσε να πετύχουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα με το
λιγότερο δυνατό κόπο. Λίγες μέρες πριν, μία μυστική διαταγή με την
υπογραφή του βασιλιά, έφθασε στους ''Βαΐλιους'' και τους
''Σενεσάλους'' του βασιλείου. Το περιεχόμενο της διαταγής ίσως να
προκάλεσε τρόμο στους βλοσυρούς αντιπροσώπους του Γαλλικού
θρόνου.

Ωστόσο όταν ξεπέρασαν το αρχικό σοκ άρχισαν να ετοιμάζονται για να


εκπληρώσουν τις προσταγές του άρχοντά τους. Με τη διαταγή αυτή, ο
Φίλιππος τους καλούσε να συλλάβουν όλα τα μέλη του Τάγματος του
Ναού. Αν και ο βασιλιάς θα μπορούσε απλώς να δώσει τις διαταγές
του με έναν λιτό και σαφή τρόπο, η μυστική επιστολή περιείχε ένα
ολόκληρο κατηγορητήριο ενάντια στο τάγμα, με γλώσσα ιδιαίτερα
σκληρή αλλά και γλαφυρή. Δεν είναι περίεργο που οι κατηγορίες που
διατυπώθηκαν σε αυτό το έγγραφο είναι ακριβώς εκείνες που στη
συνέχεια θα επιπέσουν στις κεφαλές του τάγματος κατά τη διάρκεια
των ακροάσεων που θα ακολουθούσαν.

Οι διαταγές του Φιλίππου μιλούσαν για ''λύκους που έχουν ενδυθεί


την προβιά του αρνιού'', για ''βλάσφημους που σταύρωσαν ξανά το
Χριστό μας'', για ''πράγματα τόσο φρικτά που είναι αδύνατο να τα
συλλάβει ο νους του ανθρώπου, εγκλήματα βδελυρά, έργα
αηδιαστικά, πράγματα σχεδόν απάνθρωπα''. Αυτό, μαζί με πολλές
αναφορές στην άρνηση του Ιησού, στις ομοφυλοφιλικές πρακτικές
μεταξύ των μελών του τάγματος και ακόμη περισσότερες ρητορικές
εκφράσεις που είχαν ως στόχο να ατσαλώσουν τη θέληση των
βασιλικών απεσταλμένων, ήταν το πλαίσιο που πρόβαλλε ο Φίλιππος
για τη σύλληψη των Ναϊτών. H επιχείρηση οργανώθηκε και
εκτελέστηκε άψογα.

Σ' ολόκληρη την επικράτεια του Γάλλου βασιλιά οι αρχές είχαν λάβει
τη μυστική εντολή, είχαν καταγράψει τα ονόματα των Ναϊτών που
υπήρχαν σε κάθε αρχηγείο και είχαν οργανώσει ομάδες για τη
σύλληψή τους. Καθώς ξημέρωνε η Παρασκευή 13 Οκτωβρίου του
1307, οι αστυνομικοί του Φιλίππου ξεχύθηκαν στα αρχηγεία του
τάγματος σε όλη τη χώρα. Οι Ναΐτες δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν
έβλεπαν τους αξιωματούχους του θρόνου να εισβάλλουν στα αρχηγεία
τους, πόσο μάλλον όταν άκουγαν ότι είχαν σκοπό να τους συλλάβουν.
Επρόκειτο για πλήρη αιφνιδιασμό, αφού μόλις 12 Ναΐτες σε ολόκληρη
τη Γαλλική επικράτεια διέφυγαν τη σύλληψη.

Πάντως ήταν Ναΐτες χαμηλής θέσης, αφού από τους έχοντες κάποια
εξουσία εντός του τάγματος μόνο ένας, ο Γεράρδος του Βιλλιέ,
Διδάσκαλος του Ναού στην Γαλλία, διέφυγε τη σύλληψη. Τα περί
αιφνιδιασμού δεν αφορούσαν μόνο στους Ναΐτες αλλά και στην
Καθολική Εκκλησία. O Κλήμης φυσικά είχε εργαστεί μαζί με το Φίλιππο
εξαρχής και γνώριζε ότι ο προστάτης του επιθυμούσε να
''απαλλοτριώσει'' την περιουσία των Ναϊτών. Ωστόσο δεν είχε
φανταστεί ότι μπορούσε να δράσει τόσο απροκάλυπτα, με τόσο
θράσος και περιφρόνηση προς την ανώτερη εκκλησιαστική αρχή.

Αν και η συμπεριφορά του Φιλίππου προς το Βονιφάτιο θα έπρεπε να


τον είχε διδάξει ότι ο βασιλιάς παραμέριζε οποιονδήποτε ενδοιασμό -
ηθικό ή άλλο- και αναστολή προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. O
αιφνιδιασμός και η αμηχανία του ποντίφικα γίνονται φανερά από την
επιστολή διαμαρτυρίας που απέστειλε στον Φίλιππο αμέσως μόλις
έμαθε για τη μαζική σύλληψη των Ναϊτών σε ολόκληρη τη Γαλλία.
''Παραβίασες κατά την απουσία μου όλους τους κανονισμούς και
άπλωσες τα χέρια στα πρόσωπα και την περιουσία των Ναϊτών. Επίσης
τους φυλάκισες και δεν τους μεταχειρίστηκες με την οφειλόμενη
επιείκεια, που ήταν το πιο οδυνηρό απ' όλα''.

O Πάπας κατέληγε με μία διαπίστωση που έδειχνε ότι ήταν έτοιμος με


τη σειρά του να αντιπαρατεθεί με το Φίλιππο για την υπόθεση των
Ναϊτών: ''Οι βιαστικές ενέργειές σου θεωρούνται από όλους, και
δικαίως, πράξεις απαξίας και περιφρόνησης προς ημάς και προς τη
Ρωμαϊκή Εκκλησία''. Μόνο που όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια,
επρόκειτο για κενή ρητορεία από πλευράς Κλήμη. Όταν ο Φίλιππος
αποφάσισε να τον πιέσει πιο έντονα, ο Κλήμης δεν τόλμησε να
αρνηθεί και αποτέλεσε πειθήνιο όργανο του Γάλλου βασιλιά στη
συνέχεια του δράματος των Ναϊτών.

Οι Ναΐτες στο Εδώλιο

H δίκη των Ναϊτών αποτελεί ίσως μία από τις μεγαλύτερες δικαστικές
πλάνες όλων των εποχών, βασισμένη σε χαλκευμένα στοιχεία, φήμες
που ουδέποτε αποδείχτηκαν, ψευδομαρτυρίες, ομολογίες κάτω από
πίεση. Στη συνέχεια θα δούμε πώς ο Φίλιππος της Γαλλίας κατάφερε
να δικάσει τους Ναΐτες και να επιβάλει το δίκαιό του. Οι Ναΐτες
κατηγορήθηκαν για μία σειρά από παραπτώματα τα οποία επέσυραν
τις βαρύτερες των ποινών, καθώς παραβίαζαν κάθε έννοια
χριστιανικού και κοσμικού Δικαίου. Αρχικά οι κατηγορίες βάσει των
οποίων πραγματοποιήθηκαν το 1307 οι συλλήψεις των Ναϊτών ήταν
μάλλον ασαφείς και γενικόλογες: άρνηση και εμπτυσμός του Σταυρού,
άσεμνες πράξεις και ομοφυλοφιλία, καθώς και λατρεία των ειδώλων.

Γύρω από αυτό τον πυρήνα δομήθηκε το κατηγορητήριο σε βάρος των


Ναϊτών, το οποίο έλαβε μία πιο ολοκληρωμένη μορφή τον Αύγουστο
του 1308, όταν ο Πάπας Κλήμης E' μετά από πιέσεις του Φιλίππου
προχώρησε στην καταγραφή των κατηγοριών με πιο αναλυτικό τρόπο.
Σύμφωνα με τους σημαντικότερους μελετητές της ιστορίας των
Ναϊτών, πίσω από τις κατηγορίες αυτές φαίνεται καθαρά το ''χέρι'' του
υπουργού του Φιλίππου, Γκιγιώμ ντε Νογκαρέ, ενός πανούργου
άνδρα, ειδικού στη συκοφαντία και τη διαβολή, που ήταν το δεξί χέρι
του βασιλιά και εκείνος που αναλάμβανε όλες τις ''ύποπτες''
υποθέσεις.

Μία προσεκτική εξέταση των κατηγοριών με τις οποίες βαρύνονταν οι


Ναΐτες θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε πολύ περισσότερα
πράγματα για το τάγμα, την εικόνα του στον ''έξω κόσμο'' καθώς και
για την ίδια τη Μεσαιωνική κοινωνία, τις προκαταλήψεις και τις
δοξασίες που κυριαρχούσαν ανάμεσα στους δεισιδαίμονες ανθρώπους
της εποχής. Σε γενικές γραμμές, το τμήμα των κατηγοριών που
αναφέρεται σε ''αιρέσεις'' και ''άνομες πρακτικές'' των Ναϊτών,
βρίσκεται σε στενή σύνδεση με τις αντίστοιχες κατηγορίες που
προσάπτονταν στους αιρετικούς Καθαρούς και άλλες ανάλογες
αιρετικές οργανώσεις του Μεσαίωνα.

Είναι πιθανό, διαπιστώνουν κάποιοι σύγχρονοι μελετητές, ότι οι


εγκέφαλοι της συνωμοσίας προσπάθησαν να συσχετίσουν άμεσα τους
Ναΐτες με τις γνωστότερες αιρέσεις του καιρού τους. Άλλωστε, το
κέντρο της Ναϊτικής δραστηριότητας στη Γαλλία ήταν η επαρχία του
Λανγκτόκ, που ήταν επίσης το κέντρο της αίρεσης των Καθαρών. Ας
δούμε όμως τις βασικές κατηγορίες μία προς μία:

Άρνηση του Χριστού:


Ένα νέο υποψήφιο μέλος καλείτο από εκείνους που το υποδέχονταν να
αρνηθεί το Χριστό και μερικές φορές την Παρθένο Μαρία και τους
Αγίους. Επίσης, τα μέλη του Ναού κατά τη διάρκεια της ίδιας τελετής
τού έλεγαν ότι ο Χριστός δεν είναι ο αληθινός Θεός, αλλά ένας
ψευδοπροφήτης που δεν σταυρώθηκε για να σώσει την ανθρωπότητα
από τις αμαρτίες της, αλλά εξαιτίας των δικών του αμαρτιών. Οπότε,
υπογράμμιζε το κατηγορητήριο, στους νεοεισερχόμενους αδελφούς
λεγόταν ότι δεν είναι δυνατή η αναζήτηση της σωτηρίας της ψυχής
μέσω της χάρης του Ιησού Χριστού.

Στη συνέχεια, το υποψήφιο μέλος έπρεπε να φτύσει πάνω στον


Εσταυρωμένο ή σε μία εικόνα του Ιησού, ενώ -σύμφωνα πάντα με το
κατηγορητήριο- σε κάποιες περιπτώσεις αναγκαζόταν να ποδοπατήσει
τον Εσταυρωμένο ή ακόμη και να ουρήσει επ' αυτού. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, ''κάποιοι από
αυτούς συνήθιζαν να μαζεύονται, την ημέρα αυτή (Μεγάλη
Παρασκευή) ή κάποια άλλη μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας, για να
ουρήσουν και να ποδοπατήσουν το σταυρό''. Πρόκειται για την
σοβαρότερη, με θρησκευτικά κριτήρια, κατηγορία.

Ουσιαστικά είναι μία κατηγορία που συναντούμε σε όλες τις δίκες για
αιρέσεις και για μάγους που έχουν λάβει χώρα στο δυτικό χριστιανικό
κόσμο από τον Μεσαίωνα μέχρι και τον 19ο αιώνα. Τον καιρό που
διατυπώθηκε αυτή η κατηγορία για τους Ναΐτες, αφθονούσαν τα
παραδείγματα λαϊκών δοξασιών για αιρετικούς που φτύνουν το
σταυρό (λ.χ. τους Καθαρούς) και ακόμη περισσότερο για τους
μουσουλμάνους. Οι τελευταίοι θεωρούνταν από τα αμαθή πλήθη της
Ευρώπης ότι ''διασκεδάζουν'' σέρνοντας στις λάσπες Εσταυρωμένους,
ενώ ένας άλλος θρύλος ήθελε τα παιδιά Χριστιανών που
συλλαμβάνονταν από τους Μουσουλμάνους να αναγκάζονται να
φτύνουν στο σταυρό.

H Λατρεία των Ειδώλων:

Σύμφωνα με τον Κλήμη, οι Ναΐτες λάτρευαν είδωλα. Ιδιαίτερη μνεία


γίνεται σε μία γάτα και ένα κεφάλι, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις
φέρεται να έχει τρία πρόσωπα. Σε άλλες φέρει ένα πρόσωπο ενώ σε
κάποιες άλλες έχει τη μορφή ανθρώπινου κρανίου. Αυτό το κεφάλι
λατρευόταν ως ''ο Σωτήρας'' και το τιμούσαν ως ζωοδότη. Το
ακουμπούσαν ή το κύκλωναν με λεπτά κορδόνια, τα οποία στη
συνέχεια τα φορούσαν κατάσαρκα γύρω από τη μέση ή το στήθος
τους. Τα κορδόνια αυτά υποτίθεται ότι τα λάμβαναν οι
νεοεισερχόμενοι στο τάγμα κατά τη διάρκεια της τελετής υποδοχής.

Μάλιστα, στο κατηγορητήριο αναφέρεται ότι αν οι νεοεισερχόμενοι


αδελφοί δεν δέχονταν να κάνουν κάτι από τα παραπάνω (απάρνηση
του Ιησού, φτύσιμο στο σταυρό, αποδοχή του ''δαιμονικού''
κορδονιού), οι Ναΐτες θα τους φυλάκιζαν ή θα τους σκότωναν.
Πρόκειται για άλλη μία κατηγορία που ''ακουμπά'' στις δημοφιλείς
δεισιδαιμονίες του καιρού, αφού η γάτα φέρεται συχνά ως η
προσωποποίηση του σατανά, ενώ η ειδωλολατρία το Μεσαίωνα
συσχετιζόταν (εντελώς λανθασμένα, φυσικά) από τους δυτικούς με το
Ισλάμ. Αφθονούν οι αναφορές στους Μουσουλμάνους ως
''ειδωλολάτρες'' σε διάφορα κείμενα του Μεσαίωνα.
H ασώματος κεφαλή είναι από την άλλη ένα συχνό μοτίβο σε
διάφορες, περισσότερο ή λιγότερο νοσηρές, διηγήσεις και λαϊκούς
μύθους. Ένας από αυτούς τους μύθους επαναλήφθηκε από τρεις
τουλάχιστον ''μάρτυρες'' (σε ισάριθμες διαφορετικές παραλλαγές)
κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας για τη δίκη του
τάγματος. O μύθος αυτός αφορά στις νεκροφιλικές σχέσεις ενός
Χριστιανού άρχοντα της Ανατολής με το πτώμα μίας πανώριας κυρίας,
μία σχέση εκ της οποίας γεννιέται μία ασώματος κεφαλή με
υπερφυσικές ιδιότητες. Μία τέτοια ασώματο κεφαλή υποτίθεται ότι
λάτρευαν οι Ναΐτες.

Τα νεκροφιλικά μοτίβα συσχετίστηκαν με τους Ναΐτες σε πολλές


περιπτώσεις (ιδιαίτερα κατά την εκστρατεία δυσφήμησής τους)
ωστόσο δεν πέρασαν και στο επίσημο κατηγορητήριο. Το σημείο περί
των ''κορδονιών'' που υποτίθεται ότι φορούσαν οι Ναΐτες, είναι άλλη
μία προσπάθεια συσχετισμού με τους ''Καθαρούς'', καθώς οι
τελευταίοι όντως φορούσαν παρόμοια κορδόνια αφού είχαν λάβει τη
''φώτιση''.
Άρνηση των Μυστηρίων:

Έγκλημα καθοσιώσεως για την Χριστιανική πίστη είναι και η τρίτη


κατηγορία, που υποστηρίζει ότι οι Ναΐτες δεν πίστευαν στα ιερά
μυστήρια και ότι οι ιερείς τους παρέλειπαν τα λόγια του καθαγιασμού
κατά τη διάρκεια της ιεράς ακολουθίας. Σύμφωνα με τους σύγχρονους
μελετητές, οι κατήγοροι των Ναϊτών εδώ είχαν διττό σκοπό. Από τη μία
απευθύνονταν στις λαϊκές μάζες, που γνώριζαν ότι οι Καθαροί -οι
πλέον γνωστοί αιρετικοί τον καιρό αυτό- παρέλειπαν από τις
λειτουργίες τους τα λόγια του καθαγιασμού και δεν πίστευαν στα ιερά
μυστήρια. Οπότε, στα μάτια του απλού κόσμου, αφού οι Ναΐτες
μοιράζονταν τις ίδιες πεποιθήσεις με τους Καθαρούς, ήταν και εκείνοι
αιρετικοί.

Από την άλλη, οι διαβολείς των Ναϊτών απευθύνονταν στους


πλούσιους δωρητές του τάγματος, οι οποίοι είχαν παραχωρήσει
σημαντικές δωρεές περιμένοντας την αναφορά του ονόματός τους στη
λειτουργία και την ''μεσολάβηση'' του ''ευλογημένου από την Εκκλησία
και το Θεό'' τάγματος για τη Θεία Χάρη. Εφόσον, όμως, οι λειτουργίες
των Ναϊτών ήταν ''άκυρες'', τότε και οι δωρητές είχαν χαρίσει άδικα τις
περιουσίες τους. Επρόκειτο για μία ''αριστουργηματική'' κίνηση που
απέκοψε το τάγμα ακόμη και από εκείνους που είχαν συνδέσει την
τύχη τους με αυτό.

''Εσωτερική'' Εξομολόγηση και Συγχώρεση:

H τέταρτη κατηγορία είναι ότι ο Μεγάλος Μάγιστρος και άλλοι


ανώτεροι αξιωματούχοι του τάγματος φέρονταν να έχουν το δικαίωμα
να ακούνε τις εξομολογήσεις των μελών του τάγματος και να
συγχωρούν τις αμαρτίες τους. Κι αυτό παρότι ήταν λαϊκοί και όχι
κληρικοί και ως εκ τούτου δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα. Αυτή η κατηγορία
στόχευε τόσο στον κλήρο (δίνοντας την εντύπωση ότι οι Ναΐτες
σφετερίζονται λειτουργίες αποκλειστικά προορισμένες για κληρικούς)
όσο και στους πιστούς. Οι τελευταίοι, ''υποψιασμένοι'' από τις
υπόλοιπες κατηγορίες, θα έβλεπαν ως απόλυτα φυσικό το γεγονός ότι
οι Ναΐτες θα επιχειρούσαν, ακόμη και σφετεριζόμενοι το δικαίωμα της
εξομολόγησης και συγχώρεσης, να κρατήσουν τη γνώση των φρικτών
ανομημάτων που διέπρατταν εντός των τάξεων του τάγματος.

Πάντως φαίνεται ότι αυτή η κατηγορία έχει κάποιες ρίζες στην


αλήθεια, αφού αρκετοί Ναΐτες ομολόγησαν -ακόμη και χωρίς τη χρήση
βασανιστηρίων- ότι θεωρούσαν την συγχώρεση του Μάγιστρου εξίσου
ισχυρή με οποιουδήποτε κληρικού. Αποτελεί άλλωστε τη μοναδική
κατηγορία στην οποία αναφέρεται στο ίδιο το κατηγορητήριο ότι
''όπως ομολόγησε και ο ίδιος ο Μεγάλος Μάγιστρος του τάγματος''.

Ομοφυλοφιλικές Πρακτικές:

H πέμπτη κατηγορία έχει να κάνει με την θρυλούμενη ομοφυλοφιλία


στους κόλπους του τάγματος. Ότι, δηλαδή, κατά τη διάρκεια της
τελετής για την υποδοχή των νέων μελών, ο υποψήφιος που γινόταν
δεκτός δεχόταν φιλιά από τον ''οικοδεσπότη'' στο στόμα, στους
γλουτούς, στην σπονδυλική στήλη, στο στομάχι και στον ομφαλό,
''μερικές, δε, φορές και στο πέος'', όπως αναφέρει το κατηγορητήριο.
Επίσης, το τάγμα κατηγορήθηκε ευθέως ότι όχι μόνο επέτρεπε αλλά
και ενθάρρυνε τα μέλη του να έχουν ομοφυλοφιλικές σχέσεις και
επαφές. Επρόκειτο για μία αναμενόμενη κατηγορία, που επίσης πρέπει
να είχε κάποιο αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Άλλωστε, επρόκειτο
για μία αποκλειστικά ανδρική κοινότητα, όπου οποιαδήποτε επαφή με
γυναίκες απαγορευόταν αυστηρά.

Τα σκάνδαλα για ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ μελών μοναστικών


ταγμάτων το Μεσαίωνα ήταν τακτικά. H κατηγορία αυτή ήταν αρκετά
αποτελεσματική στην ενοχοποίηση του τάγματος συνολικά, καθώς η
εποχή αυτή (14ος αιώνας) χαρακτηριζόταν από μία έξαρση της
εχθρότητας της καθολικής εκκλησίας προς το σοδομισμό και τις
ομοφυλοφιλικές πρακτικές εν γένει, τόσο μεταξύ ανδρών όσο και
γυναικών. Αυτό που υπονοούσαν οι κατήγοροι είναι ολοφάνερο: η
Καθολική Εκκλησία δίδασκε ότι ο σοδομισμός οδήγησε στην πτώση και
την καταστροφή τις πόλεις Σόδομα και Γόμορα, οπότε και οι παρόμοιες
πράξεις των Ναϊτών οδήγησαν στην πτώση των βασιλείων της
Ουτρεμέρ στους απίστους.

Αθέμιτος Πλουτισμός:

H έκτη κατηγορία είναι μία από τις ελάχιστες που έχει πολύ στέρεες
ρίζες στην πραγματικότητα: οι Ναΐτες κατηγορήθηκαν ότι μετέρχονταν
κάθε θεμιτού και αθέμιτου μέσου για να αποκομίσουν περισσότερα
πλούτη για το τάγμα, ότι είχαν ως στόχο αποκλειστικά το κέρδος και ότι
δεν χρησιμοποιούσαν τις δωρεές που γίνονταν προς το τάγμα για τους
αποδεκτούς και εγκεκριμένους σκοπούς. Ιδιαίτερη μνεία γινόταν στο
ότι δεν έδιναν μερίδιο στα νοσοκομεία και στους ξενώνες των πτωχών.
Εδώ βεβαίως γίνεται και μία ευρύτερη προσπάθεια για
''δαιμονοποίηση'' των Ναϊτών, αφού παρουσιάζονται ως φιλάργυροι
και αδίστακτοι, ωστόσο -όπως είπαμε- αυτή η εικόνα δεν απέχει και
τόσο από την πραγματικότητα.

Συναθροίσεις εν Κρυπτώ:

H έβδομη κατηγορία είχε επίσης βάσεις στην πραγματικότητα.


Κατηγορούνταν ότι οι συναντήσεις των Ναϊτών γίνονταν πίσω από
κλειστές πόρτες, συχνά τη νύχτα, κάτω από δρακόντεια μέτρα
ασφαλείας και παρόντες ήταν μόνο μέλη του Ναού. Αδελφοί που
αποκάλυψαν τα τεκταινόμενα σε αυτές τις συναντήσεις, τιμωρήθηκαν
αυστηρά, ακόμη και με εγκλεισμό ή θάνατο.

H στόχευση αυτής της κατηγορίας δεν είναι, επί της ουσίας, να


αποτελέσει καθαυτό επιβαρυντικό στοιχείο, αλλά τουναντίον να
ενισχύσει τις υπόλοιπες κατηγορίες. Διότι μόνο με ένα παρόμοιο
δεδομένο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ότι οι τόσες τρομακτικές,
επαίσχυντες πράξεις με τις οποίες βαρύνονταν οι Ναΐτες δεν είχαν δει
το φως της ημέρας κατά τους δύο αιώνες της ύπαρξης του τάγματος. Σε
αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή το τάγμα δεν κατηγορείτο για
μυστικοπάθεια και εσωτερικότητα, οποιαδήποτε προσπάθεια να
εξηγηθεί κάτι τέτοιο θα ήταν δυσχερής ή και αδύνατη.

Το επίσημο κατηγορητήριο αριθμεί συνολικά 127 άρθρα και αποτελεί


ένα εντυπωσιακό συμπίλημα προκαταλήψεων, θρησκευτικής
μισαλλοδοξίας, διαστρέβλωσης της αλήθειας και στυγνής
προπαγάνδας, αναμεμειγμένων με αρκετά σκόρπια ψήγματα
αλήθειας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η αναπαραγωγή των κατηγοριών
αυτών μέσα στους επόμενους αιώνες, πρόσθεσε πολλές ακόμη. Μία
από εκείνες που ξεχωρίζουν είναι ότι οι Ναΐτες είχαν ''προδώσει τη
Χριστιανοσύνη'', μέσα από τις συμμαχίες που είχαν συνάψει με τους
Μουσουλμάνους. Ως αποδεικτικό αυτών των συμμαχιών, αναφέρεται
το ότι οι Ναΐτες φορούσαν μία ζώνη.

Οι πλέον ευφάνταστοι των συγγραφέων του ύστερου Μεσαίωνα και


της Αναγέννησης, ανακάλυψαν και πιο φρικιαστικές πρακτικές: μεταξύ
των κατηγοριών που είχαν ''παραλειφθεί'' από το επίσημο
κατηγορητήριο, αλλά προστέθηκαν στους επόμενους αιώνες,
αναφέρεται και το ότι οι Ναΐτες είχαν κάψει στην πυρά τη σύζυγο ενός
αδελφού μαζί με το παιδί της και με το λίπος τους καθαγίασαν ένα
είδωλο. Γενικά, οι κατηγορίες δεν ήταν τυχαίες ούτε ''εμπνεύσεις της
στιγμής'', αλλά αντίθετα προσεκτικά μελετημένες ώστε να φέρουν το
καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Οι αντιστοιχίες μεταξύ των κύριων
κατηγοριών περί αιρέσεων, πρακτικών ειδωλολατρίας και
ομοφυλοφιλίας, με τους δημοφιλείς την εποχή εκείνη μύθους για
ανάλογες πρακτικές των ''ανατολιτών'', είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές.
Είναι επίσης εντυπωσιακό πόσες από αυτές τις κατηγορίες επανήλθαν
και στους επόμενους αιώνες σε ανάλογες περιπτώσεις που η Εξουσία,
ενδεδυμένη το θρησκευτικό μανδύα της, θέλησε να κατηγορήσει και
να εξοντώσει τους εχθρούς της. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η
Ιερά Εξέταση καθώς και το ''κυνήγι των μαγισσών'' που έλαβε χώρα σε
ολόκληρη τη δυτική Χριστιανοσύνη τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Αλλά η
χάλκευση των κατηγοριών γίνεται αντιληπτή και απλώς ρίχνοντας μία
ματιά σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις ''εχθρών'' του βασιλιά της
Γαλλίας που κατηγορήθηκαν την ίδια εποχή.

Για παράδειγμα ο προκάτοχος του Κλήμη, ο Πάπας Βονιφάτιος, έγινες


στόχος εκτεταμένης διαβολής, επειδή είχε συγκρουστεί με τον Φίλιππο
και είχε αρνηθεί να εξυπηρετήσει τα σχέδιά του, τόσο για τους Ναΐτες
όσο και για άλλα ζητήματα. Οι υπουργοί του Φιλίππου και ιδιαίτερα ο
Νογκαρέ, ανέλαβαν δράση και σύντομα η φήμη του Βονιφάτιου είχε
αμαυρωθεί με κατηγορίες για αίρεση, μαγεία και ομοφυλοφιλία,
ακριβώς το ίδιο πλαίσιο που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση των
Ναϊτών, δηλαδή. Παρότι ο Βονιφάτιος είχε πεθάνει ήδη από το 1303, ο
Φίλιππος ''έπεισε'' τον Κλήμη να διατάξει έρευνα για να διαπιστώσει
το ακριβές των κατηγοριών αυτών.

Ανάλογες ήταν οι κατηγορίες και για έναν ακόμη εχθρό του Οίκου του
Φιλίππου, τον Γκισάρ, Επίσκοπο του Τρουά, ο οποίος έμεινε στη
φυλακή για 5 χρόνια, πριν τελικώς ο Φίλιππος στρέψει αλλού το
ενδιαφέρον του και τον αποφυλακίσει το 1313. Άλλος ένας εχθρός του
Φιλίππου είχε παρόμοια τύχη. O Βερνάρδος Σαϊσέ, Επίσκοπος του
Παμιέ, ήταν ένας δριμύς κατήγορος του Φιλίππου. Εγραψε μάλιστα -
αναφερόμενος στο περίφημο κάλλος του βασιλιά που του είχε
άλλωστε χαρίσει προσωνύμιο ''Ωραίος'' ότι ''είναι ο πιο ωραίος από
οποιονδήποτε άνδρα στον κόσμο'' αλλά ''δεν ξέρει τίποτε, εκτός από
το να κοιτάζει τους άνδρες σαν την κουκουβάγια, η οποία αν και
πανέμορφη στην όψη, κατά τα άλλα είναι ένα άχρηστο πτηνό''.

Οι υπόνοιες που εξέφρασε ο Βερνάρδος για ανοησία του Φιλίππου,


έφεραν στο κατόπι του τους βασιλικούς μπράβους. Τον συνέλαβαν το
1301 με τις συνήθεις κατηγορίες: βλασφημία, μαγεία, αίρεση,
προδοσία, σιμωνία και μοιχεία. Πρόκειται για τη σύλληψη που
οδήγησε στην ''κόντρα'' μεταξύ Φιλίππου και Βονιφάτιου.

H Δίκη των Ναϊτών

Τα μόνα σχετικά άθικτα αρχεία της δίκης των Ναϊτών που σώζονται,
προέρχονται από την Αγγλία και δεν είναι καν η ολοκληρωμένη έκδοση
αλλά μία σύνοψη. Φαίνεται ότι ήταν πρακτική στις δίκες των Ναϊτών
να τηρούνται κυρίως συνόψεις των πρακτικών και αυτές να
δημοσιοποιούνται. Αλλά και από αυτήν την σύνοψη, καθώς και τις
σχετικές μαρτυρίες που διασώζονται από άλλες πηγές, μπορούμε να
σχηματίσουμε μία αρκετά ακριβή εικόνα τόσο για τη διαδικασία όσο
και για τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε ώστε οι δικαζόμενοι
ιππότες να βρεθούν ένοχοι των βαρύτατων κατηγοριών που
''σκαρφίστηκε'' ο Νογκαρέ και οι διώκτες του τάγματος.

Οι μαρτυρίες του Διδασκάλου του τάγματος στην Ακουιταίνη,


Γοδεφρείδου του Γκονβίλ, και δώδεκα άλλων μαρτύρων -μόνο ένας εκ
των οποίων ήταν μέλος του τάγματος- χρησιμοποιήθηκαν ως
''αποδεικτικά στοιχεία'' για την καταδίκη του συνόλου των Ναϊτών.
Κατά κανόνα οι ''ομολογίες'' των μελών του Ναού λαμβάνονταν υπό
εξαιρετική πίεση, για την επίτευξη της οποίας οι ''ανακριτές''
χρησιμοποιούσαν διάφορες μεθόδους βασανισμού. Με τον τρόπο
αυτό κατόρθωσαν να αποσπάσουν ''ομολογία'' ακόμη και από το
Μεγάλο Μάγιστρο του τάγματος, Ζακ ντε Μολέ. Όσον αφορά στους
μάρτυρες, το κοινό σημείο τους είναι ότι δεν μπόρεσαν να
προσφέρουν την παραμικρή απόδειξη ή, έστω, μαρτυρία ''από πρώτο
χέρι''.

Αλλά ουσιαστικά διηγήθηκαν διάφορες ιστορίες, θρύλους, μύθους και


διαδόσεις που υποτίθεται ότι κυκλοφορούσαν ευρέως για το τάγμα.
Κάποιοι, όπως ο ιππότης Ιωάννης ντε Χόιρ, ισχυρίστηκαν ότι ''είχαν
διαβάσει'' ή ''είχαν δει'' βιβλία τα οποία υποτίθεται ότι
κυκλοφορούσαν μεταξύ των Ναϊτών και τα οποία επιβεβαίωναν τα
όσα τους καταμαρτυρούσαν. O παραπάνω ιππότης, για παράδειγμα,
είπε ότι διάβασε σε ένα βιβλίο που ανήκε σε κάποιον Ναΐτη ότι ''ο
Χριστός, ο υιός του Θεού, δεν είναι γεννημένος από μία παρθένα αλλά
προέρχεται από τον σπόρο του Ιωσήφ, του συζύγου της Παρθένου
Μαρίας, και ότι συνελήφθη όπως και οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος,
καθώς αυτός δεν ήταν ο Χριστός αλλά ένας ψεύτικος προφήτης''.

Παρόμοιες καταγγελίες αφθονούσαν στα πρακτικά της δίκης, όπως η


ιστορία που διηγήθηκε ο Δομινικανός μοναχός Θωμάς ντε Ρεντεμέρ, ο
οποίος είπε ότι κάποιος Ναΐτης ενώ βρισκόταν στο νεκροκρέβατό του,
απαγόρευσε λίγο πριν ξεψυχήσει στην αδελφή του να επιτρέψει να
γδύσουν το πτώμα του. H αδελφή όμως δεν υπάκουσε στην
παραίνεση, αντίθετα έγδυσε η ίδια το νεκρό αδελφό της, περιμένοντας
ότι θα βρει κάποιο σημάδι αγιοσύνης, ταιριαστό με την ιδιότητά του.
Ωστόσο αυτό που βρήκε, σύμφωνα με τα λόγια του Θωμά, ήταν ''η
απεικόνιση ενός Εσταυρωμένου κρεμασμένη στο γυμνό του δέρμα
δίπλα στον πρωκτό του''. O ίδιο μοναχός είχε και άλλες ιστορίες να
διηγηθεί.

Μάλιστα μία από αυτές παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ένας


άλλος Δομινικανός, είπε, του εξομολογήθηκε ότι ένας ετοιμοθάνατος
Ναΐτης στο Λίνκολν έλαβε τη Θεία Κοινωνία λίγο πριν πεθάνει, όμως
αφού ο ιερέας που τον κοινώνησε αναχώρησε, την έφτυσε σε ένα
δοχείο νυκτός που υπήρχε δίπλα. Όμως υπήρχαν ακόμη πιο
εξωφρενικές μαρτυρίες που, όσο και αν αυτό φαίνεται σήμερα
απίστευτο, βάρυναν αποφασιστικά στην τελική απόφαση. Για
παράδειγμα, κάποιος Ριχάρδος Μπεράρντ δήλωσε ότι άκουσε ''25
χρόνια πριν'' έναν καυγά Ναϊτών με έναν Οσπιταλιέρο και ο τελευταίος
βρίζοντάς τους, ανέφερε ότι ''ασπάζονται πρωκτούς''.

Οι κατηγορίες σε βάρος του τάγματος ''αποδεικνύονταν'' στα μάτια


των κατηγόρων τους από αρκετές παρόμοιες μαρτυρίες, τις οποίες
παρουσίασε ο Πάπας Κλήμης στη σύνοδο της Βιέννης (Βιέν) της
Γαλλίας (περίπου 30 χιλιόμετρα νότια της Λυών) το 1311. H Ιερά
Σύνοδος των επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είχε σκοπό
να εξετάσει τρία κομβικά ζητήματα για τη δυτική Χριστιανοσύνη: την
παροχή βοήθειας στους Αγίους Τόπους (που πριν από δύο δεκαετίες
είχαν χαθεί οριστικά για τους Λατίνους), τις μεταρρυθμίσεις στην
Καθολική Εκκλησία και, φυσικά, την δίκη των Ναϊτών. Τελικώς το θέμα
των Ναϊτών επισκίασε όλα τα υπόλοιπα, κάτι που κάνει φανερό ότι σε
αυτή τη φάση ήταν το σημαντικότερο ζήτημα για τους εκκλησιαστικούς
και κοσμικούς άρχοντες της Δύσης.

Είναι αξιοσημείωτο ότι στη σύνοδο, παρά την άνεση χρόνου που
υπήρχε, έφθαναν μόνο αποσπάσματα και περιλήψεις των μαρτυριών
και των πρακτικών που κρατήθηκαν στις κατά τόπους ανακρίσεις.
Επίσης άξιο αναφοράς είναι ότι μέχρι το 1311 υπήρχαν διώξεις,
φυλακίσεις και βασανιστήρια Ναϊτών εκτός από την Γαλλία και στην
Αγγλία, την Αραγονία, την Πορτογαλία, την Τοσκάνη, τη Λομβαρδία,
την Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα. Το περιεχόμενο των μαρτυριών αλλά
και -κυρίως- η ευρύτατη δυσφημηστική εκστρατεία που είχε λάβει
διαστάσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, βάρυναν ιδιαίτερα στις
αποφάσεις των ιεραρχών που συγκεντρώθηκαν στη Βιέννη.
Παρά το βαρύ κλίμα και τις φανερές πιέσεις του Κλήμη, υπήρξαν
αρκετοί που δήλωναν ότι το τάγμα, ως εκλεκτό μέλος του σώματος της
Εκκλησίας που είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες κατά το
παρελθόν, δικαιούνταν μίας ουσιώδους υπεράσπισης. Αυτοί ανήκαν
αρχικά σε μία ισχνή μειοψηφία, που έβλεπε το θέμα στην ηθική του
διάσταση ή είχε κάποιους πρότερους δεσμούς με το τάγμα. Αντίθετα,
στο πλευρό του Πάπα βρίσκονταν εκείνοι που θεωρούσαν ότι και μόνο
η συνέχιση της ύπαρξης του τάγματος, με την τεράστια αρνητική
δημοσιότητα που είχε λάβει, ήταν εξαιρετικά επιζήμια για την
Εκκλησία. Μεταξύ των αντιπάλων του τάγματος ήταν και εκείνοι που
είχαν υποχρεώσεις στον βασιλιά της Γαλλίας.

Άλλωστε την εποχή αυτή η επίδραση του Γάλλου μονάρχη στη δυτική
Εκκλησία είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στα χρόνια της Καπέτιας
δυναστείας. H επιρροή του Φίλιππου του ''Ωραίου'' έφθανε μέχρι και
την τοποθέτηση Καρδιναλίων, ακόμη και Παπών, κατά βούληση.
Παρόλα αυτά, όταν τέθηκε το θέμα επιτακτικά με το ερώτημα
''δικαιούνται ή όχι υπεράσπισης οι Ναΐτες'', η μεγάλη πλειοψηφία των
''πρελάτων'' αποφάνθηκε καταφατικά. Όπως παραδίδει ο βιογράφος
του Πάπα, ο Δομινικανός μοναχός Πτολεμαίος της Λούκα, ''οι ιεράρχες
συζήτησαν με τους Καρδινάλιους για τους Ναΐτες

Τα γεγονότα (οι μαρτυρίες και το κατηγορητήριο) τα σχετικά με το


θέμα διαβάστηκαν στους ιεράρχες και κλήθηκαν ένας-ένας ενώπιον
του ποντίφικα για να δηλώσουν αν θα πρέπει να επιτραπεί στους
Ναΐτες ακρόαση ή υπεράσπιση. Όλοι οι ιεράρχες της Ιταλίας εκτός από
έναν, όλοι από την Ισπανία, τη Γερμανία, τη Σουηδία, την Αγγλία, τη
Σκωτία και την Ιρλανδία, συμφώνησαν με αυτήν την άποψη (να τους
δοθεί υπεράσπιση). Το ίδιο και οι Γάλλοι, εκτός από τους ιεράρχες της
Ρεμς, της Σενς και της Ρουέν. Αυτή η στάση της συντριπτικής
πλειοψηφίας των ιεραρχών (από τους 114 που πήραν μέρος στη
σύνοδο μόλις 6 - 7 δεν υποστήριξαν τους Ναΐτες) έθεσε σε κίνδυνο
ολόκληρη τη διαδικασία που είχαν ξεκινήσει ο Φίλιππος και ο Κλήμης.

H προσπάθειά τους υπονομεύθηκε και από ένα ακόμη γεγονός: ο


προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας είχε ζητήσει δημόσια πριν
από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας από τους εκπροσώπους
των Ναϊτών -όποιοι και αν ήταν αυτοί- να παρουσιαστούν στη σύνοδο
για να υπερασπιστούν το τάγμα τους. Θα σκεφτόταν κανείς ότι μάλλον
δεν σκόπευε να τους επιτρέψει κάτι τέτοιο, όμως σίγουρα δεν
περίμενε ότι θα βρίσκονταν τόσο θρασείς Ναΐτες που θα αψηφούσαν
τη δίωξη και θα ταξίδευαν στη Βιέννη. Μόλις εμφανίστηκε όμως μία
ομάδα από επτά Ναΐτες, τους οποίους ακολούθησαν άλλοι δύο, ο
Κλήμης έσπευσε να τους φυλακίσει.

Πρόλαβαν όμως, εκμεταλλευόμενοι την προσωρινή απουσία του


Πάπα, να εμφανιστούν στη σύνοδο, φέρνοντας τον Ποντίφικα σε
εξαιρετικά δύσκολη θέση. Οι Ναΐτες αυτοί υποστήριξαν μπροστά
στους συγκεντρωμένους ιεράρχες, πριν συλληφθούν, ότι δεν ήταν
ένοχοι των κατηγοριών. Άφηναν δε σαφείς υπόνοιες για τους
πραγματικούς λόγους για τους οποίους διώκεται το τάγμα. Πρόσθεσαν
ακόμη ότι ''1.500 έως 2.000'' ομοϊδεάτες τους βρίσκονταν γύρω από τη
Λυών και ήταν αποφασισμένοι να τους προσφέρουν υποστήριξη.
Πάντως ουδείς Ναΐτης από τη Λυών εμφανίστηκε, οπότε δεν
επαναλήφθηκε στη Σύνοδο της Βιέννης αυτό που είχε γίνει λίγο καιρό
πριν στο Μάιντς της Γερμανίας όπου ένοπλοι Ναΐτες εισέβαλαν στο
επαρχιακό Συμβούλιο την ώρα που συνεδρίαζε.

Το περιστατικό με τους θαραλλέους Ναΐτες που εμφανίστηκαν


ενώπιον της συνόδου, μνημονεύεται από τον ίδιο τον Πάπα σε
επιστολή του προς τον Φίλιππο της Γαλλίας. Στις αρχές Δεκεμβρίου του
1311 η κατάσταση, μετά την απροκάλυπτη υποστήριξη που είχαν
προσφέρει στην υπόθεση των Ναϊτών οι περισσότεροι ιεράρχες, είχε
φθάσει σε αδιέξοδο. Τυχόν ελεύθερη υπεράσπιση των Ναϊτών -και
μάλιστα, όπως πρότειναν κάποιοι, από την αντιπροσωπία που
βρισκόταν φυλακισμένη στα μπουντρούμια της Βιέννης- μπορεί να
αποδεικνυόταν καταστροφική για την πλεκτάνη που είχαν υφάνει
προσεκτικά οι αυλικοί του Φιλίππου με τον Πάπα. Οπότε, ο βασιλιάς
της Γαλλίας αποφάσισε να πάρει τα πράγματα στα χέρια του.

Μαζί με το σύνολο σχεδόν της αυλής του μετέβη στην Λυών όπου
κατέλυσε. Από τη Λυών, αφού συναντήθηκε με Γάλλους Επισκόπους
και Καρδιναλίους, έστειλε μία τετραμελή αντιπροσωπία στο Πάπα,
στην οποία μετείχε ο πρωθυπουργός του Φιλίππου, Εγεράρδος του
Μαρινί, καθώς και ο Νογκαρέ. O Φίλιππος έριχνε το βάρος του ως
ισχυρότερου μονάρχη της Ευρώπης στην ζυγαριά που θα καθόριζε την
τύχη του Ναού. Στην επιμονή του Γάλλου βασιλιά προστέθηκαν και οι
πιέσεις του αντίστοιχου της Αραγονίας, που είχε βάλει στο μάτι την
περιουσία του τάγματος στην περιοχή δικαιοδοσίας του και
διαβλέποντας ότι τα πράγματα βαίνουν προς την διάλυση του Ναού,
είχε ενώσει τη φωνή του με τους υποστηρικτές της ''τελικής λύσης''.

Στις 20 Μαρτίου ο Γάλλος βασιλιάς με ολόκληρη τη μεγαλόπρεπη


ακολουθία του έφθασε στη Βιέννη για να πιέσει πρόσωπα και
καταστάσεις. Οι υπουργοί του είχαν ήδη προλειάνει το έδαφος,
χρησιμοποιώντας πειθώ, δωροδοκίες, απειλές και άλλους τρόπους
πίεσης των πρελάτων. H αλλαγή πλεύσης των Αραγονέζων
αντιπροσώπων και η παρουσία του βασιλιά, καθώς και οι πιέσεις που
αναφέραμε, είχαν άμεσα αποτελέσματα: οι επαφές του Πάπα με τους
πρελάτους έδειχναν ότι πλέον οι απόψεις είχαν μεταβληθεί και ότι η
μεγάλη πλειοψηφία θα υποστήριζε την άμεση και χωρίς παραπέρα
ακροάσεις, διάλυση του τάγματος. Έτσι και έγινε. Στις 3 Απριλίου, ο
Πάπας, έχοντας στο πλευρό του τον βασιλιά της Γαλλίας, ανακοίνωσε
την επίσημη διάλυση του Τάγματος του Ναού.
H περιουσία των Ναϊτών θα δινόταν κατά κύριο λόγο στους Ιωαννίτες
(Οσπιταλιέρους) αλλά και σε άλλα προϋπάρχοντα τάγματα στην
Ιβηρική και αλλού. Στην πραγματικότητα στον Φίλιππο πέρασε
εμμέσως η διαχείριση μεγάλου μέρους αυτής της περιουσίας,
προφανώς για να τη χρησιμοποιήσει για τη χρηματοδότηση μίας νέας
σταυροφορίας. O Φίλιππος ευχαρίστως χρησιμοποίησε τα άφθονα
έσοδα για να χρηματοδοτήσει την εξαιρετικά πολυέξοδη
διακυβέρνησή του. H Βούλα που οριστικοποιούσε τη διάλυση του
τάγματος, έφερε ημερομηνία 22 Μαρτίου, ονομαζόταν Vox in excelso
και αποτελεί την ληξιαρχική πράξη θανάτου του Τάγματος του Ναού.
Αξίζει να δούμε με ποιο σκεπτικό ο Πάπας από την Αβινιόν
δικαιολόγησε την απόφασή του:

''Λαμβάνοντας υπόψη την αναισχυντία, τις υποψίες, τους θορυβώδεις


υπαινιγμούς και τα υπόλοιπα που έχουν κατατεθεί ενάντια στο τάγμα,
καθώς και την μυστική και εν κρυπτώ υποδοχή των αδελφών αυτού
του τάγματος και τη διαφοροποίηση πολλών εξ αυτών των αδελφών
από τα γενικά ήθη και έθιμα των υπόλοιπων εν Χριστώ πιστών.
Διαπιστώνοντας επίσης το βαρύτατο σκάνδαλο που προκάλεσαν αυτά
τα πράγματα, ένα σκάνδαλο που δεν φαίνεται ότι μπορεί να
περιοριστεί εφόσον αυτό το τάγμα συνεχίζει να υπάρχει, καθώς και τον
κίνδυνο για την πίστη και τις ψυχές και το ότι πολλά φριχτά πράγματα
μπορεί να έχουν γίνει από πολλούς αδελφούς αυτού του τάγματος.

Πολλοί (αδελφοί του τάγματος) έχουν εντρυφήσει στην αμαρτία της


κακοήθους αποστασίας ενώπιον του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού,
στο αμάρτημα της απεχθούς ειδωλολατρίας, στη βδελυρή βλαστημία
των σοδομιστών λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
μερικές φορές έχει καταστείλει άλλα επιφανή τάγματα για ασυγκρίτως
λιγότερο σοβαρές αιτίες από εκείνες που αναφέραμε παραπάνω -όχι
δίχως πικρία και λύπη και όχι ως δικαστική ποινή- καταργούμε το
Τάγμα του Ναού και το ίδρυμα, το ένδυμα και το όνομά του, διά μίας
μη ανακλητής και στο διηνεκές έγκυρης απόφασης και το θέτουμε (το
τάγμα) υπό αιώνια απαγόρευση με την επιδοκιμασία της Ιεράς
Συνόδου.

Απαγορεύουμε στον καθένα εφεξής να προσχωρήσει στο τάγμα αυτό


στο μέλλον ή να λάβει ή να φορέσει το ένδυμά του ή να ενεργήσει ως
Ναΐτης. Διότι εάν οποιοσδήποτε δράσει αντίθετα με τα παραπάνω θα
υποστεί αφορισμό ipso facto''.

Ακολούθησε η μοιρασιά της περιουσίας του τάγματος, που


απασχόλησε τους Άγιους πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για
σχεδόν ένα μήνα ακόμη. O στόχος του Κλήμη για δημιουργία ενός
νέου τάγματος δεν επιτεύχθηκε, αλλά προχώρησε αυτοδίκαια στην
παραχώρηση της περιουσίας στο τάγμα του Ξενώνα. Βεβαίως στην
πραγματικότητα οι Οσπιταλιέροι πήραν μονάχα ένα μικρό μέρος από
την τεράστια περιουσία του Ναού. Στην σχετική Βούλα, που
ονομαζόταν Ad providam, ο Κλήμης ξεκαθάριζε ότι ναι μεν η περιουσία
του Τάγματος του Ναού περιερχόταν στους Οσπιταλιέρους, ωστόσο
σημείωνε ότι αυτά που θα λάμβαναν θα ήταν εκείνα που θα απέμεναν
μετά την παρακράτηση τυχόν εξόδων αλλά και των δικαιωμάτων του
βασιλιά, της Ρώμης, των ιεραρχών και των κοσμικών αρχόντων επ'
αυτής της περιουσίας.
Αλλά ακόμη και αυτά τα ''υπολείμματα'' οι Οσπιταλιέροι
δυσκολεύτηκαν πολύ να τα πάρουν υπό τον έλεγχό τους. Τα
περισσότερα κατέληξαν στο Γαλλικό και Αραγονέζικο θρόνο, ενώ και
πολλοί ιεράρχες και φεουδάρχες επωφελήθηκαν για να αυξήσουν τις
περιουσίες τους εις βάρος του διαλυμένου τάγματος. Με τον τρόπο
αυτό ο Κλήμης έγραψε το φινάλε της παρουσίας του τάγματος των
φτωχών ιπποτών του Χριστού. Οταν διαλύθηκε, έμεναν ακόμη
λιγότερα από 10 χρόνια για να συμπληρώσει τον δεύτερο αιώνα
''ζωής'' του. Τα περισσότερα από τα υψηλόβαθμα μέλη του
φυλακίστηκαν για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα ή θανατώθηκαν
στην πυρά. Το ''κυνηγητό'' των Ναϊτών συνεχίστηκε για πολύ καιρό.

Οι περισσότεροι συνελήφθησαν και δικάστηκαν στα κατά τόπους


δικαστήρια. Πολλοί κατόρθωσαν να επιβιώσουν είτε εγκαταλείποντας
απλά το τάγμα είτε εντασσόμενοι στους Οσπιταλιέρους. Άλλοι, που
βρέθηκαν αθώοι από τα κατά τόπους δικαστήρια ή προσέφυγαν στην
εκκλησία και έγιναν δεκτοί, κατόρθωσαν μάλιστα να κερδίσουν και μία
αποζημίωση με τη μορφή μίας ισόβιας σύνταξης ή ενός
καταπιστεύματος με το οποίο θα μπορούσαν να συντηρηθούν. Οι
συντάξεις κατά κανόνα ήταν ιδιαίτερα μεγάλες. H αιτία ήταν ότι οι
Ναΐτες διατηρούσαν -από τις μέρες της παντοδυναμίας τους- στενές
σχέσεις με τους κατά τόπους εκκλησιαστικούς λειτουργούς. Αυτοί και
ιδιαίτερα οι Επίσκοποι ήταν αρμόδιοι για την διάθεση των συντάξεων,
οι οποίες ήταν κατά κανόνα γενναιόδωρες μέχρι υπερβολής.

Τόσο γενναιόδωρες που ο Πάπας αναγκάστηκε να ζητήσει από


Επισκόπους στην Γαλλία, την Φλάνδρα, την Αγγλία, τη Γερμανία, την
Ιταλία, την Κύπρο και στην Αραγονία να μειώσουν δραστικά τα
χορηγούμενα ποσά. Όσοι διέφυγαν και δεν κρίθηκαν από κάποιο
δικαστήριο, διατάχθηκαν να εμφανιστούν εντός ενός έτους στις κατά
τόπους εκκλησιαστικές αρχές. Εάν δεν το έπρατταν, θα κηρύττονταν
αιρετικοί και θα αντιμετώπιζαν τις ανάλογες ποινές. H Εκκλησία
περίμενε από τους τέως Ναΐτες που δεν διώχτηκαν, είτε να ενταχθούν
στους Ιωαννίτες είτε να αποσυρθούν σε κάποιο μοναστήρι όπου θα
ζούσαν το υπόλοιπο του βίου τους. Ωστόσο οι περισσότεροι δε
φαίνεται να υπάκουσαν σε αυτήν την προσταγή.

Κάποιοι, μάλιστα, έχασαν το δικαίωμα της σύνταξης εξαιτίας της


άρνησής τους να κλειστούν σε κάποιο μοναστήρι, ενώ κάποιοι άλλοι
εκμεταλλευόμενοι τις γνωριμίες τους κατάφεραν να συνεχίσουν να
παίρνουν τη σύνταξή τους αν και παράκουσαν την Παπική εντολή. Οι
περισσότεροι φαίνεται ότι δημιούργησαν οικογένειες και εντάχθηκαν
κανονικά στις κατά τόπους κοινωνίες. Παρόλα αυτά, η Εκκλησία
θεωρούσε ότι οι Ναΐτες παρά τη διάλυση του τάγματος, συνέχιζαν να
βρίσκονται υπό τους όρκους που είχαν δώσει με την είσοδό τους, για
πενία και αγνότητα. Όμως κάποιοι εκ των πρώην Ναϊτών άλλαξαν
δραματικά ζωή.

Ήδη το Σεπτέμβριο του 1313 ο τέως Διδάσκαλος των Ναϊτών στο


Κορμπερί, Βερνάρδος του Φοντιμπού, εμφανίστηκε στην αυλή του
βασιλιά της Αραγονίας ως πρεσβευτής του Μουσουλμάνου άρχοντα
της Τυνησίας. Σύμφωνα με τους θρύλους πολυάριθμοι Ναΐτες με
ολόκληρο το στόλο τους και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους
δραπέτευσαν στην Σκωτία. Λίγα χρόνια αργότερα θα ανταπέδιδαν τη
χάρη στους Σκωτσέζους άρχοντες που τους καλοδέχτηκαν,
συμμετέχοντας, όπως αναφέρει η παράδοση, με αποφασιστικό τρόπο
στη νικηφόρα μάχη του Μπάνοκμπερν, όπου οι Σκωτσέζοι
επικράτησαν των Άγγλων και κέρδισαν την ανεξαρτησία τους.
Σύμφωνα με άλλους θρύλους, οι Ναΐτες αναχώρησαν για την Αμερική,
με τους κατοίκους της οποίας (υποτίθεται ότι) είχαν ήδη εμπορικές
επαφές για αρκετές δεκαετίες.

Οι Ναΐτες, σύμφωνα με αυτές τις αρκετά μυστικιστικές πεποιθήσεις,


είναι οι ''γενειοφόροι λευκοί Θεοί'' της παράδοσης των Αζτέκων. Άλλοι
θρύλοι θέλουν τους Ναΐτες να επιβιώνουν ως μία μυστική αδελφότητα
στην ίδια την ηπειρωτική Ευρώπη, ακόμη και στη Γαλλία. Ακόμη και
σήμερα υπάρχουν οργανώσεις και σύλλογοι που ''σφετερίζονται'' το
όνομά τους. Όλες αυτές οι οργανώσεις, δίχως εξαίρεση, θεωρούν
εαυτούς ''αυθεντικούς'' συνεχιστές του τάγματος. Όμως ανεξάρτητα με
την τύχη της πλειονότητας των Ναϊτών όλων των βαθμίδων, ο τραγικός
επίλογος της ιστορίας του τάγματος θα γραφόταν τρία χρόνια μετά την
Σύνοδο της Βιέννης. H δίκη του Μεγάλου Μάγιστρου του τάγματος,
Ζακ ντε Μολέ, που είχε ήδη περάσει επτά χρόνια στη φυλακή, ήταν
ένα προσωπικό στοίχημα για το Φίλιππο.

O βασιλιάς της Γαλλίας ήθελε να στείλει τον ντε Μολέ στην πυρά και
φυσικά έσπευσε να πιέσει ώστε η δίκη να γίνει στο Ιλ ντε Φρανς και
συγκεκριμένα στο Παρίσι, ώστε να μπορεί να επηρεάσει το
αποτέλεσμά της. Τόσο ο ντε Μολέ όσο και οι συγκατηγορούμενοί του,
ο Ούγος του Περώ, ο Γοδεφρείδος του Γκονβίλ και ο Γοδεφρείδος του
Σαρνέ, είχαν ''ομολογήσει'', κάτω από το βάρος της φυλάκισης και των
μαρτυρίων που υπέστησαν. Όμως ο Ζακ ντε Μολέ και ο Γοδεφρείδος
του Σαρνέ, την ύστατη ώρα και ενώπιον της ειδικής συνόδου που
συγκάλεσαν στο Παρίσι οι τρεις Καρδινάλιοι που ήταν υπεύθυνοι για
την δίκη, αποφάσισαν να αποσύρουν την ομολογία τους και να
δηλώσουν αθώοι όλων των κατηγοριών.

Την απόφαση για τη μοίρα τους θα λάμβανε ο Γάλλος βασιλιάς, που


ενημερώθηκε για την υπαναχώρησή τους. H ετυμηγορία του Φίλιππου
ήταν η αναμενόμενη: θάνατος στην πυρά και για τους δύο. Ήταν 18
Μαρτίου του 1314 όταν οι δύο ανώτεροι ηγέτες του τάγματος που
είχαν απομείνει εν ζωή παραδόθηκαν στην πυρά στο Ιλ ντε Ζαβιό.
Σύμφωνα με το θρύλο ο Ζακ ντε Μολέ από τη νεκρική πυρά του
καταράστηκε τόσο τον Φίλιππο όσο και τον Κλήμη, καλώντας τους να
παρουσιαστούν μαζί του στην επουράνια κρίση του Θεού μέσα στην
ίδια χρονιά. Πραγματικά, ο Κλήμης άφησε την τελευταία του πνοή το
Σάββατο 20 Απριλίου του 1314, ενώ στις 29 Νοεμβρίου του ίδιου
χρόνου τον ακολούθησε ο Φίλιππος ο Ωραίος.
O οίκος των Καπέτων δεν είχε καλύτερη τύχη, αφού ξεκληρίστηκε μέσα
σε μία γενιά. Με τον τρόπο αυτό τέλειωσε η επίσημη ιστορία του
Τάγματος των Φτωχών Ιπποτών του Χριστού και του Ναού του
Σολομώντα. Όμως ο θρύλος του τάγματος θα επιβίωνε της διάλυσής
του και θα τροφοδοτούσε τη φαντασία ανθρώπων κάθε φυλής,
θρησκείας και φύλου, που ακόμη και σήμερα προσπαθούν να
ανακαλύψουν τους κρυμμένους θησαυρούς και τα τρομερά μυστικά
των λευκοντυμένων ιπποτών που φορούσαν τον κόκκινο σταυρό στο
στήθος.

ΖΑΚ ΝΤΕ ΜΟΛΕ

H τραγική φιγούρα των τελευταίων ημερών του τάγματος. O


τελευταίος μάγιστρος του τάγματος, ο Ζακ ντε Μολέ (Jacques de
Molay), γεννήθηκε περί το 1245 στο Μολέ της Βουργουνδίας, ως γόνος
μίας ήσσονος αριστοκρατικής οικογένειας. Ήταν από τα ελάχιστα μέλη
του τάγματος στην ύστερη περίοδο των Ναϊτών που σταδιοδρόμησαν
κυρίως στην Λατινική Μέση ανατολή (συμπεριλαμβανόμενης της
Κύπρου), αφού μετέβη εκεί από το 1270 όταν είχε μόλις πέντε χρόνια
στην υπηρεσία των Ναϊτών. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη
ζωή και το έργο του ή τις δραστηριότητές του στο πλαίσιο του
τάγματος πριν από την αναρρίχησή του στην πρωτοκαθεδρία του
Ναού, ενώ στα αρχεία δεν φαίνεται να κατείχε κάποια ανώτερη θέση
στην ιεραρχία του τάγματος.

O ντε Μολέ εμφανίζεται στο προσκήνιο μετά την πτώση της ακρας,
όταν φέρεται ως ένας από τους αδελφούς ιππότες που συνόδευσαν
τον τότε Μάγιστρο, Θιμπώ Γκοντέν, στην Κύπρο. O θάνατος του
τελευταίου στις αρχές του 1292 άνοιξε το δρόμο στον ντε Μολέ για την
αρχηγία του τάγματος, καθώς συνεπεία της καταστροφής στην Άκρα,
ένας μεγάλος αριθμός ανώτερων αξιωματούχων του τάγματος είχε
σκοτωθεί και ο ανταγωνισμός ήταν ελάχιστος. H ανακήρυξη του ντε
Μολέ στο ύπατο αξίωμα του Ναού έγινε πριν από τις 20 απριλίου,
όπως δείχνει ένα έγγραφο του βασιλιά της αραγονίας με αυτή την
ημερομηνία, που τον αναγνωρίζει ως Μέγα Μάγιστρο.

O ντε Μολέ ήταν επί της ουσίας ένας Ναΐτης ''παλαιάς σχολής'', που
αδυνατούσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και προσπάθησε να
περισώσει ό,τι ήταν δυνατόν, δίχως να εξετάσει την αναγκαιότητα
αλλαγής της φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα του τάγματος, παρότι
σύμφωνα με κάποιες πηγές προσπάθησε να προχωρήσει σε κάποιες
μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ωστόσο έμειναν ημιτελείς. Με την ανάληψη
των καθηκόντων του, άρχισε να αναλώνεται σε μία προσπάθεια να
εξασφαλίσει βοήθεια από τη δυτική Χριστιανοσύνη τόσο για να
ενδυναμώσει την κυριαρχία των Ναϊτών, που πλέον φιλοξενούνταν
στην Κύπρο, όσο και για μία απόπειρα ανακατάληψης των αγίων
τόπων.

Μία μακρά περιοδεία στην ευρώπη που ξεκίνησε το 1293, τον έφερε
σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες της ευρώπης εκείνου του
καιρού, όπως τον Πάπα Βονιφάτιο, το βασιλιά της Αγγλίας εδουάρδο
και τον Κάρολο της Νάπολης. Σε μία σύνοδο του τάγματος που
πραγματοποιήθηκε το 1293 στο Μοντπελιέ, ο ντε Μολέ προσπάθησε
να περάσει μία σειρά από μεταρρυθμίσεις στο χαρακτήρα του
τάγματος, με ελάχιστη επιτυχία. Ανάλογη απόπειρα με επίσης πενιχρά
αποτελέσματα έκανε το 1296 σε μία νέα σύνοδο στην Αρλ. Όταν
επέστρεψε στην Κύπρο, ο ντε Μολέ είχε να αντιμετωπίσει πολλά
προβλήματα.

Κάποια από αυτά αφορούσαν στις συνεχιζόμενες ενδοχριστιανικές


έριδες, τη συνέχεια εκείνων που είχαν καταδικάσει τις χριστιανικές
ηγεμονίες της Ουτρεμέρ. το ίδιο το τάγμα φαίνεται να είχε
προβλήματα με το βασιλιά της Κύπρου, Ερρίκο B' και ο ντε Μολέ
χρειάστηκε αρκετές φορές να τηρήσει σθεναρή στάση για να
υπερασπιστεί τα συμφέροντα των Ναϊτών, που στην πράξη συνέχισαν
να συμπεριφέρονται ως κράτος εν κράτει. H διπλωματική αδεξιότητα
του ντε Μολέ φάνηκε κυρίως στην αντιμετώπιση από μέρους του της
επαναφοράς της πρότασης για συγχώνευση των Ναϊτών με τους
Ιωαννίτες. O ντε Μολέ ανάλωνε τις προσπάθειές του σε ατελέσφορες
διαπραγματεύσεις για την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων.

H σημαντικότερη από αυτές ήταν η απόπειρα συνεννόησης με το


Ιλχανάτο των Μογγόλων, που αντιμετώπιζαν τον καιρό αυτό τους
Μαμελούκους της Αιγύπτου. H κλήση του ντε Μολέ στη Γαλλία για να
συσκεφθεί με τον Πάπα και τον αρχηγό των Οσπιτελιέρων για τη
δυνατότητα νέας σταυροφορίας ήταν η αρχή του τέλους τόσο για το
τάγμα, όσο και για το Μάγιστρό του. O ίδιος ο ντε Μολέ συνελήφθη
στο Παρίσι όπου είχε πάει για την κηδεία της Αικατερίνης των Βαλουά.
Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων ο ντε Μολέ ομολόγησε ότι μέρος της
τελετής εισδοχής ενός νέου μέλους στο τάγμα αποτελούσε η άρνηση
του Χριστού και η ποδοπάτηση του σταυρού, κάτι που είχε
τρομακτικές επιπτώσεις στην ήδη ''τραυματισμένη'' εικόνα του
τάγματος.

O ντε Μολέ μαζί με ακόμη με άλλους τρεις ανώτερους αξιωματούχους


του Ναού, καταδικάστηκαν στις 18 Μαρτίου του 1314 σε ισόβια
δεσμά, αλλά η επιμονή του στην αθωότητα του τάγματος για τις
κατηγορίες που του είχαν προσάψει, ώθησε τον Φίλιππο να διατάξει
να ριχθεί στην πυρά. H ποινή εκτελέστηκε το ίδιο βράδυ στο Ιλ ντε λα
Σιτέ, όπου κάηκαν στην πυρά ο Ζακ ντε Μολέ και ο Γοδεφρείδος του
Σαρνέ. την ώρα που ο ντε Μολέ βρισκόταν στην πυρά, σύμφωνα με
έναν δημοφιλή μύθο, καταράστηκε τον Φίλιππο και τους απογόνους
του.

Πολλοί θεώρησαν ότι πρόκειται για πραγματική κατάρα, με δεδομένο


ότι μετά το θάνατο του Φίλιππου -λίγο καιρό μετά την εκτέλεση του
ντε Μολέ- οι τρεις γιοι του τον διαδέχθηκαν κατά σειρά μέσα σε 14
μόλις χρόνια στο θρόνο, ενώ με τον τελευταίο εξ αυτών έσβησε και η
δυναστεία των Καπέτων μοναρχών. Οι Γάλλοι ονόμασαν τους
τελευταίους Καπέτους Rois Maudits (''Καταραμένοι Μονάρχες'').
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΙΠΠΟΤΩΝ ΤΟΥ
ΧΡΙΣΤΟΥ

ΟΙ ΝΑΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Το Βασίλειο της Κύπρου ήταν ένα Σταυροφορικό Βασίλειο κατά την


περίοδο του Μεσαίωνα. Ιδρύθηκε το 1197, έξι χρόνια μετά από την
κατάληψη της Κύπρου από τον Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο το 1191, κατά
την Γ' Σταυροφορία. Καταλύθηκε όταν το 1489 η Βασίλισσα Αικατερίνη
Κορνάρο παραχώρησε, ως κληρονομιά, το νησί στη Βενετία. Κατά την
Γ' Σταυροφορία ο στόλος του Ριχάρδου μετά από μία καταιγίδα
προσορμίστηκε στην Κύπρο. Είχαν χάσει μερικά καράβια από την
καταιγίδα, και σε ένα από αυτά βρίσκονταν η Ιωάννα, η Βερεγγάρια
(μέλλουσα σύζυγος του Ριχάρδου) και ένα μεγάλο τμήμα των
χρημάτων που είχαν συγκεντρωθεί για τη σταυροφορία. Λίγες ημέρες
αργότερα ανακάλυψαν ότι οι επιβάτες είχαν αιχμαλωτιστεί από τον
ηγεμόνα της Κύπρου, τον Ισαάκιο Κομνηνό, τον άνθρωπο που
απόσχισε την Κύπρο από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Ριχάρδος
κυρίευσε την Κύπρο, απελευθέρωσε τους δικούς του, αιχμαλώτισε τον
Ισαάκιο Κομνηνό και πούλησε αμέσως το νησί στους Ναΐτες Ιππότες...

Ένα χρόνο αργότερα οι Ναΐτες Ιππότες επέστρεψαν το νησί στον


Ριχάρδο, μετά από εξέγερση των κατοίκων κατά της σκληρής
διακυβέρνησης και της βαριάς φορολογίας που είχαν επιβάλει, την
οποία κατέπνιξαν το Πάσχα του 1192. Ο Ριχάρδος το πούλησε στον
έκπτωτο Γάλλο βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκι ντε Λουζινιάν, σαν
αντάλλαγμα για την παραίτησή του από τα δικαιώματά του στο
Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Το1197, όταν στην εξουσία ήταν ο αδελφός
του Γκι, ο Αμωρί ή Αμάλριχος, η Κύπρος αναγνωρίστηκε ως Βασίλειο.
Το Βασίλειο της Κύπρου αποδείχθηκε το μακροβιότερο από τις
κατακτήσεις των Σταυροφόρων, μέχρι το 1489 και κρατήθηκε ως
Βενετική κτήση μέχρι το 1571, όταν έπεσε στα χέρια των Τούρκων.

Στη διάρκεια του πρώτου αιώνα των Σταυροφοριών, η Κύπρος


αποτελούσε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το 1184, ο Ισαάκ
Δούκας Κομνηνός, κυβερνήτης της Αρμενίας, ο οποίος είχε ήδη, κατά
το παρελθόν, επιχειρήσει να ανεξαρτητοποιηθεί, αναγκάστηκε να βρει
καταφύγιο στην Κύπρο. Με ψευδή αυτοκρατορικά έγγραφα,
κατόρθωσε να αναγνωριστεί ως κυβερνήτης του νησιού από τι τοπικές
αρχές, και σύντομα κατέστη αυτόνομος, και στη συνέχεια
αυτοανακηρύχτηκε Αυτοκράτορας της Κύπρου. Η Αυτοκρατορία
επεχείρησε να επανακτήσει τον έλεγχο της Κύπρου, αλλά ο Βυζαντινός
στόλος που επέδραμε, απωθήθηκε από στολίσκο που έστειλε ο
Βασιλιάς της Σικελίας, Γουλιέλμος Β' ο Καλός.

Ιστορικά Στοιχεία

Στη διάρκεια της Γ' Σταυροφορίας, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος,


αλλάζοντας πορεία λόγω καταιγίδας, έφτασε στην Κύπρο, όπου ο
Ισαάκ Κομνηνός επέταξε ένα από τα πλοία του ως ναύλα. Ο Ριχάρδος,
τότε, αποβίβασε το στράτευμά του και νίκησε, χωρίς ιδιαίτερη
δυσκολία, τον Ισαάκ Κομνηνό, και στη συνέχεια κατέλαβε σε σύντομο
χρονικό διάστημα το σύνολο του νησιού (τέλη Μαρτίου 1191). Καθώς
δεν ήξερε τι να κάνει την νέα του αυτή κατάκτηση, ο Ριχάρδος την
πούλησε στο Τάγμα των Ναϊτών, το οποίο κατέστειλε, με ιδιαίτερα
βίαιο τρόπο, την εξέγερση του ντόπιου πληθυσμού αλλά επέστρεψαν
το νησί στον Ριχάρδο.

Ο οποίος υποχρεώθηκε να τους επιστρέψει στο χρηματικό ύψος της


μεταξύ τους συναλλαγής (συν μια οικονομική για την καταστολή της
εξέγερσης του Ελληνικού πληθυσμού). Τελικώς, ο Ριχάρδος
μεταπώλησε το νησί στον Γκι ντε Λουζινιάν, ο οποίος είχε εκδιωχθεί
από το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ από τους ίδιους τους βαρόνους του.
Ο Γκι εγκαταστάθηκε με τριακόσιους ιππότες και διακόσιους
ιπποκόμους, οι οποίοι είχαν μόλις χάσει τις κτήσεις τους, λόγω των
κατακτήσεων του Σαλαντίν στους Αγίους Τόπους. Ο Γκι ντε Λουζινιάν
πέθανε τον Απρίλιο του 1194 : Ο αδερφός του, Αμωρί τον διαδέχτηκε.
Δίκαιος και σοφός διοικητής, ξεκίνησε από την αναδιανομή των
φέουδων ώστε να διατηρήσει στην κατοχή του επαρκές σε έκταση
γαίες.

Στην συνέχει ανέλαβε την διαμόρφωση της εκκλησιαστικής διοίκησης:


Ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Αγία Έδρα για την δημιουργία
Λατινικής αρχιεπισκοπής στην Λευκωσία και τριών επισκοπών στην
Πάφο, την Λεμεσό και την Αμμόχωστο. Τέλος, ξεκαθάρισε το καθεστώς
του νησιού: Ο αδερφός του, Γκι είχε διατελέσει ως βασιλιάς, με την
έγκριση της Γαλλίας, καθώς δεν ήταν παρά ένας απλός άρχοντας του
νησιού. Ο Αμωρί απευθύνθηκε στην Αγία Έδρα και την Αγία Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία, και έλαβε το 1195 από τον Αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ' τον
τίτλο του Βασιλιά της Κύπρου. Μέσω γάμου, ο Αμωρί έγινε επίσης
Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, αλλά τα δύο βασίλεια χωρίστηκαν με τον
θάνατό του το 1205.

Ο γιος του, Ούγος Α' τον διαδέχτηκε στην Κύπρο, αλλά πέθανε σε
ηλικία, μόλις, 23 ετών το 1218, αφήνοντας πίσω του έναν γιο ηλικίας
εννέα μηνών, τον Ερρίκο Α'. Η βασιλομήτωρ, Αλίκη της Καμπανίας,
ανέθεσε την αντιβασιλεία στον Ζαν ντ' Ιμπελάν, τον οποίον διαδέχτηκε
ο Ζαν ντ' Ιμπελάν το 1227. Στις 21 Ιουλίου 1228, ο Αυτοκράτορας
Φρειδερίκος Β', ως επικεφαλής της ΣΤ' Σταυροφορίας, αποβιβάστηκε
στην Λεμεσό. Ως ανώτατος άρχοντας του βασιλείου, απαίτησε να
αναλάβει την αντιβασιλεία. Η αυταρχική αυτή συμπεριφορά είχε ως
αποτέλεσμα της οργή των τοπικών ευγενών εναντίον του.

Και ο Πόλεμος των Λομβαρδών ξεκίνησε μεταξύ των εκπροσώπων του


Αυτοκράτορα, από την μία πλευρά, και τους βαρόνους της Κύπρου και
της Συρίας από την άλλη, ο οποίος δεν σταμάτησε παρά μόνο το 1233
με την νίκη των βαρόνων, υπό την ηγεσία του Ερρίκου Α', ο οποίος είχε
μόλις ενηλικιωθεί, και του Ζαν ντ' Ιμπελάν. Το 1247, ο Πάπας
Ιννοκέντιος Δ', απείλαξε το Βασίλειο από κάθε απόδοση τιμών στην
Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Ερρίκος Α' πέθανε το 1253, κι έπειτα ο
γιος του, Ούγος Β' το 1267. Το στέμμα πέρασε τότε στον ξάδερφό του,
Ούγο Γ'. Ο Ούγος Γ' κληρονόμησε, επίσης, το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ
και επεχείρησε να αγωνιστεί για την επιβίωσή του.

Αλλά απέναντι στην αντίδραση ορισμένων βαρόνων - υποστηρικτών


του Καρόλου του Ανζού και αυτή των "Λατίνων" βαρόνων της Κύπρου,
οι οποίοι ανέφεραν ότι αδυνατούσαν να τον υπηρετήσουν εκτός του
νησιού, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο γιος του, Ερρίκος Β' της
Κύπρου κατάφερε να αναγνωριστεί ως Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, αλλά
δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατάληψη του Αγίου Ιωάννη της
Άκρας στην ηπειρωτική χώρα, που σηματοδότησε και το τέλος του
Βασιλείου της Ιερουσαλήμ.
Στην ίδια την Κύπρο, ξεκίνησε, τότε, μια περίοδος διαμάχεων μεταξύ
του Βασιλιά και των ευγενών του Βασιλείου, στην διάρκεια της οποίας
βασιλείς εκθρονίστηκαν (Ερρίκος Β') ή δολοφονήθηκαν (Αμωρί Β',
Πέτρος Α') και το Βασίλειο της Κύπρου έχασε την ανεξαρτησία του,
μεταβαλλόμενο σε προτεκτοράτο της Γένοβας, και μετέπειτα της
Βενετίας. Η τελευταία εκθρόνισε και την τελευταία βασίλισσα,
Αικατερίνη Κορνάρο, το 1489. Η Βενετία διατήρησε στην κατοχή της το
νησί επί 82 έτη.

Το Τάγμα των Ναϊτών στην Κύπρο

Το τάγμα των Ναϊτών ιδρύθηκε το 1118 από λίγους Γάλλους


σταυροφόρους ιππότες στα Ιεροσόλυμα, που βρίσκονταν τότε υπό την
κατοχή των σταυροφόρων της Δύσης. Επικεφαλής της μικρής αυτής
ομάδας ήταν ο ιππότης Ούγος ντε Παγιέν (de Payens) και σκοπός της
ήταν η προστασία των Ιεροσολύμων αλλά και των Χριστιανών
προσκυνητών. Ο τότε βασιλιάς του βασιλείου των Ιεροσολύμων
Βαλδουίνος Β' παραχώρησε στον πρώτο αυτό πυρήνα του τάγματος ως
στέγη μια πτέρυγα του παλατιού του, που θεωρούνταν ότι ήταν
κτισμένη πάνω στα ερείπια του περίφημου ναού του Σολομώντα, από
όπου προήλθε και η ονομασία Ναΐτες. Συγκεκριμένα τους είχε
παραχωρηθεί ο χώρος όπου βρισκόταν το τέμενος Κουβάτ ες-Σάχρα
που πιστευόταν ότι είχε διαδεχτεί το ναό του Σολομώντα.

''Οι Fréres Templiers, τάγμα στρατιωτικον καi θρησκευτικον,


προσλαβòv το όνομα αύτου έκ του Ναού του Σολομώντος˙ κατά τον
υπό του Αγίου Βερνάρδου συνταχθέντα κανονισμόν, ol Ναΐται
υπεχρεουντο να μή άποφεύγωσι την μάχην και κατά τριπλάσιων ετι
εχθρών, να μη εχωσι ποτέ διαρκή τόπον διαμονής, καΐ να μή δίδωσι
ποτέ λύτρα. Το τάγμα τούτο βαθμηδόν κατέστη πλουσιώτατον και
ισχυροτατον, διότι - Αριθμεί έννεακισχιλίας οικοδομας ας έκέκτητο είς
διάφορα μέρη, προς δέ κατείχε το βασίλειον της Κύπρου και μέγα
μέρος ττς Συρίας. Ο της Αραγώνος βασιλεύς 'Αλφόνσος θανών τω
εκληροδοτησε το βασίλειόν του δλόκληρον· άλλ' ο λαός
επαναστατήσας ακύρωσε τήν διαθήκην του''.

Αργότερα ο αριθμός των Ναϊτών ιπποτών άρχισε να πληθαίνει, ιδίως


μετά την προπαγάνδα, υπέρ του τάγματος, του αγίου Βερνάρδου του
Κλερβό ο οποίος διατύπωσε σε τυπικό και τους κανόνες διαβίωσης των
μελών του τάγματος. Έτσι, σε σχετικά σύντομο διάστημα το τάγμα των
Ναϊτών έγινε ένα πολύ ισχυρό στρατιωτικό σώμα που συγκέντρωσε και
αργότερα ο αριθμός των Ναϊτών ιπποτών άρχισε να πληθαίνει, ιδίως
μετά την προπαγάνδα, υπέρ του τάγματος, του αγίου Βερνάρδου του
Κλερβό ο οποίος διατύπωσε σε τυπικό και τους κανόνες διαβίωσης των
μελών του τάγματος.

Έτσι, σε σχετικά σύντομο διάστημα το τάγμα των Ναϊτών έγινε ένα


πολύ ισχυρό στρατιωτικό σώμα που συγκέντρωσε και τεράστιο πλούτο
και απέκτησε κτήματα και άλλες περιουσίες σε πολλές χώρες της
Ευρώπης. Στην απόκτηση της τεράστιας δύναμής του συνέβαλε
αποφασιστικά η παπική εύνοια. Ο πάπας, με βούλα του, είχε
καταστήσει το τάγμα ανεξάρτητο που δεν υπαγόταν στην εξουσία
κανενός εκκλησιαστικού αξιωματούχου παρά ήταν υπόλογο μόνο στον
ίδιο. Του παραχώρησε ακόμη και άλλα σημαντικά προνόμια, όπως το
δικαίωμα να διατηρεί δικούς του εξομολογητές. Το απάλλαξε, επίσης,
από κάθε είδους φορολογία. Η οργάνωση του τάγματος ήταν αυστηρά
ιεραρχημένη και επικεφαλής ήταν ο λεγόμενος μέγας μάγιστρος, με
βαθμό ηγεμόνα.

Το 1260 η δύναμη του τάγματος έφτανε στους 20.000 ιππότες. Η έδρα


του τάγματος ήταν στα Ιεροσόλυμα, αφού κύριος σκοπός του, εκτός
από το μοναχικό βίο, ήταν σύμφωνα με το καταστατικό που
συντάχτηκε το 1128, η δια των όπλων υπεράσπιση του Αγίου Τάφου
μπροστά στην απειλή από τους μη Χριστιανούς. Όμως μετά τον
εκτοπισμό των Χριστιανών από τη Συρία και την Παλαιστίνη και την
επικράτηση και πάλι των Μωαμεθανών, εκτοπίστηκαν από εκεί και οι
Ναΐτες που το 1291 μετέφεραν την έδρα του τάγματός τους στην
Κύπρο. Οι Ναΐτες ιππότες, όταν ακόμη το τάγμα τους δεν ήταν τόσο
πολύ ισχυρό, ήταν οι πρώτοι που εγκαθίδρυσαν δυτικού τύπου
διοίκηση στην Κύπρο, το 1191.
Το χρόνο αυτό, αφού το νησί κατακτήθηκε από το βασιλιά της Αγγλίας
Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο που τερμάτισε οριστικά τη βυζαντινή
κυριαρχία νικώντας τον ηγεμόνα της Κύπρου Ισαάκιο Κομνηνό, και
αφού λεηλατήθηκε άγρια, πουλήθηκε στους Ναΐτες στην τιμή των
100.000 βυζαντίων. Το τάγμα των Ναϊτών έστειλε τότε στην Κύπρο
μικρή δύναμη ιπποτών του, υπό την αρχηγία του Αρνό ντε Μπουχάρ.
Υπολογίζεται ότι η μικρή αυτή στρατιωτική δύναμη του τάγματος είχε
εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα Λευκωσία, χρησιμοποιώντας ως έδρα
της το κάστρο των Βυζαντινών που όμως δε γνωρίζουμε που ακριβώς
βρισκόταν. Η διοίκηση, την οποία επέβαλαν στην Κύπρο, ήταν
ιδιαίτερα σκληρή και καταπιεστική απέναντι στο ντόπιο πληθυσμό.

Προφανώς προσπάθησαν, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίσουν από το


υστέρημα του λαού το μεγάλο χρέος τους στο Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο
από τον οποίο είχαν αγοράσει το νησί και στον οποίο είχαν
προκαταβάλει 40.000 βυζάντια και χρωστούσαν τις υπόλοιπες 60.000.
Η σκληρότητά τους δεν άργησε να οδηγήσει το λαό σε εξέγερση,
βασικά το λαό της Λευκωσίας που φαίνεται ότι είχε ενισχυθεί και από
άλλους από τις γύρω περιοχές. Οι Ναΐτες κλείστηκαν στο κάστρο της
Λευκωσίας όπου και πολιορκήθηκαν από το λαό. Το Πάσχα όμως του
1192 (5 Απρίλη) και ύστερα από ολονύκτιες ιεροτελεστείες, οι Ναΐτες
έκαναν έξοδο κι έπεσαν στο πλήθος.

Οι Κύπριοι είχαν υποτιμήσει τη μικρή δύναμη των Ναϊτών και πολλοί


είχαν, εξάλλου, γλεντήσει και μεθύσει εκείνη την ημέρα του Πάσχα.
Έτσι ο λαός της Λευκωσίας αιφνιδιάστηκε και σκορπίστηκε. Οι
σιδερόφρακτοι Ναΐτες έπεσαν πάνω στους συγκεντρωμένους και σε
ολόκληρη την πόλη συνέβη τρομερή σφαγή, τόση ώστε το αίμα έρεε
στον ποταμό Πεδιαίο, όπως γράφει ο Φλώριος Βουστρώνιος.
Ακολούθησε ''η λύπη και το κλάμαν'', όπως γράφει ο Λεόντιος
Μαχαιράς. Οι ολιγάριθμοι Ναΐτες κατόρθωσαν να επιβληθούν. Ήταν
όμως φανερό ότι δε θα μπορούσαν πια με τις μικρές τους δυνάμεις να
κρατήσουν για πολύ την Κύπρο.

Και γιατί το μίσος του λαού πολλαπλασιάστηκε και γιατί δε θα


μπορούσε να πετύχει ξανά ένας αιφνιδιασμός και γιατί ήταν αδύνατο
να ελέγχεται ολόκληρο το νησί και γιατί μεταξύ αυτών και του λαού
υπήρχε τώρα ποταμός αίματος. Δεν μπόρεσαν, λοιπόν, να κρατήσουν
την Κύπρο ούτε για ένα χρόνο από τότε που την είχαν αγοράσει.
Αμέσως ακύρωσαν τη συμφωνία τους με το Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο
και του επέστρεψαν το νησί. Έτσι, ο Άγγλος βασιλιάς αναζήτησε άλλο
αγοραστή. Ο δεύτερος που βρέθηκε ήταν ο Γάλλος ευγενής Γκι
(Γουΐδος) ντε Λουζινιάν, ο οποίος και είχε συμβάλει τον προηγούμενο
χρόνο στην κατάληψη της Κύπρου.
Ο Γκι ντε Λουζινιάν αγόρασε την Κύπρο στην ίδια τιμή (100.000 χρυσά
βυζάντια), πληρώνοντας ως προκαταβολή 40.000 (ποσό που
επιστράφηκε στους Ναΐτες) κι αναλαμβάνοντας έναντι του Ριχάρδου το
υπόλοιπο χρέος των 60.000. Το χρέος πληρώθηκε στα επόμενα χρόνια
από τον ίδιο το Γκι και τον αδελφό του Αμορί. Ο Γκι ντε Λουζινιάν είναι
ο ιδρυτής της δυναστείας των Λουζινιανών βασιλιάδων της Κύπρου
που κυβέρνησαν το νησί για τους επόμενους τρεις περίπου αιώνες,
κατά την περίοδο δηλαδή που είναι γνωστή ως φραγκοκρατία (1192 -
1489). Ωστόσο ο ίδιος ο Γκι ντε Λουζινιάν δεν έγινε βασιλιάς της
Κύπρου επειδή πέθανε δύο μόνο χρόνια αργότερα, το 1194, πριν
προλάβει να οργανώσει το νησί σε βασίλειο.

Ο Γκι, που το 1180 είχε γίνει κόμης της Γιάφφα και της Ασκαλώνας, είχε
στεφτεί βασιλιάς των Ιεροσολύμων το 1186, αλλά έχασε το βασίλειο
εκείνο το 1192, οπότε και αγόρασε την Κύπρο. Έτσι, αν και οι απόγονοί
του έγιναν βασιλιάδες του νησιού, ο ίδιος πρόλαβε να πάρει μόνο τον
τίτλο του κυρίου της Κύπρου. Την Κύπρο οργάνωσε σε βασίλειο ο
αδελφός του Αμορί, που επίσημα αναγνωρίστηκε ως τέτοιο το 1197.

Οι Δίκες και ο Αφανισμός των Ναϊτών Ιπποτών στη Γαλλία και στην
Κύπρο

Οι Ναΐτες Ιππότες υπήρξαν ένα στρατιωτικοθρησκευτικό τάγμα που


ιδρύθηκε το 1119 στους Αγίους Τόπους. Σκοπός τους ήταν η
απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από από τους Άραβες και
Μαμλούκους. Στην διάρκεια του 12ου και 13ου αιώνα αποδείχτηκαν
ένα πολύ ισχυρό και αποτελεσματικό όπλο με πειθαρχημένο στρατό
που συνδύαζε την θρησκευτική προσήλωση με την μαχητική
ικανότητα. Χάρις στις σταυροφορίες συγκέντρωσαν μεγάλο πλούτο
στην Παλαιστίνη και Συρία, όπως και στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη
Γαλλία όπου μονάρχες και Πάπες να τους παραχωρούν ξεχωριστά
προνόμια και απαλλαγή από φόρους.

Στο τέλος δρούσαν σαν τραπεζίτες επί μεγάλης κλίμακας και ενίοτε
ήσαν ο δανειστικός οργανισμός προς τους Βασιλείς όσο και στους
Πάπες. Ένα μεγάλο μέρος του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ
Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αιγύπτου διεξήγετο από τους Ναΐτες με
δικά τους πλοία. Η αριθμητική δύναμη των Ναϊτών δεν ήταν μεγάλη.
Στα μέσα του 13ου αιώνα οι Ιππότες δεν ξεπερνούσαν τους είκοσι
χιλιάδες άντρες. Στη διάρκεια των δύο αιώνων της παρουσίας τους
έχασαν τη ζωή τους στις μάχες στη Μέση Ανατολή πάνω από είκοσι
χιλιάδες. Ήταν καλά εκγυμνασμένοι για τον πόλεμο και μπορούσαν ν’
αντιμετωπίσουν πολυάριθμο στρατό, καβαλάρηδες στα άλογά τους.

Ζούσαν ομαδικά, χωρίς συζύγους, στο ίδιο στρατόπεδο και με τον ίδιο
τρόπο, και ήταν αδέλφια στον πόλεμο και στην ειρήνη. Επίσημα οι
εχθροί των Ναϊτών ήσαν οι Μουσουλμάνοι αλλά πολλές φορές
συγκρούονταν με χριστιανούς βασιλείς και ηγεμόνες. Η ζωή τους ήταν
σκληρή, σπαρτιατική και έχαιραν φήμης πως πολεμούσαν μέχρι
τελικής πτώσεως σαν ιεροπολεμικό τάγμα. Το μεγαλύτερο μέρος της
εκπαίδευσής τους ήταν να πολεμούν έφιπποι. Το σπουδαιότερο ήταν
πειθαρχημένοι, σκληροί πολεμιστές με αρχές. Η οικονομική
δραστηριότητα των Ναϊτών προκαλεί μέχρι σήμερα θαυμασμό καθ’ ότι
είχαν οργανώσει ένα τεράστιο οικονομικό και τραπεζικό σύστημα.
Όπου κάλυπτε όλο το φάσμα των οικονομικών δραστηριοτήτων των
τραπεζών, δανειστικό, φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων, καταθέσεων
κ.λπ. Μια από τις σημαντικότερες υπηρεσίες που πρόσφεραν ήταν η
χρήση των Ναϊτικών κτιρίων για την προστασία και φύλαξη εγγράφων,
συμφωνιών, διαθηκών, ενέχυρο δανείων, δωρεές. Η διαχείριση των
επιχειρήσεων αυτών βρισκόταν στα χέρια ικανών και ειδικών
οικονομολόγων. Οι Άγγλοι βασιλείς χρησιμοποιούσαν το Ναϊτικό
ίδρυμα στο Παρίσι σαν θησαυροφυλάκιο. «Βρισκόμαστε μπροστά στις
πρώτες τραπεζιτικές εργασίες και οι Ναΐτες ήταν οι πρωτοπόροι του
σύγχρονου τραπεζικού συστήματος».

Οι κατά καιρούς σταυροφορίες στους Αγίους Τόπους, πρώτη


σταυροφορία 1095, κατάφεραν στην αρχή να καταλάβουν την
Ιερουσαλήμ 15 Ιουλίου του 1099 από τους Μουσουλμάνους και να
δημιουργήσουν το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Ταυτόχρονα
δημιούργησαν διάφορους προμαχώνες και στρατιωτικές βάσεις σε
περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης, όπως τα κομητεία και πριγκηπάτα
της Τρίπολης, της Αντιόχειας, την Κομητεία της Έδεσσας, που στην
πραγματικότητα κυβερνούσε μια ολιγαρχία από Φράγκους ευγενείς.
Στις δεκαετίες 1220 και 1230 οι Ναΐτες επεκτάθησαν στην περιοχή
Χαλεπίου, διατηρώντας μια βάση ημιανεξάρτητη, και έκαναν ό,τι
ήθελαν, παίζοντας τον ρόλο της φύλαξης των κάστρων και πολεμώντας
ενάντια στις συχνές επιθέσεις των Μουσουλμάνων.

Η Άκρα κατέστη μεγάλο εμπορικό κέντρο, ισάξιο της Αλεξάνδρειας και


της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί ευγενείς στη περιοχή έκτιζαν κάστρα
και πολυτελή παλάτια. Από την Άκρα εξάγονταν προς την Ευρώπη
ζάχαρη, μπαχαρικά, βαφικά υλικά και εξωτικά προϊόντα. Ο πλούτος
που απέφερε το εμπόριο, οι κτηματικές περιουσίες και η απαλλαγή
οποιονδήποτε φόρων, επέτρεψαν στους Ναΐτες να συσσωρεύσουν
μεγάλο πλούτο, προκαλώντας αισθήματα φθόνου και μνησικακίας από
ανθρώπους στην Ευρώπη, κατηγορώντας τους Ναΐτες για φιλαργυρία.
Στην πραγματικότητα οι Ναΐτες ξόδευαν σημαντικό μέρος του πλούτου
τους στην συντήρηση τόσο των κάστρων όσο και των νεοσυλλέκτων,
και των αλόγων τους.

Το Τάγμα ξόδευε μεγάλα ποσά επίσης για την συντήρηση του


αρχηγείου τους στη πόλη Άκρα που σχημάτιζε μια οχυρωμένη έκταση
αρκετών τετραγωνικών μέτρων, όπως και για την άμυνα της πόλης της
Άκρας και την συντήρηση των τειχών της πόλεως που ήταν πολύ
χοντρά, πάχους είκοσι οκτώ ποδών με πύργους, και τέλος την
συντήρηση των ανακτόρων με τα γνωστά χρυσά λιοντάρια στην είσοδο
του παλατιού. Είναι εδώ που οι Ναΐτες φύλαγαν τους θησαυρούς τους.
Τα μικρά αυτά κρατίδια των Σταυροφόρων, γεωγραφικά εντοπισμένα
στην Μέση Ανατολή, με το βλέμμα όμως στραμμένο στη Δύση,
διαθέτοντας ισχυρούς υποστηρικτές στη Δύση αλλά και μεγάλους
γειτονικούς εχθρούς, τελικά δεν κατάφεραν να επιζήσουν και, με την
πτώση της Άκρας το 1291, που επεσημάνθηκε και το οριστικό τέλος της
παρουσίας τους στην περιοχή.

Οι λόγοι της κατάρρευσης αυτού του αφύσικου καθεστώτος υπήρξαν


κατά πρώτο λόγο γεωγραφικοί, και κατά δεύτερο διπλωματικοί. Οι
σταυροφόροι δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν και να αναπτύξουν
καλές σχέσεις με την Αίγυπτο και το Βυζάντιο, ενώ η Δύση ήταν αρκετά
μακρυά, για να τους παρέχει την αναγκαία στρατιωτική και
διπλωματική βοήθεια, ικανή να τους διασώσει από τον αφανισμό. Ο
τρίτος λόγος ήταν δημογραφικός. Οι Φράγκοι στην περιοχή
αποτελούσαν μια μειοψηφία έναντι στην πλειοψηφία των κατοίκων
της περιοχής που ανήκε στο ορθόδοξο δόγμα ή ήταν Μουσουλμάνοι,
που ποτέ οι Φράγκοι ευγενείς φεουδάρχες δεν κατόρθωσαν να τους
θεωρήσουν ίσους πολίτες και να τους ενσωματώσουν.

Μετά την πτώση της Άκρας, το αρχηγείο των Ναϊτών μεταφέρθηκε


στην Κύπρο. Ο Βασιλιάς Ερρίκος ΙΙ ανησύχησε τα μέγιστα για τη μαζική
άφιξη των Ναϊτών στη νήσο. Στη γενική συνέλευση που κάλεσαν οι
Ναΐτες στη Λευκωσία, παρακολούθησαν τετρακόσιοι Ναΐτες, ιππότες,
υπαξιωματικοί και απλοί στρατιώτες. Άρχων Μάγιστρος εξελέγη το
1293 ο Ιάκωβος Μολέ, σε αντικατάσταση του προηγούμενου
Μάγιστρου που έπεσε υπερασπιζόμενος τα τείχη της Άκρας. Ο Μολέ
είχε άριστες σχέσεις με όλους τους μονάρχες της Ευρώπης, όπως και
με τον Πάπα Βονιφάτο. Ο Πάπας εξέδωσε μια βούλα που
περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, πως οι Ναΐτες θα συνέχιζαν να έχουν τα
ίδια προνόμια, που απολάμβαναν και στην Κύπρο.
Και ιδιαίτερα θα απαλλάσσονταν από φόρους και πως θα μπορούσαν
να διεξάγουν το εξαγωγικό εμπόριο στα λιμάνια της Μέσης Ανατολής
και Αιγύπτου με τις δικές τους γαλέρες. Ταυτόχρονα όμως άρχισαν να
διαδίδονται, από κάποιους εκδιωχθέντες από το Τάγμα, διάφοροι
ισχυρισμοί ενάντια στους Ναΐτες για φιλαργυρία, απάρνηση του
Χριστού και σοδομισμό. Ένας απ’ αυτούς ο Εσκουΐν του Φλοράϊν,
ηγούμενος της Μονής Μουφοκόν, μετέφερε τις κατηγορίες αυτές στο
Βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο ΙV, τον Ωραίο, και αυτός με την σειρά του
τις ανέφερε στον Πάπα Κλήμη Ε' το 1305. Ο Πάπας σε κατάσταση σοκ
έγραφε στον Βασιλιά: «Μετά δυσκολίας θα μπορούσε ο νους μας να
πιστεύσει αυτά τα πολλά και ανήκουστα πράγματα για τον Ναό»
(Ναΐτες) δίδοντας οδηγίες για την διεξαγωγή έρευνας.

Στο μεταξύ ο Ιάκωβος Μολέ, ο Άρχων Μάγιστρος, στις 12 Οκτωβρίου


1307 ταξίδευσε από την Κύπρο στο Παρίσι για να παραστεί στην
κηδεία της νύμφης του Βασιλιά Φιλίππου ΙV ως ένας υψηλός ευγενής
εκπροσωπώντας το Τάγμα. Του προσεφέρθη μάλιστα και η θέση να
είναι και ένας από εκείνους που μετέφεραν την σωρό. Την επόμενη
όμως στις 13 Οκτωβρίου 1307, κατόπιν οδηγιών του Βασιλιά,
συνελήφθη στα καταλύματα του Ναού έξω από το Παρίσι. Τρεις
βδομάδες ενωρίτερα ο Βασιλιάς απέστειλε μυστικές οδηγίες στους
Λόρδους και Φεουδάρχες σ’ ολόκληρη την Γαλλία για σύλληψη και
προφυλάκιση όλων των μελών του Τάγματος, κατηγορώντας τους για
εγκλήματα «τόσο τρομερά που κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί».

Μόνο σε μια μέρα συνελήφθησαν δεκαπέντε χιλιάδες ιππότες


υπαξιωματικοί και απλά μέλη, ενώ η περιουσία του Τάγματος και των
Μελών δημεύτηκε. Ο Πάπας που είχε εκ των υστέρων πληροφορηθεί
για τις συλλήψεις έστειλε μια οργισμένη διαμαρτυρία στον Βασιλιά
Φίλιππο, εκφράζοντας ταυτόχρονα την οδύνη του για τα βασανιστήρια
που υπέστησαν κατά την φυλάκιση τους. Οι Ναΐτες είχαν καταστεί,
μεταξύ των άλλων, μεγάλος κίνδυνος για τους διάφορους άρχοντες
στη Γαλλία, Ιταλία, Κύπρο και αλλού, γιατί είχαν αποκτήσει ένα
καταπληκτικό γόητρο ανάμεσα στους λαούς, ιδιαίτερα ανάμεσα στις
χαμηλές τάξεις. Φαίνεται λοιπόν πως έπρεπε να εξευρεθεί τρόπος να
φθαρούν.

Από την άλλη ο Βασιλιάς της Γαλλίας είχε δανειστεί τεράστια ποσά από
τις τράπεζες των Ναϊτών, τα οποία δεν μπορούσε να επιστρέψει κι έτσι
μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα πως τον βόλευε τελικά να
φύγουν από την μέση. Οι οδηγίες του Βασιλιά προς τους υπεύθυνους
των ανακρίσεων ήσαν πως με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένων και
βασανιστηρίων, έπρεπε να αποσπάσουν τις ομολογίες των
κρατουμένων.

Τα Βασανιστήρια που Χρησιμοποιούσε η Ιερά Εξέταση στους


Κρατούμενους;

α) Το στεβλωτήριο, κατά το οποίο εκτείνονταν τα μέλη του σώματος


πάνω σε μια σχάρα, με αποτέλεσμα να εξαρθρώνονται οι κλειδώσεις,

β) Το στραπάντο, όπου το θύμα εδένετο πισθάγκωνα, συρόταν με


σχοινί ψηλά, απ’ όπου αφήνετο να πέσει με αποτέλεσμα την θραύση
και θλάση των οστών,
γ) Η τριβή λίπους στις πατούσες, τοποθετούσαν τα πόδια μπροστά στη
φωτιά, με αποτέλεσμα πολλές φορές να καίονται και τα οστά να
πετάγονται έξω.

Το αποτέλεσμα ήταν πολλοί Ναΐτες να πεθάνουν εξ αιτίας των


βασανιστηρίων και του αβάστακτου πόνου. Από την άλλη υπήρχαν εξ
ίσου αποτελεσματικές και ψυχολογικές πιέσεις, όπως η στέρηση
ύπνου, φαγητού, νερού, απειλή βασανιστηρίων, τρόμος και
αποπροσανατολισμός, δέσιμο σε πάσσαλο που είχαν ως αποτέλεσμα
να εξαναγκάζουν τους περισσότερους φυλακισμένους να παραδεχτούν
οτιδήποτε τους επέβαλλαν να παραδεχτούν. Μέχρι τον Γεννάρη του
1308 εκατόν τριάντα τέσσερεις από τους εκατόν τριάντα οκτώ Ναΐτες
που είχαν συλληφθεί στο Παρίσι είχαν παραδεκτεί τις κατηγορίες που
τους είχαν αποδοθεί.

Ο ίδιος ο Άρχων Μάγιστρος Ιάκωβος Μολέ, σε δέκα μέρες μετά την


σύλληψη του, παραδέκτηκε όλες τις κατηγορίες εκτός εκείνης της
σοδομίας. Ο Πάπας Κλήμης Ε', ενώ προηγουμένως δυκολευόταν να
πιστέψει τις κατηγορίες, μετά την ομολογία του ίδιου του Άρχοντα
Μάγιστρου, άρχισε να αμφιταλαντεύεται. Ακολούθησαν και άλλες
ομολογίες υψηλόβαθμων στελεχών ιδιαίτερα αυτής του Ούγου ντε
Περό, όπου ο Ναΐτης περιηγητής της Γαλλίας παραδέχτηκε κι αυτός
όλες τις κατηγορίες. Ο Πάπας δεν είχε άλλη επιλογή από του να
αποδεχτεί το πραξικόπημα του Βασιλιά ενάντια στους Ναΐτες ως πράξη
ήδη τετελεσμένων.

Στις 27 Νοεμβρίου 1307, μετά την ομολογία του Μολέ, ο Πάπας


απέστειλε επιστολή σε όλους τους Βασιλείς, Πρίγκηπες και Λόρδους
της Χριστιανοσύνης, ζητώντας τους «συνετά, διακριτικά και μυστικά»
να συλλάβουν όλους τους Ναΐτες και να δημεύσουν τις περιουσίες
τους προς όφελος της Εκκλησίας. Η Βούλα του Πάπα Κλήμη, όπου
διέτασσε την σύλληψη των Ναΐτων σ’ ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη,
έφερε το όνομα «PASTORALIS PRAEEMINENTIAE».

Οι Κατηγορίες

Η δίκη των Ναϊτών στην Κύπρο άρχισε στις 15 Μαΐου 1308. Οι


κατηγορίες ήταν τρομακτικές και σκοπό είχαν να σοκάρουν τους
ανθρώπους και να αποδεχθούν τις καταδίκες σαν δίκαιες. Η πρώτη
κατηγορία ήταν ότι οι Ναΐτες αρνούνταν την Παναγία και τον Ιησού,
χαρακτηρίζοντας τον Χριστό σαν ψευδοπροφήτη. Η ασέβεια των
Ναϊτών ήταν τέτοια, έλεγε η κατηγορία, που, κατά την διάρκεια των
μυστικών τους τελετών, ποδοπατούσαν τον Σταυρό και στη συνέχεια
τον έφτυναν και ουρούσαν πάνω του. Άλλη τρομερή κατηγορία
απέβλεπε να κτυπήσει τον ευγενή τρόπο ζωής των Ναϊτών. Από τη
στιγμή της εισόδου τους στο Τάγμα, ορκίζονταν να διατηρήσουν την
αγνότητά τους.
Σύμφωνα με τις κατηγορίες, οι αξιωματικοί που ήσαν εντεταλμένοι για
τις τελετές εισόδου των νέων Ναϊτών, τους υποχρέωναν σε απόδοση
φιλιού στο στόμα, στον αμφαλό, στα οπίσθια και τελικά απαιτούσαν
από τους νεοφώτιστους να δεχθούν ομοφυλοφιλική σχέση με τους
άλλους αδελφούς. Η κατηγορία αυτή στόχευε να προκαλέσει
αισθήματα αηδίας, καθότι ο σοδομισμός εθεωρείτο μεγάλο έγκλημα
ακολασίας στον Μεσαίωνα. Αυτή όμως η κατηγορία δεν αποδείχθηκε
με κανένα τρόπο. Μαζί με αυτή την κατηγορία αναφερόταν ότι οι
Ναΐτες είχαν καταργήσει την Θεία Κοινωνία, την εξομολόγηση και την
άφεση αμαρτιών που πραγματοποιούσαν οι ίδιοι οι αρχηγοί του
Τάγματος.

Η Δίκη των Ναϊτών στην Κύπρο


Η Κύπρος, μετά την πτώση της Άκρας, κατέστη αρχηγείο του Τάγματος
με τον Άρχοντα Μάγιστρο Ayme D’ Oselier. Οι σχέσεις των Ναϊτών με
τον Βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο ΙΙ ήταν μάλλον τεταμένες, γιατί ο
Βασιλιάς δεν ήταν πρόθυμος να υποστηρίξει μια νέα σταυροφορία για
την επανάκτηση της Παλαιστίνης. Στο τέλος φαίνεται πως οι Ναΐτες
υπήρξαν συνεργοί για την εκθρόνισή του τον Απρίλιο του 1306,
βοηθώντας τον αδελφό του Amaury de Lusignan να καταστεί
Κυβερνήτης Αντιβασιλέας της Κύπρου. Όταν λοιπόν έφτασαν οι
οδηγίες του Πάπα στη Νήσο στις 6 Μαΐου 1308, για την δίωξη των
Ναϊτών, ο Amaury δεν έδειξε μεγάλο ζήλο για την εφαρμογή τους.

Στις 12 Μαΐου οι Ναΐτες αναγκάστηκαν από τον d’ Ibelin, Πρίγκηπα της


Γαλιλαίας, να καταθέσουν τα όπλα και οι περιουσίες τους να τεθούν
υπό φύλαξη. Τελικά δέκτηκαν να συγκεντρωθούν σε κάποιο χώρο στην
Αρχιεπισκοπή Λευκωσίας. Με την παρουσίασή τους σε δίκη δεν
ήθελαν να συμμορφωθούν, οπότε ο Amaury με την απειλή πως, αν δεν
υπάκουαν, θα τους θανάτωνε όλους, αναγκάστηκαν να
παρουσιαστούν ενώπιόν του κι έτσι η δίκη ξεκίνησε. Σ’ αυτή ο Balawin
ιερέας του καθεδρικού ναού της Λευκωσίας έκαμε επίσημη δήλωση
μπροστά σε μεγάλη συγκέντρωση του κόσμου πως οι Ναΐτες ήσαν
καλοί Χριστιανοί και πως πολέμησαν σκληρά για την Χριστιανική
πίστη, ιδιαίτερα στην άμυνα των οχυρών της Safed και Άκρας.

Όταν άρχισε η καταγραφή της περιουσίας των Ναϊτών, ο Ayme με τους


πιο πολλούς ιππότες εγκατέλειψαν κρυφά τη Λευκωσία και κατέφυγαν
στη Λεμεσό, έτοιμοι να πολεμήσουν. Στο τέλος όμως αναγκάστηκαν να
παραδοθούν, αφού στο μεταξύ πρόφθασαν να κρύψουν τους
θησαυρούς τους. Τελικά οι ιππότες φυλακίστηκαν στον πύργο της
Χοιροκοιτίας και στα Λεύκαρα. Οι αριθμοί των ιπποτών δεν φαίνεται
να ήταν μεγάλοι, 83 ιππότες και 35 υπολοχαγοί. Ακολούθησε μεγάλη
καθυστέρηση στην παρουσίασή τους σε νέα δίκη που κράτησε μέχρι
τον Μάιο του 1310.

Όλοι οι εξωτερικοί μάρτυρες, Πρίγκιπες, Λόρδοι, κληρικοί, απλοί


πολίτες που καλέστηκαν ως μάρτυρες στη δίκη, δήλωσαν πως δεν
είχαν προσέξει τίποτε το ενοχοποιητικό στην συμπεριφορά των Ναϊτών
και πως ήταν καλοί Χριστιανοί. Μεταξύ τους ο J. de Plany που ήταν
παρών στις μάχες και στην πτώση της Άκρας, δήλωσε πως πολλοί
Ναΐτες θυσίασαν τον εαυτό τους για την Χριστιανοσύνη και πως ο
Άρχων Μάγιστρος Quillame de Beauje έπεσε μαχόμενος για την
προστασία της πίστης στην Άκρα. Μεταξύ της 5ης και 21ης Μαΐου
καλέστηκαν στο εδώλιο να μαρτυρήσουν οι ίδιοι οι ιππότες. Τριάντα
από αυτούς ήταν ιππότες και 23 υπολοχαγοί με χρόνια στο Τάγμα από
3 μέχρι 43.

Κανείς δεν παραδέχτηκε τις κατηγορίες ούτε και παραδέχτηκαν


οποιεσδήποτε παρεκτροπές από το Χριστιανικό δόγμα. Μεταξύ 1ης και
4ης Ιουνίου παρουσιάσθηκαν 35 πρόσωπα μη μέλη του Τάγματος απ’
όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Και αυτοί με την σειρά τους δεν
πρόσεξαν τίποτε το επιλήψιμο. Οι διαδικασίες αυτές τερματίστηκαν
απότομα, όταν στις 5 Ιουνίου το ακρωτηριασμένο σώμα του
κυβερνήτη της Κύπρου Amaury βρέθηκε στα σκαλιά του σπιτιού του.
Υπάρχουν υπόνοιες πως οι Ναΐτες είχαν πάρει ενεργό μέρος στη
δολοφονία του. Η επιστροφή του Βασιλιά Ερρίκου ΙΙ στην Κύπρο από
την εξορία του τον Αύγουστο του 1310 και η συμπεριφορά του έναντι
των Ναϊτών όπως ανεμένετο δεν ήταν καθόλου φιλική.
Ταυτόχρονα έφθασε η επιστολή του Πάπα Κλήμη V τον Αύγουστο το
1311, όπου έδινε οδηγίες όπως οι Ναΐτες παρουσιαστούν ξανά σε νέα
δίκη και βασανιστούν για την εξασφάλιση ομολογιών, αποστέλλοντας
προς τούτο ειδικούς ιεροεξεταστές. Όπως γράφει ο Άγγλος ιστορικός
Malcolm Barber, τα αποτελέσματα των δικών αυτών παραμένουν
άγνωστα, όπως όμως γράφει ο χρονογράφος Franscesco Amadi, το
έτος 1316 ο Άρχων Μάγιστρος Ayme d’ Οselier και πολλοί άλλοι
ανώτεροι αξιωματούχοι απέθαναν στα μπουντρούμια των φυλακών
στο κάστρο της Κερύνειας από τις κακουχίες. Οι δίκες τόσο στην Κύπρο
όσο και στη Γαλλία απέδειξαν πως οι «ομολογίες» εξασφαλίστηκαν
ύστερα από φρικτά βασανιστήρια σωματικά και ψυχολογικά.

Ο δικός μας Λεόντιος Μαχαιράς, ύστερα από πολλές δεκάδες χρόνια


κάνει αναφορά σ’ αυτά τα γεγονότα στο «Χρονικόν Κύπρου» και
επαναλαμβάνει τις οδηγίες του Πάπα προς τον προκαθήμενο της
Παπικής Εκκλησίας στην Κύπρο. «Αγαπημένο μας τέκνο χαίρε, έχοντας
την Αρχιερατική μας ευλογία. Μάθε μ’ αυτό μας το ανοικτό γράμμα
που θα διαβάσεις (πως πρέπει) το σφραγισμένο μας γράμμα να το
κρατήσεις ασφαλισμένο σε σίγουρο μέρος και να μη βρεθεί κανένας
που να τολμήσει να το ανοίξει και να το διαβάσει, μέχρι την μέρα της
Πεντηκοστής που θα έλθει. Τότε, όταν θα πάτε στην εκκλησία και όταν
τελειώσει η πρώτη λειτουργία, πριν φύγει ο λαός, ν’ ανοίξετε το
(δεύτερο) σφραγισμένο μας γράμμα και να κάμετε αυτό που
διατάσσει. Κι αυτό σχετίζεται με Αφορισμό».

Διότι το σφραγισμένο γράμμα έλεγε. «όπως έχει μπροστά μας


αποδειχθεί, η Κάστα των Ιπποτών του Τέμπλου βρίσκεται
τοποθετημένη στο κακό και αρνείται τον Θεό και όλους τους Αγίους. Γι’
αυτό ορίζουμε όπως, πριν τελειώσει αυτή η μέρα, να δώσεις διαταγή
να εκτελεστούν όλοι όσοι βρίσκονται στη χώρα σου και να μη δώσεις
έλεος σε κανένα. Και εύχομαι και σ’ εξορκίζω στον Θεό (να
υπακούσεις). Και όλα τους τα αγαθά και οι περιουσίες τους που
βρίσκονται στη χώρα σου ν’ αποδοθούν στους Σπιταλιώτες. Κι αν, παρ’
ελπίδα, δεν εκτελέσεις την εντολή μου κι αφήσεις έστω κι έναν απ’
αυτούς ζωντανό, να δεχθείς την οργή του Θεού όπως την δέχθηκε ο
Ιούδας».

«Ο λόγος του Πάπα μετεφέρθη σ’ όλη την Κύπρο και σκοτώθηκαν όλοι
την μέρα της Πεντηκοστής. Μερικοί λέγουν πως ο Πάπας ήρθε σε ρήξη
με τον Αρχηγό του Τέμπλου για κάποιον λόγο και αυτό στάθηκε η
αφορμή. Και η οργή του Θεού έπεσε πάνω στους Τεμπλιώτες, λόγω
των αμαρτιών τους… Και γι’ αυτό τους καθάρισαν όλους μέσα σε μια
μέρα και κανένας δεν γλύτωσε γιατί κανένας αναμάρτητος δεν
βρισκόταν ανάμεσά τους για να τον σώσει ο Θεός. Κι αυτό ήταν οργή
Θεού». «Και όταν τέλειωσε η λειτουργία της Πεντηκοστής σε κάθε
πόλη, ανοίχθηκε το σφραγισμένο γράμμα κι άκουσαν όλοι αυτά που
έλεγε. Και όταν άκουσαν την διαταγή του Πάπα, σκότωσαν όλους τους
Τεμπλιώτες, όπου κι αν βρίσκονταν, πριν τελειώσει η μέρα.
Κι ό,τι είχαν και δεν είχαν αποδόθηκε στο Σπιτάλλι». (Λεόντιου
Μαχαιρά, «Εξήγησις της Γλυκείας Χώρας Κύπρου η οποία λέγεται
κρόνακα τουτέστιν χρονικόν». Η αναφορά του Λεόντιου Μαχαιρά
γύρω από τις δίκες των «Τεμπλιωτών» (Ναΐτες), η οποία γίνεται
ύστερα από πολλές δεκάδες χρόνια δεν διαφέρει καθόλου σε ό,τι
αφορά το κατηγορητήριο, ιδιαίτερα στα σημεία της ιεροτελεστίας, της
εισδοχής νέων μελών, της ομοφυλοφιλίας και της άκρας μυστικότητας
που ετηρείτο. Στην αναφορά του γύρω από τις ακατανόμαστες
σεξουαλικές πράξεις είναι ταυτόσημη με εκείνο του επίσημου
κατηγορητηρίου.

Εκεί όμως που διαφέρει και αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, είναι η


αναφορά του Χρονικού (σελ. 9) όπου ο Πάπας δίδει κρυφές οδηγίες
προς τους προύχοντες της Κύπρου και τους εκπροσώπους του Πάπα
στην Κύπρο για τον σφαγιασμό των Ναϊτών σε μια καθορισμένη μέρα
και ώρα. Την αναφορά αυτή του Λεόντιου Μαχαιρά δεν την έχουμε
συναντήσει σε άλλες επίσημες πηγές ή αξιόπιστα ιστορικά έργα επί
του θέματος. Απεναντίας όλα δείχνουν πως οι Ναΐτες της Κύπρου
παρουσιάσθησαν σε δίκες και οι οποίες τελικά δεν απέδειξαν τίποτε το
ενοχοποιητικό σε βάρος τους.

Πώς Εκμαιεύτηκαν οι Ομολογίες

Οι κατηγορίες λοιπόν ενάντια στους Ναΐτες για πολλούς αξιόλογους


ιστορικούς φαίνεται πως είχαν φτιαχτεί με σκοπό την εξόντωσή τους,
γιατί ο ρόλος τους έπαυσε να υπάρχει μετά την εκδίωξη των
Χριστιανών από την Παλαιστίνη και Συρία. Σ’ αυτό το συμπέρασμα
έχουν φτάσει πολλοί αξιόλογοι ιστορικοί αναλυτές. Ο δικός μας Β.
Φειδάς γράφει στην Εγκυκλοπαίδεια Λαρούς: «Ο πλούτος του
Τάγματος, που θεμελίωσε την δύναμή του έγινε το κίνητρο για την
διάλυσή του», ενώ στην «The new Encyclopaedia Britanica»,
αναφέρεται: «Το πρόβλημα της ενοχής ή όχι των Ναϊτών υπήρξε για
αιώνες το θέμα άγριων διαφωνιών.

Η σύγχρονη άποψη τείνει να αποδεκτεί την ιδέα πως οι Ναΐτες


υπήρξαν τα θύματα μιας άκρως άδικης και αππορτουνιστικής δίωξης».
Το έργο του Θεόδωρου Κ. Πανάου «Ναΐτες στη Μεσόγειο» είναι
ιδιαίτερα ενδιαφέρον και διαφωτιστικό πάνω στο θέμα αυτό. Ο
Θεόδωρος Κ. Πανάος συμφωνεί με την πιο πάνω διαπίστωση.

Τα Βαθύτερα Αίτια των Δικών


Μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα η Γαλλία περνούσε μια περίοδο
μεγάλης οικονομικής κρίσης με τον ίδιο τον Βασιλιά να χρωστά
τεράστια ποσά στους Ναΐτες που αδυνατούσε να αποπληρώσει.
Ταυτόχρονα και ο Πάπας Κλήμης V. κι αυτός Γάλλος, υπήρξε ένας
αδύνατος και αναποφάσιστος Πάπας, που σ’ αυτόν απέβλεπαν οι
Ναΐτες για προστασία και υποστήριξη, πράγματα που στο τέλος δεν
μπόρεσε να τους τα προσφέρει. «Η αποτυχία της Δυτικής Ευρώπης να
οργανώσει μια νέα σταυροφορία μετά από τις μεγάλες απώλειες που
υπέστησαν οι σταυροφόροι το 1291, είχε σαν αποτέλεσμα να
αποδυναμώσει τον ρόλο των Ναϊτών ως μια οργανωμένη και
αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη.

Έτσι εκτίθενταν εύκολα σε επιθέσεις. Η μεν Γαλλική μοναρχία


χρειαζόταν επειγόντως χρήματα, ενώ ο Πάπας Κλήμης V, υποχείριο του
Βασιλιά Φιλίππου ΙV, δεν μπορούσε να επέμβει αποτελεσματικά στα
τεκταινόμενα και να εμποδίσει την επερχόμενη λαίλαπα. Και τελικά οι
ίδιοι οι Ναΐτες, παρόλους τους στενούς δεσμούς τους τόσο με την
μοναρχία όσο και με τον Πάπα, φαίνεται πως είχαν ξεπεράσει την
χρησιμότητά τους, έτσι παρείχετο τώρα η ευκαιρία στον Βασιλιά για
την κατακρεούργηση του Τάγματος και ν’ απαλλαγεί μέσω της ιεράς
εξετάσεως από τα βαρειά δάνεια. Υπενθυμίζεται πως η εξάπλωση της
«αιρέσεως» υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που
συνετάραξαν την Ευρώπη.

Το γεγονός αυτό έδινε ερείσματα στον Βασιλιά να κατηγορήσει στο


κοινό τους Ναΐτες για «αιρετική διαφθορά». Η δίκη που ακολούθησε
ενάντια στους Ναΐτες ξεκίνησε σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω
συγκυριών και περιστάσεων. «The Trials of the Templars» by Malcolm
Barber. Και ο Θεόδωρος Κ. Πανάος στο έργο του «Ναΐτες στη
Μεσόγειο», καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: «Κανείς δεν πρέπει να
ξεχνάει ότι την εποχή εκείνη οι Ναΐτες είχαν γίνει ο πρώτος κίνδυνος
τόσο για τον Βασιλιά Φίλιππο όσο και για τον Πάπα Κλήμη. Οι Ναΐτες
είχαν αποκτήσει ένα καταπληκτικό γόητρο ανάμεσα στην κοινωνία και
ιδιαίτερα στις χαμηλές τάξεις.

Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί τρόπος να φθαρούν στη συνείδηση των


απλών ανθρώπων, που ασφαλώς ακούγοντας αυτά (τις κατηγορίες) θα
έκαναν πανικόβλητοι τον σταυρό τους». Από την άλλη «είναι πιθανόν
ο Φίλιππος», γράφει η Bryson, μια σοβαρή ιστορικός, «να είχε πεισθεί
πως οι διαδόσεις για αίρεση, ειδωλολατρία και σεξουαλικές
παρεκτροπές ανάμεσα στους αδελφούς και άλλα σοβαρά αμαρτήματα
ενάντια στον Θεό, αντιπροσώπευαν την πραγματική κατάσταση
πραγμάτων. Ο Βασιλιάς εθωρείτο πως ήταν ένας βαθειά
θρησκευόμενος και ευσεβής άνθρωπος. Δίδοντας τις οδηγίες αυτές για
την έναρξη των δικών, απέβλεπαν να απαλλάξει την Γαλλία από αυτό
που ο ίδιος αντιλαμβανόταν, την φθοροποιό κλίκα αληταρίων.

Οι οδηγίες του για τις συλλήψεις αντικαθρεφτίζουν τον αποτροπιασμό


του για ένα Τάγμα που μέχρι τότε εθεωρείτο ο εκπρόσωπος της
Εκκλησίας στους Αγίους Τόπους». Anne Gilmour - Bryson, «The Trial of
the Templars in Cyprus».

Το Τέλος

Στο τέλος ο Ιάκωβος Μολέ, ο Άρχων Μάγιστρος, όταν τον έφεραν


ενώπιον των Καρδιναλίων που απέστειλε ο Πάπας, ανακάλεσε την
ομολογία του, την οποία είχε κάνει, όπως δήλωσε, κατόπιν
βασανιστηρίων, δείχνοντας τα σημάδια στο σώμα του. Όταν τα
αντίκρισαν οι Καρδινάλιοι, «έκλαψαν πικρά και δεν μπορούσαν να
αρθρώσουν λέξη», αρνούμενοι να επικυρώσουν τις καταδίκες. Το ίδιο
και ο Ούγος ανακάλεσε την ομολογία του. Όταν ο Βασιλιάς Φίλιππος IV
πληροφορήθηκε το γεγονός, απείλησε τον Πάπα πως θα τον
κατηγορούσε τον ίδιο με τις ίδιες κατηγορίες. Ο Πάπας απάντησε πως
προτιμούσε να πεθάνει παρά να καταδικάσει αθώους ανθρώπους. Και
τον Φεβρουάριο 1308 διέταξε την Ι.Ε. να αναστείλει τις διώξεις των
Ναϊτών.

Κάτω από τις αφόρητες πιέσεις του Βασιλιά Φίλιππου ΙV ο Πάπας για
το «καλό της Εκκλησίας» αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει και να
υποστηρίξει στο τέλος τις καταδίκες των Ναϊτών. Ο Βασιλιάς μπροστά
στο κίνδυνο νέας δίκης του Μολέ και Ούγου δίδει αμέσως οδηγίες,
συλλαμβάνονται και καίονται την ίδια νύχτα 18 Μαρτίου 1314 σε ένα
μικρό νησάκι του Σηκουάνα. Ταυτόχρονα 54 Ναΐτες στοιβάστηκαν σαν
ζώα σε άμαξες κοντά στη Μονή Αγίου Αντωνίου και εκάησαν στην
πυρά. Στο τέλος όλοι τους χωρίς εξαίρεση αρνήθηκαν τις ομολογίες
τους, που είχαν εκμαιευτεί κατόπιν σκληρών βασανιστηρίων.
Η δίκη των Ναϊτών κράτησε καιρό. Η τελική απόφαση για διάλυση του
Τάγματος πάρθηκε από την Σύνοδο της Βιέν στις 3 Απριλίου 1312. Στην
Κύπρο η διάλυση του Τάγματος αναγνώστηκε επίσημα στις 7
Νοεμβρίου 1313 στον Καθεδρικό Ναό Λευκωσίας.

Ο ΜΥΘΟΣ

Οι Ναΐτες στους Θρύλους

O συσχετισμός των Ναϊτών με όλα τα μεγάλα μυστήρια των καιρών


μας διατηρεί το τάγμα στην επικαιρότητα και σήμερα. Μία ατέλειωτη
σειρά από θρύλους και λαϊκούς μύθους έχουν ως θέμα τους Ναΐτες και
την "αθέατη" πλευρά των δραστηριοτήτων τους. H ραγδαία ανάπτυξη
του τάγματος και η τεράστια ισχύς που απολάμβανε σε ολόκληρο το
Χριστιανικό κόσμο ώθησαν πολλούς να πιστέψουν ότι κρύβει
σημαντικά μυστικά. Οι πρώτοι θρύλοι που έκαναν την εμφάνισή τους
έχουν να κάνουν με τον τόπο όπου εγκατέστησαν το αρχηγείο τους, το
συγκρότημα κτηρίων όπου βρισκόταν παλαιότερα ο Ναός του
Σολομώντα.

Σύμφωνα με αυτές τις πρώτες απόπειρες για υπερφυσική εξήγηση της


δύναμης του τάγματος, οι Ναΐτες είχαν ανακαλύψει κάτω από το
τέμενος σημαντικά κειμήλια και ειδικότερα την Κιβωτό της Διαθήκης.
Οι συνεχιστές αυτού του θρύλου υποστηρίζουν ότι οι ιππότες
ανακάλυψαν στο ίδιο σημείο και τα "μυστικά" των αρχιτεκτόνων που
έκτισαν τον πρώτο και το δεύτερο Ναό του Σολομώντα. Κάπου εδώ
βασίζεται και -σε θεωρητικό επίπεδο- ο συσχετισμός των Ναϊτών με
τους ελευθεροτέκτονες. Σε πρακτικό επίπεδο, υπογραμμίζεται ότι τα
υπολείμματα των Γάλλων Ναϊτών κατέφυγαν στη Σκωτία, όπου λίγους
αιώνες αργότερα "ξεπήδησε" η πρώτη τεκτονική Στοά.

Οι σχέσεις των Ναϊτών με τους τέκτονες "τεκμηριώνονται" και από το


παρεκκλήσι του Ρόσλυν, το οποίο φέρεται -παρότι χτίστηκε πολλά
χρόνια μετά τη διάλυση του τάγματος- να περιέχει όλες τις "μυστικές"
γνώσεις τους. Το παρεκκλήσι αυτό κτίστηκε από τον πρώτο κόμη του
Ρόσλυν, Σινκλαίρ, η οικογένεια του οποίου είχε αποδεδειγμένες
σχέσεις με τον Σκωτσέζικο ελευθεροτεκτονισμό. Από τους Ναΐτες
προέρχεται επίσης η δοξασία ότι η "Παρασκευή και 13" είναι
γρουσούζικη μέρα για τους Αγγλοσάξονες. H σύλληψη των μελών του
τάγματος έγινε την 13η Οκτωβρίου του 1307 και όντως ήταν
Παρασκευή. Ωστόσο κάποιοι τοποθετούν την απαρχή της πρόληψης
αυτής όχι στο Μεσαίωνα αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα.
Οι σχέσεις των Ναϊτών με τη Σκωτία υπογραμμίζονται και από έναν
άλλο θρύλο, αυτόν της συμμετοχής Ναϊτών στη μάχη του
Μπάννοκμπερν, στο πλευρό του μετέπειτα βασιλιά της Σκωτίας
Ρόμπερτ Μπρους. Πρόκειται για ένα μεταγενέστερο εφεύρημα, αφού
ούτε μία από τις πολλές αναφορές σύγχρονων με τη μάχη
χρονικογράφων δεν αναφέρει την παρουσία Ναϊτών (ή μάλλον τέως
μελών του τάγματος) δίπλα στον Μπρους. O δημοφιλέστερος από τους
μύθους με τους οποίους έχουν κατά καιρούς συνδεθεί οι ιππότες του
Ναού, είναι ο σχετικός με το "Αγιο Δισκοπότηρο", όπως έχει
μεταφραστεί στα Ελληνικά το "Ιερό Γκράαλ" (Holy Grail, Sangreal) της
Γαλλικής και Αγγλοσαξονικής παράδοσης.

Πρόκειται για ένα μυθικό ιερό σκεύος ή αντικείμενο, που στις


περισσότερες των περιπτώσεων ταυτίζεται με το Αγιο Δισκοπότηρο
που χρησιμοποιήθηκε από τον Ιησού και τους μαθητές του κατά τη
διάρκεια του Μυστικού Δείπνου ή με το ρηχό σκεύος από το οποίο
έφαγε ο Χριστός στο ίδιο δείπνο. Αυτή είναι η "κυριολεκτική" εξήγηση
του Γκράαλ, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν είναι η μόνη. Ιδιαίτερα
στους κύκλους των αποκρυφιστών και των μελετητών των μυστικών
αδελφοτήτων κυκλοφορούν δεκάδες διαφορετικές ερμηνείες ως προς
τη φύση αυτού του μυστηριώδους αντικειμένου. Ορισμένες από αυτές
είναι εξαιρετικά ευφάνταστες και συμπεριλαμβάνουν ακόμη και...
πρόσωπα.

Θεωρούν δηλαδή ότι το Γκράαλ ήταν ένα πρόσωπο, σε ορισμένες


μάλιστα παραλλαγές το υποτιθέμενο παιδί του Ιησού από τη Μαρία
Μαγδαληνή. Μία από αυτές τις ερμηνείες δίδεται από το συγγραφέα
Νταν Μπράουν (Dan Brown) στο best-seller του "Κώδικας Da Vinci", το
οποίο πραγματεύεται την κληρονομιά των Ναϊτών και άλλων μυστικών
αδελφοτήτων. Τι είναι όμως το Γκράαλ και ποια ακριβώς είναι η σχέση
του με τους Ναΐτες; H λέξη έλκει την καταγωγή της, σύμφωνα με την
επικρατέστερη θεωρία, από το βιβλίο που έγραψε ένας ερημίτης, περί
τα 500 μ.X., ο οποίος είδε ένα όραμα σχετικά με ένα σκεύος που
χρησιμοποιήθηκε από το Χριστό στο Μυστικό Δείπνο.

Το βιβλίο του ερημίτη ονομάστηκε ''Gradal'' και αυτό φέρεται ότι είχε
υπόψη του ο Κιστερκιανός μοναχός Ελινάνδος (Helinandus), περί το
1200. O Ελινάνδος είναι εκείνος που πρότεινε την αρχική εξήγηση για
το τι είναι το Γκράαλ. Στα Μεσαιωνικά Λατινικά, Gradale (Γκραντάλε)
σημαίνει ένα πιάτο σχετικά βαθύ και ευρύ και ετυμολογείται από το
gradus που σημαίνει σταδιακά. Ονομάστηκε έτσι διότι τα πιάτα αυτά
χρησιμοποιούνταν για να σερβίρονται σταδιακά τα διάφορα εδέσματα
στο τραπέζι. Από το gradus προέρχεται το σημερινό Αγγλικό gradual
που σημαίνει "σταδιακά". Το Gradale παραφράστηκε στα μεσαιωνικά
Γαλλικά ως Greal ή Graal ή Greel, εξ ου και το Αγγλικό Grail.

Δεν είναι όμως αυτή η ερμηνεία η μόνη που έχει προταθεί για τη λέξη.
H δεύτερη ερμηνεία έχει να κάνει αποκλειστικά με τη Γαλλική του
ονομασία (άλλωστε ο μύθος του Γκράαλ ξεκίνησε από τη Γαλλία). Το
σκεπτικό πίσω από αυτή την ερμηνεία είναι το εξής: Το πλήρες όνομα
στα Γαλλικά είναι Saint Graal (Ιερό Γκράαλ, προφέρεται "Σανγκράαλ"),
προέρχεται από το Sangreal που, με τη σειρά του, προέρχεται από το
Sang Real (Βασιλικό Αίμα). Ωστόσο σύμφωνα με τις επικρατέστερες
εξηγήσεις, η τελευταία ερμηνεία "εφευρέθηκε" κατά τον ύστερο
Μεσαίωνα και αποτελεί μάλλον μία προσπάθεια να εξηγηθεί η ύπαρξη
του "αντικειμένου", αφού -όπως θα δούμε στη συνέχεια- έχει άμεση
σχέση με το μύθο.

O μύθος του Γκράαλ θέλει το μαθητή του Ιησού, Ιωσήφ της


Αριμαθαίας, να αποκτά το Γκράαλ (που ήταν είτε το Άγιο Δισκοπότηρο
του Μυστικού Δείπνου είτε το πιάτο από το οποίο έφαγε ο Χριστός το
Πασχαλινό αρνί στην ίδια περίσταση) και να το χρησιμοποιεί για να
συλλέξει το αίμα του Ιησού, ενώ το σώμα του απομακρυνόταν από το
σταυρό (εξ ου και "Βασιλικό Αίμα"). Στο σημείο αυτό ο θρύλος έχει δύο
βασικές παραλλαγές, που σχετίζονται με το πού πήγε ο Ιωσήφ το
Γκράαλ. Στην πρώτη παραλλαγή, που είναι ο μύθος από την
Αγγλοσαξονική παράδοση κι έγινε περισσότερο γνωστός κατά τον 20ό
αιώνα, ο μαθητής του Ιησού ταξίδεψε στο Γκλάστονμπερυ της Αγγλίας,
όπου δημιούργησε την πρώτη Χριστιανική εκκλησία στο νησί.

Στην ουσία, πρόκειται για το μύθο της δημιουργίας της Αγγλικής


Εκκλησίας και είναι ουσιαστικά ένας από τους κυριότερους λόγους
που η επίσημη Καθολική Εκκλησία ουδέποτε δέχτηκε το μύθο του
Γκράαλ. Διότι αν τον αποδεχόταν δεν θα μπορούσε να ισχυρίζεται ότι η
Αγγλική Εκκλησία -ή η εκκλησία της Γαλλίας, όπως θα δούμε στη
συνέχεια- δημιουργήθηκε απευθείας από τη Ρώμη. H δεύτερη
παραλλαγή, που προέρχεται από τη Γαλλία και ήταν γενικά πιο γνωστή
έως το 19ο αιώνα, θέλει τον Ιωσήφ να ταξιδεύει στη Νότια Γαλλία
όπου δημιούργησε έναν ναό στο Μονσαλβά (Muntsalvach, το όρος της
Σωτηρίας). Και στις δύο παραλλαγές, ο ναός δημιουργήθηκε για να
φυλάσσεται σε αυτόν το ιερό σκεύος.
Και στις δύο παραλλαγές του -αλλά κυρίως στην Αγγλοσαξονική- ο
μύθος αργότερα πλέχτηκε με τους (Κελτο-Ρωμαϊκής καταγωγής)
Αρθουριανούς μύθους και το (μάλλον Γερμανικό, ίσως και Κελτικό)
μύθο του Percefal ή Parsival ή Parzival και ως αποτέλεσμα προέκυψε η
εκτεταμένη Μεσαιωνική βιβλιογραφία για την αναζήτηση του Ιερού
Γκράαλ. Πολλές δεκάδες μυθιστορημάτων και ποιημάτων
πραγματεύονται την αναζήτηση του ιερού αντικειμένου. H αναζήτηση
των ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης είναι ένας από τους
δημοφιλέστερους μύθους όλων των εποχών και στο Μεσαίωνα δεν
ήταν λίγοι οι ιππότες που θέλησαν να ακολουθήσουν τα βήματα του
Αρθούρου και των ιπποτών του και να αναζητήσουν το Γκράαλ.

Τα έργα αυτά είδαν το φως κυρίως στις δύο τελευταίες δεκαετίες του
12ου αιώνα και το πρώτο μισό του 13ου, ενώ λίγα έργα συνέχισαν να
γράφονται έως το τέλος του 13ου αιώνα. Το αντικείμενο αυτό στην
πορεία απέκτησε τρομερές υπερφυσικές ιδιότητες, αφού, σύμφωνα με
κάποιους, όποιος έπινε από αυτό, θα μπορούσε να αποκτήσει αιώνια
νεότητα, σοφία, υπεράνθρωπη δύναμη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσαν
να φανταστούν οι δεισιδαίμονες κάτοικοι της Μεσαιωνικής Ευρώπης.
Ποια είναι η σχέση των Ναϊτών με το Γκράαλ;

Ουσιαστικά, οι απαρχές της παράδοσης βρίσκονται στα τελευταία


λόγια του έσχατου Μάγιστρου των Ναϊτών, Ζακ ντε Μολέ, ο οποίος -
σύμφωνα με τις σχετικές ανεκδοτολογικές παραδόσεις- δήλωσε στους
ιεροεξεταστές που τον ανέκριναν ότι θα επιθυμούσε να "τους πει
κάποια πράγματα" αλλά δεν το έκανε διότι "δεν ήταν εντεταλμένοι".
Αυτό βεβαίως βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με το "μεγάλο μυστικό"
που ψιθυριζόταν ότι κρατούσαν φυλαγμένο οι Ναΐτες. Το "μεγάλο
μυστικό" ή "μεγάλος θησαυρός" που φύλασσαν -σύμφωνα με το
θρύλο- οι Ναΐτες, είχε κατά καιρούς προταθεί ότι ήταν η Κιβωτός της
Διαθήκης, τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, η Φιλοσοφική Λίθος ή το Ιερό
Γκράαλ.

Σιγά-σιγά, οι φήμες για "το μεγάλο μυστικό" των Ναϊτών πλέχτηκαν με


τους θρύλους του Γκράαλ, σε σημείο που οι περισσότεροι ήταν
σίγουροι ότι οι Ναΐτες ήταν οι "ιππότες του Γκράαλ", δηλαδή εκείνοι
που, σύμφωνα με το θρύλο, ήταν εντεταλμένοι με τη φύλαξη του
ιερού αντικειμένου. Στους κύκλους των αποκρυφιστών ουδείς
αμφέβαλε ότι οι "φτωχοί ιππότες του Ναού" ήταν οι θεματοφύλακες
του "ιερότερου όλων των μυστικών", δηλαδή του Γκράαλ, αν και ανά
τους αιώνες οι απόψεις ως προς το τι ακριβώς είναι το Γκράαλ, είναι -
όπως είδαμε- κυριολεκτικά δεκάδες. Σύμφωνα με κάποιες από αυτές,
οι Ναΐτες είχαν στην κατοχή τους "τρομερά μυστικά", που θα "έθεταν
σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της Χριστιανικής Εκκλησίας".

Με την απειλή αποκάλυψης των μυστικών αυτών, λέγεται ότι οι Ναΐτες


"κατόρθωναν να επιβάλουν τη θέλησή τους στους Πάπες της Ρώμης".
Σε αυτήν την παράδοση κινείται το ευφάνταστο μυθιστόρημα του Νταν
Μπράουν. Μια εύλογη απορία είναι βέβαια, για ποιο λόγο οι Ναΐτες
δεν χρησιμοποίησαν αυτή τη γνώση για να αμυνθούν όταν
αντιμετώπισαν την επίθεση του Φιλίππου και της Ρώμης. Ένα ακόμη
στοιχείο που φέρνει τους Ναΐτες κοντά στην παράδοση του Γκράαλ
είναι ότι οι ιππότες έχουν άμεση σχέση με την περιοχή του Λανγκντόκ
(Languedoc) στη Γαλλία, που σχετίζεται με "θαμμένους θησαυρούς"
και θεωρείται από διάφορους αποκρυφιστές ως η τοποθεσία όπου ο
Ιωσήφ είχε χτίσει το Μονσαλβά.

Οι αποκρυφιστές αρέσκονται να εφευρίσκουν ακόμη πιο μυστηριώδεις


απόψεις του θέματος. Για κάποιους, οι Ναΐτες είναι οι απόγονοι της
Μεροβίγγειας δυναστείας, της πρώτης δυναστείας των Φράγκων
(Γάλλων) βασιλέων, οι οποίοι προέρχονταν -σύμφωνα με τους
θρύλους- από την ίδια περιοχή της Γαλλίας με τους πρώτους Ναΐτες. Οι
πιο ευφάνταστοι εξ αυτών ισχυρίζονται ότι οι Μεροβίγγιοι
(συνακόλουθα και οι Ναΐτες) είναι στην πραγματικότητα απόγονοι των
Σουμέριων. Αλλά κάπου εδώ περνάμε στο χώρο της επιστημονικής
φαντασίας. Κάποιοι μελετητές του αποκρυφισμού θεωρούν ότι οι
Ναΐτες είχαν στην κατοχή τους όχι ένα "ιερό αντικείμενο" αλλά μία
"ιερή γνώση".

H πλέον ευφάνταστη από τις πολλές εκδοχές της "ιερής γνώσης" που
έχουν κυκλοφορήσει για τους Ναΐτες είναι αυτή που αφορά σε μία
αδιάσπαστη συνέχεια των αρχαίων μυστικών και ειδικότερα, του ότι
πέραν του Ατλαντικού Ωκεανού υπήρχε μία άλλη ήπειρος -αυτή που
μετά την "ανακάλυψή" της από τον Κολόμβο και τη χαρτογράφηση
από τον Αμέρικο Βεσπούτσι ονομάστηκε Αμερική. Σύμφωνα με όσους
υποστηρίζουν αυτή την άποψη, οι Ναΐτες είχαν τακτικές επαφές με
τους ιθαγενείς και εμπορεύονταν προϊόντα και πρώτες ύλες με τους
πλέον προηγμένους πολιτισμούς (λ.χ., Αζτέκους). Συνδυάζουν μάλιστα
αυτή την "εξήγηση" με τις παραδόσεις των Μεσοαμερικανών για
"λευκούς γενειοφόρους Θεούς".

Προτείνεται από κάποιους ότι αυτή η γνώση ήταν το "Ιερό Γκράαλ".


Αυτή η εξήγηση δεν έχει την παραμικρή σχέση με το μύθο του Γκράαλ,
αλλά εσχάτως έχει γίνει δημοφιλής μεταξύ κάποιων μελετητών της
"απόκρυφης πλευράς" των Ναϊτών.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ

1095:
Ο Πάπας Ουρβανός B' καλεί τη Χριστιανική Δύση υπό τα όπλα, για
έναν Bellum Sacrum (Ιερό Πόλεμο) κατά του Ισλάμ. Αργότερα το
γεγονός θα ονομαστεί ''σταυροφορία''.

1099:
Μετά από πολλές περιπέτειες και έχοντας υποστεί τεράστιες απώλειες
από τις κακουχίες, ο στρατός των ''προσκυνητών'' καταλαμβάνει την
Ιερουσαλήμ, αντικειμενικό σκοπό της A' Σταυροφορίας.
Δημιουργούνται τα σταυροφορικά κρατίδια της Ουτρεμέρ.
1104 ή 1114:
Φθάνει στη Λατινική Μέση Ανατολή ο Ούγος του Παγιέν, στην
ακολουθία του επικυρίαρχου του Ούγου της Καμπανίας.

1118 ή 1119:
O Ούγος του Παγιέν και οκτώ ακόμη σύντροφοί του, σχηματίζουν μία
κολεκτίβα ιπποτών στους Αγίους Τόπους, επιθυμώντας να
ακολουθήσουν έναν κοινοβιακό τρόπο διαβίωσης, δίχως ωστόσο να
εγκαταλείψουν τα όπλα τους.

1120:
H σύνοδος της Ναμπλούς καλεί τους ιππότες του Ούγου να λάβουν τα
όπλα για την υπεράσπιση των προσκυνητών των Αγίων Τόπων από
τους ληστές. O Βαλδουίνος τους παραχωρεί κατάλυμα στον ''Ναό του
Σολομώντα''.
1120:
O Φούλκος του Ανζού επισκέπτεται τους Αγίους Τόπους και γίνεται ο
πρώτος επισκέπτης - αδελφός του τάγματος. Είναι και ο πρώτος
δωρητής του Ναού εκτός Ουτρεμέρ.

1125:
O Ούγος, κόμης της Καμπανίας, γίνεται μέλος του τάγματος. Φέρνει
μαζί του πλούσιες δωρεές και τη στενή φιλική σχέση με τον Βερνάρδο
του Κλερβώ, που θα βοηθήσει αποφασιστικά στην παραπέρα πορεία
του τάγματος.

1129:
H Σύνοδος του Τρουά, την οποία ουσιαστικά συγκάλεσε ο Βερνάρδος,
έδωσε στους Ναΐτες την πολυπόθητη ''επίσημη'' αποδοχή της
Καθολικής Εκκλησίας. Στους επόμενους μήνες ο Βερνάρδος θα
συνθέσει τον Κανόνα του τάγματος.

1130 ή 1131:
O Βερνάρδος συνεχίζει την ευγενική προσφορά του προς τους
''φτωχούς ιππότες του Χριστού'': Γράφει το περίφημο έργο του ''Περί
της Νέας Ιπποσύνης'', όπου υμνεί τους Ναΐτες, προκαλώντας ένα
ισχυρό ρεύμα συμπάθειας για το τάγμα.

1131:
Οι Ναΐτες έχουν γίνει γνωστοί και εκτός Ουτρεμέρ. Αποκτούν το πρώτο
κάστρο τους στην Ιβηρική, το Γκρανιένα, που τους παραχώρησε ο
Ραμόν Μπερένγκουερ της Καταλονίας.

1134:
Οι Ναΐτες, από κοινού με τους Ιωαννίτες και τους Κανονικούς του
Πανάγιου Τάφου, γίνονται κληρονόμοι ενός ολόκληρου βασιλείου, το
οποίο όμως ουδέποτε θα περάσει στα χέρια τους: το βασίλειο της
Αραγονίας, που τους άφησε στη διαθήκη του ο Αλφόνσο A'.

1139
H Παπική Βούλα, Omne Datum Optimum του Ιννοκέντιου B'
αναγνωρίζει το Τάγμα των Ναϊτών ως επίσημο οργανισμό,
παραχωρώντας τους παράλληλα εκτεταμένα προνόμια βάσει των
οποίων θα λειτουργήσουν μέσα στα επόμενα χρόνια. Τα προνόμια θα
επεκταθούν από τους επόμενους Πάπες.

1144:
O Πάπας Σελεστίνος B' θα προσφέρει στους Ναΐτες μία από τις
σημαντικότερες ''Βούλες'', τη Milites Templi (ιππότες του Ναού), με την
οποία δίδονται άφθονα προνόμια στους Ναΐτες. Την επόμενη χρονιά, η
Βούλα του διαδόχου του, Ευγένιου B' Milites Dei (ιππότες του Θεού),
θα διευρύνει τα προνόμια αυτά.

1144:
Πτώση της Έδεσσας στο Ζένγκι. H Κομητεία της Έδεσσας θα αντέξει
λίγα χρόνια ακόμη αλλά θα καταλυθεί οριστικά το 1150.

1147:
Ξεκινά η B' Σταυροφορία. Οι Ναΐτες της Γαλλίας θα παίξουν
καθοριστικό ρόλο, συνοδεύοντας το Γάλλο βασιλιά και
προστατεύοντας το στρατό του, ενώ στη συνέχεια θα
χρηματοδοτήσουν τις δυνάμεις του.

1149:
Οι Ναΐτες αποκτούν το κάστρο της Γάζας.

1153:
Πολιορκία της Ασκαλώνας. Οι Ναΐτες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην
πολιορκία, αλλά πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος. H πόλη παραδίδεται
στους Χριστιανούς.

1177:
H περίφημη Μάχη του Μοντγκισάρ. Οι δυνάμεις των Φράγκων, με
τους Ναΐτες σε πρωτεύοντα ρόλο, αιφνιδιάζουν και συντρίβουν τις
δυνάμεις του Σαλαντίν.
1179:
O Σαλαντίν ανακάμπτει και νικά τους Λατίνους στη μάχη του Μαρτζ
Αγιούν. Βάζει στόχο τα κάστρα των Ναϊτών.

1187:
Οι Ναΐτες χάνουν τη συντριπτική πλειονότητα των αδελφών ιπποτών
τους στους Αγίους Τόπους μετά την καθοριστική ήττα στο Χαττίν αλλά
και τη μάχη στις Πηγές της Κρεσόν που προηγήθηκε. Χάνεται η
Ιερουσαλήμ και ο ''Ναός του Σολομώντα'', το αρχηγείο του τάγματος.

1189:
Συμμετοχή των Ναϊτών, που ανέκαμψαν με ενισχύσεις από τα
ευρωπαϊκά αρχηγεία, στην πολιορκία της Άκρας. O μάγιστρος και
μεγάλος αριθμός αδελφών πέφτουν νεκροί σε μία από τις μάχες έξω
από την Άκρα. Ξεκινά η Γ' Σταυροφορία.

1191:
H πτώση της Άκρας στις δυνάμεις των σταυροφόρων, των οποίων
ηγούνται οι βασιλείς Αγγλίας και Γαλλίας. Μάχη της Αρσούφ και ήττα
του Σαλαντίν. Οι Ναΐτες εγκαθιστούν το νέο αρχηγείο τους στην Άκρα.

1204:
Οι δυνάμεις της Δ Σταυροφορίας καταλαμβάνουν την
Κωνσταντινούπολη. Οι Ναΐτες λαμβάνουν ως δωρεά κάποιες εκτάσεις
γης στην Πελοπόννησο και εγκαθιστούν παράρτημα στην Ελλάδα.

1217:
H E' Σταυροφορία βάζει στόχο την Αίγυπτο, ωστόσο αποτυγχάνει να
πετύχει τους αντικειμενικούς σκοπούς της.

1218:
Οι Ναΐτες ολοκληρώνουν την ανέγερση ενός από τα εντυπωσιακότερα
κάστρα τους, του ''Αθλίτ'', του περίφημου Κάστρου των Προσκυνητών.

1228:
O Γερμανός Αυτοκράτορας Φρειδερίκος B' κατορθώνει να ανακτήσει
μέρος της Ιερουσαλήμ, ωστόσο όχι και τον ''Ναό του Σολομώντα'',
οπότε οι Ναΐτες δεν ανακαταλαμβάνουν το κατεξοχήν στρατηγείο
τους.

1230:
Οι Ναΐτες επεκτείνονται στην Ανατολική Ευρώπη, αφού λαμβάνουν τις
πρώτες δωρεές γης στη Βοημία.

1237:
Τραγική ήττα των Ναϊτών από τους Τούρκους, στην προσπάθειά τους
να ανακαταλάβουν το κάστρο του Νταρμπσάκ.
1240:
Οι Ναΐτες ανακατασκευάζουν και ενισχύουν το κάστρο του Σαφέντ.

1244:
Οι Χωράσμιοι Τούρκοι, τους οποίους έχουν ''σπρώξει'' στη Μέση
Ανατολή οι Μογγόλοι, καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ. Βαρύτατη
ήττα των Χριστιανών από τους Χωράσμιους και τους Μαμελούκους της
Αιγύπτου στη μεγάλη μάχη του Λα Φορμπί. Τρομερές απώλειες για το
μεγάλο τμήμα των Ναϊτών που μάχεται στο πλευρό των Φράγκων.

1248:
O Λουδοβίκος Θ' της Γαλλίας, μετέπειτα Άγιος της Καθολικής
Εκκλησίας, εκστρατεύει στους Αγίους Τόπους και έρχεται σε
σύγκρουση με τους Ναΐτες.

1250:
Ακόμη μία ήττα για τους σταυροφόρους και τους Χριστιανούς της
Ουτρεμέρ, αυτή τη φορά στο Αλ Μανσουράχ της Αιγύπτου.

1260:

Οι Μαμελούκοι σταματούν τους Μογγόλους στην περίφημη μάχη του


Αϊν Τζαλούτ και συντρίβουν τις ελπίδες των Λατίνων ότι οι Μογγόλοι
θα έβγαζαν από τη μέση τους Μουσουλμάνους.

1266:
O νέος σουλτάνος της Αιγύπτου Μπαϊμπάρς παίρνει το κάστρο του
Σαφέντ και εξοντώνει τη φρουρά των Ναϊτών.

1268:
O Μπαϊμπάρς καταλαμβάνει και την Αντιόχεια.

1289:
Το τέλος είναι κοντά για τις Λατινικές ηγεμονίες της Ουτρεμέρ: οι
Αιγύπτιοι καταλαμβάνουν και την Τρίπολη της Συρίας.

1291:
O Αλ Ασράφ Χαλίλκ, νέος σουλτάνος της Αιγύπτου, καταλαμβάνει την
Ακρα, την οποία υπερασπίζονται μέχρι τέλους οι Ναΐτες. Τέλος των
''σταυροφορικών'' βασιλείων. Οι Ναΐτες εκκενώνουν τα τρία κάστρα
(της Σιδώνας, της Τορτόσας και το Αθλίτ) και καταφεύγουν στην
Κύπρο. Τελευταίο προπύργιό τους η νησίδα Ρουάντ, έξω από την
Τορτόσα.

1302:
Οι Ναΐτες χάνουν και το Ρουάντ. Προσπάθειες για συμμαχία με τους
Μογγόλους πέφτουν στο κενό.

1306:
Οι Ναΐτες συνεχίζουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα
πράγματα της Χριστιανοσύνης. Με την υποστήριξη του τάγματος ο
Αμορί ντε Λουζινιάν γίνεται βασιλιάς της Κύπρου στη θέση του
αδελφού του, Ερρίκου.

1307:
O βασιλιάς της Γαλλίας, Φίλιππος ο Ωραίος, δίνει εντολή για σύλληψη
όλων των Ναϊτών στην επικράτειά του. Ξεκινά η εκστρατεία εξόντωσης
των Ναϊτών σε ολόκληρη την Ευρώπη.

1310:
Ούτε οι Ναΐτες της Κύπρου γλιτώνουν, αφού ο Ερρίκος επιστρέφει και
τους φυλακίζει.

1312:
O Πάπας Κλεμέντιος βάζει την επίσημη σφραγίδα στη διαδικασία
διάλυσης του τάγματος, με τη Βούλα Vox in excelso. H περιουσία των
Ναϊτών κατάσχεται και αποδίδεται στους Ιωαννίτες.

1314:
O Ζακ ντε Μολέ, τελευταίος Μεγάλος Μάγιστρος του Τάγματος,
πεθαίνει στην πυρά. Κλείνει με τον τρόπο αυτό η ''επίσημη'' ιστορία
του τάγματος.
ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΑΓΙΣΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟ 1118 ΕΩΣ ΤΟ 1314

1. Hughes de Payens (1118 - 1136)

2. Robert de Craon (1136 - 1146)

3. Everard des Barres (1146 - 1149)

4. Bernard de Tremelay (1149 -1153)

5. André de Montbard (1153 - 1156)

6. Bertrand de Blanchefort (1156 - 1169)


7. Philippe de Milly (1169 - 1171)

8. Odo de St Amand|Odo (Eudes) de St. Amand (1171 - 1179)

9. Arnaud de Toroge (1179 -1184)

10. Gerard de Ridefort|Gérard de Ridefort (1185 - 1189)

11. Robert de Sablé (1191 - 1193)

12. Gilbert Horal (1193 - 1200)

13. Phillipe de Plessis (1201 - 1208)

14. Guillaume de Chartres (1209 - 1219)

15. Pedro de Montaigu|Pierre (Pedro) de Montaigu (1219 - 1230)

16. Armand de Périgord (1232 - 1244)

17. Richard de Bures (1245 - 1247)

18. Guillaume de Sonnac (1247 - 1250)

19. Renaud de Vichiers (1250 - 1256)

20. Thomas Bérard (1256 - 1273)


21. Guillaume de Beaujeu (1273 - 1291)

22. Thibaud Gaudin (1291 - 1292)

23. Jacques de Molay (1292 - 1314)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι ιστορικοί γνωρίζουν σήμερα πολλά για τη φανερή δράση των


Ναϊτών, την ίδια στιγμή που για τα επίσημα χρονικά τους δεν υπάρχει
και μεγάλη αμφισβήτηση. Τα γνωσιακά μας κενά όμως γύρω από την
απόκρυφη ζωή τους και τις τελευταίες περιπέτειές τους στην Ευρώπη
αφήνουν πολλές χαραμάδες ανοιχτές, κι εκεί ακριβώς έρχεται ο μύθος,
η εικασία και η σπέκουλα να καλύψουν τις ιστορικές τρύπες. Οι Ναΐτες
Ιππότες παραμένουν δημοφιλέστατοι στον λαϊκό πολιτισμό της Δύσης,
με τόσους και τόσους να ανατροφοδοτούν πονηρά τον σκοτεινό μύθο
και την υποτιθέμενη θρησκευτική κληρονομιά τους. Όποιος έχει
διαβάσει Νταν Μπράουν ξέρει εξάλλου καλά τι εννοούμε.

Αν και ο «Κώδικας Ντα Βίντσι» παραμένει λογοτεχνικό έργο, οπότε


μικρό το κακό. Το θέμα είναι με πραγματείες και σοβαρές ιστορικές
έρευνες που αποπειρώνται να ανατρέψουν τα παραδεδομένα,
δίνοντας στο χριστιανικό ιπποτικό τάγμα την αχλή του θρύλου. Αν
χωράει η πραγματική ιστορία των Ναϊτών στη μικρότερη ή μεγαλύτερη
φαντασία των συνωμοσιολόγων, αυτό παραμένει ακόμα και σήμερα
αντικείμενο έριδας. Ας καταβυθιστούμε λοιπόν στα άδυτα του
απόκρυφου Χριστιανισμού για να παρακολουθήσουμε τη
μακροβιότερη θεωρία συνωμοσίας όλων των εποχών.

Το 1065 μ.Χ., η Ιερουσαλήμ πέφτει για άλλη μια φορά στα χέρια των
αλλόπιστων και η ασφάλεια των Χριστιανών προσκυνητών στους
Άγιους Τόπους διακυβεύεται και πάλι. Εννιά ιππότες μοναχοί από τη
Γαλλία, με επικεφαλής τον Hugues de Payens, σχηματίζουν λοιπόν
προοδευτικά το τάγμα Φτωχοί Συστρατιώτες του Χριστού και του Ναού
του Σολομώντα για να εγγυηθούν το ασφαλές πέρασμα των
χριστιανικών καραβανιών. Μπορεί η επίσημη ιστορία των Ναΐτών να
ξεκινά στον απόηχο της Α' Σταυροφορίας, κάπου 23 χρόνια μετά το
1096 μ.Χ. δηλαδή (περί τα 1118 μ.Χ.), το πρώτο όμως σενάριο
συνωμοσίας αρχίζει πολύ πριν.

Με το που αποβιβάζονται λοιπόν οι 9 ιππότες - μοναχοί στην


Ιερουσαλήμ, φτιάχνουν το στρατηγείο τους στο Όρος του Ναού και
ξεκινάνε από την πρώτη κιόλας στιγμή να ψάχνουν για τον θησαυρό:
Τα ιερά κειμήλια της Χριστιανοσύνης. Όταν βρήκαν αυτό που
αναζητούσαν, αντιπροσωπεία τους ταξίδεψε μέχρι τη Ρώμη για να
παρουσιάσει στον ποντίφικα το ιερό σεντούκι. Κάτι έκανε όμως τον
Πάπα νευρικό, κάτι που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν ήθελε να
ξέρουν οι πιστοί. Για να εξαγοράσει λοιπόν τη σιωπή του χριστιανικού
τάγματος, ο Πάπας τους χαρίζει πλούτο και εξουσία: είναι η ιδρυτική
πράξη των Ναϊτών Ιπποτών.

Ο αριθμός τους αρχίζει να μεγαλώνει και σύντομα προσελκύονται


πολλοί σταυροφόροι και Ευρωπαίοι ιππότες στους Άγιους Τόπους, για
να πολεμήσουν στο όνομα του Θεού κατά των άπιστων
Μουσουλμάνων. Με τα χρόνια όμως και ενόσω ο πλούτος και η
εξουσία τους έχουν αγγίξει πια πρωτόγνωρα επίπεδα, ο βασιλιάς της
Γαλλίας, Φίλιππος Δ' (ο Ωραίος), πιέζει τον τότε Πάπα Κλήμη Ε' να τους
χαρακτηρίσει αιρετικούς και εχθρούς τελικά της Χριστιανοσύνης. Ο
Φίλιππος συλλαμβάνει τους Ναΐτες της Γαλλίας την Παρασκευή, 13
Οκτωβρίου 1307 και μέσω φρικτών βασανιστηρίων το μοναστικό
τάγμα ομολογεί τις εξωχριστιανικές του δραστηριότητες.

Ακόμα και ο μέγας Μάγιστρος Jacques de Molay εξομολογείται τα ιερά


κρίματά του, αν και αργότερα ανασκευάζει την κατάθεσή του. Πολλοί
καίγονται στην πυρά και το τάγμα είναι πλέον παρελθόν. Το επίσημο
τάγμα τουλάχιστον, καθώς όσοι γλίτωσαν τις διώξεις και τις σφαγές
δρούσαν πια στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής ιστορίας, αν και αυτό θα
μας απασχολήσει αργότερα. Κι αυτό γιατί το άλυτο μυστήριο
παραμένει: τι βρήκαν οι Ναΐτες που ήταν ικανό να τους εξασφαλίσει
απαράμιλλα προνόμια, πρωτόγνωρες Παπικές Βούλες και βασιλικές
τιμές στα πέρατα του Χριστιανικού κόσμου;

Πώς μετατράπηκαν δηλαδή οι Φτωχοί Στρατιώτες του Χριστού που στα


πρώτα χρόνια τους ίππευαν τα άλογα ανά δύο λόγω της καταραμένης
φτώχειας σε πολυεθνική μυστική σέχτα που έλεγχε πια το Ευρωπαϊκό
τραπεζικό σύστημα, το οποίο λίγο πολύ αυτοί είχαν ιδρύσει; Και γιατί
το Βατικανό αποδείχθηκε τόσο πρόθυμο να τους εκχωρήσει προνόμια
ζηλευτά και ανήκουστα για την εποχή, όπως φοροαπαλλαγές,
λαφυραγωγία, λογοδοσία μόνο στον Πάπα και δυνατότητα επιβολής
δικών τους φόρων;

Το ανεπανάληπτο δώρο του Πάπα Ιννοκέντιου Β' στους πρώην


Φτωχούς Συστρατιώτες έκανε το τάγμα πόλο έλξης για την Ευρωπαϊκή
αριστοκρατία και τσούρμο ευγενών εντάσσονταν πια εθελοντικά στις
τάξεις του, καθώς η κάρτα μέλους στους Ναΐτες εξασφάλιζε τώρα μια
ζωή τουλάχιστον χαρισάμενη. Εξοπλισμένοι σαν αστακοί και
εκπαιδευμένοι στην εντέλεια, οι μοναχοί - μαχητές μετατράπηκαν σε
ελίτ σώμα στρατού και διαδραμάτισαν κεφαλαιώδη ρόλο στην
πολεμική ιστορία των Αγίων Τόπων. Πεντακόσιοι Ναΐτες έφταναν πια
για να τα βάλουν με Μουσουλμανικές στρατιές ακόμα και 26.000
αντρών, όπως φέρεται να συνέβη σε μάχη του 1177 μ.Χ. Αν και ήταν τα
εξωστρατιωτικά κατορθώματά τους που θα έμεναν κυρίως γνωστά.

Για τη διευκόλυνση των δραστηριοτήτων τους στο εχθρικό έδαφος της


Μέσης Ανατολής, την προστασία των προσκυνητών δηλαδή αλλά και
των τεσσάρων μικρών Χριστιανικών βασιλείων της περιοχής, οι Ναΐτες
ανέπτυξαν ένα βολικό σύστημα για τους θρησκευτικούς ταξιδευτές:
εμπιστεύονταν τα χρήματά τους στο παράρτημα των Ναϊτών στη χώρα
τους και μπορούσαν κατόπιν να κάνουν ανάληψη της περιουσίας τους
από το στρατηγείο του τάγματος στην Ιερουσαλήμ, μέσω
κωδικοποιημένων μηνυμάτων. Οι ακαδημαϊκοί ισχυρίζονται σήμερα
ότι οι Ναΐτες είχαν τη δυνατότητα να τοκίζουν τα χρήματα των
προσκυνητών, κρατώντας την προμήθεια για τον εαυτό τους.

Μια πρακτική που απαγορευόταν μάλιστα από τον επίσημο


καθολικισμό και είχε δαιμονοποιηθεί ως τοκογλυφία. Οι ιστορικοί
ανασυγκροτούν από τη χρηματοπιστωτική αυτή δράση των Ναϊτών τη
γέννηση του τραπεζικού συστήματος, απ’ όπου και ξεπήδησαν οι
Ιππότες ως οι πρώτοι πανίσχυροι και ζάμπλουτοι τραπεζίτες της
οικουμένης. Πλέον υποθηκεύονταν ακόμα και βασίλεια ολόκληρα για
ένα χαμηλότοκο δάνειο, ενώ δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να
ενεχυριάζονται τα πετράδια του στέμματος Ευρωπαίων μοναρχών ως
εγγύηση. Γαλλία, Πορτογαλία, Αγγλία, Αραγονία, Ουγγαρία και πολλά
βασίλεια της Μέσης Ανατολής φιλοξενούσαν τώρα παραρτήματα του
χρηματοπιστωτικού ιδρύματος των Ναϊτών.
Το οποίο έφτασε να διαχειρίζεται περισσότερα από 9.000 κτήματα και
ιδιοκτησίες στις τέσσερις γωνιές της Γηραιάς Ηπείρου. Πολλοί μύθοι
που αφορούν στους υπερασπιστές του Ναού του Σολομώντα έλκουν
την καταγωγή τους από την οικονομική Αυτοκρατορία που σκάρωσαν,
μετατρέποντας το προσκύνημα στους Άγιους Τόπους σε μπίζνα ολκής.
Αν και ήταν το όρος που είχαν το στρατηγείο τους και οι θησαυροί που
υποτίθεται ότι κρύβονταν τόσο στον Ναό του Σολομώντα όσο και στο
γειτονικό σημείο όπου σταυρώθηκε ο Χριστός που θα γεννούσε τη
μερίδα του λέοντος των Ναΐτικων θρύλων.

Βρήκαν το Άγιο Δισκοπότηρο; Τμήμα από το Τίμιο Ξύλο; Κατείχαν τη


Σινδόνη του Τορίνο (ήταν μάλιστα απόγονος Ναΐτη Ιππότη αυτός που
έφερε για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας την Ιερά Σινδόνη); Ή
μήπως την Κιβωτό της Διαθήκης; Η ιστορία μας περιπλέκεται ωστόσο
όταν το τάγμα έχασε τη στρατιωτική του αίγλη. Όπως ξέρουμε, ο
Μουσουλμάνος Σαλαντίν έδιωξε τους Σταυροφόρους από την
Ιερουσαλήμ το 1187, αναγκάζοντας τους μοναχούς - ιππότες να
βαδίσουν πια τον δρόμο της υποχώρησης: το τελευταίο τους οχυρό
στη Μέση Ανατολή (στη σημερινή Συρία) εγκαταλείφθηκε το 1303.
Έκτοτε, η πτώση τους υπήρξε ραγδαία: αφού απέτυχαν να καταλάβουν
την Κύπρο, έπεσαν θύμα στις ορέξεις του Φίλιππου Δ' μόλις 4 χρόνια
αργότερα.

Ο λόγος και γνωστός είναι και καλά καταγεγραμμένος: Ο Γάλλος


βασιλιάς χρωστούσε τα μαλλιοκέφαλά του στους Ναΐτες και βρήκε
ευκολότερο να τους κατηγορήσει ως αιρετικούς παρά να αποπληρώσει
το κρατικό του χρέος. Στη δίκη - παρωδία της Αβινιόν, ο σύμμαχος του
Φίλιππου, Πάπας Κλημης Ε', αφόρισε το τάγμα και σηματοδότησε το
(φανερό τουλάχιστον) αιματοβαμμένο τέλος του. Τα επίσημα πρακτικά
της παπικής ετυμηγορίας του 1308 δόθηκαν από το Βατικανό στη
δημοσιότητα το 2011: Ο Κλήμης δεν τους χαρακτήρισε αιρετικούς,
παρά μόνο ανήθικους.

Ο ίδιος σκόπευε μάλιστα να αναμορφώσει το τάγμα και να το


ξαναβάλει στον ίσιο δρόμο του Θεού, αν και ήταν οι πιέσεις από τον
Γάλλο μονάρχη που τον ώθησαν να διαλύσει τελικά το τάγμα οριστικά
το 1312, παραχωρώντας τα περιουσιακά του στοιχεία δεξιά και
αριστερά (με τη μερίδα του λέοντος να πηγαίνει τώρα στους Ιωαννίτες
Ιππότες). Αν και δεν είναι εύκολο να δεχτεί κανείς ότι τόσος πλούτος,
εξουσία και πολιτική επιρροή μπορούν να χαθούν από ένα παπικό
φιρμάνι. Επιβίωσαν λοιπόν οι Ναΐτες, προσαρμόστηκαν και
αφομοιώθηκαν από άλλες, ακόμα πιο απόκρυφες, σέχτες της
Ευρώπης; Έχουν δίκιο οι Ελευθεροτέκτονες που ισχυρίζονται ότι είναι
άμεσοι απόγονοι του τάγματος;

Ξέρουμε ότι όταν έπεσαν οι Άγιοι Τόποι στα χέρια των


Μουσουλμάνων, οι Ναΐτες (αλλά και τα άλλα μοναστικά τάγματα της
Μέσης Ανατολής, όπως οι Ιωαννίτες και οι Τεύτονες Ιππότες) βρήκαν
νέο σπίτι στη Γαλλία. Με τον τεράστιο πλούτο του και τη χώρα
χρεωμένη στο ίδρυμά του, το τάγμα δεν έδινε λογαριασμό στον
βασιλιά Φίλιππο, δημιουργώντας μια εκρηκτική κατάσταση κοντολογίς
που καλούσε σε δραστικές λύσεις. Οι Ναΐτες της Γαλλίας κάηκαν στην
πυρά και ο Πάπας αφόρισε το τάγμα μια και καλή, αν και εκτός
Γαλλίας, πέρα από μερικές σποραδικές διώξεις, οι εναπομείναντες
Ιππότες δεν πειράχτηκαν. Κι έτσι κάποιοι από αυτούς εντάχθηκαν
στους Ιωαννίτες της Μάλτας και στους Τεύτονες, που είχαν επιστρέψει
εν τω μεταξύ στην Πρωσία και τη Βόρεια Ευρώπη.

Αν και αυτό δεν θα ήταν το τέλος τους. Γιατί οι Τεύτονες Ιππότες


επιβίωσαν για άλλα διακόσια χρόνια, πριν αφομοιωθούν από την
Πρωσία και την Πολωνία. Είναι γεγονός ότι αρκετοί αιώνες χωρίζουν το
τέλος των Ναϊτών από την ιδρυτική πράξη των Μασόνων το 1717. Οι
Ελευθεροτέκτονες ήταν τότε ένα προοδευτικότατο τάγμα που
φλέρταρε με τις ιδέες του Διαφωτισμού, της δημοκρατίας και του
Συντάγματος. Οι Στοές τους ήταν άλλοτε πολιτιστικά κέντρα
διακίνησης ιδεών που συγκέντρωναν φιλόσοφους, επιστήμονες και
καλλιτέχνες. Τόσο οι φωτισμένοι πατέρες των ΗΠΑ, όπως ο Βενιαμίν
Φραγκλίνος και ο Τζορτζ Ουάσιγκτον, αλλά και ο Βολταίρος και ο
Μότσαρτ ήταν κάποτε μέλη τους.

Εννιά υπογραφές μάλιστα στη Αμερικανική Διακήρυξη της


Ανεξαρτησίας και 13 υπογραφές στο πρώτο Σύνταγμα των ΗΠΑ έχουν
μασονική καταγωγή. Αρκετοί ιστορικοί και ακαδημαϊκοί μελετητές
έχουν ωστόσο ισχυριστεί κατά καιρούς ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ
των Ναϊτών Ιπποτών και των τόσων παρακλαδιών της μασονίας. Οι
Μασόνοι Ναΐτες Ιππότες γεννήθηκαν λοιπόν και επισήμως στη
βιβλιογραφία και όχι φυσικά από τον διακαή πόθο των
Ελευθεροτεκτόνων να είναι άμεσοι απόγονοι του Χριστιανικού
Μεσαιωνικού τάγματος. Η ερμητική αυτή ιστορία διατείνεται ότι μια
χούφτα Γάλλοι Ναΐτες που επιβίωσαν από τη σφαγή κατέφυγαν στη
Σκοτία, ασφαλές καταφύγιο τότε από τις διώξεις του καθολικισμού
αλλά και του μανιασμένου Φιλίππου Δ'.
Στη Σκοτία βρήκαν λοιπόν ένα δεύτερο σπίτι στην τοπική Μασονική
Στοά, η οποία ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμη να τους εντάξει στις
τάξεις της. Οι Ναΐτες δίδαξαν λέει στους Σκοτσέζους Ελευθεροτέκτονες
τις αξίες του ιπποτισμού αλλά και της πειθαρχίας, διασφαλίζοντας έτσι
τη μακροημέρευση του τάγματός τους. Το μοναστικό τάγμα επιβίωσε
στη σκιώδη του αυτή μορφή μέχρι και την επίσημη διακήρυξη της
Ενωμένης Μεγάλης Στοάς της Βρετανίας το 1717. Σύμβολα εξάλλου της
σύμπραξης Ελευθερομασόνων και Ναϊτών βρίσκουμε συχνά στη
Σκοτία, ακόμα και στις ΗΠΑ, αν και θα εδώ θα επιστρέψουμε
αργότερα, καθώς οι Ναΐτες φέρονται να ανακάλυψαν και τον Νέο
Κόσμο πολύ πριν τον Κολόμβο.

Διάφοροι θρύλοι αλλά και μαρτυρίες περιγράφουν το πώς οι Ναΐτες


κατάφεραν να περισώσουν τους ιερούς θησαυρούς της
Χριστιανοσύνης από τα αρπακτικά χέρια του Φιλίππου. Ο λεγόμενος
«Θησαυρός των Ναϊτών» έζησε μια δεύτερη ζωή και συχνά - πυκνά
στον ιστορικό χρόνο εμφανίζεται κάποιος που ανατροφοδοτεί τον
μύθο. Καθ’ όλο τον 17ο, 18ο και 19ο αιώνα, πλήθος πηγών
τοποθετούσαν τα ιερά κειμήλια που κρατούσαν επτασφράγιστο
μυστικό οι Ναΐτες σε κρύπτες στην Πορτογαλία και την Καταλονία,
ισχυρά Ευρωπαϊκά προπύργια του τάγματος. Η τοπογραφία των ιερών
κειμηλίων των Ναϊτών απλώνεται σε όλη την Ευρώπη, αν και η Βόρεια
Ισπανία συνεχίζει να κρατά τα συνωμοσιολογικά σκήπτρα.

Πλάι βέβαια στα κειμήλια της Χριστιανοσύνης, δεν είναι λόγοι αυτοί
που δηλώνουν εμφατικά ότι οι Ναΐτες κατά τις περίφημες ανασκαφές
τους στο Όρος του Ναού δεν βρήκαν (ή δεν βρήκαν μόνο)
Χριστιανικούς θησαυρούς αλλά και Μουσουλμανικούς. Ιερά κειμήλια
του Κορανιού υποτίθεται ότι είναι επίσης θαμμένα κοντά στα ερείπια
του Ναού του Σολομώντα και αυτός ήταν λέει ο λόγος που τους
αναθεμάτισε ο Πάπας, καθώς είχαν πλέον απομακρυνθεί από τη
χριστιανική αποστολή τους. Αν και το Άγιο Δισκοπότηρο παραμένει
σταθερά των θεωριών συνωμοσίας. Σύμφωνα με την παραδοσιακή
σχολή συνωμοσιολογικής σκέψης, οι Ναΐτες μετέφεραν στις
αποσκευές τους το ιερό κειμήλιο από τους Άγιους Τόπους στη Σκοτία,
μετά τις διώξεις τους στη Γαλλία.

Το Παρεκκλήσι Rosslyn, γεμάτο από σύμβολα των Ναϊτών και των


Μασόνων, υποτίθεται ότι κρύβει στα σπλάχνα του το κύπελλο που
χρησιμοποίησε ο Ιησούς στον Μυστικό Δείπνο. Η ασίγαστη
αρχαιολογική σκαπάνη των Ναϊτών φέρεται να έφερε στο φως τα
πάντα: από μυστικά που περιλήφθηκαν αργότερα στη μυθολογία της
Μασονίας, Εβραϊκά κειμήλια από τον Ναό του Σολομώντα, Ισλαμικούς
θησαυρούς από το αρχαίο τέμενος, τα σύμβολα της Χριστιανοσύνης
και την Κιβωτό της Διαθήκης φυσικά. Αν και όχι την ίδια την Κιβωτό,
διορθώνουν λίγο αργότερα οι συνωμοσιολόγοι αυτής της γραμμής,
παρά την ανεκτίμητη γνώση ότι οι Πλάκες του Νόμου μεταφέρθηκαν
στην Αιθιοπία πριν από την πρώτη καταστροφή του Ναού του
Σολομώντα.

Η πληροφορία αυτή χαράχτηκε με κωδικοποιημένο τρόπο σε


παρεκκλήσι της Γαλλίας, η καταστροφή του οποίου διατάχθηκε από
τον μέγα Μάγιστρο του τάγματος στο Παρίσι όταν άρχισαν οι
περιπέτειες των Ναϊτών με το Γαλλικό στέμμα. Η Εκκλησία του Αγίου
Γεωργίου στη Λαλιμπέλα της Αιθιοπίας είναι ο τόπος που φυλάσσεται
υποτίθεται η Κιβωτός της Διαθήκης, γνώση που προσπάθησαν να
εξαφανίσουν οι Ναΐτες, αν και ήταν αυτοί που έχτισαν τον
συγκεκριμένο ναό πάνω στον χώρο φύλαξης του κειμηλίου. Ήταν το
1357 μ.Χ. όταν η χήρα του αριστοκράτη Geoffrey του Charney,
απόγονου του Μάγιστρου Geoffroi de Charney που κάηκε δίπλα στον
ίδιο τον de Molay, αποκάλυψε στην οικουμένη την Ιερά Σινδόνη.

Η θεωρία κάνει εδώ λόγο ότι η Σινδόνη ήταν στα χέρια των Ναϊτών
τουλάχιστον από το 1204 μ.Χ., όπως και το πιστοποιητικό ταφής του
Ιησού, γραμμένο στα Εβραϊκά, Ελληνικά και Λατινικά. Πιστό αντίγραφο
της μορφής που απεικονίζεται στη Σινδόνη του Τορίνο έχει βρεθεί ήδη
από το 1945 σε εκκλησία κωμόπολης της Αγγλίας, κάτι που
αποδεικνύει σε όποιους είναι έτοιμους να πιστέψουν ότι το ιερό
κειμήλιο ήταν στα χέρια των Ναϊτών εδώ και αιώνες. Η χρονολόγηση
με άνθρακα έδειξε ότι το αντίγραφο χρονολογείται από το 1280 μ.Χ. Ο
Jacques de Molay κάηκε στην πυρά δίπλα στον μισοτελειωμένο
καθεδρικό της Νοτρ-Νταμ του Παρισιού πριν από 700 χρόνια.

Ο θάνατός του θα πυροδοτούσε τόσες θεωρίες συνωμοσίας όσο και η


δολοφονία του Κένεντι, μόνο που οι αιώνες που μας χωρίζουν από τη
μαρτυρική εκτέλεση του μέγα Μάγιστρου του τάγματος των Ναϊτών τις
έχουν κάνει σαφώς πιο ιστορικές. Ως ο τελευταίος Μέγας Μάγιστρος
των Ναϊτών Ιπποτών, ο de Molay κατηγορήθηκε για βλασφημία αλλά
και σεξουαλική παρέκκλιση, όπως και τόσοι ακόμα Ναΐτες της εποχής.
Ο σοδομισμός και οι ομοφυλοφιλικές περιπτύξεις περιλαμβάνονταν
πια στην ημερήσια Παπική ατζέντα με τις κατηγορίες κατά του
τάγματος, πλάι στις αιρετικές καταδικαστικές αποφάσεις.

Μέχρι και για σατανισμό κατηγορήθηκαν οι Φτωχοί Συστρατιώτες του


Χριστού ώστε να κηλιδωθεί το όνομά τους και να χρησιμεύσει ως
άλλοθι στον Φίλιππο για να εξαφανίσει το τάγμα από προσώπου γης.
Ο Γάλλος ηγεμόνας έβαλε να τον βασανίσουν φριχτά πριν τον
παλουκώσει στην πυρά πάνω στο μικροσκοπικό νησάκι του Σηκουάνα
τον Μάρτιο του 1314: ήταν η ζοφερή κορύφωση του δράματος των
Ναϊτών που είχε αρχίσει πριν από εφτά χρόνια. Ο ίδιος ο βασιλιάς
διέδιδε τις φήμες για τις ιερόσυλες και ομοφυλοφιλικές πρακτικές
μύησης του τάγματος, ώστε να στραφεί η κοινή γνώμη εναντίον τους.
Ο de Molay καταράστηκε όμως στην πυρά τους ηθικούς αυτουργούς
της εκτέλεσής του, τον Φίλιππο της Γαλλίας και τον Πάπα Κλήμη Ε'.

Προβλέποντας ότι θα τους συναντούσε στον άλλο κόσμο πριν από


τέλος της χρονιάς. Όπως και έγινε. Ο Κλήμης πέθανε μόλις έναν μήνα
αργότερα και ο μονάρχης της Γαλλίας σκοτώθηκε σε κυνηγετικό
ατύχημα πριν εκπνεύσει το 1314. Ατάραχος και αγέρωχος ο Μάγιστρος
ξεστόμισε την ώρα που τον τύλιγαν οι πύρινες γλώσσες την κατάρα, με
την ευχή ότι με τη βοήθεια του Θεού οι Ναΐτες θα εκδικούνταν κάποια
στιγμή το Ευρωπαϊκό κατεστημένο που τους γκρέμισε. Η απάνθρωπη
εκτέλεση του Μέγα Μάγιστρου ήταν λοιπόν αυτή που πείσμωσε τους
εναπομείναντες Ναΐτες όχι μόνο να εκδικηθούν μια μέρα τον θάνατό
του, αλλά και να κυριαρχήσουν στον κόσμο.

Έτσι θα ξεπλήρωναν την ντροπή και βάλθηκαν λέει να το κάνουν πράξη


μέσω της διάχυσής τους σε άλλες σκιώδεις οργανώσεις, όπως οι
Τέκτονες, οι Illuminati και προσφάτως η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ. Στο
Σκοτσέζικο μάλιστα τάγμα των Ναϊτών υποτίθεται ότι υπήρχε και ο
υψηλότατος βαθμός του «Εκδικητή», με τις δικές του αρμοδιότητες να
είναι το ποδοπάτημα της καταδικαστικής Παπικής Βούλας και ο
αφανισμός της Γαλλικής μοναρχίας. Μασονικός θρύλος έλκει την
καταγωγή του από την εκτέλεση και την κατάρα του Jacques de Molay.
Περιττό να αναφερθεί λοιπόν ποιος ήταν ο κινητήριος μοχλός της
Γαλλικής Επανάστασης, του δημοκρατικού κινήματος που έφερε στην
γκιλοτίνα τον Λουδοβίκο ΙΣΤ'.

Ανώνυμος Γάλλος Ελευθεροτέκτονας (ή μήπως Ναΐτης;) λέγεται


μάλιστα πως όρμησε στη λαιμητόμο, βούτηξε τα χέρια του στο
βασιλικό αίμα (ή, κατά άλλες πηγές, άρπαξε το κεφάλι και το σήκωσε
από τα μαλλιά) και ούρλιαξε: «Jacques de Molay, δικαιώθηκες». Το
τέλος, ώρα να δούμε το καλύτερο συνωμοσιολογικό σενάριο που
αφορά στους Ναΐτες. Ήταν στη δεκαετία του 1980 κυρίως όταν ένα
κύμα από εκδόσεις και δημοσιεύσεις βάλθηκε να βρει αναλογίες και
συνέχεια μεταξύ της ιστορικής παρουσίας των Ναϊτών στη Σκοτία και
της ανάδυσης των Μασόνων Σκοτσέζων Ναϊτών στον Νέο Κόσμο.

Η διασύνδεση του Παρεκκλησιού Rosslyn, των Ελευθεροτεκτόνων, των


Ναϊτών και του Αγίου Δισκοπότηρου έχουν αποτελέσει αντικείμενο
ευρύτερης υπόθεσης, με τη λογοτεχνία να έρχεται απλώς να
εκμεταλλευτεί το πράγμα μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Ήταν λοιπόν ένας
μικρός και χαμένος στολίσκος των Ναϊτών που τα έκανε όλα, αν
πιστέψουμε τα πρακτικά της φρικιαστικής ανάκρισης του Jean de
Chalons από τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση, όταν τα είπε όλα χαρτί και
καλαμάρι: Ο Μάγιστρος Gerard de Villiers, για να γλιτώσει τη σύλληψή
του, είχε αποδράσει με 18 πλοιάρια και 50 άλογα, μεταφέροντας
φυσικά στα αμπάρια τους όλο τον θησαυρό των Γάλλων Ναϊτών.

Όπως ξέρουμε, η Σκοτία έγινε ο τόπος προορισμού των κατατρεγμένων


ιπποτών και σύντομα ο στολίσκος αυτός βρήκε τον δρόμο του προς την
Αμερική, ακολουθώντας τα αρχαία θαλάσσια μονοπάτια των Βίκινγκ,
τα οποία γνώριζαν εξάλλου καλά οι Σκοτσέζοι θαλασσοπόροι. Οι
Ναΐτες φέρονται να κατέπλευσαν αρχικά στη Nova Scotia του Καναδά
και από κει να βρήκαν αργότερα πέρασμα στην περιοχή που θα
γινόταν αιώνες αργότερα γνωστή ως ΗΠΑ, όπου και αποθήκευσαν με
πάσα μυστικότητα το σεβαστό τους κομπόδεμα. Ακόμα όμως κι αν
αυτό το σενάριο δεν επιβιώνει στην ψύχραιμη ανάλυση, οι Ναΐτες
πέρασαν στην Αμερική μέσα από τη Μασονία, καθώς όπως είπαμε
ήταν οι κυνηγημένοι Ναΐτες που ίδρυσαν τον Ελευθεροτεκτονισμό.
Τα σύμβολά τους υιοθετήθηκαν εν πολλοίς από τους
Ελευθεροτέκτοντες και αντίστοιχες παραστάσεις συναντάμε τόσο στη
Σκοτία όσο και την Αμερική. Η απήχηση των Ναϊτών Ιπποτών παρά
τους τόσους αιώνες που μας χωρίζουν από τη δράση τους παραμένει
εντυπωσιακή σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολύ μελάνι έχει χυθεί για τα
Μεσαιωνικά τους καμώματα, αν και είναι περισσότερο αυτό που
χύνεται για τη δραστηριότητά τους μέσα σε άλλες μυστικιστικές
σέχτες, αυτές που επιβουλεύονται δηλαδή τον κόσμο μας και
απεργάζονται μυστικά σχέδια για τη νέα παγκόσμια τάξη.
Ολοκληρώνοντας, ένα ιστορικό ερώτημα παραμένει και δεν έχει ακόμα
ικανοποιητική απάντηση:

Όταν ο Φίλιππος Δ' μάντρωσε τους Γάλλους Ναΐτες ώστε να απαλλαγεί


από τον βραχνά της αποπληρωμής των δανείων που τους όφειλε,
πίστευε ότι ο ζηλευτός πλούτος των ιπποτών θα περιερχόταν πια στα
χέρια του. Δεν βρήκε όμως μήτε φράγκο ζωγραφιστό. Μπορεί ο Πάπας
να είχε εκχωρήσει τώρα όλα τα ακίνητα περιουσιακά τους στοιχεία
στους Ιωαννίτες Ιππότες και σε αντίστοιχα τάγματα, πού ήταν όμως το
αμύθητο παραδάκι των άλλοτε Φτωχών Στρατιωτών του Χριστού; Όταν
οι άντρες του περικύκλωσαν τους Ναΐτες, δεν υπήρχε τίποτα να
βρεθεί. Μήπως είχαν ειδοποιηθεί για τη συνωμοσία εναντίον τους;

Ο στόλος τους εξαφανίστηκε εξάλλου τον ίδιο καιρό που χάθηκε από
προσώπου γης και ο θησαυρός τους. Όσο δεν παίρνουμε
ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, ο μύθος των Ναϊτών
Ιπποτών θα συνεχίζει να ζει...!

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

You might also like