You are on page 1of 10

Tuesday, July 24, 2007

Οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο

Η κινητοποίηση των βαρβαρικών φυλών στην Ευρώπη και την Ασία από τα
τέλη του 5ου µ.Χ. αιώνα οφείλεται στη διάλυση του βασιλείου των Ούννων
και τη µεγάλη µετανάστευση των λαών, των Γερµανικών φύλων (Γότθων,
Ερούλων, Λοµβαρδών κ.ά.) γεγονός το οποίο έδωσε στην Ευρώπη την
εθνική φυσιογνωµία που έχει ως σήµερα. Μετά το θάνατο του Αττίλα το
453 µ.Χ. η ισορροπία ισχύος µεταβλήθηκε στις περιοχές πέρα από τα
βόρεια σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός τώρα διακρίνει
στα συντρίµµια ενός βασιλείου, που εκτεινόταν απ’τη Κασπία ως το Ρήνο,
ένα αλλόκοτο συνονθύλευµα απελευθερωµένων λαών, εκ των οποίων ο
καθένας αγωνιζόταν να υπερασπιστεί τη νεοαποκτηθείσα ανεξαρτησία του.
Οι Σλάβοι ήδη από το 500µ.Χ. είχαν µετακινηθεί από την αρχική τους
πατρίδα και κατείχαν τη βόρεια όχθη του ∆ούναβη, από το Βελιγράδι ως τις
εκβολές του[1]. ∆εν πρόκειται να σταθούµε στο θέµα της καταγωγής των
Σλάβων και της αρχικής τους κοιτίδας, θα µας απασχολήσουν από την
εποχή της καθόδου τους στην περιοχή νότια του ∆ούναβη. ∆ε γνωρίζουµε
κάτω από ποιες συνθήκες έγινε η εγκατάστασή τους βόρεια του ∆ούναβη,
αλλά µπορούµε να υποθέσουµε ότι, επιθυµώντας να διασχίσουν τον
ποταµό και να εγκατασταθούν στα Βαλκάνια, άρχισαν να ασκούν
αυξανόµενη πίεση στα βορειοανατολικά σύνορα της βυζαντινής
αυτοκρατορίας µετά τη διάλυση του βασιλείου των Ούννων. Οι
συγκεκριµένες Σλαβικές φυλές, οι Πρωτοσλάβοι, περιελάµβαναν δύο
κύριες οµάδες: τους Άντες και τους Σ(κ)λαβίνους. Οι Άντες είχαν καταλάβει
µια σηµαντική περιοχή των στεπών της νότιας Ρωσίας, από τη Βεσσαραβία
ως το Ντόνετς. Αποτελούσαν µέρος της κοινότητας των Ανατολικών
Σλάβων, οι οποίοι αργότερα θα γίνουν γνωστοί ως Ρώσοι. Οι Σκλαβίνοι
εγκαταστάθηκαν σ’ όλο το µήκος του Κάτω ∆ούναβη και βόρεια ως το
∆νείστερο. Ήταν ιδιαίτερα πολυάριθµοι στην περιοχή της Βλαχίας[2]. Αυτοί
θεωρούνται ως οι πρόγονοι των Σλάβων των Βαλκανίων.
Οι πρώτες εισβολές των Σλάβων, οι οποίες δεν έλαβαν µεγάλες διαστάσεις,
έγιναν από τη βασιλεία του Ιουστίνου Α΄ (518-527), έως την έναρξη της
βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565). Μέχρι εκείνη την εποχή το Βυζάντιο
ακόµη µπορούσε µε όπλα να υπερασπίσει τα σύνορά του. Για τη φύση των
επιδροµών ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος µας πληροφορεί, ότι οι
περιοχές από το Ιόνιο Πέλαγος ως τα προάστια της Κωνσταντινούπολης
µαζί µε την Ελλάδα κατακλυζόταν από Ούννους (Βουλγάρους), Σκλαβίνους
και Άντες σχεδόν κάθε χρόνο απ’την εποχή που ο Ιουστινιανός ανέλαβε τη
Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία, οι οποίοι προξενούσαν ανείπωτα δεινά στους
κατοίκους. Η περιοχή, που περιγράφει ο Προκόπιος, καλύπτει το
µεγαλύτερο µέρος της Βαλκανικής χερσονήσου, ωστόσο αυτές οι ετήσιες
καταστροφικές επιδροµές που γίνονταν µε στόχο τη λεία, µετά τις οποίες οι
βάρβαροι αποσύρονταν πέρα απ’το ∆ούναβη, περιορίζονταν αρχικά κυρίως

Source: http://tryginou.blogspot.com/2007/07/i.html
στην ύπαιθρο και δεν κατέληγαν ακόµη σε µόνιµες εγκαταστάσεις Σλάβων
στα Βαλκάνια. Από το 550 µ.Χ. η διάρκεια των επιδροµών άρχισε να
µεγαλώνει, οι Σλάβοι ξεχειµώνιαζαν πλέον στις κατακτηµένες περιοχές,
µερικές φορές καταλάµβαναν βυζαντινά φρούρια και πετύχαιναν να τα
διατηρούν για ορισµένα χρόνια. Η αυξηµένη αποτελεσµατικότητα µπορεί να
οφειλόταν στη στρατιωτική ικανότητα των Βουλγάρων, οι οποίοι άρχισαν
να ηγούνται τις Σλαβικές εισβολές. Για την αντιµετώπισή τους ο
Ιουστινιανός οργάνωσε ένα σύστηµα µε οχυρωµένα παρατηρητήρια και
φρούρια. Το βάθος στο οποίο έφταναν οι εισβολές των Σλάβων µαρτυρείται
από το γεγονός ότι η τρίτη οχυρωµένη ζώνη έφτανε βαθιά στο εσωτερικό
της χερσονήσου και εκτεινόταν νότια µέσω της Μακεδονίας και της
Θεσσαλίας µέχρι τις Θερµοπύλες και τον Ισθµό της Κορίνθου. Η αδυναµία
του στρατού να περιφρουρήσει τα µακρά σύνορα και να εµποδίσει τους
Σλάβους και τους Βουλγάρους οδήγησε τον Ιουστινιανό να αναζητήσει
διαφορετικά µέσα για την υπεράσπιση της µεθορίου. Αυτά ήταν οι
δοκιµασµένες µέθοδοι της Ρωµαϊκής διπλωµατίας. Ο Ιουστινιανός ήταν
αυτός, που περισσότερο απ’όλους καλλιέργησε και κληροδότησε στους
διαδόχους του µια αντίληψη για τη διπλωµατία ως µια περίπλοκη επιστήµη
και µια καλή τέχνη, στην οποία η στρατιωτική πίεση, η πολιτική ευφυΐα, η
δωροδοκία κι η θρησκευτική προπαγάνδα συγχωνεύονταν σε ένα
πανίσχυρο όπλο[3] του Βυζαντίου. Όµως η διπλωµατία του Ιουστινιανού
στο βορρά έπασχε από δύο αδυναµίες: από τη µία πλευρά τα τεράστια
χρηµατικά ποσά που σπαταλούσε η Αυτοκρατορία προς τους βαρβάρους,
για να αποτρέψει τις επιθέσεις τους ήταν µια καταστροφική αφαίµαξη για
το θησαυροφυλάκιο. Επιπλέον, υπήρχε µια δυσαρέσκεια µεταξύ των
υπηκόων ότι η Αυτοκρατορία ήταν αναγκασµένη να πληρώνει µε τόσο
ταπεινωτικό τρόπο τις συµµορίες των βαρβάρων. Από την άλλη µεριά, οι
ίδιοι οι βάρβαροι ενθαρρύνονταν απ’τη γενναιοδωρία του Ιουστινιανού, και
επέστρεφαν για να απαιτήσουν περισσότερα χρήµατα. Όπως γράφει ο
Προκόπιος: «Γιατί αυτοί οι βάρβαροι, έχοντας δοκιµάσει µια φορά το
Ρωµαϊκό πλούτο, δεν ξέχασαν ποτέ το δρόµο που οδηγούσε σ’αυτόν…».
Στη συνέχεια, ένα άλλο γεγονός κατά το τέλος της βασιλείας του
Ιουστινιανού επιδείνωσε την κατάσταση στα βόρεια σύνορα. Οι Αβάροι,
νοµαδικός λαός, που αποτελούταν από Μογγολικά και Τουρκικά φύλα,
µόλις κατέφθασαν στις περιοχές βορείως του Καυκάσου. Η
Κωνσταντινούπολη δέχτηκε µια πρεσβεία των Αβάρων, των οποίας οι
αιτήσεις ήταν συνηθισµένες: πολύτιµα δώρα, ένα ετήσιο χρηµατικό ποσό
και εύφορες περιοχές να εγκατασταθούν. Αν και η τελευταία απαίτηση
αγνοήθηκε από τον Αυτοκράτορα, οι Αβάροι συνήψαν µια συνθήκη και
υποσχέθηκαν να πολεµήσουν τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Οι Αβάροι
προήλασαν προς δυσµάς, υπέταξαν κάποιες Βουλγαρικές φυλές, τους
Άντες της Βεσσαραβίας και βρέθηκαν στον Κάτω ∆ούναβη.
Οι σχέσεις τους µε το Βυζάντιο έµπαιναν σε µια κρίσιµη φάση. Η Αβάροι
επεξέτειναν συνεχώς τις κατακτήσεις τους, υποτάσσοντας και τους
Σκλαβίνους και αναδείχθηκαν ως κυρίαρχη δύναµη στην Κεντρική Ευρώπη.
Ο Ιουστίνος Β΄ (565-578) αρνήθηκε να πληρώσει φόρο και αυτό είχε ως
αποτέλεσµα να ξεχυθούν οι Αβαροσλαβικές ορδές στα Βαλκάνια. Ο

Source: http://tryginou.blogspot.com/2007/07/i.html
Ιωάννης ο Εφέσιος περιγράφει το έτος 584: «Αυτό το ίδιο έτος…ήταν
ξακουστό επίσης για την επιδροµή ενός απαίσιου λαού, µε τ’όνοµα Σλάβοι,
που κατέκλυσε ολόκληρη την Ελλάδα, και τη χώρα των Θεσσαλονικέων, κι
όλη τη Θράκη, και κυρίεψε πόλεις, και κατέλαβε πολυάριθµα φρούρια, και
κατέστρεψε κι έκαψε, και σκλάβωσε το λαό, κι έγινε κύριος όλης της
υπαίθρου, κι εγκαταστάθηκε σ’αυτή διά της βίας, και κατοίκησε σ’αυτή σα
να ήταν δική του χωρίς φόβο. Κι ως τώρα έχουν παρέλθει τέσσερα χρόνια,
κι ακόµη, επειδή ο βασιλιάς είναι µπλεγµένος στον πόλεµο µε τους Πέρσες
κι έχει στείλει όλες τις δυνάµεις του στην Ανατολή, ζουν µε την άνεσή τους
στην χώρα … Και σε τέτοια έκταση φτάνουν οι καταστροφές τους, που
έχουν σκαρφαλώσει ακόµη και στα εξωτερικά τείχη της πόλης (δηλ. το
Μακρό Τείχος της Κωνσταντινούπολης)».
Οι Σλάβοι παρουσιάζονται ως ικανοί στρατιώτες, και δεν εµφανίζονται πια
ως περαστικοί παρείσακτοι, οι οποίοι αφού ολοκληρώσουν τις επιδροµές
τους επιστρέφουν στις πατρίδες τους. Σύµφωνα µε τη γνώµη των
επιστηµόνων, πρόκειται για µία πρώιµη µαρτυρία αναφερόµενη σε
παράδειγµα µόνιµων Σλαβικών εγκαταστάσεων. Η κατάκτηση της
Βαλκανικής χερσονήσου από τους Σλάβους φαίνεται να πραγµατοποιήθηκε
κυρίως κατά τη βασιλεία του Φωκά (602-610) και στα πρώτα χρόνια της
βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Ο Φωκάς µάλιστα έκανε το σφάλµα να
µεταφέρει στρατεύµατα από το ∆ούναβη στη Μ. Ασία κι έτσι οι ευρωπαϊκές
επαρχίες έµειναν εκτεθειµένες στις επιδροµές χωρίς αποτελεσµατική
στρατιωτική κάλυψη.[4]
Το 626 οι Σλάβοι, απελευθερωµένοι από την Αβαρική επικυριαρχία,
συνεχίζουν τις επιδροµές τους και προωθούνται νότια προς την
Πελοπόννησο, διασχίζοντας τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Επιπλέον
ρίχτηκαν στη θάλασσα και λεηλάτησαν τα νησιά του Αιγαίου ακόµη και την
Κρήτη. Οι επιδροµές αυτές φαίνεται ότι διήρκεσαν περίπου δύο δεκαετίες.
Τότε ήταν προφανώς η περίοδος που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο.
Μερικές δεκαετίες αργότερα στις όχθες του ∆ούναβη εµφανίζονται οι
Βούλγαροι.
Η Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία εκτεινόταν από τον Καύκασο ως το Ντον
(ίσως και µέχρι τον Κάτω ∆νείπερο) και λειτουργούσε ως το 642 µ.Χ.
(θάνατος του ηγέτη τους Κόβρατ) ως φύλακας των Βυζαντινών
συµφερόντων στην περιοχή του Βορείου Καυκάσου και των στεπών της
Νότιας Ρωσίας. Η Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία κατέρρευσε από τα χτυπήµατα
ενός νέου εισβολέα απ’την Ασία, των Χαζάρων. Στη διασπορά των εθνών
που ακολούθησε, ένα από τα παρακλάδια του λαού των Ονογούρων
εµφανίστηκε ξαφνικά σαν απειλητικό σύννεφο στο βόρειο ορίζοντα του
Βυζαντίου. Οδηγηµένη από τον Ασπαρούχ, γιό του Κόβρατ, µια αρκετά
µεγάλη ορδή κινήθηκε δυτικά διασχίζοντας τη στέπα και το 670 έφθασε
στο δέλτα του ∆ούναβη. Ακολούθησαν µερικές πολεµικές συγκρούσεις µε
τους Βυζαντινούς, οι οποίες όµως δεν είχαν αίσιο για το Βυζάντιο
αποτέλεσµα. Το 681 ο Κωνσταντίνος ∆΄ έκλεισε ειρήνη µε τον Ασπαρούχ,
αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την ύπαρξη ενός βαρβαρικού κράτους και στις
δύο όχθες του ∆ούναβη εντός της αυτοκρατορικής επικράτειας. Πριν την
έλευση των Βουλγάρων, όπως στο εξής θα είναι γνωστοί οι Ουνογούροι

Source: http://tryginou.blogspot.com/2007/07/i.html
των Βαλκανίων, οι Σλάβοι κατοικούσαν στα εδάφη αυτά.
Οι «Σκλαβινίες» τους ήταν χαλαρές φυλετικές ενώσεις, που στερούνταν
σαφώς προσδιορισµένης πολιτικής δοµής και σε αυτό υστερούσαν από τους
Βουλγάρους, των οποίων οι πολιτικοί θεσµοί και η στρατιωτική οργάνωση
είχαν αναπτυχθεί πολύ πριν έλθουν στα Βαλκάνια. Ο Ασπαρούχ
δηµιούργησε ένα ισχυρό βασίλειο, ηγούµενος των Σλάβων, οι οποίοι
αποτελούσαν το µεγαλύτερο ποσοστό των υπηκόων του. Με κατάλληλη
φυλετική πολιτική οι Σλάβοι συµβίωσαν ειρηνικά µε τους Βουλγάρους,
γεγονός που διέσωσε την εθνική τους ταυτότητα, γιατί, αν δεν είχαν
ενσωµατωθεί στο Βουλγαρικό βασίλειο, αναµφίβολα θα είχαν εξελληνιστεί
ολοκληρωτικά µε το πέρασµα του χρόνου, όπως οι Σλάβοι στην Ελλάδα.
Στην πραγµατικότητα, κατά τους επόµενους δύο αιώνες, το σλαβικό
στοιχείο κυριάρχησε σταδιακά και έτσι η αφοµοίωση των τουρκικής
καταγωγής Βουλγάρων από τον πολυάριθµο σλαβικό πληθυσµό
επιταχύνθηκε. Έτσι, κατά τον 10ο µ.Χ. αι., η Βουλγαρία ήταν ουσιαστικά
µια Σλαβική χώρα. Μετά τη σύσταση του Βουλγαρικού κράτους οι
Βούλγαροι ηγήθηκαν των επιδροµών των Σλαβικών φύλων στην Ελλάδα.
Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα οι βόρειες και κεντρικές περιοχές των
Βαλκανίων, από τις Άλπεις ως τη Μαύρη Θάλασσα και από την Αδριατική
ως το Αιγαίο, κατέχονταν από τους Σλάβους. Μόνο σε ορισµένες
παραθαλάσσιες περιοχές και σε απροσπέλαστα βουνά µπόρεσαν να
διατηρηθούν οι προϋπάρχοντες πληθυσµοί. Στην Ελλάδα, η Θεσσαλία, η
Ήπειρος και οι δυτικές περιοχές της Πελοποννήσου παρουσίαζαν πυκνή
κατοίκηση Σλάβων. Ο εποικισµός της Πελοποννήσου, βάσει των ιστορικών
δεδοµένων, πραγµατοποιήθηκε σε 2 φάσεις: η πρώτη ανέρχεται στις
τελευταίες δεκαετίες του 6ου αι., όταν οι Σλάβοι κατέλαβαν την Κόρινθο
και κάποιο µικρό ποσοστό τους παρέµεινε. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε τις
πρώτες δεκαετίες του 7ου αι. , όταν πολυπληθή κύµατα εποίκων
πληµµύρισαν τη χερσόνησο. Οι παραθαλάσσιες πόλεις (η Αθήνα, η
Κόρινθος, η Πάτρα, το Αίγιο κ.λπ.) µπορούσαν να βοηθηθούν από τη
θάλασσα, γι’αυτό και διατήρησαν βυζαντινές φρουρές για κάποιο χρονικό
διάστηµα.
Η άµυνα απέναντι στη σλαβική διείσδυση ήταν πολύ πιο αποτελεσµατική
στα αστικά κέντρα, στις επίµαχες οικονοµικά και στρατηγικά θέσεις. Ο
Ισίδωρος της Σεβίλλης έγραψε χωρίς σχεδόν να υπερβάλλει ότι στην αρχή
της βασιλείας του Ηρακλείου «οι Σλάβοι πήραν την Ελλάδα απ’τους
Ρωµαίους». Μεταξύ του 723 και 728 ο προσκυνητής Willibald, στο ταξίδι
από τη ∆υτική Ευρώπη προς την Παλαιστίνη σταµάτησε στη Μονεµβασιά,
µια πόλη, η οποία, όπως µας πληροφορεί ο βιβλιογράφος του, βρισκόταν
«στα χέρια των Σλάβων». Και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος,
περιγράφοντας την Πελοπόννησο, δηλώνει ότι µετά την πανούκλα του
746-747 «ολόκληρη η χώρα εκσλαβίστηκε κι έγινε βαρβαρική».
Ωστόσο, κρίνεται απαραίτητη η προσπάθεια να εκτιµηθούν τα πιο άµεσα
αποτελέσµατα αυτών των επιδροµών και εγκαταστάσεων. Κατ’αρχήν, ήταν
τελείως καταστροφικές, διότι οι Σλάβοι εισέβαλαν αποφασισµένοι να
κατακτήσουν. Οι καταστροφές, που προκάλεσαν, ήταν εκτεταµένες και
ολοκληρωτικές. Οι πόλεις λεηλατήθηκαν, µεγάλες περιοχές της υπαίθρου
ερηµώθηκαν, η Βυζαντινή διοικητική µηχανή κατέρρευσε εντελώς, ενώ ο

Source: http://tryginou.blogspot.com/2007/07/i.html
Χριστιανισµός, που κάποτε άνθιζε, έσβησε για αρκετούς αιώνες.
Επιπλέον, η εγκατάσταση των Σλάβων στη γραµµή Ιλλυρικού – ∆ούναβη
συνέβαλε στην αποξένωση µεταξύ του Ελληνικού και του Λατινικού µισού
της Χριστιανοσύνης. Για όσο διάστηµα κατοικούσε στο Ιλλυρικό ένας
αρκετά µεγάλος λατινόφωνος πληθυσµός συµβιώνοντας ειρηνικά µε τους
Έλληνες, κι οι διαβαλκανικοί δρόµοι µεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώµης
παρέµειναν ανοιχτοί, η Βαλκανική Χερσόνησος αποτελούσε µια γέφυρα
µεταξύ του Βυζαντίου και του Λατινικού κόσµου. Οι Σλαβικές επιδροµές
αποµάκρυναν σε µεγάλο βαθµό τα λατινόφωνα στοιχεία του Ιλλυρικού. Οι
Σλάβοι στάθηκαν εµπόδιο στα Βαλκάνια, γεγονός, που συνέβαλε στη
διεύρυνση του πολιτιστικού χάσµατος µεταξύ της Ανατολικής και της
∆υτικής Ευρώπης. Η Λατινική, που µέχρι αυτή την εποχή ήταν η επίσηµη
γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αντικαταστάθηκε στο πρώτο µισό
του 7ου αι. από την Ελληνική και γρήγορα σχεδόν ξεχάστηκε. Οι ρωµαϊκές
παραδόσεις παρέµειναν βέβαια ισχυρές στα πεδία του νόµου, της
διακυβέρνησης, της πολιτικής σκέψης.
Ο φυσικός φραγµός στις διαβαλκανικές επικοινωνίες άρθηκε σε κάποιο
βαθµό τον 9ο αι., όταν οι περισσότεροι Βαλκανικοί Σλάβοι µεταστραφήκαν
στο Χριστιανισµό. Εντούτοις παραµένει αλήθεια ότι η Σλαβική κατοχή των
Βαλκανίων συνέβαλε στην αµοιβαία αποξένωση µεταξύ Ελλήνων και
Ρωµαίων κατά τον 7ο και 8ο αι., µια περίοδο καθοριστική, κατά την οποία
πολιτικοί και θρησκευτικοί παράγοντες αποµάκρυναν ολοένα και
περισσότερο τη Βυζαντινή απ’τη Ρωµαϊκή εκκλησία.
Για πόσο οι Σλάβοι παρέµειναν ο κυρίαρχος πληθυσµός στην Πελοπόννησο;
Πόσο µόνιµα επηρέασε ο εποικισµός τους το εθνογραφικό τοπίο και την
πολιτιστική ζωή της περιοχής; Πόσο επιτυχείς ήταν οι προσπάθειες των
Βυζαντινών αρχών να τους εντάξουν και να τους εξελληνίσουν; Πρόκειται
για ερωτήµατα, που χρήζουν ιδιαίτερης προσέγγισης.
Για να απαντήσουµε σ’αυτές τις ερωτήσεις πρέπει να αναζητήσουµε τι ήταν
οι Σλάβοι κατά τον καιρό της εγκατάστασής τους στην Πελοπόννησο. Η
µελέτη του θέµατος δυστυχώς δε µπορεί να βασιστεί κατ’ αποκλειστικότητα
στα αρχαιολογικά δεδοµένα. Οι οµάδες των Σλάβων κατά τις µετακινήσεις
τους έρχονταν σε επαφή µε διάφορους πολιτισµούς και εθνικές οµάδες
διάσπαρτες στα Βαλκάνια, δανείζοντας και αφοµοιώνοντας πρόθυµα τα
επιτεύγµατα του ανώτερου, σε σχέση µε αυτούς, βυζαντινού πολιτισµού.
Επιπλέον, η Βαλκανική Χερσόνησος και κατά την προβυζαντινή περίοδο
υπήρξε περιοχή µε ανώτερη πολιτισµική εξέλιξη ήδη από τη Ρωµαϊκή
εποχή. Οι Σλάβοι, γνωρίζοντας τον πολιτισµό των πόλεων της Αδριατικής
και των Βόρειων επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (τέχνες,
αγγειοπλαστική, τρόπο οικοδοµήσεως κ.ά.), τον αφοµοιώνουν πολύ
γρήγορα και κατά τη µετέπειτα εξάπλωσή τους στα Βαλκάνια
χρησιµοποιούν τα ίδια αντικείµενα (κεραµική) µε το γηγενή πληθυσµό.
Οι πηγές του τέλους του 6ου αι. και των αρχών του 7ου µας πληροφορούν
ότι οι πρωτοεµφανιζόµενοι Σλάβοι στη Θεσσαλονίκη έπαιρναν δια της βίας
γεωργικά εργαλεία από τους αγρότες της περιοχής.[5] Οι Σλάβοι που
εγκαταστάθηκαν στη Βυζαντινή επικράτεια, δεν έχτιζαν πλέον ηµιυπόγειες
κατοικίες, κατασκεύαζαν την κεραµική τους µε τη χρήση του

Source: http://tryginou.blogspot.com/2007/07/i.html
αγγειοπλαστικού τροχού και δεν εφάρµοζαν την καύση των νεκρών
(αναιρώντας έτσι και τα τρία βασικά στοιχεία του υλικού πολιτισµού των
πρώιµων Σλάβων και καθιστώντας τη µελέτη αρχαιολογικών δεδοµένων
πολύ δύσκολη). Η εξάπλωση των Σλάβων στη Βαλκανική κατ’ αυτόν τον
τρόπο οδήγησε στην ελαχιστοποίηση των διαφορών στον υλικό πολιτισµό
µε το γηγενή πληθυσµό.[6]
Η εισβολή των Σλάβων στην Πελοπόννησο φαίνεται να ξεκίνησε τον 6ο
µ.Χ. αι. µε µικρές οµάδες, οι οποίες σταδιακά πλήθαιναν. ∆ίοδός τους,
όπως µπορούµε να υποθέσουµε, υπήρξαν τα Στενά Αντίρριου – Ρίου,
απ’όπου πέρασαν ερχόµενοι από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Προς αυτό
συνηγορούν η απουσία ενδείξεων εκτεταµένων καταστροφών στο
ανατολικό τµήµα της Πελοποννήσου καθώς και ο περιορισµένος αριθµός
σλαβικών τοπωνυµίων, οι πληθώρα των οποίων υπάρχει στο δυτικό και
κεντρικό της τµήµα[7]. Πιθανόν κατά τις πρώιµες επιδροµές µικρές οµάδες
Σλάβων να παρέµειναν σε κάποιες περιοχές χωρίς να αναστατώσουν µε την
παρουσία τους την ισορροπία της Βυζαντινής κοινωνίας.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τις ύστερες επιδροµές. Οι Σλάβοι επέλεγαν
να εγκατασταθούν στις κοιλάδες των ποταµών, σε υψώµατα, πλαγιές
βουνών και για κάποιο διάστηµα απέφευγαν τα παράλια, όπου
διατηρήθηκαν για αρκετό διάστηµα βυζαντινές φρουρές. Πολλές φορές
επέλεγαν να εγκατασταθούν σε ερηµωµένους οικισµούς των Ελλήνων
χρησιµοποιώντας τα σπίτια τους.
Στην Πελοπόννησο οι κατοικίες τους ήταν επίγειες και κάθε νοικοκυριό
διέθετε τα απαραίτητα κτίσµατα που απαιτεί ο γεωργικός χαρακτήρας του
οικισµού. Σε κάποιους οικισµούς συναντάµε και δεξαµενές συλλογής
υδάτων. Το γεγονός ότι δε βρέθηκαν οικίες, που να ξεχωρίζουν από τις
υπόλοιπες µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι µεταξύ των Σλάβων δεν είχε
ξεκινήσει διαδικασία κοινωνικής διαστρωµάτωσης και δεν υπήρχε σταθερή
ηγεσία.
Η ρυµοτοµία των Σλαβικών οικισµών δεν ακολουθεί ενιαίο τύπο. Οι οικίες
ήταν διασκορπισµένες χωρίς σχέδιο/ακανόνιστα στις πλαγιές του υψώµατος
ή στις όχθες του ποταµού. Οι Σλάβοι έποικοι αφοµοίωσαν γρήγορα την
οικοδοµική τέχνη των Ελλήνων, έφεραν όµως µαζί τους και καινούργιες
γνώσεις, τις οποίες απέκτησαν κατά την περιπλάνησή τους στα Βαλκάνια.
Μεταξύ αυτών είναι οι νερόµυλοι, γνωστοί από τις ρωµαϊκές επαρχίες, η
σβάρνα (βολοκόπος) κατάλληλη για τις πεδιάδες (µέχρι τότε οι Έλληνες
χρησιµοποιούσαν ένα άλλο είδος κατάλληλο κυρίως για ορεινά εδάφη), οι
κόσες, τα δρεπάνια, η δικέλλα, εργαλεία διαδεδοµένα κυρίως στις ρωµαϊκές
αγροτικές περιοχές.
Σηµαντικό µέρος της ασχολίας των Σλάβων επήλυδων παρέµεινε και η
κτηνοτροφία, η οποία ανθούσε στις ορεινές περιοχές. Επίσης, ήταν ευρέως
διαδεδοµένη η κατεξοχήν παραδοσιακή τέχνη των Σλάβων, όπως η
ξυλουργική. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στις διαλέκτους της Πελοποννήσου
εντοπίζονται δάνεια από τη σλαβική γλώσσα όσον αφορά στα ξυλουργικά
εργαλεία. Επιπλέον, οι Αβάροι εκµεταλλεύτηκαν τους Σλάβους µαστόρους
για την κατασκευή πλοίων. Οι ίδιοι κατασκεύαζαν πλοία, µε τα οποία

Source: http://tryginou.blogspot.com/2007/07/i.html
έκαναν τις εξορµήσεις τους από την Πελοπόννησο σε διάφορα νησιά του
Αιγαίου.
Οι Σλάβοι δεν ήταν λαός νοµαδικός, αλλά είχαν µόνιµη κατοικία και
ασχολούνταν κυρίως µε τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έφτασαν στην
Ελλάδα ως συγκροτηµένοι γεωργοί και το µεγαλύτερο ποσοστό του
πληθυσµού ασχολήθηκε µε αγροτικές εργασίες. Καλλιεργούσαν σιτηρά και
λοιπά γεωργικά προϊόντα, το περίσσευµα των οποίων προοριζόταν για τις
αστικές αγορές. ∆εν είχαν αναπτύξει το εµπόριο, καθώς δε βρίσκονταν σε
αναπτυγµένο στάδιο οικονοµικής, πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και
δε γνώριζαν αστικό βίο. Αναµφισβήτητα, έρχονταν σε επαφή µε το γηγενή
πληθυσµό και συµβίωναν µαζί του.
∆εν έχουµε αναφορές για την ύπαρξη Σκλαβινιών στην Πελοπόννησο,
όπως στις άλλες περιοχές της Ελλάδας. Πιθανότατα, οι Σλάβοι της
Πελοποννήσου να ήταν οργανωµένοι σε κάποιο είδος χαλαρών φυλετικών
οµάδων, δε διαθέτουµε όµως πληροφορίες για την ύπαρξη κάποιας µορφής
κυβέρνησης.
Όσον αφορά στην ονοµασία των Σλαβικών φυλών, που κατοικούσαν στην
Πελοπόννησο, δε διαθέτουµε επαρκείς πληροφορίες. Ο Κωνσταντίνος
Πορφυρογέννητος διηγούµενος τις στρατιωτικές εκστρατείες του Μιχαήλ Γ΄
(842-867) µε σκοπό την καθυπόταξη των Σλάβων, πληροφορεί ότι
υπέταξαν τους Μίληγγους και τους Εζερίτες, οι οποίοι κατοικούσαν στον
Ταΰγετο, οι µεν στη δυτική πλευρά, οι δε στην ανατολική. Ο ιστορικός Π.
Ροδάκης µας δίνει διαφορετική θεώρηση των Σλαβικών
εγκαταστάσεωνστην Πελοπόννησο: «Ο Κωνσταντίνος Ε΄ (741-775)
αποφασίζει να µεταφέρει εδώ ένοπλα τµήµατα, «τύπου ακριτών», για να
προστατεύσει την χώρα (δηµογραφική κρίση µετά την πανώλη και συνεχείς
επιθέσεις των Σαρακηνών πειρατών συµ. συγγρ.). Έτσι κατόρθωσε να
µισθώσει δύο οµάδες Σλάβων: τους Μίληγγες και τους Εζερίτες, που τους
τοποθέτησε στις πλαγιές του Ταΰγετου και του Ερυµάνθου. Οι του
Ταϋγέτου ανέλαβαν τον έλεγχο των νοτίων παραλίων της Πελοποννήσου
και εκείνες του Ερυµάνθου τα δυτικά παράλια προς το Ιόνιο Πέλαγος. Την
ίδια εποχή εγκαθίστανται και στα Αροάνια (Χελµός) για τον ίδιο σκοπό…
Αυτοί οι Σλάβοι φρουροί ήταν αυτόνοµοι και πολλές φορές θα εξεγερθούν
κατά των Βυζαντινών, αλλά πάντα υποτάσσονταν στις ένοπλες δυνάµεις
χωρίς να εκδιώκονται και µένουν υποτελείς του Βυζαντίου στην ίδια
περιοχή… Αργότερα οι Σλάβοι αυτοί εντοπίζονται σε τρία σηµεία της
Πελοποννήσου: στον Ταΰγετο, στα Αροάνια ή Χελµό (το δεύτερο αυτό
όνοµα είναι σλαβικό και σηµαίνει Κρύο Βουνό) και στον Ερύµανθο, στα
περίφηµα Νεζεροχώρια. Εδώ είχαν αφήσει την παρουσία τους σε πολλά
τοπωνύµια (Στρέζοβα, Αναστάσοβα, Ζελίνα, Πετρίνα, Λεβέτσοβα,
Ζαρούχλα, Ζάχωλη, Ζαχλωρού, Βεργουβίτσα, Τουρλάδα, Κόκοβα,
Μοστίτσι, Τσαρούχλι, Ζαγορά, Βάλτος, Κεράσοβα, Τοπόριτσα, Γλόγοβα,
Βλοβοκά, Κερνίτσα, Βοστίτσα, Βισοκά, Σοποτό κλπ»[8]
Κατά τη βασιλεία του Νικηφόρου Α΄ (802-811) οι Σλάβοι της
Πελοποννήσου εξεγέρθηκαν και επιτέθηκαν στην Πάτρα. Η εξέγερση
κατεστάλη υπό τις προσωπικές διαταγές του Αυτοκράτορα. Μετά από το
γεγονός αυτό, ο Νικηφόρος παρέδωσε τους στασιαστές ως σκλάβους στην

Source: http://tryginou.blogspot.com/2007/07/i.html
εκκλησία της πόλης, ενώ, για να κρατήσει υπό έλεγχο τους Σλάβους,
µετέφερε µε τη βία στα Βαλκάνια παροικίες Χριστιανών από διάφορα µέρη
της Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς θεώρησαν ότι η ήττα των
Σλάβων στην Πάτρα σήµαινε το τέλος της Σλαβικής κατοχής στην
Πελοπόννησο. Αυτή ήταν µια υπεραισιόδοξη άποψη, γιατί οι Σλάβοι της
Πελοποννήσου εξεγέρθηκαν ξανά πολλές φορές. Σλαβικές φυλές
διατήρησαν µέχρι την Τουρκική κατάκτηση του 15ου αι. τη γλώσσα τους,
την εθνική τους ταυτότητα και µια παράδοση ανυποταξίας προς την
αυτοκρατορική κυβέρνηση. Παρ’ολ’αυτά, η νίκη του Νικηφόρου Α΄ επί των
Σλάβων στην Πάτρα ήταν ένα αποφασιστικό βήµα για την αποκατάσταση
της Βυζαντινής κυριαρχίας στο νότιο τµήµα της Βαλκανικής
χερσονήσου.[9]
Η κυριαρχία του σλαβικού στοιχείου διήρκησε πάνω από 200 χρόνια. Στα
τέλη του 8ου αι. η κατάσταση των πραγµάτων άλλαξε. Μετά τη
στρατιωτική επανάκτηση ακολούθησε η ένταξη των «Σκλαβινιών» στη
διοικητική διάρθρωση της Αυτοκρατορίας. Μεταξύ του 7ου και του 11ου αι.
οι βασικές µονάδες της βυζαντινής επαρχιακής διοίκησης ήταν τα θέµατα. Η
διαδικασία απορρόφησης των Σκλαβινιών σε δίκτυο θεµάτων επιταχύνθηκε
τον 9ο αι. Αυτή την εποχή εµφανίζεται το θέµα της Πελοποννήσου µε
κέντρο την Κόρινθο. Επιγραµµατικά αναφέρουµε τα µέσα µε τα οποία το
Βυζαντινό κράτος αντιµετώπισε το πρόβληµα ένταξης του Σλαβικού
πληθυσµού στην Ελληνική κοινωνία: α) αναγνώριση της αυτοκρατορικής
εξουσίας από τις οµάδες των Σλάβων, β) στρατολόγησή τους στο βυζαντινό
στρατό, γ) επιβολή φορολογίας, δ) διορισµός ως αρχόντων βυζαντινών
αξιωµατούχων και όχι τοπικών Σλάβων αρχηγών, ε) εκτοπισµός και
µετακίνηση πληθυσµών.
Οι Μίληγγες και οι Εζερίτες υποχρεώθηκαν τον 10ο αι. ν’αποδεχθούν έναν
επικεφαλής αρχηγό διορισµένο απ’τον επαρχιακό κυβερνήτη, να
αναλαµβάνουν στρατιωτικές υπηρεσίες υπ’αυτόν και γενικά να εκτελούν τα
δηµόσια καθήκοντα που υποχρεούνταν να εκπληρώνουν οι χωρικοί της
ανώτερης κοινωνικής βαθµίδας.
Η ενσωµάτωση των Σλάβων στη διοικητική διάρθρωση των θεµάτων
συµβάδισε µε µια αποφασιστική προσπάθεια να προχωρήσει η πολιτιστική
αφοµοίωσή τους. Ο πιο αποτελεσµατικός τρόπος για την επίτευξη αυτού
του σκοπού ήταν να προσηλυτισθούν στο Χριστιανισµό. Στις παράλιες
ζώνες το έργο του εκχριστιανισµού άρχισε σε µεγάλη κλίµακα στις αρχές
του 9ου αι. και ολοκληρώθηκε σε µεγάλο βαθµό στα τέλη του 10ου αι. Οι
ήδη υπάρχουσες επισκοπές και µητροπόλεις υποβοηθούνται µε την ίδρυση
µεγάλου αριθµού επισκοπών. Τα κύρια κέντρα ιεραποστολικής
δραστηριότητας µε σκοπό την αναζωογόνηση της θρησκευτικής ζωής στην
Πελοπόννησο ήταν η Πάτρα, η Κόρινθος, το Άργος, η Σπάρτη, η
Μονεµβασιά και η χερσόνησος της Μάνης, η οποία εκχριστιανίστηκε απ’το
πιο ξακουστό Πελοποννήσιο ιεραπόστολο, τον Άγιο Νίκωνα τον
«Μεταννοείτε» (πέθανε το 998 µ.Χ.).
Αντίθετα µε τις σλαβικές περιοχές, που βρίσκονταν πέρα από τα Βυζαντινά
σύνορα, όπου οι Βυζαντινοί ενθάρρυναν τη διάδοση του Χριστιανισµού στη
σλαβική διάλεκτο, εδώ χρησιµοποιήθηκε η ελληνική ως γλώσσα της

Source: http://tryginou.blogspot.com/2007/07/i.html
Λειτουργίας. Η ελληνική δεν ήταν µόνο το εκκλησιαστικό ιδίωµα, αλλά και
η γλώσσα των δηµοσίων υπηρεσιών, των ενόπλων δυνάµεων και της καλής
κοινωνίας. Έτσι, η γνώση της Βυζαντινής Ελληνικής έγινε από εδώ και στο
εξής απαραίτητη προϋπόθεση για µια καλή θέση και µια επιτυχηµένη
καριέρα.
Οποιαδήποτε άποψη κι αν διατηρούµε για την εθνική προέλευση των
κατοίκων της νεότερης Ελλάδας (θεωρία του Ι. Φαλµεράγιερ) πέρα από
κάθε αµφισβήτηση είναι σίγουρα ότι οι Σλάβικες φυλές, που στα πρώτα
µεσαιωνικά χρόνια είχαν εποικίσει, ουσιαστικά, ολόκληρη την
Πελοπόννησο, άρχισαν να χάνουν την πολιτική τους ανεξαρτησία και την
εθνική τους ταυτότητα κατά τον 9ο αι. Η αφοµοίωσή τους προκλήθηκε από
την ενσωµάτωσή τους στη δοµή των βυζαντινών θεµάτων, από την
αποδοχή του Χριστιανισµού και από τη γοητεία, που ασκούσε πάνω τους το
ανώτερο κύρος της Βυζαντινής εξουσίας κι ο ελληνικός πολιτισµός. Παρά
τη συνεχιζόµενη αντίσταση αποµονωµένων Σλαβικών θυλάκων – ιδιαίτερα
στις ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου – η διαδικασία αφοµοίωσης δεν
έχασε ποτέ την ορµή της µετά τα µέσα του 9ου αιώνα[10]. Οι αποστασίες
µερικών σλαβικών οµάδων όµως δεν υπέκρυπταν εθνική αντιπαράθεση,
αλλά οφείλονταν σε αντίδραση έναντι δυσµενών, οικονοµικών κυρίως,
µέτρων της βυζαντινής διοίκησης[11].
Συνοψίζοντας, θα θέλαµε να παραθέσουµε την άποψη του Α. Rambaud, µη
δυνάµενοι να εκφραστούµε καλύτερα επί του θέµατος: «Μεταξύ δύο
ηπείρων η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται σα ζωντανός βλαστός ανάµεσα σε
δύο κοτυληδόνες: αφοµοιώνει, κατεργάζεται και µεταπλάσσει τα
ετερόκλητα στοιχεία των επαρχιών της Ασίας και της Ευρώπης. Στους
κόλπους της προσφεύγουν τυχοδιώκτες και από τη ∆ύση και από την
Ανατολή. Σε µικρό χρονικό διάστηµα τους µεταβάλλει σε Έλληνες:
λησµονούν τα βάρβαρα ιδιώµατά τους και αποδέχονται τη γλώσσα του
Βυζαντίου. Οι ειδωλολατρικές τους προλήψεις υποχωρούν µπροστά στην
Ορθοδοξία του. Το Βυζάντιο τους δέχεται άξεστους, βάρβαρους και τους
αποδίδει στους δρόµους της τεράστιας αυτοκρατορίας του, εγγράµµατους,
σοφούς, θεολόγους, ικανούς διοικητές και εύστροφους κρατικούς
λειτουργούς».[12]

[1] Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, Dimitri Obolensky, Θεσσαλονίκη, 1991,


σ.79
[2] Εθνογέννηση των Πρωτοσλάβων, Β. Σεδόβ, εισήγηση στην Ακαδηµία
Επιστηµών της Ρωσίας, 2002
[3] Dimitri Obolensky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, Θεσσαλονίκη, 1991, σ.
87.

Source: http://tryginou.blogspot.com/2007/07/i.html
[4] Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη
Μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, 2000.
[5] Β. Σεδόβ, Οι Σλάβοι κατά τον Πρώιµο Μεσαίωνα, Μόσχα, 1995, σ.162
[6] ό.π., σ. 149.
[7] Στην Κορινθία 24, Αργολίδα 18, Αχαΐα 95, Ήλιδα 34, Τριφυλλία 42,
Αρκαδία 94 κατά τον Μαξ Βάσµερ, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο,
1941, σσ. 128-140
[8] Οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο, Περικλή Ροδάκη, εφηµερίδα «Στυξ»,
13/05/2006
[9] Dimitri Obolrnsky, ο.π. σ. 131
[10] Dimitri Obolrnsky, ό.π. σ. 141.
[11] Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη
Μεσαιωνική Ελλάδα, Αθήνα, 2000, σ. .65
[12] A. Rambaud, L’empire grec au Xe siècle. Contantin Porhyrogenete,
Paris, 1870.

Ειρήνη Γκαβριλιούκ

Source: http://tryginou.blogspot.com/2007/07/i.html

You might also like