Professional Documents
Culture Documents
ΝΑΪΤΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΝΑΪΤΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Βορειότερα από την Κομητεία της Τρίπολης και τους οικισμούς των
Ασσασίνων βρισκόταν το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Η Αντιόχεια ήταν
μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Συρίας και εξαιρετικά οχυρωμένη.
Κατά την Α' Σταυροφορία καταλήφθηκε από τον Νορμανδό
Βοημούνδο, ιδρυτή της τοπικής Νορμανδικής δυναστείας. Το
πριγκιπάτο μαζί με το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ αποτελούσαν τα
ισχυρότερα κράτη που ίδρυσαν οι σταυροφόροι στην περιοχή.
Βρισκόταν όμως υπό τη συνεχή απειλή της Αυτοκρατορίας της
Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι η περιοχή της
Αντιόχειας τούς ανήκε δικαιωματικά και αντιμετώπιζαν τους
Νορμανδούς ως ενοχλητικούς και επικίνδυνους σφετεριστές της
αυτοκρατορικής γης στη Συρία.
Κάθε χώρα είχε ένα Μάγιστρο (Magister) του τάγματος και όλες οι
χώρες ελέγχονταν από τον Μεγάλο Μάγιστρο (Grand Magister). Το
αξίωμα του Μεγάλου Μαγίστρου ήταν ισόβιο και τα βασικά του
καθήκοντα ήταν να επιβλέπει τις δραστηριότητες του τάγματος στην
Ανατολή και τις οικονομικές κτήσεις του τάγματος στη Δύση. Τo Τάγμα
των Ιππoτών τoυ Ναoύ είχε 4 κατηγoρίες μελών:
Συνεπώς, η ζωή σε εκείνη την περιοχή δεν είναι εύκολη ούτε για τους
νέους κατοίκους, αλλά ούτε και για τους προσκυνητές που συρρέουν
μαζικά από ολόκληρη την Ευρώπη. Η ιστορία των Ιπποτών του Ναού
είναι συνδεδεμένη με τον Κόμητα Ούγο της Καμπανίας (Hugo de la
Champagne). Το 1104 ο κόμης επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ με μία
ακολουθία υποτελών του ιπποτών. To 1108 ο κόμης επιστρέφει στην
Ευρώπη και το 1114 επανέρχεται στην Ιερουσαλήμ συνοδευόμενος
από τον υποτελή του ιππότη Ούγο ντε Παιν (Hugues de Payns).
Άγνωστο παραμένει το αν ο Ούγος ντε Παιν ακολούθησε τον άρχοντά
του στο πρώτο του ταξίδι.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βαλδουίνου του Β', που στο
μεταξύ είχε διαδεχτεί τον Βαλδουίνο τον Α' στο θρόνο της Ιερουσαλήμ,
το 1118 μ.Χ, ο Ούγος ντε Παιν μαζί με άλλους 8 ιππότες
παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και του πρότειναν την ίδρυση μίας
κοινότητας ιπποτών που θα ακολουθούσε τον κανόνα θρησκευτικού
τάγματος και θα αφιερωνόταν στην προστασία των προσκυνητών. To
ίδιο έπραξαν και με τον Πατριάρχη Βαρμούνδο του Πικινύ (Warmund
de Picquigny)που είχε διαδεχτεί τον Δαϊμβέρτο. Είχαν σκεφτεί να
ακολουθήσουν τον Κανόνα του Αγίου Αυγουστίνου (Augustine of
Hippo). Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή από το βασιλιά και τον
Πατριάρχη. Οι 9 αυτοί ιππότες ήταν οι εξής:
Γκοντεμάρ (Gondemare)
Γκοντφρουά (Godefroi)
Οι ιππότες αυτοί, την ημέρα των Χριστουγέννων του 1119 μ.Χ. στο ναό
του Αγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ ενώνονται με τους τρεις κλασσικούς
μοναστικούς όρκους για πενία, αγνότητα, υποταγή και έναν επιπλέον
όρκο για προστασία των προσκυνητών, παρουσία του Πατριάρχη. Έτσι,
λοιπόν, συγκροτείται ο πρώτος πυρήνας του Τάγματος των Φτωχών
Ιπποτών του Χριστού. Αυτό είναι ένα τάγμα μοναστικό που τα μέλη
του, όμως, διαθέτουν σπαθί και πανοπλία. Αρχικά ζούσαν ζητώντας
ελεημοσύνη και για το λόγο αυτό έγιναν γνωστοί με αυτό το όνομα.
Στο ξεκίνημά τους δεν φορούσαν κάποια ξεχωριστή ενδυμασία, αλλά
τα απλά ρούχα του επαγγέλματος του καθενός.
Πενία
Αγνότητα
Υπoταγή και
Έναν επιπλέoν όρκo για πρoστασία των πρoσκυνητών, παρoυσία
τoυ Πατριάρχη
Όπου και να έχει αγαθά δεν λογοδοτεί ούτε στο βασιλιά, ούτε
στους επισκόπους, ούτε στον Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ, παρά
μόνο στον ίδιο τον Πάπα.
Ενδεικτικό είναι ότι ο Αλφόνσος της Καστίλλης και της Αραγωνίας τους
χάρισε μία ολόκληρη περιοχή και με τη διαθήκη του τους κληροδότησε
το βασίλειό του σε περίπτωση που θα πέθαινε χωρίς διάδοχο. Οι
Ναΐτες στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν τον εμπιστεύτηκαν και
συμβιβάστηκαν με την μεταβίβαση σε αυτούς 6 κάστρων στην Ισπανία.
Επίσης, ο βασιλιάς της Πορτογαλίας τους χάρισε ένα δάσος το οποίο,
όμως, ήταν ακόμα στην κατοχή των Σαρακηνών. Επιτέθηκαν στους
Σαρακηνούς, και αφού τους συνέτριψαν, ίδρυσαν την πόλη Κοΐμπρα.
Από αυτά γίνεται φανερό ότι ένα μέρος των Ναϊτών πολεμάει στην
περιοχή της Παλαιστίνης, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται
στην Ευρώπη.
Τότε είχε στείλει στον Ροβέρτο, κόμη της Φλάνδρας, μία επιστολή στην
οποία περιέγραφε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Βυζαντινοί με
τους Μουσουλμάνους, ενώ ακολούθησαν και άλλες επιστολές σε
γνωστούς Λατίνους άρχοντες. O Ουρβανός, ένας ιδιαίτερα ευφυής και
δραστήριος άνδρας, κατάλαβε ότι η ευκαιρία που είχε μπροστά του
ήταν μοναδική. Θα μπορούσε ''με έναν σμπάρο'' να πετύχει όχι μόνο
δύο, αλλά πολύ περισσότερα ''τρυγόνια''. Ήδη την επομένη της
αναχώρησης των Βυζαντινών απεσταλμένων, ξεκίνησε να καταστρώνει
τα σχέδιά του. Συγκάλεσε μεγάλη σύνοδο των εκπροσώπων της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, λαϊκών και κληρικών, στις 18 Νοεμβρίου
της ίδιας χρονιάς, στο Κλερμόντ της Κεντρικής Γαλλίας.
Στο πλαίσιο αυτό όχι μόνο επιτράπηκε η ίδρυση και λειτουργία των
ιπποτικών ταγμάτων, αλλά υπήρχαν και όλες οι προϋποθέσεις ώστε τα
τάγματα να γιγαντωθούν και να εξελιχθούν σε έναν θεσμό με τεράστια
δύναμη και επιρροή, όχι μόνο στους Αγίους Τόπους αλλά και
γενικότερα σε ολόκληρη τη Χριστιανική Δύση.
Στο ιστορικό πλαίσιο που ορίστηκε από τις σταυροφορίες, έκαναν την
εμφάνισή τους και οι Ναΐτες. Οι ιππότες του Ναού σύμφωνα με όλες
τις πηγές είχαν ένα ιδιαίτερα ταπεινό ξεκίνημα. Τόσο ταπεινό που
κανείς από τους χρονικογράφους που έζησαν και έγραψαν την εποχή
της δημιουργίας των Ναϊτών, δηλαδή στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας
και στις αρχές της τρίτης του 12ου αιώνα, δεν θεώρησε το ξεκίνημα
ενός ιπποτικού τάγματος άξιο αναφοράς. Ηταν άλλωστε το πρώτο
ιπποτικό τάγμα και η έλλειψη αντίστοιχου προηγούμενου έκανε τους
σύγχρονούς του αρκετά επιφυλακτικούς όσον αφορά στην
αντιμετώπισή του.
Ανάλογη είναι η εικόνα για την κατάσταση στην περιοχή που δίνει ο
Ρώσος αβάς Δανιήλ, ο οποίος προσπάθησε να επισκεφτεί όλες τις
ιερές τοποθεσίες που αναφέρονται στα Ευαγγέλια και για δύο χρόνια
υπέβαλλε τον εαυτό του σε όλους τους κινδύνους και τις ταλαιπωρίες
που μπορούσε να αντιμετωπίσει ένας προσκυνητής στους Αγίους
Τόπους: ''Οι προσκυνητές ξαποσταίνουν δίπλα στο νερό με μεγάλο
φόβο, γιατί πρόκειται για ένα έρημο μέρος, κοντά στην πόλη της
Ασκαλώνας, απ' όπου Σαρακηνοί βγαίνουν και σκοτώνουν τους
ταξιδιώτες''. O ίδιος προσκυνητής αναφέρει τους κινδύνους που
αντιμετώπιζε ο ταξιδιώτης στην προσπάθειά του να επισκεφθεί τον
Ιορδάνη και άλλα μέρη ενδιαφέροντος για έναν ευσεβή Χριστιανό.
Σε αυτήν την εποχή και υπό αυτές τις συνθήκες εμφανίζονται οι Ναΐτες
ως μία απάντηση στο ερώτημα του πώς θα καταστεί ασφαλής η
ύπαιθρος. Στην πραγματικότητα, όλες οι πηγές συμφωνούν ότι οι
Ιππότες του Ναού ξεκίνησαν την πορεία τους ακριβώς ως μία
''αστυνομική'' δύναμη του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Όπως
σημειώσαμε και παραπάνω, το ξεκίνημα του τάγματος ήταν τόσο
ταπεινό, που ουδείς από τους σύγχρονους χρονικογράφους που
κατέγραψαν τα γεγονότα της εποχής αυτής δεν ανέφερε τη δημιουργία
του. Οι πηγές που έχουμε για το ξεκίνημα των Ναϊτών προέρχονται
από μεταγενέστερες -αν και όχι πολύ- μεταξύ των οποίων θα
ξεχωρίζαμε τον Γουλιέλμο, αρχιεπίσκοπο της Τύρου, και τον Μιχαήλ
τον Σύριο, πατριάρχη Αντιοχείας.
Και οι δύο αυτοί άνδρες, που έγραψαν το έργο τους κυρίως στο
δεύτερο μισό του 12ου αιώνα και άρα είχαν μία χρονική απόσταση
μερικών δεκαετιών από το ξεκίνημα του τάγματος, έγραψαν για τις
απαρχές των Ναϊτών σε μία εποχή που οι τελευταίοι είχαν ήδη γίνει
μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις της Χριστιανικής Ανατολής και
όχι μόνο. O Γουλιέλμος, που δεν διάκειται φιλικά προς τους Ναΐτες και
στέκεται κριτικά απέναντί τους σε πολλά σημεία, τοποθετεί χρονικά τις
απαρχές του τάγματος στο 1118.
Το ίδιο διάστημα, στην περιοχή δρούσε και ένα άλλο ιδιότυπο τάγμα,
που είχε ως πρωταρχική αποστολή του το συνδυασμό μοναστικής και
κοσμικής ζωής και ως εκ τούτου την προσφορά έργου στην τοπική
κοινωνία. Πρόκειται για τους Οσπιταλιέρους (Hospital iers ή
Hospitalers, εκ του Hospital που σημαίνει νοσοκομείο ή στην αρχική
του έννοια - ξενώνας) ή αλλιώς Τάγμα του Αγίου Ιωάννη (από το οποίο
ονομάστηκαν παράλληλα και ''Ιωαννίτες''). Το έργο τους ήταν η
παροχή βοήθειας στους ασθενείς ταξιδιώτες αλλά και κατοίκους της
περιοχής και η φιλοξενία τους στον ξενώνα, που λειτουργούσε και ως
νοσοκομείο.
Στην πράξη αυτή μάρτυρας ήταν ο Ούγος του Παιν, ο οποίος ωστόσο
δεν αναφέρεται με την ιδιότητα του μαγίστρου του τάγματος, αλλά
του ''Ιππότη του Χριστού'', ενώ ένας άλλος ιππότης του τάγματος, υπό
το όνομα Ροβέρτος (Robert), παρίστατο ως μάρτυρας στη σύνταξη ενός
άλλου διατάγματος το 1125, με το οποίο ο επίσκοπος της Ναζαρέτ
Βερνάρδος απάλλασσε τους Ιωαννίτες από την υποχρέωση καταβολής
φόρου στην ενορία του. Ενα ακόμη πρόβλημα είναι αυτό της ακριβούς
χρονολόγησης της ίδρυσης του τάγματος, με δεδομένο ότι η κύρια
πηγή που έχουμε είναι ο Γουλιέλμος, που κατά κανόνα δεν είναι
ιδιαίτερα ακριβής όσον αφορά στις ημερομηνίες.
Διάφορα έγγραφα που αναφέρουν δωρεές που έγιναν από κοσμικούς
άρχοντες στο τάγμα ορισμένα χρόνια αργότερα (οι περισσότερες
βεβαίως αφορούν στην περίοδο μετά τη σύνοδο του Τρουά)
υποδεικνύουν ότι το τάγμα δημιουργήθηκε το 1119 ή το 1120 και όχι
το 1118 που καταθέτει ο Επίσκοπος της Τύρου. Αλλά και ο ίδιος ο
Γουλιέλμος διαψεύδει σε κάποιο σημείο των γραφομένων του τον
εαυτό του, τοποθετώντας την απαρχή των Ναϊτών στο 1120. H πιο
πρόσφορη εξήγηση για την εμφάνιση αυτού του ''προβλήματος'' είναι
ότι η ίδρυση του τάγματος δεν έγινε ταυτόχρονα με την ανάληψη
''αστυνομικών'' καθηκόντων από τον Ούγο και τους συντρόφους του.
Οι αναφορές στους Ναΐτες στις πηγές από την περίοδο αυτή δεν
περιλαμβάνουν ούτε ένα ''κατόρθωμα'' παρόμοιο με τα σημαντικά
επιτεύγματα που τους χρεώθηκαν στα επόμενα χρόνια, χάρη στα
οποία έλαβαν τη φήμη τους. Επίσης, παρότι φαίνεται ότι είχαν
ξεκινήσει -όπως είδαμε- ως μία ιδιότυπη αστυνομική δύναμη για την
περιφρούρηση της υπαίθρου και την αντιμετώπιση των ληστρικών
συμμοριών, μέχρι τουλάχιστον το 1127 δεν είχαν παρά ελάχιστη
δραστηριότητα σε αυτόν τον τομέα. Γενικά, τα πρώτα χρόνια του
τάγματος δεν είναι πλούσια σε γεγονότα, κάτι όμως που έμελλε να
αλλάξει σύντομα. Οι Ναΐτες γίνονταν σιγά-σιγά γνωστοί στη Δύση,
άλλωστε ο Ούγος του Παιν δεν ήταν τυχαίος.
Μέχρι εδώ, όπως φαίνεται από τις πηγές, ουσιαστικά η λειτουργία των
Ναϊτών δεν έχει αποσπαστεί από αυτήν του Βασιλείου της
Ιερουσαλήμ, καθώς πρακτικά ο Βαλδουίνος θεωρεί τους Ναΐτες ως
υπερασπιστές της ηγεμονίας του. Αυτό εξηγεί και το ότι ο Ούγος πήγε
στην πρώτη περιοδεία του στη Δύση, το φθινόπωρο του 1127, ως
απεσταλμένος του βασιλιά Βαλδουίνου. Μαζί του είχε και άλλους
ιππότες του Ναού και μεταξύ των σημαντικών συναντήσεων που του
εξασφάλιζε η συστατική επιστολή του Βαλδουίνου που είχε μαζί του,
ήταν και αυτή με τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας,
τον Ονώριο. O Πάπας δέχτηκε τον Ούγο ευμενώς και εξέτασε το θέμα
που του έθεσε, την αναγνώριση του ''ιπποτικού'' του τάγματος,
ωστόσο είχε ένα πρόβλημα.
Μπορεί ο ιππότης που είχε μπροστά του να υποστήριζε ότι εκτός από
στρατιώτης είναι και μοναχός (ότι είναι στρατιώτης του Χριστού),
ωστόσο δεν υπήρχε σχετικό προηγούμενο και ο Πάπας δυσκολευόταν
να δώσει την αναγνώρισή του σε ένα τέτοιο πρωτοφανές τάγμα. Θα
χρειάζονταν και άλλες προσπάθειες για να επιτευχθεί η επίσημη
αποδοχή του τάγματος από την Εκκλησία. O Βερνάρδος
επιστρατεύθηκε για να βγάλει το τάγμα από τη δύσκολη θέση,
αναλαμβάνοντας τις σχετικές επαφές με τον Πάπα και οργανώνοντας
μία μεγάλη σύνοδο στο Τρουά που είχε ως στόχο την εξέταση της
λειτουργίας και της μορφής του τάγματος και την εξασφάλιση της
αναγνώρισής του από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Πέραν του Βερνάρδου, που ήδη αυτόν τον καιρό ήταν η σημαντικότερη
προσωπικότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ισχυρότερος ακόμη
και από τον Πάπα, παρόντες ήταν δύο αρχιεπίσκοποι και οκτώ
επίσκοποι, μεταξύ των πολλών ιερωμένων, φεουδαρχών και
αντιπροσώπων της Εκκλησίας. Μπροστά σε αυτό το εκλεκτό
ακροατήριο, ο Ούγος παρουσίασε την ιστορία του τάγματος από την
ίδρυσή του, το σκοπό για τον οποίο αυτός και οι σύντροφοί του
εγκατέλειψαν τα εγκόσμια και αφιερώθηκαν στο Θεό, ενώ ανέπτυξε
και τα βασικά σημεία του κανόνα βάσει του οποίου λειτουργούσε το
τάγμα.
Διψασμένοι για τη νίκη, όχι για τη δόξα. Για τη μάχη, όχι για την
επίδειξη. Που αποστρέφονται περιττά λόγια, αχρείαστες πράξεις,
άμετρο γέλιο, κουτσομπολιό και κουβέντα, όπως απεχθάνονται
οτιδήποτε ματαιόδοξο. Ιππότες που παρότι είναι πολλοί, ζουν σε ένα
σπίτι, υπακούοντας σε έναν κανόνα, με μία ψυχή και μία καρδιά''.
Σημειώσαμε και πραραπάνω ότι είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπήρξαν
επί της ουσίας αναφορές στους Ναΐτες σε πηγές της εποχής. Οι πρώτες
αναφορές εμφανίζονται ουσιαστικά μετά τη σύνοδο του Τρουά και η
πρώτη που έγινε ευρέως γνωστή είναι το σύγγραμμα του Βερνάρδου.
Από εκεί και πέρα, ο Βερνάρδος αλλά και οι αναφορές για τους Ναΐτες
σε άλλες πηγές προκάλεσαν ένα κύμα αντιδράσεων.
H πρώτη αναφορά που έχουμε για τους Ναΐτες, πέραν του Κανόνα και
των γραπτών του Βερνάρδου, προέρχεται από τον επίσκοπο της
Νογιόν, Σιμόν, και είναι το έγγραφο με το οποίο επισημοποιεί μία
δωρεά προς το τάγμα. Συντάχθηκε το 1130 ή το 1131 και αναφέρει:
''(Από τον) Σιμόν, επίσκοπο της Νογιέν, και τους κανονικούς της
Νογιέν, προς τον Ούγο, μάγιστρο των ιπποτών του Ναού και όλους
εκείνους που με θρησκευτικότητα πολεμούν μαζί του, χαιρετισμούς
και είθε με πίστη να εμμείνετε στη ζωή του θρησκευτικού τάγματος
που έχετε υιοθετήσει. Ευχαριστούμε το Θεό επειδή διά του ελέους του
επανέφερε την τάξη που είχε χαθεί.
Γιατί γνωρίζουμε ότι τρεις είναι οι τάξεις που έχουν καθορισθεί από το
Θεό για την Εκκλησία, η τάξη εκείνων που προσεύχονται, η τάξη των
υπερασπιστών και η τάξη των εργατών. Οι άλλες τάξεις βρίσκονταν σε
παρακμή, ενώ η τάξη των υπερασπιστών είχε ολοκληρωτικά
εξαφανιστεί. Όμως ο Θεός, ο Πατήρ και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο
Υιός του Θεού, επέδειξε έλεος προς την Εκκλησία του. Διά την
επίδραση του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας, στους πιο
πρόσφατους καιρούς, εδέησε να ξαναγεννήσει τη χαμένη τάξη. Στην
Αγία Πόλη απ' όπου κατάγεται η Εκκλησία, εκεί άρχισε να αναγεννιέται
η χαμένη τάξη της Εκκλησίας''.
Μία άλλη πηγή είναι ο Σιμόν του Σαιντ Μπερτέν, που στο ''Gesta
abbatum Sancti Bertini Sithensium'', που γράφτηκε κατά πάσα
πιθανότητα το 1135 ή το 1136, κάνει μία σύντομη αναφορά στους
Ναΐτες, η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ακριβής
ιστορικά, αφού συνδέει τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, τον πρώτο
ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ (''Επίτροπο του Παναγίου Τάφου'') με το
ξεκίνημα των Ναϊτών, που είναι γνωστό ότι προέκυψε στη βασιλεία
του Βαλδουίνου B'. Αναφέρει λοιπόν ο Σιμόν:
''Αφήσαμε τις χώρες μας και τους αγαπημένους μας και ήλθαμε εδώ
για να ανυψωθούμε και να εξυψώσουμε το Νόμο του Θεού. Οπότε
καθόμαστε εδώ τρώγοντας και πίνοντας και ξοδεύοντας δίχως να
κάνουμε οποιαδήποτε δουλειά. Ούτε πολεμικά έργα κάνουμε, παρότι
η χώρα αυτή τα έχει ανάγκη. Υπακούμε σε έναν ιερέα και γι' αυτό δεν
παίρνουμε τα όπλα. Ας συμβουλευτούμε κάποιον ώστε με την άδεια
του ηγούμενού μας να κάνουμε έναν από εμάς μάγιστρο, για να μας
οδηγήσει στη μάχη εφόσον υπάρχει ανάγκη''. Τον καιρό αυτό ο
Βαλδουίνος ήταν βασιλιάς, οπότε πήγαν σε αυτόν και του είπαν:
''Άρχοντα, συμβούλευσέ μας για τη χάρη του Θεού. Αποφασίσαμε να
κάνουμε έναν από μας μάγιστρο ώστε να μας οδηγήσει στη μάχη για
να βοηθήσουμε τη χώρα''.
Ένα ψηλά, στον Πύργο του Δαβίδ, ένα χαμηλά, μπροστά στον Πύργο
του Δαβίδ, και ένα τρίτο μπροστά στο Ναό, το μέρος όπου
παρουσιάστηκε ο Θεός. Αυτή η κατοικία λεγόταν ο Ναός του
Σολομώντα. Ήταν η πλέον πολυτελής. Παρακάλεσαν το βασιλιά να
τους δανείσει αυτό το κατάλυμα, έως ότου δημιουργήσουν το δικό
τους. O βασιλιάς τούς δάνεισε το κατάλυμα που λέγεται Ναός του
Σολομώντα, εκ του οποίου έλαβαν το όνομα Ναΐτες, επειδή κατοικούν
εκεί''. Αυτή η ιδιαίτερα απλοποιημένη διήγηση αναφέρεται και στη
διαδικασία αποδοχής των Ναϊτών από τους βαρόνους της Ουτρεμέρ,
ενισχύοντας έτσι την πεποίθηση ότι υπήρξε επίσημη ''εντολή'' από το
συμβούλιο της Εκκλησίας και την Haute Court για τον ''αστυνομικό''
ρόλο του νεοϊδρυθέντος τάγματος.
Οι πένητες ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα πήραν το
όνομά τους από το Ναό της Ιερουσαλήμ, όπου είχαν την έδρα τους
κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή τους. O ναός εθεωρείτο από
τους Χριστιανούς ότι ήταν αυτός που έχτισε ο δεύτερος βασιλιάς του
Ισραήλ κατά τη βασιλεία του τον 10ο αιώνα π.X. Φυσικά, αυτό
ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ωστόσο η ιστορία του
Ναού είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. O ''πρώτος ναός'' της
Ιερουσαλήμ είναι όντως έργο του ημι-μυθικού βασιλιά του Ισραήλ,
Σολομώντα, αλλά καταστράφηκε το 586 π.X. από τους Βαβυλώνιους
όταν αυτοί κατέκτησαν την πόλη.
Στη συνέχεια, ο δεύτερος ναός χτίστηκε πάνω στα ερείπια του πρώτου,
σε σχέση με τον οποίο υστερούσε σε μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια.
O ναός ξεκίνησε να κατασκευάζεται περίπου 50 χρόνια μετά την
καταστροφή του πρώτου, όταν επικυρίαρχος της Ιουδαίας ήταν ο
Κύρος ο Μέγας, ο Πέρσης Αυτοκράτορας που ουσιαστικά δημιούργησε
την αχανή Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. O ναός κτίστηκε άλλη μία
φορά, ως ναός των Εβραίων, από το βασιλιά της Ιουδαίας Ηρώδη.
Αυτός ο ναός έμελλε να καταστραφεί σε λιγότερο από έναν αιώνα.
Όταν οι Εβραίοι εξεγέρθηκαν κατά των Ρωμαίων, το 66 μ.X., άρχισε η
αντίστροφη μέτρηση για το υπέρλαμπρο οικοδόμημα του Ηρώδη.
Το 69 μ.X., ύστερα από τρία χρόνια αγώνα, ο στρατηγός Τίτος, γιος του
μετέπειτα Αυτοκράτορα Βεσπασιανού, έφθασε στην Παλαιστίνη με
ισχυρές δυνάμεις και άρχισε να ''ξηλώνει'' ένα-ένα τα κέντρα
αντίστασης των Εβραίων. Τέλος, έφθασε και στην Ιερουσαλήμ, που
εκείνο τον καιρό είχε αναπτυχθεί σε μία από τις μεγάλες πόλεις της
αρχαιότητας, φιλοξενώντας πάνω από 250.000 κατοίκους. O Τίτος
πολιόρκησε επί μακρόν την Ιερουσαλήμ, με άκαμπτη
αποφασιστικότητα και χωρίς να υπολογίζει κόπο, χρήμα ή ανθρώπους.
Μετά από σκληρό αγώνα κατόρθωσε να την καταλάβει, αλλά οι
εναπομείναντες υπερασπιστές είχαν οχυρωθεί στο ναό,
αντιμετωπίζοντας τις επιθέσεις των Ρωμαίων με καταπέλτες και άλλα
πολιορκητικά όπλα.
Φυσικά, μεταξύ των περιοχών αυτών ήταν και η Ιερουσαλήμ, που για
τους Μουσουλμάνους είναι η τρίτη ιερή πόλη (μετά τη Μέκκα και τη
Μεδίνα). Όπως αναμενόταν, αναγνώρισαν την ιερότητα του χώρου
όπου είχε ανεγερθεί ο ναός και έσπευσαν να κατασκευάσουν στη θέση
του δύο δικά τους λατρευτικά κτήρια, το Ναό της Πέτρας και το
τέμενος Αλ Ακσά. Το σύμπλεγμα που ανεγέρθηκε γύρω από αυτά τα
δύο λατρευτικά κτήρια, ήταν εκείνο που στη συνέχεια, μετά την
κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους ''προσκυνητές'' της A'
Σταυροφορίας, ονομάστηκε Ναός του Σολομώντα, αφού οι
προσκυνητές ''αναγνώρισαν'' στα κτήρια της Ιερουσαλήμ τις βιβλικές
τοποθεσίες. Εδώ είχαν την έδρα τους οι Ναΐτες, οι ''Φτωχοί Ιππότες
του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα''.
Τα Ιπποτικά Τάγματα
Κάτι που γίνεται φανερό από το ότι από ένα σημείο και μετά η
πολιτική υπόστασή τους ήταν τέτοια ώστε μπορούσαν να
διαπραγματεύονται τη σύναψη συνθηκών αποκλειστικά για τα δικά
τους συμφέροντα και είχαν τη δυνατότητα να ασκούν τη δική τους,
ανεξάρτητη, πολιτική όσον αφορά στις σχέσεις τους με το
Μουσουλμανικό κόσμο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, υπήρχαν
και επίσημες παραδοχές της κοσμικής εξουσίας για το γεγονός αυτό.
Το 1168 ο Βοημούνδος της Αντιόχειας επέτρεψε στους Ιωαννίτες, που
είχαν στην κατοχή τους μεγάλο αριθμό ισχυρών κάστρων στην
επικράτειά του, να κηρύττουν πόλεμο και να συνάπτουν ειρήνη κατά
το δοκούν.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι και τα δύο είχαν τη δική τους πολιτική έναντι
της Αιγύπτου και της Δαμασκού και είχαν σε πλείστες όσες
περιπτώσεις κηρύξει αυτοβούλως πόλεμο ή συνάψει ειρήνη με τις
μουσουλμανικές ηγεμονίες. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η ελευθερία
δράσης των ιπποτικών ταγμάτων στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα
στη Βαλτική, όπου οι Τεύτονες ήταν από την αρχή της ιστορίας τους
μία αυθύπαρκτη πολιτική οντότητα, με μόνο μία τυπική επικυριαρχία
του Πάπα (που στην πράξη ουδέποτε ασκήθηκε, τουλάχιστον όχι
αμφίδρομα). Συνήθως οι Τεύτονες επέλεγαν να συνεργάζονται,
λιγότερο ή περισσότερο, και με το Γερμανό Αυτοκράτορα, χωρίς όμως
οποιαδήποτε δέσμευση από μέρους τους.
Πάντως ελάχιστα είναι γνωστά για τη δράση του κατά τα χρόνια πριν
από τη δημιουργία του τάγματος έρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας
μόνο μετά το 1118 και ιδιαίτερα μετά το 1124, όταν ξεκίνησε η
προσπάθεια "επισημοποίησης" του τάγματος. O Ούγος μετά την
ανακήρυξή του ως μάγιστρου εργάστηκε με ιδιαίτερη ζέση για να
καταστήσει τους Ναΐτες μία υπολογίσιμη δύναμη στους αγίους
τόπους, ενώ στην εποχή του ξεκίνησε η προσπάθεια συγκέντρωσης
υποστήριξης -και πόρων- από Ευρωπαίους μονάρχες. O ίδιος ο Ούγος
δραστηριοποιήθηκε σε μία ευρεία περιοδεία σε ολόκληρη την Δυτική
Ευρώπη τις παραμονές της συνόδου της Τρουά αλλά και στα αμέσως
επόμενα χρόνια.
Σπούδασε Θεολογία στη Σαλόν και στη συνέχεια μπήκε στο μοναστήρι
των αναμορφωμένων Βενεδικτίνων, που ονομάστηκαν Κιστερκιανοί, το
οποίο είχε ιδρύσει ο Ροβέρτος του Μολέσμε στο Σιτό. Το μοναστήρι
αναπτύχθηκε και σύντομα ίδρυσε ένα "παράρτημα" στο Κλερβώ, όπου
τοποθετήθηκε ως αβάς (ουσιαστικά το αντίστοιχο του ηγούμενου για
τους Δυτικούς) ο Βερνάρδος, παρότι νέος, χάρη τόσο στα χαρίσματά
του ως θεολόγου όσο και στην υψηλή θέση της οικογένειάς του. Από
τη νέα θέση του ο Βερνάρδος πρωτοστάτησε στην αναμόρφωση της
φυσιογνωμίας της μονής και ολόκληρου του τάγματος, αλλά και
γενικότερα του μεσαιωνικού μοναχισμού, τον οποίο άλλαξε εκ
βάθρων.
Στη συνέχεια στράφηκε ενάντια στην αίρεση των Καθαρών (παρά τους
φημολογούμενους δεσμούς τους με τα πνευματικά τέκνα του, τους
Ναΐτες) και πολέμησε γενικότερα τις αιρέσεις που εκείνη την εποχή
σάρωναν την επαρχία του Λανγκντόκ, την περιοχή που έχει ταυτιστεί
με τη Ναϊτική παρουσία στη Γαλλία. Στη συνέχεια, έκανε ό,τι μπορούσε
για να εξασφαλίσει την επιτυχία της B' Σταυροφορίας, της οποίας
υπήρξε φανατικός υπέρμαχος και ένας από τους κύριους υποκινητές
και στρατολογητές. H παταγώδης αποτυχία της σταυροφορίας κλόνισε
σοβαρά τον Βερνάρδο, ο οποίος όμως επέρριψε τις ευθύνες στους
"αμαρτωλούς σταυροφόρους", παρότι στο υπόλοιπο της ζωής του τα
σημάδια από την απογοήτευση που προκάλεσε το ναυάγιο της
σταυροφορίας ήταν ορατά.
Λίγο μετά την ίδρυσή τους οι Ναΐτες εξάπλωσαν τη δράση τους και εκεί
και προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στα τοπικά βασίλεια,
παρέχοντας (όπως και στην Ανατολή) μια μόνιμη και αξιόπιστη
πολεμική δύναμη. Ως αναγνώριση των υπηρεσιών τους ο βασιλιάς
Αλφόνσος Α' της Αραγωνίας με διαθήκη του, επειδή δεν είχε παιδιά,
παραχωρούσε το βασίλειό του στον Πανάγιο Τάφο και στα πολεμικά
τάγματα των Ιωαννιτών και των Ναϊτών. Παρά το ότι και τα δύο
τάγματα ως τότε είχαν συγκεντρώσει μεγάλη περιουσία, την οποία
διαχειρίζονταν με επιτυχία, δεν είχαν ακόμα ούτε τη διοικητική
υποδομή, ούτε την πολιτική βούληση και την ικανότητα να αναλάβουν
τη διακυβέρνηση ενός ολόκληρου κράτους.
Έτσι μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλφόνσου, το 1134, το κράτος του
κατανεμήθηκε ανάμεσα στις γειτονικές ηγεμονίες της Καστίλης, της
Ναβάρρας και της Καταλωνίας. Τα δύο τάγματα έλαβαν ως
αντάλλαγμα μερικά φέουδα.
Το 1187 συνέτριψε τους Χριστιανούς στη μάχη του Χαττίν, κοντά στις
ακτές της λίμνης Τιβεριάδας, και εκμεταλλεύθηκε τη νίκη του για να
καταλάβει την Ιερουσαλήμ και τα περισσότερα από τα χριστιανικά
κάστρα της ακτής. Στα χέρια των Χριστιανών έμειναν η Τύρος, η
Τρίπολη και μερικά μικρά κάστρα, τα περισσότερα από τα οποία
ανήκαν στα μοναχικά τάγματα. Η ήττα του Χαττίν είχε δυσάρεστα
αποτελέσματα και για τους Ναΐτες. Ο μεγάλος μάγιστρος του
τάγματος, Γεράρδος του Ριντφόρ, αιχμαλωτίστηκε και υποχρεώθηκε
(για να απελευθερωθεί) να διατάξει τη φρουρά των Ναϊτών της Γάζας
να παραδοθεί. Ήταν ο μόνος Ναϊτης αιχμάλωτος από τη μάχη του
Χαττίν που αφέθηκε ζωντανός για να ανταλλάξει τη ζωή του με την
πόλη.
Λίγο αργότερα πέθανε πολεμώντας κοντά στο λιμάνι της Άκρας στην
Παλαιστινιακή ακτή, το οποίο είχε μόλις καταλάβει ο Σαλαντίν και οι
Χριστιανοί προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν. Η είδηση της απώλειας
των Αγίων Τόπων και ιδιαίτερα της Ιερουσαλήμ προκάλεσε συγκίνηση
στη δυτική Ευρώπη και οι ισχυρότεροι ηγεμόνες ξεκίνησαν για νέα
σταυροφορία. Ο Γερμανός Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα
δεν μπόρεσε να φθάσει στους Αγίους Τόπους διότι πνίγηκε σε ένα
ποτάμι της Κιλικίας, αλλά ο βασιλιάς της Αγγλίας Ριχάρδος ο
Λεοντόκαρδος και ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος-Αύγουστος
κατόρθωσαν να βοηθήσουν τους Χριστιανούς της Παλαιστίνης να
καταλάβουν το λιμάνι της Άκρας.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Μετά την επίσημη αναγνώρισή του από την Εκκλησία, το Τάγμα του
Ναού ήταν πλέον μία πραγματικότητα και η επιτυχία του στη
Χριστιανική Δύση ήταν εντυπωσιακή. Οι δωρεές άρχισαν να
καταφθάνουν σωρηδόν και ο Ούγος ντε Παιν, επιστρέφοντας στους
Αγίους Τόπους, άφησε ορισμένους από τους αδελφούς στην Ευρώπη,
για να συνεχίσουν την προσπάθεια εξεύρεσης πόρων και
στρατολόγησης μελών και για να διαχειριστούν τις δωρεές που είχαν
γίνει και που απαιτούσαν επιστασία. Με τον τρόπο αυτό άρχισε να
δημιουργείται η υπερπόντια διοικητική δομή των Ναϊτών, η οποία
μέσα σε λίγα χρόνια απλώθηκε τόσο, ώστε κάλυπτε ολόκληρη τη Δ.
Ευρώπη, τα Βαλκάνια και τη M. Ανατολή.
H τιμή αυτή ανήκει στους Ιωαννίτες, που τον καιρό εκείνο μάλιστα
είχαν μόλις στρατιωτικοποιηθεί, παίρνοντας ως παράδειγμα το τάγμα
του Ναού. Αντίθετα, οι Ναΐτες φαίνεται ότι την περίοδο αυτή
ξεκίνησαν να εκπληρώνουν για πρώτη φορά την αποστολή που τους
είχε ανατεθεί, τη φύλαξη δηλαδή των κύριων οδικών αρτηριών και την
περιφρούρηση των προσκυνητών που κινούνταν σε αυτές.
Συγκεκριμένα, σε έναν από τους πλέον πολυσύχναστους δρόμους,
εκείνον που οδηγούσε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, στην περιοχή
Κιστέρνα Ρουβέα, έκτισαν ένα μικρό κάστρο, μαζί με έναν σταθμό για
τους διερχόμενους και ένα παρεκκλήσι. Και άλλα κάστρα των Ναϊτών
χτίστηκαν στη συνέχεια σε κύριους οδικούς άξονες και σε τόπους
προσκυνήματος.
Όπως ο πύργος στο Μπάιτ Τζουμπρ ατ Ταχτανί, ένα κάστρο στην
κορυφή του όρους Σαράντριον και άλλο ένα κοντά στο σημείο όπου
λέγεται ότι βαφτίστηκε ο Χριστός στον Ιορδάνη ποταμό. Αυτά ήταν
μικρά κάστρα, φτωχά επανδρωμένα, που χρησίμευαν και ως χώροι
όπου μπορούσαν να καταφύγουν οι κατάκοποι προσκυνητές, να
ξαποστάσουν, να προφυλαχθούν από τις καιρικές συνθήκες και τους
ληστές και να εκκλησιαστούν. Στη συνέχεια, οι Ναΐτες έλαβαν το
πρώτο ''πραγματικό'' κάστρο τους. Αντίθετα όμως με ό,τι θα περίμενε
κάποιος, αυτό το κάστρο δεν βρισκόταν εντός των ορίων της
Ιερουσαλήμ, αλλά στα όρια του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας.
Λίγα χρόνια μετά ο πρώτος μάγιστρος του τάγματος, ο Ούγος του Παιν,
απεβίωσε. Οι αδελφοί, προφανώς λαμβάνοντας υπόψη τη θέληση του
τότε βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Φούλκου του Ανζού, εξέλεξαν για τη
θέση του Μεγάλου Μάγιστρου έναν αδελφό από τον τόπο καταγωγής
του Φούλκου. Επρόκειτο για τον Ροβέρτο του Κραόν, γνωστό με την
παραπλανητική ονομασία ''ο Βουργουνδός'' (δεν ήταν από τη
Βουργουνδία, αλλά από το Ανζού). Επί της αρχηγίας του Κραόν, οι
Ναΐτες έλαβαν, το 1139, την πολύτιμη Παπική Βούλα, Omne Datum
Optimum, που τους αναγνώριζε επίσημα, τους παραχωρούσε
εξαιρετικά προνόμια και ουσιαστικά εγκαινίαζε την περίοδο της
μεγάλης επέκτασης του τάγματος.
Ένα άλλο μέτρο που τους έδινε το δικαίωμα να δημιουργούν δικά τους
κοιμητήρια στα οποία μπορούσαν να ενταφιάζουν, εκτός των αδελφών
του τάγματος και τους ταξιδιώτες -δηλαδή πρακτικά οποιονδήποτε-
είχε επίσης μεγάλη οικονομική σημασία. H Βούλα Omne Datum
Optimum θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την ιστορία όχι μόνο
των Ναϊτών αλλά και όλου του κινήματος των ιπποτικών ταγμάτων,
αφού για πρώτη φορά δίνονταν τόσα προνόμια σε έναν οργανισμό
που βρισκόταν στις παρυφές του εκκλησιαστικού κατεστημένου. Τα
προνόμια αυτά τα κρατούσε ζηλότυπα για πολλούς αιώνες για
λογαριασμό της η Εκκλησία, οπότε είναι φανερό ότι η σημασία που
δινόταν στο τάγμα από τον προκαθήμενο της Ρώμης ήταν τεράστια.
Κάτι που δείχνει ότι ήδη από τον καιρό αυτό είχαν οργανώσει το
σύστημα των υπερπόντιων συναλλαγών που θα τους έδινε αργότερα
τον - ανεπίσημο - τίτλο των ''τραπεζιτών του Θεού''. H B' Σταυροφορία
κατέληξε βεβαίως σε οικτρή αποτυχία, για την οποία οι Ναΐτες
κατηγορήθηκαν στη συνέχεια από τον έξαλλο Λουδοβίκο ως
συνυπεύθυνοι, μαζί με τους βαρόνους της Ουτρεμέρ. O Λουδοβίκος,
βεβαίως, βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, όχι μόνο (και
τόσο) εξαιτίας της αποτυχίας αλλά κυρίως εξαιτίας της απιστίας της
γυναίκας του, της διαβόητης Ελεονόρας της Ακουϊταίνης, η οποία
διατηρούσε ανοιχτά σχέση με το θείο της, πρίγκιπα της Αντιόχειας.
Μετά την αποτυχία αυτής της σταυροφορίας, το κλίμα στη M. Ανατολή
άρχισε σταδιακά να αλλάζει. Οι Μουσουλμάνοι συνέχιζαν να
παραμένουν διαιρεμένοι, παρά την ισχύ που συγκέντρωνε στα χέρια
του ο άρχοντας της Συρίας Νουρεντίν, οι άποικοι από τη Δύση δεν ήταν
πολλοί και οι Λατίνοι της Ουτρεμέρ άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι
θα έπρεπε να συμβιώσουν κατά το δυνατόν αρμονικά με τους
Μουσουλμάνους, εάν ήθελαν να επιβιώσουν. Άλλωστε, με δεδομένη
την έλλειψη δυτικών εποίκων, τα κύρια έσοδά τους, φορολογικά και
άλλα, προέρχονταν από τους Μουσουλμάνους της περιοχής.
Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ξεκίνησαν μία περίοδο σχετικά
ειρηνικής συμβίωσης, που όμως τάραζαν συχνά οι νεοφερμένοι στους
Αγίους Τόπους Δυτικοί, που δεν είχαν προσαρμοστεί στην Ανατολή.
Το τυπικό κάστρο των Ναϊτών ήταν μία ισχυρή οχυρή θέση, που είχε
διάφορες λειτουργίες σχετικές με τους σκοπούς του τάγματος και
συνολικότερα με την προστασία και τον έλεγχο της περιοχής όπου
βρισκόταν. Οι οχυρώσεις ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακές και στέρεες,
έτσι ώστε να ανθίστανται αποτελεσματικά σε περίπτωση πολιορκίας.
Οι Ναΐτες έχτισαν αρκετά κάστρα, με πιο ονομαστό το ''Κάστρο των
Προσκυνητών'' ή Ατλίτ (Αθλίτ) που βρίσκεται νότια της Χάιφα. Αλλά τα
περισσότερα κάστρα τους τα είχαν λάβει είτε με τη μορφή δωρεάς είτε
τα είχαν κατακτήσει. Και σε αυτήν την περίπτωση, οι Ναΐτες ενίσχυαν
αποφασιστικά τις οχυρώσεις και δημιουργούσαν το σύνολο της
υποδομής που είχαν ανάγκη.
Στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, με την τύχη του οποίου είχαν άρρηκτα
συνδέσει τη μοίρα τους οι Ναΐτες, η παρουσία τους ήταν καθοριστική.
Πέραν του αρχηγείου τους στην Ιερουσαλήμ, στο λεγόμενο ''Ναό του
Σολομώντα'', οι ταγματικοί έλεγχαν μία σειρά από κάστρα και οχυρές
θέσεις, όπως το Ερυθρό Κάστρο, το οποίο έλεγχε το δρόμο που
οδηγούσε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, καθώς και τα κάστρα της
Γάζας και της Νατρόν, που έλεγχαν τον δρόμο Τζάφφα - Ιερουσαλήμ.
Πάντα στα όρια του βασιλείου, στην Κομητεία της Καισάρειας,
βρισκόταν άλλο ένα σημαντικό κάστρο των Ναϊτών, το Σακό.
Μετά την απώλεια της Ιερουσαλήμ, που προέκυψε αμέσως μετά την
τραγική ήττα στο Χαττίν, για την οποία θα δούμε περισσότερα στη
συνέχεια, οι Ναΐτες είχαν βρεθεί ξαφνικά σε εξαιρετικά δυσχερή θέση.
Σχεδόν όλοι οι αδελφοί ιππότες ήταν νεκροί. O ίδιος ο Μεγάλος
Μάγιστρος ήταν αιχμάλωτος του Σαλαντίν, ενώ το αρχηγείο του
τάγματος, ο ''Ναός του Σολομώντα'', ήταν πλέον στα χέρια των
απίστων, μαζί με ολόκληρη την ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ. Οι
περιστάσεις ήταν τραγικές για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, αλλά
ακόμη περισσότερο για το Τάγμα του Ναού. H αφρόκρεμα της
ιπποσύνης του είχε ξεκληριστεί και το κέντρο και στρατηγείο του είχε
καταληφθεί. Όμως η απελπιστική εικόνα ήταν πλασματική.
''Με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να κρατήσουμε αυτές τις πόλεις, των
οποίων σχεδόν όλοι οι κάτοικοι έχουν σκοτωθεί, εκτός και αν λάβουμε
άμεσα Θεία βοήθεια και τη δική σας συμβολή. Στείλτε βοήθεια όσο το
δυνατόν γρηγορότερα, σε μας και στους Χριστιανούς της Ανατολής''. O
Τέρικος δεν είχε ακόμη διηγηθεί τα χειρότερα. Στην επιστολή του που
έστειλε τον Ιανουάριο του 1188 στο βασιλιά Ερρίκο B’ της Αγγλίας, ο
διοικητής του τάγματος ανακοινώνει την απώλεια της Ιερουσαλήμ και
προχωρά στην περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή.
Αλλά και από τις εξαιρετικά φρόνιμες συμβουλές τους στον Ριχάρδο το
Λεοντόκαρδο. Όταν ο Άγγλος βασιλιάς βρέθηκε κοντά στην
Ιερουσαλήμ και με τη συνήθη ορμητικότητά του σκεφτόταν να
δοκιμάσει να την ανακτήσει, οι Ναΐτες τον συμβούλευσαν ότι μία
τέτοια προσπάθεια αυτήν τη στιγμή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο οι δεσμοί του
τάγματος με τον Άγγλο βασιλιά. Μάλιστα, οι Ναΐτες έσπευσαν να
επισημοποιήσουν αυτούς τους δεσμούς φιλίας με μία εμπορική πράξη
ευρύτερης σημασίας: αποφάσισαν να αγοράσουν την Κύπρο, την
οποία ο Ριχάρδος είχε κατακτήσει ερχόμενος στους Αγίους Τόπους.
Τρία από τα πλοία του βρέθηκαν εν μέσω θύελλας και ναυάγησαν, ενώ
οι επιζώντες επιβάτες τους κατέφυγαν στη μεγαλόνησο. Κατ' εντολή
του Ισαάκ οι ναυαγοί αιχμαλωτίσθηκαν και ρίχτηκαν στα
μπουντρούμια, κάτι που εξαγρίωσε τον Ριχάρδο που έφθασε σύντομα
στο νησί και επιτέθηκε με όλες τις δυνάμεις του στον Ισαάκ, ο οποίος
παρέδωσε τελικά την Κύπρο στο βασιλιά της Αγγλίας, που στη
συνέχεια αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους. O Ριχάρδος εξ αρχής δεν
ενδιαφερόταν να κυβερνήσει την Κύπρο και οι επαναστατικές
ανησυχίες των Κυπρίων, που βρίσκονταν συνεχώς στα πρόθυρα
εξέγερσης, ήταν άλλη μία σημαντική ενόχληση για το νορμανδικής
καταγωγής ηγεμόνα της Αγγλίας.
Οι αριθμοί των Ναϊτών είχαν μειωθεί αρκετά και την εποχή εκείνη οι
αδελφοί ιππότες συνολικά δεν ήταν περισσότεροι από 400,
συμπεριλαμβανομένων όλων των αδελφών της Δύσης. Εξ αυτών ένας
μικρός αριθμός -περί τους 14 έως 20- μαζί με έναν μεγαλύτερο αριθμό
σεργέντων, μισθοφόρων και ακολούθων (περί τους 150 - 200, ίσως και
λίγο περισσότεροι), υπό τον Αρμάνδο Μπουσάρντ, αποσπάστηκαν ως
φρουρά του νησιού. Οι Ναΐτες, όπως συμφωνούν όλες οι μαρτυρίες,
έδειξαν το χειρότερο πρόσωπό τους στην Κύπρο. Οι ''πένητες ιππότες
του Χριστού'' συμπεριφέρθηκαν στους Κύπριους, ακόμη και στην
αριστοκρατία του νησιού, με τη συνήθη υπεροψία που επιδεικνύουν
οι ιμπεριαλιστές στους ''ιθαγενείς''.
O Μάγιστρος που Έθεσε τις Βάσεις για την Ισχύ των Ναϊτών
Παρότι ο Ροβέρτος του Κραόν (Robert de Craon) δεν ήταν ένας από
τους πρώτους 9 Ναΐτες, ήταν αυτός που διαδέχθηκε τον Ούγο του
Παγιέν όταν εκείνος απεβίωσε. Μάλιστα θα πρέπει να ήταν αρκετά
νέος όταν εξελέγη μάγιστρος, το 1136, καθώς, αν και η ακριβής
ημερομηνία της γέννησής του παραμένει άγνωστη, οι περισσότερες
πηγές την τοποθετούν στο γύρισμα του 11ου αιώνα. Γιος του ευγενή
Ρενό του Κραόν, με καταγωγή από την Ανδεγαυΐα (Ανζού) ο Ροβέρτος
θεωρείτο στην εποχή του, -αν και στερνοπαίδι του πατέρα και ως εκ
τούτου δίχως κληρονομικά δικαιώματα επί του φέουδού του-, ένας
ιδιαίτερα περιζήτητος γαμβρός.
Γι' αυτό, περί το 1120 αρραβωνιάστηκε την κόρη του κόμη του
Ανγκουμουά, μίας από τις σημαίνουσες επαρχίες της δυτικής Γαλλίας
την εποχή εκείνη. Όμως αυτός ο γάμος δεν έγινε ποτέ. O ντε Κραόν
έμαθε για την ίδρυση του Τάγματος του ναού και αφού διέλυσε τον
αρραβώνα και εγκατέλειψε την προοπτική διαχείρισης ενός αξιόλογου
φέουδου στη Γαλλική επαρχία, ταξίδεψε στη Λατινική Μέση ανατολή
για να θέσει εαυτόν στη διάθεση των ιπποτών που πολεμούσαν τους
απίστους για λογαριασμό του χριστού.
Οι Ναΐτες τον δέχθηκαν αμέσως στο τάγμα τους και ο Ροβέρτος είχε
σύντομα την ευκαιρία να αποδείξει την αξία του σε μικροσυγκρούσεις
στις οποίες μετείχαν ιππότες του ναού, καθώς και σε ειρηνικές
ασχολίες. Ανέβηκε γρήγορα την ούτως ή άλλως περιορισμένη ιεραρχία
του νεοπαγούς τάγματος και δεν αποτελεί έκπληξη ότι μετά το θάνατο
του πρώτου Μεγάλου Μάγιστρου, οι αδελφοί εξέλεξαν τον ντε Κραόν
ως επικεφαλής τους. Οι διοικητικές ικανότητές του έγιναν φανερές ήδη
από την πρώτη μέρα της τοποθέτησής του στην πρωτοκαθεδρία του
τάγματος και σύντομα οι Ναΐτες έγιναν ένας σημαίνων οικονομικός και
διοικητικός παράγοντας της Ουτρεμέρ, χάρη στις προσπάθειες του
νέου μάγιστρού τους.
Μάλιστα επί των ημερών του, στις 29 Μαρτίου του 1139, ο Πάπας
Ιννοκέντιος B' εξέδωσε την περίφημη Βούλα Omne Datum Optimum.
Εξαίρετος διαχειριστής και οικονομικός εγκέφαλος, ο ντε Κραόν ίσως
δεν ήταν εξίσου καλός στρατιωτικός ηγέτης, κάτι που φάνηκε από την
πρώτη απόπειρά του να ηγηθεί μίας σημαντικής δύναμης, λίγο καιρό
μετά την εκλογή του. O ντε Κραόν και οι Ναΐτες επιτέθηκαν στις
δυνάμεις του Ζένγκι, του εμίρη του Χαλεπίου, τις οποίες κατανίκησαν
μετά από μία αποφασιστική έφοδο και άρχισαν να τις καταδιώκουν.
Όμως στο δρόμο τους βρέθηκε το στρατόπεδο των Μουσουλμάνων και
αντί να συνεχίσουν την καταδίωξη, οι Ναΐτες υπέκυψαν στον πειρασμό
και άρχισαν να το λεηλατούν, υπό την ανοχή του ηγέτη τους.
Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο ότι τόσοι πολλοί νεοσύλλεκτοι ήταν
διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή για το τάγμα του Ναού, παρότι η
υποχρέωση για εκχώρηση της περιουσίας του νεοεισερχόμενου στο
τάγμα, καθώς και οι όρκοι πενίας και αγνότητας, ήταν για πολλούς
βαρύτατο φορτίο. Οι Ναΐτες όμως ελάχιστα προβληματίστηκαν από
αυτό. Άλλωστε η ίδια η φυσιογνωμία του τάγματος, που ήταν ένας
συγκερασμός της μοναστικής ζωής με αυτή του στρατιώτη,
αποτελούσε θέλγητρο για πολλούς που επιθυμούσαν τη σωτηρία της
ψυχής τους αλλά αδυνατούσαν να υποστούν τα δεσμά μίας
πραγματικής μοναστικής ζωής.
Είναι βεβαίως κοινός τόπος ότι, ήδη από τα τέλη του 12ου αιώνα
κυκλοφορούσαν πάμπολλες πικάντικες φήμες για τους Ναΐτες και τις -
καθόλου ''μοναστικές'' ή ακόμη και ''Χριστιανικές''- συνήθειές τους:
για ατέλειωτες κραιπάλες (εξ ου και η έκφραση ''πίνει σαν Ναΐτης'' που
ακούγεται ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της Γαλλίας) για
''παράξενες'', ίσως και αιρετικές, τελετές, για συμπόσια με εξωτικά
φαγητά, ακόμη και για όργια στα υπόγεια των αρχηγείων του
τάγματος. Όπως έχουμε αναφέρει, όποιος ήθελε να χριστεί αδελφός
ιππότης θα έπρεπε να προέρχεται από ''αριστοκρατική'' γενιά, δηλαδή
θα έπρεπε ο πατέρας του να ήταν ιππότης ή να προερχόταν από γενιά
ιπποτών (δηλαδή ''ευγενών'', nobles / nobiles).
Δεκτοί στο τάγμα γίνονταν και κατώτεροι κοινωνικά, αρκεί να μην ήταν
κολίγοι ή δούλοι κάποιου άρχοντα ή μοναστηριού. Φυσικά όσοι δεν
ήταν ''nobiles'' εντάσσονταν σε μία από τις ''κατώτερες'' τάξεις του
τάγματος, των σεργέντων, των τεχνιτών ή των ιερέων. Πέραν αυτού
του απολύτως καθοριστικού κριτηρίου, το οποίο ήταν ισχυρό καθόλη
τη διάρκεια της ιστορίας του τάγματος, η είσοδος ενός νέου στο τάγμα
γινόταν βάσει τόσο αποδεκτών κριτηρίων, όσο και συγκυριών. Μεταξύ
των κριτηρίων, το βασικότερο για τη στρατολόγηση ενός νέου
αδελφού ήταν η αφοσίωσή του, δηλαδή, η απόφασή του να
εγκαταλείψει για πάντα και χωρίς δικαίωμα υπαναχώρησης, τα
εγκόσμια και να ζήσει στο πλαίσιο του κοινοβιακού ιπποτικού
μοναχισμού των Ναϊτών.
Επίσης, του υπογράμμιζαν ότι ένταξή του στο τάγμα σημαίνει ότι θα
είναι δουλοπάροικος και υπηρέτης του τάγματος για την υπόλοιπη ζωή
του. Επίσης, οι αδελφοί εξέταζαν για μία τελευταία φορά τις λοιπές
υποχρεώσεις που ενδεχομένως είχε ο μελλοντικός συνάδελφός τους.
Δηλαδή, ρωτούσαν τον υποψήφιο με ιδιαίτερη επιμονή εάν είχε
παντρευτεί ή αρραβωνιαστεί, διότι κάτι τέτοιο απαγορευόταν ρητά
από τον Κανόνα. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο έλεγχος ήταν πλημμελής
και κάποιος παντρεμένος ιππότης έγινε δεκτός στο τάγμα. Σ' αυτή την
περίπτωση ο ιερός δεσμός του γάμου κατά κανόνα υπερίσχυε. Πάντως
ο Ναός δεν χαριζόταν στο θέμα της περιουσίας.
Ακόμη, τον ρωτούσαν αν είναι υγιής ψυχικά και σωματικά. Και, τέλος,
τον καλούσαν να τους διαβεβαιώσει ότι δεν ανήκε σε κάποιον άρχοντα
(δεν ήταν, δηλαδή, δουλοπάροικος ή σκλάβος). Προφανώς αυτό το
ερώτημα δεν αφορούσε στους ιππότες, αλλά στους κατώτερης
κοινωνικής τάξης υποψήφιους. Αφού ο υποψήφιος είχε απαντήσει
ικανοποιητικά σε όλες τις ερωτήσεις, τον καλούσαν ξανά μπροστά
στους συγκεντρωμένους αδελφούς. Ακολουθούσε η επαναβεβαίωση
τόσο από τον υποψήφιο όσο και από το συμβούλιο, ότι επιθυμούν
αυτό το ''γάμο''. Στη συνέχεια ο υποψήφιος γονάτιζε μπροστά στον
οικοδεσπότη και με τα χέρια ενωμένα -στην τυπική χειρονομία που
στον φεουδαρχικό κόσμο σήμαινε υποταγή- ζητούσε να γίνει δεκτός
στον Οίκο.
''Καλέ μου αδελφέ, ζητάς κάτι πολύ μεγάλο, αφού από το τάγμα μας
μπορείς να αντιληφθείς μόνο ό,τι είναι ορατό. Φαίνεται ότι έχουμε
εξαίρετα άλογα, πλούσιο εξοπλισμό, καλό φαγητό και ποτό και
όμορφα ρούχα και πιστεύεις ότι θα περνάς πλουσιοπάροχα και καλά.
Αλλά δεν γνωρίζεις τη σκληρή πραγματικότητα που βρίσκεται πίσω
από αυτά. Γιατί θα είναι οδυνηρό για εσένα, που είσαι αφέντης του
εαυτού σου, να γίνεις υπηρέτης άλλων. Γιατί πολύ δύσκολα θα κάνεις
στο εξής αυτό που εσύ επιθυμείς. Γιατί όταν εσύ επιθυμείς να είσαι
στις χώρες από αυτήν την πλευρά της θάλασσας, θα σταλείς στις χώρες
που είναι πέρα από τη θάλασσα.
Στην ουσία, το τάγμα των φτωχών ιπποτών του Χριστού ήταν ένα
''χωνευτήρι'' διαφόρων κατηγοριών ανθρώπων, που συχνά δεν είχαν
την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Προκαλεί έκπληξη στον μελετητή η
μεγάλη ποικιλία ανθρώπων που πύκνωναν τις τάξεις του περίφημου
ιπποτικού τάγματος. H ανώτερη τάξη του Ναού, οι αδελφοί - ιππότες
προέρχονταν κατά κανόνα από την ανώτερη κοινωνική τάξη, τους
''ευγενικής καταγωγής''. Κάποιοι μελετητές έχουν προτείνει κατά
καιρούς ότι στις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης του τάγματος κάτι
τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο και ότι αρκετές φορές κάποιοι που
προέρχονταν από κατώτερη κοινωνική τάξη γινόταν αδελφοί ιππότες.
Ωστόσο, αποδείξεις για κάτι τέτοιο δεν υφίστανται, αντίθετα βάσει των
τυπικών του τάγματος και των αναφορών των πηγών, διαπιστώνουμε
ότι από την πρώτη έως την τελευταία μέρα ύπαρξης του τάγματος
διατηρήθηκε ο αυστηρός κοινωνικός διαχωρισμός σε ''milites'' και μη.
Βεβαίως, μεταξύ των ''ευγενών'' υπήρχαν πολλές διαφορές. Στις τάξεις
του τάγματος βρίσκουμε κατά καιρούς από πάμπλουτους κόμητες και
μεγαλοφεουδάρχες, έως μικροευγενείς που είχαν πτωχεύσει και που
εντάχθηκαν στο τάγμα δωρίζοντας μόνο την πανοπλία και τα όπλα
τους. H σχετική ''ισότητα'' εντός του τάγματος (μεταξύ εκείνων που
ανήκαν στην ίδια ''τάξη'') γίνεται φανερή από το ότι σε πάρα πολλές
περιπτώσεις οι λιγότερο εύποροι, αλλά και ιεραρχικά κατώτεροι στην
κοινωνία των ευγενών, κατόρθωναν να ανελιχθούν στα ύπατα
αξιώματα του τάγματος.
Για παράδειγμα, το 1244 ο Πάπας Ονώριος B' ζήτησε από τον τότε
Μάγιστρο να δεχτεί στις τάξεις του Ναού έναν ιππότη ονόματι
Βερτράνδο, ο οποίος βαρυνόταν από ένα τρομερό αμάρτημα: είχε
σκοτώσει έναν επίσκοπο. Μάλιστα η ''ποινή'' του Βερτράνδου, ο
οποίος προφανώς ήταν αρκετά ισχυρός για να αποφύγει μία
πραγματική τιμωρία, ήταν επτά χρόνια υπηρεσίας στο τάγμα. Σαφώς,
ανάμεσα στα κίνητρα όσων επιθυμούσαν να ενταχθούν στο τάγμα
ήταν το ισχυρό θρησκευτικό αίσθημα του Μεσαιωνικού ανθρώπου. O
Ναός, ιδιαίτερα δε αν ο ιππότης στελνόταν για υπηρεσία στους Αγίους
Τόπους, προσέφερε μία ''εγγυημένη'' άφεση αμαρτιών, κάτι που το
Μεσαίωνα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για όλους τους πιστούς.
Με την αύξηση των κάστρων και των οχυρών που είχε υπό την ευθύνη
του το τάγμα, έγινε αναγκαία και η πρόσληψη μεγάλων αριθμών
μισθοφόρων, που πύκνωναν τις γραμμές του τάγματος δίχως να είναι
δεσμευμένοι με αυτό πέραν του καθορισμένου (συνήθως με σύμβαση)
χρόνου υπηρεσίας τους.
Ένα τάγμα όπως οι Ναΐτες, που από τη μία ήταν μία μικρογραφία της
κοινωνίας μέσα στην οποία είχε δημιουργηθεί, αλλά από την άλλη
ήταν ένας θρησκευτικός - στρατιωτικός οργανισμός με συγκεκριμένη
αποστολή και ευθύνη, χρειαζόταν μία λεπτομερώς καθορισμένη δομή
για να λειτουργήσει. Στην κορυφή της ιεραρχίας ήταν βεβαίως ο
Μέγας Μάγιστρος (Magister Magnus). O ανώτερος άρχοντας των
Ναϊτών ήταν ανάλογου κοινωνικού ''αναστήματος'' με τους
σημαντικότερους κοσμικούς άρχοντες και συνδιαλεγόταν μαζί τους επί
ίσοις όροις. Συχνά δε, λόγω της εξάρτησης πολλών κοσμικών αρχόντων
από τις οικονομικές και στρατιωτικές υπηρεσίες του τάγματος, ήταν
επί της ουσίας ανώτερος.
Με άλλα λόγια, στόχος του τάγματος ήταν να έχει καλές σχέσεις με την
κοσμική εξουσία και για το λόγο αυτό συχνά επέλεγαν να
ικανοποιήσουν τις επιθυμίες των εκάστοτε ηγεμόνων της Ουτρεμέρ ή
των άλλων δυνάμεων που είχαν σχέση με το τάγμα. Αυτό συνήθως δεν
είχε ουσιαστική επίπτωση στη λειτουργία του τάγματος, καθώς
υπήρχαν επαρκείς δικλείδες ασφαλείας για αυταρχικούς Μάγιστρους
που δεν υπηρετούσαν τους σκοπούς του. Ωστόσο, σε ορισμένες
περιπτώσεις, όπως στην επιλογή του Γεράρδου ντε Ριντφόρ,
αποδείχτηκε ότι ήταν δυνατόν να έχει καταστροφικές συνέπειες. Βάσει
Κανόνα, η διαδικασία επιλογής ενός νέου Μάγιστρου κρατιόταν
αυστηρά μυστική και έτσι δεν υπάρχουν αρχεία για αυτές τις
συνεδριάσεις.
H εικόνα του τάγματος ενισχυόταν από τα όσα έγραφαν για αυτό κατά
καιρούς οι διάφοροι Ευρωπαίοι λόγιοι που ερχόταν σε επαφή με το
Ναό ή είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν με τα ίδια τους τα μάτια τα
κατορθώματα των λευκοντυμένων ιπποτών με τον κόκκινο σταυρό.
Ύμνοι για τους ''Στρατιώτες του Χριστού”''που ''έπεφταν πάνω στους
άπιστους σαν λύκοι, ακόμη και αν ήταν μία χούφτα ενάντια σε
μυριάδες'', ακούγονταν στους νεαρούς βλαστούς της
δυτικοευρωπαϊκής ιπποσύνης ως επιβεβαίωση ότι κάπου υπάρχουν
και δρουν πραγματικοί ιππότες, οι οποίοι δε σταματούν μπροστά σε
τίποτε για να κερδίσουν δόξα και τιμή, πολεμώντας τους εχθρούς του
Σταυρού.
Μία άλλη περίσταση στην οποία νεαροί αδελφοί που δεν είχαν επί της
ουσίας ενημερωθεί επαρκώς στέλνονταν στους Αγίους Τόπους ήταν
όταν ξεκινούσε μία νέα σταυροφορία. Είναι εντυπωσιακό ότι οι
αδελφοί της Δύσης που δεν είχαν πρότερη εμπειρία, κατόρθωναν να
ξεχωρίζουν μεταξύ των σταυροφορικών δυνάμεων και να αποτελούν
το μοναδικό πειθαρχημένο και αξιόμαχο κάτω από όλες τις συνθήκες
τμήμα τους. Αν και τα ποσοστά θνησιμότητας των Ναϊτών στη μάχη
ήταν ιδιαίτερα υψηλά, υπήρχε πάντα η περίπτωση ένας αδελφός να
κατορθώσει να φθάσει σε προχωρημένη ηλικία υπηρετώντας το
τάγμα.
Σ' αυτή την περίπτωση και εφόσον δεν ήταν πλέον σε θέση να
προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες, υποχρεωνόταν να παραδώσει τα
όπλα του και τα πολεμικά άλογά του στους υπεύθυνους του τάγματος,
οι οποίοι του χορηγούσαν ένα ήρεμο άλογο ιππασίας για τις ανάγκες
μεταφοράς του. Οι γηραιοί αδελφοί ενθαρρύνονταν να
συμπεριφέρονται με ιδανικό για ένα Ναΐτη τρόπο, ώστε να αποτελούν
ζωντανό παράδειγμα για τους νεότερους αδελφούς. Σε πολλές
περιπτώσεις, ένας αδελφός περασμένης ηλικίας στελνόταν πίσω στη
Δύση, όπου περνούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του υποδεχόμενος
νέους αδελφούς και επιτηρώντας την περιουσία του τάγματος.
Ποινές και Τιμωρίες
Στην περιοχή του Λιβάνου κατείχε το λιμάνι της Τορτόσας, όπου έκτισε
νέα πόλη μετά την καταστροφή της προηγούμενης από τους
μουσουλμάνους και την οχύρωσε με εντυπωσιακά τείχη και ένα
εξαιρετικά ισχυρό κάστρο, το οποίο δέσποζε στην παραλία. Η Τορτόσα
εκτός από στρατιωτική βάση για την υπεράσπιση της λιβανικής ακτής
ήταν και σπουδαίο εμπορικό λιμάνι, τα έσοδα του οποίου
αποτελούσαν σημαντική ενίσχυση για τα ταμεία του τάγματος. Οι
Ναϊτες κατείχαν κάστρα και στην ενδοχώρα του Λιβάνου, όπου τα
εδάφη του γειτόνευαν με τους οικισμούς των Ασσασίνων, οι οποίοι
είχαν δημιουργήσει έναν θύλακα μέσα στην κατεχόμενη από τους
Χριστιανούς περιοχή.
Στα υπόγεια του κτιρίου βρίσκονταν οι στάβλοι των Ναϊτών, για τους
οποίους ένας Γερμανός προσκυνητής είχε υπολογίσει ότι μπορούσαν
να στεγάσουν 2.000 άλογα και 1.500 καμήλες. Επειδή στον ίδιο χώρο
έπρεπε να υπάρχουν καταλύματα για τους ιπποκόμους και ίσως για
φτωχούς προσκυνητές, στην πραγματικότητα οι περίφημοι αυτοί
στάβλοι θα πρέπει να φιλοξενούσαν περίπου πεντακόσια άλογα,
αριθμό εντυπωσιακό για τα δεδομένα της εποχής και αποκαλυπτικό
για τη δύναμη του τάγματος. Τα άλογα αυτά δεν ήταν όλα πολεμικά,
ούτε προορίζονταν για χρήση αποκλειστικά από τους ιππότες, καθώς
το τάγμα διέθετε και έφιππους σεργέντες, μαχητές ελαφρύτερα
οπλισμένους από τους ιππότες μοναχούς.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Τυπικό - Κανόνας και Εμφάνιση
Είναι ξεκάθαρο ότι εδώ τίθενται οι βάσεις -μέσω της αντιδιαστολής της
αποστολής του κοσμικού ιππότη και του ''Ιππότη του Χριστού'' -για τη
φυσιογνωμία του τάγματος. Αυτή η παράγραφος δεν αποτελεί μέρος
του κυρίως σώματος του Κανόνα, ωστόσο έχει τη σημασία της και γι'
αυτό τη συμπεριλάβαμε. Στη συνέχεια του Λατινικού κειμένου που
αποτελεί τον ''Πρωτόγονο Κανόνα'', γίνεται μία συνοπτική περιγραφή
της συνόδου του Τρουά, με τα ονόματα των συμμετεχόντων και
κάποια διαδικαστικά στοιχεία, ενώ μόλις ολοκληρώνεται αυτό το
μέρος ξεκινάει το κυρίως σώμα του Κανόνα των Ναϊτών
Εδώ γίνεται αναφορά στους όρκους αγνότητας των Ναϊτών, ένα από τα
σημεία του Κανόνα που -σύμφωνα με ''ανεπίσημες'' πηγές- ήταν
ιδιαίτερα δύσκολο στην πιστή τήρησή του. Προσέξτε την αναφορά στα
ενδύματα των Ναϊτών και στη σημειολογία των χρωμάτων. H
υιοθέτηση του κόκκινου σταυρού είναι μεταγενέστερη, γι' αυτό δεν
αναφέρεται εδώ.
- Κρεατοφάγοι Μοναχοί:
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που υπάρχει στον Κανόνα του Ναού είναι
ότι το σύνολο των κανονισμών και απαγορεύσεων που αναφέρθηκαν
μέχρι τώρα εναπόκειται στην κρίση του μάγιστρου, που κατά το
δοκούν έχει τη δυνατότητα να απαιτήσει διαφορετικές υποχρεώσεις
κατά περίσταση. Αυτά είναι τα κύρια σημεία του Κανόνα, βάσει του
οποίου διήγαν το βίο τους οι λευκοντυμένοι ''Ιππότες του Ναού''.
Πάνω από την πανοπλία του ο Ναΐτης φορούσε μία κάπα (cappa), επί
της οποίας έφερε και τον κόκκινο σταυρό που ήταν το σήμα κατατεθέν
του τάγματος. Τα όπλα του ήταν επίσης τα τυπικά της εποχής του για
τους Δυτικούς ιππότες, με μία μόνο ουσιώδη καινοτομία.
Συγκεκριμένα, το κύριο επιθετικό όπλο ήταν η μακριά λόγχη. Με αυτήν
εκτελούσαν τη βασική τακτική μάχης, δηλαδή την ορμητική έφοδο
ιππικού. Κάθε Ναΐτης ήταν εξοπλισμένος με αρκετές λόγχες, τις οποίες
κρατούσε ο ακόλουθός του, καθώς κατά κανόνα η λόγχη έσπαγε κατά
τη σύγκρουση. Το δεύτερο επιθετικό όπλο ήταν το σπαθί. Συνήθως
ήταν τυπικό δείγμα του broadsword (ευρύ σπαθί) και αργότερα του
longsword (μακρύ σπαθί) που χρησιμοποιούνταν στην Ευρώπη εκείνη
την εποχή.
Ένα με το οποίο συνήθιζαν να κόβουν το ψωμί και άλλο ένα για γενική
καθημερινή χρήση. Για την προστασία τους, οι Ναΐτες
χρησιμοποιούσαν και μια τριγωνική ασπίδα, η οποία ήταν η τυπική
ασπίδα που διέθεταν οι Ευρωπαίοι ιππότες. Ήταν ξύλινη, ελαφρά
κυρτή και στην περίπτωση των Ναϊτών έφερε μία απεικόνιση που είχε
σχέση με το τάγμα. Στις περισσότερες των περιπτώσεων έφερε το
baucant, το δίχρωμο (άσπρομαύρο) έμβλημα που υπήρχε και στις
σημαίες του τάγματος. Ενίοτε επί της ασπίδας υπήρχε και ο κόκκινος
σταυρός, ζωγραφισμένος στο λευκό μισό της, ωστόσο, φαίνεται ότι
αυτή η πρακτική γενικεύθηκε τον 13ο αιώνα. Σε πολλές προγενέστερες
απεικονίσεις οι Ναΐτες παρουσιάζονται με ασπίδα που φέρει το
σταυρό του τάγματος σε λευκό πεδίο.
Κατά κανόνα, όλα τα ενδύματα των ιπποτών ήταν λευκά και τους
ξεχώριζαν σαφώς όχι μόνο από τους υπόλοιπους ιππότες αλλά και από
τα κατώτερα μέλη του τάγματος που παρατάσσονταν στο πεδίο της
μάχης, τους σεργέντους. Οι τελευταίοι φορούσαν είτε καφέ είτε μαύρα
ενδύματα, πάντα με τον κόκκινο σταυρό κεντημένο πάνω τους. H
διάκριση στα ρούχα εθεωρείτο απαραίτητη για να ξεχωρίζει η
άρχουσα τάξη του τάγματος, αλλά και επειδή είχαν εμφανιστεί
κρούσματα με σεργέντους που ''παρίσταναν'' τους Ναΐτες και
προκαλούσαν διάφορα προβλήματα στο τάγμα. Το λευκό συμβόλιζε
την αγνότητα του σώματος και της ψυχής που -κατά τις Μεσαιωνικές
αντιλήψεις- μπορούσαν να ''πετύχουν'' μόνο οι ευγενείς ιππότες.
Οι σεργέντοι, ως ταγματικοί B' κατηγορίας, δεν δικαιούνταν να φέρουν
το ''άμωμο'' λευκό. Αλλά και ο εξοπλισμός των σεργέντων ήταν
κατώτερος αυτού των ιπποτών. Διέθεταν ένα απλό ατσάλινο κράνος,
συχνά τύπου kettle, έναν καλής ποιότητας αλυσιδωτό θώρακα που δεν
διέθετε μανίκια και ενίοτε και αλυσιδωτό παντελόνι, χωρίς όμως
κάλυψη του κατώτερου τμήματος των ποδιών (γάμπες και πέλμα). Δεν
φορούσαν μεταλλικά ''παπούτσια'', αλλά απλά δερμάτινα, διότι από
τον σεργέντο αναμενόταν να πολεμήσει πεζός σε πολλές περιπτώσεις.
Τα μεταλλικά chausses που φορούσαν οι ιππότες συχνά δυσχέραιναν
την κίνηση στο έδαφος και δεν τα προτιμούσαν οι στρατιώτες που θα
πολεμούσαν πεζή.
Μόνο οι τέσσερις (μετά από ένα χρονικό σημείο στην ιστορία του
τάγματος, πέντε) σεργέντοι που ήταν αξιωματούχοι του τάγματος
είχαν δικαίωμα σε δεύτερο άλογο και στις υπηρεσίες ενός ακόλουθου,
εφόσον επιθυμούσε ο μάγιστρος να τους παραχωρήσει αυτά τα
προνόμια. Οι αξιωματούχοι αυτή ήταν ο υπο-μαρεσάλος, ο
σημαιοφόρος, ο μάγειρας, ο ιπποκόμος και, αργότερα, ο διοικητής του
Φρουρίου στη Θάλασσα της Ακρας.
Ωστόσο, μελετώντας τις πηγές, καταλήγουμε στο ότι υπήρχε μία σαφής
διάκριση καθηκόντων, αφού οι αδελφοί αυτοί που δεν είχαν μάχιμα
καθήκοντα, βρίσκονταν σε κατώτερη ιεραρχική βαθμίδα από τους καθ'
αυτούς σεργέντους που ήταν το συμπλήρωμα των αδελφών ιπποτών
στη μάχη. Αυτοί οι μη μάχιμοι αδελφοί αποτελούσαν ουσιαστικά την
κατώτερη κοινωνική τάξη του τάγματος, αν και στη Δυτική Ευρώπη
κάτι τέτοιο δεν ήταν καθεστώς. Υπάρχουν περιπτώσεις αδελφών που
δεν ήταν ιππότες ούτε και σεργέντοι, ωστόσο ήταν υπεύθυνοι
περιουσιών, διαχειριστές ή ακόμη και ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι
σε κάποια από τα αρχηγεία του τάγματος.
Ναι μεν γίνονταν δεκτοί αδελφοί κάθε τάξης, αλλά μόνο οι ''ευγενείς''
γίνονταν αδελφοί ιππότες. Αντίθετα, στις άλλες τρεις κοινωνικές τάξεις
των Ναϊτών -τους σεργέντους, τους ιερείς και τους τεχνίτες- γίνονταν
δεκτοί άνθρωποι απ' όλο το φάσμα της κοινωνίας. Μάλιστα, υπάρχουν
πάμπολλα περιστατικά όπου κάποιοι τυχοδιώκτες κατώτερης
κοινωνικής τάξης είπαν ψέματα για την καταγωγή τους και
κατόρθωσαν να γίνουν δεκτοί ως αδελφοί ιππότες. Ωστόσο, ο Ναός
ήταν μια εξαιρετικά δικτυωμένη οργάνωση και στις περισσότερες
περιπτώσεις η αλήθεια αποκαλυπτόταν.
O Μεσαίωνας ήταν μια εποχή κατά την οποία δεν υπήρχαν, τόσο στη
Δύση όσο και στην Ανατολή, πραγματικοί εθνικοί στρατοί, με μία μόνο
πιθανή εξαίρεση: το Βυζάντιο. H Δύση ήταν διαιρεμένη επί της ουσίας
σε μία σειρά από κομητείες και πριγκιπάτα, που είχαν χαλαρούς
δεσμούς με τον ανώτερο άρχοντα / επικυρίαρχό τους, τον εκάστοτε
βασιλιά. Με αυτά τα δεδομένα, οι δυνάμεις που κατόρθωναν να
επιστρατεύουν οι ηγεμόνες σε αυτήν την εποχή δεν μπορούν σε καμία
περίπτωση να χαρακτηριστούν ως εθνικοί στρατοί. Συνήθως ήταν οι
δυνάμεις του οίκου τους, μαζί με τους υποτελείς βασάλους τους. Από
οργάνωση και λογιστική υποστήριξη, αυτοί οι ''στρατοί'' βρίσκονταν
στη ''λίθινη εποχή''.
Σε κάποιες περιοχές, όπως η Ιταλία και μέρη της Γαλλίας, της Ιβηρικής
και της Γερμανίας, είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται την περίοδο
αυτή ''επαγγελματίες'' μαχητές, μισθοφόροι δηλαδή πολεμιστές, που
προέρχονταν από κατώτερη κοινωνική τάξη, ήταν όμως υψηλής αξίας
πεζικό. Δεν μάχονταν ως ιππότες, διότι η εξάρτυση (κυρίως η
πανοπλία) ήταν πολύ πάνω από τις οικονομικές δυνατότητες των
χωρικών και των αστών. Τον ίδιο καιρό είχαν αρχίσει να εμφανίζονται
και οι οργανωμένες κολεκτίβες πεζών μισθοφόρων, όπως η
Καταλανική Εταιρεία που τόσα βάσανα προκάλεσε στο Βυζάντιο. Όμως
οι μεγάλες μισθοφορικές κολεκτίβες των Ιταλών ''Κοντοτιέρων'', των
Ελβετών Σαρισοφόρων και των Γερμανών Landsknechts βρίσκονταν
ακόμη δύο αιώνες μακριά στο μέλλον.
Τα προβλήματα ενός τέτοιου ''στρατού'' ήταν πολλά και σημαντικά.
Ένα από τα σημαντικότερα, τουλάχιστον επί του πεδίου της μάχης,
ήταν η παντελής έλλειψη πειθαρχίας που χαρακτήριζε τους
Μεσαιωνικούς ιππότες. O επικεφαλής τους δυσκολεύονταν να τους
ελέγξει και κατά κανόνα έκαναν ό,τι ήθελαν και σε όποιο σημείο της
μάχης επιθυμούσαν. Εδώ βρισκόταν το κύριο σημείο υπεροχής των
Ναϊτών. Οι τελευταίοι είχαν υποστεί την αυστηρή -πάντα με τα
δεδομένα της εποχής- πειθαρχία του τάγματος και είχαν ορκιστεί
απόλυτη υπακοή στα κελεύσματα των ανώτερων τους. Στις
περισσότερες περιπτώσεις δηλαδή ήταν μία δύναμη που μπορούσε να
ελεγχθεί στο πεδίο της μάχης και να προσφέρει το μέγιστο των
δυνατοτήτων της.
Ακόμη και αν δεν δώσουμε βάση στις φήμες και τις θεωρίες που
ήθελαν τους Ναΐτες θεματοφύλακες μεγάλων μυστικών και θρυλικών
αντικειμένων, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι το
τάγμα στερούνταν ιερών κειμηλίων. Έχοντας πάρει στα σοβαρά το
ρόλο του ως το κατεξοχήν τάγμα της Καθολικής Χριστιανοσύνης, οι
Ναΐτες είχαν συγκεντρώσει μια σειρά από ιερά κειμήλια, τα οποία
είχαν πολλαπλή χρησιμότητα. Τα κειμήλια αυτά αποτελούσαν μία
ένδειξη -σε μία εποχή που η Χριστιανική πίστη ήταν ο ακρογωνιαίος
λίθος της κοινωνίας- ισχύος και σπουδαιότητας του τάγματος,
προσέθεταν κύρος και ''ειδικό βάρος''.
Αλλά δεν ήταν αυτά τα μόνα κειμήλια που διέθεταν οι Ναΐτες στην
εποχή της ακμής τους. Ένα μικροσκοπικό κρυστάλλινο φιαλίδιο που
μετέφερε ένας Ναΐτης στο Λονδίνο το 1247, υποτίθεται ότι περιείχε το
αίμα του Ιησού που χύθηκε πάνω στο σταυρό. Μάλιστα, η
αυθεντικότητά του πιστοποιούνταν με σφραγίδες του τάγματος αλλά
και του Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ. Οι Ναΐτες διέθεταν, δε, σε αρκετές
από τις εκκλησίες και τα αρχηγεία τους θραύσματα του Τιμίου
Σταυρού. Μερικά από αυτά, μαζί με τα ιερά λείψανα αρκετών Αγίων,
εστάλησαν στην Αγγλία το 1272. H εκκλησία των Ναϊτών στο Παρίσι
επιδείκνυε με καμάρι τα υπολείμματα από τις περίφημες 11.000
παρθένες της Κολονίας.
Ενώ άλλη μία εκκλησία των Ναϊτών, στη Σεγκόβια, διέθετε ένα τμήμα
του Τιμίου Σταυρού μαζί με άλλα κειμήλια. Ένας μεταλλικός σταυρός
που πέρασε στους Οσπιταλιέρους μετά τη διάλυση των Ναϊτών και
που φυλασσόταν αρχικά στην Κύπρο και στη συνέχεια στη Ρόδο, είχε
φτιαχτεί, σύμφωνα με το θρύλο, από τα υπολείμματα ενός μεταλλικού
μπολ από το οποίο έφαγε ο Χριστός. Υπάρχουν μαρτυρίες για πολλά
ακόμη που βρίσκονταν στα αρχηγεία του τάγματος ανά την Ευρώπη.
Σύμφωνα μάλιστα με φήμες, αυτά τα κειμήλια δεν ήταν τα
σημαντικότερα που διέθεταν οι Ναΐτες. Αλλά περισσότερα γι' αυτό το
ζήτημα θα δούμε στο κεφάλαιο όπου θα ασχοληθούμε με τα
''μυστικά'' και τους θρύλους που έχουν να κάνουν με το τάγμα.
H περιουσία του τάγματος ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ξεκινήσει ήδη
εκτεταμένες τραπεζικές δραστηριότητες και δάνειζε ακόμη και
πανίσχυρους κοσμικούς ηγεμόνες. Οπότε θα έμοιαζε αρκετά ειρωνικό
να δημιουργήσει ο αριστοκράτης ντε Μπλανσφόρ μία σφραγίδα που
θα επιδείκνυε κάτι που δεν υπήρχε. Βεβαίως, είναι δυνατό να
δεχτούμε ότι ο μάγιστρος είχε στο μυαλό του την εικόνα των ιδρυτών
του τάγματος και θέλησε να τους τιμήσει με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο,
έχουν προταθεί πολλές ακόμη εξηγήσεις για το νόημα της σφραγίδας,
περισσότερο ή λιγότερο ευφάνταστες. Μία από αυτές αναφέρει ότι οι
δύο ιππότες συμβολίζουν απλώς την αδελφοσύνη και τον κοινοβιακό
χαρακτήρα της ζωής που καλούνταν να κάνουν οι Ναΐτες.
Αυτή όμως η -εύλογη- εξήγηση έχει και την επέκτασή της, αφού
αρκετοί έχουν προτείνει ότι δεν αφορά απλώς την αδελφοσύνη, αλλά
κυρίως τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις που, σύμφωνα με τους
κατήγορους του τάγματος και τις έντονες φήμες που διαδόθηκαν από
τα μέσα του 13ου αιώνα, ήταν διαδεδομένη πρακτική στις τάξεις του.
Αυτή η εξήγηση μοιάζει αρκούντως τραβηγμένη, αφού ακόμη κι αν
συνέβαινε κάτι τέτοιο, είναι βέβαιο ότι οι Ναΐτες δεν θα το διαφήμιζαν
στην επίσημη σφραγίδα τους. H επόμενη από τις προτεινόμενες
εξηγήσεις θέλει τον ένα μόνο από τους δύο ιππότες που
απεικονίζονται να είναι Ναΐτης, ενώ ο άλλος υποτίθεται ότι συμβολίζει
το Χριστό.
Το υπόβαθρο αυτής της εξήγησης είναι μία σχετική αποστροφή από το
Ευαγγέλιο του Ματθαίου, ωστόσο η εξήγηση αυτή μοιάζει πολύ
''βολική'' για να είναι αληθινή. Μία άλλη εξήγηση είναι πιο περίπλοκη
και μοιάζει ιδιαίτερα συγκροτημένη. Προτείνει ότι οι δύο ιππότες
συμβολίζουν τη δυαδικότητα του τάγματος και την εγγενή αντίθεση
που εμπεριέχει αυτή η δυαδικότητα. Για παράδειγμα, από τη μία οι
ιππότες ήταν ατομικά φτωχοί και μάλιστα με όρκο, όμως το τάγμα
διέθετε απίστευτα πλούτη. Οι ιππότες ήταν ουσιαστικά αναχωρητές,
μακριά από τις απολαύσεις της κοινωνίας των ανθρώπων, όμως
ταυτόχρονα ήταν αναμεμειγμένοι σε όλες τις κοσμικές υποθέσεις και
καθόριζαν πολλές από αυτές.
Και ενώ ήταν μοναχοί, άνθρωποι του Θεού, από τη μια, από την άλλη
ήταν τρομεροί πολεμιστές, των οποίων η εμφάνιση σκορπούσε πανικό
στους εχθρούς τους. Αυτή η δυαδικότητα και η έντονη αντίθεση
μεταξύ των διάφορων προσώπων του τάγματος λέγεται ότι
υποδηλώνεται από τους δύο ιππότες επί του ενός αλόγου. H δεύτερη
πιο διάσημη σφραγίδα του τάγματος είναι η λεγόμενη Agnus Dei (ο
Αμνός του Κυρίου), ενώ υπάρχουν πολλές ακόμη που εικονίζουν το
σταυρό του τάγματος σε διάφορες παραλλαγές, έναν ιππότη, ένα
άλογο ή παραλλαγές της σφραγίδας του Μπλανσφόρ.
H σορός του Λουδοβίκου, τον οποίο για την ευσέβεια και τον
θρησκευτικό ζήλο του οι σύγχρονοι του τον θεωρούσαν ''σχεδόν Άγιο'',
ουσιαστικά τεμαχίστηκε, αφού τμήμα των λειψάνων του ετάφησαν
στην Τυνησία, ενώ άλλα μεταφέρθηκαν στο Παλέρμο, όπου βρίσκονται
ακόμη και σήμερα. Το υπόλοιπο σώμα του μεταφέρθηκε στην Γαλλία,
στη βασιλική νεκρόπολη του Σαιν Ντενί. O ορειχάλκινος τύμβος του
καταστράφηκε από φωτιά κατά τους θρησκευτικούς πολέμους στα
τέλη του 14ου αιώνα και το μόνο τμήμα του πτώματός του που
σώθηκε ήταν ένα δάχτυλο, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο Σαιν
Ντενί ως ιερό λείψανο. O Λουδοβίκος Αγιοποιήθηκε από τον Πάπα
Βονιφάτιο το 1297.
Τραπεζίτες ή Πολεμιστές
Γι' αυτό δεν έφταιγαν μόνο οι απώλειες στη μάχη. Ένας ακόμη λόγος
που συντελούσε ώστε οι ήττες των Ναϊτών να εξελίσσονται σε
πραγματικές καταστροφές, ήταν ότι οι λευκοντυμένοι μοναχοί ιππότες
σε πολλές περιπτώσεις εκτελούνταν από τους αντιπάλους τους όταν
συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Κανόνας του
τάγματος προέβλεπε αυστηρότατες ποινές -συνήθως αποπομπή από
το τάγμα- για όσους αδελφούς εγκατέλειπαν τη μάχη πριν αυτή κριθεί
οριστικά. Το αποτέλεσμα της μάχης κρινόταν από το αν το λάβαρο του
τάγματος, που πάντα συνόδευε το μάγιστρο ή τον ανώτερο
αξιωματούχο που ήταν παρών, συνέχιζε να κυματίζει. Εφόσον το
λάβαρο ήταν ακόμη εμφανές, οι ιππότες απαγορευόταν αυστηρά να
εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης.
H πιο γνωστή από αυτές τις ατυχείς στιγμές ήταν στην Κρεσόν αλλά
δεν ήταν η μόνη. Ένας άλλος τομέας όπου έπασχαν οι ιππότες ήταν η
ευκινησία και η ταχύτητα. Μπορεί η επέλασή τους να ήταν τρομακτική,
όμως όταν η ορμή της εξαντλούνταν, οι ιππότες βρίσκονταν σε
μειονεκτική θέση απέναντι στις αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις των
Μουσουλμάνων. Οι τελευταίοι είχαν αξιόλογα τόξα και ήταν πολύ
ελαφρύτερα θωρακισμένοι, ακόμη και οι βαρύτερες μονάδες τους.
Εξάλλου τα άλογα των ιπποτών ήταν βαριά ντεστριέ, πολεμικοί ίπποι
ιδιαίτερα δυνατοί και μεγαλόσωμοι για τα δεδομένα της εποχής, αλλά
μάλλον αργοί και δυσκίνητοι. Το αποτέλεσμα ήταν οι Μουσουλμάνοι
να κατορθώνουν πολύ συχνά να αποκόπτουν τμήματα ιπποτών και να
τα εξοντώνουν.
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Ναΐτες ήταν η δυσκολία
συντονισμού με τις δυνάμεις που απαρτίζονταν από κοσμικούς
ιππότες. Οι τελευταίοι μπορεί να ήταν κοινωνικά και ταξικά
''ομογάλακτοι'' των Ναϊτών, ωστόσο είχαν και όλα τα ελαττώματα που
ο κοινοβιακός τρόπος ζωής και η αυστηρή πειθαρχία είχαν περιορίσει
στους ιππότες του Ναού. Οι κοσμικοί ιππότες ήταν απείθαρχοι,
έπαιρναν πρωτοβουλίες που κατά κανόνα ήταν παράλογες
πολεμούσαν για τη δόξα και τα ατομικά κατορθώματα, συχνά και τη
λεηλασία και σπάνια υπάκουαν στους ανωτέρους τους. Οι Ναΐτες
συνήθως απέφευγαν να συντάσσονται με τους κοσμικούς ιππότες και
προτιμούσαν τους εξίσου πειθαρχημένους Ιωαννίτες.
Βεβαίως, οι ιππότες στέρησαν και από τους πεζούς το νερό, κάτι που
είχε δραματικές συνέπειες κατά τη διάρκεια της μάχης, όταν οι
''κοινωνικά κατώτεροι'' πεζοί σταμάτησαν να υπακούν στις διαταγές
τους και εγκατέλειψαν το βασιλιά, βρίσκοντας καταφύγιο στο ένα από
τα δύο ''κέρατα του Χαττίν''. Οι Μεσαιωνικές πηγές αναφέρονται με
ανυπόκριτο θαυμασμό στη στρατιωτική αρετή των Ναϊτών και υμνούν
τα κατορθώματά τους. Ακόμη και στην ήττα, οι Ναΐτες -καθώς
αναφέρουν οι πηγές- παρέμεναν στις θέσεις τους έως ότου ''όλα να
έχουν χαθεί''. Χαρακτηριστικά είναι όσα έγραψε ένας αυτόπτης
μάρτυρας της δράσης των λευκοντυμένων ιπποτών στη μάχη του
Μοντγκισάρ, μία από τις μεγαλύτερες νίκες Χριστιανικών δυνάμεων
ενάντια στους Μουσουλμάνους (για την οποία θα δούμε περισσότερα
στη συνέχεια):
''O Όντο (ο M. Μάγιστρος Όντο του Σαιντ Αμάντ) σαν άλλος Ιούδας
Μακκαβαίος είχε μαζί του στο τμήμα του οποίου ηγείτο, 84 αδελφούς
του τάγματος. Μπήκε στη μάχη με τους άντρες του, με τη δύναμη που
του έδινε το σήμα του σταυρού. Σπιρουνίζοντας όλοι μαζί τα άλογά
τους, σαν ένας άνδρας, έκαναν την έφοδό τους δίχως να στρέφονται
ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Αναγνωρίζοντας το τμήμα του στρατού του
οποίου επικεφαλής ήταν ο Σαλαντίν, πολλοί ιππότες με ανδρεία το
πλησίασαν, το διαπέρασαν άμεσα. Ασταμάτητα τους χτυπούσαν, τους
διέλυσαν, τους συνέτριψαν και τους κατέστρεψαν. O Σαλαντίν έμεινε
άναυδος από θαυμασμό, βλέποντας τους άνδρες του να έχουν
διαλυθεί, να προσπαθούν να διαφύγουν και να παραδίδονται στο
σπαθί. Σκέφτηκε και τη δική του ασφάλεια και διέφυγε, ρίχνοντας
κάτω τον αλυσιδωτό του θώρακα, καβαλικεύοντας μία δρομάδα
καμήλα και μόλις που δραπέτευσε με λίγους από τους άνδρες του''.
O Όντο, μαζί με τον Ρεϋμόνδο της Τρίπολης και ένα τμήμα ιπποτών και
πεζών, τόσο ταγματικών όσο και δυνάμεων του κόμη της Τρίπολης,
είχαν επαναπαυτεί αφού διέλυσαν ένα απόσπασμα δυνάμεων του
Σαλαντίν και είχαν αφήσει τους άνδρες τους να επιδοθούν σε
λαφυραγωγία. Τότε αφίχθη το κυρίως στράτευμα του Σαλαντίν σε
διάταξη μάχης και στη σύγκρουση που ακολούθησε οι δυνάμεις των
χριστιανών διαλύθηκαν και ο Όντο συνελήφθη αιχμάλωτος (για να
πεθάνει στη φυλακή λίγο καιρό αργότερα).
Ένα άλλο τμήμα που προσέφερε πολλά στις μάχες που συμμετείχαν οι
''πένητες ιππότες'' ήταν οι Τουρκόπουλοι. Αυτοί πολεμούσαν ως
ελαφρύ ιππικό και ιπποτοξότες και ήταν εξαιρετικά πολύτιμοι σε
αψιμαχίες και επιδρομές, που ήταν άλλωστε το κυριότερο μέρος της
πολεμικής δραστηριότητας μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. O
αριθμός των Τουρκόπουλων συνήθως ήταν ίδιος με αυτόν των
ιπποτών ή λίγο μεγαλύτερος. O κύριος όγκος των στρατών αλλά και
των φρουρών των Ναϊτών ήταν μισθοφόροι, κυρίως βαλλιστριδοφόροι
-ιδιαίτερα πολύτιμοι για τη φύλαξη κάστρων- αλλά και δορυφόροι.
Οι μισθοφόροι αποτελούσαν μία ''βολική'' λύση για τους Ναΐτες ώστε
να πυκνώνουν τις τάξεις τους χωρίς να δεσμεύονται με ''μόνιμα'' μέλη,
όπως γινόταν στην περίπτωση στρατολόγησης νέων αδελφών, ιπποτών
ή σεργέντων. Το τάγμα διέθετε και ειδικευμένους στην πολιορκητική
τέχνη αδελφούς σεργέντους. Αυτοί ήταν μηχανικοί που γνώριζαν τα
μυστικά της κατασκευής και χρήσης πολύπλοκων, για την εποχή,
μηχανών, όπως καταπέλτες και τρεμπουσέ, που ήταν απαραίτητες για
την εκπόρθηση μίας τειχισμένης πόλης ή ενός μεγάλου κάστρου. Αν
και το τάγμα προσπαθούσε να διαθέτει επαρκή αριθμό ειδικών στην
πολιορκητική τέχνη, εντούτοις συχνά κατέφευγε στις υπηρεσίες
εξωταγματικών, τους οποίους προσλάμβανε για συγκεκριμένες
αποστολές.
Αψιμαχίες και Πολιορκίες
Όπως σημειώσαμε, ενώ η δράση των Ναϊτών είναι κυρίως γνωστή από
τις μεγάλες μάχες στις οποίες έλαβαν μέρος, στην πραγματικότητα η
κυρίως δραστηριότητά τους αφορούσε σε αψιμαχίες, περιπόλους και
πολιορκίες. Οι επιδρομές (chevauchees στα Γαλλικά της εποχής) ήταν
μία συνηθισμένη πρακτική των Χριστιανών των Αγίων Τόπων, την
οποία υιοθέτησαν από τους Μουσουλμάνους. Επρόκειτο για μικρής
κλίμακας εκστρατείες που δεν είχαν άλλο αντικειμενικό σκοπό από την
αποκόμιση λείας και ενδεχομένως τη σύλληψη αιχμαλώτων. Τις
chevauchees οργάνωναν τόσο οι κοσμικοί άρχοντες της Ουτρεμέρ -που
καλούσαν και τα ιπποτικά τάγματα να πάρουν μέρος- όσο και τα ίδια
τα τάγματα.
Παρά τις τεράστιες απώλειες της μάχης του Χαττίν (όπου το τάγμα
έχασε περίπου 230 αδελφούς, που προστέθηκαν στους περίπου 60
νεκρούς της μάχης της Κρεσόν), το τάγμα κατόρθωσε να ανακάμψει με
τη στρατολόγηση νεοσύλλεκτων ιπποτών και με τη μεταφορά αδελφών
κατάλληλων για στρατιωτική υπηρεσία από τα παραρτήματά του ανά
την Ευρώπη. O Γεράρδος του Ριντφόρ, η δράση του οποίου ήταν
τουλάχιστον καταστροφική για το τάγμα, είχε ανταλλάξει τη ζωή του
με ένα ολόκληρο κάστρο και ήταν ο μοναδικός Ναΐτης επιζών του
Χαττίν. Έτσι, ηγήθηκε ξανά των δυνάμεων του Ναού που πολέμησαν
στο πλευρό του βασιλιά της Ιερουσαλήμ στην πολιορκία της Άκρας.
O Γκυ ντε Λοζινιάν είχε πολιορκήσει την Ακρα, με τις -μικρές- δυνάμεις
του που είχαν γλιτώσει από το Χαττίν, έναν αριθμό νεοσύλλεκτων στο
σκοπό των σταυροφοριών από χώρες της Ευρώπης και τις δυνάμεις
των ιπποτικών ταγμάτων. Στις 4 Οκτωβρίου του 1189 ο Σαλαντίν
προσπάθησε να άρει την πολιορκία της πόλης και επιτέθηκε στο
στράτευμα του Γκυ. H μάχη ξεκίνησε με τους Ναΐτες να αντιμετωπίζουν
στο αριστερό πλευρό του Χριστιανικού στρατού την ορμητική έφοδο
των Μουσουλμάνων. Οι Ναΐτες όχι μόνο άντεξαν, αλλά πέρασαν
ταχύτατα στην αντεπίθεση όπου ήταν πραγματικά ασυγκράτητοι,
συντρίβοντας κάθε αντίσταση.
Αυτό όμως που σίγουρα δεν περίμενε ήταν ότι ο συνολικός όγκος του
Χριστιανικού στρατού θα περνούσε από τα δύσβατα ορεινά
περάσματα και θα επιτίθεντο στους ανύποπτους Μαυριτανούς, οι
οποίοι υπέστησαν συντριπτική ήττα καθώς αιφνιδιάστηκαν πλήρως. Τα
Μεσαιωνικά χρονικά -με μια μεγάλη δόση υπερβολής- μιλούν για
''100.000 νεκρούς'' από την πλευρά των Αλμοχάδων, όμως σίγουρα οι
απώλειες του στρατού του αλ Νασίρ ήταν μεγάλες. Στη μάχη αυτή οι
Χριστιανοί αναχαίτισαν αποφασιστικά την ανανεωμένη επιθετικότητα
των Μουσουλμάνων στην Ιβηρική, κάτι που οδήγησε στην
αποσύνθεση του Σουλτανάτου.
Το 1237 κατά την πολιορκία του Νταρμπσάκ μόνο 20 από τους 120
Ναΐτες που συμμετείχαν στη μάχη έμειναν ζωντανοί. Στην
καταστροφική μάχη του Λα Φορμπί μόλις 33 από τους 300 ιππότες που
παρέταξε το τάγμα διέφυγαν το θάνατο. Οι αδελφοί του Ναού
διακινδύνευαν τη ζωή τους καθημερινά και συνεχώς προστίθεντο νέα
θύματα στο μακρύ κατάλογο των νεκρών του τάγματος. H δύναμη του
τάγματος στην Ουτρεμέρ κυρίως σε έμπειρα και ικανά στελέχη
μειωνόταν και για άλλους λόγους. Ένας από αυτούς ήταν οι ανάγκες
των Διοικητηρίων της Δύσης. Από τη στιγμή που οι Ναΐτες απέκτησαν
τεράστια περιουσία, αυξήθηκαν ανάλογα οι ανάγκες σε ικανά στελέχη
που θα φρόντιζαν τις υποθέσεις του τάγματος, θα διαχειρίζονταν τα
αγαθά του και θα δημιουργούσαν σχέσεις με τους μεγάλους οίκους,
βασιλικούς και άλλους, της Ευρώπης.
Το δεξί μέρος του στρατού του Σαλαντίν, υπό την ηγεσία του Τακί αλ
Ντιν, έκλεινε το δρόμο στους διψασμένους Χριστιανούς, ο ίδιος ο
πολέμαρχος με το κέντρο συμπλήρωνε το ''τείχος'' και ένα τμήμα των
Μουσουλμάνων (στο αριστερό μέρος) υπό τον Γκοκμπουρί είχαν ήδη
κλείσει οποιαδήποτε δίοδο διαφυγής και απειλούσε την
οπισθοφυλακή των Λατίνων. Το πεδίο της φονικής μάχης βρίσκεται σε
μία πεδινή περιοχή, κοντά σε δύο χωριά (σήμερα εγκαταλελειμμένα),
το Χαττίν (ή Χιττίν) και το Νιμρίν, όπου δεσπόζουν οι δίδυμοι λόφοι (ο
ένας λίγο ψηλότερος και πιο απότομος από τον άλλο) που έχουν
ονομαστεί ''τα κέρατα του Χαττίν''. Οι διψασμένοι στρατιώτες των
Λατινικών κρατιδίων δεν είχαν εναλλακτικές λύσεις.
Πέντε μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας, η φρουρά της πόλης
προσπάθησε να βάλει φωτιά στους πύργους που είχαν κατασκευάσει
οι σταυροφόροι. Δεν υπολόγισαν όμως σωστά τον άνεμο, ο οποίος
έσπρωξε τη φωτιά μέσα στο φρούριο, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει
ένα μικρό τμήμα του τείχους, απ' όπου εισήλθαν οι ιππότες του Ναού
που βρίσκονταν εκεί. Το περίεργο είναι ότι ο μάγιστρος των Ναϊτών -
σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Γουλιέλμου της Τύρου- προσπαθούσε
να αποθαρρύνει και να εμποδίσει τους υπόλοιπους ιππότες που
μετείχαν στην πολιορκία να ακολουθήσουν. O Γουλιέλμος το αποδίδει
στην άμετρη φιλοδοξία και αλαζονεία των Ναϊτών που ήθελαν να
κατακτήσουν μόνοι τους το κάστρο.
Στη Δαμιέτα και στην Άκρα, αδελφοί - τεχνίτες αλλά και μισθοφόροι
του τάγματος κατασκεύασαν τις περισσότερες από τις πολιορκητικές
μηχανές που χρησιμοποίησαν οι σταυροφόροι για να επιτεθούν στα
επιβλητικά τείχη. Στη Δαμιέτα οι Ναΐτες είχαν στη διάθεσή τους ένα
από τα εντυπωσιακότερα τρεμπουσέ του καιρού τους, δωρεά του
δούκα της Αυστρίας προς το τάγμα. Το τρεμπουσέ ήταν μία εξέλιξη του
καταπέλτη και λειτουργούσε με ένα αντίβαρο. Ήταν σε θέση, λόγω του
περίπλοκου μηχανισμού και του μεγέθους του, να εξακοντίζει
τεράστιους ογκόλιθους σε μεγάλες αποστάσεις, αποτελώντας με τον
τρόπο αυτό το ισχυρότερο πολιορκητικό μηχάνημα του Μεσαίωνα πριν
από την εφεύρεση των κανονιών.
Αλλά οι Ναΐτες, καθώς είχαν στην κατοχή τους πάρα πολλά κάστρα,
ήταν αναγκασμένοι πολύ συχνά να υπερασπίζουν οι ίδιοι τα φρούριά
τους από επιθέσεις Μουσουλμάνων. Σε κάποιες περιπτώσεις επέλεξαν
να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, ενώ σε κάποιες άλλες δέχτηκαν να
παραδοθούν. Συνήθως μία πολιορκία, εφόσον δεν συνέδραμαν τους
υπερασπιστές δυνάμεις εκτός φρουρίου, κατέληγε σε κατάληψη του
οχυρού. Παρόλα αυτά οι ιππότες του Ναού κατόρθωσαν σε πολλές
περιπτώσεις να αντισταθούν στους μουσουλμάνους και να
υπερασπιστούν με επιτυχία τα κάστρα τους. Μία από αυτές ήταν η
πολιορκία του οχυρού της Τορτόσα, που άντεξε στις επιθέσεις του
Σαλαντίν το 1188.
Αντίθετα, στο Ναρμπσάκ οι Ναΐτες υπερασπιστές αναγκάστηκαν να
παραδώσουν το κάστρο, όταν ένας από τους πύργους κατέρρευσε από
τη δράση των Μουσουλμάνων υπονομευτών. O Κούρδος πολέμαρχος
κατόρθωσε να καταλάβει και το περίφημο Μπαγκράς, μετά από
αδιάκοπο ''βομβαρδισμό'' πολλών ημερών. Στην περίπτωση αυτή, οι
Ναΐτες παραδόθηκαν μετά τη διαβεβαίωση του Σαλαντίν ότι θα τους
επέτρεπε να διαφύγουν στην Αντιόχεια χωρίς να τους πειράξει. O
Σαλαντίν ήταν ένας άνθρωπος που κρατούσε το λόγο του, ωστόσο δεν
συνέβη το ίδιο και με τον σουλτάνο Μπαϋμπάρς, αρκετές δεκαετίες
αργότερα, ο οποίος έπεισε με παρόμοιο επιχείρημα τους
υπερασπιστές του Σαφέντ να του παραδώσουν το κάστρο.
Επίσης, δεν ήταν μυστικό ότι ο πλούτος του Ναού ήταν τόσος που οι
Ναΐτες αποτελούσαν τους μεγαλύτερους χρηματοδότες και πιστωτές
τουλάχιστον δύο εκ των ισχυρότερων ηγεμόνων της Ευρώπης, του
βασιλιά της Γαλλίας και του ομολόγου του της Αραγονίας. Το
Διοικητήριο στο Παρίσι ήταν ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά
κέντρα του Μεσαιωνικού κόσμου, όπως παραδίδουν πολλές πηγές και
τα πλούτη που είχαν συγκεντρωθεί σε αυτό ξεπερνούσαν εκείνα
πολλών βασιλείων. Παρόλα αυτά, ο Ναός συχνά βρισκόταν σε
αδυναμία να εξασφαλίσει τα τεράστια ποσά που απαιτούσε το
βασίλειο της Γαλλίας. Οι απαιτήσεις των Γάλλων μοναρχών είχαν γίνει
τόσο μεγάλες, που οι Ναΐτες έσπευδαν να εξασφαλίζουν τα ποσά που
δεν μπορούσαν οι ίδιοι να εκχωρήσουν μέσω τρίτων πηγών.
Γι' αυτές τις υπηρεσίες, ο Γαλλικός θρόνος δεν υπήρξε αχάριστος προς
το τάγμα, με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια ο Ναός να αποκτήσει
εντυπωσιακά προνόμια στις γαίες του Βασιλείου της Γαλλίας. Από ένα
σημείο και μετά, μάλιστα, ο βασιλιάς όχι μόνο χρηματοδοτούνταν
σχεδόν αποκλειστικά από τους Ναΐτες, αλλά τους είχε καταστήσει
θησαυροφύλακες της βασιλικής περιουσίας, χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι οι Ναΐτες ήταν πάντα ευθέως υπέρ του Γαλλικού θρόνου, αφού η
υποστήριξη τους εξαρτιόταν πάντα από τις πολιτικές ανάγκες και τα
συμφέροντα των ίδιων. H δεινότητα των Ναϊτών σε διοικητικά και
οικονομικά ζητήματα δεν ήταν δυνατόν να αμφισβητηθεί και
εντυπωσίαζε όλους τους συγχρόνους τους.
Αυτές οι κατηγορίες είδαν το φως στην Ευρώπη κατά την περίοδο που
κορυφωνόταν η δυσφημιστική εκστρατεία με την οποία ο Φίλιππος ''ο
Ωραίος'' της Γαλλίας προσπάθησε να αμαυρώσει τη δημόσια εικόνα
του τάγματος ώστε να διευκολυνθεί στην εξόντωσή του. Ωστόσο στους
Αγίους Τόπους, ήδη από την περίοδο πριν το Χαττίν, είχαν αρχίσει οι
διαμαρτυρίες κάποιων χριστιανών, κυρίως νεοφερμένων, για τον διττό
ρόλο των Ναϊτών. Να μην ξεχνάμε επίσης ότι ο βασιλιάς της Γαλλίας
Λουδοβίκος, που συμμετείχε στη B' Σταυροφορία και ευεργετήθηκε
από τους Ναΐτες, είχε εκφράσει ήδη από το 1149 την πεποίθηση ότι
τόσο οι Ναΐτες όσο και ''κάποιοι εκ των βαρόνων της Ουτρεμέρ'', είχαν
παίξει έναν ύποπτο ρόλο στην αποτυχία της εκστρατείας, αφήνοντας
υπόνοιες για συνεννοήσεις τους με τους ''απίστους''.
Οι Ναΐτες θα έπαιζαν, έστω και στο λυκόφως της διαδρομής τους, έναν
καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα προσπάθειες των Χριστιανών να
χρησιμοποιήσουν τους Μογγόλους για να αποδυναμώσουν τους
Μαμελούκους και να ωφεληθούν οι ίδιοι. Οι προσπάθειες αυτές
έπεσαν στο κενό. Τα προαναφερόμενα δείχνουν ανάγλυφα τη δύναμη
των Ναϊτών αλλά και την ευαίσθητη θέση στην οποία βρίσκονταν. H
''Ρεαλπολιτίκ'' που εφάρμοζαν ήταν μάλλον άγνωστη ή και
παρεξηγημένη στην Ευρώπη. ακόμη και ένας ικανός βασιλιάς, όπως ο
Λουδοβίκος, ελάχιστα κατανόησε τη σημασία της, παρότι βρέθηκε
στην περιοχή για χρόνια και ηγήθηκε μιας αποτυχημένης
σταυροφορίας (στη συνέχεια της ζωής του ηγήθηκε ακόμη μίας, κατά
τη διάρκεια της οποίας απεβίωσε).
Στη μητροπολιτική Ευρώπη πολύ λίγοι γνώριζαν αυτήν την πλευρά της
''Ρεαλπολιτίκ'' των Ναϊτών και ακόμη λιγότεροι έδιναν σημασία.
Αντίθετα, όλοι γνώριζαν ότι οι ''πένητες'' ιππότες διέθεταν ενδύματα
εξαιρετικής ποιότητας, ίππευαν περήφανα άτια από τις καλύτερες
ράτσες, είχαν καλοφτιαγμένα και περιποιημένα όπλα και πανοπλίες,
μετακινούσαν κάθε τόσο θησαυρούς αμύθητης αξίας, μάζευαν φόρους
για λογαριασμό ηγεμόνων αλλά και για ίδιο προσπορισμό,
διαφέντευαν μερικά από τα πιο ζηλευτά φέουδα της Ευρώπης,
ηγεμόνευαν επί δεκάδων χιλιάδων κολίγων, είχαν δεκάδες υπηρέτες
και υπαλλήλους σε κάθε αρχηγείο τους, συναναστρέφονταν ηγεμόνες
και βασιλείς.
Στην εποχή του Ιννοκέντιου Γ', μάλιστα, ο επίσκοπος της Σιδώνας είχε
προχωρήσει σε αφορισμό του τάγματος και του Μεγάλου Μάγιστρου,
όταν διαπίστωσε ότι θα έχανε τη διαμάχη για τα έσοδα της επισκοπής
της Τιβεριάδας. Αλλά η επιρροή των Ναϊτών ήταν τόσο μεγάλη, που
αυτός ο αφορισμός άρθηκε και ο επίσκοπος τιμωρήθηκε αυστηρά από
τον Ιννοκέντιο. O τελευταίος, που έγινε Πάπας σε πολύ νεαρή ηλικία,
ήταν ένας από τους ικανότερους προκαθήμενους της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και από τους σημαντικότερους
υποστηρικτές των ιπποτικών ταγμάτων. Αλλά και οι υπόλοιπες
προσπάθειες των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών να αναιρέσουν τα
προνόμια του τάγματος προσέκρουσαν στην αποφασιστική στάση των
προκαθήμενων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Το τάγμα των φτωχών ιπποτών του Χριστού (που κάθε άλλο παρά
φτωχοί ήταν) κατόρθωσε μέσα σε λίγες δεκαετίες από το ξεκίνημά του
να καταστεί ένας πραγματικά πολυεθνικός οργανισμός. Μία εκδοχή
του Κανόνα από τη δεκαετία του 1160 δείχνει ανάγλυφα την επέκταση
που είχαν λάβει οι Ναΐτες σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, σε αναφορά που γίνεται στους ανώτερους λειτουργούς
του τάγματος, αναφέρονται οι γνωστοί άρχοντες της Ανατολής,
δηλαδή ο Μεγάλος Μάγιστρος, ο Σενεσάλος, ο Μαρεσάλος, οι
διοικητές του Βασιλείου και της πόλης της Ιερουσαλήμ, αλλά και οι
σημαντικότεροι περιφερειακοί διοικητές, της Τρίπολης, της Αντιόχειας,
της Γαλλίας, της Αγγλίας, του Πουατιέ, της Αραγονίας, της
Πορτογαλίας, της Απουλίας και της Ουγγαρίας.
Οι Ναΐτες τον δέχτηκαν και άρχισε μία καριέρα που θα τον έφερνε
λίγες δεκαετίες αργότερα στη θέση του μεγάλου μάγιστρου.
κατόρθωσε να ανελιχθεί στην ιεραρχία του Ναού και το 1183 έγινε
σενεσάλος, ενώ έναν μόλις χρόνο αργότερα εξελέγη μέγας μάγιστρος.
Ήταν μία ατυχής συγκυρία για το τάγμα να έχει στην κεφαλή του σε
μία τόσο κρίσιμη και καθοριστική για το μέλλον του Ναού και της
Ουτρεμέρ έναν άνθρωπο που δεν δρούσε με τη σύνεση και την
προσοχή που επεδείκνυαν κατά κανόνα οι μάγιστροι του τάγματος. O
Γεράρδος έκανε αισθητή την παρουσία του ως μάγιστρος των Ναϊτών,
όταν υποστήριξε εξ ονόματος του τάγματος τον Γκυ ντε Λουζινιάν για
την αναρρίχησή του στο θρόνο μέσω του γάμου του με τη σίβυλλα.
Και αυτή τη φορά, ο μάγιστρος των Ναϊτών γλίτωσε τη ζωή του, αφού
ο Γκυ ντε Λουζινιάν κατάφερε να πείσει τον Σαλαντίν να του επιτρέψει
να επιβιώσει και μάλιστα να τον αφήσει ελεύθερο. Μάλλον
καθοριστικής σημασίας ήταν μία συναλλαγή που περιελάμβανε το
κάστρο των Ναϊτών στη Γάζα, το οποίο ο ντε Ριντφόρ φέρεται ότι
παραχώρησε πρόθυμα για να σώσει τη ζωή του. Δύο χρόνια μετά,
βρίσκουμε τον παρορμητικό μάγιστρο να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο
στην πολιορκία της Άκρας. Και εδώ ο Γεράρδος ηγήθηκε των
προσπαθειών των Ναϊτών, ωστόσο αυτή τη φορά δεν έμελλε να
επιζήσει. σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μίας από τις συχνές μάχες στο
πλαίσιο της πολιορκίας.
ΣΑΛΑΝΤΙΝ
Λίγα είναι γνωστά για την παιδική ηλικία του, όμως στα 14 του
ξεκίνησε την σταδιοδρομία του στην υπηρεσία του Τούρκου ηγέτη της
Συρίας Νουρεντίν (Nur ad Din), υπηρετώντας σε διάφορες θέσεις στην
αυλή του στη Δαμασκό. Ως νέος διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις επιδόσεις
του στην Σουνιτική θεολογία, όμως αργότερα είχε την ευκαιρία να
ξεχωρίσει και στα πολεμικά πράγματα. H πρώτη επαφή του με τον
πόλεμο έγινε στις εκστρατείες του Νουρεντίν ενάντια στους Φατιμίδες
ηγέτες της Αιγύπτου, υπό την ηγεσία του θείου του, Σιρκού (ή Σιρκά)
που ήταν αρχηγός του στρατού. κατά τη διάρκεια των τριών
εκστρατειών που έγιναν σε διάστημα τεσσάρων ετών (1164, 1167 και
1168), ο νεαρός Σαλαντίν απέκτησε πλούσια πολεμική εμπειρία.
Ευθύνη για αυτή την εξέλιξη έφεραν και τα τάγματα των Ναϊτών και
των Ιωαννιτών που αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τον Φρειδερίκο. Η
όλο και μεγαλύτερη ανάμιξη των Γερμανών στα ζητήματα της
Παλαιστίνης είχε οδηγήσει στη δημιουργία ενός νέου μοναχικού
πολεμικού τάγματος, αποτελούμενου από Γερμανούς. Το Τάγμα των
Τευτόνων, όπως αποκλήθηκε, δεν άργησε να έλθει σε αντιπαράθεση
με τα προϋπάρχοντα τάγματα των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, που
αποτελούντο κυρίως από ιππότες προερχόμενους από Λατινόφωνες
περιοχές της δυτικής Ευρώπης, τη Γαλλία, την Αγγλία, όπου
κυριαρχούσε η Γαλλική αριστοκρατία, την Ιταλία και την Ισπανία. Η
αντιπαράθεση μεταξύ των τριών ταγμάτων όξυνε τα προβλήματα των
Χριστιανών των Αγίων Τόπων σε μια κρίσιμη περίοδο.
Την επόμενη χρονιά μετά από απαίτηση του ίδιου ο Πάπας ζήτησε από
όλους τους ηγεμόνες της Δύσης να πράξουν το ίδιο. Ο βασιλιάς της
Κύπρου Αμάλριχος, αν και είχε ανέλθει στον θρόνο με την υποστήριξη
του τάγματος, αναγκάστηκε να εκτελέσει τις Παπικές εντολές. Οι
Ναΐτες του νησιού κατόρθωσαν να κρύψουν μεγάλο μέρος του
θησαυρού τους, το οποίο δεν βρέθηκε ποτέ. Σε όλα τα Λατινικά κράτη
άρχισαν δίκες των Ναϊτών και κατά την εξέτασή τους γινόταν συχνά
χρήση βασανιστηρίων. Με την πίεση του Πάπα οι αποφάσεις ήταν
συνήθως καταδικαστικές και οι "ένοχοι" υποβάλλονταν στην ποινή
που εφαρμοζόταν στην περίπτωση των αιρετικών: θανάτωση στην
πυρά.
Από τις λίγες εξαιρέσεις ήταν ο Ρόμπερτ Μπρους της Σκωτίας, ο οποίος
είχε ήδη αφοριστεί. Κατά συνέπεια, αρκετοί Ναΐτες διέφυγαν στη
Σκωτία. Πιστεύεται ότι το Σκωτικό Τεκτονικό Τάγμα έχει τις ρίζες του
στο τάγμα των Ιπποτών του Ναού.
Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα ''γιατί έπεσαν τόσο εύκολα και
γρήγορα οι Ναΐτες''. H απληστία, τόσο των ίδιων των Ναϊτών όσο και
εκείνων που προσέβλεπαν στην υφαρπαγή της περιουσίας τους, ήταν
η αιτία του χαμού του τάγματος. Αυτό ισχύει αν θέλουμε να
καταλήξουμε σε ένα ''εύκολο'' συμπέρασμα όσον αφορά στο ''γιατί''
κατέπεσε με τόσο εντυπωσιακό και τελεσίδικο τρόπο το τάγμα που
προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες σε ολόκληρη τη δυτική Χριστιανοσύνη
και διατηρούσε στενές σχέσεις με όλους τους ισχυρούς ηγεμόνες. Διότι
εκτός από το φθόνο, τα υπερβολικά πλούτη αποτελούσαν μία
πρόκληση για τους ισχυρούς ''φίλους'' του τάγματος, οι οποίοι
επιθυμούσαν να βάλουν στο χέρι κάτι από την αμύθητη αυτή
περιουσία.
Όμως η Κύπρος δεν ήταν ''δικό τους'' νησί, όπως η Ρόδος που έγινε το
νησί των Ιωαννιτών (έως ότου τους εκδιώξουν οι Οθωμανοί). Οι
ιππότες του Ναού δεν πήραν παράδειγμα ούτε από τους Τεύτονες
Ιππότες, ένα τάγμα που πρακτικά ήταν ''γέννημα'' των Ναϊτών. O Ζακ
ντε Μολέ, ο μάγιστρος του τάγματος που ανέλαβε τη διοίκηση
ουσιαστικά αμέσως μετά την ''έξοδο'' από τους Αγίους Τόπους, δεν
κατόρθωσε να συλλάβει το πνεύμα των καιρών. Δεν κατάλαβε καν ότι
το τάγμα του οποίου ηγείτο ήταν πλέον ένας ζωντανός αναχρονισμός,
ένας οργανισμός που ζούσε παρασιτικά πάνω στο σώμα της δυτικής
χριστιανοσύνης, δίχως να προσφέρει καμιά υπηρεσία σε αντάλλαγμα.
O ντε Μολέ βρήκε μάλιστα την ευκαιρία σε μία κατ' ιδίαν συνάντηση
με τον Πάπα να του θέσει το θέμα των κατηγοριών για ''χυδαιότητες
και βλάσφημες πρακτικές'' που διατυπώνονταν για το τάγμα και τα
μέλη του. Οι κατηγορίες αυτές είχαν διατυπωθεί από μέλη του
τάγματος που είχαν απομακρυνθεί από τις τάξεις του Ναού, όπως ήταν
ο Εσκουίν του Φλοριάν, ο Γεράρδος Μπιζόλ και ο Βερνάρδος Πελέ, και
είχαν φθάσει στο Φίλιππο της Γαλλίας, που έσπευσε να ενημερώσει
τον Κλήμη για το περιεχόμενό τους. H προσπάθεια για στοιχειοθέτηση
κατηγοριών ενάντια στο τάγμα ήταν στην κορύφωσή της την εποχή
αυτή, οπότε οι καταγγελίες των έκπτωτων αδελφών έμοιαζαν με
θεόσταλτο δώρο στο Φίλιππο.
Όμως οι υπουργοί του Φιλίππου είχαν ήδη στήσει την παγίδα τους,
αφού το σχέδιο που είχαν εκπονήσει προέβλεπε τη σύλληψη όλων των
Ναϊτών και τη δήμευση της περιουσίας τους. H παρουσία του
Μάγιστρου του τάγματος στο Παρίσι, όπου μπορούσαν να τον
συλλάβουν μαζί με ολόκληρη την τοπική ηγεσία του τάγματος, τους
βοηθούσε να πετύχουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα με το
λιγότερο δυνατό κόπο. Λίγες μέρες πριν, μία μυστική διαταγή με την
υπογραφή του βασιλιά, έφθασε στους ''Βαΐλιους'' και τους
''Σενεσάλους'' του βασιλείου. Το περιεχόμενο της διαταγής ίσως να
προκάλεσε τρόμο στους βλοσυρούς αντιπροσώπους του Γαλλικού
θρόνου.
Σ' ολόκληρη την επικράτεια του Γάλλου βασιλιά οι αρχές είχαν λάβει
τη μυστική εντολή, είχαν καταγράψει τα ονόματα των Ναϊτών που
υπήρχαν σε κάθε αρχηγείο και είχαν οργανώσει ομάδες για τη
σύλληψή τους. Καθώς ξημέρωνε η Παρασκευή 13 Οκτωβρίου του
1307, οι αστυνομικοί του Φιλίππου ξεχύθηκαν στα αρχηγεία του
τάγματος σε όλη τη χώρα. Οι Ναΐτες δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν
έβλεπαν τους αξιωματούχους του θρόνου να εισβάλλουν στα αρχηγεία
τους, πόσο μάλλον όταν άκουγαν ότι είχαν σκοπό να τους συλλάβουν.
Επρόκειτο για πλήρη αιφνιδιασμό, αφού μόλις 12 Ναΐτες σε ολόκληρη
τη Γαλλική επικράτεια διέφυγαν τη σύλληψη.
Πάντως ήταν Ναΐτες χαμηλής θέσης, αφού από τους έχοντες κάποια
εξουσία εντός του τάγματος μόνο ένας, ο Γεράρδος του Βιλλιέ,
Διδάσκαλος του Ναού στην Γαλλία, διέφυγε τη σύλληψη. Τα περί
αιφνιδιασμού δεν αφορούσαν μόνο στους Ναΐτες αλλά και στην
Καθολική Εκκλησία. O Κλήμης φυσικά είχε εργαστεί μαζί με το Φίλιππο
εξαρχής και γνώριζε ότι ο προστάτης του επιθυμούσε να
''απαλλοτριώσει'' την περιουσία των Ναϊτών. Ωστόσο δεν είχε
φανταστεί ότι μπορούσε να δράσει τόσο απροκάλυπτα, με τόσο
θράσος και περιφρόνηση προς την ανώτερη εκκλησιαστική αρχή.
H δίκη των Ναϊτών αποτελεί ίσως μία από τις μεγαλύτερες δικαστικές
πλάνες όλων των εποχών, βασισμένη σε χαλκευμένα στοιχεία, φήμες
που ουδέποτε αποδείχτηκαν, ψευδομαρτυρίες, ομολογίες κάτω από
πίεση. Στη συνέχεια θα δούμε πώς ο Φίλιππος της Γαλλίας κατάφερε
να δικάσει τους Ναΐτες και να επιβάλει το δίκαιό του. Οι Ναΐτες
κατηγορήθηκαν για μία σειρά από παραπτώματα τα οποία επέσυραν
τις βαρύτερες των ποινών, καθώς παραβίαζαν κάθε έννοια
χριστιανικού και κοσμικού Δικαίου. Αρχικά οι κατηγορίες βάσει των
οποίων πραγματοποιήθηκαν το 1307 οι συλλήψεις των Ναϊτών ήταν
μάλλον ασαφείς και γενικόλογες: άρνηση και εμπτυσμός του Σταυρού,
άσεμνες πράξεις και ομοφυλοφιλία, καθώς και λατρεία των ειδώλων.
Ουσιαστικά είναι μία κατηγορία που συναντούμε σε όλες τις δίκες για
αιρέσεις και για μάγους που έχουν λάβει χώρα στο δυτικό χριστιανικό
κόσμο από τον Μεσαίωνα μέχρι και τον 19ο αιώνα. Τον καιρό που
διατυπώθηκε αυτή η κατηγορία για τους Ναΐτες, αφθονούσαν τα
παραδείγματα λαϊκών δοξασιών για αιρετικούς που φτύνουν το
σταυρό (λ.χ. τους Καθαρούς) και ακόμη περισσότερο για τους
μουσουλμάνους. Οι τελευταίοι θεωρούνταν από τα αμαθή πλήθη της
Ευρώπης ότι ''διασκεδάζουν'' σέρνοντας στις λάσπες Εσταυρωμένους,
ενώ ένας άλλος θρύλος ήθελε τα παιδιά Χριστιανών που
συλλαμβάνονταν από τους Μουσουλμάνους να αναγκάζονται να
φτύνουν στο σταυρό.
Ομοφυλοφιλικές Πρακτικές:
Αθέμιτος Πλουτισμός:
H έκτη κατηγορία είναι μία από τις ελάχιστες που έχει πολύ στέρεες
ρίζες στην πραγματικότητα: οι Ναΐτες κατηγορήθηκαν ότι μετέρχονταν
κάθε θεμιτού και αθέμιτου μέσου για να αποκομίσουν περισσότερα
πλούτη για το τάγμα, ότι είχαν ως στόχο αποκλειστικά το κέρδος και ότι
δεν χρησιμοποιούσαν τις δωρεές που γίνονταν προς το τάγμα για τους
αποδεκτούς και εγκεκριμένους σκοπούς. Ιδιαίτερη μνεία γινόταν στο
ότι δεν έδιναν μερίδιο στα νοσοκομεία και στους ξενώνες των πτωχών.
Εδώ βεβαίως γίνεται και μία ευρύτερη προσπάθεια για
''δαιμονοποίηση'' των Ναϊτών, αφού παρουσιάζονται ως φιλάργυροι
και αδίστακτοι, ωστόσο -όπως είπαμε- αυτή η εικόνα δεν απέχει και
τόσο από την πραγματικότητα.
Συναθροίσεις εν Κρυπτώ:
Ανάλογες ήταν οι κατηγορίες και για έναν ακόμη εχθρό του Οίκου του
Φιλίππου, τον Γκισάρ, Επίσκοπο του Τρουά, ο οποίος έμεινε στη
φυλακή για 5 χρόνια, πριν τελικώς ο Φίλιππος στρέψει αλλού το
ενδιαφέρον του και τον αποφυλακίσει το 1313. Άλλος ένας εχθρός του
Φιλίππου είχε παρόμοια τύχη. O Βερνάρδος Σαϊσέ, Επίσκοπος του
Παμιέ, ήταν ένας δριμύς κατήγορος του Φιλίππου. Εγραψε μάλιστα -
αναφερόμενος στο περίφημο κάλλος του βασιλιά που του είχε
άλλωστε χαρίσει προσωνύμιο ''Ωραίος'' ότι ''είναι ο πιο ωραίος από
οποιονδήποτε άνδρα στον κόσμο'' αλλά ''δεν ξέρει τίποτε, εκτός από
το να κοιτάζει τους άνδρες σαν την κουκουβάγια, η οποία αν και
πανέμορφη στην όψη, κατά τα άλλα είναι ένα άχρηστο πτηνό''.
Τα μόνα σχετικά άθικτα αρχεία της δίκης των Ναϊτών που σώζονται,
προέρχονται από την Αγγλία και δεν είναι καν η ολοκληρωμένη έκδοση
αλλά μία σύνοψη. Φαίνεται ότι ήταν πρακτική στις δίκες των Ναϊτών
να τηρούνται κυρίως συνόψεις των πρακτικών και αυτές να
δημοσιοποιούνται. Αλλά και από αυτήν την σύνοψη, καθώς και τις
σχετικές μαρτυρίες που διασώζονται από άλλες πηγές, μπορούμε να
σχηματίσουμε μία αρκετά ακριβή εικόνα τόσο για τη διαδικασία όσο
και για τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε ώστε οι δικαζόμενοι
ιππότες να βρεθούν ένοχοι των βαρύτατων κατηγοριών που
''σκαρφίστηκε'' ο Νογκαρέ και οι διώκτες του τάγματος.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στη σύνοδο, παρά την άνεση χρόνου που
υπήρχε, έφθαναν μόνο αποσπάσματα και περιλήψεις των μαρτυριών
και των πρακτικών που κρατήθηκαν στις κατά τόπους ανακρίσεις.
Επίσης άξιο αναφοράς είναι ότι μέχρι το 1311 υπήρχαν διώξεις,
φυλακίσεις και βασανιστήρια Ναϊτών εκτός από την Γαλλία και στην
Αγγλία, την Αραγονία, την Πορτογαλία, την Τοσκάνη, τη Λομβαρδία,
την Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα. Το περιεχόμενο των μαρτυριών αλλά
και -κυρίως- η ευρύτατη δυσφημηστική εκστρατεία που είχε λάβει
διαστάσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, βάρυναν ιδιαίτερα στις
αποφάσεις των ιεραρχών που συγκεντρώθηκαν στη Βιέννη.
Παρά το βαρύ κλίμα και τις φανερές πιέσεις του Κλήμη, υπήρξαν
αρκετοί που δήλωναν ότι το τάγμα, ως εκλεκτό μέλος του σώματος της
Εκκλησίας που είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες κατά το
παρελθόν, δικαιούνταν μίας ουσιώδους υπεράσπισης. Αυτοί ανήκαν
αρχικά σε μία ισχνή μειοψηφία, που έβλεπε το θέμα στην ηθική του
διάσταση ή είχε κάποιους πρότερους δεσμούς με το τάγμα. Αντίθετα,
στο πλευρό του Πάπα βρίσκονταν εκείνοι που θεωρούσαν ότι και μόνο
η συνέχιση της ύπαρξης του τάγματος, με την τεράστια αρνητική
δημοσιότητα που είχε λάβει, ήταν εξαιρετικά επιζήμια για την
Εκκλησία. Μεταξύ των αντιπάλων του τάγματος ήταν και εκείνοι που
είχαν υποχρεώσεις στον βασιλιά της Γαλλίας.
Άλλωστε την εποχή αυτή η επίδραση του Γάλλου μονάρχη στη δυτική
Εκκλησία είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στα χρόνια της Καπέτιας
δυναστείας. H επιρροή του Φίλιππου του ''Ωραίου'' έφθανε μέχρι και
την τοποθέτηση Καρδιναλίων, ακόμη και Παπών, κατά βούληση.
Παρόλα αυτά, όταν τέθηκε το θέμα επιτακτικά με το ερώτημα
''δικαιούνται ή όχι υπεράσπισης οι Ναΐτες'', η μεγάλη πλειοψηφία των
''πρελάτων'' αποφάνθηκε καταφατικά. Όπως παραδίδει ο βιογράφος
του Πάπα, ο Δομινικανός μοναχός Πτολεμαίος της Λούκα, ''οι ιεράρχες
συζήτησαν με τους Καρδινάλιους για τους Ναΐτες
Μαζί με το σύνολο σχεδόν της αυλής του μετέβη στην Λυών όπου
κατέλυσε. Από τη Λυών, αφού συναντήθηκε με Γάλλους Επισκόπους
και Καρδιναλίους, έστειλε μία τετραμελή αντιπροσωπία στο Πάπα,
στην οποία μετείχε ο πρωθυπουργός του Φιλίππου, Εγεράρδος του
Μαρινί, καθώς και ο Νογκαρέ. O Φίλιππος έριχνε το βάρος του ως
ισχυρότερου μονάρχη της Ευρώπης στην ζυγαριά που θα καθόριζε την
τύχη του Ναού. Στην επιμονή του Γάλλου βασιλιά προστέθηκαν και οι
πιέσεις του αντίστοιχου της Αραγονίας, που είχε βάλει στο μάτι την
περιουσία του τάγματος στην περιοχή δικαιοδοσίας του και
διαβλέποντας ότι τα πράγματα βαίνουν προς την διάλυση του Ναού,
είχε ενώσει τη φωνή του με τους υποστηρικτές της ''τελικής λύσης''.
O βασιλιάς της Γαλλίας ήθελε να στείλει τον ντε Μολέ στην πυρά και
φυσικά έσπευσε να πιέσει ώστε η δίκη να γίνει στο Ιλ ντε Φρανς και
συγκεκριμένα στο Παρίσι, ώστε να μπορεί να επηρεάσει το
αποτέλεσμά της. Τόσο ο ντε Μολέ όσο και οι συγκατηγορούμενοί του,
ο Ούγος του Περώ, ο Γοδεφρείδος του Γκονβίλ και ο Γοδεφρείδος του
Σαρνέ, είχαν ''ομολογήσει'', κάτω από το βάρος της φυλάκισης και των
μαρτυρίων που υπέστησαν. Όμως ο Ζακ ντε Μολέ και ο Γοδεφρείδος
του Σαρνέ, την ύστατη ώρα και ενώπιον της ειδικής συνόδου που
συγκάλεσαν στο Παρίσι οι τρεις Καρδινάλιοι που ήταν υπεύθυνοι για
την δίκη, αποφάσισαν να αποσύρουν την ομολογία τους και να
δηλώσουν αθώοι όλων των κατηγοριών.
O ντε Μολέ εμφανίζεται στο προσκήνιο μετά την πτώση της ακρας,
όταν φέρεται ως ένας από τους αδελφούς ιππότες που συνόδευσαν
τον τότε Μάγιστρο, Θιμπώ Γκοντέν, στην Κύπρο. O θάνατος του
τελευταίου στις αρχές του 1292 άνοιξε το δρόμο στον ντε Μολέ για την
αρχηγία του τάγματος, καθώς συνεπεία της καταστροφής στην Άκρα,
ένας μεγάλος αριθμός ανώτερων αξιωματούχων του τάγματος είχε
σκοτωθεί και ο ανταγωνισμός ήταν ελάχιστος. H ανακήρυξη του ντε
Μολέ στο ύπατο αξίωμα του Ναού έγινε πριν από τις 20 απριλίου,
όπως δείχνει ένα έγγραφο του βασιλιά της αραγονίας με αυτή την
ημερομηνία, που τον αναγνωρίζει ως Μέγα Μάγιστρο.
O ντε Μολέ ήταν επί της ουσίας ένας Ναΐτης ''παλαιάς σχολής'', που
αδυνατούσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και προσπάθησε να
περισώσει ό,τι ήταν δυνατόν, δίχως να εξετάσει την αναγκαιότητα
αλλαγής της φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα του τάγματος, παρότι
σύμφωνα με κάποιες πηγές προσπάθησε να προχωρήσει σε κάποιες
μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ωστόσο έμειναν ημιτελείς. Με την ανάληψη
των καθηκόντων του, άρχισε να αναλώνεται σε μία προσπάθεια να
εξασφαλίσει βοήθεια από τη δυτική Χριστιανοσύνη τόσο για να
ενδυναμώσει την κυριαρχία των Ναϊτών, που πλέον φιλοξενούνταν
στην Κύπρο, όσο και για μία απόπειρα ανακατάληψης των αγίων
τόπων.
Μία μακρά περιοδεία στην ευρώπη που ξεκίνησε το 1293, τον έφερε
σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες της ευρώπης εκείνου του
καιρού, όπως τον Πάπα Βονιφάτιο, το βασιλιά της Αγγλίας εδουάρδο
και τον Κάρολο της Νάπολης. Σε μία σύνοδο του τάγματος που
πραγματοποιήθηκε το 1293 στο Μοντπελιέ, ο ντε Μολέ προσπάθησε
να περάσει μία σειρά από μεταρρυθμίσεις στο χαρακτήρα του
τάγματος, με ελάχιστη επιτυχία. Ανάλογη απόπειρα με επίσης πενιχρά
αποτελέσματα έκανε το 1296 σε μία νέα σύνοδο στην Αρλ. Όταν
επέστρεψε στην Κύπρο, ο ντε Μολέ είχε να αντιμετωπίσει πολλά
προβλήματα.
Ιστορικά Στοιχεία
Ο γιος του, Ούγος Α' τον διαδέχτηκε στην Κύπρο, αλλά πέθανε σε
ηλικία, μόλις, 23 ετών το 1218, αφήνοντας πίσω του έναν γιο ηλικίας
εννέα μηνών, τον Ερρίκο Α'. Η βασιλομήτωρ, Αλίκη της Καμπανίας,
ανέθεσε την αντιβασιλεία στον Ζαν ντ' Ιμπελάν, τον οποίον διαδέχτηκε
ο Ζαν ντ' Ιμπελάν το 1227. Στις 21 Ιουλίου 1228, ο Αυτοκράτορας
Φρειδερίκος Β', ως επικεφαλής της ΣΤ' Σταυροφορίας, αποβιβάστηκε
στην Λεμεσό. Ως ανώτατος άρχοντας του βασιλείου, απαίτησε να
αναλάβει την αντιβασιλεία. Η αυταρχική αυτή συμπεριφορά είχε ως
αποτέλεσμα της οργή των τοπικών ευγενών εναντίον του.
Ο Γκι, που το 1180 είχε γίνει κόμης της Γιάφφα και της Ασκαλώνας, είχε
στεφτεί βασιλιάς των Ιεροσολύμων το 1186, αλλά έχασε το βασίλειο
εκείνο το 1192, οπότε και αγόρασε την Κύπρο. Έτσι, αν και οι απόγονοί
του έγιναν βασιλιάδες του νησιού, ο ίδιος πρόλαβε να πάρει μόνο τον
τίτλο του κυρίου της Κύπρου. Την Κύπρο οργάνωσε σε βασίλειο ο
αδελφός του Αμορί, που επίσημα αναγνωρίστηκε ως τέτοιο το 1197.
Οι Δίκες και ο Αφανισμός των Ναϊτών Ιπποτών στη Γαλλία και στην
Κύπρο
Στο τέλος δρούσαν σαν τραπεζίτες επί μεγάλης κλίμακας και ενίοτε
ήσαν ο δανειστικός οργανισμός προς τους Βασιλείς όσο και στους
Πάπες. Ένα μεγάλο μέρος του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ
Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αιγύπτου διεξήγετο από τους Ναΐτες με
δικά τους πλοία. Η αριθμητική δύναμη των Ναϊτών δεν ήταν μεγάλη.
Στα μέσα του 13ου αιώνα οι Ιππότες δεν ξεπερνούσαν τους είκοσι
χιλιάδες άντρες. Στη διάρκεια των δύο αιώνων της παρουσίας τους
έχασαν τη ζωή τους στις μάχες στη Μέση Ανατολή πάνω από είκοσι
χιλιάδες. Ήταν καλά εκγυμνασμένοι για τον πόλεμο και μπορούσαν ν’
αντιμετωπίσουν πολυάριθμο στρατό, καβαλάρηδες στα άλογά τους.
Ζούσαν ομαδικά, χωρίς συζύγους, στο ίδιο στρατόπεδο και με τον ίδιο
τρόπο, και ήταν αδέλφια στον πόλεμο και στην ειρήνη. Επίσημα οι
εχθροί των Ναϊτών ήσαν οι Μουσουλμάνοι αλλά πολλές φορές
συγκρούονταν με χριστιανούς βασιλείς και ηγεμόνες. Η ζωή τους ήταν
σκληρή, σπαρτιατική και έχαιραν φήμης πως πολεμούσαν μέχρι
τελικής πτώσεως σαν ιεροπολεμικό τάγμα. Το μεγαλύτερο μέρος της
εκπαίδευσής τους ήταν να πολεμούν έφιπποι. Το σπουδαιότερο ήταν
πειθαρχημένοι, σκληροί πολεμιστές με αρχές. Η οικονομική
δραστηριότητα των Ναϊτών προκαλεί μέχρι σήμερα θαυμασμό καθ’ ότι
είχαν οργανώσει ένα τεράστιο οικονομικό και τραπεζικό σύστημα.
Όπου κάλυπτε όλο το φάσμα των οικονομικών δραστηριοτήτων των
τραπεζών, δανειστικό, φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων, καταθέσεων
κ.λπ. Μια από τις σημαντικότερες υπηρεσίες που πρόσφεραν ήταν η
χρήση των Ναϊτικών κτιρίων για την προστασία και φύλαξη εγγράφων,
συμφωνιών, διαθηκών, ενέχυρο δανείων, δωρεές. Η διαχείριση των
επιχειρήσεων αυτών βρισκόταν στα χέρια ικανών και ειδικών
οικονομολόγων. Οι Άγγλοι βασιλείς χρησιμοποιούσαν το Ναϊτικό
ίδρυμα στο Παρίσι σαν θησαυροφυλάκιο. «Βρισκόμαστε μπροστά στις
πρώτες τραπεζιτικές εργασίες και οι Ναΐτες ήταν οι πρωτοπόροι του
σύγχρονου τραπεζικού συστήματος».
Από την άλλη ο Βασιλιάς της Γαλλίας είχε δανειστεί τεράστια ποσά από
τις τράπεζες των Ναϊτών, τα οποία δεν μπορούσε να επιστρέψει κι έτσι
μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα πως τον βόλευε τελικά να
φύγουν από την μέση. Οι οδηγίες του Βασιλιά προς τους υπεύθυνους
των ανακρίσεων ήσαν πως με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένων και
βασανιστηρίων, έπρεπε να αποσπάσουν τις ομολογίες των
κρατουμένων.
Οι Κατηγορίες
«Ο λόγος του Πάπα μετεφέρθη σ’ όλη την Κύπρο και σκοτώθηκαν όλοι
την μέρα της Πεντηκοστής. Μερικοί λέγουν πως ο Πάπας ήρθε σε ρήξη
με τον Αρχηγό του Τέμπλου για κάποιον λόγο και αυτό στάθηκε η
αφορμή. Και η οργή του Θεού έπεσε πάνω στους Τεμπλιώτες, λόγω
των αμαρτιών τους… Και γι’ αυτό τους καθάρισαν όλους μέσα σε μια
μέρα και κανένας δεν γλύτωσε γιατί κανένας αναμάρτητος δεν
βρισκόταν ανάμεσά τους για να τον σώσει ο Θεός. Κι αυτό ήταν οργή
Θεού». «Και όταν τέλειωσε η λειτουργία της Πεντηκοστής σε κάθε
πόλη, ανοίχθηκε το σφραγισμένο γράμμα κι άκουσαν όλοι αυτά που
έλεγε. Και όταν άκουσαν την διαταγή του Πάπα, σκότωσαν όλους τους
Τεμπλιώτες, όπου κι αν βρίσκονταν, πριν τελειώσει η μέρα.
Κι ό,τι είχαν και δεν είχαν αποδόθηκε στο Σπιτάλλι». (Λεόντιου
Μαχαιρά, «Εξήγησις της Γλυκείας Χώρας Κύπρου η οποία λέγεται
κρόνακα τουτέστιν χρονικόν». Η αναφορά του Λεόντιου Μαχαιρά
γύρω από τις δίκες των «Τεμπλιωτών» (Ναΐτες), η οποία γίνεται
ύστερα από πολλές δεκάδες χρόνια δεν διαφέρει καθόλου σε ό,τι
αφορά το κατηγορητήριο, ιδιαίτερα στα σημεία της ιεροτελεστίας, της
εισδοχής νέων μελών, της ομοφυλοφιλίας και της άκρας μυστικότητας
που ετηρείτο. Στην αναφορά του γύρω από τις ακατανόμαστες
σεξουαλικές πράξεις είναι ταυτόσημη με εκείνο του επίσημου
κατηγορητηρίου.
Το Τέλος
Κάτω από τις αφόρητες πιέσεις του Βασιλιά Φίλιππου ΙV ο Πάπας για
το «καλό της Εκκλησίας» αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει και να
υποστηρίξει στο τέλος τις καταδίκες των Ναϊτών. Ο Βασιλιάς μπροστά
στο κίνδυνο νέας δίκης του Μολέ και Ούγου δίδει αμέσως οδηγίες,
συλλαμβάνονται και καίονται την ίδια νύχτα 18 Μαρτίου 1314 σε ένα
μικρό νησάκι του Σηκουάνα. Ταυτόχρονα 54 Ναΐτες στοιβάστηκαν σαν
ζώα σε άμαξες κοντά στη Μονή Αγίου Αντωνίου και εκάησαν στην
πυρά. Στο τέλος όλοι τους χωρίς εξαίρεση αρνήθηκαν τις ομολογίες
τους, που είχαν εκμαιευτεί κατόπιν σκληρών βασανιστηρίων.
Η δίκη των Ναϊτών κράτησε καιρό. Η τελική απόφαση για διάλυση του
Τάγματος πάρθηκε από την Σύνοδο της Βιέν στις 3 Απριλίου 1312. Στην
Κύπρο η διάλυση του Τάγματος αναγνώστηκε επίσημα στις 7
Νοεμβρίου 1313 στον Καθεδρικό Ναό Λευκωσίας.
Ο ΜΥΘΟΣ
Το βιβλίο του ερημίτη ονομάστηκε ''Gradal'' και αυτό φέρεται ότι είχε
υπόψη του ο Κιστερκιανός μοναχός Ελινάνδος (Helinandus), περί το
1200. O Ελινάνδος είναι εκείνος που πρότεινε την αρχική εξήγηση για
το τι είναι το Γκράαλ. Στα Μεσαιωνικά Λατινικά, Gradale (Γκραντάλε)
σημαίνει ένα πιάτο σχετικά βαθύ και ευρύ και ετυμολογείται από το
gradus που σημαίνει σταδιακά. Ονομάστηκε έτσι διότι τα πιάτα αυτά
χρησιμοποιούνταν για να σερβίρονται σταδιακά τα διάφορα εδέσματα
στο τραπέζι. Από το gradus προέρχεται το σημερινό Αγγλικό gradual
που σημαίνει "σταδιακά". Το Gradale παραφράστηκε στα μεσαιωνικά
Γαλλικά ως Greal ή Graal ή Greel, εξ ου και το Αγγλικό Grail.
Δεν είναι όμως αυτή η ερμηνεία η μόνη που έχει προταθεί για τη λέξη.
H δεύτερη ερμηνεία έχει να κάνει αποκλειστικά με τη Γαλλική του
ονομασία (άλλωστε ο μύθος του Γκράαλ ξεκίνησε από τη Γαλλία). Το
σκεπτικό πίσω από αυτή την ερμηνεία είναι το εξής: Το πλήρες όνομα
στα Γαλλικά είναι Saint Graal (Ιερό Γκράαλ, προφέρεται "Σανγκράαλ"),
προέρχεται από το Sangreal που, με τη σειρά του, προέρχεται από το
Sang Real (Βασιλικό Αίμα). Ωστόσο σύμφωνα με τις επικρατέστερες
εξηγήσεις, η τελευταία ερμηνεία "εφευρέθηκε" κατά τον ύστερο
Μεσαίωνα και αποτελεί μάλλον μία προσπάθεια να εξηγηθεί η ύπαρξη
του "αντικειμένου", αφού -όπως θα δούμε στη συνέχεια- έχει άμεση
σχέση με το μύθο.
Τα έργα αυτά είδαν το φως κυρίως στις δύο τελευταίες δεκαετίες του
12ου αιώνα και το πρώτο μισό του 13ου, ενώ λίγα έργα συνέχισαν να
γράφονται έως το τέλος του 13ου αιώνα. Το αντικείμενο αυτό στην
πορεία απέκτησε τρομερές υπερφυσικές ιδιότητες, αφού, σύμφωνα με
κάποιους, όποιος έπινε από αυτό, θα μπορούσε να αποκτήσει αιώνια
νεότητα, σοφία, υπεράνθρωπη δύναμη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσαν
να φανταστούν οι δεισιδαίμονες κάτοικοι της Μεσαιωνικής Ευρώπης.
Ποια είναι η σχέση των Ναϊτών με το Γκράαλ;
H πλέον ευφάνταστη από τις πολλές εκδοχές της "ιερής γνώσης" που
έχουν κυκλοφορήσει για τους Ναΐτες είναι αυτή που αφορά σε μία
αδιάσπαστη συνέχεια των αρχαίων μυστικών και ειδικότερα, του ότι
πέραν του Ατλαντικού Ωκεανού υπήρχε μία άλλη ήπειρος -αυτή που
μετά την "ανακάλυψή" της από τον Κολόμβο και τη χαρτογράφηση
από τον Αμέρικο Βεσπούτσι ονομάστηκε Αμερική. Σύμφωνα με όσους
υποστηρίζουν αυτή την άποψη, οι Ναΐτες είχαν τακτικές επαφές με
τους ιθαγενείς και εμπορεύονταν προϊόντα και πρώτες ύλες με τους
πλέον προηγμένους πολιτισμούς (λ.χ., Αζτέκους). Συνδυάζουν μάλιστα
αυτή την "εξήγηση" με τις παραδόσεις των Μεσοαμερικανών για
"λευκούς γενειοφόρους Θεούς".
1095:
Ο Πάπας Ουρβανός B' καλεί τη Χριστιανική Δύση υπό τα όπλα, για
έναν Bellum Sacrum (Ιερό Πόλεμο) κατά του Ισλάμ. Αργότερα το
γεγονός θα ονομαστεί ''σταυροφορία''.
1099:
Μετά από πολλές περιπέτειες και έχοντας υποστεί τεράστιες απώλειες
από τις κακουχίες, ο στρατός των ''προσκυνητών'' καταλαμβάνει την
Ιερουσαλήμ, αντικειμενικό σκοπό της A' Σταυροφορίας.
Δημιουργούνται τα σταυροφορικά κρατίδια της Ουτρεμέρ.
1104 ή 1114:
Φθάνει στη Λατινική Μέση Ανατολή ο Ούγος του Παγιέν, στην
ακολουθία του επικυρίαρχου του Ούγου της Καμπανίας.
1118 ή 1119:
O Ούγος του Παγιέν και οκτώ ακόμη σύντροφοί του, σχηματίζουν μία
κολεκτίβα ιπποτών στους Αγίους Τόπους, επιθυμώντας να
ακολουθήσουν έναν κοινοβιακό τρόπο διαβίωσης, δίχως ωστόσο να
εγκαταλείψουν τα όπλα τους.
1120:
H σύνοδος της Ναμπλούς καλεί τους ιππότες του Ούγου να λάβουν τα
όπλα για την υπεράσπιση των προσκυνητών των Αγίων Τόπων από
τους ληστές. O Βαλδουίνος τους παραχωρεί κατάλυμα στον ''Ναό του
Σολομώντα''.
1120:
O Φούλκος του Ανζού επισκέπτεται τους Αγίους Τόπους και γίνεται ο
πρώτος επισκέπτης - αδελφός του τάγματος. Είναι και ο πρώτος
δωρητής του Ναού εκτός Ουτρεμέρ.
1125:
O Ούγος, κόμης της Καμπανίας, γίνεται μέλος του τάγματος. Φέρνει
μαζί του πλούσιες δωρεές και τη στενή φιλική σχέση με τον Βερνάρδο
του Κλερβώ, που θα βοηθήσει αποφασιστικά στην παραπέρα πορεία
του τάγματος.
1129:
H Σύνοδος του Τρουά, την οποία ουσιαστικά συγκάλεσε ο Βερνάρδος,
έδωσε στους Ναΐτες την πολυπόθητη ''επίσημη'' αποδοχή της
Καθολικής Εκκλησίας. Στους επόμενους μήνες ο Βερνάρδος θα
συνθέσει τον Κανόνα του τάγματος.
1130 ή 1131:
O Βερνάρδος συνεχίζει την ευγενική προσφορά του προς τους
''φτωχούς ιππότες του Χριστού'': Γράφει το περίφημο έργο του ''Περί
της Νέας Ιπποσύνης'', όπου υμνεί τους Ναΐτες, προκαλώντας ένα
ισχυρό ρεύμα συμπάθειας για το τάγμα.
1131:
Οι Ναΐτες έχουν γίνει γνωστοί και εκτός Ουτρεμέρ. Αποκτούν το πρώτο
κάστρο τους στην Ιβηρική, το Γκρανιένα, που τους παραχώρησε ο
Ραμόν Μπερένγκουερ της Καταλονίας.
1134:
Οι Ναΐτες, από κοινού με τους Ιωαννίτες και τους Κανονικούς του
Πανάγιου Τάφου, γίνονται κληρονόμοι ενός ολόκληρου βασιλείου, το
οποίο όμως ουδέποτε θα περάσει στα χέρια τους: το βασίλειο της
Αραγονίας, που τους άφησε στη διαθήκη του ο Αλφόνσο A'.
1139
H Παπική Βούλα, Omne Datum Optimum του Ιννοκέντιου B'
αναγνωρίζει το Τάγμα των Ναϊτών ως επίσημο οργανισμό,
παραχωρώντας τους παράλληλα εκτεταμένα προνόμια βάσει των
οποίων θα λειτουργήσουν μέσα στα επόμενα χρόνια. Τα προνόμια θα
επεκταθούν από τους επόμενους Πάπες.
1144:
O Πάπας Σελεστίνος B' θα προσφέρει στους Ναΐτες μία από τις
σημαντικότερες ''Βούλες'', τη Milites Templi (ιππότες του Ναού), με την
οποία δίδονται άφθονα προνόμια στους Ναΐτες. Την επόμενη χρονιά, η
Βούλα του διαδόχου του, Ευγένιου B' Milites Dei (ιππότες του Θεού),
θα διευρύνει τα προνόμια αυτά.
1144:
Πτώση της Έδεσσας στο Ζένγκι. H Κομητεία της Έδεσσας θα αντέξει
λίγα χρόνια ακόμη αλλά θα καταλυθεί οριστικά το 1150.
1147:
Ξεκινά η B' Σταυροφορία. Οι Ναΐτες της Γαλλίας θα παίξουν
καθοριστικό ρόλο, συνοδεύοντας το Γάλλο βασιλιά και
προστατεύοντας το στρατό του, ενώ στη συνέχεια θα
χρηματοδοτήσουν τις δυνάμεις του.
1149:
Οι Ναΐτες αποκτούν το κάστρο της Γάζας.
1153:
Πολιορκία της Ασκαλώνας. Οι Ναΐτες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην
πολιορκία, αλλά πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος. H πόλη παραδίδεται
στους Χριστιανούς.
1177:
H περίφημη Μάχη του Μοντγκισάρ. Οι δυνάμεις των Φράγκων, με
τους Ναΐτες σε πρωτεύοντα ρόλο, αιφνιδιάζουν και συντρίβουν τις
δυνάμεις του Σαλαντίν.
1179:
O Σαλαντίν ανακάμπτει και νικά τους Λατίνους στη μάχη του Μαρτζ
Αγιούν. Βάζει στόχο τα κάστρα των Ναϊτών.
1187:
Οι Ναΐτες χάνουν τη συντριπτική πλειονότητα των αδελφών ιπποτών
τους στους Αγίους Τόπους μετά την καθοριστική ήττα στο Χαττίν αλλά
και τη μάχη στις Πηγές της Κρεσόν που προηγήθηκε. Χάνεται η
Ιερουσαλήμ και ο ''Ναός του Σολομώντα'', το αρχηγείο του τάγματος.
1189:
Συμμετοχή των Ναϊτών, που ανέκαμψαν με ενισχύσεις από τα
ευρωπαϊκά αρχηγεία, στην πολιορκία της Άκρας. O μάγιστρος και
μεγάλος αριθμός αδελφών πέφτουν νεκροί σε μία από τις μάχες έξω
από την Άκρα. Ξεκινά η Γ' Σταυροφορία.
1191:
H πτώση της Άκρας στις δυνάμεις των σταυροφόρων, των οποίων
ηγούνται οι βασιλείς Αγγλίας και Γαλλίας. Μάχη της Αρσούφ και ήττα
του Σαλαντίν. Οι Ναΐτες εγκαθιστούν το νέο αρχηγείο τους στην Άκρα.
1204:
Οι δυνάμεις της Δ Σταυροφορίας καταλαμβάνουν την
Κωνσταντινούπολη. Οι Ναΐτες λαμβάνουν ως δωρεά κάποιες εκτάσεις
γης στην Πελοπόννησο και εγκαθιστούν παράρτημα στην Ελλάδα.
1217:
H E' Σταυροφορία βάζει στόχο την Αίγυπτο, ωστόσο αποτυγχάνει να
πετύχει τους αντικειμενικούς σκοπούς της.
1218:
Οι Ναΐτες ολοκληρώνουν την ανέγερση ενός από τα εντυπωσιακότερα
κάστρα τους, του ''Αθλίτ'', του περίφημου Κάστρου των Προσκυνητών.
1228:
O Γερμανός Αυτοκράτορας Φρειδερίκος B' κατορθώνει να ανακτήσει
μέρος της Ιερουσαλήμ, ωστόσο όχι και τον ''Ναό του Σολομώντα'',
οπότε οι Ναΐτες δεν ανακαταλαμβάνουν το κατεξοχήν στρατηγείο
τους.
1230:
Οι Ναΐτες επεκτείνονται στην Ανατολική Ευρώπη, αφού λαμβάνουν τις
πρώτες δωρεές γης στη Βοημία.
1237:
Τραγική ήττα των Ναϊτών από τους Τούρκους, στην προσπάθειά τους
να ανακαταλάβουν το κάστρο του Νταρμπσάκ.
1240:
Οι Ναΐτες ανακατασκευάζουν και ενισχύουν το κάστρο του Σαφέντ.
1244:
Οι Χωράσμιοι Τούρκοι, τους οποίους έχουν ''σπρώξει'' στη Μέση
Ανατολή οι Μογγόλοι, καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ. Βαρύτατη
ήττα των Χριστιανών από τους Χωράσμιους και τους Μαμελούκους της
Αιγύπτου στη μεγάλη μάχη του Λα Φορμπί. Τρομερές απώλειες για το
μεγάλο τμήμα των Ναϊτών που μάχεται στο πλευρό των Φράγκων.
1248:
O Λουδοβίκος Θ' της Γαλλίας, μετέπειτα Άγιος της Καθολικής
Εκκλησίας, εκστρατεύει στους Αγίους Τόπους και έρχεται σε
σύγκρουση με τους Ναΐτες.
1250:
Ακόμη μία ήττα για τους σταυροφόρους και τους Χριστιανούς της
Ουτρεμέρ, αυτή τη φορά στο Αλ Μανσουράχ της Αιγύπτου.
1260:
1266:
O νέος σουλτάνος της Αιγύπτου Μπαϊμπάρς παίρνει το κάστρο του
Σαφέντ και εξοντώνει τη φρουρά των Ναϊτών.
1268:
O Μπαϊμπάρς καταλαμβάνει και την Αντιόχεια.
1289:
Το τέλος είναι κοντά για τις Λατινικές ηγεμονίες της Ουτρεμέρ: οι
Αιγύπτιοι καταλαμβάνουν και την Τρίπολη της Συρίας.
1291:
O Αλ Ασράφ Χαλίλκ, νέος σουλτάνος της Αιγύπτου, καταλαμβάνει την
Ακρα, την οποία υπερασπίζονται μέχρι τέλους οι Ναΐτες. Τέλος των
''σταυροφορικών'' βασιλείων. Οι Ναΐτες εκκενώνουν τα τρία κάστρα
(της Σιδώνας, της Τορτόσας και το Αθλίτ) και καταφεύγουν στην
Κύπρο. Τελευταίο προπύργιό τους η νησίδα Ρουάντ, έξω από την
Τορτόσα.
1302:
Οι Ναΐτες χάνουν και το Ρουάντ. Προσπάθειες για συμμαχία με τους
Μογγόλους πέφτουν στο κενό.
1306:
Οι Ναΐτες συνεχίζουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα
πράγματα της Χριστιανοσύνης. Με την υποστήριξη του τάγματος ο
Αμορί ντε Λουζινιάν γίνεται βασιλιάς της Κύπρου στη θέση του
αδελφού του, Ερρίκου.
1307:
O βασιλιάς της Γαλλίας, Φίλιππος ο Ωραίος, δίνει εντολή για σύλληψη
όλων των Ναϊτών στην επικράτειά του. Ξεκινά η εκστρατεία εξόντωσης
των Ναϊτών σε ολόκληρη την Ευρώπη.
1310:
Ούτε οι Ναΐτες της Κύπρου γλιτώνουν, αφού ο Ερρίκος επιστρέφει και
τους φυλακίζει.
1312:
O Πάπας Κλεμέντιος βάζει την επίσημη σφραγίδα στη διαδικασία
διάλυσης του τάγματος, με τη Βούλα Vox in excelso. H περιουσία των
Ναϊτών κατάσχεται και αποδίδεται στους Ιωαννίτες.
1314:
O Ζακ ντε Μολέ, τελευταίος Μεγάλος Μάγιστρος του Τάγματος,
πεθαίνει στην πυρά. Κλείνει με τον τρόπο αυτό η ''επίσημη'' ιστορία
του τάγματος.
ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΑΓΙΣΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟ 1118 ΕΩΣ ΤΟ 1314
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το 1065 μ.Χ., η Ιερουσαλήμ πέφτει για άλλη μια φορά στα χέρια των
αλλόπιστων και η ασφάλεια των Χριστιανών προσκυνητών στους
Άγιους Τόπους διακυβεύεται και πάλι. Εννιά ιππότες μοναχοί από τη
Γαλλία, με επικεφαλής τον Hugues de Payens, σχηματίζουν λοιπόν
προοδευτικά το τάγμα Φτωχοί Συστρατιώτες του Χριστού και του Ναού
του Σολομώντα για να εγγυηθούν το ασφαλές πέρασμα των
χριστιανικών καραβανιών. Μπορεί η επίσημη ιστορία των Ναΐτών να
ξεκινά στον απόηχο της Α' Σταυροφορίας, κάπου 23 χρόνια μετά το
1096 μ.Χ. δηλαδή (περί τα 1118 μ.Χ.), το πρώτο όμως σενάριο
συνωμοσίας αρχίζει πολύ πριν.
Πλάι βέβαια στα κειμήλια της Χριστιανοσύνης, δεν είναι λόγοι αυτοί
που δηλώνουν εμφατικά ότι οι Ναΐτες κατά τις περίφημες ανασκαφές
τους στο Όρος του Ναού δεν βρήκαν (ή δεν βρήκαν μόνο)
Χριστιανικούς θησαυρούς αλλά και Μουσουλμανικούς. Ιερά κειμήλια
του Κορανιού υποτίθεται ότι είναι επίσης θαμμένα κοντά στα ερείπια
του Ναού του Σολομώντα και αυτός ήταν λέει ο λόγος που τους
αναθεμάτισε ο Πάπας, καθώς είχαν πλέον απομακρυνθεί από τη
χριστιανική αποστολή τους. Αν και το Άγιο Δισκοπότηρο παραμένει
σταθερά των θεωριών συνωμοσίας. Σύμφωνα με την παραδοσιακή
σχολή συνωμοσιολογικής σκέψης, οι Ναΐτες μετέφεραν στις
αποσκευές τους το ιερό κειμήλιο από τους Άγιους Τόπους στη Σκοτία,
μετά τις διώξεις τους στη Γαλλία.
Η θεωρία κάνει εδώ λόγο ότι η Σινδόνη ήταν στα χέρια των Ναϊτών
τουλάχιστον από το 1204 μ.Χ., όπως και το πιστοποιητικό ταφής του
Ιησού, γραμμένο στα Εβραϊκά, Ελληνικά και Λατινικά. Πιστό αντίγραφο
της μορφής που απεικονίζεται στη Σινδόνη του Τορίνο έχει βρεθεί ήδη
από το 1945 σε εκκλησία κωμόπολης της Αγγλίας, κάτι που
αποδεικνύει σε όποιους είναι έτοιμους να πιστέψουν ότι το ιερό
κειμήλιο ήταν στα χέρια των Ναϊτών εδώ και αιώνες. Η χρονολόγηση
με άνθρακα έδειξε ότι το αντίγραφο χρονολογείται από το 1280 μ.Χ. Ο
Jacques de Molay κάηκε στην πυρά δίπλα στον μισοτελειωμένο
καθεδρικό της Νοτρ-Νταμ του Παρισιού πριν από 700 χρόνια.
Ο στόλος τους εξαφανίστηκε εξάλλου τον ίδιο καιρό που χάθηκε από
προσώπου γης και ο θησαυρός τους. Όσο δεν παίρνουμε
ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, ο μύθος των Ναϊτών
Ιπποτών θα συνεχίζει να ζει...!
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ