You are on page 1of 80

ΓΕ­ΝΙΚΟ Ε­ΠΙ­ΤΕ­ΛΕΙΟ ΣΤΡΑ­ΤΟΥ

ΔΙΕΥ­ΘΥΝ­ΣΗ ΕΚ­ΠΑΙ­ΔΕΥ­ΣΕ­ΩΣ

Ε­Ε 7-15

ΕΓ­ΧΕΙ­ΡΙ­ΔΙΟ ΕΚ­ΣΤΡΑ­ΤΕΙΑΣ

ΠΟ­ΡΕΙΕΣ

Α­ΘΗ­ΝΑ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009


ΤΥ­ΠΟ­ΓΡ. ΕΛ­ΛΗ­ΝΙ­ΚΟΥ ΣΤΡΑ­ΤΟΥ
ΠΡΟΣ : ΓΕΣ/ΔΠΖ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ
ΤΥΕΣ ΔΝΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ/5α
Τηλ. (Εσωτ.) 3596
ΚΟΙΝ : ΓΕΣ/ΔΕΚΠ/5α Φ.073.2/9/202887
ΓΕΣ/ΔΕΝΔΗΣ Σ.2159
Αθήνα, 21 Οκτ. 2009
Συνημ: 1 ΕΕ 7-15

ΑΠΟΦΑΣΗ

Έγκριση κύρωσης και εκτύπωσης Εγχειριδίου Εκστρατείας ΕΕ 7-15 “Πορείες”.

1. Έχοντας υπόψη τα:


α. ΣΚ 40-5/2000
β. ΠαΔ 0-5/2006
γ. Φ.073/54/339061/Σ. 3238/9 Οκτ 2009/ΓΕΣ/ΔΠΖ/3α

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ

Την κύρωση του ΕΕ 7-15 με τίτλο “Πορείες” και εντελλόμεθα την εκτύπωσή του
από το ΤΥΕΣ, σε 5000 αντίτυπα με διαστάσεις 17,5Χ25 εκ. σε χαρτί λευκό σατινέ,
σύμφωνα με τις οδηγίες σύνταξης του (α) σχετικού.

2. Τη φροντίδα για την επίβλεψη και ορθή εκτύπωση αναθέτουμε στη ΔΠΖ/
ΓΕΣ, η οποία να το προωθήσει στο ΤΥΕΣ και να δώσει τυχόν συμπληρωματικές
οδηγίες τεχνικής φύσης.

3. Προτεραιότητα εκτύπωσης : Α.

4 Το ΕΕ 7-15 έκδοσης 1986 και ανατύπωσης 2007 να καταργηθεί


σύμφωνα με τα προβλεπόμενα του κεφαλαίου “Θ” παράγραφος 43 του (α)
σχετικού.

5. Διανομή με μέριμνα του ΤΥΕΣ/Β΄ΥΔΝΣΗ σύμφωνα με τον πίνακα


Αποδεκτών του Παραρτήματος “Α”.

6. Διευκρινίσεις, που τυχόν απαιτηθούν, θα δοθούν από τη ΓΕΣ/ΔΠΖ


(τηλ. 2816), η οποία να προσκομίσει στο ΤΥΕΣ το σχέδιο του υπόψη εγχειριδίου
και σε ηλεκτρονική μορφή (Office - Word) για εκτύπωση.

Υπτγος Σπυρίδων Παπαδάκης


Ακριβές Αντίγραφο Υποστράτηγος

Τχης (ΠΖ) Παναγιώτης Κεφάλας


Τμηματάρχης ΔΕΚΠ/3γ/1
ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ/5α
21 Οκτ 09
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “Α” ΣΤΗ ΔΓΗ
Φ,073,2/9/202887/Σ.2159

ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΕΕ 7-15

ΣΥΝΟΛΟ ΣΥΝΟΛΟ
ΚΩΔΙΚΟΙ ΑΝΤΙ-
Α/Α ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΑΠΟ- ΑΝΤΙ-
ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ ΤΥΠΑ
ΔΕΚΤΩΝ ΤΥΠΩΝ
1 ΓΕΣ/ΓΕΠΣ 0301000 1 1 1
2 ΓΕΣ/ΕΓ 0311000 - 0316000 6 1 6
3 Επιτελικές Δνσεις 0321000 - 0329000 7 1 7
4 ΓΕΣ/ΔΕΚΠ 0323000 1 1 1
5 ΓΕΣ/ΔΠΖ 0331000 1 1 1
6 Δνσεις Όπλων/ΓΕΣ 0332000 - 0342000 7 1 7
7 Δνσεις Σωμάτων/ΓΕΣ 0351000 - 0356000 6 1 6
8 ΕΓ Σχηματισμών 0411000 - 0453010 52 1 52
9 Δκσεις-Δνσεις Σχηματισμών 0510000 - 0540210 48 1 48
10 ΕΛΔΥΚ-ΕΛΔΥΚ/3/1 0731000 - 0732000 2 1 2
11 ΑΔΙΣΠΟ 0815000 1 1 1
12 ΣΔΙΕΠ 0822000 1 1 1
13 ΣΣΕ/ΣΜΥ 0823000 - 0824000 2 300 600
14 ΤΑΓΜΑΤΑ ΓΕΝ. ΕΠΙΤΕΛ. 0921000 - 0923000 3 1 3
15 ΛΣ/Σχηματισμών 0931010 - 0934080 37 1 37
16 ΣΠΖ 1111000 1 200 200
17 ΣΕΑΠ 1112000 1 200 200
18 585 ΤΠ (ΚΕΝ-ΕΚΕ) 1113010 1 1 1
19 ΣΠ - (ΣΠ) ΔΤΕ - ΤΔ - ΚΕΝ 1121040 - 1123050 11 1 11
20 1ο - 2ο Μ/Κ ΤΠ ΕΛΔΥΚ 1131000 2 1 2
ΤΠ - Μ/Κ ΤΠ - ΤΕ - ΤΠ
21 1131020 - 1136190 71 1 71
ΚΕΝ - ΤΠ(ΠΡΟΚ)
22 ΔΑΝ 1140010 - 1140040 4 1 4
23 ΛΑ-Τ-ΛΑ/ΤΕΘ-ΛΑ/Τ ΣΔΙ 1141010 - 1143060 14 1 14
24 ΛΔ/ΣΠ - ΛΔ / ΔΤΕ 1145010 - 1150000 13 1 13
25 ΚΕΤΘ - ΣΤΘ 1211000 - 1212000 2 1 2
ΕΑΝ - ΕΜΑ - ΕΑΡΜΕΘ
26 1221010 - 1232021 31 1 31
- ΙΜΑ
27 ΣΠΒ - ΚΕΠΒ 1311000 - 1312000 2 1 2
ΜΟΙΡΕΣ ΠΒ - Ανεξ.
28 1321010 - 1344050 60 1 60
ΠΥΡΧΙΕΣ
29 ΣΜΧ - ΚΕΜΧ 1411000 - 1412000 2 1 2
30 ΣΔΒ - ΚΕΔΒ 1511000 - 1512000 2 1 2
31 ΣΧΟΛΕΣ - ΚΕ ΕΔ 1711000 - 1714000 4 1 4
32 Μοίρες ΚΔ-ΤΠΝ-ΕΤΕΘ-ΕΤΑ 1750010 - 1780010 19 1 19
Α-2
ΣΥΝΟΛΟ ΣΥΝΟΛΟ
ΚΩΔΙΚΟΙ ΑΝΤΙ-
Α/Α ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΑΠΟ- ΑΝΤΙ-
ΑΠΟΔΕΚΤΩΝ ΤΥΠΑ
ΔΕΚΤΩΝ ΤΥΠΩΝ
33 Τάγματα Εθνοφυλακής 4310010-4390080 58 1 58

34 ΓΕΣ/ΔΙΣ/ΥΣΑ 0376000 1 1 1

35 592 ΤΠ/ΕΚΕ 1 1 1

36 ΤΥΕΣ (ως απόθεμα) 3023000 9

ΣΥΝΟΛΟ 1.480

Ιωάννης Αλεξέας
Ακριβές Αντίγραφο Σχης (ΠΖ)

Τχης (ΠΖ) Ευάγγελος Ντίλιος


Τμηματάρχης ΔΕΚΠ/5α
ΠINAKΑΣ
ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΤΡΟ­ΠΟ­ΠΟΙ­ΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΩΝ

Α/Α Α­ριθ­μός και Η­με­ρο­μη­νί­α Αυ­τός που Κα­τα­χώ­ρη­σε


Τροπ. Ημε­ρο­μη­νί­α Κα­τα­χώ­- την Τρο­πο­ποί­η­ση
Τροπ. δια­τα­γής ρη­σης Βαθ­μός Ο­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο Μο­νο­
Τρο­πο- γρα­φή
­ποί­η­σης

Ο­ΔΗΓΙΕΣ
1. Οι με­τα­βο­λές στο πα­ρόν Εγχει­ρί­διο επιφέρονται μό­νο με­τά α­πό Δγή του ΓΕΣ/
ΔΕΚ­Π.
2. Δίπλα στη θέ­ση κά­θε με­τα­βο­λής και στο πε­ρι­θώ­ριο της σε­λί­δας του κει­μέ­νου,
α­να­γράψ­τε έ­να κε­φα­λαί­ο Τ και τον α/α της τρο­πο­ποι­ή­σε­ως (π.χ. Τ1, Τ2 κοκ).
3. Κα­τα­χω­ρή­στε στον πιο πά­νω πί­να­κα κά­θε τέ­τοια δια­τα­γή για ε­πι­βε­βαί­ω­ση ό­τι
έ­γι­ναν οι με­τα­βο­λές.
ΠΙ­ΝΑ­ΚΑΣ ΠΕ­ΡΙΕ­ΧΟ­ΜΕΝΩΝ

ΜΕ­ΡΟΣ ΠΡΩ­ΤΟ
ΠΟ­ΡΕΙΕΣ ΚΑ­ΤΩ Α­ΠΟ ΚΑ­ΝΟ­ΝΙ­ΚΕΣ ΣΥΝ­ΘΗ­ΚΕΣ

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Α’
ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΗ

ΤΜΗ­ΜΑ
1 Γε­νικά………………………..…………………..........................…...... 1
ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Β
ΠΑ­ΡΑ­ΓΟ­ΝΤΕΣ ΠΟΥ Ε­ΠΗ­ΡΕ­Α­ΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟ­ΡΕΙΑ

2. Ει­σα­γω­γή…………………………………….................……............… 3
3. Φυ­σι­κοί Πα­ρά­γο­ντες…………………….................……….......….….. 3
4. Ψυ­χο­λο­γι­κοί Πα­ρά­γο­ντες………………................…………......……. 4
5. Άλ­λοι Πα­ρά­γο­ντες……………………….................……….......….….. 7

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Γ
ΤΕ­ΧΝΙ­ΚΗ ΤΗΣ ΠΟ­ΡΕΙΑΣ

6. Γε­νι­κές Αρ­χές Τε­χνι­κής…………………………………......…...….…… 10


7. Ει­δι­κή Τε­χνι­κή Πο­ρειών…………………………………....…...….……. 19
8. Κα­θή­κο­ντα Η­γη­τό­ρων…………..…………………………........………. 24
9. Ε­κτέ­λε­ση των Πο­ρειών…….……...…………………………....…....…. 27

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Δ
ΠΕ­ΡΙ­ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΤΩΝ ΠΟ­ΔΙΩΝ

10. Υ­γιει­νή του Πο­διού ………………………………………….......………. 34


11. Υ­πό­δη­ση…………………………………………………………........….. 39

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Ε
ΕΚ­ΠΑΙ­ΔΕΥ­ΣΗ

12. Σκοπός και Αρ­χές……………………………………………........……... 42


13. Προγράμ­μα­τα και Κα­τευ­θύν­σεις της Εκ­παί­δευ­σης...……….......…… 42

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΣΤ
ΠΡΟ­Ε­ΤΟΙ­ΜΑ­ΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟ­ΡΕΙΑΣ

14. Βα­σι­κές Δια­δι­κα­σί­ες………………………………………………... 45

ΜΕ­ΡΟΣ ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΟ
ΠΟ­ΡΕΙΕΣ ΚΑ­ΤΩ Α­ΠΟ ΕΙ­ΔΙ­ΚΕΣ ΣΥΝ­ΘΗ­ΚΕΣ

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Ζ
ΓΕ­ΝΙ­ΚΗ Ε­ΝΗ­ΜΕ­ΡΩ­ΣΗ

ΤΜΗ­ΜΑ
15. Εί­δη Πο­ρειών……………………………..………………………… 54
16. Πο­ρεί­ες στην Έ­ρη­μο…………………….….……………………… 54
17. Πο­ρεί­α σε Πυ­κνά Δά­ση………………….…….………………….. 57
18. Πο­ρεί­ες σε Αρ­κτι­κές Πε­ριο­χές……………….……………………. 60

ΠΑ­ΡΑΡ­ΤΗ­ΜΑ­ΤΑ

«Α» Βα­σι­κές Ο­δη­γί­ες Ε­πιχει­ρή­σε­ων Μονάδας


­­­­­­­­­ΜΕ­ΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΠΟ­ΡΕΙΕΣ ΚΑΤΩ Α­ΠΟ ΚΑ­ΝΟ­ΝΙ­ΚΕΣ ΣΥΝΘΗ­ΚΕΣ

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Α
ΕΙ­ΣΑΓΩΓΗ

ΤΜΗΜΑ 1
ΓΕ­ΝΙ­ΚΑ

1. Σκο­πός
Σκο­πός αυ­τού του εγ­χει­ρι­δί­ου είναι να δώ­σει ο­δη­γί­ες για την τε­χνι­κή
και τις µε­θό­δους ε­κτέ­λε­σης των πο­ρειών. Πε­ρι­λαµβά­νει ακόµα στοι­χεί­α που α­φο­
ρούν την υ­γιει­νή, την εκ­παί­δευση, τις σχε­τι­κές δια­τα­γές και τη διε­ξα­γωγή των
πο­ρειών κά­τω α­πό ει­δι­κές συν­θήκες.

2. Ε­φαρµογή
Ό­λα όσα α­να­φέ­ρο­νται στο εγχει­ρί­διο αυ­τό ι­σχύ­ουν τόσο για τις ε­πι­χει­
ρή­σεις µε συμβα­τι­κά ό­πλα, όσο και κατά τη χρήση ΑΡ­ΒΧ ό­πλων.

3. Λό­γοι που Ε­πι­βάλ­λουν τις Πο­ρεί­ες


Τα τµήµα­τα κά­νουν πορεί­α :
α. Ό­ποτε το ε­πι­βάλ­λει η τα­κτι­κή κα­τά­στα­ση ή εί­ναι α­να­γκαία η τή­ρη­
ση μυ­στι­κότη­τας.
β. Ό­ταν δεν υπάρ­χουν αρ­κετά με­τα­φο­ρικά μέσα ή η α­πό­σταση εί­ναι
μι­κρή.
γ. Ό­ταν το έδα­φος, ο καιρός και η πα­ρου­σί­α του ε­χθρού στη γύ­ρω
πε­ριο­χή δεν ε­πι­τρέ­πουν την κί­νηση οχηµά­των.
δ. Για τη σωµα­τι­κή ε­ξά­σκηση των αν­δρών.

4. Είδη Πο­ρειών
α. Πο­ρεί­ες κο­ντά στον ε­χθρό (ή τα­κτι­κές πο­ρεί­ες) λέ­γο­νται αυτές που
γί­νο­νται κάτω α­πό συνθή­κες µά­χης, ό­ταν υ­πάρ­χει κίνδυ­νος προ­σβο­λής α­πό χερ­
σαί­ες ε­χθρι­κές δυνάµεις. Στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή, η φά­λαγ­γα πρέ­πει να φρο­ντί­ζει
για τη δική της α­σφά­λεια.
β. Πο­ρεί­ες µα­κριά α­πό τον ε­χθρό λέ­γο­νται αυ­τές που γί­νο­νται ό­ταν
δεν υ­πάρ­χει κίν­δυ­νος προ­σβο­λής από χερσαί­ες ε­χθρι­κές δυνάµεις, ή ό­ταν η κί­νη­
ση προ­στα­τεύ­ε­ται α­πό φίλιες δυνάµεις ή φυ­σικά κω­λύµα­τα.

5. Πει­θαρ­χί­α Πο­ρεί­ας
Έ­τσι ο­νομά­ζε­ται η τήρηση των κα­νόνων που πρέ­πει να α­κο­λου­θεί
µια Μονάδα, στη διάρ­κεια της πορεί­ας. Η πει­θαρ­χί­α πο­ρεί­ας εί­ναι µια αυ­θόρµη­
τη οµα­δι­κή συ­νερ­γα­σί­α, α­πο­τέλεσµα της εκ­παίδευσης. Για µια πει­θαρ­χηµένη
--
πο­ρεί­α χρειά­ζε­ται αρ­κε­τός έ­λεγ­χος, φροντί­δα για τα υ­λι­κά, εφαρµογή των ο­δη­
γιών πο­ρεί­ας, σω­στές α­πο­στά­σεις και α­πο­τε­λεσµα­τι­κή χρήση της κά­λυ­ψης και
της α­πό­κρυ­ψης.

6. Ε­πι­τυ­χής Πο­ρεί­α
α. Μια πο­ρεία εί­ναι ε­πι­τυ­χής, ό­ταν τα τµήµατα φτά­νουν στον προ­ο­
ρισµό τους την προ­κα­θο­ρισµένη ώρα, ικα­νά ν’ α­γω­νι­στούν κι έτοιµα να ε­κτε­λέ­
σουν την α­πο­στολή τους, σύµφω­να µε τις δια­τα­γές των ε­πι­κε­φα­λής τους.
β. Πα­ρά­γο­ντες που ε­πη­ρε­ά­ζουν την ε­πι­τυ­χί­α της πο­ρεί­ας είναι:
(1) Η προ­σε­κτι­κή σχε­δίαση και προ­ε­τοιµα­σί­α.
(2) Η σω­στή διά­τα­ξη των τµηµά­των για την ασφά­λειά τους.
(3) Η ε­παρ­κής ε­πί­βλε­ψη στη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας.
(4) Ο βαθµός εκ­παί­δευ­σης των αν­δρών.
(5) Το πνεύµα Μονάδας.
(6) Το η­θικό.
(7) Η σωµα­τική α­ντο­χή και
(8) Η εµπι­στο­σύνη προς την η­γε­σί­α.
--
ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Β
ΠΑΡΑ­ΓΟ­ΝΤΕΣ ΠΟΥ Ε­ΠΗ­ΡΕ­ΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟ­ΡΕΙΑ

ΤΜΗΜΑ 2
ΕΙ­ΣΑΓΩΓΗ

1. Γε­νι­κά
α. Η ικα­νό­τη­τα των ο­πλι­τών στις πορείες συµβάλ­λει αποφα­σι­στι­κά
στην τα­κτι­κή ε­πι­τυ­χί­α, µά­λι­στα ε­ξα­κο­λου­θεί να εί­ναι ου­σια­στι­κός πα­ρά­γο­ντας και
στη σύγ­χρονη εποχή, την εποχή του Α­ΤΟΜΟΥ.
β. Το σύγ­χρο­νο τα­κτι­κό δόγµα το­νί­ζει ι­διαίτερα τη µεγα­λύτερη δυ­να­
τή δια­σπο­ρά των Μο­νά­δων, σαν ένα α­πό τα µέ­τρα πα­θη­τι­κής προ­στα­σί­ας. Έ­τσι,
το πε­ζικό θα χρεια­στεί να κά­νει πο­ρεί­ες µι­κρών και µε­γά­λων α­πο­στά­σε­ων και
στη συ­νέ­χεια να εί­ναι έ­τοιµο για τη διε­ξα­γωγή του α­γώ­να.
γ. Για να α­ντα­πο­κρι­θούν στις πα­ρα­πά­νω α­παιτή­σεις, τα στρατεύµατα
πρέ­πει, από την αρ­χή της εκ­παί­δευ­σής τους, να συ­νη­θί­σουν να ε­κτε­λούν κο­πια­
στι­κές πο­ρεί­ες και στη συ­νέ­χεια η ε­πί­δοσή τους σ’ αυ­τές όχι µόνο να δια­τη­ρη­θεί
αλλά και να βελ­τιω­θεί.
δ. Η ε­κτέ­λεση των πο­ρειών ε­πη­ρε­ά­ζε­ται α­πό φυ­σι­κούς και ψυ­χο­
λο­γι­κούς πα­ρά­γο­ντες. Ε­πη­ρε­ά­ζε­ται ακόµα α­πό τη χρήση του νε­ρού, το µε­τα­φε­
ρόµενο φόρ­το και την υγιει­νή κα­τά­σταση των ανδρών.

ΤΜΗΜΑ 3
ΦΥ­ΣΙ­ΚΟΙ ΠΑ­ΡΑ­ΓΟΝΤΕΣ

1. Έ­δα­φος
α. Σε ένα οµα­λό ή κά­πως ανώµα­λο έ­δα­φος, οι πο­ρεί­ες εί­ναι εύ­κο­λες
ό­ταν οι καιρι­κές συν­θή­κες εί­ναι ευνοϊ­κές. Α­ντίθετα, µετά α­πό βρο­χή και χιόνι ή
ό­ταν το έ­δα­φος έ­χει πα­γώ­σει, οι δρόµοι γλι­στρούν και κατά συνέ­πεια ε­πι­βρα­δύ­
νουν το ρυθµό της πο­ρεί­ας.
β. Σε ο­ρει­νό έ­δα­φος, οι πο­ρεί­ες πα­ρου­σιά­ζουν µε­γα­λύ­τε­ρα προ­
βλήµα­τα, ε­πειδή εί­ναι δύ­σκολο να βα­δί­σει κα­νείς πάνω σε στενά µο­νο­πά­τια, που
συ­χνά λεί­πουν ε­ντε­λώς, ή σε α­πόκρηµνες πλα­γιές που γλι­στρούν.
γ. Στα αρ­κτικά κλίµατα, το πά­χος του χιο­νιού, οι βαθιές ρωγµές των
πά­γων και οι πα­γωµέ­νες ε­κτά­σεις ε­πι­βρα­δύ­νουν το ρυθµό πο­ρεί­ας των τµηµά­
των και α­παι­τούν τη χρήση ει­δι­κής υ­πό­δη­σης.
δ. Στην έ­ρηµο, οι πο­ρεί­ες γί­νο­νται µε πολύ αργό ρυθµό, ε­ξαι­τί­ας της
δυ­σκο­λί­ας στο βά­δισµα, της µε­γά­λης θερµο­κρα­σί­ας, της σκό­νης και της έλ­λει­ψης
δρόµων. Η µο­νο­το­νί­α του το­πί­ου ε­λατ­τώ­νει ακόµα περισ­σό­τε­ρο την ι­κανότη­τα
των αν­δρών για πο­ρεία.
--
ε. Στα πυ­κνά δάση της ζού­γκλας, η πυκνή βλάστηση, οι δυ­να­τές
βρο­χές και η έλλειψη δρόµων, κά­νουν τις πο­ρεί­ες ε­ξαι­ρε­τικά δύσκο­λες.
στ. Στους ε­θνι­κούς δρόµους, ό­που η κυ­κλο­φο­ρί­α οχηµάτων εί­ναι
µε­γάλη, τα πε­ζο­πό­ρα τµήµα­τα θ’ α­πο­φύ­γουν τα ατυχήµα­τα, αν πά­ρουv τα κα­τάλ­
ληλα µέ­τρα προ­στα­σί­ας - δηλ. αν χρησιµο­ποι­ήσουν ο­δη­γούς τρο­χονόµους,
οχήµα­τα που συ­νοδεύ­ουν τη φάλαγγα κλπ.

2. Και­ρικές Συν­θήκες
α. Οι πο­ρεί­ες που γί­νο­νται κά­τω από δύ­σκολες κλιµα­το­λο­γι­κές
συνθή­κες, έ­χουν τις ί­διες βα­σι­κές αρ­χές µε τις πο­ρείες που γίνο­νται κά­τω α­πό
οµα­λές συνθή­κες. Η δια­φο­ρά τους έ­γκει­ται στους φυ­σι­κούς πε­ριο­ρισµούς που
ε­πι­βάλ­λουν αυ­τές οι συν­θήκες, στην α­παι­τούµενη ει­δι­κή εκ­παί­δευση και στη
χρήση των ειδι­κών ε­φο­δί­ων που χρειαζόµα­στε για να τις υ­περ­νι­κή­σουµε.
β. Στις εύ­κρα­τες πε­ριο­χές, ό­ταν οι καιρι­κές συν­θή­κες εί­ναι α­συ­νή­θι­
στες, µπο­ρεί να χρεια­στεί να πά­ρουµε µέ­τρα α­νά­λο­γα µ’ ε­κεί­να που θα παίρναµε
στις αρ­κτι­κές ή τρο­πι­κές περιο­χές.
γ. Η βρο­χή, η οµί­χλη και το χιό­νι, πε­ριο­ρί­ζουν την ο­ρα­τό­τητα. Γι’
αυ­τό, οι Μο­νά­δες προ­χω­ρούν συ­νήθως σε πυκνούς σχηµα­τισµούς, για την κα­λύ­
τε­ρη ά­σκη­ση της διοί­κη­σης. Η αµµοθύ­ελ­λα, ε­πί­σης, δυ­σκο­λεύει την α­να­πνο­ή κι
εµποδίζει την ό­ραση, µε α­πο­τέ­λεσµα να σηµειώνεται κα­θυ­στέ­ρηση.
δ. Οι χιο­νο­θύ­ελ­λες και οι πολύ δυ­να­τοί άνεµοι µπο­ρούν να εµποδί­
σουν την κί­νηση των στρατευµά­των, µέ­χρι να βελ­τιω­θεί η ο­ρα­τό­τητα και οι
γε­νικό­τε­ρες συν­θήκες. Στα τρο­πικά κλίµατα, η υ­ψηλή θερµοκρα­σί­α και η υ­γρα­σί­α
ε­ξα­ντλούν γρή­γο­ρα το προ­σω­πι­κό, ενώ οι συ­χνές βρο­χο­πτώ­σεις δυσκολεύ­ουν
το βά­δισµα και συ­χνά εµπο­δί­ζουν τε­λεί­ως την πορεί­α, ε­πειδή κά­νουν το έ­δα­φος
λα­σπώ­δες.
ε. Οι πο­ρεί­ες, που γί­νο­νται πά­νω σε πα­χύ και υ­γρό χιό­νι, µοιά­ζουν
µ’ αυ­τές που γί­νο­νται σε λα­σπωµένο έ­δα­φος. Στο υ­γρό χιό­νι µάλιστα, είναι
α­κόµα πιο δύ­σκολο να δια­τη­ρή­σουµε τα πό­δια µας στε­γνά. Το συµπα­γές χιό­νι κι
ο πάγος κά­νουν τις πο­ρεί­ες ε­ξί­σου κο­πια­στικές, λόγω της ο­λι­σθη­ρό­τητάς τους.
Η λευ­κό­τητα του το­πί­ου προ­κα­λεί εξασθένηση της ό­ρα­σης και πολ­λές φο­ρές
προ­σω­ρινή τύ­φλωση.
στ. Οι α­συ­νή­θι­στες και­ρικές συνθήκες µε­γα­λώ­νουν τις πι­θα­νό­τη­τες
των α­τυ­χηµά­των: το κρύο προ­κα­λεί κρυοπαγήµα­τα και πτώ­σεις ή τύ­φλωση απ’
το χιό­νι, ενώ η ζέ­στη προ­κα­λεί η­λί­αση, ε­γκαύµα­τα και θερµο­πλη­ξία.

ΤΜΗΜΑ 4
ΨΥ­ΧΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΚΟΙ ΠΑ­ΡΑ­ΓΟ­ΝΤΕΣ

1. Αυ­το­πε­ποίθηση
Με­ρι­κοί άνδρες δεν έ­χουν αυ­το­πε­ποί­θη­ση, δηλ. αµφι­βάλ­λουν για την
ι­κα­νό­τη­τά τους να εκτε­λέ­σουν µια πορεί­α. Ε­πειδή όµως η πο­ρεί­α εί­ναι µια στρα­
τιω­τι­κή α­νά­γκη, πρέ­πει να το­νώ­σουµε την αυ­το­πε­ποί­θη­σή τους µε την κα­λή διοί­
--
κηση και τη στα­δια­κή εκπαίδευση. Με την προ­ο­δευ­τική ά­σκηση του σώµα­τος και
µε την εκµά­θηση της τε­χνι­κής της πορεί­ας, µε­γα­λώ­νει η αυτο­πε­ποί­θη­σή τους κι
α­πο­κτούν ξα­νά την πε­ρη­φά­νια πως εί­ναι ικα­νοί για πο­ρεία. Οι η­γή­το­ρες φρο­ντί­
ζουν να ξυπνούν την πε­ρη­φά­νια τους και να δηµιουρ­γούν στον κα­θέ­να το πνεύµα
Μονάδας και την α­πόφα­ση να δια­τη­ρη­θεί η Μονάδα σε υ­ψηλό ε­πί­πε­δο.
Ε­πε­ξη­γεί­ται στους άν­δρες το ΠΟΥ, ΠΩΣ και ΓΙΑΤΙ σχε­τι­κά µε την
πο­ρεία, χω­ρίς να υ­ποτιµού­νται ή να υ­περ­βάλ­λο­νται οι δυ­σκολί­ες που τους
πε­ριµένουν. Στη διάρ­κεια της εκ­παί­δευ­σης, ε­ξη­γεί­ται ο εκ­παι­δευ­τι­κός σκοπός
κάθε πορεί­ας. Το ί­διο γί­νε­ται και στη διάρ­κεια των επι­χει­ρή­σε­ων: αν η πορεί­α
γί­νε­ται πά­νω σε δρόµο, ε­ξη­γεί­ται ο λό­γος που δεν χρησιµο­ποιού­νται οχήµατα ή
ότι η πορεί­α µε τα πόδια εί­ναι α­σφα­λέ­στε­ρη σύµφω­να µε την τα­κτι­κή κα­τά­σταση
της στιγµής ε­κεί­νης. Μ’ αυ­τό τον τρό­πο, οι άν­δρες εί­ναι διαρκώς ε­νήµε­ροι και δε
χά­νουν την εµπι­στο­σύνη τους.
Σε µια πορεί­α που γί­νε­ται σω­στά α­ναπτύσσο­νται και φα­νε­ρώ­νο­νται
τα προ­σό­ντα ε­νός κα­λού στρα­τιώ­τη, ε­νός κα­λού η­γή­τορα και µιας κα­λής Μονά-
δας.

2. Hθικό
Κάθε πτώ­ση του η­θι­κού µειώ­νει την ι­κα­νό­τητα για πορεί­α. Το χαµηλό
η­θικό µε­τα­δί­δε­ται εύ­κολα, και µε­γα­λώ­νει τις δυσκολίες που µπο­ρεί να συ­να­ντή­
σει ο στρα­τιώ­της στη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας. Εποµέ­νως, πρέ­πει να δια­τη­ρεί­ται
σε υ­ψηλό ε­πί­πε­δο. Για να γίνει αυτό, πρέ­πει να ε­φαρµό­ζο­νται οι ο­δη­γί­ες που
α­ναφέ­ρο­νται πιο κά­τω:
α. Η σύντα­ξη των αν­δρών δεν πρέ­πει να γί­νε­ται πολύ πριν από τον
κα­θο­ρισµένο χρό­νο εκ­κί­νη­σης. Η Μονάδα πρέ­πει να συ­ντάσ­σεται λίγο πριν α­πό
την έναρξη της πορείας.
β. Πρέ­πει να απο­φεύ­γουµε τις κα­θυ­στε­ρή­σεις που υ­πο­χρε­ώ­νουν
τους άν­δρες να πε­ριµέ­νουν όρ­θιοι. Οι κα­θυ­στε­ρή­σεις µε­γα­λώ­νουν την κού­ρα­ση
των αν­δρών, ε­πειδή πε­ριο­ρί­ζουν τις κι­νή­σεις τους χω­ρίς να τους ε­πι­τρέ­πουν να
α­παλ­λα­γούν α­πό το βάρος του φόρ­του και των υ­λι­κών που µετα­φέ­ρουν. Οι µε­γά­
λες κα­θυ­στε­ρή­σεις προ­κα­λούν ε­πί­σης α­το­νί­α, ψύξη κλπ κι έ­τσι κά­νουν δυ­σκολό­
τερη τη συ­νέ­χιση της πο­ρεί­ας.
γ. Πρέπει να κα­θο­ρί­ζε­ται η στολή και τα υ­λι­κά που θα φέ­ρουν οι
άν­δρες και να ε­λέγ­χε­ται η πληρό­τητα και η κα­λή προ­σαρµογή τους. Κα­νο­νικά, η
πο­ρεί­α γίνεται χω­ρίς ρυθµό και µε τα χέ­ρια ε­λεύ­θερα.
δ. Η πο­ρεί­α δεν πρέ­πει να γίνεται πάνω σε δύσκολα δροµο­λό­για αν
υ­πάρ­χουν άλ­λα καλύτε­ρα και συ­ντοµό­τερα - ε­κτός αν γί­νε­ται για συ­γκε­κριµέ­νους
εκ­παι­δευ­τι­κούς σκοπούς ή το ε­πι­βάλ­λει η τα­κτική κα­τά­στα­ση. Το δροµο­λό­γιο
α­να­γνω­ρίζεται α­πό πριν, έ­τσι ώ­στε να συ­γκε­ντρω­θούν πλη­ρο­φο­ρί­ες για την
κα­τά­στα­σή του, για­τί αυ­τή µπορεί να προ­κα­λέ­σει κα­θυ­στέ­ρηση της πορεί­ας.
Οι κα­θυ­στερή­σεις αυ­τού του εί­δους λι­γο­στεύ­ουν ή ε­ξα­λεί­φο­νται, ό­ταν η πο­ρεία
έ­χει σχε­δια­στεί και προ­ε­τοιµα­στεί προ­σε­κτι­κά, ενώ αυ­τές που δεν µπο­ρούν να
--
προβλε­φθούν πριν α­πό την εκ­κί­νηση α­ντιµε­τω­πί­ζο­νται στη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας
µε γρή­γο­ρες α­πο­φά­σεις κι ε­νέρ­γειες.
ε. Οι άν­δρες δεν κινού­νται πε­ζοί ό­ταν υ­πάρ­χει η δυ­να­τό­τητα να κινη­
θούν µε οχήµα­τα, ε­κτός αν η πο­ρεί­α γί­νε­ται για εκπαιδευτικούς σκοπούς ή το
ε­πι­βάλ­λει η τα­κτι­κή κατάσταση. Αν δεν υπάρ­χουν αρ­κε­τά µε­τα­φο­ρι­κά µέσα, η
µε­τα­φο­ρά των τµηµά­των γί­νε­ται τµηµα­τι­κά.
στ. Ό­ταν προ­σπερ­νούν φά­λαγ­γες, τα οχήµα­τα πρέ­πει να κι­νού­νται
µε τέ­τοια τα­χύ­τητα, που να µη θί­γουν την α­σφά­λεια και τον κα­νο­νι­κό ρυθµό των
πε­ζοπόρων τµηµά­των, να µην εκ­σφεν­δο­νί­ζουν πέ­τρες και να µη λε­ρώ­νουν τους
άν­δρες µε λά­σπη, µε στάσιµα νε­ρά και σκό­νη. Ό­ταν η σκό­νη γί­νει ε­νο­χλη­τι­κή,
λόγω του ανέµου, η φά­λαγ­γα µπο­ρεί να συ­νεχίσει την πο­ρεί­α της στην α­πέ­να­ντι
πλευ­ρά του δρόµου.
ζ. Η τάση διαρ­ρο­ής αν­δρών (οι αρ­γο­πο­ρηµέ­νοι) πρέ­πει να κα­τα­
πολεµά­ται. Η τάση αυ­τή ο­φεί­λε­ται στη χα­λα­ρή πει­θαρ­χί­α, τη σωµατι­κή α­δυναµί­α
και την υ­περ­φόρ­τωση των αν­δρών, κα­θώς και την α­δυναµί­α τους να πα­ρα­κο­λου­
θή­σουν την πο­ρεί­α, από κού­ραση, ή πλη­γές α­πό την υ­πό­δηση, ή α­σθέ­νειες.
η. Η διαρ­ροή µειώ­νει το η­θι­κό της Μονάδας, και ε­λατ­τώ­νει τη δύναµη
και την ι­κα­νό­τη­τά της να εκπλη­ρώ­σει την α­πο­στο­λή της µετά το τέ­λος της πο­ρεί­
ας. Η διαρ­ρο­ή, εξάλ­λου, µε­ταδί­δε­ται και ε­πι­δρά πά­νω στους άν­δρες, γιατί ό­ταν
έ­νας στρα­τιώ­της φύ­γει α­πό τη γραµµή του, µειώ­νε­ται η διά­θεση των άλ­λων να
συ­νε­χί­σουν την πο­ρεί­α. Στις µε­γά­λες και κο­πια­στι­κές πο­ρεί­ες, πολ­λοί στρα­τιώ­τες
έ­χουν την τά­ση αυ­τή της διαρ­ρο­ής. Στις πε­ρι­πτώ­σεις αυ­τές εκ­δη­λώ­νε­ται η ι­κα­νό­
τητα της ηγεσί­ας. Ο η­γή­το­ρας που µπορεί να προ­δια­θέσει ευνοϊ­κά τους άνδρες
του, να κρα­τή­σει το ρυθµό της πο­ρεί­ας, να κα­τα­πο­λεµή­σει την τάση της διαρ­ρο­
ής και να µην πά­ψει να εκ­δη­λώ­νει τη δύναµη, τη στα­θε­ρό­τητα και την αι­σιο­δο­ξία
του, κερδί­ζει ο­λο­κλη­ρω­τι­κά την ε­κτίµη­ση των αν­δρών του.
θ. Ο η­γή­το­ρας πρέ­πει να δια­τη­ρεί την πει­θαρ­χί­α, να ο­λο­κλη­ρώ­νει
κάθε πο­ρεί­α και να ε­πι­βλέπει ώ­στε κάθε άν­δρας να φροντί­ζει τον ε­αυτό του και
το υ­λι­κό του µε επιµέλεια. Στη διάρκεια της πο­ρεί­ας, ο έ­λεγ­χος πρέ­πει να εί­ναι
συ­νε­χής και να γί­νεται απ’ ό­λους τους ηγή­τορες. Έ­να µι­κρό τµήµα το­πο­θετεί­ται
στην ουρά τη φά­λαγ­γας, για να ε­λέγ­χει αυ­τούς που αρ­γο­πο­ρούν.
ι. Ο η­γή­το­ρας πρέ­πει να βρί­σκει τις αιτί­ες που προ­κα­λούν τη διαρ­
ροή των ο­πλι­τών και να παίρ­νει άµεσα µέ­τρα για να την πα­ρεµπο­δί­σει. Τα
ζη­τήµα­τα πει­θαρ­χί­ας πρέ­πει να αντιµε­τω­πί­ζο­νται α­πο­φα­σιστι­κά.
Αν η αρ­γο­πο­ρί­α ο­φεί­λε­ται σε σωµα­τι­κή α­δυναµί­α του στρα­τιώ­τη
(πχ. ένα πρήξιµο στο πό­δι), ο ε­πι­κε­φα­λής του δί­νει γρα­πτή ά­δεια να µείνει πίσω
και να µην α­κο­λου­θή­σει την πο­ρεί­α. Αν η πληγή εί­ναι τόσο σο­βαρή, ώ­στε να εί­ναι
α­δύ­να­το να πάρει µέ­ρος στις επόµε­νες πορείες, ο στρατιώ­της αυ­τός πρέ­πει να
τις εκτε­λέ­σει στην επόµενη πε­ρί­ο­δο.
Αν η αρ­γο­πο­ρί­α οφεί­λε­ται σε υ­περ­φόρ­τωση, όπως στην πε­ρί­πτω­
ση που µε­τα­φέ­ρο­νται οµα­δικά ό­πλα, οι άνδρες πρέ­πει να ε­ναλ­λάσ­σουν το φόρ­το
σε µι­κρό­τε­ρα χρο­νι­κά διαστήµα­τα.
--
Αν η διαρ­ροή ο­φεί­λε­ται σε αργοπο­ρηµέ­νους α­πό δι­καιο­λο­γηµένη
αι­τί­α, αυ­τοί βγαίνουν από τη φά­λαγ­γα και ε­ξε­τά­ζο­νται. Αν έ­νας στρα­τιώ­της δεί­
χνει φανερά ότι δεν µπο­ρεί να ακο­λου­θή­σει τη φά­λαγ­γα, του δί­νε­ται γρα­πτή
ά­δεια να βγει απ’ αυ­τήν. Αν πά­λι δια­πι­στω­θεί ότι προ­σποιεί­ται, διατάσ­σε­ται να
ακολου­θή­σει και πάλι τη φά­λαγ­γα.
ια. Αν δεν υπάρ­χουν λό­γοι για το α­ντί­θε­το, δηµιουρ­γού­νται ευ­χά­ρι­
στες συν­θήκες ώ­στε να α­πο­σπάται η προ­σοχή των αν­δρών α­πό την πο­ρεί­α.
Για πα­ρά­δειγµα, σε µι­κρά δια­στήµα­τα πη­γαί­νουν µε βήµα, τρα­γου­δούν, µι­λούν,
κά­νουν α­στεί­α, κλπ.
ιβ. Ο η­γή­το­ρας δεί­χνει στους άν­δρες του τον τρό­πο πο­ρεί­ας µε
το πα­ρά­δειγµά του, συµµε­τέ­χοντας δη­λαδή ε­νερ­γά σ’ αυ­τήν µε το φόρ­το που
προβλέ­πε­ται.
ιγ. Κα­τά τις πο­ρεί­ες, η Μονάδα µέ­νει συ­γκε­ντρωµέ­νη - εφό­σον η
τα­κτι­κή κα­τά­σταση, οι καιρι­κές συν­θή­κες, κλπ., δεν επι­βάλ­λουν το α­ντί­θε­το.
Αυτό γίνε­ται για να α­ντιµε­τω­πι­στεί η τά­ση επιµή­κυνσης της φά­λαγ­γας, µια τάση
που εµφα­νί­ζε­ται ό­ταν ο ρυθµός εί­ναι γρή­γο­ρος, ό­ταν τα τµήµα­τα χρειά­ζο­νται
α­νά­παυση, ή ό­ταν το βά­δισµα εί­ναι δύ­σκολο για διά­φο­ρους λόγους, όπως η ο­λι­
σθη­ρό­τη­τα, το αµµώ­δες έ­δα­φος, η µε­γά­λη κυ­κλο­φο­ρί­α κλπ.
ιδ. Πριν α­πό την πο­ρεί­α, πρέ­πει να χο­ρη­γείται θερµό συσ­σί­τιο ή
ρόφηµα.
ιε. Ό­ποτε εί­ναι δυ­νατό, η ηµε­ροµη­νί­α ε­κτέλε­σης της πορεί­ας πρέπει
να γνω­στο­ποιεί­ται στους ο­πλί­τες ένα 24ωρο νω­ρί­τερα. (Στη διάρ­κεια της βα­σι­
κής εκ­παί­δευ­σης, κα­λό εί­ναι η γνω­στο­ποί­ηση αυ­τή να γί­νεται µια βδοµά­δα νω­ρί­
τερα).
ι­στ. Ο ρυθµός πο­ρεί­ας ε­πι­δρά σηµα­ντι­κά στο η­θικό. Έ­τσι, δεν θα πρέ­
πει να εί­ναι ούτε πολύ γρή­γο­ρος, γιατί γρή­γο­ρα θα κου­ρά­σει τα τµήµατα, oύ­τε
πολύ αρ­γός, γιατί θα ε­ξα­ντλή­σει την υποµονή τους και θα φέ­ρει επίσης την κού­
ρα­ση.

ΤΜΗΜΑ 5
ΑΛ­ΛΟΙ ΠΑ­ΡΑΓΟ­ΝΤΕΣ

1. Υ­γιει­νή Κα­τά­σταση
Οι άν­δρες πρέ­πει να βρί­σκο­νται σε κα­λή κατά­σταση πριν, κατά τη διάρ­
κεια και µετά την ε­κτέ­λεση της πο­ρεί­ας. Αυτό ε­πι­τυγ­χά­νε­ται µε τη συ­στηµα­τι­κή
και στα­δια­κή εκ­παί­δευση.

2. Φόρ­τοι
α. Ό­λοι ό­σοι συµµε­τέχουν στην πο­ρεί­α πρέ­πει να τα­κτο­ποιούν και
να προ­σαρµό­ζουν το φόρ­το τους από την προ­η­γούµενη νύχτα της πο­ρεί­ας.
--
β. Οι βαριοί φόρ­τοι (ή τα σα­κίδια, οι στο­λές και οι ε­ξαρ­τή­σεις που δεν
έ­χουν προ­σαρµο­στεί σω­στά) µειώ­νουν την ι­κα­νό­τητα των αν­δρών για πορεί­α.
Mειώ­νουν δηλαδή το ρυθµό και την α­πό­στα­ση που µπο­ρούν να δια­νύ­σουν
τα τµήµα­τα, και µ’ αυ­τό τον τρό­πο προ­κα­λούν συχνές στά­σεις. Ε­ξάλ­λου, προ­
καλούν συ­χνά ε­ρε­θισµούς στο δέρµα, µε πι­θα­νό ε­πακό­λου­θο τη µό­λυν­ση.
γ. Οι ιµά­ντες του σα­κι­δί­ου, ό­ταν εί­ναι υ­περ­βο­λι­κά σφιγµέ­νοι, πιέζουν
το στή­θος και κα­τά συ­νέ­πεια δυ­σκο­λεύ­ουν την α­να­πνοή. Το ί­διο συµβαί­νει µε τις
ζώ­νες. Ό­ταν εί­ναι υ­περ­βο­λι­κά σφιγµέ­νες στην κοι­λια­κή χώρα, εµπο­δί­ζουν την
κα­νο­νι­κή α­να­πνο­ή και την πέψη. Άρα, κάθε στρα­τιώ­της πρέ­πει να µα­θαίνει πως
να προ­σαρµόζει σω­στά τη στολή και την ε­ξάρ­τησή του, έ­τσι ώ­στε να βα­δί­ζει και
να α­να­σαίνει ε­λεύ­θερα, χω­ρίς να εµπο­δί­ζε­ται η κυ­κλο­φο­ρί­α του αίµατος.
δ. Ο φόρ­τος δεν πρέ­πει να ξε­περ­νάει το ένα τρί­το του βάρους του
άνδρα, ή τα 23 χλγρ το ανώτε­ρο. Ο πιο πρακτικός φόρ­τος, ω­στόσο, εί­ναι 18 χλγρ
και πε­ρι­λαµβά­νει το νερό, το ό­πλο και το κράνος, τα πυρ/κά και το σα­κί­διο. Σ’
αυτό:
(1) Πε­ριέ­χο­νται:
(α) Αγ­γεί­α φα­γη­τού, κου­τά­λι και πη­ρούνι.
(β) Τα ατοµι­κά είδη κα­θα­ριό­τη­τας και ξυ­ρίσµατος, κα­θώς
και µια πε­τσέτα.
(γ) Μια φα­νέλα και µια σκε­λέα.
(δ) Δύ­ο ζευ­γά­ρια κάλ­τσες µάλ­λι­νες,
(ε) Ο ατοµι­κός ε­πί­δεσµος.
(2) Προ­σαρµό­ζο­νται:
(α) Έ­να κλι­νο­σκέ­πασµα, πε­ρι­φε­ρειακά το­πο­θετηµέ­νο.
(β) Έ­να τζάκετ κι ένα α­τοµι­κό α­διά­βρο­χο (ή α­ντί­σκηνο),
δι­πλωµέ­να στην µπρο­στι­νή ό­ψη του τετρα­γω­νι­κά και σύµφω­να µε τις διαστά­σεις
του σα­κι­δί­ου. Το σα­κί­διο πρέ­πει να εί­ναι το­πο­θετηµένο ψη­λά και στο κε­ντρι­κό­
τερο σηµεί­ο του σώµα­τος, ώ­στε να κα­τα­βάλ­λε­ται η ε­λά­χι­στη δυ­νατή προ­σπά­θεια
για την τή­ρηση της φυ­σι­κής στά­σης. Αυτός ο τρό­πος το­πο­θέτησης πε­ριο­ρί­ζει την
τριβή του σακιδί­ου και την κα­ταπόνηση της ράχης.

3. Πε­ριο­ρισµοί στη Χρήση του Νε­ρού


α. Η κα­τα­νά­λω­ση του νε­ρού ελέγ­χε­ται αυ­στηρά, πρώ­τον, για την
α­πο­φυ­γή σύ­σπασης των µυώνων, ζά­λης, θερµοπλη­ξί­ας και τυ­χόν ασθε­νειών
και, δεύ­τε­ρον, ε­πειδή οι α­νά­γκες σε νερό ποι­κίλ­ουν α­νά­λογα µε τις συνθή­κες της
πο­ρεί­ας.
β. Στις µι­κρές πο­ρεί­ες που γί­νο­νται κά­τω α­πό θερµές και υ­γρές
συν­θή­κες, κάθε άν­δρας χρειά­ζε­ται τρί­α γα­λό­νια νε­ρό τη µέ­ρα. Αυτά εί­ναι αρκετά
και για την πό­ση και για την πα­ρα­σκευ­ή του συσ­σι­τί­ου του. Ακόµα κι ό­ταν το
νε­ρό εί­ναι ά­φθο­νο, οι άν­δρες πρέ­πει να πίνουν τόσο, όσο αρ­κεί για να κα­τα­πρα­
ΰ­νουν τη δί­ψα τους. Α­ντί­θε­τα, κάθε πε­ριορισµός του νε­ρού, κάτω α­πό το ό­ριο
--
που εί­ναι αναγκαί­ο για τη δια­τή­ρη­ση της ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τας, προ­κα­λεί αύ­ξηση της
θερµοκρασί­ας του σώµα­τος και στη συ­νέ­χεια θερµο­πλη­ξί­α και ε­ξά­ντληση.
γ. Ό­ταν ο και­ρός εί­ναι ζε­στός, οι άνδρες εί­ναι δυ­νατό να χά­σουν
πε­ρί­που 900 γρ. νε­ρό την ώ­ρα εξ αιτί­ας του ι­δρώ­τα. Για ν’ α­πο­φευ­χθούν λοι­πόν
οι ανωµα­λί­ες και οι α­σθέ­νειες που προ­κύ­πτουν α­πό την υ­ψηλή θερµο­κρα­σί­α,
η α­πώ­λεια αυ­τή πρέ­πει να α­να­πληρωθεί. Εί­ναι λά­θος να πι­στεύ­ουµε ό­τι µε την
εκ­παί­δευση µπο­ρούµε να ε­λατ­τώσουµε την πο­σό­τητα νε­ρού που χρεια­ζόµα­στε.
Ε­πίσης, ε­πειδή ε­πι­κρατεί η λαν­θασµένη α­ντί­λη­ψη ότι η πό­ση του νερού στη διάρ­
κεια της πο­ρεί­ας εί­ναι βλα­βε­ρή, συ­χνά, οι οπλί­τες δεν πί­νουν αρκετό νερό, ακόµα
κι αν εί­ναι δια­θέσιµο. Εποµέ­νως, το νερό πρέ­πει να εί­ναι πά­ντο­τε δια­θέσιµο και
πρέ­πει να κα­θο­δη­γούµε τους ο­πλί­τες να πί­νουν συ­χνά σε πε­ριό­δους υ­ψη­λής
θερµοκρα­σί­ας.
δ. Το στοµά­χι, ό­ταν εί­ναι ε­ξα­ντληµένο και θερµό, δεν αφοµοιώ­νει
εύ­κο­λα µε­γά­λες πο­σό­τη­τες νε­ρού. Η πόση µιας µε­γά­λης πο­σό­τητας νε­ρού θα
προ­κα­λέ­σει, πολύ σύ­ντοµα, συ­σπά­σεις των µυώ­νων και ναυ­τί­α ακόµα κι αν το
σώµα έ­χει ανά­γκη νε­ρού τη στιγµή ε­κεί­νη. Εποµέ­νως πρέ­πει να πί­νουµε νε­ρό
συ­χνά και σε µι­κρές πο­σό­τη­τες.
ε. Ο ι­δρώ­τας, προ­κα­λεί α­πώ­λεια των αλά­των του σώµατος. Aν τα
ά­λα­τα αυ­τά δεν α­ντι­κα­τα­σταθούν, µπορούν να προ­κα­λέ­σουν ε­ξά­ντληση. Το
ποσό των α­λά­των που πε­ριέ­χει η τρο­φή εί­ναι αρκε­τό για να α­ναπλη­ρώ­σει τις
α­πώλειες, ό­ταν η κα­τα­νά­λω­ση του νε­ρού εί­ναι µι­κρότερη από 3.500 γρ. την
ήµερα. Όµως, ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο νε­ρό κα­τα­να­λώ­νει ο στρα­τιώ­της, τό­σο πε­ρισ­σό­
τε­ρα ά­λατα χρειά­ζε­ται ο ορ­γα­νισµός του. Ό­ταν λοι­πόν τα ά­λα­τα της τρο­φής δεν
εί­ναι αρ­κετά, µπο­ρεί να τα πά­ρει σε διαλύ­σεις νε­ρού. Η κα­τάλ­λη­λη διά­λυση εί­ναι
µι­σό πε­ρί­που κι­λό α­λά­τι για κάθε 3.500 χλγρ. νερού. Για ν’ α­πο­φύ­γουµε τη ναυ­
τί­α, µαζί µε το νε­ρό πρέ­πει να παίρ­νουµε δι­σκί­α ά­λατος.
στ. Οι άν­δρες α­πα­γο­ρεύ­ε­ται να κα­τα­να­λώ­νουν νερό, αν δεν έ­χει ε­ξε­
τα­στεί α­πό κάποιο στρα­τιω­τι­κό για­τρό, δεν έ­χει απολυµαν­θεί µε τα ει­δι­κά δι­σκί­α
ή δεν έχει βρά­σει. Δεν ε­πι­τρέ­πε­ται να γεµίζουν τα υδρο­δο­χεία τους παρά µόνο
στις στά­σεις και τα σηµεί­α όπου ε­πι­τρέ­πε­ται ο ανεφο­διασµός.
ζ. Για τον κα­θα­ρισµό του νε­ρού χρησιµο­ποιού­νται δισκί­α χα­λαζό-
νης, σύµφω­να µε τις ο­δη­γί­ες. Πρέ­πει να σηµειω­θεί πως, ό­ταν χρησιµο­ποιούµε
χα­λα­ζό­νη, το νε­ρό δεν το πί­νουµε πριν πε­ρά­σει µι­σή ώ­ρα.
η. Οι α­πώ­λειες (ή και θά­να­τοι) που πα­ρατηρούνται συ­χνά στις υψη-
λές θερµο­κρα­σί­ες, ο­φεί­λο­νται – κατά πε­ρί­πτωση – στον υ­περ­βο­λι­κό φόρτο,την
προ­χω­ρηµένη η­λι­κία, τις πρό­σφα­τες ή τω­ρι­νές α­σθέ­νειες, την α­δυναµί­α ε­γκλιµα­
τισµού στην υ­ψηλή θερµο­κρα­σί­α, και την α­νε­πάρ­κεια υ­γρών και ά­λα­τος.
-10-

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Γ
ΤΕ­ΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ 6
ΓΕ­ΝΙ­ΚΕΣ ΑΡ­ΧΕΣ ΤΕ­ΧΝΙ­ΚΗΣ

1. Σχηµα­τισµοί Πο­ρεί­ας
Αυ­τοί ε­ξαρ­τώ­νται α­φενός α­πό την τακτι­κή κα­τά­σταση (αν εί­ναι κο­ντά
ο ε­χθρός ή όχι, συν­θή­κες Ρ­ΒΧ πο­λέµου η όχι) και α­φε­τέ­ρου α­πό το δροµολό­
γιο της πο­ρεί­ας (που µπο­ρεί να εί­ναι στενό πέ­ρασµα, δά­σος, χιόνι, δύ­σβατο
µο­νο­πάτι, ε­θνι­κή οδός πυκνής κυ­κλο­φο­ρί­ας, κλπ). Υ­πάρχουν τρεις σχηµα­τισµοί
πο­ρεί­ας:
α. Η φάλαγ­γα κατ’ άν­δρα.
β. Η φάλαγ­γα κα­τά δυά­δες (Ει­κόνα 1).
γ. Η φά­λαγγα κα­τά τριά­δες.

Ει­κό­να 1. Φά­λαγ­γα κα­τά δυά­δες


-11-
2. Ορ­γά­νωση Πο­ρεί­ας
α. Κα­νο­νι­κά, οι Μο­νά­δες κι­νού­νται σύµφω­να µε την τα­κτι­κή τους
συ­γκρό­τηση. Το Σύ­νταγµα ορ­γα­νώ­νε­ται σε Τάγµα­τα, Λόχους και Διµοι­ρί­ες. Το
Τάγµα Πε­ζι­κού συ­νή­θως συ­γκρο­τεί µί­α φά­λαγ­γα, ενώ οι Λόχοι συ­γκρο­τούν Μο­νά­
δες πο­ρεί­ας. Σαν Μονάδα πο­ρεί­ας µπο­ρεί να ο­ρι­στεί και η Διµοι­ρία, αν ο Δκτής
του Λόχου αδυνατεί να διοι­κή­σει α­πο­τε­λεσµατικά το Λόχο του, πχ σ’ ένα ο­ρει­νό
έ­δα­φος ή κά­τω α­πό συν­θήκες Ρ­ΒΧ πολέµου ή σε πυ­κνά δάση (ζού­γκλα).
β. Μί­α φά­λαγ­γα σχηµα­τί­ζεται µετά τη δια­δο­χι­κή ά­φι­ξη και διέ­λευση
των τµηµά­των της α­πό το Αρ­χι­κό Σηµεί­ο Διέλευσης (ΑΣΔ). Το Αρ­χικό Σηµεί­ο Διέ­
λευ­σης είναι ένα σηµείο, που µπο­ρεί να α­ναγνωρι­στεί εύ­κολα πά­νω στο δροµο­
λό­γιο της πο­ρεί­ας και βρίσκε­ται µπρο­στά α­πό ό­λες τις Μο­νά­δες. Απ’ αυτό περ­νά­
ει η κε­φα­λή µιας φά­λαγ­γας, την κα­θο­ρισµένη ώ­ρα, ο­πότε η φά­λαγ­γα τί­θεται κά­τω
από τον έ­λεγ­χο της διοί­κη­σης που ε­νερ­γεί την κίνηση (ει­κόνα 2).

Ει­κό­να 2. Αρ­χι­κό Ση­μεί­ο Διέ­λευ­σης

γ. Ό­ταν η φά­λαγ­γα κο­ντεύ­ει πια να φτά­σει στον προ­ο­ρισµό της,


υ­πάρ­χουν ο­δη­γοί που την πε­ριµέ­νουν στο Σηµεί­ο Δια­σπο­ράς (ΣΔ) και ο­δη­γούν
τις Μο­νά­δες στις προ­κα­θο­ρισµέ­νες πε­ριο­χές. Το Σηµεί­ο Δια­σποράς (ει­κό­να 3)
εί­ναι ένα σηµείο, που ανα­γνω­ρίζεται εύκολα πά­νω στο δροµο­λό­γιο της πο­ρεί­ας
και βρί­σκε­ται κο­ντά στο τέρµα της κί­νη­σης της φά­λαγ­γας. Mετά το σηµεί­ο αυτό,
τα διάφορα στοι­χεία της φά­λαγ­γας α­πο­κό­πτο­νται και κι­νού­νται, πά­νω σε δια­φο­
ρε­τι­κά δροµο­λό­για, προς τους χώ­ρους που έ­χουν ο­ρι­στεί για το κα­θέ­να. Σ’ αυ­τό
το σηµείο, παίρ­νει τέ­λος κι ο έ­λεγ­χος της δκσε­ως που ε­νερ­γεί την κί­νηση.
-12-

Ει­κό­να 3

Ρυθµός πορεί­ας
α. Ρυθµός πο­ρεί­ας εί­ναι η µέση ταχύτη­τα κί­νη­σης α­νά ώ­ρα µιας
πε­ζο­πό­ρου φά­λαγ­γας, που πε­ρι­λαµβά­νει µια δε­κά­λε­πτη πε­ρί­ο­δο α­νά­παυ­σης
- µια σύ­ντοµη στά­ση.
β. Για να κα­θο­ρί­σουµε το ρυθµό της πο­ρεί­ας, λαµβά­νονται υ­πόψη
πα­ρά­γο­ντες ό­πως η τα­κτι­κή κα­τά­σταση, η δύ­ναµη της Μονάδας, τo έδα­φος, οι
ατοµι­κοί φόρ­τοι, οι και­ρι­κές συν­θή­κες, η α­πό­σταση που πρέ­πει να δια­νύ­σουµε
και η κα­τά­στα­ση των στρα­τευµά­των. Ο ρυθµός της πο­ρεί­ας, µπο­ρεί να έ­χει ήδη
καθο­ρι­στεί στις ΒΟ­Ε των Μο­νά­δων ή στη δια­τα­γή πο­ρεί­ας. Παρ’ όλα αυτά, ο
Δκτής της φά­λαγ­γας έ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα να τρο­πο­ποι­ή­σει το ρυθµό - α­νά­λο­γα µε
την τα­κτι­κή κα­τά­στα­ση που έ­χει προ­κύ­ψει -έ­τσι ώ­στε η Μονάδα του να φτάσει
στον προ­ο­ρισµό της κάτω α­πό τις κα­λύ­τε­ρες δυ­να­τές συν­θήκες για να εκ­πλη­ρώ­
σει την α­πο­στολή της.
γ. Το κα­νο­νι­κό βήµα έ­χει µή­κος 0,75 µ. πε­ρί­που και ο κα­νο­νι­κός
ρυθµός του βήµα­τος στις πο­ρεί­ες εί­ναι 106 βήµα­τα το λε­πτό. Βέ­βαια, το µή­κος
του βήµα­τος ε­ξαρ­τά­ται από την κλίση του ε­δά­φους (α­νη­φο­ριά, α­πότοµη κα­τη­
φοριά, κλπ.) και τη φύση του, κα­θώς και α­πό το δια­σκε­λισµό του κάθε άνδρα.
Ωστόσο ο ρυθµός πρέ­πει να µέ­νει στα­θε­ρός. Για να γί­νει αυτό, µι­κραίνουµε ή
µεγα­λώ­νουµε το δια­σκε­λισµό µας κι έ­τσι, αυ­τόµα­τα, πε­τυ­χαί­νουµε τον καθο­
ρισµένο ρυθµό.
δ. Με το κανονι­κό µή­κος βήµα­τος και τον κα­νο­νικό ρυθµό πε­τυ­
χαίνουµε µί­α τα­χύ­τητα 5 χλµ. πε­ρί­που την ώ­ρα. Η τα­χύ­τητα αυ­τή α­ντι­στοι­χεί σ’
ένα ρυθµό 4 χλµ. την ώ­ρα, δεδοµέ­νου ότι στην ώ­ρα συ­νυ­πο­λο­γί­ζουµε και τη
-13-
10λε­πτη σύ­ντοµη στάση : 106 βήµα­τα χ 0,75 µ. = 79,50 µ. χ 50 λε­πτά = 3.975 µ.
= 4 χλµ. Ο ρυθµός αυ­τός τη­ρεί­ται στις κα­τη­φό­ρες που έχουν ε­λα­φρές ή µέ­τριες
κλί­σεις, αλ­λά δεν µπο­ρεί να τη­ρη­θεί ό­ταν το έ­δα­φος εί­ναι λασπωµέ­νο, ο­λι­σθηρό
ή ανώµαλο.
ε. Κα­τά τις πορείες, τη­ρού­νται συ­νή­θως οι α­κό­λου­θοι ρυθµοί :
(1) Πάνω σε δρόµο, τη µέ­ρα : 4 χλµ. την ώ­ρα.
(2) Πάνω σε δρόµο, τη νύ­χτα : 3 χλµ. την ώρα.
(3) Πάνω σε πο­λύµορ­φο (πα­ντο­δα­πό) έ­δα­φος, τη µέ­ρα : 2 χλµ.
την ώ­ρα
(4) Πάνω σε πο­λύµορ­φο έ­δα­φος, τη νύ­χτα : 1,5 χλµ. την ώρα.
Εί­ναι πάντως αυτο­νό­η­το ότι οι µι­κρές Μο­νά­δες, που κι­νού­
νται α­νε­ξάρτητα, µπο­ρούν να έ­χουν πιο γρή­γο­ρο ρυθµό. Ε­πί­σης, εί­ναι δυ­νατό να
γί­νει κά­ποιος συν­δυασµός αυ­τών των ρυθµών. Για πα­ράδειγµα στο σε­λη­νό­φως,
ό­ταν ο δρόµος που κι­νούµα­στε εί­ναι σε κα­λή κα­τά­σταση, α­κο­λου­θούµε το ρυθµό
της ηµε­ρή­σιας (κι όχι της νυ­χτε­ρι­νής) πο­ρεί­ας.
στ. Ο Δκτής της φά­λαγ­γας πι­θα­νόν ν’ α­πο­φα­σί­σει ότι ο ρυθμός της
πο­ρεί­ας πρέ­πει να µε­ταβλη­θεί - π.χ. να ε­πι­βρα­δυν­θεί, ε­πειδή µια Μονάδα προ­
χω­ρώ­ντας έ­πεσε σε κα­ται­γί­δα, ή να ε­πι­ταχυνθεί, ε­πειδή η υ­φι­στάμενη τα­κτι­κή
κα­τά­στα­ση άλλα­ξε α­προσ­δό­κητα. Αν αποφα­σί­σει κάτι τέ­τοιο, πρώτα ε­νη­με­ρώ­νει
τις Μο­νά­δες που κα­ταλαμ­βά­νουν την ουρά της φά­λαγ­γας (έ­τσι ώστε η προ­ει­δο­
ποί­ηση για την ε­πι­κείµενη αλ­λα­γή να δια­βι­βα­στεί από πίσω προς τα εµπρός)
και τε­λευ­ταί­ο το ρυθμι­στή του βή­μα­τος. Ο ρυθμιστής αλ­λά­ζει τότε το ρυθμό
του, όπως του κα­θο­ρί­στη­κε και ύ­στερα όλη η φά­λαγ­γα αλ­λά­ζει το ρυθμό της
ομα­λά, χά­ρη σ’ αυ­τή την προ­ει­δο­ποί­ηση. Α­ντί­θετα, αν δεν τη­ρη­θεί η πιο πά­νω
δια­δι­κα­σί­α, η ε­πι­βράδυνση του ρυθµού α­πό το ρυθµι­στή βήµα­τος θα προ­κα­λέ­
σει, α­ντίστοι­χα, α­ραί­ωση ή πύ­κνω­ση της φά­λαγ­γας. Ό­ταν εί­ναι δυ­νατό, ο Δκτής
της φά­λαγ­γας α­να­κοινώνει την ε­πι­κείµε­νη αλ­λα­γή ρυθμού στη διάρ­κεια των στά­
σε­ων, έ­τσι ώ­στε να ε­νη­με­ρω­θούν ό­λοι. Καλό εί­ναι ε­πί­σης η αλ­λα­γή του ρυθµού
και µά­λιστα η ε­πι­τά­χυν­ση, να γί­νε­ται κατά Διµοι­ρί­ες και πά­νω σ’ ένα ο­ρι­ζό­ντιο ή
κα­τη­φο­ρικό µέ­ρος του δρόμου που θα ε­ξα­σφα­λί­ζει ά­νετο δια­σκε­λισμό.

4. Ρυθµι­στής Βήµα­τος
α. Ο ρυθµι­στής του βήµα­τος εί­ναι, συ­νήθως, έ­νας Υπξκός που βα­δί­
ζει 4 µε 10 µέ­τρα µπρο­στά α­πό τη Μονάδα του, τη­ρώ­ντας τον προ­κα­θο­ρισµένο
ρυθµό της πο­ρεί­ας (ει­κόνα 4). Το υ­πό­λοιπο τµήµα προσαρµόσει το ρυθµό της
πο­ρεί­ας του στο ρυθµό του ρυθµιστή, αλ­λά δεν είναι υ­πο­χρεωµένο να έ­χει το ί­διο
βήµα µε το ρυθµι­στή.
-14-

Ει­κό­να 4. Ο ρυθ­μι­στής βή­μα­τος τη­ρεί το ρυθ­μό της πο­ρεί­ας

β. Ο ρυθµι­στής του βήµα­τος - γνω­ρί­ζο­ντας το µή­κος του βήµα­τός


του και χρησιµο­ποιώ­ντας το χρο­νόµε­τρο ε­νός ρο­λο­γιού που έ­χει µα­ζί του, κα­νο­
νί­ζει τον α­παι­τούμενο α­ριθμό βηµά­των κα­τά λε­πτό, ώ­στε να δια­τη­ρεί τον προ­κα­
θο­ρισμέ­νο ρυθμό της πορεί­ας. Σαν ρυθµι­στής βήµα­τος ε­κλέ­γε­ται ένας άν­δρας
µέ­σου ύ­ψους, για­τί οι ψη­λοί έ­χουν µε­γά­λο δια­σκε­λισµό και οι κο­ντοί µι­κρό­τε­ρο,
µε α­πο­τέ­λεσμα να κου­ρά­ζουν τη Μονάδα. Ο Αξκός πο­ρεύ­ε­ται στην κε­φα­λή της
φά­λαγ­γας κι ε­πι­βλέ­πει το ρυθμι­στή του βή­μα­τος, ώ­στε να βεβαιώ­νε­ται ότι δια­τη­
ρεί το ρυθμό του στα­θερό.

5. Α­πο­στά­σεις Με­τα­ξύ των Αν­δρών


α. Ο Δκτής της φά­λαγ­γας κα­θο­ρί­ζει τις α­πο­στά­σεις µε­τα­ξύ των
αν­δρών. Οι α­πο­στά­σεις αυτές πε­ρι­λαµβάνονται συ­νή­θως στις ΒΟ­Ε της Μονά-
δας.
β. Η κα­νο­νι­κή α­πό­σταση µε­τα­ξύ των αν­δρών ε­νός σχηµα­τισµού
εί­ναι έ­να µέ­τρο. Ω­στόσο, µια α­πό­σταση µε­γα­λύ­τερη α­πό ένα µέ­τρο προσφέ­ρει
ευ­ρυχω­ρί­α στους άν­δρες κι αυ­τό εν­δεί­κνυ­ται για τις µε­γά­λες πο­ρεί­ες.
γ. Οι α­πο­στά­σεις µε­τα­ξύ των αν­δρών ποι­κίλ­λουν, α­νά­λογα µε την
ο­ρα­τό­τητα και το έ­δα­φος. Κα­τά την ηµέ­ρα, οι α­πο­στά­σεις κα­λό είναι να κυµαί­νο­
νται α­πό δύο ως πέ­ντε µέ­τρα. Ό­ταν η α­πό­σταση εί­ναι µε­γα­λύ­τερη από 5 µέ­τρα,
η φά­λαγ­γα α­πο­κτά υ­περ­βο­λι­κά µε­γάλο µήκος, πράγµα που δυ­σκο­λεύ­ει την
-15-
ά­σκηση της Δκσης. Α­ντί­θετα, όταν η α­πό­σταση εί­ναι µι­κρό­τε­ρη α­πό δύο µέ­τρα,
οι άνδρες α­να­γκά­ζο­νται να ε­λατ­τώ­σουν το βήµα τους, για να µην πέ­φτουν πά­νω
στους προ­η­γούµενους τους. Κα­τά τη νύ­χτα, οι αποστά­σεις πρέ­πει να κυµαί­νο­
νται από ένα ως τρία µέ­τρα, έ­τσι ώ­στε οι άν­δρες να µπο­ρούν να διατη­ρούν την
ε­παφή τους.
Μέσα σ’ αυ­τά τα ό­ρια, οι α­ποστά­σεις µε­τα­ξύ των ανδρών κα­θο­ρί­
ζο­νται από την τα­κτι­κή κα­τά­σταση π.χ. αν το δροµολό­γιο βάλ­λε­ται από σπο­ρα­δι­
κά πυ­ρά του ε­χθρι­κού πυ­ρο­βο­λι­κού, τότε η α­πό­σταση µε­τα­ξύ των αν­δρών κα­θο­
ρί­ζε­ται σε 5 πε­ρί­που µέ­τρα την ηµέ­ρα και 3 µέ­τρα τη νύ­χτα. Ό­ποτε το δροµο­λό­γιο
δεν βάλ­ε­ται, τη­ρού­νται µι­κρό­τε­ρες α­πο­στά­σεις.
δ. Σε συν­θήκες Ρ­ΒΧ πο­λέµου, οι α­πο­στά­σεις µε­γαλώ­νουν για να
µην δί­νε­ται στό­χος.

6. Α­πο­στά­σεις Με­τα­ξύ των Μο­νά­δων


α. Οι α­ποστά­σεις µε­τα­ξύ των Μο­νά­δων κα­θο­ρί­ζο­νται πά­ντα, για να
πε­ριο­ριστεί η τάση της φά­λαγ­γας να πυ­κνώ­νει και ν’ α­ραιώνει και για να αυ­ξη­θεί
η α­πο­τε­λεσµα­τι­κό­τη­τα της πο­ρεί­ας. Ο Δκτής, που δια­τά­ζει την πο­ρεί­α, κα­θο­ρί­ζει
αυ­τές τις α­πο­στά­σεις έ­τσι, ώ­στε να υ­πάρ­χει αρ­κε­τός χώ­ρος µε­τα­ξύ των Μονά-
δων, για τη διευ­κό­λυν­ση των οχηµάτων ό­ταν προ­σπερ­νούν τη φά­λαγ­γα. Για τον
κα­θο­ρισµό των α­πο­στά­σε­ων λαµβά­νο­νται επίσης υπό­ψη το έ­δα­φος, οι καιρι­κές
συν­θή­κες και η τα­κτι­κή κα­τά­σταση.
β. Οι κα­νο­νι­κές α­πο­στά­σεις στις πο­ρεί­ες εί­ναι: 100 µέ­τρα µε­τα­ξύ
Ταγµά­των, 50 µέ­τρα µε­τα­ξύ Λόχων και 20 µέ­τρα µε­τα­ξύ Διµοιριών. Τη νύχτα ή
σε κα­κο­και­ρί­α, οι α­πο­στάσεις ε­λατ­τώ­νο­νται συ­νή­θως στο µι­σό των κα­νο­νι­κών
α­πο­στά­σε­ων, για να διευ­κο­λυν­θεί η ά­σκηση της διοί­κη­σης. Το α­ντί­θε­το συµβαί­
νει την ηµέ­ρα, ό­ταν το δροµο­λό­γιο εί­ναι ε­ξαι­ρετικά ανώµαλο ή ό­ταν η φάλαγ­γα
βα­δί­ζει σε οµα­λό ή α­να­πε­πταµένο έ­δα­φος και βρί­σκε­ται µέσα στο βε­λη­νε­κές του
ε­χθρι­κού ΠΒ. Τότε οι κα­νο­νι­κές α­πο­στά­σεις µε­γα­λώνουν, µε την προ­ϋ­πό­θεση ότι
θα εί­ναι δυ­νατή η ά­σκηση της διοί­κη­σης.
γ. Α­νά­λογα αυ­ξά­νο­νται και σε συν­θή­κες Ρ­ΒΧ πο­λέµου.

7. Πύ­κνω­ση και Α­ραί­ωση της Φά­λαγγας


α. Ο ρυθµός πρέ­πει να µέ­νει στα­θε­ρός για να πε­ριο­ρί­ζε­ται η
πύ­κνωση και η αραίωση (σαν φυσαρµό­νι­κα) των Μο­νά­δων που έ­χουν διά­ταχθεί
σε φά­λαγ­γα πο­ρείας. Γι’ αυτό, η ε­πιτά­χυν­ση ή επι­βρά­δυν­ση του ρυθµού πρέ­πει
να γί­νεται βαθµιαί­α, και α­φού πρώτα προ­ει­δο­ποι­ή­σουµε τη φά­λαγγα ότι πρό­κει­
ται ν’ αλ­λάξει ρυθµό. Αυ­ξοµειώνο­ντας λοι­πόν κα­τάλ­λη­λα τις α­πο­στά­σεις µε­τα­ξύ
των Υπομονάδων της φά­λαγ­γας, α­πο­φεύ­γουµε την πύ­κνωση ή την αραί­ωση
µιας Μονάδας.
-16-

Ει­κό­να 5. Α­πο­στά­σεις με­τα­ξύ των Μο­νά­δων, για την διευ­κό­λυν­ση των ο­χη­μά­των στην
προ­σπέ­ρα­ση.

β. Μέσα στη φά­λαγ­γα, οι άν­δρες κρα­τούν την µετα­ξύ τους α­πό­


σταση, µε την ε­τοιµό­τητα και τη βαθµιαί­α αλ­λαγή του ρυθµού. Κάθε ξαφνι­κή ε­πι­
τά­χυνση του ρυθµού γί­νε­ται όλο και πιο έ­ντονη, όσο προχω­ρεί προς την ουρά
της φά­λαγ­γας, µε α­πο­τέ­λεσµα οι τε­λευ­ταί­οι άν­δρες ν’ α­ναγκα­στούν να δι­πλα­σιά­
σουν το ρυθµό τους ή να µεί­νουν πίσω. Γε­νι­κά, µικρές µε­τα­βολές στην κεφα­λή
της φά­λαγ­γας γί­νο­νται µε­γά­λες στην ουρά της. Η ουρά της φάλαγ­γας εί­ναι η πιο
δύ­σκολη θέ­ση της πο­ρεί­ας. Γι’ αυ­τό το λό­γο, η τά­ξη της πο­ρεί­ας πρέ­πει να µε­τα­
βάλ­λε­ται πε­ριο­δι­κά, έ­τσι ώ­στε στην ουρά της φά­λαγγας να µη βα­δί­ζουν πά­ντα οι
ί­διοι άν­δρες ή οι ί­διες Μονά­δες. Κα­λή πει­θαρ­χί­α σε οµα­λούς δρόµους σηµαίνει:
ί­διος α­ριθµός βηµά­των και στην κε­φα­λή και στην ουρά της φά­λαγ­γας.

8. Στά­σεις
α. Οι στά­σεις πρέ­πει να γί­νο­νται σε κα­νονι­κά δια­στήµα­τα, ώ­στε οι
άν­δρες να ‘χουν την ευκαιρία να ξε­κου­ρά­ζο­νται, να προ­σαρµό­ζουν την ε­ξάρ­τηση
τους και να ι­κα­νο­ποιούν τις φυ­σι­κές ατοµι­κές τους ανά­γκες. Σε κα­νο­νι­κές συν­
θή­κες, η πρώ­τη στάση διαρ­κεί 15 λε­πτά και γί­νε­ται 45 λε­πτά µετά α­πό την εκ­κί­
νηση. Οι επόµε­νες στά­σεις διαρ­κούν 10 λε­πτά και γί­νο­νται µετά από 50 λεπτά
πο­ρεία.
β. Στις µε­γά­λες πο­ρεί­ες γί­νε­ται και µί­α µε­γά­λη στά­ση, του­λά­χι­στον
δί­ω­ρης διάρ­κειας, στα 2/3 πε­ρί­που της δια­δροµής. Η στάση αυ­τή γί­νε­ται για
-17-
τον ίδιο λόγο που γί­νο­νται και οι κα­νο­νι­κές στά­σεις, ταυ­τό­χρονα όµως δί­νει στη
φά­λαγ­γα την ευ­και­ρία ν’ α­να­παυ­τεί αρ­κε­τά και να πάρει συσ­σί­τιο ή ρόφηµα.
γ. Στις πο­ρείες οι Δκτές Μο­νά­δων και Υπομονάδων, κα­θώς και οι
Διµοι­ρίτες, πρέ­πει να εί­ναι ε­φο­διασµέ­νοι µε ρο­λό­για α­κριβεί­ας. Τα ρο­λό­για αυ­τά
πρέ­πει α­πα­ραί­τητα να έ­χουν φω­τει­νούς δί­σκους, για τη νύχτα. Πριν α­πό την
εκ­κί­νηση, ο Δκτής της φά­λαγ­γας δια­τά­ζει να συγ­χρο­νι­στούν όλα τα ρο­λό­για (η
δια­φορά τους δεν θα πρέ­πει να εί­ναι µε­γα­λύ­τερη α­πό 15 δευτε­ρό­λε­πτα).
δ. Κάθε φο­ρά που η φά­λαγ­γα περ­νά­ει α­πό κα­τοικηµέ­νες πε­ριο­χές,
ή ό­ταν χρειαζόµα­στε κάλυψη ή α­πό­κρυψη, αλ­λά­ζουµε το χρό­νο και τον τόπου
ό­που κα­θο­ρί­στηκε να γί­νουν οι κα­νο­νι­κές στά­σεις. Α­πο­φεύ­γουµε τη στάθµευ­ση
σε χω­ριά, ό­που εί­ναι δύ­σκολο να ι­κα­νο­ποι­η­θούν οι φυ­σι­κές α­νά­γκες των στρα­
τιω­τών και δια­λέ­γουµε µια άλλη κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη πε­ριο­χή (Ει­κόνα 6). Α­πο­φεύ­
γουµε ε­πίσης τη στάση σε πρα­νή (πλα­γιές), που βλέπουν προς το µέ­ρος του
ε­χθρού και εί­ναι ε­κτε­θειµένα στην ε­χθρι­κή πα­ρα­τή­ρηση και στα αποµα­κρυσµένα
ε­χθρικά πυρά. Αντίθε­τα, η στάθµευ­ση στα δάση ε­ξα­σφα­λί­ζει την α­πόκρυψη.

Ει­κό­να 6. Πε­ριο­χή κα­τάλ­λη­λη για στά­ση

ε. Ο χρό­νος έ­ναρ­ξης των στά­σε­ων και η διάρ­κειά τους κα­θο­ρί­ζο­νται


στη δια­τα­γή πορεί­ας. Ό­λες οι Μο­νά­δες ή Υπομονάδες µια φά­λαγ­γας πρέπει να
ξε­κι­νούν ή να σταµα­τούν ταυ­τόχρονα κι ακριβώς στον κα­θο­ρισµένο χρό­νο, µετά
α­πό δια­τα­γή του Δκτή της φά­λαγ­γας. Με τη διατα­γή του Δκτή της φά­λαγ­γας, που
-18-
δίνε­ται µε σάλ­πιγ­γα ή µε α­σύρµατο, τα τµήµα­τα βγαίνουν α­πό το δρόµο και τον
α­φήνουν ε­λεύ­θερο σ’ όλη τη διάρ­κεια της στά­σης.
στ. Οι άνδρες δεν επι­τρέ­πε­ται ν’ αποµα­κρύ­νο­νται α­πό την πε­ριο­χή
της Μονάδας τους, πρέ­πει να χαλαρώ­νουν τα σα­κί­δια και να ξε­κου­ρά­ζο­νται.
Ε­πί­σης, για τη βελ­τί­ωση της κυ­κλο­φο­ρί­ας του αίµατος και την α­πο­φυ­γή οιδηµά­
των στα πόδια, πρέπει να κρα­τούν τα πό­δια τους υ­ψωµένα, α­κουµπώ­ντας τα
σε βρά­χους, ανα­χώµα­τα ή κορµούς. Με­τά α­πό λί­γες ώ­ρες πο­ρεί­ας, οι άν­δρες
πρέ­πει να ξα­να­προσαρµό­ζουν τα κορ­δό­νια των αρ­βύ­λων τους και τους ιµά­ντες
του σα­κι­δί­ου.
ζ. Στη διάρ­κεια των στά­σε­ων, οι ε­πι­κε­φα­λείς ε­πι­θε­ω­ρούν τους
άν­δρες και το υ­λι­κό, ενώ οι νο­σο­κόµοι α­σχολού­νται µε την πε­ρί­θαλψη σε ε­πεί­
γου­σες πε­ρι­πτώ­σεις.
η. Τα α­πορ­ρίµµα­τα το­πο­θε­τού­νται σε µικρούς λάκ­κους και σκε­πά­ζο­
νται αµέ­σως. Στις µε­γά­λες στά­σεις και στους προ­σω­ρι­νούς χώρους στάθµευ­σης,
κα­τα­σκευά­ζο­νται βαθιοί λάκ­κοι α­πορ­ριµµάτων.
θ. Έ­να λε­πτό πριν ξα­να­ξε­κι­νή­σει η φά­λαγ­γα, οι Διµοι­ρίτες συ­ντάσ­
σουν τις Διµοι­ρί­ες τους πά­νω στο δρόµο, έ­τσι ώ­στε να ξε­κι­νήσουν α­κριβώς στον
κα­θο­ρισµέ­νο χρό­νο. Η ουρά κάθε Διµοι­ρίας αρ­χί­ζει την πο­ρεί­α ταυ­τό­χρονα µε
την κε­φα­λή της Διµοι­ρίας, για ν’ α­πο­φευ­χθεί η πύ­κνωση ή α­ραί­ω­ση της Μονάδας
ή της Υπομονάδας.

9. Η Από­σταση που Δια­νύ­ε­ται στη Διάρκεια µιας Μέ­ρας


α. Με τον κα­νο­νικό ρυθµό, η φάλαγγα δεν πρέπει να βα­δί­ζει πε­ρισ­
σό­τε­ρο από 8 ώ­ρες τη µέ­ρα, ε­κτός αν πα­ρου­σια­στεί έ­κτα­κτη α­νά­γκη. Κά­τω α­πό
ευ­νο­ϊ­κές συν­θήκες, Συ­ντάγµα­τα, Συ­γκροτήµα­τα Μά­χης, Τάγµα­τα ή µι­κρό­τε­ρες
Μο­νά­δες µπο­ρούν να κα­λύ­ψουν 24 έ­ως 32 χιλ. τη µέ­ρα µε κα­νο­νική πορεί­α. Σε
µια γρή­γο­ρη πο­ρεί­α, ωστόσο, και για µι­κρές α­πο­στά­σεις, µπορεί να δια­τηρη­θεί
έ­νας ρυθµός 6 έ­ως 7 χλµ. την ώρα.
β. Αν εί­ναι ανάγκη να αυξη­θεί ακόµα πε­ρισ­σό­τερο η α­πόσταση που
πρέ­πει να κα­λυφθεί, αυ­ξά­νουµε τον αριθµό των ω­ρών πο­ρεί­ας. Η πο­ρεί­α ο­νοµά­
ζε­ται τό­τε, Σύ­ντονη. Οι µε­γα­λύ­τε­ρες α­πο­στά­σεις που δια­νύ­ο­νται µε σύ­ντο­νες
πο­ρεί­ες εί­ναι: 56 χλµ. σε 24 ώρες, 96 χλµ. σε 48 ώ­ρες, και 120 χλµ. σε 72 ώρες.
Η ε­κτέ­λε­ση µιας σύντο­νης πο­ρεί­ας α­παιτεί µια προ­σπά­θεια µε­γα­λύ­τερη α­πό
την κανο­νι­κή και έ­χει σαν συ­νέ­πεια την κό­πωση της Μονάδας και τη µεί­ωση της
µα­χη­τι­κής της ι­κα­νό­τη­τας. Για το λόγο αυτό, αυ­τές οι πο­ρεί­ες γί­νο­νται µόνο ό­ταν
το ε­πι­βάλ­λουν ε­πεί­γου­σες κα­τα­στά­σεις. Εί­ναι ευ­νό­ητο ότι η πλή­ρης (ό­σο γί­νε­ται)
α­νά­παυση των στρα­τευµά­των πριν από µια σύ­ντονη πορεί­α, θα διευ­κο­λύ­νει
πολύ την εκτέ­λεση της.
γ. Για το σχε­διασµό µιας σύ­ντο­νης πο­ρεί­ας, λαµβά­νουµε υπό­ψη το
έ­δα­φος, την τα­κτι­κή κα­τά­σταση και τις και­ρι­κές συνθή­κες. Παρα­κά­τω πα­ρου­σιά­
ζε­ται έ­νας τρό­πος υ­πο­λο­γισµού µιας σύ­ντο­νης πο­ρεί­ας:
(1) Δεδοµένα (Η­ΜΕΡ-ΩΡΑ-ΜΗΝ: 20 19.00 Μαρτί­ου)
-19-
-Α­πό­σταση 56 χλµ. και­ρός κα­λός.
-ΠΦ 06.00, ΤΦ 19.00, Σε­λή­νη 2 ηµε­ρών.
-Άφι­ξη στον προ­ο­ρισµό µέχρι 22 06.00 Μαρτί­ου.
-Δρόµος και πο­λύµορ­φο έ­δα­φος.
(2) Υ­πο­λο­γισµοί.
-20 χλµ, δρόµος, τα­χύ­τητα 44 χλµ. Ώ­ρες 5
-Γεύµα, ανά­παυ­ση. » 2
-24 χλµ, δρόµος, τα­χύ­τητα 4 χλµ. Ώ­ρες 6
-Δεί­πνο, ανά­παυ­ση. » 5
-6 χλµ, δρόµος τη νύ­κτα, τα­χύ­τητα 3 χλµ. » 2
-6 χλµ, πο­λύµορ­φο έ­δα­φος τη νύ­χτα ταχ. 1,5 χλµ.» 4
Σύ­νολο Ωρών:24

ΤΜHMA 7
ΕΙΔΙ­ΚΗ ΤΕ­ΧΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΩΝ

1. Μέριµνα Α­σθε­νών
α. Στη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας, οι άν­δρες δεν πρέ­πει να βγαί­νουν α­πό
τη φά­λαγ­γα και στη διάρ­κεια των στά­σε­ων δεν πρέ­πει να αποµα­κρύ­νο­νται α­πό
το χώ­ρο της Μονάδας τους, αν δεν έ­χουν ει­δική ά­δεια από το Δκτή τους. Ο επι-
κεφαλής Αξκός ε­ξε­τά­ζει τους άν­δρες που βγή­καν α­πό τις γραµµές τους, και στη
συ­νέ­χεια ή τους δί­νει ένα έγ­γραφο σηµεί­ωµα για το για­τρό ή τους δια­τά­ζει να
συ­νεχίσουν την πο­ρεί­α (Ει­κόνα 7).
β. Στην ουρά της φά­λαγ­γας βα­δί­ζει έ­νας για­τρός, µα­ζί µε το
υ­γειονοµι­κό προ­σω­πι­κό, κι εξε­τά­ζει τους άν­δρες στους οποί­ους έ­χει δο­θεί το
ει­δι­κό σηµεί­ωµα. Ο για­τρός µπο­ρεί να τους ε­πιβι­βά­σει στο υγειονοµι­κό όχηµα ή
να τους α­παλ­λά­ξει, µε­ρι­κά ή ο­λι­κά, από το φόρ­το και τον ο­πλισµό τους, φορ­τώ­νο­
ντάς τον στα οχήµα­τα που έ­χουν δια­τε­θεί για το λό­γο αυ­τό. Ε­πί­σης, πε­ρι­ποιεί­ται
τους ε­λα­φρά άρ­ρω­στους και φρο­ντίζει να γυ­ρίσουν, µε την πρώ­τη ευ­και­ρία, στις
Μο­νά­δες τους (Ει­κόνα 8).
-20-

Ει­κό­να 7. Ο α­σθε­νής παίρ­νει, α­πό έ­ναν Α­ξιω­μα­τι­κό, έ­να έγ­γρα­φο


ση­μεί­ω­μα για το για­τρό.

Ει­κό­να 8. Συ­γκέ­ντρω­ση και πε­ρι­ποί­η­ση α­σθε­νών, με τη φρο­ντί­δα


του υ­γειο­νο­μι­κού προ­σω­πι­κού.
-21-
2. Πορεί­ες σε Δρόµους
α. Τα τµήµα­τα βα­δί­ζουν συ­νή­θως στο δε­ξιό πλευ­ρό του δρόµου
Στην πε­ρί­πτω­ση όµως της φά­λαγ­γας κα­τά δυά­δες, µπορούν να βα­δί­ζουν και στα
δύ­ο πλευ­ρά.
β. Οι δρόµοι α­πό σκυ­ρόδεμα (µπε­τόν) ή ά­σφαλ­το και γε­νικά οι
δρόµοι µε σκληρό ο­δό­στρωµα, συ­νήθως δεν δηµιουρ­γούν εµπό­δια στην πορεί­α.
Ωστόσο, τα οχήµα­τα που κυκλο­φο­ρούν πά­νω σ’ αυ­τούς τους δρόµους, συχνά
α­να­γκά­ζουν τα τµήµα­τα να βα­δί­ζουν έ­ξω απ’ το κα­τά­στρωµα του δρόµου. Γι’
αυ­τό, κα­λό εί­ναι η πο­ρεί­α να γί­νε­ται στα κρά­σπεδα του δρόµου (αν τα κρά­σπεδα
εί­ναι αρ­κε­τά πλα­τιά κι ο καιρός εί­ναι κα­τάλ­ληλος) γιατί έτσι και ο βηµα­τισµός γί­νε­
ται πιο ά­νε­τος και η κυ­κλο­φο­ρί­α των οχηµά­των πιο εύ­κολη.
γ. Ε­πειδή τα κρά­σπεδα του δρόµου σπά­νια εί­ναι αρ­κετά πλατιά για
µια πο­ρεί­α, η κυ­κλο­φο­ρία οχηµάτων σε µη βελ­τιωµέ­νους δρόµους (ι­δί­ως ό­ταν
το έ­δα­φος εί­ναι λα­σπωµένο και υ­πάρ­χει σκόνη) πα­ρε­νο­χλεί συ­νε­χώς την πε­ζο­
πόρο φά­λαγ­γα που βα­δί­ζει ε­κεί την ί­δια ώρα. Στην αρ­χή, το κα­τά­στρωµα ε­νός
δρόµου µπο­ρεί να εί­ναι κα­τάλ­ληλο για πορεί­α. Μετά τη διέλευση ε­νός σηµα­ντι­
κού α­ριθµού αν­δρών και οχηµά­των, όµως, µπορεί να προ­κα­λέ­σει δυ­σκο­λί­ες στο
βά­δισµα. Για ν’ α­ντιµε­τω­πί­σουµε αυ­τές τις δυ­σκο­λίες, µε­γα­λώ­νουµε τις α­πο­στά­
σεις µε­τα­ξύ των αν­δρών, ώ­στε να έ­χουµε την ευχέρεια και τη δυ­να­τό­τητα να
διαλέξουµε το κα­τάλ­λη­λο τµήµα του ε­δά­φους, ό­που θα βα­δί­σουµε.
δ. Στη διάρ­κεια µιας πο­ρεί­ας, τα τµήµα­τα εί­ναι συ­χνά υποχρεωµένα
να κι­νού­νται συ­νε­χώς - ή για το µε­γα­λύ­τερο διά­στηµα - πά­νω σε δρόµους. Σ’
αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση και εφόσον το ε­πι­τρέ­πει η τα­κτι­κή κα­τά­σταση, θα πρέ­πει
να το­πο­θε­τη­θούν έ­γκαι­ρα προ­ει­δοποι­η­τι­κές πι­να­κί­δες για την ε­νηµέ­ρωση των
οχηµά­των που κυ­κλο­φο­ρούν. Η το­πο­θέ­τηση των πι­να­κί­δων αυ­τών πρέ­πει να
γίνεται σε συ­νερ­γα­σία µε τη στρα­τιω­τι­κή αστυνοµί­α, τις αστυνοµι­κές αρχές και τα
ΤΕ της πε­ριο­χής.
ε. Ό­ταν ένα τµήµα (πχ έ­νας Λόχος) βα­δί­ζει στο δε­ξιό πλευ­ρό του
δρόµου και φτά­νει σε µια δια­σταύ­ρωση πυ­κνής κυ­κλο­φο­ρί­ας, για ν’ αλ­λάξει
κα­τεύ­θυν­ση και να κι­νη­θεί προς τον α­ρι­στερό δρόµο, ο Δκτής δια­τά­ζει την
ε­φαρµογή της α­κό­λουθης δια­δι­κα­σί­ας: Με τη διαταγή του Διµοι­ρίτη, κάθε Διµοι­
ρία κά­νει κλίση επ’ αριστερά και βα­δί­ζει, πα­ρατε­ταγµέ­νη, προς την α­ρι­στε­ρή
πλευ­ρά του δρόµου. Ε­κεί, µε µια κλίση ε­πί δε­ξιά, παίρ­νει ξανά το σχηµα­τισµό
φά­λαγ­γας και ξε­κινά για να περά­σει τη δια­σταύ­ρωση. Ό­ταν και η ουρά έ­χει πια
περά­σει τη δια­σταύ­ρωση, η Διµοι­ρία ε­νερ­γεί α­ντί­στροφα: περ­νά­ει ξανά στη δε­ξιά
πλευρά του δρόµου και συ­νε­χί­ζει την πορεί­α της κα­νο­νικά. Οι κινή­σεις αυ­τές ε­πι­
τρέ­πουν στα τµήµα­τα να περ­νούν α­πό διασταυ­ρώ­σεις, χω­ρίς να δια­τα­ράσ­σουν
ι­διαί­τε­ρα την κυ­κλο­φο­ρί­α. Πά­ντως, στη διάρ­κεια των πλευ­ρι­κών κι­νή­σε­ων που
α­ναφέραµε, πρέπει απα­ραί­τη­τα να υ­πάρ­χουν τρο­χονόµοι, στην κε­φαλή και την
ουρά της Διµοι­ρίας, για να σταµατούν την κυκλο­φο­ρί­α.

3. Πο­ρεί­ες σε Πο­λύµορφο Έ­δα­φος


α. Η πορεί­α σε πολύµορ­φο έ­δα­φος χρησιµο­ποιεί­ται, γε­νι­κά, ό­ταν
τα τµήµατα πρό­κει­ται να κι­νη­θούν προς την πε­ριο­χή της µά­χης. Για µια τέ­τοια
-22-
πο­ρεί­α χρειά­ζε­ται µε­γαλύ­τερη ε­πί­βλε­ψη, ε­ξαιτί­ας του µι­κρό­τε­ρου βαθµού προ­
γραµµα­τισµέ­νου και προ­σω­πι­κού ε­λέγ­χου, πε­ρισ­σο­τέ­ρων εµποδίων και α­πρό­
βλε­πτων δυ­σχε­ρειών. Η πο­ρεί­α σε πο­λύµορ­φο έ­δα­φος εί­ναι συ­νή­θως αρ­γή και
ο σχηµατισµός της ε­ξαρ­τά­ται α­πό τις περιστάσεις. Η αύ­ξηση των α­πο­στά­σε­ων
µε­τα­ξύ των ανδρών και των Μο­νά­δων, επιµη­κύ­νει τη φά­λαγ­γα κι έ­τσι κάνει
δυ­σκο­λότερο τον έ­λεγ­χο της. Εί­ναι όµως ε­πι­βε­βληµένη, για­τί κάθε άν­δρας µπο­
ρεί έτσι να δια­λέ­ξει το κα­τάλλη­λο κάθε φο­ρά µέ­ρος του ε­δά­φους. Ο έ­λεγ­χος γί­νε­
ται ευ­κο­λό­τερα, ό­ταν χρησιµο­ποιού­νται όλα τα µέσα ε­πι­κοι­νω­νί­ας.
β. Σε µια πο­ρεί­α σε πολύµορ­φο έ­δα­φος, η πύκνωση ή η α­ραί­ω­ση
της φά­λαγ­γας (Κεφ. Γ Τµ. 5, παρ. 7) µπο­ρεί να ε­ξε­λι­χθεί σε σοβα­ρό πρό­βληµα,
ε­ξαι­τί­ας της κούρασης των ανδρών και του µειωµένου βαθµού ε­λέγ­χου. Τα αίτια
της τά­σης αυ­τής για πύ­κνωση και α­ραίωση εί­ναι η έλ­λει­ψη ε­πί­πεδου ή οµα­λού
εδάφους, ο αυξηµέ­νος φόρ­τος που µε­τα­φέ­ρουν τα τµήµα­τα, και τα κω­λύµα­τα
που συ­να­ντούν. Τα στενά πε­ράσµα­τα και τα χα­ρα­κτη­ρι­στικά σηµεί­α του εδά-
φους, που βάλ­λο­νται α­πό το ΠΒ, πρέ­πει να πα­ρακάµπτο­νται, αν το ε­πι­τρέ­πει η
τα­κτι­κή κατάσταση. Ωστόσο η διά­βα­ση ε­νός στε­νού πε­ράσµα­τος, ε­νός ρεύµα­τος
ή ε­νός εµπο­δί­ου, µπο­ρεί να ε­πιβάλ­λε­ται από την κα­τά­σταση. Τό­τε, ο Δκτής πρέ­
πει να δια­τά­ξει µια µι­κρή στάση για τη λή­ψη κανονι­κών αποστά­σε­ων, κα­τά τη
διάβαση (Ει­κόνα 9).

Ει­κό­να 9. Με­τά τη διά­βα­ση ε­νός ε­μπο­δί­ου, ο Δκτής δια­τά­ζει μια μι­κρή στά­ση, για να
πυ­κνώ­σουν τα τμή­μα­τα
-23-
4. Νυ­χτε­ρινή Πο­ρεί­α
α. Οι νυ­χτε­ρι­νές πο­ρεί­ες ε­ξα­σφα­λί­ζουν την απόκρυψη α­πό την ε­να­
έ­ρια και ε­πί­γεια πα­ρα­τήρηση και κά­ποια ε­παρ­κή α­σφά­λεια α­πό τις α­ε­ρο­πο­ρι­κές
ε­πι­θέ­σεις. Μ’ αυ­τές, ε­ξάλ­λου, α­πο­φεύ­γουµε την υ­περ­βο­λι­κή ζέ­στη της ηµερησί­ας
πο­ρεί­ας. Προτού ε­κτε­λε­στεί µια νυ­χτερι­νή πο­ρεί­α κι όσο εί­ναι ακόµα µέ­ρα, γί­νε­ται
λεπτοµε­ρεια­κή α­να­γνώριση του δροµολο­γί­ου και της πε­ριοχής προ­ο­ρισµού της
πορεί­ας. Όταν αυ­τό εί­ναι α­δύ­να­το, η α­να­γνώ­ριση γί­νε­ται α­πό το χάρ­τη. Ε­πί­σης,
παίρ­νουµε ει­δι­κά µέ­τρα για την τή­ρηση της σω­στής κα­τεύ­θυν­σης και της ε­πα­φής
µέσα στη Μονάδα. Χρησιµο­ποιούµε, για παρά­δειγµα, ο­δη­γούς και συνδέσµους.
Στη συ­νέ­χεια, συ­ντάσ­σουµε ένα πρό­χει­ρο σχε­διά­γραµµα. Σ’ αυ­τό σηµειώνουµε
το δροµο­λό­γιο, τα ευ­διά­κριτα χα­ρακτη­ρι­στικά σηµεί­α του ε­δά­φους που βρί­σκο­
νται κο­ντά στο δροµο­λό­γιο και α­να­γνω­ρί­ζο­νται εύ­κολα τη νύ­χτα, συµβο­λές και
δια­σταυ­ρώ­σεις των δρόµων. Σηµειώ­νουµε, τέ­λος, ο­ποια­δή­ποτε άλ­λα ευ­διά­κρι­τα
χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά σηµεί­α, κα­θώς και τις α­πο­στά­σεις των σπου­δαιό­τε­ρων χα­ρα­κτη­
ρι­στι­κών σηµεί­ων α­πό το ΑΣΔ.
β. Ό­ταν η κα­τά­στα­ση ε­πι­τρέ­πει να γί­νει α­ναγνώρι­ση, το δροµο­λό­γιο
πρέ­πει να ε­πι­σηµαί­νε­ται. Στις συµβο­λές και δια­σταυρώ­σεις των δρόµων, το­πο­
θε­τού­νται ο­δηγοί ή φωτει­νά σήµα­τα που δεί­χνουν το σω­στό δροµο­λό­γιο. Αν η
ε­πι­σήµαν­ση του δροµο­λο­γί­ου δεν µπο­ρεί να γίνει α­πό πριν, χρησιµο­ποιούνται
ο­δη­γοί που συνο­δεύουν το ε­πι­κε­φα­λής τµήµα και τοπο­θε­τού­νται στα ε­πί­και­ρα
σηµεί­α, για να δεί­χνουν το σωστό δροµο­λό­γιο στις Μο­νά­δες που α­κο­λου­θούν.
Με­τά τη διέ­λευση της φά­λαγ­γας, φρο­ντί­ζουµε για την πε­ρι­συλ­λογή των ο­δη­γών
και των σηµά­των.
γ. Για να τη­ρή­σουµε τη σω­στή κα­τεύ­θυν­ση, χρησιµο­ποιούµε ο­δηγούς
- α­πό φι­λικά προσκείµε­νους πο­λί­τες ή α­πό άλ­λες Μο­νά­δες - που εί­ναι εξοι­κειωµέ­
νοι µε το δροµο­λό­γιο. Ε­πί­σης, προ­τιµάµε ένα δροµο­λό­γιο που έ­χει α­ναγνωρι­στεί
καλά - ακόµα κι αν εί­ναι αρ­κετά µε­γα­λύ­τερο και το ε­λέγ­χουµε συχνά. Τέ­λος,
εκµεταλ­λευόµα­στε στο έ­πα­κρο τα µέσα ε­πι­κοι­νω­νί­ας που διαθέ­τουµε.
δ. Τη νύ­χτα χρησιµο­ποιούµε τους σχηµα­τισµούς ε­κεί­νους που
χρησιµο­ποιούµε και τη µέ­ρα, µε τη δια­φορά ότι ε­λατ­τώ­νουµε στο µι­σό τις α­πο­στά­
σεις µε­τα­ξύ των αν­δρών και των τµηµά­των, ώ­στε να δια­τη­ρούν την ε­πα­φή τους.
Για τη διατή­ρη­ση της ε­πα­φής µε την προ­πο­ρευόµε­νη Μονάδα χρησιµο­ποιού­νται
σύν­δεσµοι.
ε. Ό­ταν τα τµήµα­τα που κά­νουν µια νυχτε­ρι­νή πο­ρεί­α, είναι α­να­
γκασµένα να κι­νού­νται διαρ­κώς - ή για ένα διά­στηµα - πά­νω σε δρόµους, τότε
µπρο­στά και πίσω από τη φά­λαγ­γα πρέπει να υ­πάρ­χουν προ­ει­δο­ποι­η­τι­κές πι­να­
κίδες (α­πό α­ντανα­κλώµενο φω­τεινό υ­λι­κό), για να ε­νηµε­ρώ­νουν τα οχήµα­τα που
κυ­κλοφο­ρούν. Αυτό βέ­βαια γί­νε­ται µόνο ό­ταν το ε­πι­τρέ­πει η τα­κτική κα­τά­σταση.
Α­νά­λογα, ό­ταν εί­ναι ε­πι­τρε­πτό, το­πο­θε­τούµε η­λε­κτρι­κούς φα­νούς ή φα­νούς θυέλ­
λης για µε­γα­λύ­τερη προ­στα­σί­α των πε­ζο­πό­ρων τµηµά­των. Τέ­λος, ό­ταν εί­ναι πρα­
κτικό, ο­ρί­ζουµε έ­να όχηµα που θ’ α­κο­λου­θεί στην ουρά της φά­λαγ­γας, για να την
προ­στα­τεύ­ει α­πό τα προ­σπεράσµα­τα των οχηµά­των που κυ­κλο­φο­ρούν.
-24-

ΤΜΗ­ΜΑ 8
ΚΑ­ΘΗ­ΚΟ­ΝΤΑ Η­ΓΗΤΟΡΩΝ

1. Γε­νι­κά
Πριν α­πό την πο­ρεί­α, ό­λοι οι η­γή­το­ρες βε­βαιώνονται ότι οι άν­δρες τους
βρί­σκο­νται, α­πό κάθε πλευ­ρά, στην καλύ­τε­ρη δυ­νατή κα­τά­σταση. Α­νά­λογα, στη
διάρ­κεια της πο­ρεί­ας, ε­πι­βλέ­πουν τους άν­δρες τους, ώ­στε να δια­τη­ρού­νται στην
ί­δια κα­τά­στα­ση.

2. Κα­θή­κοντα Δκτή Λόχου


α. Μό­λις πά­ρει την προ­ει­δο­ποι­η­τική δια­τα­γή (Κεφ. ΣΤ, πα­ραγρ. 2),
ο Δκτής του Λόχου υ­πενθυµί­ζει στους άν­δρες του όλες τις ο­δη­γί­ες που εφαρµό­
ζο­νται στις πορεί­ες, και δια­τάζει τους Διµοι­ρίτες να προ­ε­τοιµά­σουν τις Διµοι­
ρί­ες τους για την πορεί­α. Ό­ταν πάρει τη δια­ταγή πορεί­ας, ο Δκτής του Λόχου
ε­πιβλέ­πει τους Διµοι­ρίτες, την ώρα που ε­πι­θε­ω­ρούν τους άν­δρες τους για τυ­χόν
τραύµα­τα ή α­σθέ­νειες, και δί­νει ο­δη­γί­ες για τα υ­λι­κά που πρέ­πει να µε­τα­φερ­θούν.
Αν ο Λόχος πρό­κει­ται να ε­κτε­λέ­σει µό­νος την πορεί­α, ο Δκτής του Λόχου δια­λέ­
γει το δροµο­λό­γιο, στέλ­νει την οµάδα α­ναγνώ­ρι­σης του δροµο­λο­γί­ου και εκ­δί­δει
τη δια­ταγή πο­ρεί­ας. Αν ο Λόχος πρό­κει­ται να ε­κτελέ­σει την πο­ρεί­α σαν τµήµα
µιας µε­γα­λύ­τε­ρης Μονάδας, ο Δκτής εκ­δί­δει τη δια­τα­γή πο­ρεί­ας κι επι­βλέ­πει την
προ­ε­τοιµα­σί­α του Λόχου του για την πο­ρεί­α. Οι άν­δρες που δεν µπο­ρούν να
πα­ρα­κο­λου­θή­σουν την πορεί­α, από τραυµα­τισµούς ή αρ­ρώ­στιες, µέ­νουν πίσω
ή µε­τα­φέ­ρο­νται µε οχήµα­τα. Πριν α­πό την πο­ρεί­α, οι οµα­δάρ­χες ε­πι­θε­ω­ρούν την
υ­γιει­νή κα­τά­στα­ση των ανδρών, κα­θώς και την ε­ξάρ­τηση και το φόρ­το τους (δηλ.
την πλη­ρό­τη­τα, την κα­τά­στα­ση και την προ­σαρµο­γή τους). Στη διάρ­κεια της επι­
θε­ώ­ρη­σης, οι Διµοι­ρίτες και οι Δκτές των Λόχων ε­πι­βλέ­πουν τους Οµα­δάρ­χες.
β. Α­να­γνω­ρί­ζει το δροµολό­γιο που ο­δη­γεί προς το Αρχι­κό Σηµεί­ο
Διέλευ­σης και ταυ­τό­χρο­να υ­πο­λο­γί­ζει πόσο χρόνο χρειά­ζε­ται ο Λόχος του για να
φτά­σει στο ΑΣΔ α­πό το χώ­ρο στάθµευ­σης του. Με τον τρό­πο αυ­τό, µπο­ρεί να
κα­θο­ρί­σει το χρόνο της συ­γκέντρω­σης του Λόχου και της κίνησης προς το ΑΣΔ,
ώστε να απο­φύ­γει την ά­σκοπη κα­θυ­στέ­ρηση κι α­ναµονή στο χώρο του Λόχου ή
στο ΑΣΔ.
γ. Δεν έ­χει µια κα­θο­ρισµένη θέση στο σχηµα­τισµό του Λόχου. Αντί-
θετα, εί­τε α­κο­λου­θεί στην ουρά εί­τε µε­τα­κι­νεί­ται σ’ ό­ποιο σηµεί­ο του ε­πι­τρέπει
να ε­πι­βλέ­πει και να διοι­κεί το Λόχο όσο καλύ­τε­ρα γί­νε­ται, πα­ρακολου­θώ­ντας την
τή­ρη­ση του κα­θο­ρισµέ­νου ρυθµού πο­ρεί­ας, Ε­λέγ­χο­ντας αυ­τούς που βγαί­νουν
απ’ τη φά­λαγ­γα (αν έ­χουν δηλ. έγ­γραφο σηµεί­ωµα απ’ το Διµοι­ρίτη τους) και
προ­λα­βαί­νοντας τη διαρ­ροή των αν­δρών. Κα­θο­ρί­ζει - ε­πί­σης τη θέση που θα έχει
στη φά­λαγ­γα η οµά­δα Δκσης του Λόχου.
δ. Κα­τά την κί­νηση του Λόχου προς το ΑΣΔ, ο Δκτής µπαί­νει
συ­νήθως ε­πι­κε­φα­λής µέ­χρι το ΑΣΔ και παραµέ­νει στο σηµεί­ο αυ­τό για να ε­λέγ­ξει
(ενώ περ­νά­ει ο Λόχος) το σχηµα­τισµό, τις αποστά­σεις µε­τα­ξύ των αν­δρών και
-25-
των Διµοιριών, και τους φόρ­τους. Το ί­διο κά­νει κι ό­ταν ο Λόχος ξε­κινά µετά α­πό
κάθε στά­ση, εί­τε µι­κρή εί­τε µε­γάλη. Στις στά­σεις, ε­πι­βλέ­πει την ε­πι­θε­ώ­ρηση των
πο­διών των αν­δρών, που γί­νε­ται α­πό τους υ­φι­σταµέ­νους του, την ε­φαρµογή των
πε­ριορισµών στη χρήση του νε­ρού, κα­θώς και την α­σφά­λεια και προ­σαρµογή
των φόρ­των. Ε­ξε­τά­ζει ε­πί­σης γε­νι­κά την υ­γιει­νή κα­τά­στα­ση των αν­δρών του, για
να εξου­δε­τε­ρώ­σει µε κα­τάλ­λη­λες ε­νέρ­γειες τα αί­τια που προ­κα­λούν φλύ­κται­νες
φυ­σα­λί­δες ή άλ­λες βλάβες, ή σε σο­βα­ρές πε­ρι­πτώ­σεις να ε­πι­τρέ­ψει την έξοδο
α­πό τη φά­λαγγα του αρ­ρώ­στου για να δο­θεί η εν­δε­δειγµέ­νη θε­ρα­πεία.
ε. Προς το τέ­λος της πορεί­ας, µπαί­νει ε­πι­κε­φα­λής και ο­δη­γεί το
Λόχο του στην περιοχή συγκέ­ντρω­σής του, χω­ρίς να επι­τρέ­πει καµιά κα­θυ­στέ­
ρηση όση ώρα κινεί­ται για να βγει έ­ξω α­πό το δρόµο. Με­τά τη δια­σπορά των
Διµοιριών στις πε­ριο­χές τους, επι­βλέ­πει για την α­νά­παυση και το συσ­σί­τιο των
αν­δρών, παίρνει µέτρα για την προ­στα­σί­α α­πό πυρ­κα­γιές κι άλ­λους κιν­δύ­νους,
και βεβαιώ­νε­ται ό­τι οι άν­δρες του φρο­ντίζουν για τα πό­δια τους και το υ­λικό
τους.

3. Κα­θή­κοντα Υ­πο­διοι­κητή Λόχου


Ο Υδκτής του Λόχου βο­η­θά­ει το Δκτή του, ό­πως κα­θο­ρί­ζε­ται στις
σχετικές ΒΟ­Ε και τους κα­νο­νισµούς. Στις πο­ρείες, ο Υδκτής ο­δη­γεί το Λόχο
πάνω στο δροµο­λό­γιο που έ­χει χα­ρα­χτεί, µε τον ε­πι­θυµητό ρυθµό. Ε­πι­βλέ­πει
το ρυθµι­στή του βήµα­τος, τη­ρεί τις στά­σεις, και συ­νε­χίζει την πο­ρεί­α σύµφω­να
µε το χρο­νι­κό πί­να­κα της δγης πο­ρεί­ας. Ε­πί­σης το­πο­θε­τεί και ε­πι­βλέ­πει τους
τροχονόµους. Στο τέ­λος της πο­ρεί­ας, α­φού κα­θο­ρί­σει τη θέση των µα­γει­ρεί­ων
και α­φο­δευ­τη­ρί­ων, ε­πιβλέ­πει την ε­γκα­τά­σταση και τη λει­τουρ­γί­α τους.

4. Κα­θή­κοντα Διµοι­ρίτη
α. Μό­λις πά­ρει την προ­ει­δο­ποι­η­τι­κή δια­τα­γή, ο Διµοι­ρίτης ε­πι­βλέ­πει
τους Οµα­δάρ­χες, την ώρα που ε­πι­θε­ω­ρούν τους άν­δρες τους.
β. Μό­λις εκ­δο­θεί η δγή πορεί­ας, ε­νηµε­ρώνει τη Διµοι­ρία του για το
χρό­νο έ­ναρ­ξης και τη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας, για το σχηµα­τισµό και τα δια­στήµα­τα,
για το ρυθµό και τις στά­σεις, και για το φόρ­το που θα µε­τα­φέρουν. Ύ­στερα ε­πι­
βλέ­πει τους Οµα­δάρ­χες, την ώ­ρα που ε­πι­θε­ωρούν τα πό­δια των αν­δρών τους, κι
ε­λέγ­χει τους φόρτους. Α­να­πτύσ­σει λε­πτοµε­ρεια­κά στους άνδρες του τις ο­δηγί­ες
που α­φο­ρούν την πει­θαρ­χί­α, τη χρήση του νε­ρού, τη διαρ­ρο­ή των αν­δρών, την
αλ­λαγή των καλ­τσών, και πως να πε­ρι­ποιού­νται τις φλύ­κται­νες και τις εκδο­ρές
των πο­διών. Η πο­ρεία µπο­ρεί να πα­ρου­σιά­ζει και ειδικά προ­βλήµατα - λ.χ.
ό­ταν γί­νε­ται σε βουνά ή πυ­κνά δάση, ό­ταν η ζέ­στη εί­ναι υ­περ­βο­λι­κή και το κρύο
βαρύ, ό­ταν υ­πάρ­χει κίν­δυ­νος α­πό δη­λη­τηριώ­δη φυ­τά έ­ντοµα ή ερ­πετά, ό­ταν οι
συν­θή­κες ευ­νο­ούν την α­νάπτυ­ξη πυρ­κα­γιάς στα δάση, ό­ταν η κυ­κλο­φο­ρί­α είναι
µε­γάλη, κτλ. Σε τέ­τοιες πε­ρι­πτώσεις, α­να­πτύσ­σει ακόµη και τις ει­δι­κές για κά­θε
πε­ρί­πτω­ση ο­δη­γί­ες, ε­νηµε­ρώνει τη Διµοι­ρία για τις σχε­τι­κές συ­νέ­πειες και το­νίζει
τα α­ντί­στοι­χα προ­στα­τευ­τι­κά µέ­τρα.
-26-
γ. Πριν α­πό την πο­ρεί­α, ε­πι­θε­ω­ρεί τα σα­κί­δια, το υ­λικό και την ε­ξάρ­
τηση, για να βε­βαιω­θεί ότι έ­χουν προ­σαρμο­στεί κα­λά. Το σα­κί­διο πρέπει να εί­ναι
το­πο­θετημένο όσο το δυ­νατό ψη­λό­τε­ρα.
δ. Κα­τά την κί­νηση α­πό την πε­ριο­χή συ­γκέ­ντρω­σης του Λόχου προς
το ΑΣΔ, ο Δρί­της µπαίνει ε­πι­κε­φα­λής της Διµοι­ρίας του, κρα­τάει την κα­νο­νική
α­πό­σταση α­πό την προ­η­γούµε­νη Διµοι­ρία και φρο­ντί­ζει οι άν­δρες του να τηρούν
τον κα­θο­ρισµένο βηµα­τισµό και τα µε­ταξύ τους δια­στήµα­τα. Στη συ­νέ­χεια, βα­δί­
ζει κατά κα­νό­να στην ουρά της Δρίας του, αν και µπο­ρεί να µε­τακι­νη­θεί σ’ ο­ποια­
δή­πο­τε άλ­λη θέ­ση, αν του ε­πι­τρέ­πει να ε­πι­βλέ­πει και να κα­τευθύ­νει κα­λύ­τε­ρα
τους άν­δρες του. Τέ­λος, ό­ταν πλη­σιάζει η ώ­ρα της ε­πα­φής µε τον ε­χθρό, βα­δί­ζει
ε­κεί απ’ ό­που θα µπορέ­σει να διοι­κή­σει κα­λύ­τε­ρα τη Δρία του ή εκεί που θα τον
δια­τάξει ο Δκτής του Λόχου. Στη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας, πρέ­πει να προλα­βαί­νει
τη διαρ­ροή της φά­λαγ­γας και να κρα­τά­ει τον κα­θο­ρισµένο ρυθµό. Στις στά­σεις,
φρο­ντί­ζει να βγουν οι άνδρες του απ’ το δρόµο, για να ξε­κου­ρα­στούν όσο περισ­
σό­τε­ρο γί­νε­ται. Ένα λε­πτό πριν ξα­ναρ­χίσει η πο­ρεί­α, συ­ντάσ­σει τη Δρία του στο
δρόµο για ν’ α­πο­φύ­γει την κα­θυ­στέ­ρηση της φά­λαγ­γας.
ε. Αν έ­νας ο­πλίτης της Δρίας του δεί­ξει ότι δεν εί­ναι σε θέση να συ­νε­
χί­σει την πο­ρεί­α, τον ε­ξε­τά­ζει προ­σω­πι­κά. Αν βε­βαιω­θεί ότι εί­ναι άρ­ρωστος, του
δί­νει γρα­πτή άδεια για να του δο­θεί η α­νά­λογη ιατρι­κή περί­θαλ­ψη. Αν όµως κα­τα­
λάβει ό­τι προ­σποιεί­ται, τον διατά­ζει να συ­νε­χί­σει την πο­ρεί­α του.
στ. Προς το τέ­λος της πο­ρεί­ας, µπαί­νει ε­πι­κε­φα­λής και ο­δη­γεί τους
άν­δρες του στο χώρο κα­ταυ­λισµού. Ε­κεί ε­πι­βλέ­πει ξα­νά τους Οµα­δάρ­χες, την
ώρα που ε­πι­θε­ω­ρούν τα πό­δια των ανδρών τους, και φροντί­ζει να δο­θεί σύ­ντοµα
ιατρι­κή πε­ρί­θαλ­ψη ό­που χρειά­ζε­ται. Κα­τό­πιν οι άν­δρες ε­λέγ­χουν τα υ­λι­κά τους
και ξεκου­ρά­ζο­νται όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο γί­νε­ται. Ο Δρί­της βο­η­θά­ει σ’ αυ­τό, δια­σκορ­
πί­ζο­ντας τη Δρία στους καλυµµέ­νους χώ­ρους της πε­ριο­χής του, αµέσως µετά το
τέ­λος της πο­ρεί­ας.

5. Κα­θή­κοντα του Βοηθού Διµοι­ρίτη


Στις πο­ρεί­ες, ο βο­η­θός Δρί­τη, βα­δί­ζει στην κε­φα­λή της Δρίας του.
Ωστόσο, ό­ταν ο Δρίτης φύ­γει από την ουρά της Δρίας για µε­γά­λο χρο­νι­κό διά­
στηµα, ο βο­η­θός του κι­νεί­ται στην ουρά τους Δρίας και προ­σέ­χει αν οι άν­δρες
βα­δί­ζουν µε κα­νο­νι­κό ρυθµό ή αν υ­πάρχουν διαρ­ρο­ές. Προς το τέ­λος της πο­ρεί­
ας, ο βο­η­θός µέ­νει στην ουρά της Δρίας, για όσο διά­στηµα ο Δρί­της και οι Οµα­
δάρχες θα εί­ναι ε­πι­κε­φα­λής των αν­δρών τους.

6. Κα­θή­κοντα του Ε­πι­λο­χί­α


Σ’ όλη τη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας, ο Επι­λο­χί­ας βα­δί­ζει στο τέ­λος του
Λόχου. Ωστόσο, λί­γο πριν το τέ­λος της πορεί­ας, µε­τα­κι­νεί­ται και µπαί­νει επικε-
φαλής της οµά­δας διοί­κη­σης του Λόχου. Ό­σην ώ­ρα βρί­σκε­ται στην ουρά του
Λόχου, βο­η­θά­ει τον Δκτή του στη διοί­κηση και ε­πί­βλε­ψη του Λόχου, προ­σέ­
χοντας ταυ­τό­χρονα να µην υ­πάρ­ξουν διαρ­ρο­ές.
-27-
7. Κα­θή­κοντα του Οµα­δάρ­χη
α. Μό­λις πά­ρει την προ­ει­δο­ποι­η­τική δια­τα­γή, ο Οµα­δάρχης ε­πι­θε­ω­
ρεί τη φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση των αν­δρών του. Αν έ­νας στρα­τιώ­της εί­ναι τραυµα­τισµέ­
νος ή άρ­ρω­στος, τόσο που να µην µπορεί να πά­ρει µέ­ρος στην πο­ρεί­α, τότε ο
Οµα­δάρχης το α­να­φέρει στο Δρί­τη του.
β. Μό­λις ο Δρί­της κοι­νο­ποι­ή­σει τη δια­τα­γή πο­ρεί­ας, ο Οµα­δάρχης
α­να­κοι­νώνει στους άν­δρες τη στολή και το υ­λι­κό που θα έ­χουν µα­ζί τους. Δεί­χνει
στους άν­δρες του πως να προ­σαρµό­σουν την ε­ξάρ­τηση και το σακί­διό τους, πως
να συ­σκευάσουν το σα­κί­διο και πως να µε­τα­φέ­ρουν τα υ­λι­κά. Ε­πι­θε­ω­ρεί πρώ­τα
τα άρ­βυ­λα, για να βε­βαιω­θεί ότι εί­ναι κατάλληλα κι ότι ε­φαρµό­ζουν κα­λά. Ύ­στερα
ε­πι­θε­ω­ρεί τις κάλ­τσες για να βε­βαιω­θεί ότι βρί­σκο­νται σε καλή κα­τά­στα­ση και δεν
έ­χουν τρύ­πες ή ε­πι­διορ­θωµένα µέ­ρη που µπο­ρούν να δηµιουρ­γή­σουν πληγές.
Φροντίζει, ώ­στε κάθε στρα­τιώ­της να έ­χει µα­ζί του ένα ζευ­γάρι κάλ­τσες πα­ρα­
πά­νω. Ο ί­διος (ή ο βο­η­θός του) πρέ­πει να ‘χει µα­ζί του ένα κου­τί σκόνη για τα
πό­δια, γά­ζα λευ­κο­πλά­στη και δι­σκί­α αλά­τι. Τέ­λος, βε­βαιώ­νε­ται ότι ό­λοι οι άν­δρες
έ­χουν γεµί­σει τα υ­δρο­δο­χεία τους νερό, κι ότι έ­χουν πά­ρει όλα τα προ­βλεπόµε­να
υ­λικά.
γ. Βαδί­ζει στην κεφαλή της φά­λαγ­γας, κρα­τώ­ντας την κα­νο­νι­κή α­πό­
σταση α­πό τον προ­η­γούµενο άν­δρα, και προ­σέ­χει αν οι άνδρες του κρα­τούν
τις προ­κα­θο­ρισµέ­νες α­πο­στά­σεις. Στις στά­σεις, προ­σαρµό­ζει το υ­λι­κό και, αν
υ­πάρχει ανά­γκη, ε­ναλ­λάσ­σει τα οµα­δι­κά ό­πλα και τους βαριούς φόρ­τους µε­τα­ξύ
των ανδρών. Στις µε­γά­λες πο­ρεί­ες ε­πι­βλέ­πει, ώ­στε οι άν­δρες ν’ αλ­λά­ζουν τις
κάλ­τσες τους µετά από 3 ή 4 ώ­ρες πο­ρεί­ας.
δ. Μό­λις φτά­σουν στο χώ­ρο κα­ταυ­λισµού, δια­σκορ­πί­ζει τους άν­δρες
σε µια καλυµµένη πε­ριο­χή. Ε­κεί, ε­πι­θε­ω­ρεί τα πό­δια τους και το (ατοµι­κό κι οµα­
δικό) υ­λι­κό. Ύ­στερα, α­ναφέρει σχε­τι­κά στον Δρί­τη του.

ΤΜΗΜΑ 9
Ε­ΚΤΕ­ΛΕΣΗ ΤΩΝ ΠΟ­ΡΕΙΩΝ

1. Πο­ρεί­ες Μακριά από τον Ε­χθρό


α. Εί­ναι αυ­τές που γί­νο­νται ό­ταν η ε­παφή µε τον ε­χθρό εί­ναι αποµα­
κρυσµέ­νη, οπότε δεν υπάρχουν άλ­λες α­νά­γκες α­σφά­λειας και µυ­στι­κό­τη­τας,
ε­κτός απ’ αυ­τές που ε­πι­βάλ­λο­νται από τα όπλα µε­γά­λου βε­λη­νεκούς και την
ε­χθρι­κή αε­ροπο­ρί­α.
β. Κα­νο­νι­κά, ο Λόχος ΠΖ βα­δί­ζει σε πέ­ντε τµήµα­τα, που έ­χουν την
α­κόλουθη διά­τα­ξη: στην κε­φα­λή της φά­λαγ­γας, βα­δί­ζει µια Δρία ΠΖ και την α­κο­
λου­θούν η οµά­δα Δκσης του Λόχου, µια δεύ­τερη Δρία ΠΖ, Δρία Υπο­στη­ρί­ξε­ως
και τέλος η τρίτη Δρία ΠΖ. Με τον τρό­πο αυ­τό, οι Δρί­ες ΠΖ πα­ρέ­χουν α­σφά­λεια
στη Δρία Υποστηρίξεως.
γ. Για την τή­ρηση της ε­παφής µε­τα­ξύ των Μο­νά­δων, χρησιµο­ποιού­
νται σύν­δεσµοι. Οι σύν­δεσµοι αυ­τοί προ­ω­θού­νται και βα­δί­ζουν α­νάµεσα στη
-28-
δική τους Μονάδα και την προ­η­γούµενη. Αν η α­πό­σταση µε­τα­ξύ µια Μονάδας
και της προ­η­γουµένης της τείνει να µε­γα­λώ­σει, τότε στέλ­νουµε πε­ρισ­σότερους
συνδέσµους, για να µη δια­κο­πεί η ε­πα­φή. Αν πά­λι η α­πό­σταση µε­τα­ξύ µιας
Μονάδας και της προ­η­γούµενης της τεί­νει να ε­λατ­τω­θεί, τότε α­πο­σύ­ρουµε τους
συνδέσµους που δεν εί­ναι α­πα­ραίτη­τοι.
δ. Αν η προ­η­γούµενη Μονάδα κά­νει µια στάση ε­κτός προγράµµατος,
ο Δκτής της εποµέ­νης Μονάδας δια­τάζει κι αυ­τός στάση και πη­γαίνει να ε­ξα­κρι­
βώ­σει τα αίτια. Η κα­θυ­στέ­ρηση µπο­ρεί να ο­φεί­λε­ται σε µια συ­νά­ντηση µε προ­σω­
πι­κό α­νε­ξακρίβωτης ταυτό­τη­τας ή σε αµφι­βο­λί­ες για το σωστό δροµο­λό­
γιο. Α­φού ε­ξα­κρι­βωθούν τα αίτια της στά­σης, η πο­ρεί­α συ­νε­χί­ζεται και η χαµένη
α­πό­στα­ση κα­λύ­πτε­ται στα­διακά, ώ­στε να µη δηµιουρ­γη­θούν κενά στις επόµε­νες
Μο­νά­δες.
ε. Σε ανώµα­λο έ­δα­φος γί­νο­νται συ­χνές στά­σεις, για να µην α­πο­
κοπούν τα τµήµα­τα της φά­λαγγας.

2. Πο­ρεί­ες Κο­ντά στον Ε­χθρό


α. Εί­ναι αυ­τές που γί­νο­νται ό­ταν υ­πάρ­χει πιθα­νό­τη­τα ε­πα­φής µε
χερ­σαί­ες ε­χθρι­κές δυνάµεις, ή στο τέ­λος της πορεί­ας, ό­ταν µια Μονάδα πάει να
κα­ταλά­βει θέ­σεις µά­χης. Η τά­ξη πο­ρεί­ας εδώ κα­θο­ρί­ζε­ται α­πό την τα­κτι­κή κα­τά­
στα­ση. Τα οχήµα­τα συ­νήθως δια­σκορ­πίζονται σ’ όλο το µή­κος της φάλαγγας,
κι ο Δκτής κα­θο­ρί­ζει µιαν α­πό­σταση α­σφα­λεί­ας α­νάµεσα στα οχήµα­τα και τα
πεζοπόρα τµήµα­τα. Στις νυ­χτε­ρι­νές πο­ρεί­ες που γί­νο­νται κά­τω α­πό συν­θήκες
συ­σκό­τι­σης, µε­ρι­κοί οπλί­τες α­πό τα τε­λευ­ταί­α στοι­χεί­α των μο­νά­δων, βα­δί­ζουν
µπρο­στά α­πό κάθε όχηµα και πα­ρα­κο­λου­θούν την κί­νηση µπρο­στά τους, ώ­στε
να ει­δο­ποιήσουν έ­γκαι­ρα τον ο­δηγό, αν η πε­ζο­πό­ρο φά­λαγ­γα σταµα­τή­σει α­πό­
τοµα.
β. Την ηµέ­ρα, οι άν­δρες α­φή­νουν αρ­κε­τό διά­στηµα µε­τα­ξύ τους για
να προ­στα­τευ­τούν α­πό τα πυ­ρά του εχθρι­κού πυ­ρο­βο­λι­κού. Αρ­κετό διά­στηµα
υ­πάρ­χει ε­πί­σης στις Μο­νά­δες, για ν’ α­να­πτύσ­σο­νται εύ­κολα και για ν’ α­πο­φευ­
χθεί ο αιφνι­διασµός ο­λό­κληρης της φά­λαγ­γας από τα ε­χθρικά πυ­ρά.
γ. Τη νύ­χτα πρέ­πει να τη­ρούµε α­πό­λυτη σιω­πή, για να ε­ξα­σφα­λί­
σουµε τη µυ­στι­κό­τη­τα της κίνησης. Ε­πί­σης, γίνε­ται αυ­στη­ρός έ­λεγ­χος των πυ­ρών
και των φώ­των, για να µην α­πο­κα­λυ­φθούν τα τµήµα­τα (το αναµµένο τσι­γάρο,
για πα­ράδειγµα, εί­ναι ο­ρατό σε µεγάλη α­πό­σταση). Τα δια­στήµα­τα και οι αποστά­
σεις µε­τα­ξύ των αν­δρών και των τµηµά­των ε­λατ­τώ­νο­νται. Τοπο­θε­τού­νται ο­δη­γοί
στα σηµεί­α ό­που η φά­λαγ­γα µπο­ρεί να πάρει λά­θος δρόµο.
δ. Στις στά­σεις, οι Δκτές ε­λέγ­χουν τη γρή­γορη έ­ξοδο των ο­πλι­τών
α­πό το δρόµο και την πλη­ρό­τητα του υ­λι­κού.
ε. Ο πρακτικό­τερος σχηµα­τισµός εί­ναι συ­νή­θως η φά­λαγ­γα κα­τά
δυά­δες. Ωστόσο, στις πο­ρεί­ες πά­νω σε ανώµα­λο έ­δα­φος, χρησιµο­ποιεί­ται ο
σχηµατισµός της φά­λαγ­γας κατ’ άν­δρα. Τη νύ­χτα η ά­σκηση της διοί­κη­σης εί­ναι
-29-
δύσκολη, γι’ αυτό πρέ­πει να γί­νε­ται εκτεταµένη χρήση των συν­δέσµων, των αγ­γε­
λια­φό­ρων και των άλλων µέσων ε­πι­κοι­νω­νί­ας.

3. Έ­λεγ­χος Πο­ρεί­ας
α. Για την άσκηση του ε­λέγ­χου, στη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας, µπο­ρούµε
να χρησιµο­ποι­ή­σουµε αγ­γε­λιο­φό­ρους (πε­ζούς ή µε οχήµατα), συν­θηµα­τι­κά µε τα
χέ­ρια ή µε σφυ­ρίγµα­τα, πα­ραγ­γέλµα­τα µε τη σάλ­πιγ­γα ή µε τη φω­νή µας, ο­πτι­κό
έ­λεγ­χο ή ε­λα­φρά αερο­σκά­φη. Ε­πί­σης, γί­νε­ται ε­κτεταµένη χρήση α­συρµά­των, αν
η τα­κτι­κή κα­τά­στα­ση δεν ε­πι­βάλ­λει να σι­γή­σουν.
β. Προ­τού πά­ρουµε ο­ποια­δή­πο­τε α­πό­φα­ση για το σχηµα­τισµό της
πο­ρεί­ας ε­κτιµάµε προσε­κτικά τα πλε­ο­νε­κτήµα­τα και τα µειο­νε­κτήµα­τα που προ­κύ­
πτουν α­πό δύο αλ­λη­λο­συ­γκρουόµενα στοι­χεί­α δηλ. την α­ραί­ωση και την ά­σκηση
της διοί­κη­σης. Έστω, π.χ. ότι γί­νε­ται µια νυ­χτε­ρινή πο­ρεί­α σε µια πε­ριοχή που
βάλλε­ται από το ε­χθρι­κό ΠΒ. Στην περί­πτωση αυ­τή, η α­ραί­ω­ση της φά­λαγ­γας
(µε µε­γά­λα δια­στήµα­τα µε­τα­ξύ των Μο­νά­δων και των ανδρών) θα προ­κα­λέ­σει
την επιµήκυν­ση της φά­λαγ­γας αυ­τής, µε συ­νέ­πεια να γί­νει δύ­σκολη η ά­σκηση
της Δκσης, και ν’ α­πο­κο­πεί κά­ποια Υπομονάδα η να µη γί­νει έγκαι­ρα η συ­γκέ­
ντρωση στην κα­θο­ρισµένη πε­ριο­χή. Α­ντί­θετα, η πύ­κνω­ση µπο­ρεί να προ­ξε­νή­σει
στη φά­λαγ­γα βα­ριές α­πώ­λειες, αν βλη­θεί αιφ­νι­δια­στι­κά.
γ. Οι πα­ρακάτω ο­δη­γί­ες µας βο­η­θούν στον έ­λεγ­χο, και γι’ αυ­τό πρέ­
πει να ε­φαρµό­ζο­νται:
(1) Η πο­ρεί­α πρέ­πει να γί­νε­ται µε στα­θερό ρυθµό και µε τις
κα­θο­ρισµέ­νες α­πο­στά­σεις µε­ταξύ των αν­δρών και των τµηµά­των.
(2) Ο κα­θο­ρισµέ­νος ρυθµός πρέ­πει να τη­ρείται σ’ όλη τη διάρ­
κεια της πο­ρεί­ας, ε­κτός α­πό τις α­πρό­βλε­πτες πε­ρι­πτώ­σεις.
(3) Η διαρ­ρο­ή της πο­ρεί­ας πρέπει να α­πο­τρέ­πε­ται α­πό πριν,
και ο Λόχος πρέ­πει να προ­χω­ρεί σαν µια ε­νιαία Μονάδα α­νε­ξάρ­τητα α­πό τα
εµπό­δια που πα­ρου­σιά­ζο­νται.
δ. Αν γί­νει µια απρό­βλε­πτη στά­ση, ο Δκτής του Λόχου πη­γαί­νει στην
κε­φα­λή της φά­λαγ­γας και λύ­νει το πρό­βληµα που την προ­κά­λεσε. Ύ­στερα, δια­τά­
ζει να συ­νε­χι­στεί η πο­ρεί­α µε τη λι­γότερη δυ­νατή ε­πι­βρά­δυν­ση.
ε. Οι Δρί­τες και οι ανώτε­ροι τους Δκτές έχουν µα­ζί τους χάρ­τες,
ό­που σηµειώ­νε­ται το δροµο­λό­γιο της πο­ρεί­ας. Οι χάρ­τες αυ­τοί θα τους βο­η­θή­
σουν να κα­θο­ρί­σουν το ρυθµό της πορεί­ας, δεί­χνο­ντάς τους τα ευδιά­κρι­τα χα­ρα­
κτη­ρι­στι­κά σηµεί­α του ε­δά­φους και την α­πό­στασή τους α­πό το Αρ­χι­κό Σηµεί­ο
Διέ­λευσης.
στ. Οι α­πο­στά­σεις µε­τα­ξύ των Μο­νά­δων και των Υπομονάδων
µπορούν ν’ αυξοµειώ­νο­νται, ώ­στε να ε­ξου­δε­τε­ρώ­νο­νται οι µε­τα­βο­λές του κα­θο­
ρισµέ­νου ρυθµού πο­ρεί­ας που ε­πιβάλ­λο­νται µέσα στη φά­λαγ­γα. Π.χ. έ­στω ότι
στην κε­φα­λή της φά­λαγ­γας ε­νός Λόχου υ­πάρ­χει κά­ποια κα­θυ­στέ­ρηση, ε­ξαι­τί­ας
ε­νός εµπο­δί­ου. Στην πε­ρί­πτωση αυ­τή, οι επόµε­νες Διµοι­ρί­ες πρέ­πει να συ­νε­
χί­σουν να κι­νούνται σύµφω­να µε τον κα­θορισµένο ρυθµό µέ­χρι να φτά­σουν κι
-30-
αυ­τές στο εµπό­διο, οι µε­τα­ξύ τους α­πο­στά­σεις θα έ­χουν ε­λατ­τω­θεί ή ε­ξα­λει­φθεί
ε­ντε­λώς. Στη συ­νέ­χεια, όµως οι α­πο­στά­σεις αρ­χί­ζουν να µε­γα­λώ­νουν, γιατί κάθε
Διµοι­ρία που περνάει το εµπό­διο ξα­να­παίρ­νει αµέ­σως τον κα­θο­ρισµένο ρυθµό,
ενώ η εποµέ­νη, που την ί­δια ώρα βρί­σκε­ται πάνω στο εµπό­διο, παίρ­νει ένα
ρυθµό αργότε­ρο α­πό τον κα­θο­ρισµέ­νο. Τε­λι­κά, ό­ταν όλη η φά­λαγ­γα πε­ρά­σει απ’
το εµπό­διο οι α­πο­στά­σεις θα α­πο­κα­τα­στα­θούν και µ’ αυ­τόν τον τρό­πο, δηλ. µε
την αυξοµεί­ωση τους, Θα ε­ξου­δε­τερω­θεί η µε­τα­βολή του ρυθµού πορεί­ας που
επέβα­λε το εµπό­διο.

4. Ο­δη­γοί
Οι ο­δη­γοί χρησιµο­ποιού­νται για να ο­δη­γούν ή να κα­τευ­θύ­νουν µια
Μονάδα µέσα ή έ­ξω από µια περιο­χή που έ­χει ε­κλε­γεί, πά­νω σ’ ένα προ­κα­θο­
ρισµένο δροµο­λό­γιο (Ει­κόνα 10). Ε­πίσης, οι ο­δηγοί τοπο­θε­τού­νται σε διά­φορα
σηµεί­α κα­τά µή­κος της δια­δροµής για να ε­λέγ­χουν την κατεύ­θυν­ση της φά­λαγ­
γας, κι αν εί­ναι δυ­να­τό ε­φο­διά­ζο­νται µε χάρ­τες του δροµο­λο­γί­ου. Οι ο­δη­γοί πρέ­
πει να έ­χουν πά­ρει την κα­τάλλη­λη εκ­παί­δευση στα καθή­κο­ντά τους. Στην εκ­παί­
δευσή τους πε­ρι­λαμβά­νε­ται ο τρό­πος εκτε­λέ­σε­ως της α­πο­στο­λής τους, κα­θώς
και ο τρό­πος α­πά­ντη­σης σε συ­νη­θισμέ­νες ε­ρω­τήσεις που α­φο­ρούν τη Μονάδα
και την κί­νηση. Οι ο­δη­γοί το­πο­θε­τού­νται µπρο­στά α­πό την πε­ζο­πόρο φά­λαγ­γα.
Αν όμως οι συνθή­κες δεν τους το ε­πι­τρέ­πουν, τότε βαδί­ζουν µα­ζί µε το τµήµα
που βρί­σκε­ται στην κε­φα­λή της φά­λαγ­γας, και το­πο­θε­τού­νται κα­τά µή­κος του
δρομο­λο­γί­ου για να κα­τευ­θύ­νουν τις επόμε­νες Μο­νά­δες. Οι ο­δη­γοί που το­ποθε­
τή­θη­καν κατά µή­κος του δρομο­λο­γί­ου, ό­ταν όλη η φά­λαγ­γα πε­ρά­σει α­πό τη θέ­ση
τους, α­κο­λου­θούν στην ουρά της ή πε­ρι­συλ­λέ­γο­νται από οχήματα που έ­χουν
δια­τε­θεί γι’ αυ­τό το λό­γο.
-31-

Ει­κό­να 10
(1) Το­πο­θέ­τη­ση τρο­χονόµων στην κε­φα­λή και στην ουρά της
φά­λαγ­γας, πά­νω στο δρόμο, για να ε­πι­βραδύ­νουν ή στην α­νά­γκη να δια­κό­ψουν
την κυ­κλο­φο­ρί­α.
-32-
(2) Το­πο­θέ­τη­ση ο­δη­γού πά­νω σε µια δια­σταύ­ρωση, για να δεί­
χνει τη σω­στή κα­τεύ­θυν­ση.
(3) Πάνω σε µια δια­σταύ­ρωση, οι ο­δη­γοί σταµα­τούν την κί­νηση
των οχηµά­των, για να πε­ρά­σει η φάλαγ­γα.
(4) Ο­δη­γοί που ο­δη­γούν τις Μο­νά­δες α­πό το σηµεί­ο δια­σπο­ράς
στις πε­ριο­χές του κα­ταυ­λισµού τους.
β. Οι ο­δη­γοί το­πο­θε­τού­νται στις δια­σταυ­ρώσεις των δρόµων και
των µο­νο­πα­τιών, δη­λαδή σε σηµεί­α ό­που η κα­τεύ­θυν­ση αλ­λά­ζει ή που η φά­λαγ­
γα µπο­ρεί να χά­σει τη κα­τεύ­θυν­σή της. E­πί­σης, το­πο­θε­τού­νται σε ε­πι­κίν­δυ­να
σηµεί­α, για να ε­ξα­σφα­λί­σουν την α­σφα­λή διέ­λευση της φά­λαγ­γας. Ό­ταν η πο­ρεί­α
γί­νε­ται σε πο­λύµορ­φο έ­δαφος, οι ο­δη­γοί το­πο­θε­τού­νται κατά µή­κος του δροµο­λο­
γί­ου και µάλιστα στα σηµεί­α ό­που αλ­λά­ζει η κα­τεύ­θυνση. Ό­ταν η φά­λαγ­γα κο­ντεύ­
ει να φτά­σει στον προ­ο­ρισµό της, οι ο­δη­γοί χρησιµο­ποιούνται για να ο­δη­γή­σουν
τις Μο­νά­δες α­πό το σηµεί­ο δια­σπο­ράς στις κα­θο­ρισµέ­νες θέ­σεις της νέ­ας πε­ριο­
χής.

5. Τρο­χονόµοι
Οι τρο­χονόµοι (ει­κό­να 10) κι­νού­νται εµπρός και πίσω από τη φά­λαγ­γα,
σε µια α­πό­σταση του­λά­χι­στον 50 µέτρων: σκο­πός τους εί­ναι να ε­πι­βρα­δύ­νουν
ή να δια­κό­ψουν την τρο­χαί­α κί­νηση. Κάθε Μονάδα α­να­λαµβά­νει την ευ­θύνη να
το­πο­θε­τή­σει τρο­χονόµους στις δια­σταυ­ρώ­σεις ή στα ε­πι­κίν­δυ­να σηµεί­α, ό­ποτε
δεν υ­πάρ­χουν ο­δη­γοί. Σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις πά­λι, οι οδη­γοί και οι τρο­χονόµοι
µπο­ρεί να έ­χουν τα ί­δια κα­θή­κο­ντα. Ό­ταν η πο­ρεί­α γί­νε­ται τη νύ­χτα και πά­νω
σε δρόµο, και ε­φό­σον το ε­πι­τρέ­πει η τα­κτι­κή κα­τά­σταση, οι τρο­χονόµοι χρησιµο­
ποιούν για τον έ­λεγ­χο της κυ­κλοφο­ρί­ας η­λε­κτρι­κούς φανούς ή άλ­λα κα­τάλ­ληλα
µέσα ειδο­ποί­η­σης.

6. Μέτρα που Πρέπει να Παίρ­νο­νται στις Πορεί­ες


α. Οι άν­δρες πρέ­πει να κρα­τούν τις θέσεις τους στο σχηµα­τισµό και
να κι­νού­νται σύµφω­να µε τον κα­θο­ρισµένο ρυθµό πο­ρεί­ας. Για να γί­νει αυ­τό,
γί­νε­ται συ­νε­χής έλεγ­χος α­πό τους Οµα­δάρ­χες και τους Δρί­τες. Οι άν­δρες δεν
ε­πι­τρέ­πε­ται να ε­γκα­τα­λείψουν τη φά­λαγ­γα χωρίς την έγ­γραφη ά­δεια του Αξ­κού
Δρί­τη τους.
β. Κα­τά κανόνα, οι Διµοι­ρί­ες βα­δίζουν ο­δοι­πο­ρι­κά. Ωστόσο, σε ευ­νο­
ϊ­κό έ­δα­φος και για σύ­ντοµα χρο­νι­κά δια­στήµα­τα, µπο­ρούν να βαδίζουν και µε
ρυθµι­κό βηµα­τισµό. Ε­πί­σης, εν­θαρ­ρύ­νουµε τα τρα­γού­δια και τις συζη­τή­σεις (εφό­
σον δεν α­πα­γο­ρεύ­ο­νται για λό­γους µυ­στι­κό­τη­τας) γιατί συ­ντε­λούν στη σωµα­τι­κή
και ψυ­χι­κή ευ­δια­θε­σί­α των ανδρών. Οι πε­ριο­ρισµοί στη χρήση της τρο­φής και
του νε­ρού τη­ρού­νται αυ­στηρά, και πρέ­πει να έ­χουµε υ­πό­ψη ότι η τή­ρηση τους
και α­πό το Δρί­τη ε­πι­δρά σο­βα­ρά πάνω στους άν­δρες.

7. Μέτρα που Πρέπει να Παίρ­νο­νται στις Στά­σεις


α. Στις στά­σεις, οι στρα­τιώ­τες πρέπει να ε­γκα­τα­λεί­πουν τα κρά­σπεδα
του δρόµου και να βρί­σκο­νται διαρ­κώς κο­ντά στη Δρία τους. Ε­ξα­κρι­βώ­νε­ται ότι
-33-
ό­λοι οι άν­δρες πε­ρι­ποιού­νται τα πό­δια τους, χα­λαρώνουν την ε­ξάρ­τυση τους
και α­να­παύ­ονται όσο γί­νε­ται πε­ρισσό­τερο. Ε­πί­σης, οι άν­δρες ε­πι­θε­ω­ρού­νται για
τυ­χόν σωµα­τι­κές α­δια­θε­σί­ες.
β. Οι νο­σο­κόµοι πε­ρι­ποιού­νται τους άν­δρες που έ­χουν φλύ­κται­νες,
πλη­γές ή άλ­λες α­σθέ­νειες. Οι πε­ριο­ρισµοί στη λήψη τρο­φής και νε­ρού τη­ρού­νται
αυ­στηρά. Τα α­πορ­ρίµµατα κάθε εί­δους πρέ­πει να κα­λύ­πτο­νται. Ε­πί­σης ε­λέγ­χο­
νται οι τρο­χονόµοι.
γ. Έ­να λε­πτό πριν ξε­κι­νή­σουµε ξανά, συ­ντάσ­σουµε τους άν­δρες για
να συ­νε­χί­σουν την πο­ρεία.

8. Μέτρα που Παίρ­νο­νται στο Τέλος της Πο­ρεί­ας


α. Στο τέ­λος της πο­ρεί­ας, φρο­ντίζουµε για τη γρήγο­ρη µε­τά­βα­ση των
τµηµά­των στις πε­ριο­χές που τους έ­χουν κα­θο­ρι­στεί. Εκεί, οι άν­δρες πε­ρι­ποιού­
νται τα πό­δια τους (πλύσιµο, τρί­ψιµο κλπ.), και τις πλη­γές των πο­διών τους, αν
υ­πάρ­χουν. Στη συνέχεια, οι Δρίτες ε­πι­βλέ­πουν τους Οµα­δάρ­χες την ώ­ρα που
ε­πι­θε­ω­ρούν τα πό­δια των αν­δρών τους.
β. Ε­ξα­κρι­βώ­νε­ται η φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση των αν­δρών. Ε­ξα­κριβώνε­ται
ε­πί­σης ότι παίρ­νουν ζεστό συσσίτιο και νερό, και ότι α­να­παύ­ο­νται χρησιµο­ποιώ­
ντας ένα κα­τάλυµα α­νά­λογο µε τις περι­στά­σεις.
γ. Ε­ξε­τά­ζο­νται οι α­πώ­λειες α­πό την πο­ρεί­α, για να προσ­διο­ρι­στούν
τα αίτια και να πε­ριο­ρι­στούν οι α­πώ­λειες στις επόµε­νες πορείες.

9. Μέτρα που Πρέπει να Παίρ­νο­νται στην Πε­ριο­χή της Μά­χης


Σε πε­ριο­χές µά­χης, η α­να­γνώ­ρι­ση και η κα­τά­στρω­ση των σχε­δί­ων α­πο­
κτούν ι­διαί­τε­ρη σηµα­σί­α. Αν ο Δκτής α­που­σιά­ζει α­πό τη Μονάδα του, τό­τε ει­δο­
ποιεί τον Υδ­κτη για την απουσί­α του και τον πιθα­νό χρό­νο ε­πι­στρο­φής του. Η διοι­
κη­τι­κή µέ­ριµνα για τις α­νά­γκες των στρα­τιω­τών εί­ναι βα­σι­κή και συ­νεχόµενη.

10. Α­σφά­λεια Πο­ρεί­ας


Η τα­κτι­κή κα­τά­στα­ση κα­θο­ρί­ζει τα µέ­τρα α­σφάλειες στη διάρ­κεια της
πο­ρεί­ας. Η φά­λαγ­γα πρέ­πει να προ­στα­τεύ­ε­ται α­πό τον αιφ­νι­διασµό, την ε­χθρι­κή
πα­ρε­νό­χληση και πα­ρα­τή­ρηση - και γε­νικά πρέ­πει να παίρ­νο­νται µέ­τρα α­σφα­λεί­
ας προς κάθε κα­τεύ­θυν­ση, και κατά την κί­νηση και κα­τά τις στά­σεις. Αν υ­πάρ­χει
εν­δεχόµενο ε­χθρι­κής ε­νέρ­γειας, στέλ­νουµε τα­χυ­κί­νη­τα στοι­χεί­α α­να­γνώ­ρι­σης
(εί­τε στο µέ­τωπο εί­τε στα πλευρά α­νάλογα µε τις α­νά­γκες), για να ειδοποι­ή­σουν
έ­γκαι­ρα τη φά­λαγ­γα. Τα µέ­τρα α­σφά­λειας πρέ­πει να πε­ριλαµβά­νουν ένα πλή­ρες
σύ­στηµα προ­ει­δο­ποίη­σης.
-34-

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Δ
ΠΕ­ΡΙ­ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝ

ΤΜΗΜΑ 10
Υ­ΓΙΕΙΝΗ ΤΟΥ ΠΟΔΙΟΥ

1. Πε­ρι­γρα­φή του Ποδιού


Η διά­τα­ξη των µε­ρών του πο­διού εί­ναι (από τη φύση της) τέ­τοια, ώ­στε
να α­πορ­ρο­φά τις δο­νή­σεις του βήµα­τος. Το πόδι έ­χει δύο τό­ξα (Ει­κόνα 11), ένα
κατά µή­κος κι ένα κατά πλά­τος του πο­διού.
Το κατά µή­κος τό­ξο εί­ναι µακρύτε­ρο στο ε­σω­τε­ρικό µέ­ρος του πο­διού
απ’ ότι στο ε­ξω­τε­ρι­κό του µέ­ρος. Το εσω­τε­ρι­κό µέρος του κα­τά πλά­τος τό­ξου
δέχε­ται το βά­ρος του σώµα­τος, ενώ το ε­ξω­τε­ρικό µέ­ρος χρησιµεύ­ει στην ι­σορ­ρο­
πία του σώµα­τος. Το σχήµα του κα­τά µή­κος τό­ξου διατη­ρείται χά­ρη στο σφη­νο­
ει­δές σχήµα των ο­στών, στους τέ­νο­ντες που δια­σταυ­ρώ­νο­νται µε τους ι­σχυ­ρούς
µυώ­νες της κνήµης, κα­θώς και στους συν­δέσµους που συν­δέ­ουν τα οστά του
πο­διού. Το σχήµα του κα­τά πλά­τος τό­ξου δια­τη­ρεί­ται µε τον ί­διο τρόπο, µε µια
ε­πι­πλέ­ον υ­πο­στή­ρι­ξη που πα­ρέ­χουν οι µυώ­νες του πο­διού. Έ­τσι το πέλµα
σχηµατίζει ένα θό­λο. Την πο­δι­κή καµά­ρα. Στην όρ­θια στάση τα δύο αυ­τά τό­ξα
επιµη­κύ­νο­νται και γί­νο­νται επίπεδα, ενώ το πό­δι µε­γα­λώ­νει. Τα αιµο­φό­ρα αγ­γεί­α
του πο­διού βρί­σκο­νται κο­ντά στο δέρµα γι’ αυ­τό το λόγο συµπιέ­ζο­νται εύ­κολα, αν
φο­ράµε στε­νές κάλ­τσες ή πα­πού­τσια. Η φτέρ­να και οι κε­φα­λές των µε­τα­ταρ­σί­ων
προ­στα­τεύ­ο­νται α­πό ένα στρώµα λί­πους, ενώ τα ο­στά οι τέ­νο­ντες του υ­πό­λοι­
που πο­διού, κα­θώς και ο α­στρά­γαλος, έ­χουν ένα µι­κρό υ­πό­στρωµα λί­πους.

Κατά μήκος τόξο

Κατά πλάτος τόξο

Ει­κό­να 11. Τα δύ­ο τό­ξα του πο­διού


-35-
2. Πλα­τυποδία
Από άτοµο σε ά­τοµο, τα τό­ξα δια­φέ­ρουν ως προς το µή­κος και το
ύ­ψος. Αν δεν υ­πάρ­χει το κα­τά µή­κος τό­ξο, τότε δηµιουρ­γεί­ται πλατυ­ποδί­α. Η
πλα­τυ­πο­δί­α εί­ναι ή φυ­σι­κή ή ε­πί­κτη­τη. Η φυ­σι­κή πλα­τυ­πο­δί­α, συ­νήθως δεν
εµπο­δί­ζει στη πο­ρεί­α, ενώ η ε­πί­κτη­τη συ­νή­θως, προ­ξε­νεί πόνο και δυ­σκο­λία
στο βά­δισµα. Το σχήµα του πο­διού ε­λά­χι­στα ε­πι­δρά στην ι­κα­νό­τη­τά µας να βα­δί­
σουµε. Αυ­τή ε­ξαρ­τά­ται κυ­ρί­ως α­πό τον πόνο των πο­διών στο βά­δισµα. Η πλα­τυ­
πο­δί­α µπο­ρεί να προ­κλη­θεί α­πό διά­φορα αίτια: α­πό πο­λύ­και­ρη α­σθέ­νεια, α­πό
α­κα­τάλ­ληλα υ­ποδήµα­τα ή α­κατάλληλη στά­ση, και α­πό την ε­ξα­σθέ­νηση ή την
έ­κταση των συν­δέσµων και τε­νό­ντων που υ­πο­στη­ρί­ζουν το τόξο. Χει­ρο­τε­ρεύ­ει
α­πό την πο­λύ­ω­ρη ορ­θο­στα­σί­α και τη µε­τα­φο­ρά βα­ριών α­ντι­κειµέ­νων. Η ε­πί­κτητη
πλα­τυ­πο­δί­α και οι πό­νοι των πο­διών ε­ξου­δε­τερώ­νο­νται µε διά­φο­ρους τρό­πους
: µε τη γυµναστι­κή πριν α­πό την πο­ρεί­α, µε στα­δια­κή εκ­παί­δευ­ση στις πο­ρεί­ες,
µε την κα­τάλ­ληλη στάση και τα κα­τάλ­ληλα υ­ποδήµα­τα, και µε την ε­φαρµογή των
µέ­τρων ατοµι­κής υ­γιει­νής. Το πόδι ε­νι­σχύ­ε­ται, ό­ταν βα­δί­ζουµε µε τα δά­χτυλα να
κα­τευ­θύ­νονται κατευ­θεί­αν εµπρός.

3. Ασθένειες των Πο­διών


α. Τα προ­φυ­λα­κτι­κά µέτρα κα­τά των πα­θή­σε­ων του πο­διού εί­ναι και
οι κα­λύ­τε­ρες πρώ­τες βο­ή­θειες. Ο στρα­τιώ­της, µπο­ρεί να α­πο­φύ­γει µι­κρές ανωµα­
λί­ες των πο­διών µε το να τα πε­ρι­ποιεί­ται ο ί­διος. Μπο­ρεί ε­πί­σης να πε­ρι­ποι­η­θεί
µι­κρές ανωµα­λί­ες, ό­πως οι φου­σκά­λες, οι εκ­δο­ρές, ο ι­δρώ­τας του πο­διού και οι
κάλοι.
β. Οι φου­σκά­λες προ­έρ­χο­νται από την τριβή. Ά­ρα µπο­ρούµε να τις
α­πο­φύ­γουµε, αν εξου­δε­τε­ρώ­σουµε το αίτιο που θα τις προ­καλέ­σει.
(1) Προ­φύ­λα­ξη
Ε­λέγ­χουµε προ­σε­κτι­κά την κα­τά­στα­ση στην ο­ποί­α βρί­σκο­
νται τα άρ­βυ­λα και οι κάλ­τσες - π.χ., αν οι κάλ­τσες εί­ναι υ­γρές, αν τα άρ­βυ­λα
και οι κάλ­τσες έ­χουν τρύπες ή έ­χουν ε­πι­διορ­θω­θεί ά­σχηµα, κτλ. Ε­λέγχουµε
ε­πί­σης την ε­φαρµογή τους στο πόδι - αν εί­ναι δεµένα χα­λα­ρά, αν εί­ναι µε­γά­λα
στο µέ­γε­θος κτλ. Ό­ταν το δέρµα του πο­διού κοκ­κι­νί­ζει απ’ την τριβή, για να µη
δηµιουρ­γη­θούν φου­σκά­λες, πρέ­πει ν’ αλ­λά­ζουµε τις κάλ­τσες µ’ άλ­λες καθαρές,
να χρησιµοποιούµε σκό­νη για τα πό­δια ή να παίρ­νουµε άλ­λα κατάλληλα µέ­τρα.
Α­να­λόγως αν το­πο­θε­τή­σουµε στο ερε­θισµένο µέ­ρος του πο­διού έ­ναν ε­πί­δεσµο
ή έ­ναν λευ­κο­πλάστη, το προ­στα­τεύ­ουµε α­πό την πε­ραι­τέ­ρω προ­στριβή και
προ­λαβαί­νουµε τις φου­σκά­λες. Τέ­λος, χρησιµο­ποιώ­ντας σκόνη για τα πό­δια,
δια­τη­ρούµε τα πό­δια στε­γνά και πε­ριο­ρί­ζουµε τους ε­ρεθισµούς. Οι τα­κτι­κές ε­πι­
θε­ω­ρή­σεις, α­πό τους Αξκούς και Υπ­ξκούς, µειώ­νουν τα προ­βλήµα­τα ε­κεί­να του
στρα­τεύµα­τος που προ­κύ­πτουν α­πό τις πα­θή­σεις των πο­διών.
(2) Θε­ρα­πεία (Ει­κόνα 12).
Πλέ­νουµε µε σα­πούνι και νε­ρό τη γύ­ρω απ’ τη φου­σκάλα -
προ­σε­κτι­κά, ώ­στε να µη σπά­σει. Αν δεν έ­χει σπά­σει, και θέ­λουµε ν’ ­α­φαιρέσουµε
το υ­γρό που υ­πάρ­χει, α­νοί­γουµε στη βάση της µια τρύπα µε βε­λόνα ή µε την
-36-
αιχµή ε­νός µα­χαιριού αφού προηγουμένως α­πο­λυµανθεί στη φω­τιά. Δεν πρέ­πει
ν’ α­φαι­ρούµε το δέρµα· αλλά να κα­λύ­πτουµε το µέρος ό­που υ­πάρ­χει η φου­
σκάλα µε έ­ναν ε­πί­δεσµο ή γά­ζα και µε λευ­κο­πλά­στη. Με­τά από µε­ρι­κές ηµέ­ρες
η φου­σκάλα θα έ­χει στε­γνώ­σει ε­ντε­λώς, ο­πότε ο ε­πί­δεσµος ή ο λευ­κο­πλά­στης
α­φαι­ρού­νται.

Εικόνα 12. Τρόπος Θεραπείας της Φλύκταινας

γ. Φλύ­κταινα.
Αν η φου­σκάλα µο­λυν­θεί και έ­χει δηµιουρ­γη­θεί φλύ­κται­να, τότε ο
άρ­ρω­στος µε­τα­φέ­ρε­ται στο θε­ρα­πευ­τή­ριο.
-37-
δ. Οι εκ­δο­ρές κα­θα­ρί­ζο­νται και κα­λύ­πτο­νται µε ε­πί­δεσµο (ή γά­ζα) και
µε λευ­κο­πλά­στη, όσο το δυ­νατό γρη­γο­ρό­τερα.
ε. Οι ε­ρε­θισµοί, που δηµιουρ­γούνται όταν τα πό­δια ι­δρώ­νουν εύκο-
λα, α­πο­φεύ­γο­νται και θερα­πεύ­ο­νται αν κρα­τάµε τα πό­δια µας στε­γνά -δη­λαδή
αν αλ­λά­ζουµε συ­χνά τις κάλ­τσες, που πρέ­πει να είναι κα­θα­ρές και στε­γνές, κι αν
χρησιµο­ποιούµε την ει­δι­κή σκόνη για τα πό­δια.
στ. Οι κά­λοι δηµιουρ­γού­νται ό­ταν τα άρ­βυ­λα δεν ε­φαρµό­ζουν καλά
ή ό­ταν ε­λατ­τω­θεί η καµπυ­λό­τητα των τό­ξων, γε­γο­νός που αυ­ξά­νει την πί­ε­ση
που δέ­χο­νται ο­ρισµένα µέ­ρη του πο­διού. Για την προ­σω­ρι­νή µας α­νακού­φι­ση,
βά­ζουµε λίγο µπαµπά­κι γύ­ρω α­πό τον κάλο, ώ­στε να µοι­ράσουµε την πίεση σε
µε­γαλύτε­ρη ε­πι­φά­νεια. Για µόνιµη θε­ρα­πεί­α, πρέ­πει να φο­ρέ­σουµε άρ­βυ­λα που
ε­φαρµό­ζουν κα­λά.
ζ. Σε σο­βα­ρές πε­ρι­πτώ­σεις ε­πι­δερµο­φυ­τώσε­ως (της νό­σου του
α­θλη­τή), και σε άλ­λες λοιµώ­ξεις από µύ­κη­τες, πρέ­πει να προ­σφέ­ρε­ται έ­γκαι­ρη
ιατρι­κή πε­ρί­θαλ­ψη.
η. Πόδι των χα­ρακωµάτων : Έ­τσι ο­νοµά­ζουµε το ε­λα­φρό κρυο­πά­
γηµα, το «χειµέ­λιο», που πα­ρα­τη­ρείται στους ο­πλί­τες που µέ­νουν καιρό µέσα
στα χα­ρα­κώµατα. Δηµιουργεί­ται ό­ταν τα πό­δια ε­κτί­θε­νται στο κρύο και την υ­γρα­
σί­α ή ό­ταν η κυ­κλο­φο­ρί­α του αίµα­τος δεν γί­νε­ται οµαλά. Η σο­βαρή µορ­φή αυ­τής
της α­σθέ­νειας, µπο­ρεί να ε­ξε­λι­χτεί σε γάγ­γραινα, ο­πότε τα πό­δια ή τα δάχτυλα
θα χρεια­στεί να κο­πούν. Κά­τω α­πό συν­θήκες µά­χης, δεν µπο­ρούµε πά­ντα να
κρα­τάµε τα πό­δια µας στε­γνά και ζε­στά µπο­ρούµε ω­στόσο ν’ α­πο­φύ­γουµε αυ­τή
την α­σθέ­νεια, αν ε­φαρµό­σουµε τους α­κό­λου­θους κα­νό­νες:
(1) Τα πό­δια πρέ­πει να µέ­νουν ό­σο γί­νε­ται στε­γνά. Τα άρ­βυλα
και οι κάλ­τσες πρέ­πει να µέ­νουν στεγνά µε κάθε µέ­σο, και οι κάλ­τσες ν’ αλ­λά­ζο­
νται ό­σο γί­νε­ται συ­χνό­τερα. Πριν α­πό τον ύ­πνο, αν γί­νε­ται, πρέπει να βγά­ζουµε
τ’ άρ­βυ­λα και να τα βάζουµε κά­τω α­πό τα κλι­νο­σκε­πάσµα­τα ή στο ει­δι­κό στρώµα
SLEEPING BAG. Έ­τσι, δεν θα πα­γώ­σουν, και µε τη θερµοκρασία του σώµα­τος
θα στε­γνώσουν ως έ­να βαθµό. Οι ε­φε­δρι­κές κάλ­τσες κα­λό εί­ναι να το­ποθε­τού­
νται κά­τω α­πό τα ε­ξω­τε­ρι­κά ρούχα, για να µέ­νουν στε­γνές µε τη θερµοκρασία του
σώµα­τος. Οι άν­δρες πρέ­πει ν’ α­πο­φεύ­γουν, όσο γίνεται, τη λάσπη και τα νερά.
(2) Τα ρούχα γύ­ρω α­πό τα πό­δια και τον α­στρά­γα­λο πρέπει να
είναι χα­λαρά. Πρέ­πει ακόµα ν’ αποφεύγουµε τα σφι­χτά άρβυλα, τα σφι­χτά κορ­
δόνια και τις στενές κάλ­τσες.
(3) Οι άν­δρες πρέ­πει να κά­νουν α­σκή­σεις και µα­λάξεις των
πο­διών. Ακόµα και σε µια στατική α­πο­στολή, η κάµψη των δα­κτύ­λων και το ε­πι­
τό­πιο βά­δισµα βο­η­θούν την κυ­κλο­φο­ρί­α του αίµα­τος. Οι άνδρες (µό­νοι τους ή
µε­τα­ξύ τους) πρέ­πει να τρί­βουν µε τα δά­χτυλα τα πό­δια τους, όσο γί­νε­ται συ­χνό­
τερα, ή να τρί­βουν το ένα πό­δι πά­νω στο άλ­λο.
(4) Ό­λες οι ο­δη­γί­ες που α­φο­ρούν στην υπόδηση πρέ­πει να α­κο­
λου­θού­νται αυ­στηρά.
-38-
θ. Τα κρυο­παγήµα­τα ανα­πτύσ­σο­νται γρή­γορα σε θερµο­κρα­σί­ες
κάτω α­πό το µη­δέν - αν δεν παρ­θούν προ­φυ­λα­κτι­κά µέ­τρα. Συ­νήθως προ­σβάλ­
λο­νται τα δά­χτυλα των πο­διών. Μπο­ρούµε να τ’ α­πο­φύ­γουµε, αν φο­ράµε ζε­στή
υπόδηση, αν εκµε­ταλλευόµα­στε κάθε ευ­και­ρία να ζε­στά­νουµε τα πό­δια µας, αν
κά­νουµε γυµνα­στι­κή κι ε­φαρµό­σουµε τα κα­τάλ­ληλα µέτρα υ­γιει­νής.

4. Γε­νι­κά Προ­λη­πτικά Μέτρο Υ­γιει­νής των Πο­διών


Η υ­γιει­νή των πο­διών πε­ριλαµβά­νει τις πα­ρα­κάτω ο­δη­γί­ες :
α. Τα πό­δια πρέ­πει να µέ­νουν καθαρά. Μετά α­πό κάθε πο­ρεί­α,
πρέ­πει αµέ­σως να τα πλέ­νουµε και να τα στε­γνώ­νουµε κα­λά. Πρέ­πει ν’ α­πο­φεύ­
γουµε την ύ­γραν­σή τους και να στε­γνώ­νουµε τα δάχτυλα προ­σεκτι­κά. Αν δεν
έ­χουµε νε­ρό για να τα πλύ­νουµε, τρί­βουµε τα πό­δια ζω­ηρά µ’ ένα ύ­φασµα στε­
γνό.
β. Για να έχουµε τα πό­δια µας στε­γνά, πρέπει να χρησιµο­ποιούµε
συ­χνά την ει­δι­κή σκόνη για τα πό­δια και να την α­πλώ­νουµε κι α­νάµεσα στα
δά­κτυλα. Όση σκόνη πε­ρισ­σεύει, πρέ­πει να αφαιρεί­ται.
γ. Τα νύ­χια πρέ­πει να κό­βο­νται σε ευ­θεί­α γραµµή, κατά πλάτος,
ό­πως φαίνε­ται στην ει­κό­να 13. Χρησιµο­ποιούµε κά­ποιο κα­τάλ­ληλο όρ­γα­νο και
προσέ­χουµε να µη σκί­σουµε το νύ­χι. Ο σω­στός τρό­πος κο­πής των νυ­χιών και η
κα­λή εφαρµο­γή των υ­ποδηµά­των προ­φυ­λάσ­σουν τους άν­δρες α­πό την εί­σοδο
των νυ­χιών µέσα στο δέρµα.

Ει­κό­να 13. Ο σω­στός τρό­πος να κό­ψου­με τα νύ­χια.


-39-
ΤΜΗΜΑ 11
Υ­ΠΟΔΗ­ΣΗ

1. Έ­λεγ­χος του Μεγέθους


α. Ο Δκτής της Υπομονάδας εί­ναι υ­πεύ­θυνος για την καλή ε­φαρµογή
των αρ­βύ­λων και των καλ­τσών των αν­δρών του.
β. Για να ε­λεγ­χθεί η ε­φαρµογή της υπό­δη­σης, ο στρα­τιώ­της στέ­κε­
ται όρ­θιος, µε το βά­ρος του σώµα­τος µοι­ρασµένο οµοιόµορ­φα και στα δύο του
πό­δια, φο­ρώ­ντας τις κα­τάλ­λη­λες κάλ­τσες κι έ­χο­ντας σφί­ξει τα κορδό­νια του
κα­τάλ­ληλα. Οι τέσ­σε­ρις δια­δι­κα­σί­ες, που α­ναφέ­ρο­νται πιο κά­τω, ε­πι­τρέ­πουν να
ε­λεγ­χθεί µε α­κρίβεια η σω­στή προ­σαρµογή των αρβύλων (Ει­κόνα 14).
(1) Δο­κιµα­σία 1.
Για να ε­ξα­κρι­βώ­σουµε την κα­ταλ­λη­λό­τητα της υ­πό­δη­σης
στο το­ξο­ει­δές µέ­ρος (την καµάρα) του πο­διού, πιάνουµε το άρ­βυ­λο α­κρι­βώς
πά­νω α­πό το µε­τα­τάρ­σιο µε τον α­ντί­χει­ρα στην ε­ξω­τε­ρι­κή πλευ­ρά και µε τα
δά­χτυλα στην ε­σω­τε­ρική. Το δέρµα δεν θα πρέ­πει να κά­νει πτυ­χές.
(2) Δο­κιµα­σία 2.
Το πλα­τύ­τε­ρο µέ­ρος του πέλµα­τος (δηλ. η κε­φα­λή του µε­τα­
ταρσίου) πρέ­πει να κα­ταλαµβά­νει το πλα­τύ­τε­ρο µέ­ρος της σό­λας.
(3) Δο­κιµα­σία 3.
Για να εξακριβώ­σουµε την ε­φαρµογή του αρβύ­λου κα­τά
πλά­τος, πιέ­ζουµε µε τους α­ντί­χει­ρες το δέρµα και στις δύο πλευ­ρές του αρ­βύ­λου
κο­ντά στη σόλα. Έ­πειτα, οι αντίχει­ρες µε­τα­κι­νού­νται προς το κέ­ντρο του αρ­βύ­
λου. Το δέρµα του αρ­βύ­λου δεν πρέ­πει να ε­φαρµόζει ούτε πολύ σφι­χτά ούτε
πολύ χα­λαρά πάνω στο πόδι.
(4) Δο­κιµα­σία 4.
Για να ε­ξα­κρι­βώ­σουµε την ε­φαρµογή του αρ­βύ­λου κα­τά
µή­κος, πιέ­ζουµε την µπρο­στι­νή του ά­κρη προς τα κά­τω και µε τους δύο α­ντί­χει­
ρες. Ανάµε­σα στην ά­κρη του µε­γά­λου δά­κτυ­λου και το δέρµα του άρ­βυ­λου, θα
πρέπει να υ­πάρ­χει διά­στηµα πε­ρί­που ενός ε­κα­το­στού. Αν η ά­κρη του άρ­βυλου
δεν µπορεί να συµπιε­στεί, τότε το µή­κος του ε­λέγχε­ται µε τις δοκιµα­σί­ες 2 και
3.
-40-

Δοκιμασία 1 Δοκιμασία 2

Δοκιμασία 3 Δοκιμασία 4

Ει­κό­να 14. Δο­κι­μα­σί­α για την ορ­θή προ­σαρ­μογή των υ­πο­δη­μά­των



γ. Για να ε­λεγ­χθεί η ε­φαρµογή των καλ­τσών, ο στρα­τιώ­της στέ­κε­ται
όρ­θιος µε το βά­ρος µοι­ρασµέ­νο και στα δύο του πό­δια. Η ε­φαρµογή των καλ­
τσών εί­ναι καλή, ό­ταν δεν εί­ναι ούτε πολύ σφι­χτή ούτε πολύ χα­λα­ρή. Ε­πί­σης, το
και­νούρ­γιο ζευ­γάρι κάλ­τσες πρέ­πει να έχει ένα περί­που ε­κα­το­στό πε­ριθώ­ριο στο
µή­κος, ε­πειδή µικραί­νουν µε το πλύσιµο.

2. Υ­πό­δηση
α. Τα άρ­βυ­λα που δί­νει η υ­πη­ρε­σί­α εί­ναι κα­λύ­τερα α­πό ο­ποια­δή­ποτε
άλ­λα και πολύ κα­τάλ­λη­λα για το εύ­κρα­το κλίµα που συ­νήθως ε­πι­κρα­τεί στην
Ελ­λάδα. Στις αρ­κτι­κές πε­ριοχές και στα πολύ ψυ­χρά κλίµα­τα, οι ξέ­νοι στρα­τοί
χρησιµο­ποιούν ει­δι­κά υ­ποδήµα­τα και κάλ­τσες. Στον τόπο µας, ει­δι­κά υ­ποδήµα­τα
δί­νουµε στις δυ­νάµεις κα­τα­δροµών.
β. Πρέ­πει να δια­τη­ρούµε την υ­πό­δηση στην κα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή κα­τά­
σταση. Για να την κα­θα­ρί­σουµε απ’ τη λάσπη, τις α­κα­θαρ­σί­ες ή το χιό­νι, δεν
χρησιµο­ποιούµε µυ­τερά όργανα, για να µην κα­τα­στρέ­φουµε το δέρµα. Το λί­πος
των αρ­βύ­λων (ή η ει­δι­κή α­λοιφή, που χο­ρη­γεί­ται) αυ­ξά­νει το ό­ριο ζω­ής του
-41-
ε­πά­νω δέρµα­τος και το κάνει µα­λα­κό, προ­φυ­λάσσο­ντας έ­τσι το πόδι απ’ τις φλύ­
κται­νες, τους τραυµατισµούς, κλπ. Η ε­πι­σκευή της υ­πό­δη­σης πρέ­πει να γί­νε­ται
έ­γκαιρα και προ­τού πά­θει α­νε­πα­νόρ­θω­τη κα­τα­στροφή.
γ. Στις µε­γά­λες πο­ρεί­ες δεν φοράµε ποτέ, για πρώτη φο­ρά, καινούρ­
για άρ­βυ­λα. Αντί­θε­τα, πρέ­πει να τα χρησιµο­ποιούµε αρ­χι­κά σε µικρές α­πο­στά­
σεις, έ­τσι ώ­στε σι­γά-σι­γά να ε­φαρµό­σουν καλά. Ό­ποτε είναι δυ­νατό, α­πο­φεύ­
γουµε να χρησιµο­ποιούµε το ί­διο ζευ­γάρι για δύο µέ­ρες συ­νέ­χεια.

3. Κάλ­τσες
α. Οι µάλ­λινες κάλ­τσες που δί­νει η υ­πη­ρε­σί­α εί­ναι πολύ κα­τάλ­λη­λες
για το κλίµα της Ελ­λά­δας. Το µέ­γε­θός τους ποι­κίλ­λει και είναι ανά­λογο µε το µέ­γε­
θος των αρ­βύ­λων.
β. Οι υ­περβολι­κά µε­γά­λες κάλ­τσες δι­πλώνουν µέσα στα άρ­βυ­λα και
τρί­βο­νται πάνω στα πό­δια, µε α­πο­τέ­λεσµα να προ­ξε­νούν φλύ­κται­νες και γδαρ­
σίµατα. Επί­σης, οι µι­κρού µε­γέ­θους κάλ­τσες φθεί­ρο­νται γρή­γορα κι εµποδίζουν
την ε­λεύ­θερη κυ­κλο­φο­ρί­α του αίµατος στα πό­δια.
γ. Οι κάλ­τσες έ­χουν µε­γά­λη σηµα­σί­α για την προ­στα­σί­α των πο­διών
α­πό το κρύο και ό­ταν εί­ναι ακά­θαρ­τες, γί­νο­νται καλοί α­γω­γοί της θερµό­τη­τας
α­φή­νοντας τη θερµο­κρα­σί­α να δια­φεύ­γει. Πρέ­πει λοι­πόν να αλ­λάζο­νται καθηµε­
ρινά. Πρέ­πει ε­πί­σης να πλέ­νο­νται τακτικά, για να µέ­νουν πά­ντα κα­θαρές και σε
καλή κα­τάσταση και µά­λι­στα σε χλια­ρό νερό, για­τί στο ζε­στό µα­ζεύ­ουν υ­περ­βο­λι­
κά.
δ. Πολ­λά ζευγά­ρια κάλ­τσες εί­ναι πιο ζε­στά α­πό ένα µόνο ζευ­γάρι
ε­πειδή τα στρώµα­τα του αέ­ρα που αποµο­νώ­νο­νται ανάµεσα τους συ­γκρα­τούν
τη θερµο­κρα­σί­α. Πρέ­πει να φρο­ντί­ζουµε ι­διαί­τερα, ώ­στε οι κάλ­τσες να µένουν
στεγνές στον κρύο καιρό. Για να περιο­ρι­στεί η σύ­σφι­ξη των πο­διών, ό­ταν φοράµε
πε­ρισ­σό­τερα α­πό έ­να ζευ­γά­ρια, πρέ­πει τα εξω­τε­ρι­κά ζευ­γά­ρια να εί­ναι µε­γα­λύ­
τερα στο µέ­γε­θος α­πό τα ε­σω­τε­ρικά.
-42-

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Ε
ΕΚ­ΠΑΙΔΕΥ­ΣΗ

ΤΜΗΜΑ 12
ΣΚΟ­ΠΟΣ ΚΑΙ ΑΡ­ΧΕΣ

1. Σκο­πός
Η εκ­παίδευ­ση στις πο­ρεί­ες γί­νε­ται, για να κά­νει τις Μο­νά­δες ι­κα­νές να
βα­δί­ζουν προς τον ε­κά­στο­τε προ­ο­ρισµό τους και να φτά­νουν ε­κεί σε κα­τά­σταση
που να ε­πι­τρέ­πει την ε­κτέ­λεση της απο­στο­λής τους. Γί­νε­ται ε­πί­σης, για να α­να­
δεί­ξει τα προ­σό­ντα της κα­λής ηγε­σί­ας, ν’ α­να­πτύξει την πει­θαρ­χί­α και το οµα­δι­κό
πνεύµα συ­νερ­γα­σί­ας της Μονάδας, να ε­ξυ­ψώ­σει το η­θικό και να βελ­τιώ­σει την
υ­γιει­νή κα­τά­στα­ση και τη σωµα­τι­κή δύ­ναµη κι α­ντοχή.

2. Προ­ο­δευτική Εκ­παί­δευση
α. Η σωµα­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα κι α­ντοχή των αν­δρών α­να­πτύσ­σε­ται προ­
ο­δευ­τικά, µε α­σκή­σεις και πο­ρεί­ες που δεν πρέπει να ξεπερνούν τα ό­ρια των
δυ­να­το­τή­των των ανδρών. Η εκ­παί­δευση στις πορεί­ες αρ­χί­ζει από µι­κρές α­πο­
στά­σεις, µε ε­λα­φρούς φόρ­τους κι οµα­λούς δρόµους, και σιγά-σι­γά προ­χω­ρεί σε
µε­γαλύτε­ρες α­πο­στά­σεις, µε βα­ρύτε­ρους φόρ­τους και πιο ανώµα­λους δρόµους.
Οι εκ­παι­δευόµε­νοι πα­ραµέ­νουν σε ά­ρι­στη φυ­σι­κή κα­τά­σταση κά­νο­ντας συχνές
πο­ρεί­ες.
β. Η πνευµα­τι­κή διά­θεση εί­ναι ένα ου­σια­στι­κό µέ­ρος της εκ­παί­δευ­
σης στις πο­ρεί­ες. Επε­ξη­γούνται στους ο­πλί­τες οι στρα­τιω­τι­κές α­νά­γκες που
ε­πι­βάλ­λουν στις Μο­νά­δες να εί­ναι σε θέση να τις εικτελούν. Η εµπι­στο­σύ­νη των
αν­δρών προς τους Διοικητές τους α­να­πτύσ­σε­ται µε την κα­τάλ­ληλη σχε­δίαση και
διε­ξα­γωγή. Η αυ­το­πε­ποί­θηση των αν­δρών, για την ι­κα­νό­τητά τους να κά­νουν
πο­ρεί­ες, α­πο­κτά­ται µε την προ­ο­δευ­τική εκ­παί­δευση.
γ. Η θε­ω­ρη­τι­κή εκ­παί­δευση εί­ναι ου­σια­στική. Οι οπλί­τες δι­δά­σκο­νται
την πει­θαρ­χί­α πορεί­ας, την ατοµι­κή προ­ε­τοιµα­σί­α, την τε­χνι­κή και τον τρό­πο ε­κτέ­
λε­σης της πορεί­ας, καθώς και τον τρό­πο µε­τα­φο­ράς του φόρ­του.

ΤΜΗΜΑ 13
ΠΡΟ­ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑ­ΤΕΥ­ΘΥΝ­ΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚ­ΠΑΙΔΕΥ­ΣΗΣ

1. Προ­γράµµατα Εκ­παί­δευ­σης
Τα προ­γράµµα­τα εκπαίδευσης πε­ρι­λαµβά­νουν και α­ντικείµενα που
σχε­τί­ζο­νται άµεσα µε τις πο­ρεί­ες, ό­πως η φρο­ντίδα για το υ­λι­κό και τον ιµα­τισµό,
στοι­χειώ­δεις ιατρι­κές γνώ­σεις (για την α­ντιµε­τώ­πιση των κιν­δύ­νων α­πό τα α­τυ­
χήµα­τα της πο­ρεί­ας - κιν­δύ­νων α­πό το­ξι­κά φυτά ή φαρµα­κε­ρά ερ­πετά, α­πό
πυρ­κα­γιές δα­σών, υπερ­βο­λική ζέ­στη ή κρύ­ο κλπ.) και φυ­σι­κή α­γω­γή πριν α­πό
την πο­ρεί­α. Το πρό­γραµµα εκ­παί­δευ­σης των νε­ο­σύλ­λε­κτων, την πρώ­τη βδοµά­
-43-
δα, δεν πε­ρι­λαµβά­νει ε­κτέ­λεση πο­ρεί­ας - γί­νο­νται µόνο σχε­τι­κές δι­δα­σκα­λί­ες
και ε­πι­δεί­ξεις. Ό­ταν αρχίζει η εκ­παί­δευση στις πο­ρεί­ες, δι­δά­σκο­νται ταυτόχρο­να
και τα α­ντι­κείµενα που σχε­τί­ζο­νται µ’ αυτές : ατοµική και οµα­δική πα­ρα­σκευ­ή
του συσσι­τί­ου, ε­πι­θε­ώ­ρη­ση εκ­στρα­τεί­ας, κα­ταυλισµός και στήσιµο α­ντί­σκη­νων
- σκηνών, βα­σι­κά σήµα­τα δια­βι­βά­σε­ων, α­σφά­λεια πο­ρεί­ας και ατοµι­κή τακτι­κή
εκ­παί­δευση.

2. Προ­γραµµα­τισµός Εκ­παί­δευ­σης
α. Πα­ρα­κά­τω παρατίθενται στοι­χεία για τον τρό­πο προ­γραµµα­τισµού
και διεξαγωγής των πο­ρειών.
(1) Οι πο­ρεί­ες µι­κρών α­πο­στά­σε­ων πρέ­πει να σχε­διά­ζο­νται µε
τέ­τοιο τρό­πο, ώ­στε τα τµήµα­τα να περνούν α­πό χα­ρα­κτη­ρι­στικά σηµεί­α που βρί­
σκο­νται δί­πλα στο στρα­τό­πεδό τους. Πριν α­πό την πο­ρεί­α, υ­πεν­θυµί­ζουµε αυ­τά
τα σηµεί­α στους µι­κρούς βαθµο­φό­ρους, ώ­στε, την ώ­ρα που περνούν α­πό ε­κεί,
να µπο­ρούν να δί­νουν στους άν­δρες τους τις πρέ­που­σες ε­ξη­γή­σεις και να συζη­
τούν γι’ αυτά. Οι πο­ρεί­ες αυτές πρέ­πει να προ­γραµµα­τί­ζο­νται για τις πρω­ινές
ώ­ρες, έ­τσι ώ­στε οι άν­δρες να έ­χουν το χρόνο που χρειά­ζε­ται για να πε­ρι­ποι­η­
θούν τον ε­αυτό τους και να κα­θα­ρί­σουν τον ο­πλισµό και το υ­λι­κό τους, µετά την
πορεί­α.
(2) Χρησιµο­ποιώ­ντας κα­τάλ­λη­λες ου­σί­ες και υ­λι­κά,
α­ντιµετωπίζουµε τις δυ­σκολίες και τους κιν­δύ­νους που δηµιουρ­γούν τα κου­
νούπια, οι µύ­γες κι άλλα έ­ντοµα. Όσο για τις στά­σεις, ό­ποτε εί­ναι δυ­νατό δια­λέ­
γουµε πε­ριο­χές που ε­ξα­σφα­λί­ζουν ίσκιο, όταν ο και­ρός εί­ναι ζε­στός, και προ­στα­
σί­α α­πό το κρύο, στην α­ντί­θε­τη περί­πτω­ση.
(3) Ο Δκτής πρέ­πει να το­νώ­νει την υ­πε­ρη­φά­νεια των αν­δρών,
για την ι­κα­νό­τη­τά τους στην πορεί­α.
(4) Κα­λό εί­ναι να δί­νε­ται έν­δει­ξη του σκο­πού, ό­που θ’ α­πο­βλέ­
πουν οι άν­δρες µετά την πο­ρεία.
(5) Στη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας, οι άν­δρες εν­θαρ­ρύ­νο­νται να τρα­
γου­δούν.
(6) Ε­πι­τρέ­πε­ται η ε­λεύ­θερη συ­ζήτηση πά­νω σε διά­φορα θέµα­
τα, ε­φό­σον γί­νε­ται µέσα στα λο­γι­κά όρια. Το ί­διο και η ε­πι­νό­ηση διά­φο­ρων
τε­χνασµά­των, για να δια­τη­ρεί­ται το ενδιαφέρον.
(7) Κάθε κί­νηση πε­ζο­πό­ρων τµηµάτων, ά­σχετα µε τη διάρ­κειά
της, πρέ­πει να γί­νε­ται σύµφω­να µε τις αρ­χές και την τε­χνική της κα­νο­νι­κής πο­ρεί­
ας.
(8) Σηµειώ­νο­νται οι αποστά­σεις του µι­σού και του ε­νός χι­λιοµέ­
τρου, για να µπο­ρούν οι η­γή­το­ρες να ε­λέγ­χουν, µε το ρο­λόι τους, αν η πο­ρεί­α
εκτε­λεί­ται ό­πως σχεδιά­στηκε.
β. Πάνω σ’ ένα δρόµο που χρησιµο­ποιεί­ται συχνά, και κατά µή­κος
της µιας πλευ­ράς, χα­ρά­ζουµε µι­κρές λευ­κές λω­ρί­δες σε δια­στήµα­τα 0,75 µ. Έτσι
θα σχηµα­τι­στεί µια ο­ριζόντια κλίµακα για τη µέ­τρηση του βήµα­τος. Η κλίµα­κα
-44-
αυ­τή βο­η­θά­ει τους άν­δρες να µε­τρούν το βήµα τους κι ε­πι­τρέ­πει στους η­γή­το­ρες
να ε­λέγ­χουν το ρυθµό της πο­ρεί­ας.
-45-

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ ΣΤ
ΠΡΟ­Ε­ΤΟΙ­ΜΑ­ΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟ­ΡΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ 14
ΒΑ­ΣΙ­ΚΕΣ ΔΙΑΔΙ­ΚΑ­ΣΙΕΣ

1. Γε­νι­κά
α. Η ι­κανό­τη­τα της Μονάδας να κά­νει µια επι­τυ­χηµένη πο­ρεί­α ε­ξαρ­
τάται α­πό την ι­κα­νό­τητα των αν­δρών της για πο­ρεί­α.
β. Κα­τα­στρώ­νο­ντας το σχέ­διο πο­ρεί­ας, ε­ξε­τάζουµε την προ­ει­δο­ποι­
η­τι­κή δια­τα­γή, την ανα­γνώριση των δροµο­λο­γί­ων, το µή­κος και το ρυθµό της
πο­ρεί­ας, τα υ­λι­κά που θα µε­τα­φερ­θούν, το σχηµα­τισµό και την τάξη της πορεί­ας,
την α­σφά­λεια και τις ε­πι­κοι­νω­νί­ες. Η Δια­τα­γή πο­ρεί­ας, ό­ταν στη­ρί­ζε­ται σε µια
πλήρη προ­ε­τοιµα­σί­α, ε­κτός α­πό τα α­να­γκαί­α α­πό τα πα­ρα­πάνω στοι­χεί­α, πρέπει
να α­να­φέ­ρει ακόµα τη στο­λή, το χρό­νο συ­γκέ­ντρω­σης και τους χρό­νους συσσι­τί­
ου.
γ. Για να µειω­θεί ο χρό­νος κα­τά­στρω­σης του σχε­δί­ου πορεί­ας και
για να ε­ξα­σφα­λι­στεί η α­πο­τε­λεσµα­τι­κή του ε­κτέ­λε­ση, πρέ­πει να υ­πάρ­χουν ΒΟ­Ε
που θα κα­θο­ρί­ζουν ό­λες τις λε­πτοµέ­ρειες. Το Πα­ράρ­τηµα «Α» δί­νει έ­να τύπο
βα­σι­κών ο­δη­γιών.
δ. Παίρ­νο­νται τα α­παραί­τη­τα µέ­τρα, ώ­στε οι άν­δρες να βρί­σκο­νται
στην κα­λύ­τε­ρη δυ­νατή υ­γιει­νή κα­τά­στα­ση. Πα­ράλ­λη­λα, γί­νεται ε­πι­θε­ώ­ρηση των
ανδρών, για να ε­ξακρι­βω­θεί αν ό­λοι εί­ναι σε θέση, α­πό πλευ­ράς υ­γεί­ας, να
πα­ρα­κο­λου­θήσουν ανεµπό­δι­στα την πο­ρεί­α µέ­χρι το τέ­λος. Αυτοί που δεν µπο­
ρούν να πα­ρα­κο­λου­θή­σουν την πο­ρεί­α, για διά­φο­ρες α­σθέ­νειες, µέ­νουν πίσω
ή χρησιµοποιούν τα µε­τα­φο­ρι­κά µέσα που δια­τί­θε­νται για τη µε­τα­φο­ρά τους.
Τέ­λος, ε­πι­θε­ω­ρού­νται τα υ­λι­κά των αν­δρών, για τον έ­λεγ­χο της κα­λής τους προ­
σαρµο­γής.

2. Προ­ει­δο­ποι­η­τικές Δια­ταγές
α. Σκο­πός της Προ­ει­δο­ποι­η­τι­κής Δια­τα­γής εί­ναι να ει­δο­ποι­η­θούν
έ­γκαι­ρα τα υ­φι­στάµενα στοι­χεί­α µιας Διοί­κη­σης, σχετι­κά µε µια σχε­διαζόµενη
ε­πιχεί­ρη­ση ή ε­νέρ­γεια, για να έ­χουν το χρό­νο να κά­νουν τις α­πα­ραίτητες προ­ε­
τοιµα­σί­ες.
β. Η Προει­δο­ποι­η­τι­κή Δια­τα­γή δί­νει α­πα­ντή­σεις στις πα­ρα­κά­τω ε­ρω­
τή­σεις (ε­φό­σον βέ­βαια οι α­πα­ντή­σεις αυ­τές εί­ναι γνω­στές στη διοί­κη­ση που εκδί­
δει τη δια­τα­γή):
ΠΟΙΟΣ (Η Μονάδα, ή οι Μο­νά­δες, που περι­λαµβάνονται)
ΤΙ (Εί­δος κί­νησης)
ΠΟΤΕ (Ο χρό­νος έ­ναρ­ξης της κί­νη­σης)
ΠΟΥ (Προ­ο­ρισµός)
-46-
ΓΙΑΤΙ (Α­πο­στολή)
Η έλ­λει­ψη κά­ποιων α­πό τις πα­ρα­πάνω πλη­ρο­φο­ρί­ες δεν πρέ­πει
να κα­θυ­στε­ρή­σει την έκ­δοση της Προ­ει­δο­ποι­η­τι­κής Δια­ταγής.
γ. Η Προ­ει­δο­ποι­η­τι­κή Δια­τα­γή έ­χει την α­κό­λουθη µορ­φή : «Το 502
Τάγµα Πε­ζι­κού θα κι­νη­θεί πεζο­πο­ρώ­ντας την 13η Μαρτί­ου προς την πε­ριο­χή
ΚΙΛ­ΚΙΣ, για να συµµε­τάσχει σε ΤΑΜΣ».
δ. Η Ε­κτε­λε­στι­κή Δια­ταγή, που καθο­ρί­ζει το α­κρι­βές δροµο­λό­γιο και
τον α­κρι­βή χρόνο, εκ­δίδε­ται αρ­γό­τερα. Όµως οι πλη­ρο­φο­ρί­ες που δό­θη­καν ήδη
µε την πιο πά­νω Προ­ει­δο­ποι­ητι­κή Δια­τα­γή είναι αρ­κε­τές για να δρα­στη­ριοποι­ή­
σουν τη Μονάδα και να της ε­πι­τρέ­ψουν να προ­ε­τοιµα­στεί.

3. Α­να­γνώ­ριση Δροµο­λο­γί­ου
α. Πριν α­πό την πο­ρεί­α, στέλ­νουµε ένα από­σπασµα για την ανα­
γνώ­ρι­ση του δροµο­λο­γί­ου - δηλαδή για τη συλ­λογή των πλη­ρο­φο­ριών που θα
χρησιµο­ποι­η­θούν σαν βάση για την έκ­δοση της Δια­ταγής πο­ρεί­ας. Στην πε­ριοχή
της µά­χης, αν ο χρό­νος εί­ναι πε­ριο­ρισµέ­νος, το α­πό­σπασµα για την α­να­γνώ­
ρι­ση του δροµολο­γί­ου α­πλώς προ­πο­ρεύ­ε­ται της φά­λαγ­γας, στέλ­νει πί­σω τις
α­να­γκαίες πλη­ρο­φο­ρί­ες, το­πο­θε­τεί ο­δη­γούς και α­ναγνω­ρί­ζει τη νέα θέση. Στην
πε­ρί­πτω­ση που υ­πάρ­χει χρό­νος, η α­να­γνώριση του δροµο­λο­γί­ου προσ­διορί­ζει:
(1) Το ή τα κα­τάλ­ληλα δροµο­λό­για για την κίνηση.
(2) Τη θέση της νέ­ας πε­ριο­χής.
(3) Το εί­δος και την κατάσταση του δρόµου (ή των δρόµων), τις
συν­θήκες κυ­κλο­φο­ρί­ας κι άλ­λους πι­θα­νούς κιν­δύ­νους.
(4) Το ρυθµό πο­ρεί­ας που θα πρέ­πει ν’ α­κο­λου­θή­σουµε στα
διά­φο­ρα τµήµα­τα του δροµο­λο­γί­ου.
(5) Τα α­ναγκαία µέ­τρα α­σφα­λεί­ας.
(6) Τη θέση του ΑΣΔ και ΣΔ.
(7) Τις α­πο­στά­σεις ό­λων των ζω­τι­κών σηµεί­ων α­πό το ΑΣΔ.
(8) Τη θέση και το µέ­γε­θος των εµπο­δί­ων που µπο­ρεί να υ­πάρ­
χουν-κι ακόµα τι χρειά­ζε­ται να κά­νει το μη­χα­νι­κό (αν πράγµα­τι χρειά­ζε­ται να κά­νει
κάτι) για να κι­νη­θεί η Μονάδα απ’ αυ­τό το δροµο­λό­γιο.
(9) Τις κα­τάλ­λη­λες πε­ριο­χές για στά­σεις α­νά­παυ­σης και για
χο­ρή­γηση συσ­σι­τί­ου.
(10) Τον α­ριθµό των οδηγιών που χρειά­ζο­νται, και τις θέ­σεις
ό­που θα ε­γκα­τα­στα­θούν.
(11) Ει­δι­κά µέ­τρα για τον έ­λεγχο των ε­πι­κοι­νω­νιών και των
διακοµι­δών.
β. Η συ­γκρότηση του α­ποσπάσµατος για την α­να­γνώ­ριση του δροµο­
λο­γί­ου γί­νε­ται σύµφω­να µε τις ΒΟ­Ε, που ι­σχύ­ουν για τις πο­ρεί­ες σε κάθε Μονά-
-47-
δα. Η συ­γκρό­τησή του πρέ­πει να είναι τέ­τοια, που να προ­ω­θη­θεί το γρη­γο­ρό­τερο
µό­λις παρ­θεί η α­πό­φαση κί­νη­σης.
γ. Το α­πό­σπασµα για την α­ναγνώρι­ση του δροµο­λογί­ου υ­πο­βάλ­λει
τις πλη­ρο­φο­ρί­ες που έ­χει συ­γκε­ντρώ­σει µε µια α­να­φορά - την ανα­φο­ρά αναγνώ­
ρι­σης του δροµο­λο­γί­ου. Στον πί­νακα 1 (σελ. 49) υ­πάρ­χει ένα υ­πό­δειγµα τέ­τοιας
ανα­φοράς.

4. Δια­τα­γή Ο­δικής Κί­νη­σης


α. Αυτή συντάσ­σε­ται σε 5 πα­ρα­γρά­φους, ό­πως η ΔΕ. Προσ­διο­ρί­ζει
το δροµο­λό­γιο, τον προο­ρισµό, το σχηµατισµό, το ρυθµό και την τα­χύ­τητα, τις
α­ποστά­σεις ή τα χρονικά δια­στήµα­τα µε­ταξύ των τµηµά­των τη συ­γκρό­τηση της
φά­λαγ­γας, τους Διοικητές των σει­ρών και των τµηµά­των της, τη διάρ­κεια των
στά­σε­ων, και διάφο­ρες άλ­λες λε­πτοµέ­ρειες που δεν κα­λύ­πτο­νται από τις ΒΟΕ.
Οι Διαταγές αυ­τές εί­ναι πιο α­πλές, ό­ταν συνο­δεύ­ο­νται α­πό σκα­ριφήµα­τα, σχεδια­
γράµµα­τα και πί­να­κες κί­νη­σης.
β. Συ­νή­θως, το Τάγµα και οι Λόχοι δί­νουν στους υ­φι­σταµέ­νους τις
α­να­γκαί­ες για την κί­νηση πλη­ρο­φο­ρί­ες µε Προ­φο­ρι­κές Δια­τα­γές, µε σκα­ρι­φήµα­τα
δροµο­λο­γί­ου και µε πί­να­κες κίνησης - ή µε ο­ποιο­δή­πο­τε συνδυασµό των τριών
αυ­τών τρό­πων. Ο πί­να­κας κί­νη­σης, µα­ζί µε ένα σκα­ρίφηµα του δροµο­λο­γί­ου ή
µ’ έ­να δια­φα­νές, εκ­δί­δε­ται και σαν συµπλή­ρωµα της Προ­φο­ρι­κής Δια­ταγής.
γ. Η Δια­τα­γή πο­ρεί­ας εί­ναι κα­λό να συ­νο­δεύ­ε­ται κι α­πό ένα σκα­
ρίφηµα του δροµο­λο­γί­ου (Ει­κόνα 15) που θα µας βο­η­θήσει να κρα­τή­σουµε τη
σω­στή κατεύ­θυνση, αν η πο­ρεία α­κο­λου­θεί πολ­λούς δρόµους και µο­νο­πά­τια.
δ. Ο πί­να­κας II (σελ. 50) δί­νει ένα υ­πό­δειγµα Προ­φο­ρι­κής Δια­τα­γής
κί­νησης ε­νός Λόχου ΠΖ.
-48-

Ει­κό­να 15. Σκα­ρί­φη­μα δρο­μο­λο­γί­ου


-49-
ΠΙ­ΝΑ­ΚΑΣ 1

Υ­ΠΟ­ΔΕΙΓ­ΜΑ Α­ΝΑ­ΦΟ­ΡΑΣ Α­ΝΑ­ΓΝΩ­ΡΙ­ΣΗΣ ΔΡΟΜΟ­ΛΟ­ΓΙΟΥ

Κα­τάλ­λη­λη
Α­να­γνώ­ρι­ση χι­λιο­με­τρη­ Χι­λιό­με­τρα
Δρο­μο­λό­γιο Τα­χύ­τη­τα Πα­ρα­τη­ρή­σεις
τή α­πό ΑΣ­Δ
Πο­ρεί­ας
ΑΣ­Δ στο- 255
Α­πό ΑΣ­Δ….μέ­χρι…. 256 1 4 χιλ./ώ­ρα Γέ­φυ­ρα. Ε­δα­φος με σκλη­ρή ε­πι­φά­νεια. 2 ο­δη­γοί.
Α­πό……μέ­χρι…… 257 2 4 χιλ./ώ­ρα Στρί­ψε α­ρι­στε­ρά στη γέ­φυ­ρα.
Ο­δη­γός
Α­πό……μέ­χρι…… 259 4 3 χιλ./ώ­ρα Α­νώ­μα­λη σκλη­ρή ε­πι­φά­νεια.
Α­πό……μέ­χρι…… 260 5 4 χιλ./ώ­ρα Με­γά­λη κυ­κλο­φο­ρί­α.Ο­δη­γός.
Α­πό……μέ­χρι…… 264 9 4 χιλ./ώ­ρα Γέ­φυ­ρα μι­σο­κα­τε­στρα­μέ­νη. Νε­ρά και στις δυο πλευ­
ρές του δρό­μου. Ο­δη­γός.
Α­πό……μέ­χρι…… 267 12 3 1/2 χιλ./ώ­ρα Με­γά­λη κυ­κλο­φο­ρί­α. Ο δρό­μος έ­χει μια στρο­φή
προς τα δε­ξιά.
Α­πό……μέ­χρι…… 270 15 3 χιλ./ώ­ρα Α­μώ­δης δρό­μος. Σκό­νη. Στα­μα­τή­στε τα ο­χή­μα­τα
που πλη­σιά­ζουν τη φά­λαγ­γα. 2 ο­δη­γοί.
Α­πό……μέ­χρι…… 272 17 4 χιλ./ώ­ρα Ε­δα­φος με σκλη­ρή ε­πι­φά­νεια.
-50-

ΠΙ­ΝΑ­ΚΑΣ Ι­Ι

Πα­ρά­δειγµα Προ­φο­ρι­κής Δια­ταγής Κί­νησης ε­νός Λόχου Πε­ζι­κού

1. ΚΑ­ΤΑ­ΣΤΑ­ΣΗ
α. Υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις ότι ο ε­χθρός, που συµπτύ­χθηκε α­πό την
πε­ριοχή ΑΛ­ΦΑ, θα συ­νε­χί­σει την ε­πι­βρά­δυν­ση.
β. Το 508 ΤΠ/34 ΣΠ θα κι­νη­θεί, (µε τα πό­δια), και µε οχήµατα, στις
18 ΑΠΡ. προς την πε­ριοχή ΒΗΤΑ.

2. Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΗ
Ο 1ος Λόχος του 508 ΤΠ θα κινηθεί (µε τα πόδια) στις 18 0700 Απρ,
στην πε­ριο­χή συ­γκέ­ντρω­σης χωρ. Α­ΡΕΝΑ, α­πό το δροµο­λό­γιοΑ-Β.

3. Ε­ΚΤΕ­ΛΕ­ΣΗ
α. Ι­δέα Ε­νερ­γεί­ας:
Ο Λό­χος θα κι­νη­θεί, µε τα πό­δια σε µια φά­λαγ­γα µε 4 τµήµα­τα
πο­ρεί­ας. Το 1ο τµήµα θα πε­ρά­σει α­πό το ΑΣ∆ του Τάγµα­τος, στο (......... ),
την 18 0700 ΑΠΡ.
β. 1η Διµοι­ρία : 1ο τµήµα πο­ρεί­ας.
γ. 2η Διµοι­ρία : 2ο τµήµα πο­ρεί­ας.
δ. 3η Διµοι­ρία : 4ο τµήµα πο­ρεί­ας.
ε. Δρία υπο­στη­ρί­ξε­ως : 3ο τµήµα πο­ρεί­ας.
στ. Συ­ντο­νι­στι­κές Οδη­γί­ες.
(1) Η στρα­το­πε­δεί­α (συ­γκρό­τηση ό­πως στις ΒΟ­Ε) να βρί­σκε­
ται την 18 05 30 Απρ. στο Σ∆ του Λόχου.
(2) Σειρά: 1,2,3,4-Α­πο­στά­σεις: 20 µ.
(3) ΑΣ∆ του Λόχου στο ( ) το δροµο­λό­γιο για το ΑΣ∆ του
Τάγµα­τος εί­ναι ο δρόµος Γ—∆.
(4) ∆ιέ­λευση του 1ου Τάγµα­τος α­πό το Α.Σ.∆. του Λόχου στις
18 0630 ΑΠΡ.
(5) Τα µε­τα­φο­ρικά µέσα του Λόχου να α­κο­λου­θή­σουν την
ουρά του 4ου τµήµα­τος (ή αν είναι οχήµατα: τα με­τα­φο­ρικά µέ­σα του Λόχου
θα κι­νού­νται µε άλµατα) (ή: τα με­τα­φο­ρικά µέσα του Λόχου θα βρί­σκο­νται
κάτω απ’ τον έ­λεγ­χο του Τάγµα­τος, σ’ ότι α­φορά την κί­νησή τους).
(6) Πρώτη Στάση: 18 07 45 Απρ.
-51-

(7) Ύ­στερα από µι­σή ώ­ρα, θα µοι­ρα­στεί ένα σκα­ρίφηµα του


δροµολο­γί­ου κι­νή­σε­ως Α—Β.

4. ΔΙΟΙΚΗ­ΤΙ­ΚΗ ΜΕ­ΡΙ­ΜΝΑ.
Ρόφηµα στις 18 05 30 Απρ. Μα­ζί µ’ αυτό θα µοι­ρα­στεί ξη­ρά τρο­φή
για το µεσηµβρι­νό συσ­σί­τιο.

5. Ε­ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ
α. 0 Κώ­δι­κας που χρησιµο­ποιεί­ται α­πό το λόχο - σιγή ασυρµά­
του.
β. ΣΔ Λόχου ε­πι­κε­φα­λής του 2ου τµήµα­τος πο­ρεί­ας.

«Η ώ­ρα εί­ναι 1800 της 17 Απρ.


Καµιά Ε­ρώ­τηση;»

5. Ε­πι­θε­ώ­ρη­ση πριν από την Πο­ρεί­α


Πριν α­πό την έ­ναρ­ξη της πο­ρεί­ας, οι Οµα­δάρ­χες ε­πιθε­ω­ρούν τους
άν­δρες τους και την ε­ξάρ­τησή τους. Οι Διµοι­ρίτες κα­θι­στούν υ­πεύ­θυνους τους
Οµα­δάρ­χες τους για τις οµά­δες τους και το υλικό τους.
Ο Δκτής του Λόχου και οι Διµοι­ρίτες ε­πι­βλέ­πουν την ε­πι­θε­ώ­ρηση. Η
ε­πι­θε­ώρη­ση που γί­νε­ται (Ει­κόνα 16) α­φορά την κα­τά­σταση, την πλη­ρότητα και
την προ­σαρµογή των αρ­βύ­λων των καλ­τσών, του ιµα­τισµού του φόρ­του και
της ε­ξάρ­τη­σης, κα­θώς και την πλη­ρό­τητα των υ­δροδο­χεί­ων, της τροφής, των
φόρ­των και των υ­λι­κών. Ε­λέγ­χε­ται ε­πί­σης η κα­τά­στα­ση και η κα­θα­ριό­τη­τα των
πο­διών, και γενικά η υ­γιει­νή κα­τά­στα­ση των ανδρών, για να ε­ξα­κρι­βω­θεί ποιοι
άν­δρες εί­ναι κα­τάλ­λη­λοι για την πο­ρεί­α και για να πάνε στο για­τρό ό­σοι εµφα­νί­
ζουν συµπτώµατα α­σθέ­νειας ή σωµατικής α­κα­ταλ­λη­λό­τητας. Αµέ­σως µετά τις
πα­ρα­πάνω ε­πι­θε­ω­ρή­σεις, διορ­θώ­νονται και συµπλη­ρώ­νο­νται ό­λες οι α­τέ­λειες
που πα­ρου­σιά­στη­καν και µπο­ρεί να ε­λατ­τώ­σουν τη µα­χη­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα και την
α­ντο­χή των αν­δρών.

6. Ενέργειες του Δκτή του Λόχου πριν από την Πο­ρεί­α


α. Ο Δκτής του Λόχου εκδί­δει έ­γκαι­ρα την Προ­ει­δο­ποι­η­τική Δια­τα­γή,
ώ­στε να δώσει στους άν­δρες του τον χρό­νο που α­παι­τεί­ται για την προ­ε­τοιµα­
σί­α της πορεί­ας. Αν ο Λόχος πρό­κει­ται να ε­κτελέσει µό­νος την πο­ρεία, τότε ο
Δκτής κά­νει µό­νος του την α­να­γνώ­ρι­ση, για να δια­λέ­ξει το κα­λύ­τερο δροµο­λό­γιο.
(Ει­κόνα 17). Αν ο Λόχος εί­ναι µέ­ρος µιας µε­γα­λύ­τε­ρης φά­λαγ­γας, τότε ο Δκτής
ελέγ­χει το δροµο­λό­γιο µέ­χρι το ΑΣΔ και κα­τα­στρώ­νει το σχέ­διό του.
-52-

Ει­κό­να 16. Ε­πι­θε­ώ­ρη­ση των αν­δρών και των ε­ξαρτύ­σε­ών τους, πριν α­πό την πο­ρεί­α.

β. Ύ­στερα, εκ­δί­δει µια Προ­φο­ρική Δια­τα­γή κί­νη­σης, που συντάσ­σε­


ται σύµφω­να µε το υ­πόδειγµα της δια­τα­γής του Τάγµα­τος και πε­ρι­λαµβά­νει:
(1) Τα τµήµα­τα που θα πάρουν µέ­ρος.
(2) Τον α­ντι­κειµε­νι­κό σκοπό της πο­ρεί­ας.
(3) Το σκοπό µε τον οποί­ο γί­νε­ται η πο­ρεί­α.
(4) Την ώ­ρα σύντα­ξης για τη λή­ψη του σχηµα­τισµού πο­ρεί­ας.
(5) Το σχηµατισµό, τη συ­γκρό­τηση, το ρυθµό, το Αρχικό Σηµεί­ο
Διέ­λευ­σης και το Σηµείο Δια­σπο­ράς, το δροµο­λό­γιο και τα σηµεία συ­ντο­νισµού
της πο­ρεί­ας.
(6) Τη στολή, το φόρ­το, την ποσό­τη­τα του νερού και των τρο­
φίµων που θα πά­ρουν µα­ζί τους οι άν­δρες, τον τρό­πο α­ντιµε­τώ­πι­σης διά­φο­ρων
δυ­σκο­λιών κι άλλα ζητήµατα διοι­κη­τι­κής µέριµνας.
(7) Τις µε­θό­δους για την πρόλη­ψη της διαρ­ρο­ής.
(8) Τις λε­πτοµέ­ρειες σχε­τι­κά µε την πειθαρχία πορεί­ας.
(9) Την α­σφάλεια πορεί­ας.
(10) Τις ε­πι­κοι­νω­νί­ες στη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας.
-53-
γ. Πολ­λές α­πό τις λεπτοµέ­ρειες της δια­τα­γής πο­ρεί­ας µπο­ρούν να
συµπε­ρι­λη­φθούν και στις ΒΟ­Ε του Λόχου.

Ει­κό­να 17. Πριν α­πό την πο­ρεί­α, γί­νε­ται α­να­γνώρι­ση για την ε­πι­λο­γή
του κα­τάλ­λη­λου δρο­μο­λο­γί­ου
ΜΕ­ΡΟΣ ΔΕΥ­ΤΕ­ΡΟ
ΠΟ­ΡΕΙΕΣ KATΩ Α­ΠΟ ΕΙΔΙ­ΚΕΣ ΣΥΝ­ΘΗ­ΚΕΣ

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Ζ
ΓΕ­ΝΙΚΗ ΕΝΗ­ΜΕΡΩΣΗ

ΤΜΗΜΑ 15
ΕΙΔΗ ΠΟ­ΡΕΙΩΝ

1. Γε­νι­κά
α. Ό­ταν υ­πάρ­χουν ει­δι­κές καιρι­κές ή ε­δα­φι­κές συν­θήκες, µπο­ρούν
να ε­πη­ρε­ά­σουν σο­βαρά την ι­κα­νό­τητα των στρα­τευµά­των για πορεία, την τα­χύ­
τητα της ε­κτέ­λε­σης της και τα µέ­τρα που θα πρέ­πει να παρ­θούν για την προ­φύ­
λα­ξη των αν­δρών και για τον ε­φο­διασµό τους µε ει­δι­κά υ­λικά.
β. Οι πορεί­ες, που γί­νο­νται µ’ αυ­τό τον τρό­πο, λέ­γο­νται πορείες
κάτω από ειδι­κές συνθήκες - και δια­κρίνονται συ­νήθως σε πο­ρεί­ες:
(1) Σε ο­ρει­νό έδαφος.
(2) Στην έ­ρηµο.
(3) Σε πυ­κνά δάση.
(4) Σε αρ­κτι­κές πε­ριο­χές.

2. Πο­ρεί­ες σε Ορει­νό Έ­δα­φος


Σ’ αυ­τό το Εγ­χει­ρί­διο, δεν πρό­κει­ται να ε­ξετάσουµε τις πορεί­ες σε ο­ρει­
νό έ­δα­φος. Αυ­τές α­να­πτύσ­σο­νται λε­πτοµε­ρεια­κά στο ΕΕ 121 -10 «ΤΑ­ΚΤΙΚΗ ΚΑΙ
ΤΕ­ΧΝΙΚΗ Ο­ΡΕΙ­ΝΟΥ ΑΓΩΝΟΣ».

3. Άλ­λες Πορεί­ες Κάτω από Ει­δικές Συν­θή­κες


Το έ­δα­φος και οι καιρικές συν­θή­κες, ό­που µπο­ρεί να χρησιµο­ποι­η­θεί
ο Ελ­λη­νι­κός στρα­τός, δεν α­ναµέ­νε­ται ότι θα ε­πι­βάλ­λουν την ε­κτέ­λεση πο­ρειών
κά­τω α­πό ει­δικές συνθήκες, ε­κτός α­πό αυ­τές που γί­νο­νται πά­νω σε ο­ρει­νό έ­δα­
φος και α­να­φέ­ρονται στην προ­η­γούµενη πα­ράγρα­φο. Ωστόσο, στα επόµενα
τµήµα­τα αυ­τού του κε­φα­λαί­ου, δί­νουµε τα κύ­ρια σηµεί­α των διατά­ξεων που α­να­
φέ­ρο­νται σ’ αυ­τές τις πο­ρεί­ες, για τη γε­νι­κή ε­νηµέ­ρωση των στε­λε­χών.

ΤΜΗΜΑ 16
ΠΟ­ΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ Ε­ΡΗ­ΜΟ

1. Γε­νι­κά
α. Στην έ­ρηµο τα τµήµα­τα µπο­ρούν να βα­δί­ζουν σ’ο­ποια­δή­πο­τε
κα­τεύ­θυν­ση, γιατί κα­νο­νικά δεν πε­ριο­ρί­ζο­νται σε δρόµους και µο­νο­πά­τια. Τα
τµήµα­τα που προ­έρ­χο­νται α­πό εύ­κρα­τα κλίµα­τα χρειάζο­νται ει­δική κλιµα­το­λο­γι­
κή εκ­παί­δευση, για επι­χει­ρή­σεις στην έ­ρηµο. Ε­πειδή η θερµοκρα­σί­α της ε­ρήµου
-56-
εί­ναι ε­ξαι­ρε­τικά υ­ψη­λή στη διάρ­κεια της µέ­ρας, το σώµα χά­νει µε­γα­λύ­τερο ποσο­
στό υ­γρα­σί­ας µε τον ι­δρώ­τα. Η α­δυναµί­α από­κρυ­ψης, η δύσβατη ε­πι­φά­νεια του
ε­δά­φους και οι αυξηµέ­νες α­νά­γκες σε νερό, στη διάρ­κεια της πο­ρεί­ας, πε­ριο­ρί­
ζουν τις κι­νή­σεις των πε­ζο­πό­ρων τµηµά­των στην έ­ρηµο.
β. Στην έ­ρηµο υ­πάρ­χει πά­ντα ο κίν­δυ­νος των ε­γκαυµά­των από τον
ή­λιο και της τύ­φλω­σης α­πό την α­κτι­νο­βο­λί­α. Γι’ αυ­τό το λό­γο, η ε­πι­φά­νεια του
σώµα­τος πρέ­πει να εί­ναι καλυµµένη και τα α­κά­λυ­πτα µέ­ρη του πρέ­πει να α­λεί­
φο­νται µε ειδι­κή α­λοιφή. Πρέ­πει ε­πί­σης να χρησιµο­ποιούµε έγ­χρωµα γυα­λιά
η­λί­ου.
γ. Τα στρα­τεύµα­τα πρέ­πει να µά­θουν να α­να­γνω­ρί­ζουν και να ε­ξου­
δε­τερώ­νουν τα δη­λη­τη­ριώδη έ­ντοµα και ερ­πετά που µε­ρι­κές φο­ρές συ­να­ντάµε
στην έ­ρηµο, και να χρησιµο­ποιούν τα ει­δι­κά υ­λικά που χρειά­ζο­νται για τις αµµο­
θύ­ελλες.
δ. Για ν’ α­πο­φύ­γουµε την κού­ραση και τις δυ­σκο­λί­ες που προ­κα­λούν
οι υ­ψη­λές θερµο­κρα­σί­ες της µέ­ρας, τις πο­ρεί­ες στην έρηµο τις κά­νουµε, ό­ταν
εί­ναι δυ­νατό, τη νύ­χτα.

2. Ιµα­τισµός και Υ­λικά


α. Σε µε­ρι­κές πε­ριο­χές της ερήµου η θερµοκρασί­α τη µέ­ρα κυµαί­νε­
ται από 40ο µέ­χρι 54ο C, και τη νύ­χτα µπο­ρεί να κα­τέ­βει κά­τω α­πό το µη­δέν. Γι’
αυ­τό το λό­γο, προµη­θευόµα­στε µάλ­λι­να που­λό­βερ, χλαί­νες και κου­βέρ­τες, για
τη νύ­χτα. Το ε­σω­τε­ρικό κρά­νος α­πό πε­πιεσµέ­νο χαρ­τί χρησιµεύ­ει για την προ­
στα­σί­α του κε­φα­λιού και των µατιών α­πό την άµεση πρό­σπτωση των ηλιακών
α­κτι­νών.
β. Το ει­δι­κό υ­λι­κό περιλαµβά­νει έγχρωµα γυα­λιά α­πό ζε­λα­τί­να, φίλ­
τρα α­να­πνο­ής, πε­ρι­λαίµια, µα­ντή­λια, και δύο υ­δρο­δο­χεία.
γ. Για να προ­σα­να­το­λι­στούµε στις πο­ρεί­ες µε­γά­λων α­πο­στά­σε­ων,
χρησιµο­ποιούµε την πυξίδα του ή­λιου, α­φού προ­σαρµό­σουµε πά­νω της στοι­χεί­α
για την ε­ποχή, την ώ­ρα και το γε­ω­γρα­φικό πλάτος.

3. Πε­ριο­ρισµοί στη Χρήση του Νε­ρού


Το νε­ρό εί­ναι έ­νας σπου­δαίος πα­ρά­γο­ντας για την επι­τυ­χί­α των ε­πι­χει­
ρή­σε­ων στην έ­ρηµο. Οι άνδρες παίρνουν µα­ζί τους αρ­κε­τό νερό, αλ­λά µα­θαί­νουν
ν’ α­πο­φεύ­γουν τη σπατάλη. Το vε­ρό που υπάρχει σε µε­ρι­κές το­πι­κές πη­γές εί­ναι
συ­νή­θως µολυσµένο κι έ­χει µια δυ­σά­ρε­στη γεύ­ση. Το α­λά­τι που χά­νουµε µε τον
ι­δρώ­τα, το α­ντι­καθι­στούµε πί­νο­ντας νε­ρό ό­που έ­χουµε δια­λύ­σει α­λάτι.

4. Σχηµα­τισµοί
α. Χρησιµο­ποιούµε σχηµα­τισµούς, ό­που οι απο­στά­σεις µε­ταξύ των
αν­δρών κυµαί­νο­νται από 5 µέ­χρι 10 µέ­τρα. Αυτό γί­νο­νται για να πε­ριορι­στεί η
δηµιουρ­γί­α πυ­κνής σκό­νης και για να διευ­κο­λυν­θεί η κυ­κλο­φο­ρί­α του αέρα στο
ε­σω­τε­ρικό της φά­λαγ­γας.
-57-

Ει­κό­να 18. Τμή­μα­τα τή­ρη­σης της κα­τεύ­θυν­σης πάνω σε ό­χη­μα. Χρη­σι­μο­ποιεί­ται σαν
ση­μεί­ο ε­πι­σή­μαν­σης και κα­θο­δη­γεί την πεζο­πό­ρα φά­λαγ­γα που κι­νεί­ται στην έ­ρη­μο.

β. Τη νύ­χτα, αν η σελήνη είναι λαµπρή και δεν υ­πάρ­χει βλά­στηση,


µπο­ρούµε vα χρησιµο­ποι­ή­σουµε σχηµα­τισµούς πα­ρόµοιους µ’ εκείνους της
µέ­ρας. Ό­ταν δεν υπάρ­χει σε­λή­νη, οι σχηµα­τισµοί πυ­κνώ­νουν για να γί­νει ευ­κο­λό­
τερη η ά­σκηση της διοί­κη­σης. Τµήµα­τα τή­ρη­σης της κα­τεύ­θυν­σης, ε­πι­βι­βασµένα
σε οχήµατα, εί­ναι δυ­να­τόν να κι­νούνται πριν από την πε­ζο­πόρο φά­λαγ­γα. (Εικό-
να 17) Αν αυ­τό δεν µπο­ρεί να γίνει τότε χρησιµο­ποιούµε πυ­ξί­δα.

5. Ρυθµός Πο­ρεί­ας
Ο ρυθµός πορεί­ας στην έ­ρηµο µειώ­νε­ται σε 1,5-3 χλµ. την ώ­ρα. Αι­τί­α
εί­ναι η υ­ψηλή θερµοκρα­σί­α και οι δυ­σκο­λί­ες που έ­χουµε όταν βα­δί­ζουµε πά­νω
στη λε­πτή και µα­λα­κή άµµο ή στους µυ­τερούς βρά­χους.

6. Στά­σεις
Λό­γω της υ­περ­βο­λι­κής θερµο­κρα­σί­ας και της κού­ρα­σης, που προ­κα­
λεί µια πο­ρεί­α σε αµµώ­δεις ε­κτά­σεις, οι στά­σεις γί­νο­νται ό­ποτε το α­παι­τή­σουν
οι συν­θή­κες.
-58-
7. Ε­πι­κοι­νω­νί­ες
Ο ασύρµατος εί­ναι το πιο κα­τάλ­ληλο και α­πο­τε­λεσµα­τικό µέσο δια­βι­βά­
σε­ων. Πα­ράλ­λη­λα όµως, ό­πο­τε το υ­πα­γο­ρεύ­ει η τα­κτι­κή κατά­σταση, µπορούµε
να χρησιµο­ποι­ή­σουµε ο­πτι­κά µέσα, ε­λα­φρά αερο­σκά­φη, αγ­γε­λιο­φό­ρους και
τη­λέ­φωνα.

ΤΜΗ­ΜΑ 17
ΠΟ­ΡΕΙΑ ΣΕ ΠΥΚΝΑ ΔΑ­ΣΗ

1. Γε­νι­κά - Ε­γκλιµα­τισµός
α. Στα πυ­κνά δάση (ζού­γκλες) η πορεί­α γί­νε­ται µε αρ­γό ρυθµό, (για­τί
δεν υ­πάρ­χουν πολ­λοί δρόµοι ή µο­νο­πά­τια) ο ρυθµός γί­νε­ται α­κόµα αρ­γότε­ρος
αν υ­πάρ­χει πυ­κνή βλά­στηση. Ό­που εί­ναι δυ­νατό, α­κο­λου­θούµε γνω­στά µο­νο­πά­
τια, ρέµα­τα και κο­ρυ­φο­γραµµές, δια­φο­ρε­τικά, γί­νε­ται διά­νοι­ξη δροµο­λο­γί­ου µε
ει­δι­κά µα­χαίρια.
β. Οι νυ­χτε­ρι­νές κι­νή­σεις εί­ναι πάρα πολύ δύ­σκολες, ε­πειδή υ­πάρ­χει
ε­λά­χι­στη ο­ρα­τό­τητα, τάση α­πο­κο­πής και αρ­κε­τές δυ­σκο­λί­ες στη λει­τουρ­γί­α των
µέ­σων ε­πι­κοι­νω­νί­ας. Γι’ αυ­τό, στις ηµε­ρήσιες πο­ρεί­ες, δια­λέ­γουµε σαν α­ντι­κειµε­
νι­κούς σκοπούς πε­ριο­χές ό­που η ουρά της φά­λαγ­γας θα µπο­ρέ­σει να φτά­σει
πριν ακόµα πέ­σει το σκο­τάδι.
γ. Στα µο­νο­πά­τια των πυ­κνών δασών, οι Μο­νά­δες δεν µπο­ρούν να
προ­σπερ­νούν η µια την άλ­λη. Γι’ αυ­τό, αν η κε­φα­λή της φάλαγ­γας φτά­σει σε
α­διέ­ξο­δο, δια­λέ­γουµε ένα νέο δροµο­λό­γιο και η Μονάδα πο­ρεί­ας που βρί­σκε­ται
πιο κο­ντά στο νέο δροµο­λό­γιο το α­κο­λου­θεί πρώ­τη µπαίνοντας ε­πι­κε­φα­λής της
φά­λαγγας.
δ. Για να ξεπερα­στούν οι δυσκο­λί­ες στην ά­σκηση της διοί­κη­σης,
χρειά­ζε­ται α­πο­κέ­ντρωση. Αυτή όµως ε­ξαρ­τά­ται α­πό την πεί­ρα κάθε µι­κρής
Μονάδας στην πει­θαρ­χί­α πο­ρεί­ας.
ε. Για να µην ε­πι­σηµαν­θεί η φά­λαγ­γα από µακρι­νή απόσταση, πρέ­
πει να πά­ρουµε τα κα­τάλ­ληλα µέ­τρα. Ό­λοι οι άν­δρες πρέ­πει να βρί­σκο­νται σε
επα­γρύ­πνη­ση και οι οµά­δες πρέ­πει να µέ­νουν σχε­τι­κά κο­ντά η µία στην άλ­λη.
Η πε­ριο­ρισµένη ο­ρα­τό­τητα και οι πα­ρά­ξενοι θό­ρυ­βοι δηµιουρ­γούν στους άν­δρες
ένα αί­σθηµα αβε­βαιότη­τας και κιν­δύ­νου. Αν θέ­λουµε να το ε­ξου­δε­τε­ρώ­σουµε
αυ­τό, πρέ­πει να εκ­παι­δεύ­σουµε κα­τάλ­λη­λα τα στρα­τεύµα­τα, ώστε να ε­ξοι­κειω­
θούν µε τις συνθή­κες αυ­τές. Ό­ταν εί­ναι δυ­νατό, η εκπαί­δευση γί­νε­ται σε πε­ριο­χές
µε πυ­κνή βλά­στηση ξεκινώντας από την πρό­ληψη και θε­ρα­πεί­α α­σθε­νειών ό­πως
η προ­σβολή ή η ε­ξά­ντληση α­πό τη θερµό­τητα, µέ­χρι και την αναγνώρι­ση και ε­ξου­
δε­τέρωση ε­ντόµων, επι­κίνδυ­νων ερ­πε­τών και ζώ­ων.

2. Ιµα­τισµός και Υ­λικά


α. Η στολή της µά­χης εί­ναι κα­τάλ­ληλη για τα πυ­κνά δάση και τα άρ­βυ­
λα που δί­νο­νται είναι ι­κα­νο­ποι­η­τι­κά για γε­νική χρήση.
-59-
β. Το ε­σωτε­ρικό του κράνους εί­ναι α­πό πε­πιεσµένο χαρτί και ε­ξα­σφα­
λίζει ι­δα­νι­κή προστα­σία από τον ή­λιο. Υ­πάρ­χει ε­πί­σης ένα ει­δι­κό αδιάβροχο: οι
άνδρες µπο­ρούν να το φορούν, να το το­πο­θε­τούν στο έ­δα­φος ή να το χρησιµο­
ποιούν σαν ατοµι­κό α­ντί­σκηνο. (Την πε­ρί­οδο των βρο­χών, συ­γκε­κριµένα, οι
άν­δρες το φο­ρούν για να προ­φυ­λά­ξουν την πλά­τη τους και το σακί­διο τους α­πό
τη βρο­χή). Το ει­δικό αυ­τό α­διά­βροχο χρησιµεύ­ει ε­πί­σης για την πε­ρι­τύ­λιξη του
επί πλέ­ον ιµατισµού και την προ­φύ­λα­ξή του απ’ τη βρο­χή.
γ. Στα δάση, οι νύ­χτες εί­ναι συ­νή­θως ψυ­χρές. Γι’ αυ­τό, οι άν­δρες πρέ­
πει να φο­ρούν πρώ­τα το µάλ­λι­νο που­λό­βερ, για να δια­τη­ρή­σουν τη θερµοκρασία
του σώµα­τος, κι έ­πειτα το ει­δι­κό α­διά­βροχο σαν κάλυµµα.

3. Πε­ριο­ρισµοί στη Χρήση του Νε­ρού


α. Ε­πειδή πολ­λές φορές ι­δρώ­νουµε υ­περ­βο­λι­κά, χρεια­ζόµα­στε
καθηµε­ρι­νά αρ­κε­τό νερό, ώ­στε να α­να­πλη­ρώ­σουµε αυ­τό που χάνουµε α­πό
τον ι­δρώ­τα. Κά­θε πε­ριο­ρισµός στη χρή­ση του νε­ρού, κά­τω α­πό το α­πα­ραί­τη­το
ε­πί­πε­δο, συ­νε­πά­γε­ται γρή­γο­ρη α­πώ­λεια της απο­δο­τι­κό­τη­τας και ε­λάτ­τωση της
ι­κα­νό­τητας για πορεία.
β. Κα­τά τα άλλα, ι­σχύ­ουν κι εδώ τα γε­νικά στοι­χεία που α­να­φέ­ρονται
στο Κεφ. Β’ Τµήµα 4, πα­ραγρ. 3.

4. Σχηµα­τισµοί
Τα στενά µο­νο­πά­τια των πυ­κνών δα­σών, µας α­να­γκάζουν συ­νή­θως
να πά­ρουµε το σχηµα­τισµό της φά­λαγ­γας κατ’ άνδρα (Εικόνα 19). Ε­πί­σης, η
πε­ριο­ρισµένη ο­ρα­τό­τητα µας α­να­γκά­ζει να µειώ­σουµε τις αποστά­σεις µε­τα­ξύ
των Μο­νά­δων. Για τη διευ­κό­λυν­ση της άσκη­σης της Δκσης, αλ­λά και για µε­γα­
λύ­τε­ρη α­σφά­λεια και ταχύ­τερη κί­νηση, κάθε Μονάδα πρέπει να µε­τα­κι­νεί­ται σε
πυ­κνή φά­λαγ­γα (όσο γί­νε­ται) και να χρησιµο­ποιεί συν­δέσµους, για να τη­ρεί
την επα­φή µε τις άλ­λες μο­νά­δες της φά­λαγ­γας. Η ε­πα­φή και οι καθορισµέ­νες
α­πο­στά­σεις πρέ­πει να τη­ρού­νται σχο­λα­στικά. Το ε­πι­κε­φα­λής τµήµα πρέ­πει να
αντι­κα­θί­στα­ται πε­ριο­δικά, ε­πειδή το έρ­γο του (π.χ. η διά­νοι­ξη δροµο­λο­γί­ου) εί­ναι
ε­ξαι­ρε­τικά κο­πια­στικό. Για τον ί­διο λό­γο, και οι άν­δρες στο ε­σω­τε­ρικό του τµήµα­
τος πρέ­πει ν’ αλ­λά­ζουν θέ­σεις περιο­δι­κά.

5. Ρυθµός Πο­ρεί­ας
Οι πορεί­ες µέσα στα πυ­κνά δάση δεν υπολο­γί­ζο­νται µε βάση την α­πό­
σταση, αλ­λά µε βάση τον α­παι­τούµενο χρό­νο. Η κα­κή κα­τά­στα­ση των µο­νο­πα­
τιών (ή η α­νυ­παρ­ξί­α τους) και η πυκνή βλά­στηση κά­νουν το ρυθµό της κί­νη­σης
αρ­γό. Τµήµα­τα που κι­νού­νται σε κα­λά µο­νο­πά­τια σπά­νια ξε­περ­νούν το ρυθµό
των 1600 µ. την ώ­ρα. Αν το µο­νο­πά­τι βρί­σκε­ται σε κα­κή κατά­σταση, ο ρυθµός
ε­λατ­τώ­νε­ται στα 800 µ. την ώρα ή και λι­γό­τε­ρο. Ο ρυθµός πο­ρείας ε­λατ­τώ­νε­ται
ακόµα πε­ρισ­σό­τερο, αν τα υ­λικά µε­τα­φέ­ρο­νται µε τα χέρια.
-60-

Ει­κό­να 19. Στα μο­νο­πά­τια της ζού­γκλας, χρη­σιμο­ποιεί­ται συ­νή­θως


ο σχη­μα­τι­σμός της φά­λαγ­γας κατ’ άν­δρα.

6. Στά­σεις
Στα πυ­κνά δάση, πέ­ρα α­πό τις κα­νο­νι­κές στά­σεις, συ­χνά γί­νο­νται και
ε­πι­πρόσθε­τες, ώ­στε οι άνδρες ν’ α­να­παύο­νται και να παίρ­νουν πιο εύ­κολα τους
α­παι­τούµε­νους πυκνούς σχηµα­τισµούς. Ό­ποτε εί­ναι πρα­κτικά α­δύ­να­το να χο­ρη­
γη­θεί στους άν­δρες ένα κα­νο­νι­κό ζε­στό συσσί­τιο στη διάρ­κεια της µεσηµε­ρια­νής
στά­σης, όπου δια­τά­ζε­ται µια α­νάπαυ­ση 45 λε­πτών πε­ρί­που. Οι άν­δρες πρέ­πει
να πα­ρο­τρύ­νο­νται να πίνουν λεµο­νάδες ή ζωµούς κρέ­α­τος, ε­πει­δή αφοµοιώ­νο­
νται γρή­γο­ρα και είναι νόστιµα και δρο­σι­στι­κά.

7. Ε­πι­κοι­νω­νί­ες
Χρησιµο­ποιούµε ό­ποιο α­πό τα µέσα ε­πι­κοι­νω­νιών εί­ναι α­πο­δο­τι­κό­τε­
ρο για την πε­ρίπτωση. Το φύλ­λωµα των δέν­δρων, η υ­γρα­σί­α και τα υψώµα­τα
του ε­δά­φους µειώ­νουν την α­πο­δο­τι­κό­τητα του α­συρµά­του. Η βλά­στηση συ­νή­
θως πε­ριο­ρί­ζει τη χρήση ο­πτι­κών µέ­σων. Γι’ αυ­τό, οι πε­ζοί αγ­γε­λιο­φό­ροι απο­τε­
λούν το πιο α­πο­δο­τι­κό µέσο ε­πι­κοι­νω­νί­ας. Σαν σύνδεσµοι µπορούν ε­πί­σης να
χρησιµο­ποι­η­θούν και α­ε­ρο­σκά­φη συν­δέσµου, για την αναµε­τά­δοση των σηµά­
των.
-61-

ΤΜΗΜΑ 18
ΠΟ­ΡΕΙΕΣ ΣΕ ΑΡ­ΚΤΙ­ΚΕΣ ΠΕΡΙΟ­ΧΕΣ

1. Γε­νι­κά-Ε­γκλιµα­τισµός
α. Στις αρ­κτι­κές πε­ριο­χές, η τε­χνι­κή της πο­ρεί­ας δεν πα­ρου­σιά­ζει
ου­σια­στικές δια­φο­ρές, µο­λο­νότι η εκ­παί­δευση, η πει­θαρ­χί­α πο­ρεί­ας, ο ε­γκλιµα­
τισµός και η ά­σκηση της Δκσης γί­νο­νται πολύ πιο δύ­σκολα, σε σύ­γκριση µε τις
εύ­κρα­τες πε­ριοχές. Στις αρ­κτι­κές πε­ριο­χές, οι περισ­σό­τε­ρες, πο­ρεί­ες γί­νο­νται σε
έ­να πο­λύµορ­φο έ­δα­φος και συ­νήθως σε µονο­πά­τια. Τα τµήµα­τα πρέ­πει να ε­φο­
διά­ζο­νται µε ει­δι­κό υ­λι­κό και ιµατισµό, και να µετα­φέ­ρουν µόνο τα α­πα­ραί­τητα
ε­φό­δια και υ­λικά. Η χαµηλή θερµο­κρα­σί­α, το χιό­νι κι ο πά­γος, το συ­νε­χές σκο­τάδι
το χειµώνα, η έλ­λει­ψη δρόµων και χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών σηµεί­ων του ε­δά­φους, µε­γα­
λώ­νουν τα προ­βλήµα­τα των πορειών στις αρ­κτι­κές πε­ριο­χές. Κά­τω α­πό χιό­νι ή
µε βα­ρύ κρύο, οι πο­ρεί­ες γί­νο­νται µε σκι, µε χιονοπέδι­λα ή µε ένα συν­δυασµό
τους.
β. Η διά­νοι­ξη του δροµο­λο­γί­ου σ’ ένα πυ­κνό στρώµα χιο­νιού και
η µε­τα­φο­ρά ε­νός σα­κι­δί­ου βα­ρύ­τε­ρου α­πό το κα­νο­νικό α­παιτεί µε­γά­λη φυ­σι­κή
προ­σπά­θεια. Το σώµα χρειά­ζε­ται αυξηµένη πο­σό­τητα τρο­φής, για να πα­ρά­γει τη
θερµό­τητα και την ενέρ­γεια που α­παι­τού­νται. Έ­τσι, το ζε­στό φα­γη­τό και τα ποτά
γί­νο­νται πα­ράγοντες πρω­ταρ­χι­κής σηµα­σί­ας.
γ. Στις πο­ρείες στις αρ­κτι­κές πε­ριο­χές ε­λέγ­χουµε συ­χνά το ρυθµό
πορεί­ας, το ρυθµιστή του βήµα­τος και τη χρήση του υ­λι­κού. Αυτό γί­νε­ται για ν’
α­πο­φύ­γουµε τις υ­περ­κο­πώ­σεις και τα κρυο­πα­γήµα­τα. Για κάθε ο­πλίτη που δεν
µπο­ρεί να συ­νε­χί­σει την πο­ρεί­α χρειά­ζεται άλ­λος ένας για να τον πε­ρι­θάλ­ψει,
α­φού ποτέ δεν ε­γκα­τα­λεί­πο­νται µό­νοι οι ασθε­νείς ή τραυµατίες (οι α­πώ­λειες της
πορεί­ας) στις πο­ρεί­ες µε υ­περβο­λι­κό κρύο.
δ. Τα τµήµα­τα που έχουν εκπαι­δευ­τεί κα­λά και εί­ναι κα­τάλ­λη­λα
ε­φο­διασµένα, µπορούν να µε­τα­κι­νού­νται µε σι­γου­ριά πά­νω στο χιό­νι ή µε βα­ρύ
κρύο.

2. Ιµα­τισµός και Υ­λικά


α. Οι άν­δρες ι­δρώ­νουν και στις πο­ρεί­ες µε κρύο. Ο ι­δρώ­τας µου­σκεύ­
ει τα ρούχα κι έ­τσι λι­γο­στεύ­ει η αποµο­νωτι­κή τους ι­κα­νό­τη­τα. Τα υγρά ρούχα
µπο­ρούν να προ­κα­λέ­σουν κρυο­λόγηµα ή ψύξη. Για κα­λύ­τερο ε­ξα­ε­ρισµό και κα­λύ­
τερη κυ­κλο­φο­ρί­α του α­έ­ρα, οι άν­δρες πρέ­πει να χα­λαρώνουν τον ιµα­τισµό τους
ή να βγά­ζουν τα ε­ξω­τε­ρι­κά τους ρού­χα. Ό­ποτε τους δί­νε­ται ευ­καιρία, πρέ­πει ν’
αλ­λά­ζουν τη λι­νο­στο­λή τους (ή του­λά­χιστον τη φα­νέ­λα τους) και να σπογ­γί­ζουν
το δέρµα τους. Ε­πί­σης πρέ­πει να έ­χουν πα­ρα­πά­νω ρούχα, ώ­στε να µπορούν
εύκολα ν’ αλ­λά­ζουν στις µε­γάλες στά­σεις.
β. Τα ε­σω­τε­ρικά και ε­ξω­τε­ρικά ρούχα που φο­ριού­νται στα ψυ­χρά
κλίµατα, πρέ­πει να εί­ναι κάπως χα­λα­ρά και να διατηρού­νται κα­θα­ρά και στε­γνά.
Τα ε­ξω­τε­ρι­κά ρούχα πρέ­πει να εµπο­δί­ζουν τη διείσ­δυση του α­έ­ρα, ώ­στε να
συ­γκρα­τούν τον α­έρα που εί­ναι αποµονωµέ­νος α­νάµεσα στα ρούχα, και να εί­ναι
-62-
ηµια­διάβρο­χα, για να εµπο­δί­ζουν τη διείσ­δυ­ση της βρο­χής και του χιο­νιού στα
ε­σω­τε­ρι­κά ρούχα. Σε πε­ριο­χές ό­που η θερµο­κρα­σί­α πέ­φτει κάτω α­πό το µη­δέν,
δεν πρέ­πει να φο­ριούνται α­διά­βρο­χα ρούχα, γιατί έ­τσι η υ­γρα­σί­α του σώµα­τος
συ­γκε­ντρώ­νε­ται στο ε­σω­τε­ρι­κό και πα­γώνει. Τα ε­σω­τε­ρικά ρούχα α­πο­τε­λού­νται
α­πό πολλά στρώµα­τα µε σπογγώ­δες αποµο­νω­τι­κό υ­λι­κό, πχ µε µάλ­λι­νο ύ­φασµα.
Οι α­παιτήσεις σε ρού­χα δια­φέ­ρουν α­πό άν­δρα σε άν­δρα· γι’ αυτό ο κα­θέ­νας πρέ­
πει να κα­θο­ρί­σει τον α­ριθµό των εσω­τε­ρι­κών ρού­χων που θα πρέπει να φο­ρέ­σει
για να µη ζεσταί­νε­ται υ­περ­βο­λι­κά και για να µην κρυώ­νει. Εί­ναι προ­τιµό­τερο να
φο­ράµε πολ­λά και λε­πτά ρούχα, γιατί έ­τσι ο α­έ­ρας αποµο­νώ­νε­ται α­νάµεσα τους
και το σώµα δια­τη­ρεί τη θερµο­κρα­σί­α του.
γ. Στον προ­βλεπόµενο ιµα­τισµό µπο­ρούν να γί­νουν µε­ρι­κές µι­κρές
τρο­ποποι­ή­σεις, αν µε τις τρο­πο­ποι­ή­σεις αυ­τές κερ­δί­ζουµε µε­γα­λύ­τερη ά­νεση.
δ. Αν οι άν­δρες δεν έ­χουν ε­φο­δια­στεί µε τα κα­τάλ­λη­λα υ­λι­κά, τότε
δεν πρέ­πει να συµµετέχουν σε πο­ρεί­ες πά­νω σε έ­δα­φος σκε­πασµένο α­πό πα­χύ
στρώµα χιο­νιού, παρά µόνο σε πε­ρί­πτω­ση ε­πείγου­σας α­νά­γκης. Για ν’ α­πο­κτή­
σουµε µε­γα­λύ­τερη ευκι­νη­σία, χρησιµο­ποιούµε χιο­νο­πέ­δι­λα, σκι, έλ­κη­θρα AHKIOS
(έ­να έλ­κη­θρο α­πό α­λουµί­νιο, σε σχήµα βάρ­κας), και διάφορα άλλα υ­λικά.
Οι σκιέρ είναι ε­φο­διασµέ­νοι µε ει­δι­κούς σά­κους, ενώ τα τµήµα­
τα που κι­νού­νται µε τα πό­δια ή µε χιο­νο­πέ­δι­λα έ­χουν συ­νή­θως ει­δι­κό σα­κί­διο
(Eικόνα 20). Τα συ­νη­θισµέ­να ε­φό­δια του στρα­τιώ­τη εί­ναι µια διό­πτρα για το χιόνι,
µια βούρ­τσα για το καθά­ρισµα των ρού­χων απ’ το χιόνι, κι ένα µι­κρό µα­χαίρι.
Δια­τί­θε­νται ε­πί­σης µε­γά­λα µαχαί­ρια, πριόνια και τσε­κού­ρια, α­πα­ραί­τη­τα για να
κα­θα­ρι­στούν οι θάµνοι και για να κο­πούν ξύ­λα για θέρµαν­ση.

Ει­κό­να 20. Τμή­μα­τα που κι­νού­νται με τα πό­δια ή με χιο­νο­πέ­δι­λα σε αρ­κτικές πε­ριο­χές.


-63-
3. Πε­ριο­ρισµοί στη Χρήση του Νε­ρού
Στις αρ­κτι­κές πε­ριο­χές το νε­ρό εί­ναι τόσο ου­σια­στι­κό όσο και σε ο­ποιο­
δή­ποτε άλ­λο κλίµα. Ωστόσο, η πο­σό­τητα του δια­θέσιµου νερού µπορεί να εί­ναι
πε­ριο­ρισµέ­νη, ε­πειδή η προµή­θεια και η α­πο­θή­κευσή του σε υ­γρή κα­τά­στα­ση
εί­ναι δύ­σκολη.
Στο υ­περ­βο­λι­κό κρύο η α­φυ­δά­τωση εί­ναι το ί­διο συ­νη­θισµέ­νη, όσο και
στην υ­περ­βο­λι­κή ζέ­στη. Κα­νο­νι­κά, µια Μονάδα που κά­νει πορεία προµη­θεύ­εται
καθηµε­ρι­νά το α­πα­ραί­τη­το νε­ρό εί­τε λιώ­νο­ντας το χιό­νι εί­τε α­πό το­πι­κές πη­γές,
ποτάµια ή λίµνες. Αν η προµή­θεια γί­νε­ται µ’ αυ­τό τον τρό­πο, τότε το νε­ρό α­πο­
στει­ρώ­νε­ται µε βράσιµο ή µε ει­δι­κά δι­σκία για την α­πο­στεί­ρωση του νερού. Κα­νο­
νι­κά, α­πα­γο­ρεύ­ε­ται να τρώει κα­νείς το χιόνι, αντί να πίνει νερό κι αυ­τό για­τί πρώ­
τον, δεν υ­πάρ­χει τρό­πος να δια­πι­στω­θεί η κα­θα­ρό­τητα του χιο­νιού και δεύ­τε­ρον,
έ­τσι πα­ρα­βιά­ζε­ται η πει­θαρ­χί­α στη χρή­ση του νε­ρού. Ωστόσο, σε κα­τα­στά­σεις
ε­πεί­γου­σας α­νά­γκης, πε­ρί­πολοι και µικρές οµά­δες που α­νοί­γουν δρόµο σε νέ­ες
περιο­χές µπο­ρούν να χρη­σιµο­ποι­ή­σουν χιό­νι, α­ντί για νερό, ό­ταν θε­λή­σουν να
πιούν. Μια µι­κρή πο­σό­τητα α­πό συµπα­γές χιό­νι, που παίρ­νε­ται σαν κα­ραµέλα
σε κάθε στάση, κα­τα­πρα­ΰ­νει τη δίψα. Α­ντί­θετα, η χρήση µιας µε­γά­λης πο­σό­τη­τας
χιο­νιού, για µια µόνο φορά, εί­ναι βλα­βε­ρή γιατί µπορεί να προ­κα­λέ­σει ψύ­ξη στο
στοµά­χι ή κρυο­λόγηµα.
Το­νί­ζε­ται στους άν­δρες ότι πριν α­πό την εκ­κί­νηση πρέ­πει να έ­χουν
γεµί­σει το πα­γού­ρι τους, του­λά­χι­στον κα­τά τα 2/3, µε α­πο­στειρωµένο νερό.

Ει­κό­να 21. Ο σχη­μα­τι­σμός της φάλαγ­γας κατ’ άν­δρα εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­νος


για πο­ρέ­ιες σε πυ­κνό στρώ­μα χιο­νιού.
-64-
4. Σχηµα­τισµοί και Διά­νοιξη Δροµο­λο­γί­ου
α. Ο σχηµα­τισµός της φά­λαγ­γας κατ’ άν­δρα είναι ο πιο συ­νη­θισµέ­
νος στις πορεί­ες πά­νω σε πα­χύ στρώµα α­πό χιόνι, ό­ταν δεν πε­ριµέ­νουµε να
έρ­θουµε σε ε­πα­φή µε τον ε­χθρό (Ει­κόνα 21). Η φά­λαγ­γα κατά δυάδες χρησιµο­
ποιεί­ται για να ε­λαττω­θεί το µή­κος της φά­λαγ­γας ω­στόσο, οι στοί­χοι πρέ­πει να
κρα­τούν µε­τα­ξύ τους κά­ποια από­σταση, για να µην πα­ρεµβάλ­λο­νται στη διάρ­
κεια της πο­ρεί­ας.
β. Σε µια πο­ρεί­α πά­νω σε πα­χύ και πυ­κνό στρώµα χιο­νιού, το κύ­ριο
πρό­βληµα εί­ναι η διά­νοιξη δροµο­λο­γί­ου. Ορ­γα­νώ­νεται ένα ει­δι­κό από­σπασµα
που θ’ α­νοίξει ένα διά­δροµο για το κύ­ριο σώµα της φά­λαγ­γας. Το α­πόσπασµα
αυ­τό προ­η­γεί­ται του κυ­ρί­ου ό­γκου κα­τά µια ώρα για κάθε 5 χλµ πο­ρεί­ας: πχ, αν
σχε­διά­ζε­ται µια πο­ρεία 25 χλµ, τό­τε το τµήµα δια­νοί­ξε­ως ξε­κι­νά 5 ώ­ρες νω­ρί­τε­
ρα α­πό τον κύ­ριο όγκο της φά­λαγ­γας. Για τη διά­νοι­ξη αυ­τή χρησιµο­ποιού­νται
άν­δρες µε χιο­νο­πέ­δι­λα ή σκι, και ερ­πυ­στριοφό­ρα οχήµα­τα. Αν η διά­νοι­ξη γίνεται
µε τα χέρια, τότε αυ­τός που βρί­σκε­ται κάθε φορά πρώ­τος στο στοίχο α­νοί­γει
διά­δροµο για µια µι­κρή καθορισµέ­νη α­πόσταση ή χρό­νο και στη συ­νέ­χεια, α­φού
πε­ρά­σει έ­ξω από το δια­νοι­γόµε­νο δροµο­λό­γιο, α­κο­λου­θεί στην ουρά της φά­λαγ­
γας και αυ­τόµατα ο επόµε­νος α­να­λαµβά­νει να συ­νε­χί­σει τη διά­νοι­ξη. Η διά­νοι­ξη
δροµο­λο­γί­ου εί­ναι κου­ρα­στι­κή δου­λειά, και γι’ αυ­τό οι άν­δρες ε­ναλ­λάσ­σο­νται
συ­χνά, για να µην κου­ρα­στούν υ­περ­βο­λι­κά, να µην ζε­στα­θούν υπερ­βο­λι­κά και
για να ε­ξα­σφαλι­στεί η στα­θερή πο­ρεί­α του κύ­ριου ό­γκου της φά­λαγ­γας.

5. Ρυθµός Πο­ρεί­ας
α. Το πα­χύ στρώµα του χιο­νιού πε­ριο­ρί­ζει την ε­λεύ­θε­ρη κί­νηση των
πο­διών. Γι’ αυ­τό χρη­σιµο­ποιού­νται χιο­νο­πέ­διλα ή σκι. Η πορεί­α µε χιο­νο­πέδι­
λα σε µε­γά­λες α­πο­στά­σεις α­παιτεί εκ­παί­δευση κι ο ρυθµός ποι­κίλ­λει από 2,5
µέχρι 4 χιλ. την ώ­ρα. Οι χιο­νοδρόµοι (σκιέρς) εί­ναι τα πιο τα­χυ­κί­νητα τµήµα­τα
σε α­ναπε­πταµέ­νο έ­δα­φος, ό­που το πά­χος του χιονιού ξε­περ­νά­ει τα 0,30µ: ο
ρυθµός τους ποι­κίλ­λει, α­νά­λο­γα µε την κλίση, από 2,5 ως 5,5 χλµ. την ώ­ρα. Οι
καλά εκ­παι­δευµένοι χιο­νο­δρόµοι, σε ε­πί­πεδο έ­δα­φος και για µι­κρές απο­στά­σεις,
πε­τυ­χαί­νουν ένα ρυθµό 9 χλµ. την ώ­ρα.
β. Σε α­νη­φο­ρι­κό έ­δα­φος, ο ρυθµός πο­ρεί­ας ε­λατ­τώ­νε­ται. Στην αρ­χή
ή το τέ­λος µιας κα­τη­φο­ριάς, τα τµήµατα δεν πρέ­πει να ε­πι­τα­χύνουν το ρυθµό
τους, αλλά αντί­θε­τα, να συ­νεχίσουν να κι­νού­νται µε κανονικό βήµα και ρυθµό.

6. Στά­σεις
Αυ­τές γί­νονται ανάλογα µε τις πα­ρου­σια­ζόµε­νες α­νά­γκες. Ό­ταν όµως
οι άν­δρες εί­ναι ε­κτεθειµέ­νοι στο κρύο, συ­χνά πρέ­πει να γί­νο­νται σύντοµες στά­
σεις. Ε­πίσης σύ­ντοµες στά­σεις γί­νο­νται µετά τη διάβα­ση εµπο­δί­ων, για την
πύ­κνωση και τον α­να­σχηµα­τισµό της φά­λαγ­γας. Για τις στά­σεις δια­λέ­γουµε
το­πο­θεσί­ες που µπο­ρούν να µας προ­στα­τέ­ψουν απ’ τον άνεµο. Βεβαιωνόµα­
στε ότι οι άν­δρες δεν κά­θο­νται πάνω στο χιό­νι αλ­λά χρησιµο­ποιούν το σα­κί­διο
τους έ­τσι θ’ αποφύγουν την ύ­γραν­ση των ρού­χων και το πάγωµα της υ­γρασί­ας
-65-
αυ­τής αρ­γό­τε­ρα. Ο πιο α­να­παυ­τικός τρό­πος να κά­θε­ται κα­νείς εί­ναι στη­ρί­ζοντας
την πλά­τη του στην πλά­τη ενός άλ­λου, πράγµα που βο­η­θά­ει στη δια­τή­ρηση της
θερµο­κρα­σί­ας. Αν η στάση διαρ­κέ­σει πε­ρισσό­τερο από 5 λε­πτά, οι άν­δρες πρέ­
πει να φο­ρούν τις ει­δι­κές χλαί­νες για το χιόνι.Η πο­ρεί­α σχε­διά­ζε­ται έ­τσι, ώ­στε τα
τµήµατα να φτά­νουν στο χώ­ρο στάθµευσης προ­τού πέ­σει το σκο­τάδι και προ­τού
να ε­ξα­ντλη­θούν.

7. Ε­πι­κοι­νω­νί­ες
Ο α­σύρµατος εί­ναι το πιο κα­τάλ­ληλο µέσο ε­πι­κοι­νω­νί­ας. Ό­ποτε οι
ατµο­σφαι­ρι­κές συν­θήκες εµπο­δί­ζουν τη χρήση του α­συρµά­του, χρησιµο­ποιούµε
ο­πτι­κά µέσα - κυ­ρί­ως σε συν­δυασµένες ε­πι­χει­ρή­σεις στρα­τού και α­ε­ρο­πο­ρί­ας.
Αν εί­ναι πρα­κτι­κά δυ­νατό, α­πλώ­νουµε και τη­λε­φωνι­κές γραµµές. Για την ε­ξυ­πη­
ρέ­τηση των το­πι­κών α­ναγκών χρησιµο­ποιού­νται αγ­γε­λιοφόροι, ε­φο­διασµέ­νοι µε
χιο­νο­πέ­διλα ή σκι. Ό­ταν το ε­πι­τρέ­πει ο και­ρός η α­πό­σταση και το έ­δα­φος, για να
ε­ξα­σφα­λί­σουµε τις ε­πι­κοι­νω­νίες χρησιµο­ποιούµε ειδικά οχήµα­τα, που κι­νού­νται
στο χιό­νι, καθώς και σκυλιά κι α­ε­ρο­σκάφη.
A-1

ΠΑ­ΡΑΡΤΗΜΑ «Α»

ΒΑ­ΣΙ­ΚΕΣ Ο­ΔΗ­ΓΙΕΣ Ε­ΠΙ­ΧΕΙ­ΡΗ­ΣΕΩΝ ΜΟ­ΝΑ­ΔΑΣ

1. Στό­χος των Βα­σι­κών Οδη­γιών Επι­χει­ρή­σε­ων για τις πο­ρεί­ες εί­ναι να


κα­θο­ρί­σουν τον τρό­πο που θα ε­νερ­γή­σουµε σε µια δεδοµένη πε­ρίστα­ση, για ν’
α­πο­φύ­γουµε τη σύγχυση και την αργο­πο­ρί­α, να περιο­ρί­σουµε τις δια­τα­γές, να
ε­πι­σπεύ­σουµε τις κι­νή­σεις και να δώ­σουµε ο­δη­γί­ες. Όσο κι αν εί­ναι α­δύ­νατο να
προ­βλε­φθούν όλες οι πε­ρι­πτώ­σεις, οι ενδια­φε­ρόµε­νοι Διοικητές θα πρέ­πει να
συµµορ­φώ­νο­νται, όσο γί­νε­ται, µε την πρό­θεση και το σκοπό των ΒΟ­Ε.

2. Πα­ρα­κά­τω δί­νουµε σαν πα­ρά­δειγµα ένα α­πόσπασµα α­πό τις ΒΟ­Ε


ε­νός Τάγµα­τος πε­ζι­κού που α­φο­ρά τις πο­ρεί­ες.

ΒΟ­Ε ....................... ΤΠ
ΜΕ­ΡΟΣ Ι

ΜΕ­ΡΟΣ II

ΚΙ­ΝΗ­ΣΕΙΣ

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Α

ΓΕ­ΝΙ­ΚΑ

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Β

ΚΙ­ΝΗΣΗ ΜΕ Ο­ΧΗ­ΜΑ­ΤΑ

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Ζ

ΠΟ­ΡΕΙΕΣ

3. Προ­ει­δο­ποι­η­τικές Δια­ταγές
Για να δο­θεί στα τµήµα­τα ο µε­γα­λύ­τε­ρος δυ­να­τός χρό­νος προ­ε­τοιµα­σί­
ας, θα δί­νε­ται µια Προ­ει­δο­ποι­η­τι­κή Δ­γή στους Διοικητές των Λόχων.

4. Τµήµα Α­να­γνώ­ρι­σης
Μι­σή ώ­ρα µετά τη λή­ψη της σχετικής Προ­ει­δο­ποι­η­τι­κής Δγης, το τµήµα
α­ναγνώ­ρισης πρέ­πει να εί­ναι έ­τοιµο να ανα­χω­ρή­σει. Πριν α­πό την α­να­χώ­ρη­σή
του, ε­νηµε­ρώ­νε­ται από τον Αξιωµα­τι­κό επι­χει­ρή­σε­ων του Τάγµα­τος.
α. Σύν­θε­ση
(1) Διµοι­ρί­της Διµοι­ρίας Ε/Σ.
A-2
(2) Ένας ο­πλί­της του 2ου Γραφείου και ο Τ/Φ Ασφαλείας
(ΑΜ).
(3) Τρεις ο­πλί­τες της Διµοι­ρίας Ε/Σ.
(4) Έ­να αυ­το­κί­νητο 1 1⁄4 τον.
β. Α­να­φορά Α­να­γνώ­ρι­σης
Αυτή συ­ντάσσε­ται ό­πως το πα­ρα­κά­τω υ­πό­δειγµα:

Α­ΝΑ­ΦΟΡΑ Α­ΝΑ­ΓΝΩΡΙ­ΣΗΣ ΤΟΥ ΔΡΟ­ΜΟΛΟ­ΓΙΟΥ

Εν­δει­ξη Α­πό­στα­ση από Κα­τάλ­λη­λη τα­χύ­τη­τα


Δρο­μο­λό­γιο Πα­ρα­τη­ρή­σεις
χι­λιο­με­τρη­τή ΑΣ­Δ πο­ρεί­ας

γ. Προ­τά­σεις του Τµήµα­τος Α­να­γνώ­ρι­σης


Υ­πο­βάλ­λει προ­τά­σεις για το Αρχι­κό Σηµεί­ο Διέλευσης και το
Σηµεί­ο Δια­σπο­ράς, για το δροµο­λό­γιο που θα χρησιµο­ποι­η­θεί και τον α­ναγκαί­ο
αριθµό των ο­δη­γών και την κα­τάλ­ληλη το­πο­θέ­τησή τους.

5. Στρα­το­πε­δεί­α
Μι­σή ώ­ρα µετά τη λή­ψη της σχετικής Προ­ει­δο­ποι­η­τι­κής Δγης, η Στρα­
το­πε­δεί­α πρέ­πει να εί­ναι έ­τοιµη ν’ α­να­χω­ρή­σει. Πριν α­πό την α­ναχώ­ρη­σή της,
κα­τα­το­πί­ζε­ται από τον Υπα­σπι­στή του Τάγµα­τος.
α. Σύν­θε­ση
(1) Υ­πα­σπι­στής Τάγµα­τος.
(2) Ενας Υπ­ξκος α­πό κάθε Λόχο και Ο.Δ.Τ. και έ­νας ο­πλί­της.
(3) Στοι­χεία ΔΒ και ΥΓ.
(4) Δύ­ο οχήματα 2 ½ τό­νων µε ρυµούλ­κα.
β. Κα­θή­κοντα
(1) Δια­λέγει την ακρι­βή θέση του χώ­ρου στάθµευ­σης.
(2) Μοι­ράζει το χώ­ρο στάθµευ­σης στους Λόχους.
(3) Δια­λέγει τη θέση των ε­γκα­τα­στά­σε­ων του Σ.Δ.Τ.
(4) Ε­γκα­θι­στά µέσα ε­πι­κοι­νω­νί­ας στο χώ­ρο στάθµευ­σης.
(5) Το­πο­θε­τεί τους οδηγούς των Λόχων στο Σηµεί­ο Δια­σπο­ράς,
για να τους ο­δηγή­σουν στους χώ­ρους που τους έχουν ο­ρι­στεί.

6. Διά­τα­ξη της Φά­λαγ­γας


Η οργά­νωση της φά­λαγ­γας στο σηµεί­ο εκ­κί­νη­σης θα εί­ναι: 1ος Λόχος,
Επι­τε­λεί­ο και Λόχος Δκσε­ως, 2ος Λόχος, Λόχος Υπο­στη­ρί­ξε­ως, 3ος Λόχος (ας
A-3
σηµειω­θεί ότι στις µε­γά­λες πο­ρεί­ες η σει­ρά πο­ρεί­ας θα αλ­λάξει, ώ­στε να µη βα­δί­
ζει πά­ντα ο ίδιος στην ου­ρά της φά­λαγ­γας).

7. Θέση των Η­γη­τό­ρων


α. Στις πο­ρείες µα­κριά από τον ε­χθρό, η Δκση της φά­λαγγας θα βρί­
σκε­ται ε­πι­κε­φα­λής του επι­τελεί­ου και του Λόχου Δκσε­ως. Οι Δκτες των Λόχων
και οι Δρί­τες βρί­σκο­νται στην ουρά των τµηµάτων τους και µε­τα­κινούνται ανάλο­
γα για τον έ­λεγ­χο. Οι Υπο­διοι­κη­τές των Λόχων και οι βο­η­θοί Δ­ρι­τών θα ο­δη­γούν
τα τµήµα­τά τους.
β. Κάθε Λόχος θα στεί­λει ένα αγ­γε­λιο­φό­ρο στη Δκση φά­λαγ­γας, πριν
α­πό την έ­ναρ­ξη της κί­νη­σης.

8. Σχηµα­τισµοί
α. Ο τρόπος κί­νη­σης στους δρόµους
Η κί­νηση γί­νε­ται πά­ντοτε στη δε­ξιά πλευρά του δρόµου, ε­κτός
α­πό την πε­ρί­πτω­ση της φά­λαγγας κα­τά δυάδες ό­που η κί­νηση γί­νε­ται και στις
δύο πλευ­ρές του.
β. Α­πο­στά­σεις
(1) Στους δρόµους, οι α­πο­στά­σεις µε­τα­ξύ των Λόχων θα εί­ναι
50 µ.,µε­τα­ξύ των Διµοιριών 20 µ., µε­ταξύ των ανδρών 2-4µ.
(2) Σε πο­λύµορ­φο έ­δαφος, οι α­πο­στά­σεις θα κα­θο­ρί­ζο­νται.

9. Ρυθµός Πο­ρεί­ας
α. Στους δρόµους, την ηµέ­ρα 4 χλµ. την ώ­ρα και την νύ­κτα 3 χλµ.
την ώρα.
β. Σε πο­λύµορφο έ­δα­φος, την ηµέρα 2 χλµ. την ώ­ρα και τη νύ­κτα 1,5
χλµ. την ώ­ρα.

10. Ο­δη­γοί και Τρο­χονόµοι


α. Πριν από την έ­ναρ­ξη της πο­ρεί­ας, ο­πότε εί­ναι δυ­νατό, πρέ­πει να
το­πο­θε­τού­νται ο­δη­γοί. Αυ­τοί ο­δη­γούν τη φά­λαγ­γα και στις δια­σταυ­ρώ­σεις σταµα­
τούν την κυ­κλο­φο­ρί­α των αυ­το­κι­νή­των, την ώρα που περνάει η πε­ζο­πόρο φά­λαγ­
γα. Με­τά τη διέ­λευση της φάλαγ­γας, οι στα­τι­κοί ο­δη­γοί α­κο­λου­θούν τα τε­λευταί­α
τµήµα­τα του Τάγµα­τος.
β. Οι τρο­χονόµοι θα προ­χω­ρούν 50 µέ­τρα εµπρός και 50 µέ­τρα
πί­σω α­πό τη φά­λαγ­γα. Σκο­πός τους είναι να ρυθµί­ζουν την κυ­κλο­φο­ρί­α, δηλ. να
κα­θυ­στε­ρούν ή να δια­κό­πτουν την κί­νηση των οχηµά­των ή στην πρώ­τη ευ­καιρί­α
να τα διευ­κο­λύ­νουν να πε­ρά­σουν.

11. Ρυθµι­στής του βήµατος


Αυ­τός θα προ­χω­ρεί 4-10 µ. εµπρός α­πό το Τάγµα, για να ρυθµί­ζει το
βηµα­τισµό. Ο Αξκός που βα­δί­ζει ε­πι­κε­φα­λής του προπο­ρευόµενου Λόχου θα
A-4
ε­λέγ­χει το ρυθµι­στή του βήµα­τος, ώ­στε να δια­τη­ρεί το κα­τάλ­λη­λο µή­κος και
ρυθµό στο βήµα του. Για ένα ρυθµό 4 χλµ την ώρα χρειά­ζο­νται 106 βήµα­τα
(µή­κους 0,75 µ.) το λε­πτό.

12. Νυ­χτε­ρινές Πο­ρεί­ες


Για τη δια­τή­ρηση της ε­πα­φής θα το­πο­θε­τού­νται σύν­δεσµοι µε­τα­ξύ των
Λόχων.

13. Φόρ­τοι.

……………….

14. Στά­σεις.

……………….

15. Φωτισµός.

……………….

16. Ε­νέρ­γειες σε πε­ρίπτω­ση εχθρι­κής προ­σβο­λής.

……………….

17. .......................

……………….

18. ……………….

……………….

You might also like