You are on page 1of 35

ΒΙΒΛΙΟ Ι: ΚΑΛΛΙΟΠΗ

[9.1.1] Κι ο Μαρδόνιος, μόλις γύρισε ο Αλέξανδρος και του έφερε την απάντηση των
Αθηναίων, ξεκινώντας από τη Θεσσαλία οδηγούσε το εκστρατευτικό του σώμα
ολοταχώς στην Αθήνα· και σ᾽ όποια χώρα κάθε φορά έφτανε, τους έπαιρνε στο
στρατό του. Κι οι ηγεμόνες των Θεσσαλών όχι μόνο δεν ένιωθαν καμιά μεταμέλεια
για τα όσα είχαν κάνει προηγουμένως, κάθε άλλο!, αλλά με πολύ μεγαλύτερο ζήλο
εξωθούσαν τον Πέρση· μάλιστα ο Θώραξ ο Λαρισαίος συνόδευσε κι αυτός τιμητικά
τον Ξέρξη στην αποχώρησή του και τότε απροσχημάτιστα άνοιξε στον Μαρδόνιο το
δρόμο εναντίον της Ελλάδας.
[9.2.1] Κι όταν ο στρατός, συνεχίζοντας την πορεία του, φτάνει στη Βοιωτία, οι
Θηβαίοι ήθελαν να κρατήσουν εκεί τον Μαρδόνιο και του έδιναν συμβουλές,
λέγοντάς του πως ο τόπος τους είναι ο πιο κατάλληλος για να στήσει στρατόπεδο και
τον απέτρεπαν να προχωρήσει πιο πέρα, αλλά να καταυλιστεί εκεί και να ενεργήσει
έτσι που να κυριέψει ολόκληρη την Ελλάδα χωρίς να δώσει μάχη. [9.2.2] Γιατί σε
μάχη κατά μέτωπο είναι δύσκολο να νικήσει κανείς, έστω κι αν έχει μαζί του όλο τον
κόσμο, τους Έλληνες μονοιασμένους, ας είναι και μόνο αυτούς που και
προηγουμένως πήραν τις ίδιες αποφάσεις. «Αν όμως ενεργήσεις όπως σε
συμβουλεύουμε εμείς», του έλεγαν και του ξαναέλεγαν, «θα έχεις χωρίς κόπο στο
χέρι σου όλους όσοι έχουν αποφασιστική γνώμη. [9.2.3] Στέλνε χρήματα στους
άντρες που κρατούν την εξουσία στις πόλεις τους, και στέλνοντάς τα θα σπείρεις τη
διχόνοια στους Έλληνες· κι αποκεί και πέρα, με τη βοήθεια όσων θα
συμπαραταχθούν μαζί σου, εύκολα θα κυριέψεις όσους κρατούν αντίθετη στάση».
[9.3.1] Εκείνοι λοιπόν αυτές τις συμβουλές του έδιναν, αυτός όμως δεν πειθόταν,
αλλά έκανε σαν να είχε μπει στις φλέβες του μια φοβερή λαχτάρα να κυριέψει για
δεύτερη φορά την Αθήνα· ήταν από τη μια η αλαζονεία του κι απ᾽ την άλλη του
μπήκε η ιδέα να στείλει μήνυμα, με φωτιές από νησί σε νησί, στον βασιλιά που
βρισκόταν στις Σάρδεις ότι είχε στην κατοχή του την Αθήνα. [9.3.2] Κι ούτε τότε
φτάνοντας στην Αττική βρήκε τους Αθηναίους εκεί, αλλά πληροφορήθηκε πως οι
περισσότεροι βρίσκονταν στη Σαλαμίνα και στα καράβια· και κυριεύει την πόλη
εγκαταλειμμένη. Τώρα, από την άλωσή της απ᾽ τον βασιλιά ώς την επιδρομή του
Μαρδονίου που έγινε αργότερα μεσολάβησαν δέκα μήνες.
[9.4.1] Κι ο Μαρδόνιος, όταν έφτασε στην Αθήνα, στέλνει στη Σαλαμίνα τον
Ελλησπόντιο Μουρυχίδη να μεταφέρει τις ίδιες προτάσεις που έστειλε στους
Αθηναίους με διαμεσολαβητή τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα. [9.4.2] Κι έστειλε για
δεύτερη φορά αυτές τις προτάσεις, μολονότι κάτεχε από τα πριν πως τα αισθήματα
των Αθηναίων ήταν εχθρικά· έλπιζε όμως πως αυτοί θα βάλουν νερό στο κρασί τους,
τώρα που ολόκληρη η χώρα της Αττικής ήταν αιχμάλωτή του και βρισκόταν στην
εξουσία του. Γι᾽ αυτούς τους λόγους λοιπόν έστειλε τον Μουρυχίδη στη Σαλαμίνα.
[9.5.1] Κι αυτός παρουσιάστηκε στη βουλή κι έλεγε τις προτάσεις του Μαρδονίου.
Λοιπόν, ένας απ᾽ τους βουλευτές, ο Λυκίδης, πήρε το λόγο και είπε πως το καλύτερο
που έχουν να κάνουν είναι να δεχτούν τις προτάσεις που τους έφερε ο Μουρυχίδης
και να τις φέρουν για έγκριση στην εκκλησία του δήμου. [9.5.2] Αυτός λοιπόν
διατύπωσε αυτή τη γνώμη, είτε, μάλλον, επειδή είχε δεχτεί χρήματα απ᾽ τον
Μαρδόνιο, είτε κι επειδή του άρεσαν οι προτάσεις· οι Αθηναίοι όμως αγανάχτησαν κι
αμέσως, κι όσοι έβγαιναν απ᾽ τη βουλή κι όσοι ήρθαν απέξω, μόλις το έμαθαν,
έβαλαν στη μέση τον Λυκίδη και τον σκότωσαν με λιθοβολισμό, ενώ τον
Ελλησπόντιο τον έστειλαν πίσω χωρίς να τον πειράξουν. [9.5.3] Κι απ᾽ τον
αναβρασμό που έγινε στη Σαλαμίνα με τον Λυκίδη έμαθαν οι γυναίκες των Αθηναίων
το τί τρέχει και ξεσηκώνοντας η μια την άλλη βάδιζαν χέρι με χέρι, με δική τους
πρωτοβουλία, στο σπίτι του Λυκίδη και σκότωσαν με λιθοβολισμό τη γυναίκα του,
καταλιθοβόλησαν και τα παιδιά του.
[9.6.1] Νά μέσα σε ποιές συνθήκες οι Αθηναίοι πέρασαν στη Σαλαμίνα: όσο καιρό
προσδοκούσαν να φτάσει στρατός απ᾽ την Πελοπόννησο σε βοήθειά τους, έμεναν
στην Αττική· επειδή όμως εκείνοι δεν έλεγαν να συντομεύσουν και βραδυπορούσαν,
ενώ μαθεύτηκε ότι ο εισβολέας ήταν πια στη Βοιωτία, έτσι λοιπόν βιαστικά μάζεψαν
όλο το έχει τους, το πήραν μαζί τους και πέρασαν κι οι ίδιοι τους στη Σαλαμίνα· κι
έστειλαν αγγελιοφόρους στη Σπάρτη, από τη μια για να μεμφθούν τους
Λακεδαιμονίους που αδιαφόρησαν για την εισβολή των βαρβάρων στην Αττική και
δε βγήκαν να τους αντιπαραταχτούν μαζί τους στη Βοιωτία, κι από την άλλη για να
τους θυμίσουν ποιά ανταλλάγματα τους υποσχέθηκε ο Πέρσης, αν άλλαζαν
στρατόπεδο, κι επίσης, να τους προειδοποιήσουν πως, αν δεν υπερασπιστούν τους
Αθηναίους, θα κοιτάξουν κι αυτοί να βρουν κάποιο τρόπο σωτηρίας.
[9.7.1] Γιατί οι Λακεδαιμόνιοι, όπως είναι γνωστό, αυτή την εποχή είχαν γιορτές και
τελούσαν τα Υακίνθια· έδιναν λοιπόν απόλυτη προτεραιότητα στο να τιμήσουν το
θεό όπως πρέπει· και ταυτόχρονα το τείχος που έχτιζαν στον Ισθμό όπου να ᾽ναι
τελείωνε, το εφοδίαζαν μάλιστα με επάλξεις. Κι όταν οι αγγελιοφόροι απ᾽ την Αθήνα
έφτασαν στη Λακωνία, και μαζί τους αγγελιοφόροι κι απ᾽ τα Μέγαρα κι απ᾽ τις
Πλαταιές, παρουσιάστηκαν στους εφόρους και τους έλεγαν τα εξής: [9.7α.1] «Μας
έστειλαν οι Αθηναίοι να σας πούμε τα εξής: Ο βασιλιάς των Μήδων, πρώτο, μας δίνει
πίσω την πόλη μας· δεύτερο, θέλει να μας κάνει συμμάχους ισότιμους και ισάξιους,
χωρίς δόλο και απάτη· και, τρίτο, θέλει να μας δώσει κι άλλη γη, όποια εμείς
διαλέξουμε. [9.7α.2] Όμως εμείς, από σεβασμό στον Δία των Ελλήνων και
αγανακτώντας με την ιδέα να προδώσουμε την Ελλάδα, δεν ήρθαμε στα λόγια του,
αλλά απορρίψαμε τις προτάσεις του, παρόλο που οι Έλληνες μας αδικούν και μας
καταπροδίνουν και μολονότι ξέρουμε καλά πως θα έχουμε μεγαλύτερο κέρδος, αν
κάνουμε συνθήκες με τον Πέρση παρά αν τον πολεμάμε· αλλά και πάλι δε θα
συνθηκολογήσουμε με τη θέλησή μας. Νά λοιπόν που τα φρονήματά μας απέναντι
στους Έλληνες εκδηλώνονται με κρυστάλλινη καθαρότητα· [9.7β.1] εσείς αντίθετα,
που τότε σας έπιασε φόβος και τρόμος μήπως συνθηκολογήσουμε με τον Πέρση, απ᾽
την ώρα που βεβαιωθήκατε ότι το φρόνημά μας είναι ξεκάθαρο, πως δηλαδή σε
καμιά περίπτωση δε θα προδώσουμε την Ελλάδα, κι επειδή το τείχος που υψώνετε σ᾽
όλο το μήκος του Ισθμού τελειώνει όπου να ᾽ναι, τώρα βέβαια αδιαφορείτε εντελώς
για τους Αθηναίους, και, ενώ κάνατε συνθήκες μ᾽ εμάς πως θα βγείτε στη Βοιωτία για
να προβάλετε αντίσταση, μας προδώσατε και μείνατε με τα χέρια σταυρωμένα, όταν
ο βάρβαρος έκανε εισβολή στην Αττική. [9.7β.2] Λοιπόν οι Αθηναίοι για την ώρα
είναι έξω φρενών μαζί σας, γιατί δεν συμπεριφερθήκατε σαν φίλοι. Τώρα όμως σας
παρακινούν ν᾽ αποστείλετε όσο γίνεται πιο γρήγορα στρατό στο πλευρό μας, για ν᾽
αντιμετωπίσουμε τον βάρβαρο στην Αττική· γιατί, εφόσον δεν αξιοποιήσαμε τη
Βοιωτία, το πιο κατάλληλο μέρος για να δώσουμε μάχη στη χώρα μας είναι το
Θριάσιο πεδίο».
[9.8.1] Οι έφοροι, όταν άκουσαν αυτά, ανέβαλαν την απάντησή τους για την επομένη·
και την επομένη, για τη μεθεπομένη· αυτό το έκαναν ξανά και ξανά, μπορεί και για
δέκα μέρες, αναβάλλοντας απ᾽ τη μια μέρα στην άλλη. Και σ᾽ αυτό το μεταξύ
τείχιζαν τον Ισθμό όλοι οι Πελοποννήσιοι με πολλή βιασύνη και το τείχος έφτανε πια
στο τέλος του. [9.8.2] Τώρα, δεν μπορώ ν᾽ αποδώσω σ᾽ άλλο λόγο γιατί, ενώ, όταν
έφτασε ο Αλέξανδρος ο Μακεδών στην Αθήνα, ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα για
να μη μηδίσουν οι Αθηναίοι, τότε όμως έδειξαν απόλυτη αδιαφορία, παρά μόνο σ᾽
αυτόν: τώρα το τείχος του Ισθμού είχε χτιστεί και πίστευαν πως δεν τους είχαν
καθόλου ανάγκη τους Αθηναίους· αντίθετα, όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στην Αττική,
δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα το τείχος και δούλευαν, με το φόβο των Περσών να τους
έχει κυριέψει εντελώς.
[9.9.1] Και νά ποιό τέλος πήρε η υπόθεση της απάντησης και της εξόδου των
Σπαρτιατών· την επομένη μέρα ήταν να παρουσιαστούν για τελευταία φορά οι
αγγελιοφόροι στους εφόρους, όταν ο Χίλεος, πολίτης της Τεγέας, που απ᾽ όλους τους
ξένους ασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή στη Σπάρτη, έμαθε απ᾽ τους εφόρους όσα
τέλος πάντων έλεγαν στις ομιλίες τους οι Αθηναίοι. [9.9.2] Κι όταν τ᾽ άκουσε, τους
είπε τα εξής: «Άνδρες έφοροι, νά πώς έχουν τα πράματα: αν οι Αθηναίοι δεν είναι ένα
με μας, αλλά σύμμαχοι με τον βάρβαρο, όσο κι αν το τείχος με το οποίο ζώσαμε πέρα
για πέρα τον Ισθμό είναι δυνατό, στους Πέρσες ανοίγονται μεγάλες μπασιές για να
μπουν στην Πελοπόννησο. Αλλά ακούστε τα λόγια μου, πριν πάρουν οι Αθηναίοι
κάποια διαφορετική απόφαση που θα φέρει τα πάνω κάτω την Ελλάδα».
[9.10.1] Αυτός λοιπόν έτσι τους συμβούλευσε, κι οι έφοροι το καλοσκέφτηκαν κι
αμέσως, χωρίς να πουν λέξη στους αγγελιοφόρους που είχαν έρθει απ᾽ τις πόλεις,
πριν ακόμα ξημερώσει στέλνουν εκστρατευτικό σώμα πέντε χιλιάδων Σπαρτιατών· κι
όρισαν εφτά είλωτες να περιστοιχίζουν τον κάθε οπλίτη κι ανέθεσαν την αρχηγία της
εκστρατείας στον Παυσανία, το γιο του Κλεομβρότου. [9.10.2] Γιατί η αρχηγία ανήκε
βέβαια στον Πλείσταρχο, το γιο του Λεωνίδα, αλλά αυτός ήταν ακόμη παιδί, ενώ ο
άλλος επίτροπος και πρωτοξάδερφός του. Γιατί ο Κλεόμβροτος, ο πατέρας του
Παυσανία, δε βρισκόταν πια στη ζωή, αλλά, αφού απέσυρε απ᾽ τον Ισθμό το
στρατιωτικό σώμα που έχτισε το τείχος, δεν έζησε για πολύ, αλλά πέθανε. [9.10.3] Κι
ο λόγος για τον οποίο ο Κλεόμβροτος απέσυρε το στρατό του απ᾽ τον Ισθμό ήταν ο
εξής: την ώρα που έκανε θυσίες, για να πάρει χρησμό για τον πόλεμο με τους Πέρσες,
ο ήλιος σκοτείνιασε στον ουρανό. Ο Παυσανίας λοιπόν παίρνει συστράτηγό του τον
Ευρυάνακτα, το γιο του Δωριέα, που ανήκε στην ίδια βασιλική οικογένεια. Τέλος, ο
στρατός του Παυσανία είχε βγει από τα σύνορα της Σπάρτης.
[9.11.1] Κι οι αγγελιοφόροι, μόλις έφεξε η μέρα, μη έχοντας ιδέα για την αναχώρηση
του στρατού, πήγαν να συναντήσουν τους εφόρους· κι είχαν βέβαια στη σκέψη τους
να σηκωθούν να φύγουν, ο καθένας στην πόλη του· κι όταν τους συνάντησαν, έλεγαν
τα εξής: «Λακεδαιμόνιοι, εσείς μείνετε εδώ, στην πόλη σας, και γιορτάστε τα
Υακίνθια και ρίξτε το στους χορούς, έχοντας καταπροδώσει τους συμμάχους· οι
Αθηναίοι όμως απ᾽ τη μεριά τους, μια και αδικήθηκαν από σας κι έμειναν χωρίς
συμμάχους, θα κάνουν συνθήκες με τους Πέρσες μ᾽ όποιους όρους μπορέσουν.
[9.11.2] Κι απ᾽ τη στιγμή που θα κάνουμε συνθήκες, αφού απροσχημάτιστα
γινόμαστε σύμμαχοι του βασιλιά, θα τον συνοδεύσουμε στις εκστρατείες σ᾽ όποια
χώρα μας οδηγήσει εκείνος. Κι εσείς αποδώ και πέρα θα δείτε ποιό τέλος θα έχει για
σας αυτή η ιστορία». Στους αγγελιοφόρους που έλεγαν αυτά οι έφοροι παίρνοντας
όρκο είπαν ότι πιστεύουν πως αυτή την ώρα οι άντρες που ξεκίνησαν εναντίον των
ξένων (γιατί ξένους αποκαλούσαν τους βαρβάρους) βρίσκονται κιόλας στο Ορέσθειο.
[9.11.3] Κι οι άλλοι, καθώς αγνοούσαν τα πάντα, ξαναρωτούσαν γι᾽ αυτό που
άκουσαν και ρωτώντας έμαθαν την πάσα αλήθεια, οπότε έμειναν με το στόμα ανοιχτό
και μπήκαν στο δρόμο όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, για να προλάβουν το
εκστρατευτικό σώμα. Τον ίδιο δρόμο μαζί τους πήραν και πέντε χιλιάδες επίλεκτοι
από τους περιοίκους.

[9.12.1] Αυτοί λοιπόν έσπευδαν στον Ισθμό· κι οι Αργείοι, μόλις έμαθαν πως το στράτευμα
του Παυσανία είχε βγει απ᾽ τα σύνορα της Σπάρτης, στέλνουν αμέσως κήρυκα στην Αττική,
αυτόν που βρήκαν πρώτο και καλύτερο ανάμεσα στους αγγελιοφόρους, μια και
προηγουμένως από μόνοι τους υποσχέθηκαν στον Μαρδόνιο πως θα εμποδίσουν τους
Σπαρτιάτες να βγουν απ᾽ τα σύνορά τους· [9.12.2] κι αυτός, όταν έφτασε στην Αθήνα, έλεγε
τα εξής: «Μαρδόνιε, μ᾽ έστειλαν οι Αργείοι να σου αναγγείλω ότι η νεολαία της Σπάρτης
έχει βγει απ᾽ τη χώρα της και πως οι Αργείοι αδυνατούν να εμποδίσουν την έξοδό τους. Ας
σε βοηθήσει η τύχη να πάρεις τις καλύτερες αποφάσεις για την περίσταση».
[9.13.1] Αυτός λοιπόν είπε αυτά και σηκώθηκε κι έφυγε στον τόπο του, αλλά ο Μαρδόνιος
δεν είχε πια καμιά διάθεση, με το που τ᾽ άκουσε αυτά, να μένει στην Αττική. Γιατί, πριν
πάρει αυτό το μήνυμα, καθόταν εκεί, σαν σε αραξοβόλι, θέλοντας να μάθει ποιά στάση θα
κρατούσαν οι Αθηναίοι κι ούτε έκανε άλλες ζημιές ούτε ρήμαζε τη γη της Αττικής· και δεν
τον εγκατέλειπε η ελπίδα πως κάποια ώρα θα συνομολογήσουν συνθήκες μαζί του. [9.13.2]
Επειδή όμως δεν τους έπειθε κι έμαθε όλα τα νεότερα, προτού η στρατιά του Παυσανία
κάνει την εμφάνισή της στον Ισθμό, αποσυρόταν αθόρυβα, αφού πυρπόλησε την Αθήνα κι
ό,τι είχε μείνει όρθιο από τα τείχη, ή κανένα σπίτι ή ναός, όλα τα γκρέμιζε και τα σώριαζε
καταγής. [9.13.3] Κι οι λόγοι για τους οποίους αποσυρόταν ήταν οι εξής: η Αττική δεν ήταν
χώρα κατάλληλη για επιχειρήσεις ιππικού· ακόμα, αν νικιόταν σε μάχη, δεν είχε άλλη
δυνατότητα να ξεφύγει παρά μόνο μέσ᾽ από στενωπό, όπου και λιγοστοί πολεμιστές
μπορούσαν να του φράξουν το δρόμο. Σκεφτόταν λοιπόν να υποχωρήσει στη Θήβα και να
δώσει μάχη κοντά σε συμμαχική πόλη και σε πεδίο κατάλληλο για επιχειρήσεις ιππικού.
[9.14.1] Ο Μαρδόνιος λοιπόν πήρε ν᾽ αποσύρεται αθόρυβα, αλλά είχε κιόλας μπει στο
δρόμο, όταν του ήρθε μήνυμα πως έφτασε στα Μέγαρα άλλος στρατός, εμπροσθοφυλακή,
χίλιοι Λακεδαιμόνιοι. Κι όταν πήρε αυτή την πληροφορία, μελετούσε την κατάσταση,
θέλοντας να δει αν έχει τρόπο να βάλει στο χέρι του πρώτα αυτούς. Και διέταξε το στρατό
να κάνει μεταβολή και τον οδηγούσε στα Μέγαρα· και το ιππικό του, περνώντας μπρος,
ρήμαξε απ᾽ τη μια άκρη ώς την άλλη τον κάμπο των Μεγάρων· αυτό ήταν το πιο απόμακρο
σημείο της Ευρώπης, κατά τη μεριά που βασιλεύει ο ήλιος, όπου έφτασε αυτό το
εκστρατευτικό σώμα των Περσών.
[9.15.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ήρθε αγγελία στον Μαρδόνιο ότι οι Έλληνες βρίσκονταν
συγκεντρωμένοι στον Ισθμό. Κι έτσι πήρε να οπισθοχωρεί απ᾽ το δρόμο που περνά απ᾽ τη
Δεκέλεια· γιατί οι βοιωτάρχες προσκάλεσαν τους γείτονες των Ασωπίων, κι αυτοί έγιναν
οδηγοί της πορείας του στη Σφενδάλη κι αποκεί στην Τανάγρα. [9.15.2] Κι αφού
καταυλίστηκε τη νύχτα στην Τανάγρα, την επομένη στράφηκε προς τον Σκώλο και βρέθηκε
στη χώρα των Θηβαίων. Εκεί έκοβε τα δέντρα της υπαίθρου, μολονότι οι Θηβαίοι μήδιζαν·
βέβαια δεν ήταν εχθρική ενέργεια, αλλά ήταν που τον έσφιγγε μεγάλη ανάγκη, καθώς
ήθελε να περιφράξει το στρατόπεδο, ώστε, αν το αποτέλεσμα της μάχης δε θα ᾽ταν αυτό
που επιθυμούσε, να έχει καταφύγιο. [9.15.3] Το στρατόπεδό του αυτό, αρχίζοντας από τις
Ερυθρές απλωνόταν ώς τις Υσιές, με κατεύθυνση ίσια προς τη χώρα των Πλαταιών· η
διάταξή του ήταν σε γραμμή παράλληλη με τις όχθες του ποταμού Ασωπού. Βέβαια στο
τείχος δεν έδινε τόσο μάκρος, αλλά η κάθε πλευρά του είχε έκταση δέκα περίπου σταδίων.

[9.15.4] Κι ενώ οι βάρβαροι μοχθούσαν σ᾽ αυτό το έργο, ο Ατταγίνος, ο γιος του


Φρύνωνος, πολίτης των Θηβών, έκανε μεγάλη ετοιμασία και καλούσε για φιλοξενία
και τον ίδιο τον Μαρδόνιο και πενήντα, τους πιο αξιόλογους ανάμεσα στους Πέρσες·
κι αυτοί ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή του. Το δείπνο έγινε στις Θήβες.
[9.16.1] Τα όσα συμπληρωματικά ακολουθούν τα άκουσα από τον Θέρσανδρο,
πολίτη του Ορχομενού κι από τους πρώτους σε υπόληψη στον Ορχομενό. Είπε λοιπόν
ο Θέρσανδρος ότι προσκλήθηκε κι αυτός απ᾽ τον Ατταγίνο σ᾽ αυτό το δείπνο,
μάλιστα προσκλήθηκαν και πενήντα Θηβαίοι, και δεν τους έβαλε να καθίσουν σε
χωριστά ανάκλιντρα, αλλά σε κάθε ανάκλιντρο έναν Πέρση κι ένα Θηβαίο. [9.16.2]
Κι αφού απόφαγαν, την ώρα που κουτσόπιναν, ο Πέρσης που ξάπλωνε στο ίδιο
ανάκλιντρο τον ρώτησε, μιλώντας ελληνικά, από πού είναι κι αυτός του αποκρίθηκε
πως ήταν απ᾽ τον Ορχομενό. Κι ο άλλος του είπε: «Επειδή τώρα φάγαμε στο ίδιο
τραπέζι και κάναμε μαζί σπονδές, θέλω να κρατήσεις στη θύμησή σου από μένα μια
σκέψη μου, έτσι που κι εσύ, έχοντας πάρει απ᾽ τα πριν τις πληροφορίες σου, να
μπορείς να πάρεις τα μέτρα σου, ώστε να σου βγει σε καλό. [9.16.3] Βλέπεις αυτούς
τους Πέρσες που ᾽ναι στρωμένοι στο τραπέζι και τον στρατό που αφήσαμε
καταυλισμένο στις όχθες του ποταμού; δε θα περάσει πολύς καιρός κι απ᾽ όλους
αυτούς θα δεις μόνο κάτι λίγους να βρίσκονται στη ζωή». Και πως, την ώρα που τα
᾽λεγε αυτά ο Πέρσης, άφηνε να κυλούν άφθονα τα δάκρυά του. [9.16.4] Κι ο
Θέρσανδρος έμεινε μ᾽ ανοιχτό το στόμα μ᾽ αυτά που άκουσε και του είπε: «Λοιπόν,
δεν έχεις καθήκον να τα πεις αυτά και στον Μαρδόνιο και σ᾽ εκείνους που μετά απ᾽
αυτόν έχουν μεγάλο κύρος ανάμεσα στους Πέρσες;». Και πως ο άλλος αποκρίθηκε:
«Ξένε φίλε μου, ό,τι είναι να γίνει απ᾽ το θεό, ο άνθρωπος δεν έχει τρόπο να το
αποτρέψει· γιατί όσο πειστικά κι αν μιλήσεις, κανένας δεν δίνει σημασία στα λόγια
σου. [9.16.5] Μάλιστα πολλοί απ᾽ τους Πέρσες τα ξέρουμε καλά αυτά, κι ωστόσο
ακολουθούμε την εκστρατεία, δέσμιοι της ανάγκης. Κι ο πιο σπαραχτικός καημός για
όσα συμβαίνουν στον ανθρώπινο κόσμο είναι αυτός: ενώ πολλά κατέχουμε στο νου
μας, να μην ορίζουμε τίποτα». Λοιπόν αυτή τη διήγηση άκουσα απ᾽ τον Θέρσανδρο
τον Ορχομένιο και συμπληρωματικά τα εξής, πως τότε κιόλας, προτού να γίνει η
μάχη των Πλαταιών, αυτός τα έλεγε και σ᾽ άλλους.
[9.17.1] Όταν ο Μαρδόνιος είχε στήσει το στρατόπεδό του στη Βοιωτία, από τους
Έλληνες που κατοικούσαν σ᾽ αυτές τις περιοχές και μήδιζαν, όλοι οι άλλοι χωρίς
εξαίρεση έδιναν στρατό και πήραν μέρος στην εισβολή στην Αθήνα και μόνο οι
Φωκείς δεν πήραν μέρος στην εισβολή· βέβαια μήδιζαν κι αυτοί και με το παραπάνω,
όχι όμως με τη θέλησή τους, αλλά στενεμένοι απ᾽ την ανάγκη. [9.17.2] Και δεν
πέρασαν πολλές ημέρες απ᾽ την άφιξη του Μαρδονίου στη Θήβα κι έφτασαν εκεί
χίλιοι βαριά οπλισμένοι Φωκείς· αρχηγός τους ήταν ο Αρμοκύδης, που είχε τη
μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στην πόλη του. Όταν λοιπόν έφτασαν κι αυτοί στη
Θήβα, έστειλε ο Μαρδόνιος να τους δώσουν εντολή να στρατοπεδεύσουν χωριστά
απ᾽ τους άλλους στην πεδιάδα. [9.17.3] Και μόλις εκτέλεσαν τη διαταγή του,
κατέφτασε αμέσως εκεί το ιππικό στο σύνολό του. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό από στόμα σε
στόμα, απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη στο στρατόπεδο των Ελλήνων που συμμαχούσαν με τους
Μήδους διαδόθηκε η φήμη πως θα τους αφανίσουν ρίχνοντας ακόντια· κι αυτή η
φήμη διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και στους ίδιους τους Φωκείς. [9.17.4] Τότε
λοιπόν ο στρατηγός Αρμοκύδης απηύθυνε σ᾽ αυτούς την ακόλουθη παραίνεση:
«Φωκείς, φως φανάρι βέβαια πως αυτοί οι άνθρωποι σκοπεύουν να μας αφανίσουν με
θάνατο που τον βλέπουμε πια με τα μάτια μας, ύστερ᾽ από συκοφαντίες των
Θεσσαλών, όπως υποθέτω· λοιπόν τώρα άλλο δε μας μένει παρά ο καθένας σας ν᾽
αναδειχτεί άντρας γενναίος· γιατί είναι καλύτερο να πάρει τέλος η ζωή μας πάνω σε
κάποια πράξη μας και πάνω στον αγώνα, παρά ν᾽ αφανιστούμε με τον πιο
ντροπιασμένο θάνατο κλαίοντας τη μοίρα μας. Αλλά ας πάρει ο καθένας τους ένα
μάθημα, που όντας βάρβαροι έστησαν παγίδα θανάτου σε Έλληνες στρατιώτες».
[9.18.1] Λοιπόν ο Αρμοκύδης μ᾽ αυτά τα λόγια τους ενθάρρυνε· οι ιππείς πάλι, αφού
τους περικύκλωσαν, έκαναν επέλαση για να τους αφανίσουν· έπαλλαν κιόλας τ᾽
ακόντιά τους για να τα εξακοντίσουν, δεν αποκλείεται μάλιστα και κάποιοι να τα
εξακόντισαν· κι οι Φωκείς πήραν θέσεις άμυνας και με συντονισμένες κινήσεις όλοι
τους συντάχτηκαν σ᾽ ένα σώμα, όσο πιο πυκνό γίνεται· τότε οι ιππείς τράπηκαν σε
φυγή κι αποσύρθηκαν με τ᾽ άλογά τους. [9.18.2] Τώρα, δεν είμαι σε θέση να πω με
βεβαιότητα ούτε αν πήγαν να εξοντώσουν τους Φωκείς ύστερ᾽ από αίτημα των
Θεσσαλών, όμως όταν τους είδαν να παίρνουν θέσεις άμυνας, από φόβο μήπως κι οι
ίδιοι τους έχουν απώλειες, τράπηκαν λοιπόν σε φυγή (επειδή αυτή την εντολή τους
έδωσε ο Μαρδόνιος), ούτε αν θέλησε να δοκιμάσει τί αξίζουν σαν πολεμιστές.
[9.18.3] Κι αφού οι ιππείς τράπηκαν σε φυγή, ο Μαρδόνιος έστειλε κήρυκα κι έλεγε
τα εξής: «Μη φοβάστε, Φωκείς· γιατί αποδείξατε πως είστε παλικάρια κι όχι όπως με
πληροφόρησαν. Και τώρα πάρτε μέρος με ζήλο σ᾽ αυτό τον πόλεμο· γιατί όπως και
να ᾽χει δε θα ξεπεράσετε ούτε εμένα ούτε τον βασιλιά σ᾽ ευεργεσίες». Αυτή την
κατάληξη είχε λοιπόν το περιστατικό των Φωκέων.
[9.19.1] Κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν έφτασαν στον Ισθμό, στρατοπέδευσαν εκεί. Κι οι
υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, όσοι πρόκριναν το καλό της πατρίδας, όταν πήραν αυτή
την πληροφορία και μάλιστα είδαν τους Σπαρτιάτες να βγαίνουν απ᾽ τη χώρα τους,
φιλοτιμήθηκαν να μη μείνουν πίσω, αλλά να βγουν κι αυτοί. [9.19.2] Λοιπόν, καθώς
οι θυσίες έδωσαν ενθαρρυντικά προμηνύματα, προωθήθηκαν όλοι απ᾽ τον Ισθμό και
φτάνουν στην Ελευσίνα· κι αφού κι εκεί έκαναν θυσίες και πήραν ενθαρρυντικά
προμηνύματα, συνέχισαν να προχωρούν και μαζί τους κι οι Αθηναίοι, αφού πέρασαν
από τη Σαλαμίνα στη στεριά κι ενώθηκαν με τους άλλους στην Ελευσίνα. [9.19.3] Κι
όταν έφτασαν στις Ερυθρές της Βοιωτίας και πληροφορήθηκαν πως ο βάρβαρος
στρατοπέδευσε στις όχθες του Ασωπού, ύστερ᾽ από σύσκεψη αντιπαρατάχθηκαν
στους πρόποδες του Κιθαιρώνα.
[9.20.1] Ο Μαρδόνιος, καθώς οι Έλληνες δεν κατέβαιναν στην πεδιάδα, στέλνει
εναντίον τους όλο το ιππικό, που είχε αρχηγό τον Μασίστιο, που οι Πέρσες τον είχαν
σε μεγάλη εκτίμηση —αυτόν οι Έλληνες τον λένε Μακίστιο— κι είχε άλογο Νησαίο
με χρυσά χαλινάρια και μ᾽ όλα τ᾽ άλλα χάμουρα καλοπλουμισμένα. Τότε, καθώς οι
ιππείς έκαναν έφοδο εναντίον των Ελλήνων, επιχειρούσαν επιθέσεις η κάθε ίλη με τη
σειρά της, και με τις επελάσεις τους προξενούσαν μεγάλες απώλειες σ᾽ αυτούς και
τους φώναζαν γυναίκες.
[9.21.1] Κι ήρθαν έτσι τα πράματα που οι Μεγαρείς έτυχε να παραταχτούν στο πιο
εκτεθειμένο στις εχθρικές επιθέσεις σημείο όλης της περιοχής, εκείνο που πιο πολύ
από κάθε άλλο δεχόταν τις επελάσεις του ιππικού. Και, καθώς η θέση τους έγινε
δύσκολη με τις εφόδους του ιππικού, οι Μεγαρείς έστειλαν κήρυκα στους στρατηγούς
των Ελλήνων· και φτάνοντας σ᾽ αυτούς ο κήρυκας τους έλεγε: [9.21.2] «Οι Μεγαρείς
λένε· Άνδρες σύμμαχοι, εμείς αδυνατούμε ν᾽ αντιμετωπίσουμε μόνοι μας το ιππικό
των Περσών, κρατώντας τις θέσεις στις οποίες παραταχτήκαμε αρχικά· κι αν
κρατήσαμε ώς αυτή την ώρα όσο κι αν μας πίεζε ο εχθρός, είναι επειδή κάναμε
κουράγιο κι επιστρατεύσαμε την παλικαριά μας. Τώρα όμως, αν δε στείλετε κάποιους
άλλους να μας διαδεχτούν σ᾽ αυτή τη θέση, να το ξέρετε πως εμείς θα
εγκαταλείψουμε τη θέση μας». [9.21.3] Εκείνοι λοιπόν αυτό το μήνυμα τους έστειλαν
κι ο Παυσανίας βολιδοσκοπούσε τους Έλληνες μήπως βρεθούν κάποιοι άλλοι να παν
εθελοντικά σ᾽ αυτή τη θέση και να διαδεχτούν τους Μεγαρείς. Και, καθώς οι άλλοι
δεν ήθελαν, φιλοτιμήθηκαν οι Αθηναίοι, κι απ᾽ τους Αθηναίους οι τριακόσιοι
επίλεκτοι, που είχαν αρχηγό τον Ολυμπιόδωρο, το γιο του Λάμπωνος.
[9.22.1] Αυτοί ήταν που δέχτηκαν να πάρουν αυτή τη θέση και παρατάχτηκαν στην
πρώτη γραμμή των Ελλήνων στις Ερυθρές, αφού πήραν μαζί τους και τους τοξότες. Η
μάχη τους κράτησε πολύ και νά ποιό τέλος είχε· καθώς το ιππικό έκανε εφόδους, η
μια ίλη μετά την άλλη με τη σειρά τους, το άλογο του Μασιστίου κάλπαζε μπροστά
από τ᾽ άλλα, ώσπου ένα βέλος το χτύπησε στο πλευρό· από τον πόνο το άλογο
ορθώνεται στα πισινά του και γκρεμίζει από πάνω του τον Μασίστιο· [9.22.2] αυτός
πέφτει καταγής και στη στιγμή οι Αθηναίοι ρίχνονται καταπάνω του. Παίρνουν
λοιπόν τ᾽ άλογό του και τον ίδιο, που έδινε αγώνα για να σωθεί, τον σκοτώνουν, όσο
κι αν στην αρχή δεν μπορούσαν. Γιατί προστατευόταν από μια τέτοια σκευή: είχε από
μέσα χρυσό θώρακα λεπιδωτό και πάνω απ᾽ τον θώρακα είχε φορέσει χιτώνα
πορφυρό. Τα χτυπήματά τους λοιπόν στον θώρακα δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα,
ώσπου κάποιος κατάλαβε τί συμβαίνει και τον χτυπά στο μάτι. Έτσι τέλος έπεσε και
σκοτώθηκε. [9.22.3] Κι οι άλλοι ιππείς δεν αντιλήφθηκαν τί συνέβαινε, και νά γιατί·
δεν τον είδαν να πέφτει καταγής από τ᾽ άλογο ούτε να σκοτώνεται· γιατί, καθώς
εκείνη τη στιγμή ήταν στη φάση της υποχώρησης και της μεταβολής, δεν
αντιλήφτηκαν τί συνέβαινε. Όταν όμως ήρθαν στην ανάπαυλα, ένιωσαν αμέσως την
απουσία του, καθώς δεν έβλεπαν κανένα να τους δίνει διαταγές· κι όταν
αντιλήφτηκαν τί είχε συμβεί, δίνοντας καρδιά ο ένας στον άλλο σπιρούνιζαν τ᾽ άλογά
τους, για να σηκώσουν τουλάχιστον το πτώμα του.
[9.23.1] Κι όταν είδαν οι Αθηναίοι πως οι ιππείς δεν έκαναν πια εφόδους τμηματικά,
αλλά όλοι μαζί, φώναξαν σε βοήθεια τον υπόλοιπο στρατό. Την ώρα που έσπευδε σε
βοήθεια ολόκληρο το πεζικό, γινόταν μάχη φονική για το ποιός θα σηκώσει τον
νεκρό. [9.23.2] Λοιπόν, όση ώρα οι τριακόσιοι ήταν μόνοι τους, βρίσκονταν σε πολύ
μειονεκτική θέση κι εγκατέλειπαν το πτώμα· όταν όμως έφτασε σε βοήθειά τους ο
πολύς στρατός, τότε πια οι ιππείς δεν κράτησαν τη θέση τους κι ούτε μπόρεσαν να
σηκώσουν τον νεκρό, αλλά, κοντά σ᾽ εκείνον, έχασαν κι άλλους ιππείς. Κι όταν
υποχωρώντας βρέθηκαν σε απόσταση κάπου δύο σταδίων, συσκέπτονταν τί πρέπει να
κάνουν· κι έτσι που δεν είχαν αρχηγό να τους διοικεί, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω
στον Μαρδόνιο.
[9.24.1] Κι όταν γύρισε το ιππικό στο στρατόπεδο, ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα
πένθησε τον Μασίστιο και πιο πολύ απ᾽ όλους ο Μαρδόνιος· κούρευαν τα μαλλιά
τους και των αλόγων τους και των υποζυγίων τους, κι όσο για τους οδυρμούς τους,
δεν είχαν σταματημό· γιατί ολόκληρη η Βοιωτία αντιλαλούσε από κραυγές, πως
χάθηκε ένας πολεμιστής που, μετά απ᾽ τον Μαρδόνιο, είχε την πιο μεγάλη θέση στην
εκτίμηση των Περσών και του βασιλιά. Λοιπόν οι βάρβαροι τιμούσαν τον σκοτωμένο
Μασίστιο κατά τα συνήθεια του τόπου τους.
[9.25.1] Κι οι Έλληνες, ύστερ᾽ απ᾽ την αντίσταση που πρόβαλαν στο ιππικό που τους
επιτέθηκε και την τροπή σε φυγή του ιππικού που αποκρούστηκε, απόχτησαν πολύ
μεγαλύτερο θάρρος. Και πρώτα πρώτα έβαλαν πάνω σε άρμα τον νεκρό και τον
περιέφεραν μπροστά απ᾽ τα τάγματά τους· καθώς το ανάστημα και η ομορφιά του τον
έκαναν αξιοθέατο, συνέβη το εξής: εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και πήγαιναν όλοι να
δουν το θέαμα, τον Μασίστιο. [9.25.2] Κατόπιν αποφάσισαν να κατεβούν
χαμηλότερα, στις Πλαταιές· γιατί ο χώρος των Πλαταιών τούς φαινόταν πολύ πιο
κατάλληλος από τις Ερυθρές για να στήσουν στρατόπεδο, κι από κάθε άλλη άποψη
και επειδή το νερό εκεί ήταν αφθονότερο. Σ᾽ αυτό τον τόπο λοιπόν και δίπλα στην
πηγή Γαργαφία που βρίσκεται εκεί αποφάσισαν πως επιβάλλεται να μεταβούν και,
παίρνοντας ο καθένας τη θέση του, να στρατοπεδεύσουν. [9.25.3] Λοιπόν πήραν τον
οπλισμό τους και κατηφόριζαν από τους πρόποδες του Κιθαιρώνα προσπερνώντας τις
Υσιές ίσια για τη γη των Πλαταιών· και μόλις έφτασαν, παρατάχτηκαν η κάθε πόλη
χωριστά κοντά στην πηγή Γαργαφία και στο τέμενος του ημιθέου Ανδροκράτη,
διασχίζοντας χαμηλά υψώματα και πεδιάδα.
[9.26.1] Τότε, καθώς σχεδιαζόταν η παράταξη, Τεγεάτες και Αθηναίοι
συγκρούστηκαν με σφοδρές λογομαχίες, γιατί ο καθένας τους απ᾽ τη μεριά του
αξίωναν να τους δοθεί η ηγεμονία της μιας απ᾽ τις δυο πτέρυγες· και γι᾽ αυτό έφερναν
στη μέση πρόσφατα και παλιά κατορθώματα. Οι Τεγεάτες απ᾽ τη μεριά τους έλεγαν:
[9.26.2] «Εμάς πάντοτε όλοι οι σύμμαχοι μας θεωρούν άξιους να κρατάμε αυτή τη
θέση στην παράταξη, σ᾽ όσες κοινές εκστρατείες έκαναν οι Πελοποννήσιοι και στα
παλιά και στα νεότερα χρόνια, απ᾽ εκείνη την εποχή που οι απόγονοι του Ηρακλή,
μετά το θάνατο του Ευρυσθέα, προσπαθούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους,
την Πελοπόννησο. [9.26.3] Τότε μας παραχωρήθηκε αυτό το προνόμιο, που το
οφείλουμε στο εξής επεισόδιο: μαζί με τους Αχαιούς και τους Ίωνες που ζούσαν τότε
στην Πελοπόννησο, σπεύσαμε για ν᾽ αμυνθούμε στον Ισθμό και πήραμε θέση
απέναντι στον αντίπαλο που επιχειρούσε εισβολή, όταν ο Ύλλος, όπως λέει η
παράδοση, διακήρυξε πως δεν ήταν ανάγκη να ξαναμπούν στον κίνδυνο του πολέμου
οι δυο στρατοί, αλλά όποιος απ᾽ το στρατόπεδο των Πελοποννησίων κριθεί ανάμεσα
σ᾽ όλους το πρώτο παλικάρι, να μονομαχήσει μαζί του κατά τους όρους της
μονομαχίας. [9.26.4] Κι οι Πελοποννήσιοι έκριναν πως καλό είναι να γίνουν πράξη
αυτά και αντάλλαξαν όρκους που επικυρώθηκαν με θυσίες με τον ακόλουθο όρο: αν
ο Ύλλος νικήσει τον ηγέτη των Πελοποννησίων, να γυρίσουν οι απόγονοι του
Ηρακλή στη γη των πατέρων τους, κι αν πάλι νικηθεί, οι απόγονοι του Ηρακλή να
σηκωθούν να φύγουν και ν᾽ αποσύρουν το στρατό τους, και για εκατό χρόνια να μην
επιδιώξουν να γυρίσουν στην Πελοπόννησο. [9.26.5] Λοιπόν οι σύμμαχοι έκριναν
πρώτο ανάμεσα σ᾽ όλους τον Έχεμο, το γιο του Αερόποδα, γιου του Φηγέως, που
ήταν στρατηγός και βασιλιάς της χώρας μας· αυτός προσφέρθηκε εθελοντικά και
μονομάχησε και σκότωσε τον Ύλλο. Και γι᾽ αυτό το κατόρθωμα οι Πελοποννήσιοι
εκείνου του καιρού μάς παραχώρησαν ανάμεσα σ᾽ άλλα μεγάλα προνόμια, που
συνεχίζουμε να τα έχουμε, να είμαστε για πάντα επικεφαλής της μιας από τις δυο
πτέρυγες, όταν γίνεται κοινή εκστρατεία. [9.26.6] Λοιπόν, Λακεδαιμόνιοι, δεν
αντιδικούμε με σας, αλλά αφήνουμε σε σας να διαλέξετε σε ποιά πτέρυγα θέλετε να
είστε επικεφαλής, και σας την παραχωρούμε· όμως, επιμένουμε, στην άλλη σ᾽ εμάς
ταιριάζει να είμαστε επικεφαλής, όπως και στο παρελθόν. Κι ανεξάρτητα απ᾽ το
κατόρθωμα που αφηγηθήκαμε, εμείς είμαστε πιο άξιοι απ᾽ τους Αθηναίους να έχουμε
αυτή τη θέση. [9.26.7] Γιατί έχουμε δώσει μ᾽ εσάς, άνδρες Σπαρτιάτες, πολλούς και
λαμπρούς αγώνες, και πολλούς με άλλους. Κι έτσι λοιπόν το δίκιο είναι να έχουμε
εμείς την άλλη πτέρυγα κι όχι βέβαια οι Αθηναίοι· γιατί αυτοί δεν έχουν να δείξουν
κατορθώματα σαν τα δικά μας, ούτε πρόσφατα ούτε παλιά».
[9.27.1] Έτσι μίλησαν αυτοί και οι Αθηναίοι έδωσαν την εξής απάντηση: «Ξέρουμε
καλά πως αυτή η σύναξη συγκλήθηκε για τη μάχη εναντίον των βαρβάρων κι όχι για
ρητορικούς διαξιφισμούς· όμως, επειδή οι Τεγεάτες έφεραν στη μέση ανδραγαθήματα
παλιά και πρόσφατα που η καθεμιά απ᾽ τις δυο πόλεις μας έχει επιτελέσει εδώ κι
αιώνες, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε γνωστό πού στηρίζεται το πατρογονικό
μας προνόμιο, ώστε, με το να είμαστε πάντοτε αντρειωμένοι, να έχουμε την πρώτη
θέση εμείς κι όχι οι Αρκάδες. [9.27.2] Τους απογόνους του Ηρακλή, που αυτοί λένε
πως σκότωσαν τον αρχηγό τους στον Ισθμό, σε προγενέστερη εποχή, όταν όλοι οι
Έλληνες, στις πόλεις των οποίων πήγαιναν προσπαθώντας ν᾽ αποφύγουν τη σκλαβιά
των Μυκηναίων, τους έδιωχναν, μονάχα εμείς τους δεχτήκαμε και καταλύσαμε την
έπαρση του Ευρυσθέα, νικώντας μαζί τους εκείνους που τότε εξουσίαζαν την
Πελοπόννησο. [9.27.3] Δεύτερο, όταν οι Αργείοι, αφού προέλασαν με ηγέτη τον
Πολυνείκη εναντίον των Θηβών και σκοτώθηκαν, κείτονταν άταφοι, εκστρατεύσαμε
εναντίον των Καδμείων και, το καυχιόμαστε, σηκώσαμε τους νεκρούς απ᾽ το πεδίο
της μάχης και τους θάψαμε σε δική μας γη, στην Ελευσίνα. [9.27.4] Λαμπρό
κατόρθωμα έχουμε να επιδείξουμε και εναντίον των Αμαζόνων, που κάποτε απ᾽ τον
Θερμώδοντα ποταμό έκαναν εισβολή στην Αττική· επίσης στους αγώνες της Τροίας
δε μείναμε πίσω από κανένα. Αλλά χάνουμε τον καιρό μας βέβαια μνημονεύοντας
αυτά· γιατί δεν αποκλείεται ο ίδιος λαός, ενώ τότε ήταν λαμπρά παλικάρια, σήμερα
να είναι άναντροι, κι άλλοι, που τότε ήταν άναντροι, σήμερα να είναι λαμπρά
παλικάρια. [9.27.5] Ας αφήσουμε πια τα περασμένα μεγαλεία· εμείς λοιπόν, κι αν
ακόμα δεν έχουμε να δείξουμε τίποτ᾽ άλλο, μολονότι έχουμε πολλά και λαμπρά όσα
δεν έχει καμιά ελληνική πόλη, μόνο για το κατόρθωμά μας στον Μαραθώνα μάς
αξίζει να έχουμε αυτό το προνόμιο, και κοντά σ᾽ αυτό κι άλλα, αφού βέβαια μόνο
εμείς απ᾽ όλους τους Έλληνες μονομαχήσαμε με τον Πέρση και παίρνοντας απάνω
μας τόσο μεγάλο αγώνα αποδειχτήκαμε ανώτεροι και νικήσαμε σαράντα έξι έθνη.
[9.27.6] Λοιπόν, και μόνο απ᾽ αυτό το κατόρθωμα δεν πήραμε με το σπαθί μας αυτή
τη θέση μάχης; Παρ᾽ όλ᾽ αυτά —γιατί δεν ταιριάζει σε μια τόσο κρίσιμη περίσταση
να ξεσηκώνουμε εμφύλιες έριδες— δεν έχουμε καμιά αντίρρηση να πειθαρχήσουμε
σε σας, Λακεδαιμόνιοι, σε ποιά θέση είναι πιο σκόπιμο, κατά τη γνώμη σας, να
ταχτούμε εμείς και σε ποιούς να σταθούμε αντιμέτωποι· γιατί, σ᾽ όποια θέση κι αν
παραταχτούμε, θα προσπαθήσουμε να είμαστε καλοί πολεμιστές. Τραβήξτε λοιπόν
εμπρός και να είστε βέβαιοι πως θα σας υπακούσουμε».
[9.28.1] Αυτή την απάντηση έδωσαν οι Αθηναίοι· κι ο στρατός των Λακεδαιμονίων
μ᾽ ένα στόμα βροντοφώναξε πως πιο άξιοι να κρατούν την πτέρυγα είναι οι Αθηναίοι
κι όχι οι Αρκάδες. Έτσι λοιπόν πέρασε στους Αθηναίους και πήραν το προβάδισμα
αυτό απ᾽ τους Τεγεάτες.

[9.28.2] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά νά πώς παρατάχτηκαν οι Έλληνες, τόσο αυτοί που έφταναν εκείνη
την ώρα όσο κι αυτοί που ήρθαν απ᾽ την αρχή: τη δεξιά πτέρυγα την κρατούσαν δέκα
χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι· τους πέντε χιλιάδες απ᾽ αυτούς —ήταν οι Σπαρτιάτες— τους
πλαισίωναν τριάντα πέντε χιλιάδες είλωτες ελαφρά οπλισμένοι, αφού σε κάθε πολεμιστή
αναλογούσαν εφτά παραστάτες. [9.28.3] Και τη θέση μάχης στο πλευρό τους οι Σπαρτιάτες
προτίμησαν να τη δώσουν στους Τεγεάτες, και ως τιμητική διάκριση και για την πολεμική
αρετή τους· κι απ᾽ αυτούς ήταν χίλιοι πεντακόσιοι βαριά οπλισμένοι. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς
παρατάχτηκαν πέντε χιλιάδες Κορίνθιοι, και δίπλα τους παρατάχτηκαν (τους έκανε αυτή τη
χάρη ο Παυσανίας) οι τριακόσιοι Ποτιδαιάτες που βρέθηκαν εκεί απ᾽ την Παλλήνη. [9.28.4]
Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς παρατάχτηκαν οι Ορχομένιοι της Αρκαδίας, εξακόσιοι, κι ύστερ᾽
απ᾽ αυτούς τρεις χιλιάδες Σικυώνιοι. Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς παρατάχτηκαν οχτακόσιοι
Επιδαύριοι. Στο πλευρό τους παρατάχτηκαν χίλιοι Τροιζήνιοι, κι αμέσως ύστερ᾽ από τους
Τροιζηνίους διακόσιοι Λεπρεάτες, κι αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς τετρακόσιοι απ᾽ τις
Μυκήνες και την Τίρυνθα, κι αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς χίλιοι Φλιάσιοι· στο πλευρό τους
παρατάχτηκαν τριακόσιοι Ερμιονείς. [9.28.5] Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ τους Ερμιονείς πήραν θέση
εξακόσιοι απ᾽ την Ερέτρια και τα Στύρα, αμέσως μετά απ᾽ αυτούς τετρακόσιοι Χαλκιδείς κι
αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς πεντακόσιοι Αμπρακιώτες. Μετά απ᾽ αυτούς πήραν θέση
οχτακόσιοι Λευκάδιοι και Ανακτόριοι, κι αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς διακόσιοι απ᾽ την Πάλη
της Κεφαλληνίας. [9.28.6] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς παρατάχτηκαν πεντακόσιοι Αιγινήτες· στο
πλευρό τους παρατάχτηκαν τρεις χιλιάδες Μεγαρείς. Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς
παρατάχτηκαν εξακόσιοι Πλαταιείς. Στο τέλος και στην αρχή της παράταξης παρατάχτηκαν
οι Αθηναίοι, οχτώ χιλιάδες, κρατώντας την αριστερή πτέρυγα· στρατηγός τους ήταν ο
Αριστείδης, ο γιος του Λυσιμάχου.
[9.29.1] Όλοι αυτοί, με εξαίρεση τους παραστάτες των Σπαρτιατών, εφτά στον καθένα τους,
ήταν βαριά οπλισμένοι, και το σύνολό τους ανερχόταν σε τριάντα οχτώ χιλιάδες
εφτακόσιους. Λοιπόν το σύνολο των βαριά οπλισμένων που συγκεντρώθηκαν εναντίον των
βαρβάρων ήταν αυτό, ενώ ο αριθμός των ελαφρά οπλισμένων ο εξής: στην παράταξη των
Σπαρτιατών τριάντα πέντε χιλιάδες άντρες, μια και αναλογούσαν εφτά παραστάτες σε κάθε
οπλίτη, που κι αυτοί όλοι τους ήταν αρματωμένοι, έτοιμοι για μάχη· [9.29.2] κι οι ελαφρά
οπλισμένοι στις παρατάξεις των υπολοίπων Λακεδαιμονίων και των άλλων Ελλήνων, έτσι
που ο κάθε οπλίτης είχε έναν παραστάτη, ήταν τριάντα τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιοι. Άρα
το σύνολο των ελαφρά οπλισμένων —κι όλοι τους ήταν μάχιμοι— ήταν εξήντα εννέα
χιλιάδες πεντακόσιοι.
[9.30.1] Από το γενικό τώρα σύνολο του ελληνικού στρατού που συγκεντρώθηκε στις
Πλαταιές (βαριά οπλισμένων κι ελαφρά οπλισμένων μαχίμων) έλειπαν χίλιοι οχτακόσιοι
πολεμιστές, για να φτάσει τις εκατόν δέκα χιλιάδες. Αλλά με τους Θεσπιείς που βρέθηκαν
εκεί έφτασε στον στρογγυλό αριθμό, εκατόν δέκα χιλιάδες· γιατί στο στρατόπεδο ήταν
παρόντες κι όσοι Θεσπιείς είχαν σωθεί, περίπου χίλιοι οχτακόσιοι· αλλά ούτε κι αυτοί είχαν
βαρύ οπλισμό.

[9.31.1] Λοιπόν αυτοί, αφού τακτοποιήθηκε η παράταξή τους, στρατοπέδευσαν στις


όχθες του Ασωπού· κι ο βαρβαρικός στρατός του Μαρδονίου, μόλις κήδεψαν μ᾽ όλες
τις τιμές τον Μασίστιο, παίρνοντας την πληροφορία πως οι Έλληνες βρίσκονται στις
Πλαταιές, πήγε κι έπιασε θέσεις κι αυτός στις όχθες του Ασωπού που κυλούσε κατά
τη μεριά τους. Κι όταν έφτασε εκεί, ο Μαρδόνιος τον αντιπαρέταξε ως εξής: απέναντι
απ᾽ τους Λακεδαιμονίους τοποθέτησε τους Πέρσες· [9.31.2] λοιπόν —γιατί η
αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η παράταξή τους να έχει
και μεγαλύτερο βάθος και μεγαλύτερη έκταση— αυτοί κάλυπταν και το μέτωπο που
βρισκόταν απέναντι απ᾽ τους Τεγεάτες. Και τους παρέταξε με τον ακόλουθο τρόπο:
ύστερ᾽ από επιλογή, τις ισχυρότερες μονάδες απ᾽ όλους αυτούς τις τοποθέτησε
απέναντι απ᾽ τους Λακεδαιμονίους, ενώ τις αδύναμες απέναντι απ᾽ τους Τεγεάτες· σ᾽
αυτές του τις ενέργειες τον καθοδηγούσαν και του τις υπαγόρευαν οι Θηβαίοι.
[9.31.3] Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ τους Πέρσες παρέταξε τους Μήδους· κι αυτοί έπιασαν
τις γραμμές απέναντι απ᾽ τους Κορινθίους και τους Ποτιδαιάτες και τους
Ορχομενίους και τους Σικυωνίους. Κι αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ τους Μήδους παρέταξε
τους Βακτρίους· κι αυτοί έπιασαν τις γραμμές απέναντι απ᾽ τους Επιδαυρίους και
τους Τροιζηνίους και τους Λεπρεάτες και τους Τιρυνθίους και τους Μυκηναίους και
τους Φλιασίους. [9.31.4] Μετά απ᾽ τους Βακτρίους τοποθέτησε τους Ινδούς· κι αυτοί
έπιασαν τις γραμμές απέναντι απ᾽ τους Ερμιονείς και τους Ερετριείς και τους Στυρείς
και τους Χαλκιδείς. Αμέσως μετά απ᾽ τους Ινδούς παρέταξε τους Σάκες, που έπιασαν
τις γραμμές απέναντι απ᾽ τους Αμπρακιώτες και τους Ανακτορίους και τους
Λευκαδίους και τους Παλείς και τους Αιγινήτες. [9.31.5] Αμέσως μετά τους Σάκες
παρέταξε απέναντι στους Αθηναίους, στους Πλαταιείς και στους Μεγαρείς, τους
Βοιωτούς και τους Λοκρούς και τους Μαλιείς και τους Θεσσαλούς και τους χίλιους
Φωκείς (γιατί οι Φωκείς δε μήδιζαν στο σύνολό τους· μάλιστα κάμποσοι απ᾽ αυτούς
ενίσχυαν το ελληνικό μέτωπο· είχαν απωθηθεί στην περιοχή του Παρνασσού κι
έχοντάς την ορμητήριο έκαναν μεγάλες ζημιές στο στρατό του Μαρδονίου και στους
Έλληνες που τον ακολουθούσαν). Τέλος, παρέταξε και τους Μακεδόνες κι όσους
κατοικούν στα γύρω απ᾽ τη Θεσσαλία μέρη απέναντι απ᾽ τους Αθηναίους.
[9.32.1] Λοιπόν έχω αναφέρει με τ᾽ όνομά τους αυτά τα έθνη, τα πολυαριθμότερα απ᾽
όσα παρέταξε ο Μαρδόνιος, που ήταν τα πιο ξακουστά και τα πιο αξιόλογα. Όμως
στο στρατό του πήρε και μαχητές από άλλα έθνη που αποτέλεσαν μεικτές μονάδες,
απ᾽ τους Φρύγες και τους Μυσούς και τους Θράκες και τους Παίονες και τους
άλλους· πήρε και Αιθίοπες κι απ᾽ τους Αιγυπτίους αυτούς που ονομάζονται
Ερμοτύβιες και Καλασίριες, οπλισμένους με μάχαιρες, που είναι οι μόνοι απ᾽ τους
Αιγυπτίους που ξέρουν από πόλεμο. [9.32.2] Αυτούς, που υπηρετούσαν στο ναυτικό,
τους κατέβασε απ᾽ τα καράβια στη στεριά ο Μαρδόνιος, όσο ακόμα ήταν στο
Φάληρο· γιατί ο Ξέρξης δεν είχε στις τάξεις του πεζικού, με το οποίο έφτασε στην
Αθήνα, Αιγυπτίους. Λοιπόν το βαρβαρικό στράτευμα, όπως έχω δηλώσει και
προηγουμένως, ήταν τριακόσιες χιλιάδες· αλλά κανείς δεν ξέρει τον αριθμό των
Ελλήνων που ήταν σύμμαχοι του Μαρδονίου (αφού δεν έγινε καταμέτρησή τους),
όμως, απ᾽ ό,τι μπορώ να υποθέσω, συμπεραίνω πως θα συγκεντρώθηκαν περίπου
πενήντα χιλιάδες. Την παράταξη αυτή την αποτελούσαν οι πεζοί, ενώ το ιππικό
αποτελούσε ξεχωριστή παράταξη.
[9.33.1] Λοιπόν, όταν όλοι πήραν τη θέση τους στην παράταξη, το κάθε έθνος κι η
κάθε μονάδα χωριστά, τότε, την επόμενη μέρα, έκαναν θυσίες και στα δυο
στρατόπεδα· στους Έλληνες ήταν ο Τισαμενός, ο γιος του Αντιόχου, που έκανε τις
θυσίες, γιατί αυτός συνόδευε ως μάντης αυτό το εκστρατευτικό σώμα· οι
Λακεδαιμόνιοι έδωσαν σ᾽ αυτόν, που ήταν Ηλείος κι απ᾽ την οικογένεια των Ιαμιδών,
δικαιώματα Σπαρτιάτη πολίτη. [9.33.2] Δηλαδή, όταν ο Τισαμενός ζητούσε χρησμό
στους Δελφούς για τεκνοποιία, η Πυθία τού προφήτεψε πως θ᾽ αναδειχτεί νικητής σε
πέντε αγώνες, τους πιο μεγάλους. Λοιπόν αυτός αστόχησε στην ερμηνεία του
χρησμού και αφοσιώθηκε στον αθλητισμό, πιστεύοντας πως θα βγει νικητής σε
αθλητικούς αγώνες. Επιδόθηκε στο πένταθλο και για ένα αγώνισμα, την πάλη, του
ξέφυγε η νίκη μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια στην Ολυμπία, ύστερ᾽ από σκληρή αναμέτρηση με
τον Ιερώνυμο απ᾽ την Άνδρο. [9.33.3] Οι Λακεδαιμόνιοι όμως αντιλήφτηκαν ότι ο
χρησμός του Τισαμενού δεν είχε να κάνει με αθλητικούς, αλλά με πολεμικούς
αγώνες· προσπάθησαν λοιπόν να πείσουν με χρήματα τον Τισαμενό να τον κάνουν
μαζί με τους Ηρακλείδες ηγεμόνα τους στους πολέμους. [9.33.4] Κι αυτός, βλέποντας
τους Σπαρτιάτες να δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για να τον προσεταιριστούν, το
καλοσκέφτηκε κι ανέβασε τις απαιτήσεις του και τους έστειλε μήνυμα πως, αν τον
κάνουν πολίτη της Σπάρτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, θα δεχόταν την πρότασή
τους· μ᾽ οποιαδήποτε άλλη αμοιβή όμως, όχι. [9.33.5] Κι όταν τ᾽ άκουσαν αυτά οι
Σπαρτιάτες, στην αρχή αγανάχτησαν και σταμάτησαν να τον εκλιπαρούν, στο τέλος
όμως, καθώς κρεμόταν πάνω απ᾽ τα κεφάλια τους φοβερή απειλή απ᾽ αυτή την
περσική εκστρατεία, έδωσαν τόπο στην οργή τους και δέχτηκαν τους όρους του.
Εκείνος πάλι, μαθαίνοντας ότι αυτοί άλλαξαν γνώμη, είπε ότι τώρα πια ούτε μόνο μ᾽
αυτούς τους όρους ικανοποιείται, αλλά πως πρέπει κι ο αδερφός του ο Αγίας να γίνει
Σπαρτιάτης με τους ίδιους όρους που γίνεται κι ο ίδιος.
[9.34.1] Αυτός λοιπόν ο Τισαμενός μιμούνταν τον Μελάμποδα, στο μέτρο που μπορεί
να συγκριθεί η απαίτηση για το βασιλικό αξίωμα με την απαίτηση για
πολιτογράφηση. Γιατί, όπως είναι γνωστό, κι ο Μελάμπους, τον καιρό που έπιασε
μανία τις γυναίκες του Άργους, καθώς οι Αργείοι προσπαθούσαν να τον φέρουν απ᾽
την Πύλο με χρήματα, για ν᾽ απαλλάξει τις γυναίκες τους απ᾽ το κακό, απαιτούσε για
αμοιβή του τη μισή βασιλεία. [9.34.2] Οι Αργείοι αγαναχτισμένοι σηκώθηκαν κι
έφυγαν, αλλά, καθώς η μανία κυρίευε όλο και περισσότερες απ᾽ τις γυναίκες τους,
έτσι λοιπόν έκαναν δεκτή την απαίτηση του Μελάμποδος και πήγαν να του την
προσφέρουν. Λοιπόν αυτός τότε, βλέποντάς τους ν᾽ αλλάζουν γνώμη, του άνοιξε η
όρεξη και τους δήλωσε πως, αν δε δώσουν και στον αδερφό του, τον Βίαντα, μερίδιο
το ένα τρίτο της βασιλείας, δε θα κάνει αυτά που θέλουν. Κι οι Αργείοι, στενεμένοι
σε αδιέξοδο, λένε «ναι» και γι᾽ αυτό τον όρο.
[9.35.1] Παρόμοια και οι Σπαρτιάτες, επειδή τους ήταν εντελώς απαραίτητος ο
Τισαμενός, ικανοποίησαν όλες τις αξιώσεις του. Κι αφού οι Σπαρτιάτες ικανοποίησαν
κι αυτή του την αξίωση, έτσι λοιπόν ο Τισαμενός ο Ηλείος, με το που έγινε
Σπαρτιάτης, με τη μαντική του τέχνη τους βοήθησε να πάρουν τη νίκη σε πέντε
μέγιστους αγώνες. Και βέβαια κανένας άλλος εκτός απ᾽ αυτούς δεν απόχτησε
δικαιώματα Σπαρτιάτη πολίτη. [9.35.2] Κι οι πέντε αγώνες που έγιναν είναι οι εξής:
ένας και πρώτος αυτός στις Πλαταιές· κατόπιν στην Τεγέα, που πολέμησαν με τους
Τεγεάτες και τους Αργείους· ύστερα, στη Δίπαια, με όλους τους Αρκάδες εκτός απ᾽
τους Μαντινείς· κατόπιν, κοντά στην Ιθώμη εναντίον των Μεσσηνίων· και,
τελευταίος, στην Τανάγρα, που πολέμησαν με τους Αθηναίους και τους Αργείους·
αυτός ήταν ο τελευταίος αγώνας που στέφθηκε με νίκη.

[9.36.1] Αυτός λοιπόν ο Τισαμενός, που συνόδευε τους Σπαρτιάτες, εκτελούσε χρέη
μάντη για τους Έλληνες στο στρατόπεδο των Πλαταιών. Και οι θυσίες έδιναν καλά
προγνωστικά στους Έλληνες, αν κρατούσαν άμυνα, όχι όμως αν διάβαιναν τον
Ασωπό κι έκαναν αυτοί την αρχή στις εχθροπραξίες.
[9.37.1] Επίσης για τον Μαρδόνιο οι θυσίες δεν έδιναν καλά προγνωστικά, αν
έσπευδε ν᾽ αρχίσει αυτός τη μάχη, αν όμως κρατούσε άμυνα, και γι᾽ αυτόν καλά.
Γιατί κι αυτός θυσίαζε με τον τρόπο των Ελλήνων, έχοντας στην ακολουθία του τον
μάντη Ηγησίστρατο, που καταγόταν από την Ηλεία κι ήταν ο πιο αξιόλογος ανάμεσα
στους Τελλιάδες, αυτόν που πριν απ᾽ αυτά τα γεγονότα οι Σπαρτιάτες τον συνέλαβαν
και τον έριξαν στα δεσμά με σκοπό να τον θανατώσουν, γιατί είχαν πάθει πολλά κι
ανυπόφορα απ᾽ αυτόν. [9.37.2] Κι αυτός, καθώς τον έζωνε τούτη η συμφορά, στον
αγώνα του να σώσει τη ζωή του, προτιμώντας να πάθει πολλά και οδυνηρά παρά να
θανατωθεί, έκανε έναν άθλο που ξεπερνά κάθε περιγραφή. Δηλαδή, δεμένος πια σε
ξύλινο δόκανο ενισχυμένο με σιδεριές, εξασφάλισε μαχαίρι —με ποιόν άραγε τρόπο
έφτασε στα χέρια του;— κι αμέσως έβαλε σ᾽ εκτέλεση μια πράξη που χρειάστηκε
πρωτάκουστη τόλμη: γιατί, αφού υπολόγισε πόσο χρειάζεται να κόψει απ᾽ το πέλμα
του για να βγει το υπόλοιπο απ᾽ το δόκανο, έκοψε αυτό που περίσσευε. [9.37.3] Κι
αφού έκανε αυτά, καθώς τον φρουρούσαν δεσμοφύλακες, άνοιξε τρύπα στον τοίχο κι
απέδρασε στην Τεγέα· τις νύχτες έκανε πορεία και τις μέρες βυθιζόταν σε δάσος και
κοιμόταν στο ύπαιθρο, έτσι ώστε, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι πανστρατιά τον
αναζητούσαν, το τρίτο βράδυ έφτασε στην Τεγέα, κι οι άλλοι έμειναν άναυδοι με την
τόλμη του, βλέποντας το κομμάτι απ᾽ το πέλμα πεταμένο καταγής και μη μπορώντας
να βρουν τον ίδιο. [9.37.4] Τότε λοιπόν μ᾽ αυτό τον τρόπο ξέφυγε απ᾽ τους
Λακεδαιμονίους και κατέφυγε στην Τεγέα, που εκείνη την εποχή οι σχέσεις της με τη
Σπάρτη δεν ήταν καθόλου φιλικές· κι όταν έγινε καλά, εφοδιάστηκε με ξυλοπόδαρο
κι εκδήλωνε απροσχημάτιστα την έχθρα του στους Λακεδαιμονίους. Πάντως τελικά
δεν του βγήκε σε καλό η έχθρα που κόχλαζε μέσα του για τους Λακεδαιμονίους·
γιατί, ενώ ασκούσε τη μαντική του στη Ζάκυνθο, έπεσε στα χέρια τους και
θανατώθηκε.
[9.38.1] Λοιπόν ο θάνατος βρήκε τον Ηγησίστρατο μετά απ᾽ τα Πλαταϊκά· τότε όμως
στις όχθες του Ασωπού προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον Μαρδόνιο με μεγάλο
μισθό έκανε θυσίες κι έδειχνε ζήλο, παρακινημένος κι από το μίσος στους
Λακεδαιμονίους κι απ᾽ την πλεονεξία. [9.38.2] Καθώς όμως οι θυσίες δεν έδιναν
ενθαρρυντικά προγνωστικά για πόλεμο ούτε στους ίδιους τους Πέρσες ούτε στους
Έλληνες που βρίσκονταν στο στρατόπεδό τους (γιατί κι αυτοί είχαν, με δικά τους
έξοδα, μάντη, τον Ιππόμαχο, πολίτη της Λευκάδας), κι από την άλλη οι Έλληνες
συνέρρεαν και γίνονταν ολοένα και περισσότεροι, ο Τιμαγενίδας, ο γιος του Έρπυος,
πολίτης των Θηβών, συμβούλευσε τον Μαρδόνιο να φρουρήσει τα περάσματα του
Κιθαιρώνα, λέγοντας πως δεν περνά μέρα που να μη συρρέουν οι Έλληνες και πως θα
βάλει στο χέρι τους πολλούς.
[9.39.1] Κι είχαν περάσει κιόλας οχτώ μέρες που οι αντίπαλοι ήταν παραταγμένοι ο
ένας απέναντι στον άλλο, όταν εκείνος έδωσε αυτή τη συμβουλή στον Μαρδόνιο. Κι
αυτός βρήκε σωστή την παραίνεση και, μόλις έπεσε η νύχτα, στέλνει το ιππικό στα
περάσματα του Κιθαιρώνα που βγάζουν στη χώρα των Πλαταιέων, στο σημείο που οι
Βοιωτοί αποκαλούν Τρεις Κεφαλές, ενώ οι Αθηναίοι Δρυός Κεφαλές. [9.39.2] Και η
αποστολή των ιππέων δεν πήγε στα χαμένα· γιατί πιάνουν πεντακόσια υποζύγια που
μόλις πάτησαν στην πεδιάδα φορτωμένα με τρόφιμα από την Πελοπόννησο για το
στρατό, και τους αγωγιάτες που τα συνόδευαν. Κι αφού έβαλαν στο χέρι τους αυτό το
κυνήγι οι Πέρσες, σκότωναν άσπλαχνα ανθρώπους και υποζύγια, χωρίς διάκριση. Κι
όταν χόρτασαν σκοτωμό, τα υπόλοιπα υποζύγια τα έβαλαν στη μέση και τα
σαλαγούσαν, για τον Μαρδόνιο, προς το στρατόπεδο.
[9.40.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την επιχείρηση, άφησαν να περάσουν άλλες δυο μέρες,
καθώς κανένας απ᾽ τους δυο δεν αναλάμβανε πρωτοβουλία για μάχη· γιατί οι
βάρβαροι έκαναν προέλαση ώς τις όχθες του Ασωπού, προκαλώντας τους Έλληνες,
αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος διάβαιναν τον ποταμό. Όμως το ιππικό του
Μαρδονίου συνεχώς έκανε επελάσεις και παρενοχλούσε τους Έλληνες· γιατί οι
Θηβαίοι, έτσι που ο μηδισμός τους δεν είχε όρια, καταπιάστηκαν με ζήλο με τον
πόλεμο και, πάντοτε μπροστά, οδηγούσαν τη φάλαγγα ώσπου να έρθουν στα χέρια·
αποκεί και πέρα έδιναν τη θέση τους στους Πέρσες και τους Μήδους που
παρουσίαζαν λαμπρά δείγματα της πολεμικής αρετής τους.

[9.41.1] Λοιπόν στις δέκα αυτές μέρες το μόνο που γινόταν ήταν αυτές οι
επιχειρήσεις· κι όταν ήρθε η ενδέκατη μέρα αφότου οι αντίπαλοι είχαν παραταχτεί ο
ένας απέναντι στον άλλο στις Πλαταιές, καθώς οι Έλληνες είχαν γίνει πολύ
περισσότεροι κι έσπασαν τα νεύρα του Μαρδονίου να κάθεται άπραγος, τότε
συσκέφθηκαν ο Μαρδόνιος, ο γιος του Γωβρύα, κι ο Αρτάβαζος, ο γιος του Φαρνάκη,
που ο Ξέρξης τού έδειχνε εκτίμηση όση σε λίγους Πέρσες. [9.41.2] Και στη σύσκεψή
τους διατυπώθηκαν οι ακόλουθες γνώμες: απ᾽ τη μια μεριά του Αρταβάζου, ότι
πρέπει να σηκώσουν το στρατόπεδο κι όλος ο στρατός να πορευτεί όσο γίνεται πιο
γρήγορα στο τείχος των Θηβαίων που είχε εφοδιαστεί με πολύ σιτάρι και χορτάρι για
τα υποζύγια, και στρατοπεδεύοντας εκεί με την ησυχία τους να προωθήσουν την
υπόθεσή τους ενεργώντας ως εξής· [9.41.3] χρυσάφι έχουν πολύ σε νόμισμα κι άλλο
τόσο άκοπο, και πολλά ασημικά και ποτήρια· απ᾽ αυτά να στέλνουν αφειδώλευτα σε
κάθε κατεύθυνση στις ελληνικές πόλεις, και πρωτίστως σ᾽ εκείνους από τους
Έλληνες που έχουν στα χέρια τους την εξουσία της πόλης τους· κι εκείνοι θα
παραδώσουν γρήγορα την ελευθερία τους — κι όχι να μπουν γι᾽ άλλη μια φορά στον
κίνδυνο της μάχης. [9.41.4] Λοιπόν η γνώμη του συνέπεσε με τη γνώμη των
Θηβαίων, μια που κι αυτουνού η πρόγνωση ήταν πιο σωστή· αλλά του Μαρδονίου η
γνώμη ήταν πιο αλύγιστη κι αλαζονική και δε σήκωνε συζήτηση· γιατί αυτός πίστευε
πως ο στρατός του ήταν πολύ ανώτερος από των Ελλήνων· λοιπόν, να δώσουν μάχη
το ταχύτερο κι όχι ν᾽ αφήνουν τον εχθρό να συγκεντρώνει δύναμη ακόμη μεγαλύτερη
απ᾽ όση είχε συγκεντρώσει· να πουν χαιρετίσματα στις θυσίες του Ηγησιστράτου κι
ούτε να παν να βγάλουν μαντείες με το στανιό, αλλά να δώσουν μάχη ακολουθώντας
τις περσικές παραδόσεις.
[9.42.1] Λοιπόν σ᾽ αυτό του τον αυταρχικό ισχυρισμό δεν πρόβαλε κανείς αντίρρηση,
κι έτσι η γνώμη του επιβλήθηκε· γιατί αυτόν διόρισε ο βασιλιάς ηγέτη της στρατιάς κι
όχι τον Αρτάβαζο. Κάλεσε λοιπόν τους διοικητές των μονάδων του και τους
στρατηγούς των Ελλήνων που τον ακολουθούσαν και τους ρωτούσε αν είχαν υπόψη
τους κάποιον χρησμό για τους Πέρσες, που είναι ν᾽ αφανιστούν στην Ελλάδα.
[9.42.2] Οι προσκεκλημένοι του κρατούσαν το στόμα τους κλειστό, καθώς άλλοι απ᾽
αυτούς δεν είχαν υπόψη τους τούς χρησμούς κι άλλοι τους είχαν βέβαια υπόψη, αλλά
πίστευαν πως είναι επικίνδυνο να μιλήσουν· έτσι ο ίδιος ο Μαρδόνιος έλεγε:
«Λοιπόν, επειδή εσείς ή δε ξέρετε τίποτε ή δεν τολμάτε να μιλήσετε, θα μιλήσω εγώ
που τα ξέρω καλά. [9.42.3] Υπάρχει χρησμός πως είναι γραφτό οι Πέρσες φτάνοντας
στην Ελλάδα να λεηλατήσουν το μαντείο των Δελφών, κι ύστερ᾽ απ᾽ τη λεηλασία του
θ᾽ αφανιστούν όλοι τους. Εμείς λοιπόν, γνωρίζοντάς τον καλά, ούτε θα βαδίσουμε
εναντίον αυτού του μαντείου ούτε θα κάνουμε επιχείρηση λεηλασίας του, κι έτσι δε
θ᾽ αφανιστούμε απ᾽ αυτό το λόγο. [9.42.4] Επομένως, όσοι από σας τυχαίνει να έχετε
φιλικά αισθήματα για τους Πέρσες, να χαίρεστε αυτή τη χαρά, που εμείς θ᾽
αναδειχτούμε νικητές των Ελλήνων». Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό το λόγο του έδωσε το
παράγγελμα να κάνουν όλες τις προετοιμασίες και να τακτοποιήσουν τα πάντα όπως
πρέπει, γιατί, μόλις χαράξει η επόμενη μέρα, θα δοθεί μάχη.
[9.43.1] Εκείνο που ξέρω εγώ είναι πως αυτός ο χρησμός που ο Μαρδόνιος είπε πως
αφορά στους Πέρσες, είχε δοθεί για τους Ιλλυρίους και τον στρατό των Εγχελέων κι
όχι για τους Πέρσες. Αλλά ο χρησμός του Βάκη που αφορούσε σ᾽ αυτή τη μάχη είναι
ετούτος:
[9.43.2] … και των Ελλήνων σύναξη και βόγκους των βαρβάρων
στον ποταμό Θερμώδοντα και στ᾽ Ασωπού τις όχθες,
στη χλόη που ᾽ναι πνιγμένες,
όπου πολλοί θ᾽ αφανιστούν των τοξοφόρων Μήδων,
πιο πριν από τη μοίρα τους, πριν απ᾽ το ριζικό τους,
την ειμαρμένη μέρα.
Αυτός ο χρησμός κι άλλοι, παρόμοιοι μ᾽ αυτόν, ξέρω πως αφορούν στους Πέρσες. Κι
ο ποταμός Θερμώδων κυλά ανάμεσα στην Τανάγρα και τον Γλίσαντα.
[9.44.1] Ύστερ᾽ απ᾽ την ερώτησή του για τους χρησμούς και την παραίνεση που
απηύθυνε ο Μαρδόνιος, έπεσε η νύχτα και οι σκοποί πήραν τις θέσεις τους. Και
καθώς η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ κι είχες την εντύπωση ότι ησυχία βασίλευε
πέρα για πέρα στα στρατόπεδα και πως τους στρατιώτες τούς έχει πάρει για τα καλά ο
ύπνος, εκείνη την ώρα ο Αλέξανδρος, ο γιος του Αμύντα, που ήταν στρατηγός και
βασιλιάς των Μακεδόνων, πλησίασε με τ᾽ άλογό του τις προφυλακές των Αθηναίων
και ζητούσε και καλά να συναντήσει τους στρατηγούς τους. [9.44.2] Λοιπόν, οι
περισσότεροι απ᾽ τους σκοπούς έμεναν στη θέση τους, ενώ άλλοι πήγαν τρεχάτοι
στους στρατηγούς· κι όταν έφτασαν, τους έλεγαν πως ήρθε ένας καβαλάρης απ᾽ το
στρατόπεδο των Μήδων, που δεν άνοιξε το στόμα του να πει τίποτ᾽ άλλο, παρά μόνο
πως θέλει να συναντήσει τους στρατηγούς, αναφέροντάς τους ονομαστικά.
[9.45.1] Κι εκείνοι, όταν άκουσαν αυτά, αμέσως τους ακολούθησαν στις προφυλακές.
Κι όταν έφτασαν, τους έλεγε ο Αλέξανδρος τα εξής: «Άνδρες Αθηναίοι, καταθέτω
εμπιστευτικά στη φύλαξή σας αυτά τα λόγια, με την παράκληση να μείνουν
απόρρητα, μονάχα στον Παυσανία να τα πείτε και σε κανέναν άλλο, για να μη με
πάρετε στο λαιμό σας· γιατί δε θα μιλούσα, αν η έγνοια μου για ολόκληρη την
Ελλάδα δεν ήταν μεγάλη. [9.45.2] Γιατί κι εγώ στην καταγωγή ανέκαθεν είμαι
Έλληνας και δε θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα να χάσει τη λευτεριά της και να γίνει
σκλάβα. Λέω λοιπόν πως στάθηκε αδύνατο οι θυσίες να δώσουν προγνωστικά που να
ευφράνουν την ψυχή του Μαρδονίου και του στρατού του· γιατί, τότε, θα είχατε έρθει
στα χέρια εδώ και καιρό. Λοιπόν, τώρα αποφάσισε να κάνει πέρα τις θυσίες και, με το
χάραμα της μέρας, να δώσει μάχη· γιατί, όπως υποθέτω, τον έζωσε φόβος μήπως
συναχτείτε περισσότεροι. Μ᾽ αυτά τα δεδομένα, αρχίστε τις ετοιμασίες. Και πάλι, αν
ο Μαρδόνιος αναβάλει τη σύγκρουση και δεν την επιχειρήσει, κάντε κουράγιο
μένοντας στη θέση σας· γιατί τα τρόφιμα που του έμειναν είναι για λίγες μέρες.
[9.45.3] Κι αν το τέλος του πολέμου έρθει όπως το θέλει η καρδιά σας, κάποιοι ας
φροντίσουν να ξαναδώσουν και σε μένα τη λευτεριά, εμένα που για χάρη της
Ελλάδας έχω κάνει μια τέτοια αποκοτιά απ᾽ τη λαχτάρα μου, θέλοντας να σας κάνω
φανερές τις προθέσεις του Μαρδονίου, για να μη πέσουν [ξαφνικά] οι βάρβαροι
επάνω σας την ώρα που δεν το περιμένατε. Κι είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών».
Αυτά είπε και γύρισε με τ᾽ άλογό του στο στρατόπεδο και στη θέση του.
[9.46.1] Κι οι στρατηγοί των Αθηναίων κατευθύνθηκαν στη δεξιά πτέρυγα κι
ανέφεραν στον Παυσανία τα όσα άκουσαν απ᾽ τον Αλέξανδρο. Αυτόν, ακούοντας
αυτά, τον έπιασε φόβος και τρόμος για τους Πέρσες κι έλεγε τα εξής: [9.46.2]
«Λοιπόν, αφού η μάχη είναι να γίνει την αυγή, πρέπει εσείς οι Αθηναίοι να πάρετε
θέση απέναντι απ᾽ τους Πέρσες κι εμείς απέναντι απ᾽ τους Βοιωτούς και τους
Έλληνες που έχουν παραταχτεί απέναντί σας, για τον εξής λόγο: Εσείς ξέρετε τους
Μήδους και το πώς πολεμούν, εφόσον πολεμήσατε στον Μαραθώνα, ενώ εμείς δεν
έχουμε δοκιμάσει κι ούτε ξέρουμε αυτούς τους πολεμιστές· γιατί κανένας Σπαρτιάτης
δεν έχει αναμετρηθεί με Μήδους, μας είναι όμως πολύ γνωστοί οι Βοιωτοί κι οι
Θεσσαλοί. [9.46.3] Εμπρός λοιπόν, ας πάρουμε τα όπλα στα χέρια, κι εσείς να
προχωρήσετε σ᾽ αυτήν εδώ την πτέρυγα κι εμείς στην αριστερή». Κι οι Αθηναίοι
αποκρίθηκαν: «Κι εμάς, εδώ και καιρό, απ᾽ την πρώτη στιγμή που είδαμε τους
Πέρσες να παίρνουν θέση απέναντί σας, πέρασε απ᾽ το μυαλό μας να σας κάνουμε
την πρόταση που τώρα προλαβαίνοντάς μας μάς κάνετε· αλλά νά, φοβόμασταν μήπως
η πρότασή μας σας δυσαρεστούσε. Αφού όμως εσείς τη φέρνετε στη μέση, η πρότασή
σας μας χαροποιεί κι είμαστε πρόθυμοι να ενεργήσουμε σύμφωνα μ᾽ αυτήν».
[9.47.1] Και καθώς η πρόταση αυτή ικανοποιούσε και τα δυο μέρη κι ό,τι πρόβαλλε η
αυγή, άλλαζαν αμοιβαία τη θέση τους στην παράταξη. Κι οι Βοιωτοί αντιλήφτηκαν τί
τρέχει και στέλνουν μήνυμα στον Μαρδόνιο. Κι εκείνος, με το που τ᾽ άκουσε,
αμέσως επιχείρησε κι αυτός ν᾽ αλλάξει θέση, οδηγώντας τους Πέρσες έτσι που να
έρθουν αντιμέτωποι στους Λακεδαιμονίους. Κι όταν ο Παυσανίας αντιλήφτηκε αυτή
την κίνηση, το πήρε απόφαση πως ο εχθρός τον παρακολουθεί κι οδηγούσε τους
Σπαρτιάτες πάλι πίσω, στη δεξιά πτέρυγά του· κι ο Μαρδόνιος επίσης, στην αριστερή
πτέρυγά του.
[9.48.1] Κι όταν ξαναπήραν τις αρχικές τους θέσεις, ο Μαρδόνιος έστειλε κήρυκα
στους Σπαρτιάτες κι έλεγε τα εξής: «Λακεδαιμόνιοι, ο κόσμος που ζει στα μέρη αυτά
έχει να λέει ότι είστε τα πρώτα παλικάρια και σας καμαρώνουν που δεν ξέρετε τί θα
πει φυγή στον πόλεμο κι ούτε εγκαταλείπετε τη θέση σας, αλλά, πως μένοντας σ᾽
αυτή ή σκοτώνετε τον εχθρό ή σκοτώνεστε εσείς οι ίδιοι. [9.48.2] Όμως όλ᾽ αυτά
ήταν ψέματα· γιατί, πριν καν συμπλακούμε κι έρθουμε στα χέρια, νά που σας είδαμε
να τρέπεστε σε φυγή και να εγκαταλείπετε τη θέση σας και ν᾽ αναθέτετε την κρίσιμη
αναμέτρηση μ᾽ εμάς στους Αθηναίους κι εσείς να παίρνετε θέση απέναντι στους
δούλους μας. [9.48.3] Αυτά τα καμώματα δεν ταιριάζουν σε αντρειωμένους
πολεμιστές, αλλά διαψευστήκαμε απόλυτα στις εκτιμήσεις μας για σας· γιατί, ενώ η
φήμη σας μας έκανε να προσδοκούμε πως όπου να ᾽ναι θα στέλνατε κήρυκα σε μας
να μας προκαλέσετε, εκφράζοντας την επιθυμία να δώσετε μάχη μόνο με τους
Πέρσες, κι ήμασταν έτοιμοι να τη δεχτούμε, διαπιστώσαμε πως κάθε άλλο παρά
τέτοιες προτάσεις κάνετε και πως μάλλον ζαρώνετε από φόβο. Τώρα, επειδή δεν
πήρατε την πρωτοβουλία να κάνετε αυτή την πρόταση, παίρνουμε λοιπόν την
πρωτοβουλία εμείς. [9.48.4] Εμπρός, να αναμετρηθούμε, απ᾽ τη μεριά των Ελλήνων
εσείς (μια και έχετε τη φήμη πως είστε τα πρώτα παλικάρια), κι απ᾽ τους βαρβάρους
εμείς, με ίσο αριθμό αντρών. Κι αν οι υπόλοιποι αποφασίσουν να πολεμήσουν κι
αυτοί, να μπουν σε μάχη αργότερα, μετά απ᾽ τη δική μας, αν όμως δεν τ᾽
αποφασίσουν, αλλά πουν να περιοριστεί η μάχη ανάμεσά μας, πάει καλά, εμείς θα
συγκρουστούμε· κι όποιος απ᾽ τους δυο μας βγει νικητής, θα είναι σα να νίκησε
συνολικά ο στρατός του».
[9.49.1] Αυτά είπε λοιπόν ο κήρυκας και περίμενε αρκετή ώρα· καθώς όμως κανείς
δεν του έδινε απάντηση, γύρισε πίσω, κι επιστρέφοντας ανακοίνωσε στον Μαρδόνιο
το τί συνέβη. Κι αυτός πέταξε απ᾽ τη χαρά του, τα μυαλά του πήραν αέρα απ᾽ αυτή τη
χωρίς αντίκρισμα νίκη κι έριξε το ιππικό του εναντίον των Ελλήνων. [9.49.2] Κι όταν
οι ιππείς έκαναν επέλαση, προκαλούσαν απώλειες σ᾽ όλο τον ελληνικό στρατό
(καθώς ήταν ιπποτοξότες, έριχναν και ακόντια και βέλη κι ήταν απροσπέλαστοι)· και
την πηγή τη Γαργαφία, απ᾽ την οποία υδρευόταν όλος ο ελληνικός στρατός, τη
θόλωσαν και την παράχωσαν. [9.49.3] Γύρω απ᾽ την πηγή είχαν παραταχτεί μονάχα
Λακεδαιμόνιοι, ενώ για τους άλλους Έλληνες η πηγή βρισκόταν σε απόσταση,
ανάλογα με το πού έτυχε να έχει παραταχτεί ο καθένας, ενώ τον Ασωπό τον είχαν
κοντά τους· αλλά, επειδή εμποδίζονταν να πάρουν νερό απ᾽ τον Ασωπό, πήγαιναν και
ξαναπήγαιναν στην πηγή· γιατί οι ιππείς και οι βολές τους καθιστούσαν αδύνατη την
ύδρευση απ᾽ το ποτάμι.

[9.50.1] Με την εξέλιξη που πήραν τα πράματα, οι στρατηγοί των Ελλήνων, έτσι που
ο στρατός στερήθηκε το νερό που έπινε και ξεθεωνόταν απ᾽ το ιππικό,
συγκεντρώθηκαν σε σύσκεψη και γι᾽ αυτό το ζήτημα και για άλλα, αφού πήγαν και
συνάντησαν τον Παυσανία στη δεξιά πτέρυγα· γιατί, μόλο που η κατάσταση
διαμορφώθηκε όπως αναφέραμε, άλλες έγνοιες μεγαλύτερες τους έζωναν· γιατί δεν
είχαν πια τρόφιμα κι οι αγωγιάτες τους, που τους είχαν στείλει στην Πελοπόννησο γι᾽
ανεφοδιασμό, είχαν αποκλειστεί απ᾽ το ιππικό και δεν μπορούσαν να φτάσουν στο
στρατόπεδο.
[9.51.1] Κι οι στρατηγοί, ύστερ᾽ από διαβουλεύσεις, αποφάσισαν, αν οι Πέρσες
αφήσουν να περάσει εκείνη η μέρα χωρίς να δώσουν μάχη, να πορευτούν στο νησί.
Το νησί αυτό βρίσκεται σε απόσταση δέκα σταδίων απ᾽ τον Ασωπό και την πηγή
Γαργαφία, γύρω απ᾽ την οποία στρατοπέδευαν τότε, μπροστά απ᾽ την πόλη των
Πλαταιών. [9.51.2] Και νά πώς έγινε και βρίσκεται νησί στη στεριά: από ψηλά, απ᾽
τον Κιθαιρώνα, ποτάμι κατεβάζει τα νερά του στην πεδιάδα, όπου χωρίζεται στα δυο·
οι δυο κοίτες αφήνουν μεταξύ τους απόσταση περίπου τριών σταδίων· κι έρχονται και
ξανασμίγουν πιο κάτω και γίνονται ένα ρέμα· και τ᾽ όνομα του ποταμού είναι Ωερόη.
Κι οι ντόπιοι λένε πως είναι θυγατέρα του Ασωπού. [9.51.3] Σ᾽ αυτό λοιπόν το μέρος
αποφάσισαν να μεταφέρουν το στρατόπεδο, και για να έχουν άφθονο νερό να πίνουν
και για να μη τους κάνουν ζημιές οι ιππείς, βρίσκοντάς τους παραταγμένους ακριβώς
απέναντί τους· κι αποφάσισαν να μετακινηθούν την ώρα της δεύτερης αλλαγής της
νυχτερινής φρουράς, για να μη τους δουν οι Πέρσες να μπαίνουν στο δρόμο και τους
πάρουν το καταπόδι οι ιππείς και τους αναστατώσουν. [9.51.4] Αποφάσισαν επίσης,
άμα έφταναν σ᾽ αυτό το μέρος, όπου η θυγατέρα του Ασωπού Ωερόη, κυλώντας απ᾽
τον Κιθαιρώνα, σχίζεται στα δυο, να στείλουν τη μισή δύναμη του στρατού τους, όσο
κρατούσε η νύχτα, προς τον Κιθαιρώνα, για να παραλάβουν τους αγωγιάτες που είχαν
πάει γι᾽ ανεφοδιασμό· γιατί είχαν αποκλειστεί στον Κιθαιρώνα.
[9.52.1] Πήραν αυτή την απόφαση και κατόπιν, ολόκληρη εκείνη τη μέρα, με τις
επιθέσεις του ιππικού δεν πήραν ανάσα απ᾽ τα βάσανα· όταν όμως η μέρα πήρε να
σώνεται και οι ιππείς αποσύρθηκαν, με τον ερχομό της νύχτας έφτασε η ώρα που είχε
συμφωνηθεί για τη μετακίνησή τους· τότε οι περισσότεροι άρον άρον σηκώθηκαν να
φύγουν· μόνο που δεν είχαν στο νου τους να πορευτούν στις θέσεις που είχαν
συμφωνηθεί, αλλά, αντίθετα, μόλις μπήκαν στο δρόμο, πήραν να φεύγουν κατά την
πόλη των Πλαταιών, χαρούμενοι που θα γλίτωναν απ᾽ το ιππικό, και, συνεχίζοντας τη
φυγή τους, φτάνουν στο ναό της Ήρας. Ο ναός αυτός βρίσκεται μπροστά απ᾽ την
πόλη των Πλαταιών, σε απόσταση είκοσι σταδίων από την πηγή Γαργαφία. Κι όπως
έφτασαν, πήραν θέσεις μπροστά στο ναό.
[9.53.1] Κι αυτοί στρατοπέδευαν γύρω απ᾽ το ναό της Ήρας, ενώ ο Παυσανίας,
βλέποντάς τους να αποχωρούν απ᾽ το στρατόπεδο, έδωσε το παράγγελμα να πάρουν
τα όπλα στα χέρια τους και οι Λακεδαιμόνιοι και να βαδίσουν στην κατεύθυνση των
άλλων που είχαν προπορευθεί, νομίζοντας πως βαδίζουν για το συμφωνημένο μέρος.
[9.53.2] Τότε οι διοικητές των άλλων ταγμάτων πείστηκαν πρόθυμα στον Παυσανία,
όμως ο Αμομφάρετος, ο γιος του Πολιάδα, διοικητής του Πιτανάτη λόχου, αρνήθηκε
να κάνει πίσω μπροστά στον εχθρό και να ντροπιάσει με τη θέλησή του τη Σπάρτη, κι
έδειχνε κατάπληκτος βλέποντας το τί συμβαίνει, για έναν πρόσθετο λόγο: δεν ήταν
παρών στο συμβούλιο που προηγήθηκε. [9.53.3] Απ᾽ τη μεριά τους ο Παυσανίας κι ο
Ευρυάναξ θεώρησαν απαράδεχτη την απειθαρχία του, κι ακόμα πιο απαράδεχτο, μια
κι εκείνος προέκρινε αυτή τη στάση, να εγκαταλείψουν τον Πιτανάτη λόχο, μήπως,
αν τον εγκαταλείψουν τηρώντας τα όσα συμφώνησαν με τους άλλους Έλληνες,
μένοντας πίσω μόνοι τους αφανιστούν κι ο ίδιος ο Αμομφάρετος και οι άντρες του.
[9.53.4] Μ᾽ αυτές τις σκέψεις κρατούσαν στη θέση του το στρατόπεδο των
Λακεδαιμονίων και πάσχιζαν να τον πείσουν πως δεν ήταν ώρα για τέτοια καμώματα.
[9.54.1] Κι ενώ αυτοί προσπαθούσαν να νουθετήσουν τον Αμομφάρετο, που μόνος
απ᾽ την παράταξη των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών είχε μείνει πίσω, οι
Αθηναίοι έκαναν τα εξής· έμεναν αμετακίνητοι εκεί όπου παρατάχτηκαν, μια και δεν
αγνοούσαν τη νοοτροπία των Λακεδαιμονίων, που άλλα σκέφτονται κι άλλα λένε.
[9.54.2] Κι όταν μετακινήθηκε το στρατόπεδο, έστειλαν έναν απ᾽ τους ιππείς τους,
για να δει αν οι Σπαρτιάτες μπήκαν στο δρόμο ή αν ούτε καν σκέφτονταν να
μετακινηθούν, και για να ρωτήσει τον Παυσανία τί πρέπει να κάνουν.
[9.55.1] Κι όταν έφτασε ο κήρυκας στους Λακεδαιμονίους, έβλεπε να κρατούν τις
θέσεις που είχαν και τους ηγέτες τους να καβγαδίζουν. Γιατί ο Ευρυάναξ κι ο
Παυσανίας προσπαθούσαν να νουθετήσουν τον Αμομφάρετο να μη βάλει σε κίνδυνο
τους δικούς του απομονώνοντάς τους από το σώμα των Λακεδαιμονίων, αλλά πού να
τον πείσουν· στο τέλος μάλιστα ήρθαν σε ανοιχτή σύγκρουση, όταν έφτασε ο
κήρυκας των Αθηναίων και παρακολουθούσε τη σκηνή. [9.55.2] Ο Αμομφάρετος,
πάνω στην παραφορά του, αδράχνει με τα δυο του χέρια μια κοτρόνα και την
αποθέτει μπροστά στα πόδια του Παυσανία λέγοντας πως αυτή είναι η ψήφος του: να
μην κάνει πίσω μπροστά στον εχθρό. Κι ο άλλος, αποκαλώντας τον μανιακό και
αποτρελαμένο, έδωσε διαταγή στον κήρυκα των Αθηναίων, που ρωτούσε κατά τις
εντολές που του είχαν δώσει, να τους κατατοπίσει για τη σύγχυση που επικρατούσε
στο στρατόπεδό τους· και ζητούσε από τους Αθηναίους να έρθουν προς το μέρος τους
και να ενεργήσουν για την αποχώρησή τους όπως και οι Σπαρτιάτες.
[9.56.1] Ο κήρυκας γύρισε πίσω στους Αθηναίους· τώρα, καθώς τους άλλους τους
βρήκε η αυγή να λογοφέρνουν ανάμεσά τους, ο Παυσανίας, που σ᾽ αυτό το μεταξύ
έμενε στη θέση του, έκανε τη σκέψη πως ο Αμομφάρετος δε θα μείνει πίσω, αν
απομακρυνθούν οι άλλοι Λακεδαιμόνιοι (κι αυτό έγινε τελικά), και δίνοντας το
σύνθημα, απέσυρε όλο το υπόλοιπο σώμα οδηγώντας τους ανάμεσα απ᾽ τους λόφους·
κι οι Τεγεάτες τούς ακολουθούσαν. [9.56.2] Οι Αθηναίοι πάλι, κατά τις διαταγές που
πήραν, ακολουθούσαν διαφορετική πορεία απ᾽ τους Λακεδαιμονίους· γιατί, ενώ αυτοί
δεν ξεκολλούσαν απ᾽ τα υψώματα του Κιθαιρώνα και τους πρόποδές του, επειδή
φοβούνταν το ιππικό, οι Αθηναίοι κατηφόρισαν και κινούνταν στην πεδιάδα.
[9.57.1] Ο Αμομφάρετος λοιπόν στην αρχή, πιστεύοντας πως αποκλείεται να
τολμήσει ο Παυσανίας να τους εγκαταλείψει, επέμενε και καλά να μείνουν εκεί που
ήταν και να μη κάνουν πίσω απ᾽ τη θέση στην οποία παρατάχτηκαν· καθώς όμως
αυτοί που ακολουθούσαν τον Παυσανία πήραν ν᾽ απομακρύνονται, κατανόησε πως
τον εγκαταλείπουν απροσχημάτιστα· και τότε, αφού διέταξε τον λόχο του να πάρουν
τα όπλα στα χέρια τους, τους οδηγούσε με αργό βηματισμό προς τα κει που
κατευθυνόταν το υπόλοιπο σώμα. [9.57.2] Κι εκείνοι, αφού απομακρύνθηκαν
περίπου τέσσερις σταδίους, περίμεναν τον λόχο του Αμομφαρέτου, σταθμεύοντας
στις όχθες του ποταμού Μολόεντα, στην τοποθεσία που λέγεται Αργιόπιο, όπου είναι
χτισμένος και ο ναός της Ελευσίνιας Δήμητρας· κι ο λόγος που περίμεναν ήταν ο
εξής: αν ο Αμομφάρετος κι ο λόχος του δεν εγκαταλείψουν τη θέση στην οποία είχαν
παραταχτεί, αλλά μείνουν αμετακίνητοι, να σπεύσουν πίσω να τους βοηθήσουν.
[9.57.3] Και τη στιγμή που οι άντρες του Αμομφαρέτου τους συνάντησαν, νά και το
ιππικό των βαρβάρων στο σύνολό του να ρίχνεται επάνω τους. Γιατί οι ιππείς έκαναν
αυτό που συνήθιζαν να κάνουν κάθε μέρα, και, βλέποντας τον τόπο στον οποίο είχαν
παραταχτεί οι Έλληνες τις προηγούμενες μέρες έρημο, κάλπαζαν με τ᾽ άλογό τους
όλο και πιο μπροστά· κι όταν έφτασαν τον εχθρό, ρίχτηκαν απάνω του.

[9.58.1] Ο Μαρδόνιος, μόλις πληροφορήθηκε πως οι Έλληνες σηκώθηκαν κι έφυγαν


με τη νύχτα, κι είδε τον τόπο έρημο, κάλεσε τον Θώρακα τον Λαρισαίο και τους
αδερφούς του Ευρύπυλο και Θρασυδαίο κι έλεγε: [9.58.2] «Τί θα πείτε τώρα εσείς,
παιδιά του Αλεύα, αντικρίζοντας αυτή την ερημιά; Γιατί εσείς, οι γείτονές τους,
λέγατε πως οι Λακεδαιμόνιοι δεν εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης, αλλά ότι είναι
τα πρώτα παλικάρια στον πόλεμο· τους είδατε όμως λίγο πιο πριν ν᾽ αφήνουν τη θέση
τους και να παίρνουν άλλη, και τώρα όλοι βλέπουμε πως στο σκοτάδι της νύχτας που
πέρασε δραπέτευσαν· κι έτσι αποκάλυψαν, την ώρα που ήταν ν᾽ αναμετρηθούν σε
μάχη με τους τωόντι πρώτους πολεμιστές, ότι, τιποτένιοι αυτοί, βρήκαν θαυμαστές
τούς τιποτένιους Έλληνες. [9.58.3] Εσείς βέβαια, που δεν ξέρετε τί θα πει Πέρσες,
έχετε την απόλυτη κατανόησή μου να τους παινεύετε, γιατί τέλος πάντων κάτι έχετε
δει από μέρους τους· αλλά εκείνος που μ᾽ αφήνει άναυδο και με το παραπάνω είναι ο
Αρτάβαζος, να κατατρομάξει με τους Λακεδαιμονίους και, κατατρομαγμένος, να βγει
να διατυπώσει την πιο δειλή γνώμη, ότι πρέπει να σηκώσουμε το στρατόπεδο και να
πάμε στην πόλη των Θηβαίων, για να πολιορκηθούμε· έννοια του, θα φροντίσω να τη
μάθει ο βασιλιάς. [9.58.4] Αλλά γι᾽ αυτά θα γίνει λόγος άλλη ώρα· τώρα όμως δεν
πρέπει να τους αφήσουμε να κάνουν αυτές τις κινήσεις, αλλά να τους καταδιώξουμε
ωσότου να τους βάλουμε στο χέρι, για να τιμωρηθούν για όλα τα κακά που έκαναν
στους Πέρσες».
[9.59.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια οδηγούσε με γοργό βήμα τους Πέρσες, που
διάβηκαν τον Ασωπό παίρνοντας καταπόδι τους Έλληνες, με την ιδέα πως το έβαλαν
στη φευγάλα· η επίθεσή του στρεφόταν εναντίον των Λακεδαιμονίων και των
Τεγεατών μονάχα· γιατί τους Αθηναίους, που κατηφόρισαν και βάδιζαν στην
πεδιάδα, τους έκρυβαν τα υψώματα. [9.59.2] Κι οι ηγεμόνες των άλλων βαρβαρικών
σωμάτων, βλέποντας τους Πέρσες να ᾽χουν ριχτεί στην καταδίωξη των Ελλήνων,
ύψωσαν αμέσως όλοι τους τις πολεμικές σημαίες και άρχισαν την καταδίωξη όσο
κρατούσαν τα πόδια του καθενός τους· στις γραμμές τους επικρατούσε σύγχυση,
καμιά πειθαρχία και καμιά τάξη. Κι αυτοί απ᾽ τη μεριά τους ορδές ορδές ρίχνονταν
με αλαλαγμούς, σαν να ᾽ταν με τη μια ν᾽ αρπάξουν τη νίκη απ᾽ τους Έλληνες.
[9.60.1] Κι ο Παυσανίας, καθώς το ιππικό τούς χτυπούσε, με καβαλάρη που έστειλε
στους Αθηναίους λέει τα εξής: «Άνδρες Αθηναίοι, βρισκόμαστε μπροστά στον
κρισιμότερο αγώνα — κρίνεται η ελευθερία ή η σκλαβιά της Ελλάδας· και νά που
εδώ μας έχουν προδώσει οι σύμμαχοι, κι εμάς τους Λακεδαιμονίους κι εσάς τους
Αθηναίους, αφού λιποτάχτησαν στο σκοτάδι της νύχτας που πέρασε. [9.60.2] Τώρα
λοιπόν για το τί πρέπει να κάνουμε αποδώ και πέρα έχουμε πάρει την απόφασή μας:
να υπερασπιζόμαστε ο ένας τον άλλο πολεμώντας μ᾽ όποιο τρόπο μπορούμε πιο
αντρειωμένα. Λοιπόν, αν σ᾽ εσάς πρώτα εξορμούσε το ιππικό, είχαμε καθήκον εμείς
και οι Τεγεάτες (που, στις ίδιες γραμμές μαζί μας, δεν προδίνουν την Ελλάδα) να
σπεύδαμε σε βοήθειά σας· τώρα όμως, μια κι όλο το ιππικό κατευθύνθηκε εναντίον
μας, εσείς έχετε υποχρέωση να σπεύσετε να βοηθήσετε την πτέρυγα που δέχεται τη
μεγαλύτερη πίεση, για να την υπερασπιστείτε. [9.60.3] Αν πάλι σας έτυχε κάτι που
σας κάνει ανήμπορους να βοηθήσετε, εξασφαλίστε την ευγνωμοσύνη μας στέλνοντάς
μας τους τοξότες. Γιατί αναγνωρίζουμε πως, όσο κρατά αυτός ο πόλεμος, δεν έχετε το
ταίρι σας στο ζήλο που δείχνετε, κι έτσι θ᾽ ανταποκριθείτε και σ᾽ αυτή μας την
έκκληση».
[9.61.1] Οι Αθηναίοι, όταν πήραν αυτό το μήνυμα, κίνησαν βιαστικά να βοηθήσουν
και να τους υπερασπιστούν μ᾽ όλες τους τις δυνάμεις· κι είχαν κιόλας μπει στο δρόμο,
όταν δέχονται την επίθεση των Ελλήνων που ήταν με το μέρος του βασιλιά κι είχαν
παραταχθεί αντιμέτωποί τους, κι έτσι τους ήταν πια αδύνατο να σπεύσουν σε
βοήθεια· γιατί η επίθεση που δέχονταν τους έφερνε σε δύσκολη θέση. [9.61.2] Έτσι
λοιπόν απέμειναν μόνοι τους οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες που η δύναμή τους,
μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους, ήταν πενήντα χιλιάδες οι πρώτοι, και τρεις
χιλιάδες οι Τεγεάτες (γιατί αυτοί σε καμιά περίπτωση δεν αποχωρίζονταν απ᾽ τους
Λακεδαιμονίους)· κι έκαναν θυσίες, μια κι είχαν σκοπό να έρθουν στα χέρια με τον
Μαρδόνιο και τον στρατό που είχε μαζί του. [9.61.3] Και νά που οι θυσίες δεν έδιναν
ενθαρρυντικά προμηνύματα και στο μεταξύ πολλοί απ᾽ αυτούς σκοτώνονταν και
πολλοί περισσότεροι τραυματίζονταν· γιατί οι Πέρσες έκαναν φράχτη με τα γέρρα
τους κι έριχναν με τα τόξα τους βροχή τα βέλη, αφειδώλευτα· κι έτσι οι Σπαρτιάτες
περνούσαν δύσκολες στιγμές, ενώ οι θυσίες δεν έφερναν αποτέλεσμα· τότε ήταν που
ο Παυσανίας σήκωσε τα μάτια του προς το ναό της Ήρας των Πλαταιέων κι έκανε
επίκληση στη θεά, παρακαλώντας τη με κανένα τρόπο να μη διαψεύσει τις ελπίδες
τους.
[9.62.1] Κι ενόσω αυτός έκανε ακόμη την επίκλησή του, οι Τεγεάτες ξεπετάχτηκαν
πρώτοι απ᾽ τις γραμμές τους και βάδιζαν εναντίον των βαρβάρων· κι αμέσως μετά
την προσευχή του Παυσανία οι Σπαρτιάτες κάνοντας θυσίες πήραν ενθαρρυντικά
προμηνύματα· κι όταν επιτέλους τα πήραν, βάδιζαν κι αυτοί εναντίον των Περσών κι
οι Πέρσες τους αντιμετώπιζαν ρίχνοντας βέλη. [9.62.2] Η πρώτη μάχη λοιπόν δόθηκε
γύρω απ᾽ τον φράχτη με τα γέρρα· κι όταν αυτός έπεσε, τότε πια γινόταν αγώνας
αδυσώπητος και για πολλή ώρα ακριβώς δίπλα στο ναό της Δήμητρας, ώσπου
έφτασαν σε μάχη σώμα με σώμα· γιατί οι βάρβαροι έπιαναν με τα χέρια τους τα
δόρατα και τα κατατσάκιζαν. [9.62.3] Λοιπόν οι Πέρσες δεν υστερούσαν σε
παλικαριά και σε σωματική δύναμη, αλλά δεν είχαν βαρύ οπλισμό κι επιπρόσθετα,
τους έλειπε η γνώση και δεν κάτεχαν την τέχνη του πολέμου όσο οι αντίπαλοί τους.
Λοιπόν, έτσι που ξεπετιούνταν μπροστά απ᾽ τις γραμμές τους, ένας ένας και δέκα
δέκα, άλλοτε περισσότεροι κι άλλοτε λιγότεροι, σχηματίζοντας πυκνές ανθρώπινες
μάζες εισχωρούσαν στις γραμμές των Σπαρτιατών κι έβρισκαν το θάνατο.
[9.63.1] Κι εκεί που τύχαινε να βρίσκεται ο ίδιος ο Μαρδόνιος, που πολεμούσε
καβάλα σ᾽ άσπρο άλογο και περιστοιχιζόταν από τα πρώτα παλικάρια, τους χίλιους
επίλεκτους Πέρσες, εκεί οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν τη μεγαλύτερη πίεση. Λοιπόν, για
όση ώρα ο Μαρδόνιος ήταν ζωντανός, οι δικοί του κρατούσαν τις θέσεις τους και
κρατώντας μέτωπο στον εχθρό σκότωναν πολλούς Λακεδαιμονίους· [9.63.2] απ᾽ τη
στιγμή όμως που σκοτώθηκε ο Μαρδόνιος και το τάγμα που τον περιστοίχιζε, κι ήταν
το πιο δυνατό, γονάτισε, τότε λοιπόν το ᾽βαλαν στα πόδια και οι άλλοι και
υποχώρησαν μπροστά στους Λακεδαιμονίους· γιατί το μεγαλύτερο μειονέκτημά τους
ήταν η σκευή, καθώς ήταν χωρίς θωράκιση· δηλαδή αγωνίζονταν, απροστάτευτοι
αυτοί, με εχθρούς βαριά οπλισμένους.
[9.64.1] Τότε ήρθε η ώρα να δώσει ο Μαρδόνιος δίκαιη πληρωμή για τον φόνο του
Λεωνίδα, σύμφωνα με τον χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους· κι απ᾽ όλες τις
νίκες που είδαμε στον καιρό μας την πιο λαμπρή την κερδίζει ο Παυσανίας, ο γιος
του Κλεομβρότου, γιου του Αναξανδρίδα [9.64.2] (τα ονόματα των προγόνων του απ᾽
τον Αναξανδρίδα και πάνω έχουν αναφερθεί στη γενεαλογία του Λεωνίδα· γιατί
συμβαίνει να είναι οι ίδιοι). Λοιπόν, βρίσκει το θάνατο ο Μαρδόνιος απ᾽ το χέρι του
Αριμνήστου, φημισμένου παλικαριού της Σπάρτης, που πολύ καιρό ύστερ᾽ απ᾽ τα
Μηδικά, επικεφαλής τριακοσίων πολεμιστών στη μάχη στη Στενύκλαρο μ᾽ όλο το
στρατό των Μεσσηνίων, σκοτώθηκε κι ο ίδιος κι οι τριακόσιοι του.
[9.65.1] Κι οι Πέρσες, όταν οι Λακεδαιμόνιοι τους έτρεψαν σε φυγή στις Πλαταιές,
το ᾽βαλαν στα πόδια με απόλυτη σύγχυση προς το στρατόπεδό τους και το ξύλινο
τείχος που έστησαν στο έδαφος των Θηβών. [9.65.2] Και νά κάτι που κατά τη γνώμη
μου είναι θαύμα· ενώ η μάχη δόθηκε δίπλα στο άλσος της Δήμητρας, δεν είδαν
κανένα Πέρση ούτε να μπαίνει στο τέμενος ούτε να πεθαίνει μέσα σ᾽ αυτό, κι οι
περισσότεροι έπεσαν γύρω απ᾽ το λατρευτικό κέντρο της, έξω απ᾽ την ιερή γη της. Η
άποψή μου είναι, αν δικαιούμαστε να έχουμε κάποια άποψη για ό,τι έχει να κάνει με
τη θρησκεία, ότι η ίδια η θεά δεν τους δεχόταν, επειδή πυρπόλησαν το ναό της στην
Ελευσίνα.

[9.66.1] Λοιπόν τόσο κράτησε αυτή η μάχη· κι απ᾽ τη μεριά του ο Αρτάβαζος, ο γιος
του Φαρνάκη, κι από την πρώτη αρχή, όταν ο Μαρδόνιος αποσπάστηκε απ᾽ το
βασιλιά κι έμεινε πίσω, έδειξε τη δυσαρέσκειά του, και τότε δεν πετύχαινε τίποτε με
τις συχνές αντιρρήσεις που πρόβαλλε, αποτρέποντάς τον απ᾽ το να δώσει μάχη. Και,
δυσαρεστημένος απ᾽ τις ενέργειες του Μαρδονίου, έκανε τα εξής: [9.66.2]
Γνωρίζοντας καλά ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα της μάχης, ο Αρτάβαζος (κι η δύναμη
που είχε δεν ήταν λίγη, αλλά μπορεί να είχε γύρω του και σαράντα χιλιάδες
πολεμιστές), την ώρα που γινόταν η μάχη, οδηγούσε το στρατό που διοικούσε με
πλήρη εξάρτυση και τους είχε διατάξει να βαδίζουν όλοι τους στην κατεύθυνση που ο
ίδιος θα πορευόταν επικεφαλής, και με το ρυθμό της δικής του πορείας. [9.66.3]
Έδωσε αυτές τις διαταγές κι ύστερα οδηγούσε το στρατό του, τάχα για να δώσει
μάχη· κι είχε προχωρήσει στο δρόμο του, όταν βλέπει τους Πέρσες να το βάζουν στα
πόδια. Έτσι λοιπόν δεν οδηγούσε πια το στρατό του με την ίδια τάξη, αλλά έδωσε στη
φυγή του ρυθμό τρεχάλας, όσο γίνεται ταχύτερο, κι όχι προς το ξύλινο τείχος ούτε
στο τείχος των Θηβαίων, αλλά στη Φωκίδα, θέλοντας να φτάσει όσο γίνεται πιο
γρήγορα στον Ελλήσποντο.
[9.67.1] Κι αυτοί λοιπόν αυτό το δρόμο πήραν· τώρα, ενώ οι άλλοι Έλληνες που
ακολουθούσαν το βασιλιά έδειχναν προσποιητή δειλία, οι Βοιωτοί έδωσαν μάχη με
τους Αθηναίους για πολλή ώρα· γιατί αυτοί που πολεμούσαν με μεγάλο ζήλο και δεν
προσποιούνταν τον δειλό ήταν οι Θηβαίοι που μήδιζαν, κι έτσι τριακόσιοι απ᾽
αυτούς, τα πρώτα παλικάρια, σκοτώθηκαν σ᾽ αυτή τη μάχη απ᾽ τους Αθηναίους· κι
όταν τράπηκαν σε φυγή κι αυτοί, υποχωρούσαν προς τις Θήβες, αλλά από
διαφορετικό δρόμο απ᾽ εκείνον που πήραν οι Πέρσες κι όλο το πλήθος των
υπόλοιπων συμμάχων, που δεν έδωσαν μάχη με κανένα κι ούτε έδειξαν πουθενά
αντρειοσύνη.
[9.68.1] Και βλέπω ξεκάθαρα πως η έκβαση της επιχείρησης των βαρβάρων
κρεμόταν απόλυτα από τους Πέρσες, αφού τότε οι βάρβαροι, προτού καν έρθουν στα
χέρια με τον εχθρό, τράπηκαν σε φυγή, επειδή έβλεπαν και τους Πέρσες να
υποχωρούν. Κι έτσι όλοι το ᾽βαλαν στα πόδια εκτός από το ιππικό στο σύνολό του,
προπάντων όμως το βοιωτικό· και νά ποιά βοήθεια έδινε στο στρατό που
υποχωρούσε: βρισκόταν συνεχώς σε απόσταση αναπνοής απ᾽ τους εχθρούς και
σχημάτιζε προστατευτικό φράγμα για τους δικούς τους που έφευγαν να σωθούν απ᾽
τους Έλληνες. Κι αυτοί, νικητές, πήραν στο καταπόδι τους στρατιώτες του Ξέρξη
καταδιώκοντας και σκοτώνοντάς τους.
[9.69.1] Μες σ᾽ αυτό το χαμό φτάνει αγγελία στους υπόλοιπους Έλληνες που ήταν
παραταγμένοι γύρω απ᾽ το ναό της Ήρας και δεν πήραν μέρος στη μάχη, ότι έχει γίνει
μάχη και νικούσαν οι άντρες του Παυσανία· κι εκείνοι, όταν τ᾽ άκουσαν αυτά, χωρίς
καμιά πειθαρχία και τάξη, όσοι ήταν στο σώμα των Κορινθίων πήραν να πορεύονται
στους πρόποδες του βουνού και τη λοφοσειρά, το δρόμο που ανηφορίζει κατευθείαν
στο ναό της Δήμητρας, ενώ όσοι ήταν στο σώμα των Μεγαρέων και των Φλιασίων
τον πιο ομαλό δρόμο, αυτόν που διασχίζει την πεδιάδα. [9.69.2] Λοιπόν, οι Μεγαρείς
και οι Φλιάσιοι πλησίασαν πολύ τον εχθρό, όταν τους αντίκρισαν οι Θηβαίοι ιππείς,
που αρχηγός τους ήταν ο Ασωπόδωρος, ο γιος του Τιμάνδρου, να προχωρούν
βιαστικά με απερίγραπτη σύγχυση, κι έκαναν επέλαση με τ᾽ άλογα εναντίον τους.
Ρίχτηκαν επάνω τους κι έστρωσαν καταγής εξακόσιους απ᾽ αυτούς και
καταδιώκοντας τους υπόλοιπους τους σάρωσαν κατά τον Κιθαιρώνα. Αυτοί λοιπόν
αφανίστηκαν εντελώς άδοξα.
[9.70.1] Απ᾽ τη μεριά τους οι Πέρσες και το υπόλοιπο στράτευμα, αφού κατέφυγαν
στο ξύλινο τείχος, πρόλαβαν κι ανέβηκαν στους πύργους πριν φτάσουν οι
Λακεδαιμόνιοι· ανέβηκαν κι ενίσχυσαν όσο μπορούσαν καλύτερα το τείχος. Κι όταν
πλησίασαν οι Λακεδαιμόνιοι, η τειχομαχία πήρε μεγαλύτερη σφοδρότητα. [9.70.2]
Γιατί, όση ώρα οι Αθηναίοι απουσίαζαν, οι Πέρσες κρατούσαν άμυνα κι η υπεροχή
τους απέναντι στους Λακεδαιμονίους, που αγνοούσαν την τέχνη της τειχομαχίας,
ήταν μεγάλη· όταν όμως ήρθαν σ᾽ ενίσχυσή τους οι Αθηναίοι, τότε λοιπόν έγινε
φοβερή τειχομαχία που κράτησε πολύ. Στο τέλος λοιπόν με την παλικαριά και το
κουράγιο τους οι Αθηναίοι πάτησαν το τείχος κι άνοιξαν ρήγμα· και μέσ᾽ απ᾽ αυτό
ξεχύθηκαν στο εσωτερικό του οι Έλληνες. [9.70.3] Κι οι πρώτοι που μπήκαν στο
τείχος ήταν οι Τεγεάτες κι ήταν αυτοί που άρπαξαν τη σκηνή του Μαρδονίου κι ό,τι
είχε μέσα, ανάμεσα σ᾽ αυτά και τις φάτνες των αλόγων που ήταν όλες από χαλκό κι
αξιοθέατες. Λοιπόν οι Τεγεάτες αυτές τις φάτνες του Μαρδονίου τις αφιέρωσαν στο
ναό της Αλέας Αθηνάς, ενώ τα άλλα, όσα έπεσαν στα χέρια τους, τα έφεραν στον
κοινό σωρό που έκαναν οι Έλληνες. [9.70.4] Κι οι βάρβαροι, απ᾽ τη στιγμή που έπεσε
το τείχος, δε σχημάτισαν πια πυκνή φάλαγγα, κι όλοι τους ξαστόχησαν την πολεμική
αρετή τους, κι ήταν να τους κλαις, καθώς, πανικόβλητοι και πολλές χιλιάδες κόσμος,
στριμώχτηκαν σε στενό χώρο. [9.70.5] Κι είχαν τόση άνεση οι Έλληνες να
σκοτώνουν, ώστε από τριακόσιες χιλιάδες στρατό, αν απ᾽ τον αριθμό αυτό βγάλουμε
τις σαράντα χιλιάδες που πήρε μαζί του ο Αρτάβαζος στη φυγή του, απ᾽ τους
υπόλοιπους ούτε τρεις χιλιάδες σώθηκαν, ενώ απ᾽ τους Λακεδαιμονίους, σ᾽ αυτή τη
σύγκρουση, σκοτώθηκαν συνολικά ενενήντα ένας Σπαρτιάτες, απ᾽ τους Τεγεάτες
δεκαέξι, κι απ᾽ τους Αθηναίους πενήντα δύο.

[9.71.1] Άριστοι κρίθηκαν, απ᾽ το στρατόπεδο των βαρβάρων, το πεζικό των Περσών, το
ιππικό των Σακών, κι απ᾽ τους πολεμιστές τους, όπως λένε, ο Μαρδόνιος· κι απ᾽ τους
Έλληνες, όσο κι αν αποδείχτηκαν παλικάρια και οι Τεγεάτες και οι Αθηναίοι, τους
ξεπέρασαν στην ανδρεία οι Λακεδαιμόνιοι. [9.71.2] Δεν έχω κανένα άλλο τεκμήριο στο
οποίο στηρίχτηκε αυτή η κρίση (γιατί όλοι οι παραπάνω νίκησαν τον εχθρό που
παρατάχτηκε απέναντί τους), παρά μόνο αυτό· ότι συγκρούστηκαν με το πιο δυνατό σώμα
του εχθρού και το νίκησαν. Επίσης, κατά τη γνώμη μου, αναδείχτηκε πρώτο παλικάρι με
μεγάλη διαφορά απ᾽ τους άλλους ο Αριστόδημος, ο μόνος που είχε σωθεί απ᾽ τη μάχη των
Θερμοπυλών και γι᾽ αυτόν το λόγο ζούσε μες στη ντροπή και την καταφρόνια. Και μετά απ᾽
αυτόν αρίστευσαν ο Ποσειδώνιος κι ο Φιλοκύων κι ο Αμομφάρετος, Σπαρτιάτες. [9.71.3]
Παρ᾽ όλ᾽ αυτά, όταν συζητήθηκε ποιός απ᾽ αυτούς έδειξε τη μεγαλύτερη ανδρεία, οι
Σπαρτιάτες που πήραν μέρος στη μάχη έκριναν πως ο Αριστόδημος, αποζητώντας
ολοφάνερα το θάνατο εξαιτίας της μομφής που τον βάραινε, σε έξαλλη κατάσταση και
βγαίνοντας από τις γραμμές έκανε μεγάλα ανδραγαθήματα, ενώ ο Ποσειδώνιος, μόλο που
δεν αποζητούσε το θάνατο, αποδείχτηκε λαμπρό παλικάρι· απ᾽ αυτή την άποψη στάθηκε
ανώτερος. [9.71.4] Δεν αποκλείεται όμως να μίλησαν έτσι από αντιπάθεια· κι όλοι αυτοί
που κατονόμασα από τους νεκρούς αυτής της μάχης, εκτός απ᾽ τον Αριστόδημο, τιμήθηκαν
ως ήρωες, ενώ ο Αριστόδημος, επειδή αποζητούσε το θάνατο για το λόγο που αναφέραμε,
δεν τιμήθηκε.
[9.72.1] Λοιπόν, απ᾽ όσους πολέμησαν στις Πλαταιές, αυτών τ᾽ όνομα έγινε πιο ξακουστό.
Γιατί ο Καλλικράτης, που ήταν ο πιο όμορφος άντρας απ᾽ όσους παρουσιάστηκαν στο
στρατόπεδο των Ελλήνων τότε, όχι μόνο ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους, αλλά και στους
άλλους Έλληνες, πέθανε χωρίς να πάρει μέρος στη μάχη· την ώρα που ο Παυσανίας έκανε
θυσίες, αυτός στεκόταν στη γραμμή του, όταν πληγώθηκε από βέλος στο πλευρό. [9.72.2]
Λοιπόν, οι άλλοι είχαν κιόλας μπει στη μάχη, κι αυτουνού, καθώς τον είχαν αποσύρει απ᾽
την παράταξη, δεν έλεγε να βγει η ψυχή του απ᾽ το κακό του, κι έλεγε στον Αρίμνηστο,
πολίτη των Πλαταιών, πως ο καημός του δεν είναι που πεθαίνει για την Ελλάδα, αλλά που
δε δούλεψε το μπράτσο του και δεν μπόρεσε να κάνει κάποιο ανδραγάθημα αντάξιό του,
όσο κι αν λαχταρούσε ν᾽ ανδραγαθήσει.
[9.73.1] Απ᾽ τους Αθηναίους λένε πως δοξάστηκε ο Σωφάνης, ο γιος του Ευτυχίδη, απ᾽ τον
δήμο της Δεκελείας· ετούτοι οι κάτοικοι της Δεκελείας κάποτε πρόσφεραν τις καλές τους
υπηρεσίες, κάτι που τους βγήκε σε καλό για πάντα, κατά τα λεγόμενα των ίδιων των
Αθηναίων. [9.73.2] Δηλαδή λένε πως τον παλιό καιρό, όταν οι γιοι του Τυνδάρεω, για να
πάρουν πίσω την Ελένη, έκαναν εισβολή στην ύπαιθρο της Αττικής μαζί με μεγάλο
στράτευμα κι αναστάτωναν τους δήμους της, καθώς δεν ήξεραν το κρησφύγετο της Ελένης,
τότε οι Δεκελείς, κι άλλοι λένε πως μάλλον ο ίδιος ο Δέκελος, αγαναχτισμένος απ᾽ την
υπεροψία του Θησέα κι από φόβο για ολόκληρη τη χώρα των Αθηναίων, τους κατατόπισε
για όλα όσα είχαν να κάμουν με την υπόθεση και τους οδήγησε στις Αφίδνες, τις οποίες
λοιπόν ο Τιτακός, γέννημα θρέμμα του τόπου, τις δίνει με προδοσία στους Τυνδαρίδες.
[9.73.3] Γι᾽ αυτή τους την πράξη οι Δεκελείς έχουν πάντοτε, ακόμα και σήμερα, ατέλεια και
τιμητική θέση στα θεάματα στη Σπάρτη· σε τέτοιο βαθμό τους τιμούν, ώστε και στον
πόλεμο που, πολλά χρόνια ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα γεγονότα, ξέσπασε ανάμεσα σε
Πελοποννησίους και Αθηναίους, οι Λακεδαιμόνιοι, ενώ ρήμαζαν την υπόλοιπη Αττική, δεν
πείραξαν τη Δεκέλεια.
[9.74.1] Σ᾽ αυτόν το δήμο ανήκε ο Σωφάνης· για την αριστεία του τότε ανάμεσα στους
Αθηναίους δύο εκδοχές μάς δίνει η παράδοση: η πρώτη, πως κουβαλούσε σιδερένια
άγκυρα δεμένη με χάλκινη αλυσίδα στη ζώνη που συγκρατούσε τον θώρακα· και, κάθε
φορά που σίμωνε τον εχθρό, την προσγείωνε, για να μη μπορούν οι εχθροί, εξορμώντας απ᾽
τις γραμμές τους, να τον κουνήσουν απ᾽ τη θέση του. Κι όταν οι εχθροί το ᾽βαζαν στα πόδια,
έκανε σταθερά την ίδια κίνηση, ξανάπαιρνε στα χέρια του την άγκυρα και συνέχιζε την
καταδίωξη. [9.74.2] Λοιπόν, έτσι έχει αυτή η εκδοχή, ενώ η άλλη, που έρχεται ν᾽
αμφισβητήσει την προηγούμενη, πως πάνω στην ασπίδα του, που περιφερόταν
ασταμάτητα και ποτέ δεν έμενε ακίνητη, είχε έμβλημα άγκυρα, κι όχι πως κουβαλούσε
σιδερένια άγκυρα δεμένη απ᾽ τον θώρακα.
[9.75.1] Αλλά ο Σωφάνης είναι ξακουστός κι από άλλο λαμπρό ανδραγάθημα, όταν, καθώς
οι Αθηναίοι πολιορκούσαν την Αίγινα, σκότωσε τον Ευρυβάτη τον Αργείο, αθλητή του
πεντάθλου, που τον προκάλεσε να μονομαχήσουν. Τον ίδιο αυτό τον Σωφάνη, χρόνια
ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα γεγονότα, τον βρήκε ο θάνατος, όταν, στρατηγός των Αθηναίων μαζί με
τον Λέαγρο, το γιο του Γλαύκωνος, αναδείχτηκε γενναίο παλικάρι· τον σκότωσαν οι Ηδωνοί,
την ώρα που έδινε μάχη για τα χρυσωρυχεία στο Δάτο.
[9.76.1] Κι οι βάρβαροι κείτονταν στις Πλαταιές θερισμένοι απ᾽ τα χέρια των Ελλήνων, όταν
παρουσιάστηκε στον Παυσανία μια γυναίκα που αυτομόλησε· ετούτη, μόλις έμαθε πως
είχαν πάθει πανωλεθρία οι Πέρσες και νικούσαν οι Έλληνες (κι ήταν παλλακίδα του Πέρση
Φαρανδάτη, γιου του Τεάσπη), στολίστηκε με ολόχρυσα κοσμήματα κι η ίδια κι οι γυναίκες
της ακολουθίας της και με την πιο όμορφη φορεσιά απ᾽ όσες είχε μαζί της, κατέβηκε απ᾽
την άμαξα και κατευθύνθηκε προς τους Λακεδαιμονίους, που ακόμα δεν είχαν σταματήσει
τη σφαγή. Και, βλέποντας πως ο Παυσανίας είχε το γενικό πρόσταγμα και ξέροντας από
προηγουμένως τ᾽ όνομά του και την πατρίδα του, αφού πολλές φορές τα ᾽χε ακούσει,
αναγνωρίζοντας τον Παυσανία αγκάλιασε τα γόνατά του κι έλεγε τα εξής: [9.76.2] «Βασιλιά
της Σπάρτης, σου προσπέφτω ικέτης, σώσε με απ᾽ τη σκλαβιά, όπου έπεσα ύστερ᾽ από
αιχμαλωσία, μια και μου έδωσες κιόλας αυτή τη χαρά με το ν᾽ αφανίσεις τούτους εδώ που
δε σέβονται ούτε θεό ούτε δαίμονα. Η γενιά μου κρατά απ᾽ την Κω, κι είμαι θυγατέρα του
Ηγητορίδα, του γιου του Ανταγόρα. Ο Πέρσης μ᾽ έχει αφού μ᾽ άρπαξε με τη βία απ᾽ την Κω».
Κι εκείνος της αποκρίθηκε: [9.76.3] «Κυρία μου, διώξε το φόβο απ᾽ την ψυχή σου, μια και
είσαι ικέτης, αλλά και για έναν λόγο ακόμα· αν τυχαίνει να λες την αλήθεια κι είσαι
θυγατέρα του Ηγητορίδα από την Κω, ε, αυτός τυχαίνει να ᾽ναι ο πρώτος φίλος ανάμεσα σ᾽
όλους όσοι ζουν σ᾽ εκείνα τα μέρη». Μ᾽ αυτά τα λόγια τότε την εμπιστεύτηκε στους
εφόρους που τον συνόδευαν κι αργότερα την έστειλε στην Αίγινα, κατά την επιθυμία της.
[9.77.1] Κι αμέσως ύστερ᾽ από τον ερχομό αυτής της γυναίκας έφτασαν οι Μαντινείς, όταν
όλα πια είχαν κριθεί· κι όταν διαπίστωσαν πως η μάχη έγινε και πάει, το πήραν κατάκαρδα
και παραδέχτηκαν πως τους αξίζει τιμωρία. [9.77.2] Και παίρνοντας την πληροφορία πως οι
Μήδοι του Αρταβάζου συνεχίζουν τη φυγή τους, έλεγαν να τους καταδιώξουν ώς τη
Θεσσαλία· αλλά οι Λακεδαιμόνιοι απαγόρευαν την καταδίωξη του στρατού που τράπηκε σε
φυγή. Κι εκείνοι, όταν γύρισαν στην πόλη τους, εξόρισαν τους αρχηγούς του στρατού.
[9.77.3] Κι ύστερ᾽ από τους Μαντινείς έφτασαν οι Ηλείοι· και οι Ηλείοι, παρόμοια με τους
Μαντινείς, το πήραν κατάκαρδα και πήγαν στο καλό· κι όταν γύρισαν στη χώρα τους, κι
αυτοί εξόρισαν τους αρχηγούς τους. Αυτά λοιπόν για τους Μαντινείς και τους Ηλείους.
[9.78.1] Στο στρατόπεδο των Αιγινητών πάλι, στις Πλαταιές, ήταν ο Λάμπων, ο γιος του
Πυθέα, που είχε την πρώτη θέση ανάμεσα στους Αιγινήτες· αυτός χύθηκε προς το μέρος
του Παυσανία, τσακίστηκε να φτάσει κοντά του και του έλεγε: [9.78.2] «Γιε του
Κλεομβρότου, έχεις καταγάγει έναν θρίαμβο μοναδικό σε μεγαλείο και λαμπρότητα κι ο
θεός σε αξίωσε να σώσεις την Ελλάδα κι η δόξα να συντροφεύει τ᾽ όνομά σου όσο κανενός
άλλου Έλληνα απ᾽ όσους ξέρουμε. Λοιπόν ολοκλήρωσε το έργο σου, για να συντροφεύει τ᾽
όνομά σου φήμη ακόμα μεγαλύτερη κι αποδώ και πέρα κάθε βάρβαρος να το σκέφτεται
πολύ να βάλει μπροστά ενέργειες αλλοπρόσαλλες εναντίον των Ελλήνων. [9.78.3] Δηλαδή,
όταν σκοτώθηκε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, ο Μαρδόνιος κι ο Ξέρξης έκοψαν το κεφάλι
του και το παλούκωσαν· εσύ, αν ανταποδώσεις την ίδια τιμωρία σ᾽ αυτόν, πρώτα πρώτα θα
επαινεθείς απ᾽ όλους τους Σπαρτιάτες, κι επίσης κι από τους υπόλοιπους Έλληνες· γιατί
παλουκώνοντας τον Μαρδόνιο θα έχεις πάρει εκδίκηση για τον αδερφό του πατέρα σου,
τον Λεωνίδα». Αυτός λοιπόν, έχοντας την εντύπωση πως του προσφέρει υπηρεσία, έλεγε
αυτά, κι ο άλλος του αποκρίθηκε:
[9.79.1] «Ξένε Αιγινήτη, ήταν για μένα ευχάριστη έκπληξη οι καλές διαθέσεις σου απέναντί
μου και που θέλεις το καλό μου, όμως αστόχησες κι η συμβουλή σου δεν είναι σωστή·
γιατί, αφού με ανέβασες στα ύψη κι εμένα και την πατρίδα και το κατόρθωμά μου, με
γκρέμισες όσο γίνεται πιο κάτω στου κακού τη σκάλα, παρακινώντας με ν᾽ αφήσω να
ξεσπάσει η μανία μου σε νεκρό και λέγοντας πως η δόξα μου θα μεγαλώσει, αν κάνω αυτά
που ταιριάζει να τα κάνουν μάλλον οι βάρβαροι κι όχι οι Έλληνες, άσε που κι εκείνους
ακόμη τους κακίζουμε γι᾽ αυτό. [9.79.2] Λοιπόν εγώ γι᾽ αυτή μου τη στάση ας γίνω
δυσάρεστος και στους Αιγινήτες και σ᾽ όσους χαίρονται μ᾽ αυτά· μου φτάνει να με
παραδέχονται οι Σπαρτιάτες για θεάρεστες πράξεις και θεάρεστα λόγια. Κι όσο για τον
Λεωνίδα, για τον οποίο μου λες να πάρω εκδίκηση, σου λέω ότι πήραμε πίσω το αίμα του
και με το παραπάνω και πως και ο ίδιος του και οι άλλοι που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες
τιμήθηκαν με τις αναρίθμητες ζωές αυτών που κείτονται εδώ. Ωστόσο εσύ, όσο έχεις
τέτοιες προτάσεις, μη με πλησιάσεις πια κι ούτε να με συμβουλέψεις, και να μου πεις κι
ευχαριστώ που σ᾽ άφησα ατιμώρητο».

[9.80.1] Λοιπόν αυτός πήρε αυτή την απάντηση και πήγε στο καλό· κι ο Παυσανίας έβαλε να
κηρύξουν κανένας να μην αγγίσει τη λεία και διέταξε τους είλωτες να μαζέψουν σ᾽ ένα
μέρος τα λάφυρα· κι αυτοί σκορπίστηκαν σ᾽ όλο το στρατόπεδο κι έβρισκαν σκηνές που τα
πανιά τους ήταν χρυσοπλούμιστα κι ασημοπλούμιστα, και κρεβάτια επιχρυσωμένα κι
επαργυρωμένα κι ολόχρυσους κρατήρες και κούπες και ποτήρια κάθε λογής· [9.80.2] και
πάνω στις άμαξες έβρισκαν σάκους που, όπως μπορούσες να διακρίνεις, είχαν μέσα
λεβέτια χρυσά κι ασημένια· και σκύλευαν τα πτώματα που κείτονταν καταγής παίρνοντας
βραχιόλια και περιδέραια κι ακινάκες (που κι αυτοί ήταν από χρυσάφι)· κι όσο για τις
πολύχρωμες φορεσιές, κανείς δεν τους έδινε σημασία. [9.80.3] Τότε οι είλωτες έκλεβαν
πολλά και τα πουλούσαν στους Αιγινήτες, πολλά όμως, όσα απ᾽ αυτά δεν μπορούσαν να
κρύψουν, τα παρέδωσαν· ώστε εδώ βρίσκεται η αρχή των μεγάλων περιουσιών των
Αιγινητών, που αγόραζαν το χρυσάφι από τους είλωτες για χαλκό.
[9.81.1] Λοιπόν σώρευσαν όλα τα λάφυρα σ᾽ ένα μέρος και πήραν το ένα δέκατο και το
έβαλαν κατά μέρος για τον θεό των Δελφών· μ᾽ αυτά έκαναν το αφιέρωμα, τον χρυσό
τρίποδα που στηρίζεται στο τρικέφαλο χάλκινο φίδι, ακριβώς δίπλα απ᾽ τον βωμό· διάλεξαν
κι έβαλαν στην άκρη και για τον θεό της Ολυμπίας, και μ᾽ αυτά έκαναν το αφιέρωμα, το
άγαλμα του Δία, δέκα πήχες ψηλό· και για τον θεό του Ισθμού, και μ᾽ αυτά έγινε το χάλκινο
άγαλμα του Ποσειδώνα, εφτά πήχες ψηλό. Κι αφού έβαλαν αυτά κατά μέρος, τα υπόλοιπα
τα μοίρασαν ανάμεσά τους, και πήρε η κάθε πόλη κατά την αξία της και παλλακίδες των
Περσών και χρυσάφι κι ασήμι κι άλλα πολύτιμα πράματα και υποζύγια. [9.81.2] Τώρα, από
κανένα δεν έχω ακούσει πόσα διαλεχτά λάφυρα δόθηκαν τιμητικά σ᾽ όσους αρίστευσαν
στις Πλαταιές, πιστεύω όμως πως δόθηκαν και σ᾽ αυτούς· τέλος, για τον Παυσανία διάλεξαν
και του έδωσαν άφθονα απ᾽ όλα, γυναίκες, άλογα, τάλαντα, καμήλες, κι επίσης κι από τ᾽
άλλα λάφυρα.
[9.82.1] Διηγούνται επίσης και το επόμενο περιστατικό: ο Ξέρξης, φεύγοντας απ᾽ την
Ελλάδα, άφησε στον Μαρδόνιο τις προσωπικές του αποσκευές· λοιπόν, όταν ο Παυσανίας
είδε τις αποσκευές του Μαρδονίου, τη σκηνή του μ᾽ έπιπλα χρυσά και ασημένια, με
πολύχρωμα παραπετάσματα, διέταξε τους αρτοποιούς και τους μαγείρους να ετοιμάσουν
δείπνο παρόμοιο μ᾽ αυτό που ετοίμαζαν για τον Μαρδόνιο. [9.82.2] Και, καθώς αυτοί
εκτελούσαν τη διαταγή του, τότε ο Παυσανίας, βλέποντας ανάκλιντρα χρυσά κι ασημένια
ομορφοστρωμένα και τραπέζια χρυσά κι ασημένια και μεγαλόπρεπη ετοιμασία δείπνου,
έμεινε με το στόμα ανοιχτό για τα καλούδια που γέμιζαν το τραπέζι και διέταξε —έτσι, για
να γελάσουν— τους υπηρέτες του να ετοιμάσουν δείπνο λακωνικό. [9.82.3] Κι όταν
ετοίμασαν το φαγητό τους, η διαφορά απ᾽ τα προηγούμενα ήταν μεγάλη. Και, πως ο
Παυσανίας έβαλε τα γέλια κι έστειλε και κάλεσε τους στρατηγούς των Ελλήνων· κι όταν
συγκεντρώθηκαν αυτοί, ο Παυσανίας, δείχνοντας τα δείπνα που ετοιμάστηκαν, και το ένα
και το άλλο, είπε: «Άνδρες Έλληνες, σας συγκέντρωσα για τούτο: ήθελα να σας δείξω την
αφροσύνη του Μήδου, που, ενώ ζούσε μια τέτοια ζωή, ήρθε σε μας να μας αφαιρέσει το
μίζερο καθημερινό μας». Αυτά λοιπόν λεν πως είπε ο Παυσανίας στους στρατηγούς των
Ελλήνων.
[9.83.1] Πέρασε ωστόσο καιρός ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα γεγονότα και πολλοί Πλαταιείς βρήκαν
κασέλες με χρυσάφι κι ασήμι κι άλλα πολύτιμα πράματα. Και πέρασε ακόμα πιο πολύς
καιρός, όταν παρουσιάστηκε το εξής φαινόμενο: [9.83.2] καθώς τα κόκαλα των νεκρών
γυμνώθηκαν απ᾽ τις σάρκες (κι οι Πλαταιείς μάζεψαν και σώρευσαν τα κόκαλα αυτά σ᾽ έναν
τόπο), βρέθηκε κρανίο που δεν είχε καμιά ραφή, αλλά ήταν μονοκόμματο, μ᾽ ένα κόκαλο
όλο κι όλο· κι άλλο φαινόμενο, σαγόνι, που στο πάνω μέρος του όλα τα δόντια έβγαιναν
από μια κοινή ρίζα, ένα κόκαλο όλα τους, και τα άλλα δόντια και οι τραπεζίτες·
αποκαλύφτηκε επίσης σκελετός ανθρώπου με μάκρος πέντε πήχες.
[9.84.1] Τώρα, τη δεύτερη κιόλας μέρα το πτώμα του Μαρδονίου εξαφανίστηκε· από ποιόν
δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα, όμως άκουσα κιόλας για πολλούς κι από πολλές και
διάφορες χώρες ότι έθαψαν τον Μαρδόνιο, και ξέρω πως πολλοί πήραν μεγάλα δώρα απ᾽
τον Αρτόντη, το γιο του Μαρδονίου, γι᾽ αυτή τους την πράξη· [9.84.2] αλλά δεν μπόρεσα να
εξακριβώσω απόλυτα ποιός έσυρε στα κρυφά κι έθαψε το πτώμα του Μαρδονίου·
διαδίδεται επίσης πως τον Μαρδόνιο τον έθαψε ο Διονυσοφάνης, πολίτης της Εφέσου.
[9.85.1] Τέλος πάντων, αυτός μ᾽ έναν τέτοιο τρόπο ενταφιάστηκε· οι Έλληνες πάλι, αφού
έκαναν τη διανομή των λαφύρων στις Πλαταιές, έθαψαν, σε διαφορετικό τάφο η κάθε
πόλη, τους δικούς τους. Λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν τρεις τάφους· εκεί πρώτα έθαψαν
αυτούς που αποκαλούν ιρένες (ανάμεσα σ᾽ αυτούς ήταν κι ο Ποσειδώνιος κι ο
Αμομφάρετος κι ο Φιλοκύων κι ο Καλλικράτης). [9.85.2] Λοιπόν, στον ένα τάφο ήταν αυτοί
οι ιρένες, στον δεύτερο οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες και στον τρίτο οι είλωτες. Αυτοί λοιπόν
έτσι τους έθαψαν, ενώ οι Τεγεάτες τους δικούς τους σε ιδιαίτερο τάφο, όλους μαζί, κι οι
Αθηναίοι τους δικούς τους όλους μαζί, κι οι Μεγαρείς και οι Φλιάσιοι όσους σκοτώθηκαν
απ᾽ το ιππικό. [9.85.3] Όλοι αυτοί οι τάφοι λοιπόν σκεπάζουν πτώματα πολεμιστών. Βλέπει
βέβαια κανείς κι άλλων πόλεων τάφους στις Πλαταιές, αλλά όλοι αυτοί είναι κενοτάφια·
δηλαδή, κατά τις πληροφορίες μου, η κάθε πόλη χωριστά, νιώθοντας ντροπή για την
απουσία της απ᾽ τη μάχη, ύψωσε τύμβο, για να τον βλέπουν οι μελλοντικές γενιές· νά,
λόγου χάρη, εκεί ακριβώς υπάρχει και τάφος που λέγεται των Αιγινητών, για τον οποίο
άκουσα να διηγούνται πως πέρασαν και δέκα χρόνια ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα γεγονότα, όταν τον
σκέπασε με τύμβο ο Κλεάδης, γιος του Αυτοδίκου, πολίτης των Πλαταιών, πρόξενος των
Αιγινητών, ύστερ᾽ από παράκλησή τους.

[9.86.1] Οι Έλληνες λοιπόν, αφού έθαψαν τους νεκρούς τους στις Πλαταιές, έκαναν
αμέσως σύσκεψη κι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβών και ν᾽
απαιτήσουν να τους παραδώσουν τους συμπολίτες τους που μήδισαν, και πρώτιστα
τον Τιμαγενίδα και τον Ατταγίνο, που ήταν ανάμεσα στους πρώτους ηγέτες τους· κι
αν δεν τους παραδώσουν, να μη το κουνήσουν απ᾽ την πόλη τους προτού την
κυριέψουν. [9.86.2] Πήραν αυτή την απόφαση και κατόπιν, την ενδέκατη μέρα μετά
τη μάχη, πήγαν στις Θήβες και τις πολιορκούσαν, αξιώνοντας να τους παραδώσουν
αυτούς που αναφέραμε· επειδή όμως οι Θηβαίοι δε δέχονταν να τους παραδώσουν,
ρήμαζαν την ύπαιθρό τους κι έκαναν εφόδους στα τείχη τους.
[9.87.1] Και την εικοστή μέρα ο Τιμαγενίδας, καθώς το ρήμαγμα της γης τους δεν
έλεγε να πάρει τέλος, είπε στους Θηβαίους τα εξής: «Άνδρες Θηβαίοι, επειδή οι
Έλληνες είναι αποφασισμένοι να μη λύσουν την πολιορκία και να σηκωθούν να
φύγουν προτού κυριέψουν τις Θήβες ή μας παραδώσετε σ᾽ αυτούς, τώρα φτάνει πια,
αρκετά πλήρωσε κιόλας η γη της Βοιωτίας εξαιτίας μας· [9.87.2] αλλά, αν η
παράδοσή μας είναι το πρόσχημά τους για ν᾽ απαιτήσουν χρήματα, ας τους δώσουμε
χρήματα απ᾽ το δημόσιο ταμείο (δε μηδίσαμε βέβαια μονάχοι μας εμείς, αλλά μαζί μ᾽
όλη την πόλη)· αν όμως πολιορκούν την πόλη, επειδή θέλουν πραγματικά να βάλουν
στο χέρι εμάς, εμείς θα παρουσιαστούμε μπροστά τους και θ᾽ απαντήσουμε στις
κατηγορίες». Τα λόγια του φάνηκαν γνωστικά και με το παραπάνω και κατάλληλα
για την περίσταση, κι αμέσως οι Θηβαίοι έστειλαν κήρυκα στον Παυσανία, με το
μήνυμα πως δέχονται να του παραδώσουν τους άντρες που ζητούσε.
[9.88.1] Κι όταν έκλεισαν συμφωνία μ᾽ αυτούς τους όρους, ο Ατταγίνος δραπετεύει
απ᾽ την πόλη, ενώ τα παιδιά του που τ᾽ άρπαξαν και τα έφεραν, ο Παυσανίας τα
απάλλαξε απ᾽ την κατηγορία, λέγοντας πως τα παιδιά δε φταίνε καθόλου για τον
μηδισμό. Όμως τους άλλους άντρες, που του παρέδωσαν οι Θηβαίοι —ετούτοι
πίστευαν πως θα τους δοθεί η δυνατότητα ν᾽ απολογηθούν κι είχαν μάλιστα την
πεποίθηση πως δίνοντας χρήματα θα γλιτώσουν— αλλά ο Παυσανίας, μόλις τους
έβαλε στο χέρι, καθώς πέρασε απ᾽ το μυαλό του αυτή ακριβώς η υποψία, έστειλε στο
καλό όλο το συμμαχικό στρατό κι εκείνους τους πήρε μαζί του στην Κόρινθο και
τους σκότωσε. Αυτά λοιπόν έγιναν στις Πλαταιές και τις Θήβες.
[9.89.1] Ο Αρτάβαζος τώρα, ο γιος του Φαρνάκη, φεύγοντας από τις Πλαταιές
βρισκόταν κιόλας πολύ μακριά. Κι οι Θεσσαλοί, όταν έφτασε στη χώρα τους, τον
καλούσαν να τον φιλοξενήσουν και τον ρωτούσαν για το υπόλοιπο εκστρατευτικό
σώμα, έτσι που δεν είχαν καμιά πληροφορία για όσα έγιναν στις Πλαταιές. [9.89.2] Ο
Αρτάβαζος όμως σκέφτηκε πως, αν θελήσει να τους πει όλη την αλήθεια για τις
μάχες, θα κινδυνέψει ν᾽ αφανιστεί κι ο ίδιος του και μαζί του κι ο στρατός του, επειδή
νόμιζε πως όλοι θα πέσουν απάνω τους απ᾽ τη στιγμή που θα μάθουν τα γεγονότα·
αυτά γυροφέρνοντας στο νου του δεν ανακοίνωνε τίποτα στους Φωκείς και στους
Θεσσαλούς έλεγε τα εξής: [9.89.3] «Εγώ τώρα, άνδρες Θεσσαλοί, όπως βλέπετε,
βιάζομαι να πορευτώ όσο γίνεται πιο γρήγορα στη Θράκη κι έχω λόγους να σπεύδω,
για να εκτελέσω μαζί μ᾽ αυτούς εδώ κάποια αποστολή που μου ανέθεσαν απ᾽ το
στρατόπεδο. Κι ο ίδιος ο Μαρδόνιος κι η στρατιά του πορεύεται στο κατόπι μου κι
όπου να ᾽ναι να τον περιμένετε στη χώρα σας. Σ᾽ αυτόν να προσφέρετε φιλοξενία και
κάθε περιποίηση· κι έτσι, γι᾽ αυτές τις καλές σας υπηρεσίες δε θα μετανιώσετε
αργότερα». [9.89.4] Αυτά είπε κι οδηγούσε εσπευσμένα το στρατό του πίσω
διασχίζοντας τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία κατευθείαν στη Θράκη, καθώς είχε
κάθε λόγο να βιάζεται, παίρνοντας το δρόμο που περνά απ᾽ τα μεσόγεια. Και φτάνει
στο Βυζάντιο, αφήνοντας πίσω του πολλούς στρατιώτες που είτε τους πετσόκοψαν οι
Θράκες στην πορεία τους είτε τους θέρισε πείνα και κούραση· κι απ᾽ το Βυζάντιο
πέρασε απέναντι με [9.90.1] Μ᾽ αυτό λοιπόν τον τρόπο γύρισε πίσω στην Ασία ο
Αρτάβαζος· και την ίδια μέρα που δέχτηκαν οι Πέρσες το χτύπημα στις Πλαταιές,
κατά συγκυρία δέχτηκαν κι άλλο στη Μυκάλη της Ιωνίας. Δηλαδή, ενώ ο ελληνικός
στόλος με τον Λεωτυχίδα τον Λακεδαιμόνιο κρατούσε δεμένα τα καράβια του στη
Δήλο, ήρθαν τότε αγγελιοφόροι από τη Σάμο ο Λάμπων, ο γιος του Θρασυκλή, κι ο
Αθηναγόρας, ο γιος του Αρχιστρατίδα, κι ο Ηγησίστρατος, ο γιος του Αρισταγόρα,
που τους έστειλαν οι Σάμιοι κρυφά απ᾽ τους Πέρσες και τον τύραννο Θεομήστορα, το
γιο του Ανδροδάμαντος, που τον διόρισαν τύραννο της Σάμου οι Πέρσες. [9.90.2] Κι
όταν παρουσιάστηκαν στους στρατηγούς, έλεγε ο Ηγησίστρατος πολλά και διάφορα:
πως και μόνο με την εμφάνιση του στόλου οι Ίωνες θ᾽ αποστατήσουν από τους
Πέρσες· πως οι βάρβαροι δε θα προβάλουν αντίσταση· κι αν προβάλουν αντίσταση,
θα ᾽ναι το καλύτερο θήραμα που θα πέσει στο δόκανο των Ελλήνων· και, κάνοντας
επίκληση στους κοινούς θεούς, τους προέτρεπε να σώσουν Έλληνες απ᾽ τη σκλαβιά
και ν᾽ αποδιώξουν τον βάρβαρο. [9.90.3] Είπε επίσης πως δε θα ᾽ναι δύσκολη γι᾽
αυτούς η επιχείρηση· γιατί τα καράβια των βαρβάρων είναι αργοκίνητα και δεν είναι
σε θέση να δώσουν μάχη μ᾽ αυτούς. Κι αν έχουν καμιά υποψία μήπως παν να τους
παρασύρουν σε παγίδα, έλεγαν πως οι ίδιοι τους δεν έχουν καμιά αντίρρηση να τους
πάρουν οι Έλληνες στα καράβια τους και να τους έχουν ομήρους.
[9.91.1] Και καθώς ο ξένος από τη Σάμο το παράκανε στα παρακάλια, ο Λεωτυχίδας
τον ρώτησε (να το ᾽κανε από σκοπού, για να πάρει κάποια προφητεία ή να το ᾽κανε
τυχαία, εμπνευσμένος από κάποιο θεό;): «Ξένε από τη Σάμο, ποιό τ᾽ όνομά σου;». Κι
εκείνος αποκρίθηκε: «Ηγησίστρατος»· [9.91.2] κι ο άλλος αρπάζοντας απ᾽ το στόμα
του Ηγησιστράτου τη συνέχεια του λόγου, ό,τι κι αν ήταν έτοιμος να πει, είπε: «Ξένε
από τη Σάμο, δέχομαι τον οιωνό. Κι εσύ κάνε μου τη χάρη, μαζί μ᾽ αυτούς εδώ τους
συντρόφους σου να γυρίσεις στον τόπο σου με το καράβι, αφού μας εγγυηθείτε πως
οι Σάμιοι θα σταθούν μ᾽ ενθουσιασμό στο πλευρό μας».
[9.92.1] Αυτά είπε κι αμέσως έκανε τα λόγια πράξη· δηλαδή στη στιγμή οι Σάμιοι
έδιναν εγγυήσεις και όρκους για συμμαχία με τους Έλληνες. [9.92.2] Κι ύστερ᾽ απ᾽
αυτά, οι άλλοι γύριζαν στον τόπο τους με το καράβι τους· γιατί ο Λεωτυχίδας διέταζε
ν᾽ ανεβεί στο δικό του καράβι ο Ηγησίστρατος, θεωρώντας τ᾽ όνομά του οιωνό· οι
Έλληνες λοιπόν, αφού άφησαν να περάσει εκείνη η μέρα, την επομένη έκαναν θυσίες,
για να πάρουν αίσια προμηνύματα· μάντη στο στρατόπεδό τους είχαν τον Δηίφονο, το
γιο του Ευηνίου, πολίτη της Απολλωνίας, συγκεκριμένα της Απολλωνίας που
βρίσκεται στο Ιόνιο πέλαγος· ο πατέρας του, ο Ευήνιος, έζησε μια τέτοια περιπέτεια:
[9.93.1] Σ᾽ αυτή την Απολλωνία υπάρχουν ιερά κοπάδια του Ηλίου, που τη μέρα
βόσκουν στις όχθες ποταμού (που οι πηγές του βρίσκονται στο όρος Λάκμων, και,
διασχίζοντας τον κάμπο της Απολλωνίας, χύνεται στη θάλασσα δίπλα απ᾽ το λιμάνι
Ώρικος), ενώ τη νύχτα τα φυλάνε, εκλεγμένοι ανάμεσ᾽ απ᾽ τους πλουσιότερους κι απ᾽
τις πιο αρχοντικές οικογένειες, πολίτες, ο καθένας τους ένα χρόνο· γιατί οι
Απολλωνιάτες δείχνουν πολύ μεγάλη φροντίδα για τα κοπάδια αυτά, εξαιτίας
κάποιου χρησμού· και μαντρί τους έχουν μια σπηλιά, μακριά απ᾽ την πόλη. [9.93.2]
Εκεί λοιπόν τότε είχε εκλεγεί και τα φύλαγε ο Ευήνιος που αναφέραμε. Και μια νύχτα
κοιμήθηκε του καλού καιρού την ώρα της βάρδιας του και μπήκαν λύκοι στη σπηλιά
κι αφάνισαν περίπου εξήντα πρόβατα. Κι όταν είδε την κατάσταση, κρατούσε το
στόμα του κλειστό και δεν το ᾽λεγε σε κανένα και μελετούσε ν᾽ αγοράσει άλλα στη
θέση τους. [9.93.3] Αλλά —γιατί αυτή την ιστορία δεν άργησαν να τη μάθουν οι
Απολλωνιάτες— την έμαθαν κι αμέσως τον έσυραν στο δικαστήριο και τον
καταδίκασαν, επειδή κοιμήθηκε την ώρα της βάρδιας του, σε τύφλωση. Κι αφού
τύφλωσαν εντελώς τον Ευήνιο, αμέσως μετά απ᾽ αυτή τους την πράξη ούτε τα
πρόβατά τους γεννούσαν ούτε η γη έδινε καρπούς όπως προηγουμένως. [9.93.4] Και
τους δόθηκε χρησμός και στη Δωδώνη και στους Δελφούς, όταν ρωτούσαν ποιά ήταν
η αιτία του κακού που τους βρήκε, ότι το κρίμα τους ήταν που τύφλωσαν τον φύλακα
των ιερών προβάτων, τον Ευήνιο· γιατί ήταν οι θεοί αυτών των μαντείων που
ξεσήκωσαν τους λύκους κι ότι η τιμωρία που τους επέβαλαν εξαιτίας του Ευηνίου δε
θα σταματήσει προτού του δώσουν ικανοποίηση, όποια αυτός διαλέξει και απαιτήσει·
κι όταν του δοθεί αυτή η ικανοποίηση, οι θεοί θα του δώσουν ένα δώρο, τέτοιο που
πολλοί άνθρωποι θα τον μακαρίζουν για την καλή του τύχη.
[9.94.1] Λοιπόν τα μαντεία αυτούς τους χρησμούς τούς έδωσαν κι οι Απολλωνιάτες
τους κράτησαν μυστικούς κι επιφόρτισαν την εκτέλεσή τους σε ορισμένους πολίτες.
Και νά πώς ενέργησαν αυτοί: εκεί που καθόταν ο Ευήνιος σ᾽ ένα πεζούλι, πήγαν και
κάθισαν δίπλα του κι έλεγαν άλλα κι άλλα και τέλος έφεραν την κουβέντα στο κακό
που τον βρήκε, εκφράζοντάς του τη συμπάθειά τους. Ξεγελώντας τον μ᾽ αυτό τον
τρόπο τον ρώτησαν ποιά θα ᾽ταν άραγε η αποζημίωση που θα διάλεγε να πάρει, αν
δέχονταν οι Απολλωνιάτες να του δώσουν ικανοποίηση για το κακό που του έκαναν.
[9.94.2] Κι εκείνος —ο άνθρωπος δεν είχε ακούσει τον χρησμό— έκανε την εκλογή
του κι είπε να του δώσουν αγροκτήματα, και κατονόμασε τους πολίτες που ήξερε πως
ήταν οι ιδιοχτήτες των δυο πιο όμορφων κλήρων της Απολλωνίας και πρόσθεσε σ᾽
αυτά το σπίτι που ήξερε πως ήταν το πιο όμορφο στην πόλη· κι είπε πως, απ᾽ την ώρα
που θα τα ορίζει αυτά, θα δώσει τόπο στην οργή του κι ότι μένει ευχαριστημένος μ᾽
αυτή την αποζημίωση. [9.94.3] Εκείνος λοιπόν έτσι τους μίλησε κι οι άλλοι που
κάθονταν δίπλα του πήραν το λόγο και είπαν: «Ευήνιε, οι Απολλωνιάτες σού δίνουν
την ικανοποίηση που ζητάς για την τύφλωσή σου, σύμφωνα με τους χρησμούς που
πήραν». Λοιπόν εκείνος, έτσι που εξελίχτηκαν τα πράματα, όταν αργότερα έμαθε την
πάσα αλήθεια, έγινε έξω φρενών, μια και ο άνθρωπος εξαπατήθηκε· κι οι άλλοι
αγόρασαν απ᾽ τους ιδιοχτήτες και του δίνουν τα όσα διάλεξε. Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά νά
που ξαφνικά απόχτησε, αυτοδίδακτος, μαντική ικανότητα, και μάλιστα έγινε
ξακουστός.
[9.95.1] Λοιπόν, γιος αυτού του Ευηνίου ήταν ο Δηίφονος, που, συνοδεύοντας τους
Κορινθίους, έκανε χρέη μάντη στο εκστρατευτικό σώμα. Άκουσα μάλιστα κι ετούτο,
πως ο Δηίφονος, αν και δεν ήταν γιος του Ευηνίου, έκανε χρυσές δουλειές σ᾽ όλο τον
ελληνικό κόσμο με τα φτερά που του έδινε το όνομα του Ευηνίου.

[9.96.1] Κι οι Έλληνες, μόλις οι θυσίες έδωσαν ενθαρρυντικά προμηνύματα,


ανοίχτηκαν με τα καράβια τους από τη Δήλο για τη Σάμο. Κι όταν έφτασαν στα νερά
της Σάμου, κοντά στην ακτή Κάλαμοι, έριξαν άγκυρα εκεί, στην περιοχή του Ηραίου
του νησιού, και προετοιμάζονταν για να δώσουν ναυμαχία, ενώ οι Πέρσες,
παίρνοντας την πληροφορία ότι οι Έλληνες τους πλησιάζουν με το στόλο τους,
σήκωσαν πανιά κι αρμένιζαν προς τη στεριά με τα υπόλοιπα καράβια, ενώ τα
φοινικικά τ᾽ άφησαν να γυρίσουν στον τόπο τους. [9.96.2] Γιατί ύστερ᾽ από σύσκεψη
αποφάσισαν να μη δώσουν ναυμαχία, επειδή πίστευαν πως δεν ήταν σε θέση ν᾽
αναμετρηθούν με τον εχθρό· κι ο λόγος για τον οποίο έβαλαν πλώρη για να πιάσουν
στεριά ήταν να μπουν κάτω απ᾽ την προστασία του πεζικού τους που βρισκόταν στη
Μυκάλη· ο στρατός αυτός με διαταγή του Ξέρξη δεν ακολούθησε το υπόλοιπο
εκστρατευτικό σώμα, αλλά έμεινε πίσω, φρουρός της Ιωνίας· η δύναμή του έφτανε
τις εξήντα χιλιάδες και στρατηγός του ήταν ο Τιγράνης, ο πιο όμορφος και με το πιο
μεγάλο ανάστημα ανάμεσα στους Πέρσες. [9.96.3] Λοιπόν οι ναύαρχοι αποφάσισαν
να καταφύγουν στην προστασία αυτού του πεζικού, να σύρουν τα καράβια στη
στεριά και να τα ζώσουν ένα γύρο με φράχτη, για να ᾽χουν τα καράβια προστασία κι
οι ίδιοι τους καταφύγιο.
[9.97.1] Πήραν αυτή την απόφαση κι έκαναν πανιά. Κι όταν έφτασαν κοντά στο ναό
των Πανσέπτων θεών της Μυκάλης, στις εκβολές του ποταμού Γαίσωνα και του
Σκολοπόεντα, όπου υπάρχει ναός της Ελευσίνιας Δήμητρας, που τον ίδρυσε ο
Φίλιστος, ο γιος του Πασικλή, που ακολούθησε τον Νηλέα, το γιο του Κόδρου, για
την ίδρυση της Μιλήτου, εκεί έσυραν τα καράβια στη στεριά κι έχτισαν γύρω τους
φράχτη από λιθάρια και ξύλα, αφού έκοψαν ήμερα δέντρα κι έμπηξαν στο έδαφος
παλούκια γύρω από τον φράχτη. Κι είχαν κάνει την ετοιμασία τους για την πολιορκία
που περίμεναν [ή για τη νίκη· γιατί με τις ετοιμασίες τους επιδίωκαν και το ένα και το
άλλο].
[9.98.1] Κι οι Έλληνες, όταν πληροφορήθηκαν πως οι βάρβαροι έφυγαν βιαστικά στη
στεριά, αγανάχτησαν που τους έφυγε μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια ο εχθρός κι ήταν
αναποφάσιστοι, τί να κάνουν· να σηκωθούν να φύγουν πίσω ή ν᾽ αρμενίσουν προς
τον Ελλήσποντο. Στο τέλος αποφάσισαν να μη κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο απ᾽
αυτά, αλλά να κινήσουν με τα καράβια τους προς τη στεριά. [9.98.2] Λοιπόν
ετοίμασαν όλα τ᾽ απαραίτητα για ναυμαχία και αποβατικές σκάλες κι ό,τι άλλο
εξυπηρετούσε την επιχείρηση κι έβαλαν πλώρη για τη Μυκάλη. Πλησίασαν στο
στρατόπεδο, αλλά δε φαινόταν κανένα καράβι ν᾽ ανοίγεται για να τους αντιμετωπίσει,
μονάχα έβλεπαν καράβια να έχουν συρθεί στη στεριά, στο εσωτερικό του τείχους και
μεγάλη δύναμη πεζικού να έχει παραταχτεί πέρα πέρα στην ακρογιαλιά· τότε το
πρώτο που έκανε ο Λεωτυχίδας ήταν, πλέοντας με το καράβι του δίπλα τους, σχεδόν
αγγίζοντας τ᾽ ακρογιάλι, να βάλει τον κήρυκα να φωνάζει το εξής μήνυμα στους
Ίωνες: [9.98.3] «Άνδρες Ίωνες, όσοι από σας τυχαίνει ν᾽ ακούτε τη φωνή μου, δώστε
προσοχή στα λόγια μου· γιατί το δίχως άλλο οι Πέρσες δε θα καταλάβουν τίποτε απ᾽
όσα παραγγέλνω: μόλις έρθουμε στα χέρια, ο καθένας σας ας βάλει στο νου του
πρώτ᾽ απ᾽ όλα την ελευθερία, κι ύστερα το σύνθημά μας, «Ήρα». Κι αυτό ας το μάθει
κι όποιος δεν ακούει τη φωνή μου απ᾽ εκείνους που την ακούν». [9.98.4] Η
σκοπιμότητα που κρυβόταν πίσω απ᾽ αυτή την ενέργεια ήταν η ίδια μ᾽ εκείνη του
Θεμιστοκλή στο Αρτεμίσιο· έλπιζε δηλαδή είτε να πείσει τους Ίωνες, στην περίπτωση
που δε θα έφταναν τα λόγια του στους βαρβάρους, είτε, στην περίπτωση που κάποιος
θα τα πρόφταινε στους βαρβάρους, να κλονιστεί η εμπιστοσύνη τους στους Έλληνες.
[9.99.1] Η δεύτερη ενέργεια των Ελλήνων ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την παραίνεση του
Λεωτυχίδα, ήταν να ζυγώσουν με τα καράβια τους τη στεριά και ν᾽ αποβιβαστούν στ᾽
ακρογιάλι. Κι έμπαιναν σε τάξη μάχης, ενώ οι Πέρσες, όταν είδαν τους Έλληνες να
προετοιμάζονται για μάχη και να έχουν απευθύνει παραίνεση στους Ίωνες, πρώτα
πρώτα, καθώς τους μπήκε η υποψία πως οι Σάμιοι έπαιρναν το μέρος των Ελλήνων,
τους αφοπλίζουν. [9.99.2] Γιατί οι Σάμιοι, όταν έφτασαν Αθηναίοι αιχμάλωτοι με τα
καράβια των βαρβάρων (αυτούς τους συνέλαβαν οι στρατιώτες του Ξέρξη, καθώς
είχαν ξαπομείνει εδώ κι εκεί σ᾽ όλη την Αττική), όλους αυτούς τους έλυσαν απ᾽ τα
δεσμά τους, τους εφοδίασαν με τ᾽ απαραίτητα και τους έστειλαν πίσω στην Αθήνα·
γι᾽ αυτό το λόγο τούς υποψιάζονταν περισσότερο από κάθε άλλον, αφού έλυσαν απ᾽
τα δεσμά πεντακόσιους εχθρούς του Ξέρξη. [9.99.3] Κατόπιν, τα περάσματα που
οδηγούν στις κορυφές της Μυκάλης διέταξαν να τα φρουρούν οι Μιλήσιοι, επειδή,
τάχα, ήξεραν τον τόπο καλύτερα απ᾽ τον καθένα· αλλά ο λόγος που το έκαναν αυτό
ήταν να τους απομακρύνουν απ᾽ το στρατόπεδο. Αυτά τα μέτρα λοιπόν έπαιρναν οι
Πέρσες, για να προφυλαχτούν απ᾽ εκείνους τους Ίωνες, για τους οποίους ήταν
πεπεισμένοι πως, αν τους δινόταν η δυνατότητα, θα τους έπαιζαν κάποιο άσκημο
παιχνίδι. Και οι ίδιοι τους κουβάλησαν τα γέρρα τους και τα έβαλαν το ένα δίπλα στο
άλλο, για να έχουν προστατευτικό φράχτη.
[9.100.1] Κι όταν πήραν τέλος οι προετοιμασίες των Ελλήνων, επιτέθηκαν στους
βαρβάρους. Κι ενώ βάδιζαν μπροστά, μια φήμη ήρθε φτερωτή και διαδόθηκε σ᾽
ολόκληρο το στρατόπεδο, και, εκεί που σπάνε τα κύματα, φάνηκε ριγμένο το ραβδί
του Ερμή· κι η φήμη που διαδόθηκε στις γραμμές του στρατού ήταν πως οι Έλληνες
πολεμώντας στη Βοιωτία νικούσαν το στράτευμα του Μαρδονίου. [9.100.2] Λοιπόν,
πολλές αποδείξεις τεκμηριώνουν την ύπαρξη θεϊκών ενεργειών, αφού και τότε, έτσι
που συνέπεσε να γίνουν την ίδια μέρα ο χαλασμός των Περσών στις Πλαταιές κι ο
χαλασμός που ήταν να πάθουν στη Μυκάλη, έφτασε φήμη στους Έλληνες που
βρίσκονταν εκεί, ώστε να ενισχυθεί πολύ περισσότερο το ηθικό του στρατού και
αυθόρμητα, με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, να μπαίνουν στον κίνδυνο.
[9.101.1] Κι άλλη μια σύμπτωση σημειώθηκε: το πεδίο μάχης και στη μια και στην
άλλη περίπτωση ήταν δίπλα σε τέμενος της Ελευσινίας Δήμητρας· γιατί βέβαια, όπως
και προηγουμένως έχω αναφέρει, στις Πλαταιές η μάχη έγινε ακριβώς δίπλα απ᾽ το
ναό της Δήμητρας, και στη Μυκάλη κάτι παρόμοιο ήταν να γίνει. [9.101.2] Κι η
φήμη που τους ήρθε, πως είχε κερδηθεί η νίκη απ᾽ τους Έλληνες του Παυσανία,
συμβαίνει ν᾽ ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· γιατί η μάχη των Πλαταιών έγινε
τις πρωινές ώρες της μέρας κιόλας, ενώ της Μυκάλης κατά το απόγευμα. Κι ότι
συνέπεσε να γίνουν την ίδια μέρα του ίδιου μήνα αποκαλύφτηκε λίγο αργότερα, απ᾽
τις πληροφορίες που συγκέντρωσαν. [9.101.3] Και, προτού φτάσει η φήμη, τους
κάτεχε τρομάρα, όχι τόσο για τη ζωή τους, όσο για τους Έλληνες, μήπως γονατίσει η
Ελλάδα στην πάλη της με τον Μαρδόνιο. Μόλις όμως τους ήρθε φτερωτή αυτή η
φήμη, οπωσδήποτε επιτάχυναν την επίθεσή τους. Λοιπόν, οι Έλληνες και οι βάρβαροι
έμπαιναν με βιασύνη στη μάχη, γιατί το έπαθλο του αγώνα ήταν τα νησιά κι ο
Ελλήσποντος.

[9.102.1] Λοιπόν οι Αθηναίοι κι όσοι είχαν παραταχτεί στην ίδια πτέρυγα μ᾽ αυτούς,
κι έπιαναν περίπου το μισό μέτωπο, βάδιζαν στην ακρογιαλιά και σ᾽ ομαλό τόπο, ενώ
οι Λακεδαιμόνιοι κι όσοι είχαν παραταχτεί στην πτέρυγά τους, μέσ᾽ από χαράδρα και
βουνά· κι ενώ αυτοί επιχειρούσαν ακόμη την κυκλωτική κίνηση, η άλλη πτέρυγα είχε
κιόλας μπει στη μάχη. [9.102.2] Λοιπόν, όσο ο φράχτης με τα γέρρα στεκόταν όρθιος,
οι Πέρσες αντιστέκονταν κι αγωνίζονταν ως ίσοι με ίσους· απ᾽ τη στιγμή όμως που ο
στρατός των Αθηναίων κι αυτών που βρίσκονταν στην πτέρυγά τους, για να έχουν να
λένε πως δικό τους ήταν το κατόρθωμα κι όχι των Λακεδαιμονίων, φιλοτιμώντας ο
ένας τον άλλο ρίχτηκαν στη μάχη με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, αποκεί και πέρα η
εικόνα της μάχης διαφοροποιήθηκε πια. [9.102.3] Γιατί, αφού άνοιξαν ρήγμα στον
φράχτη με τα γέρρα, ρίχτηκαν, πυκνή φάλαγγα, εναντίον των Περσών· κι αυτοί, αφού
πρόβαλαν αντίσταση και κράτησαν άμυνα για αρκετή ώρα, στο τέλος τράπηκαν σε
φυγή προς το τείχος. Κι οι Αθηναίοι κι οι Κορίνθιοι κι οι Σικυώνιοι και οι Τροιζήνιοι
(γιατί μ᾽ αυτή τη σειρά παρατάχτηκαν ο ένας στο πλευρό του άλλου), τους
καταδίωκαν όλοι μαζί και χύθηκαν μες στο τείχος ταυτόχρονα με τους βαρβάρους. Κι
όταν και το τείχος κυριεύτηκε, οι βάρβαροι έχασαν κάθε διάθεση για αγώνα και το
᾽βαλαν στα πόδια, όλοι οι άλλοι εκτός απ᾽ τους Πέρσες. [9.102.4] Ωστόσο αυτοί
σχημάτιζαν μικρές μονάδες κι έδιναν μάχη με τους Έλληνες που ολοένα ξεχύνονταν
στο τείχος. Κι απ᾽ τους στρατηγούς των Περσών δύο γλίτωσαν, ενώ δύο
σκοτώθηκαν· ο Αρταΰντης κι ο Ιθαμίτρης, στρατηγοί του ναυτικού γλιτώνουν, ενώ ο
Μαρδόντης κι ο στρατηγός του πεζικού Τιγράνης σκοτώνονται πολεμώντας.
[9.103.1] Οι Πέρσες συνέχιζαν ακόμη να πολεμούν, όταν έφτασαν οι Λακεδαιμόνιοι
κι οι άλλοι που ήταν στην πτέρυγά τους κι έδωσαν ένα χέρι κι αυτοί στην
ολοκλήρωση της νίκης. Σ᾽ αυτή τη μάχη έπεσαν κι από τους Έλληνες πολλοί,
προπάντων Σικυώνιοι κι ο στρατηγός τους Περίλαος. [9.103.2] Κι οι Σάμιοι που είχαν
επιστρατευτεί και βρίσκονταν στο στρατόπεδο των Μήδων κι είχαν αφοπλιστεί, με το
που είδαν στην πρώτη φάση το ζυγό της μάχης να γέρνει πότε απ᾽ τη μια και πότε απ᾽
την άλλη μεριά, έκαναν ό,τι περνούσε απ᾽ το χέρι τους, θέλοντας να ενισχύσουν τους
Έλληνες. Κι όταν οι υπόλοιποι Ίωνες είδαν τους Σαμίους να κάνουν την αρχή, έτσι
λοιπόν κι αυτοί λιποτάχτησαν απ᾽ τους Πέρσες κι επιτέθηκαν εναντίον των
βαρβάρων.
[9.104.1] Οι Πέρσες, για τη σωτηρία τους, είχαν δώσει διαταγή στους Μιλησίους να
φρουρούν τα μονοπάτια, ώστε, αν τα πράματα πάρουν την τροπή που πράγματι
πήραν, έχοντάς τους οδηγούς να φτάσουν σώοι στις κορυφές της Μυκάλης. Στους
Μιλησίους λοιπόν είχαν αναθέσει αυτή την αποστολή και για το λόγο που είπαμε και
για να μη τους παίξουν κανένα άσκημο παιχνίδι όντας μέσα στο στρατόπεδο· κι οι
Μιλήσιοι έκαναν ακριβώς το αντίθετο απ᾽ ό,τι τους είχε διαταχτεί, οδηγώντας από
άλλους δρόμους τους βαρβάρους που έφευγαν, που τους έστελναν στους εχθρούς· και
τέλος, σκοτώνοντάς τους, αποδείχτηκαν οι πιο σκληροί εχθροί τους.
[9.105.1] Έτσι για δεύτερη φορά αποστάτησε η Ιωνία απ᾽ τους Πέρσες. Σ᾽ αυτή τη
μάχη ανάμεσα στους Έλληνες αρίστευσαν οι Αθηναίοι κι ανάμεσα στους Αθηναίους
ο Ερμόλυκος, ο γιος του Ευθοίνου, πρωταθλητής στο παγκράτιο. Αυτό τον Ερμόλυκο
λοιπόν αργότερα τον βρήκε ο θάνατος σε μάχη ανάμεσα σε Αθηναίους και
Καρυστίους, στην Κύρνο της Καρυστίας, και τάφηκε στη Γεραιστό. Μετά απ᾽ τους
Αθηναίους αρίστευσαν οι Κορίνθιοι κι οι Τροιζήνιοι κι οι Σικυώνιοι.

[9.106.1] Λοιπόν, όταν οι Έλληνες κατέσφαξαν τους περισσότερους απ᾽ τους


βαρβάρους, άλλους την ώρα που έδιναν μάχη κι άλλους πάνω στη φυγή τους,
πυρπόλησαν τα καράβια και το τείχος τους, σ᾽ όλη την έκτασή του, αφού
προηγουμένως κουβάλησαν κι απόθεσαν στο γιαλό τα λάφυρα· μάλιστα βρήκαν και
κάμποσες κασέλες με νομίσματα· κι αφού πυρπόλησαν το τείχος και τα καράβια,
έκαναν πανιά απ᾽ εκεί. [9.106.2] Και φτάνοντας στη Σάμο οι Έλληνες έκαναν
σύσκεψη για να εκκενωθεί η Ιωνία και σε ποιά ελληνικά εδάφη, απ᾽ όσα αυτοί
εξουσίαζαν, να εγκαταστήσουν τους Ίωνες, και ν᾽ αφήσουν την Ιωνία στα χέρια των
βαρβάρων· γιατί τους φαινόταν πως τους είναι αδύνατο να προστατεύουν τους Ίωνες
φρουρώντας αιωνίως τη χώρα τους, ειδάλλως, αν αυτοί δεν τους προστάτευαν, πως
δεν είχαν καμιά ελπίδα οι Ίωνες να ξεμπλέξουν με τους Πέρσες με γέλια και χαρές.
[9.106.3] Γι᾽ αυτό το ζήτημα οι ηγέτες των Πελοποννησίων είχαν τη γνώμη να
ξεσηκώσουν με τη βία απ᾽ τις παραλιακές αποικίες τους Έλληνες που ανήκαν στις
φυλές που μήδισαν και να δώσουν αυτά τα μέρη στους Ίωνες, για να εγκατασταθούν·
αλλά οι Αθηναίοι διαφώνησαν ριζικά να εκκενωθεί η Ιωνία και οι Πελοποννήσιοι ν᾽
αποφασίζουν για τις δικές τους αποικίες· και καθώς αυτοί εξέφρασαν την έντονη
αντίρρησή τους, οι Λακεδαιμόνιοι δεν επέμειναν στη γνώμη τους. [9.106.4] Κι έτσι οι
Έλληνες συμπεριέλαβαν στη συμμαχία τους τούς Σαμίους και τους Χίους και τους
Λεσβίους και τους άλλους νησιώτες που τύχαινε να βρίσκονται στο εκστρατευτικό
σώμα τους, αφού τους έδεσαν με εγγυήσεις και με όρκους ότι θα μείνουν σταθεροί
και δε θα παρασπονδήσουν. Κι αφού τους έδεσαν με όρκους, έκαναν πανιά για να
παν να διαλύσουν τις γέφυρες, γιατί έλπιζαν πως θα τις βρουν ακόμη στη θέση τους.
[9.107.1] Λοιπόν αυτοί αρμένιζαν για τον Ελλήσποντο· κι απ᾽ τους βαρβάρους όσοι
σώθηκαν με τη φυγή και είχαν στριμωχτεί στις κορυφές της Μυκάλης, κι ήταν κάτι
λίγοι, μπήκαν στο δρόμο για τις Σάρδεις· και στο δρόμο, ενώ συνέχιζαν την πορεία
τους, ο Μασίστης, ο γιος του Δαρείου, που τυχαία παραβρέθηκε στην πανωλεθρία
τους, περιέλουζε με κακολογίες τον στρατηγό Αρταΰντη, κι ανάμεσα στ᾽ άλλα τού
είπε πως, με τον τρόπο που άσκησε τα καθήκοντά του ως στρατηγός, φάνηκε πιο
δειλός κι από γυναίκα· και πως του άξιζε κάθε κακοποίηση για το κακό που
προξένησε στον βασιλιά και στο κράτος του. Λοιπόν, για τους Πέρσες δεν υπάρχει
χειρότερη βρισιά απ᾽ το να σ᾽ αποκαλέσουν πιο δειλό κι από γυναίκα. [9.107.2] Κι ο
άλλος —δεν άκουσε και λίγα ο άνθρωπος— βγάζει απ᾽ τη θήκη τον ακινάκη,
θέλοντας να σκοτώσει τον Μασίστη. Αλλά ο Ξεναγόρας, ο γιος του Πραξιλάου,
πολίτης της Αλικαρνασσού, τον αντιλήφτηκε να κινείται απειλητικά και, καθώς
στεκόταν πίσω ακριβώς απ᾽ τον Αρταΰντη, τον αδράχνει απ᾽ τη μέση, τον σηκώνει
ψηλά και τον βροντά καταγής· και πάνω σ᾽ αυτά οι σωματοφύλακες έβαλαν τα
σώματά τους μπροστά στον Μασίστη. [9.107.3] Κι αν τα ᾽κανε αυτά ο Ξεναγόρας,
ήταν γιατί ήθελε να εξασφαλίσει την εύνοια του ίδιου του Μασίστη και του Ξέρξη, με
το να σώσει τη ζωή του αδερφού του· και γι᾽ αυτή του την πράξη ο Ξεναγόρας
διορίστηκε απ᾽ τον βασιλιά διοικητής όλης της Κιλικίας. Λοιπόν ο στρατός αυτός
στην πορεία του δε συνάντησε τίποτ᾽ άλλο έξω απ᾽ αυτό κι έφτασε στις Σάρδεις. Στις
Σάρδεις τώρα τύχαινε να βρίσκεται ο βασιλιάς απ᾽ εκείνη τη μέρα που έφτασε
φεύγοντας απ᾽ την Αθήνα, ύστερ᾽ απ᾽ την πανωλεθρία του στη ναυμαχία.

[9.108.1] Τότε λοιπόν έμενε στις Σάρδεις κι ερωτεύτηκε τη γυναίκα του Μασίστη,
που κι αυτή έμενε εκεί. Και καθώς με τα μηνύματα που της έστελνε δεν μπορούσε να
την καταφέρει κι ούτε κατέφευγε σε βία αποφεύγοντας να φέρει σε δύσκολη θέση τον
αδερφό του τον Μασίστη (σ᾽ αυτό είχε τα θάρρη της κι η γυναίκα· γιατί το ᾽ξερε
καλά πως δε θ᾽ ασκηθεί βία εναντίον της), τότε λοιπόν ο Ξέρξης, μη έχοντας άλλο
τρόπο, βάζει μπρος γάμο του γιου του Δαρείου με τη θυγατέρα του Μασίστη κι αυτής
της γυναίκας, ελπίζοντας να την κάνει ευκολότερα δική του ύστερ᾽ απ᾽ αυτό το
συνοικέσιο. [9.108.2] Κι αφού έκανε τους αρραβώνες κι όσα συνηθίζονται, πήρε το
δρόμο του γυρισμού για τα Σούσα. Κι όταν έφτασε εκεί κι οδήγησε στο παλάτι του τη
νύφη που ήταν για τον Δαρείο, έτσι λοιπόν του πέρασε ο έρωτας για τη γυναίκα του
Μασίστη κι η καρδιά του πέταξε αλλού· ερωτεύτηκε τη γυναίκα του Δαρείου και
θυγατέρα του Μασίστη, κι εκείνη του δόθηκε· τη γυναίκα αυτή την έλεγαν Αρταΰντη.
[9.109.1] Όμως με τον καιρό τα πάντα βγήκαν στη φόρα με τον εξής τρόπο· η
Άμηστρις, η γυναίκα του Ξέρξη, έβγαλε απ᾽ τον αργαλειό μεγάλο επανωφόρι,
πολύχρωμο κι αξιοθέατο και το δίνει στον Ξέρξη. Κι αυτός ευφράνθηκε μ᾽ αυτό, το
φορά και πηγαίνει στην Αρταΰντη. [9.109.2] Την ευφράνθηκε κι εκείνην και την
προτρέπει να ζητήσει όποιο δώρο θέλει να της κάνει για τις στιγμές που του χάρισε·
φτάνει να ζητήσει, της είπε, το καθετί και θα το έχει. Κι εκείνη, γιατί ήταν να τη
βρουν συμφορές κι αυτήν κι όλο το σπιτικό της, αποκρίθηκε στον Ξέρξη: «Θα μου
δώσεις ό,τι κι αν σου ζητήσω;» κι εκείνος, πιστεύοντας πως εκείνη θα του ζητήσει
ό,τι άλλο, υπόσχεται και δίνει όρκο. Κι αυτή, μόλις εκείνος ορκίστηκε, ζητά με
θράσος το πανωφόρι. [9.109.3] Κι ο Ξέρξης και τί δεν έβαλε σ᾽ ενέργεια
αποφεύγοντας να της το δώσει, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά επειδή φοβόταν την
Άμηστρη, μήπως —αφού κι από πριν εκείνη είχε ψυλλιαστεί τί τρέχει— τώρα βγουν
στη φόρα οι προκοπές του· αλλά της έδινε πολιτείες και χρυσάφι αρίφνητο και
στρατό, που μονάχα αυτή θα είχε στις διαταγές της (κι ο στρατός είναι κατεξοχήν
περσικό δώρο). Μ᾽ όλ᾽ αυτά όμως δεν την έπειθε και τέλος της δίνει το πανωφόρι. Κι
αυτή, καταχαρούμενη με το δώρο, το φορούσε και καμάρωνε.
[9.110.1] Και η Άμηστρις μαθαίνει πως αυτή το έχει· και μαθαίνοντάς το δεν ένιωσε
μίσος γι᾽ αυτή τη γυναίκα, αλλά, με την ιδέα πως η μητέρα της έχει το φταίξιμο και
βρίσκεται πίσω απ᾽ αυτά, μελετούσε εξόντωση της γυναίκας του Μασίστη. [9.110.2]
Παραφύλαξε λοιπόν την ώρα που ο άντρας της, ο Ξέρξης, παραθέτει βασιλικό δείπνο
(κι αυτό το δείπνο το προσφέρουν μια φορά το χρόνο, στα γενέθλια του βασιλιά, και
λέγεται στα περσικά «τυκτά», στην ελληνική γλώσσας «τέλειον»)· είναι η μέρα που ο
βασιλιάς πλένει το κεφάλι του με ανθόνερο, μονάχα τότε, και κάνει τα δώρα του
στους Πέρσες· λοιπόν η Άμηστρις παραφύλαξε αυτή τη μέρα και ζητά απ᾽ τον Ξέρξη
να της κάνει δώρο τη γυναίκα του Μασίστη. [9.110.3] Κι αυτός το βρήκε ανήκουστο
κι απάνθρωπο, απ᾽ τη μια να παραδώσει τη γυναίκα του αδερφού του κι απ᾽ την
άλλη, ενώ δεν ήταν από δικό της σφάλμα αυτή η ιστορία· γιατί κατάλαβε το λόγο για
τον οποίο την ήθελε η Άμηστρις.
[9.111.1] Στο τέλος όμως, καθώς εκείνη επέμενε και καλά στο αίτημά της και τα
χέρια του ήταν δεμένα απ᾽ το έθιμο (δηλαδή, στην τελετή του βασιλικού δείπνου δεν
υπάρχει περίπτωση να μην ικανοποιηθεί το αίτημα που υποβλήθηκε), με βαριά
καρδιά λέγει το ναι και, αφού έκανε την παραχώρηση, ενεργεί ως εξής: στην
Άμηστρη δίνει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει, κι απ᾽ την άλλη στέλνει και καλεί τον
αδερφό του και του λέει τα εξής: [9.111.2] «Μασίστη, εσύ είσαι γιος του Δαρείου και
αδερφός μου, κι επίσης είσαι και άνδρας με αρετή· λοιπόν, τη γυναίκα αυτή με την
οποία συζείς παράτησέ την κι εγώ στη θέση της σου δίνω τη θυγατέρα μου· ζήσε μαζί
της· κι αυτήν που έχεις τώρα, γιατί δεν την εγκρίνω εγώ, παύσε να την έχεις
γυναίκα». [9.111.3] Κι ο Μασίστης έμεινε με το στόμα ανοιχτό μ᾽ αυτά που άκουσε
κι αποκρίθηκε: «Άρχοντά μου, τί χαμένα λόγια είναι αυτά που λες, προστάζοντάς με,
τη γυναίκα που μου χάρισε παλικάρια και θυγατέρες, απ᾽ τις οποίες τη μια εσύ την
έκανες νύφη σου στο γιο σου, τη γυναίκα που αγαπώ μ᾽ όλη μου την καρδιά, με
προστάζεις να τη διώξω απ᾽ το σπίτι μου και να παντρευτώ τη θυγατέρα σου;
[9.111.4] Όσο για μένα, βασιλιά μου, το θεωρώ πολύ σπουδαίο που μ᾽ έχεις άξιο για
τη θυγατέρα σου, όμως δε θα κάνω ούτε το ένα ούτε το άλλο απ᾽ αυτά. Κι απ᾽ τη
μεριά σου, με κανέναν τρόπο μην εκβιάζεις τη συγκατάθεσή μου· αλλά για τη
θυγατέρα σου θα βρεθεί κάποιος άλλος καθόλου κατώτερος από μένα, κι εμένα
άφησέ με να ζω με τη γυναίκα μου». [9.111.5] Αυτός έτσι του αποκρίθηκε κι ο
Ξέρξης έξω φρενών του λέει τα εξής: «Μασίστη, είσαι πια ξοφλημένος· γιατί τώρα
πια ούτε θα σου έδινα γυναίκα τη θυγατέρα μου ούτε θα συζήσεις με την άλλη αποδώ
και πέρα, για να μάθεις να δέχεσαι τα δώρα που σου δίνουν». Κι εκείνος, ύστερ᾽ απ᾽
όσα άκουσε, βγήκε έξω αφού είπε μόνο αυτά: «Άρχοντά μου, δε με ξέκανες ακόμα».
[9.112.1] Και σ᾽ αυτό το μεταξύ που ο Ξέρξης συνομιλούσε με τον αδερφό του, η
Άμηστρις έστειλε και κάλεσε τους σωματοφύλακες του Ξέρξη και κατακρεούργησε
τη γυναίκα του Μασίστη· έκοψε τα βυζιά της και τα πέταξε στα σκυλιά, έκοψε και τη
μύτη και τ᾽ αυτιά και τα χείλη και τη γλώσσα της κι ύστερα την έστειλε στο σπίτι της
κατακρεουργημένη.
[9.113.1] Κι ο Μασίστης, μη έχοντας ακούσει ακόμη τίποτε απ᾽ αυτά, αλλά με το
προαίσθημα ότι κάτι κακό τού συμβαίνει, τρέχοντας μπαίνει με ορμή στο σπίτι του.
Κι αντικρίζοντας τη γυναίκα του κατακρεουργημένη, χωρίς να χάσει στιγμή κάνει
συμβούλιο με τα παιδιά του και κατόπι πήρε το δρόμο για τα Βάκτρα μαζί με τους
γιους του και κάμποσους άλλους, για να σηκώσει σ᾽ επανάσταση τη σατραπεία των
Βάκτρων και να κάνει το μεγαλύτερο κακό στον βασιλιά. [9.113.2] Κάτι που θα
γινόταν, κατά τη γνώμη μου, αν βέβαια προλάβαινε ν᾽ ανεβεί στη χώρα των
Βακτρίων και των Σακών· γιατί και τον αγαπούσαν οι λαοί τους κι ήταν αντιβασιλέας
στα Βάκτρα. Αλλά βέβαια ο Ξέρξης, μαθαίνοντας αυτές του τις κινήσεις, έστειλε
στρατό εναντίον του όσο ακόμα εκείνος βρισκόταν στο δρόμο και σκότωσε και τον
ίδιο και τους γιους του και τον στρατό του. Αυτή λοιπόν την εξέλιξη είχε ο έρωτας
του Ξέρξη κι έτσι πέθανε ο Μασίστης.
[9.114.1] Οι Έλληνες τώρα, που απ᾽ τη Μυκάλη έβαλαν πλώρη για τον Ελλήσποντο,
αρχικά έμειναν αγκυροβολημένοι στον κόλπο του Λεκτού, καθώς αποκλείστηκαν απ᾽
τους ανέμους, κι αποκεί έφτασαν στην Άβυδο και βρήκαν διαλυμένες τις γέφυρες που
πίστευαν πως θα τις έβρισκαν ακόμη στη θέση τους, κι αυτός ήταν κυρίως ο λόγος
για τον οποίο έφτασαν στον Ελλήσποντο. [9.114.2] Οι Πελοποννήσιοι λοιπόν που
περιστοίχιζαν τον Λεωτυχίδα αποφάσισαν να γυρίσουν με τα καράβια τους στην
Ελλάδα, αλλά οι Αθηναίοι κι ο στρατηγός τους Ξάνθιππος να παραμείνουν εκεί και
να επιχειρήσουν εισβολή στη Χερσόνησο. Κι οι άλλοι έφυγαν με τα καράβια τους,
ενώ οι Αθηναίοι πέρασαν απ᾽ την Άβυδο στη Χερσόνησο και πολιορκούσαν τη
Σηστό.
[9.115.1] Εκεί, στη Σηστό, επειδή διέθετε το ισχυρότερο τείχος απ᾽ όλες τις πόλεις
της περιοχής αυτής, συγκεντρώθηκαν, μόλις ακούστηκε πως οι Έλληνες
εμφανίστηκαν στον Ελλήσποντο, κι οι φρουρές των άλλων γειτονικών πόλεων και
πρώτιστα ο Πέρσης Οιόβαζος απ᾽ την πόλη Καρδία, που είχε μεταφέρει εκεί τα
παλαμάρια απ᾽ τις γέφυρες. Στη Σηστό κατοικούσαν οι εντόπιοι Αιολείς και μαζί τους
βρίσκονταν εκεί και Πέρσες και μεγάλο πλήθος απ᾽ τους άλλους συμμάχους τους.
[9.116.1] Και τύραννος αυτής της σατραπείας ήταν ο τοποτηρητής του Ξέρξη
Αρταΰκτης, Πέρσης βέβαια, αλλά σκληρός κι αλλοπρόσαλλος, που και τον βασιλιά
Ξέρξη, όταν εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας, τον εξαπάτησε και σφετερίστηκε τον
θησαυρό του Πρωτεσιλάου, του γιου του Ιφίκλου, στον Ελαιούντα. [9.116.2] Γιατί
στον Ελαιούντα της Χερσονήσου βρίσκεται τάφος του Πρωτεσιλάου και γύρω του
τέμενος, όπου υπήρχαν πολλά χρήματα και χρυσά κι ασημένια ποτήρια και χάλκινα
σκεύη και φορεσιές κι άλλα τάματα, που τα σύλησε ο Αρταΰκτης, καθώς του έδωσε
το ελεύθερο ο βασιλιάς. Και παραπλάνησε τον Ξέρξη μιλώντας έτσι: [9.116.3]
«Άρχοντά μου, εδώ βρίσκεται το σπίτι ενός Έλληνα, που εκστρατεύοντας εναντίον
της χώρας σου βρήκε δίκαιη τιμωρία και σκοτώθηκε. Δώσε μου το σπίτι του, για να
γίνει μάθημα στον καθένα να μην εκστρατεύει εναντίον της χώρας σου». Μ᾽ αυτά τα
λόγια δε δυσκολεύτηκε να πείσει τον Ξέρξη να του δώσει «το σπίτι ενός ανθρώπου»,
καθώς δεν του πέρασε καθόλου η υποψία τί είχε στο νου του εκείνος. Και, λέγοντας
ότι ο Πρωτεσίλαος εκστράτευσε εναντίον της χώρας του βασιλιά, νά τί εννοούσε: οι
Πέρσες θεωρούν ότι ολόκληρη η Ασία είναι κτήμα δικό τους και του βασιλιά που με
διαδοχή κατέχει το θρόνο, συνεχώς. Κι αφού ο Ξέρξης του έκανε την παραχώρηση,
έβγαλε τον θησαυρό από τον Ελαιούντα και τον κουβάλησε στη Σηστό κι έσπερνε το
τέμενος και το εκμεταλλευόταν· και κάθε φορά που ο ίδιος του πήγαινε στον
Ελαιούντα, έσμιγε με γυναίκες στο άδυτο του ναού. Τότε λοιπόν πολιορκήθηκε απ᾽
τους Αθηναίους χωρίς να έχει προετοιμαστεί για πολιορκία κι ούτε που περίμενε να
του έρθουν οι Έλληνες· κι έτσι έπεσαν επάνω του προτού πάρει τα μέτρα του.
[9.117.1] Και καθώς ήρθε το φθινόπωρο κι η πολιορκία κρατούσε, οι Αθηναίοι
βαρυγκομούσαν, και επειδή βρίσκονταν μακριά απ᾽ την πόλη τους και επειδή δεν
μπορούσαν να κυριέψουν το τείχος. Λοιπόν, ζητούσαν απ᾽ τους στρατηγούς να τους
πάρουν αποκεί και να γυρίσουν πίσω· εκείνοι όμως αρνήθηκαν να το κάνουν, πριν
κυριέψουν την πόλη ή τους ανακαλέσουν με κοινή απόφαση οι συμπολίτες τους. Κι
έτσι το πήραν απόφαση να μείνουν στη θέση τους.
[9.118.1] Κι η εξαθλίωση των πολιορκημένων είχε φτάσει πια στο απροχώρητο, έτσι
που έβραζαν τα πετσιά από τ᾽ ανάκλιντρα και τα έτρωγαν. Κι όταν τους έλειψαν κι
αυτά, νύχτα τότε απέδρασαν κι έγιναν καπνός οι Πέρσες με τον Αρταΰκτη και τον
Οιόβαζο, αφού κατέβηκαν απ᾽ την πίσω μεριά των τειχών, στο πιο έρημο από
εχθρούς μέρος. [9.118.2] Κι όταν ξημέρωσε, οι Χερσονησίτες ανέβηκαν στους
πύργους και με σινιάλα ανακοίνωσαν στους Αθηναίους το τί είχε συμβεί και τους
άνοιξαν τις πύλες του τείχους. Κι εκείνοι, οι περισσότεροι, πήραν να καταδιώκουν
τον εχθρό, ενώ οι υπόλοιποι κυρίευαν την πόλη.
[9.119.1] Λοιπόν τον Οιόβαζο, που φεύγοντας έφτασε στη Θράκη, τον έπιασαν οι
Θράκες Αψίνθιοι και τον θυσίασαν στο θεό του τόπου τους, τον Πλείστωρο, με τα
δικά τους έθιμα, ενώ τους στρατιώτες του τους σκότωσαν με τον συνηθισμένο τρόπο.
[9.119.2] Κι οι άντρες του Αρταΰκτη, που τελευταίοι κίνησαν να φύγουν, καθώς ο
εχθρός τούς πρόλαβε λίγο πιο πέρα απ᾽ τους Αιγός ποταμούς, έδωσαν μάχη για τη
ζωή τους, που κράτησε πολλές ώρες, κι άλλοι τους σκοτώθηκαν κι άλλοι πιάστηκαν
ζωντανοί. Αυτούς λοιπόν αλυσοδεμένους οι Έλληνες τους οδήγησαν στη Σηστό, κι
ανάμεσά τους και τον Αρταΰκτη δεμένο, τον ίδιο και το γιο του.
[9.120.1] Κι ενός απ᾽ τους δεσμοφύλακες, λένε οι Χερσονησίτες, ενώ έψηνε
καπνιστά ψάρια, του συνέβη το εξής πρωτάκουστο: τα καπνιστά ψάρια που ήταν
πάνω στη φωτιά πήραν να χοροπηδούν και να σπαρταρούν σαν ψάρια που εκείνη τη
στιγμή βγήκαν απ᾽ το δίχτυ. [9.120.2] Κι ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω του κι έμεναν με
το στόμα ανοιχτό, όμως ο Αρταΰκτης, μόλις είδε το πρωτάκουστο φαινόμενο, κάλεσε
αυτόν που έψηνε τα καπνιστά ψάρια και του είπε: «Ξένε Αθηναίε, μην έχεις κανένα
φόβο γι᾽ αυτό το παράδοξο· γιατί δεν έχει να κάνει μ᾽ εσένα, αλλά σ᾽ εμένα στέλνει
μήνυμα ο Πρωτεσίλαος, ο ημίθεος του Ελαιούντα, ότι, και πεθαμένος και
ταριχευμένος που είναι, οι θεοί τού δίνουν δύναμη να πάρει εκδίκηση απ᾽ τον
αδικητή του. [9.120.3] Λοιπόν τώρα είμαι πρόθυμος να καταθέσω τα εξής λύτρα: στη
θέση των θησαυρών που πήρα απ᾽ το ναό, να καταθέσω στο θεό εκατό τάλαντα, και
τη ζωή μου και τη ζωή του γιου μου θα την εξαγοράσω δίνοντας διακόσια τάλαντα
στους Αθηναίους, αν σωθώ». [9.120.4] Μ᾽ αυτές τις υποσχέσεις δεν έπειθε τον
στρατηγό Ξάνθιππο· γιατί οι κάτοικοι του Ελαιούντα, θέλοντας να πάρουν εκδίκηση
για τον Πρωτεσίλαο, του ζητούσαν να τον αποτελειώσει, κι η σκέψη του στρατηγού
πορευόταν στην ίδια κατεύθυνση. Κι αφού τον πήραν και τον πήγαν στο ακρωτήριο,
όπου ο Ξέρξης έδεσε τις πλωτές γέφυρες (κι άλλοι λένε στο λόφο που υψώνεται πάνω
απ᾽ την πόλη της Μαδύτου), τον κρέμασαν ψηλά καρφωμένο σε σανίδες, ενώ το γιο
του τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια του Αρταΰκτη με λιθοβολισμό.
[9.121.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την επιχείρησή τους γύρισαν με τα καράβια τους στην
Ελλάδα κουβαλώντας μαζί τους και τα άλλα λάφυρα, και πρώτ᾽ απ᾽ όλα τα
παλαμάρια απ᾽ τις γέφυρες, για να τ᾽ αφιερώσουν στους ναούς. Κι αυτό το χρόνο δεν
είχαμε, πέρ᾽ απ᾽ αυτά, κανένα άλλο γεγονός.

[9.122.1] Λοιπόν, πρόγονος αυτού του Αρταΰκτη, που τον κρέμασαν ψηλά, είναι ο
Αρτεμβάρης, αυτός που ανέπτυξε στους Πέρσες μια πρόταση που εκείνοι την
υιοθέτησαν και τη μετέφεραν στον Κύρο σαν δική τους· η πρόταση ήταν η ακόλουθη:
[9.122.2] «Αφού ο Ζευς δίνει την ηγεμονία στο έθνος των Περσών, κι ανάμεσα στους
Πέρσες σ᾽ εσένα, Κύρε, αφού εκθρόνισε τον Αστυάγη, εμπρός τώρα, γιατί η γη που
ορίζουμε είναι λίγη, κι αυτή τραχιά, ας μεταναστεύσουμε απ᾽ αυτή κι ας πάρουμε
άλλη, καλύτερη. Κι υπάρχουν πολλές γειτονικές χώρες και πολλές πιο απόμακρες· αν
πάρουμε μια απ᾽ αυτές, ο κόσμος θα μας αντικρίζει με μεγαλύτερο θαυμασμό. Τί πιο
φυσικό για ένα έθνος που ασκεί την εξουσία από το να ενεργεί μ᾽ αυτό τον τρόπο;
γιατί πότε άλλοτε θα έχουμε την ευκαιρία, αν όχι τώρα, που κυβερνούμε πολλούς
λαούς κι ολόκληρη την Ασία;». [9.122.3] Ο Κύρος τ᾽ άκουσε αυτά και δεν έδειξε να
εντυπωσιάζεται απ᾽ την πρόταση, αλλά τους παρακινούσε να την εφαρμόσουν· όμως,
συνεχίζοντας τις συμβουλές του, τους παρακινούσε να ετοιμάζονται να παύσουν πια
να είναι ηγέτες, και να ζήσουν υπήκοοι σε άλλους· επειδή συνήθως, είπε, η θηλυκή
γη βγάζει εκθηλυμένους άντρες· γιατί δε γίνεται απ᾽ την ίδια γη να βλασταίνουν και
το ένα και το άλλο, και καρποί θαυμαστοί και άντρες με πολεμική αρετή. [9.122.4]
Μ᾽ αυτά οι Πέρσες κατάλαβαν την πλάνη τους κι αποσύρθηκαν γρήγορα γρήγορα,
μια και η γνώμη τους αποδείχτηκε κατώτερη απ᾽ τη γνώμη του Κύρου, και
προτίμησαν να είναι αφέντες ζώντας σε φτωχή γη παρά να καλλιεργούν πεδιάδα και
να είναι δούλοι άλλων.

You might also like